ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΑ
ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ
(Θρύλος και πραγματικότητα)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Κ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1975
Digitized by 10uk1s
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Δύσκολο πράμα στα χρόνια μας να πει κανείς την αλήθεια. Γιατί πρώτος χρειάζεται να την κατέχει, ύστερις νάχει αφοβία κι ευκρίνεια και μ' αυτά ψάχνοντας κι ανασκαλεύοντας τις θύμησες του, να βρίσκει και να λέει, ό,τι είναι αληθινό. Ύστερα πρέπει να πατήσει πάνω σε αμέτρητα ταμπού, που άφησε θεληματικά, από μια ανάγκη κι από λίγα, να υψωθούνε ανάμεσα σ' αυτόνε και την αλήθεια, ανάμεσα σ' αυτόνε και στα πράματα (πραγματικότητα) κι ακόμα πρέπει να κατανικήσει, να ελευθερώσει και τη συνείδησή του την ίδια. Όπως στις 1266 χειρόγραφες σελίδες του τόμου για την Εθνική αντίσταση, το ίδιο και σε τούτονε που τώρα αρχινίζω και θα πιάσει τον καιρό της κράτησής μου στην Ειδική Ασφάλεια της Αθήνας, στα στρατόπεδα της Ακροναυπλίας, της Κατούνας, της Βόνιτσας, του Λαζαρέτου· κι ύστερα, τις «Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα» (τυπωμένο βιβλίο σαν 7ο κεφάλαιο του τόμου), λογαριάζω το ίδιο, δηλαδή σ' όσο πιο πολύ μπορέσω, να βρω και να πω την αλήθεια: χωρίς φόβο, δίχως πάθος, σε πρόσωπα για σε πράγματα ή καταστάσεις. Επειδή πιστεύω πώς η αλήθεια είναι καλό να λέγεται, πως όσο πιο γρήγορα ειπωθεί, τόσο και πιο μεγάλο είναι τ' όφελός της. Άργησα να μιλήσω, μα όπως και πριν από δέκα χρόνια, λέω στον πρόλογο τυπωμένου βιβλίου μου, περίμενα να γράψει κάποιος άλλος, ικανότερος και «με γνώμη εγκυρότερη». Όμως δεν μίλησε κανείς από εκείνους που περίμενα. Αντίθετα δυο εργάτες, ο Βασίλης Γιαννόγκονας, φορτοεκφορτωτής κι ο Γεράσιμος Αντωτάτος, τσαγκάρης, γράψανε και τύπωσε κιόλας απ' ένα βιβλιαράκι ο πάσα εις τους: Πενήντα τρεις σελίδες ο πρώτος, πενήντα πέντε ο άλλος, στα 1963 του πρώτου, στα 1966 του δεύτερου. Ο Γιαννόγκονας κατάφερε, απ' όσο ήξερε κι απ' όσο τον άφησε η πίκρα του, να μιλήσει αληθινά. Ο άλλος σύντροφος Ακροναυπλιώτης, ο Αντωνάτος, χωρίς να πει ψέματα, σώπασε ολότελα για την αλήθεια. Κι οι δυο τους ξεκινώντας να γράψουν για κείνα τα περιστατικά, είχανε την καλή πρόθεση να βοηθήσουν τους νέους ανθρώπους αυτουνού του τόπου στο ασταμάτητο πάλεμα, μόνο που η ταχτική κι ο τρόπος τους είναι ολότελα αντίθετος κι αντίθετο και το αποτέλεσμα. Μα έτσι οι καλοί μας σύντροφοι ασυνεννόητα κι άθελά τους, θέσανε ένα θέμα με τα γραφτά τους: Πρέπει ή δεν πρέπει να λέμε την αλήθεια; Μιλώντας στην συνδιάσκεψη που γίνηκε στα Χανιά, για το συνέδριο του Κομ. Κόμματος της Ελλάδας τον Οχτώβρη του 1945, είπα, πως εμείς οι κρατούμενοι Ακροναυπλιώτες, κάναμε ένα μεγάλο λάθος που το λογαριάζω πηγή όλων των κατοπινών μας λαθών — για τούτα τα λάθη που συζητάμε τώρα — που μας έφεραν έξω της πολιτικής εξουσίας, και το λάθος μας αυτό ήταν τ' ότι δεν φύγαμε από το στρατόπεδο της Ακροναυπλίας, όταν οι χιτλερικοί κατάλαβαν τη χώρα μας κι η εξουσία τον ντόπιου φασισμού που μας κρατούσε, ήταν παραλυμένη. Από τότες έχουνε περάσει εικοσιπέντε χρόνια κι η γνώμη μου αυτή δεν άλλαξε, μα γίνηκε πεποίθηση. Γιάννης Μανούσακας
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Αθήνα Φλεβάρης του 1939 Όλα δείχνανε πως λίγον καιρό θα χαιρόμουνα λεύτερος: Άλλαζα σπίτι, άλλαζα τόπο δουλειάς, μα πάλι ένιωθα κάτι αόρατο, κάτι σαν ίσκιο να τυλίγει το είναι μου. Μια μέρα ξεροκαταπίνοντας μου τόπε ο εστιάτορας: «Πώς να στο πω... σε παρακολουθούνε». Ήτανε καλός άνθρωπος, φίλος μου. Απ' ό,τι 'χα καταλάβει κι αμοναχός μου, τον πίστεψα. Μα τι να κάνω;... Έγραψα ένα γράμμα σ' ένα συγγενή μου: «Στείλε μου χίλιες δραχμές, μου χρειάζονται». Για λίγο θ' άλλαζα πολιτεία, θα πήγαινα κοντά σ' ένα ελαιοκόμο, το Γιάννη Μαντζόρο από το Ρέθεμνος, που δούλευε αρχιεργάτης στη Στυλίδα. Από κλάδεμα της ελιάς ξέρω καλά. Μα το γράμμα κείνο έπεσε στα χέρια της Αστυνομίας· κατάλαβε γιατί ζητούσα τα λεπτά. Έμενα σ' ένα ρέμα στην Κυψέλη, στην οδό Κρίσσης 21, στο σπίτι της κυρα - Κοκκίναινας, σ' ένα υπόγειο δωμάτιο που έμοιαζε πιο πολύ με μπουντρούμι. Εκεί ήρθανε κείνο το χάραμα 24 του Φλεβάρη του 1939. Όταν άκουσα τρεις χτύπους στην πόρτα, έτσι πολύ διακριτικά, υποψιάστηκα κι αμέσως ερώτησα: «Εσύ 'σαι Γιωργάκη;». «Ναι», είπε μια άχρωμη φωνή. Ζυγώνοντας κατά την πόρτα ξαναρώτησα το σύνδεσμο: «Συ 'σαι, Γιωργάκη.... Μίλησέ μου». «Ανοίχτε σας παρακαλώ, αστυνομία». Έγρουξε ένας άνθρωπος. Ντύθηκα στα γρήγορα, ενώ στο μεταξύ οι αστυνομικοί βροντούσαν την πόρτα κι εφοβέριζαν. Άνοιξα. Τέσσερεις γεροδεμένοι άντρες ψηλοί με καβουράκια στα κεφάλια και με πιστόλια, με τις κάννες στραμμένες κατά μένα στα χέρια τους, κατέβηκαν τα σκαλοπάτια, γεμίζοντας το δωμάτιο. «Κύριοι, τους είπα, κάνετε λάθος. Για ποιον ληστή, για ποιον κακούργο με περάσατε; Είμαι ένας εργάτης, δεν έχω δοσοληψίες με την δικαιοσύνη, τι θέλετε από μένα πριν καλά - καλά να φωτίσει η μέρα;». Στα πρόσωπα των αστυνομικών απλώθηκε μια ειρωνεία που τους έκανε να μου φανούν ακόμη πιο απαίσιοι. Ένας — θάταν ο επικεφαλής τους — μου έδωσε την εξήγηση: πως μάλλον... θα πρόκειται περί λάθους, αλλά μια που γίνηκε το λάθος, θα έπρεπε να τους ακολουθήσω μέχρι την Ειδική Ασφάλεια: «Ο διοικητής μας που είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος, θα σε αφήσει αμέσως ελεύθερο», μου εξήγησε. Μα τώρα έπρεπε να ετοιμαστώ γρήγορα, πριν να φωτίσει και δει η γειτονιά, ότι με τραβάει η αστυνομία και «σχηματίσει κακή εντύπωση» για μένα... Φόρεσα για καλού κακού το καλό μου κουστούμι, αν και οι αστυνομικοί είχανε τη γνώμη πως ο διοικητής θα μ' άφηνε πιο εύκολα αν θα μ' έβλεπε με τριμμένη φορεσιά...
Ήταν ένα παγωμένο μουντό χάραμα. Ο ουρανός ανταριασμένος είχε χαμηλώσει μικραίνοντας τη γη. Ένα δυνατο χιονόνερο βαρούσε την άσφαλτο κι είχε σκεπάσει τις αλέες της πλατείας Κυψέλης. Οι Digitized by 10uk1s
γυμνωμένες λεύκες υψώνανε τις ασημένιες βέργες τους κατά τον ουρανό, ενώ οι θλιβεροί ευκάλυπτοι κρέμαγαν τις βρεγμένες βαριές κλάρες τους κατά τη γη. Τρέχαμε. Κρατούσα εγώ την ομπρέλα αγκαλιασμένος από τους δυο αστυνομικούς που φαινόμαστε σαν τρεις καλοί φίλοι. Οι άλλοι ερχόντανε ξωπίσω μας κρατώντας τα περίστροφα στις τσέπες. Ήθελα, αν μπόραγα να χωρέσω όλον τον κόσμο τούτονε στην ψυχή μου: Την καταιγίδα, τα σπίτια, τα δέντρα του δρόμου, τους ανθρώπους που τρέχοντας πέρναγαν την πλατεία... μα πώς να προλάβω — τρέχαμε.
Το κτήριο που στέγαζε την Ειδική Ασφάλεια βρισκότανε στην οδό Γ' Σεπτεμβρίου και Δεριγνύ. Ήταν ένα παλιό αρχοντόσπιτο και μάλιστα σ' αυτό καθώς λέγανε, κατοικούσε, τότες που η Ελλάδα δεν είχε βασιλιά, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. 1 Εδώ λοιπόν σ' αυτό το μέγαρο καρφώσαμε, όταν η καταιγίδα είχε δυναμώσει, το χιονόνερο είχε σκεπάσει τους δρόμους· ο κόσμος χάθηκε στην πλάτη μου. Στο πρώτο πάτωμα του μεγάρου ανοιγότανε ένα πλατύ πολυτελέστατο χωλ. Εδώ στο βάθος του μ' έσπρωξαν σ' ένα αδειανό στενόμακρο δωμάτιο κι η πόρτα του βρόντηξε πίσω μου. Έμεινα τώρα μόνος μου — για πόση ώρα; Για τούτο πήρα να ταχτοποιώ τις σκέψεις μου: Το πρώτο που συνειδητοποίησα ήταν ότι είχε γίνει σε βάρος μου κάτι που, από δυόμιση χρόνια περίμενα και φοβόμουνα: Ότι είχα χάσει την ατομική ελευθερία μου, κι ότι μια μάχη κι ένα μαρτύριο αρχινούσε: «Ποτέ δεν πρέπει να απαντήσεις χτυπώντας, όταν σε βασανίζουν στην Ασφάλεια». «Όχι δεν ξέρω. Δεν έχω να σας πω τίποτα... Ή καλύτερα δεν σας λέω τίποτα κόφτε κιμά το κορμί μου», ήταν η καταστερνή μου απόφαση. Σε λίγο αντιβοούσε το κτήριο από κάθε λογής σαματά: φωνές, γέλια, βρισιές, χτυπήματα τακουνιών, κουδουνίσματα σπιρουνιών. Κάθε λίγο άνοιγε η πόρτα του δωματίου που στεκόμουνα, ένα ή πολλά μαζί πρόσωπα στήλωναν πάνω μου τα μάτια τους· με διάβαζαν λογαριάζοντας το κουράγιο μου — έτσι μου φάνηκε. Ύστερα άλλοι κι άλλοι, και δεν μπορούσα να συμπεράνω αν σε κείνα τα παγερά βλέμματα ύπαρχε μίσος ή κάκητα απέναντί μου. Μέσα σε κείνο το σαματά ένα ρολόι χτύπησε οχτώ φορές κι ο καθένας απ' τους χτύπους του ήταν πιο θλιβερός απ' τον προτερινό του. Ένας φόβος για την κακή μου τούτη μοίρα, άρχισε να περονιάζει όλο το δειλιασμένο είναι μου. Οι κόρδες που κρατάνε τα σπλάχνα αρχίνησαν να τρέμουν κι ένας παράξενος πόνος έζωνε τα ήπατά μου. Έθεσα την απαλάμη στην καρδιά. Αυτή δούλευε ήσυχα σαν να μη συνέβαινε για κείνην τίποτα. Σε λίγο ρώτησε μια φωνή : «Να τον φέρω ;». «Φέρτονε», είπε μια άλλη. Και να με στην περίφημη «αίθουσα των μαρτυρίων», που όπως το θέλαν οι κρατούμενοι, εδώ δεχόταν κάποτε τις λαϊκές επιτροπές, ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η «αίθουσα» ήταν γεμάτη από αρειμάνιους αξιωματικούς της χωροφυλακής, με κάθε λογής βαθμούς. Καμπόσοι μάλιστα φορούσαν και σπιρούνια που τα βροντούσαν ανόητα στο πάτωμα, Παράσταιναν όλοι τούς θυμωμένους και πως είχανε πολλή κάκητα μαζί μου. Δεν ήξερα (και πώς να το ξέρω) πως εδώ μέσα είχα αποχτήσει τόσους πολλούς εχθρούς. Νόμισα πως όλο εκείνο το οργανωμένο ανθρώπινο κοπάδι, που κάρφωνε τη ματιά του αγριεμένο πάνω μου, είχε πάρει απόφαση να μ' αφανίσει.
Digitized by 10uk1s
Ένας άντρας με πολιτική φορεσιά, μεσόκοπος, με σταρίσιο πετσί, κακομούτσουνος και δύστροπος, ξεκόβοντας από το σκοτάδι που με κύκλωνε, μόρφασε αιμοβοριά κι αγριάδα, αντάμωσε τη ματιά μου κι έγρουξε: «Βρε πούστη! Βρε εκφυλισμένε! Βρε Βούλγαρε!.. Ξέρεις μωρέ πόσες εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές έχει ξοδέψει το δημόσιο για σένα!» και μ' άστραψε δυο χαστούκια. Είχε δύναμη κι επιδεξιοσύνη να βαράει. Πόνεσα μα δε μου φέρανε τα χαστούκια του την ελάχιστη ζαλάδα. Οι βρισιές του όμως με ξάφνιασαν και μ' έθιξαν πιο πολύ. Ύστερα γυρνώντας, κατά τους αξιωματικούς του, διάταξε: «Δώστε του μια κόλλα χαρτί να υπογράψει μια δήλωση, να λέει πως παύει να είναι Βούλγαρος και να τον αφήσετε να ξεκουμπιστεί απ' εδώ». Κι αφού μ' έδειξε με το χέρι, πρόστεσε: «Τέτοιους βλάκες τι μου τους κουβαλάτε δω πέρα». Ένας κιτρινιάρης υπομοίραρχος με σουβλερή μύτη και μ' ένα σβημένο ανάβλεμμα, χωμένο σε δυο βαθιές ανασφαές, με τράβηξε μπροστά σ' ένα τραπέζι· Ομορφοκάθησε αυτός, χουζούρεψε, άπλωσε μια κόλλα χαρτί, βούτηξε ένα καλαμάρι στο μελάνι και με διάταξε: «Κάθησε και πάρε να γράψεις, θα σου υπαγορεύω, κι έχε χάρη στο διοικητή μας, στον Βασιλέα και στον Εθνικό μας κυβερνήτη, που είναι τόσο μεγαλόψυχοι και δίνουν άφεση αμαρτιών στους πιο χειρότερους εχθρούς του έθνους μας!... Α! εγώ δεν θα σου φερνόμουνα με τέτοια επιείκεια». «Πάρε λοιπόν το καλαμάρι, κάθησε και γράψε, τι στέκεσαι;». «Όχι, δε θα κάνω δήλωση», τον έκοψα. Θυμάμαι ακόμα εκείνες τις λέξεις μου: ήτανε ήμερες μ' αποφασιστικές· μπορεί μάλιστα να είχανε κι ένα σόι μουσικής γιατί όλο μου το είναι παλλότανε. Οι αξιωματικοί κι οι χωροφύλακες στήλωσαν τα μάτια τους επάνω μου, κοιτάχτηκαν, κοίταξαν το διοικητή τους που με πλησίαζε: «Βρε πουτάνα! Βρε πούστη! Τ' είπες βρε Βούλγαρε; Δε θα υπογράψεις δήλωση;... Βρε φωνάχτε μου όλους τους χωροφύλακες που έχουνε σύφιλη να τους βάλω να τον γ...... τον εκφυλισμένο, εδώ μπροστά μου!» είπε κι άλλες βρισιές προσπαθώντας να μπαρουτώνει τον εαυτό του, κάνοντάς τον πιο έξαλλο. Κι έτσι αγριεμένος μ' έπιασε απ' τους ώμους σπρώχνοντάς με κατά τη μια γωνιά της «αίθουσας». «Σταμάτα αυτού !... Αυτού βρε ! Αυτού που πατάς ξεψύχισε ο Βαλιανάτος». 2 Ο γέρος σας ε!... ε! τον καημένο τον υπουργό σας... των οικονομικών!... Αυτό θα πάθεις κι εσύ! Μετά σε πετάμε από την ταράτσα.·. Αυτοκτόνησε... Εδώ βρε νιώσε το είναι Ειδική Ασφάλεια: ή ελεύτερος με δήλωση ή σε βγάνω με τους τέσσερεις απ' εδώ μέσα!». «Και όμως κύριε χωροφύλακα δε θα κάνω δήλωση, (φορούσε ένα μαύρο ριγέ κουστούμι και καμώθηκα πως δεν ήξερα το βαθμό του). Δε θα προδώσω την τάξη μου, το κόμμα μου, τον Ελληνικό λαό και τη Δημοκρατία. Δε θα προδώσω το Βαλιανάτο που καυκιέσαι ότι δολοφόνησες». Περίμενα ότι θα με άρχιζε στα χτυπήματα και παραξενεύτηκα όταν, τις στιγμές εκείνες που του μιλούσα, είχε ημερώσει με μιας, πρόσεχε την κάθε λέξη μου, με δίχως κάκητα, σαν να μην είχε πει ή κάνει τίποτα ως τώρα σε βάρος μου. Όταν τέλειωσα, κοίταξε με δυσαρέσκεια κι επιτιμητικά τους αξιωματικούς του, σαν να τους έλεγε: «Πέσατε έξω». Σήκωσε όμως το χέρι, για να τους δώσει το ελεύτερο, να με διάξουν όπως ήθελαν κι έφυγε χτυπώντας την πόρτα με δύναμη πίσω του. Δεν τον ξαναείδα αυτόνε τον άνθρωπο που ήταν ο στρατηγός Αγγελέτος, διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας, μα στη μνήμη μου απόμεινε όχι με κείνο το θεατρινίστικο ύφος που πήρε, όταν μ' έβριζε και με χτυπούσε, μα με κείνο το σοβαρό, το δικό του ύφος, που ξαναβρήκε όταν του δήλωσα ότι δε θα πρόδινα ό,τι πίστευα, ότι δε θάκανα δήλωση, που είχε λίγη ανθρωπιά και λίγη καλωσύνη. 3 Τώρα που έφυγε ο μεγάλος, δίνοντάς τους και το ελεύτερο, όλο το πλήθος εκείνο της αίθουσας, απλοί χωροφύλακες γαλονάτοι με μπότες και σπιρούνια ή με πολιτικές φορεσιές, άρχισε να ξαγκρίζει το μίσος του με βρισιές. Ένας κακομούτσουνος χωροφύλακας έλεγε και ξανάλεγε: «Άκου Digitized by 10uk1s
να πει το στρατηγό μας χωροφύλακα, ο Βούλγαρος!» Ο κιτρινιάρης υπομοίραρχος χτυπώντας ένα βούρδουλα πάνω σ' ένα τραπέζι έκανε ησυχία: «Βρε γαμώ το προλεταριάτο σου και την τάξη σου και το κόμμα και τη Ρωσία σου, τώρα θα δεις το τέλος σου βρε Βούλγαρε!» Μου κατέβασε μ' όλη τη δύναμη που 'χε το βούρδουλα στο κεφάλι. Ύστερα για κάμποσα λεπτά βρέθηκα κάτω να τσαλαπατιέμαι από αυτούς τους ανθρώπους, μα τέλος ξεφεύγοντας βρέθηκα με λίγες ζημιές όρθιος, κοιτώντας αυτό το απίθανο μπουλούκι, που αν και είχε λαχανιάσει, πετούσε δεύτερη δόση βρισιές. Και πάλι μουντέρνοντάς μου βρέθηκα χάμω. Έσφιγγα τα μάτια, όλο το κορμί, κρατούσα σφιχτά με τα χέρια προσεχοντας την κοιλιά. Ένιωθα τα χτυπήματα στο πρόσωπο, στα πλευρά στα καλάμια κι όταν λαχάνιασαν οι άνθρωποι, βρήκα την ευκαιρία να σταματήσω πάλι ορθός. Είχα κουραστεί, ανάσαινα βαριά, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, σαν να κολυμπούσε σε μια λιμνούλα πηχτό αίμα, πεταγόταν κι ανασήκωνε το στήθος. Από τη μύτη έσταζε λίγο αίμα, στο στόμα ένιωθα τη σαχλή γεύση του, σ' όλο το κορμί, όπως τόβρεχε ο ιδρώτας στα χτυπημένα μέλη του αιστανόμουνα φαγούρα, τσούξιμο και τρεμούλα. Ο κιτρινιάρης υπομοίραρχος που άκουσα να τον λένε Μπαρλογιάννη, άδειασε τις τσεπες μου αφαίρεσε τη γραβάτα και τη λούρα μου, ύστερα άνοιξε το πακέτο με της τρίτης ποιότητας τα τσιγάρα μου άναψε και πρόσφερε: «Δεν κάνει εσύ να καπνίσεις, ξέχασέ το, ώσπου να κάνεις δήλωση», είπε σε μένα. Ένας γραφιάς κατάγραφε τα πράγματά μου: στυλό, ρολόι, χρήματα, οι άλλοι αξιωματικοί κι οι χωροφύλακες δε χτυπούσαν όση ώρα κρατούσε η καταγραφή. Πίστεψα κείνη την ώρα πως όλοι κείνοι οι άνθρωποι που πετούσανε βρισιές κι άφηναν κάκητα, δεν είχανε τόσο πολύ όσο θέλανε να παραστήσουν μίσος, κι ότι όλη η σκηνή έμοιαζε και λίγο με θέατρο. Αν και βέβαια ήτανε άνθρωποι πλερωμένοι, ξεδιαλεμένοι γι' αυτό το έργο, από το σώμα της βασιλικής χωροφυλακής με διαβρωμένα τα αιστήματα του ανθρωπισμού, από την αντικομμουνιστική πλύση εγκεφάλου που συστηματικά επί χρόνια τούς δουλεύανε, οι πιο πολλοί, δε φέρνανε ευθύνη για κείνο το κατάντημά τους, του βασανιστή — έτσι πίστευα.
Ύστερα απ' όλη την διαδικασία της καταγραφής «της περιουσίας μου», με κάμποσες σπρωξιές βρέθηκα σ' ένα διπλανό της «αίθουσας» δωμάτιο. «Σταμάτα αυτού χτήνος», είπε ο Μπαρλογιάννης και κλείνοντας την πόρτα έφυγε. Σταμάτησα. Ένιωθα κουρασμένος. Σκέφτηκα ν' αφήσω τον εαυτό μου να πέσει στο πάτωμα, μα δεν τόκανα... Αριστερά όπως στεκόμουνα καθότανε στο γραφείο του ένας υπομοίραρχος, άνθρωπος μεσόκοπος με λίγο αστείο και καλοκάγαθο ύφος. Πήρε από μια στίβα χαρτιά έναν κίτρινο φάκελο, τον άνοιξε, τράβηξε από μέσα με τα δυο του δαχτύλια μια εφημεριδούλα: «Ορίστε και η «Σπίθα» Δράμας, είπε, μιλώντας για τον εαυτό του, προσθέτοντας λίγο βαριεστημένα: αυτός είναι ο λεγόμενος επαναστατικός τύπος... Μάλιστα!». Άφησε την εφημεριδούλα με τα πολύ ψιλά στοιχεία να πέσει στο τραπέζι και το ίδιο ανόρεχτα πήρε ν' ανοίξει άλλο φάκελο. Καταντικρύ μου μπροστά σε δυο μεγάλα παράθυρα, δυο νέες κοπέλες δούλευαν θορυβώδικα τα πλήχτρα στις γραφομηχανές τους. Δεξιά κατά την πόρτα που έβγαινε στο χωλ στεκόταν με κολλημένη τη μύτη στο ντουβάρι, ένα χλωμό κι αδύναμο δεκαοχτάχρονο παιδί: Το πιο παράξενο κι αξιοθέατο πράμα εδώ μέσα, αν αφαιρούσε βέβαια κανείς την αφεντιά μου. Πάνω απ' το παιδί κρέμονταν τα πορτραίτα του Βασιλιά και του διαδόχου μαζί με την γυναίκα του τη Φρειδερίκη και πάρα δίπλα τους, ο Μεταξάς. Το χιονόνερο είχενε ξαναρχίσει, χτυπούσε με πάταγο τα τζάμια, οι γραφομηχανές δουλεύανε. Αυτός ο σαματάς μου φάνηκε σα νάταν μουσική, έφερνε ανακούφιση στην ψυχή μου, με διασκέδαζε. Άξαφνα άνοιξε η πόρτα του χωλ ορμώντας με κάμποσο ηρωισμό, ο ανθυπομοίραρχος Γιαννακόπουλος: «Θα κάνεις δήλωση μωρέ χτήνος! Δε θα κάνεις κερατά ε! Άι στο διάολο πουτάνα μην κάνεις... Εγώ δε θέλω να κάνεις, για να σε βαράω ως που θα ρέψεις, να ψοφήσεις κι άε στον παράδεισο με τους τελλούς και τους παπάδες». Με προκαλούσε έτσι κάμποση ώρα, μα σα δεν πήρε απάντηση ξεκίνησε από το ίδιο το δικό του μπαρούτωμα. Φορούσε βυσινιές μπότες με σπηρούνια, ήτανε δυνατός, ως εικοσιπέντε χρονών άντρας. Με κράτησε γερά από τους δυο ώμους κι άρχισε να με βαράει με τα τακούνια στα καλάμια· ύστερα Digitized by 10uk1s
σημάδευε και χτυπούσε με τα σπηρούνια στις περόνες ως που λαχάνιασε. Ένιωθα το αίμα ζεστό να κατεβαίνει στις πατούσες μουσκεύοντας τις κάλτσες. Ύστερα βάλθηκε να ξεπατώνει τα μαλλιά. Είχα ωραία με τέσσερεις σκάλες κατάμαυρα πολύ πυκνά μαλλιά. Υπολογίζω πως στη λύσσα του κείνη ύπαρχε και λίγη ζήλεια. Και σαν τέλειωσε μη βρίσκοντας άλλα μακριά για να ξεπατώσει σκόπεψε με τη γροθιά του το πηγούνι μου φέρνοντας απανωτά χτυπήματα προσέχοντας όμως να μη βαρέσει πάνω στα δόντια. Ένα τσικ αγρικιόταν στην κάθε γροθιά του στις βάσεις του σαγονιού κάτω από τ' αυτιά, μα όταν μ' άφησε, ανοιγόκλεισα το στόμα κάμποσες φορές, ήταν γερά τα σαγόνια και ταχτοποιήθηκαν στη θέση τους. Όταν ο Γιαννακόπουλος κουράστηκε να δημηγορεί, να βρίζει και να χτυπάει, σίμωσε στο όρθιο παιδί, του 'πιασε το λεπτούτσικο σβέρκο: «Δεν θα κάνεις δήλωση μπάσταρδε ε!... Θέλεις να σε παραλάβω...». Γύρισε ύστερα κατά μένα, με κοιτούσε κάμποσο, το στήθος του ανεβοκατέβαινε ακόμα αν και τα ωραία γαλάζια μάτια του είχαν ηρεμίσει, έμοιαζε να με κοιτάει σαν γιατρός, ύστερα από μια αποτυχημένη επέμβασή του. Έφυγε βιαστικά σαν να τον είχαν φωνάξει κατά το χωλ, κλείνοντας την πόρτα μαλακά. Πίστεψα κείνη την στιγμή πως στις συναναστροφές του αυτός ο νέος άνθρωπος θα ήταν πολύ ευχάριστος κι ότι θα είχε τη δύναμη να κρύβει την αποθηρίωση της ψυχής του.
Στεκόμουν εκειδά ακίνητος και πεισματωμένος, (το πείσμα παίρνει με τη βία απ' τον οργανισμό μας δύναμη). Κοιτούσα το νεολαίο που έμοιαζε με χριστιανό σε έκσταση, μπροστά σε θαυματουργή εικόνα. Κάπου - κάπου κινούσε το κεφάλι του να διώξει καμιά μύγα ή για να ξεμουδιάσει. Ύστερα κούνησε το κορμί του πίσω και γύρισε το πρόσωπο κατά μένα. Είχε ένα πρόσωπο στενόμακρο, χλωμό σαν αγιασμένο, με δυο μεγάλα κατάμαυρα αμυγδαλωτά μάτια, ξέχειλα από συμπόνια. Συγκινήθηκα σαν είδα αυτό το παιδί που δε θάχε το βάρος ενός προβάτου, να ζητά να δώσει κουράγιο σε μένα. Η μια από τις κοπέλες που δούλευε ακόμα τη μηχανή της, είπε στο νεολαίο: «Κοίτα μπροστά το ντουβάρι σου βρε παλιόπαιδο Καρδαμίτση κι άσε τους οίκτους, γιατί όσο για σένα, δεν έχω διάθεση να σε δω με ματωμένα μούτρα». Είχε απομείνει αμοναχή αυτή η δαχτυλογράφος Η άλλη κοπέλα η συναδέλφισσά της μόλις είδε το μάτωμα του προσώπου μου κι άκουσε τα χτυπάκια από τις λίγες σταγόνες αίμα της μύτης μου στο πάτωμα, ανατρίχιασε, ζήτησε ψιθυριστά τρέμοντας, από τον υπομοίραρχο με τους φακέλους, να φύγει: «Δεν αντέχω... πρώτη φορά που γίνεται αυτό εδώ μέσα... Επιτρέψετε μου σας παρακαλώ...». «Πηγαίνετε, κόρη μου», της είπε ο προϊστάμενός της, ξεφουσκώνοντας το στήθος του. Ήτανε μια ψηλή ντιλικάτη με τσαχπίνικα καστανά μάτια και καστανά μαλλιά κοπέλα. Το φωτεινό πρόσωπό της μαρτυρούσε αχάλαστη ψυχή κι αναρωτιόμουνα πώς βρέθηκε να κερδίζει το ψωμί της αυτή η ωραία κοπέλα σ' αυτό το σπίτι της ντροπής και του τρόμου. Αντίθετα η άλλη κοπέλα, ήτανε κιτρινιάρα με ζυγωματικά γεμάτα σπυριά κι εξογκωμένα, με λίγο ανοιχτό στόμα, λες για να δείχνει τα ακανόνιστα βαλμένα στραβά δόντια της. Από τη σουβλερή μυτίτσα της έσταζε η χαιρεκακία κι ένα ευχάριστο συναίστημα φαινότανε στο πρόσωπό της, στην πιο μεγάλη λύσσα του βασανιστή. Ήτανε ένα θηλυκό αδικημένο από τη φύση κι αναρωτιόμουνα αν δεν θα ισοφάριζε αυτά τα ελαττώματά της καλλιεργώντας την καλωσύνη στην ψυχή της. Αυτή η κοπέλα με ξάφνιασε με την τόση της χαιρεκακία.
Δεν είχα προλάβει να συνεφέρω όταν η πόρτα άνοιξε με πάταγο. Είχε ορμήσει έξαλλος ένας άλλος ανθυπομοίραρχος ο Νικολόπουλος: «Εγώ ρε μπινέ, δε θέλω από ένα χτήνος σαν κι εσένα, ούτε δήλωση να κάνει ούτε τους συντρόφους του να μαρτυρήσει, αυτούς θα τους βρούμε δίχως εσένα, μα θέλω να μείνεις έτσι που είσαι, Βούλγαρος, για να σε βαράω με κέφι». «Να! έτσι!» είπε, κατεβάζοντας το βούρδουλα στο κεφάλι μου. Μετά τραβήχτηκε μακριά και πίσω μου κι άρχισε ν' ανεβοκατεβάζει το βούρδουλα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το βούνευρο έπεφτε απ' το κεφάλι στο Digitized by 10uk1s
πρόσωπο κολλούσε αγκαλιάζοντάς το ως κάτω απ' το πηγούνι. Αντίθετα απ' τους άλλους βασανιστές τούτος εδώ στις βρισιές και τα μαστιγώματα, άφηνε να φαίνεται μια παγωμένη χαρά γεμάτη ηδονή, γέλιο και σαρκασμό. Ήτανε ψηλός, κοκκαλιάρης, χαλαρός με φουσκωμένα μήλα, πυρόξανθα μαλλιά. Το βλέμμα του έβγαινε από δυο μάτια γκριζοπράσινα που βρισκόντανε σε δυο βαθιές κουφάλες, έμοιαζε πονεμένου σκυλιού. Σε λίγο θα μάθω πως στην Καβάλα τον καιρό της Δημοκρατίας ήταν ο πιο σκληρός κι άξιος βασανιστής, μα ότι τώρα είχε γίνει φθισικός από τις καταχρήσεις και τα ξενύχτια, ότι δεν υπάρχει γυναικείο πάθος που να μην τον βασανίζει κι ότι είχε ή δεν είχε ενού χρόνου ζωή... Η αλήθεια είναι για τούτον εδώ τον ήρωα πως αν αφαιρέσω τις βουρδουλιές που πέφτανε στο πρόσωπό μου, τις άλλες δεν τις καταλάβαινα να μου ματώνουν το πετσί, ότι κουραζότανε γρήγορα κι ότι δεν τον ευχαριστούσε καθώς φαινόταν το έργο του βασανιστή και τόκανε μόνο από υποχρέωση και καθήκον προς τη δουλειά του, που όμως, είχε αρχίσει να του προκαλεί απέχθεια. Μαζί με το Νικολόπουλο είχ' έρθει κι ένας άντρας με πολιτική φορεσιά κοντός, μα όπως φαινόταν πολύ δυνατός, με τετράγωνους ώμους, με χοντρά αστεία μάτια κι ένα κεφάλι μικρό, καθησμένο πάνω σε ένα τραγίσιο σβέρκο. Αν και μου έδωσε την εντύπωση πλεγματικού ανθρώπου, κατάφερε να καμωθεί λύπη κι αποδοκιμασία για τις βουρδουλιές του Νικολόπουλου. Έτσι βρέθηκα απροετοίμαστος, όταν μου τίναξε μια γροθιά πάνω στο μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται το σηκώτι. Μετακινήθηκα ως τρία μέτρα κατά πίσω, χτύπησε το κεφάλι μου στην κόχη μιας πόρτας, σωριάστηκα κάτω, σηκώθηκα, ξανάπεσα, μα συμμαζεύοντας όση δύναμη είχ' απομείνει στο κορμί μου ισορροπήθηκα ορθός και με μικρά βηματάκια σταμάτησα πάλι στη θέση μου, στη μέση του δωματίου, τη στιγμή που ο ανθυπομοίραρχος έσπρωχνε έξω το δυνατό άντρα λέγοντάς του ότι του απαγορεύει ν' ανακατεύεται στη δουλειά του. Αργότερα έμαθα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν νωματάρχης. Είχε εξασκηθεί στην πυγμαχία, κι ότι ήταν τόσο δυνατός που μπορούσε να θανατώσει μ' ένα μονάχα χτύπημα ένα γαϊδούρι. Αν και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα αποδείξεις ότι ένας υγιής άνθρωπος αντέχει τόσο ξύλο όσο θάφτανε για να θανατωθούνε όχι ένα αλλά πολλά τετράποδα. Η γροθιά κείνη μου 'φερε βλάβη στο σηκώτι, γιατί αν κι έχουν περάσει από τότες τριάντα σωστά χρόνια, υποφέρω από πόνους κι άλλες ανωμαλίες στο μέρος αυτό. Λίγο αργότερα έμαθα ότι ο νωματάρχης αυτός είχε σκοτώσει μ' ένα του τέτοιο φέρσιμο — έναν από τους δυο — τον Μαρουκάκη ή το Βαλιανάτο, κι ότι του είχε από τότες απαγορευτεί να πλησιάζει σε κρατούμενους την ώρα της ανάκρισης.
Τέλος έφυγε κι ο Νικολόπουλος λέγοντας στο νέο που κοιτούσε τον τοίχο να τον ακολουθήσει. Το παιδί υπάκουσε, μα γυρνώντας κατά μένα πίσω από τις πλάτες του Νικολόπουλου άνοιξε το στόμα του κάνοντάς μου νόημα πως έπρεπε να φωνάζω, όταν με μαστιγώνουν. Μα και δίχως τις συστάσεις του Καρδαμίτση, καταλάβαινα πως αν θα βογγούσα θα σταμάταγαν, γιατί κάτω από τα παράθυρα περνούσε κόσμος και τα απέναντι μέγαρα ήταν γεμάτα από «καλό» κόσμο. Φεύγοντας ο Νικολόπουλος ήρθε ο Μπαρλογιάννης, πράσινος από χολή και κάκητα και ξοπίσω του μπήκε ο Γιαννακόπουλος με τον αστείο ηρωισμό του και το ζοριλίκι του. Με βάραγαν κουραζόντουσαν, βρίζανε, ξαναβάραγαν. Είχα πεισματώσει, δε φώναζα, δε μίλαγα. Είχα βράσει, νόμιζα πως δεν πονούσα. Έπεφτα κάτω, σηκωνόμουνα. Σε λίγο φέρανε το νεολαίο πίσω. Κι αυτή τη φορά καθώς φάνηκε δεν τον κατάφεραν να υπογράψει τη δήλωση. Είχα κολλήσει τα πόδια στη μέση του σπιτιού. Όταν με ποδοπάταγαν έβρισκα πάλι το ίδιο μέρος για να σταθώ, σημαδεμένο από λίγες σταγόνες αίμα που είχανε πέσει από τη μύτη μου. Είχαν λυσσάξει οι «ανακριτές», γιατί δεν τέλειωνε η αντοχή μου να ξαπλωθώ κάτω. Αυτό θα λογαριαζότανε παράδοση της ψυχής κι αρχή για το σπάσιμο του ηθικού μου. Digitized by 10uk1s
Ο άνθρωπος, κατάλαβα, κρύβει στην ψυχή, στο νου και στο κορμί του πολλή δύναμη. Αν θα μπόραγε να του την αποσπάσει όλη, θάντεχε, θα νογούσε και θα ζούσε τα διπλά, μα δεν μπορεί. Έτσι είναι η φύση του κι αλλάζει, αν νικήσει κι ανάλογα σε πιο βαθμό θα νικήσει, τη φύση του. Όταν τέλος μ' απαράτησαν πήρα να κοιτάω τον Καρδαμίτση — είναι αδύνατο σε τέτοιες στιγμές να μένει άνεργο το μυαλό — είχε κολλήσει ο κακόμοιρος το κεφάλι του στον τοίχο για να αλαφρύνει λίγο τα λιανά πόδια του, από το βάρος του κορμιού του. Ριγούσε κι έτρεμε, από κούραση, φόβο κι εξάντληση. Η δική μου αντοχή όλο και λιγόστευε: Το αίμα, η δίψα, ο ιδρώτας, η αγωνία, η εγρήγορση, η κούραση, είχαν παγώσει το κορμί μου. Έτρεμα. Τα γόνατά μου τρικλίζανε. Απ' ώρας το καλοριφέρ είχε σβήσει, το δωμάτιο όλο και πάγωνε, η καταιγίδα ξανάρχισε. Το ρολόι στο χωλ χτύπησε τρεις φορές. Η κοπέλλα τής γραφομηχανής άνοιξε το τσαντάκι της, φτιάχτηκε, φόρεσε ένα μπλε μπερεδάκι και για στερνή φορά, σ' αυτήνε τη δυστυχία μου, με κοίταξε κατάματα, αφήνοντας ένα βουβό χαμόγελο, γεμάτο κακία και πρόκληση. Κι αλήθεια τόσο πολύ δεν είχε χτυπηθεί ο εγωισμός μου απ' ότι μου συνέβηκε ετούτη τη μέρα, κι αδύνατο και τώρα να δώσω άλλη εξήγηση εξόν, ότι στη ζωή μας είχαμε γνωρίσει πιο πολύ το γυναικείο πόνο, τη συμπόνια και την αλληλεγγύη. Ωστόσο μου φάνηκε τόσο πολύ ν' αδικούμαι, απ' αυτό το κακομούτσουνο πλάσμα, που κάτι αναδεύτηκε μέσα μου κι ούρλιαξε, κάτι που ερχότανε από το βαθύτατο ασυνείδητο εντός μου: Μούρθε να την αρπάξω από το κεφάλι και τα πόδια και διπλώνοντάς τη να την απωθήσω από τα τζάμια του παράθυρου στο υγρό κενό, να ρίξω ξοπίσω τις γραφομηχανές, χαρτιά κι ό,τι άλλο προλάβαινα. «Γιατί πώς αλλοιώς, σκέφτηκα, μπορούσες να σκοτώσεις το κακό στη χαλασμένη αυτή ψυχή;...». Μα την ίδια στιγμή, το λογικό — αυτό το θαυμάσιο όργανο που μας κάνει κάτι άλλο από απλά ζώα — άστραψε, η ψυχή μου υποτάχτηκε κι ημέρωσε...
Όταν ταχτοποίησε ο κύριος υπομοίραρχος τους φακέλους του, φόρεσε την εξάρτησή του, το πηλίκιό του, δρασκέλησε με βαριά κουρασμένα βήματα το δωμάτιο, ζύγωσε την κοπέλα: «Πάμε, κακό κορίτσι, της είπε, που σήμερα εκδικήθηκες το ανδρικό φύλο, όσο ποτέ στη ζωή σου». Εκείνη γυρόφερε το κεφάλι χαδιάρικα, αφήνοντας μια γουλιά παγερό γέλιο, της πιο φτηνής ποιότητας. Ένας χωροφύλακας πιάνοντας του Καρδαμίτση τα μαλλιά τού χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο, ύστερα σπρώχνοντάς τον κατά την ανοιχτή πόρτα του χωλ, έβρισε: «Τράβα στο διάολο χαμίνι! Δε χόρτασες τόσες ώρες να δέεσαι στο Βούδα; Άι να περιδρομιάσεις και τίποτα στο μπουντρούμι σου!». Σφάλιξ' η πόρτα και νάμε τώρα κατάμονος στο δωμάτιο. Μόνος εγώ με το Βούδα... Αχ, τι ήθελε αυτός ο χωροφύλακας να πει τ' όνομά του. Θωρούσα το δυνατό Θεό να κάθεται αγαλμάτινος πράος, πάνω στο καπάκι της γραφομηχανής της κακής γυναίκας. Με κοιτούσε ο καλός Θεός κατάματα, μου γελούσε, τη στιγμή που το κορμί μου είχε δειλιάσει, έτρεμε, αναριγούσε, το τραβούσε το παράθυρο... (η ψυχή με το λογικό παζάρευε) τρίκλιζε να σωριαστεί κάτω, το λογικό κουρασμένο κι αυτό, πήγε να σβήσει: «Ω! Βούδα», σα να γρίκησα μια φωνή στο εντός μου κι ο καλός Θεός σα να μου ξαναγέλασε, μα με μιας το γέλιο του πάγωσε, γίνηκε μάρμαρο και την ίδια στιγμή η ψυχή μου αναδεύτηκε, βόγγησε και σα να γίνηκε μια λευκή φλόγα που με γυρόφερνε, άλλαζε σχήματα και τέλος γίνηκε εν αστραφτερό σπαθί: «Πιάσε με! πιάσε με!... Υποτάξου σε μένα, τραγουδούσε το σπαθί». «Υποτάσσομαι! υποτάσσομαι!» αποκρίθηκε το εντός δοκιμάζοντας να Digitized by 10uk1s
φωνάξω από χαρά, μα το στόμα είχε τόση ογρασιά, όση για να δεθούνε όλα. Ο Βούδας καθόταν ατάραχος, τον κρατούσα με τ' ανάβλεμμα, δοκίμασα να τον κλείσω μέσα μου, σφάλιξα τις λαβωμένες βλεφαρίδες κι ένα φως μ' έλουε και με θέρμαινε. «Μου το 'στειλε ο Βούδας» αχνοσκέφτηκα... Γύρω μου ένα πλήθος λευκά σκουλήκια αναδευόντανε τρομαγμένα από το δυνατό φως. Οι φωταχτίδες τα βελόνιαζαν και το χώμα της γης τα δεχότανε βαθειά στα έγκατά του. — «Θα σας νικήσω σκουλήκια... δοκίμασα ν' αφήσω κραυγή, όταν στ' αυτιά μου χτύπησαν οι τέσσερεις θλιβεροί χτύποι του ρολογιού. Έτσι τέλειωνε η πρώτη μου μέρα στην Ειδική Ασφάλεια της Αθήνας. Ήρθε όμως ακόμα ένας υπομοίραρχος πρινχού με κατεβάσουν στα υπόγεια. Ήταν ο «καλός» Παπαντρεόπουλος. Μπήκε από την πόρτα του χωλ ανοίγοντάς τη σιγανά, όπως ταίριαζε στο ύφος του που έμοιαζε με Ιησουίτη παπά (ήτανε κιόλας γιος παπά), γεμάτος συμπόνια και αγάπη... «Μα πως σ' έκαναν βρε παιδί μου, κύριε Μανούσακα, έτσι;... Α! μα είσαι και συ κατά τα φαινόμενα πολύ πεισματάρης... και μάλλον υπέφερες στη θέση άλλου... Εσείς δεν φαινόσαστε κακός Έλλην... Άντε τώρα πηγαίνετε κάτω κι όταν θα συνέλθετε ζητήστε έμενα. Μόνον εμένα!... Πέστε: «Θέλω να με παρουσιάσετε στον υπομοίραρχο Κύριο Παπανδρεόπουλο. Θα κουβεντιάσουμε φιλικά, σαν ίσος προς ίσον και όλα θα επανορθωθούν... Σύμφωνοι κύριε Μανούσακα;;». Έβλεπα τη διπροσωπεία του ανθρώπου αλλά εδώ έπρεπε να κάνει κανένας πως δεν καταλαβαίνει και να μην αποκρίνεται. Δυο χωροφύλακες των ομάδων της δίωξης του Κομμουνισμού, με κατέβασαν στα υπόγεια του μεγάρου. Ένας δεσμοφύλακας κουδουνίζοντας μια αρμαθιά κλειδιά, ρώτησε πιο μπουντρούμι έπρεπε να ξεκλειδώσει: «Το πρώτο», του 'πε ο ένας χωροφύλακας. «Και πώς τον κάνατε έτσι ορέ! Και δεν τον πετάγατε τον πούστη στο σκουπιδόκαρο μόνο μού τον κουβαλήσατε κι αύτον εδώ;». «Άνοιξε τον παράδεισό σου ρε Άγιε Πέτρο, που τον κατάντησες να δέχεται δίκαιους κι άδικους και πάψε να σκούζεις». «Άε! μαϊμού που μας κάνεις τώρα και συ τον αριστοκράτη με το καβουράκι, σκάσε!» Όταν με μια σπρωξιά βρέθηκα μέσα στο κελλί, οι σύντροφοι κάτοικοί του μαζευόντουσαν κιόλας για να χωρέσω κι εγώ. Έτσι βρίσκοντας αδειανή τη δεξιά γωνιά μπαίνοντας, ακούμπησα κει τη ράχη μου κι άφησα να συρθεί στον τοίχο και να πέσει βαρύ το κορμί μου. Ο σκοπός πούχε φοβερίσει να μην καθήσω, δε νοιάστηκε. Ακουμπώντας όμως τη μύτη στο σιδεροπλεμένο φινιστρίνι, έγρουξε: «Ωρέ βλακόμουτρα! Μη δώσετε σ' αυτή την πουτάνα να φάει ή να πιει, γιατί χαθήκατε! Άι! κερατάδες χαμένες ζωές». Ύστερα αφήνοντας το φινιστρίνι ξεμάκρυνε χτυπώντας ρυθμικά τα τακούνια στον πλακοστρωμένο διάδρομο, χωρίς να νοιαστεί για την τύχη της διαταγής του.
Δεκαοχτώ σύντροφοι βρισκόντανε στριμωγμένοι σε κείνο το κελλί. Σ' ολονώνε τα χέρια και τα πόδια φαινόντουσαν σημάδια του βασανισμού. Μόνο τον νέο του τοίχου, τον Καρδαμίτση, που επειδή αυτός είχ' ένα θείο Μοίραρχο που υπηρετούσε σ' αυτό το σπίτι, δεν είχανε ματώσει το κορμί του. Γι' αυτόν διάλεξαν το βάσανο της ορθοστασίας ώσπου υπέγραψε τη «δήλωση». Απέναντί μου στη γωνιά, σ' απόσταση τρία μέτρα, βρισκότανε η βούτα και δίπλα της ένα χωμάτινο κανάτι. «Θάχει νερό», σκέφτηκα και κουνήθηκα να το πάρω, αλλά εκείνη την ίδια στιγμή, ο Χαρίτος — ένας τριαντάρης δυνατός άντρας με καταματωμένο το πρόσωπο και τα χέρια — μου πέταξε από τη μέσα γωνιά του κελλιού, ένα καθαρισμένο πορτοκάλι. «Πάρε αυτό σύντροφέ μας και μην κοιτάς το νερό. Με τόσα τραύματα στο κορμί δεν κάνει να πιεις». Το κατέβασα σκελίδα - σκελίδα, χωρίς να το μασήσω, πιπιλίζοντας το χυμό του, μα τώρα είναι που δίψασα ακόμα πιο πολύ. Ένιωθα το αίμα Digitized by 10uk1s
μου πημένο μέσα στις φλέβες, τα εσώρουχα κολλημένα είχανε γίνει ένα με το πετσί μου, πονούσα, είχα ζάλη κι ακόμη κάθε στιγμή ερχόταν ο Βούδας... Κοιτούσα τους συντρόφους, μα καταλάβαινα πως κείνοι δεν έβλεπαν το γαλήνιο Θεό... Μου έδωσαν άλλο ένα πορτοκάλι κι όπως πιπιλούσα τα σκελίδια του, η ματιά μου έπεσε στο αντικρυνό μου ντουβάρι, που το φωτούσε εξόν το δυνατό φως του γλόμπου κι ένας μικρός φεγγίτης, σε δυο αράδες κεφαλαία μαύρα γράμματα : «ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ» «ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ» Τα περιεργάστηκα αυτά τα γράμματα: «Όλα έχουν ένα τέλος». Μα τώρα βρισκόμουνα ακόμα στην αρχή... Και ποιο θάτανε το τέλος!.. Ποιος είμαι; Πόσος είμαι; Τι είμαι!.. Αν μπορούσα να εξηγήσω αυτά τα αινίγματα, θα ήξερα και ποιο το «τέλος». Κοίταξα πάλι το κανάτι. Μούδωσαν άλλο ένα πορτοκάλι, μα η δίψα με θέρισε ακόμη πιο πολύ. Τότες τεντώθηκα σαν τερματοφύλακας, άρπαξα το σταμνί και σφίγγοντάς το στο στήθος με τα δυο μου χέρια σύρθηκα στη γωνιά μου. Κανένας, όπως υποψιάστηκα, δε δοκίμασε να μου το πάρει. Τόσφιξα λίγο στο στήθος και χάρηκα τη δροσιά του. Ύστερα τ' άδειασα μονοκοπανιάς, (θάχε ως τρεις οκάδες) νιώθοντας ως και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού μου να λυσσομανάει για το μερτικό του, από το πιο γλυκό, το πιο δροσάτο και νόστιμο νερό που είχα πιει στη ζωή μου. Οι άνθρωποι του κελλιού αλληλοκοιτάχτηκαν κι όλοι μαζί μου δείξανε τα πιο φιλικά αισθήματα του κόσμου. Ένας με ρώτησε: «Έκανες δήλωση σύντροφέ μας;...». «Όχι! δεν έκανα...» τους είπα. «Ούτε θα κάνω» πρόσθεσα. Ο Καρδαμίτσης γέλασε λέγοντάς τους, «εμένα που σας το βεβαίωνα δε με πιστέψατε». Δεν ξέρω γιατί τα λόγια μου εκείνα βγήκανε με τόση πολλή πειστικότητα, όπως αργότερα θα μου πουν οι σύντροφοι κι όλοι μαζί, πίστεψαν ότι θα τηρούσα το λόγο μου, που ήτανε μια υπόσχεση για εκείνους τους συντρόφους, μα και για τον ίδιο τον εαυτό μου. Ένας κρατούμενος κομπιάζοντας λίγο, με πληροφόρησε. «Πρέπει να στο πούμε σύντροφε... Εμείς έχομε κάνει όλοι δήλωση». (Ο Καρδαμίτσης είχε δώσει υπόσχεση και υπόγραψε την επόμενη μέρα). Δεν τους απάντησα, κοίταξα μόνο με όση καλωσύνη μπορούσα εκείνους τους αντιφασίστες, σ' αυτή τη δυστυχία τους. Ο Καρδαμίτσης στεκότανε στο φινιστρίνι φυλάγοντας σκοπιά. Ένας άλλος σύντροφος σηκώνοντας τα στρωσίδια του τράβηξε ένα σπάγγο από μια τρύπα του χαλασμένου πατώματος, που στην άκρια του ήτανε δεμένο ένα ματσάκι τσιγάρα. Καπνίσαμε από μισό ο καθένας μας, όσοι κάπνιζαν.
Δεν ήτανε και τόσο άσκημα μέσα σ' αυτό το κελλί μας, αν αφαιρέσει κανείς ότι από το καταφαγωμένο και σάπιο πάτωμα, ανέβαιναν ένα πλήθος κατσαρίδες και ποντίκια — αν λάχαινε βέβαια να κοιμηθούμε όλοι. Ακόμα είχε το ελάττωμα ότι κατά τα τέσσερα πέμπτα του βρισκότανε χωμένο μέσα στη γη. Αυτό όμως το προστάτευε από την ψύχρα του χειμώνα κι έτσι το πιο χειρότερο ελάττωμά του, ήταν ότι η αίθουσα «των μαρτυρίων» βρισκόταν πάνωθέ του. Ένας ηλεκτρικός γλόμπος πεντακόσια κεριά βασάνιζε τα μάτια των κρατουμένων, μέρα και νύχτα. Για να κοιμηθούμε έπρεπε, να φασκιώσουμε τα μάτια μας, μ' ένα μαύρο τετράδιπλο πανί. Ωστόσο η ζέστα του ηλεκτρικού έκανε το μπουντρούμι στεγνό και θερμό. Όταν καθόμασταν όλοι στα στρωσίδια μας — και πρέπει να πω ότι δω μέσα απαγορευόντανε τα Digitized by 10uk1s
στρώματα — καταμεσής του κελλιού έμενε λίγο αδειανό μέρος. Όταν ξαπλώναμε, ξαπλώναμε σε δυο αντικρυστές σειρές, τα πόδια των μισών ανέβαιναν ως τις κοιλιές των άλλων. Μα η δυσκολία βρισκότανε στο ότι για να μας χωρεί το πάτωμα δεν έπρεπε να ξαπλωνόμαστε με την πλάτη στο πάτωμα, αλλά πότε στο ένα πλευρό και πότε στο άλλο. Το κεφάλι ενού από τους συντρόφους έπρεπε να βρίσκεται κολλημένο στη βούτα. Γι' αυτό, αυτή τη θέση, την παίρναμε όλοι με το νούμερο. Ωστόσο είχαμε και χειρότερα γιατί καμμιά φορά ο αριθμός των κρατουμένων του κάθε κελλιού έφτανε ως τους διπλούς. Εδώ περνούσαμε τις μέρες, τις βδομάδες, τους μήνες. Πολλές φορές όμως μας έκαναν αλλαγές από κελλί σε κελλί. Οι πιο πολλοί σύντροφοι του κελλιού μας ήτανε παιδιά, κάτω των είκοσι χρονών. Μεγάλοι στην ηλικία ήταν ο Γιωργαλάς — Τμηματάρχης της Αγροτικής Τράπεζας — με καταματωμένο το κορμί του, μελανιασμένο το πράο, γλυκό, γεμάτο ανθρωπιά πρόσωπό του. Ο Γρηγορόπουλος οικονομικός υπάλληλος άνθρωπος δυνατός με τετράγωνους ώμους, χοντρό και φαλακρό κεφάλι. Ο Ηλίας Χαρίτος τριατατικός υπάλληλος. Αυτός μάλιστα, ήταν στέλεχος του ΚΚΕ, γραμματέας της αχτίδας των ανωνυμιτών του Πειραιά. Και ο Πολιός Κοντεκάκης, αγρότης από την Κάντανο του Σέλινου της Κρήτης, παλιός βαρυποινίτης κατάδικος για ποινικό αδίκημα. Αυτός πιάστηκε γι' αντιδικτατορική δράση μαζί με κάμποσους αξιωματικούς, που αυτούς τους είχαν στα κρατητήρια του τρίτου ορόφου. Εκεί πάνω κράταγαν και βασάνιζαν τέσσερεις γυναίκες, καπνεργάτριες, για Κομμουνιστική και αντιφασιστική δράση στον Πειραιά. Αν αφαιρέσουμε τον Κοντεκάκη και μένα, όλοι οι άλλοι κρατούμενοι του κελλιού μας ήτανε Πειραιώτες. Κάθε χάραμα άρχιζαν να βγάνουν τους κρατούμενους σε μια αυλή, που σ' αυτήν βρίσκονταν τα μέρη της καθαριότητος. Μέσα σε δέκα λεπτά της ώρας οι κρατούμενοι του κάθε κελλιού, που έφταναν τους 15 - 20 έπρεπε να καθαριστούν, να πάρουν λίγες ανάσες με καθαρό αέρα, να βρέξουν τις πληγές του. Όσο δραματική κι αν ήταν η ζωή μας σ' αυτά τα υπόγεια σπίτια, μαλάκωνε από τις βαθιά ανθρώπινες σχέσεις μας. Η αγάπη «προς τον πλησίον» ανθούσε δω κάτω και οι ακατάπαυστες προσπάθειες των βασανιστών μας, να φαρμακώσουν τη ζωή μας, πετύχαιναν το αντίθετο. Όταν, μισό μέτρο πάνω απ' τα κεφάλια μας, στο πάτωμα της «αίθουσας», βασάνιζαν τους ανθρώπους και βογγούσαν, υποφέραμε ένα αφάνταστο ψυχικό μαρτύριο. Μ' αυτή η βαρβαρότητα επιδρούσε και μαλάκωνε τις ψυχές μας, για μια άπειρη αγάπη και συμπόνια για κάθε «πάσχοντα», που πολλές φορές περνούσε το λογικό, φτάνοντας μέχρι και το βασανιστή ακόμα που λυσσομανούσε, που υπόφερε και παραφρονούσε, για τη στάση του θύματός του, μα και για τη δική του, κακορίζικη και σκληρή μοίρα, που τον καταδίκασε στο πιο απάνθρωπο και ντροπιασμένο «επάγγελμα». Δεν θυμάμαι ούτ' ένα περιστατικό που να ψύχρανε τις σχέσεις μας, ή που να χάλασε το κέφι του κελλιού μας. Ακόμα κι όταν μας έβαλαν ένα χαφιέ, που κιόλας ήταν τόσο ανόητος που τον νιώσαμε αμέσως, κι αυτό το θλιβερό ανθρωπάκι στάθηκε ανίκανο να βλάψει την ψυχική αλληλεγγύη στο ελάχιστο, να μας φέρει ανησυχία ή ψυχρότητα, και στο τέλος μαγεμένος απ' τη ζωή μας, αποτυχημένος στο έργο του, μαρτυρούσε καταδικάζοντας την πράξη του. Για κανένα άλλο δεν λυπηθήκαμε τόσο, όσο για κείνο το απολωλός πρόβατο. Λεγότανε Γιώργης Τσιώνης από τη Ματαράγκα της Καρδίτσας όπως αυτός μας είπε κι όπως τον φώναζαν οι ασφαλίτες. Ήταν γνωστός του Υπουργού της Ασφαλείας Μανιαδάκη, αλλά αυτόνε θα τον δούμε και σε άλλος μέρος της εξιστόρησής μου. Την πρώτη όμως μέρα που μας τον έμπασαν στο μπουντρούμι έλεγε ότι τον είχαν βαρέσει, ότι θα τον σκότωναν, προτείνοντας σε μένα να ειδοποιήσω έξω το κόμμα, ότι η δουλειά που είχε προετοιμαστεί να γίνει από το Σιάντο και τον Ματζόρο, έπρεπε να μη γίνει γιατ' είχε προδοθεί. Του απάντησα ότι έπρεπε να με αφήσει ήσυχο. Μέσα στο κελλί βρισκόντανε σύντροφοι, που είχανε ζήσει κρατούμενοι της Ειδικής Ασφάλειας από πενήντα έως εκατό μέρες. Είχανε περάσει όλα τα στάδια του βασανισμού, της καταπίεσης της ψυχής και του κορμιού. Το πιο πολύτιμο πράμα, πέρα βέβαια από τη δική μου πεισματωμένη Digitized by 10uk1s
απόφαση να αντισταθώ ως το θάνατο, δίνοντας ως και στο κάθε λεπτό, στους μήνες της κράτησης στο μπουντρούμι από ανάλογο κομματάκι της ζωής μου, μου στάθηκε αυτή η συγκεντρωμένη κι επεξεργασμένη πείρα τον συντρόφων. Όταν συνέφερα με ρώτησαν αν ήθελα να τσιμπήσω κάτι από στεγνή τροφή. Δεν ήθελα. Δεν μπορούσε να δουλέψει το στόμα, με αρκούσε το κανάτι με το νερό που κατέβασα. «Τσάμπα πέρασες τόσα μαρτύρια επί δέκα ώρες σύντροφε» μου είπε αρχίζοντας το μάθημα ο Χαρίτος. «Ποτέ μέρα δε βασανίζουν. Έπρεπε να φωνάζεις». «Να κλαίω σύντροφε;» «Όχι να κλαις, το κλάμα το παίρνουν για σπάσιμο και είναι σπάσιμο...». «Να βογγάς! να ουρλιάζεις σα ζουλάπι. Εδώ τα βασανιστήρια — που τα λεν ανακρίσεις — αρχίζουνε τα μεσάνυχτα, όταν κοιμηθεί ο κόσμος και πάλι με το κακάρισμα μιας μηχανής». «Τώρα ησύχασε, για λίγες μέρες ώσπου να συνεφέρεις λίγο, δε θα σε βασανίσουν. Και πάντα όταν θα περιμένεις να σ' ανεβάσουν στην «αίθουσα να μένεις με αδειανό στομάχι, να μην τρως τίποτα». Κάνε λίγο και τον ψόφιο κοριό, θα σε φωνάζουν επάνω από τρεις ως δέκα φορές την κάθε ημέρα γι' ανάκριση. Πρόσεχε την ταχτική που άρχισες... και ούτε τον παλληκαρά να κάνεις, ούτε να κρύβεις την ψυχική σου αντοχή, τη δύναμη, την απόφαση να μη λυγίσεις, ούτε με το θάνατο. Κι όταν σε βαράνε φωνή, αμέσως με το πρώτο χαστούκι φωνή και να μη σωπαίνεις κι όταν αυτοί σταματάνε μην περιμένεις να σε κομματιάσουν ή να σε βάλουν στη φάλαγγα για ν' αρχινίσεις. Θα σε ρωτάνε επί ώρες, μέρες, μήνες να μαρτυρήσεις τους συνεργάτες σου ή δεν θα σου ζητάνε αυτό, μα θα σε πιέζουν για δήλωση: Όταν πετύχουν το ελάχιστο, πέτυχαν τα πάντα... Να το ξέρεις...». Μα εδώ σταμάτησε ο σύντροφος Χαρίτος, σα να του κόπηκε η λαλιά. Το στήθος του είχε ανέβει, δάκρια έτρεξαν στα στεγνωμένα μάγουλά του, μάζεψε τις πληγιασμένες απαλάμες του φέρνοντας τις μούζες στα μάτια του. Μετά κλείνοντας τα δάχτυλα, σκέπασε το πρόσωπό του, έμεινε κάμποσο εκειδά... Οι σύντροφοι μού γνέψανε να τον αφήσω... Σε λίγο αναπήδησε ορθός και πάλι ξανά μουτζώθηκε: «Να» είπε στον εαυτό του. «Αυτό θα σου κάνω όσο θα ζης— γιατί δε στάθηκες ικανός κι άφησες να σου σκοτώνουν την ψυχή, γιατί λυπήθηκες να δώσεις το τομάρι». «Πενήντα δύο μέρες, σύντροφε Γιάννη, μαρτύρια. Πούναι τα δόντια μου; Το κορμί μου κατάμαυρο από τα νύχια ως την κορφή και γεμάτο πληγές...». «...Εκείνη τη μέρα είχα μάθει ότι είχε κλείσει ο φάκελός μου. Είμουνα χαρούμενος. Περιδρόμιασα δυο μερίδες ψητό κι ότι άλλο βρήκα. Είχα απομείνει πετσί και κόκκαλο. Και να... σε λίγη ώρα απ' το δείπνο μου κείνο μ' ανεβάζουν στην «αίθουσα». Δεν το περίμενα. Είμουνα απροετοίμαστος. Με παράλαβε ο Πιλίτσης το σκυλί, ο αρβανίτης. Το στομάχι γεμάτο, πέτρωνε την καρδιά, λιποθυμούσα, ξελιποθυμούσα. Δεν άντεξε η ψυχή μου, θαμπώθηκε το λογικό μου... Υπόγραψα το θάνατό μου...». «Αχ! Να μη σ' είχανε φέρει, σύντροφε Γιάννη, λίγον καιρό πρωτύτερα... Είναι δύσκολο να παλέψει κανείς καταμόναχος...». Ύστερα ο Χαρίτος άνοιξε σαν μαδημένες φτερούγες τα μακριά χέρια του (κι ήταν ένας ψηλός κι ωραίος άντρας). Συμπαθάτε σύντροφοι, είπε, μα δε θέλω να θίξω άλλον από τον εαυτό μου και να βοηθήσω το σύντροφό μας τον καινούργιο...». «Καλώς ώρισες σύντροφε! Σου εύχομαι νικητής, για πεθαμένος. Για να μη ζης με το μαρτύριο το δικό μου». Νόμισα πως κάτι έπρεπε ν' απαντήσω στο Χαρίτο... Μα τι θα έλεγα; Ύστερα ήτανε και οι πόνοι μου που σαν σιδερένιες λάμες κράταγαν ακίνητα τα σαγόνια μου.
Digitized by 10uk1s
Αυτός όμως μου είπε ακόμα πoλλά χρήσιμα, για την ώρα του βασανισμού, που τα συμπλήρωναν και οι άλλοι σύντροφοι, για τις πληγές, που «εδώ στα υπόγεια, γιαίνουν εύκολα, χωρίς φάρμακα, εξόν λίγο κρύο νεράκι, χωρίς γιατρό και δεν πιάνουν ποτέ πύο». Με το Χαρίτο που αγωνίστηκε στην Αλβανία, μετά στη Θεσσαλία στην Εθνική Αντίσταση, ξανανταμώθηκα στη φυλακή στα 1953 και ζήσαμε κάμποσα χρόνια μαζί. Μια μέρα ανοίγοντας την καρδιά του μου είπε πόσο υποφέρει ακόμη από το θέμα της δήλωσης κι ότι από το περιστατικό αυτό είχε πάθει η καρδιά του. Τόντις μετά λίγον καιρό από την αποφυλάκισή μας, πέθανε δουλεύοντας στα γραφεία της ΕΔΑ από καρδιακή προσβολή. Ακόμα ο Καρδαμίτσης, που όταν τον έπαιρναν για το υπόγειο, είχε δει τον υπομοίραρχο Παπαντρεόπουλο να παραφυλάει στο χωλ (για να μου παραστήσει τον καλό), μου σύστησε πως έπρεπε να φυλάγομαι από την καλωσύνη του αυτή, ότι παίζει άριστα αυτό το παιγνίδι, ενώ είναι ο πιο λυσσασμένος βασανιστής. Με βεβαίωσαν πολλοί σύντροφοι ότι οσφραίνεται τη μυρουδιά της καμένης από το τσιγάρο σάρκας. Αυτός βασάνισε τις γυναίκες και χάλασε κάμποσο κόκκινο πιπέρι για τα «ευπαθή» μέρη του κορμιού τους. Κι ακόμα ότι, εξόν που τις είχε κάνει σαν τουλούμια από το βούρδουλα (για το γεγονός είχα ίδια αντίληψη, όπως τις πήρε το μάτι μου μια μέρα κατεβαίνοντας τις σκάλες), ότι τους έβαζε την κάφτρα του τσιγάρου πάνω στη ρώγα του μαστού τραβώντας τα νεφέσια του. «Πρόσεχέ τον», συμπλήρωσε ο Καρδαμίτσης, «είναι σαδιστής». (Αυτά όλα μου τα εβεβαίωσαν οι δυο από τις τέσσερες γυναίκες, όταν μετά λίγον καιρό, την ημέρα του Πάσχα, μ' επισκέφτηκαν στο «μεταγωγών» της Αθήνας). Όταν νύχτωσε, κόλλησε στο φινιστρίνι της πόρτας ένας άνθρωπος με άσπρο σκουφί στο κεφάλι του. Έβαλε το «κύριε» μπροστά στ' όνομά μου, λέγοντας ότι τον διάταξε ο αξιωματικός της υπηρεσίας να μου φέρει το δείπνο μου: «Πήτε του αξιωματικού σας ότι δεν έχω ανάγκη» κατάφερα να του απαντήσω. «Αύριο πρωί μήπως...» «Ούτε αύριο, ούτε ποτέ!» —«Και τι σε πέρασε ρε καριόλη η ιδέα, ότι θα μαυροφορέσει η Ειδική Ασφάλεια;» —«Α! συχτήρ πουτάνα!», είπε ο άνθρωπος κι έφυγε. Δε με ξαναενόχλησε ποτέ. Οι συγκάτοικοί μου μου εξήγησαν πως κι ο μάγερας κι ο καφετζής κι οι βοηθοί τους, της ίδιας πάστας με τους ανθρώπους της «αίθουσας» είναι. Μάλιστα μια λαντζέρισα, μαζί με τον καφετζή, βάζουν αυτί στις πόρτες της «αίθουσας», παρακολουθώντας με ηδονή τα μαστιγώματα, ζητάνε να πάρουνε μέρος βεβαιώνοντας τους αξιωματικούς του συνεργείου των ανακρίσεων, πως ξέρουνε τρόπους, να πονάει τόσο πολύ το κορμί, που να στάζει μαύρο δάκρυ το μάτι, ώσπου να υποταχτεί ο άνθρωπος. Μόλις είχε προχωρήσει η νύχτα όταν οι συγκάτοικοί μου έδεσαν με μαύρα πανιά τα μάτια για να τα προφυλάξουν από το πολύ φως και ξαπλώθηκαν. «Κοιμόμαστε νωρίς», μου εξήγησαν «γιατί τα μεσάνοιχτα αρχίζει να δουλεύει η "αίθουσα" και μας ξυπνάνε...». Κείνη την πρώτη νύχτα στο υπόγειο της Ειδικής, έκανα ένα βαρύ γεμάτο εφιάλτες ύπνο. Ξύπνησα όμως άγουρα: Ποδοπατήματα, φωνές, βρισιές βόγγοι και το κακάρισμα μιας μηχανής, με ταράσσανε... «Όνειρο θάναι», σκεφτόμουνα για κάμποση ώρα. Κουρασμένα τα μάτια μου από το Digitized by 10uk1s
δυνατό λαμπιόνι, άνοιξαν από λίγο. «Όχι» δεν ήταν όνειρο. Δυο πιθαμές πάνω από τα κεφάλια μας ανθρώπινα κορμιά ξαπλωμένα στο πάτωμα, σφάδαζαν και βογγούσαν. Η «φάλαγγα» δούλευε. Οι σύντροφοι αντιφασισίστες του κελλιού στεκόντουσαν όρθιοι σε στάση προσοχής και έκστασης. Το δυνατο φως έδινε στα κίτρινα πληγιασμένα πρόσωπά τους τη γοητεία των «Αγίων». Σηκώθηκα σιγανά, στάθηκα στη γωνιά μου, (το μόνο μου ως τώρα γεράδι ήταν οι πατούσες μου), νόμισα από χρέος μου, για να χαιρετήσω όμως τους άλλους αντιφασίστες, τον ανθρώπινο πόνο («το ανθρώπινο μεγαλείο» κατά το έθιμο του υπογείου). Ο σκοπός βαδίζοντας στο διάδρομο βροντούσε τα τακούνια στο πλακόστρωτο. Κάπου - κάπου χτυπούσε το κοντάκι του όπλου του στις πόρτες των κελλιών, μας έβριζε ότι τον ενοχλούσε η ορθοστασία μας. Οι βόγγοι, οι βρισιές, πότε δυνάμωναν ή κόπαζαν, σαν από κούραση κι όμοια κι οι καρδιές των ανθρώπων του κελλιού μας, γρηγόρευαν ή λιγόστευαν τους χτύπους των. Κουράστηκα απ' την ορθοστασία και το τέντωμα των νεύρων· πόνεσα. Έκλεισα τα μάτια κι η ψυχή πήρε να ψάχνει για το όραμα του γαλήνιου Βούδα, ή του «γλυκού Ναζωραίου επί του ξύλου» ή του πεισματωμένου Προμηθέα στο βράχο του. Τίποτα όμως από τα γλυκά τούτα δράματα. Μερικοί σύντροφοι έκαναν κουλούρα τα χέρια γύρω απ' τα κεφάλια τους κι ακούμπησαν στα ντουβάρια. Κουράστηκαν. Ακούστηκαν και ψίθυροι για να καθήσομε. Μα το καλό υπάρχει παντού. Οι πιο τραγικές ώρες είναι που περνάνε και πιο γρήγορα. Κάποτε σταμάτησε ο πάταγος. Οι κρατούμενοι ακουρμάστηκαν... «Θα τους κατεβάσουν ή σπάσανε και τα λένε;..» Αυτή την ώρα έκραξαν τα κοκόρια την αυγή. Κάμποσες φορές την κάθε ημέρα με ανέβαζαν στην «αίθουσα». Ο Μπαρλογιάννης που είχε την υπόθεσή μου, ήταν ο υπεύθυνος του «συνεργείου των ανακρίσεων». Με ρωτούσε επί ώρες ολόκληρες για τα πιο απίθανα πράματα. Άλλες φορές, αν σκέφτηκα τίποτα, αν αποφάσισα να μιλήσω... Παρατηρούσε τις πληγές και το ηθικό μου. Έταζε φουρνιές τα καλιτσούνια, ή την κόλαση με τους διαβόλους. Άλλες φορές έλεγε στους χωροφύλακες «πάρτε τον κάτω, δεν σας τον ζήτησα». Πότε γελούσε, πότ' έκανε γκριμάτσες, φοβέριζε ή τόριχνε στο καλαμπούρι, κοροϊδεύοντας τα πάντα ως, και τους άγιους του Παράδεισου. Ο «καλός» Παπανδρεόπουλος παραμονεύοντας στο χωλ, πάντα παράστενε τον «καλό». Ο Γιαννακόπουλος χτυπούσε ανόητα τα σπηρούνια του, (ποτές δεν θα είχε καβαλήσει άλογο κι αν καβαλούσε θα τον έστρωνε με μιας κάτω). Ο Πηλίτσης ωρυότανε, ο Νικολόπουλος γελούσε και σάρκαζε. Κάθε νύχτα η αίθουσα δούλευε. Τα σάββατα βουβαινόταν. Τούτη τη μέρα της εβδομάδας, σταματούσανε οι συλλήψεις, γινότανε το ξεκαθάρισμα για όσους από τους αντιφασίστες κρατούμενους είχανε «ωριμάσει». Έπρεπε ν' αλαφρωθούνε τα υπόγεια, για να χωρέσουν τις καινούριες καλάδες που οι ομάδες διώξεως του κομμουνισμού, θα κουβάλαγαν τη Δευτέρα. Έτσι και τούτο το Σάββατο το πρώτο μου στο υπόγειο, η κλούβα έφτασε στην Ειδική Ασφάλεια. Από μια κατάσταση φώναξαν τριανταδύο ονόματα για το τμήμα μεταγωγών κι ο δεσμοφύλακας κατέβαζε τις αμπάρες βγάζοντας τους κρατουμένους στο διάδρομο. Τη νύχτα θα τους πήγαιναν στο Υπουργείο της Ασφάλειας για μια συνηθισμένη στο καθεστώς της τετάρτης Αυγούστου, ιεροτελεστία: Ο Μανιαδάκης θα έβγαζε στο όνομα του βασιλιά και του «εθνικού κυβερνήτη» Μεταξά, έναν «πατρικό» λόγο στους παραπλανημένους από τ' απατηλά συνθήματα του άπατρη κομμουνισμού Έλληνες, θα ευχαριστούσε και θα έδινε έπαινο στους αξιωματικούς της «αίθουσας», ότι με τη «στοργική» τους μεταχείριση, «βοήθησαν εις την ανάνηψιν τριανταδυό παραπλανηθέντων Ελλήνων», θα τους χειροτονούσε — πάντα στ' όνομα του βασιλιά και του εθνικού κυβερνήτη Digitized by 10uk1s
Μεταξά, Έλληνες με Θεό και πατρίδα... Η ιεροτελεστία έπαιρνε τέλος κι οι ξαναφτιαγμένοι Έλληνες έμεναν λεύτεροι. Θυμάμαι πως την επομένη της ημέρας που άφησαν τους 32, κατά το βραδάκι, με ανέβασαν στην «αίθουσα». Αυτή τη φορά ο Μπαρλογιάννης μου φάνηκε πιο κίτρινος. Η σουβλερή μυτίτσα του γυάλιζε, τα μάτια του σαν τρομαγμένα είχανε χωθεί πιο βαθιά μέσα στις κόχες τους, κι όλη η ύπαρξή του έδειχνε ένα πράμα ταπεινωμένο και πλεγματικό. Έγραφε ή έκανε πως έγραφε, με απλωμένο το ζερβό χέρι του επάνω στο τραπέζι. «Μα πως να μην τόχω προσεξει ως τώρα» σκεφτόμουνα όταν η ματιά μου έπεσε πάνω σε μια λεπτομέρεια σε κείνο το απλωμένο του χέρι. Ένα κομματάκι από την άκρια του μικρού δαχτυλιού του έλειπε. «Σημαδιακός» όπως λένε στο χωριό μου σκεφτόμουνα, όταν σήκωσε το κεφάλι. «Α! καλώς τον. Ορίστε κύριε Μανούσακα, υπογράψτε αυτήν τη δήλωση μετανοίας και αποκηρύξεως. Απλή δήλωση... Δεν θέλομε να προδώσεις τους συνεργάτες σου. Φαίνεσαι άντρας. Εμείς ξέρεις της Ασφαλείας, εκτιμάμε πολύ εκείνους που έχουνε μπέσα. Άντε λοιπόν, δείξε ότι είσαι άντρας... Το βλέπω ότι παλεύεις. Άντε ντε! Θα υπογράψεις, αν περάσουν και τρεις ή τέσσερεις μήνες... Αλλιώς σε στέλνω στην Ακροναυπλία να πεθάνεις εκεί... Α! Όχι! μην το περιμένεις αυτό! Εδώ θα ρέψεις. Από δω μέσα — εδώ είναι Ειδική Ασφάλεια! — βγαίνουν με δήλωση ή πεθαμένοι! «Λοιπόν!..· Ας τον βοηθήσουμε παιδιά», είπε στους βοηθούς του. Και πιάνοντας «τα παιδιά» το δεξί χέρι, ο Μπαρλογιάννης στερέωσε ανάμεσα στα δάχτυλά μου ένα καλαμάρι. Έσφιξε ύστερα όσο δυνατά μπορούσε τη φούχτα μου με το καλαμάρι, κι έφερε τη μαύρη μυτίτσα της πένας σε μια κόλλα γραμμένο χαρτί, κάτω κει που έλεγε «ο Δηλών». Τρόμαξα! Αφού με κρατούσαν γερά και δεν μπορούσα να συρθώ πίσω, έσπρωξα το χέρι μπροστά, τσακίστηκε η πένα, σκίστηκε το χαρτί κλείνοντας ύστερα και το μπράτσο μου. Ο χωροφύλακας φώναξε ότι του πόνεσα τα δάχτυλά του και τον έσπρωξα κιόλας. Και να τώρα σωρός οι αφορμές: «Αντίσταση ρε πουτάνα μέσα στην Ειδική Ασφάλεια ε!» Ήταν το σύνθημα. Ώρμησαν από το διπλανό δωμάτιο Πηλίτσης, Γιαννακόπουλος, Νικολόπουλος κι ο «καλός» Παπαντρεόπουλος στερνός. Μα γιατί; μα γιατί; Ελεγε ο Παπαντρεόπουλος σηκώνοντας τα χέρια σαν διαμαρτυρόμενος κι έφυγε. Ο Πηλίτσης πάλι δε βαρούσε. Έτριζε τα δόντια — «Θα σε περιλάβω εγώ κάθαρμα και τα λέμε»: Οι άλλοι με ποδοπατούσαν. Κουραστήκανε. Σταμάτησαν, σηκώθηκα κι εγώ όρθιος. Είχα κουραστεί κιόλας, η καρδιά μου βαρούσε δυνατά, βαρυανάσαινα. Ο Νικολόπουλος σκώντας στα γέλια, μου βαρούσε από καμιά στο κεφάλι με την ανάποδη του βούρδουλα ώσπου κι η αφεντιά μου ξεφούσκωσα και συνέφερα λίγο. Δε φώναξα κι αυτή τη φορά κι η σκέψη μου ήτανε στους συντρόφους του κελλιού με τις ορμήνιες για να φωνάζω. Φεύγοντας οι κύριοι του συνεργείου των ανακρίσεων μου δήλωσαν ότι δεν έπρεπε να θεωρήσω την περιποίηση σοβαρή, γιατί γίνηκε μόνο και μόνο για να τους ανοιχτεί η όρεξη να γλεντήσουν καλύτερα. Ήτανε βλέπετε Κυριακή. Είχαν οι άνθρωποι ρεπό. Απ' όλους τους αξιωματικούς της δίωξης του κομμουνισμού μόνο ο Κομποχόλης δεν έπαιρνε μέρος στα βασανιστήρια των κρατουμένων, αν και σαν διοικητής της υπηρεσίας αυτής, είχε και την ευθύνη των βασανισμών. Λέγαν όμως οι κρατούμενοι, ότι επειδής συνέπεσε εκείνες τις ημέρες να κάνει τους αρραβώνες του είχε σταματήσει προσωρινά, άλλοι όμως υποστήριζαν ότι η κοπέλα τού έβαλε αυτό τον όρο για να τον κάνει άντρα της. Ήταν ένας ψηλός, δυνατός σαν ταύρος και ωραίος άντρας. Πιο κάτω θ' αναφερθώ πάλι για το Διοικητή «των ομάδων διώξεως κομμουνισμού». Την άλλη ημέρα ο Μπαρλογιάννης θα τιμωρούσε λέει τα χέρια μου, επειδή όπως έλεγε, δεν έπιαναν το καλαμάρι και για τόσες άλλες αταξίες. Το κεφάλι μου θα το τιμωρούσε, γιατί αυτό πάλι, ήταν ολότελα ξερό και χαλασμένο. Στερέωσε λοιπόν με τους βοηθούς του τρία χοντρά καλαμάρια ανάμεσα στα δάχτυλά μου, ύστερα σφίγγοντάς τα, με τα δυο χέρια, μ' όλη τη δύναμή του ένιωσα Digitized by 10uk1s
ένα πόνο ν' ανεβαίνει μέσα από τα κόκκαλα ως τα μηλίγκια και να καρφώνει στο μυαλό. Μετά και στο άλλο χέρι. Ύστερα, όπως είχαν μελανιάσει και λίγο εξαρθρωθεί στις βάσεις τους τα δάχτυλα, πήρε ένα κομμάτι δαδί απ' εκείνο που έχουν οι νοικοκυράδες προσάναμμα για τις φουφούδες και το πριόνιζε. Αυτό το παιγνίδι ματώνει ανάμεσα στα δάχτυλα, κι επειδής μένουν κομματάκια ξύλο μέσα στο δέρμα είναι το μόνο μέρος που έπιασε το πετσί μου πύο. Έχει πόνους και ξάναμμα, είναι το λεγόμενο στο λεξιλόγιο των «ανακριτών», «πριόνι». Όταν τελείωσαν αυτές οι φιγούρες ο Μπαρλογιάννης λαχανιασμένος σύριξε: «Σ' άρεσε!» Κι όταν είπε όλες τις βρισιές του υπόκοσμου, που τις ήξερε νεράκι, με προκάλεσε. —«Αν είσαι άντρας ρε βρίσε μας κι έχεις το λόγο μου ότι δεν έχεις να πάθεις τίποτα». Ήξερα βέβαια πως θα κρατούσε το λόγο του, αλλά δεν τους έκανα το χατήρι, να τους ευχαριστήσω... «Ε! καλά μη μας βρίσεις πες μια λέξη. Όποια θέλεις, πες τόνομά σου». Δεν ήταν από την πρόκληση, μα να έτσι μούρθε το κέφι να τους θίξω δίχως να τους βρίσω, πονούσα κιόλας. «Ήθελα και να ήξερα» είπα... «Τι! τι! πες ελεύθερα...» «Στην αρχαία Αθήνα με τη Δημοκρατία της, στους ελεύθερους ή στους δούλους ταίριαζε το επάγγελμα του χωροφύλακα, κι από ποιους στρατολογούντανε; Μήπως ξέρετε κύριοι να πήτε και... Ένας από τους ανακριτές καμώθηκε ότι θίχτηκε. «Κύριε Μπαρλογιάννη έβρισε το σώμα της χωροφυλακής αυτό δεν το ανέχομαι!» Και να τώρα τι ακολούθησε : Για κάμποση ώρα με βάραγαν βρίζοντας και σαρκάζοντας. Ο Γιαννακόπουλος με τα τακούνια στα καλάμια ανοίγοντας τα μισογιασμένα τραύματα ως που γέμωσαν αίματα τα παπούτσια μου. Ο Μπαρλογιάννης βαρούσε με το βούρδουλα όπου λάχαινε, κι ο Νικολόπουλος κρατώντας ένα κλοπς κυνηγούσε να βαράει τους αγκώνες. Μετά ουρλιάζοντας σαν ζουλάπια μου κοπάνησαν πάνω στο τραπέζι τα καπάκια των χεριών. Τα χτυπούσαν εκεί κρατώντας το βούνευρο από την ανάποδη ώσπου πήραν ένα σκούρο μαβί χρώμα. Ύστερα φέρνοντάς με στη μέση της αίθουσας, έκαναν ένα κύκλο γύρω μου, στεριώθηκαν δεξιά ζερβά μου, αντίθετα ο ένας από τον άλλο ο Γιαννακόπουλος με τον Μπαρλογιάννη, τραβήχτηκαν λίγο πίσω ώσπου τους βόλεβε. Ανέμισαν τα δεξιά χέρια τους, τα σκόπεψαν και τα βρόντηξαν αυτοστιγμής στα κροτάφια μου και δεύτερη και τρίτη φορά. Σείστηκε το μυαλό μου, έχασα την ισορροπία μου σωριάστηκα και δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί. Όταν σηκώθηκα ένιωσα το κεφάλι μου βαρύ, νόμιζα πως μεγάλωνε, ώσπου θάφθανε να εκραγεί. Τα χέρια μου πάλι είχανε φουσκώσει, φτάνοντας στο μέγεθος του ψωμιού της οκάς. Είχανε βαρύνει, τα κουβαλούσα σαν να ήταν τσακισμένα από τους καρπούς. Όταν οι χωροφύλακες με κατέβαζαν στο υπόγειο, ο Νικολόπουλος, σαν πιο επιδέξιος στα τέτοια, σάρκασε. «Είμαστε σπουδαστές ρε πουτάνα!» Από εκείνη τη μέρα απόχτησα το δεύτερο ελάττωμα γιατί από τότες ένα σωρό τζιτζίκια και τριζόνια έχουνε φωλιάσει στ' αυτιά μου. Το κόλπο αυτό το διπλό χτύπημα στ' αυτιά, έχει ένα όνομα, που δεν το συγκράτησα. Digitized by 10uk1s
Περάσανε δυο ή τρεις ημέρες. Δεν θυμάμαι αν ο Φλεβάρης του χρόνου εκείνου ήτανε δίσεχτος ή αν ήταν αλλιώς. Ο Μπαρλογιάννης καθότανε με αρκετή σοβαρότητα σ' ένα τραπέζι και κείνο σύνεργο της «αίθουσας», τηρώντας το σημαδιακό δαχτυλάκι του χεριού του. Η μυτίτσα του πιο κρεμαστή είχε στο κίτρινό της μια πρασινάδα κι από «γενική άποψη» ο άνθρωπος φάνταζε πολύ απαίσιος. Πριν με κοιτάξει (πότε - πότε έκανε το σοβαρό) μουντάρησαν πάνω μου οι άλλοι «ανακριτές». Έπεσα κάτω με τσαλαπάτησαν, σηκώθηκα, ακούμπησα σ' ένα ντουβάρι την πλάτη μου, όταν ο Νικολόπουλος φώναξε με αγανάχτηση: «Τι κάθεσαι ρε Παντελή! Δε δίψασες ακόμα για αίμα!» Ο υπομοίραρχος σηκώνοντας το χέρι πρόσταξε ένα χωροφύλακα λίγο ανόρεξα: «Φέρε τον κύριο εισαγγελέα». Σαν άκουσα για εισαγγελέα πετάρισε η ψυχή μου, είπα: «Περνά η υπόθεσή μου στη δικαιοσύνη. Όσο και νάναι θα σταματήσει, ο εισαγγελέας — έστω για λίγο — ετούτα δω τα μαρτύρια. Κι ακόμα να μια ευκαιρία να κάνω διαμαρτυρίες για τις παρανομίες που γίνουνται δω μέσα... Και πολλά άλλα σκεφτόμουνα ώσπου να γυρίσει ο Χωροφύλακας μ' ένα ματσούκι στο χέρι, δίνοντάς το στον Μπαρλογιάννη. Ήταν ένα γυαλιστερό καουτσούκ, ως μισό μέτρο μάκρος, με μετάλινη χερολαβή, γεμάτο στις επιφάνειες του αγκύλες όπως εκείνες του βάτου. Ανεμίζοντας και λυγώντας το στον αέρα ο Μπαρλογιάννης το κατέβασε κάμποσες φορές στο πρόσωπο και στο κεφάλι μου, που αμέσως πεταγόταν χοντρές σταγόνες από αίμα. Όπως κάρφωναν στο πετσί οι αγκύλες του. «Να ο εισαγγελέας βρε χτήνος, που περίμενες να σου φέρω κανένα νερόβραστο της δικαιοσύνης με γυαλιά και κολάρο». Και φώναξε: «Κρατάτε τον! βάλτε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι να τα λιανίσω του χτήνους! Τι χρειάζονται τα χέρια σ' ένα Βούλγαρο!». Σε κάθε χτυπημασιά τού εισαγγελέα, πεταγόταν οι σταγόνες σκούρο βυσινί αίμα και το φως του παραθυριού τις έκανε να λάμπουν σαν μικρά διαμάντια που κυλούσαν επάνω στο τραπέζι. Στεκόμουνα ήσυχος κι ας μην είχα συνείδηση πως το βγάλσιμο εκείνου του χαλασμένου αιμάτου, με προφύλαγε από την γάγγραινα. Πονούσα, μα όπως πεταγότανε το αίμα, ένιωθα σαν ν' αλάφρωναν κιόλας τα πρησμένα χέρια μου. Και τόντις σε λίγες μέρες είχανε γίνει πάλι κανονικά.
Ό,τι μου είχε συμβεί ως τώρα αυτήνε την πρώτη δεκαμερία στην Ειδική Ασφάλεια, δεν ήτανε παρά η «εισαγωγή» σε ό,τι γίνηκε από εδώ και πέρα. Η «φάλαγγα» που όλοι οι Έλληνες έχουν ακούσει και σε χιλιάδες έχει περάσει από το πετσί τους, δεν είναι και τόσο τρομερή μέθοδος βασανισμού, όπως ήταν ας πούμε ο τροχός ή άλλοι, πιο καινούριοι τρόποι, που στο μεταξύ και με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού εφαρμόζουν. Ωστόσο η φάλαγγα έχει μείνει αθάνατη, χρησιμοποιείται και τώρα, επειδής έχει το πλεονέχτημα να επιδρά πιο πολύ στην ψυχή του θύματος, να το εξουθενώνει λυγώντας την αντίστασή του. Και γίνεται με δυο τρόπους. Ο ένας ο πιο συνηθισμένος: Αφού πρώτα περάσει το θύμα τη διαδικασία από βρισιές, τρομοκράτηση και μικροχτυπήματα, που ως τώρα έχω μιλήσει, έτσι που να αυτοερεθιστούνε και οι ανακριτάδες, το ξαπλώνουν χάμω περνώντας του στα σφυρά των ποδιών του το λουρί ενός όπλου. Δίνοντάς του ύστερα μια στριψιά τα ποδάρια σφίγγουνται μέσα σε μια θηλειά. Φέρνουν ύστερα το όπλο κάτω από το σβέρκο του θύματος και το κορμί του παίρνει το σχήμα μιας όρθιας γωνίας με την πλάτη κολλημένη στο πάτωμα και τα ποδάρια επάνω. Ο άλλος τρόπος απάνθρωπος και οδυνηρός γίνεται έτσι: Περνάνε τα ποδάρια του θύματος ανάμεσα από τα ξύλα της πλάτης μιας καρέκλας και την αφήνουν να πέσει στο στήθος του ανθρώπου. Έτσι σε κάθε χτύπημα σε βαράει και σε κόβει στα ξερά και η ίδια η καρέκλα. Γι' αυτό είπα πως ο τρόπος της φάλαγγας με καρέκλα, είναι απάνθρωπος. Digitized by 10uk1s
Υπάρχει και άλλος τρόπος, πιο ανθρωπιστικός, αλλά αυτόνε τον χρησιμοποιούσε μόνο η «Γενική Ασφάλεια» (Αστυνομία πόλεων). Με αυτόνε, δένουν τον άνθρωπο πάνω σ' ένα κρεβάτι αφήνοντας τις πατούσες να περισσεύουν και πάνω κει τις βαράνε. Έτσι υποφέρει μόνο από τα χτυπήματα του βούνευρου. Ας έρθουμε όμως στους «κλασικούς» τρόπους της Ειδικής Ασφάλειας. Τώρα το θύμα μπερδεμένο στο όπλο ή στην καρέκλα είναι έτοιμο και η ιεροτελεστία αρχίζει. Ανάλογα με τις περιστάσεις και το πού γίνονται τα βασανιστήρια, βάζουν πάνω στο στόμα του ένα μαξιλάρι, έτσι που οι βόγγοι να βγαίνουν μπάσοι και να τους καταπίνει το κακάρισμα της μηχανής. Τώρα αρχίζει με ταχύτητα να κατεβαίνει ο βούρδουλας στις γυμνές πατούσες. Πολλές φορές όμως δεν αφαιρούν από το θύμα τα παπούτσια, αλλά τότες χτυπάνε τις σόλες μ' ένα γερό ξύλο. Επειδής όμως με τη μέθοδο αυτή χτυπιέται με μιας όλο το πέλμα λιποθυμάει γρήγορα το θύμα, πράμα που στους βασανιστές δεν συμφέρει, γιατί σκοπός τους είναι να λυγίσει και να υποταχτεί στη θέλησή τους, λίγες φορές χτυπάνε έτσι. Ύστερα από τα χτυπήματα στις πατούσες, χτυπάνε όλο το κορμί γυρνώντας το έτσι δεμένο απ' εδώ κι από εκεί. Εκτός από τα χτυπήματα με τον βούρδουλα, χτυπάνε και με άλλα όργανα, με τις μύτες των ποδιών τους και το πιο συνηθισμένο, στη φάλαγγα γίνεται και το ξενύχιασμα. Στην ιεροτελεστία αυτή είναι και οι φωνές, οι χτύποι, οι βρισιές, οι σαρκασμοί, τα γέλια και φυσικά οι προτάσεις στο θύμα να υποταχτεί. Σε μένα συνέβη να μη μου φανεί και τόσο ανυπόφορη η μέθοδο της φάλαγγας, ίσως επειδή, είχα περάσει όλες τις άλλες «προκαταρκτικές διαδικασίες» με τους τόσους πόνους. Τώρα μάλιστα είχ' αφήσει κατά μέρος τις περιφάνειες και βογγούσα. Ένας χωροφύλακας πατούσε ένα μαξιλάρι βαλμένο πάνω στο πρόσωπό μου. Είχα δυνατή φωνή βλέπετε, γι' αυτό δεν έφτανε το μοτέρ που δούλευε, έβαλαν να παίζει κι ένας παλιός, με χωνί, φωνόγραφος. Από τις πρώτες χτυπημασιές έβραζε το κορμί μου. Βοήθησε όμως στο να μην πονάω πολύ και τα βογγητά που άφηνα. Για το λόγο αυτό ο χωροφύλακας πατούσε βαριά το μαξιλάρι δεν έπαιρνα αέρα και λιποθυμούσα πιο γρήγορα. Έτσι αυτή τη νύχτα είχα λιποθυμήσει δυο φορές. Τρίτη διακοπή γίνηκε — γιατί όταν λιποθυμούσες σε άφηναν να συνεφέρεις από μια λιποθυμία ψεύτικη — το κατάφερα αυτό. Όταν όμως ξανά άρχισαν δεν είμαι σε θέση να ξέρω τι συνέβη ώσπου βρέθηκα να κάνω τροχάδην, ένα γύρο στο βρεγμένο πάτωμα τη «αίθουσας» κρατώντας και σούρνοντάς με ο Γιαννακόπουλος και ο Μπαρλογιάννης. Επειδής όμως πονούσα και δεν πατούσα με ολόκληρη την πατούσα, ο Γιαννακόπουλος άλεθε τα δαχτύλια των ποδαριών μου με τα τακούνια όπως τροχάζαμε. Σαν άρχισα να πατάω κανονικά έτσι που να κυκλοφορήσει το αίμα στα πέλματα και να με προφυλάξουν από τη γάγγραινα, με πέταξαν πίσω από μια πόρτα. Είμαστε λαχανιασμένοι και οι τρεις. Κι ενώ αυτοί δεν είχαν τελειώσει γιατί είχαν ακόμη να κάνουν τα βρισίματα, εγώ ξαπλωμένος σε κουλούρι σκέφτηκα να συμμαζέψω όση ζωή μ' απόμεινε: Η καρδιά δούλευε σιγανά, κουρασμένα, έπαιρνε κοτρουβάλες για κάνα δυο λεπτά και σταματούσε, πάλι όμως ξαναρχινοόσε ώσπου πήρε να δουλεύει σταθερά — είχα πολλή ζωή!.. Το κορμί μου ήταν βαρύ, έκαιε, ένιωθα ευχαρίστηση να μην κουνάω κανένα από τα μέλη μου. Ακόμα και το μυαλό τόχα σταματήσει για να μην πιάνει τους σαρκασμούς του Νικολόπουλου. Όλο το σώμα από τα νύχια ως την κεφαλή είχε γίνη σκούρο μαβί. Σε πολλά μέρη το αίμα είχε πεταχτεί έξω, στη μύτη και στο στόμα είχε πήξει, ήταν σαχλό, κι η μυρουδιά του αυτή τη φορά μ' ενοχλούσε. Όταν είδαν οι ανακριτές ότι είχα συνεφέρει, κάποιοι απ' αυτούς πήγαν πίσω από την πόρτα που ήμουνα ξαπλωμένος και σιγανοκουβέντιαζαν: «Τι χολοσκάμε και παιδευόμαστε μ' αυτό το παλιοτόμαρο το Βούλγαρο και δεν τον πάμε σε μια ερημιά να τον ξεκάνομε, αφού έχομε και την άδεια του Υπουργείου». Ύστερα πιο σιγανά μίλησαν γι' αυτοκίνητο, για περίστροφο και μια σφαίρα στο κεφάλι, για Καλογρέζα, για εγκαταλελειμένο λιγνιτωρυχείο. Γέλασα μέσα μου γιατί κατάλαβα το κόλπο. Σε κείνο το χάλι μου πήρα την απόφαση να τους θίξω.
Digitized by 10uk1s
Όταν σε λίγο μαζεύτηκαν όλοι τους γύρω μου, με κράτησαν όρθιο. Παίρνοντας ο Νικολόπουλος το λόγο, άρχισε να μου λέει ότι πήραν διαταγή και θα με πάνε κάπου να μ' εκτελέσουν, γιατί δεν αξίζω τόσο τον κόπο για να τους παιδεύω και να μην κάνω μια απλή δήλωση που όλο κι όλο μου ζητάνε, εμένα που είμαι ένας προδότης του έθνους. «Ένα να ξέρεις Νικολόπουλε και οι άλλοι. Δεν θα μπορέσετε ούτε με μύτη βελόνας να αγγίξετε στην ψυχή μου». «Κι άλλο ένα... Είσαστε πολύ αφελείς». —«Μας βρίζεις Μανούσακα και θα είναι σε βάρος σου», είπε ο Μπαρλογιάννης. «Δε σας βρίζω, αλλά είσαστε πολύ αφελείς...» «Κι ύστερα αφού θα μ' εχτελέσετε τι έχω να χάσω;..» Αυτοί νικημένοι, κίτρινοι κι αποσβολωμένοι, στεκόταν ένα γύρω μου δοκιμάζοντας να με τραβήξουν σε συζήτηση. Ξανάνιωσα μέσα μου κάτι τι το βάρβαρο, ν' αναδεύεται και να κλαίει, λες και βρισκόταν θαμένο σε κείνα τα τρίσβαθα του εντός μου απ' άλλες αμέτρητες γενιές, ναρκωμένο, που τώρα δα, την ώρα της φάλαγγας το ξύπνησαν οι βόγγοι και οι εξευτελισμοί μου. Αν είχα έναν παλτά, να κόψω εν από τα δάχτυλά μου πετώντας το στα μούτρα του Νικολόπουλου, θα το έκανα. Γιατί ενώ οι συνάδελφοί του κι οι βοηθοί τους, μια που δεν κατάφεραν ό,τι ζητούσαν, ούτε με τη φάλαγγα, έδειχναν κάποια απορία ανάκατη με λίγη ανθρωπιά, αυτός κρατώντας ανάποδα το βούρδουλα, χτυπούσε κάθε τόσο πάνω σ' ένα κορμί που τουλάχιστον όπως αυτοί πίστεψαν, δεν τούχε απομείνει το ένα τρίτο ζωής. Μ' αρέσει να μην παραστένω τον ήρωα, γιατί δεν πιστεύω στους ήρωες, και λέω πως κείνη τη νύχτα, τόσο πολύ τρόμο και τόσο πολύ αηδία ένιωσα για τούτα όλα, στην ψυχή μου, που πολλές φορές έπιασα στον εαυτό μου τη δειλή επιθυμία του γλιτωμού μου με το θάνατο. Κι όταν για μια στιγμή φώναξα στο Νικολόπουλο: «Πυροβόλα». Ένιωθα σ' όλο το είναι μου μια παράλογη νοσταλγία, να νιώσω στο καφτό μέτωπό μου μια κρύα κάννη, να δω μια λάμψη ν' ακούσω ένα κρότο κι όλα να πάρουν ένα τέλος.
Χαράζοντας η μέρα είμαστε πολύ κουρασμένοι και ξάγρυπνοι όλοι μέσα στην «αίθουσα». Δυο χωροφύλακες κρατώντας με από τις μασχάλες με κατέβασαν στα υπόγεια. Στο κελλί βρήκα τους συντρόφους να στέκονται όρθιοι, χλωμοί, και κουρασμένοι. Τους παρακάλεσα άλλη φορά να λείψει αυτή η μυσταγωγία. Μου έκανε κακό, τους είπα, να νιώθω τόσους ανθρώπους να υποφέρουν από αγρύπνια και κούραση, από αφορμή του έργου των ανθρώπων της αίθουσας. Έτσι γνωρίστηκα με την περίφημη «φάλαγγα», που κάμποσες φορές μου μάτωσαν το κορμί μου με τη μέθοδο αυτή, μα ποιο τ' όφελος περιγράφοντας την κάθε μια χωριστά. Μια ή δυο όμως φάλαγγες θα μας απασχολήσουν για λίγο, γιατί υπάρχει σ' αυτές κάτι το ξεχωριστό που τις κάνει με ενδιαφέρον. Η τέχνη και η ταχτική των ανακριτών, που οι μισοί από αυτούς όπως έλεγαν οι κρατούμενοι κι όπως κοκορευόντανε κι αυτοί τους οι ίδιοι, είχανε «σπουδάσει» στη Χιτλερική Γερμανία, ήταν να πονάει, όσο πιο πολύ ο ανακρινόμενος, να του περονιάζει το μυαλό ο πόνος, μα να μην πεθαίνει, ούτε να εξαντλείται πολύ, γιατί τότες σταματούσαν οι ανακρίσεις. Για το λόγο αυτό είχε σταματήσει το καθεστώς να καθίζει τα θύματα στον πάγο ή να τα ποτίζει ρετσινόλαδο. Γιατί πάθαιναν δυσεντερία από το λάδι και πνευμονία από τον πάγο. Τους έστελναν τότες στους γιατρούς και στα νοσοκομεία, Digitized by 10uk1s
σταματούσαν οι ανακρίσεις κι εξάλλου ερχόταν με κόσμο σ' επαφή οι κρατούμενοι, πράμα που δεν ήθελε η διχτατορία γιατί ποτές βέβαια δεν παραδέχτηκε, ότι βασανίζει ανθρώπους κι ότι είναι φασιστικό καθεστώς. Για τους ίδιους λόγους πρόσεχε να μη σκοτώνει, να μην σπάει κόκκαλα (χέρια, ποδάρια), να μην βγάζει δόντια. Ακόμα πρόσεχαν να μην τρελλαίνουν ολότελα τα θύματα. Έτσι εφαρμόζανε τα πολύμηνα βασανιστήρια στο κορμί, την ψυχική κούραση και το σβήσιμο της προσωπικότητας του αντιφασίστα, ώσπου να τον αναγκάσουν να υποκύψει, να παραδεχτεί τις κατηγορίες (τις αληθινές και τις ψεύτικες) να υποταχτεί στο φασιστικό καθεστώς, αποκηρύχνοντας την Δημοκρατία και τον κομμουνισμό. Λεγότανε πως για όλα τούτα, είχε δώσει εντολή κι επέβλεπε με τους ανθρώπους του ο βασιλιάς, γιατί επειδής καθότανε αυτός και θα καθότανε και οι απόγονοί του μόνιμα όπως λογαριάζανε στην καμπούρα των Ελλήνων, δεν ήθελε να πληθιένει τους εχτρούς της δυναστείας και να χωρίζεται με αίμα, κάνοντας φανατικούς εχτρούς — είχε που είχε ενάντιά του, κοντά όλο το έθνος. Θα είχα περάσει είκοσι καν εικοσιπέντε μέρες στην Ειδική Ασφάλεια. Είχα απομείνει το πετσί και το κόκκαλο που λένε. Στο κορμί μου δεν ύπαρχε ούτε τετράγωνος πόντος που να μην έχει μαυρίσει, όταν ένα πρωί δέχτηκα στο μπουντρούμι μας την επίσκεψη του Μπαρλογιάννη. «Γιάννη, μου λέει, η αδελφή σου ζητάει να της επιτρέψομε να σε δει. Εμείς βλέπεις έχομε και ανθρωπισμό ενώ εσύ... Άντε ετοιμάσου να φανείς άντρας! Κι έχεις το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής... ότι θα πάρεις την αδελφή σου να φύγετε αμέσως!» Στην Αθήνα είχ' ΄ρλθει η αδερφή μου η μικρότερη, η Θεοφίλη, 16 καν 17 χρονών για εγχείρηση. Είχε τελειώσει απ' το νοσοκομείο πριν να συμβεί η σύλληψή μου. Τώρα με είχανε χάσει, έψαχναν τις ασφάλειες και τ' αστυνομικά τμήματα με την οικογένεια του πρωτοξάδερφού μου Κ. Κατσολεδάκη — κινηματία απόταχτου αξιωματικού — που έμενε στο σπίτι του, μα πουθενά, δεν μπορούσαν να μάθουν για την τύχη μου. Στο μεγάλο χωλ στεκόντανε, κι είχε γεμίσει, όλοι οι αξιωματικοί της Ειδικής Ασφάλειας. Η αδελφή μου με την εξαδέρφη μας Ευθυμία Κατσολεδάκη καθόταν σ' ένα παγκάκι. Όταν μ' ανέβασαν οι χωροφύλακες τράβηξα ίσια σταματώντας μπροστά τους, αλλά οι γυναίκες δε μ' αναγνώρισαν. Είμουν από κοντά ένα μήνα αξούριστος, το πρόσωπό μου ήταν κατάμπλαβο με καφετιά σημάδια, το κουστούμι αλλαγμένο δω και κει στο χρώμα, απ' το αίμα. Κούτσαινα κιόλας. Όταν τους μίλησα με γνώρισαν απ' τη φωνή, αλλά η αδελφή μου αφήνοντας κραυγή λιποθύμησε. Αργότερα θα μου πούνε πως μ' είχανε περάσει για μεθυσμένο ζητιάνο. Όταν συνέφερε η αδελφή μου, με κοίταξε καλά - καλά και πάλι άλλη κραυγή κι άλλη λιποθυμία και οι ανακριτές πότε να παρακαλάνε προκαλώντας με να δείξω «ανδρεία και φιλότιμο», πότε να μ' απειλούνε — ήμουν αξιολύπητος. Τέλος η αδελφή μου βρήκε τη δύναμη, κάνοντας μεγάλο κουράγιο και σαν είδε το δικό μου ηθικό και την αντοχή ξεχάστηκε το παιδί, συζητούσαμε ήρεμα. Οπότε ο Μπαρλογιάννης ούρλιαξε: «Μωρή πουτάνα! Δε μας είπες μωρή, πως θα του πεις να κάνει δήλωση και σ' αφήσαμε να τον δεις τον προδότη!». Φοβέριζαν, χτύπαγαν τα τακούνια τους, βρίζανε. Μα κείνο που μ' έβγαλε από τον εαυτό μου ήταν οι βρισιές στην αδελφή μου. Τους είπα «χτήνη» και το επισκεπτήριο τέλειωσε, όταν η αδελφή μου τα έχανε για τρίτη φορά. Για πολλά χρόνια από το περιστατικό αυτό έβλεπε εφιάλτες και πάθαινε νευρικές κρίσεις. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασα κουλουριασμένος σαν το σκυλί στο πάτωμα, τυλιγμένος από κορφής ένα χιράμι. Μου στοίχισε πιότερο από δυο μαστιγώσεις με φάλαγγα. Αυτή η βαρβαρότητα Digitized by 10uk1s
απέναντι σε δυο γυναίκες, μου έδωσε πιο πολύ να καταλάβω, τι πα να πει φασισμός και σε τι μεγάλο ξεπεσμό είχανε φέρει την πατρίδα μου οι πιο μισημένοι από τον λαό άνθρωποι, ο βασιλιάς κι ο από γεννησιμιού του λακές της Αυλής Μεταξάς. Αχ! και νάτανε δυνατό να γινόμουνα την ώρα που βριζόντανε οι γυναίκες Βάσκος δυναμιτέρος, ή νάκανα το κορμί μου ένα ολάκερο κομμάτι εκρηκτικό υλικό... με πόση ηδονή θάθετα πάνω στη μίτζα του μια σπίθα φωτιάς, να νιώθω πως κείνη η βαρβαρότητα που είχε φωλιάσει σε κείνο το μέγαρο, θα νταυκιαζότανε κειδά αυτοστιγμής... ...Μετά λίγα χρόνια στα Δεκεμβριανά, ανατινάχτηκε κι έχασκε, αλλά κανένας σε κείνη τη γειτονιά δεν παραξενευότανε για κείνη τη τύχη του. Μα τώρα κουλουριασμένος εκειδά στο υπόγειό του τα μάτια μου τρέχανε βρύση το καυτο δάκρυ, το κορμί μου έτρεμε, η ψυχή μου κομματιαζότανε. Μα σε τούτον εδώ τον τάφο των ζωντανών, ο άνθρωπος δεν πρέπει ούδε να κλαίει. Το κλάμα λογαριάζεται σπάσιμο κι υποταγή: Όταν την ώρα της φάλαγγας που το κορμί φρήνει από τους πόνους και την εντροπή, κάθε τόσο ένας απ' τους «ανακριτές», σκύβει και παρατηρεί μην έλαχε και δάκρυσε το μάτι, ή μην οι σπασμοί του προσώπου έδειχναν κλάμα. Τότες δυναμώνουν τα χτυπήματα φωνάζοντας στο θύμα «σήκωσε το χέρι και σταματάμε!» Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι πρέπει να πνίγεις μέσα σου κάθε ανθρώπινο συναίσθημα: Να μη δακρύζεις, να μην κλαις, να μη γελάς, να μην πονάς. Σε λίγο κόλλησε το μούτρο του ο Μπαρλογιάννης στο φινιστρίνι: «Δε λυπήθηκες μωρέ άνανδρε να πεις στην αδελφή σου να βγει στο καλτερίμι για να ζήσει! Φτου σου κερατά!» Ύστερα σαν καμιά κουτσομπόλα της γειτονιάς, πήρε αράδα τα κελλιά. «Τι μάθετε;... ο ήρωάς σας, μα τέτοιοι είναι αυτοί που μένουν ακόμα κομμουνιστές. Ούτε Θεό, ούτε πατρίδα, ούτε μάνα που τους γέννησε, ούτε τιμή της αδελφής λογαριάζουνε...» «Είπε στην αδελφή του να βγει στο καλτερίμι... Ύστερα μας ζήτησε πρέζα, κάθησε και μας τάπε με το νι και με το σι». Τέτοια και άλλα πολλά διαδίδανε, κι αλήθεια δεν μπορώ να πω ότι μ' άφηναν ολότελα ασυγκίνητο, όσο κι αν ήξερα ότι οι ρετσινιές τους αυτές, θα κράταγαν από λίγες ώρες, το πολύ μέχρι το πρώτο μαστίγωμά μου. Γιατί και πείρα είχανε οι συγκρατούμενοί μου από τις κακοήθεις και αδίστακτες μέθοδες των ανθρώπων της «αίθουσας» και το μίσος τους, ύστερα από τη δήλωση και το βασανισμό τους είχεν ακόμα πιο πολύ μεγαλώσει.
Αυτόνε τον καιρό και τούτες τις μέρες, συνέβηκαν στον κόσμο δυο μεγάλα γεγονότα, που γέμωσαν θλίψη κι απογοήτεψη τους αντιφασίστες και τους δημοκρατικούς όλης της γης. Σε μας που βρεθήκαμε στο δόκανο, και ζούσαμε σε τούτα τα μπουντρούμια της Ασφάλειας, εβάρυναν διπλά στις ψυχές μας: Στην Ισπανία μετά από ένα πεισματωμένο τρίχρονο πόλεμο νικήθηκε η Δημοκρατία. Στην Τσεχοσλοβακία εισβάλανε Χιτλερικά στρατεύματα και την υποδούλωναν, καταλύοντας και το πολίτευμά της.
Digitized by 10uk1s
Στο διάδρομο ακουγόντανε πανηγυρίσματα κι εξαλλοσύνες, κουδουνίσματα σπηρουνιών και φοβέρες: «Θα πεθάνεις Βούλγαρε προδότη! Τι περιμένεις και δεν υπογράφεις! Πέθανε ο κομμουνισμός κι η δημοκρατία σου! Σε λίγο δε θα σας χωράει ο κόσμος. Ο Χίτλερ θα κατέβει στην Ελλάδα». Μια θεωρία που από χρόνους καλλιεργιότανε και στη χώρα μας, πιο πολύ στους γραμματιζούμενους κι έλεγε πως ο φασισμός για κάμποσους αιώνες θάναι το καθεστώς που θα κυβερνηθούν τα κράτη, άρχιζε τώρα να φαντάζει σαν αληθινή. Πολλοί κρατούμενοι της διανόησης κουνούσαν τα κεφάλια τους απελπισμένα : «Αλοίμονο τι μέλει για την ανθρωπότητα!... Νέος μεσαίωνας αρχίζει». Στους εργάτες, τα θλιβερά τούτα γεγονότα, γέμωζαν ακόμη πιο πολύ την ψυχή τους από μίσος. Τους ξέφευγαν βρισιές ανείπωτες. Δεν πίστευαν πως ο φασισμός θα ζήσει, μα πότε θα χανόταν από την γη, δεν έκαναν λογαριασμούς, ή έλεγαν κιόλας με πεποίθηση πως: «Ο φασισμός θα κάνει πόλεμο γιατί δεν ζη αλλιώς». «Και θα νικηθεί, δεν γίνεται να μην νικηθεί». «Το παγκόσμιο προλεταριάτο». «Η παγκόσμια επανάσταση». «Ο κόκκινος στρατός». «Η Σοβιετική μας πατρίδα», ήτανε στα στόματά τους ακατάπαυστα. «Όταν θα γίνει ο πόλεμος και πάρομε και μεις όπλα, τότες τα λέμε με τους δικούς μας φασίστες και με τους βασανιστές μας». Μιλούσαν σαν να ήτανε προφήτες και καμιά γνώμη δε χωρούσε στην πεποίθησή τους για το ξόφλημα του φασισμού από τη γη. Η γύρω τους πραγματικότητα, ο φόβος και ο τρόμος που απλωνότανε σ' αυτά τα υπόγεια, τα κανιβαλικά φερσίματα, οι φοβέρες του «συνεργείου της αίθουσας» σα να σβηνόντανε από τη σκέψη τους, σ' αυτά εδώ τα υπόγεια που ζωντάνευε και θέριευε το δράμα του πολέμου, που θα τους έκανε ικανούς, σε τούτο το πάλεμα του χρόνου.
Ετούτες τις ζοφερές μέρες πούχε χαθεί η Ισπανία και η Τσεχοσχλοβακία από τη δημοκρατική παράταξη της Ευρώπης κι είχανε λυσσάξει οι ανακριτές της Ειδικής, νά με πάλι ώρα μεσάνυχτα στην «αίθουσα». Από μέρες κιόλας ο Μπαρλογιάννης και οι άλλοι του συνεργείου, καλλιεργούσανε στους κρατούμενους στα υπόγεια ότι είχε ρθει και το δικό μου το τέλος και η με δήλωση θάφευγα τώρα πια, ή πεθαμένος με τους τέσσερεις. Στης «αίθουσας» τα παράθυρα χύνονταν απαλά ζεστές αναπνοές, μυρίζανε χλωρό βλαστό κι αρώματα των λουλουδιών. Άνοιξη ήρθε δω πάνω σκέφτηκα... Από του συνεργείου τους ανθρώπους δεν βρισκόταν άλλος εις την αίθουσα παρεχτός του Μπαρλογιάννη και τέσσερεις χωροφύλακες, οι βοηθοί του. Οι χωροφύλακες συγυρίζανε, ετοιμάζοντας τα σύνεργα: «Φάλαγγα θάχομε» απόψε σκέφτηκα. Φοβόμουνα, ένιωθα κιόλας το βούρδουλα στο πληγιασμένο πετσί μου: «Οι πρώτες, είπα, πονάνε και τσούζουνε. Ύστερα θα βράσω κι ας βαράει...» Ο Μπαρλογιάννης είχε πολλή όρεξη για βρισιές, μα τις είχα πια συνηθίσει. Θα μ' έσβηνε, μα κι αυτό το είχα ακούσει πολλές φορές. Δε με παράνιαζε. Φοβόμουνα όμως τον βούρδουλα, τον εισαγγελέα και το λουρί του όπλου για τη φάλαγγα, τάβλεπα κιόλας εκειδά πάνω στο τραπέζι σαν να ήτανε πράματα ολοζώντανα. «Μα δεν κάνει να τα κοιτάω» σκέφτηκα, τραβώντας τη ματιά μου. Πήρα ύστερα να χαζεύω το φτωχό διάκοσμο της «αίθουσας». Πρόσεξα κάτι που δεν το είχα δει άλλη φορά: Πάνω από τα πορτραίτα του βασιλιά, του Μεταξά, του διαδόχου και της γυναίκας του, που ήτανε αραδιασμένα με τάξη και τάβλεπα πολλές φορές την κάθε μέρα, κρεμόντανε τώρα δυο κάδρα με δυο κακομούτσουνους ανθρώπους. «Ήταν του Μουσουλίνι το ένα και του Χίτλερ το άλλο, φτιαγμένα από φουτουρίστα καλλιτέχνη. Ο Μουσουλίνι φούσκωνε τα χείλη και τα μάγουλά του. Ο Χίτλερ είχε το βλέμμα του τρελλού και την αγριάδα του Digitized by 10uk1s
θεριού. «Για δες τους λυσσασμένους» πέρασε απ' το νου μου, όταν ο υπομοίραρχος που στο μεταξύ είχε ετοιμαστεί μου κατέβασε τον «εισαγγελέα» στο κεφάλι. «Πού κοιτάς ρε Βούλγαρε; Το Χίτλερ κοιτάς! Ε! λοιπόν σ' αυτόνε θα δώσω λόγο που θα ξεκάνω ένα κάθαρμα σαν και σένα. Ούτε στο βασιλιά, ούτε στο Μεταξά, ούτε στο Θεό τον ίδιο που είναι τρελλοί όλοι τους θα δώσω λόγο, μόνο στο Χίτλερ!.. Αυτός είναι ο δικός μου Θεός!» (Ο Μπαρλογιάννης, που όλα αυτά βέβαια είχανε σχέση με τις προσπάθειες και το έργο του εκείνης της στιγμής, είναι ο αξιωματικός απ' όλους τους ανακριτές, που όπως έμαθα, υπηρέτησε με το ίδιο πάθος και στην κατοχή της χώρας απ' τους χιτλερικούς). Δεν θυμάμαι πόσες φορές λιποθύμησα εκείνη τη νυχτιά. Θυμάμαι όμως, όταν σταμάτησε η φάλαγγα, το τροχάδην που έκανα ανάμεσα σε δυο χωροφύλακες, φέρνοντας κύκλους μέσα στο σπίτι. Πρόσεχαν οι χωροφύλακες να μην πατάνε πάνω στα νύχια μου, όπως έκαναν ο Γιαννακόπουλος κι οι άλλοι βασανιστές αξιωματικοί κι όταν τους διάταξε ο υπομοίραρχος, μ' άφησαν να πέσω σιγανά καταμεσής της αίθουσας πάνω στο πάτωμα, προσέχοντας να μη χτυπήσω. Είμαστε όλοι μας κουρασμένοι. Μα πιο πολύ ο Μπαρλογιάννης που δούλεψε το βούρδουλα και τον εισαγγελέα. Οι χωροφύλακες τον βοηθούσαν. Τώρα ένιωθα πολύ ευχαριστημένος ξαπλωμένος στο δροσερό πάτωμα. Το κορμί ματωμένο έκαιγε είχε γίνει βαρύ σαν μολύβι, η καρδιά χοροπηδούσε παράξενα, σαν να ήτανε ένα μικρό πουλάκι και πετάριζε μέσα στο στήθος. Έσυρα το δεξί μου χέρι στο σαγόνι, το στόμα μπουκωμένο από πημένα αίματα, η μύτη έσταζε ακόμα από λίγο στο πάτωμα. Πήρα να το τρίβω με τα δάχτυλα στο σανίδι. Ήτανε γλιστερό μ' άρεσε να το τρίβω. Άκουα, αισθανόμουνα κι οσφραινόμουνα. Το αίμα πολλά άνοστο και σαχλό στο στόμα μου, μοσκοβολούσε όπως το έτριβα στο πάτωμα. Πρώτη φορά κιόλας που το είχα νιώσει να μυρίζει, μα σκέφτηκα πως μπορεί να 'ρχόντανε τ' αρώματα της άνοιξης, όπως ο χωροφύλακας είχε ανοίξει ξανά τα παραθύρια, να φύγουν οι σκόνες του ποδοβολητού. Σε λίγο μου χάλασε ο Μπαρλογιάννης το ρεμβασμό και το χουζούρι, συρίζοντας πίσω μου: «Κοίτα να δεις αν ζη» διάταξε ένα χωροφύλακα. Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου, είχα πολλή ζωή και δεν ήθελα να μου γίνει νεκροψία. Τη ζωή την ένιωθα σ' όλο το κορμί, σ' όλα τα κύτταρά του. Το λογικό σάλευε, έφευγε απ' το κεφάλι, πετάριζε μέσα στην «αίθουσα», πήγαινε στο κελλί γυρνούσε, ξανάφευγε, ώσπου στο τέλος δε μαζευότανε πια. Πήγε σε γειτονιές και σε δρόμους, σε πάρκα, σ' όμορφους τόπους, ως και στη μάνα μου πήγε να την ιδεί... Ένιωθα έτσι άλλη μια ευχαρίστηση με τα παιγνιδιάσματα του λογικού μου. Να πάλι αυτός ο εφιάλτης μου, ο Μπαρλογιάννης, μου χάλασε ως και τούτα τα γλυκά δράματά μου: «Παράγγειλέ μου ένα καφέ, ν' ανασάνω, να ξεϊδρώσω και λίγο, για ν' αποτελειώσω ύστερα αυτήνε την πουτάνα που δε συγκινιέται απ' το μαρτύριο το δικό μου...», πρόσταξε ένα χωροφύλακα. Ένιωθα κι άκουσα τον υπομοίραρχο πίσω μου να ρουφάει πότε τον καφέ και πότε το τσιγάρο του, να βγάζει το σακκάκι του, να ξεφυσάει, ν' αναστενάζει. Σε λίγο άκουσα τα βήματά του να με ζυγώνει και να σταματάει πάνω απ' το κεφάλι μου. Δε μάζεψα τα ποντίκια του κορμιού μου, κάτι έλεγε μέσα μου ότι δε θα βαρέσει. Και τότες γίνηκε ανάμεσά μας ετούτος ο αξέχαστος ώσπου και στην τελευταία λέξη του διάλογος: Μπαρλογιάννης: «Νομίζεις βρε Γιάννη ότι μ' αρέσει να κάνω αυτό το άτιμο και άχαρο έργο;» Και τι σε αναγκάζει, του απάντησα. Μπαρλογιάννης: «Αυτό το άτιμο το καθήκον». Digitized by 10uk1s
«Οι τρεις χιλιάδες δραχμές και το γαλόνι; Δεν κάνω αυτή τη δουλειά κι αν ανεβάζοντάς με στην ταράτσα, μου χαρίσεις ό,τι θα δούνε τα μάτια μου». Καθώς φαίνεται είχε χολωθεί από την απάντησή μου και ξαναγίνηκε χαφιές. Μπαρλογιάννης: «Και τι θα κάνεις Γιάννη σε μας που σε βασανίζομε όταν το κόμμα σου... θα γίνει εξουσία!..» «Τίποτα δε θα σας κάνω! Γιατί και σεις τίποτα δεν μπορέσατε ούτε και θα μπορέσετε να μου κάνετε. Αλοίμονο όμως σ' όποιον από σας πέσει στα χέρια κανενός απ' εκείνους που τους σκοτώνετε την ψυχή αναγκάζοντάς τους ν' αποκηρύξουν ό,τι ιερότερο πιστεύουνε, αν το κόμμα μου, δεν μπορέσει να σας προφυλάξει...» «Δεν τον έβλεπα, ούτε τις μπότες του, στεκόταν στην πλάτη μου μα είμαι βέβαιος, πως κοιτώντας πάνω σ' αυτό το αιμόφυρτο όπως τόχε καταντήσει πράμα που βρισκόταν κουβαριασμένο στα ποδάρια του και δεν ξεπερνούσε τις σαράντα καν σαρανταπέντε οκάδες, ότι το τρόμαζε, το μισούσε και το... ζήλευε!» Μπαρλογιάννης : «Πάρτε το Γιάννη κάτω», είπε, αφήνοντας ένα βαθύ στεναγμό κι έφυγε βιαστικά. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι λογιού χαρά είναι τούτη, όταν νικάς με τη δύναμη της ψυχής σου και με τη δύναμη της πίστης σ' ένα ιδανικό και να κάνεις να ξαναζή, μέσα σε κείνον που σε μάτωνε, έστω για μια στιγμή, ξανά ο άνθρωπος;... Σκέφτηκα όμως πάλι πως πρέπει κανείς πιο πολύ να φοβάται κείνο τον άνθρωπο που μ' ένα τέτοιο τρόπο μίκραινε το ανάστημά του. Να φοβάται, ν' αγρυπνεί και να λαβαίνει μέτρα, να διώχνει τη χαλάρωση, την αλαζονεία, ακόμα, σα βγαίνει νικητής, γιατί αλλιώς, μια ήττα, μπορεί κι ανεπανόρθωτη τον περιμένει. Και πρέπει ακατάπαυστα να συνδαυλίζει την πίστη στα ιδανικά του, γιατί αυτή νικάει τη βία, αδιάφορο αν η βία — όποια βία — σ' αφαιρέσει και τη ζωή, γιατί πάλι νικητής θα λογιέσαι. Ένας χωροφύλακας έσκυψε από πάνω μου κρατώντας ένα τσιγάρο. «Κάπνισέ το Γιάννη» μου λέει, μ' ένα πολύ ανθρώπινο τρόπο. «Τ' άφησε ο Παντελής».
Παραξενεύτηκα γιατί είπε με το μικρό όνομα τον Μπαρλογιάννη, δίχως να βάλει και το κύριος. Τον κοίταξα. Ήτανε τόντις από τα τρίτης ποιότητας τα τσιγάρα που έβλεπα να καπνίζει ο ανακριτής μου. Κάπνισα το μοναδικό τσιγάρο από δήμιό μου, γιατί... τον είχα νικήσει. Μια νίκη που ποτές και καμιά άλλη στη ζωή μου, δεν μου έδωσε τόση χαρά, τόση αυτοπεποίθηση και περηφάνεια. Μα έπρεπε τώρα να σκέφτομαι πολύ, να μιλάω λίγο. Να τρυπάει το μυαλό μου φτάνοντας ως και σ' αυτήν ακόμα τη σκέψη του αντίπαλου, γιατί συμβαίνει το αντίθετο σ' αυτόνε: Όταν νικιέται είναι που λυσσάει, όταν ταπεινώνεται είναι που γίνεται πιο αδίσταχτος σε μέθοδες προβοκατόρικες.
Από ένα και πάνω χρόνο η Ειδική Ασφάλεια γέμιζε τις εφημερίδες με «δηλώσεις μετανοίας»... Αν πιανόνταν τόσοι αντιφασίστες, «μετάνοιωναν» άλλοι τόσοι. Ε, αν έμενε τώρα και κανείς απροσκύνητος δεν τον έβγαζαν απ' το λογαριασμό. Πάλι λέγανε το συνηθισμένο... «Άπαντες υπέβαλαν δήλωση μετανοίας και αποκηρύξεως του κομμουνισμού» και τα τέτοια. Η αλήθεια είναι, Digitized by 10uk1s
πως η Ειδική Ασφάλεια το πιο πολύ έπιανε κόσμο με σκοπό τη μαζική τρομοκράτηση του πληθυσμού. Η Γενική Ασφάλεια (αστυνομία πόλεων), είχε πολλές επιτυχίες κι απ' αυτήνε πιάστηκαν τα πιο πολλά απ' τα στελέχη του Κ.Κ.Ε., κι όλα τα μέλη του πολιτικού γραφείου του. Επόμενο λοιπόν πως το ποσοστό των δηλώσεων στην Ειδική, ήτανε μεγαλύτερο. Για την περίοδο δε που μιλούμε έφτασε να μη μένουν παρά ελάχιστοι. Σ' αυτό βέβαια βοήθησαν τα πιο απάνθρωπα και πολύμηνα βασανιστήρια κι οι λίγες δολοφονίες της Ειδικής Ασφάλειας. Τόντις είχε γίνει ο τρόμος του Ελληνικού λαού.
Κάπου - κάπου κάποιος αφήνονταν ελεύθερος κι από το κελλί μας. Μα την επομένη κιόλας ένας άλλος καινούριος ερχόταν να πάρει τη θέση του. Μα τούτος εδώ ο άνθρωπος που σπρώχτηκε σήμερα και στεκότανε στη μέση του κελλιού μας, δεν έμοιαζε με όλους εμάς: Νέος καλοστεκούμενος κι αμάλαγος, με τρόπους φίνους και καλοθρεμμένος μας ξάφνιασε πώς βρέθηκε δω μέσα. «Χαίρεται κύριοι!», είπε. Πού ν' ακούσεις τέτοιες ευγένειες εδώ κάτω; «Χαίρομαι, κύριοι, που στα πρόσωπά σας βλέπω αισθήματα φιλικά, αν και δεν με γνωρίζετε. Επί τρεις ώρες, κύριοί μου, έζησα κατάσταση φρίκης επάνω στα γραφεία», ξαναείπε. «Για τι αδικήματα κρατείστε; αν επιτρέπετε, κύριοί μου», ρώτησε. «Για εκκλησιαστικά!», είπε κοφτά και σοβαρά ο Καραμαλέγκος, ένα γραμματιζούμενο και ευγενικό παιδί, Πειραιώτης. «Μα...». «Εκκλησιαστικά και να μην παραξενευόσαστε κύριέ μας καθόλου. Το Χρύσανθο δεν τον θέλουμε!». «Μα στον αιώνα μας παιδιά να υποφέρετε δω κάτω;... Αν τέλος πάντων, επειδή η δικτατορία άλλαξε τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που θίγεται η τρίτη των εξουσιών. Μα... «Μάλιστα κύριε στον αιώνα μας! Ο βασιλιάς και ο Μεταξάς δεν είχανε κανένα δικαίωμα να μας αλλάξουν τον Αρχιεπίσκοπο... Γιατί εμείς για αντιπρόσωπό μας στο Θεό, κι ο Θεός για αντιπρόσωπό του σε μας, είχαμε αναγνωρίσει το Δαμασκηνό! Και θα τον ανεβάσομε πάλι στο θρόνο του όσο κι αν θα υποφέρομε». «Και σας γιατί σας φέρανε, αν επιτρέπετε κύριε». «Μα... με ανέκριναν για τη δράση κάποιου φυσιολατρικού συλλόγου που ήμουν μέλος του διοικητικού συμβουλίου». «Ωχ! κάηκες κύριέ μας... Για κομμουνισμό ε;...». «Μα μου είπαν ότι η υπόθεσίς μου είναι της ιδίας κατηγορίας με εκείνην του κυρίου Μανούσακα κι ότι θα υποστώ τον ίδιο βαθμό ανακρίσεων, μου εσύστησαν μάλιστα να τον γνωρίσω τον κύριο Μανούσακα». Είχα κάνει νοήματα στον Καραμαλέγκο να σταματήσει την πλάκα σε κείνη τη δυστυχία του νέου Digitized by 10uk1s
ανθρώπου, που το παρουσιαστικό του και τα φερσίματα τον έδειχναν άβγαλτο και της ανώτερης κοινωνικής τάξης άνθρωπο κι άπειρο στη ζωή. Απλώνοντας τη γωνιά μιας κουβέρτας του έδειξα να καθήσει: «Εμείς όλοι εδώ του είπα, κρατιόμαστε για πολιτικά. Είμαστε αντιφασίστες κομμουνιστές. Τα παιδιά τ' αστειεύτηκαν λίγο... Από πλήξη ε!... Δεν πρέπει να μας παραξηγήσεις, τον παρακάλεσα. Ο καινούριος συγκάτοικός μας λεγόταν Αγγελικόπουλος Αντώνιος. Την περασμένη χρονιά είχε πάρει το δίπλωμα του καθηγητή των μαθηματικών από το πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το γυμνάσιο και το δημοτικό τα είχε βγάλει με δασκάλους ξεχωριστούς στο σπίτι του πατέρα του. Ο πατέρας του με το θείο του, είχαν ένα εργοστάσιο κυτιοποιίας με εξηνταπέντε εργάτες κι άλλα πολλά υπάρχοντα. Ο καθηγητής μ' ένα μικρότερο αδελφό του ήταν οι μόνοι κληρονόμοι. Τις λίγες εβδομάδες που ο καθηγητής κρατήθηκε, ο πατέρας του με το θείο του, ημέρα και νύχτα φυλάγανε βάρδια έξω από το μέγαρο της Ειδικής Ασφάλειας. Μια φορά την ημέρα, για λίγα λεπτά της ώρας, άφηναν τον έναν απ' τους Αγγελικόπουλους, πιο συχνά το θείο, να βλέπει τον ανηψιό του. Δυο ή τρεις φορές την κάθε ημέρα καλούσαν τον καθηγητή επάνω για «ανάκριση». Γυρνώντας ένα απόγευμα, κάθησε κουρασμένος στο πουπουλένιο στρώμα του: (στον καθηγητή σαν γιο βιομηχάνου επιτρέψανε στρώμα στο μπουντρούμι). «Με κτύπησαν οι άτιμοι!», είπε φέρνοντας το δάχτυλο στο πρόσωπό του. Τέσσερεις δαχτυλιές φαινόντανε στο ολοστρόγγυλο ροζ μάγουλό του. Φυσούσε - ξεφυσούσε και σ' όλο το ύφος του φαινόταν η προσβολή και η απελπισία. Κοίταξα κατά τον τοίχο για να του δείξω κείνα τα γράμματα τα παρηγορητικά: «ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ — ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ» μα τάχαν σκεπάσει οι ασφαλίτες με ασβέστη και μόλις που σημειωνόταν.
Μια άλλη μέρα γυρνώντας απ' το επισκεπτήριο μου είπε: «Ξέρετε τι μου είπε ο θείος μου;». «Κατάστρεψες την οικογένειά σου». «Καλά και σε τι φταίτε εσείς αν υποθέσομε ότι θα καταστραφεί η οικογένειά σου;», τον ρώτησα. «Δεν ξέρω... ειλικρινά δεν ξέρω να έβλαψα ούτε με έργο, ούτε με λόγο το δικτατορικό καθεστώς». Άλλη φορά ήρθε απελπισμένος: «Ο θείος μου μου είπε ότι ο πατέρας μου τρελλάθηκε. Ότι σκόλασε τους εργάτες από την οικοδόμηση μιας πολυκατοικίας και επιμένει να κλείσει και το εργοστάσιο». Πολύ συχνά κατέβαινε και χαιρετούσε τον καθηγητή φωνάζοντάς τον στο φινιστρίνι ένας ενωμοτάρχης με πολιτική φορεσιά. Μια μέρα ρώτησα τον Αγγελικόπουλο πως γνωρίστηκε κι από πότε με τον ενωμοτάρχη κι αυτό γιατί, όλους στο κελλί μάς βασάνιζε η απορία για ποιόνε λόγο είχε γίνει η σύλληψη ενός ολότελα αθώου κι ανίδεου από πολιτικά, της αστικής τάξης ανθρώπου. Μου έκανε λοιπόν για την γνωριμία του με τον ενωμοτάρχη αυτή την ιστορία: «Πέρυσι μόλις τελείωσα την μαθηματική σχολή διορίστηκα στο νυχτερινό γυμνάσιο του Μεταξουργείου — Digitized by 10uk1s
εννοείται εντελώς άμισθος. Τον ενωμοτάρχη τον είχα μαθητή. Δεν παρακολουθούσε όμως το μάθημα το δικό μου. Δεν μου χρειάζονται, μου είπε τα μαθηματικά, θέλω να τελειώσω το Γυμνάσιο για να εγγραφώ στην Νομική σχολή. Τι μου χρειάζεται η άλγεβρα, μου είπε. Τον προειδοποίησα ότι θα κάνω ευόρκως το καθήκον μου. Μου είπε ότι είναι της Ασφαλείας. Τον απέρριψα όμως». «Αυτό θα μου το πληρώσεις ακριβά με προειδοποίησε». «Κι έχεις τη γνώμη ότι αυτός και για το λόγο αυτό σε έφερε εδώ;», τον ρώτησα. «Είμαι πολύ βέβαιος». Τον έβαλα να μου αφηγηθεί τα περιστατικά άλλες δυο φορές. Την επομένη ημέρα το πρωί του είπα όσο πιο κρυφά μπορούσα για το λόγο ότι η Ασφάλεια μάθαινε τι λεγότανε στο καθένα κελλί, ότι μπορούσε να βγει από κει μέσα, αν θα κατάφερνε ν' αφηγηθεί την υπόθεσή του με τον ενωμοτάρχη, στο στρατηγό Αγγελέτο, όπως ακριβώς την αφηγήθηκε σε μένα. «Θα τα καταφέρω», μου είπε. Μα ήταν το ζήτημα πώς θα έφτανε στο στρατηγό πριν πάρουν μυρουδιά οι άνθρωποι της «αίθουσας». Εκείνη την εποχή αν ένας κομμουνιστής έλεγε ότι έχει μυστικά, αλλά ότι μόνο στον υπουργό της Ασφαλείας ή στο Πρωθυπουργό θέλει να τα πει, θα τον παρουσίαζαν αμέσως. Η Ασφάλεια βέβαια ήξερε ότι ο Αγγελικόπουλος δεν είχε μυστικά να πει, για το λόγο ότι δεν ήταν κομμουνιστής, ότι δεν τον βάρυνε καμιά κατηγορία. Ο αξιωματικός όμως της υπηρεσίας που δεν ανήκε στην υπηρεσία της δίωξης του κομμουνισμού, που έλαχε κιόλας να είναι άνθρωπος ακέραιος και του καθήκοντος, τον παρουσίασε στον Αγγελέτο. Και το απόγευμα ο καθηγητής μας, έμενε ελεύτερος. Αυτή τη μέρα οι κρατούμενοι στο μπουντρούμι μας νιώσαμε μεγάλη χαρά, πανηγυρίσαμε, αλλά κι ένα αίσθημα θλίψης βάρυνε τις καρδιές μας. Τον είχαμε συνηθίσει τον καθηγητή, είχε αρχίσει ν' αφομοιώνεται μαζί μας, έπαιρνε μέρος στα παιγνίδια μας, παρακολουθούσε τα παραμύθια κι αυτός μας διηγιότανε πολλούς από τους μύθους, της ελληνικής και της ινδικής μυθολογίας. Απ' αυτόν μάθαμε πολλά για τη ζωή της ανώτερης κοινωνίας. Φεύγοντας ο καθηγητής μάς ευχαρίστησε: «Έμαθα τόσα εδώ μέσα που τα θεωρώ ισάξια με κείνα που επί τέσσερα χρόνια διδάχτηκα στο πανεπιστήμιο», μας είπε. Αυτά είχαν γίνει στο κελλί μας. Οι αξιωματικοί όμως της «αίθουσας» φώναζαν γιατί το θύμα τούς έφυγε από τα χέρια, τη στιγμή που οι γέροι Αγγελικόπουλοι, είχαν «ωριμάσει» για να μετρήσουν τα λύτρα, για την απελευθέρωση του παιδιού τους. Εδώ το σπίτι αυτό, με το πέρασμα του καιρού σε μια τέτοια αισιοδοξία, από τη στερέωση του καθεστώτος, είχε γίνει λημέρι ληστών. Οικογένειες πουλούσαν τα τιμαλφή τους κι ό,τι άλλο πολύτιμο, για να πάρουν τον άνθρωπό τους από αυτό το φριχτό κολαστήριο, έστω και μια μονάχα ημέρα νωρίτερα. Χωρίς άλλο λόγο, αφού είχαν υπογράψει την εξευτελιστική δήλωση μετανοίας κρατούνταν επί μήνες, δεκάδες, πολλές φορές — όπως συνέβαινε αυτόνε τον καιρό — εκατοντάδες άνθρωποι, για να εισπράξουν οι «ανακριτές» το δεκάδραχμο επίδομα, που δικαιόντουσαν οι κρατούμενοι την κάθε ημέρα και να το καταχραστούν... Αλλά οι μεγάλες αρπαγές γίνονταν στις χιλιάδες τα σπίτια, που έπιαναν άνθρωπό τους και τα ερευνούσαν. Κάθε κομμουνιστική οικογένεια θεωρούνταν από το φασιστικό καθεστώς, «εχτός νόμου». Εκατοντάδες χιλιάδες τόμοι βιβλία κάθε λογής, είχαν κατασχεθεί, από τη Βίβλο ως το Digitized by 10uk1s
Κεφάλαιο του Μαρξ. Στην περίοδο της τετάρτης Αυγούστου μπορούσες να προμηθευτείς όλα τα απαγορευμένα από το καθεστώς βιβλία, από βιβλιοπώληδες του δρόμου, (όργανα της Ασφαλείας) και η πηγή τους ήταν η Ειδική Ασφάλεια. Τώρα ο ενωμοτάρχης που σαν πρωτομάστορας της υπόθεσης Αγγελικόπουλου θα έπαιρνε το πιο μεγάλο μερτικό, έτριζε τα δόντια του: «Θα μου το πληρώσεις» μου είπε μια μέρα κι η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα σε τι του είχα φταίξει. Ο δε Μπαρλογιάννης αναστενάζοντας μου πέταξε αόριστα, «να ήξερες πόσο μας έχεις ζημιώσει». Μα δεν ήξερα, για πολύ καιρό δεν ήξερα κι ούτε και υποψιαζόμουνα (πρέπει να πω εδώ μα όχι για να δικαιολογήσω τη στάση τους για την πράξη της ληστείας), ότι πιεζόντανε από το ίδιο το χαμηλό τους εισόδημα. Στην περίοδο αυτή, για να τα βγάλει πέρα, στις υποχρεώσεις που του έβαζε η θέση του ένας αξιωματικός, έπρεπε να έχει κάποια ενίσχυση από την οικογένειά του, ή να γευματίζει μόνο μια φορά την ημέρα, ή να «σωθεί» από μια γερή προίκα (κιόλας για τον αξιωματικό ήταν υποχρεωτικό να έχει η γυναίκα που θα παντρευόταν, ως τριακόσιες χιλιάδες δραχμές προίκα). Θυμάμαι ότι όταν με έπιασαν όλη μου η οικονομία ήτανε τέσσερα ασημένια εικοσάρικα. Αυτές λοιπόν τις ογδόντα δραχμές, δεν μου τις επέστρεψε ο Μπαρλογιάννης και πιστεύω ότι δε θα μπορούσε να το κάνει. Ίσως να είχε να θρέψει μητέρα κι αδελφές. Μια νύχτα παραδούλευε η «αίθουσα». Εμείς κατά την παράδοση του κελλιού, όταν μας ξύπνησαν τα βογγητά αφήσαμε τα στρωσίδια μας και στρωθήκαμε όρθιοι. Κάθε λίγο κατέβαζαν στο υπόγειο ματωμένους ανθρώπους, άνοιγε ο σκοπός ένα κελλί και τους έσπρωχνε μέσα. Ύστερα για πολύ ώρα ακούγονταν τα βογγητά ενός μόνο ανθρώπου. Χαρήκαμε... «Αυτός δε θα λυγίσει» είπαμε. Ύστερα χαμήλωσαν κι αυτουνού οι φωνές, γίνηκαν σαν ανάκλαμα μικρού παιδιού. Καθήσαμε τότες στα στρωσίδια μας περιμένοντας ως να φέρουν τον άνθρωπο στα υπόγεια. Αργούσε... «Έσπασε, θα τα λέει ή θα τα γράφει», σκεφτήκαμε κουνώντας τα κεφάλια λυπημένα και ξαναπέσαμε για ύπνο. Το χάραμα τινάχτηκα ορθός. Το πάθαινα πολλές φορές την κάθε νύχτα. Τρίβοντας τα μάτια μου τρόμαξα απ' έναν καταματωμένο άνθρωπο που καθότανε κολλημένος στη βούτα. Είχε αγκαλιασμένα τα γόνατα, ακουμπούσε το πηγούνι του πάνω τους κι έτρεμε σύγκορμος. Τα μπλε στρογγυλά μάτια του, ήταν απείραγα, μα παραπονεμένα. Το πρόσωπο όμως, τα χέρια και τα ποδάρια, ήτανε σκούρα και ματωμένα κι έτσι θα ήταν και το άλλο κορμί που σκέπαζε η ντυμασιά του. «Ποιος είσαι τον ρώτησα, πως βρέθηκες δω μέσα;» (μου φάνηκε περίεργο που δεν ακούσαμε τις κλειδαριές). «Ποιος είμαι;... Εγώ ποιος είμαι;». «Ναι! συ είσουνα που βογγούσες τη νύχτα;». «Πονούσα!... Τι θάκανα; Μου δώσανε, μου δώσανε ώρες... Μ' άφησαν ύστερα και τάγραψα... Τρεις κόλλες γέμισα. Να!... για κάτι πεθαμένους είπα». «Μα ποιος είσαι τον ξαναρώτησα, γνωρίζω τη φωνή σου».
Digitized by 10uk1s
«Ποιος είμαι! Ο Μπιλιμπόμ είμαι! Και ποιος δεν ξέρει τον Μπιλιμπόμ; Πουλάω στα γήπεδα μαστίχι καραμέλα. Να πάνω σ' ένα κοντάρι, σβώλος. Τραβάω - τραβάω, μιας δεκάρας, ενός φράγκου... με την απιθαμή». Ύστερα σηκώθηκε και σαν βρισκόμαστε μοναχά οι δυο μας στο κελλί, πήρε τη στάση τενόρου για να μου ενθυμίσει τον εαυτό του στα γήπεδα, όταν διαλαλούσε τη πραμάτια του. «Μπίλι, μπίλι, μπομ! μπομ! μπομ!... Τσικιλίκι τσεν! τσεν! τσεν! τσεν!!! Ταφ! ταφ! ταφ! Κ. Δ. Π. Φολέγανδρο». Όλο το κελλί ξύπνησε. Κανενός δεν κακοφάνηκε που τους τρόμαξε και τους χάλασε τον ύπνο. Οι νεολαίοι Πειραιώτες χαρήκανε κιόλας που στο μπουντρούμι μας βρισκότανε ο φίλος τους των γηπέδων και τον καλωσόρισαν. (Την εποχή εκείνη η νεολαία της κάθε γειτονιάς, οργάνωνε σε κανένα οικόπεδο από ένα πρόχειρο γήπεδο και κει έπαιζαν ποδόσφαιρο τις Κυριακές και τ' απογεύματα). Ο Μπιλιμπόμ ενθουσιασμένος απ' την υποδοχή ξαναείπε με πιο δυνατή φωνή και όρεξη το τροπάρι του. Αυτός λοιπόν ο Μπιλιμπόμ (είχε και όνομα ο άνθρωπος, μα κι ο ίδιος καλά καλά δεν το θυμόταν), γίνηκε το πιο σπουδαίο πρόσωπο στο κελλί μας. Δυνατός στο κορμί και στην ψυχή, δεν παραέδωσε σημασία κι ούτε πολύ παραπονέθηκε για το μάτωμα του κορμιού του. Πιο πολύ τον στεναχώρησε τ' ότι του ξέσκισαν, στην ώρα της φάλαγγας, τη μπαλωμένη φορεσιά του κι ότι από τα αίματα είχαν σβωλιάσει τα ξεθωριασμένα μαλλιά του. Κάθε μέρα μάς έλεγε από ένα ή δυο παραμύθια. Όταν τέλειωσαν, έφτιαξε δικά του, παίρνοντας τα θέματα απ' τη ζωή των βασιλιάδων της Ελλάδας, των γυναικών τους και των αυλικών. Μανία είχε με τις κυρίες της τιμής, που τις έβαζε να γεννοβολάνε με τα βασιλόπουλα στρατηγούς κι άλλους μεγάλους ανθρώπους. Σε λίγο όμως, ο Μπιλιμπόμ για ήρωες στα παραμύθια του έβαζε τους αξιωματικούς της «αίθουσας» και κάμποσους υπουργούς της κυβέρνησης, τον ίδιο το διχτάτορα, τον Υπουργό Ασφαλείας Μανιαδάκη, βέβαια πιο πολύ απ' όλους. Ένα βράδυ τελειώνοντας ένα παραμύθι σηκώθηκε ο Γρηγορόπουλος, μαγεμένος από την πλοκή και την αφηγηματικότητα του Μπιλιμπόμ. Του έδωσε το χέρι — «ευχαρίστως κύριε Μπιλιμπόμ θα αντάλλαζα τις γνώσεις από την επιστήμη μου, με το πνεύμα σας». Και κείνος για απάντηση σηκώθηκε, τέντωσε το κορμί του, είπε ολόκληρο το τροπάρι τονίζοντας πιο πολύ απ' άλλες φορές τα μπομ και τα τσεν, κοίταξε το Γρηγορόπουλο με μια καλωσυνάτη περιφρόνηση και κάθησε στη γωνιά του. Μας διηγήθηκε σε μια υπέροχη, σε πολλές συνέχειες μυθοπλοκή, τη Μικρασιατική εκστρατεία, που τότες αυτός υπηρετούσε στρατιώτης. Σταμάτησε πιο πολύ στα πάθη του στρατού μας, στην αλμυρή έρημο, στον ποταμό Σαγκάριο και φυσικά στο ξερίζωμα του Ελληνικού πληθυσμού, (και το δικό του) απ' τη Μικρά Ασία. Ύστερα μας αφηγήθηκε, (κι όταν αφηγιότανε, παθαινότανε τόσο, που πολλές φορές σταματούσε για να σκουπίσει τα μάτια του και να καταπιεί) πως έζησε στη Φολέγανδρο εξόριστος για ναρκωτικά, πως με τα πρώτα λόγια ενού κομμουνιστή, καρφώθηκε στην ψυχή του να φύγει από τον υπόκοσμο και να γένει οικογενειάρχης. Πως έκλαψε βλέποντας την ομαδική συμβίωση των κομμουνιστών, που αυτός δεν μπορούσε να γίνει μέλος της ομάδας τους. Όταν αφηγιόταν ο Μπιλιμπόμ ξεχνιόμασταν, νομίζαμε ότι αυτά που έλεγε είχαν γίνει πριχού από χρόνους και καιρούς. Ένα απόγευμα όμως, του καλού μας του Μπιλιμπόμ πήγε η ψυχή του στην Κούλουρη. Είχαν κατέβει ο Γιαννακόπουλος, ο Πιλίτσης κι ο Νικολόπουλος. «Βρε Μπιλιμπόμ πώς πηγαίνεις;». «Καλά κύριοι μου... Είμαι έτοιμος κύριοί μου, τώρα που γιάνναν οι πληγές μου κύριοί μου, να με Digitized by 10uk1s
αφήσετε... «Βρε άσε αυτά τα κύριοί μου και να μας πεις πώς μας λες τότες που δεν μας βλέπεις και μας τα ψάλλεις». «Μα κύριους αστυνομικούς σας λέω κύριοί μου...». «Άλλο Μπιλιμπόμ, λέγε! Εμείς ξέρομε πως μας τα σούρνεις... Μα πρέπει να μας τα πεις και μπροστά μας, αλλιώς σε περιμένει η "αίθουσα"». «Ε! να! χωροφύλακες σας λέω!». «Ούτε, λέγε, λέγε!». Ο κακομοίρης ο Μπιλιμπόμ, που φοβήθηκε ότι θα τον ανέβαζαν στην «αίθουσα» μόνο και μόνο γιατί ήθελαν να σπάσουν πλάκα, κείνη την ώρα τέντωσε το κορμί του, έκλεισε τα μάτια, ξεροκατάπιε: «Ε, να! πως σας λέω! Χαφιέδες σας λέω! φασίστες! βασανιστές! καθάρματα! εγκληματίες!». Και πρόστεσε μ' όλη τη δύναμη του στήθους του: «Μπιλιμπόμ μπομ! μπομ! μπομ! Τσικιλίκι Τσεν! Τσεν! Ταφ! Ταφ! Ταφ! Κ.Δ.Π. Φολέγανδρο». Οι αξιωματικοί έσκασαν στα γέλια, έδωσαν κάμποσα μπράβο στον Μπιλιμπόμ, ζητώντας του να τους εξηγήσει γιατί πίσω από το Κ.Δ. έβαζε και κείνο το Π. «Μα συνήθισα από τότες... που είχαμε Δημοκρατία, δούλευε και το ιδιώνυμο!... Αν έλεγα μόνο Κ.Δ. μ' έπιανε ο νόμος, γιατί σήμαινε Κομμουνιστική Διεθνής... Κολλούσα λοιπόν και το Π. δε βγαίνει νόημα, δεν μ' έπιανε ο νόμος... Α!... τώρα που δε δουλεύει ο νόμος, μ' έπιασε η μαρμάγκα». Και πλησιάζοντας όσο μπορούσε τη μύτη του στο φινιστρίνι άφησε ένα δυνατό γέλιο, γεμάτο σαρκασμό: «Χα! χα! κύριοι αστυνομικοί μου, κύριοι χαφιέδες, ό,τι θέλετε παίρνετε. Ο Μπιλιμπόμ κομμουνιστής! Βρε δε γελάνε όλες οι κόττες κι όλα τα παρδαλά κατσίκια». «Μ' αλήθεια κύριοι αστυνομικοί μου θα με βγάλετε από δω μέσα; Τι με κρατάτε! Τόμαθε ο κόσμος. Ο Μπιλιμπόμ κομμουνιστής! Τρομοκρατήθηκε η Γούβα... Τι άλλο θέλετε; Ό,τι ήξερα σας το είπα, είπα και παραπάνω, σας τα έγραψα κιόλας, έγραψα και παραπάνω, δήλωση έκανα, καλός Έλληνας έγινα. Στο Σαγγάριο κόντεψε να πνιγώ, στην αλμυρή έρημο κόντεψε ν' απομείνω αγροφύλακας. Βγάλτε με... Έχω τα παιδιά μου, πέντε χρόνια την έχω την παπαδιά μου, πέντε αρσενικά γέννησε — πέντε στρατιώτες, πέντε σκλάβους. Έχω και δυο σκυλάκια. Τους έχω μάθει τη σούζα, την τούμπα κι ένα σωρό άλλα γυμνάσματα, θα τα πηγαίνω στα γήπεδα να διασκεδάζω τον κοσμάκη. Ε! θα μαζεύω και καμιά δεκάρα για τα σκυλάκια μου και για τα παιδάκια μου». «Καλά βρε Μπιλιμπόμ του είπε σκασμένος στα γέλια ο Νικολόπουλος, μα θυμήσου και συ να μας πεις ακόμα κάτι και για ζωντανούς να μας πεις...». Φεύγοντας οι αξιωματικοί ο Μπιλιμπόμ άφησε ανάμεσα από τα σφιγμένα δόντια του: «Αναντινινίμ σικείμ χαφιέ πεζεβέγκ». Μετά έκανε μεταβολή, μας χαιρέτησε στρατιωτικά και φώναξε τα μπομ και τα τσεν και ζάρωσε στη μονιά του. Σε λίγο ο Μπιλιμπόμ έπαψε να βρίζει τους ανακριτές. Όταν τον ανέβαζαν στην «αίθουσα» για να σπάσουνε πλάκα έβαζε τα κλάματα:«Βγάλτε κύριοί μου βγάλτε με, θα μου πεθάνετε την παπαδιά Digitized by 10uk1s
μου, τα παιδάκια μου και τα σκυλάκια μου». Πέρασε έτσι πενήντα σωστές ημέρες ο Μπιλιμπόμ, ύστερα έμεινε λεύτερος. Μάλιστα ο Νικολόπουλος κάνοντάς του ένα στερνό αστείο τον διάταξε να πάει κατ' ευθείαν στη Γούβα, στο καλύβι του και να αυξήσει το έθνος κατά έναν ακόμα Έλληνα, γνήσιο κιόλας, ύστερα απ' την κάθαρση, που πέρασε ο πατέρας του.
Ένα χάραμα, ύστερα από μια ολονύχτια ταλαιπωρία με «ανακρίσεις» και λίγο μαστίγωμα στην «αίθουσα», με πέταξαν στο τρίτο κελλί. Εδώ σ' αυτό το μπουντρούμι οι κρατούμενοι πέρναγαν μια μεγάλη στεναχώρια, εξαιτίας που ένας εργάτης ράφτης, ο Νίκος Δούνης 4, δεν άντεξε στα βασανιστήρια, γίνηκε μισότρελλος κι άρχισε να μαρτυράει. Είχε φέρει ως τώρα εκατό ανθρώπους. Είχε λοιπόν φωλιάσει η καχυποψία και η στεναχώρια από την αφορμή αυτή. Όμως και το μίσος των κρατουμένων για το καθεστώς και τους ανθρώπους της ανάκρισης, ήτανε δυνατότερο από όσο στο προηγούμενο κελλί μου. Εδώ οι συγκάτοικοί μου βρίζανε και μαρτύρια προετοιμάζανε για τους βασανιστές, αν καμιά φορά βρίσκανε την ευκαιρία, που όπως έλεγαν θα τους την έφερνε ο πόλεμος!... Ωστόσο, όλοι είχανε αγωνιστεί για την ειρήνη, όλοι θα είχανε γραμμένα συνθήματα στους τοίχους «ΚΑΤΩ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ» και θα είχαν σκορπίσει στις γειτονιές αντιπολεμικές προκηρύξεις. Ο γερο - Τάκε — έτσι λέγανε στο τρίτο κελλί έναν ογδοντάχρονο καπνεργάτη —, που μια αν τον βάραγαν θα πέθνησκε, του έδωσαν λίγα ελαφριά χαστουκάκια κολλώντας του για καλαμπούρι τη ρετσινιά ότι έκλεψε το ΤΑΚΕ. Αυτός λοιπόν ο γερο - Τάκε ανάλαβε να μου εξηγήσει γιατί βρίζανε έτσι οι νέοι και γιατί περίμεναν και παρακάλαγαν για τον πόλεμο: «Τους σκότωσαν σύντροφέ μου την τιμή τους. Τους βάρεσαν και τόσο... Δες πώς τους κατάντησαν τα θηρία της Αποκαλύψεως! Και είναι καλά παιδιά, καλοί εργάτες, είναι γειτονάκια μου, τα ξέρω ένα - ένα. «Λένε και για φοβερά βασανιστήρια που φυλάνε για τα θηρία, όταν η τάξη μας θα γίνει εξουσία. Όμως λέω: Αν εμείς οι εργάτες με την εξουσία μας φτάσομε στο κατάντημα της διχτατορίας, να γίνομε βασανιστές, αδιάφορο αν θα βασανίζομε τους βασανιστές μας, τι να πω;... Καλύτερα να λείψει και η δική μας εξουσία». Γύρισε ύστερα δείχνοντας ένα - ένα τα πρόσωπα των συντρόφων : «Ορίστε τα έργα των χωροφυλάκων του βασιλιά μας. Ε, όχι! Τέτοια εγκλήματα δεν μπορεί να κάνει η δική μας εξουσία». Χαμογέλασε κατόπι ο γεροντάκος παίζοντας πονηρά τα σβέλτα ματάκια του και χαϊδεύοντας το άσπρο γενάκι: «Τους είπα σύντροφε, όχι αιμοβορίες... Μέσα σε μια κλούβα όλους: Κομποχώλη, Πηλίτση, Μπαρλογιάννη, Παπαντρεόπουλο, Γιαννακόπουλο, Νικολόπουλο» — Στράφηκε ένα γύρω ρωτώντας: — «Μήπως ξεχνάω κανένα παιδιά;». Όλο το κελλί γέλασε που ο γερο - Τάκε είχε ξεχάσει το πιο μεγάλο θηρίο, το Μανιαδάκη: «Λοιπόν παιδιά, είπε τώρα σοβαρά, μια που θα έπαιρνε και τον υπουργό στην κλούβα του. Λοιπόν, ένα αλογάκι να τραβάει την κλούβα και γύρα τις γειτονιές, Πειραιά και Αθήνα: "Περάστε κύριοι να δείτε τα πιο αιμοβόρα θηρία! Τα θηρία που έπιναν αίμα ανθρώπων! Μόνο με μια δεκάρα!... μια δεκάρα!"» Ο γερο - Τάκε που ήταν ένας ωραίος, ψηλός, καθαρός, και αξιοπρεπής με μαύρο καθαρό κουστούμι, Digitized by 10uk1s
γέροντας, καμάρωσε όταν οι νέοι του κελλιού του φώναξαν: «Γεια σου μπάρμπα - Τάκε! Ποτέ να μην πεθάνεις! Πες μας όμως, θα δίνεις κι από καμιά φασουλάδα να τρώνε τα θηρία σου;». «Α, πα πα! παιδιά μου! φασουλάδα; Κρέας ωμό. Κανένα γαϊδουράκι που γέρασε... Να, όπως στα θηρία του τσίρκου του Αμάρ». «Να τους ρίξεις μπαρμπα - Τάκε στη δουλειά, πρότεινε ο Γεωργιάδης, εκτελωνιστής από τον Πειραιά. Όλα τα καλά ως και τον άνθρωπο τον ίδιο, τάχει φτιαγμένα η δουλειά... Δουλειά λοιπόν κι όσο αντέξουνε». «Όχι δουλειά σύντροφέ μου Γεωργιάδη! Η δουλειά είναι ιερή, όπως η λειτουργία του ιερέα στην εκκλησιά. Έτσι όπως λέω είναι το πιο σωστό. Δημόσιο θέαμα για να φρονηματέψουν οι άνθρωποι... Να όπως ο καραγκιόζης, ο κινηματογράφος, το θέατρο που διδάσκουνε το καλό, το ίδιο θα διδάξει και η κλούβα μου τους ανθρώπους». Μα παίρνοντας ύστερα λίγο αγριωπό και σοβαρό ύφος η μορφή του γέροντα, φώναξε στον Δούνη, που τον κοιτούσε τρομαγμένος: «Τι με κοιτάς βρε μασκαρά που μας κουβάλησες εδώ! Δεν σ' αρέσουν αυτά! Τράβα να τα πεις εις τα θηρία». «Όχι μπάρμπα - Γιώργη, δεν τα λέω, μα, αν με δείρουν όμως;... Μα δε θέλω να τα λέτε γιατί θα με δείρουνε να τους τα πω...». «Θα μας βάλεις τώρα και λογοκρισία! Ε! μασκαρά!». «Τα μάθανε κι αυτά που είπες για το βασιλιά μας... Ναι δεν είπες πως τον απαράτησε η γυναίκα του;... Μη λέτε... φοβούμαι!». «Θα λέμε! τι άλλο θα μας κάνεις! Μας κουβάλησες εδώ και στο τέλος θα μας βάλεις να ζηχωκραυγάσουμε τον "εθνικό μας κυβερνήτη"! Να χαθείς, όπως κατάντησες!». «Εγώ μπαρμπα - Γιώργη μαρτύρησα το παιδί σου που έχει πεθάνει. Ο Νικολόπουλος είπε: "Παίρνομε το γέρο, αφού πέθανε το παιδί;..." Εγώ δεν ήθελα, δεν φταίω». Όταν άκουσε ο γέροντας για το πεθαμένο παιδί του, άλλαξε χρώμα και σαν να έτρεμε ολόκληρος κάθησε στα στρωσίδια χου, έκρυψε με τις απαλάμες του το πρόσωπό του και πήρε να σιγοκλαίει. Ένας νέος μου εξήγησε πως το μονάκριβο παιδί του γέρου είχε πεθάνει από δυστύχημα κι ότι ήταν το καλύτερο στέλεχος της ΟΚΝΕ στον Πειραιά. Ο Δούνης γελούσε φοβερίζοντας τους νεολαίους: «Μπάσταρδοι μη λέτε τίποτα γιατί όταν με πάνε στην "αίθουσα" θα σας μαρτυρήσω γιατί πονώ!». Καρφώνοντας ύστερα το ακίνητο βλέμμα του προς το ταβάνι, χαχάνισε, και σηκώθηκε, προσπαθώντας να κάνει βήματα, μα ξανακάθησε στο πάτωμα: «Πονάω», είπε. Έβγαλε τα παπούτσια, σήκωσε το παντελόνι, έπιασε με τα πρησμένα δάχτυλα τις Digitized by 10uk1s
γάμπες του που ήτανε σαν φουσκωμένα μαβιά τουλουμάκια: «Καίνε, είπε. Σε τρεις μήνες λέει ο γιατρός θα γίνω καλά». Και χαχανίζοντας πρόστεσε: «όταν τους πιάσουμε όλους θα με στείλουνε στο νοσοκομείο... Χα, χα, χα! Κοιτάχτε πώς με κάνανε... Μα τώρα τους διατάζω εγώ! Να με δήτε όταν κάθομαι στη μοτοσυκλέττα και πηγαίνουμε στην Κοκκινιά, οι γνωστοί μου και οι φίλοι μου τρέχουνε να χωθούνε». Εγώ λέω στο Γιαννακόπουλο: «Πιάσε αυτόνε! και τόνε πιάνει... Ε, δεν τους προδίνω κι όλους όσους ξέρω!». Και στηλώνονχας τα μάτια του στο γέροντα ξεφώνησε τρομαγμένος: «Όχι! δεν ήθελα... Δεν τον πρόδωσα τον μπαρμπα - Γιώργη. Είπα για το παιδί που έχει πεθάνει!». Ένας κρατούμενος τον σταμάχησε: «Σ. σ. σ!, γιατί πληγώνεις το γέρο μας;». Ο Δούνης σαν από κούραση άφησε το κορμί του να γύρει στο πάτωμα: «Καίγομαι, είπε, είμαι πετρέλαιο» και χαχάνισε δείχνοντας δυο σειρές κατάλευκα δόντια κάτω από τα κοματιασμένα αράπικα χείλια χου. Το πρόσωπό του ήτανε μπλε μαύρο με καφετιά σημάδια. Στο ένα του μάτι γυάλιζε παράξενα το μισό του ασπράδι! «Κάποτε ήμουνα καλός μουρμούρισε. Είχα γυναικούλα, παιδάκια, φίλους... Αχ! σκουλήκι γίνηκα». Έκανε κουλούρα τα χέρια γύρω απ' το κεφάλι του, έγειρε στα μπρούμυτα κι άρχισε να σπαράζει το κορμί του. Οι χτύποι της καρδιάς του μετρούντανε, κάτι παραμιλούσε, μα σε λίγο βαριαστενάζοντας σώπασε. «Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος της Κοκκινιάς σύντροφε! Καλός φίλος, καλός σύντροφος... Μα δεν άντεξε... Να... τρελλάθηκε, — αν και ο μπάρμπα Τάκε δεν τόνε λέει για τρελλό». Αλλά δε βαρυέσαι και μόνο να σκεφτείς να κάνεις το μουρλό, είναι κι αυτό μια τρέλλα, είπε ένας εργάτης Κοκκινιώτης και συνέχισε: «Μας είχανε πιάσει σύντροφε το ίδιο χάραμα με το Δούνη. Τη νύχτα στην «αίθουσα» μας έβαλαν στη φάλαγγα. Εγώ έσπασα, υπόγραψα... Ο Νίκος άντεξε. Μετά τρεις μέρες το κορμί του δεν πήγαινε καλά, πρηζότανε. Τον ανεβάζουν στην «αίθουσα». Του δίνουν με τον «Εισαγγελέα» απανωτές. Από το πρησμένο πετσί του Δούνη πεταγότανε το χαλασμένο αίμα σε χοντρές μαύρες σταγόνες. Φοβήθηκε ο Νίκος το αίμα του το ίδιο, υπόγραψε κι αυτός, μα του σάλεψε. Δεν άντεξε σύντροφε». Μετά ο άνθρωπος ξεφυσώντας άδειασε το στήθος, έτριξε τα γερά δόντια του: «Το εχτελεστικό θα το αντέξω! Εξορία για φυλακή, όσα χρόνια θα τα βγάλω, μα τα βασανιστήρια βγάζουν τον άνθρωπο από το λογικό του, τρελλαίνεται. Και οι τρελλοί δεν κάνουνε λογικές πράξεις...». «Τώρα θέλω να ζήσω μα μόνο για να εκδικηθώ το φασισμό... Αχ! και πότες θα γενεί αυτός ο πόλεμος!...».
Τα πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα σε τούτο το τρίτο κελλί — ύστερα βέβαια από το γερο - Τάκε ήτανε δυο αδέλφια εμπορορράφτες, οι Χατζηκλήδες. Άνθρωποι με λεπτούς λαϊκούς τρόπους, με πολλή αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Κι αυτηνών τα πρόσωπα ήταν πρησμένα, γεμάτα μικροτραύματα κι οι καπαρτίνες τους, από ακριβό εγγλέζικο ύφασμα, είχαν μεγάλα μπαλώματα από ξερό αίμα. Ο πιο μεγάλος στα χρόνια, κοντούλης στ' ανάστημα, μ' ανιστόρησε λίγα από τον στερημένο βίο τους, και πως από την αρχή που άνοιξαν το μαγαζί τους, είχανε τον Δούνη εργάτη και πως όταν τα Σαββατόβραδα τους ζητούσε ένα τάληρο για τους εξόριστους εργάτες, του έδινε δέκα και είκοσι, το ίδιο όπως έδιναν και στον παπά της ενορίας, για τους φτωχούς. «Ήτανε καλός και ευσυνείδητος άνθρωπος ο Δούνης. Πριν τη διχτατορία, σκόλασε από το μαγαζί μας». «Και να τώρα σύντροφε, ύστερ' από χρόνια, για κείνη τη βοήθεια για τους εξόριστους, μας βλέπεις Digitized by 10uk1s
σ' αυτό το χάλι. Και βάλε με το νου σου, γυναίκες, παιδιά, μαγαζί, υποχρεώσεις. Αλλά δεν κάναμε και παράνομη πράξη, γιατί κείνα τα χρόνια η «Εργατική βοήθεια» ήτανε αναγνωρισμένο από το νόμο σωματείο. Να ρίξω λοιπόν όλο το φταίξιμο στο Νίκο που πάνω στα μαρτύρια και στην τρέλλα του, θυμήθηκε και είπε ότι κάποτε του έδινα για τους εξόριστους λίγες δραχμές, είναι σαν να δίναμε στους πραγματικούς ένοχους συχωροχάρτι. Στο βασιλιά, στο Μεταξά που καταπάτησαν το νόμο και το Σύνταγμα, φέρνοντας στη χώρα μας τη ζούγκλα του Μουσολίνι και του Χίτλερ, το φασισμό». Σ' αυτό το κελλί οι κρατούμενοι επειδή δεν ήτανε η «αίθουσα» από πάνω του, δεν είχανε τη συνήθεια, αν και τα βογγητά έφταναν κι εδώ πολύ καθαρά, να σηκώνονται όρθιοι, όπως στο πρώτο κελλί. Κοιμόντουσαν, ροχάλιζαν, παραμίλαγαν, βόγγαγαν από εφιάλτες. Κάπου - κάπου τιναζότανε κανένας όρθιος, έτριβε τα μάτια του κοιτώντας ένα γύρω, χαμογελούσε λίγο και πάλι ξαπλωνότανε. Ο γερο - Τάκε που απόψε δεν είχε δειπνήσει ήταν ο πιο ήσυχος. Κάνα δυο φορές ταράχτηκε, πιτάκωσε το σκουφί του για να σκεπάσει τα μάτια του και πάλι ρογχαλίζοντας κοιμήθηκε βαθιά. Ένας εργάτης στο βάθος του κελλιού καθόταν άγρυπνος κι είχε στηλώσει τη ματιά του επάνω μου. Φαινόταν πως πριν μαυρίσουν οι βουρδουλιές το πετσί του, είχε σταρίσιο χρώμα. Είχε γερά τετράγωνα σαγόνια κι οι βολβοί των ματιών του ξεπετάγονταν απ' τις κόχες. Ήταν ανήσυχος. Ακουρμενότανε, κοιτούσε έναν - έναν τους συντρόφους κι άξαφνα δρασκελώντας τους κοιμισμένους ανθρώπους έφτασε, κολλώντας τη μύτη στο φινιστρίνι της πόρτας. Όταν ξεμακραίνοντας ο σκοπός κι ακούστηκε στο βάθος του διαδρόμου, χαμήλωσε μπροστά μου όπως ήμουνα καθισμένος στη γωνιά πίσω από την πόρτα. «Να τον πνίξω;... Λέγε μου!», μου πρότεινε πνιχτά. «Ποιόν; γιατί πράμα μου λες...». «Ποιόν άλλονε; το Δούνη!». Κοίταξα τον άνθρωπο κι η μορφή του μου προκάλεσε φρίκη. «Τι; μου ξαναλέει, ως πότε θα κουβαλάει αυτός ο χαφιές σε τούτηνε την κόλαση αθώους! Άκου πώς βογγάνε στην «αίθουσα» άκου..., άκου...». «Μα λέγε μου γρήγορα επίμενε έχοντας κολλήσει το στόμα του στ' αυτί μου. Λέγε μου, τώρα που ο σκοπός είναι μακριά!». «Να έτσι θα τον σφίξω... Ο λαιμός του είναι κατάμαυρος από τα δικά του χτυπήματα. Πέθανε θα νομίσουν. Τον ρίχνουν από την ταράτσα, αυτοκτονία θα πουν όπως το συνηθάνε. «Λέγε μου όμως σύντροφε γρήγορα», με παρακάλεσε. «Δεν κάνει... Δεν είμαστε δολοφόνοι» του είπα βάζοντας κάμποση ηρεμάδα στη φωνή μου. «Α! α, α,» έκανε αγάλι, αγάλι αφήνοντας τα χέρια του που έμοιαζαν με οπλές λιονταριού να πέσουνε πάνω στα γόνατά μου, έτρεμε. «Δεν κάνει, ναι! Δεν είμαστε μεις δολοφόνοι σαν αυτουνούς!... Δεν είμαστε», ξαναείπε, λιγάκι φωναχτά όπως δρασκελώντας στην τύχη τούς κοιμισμένους, γύρισε στη μονιά του.
Digitized by 10uk1s
Αυτό το περιστατικό με αναστάτωσε, μα ακόμα και τώρα, ύστερ' από τριάντα χρόνια, δεν ξέρω να πω αν ο άνθρωπος αυτός ήταν βαλτός ή από σκέψη και συνείδηση ιδική του μου έκανε κείνη την πρόταση. Όμως το ίδιο εκείνο πρωινό, βρήκα αφιγμένο στο φεγγίτη του καμπινέ, ένα γεμάτο σφαίρες πιστόλι μπράουνικ. Κι άλλα σημάδια είχα πως η Ασφάλεια προσπαθούσε κάτι να σκηνοθετήσει σε βάρος μου.
Όταν προχώρησε η μέρα εφώναξαν το Δούνη να ετοιμαστεί, θα τον έπαιρνε μαζί του το απόσπασμα που θα έκανε τις συλλήψεις. «Δε μου χωράνε τα παπούτσια, είπε γελώντας. Θα πάω έτσι ξυπόλητος. Χα, χα, χα!... Να δούνε οι Κοκκινιώτες αυτά τα τουλουμάκια, τρεχάλα που θα κάνουνε». Ο γερο - Τάκε που στεκόταν ασάλευτος κατά την ανατολή ψελλίζοντας τα στερνά τού «Πάτερ υμών», γύρισε ξαγριεμένος κατά το Δούνη. «Παλιοτόμαρο, φτάνει πια! Πόσα παιδάκια δεν έχουνε το γαλατάκι τους, πόσες μητέρες οδύρονται, πόσοι άνθρωποι εξαιτίας σου βόγγηξαν στην "αίθουσα". Δειλέ! Πρόσεξε Νίκο! Είδα τον Κύριο στο όνειρό μου... Πήρα την άδεια να σε εξοντώσω... Μου γέλασε ο Κύριος! Δεν έχω να φέρω μπαρμπα Γιώργη, δεν έχω. Δυο μόνο... Μα είπε ο Κομποχώλης πως αυτούς δε θα τους πιάσουνε γιατ' είναι στην Αμερική. Μη λες όμως τίποτα μπαρμπα - Τάκε... Αν με πάνε στην "αίθουσα" θα τα πω, μη λες παρακαλούσε ο Δούνης». «Χα, χα, χα! Τελειώσανε. Τώρα θα τους πάω σε κάτι πεθαμένους. Αν δεν τους βρούνε στα σπίτια τους, να δούμε αν θα πάμε στο νεκροταφείο να τους πιάσουν εκεί». «Πρόσεξε Νίκο! Μην κάνεις τον τρελλό, γιατί δεν είσαι! Σταμάτα πια!» τον φοβέρισε ένας νέος εργάτης. «Αν το πω στον Κομποχώλη θα δεις τι θα πάθεις!» Ο νεολαίος ζύγωσε τον Δούνη. «Χα, χα, χα, έκανε αυτός φοβήθηκε!... Δε θα πω! Αν με ξέρουν όμως;...». Ξαφνικά, χωρίς να το περιμένω γύρισε κατά μένα: «Από την Κρήτη δεν είσαι; Έφερα και δυο πατριωτάκια σου ραφτάδες φίνα παιδιά! Χα, χα, χα: Το Στέλιο Σολονάκη και το Γιάννη Μαθιουδάκη... Κι από τη Μυτιλήνη κι απ' τη Θεσσαλονίκη έφερα... Χα, χα, χα, φίλοι μου ήτανε όλοι. Το τριάντα τούς έπαιρνα τάληρα για τους εξόριστους εργάτες». Και φουχτώνοντας τα πόδια του, είπε παραπονιάρικα: «Δες πώς μου τα έκανε ο Πηλίτσης. Καίνε πιο πολύ τώρα. Ναι, αλλά τώρα θα με παν στο Νοσοκομείο. Μα δε θα μου τα κόψουνε», είπε τρομαγμένος. Όταν πήραν οι χωροφύλακες το Δούνη με φώναξε ο γέροντας. «Κάθησε, μου είπε, απλώνοντας το χιράμι του. Τσίμπα από καμιά ελίτσα με ψωμάκι». Φάγαμε. Μετά ο γέρος έκανε το σταυρό του: «Δοξασμένο το όνομά σου Κύριε! συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό». «Λίγο κοιμόμαστε σύντροφε». Digitized by 10uk1s
«Α! έτσι. Είναι που άλλαξες κελλί..., θα συνηθίσεις. Καλά είμαστε κι εδώ αν δεν είχαμε αυτόνε το δυστυχή. Το τρέλλαναν το παιδί... Αυτ' είναι η αλήθεια», είπε πολύ στενάχωρα. «Εμένα με κούρασε ο ύπνος, σύντροφε. Καλύτερα να μην κοιμόμουνα... Πιστεύεις στα όνειρα;... Δεν πιστεύεις;»... «Έβλεπα το παιδάκι μου να με κοιτάει... Αχ!... Με κείνα τα μάτια του που κάποτε θωρούσα κι εγώ τον κόσμο μας. Με κοιτούσε κι όλο νόμιζα πως θα μου έλεγε: "Γιατί πατέρα το έκανες αυτό;" Άνοιγα τα μάτια, μα έφευγε το παιδάκι σα τρομαγμένο. Τα σφαλνούσα, το παιδί ξαναρχότανε. Άνοιγε πιο πολύ τα μεγάλα του μάτια και με κοιτούσε, κι όλο φοβόμουνα μη μου πει το παιδί μου: "Γιατί πατέρα το υπόγραψες εκείνο το χαρτί! Εσύ δε μου δίδαξες να μην προδώσω τους συντρόφους, να μην υποχωρήσω ποτέ!... ποτέ!" Μα δε μου μίλησε το παιδάκι μου, χάθηκε γελαστό». «Μα πρέπει να σου εξηγήσω σύντροφε Γιάννη, με δυο λόγια: Πριν λίγα χρόνια ρώτησα το παιδάκι μου: Είσαι κομμουνιστής, έμαθα". "Ναι πατέρα, είμαι". "Και γιατί είσαι, τι ζητάει αυτό το κόμμα;" "Να, τι ζητάει", μου λέει το παιδί: "Να κάνει ό,τι δεν μπορέσατε να κάνετε σεις με το Στρατιωτικό Σύνδεσμο στα 1909, που έχω ακούσει να μιλάς πολλές φορές. Μου είπε λίγα απ' ό,τι ζητούσε το κόμμα». «Μ' αρέσει το πρόγραμμα που έχει το κόμμα σου, παιδί μου. Τράβα! Έχε μυστικό, μην προδώσεις την ιδέα, μην προδώσεις τους συντρόφους σου, ποτέ! ποτέ! Το παιδί πρόκοβε, το αγαπούσαν οι συνομίληκοί του, ήταν καλός εργάτης, ήξερε και γραμματάκια. Στο φτωχικό μας γινόντανε πολλές συνεδριάσεις. Θυμήθηκα τα παλιά μας... Ξανάνιωσα. Πετάριζε η καρδιά μου. Έλεγα: Τούτο το κόμμα είναι του εργάτη. Δε θέλει και βασιλιάδες!...». «Δε θέλησε ο Θεός να μου αφήσει το ακριβό μου». «Και τώρα σύντροφε, αυτός ο δυστυχής, αφού τον τρέλλαναν θυμήθηκε, να μαρτυρήσει και το πεθαμένο παιδί μου και τα θηρία της Αποκαλύψεως, βρήκαν εμένα. Μ' έβρισαν σύντροφε, με χλεύασαν, με χτύπησαν κιόλας. Μου έφεραν ύστερα ένα χαρτί: Υπόγραψε αυτό, μου είπαν, να πας στο σπίτι σου. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό το χαρτί. Υπόγραψα... Κι ήταν η καταδίκη και του πεθαμένου παιδιού μου — η δήλωση η καταραμένη». Έμεινε για λίγο σκεφτικός ο γέροντας. Χοντρές χάντρες από δάκρυα κυλούσαν πάνω στα πανιασμένα μάγουλά του. «Ένας μήνας είναι που ζω σ' αυτό το κελλί, σύντροφέ μου. Καλά περνάω... με τους φίλους του παιδιού μου. Μα κείνη η μητέρα του, η γερόντισσά μου, πώς ζει, εκείνη η καψερή άρρωστη, φτωχιά κι έρμη»...
Εκείνη τη μέρα οι νεολαίοι του κελλιού, δεν αστειεύτηκαν τον καλό μας γερο - Τάκε. Θα είχα τρεις, για τέσσερες ημέρες στο τρίτο κελλί, όταν άξαφνα έξω εις το διάδρομο, που κατά κείνη τη μεριά άφηνε κάποιο πλάτος, σκούπισαν και ξεσκόνισαν, ύστερα κατέβασαν σανίδια κι έστρωσαν ένα κομμάτι του δαπέδου του. Όταν βράδιασε κατέβασαν κι εγκατέστησαν εκεί εφτά παιδιά, από δεκατεσσάρων ως δεκαεφτά χρονών. Φορούσαν κοντά πανταλόνια μαθητικά πηλίκια κι ήταν αφάνταστα τρομαγμένα. Την ίδια εκείνη στιγμή, αφού πρώτα μ' ανέβασαν γι' ανάκριση, με γύρισαν στο πρώτο κελλί. Κατά τα Digitized by 10uk1s
μεσάνυχτα μ' ανέβασαν πάλι στην «αίθουσα». Αλλ' αντικρύζοντας το συνεργείο κατάλαβα ότι δεν είχαν ετοιμαστεί για φάλαγγα. Μ' έβρισαν μόνο — αιτία τα παιδιά είπαν. Αυτή τη μέθοδο, του σβησίματος της προσωπικότητας του θύματος με τις βρισιές, τη μεταχειριζόντανε με σύστημα και την είχαν βρει πολύ χρήσιμη για το σκοπό τους. Πετούσαν τέτοιες βρισιές και φοβέρες με τον οίστρο που ένας ποιητής απαγγέλει στίχους απ' τα ποιήματά του. Στο τέλος της ιερουργίας αυτής, που μπορούσε να κρατήσει ώρες ολόκληρες, έβριζαν τα πάντα: Το βασιλιά, το Θεό, τη «Δεύτερη παρουσία», το Μεταξά, την «Τετάρτη Αυγούστου», τον εαυτό τους τον ίδιο, καλώντας και το θύμα να βρίζει: «Βρίσε μωρέ! βρίσε το βασιλιά, βρίσε εμάς τους βασανιστές σου, μίλα πούστη, ν' ακούσουμε τη φωνή σου». Ξεχνιόσουνα τότες, δοκίμαζες μια τρομερή αηδία από αυτό το τσαλαπάτημα κάθε ανθρώπινης αξίας. Δεν πίστεψα ποτέ πως είχε σβηστεί, απ' αυτούς τους γραμματιζούμενους, κάθε τι το ανθρώπινο, τα πάντα από ό,τι δίνει στη ζωή μας αξία. Είχανε μόνο τη δύναμη, την υπομονή και τη θέληση ν' αυθυποβάλλονται σ' ένα τέτοιο βαθμό πεσιμισμού, προκαλώντας στο ώριμο, απ' την πολύμηνη καταπίεση θύμα τους, μεγαλύτερο φόβο κι απελπισία, από το λόγο ότι δεν έβλεπε στην ψυχή των «ανακριτών» του το ελάχιστο ίχνος ανθρωπισμού, είτε οίκτου, ή φόβου. Έτσι ξεχασμένος τους τρόμαζε πιο πολύ κι η ψυχή του πλημμυρούσε απελπισία. Μονάχα όποιος μπορούσε να δει βαθιά και φιλοσοφώντας για τη ζωή: «Τι αν πεθάνω τώρα, τι ύστερα από πενήντα χρόνια», μπορούσε να κατανικήσει μια τέτοια δοκιμασία. Γιατί καλοχουζουρεμένο το καθεστώς, μπορούσε να την κρατήσει επί μήνες. Ήταν ασύδοτοι να κάνουν ό,τι παρανομία, για να τρομάξουν το θύμα τους. Θυμάμαι που μια νύχτα — θα ήταν δύο ή τρεις περασμένα μεσάνυχτα — ακούστηκε από το παράθυρο κάποιος που τραγουδούσε στο δρόμο. Ε! λοιπόν. Αυτόνε τον άνθρωπο που δεν ήξεραν ποιος είναι — έλαχε μάλιστα να είναι Εβραίος και να γυρνάει από γιορτή — έστειλαν ένα χωροφύλακα, τον ανέβασε στην «αίθουσα» ρημάζοντάς τον στην φάλαγγα και κρατώντας τον ύστερα επί βδομάδες στα υπόγεια μπουντρούμια, «Πούστη χαχαμίκο, εμείς ιδρωκοπούμε για το έθνος κι εσύ γυρνάς στα γλέντια», ήταν το κατηγορητήριο. Ένα μεσημέρι μ' ανέβασαν δυο χωροφύλακες επάνω: «Κάηκες», μου είπαν ανεβαίνοντας τα σκαλάκια. «Σε ζήτησε ο Κομποχώλης. Σ' αυτόνε όποιος αντισταθεί πεθαίνει». Ο Κομποχώλης ξεσκαλίζοντας κάτι χαρτιά στο γραφείο του, καμώθηκε πως δεν μ' είχε προσεξει, όταν οι χωροφύλακες με στήνανε μπροστά του. Πάνω μου όμως στήλωσε το τρομαγμένο βλέμμα του ένας καλοντυμένος άνθρωπος που καθόταν στην άλλη μεριά του γραφείου του Κομποχώλη, που ξαφνικά, σηκώνοντας τ' αγριεμένο βλέμμα του μ' αρώτησε: «Έκανες δήλωση Μανούσακα;» «Όχι». «Όχι; ε, τώρα θα κάνεις, περίμενε και θα το δεις!» Σήκωσε σβέλτα το πελώριο κορμί του, άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου του παίρνοντας ένα καινούργιο γυαλιστερό περίστροφο. Ένιωσα την κρύα κάννη του όπλου να πιέζει το μέτωπό μου όταν βρυχήθηκε: «Ή κάνεις δήλωση ή πεθαίνεις! διάλεξε...». «Όχι, δεν κάνω δήλωση», του απάντησα. Άφησε τότε το περίστροφο να πέσει με πάταγο στο συρτάρι, κρέμασε λίγο το κορμί του, αστράφτοντας δυο απανωτά χαστούκια στον ατσαλάκωτο άνθρωπο.
Digitized by 10uk1s
«Να, βρε κύριε, του φώναξε ποιος έχει αξιοπρέπεια! Βάλε 'κει μια υπογραφή — έσπρωξε μια γραμμένη κόλλα μπροστά του — κι άε στο διάλο απ' εδώ, να μη βλέπω τη σεβαστή αξιοπρέπειά σου!». Όταν με γυρνούσαν οι χωροφύλακες στα υπόγεια, άκουσα να εξηγάει ο ένας στον άλλο, ότι ο άνθρωπος αυτός που έφαε τα χαστούκια υποχρεωνόταν να υπογράψει «δήλωση μετανοίας και αποκηρύξεως του Κομμουνισμού», για τρίτη φορά. Έφερε λοιπόν αντιρρήσεις, λέγοντας στον Κομποχώλη, ότι θίγεται η αξιοπρέπειά του... Αν δεν λαθεύω, την νύχτα εκείνη της ίδιας ετούτης ημέρας, που για να συντρίψει ο Κομποχώλης τον άνθρωπο κείνο, μίλησε για αξιοπρέπεια δική μου, μ' ανέβασαν στην «αίθουσα» για να μου πουν όλες τις βρισιές που ήξεραν κι ακόμα αν ως εκείνη τη στιγμή είχανε μάθει καμιά πρωτότυπη.
Ετούτο τον καιρό και με την συντριβή του Μπαρλογιάννη, καταλάβαινα μια αφάνταστη σιγουριά για τον εαυτό μου. Μαζί όμως ένιωθα κι ένα βαρύτατο πόνο εις την ψυχή μου για κείνους τους συντρόφους μου, που αυτές τις γεμάτες απελπισία και ζόφο ημέρες δεν μπόρεσαν να κρατηθούνε ορθοί, χάσανε την αξιοπρέπεια και την πολιτική τους υπόσταση. Πολλές φορές είχα το λαθεμένο αίσθημα πως η δική μου στάση, τους μείωνε. Ήθελα πάντα ν' αλλάζω και να φέρνω αλλού τη συζήτηση, σα λάχαινε να μιλάνε για την δική τους σκληρή μοίρα. Ήθελα, αν ήτανε μπορετό, να μοιραστώ μαζί τους τον πόνο τους, τον ακράταγο, όπως μοιραζόμαστε το ψωμί και την ελιά τους. Απέναντί μου η στάση τους απ' την αρχή ως το τέλος στάθηκε συντροφική, γεμάτη από κάθε λογής αλληλεγγύη, κι όχι λίγος βούρδουλας έπεσε σε πολλών τις πλάτες, από αφορμή τη συμπεριφορά τους αυτή. Είχα το αίσθημα, ακόμα κι όταν βρισκόμουνα κάτω από τη μπότα του ανακριτή, ότι δεν πάλευα μόνος, αλλά με όλους αυτούς μαζί. Πιο πέρα ένιωθα πως ο λαός του πολύπαθου τούτου τόπου κι αν είχε γονατίσει, κι αν έπεσε κάτω, συνέχιζε το πάλεμα δαγκώνοντας την μπότα του δυνάστη φασισμού.
Νάμε τώρα, όπως το περίμενα, όταν είδα τους μαθητές στο διάδρομο, μαρτυρίων. Είναι κει τα θηρία όλα, κι ανάμεσά τους ένας δεκαεφτάχρονος μαθητής (ο πιο μεγάλος απ' τους εφτά). Είχανε πολλή αγριάδα κρεμασμένη αυτή τη νυχτιά στα μούτρα τους, οι ανακριτάδες. Κι ανάμεσά τους ο μαθητής με το ήμερο παράστημα, το ερυθρογάλαζο χρώμα, που φάνταζε σαν αρχαίος πρίγκιπας. Μίλησε πρώτος ο Νικολόπουλος: «Μωρή πουτάνα! Μωρέ Βούλγαρε! Τι σου έκαναν βρε αυτά τα αθώα παιδιά και τα τύλιξες στα άτιμα δίχτυα σου». «Πάρτο χαμπάρι βρε πως η δημοκρατία σου κι ο κομμουνισμός σου πέθαναν! Να! εμείς που βλέπεις εδώ, θα τον φάμε τον κομμουνισμό στην Ελλάδα και θα πάμε και στη Ρωσία σου βρε! Στη Σοβιετική σου πατρίδα, Βούλγαρε!» «Βρίστονε βρε πρότεινε στο παιδί — δε μας είπες ότι θα τον βρίσεις το Βούλγαρο!» Το παιδί στεκόταν κειδά, ανάμεσα στα «θηρία της αποκαλύψεως» του Τάκε, κοιτούσε ένα γύρω, μια αυτουνούς, μια εμένα, είχε χάσει το χρώμα του, έτρεμε, μα όταν ανέμισε ο βούρδουλας πάνω απ' το κεφάλι του, άφησε με βία, πνιχτά, ανάμεσα από κλάμα: «Ναι, δε μας έλεγες για το κομμουνιστικό κόμμα και να μη γραφτούμε στη νεολαία του Μεταξά;...». Digitized by 10uk1s
«Γιατί τα λες αυτά σε δείρανε; σε τρομοκρατούνε;...». «Βρε πουτάνα! Βρε άναδρε προδότη! Κι εδώ μέσα, βρε στην Ειδική Ασφάλεια, θα κάνεις προπαγάνδα! Βάρατον βρε. Δε μας έδωσες τον λόγο σου ότι θα τον βαρέσεις;» Ο μαθητής είχε λες σβηστεί, έτρεμε, η ματιά του είχε παγώσει, μα όταν πάλι ο βούρδουλας έσκουζε τον αγέρα, δίπλα στ' αυτιά του, σήκωσε το χέρι του όσο ψηλότερα μπορούσε γυρνώντας το πίσω πίσω, σαν να ήθελε να το πετάξει. Το κατέβασε ύστερα αργά, τόσο, που όταν έφτασε στο κεφάλι μου, είχε χάσει όλη τη δύναμή του και χάιδεψε πολύ ελαφρά το χτυπημένο μάγουλό μου. Μετά έσκυψε, έβαλε τις απαλάμες του ανάμεσα στα γόνατά του κι άρχισε να κλαίει με ξεφωνητά. Ο Μπαρλογιάννης έσπρωξε το παιδί έξω στο χωλ. Ύστερα, για λίγες στιγμές σταμάτησαν οι αξιωματικοί ακίνητοι, κοιτώντας ο ένας τον άλλον: «Μπράβο βρε! Τι έχεις κάνει εσύ στον κόσμο και σε λατρεύουν τόσο;» είπε ο Γιαννακόπουλος, κι ο Νικολόπουλος συμπληρώνοντας: «Και μας, να μισούνε τόσο!...». Ο Γιαννακόπουλος χτυπώντας το βούνευρο στη μπότα του, έβρισε: "Άε στο διάολο Βούλγαρε", μα εσύ θέλεις σκότωμα μια και καλή». Αυτή τη φορά δε με βαρέσανε καθόλου, παρότι είχανε καλλιεργήσει την εντύπωση πως εξαιτίας των παιδιών θα με ρήμαζαν. Μάλιστα όταν φέρανε τους μαθητές είχαν ξαμολήσει στα υπόγεια μια άγρια τρομοκρατία, λέγοντας πως ο βασιλιάς που πληροφορήθηκε το «γεγονός» της σύλληψης των μαθητών, πήρε το Μεταξά στο τηλέφωνο, παρακαλώντας τον να ζητήσει εξηγήσεις από τον Υπουργό της Παιδείας, ως πιο βαθμό ο κομμουνισμός είχε εισχωρήσει εις τα γυμνάσια του κράτους. Κι ακόμα ότι ο ίδιος ο βασιλιάς, έδωσε γνώμη και όρισε τον τρόπο και τις μέθοδες που θα επαναφερόντανε τα παιδιά στον εθνικό δρόμο, επειδή ως τότες αυτοί οι μαθητές, όπως και πολλοί άλλοι, είχανε καταφέρει να μη ντυθούνε στη στολή του φαλαγγίτη και να υποστούνε την πλύση του εγκεφάλου από το φασισμό της «Τετάρτης Αυγούστου». Ένας χωροφύλακας με πολιτική φορεσιά με κατέβασε κάτω. Όταν ο δεσμοφύλακας άνοιξε το κελλί, αυτός μ' έσπρωξε μέσα και με λάχτισε: «Εσύ δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, του φώναξα από το φινιστρίνι». «Γιατί εγώ», με ρώτησε με απορία. «Σε είχα τόσον καιρό ακόλουθο»... «Εμένα», έκανε ψάχνοντας τη θύμησή του, «μήπως στο στρατό;» «Μάλιστα εσένα». Του είπα κάμποσες φορές που μ' είχαν παρακολουθήσει προσθέτοντας: Και τότες που έκανες τον κορτάκια στη οδό Δάφνης και τότες με τα πιτσιλισμένα τα ρούχα, που με τόση αφέλεια παράστηνες το σουβατζή. «Α! και το ήξερες λοιπόν ότι σε παρακολουθούσαμε! κι εμείς δεν το είχαμε καταλάβει. Και που αλλού με είδες;...». «Σε φτάνει τόσο. Άλλη φορά όμως εσύ να μη με σπρώχνεις». Και τόντις από τότες αυτός ο χωροφύλακας μου φερνότανε φιλικά, μου 'κανε κι από καμιά μικροεξυπηρέτηση, μα το πιο σπουδαίο ήταν, ότι οι ανακριτάδες μου αλλάξανε γνώμη, όσο για την εκτίμηση που είχανε σχηματίσει για μένα και την πονηριά μου.
Digitized by 10uk1s
Η μέρα είχε μεγαλώσει. Η νύχτα έφευγε πιο γρήγορα. Ο καιρός κάλπαζε. Τα πρωινά μοσκοβολούσαν λεμονανθούς και αγιοκλήματα. Τα χελιδόνια σκίζοντας τον αγέρα πιπίριζαν χαρούμενα. Το πετσί μου είχε αλλάξει, η ζωή φτέρωνε μέσα μου. Είχα πρωτόφανο κουράγιο. Ο Μπαρλογιάννης είχε νικηθεί. Τον περιφρονούσα τώρα διπλά. Είχε κλείσει κιόλας ο φάκελος των «ανακρίσεων». Τα μαστιγώματα και τ' άλλα, τα ψυχικά μαρτύρια λογάριαζα πως είχανε τελειώσει. Κάπου -κάπου με φώναζε στην «αίθουσα» για ανάκριση, μα ανόρεχτα. Ήτανε φουσκωμένος χολή και κάκητα, μα δεν έβριζε. Ωστόσο, μια δύναμη ύπουλη, τη δύναμη του νικημένου ξεχώριζα να βγαίνει από το συντριμμένο πάθος του, που με τρόμαζε. Άξαφνα μια μέρα, σαν να δοκίμαζε φοβέρες: Οι άλλοι συνάδελφοι του ανακριτές ετοιμάζανε το χαλασμό μου, γιατί αυτός δε δέχτηκε, κι ας «έκανε» τόσα και τόσα, κι ότι υποτιμήθηκε η ικανότητά του από το Υπουργείο Ασφαλείας, για το λόγο ότι δεν τα κατάφερε να με «σπάσει». Όλα τούτα με κάνανε να υποψιαστώ πως κάτι ετοιμαζότανε εναντίον μου κι ο Μπαρλογιάννης φοβότανε τώρα μη λάχει και «σπάσω». Οι σύντροφοί μου στο κελλί επαγρυπνούσανε: Το νου σου. Πάντα σε συναγερμό η ψυχή και το μυαλό σου. Κι αν δεν σου έρθουν άλλες δοκιμασίες, δεν έχασες πάλι τίποτα.
Στέκομαι καταμεσής της «αίθουσας». Το ρολόι του χωλ άρχισε να βαράει τις δώδεκα θλιβερές καμπανιές του (πόσο μου τσακούσαν τα νεύρα οι χτύποι εκείνου του ρολογιού, σαν έφταναν ως τ' αυτιά μου). Με κύκλωναν οι συνηθισμένοι ανακριτές, πολλά άλλα καινούρια πρόσωπα με πολιτικές ή στρατιωτικές εντυμασίες. Από λίγες μέρες, καμπόσοι από τούτους εδώ, που μου δείχνουν τα δόντια, με την αγριάδα του λύκου στη θύελλα, με βγάζανε ένοχο και φταίχτη: ο ένας γιατί σε μια παρακολούθηση βράχηκε και πλευρίτωσε, ο άλλος γιατί δεν πρόλαβε ν' ανέβει στο τραμ όπως με παρακολουθούσε και τσακίστηκε, άλλοι για άλλες αφορμές κι οι πιο πολλοί τους — αν κι αυτό βέβαια δεν το ξεστομούσαν καθαρά — γιατί τους στέρησα τα λύτρα των βιομηχάνων Αγγελικόπουλων, επειδή με τις ορμήνιες κατάφερα ν' απολυθεί ο γιος τους. Ακόμα κι ο Μπαρλογιάννης που στεκόταν παράμερα χολωμένος, πέταξε ανάμεσα από δόντια και μύτη: «Τον παρακολουθούσαμε, το ήξερε κι έκανε τον αδιάφορο: είναι αλεπού». «Αυτή τη νύχτα ο παράδεισος θα δεχτεί μια πουτάνα!» φώναξε θριαμβευτικά ο ένας. «Σε λίγο θα φάνε κρέας τα σκυλιά», σάρκασε ένας άλλος κι οι άλλοι όλο και κάτι φοβέρισαν. Ο Νικολόπουλος που δεν μπορούσε, ακόμα κι αν το προσπαθούσε, να γίνει σοβαρός μου πρότεινε: «Μανούσακα, διάλεξε: Ή σου παίρνουμε την ψυχή και τη στέλνουμε στον παράδεισο με τους τρελλούς, τους παπάδες και τα παιδάκια, η μας δίνεις εσύ την τιμή και την πίστη σου! Σου μιλάω σπαθί! Εμπρός! Έχεις να διαλέξεις;» «Έχω να σας πω κάτι». «Λέω πως είναι ντροπή σας, δεκαπέντε είκοσι άντρες ν' απειλείτε ένα και σακατεμένο». «Λέγε ό,τι θέλεις!» Digitized by 10uk1s
Μερικοί αλληλοκοιτάχτηκαν, άλλοι θιγμένοι χλώμιασαν. Ένας πήγε κι έκλεισε τα παράθυρα. Ο Γιαννακόπουλος βάρεσε την πρώτη γροθιά, ήταν το σύνθημα κι αυτοστιγμής βάρεσε ο καθένας όπου πρόφτασε, ώσπου φτάσαμε στην κανονική φάλαγγα. Το έχω ξαναπεί πως τούτες οι στιγμές περνάνε πιο γρήγορα από κείνες τις άλλες, αυτές που είναι, ας πούμε, γεμάτες από ανία, ή ευχαρίστησες. ...Ένα χέρι ενός ανθρώπου ένιωσα να ψάχνει το στήθος μου: «Αφήστε τον είπε, λιποθύμησε». Ο ντόχτορας έκανε λάθος, δεν είχα λιποθυμήσει. Μονάχα που κάτι μπερδεύτηκε στο λαρύγγι κι είχα σταματήσει για λίγο το βογγητό: «Ας κάνω τον «ψόφιο κοριό», σκέφτηκα. Ποιος ξέρει μπορεί κι ο γιατρός να θέλησε να με βοηθήσει. Με πέταξαν τότες πάνω σε δυο μπαούλα, δίπλα σ' ένα μεγάλο παραθύρι. Όταν ο «καλός» Παπαντρεόπουλος ζύγωσε για να με «παρηγορήσει», άνοιξε και το παράθυρο για λίγο καθαρό αέρα. Με τράβηξε τότες ν' αεριστώ για τα καλά... Μάζεψα το κορμί μου, όπως κάνουνε τα σκυλιά, και τινάχτηκα, μα δε με υπακούσανε τα μέλη μου, δεν έφτασα να φουντάρω... Αυτό, λέει, ήταν αφορμή και ξανάρχισαν: «Όποτε σηκώσεις Μανούσακα το χέρι σ' αφήνουμε, ή στα καρφώνουμε στο πάτωμα!» «Λέγε προδότη, γαμώ, την Κρήτη σου και τον κομμουνισμό σου!» Σε κείνο το σαματά, το βρισίδι και το μάτωμα, άκουσα το Μπαρλογιάννη να λέει: «Ακόμα δεν είδατε τι σκυλί είναι αυτό». (Και είμαι πολύ βέβαιος, ότι φοβότανε μη λάχει και σηκώσω το χέρι). «Έβγαλε δάκρυ; Κοιτάχτε αν δάκρυσε ο πούστης!» «Δεν δάκρυσε ο κερατάς!» «Σήκω το χέρι προδότη ή πεθαίνεις!» Αλήθεια μούμενε ανεξήγητο ύστερ' από πια διαδικασία τού είναι μου, ερχόταν εκείνο το γλυκύτατο χαμόγελο κάθε που συνερχόμουνα από μια λιποθυμιά... Ήτανε τάχα η ασύνειδη προειδοποίηση ότι ύπαρχα, ότι δεν είχα σβηστεί ολότελα; Κάθε φορά που ένιωθα στ' αχείλη μου κείνη τη γλύκα, ήξερα θετικά ότι είχα σβηστεί για λίγο και ξαναρχόμουνα πάλι. Εκείνες οι πιο λίγες στιγμές που κάθεται εκείνο το βουβό, που μόλις κινιέται, χαμόγελο, ένιωθα το πιο γλυκό αναρρίγισμα να περνάει το κορμί και να σβήνει στο στόμα. Τότες έπαιρνε η ύπαρξή μου συνείδηση του πόνου, της ψυχικής οδύνης, της προσβολής μου, σαν ανθρώπου. Όταν το χάραμα, με πέταξαν — αν δεν λάθεψα — για πέμπτη φορά σε κείνα τα μπαούλα, δεν ήρθε το γλυκό χαμόγελο... Ίσως να ήρθε σε ισοπαλία ο θάνατος με τη ζωή — δεν τα ξέρω αυτά. Ένας απ' τους κατάκοπους και χλωμούς ανθρώπους που στεκότανε γύρω μου είπε μ' απελπισία: «Για κοιτάχτε ρε, τόσοι εμείς, να μη λυγίσουμε αυτό το κουρέλι...». Αχνοφωτούσε ένα ζεστό χάραμα που έμεινε χαραγμένο βαθιά στην ύπαρξή μου... Το θυμάμαι συχνά... Λέω πως ο άνθρωπος κρύβει μέσα του τη δύναμη κείνη για να νικήσει μια μέρα το βάρβαρο εαυτό του... Όταν με πέταξαν στο πρώτο κελλί, οι σύντροφοι κατά την παράδοση, στεκόντουσαν όρθιοι. Μου μένουν αξέχαστα τα χλωμά τους πρόσωπα ζωγραφισμένη πάνω τους απορία, αγανάκτηση και Digitized by 10uk1s
συμπόνια. Όταν έκλεισε ο δεσμοφύλακας, με μάζεψαν από το πάτωμα. Έφεραν το πρόσωπό μου πάνω από τη βούτα, θέλησα να κάνω 'μετό. «Τρέχει αίματα από το στόμα και τη μύτη του...». «Για κοιτάχτε! Ο άνθρωπος πεθαίνει κι αυτοί τον απαράτησαν. Φωνάχτε!» Δυο χωροφύλακες ήρθαν με τύλιξαν σε μια κουβέρτα και με πέταξαν σ' ένα τρίγωνο κελλάκι, στο βάθος του διαδρόμου κατά τη νότια μεριά του μεγάρου. Είχα το νου μου σωστό! Άκουσα λίγο, έβλεπα, θαμπά, σαν κατάφερνα ν' ανοίξω τις βλεφαρίδες. Η καρδιά κουτρουβαλούσε αδύναμα, κουρασμένα, με μικρές διακοπές, μα ένιωθα τόσο ψυχικό κουράγιο, που νόμιζα πως αν λάχαινε ευκαιρία θάφευγα σαν βολίδα. Μου έμεινε και τούτη, σαν μια ανεξήγητη αντίδραση, γιατί η αλήθεια ήταν ότι, δεν θα μπορούσα να σταματήσω ορθός, ούτ' ένα δευτερόλεφτο. Είχε ξημερώσει όταν ακούστηκαν στο διάδρομο βήματα. Ένα πρόσωπο κόλλησε στο φινιστρίνι της πόρτας. Κοίταξε λίγο, ύστερα ακούστηκαν οι πατημασιές του να ξεμακραίνει. Ένας από τους νέους συγκατοίκους μου, ο Νίκος Φλωκίδης, μου είπε: «Ήταν ο Κομποχώλης. Σταμάτησε, ώσπου κουνήθηκες». Ήταν χλωμός και ξάγρυπνος. (Εκείνη τη νύχτα απόχτησα άλλο ένα σακατιλίκι, το τρίτο. Από τότε, όταν κουραστεί το αριστερό μου πόδι, δεν θέλει να υπακούσει. Μάλιστα, τον περασμένο χειμώνα από Οχτώβρη ως Μάρτη, τον πέρασα με κομμένο παπούτσι και μπαστούνι. «Παλαιόν κάταγμα», έδειξαν οι αχτίνες). Σε λίγο μου είπε ο Φλωκίδης: «Δεν έχεις φόβο σύντροφε, μη σκέφτεσαι κακό». Και πρόστεσε: Το χάραμα ο σκοπός του διαδρόμου φώναξε ότι απόδρασε ένα τσαγκάρης... Ήταν ανάστατοι... Σε είχανε ξεγράψει... Μα τη ζωή σου όπως βλέπω την έχεις. Είναι άνοιξη και θα γίνεις γρήγορα καλά, άκου εμένα! Φτύνε μόνο για να καθαρίσει το στόμα σου, να πάρεις ένα ζεστό. Ο Φλωκίδης ήταν παλιός κομμουνιστής. Εργάτης από τη Μυτιλήνη. Είχε κάνει εξόριστος κι ήξερε από γιατρικές. Ήταν καλά διαβασμένος, στέλεχος του K.K.Ε. και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Είχε την ευθύνη της καθοδήγησης της Κομ. Νεολαίας Ελλάδος (ΟΚΝΕ), από τότες που ο προηγούμενος γραμματέας της, ο Χρήστος Μαλτέζος πιάστηκε και δολοφονήθηκε στη φυλακή της Κέρκυρας. Είχε παντρευτεί μια ρομαντικιά φοιτήτρια από την Αίγυπτο, από ευκατάστατο σπίτι, κομμουνίστρια κι αυτή, τη Λουίζα. Είχε πιαστεί κι αυτή, μα κι οι δυο τους είχανε κάνει δήλωση μετάνοιας. Τώρα η Λουίζα, που την είχαν αφήσει, έτρεχε για διαβατήρια, επειδή στα παζαρέματα για τη δήλωση, το καθεστώς τους υποσχέθηκε την άδεια να φύγουν για την Αίγυπτο. Λίγο αργότερα, όταν οι Ιταλοί μας επιτέθηκαν στην Ήπειρο, ο Φλωκίδης γύρισε πίσω. Κατατάχτηκε εθελοντής και σκοτώθηκε σ' αυτόνε τον πόλεμο. Έτσι λυτρώθηκε. Γιατ' είχε πλήρη συνείδηση στ' ότι σαν στέλεχος έπρεπε νάχει πεθάνει εκεί στα υπόγεια της Ειδικής, κι όχι να υποκύψει. Ήταν καλός αντιφασίστας, μα όπως κατάλαβα δεν έφτανε το ψυχικό του κουράγιο ως εκεί. Σε μένα φέρθηκε αδερφικά. Και πρέπει να πω, ότι απ' τις εκατοντάδες ανθρώπους που βασανίστηκαν εκείνην την εποχή της κράτησής μου και υπόγραψαν τη δήλωση της επιτροπής, κανένας δεν κερδήθηκε από το καθεστώς, μα πιο πολύ το μίσησαν και το πολέμησαν.
Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη μέρα σε κείνο το κελλάκι δεν σκεφτόμουνα τίποτα. Ήθελα να μάσω όλες τις δυνάμεις που μου απόμειναν. Όμως παράξενες άηχες φωνές, η μια κατόπι της άλλης, έβγαιναν απ' ένα απροσμέτρητα ακαθόριστο βάθος στο εντός μου. Άρπαζε το ακίνητο μυαλό, μια Digitized by 10uk1s
αρμαθιά από λέξεις, μα δεν κουνιόταν να βγάλει νόημα κι ύστερα άλλες, το ίδιο άηχες φωνές αναβλούσανε κι αυτές ανάκατες και ασύνδετες: «Άρρωστα πράματα», ήταν το μόνο που σκεφτόμουνα τρομαγμένος. Ώσπου μια σκέψη κυριάρχησε στο είναι μου: «Θα γίνω καλά... Θα ζήσω». Κι αυτό έλεγε από μόνη της η συνείδησή μου. Δοκίμασα να κουνήσω το σώμα μου, κανένα από τα μέλη του, τα πόδια, το χέρι, το κεφάλι, μα δεν πέτυχαν πολλά πράματα. Μου φάνηκε πως το κορμί, ήταν από μολύβι, κολλημένο εκειδά στα σαπιοσάνιδα. Δεν πονούσε κι ένιωθα ευχαρίστηση να κοίτομαι ακούνητος. Κάθε λίγο μαζί με μια διάθεση για εμετό, ο κόσμος σκοτείνιαζε, έσβην' ευχάριστα και κάποια φορά, σαν να πέτρωσε κείνο το γλυκό χαμόγελο στ' αχείλια μου. Ύστερα αποκαμωμένος κοιμήθηκα έναν ύπνο ωραίο που με στέριωσε στη ζωή. Όταν ξύπνησα ήταν απόγευμα. Κρύωνα, πονούσα, ένιωθα να με πιπιλάνε τα κολλημένα ρούχα στο πετσί, πεινούσα, μα μπόραγα τώρα να κουνάω τα μέλη μου. Με γύρισαν στο πλάι για να πάρω μια σούπα.
Οι άλλοι συγκάτοικοί μου, είναι εχτός το Φλωκίδη πούχω μιλήσει, ένας απόστρατος αξιωματικός της Χωροφυλακής, Γαλανόπουλος λεγότανε, που όπως αυτός έλεγε, έβγαζε μια εφημερίδα των Σωμάτων Ασφαλείας και που κρατιόταν για εσωδιχτατορικές αντιθέσεις. Το κελλάκι κείνο ήταν επί εξάμηνο η κατοικία του. Τώρα όμως που ξεχείλισαν όλα τα μπουντρούμια του υπογείου, απόχτησε και συγκάτοικους. Ένα κρητικάκι του αντιδικτατορικού μετώπου από το Γαλατά των Χανίων, Γαλανάκης λεγόταν, κι ακόμα έναν απόστρατο αεροπόρο, το Νικηφόρο Μακριδόπουλο απ' τα Σμιριδοχώρια της Νάξου. Ο Μακριδόπουλος κιόλας ήτανε φίλος μου. Ήταν νέος ως είκοσι πέντε χρονών. Υπηρετούσε αεροπόρος αλλά γίνηκε φυματικός και τον απόταξαν με μια πολύ μικρή σύνταξη. Ήταν φλογερός δημοκράτης, λίγο ρομαντικός, όπως όλοι οι Ναξιώτες, φιλότιμος και πεισματάρης. Είχαμε γνωριστεί στην Κυψέλη, ανταλλάξαμε βιβλία και κάναμε περιπάτους. Μα ποτέ ο Μακριδόπουλος δεν κατάλαβε ότι είμαι κομμουνιστής και παράνομος μάλιστα. Τώρα κάθεται δίπλα μου και μου λέει πόσο νιώθει χαρούμενος και περήφανος γιατί το κορμί του φίλου που έκανε το βλέπει τώρα πετσοκομμένο απ' το μισημένο καθεστώς: «Όχι φίλε μου, με βεβαιώνει, μη φανταστείς ότι νομίζω σαν αιτία της σύλληψής μου, τη γνωριμία μου μαζί σου. Σαν ελεύθερη συνείδηση νομίζω λεύτερο τον εαυτό μου, να κάνω φίλο όποιον θέλω, σ' όποιο κόμμα κι αν ανήκει, αρκεί να μη θέλει το φασισμό και τ' άλλα ενδιαφέροντά μας να ταιριάζουνε λίγο». «Και τι ζητάνε από σένα, τον ρώτησα, γιατί σε πιάσανε;» «Για να κάνεις παρέα και νάχεις φίλο το Μανούσακα, σημαίνει πως και συ είσαι κομμουνιστής. Αυτ' είναι η λογική του φασισμού». «Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει». «Σε χτύπησαν;» «Όχι, εφαρμόζουν την εξαντλητική ανάκριση... Είναι κι αυτές οι αιμοπτύσεις μου, που τους εμποδίζουν... Κι όπως ξέρεις, δεν έχω τι να τους πω, κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι θα λυγούσα στη βία τους». «Μα ξεκουράσου, μου είπε ο φίλος μου. Κοιμήσου, αν μπορέσεις. Ο ύπνος είναι ο γιατρός σου». Κοιμήθηκα ακόμα για λίγο. Όταν ξύπνησα νόμιζα ότι ξημέρωνε. Κούνησα τα μέλη μου, τα βρήκα πιο υπάκουα. Μονάχα το ζερβί μου πόδι έμενε ολότελα ακίνητο, ως πάνω στο γοφό. Γύρισα στο άλλο πλευρό. Απ' ένα μεγάλο φεγγίτη με θάμπωσε το φως. Ο ήλιος είχε γείρει προς τη δύση του, λοξοβαρούσαν οι αχτίνες του το τζάμι, το έκαναν καθρέφτη και με ντάλωνε. Στην κόχη του φεγγίτη έχει κρεμάσει μια λεμονιά ένα κλαράκι της με τρία καινούρια φύλλα κι ανάμεσά τους τρία μπουμπουκάκια. Ο αγέρας παίζει με το κλαράκι, είναι άνοιξη, τη βλέπω, την οσφραίνομαι, τη νιώθω Digitized by 10uk1s
στο δέρμα, στην καρδιά μου και στο αίμα μου. Εδώ έχει φως, αέρα, ήλιο. Όταν όμως τις νύχτες φυσούσε απ' το διάδρομο, ορμούσε από το φινιστρίνι της πόρτας, ένα ρέμα γεμάτο καπνούς από το κώτι της κουζίνας, μυρωδιά κρομμυδόφυλλου, τσίκνα φαγητού, βρισιές χωροφυλάκων, στριγγλίσματα γυναικών. Όταν ξημέρωνε ανοίγαμε το παραθύρι, κατέβαινε ο αέρας του κήπου του μεγάρου, της κάποτε κατοικίας του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως πιστεύαμε αυτό το σπίτι, που εμείς τα παιδιά της, την αφήσαμε να χαθεί...
Περνούσα ευχάριστα τις ημέρες μου παρατηρώντας τα τρία μπουμπούκια ώσπου σκώντας από κάθε νυχτιά ένα, γίνηκαν τρεις πανέμορφοι λεμονανθοί με κίτρινους μίσχους. Ρουφούσα αέρα, πολύ αέρα. Το στήθος έπαιζε σαν φυσαρμόνικα. Τα βογγητά στην αίθουσα δεν έφταναν εδώ. Μονάχα στην πιο μεγάλη τους ένταση, σαν υπόκωφες βοές, που νόμιζες ότι τα πέταγε η γη από τα έγκατά της. Η ηλικία και η κράση μου βρισκότανε σε τέτοια ανθηρότητα που από μέρα σε μέρα ένιωθα τη ζωή στο είναι μου, που καμιά υποψία δε μου γεννιόταν ότι θα μπορούσα να κάνω λίγο βήματα. Μα όταν σηκωνόμουν, ξανάπεφτα πάλι, — ήταν νωρίς ακόμα —. Λέω πως γι' αυτό έβλεπα τις νύχτες στον ύπνο μου το όνειρο των παιδικών μου χρόνων: Ότι τάχα τα χέρια μου είχαν γίνει φτερούγες και πέταγαν. Κι ήτανε τόση η ευχαρίστησή μου να βλέπω αυτό το όνειρο, που όταν από την ίδια τη χαρά μου ξυπνούσα, έκλεινα τα μάτια ξανά, κοιμόμουν αυτοστιγμής, για να συνεχίσω το πέταγμα. Τα πετάγματα γινόντανε πάνω από καταπράσινες δροσερές ποταμιές κι από ανθισμένα λιβάδια. Όταν ξυπνούσα, ζούσα ακόμα λίγο με τη γλυκάδα τ' όνειρου.
Είχε κλείσει, λέει, ο φάκελος των «ανακρίσεων»... Οριστικά! Το φέρσιμο των ανθρώπων της «αίθουσας» ύστερα από τη στερνή, τη μεγάλη προσπάθειά τους, είχε γίνει ευγενικό. Κι ενώ σε κείνους που είχαν λυγίσει φερνόνταν τώρα χυδαία και απάνθρωπα, σε μένα δείχνανε πραγματικό σεβασμό κι εχτίμηση, προσπαθώντας ίσως να πιστέψουν κι οι ίδιοι, πως οι μέθοδες βασανισμού που χρησιμοποίησαν σε βάρος μου, τους είχαν επιβληθεί, από υποχρέωση επαγγελματική και καθήκον. Ακόμα λέω πως ήθελαν να διδάξουνε στους κατώτερους, το σεβασμό στην καρτερία και στην πίστη. Ας πω εδώ σε μια παρένθεση: (Την περίοδο της κατοχής πήραν από την Ακροναυπλία τον καπνεργάτη Γ. Σιδηρόπουλο. Τον έφεραν εδώ στην Ειδική Ασφάλεια για να του αλλάξουν το επώνυμο και να του βάλουν το πραγματικό του που λεγότανε Γκόρτζης. Εδώ λοιπόν, δυο από τους αξιωματικούς του «συνεργείου», του έδωσαν δυο πακέτα τσιγάρα να μου φέρει, παραγγέλνοντάς του, να μου πει πως κι αυτοί είχανε γίνει καλοί πατριώτες κι ότι θα θεωρούσαν τιμή τους αν θα δεχόμουνα το μικρό δώρο τους. Ακόμα του μίλησαν για τη στάση μου πολύ καλά... Ο Γκόρτζης δε μου έφερε τα τσιγάρα, που τώρα θα τα δεχόμουν. Τα κάπνισε ο καημένος. Ούτε θυμόμουνα τα ονόματα των βασανιστών μου, που τώρα είχανε γίνει κι αυτοί «παιδιά του λαού», κατά τη δικιά τους παραγγελιά, μα πιστεύω, πως ο ένας από αυτούς, θα ήταν ο Νικολόπουλος, γιατί φαινόταν πως από τη φύση του, δεν ήταν φτιαγμένος για βασανιστής, ότι είχε αηδιάσει τον εαυτό του τον ίδιο, από το έργο που η μοίρα, τον είχε καταδικάσει να κάνει). Έψαχνα τώρα και μελετούσα τον κάθε ένα χωριστά τους επαγγελματίες «ανακριτές» του βούρδουλα. Έβρισκα ότι κάτι τι από τον άνθρωπο είχε απομείνει στην ψυχή τους, μα όχι όμως και του Μπαρλογιάννη, παρ' ότι για μια στιγμή υποχρεώθηκε σε κάτι τέτοιο.
Digitized by 10uk1s
Πιστεύω πως αυτός ο άνθρωπος, δεν μπορούσε να ζήσει, παρά να είναι κακός. Έμοιαζε με κείνον τον ήρωα του Γκόρκη, που όταν δέχτηκε να του καθαρίσει ο διάολος την παθιασμένη απ' όλα τα κακά ψυχή του, διπλώθηκε ο κακόμοιρος, πέφτοντας ψόφιος καταγής. Άνθρωπος συμπλεγματικός ο Μπαρλογιάννης, ήταν να τον λυπάσαι. Έμοιαζε να μην έχει τίποτα μες την ψυχή του που να τον ενθουσιάζει για τη ζωή, παρεχτός μόνο όταν έβλεπε τον άνθρωπο να υποφέρει. Νόμιζε κανείς ότι ήταν φτιαγμένος από κάποιο κακό πνεύμα, για να μισεί τους ανθρώπους. Με χαιρετούσε κι αυτός, όπως οι άλλοι συνάδελφοί του, μα όσο κι αν προσπαθούσε να κρύψει την κάκητα κι ένα μίσος — λες και τον είχα σε κάτι αδικήσει — δεν τα κατάφερνε. Μια μέρα κιόλας, ψιλαίνοντας απαίσια την φωνή του, με φοβέρισε: «έννοια σου, μα και κει που θα σε στείλω... Μη νομίσεις ότι θα σε υποδεχτούνε σαν ήρωα... Εγώ θα υπογράψω το πιστοποιητικό σου». Και πρόσθεσε θριαμβευτικά: «Θα λέει: χαφιές!». Γέλασε φουσκώνοντας το στήθος του κορδωμένος, όπως εκείνες τις πρώτες ημέρες, που κρατώντας το βούρδουλα και τον «εισαγγελέα», νόμιζε ότι μ' αυτά τα όργανα και την κάκητά του, θα σκότωνε κάθε ωραίο και καλό μες την ψυχή του θύματός του. Ξέροντας όμως την ικανότητα και την πείρα της Ασφαλείας στο χάλκεμα της σκηνοθεσίας και της προβοκάτσιας, με κατατάραξε η απειλή του ανθρώπου. Μάλιστα τον καιρό τούτο της διάλυσης, από την δράση των δυνάμεων του φασισμού, κάθε οργανωμένης λαϊκής αντίστασης, ενός καιρού, από τους πιο σκοτεινούς που πέρασε ο λαός μας, στο γεμάτο εμπόδια δρόμο του.
Πέρασα όμορφα σ' αυτό το τρίγωνο κελλάκι. Εδώ ανάρρωσα. Εδώ ένιωσα την καλύτερη άνοιξη της ζωής μου... Τις νύχτες πετούσα σ' όμορφους κόσμους, τη μέρα έβλεπα τους λεμονανθούς μου, και σε μια γωνίτσα του κήπου, λίγο ανθισμένο αγιόκλημα και μια περιπλοκάδα. Ύστερα οι συγκάτοικοί μου μείναν ελεύθεροι. Έχασα το Φλωκίδη, έχασα το Μακριδόπουλο. Αυτόν τον άφησαν με χωρίς δήλωση κι εμένα με πήγαν στο πρώτο μπουντρούμι. Από τους παλιούς μου συντρόφους δε βρήκα τώρα εκεί μέσα κανέναν. Λίγοι αντιφασίστες άγνωστοί μου, με μαυρισμένα τα κορμιά τους, κρατούσαν μια γωνιά. Η πρώτη νύχτα στην παλιά κατοικία μου ήσυχη και βουβή. Η αίθουσα δε δούλεψε. Ο σκοπός δεν χτύπαγε με τον υποκόπανο, περνώντας τις πόρτες των κελλιών, βάζοντας σε αγωνία τους ανθρώπους ότι κάποιον θα παίρνανε για την «αίθουσα». Η δεύτερη, η τρίτη και συνέχεια οι νύχτες περνούσαν βουβές. Μια ύποπτη σιωπή που έπαιρνε μάκρος, άρχισε να μας τσακάει τα νεύρα. Έλεγες πως εκείνο το μέγαρο, δεν ένιωθε να στέκεται καλά, δίχως βόγγους, βρισιές και θορύβους. Νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή, θα σωριαζότανε κάτω, από την ημερότητα και τη σιωπή του. Οι αξιωματικοί των «ανακρίσεων» περνούσαν από το διάδρομο αδιάφοροι και σαν βαριεστημένοι από «αναδουλειά», δίχως να νοιάζουνται για μας τους κρατουμένους. Κάτι το ύποπτο μα καλό και μεγάλο, θα συνέβαινε, μα όπως βρισκόμαστε ακόμα σε απομόνωση κι επιτήρηση, ήταν αδύνατο να το μάθομε. Μάθαμε μόνο ότι άφησαν τις τέσσερεις καπνεργάτριες ελεύθερες κι ότι τα υπόγεια της Ασφαλείας θα τα άδειαζαν ολότελα.
Οι μέρες της μεγάλης εβδομάδας εκείνου του χρόνου, του τρίτου, της διχτατορίας, βρήκαν τα μπουντρούμια της Ειδικής Ασφαλείας, με τους λιγότερους κρατουμένους. Μάλιστα την ημέρα του Πάσχα, ήταν ολότελα αδειανά.
Digitized by 10uk1s
Το Μεγάλο Σάββατο ο διάδρομος του υπογείου είχε μεγάλη κίνηση από καθαρίσματα και συγυρίσματα. Κατά το μεσημέρι ακούστηκε ποδοβολητό και σιγανές μιλιές. «Μπήτε σ' ένα ζυγό! Ο Υπουργός κατεβαίνει!». Κόλλησα το πρόσωπό μου στο φινιστρίνι. Είχαν φέρει από τον τρίτο όροφο τους δέκα αξιωματικούς του αντιδιχτατορικού μετώπου, που από καιρό κρατούσαν. Ένας νωματάρχης τους ζύγισε και τους στοίχισε κολλώντας τους προς τον ένα τοίχο, έτσι που να μείνει απλοχωριά για τον Υπουργό Μανιαδάκη. Οι αξιωματικοί αντιφασίστες φαλακροί και ψαρομάλληδες, ατσαλάκωτοι και καλοστεκούμενοι, μα ράκη ηθικά και ψυχικά. Τους είχα μπροστά μου ως τρία μέτρα. Παρατηρούσα που τρομαγμένοι, με προσποιητή ευγένεια και ψεύτικο χαμόγελο, μιλούσαν στους βασανιστές της «αίθουσας» κι η καρδιά μου πλακώθηκε. Σκέφτηκα με μιας, πως τα κορμιά τους θα ήταν «διάτρητα» από σφαίρες και βλήματα στους αγώνες, για την πατρίδα και τη Δημοκρατία. Τα στήθια τους θα τα είχαν στολισμένα στις γιορτές και στις παρελάσεις, από τρεις και από πέντε ακόμα σειρές παράσημα. Θυμήθηκα που παιδί, είχα την αγιάτρευτη μανία να παρακολουθώ τις συζητήσεις των μεγάλων για τα πολιτικά και τα στρατιωτικά γεγονότα. Τα ζούσα ακόμα από το 1912. Σαν αστραπή πέρασε απ' το μυαλό μου το Μπιζάνι, τα Γιάννενα, το Σαραντάπορο, η Θεσσαλονίκη, το Κιλκίς. Το κίνημα της Θεσσαλονίκης, το διώξιμο του Βασιλιά, ο πόλεμος των χαρακωμάτων, ο Σαγγάριος, η Μικρασιατική καταστροφή κι η επανάσταση. Ο ερχομός της δημοκρατίας χωρίς Βασιλιά. Σ' όλους αυτούς τους αγώνες, οι άνθρωποι που στέκονταν τώρα σ' αυτό το διάδρομο, τρομαγμένοι και περιδεείς, είχανε πολεμήσει. Θα είχανε δείξει αντρεία, θα λατρεύτηκαν, θα μισήθηκαν και θα υβρίστηκαν από τους στρατιώτες τους... Πόνεσε η ψυχή μου και τα μάτια μου κολυμπούσαν σε μια πλημμύρα από καφτερά δάκρυα για τα πάθη τούτα των τιμημένων αξιωματικών της πατρίδας μου, που στέκονταν μπροστά στους άκαπνους, της υποστάθμης των βασανιστών ανθρώπους, περιμένοντας ένα δούλο του Βασιλιά, Υπουργό, να τους δώσει την «άφεση αμαρτιών», ότι αγάπησαν αυτόν τον τόπο και το λαό του, την Δημοκρατία και τη λευτεριά. Να βγούνε στον κόσμο, που γι' αυτούς είχε μικρύνει τώρα, γίνηκε μια ζεστή γωνιά, με μια γυναίκα, ίσως με κάποιο παιδάκι ή με τους γέρους γονιούς... Τέλος βρόντηξαν τα τακούνια με τα σπηρούνια. «Ο Υπουργός». Το κατόπι του ερχόταν παιδαρέλι ανθυπομοίραρχος, ως εικοσιτριών χρονών. Καμάρωνε κρατώντας ένα ζευγάρι λευκά γάντια και στη μέση του είχε ζωσμένο ένα γυαλιστερό σπαθί. Ακολουθούσαν κάμποσοι απ' τους αξιωματικούς της «αίθουσας» με το Διοικητή τους Κομποχώλη κι ο στρατηγός Αγγελέτος, ήταν η κουστωδία του Υπουργού. Ο Μανιαδάκης μεθυσμένος, όπως όλοι οι φασίστες εκείνου του καιρού, για τις επιτυχίες του Χίτλερ, του Μουσολίνι και του Φράνκο, μα και για τη στερέωση του φασισμού στην Ελλάδα, από αιτία τις νίκες αυτές· κι όπως από φυσικού του λογάς, αλαζόνας και θρασύς, έβρισε τη Δημοκρατία, έβρισε τον κομμουνισμό, κόμπασε πως «εντός ολίγου θα έχουν εξοστρακιστεί τα καρκινώματα αυτά από τη διακυβέρνηση των εθνών». Ύστερα κάλεσε τους αντιφασίστες αξιωματικούς, να ζητωκραυγάσουν το Βασιλιά και τον «εθνικό κυβερνήτη» Μεταξά. Αυτοί ζητωκραύγασαν. Η ιεροτελεστία είχε τελειώσει. Οι αξιωματικοί έμειναν αμέσως ελεύθεροι, έφευγε θριαμβευτικά ο Μανιαδάκης· κι εμάς, βάζοντάς μας σε μια κλούβα μας ξεφόρτωσαν στο Μεταγωγών της Αθήνας. Τα μπουντρούμια του Τμήματος Μεταγωγών, είναι κι αυτά χωμένα ως δυο μέτρα βάθος μέσα στη γης. Είναι γεμάτα ζωύφια: ψύλλους, ψείρες, κοριούς, κάθε λογής έντομα, μούχλα, σκουπίδια, Digitized by 10uk1s
βρωμιές. Περνάνε την κάθε μέρα εκατοντάδες άνθρωποι κάθε λογής: Παραβάτες του ποινικού νόμου, ξένοι φυγάδες, λιποτάχτες, λαθρέμποροι ναρκωτικών, κλέφτες, ομοφυλόφιλοι, αλήτες, αποβράσματα, ή και τίμιοι νοικοκυραίοι, χρεωφειλέτες του δημόσιου. Οι βρισιές, η γλώσσα της αργκό, ανακατώνονταν με τις κάθε λογής δυσοσμίες και τη μυρουδιά του χασισιού. Εκεί κάτω το υπόγειο, μοιράζεται, σ' ένα μεγάλο χωλ και κάμποσα μεγάλα και μικρά δωμάτια, χωρίς πορτόφυλλα. Οι περαστικοί κρατούμενοι κυκλοφορούν ελεύθερα, μπαίνοντας σ' όποιο τους αρέσει. Μονάχα ένας θάλαμος έχει πόρτα που αμπαρώνεται. Είναι για τους επικίνδυνους, τους ψυχοπαθείς και καυγατζήδες. Άλλος ένας θάλαμος χωρίς πορτόφυλλο αυτός, που κιόλας έχει το νούμερο πέντε, από συνήθεια είναι για τους πολιτικούς.
Η πρώτη είδηση που μάθαμε φτάνοντας στο Μεταγωγών ήταν ότι από κάμποσες μέρες Ιταλικός στρατος είχε καταλάβει το έδαφος της Αλβανίας, φτάνοντας ως τα σύνορά μας στην Ήπειρο. Ότι οι λαϊκές μάζες της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκονταν σε αναβρασμό και σε μεγάλη ανησυχία, από την εισβολή αυτή, ότι ο πάγος είχε σπάσει, ότι οι πολίτες εκδηλώνανε στα φανερά τη δυσαρέσκειά τους για το βασιλομεταξικό φασισμό της 4ης Αυγούστου. Έτσι εξηγήσαμε, γιατί από καιρό είχε σταματήσει να βογγάει η «αίθουσα» στην Ειδική Ασφάλεια, και γιατί είχανε σταματήσει να κουβαλάνε, γεμίζοντας τα υπόγειά της αντιφασίστες. Την επόμενη μέρα είχαμε το Πάσχα. Άρχισαν το λοιπόν την πάστρα, θα ερχόταν κι εδώ ο υπουργός να κάνει επιθεώρηση. Ύστερα απολύσανε ως εκατό κομμουνιστές που, αν και είχαν υπογράψει δήλωση, τους κράταγαν εδώ για την ιεροτελεστία στο υπουργείο που έχω μιλήσει αλλού και για να εισπράττουν το δεκάδραχμο. Πολλών τα χέρια και το πρόσωπο ήταν ακόμα κατάμπλαβα και με τραύματα. Τρεις νέους που είχανε τρελλαθεί στην «αίθουσα» κι από πολλές μέρες τους είχαν μεταφέρει εδώ για ησυχία,... τους άφησαν κι αυτούς. Δε θα ξεχάσω ποτέ το φοιτητή της Εμπορικής Σχολής, Φραγγούλη από τη Λευκάδα, που ήταν ο πιο βαριά άρρωστος. Όταν φτάνοντας στο Μεταγωγών κατέβαινα τα σκαλιά για τα μπουντρούμια, έτρεξε και μ' αγκάλιασε: «Έλα, σύντροφέ μου, έλα γιατί θα τρελλαθώ... Εδώ είμαι μοναχός θα με σφάξουν οι μπράβοι του Μανιαδάκη. Κάθε νύχτα παλεύω ολομόναχος με δέκα, με είκοσι... Όλοι που βλέπεις έχουν γίνει όργανα του Μανιαδάκη. Κάθε νύχτα τους βάζουν κάμες και γκράδες. Ξέρεις ο γκρας έχει τις πιο χοντρές σφαίρες». Μου μιλούσε το παιδί κι έτρεμε, τα σάλια του τρέχανε, είχε απομείνει πετσί και κόκκαλο, ένα πετσί κίτρινο και στεγνωμένο. Φαινόταν ότ' είχε πολλές μέρες να κοιμηθεί. Όταν θυμόταν τη δήλωση, με μιας έβαζε τις φωνές και το κλάμα: «Όχι! Όχι!.·. Δε θέλω κοιμόμουνα! Δε θέλω! Δεν κάνω δήλωση». Σαν ανέβηκε από το υπόγειο στην αυλή ελεύθερος, ξαναγύρισε τρομαγμένος: «Δε θέλω δήλωση, φώναξε προς τα μέσα, δεν κάνω, δεν έκανα... κοιμόμουνα» κι έτσι φωνάζοντας έφυγε τρεχάλα. Κι είναι αδύνατο να μου φύγει η εικόνα κείνου του εικοσάχρονου ανθρώπου, που τούχαν βαρέσει την ψυχή. Την ίδια μέρα, — μεγάλο Σάββατο — βραδιάσματα, ήρθε ο Μπαρλογιάννης και βγάζοντας έξω δυο κρατούμενους τους ρήμαξε στο ξύλο, βάζοντάς τους σ' ένα αδειανό γραφείο των Μεταγωγών. (Ο άνθρωπος ήθελε να τελειώσει την έκθεση της υπόθεσής μου και κάτι ήθελε να συμπληρώσει μα παρά που μάτωσε τους ανθρώπους δεν το πήρε). Ο ένας ήταν ο πρόεδρος του σωματείου των σιδεράδων της Αθήνας (πριν τη διχτατορία βέβαια) Κωστής Ανδρεαδάκης κι ο άλλος, ο αξιολύπητος Digitized by 10uk1s
αυτός άνθρωπος, ο Γιώργης Τσιτώνης, που ναι και καλά ήθελε να τον αναγκάσει να μαρτυρήσει, υπογράφοντας μια κατάθεση σε βάρος μου, πως αυτός θα του υπαγόρευε, υλικό ψεύτικο, μα χρήσιμο για την έκθεσή του, που θα παρουσίαζε σε μια επιτροπή, όπως θα δούμε. Όταν μετά το ξύλο κατέβηκε στο υπόγειο ο Τσιτώνης έκλαιγε σα μικρό παιδάκι, κι από τα καλάμια των ποδαριών του έτρεχε αίμα, βάφοντας τα παπούτσια του. «Για σένα τόφαγα αυτό το ξύλο», μου είπε. «Γιατί για μένα;». «Μ' λιένε πως δεν τ' λιέου ότ' λιές», μου είπε και δεν ήξερα τι να πω στο δυστυχή άνθρωπο, να τον παρηγορήσω, που αυτός ζούσε ένα διπλό δράμα. Την άλλη μέρα είχαμε το Πάσχα. Κατά το μεσημέρι έφτασε κατακουρασμένος ο Μανιαδάκης κι αφού επιθεώρησε και το Μεταγωγών τσουγκρίζοντας το κόκκινο αυγό με τους χωροφύλακες, κατέβηκε στα υπόγεια. Έρριξε πρώτα μια ματιά στους άλλους θαλάμους και χώθηκε στο δικό μας θάλαμο των κομμουνιστών. Τον ακολουθούσε ο διοικητής του τμήματος, Γιώργης Βαρδουλάκης — του έδωσε κιόλας αναφορά, φωνάζοντας και το προσοχή — ο υπασπιστής του με το σπαθί και κάμποσοι ακόμα γαλονάδες. Στεκόμαστε ένα γύρω του θαλάμου κι αμέσως ο Μανιαδάκης άρχισε να παίρνει αναφορά από τον πρώτο δεξιά: «Πώς λέγεσαι συ;». «Βασιλάκης Αλέκος, δικηγόρος. Με είχατε στείλει, κύριε Υπουργέ, στην Ακροναυπλία, γίνηκα φυματικός, με πήγατε σε νησί, τώρα πάλι πίσω στην Ακροναυπλία, χωρίς να γίνω καλά». «Κάνε μια δήλωση, βρε Βασιλάκη, να σε αφήσω αμέσως. Τι περιμένεις τώρα πια... Είσαι διανοούμενος, ξέρεις πως κανένα πολίτευμα δεν είναι τέλειο». Πήγε κάτι ν' απαντήσει ο Βασιλάκης, μα ο Υπουργός στεκότανε κιόλας στο διπλανό. «Εσύ;». «Καργόπουλος Θανάσης, φοιτητής απ' τη Θεσσαλονίκη. Έγινα φυματικός στην Ακροναυπλία, με πήγαν σε νησί και τώρα πάλι πίσω στην Ακροναυπλία. Και σας ερωτώ, κύριε Υπουργέ, ως πότε θα κρατήσει η ταλαιπωρία ενός φυματικού: νησί, Ακροναυπλία, νησί, Ακροναυπλία;». «Κάνε μια δήλωση, ρε Καργόπουλε, να σε αφήσω αμέσως!». «Να με αφήσετε, κύριε Μανιαδάκη, μα όχι με ανταλλάγματα». «Ανταλλάγματα; Να! χαμένε». Ο Υπουργός ήταν πολύ δυνατός άνθρωπος, μα πιο κοντός απ' τον Καργόπουλο που ήταν ψηλός και τελικάτος. Σήκωσε λοιπόν τα χέρια του σε δυο μούντζες, τα ένωσε θέτοντας πάνω το ένα στο άλλο, ξέστριψε λίγο δεξιά για να στηριχτεί και τα κόλλησε στο πρόσωπο του Καργόπουλου, που χτυπώντας το κρανίο του στο ντουβάρι, αντιβούιξε όλο το υπόγειο και λίγο αιματάκι φάνηκε σε δυο γραμμούλες στη μύτη του. Είχα σειρά...
Digitized by 10uk1s
«Τι είσαι συ;». «Κομμουνιστής». Ξέσυρε δυο βήματα και πάλι ξαναγύρισε. «Πώς λέγεσαι και τι δουλειά κάνεις;». «Έτσι... κι είμαι εργάτης». Έκανε να φύγει μα πάλι αντιγύρισε: «Από πού είσαι;». «Από την Κρήτη». Πήγε γρήγορα στο διπλανό μου τον καπνεργάτη «Τσαούση» (το ψευδώνυμό του) από την Καβάλα. «Εσύ;». «Κομμουνιστής». «Τι δουλειά κάνεις;». «Καπνεργάτης». Εύκολα ξεμπέρδεψε κι ο Τσαούσης. «Εσύ;» ρώτησε τον τελευταίο. «Λιέγουμαι Τσιτώνης Γεώργιος, θ' με θμόσαστε, κυρ Υπουργέ μ', τότ' που μ' είχατ' επιστάτη... Τότ' ντε! στην Καβάλα πούχτενε πάρει τα έργα... «Εδώ γιατί σ' έχουνε βρε;». «Μου είπαν κομμουνιστής. Κάνου δήλουσ', μ' δε μ' αφήνουν. Με δείραν κιόλας, κυρ' Υπουργέ μ'...». «Να τον αφήσετε αυτόν αμέσως!» διάταξε το διοικητή του Μεταγωγών φεύγοντας βιαστικά ο Υπουργός. Κι εμείς σπάσαμε για κάμποση δρα πλάκα με τον Καργόπουλο που τούχ' έρθει ο ουρανός σφοντύλι κι ήταν ακόμα ζαλισμένος. Ο δε Τσαούσης που ήταν ένας γλυκομίλητος ηλικιωμένος, κοντούλης μα πολύ δυνατός, με δίχως δόντια άντρας, (του τα είχε βγάλει ο Κουφίτσας στην Καβάλα στέλνοντάς τον εξορία στη Γαύδο) δεν μπορούσε να χωνέψει πώς ένας άνθρωπος που γίνεται Υπουργός έχει το δικαίωμα να δέρνει και να βρίζει, σαν να ήταν ο πιο κοινός χαφιές βασανιστής.
Αυτές τις μέρες πέρασαν από το Μεταγωγών εχτός από το Βασιλάκη και τον Καργόπουλο, ο Θόδωρος Πάγκαλος, εργάτης από το Ηράκλειο της Κρήτης, ο Χαράλαμπος Γκότζιος, εργάτης από τα Γιάννενα, ο Γιώργης Νικολαΐδης εργάτης από την Κοκκινιά, ο Παύλος Νεφελούδης, ιδιωτικός υπάλληλος απ' την Αθήνα. Οι τρεις από τους τέσσερεις είχαν πιαστεί πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη και ήταν η τελευταία καθοδήγηση που διαλύθηκε τότε και που ξανά συγκροτήθηκε (όπως και σ' όλη την Ελλάδα) μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς. Ακόμα πέρασε για την Ακροναυπλία ο Μιχάλης Σινάκος, αγρότης απ' την Χαλκιδική, βουλευτής του Λαϊκού μετώπου, ο Κώστας Οικονομόπουλος, τραπεζικός υπάλληλος απ' τη Θεσσαλονίκη, ο Μανώλης Πρωτονωτάριος, εργάτης απ' την Αθήνα, ο Νίκος Χαριτάκης, εργάτης από το Ρέθεμνος, ο Χρήστος Σούλας, εργάτης από την Αθήνα, ο Παναγιώτης Λουκαίας, εργάτης τυπογράφος απ' την Αθήνα (αυτοί οι δύο τελευταίοι αντιφασίστες, ήταν ο πρώτος τροτσκιστής κι ο δεύτερος που αύτον κιόλας τον έστειλαν στην Ανάφη, ενώ όλους τους άλλους στην Ακροναυπλία, αρχειομαρξιστής). Και ο Στέλιος Digitized by 10uk1s
Σκλάβαινας εργάτης από την Αθήνα, βουλευτής αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδος του Λαϊκού μετώπου και γραμματέας της Κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.Ε. Ο Σκλάβαινας είχε κάνει δήλωση μετάνοιας στη φυλακή της Κέρκυρας και τον έφερναν τώρα για κάποια δίκη στην Αθήνα. Αυτός ο πολλά δυστυχής άνθρωπος, που σαν βουλευτής μιλούσε στο κοινοβούλιο και τον θαύμαζαν ακόμα και οι αστοί πολιτικοί, είχε απομείνει ένα σωστο κουρέλι. Είχε παραλύσει και δεν ξεχώριζες τίποτα από τον παλιό κομμουνιστή Σκλάβαινα: «Τρεις μήνες δεν άκουσα και δεν μίλησα εξόν με το φύλακα όταν άνοιγε κι έκλεινε το κελλί μου... Τόση φοβερή ήταν η απομόνωση...». Όταν ένας νεολαίος του είπε ότι τέτοια, χειρότερη και μακρύτερη απομόνωση με βρισιές, πείνα, και βασανιστήρια, πέρασαν πολλοί κομμουνιστές στις ασφάλειες κι όμως άντεξαν, ο Σκλάβαινας παράλυσε. Πήγε πιο κει κάθησε σε μια γωνιά κι άρχισε να κλαίει: «Κει που με είχε ανεβάσει το λαϊκό κίνημα έπρεπε να έχω πεθάνει έκατο φορές, είπε μέσα από δάκρυα κι αναφυλλητά. Λέω τώρα πως κανένας μας δεν είχε καταλάβει το τόσο μεγάλο ψυχικό δράμα αυτουνού του δυστυχισμένου ανθρώπου. Σε λίγο τον φώναξαν να τον δει η γυναίκα του: «Έλα, σώπασε Στέλιο μου, του είπε... Γίνηκε ό,τι γίνηκε... δεν επανορθώνει τίποτα το κλάμα... Τώρα που θα γίνει η δίκη σου — έτσι τυπικά θα γίνει — θα μείνεις ελεύθερος... Κάτι είναι το να είσαι ελεύθερος...». Του μιλούσε πολύ τρυφερά, σαν όπως σ' ένα μικρό παιδάκι. Και ήταν οι μόνες λέξεις συμπόνιας κι ανθρωπιάς που άκουσε αυτός ο δύστυχος αποτυχεμένος στα δυο εικοσιτετράωρα που έμεινε σε κείνα τα μπουντρούμια. Όταν την επόμενη μέρα τον φώναξαν για το δικαστήριο, έφερε μια γεμάτη τσάντα με τρόφιμα που του είχαν φέρει οι συγγενείς του, την άφησε φοβισμένος πίσω από την πόρτα του θαλάμου μας κι έφυγε δίχως νάχει το θάρρος να μας μιλήσει, να μας ρίξει ένα βλέμμα, δίχως κι εμείς να του πούμε ένα τυπικό «ευχαριστώ». Θυμάμαι και τώρα πονώ για κείνη την κακή μας συμπεριφορά, σε κείνο τον πολύ πονεμένο κι απελπισμένο άνθρωπο, που μόλις κιόλας λίγο αργότερα, λυτρώθηκε από το δράμα του αυτό, πέφτοντας από τα βόλια των Γερμανών...
Με την εισβολή των Ιταλών στην Αλβανία και με το ξεθάρρεμα Αθηναίων και Πειραιωτών, η διχτατορία βάλθηκε ν' αρχίσει εξωραϊσμούς στο καθεστώς, περιορίζοντας τις αυθαιρεσίες και τις παρανομίες εκείνες που δεν ωφελούσαν τη διχτατορία. Συγκροτήθηκε λοιπόν μια επιτροπή από το νομάρχη Αττικής, τον Εισαγγελέα Εφετών και τον στρατηγό Αγγελέτο (αυτή η επιτροπή ίσως να υπήρχε κι από παλιότερα αλλά δεν λειτουργούσε) . Αυτοί λοιπόν οι κύριοι θ' αποφάσιζαν για την τύχη του κάθε ενάντιου στο καθεστώς που θα πιανότανε. Τυπικά πράματα, μα σε κείνη τη φασιστική μαυρίλα που ο κανόνας ήταν η αυθαιρεσία, έδειξε πως το καθεστώς, είχε να φοβάται τον Ελληνικό λαό. Η επιτροπή θα συνεδρίαζε στην Ειδική Ασφάλεια. Μαζί με μένα θα παρουσίαζαν κι άλλους έντεκα κομμουνιστές. Αυτούς μάλιστα τους κράταγαν χωριστά, σ' ένα δωμάτιο των γραφείων, τους έβγαζαν στην αυλή, τους καλόπιαναν, τους «έψηναν» (αυτό που λένε τώρα πλύση του εγκεφάλου δεν είχε βγει ακόμα) και τους προετοίμαζαν, να παραδεχτούνε στην επιτροπή την ενοχή τους, να καταθέσουν ότι οι «ανακριτές» τους φέρθηκαν με «στοργή», κι ότι τη δήλωση την έκαναν «αυθορμήτως». Τους είχανε διαλεμένους απ' εκείνους, που με την πρώτη φάλαγγα ή ακόμα με το πρώτο χαστούκι, παράδωσαν την ψυχή τους και στο μεταξύ διάστημα, είχανε γειάνει κιόλας οι πληγές τους — όσοι από αυτούς είχαν. Με την επαφή όμως που είχαν εδώ στο Μεταγωγών, λόγω και του Πάσχα, με πολλούς φίλους τους και συγγενείς, ξαναβρήκαν πάλι λίγο από το ηθικό τους, κι αποφάσισαν να καταγγείλουν. Στην περίσταση έκανα κι εγώ το κάτι τι μου κι αυτό το έμαθε ο Digitized by 10uk1s
Κομποχώλης. Γιατί όταν η κλούβα μας ξεφόρτωσε στην πλατιά πόρτα της Ασφάλειας, αυτός στεκότανε στο χωλ πελώριος και βλοσυρός. Είχα κατέβει τελευταίος και συγκεντρώνοντας όλη τη δύναμή μου πήδησα σε δυο δόσεις τα έξι ή επτά σκαλοπάτια και βρέθηκα επάνω: «Πάρτε αυτό το θρασύτατο υποκείμενο κάτω και δόστε του να καταλάβει! Πάρτε το ο ο ο!» βρυχιόταν ο Κομποχώλης. Όταν με κατέβαζε ο χωροφύλακας στο υπόγειο, έρριξα μια γρήγορη ματιά στους συντρόφους: Στέκονταν στο βάθος του χωλ σ' ένα ημικύκλιο. Είχανε χάσει το χρώμα τους από τις κραυγές και τα φοβερίσματα του Κομποχώλη, που βέβαια, γι' αυτούς κιόλας τάχε αφήσει. Η μάχη είχε χαθεί, σκέφτηκα. Τόντις κανένας δεν κατάγγειλε. Εκείνοι οι άνθρωποι, θέλανε καιρό πολύ για να ξαναβρούνε λίγο από τον περασμένο εαυτό τους. Και νομίζω πως το γένος των βασιλιάδων μας κι η μαύρη αντίδραση τουτουνού του όμορφου τόπου, σκόπιμα προσπαθούν να μικραίνουν το μπόι των Ελλήνων και να χαλάνε την ποιότητά τους.
Στεκόμουνα καταμόναχος στο πρώτο, το παλιό, το αγαπημένο κελλί, που τώρα εδώ κάτω τα πάντα έχουν βουβαθεί: Ούτε βρισιές, ούτε φωνές, ούτε σκοπός με τουφέκι, ούτε φοβέρες. Δεν περίμενα φάλαγγα, ούτε άλλο τίποτα, μάλιστα λογάριαζα και ξεμετρούσα τα λόγια που θάλεγα στην επιτροπή... Λίγο τόχεις διάολε, ν' αποχτήσεις με μιας τέτοια δικαιώματα, που να μπορείς να καταγγείλεις και να παραπονεθείς σε πρόσωπα πολιτικά, τέτοια, σαν το Νομάρχη Αττικής ή τον εισαγγελέα των εφετών της Αθήνας, ή ακόμα το στρατηγό Αγγελέτο! Α! σε τούτο το στερνό πρόσωπο, σταμάτησε το μυαλό μου: Αυτόν θα καταγγείλω πρώτο απ' όλους, τους άλλους δυο. Ύστερα γελούσα με τους λογαριασμούς μου, σάματις η επιτροπή δεν ήταν της διχτατορίας όργανο... Μα πάλι μετάβαλα και ξαναλογάριασα πως όπως και νάναι... Αν ήξερα να τα βάλω σε τάξη, να τα εκθέσω με τη σειρά, βάζοντας ως και το νι, ως και το σι, όπου χρειάζεται, έτσι που να γενούνε παραστατικά και γνήσια, θα κάνανε καλή εντύπωση στην επιτροπή κι ας μην έφερναν σε μένα το παραμικρό όφελος... Μπορεί, ποιος ξέρει; να κοβόταν η φόρα των «ανακριτών» και νάχουν τόφελος άλλοι... Ύστερα λέω: θα πω στον Αγγελέτο: «Δεν ντρέπεσαι να είσαι στρατηγός και να δέρνεις και να βρίζεις, σαν να ήσουνα ένα λουστράκι του δρόμου;». Ν' αραδιάσω τις βρισιές που μου πέταξε την πρώτη μέρα που με βάλανε στην "αίθουσα", μια - μια και με τον τρόπο — όσο μπορούσα — που τις ξεφούρνιζε ο στρατηγός, ύστερα να τους δείξω τα χτυπήματα στο πρόσωπο και στα χέρια, — αυτά δα θα τα βλέπανε κι αμοναχοί τους — να βγάλω τα παπούτσια να δούνε τα βγαλμένα νύχια, να τους πω για όλα μου τα σακατηλίκια, να γενώ στα γρήγορα ολοτσίτσιδος και να φωνάξω: «Ορίστε, κύριοι, πώς κάνει τους Έλληνες ο τρίτος Ελληνικός πολιτισμός του Βασιλιά μας!» Μα ξανά μετάνοιωσα για όλα. Τα βρήκα άνοστα και ρηχά, που μόνο κρυφά γέλια θα φέρνανε στα μέλη της επιτροπής... Θα τους ζητήσω καλύτερα να μ' αφήσουνε λεύτερο: Νόμο δεν παράβηκα, το σύνταγμα δεν καταπάτησα. Ή και δε γίνεται; «Στείλτε με, κύριοι, σε πολιτικό δικαστήριο να δώσω λόγο και να δικαστώ για τα εγκλήματά μου». Αυτό θα ζητήσω αποφάσισα... Έπαιρνα τις βόλτες μου στο κελλί χαρούμενος. Τώρα δε φοβόμουνα τίποτα. Έβλεπα μόνο κι αναθυμόμουνα τον εαυτό μου, όπως ήμουνα κειδά πριν από δυο τρεις μήνες: δειλιασμένος, ματωμένος, κουλουριασμένος στο παγωμένο πάτωμα, ατσίγαρος. Τώρα στεκόμουνα ορθός, πηγαινοερχόμουνα και κάπνιζα, περιμένοντας να βρεθώ μπροστά σε τρεις ανθρώπους, πρόσωπα επίσημα — επιτροπή — να παραπονεθώ, να καταγγείλω. Α, πρέπει να πω και για τους άλλους. Να τους προτείνω: Φέρτε το Γιωργιλά, το Χαρίτο, το γέρο Τάκε, να σας πούνε κι αυτοί για όλο τον κατατρεγμό των Ελλήνων, που μια μέρα θα πνίξουνε ξανά τη μοναρχία μια και καλή, μαζί με τους λακέδες της. Αυτή Digitized by 10uk1s
την τελευταία πρόταση την είπα κάμποσες φορές μ' άρεσε. Πρέπει ν' αρχίσω το λόγο μου από δαύτη. Θέλησα μόνο να τήνε ρετουσάρω, μα πάνω στην ώρα έγρουξ' η κλειδαριά και να ο «καλός» Παπαντρεόπουλος, ατσαλάκωτος, μειλίχιος, σκυφτούλης για να φαίνεται η φρονιμάδα κι η συνετότητά του. Μα δεν ξέρω η αφεντιά μου, που όλα σ' αυτό το σπίτι μ' υποψιάζανε, πώς εξήγησα την καλωσύνη του ανάποδα και σκέφτηκα να τον θίξω πετώντας του κείνο το Χριστιανικό τσιτάτο που κάποτες διάβασα στη μαρμαρόπετρα μιας βρύσης: «Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν», που θα πει: καθάριζε και την ψυχή σου και όχι μόνο το πρόσωπο και διαβάζεται το ίδιο μπροστά κι ανάποδα. Τώρα βλέπετε δε φοβόμουνα ακόμα και να βρίσω τους τυράννους, γιατί όπως είχαμε μάθει εξ αιτίας των Ιταλιάνων που στέκονταν τώρα δα στ' ακονισμένο σπαθί στα σύνορά μας, ο Βασιλιάς μας διάταξε τις ασφάλειες: «Στοπ! εις τας σωματικάς κακώσεις του λαού μου, όλων των Ελλήνων». «Κύριε Μανούσακα, άρχισε ο υπομοίραρχος, σήμερον εάν φανείτε ελάχιστα συνετός, θα αφεθήτε ελεύθερος!... Εμπιστευτικώς σας λέγω ότι η επιτροπή έχει καλάς προθέσεις για σας... Όχι! Όχι, μην υποψιαζόσαστε ότι θέλω να σας προτείνω δήλωση... Να έτσι, αν απλώς υποσχεθείτε — προφορικώς — ότι θα παύσετε να δράτε αντεθνικώς!». Και τραβώντας με λίγο από το σακκάκι, πρόστεσε με χαμηλωμένη τη φωνή του: «Ίσως η πατρίς μας Ελλάς χρειασθεί τας υπηρεσίας όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων». Μπικαρίστηκα με κείνο το «ανεξαιρέτως όλων των Ελλήνων...» αυτού του χαφιέ. Αναθυμήθηκα που μ' έσβηναν από Έλληνα, μ' ανέβαζαν και με κατέβαζαν Κρητικό, Τουρκόσπορο, Βούλγαρο, Ρώσο, άσε τ' άλλα κείνα τα πουστοπουτανιλίκια και μ' άνοιξε η όρεξη να τόνε θίξω αυτό το χαζομαλαγάνα: «Δηλαδή θέλετε να πείτε, του λέω, για τους Ιταλιάνους φασίστες που φτάσανε στα σύνορά μας. Έτσι; Και τι ανάγκη το λοιπόν μας έχετε εσείς οι ήρωες της "αίθουσας", εμάς τους βασανισμένους και νικημένους; Θα πάτε σεις με τον Κομποχώλη σας κι όλο το τσούρμο των βασανιστών! Τρέμε, Ιταλικέ φασισμέ, το φασισμό της "Τετάρτης Αυγούστου", είπα και καμάρωσα. Γιατί μικρό πράμα δεν ήτανε να μη λογαριάζω τους ήρωες της "αίθουσας", που μέσα σ' αυτό το άντρο επί τρεις μήνες δεν αναγνώριζα άλλο στον εαυτό μου, εξόν το πείσμα και το γινάτι του αδύναμου. Είχαμε φτάσει ωστόσο στο χωλ. Ο Παπαντρεόπουλος ή δεν το θέλησε ή δεν πρόλαβε να δώσει απάντηση στις ειρωνείες μου. Μερικοί από τους ήρωες της «αίθουσας» στέκονταν εκειδά σοβαροί. Δε μίλησαν ούτε καλό, ούτε κακό, ένας μονάχα μουρμούρισε σε τόνο λυπησάρικο που μ' έθιξε κιόλας: «Για δέστε που γίνηκε καλά ο Γιάννης... Εφτάψυχος άνθρωπος». Κι όλοι τους ήρθανε ξωπίσω μας.
Πάνω στα γυαλιστερά τοιχιά του γραφείου με την επιτροπή, κρέμονταν τα πορτραίτα εκείνων των ανθρώπων που καταργώντας τις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ελλήνων από τρία χρόνια τώρα ντροπιάζανε την ιστορία του τόπου τούτου στα κράτη, σ' όσα ως τότες, είχαν απομείνει ελεύθερα από το φασισμό. Απέναντι σ' άλλη σειρά κρέμονταν τα κάδρα του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Δυσέα, του Μακρυγιάννη, του Νικηταρά. Αναρωτήθηκα για τη συγγένεια που είχανε οι δυο αντικρυστές σειρές τα πορτραίτα. Από τη μια μεριά οι κατατρεγμένοι και δολοφονημένοι ήρωες. Από τη μια οι αθάνατοι, από την άλλη οι σκορπιοί. Μα ήτανε της μοίρας να δοκιμάζει κανείς όλο και καινούριες συγκινήσεις, όσο θα βρισκόταν σ' αυτό εδώ το σπίτι;...
Άψογοι και σεβάσμιοι από ηλικία, περιβολή και ύψος, κάθονταν σε δυο βαριές πολυθρόνες τα μέλη της επιτροπής. Γεμάτα καλωσύνη κούνησαν ελαφριά τις κάρες τους, όταν τοποθετήθηκα μπροστά Digitized by 10uk1s
από το τραπέζι τους και τους χαιρέτισα. «Ας αρχίσουμε, είπε αμέσως, ο απόστρατος στρατηγός, Νομάρχης Αττικής Κισσόπουλος, εφόσον ο κύριος Αγγελέτος, λόγω αδιαθεσίας δεν θα παρευρεθεί». Ο εισαγγελέας Εφετών της Αθήνας συμφώνησε και παίρνοντας ένα μάτσο φύλλα γραμμένα χαρτιά πάνω από μια στίβα, πήρε να τα φυλλομετρήσει, ήταν ο φάκελός μου. Ο Μπαρλογιάννης, που στεκόταν δίπλα στο καρυδένιο τραπέζι, απλώνοντας πάνω του ένα χάρτη το σκέπασε. Πάνω κει είχε ζωγραφισμένα σκαριφήματα διάφορα, γραμμές αχτινωτές, κουκκίδες, δρόμους κι ένα σωρό άλλες καλικατούρες που έπιαναν όλη την έκταση της Αθήνας. Καμάρωσε ο Μπαρλογιάννης, όταν ο στρατηγός απλώνοντας τα λευκά και περιποιημένα χέρια του πάνω στο χάρτη, τον τράβηξε λίγο κοντά του, κι άρχισε την εξέταση. «Βλέπω, κύριε υπομοίραρχε, ότι εκπονείτε ωραία σκαριφήματα. Ασφαλώς θα έχετε σπουδάσει τοπογραφίαν ή θα προέρχεστε εκ των τάξεων του στρατεύματος, είπε ο στρατηγός, ενώ ο Μπαρλογιάννης που δεν κατάλαβε τη λεπτή ειρωνεία, καμάρωσε: «Όχι, στρατηγέ μου, είπε, ανεδίφησα όμως επί νύχτας ολοκλήρους, στρατιωτικάς εγκυκλοπαιδείας». «Καλώς! Ας αρχίσουμε λοιπόν κύριε υπομοίραρχε». Παίρνοντας τότε ο Μπαρλογιάννης στο χέρι ένα χάρακα τον έθεσε με πολύ σπουδαίο τρόπο σε μια κουκκίδα στην άκρια του χάρτη: «Εδώ! είπε, το κέντρον επαφών Αγίων Αναργύρων. Είναι όπως βλέπετε στρατηγέ μου, το πλέον απομεμακρυσμένον σημείον της οργανώσεως, ήτις καθοδηγείτο υπό του Μανούσακα». «Μα αυτού παιδί μου σημειώνεται εκκλησία! Τι; δια να προσεύχεται προσήρχετο αυτού ο κύριος Μανούσακας!». «Όχι, στρατηγέ μου. Αφού ο Μανούσακας ως και εν τη εκθέσει εμπεριστατωμένως αναφέρεται — πιστεύει εις την θεωρίαν του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, ήτις τον κατέστησεν, συν τοις άλλοις, και άθεον, αλλά κάπου εδώ πλησίον του Ναού, προφανώς εις τινα οικίσκον — μη δυνηθείσης της υπηρεσίας ημών να αποκαλύψει πλήρως — είχε τας μυστηριώδεις επαφάς του, μετά των εργατών της υφαντουργίας». «Καλά, καλά! Προχωρήστε παρακαλώ, είπε ο στρατηγός. Ο Μπαρλογιάννης που κάπως είχε θιχτεί, θέλοντας να δείξει στο στρατηγό κάτι το χειροπιαστό, τράβηξε το χάρακα κατά το Νότο, σταματώντας τον πάνω σε μια μεγαλούτσικη κουκκίδα, που απ' αυτήν ξεκινούσαν αχτιδωτές γραμμίτσες με μικρές κουκκιδίτσες στις άκριές τους. Κάτω από τη μεγάλη κουκκίδα είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα: «9ον ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΑΡΡΕΝΩΝ». Κάτω πάλι από τα κεφαλαία μέσα σε μια παρένθεση (παίδες: Αρχηγός. Ανδρεαδάκης Κ. του Κ.). «Εδώ, στρατηγέ μου, κατώρθωσεν ο σατανικός ούτος άνθρωπος όστις ίσταται προ υμών — και μάλιστα βλοσυρός» — «Καλά - καλά, συνεχίστε παρακαλώ», ψέλλισε ο στρατηγός —. «Κατώρθωσεν λέγω, την συγκρότησιν ανατρεπτικής οργανώσεως, συλληφθέντος του τε αρχηγού αυτής Ανδρεαδάκη Κων)νου του Κων)νου, ετέρων εξ οδηγών, ενός εκδορέως, μάλιστα ερασιτέχνου πυγμάχου, χρησιμοποιουμένου ως συνδέσμου, μη δυνηθείσης της υπηρεσίας ημών, όπως εξαρθρώσει πλήρως την ανατρεπτικήν ταύτην εν τω εθνικώ τούτω διδακτηρίω οργάνωσιν, υπολογιζομένων των μελών αυτής (συστασιωτών τε και οδηγών) πλέον των διακοσίων, λόγω επεμβάσεως ανωτέρων παραγόντων, μη επιτρεψάντων των νεωτάτων, ως εν Γερμανία, μεθόδων Digitized by 10uk1s
ανακρίσεων». Διαδόθηκε τότε πως εξ αίτιας μιας μεσολάβησης κάποιας κυρίας της τιμής εις το παλάτι, διάταξε ο Βασιλιάς να μη βασανίζουνε τους μαθητές. Ωστόσο όπως έμαθα τον Κ. Ανδρεαδάκη που τον απέβαλαν κι απ' όλα τα γυμνάσια του κράτους, τον βασάνισε ο Μπαρλογιάννης αρκετά. Αυτά τα τελευταία λόγια για τις γερμανικές μέθοδες, τάβγαλε ο υπομοίραρχος, χαμηλώνοντας τη φωνή του και γρήγορα, σαν να ζητούσε να μην ακουστούν παρεχτός από τα δυο μέλη της επιτροπής. Ο Νομάρχης Αττικής πούχε κακοκεφιάσει από την πρώτη στιγμή που αντίκρυσε κείνο το «χάρτη», έπαιξε τα σβέλτα διαπεραστικά ματάκια του και ρώτησε: «Δηλαδή, κύριε υπομοίραρχε, θα συνελαμβάνοντο διακόσιοι μαθηταί εκ του 9ου Γυμνασίου αρρένων;» «Πλέον των διακοσίων στρατηγέ μου, διά της αντεθνικής δράσεως, του ισταμένου προ των υμετέρων εξοχοτήτων ατόμου, ηρνήθησαν να εγγραφώσι εις την εθνικήν οργάνωσιν νέων και να ενδυθώσι την στολήν του φαλαγγίτου...». «Καλώς, καλώς!», είπε πάλι πιο δυσαρεστημένος ο στρατηγός, όταν ο Μπαρλογιάννης ανασύροντας από την τσέπη του ένα μπακλαβωτό μαντήλι σκούπισε τον ιδρώτα του. «Και τώρα θα μου επιτρέψετε, κύριε υπομοίραρχε, να εκλέξω μόνος μου τα σημεία». Και δίχως να περιμένει την άδεια του Μπαρλογιάννη, έβαλε το δάχτυλο στο μέρος όπου, με δυο κουλουράκια το ένα μέσα στο άλλο στριμωγμένα μέσα σ' ένα τριγωνάκι, σημείωνε την κάμαρή μου εκεί στην οδό Κρίσσης, στο σπίτι της κερά Κοκκίνενας, που απ' εδώ ξεκινούσαν όλες οι κοντές, οι μακριές, οι ψιλές, οι παχές, αχτινωτές γραμμές που σκέπαζαν όλη την περιοχή της Πρωτεύουσας και τις συνοικίες. (Λόγω τιμής κόντεψε να πάρω ύφος στρατηγού, να κορδωθώ γιατί βέβαια, αφού το σπίτι μου τόχε κάνει στρατηγείο ο Μπαρλογιάννης, τι άλλο θάμουν εγώ), μα να, που ο πραγματικός στρατηγός που με δίκαζε κιόλας, βάζοντας το δάχτυλο πάνω στο τριγωνάκι είπε: «Εδώ! εις αυτό το σημείον το οποίον παριστάνεται δι' οφθαλμού παγωνίου... Τι συνέβαινε εδώ;». «Μα η οικία του υπό κρίσιν ανατροπέως, στρατηγέ μου, ο οποίος καθοδηγεί την υπ' αυτού συσταθείσαν οργάνωσιν», είπε ο Μπαρλογιάννης με φανερή στεναχώρια για κείνο, το «οφθαλμόν παγωνίου», του στρατηγού. Ο εισαγγελέας που συνέχιζε ν' ανασκαλεύει τα χαρτιά — ογκώδη φάκελο — το νομάτισε, χασμουρήθηκε, η αλήθεια με διακριτικότητα, βάζοντας και το χέρι του μπροστά απ' το ολάνοιχτο στόμα, για τέταρτη φορά, έκανε νόημα στο Νομάρχη να συνεχίσει τη μελέτη του χάρτη — και ήτανε βέβαια σωστό — τι ιδέα μπορεί να έχει ένας εισαγγελέας, από στρατιωτικούς χάρτες! Ο στρατηγός μετακούνησε το δάχτυλό του σταματώντας το πάνω σε μια μεγαλούτσικη κουκκίδα: «Εδώ;... επί της οδού Δάφνης νομίζω ευρισκόμεθα, τι συνέβαινε εδώ;». Αυτού η οικία του Ανδρεαδάκη Κων)νου (του Ευαγγέλου) σημείον όλων των συνδέσεων της οργανώσεως ή άλλως, κατά κομμουνιστικήν ορολογίαν: "κεντρική γιαύκα". Το εν λόγω δε άτομον (Ανδρεαδάκης), πάλαι ποτέ πρόεδρος του σωματείου των εργατών σιδήρου Αθηνών, ανεστάτωνε — τη περιόδω εκείνη — δι' απεργιών και άλλων αναρχικών εκδηλώσεων, την τε πρωτεύουσαν και το επίνειον αυτής Πειραιεύς. Η δε έκνομος και αναρχική αυτού δράσις, ως προκύπτει εκ των εν τοις αρχείοις των υπηρεσιών ημών στοιχείων, άρχεται προ δεκαπενταετίας και πλέον. Δεν κατέστη δε δυνατή η αποκάλυψις των αμέσων συνεργατών αυτού, παρά την χρησιμοποίησιν όλων των Digitized by 10uk1s
συγχρόνων επιστημονικών μεθόδων ανακρίσεως, καθ' ότι, κατά το κοινώς λεγόμενον είναι «μεγάλη αλεπού». Δέκα μέρες πάνω - κάτω πριν τη συνεδρίαση τούτη της επιτροπής ο πρόεδρος των σιδεράδων είχε μείνει ελεύθερος, λευκός σαν περιστέρι. Όσο τώρα για το κατηγορητήριο, η επιτροπή δεν ζήτησε να «προσαχθεί». Αν και δεν πιστεύω να δυσαρέστησε ούτε λίγο η ασυνάρτητη πολυλογία του Μπαρλογιάννη, ούτε η λέξη που κομπιάζοντας άφησε: «αλεπού», γιατί ο στρατηγός γελώντας και παίζοντας λίγο τα χέρια του έφερε και σκέπασε με τις γυαλιστερές απαλαμίτσες του το κέντρο του στρατηγικού χάρτη, λέγοντας πάλι κείνο που τόσο όμορφα το πρόφερε: «Καλώς». Κι απότομα καρφώνοντας τα έξυπνα αγαθούλικα και σβέλτα ματάκια του επάνω μου μ' αρώτησε δίχως μίσος, κάκητα ή πάθος: «Τι λέτε εσείς δι' όλα αυτά, δια τα οποία κατηγορείστε, κύριε Μανούσακα;». Ήμουν απροετοίμαστος, δεν περίμενα τόσο γρήγορα την ερώτηση, μια που η έκθεση δεν είχε ακόμα διαβαστεί, μα κατάφερα να πω: «Ψέματα! Όλα, κύριε νομάρχη, είναι ψέματα!... όλα, όλα!». Και τόντις. Όπως ο Μπαρλογιάννης είχε φτιάσει τέρατα τα κουνούπια, δεν έλεγε κανένας ψέματα αν τάβγαζε όλα εκείνα ψέματα... Πίσω από μένα στεκόταν ο Παπαντρεόπουλος, έθεσε λοιπόν το χέρι του στον ώμο μου, μα με τέτοιο τρόπο σαν να ήθελε μ' αυτό να μου πει πως είχα το ελεύθερο να πω όσα ήθελα κατά του Μπαρλογιάννη. Πίσω πάλι από τα μέλη της επιτροπής — αντίκρυ μου — στέκονταν οι ανθυπομοίραρχοι Νικολόπουλος και Γιαννακόπουλος, πολλές φορές είχα πιάσει τα ειρωνικά βλέμματά τους καρφωμένα στον Μπαρλογιάννη, όταν ιδρωκοπούσε για να δώσει κείνες τις «επεξηγήσεις» του στρατηγού πάνω στο «στρατηγικό» του χάρτη. Μα πρέπει ακόμα να πω πως αυτόν τον καιρό που κάπως είχε σπάσει ο πάγος, άκουσε ένας κρατούμενος σε ώρα ανακρίσεων, να λέει ο Νικολόπουλος στον άλλο ανθυπομοίραρχο: «Σ' εχτιμώ, ρε Γιαννακόπουλε, γιατί 'σαι λεβεντόπαιδο και σου λέω: Αν κολλήσει το τρίτο αστέρι ο Μπαρλογιάννης από την υπόθεση του Μανούσακα, που στάθηκε ανίκανος να τόνε ξεσκεπάσει, κι απόμεινε υπόθεση σαπουνόφουσκα, αν και στοίχισε στο γκουβέρνο πάνω από μισό εκατομμύριο, για να μασάει και να κάνει δώρα στους τρανούς, θα ζητήσω μετάθεση... Και μάλιστα στα Γκράβαρα! Καλύτερα να βλέπω και νάχω να κάνω με διακονιαραίους, παρά να βλέπω τούτες τις αδικίες. Έχω χαλάσει τη ζωή μου κυνηγώντας και δίνοντας ξύλο στους κομμουνιστές, εδώ και στην Καβάλα, που θάχανε ψοφήσει αν τόδινα σε ζώα, χίλια μουλάρια, αλλά συχάθηκα το σώμα, από τούτα που βλέπω τον τελευταίο καιρό». Τα μέλη της επιτροπής συνεχίζανε βέβαια τη δουλειά τους: Ο ένας να χασμουριέται βαριεστημένα, να ξεφυλλίζει το «φαρμακείο». Ο άλλος, ο Νομάρχης της Αττικής, τη στιγμή που ο υπομοίραρχος μουρμούριζε παραπονιάρικα ότι «πρέπει να διαβαστεί και η έκθεση στρατηγέ μου», ο στρατηγός, σήκωσε το χέρι, το στριφογύρισε στον αέρα σαν να έπαιζε μονά - ζυγά και περνώντας στα γρήγορα το γελαστό, με λίγη ειρωνεία βλέμμα του, πάνω απ' όλα τα πρόσωπα που βρίσκονταν στο δωμάτιο, τ' άφησε να πέσει από τύχη, ανοίγοντας το δείχτη σ' ένα σημείο του χάρτη, σκεπάζοντας μια από τις πιο μεγάλες κουκκίδες του. Πάν' από κείνη την κατάμαυρη κουκκίδα κάθονταν δυο λέξεις με κατάμαυρα κεφαλαία γράμματα: «ΑΚΤΙΣ ΓΟΥΒΑΣ». Από κάτω σε παρένθεση ένα ονοματεπώνυμο και συνέχεια μέσα στην ίδια παρένθεση, σε άλλη παρένθεση, με κεφαλαία: «ΜΠΙΛΙΜΠΟΜ». Από κάτω με ψιλά - ψιλά που μόλις μπόρεσα να τα διαβάσω: «Γραμματέας της αχτιδικής επιτροπής Γούβας». Digitized by 10uk1s
Ε! λοιπόν, βλέποντας και την κιτρινίλα κι όλο το αξιολύπητο σουλούπι του Μπαρλογιάννη, πήγε να σπάσει το στήθος μου από μια ακράτητη επιθυμία να γελάσω: Ο καλός μας ο Μπιλιμπόμ είχεν επιστρατευτεί για την εξοικονόμηση της περίστασης, σε γραμματέα της αχτιδικής επιτροπής Γούβας. (Κείνον τον καιρό τέλος της Άνοιξης του 1939, δεν ύπαρχε στην Αθήνα ούτε μια αχτιδική επιτροπή, ή άλλη κατώτερη οργάνωση του Κ.Κ.Ε. που να δρα. Ο δε Μπιλιμπόμ, δεν υπήρξε ποτέ μέλος του K.K.E.). Μια όμως που ο Μπαρλογιάννης έφτιαξε αχτίδα στην Γούβα, έπρεπε να κάνει πυρήνες, γιατί δίχως πυρήνες δεν υπάρχει αχτίδα. Τράβηξε λοιπόν τρεις αχτινωτές γραμμές, ξεκινώντας απ' την κουκκίδα και συνέχεια άλλες τρεις από τις άκριες της κάθε μιας γραμμής, γραμμίτσες κι ορίστε η παράσταση της αχτίδας της Γούβας στο χάρτη του υπομοίραρχου, με τους εννέα πυρήνες της... Τι γινόταν όμως εδώ; Οι δυο από τις αχτινωτές τριάδες έμοιαζαν καταπληκτικά με τεντωμένα πόδια ψόφιου πουλιού. Η άλλη πάλι, που αυτή απλωνότανε, σκεπάζοντας το στάδιο με τον πίσω του λόφο, που ο Μπαρλογιάννης παράσταινε τον τόπο στο σκαρίφημα με λεπτές κυκλικές γραμμούλες (υψομετρικές ισοδιαστάσεις τις νοματίζουν οι μηχανικοί), χαράζανε στα τρία τις τρεις γραμμίτσες, κάνοντάς τις να μοιάζουν με ολοζώντανο πόδι καρακάξας... Κρατήθηκα όμως πάλι και δεν γέλασα. Και κρατήθηκα, γιατί κάθε τόσο ο εισαγγελέας που μελετούσε το φάκελό μου, μελετούσε και μένανε τον ίδιο, κοιτώντας με, πότε πάνω και πότε κάτω από τα γυαλιά του, μ' έκοβε που λένε, και λόγου μου πάλι, έπαιρνα ύφος του ανίδεου, του αγαναχτισμένου, του κατάπληχτου και του αδικημένου: Έλπιζα! Η ζωή μου εκεί ήταν αλυσίδα ελπίδες... Ένα γέλιο μου, μπροστά σε κείνα τα σεπτά μέλη, εκείνης της επιτροπής θα μου έκαιγε κείνη την ελπίδα μου. Κρατιόμουνα το λοιπόν, αν και σε τέτοιο βαθμό ζοριζόμουνα, που νόμιζα ότι κουνιόνταν τ' αυτιά μου... Όταν όμως τελειώνοντας τις επεξηγήσεις στο στρατηγό, τον διαβεβαίωνε, ότι «λόγω του δυστρόπου και του σκληρού χαρακτήρος του Μπιλιμπόμ» δε γίνηκε μπορετό να εξαρθρωθεί η οργάνωση της Γούβας, που κατά τις πληροφορίες της Ασφάλειας ο αριθμός των μελών της έφτανε τα εκατόν πενήντα!... Κι όταν γυρνώντας το λόγο για το άτομό μου, που ωστόσο με το άναμμα και με τη ζέστη της ημέρας εκείνης, έτρεχε ο ιδρώτας μουσκεύοντας τις μισογιατρεμένες πληγές, δίνοντας στο κορμί μου αφάνταστη φαγούρα, πρόστεσε με στόμφο: «Η δε απόστασις εκ της οδού Κρίσσης οικίας Μανούσακα, έως εις το κέντρον του συνοικισμού Γούβας, κατά οριζόντιον μεν διεύθυνσιν απέχει περί τα πέντε χιλιόμετρα, κατά δε οδικήν τοιαύτην...». Εδώ δεν άντεξε άλλο ο στρατηγός να παίρνει μαθήματα τοπογραφίας απ' ένα χωροφύλακα, έστω και γαλονά, στα γρήγορα δίπλωσε το χάρτη στα τέσσερα: «Μετέβαινε και δι' αέρος ο κύριος Μανούσακας εις τον οικισμόν Γούβας κύριε υπομοίραρχε;...». (Ούτε και μέχρι τότε, ούτε και μέχρι σήμερα που γράφω για κείνα τα περιστατικά και πούχουνε περάσει τριάντα ολόκληρα χρόνια, δεν έλαχε να πάω σ' αυτή τη συνοικία της Γούβας). «Όχι στρατηγέ μου, αλλ' ανεφέρθην εις τας αποστάσεις δια να καταδείξω...». «Καλώς! καλώς!», είπε ο στρατηγός, κάνοντας αέρα στο ιδρωμένο πρόσωπό του με το διπλωμένο χάρτη, κι ελόγου μου, που δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο, ξέσπασα, σ' ένα νευρικό γέλιο ώσπου δαγκώνοντας τη γλώσσα μου κατάφερα να το σταματήσω... μα όπως κατάλαβα τα μέλη της επιτροπής δεν το θεώρησαν ασέβεια, για τις εξοχότητές τους. Από τα μεγάλα παραθύρια έμπαινε απαλά μια αρωματισμένη ζεστή νοτιά. Χάιδευε ανασηκώνοντας τα λευκά μαλλιά στις ακριβές κάρες των μελών της επιτροπής. Ο Μπαρλογιάννης είχε ο καημένος καψωθεί. Το αμπέχωνό του είχε υγραθεί στις αμασχάλες του, έκανε ν' ανοίξει κάνα κουμπί, μα κατά πως φαινόταν, τον σταματούσε το πρωτόκολλο. Ήταν απ' όλους μας εκεί μέσα κι απ' όλες τις μεριές, ο πιο αξιολύπητος και για το μόνο που μπορούσε κανείς να θαυμάσει ήταν ότι δεν είχε χάσει το θάρρος και την ψυχραιμία του, από τις τόσες ειρωνείες του στρατηγού, προτέρημα που κάνει τους μικρούτσικους ανθρώπους να «πετυχαίνουν». Digitized by 10uk1s
Ο στρατηγός του ζήτησε ακόμα μια τελευταία εξήγηση: «Είπατε, κύριε υπομοίραρχε, ότι θα συνελαμβάνοντο έκατον πεντήκοντα πολίται εις τον συνοικισμόν Γούβας!... νομίζω;». «Βεβαιότατα στρατηγέ μου! Διότι παρά την άρνησιν του γραμματέως (εδώ εννοούσε το Μπιλιμπόμ) να αποκαλύψει τους συνεργάτας αυτού, η υπηρεσία ημών ευρίσκετο επί τα ίχνη... Ανεκόπη δε το έργον της ολοσχερούς εξαρθρώσεως, λόγω της εισβολής εις Αλβανίαν του...». Με το «καλώς» τον σταμάτησε πάλι ο νομάρχης, που κιόλας στράφηκε με μιας στ' αριστερά του: «Ο κύριος εισαγγελεύς μήπως έχει καμίαν απορίαν επί του... χάρτου;». Δεν είχε. «Ας προχωρήσει όμως ο κύριος υπομοίραρχος εις την ανάγνωσιν της εκθέσεως», πρότεινε. Το διάβασμα κράτησε κάμποση ώρα κι ήταν ένας καθρέπτης του χάρτη, κι αλήθεια το διάβασμα αυτό έφερε χασμουρητό ως και σε μένα και τέλειωσε έτσι: «Δεν υπέβαλεν δήλωσιν μετανοίας, ούτε προέβη εις αποκαλύψεις, παρ' όλας τας πιέσεις ας υπέστη». «Προτείνεται η εκτόπισις του Μανούσακα Ιωάννου του Εμμανουήλ και της Αργυρής, κατοίκου Αγίου Κωνσταντίνου Ρεθύμνης Κρήτης, δι' εν έτος εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως Κομμουνιστών Ακροναυπλίας, ως άκρως επικινδύνου δια την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν». Όταν τέλειωσε την ανάγνωση σταμάτησε παράμερα. Δε μούκανε καμιά ξεχωριστή εντύπωση η πρότασή του. Αλλά τώρα είχε κολλήσει επίμονα στην ψυχή και στο μυαλό μου ένα «γιατί». Γιατί τα μέλη της επιτροπής, που από μισή ώρα παρατηρούσα και μελετούσα, να μην είναι στην υπηρεσία του τόπου τούτου και του λαού μας; Πράοι, καλωσυνάτοι, δίκαιοι... Γιατί να υπηρετούνε το φασισμό κι εκείνη τη σογιά που δεν έδωσε ποτές ούτε μια σταγονίτσα από το αίμα της για τούτη την ιδρωποτισμένη και τη ματωβαμμένη γη που λέγεται Ελλάδα;... Είχα βγει έξω από τη λογική, όταν ο νομάρχης της Αττικής σήκωσε τα χέρια του, σαν νάθελε να με τυλίξει με όλη την καλωσύνη της ψυχής του: «Έχομεν, είπε, όλην την καλήν πρόθεσιν τόσον εγώ όσον και ο κύριος εισαγγελεύς κατ' εξουσιοδότησιν και του στρατηγού Αγγελέτου, να σας αποδώσουμε εις την κοινωνίαν αρκεί να έχουμε την ελάχιστην ιδικήν σας βοήθειαν». Κι ανασηκώνοντας πιο ψηλά το ένα χέρι, άρχισε σαν να γράφει στον αέρα και ν' απαγγέλει: Μία απλή δήλωση... «Όχι!... Μία απλή προφορική υπόσχεσή σας, ότι θα σταματήσετε την έκνομον δράσιν...». «Μα δεν παράβηκα τους νόμους κι επιθυμία μου είναι να βρεθώ μπροστά στη δικαιοσύνη της πατρίδας μου για να δώσω λόγο των πράξεών μου», είπα κόβοντας το νομάρχη Αττικής. Τότε προλαβαίνοντάς τον, το λόγο πήρε ο εισαγγελέας: «Μα αυτός ο ογκωδέστατος φάκελος, ο οποίος προέρχεται από τας αστυνομικάς αρχάς της ιδιαιτέρας σας πατρίδος; Δεν πιστεύω η βασιλική χωροφυλακή να έχει προηγούμενα μαζί σας!...».
Είχε βέβαια. Γιατί μια φορά η αστυνομία κυνηγούσε τους κακοποιούς και τους κλέφτες, μα τώρα σε πρώτο πλάνο έχει τους αντιφασίστες αντίπαλους του καθεστώτος, μα δεν τους απάντησα. Είχε πέσει και στηλώθηκε η ματιά μου σε μια πυκνογραμμένη κόλλα απ' εκείνες που ανασκάλευε ο εισαγγελέας και τις έλεγε φάκελο. Στην πάνω της μεριά ήταν καρφιτσωμένη μια φωτογραφία ενός αμέριμνου νέου ανθρώπου, του εαυτού μου... Βόγγησε η ψυχή μου: Να με λοιπόν εκεί, τότε που δεν είχε γνωρίσει το κορμί μου, παρεχτός τις βιτσιές της δασκάλας μου, τα χτυπήματα των Digitized by 10uk1s
συνομηλίκων μου στους ατέλειωτους παιδοκαυγάδες και τους πετροπόλεμους. Μάτωσε η καρδιά μου βλέποντας κείνο το αμέριμνο παιδί, που τώρα ώριμος άντρας, μαστιγωμένος, καθυβρισμένος και συκοφαντημένος, στεκότανε κειδά σαν ένοχος, να δώσει λόγο για τις πιο νόμιμες κι ευγενικές πράξεις που η ιστορία είχε βάλει στη γενιά μας... Ένας κρύος ιδρώτας περιχύθηκε στο πληγιασμένο μου κορμί κι ένα αίστημα φρίκης ένιωσα να δέρνει την ψυχή μου, τη δυστυχισμένη. Κοίταξα τα γεμάτα καλωσύνη μέλη της επιτροπής, το βλοσυρό, τον απαίσιο, το φριχτό βασανιστή Μπαρλογιάννη... Ο εισαγγελέας κρατώντας ένα φύλλο χαρτί το ανέμιζε σαν νάθελε να πει στο στρατηγό: «Για προσέχτε!» Μετά γυρνώντας κατά μένα: «Σας συγχαίρω παιδί μου, λέει. Εδώ σ' αυτό το έγγραφο αναφέρεται ότι επί τριετίαν υπήρξατε πρόεδρος της κοινότητάς σας, καθώς και εργατικός και έντιμος άνθρωπος... Και τόσο νέος!... Αλήθεια, τόσο νέος πρόεδρος!...». Ύστερα ξαναπήρε το λόγο ο στρατηγός προτείνοντάς μου ξανά για την απλή «υπόσχεση». Είπα να δώσω τέλος, με σύντομο και ορθό τρόπο στο διάλογο μ' αυτούς τους ηλικιωμένους ανθρώπους, που καμιά δύναμη, ούτε εξουσία είχανε, για να μου δώσουνε το δίκιο μου: «Μα δε μου ζητούσε τίποτα παραπάνω αυτός, — έδειξα τον Μπαρλογιάννη — όταν αιμόφυρτος σφάδαζα και βογγούσα κάτω από την μπότα και το βούρδουλά του!». Ένα χέρι ένιωσα ν' αρπάζει στην πλάτη μου το ρούχο τραβώντας με κατά έξω. Αναστήθηκα μ' όλη τη δύναμή μου για να προστέσω: «Δεν παράβηκα κύριοι τους νόμους και το σύνταγμα της πατρίδας μου! Αυτά τα τσαλαπάτησε η βασιλική μπότα κι ο ήρωας του Ρούπελ...». Ενα τράνταγμα μ' έφερε στο διάδρομο, χωρίς ωστόσο ν' αφήσω από τη ματιά μου τα μέλη της επιτροπής που τώρα είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπά τους κατάπληξη και απορία: «Σ' αυτό το σπίτι βρυχήθηκα: το αίμα, το δάκρυ και ο βόγγος των Ελλήνων! Αίσχος!». Μ' έσπρωχνε ο Παπαντρεόπουλος ώσπου βρεθήκαμε στο χωλ. Εκεί χτυπώντας τα δυο του δάχτυλα στο μέτωπό του είπε: «Πάψε επιτέλους Γιάννη, κατέστρεψες το μέλλον σου». «Αίσχος και σε σένα κύριε», του είπα τραβώντας το ρούχο μου, τρέχοντας κατά τη σκοτεινή πορτούλα που κατέβαινε στα υπόγεια.
Βολτάριζα πάνω στα σάπια σανίδια του πρώτου κελλιού, κοιτούσα τις τρομαγμένες κατσαρίδες που τώρα σαν να είχανε την κυριαρχία του υπογείου, έτρεχαν να χωθούν. Βουίζανε τ' αυτιά μου, η καρδιά μου χοροπηδούσε σαν να γύρευε ν' αφήσει το στήθος μου και να πετάξει: «Αυτά τα αγαθά, τα άψογα μέλη της επιτροπής... Αυτός ο Μπαρλογιάννης ο φορτωμένος μ' όλη τη Digitized by 10uk1s
σκληρή μοίρα του μικροαστού, κάνοντάς τον αδίσταχτο να πατήσει πάνω σ' εκατοντάδες κορμιά για να ξεφύγει τη σκληρή αυτή μοίρα του, να φτάσει ώσπου να γίνει "αγαθός, καλωσυνάτος, μεγαλόκαρδος" όπως ταιριάζει να είναι η "υψηλή ιεραρχία" της κρατικής εξουσίας». Πήρα ύστερα να λογαριάζω τις μέρες που πέρασα σε τούτο το υπόγειο: ματωμένος, δειλιασμένος, ατσίγαρος και πεινασμένος. Την άπειρη καλωσύνη, τον οίχτο και την αλληλεγγύη, την ατέλειωτη ανθρωπιά των ανθρώπων που μαζί τους έζησα και ξεχωριστά με κείνους που βρέθηκα σε τούτο το πρώτο κελλί, που μου το έκαναν αγαπημένο... Θυμήθηκα τη σεμνότητα του Ηλία Χαρίτο, την καλωσύνη του Γιωργιλά, τη λεβεντιά του Γρηγορόπουλου, την αγάπη του Καρδαμύτση, του Καραμαλέγγο, του Μπιλιμπόμ, τη δυστυχία του Τσιτώνη και την αγαθότητα του Αγγελικόπουλου. Αναρρίγησε το είναι μου για όλες τις δυστυχίες που πέρασαν εκείνα τ' αγαπημένα μου πρόσωπα, που κατάφερε ο βούρδουλας να τους κάνει «ελεύθερους» με γεμάτη πονέματα την ψυχή τους. Βολτέρνοντας επιτιμούσα και τον εαυτό μου, που δεν κατάφερα να τους τα πω χύμα, που η ακριβοπληρωμένη καλωσύνη της επιτροπής, μ' έκανε να τα χάσω, να κομπιάσω. Κι ύστερα ο χάρτης και η έκθεση του Μπαρλογιάννη, μ' έβγαλαν έξω από τη λογική λογαριάζοντας να τελειώσω μια ώρα αρχίτερα. Μα πάλι σκέφτηκα πως στο βρόντος θα μιλούσα, καλά έκανα το λοιπόν. Γιατί κι αν ακόμα έπειθα κι απόδειχνα στην επιτροπή, πως νομικά ήμουνα λευκή περιστερά, μπορεί να μην είχανε τη θέληση, όπως είχανε τη δύναμη να μου δώσουνε το δίκιο μου. Γιατί τότες, ποιος ο λόγος να υπηρετούνε τη θέληση και το δίκιο του φασισμού... Καλά λοιπόν έκανα μετά σκέφτηκα: δεν χρειάζεται νάχει κανείς πολλές κουβέντες με «τεταρτοαυγουστιανούς». Σε λίγο κατέβηκαν λίγοι, από τους πριν λίγο «ανακριτές» και ζήτησαν κουβέντα μαζί μου. Μα δε θέλησα. Γιατί όσο κι αν ήθελαν να πάρουν τη θέση του ιδεολογικού αντίπαλου, για μένα ήταν άνθρωποι με πουλημένη την ψυχή τους κι ακόμα λογάριαζα, πως σαν επαγγελματίες βασανιστές, έχουνε και μια ακόμα ευθύνη παραπάνω, γιατ' είναι μορφωμένοι. Και πολύ καλά το ξέρουνε ότι παρανομούνε, γιατί ούτε νόμος κανείς, ούτε το σύνταγμα των Ελλήνων, επιτρέπουνε σωματικούς βασανισμούς ανθρώπων, ακόμα κι όταν είναι φταίχτες. Για τούτο, εχτός από την ηθική ευθύνη, είναι και παραβάτες του ποινικού νόμου. Κείνη τη νύχτα με κλείσανε στο τρίγωνο κελλάκι μαζί μ' ένα ύποπτο πρόσωπο. Ήτανε μια ολόφωτη γεμάτη πάθος κι ανοιξιάτικο μεγαλείο νυχτιά. Το φεγγάρι, όπως τοβλεπα απ' τον φεγγίτη, κρεμόταν τρεμοπαίζοντας στο μαύρο ουρανό, ασήμωνε τις τριανταφυλλιές και τ' αγιοκλήματα, χρύσωνε σε μικρές - μικρές φωλίτσες τη σκαμμένη γη, κάτω απ' τα ξυνόδεντρα κι ο μαλακός αέρας φορτωμένος αρώματα και δροσιά κατέβαινε αόρατος να γεμίσει το κελλί. Ο βόγγος της Αθήνας από λίγο χαμήλωνε, γίνηκε κανονική ανασαμιά, σαν όπως ταίριαζε στην αρχοντιά και στην ευγένειά της. Καθισμένος πάνω στο περβάζι του φεγγίτη έκλεισα για λίγο τα μάτια κι αποκάρωσα. Το στήθος μου, σα φυσαρμόνικα γέμιζε κι άδειαζε καθάριο και μυρωδάτο αγέρα. — Μα είναι τάχα τες τούτη μεγάλη ευτυχία ή μη και την έχει φτιάξει η φαντασία!... Θυμάμαι που πετάχτηκαν απ' την ψυχή μου λίγες λέξεις που τις μουρμούριζε το στόμα ώσπου τυπώθηκαν στο μυαλό: «Ο κόσμος πληρώθηκε μίσος — η ψυχή μου πλημμύρισε αγάπη». "Ω! εσείς μίσος κι αγάπη, αταίριαχτα! Ω! εσείς μίσος και αγάπη αχώριστα!". Την επόμενη μέρα με ξαναγύρισαν στο Τμήμα Μεταγωγών. Εδώ έβλεπα και κουβέντιαζα με δεκάδες ανθρώπους την κάθε μέρα, γιατί κοντά στον υπόκοσμο που γέμωζαν τους υπόγειους θαλάμους, περνούσαν και άνθρωποι νοικοκυραίοι: Έμποροι που φτώχεψαν, βιοτέχνες χρεωφειλέτες, εργάτες Digitized by 10uk1s
κι αγρότες για μικροαδικήματα, ακόμα κι άνθρωποι της Ιντελιγγέντσιας. Μάθαινα νέα την πάσα μέρα, τα παίδευα απ' εδώ, τα γυρνούσα απ' εκεί, τα ξανάκανα χαρμάνι και τα ξαναπαίδευα κι έφτανα πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: Πως ο λαός της χώρας οριστικά πια είχε βγει από τη νάρκωση την πολιτική, ότι είχε πάψει και δεν ήθελε άλλο να φοβάται κι ότι μια ορμητική μετατόπιση προς τ' αριστερά γινότανε στις πλατιές μάζες. Θυμάμαι που ρώτησα έναν εργάτη από τη Νέα Ιωνία να μου πει μια δική του εξήγηση: «Μα σε ποιους άλλους έχομε να εμπιστευτούμε τώρα; Οι κομμουνιστές είναι που δε σταμάτησαν να πολεμάνε τη διχτατορία, αν και πάθανε της ψυχής τους τον τάραχο». Αυτές τις μέρες καρφώθηκε στο μυαλό μου, η επιθυμία της προσωπικές ελευθερίας, η ελπίδα: Σκέφτηκα πως μια και σ' όλη την Ελλάδα οι ασφάλειες δεν έπιαναν κομμουνιστές, ποιος ξέρει — μούλεγε η άρρωστη φαντασία του κρατούμενου — μπορεί και να μ' άφηναν ελεύθερο, μα θα περίμεναν ίσως να γιατρευτούν τα τραύματά μου. Ύστερα καμιά απόφαση για εχτόπιση δε μου κοινοποιήθηκε. Έζησα λίγες μέρες με τούτο τόνειρο, ώσπου ένα πρωί έφεραν έναν εξόριστο από τη Γαύδο, εργάτη Τραμβαγέρη, το Νικολόπουλο. Την επόμενη τον ζήτησε η Γενική Ασφάλεια. Εκεί στο γραφείο του διοικητή βρισκόταν κι ένας μεγαλύτερος αδελφός του. «Εμείς δεν χτυπάμε τώρα, του δήλωσε ο διοικητής. Κάνε όμως καλά με τον αδελφό σου... Δεν μπορώ να τον εμποδίσω να σε μαστιγώσει, εξόν αν υποβάλεις δήλωση μετανοίας, που αυτό ζητάει η πατρίδα και η οικογένειά σου». Έδωσε το βούρδουλα στον αδερφό του Νικολόπουλου... Μετά λίγες ώρες έφεραν πίσω το παιδί τουλούμι στο ξύλο. Σε δυο μέρες τον στείλανε ξανά πίσω στη Γαύδο, που κιόλας πέθανε εκεί μετά λίγους μήνες. Πρέπει να πω όχι από το ξύλο. Ακόμα ότι ο αδερφός του αυτός, γίνηκε στην κατοχή καλός αγωνιστής, αλλά πολλά έχει υποφέρει απ' τη συνείδησή του... Αυτό λοιπόν το περιστατικό του ξυλοδαρμού και της ξανά εχτόπισης του Νικολόπουλου μου κατάστρεψε την άρρωστη ελπίδα και με ξανάφερε στα συγκαλά μου.
Πολλά φανταστικά διαδίδονταν σε βάρος του διοικητή Μεταγωγών Βαρδουλάκη. Ακόμα λέγανε πως ο Βασιλιάς που κρατούσε για λογαριασμό του τις ασφάλειες, προσέχοντας να μην εισχωρούν σ' αυτές οι άνθρωποι του Μεταξά, ότι δεν τον θεωρούσε ύποπτο από αιτία τις σχέσεις του με τους κινηματίες — μια που ήταν ένας από τους ικανώτερους αξιωματικούς, θα τον έκανε το λιγώτερο επικεφαλή στην υπηρεσία για τη δίωξη του κομμουνισμού. Όλα τούτα συζητιόνταν και παραδίνονταν, με τον ίδιο μυστηριώδη τρόπο, όπως στα υπόγεια της ασφάλειας, χωρίς ωστόσο να μπορείς να πιάσεις μια άκρη στην πηγή τους. Νόμιζες πως οι κρατούμενοι τα διάβαζαν πάνω στα μουχλιασμένα ντουβάρια, που για σένα, τα γράμματα αυτά ήτανε μαγικά, σβήνονταν με το πρώτο στήλωμα του ματιού. Όπως κι αν είχαν όμως τα πράγματα στην αλήθεια τους, σε μας τους κομμουνιστές ο Βαρδουλάκης αυτός που λίγα χρόνια αργότερα, στον εμφύλιο, σκότωνε τους αιχμαλώτους, σ' όσο του ήταν εύκολο, φερνόνταν με ευγένεια, μας συμπονούσε, σαν ένας πραγματικός δημοκράτης, σαν ένας καλός άνθρωπος. Το παρουσιαστικό του ήτανε πάντα θλιμμένο, φαινόταν σαν προσβλημένος, σαν κάτι το σοβαρό να του βασάνιζε την ψυχή και τη σκέψη του. Θυμάμαι πως μια μέρα του ζητήσαμε να μας βγάλει στην αυλή για λίγο καθαρό αέρα, έστω για λίγα λεπτά: «Δεν έχω χωροφύλακες να σας φρουρήσουν», μας είπε. «Να μας φυλάξετε εσείς», του απαντήσαμε. Φώναξε τότε το δεσμοφύλακα και μας έβγαλε στην Digitized by 10uk1s
αυλή, πήρε αυτός μια καρέκλα κάθησε να μας επιτηρεί, μα δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά κι έφτασε τρέχοντας σαν ειδοποιημένος ένας νωματάρχης, ψηλός, μαυριδερός κι άγριος. Ήταν ο άνθρωπος της ασφάλειας, ο πραγματικός διοικητής του Τμήματος Μεταγωγών. «Εμπρός μέσα! μας φώναξε. Ποιος διάολος είπε να βγείτε» και μας ξανακατέβασε στο υπόγειο. Σηκώθηκε τότε ο Βαρδουλάκης απ' την καρέκλα του και με αργά κουρασμένα βήματα, ντροπιασμένος, χώθηκε στα γραφεία, χωρίς να ρίξει ούτ' ένα βλέμμα στο νωματάρχη. Απ' ότι κατάλαβα ο άνθρωπος κατατρεχόταν από την ασφάλεια κι όλες οι διαδόσεις για την ιστορία του, αληθινές για ψεύτικες, εκεί είχανε την πηγή τους. Με κράτησαν κάμποσο στο Μεταγωγών. Υπόφερα από κάθε λογής ζωύφια, τα έντομα και τους σπιούνους του Μπαρλογιάννη, που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ζητούσε να πάρει από μένα, εξόν για να με κρατάει παιδεύοντάς με ακόμα σ' εκείνο τον υπόγειο τάφο. Τέλος ένα πρωί μ' ανέβασαν στα γραφεία και νάτονε κακό και κατακίτρινο μ' ένα χαρτάκι στο χέρι. «Να, υπόγραψε 'δώ, μου λέει για να παίρνεις το δεκάδραχμο ημερήσιο επίδομα. Βλέπεις η 4η Αυγούστου φέρνεται πατρικώς και στους εχθρούς του Έθνους». Μ' εκείνες τις δέκα δραχμές έπρεπε ο εξόριστος να ικανοποιήσει όλες του τις ανάγκες. Αν όμως ήτανε καπνιστής μόλις που του αρκούσαν για ν' αγοράσει ένα κουτί της τρίτης ποιότητας τσιγάρα. Μ' άλλα λόγια η εξορία τότε ήτανε ένα σόι καταδίκης σε αργό από στερήσεις θάνατο.
Όταν θα πιαστεί ένα άτομο απ' την αστυνομία για όποια υπόθεση, ανασκαλεύουνε τα χαρτιά του. Αυτό συνέβηκε και με μένα που βρέθηκε κιόλας μια καταδικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου Ρεθέμνου, σε έξι μήνες φυλακή. Τι είχε συμβεί: Στο σπίτι της μητέρας μου βρέθηκε μια ποσότητα καπνού, κι ενώ υπήρχε στα χέρια της η άδεια καλλιέργειας, δεν βρέθηκε η άδεια κατοχής του προϊόντος. Δεν ήξερε πως χρειαζότανε και τέτοια άδεια να τη ζητήσει. Έτσι καταδικάστηκε η μητέρα μου, σε έξι μήνες φυλάκιση με αναστολή. Δεν ξέρω όμως πως μπερδεύτηκε στην υπόθεση το όνομά μου, ή αν από την αστυνομία έγινε σκόπιμα. Έτσι καταδικάστηκα κι εγώ «ερήμην» στην ίδια ποινή με τη μητέρα μου. Έπρεπε τώρα να με πάνε στο Ρέθεμνος, να κάνω εκεί τη φυλακή. Με πήρε λοιπόν ένας Κρητικός χωροφύλακας, αλλά όταν βγήκαμε από τον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά, πηγαίνοντας για το βαπόρι συναντήσαμε μια από τις τέσσερεις καπνεργάτριες που είχαν βασανιστεί στην Ειδική Ασφάλεια και τις άφησαν με δήλωση. Ήταν η μικρότερή τους μια καλοκαμωμένη κοπέλα. Λεγότανε, θυμάμαι, Λαΐου. Επειδή μ' επισκέφτηκαν στο Μεταγωγών την ημέρα του Πάσχα, με γνώρισε κι έτρεξε να με χαιρετήσει. Όταν όμως είδε τις χειροπέδες που ήταν από αλυσίδα και είχαν καρφώσει στα χέρια μου, έβρισε πατώκορφα το χωροφύλακα. Την έβρισε κι αυτός. Αν κι εγώ σ' αυτό τον καυγά δεν έφταιξα, όταν μπήκαμε στο βαπόρι μ' έλυσε ο χωροφύλακας, ύστερα αφού αγκάλιασα ένα σιδερένιο στύλο στο πατάρι της τρίτης θέσης μου ξαναπέρασε την αλυσίδα. Ήταν ένας πεισματωμένος άνθρωπος από το Μέρωνα του Ρεθέμνους. Το πρωί όμως που το βαπόρι έφτασε στα Χανιά ανέβηκε να με δει ο μικρότερος αδελφός μου, που στο μεταξύ του είχαν τηλεγραφήσει. Υπηρετούσ' εκεί σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός. Χωρίς να το ζητήσομε από το χωροφύλακα ήρθε και μ' έλυσε από το στύλο ξεκλειδώνοντας τις αλυσίδες και πήγε παρέκει, για να Digitized by 10uk1s
κουβεντιάσομε τα οικογενειακά μας, όπως είπε. Θυμάμαι, σαν να τα βλέπω τώρα δα, τα γελαστά μάτια του παιδιού που τάκανε πιο γελαστά για να δώσει σε μένα χαρά και θάρρος. «Λένε πως θα μας επιτεθεί η Ιταλία», μου είπε ο αδελφός μου. «Εμείς οι κομμουνιστές πρέπει να πέσομε πρώτοι», του απάντησα. Δεν τον ξαναείδα τον αδελφό μου πια... Ήταν ψηλός, δυνατός και με πολύ γέλιο άνθρωπος, δάσκαλος το επάγγελμα, εικοσιδυό χρονών τότε.
Μετά λίγες μέρες — τρεις ή τέσσερεις — δικάστηκε η ανακοπή μου και το Πλημμελιοδικείο του Ρεθέμνους με αθώωσε κι απόμεινα λεύτερος. Κείνη την εποχή απ' όλη την Ελλάδα είχαν απομείνει κάτι μικροοργανώσεις, μα όπως αποδείχτηκε και σ' αυτές είχε βάλει η ασφάλεια τους ανθρώπους της. Συνδέθηκα με την οργάνωση αμέσως, μέσ' από τη φυλακή. Όταν έμεινα λεύτερος με πληροφόρησε η οργάνωση αμέσως, πως τα χαρτιά της ασφάλειας της Αθήνας, με την εκτόπισή μου δεν μ' είχαν συνοδέψει, ή για το λόγο πως δεν είχαν ετοιμαστεί, είτε γιατί δεν υπολόγισαν στην ανακοπή και την αθώωσή μου. Εγώ υποψιάστηκα όμως πολύ... Ο νους μου στριφογυρνούσε τι μπορούσε να μου σκαρώσει αυτός ο βελζεβούλης ο Μπαρλογιάννης. Θυμάμαι ένα σύντροφο φίλο και συγγενή μου τον Ηρακλή Ζωνό, άνθρωπο αγαθό και καλόπιστο, που δε συμφωνούσε με τις υποψίες μου. (Μετά έξι μήνες η Ειδική Ασφάλεια της Αθήνας έστειλε ένα πράχτορά της, παλιό κομμουνιστή, τον Κώστα Παπούλια με κανονική κομματική σύνδεση. Αν και τον υποψιάστηκε ένας εργάτης του Δήμου ο Μήτσος Καγιάκης, δεν ακούστηκε η γνώμη του κι ο Παπούλιας κάθησε όσον καιρό του χρειάστηκε για να γνωρίσει ως και το τελευταίο μέλος της οργάνωσης. Τότε κατέβηκαν απ' την Αθήνα τα γνωστά μας θηρία της «αίθουσας», με κεφαλή τον Κομποχώλη κι υπόφερε βασανισμούς κόσμος και κόσμος κι όλος ο λαός τρομοκρατήθηκε. Με δίχως δήλωση απόμειναν ο Ηρακλής Ζωνός κι ένας συνάδελφός μου τσαγγάρης κάλφας, ο Μανώλης Γρυντάκης, που τους ξορίσανε στον Αϊστράτη κι εκεί πέθαναν στη μεγάλη πείνα της κατοχής. Τον ίδιο καιρό (Αύγουστος — Σεπτέμβριος 1939), πιάσανε και τα μέλη της οργάνωσης Χανίων. Εκεί η ασφάλεια είχε κάνει πράχτορά της έναν εξόριστο πούχε αποδράσει από τη Γαύδο. Λεγότανε Μεταξάς κι ήταν από τα μέρη του Βόλου. Αυτός μάλιστα ήταν επικεφαλής όλης της οργάνωσης της Κρήτης. Και στα Χανιά το συνεργείο των «ανακρίσεων» της «αίθουσας», βασάνιζε τους ανθρώπους. Απ' αυτούς μας έφεραν στην Ακροναυπλία το Θρασύβουλο Καλαφατάκη, μα κι αυτός τουφεκίστηκε στην Καισαριανή την πρώτη του Μάη του 1945. Όσο γι' αυτούς που καταδώσανε τους ανθρώπους: Τον Κώστα Παπούλια τον βρήκανε στην κατοχή στο χωριουδάκι του στη Μάνη και τον σκότωσαν το δυστυχή μ' ένα κασμά. Όσο για το Μεταξά, αυτός έζησε, ήτανε στη Θεσσαλία στην κατοχή, μα επειδή αυτός πιάστηκε κρυφά κι από βία, γίνηκε όργανο της ασφάλειας, ενώ ο Παπούλιας βαρυνότανε για πολλούς ανθρώπους που χάθηκαν, αυτά έμαθα από πατριώτες τους στη φυλακή). Κρύφτηκα γύρω στο ύπαιθρο του Ρεθέμνους αλλά σε τρεις ή τέσσερεις μέρες μάθαμε πως ήρθανε τα χαρτιά κι η χωροφυλακή του Ρεθέμνους κινήθηκε για να με πιάσει. Αποφάσισε τότε η οργάνωση και μούδωσε σύνδεση να φύγω για τα Χανιά. Έπρεπε όμως να περάσω από το δικηγορικό γραφείο του Ν. Μυλωνάκη για να βάλω μια υπογραφή σ' ένα πληρεξούσιο (οικογενειακή μου υπόθεση). Εκεί μπαίνοντας με είδε ο διαφωτιστής της EON του Μεταξά. Αυτόν παλιά τον ήξερα οκνήτη κι έτσι δε νοιάστηκα. Αλλ' αυτός τώρα ήταν φασίστας, ο τρόμος των Ρεθεμνιωτών. Έτρεξε λοιπόν κι έστειλε δυο χωροφύλακες και στο μεταξύ, όπως έβγαινα από την πόρτα του γραφείου να φύγω μ' άρπαξαν, Digitized by 10uk1s
υπόθεση δευτερολέφτων. Πιο πέρα στεκόταν ο ίδιος και με τρόπο ξεδιάντροπο έφερε το δάχτυλο στο μηλίγκι του κι είπε στους χωροφύλακες. «Είδετε;...» Είναι πολύ βαρύ πράμα να κατηγορήσει κανείς κανένα για προδότη, μα χωρίς τούτα που λέω, ο ένας από τους χωροφύλακες που λέγεται Καπελώνης, στα 1946 σε ώρα μέθης, γιατί ήτανε μπεκρής, είπε πως δεν είχε μετανοιώσει για καμιά άλλη σύλληψη, εκτός από τη δική μου: «Μα ας όψεται αυτός ο τέτοιος που έτρεξε και μας ειδοποίησε και δεν είχαμε πώς αλλιώς διάξωμε». (Ήτανε πολύ συνηθισμένο 'κείνη την εποχή παλιοί δημοκράτες χωροφύλακες που δεν συμπαθούσανε το καθεστώς, ν' αποφεύγουνε να πιάνουνε κομμουνιστές και μάλιστα πολλές φορές, τους βοηθούσανε κιόλας). Στο αστυνομικό τμήμα του Ρεθέμνους ο διοικητής του, που λεγότανε Παπαδόπουλος, (κι ήταν αλήθεια πολύ λεβεντόπαιδο) μου είπε: «Είσαι κομμουνιστής κι είμαι φασίστας. Τώρα είσαι συ κρατούμενος, αύριο μπορεί να είμαι 'γώ! Τι λοιπόν στεναχωριέσαι και πικραίνεσαι;». Καλά λοιπόν τα πήγα με τον Παπαδόπουλο που νόμιζε τον εαυτό του φασίστα. Έλα όμως που με παράλαβε απ' το γραφείο του ένας νωματάρχης που είχε την ευθύνη του τμήματος Ειδικής Ασφάλειας Ρεθέμνους. Όταν μ' έβαλε στο δικό του γραφείο άρχισε να μου λέει και τελειωμό δεν είχανε τα τόσα και τα τόσα καλά πούχε κάνει σε κομμουνιστές, πείθοντάς τους να κάνουν δήλωση κι άλλα πολλά κι ότι ήταν ειδικός στα τέτοια... Πριν τελειώσει τα τροπάριά του τον ρώτησα, αν εχτός την πειθώ χρησιμοποιούσε κι άλλα μέσα για να εξευτελίζει τους ανθρώπους. Κατάπιε το θυμό του για να μου πει πως «η χωροφυλακή του Ρεθέμνους δεν χρησιμοποιούσε τη βία». Όταν τελειώσαμε, του λέω. «Φώναξε το δεσμοφύλακά σου να με κλείσει στο μπουντρούμι». Ήταν ένας κιτρινιάρης κι επειδή έμοιαζε του Μπαρλογιάννη στη φωνή και σε άλλα του φερσίματα, μούκανε κακό που τον έβλεπα. Λεγότανε Στελιανουδάκης. Τ' απόγεμα ήρθε κι ο διοικητής χωροφυλακής Ν. Ρεθέμνους. Έφερε μαζί του κι ένα φωτογράφο κι εκεί στην αυλή του τμήματος μου πήρε κάμποσες, σε διάφορες πόζες, φωτογραφίες. Ήταν ένας ηλικιωμένος αντισυνταγματάρχης καλός άνθρωπος. Ήταν από την Αργυρούπολη Ρεθέμνους και λεγότανε Μιαούλης. Στην κατοχή οργανώθηκε στο Εθναπελευθερωτικό μέτωπο. Έδωσε δυο γιους του αξιωματικούς στους αγώνες του λαού μας. Έναν στην Αλβανία και τον άλλο στον «εμφύλιο» πόλεμο, όπως τον είπαμε. Κι όλη η οικογένειά του υπόφερε πολλά. Την επόμενη μέρα που με μεταγάγανε στην Αθήνα, συγκινήθηκα αφάνταστα, όταν είδα το Δήμαρχο Ρεθέμνους να με περιμένει στο λιμάνι, να μου δώσει θάρρος και να με ξεπροβοδώσει. Ήταν ένας παλιός επαναστάτης του '97 και του Θερίσου. Δήμαρχος στου Βάμου στα 1917, που η Κρήτη λευτερώθηκε. Ύστερα στο Ρέθεμνος, ως τα τότε κι ως το θάνατό του, πάνω από μισό αιώνα. Δημοκράτης στην ιδεολογία και στην πράξη, με άφταστη αλληλεγγύη στον όποιον πάσχοντα. Πράος και δυνατός, δεν τόλμησε ούτε ο φασισμός του Μεταξά να τον κουνήσει απ' το Δήμο, από την αγάπη των δημοτών του. Ήρθε κι η νεολαία του Μεταξά, μα όχι στο μουράγιο. Σε λίγη ώρα ανεβήκαμε στο βαπόρι, που τότε, έρριχνε άγκυρα στ' ανοιχτά γιατί δεν υπήρχε λιμάνι. Ακούστηκαν τα τραγούδια της. Είχανε ζώσει με βάρκες το βαπόρι και ξελαρυγγιάζονταν για τον «εθνικό κυβερνήτη» και το Βασιλιά. Για μια στιγμή, έρριξα τη ματιά μου. Είδα τις φορτωμένες μ' εκείνα τα παιδιά βάρκες κι ανάμεσά τους σε μια, στεκόταν ορθιος ο Φιάκας κι έδινε τα συνθήματα. Αηδίασα. Τίποτα άλλο δεν μπορούσα να κάνω.
Και νάμαι τώρα πάλι στο Μεταγωγών της Αθήνας να υποφέρω, για όλα πούχω ξαναμιλήσει, ακόμα κι από πείνα. Ένας δημοκρατικός χωροφύλακας ο Σ. Μανουσάκης ερχότανε κάθε τόσο στο φινιστρίνι και με ρωτούσε αν ήθελα τίποτα ή χρήματα, μα τον υποψιαζόμουνα και δε δέχτηκα· έίκανα λάθος. Είχα στεναχωρεθεί πολύ.
Digitized by 10uk1s
Μια μέρα παραφύλαξα κι όταν είδα στην αυλή το Βαρδουλάκη του φώναξα: «Τι με κρατάς σ' αύτον τον τάφο! Γιατί δεν με στέλνεις στον τόπο της εκτόπισής μου!». «Για να κάνεις δήλωση», μού λέει, ειρωνικά και με γέλιο. Θύμωσα μ' εκείνο το αστείο του και πέταξα μια όχι καλή λέξη γι' αύτον και τη δήλωση. Το βράδυ με πληροφόρησε ένας δημοκρατικός χωροφύλακας πως ετοιμάζονταν τα χαρτιά μου και θα μεταγόμουνα το πρωί. Ορίστε τώρα και τη στερνή, από μια σειρά προβοκάτσιες του Μπαρλογιάννη: Την επομένη μόλις άνοιξε το Μεταγωγών κι άρχισε να δουλεύει, ο πρώτος που κατέβηκε στο υπόγειο ήταν ένα πολυλογάς Κεφαλλονίτης. Αμέσως μούπιασε κουβέντα πως ήταν αρωματοποιός και πως είχε κάνει συνθέσεις δικές του, αλλ' ότι το μεγάλο εμπόριο αρωμάτων τον κατάστρεψε κι έτσι τον έπιασαν για λαθρέμπορο οινοπνεύματος. Κρατούσε μποτηλάκια γεμάτα από τα περίφημα αρώματά του, χρωματισμένα στο κόκκινο. Για μια στιγμή για να μου δείξει την καλή τους ποιότητα άνοιξε ένα απ' αυτά τόφερε πρώτα στα ρουθούνια μου κι ύστερα χωρίς να το περιμένω, άδειασε μια ποσότητα στα μαλλιά και στο σακάκι μου. Νόμισα πως τόκανε από παλαβωμάρα, γιατί φαινόταν άνθρωπος κολλιτσίδα, αλλά και πάλι παραξηγήθηκα, μα τι μπορούσα να του κάνω;... Ήταν ένα δυνατό άρωμα απ' εκείνα που έβαζαν οι κοκέτες κείνης της εποχής, εποχή που για τους άντρες παραξηγιόταν κι αυτή η σκέτη κολώνια. Κι ύστερα στα μπουντρούμια δεν κάνουν αρώματα για τους κρατούμενους. Μπορούσα λοιπόν να παραξηγηθώ. Εξ άλλου ο Μπαρλογιάννης μούχε κάνει μια τέτοια απειλή... Αλλά κείνο τον καιρό, οι Ακροναυπλιωτες τρώγανε πολλά χόρτα, μα καθόλου κουτόχορτο...
Δε θα σε δέσω, είπε ο χωροφύλακας της συνοδείας. Δε θα μου φύγεις όμως ε;... Χάνω ύστερα το «εφάπαξ». Μετά έξι μήνες συμπληρώνω δωδεκαετία και φεύγω απ' το παλιόσωμα που για μας τους δημοκράτες έχει καταντήσει κόλαση... Δε θα μου φύγεις λοιπόν έτσι;... Μα δεν πειράζει μη στεναχωριέσαι κι εκεί που θα πας θα σε περιποιηθούνε τα συντρόφια σου. Είναι καλά, πηγαίνω κομμουνιστές εκεί. Εμάς βλέπεις τους δημοκρατικούς χωροφύλακες, μόνο για τις μεταγωγές και για τ' αποσπάσματα μας έχουνε τώρα. «Πού θα με πας», τον ρώτησα. «Μα στην Ακροναυπλία λένε τα χαρτιά σου». Ήταν μια πολύ όμορφη 'κείνη η διαδρομή μας με το λεωφορείο. Απ' τα αριστερά μας η θάλασσα ήταν όπως ένας απέραντος καθρέφτης που θάμπωνε τα μάτια. Από δεξιά, τα κριθάρια στον κάμπο είχανε κιτρινίσει και τάκοβαν οι θερίστρες με τα λευκά κεφαλομάντηλα. Οι ελιές ανθισμένες έρριχναν κατά τη γη τεμπέλικα τα κλωνιά τους, που μόλις τα κουνούσε έν' αλαφρό αεράκι, τινάζοντας μια κίτρινη σκόνη απ' το σχισμένο ανθό τους. «Από την Ακροναυπλία θα βλέπεις τον Αργολικό κάμπο, βουνά, θάλασσα, χωριά, πολιτείες, είναι καλά σου λέω», μου έκοψε το ρεμβασμό ο χωροφύλακας. Σε λίγο φτάσαμε στην Κόρινθο και ο χωροφύλακας κατέβηκε από το λεωφορείο να γευματίσει. Έφερε και σ' έμενα ψωμί, κρασί και δυο από 'κείνα τα φημισμένα της Κόρινθος σουβλάκια. «Πάρε να πιεις στην υγειά μου... Από μένα πρέπει να πάρεις ένα κρασί...». Τα πήρα κι ευχαρίστησα, μα όταν ξανακίνησε το λεωφορείο μας στεναχώρησε και τους δυο ένα Digitized by 10uk1s
μικρό επεισόδιο: Ένας νωματάρχης με τρεις χωροφύλακες συνόδευαν μια μεταγωγή με κατάδικους για τις αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας. Ένας κατάδικος, δείχνοντας στο νωματάρχη πως η αλυσίδα είχε χωθεί στον καρπό των χεριών του, παραπονέθηκε: «Ορίστε, εμάς δεμένους και τον οχτρό της πίστης και της πατρίδας λυτό και του προσφέρανε μάλιστα και σουβλάκια. Ε! ρε τουφέκι!». «Γιατί χωροφύλακα έχεις τον κρατούμενο δίχως χειροπέδες;», παρατήρησε θυμωμένα ο νωματάρχης. «Αυτός δεν είναι εγκληματίας, είναι πολιτικός», απάντησε ο χωροφύλακας, το ίδιο θυμωμένα. «Ώστε, έτσι, ε; Ένας αμετανόητος κομμουνιστής δεν είναι εγκληματίας, ε! Να τον δέσεις!», διάταξε. «Κοίτα τη μεταγωγή σου, κύριε νωματάρχα! Είπα πως δεν είναι εγκληματίας, είναι πολιτικός!». Και βγάζοντας το πηλίκιό του ο χωροφύλακας το ξανάθεσε στραβά στο κεφάλι του, γυρνώντας το πρόσωπο κατά έξω, όταν ο νωματάρχης απειλούσε: «Άντε και σε τυλίγω σε μια κόλλα χαρτί, για να μάθεις ποιοι είναι οι εγκληματίες και ποιοι οι εχθροί της Πατρίδας. Και συ γιατί δεν κάνεις δήλωση μετανοίας και αποκηρύξεως; Τι σου χρωστάει αυτό το σώμα να το ταλαιπωρείς;». Δεν είχα καταλάβει για ποιο «σώμα» έλεγε. Νόμισα πως είπε για το σώμα το δικό μου, το κορμί μου και τούδωσα κάποια απάντηση. Μου εξήγησε όμως με την πάσα λεπτομέρεια πως «σώμα» και μάλιστα με κεφαλαίο το Σ, λέγεται η Βασιλική Χωροφυλακή. Ωστόσο θύμωσε κιόλας που ύστερα από το χωροφύλακα κι ένας εχτρός του έθνους παράκουσε τη διαταγή του και δε δέχτηκε να υποβάλει αίτηση μετανοίας και αποκηρύξεως, αμέσως, αν και στο τέλος συμφώνησε με τον κατάδικο που ξαναείπε: «Ε! ρε! τουφέκι!». Όταν φτάσαμε στο Άργος ο χωροφύλακας μού έδειξε στην αντίπερα του Αργολικού κόλπου, στο πλευρό κατά την κορυφή ενός λόφου την Ακροναυπλία. «Να πού θα πας. Βλέπεις αυτό το τρίπατο κτήριο πάνω από τ' Ανάπλι; Αυτό 'ναι το στρατόπεδό σας». Δεν ξέρω γιατί 'κείνο το γκρίζο σπίτι από 'κείνη την ίδια στιγμή κάθησε να πιέζει τα στήθια μου. Ακόμα και τώρα ύστερ' από τριάντα και πάνω χρόνια όταν θυμηθώ την εικόνα του, όπως φαινόταν από το Άργος, την ίδια πίεση νιώθω. Και μόνο αυτές τις μέρες που διάβασα πως θα κατεδαφιστεί για τουριστικές ανάγκες, τη λυπάμαι την Ακροναυπλία, δεν έπρεπε να χαλαστεί. Έχει μια ιστορία καλή για τον τόπο τούτο...
Στο Μεταγωγών τ' Αναπλιού έπρεπε πάλι να με καταγράψουνε, κι ο χωροφύλακας έπαιρνε τα στοιχεία μου μα μόλις άκουσε τ' όνομά μου και τον τόπο της καταγωγής μου παράτησε το καλαμάρι κρέμασ' ένα χαζό γέλιο στα χείλη του, με κοίταξε σαν πράμα που από καιρό έψαχνε να βρει: «Α! είμαστε και πατριωτάκια βλέπω κύριε...». Κι εγώ βλέπεις είμαι από την Πηγή του Ρεθέμνους. Μου συστηνότανε κι έλαμπε από χαρά το χαζούτσικο πρόσωπό του. «Σαν ήθελες, πατριωτάκι, θα μ' εξυπηρετούσες και θα στο χρώσταγα χάρη — λόγω τιμής — σ' όλη μου τη ζωή!». «Μα ένας κρατούμενος του λέω δε θα μπορέσει όσο κι αν το θελήσει να σ' εξυπηρετήσει». Πώς δεν μπορεί! Κάνε μια δήλωση μετανοίας και αποκηρύξεως του κομμουνισμού, να πάρω κι εγώ το βαθμό μου. Να πάρε χαρτί... Έτσι θα προαχτώ και συ πάλι μείνε κομμουνιστής, αν και δεν βλέπω το λόγο γιατί να μείνεις που ο κομμουνισμός... Digitized by 10uk1s
«Και τι θα σε κάνουνε πατριωτάκι;». «Υπενωμοτάρχη!... Ζητούσα ξέρεις ένα πατριώτη μου κομμουνιστή, για να με βοηθήσει. Τώρα μόνο μ' εσάς κολλάει κανείς γαλόνι. Ένα σωρό συνάδελφοι μου προήχθησαν από σας ξέρεις». Ύστερα σηκώθηκε θριαμβευτικά το πατριωτάκι μου για να φωνάξει το διοικητή του: «Μη φωνάξεις κανένα, του λέω. Γράψε μόνο γρήγορα να τελειώνουμε, γιατ' είμαι κουρασμένος». «Μα γιατί κύριε... δε θέλεις να πάρω το γαλόνι μου; Θα μείνεις και ελεύθερος αμέσως. Θα κάνω και τα έξοδα απόψε... Να! να! γυναίκες στ' Ανάπλι», έλεγε, παίζοντας τα δέκα δαχτύλια των χεριών του. Είπα να τελειώνω: «Δεν θέλω να πάρεις γαλόνι κι αν μπόραγα θα σου ξήλωνα κι αυτό που φορείς, να πας στην Πηγή να καλουργήζεις ελιές». «Α! έτσι ε! Μα γιατί! Πες μου βρε, γιατί! δεν το αξίζω;». Άρχισε κι έβριζε το πατριωτάκι σε καθάρια κρητικιά γλώσσα μα πάνω στην ώρα, γέμωσε η πόρτα απ' ένα χωροφύλακα ως δυο μέτρα ύψος που έπαιζε στα δάχτυλά του μια σκουριασμένη αλυσίδα μ' ένα λουκετάκι στη μια από τις άκριές της. «Τον ετοίμασες, κύριε Χαλκιαδάκη, να τον ανεβάσω στο στρατόπεδο, για θα σου δώσει τούτος εδώ το γαλόνι;». Άναψε από το άστειο ο Κρητικός: «Άκου να σου πω συνάδελφε! Έχεις γίνει αντιληπτός ότι υποστηρίζεις τους αναρχικούς και να προσέχεις!». «Καλά συνάδελφε, γράψε τον άνθρωπο, να τον ανεβάσω στο στρατόπεδο και μη νοιάζεσαι για μένα». «Ας πάει ο μπουνταλάς να σαπηθή εκεί μέσα», είπε το κρητικάκι κι αυτή 'ταν η τελευταία βρισιά που άκουσα σ' εκείνο το ζακιρλά. Και τούτος ο χωροφύλακας μου ζήτησε συγγνώμη που κάπως μπέρδεψε τις αλυσίδες με το λουκέτο στα χέρια μου, εξηγώντας μου πως, φοβότανε να με αφήσει λυτό. Όταν φτάσαμε όμως και πήραμε ν' ανεβαίνουμε τα τριακόσια τριαντατρία σκαλιά, πήρε το τσουβάλι με τα στρωσίδια από την πλάτη μου και πελώριος όπως ήταν, τα κράτησε στο ένα του χέρι, ώσπου φτάσαμε λίγα σκαλιά για να φανούμε στο στρατόπεδο: «Πάρε τώρα, όπως μπορείς, το τσαμασίδι σου, είπε, και μου τόβαλε στην πλάτη, να μη με δουν οι συνάδελφοι, γιατί όπως κατάντησε αυτό το «Σώμα» δεν έχουν απομείνει πια παρεχτός οι ρουφιάνοι και οι χαφιέδες». Ήμουνα πολύ συγκινημένος από το φέρσιμο των δυο χωροφυλάκων, μα τούτος εδώ που ήτανε και πολύ νέος στην ηλικία, μου ευκήθηκε, κι ένιωσα κιόλας νάναι από καρδιάς το «καλή τύχη και καλή λευτεριά». Όταν με παράδωσε στα γραφεία του στρατοπέδου, βρήκα άλλο μπελά, πάλι από πατριωτάκι, μόνο πως τούτος εδώ ήταν νωματάρχης. Κοντός κι αδύνατος, όσο που μόλις θα συμπλήρωνε τους πόντους και τις οκάδες για να καταταχτεί στο «Σώμα». Ξανθούλης και με φουσκωμένο το στήθος, καμιά πενηνταριά τριχίτσες απ' εδώ κι απ' εκεί, στη βάση της μύτης, παράσταιναν κάποιο στριμμένο μουστάκι. «Βρεθήκατε πάρα πολύ τυχερός, κύριε Μανούσακα, άρχισε ο νωματάρχης, δια δύο λόγους: Ο πρώτος διότι είμαι εγώ εδώ! Ο δεύτερος ότι τώρα, κατόπιν προσφάτου διαταγής του σεβαστού Digitized by 10uk1s
υπουργού μας, δεν χρειάζεται να υποβάλεται δήλωση μετανοίας εγγράφως... Μια απλή προφορική υπόσχεση δική σας ότι θα παύσετε να δράτε αντεθνικώς (εις τούτο θα εγγυηθώ και εγώ) και μένετε ελεύθερος». «Γράψε με, πατριωτάκι μου, γρήγορα να χαρείς κι έχω κουραστεί να τ' ακούω αυτά επί μήνες...». Άρχισε τις φωνές, τα παρακάλια και τις φοβέρες, μα στην ώρα πλησίασε ένας χωροφύλακας και του ψιθύρισε στ' αυτί: «Τα συντρόφια μαζευτήκανε στις κιγκλίδες». Και με μιας το πατριωτάκι άλλαξε τόνο: «Έξω, από το γραφείο μου, κύριε. Δεν χρειαζόμεθα την παρουσία σας δια να σας καταγράψωμεν...».
...Ένα «κραχ» βρόντηξε η κλειδαριά και πέρασα στο στρατόπεδο ΛΕΥΤΕΡΟΣ!... Και η σιδερόπορτα ξαναβρόντηξε πίσω μου... ...Έτσι ήτανε τα πράματα τότες στη χώρα μας: Χρειαζότανε να ματώνεις και να βογγάς επί πολλούς μήνες για να μείνεις λεύτερος. Για να γίνεις πολιτικός κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως κομμουνιστών. Σε ξερονήσι ή πάνω σε τούτον εδώ το βράχο. Και τώρα ύστερα από τόσα χρόνια, αναθυμάμαι και σκέφτομαι πως η πιο μεγάλη, απ' όλες τις ντροπές στον κόσμο μας, είναι όταν η κρατική εξουσία χρησιμοποιώντας τη δύναμη της οργάνωσης, και υποβάλλοντας σε βασανιστήρια, ψυχικά ή σωματικά, τους πολιτικά αντίθετους, τους υποχρεώνει σε υποταγή... κάνοντάς τους να ζούνε μειωμένοι και με το πάθος της ανταπόδοσης... Γι' αυτό ας παρθεί η αφήγησή μου τούτη, που ένα ελάχιστο μόνο δίνει της φρίκης και της ντροπής, του θύτη και του θύματος, σαν μήνυση ενάντια στους οργανωτές του βασανισμού ανθρώπων από ανθρώπους.
Κοίταξα να παραστήσω τη ζωή μας στην Ειδική Ασφάλεια με την πάσα αλήθεια. Κοίταξα ν' αφαιρέσω όση από την τραγικότητα και τη φρίκη μπορούσα, για να βάλω σ' αυτή τη θέση, τις μικροχαρές της ζωής μας και το αστείο. Για πρώτη φορά σημείωσα για τα πάθη μας στην Ειδική Ασφάλεια στα 1948 σε μια σπηλιά, στ' ακροθαλάσσι, στη νότια παραλία των Σφακιών, όντας επικηρυγμένος από το καθεστώς. Πιστεύω πως εκείνη η γραφή είναι καλύτερη από τούτη που διαβάζετε και βιάζομαι πότε να βρω τον καλό άνθρωπο που φυλάει κείνα τα χαρτάκια... Ύστερα στα 1965, βλέποντας τη διχτατορία να ζυγώνει ξανάγραψα κείνα τα περιστατικά, στο Ρέθεμνος, σε σωστό βιβλίο, που τούδωσα τίτλο «ΑΙΘΟΥΣΑ». Σε στερνόγραφο ζητούσα από τα παιδιά και τα εγγονάκια των βασανιστών της «αίθουσας», να μη ντραπούν, για τον πατέρα ή τον παππού, γιατί η ντροπή πέφτει σε όλους τους ανθρώπους, όσο δεν τη σταματούνε. Πιο κάτω έλεγα πως το βιβλίο μου αυτό (έκθεση) πρέπει να θεωρηθεί σαν μήνυση εναντίον της οικογένειας των Γλύξμπουργκ, που έφερναν την ευθύνη της κατάλυσης της νομιμότητας και της εγκατάστασης της φασιστικής διχτατορίας της 4ης Αυγούστου. Βιαζόμουν να βγει σε βιβλίο. Είχα παζαρέψει, και δέχτηκε να το τυπώσει, σ' ένα μικρούτσικο πιεστήριο, ο τυπογράφος Μανουσάκης, παρά που ίσως να είχε και φυλακή, αλλά στην ώρα συνέβη η μετακίνησή μου για την Αθήνα. Εδώ αναλώθηκα και σε λίγο ήρθε η άλλη η 21η του Απρίλη... Έτσι η «Αίθουσα» δεν τυπώθηκε.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ Έτσι γινήκανε τότες τα πράματα στην Ειδική Ασφάλεια. Και να με τώρα σπρωγμένος μέσα σ' αυτό το τρίπατο σπίτι, την Ακροναυπλία, λεύτερος από τα τόσα βάσανα του μπουντρουμιού και της «αίθουσας», τριγυρισμένος από ένα πλήθος γεροδεμένους νέους και μεσόκοπους άντρες: «Καλώς ήρθες σύντροφε», μου λένε, φιλικά. Ξαφνιάζομαι γιατί βλέπω ανθρώπους με ζωντάνια, υγεία, αμεριμνησία, άφταστο ηθικό, αν και ποτές δεν είχα πιστέψει ολότελα, το χαριτωμένο εκείνο φυλλαράκι με τα ψιλούτσικα γραμματάκια, το «Ριζοσπάστη», με τις απανωτές καταγγελίες του, για βασανιστήρια στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας, πείνα ανείπωτη, αρρώστιες ατέλιωτες... Η πρώτη εντύπωσή μου ήταν ότι τούτοι δω είναι αυτοί που τους είπαν «ελεύθερους πολιορκημένους». Την ίδια εκείνη στιγμή, σαν από ένστιχτο, τους ένιωσα ολότελα δικούς μου, τους αγάπησα και γίνηκα ένα μ' αυτούς. Κείνη τη μέρα δούλεψα για να βράσω τα ρούχα μου, να καταστρέψω την ψείρα του Μεταγωγών, πούχε κολλήσει στο πετσί μου. Γιατί σ' όλο το στρατόπεδο δεν ύπαρχε απ' αυτό το ζωύφιο κι έπρεπε να θανατωθούνε κι οι δικές μου, γιατί έφταναν οι κορέοι, οι ψύλλοι καθώς και η μύγα και το κουνούπι, που αυτά τα έντομα σ' αυτό το τεράστιο παλιό σπίτι, μ' εκείνα τα μέσα εκείνου του καιρού, ήταν αδύνατη η εξόντωσή τους. Τη νύχτα εκείνης της μαγιάτικης μέρας, χαρούμενος, κι ευτυχισμένος για το τέτοιο τέλος που πήραν τα βάσανά μου στα μπουντρούμια, κοιμήθηκα στον τρίτο θάλαμο δίπλα στο Γιώργη Σουβατζόγλου, εργάτη, μάγερα στο επάγγελμα κι αρχιμάγερα τώρα του στρατοπέδου μας. Ήταν ένας κοντούλης, γλυκός, με σκούρο πετσί, ανατολίτης, έξυπνος, καλόκαρδος και χωρατατζής. Ήταν ο τύπος που ξεχωριστά εχτιμώ και γινήκαμε φίλοι αμέσως: «Κοιμήσου τώρα σύντροφε ακόμα ένα βράδυ στο πάτωμα κι αύριο παίρνεις το κρεββάτι του συντρόφου μας που πέθανε», μου λέει. Παραξενεύτηκα για το θάνατο, γιατί δεν είχα δει ή ακούσει τίποτα που να μαρτυράει θλίψη ή πένθος. Αντίθετα εκείνη την πρώτη νύχτα και οι εκατόν πενήντα και πάνω σύντροφοι του τρίτου θαλάμου, την ώρα που δεν είχε ησυχία για μελέτη, έπαιζαν, γελούσαν, τραγουδούσαν και το σπίτι τρανταζόταν. Ο ύπνος εκείνη την πρώτη νύχτα στο στρατόπεδο, ήταν ευχάριστος και μονοκόματος, μα όπως ξυπνούσα το πρωί, θυμήθηκα να ρωτήσω: «Και πότες σύντροφε Γιώργη θα γίνει η κηδεία του συντρόφου μας που πέθανε;». Μα αντί για απάντηση είδα ένα γύρω τα πρόσωπα να συγκρατούνε ένα πικρόχολο γέλιο και με πολλή ευγένεια μου εξήγησε ο Σουβατζόγλου: «Μα δεν πέθανε από θάνατο φυσικό σύντροφε Γιάννη. Πολιτικά πέθανε... Έκανε δήλωση και μας άφησε», είπε σοβαρά και σα μετανοιωμένος για το χωρατό του εκείνο. Από τέτοιους θανάτους είχα δει ως τώρα κάμποσες εκατοντάδες, από αιτία το βούρδουλα και τ' άλλα βασανιστήρια στην «αίθουσα» και μου φάνηκε παράξενο, γιατί απ' ό,τι είχα αντιληφτεί, ήτανε φανερό ότι εδώ δεν είχε τέτοιες καταπιέσεις κι ούτε πολλή πείνα, όπως τουλάχιστο μαρτυρούσαν τα πρόσωπα των ανθρώπων και το γεμάτο μανέστρα πιάτο, που αποβραδύς είχε για δείπνο ο καθένας. Εδώ όμως πίεζε τους κομμουνιστές κι ένα άλλο μεγάλο κι αυτό βάσανο, ο χρόνος! Είχανε περάσει ως τώρα δυόμισυ χρόνια με το φασισμό της τετάρτης Αυγούστου και το τέλος αυτής της διχτατορίας πουθενά δεν φαινόταν.
Digitized by 10uk1s
Την άλλη μέρα ύστερ' από την καθαριότητα του θαλάμου και το πρωινό, που ήταν ένα τενεκάκι από εκατό δράμια τσάι, με σταρίσιο ψωμί, με φώναξε ο εκπρόσωπος του θαλάμου, για λογαριασμό βέβαια της επιτροπής και της καθοδήγησης του στρατοπέδου, να με κατατοπίση για τη ζωή της «ομάδας συμβίωσης κομμουνιστών Ακροναυπλίας». Ήταν ο Μηνάς ο Μπέρκος, νέος άντρας της ηλικίας μου, εργάτης τζαμάς από τον Πειραιά. Ευχάριστος άνθρωπος, γελαστός με δίχως προσποίηση κι έτρεχε η γλώσσα του στη διάλεχτο του Πειραιά με ευκολία μεγάλη, βάζοντας κάπου - κάπου σαν μικρασιάτης κι από καμιά τούρκικη λέξη. Μούπε βέβαια πολλά, καθησμένοι απάνω σε δυο κρεββάτια, για εισαγωγή ώσπου να φτάσει να μου πει για τη ζωή μας εδώ σ' αυτό το σπίτι, που τώρα γινόμουνα μόνιμος κάτοικός του: Για το ρόλο των πολιτικών κομμάτων, του παλατιού, του διεθνούς φασισμού κι Ιμπεριαλισμού και της μπουρζουαζίας, για την επιβολή της μοναρχοφασιστικής διχτατορίας στη χώρα μας. Ύστερα μου μίλησε για την άνιση πάλη του κόμματός μας, του ΚΚΕ για να εμποδίσει την εγκαθίδρυσή της. Τη σημερινή πάλη του καθώς κι εκείνη του αντιδιχτατορικού μετώπου να την ανατρέψει. Σ' αυτά τα τελευταία που τα είπε με πάρα πολλή αισιοδοξία κουνήθηκα από τη θέση μου, ξεροκατάπια, μα κι ο σύντροφος, σαν να κατάλαβε πως αυτή του η αισιοδοξία δεν μ' έβρισκε σύμφωνο, μπορεί και να μην είχε εντολή να μου μιλήσει, για το τι γινότανε έξω με την αντιδιχτατορική πάλη σταμάτησε. Έτσι δεν τον αντίκοψα και πέρασε αμέσως στην ενημέρωσή μου για τη ζωή του στρατοπέδου, που τη ζούσε και την ήξερε. Για το πρώτο που μου μίλησε ήταν για το σκοπό που ο φασισμός του Μεταξά άνοιξε τούτο το στρατόπεδο, φέρνοντας από τους εξόριστους συντρόφους των νησιών, τους πιο ικανούς, για ν' αδυνατήσει τις ομάδες μας εκεί και σε συνέχεια με καταπιέσεις κι εδώ κι εκεί, να σπάσει το ηθικό των κομμουνιστών, τη συνοχή τους κι έτσι να φέρει τη διάλυση, «σ' αυτά τα φρούρια της αντιφασιστικής πάλης του λαού της Ελλάδας». Γύρισε ύστερα το λόγο για τις λογής - λογής πιέσεις του Υπουργείου Ασφαλείας για ν' αναγκάσει τους κομμουνιστές της Ακροναυπλίας να σηκώσουν τα χέρια, κάνοντας τη δήλωση μετανοίας. «Όμως, σύντροφε, παρ' ότι οι καταπιέσεις φτάσανε κι ως την ανοιχτή επίθεση, ρίχνοντάς μας εδώ μέσα εκατοντάδες τουφέκια, σκοτώνοντας κι ένα από τους πιο διαλεχτούς μας συντρόφους, το δάσκαλο Σταυρίδη, δεν πέτυχε ο φασισμός το σκοπό του». «Έσπασε τα μούτρα του στην αποφασιστικότητα και στην ενότητα της ομάδας μας. Οι αντιφασίστες της Ακροναυπλίας νίκησαν». «Εδώ μέσα αντίθετα απ' όλη την επικράτεια υπάρχει ένας άλλος κόσμος. Εδώ μέσα έχομε δημοκρατία είπε θριαμβευτικά». «Μας έκλεισαν οι φασίστες μακρυά απ' τους δικούς μας και το λαό. Υποφέραμε. Στερηθήκαμε πολλά. Μα δεν υποκύψαμε δυόμισυ χρόνια φασισμού, δε θα υποκύψουμε και στο μέλλον». «Έχομε πίστη στη δημοκρατία και στον κομμουνισμό γι' αυτό νικάμε». Υπόφερα να μου βγάζει λόγο, αυτός ο συμπαθητικός άνθρωπος. Ν' ανεβάζει και να χαμηλώνει τον πνιχτό τόνο της φωνής του — σεβόταν και την ησυχία του θαλάμου — ίσως και να μην πρόσεχα όσο θάπρεπε, παρατηρούσα βέβαια την ίδια στιγμή την τεράστια εκείνη αίθουσα με τους εκατόν εβδομήκοντα ανθρώπους σκυμμένους στα τετράδιά τους να γράφουν ή να διαβάζουν. Έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου μια τέτοια — χωρίς άλλο και με κάποια ιερότητα — προσπάθεια. Είχα ενθουσιαστεί και μια λαχτάρα μ' είχε κυριέψει, πότες θα γινόμουνα κι εγώ μαθητής σ' αυτό το πρωτότυπο σχολείο. Digitized by 10uk1s
Κι αυτή η ησυχία! Περνούσαν άνθρωποι απάνω - κάτω, ανάμεσα από το στενό διάδρομο που άφηναν τα κρεββάτια, χωρίς ν' ακούγεται θόρυβος σαν να ήτανε σκιές. Και μονάχα κάπου - κάπου ακουγόταν η φωνή του κράχτη Δ. Καραμπίνη, κάτω στην αυλή, να καλεί κάποιο σύντροφο για καμιά δουλειά του. Αλλά τώρα έχω το Μηνά το Μπέρκο μπροστά μου, να μου μιλάει για το πώς είναι οργανωμένη η ζωή μας στην ομάδα... Τόνε βλέπω και τώρα, γελαστό, φιλικό, συντροφικό. Όμορφο όπως ήτανε τότες. Έτοιμο να δώσει όχι μία, μα δέκα απανωτές ζωές αν τις είχε κι αν λάχαινε η περίσταση 5. «Εδώ σύντροφε είμαστε οργανωμένοι σε μια ομάδα, όλοι όσους φέρνει και κλείνει εδώ μέσα ο αντίπαλος. Είτε είναι κομμουνιστές, δημοκράτες ή αντιφασίστες, ή απλοί συμπαθούντες. Ακόμα έχομε στην ομάδα μας αρχειομαρξιστές και τροτσκιστές. Μάλιστα σ' αυτούς ανήκει κι ο παλιός γραμματέας του κόμματός μας, ο Παντελής Πουλιόπουλος. Έχουνε κι αυτοί όπως όλα τα μέλη της ομάδας ίσα δικαιώματα κι ίσες υποχρεώσεις. Μ' αυτούς όμως αποφεύγαμε τις πολιτικές συζητήσεις». Μια φορά το χρόνο, εκλέγομε γραφείο (επιτροπή) που καθοδηγεί όλο το στρατόπεδο. Ο καθένας πάλι από τους τέσσερεις θαλάμους εκλέγει για τα ξεχωριστά ζητήματά του, ένα τριμελή θαλαμικό γραφείο. Τα οικονομικά της ομάδας μας βασικά είναι από το δεκάδραχμο επίδομα που μας δίνει το κράτος. Κατεβαίνει όμως αμέσως το ποσό αυτό στις οχτώ δραχμές, για το λόγο ότι σε πολλούς συντρόφους δεν έχει δοθεί επίδομα, με το πρόσχημα της ευπορίας. Τα οικονομικά μας ανεβαίνουν λίγο από τις εισφορές των μελών της ομάδας, δίνοντας προαιρετικά το πενήντα στα εκατό από τα χρήματα που μας έρχονται από τους συγγενείς μας. Από τα δέματα η ομάδα δεν παίρνει τίποτα εκτός τα μισά τσιγάρα. Όπως όμως θα δεις το δέμα είναι που μοιράζεται εκατό στα εκατό, γιατί το κάθε μέλος της ομάδας έχει και τον ξεχωριστό του κύκλο, ύστερα στην ομάδα μας υπάρχουν και πολλοί άποροι που δεν παίρνουν ποτέ δέμα ή άλλο τίποτα. Αυτούς τους συντρόφους δεν τους ξεχνάει κανείς όταν θα πάρει δέμα. Εδώ σταμάτησα το Μπέρκο, κάνοντας την παρατήρηση, πως θα έπρεπε το κάθε τι που μας ερχόταν απ' έξω, χρήματα, τρόφιμα, ρουχισμός να πηγαίνουν όλα για την ομάδα, για το σύνολο. Χρειάστηκε πολλή ώρα για να μου εξηγήσει ο σύντροφος, χωρίς και να μπορέσει να μ' αλλάξει γνώμη, ότι η πείρα από τις κολλεχτίβες στα νησιά της εξορίας είχε δείξει ότι το εκατό τοις εκατό στη φορολογία στις κολλεχτίβες 6, ήταν σε βάρος των οικονομικών τους, για το λόγο ότι η πλειοψηφία των συντρόφων δεν συμφωνούσαν και πολλοί έγραφαν, να μην τους στέλνουν τίποτα οι δικοί τους. «Προερχόμαστε βλέπεις, σύντροφε Γιάννη απ' αυτό το σάπιο καθεστώς της μπουρζουαζίας και σέρνομε μαζί μας ένα σωρό από τα ελαττώματά του, που δεν μπορέσαμε ακόμη να πετάξομε». Κι από το άλλο μέρος το κίνημά μας με την αντιφασιστική πάλη πλάτυνε, πήρε μέσα του δημοκράτες, αντιφασίστες, μα που δεν είναι ή και που δεν θέλουν να γίνουν μέλη του Κ.Κ.Ε. Ύστερα έχομε και τους «συμπαθούντες» που δεν είναι όμως ακόμα μέλη του Κόμματος. Γι' αυτό καταργήσαμε την Κολλεχτίβα κι έχομε τώρα την ομάδα συμβίωσης, οργάνωση πιο πλατιά, που μέσα της έχει θέση με ίσα δικαιώματα, ο καθένας που παλεύει ενάντια στην πλουτοκρατία και το φασισμό. Digitized by 10uk1s
Κι εδώ πάλι παρατήρησα στο συνομιλητή μου, που κάμποσες φορές είχε πετάξει το χαρακτηρισμό, — «συμπαθούντες» — πως, ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει στον κομμουνισμό, δεν θα μπορέσει να περάσει τα βασανιστήρια των μπουντρουμιών της Ασφάλειας, που γίνουνται τώρα, από μια απλή συμπάθεια. Τώρα μάλιστα που με μια προφορική υπόσχεση ότι παύει να δρα για τον κομμουνισμό, μένει λεύτερος. Κι ακόμα πώς συμβαίνει κατά χιλιάδες να κάνουν δήλωση μετανοίας, μέλη και στελέχη και μάλιστα της Κεντρικής Επιτροπής και του πολιτικού γραφείου ακόμα του ΚΚΕ, να φτάνουν και να ζουν εδώ χρόνια... «οι συμπαθούντες»; Σ' αυτές τις παρατηρήσεις μου ο Μπέρκος ευχαριστήθηκε κι απλώνοντας το χέρι στον ώμο μου, είπε ότι θα τις μεταβιβάσει «πιο πάνω», για να σβηστεί ο χαρακτηρισμός, για μια μερίδα κομμουνιστές, σαν απλοί «συμπαθούντες». Από τη ζωή είχα διδαχτεί να μην εχτιμώ τους τύπους μα την ουσία. Για μένα που είχα άμεση και κοντινή αντίληψη το πόσο δύσκολα έφτανε ένας κομμουνιστής αντιφασίστας σ' αυτό εδώ το σπίτι, εχτίμησα στο άπειρο τους ανθρώπους που βρήκα εδώ μέσα ακόμα και τους τροτσκιστές. Ύστερα επειδή και η ώρα περνούσε μου μίλησε ο σύντροφος για μερικά άλλα θέματα της ομάδας που σ' αυτά δεν έφερα καμιά αντίρρηση. Για μόρφωση, τα εγκυκλοπαιδικά μαθήματα ήτανε προαιρετικά, τα πολιτικά όμως για τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος ήταν υποχρεωτικά, για διαλέξεις και ομιλίες καθώς και για την ψυχαγωγία της ομάδας. Μου μίλησε ακόμα για τις εξυπηρετήσεις που είχε το καθένα μέλος μέσα στην ομάδα από τα συνεργεία της: ραφτάδικο, τσαγκάρικο, μαραγκούδικο, φούρνο, μαγειρείο, αλλά και για τις υποχρεώσεις του κάθε συντρόφου ανάλογα με την ειδικότητα και τις ικανότητές του στις δουλειές της ομάδας και στα συνεργεία. Εδώ κανονίστηκε να πάρω μέρος στο συνεργείο των τσαγκαράδων που ήταν στην ειδικότητά μου.
Το πιο μεγάλο ζήτημα αυτό τον καιρό για τη ζωή της ομάδας μας, όπως μου είπε κι όπως τόβλεπα, ήταν το ζήτημα της αραίωσης του στρατοπέδου. Στον καθένα από τους τέσσερεις, μεγάλους θαλάμους της Ακροναυπλίας, έμεναν πάνω από εκατόν εβδομήκοντα άνθρωποι. (Αν θυμάμαι αυτό τον καιρό στην Ακροναυπλία ο αριθμός είχε φτάσει τους 662 κρατούμενους). Ο κάθε θάλαμος είχε στη μέση κατά το μάκρος του, από μια σειρά στύλους, στηρίγματα της σκεπής, που πάνω τους ήταν από μια σειρά ράφια. Έτσι η αίθουσα χωριζότανε σε δυο μέρη. Από την κάθε μεριά βρίσκονταν αντικρυστά από δυο σειρές κρεββάτια κολλητά. Στο διάδρομο που έμενε ήταν τοποθετημένα κάθετα από μια και δυο σειρές ράντζοι, από σανίδι και τσουβαλόπανο, μια ιδέα δηλαδή κρεββατιού. Έτσι δεν απόμενε διάδρομος για να περνά όλος αυτός ο κόσμος πάνω από δυο απιθαμές. Ο Μπέρκος είχε τη γνώμη και συμφώνησα κι εγώ μαζί του, ότι σκόπιμα το υπουργείο είχε παραγεμίσει αυτό το σπίτι κομμουνιστές: «Δεν υπάρχει σύντροφε πιο εκνευριστικό από το να κοιμάσαι στο διάδρομο και να τεντωθεί ένας σύντροφος στον ύπνο του, να φτάσουν τα πόδια του να σου βαρέσουν τη μύτη, ή να γυρίσει ο διπλανός σου, να σε τραντάξει να πεταχτείς τρομαγμένος. Και συμβαίνει το ίδιο και την ημέρα όταν είσαι καθησμένος στο κρεββάτι σου να γράφεις, ή να διαβάζεις ή να μπαλώνεις το σακάκι σου». Μου είπε ο άνθρωπος κι άλλα πολλά για να με μπάσει στη ζωή της ομάδας και στα ζητήματά της. Μα έχουνε περάσει και χρόνια πολλά πού να τα θυμηθείς όλα. Μου μένει όμως αξέχαστη η στιγμή που ένας άνθρωπος κατά τη μέση του θαλάμου σηκώθηκε όρθιος χτυπώντας λίγα παλαμάκια. Αμέσως, αυτόματα λες, παράτησαν οι σύντροφοι τα βιβλία, τα τετράδια και τα κοντύλια, τραντάχτηκε ο θάλαμος και την ίδια στιγμή κουνήθηκε το ταβάνι, από την πάψη των αποπάνω θαλάμων κι όλο το κτήριο βούιζε χαρούμενες μπάσες φωνές και ποδοβολητό. «Παράξενο σκολειό τούτο το σπίτι», σκέφτηκα. Ένας σύντροφος κοιτώντας μας γελαστός φώναξε στο Μπέρκο: «Έλεος βρε Μηνά! Τρεις ώρες ξούρισμα στο σύντροφο, τον μπάφιασες κι ούτε μια πάσα δεν τον άφησες να πάρει...». Και την ίδια στιγμή μας κύκλωσε ένα πλήθος ανθρώπων απ' όλες — ανάμεσα στα είκοσι και τα εξήντα πέντε — τις ηλικίες κι οι ερωτήσεις Digitized by 10uk1s
για το έξω πέφτανε η μια πάνω στην άλλη, όλες ειπωμένες με τρόπο ευχάριστο και με χωρατά. Γινότανε πανδαιμόνιο. Οι σύντροφοι που κατέβαιναν από τους απάνω θαλάμους για το προαύλιο βροντούσαν τα ξυλοτσόκαρά τους στις ξύλινες σκάλες και τους προθαλάμους. Με καλοδιάθεσε αυτή η ζωντάνια κι οι θόρυβοι. Ο πιο ηλικιωμένος της ομάδας ο γερο - Μάγγος που είχε κατέβει από πάνω μπήκε στο θάλαμο σαν κυνηγημένος κι όπως μ' αντίκρυσε και πριχού με χαιρετήσει μ' ερώτησε: «Μα τι σ' έφεραν σύντροφε εδώ που αυτοί είναι μέσα και μεις είμαστε έξω;». Κατάλαβα το αισιόδοξο αστείο του γέρου και δεν υποψιάστηκα. Γιατί πριν φτάσει ο Μάγγος ήρθε και με καλωσόρισε ένας μεσόκοπος άντρας ψηλός και καλοφτιαγμένος. Και κάνοντας αμέσως λίγο προς τα πίσω άφησε μια κραυγή «Λεπούρ, λεπούρ!». Ίσως από συνεννόηση ένας άλλος σύντροφος του έβαλε το ένα του δάχτυλο στο κεφάλι κι αυτός σαν ερεθισμένος τίναξε το ευκίνητο κορμί του προς τ' απάνω, αγρίεψε στο ύφος και στη ματιά και ξαναφώναξε: «Λεπούρ!». Υποψιάστηκα ότι στον άνθρωπο είχανε κάνει βλάβη. Θυμήθηκα τους τρελλαμένους στο Μεταγωγών και στην Ασφάλεια, μα όπως φαίνεται αυτά μου τα συναισθήματα ζωγραφίστηκαν στο πρόσωπό μου, γιατί αμέσως ένας άλλος κρατούμενος είπε: «Φτάνει πια σύντροφε Βασίλη... Το αστείο σου πέτυχε». Έτσι πάψανε και μένα οι στεναχώριες για το Βασίλη Κιουμπσή, τον πρόεδρο του Νέου Σκοπού Σερρών, άνθρωπο πούχε μυαλό τετράγωνο και ατσάλινα νεύρα.
Ήρθε όμως η ώρα για τις σοβαρές ερωτήσεις. Μερικοί σύντροφοι είχαν πετάξει μέσα στο θόρυβο και στο σαματά: «Μα τι διάολο έχει δεν έχει ένα μήνα ζωή η διχτατορία κι όμως πιάνει κομμουνιστές ακόμα. Ή τώρα που δυνάμωσε το αντιδιχτατορικό μέτωπο θα τους σαρώσει κι όμως...». Θέλησα να ξεφύγω απαντώντας πλάγια για το πώς πηγαίνει το αντιδιχτατορικό μέτωπο, μα στο χαραχτήρα μου δεν είχε θέση από τότες η διπλωματία, ύστερα μου είχε κάνει και στενάχωρη εντύπωση να βλέπω αυτούς τους ωραίους ανθρώπους σε τέτοια μεγάλη πλάνη. «Δεν υπάρχει, σύντροφοι, αντιδιχτατορικό μέτωπο...». Διαλύθηκε, είπα κοφτά. Οι σύντροφοι αλληλοκοιτάχθηκαν. Κοίταξαν εμένα, το μέλος του γραφείου τον Μπέρκο που καθόταν ακόμα απέναντί μου και μια φωνή παρατήρησε: «Μα είναι δυνατό, σύντροφε, ν' αφήσει το κόμμα μας να διαλυθεί το αντιδιχτατορικό μέτωπο, που θ' ανατρέψει τη διχτατορία;». «Ούτε κομμουνιστικό κόμμα σύντροφε οργανωμένο δεν υπάρχει τώρα γιατί σχεδόν διαλύθηκε», είπα, κοιτώντας τους συντρόφους που μας είχαν κυκλώσει και τώρα στα πρόσωπά τους φάνηκε ν' απλώνεται μια αμφιβολία για το άτομό μου και να καρφώνεται το βλέμμα τους ερωτηματικά στο Μπέρκο. Ένας άλλος σύντροφος παρατήρησε με πολλή πικρία: «Ε! μα τότε σύντροφε δε θα πέσει ποτές η διχτατορία!». «Θα σαρωθεί μια μέρα, είπα. Ο πόλεμος που ετοιμάζεται από το φασισμό θα τον σαρώσει σ' όλο τον κόσμο». Ή αν δεν μπορέσει να φέρει τον πόλεμο πάλι θα σαρωθεί μα θ' αργήσει. «Μα εμείς σύντροφε αγωνιζόμαστε και θα επιβάλομε την ειρήνη». «Ναι σωστό! Μα ο φασισμός έχει τη δύναμη ν' ανάψει τον πόλεμο, τον πόλεμο που θα κάψει πρώτα αυτόνε». Ο Μπέρκος που είχε καταλάβει πόσο είχε βαρύνει η κατάσταση και πόσο δεν έπαιρνε άλλο, άπλωσε γελαστός τα δυο του χέρια στους ώμους μου και σηκώθηκε: «Πάμε σύντροφοι είπε. Τρεις ώρες κουβέντα, έχομε κουραστεί... Ο σύντροφος θα ζει εδώ μαζί μας, έχετε καιρό να τον ρωτήσετε ό,τι θέλετε». Digitized by 10uk1s
Αργότερα κατάλαβα όπως και τώρα νιώθω, πόσο επικίνδυνο ήταν να απαντάει κανείς σε μια ομάδα κομμουνιστών που έχουν πυργώσει στην ψυχή τους μια πραγματικότητα άλλη από την αληθινή που κιόλας συμβαίνει η αληθινή να τους είναι τόσο πολύ δυσάρεστη. Τώρα νιώθω ό,τι νιώθει ο νυχτοπόρος, όταν κοιτάει την ημέρα ένα μονοπάτι στο φρύδι ενός ψηλού γκρεμού που τόχει διαβεί με το σκοτάδι. Είχα όμως τη γνώμη πως γι' αυτούς τους ανθρώπους κάθε υποτίμηση στην πίστη, στην κρίση τους, ήταν ανήθικη. Πίστευα για τον καθένα αντιφασίστα, ότι και για τον εαυτό μου: Δεν είχα αντιμετωπίσει τον αντίπαλο στο μπουντρούμι, γιατί κάποιος με ξεγελούσε για ένα κοντινό τέλος του φασισμού, αλλά γιατί θα ύπαρχε χωρίς άλλο μέσα μου αγάπη, έρωτας, συναισθήματα που νομίζω ότι γεννιούνται στις ψυχές σε όσους είναι στη φύση τους ν' αγωνίζονται κι είναι αποφασισμένοι να δώσουν και τη ζωή τους, για τα πιο ψηλά ιδανικά της εποχής, που τους λένε «επαναστάτες». Θα μπω για λίγες μέρες μπροστά στο χρόνο, για να τελειώσω μ' αυτό το θέμα που αν και δε μου έφερε παρά λίγη στεναχώρια, γιατί στην πλειοψηφία τους οι ακροναυπλιώτες ήταν επαναστάτες, ώριμοι και με καρδιά, μ' έκανε αντίθετα σε λίγο, καλό και αγαπητό μέλος της ομάδας. Γιατί όπως όλοι το ξέρομε στο σωστό άνθρωπο αρέσει να του λες καθαρή κι' αφκιασίδωτη την αλήθεια κι οι ακροναυπλιώτες στην πλειοψηφία τους, ήταν σωστοί άνθρωποι. Θάχαμε περάσει εικοσιπέντε ως τριάντα μέρες, όταν ένα βράδυ ο Νίκος Γιωργαλής θαλαμάρχης του 3ου θαλάμου, αφού συγκεντρωθήκαμε σε μια από τις μέσα γωνιές της αίθουσας, κατάχλωμος και βαθιά συγκινημένος διάβασε μια ανακοίνωση της επιτροπής του στρατοπέδου. Δε θυμάμαι την εισαγωγή ούτε άλλο από το περιεχόμενό της εχτός τούτα δω του επιλόγου που χαράχτηκαν στο μυαλό μου: Σύντροφοι, ο εχθρός χρησιμοποιώντας τους χαφιέδες του, χτύπησε το κόμμα μας κι από τα μέσα και το διάλυσε. Τώρα σ' όλη την Ελλάδα δεν λειτουργεί καμιά από τις οργανώσεις του». Για το αντιδιχτατορικό μέτωπο η ανακοίνωση δεν έλεγε λέξη, καθώς και για τα ελάχιστα ίχνη οργανώσεων και ξεμοναχιασμένους επαναστάτες που ύπαρχαν ακόμα άπιαστοι και δρούσαν δεν έκανε λόγο. Ήταν κοφτή. Θυμάμαι τη μεγάλη συγκίνηση που έφερε το διάβασμα αυτής της ανακοίνωσης. Ήτανε σαν να είχαν οι σύντροφοι φτερά και με μιας τους έπεφταν. Πολλοί που μαζί τους κουβέντιασα τις επόμενες μέρες είχαν φοβηθεί, πως θα γίνονταν πολλές δηλώσεις μετανοίας, από αδύνατους συντρόφους κι αμφιβάλλανε αν ήτανε σωστό να ειπωθεί έτσι απότομα η αλήθεια για την κατάσταση του κινήματος. Δεν συνέβηκε όμως τίποτα και για πολύ καιρό, δεν πήρε ο αντίπαλος δήλωση απ' το στρατόπεδό μας. Αντίθετα κι αυτό μου έχει μείνει αξέχαστο, έγινε φανερό ένα ατσάλωμα στις ψυχές αυτού του κόσμου... «Α! έτσι; μας διαλύσανε οι φασίστες το κόμμα μας που με τόσους μόχθους και θυσίες είχαμε φτιάξει!». Η δύναμη που ένιωθαν να δρα έξω απ' αυτό το σπίτι που την αιστάνονταν δύναμη δική τους, λες και φώλιασε τώρα στην ψυχή τους. Κι εκείνο το μίσος για το φασισμό μεγάλωσε πιο πολύ. Τώρα ο καθένας ένιωθε ότι, παλεύαμε αβοήθητα από οργανωμένο κίνημα, οπλιζότανε ψυχικά καλύτερα για να ισοφαρίζει. Ας γυρίσομε πάλι στο σημείο που αφήσαμε την αφήγησή μου και θα ξαναμιλήσω όταν θα πω για κείνη τη «λίγη στεναχώρια». Όταν σκορπίστηκαν οι σύντροφοι, όπως φεύγαμε, έφτασε και με καλωσόρισε ένας ηλικιωμένος κι ο Μπέρκος μου τον σύστησε: «Είναι ο μπαρμπα - Λιάς, συνάδελφός σου μου λέει, πρόεδρος του σωματείου των τσαγκάρηδων της Αθήνας. Κι αστειευόμενος πρόσθεσε: Μα έχει και άλλους πολλούς τίτλους: «Υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας, υποψήφιος γερουσιαστής, υποψήφιος βουλευτής. Μα ως το τέλος έμενε μόνο... «υποψήφιος» ο Μπάρμπας μας ο Λιάς...». Κρατώντας το χέρι του Ηλία Μπερκέτη και κοιτώντας το πράο, το γεμάτο αγαθοσύνη κι ανθρωπιά πρόσωπο, τα κατάλευκα μαλλιά, το γαλήνιο μα και αποφασιστικό βλέμμα και το μέτριο ίσιο ανάστημα, σκέφτηκα κι είπα μέσα μου: Digitized by 10uk1s
«Μα την πίστη μου, τούτος ο γερο - Μανιάτης κάνει όχι για δήμαρχος ή γερουσιαστής μα πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας». Και σα να είμαστε παλιοί γνωστοί και φίλοι κουβεντιάζοντας κατεβήκαμε μαζί στο προαύλιο. Ο Μπερκέτης ήταν παλιός επαναστάτης, είχε ως τώρα πολλά χρόνια φυλακή κι εξορία για την πολιτική του δράση. Ήταν από τους σοσιαλιστές, από το τέλος του περασμένου αιώνα κι ως τη δεύτερη δεκαετία του τωρινού, που γίνηκε στον κόσμο μας η επανάσταση του 1917 κι ιδρύθηκε το κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα. Ας πω πως ήταν κι από τους πρώτους δέκα, ο πρώτος του καταλόγου, που τουφέκισαν οι Γερμανοί. Στη νότια άκρη του προαυλίου βρισκόταν το μαγειριό, ο φούρνος, το πλυσταριό με τις ξύλινες σκάφες κι απέναντι σε μια γωνιά σκεπασμένη με πισσόχαρτο ήτανε στριμωγμένο ένα σόι λουτρού. Δείχνοντάς μου ο γερο - σύντροφος τις «εγκαταστάσεις» με πληροφόρησε ότι το φούρνο τον είχαμε χτίσει «εμείς» κι ότι τον καιρό που μας έφερνε το ψωμί η διοίκηση από τ' Ανάπλι πότε ήταν μούχλα γεμάτο και πότε κομματιασμένο. Τώρα το ζυμώνουν οι σύντροφοί μας αρτοποιοί κι έχομε από μια φρατζόλα μισή οκά για τον καθένα μας την κάθε μέρα καθαρό, φρέσκο και καλοψημένο σταρίσιο ψωμί, βάση για την διατροφή μας. Στο μαγειριό πάνω στις πυροστιές βράζανε δυο πελώρια καζάνια. Ο γέρος μου εξήγησε: «Τα φαγιά μας το πιο πολύ είναι σούπες, φτιάνομε όμως και στο φούρνο. Το μεσημεριανό μας συσσίτιο μέσο όρο στοιχίζει 2,10 δραχμές, το βραδυνό 62 λεπτά. Τις Κυριακές έχομε από εκατό δράμια στη μερίδα γίδα. Είναι φτηνό αυτό το κρέας επειδή βλέπεις η Τετάρτη Αυγούστου, ύστερα από μας τους κομμουνιστές... έβαλε μανία να ξεκάνει και τις γίδες. (Η διχτατορία πήρε την αυθαίρετη απόφαση για την «προστασία των δασών» να ξεκάνει ένα εκατομμύριο γίδες και να ρίξει σε φτώχεια τους ορεινούς πληθυσμούς, αφού δεν τους εξασφάλισε άλλους πόρους ζωής. Έτσι η αγορά γέμισε από γίδινο κρέας και η τιμή του έπεσε). Πήγαμε ύστερα στα συνεργεία των τσαγκάρηδων και ξυλουργών, που ήταν σ' ένα μεγάλο ισόγειο. Υπεύθυνος του τσαγκαράδικου ήταν ο σύντροφος Γιώργης Ζερμπίνος. Ήταν ψηλός με φαρδιούς ώμους, με γελαστό πρόσωπο και μ' αγαθά μάτια, άντρας. Κουβεντιάσαμε κι αστειευτήκαμε μαζί του κάμποσο γιατί μ' άρεσε πολύ που μιλούσε την πιο γνήσια Τσαγκαράδικη γλώσσα. Μ' έγραψε κιόλας στον κατάλογο για να δουλέψω όταν θα ερχόταν η σειρά μου. Το τσαγκαράδικο μπάλωνε τα παπούτσια των συντρόφων, έφτιαχνε σαν λάχαινε κι από κανένα καινούριο ζευγάρι. Είχε μπόλικη δουλειά. Μα επειδή απ' όλα τα επαγγέλματα οι τσαγκάρηδες έρχονταν πρώτοι σε αριθμό στο στρατόπεδο, ο καθένας μας δούλευε μια ως δυο μέρες τη βδομάδα. Είχαμε και αμοιβή: Για την κάθε εργάσιμη μέρα έπαιρνε ο κάθε κάλφας από δυο μάρκες που η κάθε μια είχε αξία μισή μερίδα φαγητό κι ακόμα παίρναμε τέσσερα τσιγάρα και τον κάθε μήνα μας αναλογούσε από έξι ως δώδεκα δραχμές, ανάλογα με τα καινούρια ζευγάρια που είχαμε φτιάξει. Γιατί όταν ο σύντροφος που έφτιαχνε καινούρια ήταν εύπορος, πλήρωνε κάτι για εργατικά, για την αγορά των υλικών και το πόδεμα των εντελώς απόρων συντρόφων. Όλες οι επιδιορθώσεις που το πιο πολύ γίνονταν με παλιόπετσα και παλιά δέρματα από χαλασμένα παπούτσια, (τότες έμπαινε μπάλωμα πάνω στο μπάλωμα, στο ψίδι και στη σόλα), γίνονταν δωρεάν. Κατά τον ίδιο τρόπο δούλευε και το συνεργείο των ραφτάδων.
Έτσι γνωρίστηκα από τη δεύτερη κιόλας μέρα με το συνεργείο του επαγγέλματός μου και γράφτηκα στη δύναμή του. Όταν βγήκαμε στην αυλή ζυγώσαμε σ' ένα παρτέρι ως πέντε τετραγωνικά μέτρα σε μια γωνιά στην αυλή. Ήταν ο ανθόκηπος του στρατοπέδου. Κάμποσα βασιλικά πυκνόφυλλα και σκουροπράσινα κι άλλα λουλούδια άφηναν την ισκιά τους πάνω στο ψιλοκομμένο σταχτί χώμα. Digitized by 10uk1s
Ο Μάης ήταν στη μέση του, ο ήλιος βρισκότανε στο μεσούρανο, πλήρωνε τη γη με το φως και την κάψα του. Ένιωσα ένα ακράτητο πόθο για τη ζωή και τα δεσμά να με σφίγγουνε τόσο. «Ωραία!», είπα στον μπαρμπα - Λιά, σήμερα. Και κοιτώντας κάτω από την ισκιά των βασιλικών, ένα μυρμηγκάκι μ' ανάστησε μια ιδέα της στιγμής και την είπα: «Αν είμαστε μικρά - μικρά ανθρωπάκια, τόσα δα, που να καθόμαστε στο δροσιό των βασιλικών, σε καρεκλίτσες και τραπεζάκι ανάλογο, με μπαστουνάκια... Τα μπαστουνάκια μας τα φαντάζομαι σα σπιρτόξυλα — κι αμέριμνοι εκειδά να πίνομε το καφεδάκι μας...». Ο μπαρμπα - Λιάς γέλασε, έπαιξε χτυπώντας τις κίτρινες χάντρες του κομπολογιού του, «είσαι ρομαντικός» μου λέει. «Δεν είμαι και τόσο του απάντησα, μα ίσως πεθύμησα αυτή τη μεταμόρφωση γιατί έτσι θα μεγάλωνε το κλουβί μας και δε θα νιώθαμε να μας πιέζουν οι κλειδαριές κι οι σιδερόβεργες...». Έκανα το αστείο αυτό κατά τον πιο φυσικό τρόπο και με παραξένεψε όταν το πράο ύφος του γέρου γίνηκε αυστηρό: Και τι νομίζεις, σύντροφε, μου λέει, ότι είναι καλύτερα έξω, απ' εδώ μέσα;». Κράτησε η συζήτησή μας στενάχωρη, ώσπου ανεβήκαμε στο θάλαμό μας. Όταν χωρίσαμε είπα στο γέρο: «Σε μένα, σύντροφε, αρέσει το έξω πάρα πολύ... Γι' αυτό νομίζω είναι που βρέθηκα κλεισμένος εδώ μέσα». Θυμάμαι πολύ καθαρά κείνη την εικόνα στον ίσκιο των βασιλικών, τη στεναχώρια που πήρα με τη στάση του συντρόφου Μπερκέτη, μη μπορώντας ακόμα να εξηγήσω μια ορισμένη νοοτροπία των ανθρώπων που επί χρόνια ζούσαν τις συνθήκες της κράτησης, κάτω από οργανωμένη ζωή και την ψυχολογία που φέρνει το κλείσιμο, η επίβλεψη, οι καταπιέσεις του πολιτικού αντίπαλου όταν τυχαίνει μάλιστα ο αντίπαλος να είναι φασισμός κι οι λιποταξίες συντρόφων. Σκέφτηκα πως όσο θα μου ήταν εύκολο θα προσπαθούσα να μην κυριαρχηθώ από τέτοια νοοτροπία. Την άλλη μέρα ξανάρθε ο σύντροφος μπαρμπα - Λιάς για περίπατο στην αυλή κι ήταν πιο φιλικός και πιο ανεχτικός μαζί μου κι έτσι φίλοι απομείναμε σ' όλη τη ζωή μας στην Ακροναυπλία. Σε λίγο εχτίμησα αυτόνε το γέροντα πιο πολύ. Είχα προσεξει ότι πάντα μέσα στο γέλιο και την καλωσύνη του κρυβότανε μια πικρίλα, παρ' ότι γινότανε φανερό ότι προσπαθούσε να την αποδιώχνει. Γρήγορα έμαθα πως ο γέρος είχε δώσει στο πρώτο παιδί του, που συνέβει να γεννηθεί τον καιρό της Ρούσικης Επανάστασης, το όνομα Λένιν. Όταν μεγάλωσε, το κόμμα τον έστειλε να σπουδάσει στη σχολή της ΚΟΥΤΒ στη Μόσχα. Εκεί φοίτησε τέσσερα χρόνια. Όταν όμως ο Λένιν γύρισε στην Ελλάδα πιάστηκε από τη διχτατορία μα δεν άντεξε τα βασανιστήρια κι έκανε δήλωση μετανοίας. Αυτό το ατύχημα του παιδιού, μαράζωσε την ψυχή του πατέρα. Γι' αυτό λυπόμουνα το γέρο αφάνταστα και προσπαθούσα να είμαι όσο πιο πολύ μπορούσα καλός μαζί του.
Την επόμενη μέρα που έπεφτε η δεκάξι του μήνα Μάη, μου έδωσαν το κρεββάτι του «πεθαμένου συντρόφου». Ήτανε από δεκαπέντε καλάμια, δεμένα με σπάγκο πάνω σε τρία κάθετα κομμάτια, κι αυτή η καλαμωτή έμπαινε πάνω σε δυο ξύλινα στρίποδα κουτσά κι ανάποδα. Πάνω εκεί έστρωσα το μοναδικό ρούχο μου, μια κουβέρτα. Με πλήγωνε το καλάμι μα ποιος νοιαζότανε για τέτοια ψιλοπράματα. Ωστόσο απόφευγα τη σκόνη του χάμω και είχα κρεββάτι... Τώρα όμως έπρεπε να φτιάξω και το νοικοκυριό μου. Αγόρασα ένα χωμάτινο πιάτο, ένα κουτάλι κι ένα κύπελλο. Ύστερα μια που ήθελα να γίνω μαθητής βιάστηκα να παραγγείλω, ένα μπουκάλι μαύρο μελάνι, ένα κοντυλοφόρο, δυο πέννες, δυο κίτρινα μεγάλα εκατόφυλλα τετράδια, μολύβι και γομολάστιχα, πλάκα και κοντύλι. Έτσι απόχτησα τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη ζωή και για τη μόρφωσή μου. Ακόμα παράγγειλα στους μαραγκούς — με χρέος — μια ξύλινη βαλιτσούλα που πάνω στο καπάκι της θα έτρωγα και θα έγραφα.
Digitized by 10uk1s
Τις πρώτες μέρες μου στο στρατόπεδο και μέχρι να κανονιστεί σε ποιες μορφωτικές γκρούπες θα έπαιρνα μέρος, όπως είχα ζητήσει να γίνω μαθητής, ήμουνα εύκαιρος να γυρνάω στους θαλάμους τις ώρες που δεν είχε μελέτη και μαθήματα, ή να κάνω βόλτες στο προαύλιο και να συζητάω με όποιον σύντροφο ερχότανε δίπλα μου. Από γνωστούς δεν είχα στο στρατόπεδο εξόν το Γιώργη Νικολαΐδη που τον γνώρισα σαν γραμματέα της τρίτης αχτίδας της Αθήνας, τον Μανώλη Αναγνωστάκη από το Ρέθεμνος της Κρήτης, το Γιώργη Παπαδονικολάκη χωριανό μου, που όμως είχε φύγει αυτός απ' εκεί με την οικογένειά του όταν ήταν ακόμα πέντε χρονών, το Γιώργη Μαμαλάκη από το Ρέθεμνος και λίγους ακόμη. Δεν χρειαζόταν όμως εδώ να έχεις παλιές γνωριμίες για να κάνεις παρέα και να συζητήσεις. Με κάναν παρέα σύντροφοι που δεν τους γνώριζα, συζητούσαμε, πίναμε από κανένα καφέ με κάποιο κομματάκι τσιγάρο στις πίπες, κι ένιωθα θέρμη και ειλικρίνεια στη φιλικότητα αυτή, σαν να ήτανε στεριωμένη ανάμεσά μας από παλιά, από τα παιδικά μας χρόνια. Πολλές φορές έχω γράψει κι έχω πει, ότι σε μένα και ως τα σήμερα που γέρασα, οι άνθρωποι φερθήκανε καλά. Μα όταν σκέφτομαι αυτήνε την καλωσύνη, η σκέψη μου σταματάει και σ' αυτές τις πρώτες μέρες της ζωής μου στο στρατόπεδο, που τόση στεναχώρια μπορεί να φέρουν σ' ένα πρωτόπειρο ώσπου να συνηθίσει εκείνη την παράξενη οργανωμένη ζωή. Κοιτούσα αυτόνε τον κόσμο με τις φτωχές, τις μπαλωμένες μα καθαρές φορεσιές και με την τόση καθαρή κι αδόλεφτη ψυχή. Γνώρισα ένα κόσμο εξαγνισμένο, που προσπαθούσε, νομίζοντας πως ήταν γεμάτη από ελαττώματα και ανομήματα η ζωή, να πετάξει πέρα αυτά τα κακά που του είχε κολλήσει, χωρίς να τον ρωτήσει κιόλας το κοινωνικό σύστημα, που τώρα το πολεμούσε για να το γκρεμίσει. Έναν κόσμο με αισιοδοξία, με πίστη, με πεποίθηση που μια μέρα, όχι μακρινή, θα γίνει η εξουσία του τόπου του, για να τον φτιάξει παράδεισο. Κι επειδή είχε μια τέτοια πεποίθηση πως του ήτανε δοσμένο, αυτός να διαφεντέψει το κράτος, ένιωθε την ανάγκη να καλλιεργηθεί και να μορφωθεί. Ριχνότανε με τη βουλημία θεριού πεινασμένου να ρουφήξει το μυαλό του το μάθημα, την ομιλία, τη διάλεξη. Άκουε με έκσταση. Μετά ρωτούσε ό,τι δεν έπιασε. Έσκυβε ώρες στο βιβλίο και στο τετράδιο. Έγραφε, διάβαζε, μάθαινε. Κι όσο προχωρούσε τόσο πιο πολύ ένιωθε πόσο πίσω είναι, πόσα λίγα ξέρει, πόσο πολλά πρέπει να μάθει. Από την άλλη μεριά, όταν συγκρίνανε τον εαυτό τους με τους αστούς αντίπαλους, δεν ήθελαν να πιστέψουν πως είναι κατώτεροί τους, μα έβγαζαν τον εαυτό τους πάνω ψηλά: «Η αστική επιστήμη είναι σκάρτη» ή ακόμα, «δεν υπάρχει αστική επιστήμη γιατί βασίζεται στον ιδεαλισμό». Αυτό βέβαια ήταν απαραίτητο για να στερεωθεί μια τόσο χρήσιμη πεποίθηση που, μαζί με την υπεράνθρωπη προσπάθεια για μόρφωση, αποχτούσε δύναμη. Αφού η αστική επιστήμη ήταν ελαττωματική ή δεν «ύπαρχε», εμείς εξοπλισμένοι με τη θεωρία του διαλεχτικού και ιστορικού υλισμού, ερχόμαστε μπροστά, απ' τους αστούς αντίπαλούς μας. Η πεποίθηση αυτή εκείνον τον καιρό δεν ήταν ριζωμένη μονάχα στους κομμουνιστές μα και στις λαϊκές συνοικίες και στις πλατιές μάζες της αγροτιάς. Όλοι οι εργαζόμενοι το ξέρανε και καμάρωναν, πως οι κομμουνιστές, τις εξορίες, τις κάνουν σκολειά και πανεπιστήμια. Ύστερα οι βουλευτές του λαϊκού μετώπου — σαν λειτουγούσε το κοινοβούλιο — ήτανε πιο κατατοπισμένοι και πιο μελετημένοι από τους αστούς βουλευτές και την ικανότητα αυτή οι πιο πολλοί την απόχτησαν στις εξορίες. Θέτανε τα λαϊκά ζητήματα κατά τρόπο τέτοιο που διαβάζοντας την εφημερίδα ο εργάτης, καταλάβαινε τι ζητά ο βουλευτής για πάρτη δική του.
Ετούτες τις πρώτες μέρες της ζωής μου στο στρατόπεδο διάβασα κάμποσα χρήσιμα βιβλία. Πολλών Digitized by 10uk1s
τα θέματα τα θυμάμαι ως τώρα κι όχι λίγες φορές μου χρησίμεψαν οι γνώσεις που πήρα από αυτά, μετά πολλά χρόνια σε ομιλίες μου στους ανθρώπους του βουνού και του αγρού. Πολλές φορές στα βουνά μίλησα στους τυροκόμους απ' την τυροκομία του Ζυγούρη, που είχα διαβάσει εκεί και κατασκεύασα κεφαλοτύρι και γραβιέρα. Θυμάμαι τρία βιβλιαράκια που είχε μεταφράσει ο Γλυνός απ' τα Εγγλέζικα: «Πώς τρέφεται ο άνθρωπος», «πού κατοικεί...» και «πώς ντύνεται...». Ζήλεψα πολύ τα παιδιά εκείνα του δημοτικού που αποχτούσαν τόσες πολλές γνώσεις και με τέτοια ευκολία από εκείνα τα καλογραμμένα βιβλία. Απ' αυτά τα βιβλιαράκια έμαθα τι είναι και πώς λειώνει ο βωξίτης, πώς λειώνει το μετάλλευμα στην υψικάμινο κι από το λειωμένο σίδερό της κατασκευάζονται οι σιδεροδοκοί, οι λαμαρίνες, ως τη βελόνα του ραψίματος κι άλλα εργαλεία που δεν τα πιάνει το γυμνό μάτι. Τον καιρό της σχολικής μου ηλικίας, εμείς τα Ελληνόπουλα, δεν μαθαίναμε τέτοια πράγματα, κι απ' ό,τι θυμάμαι μας παίδευε κείνη η καθαρεύουσα με τα ία, τα ωά, τα ώτα και τα τέτοια. Καλά που εμείς τα παιδιά, νιώθαμε και κάναμε κάνα παιγνίδι, πετροπολέμους, μαθαίναμε λίγο κολύμπι στο ποτάμι, παρά τα κυνηγητά του δασκάλου και τις απαγορεύσεις του, γιατί κάτι ωφελούμαστε παίζοντας. Αλλά για να μην είμαι και άδικος πήρα μια ιδέα πώς γράφουν και πώς διαβάζουν κι έτσι εδώ στην Ακροναυπλία δεν άρχισα από την αλφαβήτα. Μετά λίγους μήνες όμως η διοίκηση του στρατοπέδου μας πήρε κι αυτά τα βιβλία απαγορεύοντάς μας ακόμα και το διάβασμα των εφημερίδων· Λίγο πρωτύτερα μας είχαν κατάσχει κάμποσα άλλα που το καθεστώς τάχε υποψιαστεί για «παράνομα». Έτσι σ' ολόκληρο το στρατόπεδο δεν απόμεινε ούτε ένα βιβλίο και οι εξακόσιοι πενήντα μαθητές έπρεπε να συνεχίσουν τη μάθησή τους χρησιμοποιώντας μόνο χειρόγραφα, γιατί μας άφηναν να έχομε τετράδια, μολυβοκόντυλα και πλάκες. Πρόβλεψε όμως η επιτροπή μας και είχε κρύψει κάμποσα, τα πιο απαραίτητα, για να βγαίνουν απ' αυτά σε χειρόγραφα τα πολιτικά και τα άλλα μαθήματα. Έτσι η μόρφωσή μας θα στηριζόταν στα μαθήματα από παράνομα χειρόγραφα, στις ομιλίες, στις διαλέξεις και το σχολειό μας απ' εδώ και πέρα θα λογούνταν λίγο παράνομο και κρυφό. Αυτές οι μεγάλες δυσκολίες στα υλικά για τη μάθηση, μας έφεραν αξεπέραστες δυσκολίες. Μάς έρριξαν πίσω και μας ζημίωσαν. Αλλιώς πιστεύω πως αν δεν ύπαρχαν αυτοί οι περιορισμοί — και δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά — ένα τριάντα στα εκατό των κρατουμένων θα έβγαιναν με γνώσεις επιστήμονα, κι άλλο ένα ποσοστό από σαράντα στα εκατό, θα λογαριάζονταν άνθρωποι καλά μορφωμένοι κι εμείς οι υπόλοιποι, για την Ελλάδα των αστοτσιφλικάδων, δεν θα στερούσαμε. Το καθεστώς όμως της διχτατορίας που ήταν η έκφραση της ελληνικής πισθοδρόμησης, έλεγε για τη νεολαία πως δεν της χρειάζεται μόρφωση, φέρνοντας σαν παράδειγμα, τους αγωνιστές του εικοσιένα που ανάστησαν το έθνος, ενώ ήταν όλοι αγράμματοι... Εύκολο να νιώσει κανείς τι μίσος ένιωθε το καθεστώς για τη δική μας προσπάθεια μόρφωσης και πώς αντιδρούσε. Στο στρατόπεδο βρίσκονταν πολλοί κρητικοί που θα μιλήσω πιο κάτω για όλους αυτούς. Και τώρα θα πω για το Μανώλη Αναγνωστάκη και το Γιώργη Μαμαλάκη. Ο πρώτος ήταν από το Όρος του Ρεθέμνους επαγγελματίας σαμαράς μέσα στην πόλη, και γραμματέας της κομματικής οργάνωσης. Ο Μαμαλάκης καταγόταν από τ' Αγκουσελιανά του ίδιου Νομού, βυρσοδεψεργάτης και στέλεχος της κομματικής οργάνωσης του Πειραιά, όπου τώρα κατοικούσε και δούλευε. Ήταν ο Μαμαλάκης ένας άντρας ψηλός, λεβέντης και δυνατός στο κορμί, όπως είναι όλοι της σόγιας του στην Κρήτη. Μ' αυτουνούς τους δυο συντρόφους κάναμε ένα είδος αυτομόρφωσης: Κάθε πρωί που είχε δροσιά στο προαύλιο καθήζαμε σε μια γωνιά και... βγάζαμε λόγους. Υποθέταμε δηλαδή ότι ο ομιλητής ήτανε υποψήφιος βουλευτής, δήμαρχος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου του συνδικάτου και μιλούσε με ανάλογο θέμα σε συγκέντρωση ή συνέλευση, σε χωριό ή πολιτεία. Μετά την ομιλία οι δυο άλλοι έκαναν κριτική, αν έπιασε καλά τα θέματα κι αν το ύφος και η γλώσσα ήτανε τέτοια που να διαθέσουν καλά το ακροατήριό του και να το φωτίσουν. Μπερδευόμαστε με τη γλώσσα, εγώ κι ο Αναγνωστάκης με προτάσεις κακοειπωμένες και με καθαρευουσιάνικες, ο Μαμαλάκης με λέξεις της Digitized by 10uk1s
μαλλιαρής του Πειραιά, κι άλλες, που αυτές τις πιπιλούσε κάθε τόσο σ' όλες του τις κουβέντες όπως, μπουρζουαζία, αγκιτάτσια, προβοκάτσια, κοσπεράτια, στρουχτούρα κι άλλες πολλές, που τις έλεγαν από ρομαντισμό, τώρα πια, όλοι οι παλιότεροι από μας κομμουνιστές μη στέργοντας να τις αφήσουν, παρά τ' ότι το πνεύμα της εποχής, με το πλάτεμα του κινήματος το απαιτούσε. Μ' άρεσαν οι ομιλίες, ήταν ευχάριστες και διδαχτικές. Στα νησιά εκπαιδεύονταν οι εξόριστοι και στις «δίκες». Και να τι ήταν οι δίκες αυτές. Συγκεντρωνόταν όλη η ομάδα συμβίωσης, αν ήταν από τριάντα ή κι από τριακόσια τα μέλη της. Ορισμένοι σύντροφοι κάθονταν στην έδρα που ήταν ένα κοινό τραπέζι και παράσταιναν τους εφέτες, κι άλλοι σ' ένα παγκάκι, το εδώλιο του κατηγορούμενου. Ύστερα ήταν οι μάρτυρες της κατηγορίας και της υπεράσπισης και οι δικηγόροι. Τα άλλα μέλη της ομάδας αποτελούσαν το ακροατήριο και τον πραγματικό κριτή. Η δίκη άρχιζε με σοβαρότητα σαν να γινόταν σε πραγματικό δικαστήριο. Το κεντρικό θέμα της διαδικασίας ήταν η απολογία των κατηγορουμένων που έπρεπε να είναι έξυπνη ν' ανατρέπει το κατηγορητήριο, με δίχως καμιά υποχώρηση απ' τις αρχές του Μαρξισμού και το πρόγραμμα του ΚΚΕ, να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων και πάνω απ' όλα, να είναι απολογία «ηρωική». Μετά το τέλος, γινόταν για όλους τους παράγοντες της δίκης κριτική από μορφωμένους κι έξυπνους συντρόφους εργάτες, κι από όποιον άλλο ήθελε να μιλήσει, για τις ελλείψεις που παρουσίασαν οι κατηγορούμενοι στην υπεράσπιση της πολιτικής του κόμματος και του λαϊκού συμφέροντος. Αυτό το μάθημα με τις «δίκες» ήταν διδαχτικό, αλλά στην τωρινή περίοδο φασιστικής διχτατορίας, δεν χρειαζόταν τέτοια εκπαίδεψη γιατί από καιρό, το καθεστώς, επειδή η δικαιοσύνη δεν είχε γίνει όργανό του, κι αθώωνε τους κομμουνιστές, δεν τους πήγαινε καθόλου σε δικαστήριο, μα τους έστελνε σε ισόβια εξορία ή στρατόπεδο. Ωστόσο εμείς, οι τρεις, κάναμε και το μάθημα της δίκης κάμποσες φορές. Με ξετρέλλαινε ο Μαμαλάκης ν' αγορεύει. Την περίοδο αυτή οι κομμουνιστές, κι όποιοι άλλοι αντιτάσσονταν ενεργά στο φασισμό, έπρεπε να σκληραίνουν την ψυχή και το πετσί τους ν' αντέξουν το βούρδουλα κι όλα τ' άλλα μαρτύρια του κορμιού και της ψυχής. Μα σε τούτα δεν χωράει καμιά διδασκαλία...
Θάχε περάσει ως μια βδομάδα από το κλείσιμό μου εδώ, όταν μια μέρα ήρθε και κάθησε στο κρεββάτι μου ένας σύντροφος μεσόκοπος, ψηλός, ξερακιανός με χλωμό βασανισμένο πρόσωπο και φουσκωμένα ζυγωματικά. Το βλέμμα του ήταν πράο κι όλη του η μορφή παρ' ότι μαρτυρούσε άνθρωπο δυνατό κι αλύγιστο, είχε κάτι το θερμό, το καλοκάγαθο και φιλικό. Μου έδωσε το χέρι και με καλωσόρισε κι από τις πρώτες λέξεις του κατάλαβα πως είχα επισκέφτη μου όχι συνηθισμένο άνθρωπο. Συζητήσαμε κάμποσο και μου έκανε εντύπωση με πόση ευγένεια με ρωτούσε για την κατάσταση του κινήματος έξω. Τα είπα και στο σύντροφο καθαρά και με καλή όπως τη δική του διάθεση: Ότι το οργανωμένο κίνημα όπως το είχα αντιληφτεί σχεδόν έπαψε να υπάρχει. Θυμάμαι ότι σ' αυτό το σύντροφο πρόστεσα ότι αν διαλύθηκε το κόμμα οργανωτικά, η επιρροή του ανέβηκε πάρα πολύ, μάλιστα πιο πολύ στα μικροαστικά στρώματα της πόλης. Ακόμα υποστήριξα πως η διχτατορία δεν «κρέμεται σε μια βαμβακερή κλωστή», όπως άκουσα να λέτε δω μέσα, κι ότι δεν είναι σωστό, εμείς κομμουνιστές να μη ζούμε μέσα σ' όποια πραγματικότητα όσο σκληρή κι αν είναι. Δεχόταν τη γνώμη μου με καλωσύνη κι ένα χαμόγελο γλύκαινε πιο πολύ τη μορφή του, από τον πεισματικό ίσως τρόπο που υποστήριζα εκείνο που έλεγα. Όταν έφυγε ο σύντροφος με ρώτησε ο Σουβατζόγλου που άκουε τη συζήτησή μας: «Ξέρεις ποιος Digitized by 10uk1s
ήταν ο σύντροφος;». Δεν ήξερα. «Είναι ο Λαζαρίδης ο Κώστας, ο γραμματέας της ομάδας μας. Προλετάριος... Ταλαιπωρημένος σύντροφος». «Είναι καλός άνθρωπος», απάντησα στο Σουβατζόγλου. Και τέτοιος — καλός — έχει απομείνει στη συνείδησή μου. Δεν ήξερα ακόμη ότι πάνω από το γραμματέα της ομάδας μας βρίσκονταν κάμποσοι άλλοι σύντροφοι και μας κουμάντερναν. Τον είχα εχτιμήσει όμως και πριν μάθω από το διπλανό μου ότι είναι ο γραμματέας μας, κι έτσι σαν τον πρώτο του στρατοπέδου μας τον εχτιμούσα πάντοτε και τώρα. Μετά ένα χρόνο γλύτωσε το στρατόπεδο. Ο άνθρωπος όμως είχε πάθει βλάβη και πέθανε από την πείνα και τον κατατρεγμό της κατοχής. ...Εγώ είχα την καλή τύχη να επιζήσω και να βγάλω με το παιδί του, που τότες θα ήταν ακόμη νήπιο, χρόνια φυλακή ύστερ' από είκοσι χρόνια.
Θέλω τώρα να πω λίγα για τις σχέσεις μας με τη διοίκηση του στρατοπέδου και το πώς λειτουργούσε η ομάδα μας όντας κάτω από τον έλεγχο, τη φρούρηση και τις καταπιέσεις του αντίπαλου. Τη διοίκηοη και τη φρούρηση του στρατοπέδου την είχε η χωροφυλακή με την κατ' ευθείαν επίβλεψη του Υπουργού της Ασφαλείας Μανιαδάκη. Είχε διοικητή το μοίραρχο Φωτόπουλο και υποδιοικητή τον ανθυπασπιστή Μπουγά, που επειδή έμοιαζε με το Γκαίριγκ, του είχαμε κολλήσει αυτό το παρατσούκλι. Η δύναμη της φρουράς έφτανε τους εβδομήντα υπαξιωματικούς και χωροφυλάκους, που στον οπλισμό τους ύπαρχαν και δύο οπλοπολυβόλα «χότσκες». Το στρατόπεδο φυλαγόταν από τέσσερεις σκοπιές. Πέρα από τη φρούρηση, τη φροντίδα για τη διατροφή μας, η διοίκηση είχε και σαν κύρια αποστολή της να μας υποβάλει σε κάθε λογής πιέσεις, ομαδικές είτε ατομικές για ν' αποσπάσει, δηλώσεις μετανοίας. Τα χρήματα απ' το δεκάδραχμο επίδομά μας πήγαιναν στα χέρια της διοίκησης. Αντιπρόσωπός μας όμως κανόνιζε για τα ψώνια της ομάδας κατεβαίνοντας συνοδεία στ' Ανάπλι. Μέσα στο στρατόπεδο βρισκόταν πάντα ένας χωροφύλακας κάνοντας ανάλογα με το ήθος και τη νοημοσύνη του, εφόδους στους θαλάμους και παρατηρήσεις διάφορες. Οι πιο πολλοί όμως δεν μας ενοχλούσαν. Έξω από τη μέσα σιδερόπορτα στεκόταν άλλος χωροφύλακας. Αυτός άνοιγε κι έκλεινε την κιγκλίδα. Σε λίγο καιρό όμως η πόρτα αυτή δεν κλείδωνε, κι ο χωροφύλακας στεκόταν εκεί έτοιμος για ν' ανοίξει αν κανένας κρατούμενος ήθελε να κάνει μετάνοια, επειδή η δουλειά αυτή έπρεπε να γίνει γρήγορα για ν' αποφύγει ο «σπασμένος» το προγκάρισμα από τους άλλους. Αν ο χωροφύλακας ήταν χαζούτσικος ή φανατισμένος καλούσε, κλείνοντας το μάτι σ' όποιον κομμουνιστή νόμιζε για στεναχωρημένο να περάσει για δήλωση την κιγκλίδα. Αυτή βέβαια η ταχτική θεωρήθηκε από μας προκλητική και προσβλητική, γίνηκαν παραστάσεις και διαμαρτυρίες στη διοίκηση για να μη μας ενοχλούν με τα τέτοια οι χωροφύλακες. Κάθε πρωί, ορισμένη ώρα άνοιγαν οι πόρτες, έμπαιναν οι χωροφύλακες στους θαλάμους, μας μετρούσαν αφού εμείς στεκόμαστε σε μια γραμμή. Τα βράδια μαζευόμαστε στους θαλάμους μας και γινόταν ένα δεύτερο μέτρημα. Βαρούσαν και κάποιο κουδούνι πρωί και βράδυ αλλά εμείς είχαμε άλλο πρόγραμμα «κατάκληση, έγερση και σιωπή» κι αυτό ακολουθούσαμε. Τις σχέσεις μας και τη συμπεριφορά μας με τη διοίκηση και τα ζητήματα, τα μόνιμα και τα τρεχούμενα τα κανόνιζε το γραφείο της ομάδας μας με τον αντιπρόσωπο ή και με επιτροπή. Digitized by 10uk1s
Μέσα στο στρατόπεδο, στη δική μας ζωή, τις σχέσεις μας τις κανονίζαμε μεις οι κρατούμενοι, καμιά επέμβαση και ποτές, δεν δεχτήκαμε απ' τη διοίκηση. Όπως έχω πει η ομάδα μας καθοδηγιόταν από ένα πενταμελή ή εφταμελή γραφείο (επιτροπή), μ' ένα καταμερισμό στα μέλη της για τους διάφορους τομείς εργασίας. Ο σοβαρότερος τομέας ήταν ο τομέας της μόρφωσης που την ευθύνη έπαιρνε ο πιο ικανός της επιτροπής σύντροφος γιατί βασικά, από τη μεριά μας, η Ακροναυπλία ήταν ένα πρωτότυπο σκολειό, ένα σΑνά λαϊκό πανεπιστήμιο. Γύρω από τον υπεύθυνο σύντροφο συγκροτιόταν η μορφωτική επιτροπή της ομάδας, που οργάνωνε και καθοδηγούσε, πάλι με καταμερισμό, τη μορφωτική προσπάθεια των κρατουμένων. Άλλος τομέας ήταν το μαγειριό, ο φούρνος, η καντίνα, τα άλλα συνεργεία και άλλος ο οικονομικός τομέας κι εκείνος οι σχέσεις μας με τη διοίκηση και την ψυχαγωγία. Ο γραμματέας της ομάδας συντόνιζε και καθοδηγούσε όλη τη δουλειά του στρατοπέδου κι έμπαζε τη γραμμή μιας άλλης πιο πάνω επιτροπής — κρυφής — που θα μιλήσω παρακάτω. Στον καθένα από τους τέσσερεις μεγάλους θαλάμους και στην απομόνωση, που εκεί είχανε καμιά τριανταριά γραμματιζούμενους, είχε οριστεί ένα θαλαμικό γραφείο, με υπεύθυνο για τη μόρφωση, υπεύθυνο της ψυχαγωγίας και θαλαμάρχη. Ο θαλαμάρχης ήταν η ψυχή του θαλάμου: Φρόντιζε για την τάξη και την ησυχία του θαλάμου τις ώρες του μαθήματος και της μελέτης κι εκανόνιζε το πλήθος από μικροζητήματα στις σχέσεις των ανθρώπων εκεί μέσα. Ακόμα ο θαλαμάρχης φρόντιζε να μη γίνεται κάτι που θα μας εξέθετε ή που θα μας έφερνε σε σύγκρουση με τη διεύθυνση. Κι εδώ πρέπει ανοίγοντας μια παρένθεση ν' αναφερθώ σ' ένα περιστατικό που μου είχε κάνει την πρώτη κακή εντύπωση συμβιβασμού μας, απέναντι στον αντίπαλο. Μια μέρα συνέβη ν' ακούσω το θαλαμάρχη να κάνει παρατήρηση σε μια παρέα γιατί συζητούσαν πολιτικά. Δε μ' άρεσε αυτή η απαγόρεψη. Όταν έφυγε πήρα κι εγώ μέρος και ξαναζεστάθηκε η συζήτηση. Τότες μας ζύγωσε ένας κοντούλης, συμπαθητικός ψαρομάλλης με ξαναμμένο πρόσωπο. «Μα έχομε πει, είπε συγκρατούμενος, να μη συζητάμε πολιτικά». Είχα προσεξει ότι αυτός ο σύντροφος είχε κάποια ευθύνη στην ομάδα μας κι ήμουνα βέβαιος ότι αυτός ήταν ο αόρατος καθοδηγητής του θαλάμου και είπα πως δεν θα πάνε τα λόγια μου χαμένα: «Αν ήθελα, του λέω, σύντροφε να μη συζητάω πολιτικά, δεν θα μ' έπιανε η διχτατορία. Μα κι όταν μ' έπιασε, αν έδινα μια προφορική υπόσχεση ότι θα σταματήσω το ενδιαφέρον μου για τα πολιτικά, πάλι θα μ' άφηνε λεύτερο. Δεν έδεσα τη γλώσσα μου και γι' αυτό είναι δεμένο το κορμί μου, για νάναι λεύτερη αυτή. Αν δε συζητάμε πολιτικά για τι να συζητάμε; Για γκόμενες; πούναι τις εδώ;». Αυτός ο σύντροφος ήτανε ο Δημήτρης Λεβογιάννης, τόντις κομματικός υπεύθυνος του θαλάμου, που στον εμφύλιο δολοφονήθηκε στην Ασφάλεια απάνω στα βασανιστήρια. Πήγα όμως στο γραμματέα της ομάδας και ζήτησα να μου φέρει εξηγήσεις: Πού στηρίζεται η πολιτική μας αυτή; Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που πήρα απάντηση μέσα σε δυο ώρες: Η απόφαση για απαγόρεψη της πολιτικής συζήτησης, δεν είχε πόδια να σταθεί... Σκέφτηκα τότες και πολλές φορές από τότες, αν το μυαλό των ανθρώπων που πήραν αυτή την απόφαση ξεπερνούσε το μέτριο κι όταν αργότερα παίρνονταν αποφάσεις που χαντάκωναν το κίνημα της Ελλάδας εδώ ξαναγυρνούσε το μυαλό μου...
Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της ομάδας ήτανε φιλικές, συντροφικές. Δεν έλειπαν βέβαια και οι Digitized by 10uk1s
μικροπαρεξηγήσεις μα ήταν ξεσπάσματα της στιγμής και δε θυμάμαι να παραξηγηθούνε δυο σύντροφοι, να το κρατήσουν ή να γενεί χειροδικία. Παλιότερα όμως όταν πρωτοανοίχτηκε το στρατόπεδο, είχανε γίνει λίγα δυσάρεστα. Θυμάμαι που ένας καλός σύντροφος, ο Φρυτζάλας, είχε στο παθητικό του ότι έδωσε ένα χαστούκι στον υπεύθυνο του μαγειριού, που ήταν ο σύντροφος Δημήτρης Βλαντάς. Τη ζωή μας όμως δηλητηρίαζε πολλές φορές η υπονόμεψη ή, αυτό που λέμε αλλιώς, ο κομματικός χαφιεδισμός. Η συνήθεια αυτή μικροαστική στη βάση της που φουντώνει στην οργανωμένη ζωή όταν υποφέρει από έλλειψη δημοκρατίας, καταπολεμήθηκε κι αποδοκιμάστηκε, όχι τόσο από το γραφείο ή την κομματική καθοδήγηση, όσο από ένα πλήθος εργατών και αγροτών, λαϊκών στελεχών, στύλων της ομάδας μας, που πρέπει να πω πως δίχως αυτούς τους καλούς επαναστάτες, θάταν αδύνατο να σταθεί έτσι ατράνταχτο το στρατόπεδό μας σ' εκείνη τη φασιστική μαυρίλα πούχε σκεπάσει την Ευρώπη. Κι εδώ παρατηρούσα τη δύναμη της ταξικής συνείδησης, τη δύναμη του λαϊκού πολιτισμού, της λαϊκής ανθρωπιάς.
Από την ως τώρα εξιστόρησή μου για τη ζωή της ομάδας ήρθε νομίζω στην επιφάνεια ένα σοβαρό ζήτημα: Με ποιο τρόπο εκλεγόταν η επιτροπή που καθοδηγούσε την ομάδα μας καθώς κι οι θαλαμικές επιτροπές. Ε! λοιπόν δεν γίνονταν εκλογές στην Ακροναυπλία. Τα μέλη της επιτροπής (γραφείου) τα όριζε η κομματική επιτροπή του στρατοπέδου και τα μέλη της ομάδας τα δέχονταν «διά βοής» βάσει κακοεφαρμοσμένης πειθαρχίας. Η κομματική επιτροπή κανονικά διοριζόταν απ' το πολιτικό γραφείο ΚΚΕ, παίρνοντας υπ' όψη τη θέση που είχανε στο κόμμα τα μέλη της και τη στάση τους απέναντι στον αντίπαλο κατά τη σύλληψή τους και τις «ανακρίσεις». Αυτή λοιπόν η κομματική επιτροπή που για πολλούς Ακροναυπλιώτες ήταν η αόρατη και μυστηριακή δύναμη, καθοδηγούσε και διεύθυνε τη ζωή της ομάδας. Ήταν η πραγματική καθοδήγηση· το γραφείο και οι άλλες πιο κάτω επιτροπές, δεν ήταν τίποτ' άλλο εξόν εχτελεστικά όργανά της. Στην αρχή - αρχή όμως της αφήγησής μου είπα ότι στην κουβέντα μου με το μέλος του γραφείου το Μπέρκο, αναφέρθηκε στην κατάργηση της κολλεχτίβας και στην συγκρότηση των εξορίστων και κρατουμένων, για πολιτικά αδικήματα κι επαναστατική δράση, σε ομάδα συμβίωσης, χωρίς διάκριση των μελών της ομάδας σε μέλη του κόμματος κι εξοκομματικούς. Με το να υπάρχει όμως κομματική επιτροπή σήμαινε ότι κατά ένα προσαρμοσμένο στη ζωή του στρατοπέδου τρόπο, ύπαρχε κι όλη η άλλη ιεραρχία του κόμματος: μέλη, ανώτερα και κατώτερα στελέχη, και κάποια κομματική οργάνωση. Που πάει να πει ότι τυπικά μόνο καταργήθηκε η κολλεχτίβα. Θεωρητικά βέβαια κάθε κομμουνιστής που, με τη δράση του αντίπαλου, εξουδετερώνεται απ' τον αγώνα και κλείεται μέσα σε τέσσερα ντουβάρια ή εξορίζεται, παύει να είναι μέλος του κόμματος. Την ιδιότητα αυτή την αποχτά όταν θα βρεθεί πάλι σε μια οργάνωση του κόμματος. Μέλος του ΚΚΕ δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη δράση των μαζών. Να όμως πώς είχε αντιληφθεί ένας πολύ παλιός κομμουνιστής, ο Βασίλης Γιαννόγκονας που έγραψε ένα βιβλιαράκι την «Ακροναυπλία» για τη ζωή μας εκεί: «Η οργάνωσή μας ήτανε κολλεχτιβική (που θα πει κοινοτική). Είχαμε επιτροπή κολλεχτίβας με γραμματέα, ταμία κ.λ.π. Υπήρχε θαλαμάρχης και υποθαλαμάρχης σε κάθε θάλαμο. Όλοι τούτοι διορίζονταν από τα πάνω». Για τον καιρό που κάνω λόγο, τέλος άνοιξης του 1939, όλοι οι κρατούμενοι του στρατοπέδου κομμουνιστές — κι έτσι λογαριάζονταν όλοι εχτός τους αρχείους, τους τροτσκιστές κι ελάχιστους ακόμη — έπαιρναν μέρος σε κομματικές ομάδες (γκρούπες) που συγκροτήθηκαν τότες κατά θαλάμους. Κάθε κομματική ομάδα είχε δέκα ως δεκαπέντε μέλη, μ' ένα κομματικό υπεύθυνο που Digitized by 10uk1s
αυτός καθοδηγιόταν απ' το κομματικό γραφείο του θαλάμου, κι αυτό πάλι απ' τον κομματικό υπεύθυνο, που το πιο συνηθισμένο ήτανε και μέλος της κομματικής επιτροπής του στρατοπέδου. Η κομματική επιτροπή είχε γραμματέα και πάνω από το γραμματέα, που εδώ ήταν ο σλαβομακεδόνας Ανδρέας Τσίπας και την κομματική επιτροπή, βρισκόταν ο Ιωαννίδης, εργάτης κουρέας από το Βόλο, βουλευτής του λαϊκού μετώπου και μέλος του πολιτικού γραφείου του ΚΚΕ και δεύτερος γραμματέας του. Για σοβαρά ζητήματα, όπως για την «εκλογή» γραφείου της ομάδας, συνεδρίαζαν οι κομματικές γκρούπες και η κομματική επιτροπή μέσω του υπεύθυνου, πρότεινε τους συντρόφους που λογάριαζε καλύτερους γι' αυτή τη δουλειά. Εδώ τα μέλη της ομάδας λέγανε τη γνώμη τους, όσοι είχανε σοφία και πίστευαν είτε υποψιάζονταν, ότι αν θα λείψει από το κόμμα, ή από τη ζωή της ομάδας μας η Δημοκρατία, όλα θα πάνε στραβά κι ανάποδα: Όποιος νόμιζε ότι τα πρόσωπα δεν ήταν κατάλληλα έφερνε αντίρρηση ή πρότεινε άλλα σαν ήθελε. Πέρα απ' αυτή τη διαδικασία όλα ήτανε τυπικά: Κάποια βραδιά ο θαλαμάρχης έφερνε γύρα το θάλαμο και μας καλούσε στη μέσα γωνιά. Εκεί ένα μέλος του γραφείου μάς ανακοίνωνε ότι έχομε συνέλευση με θέματα, απολογισμό δουλειάς κι εκλογή νέου γραφείου. Όλη η διαδικασία της «συνέλευσης» κρατούσε ως μισή ώρα. Εγκρίναμε τη δράση του παλιού γραφείου και την πρόταση για την εκλογή νέου παμψηφεί. Ποτέ δεν συνέβη να υπάρξει παραφωνία. Εξαίρεση αποτελούσαν οι αρχείοι και οι τροτσκιστές (3 - 4 σε κάθε θάλαμο). Ένας απ' αυτούς θα έπαιρνε το λόγο για να προτείνει δικούς του υποψήφιους και να κατακεραυνώσει το Στάλιν και τις εκκαθαρίσεις. Ένας από τους δικούς μας του απαντούσε και τελειώναμε. Δεν ύπαρχε λοιπόν άλλος μηχανισμός που να έχει κάποια δημοκρατική λειτουργία μέσα στην ομάδα μας, από την κομματική γκρούπα. Απ' ό,τι όμως αντιλήφτηκα, ενώ οι σύντροφοι συμφωνούσαν εύκολα με τις προτάσεις της κομματικής επιτροπής, ήταν πάρα πολύ προσεχτικοί και φοβισμένοι, στις αντιπροτάσεις και την κριτική. Σιγά - σιγά όμως, όπως θα δούμε, κι αυτή η δημοκρατία μέσα στην κομματική ομάδα, άρχισε ν' ατροφεύει και να σβήνει. Συνεδριάζαμε μονάχα για να εγκρίνουμε ό,τι είχε κάνει η κομματική επιτροπή και το γραφείο της ομάδας καλό ή κακό, σωστό ή όχι σωστό, κι όχι για να δώσουμε γνώμη εις ό,τι σκόπευε να κάνει. Έτσι οι κομμουνιστές Ακροναυπλιώτες καταντήσαμε υμνολόγοι της κομματικής επιτροπής και της πολιτικής της, που κάπου - κάπου, κάποιος σύντροφος θα την έλεγε και «Κυβέρνηση του λαού της Ελλάδας». Η κομματική ομάδα χρησιμοποιήθηκε, όπως θα δούμε, για να εξουδετερώσει κάθε αντίδραση αυτής της πολιτικής, να σβηστεί δηλαδή κάθε ίχνος δημοκρατίας και στη θέση της να καλλιεργηθεί ο φόβος προς την κομματική ηγεσία — η προσωπολατρεία — όπως ειπώθηκε κατοπινά. Αν οι κομμουνιστές που βρέθηκαν τότες στην Ακροναυπλία, βρίσκανε τη δύναμη ν' αντιδράσουν στην πολιτική αυτή, το ελληνικό κίνημα δε θα έπεφτε ποτέ σε τόσα πολλά και μεγάλα λάθη, που κιόλας άρχισαν όπως θα δούμε απ' εδώ μέσα, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα νικούσε. Πρέπει όμως να μην είμαι άδικος να πω ότι κατά το τέλος, όταν φάνηκε ότι ο εξοστρακισμός της δημοκρατίας μας οδηγούσε στο γκρεμνό, χρειαζότανε μεγάλη τόλμη, τόση όση και για να στηλώσεις το κορμί σου μπροστά στο εχτελεστικό, για να υπερασπίσεις με θάρρος και παστρικά αυτή τη βασική αρχή του κομμουνισμού, τη δημοκρατία μέσα στο κόμμα. Κι έτσι πρέπει να κρίνουμε τους κομμουνιστές Ακροναυπλιώτες που άφησαν, μαντρωμένοι απ' το φασισμό μέσα σ' εκείνο το σπίτι, να δολοφονηθεί ό,τι καλύτερο ανακάλυψε ο κοινωνικός άνθρωπος. Τη δημοκρατία μέσα στη ζωή τους.
Ανάμεσα στα μέλη της ομάδας μας, υπήρχαν αρκετές αντιθέσεις, άλλες από ψυχολογία κι άλλες καλλιεργημένες. Η πρώτη αντίθεση όπως τουλάχιστο φαινόταν ήταν αυτή ανάμεσα στους εργάτες και στους αγρότες. Η εργατική τάξη της Ελλάδας για κείνη την περίοδο ήτανε βέβαια από τις πιο επαναστατικές της Ευρώπης. Το ίδιο όμως συνέβαινε και για την αγροτιά μας, καθώς το μαρτυρούσαν οι αγώνες της την τελευταία, πριν τη διχτατορία δεκαετία. Πάνω απ' το εξήντα τοις Digitized by 10uk1s
εκατό απ' τους κρατούμενους του στρατοπέδου μας ήταν εργάτες. Κοντά το τριάντα τοις εκατό ήταν αγρότες, που στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από τα φτωχότερα στρώματα της αγροτιάς που δουλεύει και μεροκάματο. Οι εργάτες πάλι στην πλειοψηφία τους κατάγονταν από τη φτωχή αγροτιά κι όχι από εργατική προέλευση. Ύπαρχε λοιπόν και δεσμός συγγενείας. Κίνδυνος να πάρει την ηγεσία του επαναστατικού κινήματος η αγροτιά, δε φαινόταν. Οι κομμουνιστές αγρότες με τη φτωχολογιά του χωριού ήταν ενωμένοι με την εργατική τάξη της πόλης κι είχαν κατά πολλούς τρόπους αναγνωρίσει την ηγεσία της. Άκουες όμως πολύ συχνά την κάθε μέρα στ' αστεία και στα σοβαρά: «αγρότης καθυστερημένος», «στοιχεία ασταθή και ταλαντευόμενα» και άλλα. Όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί, όπως και αν λέγονταν — αστεία ή σοβαρά — πίκραιναν τους αγρότες, βρίσκονταν σε μαθήματα που διδασκόμαστε κει μέσα, που για την πραγματικότητα της Ελλάδας και του στρατοπέδου μας δεν ήτανε σωστοί κι έσπρωχναν τους αγρότες προς την Ιντελιγκέντσια που καιροφυλακτούσε. Βασική αφορμή για όλα τούτα ήταν ότι ο Ζαχαριάδης παράσυρε το κόμμα να διώξει τους αγρότες από τις οργανώσεις και στανικώς τους να τους αναγκάσει να ιδρύσουν άλλο κόμμα, το ενιαίο αγροτικό κόμμα, με γραμματέα τον Κ. Γαβριηλίδη με όλες τις κακές συνέπειες της πράξης αυτής. Έχω προέλευση αγροτική αν και είμαι εργάτης. Τα τελευταία χρόνια πριν τη διχτατορία, ήμουνα πρόεδρος σε μια αγροτική κοινότητα, στο χωριό μου. Λέω πως ήξερα λίγο την ψυχή του αγρότη της πατρίδας μου. Ήταν επαναστατημένη σταθερά και με τις πιο μικρές ταλαντέψεις. Πιστεύω μάλιστα πως η αγροτιά της Ελλάδας δεν έπαψε από το 1821 να είναι επαναστατική. Γι' αυτό οι σχέσεις αυτές δε μου έκαναν καλή εντύπωση και πολλές φορές είχα κάνει παράπονα στην κομματική ηγεσία πως έπρεπε να σταματήσουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Και για ν' αντιδράσω και στην πράξη, όταν γίνηκε ένα τραπέζι απ' τους αγρότες Ακροναυπλιώτες στον πρώτο θάλαμο, ζήτησα και πήρα μέρος σ' αυτό και έλεγα πως ήμουν αγρότης. Φοβόμουνα ότι η τέτοια πολιτική ρίχνει τους αγρότες στην επιρροή άλλων στρωμάτων, τους ξεμακραίνει απ' την επιρροή της εργατικής τάξης κι ευνουχίζει τη μαχητικότητά τους. Άλλες αντιθέσεις ήταν εκείνες ανάμεσα στους γραμματιζούμενους και τους εργάτες. Αυτές οι αντιθέσεις εξ αιτίας και της «καλής» ταχτικής της ιντελιγκέντσιας φαίνονταν σαν να μην υπάρχουν παρά τ' ότι ήταν σωστό ηφαίστειο. Οι γραμματιζούμενοι καμώνονταν ότι δέχονταν σαν επιστημονική την ηγεσία της εργατικής τάξης μέσα στο κόμμα. Έλεγαν ότι καλλιεργούν και προσπαθούν να πάρουν όση πιο πολύ «προλεταριακή ψυχολογία», κάνοντας παρέα με τους εργάτες... Ανάμεσα στους γραμματιζούμενους και τους αγρότες δεν φαίνονταν να υπάρχουν αντιθέσεις από αιτία την καλή ταχτική των πρώτων.
Μέσα στην ομάδα μας που δούλευε με τελειότητα ελβετικού ρολογιού κι ανάμεσα στα μέλη της επικρατούσε πλήρη ισότητα, τόσο στα δικαιώματα, όσο και στις υποχρεώσεις: Όλα τα μέλη της πλήρωναν το πενήντα στα εκατό από τα χρήματα που τους έρχονταν από τους συγγενείς. Εξαίρεση γινόταν σε κανένα γέρο ή άρρωστο, που η ομάδα τον απάλασσε. Όλοι οι σύντροφοι, με εξαίρεση πάλι τους γέρους κι ανήμπορους, έκαναν την υπηρεσία τους στο θάλαμο, στο προαύλιο ή στα συνεργεία, σωστά και με όρεξη. Καθένας τηρούσε την καθαριότητα του στρατοπέδου, όσο και στον εαυτό του. Ποτές δεν είδα — τότες η φθίση θέριζε τον κόσμο — έναν σύντροφο να φτύσει χάμω. Κάτω στην αυλή κρέμονταν δοχεία με νερό κι εκεί μέσα φτύναμε ή στα μαντήλια μας. Στους τοίχους των προθαλάμων κρέμονταν συνθήματα, όπως: «Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΟΣ», και άλλα.
Digitized by 10uk1s
Στα δικαιώματα, ότι αναλογούσε στο κάθε μέλος, φαγητό, ψωμί, φάρμακα, γραφική ύλη, το έπαιρνε στο ακέραιο. Το ίδιο και στην εξυπηρέτηση από τα συνεργεία: Τσαγκαράδικο, ραφτάδικο, μαραγκούδικο, φούρνο, μαγειρείο. Μπορούσες ακόμα να βγεις απ' ένα φαγητό όταν δεν ήταν της όρεξής σου, να πάρεις το αντίτιμο σε ό,τι φαγώσιμο ήθελες από την καντίνα της ομάδας, που κι αυτή δούλευε με το ίδιο πνεύμα της εξυπηρέτησης των συντρόφων. Ακόμα να δώσεις παραγγελία κι η καντίνα να σε προμηθέψει απ' ό,τι διάθετε η αγορά του Ναυπλίου και το μαγειρείο να σου ετοιμάσει το φαγητό που ήθελες. Κάθε παράπονο για αδικία ακούγεταν. Ύπαρχε όμως μια αδικία εθελοντική... Ότι ο γραμματέας και τα μέλη του γραφείου της ομάδας όπως και οι επικεφαλής των συνεργείων, δούλευαν στο πολλαπλάσιο απ' όλους εμάς τα απλά μέλη. Ακόμα και από αυτούς τους αρχείους και τροτσκιστές που η αντιπολίτεψη τους είχε γενεί ψυχολογία, δεν θυμάμαι να παραπονεθεί κανείς ότι αδικιέται σαν μέλος της ομάδας. Είχαμε και φυματικούς που για την προφύλαξη της ομάδας από τη μετάδοση και την ησυχία τη δική τους, ζούσανε σε ξεχωριστό δωμάτιο που βρισκόταν στους πάνω θαλάμους ανάμεσα πρώτο και δεύτερο που ανοιγόταν ένας φαρδύς προθάλαμος. Εκεί με σανίδια φτιάχτηκε ένας χώρος με φως κι αέρα το σανατόριο του στρατοπέδου μας. Στους φυματικούς η ομάδα παραχωρούσε, όπως το απαιτούσε η ισότητα, διπλή μερίδα, φάρμακα και κάθε άλλη περίθαλψη που μπορούσε. Θυμάμαι ότι, επειδή δεν έδινα σημασία στα μικρόβια, τους συντρόφευα από λίγη ώρα την κάθε μέρα και πολύ ένιωσα την έλλειψη της συντροφιάς τους, όταν ύστερ' από πεισματικό αγώνα κατάφερε η ομάδα μας ν' αναγκάσει το υπουργείο να τους στείλει στο σανατόριο Ασβεστοχωρίου στη Θεσσαλονίκη.
Το κτήριο της Ακροναυπλίας είχε οικοδομηθεί για στρατώνα. Δεν είχε ούτε σκοτεινούς διαδρόμους, ούτε φοβερά κιγκλιδώματα που τρόμαζαν τους κομμουνιστές για να σπάνε από δέος, όπως θέλουν να μας πουν όσοι έχουν γραμμένες δυο λέξεις γι' αυτό το στρατόπεδο. Τώρα ήτανε μια παλιωμένη στρατώνα που επειδή είχε γίνει πολλές φορές φυλακή, είχαν αλλάξει τις κεντρικές πόρτες με σιδερένιες κιγκλίδες, κι είχαν σηκώσει μαντρότοιχους στις αυλές. Τα ισόγεια, οι τέσσερεις μεγάλοι θάλαμοι όπως και δυο μικρότεροι, στον επάνω όροφο, ένας κατά βορρά που τον είχαν κάνει, όπως είπα απομόνωση και ένας κατά το νότο που σ' αυτόν κοιμόταν η φρουρά, είχαν μεγάλα και πυκνά παράθυρα, από ανατολή και δύση. Στο ισόγειο από τη δυτική μεριά του διαδρόμου βρίσκονταν τα γραφεία της διοίκησης του στρατοπέδου. Από την ανατολική, μέχρι τον προθάλαμο του κτηρίου μια σειρά κρατητήρια καρφωμένα στη γη. Το νότιο μέρος του ισόγειου το κρατούσαμ' εμείς οι κρατούμενοι όλο. Εκεί βρίσκονταν τα συνεργεία, η αποθήκη και η καντίνα της ομάδας. Τα παράθυρα κατά την ανατολή και των έξι θαλάμων χτυπούσαν στο λόφο που στο πλευρό του υψωνόταν το κτήριο, δεν είχανε πολλή θέα. Στα άλλα που βλέπανε κατά τη δύση, ξανοιγότανε μια από τις πιο μαγευτικές τοποθεσίες της Νότιας Ελλάδας. Μπροστά μας ξαπλωμένος ο Αργολικός κόλπος έμοιαζε με τεράστια βοϊδόγλωσσα αφρισμένη και κινούμενη σαν να γύρευε να καταπιεί τη στεριά. Γύρω από το γαλαζωπό κόλπο απλώνεται μισοστρόγγυλος ο Αργολικός κάμπος, καταπράσινος, χειμώνα ή καλοκαίρι, με τις πολιτείες του, τα χωριά και τα κάστρα. Ύστερα ανασηκώνεται η γης σε βουνά, άλλα δασωμένα, άλλα γκρίζα ασημί και πορφυρένια. Και στο βάθος, πέρα, κατά τη δύση, τα πανύψηλα Αρκαδικά, ο Χελμός και η Ζήρια, ασημένια στην ανατολή του ήλιου και χρυσαφιά στη δύση του. Όταν χτυπημένος από τις ψυχώσεις τ' αλυσοδεμένου τηρούσες αυτό το περιβάλλον ξεχνιόσουνα, άνοιγες το στόμα μαγεμένος κι απόμενες σε μια γλυκιά έκσταση, ένιωθες στο εντός σου, ένιωθες Digitized by 10uk1s
στο πετσί σου να είσαι ένα με το σύμπαν και κρατιόσουνα μην αφήσεις κραυγή ώσπου κάτι σε γυρνούσε από τη γαλήνια τούτη αποκάρωση στη ζοφερή πραγματικότητα, του σκλαβωμένου ανθρώπου.
Τον πρώτο μήνα της ζωής μου στην Ακροναυπλία είχα μια παραπάνω στεναχώρια: Νόμιζα ότι η καθοδήγηση που στεκότανε πίσω και πάνω από το γραφείο της ομάδας, με το ψηλάφισμα της ψυχής μου ανακάλυψα, ότι με υποτιμούσε. Αυτό χωρίς άλλο ήταν σωστό, αφού κατάλαβαν από την πρώτη μέρα που μ' έκλεισαν εκεί ότι είμαι κομμουνιστής με γνώμη κι ότι λέω την πάσα γνώμη μου χωρίς να τους ρωτήσω. Πίστευα ακόμα ότι δυο σύντροφοι, θαλάμου, ο Βασίλης Γιαννόγκονας κι ο Τηλέμαχος Τριβέλας, που και τους δυο τους είχα γνωρίσει και τους εχτίμησα πολύ με παρακολουθούνε. Ο Γιαννόγκονας άνθρωπος απλοϊκός, φορτοεκφορτωτής στο επάγγελμα, όπως κι εδώ στην ομάδα μας, τον λέγαμε και δήμαρχο επειδή από τότες που φάνηκαν κομμουνιστές στην Ελλάδα, ήταν υποψήφιος δήμαρχος του Πειραιά. Γραντζουνούσε κι ένα μαντολίνο — για να διώχνει τα ποντίκια — όπως έλεγαν οι σύντροφοι. Στα παιδικά μου χρόνια παίδευα το όργανο αυτό. Το ζητούσα λοιπόν από το σύντροφο για να παίξω λίγο συρτό. Αυτή ήταν η σχέση μου με το Βασίλη, κι ότι τον λογάριαζα και τον εχτιμούσα σαν παλιό κομμουνιστή και άνθρωπο ταλαιπωρημένο. Ο Τηλέμαχος Τριβέλας μεσόκοπος στην ηλικία, ήτανε Πηλιορείτης. Μικρόσωμος μα ευκίνητος, με πρόσωπο ροδοκόκκινο με δυο ματάκια σβέλτα και διεισδυτικά που άφηναν μικρές αστραπίτσες σαν του αετού. Το μυαλό του ήταν το ίδιο σβέλτο και κοφτερό κι η γλώσσα του έτρεχε αβίαστα σε μια γλώσσα καθάρια δημοτική. Γενικά ήταν θερμός και συμπαθητικός άνθρωπος και καλός κομμουνιστής. Μια μέρα είπα στο Μαμαλάκη που κι αυτός έμενε στον τρίτο θάλαμο, τις υποψίες μου. Αυτός με καθησύχασε, ότι δεν ξέρει να συμβαίνει τίποτα τέτοιο εναντίον μου, έκανε μάλιστα ένα μορφασμό αποδοκιμασίας όταν του είπα αυτές τις υποψίες μου για τους δύο συντρόφους μας. Να τώρα τι διαβάζω μετά από τριάντα χρόνια στο βιβλιαράκι που έχει γράψει ο ένας από τους δυο συντρόφους ο Βασίλης Γιαννόγκονας, την «Ακροναυπλία», για την ίδια εκείνη εποχή που εγώ νόμιζα ότι με παρακολουθούσαν: «Θυμάμαι ένα καλό παιδί — λέει ο Βασίλης — το Διονύση Πηλιώτη, από τη Μεσσηνία, ερχότανε στο κρεββάτι μου και καθόταν να κουβεντιάσουμε. «Ρε Νιόνιο» του λέω μια μέρα, «πώς έρχεσαι; θες τίποτα; συμβαίνει τίποτα;». Μέσα μου ψυλλιαζόμουνα μήπως και τον έχει βάλει η καθοδήγηση να με ψαρέψει. Αλλά τι διάολο να μου κάνει. Πειραιώτης δεν ήταν, ούτε Μανιάτης. Δεν φαινόταν κατά την αντίληψή μου και κομματικός «χαφιές» εναντίον μου. Τι ακριβώς συνέβαινε δεν έμαθα, ίσως να ήταν και δικιά μου υπόνοια». Ο Πηλιώτης που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς ήταν ένας εξαιρετικός κομμουνιστής και άνθρωπος: Γλυκός, θερμός, συντροφικός. Οσφραινόταν ποιος σύντροφος περνάει τέτοιας φύσης στεναχώρια και χωρίς να νοιάζεται για τις αιτίες, χωρίς να φοβάται παρεξήγηση από την καθοδήγηση, παραστεκόταν αδερφικά στο σύντροφο. Ήταν ένας από τους στύλους της ομάδας μας. Αυτά τραβούσε τον ίδιο καιρό που εγώ νόμιζα ότι με παρακολουθούσε ο καϋμένος ο δήμαρχος και χωρίς άλλο θα υποψιάστηκε, ότι εγώ ήμουνα σταλμένος και με αιτία το μαντολίνο γύρευα να τον ψαρέψω και τις αντιδράσεις του, τις πέρναγα για παρακολούθηση δικιά μου. Τα ίδια συμβαίνανε, την ίδια εποχή και με τον άλλο σύντροφο, τον Τριβέλα, που μετά λίγα κιόλας χρόνια αναγκάστηκε να μείνει στο περιθώριο. Αιτία ότι είχε αμφιβολίες, και τις είπε σ' ένα μέλος της καθοδήγησης, για τις εκκαθαρίσεις και τις εχτελέσεις που έκανε ο Στάλιν. Μα και για το δράμα αυτουνού του κομμουνιστή, με το δυνατό μυαλό και τον έντιμο χαραχτήρα, έμαθα μετά τριανταδύο χρόνια. Μια μέρα πάλι είπα στο Μαμαλάκη, που κατά ένα τρόπο ήθελα μέσω αυτουνού του συντρόφου να λέω τις απόψεις μου στους αόρατους καθοδηγητές μας, πως είμαι ευχαριστημένος από τα μέλη του Digitized by 10uk1s
γραφείου της ομάδας, που κοπιάζουνε περίσσια μέρα και νύχτα, να μας υπηρετούν όλους, χωρίς διάκριση, ότι είναι πραγματικοί κομμουνιστές, αλλά ότι πίσω από τους αυτούς και κάτω από το δέρμα της ομάδας νιώθω μια «κλίκα που δρα αντίθετα από το πώς είναι το συμφέρον του κόμματος». Αυτός δε μίλησε αλλά έβγαλε ένα καλπάκι που φορούσε στο κεφάλι, τόσφιξε στο χέρι, το ξαναφόρεσε, το ψήλωσε, το χαμήλωσε — είχε στεναχωρηθεί. Μετά λίγες μέρες μου είπε να γράψω τα παράπονά μου στην «κομματική επιτροπή». «Πρώτη φορά του λέω, που ακούω πως υπάρχει τέτοια επιτροπή. Και ποιοι είν' αυτοί που την αποτελούνε; Γιατί δε μού είπαν ως τώρα ότι υπάρχει ένα τέτοιο όργανο; Και γιατί παίζουνε το κρυφτούλι;... Δεν τους γράφω του λέω, γιατί μόνο οι χριστιανοί μιλάνε στους άγιους χωρίς να τους βλέπουν, εξόν εις την εικόνα. Μα σ' εμένα συμβαίνει να μην έχω ούτε φωτογραφία τους. Δε μ' αρέσουν οι δουλειές εκείνων που μας κρύβονται εδώ μέσα και τώρα κατάλαβα γιατί πολλοί κομμουνιστές που περνάνε τα μαρτύρια στην Ασφάλεια και φτάνουν ως εδώ αλάβωτοι, μετά λίγο ή πολύ καιρό σκύβουνε το κεφάλι κι εγκαταλείπουνε το ταμπούρι αυτό». Στεναχωρέθηκε πάλι ο Μαμαλάκης που ήτανε λεβέντης και δυνατός άνθρωπος. Ήξερα όμως ότι με κατάλαβε. Ότι βρισκόταν σύμφωνος με τις γνώμες, μου, μα ότι αυτός είχε έτσι συνηθίσει να μη λέει εύκολα τη δική του γνώμη. Εκείνο τον ίδιο καιρό έκανα κι ένα παραπάτημα που κόντεψε να μου στοιχίσει ακριβά στις συνέπειες: Κουβεντιάζαμε μια παρέα σύντροφοι για τη Μακεδονία και το ...«ζήτημα» κι είχα κοντραριστεί μ' ένα σύντροφο που δεν τον γνώριζα. Όταν αυτός έφυγε θυμωμένος εναντίον μου, εγώ πέταξα: «Ποιος είναι αυτός! Αυτός μοιάζει πιο πολύ με κομιτατζή παρά με σύντροφο». Είδα τους άλλους συντρόφους που δαγκώθηκαν. Γιατί ο σύντροφος, όπως πληροφορήθηκα εκείνη την στιγμή, ήταν ο σλαβομακεδόνας Αντρέας Τσίπας που ήταν ο γραμματέας της κομματικής επιτροπής. Φοβήθηκα. Το βράδυ ξαπλωμένοι στις καλαμωτές μας είπα το πάθημά μου στο Σουβατζόγλου. Μούπε κι αυτός πως πρέπει να γίνω προσεχτικός, μα ότι δεν θα έχει συνέπειες γιατί η θέση μου στη συζήτηση ήταν σωστή, μα ότι ο χαρακτηρισμός δεν έπρεπε να ειπωθεί. Άλλη μέρα σε κουβέντα μας, που ήταν κι ο Αναγνωστάκης, μου είπε, ότι δεν είχα φέρει μαζί μου, κι «ούτε ήρθε ως τώρα απ' άλλο δρόμο — πιστοποιητικό από το κόμμα». Θύμωσα και ξαναείπα πως δεν υπάρχει κι ότι διαλύθηκε το κόμμα από τους εχθρούς και ποιος λοιπόν θα μου έδινε το πιστοποιητικό και τι θα έλεγε αυτό το χαρτάκι; Αν θύμωσε, τους λέω η κομματική επιτροπή, ότι εγώ είπα την αλήθεια, για την κατάσταση του κινήματος, που με στεναχωρεί και μένα, καλά θα κάνει να πει η καθοδήγηση την αλήθεια στην ομάδα γιατί δεν είναι έντιμο κι ωφέλιμο να κρατάνε στο ψέμα εξακόσιους πενήντα κομμουνιστές λέγοντάς τους, ότι η διχτατορία βαστιέται από μια βαμβακερή κλωστή, έτοιμη να κοπεί από μέρα σε μέρα. Γιατί τα λένε όλα αυτά τα ψέματα και τι θα πουν σαν θα περάσουν ένα ή δύο ή τρία χρόνια κι η διχτατορία δεν θα έχει κουνηθεί; Και δράση δε θα έχει φανεί πουθενά; (Δεν είχε ακόμα κατέβει η ανακοίνωση που έχω μιλημένα). Κουβέντιαζα κάθε μέρα με το Μαμαλάκη. Πολλές φορές μου έλεγε πως είναι στεναχωρημένος και καταλάβαινα ότι η στεναχώρια του ήταν απ' τη δικιά μου στάση απέναντι στην καθοδήγηση. Και μια μέρα μου είπε με πολλή πίκρα ότι: «Σε πολλούς συντρόφους που είναι και καλοί, μα που δεν μπορούν να συνηθίσουν στην οργανωμένη ζωή της ομάδας, το γραφείο τους λέει να φύγουνε μόνοι τους...». Σταμάτησα εδώ το σύντροφο γιατί ήτανε φανερή η προειδοποίηση: «Πήγαινε λοιπόν, του λέω, Γιώργη, να τους πεις ότι επί τρεις μήνες βασανίστηκα στην Ασφάλεια και δεν έκανα δήλωση κι ότι δεν θα κάνω ούτε με τη δική τους καταπίεση και πως μόνο πεθαμένος θα βγω απ' εδώ μέσα...». Έφυγα και τον άφησα έτσι με δίχως άλλη λέξη. Ήμουνα θυμωμένος κι απελπισμένος. Είχα θυμηθεί εκείνο τον απαίσιο βασανιστή τον Μπαρλογιάννη που μ' είχε απειλήσει και για εδώ μέσα κι ότι αυτός θα στείλει το «πιστοποιητικό...».
Digitized by 10uk1s
Το πρωί όμως της άλλης μέρας ήρθε ο Δημήτρης Βλαντάς, Κρητικός από το Μάραθο του Ηρακλείου. Ήταν αυτός το πιο μεγάλο στέλεχος απ' όλους τους κομμουνιστές της Κρήτης εκεί μέσα. Καθήσαμε στην καλαμωτή μου. Είχε κρεμάσει ένα σόι γέλιο στο στόμα. Μου ζήτησε συγγνώμη που ως τότες δεν είχ' έρθει να με καλωσορίσει. Μου είπε ότι πολύ με εχτιμά, όπως κι όλη η καθοδήγηση και άλλα πολλά που τα έλεγε σαν τροπάρι. Εγώ του μίλησα πολύ ανοιχτά και με πίκρα πολλή. Όταν σηκώθηκε να φύγει μου είπε ότι στην ομάδα θα έχω κάθε εχτίμηση κι όλα τα δικαιώματα του μέλους της, αλλά ότι στέλεχος του κόμματος δεν θα μπορέσω να γίνω ποτέ. «Δε νοιάζομαι, πρόλαβα και του πέταξα, για να γενώ στέλεχος, που πρώτη φορά συναντώ την αμάχη δω μέσα». (Ας πω τώρα ότι μετά έξι χρόνια ο Βλαντάς ήτανε πρώτος στην οργάνωση της Κρήτης και λόγου μου χωρίς να το επιδιώξω ποτές, δεύτερος). Όλα αυτά που λέω κρατήσανε περί τον ένα μήνα. Η συνάντηση με τον Βλαντά ήταν σαν να έβαζε κάποια σφραγίδα. Η «δοκιμασία» έπαιρνε κάποιο τέλος. Πέρασαν όμως έτσι κάνα δύο μέρες, όταν ήρθε και με βρήκε ο Κώστας Γαμβέτας. Κουβεντιάσαμε κάμποσο και μου είπε ότι μαζί του θα συνδεόμουνα «κομματικά», κι ότι ετοιμαζόταν η ανακοίνωση που θα πληροφορούσε την ομάδα για την κατάσταση του κινήματος έξω, καλώντας τους συντρόφους να οπλιστούνε ψυχικά για πολύ πιο δύσκολες μέρες... Αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, μου ήρθε στη μνήμη μου ολοζώντανος αυτός ο γλυκός άνθρωπος με το κυπαρισσένιο κορμί, ο αλύγιστος διανοούμενος αγωνιστής και νιώθω τον εαυτό μου λίγο για να γράψω πιο πολλά γι' αυτόνε τον αγωνιστή με την ωραία καρδιά, που μετά ένα χρόνο πιάστηκε και κρεμάστηκε από τους Γερμανούς στην Πάτρα. Λέω τώρα πως αν σαν τον Γαμβέτα, το Λαζαρίδη τον Πηλιώτη σύντροφοι, βρίσκονταν στην κομματική ηγεσία της ομάδας μας, ή ακόμα αν με δεμένα τα μάτια, έπιαναν τρεις συντρόφους, πάλι καλύτεροι θα ήταν από τον Τσίπα ή τον Μπαρτζώτα ή δεν ξέρω ποιους άλλους που η κρίση του Ιωαννίδη ανέβαζε. Αναρωτιέμαι, όπως και άλλοι λιγοστοί Ακροναυπλιώτες που ζούμε μέχρι τώρα, πώς βρέθηκε ο Τσίπας και κατοπινά ο Μπαρτζώτας νάναι ηγέτης του στρατοπέδου. Ποιος νόμος επιλογής τους ανέβασε που ως τότες μπροστά σε ένα πλήθος άλλους συντρόφους, δεν είχανε στο ενεργητικό τους μιανής δεκάρας αγώνα ενώ στο στρατόπεδό μας βρίσκονταν αγωνιστές ασύγκριτα ικανότεροι, ανεβασμένοι σαν ηγέτες από τη μάζα των δουλευτάδων της πόλης και του υπαίθρου με κόπους και σκαλί προς το σκαλί. Αλήθεια ο Ιωαννίδης έχει πολλές και μεγάλες ευθύνες. Και απαλλάχτηκε το κίνημα σχετικά γρήγορα από τον Τσίπα, γιατί σαν Σλαβομακεδόνας έμεινε λεύτερος, όπως θα δούμε απ' τις αρχές της κατοχής. Έτσι γίνηκε γραμματέας του κόμματος, αφού βέβαια ήτανε γραμματέας της Ακροναυπλίας. Μα μέσα στη ζωή και στην πάλη φάνηκε αμέσως η ανικανότητα, η απειρία κι η κακοτροπιά του ανθρώπου... Μετά λίγα χρόνια τον είδα κρατούμενο του ΕΛΑΣ στην Κότορη των Αγράφων και κρύφτηκα να μη με δει και νιώσει πιο πολύ τη δυστυχία και τον ξεπεσμό του. Δεν πίστεψα όμως ότι ήταν πράχτορας της οχράνας, χαφιές και τα τέτοια που τον κατηγορούσαν και που αυτός τα κολλούσε σαν ήταν ηγέτης. Ο άλλος όμως, ο Μπαρτζώτας γίνηκε γραμματέας της Αθήνας και μέλος του πολιτικού γραφείου και κατάφερνε να επιβάλλεται στα άλλα μέλη του Π. Γ. Κι ήτανε τόσο ικανός όσο για να χαντακώσει με τους συνεργάτες του την επανάσταση.
Πρέπει όμως να γυρίσουμε πάλι στην Ακροναυπλία. Σ' αυτό το καμίνι που έδωσε αγωνιστές, που ανέβασαν το αντιφασιστικό κίνημα της Ελλάδας σε πρωτόφαντα, για όλο τον κόσμο ύψη. Και μια ηγεσία που το κατέβασε στα έγκατα.
Η Ακροναυπλία όπως το έχω πει ήταν ένα πρωτότυπο και παράξενο σχολείο. Η πλειοψηφία από τους μαθητές τόσο πολύ απασχολούνταν απ' τα μαθήματα κι από την άλλη καλλιέργεια που για λίγο Digitized by 10uk1s
ξεχνιόνταν ότι είναι κρατούμενοι. Η προσπάθεια κούραζε και μαζί ψυχαγωγούσε κι ύστερα ανάπαυε το πνεύμα του ανθρώπου, καταστάσεις ωφέλιμες για τους φυλακισμένους. Το κάθε ένα απ' τα μαθήματα το ετοίμαζε και το επεξεργαζόταν μ' επιμέλεια η μορφωτική επιτροπή της ομάδας. Ύστερα το παίρναν οι επιτροπές των θαλάμων, να το διδάξουν που συνήθως αποτελούνταν από επαγγελματίες δασκάλους κι εργάτες μορφωμένους. Οι μαθητές ήταν οργανωμένοι κατά μικρές ομάδες από δέκα έως δεκαπέντε με τους δασκάλους που είχε ο κάθε θάλαμος. Όλοι οι κρατούμενοι έκαναν μαθητές και όλοι όσοι είχανε βγάλει λίγες τάξεις γυμνασίου ή και διαβασμένοι στη φυλακή εργάτες, μπορούσαν να διδάξουν, γιατί υπήρχε αυτός ο ζήλος και η ακούραστη δουλειά. Τα πολιτικά μαθήματα τα δίδασκαν το πιο πολύ εργάτες μορφωμένοι στις φυλακές. Η μορφωτική επιτροπή της ομάδας έφτιαχνε ένα πρόγραμμα εργασίας για όλη τη φυλακή: Καθόριζε τις ώρες της παράδοσης, της επεξεργασίας και της εξέτασης καθώς και τις ώρες της ανάπαψης, της ψυχαγωγίας και της μελέτης. Η κάθε ομάδα όριζε ένα επικεφαλή που ήταν ο άμεσος συνεργάτης του δασκάλου. Ο δάσκαλος παράδινε το μάθημα κι άφηνε το χειρότερο στον ομαδάρχη. Όπως έχω πει μας είχαν κατασχεθεί τα βιβλία και τα ελάχιστα που είχαμε κρυβόντανε καλά. Σε ώρες κατάλληλες έβγαιναν απ' αυτά τα μαθήματα. Την ορισμένη από το πρόγραμμα μέρα και ώρα ο ομαδάρχης ειδοποιούσε τους μαθητές για το μέρος της επεξεργασίας που επειδή καθίσματα και μέρος δε διαθέταμε, καθόμαστε στα κρεββάτια μας. Η επεξεργασία άρχιζε με μια ερώτηση του ομαδάρχη ή ενός άλλου μαθητή. Ύστερα άλλες ερωτήσεις. Γύρω από την κάθε ερώτηση επεξεργαζόταν ένα κομμάτι του μαθήματος. Αν το μάθημα ήταν μεγάλο ή δύσκολο και το αποφάσιζαν οι μαθητές, γινόταν μια επεξεργασία ακόμη την επόμενη μέρα. Αν την ώρα της επεξεργασίας περνούσε ο χωροφύλακας κι ήταν περίεργος, τον καλούσαμε με αστείο τρόπο να πάρει στο μάθημα μέρος. Για τη διοίκηση του στρατοπέδου τα μαθήματά μας γίνονταν από μνήμης και ήταν εγκυκλοπαιδικά. Κι όσο ήθελε ας υποψιαζόταν για βιβλία. Σ' αυτό το τεράστιο παλιόσπιτο θα μπόραγε κανείς να κρύψει και λιοντάρια. Την ορισμένη πάλι μέρα για το κάθε μάθημα γινόταν η εξέταση. Αυτή ήταν η συγκρότηση, η οργάνωση και ο τρόπος διδασκαλίας από την πρώτη χρονιά που άνοιξε το στρατόπεδο. Όταν αργότερα έφεραν το Δημήτρη Γλυνό, είπε: «Το εκπαιδευτικό σας σύστημα είναι το καλύτερο του κόσμου», και πάνω σ' αυτό το σύστημα συνεχίστηκαν τα μαθήματα με τη διεύθυνσή του.
Η ιστορία λογαριαζόταν το πιο σπουδαίο απ' όλα τα μαθήματά μας. Την αγαπούσαν όλοι οι μαθητές, αν και μας κούραζε, γιατί έπρεπε ν' αντιγράφουμε από τριάντα ως σαράντα σελίδες μεγάλου τετραδίου για το καθένα απ' τα μαθήματά της. Αλλά και το γράψιμο ήταν ένα πολύ χρήσιμο μάθημα. Ύστερα η γεωγραφία ήταν από τα πιο σπουδαία μαθήματα και την παρακολουθούσαν κι αυτή όπως την ιστορία, όλα τα μέλη της ομάδας. Ο χάρτης του κάθε νομού (όταν επρόκειτο για τη γεωγραφία της πατρίδας μας) ή του κάθε κράτους (όταν επρόκειτο για την παγκόσμια γεωγραφία) ζωγραφιζόταν με ακουαρέλλες δίνοντας τη μορφολογία του εδάφους και την υδατογραφία, όπως και τις τοποθεσίες με αρχαιότητες. Το μάθημα άρχιζε με την ιστορία της περιοχής που διδασκόμαστε. Από ποιους καταχτήθηκε στην αρχαιότητα, κι από ποιους στη μέση και τη σύγχρονη εποχή. Στεκόμαστε πάρα πολύ στην οικονομία της περιοχής. Όχι μόνο για το τι παράγει μα και στις δυνατότητες που υπάρχουν για την άνοδο της παραγωγής, ύστερα στις υδατοπτώσεις και στον υπόγειο πλούτο. Το μάθημα της γεωγραφίας της χώρας μας ήταν και σαν εισαγωγή σ' έν' άλλο μάθημα, για την οικονομία του τόπου μας, το μάθημα της αγροτικής οικονομίας. Μας βοηθούσε όμως και στο μάθημα της ιστορίας. Digitized by 10uk1s
Παρά το ότι είμαστε κατά της ορθογραφίας της ελληνικής γλώσσας, που μόνο μπερδέματα και καθυστέρηση στη μόρφωση έφερνε και φέρνει στους νεαρούς Έλληνες, τη διδασκόμαστε στο μάθημα των Νέων Ελληνικών σαν «αναγκαίο κακό». Στο θέμα όμως της δημοτικής γλώσσας είμαστε αδιάλλαχτοι, τόσο για το ξεκαθάρισμά της από λέξεις της καθαρεύουσας όσο κι από κείνες της μαλλιαρής. Μεταφράζαμε κείμενα για εξάσκηση από καθαρεύουσα σε δημοτική. Στο θέμα της γλώσσας, πολύ μας βοήθησαν τρεις διαλέξεις, — του μεγάλου γλωσσολόγου και δασκάλου Δ. Γλυνού — που έμειναν κιόλας ιστορικές για τους Ακροναυπλιώτες: «Πώς να διαβάζουμε, πώς να μιλάμε και πώς να γράφουμε». Άλλο μάθημα που το αγαπούσαν πολύ οι μαθητές ήταν αυτό της Φυσικής και Χημείας. Πραχτική αριθμητική παρακολουθούσαν όλοι όσοι δεν πήγαν σχολειό. Κάμποσοι έμαθαν ανώτερα μαθηματικά και θυμάμαι το Βασίλη Γιωργούλη που είχε περάσει και τους δασκάλους μας ακόμη. Είχαμε κι ένα αστείο, ότι ένας μαθητής ο Βαγγέλης Κλαουδάτος ναυτεργάτης είχε πάρει τόση μεγάλη φόρα και πεποίθηση που για κάμποσο καιρό προσπαθούσε μέρα και νύχτα για να τετραγωνίσει τον κύκλο. Τα πολιτικά μαθήματα που τα λέγανε και κομματικά ήταν υποχρεωτικά. Ο κάθε σύντροφος έπρεπε να παρακολουθεί από ένα ως δυο στον κάθε κύκλο που άρχιζε στο στρατόπεδό μας. Η πολιτική οικονομία ήταν το σπουδαιότερο απ' όλα τα πολιτικά όπως η ιστορία απ' όλα τα εγκυκλοπαιδικά. Αυτό το μάθημα για λόγους συνωμοτικούς δεν γραφόταν παρά μόνο σε σημειώσεις. Σε μας έφτανε ένα φυλλαράκι, όσο η απαλάμη μου. Το μάθημα αυτό έπρεπε να το μάθουμε από τις σημειώσεις, παίρνοντας από χέρι σε χέρι, από την παράδοση, από τις επεξεργασίες που σ' αυτές έπαιρνε μέρος κι ο δάσκαλος κι από τις ατομικές συζητήσεις μαζί του. Θυμάμαι που στην ομάδα μας είχαμε δάσκαλο τον εργάτη Νίκο Μπονιάκο, αρκετά μορφωμένο λόγω που ήταν εργατικός και δεν έβρισκε αναπαμό από τις ερωτήσεις μας τις ώρες της ανάπαψής του τη μέρα και τα βράδια. Το μάθημα αυτό σαν έχει βιβλία και βοήθεια να το αφομοιώσεις, ανοίγει το μυαλό και είναι η βάση για να εξηγήσεις — κοντά στ' άλλα — την οργάνωση του συστήματος της εκμεταλλεύσεως. Άλλο κομματικό μάθημα που το λογαριάζαμε για δεύτερο, μετά απ' την πολιτική οικονομία, ήταν ο Λενινισμός. (Τρεις διαλέξεις του Στάλιν για τη στρατηγική και ταχτική του διεθνούς επαναστατικού κινήματος). Σπουδαίο επίσης μάθημα για την εποχή μας ήταν τα οργανωτικά. Μ' αυτά οι μαθητές διδάσκονταν πώς είναι οργανωμένο και πώς δουλεύει το κόμμα μέσα από τις μαζικές οργανώσεις. Για την εσωτερική του δημοκρατική λειτουργία και την εκλογή των καθοδηγητικών του οργάνων, για τα συνέδρια και τις συνδιασκέψεις. Επίσης καλά μαθήματα ήταν τα συνδικαλιστικά γιατί μ' αυτά μάθαιναν οι μαθητές πώς είναι οργανωμένη και πώς αγωνίζεται η εργατική τάξη, κι όλη τη διαδικασία που χρειάζεται για να οργανωθούν οι αγώνες της. Γιατί τούτη η εποχή είναι που οι εργάτες και οι μεσιακοί και φτωχοί αγρότες, δεν είναι που τους δέρνει μονάχα η φτώχεια, μα από καιρο σε καιρό στις ασοδιές και στην αναδουλειά τους ρήμαζε η πείνα, μ' όλα της τα επακόλουθα. Και λογαριαζόταν επιτυχία όταν ένας κλάδος κατάφερνε ν' αναγκάσει το κράτος και τους εργοδότες να στήσουν καζάνια για τους ανέργους (μια κουταλιά ρεβύθια ή μαυροφάσουλα) ή σαν γινόταν καμιά διανομή από κριθάρι ή καλαμπόκι στην αγροτιά. Για τούτα οι πρωτοπόροι της εργατικής τάξης και της αγροτιάς που βρίσκονταν κλεισμένοι 'δώ μέσα, σ' αυτά τα μαθήματα έπαιρναν μέρος όχι μόνο με το μυαλό τους, μα με την ψυχή ως και με το κάθε τους κύτταρο. Τελευταία γράφτηκε από το δικηγόρο και διανοούμενο Πορφύρη Κονίδη, μια σειρά μαθήματα για τα πολιτεύματα, «τα πολιτειακά» όπως τα νομάτισαν και που μόλις προλάβαμε να τα διδαχτούμε γιατί στο μεταξύ ήρθε η κατοχή κι η πείνα. Μ' αυτά τα μαθήματα πήραμε μια ιδέα για τα αρχαία πολιτεύματα (δημοκρατία, αριστοκρατία, τυραννία) και γίνηκε μια αντιπαράθεση της Αθηναϊκής δημοκρατίας με την ολιγαρχία της Σπάρτης, όπως για τη μέση και νεώτερη εποχή, για την «ελέω Θεού» μοναρχία, τη συνταγματική μοναρχία, τη βασιλευομένη δημοκρατία, την Προεδρική Digitized by 10uk1s
δημοκρατία, τη σοσιαλιστική δημοκρατία, ακόμα για τις διχτατορίες του κάθε τύπου. Και το μάθημα αυτό, που πρέπει να λογαριαστεί με τα πολιτικά μαθήματα, πλάτυνε πιο πολύ τις γνώσεις των μαθητών, στον τομέα της κρατικής εξουσίας και ήταν ένα καλό συμπλήρωμα στα όσα είχαμε μάθει για το κράτος και την κρατική εξουσία. Έξω από τα μαθήματα γίνονταν διαλέξεις και ομιλίες με πολλά χρήσιμα θέματα. Πάρα πολλοί σύντροφοι που ήξεραν λίγα γραμματάκια της γλώσσας μας, μάθαιναν από μια ή και δυο ξένες γλώσσες. Στη σειρά έρχονταν πρώτα τα γερμανικά, γαλλικά, ρωσικά, εγγλέζικα, ιταλικά.
Η ψυχαγωγία μας ήτανε καλά οργανωμένη από μια επιτροπή για όλο το στρατόπεδο, παίζονταν και σοβαρά θεατρικά έργα μα τις πιο πολλές Κυριακές είχαμε ένα καλό πρόγραμμα από μικρά νούμερα, πιο πολύ με σάτυρα και σκετσάκια. Ακόμα είχε οργανωθεί χορωδία και ορχήστρα με κάμποσα βιολιά, μαντολίνα και κιθάρες. Τις Κυριακές τα απογέματα σαν ο καιρός ήταν καλός κατεβαίναμε στην αυλή και περνούσαμε λίγες ευχάριστες ώρες. Μου μένουν αξέχαστοι ορισμένοι σύντροφοι ερασιτέχνες ηθοποιοί, όπως τα δυο αδέρφια, ο Μανώλης κι ο Θανάσης Βοσνάκηδες που τα κατάφερναν καλά για σοβαρά θεατρικά έργα, ο Ασπρίδης, ο Τράγκας, ο Κουτούγκος, ο Καραμπίνης, ο Παπαδόπουλος κι άλλοι πολλοί που χωρίς να είναι ηθοποιοί με το ευσυνείδητο παίξιμό τους μας ψυχαγωγούσαν που τόσο είχαμε ανάγκη. Ο Θωμάς Λουλές, ο Τραϊφόρος, ο Μιχαλέας, ο Γιωργαλής, ο Τζώνης τραγουδούσαν μονωδίες κι άρεσαν σε όλο το στρατόπεδο. Μου μένει αξέχαστος ο Παύλος Μπομποτάς, ένας καλόκαρδος ρουμελιώτης απ' το Αιτωλικό, που τραγούδαγε ένα κλέφτικο σε σκοπό τσάμικο: «Χορεύουν τα κλεφτόπουλα και ρίχνουν στο σημάδι...». Πολλές φορές σαν είχα στεναχώρια πήγαινα στο κρεββάτι του και δε θυμάμαι ποτέ, ούτε και στη μεγάλη πείνα ακόμα, που να μη μ' ευχαριστήσει ο Παύλος, τραγουδώντας αυτό το γεμάτο έξαρση κλέφτικο τραγούδι. Θυμάμαι πολλούς... πολλούς, ένα χείμαρρο βλέπω, μα για ποιους να πρωτοειπώ;... Τη χορωδία και την ορχήστρα τις διεύθυνε ο σύντροφος Γιάννης Γαληνός που ήταν επαγγελματίας μουσικός, ή ο Σατομήρης. Και ο καθένας από τους τέσσερεις θαλάμους είχε οργανώσει μ' ένα υπεύθυνο και δύο βοηθούς τη δική του ξεχωριστή για τα βράδια ψυχαγωγία. Μια φορά τη βδομάδα μαζευόμαστε σε μια γωνιά του θαλάμου και περνούσαμε λίγες ώρες ευχάριστες: με κανένα σκετσάκι, με λίγη σάτυρα, με απαγγελίες και τραγούδι. Αυτή τη βραδιά δεν είχαμε μαθήματα και μελέτη, ήταν αφιερωμένη στην ανάπαψη και στο ξεσκότισμα του μυαλού. Τα άλλα βράδια, για λίγη ώρα μετά από τις ώρες του σκολειού και της μελέτης, ώσπου να βαρέσει ο θαλαμάρχης προετοιμασία για τον ύπνο, ο θάλαμος τρανταζόταν από την ανοργάνωτη ψυχαγωγία και το χορό: Στα γρήγορα αδειαζόταν από κρεββάτια, μεγαλώνοντας ο λίγος χώρος που έμενε μπροστά απ' το πλυσταριό κι άρχιζε ο χορός με όργανο ένα μαντολίνο. Ύστερα ερχότανε η ώρα της μάθησης. Ο Γιώργης Δαπόντης εργάτης απ' τον Πειραιά δίδασκε τους ευρωπαϊκούς κι ο Κωστής Γέμελος καραγωγέας απ' το Ηράκλειο της Κρήτης, τους κρητικούς, συρτό και πεντοζάλι, κι από τους άλλους, χασάπικο και ζεϊμπέκικο. Άλλοι σύντροφοι διδάσκανε τους άλλους τοπικούς. Μου έμεινε εντύπωση ότι όλοι του τρίτου θαλάμου, είχανε μάθει από δυο και πάνω χορούς. Ακόμα κι οι πιο γέροι χόρευαν και θυμάμαι τον μπαρμπα - Γιάννη τον Ευθυμιάδη, δημοτικό σύμβουλο της Καβάλας, εξηντάρηδες με κάτασπρα μαλλιά, που έτρεχαν πρώτοι και πιάνονταν σ' αυτό το παράξενο νυχτερινό ξεφάντωμα. Ξεχωριστή αγάπη, και τους είχαν μάθει όλοι οι Ακροναυπλιώτες, είχανε με τους κρητικούς χορούς. Όταν το μαντολίνο άρχιζε να βαράει συρτό ή πεντοζάλι, ο θάλαμος τρανταζόταν από τα ξεφωνητά Digitized by 10uk1s
και το ρυθμό κι ένας κύκλος από είκοσι ή και τριάντα άρχιζε να κινιέται. Ο κρητικός συρτός χορεύεται από τους δυο πρώτους, εδώ όμως τον έπαιρνε όλος ο κύκλος. Στην αρχή δεν μπορούσα να εξηγήσω κι έψαχνα για να καταλάβω αν αυτοί οι χοροί της Κρήτης είχανε κάτι το ξεχωριστό, αν ήτανε καλύτεροι και για το λόγο αυτό τους είχαν αγαπήσει τούτοι οι αντιφασίστες έτσι. Έβλεπα ότι οι Ακροναυπλιώτες αγαπούσαν και παθαίνονταν για κάθε τι το κρητικό και για τους ίδιους τους Ακροναυπλιώτες κρητικούς. Αλλά μια μέρα ο γερο - Μπερκέτης μου είπε πως τις μέρες εκείνες του 1938 που ο λαός των Χανίων κατάλυσε για δυο εικοσιτετράωρα τη φασιστική εξουσία του Βασιλιά — Μεταξά — η Ακροναυπλία παραληρούσε κι οι σύντροφοι σήκωναν τους κρητικούς κρατούμενους στα χέρια κι από τότες αγαπήθηκαν οι χοροί της Κρήτης. Και σκέφτομαι τώρα ύστερ' από τόσα χρόνια πως οι αντιφασίστες της Ακροναυπλίας κατάλαβαν, απ' όλους πιο πολύ, το μέγεθος εκείνης της εκδήλωσης για τη φασιστικοκρατούμενη Ευρώπη. Γιατί ήταν το πρώτο τουφέκι που άνοιξε ενάντια σε εδραιωμένη φασιστική εξουσία και την τράνταξε να πέσει κι ο λαός των Λευκών Ορέων ήταν σαν να έδειχνε στην οικουμένη ότι, αν το φασισμό δεν τον βαρέσεις με εκείνα τα ίδια τα μέσα που τον έφεραν και τον κρατάνε στην εξουσία, οι λαοί που τους βαραίνει ο ζυγός του, δεν θα γλυτώσουνε απ' αυτόν. Γι' αυτά όλα οι Ακροναυπλιώτες είχανε πίστη, μα το κίνημα των Χανιών δυνάμωσε την πίστη τους αυτή. Μοιάζει σαν η ιστορία να πρόσταξε τους ανθρώπους αυτούς να σηκώσουν τουφέκι γιατί απ' όλους τους υποδουλωμένους στο φασισμό Ευρωπαίους, ο λαός που κατοικεί γύρω από τα Λευκά Όρη, έχει να δείξει στους νεώτερους χρόνους ασύγκριτους αγώνες: Δεκάδες πολύχρονες κι άλλες μικρότερες επαναστάσεις για την ελευθερία, που δεν μπορεί να παραβληθεί με κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Δικαιούνταν λοιπόν σαν οι πιο ερωτευμένοι με την ελευθερία άνθρωποι να σηκώσουν αυτοί πρώτοι το κεφάλι και το όπλο. Και να που οι Ακροναυπλιώτες κατάλαβαν πιο πολύ απ' όλον τον κόσμο τη σημασία της εξέγερσης των Χανίων και τιμούσαν την Κρήτη μαθαίνοντας το χορό της.
Ας πω τώρα λίγα για το περιβάλλον μας το ζωντανό, την πολιτεία τ' Αναπλιού πρώτα, που είναι χτισμένη απ' τα παλιά σε μια γωνίτσα του Αργολικού. Μπροστά της έχει τη θάλασσα κι ένα κομμάτι του κάμπου. Πίσω την αγκαλιάζουν μια σειρά πέτρινοι λόφοι που αρχίζουν από το ύψωμα που στο πλευρό του, κατά της θάλασσας τη μεριά, κάθεται η Ακροναυπλία και τελειώνουν στο φρούριο του Παλαμηδιού που στέκεται 'κει κι ουρανοκόβει, γρανίτης ακοίμητος, λες και φυλάει τη γαλήνη και την αργοκινησιά του τόπου. Όταν κοιτάς τούτο το μέρος σε μαγεύει, μα ο νους σου εξηγάει, γιατί η πρωτεύουσα του κράτους τόσκασε απ' εκείνη τη στένα και περνώντας πλαγές και δερβένια, έφτασε στην απλωσιά της Αττικής, ίδια στην ιερή παλιά της κοιτίδα για να γενεί πάλι και ν' ακουστεί. «Αι Αθήναι». Εκείνα τα χρόνια στ' Ανάπλι κατοικούσαν ένα πλήθος αρειμάνιοι συνταξιούχοι καραβανάδες κάθε βαθμού, κι άλλοι κρατικοί υπάλληλοι, ξεκοκκαλίζοντας εδώ στη φτήνια και στην ομορφιά του τόπου τη σύνταξη και τ' άλλα τους έσοδα, σαν λάχαινε να έχουν τέτοια. Κάμποσες οικογένειες γαιοκτημόνων ζούσανε από την εκμετάλλεψη του τσαπιού του ξωμάχου κι άλλες από τα διάφορα, παίρνοντας τόκο ως κι από τη μπακιρένια δεκάρα. Ύστερα είχε κι ένα πλήθος κάθε λογής μαγαζάτορες, και κάθε κατηγορίας «οίκους ανοχής». Ακόμα στα υψώματα κάθονταν οι φυλακές και το στρατόπεδο και κατά τον κάμπο, η αγροτική φυλακή της Τίρυνθας, που κι από δω βγαίνανε κέρδη. Ύστερα σαν πρωτεύουσα νομού είχε κρατικούς υπαλλήλους κι ένα λιγοστό προλεταριάτο, φοβισμένο και με δίχως κουκούτσι συνείδηση ταξική, που το βύζαιναν ως το κόκκαλο. Ήτανε το λοιπόν τ' Ανάπλι μια πολιτεία πιο πολύ παρασιτική. Η απέναντί μας όμως πολιτεία το Digitized by 10uk1s
Άργος έβραζε από κίνηση και ζωντάνια, μεγάλωνε από χρόνο σε χρόνο, λίγες τζημινιέρες άφηναν το μαύρο καπνό τους στον ουρανό κι οι άνθρωποι αντίθετα απ' τ' Ανάπλι, που το δίχως άλλο ήταν οι πιο συντηρητικοί σ' όλο το κράτος με φρόνημα αρκετά προοδεμένο. Καταλαβαίνει τώρα κανείς πως ο αντικομμουνισμός και το μίσος εναντίον μας πολλών ανθρώπων τ' Αναπλιού ήταν ακράτητο. Σιγά σιγά όμως, πρώτα οι μαγαζάτορες που βλέπανε να μεγαλώνει ο τζίρος, οι μανάβηδες, οι μπακάληδες, οι έμποροι στα πανικά, και οι χαρτοπώληδες που είδανε να τους φεύγουν οι γομολάστιχες, τα χαρτοφάκελα και τ' άλλα χαρτικά πιο γρήγορα, άρχισαν όλοι τούτοι να μη μας μισούνε και σιγά - σιγά κι από τη δική μας υπομονετική στάση να δείχνουν στα κρυφά κι από λίγη συμπάθεια και συμπόνια. Μα είχε αρχίσει κιόλας να φαίνεται ο ερχομός του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου κι η αναταραχή που έφερνε στις ψυχές, η άγνωστη μοίρα του κόσμου, χαλούσε τις αντιλήψεις πολλών από κείνους που δεν νοιάζονταν και δεν είχανε άπαντο της ζωής τους τη συντήρηση. Έτσι ήτανε οι άνθρωποι τότε στ' Ανάπλι, έτσι τους αντιλήφτηκα απ' όσο μου γίνηκε δυνατό, μα πρέπει τώρα να ξαναγυρίσουμε μέσα στο στρατόπεδό μας.
Θάχε περάσει κάνας μήνας από τον πηγαιμό μου στο στρατόπεδο όταν μια μέρα μου λέει ο Τηλέμαχος Τριβέλας: «Σύντροφε εκφράσατε την επιθυμία να πάρετε μέρος στο μάθημα της γραμματικής;». Είπα στον σύντροφο πως θέλω να γίνω μαθητής σε όλα τα μαθήματα, πολιτικά κι εγκυκλοπαιδικά, μα μούκανε εντύπωση και με κακοδιάθεσε εκείνος ο πληθυντικός, όχι γιατί χαλούσε η τάξη, μα σαν να υπόθεσα πως ανοίχτηκε μια απόσταση σε μένα και σ' αυτόνε τον συνθαλαμίτη μου. Αργότερα κατάλαβα πως ο σύντροφος από ανατροφή και αγωγή είχε καλούς τρόπους και τον βόλευε να τους εκδηλώνει με τον παλιό τρόπο. Και μα την πίστη μου από την πείρα της ζωής μου διδάχτηκα πως μια που ο άνθρωπος απόχτησε λαλιά και μ' αυτήνε εκφράζει τα συναισθήματά του, ο καλός τρόπος, σαν είναι ανυστερόβουλος, κάνει τις αναμεταξύ σχέσεις καλές, κι οι καλές σχέσεις ομορφαίνουν τη ζωή των ανθρώπων. Εκείνη τη μέρα χάρηκα και συγκινήθηκα. Κάτι αναδεύτηκε μέσα μου. Όπως τόχω πει, σαν μιλούσα για τα παιδικά μου χρόνια, παρά τις αταξίες και τα μαλώματα με το δάσκαλό μου, ήμουνα καλός μαθητής, αγαπούσα τα γράμματα κι ήθελα να σπουδάσω στο γυμνάσιο. Μα επειδή ο πιο μικρός αδελφός μου ήταν αδύναμος, έπρεπε να σπουδάσει αυτός κι εγώ να δουλεύω στα χωράφια και να βόσκω. Και να τώρα που μετά είκοσι χρόνια ο πόθος μου αυτός ξαναζούσε και γινότανε μπορετό να σπουδάσω, καιρό που η γενιά μου ήθελε να χαλάσει τον άδικο αμαρτωλό κόσμο και στη θέση του να σιάξει έναν κόσμο δίκιο. Έναν παράδεισο. Τώρα είναι που μου χρειάζονταν τα γράμματα διπλά. Ως τώρα δε μπορώ να πω πως ήξερα «ανάγνωση και γραφή». Όταν τέλειωσα το δημοτικό, ίσως κάτι να ήξερα από γράψιμο, μα τώρα οι λέξεις έβγαιναν σα μακαρόνι αχώριστες. Είχα διαβάσει κάμποσα ληστρικά μυθιστορήματα και τους Άθλιους, τρεις απανωτές φορές. Επειδής όμως μου άρεσε το περιεχόμενο, συνήθισα τη γλώσσα του μεταφραστή — που σ' αυτήνε κιόλας είχα μάθει τα λίγα γραμματσούλια, — που ήταν η καθαρεύουσα. Ωστόσο εκείνη η εξοικείωση μ' εκείνη τη γλώσσα μου έφερε πολλή ζημιά γιατί μπερδεύεται ακόμα στο γραφτό μου και μεγάλος είναι ο αγώνας μου για το ξόρκισμά της όσο το καταφέρνω. Καλά που τον καιρό που πέθανε ο Γκόρκη διάβασα ένα διήγημά του στον «Ανεξάρτητο» το «εικοσιέξι για μια», και τόσο μ' άρεσε η λογοτεχνία του, που ερωτεύτηκα τη δημοτική γλώσσα. Γίνηκα τότες δημοτικιστής. Αυτόνε τον καιρό έβραζε στην Ελλάδα το γλωσσικό και διάβασα κάμποσα βιβλία μεταφράσεις στη δημοτική. Κάπου - κάπου ερχότανε στο χωριό μου κι από κανείς «Ριζοσπάστης» που κι αυτουνού η γλώσσα ήτανε της δημοτικής. Digitized by 10uk1s
Γίνηκα λοιπόν μαθητής για να μάθω το μηχανισμό της Ελληνικής γλώσσας, ύστερα στη χημεία, στη γεωγραφία, στην πολιτική οικονομία και σαν άρχισε άλλος κύκλος στην ιστορία, στα μαθηματικά, στο Λενινισμό και σ' όλα τ' άλλα πολιτικά κι εγκυκλοπαιδικά. Δούλευα στο τσαγκαράδικο κι έτσι η στεναχώρια μου του πρώτου μήνα λιγόστεψε τώρα κι άλλη καταχωνιάστηκε μέσα μου. Διάβαζα κιόλας ότι άλλο, εκτός απ' τα τετράδια με τα μαθήματα. Ό,τι χειρόγραφο έβρισκα γιατί τα έντυπα όπως τόχω πει, μας τα κατάσχεσε ο φασισμός. Ένα περιοδικό μόνο, τ' «Αθηναϊκά Γράμματα», που ήταν δεμένα τα τεύχη του σε τόμο δεν τα καταδέχτηκε και κυλιόνταν εκεί από κρεββάτι σε κρεββάτι. Σ' αυτόνε τον τόμο που ήταν κουρελιασμένος και γαργιωμένος, ξεσπούσα όταν τέλειωνα το γράψιμο και το διάβασμα στα μαθήματά μου κι ακόμα θυμάμαι ν' απαγγείλω λίγα απ' τα ποιήματα που βρίσκονταν στις σελίδες του. Ύστερα όμως από λίγον καιρό το γραφείο της ομάδας μού έδωσε κι άλλη δουλειά αναθέτοντάς μου το καφενείο του θαλάμου, επειδή ο καφετζής πήγε μεταγωγή για δίκη. Το τζάκι του καφενείου ήταν φτιαγμένο από λαμαρίνα, είχε θέση να μπαίνουν τ' αναμμένα κάρβουνα και πάνω τους το καζανάκι με το βραστο νερό, που αυτά τα έπαιρνα από το μαγειρείο. Δίπλα βρισκόταν μια βρυσούλα και κάτω από τον κρουνό της ένα μπουγέλο για το πλύσιμο των φλυτζανιών, κι ένα σκαμνάκι που κάθηζα, ως είκοσι πόντους στο ύψος. Αυτό ήταν το καφενείο μας στριμωγμένο, όπως όλα σ' αυτό το τεράστιο σπίτι, στο έμπα του θαλάμου, στη ρίζα του πρώτου στύλου. Η ομάδα μού έδωσε τα υλικά καφέ και ζάχαρη και μου σύστησε ότι «κέρδη δε βγαίνουν απ' εδώ». Ένας ολάκαιρος καφές είχε πενήντα λεπτά και το μισαδάκι τρεις δεκάρες. Σαν έμενε κάποιο διάφορο πλήρωνα τους καφέδες των απόρων συντρόφων κι ισοφάριζε. Όταν είχε πολλή δουλειά φώναζα ένα νεολαίο σύντροφο να βοηθήση. Κάμποσες φορές τη βδομάδα λάχαινε πολλή δουλειά επειδή πολλοί σύντροφοι έπαιρναν δέματα με μια και με δυο οκάδες καφέ. Κερνούσανε λοιπόν εχτός από το στενό φιλικό τους κύκλο, κι όλο το θάλαμο από μισαδάκι. Τότες βιαζόμουν γιατί έπρεπε να φτιάξω μια και μισή εκατοντάδα καφέδες, για να μη με πάρη η ώρα του σκολειού. Ο βοηθός άφηνε τα τσόκαρα κι έτρεχε στους διαδρόμους με τον κρεμαστό δίσκο ξυπόλυτος. Άλλα πιοτά, οινοπνεύματα ή αναψυκτικά δεν έμπαιναν στο στρατόπεδό μας. Μονάχα στις μεγάλες γιορτάδες δυο τρεις φορές το χρόνο προμηθευόταν η ομάδα κρασί ρετσινάτο και μας έδινε από εκατό δράμια στο άτομο. Ακόμα μπορούσε ο καθένας να αγοράσει άλλα εκατό δράμια σαν είχε χρήματα. Κράτησα έτσι το καφενείο κάμποσο καιρό και είχα γίνει καλός καφετζής, ώσπου γύρισε και το παράλαβε ο σύντροφος που το είχε πρώτα και σ' εμένα ανάθεσε η ομάδα να πουλάω τα τσιγάρα και να μοιράζω από ενάμιση κομμάτι που ο καθένας σύντροφος δικαιούτανε κάθε μέρα. Για το λόγο όμως ότι στην πλειοψηφία τους οι κρατούμενοι ήταν φτωχοί κι έπρεπε να περάσουν το εικοσιτετράωρό τους μ' αυτό το ενάμιση κομμάτι, ζορίζονταν, μού ζητούσαν και τους έδινα «μπροστάντζα» της επομένης και μεθεπομένης μέρας, ακόμη και μιας βδομάδας το μερτικό. Αυτό με στεναχωρούσε επειδή ήμουνα κι εγώ φτωχός και δεν είχα να προσφέρω· δε θυμάμαι αν από το λόγο της «μπροστάντζας» και την ατσιγαρία, στεναχωρέθηκε ένας σύντροφος και μου πέταξε: «Τώρα βέβαια σ' έκαναν κι εσένα στέλεχος...», (επειδή μοίραζα τα τσιγάρα). Στεναχωρέθηκα αφάνταστα για την τέτοια επιτίμηση και θυμήθηκα ότι το χωριό μου με ανάγκασε να γίνω υποψήφιος και με ανάδειξε με παμψηφία πρώτο του και δε με είχε καθόλου κολακέψει — γιατί η σκέψη μου πήγε στις ευθύνες— αυτή η μεγάλη τιμή. Και τώρα που με κατηγορούσε ένας σύντροφός μου επειδή δέχτηκα να κάνω μια παραπάνω εργασία στην ομάδα. Πήγα αμέσως και παράδωσα αυτή τη δουλειά αφού λογαριαζόταν πόστο. Και ποτέ ξανά δεν δέχτηκα να κάνω κάτι που θα παιρνιότανε για κάτι τέτοιο. Τώρα βλέπω ότι σωστά είχα εχτιμήσει το πόσο κακό έκανε αυτή η Digitized by 10uk1s
μανία της στελεχοποίησης, έξω από τη δράση, μέσα στη φυλακή κι η καλλιέργεια από την καθοδήγηση αυτής της ανθρώπινης αδυναμίας και τάσης. Γιατί γίνηκε το λάθος να διοριστούνε κι όχι ν' ανέβουν από αξία, στελέχη του κινήματος, σύντροφοι που πήρανε τα πόστα μέσα στις φυλακές. Αυτοί βέβαια απότυχαν, μα κάθε τέτοια αποτυχία είχε μαζί της και την ανάλογη ζημιά και για το κίνημα. Από δω και πέρα έτρεχα σ' όλες τις δουλειές της ομάδας και δούλευα στο τσαγκαράδικο που αυτή η δουλειά δε λογαριαζότανε «πόστο στελεχικό» και φύλαγα την όρεξή μου να γενώ κάτι βέβαια αν θα το άξιζα παλεύοντας το φασισμό. Το κτήριό μας ήταν ένας βαθύγκριζος βαρύς όγκος που με τις τρεις σειρές τα παράθυρά του μας πλάκωνε τις ψυχές. Όταν τα πρωινά την ώρα του σκουπίσματος κατεβαίναμε όλοι, γέμωζε τόσο πολύ η αυλή που δε μας χωρούσε για βόλτες κι ο ένας σκουντούσε πάνω στον άλλο. Το κτήριο στεκόταν πανύψηλο και βαρύ στ' ανατολικά. Από τα δυτικά υψωνόταν ένα μπετένι ως τρία μέτρα, λίγο κυκλικό κι ακανόνιστο όπως ήταν τα φρύδια του γκρεμνού που ήταν θεμελιωμένο, ήταν ένα τοιχιό πρόχειρα για την περίσταση (σαν από στρατώνα το κτήριο γίνηκε φυλακή) κατασκευασμένο, ίδια στην άκρια του γκρεμνού που λίγο κει απ' τα πόδια του σπούσε το κύμα. Μπορούσε να τρυπηθεί μ' ένα καρφί και μ' ένα κομμάτι σκοινί να βρεθείς λεύτερος. Κανείς όμως απ' όσο θυμάμαι, ούτε η καθοδήγηση, ούτε ομάδα από συντρόφους ή μονωμένο άτομο δεν έκανε νύξη και δεν πέρασε από το μυαλό του η ιδέα της απόδρασης. Και πιστεύω πως είμαστε οι μόνοι κρατούμενοι με τέτοια ψυχολογία σε όλον τον κόσμο. Όπως φαινότανε μας τρόμαζε η κατάσταση έξω, γιατί από καιρό είχε σταματήσει κάθε κίνηση στο στρατόπεδό μας — καινούριους συντρόφους δε μας έφερναν που μαρτυρούσε πως κάθε φωνή κατά της τυραννίας βουβάθηκε. Ένα λοχία τον Παπαδόπουλο και το Θανάση Λογγίτη ράφτη είχανε φέρει μετά από μένα. Στις αρχές του Ιούλη μας έφεραν ακόμη ένα από τον Πλατανιά των Χανίων, το Θρασύβουλο Καλαφατάκη και νομίζω πως αυτός ήταν ο τελευταίος μέχρι την κατοχή.
Στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας είχαμε και τις παροικίες, οργάνωση αλαφρόδετη. Στην αρχή όμως της ίδρυσης του στρατοπέδου ήτανε η βασική οργάνωση της ομάδας. Τώρα όπως λέγανε είχανε σκοπό την καλύτερη γνωριμία των συντρόφων της κάθε περιοχής. Μαζευόμαστε κάθε τόσο για κανένα καφέ και τσιγάρο σαν κανένας έπαιρνε δέμα και το ζητούσε, αλλιώς συγκεντρωνόμαστε κάθε μήνα και τα έξοδα ήταν από το ταμείο της παροικίας, επειδή έδιναν τα μέλη τους, από τις επιταγές ένα ακόμη πέντε στα εκατό. Από καιρό σε καιρό γινότανε και κανένα τραπέζι. Κατά ένα τρόπο η παροικία βάραινε πάνω μας σαν οργάνωση και δεν μπορώ να πω, αν αυτές οι κατά ένα τρόπο υποχρεωτικές συναντήσεις, που για λίγο έσπαζαν τη μονοτονία, ισοφάριζαν τις μικροπαρεξηγήσεις και την κούραση που δίνει κάθε περίσσια, έξω από την ομάδα οργάνωση. Πιστεύω πως αν έλειπαν οι παροικίες θα ήταν ελαφρότερη και καλύτερη η ζωή μας. Και οι σχέσεις μας αντίθετα θα είχαν όφελος. Οι Μακεδόνες, οι Θεσσαλοί και οι Θρακιώτες ήταν οι πιο μεγάλες, πιο ζωντανές και θορυβώδεις παροικίες. Όταν είχαν συγκέντρωση σιούτανε το στρατόπεδο απ' το τραγούδι. Ύστερε έρχόντανε οι Αθηνοπειραιώτες με τις πολιτισμένες σχέσεις και τα μοντέρνα τραγούδια. Οι Ρουμελιώτες με τα τραγούδια της λεβεντιάς και οι Μωραΐτες. Στους Μωραΐτες είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Μαροκινούς» κι έτσι συνήθισαν να λένε κι αυτοί τους εαυτούς των, γιατί όπως έλεγαν οι Βορειοελλαδίτες, το κίνημά τους, χτυπιόταν από τους Μωραΐτες χωροφύλακες, όπως οι δημοκράτες της Ισπανίας από Μαροκινούς μισθοφόρους. Όμως παρά το αστείο μου μένει αξέχαστη η ψυχική λεβεντιά που είχαν οι κομμουνιστές του Μωριά, επειδή βέβαια για να ξεπεταχτούν και να επιζήσουν από μια τόσο συντηρητική περιοχή η φυσική επιλογή ήταν πιο αυστηρή κι έτσι ήταν ξεδιαλεγμένοι ένας κι ένας, αλλά είχανε και την παράδοση της αρχοντιάς. Digitized by 10uk1s
Από τα νησιά η Μυτιλήνη, η Σάμος κι η Κεφαλονιά είχανε παροικίες. Από τα άλλα νησιά ύπαρχαν πολλά ολίγοι κομμουνιστές. Από τους νησιώτες συντρόφους αξέχαστοι μου μένουν, που τότε τους θαύμαζα, οι αντιφασίστες της Σάμου με τα γεροδεμένα κορμιά τους και τις κατάθερμες ψυχές, σαν το Γιάννη Καραθανάση, το Διαμαντή Καραβοκυρό, τον Κοντογιάννη, αν και στην πλειοψηφία τους οι Ακροναυπλιώτες, σαν άνθρωποι της δουλειάς ήτανε δυνατοί στο κορμί και στην ψυχή. Την πρώτη Κυριακή αφότου κλείστηκα εκεί μέσα, συγκεντρώθηκε στο δεύτερο θάλαμο η κρητική παροικία, πιστεύω για να με καλωσορίσουν επίσημα και να γνωριστώ μαζί τους. Τον καιρό εκείνο βρίσκονταν στο στρατόπεδο οι πιο κάτω κρητικοί: Από τα Χανιά: Νίκος Μαριακάκης γεωπόνος, Παναγιώτης Κορνάρος, καθηγητής φιλόλογος, Γιώργης Τσιτήλος καθηγητής μαθηματικός, Στέλιος Φαραντάκης εργάτης, Γιάννης Πολυχρονάκης εργάτης. Ύστερ' από δυο μήνες μας έφεραν και τον Θρασύβουλο Καλαφατάκη αγρότη και στην αρχή της κατοχής το Χαρίλαο Ψιλάκη φοιτητή. Από το Ηράκλειο είχαμε το Θόδωρο Πάγκαλο, το Γιώργη Αγγελόπουλο εργάτες τσαγκάρηδες, το Δημήτρη Καραντώνη, το Ναπολέοντα Σουκατζίδη, λογιστές αυτοί, τον Κώστα Γέμελο καραγωγέα και τον Γιώργη Πετρομιχελάκη δικαστικό κλητήρα. Από το Νομό Λασηθίου δεν είχαμε κανένα στην Ακροναυπλία εκτός τον σωφέρ Γιάννη Λιανά και το γιατρό Μανώλη Σιγανό από την Κρητσά του Μεραμπέλου, μα και οι δυο τους ζούσαν κι έδρασαν σαν κομμουνιστές στην Αθήνα κι εκεί πιάστηκαν. Από το Ρέθεμνος είμαστε ο Γιώργης Μαμαλάκης εργάτης ταμπάκης, ο Γιώργος Σμπόκος φοιτητής, ο Μανώλης Αναγνωστάκης βιοτέχνης σαμαράς, ο Σπύρος Χαριτάκης ναυτεργάτης, κι ελόγου μου εργάτης τσαγκάρης. Στις αρχές της κατοχής μας έφεραν ακόμα το Γιάννη Τσικουράκη εργάτη και ποιητή ριμαδόρο και τον Αντώνη Μαυρομιχελάκη τριατατικό. Και οι δυο τους όμως έδρασαν στην Αθήνα και Πειραιά. Στη μάζωξή μας εκείνη απ' τους κρητικούς που βρισκόμαστε στο στρατόπεδο έλειπαν στην απομόνωση, ο Γιώργης Τσιτήλος και ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Δε θυμάμαι να μου έδωσε ευχαρίστηση εκείνη η πρώτη επίσημη γνωριμία μου με τα μέλη της κρητικής παροικίας. Ο λόγος ήταν ότι υπήρχαν αντιθέσεις που αν και δεν μπορούσα να τις εχτιμήσω εκείνη τη στιγμή, γίνονταν φανερές από μερικά μισόλογα και πειράγματα του γιατρού Σιγανού προς το Μαριακάκη. Ο Μαριακάκης καθότανε σοβαρός και μουντωμένος, ενώ αντίθετα ο Σιγανός γελούσε κι αστειευόταν, δείχνοντας έτσι δυο σειρές κατάλευκα ωραία δόντια γυρεύοντας έτσι να πειράξει το Μαριακάκη που βιαζόταν πότε να τελειώσει κείνη η στενάχωρη συγκέντρωση. Δεν έκανε καλή εντύπωση ο γιατρός που αν αφαιρέσω το γέλιο και τα δόντια του, όλος ο άλλος του με το άτριχο πετσί και τ' ασουλούπωτο κορμί με είχε κακοδιαθέσει. Αντίθετα ο Μαριακάκης που αν και δεν ένιωθε αυτός άνετα μαζί μας, ένιωθες ευχαρίστηση να βρίσκεσαι μαζί του γιατί η λεβεντιά του σου θύμιζε Λευκά Όρη. Ο Σιγανός ποτέ δεν άφηνε μια λογική σκέψη, έλεγε λόγια τ' ανέμου τουφεκούσε και γελούσε. Τα λόγια του Μαριακάκη μοσκοβολούσαν από λογική, ανθρωπιά και σέβας. Αλλά να τι συνέβη ανάμεσα στους δυο συντρόφους: Ο Μαριακάκης κριτικάριζε την κομματική επιτροπή και την πολιτική της, σαν όχι καλή. Κι ήταν ο μόνος σε όλο το στρατόπεδο που είχε το θάρρος να λέει ελεύθερα και καθαρά τη γνώμη του επί πέντε ολόκληρους χρόνους. Μ' άλλα λόγια να κάνει κριτική φανερή κι όχι έτσι όπως την ήθελε η καθοδήγηση στο αυτί. Και ήταν ένας ωραίος ψηλός ως εικοσιπέντε χρονών άντρας με δυνατό μυαλό και μορφωμένος. Ήταν ο πιο συμπαθής και αγαπητός σύντροφος σε όλο το στρατόπεδο. Ο Σιγανός αντίθετα συμφωνούσε με την καθοδήγηση από τα πρώτα, όποια κι αν ήταν καλή ή κακή η πολιτική της, είχε σχέσεις με τα μέλη της, και ήταν προσωπικός γιατρός του Ιωαννίδη, όπως σε όλη τη ζωή του του κάθε ισχυρού.
Digitized by 10uk1s
Στη μέση του καλοκαιριού γίνηκε μια μεταγωγή με διακόσιους συντρόφους για την Πύλο. Εκεί τους έκλεισαν σ' ένα παλιό κάστρο που σ' αυτό είχε φυλακισμένους η διχτατορία τους επαναστάτες του κινήματος των Χανίων κι αυτόνε τον καιρό τους είχε αμολύσει με γενική αμνηστία. Κάμποσες μέρες η ομάδα μας με τους αντιπροσώπους της, έκανε παραστάσεις στη διοίκηση και αναφορές στο Υπουργείο Ασφαλείας, ώσπου να πληροφορηθούμε τον τόπο της μεταγωγής και την τύχη των συντρόφων μας. Μ' αυτή τη μεταγωγή, που από μήνες η ομάδα μας τη ζητούσε με επιμονή, αλάφρωσαν οι θάλαμοι από πενήντα ανθρώπους ο καθένας και τα κρεββάτια έλειψαν από τους διαδρόμους. Τώρα είμαστε καλύτερα. Όσο για τους συντρόφους που έφυγαν, παρ' ότι τα κελλιά του κάστρου της Πύλου ήταν υγρά, η αλλαγή στο περιβάλλον φέρνει πολλή ωφέλεια στον κρατούμενο, κι έτσι ισοφάριζε το κακό με το καλό. Με την μεταγωγή αυτή οι ομάδες του σκολειού μας χαλάστηκαν γιατί πολλοί επαγγελματίες δάσκαλοι μάς έφυγαν και για τρεις ή τέσσερεις ημέρες διακόψαμε ώσπου να ταχτοποιηθούνε άλλες ομάδες με άλλους δασκάλους. Γιατί παρ' ότι βρισκόμαστε στην κάψα του καλοκαιριού ο πυρετός μας για μάθηση όλο κι ανέβαινε και κανείς μαθητής δε θα δεχόταν να διακόψει το σκολειό μας. Βιαζόμαστε να μάθουμε... Να γίνουμε ικανοί, για να διαφεντέψουμε μια μέρα την Ελλάδα... Είναι απίστευτο δεν μπορώ να εξηγήσω, να βρω κάποια άκρη, να πιαστώ και ν' αραδιάσω σε ποιους και πόσους παράγοντες στηρίχτηκε το εντός του κάθε συντρόφου, για να πιστεύει, με τόση βεβαιότητα και πεποίθηση, πως η εξουσία βάδιζε κατά μας. Ότι η ιστορική εξέλιξη έφτασε να αναθέσει σ' εμάς τους ταπεινούς, να διαφεντέψουμε τούτον εδώ τον τόπο, τον πεινασμένο, το διψασμένο, το σκοτεινό με χίλιες εντροπές, που τον άφησαν έτσι, λες ξάργουτου, για να μπορούν πιο εύκολα να τρυγάνε το μέλι του, οι ανάξιοι, οι τεμπέληδες. Να τον αλλάξουμε κάνοντάς τον, «κήπο της Εδέμ». Κι άστραφτε η ματιά των συντρόφων, το είχε μέσα το μυαλό κι η ψυχή τους, κι ήταν όμορφοι άνθρωποι, έτσι όπως είχαν πυργώσει μέσα τους το καλό. Γεμάτοι από την ομορφιά και από τη συγγνώμη τ' ουρανού... Φορτωμένοι αυτόνε τον κόσμο, στην ψυχή δυνατοί από τούτη τη στράτα, τη στρωμένη από δάκρυα και αίματα, πείνες και λογής - λογής κατατρεγμούς, σαν τους άγιους, σαν τους μάρτυρες της κάθε πίστης. Ξεκινήσαμε λοιπόν με πιο μεγάλη όρεξη, με ένα ακόμα μάθημα, το μάθημα της ιστορίας που την ευθύνη για όλη την ομάδα, την είχε ο Στέλιος Δαμιανίδης, άνθρωπος εργατικός, ικανός και θερμός. Το πρώτο μάθημα ήταν μια εισαγωγή που στεκότανε πολύ στο ρόλο της προσωπικότητας και στο ρόλο των μαζών στην ιστορική εξέλιξη, βασισμένη στον ιστορικό υλισμό. Για τον ιστορικό υλισμό η εξέλιξη γίνεται από την δράση των μαζών. Ο ηγέτης, παράγωγο και αυτός της δράσης των μαζών απλώς βάζει λιγότερο ή περισσότερο τη σφραγίδα του στα γεγονότα. Ότι η εξέλιξη βαδίζει με παλινδρομικές κινήσεις. Ότι η εξέλιξη της κοινωνίας όπως και της φύσης κρύβει μέσα της τα άλματα. Ότι νόμοι αδυσώπητοι διέπουν την κοινωνία όπως και τη φύση. Στεκότανε ακόμα πολύ η εισαγωγή αυτή, που μας καλοδιέθετε για το καινούριο μάθημα, ποια πρέπει να είναι τα γνωρίσματα της προσωπικότητας και η στάση του απέναντι των συνανθρώπων του, παρμένα τα στοιχεία αυτά από το βιβλίο του Πλεχάνωφ, για το ρόλο της προσωπικότητας. Αντίθετα, όπως γίνηκε η αντιπαράθεση στην εισαγωγή, κατά την ιδεαλιστική φιλοσοφία, η μάζα δεν είναι τίποτα παραπάνω απ' ότι είναι το φρύγανο, και έρχεται ο φωτισμένος ηγέτης και την κινεί, όπως θα έβαζε τη φωτιά. Είπα αυτά για την εισαγωγή στο μάθημα της ιστορίας, γιατί όπως θα δούμε, στην ομάδα μας πριν ακόμα περάσει ένας χρόνος, άρχισε η καλλιέργεια της προσωπολατρείας, όχι μόνο για τους ηγέτες του κομμουνιστικού Παγκόσμιου κινήματος, μα και για την ηγεσία του δικού μας και για τους Digitized by 10uk1s
καθοδηγητές του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας. Εμείς οι εκατοντάδες αντιφασίστες δεν είμαστε παρά υλικό που θυσιάζαμε τη ζωή μας για χάρη κάμποσων «φωτισμένων» και με δύναμη Φετίχ, κι όχι για τα ιδανικά μας.
Με κέφι πολύ και με γέλιο συνεργαζόμαστε στη μορφωτική γκρούπα με ομαδάρχη μας τον Διαμαντή Καραβοκυρό από τη Σάμο. Γράφαμε στα τετράδιά μας το μάθημα που έφτανε τις εικοσιπέντε ως τριάντα πυκνογραμμένες σελίδες κι αφού το διαβάζαμε ατομικά πηγαίναμε στην γκρούπα, έτσι προετοιμασμένοι, για επεξεργασία. Ο Διαμαντής μας μάζευε, αλλά εμείς, μικρότεροι όλοι στην ηλικία, τον παιδεύαμε λίγο, φεύγοντας σκόπιμα κάποιος από το κρεββάτι της συγκέντρωσης. Αυτός αγαναχτούσε: «Ε βρε σύντρουφ'». Μας άρεσε που έκανε όλες τις λέξεις μονοσύλλαβες κι όταν αγαναχτούσε αντίθετα απ' ότι γίνεται στους άλλους ανθρώπους το πρόσωπο του Διαμαντή φωτιζόταν. Ήταν ένας σαρανταπεντάρης εργάτης της γης, δυνατός σαν ταύρος, με ένα ίσιο κορμί κι οι ώμοι του κρέμονταν σαν της αρκούδας. Μας έκανε ερωτήσεις κάναμε κι εμείς, όποιος ήθελε. Ο Γιώργης Δαπόντας εργάτης από τον Πειραιά, τον πείραζε πιο πολύ: «Να μας πει ο ομαδάρχης μας και σύντροφός μας, ο Διαμαντής, τι ξέρει για τον Αλάριχο...». «Ε, να, ο Αλάρχος...». Γελούσε ο Δαπόντης. Εμείς οι υπόλοιποι οχτώ, κι ο Διαμαντής με μια παιδική ντροπαλοσύνη: «Ε, να, βρε παγαπόντ...», κι έβγαζε τον Αλάριχο πάλι με μια συλλαβή, μα πιο πεπιεσμένη. Άλλες φορές τον παρακινούσαμε να κάνει ανάλυση σε κομμάτια που νάχουνε δύσκολα ονόματα όπως Καρλομάγνος Τσίγκις Χαν, μα πάντα τα κατάφερνε ο Διαμαντής να τα βγάλει μονοσύλλαβα. Είχαμε προσεξει ότι λίγο κέφι μέσα στο μάθημα δεν το ζημίωνε κι αντίθετα η διαδικασία της επεξεργασίας μας γινόταν ευχάριστη. Σε λίγο, με άλλο δάσκαλο αρχίσαμε το μάθημα της φυσικής και χημείας. Και σ' αυτό βάλαμε ομαδάρχη το Διαμαντή γιατί έτσι μας βόλευε να τον παιδεύουμε. «Να μας πει ο σύντροφος ομαδάρχης τι λέμε ύλη». Έπρεπε, να πει: «ύλη καλείται κάθε τι που υποπίπτει στις αισθήσεις μας». Εδώ αν και του συστήθηκε ότι είναι υποχρεωτικό τούς επιστημονικούς ορισμούς να τους λέμε απ' έξω με όλα τα γράμματα και τις λέξεις ακέραιες, ο Διαμαντής τα κατάφερνε να βγάζει κι εδώ μονοσύλλαβες, με μια αβαρία να προφέρει το «υποπίπτει» σε ποπίπτει, κάνοντάς το έτσι δισύλλαβο. Ακόμα τον πείραζε επειδή ήταν ηλικιωμένος, γιατί τον καιρό κείνο ο εργαζόμενος σαρανταπεντάρης λογαριαζότανε πια άνθρωπος περασμένος, ότι τώρα πια μονάχα καμιά γερόντισσα θα τον έπαιρνε γι' άντρα της. Μια μέρα όμως ο Διαμαντής, που όπως φάνηκε ήταν γκιγμένος, στο τέλος του μαθήματος βρήκε μια αφορμή για να μας πει πού είχε αυτός τον εαυτό του: «Σς πλες, Γιάνν, είπε κοιτώντας εμένα, να τρώου λάδ, πλες, πλυ λάδ', και να κάν' συ πλες, τη δκαοχτάρ' να τ' βγάζ' στον ήλ' να τ' λιάζ». Τρανταχτήκαμε όλοι από τα γέλια και σε λίγα λεπτά όλος ο θάλαμος και για πολύ καιρό κάναμε χωρατό στο Διαμαντή για το κουράγιο του... Στα μαθηματικά σαν άρχισε ο νέος κύκλος πήγαινα σε άλλη μορφωτική ομάδα, με δάσκαλο το Ναπολέοντα Τσάντη λογιστή από τα Γιάννενα κι ομαδάρχη σλαβομακεδόνα, καπνεργάτη το Ρούσαλη Χαριζάνη, νέο στην ηλικία, δυνατό με φαρδιές πλάτες κι ένα πρόσωπο στρογγυλό κατακόκκινο και γελαστό. Σ' αυτήν την ομάδα μπήκαν άλλες αρχές. Αρχίζαμε το μάθημα ή την επεξεργασία με ιερή σοβαρότητα και μόνο στο τέλος, σαν ύπαρχε κέφι γίνονταν αστεία. Εδώ όμως δεν πειράζαμε τον ομαδάρχη μα αντίθετα αυτός μας πείραζε όλους. Μια μέρα παράλαβε το συμμαθητή μας Μηνά Κριθιώτη, άνθρωπο αγαθό σαν πρόβατο, εργάτη μαραγκό απ' τη Θεσσαλονίκη: «Τον βλέπετε, παιδιά, το Μηνά, λέει ο Χαριζάνης, που κάνει εδώ τον όσιο;... Ε, ακούτε τι θα σας πω, που τον είδα μια μέρα. Τον είδα στη Θεσσαλονίκη στην Μπάρα, έξω απ' ένα Digitized by 10uk1s
σπίτι, (αυτός δεν με είδε). Βγήκε μια κοπέλα και του φωνάζει «έλα μέσα». «Πόσα» τη ρώτησε ο Μηνάς. «Εικοσιπέντε φράγκα». Ο Μηνάς έφυγε, πήγε σε άλλο σπίτι. Βγήκε μια κοπέλα, τον κάλεσε μέσα. «Πόσα» ρώτησε πάλι ο Μηνάς. «Ένα 'κοπεντάρικο» είπε 'κείνη. Και τι λέει τότες ο Μηνάς... Να, ρε σύντροφοι, ακούτε τι της είπε ο Μηνάς: «Τι λες μωρή! και δεν πηαίνω στην Αμερικάνα με τρία τάληρα και δίνει και τέτοιο». Κι ο Χαριζάνης έδωσε σχήμα στα δάχτυλά του όταν ο Μηνάς, που ως τώρα στεκόταν βουβός χωρίς να μιλάει ή να παίρνει ανάσα, με κρεμασμένα πάνω στο βλέμμα, τα χοντρά άλικα, σαν κριθαριού άγανο, φρύδια, έσκυψε το κεφάλι ως τα γόνατα και το κορμί του τραντάχτηκε απ' ένα πνιχτό κλάμα. Μετά ανασηκώθηκε για να μας πει, μέσα απ' τ' αναφυλλητά: «Σας ορκίζομαι, σύντροφοι, ψέματα! Σας ορκίζομαι!... Στην επανάσταση! Ψέματα», ενώ ο Χαριζάνης δακρυσμένος από τα γέλια αυτός, που πέτυχε να συγκινήσει αυτόν τον αγαθό και ψύχραιμο σύντροφο... Κι όσο θυμάμαι αυτόνε τον άνθρωπο να κλαίει από φιλότιμο, σαν ένα μικρό παιδάκι, απ' ένα παρατραβηγμένο αστείο ενός συντρόφου του, αυτόνε που σε λίγο θα σταθεί ολόρθος, αλύγιστος μπροστά στο εχτελεστικό απόσπασμα να δώσει τη φτωχή του ύπαρξη για το καλό των συνανθρώπων του, μούρχεται να παρατήσω το κοντύλι και να κλάψω. Να κλάψω για τους μεγάλους απλούς ανθρώπους που ήταν γεμάτο αυτό το σπίτι που είχαν ξεπεταχτεί μέσα απ' ένα λαό Προμηθέα. Το μάθημα της Γεωγραφίας μας δίδασκε ο Θωμάς Δρίτσος που αν και δεν ήταν δάσκαλος ήταν αρκετά σχολαστικός. Αυτός το σχολείο το ήθελε εκκλησία. Είχε του παλιού καιρού δάσκαλο πατέρα και είχε πάρει απ' αυτόν. Εμείς πάλι δεν του χαλάγαμε αυτήνε την τάξη. Το μάθημα μας παραδινόταν έτσι καθαρά και παραστατικά κι η επεξεργασία και το διάβασμα γινόταν με τέτοιο ζήλο που το αφομοιώναμε ολότελα επειδή εκτιμήσαμε πως η γεωγραφία έχει την ίδια με την ιστορία ωφελιμότητα. Να πώς γινόταν μ' αυτό το μάθημα: Είχαμε κάποιο χάρτη ζωγραφισμένο με ακουαρέλλες όπως αλλού ξανάπα. Ο δάσκαλος άρχιζε από την ιστορία του τόπου που εξετάζαμε, αν ήταν νομός, περιοχή ή κράτος. Ποιοί λαοί το κατοίκησαν, ποιοί πέρασαν, τι ίχνη πολιτισμού έχουν αφήσει. Οικονομία του τόπου: Τι παράγει το έδαφος, το υπέδαφος, η θάλασσα, τα ποτάμια (υδατοπτώσεις). Τι βιομηχανία έχει και τι δυνατότητες ανάπτυξης και πολλά ακόμα, όπως για τις συγκοινωνίες και σταματούσε λίγο στα όρια και στη μορφολογία του εδάφους. Η γεωγραφία μας βοηθούσε να μάθουμε καλύτερα το μάθημα της ιστορίας. Σε όλα τούτα τα εγκυκλοπαιδικά μαθήματα την ευθύνη στον τρίτο θάλαμο την είχε ο επαγγελματίας δάσκαλος από τη Σιάτιστα Γιώργης Φουρκιώτης. Ήταν ακούραστος, δυνατος και με καλό χαρακτήρα άνθρωπος, και θυμάμαι κι άλλους δασκάλους αβάρετους, ιδεολόγους, όπως τον Πόλκο, τον Τσαλίκη, τον Παπανικολάου, το Ραρά, κι άλλους που τώρα μου διαφεύγουν τα ονόματά τους. Και τα πολιτικά μαθήματα αν και δεν έβγαιναν απ' το βιβλίο παρά σε μικρή περίληψη που δεν αντιγράφονταν από τους μαθητές, με τις επεξεργασίες και τις πολλές συζητήσεις με το δάσκαλο αφομοιώνονταν κι αυτά ολότελα. Βασικό μάθημα για τους κομμουνιστές σε όλα τα χρόνια, σε όλες τις εξορίες, φυλακές και στρατόπεδα, λογαριαζότανε η πολιτική οικονομία, ύστερα έρχονταν τα υπόλοιπα. Αυτή την εποχή διδασκόμαστε με δάσκαλο το Νίκο Γιωργαλή καπνεργάτη απ' την Καβάλα τα οργανωτικά του κόμματος. Το μάθημα όμως αυτό μας έθετε ερωτηματικά και δυστροπούσαμε στην αφομοίωσή του. Θυμάμαι ότι ανακεφαλαιώνοντας ένα μάθημα ο Γιωργαλής που αναφερόταν στη συγκρότηση του κόμματος και στις οργανώσεις του, είπε: «Έχομε λοιπόν πυρήνες που είναι η βασική κομματική οργάνωση. Πολλοί πυρήνες αποτελούν την Digitized by 10uk1s
αχτίδα, με την αχτιδική επιτροπή. Πολλές αχτίδες, την περιφερειακή επιτροπή. Πολλές περιφερειακές τις περιοχές με τα γραφεία τους και πιο πάνω η κεντρική επιτροπή, το κομμουνιστικό κόμμα Ελλάδας». Ως τώρα ξέραμε όλοι, ότι όταν λέγαμε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας εννοούσαμε το σύνολο των οργανώσεών του και τα μέλη του που τις αποτελούσαν. Τώρα λοιπόν άλλαζε. Κόμμα δεν ήταν το σύνολο των μελών, όπως ήταν οργανωμένα στις οργανώσεις, αλλά μόνο η κεντρική επιτροπή. Εμείς όλοι: Τα απλά μέλη, τα στελέχη, τα ανώτερα, τα μεσαία και τα κατώτερα μεταβαλόμαστε σε οπαδούς των μελών της κεντρικής επιτροπής. Στο τέλος, σε μια πορεία, θα μείνει κόμμα ο αρχηγός, μ' ένα ή δυο μέλη του πολιτικού γραφείου, διαλεγμένα να δέχονται τη γνώμη του απριόρι. Έτσι εκεί μέσα στο πανεπιστήμιό μας είδαμε ν' αρχίζει η επίθεση εναντίον της ψυχής του κόμματος, της εσωκομματικής δημοκρατίας και να χάνουμε τα δικαιώματά μας μέσα στο ίδιο μας το κόμμα, κι ακόμα μέσα στην ομάδα που ζούσαμε. Η πολιτική αυτή της κομματικής επιτροπής του στρατοπέδου μας, περνούσε εκτός απ' το γραφείο και τις κομματικές γκρούπες και μέσα απ' τα οργανωτικά μαθήματά μας. Μάλιστα απ' εδώ έπαιρνε και κάποιο πολιτικοφιλοσοφικό ταμπού. Σε άλλο μάθημα των οργανωτικών, διδαχτήμακε πως έπρεπε να λέμε «ελεύθερα» τη γνώμη μας. Ήταν δύσκολο βέβαια να καταργηθεί με μιας αυτή η καταστατική αρχή. Πιο κάτω όμως διδασκόμαστε ότι δεν έπρεπε ποτέ να βγαίνουμε πάνω από το κόμμα. Στην πράξη αυτό σήμαινε, πως δεν είχαμε δικαίωμα δικής μας γνώμης, δικαίωμα διαφωνίας. Η γνώμη μας έπρεπε να είναι διαμορφωμένη καθαρά και σύμφωνα με την πολιτική της ηγεσίας, όπως αυτή κάθε φορά μας ερχόταν. Έτσι έμπαινε η αρχή να μη βασανίζουμε το μυαλό μας, να μη σκεφτόμαστε. Αυτό το καθήκον ανήκε στην ηγεσία. Εμείς μόνο εχτελούσαμε. Σε άλλο σημείο των οργανωτικών διδασκόμαστε ποιες έπρεπε να είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του κόμματος. Φιλία ανάμεσά τους επιτρεπόταν και μάλιστα η καθοδήγηση που μιλούσε μέσα από αυτά τα μαθήματα, τη θεωρούσε ωφέλιμη για το κόμμα, αλλά η φιλία έπρεπε να είναι «κομματική». Αυτό όπως εξηγήθηκε σήμαινε, πως οι φίλοι έπρεπε να είναι πέρα για πέρα σύμφωνοι με την πολιτική της καθοδήγησης. Αλλιώς φιλία δεν ύπαρχε, σταματούσε. Στη θέση της έμπαινε η εχθρότητα και η καταγγελία, όταν δεν γινόταν δυνατο ν' αλλάξουμε τη γνώμη του φίλου μας, να υποκύψει και να παραδεχτεί τη σοφία της πολιτικής της ηγεσίας, να υποταχτεί. Ύπαρχαν κι άλλες πολλές μικρότερες αντιφάσεις που καταντούσαν αυτά τα μαθήματα να μην έχουν σχέση με το Λενινισμό. Να μην υπηρετούνε το κόμμα της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Πρέπει να πω εδώ πως ύπαρχε αντίδραση σ' αυτές τις αντιμαρξιστικές θέσεις του μαθήματος. Μα δεν είχαμε και συνείδηση, ότι η καθοδήγηση, μας περνάει το χαλκά στο στόμα. Κουτσοσυζητούσαμε βέβαια, μα με προφύλαξη και για λίγο, ό,τι μας έκανε κάθε φορά εντύπωση, μα ποτές μέσα στο μάθημα δεν άκουσα ενάντια λέξη. Ύστερα από τόσα χρόνια βλέπω ότι τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ είχαμε «ωριμάσει» για να δεχτούμε αυτές τις θέσεις που στην πράξη μάς στερούσαν την ελευθερία της γνώμης, της διαφωνίας, της κριτικής. Και ότι όλα αυτά σήμαιναν την αρχή μιας πολιτικής που στοίχισε πολύ στο λαό της Ελλάδας. Εδώ μέσα, σ' αυτό το κλουβί του φασισμού έμπαιναν οι πρώτες βάσεις για να καταντήσουμε άνθρωποι με δίχως δική μας γνώμη. Και να τι λέει ο παλιός κομμουνιστής Βασίλης Γιαννόγκονας που ήταν από τους πρώτους που έφερε, σαν άνοιξε ο φασισμός τούτο το στρατόπεδο, στο βιβλίο του «Ακροναυπλία»: «Μ' ένα λόγο κάθε τι που θα έλεγες, σοβαρό, αστείο, καλαμπούρι, νέο, παλιό, ακόμα και όνειρο αν έβλεπες, έπρεπε να προσεχεις να μη χτυπήσει στ' αυτιά της καθοδήγησης γιατί είχες κομματική παρατήρηση, σύσταση, αυστηρή σύσταση, προειδοποίηση, απομόνωση, διαγραφή και τ' ακόλουθά της. Λοιπόν άκου, βλέπε, σώπα». Και στη σελίδα 44 για το σύντροφο Καπένη που έδιωξε η καθοδήγηση: «Ο Καπένης είχε πει πως από το σημερινό ΚΚΕ θα βγει ένα πιο γερό ΚΚΕ. Τι ήτανε να το πει. Η καρμανιόλα πέφτει στο κεφάλι του. Η καθοδήγηση δίνει το σύνθημα της απομόνωσης και τον φορτώνει με Digitized by 10uk1s
διακοσμητικά: "χαφιές, προδότης, όργανο της ασφάλειας και του Μανιαδάκη...". Άρχισαν να φωνάζουν «έξω, έξωωωω, χαφιέ, προδότη και τον χτυπούσαν».
Κατά τον Αύγουστο (1939), μια νύχτα, μαζευτήκαμε στη μέσα γωνιά του θαλάμου για συνέλευση με θέμα εκλογή νέου γραφείου της ομάδας. Διαβάστηκε απ' ένα φύλλο χαρτί μια λιγόλογη έκθεση και ζητήθηκε να πει, αν κανένας είχε αντίρρηση. Δεν είχε. Ύστερα προτάθηκαν για εκλογή τα νέα μέλη του γραφείου και ζητήθηκε αν κανένας ήθελε να προτείνει άλλους συντρόφους. Δεν ήθελε. Σαν γραμματέας είχε προταθεί ο Μήτσος Παπαρήγας που μόλις είχε έρθει στο στρατόπεδό μας από το κάτεργο της Κέρκυρας. Μονάχα ένας σύντροφος εργάτης, ο τροτσκιστής Μήτσης πρότεινε τον εργάτη Λουκά Καρλιάφτη για το νέο γραφείο. Μίλησε κιόλας. Δεν έκανε παράπονα για τις αδικίες της ομάδας που μέλη της ήταν κι αυτοί, ούτε για κακή συμπεριφορά των συντρόφων απέναντί τους. Είπε όμως πολλά για την πολιτική του Στάλιν και ήξερε να μας πείσει ότι στη Ρωσία προδίνονταν ο Μαρξισμός. Του απάντησε ο σύντροφος Τηλέμαχος Τριβέλας σε ομιλία δύο ή τριών λεπτών, κι όλα τούτα της «συνελεύσεως» μάς κράτησαν πιο λίγο της μισής ώρας. Μετά λίγες μέρες αλλάχτηκαν οι θαλαμάρχες. Δε θυμάμαι στο θάλαμο που έμενα να γίνηκε η τυπική αυτή διαδικασία της συνέλευσης για εκλογή θαλαμικού γραφείου, αν και γράφοντας ψάχνω να βρω στο μυαλό μου, τι είχε απομείνει δημοκρατικό στη ζωή μας να το παρουσιάσω. Εδώ θα δανειστώ πάλι απ' ό,τι λέει ο Β. Γιαννόγκονας: «Η αλλαγή υπευθύνων στα συνεργεία, στους εθνικοτοπικούς, στους θαλαμάρχες, οι διορισμοί κι οι καθαιρέσεις (γιατί είχαμε και αυτή την τιμωρία) γίνονταν από τ' απάνω». Στο θάλαμο που έμενα, στον τρίτο θάλαμο, ορίστηκε θαλαμάρχης ο Δημήτρης Δάλας, εργάτης από το Βόλο. Ήταν έξυπνος, λίγο γραμματιζούμενος και φωνακλάς. Παχύς μ' ένα παιδικό ψαρό κεφάλι, πάνω σ' έναν κοντό σβέρκο. Ο Γιωργαλής, που ήταν προηγούμενος, σαν έφτανε η ώρα του ύπνου γυρνούσε στο θάλαμο και μας παρακαλούσε να πάψουμε τις φωνές και να ετοιμαστούμε για ύπνο: «Άε, σύντροφοι, ησυχία τώρα. Πέρασε η ώρα, σύντροφοι, αύριο πάλι». Όταν από κάποια αιτία αργούσαμε και κουρασμένος αγαναχτούσε, έκανε την παράκληση: «Λυπηθήτε με, σύντροφοι, λυπηθήτε με πια». Αντίθετα ο Δάλας άφηνε μια φωνάρα σε καθαρή Θεσσαλική: «Άε, ουρέ, κοιμηθήτε τώρα». Είχε όμως τόσο αυθορμητισμό και καλωσύνη που κανένας μας δεν τον παραξηγούσε. Σε εμένα άρεσε αυτός ο σύντροφος κι από τις πρώτες μέρες που βρέθηκα στο στρατόπεδο πιάσαμε κάποια φιλία. Τώρα που πήρε το κουμάντο του θαλάμου μού πρότεινε αν ήθελα ν' αλλάξω θέση στο θάλαμο και να πάω το κρεββάτι μου δίπλα στο «Μενελίκ». «Έχει παρεξενιές μου είπε, αλλά μαζί θα τα πάτε καλά το ξέρω». Ο Μενελίκ λεγόταν Μενέλαος Ελευθεριάδης και το «Μενελίκ», ήτανε το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, γιατί τον έλεγαν και λογάριαζε κι αυτός τον εαυτό του συγγραφέα. Ήταν ένα άντρας λίγο κοντός και γεροδεμένος όπως ήταν όλοι οι καυκάσιοι κρατούμενοι, μ' ένα ξουρισμένο χοντρό κεφάλι και δυο καταστρόγγυλα μεγάλα μάτια. Περνούσαμε πολύ φιλικά κι ο Μενέλαος ήταν ενθουσιασμένος από τη συντροφιά μου. Μού έδωσε μάλιστα να διαβάσω από ένα τετράδιο ένα διήγημά του. «Τα παιδιά προστατεύονται» ήταν ο τίτλος του. Όταν το τέλειωσα του είπα «καλό είναι». Έλεγε για κάτι παιδιά που προστάτευε σε κάποιο ταξίδι του στην Ήπειρο γιατί ήτανε σωφέρ. Είχε μάθει και τα έλεγε απ' έξω του, τέσσερα ποιήματα: Δυο του Βάρναλη, ένα του Στάρκο για τον Λένιν κι ένα του Πούσκιν, «το ματωμένο σάλι». Όταν πέφταμε στις καλαμωτές μας για ύπνο αποκαμωμένοι από τα μαθήματα και τις άλλες δουλειές μας, απάγγελνε με πνιγμένη φωνή έν' από τα τέσσερα τραγούδια του. Όταν του ζητούσα έλεγε και δεύτερο — ή και όλα — δεν ήθελε πολύ. Την ημέρα καθόταν σε μια καρέκλα πτυσσόμενη και πάνω σ' ένα ταμπλώ έγραφε τα μαθήματά του. Όπως έλεγε, είχε αρχίσει κι ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Ακροναυπλιώτικες νύχτες». Ο τίτλος αυτός δεν άρεσε σε πολλούς και στην καθοδήγηση, τον πείραξαν, ο σύντροφος έλεγε και φοβέριζε ότι θα Digitized by 10uk1s
έγραφε γι' αυτούς, «μαύρες σελίδες» στο μυθιστόρημά του. Σε μένα πάνω σε κάποιο ενθουσιασμό του για τη φιλία μας είπε ότι θα μ' έκανε κεντρικό «ήρωα». Πολλές φορές σαν κουραζόταν απ' τη γραφή, άφηνε την καρέκλα του, ανέβαινε στους πάνω θαλάμους, ή έμπαινε στον απέναντί μας, τον τέταρτο κι αν καμιά παρέα ή και μοναχός σύντροφος είχε καιρό και του ζήταγε να απαγγείλει κάποιο από τα τέσσερα τραγούδια του, ο Μενέλαος τοποθετιότανε γερά στο πάτωμα, άνοιγε τα χέρια κι ανάλογα μέρωνε ή αγρίευε τα μάτια του, κι αρχινούσε: «Δεν είμ' εγώ σπορά της τύχης, ο πλαστουργός της νέας ζωής». Όταν τέλειωνε, και σαν είχε κάνει πολλές απαγγελίες, κατέβαινε στο θάλαμο χαρούμενος κι αλαφρωμένος. Ένα βράδυ του ζήτησα, αν ήθελε, να του απαγγείλω ένα από αυτά τα τέσσερα τραγούδια. Δέχτηκε. Απάγγειλα τους «Μοιραίους». Ποιος σου έδωσε να το γράψεις για να το μάθεις; μου είπε. «Μα μου τα λες σαράντα μέρες τώρα, πώς να μη μάθω να τ' απαγγέλνω; «Πες μου άλλο ένα να δω». Του είπα και το «ματωμένο σάλι». Αδύνατο να το έμαθες από μένα, από κάπου το αντίγραψες κρυφά μου. Εγώ το διάβαζα μήνες για να το μάθω. Κατάλαβα ότι ο Μενέλαος δεν με πίστεψε ότι τα είχα μάθει ακούοντας να τ' απαγγέλει. Ψυχράθηκε μαζί μου λίγο χωρίς να μπορώ να βρω το φταίξιμό μου, μα η φιλία μας ξακολούθησε δίχως απαγγελίες τα βράδια. Μια μέρα όμως με βάλανε να κρίνω ένα ποιηματάκι δικό του κι άλλο ένα του Δρίτσου. Ίσως κιόλας, γιατί με θεωρούσανε στο θάλαμο αδέκαστο, ίσως να τόχε ζητήσει ο Μενέλαος. Όποιο από τα δύο ποιήματα θα έλεγα ότι ήταν καλύτερο θα το λέγανε σε μια θαλαμική βραδιά που ετοιμαζόταν. Έκρινα για καλύτερο του Θωμά γιατί και δεν περίμενα ότι θα έκανα τόσο κακό στο Μενέλαο που αγρίεψε, μου είπε ότι δεν θα μ' έβαζε κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημά του κι ακόμα ότι θα έγραφε και για μένα «μαύρες σελίδες». «Πίστευα ότι διαφέρεις απ' όλους τους άλλους, αλλά σ' έχουνε κάνει και μάλιστα σε τόσο λίγο διάστημα, το ίδιο όπως όλους». Ήτανε όμως καλός άνθρωπος και δεν είχε μανία εξόν αυτή τη λογοτεχνική και γρήγορα αποκαταστήσαμε πάλι τις σχέσεις μας, κάνοντας ένα τσουκάλι πουλγούρι με σταφίδες κι έτσι φίλοι μείναμε ως το τέλος. Γενικά ο Μενέλαος ήταν ένας καλός άνθρωπος με πολλή πίστη και συντροφικότητα. Είχε όμως, από ενωρίς αυτός, ένα πρόσθετο κατατρεγμό επειδή η καθοδήγηση αποδοκίμαζε κι άφηνε να γίνουνται πλάκες και με κάθε τρόπο υποτιμούσε όποιον από τους κομμουνιστές καταπιανόταν με τη λογοτεχνία, όταν δεν ήταν κάτω από την έγκριση και την επίβλεψή της. Μια τέτοια όμως έγκριση είχε μόνο όποιος έγραφε για τις θαλαμικές βραδιές ή για την ψυχαγωγία ολάκερου του στρατοπέδου, που βέβαια έπρεπε να είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της κομματικής επιτροπής και να υπηρετούνε την πολιτική της. Νομίζω ότι για τον λόγο αυτό κανένας από τους Ακροναυπλιώτες που γλίτωσαν δεν έγραψε ούτε και προσπάθησε ν' ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, εξόν βέβαια αν κανένας είχε τριφτεί από τα πρώτα. Κι όμως θυμάμαι το Λεωνίδα Ράφτη, (Σκαρίμπαλος το φιλολογικό του), το Νίκο Ακρητίδη, που ήταν γραμματιζούμενοι και, πιστεύω, με ταλέντο. Ο Λεωνίδας που αργότερα όταν τουφεκίστηκε έδειξε μια υπέροχη στάση, είχε γίνει το περίγελο στ' αστεία και στα σοβαρά. Ο Ακρητίδης πάλι, που στα κρυφά, μου έδωσε να διαβάσω ένα υπέροχο και προφητικό διήγημά του, καταστράφηκε, γιατί δουλεύοντας όλα τα χρόνια στον εκπολιτισμό της ομάδας στο τέλος έμαθε να γράφει μόνο «επί παραγγελία». Και σε δεκάδες εργάτες ύπαρχε μεγάλη διάθεση ν' ασχοληθούνε με τη λογοτεχνία κι απόδειξη ότι τέσσερεις Ακροναυπλιώτες που κάτι έχουνε γράψει ως τώρα γι' αυτό το στρατόπεδο και οι τέσερεις είναι εργάτες: Ο Βασίλης Γιαννόγκονας, ο Γεράσιμος Αντωνάτος, ο Μανώλης Πρωτονοτάριος και λόγου μου. Θυμάμαι στον τρίτο θάλαμο ένα καπνεργάτη από το Αγρίνι, το Σιδηρόπουλο (Γκρότσης το καθ' αυτό του), που έγραφε στίχους στα τσιγαρόκουτα, ύστερα έλεγε ότι τα έβρισκε χάμω για να πάρη τη γνώμη των συντρόφων για την ποιότητά τους χωρίς να δεχτεί τα περίγελα. Μια μέρα κιόλας έφερε και σ' εμένα ένα τέτοιο χαρτάκι: «Φτούνο έβρηκα χάμου», μου είπε. Το διάβασα. Γύρισα το χαρτονάκι και στην πίσω μεριά του σημείωσα έξι στίχους σατυρικούς, απάντηση στους έξι δικούς του: «Ίσως τον Πούσκιν να φτάσεις — και το Βάρναλη να ξεπεράσεις», θυμάμαι τους δυο τελευταίους: «Είσαι και συ ο ίδιος με όλους», είπε θυμωμένα σκίζοντας με μανία το χαρτάκι με τους στίχους του. Μ' αδικούσε βέβαια, γιατί ήμουνα καινούριος στο στρατόπεδο, γιατί άλλο ήταν το δικό μου αστείο, αλλά και είχα αντιληφτεί τόσα, όσα για να καταλάβω την πίκρα του ανθρώπου και να τον συμπαθήσω.
Digitized by 10uk1s
Η παγκόσμια κατάσταση από μέρα σε μέρα χειροτέρευε αυτόνε τον καιρό. Ο Χίτλερ απειλούσε με τη θεωρία του «ζωτικού χώρου» να καταπιεί την Ευρώπη κι ο Μουσολίνι με το «Μάρε νόστρουμ» να ρουφήξει τη Μεσόγειο θάλασσα. Τα νέα των εφημερίδων τα διαβάζαμε από δελτία που έβγαζε ο παράνομος μηχανισμός της ομάδας. Ο ελληνικός φασισμός όλο και δυνάμωνε τις καταπιέσεις εναντίον μας. Κάποτε μας διάβασε η καθοδήγηση ένα άρθρο που ανασκοπούσε τη στρατιωτική και πολιτική παγκόσμια κατάσταση. Το παρουσίασε ότι ήταν του Έρκολη (Τολιάτι). Ήταν όμως αρκετά χοντροκομμένο για να γίνει πιστευτό ότι το είχε γραμμένο ο Τολιάτι. Θυμάμαι που ο νεολαίος Γιώργης Αγγελόπουλος γέλασε κι είπε φεύγοντας: «Βουρ Έρκολη κι εμείς θα πετσοκοφτούμε». Σε λίγο μας διάβασαν άλλο χειρόγραφο που δεν θυμάμαι τίνος ηγέτη με παγκόσμιο κύρος είπαν ότι ήταν. Όλοι βέβαια ξέραμε ότι ήταν γραμμένα 'κει μέσα. Και ξωπίσω μια διάδοση ότι η Σοβιετική Ενωση είχε ναυπηγήσει τρία μεγάλα αεροπλανοφόρα. Στα τέτοια κανένας δεν ενδιαφερότανε να μάθει την πηγή. Άκουε, έφευγε, πίστευε όσα ήθελε. Όμως αυτή η μεταχείριση μας πλήγωνε, γιατί βλέπαμε ότι υποτιμιόταν η νοημοσύνη, η πίστη και το ηθικό μας. Τα μέλη της ομάδας αυτόνε τον καιρό, ώριμοι πια σαν άνθρωποι και σαν κομμουνιστές, είχαν ανάγκη να μαθαίνουν ό,τι ήτανε δυνατό, μα να είναι αληθινό. Δεν είχαν ανάγκη από χάπια τονωτικά. Η τέτοια υποτίμηση των μελών της ομάδας που η μεγάλη πλειοψηφία ήταν εργατοαγροτική, δηλαδή από τις επαναστατικές τάξεις της Ελληνικής κοινωνίας, έδειχνε ότι στη νοοτροπία της η καθοδήγηση ήτανε καθαρά μικροαστική πως ήταν αρκετά φοβισμένη. Η καθοδήγηση δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο καθένας που βρισκόταν εδώ ήταν ξεδιαλεμένος από το νόμο της επιλογής. Ότι σαν άνθρωπος ήτανε δυνατός και με προσωπικότητα κι ότι σαν ένιωθε να του χαμηλώνουν το ανάστημα παθαινόταν. Στην καθοδήγηση ταίριαζε «εφοβόμουν κι εφοβέριζα».
Τούτον εδώ τον προπολεμικό καιρό, που η ομάδα μας ήταν σκυμμένη στη μόρφωση των μελών της, ακούστηκε μια υπόκωφη της κομματικής επιτροπής βοή: «Φραξιονισμός!». Απορροφημένος από τα μαθήματα και τη δουλειά στο συνεργείο λίγα κατάλαβα, πως άρχιζε η διαπάλη, που το τέλος της ήταν αιμάτινο και ντροπιασμένο. Μια μέρα όμως ο φίλος μου ο Μαμαλάκης, άρχιζε να μου μιλάει υποτιμητικά και με μισόλογα σουφρώνοντας το πρόσωπό του για ορισμένους συντρόφους, που αυτός ο ίδιος με είχε γνωρίσει και γίναμε φίλοι. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο Θανάσης Καπένης γραμματέας του εργατικού κέντρου Πειραιά και κατοπινά, στην παρανομία της διχτατορίας, γραμματέας της κομματικής οργάνωσής του. Μου μίλησε για το Σταμελέκο, γραμματέα της ομοσπονδίας δέρματος Ελλάδας. Είχα εκτιμήσει τους συντρόφους σαν μαζικούς ηγέτες και σαν πολύ ταλαιπωρημένους στις εξορίες κομμουνιστές. Είπα στο Μαμαλάκη πως αν δεν μου πει για ποιο λόγο έπρεπε να σταματήσω τη φιλία και να κόψω τις σχέσεις μου μαζί τους θα εξακολουθούσα να τους θεωρώ φίλους μου. Κι εξακολούθησα. Συνήθιζα να συντροφεύω για λίγο, έτσι που να ξεκουράζουμαι κι εγώ, μερικούς άρρωστους ξαπλωμένους στις καλαμωτές. Στη μέσα μεριά του θαλάμου έκαναν κούρα δυο ηλικιωμένοι σύντροφοι, αδύνατοι, κίτρινοι, τσακισμένοι, απ' τα μπουντρούμια και τα βασανιστήρια της ασφάλειας, ο Στέργιος Γραμμένος απ' τη Μακεδονία κι ο Αντώνης Παπαγγέλου δικηγόρος απ' το Βόλο. Ένιωθα ευχαρίστηση ότι τους ευχαριστούσε η συντροφιά μου. Μια μέρα από τούτες τις πονηρές, με παρακάλεσε ο Παπαγγέλου, να του γράψω για την ελαιοπαραγωγή της Κρήτης ό,τι ήξερα, επειδή έκανε μια μελέτη και ζητούσε στοιχεία απ' όλες τις λαδοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. Πήγα αμέσως και κάθησα να γράψω. Σε λίγη ώρα όμως ήρθε ο Μαμαλάκης και κάθησε δίπλα μου. Με ρώτησε και του είπα τι γράφω και για ποιον σκοπό. Μου σύστησε να μην δώσω το γραφτό στο Παπαγγέλου και να κόψω τις σχέσεις μ' αυτόνε και με το Γραμμένο. Όχι του είπα. Είναι διανοούμενος κάνει μια μελέτη για την αγροτική οικονομία, θα τον βοηθήσω γιατί τα μαθήματά μας Digitized by 10uk1s
πάνω σ' αυτά τα θέματα είναι λίγα και θέλουν συμπλήρωση. «Τα μαθήματα αυτά, μου λέει τα έχει επεξεργαστεί ο Βλαντάς με συνεργείο». «Καλός κι άξιος ο Βλαντάς και το συνεργείο του, μα τα μαθήματα βγήκαν λειψά», του είπα. Έφυγε στεναχωρημένος γιατί είμαστε καλοί φίλοι. Κατάλαβα όμως ότι ο Μαμαλάκης αν και ήταν σταλμένος, δεν συμφωνούσε κι ο ίδιος σ' αυτά που μου έλεγε, αλλά τον ανάγκαζε το... «καθήκον», κι ότι η κομματική επιτροπή είχε άνθρωπο που παρακολουθούσε τους δυο συντρόφους που λάχαινε να είναι και από τα πρώτα στελέχη του κόμματος στο στρατόπεδο, αφού ήταν μέλη της κεντρικής επιτροπής. Χρήσιμο λογιάζω να πω, πως ο τρίτος θάλαμος που ήταν η ψυχή και η ηγεσία της διαπάλης, ήτανε θάλαμος καθαρά προλεταριακός. Πάνω από ενενήντα στα εκατό των μελών του ήταν εργάτες. Τίποτα άλλο απ' όσα είπα δεν είχα καταλάβει τη στιγμή που ο θάλαμος που έμενα, όπως και όλο το στρατόπεδο φαινόταν ενωμένο γύρω από το γραφείο, η μόρφωση και οι άλλες δουλειές συνεχίζονταν. Μα την ίδια στιγμή όλο και γινόταν ένα ηφαίστειο έτοιμο να ξεσπάσει: Τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος ήτανε χωρισμένα. Οι μισοί ήθελαν να γκρεμίσουν από την ηγεσία του στρατοπέδου την κομματική επιτροπή, οι άλλοι μισοί να τη στηρίξουν. Ίσως κανένας δεν θα μπορούσε να σημειώσει πότε ακριβώς άρχισε η δυσαρέσκεια και ποιοι ήταν — εκτός από τους επιφανειακούς, που θα σημειωθούνε — οι βαθύτεροι λόγοι που την προκάλεσαν. Πιστεύω ακόμα πως και οι κεφαλές των αντιμαχομένων μερίδων, αν ζούσαν δεν θα μπορούσαν να το πουν ακριβώς. Ύπαρχε βέβαια κάπως θαμπά διαμορφωμένη μια γνώμη που πολύ λίγο λεγότανε, για την ικανότητα της ηγεσίας, αλλά αυτή σκεπάστηκε γρήγορα με τη θεοποίηση του Ζαχαριάδη που τώρα βρισκόταν στο κάτεργο της Κέρκυρας. Τώρα ύστερ' από χρόνια, μα πιο πολύ αργότερα θα γίνει δυνατό να δοθούν σωστότερες εξηγήσεις. Και η εξιστόρηση τούτη σε κάτι μπορεί να βοηθήσει. Σωστό βέβαια είναι πως αν δεν είχε μηδενιστεί η Δημοκρατία στο στρατόπεδο, η ελεύθερη συζήτηση θα πήγαινε τον κάθε κατεργάρη στον πάγκο του και δε θα γινόταν η Ακροναυπλία ζούγκλα. Μια αφορμή που κιόλας αυτή δεν συζητήθηκε πλατειά γιατί έφερνε στεναχώρια στην ηγεσία, ήταν, ότι, όταν πριν από ένα χρόνο πάνω -κάτω είχε πιαστεί στη Θεσσαλονίκη η γυναίκα του Ιωαννίδη, δεν άντεξε, ασυνήθιστη στα τέτοια η καϋμένη η Δόμνα, κι όπως είπαν έδωσε στην Ασφάλεια μερικούς τόπους σύνδεσης (γιαύκες) που σαν συνέπεια είχε να πιαστούνε κάμποσοι κομμουνιστές και να γίνει μεγάλη ζημιά στην οργάνωση της Μακεδονίας. Τα μέλη της κεντρικής επιτροπής του κόμματος που δεν είχαν πιαστεί με απόφασή τους διάγραψαν από το κόμμα την Ιωαννίδη κι ο παράνομος Ριζοσπάστης δημοσίευσε τη διαγραφή. Δυο από τα μέλη της κεντρικής επιτροπής που είχαν πάρει την απόφαση της διαγραφής ήταν ο Παπαγγέλου και ο Γραμμένος. Όταν έφτασε ο Ριζοσπάστης στην Ακροναυπλία, ο Ιωαννίδης τον απέκρυψε. Αλληλογράφησε με την γυναίκα του που κρατιόταν εξόριστη στη Μήλο κι όταν είδε ότι παρά την κακοτυχία της στεκότανε πιστή σ' αυτόν και στο κίνημα, χτύπησε με ανακοίνωση που κατέβηκε μόνο στα στελέχη, καταγγέλοντας σαν «αντικομματικά» στοιχεία τον Παπαγγέλου και τον Γραμμένο που στο μεταξύ είχαν πιαστεί και τους είχανε φέρει εδώ σακατεμμένους. Αυτοί σαν έμαθαν ότι δεν φανερώθηκε ο Ριζοσπάστης με τη διαγραφή της Δόμνας, λογάριασαν χρέος τους να κουβεντιάσουν το ζήτημα με πολλά κομματικά μέλη και στελέχη. Γι' αυτό η ανακοίνωση που τους χαρακτήριζε αντικομματικούς όξυνε την κατάσταση γιατί κατάγγελνε δυο συντρόφους σαν αντικομματικούς, μα δεν δικαιολογούσε γιατί απέκρυψε απ' τα στελέχη της Ακροναυπλίας το Ριζοσπάστη με τη διαγραφή. Άλλη αφορμή: Είχαν φέρει το Μήτσο Παπαρήγα στην Ακροναυπλία από το κάτεργο της Κέρκυρας που είχε βγάλει μια μικροποινή. Ο Παπαρήγας ήταν εργάτης από το Βόλο στέλεχος του κόμματος, μέλος της κεντρικής επιτροπής του. Αμέσως ο Παπαρήγας πήρε το μέρος στην καθοδήγηση του στρατοπέδου και ορίστηκε γραμματέας της ομάδας. Τότες άρχισε να διαδίδεται ότι ο Παπαρήγας που πριν λίγο από τη σύληψή του γυρνούσε στην Ελλάδα από τη σχολή της ΚΟΥΤΒ της Μόσχας, μαζί με τη γυναίκα του Νίκου Βοτάνη. Και ότι σύστηνε την ξένη γυναίκα για γυναίκα του. Ο Νίκος Βοτάνης καπνεργάτης Digitized by 10uk1s
από την Καβάλα βρισκότανε τώρα και δυο χρόνια κρατούμενος στο στρατόπεδο. Αυτή η διάδοση έφερε μεγάλη συγκίνηση για τον πρόσθετο λόγο ότι ο Βοτάνης ήταν άνθρωπος καλός κι αγαπητός απ' όλη την ομάδα. Έτσι είχανε τα πράματα όταν μια μέρα με φώναξαν να παρατηρήσω το τετράδιο και να πάρω μέρος σε μια γκρούπα, που πρόσεξα αμέσως ότι δεν ήταν η δική μου κομματική ομάδα κι ότι είχε εισηγητή τον κομματικό υπεύθυνο του θαλάμου, το Μήτσο Λεβογιάννη. Ο σύντροφος διάβασε μια ανακοίνωση από κάμποσες σελίδες που η κομματική επιτροπή και το γραφείο της ομάδας κατάγγελναν ότι στην ομάδα υπάρχει «φραξιονισμός» και καλούσε τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος να ενωθούνε γύρω από το γραφείο της ομάδας και την κομματική ηγεσία. Η ανακοίνωση προσπαθούσε να συνδέση τη διαπάλη μέσα στην ομάδα, με κάποια «καμπάνια» που έλεγε ότι είχε ξεσηκώσει η Ασφάλεια με τον τύπο ενάντια στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας και κατάγγελνε το σύντροφο Θανάση Καπένη με διάφορα αστήριχτα στοιχεία σαν πράχτορα του Υπουργείου της Ασφάλειας. Επίσης σαν πράχτορα κατάγγελναν έναν άλλον σύντροφο που έμενε στον πρώτο θάλαμο, τον Θανάση Γάκη, νεολαίος αυτός και ξέχειλος από ζωή, γραμματέας της ΟΚΝΕ Βόλου και στέλεχος συνδικαλιστικό. Ο τρίτος που κατάγγελναν μα δεν ξεκαθάριζαν αν ήταν ολότελα χαφιές, ήταν ο Σταμελάκος. Καταγγελλόταν ύστερα ένα πλήθος συντρόφων σαν φραξιονιστές και φυσικά ο Παπαγγέλου και ο Γραμμένος. Ακόμα ξεχώριζαν έναν εξαιρετικό σύντροφο το ναυτεργάτη Γεράσιμο Ποδαρά. Μου έκανε εντύπωση ότι όλοι οι σύντροφοι που πήραν το λόγο υποστήριξαν τις θέσεις της κομματικής επιτροπής. Λίγοι δε μίλησαν και κανείς δε διαφώνησε. Κανένας από τους συντρόφους που καταδίκαζε η ανακοίνωση και οι ομιλητές δεν ήταν εκεί, ή έστω μ' ένα γραφτό τους ν' απαντάνε στις γραφτές σε βάρος τους καταγγελίες. Είχα συγκινηθεί αφάνταστα. Καταδικάζαμε, μάλιστα τους τρεις συντρόφους μας, στην πιο χειρότερη κι επαίσχυντη καταδίκη, χωρίς να τους δίνουμε το δικαίωμα της υπεράσπισης. Μίλησα λίγες λέξεις «Δεν πιστεύω, σύντροφοι, ότι οι τρεις αυτοί σύντροφοί μας είναι χαφιέδες. Μπορεί ο φραξιονισμός να είναι βλαβερός για το κόμμα, μιλάμε όμως για τις αφορμές που τον φέρανε στην ομάδα μας. Δεν πείθομαι ότι οι σύντροφοι "είναι χαφιέδες", ξαναείπα». Θυμάμαι ότι όλοι οι σύντροφοι με άκουσαν με συγκίνηση γιατί και λόγου μου ήμουνα συγκινημένος. Είπα τη γνώμη μου ελεύθερα και κανείς δεν μου έκανε κριτική. Μου γεννήθηκε όμως αμφιβολία αν όλοι οι πριν από μένα ομιλητές είπαν ό,τι είχαν στο μυαλό και στην ψυχή τους. Τώρα βλέπω ότι κανείς δεν έβγαλε γνώμη δική του μα υποστήριξαν τις καταγγελίες της κομματικής επιτροπής καταδικάζοντας δυο διαλεγμένους συντρόφους σαν χαφιέδες (έσχατη των ποινών). Μετά δυο τρεις μέρες με φώναξαν σε άλλη συνεδρίαση με επικεφαλή το δεύτερο κομματικό του θαλάμου το Μήτσο Βατουσιανό εργάτη σωφέρ από τη Μυτιλήνη. Εδώ διάβασαν ένα πολυσελιδο γράμμα που είχε στείλει ο Σταμελάκος στην καθοδήγηση κι ένα γραφτό δικό της που σ' αυτό μας έδινε οδηγίες σε ποια σημεία της επιστολής του Σταμελάκου να δώσουμε προσοχή. Η καθοδήγηση αντέκρουσε όπως ήθελε το γράμμα του Σταμελάκου που ωστόσο ο άνθρωπος καθόταν δέκα οργιές πιο πέρα, μα κανένας δεν είχε το κουράγιο να πει: ας φωνάξουμε τον ίδιο να μας δώσει εξηγήσεις για ότι γράφει στο γράμμα και στ' ότι κατηγορείται και σαν είναι φταίχτης να τον δικάσουμε. Τίποτα το εχθρικό ή βλαβερό προς την ομάδα και το κόμμα δεν έλεγε το γράμμα του Γραμματέα της ομοσπονδίας δέρματος. Αντίθετα κατάγγελνε μια πολιτική που οδηγούσε σε καταστροφή κι έλεγε το γραμματέα της κομματικής επιτροπής Αντρέα Τσίπα, «άνθρωπο σκοτεινό», το μόνο κακό σημείο της επιστολής, γιατί θα έπρεπε να τον λέει «ανίκανο και λίγο κακοήθη». Για το Γραμμένο και τον Παπαγγέλου η κομματική επιτροπή κατά ένα τρόπο έδινε άφεση γιατί είχαν κιοτέψει και με αυτοκριτική τους έλεγαν ότι χωρίς να το καταλάβουν «παρασύρθηκαν» στο φραξιονισμό. Η θέση αυτή δυο συντρόφων της κεντρικής επιτροπής που πρώτοι αυτοί ξεκίνησαν τη διαπάλη έβλαψε τους Digitized by 10uk1s
συντρόφους που οι ίδιοι ξεσήκωσαν γιατί έλυνε τα χέρια της καθοδήγησης να εξοντώσει τρεις από τους καλύτερους κομμουνιστές του στρατοπέδου μας, γιατί αυτοί παρά τις πιέσεις δεν άλλαξαν για τα όσα πίστευαν γνώμη. Δεν μου άρεσε η διαγωγή αυτή του Παπαγγέλου και του Γραμμένου. Σ' αυτήνε τη συνεδρίαση δεν ζήτησα να μιλήσω. Ήτανε περιττό... Η απόφαση είχε παρθεί από την καθοδήγηση και όχι κατά πλειοψηφία από την ομάδα σύμφωνα με όλες τις αρχές και το καταστατικό. Οι τρεις σύντροφοί μας, ο Καπένης, ο Γάκης κι ο Σταμελάκος απομονώνονταν με την απειλή ν' απομονώσουν και όποιον θα τολμούσε να τους μιλήσει. Έτσι για κάμποσες μέρες ζούσαν σε δυστυχία μεγάλη ώσπου ήρθε η στιγμή και λύθηκε το δράμα τους. Ένα πρωί μετά το σκούπισμα και το τσάι ακούστηκε ποδοβολητό και φωνές στους πάνω θαλάμους. Έτρεξα να δω τι συμβαίνει, αλλά βρήκα την πόρτα πιασμένη από το σύντροφο Σπύρο Σαντορινό. Κείνη τη στιγμή είδα που κατρακυλούσε τα ξύλινα σκαλοπάτια καταματωμένος ο σύντροφος Γάκης και ξοπίσω του σε λίγα δευτερόλεπτα με κομματιασμένο το πρόσωπο ο σύντροφος Καπένης. Ήτανε φρικτό!... Εκείνο το αίμα με μια απελπισμένη ματιά που στήλωσε ο Καπένης επάνω μου, σαν να μου ζητούσε βοήθεια, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Μερικές φωνές ακούστηκαν: «και τον άλλο!...». Ζητούσαν να διωχτεί κι ο σύντροφος Σταμελάκος. Αλλά αυτουνού, καθώς φάνηκε δεν είχανε βγει τα χαρτιά του. Σε λίγες μέρες όμως έφυγε μόνος του. Η διοίκηση του στρατοπέδου με εντολή της Κυβέρνησης άφησε λεύτερους τους τρεις διωγμένους από μας αντιφασίστες, πεσκέσι της καθοδήγησής μας. Για λίγες ώρες σκέπασε το στρατόπεδό μας ο ζόφος, ύστερα η θλίψη... Η κομματική επιτροπή δικαιολογήθηκε με ανακοίνωσή της, ότι αναγκάστηκε να διώξει τους απομονωμένους χωρίς να ρωτήσει την ομάδα, γιατί είχαν ξεσηκωθεί «οι διανοούμενοι μας». Τόντις έτριξαν τα δόντια μερικά φοιτητάκια: Ζήσης, Ζωγράφος, Μήτσος Μουρατίδης, Φώκος, Βέτας, Γιώργης Βοντίσιος (αυτός έκανε και τον τσαγκάρη), Νίκος Ακρητίδης, Δημήτρης Καραντώνης, με κεφαλή τους το Βασίλη Μπαρτζώτα. Η αλήθεια όμως είναι πως αν έτριζαν τα δόντια τους «οι διανοούμενοί μας» η καθοδήγηση δεν ένιωσε την πίεσή τους, αλλά δεν είχε πώς αλλιώς να δικαιολογηθεί στην ομάδα. Απ' εδώ και πέρα με τους «διανοούμενους» αυτούς και κάμποσους ακόμα θα κυβερνήσει ο Ιωαννίδης και η κομματική επιτροπή το στρατόπεδο κι αργότερα το κόμμα. Και για να κλείσω αυτή τη θλιβερή σελίδα νιώθω χρέος μου να πω δυο λόγια για το τέλος του Γάκη και του Καπένη: Αρχές της κατοχής ο Γάκης πήρε εντολή απ' την κομματική οργάνωση του Βόλου και βγήκε στο Βουνό. Σε λίγο από την αξιωσύνη και την παλληκαριά του οι αντάρτες του Πηλίου τον ανέδειξαν αρχηγό του ΕΛΑΣ του Πηλίου. Όταν όμως απελευθερώθηκε ο Μπαρτζώτας και οι λοιποί από τη Σωτηρία κι ο Ιωαννίδης από την Πέτρα, έστειλαν εντολή στην οργάνωση της Θεσσαλίας κι απεκεφάλισαν το Γάκη. Σκότωσαν και τον Καπένη, που αυτόνε τον έβρισκαν στην περιοχή του Αγρινίου υπεύθυνο του ΕΑΜ ενός χωριού. Μετά διάδωσαν ότι ο ΕΛΑΣ τους είχε βρει στρατιώτες μιας γερμανικής διμοιρίας που είχε συλλάβει αιχμαλώτους και τους σκότωσε. Έτσι ο Μπαρτζώτας κι ο Ιωαννίδης δεν τους άφηναν και μετά τον άδικο θάνατο που τους έδωκαν να βρούνε λίγη ανάπαψη στο χώμα του τόπου τους, που πιστεύω πως η ιστορία θα δείξει πως αγωνίστηκαν για το λαό και την πρόοδο και πέθαναν πάνω σ' αυτόνε τον τιμημένο 7 αγώνα. Πιστεύω από την εξιστόρησή μου να πέσει ένα ελάχιστο φως ακόμα σ' ένα μεγάλο θέμα: Αν δηλαδή νικούσε η ομάδα Σταμελάκου, Γάκη, Καπένη και παραμέριζε από την ηγεσία του στρατοπέδου η κομματική επιτροπή που κατοπινά γίνηκε και ηγεσία του ΚΚΕ κι αποκαθιστιόταν η δημοκρατία θα γίνονταν τόσα πολλά και μεγάλα λάθη στο στρατόπεδο και πιο ύστερα στον κατοχικό αγώνα, με συνέπεια να νικηθεί το πανίσχυρο λαϊκοδημοκρατικό μας κίνημα; Μετά από αυτή τη φρίκη η ομάδα μας τραυματισμένη, γύρεψε παρά τα τριξίματα των δοντιών των «νικητών» να βρει την πρωτινή ηρεμία της. Η προσπάθεια για τη μόρφωση μάς έκανε να ξεχνάμε κείνο το «όνειδος» και τη στεναχώρια που μας έφερε. Μέσα στο μορφωτικό γκρουπ βρίσκαμε την Digitized by 10uk1s
ευκαιρία να ζεστάνουμε την ψυχή των κατατρεγμένων συντρόφων που έτσι ή αλλιώς τους πήρε η μπάλλα με τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις, τις γεμάτες αστήριχτους χαρακτηρισμούς της καθοδήγησης. Τώρα το συμφέρον της ομάδας ήταν η ενότητα, ήταν η συγκέντρωση. Τα μέλη της ομάδας και το γραφείο της δούλευαν για το σκοπό αυτό. Η φιλία και η αδελφωσύνη απλώθηκε πάλι μέσα μας. Εμείς οι εργάτες είμαστε μπουνταλάδες: Ό,τι λέει η θεωρία μας, ότι γυρεύει ο κομμουνισμός, θέλομε να το εφαρμόσουμε στην καθημερινή ζωή μας, στις σχέσεις μας. Αγαπάμε. Από την άλλη μεριά ο Ιωαννίδης δεν ήταν κακός σαν άνθρωπος. Είχε και πολλά καλά χαρίσματα, στα όμορφα υποχωρούσε, η ψυχολογία του ήταν εργατική. Η φρίκη ήταν ο Μπαρτζώτας με τα Μπαρτζωτάκια. Όταν όμως κατάλαβαν ότι η ομάδα βάνει τέλος, φύλαξαν την πολλή δήθεν αγανάκτησή τους, που μ' αυτή γύρευαν να καθήσουν στο σβέρκο του κινήματος κι η ομάδα ενωμένη ξανάσκυψε στη μόρφωση των μελών της. Αυτόνε τον καιρό μάλιστα με ανακοίνωσή της η μορφωτική επιτροπή μάς είπε ότι θα βοηθούσε κάμποσους εργάτες να γίνουν διαλέξεις. Δεν είχε όμως η επιτροπή επιτυχία, μια που την επιλογή την έκανεν η κομματική επιτροπή που νοιαζότανε μόνο πώς θα κατεβάση (και μέσω της διάλεξης) την πολιτική της με ακρίβεια. Διάλεξε λοιπόν τους πιο ακατάλληλους, που όσο για το θάλαμό μας έλαχε να είναι και καταπληχτικά βραδύγλωσσοι. Αυτοί διάβαζαν το θέμα «διάλεξη», το μάθαιναν νεράκι κι έρχονταν όπως είμαστε μαζεμένοι σε γκρούπες και μας την έλεγαν. Εμείς τους ακούαμε φιλικά. Κρατιόμαστε τη μισή και πάνω ώρα που κρατούσε η «διάλεξη» να μην χασμουρηθούμε, τους δίναμε στο τέλος συγχαρητήρια. Γρήγορα όμως αναγκάστηκε η καθοδήγηση να καταλάβει ότι δεν μπορεί να διορίζει έξυπνους κι ότι αυτοί — οι έξυπνοι — γίνουνται με πολλή μελέτη, εξόν που πρέπει να το έχει και η κούτρα τους. Μας απάλλαξαν λοιπόν από το πρόσθετο αυτό βάσανο. Τις διαλέξεις πάλι τις έκαναν οι πιο κατάλληλοι σύντροφοι κι ας μην τις έβγαζαν και ακριβώς όπως τις είχε ανάγκη. Θυμάμαι που ο γιατρός μας Δημήτρης Μπαρτζώτας, αλληλαδερφός του Βασίλη Μπαρτζώτα, που έκανε στο δεύτερο θάλαμο, χωρίς να προσεχτεί το κείμενό της απ' τη μορφωτική επιτροπή, ή ακόμα και αν ελέγχτηκε δεν κρίθηκε επιλήψιμο. Ο γιατρός ήταν καλός κι ευσυνείδητος επιστήμονας κι εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος, διάβαζε πολλές γλώσσες, είχε κάποιο βιβλίο κρυμμένο, στη Γερμανική γλώσσα, του Φρόυδ, που για κείνη την εποχή αυτός ο φιλόσοφος κι η θεωρία του, είχε κριτικαριστεί από την ηγεσία του διεθνούς κινήματος. Όπως γίνεται πάντα στις τέτοιες περιπτώσεις, κι οι μισομορφωμένοι της Ακροναυπλίας, για πιο σιγουριά, τον είχαν εξορκίσει (το Φρόυδ) με τον απήγανο. Από αυτό λοιπόν το βιβλίο κι από τις σημειώσεις που κράτησε έκανε ο γιατρός τη διάλεξη κι αν θυμάμαι, είπαν ότι υποστήριξε τη θέση του φιλόσοφου σε ότι αφορά τό ρόλο του ενστίχτου για τη διαιώνιση του είδους, στην όλη συμπεριφορά του ανθρώπου. Ακόμα ο γιατρός είπε, κοντά στα άλλα, πως η γυναίκα είναι για τον άντρα «ένα φρούτο, ένα βερύκοκο». Χάλασε λοιπόν ο Μαρξισμός και κάθε άλλη τάξη από τη διάλεξη και τα «καινά δαιμόνια» που έμπαζε μ' αυτήν στη ζωή της ομάδας ο γιατρός μας. Κλείστηκαν αμέσως οι γκρούπες του δεύτερου θαλάμου, κι ο αλληλαδερφός του είχε ανοίξει τα ρουθούνια του, έθυε και απόλυε το Φρόυδ, τη θεωρία του (που δεν γνώριζε γρυ — είμαι βέβαιος) και τον γιατρό μας. Είχα ανέβει στο δεύτερο θάλαμο, σαν έμαθα το περιστατικό, κι όταν γύρισα είδα το γιατρό να κάθεται σ' ένα κρεββάτι του θαλάμου μας, αναψοκοκκινισμένος σαν να είχε χάσει μια παρτίδα σκακιού. «Καλά 'σαι 'δώ, του είπα. Μην το κουνάς καθόλου». «Τι γίνεται πάνω;», μου λέει. «Άκουσα τον αδελφό σου να μιλάει σε μια γκρούπα. Ζητάει την κεφαλή επί πίνακι όχι μόνο τη δική σου αλλά και του φιλοσόφου σου Φρόυδ», «χαζομάρες, πουριτανισμός κι αμορφωσιά». Δε θυμάμαι αν στις επόμενες μέρες αναγκάστηκε σε αυτοκριτική και αποκήρυξη του Φροϋδισμού. Δεν το πιστεύω, ήταν πεισματάρης και είχε την εχτίμηση και την αγάπη όλων μας. Έξω από τις διαλέξεις είχαμε τις οργανωμένες μα πιο πολύ τις ανοργάνωτες συζητήσεις. Πολλές φορές άναβε σε κάποια γωνιά του θαλάμου κάποια συζήτηση κι όταν το θέμα τραβούσε απλωνόταν σα φωτιά, έπιανε όλο το στρατόπεδο και κράταγε μέρες. Θυμάμαι μια τέτοια συζήτηση για τα δικαιώματα και για τη φύση του άντρα και της γυναίκας και πως εκδηλώνεται η ισότητα ανάμεσά τους και πολλές άλλες πλευρές του θέματος που κράτησε πολλές μέρες. Στο τέλος αποκρυσταλλώθηκαν τα συμπεράσματα σε ανακοίνωση της μορφωτικής επιτροπής που τα μέλη της Digitized by 10uk1s
έπαιρναν μέρος σ' αυτή την ανοργάνωτη ελεύθερη συζήτηση. Άλλο θέμα που κράτησε μέρες ήταν ποια η ευθύνη (αν υπάρχει καθόλου) ενός απλού χαφιέ για το έργο του, ενός δήμιου, ενός βασανιστή και την προς τ' απάνω ιεραρχία ως τον πρωθυπουργό και το Βασιλιά. Στεκόμαστε πιο πολύ στο σωματικό βασανισμό σαν πράξη απάνθρωπη, παράνομη και ξεπερασμένη, αφού δεν υπάρχει νόμος να την επιβάλλει. Μου έρχονται στη θύμηση τώρα κι άλλες πολλές κάθε λογής τέτοιες συζητήσεις ωφέλιμες κι από τα συμπεράσματα που έβγαιναν κι από το ότι μάθαιναν τους κομμουνιστές να θέτουν προβλήματα και λεύτερα να τα συζητάνε. Σάματις βλέπω τώρα αυτόνε τον κόσμο στους θαλάμους, στην αυλή, στα συνεργεία, παντού, να διαλέγεται, ν' ανάβει, να φωνάζει φανατισμένα, υπερασπίζοντας τη γνώμη του μα και να σέβεται τη γνώμη του άλλου. Να σταματάει για τις δουλειές του, για το μάθημα και πάλι να ξαναρχίζει και τέλος ύστερα από πολλές ή λίγες μέρες να φτάνει σε κάποιο τέλος και να ησυχάζει για λίγο. Ακόμα μου έρχεται στη θύμηση μια συζήτηση που γινόταν τις πρώτες μέρες που μ' έκλεισαν σ' αυτό το σπίτι από μια ομάδα συντρόφων του τρίτου θαλάμου που δεν ξέρω αν είχε πάρει την έκταση του στρατοπέδου. Το θέμα ήταν για τους στρατιωτικούς ηγέτες της επανάστασης του 1821. Ένας σύντροφος είπε και μου μένει αξέχαστο, μη μπορώντας να βρω πόσα χρόνια μπορεί να κρατήσει μια κατηγορία από στόμα σε στόμα, πως ο Καραϊσκάκης πηγαίνοντας με το στρατό του στη Ρεντίνα, ζήτησε από τους προεστούς του χωριού ψωμί και κατάλυμα για τους αντάρτες του και για τον εαυτό του, όλα αυτά και γυναίκα. Ένας άλλος μιλούσε για τη μανία των στρατιωτικών στους λουφέδες και ότι ο Κολοκοτρώνης χάλασε γιατί συμπεθέρεψε με τους κοτζαμπάσηδες, επειδή πάντρεψε το γιο του Πάνο με της Μπουμπουλίνας την κόρη. Άλλοι σύντροφοι παίνευαν τους καπεταναίους και δεν παραδέχονταν γι' αυτούς καμιά αταξία. Σ' εμένα απ' ότι είχα μάθει στο σχολειό λάτρευα τους αγωνιστές εκείνους. Έλαχε μάλιστα το πρώτο βιβλίο που διάβασα σαν κλείστηκα σε τούτο το κάτεργο να είναι τ' απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη. Μου έκανε λοιπόν κακή εντύπωση η πρώτη συζήτησή μου μέσα 'κεί, με στεναχώρεσε και δεν έλαβα μέρος. Σ' αυτή τη συζήτηση δε θυμάμαι να κατέβηκε θέση της μορφωτικής επιτροπής. Τα μαθήματα όμως της ιστορίας και μια διάλεξη του συντρόφου Ζεύγου, έβαλαν λίγο στη θέση τους τα πράγματα, έξω της διαγωγής του γερο - Κολοκοτρώνη που αυτός έχει μείνει ο «συμπέθερος». Αργότερα μας ήρθε ένα βιβλίο του ιστορικού Λαμπρινού — «Μορφές του Εικοσιένα» — που το διάβασμά του επειδή δεν είχαμε εξόν ένα αντίτυπο, γίνηκε ομαδικά. Ακολούθησε συζήτηση, ύστερ' από το διάβασμα του κάθε κεφαλαίου του, που έπιανε ένα αγωνιστή. Εκείνες τις μέρες είχε φουντώσει το στρατόπεδο. Η ομάδα έκανε μια ανακάλυψη: τη στάση του Κοτζάμπαση και του στρατιωτικού ηγέτη της επανάστασης. Κατάπληξη μας έκαμε ότι πολλοί από τους στρατιωτικούς ηγέτες σαν το Δυσσέα, σαν τον Καρατζά, τον Οικονόμου και άλλους είχαν δολοφονηθεί κι όλοι χωρίς εξαίρεση είχαν κατατρεχτεί, βασανιστεί, φυλακιστεί και πως οι δυο μεγάλες κεφαλές της επανάστασης, ο Καραϊσκάκης κι ο Κολοκοτρώνης είχανε καταδικαστεί σε θάνατο, από τους Φαναριώτες και τα τζάκια (τα τέτοια βλέπετε δεν τα γράφουν τα βιβλία του σκολείου). Λίγο αργότερα με τον κατοχικό αγώνα ήταν οι πιο λατρεμένοι μας λαϊκοί αγωνιστές. Με τη γνώση αυτή τοποθετούσαμε πιο σωστά τον ίδιο τον εαυτό μας στον αγωνιζόμενο για τη λευτεριά του λαό. Και πιστέψαμε πως ο σημερινός αγώνας ήτανε μια συνέχεια και μια επέχταση των αγώνων του εικοσιένα. Αυτή η πίστη, έβαζε κάποιο ρομαντισμό κι ομόρφαινε και δυνάμωνε το περιεχόμενο του αγώνα μας.
Θυμάμαι αξέχαστα που επεξεργαζόμαστε το μάθημα της ιστορίας, όταν ο θαλαμάρχης φώναξε, «περάστε στον τέταρτο θάλαμο για γκαζέτα». Η καρδιά μου χτύπησε τι να συνέβαινε, την εφημερίδα μάς την είχε στερήσει η διοίκηση τώρα και μήνες που για να μας επιτρέψει τώρα κάτι μεγάλο συνέβαινε, κι ο γκρουπάρχης μας ο Διαμαντής να θέλει να συνεχίσουμε την επεξεργασία. Σηκώθηκα και ρώτησα τους συμμαθητές μου· είχαμε την πλειοψηφία. Διαλυθήκαμε τρέχοντας προς το θάλαμο που διαβαζόταν η εφημερίδα, ενώ ο Διαμαντής μένοντας καταμόναχος αγαναχτούσε: «Α, ετς, ε!», «πολψία ε!». Digitized by 10uk1s
...Η δεύτερη αλληλοσφαγή της ανθρωπότητας, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, είχε αρχίσει. Μας συγκίνησε και μας άφησε για λίγο άφωνους το γεγονός. Δεν ήταν όμως κάτι που δεν το περιμέναμε. Είχαμε παρακολουθήσει την άνοδο του φασισμού και την υποδούλωση του Ιταλικού και του Γερμανικού λαού. Το άρπαγμα ξένων εδαφών και την αδυναμία του παγκόσμιου προλεταριάτου και των δημοκρατικών δυνάμεων να τον ανατρέψει. Αλλά και πάλι μέσα σε λίγες μέρες η ομάδα μας ξαναβρήκε την ηρεμία της. Τα μαθήματα εξακολουθούσαν με την ίδια όρεξη, πλήθυνε όμως το ενδιαφέρον μας για την παγκόσμια κατάσταση, πολιτική και στρατιωτική, όπως και για τη χώρα μας, τον καιρό της στασιμότητας των στρατιωτικών επιχειρήσεων που ύστερ' από την κατάληψη της Πολωνίας ακολούθησε.
Τούτην εδώ την περίοδο που οι στρατοί της Ευρώπης στέκονταν αντιμέτωποι χωρίς να πυροβολούνται, ήταν η πιο αποδοτική εποχή για τη μόρφωση των μελών της ομάδας μας. Οι προσπάθειες αυτές που χωρίς άλλο ήταν πέρα από τις δυνάμεις του καθενού μας, μας κούραζαν και μας σκότιζαν το πνεύμα. Νομίζω πως ο λόγος αυτός ήταν αφορμή να γεννηθεί και να πιάσει ένα σόι ανοργάνωτης ψυχαγωγίας, φασαριατζήδικης και πρωτόγονης έτσι που να μην ξεκουράζει το μυαλό. Ένας αγρότης, ο Νικολός ο Πλακοπήτης κοντόχοντρος, δυνατός σαν λιοντάρι, με μια βροντώδη μπάσα φωνή, παράσταινε τον αρχικουρσάρο. Όταν βαρούσε τα παλαμάκια ο θαλαμάρχης για διάλειμμα ο Νικολός άφηνε μια φωνή που καλούσε το Τσούρμο, όπως έλεγε. Με την πρώτη γύρα στους θαλάμους το τσούρμο μεγάλωνε, έφτανε τους τριάντα, τους σαράντα κουρσάρους άφηναν άναρθρες κραυγές παριστάνοντας τα γιουρούσια και τραγούδαγαν κουρσάρικα τραγούδια και για λίγα λεπτά της ώρας το κτήριο σιούταν συθέμελα.
Άλλη εκδήλωση ήταν οι απαγγελάτορες των θαλάμων που καμιά φορά απάγγελλαν κάνα ποίημα γνωστού ποιητή και τόκαναν δικό τους μόνο και μόνο για να ξεσπάσει ο θάλαμος ρίχνοντάς τους μαξιλαριές στο κεφάλι. Κι ο αγαπητός σε όλους μας Χαρίτος, πότε παράσταινε τον ταχυδακτυλουργό και πότε τραβούσε με κιμωλία μια άσπρη γραμμή στο πάτωμα, ύστερα έδενε τα μάτια, μ' ένα μαντήλι, έβανε απ' ένα σύντροφο δεξιά - ζερβά του, έλεγε να κοιτάνε αυτοί τη γραμμή, επειδή αυτός — όπως μας βεβαίωνε — έβλεπε με τη σκέψη και το βλέμμα αυτονών και βάδιζε έτσι με δεμένα τα μάτια πάνω στην άσπρη γραμμή. Κάθε τόσο έκανε ότι δυσκολεύεται να βρει τη γραμμή και φώναζε στους συντρόφους: «Σκεφτήτε!». Κάποια στιγμή θα τον παίρναμε χαμπάρι ότι βλέπει. Τότες παραχωνόνταν από τα μαξιλάρια. Εξόν το Μενέλαο που ήταν ο πλανόδιος απαγγελάτορας του στρατοπέδου είχαμε και το Γιώργη Κουτούγκο, πλανόδιο κιθαρωδό. Ο Κουτούγκος, ήταν ένας νέος γερός και με καλούς τρόπους σύντροφος, μα υπέφερε από νευροφυτικά. Ξούριζε το κεφάλι και ξεσπούσε στην εργασία στο ξυλουργείο, γιατ' ήταν καλός επιπλοποιός. Τις άλλες ώρες τις περνούσε στα μαθήματα και διάβαζε μουσική. Όταν κουραζόταν έπαιρνε μια βόλτα με την κιθάρα κι όπου του ζητούσαν καθόταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι κι εχτελούσε με πάθος κανένα κομμάτι. Ήταν ο καλύτερος κιθαρίστας του στρατοπέδου μας και του άρεσε να παίζει την Ισπανική υποχώρηση και τον κουρέα της Σεβίλλης. Ακόμα ο Κουτούγκος έπαιζε με καλή επίδοση σε διάφορα νούμερα, μα παθαινόταν όταν του έδιναν σατυρικούς ρόλους. Σατύριζε μ' επιτυχία τους φανφαρονισμούς του Μουσολίνι και την αγριάδα με το τρελλό βλέμμα του Χίτλερ. Ο γερο - Πατλάκας πάλι, ένας παλιός κομμουνιστής δημόσιος υπάλληλος από τη Μυτιλήνη αναπαράσταινε πως πουλούσε το «Ριζοσπάστη» εκείνα τα ρομαντικά χρόνια φωνάζοντας «πάρτε στραβοί φανάρια!», ώσπου τον τσίμπησε το «ιδιώνυμο». Τον απόλυσαν και από τότες κιόλας είχε χορτάσει την εξορία, τη φυλακή και το ξύλο. Κι ο Πατλάκας ξούριζε το κεφάλι του και μια μέρα οι δυο τους καβάλησαν δυο καλάμια και κατέβηκαν στο προαύλιο όπου βρισκόταν η ομάδα. Ήταν ένα καλό νούμερο και γελάσαμε όλοι με θλίψη ότι σε δυο συντρόφους μας τα πολλά βάσανα εβάρυναν τόσο πολύ που να τους χαλάσει την ισορροπία. Από το περιστατικό αυτό ο διοικητής του Digitized by 10uk1s
στρατοπέδου με αναφορά του ζήτησε την απόλυση των δυο συντρόφων που ήταν και αίτημα της ομάδας μας. Θ' ανοίξω μια παρένθεση για να πω πως όταν έμειναν λεύτεροι ο Πατλάκας δεν ήθελε να φύγει απ' το στρατόπεδο γιατί φοβόταν τη συκοφαντία της Ασφάλειας, ότι τάχα έκαναν δήλωση. Φτάνοντας στην Αθήνα, έφεραν γύρα με την κιθάρα τις γειτονιές του συνοικισμού της Νέας Ιωνίας για να τραγουδήσουν ότι τους άφησαν λεύτερους, γιατ' έπαθαν, μα πως έχουνε το κεφάλι ψηλά γιατ' είναι απροσκύνητοι. Ο κόσμος τους έβλεπε με στοργή και χειροκροτούσε το τραγούδι τους και νομίζω πως αυτό το χειροκρότημα ήταν η πρώτη φανερή αποδοκιμασία ενάντια στο μισημένο φασιστικό καθεστώς, ύστερ' από το ένοπλο κίνημα των Χανίων. Και η οργανωμένη ψυχαγωγία της ομάδας είχε καλυτερέψει. Όλο και καινούριοι σύντροφοι έπαιρναν μέρος σαν καλλιτέχνες. Μια Κυριακή όπως κατεβήκαμε να πάρουμε θέσεις με τα σκαμνιά μας και στα πεζούλια, είδαμε που έκαιγε μια μεγάλη φωτιά στη μέση του προαύλιου. Αναρωτιόμαστε τι θέλει η φωτιά, σε λίγο έφτασε μια ομάδα από γυμνούς ανθρώπους με κεφαλή τον Καραμπίνη. Είχανε βάψει τα κορμιά τους κόκκινα, φοράγανε φτερά στο κεφάλι, χαλκάδες στα αυτιά και πίσω τους κρέμονταν μαύρες μακριές ουρές κι άρχιζαν να φέρνουνε κύκλους γύρω απ' τη φωτιά και σα φοβισμένοι κι αλαφιασμένοι κοιτούσαν τον ουρανό κι έμοιαζε να καλούν τα καλά πνεύματα. Μετά άνοιγαν το βήμα τους, ακροπατούσαν, φωνάζοντας «γκίλι, γκίλι, γκίλι!...». Όταν εχτέλεσαν την ιεροτελεστία τους έφυγαν με το ίδιο βήμα σαν ευχαριστημένοι, δίνοντας την εντύπωση ότι πηγαίνουν να χωθούν βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Από καιρό σε καιρό παιζότανε κι από κανένα σοβαρό θεατρικό έργο. Ακόμα είχαμε τους παλαιστές και τους πυγμάχους. Ο Αντώνης Βαρθολομαίος, ο Γιάννης Καραθανάσης, ο Θόδωρος Φλουτζάκος, ο Σταύρος Τσιμογιάννης, ο Νίκος Ανδρικίδης, ο Στέλιος Δρίτσος, ήταν καλοί παλαιστές και πυγμαχούσαν, κι ο νεολαίος Κατσιμπίρης που ζύγιζε ως τριάντα οκάδες μας έκανε ακροβατικά. Μερικές Κυριακές είχαμε ματς, βόλεϋ κι αργότερα πιγκ - πογκ.
Στο μεταξύ παρακολουθούσαμε που ο φασισμός συμπλήρωνε τους εξοπλισμούς του και προετοίμαζε το μεγάλο γιουρούσι του. Και στα δημοκρατικά κράτη αν κι αργοπορημένα, γιατί πίστευαν να βάλουν το Χίτλερ να ξεσκίσει τον κομμουνισμό, ο πυρετός της αντίστασης ανέβαινε! Στη χώρα μας η ηγεσία, φιλοαγγλική από το Βασιλιά της, με το στρατό του Μουσολίνι στα σύνορα της Ήπειρος, δεχόταν την επίσκεψη του Ήντεν και του Ντιλ και μοίρα Εγγλέζικων αντιτορπιλλικών αγκυροβολούσε κάτω απ' το στρατόπεδό μας. Ο λαός της Ελλάδας που δέχτηκε την τορπίλλα του Μουσολίνι κατάστηθα, ένιωθε τον κίνδυνο να τον περιζώνει. Δημοκράτης ως το κόκκαλο, στενάζοντας επί τέσσερα χρόνια κάτω απ' το φασιστικό ζυγό δεν είχε λυγίσει. Μα ο πόλεμος ερχότανε. Η χώρα μας από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να δεχτεί την επίθεση του Ιταλικού φασισμού. Ο φασισμός της Ελλάδας κρατούσε εμάς τους αντιφασίστες κλεισμένους σε στρατόπεδο χωρίς δίκη, χωρίς κατηγορία. Η διατροφή μας κακή ως τα τώρα, άρχισε με την ακρίβεια που φέρνει ο πόλεμος κι η προετοιμασία του να γίνεται χειρότερη. Πολλά βράδια δειπνούσαμε με τσάι και λίγο ψωμί, ή με μια ντομάτα, ή με ένα μικρό σταφύλι. Η ομάδα μας ζητούσε αύξηση του επιδόματος. Η κυβέρνηση του Μεταξά ζητούσε από μας «δήλωση μετανοίας». «Υποτάσεστε ή πεθαίνετε».
Σ' αυτές τις γεμάτες αγωνία κρίσιμες για τη ζωή της Ελλάδας ημέρες, η καθοδήγηση του στρατοπέδου δεν έβαλε το καθήκον και δεν οργάνωσε ν' αγωνιστεί η ομάδα μας για να πάρει τέλος η κράτησή μας. Δεν θυμάμαι να γίνουν ατομικές ή ομαδικές αναφορές ή εκδηλώσεις στις κιγκλίδες με φωνές που θα έφερναν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση και τη μοναρχία. Γιατί σ' εκείνη την ανησυχία του λαού κι αν ακόμα μας τουφεκούσε 'κει μέσα, όπως έκανε παλιότερα, θα ήτανε σε Digitized by 10uk1s
βάρος της κι η απελευθέρωσή μας θα γινόταν ζήτημα των λαϊκών δυνάμεων και θα έκανε ένα έστω βήμα. Εκείνο τον καιρό κατά ένα αστείο τρόπο οι αντιφασίστες της Ακροναυπλίας τοποθετήθηκαν σε δυο μεγάλα ρεύματα. Σ' αυτούς που «ευχόντουσαν» τη νίκη των Αγγλογάλλων και σ' εκείνους που θέλανε τη νίκη της φασιστικής Γερμανίας. Το δεύτερο ρεύμα, είχε πολλά ολίγους οπαδούς, αλλά από ψηλάφισμα φαινόταν να είχε μαζί του την καθοδήγηση. Όλη η υπόθεση ξεκινούσε αστεία. Οι συζητήσεις στην αρχή ήτανε φιλικές. Τα ρεύματα λέγονταν Αγγλόφιλο το ένα, Γερμανόφιλο το άλλο. Όπως όμως μαθαίναμε και μέσα στον Ελληνικό λαό από αντίδραση στην κοσμοκράτειρα Ιμπεριαλιστική Αγγλία, αυτά τα ρεύματα υπήρχαν. Εμένα αυτές οι συζητήσεις από την πρώτη στιγμή που πήρε να φουντώνουν στην ομάδα μας, με στεναχωρούσαν. Είχα κλειστεί στον εαυτό μου και δεν συζητούσα. Είμαστε κομμουνιστές με ιδεολογία δική μας, με δράματα δικά μας, δίναμε τη ζωή μας για την επικράτησή μας πάνω στη γη. Δεν ανήκαμε ούτε στην ιδεολογία της αστικής τάξης, ούτε στην ιδεολογία του φασισμού. Η καθοδήγηση δεν έπαιρνε θέση με ανακοίνωσή της, οι κομματικές ομάδες δεν συνεδρίαζαν να συζητηθεί το θέμα. Ώσπου μια Κυριακή, κάτω στο προαύλιο λύθηκε το αίνιγμα: Βγήκε ο Τράγγας που πάντα έπαιζε τους σατυρικούς ρόλους και παράσταινε έναν Εγγλέζο νικημένο, απαθλιωμένο με δίχως αποικίες, να κλαίει τη μοίρα του: «Τι τα γκίνω αν ντε έκω μπανάνα — και το πίπας καπνό — το πατέρας μου ήτανε πλούσιο — και εγκώ τα είμαι πτωκό». Έτσι το λοιπόν πληροφορούμαστε πως η καθοδήγηση ευχότανε τη νίκη του Χιτλερικού στρατού. Ύστερα σιγά - σιγά άρχισε να καλλιεργείται μέσα στην ομάδα μας κατά ένα τρόπο σκεπασμένο ότι δεν αποκλειότανε μια συμμαχία Ρωσίας — Γερμανίας. Πέφτανε σ' αυτό το λάθος για το λόγο ότι είχε υπογραφτεί το σύμφωνο μη επιθέσεως του Ρίμπερντοπ—Μολότωφ, κι ακόμα επειδή με την εισβολή των Χιτλερικών δυνάμεων στην Πολωνία, κατάλαβε η Ρωσία εδάφη που της είχαν αφαιρεθεί, όταν νικημένη και σε επανάσταση, κατά τον πρώτο πόλεμο, εδάφη, που κιόλας δυνάμωναν την άμυνά της, ενάντια ακριβώς του Χιτλερικού φασισμού. Είχαμε όμως την ατυχία οι καθοδηγητές μας να είναι οι πιο αμόρφωτοι και με δίχως το πνεύμα του στρατοπέδου μας. Ανίκανοι να κάνουν μια ανάλυση τι είναι στην ουσία του ο εθνικοσοσιαλισμός και τι ζητά να κάνει στον κόσμο ο κομμουνισμός. Ότι αυτά τα δυο παρά το σύμφωνο μη επίθεσης και εμπορικών ανταλλαγών που ήτανε συμφωνίες ανάγκης, τα χώριζε μια άβυσσος κι ότι γρήγορα ή αργά θα 'ρχόντανε σε σύγκρουση. Τα μέλη της καθοδήγησης δεν διάβαζαν κι αν διάβαζαν δεν αφομοίωναν τίποτα. Έμεναν ανιστόρητοι γιατί απορροφούσε όλη τη σκέψη τους η διατήρησή τους στην εξουσία. Εδώ τα είχανε καταφέρει μια χαρά. Είχανε στεριωθεί καλά. Κι όσο οι άνθρωποι είχαν σκεφτεί ν' αλλάξουν το Θεό τους, άλλο τόσο κι η ομάδα μας, ύστερ' από τη «νίκη» τους στη διαπάλη, σκεφτόταν, ημπορούσε, να τους κουνήσει. Είχανε λοιπόν την ευκολία τους να μελετάνε και να σκέφτουνται για τα γεγονότα όπως εξελίσσονταν σαν θέλανε. Αυτή η λαθεμένη εχτίμηση θα τους κάνει να οδηγήσουν την ομάδα μας και σ' άλλα τρισχειρότερα λάθη. Γιατί η καθοδήγησή μας δεν θα καταλάβει τι γίνεται στον κόσμο, μέχρι τότε που οι χιτλερικές στρατιές θα εισβάλλουνε στο Ρωσικό έδαφος. Ακόμα η καθοδήγηση ήταν αντίθετη με το ενενήντα στα εκατό των μελών της ομάδας και για το ποιος έχει τις πιο πολλές ευθύνες οι Αγγλογάλλοι ή ο άξονας Μουσολίνι — Χίτλερ, για το άναμμα του Β' παγκοσμίου πολέμου στη γη και για το χαρακτήρα του. Η καθοδήγηση έβλεπε ίδιες ευθύνες των αντιπάλων. Τα μέλη της ομάδας είχαν αντίθετη γνώμη, όχι γιατί ξεχνούσανε το ρόλο του Αγγογαλλικού Ιμπεριαλισμού στον κόσμο και στη χώρα μας, και τις ευθύνες του, για το δυνάμωμα του φασισμού, μα βλέπανε και τη μεγάλη τους διαφορά στο θέμα της δημοκρατίας και μάλιστα όχι στάσιμα μα με προοπτική. Καθένας θα μπορεί να σκεφτεί πως η ομάδα θα έπρεπε να τους έχει εξοστρακίσει από την καθοδήγησή της, να τους έχει αποβάλει από μέσα της. Άλλα όμως ήτανε τότες που δεν είχε γίνει ακόμα η συμμαχία των δημοκρατικών χωρών με τη Ρωσία, τα κριτήρια. Κι εξ άλλου όπως το έχω ξαναπεί μετά τη νίκη τους στη διαπάλη ήταν ακούνητοι.
Digitized by 10uk1s
Την Άνοιξη του 1940 οι στρατιές του Χίτλερ, σάρωσαν σε λίγες βδομάδες μέσα το στρατό της Γαλλίας και μόλις που γίνηκε κατορθωτό, ίσως από λάθος των Γερμανών να σωθεί απ' τη Δουγκέρκη ένα εκστρατευτικό σώμα των Άγγλων. ...Θυμάμαι που στα μάτια μου κατέβηκαν πολλές φορές καυτά δάκρυα. Σαν είσαι κρατούμενος πώς αλλιώς θα ξεσπάσεις; Αγαπούσα τη Γαλλία, αγαπούσα το Παρίσι. Το είχα αγαπήσει από τους «Άθλιους» του Ουγκώ κι από την ιστορία. Λάτρευα την πολιτεία των επαναστάσεων, την πολιτεία της κομμούνας, το σύγχρονο Παρίσι με την πιο λεπτή στον κόσμο κουλτούρα του. Μα κι όλη η ομάδα μας πένθησε μ' ένα πένθος βουβό, μα βαθύ, ως τις ψυχές. Από τώρα και πέρα, η Ακροναυπλία σα σχολή, άρχισε σιγά - σιγά ν' αδυνατίζει από αιτία την παρακολούθηση της νέας πολιτικής κατάστασης και τις συζητήσεις γύρω απ' αυτή. Αυτόνε τον καιρό διαβάστηκε ένα άρθρο γύρω από την πολιτικοστρατιωτική παγκόσμια κατάσταση και όπως μας είπαν είχε γραφτεί από το Γενικό Γραμματέα του κόμματος Ζαχαριάδη που βρισκόταν στη φυλακή της Κέρκυρας. Το άρθρο κοντά στ' άλλα έλεγε ότι «οι σοσιαλιστές έκλεισαν τον πολιτισμό τους μέσα σε μπόμπες και τις πυροδοτούνε». Σημείωνε ότι η Δουγκέρκη έδειξε, μια που οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν το εκστρατευτικό σώμα των Εγγλέζων, ότι η δύναμή τους άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα... Στη συνέχεια έκανε μια ανάλυση για την οικονομία των αντιπάλων, σαν τη βάση που θα καθόριζε την έκβαση του πολέμου. Δεν ξέρω πώς ήρθε το άρθρο αυτό, αν ήταν δημοσιευμένο σε έντυπο ή αν ήταν χειρόγραφο. Θυμάμαι μόνο ότι το πνεύμα του άρθρου αυτού σκόρπισε κάποιο φως κι έδωσε κάποια ελπίδα, ύστερ' από την τόση απογοήτευση που μας έφερε η συντριβή, μέσα σε λίγες εβδομάδες της δημοκρατικής Γαλλίας κι από τη θέση της κομματικής επιτροπής μας που το λιγώτερο έβλεπε τους αντιπάλους ίδια κι όμοια. Αυτό το καλοκαίρι ως το φθινόπωρο, θα το περάσουμε με οδύνη. Κάναμε μάλιστα και μια μικρή διακοπή στα μαθήματά μας.
Ύστερα από το πένθος που είχε φέρει στο λαό της Ελλάδας ο τορπιλλισμός της «Έλλης», το Έλληνικό έθνος κι εμείς μέσα σ' αυτό το σπίτι αρχίζαμε να συνειδητοποιούμε ότι ο πόλεμος κι η υποδούλωση χτυπούσε τις πόρτες της χώρας μας. Σε λίγο οι Ιταλοί φασίστες μας ζητάνε κάποιο Νταούκ Χότζα που βρέθηκε δολοφονημένος και το λόγο για το σκότωμα κάποιου γερακιού που γίνηκε πάνω στο συρματόπλεγμα των συνόρων. Το βασικό αίτημα της ομάδας μας αυτόνε τον καιρό δεν ήταν όπως θα έπρεπε το αίτημα της απελευτέρωσής μας. Θυμάμαι καθαρά, ότι εκείνο που πιο πολύ απασχολούσε την καθοδήγησή μας, ήταν να πάρει τέλος η απαγόρεψη της εφημερίδας για να μαθαίνουμε τα νέα. Κι ότι ο διοικητής του στρατοπέδου υπομοίραρχος Φωτόπουλος, «παραβιάζοντας» την απαγόρεψη, έβγαζε από την τσεπη του τη δική του φημερίδα, δίνοντάς την στην επιτροπή μας. Μαθαίναμε κι άλλα νέα που όταν δεν ξέραμε από που μας έρχονταν και τα λογαριάζαμε της αρβύλας τα λέγαμε «τραντσόσεαν», από το όνομα του γερμανικού πρακτορείου που την περίοδο αυτή του Γκαίμπελς, είχε βαλθεί να κάνει το γάλα μαύρο. Καλά νέα όμως μαθαίναμε από επισκεφτήρια που είχαν οι Αθηνοπειραιώτες σύντροφοί μας: Ο λαός είχε κερδίσει ακόμα πιο πολύ θάρρος, δεν φοβότανε τώρα τους χαφιέδες της διχτατορίας. Μάθαμε ότι ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του ελληνικού στρατού είχε πει κι έφτασε να διαδοθεί στον ελληνικό λαό, ότι, «όταν θα μας επιτεθεί η Ιταλία, ο στρατός μας θα ρίξει λίγες τουφεκιές για την τιμή των όπλων». Στο στρατόπεδό μας γίνονταν πολλές συζητήσεις και νιώθαμε αυτόνε τον καιρό όλο και πιο πολύ να μας πιέζει πολύ το κλουβί μας. Θυμάμαι που είχαμε Digitized by 10uk1s
διαβάσει κάποιο άρθρο κι ύστερα χωρίς να σηκωθούμε απ' τα κρεββάτια που είμαστε καθησμένοι πιαστήκαμε σε συζήτηση. Δεν θυμάμαι άλλο εκτός ότι παίρνοντας το λόγο ο σύντροφος Λεβογιάννης (κομματικός υπεύθυνος του θαλάμου) είπε και τούτες τις λέξεις: «Αν μας επιτεθούν οι Ιταλοί, θ' αρχίσουν βέβαια να κατεβαίνουν προς τα κάτω...». Του Λεβογιάννη η γνώμη ήταν βέβαια η γνώμη της κομματικής επιτροπής. Ωστόσο πρέπει να πω πως παρ' ότι εμείς οι Γραικοί δεν είχαμε καμιά εχτίμηση στους φρατέλους σαν πολεμιστές με τους φανφαρονισμούς του Μουσολίνι για τα δώδεκα εκατομμύρια τις λόγχες του, και με τις ως τα τότες στρατιωτικές επιτυχίες του στην Αφρική κλονιζόμαστε λίγο, αλλά δεν μπορώ να πω ότι η καθοδήγηση κόλλησε στην ομάδα μας την ηττοπάθειά της.
Θυμάμαι που εκείνο το πρωινό τ' Ανάπλι ήταν βρεγμένο, μουντό και ψυχρό. Οι αντιπρόσωποί μας ανέβηκαν απ' το γραφείο του διοικητή κρατώντας από μια εφημερίδα για τον καθένα θάλαμο. Μα πριν ανοιχτούνε τα φύλλα είχε κιόλας κυκλοφορήσει το νέο: «Οι Ιταλοί φασίστες παραβίασαν τα σύνορα της πατρίδας μας». Με το διάβασμα της εφημερίδας νεκρώθηκε ο θάλαμος, σώπασε το στρατόπεδο, θυμάμαι που στεκόμουνα κατά την έξοδο του θαλάμου. Ήμουνα ιδρωμένος, κρύωνα, και νόμιζα ότι δεν πατούσα, ότι το κορμί μου δεν ήταν υλικό, όταν ο Γιώργης Σαμόπουλος καθησμένος σταυροπόδι επάνω στο κρεββάτι του, φώναξε: «Γιατί κάνιτε έτσι ορέ σύντροφοι!... Οι στρατιώτες μας θα τους κυνηγήσουν τους φασίστες, τους ξέρω εγώ τους μακαρονάδες». Πήγα κατά κει. Σταμάτησα μπροστά του. Φορούσε το μαύρο σακάκι και στο τσεπάκι του κρεμόταν όπως πάντα ένα λευκό μεταξωτό μαντήλι: «Λες σύντροφε Γιώργη να...». «Ναι, μου λέει, μη φοβάστε κι άσε να λένε. θα τους γαμήσουνε τη μάνα οι στρατιώτες μας των φρατέλων». Ύστερα ο γερο - Μακέδος κι ο Ευθυμιάδης δημοτικοί σύμβουλοι της Καβάλας, πολλοί στρατιώτες στους πολέμους της Μακεδονίας και της Μικράς Ασίας κι άλλοι πολλοί πολεμιστές: ο Ρούτσης, ο Σουβατζόγλου, ο Διαμαντής, ο Γιαννόγκονας, ο Βασδέκης, ο Μακριποδάρας. «Θα τους νικήσουνε τα στρατιωτάκια μας». Όλοι τους ηλικιωμένοι μπαρουτοκαπνισμένοι παλιοί κομμουνιστές και ταλαιπωρημένοι μιλούσαν για τους φαντάρους μας με τρυφερότητα όπως όταν μιλούσαν για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Πλησίασε κι ο Λεβογιάννης στον κύκλο και άλλοι πολλοί σύντροφοι. Όταν διαλυθήκαμε για τις δουλειές μας, είχαμε γίνει αλλιώτικοι, είχαμε κάποια συγκρατημένη πεποίθηση. Δε θυμάμαι το γιατί. Μα τώρα συμπεραίνω ότι πιστέψαμε πως δε θα έκαναν οι φασίστες «περίπατο» για την Αθήνα και για τη στιγμή κείνη αυτό μας έφτανε. Όταν ανακατευτήκαμε στο προαύλιο, είδαμε ότι και στους άλλους θαλάμους ακριβώς το ίδιο αισιόδοξο πνεύμα είχε επικρατήσει κι ας πίστευε η καθοδήγησή μας ότι το φασιστικό κόμμα φανάτισε και διαπαιδαγώγησε τον Ιταλικό λαό αλλάζοντας το χαραχτήρα και την ψυχοσύνθεσή του και το πάθος του για τα έργα της ειρήνης. Ψάχνω τη μνήμη μου να βρω και να μην παραλείψω τίποτα απ' ό,τι καλό είχε η κομματική επιτροπή και το στενό απαράτ που μ' αυτό κυβερνούσε το στρατόπεδο, γιατί τους θυμάμαι με καλωσύνη, γιατί σχεδόν όλοι έχουν πεθάνει, και όλοι υπόφεραν, όπως όλα τα μέλη της ομάδας, τις πίκρες και τις στερήσεις του στρατοπέδου. Την επομένη μέρα, πρωί 29 του Οχτώβρη, συγκεντρωθήκαμε κατά μεγάλες ομάδες. Διαβάστηκε ένα υπόμνημα και ζητούσε η καθοδήγησή μας να πούμε τη γνώμη μας και να το υπογράψουμε. Πήρα το λόγο και βιαστικός είπα: «Δεν έχει ψεγάδι, θα το υπογράψω». Ούτε άλλος κανείς στο θάλαμο και όσο θυμάμαι, σε όλο το στρατόπεδο έφερε αντίρρηση ή άλλη γνώμη. Μ' αυτό ζητούσαμε να μας δώσει τη δυνατότητα η κυβέρνηση του Μεταξά και κάτω απ' τις διαταγές της, να πάμε στην πρώτη γραμμή του μετώπου να υπερασπιστούμε το έδαφος της πατρίδας. Το υπόμνημα δεν άφηνε υπαινιγμό, δεν έβανε όρους, δεν έκανε παράπονα ότι επί χρόνια κρατιόμαστε άδικα, ότι βασανιστήκαμε κ.τ.τ. Λιτά κι όμορφα, με πολλή αξιοπρέπεια, με όλους τους τύπους στην επίσημη κρατική γλώσσα, έθετε το εθνικό μας αίτημα. (Κρίμα που ένα τέτοιο ντοκουμέντο αριστούργημα, χάθηκε). Γιατί δεν είδα ποτέ πουθενά να δημοσιευτεί όπως «το Digitized by 10uk1s
γράμμα του Ζαχαριάδη», τούτο ήταν ασύγκριτα ανώτερο. Περιμέναμε απάντηση. Πίεζε η ομάδα μας τον διοικητή να μας τη φέρει. Κάναμε άλλο υπόμνημα ζητώντας απάντηση στο πρώτο. Τέλος ήρθε στην διοίκηση του στρατοπέδου από το Υπουργείο Ασφαλείας ένα έγγραφο: Έπρεπε λέει να κάνουμε ατομικές δηλώσεις μετανοίας κι έτσι θα μέναμε λεύτεροι να πολεμήσουμε το φασισμό. Έλεγε ακόμα ότι: «η κυβέρνηση Μεταξά διεξάγει αγώνα μέχρι τη συντριβή του Ιταλικού έθνους, ενώ οι κομμουνιστές αγωνίζονται μόνον εναντίον του φασισμού». Δε δέχτηκε κανένας μας την προσφορά του φασισμού: να σηκώσουμε τα χέρια στο φασισμό, για να πολεμήσουμε το φασισμό. Εδώ η Κυβέρνηση μας πρότεινε ό,τι μας είχαν προτείνει οι δήμιοι του Μανιαδάκη, όταν μας είχαν περάσει τα πόδια στη φάλαγγα και τα μάτωναν με τη σιδερόβεργα. Όμως εμείς επιμέναμε κι η μια αναφορά μας πίσω από την άλλη πήγαινε στην Κυβέρνηση. Θέλω τώρα να μιλήσω για κάτι που συνέβη κοντά στα τέλη του Γενάρη ή αρχές του Φλεβάρη που όπως έχω προσεξει αυτό έχει μείνει σα μυστικό. Ακόμα έχω εξακριβώσει ότι δεν το έμαθαν όλα τα μέλη της ομάδας: Ανακοινώθηκε τότες στις κομματικές γκρούπες ότι ήρθε ο Στρατηγός Αγγελέτος διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας σταλμένος απ' την Κυβέρνηση Μεταξά. Σ' επιτροπή μας μέσα στο γραφείο του διοικητή του στρατοπέδου είπε ότι είναι σταλμένος απ' την Κυβέρνηση του Μεταξά να συζητήσει πάνω στα υπομνήματα και τις αναφορές μας. Η επιτροπή μας του είπε και προφορικά τις απόψεις της. Προσθέτοντας ότι με την απελευθέρωσή μας, ο αγώνας του λαού μας, θα έχει όφελος, ακόμα την πιο θερμή υποστήριξη του παγκόσμιου αντιφασιστικού κινήματος και πιο πέρα της Σοβιετικής Ένωσης. «Μακάρι να μας βοηθήσει η Σοβιετική Ένωσις», είπε ο στρατηγός διαβεβαιώνοντας την επιτροπή μας, ότι θα εισηγούντανε στην Κυβέρνηση, «με θέρμη», την απελευθέρωσή μας. Ήταν ο καιρός που ο στρατός μας είχε αρχίσει απ' το πολύ βάρος και τον βαρύ χειμώνα να κουράζεται, νάχει πολλές απώλειες, ν' αρρωσταίνει, να μένει δίχως εφόδια. Πιστεύω ότι αν ο Μεταξάς δεν πέθανε θα μας άφηνε, γιατί και το καθεστώς του τώρα σ' αυτήνε την κοσμοχαλασιά δεν εκινδύνευε άμεσα από το κίνημά μας. Η ομάδα μας εξακολούθησε να ζητάει με τα χαρτιά ως το τέλος τη λευτεριά μας για να πάμε στο μέτωπο.
Τη μέρα που μας επιτέθηκε η Ιταλία βομβαρδίστηκε η Κέρκυρα και πολλές άλλες πολιτείες της Ηπείρου. Απ' τα παράθυρα είδαμε και μάθαμε ότι κάνανε καταφύγια στ' Ανάπλι και σ' όλες τις πολιτείες και τα χωριά του κράτους όπως διαβάζαμε. Μια μέρα πέρασε απ' εδώ ένα υδροπλάνο Εγγλέζικο. Οι χωροφύλακες που το πέρασαν για Ιταλικό, το άρχισαν στο τουφεκίδι κι όπως μάθαμε το βάρεσαν σε πολλές μεριές της ατράκτου. Απ' τις πρώτες μέρες του πολέμου ζητήσαμε να μας δώσουν τα υλικά να κατασκευάσουμε καταφύγιο. Με τα πολλά ξεφορτώθηκαν στον Ζαρομαχαλά τραβέσες, καδρόνια, σανίδια κι εμείς τ' ανεβάζαμε στα 333 σκαλιά. Θα πω εδώ σα σε παρένθεση ότι μια γυναικούλα που μας κοιτούσε να φορτωνόμαστε τα υλικά, ρώτησε μια άλλη τι θα κάνουμε τόσα σανίδια και τ' ανεβάζομε 'κει πάνω. «Θα τους χτίσουνε καταφύγιο» της είπε η άλλη. «Καταφύγιο, ορίστε! Και δεν τους ρίχνουνε μια μπόμπα να τους κάψουν!». Κι άλλες φορές είχαμε ακούσει τέτοια, μα 'μείς ξέραμε πως δεν είμαστε τρεις κι ο κούκος, πως γίναμε χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες κι είμαστε σίγουροι και για εκατομμύρια. Κι αλήθεια δεν πέρασε ούτε χρόνος και τούτη η εργατογειτονιά τ' Αναπλιού γίνηκε πολλή φιλική για το στρατόπεδό μας. Το καταφύγιο το χτίσαμε κολλώντας το σε μια οχτιά του λόφου, που στο πλευρό του κατά την κορυφή είναι χτισμένη η φυλακή μας. Ύστερα κολλήσαμε πάνω απ' τη σκεπή πέτρες και χώματα Digitized by 10uk1s
σκάβοντας απ' το λόφο. Δεν είτανε τίποτα. Και μια χειροβομβίδα αν έπεφτε από αεροπλάνο θα το τρυπούσε μα τόχαμε παρηγοριά. Στο μεταξύ οι στρατιώτες μας κυνήγησαν τους Ιταλιάνους. Στο στρατόπεδο άναβε η συζήτηση κι, όπως το δίχως άλλο γινότανε παντού, γέμισε κι εδώ ο τόπος στρατηγούς, που κάναν επιθέσεις στρατηγικούς ελιγμούς κ.τ.τ. Τους Ιταλούς θα τους πετούσαν σε λίγο στη θάλασσα. Κι οι εφημερίδες δεν πήγαιναν πίσω. Το στρατό μας τον πήγαιναν στη Ρώμη. Η καθοδήγησή μας είχε τη γνώμη ότι ο Ιταλικός στρατός δεν πολεμάει γιατί τον τράβηξαν σε πόλεμο επιθετικό, κι ότι το Κομμουνιστικό κόμμα Ιταλίας παρά την εικοσάχρονη παρανομία του, δούλεψε για την ήττα του φασιστικού στρατού της Ιταλίας. Το πρώτο το δέχονταν οι πάντες. Το δεύτερο όχι, γιατί οι Ακροναυπλιώτες ξέρανε τις μεγάλες δυσκολίες. Στην πλειοψηφία της η ομάδα μας και πιο πολύ, σε μας τη νεώτερη γενιά των κομμουνιστών, δεν άρεσε η τέτοια αντιυλιστική εξήγηση που ήθελε να μας μπάσει στο μυαλό η καθοδήγηση. Δεν βλέπαμε σε τι εξυπηρετούσε. Κάθε τι το ψεύτικο εμείς που αγωνιζόμαστε για την αλήθεια το θεωρούσαμε βλαβερό και ξένο από την ηθική του κομμουνισμού. Βασικά πιστεύαμε πως η τέτοια στάση του Ιταλικού στρατού, καθορίστηκε από τον πατριωτισμό, τον αντιφασισμό και τη δημοκρατικότητα του Έλληνα στρατιώτη και της μάζας των δημοκρατικών αξιωματικών του. Αν ο Έλληνας στρατιώτης δεν πολεμούσε με τόσο πάθος, οι Ιταλικές μεραρχίες που κουρελιάζονταν τώρα στα χιονισμένα βουνά της Αρβανιτιάς, θα έκαναν τον «περίπατό» τους για την Αθήνα όπως περίμενε η ηγεσία τους μα και η ανώτερη ηγεσία του δικού μας στρατού. Ωστόσο από τη στιγμή που οι Εγγλέζοι δεν είχαν τη δυνατότητα να εφοδιάσουν τη χώρα μας, που η φασιστική κυβέρνηση του Μεταξά είχε αφήσει απαράσκευη, με κάθε λογής εφόδια και με αεροπορική κάλυψη, οι Ιταλοί λόγω των ατέλειωτων εφεδρειών τους θα έπαιρναν όσο κι αν αυτό θα αργούσε, την πρωτοβουλία. Ο χρόνος ήτανε σε βάρος του στρατού μας. Αυτά πίστευε η μάζα των μελών της ομάδας, όσο διαβάζαμε για τις χιλιάδες νεκρούς, κρυοπαγημένους και τραυματισμένους στρατιώτες μας. Με την αποβίβαση του Αγγλικού εκστρατευτικού σώματος αναθαρρήσαμε μα ωστόσο οι Γερμανικές μεραρχίες πλημμύρισαν τη Βαλκανική και το σκλάβωμα της πατρίδας μας φάνηκε να ζυγώνει.
Στο μεταξύ το πένθος όλο και πύκνωνε στο στρατόπεδό μας. Στο μέτωπο είχαμε αδέρφια, παιδιά, συγγενείς, φίλους. Η μοίρα θέλησε να στερήσει και μένα τον πιο μικρότερο αδελφό που ήτανε κι ο πιο καλός μου φίλος. Δάσκαλος το επάγγελμα και έφεδρος αξιωματικός βρέθηκε από τις πρώτες μέρες του πολέμου στην πρώτη γραμμή. Μα ήταν και κάτι που το περίμενα. Ήταν φανατικός αντιφασίστας, μάλιστα σα μαθητής της τρίτης Γυμνασίου στην αβασίλευτη Δημοκρατία είχε περάσει μια δίκη για τα πολιτικά. Να τι προηγήθηκε όταν έμαθα το χαμό του. Ένα χάραμα τινάχτηκα ορθός. Ύστερα κάθησα στο κρεββάτι μου να δω τι συνέβη. Ο ένας από τους διπλανούς μου ο Γιάννης Καραθανάσης είχε ξυπνήσει. «Τι έπαθες;» με ρώτησε. Toυ διηγήθηκα στα γρήγορα τούτο το όνειρο: έβλεπα ένα δαμάλι σφαγμένο που το κατακόκκινο αφρισμένο αίμα του το ρουφούσε ένα ψιλοκομμένο στεγνό χώμα. Πιο κει μάλωνε ο πατέρας με τη μητέρα για το ποιος θάχει τα δυο πιο μικρά απ' τα οχτώ παιδιά τους. Τέλος ο πατέρας που τώρα κι ένα χρόνο είχε πεθάνει, είπε βιαστικά στη μητέρα: «Καλά πάρε συ τη Θεοφίλη κι εγώ το Γιώργη», κι εξαφανίστηκε. Όταν τέλειωσα τη διήγησή μου έβγαλα το μοναδικό τσιγάρο μου που μ' αυτό κόβοντάς το στα έξι θα περνούσα τη μέρα μου, το μοίρασα στη μέση κι ανάψαμε. «Δεν είναι καλό τ' όνειρό σου... Να δούμε όμως...» είπε ο Καραθανάσης. Σε λίγο άνοιξε ο θάλαμος και μας μέτρησε ο χωροφύλακας κι αμέσως φάνηκε ο κράχτης της ομάδας στην πόρτα. Φώναξε τ' όνομά μου κι ανέμισε ένα γράμμα. «Δεν έχει καλά νέα Καραμπίνη, του είπα, έτσι δεν είναι;». Κάτι πήγε να πει, μα γύρισε κι έφυγε αναστενάζοντας. Από το σκισμένο φάκελο Digitized by 10uk1s
διάβασα τρεις λέξεις. Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, κι ένας ανηψιός μου τραυματίας μου έγραφε την είδηση. Αυτός ο θάνατος μου στοίχισε πάρα πολύ. Ήταν ένας άντρας ψηλός, δυνατός με μάτια που όλο γελούσαν. Δούλευε σ' ελαιοτριβείο όταν ειδοποιήθηκε ότι άνοιξε η Διδασκαλική Ακαδημία. Στις εξετάσεις ήρθε τρίτος. Έκανε ασβεστοκάμινο όταν ειδοποιήθηκε να πάει για τη σχολή αξιωματικών. Πάλι κι εκεί μπήκε και αποφοίτησε από τους πρώτους. Ήταν αγαπητός, προσεκτικός. Γεννημένος ηγέτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είδα με τόση μεγάλη μυική δύναμη που να έχει τόση πιτηδειοσύνη και τόσο δυνατό μυαλό. Είχα πέσει άρρωστος και να έχω και την κομματική επιτροπή σε αντίθεση με όλους τους φίλους μου, με όλο το στρατόπεδο να λέει πως είναι ψέματα, ότι η ασφάλεια είχε γράψει το γράμμα για να με κάνει να κάνω δήλωση... Μου ήρθε να πλαντάξω με τη μικροκεφαλιά της ηγεσίας μας, όταν μου είπαν εκείνες τις απρέπειες. Ευτυχώς που οι εφημερίδες δημοσίευσαν τη φωτογραφία του σχετικά γρήγορα. Έτσι μ' άφησαν ήσυχο στο πένθος μου. Κτυπούσαν όμως στα νεύρα όλων μας εκείνες οι καχυποψίες της ηγεσίας μας να βλέπει παντού τα δάκτυλα του εχθρού και «προβοκάτσιες», κι εκεί που πραγματικά χρειαζόταν ν' ανοίγει σαράντα μάτια, σφαλούσε κι εκείνα τα δυο που είχε.
Όσο περνούσε ο καιρός οι σύντροφοι με την παρακολούθηση της κατάστασης στον κόσμο και του πολέμου μας στην Αλβανία κουράζονταν. Σιγά - σιγά τα μαθήματα σταμάτησαν ολότελα. Καμιά διάλεξη, κανένα διάβασμα ομαδικό εφημερίδας, κάνα άρθρο παράνομο όσο κατάφερνε η καθοδήγηση να μπάσει από τη φοβερή εκείνη παρακολούθηση της ασφάλειας. Το στρατόπεδο που δεν έμοιαζε, με τον εαυτό του, μα με ανώτερη σχολή, ξαναβρήκε τη μουντή όψη της φυλακής. Πάει και το δικό μου πρόγραμμα μόρφωσης, που ήταν: Να καταχτήσω σε δυο χρόνια τις γνώσεις του Γυμνάσιου και ν' αρχίσω μια ξένη γλώσσα, τη Γαλλική. Τα πολιτικά μαθήματα τάχα περάσει μέσα στον πρώτο χρόνο. Εκείνα τα καϋμενούλια ήταν ολίγα και σταράτα. Κάμποσες συνταγές δίνανε. Σ' εκείνη τη δίψα μου τα ρούφηξα νεράκι. Στο μεταξύ ο πόλεμος ακρίβηνε πιο πολύ ακόμα τη ζωή. Το γραφείο της ομάδας κάτω από αυτή την κατάσταση λιγόστευε το ψωμί. Χαμήλωσε κι αδυνάτησε το καζάνι. Πεινούσαμε, κι η ομάδα δεν θεωρούσε πρεπό να πιέσουμε την κατάσταση πολύ για αύξηση του επιδόματος σε καιρό που ο πόλεμος χρειαζόταν όλο και πιο μεγάλο μερτικό από τις κρατικές δαπάνες. Έτσι κάναμε αναφορά μα μόνο για να εκθέσουμε την άθλια κατάσταση του στρατοπέδου μας.
Ήρθε η άνοιξη και τα χελιδόνια. Μια άνοιξη γλυκειά, μια άνοιξη ζεστή, φωτεινή, γεμάτη αρώματα και ψιθύρους της στεριάς και της θάλασσας και τρόμο και φόβο. Οι Χιτλερικοί βρίσκονταν στα σύνορά μας. Η Σερβία πιεζόταν. Το Έθνος κουρασμένο, ματωμένο από το χειμωνιάτικο άνισο πόλεμο και με την πέμπτη φάλαγγα στην πλάτη του. Τώρα που έλειπαν οι διακόσιοι σύντροφοι στην Πύλο, τα πρωινά κατεβαίναμε στην αυλή, μας χωρούσε, κάναμε βόλτες ανά δυο, ανά τρεις, συζητούσαμε απ' ότι διαβάζαμε και για καμιά διάδοση, ψεύτικη ή αληθινή. Ο ήλιος αψήλωνε, ο ίσκιος του κτηρίου μίκραινε, η αχτίδα μάς βαρούσε, μας ζέσταινε, η καρδιά μας ξεπλάκωνε, η ψυχή μας αλάφρωνε. Οι ίσκιοι που μας πίεζαν ξεμάκραιναν. Τότες αλαφρωμένοι ανεβαίναμε στους θαλάμους για να βάλουμε στις ξύλινες πίπες μας κάνα κομματάκι τσιγάρο και πάλι κουβέντα. Ύστερα ζυγώναμε στα παράθυρα να υποψιαστούμε με το μουρμουρητό του κυμάτου στ' ακρόγυαλο, τους έρωτες και τα τραγούδια των πουλιών στον καταπράσινο Αργολικό κάμπο. Αυτόνε τον καιρό που είχε σταματήσει η μάθηση, ώσπου να πιάσει η θανατερή πείνα, είναι που καλογνωρίστηκε πιο πολύ ο ένας σύντροφος με τον άλλο, που καθρεφτίστηκε η μια ψυχή μέσα στην Digitized by 10uk1s
άλλη. Είχα την καλή τύχη να φιλεύω γρήγορα και να θέλουν οι σύντροφοι τη γνωριμία και τη φιλία μαζί μου. Σε λίγο δε θα υπάρχει κανένας στο στρατόπεδό μας που να μην ξέρω τον τόπο της καταγωγής του την πολιτεία ή το χωριό του. Αν είναι παντρεμένος, πόσα παιδιά έχει — αυτά δα τάβλεπα στις φωτογραφίες που κρέμονταν — αν ήταν αρραβωνιασμένος, κι αν ακόμα, βαριεστημένη η καλή του να περιμένει τον είχε απαρατήσει. (Για πολλά χρόνια, πριχού η μνήμη μου αδυνατήσει στις συζητήσεις μας με παλιούς συντρόφους, χρησίμευα σα ληξιαρχείο). Εδώ όμως σαν είχες το πάθος γνωριζόσουνα εύκολα, γιατί ο μικροαστισμός που κάνει τους ανθρώπους να σταματάνε πίσω απ' το δαχτύλι τους στην Ακροναυπλία είχε πάθει πανωλεθρία. Ο άνθρωπος εδώ δεν δειλιούσε να σου πει το χωριό του ή την επαρχία του όσο μικρό κι αν ήταν, αν ήτανε τόπος με λίγη ή καθόλου ιστορία. Να σου πει τα παθήματά του, τις συνήθειές του, τη φτώχεια του και τους πόθους του. Να σου μιλήσει για τους γονιούς του, για τα παιδικά του χρόνια, για τα περιστατικά και τις αφορμές που τον έκαναν να γίνει κομμουνιστής. Κι όσο πιο πολύ γνωριζόμουνα μ' έναν άνθρωπο, τόσο πιο πολύ ενθουσιαζόμουνα μαζί του, από την πλημμύρα των αισθημάτων του και τον αγαπούσα. Καταλάβαινα ότι από τα παιδικά μου χρόνια, ίδια βασανισμένη ήταν η ζωή του όπως η δική μου, ίδιοι και οι πόθοι του. Ακόμα κι ο δυναμισμός του ίδιος: Πρώτος στους πετροπόλεμους, πρώτος στα παιγνίδια και στις αταξίες. Πρώτος σε αντίδραση σε κάθε τάξη και πειθαρχία, σαν αυτήνε την τάξη κι αυτήνε την πειθαρχία που νιώθαμε να μας πιέζει. Ατίθασος με ψυχή δημοκρατική, ήθελε να ρίξει κάθε περιττό ταμπού, να χαλάσει τα πάντα για να τα ξαναφτιάξει καλύτερα, όπως αυτός τόνιωθε καλύτερα. Απ' όλα αυτά κι από το δικό μου καθρέφτισμα έφτανα στο συμπέρασμα, ότι δεν είμαστ' εμείς οι ίδιοι που διαλέξαμε το δρόμο που μας έφερε ως εδώ σ' αυτό το σπίτι παρά η τέτοια, η ζαβή, η εξέλιξη του τόπου μας η ίδια. Και η εποχή μας με τις μεγάλες της δυσκολίες, που μέσα σ' αυτές μεγαλώσαμε, είναι που μας έφτιαξε με τόσο σκληρό υλικό που αυτή μας είχε ανάγκη. Κι όταν ταράχτηκε η μάζα των συνανθρώπων μας για ν' αλλάξει τη ζωή της, όλο και μας έσπρωχνε μπροστά της...
Άρχισε η επίθεση των Γερμανών. Ήτανε κάτι που περιμέναμε από πρωί σε πρωί. Από μέρες μαθαίναμε από επισκεπτήρια για τη δράση της πέμπτης φάλαγγας μέσα στην πρωτεύουσα σ' όλο το έδαφος της χώρας και στο μέτωπο. Ο λαός υπόμενε τη μοίρα του, αφού βρισκόταν σε αδυναμία ν' αντιδράσει, σ' αυτό το όργιο του ντόπιου φασισμού. Να τι θυμάμαι από 'κείνες τις πρώτες ημέρες της Χιτλερικής επίθεσης. Διάβαζε ο Θωμάς Δρίτσος μια ανταπόκριση από το μέτωπο: Ένας λοχαγός συγκέντρωσε τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του λόχου του και τους είπε ότι αποστολή τους ήταν να υπερασπιστούνε το οχυρό τους, «μέχρις εσχάτων». Ρώτησε τους στρατιώτες του: «Μήπως κανείς από σας παιδιά... για λόγους... τέλος πάντων, δε θέλει να μείνει μαζί μας;... Όποιος για όποιον λόγον, τώρα είναι καιρός να φύγει». Κανείς όμως δεν έκανε την παραμικρή κίνηση κι ο λοχαγός ξαναρώτησε: «Κανείς παιδιά; κανείς;...». Είχανε πλημμυρίσει τα μάτια μου κι ένας κόμπος είχε καθήσει στο λαιμό μου. Είχα ξεχαστεί, σα να έβλεπα τους στρατιώτες εκείνου του οχυρού. Όταν απόκτησα συνείδηση που βρίσκομαι είδα τους συντρόφους να κάθουνται με σκυμμένα τα κεφάλια στα κρεββάτια τους. Πολλοί σκουπίζανε τα μάτια τους, κι από το βάθος του θαλάμου άφησε μια φωνή ο Δημήτρης Βατουσιανός: «Για ιδέστε σύντροφοι!... Για ιδέστε τι παιδιά γέννησε αυτός ο λαός που επί τέσσερα χρόνια τον τυραννάει και τον ντροπιάζει ο φασισμός του Μεταξά!...». Σε λίγο το Μακεδονικό μέτωπο καταρρέει. Και το Αλβανικό, εκείνο το κομμάτι από βουνά γης, που η δημοκρατική ανθρωπότητα επί μισό χρόνο άπλωνε το νου της παίρνοντας ελπίδα, έπαψε να υπάρχει.
Digitized by 10uk1s
Σε λίγο οι στρατιώτες μας γυρνούσαν νικητές αστεφάνωτοι... Και την πατρίδα τους πατούσαν δυο καταχτητές... Μαθαίνομε ότι στον Αλιάκμονα έχουν οργανώσει οι Άγγλοι κι ορισμένες μεραρχίες στρατού μας, δεύτερη γραμμή άμυνας. Ύστερα μάθαμε για τα Θερμοπύλια. Δεν πιστεύαμε τίποτα. Και τότες τα Γερμανικά τανκς που η πέμπτη φάλαγγα τάθελε θηρία της Αποκάλυψης «που πέταγαν από εφτά μπούκες φωτιές», περνάνε ανεμπόδιστα για την Αθήνα κι ο φρούραρχός της Καβράκος τους υποδέχτηκε παραδίδοντάς τους «τα κλειδιά της πόλεως», ενώ ο στρατηγός Τσολάκογλου με το Δεσπότη Γιαννίνων υπογράφουν ανακωχή. Μαθαίνομε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τώρα τον Τσουδερό έφυγαν από την παραλία τ' Αναπλιού κάτω απ' το στρατόπεδό μας μ' ένα αντιτορπιλλικό για την Κρήτη. Εμάς μας άφησαν εδώ κλεισμένους «βορά των Γερμανών». Από τα παράθυρα βλέπαμε να φεύγει ένα καράβι στρατιώτες από τα έμπεδα τ' Αναπλιού για την Κρήτη. Σπάω την απαγόρεψη της καθοδήγησης. Ποιος νοιαζόταν τότες για τα τέτοια ταμπού. Ανεβαίνω απάνω και τους χαιρετώ με το μαντήλι. Απαντάνε αυτοί μ' εκατοντάδες μαντήλια. Ξέρουν τι είναι η Ακροναυπλία, μα τώρα οι Έλληνες ύστερ' από τόσα παθήματα δεν θέλουν να φοβούνται άλλο. Σε λίγες μέρες στο Ναύπλιο φτάνει μια μεραρχία Αγγλικός στρατός. Το πιο πολύ είναι Αυστραλέζοι και Νεοζηλανδοί. Μαθαίνομε ότι έχουν μεγάλο σέβας και αγάπη για τον ελληνικό λαό, που με κάθε τρόπο τους παραστάθηκε. Δείχνουν τη συμπάθεια και την αγάπη τους κι ότι βρίζουνε την Κυβέρνηση, το Βασιλιά και κάθε άλλη αρχή που μέσα τους ξέθρεψαν την πέμπτη φάλαγγα, που πρόδωσε μαζί με το Έθνος τους κι αυτούς.
Με την υποχώρηση του στρατού μας και των Εγγλέζων τα πάντα έχουνε χαλαστεί, έχουνε διαλυθεί. Από λίγες μέρες το στρατόπεδό μας είναι ηφαίστειο. Πιστεύομε ότι σε φτούνο το χαλασμό θα βγούμε από τούτο το κάτεργο που τώρα και λίγο καιρό με τις στερήσεις και τώρα με την κατάρρευση και τους βομβαρδισμούς και με την ιδέα ότι θα μας βάλουν στο χέρι οι Γερμανοϊταλοί φασίστες, μας έχει γίνει κολαστήριο. Ξαπλώνουμε κι ο λοϊσμός κι ο νους μας βρίσκεται εκεί. Δεν μας κολλάει ύπνος κι ο λίγος που μας σφαλνάει τα βλέφαρα είναι γεμάτος από το όραμα της λευτεριάς. Ο κόσμος κιόλας ετοιμάζεται. Εμείς οι Κρητικοί που μας χωρίζει η θάλασσα από τ' Ανάπλι θα παίρναμε μια βάρκα. Κουβεντιάζομε την υπόθεση στα σοβαρά. Ο Γιώργης Αγγελόπουλος, ο Αγάπιος Χρυσογόνης από το Ηράκλειο είναι ψαράδες, ξέρουν από πλεούμενα, ξέρουν από θάλασσα. Χρειαζόμαστε ένα αλμπουράκι κι ένα φλόκο. Ένα σεντόνι υφαντό όταν το διπλώσουμε θα κάνουμε δουλειά, λένε οι καπετάνιοι μας. Όλοι είμαστε αισιόδοξοι και τα πράματα μας φαίνονται πάρα πολύ απλά. Είχαμε και τ' αστεία μας: Ο Καλαφατάκης έλεγε ότι θα έβαζε ένα τυρί στην πλάτη για τροφή και θα πήγαινε στα Χανιά κολυμπώντας. Συζητάμε, στη γωνιά με το παρτέρι, στο προαύλιο. Όμοια συζητάνε οι άλλοι νησιώτες, οι Μωραΐτες, — γι' αυτούς τα πράματα είν' εύκολα — οι Ρουμελιώτες, οι Θεσσαλοί, οι Μακεδονοθρακιώτες. Μερικά μέλη του γραφείου της ομάδας παίρνουνε μέρος για λίγο στη συζήτηση, γελάνε, κάνουν αστεία. Όμως κανείς — κι αυτό μας καίει — από τα μέλη της καθοδήγησης κι απ' τους συντρόφους που την περιβάλλουν, δεν πλησιάζουν, δεν συζητάνε κι αν τους υποχρεώσουμε λένε: «Θα μας πούνε» και φεύγουν γρήγορα. Στο μεταξύ ο πόλεμος τυλίγει το στρατόπεδό μας. Τα Γερμανικά μαχητικά στούκας βομβαρδίζουν ένα καράβι που έχει φορτώσει Εγγλέζους και υλικά του πολέμου. Είναι κοντά μέχρι τριακόσια μέτρα απ' τα παράθυρά μας. Τα στούκας κατεβαίνουν με κάθετη ως πάνω απ' τ' άλμπουρα κι αφήνουν το φορτίο τους στην κουβέρτα, και πάλι ισιώνουν. Βλέπομε τους αεροπόρους που είναι ως το ύψος των παραθύρων μας. Το καράβι πιάνει φωτιά, οι στρατιώτες και το πλήρωμα τ' απαρατάνε. Μας ειδοποιούν από τ' Ανάπλι ότι στο πλοίο υπάρχει φορτίο από τετρακόσιους τόννους νιτρογλυκερίνης Digitized by 10uk1s
και να λάβουμε τα μέτρα μας, γιατί μπορεί από την έκρηξη να σωριαστεί το κτήριο. Φυσσάει νοτιάς κι όλο και σπρώχνει το καράβι κατά μας και τη φωτιά προς το πλωριό αμπάρι που βρίσκεται το υλικό. Ωστόσο τα στούκας το βαράνε ακόμα. Οι μπόμπες τρυπάνε το κύτος και σκάνε στο βυθό. Τέλος βρίσκει η καρίνα και μένει ασάλευτο, μα το σκαρί απομένει έξω απ' το νερό, και το κτήριό μας κινδυνεύει απ' τη φωτιά όταν γενεί η έκρηξη. Εμείς ανοίγομε τα παράθυρα για να προφυλάξουμε τα τζάμια και χωνόμαστε οι μισοί στο καταφύγιο κι οι υπόλοιποι έξω μπροστά απ' το στρατόπεδο σ' ένα μέρος με βράχια. Σε λίγο το πλοίο γίνηκε μπουρλότο. Ο τόπος σείστηκε σαν από σεισμό. Κομμάτια ως μισό τόννο λειωμένο σίδερο τινάχτηκαν στον αέρα και το ένα κατάρτι κατακόκκινο έφυγε σαν βολίδα κι έπεσε κατά τη μεριά της Τίρυνθας. Το φορτηγό απόμεινε ένα κομματάκι κατά την πρύμνη, να κάθεται στην ξέρα κι οι καπνοί που άφησε η φωτιά είχαν γίνει πελώριο μανιτάρι που ανέβαινε ίσια κατά τον ουρανό, για να πέσει σε λίγο να σκορπιστεί και για δυο εικοσιτετράωρα ο τόπος σκεπάστηκε σαν από πυκνό πούσι. Αυτά γινήκανε με την έκρηξη, όπως για κακή μας τύχη το κτήριό μας στεκόταν στη θέση του. Τα ντουβάρια του βλέπετε είχαν ένα μέτρο πάχος από καλά υλικά κι ακόμα μέχρι το πρώτο πάτωμα, επειδή ήταν χτισμένο απάνω σ' ένα παλιό φρούριο, τα τοιχιά του κατά τη θάλασσα φτάνανε τα τρία μέτρα. Οι ζημιές ήταν ελάχιστες: μερικά παραθυρόφυλλα και τσετσιβέδες έπεσαν στην αυλή, τα τζάμια θρυματίστηκαν κι η σκεπή αφού σάλεψε κατά πάνω, κάθησε πάλι στη θέση της. Έτσι για το καλοκαίρι που μας ερχότανε η Ακροναυπλία έμενε πάλι κτήριο κατοικίσιμο. Αν χαλούσε θα διευκολυνόταν η απόδρασή μας γιατί όλα δείχνανε πως η καθοδήγηση που ίσως για μια στιγμή πήρε να μελετάει το θέμα της απόδρασης, άρχισε ν' αλληλογά. Πάνω σ' εκείνη τη σύγχυση, ζητήσαμε να καταργηθεί η απομόνωση κι ο διοικητής που τώρα ήταν ένας πεμπτοφαλαγγίτης υπομοίραρχος, ο Γιαννίκος, μια που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, δεν έφερε αντίρρηση. Ο Ιωαννίδης κατοικούσε σ' ένα κελλί δίπλα στην αποθήκη κι εκεί συνεδρίαζε με τ' άλλα μέλη της καθοδήγησης. Στο μεταξύ φτάσανε στ' Ανάπλι μερικά τμήματα από τα υπολείμματα του 44α Συντάγματος του Ρεθέμνους. Χάρηκα πολύ γιατί ήξερα ότι αν θα μ' έστελνε για ψώνια η καθοδήγηση θ' ανέβαινα με πολλούς στρατιώτες αν βέβαια χρειαζόταν τη βοήθειά τους για να βγούνε από κείνο το σπίτι. Οι μέρες,, οι ώρες, οι στιγμές ήτανε κρίσιμες. Όλο το στρατόπεδο κουβεντιάζει για την απόδραση. Πώς πρέπει και πώς μπορούμε να φύγουμε. Όμως οι δισταγμοί, εκείνων που είναι κοντά στην καθοδήγηση και ποτέ τους δεν έχουνε γνώμη μας υποψιάζουν. Αυτοί δε μιλάνε ή μας συστήνουν κιόλας να μη συζητάμε, κι ότι οι «αρμόδιοι» μελετάνε το θέμα. Απ' εδώ γεννιούνται υποψίες ότι η καθοδήγηση προσαρμόζεται να μας κρατήσει 'κει μέσα κι ότι οι συσκέψεις είναι πώς θα προσαρμόσει κι εμάς τα μέλη της ομάδας στην πολιτική της αυτή. Στο μεταξύ μας πίεζαν κι ορισμένοι από τους χωροφύλακες που είχαν απομείνει για να φύγουμε. Θυμάμαι που με σταμάτησε μπροστά στις κιγκλίδες ένας Χανιώτης χωροφύλακας ο Παπαδάκης και μου λέει: «Γιατί δε φεύγετε, Μανούσακα, να φύγουμε κι εμείς; Μα δεν είσαστε άντρες. Όσο εσείς καθόσαστε μπορεί και μας κρατάει ο διοικητής μας. Ποιος σας εμποδίζει και δεν το σκάτε;». Η καθοδήγηση με τρόπο δικαιολογούσε το κιότεμά της, ότι λέει, θα μας χτυπούσαν και θα μας έπιαναν οι Εγγλέζοι που ήτανε στ' Ανάπλι... Ο Β. Γιαννόγκονας λέει σχετικά στο βιβλιαράκι του «Ακροναυπλία». «Μας ειδοποιούνε νάμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Χωροφύλακες δε βλέπουμε αρκετούς. Καμιά φορά μαθαίνομε ότι κάθησε ο Γιαννίκος (διοικητής) με καμιά δεκαριά χωροφύλακες και μας είπε ότι αν κάνουμε να φύγουμε θα μας πυροβολούσε στο ψαχνό». Σε άλλο σημείο πάλι του βιβλίου του λέει την αντίληψή του για το θέμα της απόδρασης: «Κι όμως μπορούσαμε να έχουμε γλιτώσει τόσα θύματα. Χωρίς καμιά αντίσταση θα δραπετεύαμε». Δυο καν τρεις μέρες πριν φτάσουν οι Γερμανοί στ' Ανάπλι, ξαφνικά, βλέπουμε να μας φέρνουν τους Digitized by 10uk1s
διακόσιους συντρόφους, που είχανε πάει πριν από κάμποσο καιρό στην Πύλο. Δεν είχαν ακόμα βάλει το τσαμασίδι τους μέσα και κυκλοφορεί στο στρατόπεδό μας η διάδοση (από τους διαφωνούντες), ότι η φρουρά που τους συνόδεψε τους είπε ότι είναι λεύτεροι να φύγουν μα ο γραμματέας που ήταν ο Κώστας Κολλιγιάννης κι οι συνεργάτες του, Ζήσης Ζωγράφος και άλλοι, δε δέχτηκαν την πρόταση των χωροφυλάκων. Να τι ακριβώς είχε συμβεί: Από το φρούριο της Πύλου πήγαν τους εκατό πρώτους με αυτοκίνητα στο σιδεροδρομικό σταθμό της Καλαμάτας. Εκεί κάθησαν πολλές ώρες περιμένοντας το τραίνο, επειδή λόγω των βομβαρδισμών δεν κινιόντουσαν οι συρμοί την ημέρα. Οι χωροφύλακες είχανε ξαπλωθεί στο σκοτάδι, είχαν παρατήσει τα όπλα τους κι είχαν ανοίξει τα κλείστρα: «Φύγετε παιδιά, να φύγουμε κι εμείς. Τι να πηγαίνουμε στ' Ανάπλι κι εμεις κι εσείς». Κι όταν είδαν ότι οι δικοί μας, που στο μεταξύ η καθοδήγηση είχε πάρει τα μέτρα της, δεν το κουνούσανε, τους είπαν ότι, τους μιλάνε σοβαρά, πατριωτικά, τους έδειξαν τα πεταμένα αδειανά τουφέκια τους, και τους παρακάλεσαν να φύγουν γιατί τώρα που θα 'ρθούν οι Γερμανοί θα τους «πεθάνουν όλους 'κει μέσα» (Τα παραπάνω έχω διασταυρώσει πολλές φορές κι όλοι που ήταν στην αποστολή ζήσανε το γεγονός). Ο Αντωνάτος που έχει γραμμένο ένα βιβλίο βρισκόταν στην Πύλο κι ήρθε στην Ακροναυπλία με τους πρώτους εκατό, δε μιλάει για το γεγονός αυτό, στο σταθμό της Καλαμάτας. Λέει όμως τούτο: «Στο δρόμο όλοι βγάλαμε τις χειροπέδες με διάφορους τρόπους. Οι χωροφύλακες μας κοίταζαν και δεν μιλούσαν όπως και ο επικεφαλής τους. Και αυτοί τα είχαν χαμένα. Η πρώτη αποστολή έφτασε στην Ακροναυπλία και η δεύτερη ήρθε μετά από δυο μέρες. Αυτή τη βρήκε ένας βομβαρδισμός στο Άργος. Όλος ο κόσμος σκόρπισε στο Άργος και στα περβόλια. Μαζί με τον κόσμο σκόρπισαν κι οι κρατούμενοι που είχαν κι αυτοί λυθεί. Μετά το βομβαρδισμό πήγαν και παρουσιάστηκαν στους χωροφύλακες που τους έδεσαν και τους έφεραν κι αυτούς στην Ακροναυπλία». Ακόμα πάρα πολύ ωραία λέει ο Αντωνάτος και μπαίνω στον πειρασμό να το γράψω: Ότι στους διαφόρους σταθμούς συναντούσαν άλλα τραίνα με φαντάρους που πήγαιναν για να φύγουν για την Κρήτη και τη μέση Ανατολή. «Εμείς σε όποιο σταματούσαμε (σταθμό) λέγαμε στους φαντάρους να μην πάνε κάτω παρά να μείνουν στην Ελλάδα γιατί εδώ θα συνεχιστεί ο πόλεμος». Λέω και λόγου μου τώρα, πως γι' αυτό... πήγαν κι αυτοί, ψάχνοντας για τους χωροφύλακες, κρατώντας και τις λυμένες χειροπέδες, να τους δέσουν, για να τους φέρουν στην Ακροναυπλία να... συνεχίσουν εκεί μέσα τον πόλεμο... Ύστερα απ' ό,τι είχα μάθει εκείνη την ημέρα πήγα και βρήκα το Μαμαλάκη γιατί κι αυτός είχε μεταφερθεί στην Πύλο. «Γιατί, σύντροφε Γιώργη, δε φύγατε που σας παρακάλαγαν οι χωροφύλακες; Τι ήρθατε δω μέσα στην κόλαση να κάνετε;». «Ήρθαμε μου λέει, να συνεχίσουμε την πάλη μας μαζί σας». «Ποια πάλη, του λέω, Γιώργη... Της φασουλάδας; που σε λίγο αντίς για φασουλάδα θα έχουμε τις σφαίρες των Γερμανών!». Όταν του έδωσα μεγάλο ζόρι, τόσο που δάκρυσε αναγκάστηκε να μου πει, ότι κι αυτός ήτανε με τη γνώμη μου κι ότι είχε προτείνει στον Κολλιγιάννη να φύγουν και μάλιστα μέσα από το στρατόπεδο, γιατί η φρουρά είχε παραλύσει και δε θα τους εμπόδιζε, κι ότι τη γνώμη του αυτή την είχε γράψει σ' ένα χαρτάκι και την είχε κρύψει σε μια τρυπίτσα μιας γωνιάς (μου είπε το θάλαμο και τη γωνιά για να βεβαιωθώ αν θα επιζούσα πως μου έλεγε αλήθεια). Παρατήρησα ύστερα ότι ο Κωστάκης ο Κολλιγιάννης κορδωνόταν που έφερε πίσω στην Ακροναυπλία τους διακόσιους συντρόφους και ανησύχησα στη σκέψη ότι η καθοδήγηση της Ακροναυπλίας ενέκρινε την πράξη του αυτή, αλλιώς, αν του έκανε κριτική, τότες θα ζάρωνε και θα φαινότανε μουτρωμένος. Αλλά σε λίγο όμως θα τον κάνει και γραμματέα της ομάδας μας. Απελπισμένος πήγα και βρήκα τον Τσιτήλο που πριν λίγες μέρες είχ' έρθει από την απομόνωση και ήξερα τις σχέσεις του με τον Ιωαννίδη. Τον παρακάλεσα να πάει στην καθοδήγηση και να πει από Digitized by 10uk1s
μέρους μου ότι οι πόρτες είναι ανοιχτές και θα είναι ντροπή και έγκλημα, αν θεληματικά μάς καθήσουνε 'δώ μέσα και δεν βρεθούμε σ' αυτήνε την κρίσιμη εποχή που τώρα αρχίζει, μαζί με το λαό της χώρας μας. Μα και αυτός που τα έλεγε έτσι και έτσι, στο τέλος μου είπε: «Πού θα αφήσουμε τους γέρους και τους άρρωστους;». Έφυγα απογοητευμένος. Κατάλαβα ότι δεν είχε γνώμη δική του κι ότι φοβότανε να μεταφέρει και τη δική μου γνώμη. Όσο για τους άρρωστους και τους γέρους που έλεγε, λέω πως δεν είχαμε κανένα (ούτε γέρο, ούτε άρρωστο), που να μην μπορεί να φτάσει ως την Αθήνα ποδαρόδρομο. Μ' ακόμα κι αν θα έμεναν στ' Ανάπλι ή σε χωριά δεν θα χάνονταν. Δεν ύπαρχε λοιπόν ούτε αυτός ο λόγος των αρρώστων και των γέρων. Και στο κάτω κάτω ας τους αφήναμε και μαζί τους καμιά δεκάδα γερούς να τους περιποιούνται. Θυμάμαι ότι από τους κρητικούς είμαστε σύμφωνοι να φύγουμε: Πάγκαλος, Χρυσογόνης, Πολυχρονάκης, Γέμελος, Καλαφατάκης, Φαραντάκης, Μαμαλάκης, Τσικουράκης, Μπαϊράμογλου, Πετρομιχελάκης. Από τους γραμματιζούμενους ο Νίκος Μαριακάκης κι ο καθηγητής Παναγιώτης Κορναράκης. Με την καθοδήγηση συμφωνούσαν: (να μη φύγουμε) Σιγανός, Σουκατζίδης, Τσιτήλος, Καραντώνης όλοι τους γραμματιζούμενοι κι ο Αναγνωστάκης σαμαράς. Βασικά η καθοδήγηση για να τα καταφέρει να μας κρατήσει 'δώ μέσα υποστηρίχτηκε από τους γραμματιζούμενους. Μερικοί όμως εργάτες που δούλευαν σε διάφορες δουλειές (του μηχανισμού) την υποστήριξαν κι αυτοί. Στο μεταξύ οι βομβαρδισμοί, μια που απ' εδώ μπάρκερναν οι Εγγλέζοι και τα υλικά τους, δυνάμωναν. Βομβαρδίστηκαν και βούλιαξαν, πίσω απ' το στρατόπεδό μας, ακόμα δυο βαπόρια που φόρτωναν στρατιώτες κι ένα πρωί είδαμε να παίζει το κύμα με φαντάρους τυμπανισμένους. Ακόμα κάτω από την Ακροναυπλία κατά τον ψαρομαχαλά, βρισκόταν ένας παλιός φούρνος που έβγαζε κουραμάνα. Ένα στούκας χαμήλωσε κι άφησε μια δεσμίδα από μπομπίτσες πάνω απ' τη σκεπή του. Το κτήριο παλιό όπως ήταν σωριάστηκε και σε λίγο έβγαλαν απ' τα χαλάσματα, πέντε Ιταλούς αιχμαλώτους που δούλευαν 'κει μέσα. Καθόμουνα στο παράθυρο κι είδα όλη αυτήνε την εικόνα και στο νου μου πέρασε μια ελπίδα. Αν βομβάρδιζαν οι Γερμανοί την Ακροναυπλία χωρίς άλλο θα φεύγαμε, γιατί δε θάταν ικανή η πειθαρχία του Ιωαννίδη να μας κρατήσει 'κει μέσα. Μα κι ο ίδιος κοντούλης κι ολοστρόγγυλος όπως ήταν θα κατρακυλούσε κατά τ' Ανάπλι, παρά να μείνει στις μπόμπες. Από θύματα απ' ότι είδα στο φούρνο θάχαμε ελάχιστα κι ακόμα πιο λίγα γιατί οι μπόμπες θα πέρναγαν τα πατώματα και θάσκαγαν στη γη. Αλλά που μπόμπες! Ένα γύρω μας εκατό ως διακόσια μέτρα έπεφταν βροχή, καιγόταν ο τόπος και μόνο η Ακροναυπλία έμενε ολόρθη λες και φορούσε Αγιοκωσταντινάτο. Που νάχε κανείς κι ένα τέτοιο Θεό να τον παρακαλέσει να ρίξει φωτιά, να ρίξει σίδερο... Είχε δυναμώσει η καθοδήγηση την απαγόρεψη να μην ανεβαίνουμε στα παράθυρα — παλιά απαγόρεψη — και τώρα, να μην φαινόμαστε στην αυλή και μας δουν οι Γερμανοί αεροπόροι και βομβαρδίσουν. Πολλοί όμως παίρναμε τις βόλτες μας κάτω κι ο Τσικουράκης πήρε ένα σκαμνάκι και κάθησε στη μέση της στον ήλιο. «Θέλω να πέσει μπόμπα επάνω μου να νιώσετε εσείς να φύγετε». Σε λίγο σ' εκείνη την απελπισία άλλοι ευχόντανε για τις μπόμπες. Αφού δεν είχαμε τη δύναμη ούτε να το σκεφτούμε για να κάνουμε άλλη κεφαλή και να φύγουμε, στις ψυχές μας είχε φωλιάσει η μοιρολατρεία. Επιθυμούσαμε, αγανακτούσαμε, αλλά μέσα στην απελπισία μας αυτή όπως το λέω, δεν είχαμε τον κατάλληλο Θεό να τον πλανέψουμε, να του τάξουμε λιβάνι κι ελεημοσύνες, για να ρίξει δυο μπόμπες, δυο δεσμίδες κι ας πέφτανε πάνω σ' όποιον δεότανε, για να γλυτώσουν οι εκατοντάδες. Μα δε βρέθηκε έστω ένας σ' εκείνο το χαλασμό που να έχει το ίδιο θάρρος να βγάλει μια φωνή: «Βρε σύντροφοι! τι κλαίμε τη μοίρα μας έτσι! και δε συζητάμε για τούτη την τύχη που μας έλαχε;». Τίποτα όμως ...τέτοια φωνή δεν θ' ακουστεί... Η δημοκρατία στη ζωή μας ήτανε κιόλας νεκρή. Γιατί σε λίγο αποδείχτηκε πως όλοι οι εργάτες και οι πιο πολλοί απ' όλα τα μέλη της ομάδας, το ζητούσαν ή είχανε τη γνώμη χωρίς να τη λένε, επειδή δείλιαζαν, πως έπρεπε κι ότι ύπαρχαν οι δυνατότητες να φύγουμε από κει μέσα.
Digitized by 10uk1s
Συνέβη, την προτελευταία ημέρα που έκλεισε το δράμα που αφηγούμαι, να έρθει ένα δικινητήριο βομβαρδιστικό και να ρίξει έξι αραδιαστές μπόμπες, από το Νότο προς το Βρρά, μα αστόχησαν και βάρεσαν σύρριζα το εξωτερικό τοιχιό κατά τα φρύδια του γκρεμνού. Πετάχτηκαν πέτρες και βλήματα στην αυλή μας, τίποτις άλλο. Μόνο η μια από τις έξι έπεσε έξω από το παραθύρι του γραφείου του διοικητή, μα η έρμη, βρήκε χωματάδα, τη ρούφηξε η γης δίχως να σκάσει. Αν έπαιρνε φωτιά δεν κουνιότανε βέβαια ούτε χαλίκι απ' τα θεμέλια του κτηρίου μα με τον πανικό κάτι μπορεί να γινόταν. Αργότερα ήρθε ο Γερμανός αεροπόρος που τις έρριξε κι είπε ότι τις είχε σκοπέψει στη ράχη της σκεπής. Μα ήτανε το τυχερό να μην πετύχει το στόχο του, να μείνουμ' εκεί και κατοπινά να μας ρίχνουν κατά εκατοντάδες τα βόλια των συναδέλφων του αεροπόρου...
Γίνονταν πολλές συζητήσεις, τι θα μας έκαναν αν οι Γερμανοί μας έβρισκαν μέσα σ' αυτό το κλουβί κλεισμένους. Άλλοι λέγανε για σφάξιμο, άλλοι ότι θα μας άφηναν εκεί ώσπου να μας τελειώσει η πείνα και η αρρώστια. Άλλοι παίρνανε στα σοβαρά τις διαδόσεις που έβγαιναν κατ' ευθείαν απ' την κομματική επιτροπή και το περιβάλλον της, ότι, «οι Γερμανοί, λαός με ψηλό πολιτιστικό επίπεδο θα μας φέρνονταν πολιτισμένα» και με μεγάλη τέχνη άφηναν υπονοούμενα για το σύμφωνο 'κείνο που η καθοδήγηση δεν απόκλειε την εξέλιξή του σε συμμαχία. Νομίζω πως από τούτη τη λαθεμένη και ανήθικη προοπτική ξεκινούσε όλη η συμπεριφορά της καθοδήγησης που την πληρώσαμε μ' εκατοντάδες εχτελεσμένους και το χάσιμο της εξουσίας.
Εκείνες τις στερνές μέρες της φωτιάς ζητήσαμε, επειδή τώρα με τους διακόσιους της Πύλου δε μας έπαιρνε πάλι η αυλή, και η διοίκηση μάς άνοιξε ένα μικρό προαυλιάκι κατά το βορεινό μέρος του κτηρίου που εκεί βρισκότανε η σίτα για τα επισκεφτήρια. Παίρναμε τις βόλτες μας κι εκεί προτού βγει η απαγόρεψη να μη βαδίζουμε άσκοπα έξω. Σ' εκείνο το μέρος χτυπούσε το παραθύρι του γραφείου του διοικητή του στρατοπέδου, που όπως έχω πει τώρα δεν ήταν ο Φωτόπουλος αλλά ένας φανατισμένος Γερμανόφιλος, σταλμένος από τον Υπουργό της ασφαλείας Μανιαδάκη. Σαν ανθρώπου της πέμπτης φάλαγγας τούχαμε κολλήσει το ψευδώνυμο «Κυριάκη» το επίθετο του εκφωνητή της Ελληνικής εκπομπής του ραδιοσταθμού του Βερολίνου. Πολλές φορές σαν κάναμε βόλτες σ' αυτή την αυλή, είχα ακούσει τη χαλασμένη φωνή του, που μάλωνε με τους χωροφύλακες. Είχα συνηθίσει να στήνω αυτί. Η μέρα εκείνη ήταν η πιο πολύ, απ' όλες τις άλλες πούχω μιλήσει, κρίσιμη. Γιατί οι διαδόσεις κι οι πληροφορίες λέγανε πως είχανε φτάσει οι Γερμανοί μπροστά στον Ισθμό. Μάλιστα κατά 'κεί ακουγόταν να πέφτουν σωρός από μπόμπες κι όλα δείχνανε πως σε μια, το πολύ δυο μέρες, λόγω που από τ' Ανάπλι μπάρκερναν οι Εγγλέζοι, οι Γερμανοί θα βιάζονταν να τους χαλάσουν την υποχώρηση, να τους βάλουν στο χέρι, μαζί με τα υλικά τους. Πήγα λοιπόν και κόλλησα το αυτί στο τοιχιό. Το τέντωσα όταν ξεκαθάρισα ότι κάμποσοι χωροφύλακες ζητούσαν από τον Κυριάκη, να τους δώσει μια άδεια να φύγουνε για τα χωριά τους (ήτανε Μωραΐτες), γιατί δεν ήθελαν (λέγανε) να παραδοθούνε στους Γερμανούς. Ο διοικητής τους έλεγε ότι έπρεπε να καθήσουν εις το καθήκον όπως εις τη Γαλλία, και ξανάλεγε κάθε τόσο σαν επωδό, «όπως εις τη Γαλλία παιδιά». Έτρεξα αμέσως και βρήκα το Μαμαλάκη, (λόγω της δυσαρεσκείας μου έστελνα τη γνώμη μου μέσω τρίτων) να πει στην καθοδήγηση το τι είχα ακουσμένο από το στόμα του διοικητή. Τόντις σε λίγη ώρα βγήκε ο Ιωαννίδης κι άλλοι πολλοί σύντροφοι στο χωλ μπροστά από τις κιγκλίδες. Όταν άκουσε φωνές κι είδε τόσο κόσμο ο διοικητής γίνηκε κατάχλωμος από τρόμο κι αμέσως δίχως να περιμένει το τι θα έλεγε ο Ιωαννίδης άρχισε να τσιρίζει με μια φωνή που έτρεμε: Digitized by 10uk1s
«Κύριε Ιωαννίδη! Έχετε το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, ότι αν οι Γερμανοί περάσουν τον Ισθμό που είναι η τελευταία γραμμή αμύνης, διαθέτω εβδομήντα χωροφύλακες, τέσσερα οπλοπολυβόλα, θα πάρω κι εσάς και θα πολεμήσουμε μαζί...». Ξεγελούσε βέβαια την καθοδήγηση και τη φοβέριζε κιόλας, γιατί ούτε τόσους χωροφύλακες είχε, ούτε τόσα οπλοπολυβόλα, μα ούτε τους Γερμανούς πολεμούσαν τα όργανα και οι πράχτορές τους όπως αυτός, ούτε γραμμή αμύνης ύπαρχε στον Ισθμό. Και είχε δει η καθοδήγηση τα φορτωμένα με στρατιώτες βαπόρια να φεύγουν απ' το Μωριά. Και διάθετε και τόσο μυαλό (η καθοδήγηση) για να καταλάβει ότι στη μεγάλη του αδυναμία ο Κυριάκης γύρευε λίγο χρόνο για να τελειώσει την αποστολή που τούχε αναθέσει ο Μανιαδάκης: Να μας παραδώσει στους καταχτητές για εξόντωση. Μάλιστα ο Μανιαδάκης του είχε στείλει απ' την Αθήνα κάμποσους Μωραΐτες χωροφύλακες κι ένα αυτοκίνητο τρόφιμα για το στρατόπεδο, έτσι που να μην υπάρξει αφορμή για απόδραση. Αλλά τα τρόφιμα λεηλατήθηκαν στο δρόμο και οι χωροφύλακες τόχανε σκάσει για τα σπίτια τους. Καλά καλά λοιπόν το ήξερε ο Ιωαννίδης και τα άλλα μέλη της ηγεσίας, ότι ο διοικητής έλεγε ψέματα κι ότι εγώ έλεγα — ό,τι είχα ακούσει — την αλήθεια. Μα το ψέμα του Κυριάκη εξυπηρετούσε την απόφαση που κιόλας είχαμε πάρει: να παραμείνουμε εκεί μέσα. Έτσι καμώθηκαν ότι είχαν πιστέψει το «λόγο της στρατιωτικής τιμής» του Κυριάκη κι ο Ιωαννίδης σαν ικανοποιημένος αποσύρθηκε στο κελλί του κι εμείς διαλυθήκαμε.
Κάνω στο μέτρο που μπορώ ανάλυση μιας κατάστασης. Κρίνω πώς φερθήκαμ' εμείς και πώς έκανε τη δουλειά του ο εχθρός. Γιατί από τη στιγμή που παραβιάστηκε το σύνταγμα της Ελλάδος από το Βασιλιά — Μεταξά και παράνομα βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν και δολοφονήθηκαν οι αντίπαλοι του καθεστώτος, ο φασισμός της Ελλάδας — ύστερα μάλιστα από τη στάση του στο ματοκύλισμα τούτο που ζούσαμε — έπαψε να είναι απλώς, πολιτικός αντίπαλος και γίνηκε καθάριος εχθρός. Γιατί κι εξ άλλου όλοι οι φασίστες, σ' όποια εθνικότητα και γέννα έτσι λογαριάζονταν. Ο φασισμός λοιπόν εχτρός του κομμουνισμού και της δημοκρατίας, ήταν στις αρχές του η εξουδετέρωση και η εξόντωσή μας. Αυτό λοιπόν είναι «εκ των προτέρων δεδομένο», και δεν χρειάζεται νομίζω συζήτηση ούτε κι από εκείνα τα συνηθισμένα μικροαστικά κλαψουρίσματα και μουρμουρητά, αφού κιόλας εδώ δεν κάνομε προπαγάνδα. Και μήπως εμείς δεν ετοιμάζαμε για το φασισμό την πλήρη του εξόντωση; Για το φασισμό λοιπόν και μιλάω εδώ για το δικό μας τον ντόπιο — ήτανε καλό και ηθικό να μας παραδώσει στους γερμανούς για εξόντωση, γιατί η πράξη αυτή ήτανε σύμφωνη στην «ηθική» του και στο συμφέρο του. Αντίθετα για μας και για την εθνική και όχι μόνο για την κομμουνιστική ηθική, ήτανε καλό (ηθικό) ν' αποδράσουμε και να ριχτούμε στον αγώνα για την εξόντωση του φασισμού. Εδώ λοιπόν εξετάζομε πώς πολιτεύτηκε η ομάδα κομμουνιστών Ακροναυπλίας κι η καθοδήγησή της, στην περίπτωση, για να έχουμε την πρώτη νίκη που ως ένα βαθμό θα ήταν η αποφασιστική, για τον αντιφασιστικό αγώνα μας, νίκη. Άνοιξα αυτήνε τη μικρή παρένθεση γιατί μπορεί να πει κανείς ότι ξεχνάω τον αντίπαλο και κρίνω μονάχα τους εαυτούς μας.
Τα παραπάνω που αφηγήθηκα γίνουνται πρωί ώρα δέκα κι όλα μαρτυράνε πως, ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει σήμερα ή το πιο πολύ ως αύριο. Θα ήτανε ως φαίνεται η 24 ή 25 του Απρίλη. Απελπισμένος είχα προτείνει δυο σχέδια που ξανά πήγα στον Τσιτήλο, παρακαλώντας τον να πάει στον Ιωαννίδη. Το ένα που το είχα ξαναπροτείνει: να μας στείλει η καθοδήγηση για ψώνια εμένα και τον Μαμαλάκη για να μιλήσουμε στους Κρητικούς φαντάρους. Ο Τσιτήλος μού απάντησε ότι η καθοδήγηση είχε αναθέσει στον Αξιβασίλη να έρθει σ' επαφή με τους στρατιώτες.
Digitized by 10uk1s
Ο Αξιβασίλης απ' τη Μακεδονία δεν γνώριζε κανένα Κρητικό. Ήταν παιδί κι άπειρος, ποιος θα τον άκουε κι εμπιστευόταν. Σ' εμένα συνέβαινε απ' όλους τους Κρητικούς να έχω τις πιο πολλές φιλίες, γνωριμίες, κουμπάρους και τους πιο πολλούς συγγενείς. Κατοπινά για πολλά χρόνια σ' όποιο χωριό κι αν πήγαινα κάποιος θα βρισκόταν από 'κείνους τους φαντάρους για να μου πει ότι σκεφτόταν για να μας λευτερώσουν, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ένας δάσκαλος μάλιστα ο Νίκος Περακάκης κατάγγειλε με επιστολή του στη «Δημοκρατική Αλλαγή», το Μάη του 1966 το περιστατικό. Αυτή όμως την ευκαιρία τη χάλασε, στέλνοντας η καθοδήγηση τον Αξιβασίλη, σύντροφο του μηχανισμού, αλλά επί τούτου για να μη μπορέσει να συνδεθεί. Γιατί αν ανέβαιναν οι Κρητικοί στρατιώτες — που πρέπει να πω ότι είχαν γίνει σαν αλβανομάχοι, το ίνδαλμα του λαού τ' Αναπλιού — η καθοδήγηση, θα ξεκουνούσε από 'κείνο το «χουζούρι» της, πράμα που δεν το ήθελε και το φοβόταν. Να και μια απλοϊκή εξήγηση που δείχνει πάλι ο Β. Γιαννόγκονας πάνω σ' αυτό το θέμα: «Φαίνεται ότι η καθοδήγηση επηρεασμένη από την πολύχρονη φυλάκιση είχε πάθει ότι παθαίνουν τα πουλάκια που είναι χρόνια στο κλουβί, ξεχνούν τον έξω κόσμο κι όταν ο άνθρωπος που τους βάζει φαΐ και νερό αφήσει για λίγο την πορτίτσα του κλουβιού ανοιχτή δεν εκμεταλλεύονται τη λιγόλεπτη ευκαιρία να δραπετεύσουν, έτσι η καθοδήγησή μας ξεκομμένη από τον έξω κόσμο, τα συνταρακτικά γεγονότα αντί να την ξυπνήσουν να συζητήσει με τα μέλη, να βγάλει συμπεράσματα και να πάρει αποφάσεις αποχαυνώθηκε. Αλλά τι θα πει η καθοδήγηση με συνείδηση»; Η άλλη μου πρόταση ήταν ετούτη που όπως ξέρω αυτή τη μεταβίβασε ο Τσιτήλος που στο βάθος κι αυτός ήθελε και να φύγουμε: Θα γεμώζαμε με οτιδήποτε τις έξι κασόνες που μέσα βάζαμε και πετούσαμε τα σκουπίδια πίσω και πάνω από το κτήριο, στο λόφο. Όταν θα βγαίναμε απ' την κιγκλίδα θα τραβούσαμε το χωροφύλακα πορτιέρη μέσα στο στρατόπεδο, θα μπαίναμε στο διάδρομο, θ' αφήναμε τα κασόνια έξω από τη γραμματεία και το γραφείο του διοικητή, θα παίρναμε τα δύο οπλοπολυβόλα που βρίσκονταν στη γωνιά του γραφείου του κι ότι όπλα βρίσκονταν εκεί, τραβώντας και το διοικητή και τους γραφιάδες στο εσωτερικό του στρατοπέδου. Όλα αυτά χρειάζονταν πενήντα ως εκατό δευτερόλεπτα. Με τον οπλισμό αυτό μέσα στα κασόνια θ' ανεβαίναμε στο λόφο. Θα σταματούσαμε απέναντι από το θάλαμο των χωροφυλάκων που βρίσκονταν στην νοτιανατολική άκρια του τρίτου πατώματος. Θα τους καλούσαμε να μην μας εμποδίσουν. Στο μεταξύ βέβαια οι κρατούμενοι θα κατέβαιναν στ' Ανάπλι γιατί απ' εδώ που ήταν οι χωροφύλακες και οι σκοπιές, δεν φαινόταν η έξοδος. «Είμαι νέος είπα στον Τσιτήλο, θέλω κι εγώ τη ζωή μου, μα αν χρειαστεί τη δίνω πρώτος, για να γλυτώσουν τόσοι κομμουνιστές απ' εδώ μέσα». Μα δεν χρειαζότανε. Γιατί οι χωροφύλακες θα ευχαριστιόντουσαν που θα δινότανε αυτή η λύση και κάμποσοι κιόλας μας το ζητούσαν, κι όλοι το ξέραμε πως 'κείνος ο καιρός του πολέμου και πιο πολύ οι μέρες τούτες της κατάρρευσης, έφερε τέτοιο ξύπνημα στα πατριωτικά και στ' άλλα τα καλά αίσθήματα των Ελλήνων που πρέπει να πω, ότι ήταν λίγο δύσκολο να τα εκτιμήσουμε σωστά και στο μέγεθός τους. Και τώρα, ύστερ' από τόσα χρόνια όπως και τότες είμαι βέβαιος, ότι αν ξεμπουκέρναμε, χωρίς ν' αφοπλίσουμε τους χωροφύλακες μόνο να τους θυμήσουμε ότι οι Γερμανοί κατεβαίνουν, κανείς απ' τη φρουρά ούτε από τους λιγοστούς που είχαν απομείνει κάτω στ' Ανάπλι, δεν θ' άνοιγε τουφέκι, ώρα που σκούσαν ακατάπαυστα οι γερμανικές μπόμπες και σειόταν ο τόπος, ώρα που η λαϊκή ψυχή σκιρτούσε από το αναπόφευκτο σκλάβωμα. Και θάναι αστείο και να προσπαθήσουμε έστω για ν' αποδείξουμε, ότι οι Εγγλέζοι (Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί) θα μας χτυπούσαν ή ότι θα μας εμπόδιζαν να διαφύγουμε απ' το φασιστικό κάτεργο όπως υποστήριζε η καθοδήγησή μας. Όχι αυτό δεν το δέχομαι, το θεωρώ υβριστικό για 'κείνους τους αξέχαστους και υπέροχους αντιφασίστες που έβαψαν το χώμα της χώρας μας με αίμα. Μα η καθοδήγησή μας κοντά στ' άλλα που έχω αναφέρει είχε μεταμορφωθεί σε μια τεράστια στρουθοκάμηλο όσο οι Γερμανοί μας ζύγωναν.
Digitized by 10uk1s
Τούτες τις μέρες που βρίσκονταν οι στρατιώτες Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί στ' Ανάπλι προσπαθώντας να φύγουν με τα πλοία, μας δόθηκε η ευκαιρία να θαυμάσουμε την αξιωσύνη τους και τον φανατισμό τους στον αντιφασιστικό αγώνα. Αφορμή δόθηκε απ' ένα υπερωκεάνιο που μια νύχτα πλεύρισε στο μουράγιο, φορτώθηκε ως τα μπούνια στρατό και υλικά. Στο μεταξύ διάστημα ως το χάραμα τραβήχτηκαν τα νερά κι η καρίνα του κάθησε. Ήρθαν αντιτορπιλλικά το τράβηξαν, μα τα νερά όλο και πιο πολύ τραβιούνταν και στο τέλος οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να το αδειάσουν. Έμειναν μόνο πάνω του εκείνοι που δούλευαν τ' αντιαεροπορικά κανόνια και πολυβόλα. Όταν ο ήλιος φώτισε τις ράχες, έφταναν και τα πρώτα στούκας. Ένα - ένα τ' αεροπλάνα ζυγιαζόταν, ορμούσε κάθετα κάτω, άφηνε όπως το πουλί την κουτσουλιά του, τις πέντε μπομπίτσες του, ίσιωνε κι έφευγε. Το πλοίο ακίνητο κατάπινε τις μπόμπες κι έσκαγαν στην κοιλιά του. Ένα στούκας, το τελευταίο του σμήνους όπως ίσιωνε πήρε φωτιά από εκρηκτικό βλήμα και δε ματασηκώθηκε. Σε λίγο τα σμήνη ξαναήρθαν φορτωμένα. Αυτήνε όμως τη φορά έρριξαν κι εμπρηστικές και το πλοίο τυλίχτηκε στις φλόγες και στους καπνούς του. Το άλλο πρωί καθόταν εκεί έρμο και μαυρισμένο. Τα στούκας μια που το είδαν αβούλιαχτο του ξαναχύθηκαν, μα όταν ίσιωνε το τελευταίο του σμήνους, ακούστηκε ένα τρίδυμο βαρύ πολυβόλο να το βαράει ντου, ντου, ντου, από άκρη σ' άκρη της πρύμνης και το αεροπλάνο πήρε φωτιά. Καθόμουνα στο παραθύρι, είδα τον Αυστραλό που άπλωσε το χέρι και χάιδεψε την κάννη του όπλου. Σήκωσα τη γροθιά μου, τον χαιρετούσα, μα δεν με είδε, αυτός πανευτυχής περίμενε τα στούκας ή και τον θάνατο. Μου είχε κολλήσει μια παιδική μανία να με δει, ότι τον χαιρετάω και δεν ξεχνάω τη χαρά μου, όταν ο στρατιώτης σήκωσε το χέρι του κι έκανε με τα δάχτυλά του το σημείο της νίκης. Καιροφυλαχτώντας καθόταν εκεί όλη τη μέρα σαν σε ενέδρα. Έβλεπε το σμήνος, ένα - ένα τα στούκας να ορμάνε, τις μπόμπες τους να πέφτουν γύρω και να καρφώνουν στην κουβέρτα κι έστρεφε το όπλο στην ούρα του τελευταίου. Είχε βαρέσει άλλα τρία τούτη την τελευταία μέρα που κατά το βράδυ άφησε το πλοίο και το όπλο, γιατί εκείνη ήταν η τελευταία νύχτα και δοκίμασαν να φύγουν από το Τολό αλλά εκεί τους πρόλαβαν και τους αιχμαλώτισαν οι Γερμανοί. Αυτή η ψυχραιμία του στρατιώτη, το πάθος, η αξιωσύνη κι η αυτοθυσία του για να βλάψει το φασίστα αντίπαλο, φτέρωσε τις ελπίδες του στρατοπέδου μας ότι οι αντίπαλοι των Γερμανών δεν υστερούσαν απ' αυτούς σε αυτοθυσία κι ότι η νίκη δεν ήταν με το φασισμό, αλλά με τη δημοκρατία.
Αυτές τις μέρες της κατάρρευσης, με όλα τα γεγονότα που έχω αφηγηθεί, όπως και με το περιστατικό του Αυστραλού στρατιώτη, έσπασε για λίγο ένα μέτρο της κομματικής επιτροπής που κρατούσε απ' την αρχή της ίδρυσης της Ακροναυπλίας. Είχε δώσει εντολή στους θαλαμάρχες, να μας απαγορεύουν να κοιτάμε από τα παραθύρια, για να μη βλέπουμε λέει στους δρόμους και στην προκυμαία τ' Αναπλιού τις γυναίκες και τ' άλλα της ζωής, ν' αναθυμηθούμε κι οι πιο αδύνατοι τραβηγμένοι από αυτά όλα, τη δήλωση μετανοίας. Κι ύπαρχαν σύντροφοι που επί τέσσερα χρόνια δεν είχαν κοιτάξει χαμηλά κάτω το μουράγιο και τα σπίτια. Μπορούσες όμως να βλέπεις κι από τη μέση του θαλάμου, της Αρκαδίας τα βουνά που απέναντι μας υψωνόταν, ένα μεγάλο κομμάτι του Αργίτικου κάμπου, χαμηλοβούνια και λίγα χωριά ακόμα. Μα και πάλι αν ξεχνιόσουνα να κοιτάς για πολλή ώρα το έξω, κι αν γινότανε συχνά, πάλι θα παραξηγιόσουνα ότι απασχολεί το μυαλό σου η δήλωση, ότι βαδίζεις για σπάσιμο... Χρειαζόσουνα λοιπόν κι ένα άλλο ψυχικό κουράγιο, υπομονή και φρονιμάδα για ν' αντιμετωπίσεις και τα τέτοια. Τώρα όμως είχε σπάσει κάπως το «διασάκι».
Digitized by 10uk1s
Βραδιάζοντας τα πάντα έχουν κατακάτσει: ο αχός κι η κάπνα, η πολιτεία αδειάστηκε από στρατιώτες και βουβάθηκε. Μα κι από τη μεριά της Κόρινθος δεν έρχεται μπουμπουνητό. Η νύχτα είναι γεμάτη υποψία κι εφιάλτες. Αρπάζω κάναν υπνάκο στον αέρα, όπως όταν βαδίζοντας κουρασμένοι κοιμόμαστε ορθοί. Κάθε τόσο πετάγεται κανένας σύντροφος ορθός που μόλις τον διακρίνω σαν σκιά στο σκοτάδι. Άλλοι παραμιλάνε, άλλοι φωνάζουν. Το φεγγαρόφωτο μπαίνοντας απ' τα παραθύρια χρυσώνει μερικές κουβέρτες σπάζοντας το πηχτο σκοτάδι. Το χάραμα πετάγομαι στο παράθυρο. Η πέτρα είναι παγωμένη, το αεράκι δροσερό, φορτωμένο απ' τις μοσκοβολιές του γιαλού και του στρωμένου χόρτου. Κάθομαι κειδά ζαρωμένος, δεν ξέρω αν υπάρχω. Κοιτάζω, αυτιάζομαι. Ο θάλαμος κοιμάται, το στερνό του αυγιάτικο ύπνο. Σε λίγο κάτι μου σφίγγει την ψυχή. Πέρα στη δημοσιά λίγα φανάρια προχωράνε κατά τ' Ανάπλι. Σταματάνε, ξεκινάνε. Ύστερα σπάζει η σιωπή και γρικιούνται μηχανές. Φαίνονται καμιόνια που χώνουνται στην πολιτεία. Μετά σώπασαν οι θόρυβοι... Σε λίγο προβάλλουν απ' τα σοκκάκια του Ψαρομαχαλά κάτι παράξενα πλάσματα και ψαχουλεύοντας φτάνουν ως το μουράγιο. Μου φαίνεται ότι το βήμα τους είναι βαρύ σαν να τραβάν αλυσίδες. Είναι παράξενα ντυμένοι, κρατάνε πολλά σιδερικά... Αυτοί 'ναι Γερμανοί σκέφτηκα κι έβγαλα μια φωνή: «Σηκωθήτε σύντροφοι!... Τ' αφεντικά του κόσμου ήρθανε!».
Εξακόσοι δύο είμαστε εκείνο το πρωινό. Κατεβήκαμε όλοι στις αυλές. Το χαλίκι δεν τόχε υγραμμένο σήμερα η δροσούλα, κι η σκόνη του ποδοβολητού μυρίζει ασβέστη. Μικρές αναπνοές ζεστού νοτιά μπατίζουν τ' ακροκέραμα και πέφτοντας ξέψυχες χαϊδεύουν τ' αναμμένα πρόσωπά μας. Μεσούρανα οι κορυδαλλοί χαιρετάνε τη μέρα αδιάφοροι για τα δικά μας πάθη. Και παίρναμε βόλτες ανά δύο ανά τρεις. Οι αυλές είναι γεμάτες, σκουντάνε τόνα κορμί πάνω στ' άλλο κορμί. Κάτι πνιχτά λόγια ξεφεύγουν απ' τα σφιγμένα δόντια. Τα πρόσωπα γρομπιασμένα κουνιούνται νευρικά κι οι βόλτες γρηγορεύουν απάνω - κάτω, απάνω - κάτω. Της βορεινής σκοπιάς ο χωροφύλακας δεν φοράει πηλίκιο, δεν κρατάει τουφέκι, δεν έχει κουμπωμένο τ' αμπέχωνό του. Σέρνει την άπλανη ματιά του πέρα μακρυά, ψηλά στο γαλάζιο, στο γκρίζο ντουβάρι, ύστερα σ' εμάς, μα σαν τρομαγμένος την παίρνει... Και ξαφνικά γροικιέται γδούπος βηματισμών στην κοιλιά της οικοδομής, στον πλακοστρωμένο διάδρομο κι ο δυστυχής χωροφύλακας ριγά μπροστά σε τρεις Γερμανούς. Είναι ξανθοί, φαίνονται δυνατοί, είναι της ράτσας της διαλεχτής... πούχει προορισμό να κυβερνήσει τη γη!... Ο χωροφύλακας σηκώνει το χέρι σε χαιρετισμό, ο λοχίας τον ρωτάει στη γλώσσα του, «Τι είναι αυτοί;». Μας κοιτάει και μας δείχνει. «Κομμουνιστές», απαντάει αυτός τρομαγμένος. «Κομμουνίστ!», λέει κι ο Γερμανός και στυλώνει έν' αγριεμένο στεγνό βλέμμα κατά μας. Ύστερα έτσι άγριος φουχτώνει το αυτόματο, μας ξαμώνει την κάννη «Γρρρ», λέει με το στόμα ότι θα μας θερίσουν τα βόλια του όπλου του. Κανένα μάτι δεν κουνήθηκε, κανείς δεν έδειξε να φοβηθεί και μόνο στα πρόσωπα και στους λαιμούς κουνήθηκαν οι κόμποι. «Γρρρ» ξαναέκανε ο λοχίας πιο άγριος κι ύστερα έδειξε πως θα μας περάσει τη θηλιά στο λαιμό. Τίποτα -τίποτα... Οι άνθρωποι σήμερα ήταν ψυχές. Κι οι ψυχές σήμερα δεν νωγάνε από φόβο. Ξαφνιάζεται ο καταχτητής, ότι πρώτη φορά βλέπει καταχτημένους να μη λογαριάζουν τα όπλα του. Εκείνο το πρωινό ήταν που για πρώτη φορά είδα τους ανθρώπους μεγαλόπρεπους, να φαντάζουν σαν Ολύμπιες στήλες. Έτσι μ' αυτόνε τον τρόπο άρχισαν οι ψυχές μας την αντίστασή τους κατά των Γερμανών. Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΤΟΧΗ Τούτη η γενιά των λαϊκών αγωνιστών που παίρνει το όνομα εξ αιτίας της εποχής που φανερώνεται και μεγαλώνει «κομμουνιστές», έρχεται τα χρόνια που η «μεγάλη ιδέα» μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασιατική τραγωδία, έχει ολοένα χρεωκοπήσει. Και πιο πέρα, καιρό που η αστική δημοκρατία, ατροφική από γεννησιμιού της, ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέθνησκε ύστερ' από μια σύντομη ζωή, χωρίς να νοιάζουνται και πολύ οι εκπρόσωποί της, της φιλελεύθερης αστικής τάξης για την επιθανάτια αγωνία της. Από το άλλο μέρος η μαύρη αντίδραση, άπληστη, με κεφαλή τώρα το πεινασμένο στην προσφυγιά κοπάδι των Γλύξμπουργκ, κάρφωνε τα γαμψά νύχια της στ' ανεμικό κορμί του έθνους κι ο λαός του δοκίμαζε την πιο αηδιαστική τυραννία ενός μικροπολιτικού και μιας μοναρχίας χρεωκοπημένης από καιρό στην συνείδησή του. Απελπισμένη τώρα η μάζα του λαού, άρχισε να προσέχει στην πιο άξια, από την ίδια την ως τα τότες δράση της, πολιτική παράταξη, το κομμουνιστικό κόμμα Ελλάδας. Και να τώρα που στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του λαού μας και του έθνους η ηγεσία της παράταξης αυτής, ηγεσία τώρα του στρατοπέδου μας στάθηκε ανεπαρκής για να δώσει πίσω στο λαϊκό κίνημα εκείνο που το ίδιο είχε γεννήσει και η αντίδραση με τη δράση της, είχε απ' αυτό αποσπάσει κι απομονώσει, τους 602 αντιφασίστες στελέχη της Ακροναυπλίας. Η ως τα τότες ιστορία των συγχρόνων κινημάτων, δεν έχει να δείξει μια τέτοια τραγωδία σε στρατόπεδο κομμουνιστών, που ξεπερνάει εκείνο που λογαριάζεται πολιτικό λάθος και 'γγίζει τα σύνορα εκείνου που λέμε «προβοκάτσια». Αδύνατο και χρεωκοπημένο το Υπουργείο της Ασφαλείας να μας κρατήσει 'κει μέσα ώσπου να 'ρθούν οι Γερμανοί, κατάφερε να το κάνει, με την ίδια τη δύναμη και την υποστήριξή μας η ηγεσία η δική μας. Έτσι το λαϊκό επαναστατικό κίνημα στερήθηκε στην πιο κρίσιμη στιγμή της εξέλιξής του και της αντιφασιστικής πάλης 602 μορφωμένους για την εποχή ηγέτες που δεν θα τους ξαναβρεί ποτές. Βρεθήκαμε λοιπόν με την κατάχτηση από τους Γερμανούς της χώρας μας ξάναρχα μαντρωμένοι, από τον αντιπατριωτισμό του Υπουργείου της Ασφάλειας κι από την ανικανότητα της ηγεσίας μας και την αδράνεια τη δική μας. Η ηγεσία δεν μπόρεσε να εχτιμήσει σωστά την κατάσταση κείνων των μερών στο εσωτερικό της Ελλάδας με την αποσύνθεση ενός φασιστικού μηχανισμού, του κρατικού μηχανισμού, κι από λαθεμένη προοπτική για τις διπλωματικές εξελίξεις στον κόσμο και ξεχωριστά ποιά ήταν η αξία του Γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης.
Καταλαβαίνει κανείς, πως ενώ ως τώρα για το φασισμό της τετάρτης Αυγούστου, όσο δε σκύβαμε το κεφάλι, είμαστε ισοβίτες αδίκαστοι, τώρα γινόμαστε όμηροι, μελλοθάνατοι. Τέτοια συνείδηση αποχτήσαμε και η ψυχική προετοιμασία για μια αξιοπρεπή και πατριωτική αντιμετώπιση του θανάτου, άρχισε από τούτη την ίδια μέρα. Εκείνη η κάννη του Γερμανού λοχία, χωρίς άλλο μας βοήθησε στο ν' αποχτήσουμε συνείδηση της θέσης μας και να τοποθετηθούμε σωστά στις καινούριες συνθήκες. Εκείνο το πρωινό — ίσως ήταν 26 του Απρίλη — γυρίσαμε στους θαλάμους όταν οι τρεις Γερμανοί στέκονταν στις κιγκλίδες και συζητούσαν με τους Γερμανομαθείς της ομάδας μας. Σε λίγο διαδόθηκε πως φεύγοντας ο Γερμανός λοχίας είπε στους δικούς μας, πως πίσω από κείνα τα κάγκελα, είδε πραγματικούς ανθρώπους και πατριώτες σωστούς. Κι ακόμα διαδόθηκε ότι όταν ανέβαιναν στο στρατόπεδο, ο Γιαννίκος έδωσε εντολή σ' ένα νωματάρχη να βάλει στη γραμμή τους χωροφύλακες, αφού πρώτα σκορπίσουν τις σφαίρες και ρίξουν τα όπλα χωρίς τα κλείστρα τους χάμω, για να υποδεχτούνε τους Γερμανούς. Όταν αυτοί — οι Γερμανοί — έφτασαν ο νωματάρχης που στεκότανε Digitized by 10uk1s
στην αρχή της γραμμής σήκωσε το χέρι και τους χαιρέτησε φασιστικά, έτσι που είχε μάθει απ' την τετάρτη Αυγούστου. Τότες ο Γερμανός λοχίας σήκωσε και αυτός το χέρι, μα όχι για να χαιρετήσει, μα για ν' αστράψει ένα γερό χαστούκι στο νωματάρχη, λέγοντάς του στη γερμανική γλώσσα: «Να είσαι πατριώτης βρε!». Αυτό ήταν ένα καλό μάθημα πατριωτισμού που τόπαιρναν οι χωροφύλακες απ' τους καταχτητές, σε αντίθεση με το γραικύλο διοικητή τους, που τους προετοίμαζε για την υποταγή. Αυτό το περιστατικό ωφέλησε τις αναμεταξύ μας σχέσεις με τη φρουρά που γίνηκαν πιο πατριωτικές.
Να τώρα τι συνέβη στο στρατόπεδό μας μετά τον ερχομό των Γερμανών και το χάσιμο της ευκαιρίας να δραπετέψουμε. Θυμάμαι σαν να ήτανε ψες, ότι μετά τις πρωινές δουλειές μου κατέβηκα τρέχοντας στο συνεργείο. Ήτανε 'κει πολλοί συνάδελφοι μου τσαγκάρηδες, άλλοι καθηστοί στα σκαμνιά κι άλλοι στέκονταν ένα γύρω του πάγκου ορθοί. Από την άλλη μεριά της αίθουσας που βρίσκονταν, οι πάγκοι των μαραγκών, στεκόντουσαν πολλοί σύντροφοι. Μπορεί να μην πήγα με πρόθεση ν' ανοίξω απ' εδώ τον καυγά μα όταν είδα τα γεμάτα αγανάχτηση πρόσωπα, άφησα μια φωνή: «Μας δέσανε σύντροφοι!». Ο Παπαβασιλείου ένας εξαιρετικός σύντροφος, γλυκομίλητος, έξυπνος και δυνατός, που ήξερε και γραμματάκια μ' αποκρίθηκε: «Μα ήσουνα και συ μαζί μας;» κι όλοι 'κει μέσα αλληλοκοιταχτήκαμε, με τρόπο τέτοιο που μαρτυρούσε ότι κάτι είχαμε μέσα στα χέρια μας κι από άγνοια της δύναμής μας και λάθος δικό μας τ' αφήσαμε να φύγει. Είπαμε πολλά κι έτσι μπαρουτωμένος κατέβηκα στο προαύλιο κι εκεί στη γωνιά γύρω απ' το παρτέρι με τα λουλούδια ήταν συγκεντρωμένοι οι Κρητικοί: Φαραντάκης, Καλαφατάκης, Πάγκαλος, Αγγελόπουλος, Σφακιανάκης, Πολυχρονάκης, Μαριακάκης, Κορνάρος, Χρυσογόνης, Τσικουράκης, Χαριτάκης. Ήταν αγαναχτησμένοι από την τέτοια κατάντια μας, ξεστόμιζαν άπρεπες λέξεις επιτιμώντας την ηγεσία — όταν μάλιστα σε λίγο μαζεύτηκαν και άλλοι σύντροφοι — κανένας δεν μπορούσε να σταματήσει τούτη την παραφορά. Κι ό,τι γινότανε σ' αυτήνε 'δώ τη γωνία γινότανε σε όλο το στρατόπεδο. Η καθοδήγηση (Κομματική επιτροπή), έδειξε για την περίσταση την ψυχραιμία που ταίριαζε, δεν προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, δε μίλησε με ανακοίνωση να δικαιολογηθεί. Ο Ιωαννίδης, ο πρώτος φταίχτης, όπως τον λογάριαζαν, τρύπωσε στο κελλί του. Εκεί μπαινόβγαιναν οι πιο κοντινοί από τους συνεργάτες του, όλες τούτες τις μέρες που κράτησε το ρεμπελιό. Φοβότανε. Δεν είχανε μπορέσει να νιώσουνε το ανώτερο πνεύμα όλων εμάς που τους κάναμε κριτική, που είχαμε και κάπου - κάπου λέγαμε τη γνώμη μας, πως δεν είμαστε ελαττωματικοί, ούτε σαν άνθρωποι, ούτε σαν κομμουνιστές μα ακριβώς συνέβαινε το αντίθετο: είμαστε ευσυνείδητοι και καλόβολοι. Δεν είχανε λοιπόν κανένα φόβο για τη «σωματική τους ακεραιότητα» ούτε και την ηγεσία του στρατοπέδου κινδύνευαν να χάσουν. Αυτή δα ήταν δοσμένη... Θυμάμαι, ότι το τρίτο ή το τέταρτο πρωινό, βρισκόμαστε πάλι στην ίδια γωνιά της αυλής, πάνω κάτω οι ίδιοι σύντροφοι και τους λέω: «Νομίζω σύντροφοι πως δεν ωφελεί απ' εδώ και πέρα η κατακραυγή, για την καθοδήγησή μας και πρέπει να τη σταματήσουμε, γιατί όπως όλοι το βλέπομε, η ομάδα μας έχει ανάγκη από ενότητα και σύμπνοια για να δούμε πώς θα τα βγάλει πέρα σε τούτη 'δώ τη νέα κατάσταση που η χώρα μας βρίσκεται με ξένη κατοχή». Μίλησαν κι άλλοι σύντροφοι και μου έκανε εντύπωση πως και στη δική τους σκέψη είχε γεννηθεί η ίδια με τη δική μου γνώμη. Μονάχα ο Στέλιος Φαραντάκης δεν συμφώνησε μαζί μας γιατί αυτός είχε τη γνώμη πως τέτοια πολιτική της καθοδήγησης ήταν σωστή προδοσία. Αυτός μάλιστα όπως θα δούμε σε λίγο απόδρασε μόνος.
Digitized by 10uk1s
Τούτες οι πίκρες που μας έφεραν όλα τούτα που έχω μιλημένα, καθώς και οι πρώτες μέρες της κατοχής, γλύκαναν λίγο, από κάτι ευχάριστα νέα που μας έφερναν επισκέφτες από την Αθήνα και Πειραιά, για τους άλλους εξόριστους της Τετάρτης Αυγούστου. Από τα ξερονήσια, Ανάφη, Φολέγανδρο, Μήλο, Σίκινο, Γαύδο, τα κατάφεραν με την αναμπουμπούλα της κατάρρευσης ν' αποδράσουν και μόνο οι εξόριστοι του Αϊστράτη είχανε αποτύχει. Περιμέναμε λοιπόν τώρα και είχαμε ελπίδες ότι θα ξεκαθαριζόταν και θα ξανάφτιαχνε το Κόμμα μας, οπότε κι η θέση η δική μας εδώ μέσα θα είχε ένα οργανωμένο στήριγμα. Και ίσως — ποιος ξέρει, — να μας αποσπούσε κι από τούτο εδώ το σπίτι, που άρχισε κιόλας να μας μυρίζει τάφος. Αυτές τις μέρες έφτασαν στο Ναύπλιο μερικά καθυστερημένα τμήματα του 44ου συντάγματος του Ρεθέμνους από την Αλβανία. Δοκίμασα μια συγκίνηση ανείπωση όταν μ' επισκέφτηκε ο αδελφός μου Μιχάλης που τον λογάριαζα κι αυτόν για σκοτωμένο. Ήταν ταλαιπωρημένος, άπλυτος, η στολή του και τ' άρβυλά του ξεσκισμένα, αλλά όπως όλος ο στρατός μας, με καλό ηθικό, δεν έμοιαζε στρατιώτης νικημένου στρατού μα νικητή. Σε λίγες μέρες τον στείλαμε στο σπίτι δυο συντρόφων των Χρήστου και Φώτη Κουβελιώτη, στον Πήδασο της Πυλίας. Συνέβη μάλιστα ότι, πηγαίνοντας εκεί τον κράτησαν στο χωριό Χωματάδα, και χρειάστηκε να πάει ο Ζαχαριάς Τσαπέκης γαμπρός των Κουβελιώτηδων για ν' αφήσουν το στρατιώτη απ' εκείνο το χωριό να φύγει. Με τόση αγάπη και θέρμη φερνόταν ο λαός της Ελλάδας στα προδομένα παιδιά της Κρήτης που νομίζω σκόπιμα καθυστερήθηκε από την πέμπτη φάλαγγα πούχε κυριαρχήσει στα πόστα του στρατού και της διοίκησης. Γιατί αν η μεραρχία Κρητών μεταφερόταν στο νησί, ούτε που θα σκεφτόταν το γερμανικό επιτελείο να ξεκινήσει μια τέτοια από τον αέρα επιχείρηση μα κι αν το έκανε θα εξοντώνονταν οι Γερμανοί ως και τον τελευταίο. Λίγα χρόνια αργότερα άκουσα να τραγουδάνε στο χωριό Καλλικράτη των Σφακιών ένα τραγούδι σχετικό: «Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες στην Κρήτη Ξαρμάτωτη την ήβρηκες και τα παιδιά της λείπαν Στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία...». Και να πάλι ξανά πήγε να μας κουτσογελάσει η τύχη και σαν να μισοπιστέψαμε πως η λευτεριά μας είναι κοντά, ότι κιόλας χτυπάει τις κιγκλίδες του κάτεργου. Γιατί η πρώτη διορισμένη από τους καταχτητές κυβέρνηση του στρατηγού Τσολάκογλου, σπεκουλάροντας, αυτός ο από πάππου προσπάππου αντιδραστικός, είχε ξεσηκώσει με τον τύπο μια καμπάνια εναντίον του πεθαμένου πια καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Γράψανε μάλιστα οι εφημερίδες πολλά και μας λέγανε πως είμαστε θύματα της αυθαιρεσίας, ότι κρατιόμαστε, παράνομα, παράλογα, και άδικα, ότι θα πρέπει να μείνουμε ελεύθεροι. Δεν ξέρω και πάνω σ' αυτό το θέμα τι ενέργειες έκαμε η καθοδήγηση του στρατοπέδου μας έξω. Μας είχαν πει στην περίοδο του πολέμου στην Αλβανία, ότι είχε συγκροτηθεί, απ' ότι είχε απομείνει, μια κεντρική επιτροπή του Κ.Κ.Ε. Μα σε λίγο μας είπαν πως συγκροτήθηκε μια άλλη «νέα» κεντρική επιτροπή. Μα στο άψε σβήσε μας ξαναπληροφόρησαν ότι και κείνη ήτανε όργανο στα χέρια του Υπουργού της Ασφαλείας Μανιαδάκη, ότι ακόμα και η άλλη, η παλιά ήταν και κείνη τα ίδια και άλλα πολλά μπερδεμένα. Μα και δε θέλω να καταφύγω για να φωτιστώ στο βιβλίο: «Δέκα χρόνια αγώνες του ΚΚΕ» ή σ' άλλα γραφτά, γιατί δεν γράφω ιστορία. Γράφω πάντα ό,τι είδα, ό,τι αιστάνθηκα κι ό,τι έπιασε το μυαλό μου. Στο τέλος αφού μείναμε πάλι μέσα μάς είπε η καθοδήγηση ότι δεν ύπαρχαν κομματικές δυνάμεις ή ακόμα πως δεν θέλανε για να πιέσουν την κυβέρνηση Τσολάκογλου για να μας βγάλει που όπως μας ανακοινώθηκε είχε υποσχεθεί σ' επιτροπή. Θυμάμαι ότι για το μεγάλο και θανάσιμο αυτό ζήτημα, η ομάδα μας δεν μπήκε σε συναγερμό. Ό,τι έκανε ή ό,τι μας έλεγε η καθοδήγηση ότι ενεργεί το ενεργούσε χωρίς εμάς. Δε ζήτησε τη συνδρομή όλων των μελών της ομάδας. Δεν εξέτασε Digitized by 10uk1s
να δει τι δυνατότητες διάθετε ο καθείς από τους 602 συντρόφους, από συγγενείς και άλλες γνωριμίες κι αυτές να τις κατευθύνει σε μια πίεση προς τον Κουίσλιγκ Πρωθυπουργό που σπεκουλάριζε για δημοκράτης μέγας και πατριώτης. Δεν ζήτησε από τον καθένα μας, έστω να ενεργήσει ατομικά για την απελευθέρωσή του, που πιστεύω ότι πολλοί θα έμεναν ελεύτεροι. Τέτοιες ενέργειες είχαν απαγορευτεί από χρόνια ακόμα και για την αλλαγή του τόπου εχτόπισης, ακόμα και στους φυματικούς. Σ' αυτή την απαγόρεψή της σταμάτησε η κομματική επιτροπή και σε τούτη 'δώ τη νέα κατάσταση της κατοχής. Εμείς πάλι τα μέλη της ομάδας, ζωσμένοι από μια αλυσίδα ταμπού, είχαμε ξεχάσει τον εαυτό μας κι απ' ό,τι θυμάμαι κανείς από μας δεν ζήτησε να πιέσουν ή να βάλουν μέσα οι δικοί του για να τον λευτερώσουν, που το κίνημά μας για την κάθε απελευθέρωση θα είχε ανάλογο όφελος. Περνούσαμε μέρες αγωνίας, βλέποντας πως οι Γερμανοί ετοιμάζονταν για να επιτεθούν στην Κρήτη. Από τα παράθυρα θωρούσαμε να ξεφορτώνουν στα μουράγια τ' Αναπλιού βαπόρια με τεράστιες μπόμπες και αλεξιπτωτιστές, είχε γεμίσει η πολιτεία. Μια μέρα μάλιστα ήρθανε στις κιγκλίδες του στρατοπέδου μας, ο πιο μεγάλος και ο πιο μικρός του σώματος αυτού. Ο ένας πενήντα δύο χρονών, παλιός σοσιαλδημοκράτης, όπως είπε στο σύντροφό μας Παναγιώτη Μαυρομμάτη που τους μίλησε στη γλώσσα τους, ο άλλος δεκαπέντε χρονών παιδάκι, της Χιτλερικής νεολαίας. Όταν ο Μαυρομμάτης τους ρώτησε με τρόπο αν θα πάνε και στην Κρήτη, ο μεγάλος που μύριζε κρασίλα, χάνοντας χρώμα του είπε ότι θα πάνε μα δεν ήξερε να πει αν θα γινόταν, να γυρίσουν πίσω. Έτσι ωστόσο περνούσαν οι μέρες χωρίς να γίνεται τίποτα με την υπόθεση της απελευθέρωσης που τις πρώτες μέρες της κατοχής είχαν υποσχεθεί. Στο μεταξύ επειδή τις ημέρες των βομβαρδισμών, χαλάσαμε τη μια γωνιά του καταφύγιου γιατί ο μηχανικός είχε ξεχάσει — ή σκόπιμα — να του κάνει διέξοδο, η ομάδα αναγκάστηκε από την καθοδήγηση να βγάλει σκοπιά για να μη φύγει κανένα από τα μέλη της από εκείνο το χάλασμα, που έβγαινε έξω του στρατοπέδου, μια που η διοίκηση δεν διέθετε χωροφύλακες να μας φρουρήσουν. Και επειδή το καταφύγιο είχε την είσοδό του από τον τρίτο θάλαμο τη φρούρησή του την ανάλαβαν οι κρατούμενοι σ' αυτόν. Δεν ξέρω πώς έλαχε να είμαι σκοπός τα μεσάνυχτα της πρώτης εκείνης νύχτας, γιατί ούτε η αλφαβητική σειρά, αν υποθέσουμε πως τα νούμερα θα έβγαιναν με κατάλογο, ούτε η θέση μου μέσα στο θάλαμο ήτανε τέτοια, γιατί κοιμόμουνα στη μέση σε μια από τις δυο μεσιακές σειρές. Με κανένα λοιπόν τρόπο δεν δικαιολογιότανε να βγω από τους πρώτους στη σκοπιά. Υποψιάστηκα. Σκέφτηκα ότι η καθοδήγηση έδωσε αυτή την εντολή στον θαλαμάρχη πιστεύοντας ότι θα το σκούσα και έτσι θα απαλασσόταν από τις κάθε τόσο φωνές, κριτικές και προτάσεις μου. Γιατί εξ άλλου ύστερα θα έλεγε τα συνηθισμένα: ότι δεν απόδρασα μα ότι έκανα δήλωση κι έφυγα, κι ότι που φώναζα για να φύγει το στρατόπεδο άλλο, δεν ήταν, εξόν ότι ήμουνα «σπασμένος». Θα πετύχαινε λοιπόν έτσι ν' απαλλαχτεί από μένα και θάκανε ακόμα πιο δισταχτικά τα μέλη της ομάδας στο να έχουνε γνώμη, που από καιρό σ' αυτό το στόχο χτυπούσε.
Θυμάμαι καλά ότι δεν σκέφτηκα να φύγω. Τόσο είχα αφομοιωθεί κι είχα γίνει ένα από τα κύτταρα της ομάδας. Μα χωρίς άλλο θα λογάριαζα την πράξη μου αυτή λιποταξία απέναντι των συντρόφων και φίλων μου. Τα μεσάνυχτα που φύλαξα το νούμερό μου, βγήκα έξω από το χάλασμα κι έκανα αναγνώριση στο μέρος. Πρώτα πήγα στην κύρια πύλη του στρατοπέδου κατά το βοριά. Δεν ύπαρχε σκοπός. Το κτήριο έστεκε βουβό κι η θάλασσα από κάτω όπως τη λοξοβαρούσε το φεγγάρι έμοιαζε με κοκκινωπό καθρέφτη που τρεμοπαίζοντας άλλαζε χρώματα. Υπάρχουν στη ζωή μου άπειρες νύχτες που η συγκίνηση που μου έφερε η ομορφιά τους μου μένει κολλημένη βαθιά στην ψυχή μου, μα όχι όπως τούτη εδώ, που είχαν ανακατευτεί πολλά αισθήματα μέσα μου, χώρια που ήτανε κιόλας μια όμορφη μαγιάτικη νύχτα σ' εκείνο το πανέμορφο μέρος.
Digitized by 10uk1s
Μετά, αφού ρομαντζάρησα κάμποσο τράβηξα, περνώντας στο μάκρος του το περιαύλιο, κατά την καμάρα που απ' αυτήνε ανεβαίνει 'δώ πάνω η σκάλα με τα 333 σκαλέρια, κι αλλάζοντας πίσω ανέβηκα στο λόφο όσο που να μη με δει ο χωροφύλακας της νοτικής σκοπιάς — αν ύπαρχε κι αν δεν κοιμότανε βέβαια. Κάθησα σ' ένα βραχάκι κι ανάπνεψα κάμποσο από τη μυρωδιά του στρωμένου χορταριού και ξανακατέβηκα στο μεγάλο περιαύλιο. Όταν τέλειωσε η ώρα μου ξύπνησα το άλλο νούμερο, ξαπλώθηκα στο γιατάκι μου για να κάνω στο μυαλό μου, γι' άλλη μια φορά, σχέδιο και πρόταση για την καθοδήγηση. Γιατί μπορούσαμε βέβαια τούτες τις μέρες και μέχρι τότες που τις εξωτερικές σκοπιές ανάλαβαν και φύλαγαν Ιταλοί στρατιώτες να φύγουμε και δίχως να μας καταλάβουν οι σκοποί να κατέβουμε στην πολιτεία εκατό - διακόσιοι μπορεί κι όλο το στρατόπεδο, να σκορπιστούμε στην πολιτεία, στον κάμπο και στα γύρω βουνά κι άντε να μας μαζέψουν με την αλληλεγγύη που έδειχνε τότες ο κόσμος σε κάθε κατατρεγμένο. Εξ άλλου οι χωροφύλακες με την κατοχή λιγόστεψαν πιο πολύ και χρειάστηκε να μαζέψει ο Τσολάκογλου όλη την αλητεία της Ελλάδας και ντύνοντάς τους να τους πει «άνευ θητείας» χωροφύλακες. Πρέπει να πω ότι ο μόνος σύντροφος που κάποια νύχτα πήγε παρακαλώντας το σκοπό μας σύντροφο, να τον αφήσει να φύγει ήταν ο Αλέξαντρος Τούντας, που ο τόπος του ήταν απ' ένα χωριό τ' Αναπλιού. Μα για τον Αλέξαντρο που πριν να περάσει ένας χρόνος θα είναι κιόλας νεκρός απ' αρρώστια και πείνα θα κάνω λόγο σε πιο κάτω κεφάλαιο. Αυτές τις μέρες απόδρασε, κι ήταν ο μόνος από την ομάδα μας, ο Στέλιος Φαραντάκης. Είχε κατέβει στ' Ανάπλι να ψωνίσει υλικά του ξυλουργείου γιατί ήταν μαραγκός. Οι χωροφύλακες του έκαναν πλάτες κι έφυγε. Η καθοδήγηση με ανακοίνωση τον στιγμάτισε και βεβαίωσε την ομάδα ότι η πράξη του Φαραντάκη είναι καθαρή προβοκάτσια, ότι έκανε δήλωση μετανοίας κι ότι η απόδρασή του ήταν οργανωμένη από την Ασφάλεια και τη διοίκηση του στρατοπέδου, για να ρίξει την ομάδα μας σε «περιπέτεια». (Ο Στέλιος Φαραντάκης κατάγεται από το χωριό Κάστελλος του Αποκόρωνα των Χανίων κι εκεί ζη ακόμα με τις πίκρες και τις αναμνήσεις κείνης της εποχής. Στην κατοχή αγωνίστηκε από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ενάντια στους καταχτητές κι έμεινε πάντα, ένας σωστος δημοκράτης). Κανείς βέβαια δεν πίστεψε — ούτε οι συντάχτες της ανακοίνωσης δεν πιστέψανε — σ' αυτά τα άπρεπα. Ωστόσο η απόδραση αυτή ήταν κάτι που το ποθούσε η καθοδήγησή μας για να κάνει αυτόνε το στιγματισμό — τρομοκρατία — επειδή πολλοί δημοκράτες παλιοί χωροφύλακες πρότειναν κατ' επανάληψη σε συντρόφους που κατέβαιναν στην πόλη να το σκάσουν κι η καθοδήγηση φοβόταν μια τέτοια κατάσταση. Και να τι λέει ο Β. Γιαννόγκονας στο βιβλιαράκι του σελίδα 30. ...«Μια μέρα που είχαμε κατέβει συνοδεία στ' Ανάπλι για κάτι ψώνια μού λέει ένας παλιός χωροφύλακας, από τη συνοδεία Παπαδόπουλος, Πελοποννήσιος, σιγανά στ' αυτί. "Δε φεύγεις, ρε, πατριωτάκι. Καθώς βλέπεις ούτε όπλα έχουμε που σας συνοδεύουμε, ούτε μετρημένους σας παραλάβαμε και κανένα χαρτί δεν υπογράψαμε. Λοιπόν σκάστο"».
Να τι συνέβαινε με τους χωροφύλακες και τι δεν είχε καταλάβει ή πιο σωστά δεν ήθελε να καταλάβει η καθοδήγησή μας. Στους χωροφύλακες είχε ξυπνήσει όπως και σ' όλο τον Ελληνικό λαό ένα δυνατό πατριωτικό πάθος. Με την κατάρρευση του μετώπου, τη φυγή της Κυβέρνησης και την κατάχτηση της χώρας απ' τους φασίστες, η τεταρτοαυγουστιανή τρομοκρατία πούχε κρατήσει πέντε χρόνια, κι εξασκήθηκε πιο πολύ και στα σώματα ασφαλείας, έπαψε να υπάρχει, αφού ο μηχανισμός που την εξασκούσε χρεωκόπησε και σμπαραλιάστηκε. Τώρα οι παλιοί χωροφύλακες που πάντα στα κρυφά ζητούσαν τη φιλία μαζί μας γίνηκαν υποστηριχτές μας. Το αντικομμουνιστικό δηλητήριο έπαψε τώρα να έχει την πρωτινή του δράση στο σώμα της χωροφυλακής (μιλάω πάντα για ποσοστά ή για πλειοψηφία). Αυτόνε τον καιρό μάλιστα, η αντικομμουνιστική προπαγάνδα είχε σταματήσει. Μα η πιο μεγάλη, βαθιά κι αλματώδικη μεταβολή που στην αρχή της διχτατορίας σιγοψηνόταν είχε Digitized by 10uk1s
γίνει στη μάζα ολόκληρου του λαού της Ελλάδας και μάλιστα αλλαγή με φανερή τη συμπάθεια προς το ΚΚΕ. Όλες αυτές τις αλλαγές η καθοδήγηση του στρατοπέδου μας δεν τις είχε αγγίξει, δεν τις είχε καταλάβει κι επομένως δεν τις είχε μελετήσει και σωστά εχτιμήσει. Γιατί η καθοδήγηση στην προσπάθεια να εξοστρακίσει τη δημοκρατία απ' την ψυχή της ομάδας, όλο αποτραβιόταν στον εαυτό της κι έφτασε να βλέπει ή και να φτιάχνει εχτρούς και προβοκάτορες ακόμα και τα μέλη εκείνα της ομάδας που νιώθοντας το γκρεμνό που οδηγούσε η πολιτική της, έκαναν λίγο πιο τραβηγμένη κριτική. Δεν έπαιρνε λοιπόν η καθοδήγηση γνώση της πραγματικότητας που τόσο της έλειπε, από τη γνώση όλων των συντρόφων. Μα έτσι γίνεται όταν ένα επαναστατικό κίνημα αφήσει να εξοστρακιστεί από τη ζωή του η δημοκρατία. Ή όταν από λόγους έξω από τη θέληση και τη δύναμη των μελών δεν του είναι βολικό να την υπερασπιστεί και να τη σώσει, όπως συνέβηκε σ' ένα βαθμό στην ομάδα μας. Ύστερ' απ' όσο έχω ζήσει στη ζωή, λέω πως πρώτη υποχρέωση του ανθρώπου είναι να αγωνίζεται για τη δημοκρατία. Παντού. Ακόμα κι όταν είναι καλόγερος σε μοναστήρι.
Είχαμε φτάσει την ώρα της «Μάχης της Κρήτης». Μια νύχτα είδαμε εκατοντάδες ζευγάρια καμουφλαρισμένα φανάρια να κατηφορίζουν απ' τις σκαλιαστές στροφές του αμαξόδρομου της Αρκαδίας κατά τον κάμπο του Άργους. Για λίγα λεφτά η φάλαγγα σταμάτησε, ο κόσμος φωτίστηκε από τις κρεμαστές στον ουρανό φωτοβολίδες. Ένα μικρό σμήνος από συμμαχικά αεροπλάνα τις μουντάρισε. Μερικές φωτιές ανάψανε, που πρέπει λίγα καμιόνια να κάηκαν, μα η φάλαγγα πριν το χάραμα χώθηκε μέσα στον κάμπο, κι εκεί ησύχασαν οι Γερμανοί για τούτη την ημέρα. Την επομένη σαν φώτισε και το πούσι σηκώθηκε από τη ζέστα του ήλιου, πέταξε η πρώτη αρμάδα κομματιασμένη σε μικρότερα σμήνη από στούκας και μέσερσμιτ. Ύστερα σηκώθηκαν μουγκρίζοντας τα βαριά γιούνγκερς με φορτωμένες τις κοιλιές ανθρώπους. Τα σμήνη σηκώνονταν από τον κάμπο του Άργους που είχε τυλιχτεί σε μια κοκκινωπή σκόνη, με στόχο τους το κτήριό μας κι απ' εδώ ίσιωναν κατά το νότο, σκοπεύοντας το Μάλεμε. Τρανταζόταν η σαραβαλιασμένη σκεπή της Ακροναυπλίας, όπως λίγα μέτρα από τη ράχη της έπαιρναν τη στροφή. Ύστερα γυρνούσαν αδειανά από μπόμπες κι ανθρώπους. Και πάλι σε λίγο έβγαζαν τις μουτσούνες τους από την κόκκινη σκόνη και τραβούσαν για φονικά. Τη δεύτερη φορά κάμποσοι σύντροφοι άρχισαν να κρατάνε λογαριασμό, πόσα φεύγουν και πόσα γυρνάνε, πόσα γερά και πόσα λαβωμένα. Βρισκόμαστε σε αγωνία. Συζητούσαμε και ψαρεύαμε απ' όπου μπορούσαμε νέα. Είχα τρυπήσει κάτω απ' το κρεββάτι μου το πάτωμα και ξαπλώνοντας κολλούσα το αυτί για να πιάσει καμιά είδηση από το ραδιόφωνο της διοίκησης. Τα πρώτα λόγια που άκουσα από εκπομπή του Λονδίνου ήταν «Οι Κρήτες μάχονται ως αγριόγατοι» και άλλα. Μετάδωσα το νέο αυτό στο θάλαμο και το στρατόπεδο πανηγύρισε ότι ύπαρχε ελπίδα, μια που ο λαός πήρε τα όπλα. Ξέραμε όμως ότι η διχτατορία αφόπλισε με δόλο την Κρήτη λέγοντας στο λαό της ότι με τα τουφέκια του θέλει να οπλίσει τους στρατιώτες μας στην Αλβανία. Έτσι οι Κρητικοί αφοπλίστηκαν που δεν τους είχε αφοπλίσει κανένας Σουλτάνος. Σε άλλη εκπομπή άκουσα ότι οι Κρήτες μάχονται με δίκαννα, με βέργες, με φτυάρια. Το τρίτο χάραμα απ' την επίθεση ένα εγγλέζικο βομβαρδιστικό, πέρασε κάτω απ' το στρατόπεδό μας χαμηλά, πάνω απ' τον καθρέφτη της θάλασσας ακολουθώντας το αυλάκι του Αργολικού, χώθηκε στο πούσι του κάμπου, φκέρεσε κάπου το φορτίο του και γύρισε αλώβητο από τον ίδιο δρόμο. Είχαμε ακούσει το βρόντο, είδαμε μαύρους καπνούς, χαρήκαμε πολύ που είδαμε τον Εγγλέζο να γυρνάει κατά το νότο. Χαρήκαμε την αξιωσύνη και την αποκοτιά του. Εκείνο το πρωινό πέταξαν λιγότερα αεροπλάνα. Μάθαμε ότι οι μπόμπες του Εγγλέζου ρίχτηκαν σε σωρό από Digitized by 10uk1s
αλεξιπτωτιστές σαν έπαιρναν το πρωινό τους κι ετοιμάζονταν να πετάξουν. Χαρήκαμε άλλη μια φορά για τους τόσους πολλούς και διαλεχτούς φόνους. Ύστερ' από την τρίτη μέρα η κόκκινη σκόνη απλώθηκε και σκέπασε όλη τη λεκάνη, με τα χωριά, τους λόφους και την πολιτεία του Άργους. Με τις πρώτες τους αποτυχίες οι Γερμανοί και τις πολλές απώλειες για να αχρηστέψουν το δίχτυ πληροφοριών των Εγγλέζων ξαπόλυσαν στην περιοχή όλη με το λιμάνι τ' Αναπλιού και τ' αεροδρόμια του κάμπου τρομοκρατία μεγάλη. Αυτές τις μέρες δυσκολεύτηκε πιο πολύ ο επισιτισμός μας. Η πείνα που άρχισε στο στρατόπεδό μας από ένα και πάνω μήνα μεγάλωνε. Τρόφιμα δεν είχε το Ναύπλιο. Χάθηκαν τα τσιγάρα, η μαύρη αγορά είχε αρχίσει. Όμως η ομάδα μας ξεχνιέται στο φανατισμό της παρακολουθώντας τις επιχειρήσεις της Κρήτης, που σ' εμάς εδώ μια που δεν πέφτουν μπόμπες μοιάζει πιότερο με θεομηνία. Την Τετάρτη, την Πέμπτη, κι όσο περνούσαν οι μέρες λιγόστευαν τ' αεροπλάνα που πέταγαν για την Κρήτη. Μεγάλωνε όμως η αγωνία μας οι ειδήσεις έλεγαν ότι οι Γερμανοί κρατούσαν το αεροδρόμιο του Μάλεμε ακόμα, και μας στεναχωρούσε η στάση ορισμένων βασιλικών αξιωματικών, μέσα σ' αυτούς κι από την Κρήτη, που καλούσαν τους Κρητικούς να σταματήσουν τον πόλεμο και να υποταχτούνε. Όσο για την καθοδήγησή μας δεν μπορούσε να έχει άλλη θέση απ' ότι ως τώρα που ξεπηδούσε από τη λαθεμένη προοπτική της ότι δηλαδή το σύμφωνο Μολότωφ—Ρίμπεντροπ, μπορούσε να εξελιχτεί σε συμμαχία. Το κακό ήταν σε τούτη την περίσταση ότι ενώ η καθοδήγηση δεν μιλούσε, ορισμένοι Κρητικοί υποστηριχτές της πολιτικής της αυτής, έπαιρναν στα φανερά θέση κατά των Εγγλέζων. Και μπήκε τότες αυτόματα το ερώτημα τι ρόλο έπαιζαν οι Εγγλέζοι απάνω στο νησί μας; Και οι άνθρωποι της καθοδήγησης απάντησαν ότι ήταν καταχτητές!... Θυμάμαι τον ασύγκριτο σε σεμνότητα και φρονιμάδα καθηγητή Παναγιώτη Κορνάρο που είπε: «Χρειάζεται λίγη αξιοπρέπεια παιδιά! Το αίμα και τα κορμιά των Άγγλων στρατιωτών ανακατεύεται με το χώμα του νησιού μας πολεμώντας τους φασίστες του Χίτλερ! Μα τότε τι αντιφασίστες είμαστ' εμείς, όταν μιλάμε έτσι. Πώς καταντήσαμε;...». Και κάποια στιγμή ρώτησε ο Καλαφατάκης το Σιγανό που ποτέ για τίποτε δεν ήθελε να έχει γνώμη δική του, μα γνώμη του ήταν πάντα η γνώμη της καθοδήγησης, τι θα έκανε αν βρισκόταν στην Κρήτη; «Θα χτυπούσα και τους Γερμανούς και τους Εγγλέζους». «Κι εγώ, του λέει ο Καλαφατάκης, θα άδειαζα ένα πιστόλι στην κεφαλή σου». Εκείνες τις μέρες είχανε χαλάσει ανάμεσα σ' εμάς τους Κρητικούς οι σχέσεις μας αρκετά. Ο Καλαφατάκης έλεγε για το Σιγανό επειδή ήτανε λογάς και μιλούσε τ' ανέμου, πως λέει όλο ψέματα κι ήθελε να βάλει πέτρα σ' ένα τενεκέ να τον τσουλήσει πίσω του για να σπάσει από το βρόντο η χολή του, «να πάει στο διάολο». Οι άλλοι Κρητικοί Αναγνωστάκης, Καραντώνης, Τσιτήλος που ακολουθούσαν και στο ζήτημα αυτό τυφλά την κομματική επιτροπή δεν μιλούσαν, εξόν του Σουκατζίδη που αν και με μεγάλη μόρφωση άνθρωπος, τον παράσερνε ο Σιγανός με τον Κατσικλίκη, γιατί είχε αγνότητα και μαθητή γυμνασίου αφέλεια. Όλοι όμως μαζί οι Κρητικοί της Ακροναυπλίας αυτές τις μέρες καταπιαστήκαμε από τα αυθόρμητα αισθήματα αγάπης από τα μέλη της ομάδας. Νομίζω εξ αιτίας του κινήματος των Χανίων του τριανταοχτώ και τώρα, με τούτη την ένοπλη πάλη, πουθενά δεν τιμήθηκε τόσο πολύ το νησί της Κρήτης, όσο από τους αντιφασίστες Ακροναυπλιώτες. Η Κρήτη μάς ενθουσίασε, μας δίδαξε εμάς, κι όλο τον κόσμο, τη λαϊκή αντίσταση. Γιατί σ' αυτό το κομμάτι — το τελευταίο της Ευρώπης που πατούσε ο γερμανικός στρατος — πήρε μέρος στις επιχειρήσεις ο λαός με τα όπλα. Αν θυμάμαι καλά ήταν τούτονε τον καιρό που είχαμε τις στεναχώριες για το χάσιμο της Κρήτης, που μάθαμε ότι κατέβασαν την γερμανική σημαία πάνω απ' την Ακρόπολη. Αυτή η πράξη και μια ανατίναξη στα γραφεία της φασιστικής Ε.Σ.Π.Ο. Digitized by 10uk1s
Δεν μας έφταναν όλες τούτες οι στεναχώριες μας εδώ μέσα, δε μας έφταναν οι στερήσεις που από μέρα σε μέρα όλο και πιο πολύ τις νιώθαμε, μα επειδή η πλειοψηφία της ομάδας, οι εργάτες όλοι, σώπασαν το θέμα της απόδρασης, γιατί χρειαζόμαστε ενότητα και σύμπνοια, η κομματική επιτροπή νόμισε πως ήρθε ο καιρός για την επίθεσή της. Έτσι μια μέρα με φώναξαν κι είδα συγκεντρωμένους τους συντρόφους της κομματικής ομάδας. Υπεύθυνος τώρα της κομματικής ομάδας είχε διοριστεί ο Ιωσήφ Αναστασιάδης εργάτης από τον Πειραιά. Ήταν καλός σύντροφος και φίλος μου, που όμως επειδή ήταν λίγο διάστημα που η οικογένειά του είχε έρθει από το Καρς του Καυκάσου, δυσκολευόταν στα Ελληνικά. Εξ άλλου μπερδευόταν η γλώσσα του και το μυαλό του έπαιρνε αργά τις στροφές: «Να πείσουμε τους συντρόφους που έχουνε τη γνώμη πως έπρεπε να φύγουμε, γιατί η κομματική μας επιτροπή μάς λέει πως δεν έπρεπε να φύγουμε», κατάφερε να πει, ύστερ' από κάμποσα ξεροκαταπιόματα και μπερδέματα της γλώσσας. Ήξερα από συζητήσεις μαζί του πως δεν ήταν απ' εκείνους που πίστευαν πως έπρεπε να μένουμε σ' εκείνο το παλιόσπιτο και πρόλαβα να τον σταματήσω: «Ποιον να πείσουμε όμως, σύντροφε Σήφη, που εμείς εδώ όλοι, όπως το ξέρεις, θέλαμε την ελευθερία μας και τον αγώνα». Και επειδή είχα πάρα πολύ νευριάσει, μόλις άκουσα τα πρώτα λόγια, σηκώθηκα και του λέω: «τράβα να πεις στον Ιωαννίδη — μα να πας ο ίδιος κατ' ευθείαν σ' αυτόν — πως το βάρος της ευθύνης που ανάλαβε, απέναντι της ιστορίας του κινήματος, θα τον πάει δεκαπέντε μέτρα βαθιά στη γη». Έφυγα γρήγορα μα όπως κοίταζα πίσω η ομάδα είχε διαλυθεί κι ένας από τους πιο μικρότερους όλου του στρατοπέδου, ο Αμαραντίδης ερχότανε ξωπίσω μου και είπε: «Και βέβαια ο Ιωαννίδης φταίει! Από το κεφάλι βρωμάει το ψάρι». Έδιωξα από κοντά μου το παιδί γιατί δε μ' άρεσε αυτός ο χαραχτηρισμός και γιατί φοβήθηκα τη ρετσινιά του «φραξιονιστή». Περίμενα τώρα τον κατατρεγμό της καθοδήγησης και του Ιωαννίδη. Συνέβη όμως την επομένη κιόλας μέρα να νιώσω το αντίθετο: Είχα ανέβει στο δεύτερο θάλαμο, κι όπως καθόμουνα στο κρεββάτι του Τσιτήλου και συζητούσα μαζί του, άξαφνα ένιωσα δυο χέρια να πέφτουν πάνω στους ώμους, να μ' αγκαλιάζουν φιλικά. Γύρισα το πρόσωπό μου και είδα τον Ιωαννίδη, κοντούλη με το πλατύ γέλιο του, φιλικό — και δε με γελούσε το ένστικτο — τόντις ήταν μαζί μου φιλικός. Κάθησε μαζί μας και για λίγο συζητήσαμε άσχετα από το μεγάλο ζήτημα, την απόδρασή μας... Θυμάμαι πως ήμουνα ψυχρός μαζί του, ενώ μας συζητούσε για τον πατέρα του που ήταν αντάρτης κι είχε λαβωθεί στην επανάσταση του 1897 στην Κρήτη. Βιάζομαι και μπαίνω μπροστά στο χρόνο σε παρένθεση, για να πω, πως το λάθος τούτο της ομάδας της Ακροναυπλίας το κατάγγειλα σαν πρώτο λάθος, σα βάση, που προκάλεσε όλα τα κατοπινά λάθη του ΚΚΕ με τις φριχτές για την Ελλάδα συνέπειες, στην προσυνεδριακή συνδιάσκεψη της περιοχής Κρήτης όπως έχω ειπωμένα και στην εισαγωγή. Ύπαρχε 'κεί αντιπρόσωπος του πολιτικού γραφείου ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης. Τα έλεγα σιγά, αφού είδα ότι από τις πρώτες κιόλας λέξεις έδειξε ενδιαφέρο και τα έγραφε. Έτσι σημείωσε ως και την τελευταία λέξη μου. Και βέβαια οι φταίχτες δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Έμειναν εκεί για να συνεχιστεί η ίδια πολιτική, αυτή που είχε μέσα της και γεννούσε τα λάθη. Ούτε εξετάστηκε από το συνέδριο που γι' αυτό έκανα την καταγγελία ή σε άλλο όργανο του κόμματος, κι ας είχαν χαθεί εκατοντάδες στελέχη του κινήματος και μια επανάσταση ολάκαιρη από αιτία εκείνη την τραγωδία. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην Ακροναυπλία.
Είχε πια χωθεί για τα καλά και στο στρατόπεδό μας αυτό το φοβερό κακό για τους ανθρώπους, όπως για κάθε ζωντανό πάνω στη γη, η πείνα. Μα ωστόσο κάτι είχαμε ακόμα και το γραφείο της ομάδας το οικονομούσε με τις απανωτές περικοπές. Είχαμε κι ένα μικρό απόθεμα χρημάτων και παίρνοντας μια ποσότητα από αυτά έφυγε ο Κώστας Αναγνωστόπουλος — ένας ξεχωριστος σύντροφος, εργάτης από την Τριπολιτσά — για την Τεγέα. Ψ ώνισε απ' εκεί και φόρτωσε δυο βαγόνια πατάτες. Τρώγαμε απ' αυτές κάθε μέρα γιαχνιστές στο καζάνι, κάναμε κι αλιάδα (πουρέ κεφαλλονίτικο) βάζαμε και στο ψωμί, αφού τις βράζαμε, για ν' αβγατίσει το λίγο απόθεμα αλευριού Digitized by 10uk1s
που είχε η ομάδα μας. Μα ύστερα πήρανε να σαπίζουν. Αυξήσαμε τη μερίδα για να μη χαθούνε ολότελα, μα όπως είμαστε αδυνατισμένοι πολλών έπαθαν βλάβη τα στομάχια. Και σαν τέλειωσαν οι πατάτες πάλι ο καϋμένος ο Αναγνωστόπουλος έτρεξε στην Τεγέα, μα δεν στάθηκε μπορετό να βρη αυτή τη φορά πατάτες — αυτές είχαν περάσει στη μαύρη αγορά — κι αφού συνεννοήθηκε με γράμμα του με την ομάδα, φόρτωσε δυο βαγόνια κρεμμύδια. Ήτανε μεγάλα κοκκινωπά κρεμμύδια, γιαλιστερά κι ομορφοπλεξιδιασμένα. Κατεβήκαμε και τ' ανεβάσαμε στο στρατόπεδο, γέμισε η αποθήκη. Μα τα κρεμμύδια σαν άλλαξαν τόπο, το κλίμα εδώ ήτανε πιο ζεστό, πήρανε να σαπίζουν. Μαγειρεύαμε τότες δυο φορές την ημέρα, γιαχνιστά, με ελάχιστα δράμια λάδι. Μα βρώμισε το μαγειρείο, βρώμισε το προαύλιο, οι θάλαμοι, εμείς οι ίδιοι, η αποθήκη από τα σάπια κρεμμύδια. Σε λίγο χάθηκαν από την αγορά τα ξύλα. Μα και το επίδομά μας, όπως από τη μια ως την άλλη ξέπεφτε η μονέδα, δεν έφτανε για ν' αγοράζουμε τα ελάχιστα. Πήγε τότες μια ομάδα σύντροφοι με δυο χωροφύλακες και κάθησε κάμποσο καιρό σ' ένα νησάκι την Ψ ηλή, που είχε θαμνωτά κυπαρίσσια και κέδρα. Έκοβε ξύλα κι ένα καϊκάκι τα κουβαλούσε στ' Ανάπλι. Εμείς κατεβαίναμε εκατό διακόσιοι όσους δεν είχε καταβάλει η πείνα και τ' ανεβάζαμε πάνω. Εξασφαλιστήκαμε έτσι από καύσιμα, είχαμε και μια οικονομία. Κι ακόμα γιατί είχαμε ένα έξυπνο, πολυμήχανο κι ευσυνείδητο σύντροφο, τον εργάτη Κώστα Σταθόπουλο από την Πάτρα, είχαμε κι άλλες οικονομίες. Ο Σταθόπουλος έστησε ένα συνεργείο στην αυλή, κόψαμε δεκάδες, ως εικοσιπέντε πόντους, κομμάτια σιδεροσωλήνες, τους ανοίξαμε βόλτες τις βιδώσαμε σε ελικοειδή τετράγωνα και μ' αυτό ντύσαμε τις πυροστιές από μέσα. Μέσα απ' εκείνη την ελικοειδή σωλήνωση περνούσε κρύο το νερό που ώσπου να φτάσει στο τεπόζιτο που τελείωνε η σωλήνωση, το νερό έβγαινε βρασμένο. Έτσι καταργήσαμε μια πυροστιά για το καζάνι του βραστού νερού κι είχαμε μια οικονομία σε ξύλα στο ένα τρίτο και ακατάπαυστα βραστό νερό. Μα το πιο σπουδαίο που έφτιαξε το συνεργείο μας, με επικεφαλής πάντα τον πολυμήχανο Σταθόπουλο, ήταν ένα χειροκίνητο πλυντήριο. Αυτό γίνηκε με δυο κοινά σιδεροβάρελα περασμένα το ένα, γεμάτο από στρογγυλές μεγάλες τρύπες, μέσα στο άλλο και δούλευε όπως το μαγγάνι στυλωμένο πάνω σε τέσσερα ξύλα. Βάζαμε 'κει μέσα τα ρούχα, ανά τέσσερεις, το γυρνούσαμε ανά δυο και συναλλάζαμε. Ύστερα ρίχναμε λίγο σαπούνι — είχε χαθεί κι αυτό από την αγορά — και για δεύτερο χέρι αλυσίβα από στάχτη. Ξεπλέναμε ύστερα και τα ρούχα είχανε καθαρίσει. Με το πλυντήριο αυτό πλέναμε την κάθε μέρα δέκα ως δώδεκα τετράδες. Έτσι όλη η ομάδα μας είχε εξασφαλίσει ένα πιο εύκολο και πιο οικονομικό για την περίσταση πλύσιμο. Χωρίς το πλυντήριο αυτό, σαν έσφιξε πιο πολύ η πείνα κι οι κρατούμενοι ήτανε ξαπλωμένοι, η καθαριότητα του ιματισμού μας θα έπεφτε στο μισό. Το πλυντήριο, επειδή έπλεναν τέσσερεις μαζί κι έλειπε το τρίψιμο στη σκάφη, παρακινούσε. Ακόμα ήτανε μια καλή γυμναστική και καταπολεμούσε την τάση της ακινησίας που φέρνει η πείνα και καταστρέφει. Μετά το πλυντήριο ο Σταθόπουλος εγκαταστάθηκε στο ξυλουργείο κι άρχισε να φτιάχνει με παραπλάνηση για τους χωροφυλάκους, μια γεννήτρια για να γεμίζει μπαταρίες για κάποιο παράνομο ραδιόφωνο που έπρεπε να έχει η ομάδα. Είχε φτιάξει από ξύλο τροχούς, τροχαλίες και άλλα λογιών - λογιών εξαρτήματα κι η μηχανή θα κινιόταν με το χέρι. Δεν ξέρω αν πέτυχε ο Σταθόπουλος να παράγει ηλεχτρισμό, μ' αυτή τη στιγμή που γράφω 'κείνα τα περιστατικά σαν να νιώθω την ψυχή 'κείνου του εξαιρετικού ανθρώπου που πέθανε από πείνα από τους πρώτους στο στρατόπεδό μας. Και λέω πως δεν κάναμε σαν ομάδα, και πρώτα εμείς οι βοηθοί του, το χρέος μας. Γιατί ξέραμε πως ο Σταθόπουλος δούλευε για να πετύχει ό,τι είχε σχεδιάσει στο μυαλό του και στο χαρτί, διπλά και τρίδιπλα από μας, έπρεπε να νιώσουμε και να προτείνουμε, μια κουταλιά φαγητό παραπάνω, όπως γινότανε σε τόσους και τόσους που σώθηκαν. Ξαφνικά έμαθα πως ψυχομαχούσε κι από τότες νιώθω σαν μια ενοχή τόσο μεγάλη, όσο μεγάλη ήτανε και η εχτίμησή μου στο σύντροφο. Digitized by 10uk1s
Θα είχε πια φτάσει στη μέση του ο Ιούνης, όταν μια μέρα φώναξε ο κράχτης της ομάδας, ο Καραμπίνης, ένα κατάλογο με τα ονόματα των Σλαβομακεδόνων της ομάδας. Το στρατόπεδο ανακουνήθηκε, σα ν' αγκομάχησε, γιατί δεν ξέραμε το τι συνέβαινε. Μα ύστερα από λίγο ακούστηκαν ψιθυριστές φωνές: «φεύγουνε». Έτρεξα κάτω στις κιγκλίδες κι εκεί μπροστά στη σιδερόπορτα στεκόταν ένας Βούλγαρος, υπάλληλος της βουλγάρικης πρεσβείας στην Αθήνα· ροδοκόκκινος, γελαστός, με μια ατσαλάκωτη λευκή στολή και δίπλα του δυο Γερμανοί της Γκεστάμπο. Στο μεταξύ έφτασε ο πρώτος Μακεδόνας, είπε τ' όνομά του, ο Βούλγαρος γεμάτος καλωσύνη και σαν να ήταν αυτός που έδινε τη λευτεριά του ανθρώπου, τον χάιδεψε στην πλάτη κι ο χωροφύλακας άνοιξε τη σιδερένια πόρτα, ενώ δυο Γερμανοί κοιτούσαν βλοσυροί και γεμάτο το ύφος τους κακία. Εικοσιτρείς φορές σήκωσε το χέρι ο Βούλγαρος και χάιδεψε από έναν σύντροφό μας και πάνω στην κατάσταση που κρατούσε τσεκάριζε ένα λεύτερο. Κι όταν τέλειωσε κι ο άνθρωπος πήρε να διπλώνει το χαρτί κατέβαινε τρέχοντας ο Κώστας Λαζαρίδης: «Κωσταντίν Λαζάρωφ» φώναξε πριν ακόμα κατέβει τα σκαλιά. Ο Βούλγαρος κάτι του είπε στη γλώσσα του, τον χτύπησε στην πλάτη, όταν έφτανε ο Γιάννης Κούσης, τσαγκάρης από τη Δράμα. «Ιβάν Κούσεφ» φώναξε όταν ξοπίσω του φάνηκε να κατρακυλάει ο Μιχάλης Σκουπακίδης σωφέρ από τη Θεσσαλονίκη, λέγοντας απανωτά με την ψευδή λαλιά του, «Μίκαλ Σκούπωφ». Έτσι έφυγαν οι Σλαβομακεδόνες του στρατοπέδου μας και μαζί τους τρεις συνδικαλιστές, διαλεχτοί σύντροφοι, με τον ξεχωριστό ηγέτη Κώστα Λαζαρίδη, γραμματέα της καπνεργατικής ομοσπονδίας και μέλος του συμβουλίου της ενωτιτής εργατικής Συνομοσπονδίας της Ελλάδας, επειδή πάνω στη συνδικαλιστική δουλειά είχαν μάθει από λίγες κουβέντες σλαβικές. Ας πω εδώ, γιατί ως τώρα μπορεί να μην έχει μνημονευτεί αλλού πουθενά, ότι ένας απ' αυτούς τους Σλαβομακεδόνες ο Ρούσαλιμ Χαριζάνης μετά από λίγους μήνες πρίχου περάσει μια εξαμηνία έρριχνε μια χειροβομβίδα μέσα σ' ένα γερμανικό καμιόνι γεμάτο στρατιώτες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μα στάθηκε άτυχος να διαφύγει ή να σκοτωθεί. Πιάστηκε ζωντανός. Οι Γερμανοί που δεν είχαν αρχίσει ακόμα να εχτελούνε δίχως δίκη τον πέρασαν από στρατοδικείο και του έστειλαν ιερέα. Θυμάμαι εκείνη την ανακοίνωση στην ομάδα μας για τον πρώτο τουφεκισμό ενός που σαν να τον λογαριάζαμε ακόμα πως ζούσε μαζί μας... «Εγώ παπά μου είπε έκανα το χρέος μου προς τον Ελληνικό λαό και τους ανθρώπους όλης της γης». Είχε φέρει μεγάλη συγκίνηση στο στρατόπεδο ο χαμός αυτού του γελαστού και δυνατού ανθρώπου. Αν θυμάμαι δε θάχε περάσει ούτε ένας μήνας, όταν άλλη ανακοίνωση μας πληροφορούσε ότι κι άλλος Σλαβομακεδόνας ο νεολαίος Καρατζάς είχε τουφεκιστεί. Αυτός ήταν ένα ψηλό μελαχροινό και γερό παιδί μ' ένα συμπαθητικό γελαστό πρόσωπο και λατρευόταν από την ομάδα. Αυτοί οι δυο τουφεκισμοί έφεραν για λίγο το πένθος στην ομάδα μα ήτανε και μια καμπάνα που σήμαινε ότι η αντίσταση στη χώρα μας είχε κιόλας αρχίσει. Πρέπει να πω πως η απελευτέρωση των εικοσιτριών Μακεδόνων οφείλεται στο γερο - Νεντέλκο, ένα πανέξυπνο και κοσμογυρισμένο μαραγκό. Αυτός ο γέρος είχε παντρευτεί σαν δούλευε εργάτης στην Αμερική, γυναίκα γερμανίδα, κι αυτή η γερόντισσα σαν έφτασαν οι πατριώτες της αφέντες στον τόπο μας, πήγε στην Κουμαντατούρα και ζήτησε το γέρο της. Οι Γερμανοί της τον δώσανε. Όταν βγήκε ο γέροντας πήγε στη Βουλγαρική πρεσβεία και είπε στον πρέσβυ ότι στην Ακροναυπλία κρατιούνται εικοσιτρείς Σλάβοι, πιασμένοι τον καιρό του Μεταξά, για το λόγο και μόνο, ότι μιλούσαν τα σλαβικά. Αυτά κατάφερε να κάνει ο γέρος μας ο Νεντέλκος. Και τόχα προσέξει πως σαν κανένας ήταν αγαπητός στην ομάδα μας και δεν είχε 'κείνη τη στυγνότητα, που όποιος την είχε λογαριαζότανε «καλός κομμουνιστής» (από την ηγεσία), κατάφερνε σαν δινόταν η ευκαιρία, πολλά για όφελος του κινήματος.
Digitized by 10uk1s
Τώρα η Ακροναυπλία έμεινε χωρίς κομματικό γραμματέα αφού ο Σλαβομακεδόνας Αντρέας Τσίπας που είχε τη θέση αυτή είχε λευτερωθεί. Μα το θέμα αυτό, της εκλογής καινούριου κομματικού γραμματέα δεν ήτανε θέμα της ομάδας και των κομματικών μελών του στρατοπέδου, μα του Ιωαννίδη και ίσως κάνα δυο συντρόφων ακόμη. Από καιρό όμως μερικά από τα στελέχη του κύκλου, μιλάγανε για τον υπεύθυνο της νεολαίας του στρατοπέδου (ΟΚΝΕ) Βασίλη Μπαρτζώτα. Λέγανε πως έχει «ήθος». Λέγανε πως σαν υπεύθυνος της ΟΚΝΕ του Πειραιά «βρήκε τον τρόπο να οργανώσει πιγκ - πογκ». Αυτά μόνο λέγανε. Για το πιγκ - πογκ νόμιζα πως ήταν τίποτα νέο όπλο, κάτι σαν βαρύ πολυβόλο και δίδαξε στη νεολαία του Πειραιά το χειρισμό του. Σε λίγο που έφτιαξαν κι εδώ οι μαραγκοί μας, δεν το βρήκα και τόσο σπουδαίο το πράμα. Και μάλιστα τόσο, που μαζί με το «ήθος» να κάνει τον οργανωτή του, κομματικό γραμματέα του στρατοπέδου μας, που σήμαινε γενικό κουμανταδόρο της ομάδας και της προσωπικής υπόστασης κι αξιοπρέπειας του κάθε συντρόφου που ζούσε 'δώ μέσα. Έκανε εντύπωση ο διορισμός του σε πάρα πολλούς συντρόφους επειδή στην Ακροναυπλία βρίσκονταν δεκάδες διάσημοι κομμουνιστές, αλλά σαν είχε αμφιβολίες κανείς, κάποιος του κύκλου θα πεταγόταν να πει: «Έχει ήθος». Είχα κι εγώ, αλήθεια λίγες φιλικές σχέσεις μαζί του, μα δε μπορούσα να πω αν είχε ή αν δεν είχε αυτό το «ήθος» εχτός αν θα τον παράβανα με τον προκάτοχό του Ανδρέα Τσίπα. Γενικά για την πολιτεία του απ' όσο τον ήξερα στυγνό κι αμίλητο είχα και κάποιο είδος προκατάληψης μ' αιτία και το κακοφτιαγμένο κορμί του. Είχε σκαρί ψηλό και χοντροκόκκαλο, βλέμμα στυγνό δίχως παίξιμο κι ακαθόριστο, μια μύτη πλακουτσωτή νέγρικη, μ' ανοιχτά πλακέ ρουθούνια. Η κοιλιά του κρεμόταν από το στήθος σαν ένα λίγο στραβό αχλάδι κι οι πατούσες τεράστιες και μονόπατες μέσα σε δυο, με φαγωμένες τις φτέρνες τους, ξυλοτσόκαρα έκαναν να γέρνει το κορμί του κατά πίσω. Ήταν από τη Λάρισα από οικογένεια μικροαστική. Κι αυτός στα φερσίματά του όλα μικροαστός. Είχε βγάλει την Ανωτάτη Εμπορική. Είχα στεναχωρηθεί. Μου φάνηκε ότι γινότανε μεγάλη ζημιά στο στρατόπεδό μας και στο κίνημα, γιατί καταλάβαινα πως τα πόστα που δίνονταν εδώ μέσα ανοίγανε το δρόμο και για τα πόστα έξω, μάλιστα ψιθυρίζανε ότι ο Τσίπας γίνηκε αμέσως ο γραμματέας του κόμματος, που τώρα με τους εξόριστους που αυτοί είχαν λευτερωθεί ξαναχτιζόταν έξω. Σκεφτόμουνα πως εδώ στο στρατόπεδό μας, βρίσκονταν όλα τα στελέχη εκείνα που είχανε οργανώσει και καθοδηγήσει τις απεργίες — ενάμισι εκατομμύριο απεργούς είχαμε μόνο στα 1935 — και τις εξεγέρσεις που τάραξαν την Ελλάδα. Εδώ ήταν αυτοί που καθοδήγησαν τους εργάτες της Καβάλας, της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλείου, της Καλαμάτας στον αιμάτινο αγώνα τους, που κιόλας για λίγες μέρες έστω, καταργήθηκε η εξουσία των αστών. Εδώ ήτανε στελέχη αγροτικά που ξεσηκώσανε σε αγώνες την αγροτιά απ' το Μωριά ως τη Θράκη, και μορφωμένοι κομμουνιστές βγαλμένοι από τη φυλακή της Αίγινας που λογαριαζότανε σχολή ανώτερη κι από αυτή την «ΚΟΥΤΒ». Κι εξ άλλου όλα αυτά τα στελέχη καλλιεργιόντανε επί τέσσερα χρόνια εδώ μέσα. Κι όλα εκείνα τα παλιά απ' όσα ζούσαν που είχαν ιδρώσει κι οργάνωσαν το ίδιο το ΚΚΕ. Ακόμα είχαμε εκτός από τον Ιωαννίδη κι άλλους ακόμα βουλευτές του Λαϊκού μετώπου. Είχαμε δημάρχους, κοινοτάρχες, συμβούλους, γραμματείς ομοσπονδιών, σωματείων και προέδρους συνεταιρισμών. Μ' άλλα λόγια είχαμε δεκάδες πολλές εξέχοντες συντρόφους. Πώς λοιπόν γίνηκε ο Βασίλης γραμματέας με το «πιγκ - πογκ» και με το «ήθος»; Μ' έτρωγε η απορία και υποψιαζόμουνα ότι σ' ό,τι αφορούσε την κομματική οργάνωση του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας, τίποτα δεν πήγαινε καλά κι αυτή η επίμονη υποψία μου είχε καρφωθεί από τις πρώτες μέρες που μ' έκλεισαν 'δώ μέσα. Αργότερα συζητώντας με τον Αντώνη Παπαγγέλου που ήταν παλιός κομμουνιστής και στέλεχος της κεντρικής επιτροπής μου είπε, πως ο Ιωαννίδης κάνει ότι θέλει και κανείς δεν μπορεί ν' αντιταχθεί γιατί την εξουσία την έχει απ' «έξω». (Είχε καλλιεργηθεί κατάλληλα ότι ο Ιωαννίδης ήταν μέλος της τρίτης κομμουνιστικής Διεθνούς κι απ' ότι ως τώρα ξέρω η πληροφορία αυτή ήταν αληθινή και μάλιστα λεγόταν ότι μαζί με το Ζαχαριάδη θεωρούνται από τους καλούς συντρόφους του διεθνούς αυτού οργάνου). Ακόμα μου είπε ότι ο Μπαρτζώτας είχε βγάλει την μικρή ΚΟΥΤΒ κι από 'κεί είχε συστηθεί κατάλληλα για να «προωθηθεί κομματικά». Μα για το πιο σπουδαίο θέμα που με κατατόπισε ο Παπαγγέλου, επειδή είχα μονάχα υποψίες, ήταν ότι όλα τα μαζικά στελέχη, του κοινοβουλίου, των Digitized by 10uk1s
συνδικάτων, των συνεταιρισμών, της αυτοδιοίκησης κι όλων όσων ανήκαν σε λαϊκές οργανώσεις κι είχαν αναδειχτεί με ψήφους, θεωρούνται ότι πάσχουν από παραγοντισμό, ότι έχουν κολληθεί με τις συνεργασίες, ρεμορφισμό, ότι ποιος λίγο - ποιος πολύ έχουν χαλάσει σαν κομμουνιστές, γι' αυτό είχε δοθεί εντολή ανάδειξης καθαρά κομματικών στελεχών, για να διοικούνε το κόμμα. Πολλές φορές είχα ακούσει ψιθύρους και μισόλογα που υποτιμούσανε τα μαζικά στελέχη του κόμματος. Γι' αυτά όλα είχα αντίθετη γνώμη και πιστεύω όχι μόνο επειδή προερχόμουνα από τα λαϊκά μικροστελέχη, μα για το λόγο ότι αυτοί που λογαριαζόντανε «κομματικά στελέχη», σαν αποσπασμένοι από τη βάση πέφτανε σε πολλά λάθη κι η Ακροναυπλία ήταν το πιο μεγάλο παράδειγμα. Ύστερα έβλεπα ότι όλοι αυτοί αποχτούσανε την ψυχολογία του μεταφορέα, του υπάλληλου, παύανε να έχουν οντότητα, γνώμη δική τους και παράδειγμά τους είχα τον υπεύθυνο της κομματικής ομάδας μας, τον Σήφη, τον πιο καλό μου φίλο το Μαμαλάκη και ένα πλήθος νέους διαλεχτούς κομμουνιστές. Γινόταν προσπάθεια για παραγωγή κομματικών στελεχών, «νέου τύπου», που αυτοί θα καθοδηγούσαν τα λαϊκά στελέχη, τις προσωπικότητες και θα δίδασκαν ποιο είναι το ηθικό και ποιο είναι το κακό. Ήτανε καιρός που η ιστορία του κάθε κομμουνιστή, άρχισε να σβηέται: «Τα πόστα τα έχει το κόμμα κι αυτό τα δίνει». Σε μια επανάσταση όμως — γιατί για κάτι τέτοιο πηγαίναμε — τα πόστα όπως και τα όπλα, τα έχει ο εχθρός και τα παίρνουν οι άξιοι. Αλλιώτικα έχομε το νόμο του φέουδου. Η μάζα των εργαζομένων στον αγώνα θα αναδείξει για κεφαλή της, άσφαλτα τον καλύτερο, οδηγημένη ακόμα κι από το ένστικτο. Ο καθοδηγητής πούχει διοριστεί, θα διορίσει, σαν μάλιστα είναι μέτριος, τον πιο μέτριο, εκείνον τον υπάκουο, που δεν έχει γνώμη και είναι καλοϋπόταγος, που δεν βασανίζει το μυαλό του το λιγοστό, που σιγά - σιγά κι αυτό ατροφεύει και τεμπελιάζει. Έτσι καταντάει άβουλος. Για να συμπληρωθεί οδηγιέται στο ψέμα και σε κάθε κακοήθεια, στον κομματικό χαφιεδισμό όπως λέμε. Έτσι με τον καιρό χαλάει η ποιότητα του ίδιου του κόμματος, λιγαίνει το φυαλό του. Ο νέος κομματικός γραμματέας μας λοιπόν δεν ήταν αναδειγμένος από τα μέλη του κόμματος που θα καθοδηγούσε στο στρατόπεδο. Ούτε από τη λαϊκή μάζα μέσα στη βράση της πάλης, όπως ήταν εκατοντάδες Ακροναυπλιώτες. Διορίστηκε στον Πειραιά υπεύθυνος της ΟΚΝΕ όταν γύρισε από τη Μόσχα. Και πάλι τώρα διορίστηκε εδώ κομματικός υπεύθυνος του στρατοπέδου. Έτσι γεννιέται μια αντίφαση που οι συνέπειες εκτείνουνται απροσμέτρητα, που μέλλει να τυραγνήσει το κίνημα της χώρας μας όσο καμιά άλλη απ' εκείνες που φυσιολογικά φυτρώνουν μέσα του. Μπορεί ο τρόπος αυτός ανάδειξης των στελεχών να μην καταστρέφει ολότελα και μόνο να καθυστερεί την ανάπτυξη όταν ένα κίνημα με τη δράση του γίνεται εξουσία και κυβερνά, όπως συνέβη με τη Σοβιετική ένωση και το Στάλιν. Σε μια χώρα όμως σαν την δική μας, με δημοκρατική παράδοση αιώνων, που το κίνημά της αγωνίζεται και παλεύει με πρόσθετες δυσκολίες ο τρόπος αυτός είναι καταστροφικός. Οδηγεί στην ατροφία από αιτία την απομόνωση των στελεχών από τη λαϊκή μάζα του κινήματος, κι όσο περνάει ο καιρός στη σίγουρη πισοδρόμησή του. Πρέπει να πω ακόμα ότι το να γίνει ο Βασιλάκης γραμματέας, βοήθησε και η Θεσσαλική καταγωγή του, επειδή η Θεσσαλία είχε παλιό και δυνατό κίνημα. Για το λόγο αυτό πολλοί Θεσσαλοί κομμουνιστές κατεχόντανε από τοπικιστική περηφάνεια και θυμάμαι μία πολύ χαριτωμένη συζήτηση με τρεις συντρόφους από του Βόλου τη μεριά: Το Μήτσο Δάλα, το Θανάση Λογγίτη και το Γιώργη Γκράτσα. Κουβεντιάζαμε για την Αθήνα όταν σε μια στιγμή μας πέταξε ο Γκράτσας: «Ότι μια μέρα, σαν θα πάρουμε την εξουσία, πρωτεύουσα της Ελλάδας θα έπρεπε να γενεί ο Βόλος». «Μα Γιώργη, γιατί να μην απομείνει η Αθήνα μας πρωτεύουσα του κράτους μας και στον κομμουνισμό που έχει και τις αρχαιότητες;...», τον ρώτησα με αστείο. Κι όταν ο Γκράτσας δεν ήθελε να απαντήσει στα ίσια, ανάλαβε ο Λογγίτης να μού εξηγήσει με λίγη ειρωνεία, πως ο σύντροφος Γκράτσας είχε τη γνώμη αυτή για το λόγο ότι όλα τα μεγάλα στελέχη του κόμματος ήταν από τη Θεσσαλία. Digitized by 10uk1s
Χωρίς άλλο ύπαρχε σε μεγάλο βαθμό κι αυτή, η τάση της τοπικής αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης, ψυχολογίας λίγο φυσιολογικής και λίγο καλλιεργημένης. Και δεν είναι τυχαίο, ούτε στην αξιωσύνη τους βρισκόταν, ότι οι τρεις σύντροφοι που κυβέρνησαν το κόμμα και, για λίγο έμμεσα την Ελλάδα στην κατοχή, Σάντος, Ιωαννίδης, Μπαρτζώτας, ήτανε Θεσσαλοί. Μου μένει όμως αξέχαστος ένας Θεσσαλός Ακροναυπλιώτης, όπως και τόσοι άλλοι, που είχε διοριστεί λίγο πρωτύτερα απ' τον Μπαρτζώτα, γραμματέας της ομάδας αυτός, ο Κώστας Αρίδας πρόεδρος της κοινότητας Τυρνάβου. Ο Αρίδας σαν προσωπικότητα ήταν από τους λίγους που είχαμε στην Ακροναυπλία. Ωραίος στη μορφή, ευγενικός, συντροφικός, αλληλέγγυος, ανθρώπινος. Κι ήξερε να μαλακώνει τη σκληρή γραμμή που του καθόριζε ο κομματικός γραμματέας, πάλευε ανάμεσα ομάδας και κομματικής επιτροπής. Σε μια συγκέντρωση όμως επειδή τώρα με την κατοχή δεν ύπαρχε επίβλεψη της διοίκησης και κάναμε συγκεντρώσεις, ο Κώστας παραείπε αυτό το: «Η Ακροναυπλία νίκησε», και ήτανε σε βάρος της δημοτικότητάς του. Μα ο Μπαρτζώτας που στο μεταξύ γίνηκε κομματική κεφαλή ήξερε να φθείρει κάθε ένα σύντροφο που είχε κύρος.
Αυτόνε τον καιρό με τις πολλές στερήσεις και στην αρχή της πείνας διάβασα κάμποσα βιβλία, επειδή η διοίκηση του στρατοπέδου με την κατοχή μάς είχε δώσει ένα μέρος απ' τα κατασχεμένα. Διάβασα ότι είχαμε από παγκόσμια ιστορία και την ιστορία του Ελληνικού έθνους του Παπαρρηγόπουλου, αν και αυτούς τους τόμους και το συγγραφέα τους, σαν θεωρητικό της μεγάλης ιδέας, δεν τους είχε η ομάδα μας σε μεγάλη εχτίμηση. Ωστόσο για το λόγο ότι η μεγάλη ιδέα ήτανε ξοφλημένη πια, το έργο αυτό λογαριαζόταν κολοσσός. Κάναμε και πολλές συζητήσεις γιατί ποτές βέβαια δεν καθήσαμε να κλαίμε τη μοίρα μας.
Ο Θρασύβουλος Καλαφατάκης, υποστηριχτής του αγώνα ενάντια της Γερμανίας, όταν στ' αστεία τον άναβαν ότι θα νικηθεί η Αγγλία αγαναχτούσε κι έλεγε υπερβολές όμορφες, όπως συνηθούνε οι αγρότες στη δυτική Κρήτη: «Πώς θα νικήσει μωρέ ο Χίτλερ την Αγγλία; με τα τσουκαλάκια! Αφού ρίχνουνε μπόμπες σαν τα κυδώνια... Απού θα ξαπλώσω τ' ανάσκελα να χάσκω να μου ρίχνουνε στο στόμα και δε θα πάθω πράμα. Μα των Εγγλέζων οι μπόμπες είναι των πέντε τόννων». Άλλες φορές έλεγε: «Οι Εγγλέζοι μωρέ σκαλίζουνε το χώμα και μαζώνουνε χρυσάφι, κι όποιος έχει παράδες νικά». Όλες οι θέσεις που έπαιρνε είχανε μια σωστή βάση, αλλά επειδή τα έλεγε στην Κρητικιά διάλεχτο τρελλαίνονταν οι σύντροφοι να τον ακούνε και κάθε τόσο τον σκούνταγαν ν' αρχινίσει. Ύστερα απ' ότι γίνηκε στο στρατόπεδό μας σαν ήρθαν οι Γερμανοί, που χάθηκε η ευκαιρία να λευτερωθούμε, ο Καλαφατάκης δεν είχε καμιά εχτίμηση στην καθοδήγησή μας. Αγνός κι άκρατος όπως ήταν, δεν εκρατιόταν ο αυθορμητισμός του. Σαν λάχαινε σε κύκλο κατάλληλο έλεγε: «Μα ποιοι 'ναι μωρέ τούτοι απού μάσε κυβερνούνε επαέ μέσα;... Κάτι κοντοί, κάτι κουτσοί, κάτι στραβοί, κάτι μονόπατοι... Με τούτουσέ μωρέ θα νικήσουμενε. Τούτοινε μωρέ θέλουνε πέταμα στον Καιάδα... Γιατί θα πάθουμενε κι όξω, ό,τι πάθαμε επαέ μέσα...». Άλλες φορές όσο σκεφτότανε πως μπορούσε να βρίσκεται τώρα στα Λευκά Όρη καταργούσε και τον Καιάδα: «Τουφέκι γαμω...». Έλαχε να είναι όλοι της κομματικής επιτροπής κοντοί: Ο Ιωαννίδης ο πιο κοντός, σωστός νάνος, δεν ξεπερνούσε το ενάμισυ μέτρο, ο Παπαρρήγας, ο Στρίγγος, ο Θέος που ήτανε μύωπας και λίγο κουτσός. Για τον Μπαρτζώτα δεν μπορούσε να πει ότι ήταν στραβός, γιατί δεν φόραγε γυαλιά όπως όλοι οι άλλοι, ούτε κοντός γιατί ήταν ψηλός. Πρόσεξε όμως που είχε πλατυποδία, που στην Κρήτη λογαριάζεται σακατιλίκι και λίγο ντροπή. Όλα αυτά του Καλαφατάκη τα μάθαινε ο Ιωαννίδης και γελούσε καλόκαρδα. Μα πρέπει να πω ότι σε λίγο, που ο Ιωαννίδης θα φύγει για το σανατόριο, με κεφαλή τον Μπαρτζώτα, που ασύδοτος βάλθηκε να μας «φτιάξει», ήταν πολύ επικίνδυνο για να μιλάει κανείς έτσι κι ο Θρασύβουλος είχε και αρκετή φρονιμάδα... Αν και μετά το διώξιμο του Digitized by 10uk1s
Καπένη — Γάκη η καθοδήγηση ένιωθε σιγουριά και κάθε τόσο το διαλαλούσε με το: «Η Ακροναυπλία ενίκησε» και δεν φοβόταν τ' αστεία του Καλαφατάκη, όση σοβαρότητα κι αν έκρυβαν μέσα τους, πάλι θα προτιμούσαν να μην κουνιέται στο στρατόπεδό μας μυίγας φτερό. Το Μαριακάκη, που αν και δε μιλούσε για τα τέτοια στα φανερά εχτός στο Θανάση Μπερεδήμα για να ξεσπάει, ο Θανάσης που τον θαύμαζε και τον λάτρευε καθησμένος πάντα μπροστά του σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι ξεσπούσε σε απανωτά γέλια. Καμώνονταν πως έτριζε τα δόντια ο Σιγανός, λέγοντάς τον, στα κρυφά απ' όλους εμάς, στην καθοδήγηση που της παρίστανε τον παλληκαρά «κάθαρμα». Με άλλα λόγια για κάμποσο καιρό μετά την κατοχή η καθοδήγηση βρισκόταν σε αδυναμία, δεν ήθελε να τραβήξη το σκοινί, έκανε καιροφυλαχτώντας τον ελιγμό της. Ο Καλαφατάκης ήταν αγρότης από τον Πλατανιά της Κυδωνίας των Χανίων. Ήταν ένας άντρας ψηλός, πρώτο ανάστημα, χοντροκόκκαλος και δυνατός. Αν οι Εγγλέζοι δε μας κουβαλούσαν το Βασιλιά να μας φέρει μαζί με το Μεταξά το φασισμό, ο Θρασύβουλος θα καθόταν στο χωριό του, να δουλεύει το πλούσιο χώμα, να γεννά, όπως γεννοβολούσε η γυναίκα του, που κιόλας τούχε καμωμένες σε δυο χρόνους δυο κοπελιές, όμορφες, η μια απαράλλαχτη ο πατέρας της, γι' αυτό το χωριό της κόλλησε τ' όνομά του και τη φωνάζανε Θρασύβουλο. Θάχε και την ιδεολογία του, θα οργάνωνε στην περιφέρειά του συνεταιρισμούς, μπορεί και πυρήνες κι αν κάπου τον έπιανε το ιδιώνυμο θα πήγαινε λίγη φυλακή, δεν χαλούσε ο κόσμος, πάλι θάβγαινε, θα πάλευε κιόλας να καταργήσει το ιδιώνυμο που ήτανε νόμος παράνομος και το κάτεργο τ' Αναπλιού δε θα τον έβλεπε. Να όμως που το πιο παράνομο, ο φασισμός, τον έκανε αυτόνε το δουλευτή παράνομο κι αλυσσοδεμένο όταν αυτός πάλευε για να ξαναρθεί και πάλι στον τόπο, η Δημοκρατία, η Τάξη κι ο Νόμος. Μια μέρα διηγήθηκε στο Μάρκο Βαφειάδη και σ' εμένα (ο Μάρκος καθοδηγούσε την οργάνωση της Κρήτης όταν ξέσπασε το κίνημα του 1938) πως τη μέρα που μπήκαν οι ένοπλοι αγρότες και κατάλυσαν το καθεστώς του φασισμού, ένας στρατιώτης βαρούσε από το μπεντένι του αυλόγυρου της στρατώνας μ' ένα βαρύ πολυβόλο «Σεντετιέν», ενώ ο άλλος στρατός είχε σταματήσει την αντίσταση. Ζύγωσε τότες ο Θρασύβουλος από σύρριζα του τοίχου και πηδώντας άρπαξε το πολυβόλο από την κάννη παίρνοντάς το του στρατιώτη. Επειδή όμως το όπλο από τη βλάβη στο σύστημα της σκανδάλης συνέχισε από μόνο του να ρίχνει όσο είχε η ταινία του σφαίρες, ο Καλαφατάκης το βάσταξε ψηλά κρατώντας το από τη ζεστή κάννη, ώσπου σώπασε και το πέταξε χάμω. Στο Θρασύβουλο ήτανε όλα πρωτότυπα. Μια μέρα μου λέει — και ποια μέρα δε μου είπε κάτι παράξενο; — «Θα σου πω πώς επαντρεύτηκα, για να μου πεις αν εξανάκουσες τέτοιο γάμο». Και μου διηγήθηκε πως ένα Σάββατο πρωί αγόρασε ένα αρνί δέκα οκάδες και πηγαίνοντάς το στο σπίτι μιας πρόσφυγας χήρας, που είχε ένα κοριτσόπουλο, της είπε: «Σιάξε κείνονε στο φούρνο γιατί θάρθουμε το βράδυ καμιά δεκαριά νομάτοι να κάμουμε την αρραβώνιαση». «Για ποια αρραβώνιαση μου λες παιδί μου; Δεν ξέρω τι 'ναι που μου λες η κακομοίρα». «Σιάξε τ' αρνί σού λέω κι ας μη κατέχεις και πράμα». «Καλά, του λέω Θρασύβουλε, η κόρη της όμως θα ήξερε, θα τα είχετε φτιαγμένα;», «Γροίκα! Αυτήνονε τροζοκοπελιά δεκατεσσάρων χρονών! Σαν επαραμεγάλωσε την εβλοήθηκα». Έγραψα αυτά τα λίγα για τον Καλαφατάκη. Και μου φαίνεται σαν νάμαι ένοχος γιατί θα έπρεπε (αν το μπορούσα) να πω δυο λόγια για όλον εκείνο το διαλεγμένο κόσμο, που μ' ακούτε ν' ακουμπάω τον πόνο μου στην ψυχή τους. Μα λέω πως με τα λίγα που θα πω για κάμποσους συντρόφους να μπορέσω να σημαδέψω τον αγωνιστή άνθρωπο της εποχής εκείνης.
Digitized by 10uk1s
Όλα το μαρτυρούσανε, όλοι το λέγανε, όλοι το περιμένανε κι οι σκλαβωμένοι λαοί το εύχονταν, πως ο πόλεμος ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία όλο και ζύγωνε. Οι Γερμανοί στρατιώτες που ανέβαιναν ως το στρατόπεδό μας, στις ερωτήσεις που τους έκαναν όσοι από τους συντρόφους μιλάγανε τη γλώσσα τους, για τις σχέσεις τους με τη Ρωσία, έλεγαν: «Με τους Ρώσους δεν είμαστε φίλοι. Έχομε ένα σύμφωνο». Οι χωροφύλακες, οι Κρητικοί στρατιώτες που ανέβαιναν ως εδώ, τα επισκεπτήρια, όλοι που μπορούσαμε να 'ρθούμε σ' επικοινωνία μαζί τους, μας έλεγαν πως ο κόσμος περιμένει τη σωτηρία του από τους Ρώσους. Αναστήθηκαν πάλι και κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και οι «προφητείες» του Αγαθάγγελου, για το ξανθό γένος που θα σώσει την οικουμένη. Κι η ομάδα μας, έξω την κομματική επιτροπή, με τριάντα ως σαράντα συντρόφους, αυτό το γεγονός περίμενε. Είχε πετάξει και είχε πέσει στην Αγγλία ένας από τους Υπουργούς του Χίτλερ ο Ες. Αυτό το γεγονός το εξηγήσαμε σα μια προσπάθεια του Χίτλερ να σταματήσει τον πόλεμό του στη δύση για να στραφεί στην ανατολή. Ακόμα η σκέψη μας επετάχτηκε ότι μπορούσε να προτείνει και συμμαχία ενάντια των Ρώσων. Μα και πάλι σκεφτόμαστε πως η Αγγλία δεν θα ανεχότανε μια Γερμανία νικήτρια στον κορμό της Ευρώπης όσο κι αν επιθυμούσε τη συντριβή του κομμουνισμού. Ήταν και ο Αγγλικός λαός, οι Άγγλοι εργάτες που ποτέ δεν θ' ανέχονταν μια συμμαχία με τους δολοφόνους πούχαν ρημάξει τις πολιτείες τους με τις βόμβες. Η ομάδα είχε στραμμένη τη σκέψη της και με στημένη την ανάσα της παρακολουθούσε τη μάχη της Αγγλίας που περνούσε τη φοβερή κρίση της αεροπορικής επίθεσης του Γκαίριγκ. Οι Άγγλοι εργάτες, ο λαός της Αγγλίας, άντρες και γυναίκες έδιναν τη μάχη πάνω στο έδαφος του νησιού τους, για την ελευθερία της οικουμένης. Αν η μάχη αυτή χανόταν, αν η Χιτλερική μπότα πατούσε αυτό το φρούριο; Ποια θάταν η τύχη του κόσμου; Σε τούτες τις μεγάλες στιγμές για τον κόσμο, εμείς οι κομμουνιστές Ακροναυπλιώτες τα είχαμε ξεχάσει όλα... Και θυμόμαστε μόνο το Ναυαρίνο... Κι όταν πια είχαμε πιστέψει ότι η μάχη εκείνη κερδήθηκε, οι στρατιές του Χίτλερ εισβάλλανε στο έδαφος της Ρωσίας. Τώρα είμαστε σίγουροι πως ο φασισμός που μόλεψε την Ευρώπη θα εξοντωθεί. Μα είμαστε και για κάτι μικρό και ασήμαντο βέβαια για την εποχή εκείνη βέβαιοι: Ότι όλους εμάς, εδώ σ' αυτό το στρατόπεδο, μας περιμένει το απόσπασμα και νομίζω πως λίγο ή πολύ, αποχτήσαμε όλοι αυτήνε την ψυχολογία. Μα έπρεπε να παλαίψουμε. Και να ελπίζουμε... Στο μεταξύ στην ομάδα μας από μέρα σε μέρα δυνάμωνε το άλλο πιο φοβερό κι απ' το απόσπασμα κακό, η θανατερή πείνα, που αυτή κατασπαράσσει το είναι, το κάνει να αλγεί κάθε λεπτό, κάθε στιγμή.
Και να πως μας ήρθε η καθαυτή πείνα που σκοτώνει. Είχαν τελειώσει κι αποκρυβεί τα πάντα. Η ομάδα μας δεν έβρισκε να προμηθευτεί τίποτα από την πολιτεία. Με συνοδεία από Ιταλούς στρατιώτες αντιπρόσωποί μας πήγαιναν στον κάμπο και κάτι από λαχανικά προμηθεύονταν για το λόγο ότι οι παραγωγοί προτιμούσαν να πουλάνε σ' εμάς αν και τα χρήματά μας λιγοστά κι οι τιμές που τους προσφέραμε μικρές. Μια μέρα όμως οι Γερμανοί κατάσχεσαν των ανθρώπων μας μερικά τσουβάλια πατάτες, απείλησαν να σκοτώσουν τους Ιταλούς, λέγοντάς τους πως έπρεπε να τουφεκίσουν εμάς όλους. Και δείχνοντάς τους μια λαχανίδα με όλα τα φύλλα της, τους είπαν ότι αυτοί — οι Γερμανοί — θα έτρωγαν την καρδιά, οι Ιταλοί τα πιο απέξω φύλλα και ακόμα τα πιο Digitized by 10uk1s
απέξω οι Έλληνες, κι εμείς οι κομμουνιστές ώσπου να φάει εμάς το χώμα θα τρώγαμε τα ξώφυλλα. Και τόντις έτσι και έγινε, γιατί η ομάδα μας δεν είχε πια χρήματα γιατί η μονέδα από μέρα σε μέρα εξέπεφτε και το επίδομα έμενε σχεδόν στάσιμο. Ήτανε κι ο κίνδυνος να μας σκοτώσουν οι Γερμανοί τους ανθρώπους μας. Αγοράζαμε λοιπόν από τους μανάβηδες τ' Αναπλιού τα κίτρινα ξώφυλλα της λαχανίδας, αυτά που τον καιρό εκείνο τα πούλαγαν σε μικρά δέματα για τις κατσίκες. Αυτά τα σκίζαμε πάνω σ' ένα ξύλινο πάγκο με μαχαίρια κόβοντας τα ραβδιά τους σε μικρά κομματάκια, τα βράζαμε σε θαλασσινό νερό, επειδή και το αλάτι από καιρό είχε μπει στη μαύρη αγορά, που για τα οικονομικά μας αυτή η πηγή προμήθειας ήτανε πολυτέλεια. Αφού έβραζαν κάμποσες ώρες σε δυο μεγάλα καζάνια γίνονταν η διανομή. Μας μοίραζαν οι μάγειροί μας κι από ένα ως τρία δράμια λάδι, για την κάθε μερίδα. Θυμάμαι ότι ένας από τους γιατρούς μας, ο Γιάννης Κουτσοδήμος ένας εξαιρετικός άνθρωπος κι επιστήμονας μας έκανε μια διάλεξη πολύ χρήσιμη, για το πώς έπρεπε να τρώμε — να μασάμε — για ν' αφομοιώνεται καλύτερα η τροφή. Ανάλυσε... θρεφτική αξία της λαχανίδας — της κράμβας κατά τους αρχαίους μας προγόνους — και τον πλούτο της σε υδατάνθρακες. Από ψυχολογική μα κι από πρακτική μεριά η διάλεξη αυτή ήταν πολύ ωφέλιμη. Θυμάμαι ότι πριν φτάσουμε να παραδεχτούμε ότι η λαχανίδα θα είναι η μοναδική μας τροφή οι σύντροφοι για τις προμήθειες αψηφώντας τον κίνδυνο να τους σκοτώσουν οι Γερμανοί είχανε πάει στον κάμπο για πατάτες. Εμείς περιμέναμε νηστικοί γιατί και το ψωμί ήταν πολύς καιρός που είχε τελειώσει απ' την ομάδα μας. Όταν νύχτωσε όμως, οι σύντροφοι γύρισαν άπρακτοι. Έφυγαν και την επομένη, πέρασε η μέρα, νύχτωσε, ξαπλωθήκαμε με πολλούς πόνους στα σωθικά. Θάταν μεσάνυχτα όταν ψιθυρίστηκε ότι έφτασαν με κάμποσες πατάτες. Θυμάμαι την αναμονή ώσπου να βράσουν και να ψηθούν, μα πιο πολύ μου έχει μείνει η καυτή νοστιμιά τους. Μια μέρα πήρα τα χωμάτινα πιάτα, να κατέβω για τη λαχανίδα (έτρωγα παρέα με τον Μανώλη Αναγνωστάκη) και περνώντας απ' την καντίνα αγόρασα δυο καταπράσινα λεμόνια. Δάγκωσα απ' το ένα τον αφαλό. Δάγκωσα άλλο ένα κομματάκι από την φλοίδα του, ήταν το ίδιο γλυκειά και το λάδι της έτσουζε τη γλώσσα ευχάριστα. Ροκάνισα όλο το λεμόνι, ήταν γλυκύτατο. Μόνο τους σπόρους δεν έφαγα, γιατί αντίθετα απ' του μανταρινιού ή του πορτοκαλιού που είναι γευστικοί, του λεμονιού, όχι επειδή είναι πικροί, μα γιατί κάποια ουσία έχει η μάζα τους, που προκαλεί μετό, δεν τους δέχεται το στομάχι. Το άλλο λεμόνι, ύστερ' από την «ανακάλυψη» το κόψαμε σύφλουδο λεπτές φετίτσες αυγαταίνοντας τη λαχανίδα.
Θα ήταν αρχές Οχτώβρη που άλλαξα θάλαμο. Ανέβηκα στο δεύτερο με τους γραμματισμένους. Ο θαλαμάρχης, που ήταν ο Νίκος Μαντηλάς αγρότης από τον Τύρναβο, με τοποθέτησε ανάμεσα στο Θόδωρο Πάγκαλο και το Νίκο Γεωργιάδη, σωφέρ απ' το Κιλκίς. Απέναντί μου είχα τον Τάκη Ζάγκα, διανοούμενος αυτός — δηλαδή είχε τελειωμένο το γυμνάσιο — από ευκατάσταση οικογένεια της Άρτας, με πατέρα στρατηγό. Από τους Κρητικούς βρίσκονταν στο θάλαμο εχτός από τον Πάγκαλο, ο Γιώργης Τσιτήλος, ο Γιώργης Σμπώκος, ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο Παναγιώτης Κορνάρος, ο Δημητράκης Καραντώνης. Ο Τσιτήλος είχε δέκατα και ξάπλωνε όλη τη μέρα. Ο Ναπολέων έγραφε από ένα γράμμα την κάθε μέρα στην αρραβωνιαστικιά του Χαρά Λιουδάκη και διάβαζε, ο Κορνάρος φιλόλογος και λαογράφος, μελετούσε με σύστημα κι εμείς οι άλλοι κάτι κάναμε, κάτι διαβάζαμε όσο μας βοηθούσε η λαχανίδα. Απ' εδώ πάνω η θάλασσα και η στεριά μεγάλωνε, ο ήλιος όπως το κτήριο έφτανε ως την κορφή του λόφου βαρούσε σ' όλα τα παραθύρια του. Αυτόνε τον καιρό επειδή είχαμε φωνάξει και στείλαμε αναφορές είχαν έλθει εργολάβοι και μαστόροι για να μερεμετίσουμε τη σκεπή που την είχε ξαχαρβαλώσει η έκρηξη του βαποριού κι οι πρώτες βροχές είχαν πέσει στη ράχη μας. Θυμάμαι που κουβαλώντας επάνω στη στέγη κεραμίδες Digitized by 10uk1s
είδα έναν που επιστατούσε κι ήτανε παλιός φίλος μου και παλιός κομμουνιστής ο δικηγόρος Σπύρος Αντρουλιδάκης από το Ρέθεμνος. Ζύγωσα να τον χαιρετίσω, μα μου έκανε νόημα ότι μπορούσε να μας δει κανείς να πάθει κακό. Είχε κιτρινίσει από το φόβο του, και μα την πίστη μου θυμήθηκα τότες το τσιτάτο 'κείνο του Λένιν, πως το προλεταριάτο δεν έχει να χάσει τίποτα από μια επανάσταση εχτός μόνο τις αλυσίδες του. Είχαν έρθει ως τότες κατά κει πολλοί Κρητικοί εργάτες κι αγρότες. Όλοι όσοι με γνώριζαν ήρθαν για να με χαιρετίσουν και μόνο ο δικηγόρος παρ' ότι κι από το ίδιο χωριό είμαστε φοβήθηκε... Μου είχε κακοφανεί.
Αρχές με μέση του Οχτώβρη με φώναξαν σε μια γκρούπα. Ήταν ο Μπαρτζώτας εκεί και μας είπε ότι 'κείνο που θα κουβεντιάζαμε έπρεπε να μείνει μυστικό. Μας ανακοίνωσε ύστερα πως στην Αθήνα από κάμποσο καιρό είχαν ιδρυθεί από το ΚΚΕ, άλλα μικρά κόμματα και οργανώσεις, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Μας είπε πως το ιδρυτικό και το πρόγραμμα αυτής της οργάνωσης έθετε τρεις σκοπούς. Ο πρώτος ήταν, ο αγώνας για την επιβίωση του λαού, που κινδύνευε ν' αφανιστεί από την πείνα. Ο δεύτερος σκοπός ήταν η οργάνωση του αγώνα, για την απελευθέρωση της χώρας, και ο τρίτος σκοπός έθετε το πρόβλημα της αποκατάστασης της Δημοκρατίας μετά την απελευθέρωση, έτσι που ο λαός να μείνει λεύτερος να εκλέξει την κυβέρνηση και τον τρόπο που θέλει να κυβερνηθεί. Μέσα στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο έχουνε θέση όλοι οι Έλληνες που συμφωνάνε με το πρόγραμμα αυτό, ανεξάρτητα από φρονήματα πολιτικά. Ακόμα και οι τεταρτοαυγουστιανοί και οι χτεσινοί βασανιστές μας. Για το πρόγραμμα αυτό οι έξω σύντροφοι ζητούσαν να έχουν τη γνώμη μας. Είχα ενθουσιαστεί. Πήρα το λόγο για να πω πως δεν έχω να πω άλλη γνώμη εξόν ότι συμφωνώ, χωρίς καμιά παρατήρηση. Και λέω τώρα ύστερα από τριάντα χρόνια πως είχα πάρα πολύ ενθουσιαστεί. Μου φάνηκε πως σωστότερη, πιο απλή, πιο παστρικιά, πιο πλατιά και πιο πατριωτική πολιτική του ΚΚΕ, όπως φαινόταν σ' εκείνο το πρόγραμμα, δεν είχα ξαναδεί. Πίστεψα αμέσως πως γύρω από το πρόγραμμα εκείνο μπορούσαν σαν θα βρισκόντουσαν καλοί κομμουνιστές, να συγκεντρωθούνε όλοι οι Έλληνες και να παλαίψουν τους καταχτητές. Η είδηση αυτή μας έδωσε κουράγιο και μας μαλάκωσε εκείνη τη σκληρή ζωή. Και σε λίγους μήνες διαβάστηκε φανερά στο θάλαμο το ιδρυτικό του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.).
Μια μέρα διαδόθηκε σαν αστραπή η είδηση ότι οι φορτοεκφορτωτές μάς ανέβασαν απάνω χίλιες οκάδες αλεύρι καλαμποκίσιο. Αμέσως γίνανε λογαριασμοί πόσα εκατομμύρια θερμίδες έχει όλο μαζί τ' αλεύρι και πόσες αναλογούνε για τον καθένα μας, έβαλαν και αυτές του λαδιού τρία δράμια στο άτομο, ξανά έκαναν σούμα, ήταν όμως και το κρεμμύδι της γιάχνισης. Ύστερα σαν μάθαμε ότι στην κάθε μερίδα συσσίτιο θα έπεφτε δεκαεφτά δράμια αλευριού γίνανε άλλοι λογαριασμοί, να δούμε πόσες θερμίδες αναλογούσανε την κάθε μέρα για τον καθένα μας και για πόσον καιρό. Εκείνο το κίτρινο σαν κρέμα κουρκούτι που έτρεμε όπως το έπαιρνες κουταλιά-κουταλιά απ' το χωμάτινο πιάτο ήταν το πιο νόστιμο φαγητό που έχω γευτεί στη ζωή μου, ισάξιο μ' εκείνα τα μαυροκούκια με τα μαμούδια, που με τραπέζωσε η θεία Ελένη σαν ήμουν παιδί στον αποκλεισμό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Είπανε πολλοί, ότι το αλεύρι ήταν αναμμένο, ότι είχε πικρίλα, ότι είχε σκουλήκια. Δεν ένιωσα πικρίλα, δεν είδα σκουλήκια. Ήταν αγνό, έτσι λογάριαζα να ήταν και η αμβροσία. Κι ο Ζάγκας ενθουσιάστηκε: «Μ, μ, μ! και να μην το ξέρω πως το καλαμποκάλευρο έχει τόση πολλή νοστιμάδα. Αν λάχει και γλυτώσουμε απ' εδώ θα λέω στη μητέρα μου να μου φτιάχνει κάθε πρωί ένα πινάκι». Κι όταν οι σύντροφοι γέλασαν ένα γύρω, ο Ζάγκας επέμενε και ν' αποδείξει πως η νοστιμάδα είναι Digitized by 10uk1s
πραγματική και όχι γέννημα της πείνας. Επιστράτεψε το στρατηγό πατέρα του που τα χειμωνιάτικα πρωινά, σαν είχε ξεροβόρι έλεγε στη μητέρα να του φτιάξει κουρκούτι για να ζεσταθεί. «Κι εμείς τα παιδιά τον κοροϊδεύαμε...». Και η λαχανίδα και ότι άλλο τρώγαμε μας ζωντάνευε πιο πολύ το αίσθημα της πείνας. Μα με τούτο το φαγητό, αυτό το αίσθημα μάς είχε γίνει τέρας. Κατέβαζες την πρώτη κουταλιά κι αμέσως ένιωθες σαν να έβγαιναν από τη νάρκη τους εκατομμύρια φιδάκια μέσα σ' όλο το είναι σου που άρπαζαν αυτοστιγμίς το κάθε μόριο της τροφής κι είχες το αίσθημα ότι χανόταν. Λυσούσε ο οργανισμός. Ζητούσε. Ένιωθες το στομάχι να δονιέται. Τα έντερα σαν να είχαν δεθεί σε ατέλειωτους κόμπους κι όταν πάλι αργούσαν, τα αισθανόσουν να κολλάνε στα νεφρά. Πονούσαν τα σωθικά μέρα και νύχτα, έναν πόνο ακαθόριστο, πόνο λιγούρας. Ένιωθες τον οργανισμό να τρώει από τον εαυτό του — ν' αυτοκαταλυέται. Η φαντασία δούλευε με μια άφταστη ταχύτητα και ακρίβεια κι έφερνε στη θύμηση τα πιο παράξενα φαγητά, μ' όλες τις γεύσεις, μ' όλες τις μυρουδιές, η γλώσσα κουνιέται αυτόματα, το στόμα γεμώζει από σάλιο, που γλυκαίνει και θα έλιωνε και τα νύχια σου ακόμη. Είχαμε απομείνει το πετσί και το κόκκαλο. Ένα πετσί μαλακό σαν πρόστυχο πανί και γερασμένο. Αν κοιταχτείς σε καθρέφτη τρομάζεις το σκελετό σου τον ίδιο. Τα γόνατα μοιάζουν μεγάλα κυδώνια, τα μπούτια και τα καλάμια είναι μονόβγαλτα. Ακόμα και τα κόκκαλά σου φαίνεται πως έχουν λεπτύνει. Ύστερα από το σκελέτωμα ήρθε το πρήξιμο στα δάχτυλα και στο πρόσωπο. Ένα πρήξιμο άγαρμπο, κίτρινο και πυώδη. Κάπου - κάπου η καντίνα της ομάδας έφερνε κάποια ποσότητα μαύρη σταφίδα ή χαρούπια. Όσοι είχανε χρήματα έπαιρναν ανάλογη ποσότητα. Τις περισσότερες όμως φορές ήτανε σάπια ή ανακατεμένη με χώματα ή με κοπριές προβάτων. Τα χαρούπια ήταν κουφαμένα ως τη μέση, με μάζα ξυλώδη και λίγη ζαχαρόψιχα. Μου μένει αξέχαστο: Όπως τρώγαμε καθησμένοι στα κρεββάτια μας από ένα απ' αυτά τα χαρούπια, παρατηρούσαμε ένα σκουλήκι που είχε πέσει πάνω στο μαξιλάρι μου. Είχε χρώμα ροδαλό και προχωρούσε συσπειρώνοντας το ως ενάμισυ πόντο σωματάκι του που ύστερα το τέντωνε. Έδειχνε ζωύφιο με πολλή ζωντάνια που το ροζ χρώμα του της έδινε τόνο. Ο Γεωργιάδης γλυκοκαταπίνοντας το σάλιο του είπε: «Αν ήταν πολλά θα ήτανε μια τηγανιά... Μ' αυτό τι να σου δώσει». Κι αποδείχτηκε από έλεγχο ότι και οι πέντε που προσέχαμε το σκουλήκι είχαμε σκεφτεί ότι κάποια ποσότητα λευκώματος ύπαρχε σ' εκείνο το ελάχιστο κι είχαμε σκεφτεί το φάγωμά του...». Αλλά φρίττω όταν αναθυμηθώ ένα παρόμοιο περιστατικό με ανθρώπους: Λίγο αργότερα που κιόλας είχε σφίξει πιο πολύ η πείνα, όπως καθαρίζαμε αγριόχορτα στο προαύλιο, καθησμένοι στα σκαμνάκια μας, πέρασαν από ανάμεσά μας δυο αξιωματικοί της Γκεστάμπο. Μας κοίταξαν μ' ένα βλέμμα γεμάτο αδιάφορης περιφρόνησης κι άφησαν να φανεί ότι τράβηξαν τα βλέμματά τους από πάνω μας από αηδία και τράβηξαν κατά το μαγειρείο μας. Όταν γυρνούσαν τους κοιτάξαμε καλά - καλά ήταν θρεμμένοι και ροδοκόκκινοι. «Όσο αίμα έχουν αυτά τα δυο τέρατα, είπα στο διπλανό μου, δεν έχομε εμείς και οι εξακόσιοι». «Θα έτρωγα απ' αυτούς ένα κομμάτι...», είπε ο σύντροφός μου με δισταγμό. «Κι εμένα το τέρας που έχω μέσα μου, μου ζητάει ένα κομμάτι» απάντησα στο σύντροφό μου για να μην τον αφήσω και στις τύψεις του. Μα κι ο διπλανός μας κι ο παραδιπλανός εβεβαίωνε ότι με μεγάλη όρεξη θα έτρωγαν ένα κομμάτι Γερμανό... Χωρίς άλλο όμως, εδώ μπλεκότανε και το αίσθημα του μίσους...
Από τον καιρό που έσφιξε η πείνα το γραφείο της ομάδας πήρε την απόφαση και φορολογούσε τα τρόφιμα που μας ερχόντανε με δέματα. Απ' αυτά τα τρόφιμα γινότανε ένα καζανάκι φαΐ με ανάκατα είδη, όσπρια ή ζυμαρικά και μοιράζονταν από μια κουταλιά στους πιο αδυνάτους, γέρους κι άρρωστους. Όταν κάποιος σύντροφος ξέπεφτε και ήταν έτοιμος για να πέσει, άφηναν έναν άλλο που είχε συνεφέρει και έβαζαν αυτόνε στην κουταλιά.
Digitized by 10uk1s
Εκείνη η κουταλιά από τα «πολυσπόρια» είναι που έσωσε από το θάνατο πολλούς ανθρώπους. Δίναμε όμως και στη θαλαμική αλληλεγγύη, που αυτή η εισφορά ήταν προαιρετική και μόνο για είδη που τρώγονταν ωμά σταφίδες, σύκα και τέτοια. Κι αυτά μοιραζόντανε το ίδιο δίκαια. Θυμάμαι το γραμματέα μας τον Κώστα Ακρίδα, που έτρεχε με τα άλλα μέλη του γραφείου, σκελετωμένοι κι αυτοί, σαν να ήθελαν, να κυνηγήσουν το χάροντα μέσ' απ' εκείνο το σπίτι. Θυμάμαι σ' εκείνες τις στιγμές την κοινωνία εκείνων των ανθρώπων, που ο ένας δούλευε για όλους και όλοι για τον έναν. Και να εξηγούμαι. Είμαστε ζωντανοί οργανισμοί, κάποτε είπαν για κάποιον ότι πήρε δυο φορές συσσίτιο... Και άλλα ειπώθηκαν και γίνανε. Στο μεταξύ μας τέλειωσε κι εκείνο το κουρκούτι και μείναμε μόνο με τη λαχανίδα, ψωμί είχαμε μήνες να δούμε και ο χειμώνας εκείνος 1941 - 1942 ήτανε ασυνήθιστα βαρύς. Στην αυλή του στρατοπέδου τα χιόνια ανέβηκαν στους τριάντα πόντους και πάγωσαν, πράμα που είχε να συμβεί από έναν αιώνα. Τα μικρά ποντίκια που η στρατώνα μας τον «καλό» καιρό ήταν γεμάτη ψόφησαν και χάθηκαν ως το τελευταίο από την πείνα και το κρύο. Οι σύντροφοι για να κερδίσουν λίγη ζεστασιά πάνω 'κει σ' εκείνο το μπαΐρι, το γεμάτο αρμούς σπίτι έρραβαν πάνω στις κουβέρτες τους τα εσώρρουχα κι ότι άλλο παλιόπανο είχαν. Κάθε χάραμα βρίσκαμε νάχουμε παγώσει ψηλά ως τους γοφούς. Οι αρρώστιες επλήθυναν κι οι θάνατοι κι οι παραφρονήσεις άρχισαν. Μα όσο οδυνηρή ήταν η πείνα, τόσο ανώδυνος και καλόδεχτος ήταν ο θάνατος. Θυμάμαι που παρακολούθησα το θάνατο του γραμματέα της ομοσπονδίας ηλεκτρισμού τού γέρο γλεντζέ μας του Μάγγου: Στεκόμαστε ένα γύρω στο κρεββάτι του. Ο Φίτσος στο προσκέφαλό του. Ο γέρος πάλευε και αγωνιούσε. Μα όταν σε λίγο αποσταμένος παραιτήθηκε, το πρόσωπό του πήρε μια ευχάριστη έκφραση, γυρόφερνε τη ματιά του τηρώντας μας ευχάριστα, τα χείλη του σαν να κουνιόνταν κι όλο το πρόσωπό του φαινόταν να νιώθει ευχαρίστηση, σαν να είχε κάνει το χρέος του ν' αντισταθεί του χάροντα ως το τέλος. Ύστερα πήρε να τεντώνει το δέρμα, να μεγαλώνει η μύτη, τ' αυτιά κι εμείς σβηστήκαμε απ' τη ματιά του γέρου. Ο Φίτσος του έκλεισε τα μάτια, το στόμα, του σταύρωσε τα χέρια. Τον παραφυλάξαμε βγάζοντας ο θάλαμός μας τιμητική φρουρά κι ο Φίτσος πάλι μίλησε πριν να τον πάρουν για το κοιμητήριο του Αναπλιού. Αχ! καϋμένε γερο - Θόδωρε... Θυμάμαι που άρχισε ο Τάκης.
Μα απ' όλα τούτα το χειρότερο ήταν ότι ο Κόκκινος στρατός υποχωρούσε. Ο Χίτλερ είχε όλα τα μέσα της Ευρώπης και τον αιφνιδιασμό μαζί του. Και άλλα. Πολλοί σύντροφοι είπαν ότι ο κόκκινος στρατός διαλύθηκε, σμπαράλιασε, ότι έπαψε να υπάρχει. Θυμάμαι δυο γεροντάκια συνδικαλιστές που κλαψουρίζοντας έλεγαν κάθε τόσο: «Ο Στάλιν είπε πως η μύτη του γουρουνιού που θα μπει στο σοβιετικό έδαφος θα κοπεί. Τώρα μπήκε το γουρούνι στο Σοβιετικό έδαφος και κυλιέται κιόλας...». Μια μέρα μας κάλεσαν κατά ομάδες για να συζητήσουμε πάνω σ' αυτές τις ηττόπαθες εκδηλώσεις. Στην ομάδα που βρέθηκα το άνοιγμα της συζήτησης το έκανε ο Μπαρτζώτας. Κατάγγειλε ορισμένους συντρόφους για ηττοπάθεια και θέλησε να αποδείξει ότι ο κόκκινος στρατός στο τέλος θα βγει νικητής για το μόνο λόγο ότι στηρίζει την ταχτική και τη στρατηγική του πάνω στη βάση του Μαρξισμού - Λενινισμού, και του διαλεχτικού υλισμού. Είπε και άλλα πολλά. Μα δε μίλησε για τα ασύγκριτα πολλαπλάσια μέσα που διάθετε η Σοβιετική Ένωση μαζί με τους συμμάχους της. Έπεφτε βέβαια, αφού δεν έπαιρνε υπόψη τον παράγοντα «μέσα», στον καθαρό ιδεαλισμό. Πήρα πρώτος το λόγο μα δίχως να στιγματίσω τους συντρόφους με τις «ηττόπαθες αντιλήψεις» κι επειδή τον καιρό εκείνο κουτσοδιάβαζα παγκόσμια ιστορία, αναφέρθηκα στο πάθημα του Ναπολέοντα και πιο πίσω στο πάθημα του Καρόλου του 12ου της Σουηδίας, που σ' αυτό το ίδιο έδαφος, αφού πρώτα κυνήγησε τις στρατιές του Ρωσικού Στρατού, νικήθηκε και άθλια κατάφυγε Digitized by 10uk1s
στη Ρουμανία, και το Μεγάλο Πέτρο που μετά τη συντριβή του Σουηδικού στρατού σε συγκέντρωση των στρατηγών του είπε: «Πίνω στην υγεία των εχθρών μας των Σουηδών που μας έμαθαν να τους νικήσουμε». Μίλησα ύστερα για τα περισσότερα μέσα, πλοία, αεροπλάνα, τανκς που σε λίγο θα διαθέτει η Ρωσία με τους συμμάχους της Αγγλοαμερικάνους. Δεν έκανε καλή εντύπωση η ομιλία μου στο Βασιλάκη στο να μην υποστηρίξω το θέμα όπως τόθετε, να μην κατακεραυνώσω τους «ηττοπαθείς» και στο να πω ότι ο κόκκινος στρατός θα διδαχθεί στο πεδίο της μάχης κι ότι εξαρτάται κι απ' τα ανώτερα μέσα η νίκη του, κι όχι από τη θεωρία του Μαρξισμού. Έπρεπε να υποστηρίξω τις θέσεις του όπως τις έβαλε κι όχι να ψάχνω και να χαλάω το μυαλό του. Απάντησε ανώνυμα για θέσεις που εκδηλώθηκαν ιδεαλιστικές. Μου κακοφάνηκε, μα δεν μπορούσα αφού έκανε το κλείσιμο, να δευτερολογήσω, μα το φύλαγα και σ' άλλη συζήτηση είπα ότι όταν πρόκειται για τον πόλεμο, για την οργάνωσή του και για ορισμένες επιστήμες, οι αστοί στρατηγοί και οι επιστήμονες, στην πράξη, είναι υλιστές και διαλεχτικοί, το ίδιο όπως και κάθε καλός κομμουνιστής.
Όπως γράφω βλέπω τα γεγονότα σωρό μαζεμένα και μπορεί να μην τα γράφω ακριβώς με τη σειρά που ξετυλιχτήκανε στο στρατόπεδό μας. Έχω πει πως στην ομάδα μας ζούσανε σαν μέλη της, και κάμποσοι αρχείοι και Τροτσκιστές. Αυτοί διώχτηκαν από την ομάδα μας, χωρίς ωστόσο να τους ματώσουν αυτούς. Η καθοδήγηση και στην ενέργειά της τούτη δεν ενέργησε ύστερ' από απόφαση της ομάδας. Δεν μας ρώτησε. Μετά το διώξιμό τους ανακοίνωσε, ότι, όταν ο Χίτλερ εισέβαλλε στο Ρωσικό έδαφος, είπαν, (οι τροτσκιστές) ότι «το καθήκον της παγκόσμιας επανάστασης έπεφτε τώρα στο γερμανικό προλεταριάτο». Αυτό λέει σήμαινε ότι είχανε σίγουρη την ήττα του κόκκινου στρατού. Πάντως κάτι θα είπανε, κάποια θέση θα πήρανε που δε θ' άρεσε στην καθοδήγηση. Η διοίκηση του στρατοπέδου ύστερ' από λίγο τους άφησε λεύτερους. Αλλά σε λίγους μήνες μάς έφεραν πίσω τον Παντελή Πουλιόπουλο, παλιό γραμματέα του ΚΚΕ και μεταφραστή του κεφαλαίου του Μαρξ. Τουφεκίστηκε κι αυτός αργότερα με τους εκατόν πέντε στο Κούρνοβο.
Αυτόνε τον καιρό γίνηκε μια μεταγωγή από δεκαεφτά φυματικούς συντρόφους, για το σανατόριο της Πέτρας στον Όλυμπο. Μέσα σ' αυτούς ήταν και ο επικεφαλής της ομάδας μας και βουλευτής του λαϊκού μετώπου Γιάννης Ιωαννίδης, ο γιατρός Σιγανός κι ο Γιώργης Νικολαΐδης, ο Δήμαρχος όπως τον λέγανε. Σε λίγο καιρό όμως ήρθε γράμμα απ' τους φυματικούς, μα όχι από το σανατόριο της Πέτρας, μα από το στρατόπεδο του «Παύλου Μελά» απ' τη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι που έγραφε ο Νικολαΐδης στον ανηψιό του Σαβέλ Γεωργιάδη και τυπωνότανε στο γράμμα αυτό η αγωνία του μελλοθάνατου. Το γράμμα είχε υπονοούμενα πολλά για 'κείνη την άδικη τύχη τους. Σε λίγο μάθαμε ότι οι μισοί απ' τους φυματικούς της Πέτρας εχτελέστηκαν με απαγχονισμό στη Θεσσαλονίκη. Πως βρέθηκαν όμως εκεί οι εννιά σύντροφοί μας και τους εκρέμασαν; Όταν έφτασε ο Ιωαννίδης και οι άλλοι άρρωστοι στην Πέτρα, πήγε και τους συνδέθηκε η οργάνωση της Κατερίνης και κανονίστηκε να τους απελευθερώσουν. Ήταν εύκολο, γιατί βρήκαν να υπηρετεί στη φρουρά ένας Κερκυραίος δημοκρατικός χωροφύλακας. Τον είχαμε αυτόνε το χωροφύλακα στη φρουρά της Ακροναυπλίας όταν είχαν κατέβει οι Γερμανοί και ήταν απ' αυτούς που μας παρακινούσαν να φύγουμε. Αυτός πάλι είπε στους Ακροναυπλιώτες φυματικούς ότι είναι στη διάθεσή τους. Μια νύχτα λοιπόν τους πήγαν ένα μουλάρι και καβάλησαν τον Ιωαννίδη, ακολούθησαν και οι μισοί απ' τους δεκαεφτά συντρόφους κι ο χωροφύλακας κι έφυγαν αφήνοντας εκεί τους υπόλοιπους εννιά και μπορεί να νιώσει κανείς τη φρίκη που δοκίμασαν αυτοί οι κακότυχοι άνθρωποι που και τόση ανάγκη τους είχε το κίνημα κι η Ελλάδα σ' εκείνη τη δυστυχία της, όταν είδαν να τους παραδίνει στους καταχτητές η Digitized by 10uk1s
καθοδήγησή τους η ίδια. Γιατί — κι αυτό ήτανε γνωστό πως θα γινόταν — μόλις οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν την απόδραση, τους άρπαξαν και τους πήγαν στο στρατόπεδο του «Παύλου Μελά». Απ' το στρατόπεδο αυτό δε βγήκε παλιός γνωστός κομμουνιστής ζωντανός 8. Δεν ξέρω γιατί τόση στεναχώρια μου είχε δώσει τούτη η υπόθεση και γιατί με συνετάραξε και μ' αποτροπιάζει ακόμα αν και δεν είχε τόσους νεκρούς, όσες οι άλλες εκατόμβες του Κούρνοβου και της Καισαριανής.
Η εγκατάλειψη εκείνη στην Πέτρα έφερε φρίκη και αναστάτωση στο κίνημα όλο και δεν ξαναεπέτρεψαν οι καινούριοι αγωνιστές να γίνει ξανά ένα τέτοιο έγκλημα. Αργότερα που γέμισε η Ακροναυπλία από φυματικούς, κι ύστερα από πολλές προσπάθειες της ομάδας μεταφέρθηκαν στη «Σωτηρία» καμιά εβδομηνταριά, η οργάνωση της Αθήνας απελευθέρωσε όλους εκείνους τους συντρόφους μας... «δικαίους και αμαρτωλούς...». Γράφω όλα αυτά με πόνο πολύ, με δάκρυα πολλά, μη μπορώντας να εξηγήσω τη μοίρα μας εκείνη, που βαραίνει ακόμη όχι σ' εμάς που δεν υπάρχουμε πια, μα σ' αυτόνε τον όμορφο μα κακότυχο τόπο.
Μα να γυρίσουμε πάλι στην Ακροναυπλία για να πω για ένα κακό που για την ομάδα μας γίνηκε καλό κι έσωσε πολλές ζωές. Οι παγωνιές του βαρύ εκείνου χειμώνα έφεραν μεγάλη καταστροφή στα λεμόνια και πορτοκάλια, γιατί πάγωσαν κι οι καϋμένοι οι παραγωγοί τα πούλαγαν όσο - όσο κι εμείς αγοράζαμε και τρώγαμε οκάδες ολόκληρες. Στο μεταξύ στο στρατόπεδό μας είχαν αρχίσει να έρχουνται χρήματα γιατί ο κόσμος, πολλοί συγγενείς μας και οι φίλοι μας είχαν οργανωθεί στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Είχαν ξεφοβηθεί, γιατί μέσα στην οργάνωση ο άνθρωπος ανεβαίνει και το πρώτο που μαθαίνει είναι να εχτιμάει και να μη φοβάται 'κει που δεν πρέπει. Θυμάμαι που καθόμαστε στο προαύλιο και φώναξε ο Καραμπίνης τ' όνομά μου για επιταγή, εξ φορές. Το πέρασα ότι μου κάνει αστεία. Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου μα τέλος μου έφερε και υπόγραψα τόντις εξ επιταγές που στέλνονταν από φίλους και συγγενείς μου ξεχασμένους. Πολλοί σύντροφοι έπαιρναν ακόμα πιο πολλές. Έπαιρνα δεματάκια που έδειχναν την αγάπη και την αλληλεγγύη, μα την εχτίμηση και τις ελπίδες που έτρεφε ο λαός για μας τους παλιότερους αντιφασίστες. Τα δεματάκια είχανε φακέλους με εικοσιπέντε δράμια φακές, άλλα φασόλια, μια οκά αλεύρι καλαμποκιού, λίγες ελιές, λίγα δράμια κόκκινη ζάχαρη και καφέ από βελάνια, βελόνες και κλωστές. Ήμουν πολύ συγκινημένος. Συχνά έπαιρνα τέτοια δεματάκια από τη Βασιλική Μπραουδάκη, την Ιωάννα Παπαδάκη, την Ιωάννα «Μανούσακα» που αυτή λεγόταν Κουμεντά και για συνωμοτισμό γραφόταν έτσι κι από άλλους φίλους. Τις γυναίκες αυτές, εχτός την Μπραουδάκη που παλιά την είχα οργανώσει στο ΚΚΕ, δεν τις γνώριζα. Και μια φορά πήρα από τον Κώστα Ασημακόπουλο από τον Πήδασο της Μεσσηνίας που σ' αυτόν είχε μείνει κάμποσο ο αδελφός μου ο στρατιώτης, ένα σακκί με εικοσιπέντε οκάδες διαλεχτή μαύρη σταφίδα, μύγδαλα, λάδι, τυρί, σαπούνι και πολλά άλλα τρόφιμα που υπολόγιζα ότι μ' αυτά θ' αγόραζε ο καλός αυτός πατριώτης μια μονοκατοικία στην Αθήνα γιατί κείνη την εποχή πουλήθηκαν σπίτια για δυο οκάδες καλαμπόκι. Γίνανε μεγάλες προσπάθειες μέσα από το στρατόπεδό μας κι από τις οικογένειες και τους φίλους έξω, για να οργανωθούνε αποστολές τροφίμων απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας. Οι δυσκολίες ήταν μεγάλες γιατί εκτός που χρειαζόταν άδεια απ' τις αρχές κατοχής ήταν και τα μέσα συγκοινωνίας ελάχιστα από τη μεγάλη έλλειψη βενζίνης. Έπρεπε να ξεκινήσει μια αποστολή με χίλιες οκάδες αλεύρι και πληρώνοντας μ' αυτό το ίδιο τα μεταφορικά μέσα και δωροδοκώντας να φτάσουν στο στρατόπεδό μας μόλις είκοσι ως τριάντα στα εκατό. Παρά όμως όλες αυτές τις δυσκολίες άρχισαν Digitized by 10uk1s
να φτάνουν στο στρατόπεδό μας λίγες ποσότητες. Σ' εμάς τους Κρητικούς ήτανε ακόμα πιο δύσκολο γιατί ξεγελιόνταν οι Γερμανοί, ήταν και τα συμμαχικά αεροπλάνα και υποβρύχια που είχανε στο νησί, που οι Γερμανοί το λέγανε «φρούριο Κρήτης», στενό αποκλεισμό και βύθιζαν ακόμα και βάρκες. Και θυμάμαι που οι δικοί μου σε γράμμα μού έλεγαν ότι έστελναν στην Αθήνα για μένα αρκετά τρόφιμα, με το παιδί ενός φίλου μου, το Βαγγέλη Κακλιδάκη κι είχα ελπίσει. Στέλνονταν στην πιο μεγάλη βράση της πείνας. Μα το πλεούμενο, που ήταν ένα καΐκι ως οχτώ τόννων τορπιλλίστηκε και χάθηκαν και τα τρόφιμα και το παιδί που τα έφερνε. Για την ομάδα που παρά τις δυο μεταγωγές, τους θανάτους και το διώξιμο των Τροτσκιστών, και λίγους που έφυγαν με δήλωση, έφτανε τις πεντακόσιες ψυχές, όλ' αυτά ήταν ενέσεις. Ενέσεις όμως που μας κρατήσανε στη ζωή, ώσπου μια μέρα, μάθαμε για κάποιο βαπόρι — το Κουρτουλούς — που φόρτωσε τρόφιμα από τη Σμύρνη για την Ελλάδα. Έτσι μας παράλαβε ο Έρυθρός Σταυρός, που πρέπει να πω ότι αν περνούσαν ακόμα λίγες βδομάδες, η ομάδα μας θα δεκατιζόταν απ' τους θανάτους και τις παραφρονήσεις. Θυμάμαι που μπήκαν στο στρατόπεδό μας τρεις κυρίες, με επικεφαλής τους την κυρία Ζαρίφη. Ήταν εκείνες ζεστές σα μητέρες κι αξέχαστες έμειναν για τη στοργή τους, σε όλους τους Ακροναυπλιώτες σ' όλη τη ζωή μας. Μαζί τους είχανε κι ένα νέο άντρα καλό πατριώτη, Καψάλης λεγόταν, μα όπως μάθαμε υποψίασε τους Γερμανούς και τον τουφέκισαν λίγο αργότερα. Μας έφεραν πολλά πράγματα: όσπρια, πληγούρι, φουντούκια, σύκα, αλεύρι και αρκετό ιματισμό. Έτσι προστέσαμε στη λαχανίδα κι από εικοσιπέντε δράμια όσπρια ή πληγούρι. Άλλα δεκαπέντε δράμια κρατούσε η καθοδήγηση για να κάνει απόθεμα για καιρό πολέμου... Και μετά εξήμισυ μήνες ξανακάπνισε ο φούρνος μας κι ο καθένας είχε από σαράντα δράμια ψωμί την κάθε μέρα. Φεύγοντας οι κυρίες μάς είπαν πως η πρώτη μερίδα που θα βγαίνει σαν θα έρχεται το Κουρτουλούς θα είναι για το στρατόπεδό μας. Έτσι κάθε που έφτανε το πλοίο από την Σμύρνη ερχόταν η μερίδα μας. Είμαστε καλά τώρα αν και μας βρήκε έν' άλλο πρόσθετο κακό, μια επιδημική αρρώστια των εντέρων, που έρριξε κάτω πάνω από το μισό στρατόπεδο. Δεν είχαμε φάρμακα ούτε ρύζι που χρειάζεται αυτή η αρρώστια. Μα καλά βρασμένο και χυλωμένο το πληγούρι έκανε την ίδια δουλειά. Δεν είχαμε θανάτους εδώ· είχε καταργηθεί ο θάνατος εξόν από αιτία την πείνα και το τουφέκι. Ωστόσο αυτή η αρρώστια δεν θεραπεύεται ολότελα. Ξανάρχεται κάθε τόσο και πολλοί υποφέραμε για όλη τη ζωή μας.
Να που μας ήρθε κι ένα χαρμόσυνο για όλο τον κόσμο και για μας εδώ σ' αυτήνε τη γωνίτσα της γης. Στο Ρωσικό μέτωπο οι Γερμανοί σπάνε τα μούτρα τους μπροστά στη Μόσχα. Πήγαν να την κυκλώσουν από νοτικά μα πέσαν εκεί πάνω σε άλλο φρούριο το Στάλιγκραντ, πολιτεία πάνω στο Βόλγα κι εκεί κρατιούνται. Το άλλο φρούριο το ξεχασμένο, η πόλη με το όνομα του Λένιν κρατάει γερά. Έτσι μπροστά σ' αυτά τα τρία οχυρά η φωτιά κι ο πρωτόφαντος χειμώνας δεκατίζουν τον ανθό του Χιτλερικού στρατού. Είμαστε τώρα σίγουροι πως οι Ρώσοι δεν έχει να κάνουν άλλο πίσω. Το άλλο φρούριο από τη δύση, το νησί της Αγγλίας από καιρό δεν κινδυνεύει κι αντίθετα έγινε ο τρόμος του Χίτλερ. Απ' εδώ εξορμάνε τα βομβαρδιστικά που ρήμαξαν τις βιομηχανίες του Ράιχ. Εδώ οργανώνεται ο στρατός που θα πατήσει την Ευρώπη. Σ' αυτό το μέτωπο από τη Δύση στραφήκαμε κι εμείς. Θα το ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο οι σύμμαχοι και πότες θα το ανοίξουν... Οι Ιταλοί φτιάχνουν πυροβολεία κατά το πίσω μέρος του λόφου που βρίσκεται το στρατόπεδό μας με τις μπούκες των κανονιών κατά τη θάλασσα.
Το στρατόπεδό μας σαν άρχισε πάλι να βουίζει από λίγο και να κουνιέται. Λιγότεροι σύντροφοι είναι ξαπλωμένοι στα κρεββάτια τους. Κάνομε αστεία, γελάμε. Απέναντί μου ο Ζάγκας γλυκομασάει Digitized by 10uk1s
το όσπριο ή το πληγούρι — τρώει επιστημονικά. Είναι λιγοστό το φαγητό μας. Πεινάμε μα δεν υπάρχει ο φόβος του χειρότερου και του θανάτου. Όταν γράφω, όταν διαβάζω ο Ζάγκας με κοιτάει. Κρατάει ένα μολυβάκι, κάτι τρίβει, κάτι σημειώνει και με ξανακοιτάει. Κι αυτή η δουλειά κρατάει μέρες: «Τι γράφεις, του λέω και όλο με κοιτάς». «Θα σου δείξω» μου λέει κι έφερε κάμποσα χαρτάκια και τ' άπλωσε πάνω στο βαλιτσάκι που είχα για γραφείο. «Τι είν' αυτά;», του λέω. «Είναι σκίτσα... Δεν μοιάζεις; Νομίζω σ' έχω πετύχει...». «Μα δεν είμαι εγώ αυτός. Εδώ έχεις φτιάξει κάμποσους ανατολίτες, γιατί και το ένα σκίτσο δε μοιάζει με το άλλο. Εδώ μ' έχεις Αρμένη, εδώ Τούρκο, εδώ Βεδουίνο. Σώθηκε να μου ρίξεις κι από λίγο γκρέκικο αίμα; Και τι είναι αυτή η μύτη, είναι τόσο μακριά η μύτη η δική μου;». «Μα όλα αυτά δεν έχουνε σημασία για την τέχνη, μου λέει. Είμαι διεθνιστής. Μπορούσα να σε κάνω και Μογγόλο, αρκεί να πετύχαινα τον άνθρωπο». «Ζάγκα, του λέω. Θα φωνάξω τον Κωνσταντινίδη...». Διαμαρτύρεται ο Ζάγκας. Τρέμει τον Κωνσταντινίδη ένα πειραχτήρι Θεσσαλονικιό τραμβαγιέρη γιατί του κάνει καζούρα. Πολλές φορές κοιτάω το Ζάγκα όπως κάθεται σκεφτικός. Έχει κατάμαυρα βουρτσωτά μαλλιά, πάνω απ' ένα χλωμό πρησμένο πρόσωπο με δυο ολοστρόγγυλα κατάμαυρα μάτια. «Θέλω να ζήσω, λέει. Θέλω να βγω γερός, να δώσω κάποια χαρά στη μητέρα μου. Γι' αυτό δε γράφω και δε διαβάζω. Το κουρκούτι θέλω να με θρέφει, να γίνεται ζωή. Διάβασμα και τα τέτοια;... Ας βγω ζωντανός... Μια μέρα έφερε κι άπλωσε στη βαλίτσα κάτι φωτογραφίες. Μου δείχνει τον πατέρα και τη μητέρα — ο πατέρας έχει πεθάνει — και τις δυο αδελφές: «Αυτήνε η Ρηνιώ» λέει, και μου δείχνει μια συμπαθητική κοπέλα, «είναι καθηγήτρια της φιλολογίας, αρχαιολόγος. Είναι καλή κοπέλα και μας συμπαθεί. Σαν ήμουν στην Ανάφη εξόριστος ήρθ' εκεί και με είδε και δε φοβήθηκε για το μέλλον της». Για την άλλη αδελφή του που ήταν αντίθετα με τη λεπτοκαμωμένη Ρηνιώ, γερή και με παράστημα αθλητικό — μα ήταν κιόλας καθηγήτρια του αθλητισμού — δε μούκανε λόγο ο Τάκης. «Αν βγούμε μια μέρα ζωντανοί απ' εδώ. Θα σου κάνω προξενιά τη Ρηνιώ...». Γέλασα. «Δεν θα με θέλει», του λέω. «Αυτή είναι καθηγήτρια κι εγώ είμαι εργάτης. Εκείνης ο πατέρας ήταν στρατηγός κι ο δικός μου αγωγιάτης». «Μα ένας εργάτης που έχει βγάλει τούτο το σκολειό κι όλα τούτα τα βάσανα αξίζει όσο δέκα αστοί καθηγητάδες. Αυτοί δεν κάθονται στο κάτεργο τούτο ούτε μια μέρα... Και τι νομίζεις ότι μαθαίνουν στο Πανεπιστήμιο πιότερα απ' ό,τι εμείς εδώ; Ύστερα εγώ ξέρω! Η Ρηνιώ θα σε θέλει». «Μου παίρνεις την άλλη... τη γυμνάστρια...». «Αυτήνε τήνε παίρνω...». «Όχι τη Νανά διαμαρτύρεται. Αυτή 'ναι δεξιά. Αυτή δε μας χωνεύει... Η Ρηνιώ είναι καλός άνθρωπος. Ρώτησε αυτούς που την είδαν και κουβέντιασαν μαζί της σαν ήρθε στην Ανάφη και κάθησ' εκεί πολλές μέρες». Είναι ο καιρός που οι εργαζόμενοι της Ελλάδας κι όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι μας λατρεύουν και πολλά από μας περιμένουν. Για την εχτίμηση αυτή μας έρχουνται ως εδώ μέσα μηνύματα πολλά: «Αν ένας από σας βρεθεί στην Αθήνα κι ο κόσμος μάθει πως είναι Ακροναυπλιώτης θα τον σηκώσει στα χέρια», μας λένε τα επισκεπτήρια. «Πώς όμως θα σας βγάλουμε μέσ' απ' αυτού;». Κι εμείς εδώ μέσα έχομε μεγάλο σεβασμό κι εχτίμηση πολλή ο ένας για τον άλλο. Από τη μεριά του ο Ζάγκας μιλούσε στα σοβαρά, μα είχε και μια ξεχωριστή εκτίμηση ο ένας για τον άλλο μας. Κάθε μέρα τούτον τον καιρό, που σαν νάχαμε ξαναβρεί από το παλιό μας κέφι, ένας από τους παραδιπλανούς του συντρόφους ο Κωνσταντινίδης. Θεσσαλονικιός Τραμβαγιέρης, που εδώ μέσα Digitized by 10uk1s
μας έφτιαχνε τα ρολόγια. Θάβρισκε μια ευκαιρία για να πειράξει το Ζάγκα. Ο Ζάγκας διαμαρτυρότανε και φοβέριζε: «Σε παρακαλώ για τελευταία φορά...». Κι αυτό το «τελευταία φορά» κρατούσε τώρα μήνες. Μια μέρα που ο Ζάγκας έρριξε στο κεφάλι του στίβα κουτιά που είχε πάνω στο ράφι — αυτό γινότανε την πάσα μέρα — τόσο πολύ θύμωσε με τα πειράγματα του Κωνσταντινίδη, που αντίς να τα συμμαζέψει, χιούμιξε κατά πάνω του μα όπως μπερδεύτηκε το στρίποδο, έπεσε κάτω του μάκρους κι από το άσαρκο πόδι του πετάχτηκε αλλού το τσόκαρο κι αλλού μια χοντρή μάλλινη κάλτσα. Ενώ ο Κωνσταντινίδης καλούσε το θάλαμο για να δει το τέτοιο παράξενο, ο Ζάγκας σηκώθηκε κρατώντας την κάλτσα και το τσόκαρο, και τόσο πολύ φώναξε, για να προειδοποιήσει για τελευταία φορά, τον τραμβαγιέρη, που έπεσαν και οι δυο τεχνητές μασέλες του επάνω στο κρεββάτι. Ήταν ένας άντρας θερμός, με μια όμορφη ψυχή. Ψύχραιμος και βολικός σε όλους, μα ο Κωνσταντινίδης του ήταν το κόκκινο πανί.
Είχε προχωρήσει αρκετά ο χειμώνας. Οι μέρες μεγάλωσαν. Οι ψύλλοι κι οι κοριοί άρχισαν να κινούνται. Μια γωνιά στο προαύλιο πήρε να χτυπάει η ηλιαχτίδα όταν δεν είχε συννεφιά. Εκεί μαζευόμαστε σαν μύγες για λίγη, τη μοναδική ζεστασιά, έξω απ' εκείνη που δίνει το αίμα και η φωτιά της πυροστιάς αν κανείς λαχαίνει να τη ζυγώσει, μέσα σ' εκείνο το σπίτι. Όλα μαρτυρούνε πως ο κόκκινος στρατός πήρε να δυναμώνει. Οι σύμμαχοι στον αέρα περνάνε στην επίθεση. Στη Βόρεια Αφρική, πότες πισοδρομούνε και πότες προχωρούνε. Στο στρατόπεδό μας σταμάτησαν οι θάνατοι και στης Αθήνας τους δρόμους μαθαίνομε, δεν μαζεύουνε πια τα κάρα τους πεθαμένους. Έχομε πολλούς άρρωστους. Είμαστε σκελετωμένοι. Υποφέραμε από το μαρτύριο της πείνας. Τα εικοσιπέντε δράμια τα όσπρια και τα σαράντα το ψωμί σε τόσο εξαντλημένους ανθρώπους δεν φέρνουνε τον κόρο. Υποφέρομε το ίδιο, μόνο πως οι άμεσοι θάνατοι ξεμάκρυναν. Μέσα ωστόσο σ' αυτό το σπίτι έχομε ανεξαρτησία. Ο χωροφύλακας δεν είναι εχθρικός. Δεν ανεβαίνει στους θαλάμους και κανείς δεν ελέγχει τι κάνομε. Τα Χριστούγεννα είχε παιχτεί ένα θεατρικό έργο κι αγόρασε η ομάδα από εκατό δράμια κρασί για τον καθένα μας. Κάναμε και μια συγκέντρωση στο δεύτερο θάλαμο όλου του στρατοπέδου — την είπανε μάλιστα συνέλευση «πανηγυρική». Μίλησε ο γραμματέας της ομάδας ο Αρίδας που αν θυμάμαι παράδωσε τη θέση του σε άλλον. Και πάλι επίμενε και τόνισε πολλές φορές, πως η Ακροναυπλία, «νίκησε». Αυτή η επιμονή και η θριαμβολογία, ερέθιζε πολλούς συντρόφους, όλους εκείνους που τους είχανε πει «φραξιονιστές» κι επίκρανε τα πιο πολλά μέλη της ομάδας. Και σ' εμένα δεν άρεσε. Δεν καταλάβαινα καλά - καλά ποια ήταν αυτή η νίκη. Μερικοί την είχανε πει «Πύρρειο νίκη». Αν είμαστε νικητές θα έπρεπε να μην είμαστε υποψήφιοι του θανάτου μα να βρισκόμαστε λεύτεροι και με το όπλο στον ώμο, γιατί αυτό ήταν το μέγα θέμα για τη ζωή μας. Τότες θα είχε νικήσει η Ακροναυπλία. Τώρα είχε νικήσει μια μειοψηφία τους πολλούς. Αν δεν νικιόνταν οι πολλοί δε θα βρισκόμαστε τώρα εδώ μέσα. Στη συγκέντρωση αυτή μίλησε κι ο φοιτητής Ζήσης Ζωγράφος: «Αν το φασιστικό τέρας θελήσει να καρφώσει τα ματωμένα νύχια του στο κορμί της Ακροναυπλίας θα δείξουμε σ' όλο τον κόσμο πως οι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές ξέρουνε να πεθαίνουν για την ελευθερία όλου του κόσμου». Και τόντις 'κείνη την εποχή όχι μόνο στους Ακροναυπλιώτες — σ' αυτούς υπήρχε από χρόνια — μα και σε εκατομμύρια απλούς ανθρώπους φώλιασε στην ψυχή τους αυτό το πνεύμα της θυσίας γιατί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είχε τσαλαπατηθεί από τη μπότα τόσο πολύ.
Αυτός ο χρόνος είχε αρχίσει (είχαμε φτάσει στο 1942) με απανωτές ευχάριστες ειδήσεις κι η κάθε Digitized by 10uk1s
μέρα που ερχότανε μας ενθουσίαζε πιο πολύ. Ένα μεσημέρι ακούσαμε βοή ανθρώπων κατά το κέντρο της πόλης τ' Αναπλιού. Την επόμενη μέρα μας ανακοινώθηκε ότι το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) κατέβασε το λαό της πόλης σε διαδήλωση, ζητώντας απ' τον κατοχικό νομάρχη και τις αρχές κατοχής διανομή τροφίμων. Με άλλη ανακοίνωσή του το γραφείο μάς παρακαλούσε να περάσουμε από τον τρίτο θάλαμο για να συλλυπηθούμε τον σύντροφό μας Πέτρο Λάσκα, γιατί ένας αντάρτης αδελφός του είχε σκοτωθεί σε συμπλοκή με Γερμανούς και Έλληνες χωροφυλάκους. Μα ήταν λοιπόν αληθινά αυτά που μαθαίναμε ότι τα βουνά της Ελλάδας είχαν μοσκοβολήσει, ότι είχε αναστηθεί η κλεφτουριά; Είναι ανείπωτο το ρίγος της ευτυχίας που περνούσε τα σκελετωμένα κορμιά μας. Εδώ μέσα ζήσαμε τη φρίκη από το θάνατο της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Τώρα ζούσαμε στην αρχή μιας ανάστασης που τη φανταζόμαστε λαμπρή, με δίχως φασισμό απάνω στη γη, με κοινωνική δικαιοσύνη, με δίχως εξάρτηση, με δίχως αποικίες πάνω στη γη.
Θέλω τώρα να μιλήσω για ένα θέμα που ως τώρα νομίζω το έχω θίξει μονάχα ξώφαλτσα: Το θέμα της λατρείας στο πρόσωπο του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Ζαχαριάδη που αρχίζει από το φθινόπωρο εκείνου του ίδιου χρόνου — 1942 — όταν προσφέραμε τα κομματικά από ένα μικρό ποσό κι οι επιπλοποιοί μας έφτιαξαν ένα κότερο αριστούργημα για τη γιορτή του αρχηγού. Απ' εδώ και πέρα αρχίζει κανονικά η λατρεία. Πρώτα από λίγους γραμματιζούμενους με κεφαλή τους το Βασίλη Μπαρτζώτα: «Ο Ζαχαριάδης έκανε την έκτη ολομέλεια που έβγαλε το ΚΚΕ από την κρίση του στα 1936. Ο Ζαχαριάδης ήταν ο πρώτος αντιφασίστας, ο πρώτος θεωρητικός, ο πρώτος στη μυική δύναμη, ο αναμφισβήτητος στην ευφυία, στο ήθος, στην συντροφικότητα, στην πειθαρχία και στην κομματικότα, σε όλα, σε όλα...». Και το γεγονός ότι τότες βρισκότανε κρατούμενος κατά ένα τρόπο, απαγόρευε, όχι διαμαρτυρία για ότι το άτομο Ζαχαριάδης γινόταν ιδέα που ταυτιζότανε με το κόμμα, ή που καθότανε πάνω από το κόμμα, αλλά ούτε απλή αμφισβήτηση, ούτε σκέψη ακόμη. Πολλοί ίσως να δυστροπήσαμε, αλλά κανένας δε μίλησε κι ούτε μπορούσε να σκεφτεί για να μιλήση, γιατί κοντά στα τόσα λέγανε πως είχε την εχτίμηση του Στάλιν, που είχε πει ότι είναι — ο Ζαχαριάδης — ένας από τους καλούς συντρόφους του παγκόσμιου κινήματος. Κι ότι ζημιώνεται που είναι αρχηγός του ΚΚΕ γιατί θα έπρεπε τέτοιο μυαλό να είναι αρχηγός ενός μεγάλου κόμματος σε μια πολύ μεγάλη χώρα. Αυτό το διάστημα μάλιστα τραγουδιότανε στην Ακροναυπλία ένα πολύ κακόγουστο δίστιχο σε μαγικό κιόλας σκοπό: «Απομονή χρειάζεται κι όχι απελπισία — να ξεμπουκάρει ο Νικολός να δώσει αμνηστία». Μια μέρα θυμάμαι πόσο μου χάλασε το κέφι, όταν με πλησίασε ο δικηγόρος Ρεμπούτσικας που κιόλας πολύ εχτιμούσα και κάνοντας βόλτες μου λέει, προσπαθώντας να δείξει πως το είχε φέρει η κουβέντα. «...Να βγει ο Ζαχαριάδης από το κάτεργο να τους γαμήσει την πίστη...». Αγανάχτησα, τι μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος στο φασιστικό καθεστώς, μα δε μίλησα. Κοίταξα το Ρεμπούτσικα καλά - καλά. Τον ήξερα για έξυπνο σύντροφο, κατάλαβα πως δεν πίστευε αυτά που έλεγε σ' εμένα, μα ότι ήταν ένας (της δεύτερης σειράς αλήθεια αυτός) που είχε εξαμολυθεί στην ομάδα μας για το πρώτο πλασάρισμα. Έτσι που ν' αρχίσει σε λίγο ο Βασιλάκης, ν' ανοίγει τις ρουθούνες του και να βρυχιέται για το σύντροφο αρχηγό... Σε λίγο θ' ακουστεί, όταν δε δικαιολογιόταν μια πράξη ή μια θέση το περίφημα ανόητο. «Έτσι μας έμαθε ο Νίκος». Και το λέγανε τόσο ωραία αλήθεια. Μικροαστικά. Κι αρχίζει το καλανάρχημα κι από άλλα στελέχη. Με μυαλό, με ανθρωπιά, για τις υπερφυσικές ιδιότητες και τα υπεράνθρωπα χαρίσματα του αρχηγού. Και τον άφθαστο σε σοφία και σεμνότητα τον πιο αγαπητό μας σύντροφο, έναν ζωντανό αγιασμένο, το δάσκαλό μας το Γιάννη Ζεύγο, που σε μια διάλεξη κρατούσε χαρτάκια με αποσπάσματα του Ζαχαριάδη, του Μαρξ, του Έγγελς, του Λένιν, του Στάλιν. Μας τα διάβασε λέγοντας πως η προσωπικότητα ξεχωρίζει κι από το λογοτεχνικό ύφος στη διατύπωση των ιδεών. Έτσι ανέβαζε το Ζαχαριάδη, ο ασύγκριτα εξυπνότερός του, στο ύψος ενός Μαρξ, ενός Λένιν!!! Πρέπει απαραίτητα να πω ότι αυτή τη νέα στροχτούρα όπως θα την έλεγε ο φίλος μου ο Μαμαλάκης, την έφεραν οι κούτβιδες — προπάντων ο Μπαρτζώτας — απ' έξω αφού είχαν ζήσει τις εκκαθαρίσεις του Στάλιν, τη θεοποίησή του και τη μετατροπή του κόμματος των Μπολσεβίκων σ' ένα μηχανισμό κάτω από τον έλεγχο και την εξουσία του. (Πάλι καλά που εδώ άργησε νάρθει γιατί θα έκαιγε τα πάντα όπως ο περονόσπορος και η Ακροναυπλία ποτές δε στεκόταν). Αφού όμως έτσι Digitized by 10uk1s
γίνονταν τα πράγματα εκεί, έτσι έπρεπε να γίνει κι εδώ αφού το κίνημά μας είναι κομμάτι του διεθνούς κινήματος ανεξάρτητα από τις συνθήκες και τη ζωή των κομμουνιστών σε στρατόπεδο ομήρων. Ας πω ότι κάθε αντίδραση ήταν καταδικασμένη και σήμαινε το λιγότερο πολιτικό θάνατο. Συνέβη αυτό με τον Τηλέμαχο Τριβέλα, που κιόλας το έχω αναφέρει. Όσο για μένα; (μια που λέω πως κάνω αυτοβιογραφία) το λέω καθαρά, μισοπροσαρμόστηκα. Έπαψα ν' αντιδρώ. Αν και όχι συνέχεια και για πολύ καιρόν. Δε λέω πως έκανα καλά, γιατί στον αγώνα για τη δημοκρατία επειδή η προσωπολατρεία πρώτ' απ' όλα τη δημοκρατία εξοστρακίζει από το κόμμα κι από παντού. Δε χρειάζεται λοιπόν υποχώρηση κι όταν ακόμα βλέπεις ότι χτυπάς τη γροθιά στο μαχαίρι. Αν κανείς προσπαθούσε να μου βγάλει το μάτι, ξέρω ότι θα το υπερασπιζόμουνα. Νομίζω ότι για τον κοινωνικό άνθρωπο, η δημοκρατία είναι όπως και το φως του, και πρέπει να την υπερασπίζεται χωρίς συμβιβασμούς, δίχως υποχωρήσεις και δικαιολογίες, κι ας πέφτει στο βωμό της, είναι καλό.
Μια πρωινή όπως ήμουνα ξαπλωμένος και διάβαζα συγκεντρώθηκαν δίπλα απ' το κρεββάτι μου καμιά εικοσαριά σύντροφοι, έτσι άκουα, ήθελα και δεν ήθελα. Άνοιξε τη συζήτηση ο Βασιλάκης ο Μπαρτζώτας, λέγοντας πως σκοπός εκείνης της μάζωξης ήταν «η ανταλλαγή πείρας στο θέμα της αυτοκριτικής». Κι αφού τέλειωσε μια σύντομη ανάλυση το τ' είναι και πώς πρέπει να γίνεται η αυτοκριτική πήρε να το δείξει στην πράξη, χτυπώντας τον εαυτό του στ' ότι όταν αδελφός του ο γιατρός ετοίμαζε τη διάλεξη εκείνη (πριν από ένα χρόνο) μ' ένα σωρό θέσεις φροϋδικές, παράλειψε να υποδείξει στη μορφωτική επιτροπή να κοιτάει τα χειρόγραφα, οπότε δε θα γινότανε αυτή η ζημιά στην ομάδα μας. Και σκιζόταν στην αυτοκριτική για το «λάθος» του αυτό και υποσχότανε ότι στο μέλλον δεν θα το ξανακάνει. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ζημιά γίνηκε στην ομάδα μας επειδή ένας θάλαμος είχε ακούσει το γιατρό μ' εκείνες τις «φροϋδικές θέσεις». Το να καμώνεται ότι κάνει ο Βασιλάκης αυτοκριτική για μια ζημιά όπως έλεγε — που τέτοια ζημιά δεν γίνηκε — μόνο και μόνο για να κάνει να τον μιμηθούνε σε θέματα που αυτός ήθελε, μου φάνηκε χοντροκομμένη υποτίμηση των κομμουνιστών της Ακροναυπλίας και μεγάλη βρισιά που κιόλας μας πετούσε ο κομματικός γραμματέας μας. Είπε κι άλλα για άλλες πολλές παραλήψεις του που όλ' αυτά λέγανε πως στο εξής αλίμονο σ' εκείνον που θα ξέφευγε, έστω για λίγο απ' την πολιτική της ομάδας, δηλαδή απ' τη θέληση και τους ορισμούς τους δικούς του. Ύστερα πήρε το λόγο ο Καραντώνης που ήτανε καλός σύντροφος μα του κύκλου. Τ' άρεσε νάχει φιλία με το γραμματέα και γνώμη του σ' όλα νάναι η απαράλλαχτη γνώμη του Μπαρτζώτα. Έκανε κι αυτός αυτοκριτική για ένα σωρό σφάλματα αταξάδες κι αδυναμίες που ήξερα γιατ' ήτανε φίλος μου και Κρητικός ότι όλ' αυτά που έλεγε δεν ήταν αληθινά και ειπώθηκαν μόνο και μόνο για να στηρίξει πάνω τους την αυτοκριτική που η συνταγή έλεγε χωρίς άλλο να κάνει. Ήτανε μιλημένος. Ύστερα έπαιρνε το λόγο ένας - ένας κι έκανε «αυτοκριτική» και δε θυμάμαι να είπε κανείς ένα περιστατικό που να χρειαζότανε να ζητήσει συγγνώμη από κανένα. Θυμήθηκα το «ιλάσθητί μοι, Κύριε, τω αμαρτωλώ» και το «ουδείς αναμάρτητος...». Θυμήθηκα τη γιαγιά μου την Ηλιομαρία που σαν έτρωγε χόρτα κι έτρωγε κανένα ψαράκι, ζητούσε από το Θεό να τη συγχωρέσει κι όταν η μέρα ήταν καλή και τη θαύμαζε ζητούσε πάλι συγχώρεση ότι αμάρτανε επειδή ευφραινόταν η ψυχή της. Ήθελα να το μπορούσα να μην πάρω μέρος σε μια τέτοια ιεροτελεστία που έπρεπε υποχρεωτικά να πω το «ήμαρτον Κύριε». Όμως το επόμενο πρωί, έπαιρνα μέρος σε μια δεύτερη ομάδα με τον ίδιο εισηγητή, μόνο που εδώ δεν έκανε τη «γενναία αυτοκριτική» του — το γεγονός είχε διαδοθεί κατάλληλα στο θάλαμο — και δεν χρειαζόταν. Κοιτούσα εκείνους τους σκελετωμένους ανθρώπους. Αιστανόμουνα και πονούσα ότι κι αυτοί νιώθανε την ίδια εκείνη στιγμή: Την ίδια λιγούρα, τη λύσσα και τους πόνους της πείνας, κι αναρωτιόμουνα ποια κακή μοίρα μας βρήκε με τούτον εδώ τον σύντροφό μας που μας έχει γίνει ιεροεξεταστής. Ήτανε που μας τσάκιζε κι εκείνη η προκλητική του ευτροφία που τον έκανε να φαίνεται σωστός μπουρζουά, που ήθελε ναι και καλά ν' αυτοκατηγορηθούμε για φταίχτες εμείς, που ούτε την πατρίδα μας προδώσαμε, ούτε τους εαυτούς μας, όπως έκανε αυτός για μας κρατώντας μας εδώ μέσα και τώρα μας στερούσε το κίνημα κι Digitized by 10uk1s
υποφέραμε, ούτε και μαύρη αγορά κάναμε αφού μας βλέπει ότι είμαστε κλεισμένοι σ' αυτό εδώ το σπίτι προδομένοι και κατατρεγμένοι. Μας είχε καθησμένους εκεί κι ένας έπαιρνε το λόγο αρχίζοντας την αυτοκατηγορία, αυτοί που κάθε στιγμή τους έφευγε κι από ένα δράμι απ' τη ζωή τους, έτοιμοι να τη δώσουν κι όλο μεμιάς για την ελευθερία των ανθρώπων. Καθόμαστ' εκεί φρόνιμα και υπάκουα και παίρναμε το μάθημα της «αυτοκριτικής» — να εξηγούμαι — το μάθημα της υποταγής. Πήρα κι εγώ το λόγο τελευταίος — αποφάσισα — λίγο αναμάσησα μα τέλος κατάφερα να πω: — Φοβόμουνα βλέπετε — «Σας ζητώ συγγνώμη σύντροφοι που θα ήθελα να κάνω αυτοκριτική εχτός να μου πήτε, σε τι και σε ποιον έφταιξα, αλλιώς πολύ δυσκολεύομαι». Στους άλλους θαλάμους η αυτοκριτική δεν πήρε την έκταση που είχε πάρει εδώ στο θάλαμο των διανοουμένων9. Λίγοι παραιτήθηκαν απ' το να πάρουν το λόγο για να πούνε ζητώντας συγγνώμη για τ' ανομήματά τους και κανένας δε δοκίμασε να κάνει κριτική της καθοδήγησης, έστω και για το θέμα που συζητούσαμε. Στο κλείσιμο ο Βασιλάκης είπε ότι οι σύντροφοι υπήρξανε τσιγκούνηδες στην αυτοκριτική τους και δεν αναφέρθηκε στη στάση των συντρόφων που δεν μίλησαν ούτε στη δική μου στάση. Συζήτηση με θέμα κριτική — που όμως ξέραμε αποτελεί αξεχώριστο θέμα με την αυτοκριτική — δεν γίνηκε. Κι είναι φανερό πως η καθοδήγηση δεν μπορούσε δίχως να μας «προετοιμάσει» να βάλει τέτοιο θέμα, αφού η κριτική, όταν δεν είναι ύμνος προς την ηγεσία, δεν συμφωνεί με την ιδιότητα του «νέου τύπου κομμουνιστή». Ύστερα τι θα γινόταν αν λίγοι έστω σύντροφοι έβαζαν το ερώτημα με κριτική τους για ν' απαντήσει η καθοδήγηση, γιατί βρισκόμαστε σ' αυτό το κάτεργο κι αν θα μπορούσαμε να έχουμε λευτερωθεί... Πάντα σ' όλες τις συζητήσεις που οργάνωνε η καθοδήγηση έπαιρναν τέλος κι έσβηναν μόλις σηκωνόμαστε απ' την συγκέντρωση. Κανείς δεν αναθίβαλε ούτε και ήθελε να θυμάται τα θέματα κείνα που «συζητούσαμε» που για σκοπό τους είχανε να βλάψουν και να εκμηδενίσουν την προσωπικότητα και την ατομικότητά μας τα τόσο χρήσιμα για τους κομμουνιστές.
Σ' αυτές τις συζητήσεις που είχε οργανώσει ο Βασιλάκης Μπαρτζώτας με προσοχή και επιμέλεια και μας τις έφερνε τη μια ξοπίσω της άλλης, ήταν και η συζήτηση για την «κομματικότητα» που κι αλλού έχω θίξει. Με τη διδασκαλία για την κομματικότητα οι σύντροφοι έπρεπε να γίνουν «νέου τύπου» κομμουνιστές. Και ήτανε η κομματικότητα όπως την ήθελε η καθοδήγηση μια αλυσίδα από ταμπού και παραγγέλματα στηριγμένα όπως είπανε στην ηθική του Μαρξισμού. Για τη φιλία — αυτό το ιερό πράμα που τόσο πολύ ομόρφαινε τη ζωή της γενιάς μας — τα παραγγέλματα αυτά λέγανε πως έπρεπε να είναι φιλία κομματική, που κατά την ανάλυση του Βασιλάκη σημαίνει να συμφωνώ με τους φίλους μου στην πολιτική της καθοδήγησης. Αν ένας σύντροφος φίλος μας δεν συμφωνούσε, έπρεπε να τον «πείσουμε», — εξαναγκάσουμε — να συμφωνήσει αλλιώς η φιλία ανάμεσά μας έπρεπε να σταματήσει. Το φριχτό όμως ήταν σ' αυτή την υπόθεση πως η «κομματικότητα» έβαζε το καθήκον να καταγγείλεις το σύντροφο και φίλο σου στην καθοδήγηση. Έτσι κατά τον πιο επίσημο τρόπο έμπαινε στη ζωή του επαναστατικού μας κινήματος ο κομματικός χαφιεδισμός, το κάρφωμα, που αν και δω στο στρατόπεδό μας λόγω του ανεβασμένου επιπέδου της βαθιάς εχτίμησης που είχαν συναμεταξύ τους οι αντιφασίστες, δεν έπιασε, έμελλε όμως να φέρει πολλά κακά στο κίνημά μας από αιτία ότι στους νέους κομμουνιστές, ανώριμοι όπως ήταν, τους δίδαξαν και θεωρούνταν, η καταγγελία μεγάλη αρετή. Και βέβαια συνέβη πολλές φορές και σ' εμάς στην Ακροναυπλία να μην συμφωνάμε δυο φίλοι σε ένα ή σε πολλά θέματα ή και στη γενική πολιτική και ταχτική της καθοδήγησης, μα θα βρίσκαμε έναν τρόπο να διατηρούμε τη φιλία μας δίχως να συμφωνήσουμε ποτές και δίχως να υπάρξει Digitized by 10uk1s
καταγγελία προς την καθοδήγηση. Και θυμάμαι πόση φιλία είχα με το Μαμαλάκη, με τον Καραντώνη, με τον Αναγνωστάκη που κιόλας επί δυο χρόνια τρώγαμε μαζί και μοιραζόμαστε το τσιγάρο και με πολλούς άλλους συντρόφους, που ωστόσο πολλές φορές και για μεγάλα ζητήματα θεωρούσα, όχι σωστή μα καταστροφική την πολιτική της καθοδήγησης για το κίνημά μας ενώ αυτοί την εγκρίνανε απριόρι. Το πολύ που γινόταν όταν και οι δυο σύντροφοι που διαφωνούσαν το θέλανε, να πάνε σ' έναν άλλο φίλο τους, ζητώντας τη γνώμη του, ή αν το ζήτημα δεν ήτανε θέμα πολιτικής γραμμής, μπορούσαν να πήγαιναν και στην καθοδήγηση για διαιτησία.
Σ' εκείνο το κρύο μ' εκείνο το σκελέτωμα, μ' εκείνα τα εικοσιπέντε δραμάκια τα όσπρια, καθόταν ανάμεσα σε δυο κρεββάτια, χάμω, για λίγη ζεστασιά, φορώντας ένα παλιό παλτο απ' τα μανίκια κι έχοντας άλλο ένα ριγμένο στις πλάτες, σκελετωμένος ο δάσκαλος, αυτός ο ασύγκριτος σε ανθρωπιά και ψυχική λεβεντιά Αρκάδας, ο Ταλαγάνης (Ζεύγος) κι έγραφε. Τι έγραφε; Ξέραμε πως είχε γράψει μια σύντομη ιστορία του Νεοελληνικού έθνους, μα τώρα κάτι άλλο έγραφε. Τον βλέπαμ' εκεί να σκύβει, κάπου - κάπου να φυσάει τα δάχτυλα να μην ξεπαγιάσουν, να πιάνει το κοντύλι και πάλι να σκύβει για να συνεχίσει. Πολλοί σύντροφοι ξέραμε πως 'κείνο που έγραφε το διάβαζε μόνο ο Μπαρτζώτας που του το επέστρεφε με παρατηρήσεις και κάπου - κάπου πήγαινε κι ο ίδιος ο δάσκαλος στο κρεββάτι του για «συνεργασία». Και μια μέρα μας έγινε ανακοίνωση: Θα γίνουν μαθήματα φιλοσοφίας. Μα όχι ακριβώς μαθήματα, μα κάτι σαν διαλέξεις, που όμως οι μαθητές, όσοι βέβαια το ήθελαν, θα κράταγαν σημειώσεις για να θέσουν γραφτές ερωτήσεις. Οι απαντήσεις θα δίνονταν στο επόμενο μάθημα. Χαρήκαμε όλοι, γιατί τέτοια μαθήματα (της φιλοσοφίας) δεν είχανε γίνει στην σχολή μας, κι ότι σχετικό με τη φιλοσοφία είχαμε διαβάσει: «Θέσεις για τη Φιλοσοφία» του Θεοδωρίδη και την «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας» του Γιάννη Κορδάτου λογαριάζονταν και τα δυο βιβλία αιρετικά και στην Ακροναυπλία βρίσκονταν όπως και πολλά χρήσιμα βιβλία, επειδής τάχε κατά ένα τρόπο στηρίξει ο σύντροφος Γλυνός, όταν βρισκόταν εδώ. Δάσκαλοι των μαθημάτων — διαλέξεων — θα ήταν για το δεύτερο και τον τρίτο θάλαμο ο συγγραφέας των Γιάννης Ταλαγάνης και για τον τέταρτο και πρώτο, ο Παναγιώτης Μαυρομμάτης. Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν ένα πρωί στη μια μεριά του θαλάμου. «Γίνανε σύντροφοι ως τώρα, άρχισε ο Ζεύγος, την εισαγωγή του, μαθήματα πολιτικά, μαθήματα συνεταιρικά, μαθήματα οργανωτικά, μαθήματα εγκυκλοπαιδικά και πολλά άλλα. Η Ακροναυπλία γίνηκε όχι μόνο πανεπιστήμιο του κόμματός μας μα και το σχολειό του Ελληνικού λαού, αφού εμείς όλοι εδώ, αυτόνε πρόκειται να διδάξουμε. Και έπρεπε να μάθουμε όλα αυτά που ως τα τώρα έχουμε μάθει για να φτάσουμε και στο μάθημα της φιλοσοφίας, αφού η φιλοσοφία είναι η επιστήμη των επιστημών». «Δεν σας αποκρύβει σύντροφοι η κομματική επιτροπή ότι τα μαθήματα αυτά — διαλέξεις — γράφτηκαν για να δικαιώσουν την Ακροναυπλία». Όταν είπε αυτά τα τελευταία λόγια ο δάσκαλος, πρόσεξα ότι σε πολλών συντρόφων τα πρόσωπα φάνηκαν οι ανάλογες μ' εκείνες τις αντιδράσεις κάθε φορά που ακούαμε από κανένα υπεύθυνο πρόσωπο τις λέξεις εκείνες που πάντα μας χαλούσαν το κέφι: «Η Ακροναυπλία νίκησε». Τώρα όμως είχαμε κάτι διαφορετικό από τη «Νίκη». Είχαμε τη «δικαίωση». Μα μ' ένα μάθημα, αν ακόμα το πούμε και μάθημα φιλοσοφίας, δεν δικαιώνεται μια πολιτική, γιατί πάντα και στα μικρά και στα μεγάλα, το λόγο τον έχει η ιστορία που αυτή γράφεται και ξαναγράφεται ώσπου φτάνει να την γράψουν άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για τη «νίκη» και τη «δικαίωση» παρά νοιάζονται μόνο το πώς να βρούνε και να δώσουνε την αλήθεια στους σημερινούς και στους ερχόμενους. Και τούτα όλα βέβαια τα ήξερε ο καϋμένος ο δάσκαλός μας που ποτιζόταν από το ίδιο φαρμάκι μ' εμάς που μας δίδασκε. Παρ' όλα τούτα οι Ακροναυπλιώτες παρακολούθησαν και το μάθημα τούτο της «φιλοσοφίας» με ζήλο και με όρεξη. Digitized by 10uk1s
Από τον τρίτο θάλαμο μπήκαν οι πιο θαρρετές ερωτήσεις που αμφισβητούσανε τη σοφία της πολιτικής της καθοδήγησης. Θυμάμαι με πόση τρυφερότητα κι ιερότητα ξετύλιξε ο δάσκαλος τα καρτάκια με τις ερωτήσεις λέγοντας: «Και τούτη, σύντροφοι, η ερώτηση μάς έρχεται από τον τρίτο θάλαμο». Κι άστραφτε η ματιά του δασκάλου μας, βαθιά μέσα στις κόχες, όταν η ερώτηση ήταν αμφισβητική της προσπάθειας της κομματικής επιτροπής για «δικαίωση» για ό,τι γίνηκε κει μέσα, της προσπάθειας για την επιβολή του «αλάνθαστου» στην πολιτική της, γιατί ο τρίτος θάλαμος, σαν θάλαμος προλεταριακός λογαριαζότανε ο πιο καθαρόαιμος κομματικός θάλαμος και βάραινε η γνώμη του πολύ. Θυμάμαι με τέτοια ερώτηση που έλεγε περίπου τούτα: «Σύντροφε δάσκαλε. Στο μάθημα αναφερόσαστε σ' ένα τσιτάτο από το Μαρξ ότι, «το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική του όπλου». Μια που τα μαθήματα αυτά όπως στην αρχή μας είπατε γίνανε για τη δικαίωση της πολιτικής της καθοδήγησης, το τσιτάτο αυτό έχει θέση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί η θέση αυτή του Μαρξ, για το λύσιμο των αντιθέσεων μέσα στην ομάδα μας; Θυμάμαι σε ποια δύσκολη θέση έφερε η ερώτηση αυτή το δάσκαλο που στο τέλος κιόλας δεν απάντησε. Εξήγησε μόνο το τι θέλει να πει ο Μαρξ μ' αυτή τη θέση. Ο σύντροφος όμως ρωτούσε σχεδόν καθαρά: Αν η καθοδήγηση είχε το δικαίωμα να διώξει τους δυο συντρόφους — Γάκη και Καπένη — όχι με την κριτική δηλαδή με απόφαση της ομάδας, αλλά αυθαίρετα, χρησιμοποιώντας «κριτική του όπλου», τη βία. Πιστεύω πως κι ο ίδιος ο δάσκαλος δεν θα είχε καταλάβει γιατί παραχωρήθηκε σ' αυτά τα μαθήματα αυτό το τσιτάτο ή δε θάχε καταλάβει όσο κατάλαβαν οι εργάτες του τρίτου θαλάμου, ότι η θέση αυτή τίναζε στον αέρα, καταστατικό, αρχές και δημοκρατία, και στη θέση τους έβαζε τη θέληση τού ένα ή κείνων που διορίζονταν στην ηγεσία του ΚΚΕ όπως και δω εις το στρατόπεδό μας. Έτσι ο Μπαρτζώτας — που ύστερ' από τη μεταγωγή του Ιωαννίδη γίνηκε ο πρώτος κυρίαρχος, θα συνέχιζε βάζοντας στη θέση του όπλου της κριτικής, την κριτική του όπλου. Και πρέπει να πω ότι το κατάφερε. Και να γιατί: Βρισκόμαστε προς το τέλος του 1942 που η πλάστιγγα έγειρε σε βάρος των Γερμανών: Στο ανατολικό μέτωπο οι γερμανικές μεραρχίες δεκατίζονταν και ύστερ' από την τραγωδία τους στο Στάλινγκραντ και άρχισαν να υποχωρούν, και πουθενά δεν φαίνεται το πώς θ' αποχτήσουν ξανά πρωτοβουλία. Οι σύμμαχοι έχουν αποχτήσει υπεροχή στην Αφρική κι όλα δείχνουν ότι κάνουν τις προετοιμασίες τους και γι' απόβαση στον κορμό της Ευρώπης. Στο εσωτερικό της Ελλάδας έχει φουντώσει ένα κίνημα χωρίς το προηγούμενο μετά απ' το εικοσιένα και το τουφέκι άρχισε να βροντάει από καιρό. Δεν ξέρω από πού κι ως πού όλες τούτες τις επιτυχίες η καθοδήγηση του στρατοπέδου σαν να θαρρούσε πως και το κίνημα και τον Κόκκινο στρατό αυτή όριζε και διοικούσε... Κι όσο το κίνημα στη χώρα μας στεριώνει και μεγαλώνει τόσο αυτή γίνεται πιο αλαζονικιά, πιο σκληρή στη συμπεριφορά και στην προσπάθειά της να εξαφανίσει τα λίγα από τα ίχνη δημοκρατίας που είχαν απομείνει στη ζωή μας. Εμείς πάλι τα μέλη της ομάδας βλέπαμε στα μέλη της καθοδήγησης, την αυριανή ηγεσία, όχι μόνο του ΚΚΕ αλλά γενικώτερα της Ελλάδας, αφού πιστεύαμε στη νίκη του κινήματός μας. Μακάρι και η ηγεσία μας να έβλεπε τη χρεωκοπία της αστικής τάξης όπως την είχαμε αντιληφτεί εμείς οι απλοί και να νιώσει για τον εαυτό της τη δύναμη μιας ηγεσίας εθνικής. Ακόμα πρέπει να πω ότι από τώρα είχε περάσει η ηγεσία του κόμματος στον Ιωαννίδη που είχε αποδράσει από την Πέτρα. Μάλιστα λίγο πριν, μας είχε διαβάσει ο Μπαρτζώτας στις κομματικές γκρούπες ένα χαιρετιστήριό του, που έλεγε ότι «τώρα από το κομματικό πόστο δε θα ξεχάσω τα ηρωικά παιδιά της Ακροναυπλίας» κι ο Βασιλάκης συμπλήρωσε: «Τα λόγια αυτά του συντρόφου Ιωαννίδη... και άλλα». Είχε αρπαχτεί λοιπόν από τώρα η ηγεσία του K.K.E. από την καθοδήγηση της Ακροναυπλίας κι αυτός ήτανε ένας πρόσθετος λόγος για τούτη την αλαζονική πολιτική. Ύστερα αυτόνε τον καιρό το κόμμα πήρε την απόφαση για αποκατάσταση μιας μερίδας παλιών μας συντρόφων, των δηλωσιών, που δεν ήταν και λίγοι, γιατί τον καιρό της διχτατορίας είχαν περάσει από την εξέταση και υπέβαλαν δήλωση κάπου ενενήντα δύο χιλιάδες αγωνιστές. Απ' αυτήνε λοιπόν την κατηγορία θα έπαιρνε το κίνημα χιλιάδες έμπειρα στελέχη, και ο Μπαρτζώτας και οι άλλοι, νόμιζαν ότι το τσιφλίκι τους, όπως λογάριαζαν το Λαϊκό κίνημα της Ελλάδας, εμάς που δεν είμαστε ή όσο δε θα γινόμαστε υπάκουοι δεν μας είχαν ανάγκη, ενώ εκείνη η κατηγορία είχανε λόγο να μη διαφωνούνε ποτές, κι αυτό υπηρετούσε καλύτερα την τέτοια πολιτική τους. Έτσι λοιπόν, ο καθένας μας τώρα πια ήξερε, πως η διαφωνία και η κριτική του προς την ηγεσία, σήμαινε πως το Digitized by 10uk1s
λιγώτερο θα βρισκόταν έξω του λαϊκού αγώνα. Και ήτανε το μίσος μας τόσο ενάντια στο φασισμό και την πλουτοκρατία που οι όχι καλοί καθοδηγητές μας μ' εκείνη την πολιτική τους μας φαίνονταν άγγελοι. Υποταχτήκαμε τότες μπαίνοντας κάτω από την πειθαρχία τους. Με τόσο δύσκολες συνθήκες και κάτω από τέτοιες παραβιάσεις αρχών και καταπιέσεις από τη μεριά της ηγεσίας μας, πάλεψαν οι αντιφασίστες Ακροναυπλιώτες.
Και νάτε τώρα μια ανακοίνωση της καθοδήγησης που ποτέ και κανείς δεν περίμενε να μας πετάξει μια τέτοια βρισιά: Έλεγε λοιπόν 'κείνη η ανακοίνωση: ότι οι σύντροφοι της Ακροναυπλίας δεν έκαναν δήλωση μετανοίας να εγκαταλείψουν αυτό το ταμπούρι της Ακροναυπλίας επειδή «το γραφείο» είχε λάβει τέτοια μέτρα που έκαναν τους συντρόφους να καθήσουν. Με το διάβασμα αυτής της ανακοίνωσης από το θαλαμάρχη, μείνανε όλοι με ανοιχτό το στόμα και ούτε και ο νους μας σάλεψε καθόλου για να σκεφτούμε ποια ήτανε «τα μέτρα» 'κείνα του γραφείου που μας είχαν εκεί καρφωμένους. Καθόμουνα στο κρεββάτι μου, κοίταζα ένα γύρω μου τα πρόσωπα των συντρόφων που είχανε μείνει το ίδιο κι αυτοί με ανοιγμένα τα στόματά τους, τηρώντας ο ένας τον άλλο. Μονάχα ο Ζάγκας, όταν συνήλθε από το ξάφνιασμα είπε τούτα δυνατά και νευριασμένα που ακούστηκαν σ' όλο το θάλαμο: «Εγώ, σύντροφοι, δεν κάθησα στην Ακροναυπλία γιατί μου το είπε η καθοδήγηση μα το ήθελα εγώ ο ίδιος, γιατί πιστεύω στον κομμουνισμό. Κάθησα λοιπόν από μόνος μου». Ο Κωνσταντινίδης που όπως έχω πει του άρεσε να πειράζει το Ζάγκα, είπε σαν να του απαντούσε, μα πιο πολύ για να διασκεδάσει τη δική του απορία και αγανάχτηση: «Γιατί, μήπως σ' εμάς το είπε η μαμά μας για να καθήσουμε;». Πάει λοιπόν απαλλοτριωνόμαστε από το Μπαρτζώτα και δεν ξέρω από ποιους άλλους ακόμα κι η αξιοπρέπειά μας κι η ανθρωπιά μας και το πείσμα μας και η πίστη μας στον κομμουνισμό κι η αγάπη μας για τους ανθρώπους κι η φιλία μας κι η συντροφικότητά μας στις αναμεταξύ μας σχέσεις κι ότι όσιο και ιερό και τα ιδανικά του κομμουνισμού, όλα αυτά, κι ό,τι άλλο είχαμε πιστέψει που μας τόνωνε τη θέληση και μας ατσάλωνε το πείσμα, χρόνια ολόκληρα κατατρεγμούς, και κάτω από την μπότα του φασίστα βασανιστή και τη δίψα και την ανέχεια του μπουντρουμιού και την πείνα και τις καταπιέσεις του στρατοπέδου και τις καταπιέσεις του εαυτού μας του ίδιου, για τη ζωή, για τις χαρές της, τη γυναίκα, για όλα, για όλα... Δεν είμαστ' εμείς λοιπόν που παλεύοντας όλοι μαζί, μα και χωρισμένα τα βγάλαμε πέρα, επιβιώσαμε πολιτικά, μα ήταν που μας το είπε η καθοδήγηση της Ακροναυπλίας ή γιατί εμείς όλοι, εχτελούσαμε, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς τη θέλησή της μέχρι να φτάσουμε σ' αυτό εδώ το σπίτι που ωστόσο δεν τη γνωρίζαμε, δεν ηξέραμε καν την ύπαρξή της. Ένιωσα μια τέτοια ντροπή, ένα τέτοιο εκμηδενισμό για τη ζωή μου και για το πνεύμα μου, που δεν ξέρω αν κάποια τέτοια εκμηδένιση θα ένιωθε ένας κολλήγος του Θεσσαλικού κάμπου πρίχου από μισό αιώνα. Και συνήθιζε ο Βασιλάκης μετά από τέτοια ανακοίνωση να ξεκινάει από τη μεριά του θαλάμου, με το παραφουσκωμένο από τα αμυλώδη κορμί του να βγαίνει κατά έξω. Κι εμείς σκελετωμένοι με πρησμένα τα χέρια και το πρόσωπο, να μπερδευόμαστε σαν πράγματα στη μεγαλοπρέπεια και στην περιφρόνηση που κρέμαγε στο ύφος του κάθε φορά που έδινε στο γραφείο της ομάδας να μας διαβάσει μια τέτοια σαν τη σημερινή φριχτή κι εξωπραγματική ανακοίνωση, που άλλο σκοπό δεν είχε παρά να μας επιβάλει την προσωπικότητά του σκοτώνοντας τη δική μας. Και μας έβριζε η κομματική μας επιτροπή κατά τέτοιο τρόπο εμάς, που επιζήσαμε πολιτικά τον καιρό που η πλειοψηφία από τα μέλη της κεντρικής επιτροπής, του πολιτικού γραφείου της κοινοβουλευτικής ομάδας, και άλλα στελέχη μεγάλα, είχαν χεστεί. Και πολλά από τα στελέχη αυτά είχανε κάνει τη δήλωση κι υπόκυψαν με την ίδια ευκολία, όπως κι ένας αγρότης σ' ένα χωριό απ' εκείνους που λέγανε Βενιζελοκομμουνιστές. Και στάθηκαν εκείνοι που πιστεύανε στον κομμουνισμό, στην πάλη των εργαζομένων για την προκοπή αυτουνού του τόπου, κι είχανε βγει απ' Digitized by 10uk1s
αυτή τη μάζα που σαν θάλασσα ασίγαστα παλεύει. Και πέρασαν βασανιστήρια και κατατρεγμούς και δεν την πρόδωσαν αυτήνε τη μάζα, αυτόνε τον κακότυχο λαό, κι ο καθένας μας σαν να ένιωθε, ότι κάτι εκπροσωπεί εδώ μέσα από τη θέληση της εργατιάς, της αγροτιάς, της νέας γενιάς κι ότι εχτελεί δική τους εντολή να μην εγκαταλείψει το χαράκωμα. Κι αυτοί, που είναι οι εκατοντάδες, το έστησαν το στρατόπεδο κι όχι η μικροαστική πολιτική του Βασιλάκη, που αντίθετα απ' ότι μας είπε με την ανακοίνωση, πολλοί σύντροφοι, από την κακομεταχείριση, έσκυψαν το κεφάλι τους και πέρασαν ντροπιασμένοι τις κιγκλίδες κι άλλους έδιωξαν, όπως τους τροτσκιστές κι άλλους πέταξαν αιμόφυρτους έξω, όπως το Γάκη και Καπένη. Όσο κι αν είμαι πικαρισμένος τούτη τη στιγμή που γράφω τούτες τις γραμμές, λέω πως σαν άνθρωποι, σαν αντιφασίστες ήταν ωραίοι άνθρωποι. Σαν ηγεσία όμως επειδή ήταν από τη φύση τους μέτριοι, ήταν κακοί. Και ο κακός καθοδηγητής σημαίνει πως δεν είναι και ικανός. Δεν είναι ούτε δημοκρατικός. Κι επειδή η δημοκρατία ανέβαζε στην ηγεσία του κινήματος τον καλό, μισεί τη δημοκρατία και την εξοστρακίζει όπως μπορεί. Εμείς ζούσαμε κάτω από τέτοιους καθοδηγητές κι από την τέτοια πολιτική τους. Και πρέπει να πω, πως αυτή τη χοντροκομμένη πολιτική, ποτέ δε θα την επέτρεπε αν θα ήταν εδώ ο Ιωαννίδης. Γιατί εργάτης αυτός όσο μέτριος κι αν ήταν από ένστικτο ταξικό, δεν μπορούσε να εκμηδενίζει τους εργάτες, τους κομμουνιστές απ' όποιο στρώμα κι αν είναι. Ποτέ δεν θα μας έλεγε όπως ο Μπαρτζώτας, ότι αν δεν κάναμε δήλωση έφταιξε η δική του πολιτική κι όχι η πίστη μας στον Κομμουνισμό. Μα έτσι μας πιπιλούσαν το μυαλό ώσπου σταφίδιασε κι ατρόφεψε και το ανάστημά μας μίκρανε. Κι έτσι μικραμένοι θέλαμε ανθρώπους στα μέτρα μας. Μα ένα κίνημα έχει ανάγκη ό,τι καλύτερο σε ανθρώπους έχει να δώσει ο εργαζόμενος λαός.
Αυτόνε τον καιρό και από αφορμή το περιστατικό της ανακοίνωσης αυτής ξεκαθάρισα 'κείνο που υποψιάστηκα και λίγο θαμπά είδα, τον καιρό που επικρατούσαν και πέταξαν τα εργατικά στελέχη έξω απ' το στρατόπεδο, χωρίς να ρωτηθούμ' εμείς οι εργάτες, οι αγρότες, όλα τα μέλη της ομάδας, με την δικαιολογία ότι τα φοιτητάκια τρίζανε τα δόντια τους. Ότι δηλαδή την ηγεσία του στρατοπέδου πάνε να την πάρουν, έξω της εργατιάς και της αγροτιάς σύντροφοι, χωρίς αλήθεια να υποψιάζουμαι το κακό αυτό, θα είχε σαν συνέπεια να φτάσει ως την ηγεσία του ΚΚΕ. Γιατί λίγο αργότερα είχαμε ουσιαστικά την επικράτηση στην κομματική οργάνωση της Ακροναυπλίας μιας μικροαστικής Ιντελιγκέντσιας που στο βάθος της ψυχής της μισούσε — κι αυτό την έκανε να τρίζει τα δόντια — την ηγεσία της εργατικής τάξης στο κόμμα της μέσα, το ΚΚΕ, όπως το ίδιο μισούσε και τη διχτατορία του προλεταριάτου κι είχε πάντα την τάση να προσπαθεί να επιβάλει, τώρα μέσα στο στρατόπεδο, κι αργότερα στο Κόμμα, τη δική της ηγεσία που αυτό σήμαινε και την αντικατάσταση της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα από τη διχτατορία της μικροαστικής αυτής Ιντελιγκέντσιας. Αυτή την επικράτηση την είχαμε και τώρα σε μεγάλο βαθμό στην Ακροναυπλία. Κι εμείς οι εργάτες αρχίσαμε να νιώθουμε τη στυγνότητα και τη στενότητα αυτής της μικροαστικής διχτατορίας. Με το Β. Μπαρτζώτα, που στόχο του είχε τώρα να καταστρέψει μέσα στις ψυχές των εργατών, όλη τη δημοκρατική διαπαιδαγώγηση που τους είχε διδάξει το Κόμμα, το καταστατικό του κι η λαϊκή μάζα μέσα στους αγώνες της και να τους καταντήσει άβουλα όντα, «κομμουνιστές νέου τύπου». Και το κατάφερε ο Μπαρτζώτας με λίγους ακόμα και τα φοιτητάκια Ζωγράφο, Κολλιγιάννη, Βέτα, Μουρατίδη, Ακρητίδη, Καραντώνη και άλλους τόσους ακόμα, βοηθούμενους από ένα σωρό συγκαιρίες, όπως τις έχω εξιστορήσει. Από νωρίτερα είχανε καταφέρει να σπρώξουνε και τον Ιωαννίδη κι ως ένα βαθμό το είχαν επιτύχει, γιατί η πολιτική αυτή, σαν αδύναμο, τον βόλευε καλύτερα κι αυτό μας έφερε τόση καταστροφή. Με το φευγιό του, και την κυριαρχία του Μπαρτζώτα η κατάσταση γίνηκε ανυπόφορη, με συνέπεια να μας παραμορφώσει ψυχικά, σχεδόν αθεράπευτα και να μας κάνει παρά το κύρος που διαθέταμε στο λαό, ως ένα βαθμό, ακατάλληλους για στελέχη του κινήματος. Γιατί μας έκανε πολιτικά δειλούς, ανίκανους για πρωτοβουλίες, στείρους Digitized by 10uk1s
και δογματιστές, ανεπαρκείς για ηγέτες του κινήματος που όταν και όσοι λευτερωθήκαμε, το βρήκαμε νάναι γιγαντωμένο. Γιατί μας έκανε κατάλληλους να εχτελούμε εντολές σαν υπηρέτες παλιού καιρού: «Να, έτσι όπως μας ήθελε ο Νίκος», όπως έλεγε η Ιντελιγκέντσιά μας. «Κομμουνιστές νέου τύπου», αλλιώς. Υπήρξανε βέβαια πολλές αντιδράσεις και για πολύν καιρό μα βασικά λυγίσαμε όλοι, κι εξαντλημένοι παραδεχτήκαμε πως δεν υπάρχει σωστό και όχι σωστό. Σωστό και αληθινό είναι εκείνο που ο ηγέτης θεωρεί σωστό και αληθινό. Έτσι σιγά - σιγά αρχίζει να μη μας χρειάζεται η παίδεψη του μυαλού, παρά όσο για να μαθαίνουμε το τι φρονεί η καθοδήγηση και πώς να εφαρμόζουμε τις συνταγές της. Όλα αυτά ήτανε το πιο μεγάλο κακό που μας βρήκε στην Ακροναυπλία, ακόμα κι από την πείνα κι από τις εχτελέσεις ακόμα γιατί η τέτοια νοοτροπία που αποχτήσαμε εδώ λέω για όλους τους Ακροναυπλιώτες και γι' αυτούς που καλλιέργησαν κι επιβάλλανε με κάθε μέσο την πολιτική του εξοστρακισμού της δημοκρατίας. Γιατί βασικά και σε τελευταία ανάλυση αυτό βάρυνε για να πέφτει το κίνημά μας από λάθος σε λάθος, από ήττα σε ήττα, ώσπου το κατάντησαν εκείνοι που το διαφεντεύανε και το διαφεντεύουν ακόμα, (γράφω στα 1969) που ωστόσο σερνει τη μεγάλη τιμή ότι έχει δεκάδες χιλιάδες μέλη του νεκρούς, να πέσει από τη συνείδηση του λαού που το γέννησε κι επί μισό αιώνα το τροφοδοτούσε με εκατομμύρια οπαδούς, μέλη και στελέχη.
Ας πω τώρα και λίγα από τα ελαφριά: Όταν ανέβηκα στο δεύτερο θάλαμο με κόλλησαν σε μια ομάδα που είχε κομματικό υπεύθυνο το Γιώργη Βρετάκο, γραμματιζούμενο, δημοσιογράφο του «Ριζοσπάστη». Ο Βρετάκος κρατούσε από σογιά της Μάνης στρατιωτικών κι ο πατέρας του σαν ζούσε ήτανε στρατηγός. Ήταν ψηλός, ξανθός και λεπτός και στο φέρεσται είχε εντιμότητα και ντομπροσύνη. Μαζί του έκανα πολλές κι ατέλειωτες συζητήσεις για πολλά θέματα και πιο πολύ γύρω από τα θέματα της νέας γραμμής που μας ήθελε να έχουμε γνώμη, τη γνώμη της καθοδήγησης. Πολλές φορές καταλάβαινα ότι στεναχωριόταν, όταν επέμενα να μεταφέρει τη γνώμη μου για πολλά ζητήματα της ομάδας, στην καθοδήγηση. Με παρακαλούσε να μην επιμένω γιατι εξ άλλου δε θα γινόταν τίποτα και το μόνο θα έβγαινε κι αυτός εκτεθειμένος, (μια που δεν κατάφερνε να με κάνει ν' αλλάξω γνώμη). Ο Βρετάκος όπως κατάλαβα ζούσε μια αξιολύπητη διχασμένη κατάσταση: Από τη μια μεριά δεν συμφωνούσε με την νέα πολιτική γραμμή, κι από την άλλη, σαν άνθρωπος του μηχανισμού, ήταν υποχρεωμένος να υπερασπίζεται την πολιτική αυτή. Τέλος μια μέρα με φώναξε ο Τσιτήλος που ήταν ο κομματικός υπεύθυνος του θαλάμου. Μου είπε ότι στο εξής θα συνδεόμουνα μαζί του κομματικά. Ο Βρετάκος είχε παυτεί από το πόστο του, αλλά εμείς μείναμε ως το τέλος καλοί φίλοι. Κι ο Τσιτήλος ήτανε δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη», μα δίχως κομματική ή άλλη πείρα μέσα στο κίνημα. Καθηγητής της αριθμητικής, Χανιώτης, από πατέρα εστιάτορα. Ήταν άνθρωπος με κόσμο όμορφο και με καλούς κι ευγενικούς τρόπους. Δεν ήταν όμως φτιαγμένος από τη φύση του για να παίζει ένα τέτοιο ρόλο, δηλαδή το ρόλο του «νέου τύπου κομμουνιστή», γιατί από συνείδηση, από καταγωγή και περιβάλλον είχε νοοτροπία δημοκρατική. Και πρέπει να πω πως τα χρόνια που γεννήθηκε και μεγάλωνε, στην επικράτεια όλη — μπορεί και στην υδρόγειο — πιο δημοκρατικός λαός από τα Χανιά δεν ύπαρχε, κι ο Τσιτήλος ήτανε γνήσιος Χανιώτης. Έλα όμως που τον τραβούσε το έρμο πόστο; Γιατί κομματικός υπεύθυνος του δεύτερου θαλάμου, με τους γραμματιζούμενους, σήμαινε άσφαλτα μέλος της κεντρικής επιτροπής έξω... Και να με πάρει ο διάολος αν δεν του πέταξαν ξάγουρτου το κόκκαλο του πόστου, αυτουνού του όμορφου ανθρώπου για να πάρουν ένα Χανιώτη με το μέρος τους. Επειδή όλοι οι άλλοι: Ο Π. Κορνάρος καθηγητής, ο Ν. Μαριακάκης γεωπόνος, ο Σ. Φαραντάκης εργάτης, ο Θ. Καλαφατάκης αγρότης, ο Χ. Ψιλάκης φοιτητής, ο Γιάννης Πολυχρονάκης εργάτης, ήτανε καθαρά ενάντια στην καθοδήγηση (στην πολιτική της). Οι Χανιώτες Digitized by 10uk1s
ήταν οι πιο όμορφοι άνθρωποι και με το πιο μεγάλο κύρος μέσα στο στρατόπεδο, όπως είναι όλοι που η συνείδησή τους είναι δημοκρατική, όταν δεν ανταλλάσσουν αυτή τη συνείδηση ούτε με τη ζωή τους. Ο Τσιτήλος δεν άντεξε, εκεί στην απομόνωση που έζησε με τους άλλους διανοούμενους και τον Ιωαννίδη, έχασε αυτή τη συνείδηση. Ήταν αδύναμος ψυχικά ωστόσο οι τρόποι του για πολύν καιρό έμειναν καλοί. Μια μέρα λοιπόν σε μια συζήτησή μας μου είπε: «Σ' εμένα να λες ελεύθερα ό,τι θέλεις... Είναι αλήθεια πως εμείς της δυτικής Κρήτης έχομε άλλη συνείδηση, πιο δημοκρατική, που δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε σε άλλες καταστάσεις». Δεν συμφωνούσα ποτέ μαζί του ότι ο εξοστρακισμός της δημοκρατίας απ' την οργάνωσή μας θα ήταν προς όφελος του αγώνα μας. «Μπορείς αν το θέλεις να κουβεντιάζεις κατ' ευθεία με το Βασίλη», μου είπε άλλη φορά. Αυτή η πρότασή του ήταν αρκετά πονηρή. Γιατί προτιμότερο ήταν ότι είχα να πω να το πω σ' ένα από τους στύλους που κράταγαν τη σκεπή, παρά να κουβεντιάσω με τον Μπαρτζώτα που ήξερε μονάχα να «πείσει» για τη σωστότητα της πολιτικής του και πότε να την αλλάξει. Κι ήταν το ίδιο σαν ν' άνοιγα το σκέπασμα ενός πηγαδιού και κρεμώντας το κεφάλι μου να κουβέντιαζα 'κει μέσα. Δεν ήμουνα κι από κείνους που τους ικανοποιούσε και το λογάριαζαν τιμή και παραχώρηση σαν κουβέντιαζαν, κι ας έλεγαν λόγια τ' ανέμου, με το Βασίλη Μπαρτζώτα. Είχα την ατυχία να αισθάνομαι πιο πολύ παρά να νογώ. Τα γεγονότα τα αντιλαμβανόμουνα πιο σωστά και πιο γρήγορα. Το γεγονός της ιδιότητάς μου αυτής μια που δε μπορούσα να επιδράσω στη διαμόρφωση της πολιτικής της ομάδας μας, μου έφερνε σωστή δυστυχία, γιατί με κρατούσε σε μόνιμη αντίθεση μαζί τους. Σε λίγο έπαψα να κουβεντιάζω και με τον Τσιτήλο — με το Βασίλη το 'χα κάνει από καιρό — παρά για πράματα απλά κι όχι πολιτικής και κομματικά. Πήρανε όμως κατά πως φάνηκε ορισμένα μέτρα συσταίνοντας σε ορισμένους συντρόφους, που τους είχαν εμπιστοσύνη, ν' αποφεύγουν τις συζητήσεις μαζί μου. Θυμάμαι που είχα σχέσεις και συζητούσα με δυο νεολαίους, στελέχη της ΟΚΝΕ: το Λευτέρη Τζάκο και το Χριστόδουλο Φραγκουδάκη. Είχα και φιλικές σχέσεις μαζί τους. Ξαφνικά κατάλαβα να νιώθουν φόβο όταν τους πλησίαζα και ν' αποφεύγουνε τη συζήτηση μαζί μου. (Μου έμενε στην ψυχή μια αμφιβολία και σκεφτόμουνα μήπως έχω πέσει έξω. Αλλά μετά δεκαεφτά χρόνια ξαναήμουν φυλακισμένος μ' αυτούς τους συντρόφους και τους ρώτησα. Τόντις τους συστήθηκε να αποφεύγουν τις συζητήσεις μαζί μου). Ήταν όμως πολλοί σύντροφοι που δεν υποτάχτηκαν ψυχικά στην «στρουχτούρα Μπαρτζώτα» ακόμα και σε τούτο το θάλαμο και συχνά συζητούσαμε στα κρυφά, τα χάλια και το κατάντημά μας. Μέσα σ' αυτούς ήταν ο Θόδωρος Πάγκαλος συνδικαλιστικός ηγέτης της Κρήτης κι ο Φίλιππας Παπαδόπουλος ηγέτης της αγροτιάς της Δ. Μακεδονίας και βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου. Ήταν και οι δυο τους πεταμένοι και κατατρεγμένοι απ' το Μπαρτζώτα. Ο Φίλιππας έσκιζε τα ξύλα για το μαγειρείο μαζί με τον Αλέξανδρο Τούντα. Πολλές φορές τους βοηθούσα. Ο Φίλιππας ήταν πολλά στεναχωρημένος, δεν είχε ειδήσεις από την οικογένειά του, κι ύστερ' από λίγο, του ήρθε το χαμπέρι ότι οι Γερμανοί είχαν κρεμάσει τη γυναίκα και συντρόφισσά του, αφήνοντας στην ορφάνια τα τρία παιδιά τους. Τoυ στοίχισε πολύ, γιατί εξόν όλα τα άλλα, είχε και έρωτα μαζί της. Με τον Θόδωρο Πάγκαλο ήτανε δίπλα τα κρεββάτια μας όντας ανέβηκα στο θάλαμο, μα σαν εκαλοκαίριασε και ξύπνησαν οι κορέοι έφυγα και πήγα δίπλα στον Κωτσαρίκο (Κώστα Γαβαλά) από τη Σύρο. Κι ο Κωτσαρίκος κι η αφεντιά μου δεν έκλεινε μάτι όσο κρατούσε η νύχτα, ώρα που κατέβαιναν από τα ράφια και τα ταβάνια οι κορέοι και χύμαγαν στο κρύο πετσί μας. Ήταν αδύνατο να με πάρει ο ύπνος όσο ένιωθα τα ζωύφια να καιροφυλαχτούνε. Εκεί σιγοκουβεντιάζαμε, καπνίζοντας κάνα έχτο τσιγάρο μέχρι που χάραζε. Τότες οι κορέοι αποτραβιούνταν κι εμείς παρά τους θορύβους της μέρας αποκοιμιόμαστε. Ο Κωτσαρίκος είχε μεγάλη μυωπία, ήτανε βλάστημος, όπως είναι οι πιο πολλοί Συριανοί, μα πολύ φιλότιμος άνθρωπος. Για τον Τσώρτσιλ ξεστόμισε ανείπωτες βρισιές, επειδής δεν άνοιγε το δεύτερο μέτωπο, να λήξει αυτός ο πόλεμος. Πολλές φορές, μ' αυτές τις βρισιές του γινόταν το κέντρο κι έσπαζε πλάκα όλος ο θάλαμος. Μπροστά κατά τα πόδια μας, κάθετα στο διάδρομο, είχε το κρεββάτι του ένας δικηγόρος από τη Λάρισα, ο Γιώργης Digitized by 10uk1s
Παπαγιάννης. Τον καλό καιρό, ήταν άνθρωπος καλοθρεμμένος και μεγαλοπρεπής. Τώρα του είχαν απομείνει οι καλοί τρόποι που είχε από ανατροφή και περνούσε την πείνα με αξιοπρέπεια πολλή. Τρελλαινόταν από τα σωφερέικια φερσίματα του Κωτσαρίκου και με τρόπο τον τσίγκλαγε κάτι να πει. Μια νύχτα ο Κωτσαρίκος δείχνοντάς μου το σύντροφο Παπαγιάννη μου λέει: «ακάθαρτος κι αυτός, όπως όλοι οι γραμματιζούμενοι. Το κρεββάτι του έχει μιλιούνια κορέους, κι απ' εκεί μας πιάνουν στα πόδια». «Τώρα θα δεις Κωτσαρίκο του λέω, τι θα κάνω». Καμώθηκα ότι έπιασα ένα κοριό κι ότι τον έρριξα στο πρόσωπο του Παπαγιάννη. «Όταν θα πιάνεις κορέους να μου τους δίνεις να τους αμολάω στο πρόσωπό του κι έτσι ίσως κατέβει να βράσει το κρεββάτι του». Ο Κωτσαρίκος ενθουσιάστηκε, αλλά μετά δυο μέρες άρχισε να έχει τύψεις. Κάποτε το είπα του Παπαγιάννη, γελάσαμε κάμποσο, ύστερα παραπονέθηκε στον Κωτσαρίκο ότι τη νύχτα νιώθει να πέφτουν από το ταβάνι κορέοι στο πρόσωπό του, και τον ρωτούσε αν συμβαίνει αυτό και σ' εμάς... «Δεν ξέρω αν είναι σωστο αυτό που κάνεις», μου λέει. «Ο χαρτογιακάς μού παραπονέθηκε ότι τη νύχτα πέφτουν βροχή οι κορέοι, και είναι αυτοί που του ρίχνεις». Σε λίγες μέρες ακόμα μου έθεσε το ζήτημα στα σοβαρά. «Δεν είναι σωστό μου λέει. Μια σταγόνα αίμα του έχει απομείνει και θα του ρίχνουμε κορέους να του το πιούνε; Πρέπει να σταματήσουμε αυτό τ' αστείο». Και σταμάτησε κάτι που ποτέ δεν είχε γίνει. Ωστόσο είχαμε αρκετά διασκεδάσει. Όταν κρύωσε το Φθινόπωρο και ναρκώθηκαν οι κορέοι ξαναγύρισα με το Θόδωρο. Μα τώρα είχα από την άλλη μεριά μου, κατά την πόρτα, το Νίκο Γεωργιάδη, εργάτη από το Κιλκίς άνθρωπο ξύπνιο με καλό χαραχτήρα και ανθρωπιά. Ύστερα απ' το κρεββάτι του Γεωργιάδη ο θάλαμος μέχρι την πόρτα έμενε αδειανός. Σ' αυτά τα τρία κρεββάτια μας έρχονταν πολλοί σύντροφοι απ' αυτούς που η καθοδήγηση τους έλεγε δυσαρεστημένους. Πιο συνχά ερχόντανε ο Φίλιππας, ο Καλαφατάκης, ο Ψιλάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Π. Κορνάρος, ο Γ. Αγγελόπουλος, ο Γ. Τσικουράκης, μα σε λίγο ο Τσικουράκης πέθανε από την πείνα και πολλοί άλλοι. Λοξοκοιτούσε η καθοδήγηση μα τώρα δεν έβλεπε ότι θα είχε όφελος και δεν επιχείρησε να μας καταγγείλει για «φραξιονιστές». Ακόμα ερχότανε ο γραμματέας της ομάδας μας που τώρα ακόμα ήτανε ένας καπνεργάτης απ' την Κομοτινή, ο Φλώρος μαζί μ' ένα αχώριστο φίλο του τον Γιώργη που τώρα μου ξεφεύγει το μισό επίθετό του — τέλειωνε στο -ογλου. Και οι δυο τους δεν συμφώναγαν με την πολιτική της καθοδήγησης κι αν είχαν δώσει στο Φλώρο το πόστο του γραμματέα της ομάδας, αλήθεια μόνο για λίγον καιρό, γιατί ύστερα ορίστηκε ο Κολλιγιάννης άνθρωπος της παρέας του Μπαρτζώτα, στυγνός κι αγέλαστος κι έτσι τώρα και το γραφείο της ομάδας που πάντα είχε γραμματέα μαζικό στέλεχος περνούσε στους «νέου τύπου κομμουνιστές», στην Ιντελιγκέντσια. Νομίζω όμως ότι συζητούσαμε μόνο και μόνο για να διατηρήσουμε τη σκέψη μας σε κάποια ενέργεια από κάποια ασυνείδητη παρόρμηση, γιατί άλλο τίποτις όφελος δεν μπορούσε να βγει.
Ήτανε ο καιρός που στην ομάδα μας είχαν αρχίσει να γίνουνται πολλές συζητήσεις γύρω από το μεγάλο για όλο τον κόσμο ζήτημα το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη, όπως ζητούσε από τους συμμάχους η Ρωσία κι όπως περίμεναν όλοι οι σκλάβοι. Και από αιτία αυτή την καθυστέρηση έμπαινε σε αμφιβολία η συνέπεια των Αγγλοαμερικάνων στον αντιφασιστικό πόλεμο κι απέναντι των συμμάχων τους Ρώσων. Λεγόταν δηλαδή ότι σκόπιμα καθυστερούσε η Αγγλία το άνοιγμα αυτού του μετώπου για να φθαρούν και ν' αδυνατίσουν Ρώσοι και Γερμανοί, έτσι που στο τέλος να επιβάλλουν την πολιτική τους απάνω στην Ευρώπη, οι Άγγλοι και Αμερικανοί. «Μπορεί και πρέπει ν' ανοιχτεί το δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη», είχε ζητήσει από καιρό ο Στάλιν. Ύστερα μπερδεύτηκε και συζητιόταν μαζί: ποιος θα είναι ο ρόλος των Εγγλέζων στη χώρα μας, μετά το τέλος του πολέμου. Αν θ' απαλλάσσετο η Ελλάδα από την πολιτική και οικονομική της εξάρτηση που ο Εγγλέζικος ιμπεριαλισμός την κράταγε από το 1824, και αν θα ήτανε ειλικρινής όταν πάνω στο ζόρι της, τότες που πάλευε μοναχή, υποσχέθηκε να μας δώσει ένα κομμάτι του εθνικού μας Digitized by 10uk1s
εδάφους, που κρατούσε, την Κύπρο. Αλλά και ποιος με λίγο λογικό μπορούσε ν' απαιτήσει από 'μάς σα διεθνιστές και σαν Έλληνες αγωνιστές, να μην κουβεντιάζουμε αυτά τα ζητήματα, όταν ο κόσμος ολόκληρος ήταν ένα ηφαίστειο; Η καθοδήγηση όμως του στρατοπέδου είχε πάρει τώρα αντίθετη θέση απ' εκείνη που είχε πριν από τη συμμαχία της Ρωσίας με την Αγγλία. Είχε τη γνώμη πως εμείς εδώ δεν έπρεπε να βγάζουμε τσιμουδιά πάνω σ' αυτά τα θέματα κι έφερνε και για πρόσθετο λόγο ότι τώρα ύπαρχε κόμμα κομμουνιστικό «γερό» και αυτό μόνο είχε το δικαίωμα να σκέφτεται γι' αυτά. Φτάσανε μάλιστα στο σημείο οι ηγέτες μας εδώ μέσα να πουν πως μπορούσε κάποιος απ' τους Ακροναυπλιώτες να είναι πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις και να κάνει γνωστό στους Εγγλέζους ότι οι κομμουνιστές της Ακροναυπλίας μιλάνε εναντίον τους... Και τότες βλέπετε θα χεζόταν η φοράδα στ' αλώνι. Έπρεπε λοιπόν εμείς τώρα που σ' όλον τον κόσμο κι οι απλοί άνθρωποι βρισκόντανε με την ψυχή, με την καρδιά και με το μυαλό, σε μια χωρίς προηγούμενο, ένταση και πολιτική επαγρύπνηση, να σωπαίνουμε. Και πιο πέρα να μη σκεφτόμαστε. Να μην έχουμε γνώμη σε τούτα τα θέματα, παρά τη ζαβή γνώμη της καθοδήγησης, που τώρα, βρισκόταν στην άλλη άκρια απ' εκείνη πριν από τη συμμαχία των δημοκρατικών δυνάμεων με τη Ρωσία. Εμείς βλέπαμε πως ο λύκος μένει λύκος. Ότι ο Εγγλέζικος ιμπεριαλισμός, θα μείνει ιμπεριαλισμός όσο θα το μπορεί. Και ποια θα είναι η τύχη της χώρας μας, κι αν η Αγγλία συμμάχησε με τη Σοβιετική Ένωση συμμάχησε για το δικό της συμφέρο, πολιτικό, εθνικό, κι αποικιοκρατικό, μα και γιατί ο αγγλικός λαός τ' απαιτούσε. Κατέβαζε λοιπόν το γραφείο της ομάδας τη μια ανακοίνωση πίσω από την άλλη, να σταματήσουν αυτές οι «βλαβερές» συζητήσεις. «Άκου βλέπε, σιώπα», που σημειώνει στο βιβλίο του ο καϋμένος ο Γιαννόγκονας. Κι όταν οι συζητήσεις δεν σταμάτησαν και σαν ο κόσμος δεν υπάκουε, διάταξε ο Μπαρτζώτας γενική, κατά μικρές ομάδες, σύναξη του θαλάμου. Στην ομάδα που με φώναξαν, ήρθε ο ίδιος και άνοιξε τη συζήτηση. Ήταν πολύ συγκρατημένος αυτός ο ίδιος, αλλά στις ομιλίες άκουσα να λένε μερικοί σύντροφοι — οι μιλημένοι — πως αυτοί που συζητάνε και δεν πειθαρχούνε στην πολιτική της κομματικής επιτροπής «δεν έχουνε σχέση μ' εμάς». Τόσο εύκολα μας σβήνανε. Στο κλείσιμο της συζήτησης ο Βασιλάκης τάφερε έτσι απ' εδώ, τα έφερε έτσι απ' εκεί για να μας πει πως οι Εγγλέζοι — δεν είπε την λέξη «Ιμπεριαλιστές» — ύστερ' απ' τη συμμαχία τους με την Σοβιετική Ένωση... έχουν αλλάξει, όπως άλλαξε κι ο χαραχτήρας του πολέμου, ύστερ' απ' αυτήνε τη συμμαχία 10. Όλα αυτά που μας είπε ήταν χιλιοειπωμένα με τις ανακοινώσεις και τους ανθρώπους του μηχανισμού στις συζητήσεις. Εμείς βλέπαμε ότι η καθοδήγηση είχε ξεγλιστρήσει στην άλλη άκρη και σήκωνε τα χέρια στους Εγγλέζους κι ότι αυτό το απλό πράμα, πως τίποτα στο Αγγλικό κράτος δεν άλλαξε, που να κάνει τους Εγγλέζους καπιταλιστές να πάψουν να είναι ιμπεριαλιστές, δεν μπορούσαν να το δούνε. Αυτή η πολιτική στην εξέλιξή τους είναι που τους οδήγησε σαν κυβερνούσαν την επανάσταση, να προσφέρουν την καταματωμένη Ελλάδα, σ' ένα άνθρωπο των Εγγλέζων το Γ. Παπαντρέου. Και από τότες και μέχρι σήμερα ακόμα που αυτή η κατάσταση κυβερνάει το ΚΚΕ, έτσι παραπαίει από τη μια άκρη στην άλλη, και ποτές το σωστο δρόμο δεν θα βρει. Αν κατά λάθος συμβεί, βιάζεται να φύγει όσο πιο γρήγορα, για να πιάσει το δικό της το μικροαστικό δρόμο, του οπορτουνισμού δεξιού ζερβού. Μετά λίγες μέρες ξανακαλέστηκε ολόκληρο το στρατόπεδο σ' άλλη σύναξη κατά ομάδες από τριάντα ως σαράντα συντρόφους η κάθε μια. Ο δεύτερος θάλαμος γίνηκε τέσσερεις ομάδες και κανονίστηκαν έτσι που η σύνθεσή τους να είναι ευνοϊκή για την ηγεσία. Στις μισές θα μιλούσε ο Βασιλάκης και στις άλλες δυο, ο κομματικός υπεύθυνος του θαλάμου, ο Τσιτήλος, που ξέχασα να πω, πως είχε ξεχωρίσει κι αυτός κι είχε τραφεί από άμυλα. Και καλά τόκαμε ο Μπαρτζώτας να παραταΐσει κάμποσους ακόμα, για να μη βρίσκεται μοναχός αυτός στην ομάδα σ' αυτή την αντίθεση, κι εξ άλλου ποιος από τους συντρόφους νοιαζόταν για τα στομάχια τους; Εμάς μας Digitized by 10uk1s
ένοιαζε να λειτουργήσει σωστά το μυαλό τους!... Στο άνοιγμα της συζήτησης ο Βασιλάκης σα να έκανε καμιά σπουδαία αποκάλυψη είπε και τούτα: «Υπάρχει εδώ σύντροφος, που δε θα μιλήσει — θα το δείτε — και μόλις θα τελειώσουμε, μα την ίδια στιγμή, θα αρχίσει την ίδια συζήτηση στο θάλαμο». Έλεγε για μένα. Τόντις δε μίλησα. Είχα οριστικά πάψει, όπως και πολλοί άλλοι, κάθε διάλογο μαζί τους επάνω στην πολιτική τους, γιατί και για ποιο λόγο να συζητούσα που από τις θέσεις τους δεν υποχωρούσαν, κι είχαν για ταχτική τους, αυτό το απαίσιο μικροαστικό, «να πείσουμε τους συντρόφους», δηλαδή να βιάσουμε τη συνείδησή τους, μ' άλλα λόγια να σταθούμε να μας κάνουν «πλύση εγκεφάλου». Όποιος δεν ήθελε να το πάθει και ν' αποφύγει τα καψόνια τους (έτσι έλεγα τότες επειδή είχα υπηρετήσει στο ιππικό και δεν ήξερα την «πλύση») στεκότανε μακριά τους, γιατί γνωστό πια ήτανε ότι οι συζητήσεις αυτές γινόντανε όχι για ν' ακούσουνε τις γνώμες των εκατοντάδων συντρόφων και να φτιάξουνε την πολιτική, αν από την πλειοψηφία σημαδευόταν σα λαθεμένη — τα τέτοια ήταν ξεπερασμένα — μα για να επιβάλλουνε «μονοκόμματα» την πολιτική τους αρχίζοντας το καταχτύπι με τα στόματα των ολίγων συντρόφων που τυφλά τους ακολουθούσαν. Κι εμείς δε θέλαμε να χαλάσουμε τις συναμεταξύ μας σχέσεις, μια που δε θάβγαινε και τίποτα άλλο εκτός στεναχώρια στην ομάδα. Γιατί έπρεπε όχι μόνο να συμφωνάς, μα και να σκίζεσαι να υποστηρίζεις την ηγεσία κι ακόμα να συνηθίσεις το μυαλό σου να μάθει να σκέφτεται το ίδιο όπως το δικό της. Έτσι είχαμε βρει σαν καλύτερη ταχτική — και για κάποια ψυχική ηρεμία που οι σκελετοί μας είχαν ανάγκη — να μη μιλάμε σε συγκέντρωση ούτε ατομικές συζητήσεις να κάνουμε μαζί τους. Αυτή η ταχτική άρχισε απ' όσο θυμάμαι από λίγο - λίγο απ' τον καιρό που έφυγε ο Ιωαννίδης για την Πέτρα, που σαν να πήρε μαζί του κι εκείνα τα ίχνη της Δημοκρατίας που είχαν απομείνει στην ομάδα μας. Έτσι λοιπόν παρ' ότι προκλήθηκα, δε μίλησα. Και μόλις κιόλας τελειώσαμε πήρα κατά μέρος το Φίλιππα Παπαδόπουλο: «Έλα, του λέω, Φίλιππα, να σου τα πω, γιατί δε θέλω κοτζάμ κομματικός γραμματέας της Ακροναυπλίας, να βγει ψεύτης». Είχα τη γνώμη πως όλοι που βρισκόμαστ' εδώ μέσα, αν δε μας φάει το εχτελεστικό, είτε το θέλει η καθοδήγηση είτε δεν το θέλει, αν κάποια στιγμή βρεθούμε έξω, πως θα είμαστε στελέχη του απελευθερωτικού και λαϊκού αγώνα. Και δε δέχομαι να μου σφαλάει το στόμα ο Μπαρτζώτας, να μου αχρηστεύει το μυαλό και να μου φοράει παρωπίδες στα μάτια, αφού η μικροαστική πολιτική του, καθώς και η κατάρτισή του είναι ανίκανα να μου ανοίξουν τα μάτια, θα συζητάω και για το δεύτερο μέτωπο και για το ποια θάναι η πολιτική των Εγγλέζων στην πατρίδα μας. Αυτά είπα του Φίλιππα γιατί ήξερα πως θα με ρωτούσε αν ήθελα να με «καταγγείλει»... Γιατί αυτός ο διαπρεπής κομμουνιστής είχε βρει αυτόνε τον τρόπο ν' αντιδρά. Συζητούσε, έπαιρνε γνώμες και μ' αυτές πήγαινε στην καθοδήγηση μαζί με τη δική του γνώμη. Έτσι νόμιζε ότι μπαίνει κάποιο φρένο στην αχαλίνωτη αυτή πολιτική της. Έτσι έγινε και σε τούτη την περίσταση. Πρέπει όμως να πω, πως η καθοδήγηση Μπαρτζώτα είχε την προνοητικότητα παρ' ότι επί μήνες κουβεντιάζονταν απόψεις αντίθετες απ' τα πιστεύω τους, να μην καταγγείλει ότι στην ομάδα μας υπάρχουν εχθρικές απόψεις, φραξιονισμός και τα τέτοια, και ν' αρχίσει αγώνα για το «ξερρίζωμα» γιατί αυτό θα έφερνε μεγάλη στεναχώρια και πολλούς θανάτους στην κατάσταση που βρισκόμαστε, σωματικά και ψυχικά. Η «προνοητικότητα», όμως αυτή και η «συνετότητά» τους, επιβαλλόταν από την εχτίμηση που έδειχνε ο λαός για τους αντιφασίστες της Ακροναυπλίας και ξεχωριστά, ο διαλεχτός σ' όλο τον κόσμο 'κείνη την εποχή, για τους αγώνες του, λαός της Αθήνας, που στη συνείδησή του το κάστρο Ακροναυπλίας είχε γίνει σύμβολο της αντιφασιστικής πάλης. Για τους Αθηναίους καθένας Ακροναυπλιώτης αποτελούσε μια ξεχωριστή αξία, μια προσωπικότητα. Έτσι δεν τους ήτανε εύκολο να πετάξουν συντρόφους έξω, όπως έκαναν πριν από τρία χρόνια που το στρατόπεδό μας, βρισκόταν μακριά από το μάτι του λαού κι από την υποστήριξή του. Δεν προχώρησαν λοιπόν πέρα από τις ανακρίσεις, τις συζητήσεις τις ομαδικές, τις ατομικές, τις νουθεσίες και τις σκεπασμένες απειλές. Μα εξ άλλου το πρώτο γι' αυτούς, το βασικό, το άπαντο ιδανικό τους, δεν κινδύνευε. Digitized by 10uk1s
Κάναμε και απόθεμα σε τροφές, γιατί ο Ερυθρός Σταυρός επειδή σε κανένα άλλο στρατόπεδο δε βρήκε τους ανθρώπους τόσο πολύ εξαντλημένους κανόνισε να μας φέρνει αυξημένη μερίδα σαράντα δράμια όσπρια κι ανάλογο σιτάρι μισοαλεσμένο, (πληγούρι), για σούπα βραδυνή. Αλεύρι για εξήντα δράμια ψωμί κι άλλα, όπως λάδι, σύκα, σταφίδες, φουντούκια. Κι επειδή οι οργανισμοί μας, πεινασμένοι όπως ήταν, άρπαξαν κι αφομοίωναν οποιαδήποτε τροφή, οι ποσότητες αυτές αν τις ρίχναμε όλες στο καζάνι μαζί μ' εκείνες που εξοικονομούσε η ομάδα από άλλες πηγές, θα μας έστηναν και θα μας ξεπείναζαν λίγο. Θα περιόριζαν τις αρρώστιες και δε θα ξεσηκωνόταν στην ομάδα αγανάχτηση με το επακόλουθό της τους εκνευρισμούς. Η καθοδήγηση όμως του στρατοπέδου που επέμενε πως «βλέπει μακριά», άρχισε την πολιτική των αποθεμάτων. Έτσι από τα σαράντα δράμια που ήταν η μερίδα τρώγαμε μονάχα τα είκοσι πέντε και τα υπόλοιπα στιβάζονταν σε τσουβάλια γι' «αποθέματα», και από το αλεύρι κρατιόνταν τα είκοσι δράμια σαν απόθεμα. Ανάλογες ποσότητες κρατιόνταν κι από τ' άλλα τρόφιμα, λάδι, φουντούκια σύκα και λοιπά. Έτσι η κομματική επιτροπή είχε φουσκώσει μια αποθήκη με ζαερέδες, όπως είχε φουσκώσει κι η ίδια. Δεν έδωσα ποτέ σημασία στο φούσκωμά τους. Πολλοί όμως σύντροφοι υποστήριζαν, ότι αν πείναγαν κι αυτοί οι σύντροφοι μαζί μας, τα τρόφιμα που μας έφερνε ο Ερυθρός Σταυρός θα πέφτανε όλα στο καζάνι ή κι αν ακόμα αποφασιζόταν για κάποιο απόθεμα, δε θα περνούσαν τα δύο ως πέντε δράμια κατά μερίδα. Έτσι θα υποφέραμε ελάχιστα, η φθορά των οργανισμών μας θα ήταν λιγώτερη κι οι θάνατοι θα σταματούσαν ολότελα. Ποια κακή μοίρα δούλευε για να καθήση κεφαλή της ομάδας, που έμοιαζε με γίγαντα, εκείνους τους μικρούς, εκείνες τις μετριότητες. Γινόντανε πολλές συζητήσεις για την πολιτική των αποθεμάτων και η καθοδήγηση κάθε τόσο με ανακοινώσεις της στρίγγλιζε: «Ορισμένοι σύντροφοι ζητάνε να τα φάμε όλα» 11· Και έλεγαν εκείνο το «όλα» με τέτοια έμφαση λες και οι πεινασμένοι διαπράττανε το πιο φρικτό ανοσιούργημα. Αλλά από καιρό είχαμε αρχίσει να μη καταλαβαινόμαστε ολότελα. Η ομάδα μας πέρα από το αίσθημα της πείνας και κρίνοντας με την ξερή λογική δεν έβλεπε την ανάγκη των τόσων αποθεμάτων και τη θεωρούσε κιόλας εγκληματική. Γιατί αν οι καταχτητές αποφάσιζαν να μας θανατώσουν με τη μέθοδο της πείνας σταματώντας την ενίσχυσή μας, από τον Ερυθρό Σταυρό, γιατί δεν θα μας αφαιρούσαν τα αποθέματα αυτά; Μα η καθοδήγησή μας όταν έβλεπε τη λαίλαπα του πολέμου να ζυγώνει το σπίτι μας, δε σκέφτηκε να κάνει τρόφιμα και φάρμακα εκείνο το απόθεμα χρημάτων που είχαμε που ήταν κιόλας αρκετά μεγάλο που εξανεμισμένο κατόπιν, μετατράπηκε σε κρεμμύδια και πατάτες που σάπισαν και πετάχτηκαν, που μ' αυτά τ' αποθέματα και μ' αυτά τα φάρμακα θα αποφεύγαμε τους θανάτους, μα σκέφτηκε να κάνει τώρα αποθέματα που η κατάσταση δεν το απαιτούσε. Έτσι συνεχίστηκε η πείνα με όλες τις συνέπειες. Έτσι μ' αυτά τα θέματα που έχω αναφέρει ασχολούταν η κομματική επιτροπή που πιστεύω πως τουλάχιστο μετά τον ερχομό του Ερυθρού Σταυρού μπορούσε να ξαναζωντανέψει στην ομάδα μας η οργανωμένη μάθηση. Ενώ τώρα τα μέλη της ομάδας συνεχίζανε την αυτομόρφωση με τη μελέτη και ταχτοποίηση ό,τι ως τώρα είχανε μάθει.
Αν θυμάμαι αυτές τις μέρες μας πήραν οι Ιταλοί εικοσιπέντε συντρόφους και τους πήγαν σε στρατόπεδο στα Τρίκαλα. Μέσα σ' αυτούς ήταν κι ο Γιώργης Τσιτήλος. Κι επειδή δεν είχε κρεββάτι εκστρατείας κάναμε αλλαγή και πήρα το δικό του, ένα εξαιρετικό σουμιέ, χρήσιμη η μαλακωσιά του, όταν το σώμα δεν διαθέτει σάρκα και λίπος. Στην ίδια μεταγωγή ήταν κι ο Νίκος Μαριακάκης. Κείνη τη μέρα ντύθηκε τη σύγχρονη κρητικιά στολή του: Αδιάβροχες βυσσινιές μπότες, καπαρτίνα, γκιλότα, μπλε σακάκι κι αντί για κρητικό Digitized by 10uk1s
μαύρο μαντήλι, στο κεφάλι φόρεσε ένα μπλε μπερεδάκι. Παρά το άσαρκο από την πείνα κορμί του, στεκόταν ίσιος κι άστραφτε ατσαλάκωτος, έτσι όπως άστραφτε το μυαλό και η ψυχή του. Βλέποντάς τον έτσι ο Βρετάκος μου είπε: «Δεν του λες να κάνει λίγο το μισοκακόμοιρο... Άμα τον δουν έτσι οι Γερμανοί θα τον σκοτώσουν».
Αυτός ο χειμώνας, ο τρίτος απ' την αρχή του πολέμου βρήκε το στρατόπεδό μας νάχουνε ψοφήσει τα μιλιούνια μικρά ποντίκια, που ζούσανε μέσα σε τούτο το τεράστιο παλιόσπιτο, γεννοβολώντας πολλές φορές μέσα στις τσεπες των σακακιών μας και στις βαλίτσες. Ακόμα είχανε ξεκάνει καμιά δεκαριά γάτες που είχαμε, γιατί αυτοί οι έρημοι δεν έτρωγαν τη λαχανίδα και ποντικούς τώρα δεν έβρισκαν. Με χίλια παρακάλια και περιποιήσεις ζούσε ακόμη μια κοκκινωπή γατούλα, μα και τούτη η δύστυχη είχε γεμίσει από αρρώστιες: της έπεφτε η τρίχα της, έβηχε, έκαν' εμετούς, δεν είχε ανάκαρο ζωής. Κάτι μεγάλα ποντίκια όμως βγαίνανε στο θάλαμο, αφήνοντας τους υπονόμους, μια που τα δικά μας στομάχια έκαναν τέτοια αφομοίωση της λαχανίδας και του πληγουριού, που δεν απόμενε τίποτις για να τραφούνε τα κακότυχα ζωντανά. Πολλές φορές όμως δεν τα κατάφερναν να γυρίσουνε στη μονιά τους κι έτσι κουρασμένα από το ολονύχτιο ψάξιμο και πεινασμένα, μπερδεύονταν στα στρίποδα κι απόμεναν εδεκεί ξέπνοα. Ένα πρωί ανακάλυψε ο Ζάγκας κάτω απ' το δικό του κρεββάτι έναν πόντικα τέτοιο. Άρπαξε το πιο πρόχειρο όπλο του, το τσόκαρο, τον κυνηγούσε φωνάζοντας, γίνηκε σαματάς στο θάλαμο, οι σύντροφοι που ζητούσαν αφορμή να σπάσουν την πλήξη τους, άφησαν τα βιβλία τους κι έτρεξαν όταν το ζωντανό είχε ξεμπερδευτεί απ' τα κρεββάτια, τρέχοντας ίσια κατά το πλυσταριό, ανέβηκε τα τρία σκαλέρια μα όπως βρήκε την πόρτα κλειστή κουτούλησε πάνω της και κατρακυλώντας έπεσε στο πάτωμα. Ο Ζάγκας που έτρεχε λαχανιασμένος του πέταξε το τσόκαρο μα αστόχησε, το ξανάπιασε κι όταν ήταν έτοιμος να το ρίξει σκοτώνοντας το ζωντανό, ένας σύντροφος αρπάζοντάς του το χέρι φώναξε: «Μη! να φέρουμε τη γατούλα που ψοφολογάει από πείνα να το παίξει και να το γεφτεί». Ο Ζάγκας στεκόταν με το τσόκαρο ψηλά μπας και συνεφέρει ο πόντικας που ταλαπόδερνε, ώσπου έφτασε ο σύντροφος με τη γάτα. Περιμέναμε όλοι να τη δούμε να μουντάρει κατασπαράζοντας τον εχθρό της. Μα όπως την άφησε ο σύντροφος χαμήλωσε την κοιλιά της στο πάτωμα, τρικλίζοντας τα πόδια, κι όταν είδε το ποντίκι που τάραζε, σήκωσε τη χέτζα της στη ράχη, έκανε να χιουμήξει ανοίγοντας και το στόμα μα ντελαπάρισε πέφτοντας στο πλευρό, όταν ο ποντικός κάνοντας κι αυτός με τις στερνές δυνάμεις προσπάθεια ν' ανέβει το σκαλί, έπεσε τ' ανάσκελα γύρισε ύστερα στα δίπλα απλώνοντας ίσια τη μαύρη ουρά του στο πάτωμα. Και παίζοντας κάμποσες φορές με τα μουστάκια του δε ματασάλεψε. Η γατούλα πάλι ανοίγοντας το στόμα, φάνηκαν τα κατάλευκα σουβλερά της δόντια, άφησε την άλικη γλωσσίτσα της να κρεμαστεί στο πλάι, ύστερα τη δάγκωσε αφήνοντας έτσι την στερνή πνοή της. Όλοι οι σύντροφοι του θαλάμου που στεκόμαστε ένα γύρω αλληλοκοιταχτήκαμε θλιμμένοι κι αμίλητοι. Μόνο ένας άκουσα να πει σιγά «για δες δυο εχτρούς που πέθαναν αγκαλιά». Κι όπως τραβούσαμε για τα κρεββάτια μας ο θαλαμάρχης φώναξε: «Η υπηρεσία να πετάξει τα ψοφίμια στα σκουπίδια».
Τούτη τη μέρα, όλο το πρωινό, κάθησα στο κρεββάτι μου, δεν έγραψα, δε διάβασα, και το ίδιο κι οι διπλανοί μου, δεν είχαν κι εκείνοι όρεξη για δουλειές. Για πολλή ώρα κουβεντιάσαμε για τους θανάτους των ζωντανών, γιατί όση μηδαμινότητα κι αν είχε το περιστατικό, ήταν ένα μέτρο που έδειχνε το τι περάσαμ' εκεί μέσα και πόσο ανθεχτικοί βρεθήκαμ' εμείς οι άνθρωποι σε σχέση με τα ζωντανά.
Digitized by 10uk1s
Κοντεύει ο καιρός που η ανεπανάληπτη οικογένειά μας θα διαλυθεί. Δεν ξέρομε ποιοι θα χωριστούμε και ποιοι θα βρεθούμε μαζί. Δεν ξέρομε αν θα ζήσουμε, δεν ξέρομε πώς θα πεθάνουμε. Στην Ακροναυπλία δεν έχω παρά φίλους. Όλα τα χρόνια δεν είχα παραξηγηθεί εχτός με το Γιώργη Βοντσίτσο, τον Αλέκο Παπαδάτο τσαγκάρηδες αυτοί, και με το Γιάννη Ευθυμιάδη —το νεώτερο— μα μόλις είχαμε ανταλλάξει δυο λέξεις στενάχωρες που αν δεν είχανε σχέση με την πολιτική της καθοδήγησης. Θα είχανε ξεχαστεί αμέσως, μα και πάλι οι σχέσεις μας δεν ήταν πολύ ψυχρές. Από τους γειτόνους που είχα τώρα ο Θόδωρος Πάγκαλος, ήταν ακούραστος, καθαρός, ταχτικός. Ήξερε καλά μαθηματικά κι ορθογραφημένα καθαρά γράμματα να γράφει, κι είχε αρχίσει να μαθαίνει τη Ρούσικη γλώσσα. Στα πολιτικά μαθήματα ήταν από τους πρώτους. Και περνούσε την πείνα του με αξιοπρέπεια πολλή, γιατί κι αυτό ήταν μεγάλο θέμα για όλους μας. Να πεινάς μα να κρατιέσαι, να μη γίνεις ζητιάνος, να μη φοβάσαι το θάνατο, να μη παραλογάσαι. Ακόμα ο Θόδωρος ήταν πιστός και σταθερός, μαχητικός και σεμνός. Ήταν ένας απ' αυτούς που άλλοι τους λένε ηρώους. Ο άλλος, ο διπλανός μου, ο Νίκος Γεωργιάδης, δεν παρανοιαζόταν τον καιρό τούτο της στέρησης για τη μάθηση και την καλλιέργειά του. Ήταν άνθρωπος θερμός, φιλικός και συντροφικός μαζί. Όταν έπαιρνε να μιλάει δεν σταματούσε αλλά και δεν βαριόσουνα να τον ακούς. Η κουβέντα του ήταν ζεστή κι είχε γλυκάδα. Όταν πάλι σώπαινε, σώπαινε για πολύ. Βρισκόμαστε πέρα από τα μισά του μήνα Δεκέμβρη. Ο χειμώνας μάς είχε έρθει φέτο πρώιμος. Δεν ήταν τόσο ψυχρός όπως τον περασμένο, εμείς όμως κουρασμένοι με το πετσί και το κόκκαλό μας κρυώναμε πιο πολύ. Συχνά έκανα τις βόλτες μου με το Γεωργιάδη μπροστά από το κρεββάτι του. Και σήμερα σαλέψαμε κάμποσο. «Δε νιώθω αν έχω πόδια μέσα στα παπούτσια μου, ή δυο κόκκαλα ορθά είναι κει μέσα για να ρουφάνε το κρύο από το παγωμένο πάτωμα ν' ανατριχιά και να τρέμει το κορμί ως το κεφάλι», λέω στο Γεωργιάδη. «Κι εγώ νιώθω το ίδιο παγωμένος», μου λέει, και σταματώντας έβγαλε από το ένα του πόδι μια γόβα, φτιαγμένη απ' τον ίδιο, με χαρτόνι, σκοινιά και πανί, τόσφιξε στη χούφτα του σαν νάθελε να το ζεστάνει, φύσησε ύστερα τα ρουθούνια και πρότεινε: «Νάχαμε τώρα δέκα αυγά ο καθένας μας τηγανισμένα με βούτυρο!». «Ου - ου - ου που να σε φάει ο λύκος πάλε Νίκο, του λέω. Κι όπως τα λες τ' «αυγά» αβούτικα και βγάζεις το «γ» βαθιά από το λαρύγγι τα μεγαλώνεις, τα κάνεις σαν πορτοκάλια. Και τα βλέπω στο τηγάνι να τρέμουν, γυαλιστεροί οι κρόκοι τους χοχλάζοντας και μούρχεται λιγούρα να σωριαστώ. Μα για στάσου Νίκο... Δεν έχομε πει να μη μιλάμε — τόχουμε κιόλας συμφωνήσει — να μη λέμε για φαγιά;... Τι να τα λέμε αυτά και να γεμίζει το στόμα μας ανώφελα σάλιο; Ας πάμε κι αλλού το λογισμό μας...». «Ε, καλά! Φτάνει η διδασκαλία σου, φτάνει, γιατί θα σε βουτήξω καμιά φορά στα πράσα να μου λες για καμιά χοιροκεφαλή βραστή που ν' αχνίζει κιόλας — το ξέχασες, που την ήθελες νάχει και χοντρό αλάτι απάνω — και θα σ' αλλάξω την πίστη στη διδασκαλία... Και ψες ακόμα — για το ξέχασες και τούτο — μούλεγες για τον Όμηρο και κόντεψε μάλιστα να τόνε βγάλεις και σκάρτο γιατί —όπως είπες— δεν περιγράφει με δύναμη εκεί που οι σύντροφοι του Οδυσσέα από πείνα φάγανε τα βόδια του θεού Ήλιου κι ας το ήξεραν πως θα τους θανατώσει. Γιατί άλλος χειρότερος θάνατος από της πείνας δεν είναι. Το λέει κι ο Όμηρος... Φάγανε τα βόδια, τους έκαψε ο Θεός... Πήγανε χορτάτοι. Digitized by 10uk1s
Μπράβο τους!». «Κι ύστερα για στάσου! Συμφωνήσαμε; Τη χαλώ τη συμφωνία και θα λέω για όποια φαγητά θέλω· και θα τα φτιάχνω όπως θέλω και για σορβά και για χαβίτς θα λέω. Φτάνουνε τα τόσα ταμπού και δε θα σηκώσω και άλλα αμοναχός μου. Πάει τη χάλασα τη συμφωνία. Ε; Δε βγαίνει τίποτα που αναθυμάμαι καλά φαγιά; Ναι... Δεν ξέρω όμως και πώς είναι το καλύτερο... Έξι χρόνια είναι που άρχισε η πείνα και τρία χρόνια η λίμα... ...Ήθελα, σύντροφε Γιάννη, να είμαι χορτάτος όταν θα μ' έστηναν στον τοίχο... Δε θέλω κείνη την ώρα να πεινώ... Όχι δεν το θέλω αυτό...». Βαδίζαμε στα λίγα μέτρα με τα χαλασμένα σανίδια παίρνοντας μικρές στροφές κι ο φίλος μου σαν να παραληρούσε. Ύστερα άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και σκουντώντας με να τον προσεξω πρόστεσε: «Ήθελα νάχω και να κατεβάσω τόσο φαΐ που να πέσω να πεθάνω από χόρταση... Τι λες κι εσύ σύντροφε δε θάναι καλός αυτός ο θάνατος;..». Αν και ήξερα πως είχε και λίγη αλήθεια το αστείο, γιατί από το μυαλό μας περνούσανε τότες αυτές οι «άρρωστες» σκέψεις, που ήταν αδύνατο να τις διώξεις ολότελα. Είτε σ' εμένα έρχονταν είτε σε άλλους τις κατάγραφα τις σκέψεις αυτές σα σκέψεις της κοιλιάς κι όχι του λογικού. Μα ερχόνταν, όσο κι αν η ψυχή μας είχε σκληρύνει. Όσο κι αν η θέληση είχε γενεί ατσάλι. Κι αν θυμάμαι τώρα... Πώς όλο αυτόνε τον καιρό της πείνας και της κατοχής, οι πόρτες ήταν ανοιχτές... Ένα νόημα στο χωροφύλακα, και μια υπόσχεση στο διοικητή του στρατοπέδου κι ο κρατούμενος ήταν λεύτερος, δίχως να υπογράψει δήλωση...
Θάτανε την επομένη για τη μεθεπομένη μέρα, από τούτη που κουβεντιάζαμε με το Γεωργιάδη, που ξαναρχίσαμε τις βόλτες και τις κουβέντες. Μα σωπάσαμε γρήγορα, βουβαθήκαμε. Το στρατόπεδο όλο βουβάθηκε κι αυτό. Μονάχα η φωνή του Καραμπίνη ακουγόταν στο προαύλιο ν' απαγγέλνει ονόματα και σαν αστραπή πήγε από στόμα σε στόμα, από αυτί σε αυτί, η λέξη «μεταγωγή». Μερικοί σύντροφοι πρόκαναν να μετρήσουν τα ονόματα του καταλόγου — ήταν εκατό. Έπρεπε να δέσουν τα πράγματά τους, γιατί θα έφευγαν αμέσως κι η σκέψη μας πήγε ποια τύχη άραγες τους είχε ετοιμάσει ο καταχτητής. Για όλους όμως εμάς: για 'κείνους που θα έφευγαν η για 'κείνους που θα έμεναν, το μεγάλο που σηκώθηκε στην ψυχή μας, δεν ήταν τύχη της μιας μεριάς ή της άλλης... αλλά ότι χωρίζαμε. Είναι αδύνατο και να το σκεφτεί κανείς να περιγράψει τα αισθήματα που πλημμύρισαν αμέσως τις ψυχές μας. Το γραφείο της ομάδας διάβασε μια ανακοίνωση και μας σύστηνε να είμαστε συγκρατημένοι σε εκδηλώσεις, γιατί δεν ξέρομε τίποτα απ' ότι αποφάσισαν οι καταχτητές για το στρατόπεδό μας. Έτσι και γίνηκε. Συναποβγάλαμε τους εκατό συντρόφους μας με μια πλημμύρα από αιστήματα στην ψυχή, βουβοί και δακρυσμένοι. Την άλλη μέρα ψάχναμε τους γεωγραφικούς χάρτες για να βρούμε πού βρίσκεται το χωριό του Ξηρομέρου Κατούνα και ρωτάγαμε τους Αιτωλοακαρνάνες συντρόφους να μάθουμε τι τόπος είναι κείνο το χωριό. Εκεί όπως έλεγαν οι πληροφορίες πήγαιναν τους εκατό. Ακόμα την ίδια μέρα διαδόθηκε ότι θα έφευγαν άλλοι εκατό κρατούμενοι για το ίδιο στρατόπεδο. Έτσι και γίνηκε. Το επόμενο πρωί που θα ήταν είκοσι για εικοσιμιά του Δεκέμβρη του 1942 Digitized by 10uk1s
γροικήθηκε πάλι του Καραμπίνη η φωνή. Κι ύστερα απάγγειλε τα ονόματα όσο πιο όμορφα, λες κι ήθελε να χαϊδέψει την κάθε συλλαβή. Τα ονόματα ήτανε πάλι εκατό. Ευθύς το στρατόπεδο κι από τα τρία του πατώματα άρχισε να τραντάζεται από φωνές, χτύπους και γέλια. Οι ξύλινες σκάλες βροντούσαν, άλλοι κατέβαιναν κι άλλοι ανέβαιναν. Στο κρεββάτι μου έφτασαν οι φίλοι μου, και οι Κρητικοί. Θα έφευγα κι εγώ κι ο Πάγκαλος κι από άλλους θαλάμους θα έφευγαν και άλλοι Κρητικοί. Εδώ στο στρατόπεδό μας αυτή τη μέρα γίνηκε κάτι το απερίγραφτα όμορφο, που δεν έχει γίνει ως τώρα και που έμελλε να μείνει ανεπανάληπτο. Όπως και δύσκολα μπορεί να βρεθεί στην ιστορία των αγώνων ενός λαού μια τέτοια ομάδα από ξεδιαλεμένους αγωνιστές, μ' ένα τέτοιο ακατάλυτο δέσιμο φιλίας βασισμένης στα αιώνια ιδανικά. Στα ιδανικά εκείνα που από τα πρώτα βήματά του ο άνθρωπος σαν κοινωνικό ον, πόθησε κι αγωνίστηκε, τα ιδανικά της ελευθερίας, τα ιδανικά της ισότητας, και της ειρήνης πάνω στη γη. Και μ' ένα δράμα στη σκέψη: Ένας κόσμος. Μια ανθρωπότητα. Σε μια αιώνια ειρηνική πορεία και αλλαγή προς το καλύτερο. Ένας παράδεισος. Είμαστε ιδεαλιστές από τ' ότι για μια ιδεολογία δίναμε τον εαυτό μας, με όποιο τρόπο το απαιτούσε ο αγώνας. Κι αν καμιά φορά περνούσε από τη σκέψη μας κάποια αμφιβολία, κάποια θαμπή ιδέα ουτοπισμού, αυτόματα σφάλαγαν οι θυρίδες της ψυχής και τη βλέπαμε να χάνεται αθόρυβα όπως τη νυχτερίδα στο σκοτάδι. Εκείνη τη μέρα απ' εκείνο το πρωτόφανο πανηγύρι του αποχωρισμού κουραστήκαμε και πιάστηκε η λαλιά μας. Είμαστε χαρούμενοι. Τα μάτια μας τρέχανε από κλάμα και γέλιο. Έπρεπε να σφίξει ο καθένας μας τρακόσια και πάνω χέρια, να τα σφίξει μια και δυο και τρεις φορές, να τα τραντάξει. Να πει κάμποσα λόγια από το χείμαρρο που ανάβλυζε μέσα του, να φωνάξει. Και να μιλάνε και να φωνάζουν κι εκείνα τα μάτια. Ποτέ ως τώρα δεν είχαν μιλήσει τόσο καθαρά, τόσο άδολα, τόσο αγνά, με τόση ειλικρίνεια και με τόσα ερωτηματικά τα μάτια: «Θα ξανανταμωθούμε;». Σκέφτομαι πολλές φορές πού βρέθηκαν σ' εκείνους τους σκελετούς μας τόσα πoλλά ανθρώπινα αισθήματα και ποιος ήταν ο μηχανισμός που τα έκανε να ξεπετάγονται με τόση ορμή, τόσο γάργαρα και τόσο κρουσταλλένια; Λέω πως επειδή σιγά - σιγά από καιρό, μας είχε γίνει πίστη πως από κείνη τη θύελλα δύσκολο ήταν να ξέφευγε κανένας μας ζωντανός. Αυτός ο φόβος που για μεγάλο διάστημα μας πίεζε, έκανε τώρα να ξεσπάσουν οι ψυχές μας σ' εκείνο το αυθόρμητο πανηγύρι πιστεύοντας κιόλας ότι δεν θα ξανάβλεπε ο ένας τον άλλο. Θυμάμαι που στους ξεχωριστούς φίλους μου κράτησα το χέρι για λίγο καρφώνοντας τη ματιά μου, όπως κι εκείνοι τη δική τους, κι αναρωτηθήκαμε. Θα ξαναϊδωθούμε;... Και τα μάτια μας είχαν απαντήσει. Όχι... Κι έλαχε έτσι να γίνει...
Είχαμε τελειώσει κατάκοποι. Ο ήλιος φάνηκε απ' τα ανοιχτά παράθυρα ανάμεσα σε μαυροσύννεφα να γέρνει κατά τ' αρκαδικά βουνά. Σιγά - σιγά πήραμε να κατεβαίνουμε τα σκαλιά. Τα γόνατά μας έτρεμαν και τρικλίζανε, μα θέλαμε ακόμα λίγο κουράγιο να χαιρετήσουμε και τ' άψυχα που τόσο μας πίεσαν, τις σιδεριές, τις πόρτες, τα ντουβάρια. Οι σύντροφοι ήταν συγκεντρωμένοι στο πλακόστρωτο κι άλλοι κρεμόντανε στις σκάλες, κι ο χωροφύλακας κρατούσε ανοιχτή τη σιδερένια πόρτα. Εδώ ακούσαμε τις τελευταίες τρανταχτές φωνές. «Για χαρά σας σύντροφοι!», «Ψηλά τη σημαία σύντροφοι!», «Καλό βόλι σύντροφοι!».
Digitized by 10uk1s
Έτσι αντιλήφτηκα πως γίνανε τα πράγματα στην Ακροναυπλία. Προσπάθησα όσο πιο πολύ μπορούσα να δώσω την πραγματικότητα ξέροντας και τις δυσκολίες, ξέροντας το πόσο μας κρύβεται η αλήθεια. Μα λέω ότι, «προσπάθησα». Γιατί πίστη μου έχει γίνει, πως η αλήθεια σαν λέγεται δεν βλάφτει. Ακόμα πιστεύω πως όταν σε κανένα ριζώσει το πάθος να γράφει, πρέπει να δείχνει σεβασμό στον εαυτό του και στους άλλους ανθρώπους, γράφοντας την αλήθεια. Πίστη μου έχει γίνει και προσπάθησα αυτό να πω στην εξιστόρησή μου, πως αν το λαϊκό κίνημα δε γίνηκε εξουσία, έφταιξε ότι δεν μπορέσαμε να βρεθούμε λεύτεροι τις μέρες που πάτησαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί. Αυτό το λάθος κι η αδυναμία του στρατοπέδου μας, έφερε σωρό άλλα λάθη πίσω το ένα από το άλλο, στο κίνημά μας. Η πρώτη συνέπεια ότι δε λευτερωθήκαμε απ' εκείνο το κάτεργο σαν η Ελλάδα μας καλούσε, ήταν ότι καθυστέρησε η ένοπλη δράση με αποτέλεσμα ένα στρατό αδύναμο, με μια αδύνατη στελέχωση. Και καθυστέρησε από την έλλειψη ανθρώπων ικανών, έμπειρων, με κύρος και αποφασισμένων. Κι από τέτοιους ήταν η Ακροναυπλία γεμάτη. Γιατί δεν ήταν ότι παρά πολλοί είχανε πάρει μέρος σε όλους τους πολέμους του 1912 ως το 1922 και συνέχεια στα δημοκρατικά κινήματα και στους μαζικούς αγώνες της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, μα το πιο σπουδαίο για κείνη την κατάσταση προτέρημά τους ήταν ότι λες από γεννησιμιού τους ήτανε καμωμένοι ηγέτες, για ένοπλο κίνημα. Είχανε αέρα, ψυχολογία, είχανε φαντασία. Δε θέλω ν' αναφερθώ σε πρόσωπα σαν τον Πέτρο Λάσκα, σαν το Γιάννη Καραθανάση, σαν το Θρασύβουλο Καλαφατάκη, γιατί ο κατάλογος θα πλησίαζε τον αριθμό των Ακροναυπλιωτών. Μα όλα αυτά τα προτερήματά τους θα χαθούνε σε πάνω από τους μισούς μαζί μ' αυτούς τους ίδιους απ' το τουφέκι του Γερμανού στρατιώτη. Ένα μέλος του πολιτικού γραφείου του ΚΚΕ που έγραφε ένα βιβλίο «Η Μεγάλη τετραετία» ανεβάζει τους Ακροναυπλιώτες που εχτελέστηκαν ομαδικά από τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους φασίστες σε 304. Μου φαίνεται πως ο αριθμός είναι σωστός. Ύστερα, να πω πως εμείς οι άλλοι που απομείναμε ζωντανοί, είμαστ' εκείνοι που είμαστε τον καιρό που βρήκαμε την ευκαιρία να φύγουμε. Θα είναι λάθος. Γιατί σε μεγάλο βαθμό μας είχαν αχρηστέψει τα χρόνια εκείνα της κατοχής κι από όσα έχω ειπωμένα μπορεί κανείς να καταλάβει σε ποια κατάσταση βρεθήκαμε κι από τη μεριά της φθοράς που μας έφερε η κακή πολιτική της καθοδήγησης. Πολύ διάστημα χρειάστηκε να ξαναβρούμε λίγο, ένα ελάχιστο, από τον εαυτό μας, όσοι δεν τον είχαμε χάσει ολότελα. Μα κι ο καιρός είχε χαθεί. Ο Μεγαλύτερος αποκεφαλισμός του κινήματός μας, με όλες τις συνέπειές του ήταν αυτός που γίνηκε εδώ στο «Στρατόπεδο συγκέντρωσης κομμουνιστών Ακροναυπλίας». Βοηθήσαμε βέβαια όσοι γλυτώσαμε μαζί με τους άλλους εξόριστους να μεσουρανήσει το λαϊκό κίνημα. Μα για όλα τούτα που έχω πει σε τούτο το γραφτό μου η εξουσία μάς ξέφυγε. Μα ωστόσο κανένας αγώνας δεν πηγαίνει χαμένος: Κι η Πατρίδα λευτερώθηκε, κι ο λαός γλύτωσε, κι ο δρόμος για μια καλύτερη ζωή ανοίχτηκε. Άλλοι θα τελειώσουν το έργο που άλλοι από μας αρχίνησαν.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΚΑΤΟΥΝΑ-ΒΟΝΙΤΣΑ-ΛΑΖΑΡΕΤΟ Έτσι αποχωριστήκαμε απ' τους συντρόφους που μαζί είχαμε ζήσει όλα εκείνα τα βασανισμένα χρόνια που έχω αφηγηθεί. Αφήνοντας ένας - ένας τη στερνή πόρτα του στρατοπέδου είδαμε τον κόσμο αλλιώτικο, όμορφο: τη θάλασσα, τον κάμπο, τα βουνά, τις πολιτείες. Έπρεπε, το ζητούσε ο μέσα εαυτός μας, να χαιρετήσουμε αυτόνε τον κόσμο, να τον δούμε όχι όπως μέσα από τις σιδεριές· να τον νιώσουμε ακομμάτιαστο κι έτσι να τον κρατήσουμε στη θύμηση. Μας φάνηκε πως όλο εκείνο το «απέραντο» σ' ένα σύνολο μάς προκαλούσε να το χαρούμε για μια στερνή φορά. Να δούμε εκείνο τον κόσμο που επί χρόνια αλάφρωνε κι ημέρωνε τις ψυχές μας, δίχως να μας ζητήσει αντάλλαγμα. Σκέφτομαι τώρα πως η ομορφιά, αυτό το πανάκριβο αγαθό, υπάρχει στον κόσμο στο ανεξάντλητο και παντού, μα για να την απολάψει ο άνθρωπος όσο πιο πολύ, πρέπει νάναι προετοιμασμένη η ψυχή του, νάναι αχόρταγη, για τη δίψα του όμορφου.
Σε λίγο βρεθήκαμε κατά τριάδες αναμεσίς σ' ένα τσούρμο πάνοπλο, παρδαλό και φοβισμένο. Ήταν οι Ιταλοί πούχαν ανέβει για συνοδεία. Στρατιώτες απ' εκείνη τη μεραρχία που στο καπέλο τους είχαν ένα φτεράκι που σαν οι φαντάροι μας τους κυνηγούσαν στ' αλβανικά βουνά τους είχαν βαφτίσει «κοκορόφτερους». Μα δεν έλειπαν κι από άλλα σώματα: μελανοχίτωνες, φασίστες με μαύρα σκουφιά, με φούντα, καραμπινιέροι με ανοιχτές τις ξιφολόγχες σε κοντοτούφεκα, και λίγοι της μιλίτσια με πολιτικές ντυμασιές. Είπε ο επικεφαλής στο γραικό διερμηνέα του να κάνει έτσι που να ισιώσει τη φάλαγγα, κι αυτός, σα νάξερε από ασκήσεις, άρχισε να μας σπρώχνει απ' εδώ, μα οι τριάδες έκαναν καμπούρα απ' εκεί. Τέλος δεν κατάφερε τίποτις, έβρισε ο αξιωματικός στη γλώσσα του και είπε να ξεκινήσουμε. Ως τώρα βλέπαμε τους Ιταλούς στρατιώτες γύρω στις σκοπιές του στρατοπέδου να μας φρουρούνε κι απ' όσο θυμάμαι, ποτές δε μας έκανε κανείς τους γκριμάτσα άπρεπη, ποτές δεν παρατήρησα στο ύφος τους μίσος. Αντίθετα κείνα τα εικοσάχρονα στρατιωτάκια έδειχναν κάποια φιλικότητα και πολλές φορές έπιασα να υπάρχει στο πρόσωπό τους συμπόνια. Τώρα όμως τούτο το αρματωμένο κοπάδι που μας προγκούσε κατά κάτω, είχε βάλει αγριάδα, είχε το δάχτυλο στη σκανδάλη κι ήτανε φοβισμένο. «Για δες, τρέμουν τους εκατό σκελετούς.. Μα καλό είναι να μας φοβούνται οι φασίστες, γιατί άλλοι δε θέλω... Όχι, δε θέλω να με φοβούνται... μου κάνει κακό», είπε ο ένας από τους διπλανούς μας. Ο άλλος ο διπλανός μου είπε: «Απ' τον καιρό που πριν έξι χρόνια μ' ανέβασαν στο κάστρο, πρώτη φορά που κατεβαίνω κάτω· θα μετράω τα σκαλιά, είναι κιόλας 333;». Όταν σιωπάτησε η φάλαγγα και χώθηκε στα στενοσόκακα του «Ψαρομαχαλά» είδαμε άλλο κοπάδι στρατιώτες να φυλάνε τους παράδρομους και να κρατάνε τον κόσμο μακριά. Ύστερα σταμάτησαν τους μπροστινούς για να πυκνώσει η φάλαγγα. Μερικές γυναικούλες με μαύρα τσεμπέρια μας ζύγωσαν. Ήταν χλωμές. Κλαίγανε κιόλας, τηρώντας μια εμάς, μια τον ουρανό και σταυροκοπιόνταν. Μια άλλη μεσόκοπη γυναίκα με φουσκωμένα ζυγωματικά και σουρωμένα μάγουλα, σαν ειδοποιημένη, βγήκε απ' ένα αυλόγυρο τρέχοντας κατά μας. Σήκωσε τα δυο βρεγμένα και κοκκαλιάρικα χέρια της ξεφωνώντας: «Παιδιά μου! πού σας πάνε! Τι θα σας κάνουνε παιδιά μου...». Ένας καραμπινιέρος της πρότεινε τη λόγχη και σταμάτησε χωρίς ανάσα, κι ένας από μας τους ομήρους της είπε: «Δεν ξέρομε μητέρα... αφέντες είναι, ότι θελήσουν θα μας κάνουν». «Τρισκατάρατοι να είναι!... Ω! Παναγιά μητέρα... τρισκατάρατοι να είναι!». Όταν σάλεψε η φάλαγγα και το σάλεμα έφτασε ως τις πίσω τριάδες και κινήσαμε, η «μητέρα» στεκόταν ακίνητη με γερμένο το κορμί κατά πίσω με σταυρωμένα τα χέρια. Είχε κλείσει τα υγραμμένα μάτια, το πρόσωπο τηρούσε ψηλά. Το μαύρο μαντήλι της είχε πέσει κατά πίσω, τα Digitized by 10uk1s
γκρίζα μαλλιά σε πλεξίδες γυρόφερναν ένα πρόσωπο λες με όλον τον πόνο του σκλαβωμένου κόσμου. Ένας σύντροφος είπε: «Θα της έχουνε πάρει τα παιδιά της ομήρους». Άλλος πρόστεσε: «Φαίνεται πονεμένη, μπορεί και να τα σκότωσαν», κι άλλος: «Είναι μια μάνα!...». Πολλοί φίλοι με ρωτάνε, πώς τα καταφέρνω ύστερα από τόσα χρόνια να θυμάμαι... Λέω πως ότινος καρφωθούνε βαθιά στην ψυχή του τέτοιες εικόνες, αν μπορεί ας τις ξεχάσει! Έχουνε περάσει τριάντα σωστά χρόνια, το τοπίο θάχει αλλάξει, αφού και το κτήριο του στρατοπέδου μας χαλάστηκε για να γενεί ξενοδοχείο, μα από τα πιο στέρεα που βλέπω σαν πάει ο νους μου κατά 'κεί, είναι η «μητέρα», να κοιτάει τον ουρανό και να δέεται.
Βάδιζε η φάλαγγά μας στο κέντρο τ' Αναπλιού ίσια κατά το σιδερόδρομο. Οι δρόμοι της πολιτείας είναι σκουπίδια γεμάτοι και ρημαγμένοι· κινούνται άνθρωποι, νέοι — γέροι — γυναίκες — παιδιά. Κοιτάνε με γρήγορες ματιές μια εμάς, μια τους φρουρούς μας μ' ένα βλέμμα φοβισμένης συμπόνιας. Ήταν όλοι κοκκαλιάρηδες, κίτρινοι και με ξεφτισμένα και σκισμένα φορέματα. Λιγοστούς είδαμε καλοθρεμμένους και με καινούριες ντυμασιές. Σ' έναν τέτοιο κύριο κρεμόταν μια κοπέλα με πασαλειμμένο το μούτρο μπογιές. Η γυναίκα μας κοιτούσε επίμονα σα να γύρευε να καταλάβει, κι όταν ρώτησε, ο άντρας τής είπε κοφτά και με πρόκληση: «Είναι προδότες, είναι κομμουνιστές», κι αμέσως πρόστεσε: «Και τους φυλάνε ακόμα ζωντανούς». Η γυναίκα πούχε χλωμιάσει δε φάνηκε να της έκανε καλό η απάντηση του καβαλιέρου της. Εμείς πάλι δεν απαντήσαμε σα να μην καταλάβαμε την πρόκληση· ξέραμε πως στην Ελλάδα ζούνε και κάμποσοι Έλληνες υποστηριχτές της κατοχής. Ωστόσο βαθιά μου ένιωσα αηδία και πόνο, ότι ακόμα ζούσε, λίγο από το πνεύμα της διχτατορίας της τετάρτης Αυγούστου.
Ένα μουρμουρητό ερχόταν από τις πρώτες τριάδες της φάλαγγας. Είχαμε φτάσει στην πλατεία της πολιτείας που τη στολίζουν αγάλματα και γι' αυτά κουβέντιαζαν οι σύντροφοι. Εκεί σε δυο αδριάντες είχε κολλήσει η ματιά και η ψυχή μας. Τους ζωντάνεψε βάζοντάς τους σκέψη κι αισθήματα. Ο ένας, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, στεκόταν γαλήνιος κι ευγενικός, σα να μας κοιτούσε, σαν να συμπονούσε για τα παθήματα του «γένους». Ο άλλος είναι ο Γέρος, μουντός αυτός, αυστηρός, πεισματωμένος, έτοιμος να μας πετάξει: «Τι με κοιτάτε, ορέ Έλληνες, σα χαζοί και δεν αρπάζετε τα όπλα απ' αυτούνους τους φρατέλους να λευτερώσετε την πατρίδα».
Ο ουρανός είχε χαμηλώσει· σκούρα μολυβιά σύννεφα κάθησαν στο κάστρο του Παλαμηδιού και χοντρές παγωμένες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν δίνοντας στην πολιτεία μια πιο θλιβερή όψη. Μέσα στις τριάδες είχαν ανάψει από τις εντυπώσεις εκείνης της στιγμής πολλές συζητήσεις, που άρχιζαν από το βίο και τη στάση του Καποδίστρια και του Κολοκοτρώνη, ως τους Κοτζαμπάσηδες, ως τους αστοτσιφλικάδες τους δικούς μας κι ως τις κοπέλες που είδαμε κρεμασμένες στα μπράτσα Γερμανών στρατιωτών.
Όταν μας έσπρωξαν σε κάτι φορτηγά βαγόνια που μας περίμεναν, μπήκαν κι από ένα τσούρμο στρατιώτες και καραμπινιέροι. Έτσι σ' έμάς απόμεινε τόσο μέρος όσο να στριμωχτούμε καθηστοί. Οι Ιταλοί έπιασαν κατά την είσοδο του βαγονιού που έμεινε ανοιχτή. Εμείς δεξιά κι αριστερά. Τέλος γέμισε απ' ένα βαγόνι μπροστά πίσω στρατιώτες κι άλλοι κάθησαν πάνω στη σκεπή. Ο συρμός Digitized by 10uk1s
γέμωσε κράνη, ξιφολόγχες, φτερά, τουφέκια, γαλόνια, ατομικούς όλμους και πολυβόλα. Κι αφού έτσι καλά «σιγουρεύτηκαν» ξεκίνησε το τραίνο. Τσουλούσε γρήγορα αφήνοντας πίσω του το ίσιωμα του κάμπου, μα όταν πήρε ν' ανηφορίζει, η μηχανή, που κινιότανε με κακής ποιότητας λιγνίτη, άρχισε ν' αγκομαχάει και να της κόβεται η φόρα, κι έτσι είχαμε φτάσει στο πρώτο ορεινό χωριό όταν είχε πάρει να σκοτεινιάζει. Οι χωριάτες που γυρνούσαν βιαστικοί στα σπίτια τους κοιτούσαν μέσα στα βαγόνια να δούνε το φορτίο τους. Εμείς στημένοι όρθιοι μας πήρε η ματιά τους και κατάλαβαν πως μας κουβαλάνε σαν όμηρους, γιατί στις μορφές τους είχε ζωγραφιστεί το αίσθημα εκείνο της λύπησης, που κιόλας τη σημερινή μέρα είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε και που τόσο πολύ μας στεναχώρευε. Μαζί με τους άλλους αγρότες γυρνούσε κι ο παπάς του χωριού, γεροντάκος με πετρόψαρα θυσανωτά γένεια, κοντόχοντρος. Λαλούσε ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με αφάνες, τραβούσε δυο γίδες δεμένες με τριχιές. Η μια γίδα τρομαγμένη από το πέρασμα και το γρούξιμο της μηχανής με στυλωμένα τα μπροστινά πόδια και μαζεμένα τα πισινά κι έτσι κολλημένη στη γης αρνιότανε ν' ακολουθήσει, ενώ ο αιδεσιμώτατος, φέρνοντας το σώμα κατά μπροστά και τραβώντας τη γίδα με το ένα χέρι, εσήκωσε το άλλο, κάνοντας με τα δάχτυλα το σημείο του σταυρού... Έτσι τον βρίσκω και τώρα στην μνήμη μου: Με το χέρι και το βλέμμα ψηλά κατά τον μουντό ουρανό σαν να δέεται, σαν να ψελλίζει: «Σώσε, Κύριε, τον λαόν σου...» με μια αφάνταστα γαλήνια έκφραση. Και κατέχομαι από το ίδιο εκείνο συναίσθημα που μου έφερε η στάση της «μητέρας» της φτωχογειτονιάς του Αναπλιού. Το βράδιασμα στο χωριό τους χειμωνιάτικους μήνες είναι η πιο μουρμούρικη κι ευχάριστη ώρα. Οι πιο πολλοί είχαμε αγροτική καταγωγή. Ο καπνός του τζακιού, οι φωνές των παιδιών, οι γριές, οι γέροι με τις κουρασμένες μορφές, οι ντροπαλές κοπέλες, τα ζώα της δουλειάς, οι κατσίκες, τα πρόβατα, οι δουλευτάδες, μάς έφερναν στη θύμηση την αγροτική ζωή που τώρα τη νιώθαμε γλυκιά και ήμερη. Θυμηθήκαμε ένα όμοιο φτωχόσπιστο που η φευγαλέα ματιά μας άρπαξε, που σ' αυτό μεγαλώσαμε, τους γονιούς, την οικογένεια, τη γειτονιά, τους φίλους. Μια νοσταλγία κυρίεψε το είναι μας για λίγο ξαπόσταμα, για λίγη ζεστασιά, για λίγη θαλπωρή. Μα γρήγορα η λογική έδιωξε τούτες τις χίμαιρες, είδαμε το βαγόνι, τους στρατιώτες κι η ψυχή μας ξαναπήρε την ημεράδα του κουρασμένου ζωντανού.
Η νύχτα ήταν βαριά με βροχές κι αστραπόβροντα. Το σκοτάδι όλο και πύκνωνε. Το τραίνο τυλιγμένο στους καπνούς του αγκομαχώντας προχωρούσε, δίνοντας την εντύπωση ότι κάρφωνε όλο και πιο βαθιά στο μαύρο, ως που στο τέλος θα βρεθεί σφηνωμένο στη σκοτεινή μάζα του να ουρλιάζει ακίνητο. Σε λίγο τα βαγόνια γέμωσαν απ' το φαρμακωμένο καπνό του λιγνίτη. Τα στήθια μας φούσκωσαν, τα μάτια μας έτρεχαν, η ανάσα σταματούσε, ο βήχας μάς θέριζε τα βρόχια. Ένας σύντροφος είπε πως κολλώντας το στόμα στο πάτωμα έβρισκε από λίγο καθαρό αέρα. Σκύψαμε όλοι, μα τέλειωσε κι απ' εδώ το λίγο οξυγόνο. Στην απελπισία μου έκανα λίγα βήματα κατά την πόρτα. Παραξενεύτηκα, που οι Ιταλοί φαντάροι, που την κρατούσαν έκαναν μέρος να σταθώ. Χάμω στα πόδια μου σπάραξε από βήχα ένα στρατιωτάκι με κοντόχοντρο καλοκαμωμένο κορμί και σταράτο πετσί, όπως τόβλεπα στο αδύναμο φως ενού λυχναριού κρεμασμένου δίπλα του σκοπού καραμπινιέρου. Από λίγο ο φαντάρος όπως κυλιόταν έβγαλε το κεφάλι έξω από την πόρτα. Κι όλο και τραβιότανε βγάζοντας και το μεσοκόρμι του. Έκανα νόημα για να πω στους στρατιώτες να πιάσουν το συνάδελφό τους να μην τσακιστεί στη γραμμή, μα καθένας έβηχε και ζούσε για τον εαυτό του. Ζύγωσα κατά την άκρια. Κανείς δε μ' εμπόδισε. Έπιασα το Ιταλάκι απ' το αμπέχωνο τραβώντας το κατά μέσα, μα κείνο το καψερό νιώθοντας σιγουριά σουρνόταν πιο πολύ προς τα έξω, ψάχνοντας για καθαρό αέρα μα ο συρμός προχωρούσε, τυλιγμένος στην κάπνα της μηχανής του. Πήγε να κοπεί το χέρι μου απ' το βάρος του στρατιώτη, δεν άντεχε άλλο μα ένιωθα τώρα μια ευθύνη για τη ζωή του και για τη ζωή εμάς όλων. Κρατήθηκα ώσπου λόξαρε η γραμμή κι ο αέρας έδιωχνε τώρα τον καπνό προς άλλη Digitized by 10uk1s
μεριά. Τράβηξα τότες το στρατιώτη κάνοντάς του νόημα πως έφυγε ο καπνός. Αυτός με κοιτούσε αμίλητος με ακίνητο βλέμμα και με πολλή χαζομάρα. Έκλαιγε, ήταν ιδρωμένος, με τους εμετούς στα χείλια. Έβγαλα το μαντήλι μου του σκούπισα το πρόσωπο και το πέταξα, ψιθυρίζοντας «ανάθεμά σε για πολέμαρχε». Ύστερα συμμάζεψα και το ρημαδιακό το τουφέκι του, τοβαλα στα σκέλια του χτυπώντας του λίγο την πλάτη φιλικά. Αυτός με κοιτούσε με βλέμμα μικρού παιδιού κι όλο έκλαιγε. Για μια στιγμή ζωήρεψε η ματιά του, γίνηκε φιλική αφήνοντας με βία και παραπονιάρικα: «Καμαράτ λαγκουέρα ντε καταστρόφα». Και ξανά μίλησε βάζοντας ερωτηματικά: «Πότες φινίς πόλεμος καμαράτ;». Τούτες τις λέξεις μισές στη γλώσσα του, μισές στη δική μας, καταλάβαμε το νόημά τους και μη ξέροντας πώς και τι να του απαντήσω του χτύπησα πάλι την πλάτη. Ένας σκοπός στην είσοδο κρατώντας ένα αυτόματο όπλο έκανε παρατήρηση θυμωμένος στο Ιταλάκι, γιατί βέβαια δεν ήτανε σύμφωνα αυτά που ξεστόμισε με ότι ζητούσε με τον πόλεμο ο φασισμός της πατρίδας του. Μα ο στρατιώτης γίνηκε θηρίο, άφηνε κραυγές βρίζοντας τον καραμπινιέρο. Ύστερα κοιτώντας με είπε πεισματικά: «Κομμουνίστα καλό! φασίστα κακό!». Ο καραμπινιέρος αγρίεψε, ανάπιασε το αυτόματο κι έβρισε. Ο σωρός των φαντάρων ανακουνήθηκε κάτι μουρμούρισαν κι ο καραμπινιέρος καρφώθηκε στη θέση του σωπαίνοντας. Το αντίθετο απ' τους στρατιώτες που είχαν γίνει φιλικοί μαζί μου αυτός είχε στηλώσει πάνω μου ένα προκλητικό βλέμμα γεμάτο κακία. Ένας σύντροφος απλώνοντας το χέρι με σκούντησε να τραβηχτώ πίσω. Χωρίς να ξανακοιτάξω τον καραμπινιέρο γύρισα πλάτη κι ακροπατώντας ζάρωσα στη γωνιά πάνω στο τσαμασίδι μου. Απ' το σκοτάδι που καθόμουνα είδα το γεμάτο έχθρητα πρόσωπο του καραμπινιέρου να με καρφώνει. Καμώθηκα πως δεν κατάλαβα, σκέπασα το πρόσωπο με τις δυο απαλάμες και πήρα να βήχω. Ως τώρα μας 'ρχόντανε απανωτές και λογιών - λογιών οι εντυπώσεις μα τούτη δω μας ξεχείλισε από κρυφή χαρά γιατί βλέπαμε το κουρελιασμένο ηθικό του Ιταλού στρατιώτη. Αλήθεια πολλά είχαμε δει και μάθει αυτές τις πέντε - έξι ώρες. Μετά κάμποση ώρα ξεσκέπασα το πρόσωπο και είδα τη θέση του καραμπινιέρου να την έχει πάρει άλλος σκοπός. Τούτος εδώ ήταν ένας μισόκοπος με λίγη κοιλιά που έμοιαζε σερβιτόρου μαγέρικου. Είχε κρεμάσει στον ώμο το αυτόματο που δεν του ήταν καθόλου ταιριαστό, στο λίγο αστείο γελαστό πρόσωπό του. Έτρωγε μια κονσέρβα μαρμελάδα με πανιότα, μα γρήγορα ξυνίζοντας το πρόσωπο πέταξε στις ράγες το κουτί βρίζοντας: «Πόρκα Μαντόνα». Δίπλα μου καθόταν άυπνος ο σύντροφος Αλέξαντρος Τούντας. Ο Αλέξαντρος ήταν ο μόνος αντιφασίστας που είχαμε στην Ακροναυπλία απ' όλη την περιοχή της Αργοναυπλίας. Τόχε παράπονο που ήταν μοναχός κι εμείς τον πειράζαμε για την «τόση» προοδευτικότητα του τόπου της καταγωγής του. Ήταν εργάτης γης, άντρας γεροδεμένος με μέτριο ανάστημα κι ένα πρόσωπο στρογγυλό με σταροκόκκινο χρώμα τον «καλό καιρό». Τα μάτια του ήταν αστραφτερά και γρήγορα. Ο Αλέξαντρος περιποιόταν κι ένα ίσιο ως μια πιθαμή μαύρο μουστάκι που στις άκρες γινόταν βαθυκάστανο. Ήταν σοβαρός, αφάνταστα καλόβολος, μα όχι εκδηλωτικός. Στο βάθος του ήταν άνθρωπος καλόκαρδος κι αγαθός. Στην Ακροναυπλία δούλευε στο συνεργείο που έσκιζε τα ξύλα της κουζίνας. Τ' άρεσε να ξεκουράζεται και να καπνίζει καθησμένος πάνω στα κούτσουρα και τα πελεκούδια: «Εδώ το πιο παστρικό και μυρωμένο μέρος του στρατοπέδου», έλεγε. Μα τώρα ο Αλέξαντρος είναι άρρωστος. Από λίγους μήνες είχε απαρατήσει τη γωνιά με τα ξύλα που ευώδιαζε ελιά και κυπαρίσσι. Τον είχε χτυπήσει η αβιταμίνωση κατάστηθα χαλώντας του το σηκώτι. Μα κι έτσι σκελετωμένος και με μισοσβησμένη ζωή, γιατί ούτε η ανθρωπιά ούτε η ομορφιά, όποιος τάχει, δε σβηούνται. «Τρώμε λίγη σταφίδα σύντροφε Τούντα», του προτείνω. «Ας πάρουμε μια χαψιά να ζεσταθούμε λιγάκι... Μα είναι κι η ώρα του δείπνου». «Μα φοβήθηκα, σύντροφε Γιάννη, μου λέει, μη και σούκανε κακό ο καραμπινιέρος σαν έβρισε το φασισμό του ο στρατιώτης... Κοιτούσα κι έτρεμα μη ξέροντας τι να κάνω αν άδειαζε το αυτόματο πάνω σου...». Όταν φάγαμε λίγη σταφίδα ξαναείπε: «Λαγκουέρα θα πει πόλεμος, το ξέρω θετικά — Digitized by 10uk1s
δοκίμασα βλέπεις να μάθω Ιταλικά μα τα παράτησα... Έμαθα λίγα απ' τα δικά μας... είχα και τα ξύλα... Λαγκουέρα ντε καταστρόφα, ξαναείπε. «Ο πόλεμος είναι καταστροφή» μετάφρασε στενάζοντας. Όταν σκέφτεται ένας στρατός έτσι νικιέται. Κι αυτοί οι στρατιώτες φαίνεται να έχουνε συνείδηση ότι όταν θα νικηθεί η Ιταλία νικιέται ο Ιταλικός φασισμός και τότε νικητές είναι αυτοί. Μπράβο στους Ιταλούς κομμουνιστές και στους άλλους δημοκράτες που κρατήσανε το λαό τους αμόλευτο απ' τη φασιστική προπαγάνδα. Οι σύντροφοι αποσταμένοι κι ευχαριστημένοι από την αλλαγή της ζωής κι απ' όσα ως τώρα μας έδειξε, κοιμόντανε πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Το τραίνο ανηφόριζε αγκομαχώντας κουρασμένα. Από την ανοιχτή πόρτα του βαγονιού φαινόντανε αριά και που μικρά φωτάκια σημαδεύοντας την ύπαρξη χωριού ή στάνης. Η νύχτα ήταν βαριά, και παγωμένη. Σ' εμένα, ίσως από συγκίνηση από το περιστατικό του Ιταλού στρατιώτη και του καραμπινιέρου, δεν είχε έρθει ο ύπνος, αν κι ένιωθα πολύ κουρασμένος. Το κεφάλι μου βούιζε και μέσα σ' εκείνο το βουητό σαν ν' άκουσα μιλιούνια τζιτζίκια — χωρίς άλλο επύρεσσα. Ο Αλέξαντρος που είχε τεντωθεί στα μπρούμυτα ανασηκώθηκε στους αγκώνες: «Δεν κοιμάσαι;» μου είπε, ξεφυσώντας και πρόστεσε: «Πονάω λίγο». Σταμάτησε για λίγες στιγμές σαν νάθελε να σκεφτεί και ν' αποφασίσει: «Όμως, σύντροφε Γιάννη, ήθελα να ζήσω... Όχι πολύ... να όσο για να δω το τέλος του φασισμού... Να δω την Νίκη. Να, μόνο τη νίκη... Μα ξέρω πως ύστερα θα πω πάλι: Θέλω να δω τη νίκη του σοσιαλισμού σ' όλο τον κόσμο... Κι όμως σκέφτομαι πως το πιο όμορφο πράμα στον κόσμο είναι η ζωή όσο πονεμένη και βασανισμένη κι αν είναι». Μιλούσε πολύ πικραμένος· φαινόταν πως το βαθύτερο είναι του έκλαιγε. «Θα ζήσεις τον παρηγόρησα... Και θα δούμε όλα όσα επιθυμούσαμε παλεύοντας και άλλα... Έχω μια προαίστηση ότι εκεί που μας πηγαίνουν θα είναι καλύτερα, μα μόνο η αλλαγή θα σου κάνει καλό και θα γιατρευτείς...». «Δε βαριέσαι ξέρω γω... Μα θέλω να ζήσω· γιατί να το κρύψω... Τώρα που τη θέση μου έχουνε πάρει εκατό, μπορεί και χίλιοι, που πολεμάνε τα φασισμό, νομίζω πιο πολύ, πως πολλά θα κάνω αν θα ζούσα». Θυμάμαι... Να τι έτρεχε στο κεφάλι μου τώρα που είχα γύρει: Σ' όλη την περιφέρεια της ύπαιθρος τ' Αναπλιού είμαστε λιγοστοί, και θυμάμαι που πολλές φορές οι νοικοκυραίοι του χωριού μ' έπαιρναν στην κοροϊδία: «Αλέξη αυτά που λες δε γίνουνται και το μόνο που σε περιμένει είναι ν' αφήσεις το κόκκαλο στη Γαύδο...». «Αλέξη πάντα εκμεταλλευτές θα υπάρχουνε, μόνο κάθησε φρόνιμα κι άσε την τάξη όπως τη βρήκαμε, μα όλα σου τα δάχτυλα τα ίδια δεν είναι. Είσαι παλαβός, χάζεψες... Ο σατανάς στα λέει αυτά!...». «Και να τώρα χιλιάδες και χιλιάδες σαν εμάς που χρόνια ψάχναμε για τον δεύτερο, για τον τρίτο... Χαλάλι τώρα... Κι όμως θέλω... Τώρα που έρχεται η νίκη... θέλω να την ιδώ... Το ξέρω πως είμαι βλαμμένος αγιάτρευτα... Μέσα στο κάστρο της Ακροναυπλίας δεν είχα νιώσει όση νιώθω τώρα λαχτάρα... Α! και νάξερες στο βάθος μου πόσες ελπίδες... Ξέρω πως σαν ξεκολλήσαμε απ' εκείνο το κάτεργο σαν να είμαστε μισολεύτεροι... μα μένα δε θα με προλάβει η λευτεριά...».
Είχα στεναχωρεθεί από τα συναισθήματα που πιέζανε κατάστηθα το φίλο μου. Με νοήματα ρώτησα το σκοπό αν μας επιτρέπει ν' ανάψουμε τσιγάρο κι αυτός μας έδειξε πως πρέπει να κρύβουμε τη φωτιά. Όταν τραβήξαμε λίγο καπνό ο Αλέξαντρος σα να έπαψε να πονάει και σα να ξέχασε το θάνατο· σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε κατάματα σα νάθελε κάτι να με ρωτήσει. Φαινόταν αλαφρωμένος σαν όπως ύστερα από κλάμμα: «Αν θα γινόμουν αντάρτης, σύντροφε Γιάννη, θα σκότωνα απ' αυτούς τους φαντάρους που βλέπω τώρα κι έχω την ίδια συμπάθεια, που έχουν κι αυτοί για 'μας... Θα σκότωνα με το πολυβόλο. Θα σκότωνα με το τουφέκι, με το μαχαίρι, με τα Digitized by 10uk1s
δόντια, σα μούρχεται βολικά... Άντε βρες άκρια σε ότι γίνεται σε τούτον εδώ τον κόσμο... Οι δυο τρελλοί της γης για να σώσουνε το σύστημα της αδικίας οργανώσανε τα παιδιά των αλυσοδεμένων λαών τους σε ορδές και τα οδηγάνε σε σφαγές και ξεσπιτώματα... Άντε βρες μου το σύστημα... Το μπουρζουά, δεν τόνε βρίσκεις... Σου στέλνει τούτον εδώ κι αν μπορεί ας μη βαράει τουφεκιές κι ας μην ανάβει φωτιές... Και τι θα κάνεις όταν τον έχεις αντικρύ σου να σε χτυπά;». Δε μίλησα. Ένιωθα να με καίει πυρετός κι ο σύντροφος παραξενεύτηκε. Ψιθυριστά μου πρότεινε: «Πες μου για την «Παγκόσμια επανάσταση». Μ' αρέσει ν' ακούω τέτοια «Παγκόσμιο προλεταριάτο, παγκόσμια ανθρωπότητα»... Τα σκέφτομαι, μα μ' αρέσουνε σα μου τα λέει άλλος. Γιατί τώρα στ' αλήθεια όλα τα βλέπω παγκόσμια: Εγώ, συ, οι σύντροφοι που κουρασμένοι κοιμούνται, οι στρατιώτες στα μέτωπα, οι παρτιζάνοι στις πολιτείες και στα βουνά, οι αεροπόροι, οι ναύτες όλοι είμαστε μια στρατιά, η στρατιά του κόσμου... Ο φασισμός αγκομαχάει τα στερνά του. Η εκμετάλλεψη πάνω στη γης θα λείψει». Μετά σαν κουρασμένος από μεγάλη προσπάθεια χαμήλωσε το βλέμμα βαριανάσαινε και τα χτυπάκια της καρδιάς του αδύναμα μόλις που τάπιανε η ακοή μου. Ύστερα αναστέναξε βαριά, αλαφρώνοντας το στήθος: «Πρέπει να το σκάσετε, σύντροφε Γιάννη... χαράμι πάει η ζωή μας... Να δεν έχω σηκώτι, σάπισε... Μα — κόλλησε το στόμα του στο αυτί μου — τώρα δα αν θα σηκωθώ ξαφνικά, πετάω όλο αυτό το γελοίο μπουλούκι του φασισμού στις ράγες... Κει που θα πάμε, στο πώς θα βρεθούμε στα βουνά αντάρτες, πρέπει να τριγυρνά η σκέψη μας». (Ο Τούντας είναι μόνος που πήγε ν' αποδράσει από το καταφύγιο της Ακροναυπλίας κι εμποδίστηκε από το σύντροφο που φρουρούσε το χάλασμα). Σ' αυτή όμως τη συζήτησή μας δεν έκανε λόγο ή παράπονο για κείνο το περιστατικό. Ούτε και σε κατοπινές συζητήσεις μας στο στρατόπεδο της Κατούνας μίλησε και μέχρι το θάνατό του κράτησε την ίδια στάση και σιωπή. Βλέποντας την τόση στεναχώρια του συντρόφου μου του πρότεινα να προσπαθήσουμε για λίγο ύπνο. Δέχτηκε κι έγειρε πάλι στα μπρούμυτα. Δεν ξανακουβεντιάσαμε. Στην Κατούνα ανέβαινα συχνά στο δωμάτιο που έμενε, για να του πιάσω το χέρι, για να ψάξω με το βλέμμα εκείνο τον γεμάτο από αγνότητα αγωνιστή. Όταν μετά τρεις μήνες μας σήκωσαν κι απ' αυτό το στρατόπεδο περάσαμε όλοι μας να τον δούμε για στερνή φορά. Είχε αποκάνει· δεν μπορούσε να μεταφερθεί. Μετά λίγες μέρες απόκανε ολότελα η ζωή του. Οι κάτοικοι της Κατούνας τον ενταφίασαν με μεγάλη τιμή στο κοιμητήριο του χωριού τους.
Είχα καθήσει πάνω στο τσουβάλι που κουβαλούσα για γυλιό. Ακούμπησα στη γωνιά, κι επειδή ο χώρος ήτανε λίγος σκέφτηκα για οικονομία του να περάσω έτσι καθηστός. Ήμουν παρά την αδιαθεσία της βραδιάς εκείνης, ο πιο γερός απ' όλους τους συντρόφους, μα βολευόμουνα κιόλας στο καταγώνι. Ένας σύντροφος ανασηκώνοντας απ' το σωρό το κεφάλι με ρώτησε που να φτάνει ο συρμός. Μια άλλη φωνή αποκρίθηκε: «Περάσαμε την Κόρθο». Το σκοτάδι είχε πήξει ακόμα πιο πολύ. Όπως αβίαστα έτρεχε τώρα ο συρμός μόλις που ξεχωρίζαμε να φεύγουν κατά πίσω σα σκιές δέντρα και σπίτια. Σε λίγο ξύπνησαν κάμποσοι σύντροφοι κι ένας Μωραΐτης από τούτα τα μέρη που κυλούσε το τραίνο παραπονέθηκε που δεν ήτανε μέρα και μας βεβαίωσε πως ο τόπος τούτος έχει τις πιο πολλές ομορφιές σε όλη την Ελλάδα. Ένας άλλος βεβαίωσε κι αυτός για τις ομορφιές της βόρειας Πελοπόννησος αλλά την άνοιξη και το καλοκαίρι, μα πάλι είπε, πως «τώρα τα όμορφα είναι αλλιώς: είναι τα βουνά κι οι αρματωμένοι άνθρωποι». Και πάλι είχε απλωθεί σιωπή. Η νύχτα δεν έχει τελειωμό. Τα ντάγκα - ντούγκα της μηχανής κρατούσαν ένα μονότονο ρυθμό. Κάπου - κάπου αναδευόταν απ' το σωρό κανένας όμηρος, έσκουζε λίγο και γυρνούσε στ' άλλο πλευρό. Το ξερό πάτωμα του βαγονιού δεν ήτανε καλό στρώμα για κορμιά άσαρκα και τυραννισμένα· η κούραση όμως κι οι απανωτές εντυπώσεις σε τούτο το ξεχωριστό αντίκρυσμα του κόσμου μετά από τόσα χρόνια κλείσιμο σ' ένα απ' τα κάστρα τ' Digitized by 10uk1s
Αναπλιού, ηρεμήσανε λίγο το νευρικό μας σύστημα κι έτσι ναρκώθηκε για λίγο ο καθένας. Δεν είχα καταλάβει πόση ώρα είχα κοιμηθεί. Καιγόμουν από τη θέρμη, ήμουν διαλυμένος και το μυαλό μου χόχλαζε. Θέλησα να κλείσω ξανά τα μάτια μα όπως ο καραμπινιέρος έπαιζε με τ' αυτόματό του ξεσκάλωσε η γεμιστήρα πέφτοντας πάνω στο κεφάλι ενού φαντάρου. Αυτός τρομαγμένος άφησε φωνές κι ο καραμπινιέρος μ' ένα λυπησάρικο ύφος ζητούσε τη συγγνώμη του στρατιώτη, τοποθετώντας ξανά τη γεμιστήρα έβριζε, «πόρκα μαντόνα». Θέλησα να ξανακλείσω μάτι, μα αδέσποτο το μυαλό μου, χωρίς να με ρωτήσει, άρχισε να μετράει τους χτύπους της ατμομηχανής που τώρα όπως κυλούσε ο συρμός σε κάμπο είχε ένα γρηγορώτερο ρυθμό. Σε λίγο σκέφτηκα πως έπρεπε νάχουμε βγάλει σκοπιά. Πώς να μην το σκεφτούμε; Αφού όλα τα χρόνια του στρατοπέδου τις νύχτες αγρυπνούσε και φύλαγε θαλαμοφύλακας. Μα πάλι είπα τι να φυλάξω: σα θέλουν να μας κάνουν κακό μας το κάνουν αν είμαστε και ξύπνιοι.
Θυμάμαι κείνη τη νύχτα... Μπορεί κιόλας να ήταν μια σαν εκείνες της Ειδικής Ασφαλείας, κι ας μην είχε παιδεμούς από ανθρώπους. Το μυαλό μου ήταν έτσι το ίδιο αδέσποτο και για πρώτη φορά στη ζωή μου συνειδητοποιούσα πόσο καμιά φορά ο άνθρωπος γίνεται ανήμπορος να συμμαζέψει και να θέσει σε μια τάξη τη σκέψη του. Ωστόσο είχα ναρκωθεί πάλι για λίγο, γιατί κάποια στιγμή ένιωσα ένα χέρι στο μέτωπό μου κι ένας σύντροφος με καλούσε να σηκωθώ γιατί είχαμε φτάσει στην Πάτρα. Σταμάτησα ορθός· τα πόδια ήτανε δυο κρύα ξύλα μα ένιωσα να μη βράζει το κεφάλι μου. Φωτούσε η μέρα μια μέρα υγρή παγωμένη. Από το άνοιγμα φάνηκαν ατμομηχανές, βαγόνια φορτωμένα, σπίτια κι ακούονταν φωνές, ξεφυσήματα μηχανών και σφυρίγματα. Μας κατέβασαν στα γρήγορα και με σπρωξιές. Ο σταθμός στρατοκρατούνταν, κι η φάλαγγά μας που φτιάχτηκε όσο πιο γρήγορα γινόταν, κινήθηκε γρήγορα κατά το λιμάνι της Πάτρας που περίμενε να μας παραλάβει ένα ποστάλι ως πεντακοσίων τόννων. Οι αξιωματικοί της συνοδείας άρχισαν να φωνάζουν βρίζοντας γιατί το καράβι δεν είχε σηκώσει ατμό για να σαλπάρει αμέσως. Καταλάβαμε πως η βιασύνη κι ο φόβος τους είχε σχέση με την ασφάλεια της μεταγωγής μας. Εδώ μας ξαναμέτρησαν, ίσιωσαν τις γραμμές σπρώχνοντάς μας δεξιά ζερβά και μας άφησαν κάνοντας πιο κει. Στην άκρια του μουράγιου κατά τη θάλασσα είχανε στήσει πολυβόλα που οι μπούκες τους κοιτούσαν κατά μας κι οι σκοπευτές κι οι άλλοι στρατιώτες είχαν ετοιμαστεί. Με τα κράνη, τα φτερά, τις γυαλισμένες μπότες και τα καλολαδωμένα σιδερικά πάνω σε μια πλακοστρωμένη προβλήτα, μας φάνηκαν ακόμα πιο γελοίοι απ' όσο την περασμένη πρωινή έξω απ' το στρατόπεδό μας. Και δε θα χρειαζότανε πάνω από πέντε νομάτους για να μεταφέρουν τους εκατό σκελετούς μας. Πιστεύω πως στους αιώνες όλους άλλος πιο γελοίος καταχτητής απ' τους φασίστες του Μουσολίνι δεν πάτησε σ' αυτόνε τον τόπο. Δυο λόχοι φαντάροι βαλμένοι σε δυο γραμμές με τις πλάτες τους κατά μας, κοιτώντας κατά την πολιτεία μας έκλειναν σ' αυτό το στενό κομμάτι στεριάς. Φοβόντανε μην αμουντάρει ο κόσμος και μας αρπάξει από τα νύχια τους. Στεκόμαστε κειδά ίδιοι, όρθιοι νεκροί ώσπου ένας Ιταλός βαθμοφόρος μας είπε με νόημα να καθήσουμε κάτω. Οι σύντροφοι που τρίκλιζαν — κιόλας μερικοί είχαν αφήσει κάτω το κορμί τους — κάθησαν πάνω στα τσουβάλια τους. Ξεκρέμασα το γυλιό μου, το έβαλα στο πλακόστρωτο και κάθησα στη μια άκριά του. «Καλά είσαι», μου είπε ο ένας από τους διπλανούς μου που ήταν ο Γιώργης Βρετάκος, «έχουν κοπεί τα γόνατά μου και τρέμω». «Κάθησε χάμω», του έδειξα την πλάκα. «Πού να καθήσω; Δεν έχω παρά το σακκουλάκι με μια οκά σταφίδα της ομάδας».
Digitized by 10uk1s
Κοίταξα τον άνθρωπο, ψηλός, αδύναμος με το πρησμένο μούτρο, φορούσε ένα τριμμένο μακρύ παλτό και σα να είδα το σκελετό του μέσα κει να τρέμει, έτοιμος να σωριαστεί από στιγμή σε στιγμή και να μη μετακουνηθεί απ' εκεί. Σηκώθηκα απ' το τσουβάλι μου τούδειξα να καθήσει. Δεν το δέχτηκε αλλά πιάνοντάς τον από τους ώμους τον ξέσυρα ζουπώντας τον κατά κάτω, «κάθησε κει καλαμαρά του λέω κι άλλη φορά να παίρνεις μαζί σου κάνα ρούχο και να μην πηγαίνεις σαν κουμπάρος». Γέλασε με το «καλαμαρά» μα τόχε ακούσει πολλές φορές από μένα, τόχει συνηθισμένο, μα καθώς φάνηκε είχε συμφωνήσει με τον εαυτό του να μη θυμώνει για τίποτα μαζί μου, φαινόταν μάλιστα ότι τ' αστεία μου του έδιναν ευχαρίστηση. «Και που θα καθήσεις τώρα εσύ είπε, δε γίνεται θα σηκωθώ». «Κάθου αυτού που είσαι», του είπα σαν προσταγή. «Όσο για μένα κοίτα». Έβαλα την απαλάμη στην πλάκα και κάθησα πάνω, μα ο Βρετάκος τινάχτηκε πάνω σα σούστα, «δε γίνεται αυτό» διαμαρτυρήθηκε. Ξανασηκώθηκα και τον κάθησα. Κάθου αυτού... του λόγου σου είσαι γραμματιζούμενος και ψιλοναθρεμμένος και η αφεντιά μου τσαγκάρης. Ο πατέρας σου ήτανε στρατηγός κι ο δικός μου αγωγιάτης... Ποιος πρέπει τότες να κάθεται χάμω και ποιος στο τσουβάλι; Άσε το λοιπόν τις κινέζικες ευγένειες και κάθου αυτού αναπαυμένος». Ο άλλος ο διπλανός μου ήταν ο Μπουρζετίδης, που τον λέγαμε και Γάλλο για το λόγο ότι είχε δουλέψει στο λιμάνι της Μαρσίλιας ως δέκα χρόνους φορτώνοντας καράβια. Τον καλό καιρό ο Γάλλος ήταν απ' τους πιο γερούς του στρατοπέδου μας. Τώρα πετάγονταν τα χοντρά κόκκαλα του προσώπου του και δεξιά ζερβά της μύτης κρεμόταν από μια δίπλη πρησμένο κίτρινο δέρμα. Ο Γάλλος άκουγε τη συζήτησή μας με το Βρετάκο, κουτσογελούσε κι όταν σωπάσαμε μεις, σίμωσε το πρόσωπό του ανάμεσά μας: «Κοιτάω σύντροφοι — είπε με χαμηλή φωνή — όλο αυτό το λεφούσι της Ιταλιάνικης μπουρζουαζίας, και λέω πως μ' ένα σύνθημα εμείς οι εκατό σκελετοί, δε θα χρειαστούμε πάνω από είκοσι δεύτερα λεφτά για να ρίξουμε κι αυτούς και τα σύνεργά τους στη θάλασσα πριν προλάβουν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει... Όμορφα θάναι ε!... Ν' ακούς τα κράνη και τ' άλλα σίδερα να βροντάνε στο μουράγιο...». Ο Βρετάκος απότομα και θυμωμένος άλλαξε αυτή τη δίχως νόημα κουβέντα, μα σε λίγο ο Μπουρζετίδης μας είπε να κοιτάξουμε κατά την πολιτεία. «Κοιτάμε σύντροφε Γάλλο, του είπε ο Βρετάκος, ορίστε». «Και τι είναι αυτοί οι άνθρωποι που βλέπεις πέρα 'κει;... λέω για κείνους τους πολίτες;». «Μα άνθρωποι είναι σύντροφε». «Ναι μα δε βλέπεις που στα γρήγορα σηκώνουν τη γροθιά τους και μας χαιρετάνε;... Και δεν είναι μόνο άνθρωποι σύντροφε Βρετάκο... Μα εργάτες άνθρωποι... Καημένοι σκλάβοι της γης! Καημένο προλεταριάτο σ' όποια γωνιά της κι αν ζεις, η ίδια ζεστή καρδιά βροντάει στα στήθια σου. Εργάτης πεις ή αντιφασίστας ένα! Εργάτης στην Καντώνα, στη Μόσχα, στο Σικάγο, στη Μαρσίλια ή στην Πάτρα ίδιος... Μια πίστη...». Είχε ξημερώσει τώρα πια καλά. Οι άνθρωποι τυλιγμένοι στα κουρέλια τους έτρεχαν στις δουλειές τους. Μερικές ομάδες σταμάταγαν καταντικρύ μας και σηκώνοντας τα χέρια τους μας χαιρετούσαν· μερικοί έσφιγγαν τη γροθιά τους και γρήγορα χάνονταν. Αυτούς πρωτοείδε και μας έδειξε ο Μπουρζετίδης. Είχαν αστράψει τα μάτια του μέσα στις βαθουλές λακκούβες τους κι είχε γίνει αφάνταστα όμορφος. Εργάτης από εννιά χρονών παιδί, ο νους του κι ο λοϊσμός του, όλα τα χρόνια του στρατοπέδου στην εργατιά τριγυρνούσε. Πολλές φορές στην Ακροναυπλία τον καταφέρναμε να μας βγάλει ένα λόγο στη γαλλική γλώσσα απ' εκείνους που έβγαζε στο λιμάνι της Μασσαλίας, σα γινόταν ο αγώνας για τη σωτηρία της ζωής δύο αγωνιστών στις ενωμένες πολιτείες, του Σάκκο και του Βαντζέτι. Μια μέρα λοιπόν δέχτηκε να μας βγάλει λόγο και μάλιστα από μέρους μιας συνομοσπονδίας: «Καμαράτ, άρχισε Ιντερνασιονάλ Ουνιτέρ...», μα δεν είχε μιλήσει για πολλά όταν ο Βρετάκος που ήξερε λίγα γαλλικά, πέταξε πως το στυλ του λόγου του ήταν ρεφορμιστικό και βερμπαλιστικό. Αγρίεψε τότες ο σύντροφος Γάλλος σταμάτησε το λόγο και δε γίνηκε μπορετό να μερώσει μ' όλους τους όρκους του Βρετάκου ότι θέλησε ν' αστειευτεί την υπόθεση. Ο Μπουρζετίδης εχτιμούσε τη διανόηση και πάντα έλεγε πως σαν ενωθεί με την εργατική τάξη και την αγροτιά τότες φτάσαμε κιόλας στο Παγκόσμιο ξεσήκωμα για τον κομμουνισμό, μα δεν ξέχασε ποτές εκείνο το αστείο του Βρετάκου κι αυτός ήταν ο λόγος που του μίλησε και τουτο το παγωμένο πρωινό έτσι πεισματωμένα. Digitized by 10uk1s
Είχα παγώσει στην πέτρα. Σηκώθηκα ορθός. Άφησα τη ματιά μου ν' απλωθεί κατά το βουνό Γλαύκο που στεκόταν αγέρωχο στεφανωμένες οι κορφές του απ' ένα γκριζογάλαζο πούσι. Ύστερα κοίταξα την πολιτεία, τους ανθρώπους που κινιόνταν βιαστικά, μετά είδα τούτον εδώ τον αρματωμένο κόσμο που μας έζωνε και μας επιτηρούσε. Στεκόμουνα κειδά, λογάριαζα και χώνευα τα τόσα που είχαμε δει και νιώσει. Ο πυρετός μου είχε φύγει και το κεφάλι καθάρισε. Είχα μασήσει μια φούχτα σταφίδα. Ένιωθα μέσα μου ζωή και δύναμη τρεις φορές απ' όση λογάριαζα νάχει ο σύντροφός μου ο Βρετάκος. Ένας Ιταλός έκανε νόημα κι οι σύντροφοι σηκώθηκαν και πάλι ξανάσκυψαν μαζεύοντας τα πράγματά τους. Ήτανε σαν κουρασμένοι, δυσκίνητοι· θυμάμαι που είχα ξεχαστεί και σάμπως να μην ήμουν ένας απ' αυτούς τους ανθρώπους, ότι σαν να μην ήμουν εγώ σκελετωμένος. Κόλλησα τη ματιά και τη σκέψη μου πάνω τους και η σκέψη σα να γυρεύει να βρει μια απόκριση: Πώς να συμβαίνουν όλα τούτα πάνω στη γη μας; μα οι απαντήσεις έρχονταν απανωτές και φευγαλέες κι οι σκελετοί των συντρόφων μου φάνηκε σα να ψήλωναν, σαν να ομόρφαιναν, να γαλήνευαν, παίρνοντας μεγαλοπρέπεια σαν να ήταν Ολύμπιες στήλες, ίδια, όπως εκείνη την πρώτη μέρα της γερμανικής κατοχής, στην αυλή του στρατοπέδου μας, στ' Ανάπλι. Ενθουσιασμένος για μια τόση ομορφιά είπα λίγο φωναχτά: «Ο φασισμός θα πεθάνει!». Ο Βρετάκος με σκούντησε να προσέχω: «Ο φασισμός θα πεθάνει!» ξαναείπα τώρα φωναχτά.
Μας στρίμωξαν στην πρύμνη του καραβιού μαζί με τους μπόγους, τα στρωσίδια μας, που στο μεταξύ μας τα κουβάλησαν από το τραίνο. Κατά πώς φαίνεται η θάλασσα θα ήταν ήσυχη και δεν καταλάβαμε πώς είχαμε φτάσει στο λιμάνι του Μεσολογγίου. Είχαν διώξει τον κόσμο κι η προβλήτα στρατοκρατούνταν κι εδώ. Κάμποσα καμιόνια εξάτροχα περίμεναν. Στην καρότσα του κάθε ενός βρισκόταν από μια ομάδα στρατιώτες πάνοπλοι και με κράνη κι απάνω στα καπώ είχε στηθεί απ' ένα οπλοπολυβόλο. Είχαμε μείνει κάμποσοι επάνω στο καράβι για να πετάμε τα δέματα κι άλλοι σύντροφοι τα κουβάλαγαν κι άλλοι τα τοποθετούσαν στα καμιόνια. Απ' την αρχή της εργασίας μας στεκόταν από πάνω μου εκείνος ο κακός καραμπινιέρος απούχε χολωθεί στο τραίνο. Σε κάθε δέμα που πετούσα στη στεριά, φέρνοντας το αυτόματό του κατά την κοιλιά μου φώναζε «γρήγορα - γρήγορα!» ένιωσα πως είχα μπλέξει μαζί του άσχημα και είχα το νου μου τετρακόσια. Όταν σήκωσα το στερνό δέμα για να το πετάξω — το καράβι δεν είχε κολλήσει στο μουράγιο — ο φασίστας μου 'φερε ένα κατακέφαλο μ' όλη τη δύναμή του και μια κλωτσιά στα πισινά, μα πρόλαβα να λευτερωθώ από το βάρος του δέματος, πετώντας το στη στεριά και έτσι ελαφρύς να πηδήσω κι ο ίδιος και να μην πέσω στη θάλασσα. Όταν σηκωνόμουνα ζαλισμένος από το χτύπημα, είδα τον καραμπινιέρο να χαμογελά χαιρέκακα: «Κάθαρμα», του πέταξα όταν ο Βρετάκος κι άλλοι σύντροφοι με σήκωσαν και με τραβούσαν στα γρήγορα, μα και πάλι γυρνώντας το κεφάλι ξαναφώναξα «φασίστα, κάθαρμα». Είχα θιχτεί τόσο πολύ και πολλά ζωντάνεψαν στην ψυχή μου αυτή τη στιγμή. Ο Βρετάκος δαγκωνόταν κι έλεγε κι ξανάλεγε: «Πάψε και θα μας κάψεις». Και για να προλάβουνε καταγγελία του καραμπινιέρου μια ομάδα από συντρόφους που μίλαγαν τα Ιταλικά έτρεξαν στον αξιωματικό της συνοδείας και διαμαρτυρήθηκαν. Αυτός τους βεβαίωσε πως κανένα δικαίωμα δεν είχε η συνοδεία να χτυπά τους ομήρους κι ότι θα λάβαινε μέτρα. Η πολιτική μας βέβαια ήταν η οργανωμένη και ομαδική αντιμετώπιση για κάθε περιστατικό καταπίεσης και στην περίπτωσή μου είχα παραφερθεί ενάντια στην πολιτική της ομάδας.
Λίγα πήρε το μάτι μας από το πέρασμα απ' την Ιερή πόλη. Τα καμιόνια έφευγαν με τέτοια ταχύτητα που ο αέρας μάς στράβωνε. Digitized by 10uk1s
Είχα προσβληθεί απ' το χαστούκι του φασίστα. Είχα ράψει το στόμα μου και δε μίλησα ώσπου φτάσαμε στο στρατόπεδο. Άκουα τους συντρόφους που μιλούσαν για την «έξοδο», για τη δίκη του Καραϊσκάκη και την καταδίκη του σε θάνατο κι άλλα. Αριστερά αφήσαμε μια λιμνοθάλασσα μ' ακίνητα νερά, με χιλιάδες άγριες πάπιες. Ύστερα το Αιτωλικό γνωστή μας από την Ιστορία κωμόπολη, μα κι από τρεις διαλεχτούς μας συντρόφους που ήτανε πατρίδα τους: Τον Παύλο Μπομποτά τον αξιαγάπητο μας τραγουδιστή των κλέφτικων, το γιατρό Αντώνη Φλούντζη και το Γιάννη Τσεκο. Σε λίγο φτάσαμε μια ανηφόρα που μας έβαλε σε μια βαθειά χαράδρα που τα φρύδια της όλο κι αψήλωναν. Εδώ οι Ιταλοί απασφάλισαν τα όπλα τους και στήλωσαν τη ματιά τους ψηλά στα περίχειλα. Φτερακούσε η καρδιά μας βλέποντας τον τόσο φόβο των Ιταλών, γιατί μας έλεγε ότι ο στρατός μας στα βουνά μεγάλωνε κι ότι... ποιος ξέρει; ίσως ν' ακούαμε και του αντάρτη, το τουφέκι για να μας λευτερώσει... Σαν βγήκαμε από τη χαράδρα πιάσαμε ήμερο τόπο, με ελαιώνες, αμπέλια και κήπους ώσπου φτάσαμε σ' ένα κάμπο με το Αγρίνι στη μέση του. Ύστερα πάλι ανηφορίσαμε, φτάσαμε σ' ένα ποτάμι, τον Αχελώο, με καθαρά κι ορμητικά νερά, περάσαμε ύστερα μια λίμνη την Αμβρακία γεμάτη και τούτη παπιά, γιατί τον καιρό τούτο είχαν μαζευτεί τα δίκαννα απ' τις κατοχικές αρχές, κι όλα τα κυνήγια είχαν πλησιάσει. Όλα τούτα που βλέπαμε: Το Μεσολόγγι, οι θάλασσες, τα ρέματα και οι κλεισούρες, τα βουνά, ο κάμπος με τις ελιές, τα βράχια, τα δάση μάς φάνηκαν φιλικά· σαν να μας μιλούσαν για τα περασμένα. Ό,τι ξέραμε για την κλεφτουριά και το Εικοσιένα, όλα είχαν αναστηθεί. Αλήθεια εμείς μη μπορώντας από τη θέση να προσφέρουμε τίποτα για τον αγώνα είχαμε αφήσει τον εαυτό μας να κυριευτεί από την λατρεία των περασμένων και να ζούμε ένα ατελείωτο όνειρο. Μια ανηφόρα με στροφές που τ' αυτοκίνητα δαιμονισμένα την καταβρόχθιζαν μας έφεραν στη νότιο δυτική άκρια της Κατούνας. Εκεί ένας στρατιώτης γύρισε ένα φράχτη από καδρόνια κι ακανθωτά σύρματα και τα καμιόνια κύλησαν μέσα. Ήταν ένα χωράφι ως πέντε στρέμματα τριγυρισμένο απ' ένα απέραντο φράχτη από ακανθωτό συρματόπλεγμα ως πέντε μέτρα στο πλάτος και με ανάλογο ύψος κι αυτά τα σύρματα ήταν που μας στεναχώρεσαν την ψυχή. Το χωράφι ανηφόριζε και κατά πάνω στη μια του άκρια προς του χωριού τη μεριά, στεκόταν ένα δίπατο κτήριο, καινούριο, ασουβάντιστο, με κεραμιδωτή σκεπή, με μεγάλα παράθυρα· ήτανε το σκολειό της Κατούνας. Αυτό το κτήριο είχε μια μικρή κοντινή ιστορία. Όταν οι στρατιώτες μας μάχονταν στην Αλβανία, το Ελληνικό κράτος βρέθηκε απροετοίμαστο για να δεχτεί αιχμαλώτους. Αναγκάστηκε ύστερα να κάνει στρατόπεδο κάθε βολικό κτήριο. Έτσι και το σκολειό της Κατούνας δέχτηκε Ιταλούς αιχμαλώτους και τώρα δεχόταν εμάς των Ιταλών τους ομήρους. Το επάνω πάτωμα της οικοδομής είχε πιαστεί απ' τους συντρόφους της πρώτης αποστολής κι απ' τ' ανοιχτά παράθυρά του μας χαιρετούσαν. Εμείς πιάσαμε το ισόγειο. Για ασφάλεια, είχανε χτίσει τα παράθυρα, είχε σκοτάδι κι η στρώση των θαλάμων ήταν χωμάτινη, μα δίχως υγρασία. Κουβαλώντας τα πράματά μας πήρε το μάτι μας μια ομάδα πατριώτες να τους τραβούν καραμπινιέροι προς το πίσω μέρος του κτηρίου. Ο κάθε καραμπινιέρος έσερνε κι απ' ένα κρατούμενο, τον φρουρούσε και τον υπηρετούσε: Τον τάιζε, τον έντυνε και τον καθάριζε, γιατί όπως είδαμε τα χέρια τους κρεμόντανε σαν ψόφια· ήταν εξαρθρωμένα απ' τον καρπό ή τους αγκώνες κατά την πρώτη τής «ανάκρισης». Στις τέσσερεις αίθουσες που κατοικήσαμε ο αέρας ήταν λιγοστός για εικοσιπέντε ανθρώπους όσο για το σκοτάδι θα το συνηθούσαμε, ύστερα η πρώτη απαγόρεψη ήταν για όλα τα έντυπα και κάθε άλλο γραμμένο χαρτί. Άλλη απαγόρεψη ήταν να μη βγούμε για λίγες μέρες στην αυλή ώσπου να πάρουν σ' άλλο στρατόπεδο τους άλλους κρατούμενους με τα σπασμένα χέρια. Τη δεύτερη νύχτα ένας σύντροφός μας, ο γιατρός Σιδερίδης άρχισε να ψυχομαχεί. Όταν ξημέρωσε Digitized by 10uk1s
ήρθε ένας Ιταλός γιατρός. Ο μελλοθάνατος κατάφερε να πει: «Αβιταμινόζ ντοκτόρ». Αυτός παραδέχτηκε κούνησε το κεφάλι του κι έφυγε. Τη νύχτα του συντρόφου μας η ζωή τέλειωσε ολότελα. Ήταν ο τελευταίος που πέθαινε απ' εκείνη τη βασανιστική πείνα που κράτησε τρία χρόνια. Οι Ιταλοί παράδωσαν το νεκρό στο χωριό που οι κάτοικοι του τον ενταφίασαν με πολύ πέθνος κι αντιπρόσωπος της ομάδας μας ακολούθησε την θανή του. Μα πρέπει ν' ανοίξω εδώ μια μακριά κάπως παρένθεση: Από τον πρώτο χρόνο της γερμανο-ιταλικής κατοχής μάς έφεραν στην Ακροναυπλία κάμποσους παλιούς κομμουνιστές, ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ, που στην τετάρτη Αυγούστου, δεν άντεξαν τα βασανιστήρια κι έκαναν δήλωση μετανοίας μένοντας σε αντάλλαγμα ελεύθεροι. Μέσα σ' αυτούς ήταν ο παλιός γραμματέας του Κόμματος Παντελής Πουλιόπουλος — αυτός δεν ήταν δηλωσίας, μα είχε διωχτεί μαζί με τους οπαδούς του απ' την καθοδήγηση της Ακροναυπλίας στην αρχή του πολέμου. Ο Στέλιος Σκλάβαινας, βουλευτής, αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου και γραμματέας του κόμματος, ο Σιτοκωσταντίνου, ο Μήτσος Παπαγιάννης — που κι αυτός δεν ήταν δηλωσίας μα καταγγελμένος σα χαφιές — ο Σιδερίδης μέλος της Κεντρικής επιτροπής. Όλοι αυτοί οι αγωνιστές ζούσανε τώρα μαζί μας απομονωμένοι γιατί σύμφωνα με μια απόφαση του κόμματος που αποκατάσταινε τους δηλωσίες, αυτοί ανήκαν στην κατηγορία εκείνη που δεν έπαιρνε το «έλεος», γιατί σαν στελέχη του κόμματος έπρεπε να πεθάνουν, παρά να κάνουν δήλωση. Θυμάμαι που η στάση όλων αυτών των αγωνιστών ήταν άψογη απέναντι της ομάδας μας. Τους λυπόμουνα, τους πονούσα, κι όσο καταλάβαινα αυτά τα αιστήματα είχαν τα πιο πολλά από τα μέλη της ομάδας μας. Πέρναγαν και την πρόσθετη αυτή δυστυχία: να ζούνε ανάμεσα σ' εξακόσιους συντρόφους που αυτοί τους αγαπούσαν, πεινούσαν, υπέφεραν και πέθαιναν μαζί τους και να μην ακούουν ποτέ μια λέξη, ένα καλημέρα γιατί απομονωμένοι όπως ήταν από την καθοδήγηση μόνο ο θαλαμάρχης μπορούσε να τους μιλάει, μα μόνο για καθαρά υπηρεσιακά. Πιο πολύ απ' όλους λυπόμουνα το Σκλάβαινα. Αυτός ο σύντροφος είχε κάτι τις το ξεχωριστό στη μορφή του, το πολύ ανθρώπινο... Είχα περάσει την Ειδική Ασφάλεια κι είχα δει πολλούς καλούς κομμουνιστές, μα που δεν άντεξαν το μπουντρούμι, την απομόνωση και τις «ανακρίσεις». Ο Σκλάβαινας κι ο Πουλιόπουλος εχτελέστηκαν κι έδειξαν θάρρος. Ο Σιδερίδης ήταν ο άντρας της διαπρεπέστερης Ελληνίδας κομμουνίστριας, της Ηλέκτρας Αποστόλου, που λίγον καιρό, ύστερα από τούτο το θάνατο του άντρα της στην Κατούνα, πέθανε πάνω στα βασανιστήρια των καταχτητών. Να όμως τι συνέβη με το Σιδερίδη: Όταν φτάσαμε στην Κατούνα άρχισε να ψυχομαχάει. Ίσως μάλιστα να είχε αρχίσει κι από το δρόμο. Μας χώριζε ένας ασοβάντιστος μεσότοιχος. Ο ρόγχος ακουγόταν καθαρά. Πήγα και σταμάτησα πάνω του. Κείνη τη στιγμή είχε έρθει να τον δει ένας άλλος σύντροφος, ο γιατρός Γιάννης Κουτσοδήμος. Γύρισα στο θάλαμο και είπα σ' όσους είδα μπροστά μου, ότι «πάει ο Σιδερίδης». Σε λίγο ήρθε στη γωνιά που έμενα με το Βρετάκο ο Θανάσης Τσουμένης που είχε οριστεί επικεφαλής του θαλάμου μας για να μας ανακοινώσει απόφαση της καθοδήγησης ότι ο Σιδερίδης προσποιότανε τον άρρωστο για να μας «εκθέτει» στους Ιταλούς κι ότι δεν έπρεπε να μπαίνει κανείς από μας στο θάλαμό του. Δεν μου άρεσε αυτή η ανακοίνωση, μα λυπήθηκα πολύ για τον εξαιρετικό αυτό κομμουνιστή και άνθρωπο τον Τσουμένη, που ήταν επιστήμονας και που μετά από λίγους μήνες έπεσε με το αυτόματο στο χέρι, παλεύοντας στήθος με στήθος με απόσπασμα Γερμανών, να μην έχει έστω κρίση ελευθερίας για να πει στην καθοδήγηση, ότι ο άνθρωπος πεθαίνει, ή το θάρρος ν' αρνηθεί μια τέτοια ανακοίνωση. Σε λίγο ο ρόγχος δυνάμωσε. Ο Βρετάκος που μου είχε ζητήσει, αν ήθελα να γενούμε γείτονες, είχε πιάσει τη μια γωνιά του θαλάμου και δίπλα του το δικό μου κρεββάτι. Από την άλλη μεριά του τοίχου ήταν ο Σιδερίδης. Ο Βρετάκος μου είπε: «Άκου, με ταράζει... Δεν πάνε να του πούνε να πάψει το θέατρο». «Ο άνθρωπος πεθαίνει» του απάντησα. Αυτός με κοίταξε επίμονα: «Πεθαίνει;». Μια στιγμή, του λέω και ξεχνώντας την απαγόρεψη έτρεξα και σταμάτησα για λίγα δευτερόλεπτα πάνω από τον σύντροφο που χαροπάλευε. Πάνω του στεκόταν ο γιατρός κι ο θαλαμάρχης. Είδα ότι τέλειωνε μα δε βρήκα το Digitized by 10uk1s
θάρρος ούτ' εκείνες τις τελευταίες στιγμές του, να του πω μια λέξη που τόσο το πεθυμούσ' η ψυχή του, να του εγγίσω το κίτρινο χέρι... Φαίνεται όμως ότι όταν γύρισα στο Βρετάκο ήμουν πολύ ταραγμένος, γιατί όταν κάθησα στο κρεββάτι μου δε δοκίμασε να με ρωτήσει. «Σε λίγες ώρες πεθαίνει», του είπα σε λίγο. Ωστόσο ψιθυρίστηκε απ' όλους τους συντρόφους, ότι ο σύντροφός μας στ' αλήθεια πεθαίνει και στα πρόσωπα όλων είχε ζωγραφιστεί ένα ανάκατο αίσθημα θλίψης και ενοχής. Τέλος ο Βρετάκος είπε χωρίς να με κοιτάει και σα να μιλούσε για τον εαυτό του: «Και όμως ένας κομμουνιστής είναι υποχρεωτικό να είναι πρώτα άνθρωπος». Χωρίς να του απαντήσω, μια που κουβέντιασε και με τον εαυτό του, τα μάτια μας είπαν πολλά και πάντα σ' όλη μου τη ζωή θυμόμουνα πως για έναν κομμουνιστή είναι «υποχρεωτικό, να είναι πρώτα άνθρωπος».
Την τρίτη μέρα το πρωί, όταν άνοιξε για μέτρημα ένας μπεργαντιέρος μας είπε πως είμαστε λεύτεροι να βγούμε στο προαύλιο. Έτρεξα από τους πρώτους· ήμουνα περίεργος να δω το μέρος γιατί όταν μας ξεφόρτωναν τα καμιόνια μου φάνηκε αφάνταστα ωραίο. Όταν όμως περνώντας το διάδρομο έφτασα στην κεντρική έξοδο σταμάτησα ξαφνιασμένος. Ήταν ο ήλιος που ανάτελλε από τα χαμηλόβουνα. Ήταν μεγάλος όσο ένας δίσκος κι ολόχρυσος. Άνοιξα το στόμα κοιτώντας τον. Δεν ξέρω γιατί ενθουσιάστηκα τόσο και με συνεπήρε μια τέτοια καλοδιάθεση που έτσι θα ζήσω όλο τον καιρό που θα μείνουμε στην Κατούνα. Δεν ήξερα τι να κάνω· δεν ήξερα πώς να μετρήσω τη χαρά μου. Γύρισα τρέχοντας στο δωμάτιο. Ο Βρετάκος συγυριζόταν ακόμα: «Πάμε έξω Γιώργη», του είπα. «Μα τώρα αμέσως», τον παρακάλεσα. «Φοβόμουνα μην αλλάξει πρόσωπο ο ήλιος». Μπήκε μπροστά μα όταν έφτασε στην έξοδο καθηλώθηκε. «Α, αααα», άφησε. «Τι είναι αυτό! Ο ήλιος είναι αυτός;...». Είχαμε πολλά χρόνια να δούμε ανατολή. Στην Ακροναυπλία μάς την εμπόδιζε ο λόφος. Μα και δίχως αυτό, τέτοια ανατολή είναι σπάνιο να πετύχει κανείς. Αναδεύτηκε κι αναστατώθηκε το είναι μου. Όταν σε λίγο κατασταθήκαμε κι ανάψαμε τσιγάρο θυμάμαι που αφηγήθηκα στο Βρετάκο λίγα απ' ένα βιβλιαράκι που είχα διαβάσει στην Ακροναυπλία ενός εγγλέζου συγγραφέα, μεταφρασμένο βέβαια, «Αι τρεις μούσαι», το επιγράφει και μιλάει για το χορό, τη μουσική και την ποίηση. Λέει λοιπόν ο συγγραφέας στο κεφάλαιο στο πώς γεννήθηκε η μουσική, πως εδώ στην Ακαρνανία, — ο συγγραφέας χωρίς άλλο θάχε περιηγηθεί το μέρος — ο πρωτόγονος άνθρωπος κάποιο πρωί βλέποντας τον ήλιο ν' ανατέλει ξαφνιάστηκε από την ομορφιά του, ενθουσιάστηκε «κι έβγαλε την πρώτη άναρθρη κραυγή» κι έτσι πρωτοτραγούδησε. Ο Βρετάκος μου είπε πως είμαι πολύ ρομαντικός και πως δε με είχε πάρει χαμπάρι τόσο καιρό που είχαμε φιλία. Χωρίς άλλο θα ήμουνα τόντις ρομαντικός μα και τώρα όταν πάει ο νους μου στην Κατούνα, σα να βλέπω εκείνο το χρυσαφένιο ήλιο να φυτρώνει.
Η Κατούνα είναι ένα ημιορεινό κεφαλοχώρι του Ξηρομέρου, του νομού Ακαρνανίας με πάνω από διόμισυ χιλιάδες ανθρώπους που δουλεύουνε τη γη καλλιεργώντας τον ονομαστό καπνό «Ξηρομέρου». Τα πιο πολλά από τα σπίτια του χωριού είναι δίπατα και με παράθυρα μεγάλα. Οι κάτοικοί του είναι γνήσιοι ορεινοί Ρουμελιώτες αγέρωχοι, με κορμοστασιά λεβέντικη, φιλόξενοι, φιλότιμοι όπως κι όλα τα αιστήματά τους είναι δυνατά. Οι γυναίκες είναι δυνατές, με ανάστημα μέτριο με γερά και λίγο κυρτωμένα προς τα έξω τα κάτω τους άκρα. Εδώ από έθιμο εργάζονται οι γυναίκες και κουβαλάνε πάνω στο κεφάλι τους όλα τα βάρη ενώ οι άντρες προσέχουνε και δεν κουράζουνε τη λεβεντιά τους. Όταν πηγαίνουν στην εργασία στα χωράφια, η γυναίκα πηγαίνει πεζή οδηγώντας ή τραβώντας και τα ζωντανά, ενώ ο άντρας καβάλα στο μουλάρι ή το γαϊδουράκι καπνίζει την πίπα του. Δεν ξέρω αν το έθιμο αυτό κρατάει από πολύ παλιά, από τότες που ο άντρας πολεμούσε και κυνηγούσε, ή κατοπινά επικράτησε από κανένα ξεπάστρεμα των αντρών, ποιος ξέρει απ' τα τόσα που έχει περάσει ο τόπος αυτός. Βλέπαμε γυναίκες να γυρνάνε το βράδυ στο χωριό Digitized by 10uk1s
ζαλιγκωμένες ένα τεράστιο δεμάτι πουρνάρια βαδίζοντας σκυφτές από το βάρος, δουλεύοντας και το αδράχτι. Όταν είχαν μωρό και δε βολεύονταν αλλιώς, το κρατούσαν κ' εκείνο στην μπροσποδιά τους. Απ' όσο βλέπαμε η Κατούνα είναι χτισμένη σ' ένα όμορφο φυσικό περιβάλλον. Δυτικά ορθωνόταν μελαγχολικά και μεγαλόπρεπα τ' Ακαρνανικά όρη σκεπασμένα από πυκνά ελάτια μέχρι πάνω και στις πιο ψηλές κορφές τους. Από μια άκρια του προαυλίου βλέπαμε μέχρι κάτω, ως τα πόδια τους, που ένας κάμπος έφτανε ως αυτά κι ανέβαινε στις πλαγιές τους. Κατά το νότο απλωνόταν το υψίπεδο που βρισκόταν το χωριό μας και σε απόσταση ως τρία χιλιόμετρα η Κωνοπίνα που λίγες μέρες μετά τον ερχομό μας άνθισαν οι χιλιάδες αμυγδαλιές της και το μέρος πληρώθηκε από το άσπρο. Βορεινά μας ανηφόριζαν τα σπίτια του χωριού αμφιθεατρικά βαλμένα.
Μόλις φτάσαμε στο νέο στρατόπεδό μας και κατασταθήκαμε στους θαλάμους μας αρχίσαμε την καθαριότητα γιατί από την σκόνη και την κάπνα της μηχανής είχανε λερωθεί οι φορεσιές μας. Το νερό έτρεχε άφθονο από πολλούς κρουνούς, ήταν εξαιρετικό για πιόσιμο και για μπουγάδα. Μα όσο περνούσε ο καιρός, ύστερα από κάθε πλύσιμο χρειαζόμαστε από μια ή δυο μέρες για να μπαλώσουμε τις μέσα φορεσιές και τις κάλτσες, που τα πολλά τα χρόνια τα είχανε λειώσει κι η αντικατάστασή τους ήτανε ακατόρθωτη. Χαλάγαμε ένα κομμάτι ρούχο για να μπαλώσουμε τα άλλα. Ξεπλέκαμε τις κάλτσες και τ' άλλα μας παλιωμένα πλεχτά και το γερό νήμα γινότανε άλλα πλεχτά από συντρόφους που είχανε μάθει πλέξιμο. Εδώ όλα βρίσκανε την αξία τους. Ένα κομμάτι πανί, που κράταγε λίγο, και οι κλωστές απ' ένα παλιό τσουβάλι γινόντανε παπούτσια. Το ίδιο και στη διατροφή μας: Η βιταμίνη και η θερμίδα κυνηγιόνταν με το τουφέκι. Ύστερα έπρεπε τον ίδιο καιρό να δουλέψουμε χτίζοντας φούρνο, κουζίνα, άλλα χτίσματα για να κάνουμε τη ζωή μας πιο εύκολη, και ύστερα επειδή είχαμε έχταση να φτιάξουμε παρτέρια για λουλούδια και λαχανόκηπο. Μαζί μας βρισκόταν ο Καραμπίνης αυτός που είχαμε κράχτη στην Ακροναυπλία. Ήτανε χτίστης και προκομένος σε όλα. Σε λίγες μέρες το χωριό μάς προμήθεψε τα υλικά που χρειαζόμαστε και κάναμε τα χτίσματά μας στα γρήγορα. Οι Ιταλοί μας έδιναν για συσσίτιο ότι δικαιούτανε ο κάθε όμηρος σ' όλα τα στρατόπεδα ομήρων της Ευρώπης, όπως μας είπαν: 19 δράμια όσπρια ή ζυμαρικά, 35 δράμια ψωμί μπανιότα, κι από 4 δράμια αλάτι, λάδι και ντομάτα πελτέ. Μ' αυτή την τροφή που την παίρναμε μια φορά την μέρα και δεν έφτανε σε αξία τις τετρακόσιες θερμίδες, στην κατάσταση που βρισκόμαστε θα είχαμε κι άλλους θανάτους. Φεύγοντας όμως απ' την Ακροναυπλία, κοντά στα τριακόσια δράμια μαύρη σταφίδα που είχαμε πάρει τροφή για δυο μέρες ταξίδι, μας έδωσε η ομάδα ένα μερτικό από τ' αποθέματα που είχαμε κάνει, σε λάδι, πληγούρι, όσπρια και σταφίδα. Αυτά τα τρόφιμα που ήταν μοιρασμένα σε όλους μας στα ενενήντα στα εκατό παραδόθηκαν στην ομάδα. Τα υπόλοιπα φαγώθηκαν στο τραίνο, κι αυτή η κατάχρηση περιουσίας της ομάδας, γινότανε για πρώτη φορά. Φαγώθηκαν πληγούρι και όσπρια ωμά, και ένας γέρος Σλαβομακεδόνας, Ακροναυπλιώτης, που οι καταχτητές έπιασαν και τον έφεραν ξανά πίσω, ήπιε μια οκά λάδι, που βέβαια ο οργανισμός του δεν το δέχτηκε... Μ' αυτά λοιπόν τα τρόφιμα όταν χτίστηκαν οι παραστιές της κουζίνας κι η διοίκηση του στρατοπέδου μάς έδινε άψητα αυτά που δικαιούμαστε και μας προμήθευε ξύλα φτάσαμε τις 800 με 1000 θερμίδες. Διοικητής του στρατοπέδου ήταν ένας έφεδρος λοχαγός, καθηγητής φιλόλογος το επάγγελμα, δημοκράτης, ειρηνόφιλος και με αρκετό ανθρωπισμό. Υποδιοικητής, ένας ανθυπολοχαγός πολύ νέος, ψηλός, λεπτός και στους τρόπους λεπτός, αριστοκράτης κι όπως μάθαμε κι από καταγωγή αριστοκράτης, σπουδαγμένος δικηγόρος, μισούσε το φασισμό κι αριστέριζε από σνομπισμό.
Digitized by 10uk1s
Αντιπρόσωπος της ομάδας μας ορίστηκε ο μπάρμπα - Αποστόλης ο Γκρόζος και διερμηνέας ο Εβραίος σύντροφος απ' τη Θεσσαλονίκη Τζάκος. Ο διοικητής από τις πρώτες μέρες του πηγαιμού μας στο στρατόπεδο κάλεσε τον αντιπρόσωπο και το διερμηνέα για να τους πει ότι επειδής βλέπει να είμαστε πολλά ταλαιπωρημένοι και με πολλά χρόνια στα στρατόπεδα θα μας κάνει κάθε δυνατή ευκολία που θα του ζητάμε, που θα είναι στη δικαιοδοσία του κι ότι θα δώσει εντολή στη φρουρά, η συμπεριφορά της μαζί μας να είναι καλή.
Ο Γενάρης του 1943 είχε πολλές λιακάδες. Όλοι μας βγαίναμε έξω, από κάμποσες ώρες την κάθε μέρα. Είχαμε κλίμα καλό, νερό καλό, περιβάλλον εξαίσιο, αέρα και ήλιο άφθονο, το συσσίτιο πλήθαινε κάθε μέρα· στις λιακάδες άρχισε να φαίνεται μια υποψία κοκκινάδας στα πρόσωπα των συντρόφων και το πρήξιμο απ' την αβιταμίνωση άρχισε να υποχωρεί. Ξαναγεννιόμαστε. Μπροστά απ' το στρατόπεδό μας περνούσε η δημοσιά που έμπαινε στο χωριό. Από τη νοτικιά μεριά σύρριζα από τα σύρματα του προαύλιου, ήταν ένας καρόδρομος. Διάβαινε κόσμος απάνω κάτω και μας άρεσε να στεκόμαστε να τον κοιτάμε. Τις πρώτες μέρες οι άνθρωποι μας κοιτούσαν παράξενα, μας λυπόντανε κι εμείς που είχαμε συνηθίσει ο ένας τον άλλο μας κι όλοι μαζί τα χάλια μας, παραξενευόμαστε, τι το ξεχωριστό είχαμ' εμείς από κείνους. Πολλές φορές πιανόμαστε σε συζήτηση, αν και η καθοδήγηση όπως και ο κανονισμός των Ιταλών το απαγόρευε. Ο σκοπός δε μιλούσε και μας άρεσε να κουβεντιάζουμε με κάθε λογής και φύλου ανθρώπους που επί χρόνια είχαμε στερηθεί μια τέτοια χαρά. Οι ηλικιωμένες γυναίκες σταυροκοπιόντανε, μας ρώταγαν αν ξέρουν οι μανάδες μας ότι ζούμε και μας παρακαλούσαν με κάθε τρόπο να τους στείλουμε μαντάτο. Και κάτι που έχει μείνει αξέχαστο: Κάθε πρωί περνούσε απ' τον καρόδρομο μια μεσόκοπη, γερή και σβέλτη γυναίκα. Όλο το παρουσιαστικό της την έδειχνε ξύπνια και διαβασμένη. Μάς κοιτούσε επίμονα και πολλες φορές την έπιασα να στρέφει ύστερα κατά το νότο και να σκουπίζει τα δακρυσμένα μάτια της. Θυμάμαι αυτή τη γυναίκα όπως τη «μητέρα» της φτωχογειτονιάς τ' Αναπλιού, όπως τον αιδεσιμώτατο με το γαϊδουράκι και τις γίδες. (Μετά από είκοσι πέντε χρόνια έτυχε να γνωρίσω ένα συγγενή αυτής της γυναίκας, και με πληροφόρησε ότι ήταν η δασκάλα του χωριού, φανατικιά αντικομμουνίστρια, αλλά στη συνείδησή μου μένει αυτή η πατριώτισσα, το ίδιο ψηλά, γιατί σαν ένας άνθρωπος υποφέρει και συμπάσχει από τα πάθη των συνανθρώπων του είναι άξιος να εκτιμηθεί). Εδώ ακόμα κι όλα τα άψυχα μας κυνηγούσαν, τα νιώθαμε φιλικά. Από τ' ατροφικό χορταράκι και τις ανεμώνες τις πλεγμένες μέσα στο συρματόπλεγμα, την ανθισμένη μυγδαλιά στη γωνιά του προαυλίου που άφηνε τα ροζ πεταλάκια των ανθιών να πέφτουν στις πλάτες μας, ως τα θεόρατα Ακαρνανικά βουνά, τα δέντρα, τις πέτρες, το χώμα που πατούσαμε, τον καπνό του μπουχαρή, τα κοκόρια που τινάζοντας τις φτερούγες τους πάνω στους φράχτες λαλούσαν, όλα όσα στεκόντανε γύρω μας, τα νιώθαμε δικά μας, νάχουν συμμαχήσει μαζί μας. Ύστερα οι άνθρωποι, που χωρίς να μας μιλήσουν γι' αυτό, μας είπαν «εδώ που ήρθατε σας λογαριάζομε δικούς μας» κι εμείς νιώσαμε σιγουριά... Ο κρατούμενος είναι αδύναμο πλάσμα. Θυμάμαι με τι λαχταριστή περιέργεια παρακολουθούσαμε μια ξανθιά κοπέλα με πολλά αδέρφια, που το σπίτι τους ήταν πιο κει του στρατοπέδου μας, να φουρνίζει και να ξεφουρνίζει. Τη βλέπαμε ίδια δική μας αδερφή, μας ευχαριστούσε να κοιτάμε όπως κοκκίνιζε το πρόσωπό της να βγάνει τα ψημένα σταρίσια ψωμιά που η μυρωδιά τους έφτανε ως εμάς. Μια μέρα που έρριχνε λίγο χιόνι κι η κοπέλα τάιζε κριθάρι τις κότες και τα γουρούνια, φώναξα τον Τάσο Κεσίσογλου που ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος, να πάρει την παράσταση όπως τα ζωντανά ήταν τρογύρω της. Και μου ζωγράφισε μια κάρτα πολύ πετυχαιμένη που την έστειλα στην Αθήνα στη Βασιλική Μπραουδάκη εξαιρετική αγωνίστρια, που δούλευε στην Εθνική Αλληλεγγύη και πολλά δέματα έρχονταν στο στρατόπεδό μας απ' αυτήν. Digitized by 10uk1s
Σε λίγο — θάχε περάσει ένας μήνας — ήρθε κι εδώ ο Ερυθρός Σταυρός, μας έφερε αλεύρι, άλλα τρόφιμα, ατομικά δέματα και χρήματα από φίλους και συγγενείς. Μα και το Εθναπελευθερωτικό Μέτωπο της Κατούνας και της γύρω περιοχής μας βοήθησε να καλυτερέψει η διατροφή μας. Τώρα τρώγαμε και κρέας και εντόστια αρνίσια, κάναμε και γλυκό από αλεύρι καλαμποκίσιο και πετιμέζι. Έτσι τώρα, όπως τα στομάχια μας είχανε γιάνει και γερέψει απ' την αναφαγιά άρπαζαν ό,τι τους δίναμε. Πήραμε να μαυρίζουμε από τον ήλιο και το ξεροβόρι, τα δάχτυλα των χεριών μας έγιναν κανονικά και μόνο στα πρόσωπα λίγων συντρόφων φαίνονταν ακόμα τα σημάδια της πείνας, μια γυαλιστερή κιτρινάδα. Μας κόλλησε όμως και μας παίδευε λίγο, κατά ένα παράξενο τρόπο, ένα επίμονο αίσθημα ενοχής, γι' αυτή μας την «καλοπέραση». Νομίζαμε ότι τρώγαμε πιο πολύ απ' όσο οι άλλοι Έλληνες, που αυτοί κιόλας, έπρεπε να τρέξουν για τις δουλειές τους και τον αγώνα. Ξέραμε το δράμα του φτωχού κοσμάκη και είχαμε δει τους σκελετωμένους ανθρώπους στις πολιτείες και στα χωριά που περάσαμε και μαθαίναμε πως στην Αθήνα δεν είχαν σταματήσει ακόμα οι θάνατοι από πείνα. Ήταν η εποχή βλέπετε που ο ένας άνθρωπος ζούσε για τον άλλο άνθρωπο.
Ένα βράδυ μετά το δείπνο ζύγωσε ο θαλαμάρχης στο φως του λυχναριού, έβγαλε απ' το τσεπάκι του παντελονιού του ένα πολυδιπλωμένο χαρτάκι, το ξετύλιξε φέρνοντάς το κοντά στο φως. Έτρεμαν τα δάχτυλά του και η φωνή του όταν μας παρακάλεσε να κάνουμε ησυχία έτρεμε και παίρνοντας ένα σοβαρό ύφος άρχισε να διαβάζει τούτα, όπως έχουν απομείνει στην θύμησή μου: «Σύντροφοι, τα φασιστικά χτήνη κάρφωσαν και στην Ακροναυπλιώτικη οικογένειά μας τα ματωμένα νύχια τους». «Δέκα διαλεγμένοι σύντροφοί μας έπεσαν κάτω από τα βόλια των καταχτητών που επί τρία χρόνια κατασπαράσσουν το λαό μας, τα όσια και τα ιερά μας». «Τους άρπαξαν απ' το κάστρο μας την Ακροναυπλία, τους πήγαν στον Πειραιά, και τους εχτέλεσαν με τουφεκισμό στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς». «Οι φασίστες καταχτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες και συμβουλάτορές τους, διάλεξαν τον εργατικό Πειραιά για να ματώσουν το χώμα του, με το τιμημένο αίμα δέκα πρωτοπόρων της εργατικής τάξης, να τρομοκρατήσουν το λαό του, που όλο και ανεβάζει την πάλη για την επιβίωση των Ελλήνων, για τη λευτεριά της πατρίδας, για τη δημοκρατία και σε τούτον εδώ τον τόπο όπου την έχει γεννήσει». «Οι σύντροφοί μας που με το αίμα τους πότισαν το αγιασμένο χώμα μας είναι οι παρακάτω: Ηλίας Μπερκέτης, Βασίλης Ασίκης, Ηλίας Θωίδης, Γιάννης Αμπατζόγλου, Γιάννης Αναγνωστόπουλος, Χαράλαμπος Κοσκινάς». Δεν μπόρεσα να θυμηθώ τα ονόματα τεσσάρων συντρόφων. Ο Ασίκης κι ο Αμπατζόγλου από μια σύμπτωση δεν εχτελέστηκαν όπως θα ειπωθεί πιο κάτω. «Οι σύντροφοί μας έπεσαν ηρωικά όπως ταιριάζει σε πρωτοπόρους αντιφασίστες λαϊκούς αγωνιστές». Μετά το διάβασμα της ανακοίνωσης, σήκωσε τα μάτια, τάφερε ένα γύρω στο θάλαμο και πρόστεσε: «Ας κρατήσουμε σύντροφοι ενός λεφτού σιγή στη μνήμη των αθάνατων νεκρών μας». Τιναχτήκαμε όλοι ορθοί κι ακινητήσαμε σε μια βουβή έκσταση. Το λυχνάρι τρεμόπαιζε αφήνοντας τόσο λίγο φως όσο για να φαινόμαστε κει μέσα σα σκιές, κι οι σκιές μας κολλούσαν στα τοιχιά κι έμοιαζαν να κρατάνε κι εκείνες ανάσα, σα να βρίσκονταν στην Digitized by 10uk1s
ίδια μ' εμάς έκσταση. Όταν τέλειωσε η σιγή του λεφτού τα μάτια του θαλαμάρχη, που ήταν ο Θανάσης Τσουμενής, φάνηκαν στο αντιφέγγισμα ν' αστράφτουν κι ένα ίχνος γέλιου σκέπασε το ως τώρα μουντό πρόσωπό του. Ύστερα ήρθε και κάθησε στη γωνιά μας. Ο Βρετάκος του έδωσε να τυλίξει τσιγάρο, τράβηξε μπόλικο καπνό και σαν ευχαριστημένος είπε: «Για να δουν τι θα πει Ακροναυπλία... Πέθαναν ηρωικά». Ο Βρετάκος που είχε τσιατιστεί, τρεμόπαιζε τα χείλια του: «γιατί αμφέβαλες Θανάση», είπε πικαρισμένος κι όταν έφυγε ο θαλαμάρχης είπε σ' εμένα: «Και τι ήθελε τώρα ο Τσουμενής να πει, να μας δώσει κουράγιο ήθελε μήπως;». Απ' ότι όμως είχα καταλάβει δεν ήρθε ούτε για να τονώσει το ηθικό μας, γιατί ήξερε πως δε χρειαζόταν, αλλά δεν ήξερε πως αλλιώς να ξεσπάσει γιατί ήταν πολύ ενθουσιώδης.
Πέρασαν κάμποσες μέρες και η συγκίνησή μας απ' αυτή την πρώτη εχτέλεση κρατούσε ακόμα — φοβόμαστε τώρα τις εχτελέσεις. Ένα βράδυ όπως ανάψαμε το τσιγάρο μας μου λέει ο Βρετάκος: «Σε βλέπω να τρέχεις, να φωνάζεις, να παίζεις, να γελάς σα να μη σου καίγεται καρφάκι για τις εχτελέσεις που άρχισαν... εχτός αν έχεις το κουράγιο του Τσουμενή, που λίγο και θα μας έλεγε πως είναι καλύτερα να μας τουφεκίσουνε όλους για να γεννούμε ηρώοι...». Του απάντησα ότι φοβόμουνα πολύ για τη ζωή μου, γιατί την αγαπούσα επειδή μου χρειαζότανε, αλλά ύστερα από λίγη παίδεψη του μυαλού, βρήκα πως είναι καλύτερο κι έχω συμφέρο να μην καταγίνουμαι πολύ με το φόβο μου. Κι αν ακόμα ακούσω σε κάποιο κατάλογο τ' όνομά μου, θα προσπαθήσω, όσο μπορέσω πιο ψύχραιμα και μ' αξιοπρέπεια, γιατί και σ' εκείνες τις τελευταίες στιγμές, πρέπει να υπάρχει στον δημοκράτη μεγαλείο. Έτσι δίνεις κι απογοήτεψη στον αντίπαλο κι όχι χαρά... Αλλά πες μου τον ρώτησα, πώς βλέπεις εσύ το ζήτημά μας αυτό: «Το σκέφτομαι όπως και σένα. Στην πράξη όμως δεν τα καταφέρνω. Θέλω να διώξω την ιδέα του εχτελεστικού, μα κείνη δε φεύγει... «Είναι που δεν κινιέσαι, δεν παίζεις. Κάθεσαι στη γωνιά σου κι οι σκέψεις σε βρίσκουνε πάντοτε εύκαιρο να τις φιλοξενήσεις», του απάντησα, γιατί πάντα του άρεσε να κάθεται στη σκοτεινή γωνιά μας.
Εδώ στο Ξηρόμερο θεραπέψαμε το δεύτερο μεγάλο μας βάσανο, ύστερα από την πείνα, που κράτησε πιο πολλά χρόνια, την ατσιγαριά. Είχαμε χρυσαφένιο καπνό μυρωδάτο και σέρτικο. Είχα παραγγείλει στο μπαρμπα - Αποστόλη να μας αγοράσει δυο οκάδες της πιο καλής ποιότητας. Ο Βρετάκος είχε πιτηδειοσύνη και μ' ένα τραπεζομάχαιρο, που δεν ξέρω με τι ατσάλι ήταν φτιαγμένο και ξούριζε, έκοβε τον καπνό ψιλό σαν μετάξι. Συμφωνήσαμε ότι θα καπνίζαμε απεριόριστα μέχρι που να χορτάσουμε, αλλά για να μην μας βλάψει πολύ κόβαμε τα τσιγαρόχαρτα στη μέση κι έτσι τα τσιγάρα μας γινόντανε μισά. Τσιγαρόχαρτα μας προμήθευε από την Αθήνα ένας αδερφός του Βρετάκου ηθοποιός, ο Ρένος, μέσα σε μικροδέματα. Έτσι τις πολύ βροχερές μέρες, μια που το διάβασμα ήταν απαγορευμένο, καθόμαστε στο μισοσκόταδο στη γωνιά μας καπνίζαμε τόνα μισαδάκι πάνω στο άλλο να βγάλουμε το άχτι απ' τα τόσα χρόνια ατσιγαρίας.
Με το πέρασμα του καιρού, οι Ιταλοί της φρουράς άρχισαν να μας γνωρίζουν. Τις πρώτες μέρες είχαν χτυπήσει κάμποσους συντρόφους μα με τη σωστή ταχτική μας, και με τις συστάσεις του διοικητή τους αλλάξανε τη στάση τους, απέναντί μας. Τους συγκινούσε η καλή οργάνωση της ζωής μας, οι πολιτισμένες και συντροφικές σχέσεις μας, η καθαριότητα του στρατοπέδου, το κουράγιο Digitized by 10uk1s
και το ηθικό μας. Κι όταν εκδηλώθηκε η ομάδα μας πολιτιστικά, με μια πρόχειρη χορωδία και ορχήστρα, άλλαξε ολότελα η στάση τους. Στην πλειοψηφία τους οι Ιταλοί στρατιώτες μα κι οι καραμπινιέροι ήτανε δημοκρατικοί και κάμποσοι είχανε συμπάθεια προς τον κομμουνισμό. Λίγοι ήταν χαλασμένοι από τη φοίτησή τους στη φασιστική νεολαία, βλέποντας τη συμπάθεια που είχαν σ' εμάς τους κομμουνιστές οι συνάδελφοί τους, έβραζαν στο πετσί τους, μας μισούσαν, μα απομονωμένοι όπως ήταν δεν μπόραγαν να μας βλάψουν. Ύστερα ο Ιταλικός στρατός από τις πολλές ήττες ήτανε κουρασμένος κι απογοητεμένος και οι αντιθέσεις του φασιστικού μηχανισμού του στρατού και των Γερμανών συμμάχων του είχανε μεγαλώσει. Έτσι μ' αυτή τη στάση μας και την πολιτική μας δουλεύαμε κι εμείς βάζοντας ένα χαλικάκι πάνω στην πολιτική των συμμάχων, που αυτόνε τον καιρό ήταν η απόσπαση της Ιταλίας από τους Γερμανούς κι ο εξαναγκασμός της σε μια χωριστή συνθηκολόγηση.
Ένα πρωί, όπως τρέξαμε να νιφτούμε βρήκαμε τους κρουνούς δίχως νερό. Οι Ιταλοί μας εξηγούσαν πως οι παρτιζάνοι του ΕΛΑΣ είχανε κάνει σαμποτάζ. Ήταν η πρώτη φορά που εμείς βλέπαμε κάτι από τη δράση του ΕΛΑΣ. Αλλά δεν κρίναμε την ενέργεια και δε δείξαμε φανερό ενθουσιασμό. Σε τέτοιες στιγμές ο εχθρός βρίσκει την ευκαιρία για προβοκάτσιες, καμιά φορά κιόλας τις προκαλεί. Αντίθετα πολλοί Ιταλοί στρατιώτες άφηναν να φαίνεται η χαρά τους, μα και δεν απαιτούσαν από μας εμπιστοσύνη, καταλαβαίνοντας τη δύσκολη θέση του όμηρου, επειδή οι φασίστες συνάδελφοί τους παρακολουθούσαν τις μεταξύ μας σχέσεις.
Είχαμε περάσει κάμποσο καιρό σε τούτο το στρατόπεδο, όταν ένα βράδυ μας ανακοινώθηκε απ' το γραφείο της ομάδας πως ο διοικητής του στρατοπέδου κάλεσε τον μπαρμπα-Αποστόλη Γκρόζο και τον ξαναβεβαίωσε για τις καλές του διαθέσεις απέναντί μας κι ότι θα κάνει, ότι μπορεί για να γίνει η ζωή μας πιο αλαφριά. Ότι όμως είναι υποχρεωμένος να μας δώσει μια εξήγηση: «Εφ' όσον τα Ιταλικά στρατεύματα κατοχής, υφίστανται επιθέσεις και απώλειες, απ' τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, είναι πιθανόν, η ανώτερη διοίκησή του, να διατάξει για αντίποινα την εχτέλεση ομήρων». «Ίσως μου ζητήσουν μέρος από σας, ή και όλους, για τουφεκισμό. Στην περίπτωση αυτή θα λυπηθώ πολύ, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας παραδώσω». Η ανακοίνωση τούτη που ήταν μια άμεση προειδοποίηση έφερε μια δυνατή ταραχή στις ψυχές των μελών της ομάδας, μα την ίδια στιγμή είχε και κάποια καλή επίδραση, γιατί, εξοικειώνοντάς μας πιο πολύ με την ιδέα, ότι κάποια στιγμή μπορεί να βρεθούμε μπροστά σ' ένα απόσπασμα, μας έκανε πιο θαρραλέους, μας αλάφρωσε ψυχικά, και λίγο, πολύ λιγώτερο, όπως μου φάνηκε, μας απασχολούσε η ιδέα του θανάτου. Παλέψαμε κιόλας για να νικήσουμε τον εαυτό μας, τη φύση μας. Σε τέτοιες καταστάσεις όπως κατάλαβα, πρέπει κανείς να έχει ανοιχτό μέτωπο και να παλεύει ασταμάτητα, ενάντια στον εαυτό του, ενάντια στη φυσική ροπή που έχει για τη διατήρηση της ζωής. Αυτό το χρέος, όπως με δίδαξε η ζωή, δεν έχει αξία μόνο για τον κρατούμενο όμηρο, μα και για κάθε ένα αγωνιστή, που οι συνάνθρωποί του τον ανάδειξαν πρωτοπόρο τους. Πρέπει ασταμάτητα να εξοικειώνει τον εαυτό του, ότι μπορεί να βασανιστεί, να πεινάσει, να διψάσει, να στερηθεί τους δικούς του, να δει να του αφαιρέσουν τη ζωή με μιας ή κι από λίγο - λίγο. Και πρέπει προπαντός να φιλοσοφεί, ότι δεν είναι υποχρεωτικό να πεθάνει στον καιρό του, σαν χελώνα, τη στιγμή που η κοινωνία των ανθρώπων έχει καταντήσει ζούγκλα από καταπιέσεις, πολέμους και άλλες ντροπές.
Ο χειμώνας σε τούτο το ορεινό μέρος ήταν ελαφρύς και γλυκός. Μερικοί που άντεχε το πετσί μας, Digitized by 10uk1s
βρισκόμαστε όλες τις ώρες που ήταν ανοιχτές οι πόρτες, έξω στο προαύλιο. Κατά το έβγα του Γενάρη χιόνισε δυο φορές. Τη μια έρριξε νιφάδες, και την άλλη χιονάκι σπειρωτό. Ήτανε τόσο όμορφα κι είχε μια τόση γλυκάδα ο καιρός, όσο χιόνιζε, που έμενα όλες αυτές τις ώρες έξω κι άφηνα να χαϊδεύουν οι χιονονιφάδες το πρόσωπό μου, που τώρα είχε γίνει ολότελα κανονικό, γιατί είχαν φύγει τα πρηξίματα, και να στοιχάζουνται στις πλάτες και το κεφάλι μου. Θυμάμαι που εκεί κατά την επάνω μεριά του προαυλίου, βρισκόταν μια μεγάλη μυγδαλιά απ' εκείνες που τα πέταλα των ανθιών τους είναι μεγάλα με λίγο ροζ χρώμα. Σ' αυτό το δέντρο μπλέκονταν και κολλούσαν στ' ανθισμένα κλαριά οι νιφάδες και παράσερναν τα πέταλα χάμω στη γη. Μέσα σ' εκείνη τη χιονισμένη ομορφιά που ένωνε γης και ουρανό, έπαιρνα τις βόλτες μου κι ένιωθα από ακμαιότητα να κολλάνε οι αρβύλες μου στη γης. Κάποια στιγμή ερχόταν κάποιος σύντροφος τρέχοντας για να βολτάρει λίγο μαζί μου και πάλι έφευγε βιαστικός. Όταν πάλι είχε ξεροβόρι και ψιλόβρεχε μ' ευχαριστούσε να υγραίνεται και να καπνίζει το πρόσωπό μου. Ήμουνα γερός, τόσο γερός, που ντρεπόμουνα για τη γεροσύνη μου ανάμεσα σε τόσους άρρωστους. Όσοι είμαστε νέοι, με τα πρώτα σημάδια της άνοιξης νιώσαμε στα κορμιά μας μια δύναμη μοσχαρίσια και το αίμα μας να βράζει, όπως όταν είμαστε παιδιά. Ζούσαμε σ' ένα κλίμα ευνοϊκό για ανάρρωση και ξαναγέννημα, τρώγαμε τρεις και τέσσερεις φορές πιο πολύ απ' όσο στην Ακροναυπλία, αν και από ψυχολογικές αιτίες ποτές δεν χορταίναμε. Όσων από μας ο οργανισμός δεν είχε πάθει πολλές βλάβες ανάπλαθε το πετσί, τη σάρκα, το κόκκαλο και γινόμαστε πιο γεροί από όσο είμαστε πρώτα, έτσι που μας δημιουργούνταν η εντύπωση ότι η πείνα αποζημιώνει τώρα τον οργανισμό μας. Αυτή την περίοδο που ξεχειλίζαμε από ενεργητικότητα μας κόλλησ' εκείνο το συναίστημα του αργόσχολου που ο καιρός του περνάει άσκοπα τεμπελιάζοντας. Δεν ήξερα τι να κάμω και περνούσα πολλές ώρες βοηθώντας το Φίλιππα στο σκίσιμο των ξύλων, αλλά τραυματίστηκα στο χέρι, γίνηκε ύστερα απόστεμα κι επειδή με πονούσε ανάγκασα το γιατρό μας, τον εξαίσιο αυτόν άνθρωπο, το Γιάννη Κουτσοδήμο, απειλώντας τον ότι θα τρυπήσω το απόστεμα μ' ένα σουγιά, να το ανοίξει παράκαιρα. Έτσι το χέρι μου χειροτέρεψε, γίνηκε όσο ένα ψωμί, και για δυο εικοσιτετράωρα δάγκωνα μια πετσέτα. Αλλά ύστερα σαν ωρίμασε το περιποιήθηκε ο γιατρός, σταμάτησε ο πόνος κι έσκιζα πάλι τα ξύλα κρατώντας το τσικούρι με το ένα χέρι.
Πολλές φορές όπως κάναμε τις βόλτες μας δίπλα στο συρματόπλεγμα, μας ξεγελούσε τούτη μας η ευκρασία και το δυνάμωμα και λογαριάζαμε πως αν ρίχναμε άξαφνα στο συρματόπλεγμα κάμποσα στρώματα και παλιοκουβέρτες θα τιναζόμαστε έξω κι ο σκοπός δεν θα προλάβαινε να δώσει φωτιά στο όπλο. Μα σα μετρούσαμε το πράμα με το λογικό βρίσκαμε πως τα σύρματα ήταν απέραστα — αφού στο πλάτος έφταναν τα πέντε μέτρα — κι ο σκοπός αν δεν είχε καρδιά, είχε όμως φόβο για να μας αδειάσει το τουφέκι, ώσπου να φτάσει μπουλούκι στρατιώτες. Άλλες φορές όμως που κουβεντιάζαμε πιο σοβαρά βρίσκαμε πως ύπαρχε μια τέτοια δυνατότητα σε ώρες νύχτας, με μια μελετημένη οργάνωση. Εδώ στην Κατούνα είχανε φέρει ένα τμήμα για ανάπαψη κι ανάρρωση, τ' απομεινάρια ενού συντάγματος που είχε καταστραφεί στο Ρωσικό μέτωπο κι είχανε τέτοια χάλια σαν εκείνα τα δικά μας, σαν είχαμε πρωτοέρθει σε τούτο το στρατόπεδο, μόνο αυτουνών το χάλι τους έφτανε και στο ηθικό: Οι φαντάροι ήταν απογοητευμένοι, αηδιάζανε τον πόλεμο, το φασισμό και το Μουσολίνι κι η μοναδική τους έννοια ήταν πότε να βρεθούνε στα σπίτια τους σε μια νικημένη έστω πατρίδα. Μα είναι καιρός που στο μυαλό μας όλο και πιο πολύ στριφογυρίζει η ιδέα της απελευθέρωσής μας. Σκεφτόμαστε πως από τον κεντρικό δρόμο του χωριού, μας χωρίζει μια ξύλινη πόρτα που με μια σπρωξιά κομματιάζεται. Οι νύχτες είναι βροχερές, σκοτεινές, μεγάλες, οι σκοποί δε νοιάζονται πολύ και λουφάζουνε, τους περιζώνουνε χίλιες φοβέρες κι έχθρητες, ενώ σ' έμας όλα είναι φιλικά και φιλόξενα, οι άνθρωποι, τα χωριά, τα βουνά, οι κάμποι, οι πολιτείες. Έχομε τώρα το στρατό μας τον Digitized by 10uk1s
ΕΛΑΣ, που ορίζει τα βουνά. Μαθαίνομε πως οργανώθηκε σε τμήματα στρατιωτικά, πως έφτιαξε ως και μεγάλες μονάδες, πως έχει δύναμη, πως δίνει μάχες με τους καταχτητές. Σκεφτόμαστε πως κάποια νύχτα θα 'ρθει στο στρατόπεδό μας να μας πάρει, ή πως εμείς από μόνοι μας, θα σπάσουμε την ξύλινη πόρτα κι εξουδετερώνοντας το σκοπό θα σκορπιστούμε στο σκοτάδι. Είμαι χαρούμενος, έχω προαιστήματα πως θα λευτερωθούμε, τα λέω στους φίλους μου, στο Βρετάκο, το Μήτσο Αναγνωστόπουλο, το Θόδωρο Πάγκαλο, το Φίλιππα Παπαδόπουλο, το Θόδωρο Φλουτζάκο, σε πολλούς άλλους, πως εδώ που ήρθαμε είμαστε λεύτεροι, (και το πιστεύω). Τους λέω πως μου το λέει το «ένστιχτό» μου, πως είδα... όνειρο. Ο Βρετάκος με ειρωνεύεται με ρωτάει τα πρωινά: «Τι όνειρο είδες, τι σού είπε το «ένστικτο». Μια μέρα όμως σκέφτηκα θιγμένος πως δεν κάνω καλά ν' αφήνω να με περνάει ένας ντελιγκέντσιας για προληπτικό και του μίλησα για κάμποσους παράγοντες, όλους με βάση υλιστική, που επεξεργάζεται το μυαλό μου, αδιάφορο σαν είναι ξύπνιο ή σαν αναπαύεται και μου δίνει τούτη τη σιγουριά για την απελευθέρωσή μας. Ξέρομε πως το ΚΚΕ είναι δυνατό, όσο ποτέ στην ιστορία του, το Απελευθερωτικό Μέτωπο απλώθηκε και ρίζωσε σ' όλο το έδαφος της χώρας. Σύντροφοι που λευτερώθηκαν από στρατόπεδα βρίσκουνται κεφαλή του και το καθοδηγούν, ο Ιωαννίδης που πριν ένα χρόνο ζούσε μαζί μας είναι από τους πρώτους ή ο πρώτος της κεφαλής. Μη τάχα δε μας είχε στείλει μήνυμα πριν από λίγο καιρό στην Ακροναυπλία πως «τώρα που βρίσκομαι στο κομματικό πόστο δε θα ξεχάσω τα ηρωικά παιδιά της Ακροναυπλίας, κι ότι θα κάνει το παν για να μας αποσπάσει από τα κάτεργα του φασισμού...>. Και πρέπει εδώ να πω ότι: και τόντις, αυτόνε τον καιρό που εμείς οι 199 όμηροι κάναμε όνειρα και περιμέναμε τη λευτεριά μας, το κόμμα είχε στείλει εντολή στην κομματική οργάνωση της Αιτωλοακαρνανίας να οργανώσει την απελευθέρωσή μας με τον ΕΛΑΣ. (Γιατί τάχατες να μη στείλει ένα στέλεχος να 'ρθει σ' επαφή μαζί μας και να επιβλέψει την οργάνωση της απόδρασης;). Και μια μέρα — θα ήταν κατά τα μέσα του Φλεβάρη — αφού ο Βρετάκος μού ζήτησε να του δώσω το λόγο μου ότι δε θα βγάλω λέξη σ' ότι μού πει — ούτε στην καθοδήγηση — μού είπε ότι έμαθε θετικά (η πληροφορία ήρθε από την Αθήνα με επισκεπτήριο, όπως μού αποκάλυψε αργότερα) ότι ετοιμαζόταν, η απελευθέρωσή μας. Τήρησα το λόγο μου. Συζήτησα όμως με τον κομματικό μου υπεύθυνο, που ήταν ο Κώστας Λυκούρης, (παραπειστικά) για τις δυνατότητες που κατά τη γνώμη μου υπάρχανε ν' απελευθερωθούμε. Μα όπως κατάλαβα ούτε ο Λυκούρης, αν και είτανε του μηχανισμού, δεν είχε ενημερωθεί από την καθοδήγηση πάνω σ' αυτό το μεγάλο για την ομάδα μας θέμα. Και πρέπει να πω πως η καθοδήγηση δεν κρατούσε το μυστικό στα δυο ή τρία άτομα που την αποτελούσαν επειδή φοβόταν μη φτάσει στ' αυτιά του εχθρού, αλλά ήξερε ότι, αν θα γινότανε θέμα μάζας των μελών της ομάδας, δεν θα μπορούσε ύστερα να το χειριστεί όπως ήθελε, που στην περίπτωσή μας το χειρίστηκε κατά το χειρότερο τρόπο — όπως και στην Ακροναυπλία. Αφού λοιπόν είχα μάθει αυτό το μυστικό περίμενα κάθε νύχτα και λαγοκοιμόμουνα.
Κι εδώ στην Κατούνα η ομάδα μας ήτανε μονιασμένη και η φιλία ανάμεσά μας από μέρα σε μέρα δυνάμωνε. Δε γίνονταν μαθήματα, δε διαβάζαμε βιβλία ούτε άλλα έντυπα, μια εφημεριδούλα που έβγαινε στο Βραχώρι άρχισαν με πολλά βάσανα να μας δίνουν από κανένα φυλλαράκι της κάθε βδομάδα. Μονάχα καμιά ατομική συζήτηση γινόταν με τους κομματικούς υπεύθυνους, βολτάροντας στο προαύλιο, για οργανωτικά θέματα του Εθναπελευθερωτικού Μετώπου. Αν θυμάμαι θα ήτανε τέλος του Γενάρη ή αρχές του Φλεβάρη που ο Ρόμελ κυνήγησε τους Εγγλέζους στην άμμο της Λιβύης κι από την επιτυχία αυτή των Γερμανών, έπεσαν οι τιμές σ' όλα τα τρόφιμα και οι μαυραγορίτες τα ξέθαψαν πουλώντας τα στα παζάρια: Το λάδι και το αρνίσιο κρέας από εικοσιπέντε χιλιάδες η οκά, κατέβηκε στις πέντε. Μια μέρα λοιπόν είπα στο φίλο μου τον Φίλιππα που τώρα, ύστερα από τον απαγχονισμό της γυναίκας του απ' τους Γερμανούς και την ορφάνια των Digitized by 10uk1s
παιδιών τους, περνούσε μεγάλη στεναχώρια, πως είχα χρήματα ν' αγοράσω δυο οκάδες αρνίσιο κρέας. «Θέλω Φίλιππα, του είπα, να τρώγω - να τρώγω ώσπου να τεζάρει το στομάχι μου, να νιώσω να χορτάσω, να μού έρθει αναγούλα». Γέλασε ο Φίλιππας, ένα γέλιο γλυκό, που καθρέφτιζε τον όμορφο, τον αγνό του κόσμο. Ο Φίλιππας είχε πληγούρι, μπόλικο και μπόλικο λάδι. Κι όταν καθήσαμε στο κρεββάτι του να γευματίσουμε εκείνο το τσουκάλι που θα ήτανε να χορτάσει μια ομάδα και πάνω, είπαμε στους συθαλαμίτες του, πως «θα κάνουμε ένα πείραμα». Όταν άδειαζαν τα πιάτα, τα ξαναγεμίζαμε, σκουπίσαμε και το τσουκάλι. Ρώτησε ύστερα ο ένας τον άλλο μας... Δεν είχαμε χορτάσει!... Τα στομάχια μας ήταν τεζαρισμένα, μα η πείνα βρισκόταν κι εκείνη μέσα τους. Είμαστε και οι δυο μας απ' τους γερότερους του στρατοπέδου, είμαστε καλά θρεμμένοι, δυνατοί σαν άλογα, αλλά πεινούσαμε... Ένιωσα λύπη για τον εαυτό μου, για μας όλους και είπα στο Φίλιππα: «Του ανθρώπου η κοιλιά είναι κάραβος, (οχετός), κι όποιος τσι συνερίζεται είναι γάιδαρος». Ο Φίλιππος, που όπως και όλοι οι ποντοκαυκάσιοι λατρεύουνε κάθε τι το κρητικό, μού ζήτησε να του εξηγήσω ακριβώς αυτό το λαϊκό γνωμικό της πατρίδας μου. Από τότες αρχίσαμε και οι δυο μας μια πάλη ενάντια της πείνας, ώσπου από λίγο την εξοστρακίζαμε από την ψυχολογία μας και σιγά - σιγά κερδίζαμε και γινόμαστε πάλι φυσιολογικοί.
Είκοσι του Μάρτη του 1943. Πάνε τρεις μήνες που ζούμε στο καλό μας χωριό, που μας ξανάφερε στη ζωή. Σήμερα, όλη η ομάδα, μετά το μεσημεριανό μας βρέθηκε στο προαύλιο. Η φύση σαν να γιορτάζει πλημμυρισμένη από λευκό φως. Ο ήλιος από τα μεσούρανα μας ρίχνει τις αχτίνες του. Τις νιώθει το πετσί μας θερμές σαν την ανάσα της μάνας στο πρόσωπο του βρέφους που της χαμογελά. Χίλια μύρια μυγάκια στριφογυρνάνε κοπαδιαστά, κινιούνται σαν τόπι στο ζεσταμένο αέρα. Τα χελιδόνια που μόλις μας ήρθαν, χυμάνε σαν σαΐτες με τ' ανοιγμένα στόματά τους καταβροχθίζοντάς τα. Οι μυγδαλιές από μέρες ξεντύθηκαν τα νυφικά και φόρεσαν τ' ανοιχτοπράσινά τους. Ένα αλαφρό αεράκι χαϊδεύει τα πάντα και δίνει μια αίγλη στο τοπίο. Και ξαφνικά σα να ξεσκίστηκε όλη τούτη η ομορφιά κι η γαλήνη. Ένα ξερό σκούξιμο από μηχανές καμιονιών ακούστηκε ν' ανηφορίζει απ' τις στροφές της δημοσιάς. Και στη στιγμή η συρματόπορτα του στρατοπέδου κυλίστηκε και το προαύλιο γέμωσε εξάτροχα. Στις καρότσες τους στεκόντουσαν Ιταλοί στρατιώτες με κράνη στα κεφάλια τους, αρματωμένοι και στα καπώ των καμιονιών είναι στημένα πολυβόλα με περασμένες τις δεσμίδες και έτοιμους τους σκοπευτές. Σταμάτησε κάθε δική μας κίνηση και φαινόμαστε σαν απολιθωμένοι. Η ανάσα μας κόπηκε, η καρδιά μας χτυπούσε. Μέσα μας ζωντάνεψε κείνη η προειδοποίηση του διοικητή: «Αν μου ζητήσουν μέρος από σας ή όλους...». Συναντήθηκαν σβέλτα και σαν από παράγγελμα οι ματιές μας, ύστερα έπεσαν στο συρματοφράχτη, στα τουφέκια, στους στρατιώτες — δεν ύπαρχε σωτηρία. Και πάλι ξαναγυρίσαμε τη ματιά μας ο ένας στον άλλο, ο καθένας σε όλους. Τα σαγόνια μας σφίχτηκαν, η ματιά μας σκοτείνιασε κι άφηνε μία άγρια λάμψη. Ύστερα χαλαρώθηκαν τα πρόσωπα, ήρθε και λίγο γέλιο, σαν να είχαμε εξοικειωθεί με τη μοίρα... Ποτές δεν έχω ξεχάσει πόσο όμορφους είδα κείνες τις λίγες στιγμές τους ανθρώπους. Μερικοί μουρμούριζαν: «Κι είναι μια τόσο λαμπρή μέρα σήμερα» και άλλα τέτοια. Τέλος ήρθε ο υποδιοικητής του στρατοπέδου, και βιαστικός, διαβάζοντας την αγωνία στα πρόσωπά μας, είπε στο διερμηνέα μας το Τζάκο, που έτρεξε κοντά του: «Ειπέ στους συντρόφους σου να μην ανησυχούν». Μα κι από το γελαστό του ύφος, αυτός ο ευγενικός άνθρωπος, πρόλαβε να μας πει ότι δεν πρόκειται για εχτέλεση. Κι ο σύντροφος Τζάκος μας δευτέρωσε: «Μεταγόμαστε σύντροφοι! Μέσα σε δέκα λεπτά πρέπει να είμαστε πάνω στα αυτοκίνητα. Θα πάρουμε μαζί μας από ένα μικρό δεματάκι στο χέρι. Τα άλλα πράγματά μας θα μας τα φέρουν αύριο». Έτσι απροετοίμαστοι και βιαστικά ξεσηκωθήκαμε απ' την Κατούνα. Αφήσαμ' εκεί το σύντροφο Αλέξαντρο Τούντα να ψυχορραγεί και δυο συντρόφους να του παρασταθούν τις λίγες μέρες που θα ζούσε, να του δώσουν κουράγιο την ώρα που θα ξεψυχούσε και να τον συνοδέψουν ως τον τάφο.
Digitized by 10uk1s
Κλίνοντας όμως το μέρος της αφήγησής μου για τη ζωή ενός κομματιού της ομάδας κομμουνιστών της Ακροναυπλίας στο στρατόπεδο ομήρων της Κατούνας, πρέπει να πω λίγα για το πώς γίνηκε να μην απελευθερωθούμε από τούτο το ανταρτοκρατούμενο μέρος. Γιατί αν στην Ακροναυπλία δεν είχαμε, μα και δε ζητήσαμε βοήθεια απ' έξω συνέβαινε εδώ να έχουμε εξόν ένα κόμμα παντοδύναμο στην Ελλάδα, μια οργάνωση κι ένα τάγμα αντάρτες, με σχέδιο μελετημένο κι εντολή να μας λευτερώσουν, παίρνοντάς μας μαζί τους. Μα έπρεπε να δεχτούμε κι εμείς τη λευτεριά μας, να τη δεχτεί για λογαριασμό μας η καθοδήγηση, γιατί άλλος από τα δυο ή τρία άτομα της καθοδήγησης: (ο Ηλίας Καρράς γραμματέας, ο Άγγελος Φλώκος κι ο Αποστόλης Γκρόζος) δεν ήξερε — επίσημα — ότι το ΚΚΕ είχε δώσει εντολή σε μια οργάνωση της Στερεάς, να οργανώσει την απελευθέρωσή μας. Μπορούσε βέβαια να συζητηθεί το ζήτημα απ' όλα τα μέλη της ομάδας μας και κανένας φόβος να φτάσει στ' αυτιά των Ιταλών από τη συζήτησή μας δεν ύπαρχε, γιατί ποτές δε γινόταν έλεγχος εξόν ένα άνοιγμα και μέτρημα πρωί και βράδυ και στα δωμάτιά μας συζητάγαμε ότι θέλαμε. Αλλά σαν η καθοδήγηση το ήθελε έπαιρνε ατομικά τις γνώμες μας. Κι εδώ όμως στερηθήκαμε την ευκαιρία να λευτερωθούμε, από την ίδια αιτία, μ' εκείνη της Ακροναυπλίας, από την έλλειψη της δημοκρατίας στην ομαδική ζωή μας. Όταν φτάσαμε στο άλλο στρατόπεδο διαδόθηκε η είδηση ότι οι αντάρτες που είχαν καθημερινά επαφή με την οργάνωση της Κατούνας και μέσον αυτής, με την καθοδήγηση του στρατοπέδου μας, ζητούσαν από καιρό, να μας πάρουν αλλά ότι η καθοδήγησή μας δε δεχόταν φέρνοντας δικαιολογία (στον εαυτό της) ότι μπορούσε να ήταν προβοκάτσια... Και μέχρι σήμερα καμιά άλλη εξήγηση δεν δόθηκε, ή καλύτερα δε δόθηκε λόγος σε κανένα. Έντεκα χρόνια μετά — απ' αυτά που διηγούμαι — (στα 1954) ήμουνα κρατούμενος στη φυλακή της Αλικαρνασού του Ηρακλείου. Εκεί κρατιότανε κι ένας Ξηρομερείτης αντάρτης μικροστέλεχος του ΕΛΑΣ, ο Στάθης Καλαντζής. Μια μέρα ο Στάθης αρρώστησε και πήγα στο κελλί που έμενε για να τον συντροφέψω. Πάνω στη συζήτηση του είπα ότι κρατήθηκα σαν όμηρος στο χωριό της επαρχίας του Κατούνα. Ο Στάθης έδειξε ότι σαν από χρόνια ζητούσε κάποιον που θα του έλυνε μια απορία και μ' αρώτησε: «Μα γιατί δε θελήσατε να σας λευτερώσουμε; Καλοπερνάγατε κει;». Και μετά ένα χρόνο (1955) είχα μεταχθεί στην Κέρκυρα. Εκεί στην τετάρτη αχτίνα του κάτεργου, συγκατοίκησα με το Λουκά Αρβανίτη από το Κοπανάκι, και με το Στράτο Δημήτρη Σταυρόπουλο απ' ένα χωριό τ' Αγρινιού. Ο Στράτος είχε διαπρέψει σαν έφεδρος υπολοχαγός στον πόλεμο της Αλβανίας, είχε πλήθος τραύματα και παράσημα, όπως το ίδιο είχε διακριθεί κι είχε τραυματιστεί και σαν αξιωματικός του ΕΛΑΣ στο Ξηρόμερο. Όταν έμαθε ότι είμαι ένας απ' τους όμηρους της Κατούνας με παρακάλεσε να του εξηγήσω ποιος ήταν ο λόγος που αρνιούμαστε με τόση επιμονή την απελευθέρωσή μας και τι σκοπό υπηρετούσε η παραμονή μας στο στρατόπεδο. Και έκανε έτσι ο Στράτος σαν να τον είχε ζημιώσει η άρνησή μας, στερώντας του τη μεγάλη τιμή ν' αρπάξουν μέσα από τα νύχια του καταχτητή διακόσιους αντιφασίστες, γιατί όπως μου εξήγησε συμμετείχε στη διοίκηση του τάγματος και πήρε μέρος στην κατάστρωση του σχεδίου της επιχείρησης της απελευθέρωσής μας. Τέλος μου είπε: «Λέγαμε κι εμείς τι κοπάνια είν' εκείνοι που κάθοντ' εκεί μέσα να μην θέλουν τη λευτεριά τους... Είχα προτείνει αφού θα εξουδετερώναμε τους Ιταλούς να σας πάρουμε με τη βία. Τι θα κάνατε σ' αυτή την περίπτωση;» με ρώτησε. (Μου έρχεται στο νου ότι το 1946 πήραμε εντολή στην οργάνωση της Κρήτης που βρισκόμουνα τότες κι είχα την ευθύνη για τα τέτοια, ν' απελευτερώσουμε το Λ. Στρίγκο μέλος του Π. Γ. του ΚΚΕ από τη Γαύδο. Ξέροντας όμως τη νοοτροπία των παλιότερων κομμουνιστών, οργάνωσα μια ομάδα με δυο οπλοπολυβόλα κι έδωσα εντολή στους επικεφαλής Γιώργη Μανουσέλη και Χρήστο Μπολούδη όπως και στο σύνδεσμο γιο του παπά της Γαύδου Γιώργη Ταλάκη, αν ο Στρίγκος φέρει αντίρρηση να στήσουν τα όπλα κι ακινητοποιώντας τη χωροφυλακή και τους εξόριστους να τον απαγάγουν. Ο Στρίγκος αν και έφερε αντίρρηση τελικά δέχτηκε αφού του είπαν την εντολή).
Digitized by 10uk1s
Έτσι χάσαμε και τούτη την ευκαιρία να βγούμε από τα σύρματα, καιρό που ο αγώνας μας είχε χρεία μεγάλη, μένοντας άλλους εφτά μήνες στην ομηριά... Ποια κακή μοίρα κυβερνούσε την ηγεσία μας;
Μα ας έρθουμε πάλι στο προαύλιο του σκολειού της Κατούνας που είναι γεμάτο από καμιόνια κι εμείς καθησμένοι κατάχαμα στις καρότσες με τους Ιταλούς στα παραπέτα και τα δάχτυλά τους στην σκανδάλη κινάνε τα καμιόνια. Κατεβαίνουνε στις στροφές, τρέχουν με όλη τους την ταχύτητα, αφήνομε διάσελα και ποταμιές, ο δρόμος είναι μόλις χαραγμένος, μα τα εξάτροχα τον ρουφάνε. Περνάμε δάση και πετροκέφαλα, μέρη βολικά για ενέδρες, οι Ιταλοί είναι τρομαγμένοι ανιχνεύουνε με τη ματιά κάθε μέρος κι εμείς, όπως τους βλέπουμε, περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή, ν' ακούσουμε ριπές, να δούμε τους αντάρτες. Αλλά φτάνομε στον Κραβασαρά, περνάμε δίπλα απ' το μουράγιο, ένα πλοίο είναι δεμένο και φορτώνει αρπαγμένα δέματα καπνά για τη Γερμανία. Απ' εδώ τα καμιόνια μπαίνουνε στον κεντρικό δρόμο. Έχομε δεξιά μας τη θάλασσα του Αμβρακικού κι ο τόπος είναι πεδινός ώσπου ανηφορίζοντας αγναντεύουμε τον κάμπο της Βόνιτσας χωρίς να νιώσομε από το ταξίδι μας τούτο τίποτα από την ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης που το δίχως άλλο θάταν πολύ ωραία, τόσο έτρεχαν τα αυτοκίνητα και τόση ήταν η ανησυχία των Ιταλών που η σκέψη μας πήγαινε μονάχα στην απελευθέρωση. Είχαμε συνεννοηθεί με το μάτι, τι θα κάναμε σα θα 'ρχόταν κείνη η ώρα. Και δε θα χρειαζόμαστε πολλά δευτερόλεφτα για ν' αρπάξουμε τα όπλα των Ιταλών που τρέμανε κι αγωνιούσαν. Μα είχανε κάνει τόσο μυστικά κι αιφνιδιαστικά τη μεταγωγή αυτή, που οι αντάρτες την έμαθαν την επόμενη μέρα. Έτσι φτάσαμε ν' αντικρύσουμε τη Βόνιτσα στην άκρια της θάλασσας τυλιγμένη σ' ένα τόξο από πράσινο. «Μπόνιτσα», φώναξαν οι Ιταλοί που τώρα είχε ξεπλακωθεί η καρδιά τους. Και δείχνοντάς μας νότια της κωμόπολης στη μέση ενός μικρού κάμπου ένα κομμάτι ως εκατό στρέμματα γεμάτο συρματοπλέγματα και σκηνές μας είπαν: «Κάμπο», (στρατόπεδο). Και σε δυο λεφτά μας ξεφόρτωσαν εκεί μέσα.
Εδώ βρήκαμε κάμποσες πρόχειρα στημένες σκηνές σ' αυτές θα κατοικούσαμε ανά έξι. Μας έδωσαν κι από μια κουβέρτα, μια καραβάνα κι ένα κύπελο. Στο μεταξύ πήρε να γέρνει η μέρα μας μοίρασαν από μια κουτάλα μακαρόνια σούπα, το συσσίτιο της μέρας. Όταν νύχτωσε χωθήκαμε στα τσαντήρια. Σε λίγο όμως πήρε να φυσάει δυνατός βοριάς, τρέμαμε, μα ύστερα απ' ένα δυνατό φύσημα οι σκηνές σωριαστήκανε πάνω μας. Εμείς από κάτω περάσαμε τη νύχτα μας καλύτερα, γιατί δε μας βαρούσε ο βοριάς, ζεσταθήκαμε και κάναμε ένα καλό ύπνο. Το χάραμα αρχίσαμε να στηλιώνουμε τις σκηνές μα οι πάσσαλοι ήταν μετάλλινοι, λιανοί όσο το δάχτυλό μου και το χώμα βρεγμένο και μαλακό, δεν τις κρατούσε. Τις δέσαμε με σπάγγους και κουρέλια πασσαλώνοντάς της με ξύλα από τις τέσσερεις γωνιές για να σταθούνε στο φύσημα τ' ανέμου. Το στρατόπεδό μας ήταν ένα χωράφι ως έξι στρέμματα. Από καταμεσίς του περνούσε ένα αυλάκι με τρεχάμενο νερό που το έφερναν απ' ένα διπλανό βάλτο για τη λάτρα των ομήρων. Για πόσιμο μας έφερναν με το βυτίο. Άλλο τίποτα δεν είχε το στρατόπεδο. Αυτό το νεράκι, τις σκηνές κι ένα γύρω τα σύρματα. Από τις τρεις του πλευρές είχε άλλα στρατόπεδα της ίδιας με το δικό μας έχτασης, με συρματοφράχτη κι αυτά, και παραπίσω άλλα. Ήτανε τόσα μπλόκα που χώραγαν μια επαρχία Γραικούς. Όλα δίχως σκηνές· μόνο κατά το νότο αφού μεσολαβούσε ένα απ' αυτά τα αδειανά, ήταν ένα άλλο γεμάτο σκηνές με όμηρους. Ήταν Ηπειρώτες, ανάκατοι, από οπαδούς του ΕΑΜ κι άλλους του στρατηγού Ζέρβα. Από τ' ανατολικά μας περνούσε ένας καρόδρομος και πιο 'κει βρισκόταν ένα εκκλησάκι που εκεί μέσα κατοικούσε η φρουρά του στρατοπέδου. Κείνη την πρώτη μέρα, γίνηκε το σχέδιο της εγκατάστασής μας κι αμέσως με συνεργεία μπήκε Digitized by 10uk1s
μπροστά η δουλειά. Έπρεπε να χτίσουμε κουζίνα, φούρνο, λουτρό. Δεν ύπαρχε σ' αυτό το χωράφι πέτρα πάνω από το μέγεθος ενός αυγού. Και τα χτίσματά μας έπρεπε να γίνουν αμέσως. Θα κάναμε πληθιά και χρειαζόμαστε χιλιάδες. Το χώμα ήταν άργιλλος κατάλληλο για τη δουλειά αυτή. Αρχίσαμε να σκάβουμε ένα λάκκο, έξι μέτρα επί τέσσερα κι ενάμισυ βάθος, εδώ θα χτιζόταν η κουζίνα μας. Άλλο συνεργείο ζύμωνε το χώμα με νερό, άλλο μάζευε παλιές καλαμιές απ' το χωράφι για να δένει μ' αυτές ο πηλός. Τέλος άλλο, έκοβε τα πληθιά. Ο σύντροφος Καραμπίνης διεύθυνε όλα τα συνεργεία μα δούλευε και πιότερο από δυο άλλους. Θα χρειαζόμαστε όμως για τα «κτήριά» μας και σκεπή. Θα οικονομούσαμε κάμποσα κομμάτια πανί αντίσκηνου, γιατί άλλοι σύντροφοι ένωναν τις δυο σκηνές σε μια κάνοντάς τις τετράγωνες και στεριώνοντάς τις με ξύλινους στήλους που μας κουβάλησαν οι Ιταλοί. Στο μεταξύ το ΕΑΜ της Κατούνας μας έφερε το τσαμασίδι, και με κλινοσάνιδα που πάνω τους καρφώσαμε το πανί γίνηκε η σκεπή της κουζίνας γιατί στο μεταξύ ο Καραμπίνης σήκωσε τα ντουβάρια. Την τέταρτη για την πέμπτη μέρα κάπνιζε κιόλας το μαγειρείο μας. Παίρναμε πάλι τα τρόφιμα που δικαιούμαστε άψητα και φτιάχναμ' εμείς το συσσίτιό μας προσθέτοντας κι απ' τα δικά μας αποθέματα. Και συνεχίζαμε τη δουλειά. Ήμουνα στο συνεργείο που μάλασε τον πηλό για τα πληθιά. Κάθε πρωί χωνόμουνα ως τα γόνατα σ' ένα σωρό λάσπη. Τσαλαπατούσα και την ανάπιανα μ' ένα τσαπί. Ήτανε παγωμένα τα υλικά, περόνιαζε το κρύο τα κόκκαλα κι έφτανε να παγώνουν ένα γύρω τα αυτιά. Κι όταν πια έμενε να φτιαχτεί ο φούρνος, μια νύχτα έβρεξε. Πλημμύρισε ο κάμπος κι εμείς κρατάγαμε μη μας πάρει το ρέμμα τις σκηνές. Πάθαμε κάμποσες ζημιές απ' την πλημμύρα, τον αέρα και τη λάσπη γιατί οι πιο πολλοί κοιμούμαστε χάμω, και για κάμποσες μέρες το στρατόπεδό μας, επειδή το χώμα ήτανε χούμος και κολλούσε, είχε γίνει απέραστο. Μα σε λίγο φύσηξε ο βοριάς και ξέρανε τη γης. Θυμάμαι που σ' εκείνο το πάλεμα με τη λάσπη είπε σε στιγμή αγανάχτησής του ο Βρετάκος: «Πού είσαι με τις τόσες σου ευκολίες Ακροναυπλία». Αποτρόπιασα: «Θα προτιμούσα Βρετάκο να ζήσω εδώ σ' ένα βαθύ λάκκο με λάσπες, παρά σ' εκείνο το φριχτό σπίτι. Το ξέρεις πως για τίποτα άλλο δεν ενοχλούμαι παρά όταν μου φέρνεις στη θύμηση εκείνο το κολαστήριο». Σώπασε ο Βρετάκος σαν ένοχος.
Έπρεπε τώρα να χτίσουμε και το φούρνο για να προχωρήσουμε και σε έργα πολιτισμού. Όταν σκάβαμε το λάκκο για να χώσουμε την κουζίνα βρήκαμε κομματάκια από ψημμένη γη πάλι καλά που από την άξιωσύνη μιας Ελληνοπούλας, της Κλεοπάτρας, πετσοκόφτηκαν σ' αυτές τις θάλασσες δυο Ρωμαίοι στρατηγοί ο Οχτάβιος και ο Αντώνιος και σαν καταναυμάχησε ο πρώτος το δεύτερο, έχτισε σ' αυτό το μέρος γι' ανάμνηση της νίκης του τη Νικόπολη, κι από τα ίχνη της είναι τούτα τα σπασμένα γαστριά (έτσι είπαν οι γραμματιζούμενοί μας). Να τώρα πώς χτίζεται ένας του παλιού τύπου φούρνος: Χτίσαμε με πληθιά μια βάση τετράγωνη. Πάνω κει σ' όσο μέρος θάπιανε η στρώση του φούρνου στρώσαμε άμμο κι απάνω της χοντρό αλάτι και πάλι άμμο κι από πάνω τους τα πιο μεγάλα και βολικά κομμάτια ψημμένη γη, κλίνοντας τις χαραματιές με αραιή λάσπη από κοκκινόχωμα. Όλα τούτα τα υλικά γίνονται αποθήκη της πυράς. Ύστερα μ' ένα σπάγγο κι ένα καρφί σημειώσαμε πάνω 'κει ένα κύκλο, που τον κόψανε στη μια άκρια του στήνοντας εκεί το σιδερένιο στόμιο του φούρνου. Χτίζαμε τώρα κύκλο, όπως έδειχνε η χαρακιά, με σφιχτό πηλό και γη ψημμένη, ώσπου φτάσαμε σε ύψος δέκα πόντους. Τώρα εδώ μέσα κάναμε ένα σωρό χώμα. Το χτυπήσαμε με ξύλινο κόπανο δίνοντάς του το σχήμα της ομπρέλλας, και πάνω σ' αυτό το σωρό πλέχτηκε με τα ίδια υλικά ο θόλος του φούρνου, που σκεπάστηκε με μπόλικη άμμο κι αλάτι. Ύστερα πάλι άμμο και μετά χώμα. Κι ο φουρνάκος εξασφαλίστηκε απ' τη βροχή με κλινοσάνιδα και μ' ένα φύλλο αντίσκηνο. Μετά τρεις μέρες τραβήξαμε με τρόπο από μέσα του το χώμα κι ανάψαμε φωτιά που την τροφοδοτήσαμε ώσπου κοκκίνισε ο θόλος και η στρώση, κι έρραψε ο πηλός με την ψημένη γη· ήταν ο πιο καλοφτιαγμένος χωριάτικος φούρνος που έχω δει, κι όλο το στρατόπεδο παίνεσε την τέχνη του Καραμπίνη. Κι έτσι έτοιμο τον παράλαβε ο Γιώργης ο Χειμερινάκης σωφέρ απ' το Ηράκλειο της Κρήτης που τα κατάφερνε και φούρναρης, γιατί σα βοηθός στην Ακροναυπλία, είχε εκπαιδευτεί στη φουρναρική. Έφτιαχνε ψωμί σαν είχαμε αλεύρι κι Digitized by 10uk1s
έψηνε κανένα φαΐ.
Σαν είχανε τελειώσει αυτές οι δουλειές αρχίσαμε τον εξωραϊσμό του μέρους. Κιόλας οι σύντροφοι που δεν έπαιρναν μέρος στα χτίσματα, είχανε σκάψει πρασιές γύρω απ' τις σκηνές μας και δεν ξέρω που βρέθηκαν τόσα σπορικά λουλουδιών και τις είχαν φυτέψει. Είχαμε αφήσει τα δυο από τα έξι στρέμματα του στρατοπέδου ελεύθερο μέρος για πλατεία. Εδώ τραβήξαμε διαγώνιες ευθείες σχηματίζοντας ένα «χ» και τις στρώσαμε με χαλίκι ψηλό, μαζεμμένο απ' το χωράφι. Σημειώθηκαν έτσι δυο ψεύτικα δρομάκια. Το ίδιο κι ένα γύρω από τις τέσσερεις πλευρές του στρατοπέδου αφήνοντας κατάνακρα μέρος που ανοίξαμε πρασιές φυτεύοντας λουλούδια και φυτά με πολλή πρασινάδα. Κι όπως προχωρούσε η άνοιξη και θερμαινότανε η γης κι όπως το χώμα ήτανε χούμος και το νερό μπόλικο, τα λουλούδια μας και τ' άλλα φυτά, θράσεψαν και το στρατόπεδό μας γίνηκε τόπος ευχάριστος, καταπράσινος και λουλουδιασμένος. Ύστερα ξαναζωντανεύτηκε η χορωδία της ομάδας και η ορχήστρα. Σ' όλα τούτα τα έργα της κουλτούρας πρωτοστατούσε ο Νίκος Ακρητίδης σύντροφος καλός, μορφωμένος, με μεγάλο ταλέντο λες γεννημένος καλλιτέχνης. Κρίμα που άφησε να τυλιχτεί τόσο πολύ στο σεχταρισμό και στο δόγμα, που θα διέπρεπε για το καλό του κινήματος στα έργα της τέχνης, όποιον τομέα κι αν έπαιρνε: συγγραφική, ζωγραφική, μουσική ή θέατρο. Όλ' αυτά που μέσα σε λίγον καιρό φτιάξαμε είχανε μια μεγάλη επίδραση στους Ιταλούς στρατιώτες. Πολλές φορές πήραμε το τσεκούρι από τα χέρια στρατιωτών, που θέλανε να μας σκίζουν τα ξύλα ή να μας κάνουν άλλες δουλειές, δείχνοντας έτσι την εχτίμησή τους σ' εμάς και την ιδεολογία που πιστεύαμε. Τις Κυριακές τ' απογέματα είχαμε ψυχαγωγία. Όλη η φρουρά του στρατοπέδου ερχόταν έξω από την πλατεία μας κοντά στα σύρματα δίχως όπλα, πολλοί μάλιστα δίχως καπέλα και σακάκια και παρακολουθούσαν το πρόγραμμά μας. Ενθουσιάζονταν σαν οι τραγουδιστάδες έλεγαν ένα τραγούδι της εποχής με το ρεφραίν, «ακόμα ένα ποτηράκι...». Μάλιστα αυτό το τραγουδάκι, με πολλά βάσανα, μεταφράστηκε από τον Ακρητίδη και τραγουδιόταν από το Μιχαλέα και τον Τραϊφόρο και στην ιταλική γλώσσα. Εδώ θ' ανοίξω μια μικρή παρένθεση: Εξ αιτίας που όλη η φρουρά άφηνε το φυλάκιο και μαζευότανε έτσι άοπλη όπως είπα την ώρα της ψυχαγωγίας και στο φυλάκιο που ήταν μακριά 200 - 300 μέτρα δεν απόμενε άλλος, από το σκοπό των όπλων, και κανένα μάτι δε θα μας έβλεπε, αν πίσω από τις σκηνές που κολλούσανε στο συρματόπλεγμα πετάγαμε κάμποσα ρούχα και με γρηγοράδα πηδούσαμε έξω δέκα ως δεκαπέντε σύντροφοι και φτάνοντας το σκοπό, που ίσως αν δεν έχανε την ψυχραιμία του κι ήταν φασίστας, να τραυμάτιζε, ή να σκότωνε το πολύ ένα ή δυο από μας. Να αχρηστέψουμε το τηλέφωνο, ν' ανοίξουμε το συρματόπλεγμα κι εμείς τώρα θα είμαστε οπλισμένοι και οι φρουροί μας άοπλοι. Είπα το σχέδιο σε λίγους συνομήλικους φίλους μου, μα αυτοί δεν το έκριναν και δε μ' άφησαν να το κάνω πρόταση στο γραφείο. Τώρα βλέπω πως ήμουνα πολύ υποκειμενικός. Έκρινα και μετρούσα τον κάθε ένα σύντροφο σύμφωνα με τον εαυτό μου... Που ακόμα τώρα που γράφω αυτά, αν και έχω κοντά τα διπλά χρόνια, σακατεμμένος και μ' αρρώστιες, πιάνω στο τρέξιμο δεκαπεντάχρονο παιδί, κολυμπάω δυο ή τρία μίλια, ανεβαίνω στην Πάρνηθα και τη Ζήρια και κανένας απ' την παρέα μου, που τυχαίνει να είναι όλοι τους νέοι από είκοσι μέχρι σαράντα χρονών, δε με φτάνει σε ταχύτητα και αντοχή, μπορεί να σκεφτεί τι ήταν ο εαυτός μου κείνη την εποχή. Κλείνω την παρένθεση και ξαναμπαίνω στο θέμα. Μια Κυριακή πάνω στην ώρα της ψυχαγωγίας ήρθε μανιασμένος ένας αξιωματικός φασίστας κι έδιωξε με βρισιές και σπρωξίματα τους στρατιώτες. Θυμωμένοι και προσβλημένοι μας κοιτούσαν με Digitized by 10uk1s
βλέμμα συμπάθειας σα να μας ζητούσαν συγγνώμη και δεν έπαψαν μ' αντίθετα δυνάμωσαν την εχτίμηση και αγάπη τους. Με μεγάλη λαχτάρα και με δίχως πολλές προφυλάξεις λέγαν' εκείνο το «Πότε φινίς πόλεμος καμαράτ» κι αναστενάζοντας και ξεφυσσώντας άφηναν δαγκώνοντας συλλαβή προς συλλαβή τις λέξεις: «Λαγκουέρα ντε καταστρόφα». Μας έκανε εντύπωση που ένας φασίστας μελανοχίτωνας ζύγωσε μερικούς από μας όπως καθόμαστε καταγής στον ίσκιο μιας σκηνής: «Καμαράτ, είπε, όλα καλό... εγκό φασίστα καλό, εσύ κομμουνίστρα καλό. Ντιμοκράτε καλό, όλα καλό...». Ένας σύντροφος με χαμηλή φωνή και μπερδεμένα λόγια για να μην καταλάβει ο μελανοχίτωνας είπε: «Ακόμη λίγο πόλεμο απ' τους αντάρτες και θα δεις καλύτερα». Toυ φασίστα το αυτί καθάρισε τη λέξη «πόλεμος» κι άρχισε να φωνάζει: «Καμαράτ, είπε, πόλεμο... Λαγκουέρα ντε καταστρόφα. Λαγκουέρα... Πόλεμο καταστρόφα... Μετά σταμάτησε για να κάνει μετάφραση στο μυαλό του και πρόστεσε: «Ντουλιά καλό. Βίνο καλό. Τραγκούντι καλό. Κορίτσι καλό». Και πιάνοντας μια περιπλοκάδα μ' εκατοντάδες μαβιά χωνάκια την τίναζε ξεφωνώντας: «Να καλό - να καλό». Ένας σύντροφος κοιτώντας τον Ιταλό του είπε με γλώσσα και νοήματα: «Εγκό Ιταλία κακό. Εσύ Ελλάντα κακό. Εγκό Ελλάντα καλό. Εσύ Ιτάλια καλό». Μπορεί ο στρατιώτης να μη συμφώνησε κι ολότελα, έφυγε όμως τραγουδώντας: «Όλα καλό. Όλα καλό...».
Πολύ συχνά έρχονταν αξιωματικοί και κοιτούσαν με απορία την νοικοκυροσύνη και την ομορφιά του στρατοπέδου μας, που τώρα οι σκηνές του ήταν χωμένες στα πράσινα και στα λουλούδια. Μια μέρα ήρθε ένα κοπάδι ολόκληρο. Μαζί τους βρισκόταν κι ο στρατηγός Τζελόζο που ήταν ο ανώτατος διοικητής του στρατού κατοχής στην Ελλάδα. Από τότες οι Ιταλοί, ακόμη κι οι λιγοστοί φασίστες πρόστεσαν στην συμπεριφορά τους κι άλλη ευγένεια. Μάθαμε ότι ο Τζελόζο ξεκαθάρισε στους αξιωματικούς του ότι είμαστε ο αριθμός ένα εχθρός της φασιστικής και της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας. Όπως και η ιδεολογία η φασιστική είναι ο αριθμός ένα εχθρός της δικής μας της Μαρξιστικής. Κι ότι το κόμμα που ανήκομε είναι που οργάνωσε και διοικεί τον ΕΛΑΣ που καθημερινά φέρνει απώλειες στις αρχές κατοχής. Τους σύστησε όμως να μας φέρνουνται με ευγένεια, λόγο του ανεβασμένου πολιτιστικού μας επιπέδου. Από το άλλο μέρος διάταξε την αυστηρότερη φρούρησή μας κι απ' αυτή τη διαταγή έσκαψε η φρουρά δυο πολυβολεία και τοποθέτησε δυο βαριές «μπρέντες» που ελέγχανε κι από τις τέσσερεις μεριές του το στρατόπεδο και μια ομάδα στρατιώτες εγκαταστάθηκαν μέρα νύχτα στα πολυβολεία. Στις πολιτιστικές μας εκδηλώσεις άρχισε πάλι να έρχεται η φρουρά, μα τώρα με πολεμική εξάρτυση και με κράνη στα κεφάλια κι έτσι, εμείς τουλάχιστον οι όμηροι, είχαμε μια πρόσθετη ψυχαγωγία, γιατί ποτές δεν τους εχτιμήσαμε σαν άξιους στρατιώτες.
Το στρατόπεδό μας τόνιζε μια αντίθεση από το παραδιπλανό μας μπλοκ με τους άλλους όμηρους, που ήταν ένα κομμάτι έρημης γης. Δίχως ένα φύλλο πράσινο, δίχως ένα χτίσμα και το χειρότερο κάθε τόσο πιανόντανε συναμεταξύ τους κι οι καραβάνες καταχτυπούσαν στα κεφάλια τους κι ακόμα οι καταχτητές δεν τους σεβόντουσαν, τους μεταχειρίζονταν βάναυσα και συχνά τους χτυπούσαν κιόλας. Ζούσαμε απ' αυτούς — αν και όλοι τους κρατιόνταν για πατριωτική δράση — σε αυστηρή απομόνωση, δε μπορούσαμε να τους δώσουμε μια βοήθεια στην οργάνωση και στις σχέσεις τους, ούτε καν να τους πούμε ένα λόγο. Το μόνο που αλάφρωνε τη ζωή τους και την έκανε υποφερτή ήταν ότι βρισκόντανε κοντά στους δικούς τους και τους ενίσχυαν με τρόφιμα. Όμως το φρόνημά τους λόγω της εποχής στεκότανε ψηλά. Η διατροφή μας εδώ δεν ήταν καλή αν και μας έφερε ο Ερυθρός Σταυρός από λίγο αλεύρι και όσπρια. Όμως η εργασία, το ύπαιθρο με τον πολύ ήλιο και αέρα, η άπλα με την ομορφιά της άνοιξης βοήθησαν να φύγουν τα πρηξίματα και η κιτρινάδα, κι από τους πιο αρρωστημένους συντρόφους και το χρώμα τους να γενεί κανονικό. Digitized by 10uk1s
Κάθε Κυριακή απόγεμα, ως χίλια μέτρα μακριά μας, κατά τη μεριά της Βόνιτσας, πάνω σ' ένα καρόδρομο βλέπαμε ένα μαυράδι να κινιέται. Καμιά φορά στεκόταν εκεί ώρες ολόκληρες ώσπου ο ήλιος έπεφτε και τότες πήγαιναν οι φαντάροι να πάρουν τα πράγματα που μας έφερνε. Ήταν ένας παπάς ο παπα - Φουρτούνας — όπως τον έλεγαν — που μας έφερνε μια ενίσχυση από την Εθνική Αλληλεγγύη, στέρημα του λαού της Βόνιτσας. Καμιά φορά νύχτωνε αλλά ο παπάς περίμεν' εκεί, παρακάλαγε κι ορκιζότανε στους Ιταλούς ότι τα πράγματα προερχόντουσαν από την εκκλησία. Δεν ήταν οργανωμένος ο παπάς, όπως αργότερα έμαθα, μα είχε πολύ πατριωτισμό και πολύ αίστημα. Το Πάσχα κοντά στ' άλλα πράγματα μάς έφερε κι ένα μαύρο αρνάκι να το θυσιάσουμε για το έθιμο. Συγκινηθήκαμε πολύ σαν άφησαν το αρνάκι μέσα στο στρατόπεδό μας και βέλαζε· δεν το σφάξαμε. Το αφήσαμε ζωντανό και γίνηκε ο κανακάρης του στρατοπέδου μας. Συνήθισε ο αράπης μας — αυτό το όνομα του δώσαμε να περνάει κάθε πρωί απ' τις σκηνές με τη σειρά και να παίρνει από τον κάθε σύντροφο ότι του έδινε: λίγα ψίχουλα μπομπότας, λίγη σταφίδα, ένα φυλλαράκι. Κουνούσε το κεφάλι του μασουλώντας σα να ευχαριστούσε και πήγαινε σε άλλον. Σαν τέλειωνε το γύρα βοσκούσε αγριοτριαντάφυλλα — ποτέ δεν πείραζε καλλιεργημένα φυτά — και ξάπλωνε σ' ένα ίσκιο και το απόγεμα πάλι ξαναγυρνούσε τις σκηνές και είχε ακρίβεια στο πρόγραμμά του. Φαινόταν πολύ ευτυχισμένος ο αράπης μας. Δεχόταν κι αποζητούσε τα χάδια και τις περιποιήσεις μας. Κάποτε προσποιούτανε το θυμωμένο, έπαιρνε φόρα και μας χτυπούσε με τα κέρατά του ελαφριά. Θράφηκε γρήγορα και μεγάλωσε, άρχισε κιόλας να ερωτεύεται. Αλλά δυο μέρες πριν μας σηκώσουν απ' εδώ με μεγάλη μας συγκίνηση σφάξαμε τον αράπη, κάναμε μια σούπα από πληγούρι και πήραμε μεζέ. Αν ξέραμε πως αφήνοντάς τον εκεί δεν θα τον ακολουθούσε η τύχη της γενιάς του, θα του χαρίζαμε τη ζωή. Τόση ήταν η αγάπη μας. Μια μέρα έφερε και σ' εμένα ο παπάς ένα μεγάλο καλάθι με τρόφιμα. Είχε μεγάλες τσιπούρες τηγανιτές, τυρί, ψωμί σταρίσιο, λάδι. Συγκινήθηκα πολύ. Αργότερα έμαθα ότι μου τα έστειλε μια οικογένεια της Βόνιτσας, Δρίβα.
Είχαμε φτιάξει τη ζωή μας στο στρατόπεδο και περνούσαμε τον καιρό μας, όχι με πολλή πίκρα, όσο μπορεί να γίνει σαν είμαστε στα σύρματα, όταν μας ήρθε μια είδηση που πλήρωσε τις ψυχές με πόνο και τα μάτια μας δάκρυα. Μάθαμε πως στην τοποθεσία της Ρούμελης Κούρναβο εχτέλεσαν οι Ιταλοί φασίστες για αντίποινα, για τη δράση των ανταρτών, εκατόν έξι πατριώτες. Τους είχανε πάρει από το στρατόπεδο της Λάρισας που εκεί είχαν τους συντρόφους μας της Ακροναυπλίας. Οι εξηνταπέντε απ' τους εχτελεσμένους ήταν Ακροναυπλιώτες. Τους κλάψαμε όλους και τους κρατήσαμε σιγή κι ο καθένας μας δεν ήξερε σε ποιους απ' τους ξεχωριστούς φίλους του είχε λάχει ο κλήρος.
Θα ήτανε Μάης, γιατί θυμάμαι πως στις κορφές τους τα ηπειρωτικά βουνά ήταν ακόμα κάτασπρα, όταν έπεσε ένα φυλλαράκι χαρτί από τον ουρανό και μπερδεύτηκε στο συρματόπλεγμα. Ήταν μια προκήρυξη που μ' αυτή καλούσαν οι καταχτητές κι ειδοποιούσαν το λαό της ορεινής Ελλάδας πως θάρχιζαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για την εξόντωση των «ληστών», όπως έλεγαν τους πατριώτες του ΕΛΑΣ. Καλούσαν τον πληθυσμό να μείνει ήσυχος και στις δουλειές του, και να συνεργαστεί μαζί τους. Ενθουσιαστήκαμε όταν σε λίγες μέρες ακούσαμε κατά τα βουνά της Ήπειρος να βαράνε πολλά πυροβόλα. Η ψιλή φωτιά δεν αγρικιόταν. Κράτησε το κανονίδι ως μιάμιση μέρα και ύστερα σιγά σιγά κόπασε και σταμάτησε κι έτσι σταματούσε και σ' εμάς ο ενθουσιασμός και πλάκωνε μια βαθιά Digitized by 10uk1s
θλίψη, όχι γιατί πιστεύαμε πως εξοντώθηκαν οι αντάρτες, μα γιατί όσο βαρούσε το κανόνι είχαμε την αίστηση, ότι σαν να παίρναμε κι εμείς μέρος σε κάποιο πανηγύρι. Οι πιο ευαίσθητοι σύντροφοι έκλαψαν εκείνες τις μέρες κι όλοι είμαστε συγκινημένοι γιατί μας ήρθαν στη θύμηση, οι μέρες της κατάχτησης της χώρας μ' όλες τις συμφορές και τα πένθη με τη διάλυση και την καταφρόνια του νικητή στρατού μας. Και να τώρα ακούαμε με τ' αυτιά μας το κανόνι και με τα «μάτια του νου μας», βλέπαμε στα βουνά μας ένα στρατό να μάχεται για τη λευτεριά τούτης της γης και του κόσμου. Νιώθαμε μια απέραντη αγάπη κι ευγνωμοσύνη για το λαό της Ελλάδας που μπόρεσε μέσα στις αφάνταστα δύσκολες συνθήκες της κατοχής, να σηκωθεί ορθός, να δώσει ξανά ένα στρατο στον τόπο.
Όσο προχωρώ στην αφήγησή μου τόσο βρίσκω να σηκώνονται μπροστά μου δυο εμπόδια: Το ένα πως με όποιον σύντροφό μου και ξεχωριστό φίλο θέλω να πιάσω κουβέντα στο χαρτί, δε βρίσκω να είναι στη ζωή (σπάνια). Το άλλο ότι ιστορώντας τα περιστατικά γι' αυτή την εποχή της ζωής μας στα στρατόπεδα είμαι ένας απ' αυτούς που για τη δράση τους ιστορώ. Δεν μπόρεσα να γράψω αλλιώς, μια που λέω πως κάνω βιογραφία. Μα πιστεύω αν κανείς ρίξει ματιές στα ιστορήματά μου, θα με κρίνει με δίκιο γιατί πρόθεσή μου δεν είναι να δειχτώ και να δείξω ηρώους, αφού τέτοιες ιδιότητες σε άτομα ξεχωριστά δε δίνω, μα να παρουσιάσω τους ανθρώπους, όσους ανθρώπους κάνουνε ιδανικό της ζωής, τους πόθους των πολλών έτσι όπως πραγματικά είναι, έτσι που κάποτες όταν λείψουνε οι ομίχλες και οι καταιγίδες, ο πάσα άνθρωπος να μπορέσει σωστά να κρίνει, αν πράξαμε «καλώς».
Αργά κατά τις αρχές του Μάη σκεφτήκαμε να κάνουμε λαχανόκηπο, σ' ένα διπλανό μας αδειανό μπλόκο. Οι Ιταλοί που αγαπάνε την προκοπή και λογάριασαν πως θα είχαν κι εκείνοι το μερχικό τους, μας παραχώρησαν το μέρος. Αλλά επειδή το χώμα ήτανε ξερό και τα βόδια αδύναμα να τραβήξουνε το αλέτρι, το όργωμα που μας έκανε ένας Βονιτσιώτης αγρότης, ήταν πολλά ανάβαθο και αραιό, έφερα αντίρρηση ελόγου μου και ζήτησα να μας φέρουνε τσαπιά γιατί ούτε το αλέτρι, ούτε άλλο μηχάνημα μπορεί να κάνει τη δουλειά της σκαλίδας. Είχαμε χέρια μπόλικα και γυρίσαμε το χωράφι ως τριάντα με τριανταπέντε πόντους, μπήκε κάτω το πλούσιο χώμα της επιφάνειας κι ο λαχανόκηπός μας όσο προχωρούσε το καλοκαίρι πρασίνιζε κι ομόρφαινε, είχαμε μια απαντοχή. Γιατί εδώ, όπως είμαστε, άρχισαν να μας φαρδαίνουν πάλι τα λουριά. Μάλιστα είχαμε ζητήσει να συμπληρώσουμε την τροφή μας με χελώνες κι είχαμε μάσει τρία μουλαρίσια φορτώματα ως τριακόσιες οκάδες κι αφού πήραν οι Ιταλοί το ένα τέταρτο, κάναμε με τις άλλες, μια πολύ νόστιμη πληγουρόσουπα.
Σ' εκείνο το ύπαιθρο, στην καρδιά του κάμπου της Βόνιτσας ήταν ευχάριστες οι νύχτες κι αναθυμούμαστε τα παιδικά μας στα χωριά, γιατί μόλις έπεφτε το σκοτάδι άρχιζαν ένα δαιμονισμένο πανηγύρι χιλιάδες βατράχια, κράζοντας σ' όλους τους τόνους και σε κάθε φωνή. Ύστερα ήταν οι κουκουβάγιες και τα μιλιούνια τα τριζόνια. Κι απ' αλάργα όσο προχωρούσε η νύχτα έφτανε το ξέψυχο βουητο του γιαλού, συμπληρώνοντας αυτό το πανηγύρι που έσπαζε το δέος και τη σιωπή του σκοταδιού. Έτσι κι ο ύπνος μας γινότανε νανουριστός. Μα σε λίγο τούτες οι ρομαντικές νύχτες μας χαλάστηκαν γιατί οι Ιταλοί μάς υποχρέωναν, όσους από μας έβγαιναν απ' τις σκηνές τη νύχτα για ανάγκη τους, να φωνάζουν ακατάπαυστα: «Καραμπινιέρο κατουρώ». Και επειδή μαζί με τους ομήρους του άλλου μπλόκου είμαστε πάνω κάτω τριακόσιοι όλο και κάποιος φώναζε την κάθε στιγμή της νύχτας. Μερικοί από τους στρατιώτες αποκρίνονταν κοροϊδεύοντας «κατουρώωωω». Σε Digitized by 10uk1s
λίγο όμως προσαρμοστήκαμε δε βγαίναμε πέρα από τις δέκα, εχτός σε ανάγκη αρρώστου. Ύστερα σώπασε και το τραγούδι απ' τα βατράχια επειδή καθαρίσαμε μια γράνα για να πάρει ροή το νερό που μέσα σ' αυτήνε ζούσαν, τα σκοτώσαμε χτυπώντας τα με τα φτυάρια γιατί το κρέας τους αρέσει πολύ στους Ιταλούς. Έτσι τώρα είχαμε μόνο τα τριζόνια, τις κουκουβάγιες και τη θάλασσα. Αν και ζούσαμε σχεδόν στο μηδέν υψόμετρο η ματιά μας μπορούσε ν' απλωθεί όσο ήθελε πάνω σε μια μαλακωσιά, σε μια απίθανη αρμονία χρωμάτων. Βαθιά κατά το νότο στέκονταν τ' Ακαρνανικά βουνά απόκρημνα και δασωμένα. Βορεινά η Βόνιτσα τυλιγμένη οπωροφόρα και μπροστά της η μπλάβη θάλασσα που δέκα φορές τη μέρα άλλαζε αποχρώσεις και στη συνέχειά της, πέρα οι χιονισμένες κορφές της Πίνδος. Κατά τη δύση βλέπαμε ένα κομμάτι από τους σπαρμένους μ' αμπέλια κι ελιές λόφους της Λευκάδας και πάνωθέ τους θαυμάζαμε το βράδιασμα, την πιο χρυσή δύση του κόσμου. Απ' την ανατολή ως χίλια μέτρα κοντά μας ανηφόριζε ένα χαμηλοβούνι γυμνό από δάση, γκριζοπράσινο και δροσερό που πάνω στις ραχούλες και στις πλαγιές του βοσκούσε ένα κοπάδι πρόβατα. Βλέπαμε το βοσκό να τ' αποστροφιάζει σφυρώντας τους, να κουβεντιάζει μαζί τους κι ύστερα να κάθεται σ' ένα βραχάκι να παίζει τη φλογέρα του. Ακούαμε τις πέρδικες και τα κοτσύφια, τ' αηδόνια και τους κούκους, κι η φύση πανηγύριζε, λες κι ο ουρανός έβρεχε τη χαρά πάνω της κι οι μυρωδιές της χλόης και των λουλουδιών σα νάταν η ανασαμιά της. Υποψιαζόσουνα πως κάτω από το πετσί της έτρεχε αίμα που τη ζέσταινε και την κινούσε. Ξεχνιόσουνα και δοκίμαζες να πιάσεις κουβέντες μαζί της, γιατί και συ νόμιζες πως ο αγέρας που χάιδευε το κεφάλι σου ήταν βγαλμένος απ' αυτή και σου μιλούσε. Λουσμένος στο θερμό φως και σ' όλες τούτες τις ευωδιαστές ομορφιές αναπετάριζε η ψυχή, η καρδιά τάχυνε τους χτύπους της και κρατιόσουνα μην κραυγάσεις... Μα ύστερα θυμόσουνα τα σύρματα, το χρέος που 'χες βάλει για τον εαυτό σου: Ν' απαρνηθείς τα πάντα της ζωής και τη ζωή και την άνοιξη που ξεχασμένος σε γαληνεύει, σε μαγεύει και σου ξαφνιάζει ηδονικά την ύπαρξη. Αναταραζόταν το είναι σου σαν ένιωθες το συρματένιο φράχτη να σε ζώνει, τα στραμμένα κατά πάνω σου πολυβόλα του φασισμού, την έχθρητα, και το μάτι σκοτείνιαζε, η ψυχή σκλήραινε κι ένα βάρος σου πίεζε τα ήπατα. Και θέλοντας κάποια στιγμή να ξεφύγεις από την αδυσώπητη τούτη της σκλαβιάς μοίρα, άφηνες να ξεθάβουνται βαθιά απ' την ψυχή σου παιδιάστικοι πόθοι και φαντασίες: Να γινόσουνα πουλάκι σαν αυτά που ολημερίς σταυρώνουν τον αγέρα του στρατόπεδου και σα βέλος να φτάσεις πάνω ψηλά ως τις κορφές της Πίνδος... Μα και πάλι η λογική σε γράπωνε στο δόκανό της: ήσουν ένας όμηρος και το μόνο που σου απόμενε ήταν να παλέψεις μαζί με τους όμοιούς σου, τη μοίρα.
Για κάμποση ώρα την κάθε μέρα παίζαμε με μικρά χέλια και ψαράκια που κατέβαζε το αυλάκι. Τα μαντρώναμε όπως κατέβαινε το ρέμμα σε μικρές δεξαμενούλες που σκάβαμε στο χώμα κλίνοντάς τα κει μέσα, αλλά τα χέλια μάς τόσκαγαν τη νύχτα κι όπως φαίνεται ανέβαιναν στο χωράφι και ξανάπεφταν πάλι στο αυλάκι. Άλλη απασχόλησή μας ήταν να περιποιούμαστε τα λουλούδια και τις πρασινάδες που καλλιεργούσαμε στα παρτέρια γύρω απ' τις σκηνές. Με το έμπα του καλοκαιριού γέμισε η γης από κάθε λογής ζουζούνια κι ενοχλητικά έντομα: μύγες, κουνούπια, σκνίπες και στο χώμα σερνόντουσαν ή τρέχανε ποντίκια, σαύρες και φίδια. Όταν όμως νύχτωνε και έπεφτε το σκοτάδι όλα τούτα καταλάγιαζαν και κοιμούμαστε δίχως πολλές ενοχλήσεις. Όλοι οι νεώτεροι κοιμόμαστε χάμω γιατί μας είχαν απομείνει τόσα κρεββάτια όσα για να πλαγιάζουν οι πιο γέροι και οι άρρωστοι. Εμείς είχαμε στρώσει θυμάρι κι εκεί πάνω βάλαμε τα στρωσίδια μας. Θυμάμαι που πολλές φορές σαν ξάπλωνα τα μεσημέρια περνούσε πάνω από το σώμα μου κι ένιωθα την κρυάδα να με ξυπνάει ένα φίδι κι ένα μεσημέρι που είχε αδειάσει από ανθρώπους η σκηνή το πέτυχα να έχει πιάσει από τη μια άκρια μέχρι την άλλη τα στρωσίδια μου. Ήταν το φίδι αυτό το στοιχειό της σκηνής μας όπως λέγαμε και δεν ήταν με δηλητήριο. Περνούσε και καμιά χελώνα τα σύρματα κι έμπαινε στο στρατόπεδο. Το πρωί όποιος την έβλεπε πρώτος την Digitized by 10uk1s
έπαιρνε κι ήταν ένα καλός μεζές για τη σκηνή του. Σ' αυτό το στρατόπεδο παρ' ότι το μέρος ήταν βαλτώδικο δεν είχαμε πολλές ασθένειες. Τη μέρα φυσούσε η θάλασσα, τη νύχτα κατέβαζε το βουνό ζέφυρους, ήταν αερινό το μέρος.
Είχαμε βέβαια κι εδώ το γραφείο της ομάδας που το καθοδηγούσε η κομματική Επιτροπή με τον υπεύθυνό της Ηλία Καρρά. Γραμματέας του γραφείου ήταν ο Νίκος Κανακαρίδης καπνεργάτης, και μέλη: ο Νίκος Σαλταγιάννης εργάτης τσαγκάρης, ο Νίκος Φατούρος εργάτης τσαγκάρης, κι οι διανοούμενοι Νίκος Ακρητίδης και ο γεωπόνος Παπαδόπουλος. Πολλές φορές στην ομάδα μας από αιτία καμιάς ανισότητας ή άλλης στραβοτιμονιάς, φούντωνε η δυσαρέσκεια μα γρήγορα η μικρότητα έφευγε απ' τη ζωή μας κι η ομάδα ησύχαζε. Θυμάμαι που μια μέρα πέρασε ο Ακρητίδης από σκηνή σε σκηνή και σύστησε να μην κόβουμε τα φασόλια (είχαμε από καμιά φασολιά γύρω απ' τις σκηνές για ποικιλία στο πράσινο) γιατί η ομάδα θα έκανε λέει συσσίτιο... Ξεσηκώθηκε αγανάκτηση κι ακούστηκαν ειρωνείες πως ο Ακρητίδης ήθελε να μας οργανώσει «κολχόζ» γύρω από δεκαπέντε με είκοσι φασουλιές κι ότι τους χτύπησε άσχημα (του γραφείου), και χαλάστηκε η μικροαστική ισότητα, επειδή έβαζε στο στόμα του κανένας σύντροφος από κανένα τρυφερό φασόλι. Ελόγου μου αντέδρασα μ' ένα αστείο μα έντονο τρόπο: Πήρα το Φίλιππα Παπαδόπουλο και τούδειξα ένα παλιό αυλάκι που περνούσε κάτω από τα σύρματα και τόχε σκεπασμένο η χλόη. «Θα φύγω απ' εδώ Φίλιππα του λέω. Θα τραβηχτώ τη νύχτα με την κοιλιά. Θα περάσω τα σύρματα κι άε πιάστε με». Ο Φίλιππας γέλασε γιατί δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελα να του πω. «Καλά, μου λέει, φεύγεις, αλλά ύστερα εμείς;». «Δεν ξέρω τι θα πάθετ' εσείς, αλλά εγώ, θα πάω με τους αντάρτες στο βουνό, γιατί δεν αντέχω, όχι το στρατόπεδο, μα τις αστοχίες και τη μικροαστική πολιτική. Φτιάξτε εσείς εδώ το κολχόζ με τις είκοσι φασουλιές που φύτρωσαν στις γλάστρες». Ο Φίλιππας πήγε στην κομματική Επιτροπή κι έκανε ζήτημα. Δε θάχανε περάσει δυο ώρες που ξαναπέρασε τα μπρος, τα πίσω πάλι ο Ακρητίδης, καταντροπιασμένος κι ανακάλεσε τη διαταγή για την κοινοχτημοσύνη στου λουλουδόκηπου τις φασουλιές. Και μια άλλη μέρα είχα ένα επεισόδιο κατ' ευθείαν με τον Ακρητίδη που πρέπει να πω πως τον εχτιμούσα, πως ήτανε φίλος μου και πως τον λογαριάζω ακόμη φίλο μου γιατί πράμα παράξενο θυμήθηκα ότι αυτός από τους παλιούς φίλους μου ζει ακόμα: Μια μέρα έφερε η καντίνα και πουλούσε ψάρια από εκατό δράμια σ' όποιους είχαν λεφτά. Μπήκα στη γραμμή από τους τελευταίους μα καθώς υπολόγισα τα ψάρια έφταναν και περίσσευαν για να πάρω. Ήρθε όμως ο Ακρητίδης, αυτός σα μέλος του γραφείου εχτός σειράς και πήρε ψάρια τέσσερεις φορές. Τη μια ήτανε δυο αρρώστων, την άλλη για πέντε γέρους, την άλλη πάλι γι' αρρώστους... Την τέταρτη που έβλεπα που τέλειωναν τα ψάρια τον ρώτησα: «Κι αυτά, Νικολάκι, ποιανού φίλου σου είναι;». «Είναι ενός αρρώστου», απάντησε. «Α, έτσι...». Έκανε να φύγει μα τον άρπαξα και στρίβοντάς του το χεράκι του πήρα τα ψάρια δυο κεφαλόπουλα μισή οκά, όσα δικαιούμουνα μαζί με το Βρετάκο. «Να! χαρτογιακαδάκι, του είπα, με τον κομμουνισμό που πάεις να μας φτιάξεις». Δε συνέβη τίποτις ότι χειροδίκησα στην εξουσία, όπως περίμενα. Έπεσα όμως σε μεγάλη συλλογή απ' όλα τούτα, σαν τι λογής ισότητα θα φτιάξει σ' αυτόνε εδώ τον τόπο, αν επικρατούσαν, όπως φαινόταν, στην ηγεσία του κινήματος η μικροντελιγκέντσια, που ανίκανοι να οργανώσουνε παραγωγή πέφτανε από τη μια άκρη στην άλλη στο θέμα της Ισότητας.
Είκοσι του Ιούνη του 1943. Μεταφερόμαστε στο άγνωστο. Μας κυνηγούσε λες η είκοσι του κάθε τρίτου μήνα από την εγκατάστασή μας στο κάθε στρατόπεδο. Καθησμένοι αραδιαστά πάνω στα στρατιωτικά καμιόνια γλιστρούσαν ένα - ένα στο χωματόδρομο που οδηγούσε στη Βόνιτσα. Είμαστε θλιμμένοι. Είχαμε καρφώσει τα μάτια μας στον τόπο που τρεις ολάκαιρους μήνες ομορφαίναμε. Κοιτούσαμε τις περιπλοκάδες που σκέπαζαν τις σκηνές με τ' αμέτρητα μαβιά χωνάκια, που σαν να μας προσκαλούσαν να μην τις αφήσουμε στην κάψα του καλοκαιριού. Μετά Digitized by 10uk1s
από λίγες μέρες στα φυτά μας, δε θάχε απομείνει ανάδοση στη ρίζα, δε θ' άνοιγαν τα λουλούδια τους, για να τα στολίσουν τη νύχτα οι δροσοστάλες, κι η ηλιαχτίδα το πρωί δε θα παιζογελούσε μαζί τους ώσπου να τις κάνει αχνό. Η δίψα θα τα μάραινε, μα κι ο νοικοκύρης της γης σαν θα γινότανε και πάλι ο «κύριος και κάτοχός της», θ' αμολούσε τα ζωντανά του να τ' αφανίσουν. Ύστερα φεύγοντας απ' το Ελληνικό χώμα και τη Ρούμελη, σβούνταν με μιας ο φόβος της εχτέλεσης απ' τους καταχτητές, μα κι η ελπίδα της απελευθέρωσής μας απ' τους αντάρτες. Μ' αυτά τα συναιστήματα φτάσαμε στο μουράγιο της Βόνιτσας. Εκεί μας ανέβασαν σ' ένα βαπόρι. Μαζεύτηκε κόσμος και μας χαιρετούσε. Μας φάνηκε νάχει καλό ηθικό. Με νοήματα μας έδιναν κουράγιο, μας έλεγαν πως ο αγώνας πηγαίνει καλά. Οι Ιταλοί φρουροί μας δεν τους έδιωχναν, δεν τους σκόπευαν τις κάννες τον τουφεκιών τους, όπως άλλες φορές. Μάθαμε ότι θα μας πήγαιναν στην Κέρκυρα. Άλλη είδηση έλεγε για την Ιταλία. Όταν το καράβι άφησε τον Αμβρακικό φάνηκαν τρία μικρά πολεμικά για συνοδεία. Ήταν ένα αντιτορπιλλικό και δυο άλλα μικρότερα. Έτρεχαν πότε μπροστά του και πότε πίσω, αμόλαγαν καπνό κι έκαναν φιγούρες και τσαλίμια. Καθόμαστε στην κουβέρτα παρατηρώντας τα, όπως πλέαμε γιαλό - γιαλό την παραλία της Ήπειρος. Ήτανε γελοία, όπως γελοίοι ήτανε κι οι φασίστες αξιωματικοί που κορδωνόντανε με τις γυαλιστερές μπότες και τα φτερά στα καπέλα. Μερικοί σύντροφοι βλέποντας όλα τούτα γέλασαν. Οι φασίστες μάς κατέβασαν στο αμπάρι. Εδώ κάτω είχε σκόνη πολλή και σκοτάδι. Αν τορπιλλιζόταν το καράβι θα την πληρώναμε πολύ ακριβά, σ' αυτό εδώ το πηγάδι. Μα κείνη την εποχή που την είπαν «ηρωική» ποιος τα κοιτούσε αυτά. Το απόγεμα νιώσαμε να σταματά και ν' αμολάει τις άγκυρες το πλοίο και μας άφησαν ν' ανέβουμε στην κουβέρτα. Βρισκόμαστε στην Κέρκυρα. Στο μουράγιο είδαμε λίγους, αδύναμους και κακοντυμένους ανθρώπους που μας κοιτούσαν περίεργοι μη μπορώντας να εξηγήσουν τι είμαστε και γιατί μας έφεραν δω. Μας πέρασαν αμέσως σε δυο βενζινόπλοια που μας περίμεναν εκεί. Πλέοντας κατά το Βορρά αφήσαμε πίσω μας το Βίδο με τις φυλακές του κι αμέσως φάνηκε ένα νησάκι ως εκατό στρέμματα η έχτασή του. Είναι το Λαζαρέτο. Από μια μύτη του βράχου κάρφωνε βαθιά στη θάλασσα μια πέτρινη παλιά προβλήτα και σ' αυτή κολλήσανε τα βενζινόπλοιά μας. Ένας δρομάκος ανηφόριζε φτάνοντας σε κάτι κτήρια παλιά. Τα τοιχιά τους ήταν βαθύγκριζα, κι έμοιαζαν να στέκουν εκειδά από αιώνες, κι από τη συρραφή της πέτρας με τον ασβέστη κι όλη τη σιγουριά του κτηρίου καταλάβαινε κανείς πως ήταν έργο του θαλασσοκράτορα — μια φορά κι έναν καιρό — Βενετσιάνου. Εδώ απομόνωναν τις γαλέρες με τους μολεμένους, σαν έπιανε λοιμικό, τους έβαζαν καραντίνα όσο να γιατρευτούν. Περάσαμε από μια καμαρωτή πόρτα σε μια μεγάλη αυλή. Δυο λεύκες σκέπαζαν ένα κομμάτι της κι ένα γύρω της βρισκόντανε χαλάσματα που στα πιο πολλά είχανε βάλει πρόχειρες σκεπές από πισσόχαρτο. Σ' εμάς έδωσαν το δεξιό του προαυλίου, μα έπρεπε να στήσουμε ντουβάρια δίπλα απ' τα παλιά τοιχιά, να βάλουμε σκεπές από πισσόχαρτο κι εκεί να κατοικήσουμε. Βρέθηκε όμως ένας θαλαμάκος σκεπασμένος και σ' αυτόνε βάλαμε τους γέρους και τους άλλους σακατεμμένους. Οι άλλοι κοιμόμαστε στην αυλή. Σε λίγες μέρες ετοιμάσαμε τα σπίτια μας. Κερκυραίοι μαστόροι έφτιασαν από δυο πατωσιές πατάρια και πάνω 'κει θα κοιμόμαστε. Τα ξύλα ήταν από κυπαρίσσια κι όπως το πισσόχαρτο κατέβαζε τη λαύρα του ήλιου, μοσχοβολούσαν οι θαλάμοι μας. Εδώ βρήκαμε ως εφτακόσιους κρατούμενους, Κερκυραίους, ως επί το πολύ. Μα κι από τ' άλλα εφτάνησα. Τα νησιά τούτα τάχαν οργανώσει σε προτεχτοράτο και τάχαν προσαρτήσει στην «αυτοκρατορία». Έτσι οι Ιταλοί είχαν την ευθύνη της κάθε τάξης. Ακόμα μαζί μας είχανε φέρει και τους άλλους όμηρους πατριώτες του διπλανού μας μπλοκ, του στρατοπέδου της Βόνιτσας. Εδώ ο στρατοπεδάρχης που ήταν ο ίδιος που είχαμε και στ' άλλα στρατόπεδα, με διαταγή της ανώτερης διοίκησής του, μας έβαλε σε αυστηρή απομόνωση. Κανείς δεν έπρεπε να μιλήσει σ' εμάς τους Ακροναυπλιώτες, σε κανένα δεν έπρεπε να μιλάμε εμείς. Οι επαφές μας γίνονταν πολύ μυστικά. Δεν Digitized by 10uk1s
έπρεπε να εκθέσουμε τους Ιταλούς δημοκράτες, γιατί σ' αυτό το στρατόπεδο, επειδή παράμεινε και η παλιά του φρουρά, ήταν γεμάτο από φασίστες και χαφιέδες.
Όταν κατασταθήκαμε κάτω από σκεπή κι αφού γνωριστήκαμε με το περιβάλλον, έπρεπε κι εδώ να φτιάξουμε φούρνο και άλλα χτίσματα, για να ευκολύνουμε τη ζωή μας, όσο γινότανε κι όσο περνούσε από το χέρι το δικό μας. Ο Καραμπίνης που βάλθηκε να μας κάνει μαστόρους, πήρε για βοηθούς του τους ίδιους που γυρίσαμε το φουρνάκο στη Βόνιτσα κι αρχίσαμε τη δουλειά σε μια γωνιά της αυλής. Και πηγαίναμε μια χαρά, αν αφαιρέσω το σήκωμα των ντουβαριών που δεν καταφέρναμε να βάλουμε μια πέτρα στη σωστή θέση της, έτσι που να μην κουνιέται. Θαυμάζαμε τον Καραμπίνη που έρριχνε τη σβέλτη ματιά του πάνω στο σωρό την πουρόπετρα, άρπαζε την κατάλληλη, της έδινε καμιά σφυριά πάνω στην απαλάμη του, την πετούσε στο τοιχί κι αυτή υπάκουε και σοφυλιούσε, έρραβε κι έμενε ακούνητη. Δούλευε με τα μάτια, με το μυαλό, με τα χέρια, με αρμονία μηχανής, ήτανε δυνατός. Καμιά φορά σαν δεν έβρισκε το σφυρί πρόχειρο, έσπαζε καμιά άκρια της πέτρας με τη γροθιά, ύστερα τη χτυπούσε με την απαλάμη να κολλήσει με τον πηλό και να κάτσει στη θέση της. Θυμάμαι, σαν να τον βλέπω τώρα, αυτόνε το λιοψημένο άντρα, με την αγριωπή και περίχαρη καλωσύνη, με την τόση λεβεντιά, πόσο χρήσιμος είχε σταθεί για την ομάδα μας. Όταν τελειώσαμε κι εδώ τα απαραίτητα για τη ζωή μας έργα, ήρθε η σειρά του Ακρητίδη να μαζέψει τους καλλιτέχνες της ομάδας και να ξαναζωντανέψουν τη χορωδία και την ορχήστρα για λίγη ψυχαγωγία. Εδώ είχε πολύ κόσμο. Μαζί με τους Ιταλούς της φρουράς μαζευόμαστε ως χίλιοι ανθρώποι, η ζωή μας έπρεπε να είναι πιο υποδειγματική και πολιτισμένη απ' όσο στ' άλλα στρατόπεδα. Στο μεταξύ κάθε μέρα είχαμε καλύτερα νέα από τα μέτωπα που έκαναν την ψυχή μας να γιαίνει τις πληγές που τις είχε ανοίξει ο φασισμός με την άνοδο και τις επιτυχίες του, τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Ένα πρωί, αρχές του Ιούλη, είδαμε τους γνωστούς μας από τ' άλλα στρατόπεδα Ιταλούς στρατιώτες πολύ χαρούμενους: «Φινίς πόλεμος, καμαράτ! Κάτω φασισμός, καμαράτ!», φώναζαν χωρίς να νοιάζονται για τους φασίστες συναδέλφους τους που κατακίτρινοι τους κοιτούσαν. Οι σύμμαχοι είχανε κάνει απόβαση στο ηπειρωτικό έδαφος της Ιταλίας. Οι στρατιώτες χαιρόντανε, γιατί η χώρα τους νικιότανε. Μα από καιρό κιόλας τον αντίπαλο στρατό τον λογάριαζαν ελευθερωτή της πατρίδας τους από το φασισμό της πλουτοκρατίας και τη Γερμανική κατοχή. Ήταν αυτό υπέροχο. Δε μας χωρούσαν τα ρούχα μας. Είχαμε ξεχάσει την πείνα μας πάνω σ' αυτό το βράχο. Τώρα δε μας έμενε αμφιβολία πως η νίκη άρχισε να γρηγορεύει το βήμα της και περιμέναμε το άνοιγμα του δευτέρου μετώπου στη Γαλλία για να κλειστούν οι χιτλερικοί και να τους γίνει φάκα ο κόσμος. Στο μεταξύ ο κόκκινος στρατός πρόλαβε να περάσει σε μια ασταμάτητη προέλαση. Ήταν ο καιρός που ο κόσμος όλος τον έλεγε ελευθερωτή, τον έλεγε τιμωρό, εκδικητή!... Ποτέ στρατός στον κόσμο δεν αγαπήθηκε, για τα καλά του έργα, ούτε και στο μέλλον θ' αγαπηθεί, τόσο όσο ο κόκκινος στρατός αυτή την εποχή. Εμείς εδώ οι σκλαβωμένοι, απαλλαγμένοι τώρα από το φόβο της εχτέλεσης, αφού βρισκόμαστε σε έξω της πατρίδας μας και της δράσης των ανταρτών έδαφος, όπως λογάριαζαν οι Ιταλοί τα Εφτά νησιά, κι από την ελπίδα της απελευθέρωσής μας απ' τον ΕΛΑΣ, περιμέναμε τώρα το τέλος του πολέμου για να λευτερωθούμε. Ωστόσο, ζούσαμε μια αφάνταστη ευτυχία.
Αυτόνε τον καιρό που τόσο πολύ μίσος και τόση απέραντη αγάπη είχε ξεχυθεί πάνω στη γη, που οι ελπίδες κι οι τσαλαπατημένες αξίες είχαν αναστηθεί, γίνηκε στο στρατόπεδό μας μια Κυριακή μια πρωτότυπη γιορτή. Δεν είχε η γιορτή μας αυτή ούτε νούμερα, ούτε χορωδία ή μονωδίες ή τίποτις απ' εκείνα που επί χρόνια μας ψυχαγωγούσαν, εχτός μονάχα χορό. Και χορεύτηκαν οι πιο καλοί από Digitized by 10uk1s
τους τοπικούς μας χορούς. Αποβραδίς του Σαββάτου συγυριστήκαμε λίγο, σιδερώσαμε τα παντελόνια μας, βάζοντάς τα κάτω από τα στρώματα και γυαλίσαμε τα παπούτσια μας, σ' όσους βέβαια αποκρατιόνταν παπούτσια ακόμα, με λίγο βερνίκι ή λάδι με καπνιά. Και το απόγεμα το προαύλιο γέμωσε, γιατί είχαμε προσκαλέσει και τους άλλους κρατούμενους και τη φρουρά αφού ο στρατοπεδάρχης τόχε επιτρέψει. Σε λίγο ήρθε η ορχήστρα και πήρε θέση στη μέση του προαύλιου, κάτω από μια μικρή λεύκα. Κι όταν κούρντισε τα όργανα κι ετοιμάστηκε, ο σύντροφος Ακρητίδης φώναξε μέσα σε μια σαν ιερή σιωπή: «ο Μωριάς θα χορέψει Καλαματιανό». Όλοι τινάχτηκαν ορθοί σαν να είπε ότι θα ψαλλόταν ο Εθνικός Ύμνος, κι όταν άρχισε ο χορός ξέσπασε το χειροκρότημα και το «Γεια σου, Μωριά». Το ίδιο γίνηκε κι όταν οι χορευτάδες τέλειωσαν. Και πάλι φώναξε ο Ακρητίδης: «Η Ρούμελη θα χορέψει τσάμικο» κι αμέσως η ορχήστρα άρχισε: «Κάτω στου Βά-α-αλ... κάτω-ω-ω-ω στου βάλ... Κάτω στου βαλ-του-ου-ου-ου- τα χωριά!». Και πάλι ακούστηκαν πιο δυνατά χειροκροτήματα από δυο χιλιάδες χέρια και το «γεια σου λεβέντρα Ρούμελη». Κι όταν ο σύντροφος Αντωνίου πιάστηκε μπροστά και τίναξε το κορμί του παίρνοντας στροφή στον αέρα και χτυπώντας τα πέλματα, σηκώθηκε ο κόσμος και παραληρούσε, κι όλους μας ξάφνιασε τούτο το ίδιο, το δικό μας το ξέσπασμα. Και καλέστηκε ύστερα η Κρήτη να χορέψει συρτό και χρειάστηκε να γενεί παράκληση στον κόσμο για να σταματήσει τα παλαμάκια ν' ακούσουν οι χορευτάδες το ρυθμό. Κι οι άνθρωποι σα νάβλεπαν μπροστά τους την Κρήτη και χυμούσαν να τη σπαράξουν από αγάπη. Και πήρε ο πρώτος κύκλος με βήμα ανασηκωτό όπως ο νιος της ρίζας σαν κατεβαίνει στα κεφαλοχώρια και κάνει τη φιγούρα του, έτσι μ' αυτό το βήμα κλείσαν τον πρώτο κύκλο οι χορευτές. Ύστερα χόρεψαν σβέλτα και κυματιστά, όπως, όταν βάνουν τα ποτήρια με το κρασί στα κεφάλια χωρίς να κουνιόνται καθόλου. Και στερνά χόρεψε ο πρώτος με το δεύτερο, όπως χορεύεται ο συρτός στην Κρήτη, με φιγούρες του πρώτου και τέλειωσε με την πιο δύσκολη, που θέλει κορμί λαστιχένιο: χτύπησε δύο παλαμάκια, ύστερα στα μπούτια με τα δυο χέρια, τινάχτηκε πάνω παίρνοντας και στροφή στον αέρα, χτυπώντας τις πατούσες, έτσι ακούστηκαν έξι χτύποι σε ρυθμό ριπής πολυβόλου και χωρίς να χάσει το χρόνο πήγε και πιάστηκε στο τέλος του κύκλου κι ο κόσμος ορθός παραληρούσε για την Κρήτη. Οι Ιταλοί που με προσοχή παρακολουθούσαν τούτο το πατριωτικό μας ξέσπασμα σαν να τους κόλλησε κάποιο αίστημα ζήλειας που αυτοί δεν μπορούσαν οι ψυχές τους να νιώσουν το δικό μας ενθουσιασμό. Τέταρτοι στη σειρά ήρθαν οι Θεσσαλοί με την «Καραγκούνα», με μπροστινό το μπάρμπα Νάσο, τον Κωστήμπα κι ο ίδιος ενθουσιασμός ξεσηκώθηκε και για τη Θεσσαλία. Σε λίγο δυνάμωσε γιατί πιάστηκε ο Καραμπίνης μπροστά, έδωσε αέρα στο χορό, πήρε στροφές, τρεμόπαιξε το κορμί του, χτύπησε μύγδαλα τα δαχτύλια, η ορχήστρα γρηγόρεψε, κι όμοια γρηγόρεψε και σ' εμάς κάτι τι μέσα μας, σα νάθελε να μας σηκώσει ψηλά με φτερά και να πετάξουμε. Και στη σειρά το κατόπιν ήρθαν οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες, οι Θρακιώτες, οι Νησιώτες. Στερνά χόρεψαν οι Ποντοκαυκάσιοι πατριώτες του Ακρητίδη, που το μυαλό του κατέβασε να γίνει τούτη η πετυχεμένη γιορτή. Κι έχουνε τούτοι οι Έλληνες πολλούς χορούς κι ένα χορό που χόρεψαν τον λένε «τρομακτόν» κι είναι πολεμικός χορός, αφήνουν «ιαχές», και πάνω στη βράση του επιδεξεύουνται και το παιγνίδι του μαχαιριού. Σηκώσανε και τούτοι οι χορευτές τον ίδιο με τους άλλους ενθουσιασμό. Και με τον «τρομακτόν» τέλειωσε η γιορτή κι ανακατευτήκαμε για τα συγχαρίκια κι έτσι έσπασε για λίγες στιγμές η απομόνωσή μας. Μετά βουβάθηκε ο τόπος. Εμείς συρθήκαμε στους θαλάμους, έτσι από ένστιχτο σαν για να ευκολύνουμε τις συγκινήσεις που νιώσαμε να κατακάτσουν Digitized by 10uk1s
και να μείνουν για πάντα στην ψυχή. Μόνο οι λεύκες στεκόντανε στην αυλή χτυπώντας τα φυλλαράκια τους ασημί-πράσινο, σαν να συνέχιζαν αυτές τα παλαμάκια.
Αιτία στάθηκε η γιορτή μας αυτή του χορού, για να λείψει μια εχθρότητα, που είχαν για μας τους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και την ομάδα μας, δεκαπέντε ως είκοσι πατριώτες από «καλά σπίτια» της Κέρκυρας. Ήτανε από τα στελέχη της Ε.Ο.Ν. του Μεταξά. Τους είχε συγχύσει τα μυαλά και δηλητηριάσει την ψυχή η αντικομμουνιστική προπαγάνδα που επί χρόνια τους έπλυνε το μυαλό η φασιστική διχτατορία του τόπου μας. Ωστόσο για τώρα είχανε σαν ιδανικό τους την εθνική ανεξαρτησία και κάπως ακαθόριστα και την πολιτική ελευθερία. Μας μισούσαν λοιπόν πολύ τις πρώτες μέρες που μας είδαν εδώ. Σιγά - σιγά όμως άρχισαν να προσέχουνε τη ζωή μας, τον καθάριο λαϊκό πολιτισμό μας. Ταιριαστό για την εποχή εκείνη, τις σχέσεις ανάμεσά μας, μα και με τους άλλους ανθρώπους, πιο πολύ την ανεχτικότητά μας και στο ίδιο το μίσος τους ακόμα, γιατί όλα αυτά τα προτερήματα, κι ό,τι άλλο καλό, τα είχαν οι κομμουνιστές εκείνου του καιρού. Άρχισαν λοιπόν ν' αλλάζουνε γνώμη για μας, ν' αποτοξινώνουνε την ψυχή τους και να νιώθουνε συμπάθεια και φιλία. Και ήρθε η γιορτή μας, με το χορό... Ο χορός μας τους μίλησε πιο καθαρά και πέταξε ότι κακό είχε λεκιάσει την ψυχή τους... Την επόμενη μέρα μας κάλεσαν για την Κυριακή που θα τραγουδούσαν και θα έπαιζαν μαντολίνα. Ζήτησαν μάλιστα από τον Ακρητίδη να τους βοηθήσει στις πρόβες. Τραγούδησαν διάφορα της ζωής τραγούδια και πατριωτικά, τέτοια που να μη θίγουν πολύ την Ιταλική κατοχή, και βρουν αφορμή οι φασίστες και μας χαλάσουν τη συγκέντρωση. Πολλοί σύντροφοι δάκρυσαν, όταν είπαν ένα τραγούδι για τα πάθη και το πείσμα της σκλαβωμένης Αθήνας. Είχε τούτη η γιορτή, κάτι τι το βαθιά πολιτισμένο, το σεμνό, το συγκρατημένο, μα που δεν έλειπε κι η έξαρση. Μετά λίγες μέρες κατάφερε ο λαός της Κέρκυρας ν' απελευθερώσει από την ομηρία αυτούς τους νέους και γίνηκαν οι καλύτεροι κήρυκες πάνω στο νησί τους για μας και τη ζωή μας, κι αυτό βοήθησε στην απελευθέρωσή μας.
Έτσι κυλούσε η ζωή μας μέσα απ' τους πολλούς ενθουσιασμούς και τις πολλές στερήσεις σχεδόν ήσυχα, όταν ένα περιστατικό, αναπάντεχο, μας ξάφνιασε και μας αναστάτωσε. Μια νύχτα άρπαξαν πέντε συντρόφους. Δε μας έδωσαν λόγο γιατί. Στους ομήρους τέτοιες αρπαγές φέρνουν στο νου το εχτελεστικό απόσπασμα. Και τόχαμε ξεχάσει αλήθεια από τον ερχομό μας εδώ. Τώρα βαρούσαμε πάλι συναγερμό της ψυχής... Δεν τους εχτέλεσαν όμως. Τους έκλεισαν στη φυλακή της Κέρκυρας κι απ' εκεί λευτερώθηκαν. Οι φασίστες Ιταλοί θέλησαν έτσι να μας τρομοκρατήσουν γιατί νόμισαν πως είχαμε πάρει πολύ αέρα. Δεν θυμάμαι όλους τους συντρόφους, που πήραν εκείνη τη μαύρη λαχτάρα, εχτός το Μιλτιάδη Ζαχαράτο και το Νίκο Μπελογιάννη. Ωστόσο πέρασε γρήγορα κείνη η στεναχώρια και ζούσαμε πάλι με τον πρώτο αέρα, ξεθάφτηκαν μάλιστα και λίγα βιβλία που κάπου είχε καταχωνιάσει η ομάδα. Μέσα σ' αυτά τα βιβλία ήταν η Οδύσσεια και η Ιλιάδα του Πάλλη και του Εφταλιώτη μεταφράσεις. Αλλά πράμα παράξενο, οι σύντροφοι, δεν είχαν τώρα όρεξη για διαβάσματα και μελέτες. Δεν ήθελαν ν' αποτραβήξουν τη σκέψη τους από τα γεγονότα όπως ξετυλισσόντανε τώρα στον κόσμο και στα μέτωπα που όπως πιστεύαμε καθορίζανε την τύχη της γενιάς μας, μα ακόμα κι άλλων γενεών. Σ' εμένα συνέβαινε να μη χορταίνω να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω τον Όμηρο. Και μαγευόμουνα τόσο πολύ που αναρωτιόμουνα γιατί οι σημερινοί ποιητάδες του κόσμου (χωρίς ωστόσο νάχω παρά ελάχιστα, διαβάσει) δεν μπορούνε να γράψουνε τέτοια ποιήματα. Digitized by 10uk1s
Προσπαθούσα κι άφηνα τη φαντασία μου να τρυπήσει το χρόνο φτάνοντας ως εκεί πίσω και να δει τη ζωή και τους ανθρώπους εκείνους που τη ζωή τους παινεύει ο Όμηρος. Να ζήσω στη φαντασία μου την ομορφιά της: Να γίνω μνηστήρας, να γίνω ναυαγός, πολεμιστής, να γίνω ο Εύμαιος. Να ζήσω όλη κείνη την ομορφιά όπως παιζογελά στα τραγούδια. Έτσι ηθελημένα άφηνα να ξεφεύγω από το δόκανο του αληθινού. Αυτή είναι η μοίρα του φυλακισμένου κι αλλοίμονό του αν δεν την είχε: Να μαγεύεται κι έτσι να λευτερώνεται για λίγο με τη φαντασία του. Πολλές φορές έτσι βγαλμένος απ' το πραγματικό κι αδύναμος με ναρκωμένο το νου από το διάβασμα, πήγαινα στο θάλαμο του μπαρμπα - Νάσου του Κωστήμπα, πούχε παράθυρα κατά τη θάλασσα. Κοιτούσα απέναντί μας τη στεριά της Κέρκυρας με τα καλοωργωμένα περιβόλια: σε κάθετες σειρές οι ελιές, ψηλόκορμες, μ' ασημοπράσινες κλάρες κι ανάμεσά τους οι φουντωτές σαν ομπρέλλες βαθυπράσινες πορτοκαλιές. Πιο κει ανεμίζει γαλαζωπός ένας καλαμιώνας, πούχει τις ρίζες του στο μοναδικό «ποταμό», όπως λένε οι Κερκυραίοι, ένα αυλάκι με θολά ακίνητα νερά, που εδώ θέλουνε τον Οδυσσεα να βγαίνει ναυαγός και να τον βρίσκει η κόρη του Βασιλιά με τις δούλες της. Αστειεύομαι τον μπαρμπα - Νάσο, του λέω πως σε λίγο που θα λευτερωθούμε θα πάω κει στον καλαμιώνα να ανταμώσω τη... Ναυσικά. Του απαγγέλλω στίχους του Όμηρου — θυμάμαι ακόμη πάνω από διακόσιους — κι αυτός θέλει να μου μάθει στο μαντολίνο δυο τραγουδάκια: «Toυ δράκου οι σκλάβοι χτίσανε τετράψηλα τα κάστρα» το ένα. «Παντρεύουν την αγάπη μου τη δίνουν στον εχθρό μου» το άλλο. Τον πειράζω, ότι τα τραγούδια του μυρίζουν μεσαίωνα. Είναι άνθρωπος ευγενικός, αγαθός, πολύ ταλαιπωρημένος στη ζωή. Πολλές φορές του κάνω επίσκεψη μαζί με τον φίλο μου Μήτσο Αναγνωστόπουλο. Είναι ο φίλος μου αυτός λυπημένος, έχει τουφεκιστεί μαζί με τους πρώτους δέκα Ακροναυπλιώτες, ο αδελφός τους ο Γιάννης. Ο Κωστήμμπας ξέρει να του δίνει ευχαρίστηση, να τον κάνει να ξεχάσει, μα κι αυτός νιώθει άνετα απ' τη δική μας συντροφιά. Τον πειράζομε γιατί θέλει να μετράει τα πολιτικά πράματα τώρα που καλπάζουνε, με το διαβήτη, που δεν ταιριάζει με το δικό μας ενθουσιασμό που τώρα μοιάζει μ' ασέλωτο άλογο. Μια μέρα τον παρακαλέσαμε να μας ιστορήσει λίγα απ' τη ζωή του, μα πρόθεσή μας ήταν να μας πει για μια δίκη πούχε κάνει στη Λάρισα και που τούχε στοιχίσει ακριβά μια του απροσεξία, και μας είπε τα παρακάτω, όσο τ' αναθυμάμαι. Τα λέω μόνο στη γλώσσα τη δική μου γιατί ο μπαρμπα - Νάσος μιλούσε τα βαριά καραγκούνικα. «Οι γονιοί μου ήτανε κολλήγοι στον κάμπο της Λάρισας, άρχισε. Απ' όσο θυμάμαι μου φαίνεται πως δούλευα στον κάμπο από τη γέννησή μου. Όταν μεγάλωσα λίγο έφυγα μαζί μ' άλλους κολλήγους για την Αμερική. Δούλεψα κει μεταλλωρύχος και σ' άλλες δουλειές κάμποσα χρόνια. Ύστερα γύρισα στην πατρίδα με λίγα δολλάρια που μ' αυτά αγόρασα ένα βενζινάροτρο κι ήταν από τις κατάπρωτες μηχανές που βρυχήθηκαν στο Θεσσαλικό κάμπο. Όργωνα πάλι των νοικοκυραίων τα χωράφια, αλλά τώρα δεν ήμουν κολλήγος, πληρωνόμουν τη δουλειά μου με χρήματα, τριάντα δραχμές το στρέμμα μα είχε στο μεταξύ γίνει κι η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, απόχτησα και λίγη γη δική μου. Ζούσα καλά... Τότες παντρεύτηκα την Αγλαΐα. Αποχτήσαμε παιδί, έγινα οικογενειάρχης. Βοηθούσα και την αγροτιά να οργανωθεί και να παλέψει, γιατί αν πήρε τη γης από τον τσιφλικά άλλα τώρα παράσιτα της πιπιλούσαν το αίμα. Πάλευα μαζί της κι εγώ. Το 1932 ύστερα από τις μεγάλες κινητοποιήσεις με πήγαν στο Εφετείο της Λάρισας για παράβαση του ιδιώνυμου και δικάστηκα δέκα μήνες φυλάκιση. Είπα τότες στο δικαστήριο σύντροφοι: «Μα κύριοι εφέτες, ο κόκκινος στρατός φτάνει στον Τούρναβο κι εσείς μου βάνετε δέκα μήνες φυλακή!» Ε! σύντροφοι και τι ήτανε να το πω αυτό... Θεωρήθηκε χλευασμός και ύβρις του δικαστηρίου. Οι δικαστές συνεδρίασαν ξαναρχής και με δίκασαν πέντε χρόνους φυλακή... Κι από τότες — πάνε ως τώρα έντεκα χρόνια — είμαι κρατούμενος. Γιατί σαν τελείωσε η ποινή μου — ήρθε βλέπετε ωστόσο η διχτατορία — και δεν δέχτηκα ν' απαρνηθώ την αγροτιά και να κάνω τη δήλωση μετανοίας με φέρανε στην Ακροναυπλία μαζί σας». Ύστερα σαν αναστέναξε ο μπαρμπα - Νάσος και κοιτώντας μας πρόστεσε: «Είχα κι εγώ σύντροφοι, όπως βλέπετε, τέτοιο σαν το δικό σας ενθουσιασμό...». Είπαμε στον μπαρμπα Νάσο, πως τώρα, που δεκάδες, κι εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι παίρνουμε μέρος στην πάλη για να λείψει από τη γης η αδικία, η δική μας αισιοδοξία δεν είναι παράκαιρη κι ότι εμείς εγκρίνομε και την απολογία του στο εφετείο της Λάρισας...». Digitized by 10uk1s
Θυμάμαι πάντα εκείνους τους ταλαιπωρημένους παλιούς επαναστάτες της ομάδας μας, όπως τους λογαριάζαμε τότες, όπως το μπαρμπα -Νάσο, τον Αϊδωνίδη, τον Κ. Βασάλο, τον Πρεπούδη, τον Α. Γκρόζο, τον Σ. Γραμμένο, τον Ν. Τσάντη τον Α. Παπαγγέλου, τον Λυκούρη, το Λ. Γιαννούλη, τον Η. Μπερκέτη, τον Τ. Φίτσο το γερο - Μάγγο κι άλλους. Μερικοί απ' αυτούς τους παλιούς αγωνιστές βγάλαν ακόμα πάνω από είκοσι χρόνια στρατόπεδα, εξορίες και φυλακή φτάνοντας έτσι τα τριάντα και πάνω χρόνια αλυσοδεμένοι. Άλλοι εχτελέστηκαν κι άλλοι ζούνε την πίκρα της ξενιτειάς. Μου κάνει αφάνταστα καλό ν' αναθυμούμαι τη ζεστή ψυχή, την αμόλευτη καλωσύνη, την ντομπροσύνη και την εντιμότητα αυτών των συντρόφων και πόσο στοργικά και με πόση καλωσύνη φερνόντουσαν, όχι μόνο σ' εμάς τους νεώτερους στην ηλικία και στον αγώνα, μα σε όλους τους ανθρώπους, και στους αντίπαλους ακόμα. Πολλά απογέματα καθόμαστε κειδά στου μπαρμπα Κωστήμπα το κρεββάτι τηρώντας απ' το παράθυρο τον ήλιο όπως κατέβαινε κατά τη δύση του, όπως τρεμόπαιζε, κόνταινε τις αχτίνες του κι ορχιότανε, γινότανε σα χρυσή φωτιά, πυρπολούσε τα συννεφάκια κι από λίγο βουτούσε ο δίσκος του πίσω από τα κυπαρίσσια και τις ελιές, τα χρυσοφλόγιζε τυλίγοντάς τα σε μια αέρινη πυρωμένη πορφύρα, σα νάθελε να κάψει τη χλωροσιά τους, μα τα δέντρα στέκονταν ζωντανά κι ακλόνητα όπως «οι εν καμίνω παίδες» κι από λίγο μεγάλωναν την ισκιά τους φτάνοντάς την ως το σβησμένο καθρέφτη της θάλασσας, που σιγά-σιγά αυτή ησύχαζε και μέρωνε παίρνοντας ένα σκούρο μολυβί χρώμα, που σκούραινε και γινόταν ένα με το σκοτάδι που κυρίευε τα πάντα. ...Δε θα ευχόμουνα ποτές σε κανένα να ζήσει τη δυστυχία του κρατούμενου. Μα δεν υπάρχει άλλος τόπος να αισθανθείς τόσο πολύ βαθιά στην ψυχή, την ομορφιά της φύσης, όσο όταν την αντικρύζεις από τη σιδεριά ενός παραθυριού.
Σαν νύχτωνε όπου και να βρισκόμαστε πήγαινε ο καθένας μας στο θάλαμό του για το φτωχικό δείπνο, που πρέπει να πω πως παραείχε γίνει φτωχικό. Ωστόσο ψυχολογικά είχαμε νικήσει, γιατί μας βοηθούσε και η πολιτική κατάσταση, κείνο το αίστημα της λίμας, που μας βασάνιζε, μα και δεν είχαμε πρηξίματα ή θανάτους. Παίρναμε τα τρόφιμα τη μερίδα του ομήρου, κι η Εθνική Αλληλεγγύη της Κέρκυρας κάτι μας συμπλήρωνε από το στέρημα του ευγενικού λαού του νησιού. Μετά το δείπνο ξαπλώναμε γιατί απαγορευόταν κάθε κίνηση κρατούμενου. Οι νύχτες ήταν υποφερτές, έλειπε η μύγα, τα κουνούπια κι η ανυπόφορη ζέστη, που όπως το πισσόχαρτο στα επάνω πατάρια ήταν πιο λίγο από ένα μέτρο πάνω απ' τα κορμιά μας. Θέρμαινε το πετσί μας κι ιδρωκοπούσαμε, ο αέρας γινότανε καυτός, η αναπνοή μας βαριά και δύσκολη.
Είχε κι εδώ στο Λαζαρέτο η ομάδα μας τη μασκότ, για να σπάμε από λίγο την τόση ανία του στρατοπέδου. Γιατί μόλις κατασταθήκαμε σε τούτα τα αιωνόβια κτήρια είδαμε να βγαίνουν απ' τις τρυπίτσες και τις χαραματιές του τοιχιού και να τρέχουν κάτι μικρά σερπετάκια που κινιόντανε με θάρρος κι αμεριμνησιά λες και είχανε συνείδηση της από αιώνες κυριαρχία τους σ' αυτά τα ερημόσπιτα. Ήτανε κάτι σαυρούλες που μόλις έφτανε το μάκρος τους τα δέκα πέντε εκατοστά. Στην αρχή βαλθήκαμε να τα εξοντώσουμε, κάμποσα κιόλα θανατώθηκαν, μα ένας σύντροφος φώναξε: «Μη τις γουστερίτσες γιατί κυνηγάνε τις μύγες», κι αμέσως με τούτη την ανακάλυψη μάς γίνηκαν συμπαθητικές κι όμορφες οι σαυρούλες με το ανοιχτό καφετί δέρμα, τις κίτρινες και κόκκινες γραμμούλες και τα κοκκινωπά στίγματα. Ανακαλύψαμε πως τ' αστραφτερά ματάκια τους είχαν αθωότητα και φιλία μαζί μας. Τρέχανε παντού με προφύλαξη. Σαν έβλεπαν τη μύγα, τη ζύγωναν ως δέκα πόντους, μάζευαν ύστερα το κορμί τους και τινάζονταν σα λάστιχο και το θήραμα ήταν στα δοντάκια τους. Το κατάπιναν παίζοντας το στόμα και τα ματάκια και κινούσανε γι' άλλη μύγα. Φιλιωθήκανε γρήγορα μαζί μας. Περνούσαν πάνω απ' τα γυμνά στήθια μας κυνηγώντας τα έντομα, Digitized by 10uk1s
μας τσίμπαγαν τ' αγκιστρωτά νυχάκια τους, έμπαιναν μέσα στην απαλάμη μας για να πάρουν κανένα ψίχουλο, ήταν μαζί μας αμέριμνες και φαινόταν ότι τους άρεσε η συντροφιά μας.
Ύστερα από τόσα χρόνια ξαναβουτούσαμε στη θάλασσα και κολυμπούσαμε. Εδώ για οικονομία του γλυκού νερού που το κουβάλαγαν με βυτιοφόρο, συρματόπλεξαν ένα κομμάτι ως τρία στρέμματα θάλασσα και μας έβγαζαν ανά εκατό πρωί κι απόγεμα για να πλύνουμε τα πιάτα μας και να νιφτούμε. Βρισκόμαστε στις μπουνάτσες του Αυγούστου. Τα πρωινά η πρώτη εκατοντάδα πετύχαινε τη θάλασσα, σαν δεν είχε αεράκι, να κοιμάται ακούνητη, σκεπασμένη μ' ένα σκούρο μαβί, ή άλλες φορές κιτρινοπόρφυρο, λουστρίνι. Κι όταν σε λίγο τη βελόνιαζαν κατάλοξες οι πρώτες ηλιαχτίδες, άρχιζε σαν αγουροξυπνημένη να της κακοφαίνεται, ζάρωνε τη σκεπή της, ξύνιζε το μούτρο, κι από λίγο οι ζαρωματιές μεγάλωναν, γινόντανε κυματάκια που τρέχανε ανάλαφρα και χαρωπά κατά τη στεριά, κι άρχιζαν το ολοήμερο αλύχτισμά τους με την πέτρα. Απέναντί μας η στεριά της Κέρκυρας κοιμότανε τυλιγμένη μ' ένα ανάλαφρο, που όλο κι αραίωνε από τη ζεστασιά του ήλιου, γαλαζωπό πούσι κι ο Παντοκράτορας το μεγάλο βουνό του νησιού κατά τα βορεινά του, με τα ψηλά γκρεμνά κατά τη θάλασσα και τις γυμνές φουσκωμένες ράχες του, απόσωνε την ομορφιά του καλοκαιριάτικου πρωινού. Όσοι ήξεραν να κολυμπάνε βουτούσαν πρωί και απόγεμα, όσοι δεν ήξεραν προσπαθούσαν να μάθουν. Δεν ξέρω πώς είχε βρεθεί μέσα σ' ένα ταχυδρομικό δέμα μου πριν από τρία χρόνια, ένα μαγιό μάλλινο, που από τότες το φύλαγα στο κασονάκι μου και να τώρα που αυτό το μαγιό μ' έκανε τον πιο όμορφο κολυμπητή, γιατί οι πιο πολλοί απ' τους συντρόφους κολυμπούσαν με τα μέσα παντελόνια τους, που τότες ήταν πιο πολύ μακριά, ή δε φορούσαν τίποτα. Σε λίγο τα κορμιά μας πήραν να ομορφαίνουν, καθάρισε το δέρμα απ' τα σπυριά πήρε ένα σταρένιο χρώμα και φαινόμαστε με πιο πολλή υγεία. Είχαμε και παιδονόμο που μας επέβλεπε στη θάλασσα να μην κάνουμε αταξίες και να μην παραβαίνουμε την ώρα του ενός τετάρτου για να προλαβαίνουν να βγαίνουν όλες οι εκατοντάδες και γιατί απ' όσο εξαρτιόταν από μας, δεν έπρεπε να δίνουμε το δικαίωμα στους Ιταλούς σε παρατηρήσεις, με τα — κρήκορα - κρήκορα — και με τα «αντιάμο» τους ή και με σπρωξιές σα λάχαινε κανένας φασίστας. Πολλές φορές όμως τον πικραίναμε τον «παιδονόμο» που ήταν ο Νικολάκης Φατούρος. Γιατί όταν κόντευε να τελειώσει η ώρα, ο Νικολάκης που αν και ήτανε νέο παιδί, έπαιρνε ύφος προεστού, βάζοντας και λίγη χοντράδα στη φωνή του: «Άε παιδιά να ετοιμαζόμαστε... άε παιδιά ώρα είναι πάμε... να 'ρθούνε και οι άλλοι σύντροφοί μας. Να μη μας πουν οι Ιταλοί «αντιάμο» γιατί άμα μας πουν «αντιάμο»!...». «Ε, και τι θα γίνει Νικολάκη» αν μας πουν «αντιάμο» τον ρωτούσε κανένας από μας κι αμέσως κάμποσοι άλλοι τρέχαμε πίσω στη θάλασσα την ώρα που νόμιζε πως μας είχε συγκεντρωμένους. Έτρεχε τότε αυτός ανέβαινε με προσοχή σ' ένα βραχάκι για να μην μπερδευτεί η από σκοινιά καμωμένη σόλα της πάνινης γόβας του, κρατώντας την ισορροπία και παρακαλούσε όταν οι άλλοι στη στεριά χαλούσαν τη φάλαγγα και τότες, ο Νικολάκης ήταν σαν να τραβούσε τα μαλλιά του, εμείς γελούσαμε, γελούσανε και οι φρουροί μας και λίγα δευτερόλεπτα πριχού τελειώσει η ώρα καμωνόμαστε ότι τον λυπόμαστε, μπαίναμε στη γραμμή και γυρνάγαμε πίσω. Μα πρέπει να πω πως τέτοια ήταν η συμπεριφορά όπως του συντρόφου Φατούρου, όταν είχαν μεγάλη ή μικρή ευθύνη στην ομάδα μας, αλλά κι εμάς όλων των μελών της. Τούτος ο χρόνος ο ευτυχισμένος, έδειξε ως σε ποιο βαθμό η οργανωμένη διαπαιδαγώγηση μέσα στην ομάδα μας πάνω στη βάση της λαϊκής ανθρωπιάς, είχε πετύχει και πόσο είχε εξυψώσει τα μέλη της. Πόσο είχε πληρωθεί ο ψυχικός τους κόσμος από τα πιο καλά αιστήματα, πόσο είχαν καλλιεργηθεί, πόσο είχαν κυριαρχήσει πάνω στα ελαττώματά τους τα προτερήματα. Συνέβαινε αυτόνε τον καιρό εδώ όσο ερευνούσες και γνώριζες αυτό το καλό ζώο, το γεμάτο μυστήριο, που λέγεται άνθρωπος και η αγάπη σου γι' αύτον να μεγαλώνει και τόσο η παρόρμηση γιγάντωνε για καλές πράξεις, για πάλεμα ως τη λευτέρωσή του απ' τις δυνάμεις που τον υποβιβάζουν στο επίπεδο του θηρίου της ζούγκλας. Δεν είναι εύκολο να δει κανείς τον εαυτό του και συμβαίνει σχεδόν το ίδιο σε μια τόσο οργανωμένη ομάδα, να μην είναι εύκολο στα μέλη της να Digitized by 10uk1s
εχτιμήσουν ως ποιο βαθμό εξυψώθηκαν. Αυτή όμως την εχτίμηση την έκαναν οι άλλοι όμηροι και κρατούμενοι, όπως και οι φρουροί μας ακόμα κι απ' αυτούς το πιο πολύ λαβαίναμε κι εμείς γνώση το τι καταφέραμε. Αλλά ακόμα πρέπει να πω πως, όπως είχαμε γίνει υπάκουοι και πειθαρχικοί μέσα στην ομάδα δημιουργώντας έτσι τον «άριστο» τύπο ανθρώπου και «νοικοκύρη», το ίδιο ίσως είχαμε υποταχτεί και σε μια πολιτική δίχως να έχουμε ωστόσο διδαχτεί στο να μην απεμπολούμε ποτές τα δημοκρατικά μας δικαιώματα, μέσα στο κίνημα. Όταν αργότερα θα βρεθούμε στην κοινωνία, ο κόσμος θα μας προσέξει κι από μακριά θα μας γνωρίζει: «Να ένας Ακροναυπλιώτης», θα λέει. Θα μας εχτιμήσει σαν τον πιο ολοκληρωμένο τύπο ανθρώπου, μα ποτέ σαν σοφό και για σωστές αποφάσεις άνθρωπο ικανό.
Η θάλασσα στάθηκε αφορμή να σπάσει για λίγο η πλήξη της ζωής μας στο στρατόπεδο τούτονε το στερνό καιρό: Είχα παραβγεί με τον ξεχωριστό φίλο μου Θόδωρο Φλουτζάκο στο κολύμπι και παρά τ' ότι ήτανε ερασιτέχνης παλαιστής και πυγμάχος, τον πέρασα μ' ευκολία. Το «γεγονός», έφτασε αμέσως στην ομάδα κι ο σύντροφος Λυκούρης που δε χώνευε το φίλο μου εξ αιτίας που δε νοιαζότανε και τόσο για το Μαρξισμό, μα μόνο για πάλη, για γροθιές και για ορειβασίες συζητούσε. «Ορίστε τώρα», έλεγε ο Λυκούρης με πολλή ειρωνεία και λίγη χαιρεκακία, «ο σύντροφός μας ο Φλουτζάκος που δε νοιάζεται για τη θεωρία μας μα μόνο για τα μπεχνιβανιλίκια και τα σπορ ότι παραβγήκε μα νικήθηκε». Ύστερα θέλοντας να τον θίξει ακόμα πιο πολύ πήρε να παινεύει εμένα μα όχι για το καλό κολύμπι μου αλλά για την επιμέλεια και την αφοσίωσί μου στα πολιτικά μαθήματα, σαν να ήθελε έτσι ν' αποδείξει ότι ο μαρξισμός με τη διαλεχτική του ήταν εκείνος που μ' ορμήνεψε πώς να νικήσω. Σε λίγο άναψε η συζήτηση σ' όλη την ομάδα όπως άναβε παλιότερα στην Ακροναυπλία όταν συζητούσαμε ανοργάνωτα μα πολύ σοβαρά θέματα. Ο Φλουτζάκος που όπως οι πιο πολλοί αθλητές εξόν από τα δυνατά κόκκαλα και τους μυς, έχουνε ανεχτικότητα κι ευγένεια μα όχι κοφτερή σκέψη, έκανε αποξαρχής το λάθος, από πείσμα στον μπαρμπα - Λυκούρη, να μην παραδεχτεί ότι νικήθηκε που θα σταματούσε η συζήτηση κι ακόμα να φορτώσει σ' εμένα την ευθύνη για όλη εκείνη την πλάκα που γινότανε σε βάρος του. Είχα απομείνει ουδέτερος κι ούτε πλησίαζα στις συζητήσεις και θλιβόμουνα βλέποντας τον καλόκαρδο κι ευγενικό αυτό άνθρωπο τόσο θιγμένο από ένα τέτοιο μηδαμινό ζήτημα. Αλλά την επόμενη μέρα, εξ αιτίας που «παραδέχτηκα» ότι είχα νικηθεί, μα έτσι για να σταματήσει η συζήτηση, ο Φλουτζάκος το πήρε για ειρωνεία και θύμωσε πιο πολύ μαζί μου, αναγκάστηκα ν' αλλάξω στάση και να τον καλέσω σε «ματς» με διαιτητές που θα τους όριζε η ομάδα. Μάλιστα έλαβα τον όρο να τον αφήσω να μπει μπροστά πέντε μέτρα και να τον περάσω άλλα πέντε και τότες μονάχα να λογιέμαι «νικητής»... Οι σύντροφοι που ήταν ένα γύρω ξεφώνησαν από χαρά γιατί κάτι τέτοια που φέρνανε κέφι τα λαχτάριζαν, μα μου φάνηκε παράξενο που ο φίλος μου ύστερα από αυτή μου την πρόταση ξεφούσκωσε και ξεμάνισε, παραδέχτηκε ότι τον είχα ξεπεράσει, θέλησε μόνο να δώσει μια εξήγηση ανατομική: Ότι δηλαδή επειδή ένας αθλητής έχει υπερτροφικούς μυς και χοντρά κόκκαλα δεν μπορεί να είναι στο τρέξιμο ή στο κολύμπι ευκίνητος κι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που νικήθηκε. Παραδέχτηκα. Γίναμε πάλι καλοί φίλοι όπως πρώτα. Θέλησε μάλιστα να με κάνει αθλητή. «Έχεις καλό σβέρκο» μου είπε, μου καθόρισε μάλιστα και την κλάση που θ' άνηκα «Πετεινός», κι αμέσως μου παράδωσε το πρώτο μάθημα να γυμνάσω το σβέρκο φέρνοντας κύκλους το κεφάλι από δεξιά ζερβά κι αντίθετα εκατό ως διακόσιες φορές. Ύστερα επειδής δεν είχαμε βόλι βρήκαμε μια στρογγυλή κοτρόνα την καθήσαμε ανάμεσα σβέρκου και πλάτες, κι άρχισα εκεί με κινήσεις να τη μετακινώ μα σε λίγο ένα «τσκ» του σβέρκου μου μ' ανάγκασε να την πετάξω κάτω, να τ' απαρατήσω και να μη γίνω αθλητής και το μόνο που βγήκε απ' την προσπάθειά μου αυτή ήτανε να θυμώσει ο μπαρμπα - Λυκούρης ακόμα πιο πολύ. Τόσο δεν είχε θυμώσει, εχτός μια άλλη μέρα που ο Φλουτζάκος μάζεψε το σβέρκο και το λαιμό του έτσι που γίνηκαν σαν πέτρα, προκαλώντας τρεις συντρόφους: «Πνίξτε με αν μπορείτε», τεντώνοντας ύστερα το μεσοκόρμι του ζητώντας να του βαράνε γροθιές στο στομάχι.
Digitized by 10uk1s
Έμαθα όμως πολλά από το σύντροφο Φλουτζάκο για την ορειβασία: «Δύσολα παπούτσια με καρφιά ή λάστιχο από ρόδα. Δυο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες. Να πατάς το πόδι όσο γίνεται σε ίσωμα, να κάνεις μικρά και γρήγορα βήματα σε ανηφόρα ή κατηφόρα, ν' αγαπάς το βουνό και να μιλάς μαζί του». ...Για πολλά χρόνια εφάρμοζα τη συνταγή αυτή κι αναθυμόμουνα το φίλο μου. Μας έλαχε σ' αυτό το στρατόπεδο ένα περιστατικό παράξενο, που έδωσε πολλή ταραχή κι αγανάχτηση στα μέλη της ομάδας μας: Στους κρατούμενους που είχαμε βρει στο Λαζαρέτο είχαν τοποθετήσει οι φασίστες έναν «κάπο» που θέλησε να επεχτείνει τη δράση του και στην ομάδα μας. Ήταν ένας Εβραίος σπικουλάντης, ψηλός, δυνατός, μ' ένα μούσι που ήξερε να το παίζει απειλητικά. Τον κράταγαν οι Ιταλοί σα λαθρέμπορα συναλλάγματος, του είχαν κατάσχει εφτά οκάδες χρυσάφι σε κοσμήματα και νομίσματα. Ο άνθρωπος νόμιζε ότι αν θα ρουφιάνευε και βασάνιζε τους συγκρατούμενούς του για λογαριασμό των Ιταλών, θ' αλάφρωνε τη θέση του, παίρνοντας στο τέλος και το χρυσάφι. Ήτανε τόσο πορωμένη η ψυχή του που δεν έβλεπε ότι το τέλος του φασισμού ζυγώνει κι όσο οι κρατούμενοι άρχιζαν να μην τον λογαριάζουν τόσο αυτός λυσσούσε, τους κατάδινε στους Ιταλούς φασίστες, για τιποτένιες παραβάσεις που τις σκηνοθετούσε και τους βασάνιζαν. Εμείς τον είχαμε ειδοποιήσει με το σύντροφό μας ομοεθνή του Τζάκο να μη μας ενοχλεί, αλλά φαίνεται πως ο άνθρωπος δεν μπορούσε να χωνέψει πως υπάρχουν κρατούμενοι στου καταχτητή τα στρατόπεδα που δεν υποτάσσεται η ψυχή τους, κι εξακολουθούσε να ψάχνει ανάμεσά μας για συνεργάτες, ώσπου ένας σύντροφος παρά λίγο να του μετρήσει τα πλευρά. Έτσι κατάλαβε κι απαράτησε την οικογένειά μας. Μας στεναχώρησε όμως και μας αηδίασε αυτή η πουλημένη ψυχή, για κάμποσες μέρες στην αρχή του πηγαιμού μας εκεί. Τα πράματα όμως όλο και άλλαζαν αυτόνε τον καιρό (μέση Αυγούστου) στο στρατόπεδο. Οι δημοκρατικοί αξιωματικοί και στρατιώτες, που έτρεμαν κι αυτοί τον Εβραίο «κάπο» άρχισαν να μην υπολογίζουν τις συνέπειες, να παίρνουν τον αέρα απ' τους φασίστες και να κυριαρχούνε. Κάποια φορά γίνηκαν ανακρίσεις για τον «κάπο» κι αποδείχτηκε ότι οι καταγγελίες του για ένα πλήθος κρατούμενους που βασανίστηκαν ήτανε ψεύτικες και σκηνοθετημένες. Έτσι μ' αυτή τη δικαιολογία οι δημοκρατικοί στρατιώτες τον παίδεψαν σωματικά και για δεκαπέντε μέρες δεν τον είχαμε δει στην αυλή — ήταν κατάκοιτος. Και όταν φάνηκε δεν έμοιαζε νάχει την παλιά εξουσία του αν και το θράσος του και η αναίδεια δεν του έλειπαν.
Οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 1943, νιώθαμε να περνάνε ευχάριστα, και η μια ξωπίσω της άλλης να μας φέρνει όλο και πιο κοντά σ' ένα τέλος, που, όλα τώρα πια μαρτυρούσανε πως θα ήταν ευτυχισμένο. Κιόλας γινόντανε συζητήσεις, σαν απολογισμός για το πώς περάσαμε όλα αυτά τα χρόνια των στρατοπέδων: Η αλληλεγγύη κι η φιλία ανάμεσά μας μέσα στην οργανωμένη ομάδα, η βοήθεια των δικών μας και των φίλων μας, η συμπαράσταση και η επαγρύπνηση του λαού, βρίσκαμε ότι μαζί με την πίστη την δική μας στα ιδανικά μας, τα πανανθρώπινα, τα αιώνια ήτανε που μας κράτησαν σε τούτη την πολιτική υγεία, σε τούτο το άφταστο φρόνημα το ίδιο όπως και στη ζωή και τώρα φτάναμε σε τούτο το αφάνταστα ευτυχισμένο τέλος. Ζούσαμε απομονωμένοι στο Λαζαρέτο από τα σπίτια μας και τους φίλους μας, δεν είχαμε αλληλογραφία μαζί τους, και νιώθαμε τη μεγάλη λαχτάρα που θα τους παίδευε, μη ξέροντας τίποτα για την τύχη μας.
Είναι ανείπωτα όμορφες τούτες εδώ οι στιγμές, αν και γεννιέται μαζί τους κι ένα αίστημα βαθειάς ευθύνης που μ' αυτό πληρώνεται η σκέψη: Εδώ στις αλυσίδες πάλευες πιο πολύ με την ψυχή, απ' Digitized by 10uk1s
εδώ και μπρός λεύτερος θα παλεύεις με όλα... Αυτές τις μέρες η ομάδα μας έμοιαζε μ' ένα γνωστικό στρατηγό που στέκεται νικητής στο πεδίο της μάχης... Μια μέρα από τις πρώτες του Σεπτέμβρη μας ήρθε το μήνυμα πως αυτό το τέρας ο Ιταλικός φασισμός απ' τα χτυπήματα των συμμάχων μας, ψόφησε, κει που πρώτα γεννήθηκε. Κι από το θάνατό του αυτό ήρθε κι η λευτεριά η δική μας.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ 7 ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1943 Ήτανε μια βουβή, βρεγμένη και γεμάτη υποψία νύχτα. Κι ήτανε ώρα μεσάνυχτα. Ένας σύντροφος, σαν στο παραμιλητό του ψιθύρισε: «Ακούω χαρμόσυνες καμπάνες κατά τη μεριά που βρίσκεται η πολιτεία της Κέρκυρας». «Βουίζουνε τ' αυτιά σου, κοιμήσου...», αποκρίθηκε άλλος. Ύστερα φώναξε: «Όχι! ακούω και οχλοβοή!...». Γλιστρήσαμε απ' τ' αχερένια στρώματά μας και βγήκαμε στη σκοτεινή αυλή. Τεντώνουμε την ακοή: Νιώθουμε τους γλυκούς ήχους να πλένε στο υγρό πούσι φέρνοντας το μήνυμα της Λευτεριάς στο θαλασσόβραχό μας. Ύστερα άρχισαν οι φρουροί να κράζουν όπως τους κοκκόρους κι εμείς συρθήκαμε πάλι στα πατάρια μας. Το πρωί βγήκαμε στην αυλή σαν να είχαμε δει ένα καλό όνειρο, μα οι Ιταλοί φρουροί μας ρίχτηκαν καταπάνω μας κι ο ενθουσιασμός τους είναι ακράτητος: «Καμαράτ, φινίτο πόλεμος! Φινίτο, λαγκουέρα ντε καταστρόφα!». Σε λίγο μας ανακοινώθηκε πως η Ιταλία με κεφαλή το στρατηγό Μπαντόλιο συνθηκολόγησε, αφού διώχτηκε ο Μουσολίνι. Κείνη τη μέρα οι καρδιές μας τάχυναν τους παλμούς τους και μια χαρά με αγωνία ανάκατη μας συνεπήρε. Θα λευτερωνόμαστε βέβαια, ωστόσο στριφογύριζε στη σκέψη μας και μια αμφιβολία ακαθόριστη. Οι Ιταλοί φρουροί, μας εξήγησαν γιατί τα μεσάνυχτα φώναζαν, όπως τα κοκκόρια: Εκεί στο διοικητήριο της «Ιόνιας Πολιτείας» στην Κέρκυρα, είχαν τοποθετήσει ένα ξύλινο κόκκορα. Ο Μουσολίνι είχε πει, πως μόνο σαν λαλήσει αυτός ο κόκκορας θα φύγουν οι Ιταλοί απ' τα Εφτάνησα που τα είχαν προσαρτήσει στην «αυτοκρατορία» τους. Τώρα οι Ιταλοί δημοκρατικοί φαντάροι κορόιδευαν το διχτάτορά τους κράζοντας όπως τα κοκκόρια. Την άλλη μέρα είχαμε νέα άσχημα για την τύχη μας: Ο στρατιωτικός διοικητής των Εφτανήσων δεν ακολούθησε το κίνημα του Μπαντόλιο. Έμεινε πιστός στο Μουσολίνι, που θα συνέχιζε τον πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών. Έτσι, για μας και τη ζωή μας, τα πράματα χειροτέρευαν. Μα την επόμενη μας ήρθαν άλλα νέα, πολύ ευχάριστα. Οι δημοκρατικοί αξιωματικοί και στρατιώτες, με άρχηγό έναν αντισυνταγματάρχη του πυροβολικού, έδεσαν το στρατιωτικό δοικητή, αφόπλισαν τους λίγους Γερμανούς και τους έστειλαν στην κατεχόμενη απ' τους συμμάχους Νότια Ιταλία. Την ίδια μέρα μάθαμε πως η άρχουσα τάξη της Κέρκυρας πίεζε το νέο ιταλό διοικητή να μην ελευθερώσει την δική μας ομάδα, τους διακόσιους Ακροναυπλιώτες. Εμείς είμαστε βέβαιοι πως ο λαός της Κέρκυρας κι οι οργανώσεις του δεν θα δεχόντανε ποτέ να μείνει στην ιστορία τους μια τέτοια ντροπή. Την άλλη μέρα ήρθανε καΐκια και πήρανε τους άλλους κρατούμενους και ομήρους. Μας αποχαιρετούσαν όλοι τους εγκάρδια, δίνοντάς μας υπόσχεση ν' αγωνιστούν για την απελευθέρωσή μας. Κείνη τη μέρα άρχισαν οι Γερμανοί επιχειρήσεις για την κατάληψη της Κέρκυρας. Παρακολουθήσαμε ένα βομβαρδιστικό που άναψε στον αέρα κι όπως ζητούσε να προσγειωθεί καρφώθηκε στην εκκλησία του χωριού Ποταμός και κάηκε μαζί της. Την επόμενη είχαμε καλά νέα: Ο λαός της Κέρκυρας, ενισχυμένος κι από την ύπαιθρο, έκανε συλλαλητήρια, ανάγκασε τις αρχές και τους άρχοντες να δώσουνε τη συγκατάθεσή τους στον Ιταλό διοικητή να μας αφήσει λεύτερους. Την άλλη μέρα μας βομβάρδισαν και μας πολυβόλησαν οι Γερμανοί. Δεν είχαμε θύματα. Όταν νύχτωσε έφυγαν με δυο καΐκια οι πρώτοι εκατό απ' την ομάδα μας. Γύρισαν τα καΐκια το πρωί να μας πάρουν τους άλλους εκατό, μα η «αριστοκρατία» της Κέρκυρας περίμενε τώρα τους Γερμανούς και με ραδιουργίες εμπόδισε πάλι το διοικητή να δώσει την άδεια για την απελευθέρωσή μας. Digitized by 10uk1s
Περίμεναν πως οι Γερμανοί θ' αποβιβάζονταν γρήγορα και θα μας βγάζανε γρήγορα απ' τη μέση.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς την ψυχολογία ομάδας ανθρώπων, που ύστερα από πολύχρονα δεσμά, στερήσεις, βάσανα και πάλη σκληρή, πολύπλευρη κι ασίγαστη, για την πολιτική και την φυσική τους επιβίωση, βλέπουν να σπάζουν της σκλαβιάς οι αλυσίδες κι αντικρύζουνε τη λευτεριά τους. Δουλεύει γρήγορα, μ' αφάνταστη ταχύτητα ο νους, πηδώντας στα περασμένα, να τα ψάξει μεμιάς, να διαλέξει και να πάρει απ' αυτά ότι του δώσαν από πείρα κι από φλόγα, κι από τα περασμένα πάλι πετώντας αυτοστιγμίς στο άγνωστο, να μαντέψει τα μελλούμενα. 13 Σεπτέμβρη του 1943. Η ώρα είναι εννιά. Το σκοτάδι τύλιξε τη γη. Σε μια αράδα οι εκατό του Λαζαρέτου ξεπορτίζουμε απ' το κάτεργο κι αντικρύζουμε τη μικρή προβλήτα. Δυο μικρά βενζινόπλοια μας περιμένουνε από δυο μέρες τώρα. Τα πληρώματά τους είναι μέλη του Εθναπελευθερωτικού Μετώπου. «Γεια σας, σύντροφοι», μας καλωσορίζουν όπως πηδάμε ένας ένας στα πλεούμενά τους. Νιώθουμε τη ματιά και την ψυχή τους να μας χαϊδεύει. Η θάλασσα αγκομαχάει ακόμα κι αφήνει μια βαριά μυρουδιά φυκιού. Είναι οι στερνοί της ανασασμοί. Την ώρα τούτη καταλαγιάζει και κοιμάται. Οι ναύτες μάς τοποθετούν αραδιαστά δεξιά - ζερβά στο κατάστρωμα. Κρατάμε ένα μπογαλάκι, ένα παλτό ή μια κουβέρτα και τα τρόφιμα. Τα πανάκριβα και δυσεύρετα τώρα τρόφιμα: λίγο πληγούρι, αλεύρι, μερικά ψωμιά. Το τσαμασίρι έμεινε πελώριος σωρός στην αυλή του στρατοπέδου. Αλάφρωσε η καρδιά μας αντικρύζοντας αυτά τα κουρέλια. Τώρα στρώμα μας η γης — σκέπη μας ο ουρανός.
Είχαμε ζυγώσει στο μουράγιο της Κέρκυρας, ακούσαμε τις φωνές των ανθρώπων αλλά με μιας οι φωνές γίνηκαν ουρλιαχτά. Ένα σμήνος αεροπλάνα άρχισε να ρίχνει τις μπόμπες του πάνω στην πολιτεία. Όταν ο βομβαρδισμός τέλειωσε κίνησαν τα καΐκια. Στο μουράγιο μάς περίμεναν πολλοί αγωνιστές του Εθναπελευθερωτικού Μετώπου. Ένας φώναξε: «Περιμένουμε κι άλλο βομβαρδισμό και τρίτη απόπειρα απόβασης». Έτσι μαθαίναμε πως οι Γερμανοί έκαναν απόπειρες να πατήσουν το νησί από τη θάλασσα. Μας έκανε καλή εντύπωση και μας ενθουσίασε το ηθικό των αγωνιστών που μας υποδέχτηκαν. Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου να μας ταχτοποιήσουν σε καταλύματα ν' αναπαυτούμε λίγο. Είχαμε μοιραστεί σε ομάδες από δέκα. Ομαδάρχη μας, στη δική μου ομάδα, είχαμε το γέρο Κώστα Βασάλο, από τη Μυτιλήνη. Η ομάδα μας ταχτοποιήθηκε στο επάνω πάτωμα ενός τετραόροφου σπιτιού στο κέντρο της πόλης. Ο σπιτονοικοκύρης μας ήταν ένας μικρόσωμος με λίγη κοιλίτσα και νέος στην ηλικία. Είμαστε πολύ κουρασμένοι και λαχταρούσαμε, ύστερα από δυο μερόνυχτα αγρύπνιας, λίγον ύπνο. Θάταν ο πρώτος που θα κάναμε ύστερ' από τόσα χρόνια λεύτεροι, και θα ξυπνούσαμε πάλι Digitized by 10uk1s
λεύτεροι το πρωί. Θάταν ένα τέρμα μαζί κι αφετηρία, τέλος της σκλαβιάς και της απραξίας, αρχή της λευτεριάς και της πάλης. Στο κατακάθαρο πάτωμα απλώσαμε δυο κουβέρτες και ξαπλώσαμε. Έβαλα το σακάκι προσκεφάλι μα ήταν χαμηλό, πρόστεσα το ένα χέρι, ύστερα και τάλλο, βολεύτηκα μια χαρά. Είναι πολύ ωραίο να κοιμάται κανείς λεύτερος κι ο ύπνος μουντάρησε απ' τα νύχια των ποδιών και σ' ένα δευτερόλεφτο, περνώντας το κορμί που τα μούδιαζε ευχάριστα, έκλεισε τις βλεφαρίδες. Ήτανε δώδεκα ακριβώς η ώρα όταν κοιμηθήκαμε. Σε δυόμιση ώρες — μου φάνηκε πως δεν είχαν περάσει ούτε δυόμιση λεφτά — άκουσα μέσα σ' αυτό το γλυκύτατο ύπνο το ούρλιαγμα βόμβας που έπεφτε κοντά μας. Ανακάθησα αυτόματα κι έστρεψα το κεφάλι πίσω στον τοίχο με το φαρδύ παράθυρο. Το μάτι έπεσε πέρα σε μια φωτιά με καπνούς ανάκατη, που πετάγονταν με δύναμη ψηλά, τινάζοντας τα υλικά απ' τη σκεπή ενός σπιτιού. Χάθηκε αμέσως η φωτιά, τα υλικά πέσανε ανάμεσα στα ντουβάρια που τάκρυψε κι εκείνα ο καπνός. Το κτήριο, εκατό μέτρα κοντά μας, ήταν το μέγαρο της Αστυνομίας Πόλεων. Οι βόμβες πέφτανε η μια πίσω απ' την άλλη σ' όλη την πολιτεία, μα ούτε οι βροντές ούτε τα τραντάγματα ξύπνησαν τους συντρόφους. Σκούντησα τον ομαδάρχη που κοιμόταν αριστερά μου: «Κώστα σήκω. Βομβαρδισμός». «Α!...», έκανε και ξανακοιμήθηκε. Σκούντησα τον αδερφό του το Γιάννη, πούχε ξαπλώσει δεξιά μου. Τινάχτηκε αμέσως ολόρθος σα σούστα κι άρχισε να φωνάζει: «Ξυπνάτε βρε. Θα μας σκοτώσουν οι άτιμοι». Ο Γιάννης αντίθετα από τον Κώστα, που τον διέκρινε η πραότητα κι η σύνεση, ήταν νευρικός και σ' όλα αρπάζονταν αυτοστιγμίς. Ήταν εργάτης μηχανουργός, είμαστε καλοί φίλοι. Τώρα οι δυο μας σκουντούσαμε τους συντρόφους να ξυπνήσουν και να ντυθούν. Τους βρίσκαμε τα ρούχα τους, τα παπούτσια και τις κάλτσες, πούταν όλα ανάκατα. Στο μεταξύ οι βόμβες πέφτανε ακατάπαυστα ένα γύρω στα κτήρια, τα τζάμια τρίζανε, το σπίτι έτρεμε, ανθρώπινα ουρλιαχτά ακούγονταν στα ελάχιστα διαστήματα ανάμεσα στις εκρήξεις. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιό μας ο σπιτονοικοκύρης τραβώντας ένα παιδάκι ως τριών χρονών, βρίζοντας τους Γερμανούς, σταυροκοπιότανε κι ικέτευε τον Άη Σπυρίδωνα να τους κάψει. Μιλούσε τρομαγμένα και λίγο σαστισμένα, μα η μουσικότητα της κερκυραίικης προφοράς, γινόταν έτσι πιο γλυκιά. Το παιδάκι, που το άφησε απ' το χέρι μόλις μπήκε στο δωμάτιο, έτρεξε πριν προλάβει άλλος σύντροφος να το χαϊδέψει κι αγκάλιασε τα γόνατά μου. Έβαλα το χέρι στο κεφαλάκι του κι εκείνο, σηκώνοντας τα δυο χεράκια του ψηλά, είπε πολύ μουσικά σαν γνήσιος Κερκυραίος «πάλε με». Το σήκωσα στο στήθος κι εκείνο αγκαλιάζοντάς με απ' το λαιμό άφησ' ένα νευρικό ξεφωνητό και μ' έσφιγγε δυνατά, όλο και πιο δυνατά, ύστερα από κάθε έκρηξη, λες και ζητούσε να σβήσει ολόκληρο, να χαθεί όλο μέσα μου, για να γλυτώσει από τον κίνδυνο που τον καταλάβαινε με το ένστικτό του. Η καρδούλα του χτυπούσε πάνω στο στήθος μου γρήγορα και δυνατά, όπως του ξεπετάρικου πουλιού μέσα στη χούφτα. Ήρθε κι η μητέρα κι έβαλε στον άντρα της τις φωνές που άφησε τη φροντίδα του παιδιού της «στον κύριο». Άπλωσε να το πάρει. Μα κείνο τσίριζε πάλι και μ' έσφιξε πιο πολύ. Η γυναίκα απόρησε. Και κάτι σαν ευχαρίστηση ανακατεύτηκε με την αγωνία στο πρόσωπό της: Digitized by 10uk1s
«Παναγία μου! Αυτός δεν πλησιάζει ξένο... πώς τόπαθε; Σε καλό σου παιδί μου». «Με γνώρισε, είπα. Με κατάλαβε πως είμαι Κρητικός κι αγαπώ τα παιδιά γι' αυτό», είπα που ένιωσα την γυναίκα από την προφορά. «Κρητικιά είναι κι η γυναίκα μου», φώναξε ο πατέρας του παιδιού. Μα δε δώσαμε γνωριμία κείνη τη στιγμή, γιατί ο μικρός χαλάρωσε το σωματάκι του, έκανε λίγο πίσω το κεφαλάκι, κάρφωσε απάνω μας τα φοβισμένα υγρά του μάτια, που τ' ανοιγόκλεινε σε κάθε καινούρια έκρηξη και μας κοιτούσε με μια παράξενη εμπιστοσύνη. «Πώς σε λένε; — ρώτησ' ένας σύντροφος — πες μας, πώς σε λένε;». «Πώς σε λένε;» τον ρώτησαν πολλοί μαζί. «Για-ννά-κη», είπε μουσικά. «Φοβάσαι Γιαννάκη; Δε φοβάσαι... ε;». «Ζιέ φο-βά-μαι.·.». Μα έλεγε ψέματα ο κατεργάρης. Τον κάθησα στον ώμο. Έχωσ' εκείνος τα δαχτυλάκια του στα μαλλιά μου και σε κάθε βροντή τάνιωθα να σφίγγονται στις τρίχες, και τα νυχάκια του να χώνονται νευρικά στο δέρμα. Όλοι οι σύντροφοι το γεμίζουν ερωτήσεις και χάδια. Πόσα χρόνια είχαμε να δούμε παιδί! Ένιωσα μια ανείπωτη χαρά μέσα σ' εκείνες τις άγριες στιγμές, που ο ουρανός έρριχνε το θάνατο, απ' τη φιλία μου με το Γιαννάκη. Τα παιδάκια, τα σκυλιά, τάλογα κι οι γερόντισσες μου προσφέρανε πάντοτε αγάπη κι εμπιστοσύνη. Όσο για τη μητέρα του μικρού μου φίλου, την είχε παντρευτεί ο Κερκυραίος στην Αθήνα που δούλευε εργάτρια. Βρεθήκαμε σχεδόν χωριανοί. «Είμαι από τον Άη Κωνσταντίνο, του Ρεθέμνους, ο Γιάννης της Αργυρένιας», της είπα. «Παναγία μου, και δε σε γνώρισα... Ο Χριστός να φυλάει τη μητέρα σου κι εμάς όλους... Πού να ξέρει η καημένη τούτη την ώρα τι φουρτούνες περνάς. Θεέ μου και Παναγία μου, κάψε τους κακούς». Είχε διάθεση η πατριώτισσα να συνεχίσει με ξόρκια, με παρακάλια και με νάκλια κρητικά, μα αφού συνεχιζόταν ο βομβαρδισμός αποφασίσαμε να πάμε σ' ένα καταφύγιο. Μπήκε μπροστά ο Κερκυραίος και τρέχοντας φτάσαμε και χωθήκαμε σ' ένα βαθύ, μεγάλο υπόγειο, που τόχαν κάνει καταφύγιο, κι είχε πολλά χωρίσματα ανοιχτά. Βρήκαμε εκεί κι άλλους συντρόφους. Ο Αντώνης Παπαγγέλου μας οργάνωσε σε ταξιθέτες και τοποθετούσαμε τον κόσμο, που ακατάπαυστα ερχόταν, στα χωρίσματα, αρχινώντας απ' το βάθος. Μα σε λίγο ήταν αδύνατο να κρατηθεί μια τάξη, γιατί οι άνθρωποι ορμούσανε μέσα λαχανιασμένοι κι έξαλλοι από τρόμο. Γέμισε το καταφύγιο, μα εξακολουθούσε ο κόσμος να ορμά μέσα σαν ποτάμι. Τα πρόσωπά τους είχαν αλλάξει όψη, τα χείλια είχαν στεγνώσει κι ένα σύθρηνο βούιζε στον υπόγειο Digitized by 10uk1s
θόλο. Μέσα σ' εκείνο το βουητό ξεχώριζες των μανάδων τις φωνές που γύρευαν τα παιδιά τους και των παιδιών τα καλέσματα που αποζητούσαν τις μανάδες και τ' άλλα τ' αδέρφια. Κι ο κόσμος συνέχισε να ορμά, στριμώχτηκε και τόσο λιγόστεψε ο αέρας, που άρχισαν οι λιποθυμιές. Μια φωνή ακούστηκε: «Ρίχνουν εμπρηστικές, η πολιτεία καίγεται». Πολλές φωνές φώναζαν μαζί: «Πάμε στο φρούριο. Εδώ θα πνιγούμε». Ο σπιτονοικοκύρης που μας παρακάλαγε από πολλή ώρα, μπήκε μπροστά αυτός, τον ακολούθησε ένας άρρωστος σύντροφος, ο Αντώνης Μαυρομιχελάκης, καρδιακός με πρησμένα τα πόδια, πίσω το παιδάκι πάνω στον ώμο μου, και ξοπίσω μου ο Γιάννης Πλακούδας, εργάτης απ' τον Πειραιά. Μόλις άρχισα ν' ανεβαίνω τα σκαλιά φουρφούρισε κάτι στην πλάτη μου. Έστρεψα βιαστικά. Ένα τετράγωνο εμπρηστικό φύλλο είχε πέσει στο πορτί, άναψε σαν έκανε επαφή με τη γη μια κιτρινοπράσινη δυνατή φωτιά που θάμπωνε το βλέμμα. Έμεινε ο Πλακούδας κι οι άλλοι σύντροφοι μέσα. Άκουσα φωνές. Σαν ανεβήκαμε ολότελα πάνω, είδα τους συντρόφους νάχουν πετάξει ένα παλτό πάνω στη φωτιά και να την πατάνε. Βρεθήκαμε σε μια μικρή πλατεία. Ήτανε τόσο φωτισμένη, που ποτέ της δε θάχε γνωρίσει τέτοια φωτοχυσία. Κάμποσα εμπρηστικά φύλλα άναβαν τις πολύχρωμες δυνατές φωτιές τους, κι οι στέγες των σπιτιών είχανε λαμπαδιάσει. Έπεφταν ακατάπαυστα φύλλα κι εμπρηστικές μπόμπες όσο είναι οι μποτίλιες της μισής οκάς. Αυτές έχουν βάρος και τρυπάνε τα κεραμίδια, σταματάνε στο ταβάνι και σκάζουνε, σκορπάνε σε κομματάκια κι η φωτιά τους φτάνει χιλιάδες βαθμούς θερμοκρασία, λαμπαδιάζει αμέσως το σπίτι απ' την κορφή. Οι οικοδομές της πολιτείας τούτης, από το δεύτερο ή τρίτο όροφο και πάνω είναι ξύλινες, σκεπασμένες με σουβά. Ο σουβάς έπεφτε με τη ζέστη κι ολόκληρο το σπίτι έμοιαζε πυροτέχνημα. Δεν είναι μπορετό σ' εμένα τον αγράμματο να περιγράψω κείνο το μακάβριο μεγαλείο της καταστροφής. Ήτανε σα να γιόρταζε η ίδια η πολιτεία τον αφανισμό της κι είχε μεταβληθεί σε φωταγωγημένη κόλαση. Τ' αεροπλάνα, σαν αόρατοι δαιμόνοι, φέρνοντας κύκλους ρίχναν το φορτίο τους εκεί όπου δεν είχαν ανάψει ακόμα τα σπίτια της ανυπεράσπιστης Κέρκυρας. Κι όπως τ' αντιαεροπορικά είχαν σιγήσει, κυρίαρχα τώρα ουρανού και γης, πολυβολούσανε μ' ατέλειωτες ριπές, που μοιάζανε πιότερο εμετός από μίσος και χλευασμό στον άνθρωπο, παρά σφαίρες που μπορούσαν ν' αφαιρέσουνε ζωές. Τρέχαμε σ' ένα δρόμο με πολυώροφα σπίτια, οι φλόγες έτρωγαν τους απάνω ορόφους. Ο δύστυχος σπιτονοικοκύρης μας, κοντός και χοντρός καθώς ήταν πηδούσε σα βάτραχος τα παραθυρόφυλλα που έπεφταν αναμμένα, τραγουδώντας: «οι βάρβαροι, οι βάρβαροι» και παρακαλώντας τον Άη Σπυρίδωνα να τους κάψει. Λαός πολύς τραβούσε λαχανιάζοντας, με την ψυχή στο στόμα, κατά την έξοδο της πολιτείας, κρατώντας μπόγους ρουχισμό, μικρά παιδιά ή τραυματίες κι ανήμπορους. Άλλοι πισωγυρνούσαν κι έψαχναν για τους δικούς τους, που τους έχασαν, ήταν παραφρονισμένος όλος τούτος ο κόσμος. Ο Γιαννάκης καθόταν γρίφος πάνω στον ώμο μου. Κάθε τόσο τον ρωτούσα: «Φοβάσαι Γιαννάκη, φοβάσαι;». Κι αυτός μου κάρφωνε τα νυχάκια στο κεφάλι και μ' αποκρινόταν τραγουδιστά με μια τρεμουλιαστή φωνούλα: «Ζιέ φο-βά-μαι, ζιέ φο-βά-μαι». Χαλάρωσε όμως το κορμάκι του κι αυτό μου θύμισε τα γουρουνάκια που τεντώνονται, στήνουν τ' αυτάκια όρθια σαν ν' ακουρμαίνουνται και κατουράνε: «Κερατά μη με κατουρήσεις».
Digitized by 10uk1s
Μα ένιωσα κιόλας μια υγρασία στο γόνατο κι ένα ρυάκι έτρεχε πάνω στο πέτο του σακακιού μου που το χρύσωναν οι φλόγες. Μα ποιος νοιαζόταν για τέτοια ψιλοπράματα τούτη την ώρα. Αιτία στάθηκε το παιδάκι αυτό να μη φοβηθώ και να μη σκεφτώ για τη δική μου ζωή. Πρόσεχα μόνο γι' αυτό, να μην πάθει κακό. Ο πατέρας του, όπως χοροπηδούσε ανάμεσα στις φωτιές, σταμάτησ' απότομα μια στιγμή, σήκωσε τα χέρια δείχνοντας κάπου κι άρχισε να βρίζει: —Ώχ! άτιμοι, άτιμοι! Και το θέατρό μας άναψε... Πούσαι άγιε Σπυρίδωνα, που! ανάβαμε κεριά στην κάσα!». Οι φλόγες είχαν τυλίξει ένα μεγάλο κι επιβλητικό κτήριο. Οι Κερκυραίοι που έχουν ιδιαίτερη λατρεία και περηφάνεια για τα δημόσια οικοδομήματα της πολιτείας τους, ακόμα και για τις φυλακές τους, είχαν αγάπη ξεχωριστή για το θέατρό τους, θεωρώντας το ανώτερο κι απ' το Εθνικό της Αθήνας. Και τώρα τόβλεπαν με σπαραγμό να σπαράζει μέσα σ' εκείνη τη φωτιά, παραδομένο, ανίσχυρο, στην παντοδυναμία της. Τρέχοντας ρωτούσα τον Κερκυραίο, αν ήταν μακριά ακόμα το φρούριο, μα κείνος προχωρούσε πηδηχτά, δίχως να μ' αποκρίνεται κι αυτή του η σιωπή άρχισε να με υποψιάζει. «Που πάμε, πες μου επιτέλους, που είναι αυτό το φρούριο;». «Να φύγουμε απ' τη φωτιά! Να φύγουμε απ' την κόλαση», μουρμούριζε. Αφήσαμε την πολιτεία και βαδίζοντας σε χωράφια ανεβήκαμε ένα χωματομαστό. Ένα γύρω του ήτανε λιόδεντρα και κάτωθέ τους είχαν καταυλιστεί μια ορεινή πυροβολαρχία Ιταλοί. Ο Κερκυραίος, πούχε λαχανιάσει ο κακομοίρης, άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές, κοιτώντας την πολιτεία που ανάβλυζε φλόγες ψηλά στον ουρανό, και να ξεφωνίζει μ' ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του: «Ω! Ω! Ω! Να θαυμάσω την πολιτεία μας που καίγεται! Να τη θαυμάσω όπως ο Νέρωνας τη Ρώμη, ω! ω! ω!». Ο άρρωστος σύντροφος πούχε ξαπλώσει να ξελαχανιάσει, ανακάθησε: «Πάει τούστριψε του ανθρώπου», είπε. Δεν είχα αυτή τη γνώμη. Καταλάβαινα πως αυτουνού η τρέλλα ήταν εκείνη που λέμε στην Κρήτη «τροζάδα» και που είναι περαστικό κακό. Μα τώρα θύμωσα ξαφνικά. Ένιωσα προσβολή κι αγανάχτηση για τον ίδιο μου τον εαυτό. Αιστανόμουνα σα λιποτάχτης αυτή τη στιγμή που έπρεπε να βοηθάω τους συντρόφους και μαζί να βοηθήσουμε τους ανήμπορους ανθρώπους που τους αφάνιζε του δολοφόνου το σίδερο κι η φωτιά. Τώρα καταλαβαίνω πως κοντά σ' αυτά μπλέχτηκε και το συναίστημα που δοκιμάζει ένας άνθρωπος που μένει μόνος ύστερα από πολύχρονη ομαδική ζωή. «Θα με πας πίσω Κερκυραίο, στο καταφύγιο που αφήσαμε τους συντρόφους μου». «Τρελλάθηκες; που θα πάω να καώ μόνος μου!». «Θα με πας! του φώναξα πάλι με θυμό». «Να πάμε στο χωριό! Έχω βίλλα, έχω αμπέλι. Τι θα κάνεις μέσα στην κόλαση της φωτιάς;». Digitized by 10uk1s
«Καλά Κερκυραίο... Καλά...». Ντρεπόμουνα και λυπόμουνα να πληγώσω το παιδάκι και προσπαθούσα να το κοιμήσω. Θάμενε ο άρρωστος σύντροφος να το φυλάει. «Κοιμήσου Γιαννάκη, κοιμήσου». Τόχα ξαπλώσει στο στεγνό χώμα με προσκέφαλο το πεσκίρι μου και μη ξέροντας τι να του κάνω να κοιμηθεί αμέσως κάρφωσα το βλέμμα μου σαν υπνωτιστής στα μαύρα ματάκια του και το παρακαλούσα μαζί και προστάζοντάς το: «Κοιμήσου Γιαννάκη, κοιμήσου». Σε λίγες στιγμές όπως μου κρατούσε το μπράτσο με τα χεράκια, τάρριξε ο ύπνος μαλακά στο στηθάκι του — ήταν κουρασμένο. Κοιμήθηκε. «Πάμε, Κερκυραίο!» «Τρελλάθηκες σύντροφε;». «Όχι ακόμα!.·.». Τον έπιασα απ' το στήθος τραβήχτηκε αυτός πίσω και τότες τον άφησα απότομα — στεκόταν σε κατηφοριά — πήγε να πέσει τ' ανάσκελα, τον άρπαξα, τούδωσα μισή στροφή, τον έβαλα μπροστά. «Μπρος, βάδιζε γρήγορα!». «Οχού άγριος, οχού άγριος Κρητικός! Να καώ, να καώ...». Και τρέχοντας ο δύστυχος, έτσι άγρια που τον έσπρωχνα μπροστά μου, αποκατάστησε πάλι σχέσεις με τον Άγιο και την κάσα του: «Ω! Άγιε μου, διώξε τους Ούννους και ν' ανάψω κερί στην κάσα σου». Μόλις που είχαμε φτάσει στο δρόμο με τ' αναμμένα σπίτια, έφυγαν τ' αεροπλάνα. Ο δαιμονισμένος βόμβος κι οι πολυβολισμοί τους σταμάτησαν, εκείνα ξεμάκρυναν, απόμεινε πίσω η πολιτεία να λειώνει ανάμεσα στις φλόγες. Κόσμος πολύς έτρεχε τώρα στους δρόμους αλαλάζοντας κι ο Κερκυραίος μου, κουρασμένος, πηδούσε στ' αναμμένα υλικά, βαρύς κι αμίλητος και μόνο σα φτάσαμε στο θέατρο που τόλουζ' ένας μαύρος καπνός άρχισε ξάναρχα κουβέντα με τον Άγιο και την κάσα του. Όταν φτάσαμε στο καταφύγιο βρήκα λίγες γυναικούλες να προσεύχουνται. Δεν πήραν είδηση το τέλος του βομβαρδισμού. Μετά μου είπε ο Κερκυραίος να πάμε ως το σπίτι του «να δούμε αν το έσωσε ο Άγιος». Τραβήξαμε κατά κει. Η φωτιά είχε κατέβει ως το κάτω πάτωμα. Έκανα νάμπω μέσα. Μια φλόγα ανάκατη με καπνό όρμησε καταπάνω μου. Ο δύστυχος ο Κερκυραίος κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα απ' την απελπισιά, βουβός. Τον άφησα εκεί να σπαράζει για τους κόπους όλης της ζωής του, που είχαν γίνει στάχτη.
Digitized by 10uk1s
Τράβηξα στην τύχη σ' ένα δρόμο. Δε μπορεί, κάποιο σύντροφο θ' ανταμώσω... Από την πόρτα ενός σπιτιού έβγαζαν κάτι σα μπόγο πάνω σ' ένα χιράμι. Δυο γυναίκες, ένας γέρος κι ένα παιδί το κράταγαν απ' τις τέσσερεις άκριες. Πήγα γονάτισα και κόλλησα την πλάτη μου από κάτω, σηκώθηκα ορθός. «Χριστέ μου ποιος είστε; ποιος είστε;». «Πού θα τον πάτε; μπήτε ένας μπροστά». Μια γυναίκα νέα με τορνευτές γάμπες με παπούτσι ψηλοτάκουνο στο ένα πόδι με οδήγησε. Ξυπολύθηκε όμως σε λίγο κι απ' το άλλο, γιατί τρέχαμε. Σε μια πλατεία στεκόταν έν' αυτοκίνητο. Πλησιάσαμε. Δυο Ιταλοί με κράνη πήραν το φορτίο μου. Ο τραυματίας ήταν ένας νέος που ζούσε ακόμα. Έτρεχα — σε τέτοιες στιγμές ξεχνάς το βάδισμα — και χώθηκα σ' άλλο δρόμο. Τρακαρίστηκα με δυο φάτσες που βγαίναν προφυλαχτικά από ένα σπίτι. Κράταγαν δυο μπόγους. Με κοίταξαν σκιαχτά. «Τη δουλειά σας», σκέφτηκα κι αυτοί χάθηκαν σ' ένα παρασόκακο. Έτρεχα και πηδούσα τις φωτιές. Μακριά μου ένας άντρας κρατούσε έναν άνθρωπο τ' ανάσκελα στην πλάτη. Τρίκλιζε απ' το βάρος. Έτρεξα ακόμη πιο πολύ. Ήταν αυτός. «Γιωώργη», του φώναξα. Ο Αναγνωστόπουλος έβαλε τα γέλια. «Έγινα τραυματιοφορέας», μου είπε. Πήγαινε στ' αυτοκίνητο. Οι δυο Ιταλοί με τα κράνη, σοβαροί κι ευγενικοί, στέκονταν εκεί σαν αγάλματα· πήραν τον τραυματία. Συμφωνήσαμε με το φίλο μου, πως καλύτερη διαγωγή ήταν αδύνατο να δείξουν σε τέτοιες στιγμές άλλοι άνθρωποι, γιατί και στην πιο μεγάλη ένταση του βομβαρδισμού, δεν τους έλειψε η συμπόνια, και με την ίδια ψυχραιμία έκαναν το καθήκον τους. Όσο μίσος μας έμενε για τους Ιταλούς φαντάρους το προστέσαμε τώρα ολόκληρο στο μίσος μας για το φασισμό, που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε χτήνη. Βαδίζαμε βιαστικά, με το φίλο μου. «Κατάλαβες τίποτα;» με ρώτησε. «Τι;» «Για οσφράσου...». «Ε, τι;». «Μυρουδιά ψητού... Είναι από κρέας ανθρώπινο...». «Μα κι άλλες μυρουδιές καταλαβαίνω» είπα. «Ναι, μα πρόσεξε αυτή του ψητού ανθρώπου... Όσοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και δεν τους πήραν, ψήνονται τώρα. Ένας άναβε σαν λαμπάδα — τον είδα με τα μάτια μου». Σε λίγο όπως τρέχαμε, η κουβέντα μας κόπηκε απότομα. Μια οικογένεια βιαζόταν ν' αδειάσει το Digitized by 10uk1s
σπίτι της, πούχε ανάψει φωτιά από το διπλανό. Πετάξαμε γρήγορα ό,τι είχε μέσα κι η οικογένεια τα κουβαλούσε μακριά απ' τη φωτιά. «Ποιοι είσαστε παιδιά; ξένοι φαίνεστε. Ο Θεός σας έστειλε!...». «Ο Άη Σπυρίδωνας», είπε γελαστά ο φίλος μου και φύγαμε.
Είχε πάρει να ξημερώνει, όταν μας ανακάλυψαν δυο σύντροφοι που είχαν βγει παγάνα. Μας πήγαν στη βίλλα ενός Εβραίου χοντρέμπορα υφασμάτων. Εκεί βρήκαμε συγκεντρωμένους καμιά σαρανταριά συντρόφους. Ο Εβραίος ήταν ένας παμπόνηρος γεροντάκος, έβγαζε σωστό λόγο βρίζοντας τους εμπόλεμους, γιατί βομβάρδιζαν τους άμαχους. «Μόνο οι Ρώσοι φίλοι μου, μάλιστα, μόνο οι Ρώσοι κάνουν πόλεμο! ». Κι υψώνοντας τη φωνή και το χέρι του πρόστεσε: «Ούτ' έναν άμαχο, κύριοι, ούτ' έναν άμαχο δε βομβάρδισαν! Είναι ιππότες οι Ρώσοι, ιππότες!». Σκιζότανε να μας πείσει πως οι Ρώσοι κάνουν τίμιο πόλεμο μα ύστερα καμώθηκε ότι ένιωσε να μας υποτιμάει και διόρθωσε κοιτώντας μας τάχα πονηρά: «Μα σεις βέβαια... να με συγχωρείτε... Δε θέλω βέβαια να πω, ξέρετε καλύτερα τους Ρώσους». Μετά κάθησε σε μια πολυθρόνα έχωσε το κεφάλι στις απαλάμες και ξεφώνισε υστερικά: «Τρεις αποθήκες υφάσματα, ωχ! να τόσωνα «το πράμα», να ντύσω τον κόσμο, να ντύσω τον κόσμο!». Ύστερα γύρισε σε κάτι γυναίκες που κάθονταν εκεί αμίλητες. «Τι έγινε το παιδί; Κάηκε το παιδί; Αχ και να ήξερα τι έκανε;...». Μα στην ώρα πάνω έφτασε το «παιδί» — ο γιος του λαχανιασμένος. «Μπαμπά, φώναξε, πάει καταστραφήκαμε! Οι φωτιές κατέβηκαν στα ταβάνια. Σε μισή ώρα καίγεται το πράμα. Πήγα στην καραμπιναρία, τους πρόσφερα οχτακόσιες χρυσές να μου διαθέσουν δυο αυτοκίνητα ν' αδειάσω τις αποθήκες. Στάθηκε αδύνατο. Κουβαλάνε τραυματίες στην ύπαιθρο». Αυτός ο γιος του γέρο Εβραίου ήταν, όμηρος λίγους μήνες στο Λαζαρέτο γι' αντιφασιστική δράση. Απ' αυτή τη γνωριμία βρεθήκαμε στη βίλλα του. Τώρα ο γέρος ξανάβαλε τις φωνές, πώς «να σώσει το πράμα για να ντύσει τον κόσμο». Είμαστε ψόφιοι από κούραση, μα ξεκινήσαμε δεκαπέντε οι πιο γεροί, και τρέχοντας φτάσαμε στις αποθήκες. Η φωτιά κόντευε να κατέβει στα ταβάνια τους. Κάναμε αλυσίδα. Ο γιος του Εβραίου ήταν επικεφαλής μας κι ήξερε καλά τη δουλειά του. Μέσα σ' ένα τέταρτο άδειασε η πρώτη αποθήκη που είχε κασμήρια, τα πιο πoλλά εγγλέζικα. Μετά αρχίσαμε τη δεύτερη, που στο μεταξύ είχε γεμίσει καπνούς. Εδώ είχε γυναικεία υφάσματα, πολλά μεταξωτά. Τρέχαμε φορτωμένοι τα τόπια, που μας Digitized by 10uk1s
δρόσιζαν λίγο τη γυμνή πλάτη, και ξεφορτωνόμαστε σε μια πλατεΐτσα, εκατόν πενήντα μέτρα μακριά. Ο δρόμος ήταν στρωμένος από αναμμένα κάρβουνα, σανίδια φλογισμένα και καπνούς. Η τρίτη αποθήκη είχε φτηνότερο εμπόρευμα: Τόπια κάμποτ, δέματα πετσετες, κεφαλομάντηλα, στρώματα και άλλα τέτοια. Οι φλόγες άρχισαν να φαίνονται στο ταβάνι μέσα σε πυκνό καπνό, στο βάθος της αποθήκης. Πνιγόμαστε. Ο Εβραίος ιδρωκοπούσε σα χαμάλης, τον βοηθούσε ένας σύντροφος να μας φορτώνει. Όταν τέλειωσε και το πράμα της τρίτης αποθήκης, άρχισε να κατεβάζει στρώματα και να μας φορτώνει, τη στιγμή που νιώθαμε στις πλάτες μας τις φλόγες. Κι είχε κουράγιο ο άνθρωπος να μας σκάσει. «Φτάνει, Εβραίο, φώναξα, καλά 'σαι πια. Ο καλύτερος της Κέρκυρας». Δεν του καλόρθε, ήθελε να βγάλουμε και τα ράφια και μερικά σανίδια μέσα από τις φλόγες. Κάναμε άλλη τόσην ώρα να κουβαλήσουμε το «πράμα» σε μια άλλη βίλλα έξω απ' την πόλη, ιδιοχτησία του κι αυτή. Κόντευε μεσημέρι όταν φτάσαμε στ' αρχοντικό του γέρο Εβραίου. Ρώτησε το γιο του περισσότερο με το μάτι παρά με το στόμα: «Πώς πήγαμεέ». «Καλά μπαμπά... Τα παιδιά, ας είναι καλά, έσωσαν το πράμα». Ο γέρος σούφρωσε τη μύτη κι ύστερα στέναξε ένα «α, α, α, α, να ντύσω τον... κόσμο, να ντύσω τον κόσμο!». Εμείς στο μεταξύ δροσιστήκαμε, με λίγο νεράκι. Δυο σύντροφοι κράταγαν δυο πετσέτες και σκουπιστήκαμε μ' αυτές κι οι δεκαπέντε... Δεν ξέρω τι απόγιν' εκείνος ο γέρο σπεκουλάντης, όταν πάτησαν το νησί οι Γερμανοί. Όσο για το «πράμα» που θάντυνε τον «κόσμο» πιστεύω πως, αντίθετα, μ' αυτό θα έγδυσε «τον κόσμο»...». Ίσως ο γιος του να διέφερε κάπως.
Ξεκινήσαμε αμέσως και βαδίζοντας στο ύπαιθρο, βορειοδυτικά της Κέρκυρας, ως μιάμιση ώρα, καθήσαμε σ' έναν ελαιώνα. Εκεί μας έγιναν ανακοινώσεις, για την πολιτική και τη στρατιωτική κατάσταση του νησιού. Είχε γίνει μια σύσκεψη που σ' αυτή πήραν μέρος: εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας του νησιού της Κέρκυρας, αντιπρόσωποι του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), αντιπρόσωποι δικοί μας, των ομήρων, από συντρόφους πούχαν απελευθερωθεί δυο μέρες πρωτύτερα — κι από δική τους πρωτοβουλία συγκαλέστηκε η σύσκεψη — κι ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης πρότειναν οι δικοί μας: α) Να γίνει επιστράτευση στο νησί από εμπειροπόλεμες κλάσεις. β) Η Ιταλική Στρατιωτική Διοίκηση να παραχωρήσει τον απαραίτητο οπλισμό και τ' άλλα αναγκαία εφόδια. Αυτές ήταν οι προτάσεις μας και φυσικά κι εμείς οι ίδιοι μπαίναμε στην πρώτη γραμμή, για την υπεράσπιση του νησιού. Digitized by 10uk1s
Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής τις δέχτηκε μ' ενθουσιασμό και δήλωσε ότι διαθέτει τον απαραίτητο οπλισμό κι άλλα εφόδια, καθώς και τρόφιμα για το στρατό και για τον πληθυσμό του νησιού, για ένα χρόνο. Οι άρχοντες όμως της Κέρκυρας δεν δέχτηκαν, γιατί νόμισαν πως θα βλαφτούνε τα ταξικά τους συμφέροντα. Τους τρόμαξε ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων, που ήταν σε βάρος τους, γιατί η πλειοψηφία του λαού της Κέρκυρας ήταν οργανωμένη και πάλευε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, που φυσικά οι αντιπρόσωποί του υποστήριξαν την πρότασή μας. Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής δε δέχτηκε να προχωρήσουμε στο σχέδιό μας, αφού η ανώτερη τάξη της Κέρκυρας τάχτηκε αντίθετη στις προτάσεις μας. Κατάλαβε πως η γνώμη των αρχόντων της Κέρκυρας ήταν η ίδια η πολιτική των Αγγλοαμερικάνων. Έτσι η πλουτοκρατία της Κέρκυρας καταδίκαζε τα λαϊκά στρώματα να περάσουν και τη φριχτή κατοχή του Γερμανικού στρατού. Τα νέα αυτά μας στενοχώρησαν, γιατί πιστεύαμε πως ο οργάνωση και το ηθικό του ιταλικού στρατού δε θ' άντεχαν στις επίμονες επιθέσεις των Γερμανών από αέρα και θάλασσα. Μείναμε εκεί στον ελαιώνα και πήραμε το συσσίτιό μας — εικοσιπέντε δράμια παξιμάδι — και κοιμήθηκαν όσοι σύντροφοι ήθελαν. Ήταν όμορφη τοποθεσία κατάφυτη, όλο ελιές κι ανάμεσα μηλιές, κυδωνιές, ξυνόδεντρα κι άλλα οπωροφόρα διάφορα. Δίπλα στην ελιά που ξαπλώσαμε είχε δυο μηλιές κι από κάτω είχαν πέσει αρκετά μήλα απ' αυτά που τα βαράει το σκουλήκι κι ωριμάζουν γρήγορα. Μοσκοβολούσαν. Μια κοπέλα ήρθε, πότισε το μικρό λαχανόκηπό της, τραβώντας νερό με το γερανό και ζυγώνοντας κοντά μας χαιρέτησε: «Μα δεν τα τρώτ' εσείς τα μήλα;» μας ρώτησε. «Πώς, τα τρώμε... Έχομε κι εμείς στον τόπο μας μηλιές», της αποκρίθηκε ένας σύντροφος. Μας κοίταξε για λίγο παραξενεμένη. Κι ύστερα ξανάπε: «Και γιατί δεν τα μάσατε αυτά;». «Πώς να τα πάρομε που είναι ξένα;». Χωρίς να πει τίποτ' άλλο η κοπέλα, έκοψε από το δέντρο, μάζεψε και τα χάμω και τάφερε με το πανέρι της μπροστά μας. «Θάρθω κι αύριο να σας δώσω, αφού εσείς δεν παίρνετε». Εμείς θα προτιμούσαμε κείνη την ώρα, να μας μιλούσε ακόμα λίγο μ' εκείνη τη μουσικότατη λαλιά της, πούχε τη γλύκα τ' αηδονιού, κι ας μη μας έφερνε την άλλη μέρα μήλα.
Δεν θυμάμαι γιατί χρειάστηκε να πάμε τρεις σύντροφοι στο χωριό Ποταμός, που βρισκόταν μια ώρα βορειοανατολικά κι έμενε σ' αυτό η επιτροπή μας. Βαδίσαμε ίσια μέσα από τα χωράφια. Θαυμάζοντας τη δροσεράδα και την ομορφιά της ήμερης φύσης. Το χώμα είναι ψιλό, μαλακό, με σταχτί χρώμα. Μερικά ρυάκια απ' αυτά που μαζεύουν τα νερά της βροχής, είναι σκεπασμένα με Digitized by 10uk1s
πυκνές λοχμές κι ένα είδος περικοκλάδας είχε ανθίσει απάνω τους. Μοσχοβολούσε ο τόπος και τα κοτσύφια, φθινόπωρο καιρό, κελαϊδούσαν όπως την άνοιξη. Όταν φτάσαμε στο χωριό, είδαμε το σύντροφο Καραμπίνη να βγαίνει από 'να σπίτι αρματωμένος και χαρωπός. Τον ακολουθούσε άλλος σύντροφος και ξοπίσω μια ομάδα Γερμανοί και πίσω άλλοι έξι ή εφτά σύντροφοι με όπλα. Ήταν η μοναδική ένοπλη ομάδα μας στο βορεινό τμήμα του νησιού. Τέσσερεις ή πέντε ομάδες, μαζί με Κερκυραίους μπόρεσαν να οπλιστούν κατά το νότο, στην επαρχία της Λευκίμμης. Στην Κέρκυρα μπορεί να βρεις χιλιάδες μουσικά όργανα, μα από φονικά σύνεργα υπάρχει μεγάλη έλλειψη. Την ομάδα τους Γερμανούς τους βρήκαν οι δικοί μας κρυμμένους σ' ένα χωριατόσπιτο. Τους αιχμαλώτισαν χωρίς να φέρουν αντίσταση και τους παράδωσαν στις ιταλικές στρατιωτικές αρχές. Και στη Λευκίμμη αιχμαλώτισαν άλλη μια ομάδα, που μπόρεσαν να φτάσουν με μια βάρκα και να βγούνε στη στεριά ενώ η προσπάθεια γι' απόβαση είχε συντριφτεί στη θάλασσα. Προχωρούσαμε κατά το κέντρο του χωριού — ο Ποταμός είναι κεφαλοχώρι — όταν ακούω μια φωνή να με καλεί με το επίθετό μου. Στρέφοντας κατά κει βλέπω το σύντροφο Κωστάκη Κατσιμπίρη να μας ζυγώνει τρέχοντας κι αναμαλλιασμένος. Μουντάρησε ύστερα και σφιγγόταν απάνω μου μ' όλη τη δύναμή του, τρέμοντας από φόβο. Σε λίγο λασκάρησε τα χέρια του απ' τη μέση μου, με κοιτούσε κατάματα. Τρέχανε τα σάλια του και ξεφώνισε. «Σύντροφε Μανούσακα, ο Καραμπίνης! ο Καραμπίνης με το τουφέκι!». Δεν ήξερα να περιποιούμαι και να παρηγορώ τέτοια εξόν αρρώστους. Μα φαίνεται πως επειδή εχτιμούσα πολύ αυτό το παιδί συγκινήθηκα, το αιστάνθηκε ίσως, και μέρωσε ο Κωστάκης και μ' άκουε. Γέλασε το μάτι και το χείλι του. Δεν το ξαναείδα το παιδί, αν και τούχα δώσει λόγο πως θα πήγαινα και την επομένη να το βρω, γιατί ζητούσε νάρθει μαζί μου. Την πρώτη νευρική κρίση την είχε πάθει στο Λαζαρέτο, όταν μας έρριξαν μερικές μπόμπες και μας πολυβόλησαν. Ύστερα, μόλις πούχε αρχίσει να συνέρχεται, βρέθηκε μες στην κόλαση του εμπρησμού της Κέρκυρας, και χειροτέρεψε πολύ. Αλλά και πάλι ζώντας ανάμεσα στην αγάπη των συντρόφων συνήλθε. Πέρασε αργότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, γίνηκε απ' τα καλά στελέχη του εθναπελευθερωτικού κινήματος, μα ύστερ' από λίγο πιάστηκε κι εχτελέστηκε. Ήταν ένα παιδί μελαχροινό, κοντό κι αδύνατο, με μεγάλα εκφραστικά μάτια, λεπτό στους τρόπους κι ευγενικό. Κρατούσε από αστική οικογένεια της Πάτρας. Όταν τελειώσαμε τη δουλειά μας στο χωριό, ανεβήκαμε σ' ένα υψωματάκι. Εδώ βρίσκεται η εκκλησία που πάνω της είχε πέσει το πρώτο βομβαρδιστικό αεροπλάνο που παρακολουθήσαμε από το Λαζαρέτο. Είχε καρφώσει τη μύτη του κάθετα στη σκεπή της εκκλησίας, που υποχώρησε, — εδώ τα σπίτια των αγίων έχουνε ξύλινες σκεπές — κάηκε κι αυτή μαζί του. Οι τρεις αεροπόροι κείτονταν χάμω σαν τρία κούτσουρα ανθρακιασμένα, τα κορμιά τους κοντά σαν παιδικά και τρία πιστόλια καμμένα κι άχρηστα δίπλα τους. Αθέλητα, μούρθε στο νου βλέποντας τα μακάβρια αυτά ανθρώπινα κορμιά, το τροπάρι που λένε στις κηδείες: «Άρα τις εστί, πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλός...». Πριν λίγο κείνα τα κάρβουνα πετούσαν στον αγέρα, μέσα στην τερατώδικη μηχανή τους, έρριχναν σίδερο και φωτιά, σκότωναν ανθρώπους, χάλαγαν φτωχόσπιτα, μέγαρα και μνημεία κι ότι άλλο έργο του ανθρώπινου μόχτου και για όλες αυτές τις οργανωμένες χτηνωδίες, η Γερμανική πλουτοκρατία τους ονόμαζε ήρωες, τους έδινε παράσημα, ένα κομμάτι σίδερο — σταυρό «μετά φύλλων δρυός» — και τώρα τους έχει «εξασφαλίσει» τη βασιλεία των ουρανών, που τη διατηρεί και την εξουσιάζει, για να στέλνει εκεί τους αμέτρητους εγκληματίες που εκπαιδεύει. Digitized by 10uk1s
Είχε βραδιάσει όταν γυρίζοντας, φτάσαμε στον καταυλισμό μας κι αμέσως ξεκινήσαμε για μια πορεία, που κράτησε όλη νύχτα. Ήμουνα τόσο κουρασμένος που δεν πρόσεξα τίποτα, τη δροσερή εκείνη νύχτα, ώσπου πισωγυρνώντας κατά την Κέρκυρα και λοξοκόβοντας νοτιοανατολικά φτάσαμε στη θάλασσα, ακριβώς εκεί που βρίσκεται το περίφημο Ποντικονήσι. Θάταν κοντά μεσάνυχτα. Το φεγγάρι είχε αψηλώσει ως τρία μπόγια, κι ήταν λιγότερο από πανσέληνος. Ξαπλώσαμε λίγο σ' έναν όχτο κι αποθαυμάζαμε το νησάκι, έτσι όπως χρύσωνε τα κυπαρίσσια του το φεγγαρόφωτο κι έρριχνε τη σκιά τους μπροστά μας στην ακούνητη θάλασσα. Όμορφα! όμορφα! Όσο κουρασμένοι και νηστικοί, χαρήκαμε εκείνο το εξαίσιο θέαμα. Ξεκινήσαμε πάλι αλλάζοντας πορεία κατά το εσωτερικό του νησιού. Θυμάμαι που τρίκλιζαν τα γόνατά μας, απ' την κούραση και την πείνα. Βαδίζοντας κοιμόμαστε από λίγο ακουμπώντας το χέρι ο ένας στον ώμο του άλλου — πολλοί είμαστε άυπνοι τέσσερα μερονύχτια. Έτσι βαδίζοντας άκουσα μες στον ύπνο μου ένα: «Α, α, α, το Αχίλλειο! Να και ο θνήσκων Αχιλλέας». Κείνη την περίοδο απ' το διάβασμα και το ξαναδιάβασμα της Οδύσσειας και της Ιλιάδας είχα γίνει αρχαιολάτρης και Ομηρολάτρης, γι' αυτό βρήκα αρκετό κουράγιο να στηλωθώ και ν' αποθαυμάσω το πανέμορφο παλάτι και τον Αχιλλέα να πεθαίνει, μόνο που μου καρφώθηκε στο μυαλό, ότι κι αυτός, από μεγάλη κούραση, λύγισε έτσι το κορμί του κι απόκαμε. Το φεγγάρι που παιζογελούσε αργοσαλεύοντας, έλουζε τα πεύκα και τα κυπαρίσσια κι οι μαύρες σιλουέτες τους τύλιγαν το παλάτι, που φάνταζε ανάμεσά τους σα λευκή θεότη. Τα πασπάλιζε λες όλα μ' ένα χρυσαφένιο αχνό τόσο έντονο, που σε ξεγελούσε να νομίζεις πως κι η ευωδιά απ' τα ρετσινόδεντρα ήταν σταλμένη απ' τη σελήνη, δώρο στην ομορφιά του γαληνού τοπίου. Άξιζε αλήθεια να βρεθεί κανείς σε καιρούς ειρηνικούς σ' αυτόνε τον τόπο, τον ήμερο, που ψάλλει στην ψυχή το «επί γης ειρήνη...». Έχει μια τόση γλύκα, ομορφιά και μουσική τούτη την ώρα, όμοια όπως είναι η λαλιά των κατοίκων του νησιού τον Φαιάκων και τα ολοήμερα τσακώματά τους με τον Άγιο Σπυρίδωνα. Πήραμε πάλι το δρόμο μας κουρασμένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι, κατάκοποι. Μα μια γαλήνη είχε τώρα πια ελαφρύνει την ψυχή μας. Θα είναι πολύ ωραία η ζωή όταν οι άνθρωποι θα φέρουν την ειρήνη πάνω στη γη... Φτάσαμε στους Σκοινοπιάστες, ένα χωριό ανάμεσα σε πυκνούς ελαιώνες. Πήραμε ανάσα και συνεχίσαμε την πορεία μας κατά το νότο, σ' ένα φιδωτό και χαλασμένο ανηφορικό αμαξόδρομο, που μας έφερε στο χωριό Άγιοι Δέκα. Λίγα σκυλιά γαύγισαν βαριεστημένα κι ανόρεχτα, ύστερα σώπασαν. Μπήκαμε σ' ένα χωράφι στην άκρια του χωριού κι εγκατασταθήκαμε κάτω από μια φουντωτή ελιά. «A, α, α, θα κοιμηθούμε...». Το μόνο που προσεξαμε ολόγυρα τη φεγγαράτη εκείνη νύχτα ήταν κάτι πελώρια βράχια που κρέμονταν πάνω από τα σπίτια· έλεγες πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεκολλήσουν και κυλώντας, θα τα ισιώσουν όλα. Την επόμενη είδαμε πως τα είχανε δέσει με χοντρές αλυσίδες. Κόντευε μεσημέρι όταν αρχίσαμε να ξυπνάμε κι ο γέρο Κώστας ο ομαδάρχης μας καθόταν δίπλα σ' ένα τσουκάλι. Είχε μπροστά του δέκα χωμάτινα πιάτα. Μας έκανε διανομή ολοπράσινα χόρτα βραστά· ήταν βλαστάρια από γλυκοπατάτες. Ρίξαμε και λάδι της ελιάς και από εικοσιπέντε δράμια παξιμάδι σταρίσιο. Η οργάνωση του χωριού μας εξασφάλισε λάδι, χύτρα, ξύλα κι ότι άλλο μπορούσε και σε δυο μέρες έγινε διανομή τροφίμων απ' τους Ιταλούς με δελτίο. Αλεύρι και όσπρια. Παίρναμε κι εμείς τη μερίδα μας. Digitized by 10uk1s
Από δω αγναντεύαμε τις αεροπορικές επιχειρήσεις των Γερμανών. Κάθε μέρα σφυροκοπούσαν την νεκρή πολιτεία δίχως να υπάρχει στρατιωτικός στόχος, γιατί όλες οι υπηρεσίες κι εγκαταστάσεις του Ιταλικού στρατού μεταφέρθηκαν ύστερα απ' την πυρκαγιά στους βαθύσκιωτους ελαιώνες. Παρακολουθήσαμε την καταστροφή εικοσιπέντε αεροπλάνων απ' τ' αντιαεροπορικά των Ιταλών. Τα δεκαπέντε απ' αυτά τα κατάστρεψε ο χειριστής ενός πολύθυμου βαριού πολυβόλου που ήταν εγκαταστημένο στο φρούριο της Κέρκυρας. Κατέβαιναν τα «στούκας» χαμηλά κι άδειαζαν το φορτίο τους στα γερά σπίτια, μα όταν οριζοντιώνονταν τ' ακολουθούσε το: ντου, ντου, ντου, του πολυβόλου και πολύ συχνά ένα απ' αυτά άναβε στον αέρα και τυλιγμένο στις φλόγες του βουτούσε στη θάλασα. Μια μέρα όμως σίγησε το πολυβόλο. Ο τόσο άξιος χειριστής του είχε σκοτωθεί. Οι Γερμανοί με τους βομβαρδισμούς αυτούς είχαν σκοπό να ρίξουν το ηθικό του λαού της Κέρκυρας και να στερήσουν τις Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις απ' την υποστήριξή του και για το σκοπό τους αυτό, άρχισαν βομβαρδισμούς και στα χωριά. Βομβάρδισαν το γειτονικό μας κεφαλοχώρι Άη Μαθιά, με είκοσι «στούκας» κι έφεραν πολλές ζημιές. Με αυτά τα γεγονότα το ηθικό του λαού της Κέρκυρας, με την συνθηκολόγηση των Ιταλών και τη μετατροπή τους σε συμμάχους, έγινε θαυμάσιο κι ανέβηκε ακόμα πιο πολύ, όταν με την πάλη του, πέτυχε την απελευθέρωσή μας. Τώρα αγωνιζόταν να κάνει την αντίδραση να δεχτεί τους όρους που έβαζε το ΕΑΜ κι εμείς, για ενότητα κι εξοπλισμό των κατοίκων, για την υπεράσπιση του νησιού. Η δεξιά της Κέρκυρας κάτω από την πίεση αυτή υποσχότανε στην αρχή, μα σε λίγες μέρες προσθαλασσώθηκε ένα υδροπλάνο εγγλέζικο κι έφερε — όπως διαδόθηκε — άλλες οδηγίες: Τα Εφτάνησα θάμεναν στους Γερμανούς! Η αντίδραση δεν δεχόταν τώρα καμιά συζήτηση για το θέμα της ενότητας και του εξοπλισμού. Απελευθέρωσε κιόλας από τις φυλακές του Βίδου τους εγκληματίες, τους όπλισε και τους είχε σαν απειλή ενάντια στις πατριωτικές δυνάμεις. Λέγεται ότι οι σύμμαχοι αποφάσισαν τότες ν' αφήσουν στους Γερμανούς τα Ιόνια νησιά, γιατί δεν διάθεταν κι ούτε μπορούσαν να στείλουν εκεί στρατιωτικές δυνάμεις. Φαίνεται όμως πως μάλλον οι Αγγλοαμερικάνοι δεν ήθελαν να επικρατήσουν σ' αυτά οι λαϊκές δυνάμεις. Και μ' όλη όμως την εγκατάλειψη, αν η δεξιά παράταξη της Κέρκυρας έδειχνε λίγο πατριωτισμό και δεχόταν τις προτάσεις μας, το νησί θάμενε λεύτερο κι ο λαός δεν θα υπόφερε τα δεινά και της Γερμανικής κατοχής. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες το ηθικό του λαού άρχισε σιγά -σιγά να πέφτει. Κι οι Ιταλοί φαντάροι, απ' την αρχή της Γερμανικής προσπάθειας να καταλάβουν το νησί, αιφνιδιάστηκαν ψυχολογικά, γιατί είχανε πιστέψει πως γι' αυτούς είχε τελειώσει ο πόλεμος. Ύστερα η δράση μιας ομάδας Μουσολινικών αξιωματικών κι η άρνηση του Μοντγκόμερυ να δώσει, έστω αεροπορική υποστήριξη, τους τσάκισε ολότελα το ηθικό. Έτσι με το πέσιμο του ηθικού και με τη δράση τον φασιστών άρχισε και η αποδιοργάνωση του ιταλικού στρατού. Το νησί της Κέρκυρας ήταν καταδικασμένο να πατηθεί από τους Γερμανούς και μια μεραρχία ιταλικού στρατού να καταστραφεί. Οι άρχοντες της Κέρκυρας κι οι φασίστες αξιωματικοί πρόδιναν το λαό και τους Ιταλούς φαντάρους.
Περνούσαμε καλά με τους αγαθούς και φιλόξενους κατοίκους του χωριού κι ο Σπύρος, ο γιος του φούρναρη, πούταν υπεύθυνος του ΕΑΜ και μας φρόντιζε, μας διηγιότανε συχνά για τη δράση του ΕΛΑΣ στα ηπειρώτικα βουνά, απ' όπου μόλις είχε γυρίσει. Κι ήτανε όλο στενοχώρια τώρα ο Σπύρος, καθώς το νησί της Κέρκυρας δεν ήταν βολικό γι' ανταρτοπόλεμο ενάντια στους Γερμανούς. Θυμάμαι πολύ ζωντανά τρία επεισόδια που συνέβηκαν τις μέρες που μείναμ' εκεί, κωμικά και Digitized by 10uk1s
σοβαρά συνάμα: Πιο κάτω απ' την ελιά που λημεριάζαμε, είναι μια βρυσούλα. Τρέχει νεράκι κρύο μα λιγοστό, που δεν έφτανε για να δροσίσει τους κατοίκους κείνο τον άνυδρο Σεπτέμβρη. Εκεί έρχονταν οι νοικοκυράδες και τα κορίτσια. Βάζανε γραμμή κάτι μεγάλα σταμνιά και με τη σειρά έπαιρναν το νεράκι. Κάποτε μια γυναίκα πήρε τη σειρά μιας άλλης. Η πρώτη γύρισε και της τσάκισε το σταμνί. Γίνηκε τότε γυναικοκαυγάς τρικούβερτος, ώσπου ήρθαν οι άντρες και τις χώρισαν. Έφυγε η μια με το σταμνί της γεμάτο, μα η καημένη η άλλη χτυπιόταν εκεί μέχρι που ήρθε ο άντρας της και σαν έμαθε το τι έγινε άρχισε να τη μαλώνει: «Και δεν την έσφαζες μωρή;... Και δεν την έπνιγες μωρή; και δεν της έβγαζες μωρή τάντερα;... Εχ, και δεν θα την εύρω, να τη σφάξω σαν τη γουρούνα!». Την ίδια στιγμή γυρνούσε η γυναίκα να ξαναγιομίσει τη στάμνα της. Φοβηθήκαμε τότες πως θα γινότανε μεγάλο κακό, και ζυγώσαμε προσέχοντας τον Κερκυραίο μην τραβήξει μαχαίρι. Μ' αυτός που την κοιτούσε βάνοντας στο βλέμμα του όλο τ' απόθεμα της αγριάδας που είχε μέσα του, της είπε: «Μωρή! Να μ' αγοράσεις τη στάμνα πούσπασες τση προκομμένης μου, γιατί, μα την κάσα τ' Αγίου μας, θα σπάσω κι εγώ τη δική σου...». Μια άλλη μέρα ακούσαμε κατά το κέντρο του χωριού, μεγάλο σαματά. Και σε λίγο έρχονταν δυο άνθρωποι που γελούσαν: «Μωρέ η Κρητικιά, χαστούκι που τάστραψε του τράγου!». Έτρεξα κατά την πλατεία, σαν άκουσα για «Κρητικιά» και χαιρόμουνα που θάκανα καινούρια γνωριμία, μα βρήκα κει τον Κερκυραίο το σπιτονοικοκύρη μας, με το Γιαννάκη και τη γυναίκα του. Δίστασα να ζυγώσω για ό,τι είχε γίνει ανάμεσά μας τη νύχτα της πυρκαγιάς. Μα έτρεξε πρώτος αυτός όλο χαρά και ο Γιαννάκης άπλωνε τα χεράκια του τραγουδώντας: «Πάλε με χείο», ενώ η χωριανή μου με χαιρετούσε. Και κείνος βάλθηκε να μου λέει: Τόμαθες για την Κρητικιά μου; Τάκουσες ε; πάστραψε του τράγου χαστούκι πούδε τσ' αγγέλους του; Ο γερμανόφιλος που θέλει να μη μου δώσει δελτίο, επειδή δεν είμαι κάτοικος του χωριού. Εμένα που κάηκα! Θέλει να τα φάει ούλα ο πλεονέχτης. Ο τράγος!». Σταμάτησε λίγο, κοίταξε τη γυναίκα του που στεκόταν αμίλητη. Και ξανάρχισε: «Χωριάτη με πέρασε; που μια φορά τσι φοβέριζε με το Θεό και τον Άγιο και τώρα με τσι Γερμανούς; Μπράβο Κρητικιά μου», είπε, ενώ αυτή στεκόταν εκειδά θλιμμένη. Νάσου λοιπόν ένα μεσημέρι και φτάνει στο χωριό μας ένα καμιόνι ιταλικό, με Ρωμιό σωφέρ, γεμάτο γενειοφόρους, άπλυτους κι ακούρευτους, αρματωμένους, μ' αραβίδες ελληνικές, με φυσεκλίκια στη μέση κι άλλα σταυρωτά στο στήθος, με κάμες, χαντζάρια και χειροβομβίδες. Στη μέση της καρότσας στεκόταν ένα σόι άνθρωπος, κρατούσε μια σημαία — ελληνική σημαία —, είχε φουσκωτά μάγουλα σάματις βαρούσε γκάιντα κι έσφιγγε γερά το κοντάρι και με τα δυο του χέρια. Ένας μεσόκοπος μ' ασημένια κάμα πήδησε κάτω, φιγουράτος και σβέλτος. Ήταν ο καπετάνιος τους και τον ακολούθησε άλλος, νέος αυτός. Ηταν ο υπασπιστής του. Ζήτησε μια καρέκλα ο καπετάνιος, πήγε ν' ανέβει πάνω της να βγάλει λόγο, παραπάτησε η καρέκλα κατέβηκε: «Θα σας μιλήσω καθηστός», είπε κι άρχισε: «Λοιπόν, εμείς η Ελλάς βλέπετε, τώρα έχομεν λευτερίαν. Λοιπόν. Πρέπει και ισότης να έχομεν... ένα σώβρακο καθένας, ένα!... Παντού που έβγαλα λόγους, αυτό λέω: ένα σώβρακο, ένα...». Στεκόμαστε όλη η ομάδα μας κοντά του, μας πήραν τα γέλια. Σ' αυτό το σημείο του «λόγου» του καπετάνιου, ρώτησε ο σύντροφος Γιάννης Βασάλος τον αδερφό του γέρο Κώστα: «Βρε Κώστα, αυτός είναι ο παπάς. Τον είχαμε στη Φολέγαντρο και μας έφυγε με δήλωση. Βρε, την Digitized by 10uk1s
απάτη, τον παπά!... Θα του μιλήσω». «Μωρ' άστον», είπε ο Κώστας. Μα ο Γιάννης, πούχε αρπαχτεί, πήγε αμέσως. «Συγγνώμη, ο παπάς δεν είσαι;». «Ναι, παιδί μου. Ποιος είσ' εσύ;» «Ο Βασάλος ο Γιάννης· δε με θυμάσαι στη Φολέγαντρο... Βρε, μαϊμού παπά, τον πατριώτη θέλεις να παραστήσεις τώρα;». Ο καπετάν παπάς τάχασε, άλλαξε το χρώμα του, κοιτούσε πότε τον κόσμο, πότε τα παλικάρια του, που στέκονταν πάνω στο καμιόνι με προτεταμένα τα όπλα, σάμπως περίμεναν τη διαταγή του καπετάνιου για να... Πήγε τότες ο γέρο Κώστας, τον χαιρέτησε σοβαρά, μετά του σύστησε να πάρει τα παλικάρια του να φύγει. Κι αν έχουν διάθεση για πατριωτικές πράξεις, ας πάνε στο μέρος που περιμένουμε απόβαση των Γερμανών. «Εκεί πρέπει να πάτε, μια που οι αρχές της Κέρκυρας σε σας έδωσαν τα όπλα. Άντε στο καλό...». Ανέβηκαν στο καμιόνι κι έφυγαν, δίχως να κοιτάξουν πίσω τους. Μετά από λίγες μέρες τους αφόπλισαν οι Ιταλοί, ύστερα από σύσταση των αρχόντων και πίεση του λαού, γιατί είχαν καταντήσει μάστιγα του νησιού, ληστεύοντας ακόμα και τις περιουσίες αυτών των κυρίων που τους όπλισαν. Σ' εκείνες τις ζοφερές μέρες, που ο λαός του νησιού αγωνιούσε κι αγωνιζόταν όπως μπορούσε ν' αποφύγει το ξανασκλάβωμά του σ' έναν πιο βάρβαρο καταχτητή, οι αστοτσιφλικάδες περίμεναν και βοηθούσαν να φτάσουν οι Γερμανοί μια ώρα αρχήτερα να τους «σώσουν». Από ποιους όμως να τους «σώσουν»; Από τους πατριώτες που πολεμούσαν για τη λευτεριά της πατρίδας τους; Από τις λαϊκές οργανώσεις, που τα προγράμματά τους κατοχύρωναν τα συμφέροντα όλων των πατριωτών κι όλων των πολιτικών που θα κρατούσαν ψηλά την εθνική τους αξιοπρέπεια; Οι κύριοι αυτοί απελευθέρωσαν κι όπλισαν τους κάθε λογής εγκληματίες. Θυμάμαι που μούλεγε ένας εργάτης της χαρτοποιίας: «Οι άρχοντές μας — έτσι τους λένε οι Κερκυραίοι — μόνο εμάς τη φτωχολογιά έχουν εχθρό τους. Συμμάχησαν με τους Ιταλούς κι ο μεγαλύτερος άρχοντας του νησιού ήταν ο καλύτερος φίλος τους. Τώρα περιμένουν τους Γερμανούς και μέχρι νάρθουν όπλισαν τους ληστές ενάντιά μας. Όταν θα συντριφτούν οι Γερμανοί, θα κάνουν αφέντες και συμμάχους, μπορεί τους Εγγλέζους, κι αν τους λείψουν κι αυτοί, όποιους βρουν, και το διάολο ακόμα, αρκεί να τους εξασφαλίσει τα κέρδη τους και να μπορούνε να μας κλέβουν στον αιώνα τον άπαντα». Βλέπαμε στο ύπαιθρο κάτι αιωνόβια λιόδεντρα. Τα κορμιά τους είναι αποθήκη απλήρωτης εργασίας. Οι αγρότες του νησιού γενιές ολόκληρες ανάστησαν αυτά τα ευλογημένα δέντρα για λογαριασμό του άρχοντα. Τα καλλιεργούν και τώρα μαζεύουν τον καρπό τους για λογαριασμό του. Τρώνε χόρτα με λίγα δράμια λάδι — τα όσπρια είναι πολυτέλεια — και περπατάνε ξυπόλυτοι, στον αιώνα τούτο που τον λένε «εικοστό» και που τον θέλουν οι άνθρωποι συνώνυμο της «προόδου» και του «υψηλού βιοτικού επιπέδου». Νομίζαμε όταν πρωτοείδαμε στα χωριά ανυπόδητους, πως αυτό συνέβαινε εξ αιτίας της ξένης Digitized by 10uk1s
κατοχής. Μας εξήγησαν: «Ξυπόλυτοι είμαστε πάντα». «Και τα κορίτσια σας, πάντα;» «Όταν παντρευτεί στη χώρα μας καμιά τυχερή, γίνεται αρχόντισσα και φοράει παπούτσια». 27.569... Τι λέει αυτός ο αριθμός σημειωμένος με κόκκινη λαδομπογιά πάνω στον κορμό του λιόδεντρου; «Μα είναι του άρχοντά μας, για να ξέρει τα δέντρα του». «Κι έχει τόσα πολλά;». «Και περισσότερα. Ο άρχοντάς μας είναι πλούσιος». Και προφέρουν το «άρχοντάς μας» με τον ίδιο σεβασμό, όπως μιλάνε και για τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον προστάτη του νησιού. Κείνο που δε μπορούν να συμπαθήσουν οι αγρότες για τους άρχοντες, είναι ο συμβιβασμός τους με τους καταχτητές. Είναι απερίγραφτος ο πατριωτισμός εκείνου του ευγενικού καλόκαρδου λαού. Έχουν κάτι παραπάνω αυτοί οι άνθρωποι, που παιζογελά μες την ψυχή τους, που δεν έχω λέξη να το πω αλλιώς, παρά τρέλλα, όπως πάλι δε μπορείς να νοματίσεις διαφορετικά το σεβασμό τους για τους άρχοντες και τη σχεδόν ανύπαρχτη ταξική τους συνείδηση. Λίγες μέρες ύστερα απ' την απελευθέρωσή μας, έγινε κι άλλη μια, η τρίτη απόπειρα των Γερμανών ν' αποβιβάσουν το πεζικό τους στο νησί. Είχε και τούτη την ίδια τύχη με τις δυο προηγούμενες, με την πετυχημένη δράση του ιταλικού πυροβολικού. Μα όσο οι μέρες περνούσαν, οι Γερμανοί δυνάμωναν το σφυροκόπημα με την αεροπορία και το βαρύ πυροβολικό τους από την Ήπειρο που βομβάρδιζε τα παράλια της επαρχίας Λευκίμμης, που προσφέρονταν γι' απόβαση. Κι ενώ, για τους λόγους που είπαμε, ο ιταλικός στρατός είχε ολότελα αποδιοργανωθεί, βουβαμένη από αγωνία η όμορφη Κέρκυρα περίμενε τους βάρβαρους...
Πολλές φορές σκεφτόμουνα και δεν τ' αποφάσιζα ν' ανέβω στο βουναλάκι, που στεκόταν ολόρθο κι αγριωπό και φοβέριζε το χωριό μας με τα μετέωρα βράχια του, όπως βρισκόταν εδώ στη μέση του νησιού και μπορούσες ν' αγναντέψεις από τ' αψήλου όλο το μάκρος και το πλάτος του, να δεις τα χωριά του κι όλη την ομορφιά του, σ' ένα σύνολο ακομμάτιαστο. Έλεγες πως από καμάρι η Κέρκυρα φούσκωσ' απ' τα σπλάχνα της εκείνον τον τεράστιο πέτρινο μαστό, για ν' ανεβαίνουν οι άνθρωποι κι από κει πάνω να θαυμάζουν την καταπράσινη και χαρωπή όψη της. Οι χωριανοί, που για τον ιερέα τους δεν τρέφανε καθόλου καλά αιστήματα, μιλούσανε πάντα μ' αγάπη και σεβασμό για έναν καλόγερο, που ασκήτευε σ' αυτό το βουναλάκι τους, πούχει και μοναστήρι στην κορφή, τους Άγιους Δέκα. Μπορώ μάλιστα να πω, πως για τον καλόγερο είχανε τα ίδια καλά αιστήματα όσο και για τον Άγιο Σπυρίδωνα, μόνο πως τον πάτερ Γεώργιο — αν θυμάμαι έτσι τον λέγανε — δεν τον έβριζαν ποτέ. Μια που περιμέναμε τους Γερμανούς, μας χρειάζονταν, για λίγες μέρες τουλάχιστο, το μέρος κι ο καλόγερος. Ξεκίνησα λοιπόν ένα υγρό πρωινό και βγαίνοντας απ' τους ελαιώνες γύρισα κατά το βορεινό πλευρό του πούναι ομαλότερο. Ένα μονοπάτι κλωθόφερνε κατά την κορφή του σαν φιδάκι ανάμεσα απ' τα γκριζωπά βραχάκια, τα φουντωτά κατσοπρίναρα, πούχαν αροδαμίσει όπως την Digitized by 10uk1s
άνοιξη, κι ήταν αμάλαγα κι όλο το έδαφος με τη χλωροσιά του απείραχτο. Ανέβαινα κείνο το δρομάκι, με τα βρεγμένα απ' την πρωινή δροσούλα χαλίκια, χαϊδεύοντας με το χέρι τα πριναράκια με τ' αγκαθωτά φύλλα, με τις σταγονίτσες τη δροσιά στα αγκαθάκια τους. Έτσι, σιοπατώντας, βρέθηκα μπροστά σ' ένα υψίπεδο ως διακόσια στρέμματα κι αμέσως μου γεννήθηκε η εντύπωση πως κάποτε το βουνό ήταν ψηλότερο, τέλειωνε σε μια μόνο κορφή, σαν νάταν πελώρια πυραμίδα, μα ύστερα η κορφή βούλιαξε, ανοίχτηκε ένας πλατύς χούνος και σε χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια τρίβοντας ο καιρός την πέτρα, γίνηκε το έδαφος με το κοκκινωπό χώμα. Ύστερα ήρθε η σειρά του ανθρώπου, δούλεψε το χώμα, τόδεσε με όχτους, μετά θυμήθηκε το θεό κι έχτισε μοναστήρι. Ας είναι. Το μοναστήρι είναι χτισμένο στη νότια άκρια του υψίπεδου. Ανηφόρισα κατά κει περνώντας τα χωράφια με τις λίγες γέρικες καρυδιές τους, φυτεμένες στην τύχη εδώ κι εκεί. Ένα σκυλί κοκκινωπό βγήκε γαυγίζοντας ξεπνεμένα, ήταν αδύνατο και τσιμπλιάρικο, τόχ' αφανίσει η πείνα κι αυτό. Δεν παραφυλάχτηκα μη με δαγκώσει — δεν είχε ανάκαρο — μα βγήκε ο καλόγερος, το φώναξε, έβαλε την ούρα στα σκέλια και σώπασε. Ο άγιος με πλησίασε, ο αέρας μύρισε λιβάνι και κερί, φαινόταν ξάγρυπνος, ίσως να είχε μόλις τελειώσει τ' ορθρινό του — σκέφτηκα. «Καλημέρα σας πάτερ», τον χαιρέτησα και τραβώντας το χέρι του ψηλότερα το ασπάστηκα, μα μου φάνηκε σα να δοκίμασε ν' αποφύγει το φίλημα. Ήταν ένας άντρας ψηλός, ως σαράντα χρονών, αδύνατος, χλωμός κι οστεώδης, μ' αστραφτερά χοντρά μάτια, με κατάμαυρα μακριά θυσανωτά γένεια. Φορούσ' ένα καλπάκι στο κεφάλι, ένα τσουμπέ κουρελιασμένο που γυάλιζε από τη λίγδα κι ένα ζευγάρι γόβες χιλιομπαλωμένες στα ποδάρια. «Ποιος είσαι και τι ζητάς;» με ρώτησε, πολύ φιλικά και με νόημα μούδειξε να καθίσουμε σε δυο βραχάκια. «Είμαι Κρητικός, είμαι απ' τους όμηρους του Λαζαρέτου...». «Α! έχω ακούσει για τα πάθη σας», μ' έκοψε. «Εδώ στο χωριό, συνέχισα, βρισκόμαστε μια ομάδα. Αυτές τις μέρες πατάνε οι Γερμανοί το νησί...». «Λες να τα καταφέρουν;», μ' έκοψε ξανά. «Σίγουρα, σε δυο - τρεις μέρες. Ήρθα να σε παρακαλέσω, αν μπορείς να μας κρύψεις εδώ λίγες μέρες, να μας βοηθήσεις, αν βρεθούμε βέβαια σ' ανάγκη...». «Τι άλλη βοήθεια από το να σας κρύψω εδώ;». «Να, πατριώτη — τον είπα έτσι γιατί κατάλαβα πως εκείνο το «πάτερ» τον στεναχώρεσε — επειδή είσαι ιερωμένος, οι Γερμανοί δε θα σε υποψιαστούνε και θα μπορέσεις να μας βοηθήσεις να περάσουμε στην απέναντι στεριά». «Όλα μπορούν να γίνουν. Μόνο θα έχεις υπόψη σου, πως κι όταν ήρθαν οι Ιταλοί κι όταν ήρθαν οι Γερμανοί ανέβηκαν κι εδώ κι έστησαν ασύρματο». «Κι αν θα φέρουνε πάλι ασύρματο. Θα μπρέσουμε να μείνουμ' εδώ; Έχει μέρη να κρυφτούμε;». «Και τότε νάρθετε, μα έπρεπε να σας το πω να το ξέρετε». Σηκώθηκα να τον ευχαριστήσω και να φύγω, μα μου είπε: «Περίμενε σε παρακαλώ λίγο». Πήγε κατά την πύλη, σταματώντας όμως με ρώτησε:
Digitized by 10uk1s
«Μήπως θέλεις να δεις το μοναστήρι; είναι αρχαίο... Έρχονται και το βλέπουν οι μορφωμένοι». «Είμαι βιαστικός... Αλλά δεν είμαι και μορφωμένος». Είχα καιρό κι έκανα λάθος. Μα κείνη την περίοδο κατεχόμουνα από ένα αρχαιολατρικό ρομαντισμό και κάθε τι που θύμιζε Μεσαίωνα το νόμιζα εχθρικό και δίχως ενδιαφέρον. Γύρισε ο άγιος κρατώντας ένα ποτήρι ρακί και λίγα πολύ μεγάλα κι αφράτα καρύδια· ήταν απ' τις γέρικες καρυδιές του μοναστηριού. Τα πήρα και τον ευχαρίστησα. Ύστερα τον ρώτησα αν έχει το μοναστήρι άλλους καλογέρους. «Είχε μια φορά, μα τώρα με την πείνα σκόρπισαν». Στάθηκε λίγο αμίλητος και σε λίγο ρώτησε και κείνος: «Ως πότε θα κρατήσει αυτή η σφαγή πάνω στη γη;...». «Ώσπου η ανθρωπότητα θα καταφέρει να σκοτώσει αυτό το τέρας που θρέψαν οι εκμεταλλευτές και λέγεται φασισμός». «Μακάρι πατριώτη μου νάναι κοντά η μέρα. Δεν αντέχει πολύ ακόμα η καρδιά των ανθρώπων». «Βοηθάτε όμως κι εσείς οι αντιπρόσωποι του θεού πάνω στη γη και σ' εκείνη την παράκληση που ζητάτε από τον «Κύριον» να φυλάει τους ανθρώπους «από λιμού και λοιμού, πυρός, μαχαίρας» και τα λοιπά, να λέτε κοντά κι από το φασισμό. Γιατί ο φασισμός τάφερε μαζεμένα στους ανθρώπους όλα αυτά τα κακά και χειρότερο κακό ως τώρα δε φανερώθηκε πάνω στη γη. Τούπα αυτά και δεν ήμουνα βέβαιος, με τη σοβαρότητα πούχε δείξει ως τώρα, αν θα δεχότανε το αστείο μου. Μα χαμογέλασε και μούκλεισε το μάτι λέγοντας: «Έννοια σου, έννοια σου και τον συγυρίζω εγώ με τα ξόρκια μου». Τον χαιρέτησα. Μου κράτησε κάτω το χέρι, με κοίταξε πονηρά σαν να μούλεγε: «Δε θα μου τη σκάσεις να το ασπαστείς». «Αν βρεθείτε στην ανάγκη, νάρθετε. Πατριώτης είμαι κι εγώ. Θα κάνω το χρέος μου». Χωριστήκαμε. Έφυγα μ' ένα βαθύ αίστημα ικανοποίησης για τη σιγουριά και τον πατριωτισμό αυτού του ανθρώπου.
Ο ήλιος είχε αψηλώσει όταν έφτασα στην άκρια του υψίπεδου και κατηφόρισα στο μονοπάτι. Μα μια φωτεινή απέραντη ομορφιά με καθήλωσε. Κάθησα σ' ένα βραχάκι. Μπροστά και κάτω απλώνονταν τα τρία τέταρτα της Κέρκυρας καταμεσίς σε μια ήμερη λευκή θάλασσα που αστραποβολούσε σαν καθρέφτης. Ο Παντοκράτορας το βουνό έμοιαζε να μην έχει άλλο προορισμό, παρά να προφυλάει απ' τους βοριάδες τη θαλπωρή του κατάφυτου νησιού. Παρατηρώ απ' εδώ όλη τούτη τη φωτεινή απεραντοσύνη της θάλασσας και της στεριάς, πέρα μακριά τον ορίζοντα, και μου φαίνεται σα να μη χρησιμεύουν παρά για φόντο του κατάφυτου κι ολοπράσινου τοπίου, που απλώνεται κάτω μου. Η ελιά και το πεύκο, το κυπαρίσσι κι η πορτοκαλιά, Digitized by 10uk1s
η λόχμη κι ο λαχανόκηπος δίνουν μια ποικιλία στις αποχρώσεις του πράσινου στη γη που την κόβουνε μικρές - μικρές χαραδρούλες, κι' ανάμεσά τους τα κάτασπρα σαν περιστέρια χωριά κι οι βίλλες τονίζουν ακόμα πιο πολύ και κάνουν πιο χαρούμενο και ζωντανό το κομμάτι αυτό της φύσης. Αν δεν είναι τ' ομορφότερο, είναι από τα ομορφότερα μέρη του κόσμου. Κι όλη τούτ' η ομορφιά είναι πιο πολύ δημιούργημα της ανθρώπινης εργασίας. Το χέρι φύτεψε το κάθε δέντρο, έσκαψε και πήρε το νερό απ' τα έγκατα της γης και τ' ανάστησε. Τώρα οι άνθρωποι, που η εργασία τους κρατάει και κάνει ολοένα και καλύτερο αυτόν τον παράδεισο, ζουν με σπασμένα τα νεύρα και την αγωνία στην ψυχή, περιμένοντας τις χιτλερικές ορδές να μολέψουν τη ζωή τους.
Ίσως γιατί ζούσαμε αυτές τις μέρες κι εμείς οι δραπέτες την ίδια αγωνία, μα και τη δική μας την παραπανίσια με το φόβο πως οι Γερμανοί, όντας το νησί πεδινό και τρομοκρατημένος ο λαός. Θα μας έβαζαν στο χέρι ξανά και ότι φυσικά μας περίμενε ο θάνατος, ίσως ο φόβος τουτος του θανάτου, να στάθηκε η αφορμή να μου φανερωθεί τόσο ωραία η φύση, μα κι η ζωή, κείνη τη μέρα. Κι ωστόσο είχαμε λάθος. Χρόνια κομμένοι απ' τη ζωή, φτάσαμε τώρα και να υπερτιμάμε των Γερμανών τις ικανότητες από τη μια, τη δύναμη του λαού και των οργανώσεών του από την άλλη για να φυλάξουν διακόσιους αντιφασίστες. Φτάνοντας στο χωριό υπολόγιζα στις πράσινες πατατοκορφάδες και στα λίγα δράμια ψωμί. Πεινούσα. Συζητούσαμε με το γέρο Κώστα και τον κατατόπιζα για το βουνό, το μοναστήρι και τον καλόγερο, όταν ακούστηκε το σκούξιμο μοτοσυκλέτας. Έφτασ' η μηχανή στο χωριό, φρενάρισε απότομα, ο μοτοσυκλετιστής πετάχτηκε και ξάπλωσε στην άκρια του δρόμου φωνάζοντας: «Τεντέσκοι! Τεντέσκοι!» (Γερμανοί, Γερμανοί). Τρέξαμε κατά κει. Ο στρατιώτης, ένα παιδί ως εικοσιδυό χρονών, είχε βάλει τα δυο του χέρια στο μέρος της καρδιάς του, τόσφιγγε με δύναμη κι ούρλιαζε. Στο βλέμμα του ήταν ζωγραφισμένα ο τρόμος κι η απελπισία, οι χτύποι της καρδιάς του ακούγονταν δυνατοί και γρήγοροι. Μερικές γυναίκες τρέξανε κατά κει. «Τρελλάθηκε», είπε μια και σταυροκοπήθηκε κι άλλη βάλθηκε να του κάνει αέρα με τη φούστα της κι όλες μαζί τον ρωτούσαν. Το Ιταλάκι απαντούσε στη γλώσσα του, ύστερα ανακάθησε, έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε το στόμα, στήλωσε το βλέμμα στις γυναίκες για λίγες στιγμές κι απότομα ξέσπασε πάλι σε φωνές και κλάμα: «Τεντέσκοι, Τεντέσκοι», δείχνοντας κάτω στο Νοτιά, εκεί που περίμεναν την απόβαση. Στο χωριό είχε πιάσει κιόλας ο πανικός. Οι άνθρωποι έτρεχαν να κρυφτούν κατά το μέρος του βουνού, κάποιοι τραβούσαν και τα ζωντανά τους, κι εμείς σουρθήκαμε στην ελιά μας. Η μέρα κείνη μας φαινόταν πως κάτι ύποπτο έκρυβε, κάτι μας φύλαγε. Περνούσε το μεσημέρι, αεροπλάνα δεν ήρθαν για βομβαρδισμό, το πυροβολικό σώπαινε, στρατιωτικά καμιόνια δεν πέρασαν. Τέτοιες ησυχίες σε καιρό επιχειρήσεων φέρνουν υποψίες και φόβο. Από συζήτηση στην ομάδα μας στο πόδι, φτάσαμε πως η πέμπτη φάλαγγα, που οργίαζε μέσα στον ιταλικό στρατό, κατάφερε να βοηθήσει την απόβαση των Γερμανών, να παραλύσει κάθε αντίσταση. Μα πάλι η γνώμη γι' απόβαση μας φάνηκε λιγάκι αυθαίρετη γιατί δε στηριζόταν πουθενά, παρά μονάχα στην πληροφορία ενού τρελλού στρατιώτη. Ένας σύντροφος πρότεινε να φύγουμε από την ελιά μας και να εγκατασταθούμε σε κανένα ψήλωμα, μην έρθουν ξαφνικά οι Γερμανοί και δεν προλάβουμε... Πρότεινα να φύγουμε αμέσως, με το σύντροφο Γιάννη Βασάλο, για τα ιταλικά πυροβολεία, να δούμε τι γίνεται και να φέρουμε πληροφορίες. Προτού καλά - καλά τελειώσω ο Βασάλος είχε κιόλας ξεκινήσει: «Πάμε». Ο γέρο Κώστας δεν έφερε αντίρρηση. Πήραμε κι άλλον έναν σύντροφο, το Μανώλη Ζαχαριουδάκη, που κουτσομίλαγε τα ιταλικά. Βαδίζαμε τρεχάτοι, στη δημοσιά κατά τη Λευκίμμη. Σε καμιά ώρα είδαμε σ' ένα πυκνό ελαιώνα κάμποσα καμιόνια φορτωμένα οβίδες κι απαρατημένα στο χωράφι. Πιο πέρα οι φαντάροι είχαν ξαπλώσει στους ίσκιους και ραχάτευαν. Τους ρωτήσαμε, μα δεν ήξεραν τίποτα γι' απόβαση, έβρισαν «πόρκα μαντόνα» κι άρχισαν παράπονα γιατί οι σύμμαχοι δεν υποστήριζαν την αντίστασή τους μ' αεροπλάνα. Βαδίσαμε λίγο ακόμα και βρήκαμε τα πυροβολεία δεξιά του δρόμου, ρίζα σε κάτι χωματόλοφους. Τα κανόνια ήταν Digitized by 10uk1s
καμουφλαρισμένα σε βαθιές στοές που δεν είχαν πάθει σχεδόν καμιά ζημιά απ' τους βομβαρδισμούς. Ένας Ιταλός λοχαγός στεκόταν μπροστά σ' ένα αμπρί, λιμάριζε τα νύχια του και τραγουδούσε ένα σκοπό, σαν το σκοπό της «τιριτόμπα». Ήταν ένας άντρας καλοκαμωμένος κι ευγενικός, ως τριάντα χρονών. Τούπαμε αμέσως και δίχως προεισαγωγές και τα τέτοια, τις ανησυχίες μας για την απόβαση και τον ρωτήσαμε τη γνώμη τη δική του. Κούνησε το κεφάλι, χαμογέλασε μ' ένα πικρό χαμόγελο κι έμεινε σκεφτικός. Τον πληροφορήσαμε για τα φορτωμένα οβίδες αυτοκίνητα που είδαμε στον ελαιώνα παρατημένα και για το μοτοσυκλετιστή στρατιώτη και τον πανικό που μετάδωσε στον πληθυσμό. Χωρίς να δώσει πολλή σημασία κούνησε το χέρι λέγοντας: «Τα ξέρω όλ' αυτά, μα εδώ...» διαλύθηκε το παν, θάθελε να πει, μα βέβαια η θέση του σαν αξιωματικού ήταν λεπτή. Του θέσαμε ύστερα το ερώτημα, τι γνώμη είχε, αν οπλιζόταν ο λαός κι εμείς οι όμηροι κομμουνιστές. Θα μπορούσαν οι Γερμανοί τη στιγμή που δε διαθέτουν ούτε ένα πλοίο ν' αποβιβαστούνε στο νησί; Απόφυγε απάντηση λέγοντας μόνο πως θα θεωρούσε τιμή του να συμπολεμήσει με τους κομμουνιστές και με τον καλόκαρδο λαό της Κέρκυρας, μα ότι αυτά ήταν ζητήματα της πολιτικής και της ανώτερης διοίκησής του. Τον παρακαλέσαμε στο τέλος να δεχτεί τα συγχαρητήριά μας για την πετυχημένη απόκρουση απ' τα πυροβόλα του και στις τρεις απόπειρες απόβασης των Γερμανών. Δεν περιμέναμε ότι θα κολακευόταν και θα συγκινιόταν τόσο πολύ κι ότι θα μας ευχαριστούσε τόσο εγκάρδια. Ανεβήκαμε ύστερα σ' ένα υψωματάκι για ν' αγναντέψουμε το νότιο μέρος του νησιού, που προχωρεί μέσα στη θάλασσα σαν ένα μεγάλο κέρατο κι από δω είδαμε και τον κόλπο που οι Γερμανοί προσπαθούσαν να κάνουν την απόβαση και που στο τέλος το πέτυχαν. Γυρίσαμε στους Άγιους Δέκα τρέχοντας — τις δυο ώρες δρόμο τις κάναμε μια — κι είπαμε στην ομάδα μας τι καταλάβαμε απ' τη συζήτηση με τον Ιταλό λοχαγό κι ό,τι άλλο είδαμε απ' την κατάσταση του ιταλικού στρατού, προσθέτοντας πως σε δύο ή τρεις το πολύ μέρες δεν θα υπάρχει αντίσταση κι οι Γερμανοί θα πατήσουν το νησί. Επιμέναμε τότε να φύγουμε αμέσως για το χωριό Ποταμός, όπου βρισκόταν η επιτροπή μας, να την πληροφορήσουμε για την κατάσταση και να την πείσουμε να στέρξει να οργανωθεί το πέρασμά μας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αποφασίστηκε να φύγουμε τα χαράματα της άλλης μέρας, γιατί στο μεταξύ είχε βραδιάσει. Περάσαμε όμως κείνο το βράδυ στην ελιά, το λημέρι μας, ευχάριστα, γιατί βρήκαμε εκεί το σύντροφο Χαράλαμπο Χαραλάμπους, λογιστή, ιδιωτικό υπάλληλο, απ' τη Θεσσαλονίκη. Τον εχτιμούσαμε όλοι και χαρήκαμε πολύ με την συντροφιά του, γιατί ήταν πάντα γελαστός, γεμάτος ντομπροσύνη και καλή καρδιά. Δούλευε στην επιμελητεία κι είχε φέρει στην ομάδα μας από μια κουβέρτα στον καθένα. Είχε καταφέρει να περάσει τα πράγματά μας απ' το Λαζαρέτο στον Ποταμό με βάρκες. Τώρα είχαμε βολευτεί κάπως, γιατί μας είχαν καεί τα πανωφόρια και την κουβέρτα που μας μοίρασε θα την μεταχειριζόμαστε για τον ύπνο, για τη βροχή και για το κρύο. Συγκινήθηκα που εμένα μούφερνε μια πατανία κρητικιά, τη μόνη καινούρια πούσερνα κοντά μου. Ήτανε δώρο της μητέρας μου. Τον είχα παρακαλέσει να ψάξει στο σωρό τα πράγματα της ομάδας και δε λυπήθηκε κόπο για χάρη της «μητέρας», όπως μου είπε. Μ' αυτήν την πατανία, που δεν την πέρναγε σταγόνα στις βροχές, βρήκα μεγάλο μπελά απ' τις νοικοκυρές και τα κορίτσια, όταν αργότερα περάσαμε και βαδίζαμε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Περισσότερο στα χωριά του Ζαγοριού, στην Ήπειρο έκαν' εντύπωση και μου γυρεύανε να την κρατήσουν για να πάρουν σκέδιο, μα τα κατάφερα να τη γλυτώσω εκεί. Στο τέλος μου την κράτησαν στην Καλοσκοπή (Κουκουβίτσα) της Παρνασσίδας και για να δικαιολογηθώ που δώριζα το δώρο της μητέρας μου, ζήτησα απ' τα κορίτσια του χωριού να νοματίσουνε το σκέδιο αυτό και τις πατανίες που θα ύφαιναν «κυρά Αργυρένια» — τόνομά της. Γελούσαν οι ρουμελιώτισσες και μου δώκανε λόγο πως έτσι θα λένε τις πατανίες που θα υφάνουν με το σκέδιο της δικιάς μου «καραμελωτή».
Digitized by 10uk1s
Βαθειά χαράματα ξεκινήσαμε με το σύντροφο Γιάννη Βασάλο για τον Ποταμό. Κατηφορίζοντας για το Μαντούκι, εργατική συνοικία της Κέρκυρας, φάνηκε ένα ανιχνευτικό αεροπλάνο ν' αργοφέρνει κύκλους γύρω απ' την πόλη. Έρριξε μια πράσινη φωτιά, ξεμάκρυνε κι έφυγε. Η φωτιά χαμήλωνε σιγά - σιγά, έπεσε τέλος κοντά σε μια μεγάλη αποθήκη εεπιμελητείας του ιταλικού στρατού που βρισκόταν στην άκρια του Μαντουκιού. Όταν μετά μια ώρα μας έφερε ο δρόμος μας εκεί κοντά, η φωτιά έκαιε ακόμα. Ο Βασάλος μου πρότεινε: «Να περάσουμε γρήγορα, γιατί η φωτιά αυτή σίγουρα είχε σκοπό να επισημάνει τις αποθήκες κι όπου νάναι θα φτάσουν τα βομβαρδιστικά». Τρέξαμε να περάσουμε μα ίσα - ίσα που «προλάβαμε»... το στόχο, στην ώρα απάνω που πέντε πεντάδες «στούκας» έφταναν στις αποθήκες... Δεν είχε άλλο μέρος να κρυφτούμε εξόν τρία λιόδεντρα αιωνόβια, με χοντρούς κορμούς, δεκαπέντε - είκοσι μέτρα κοντά του στόχου. Ένα - ένα τα «στούκας» έκαναν την κάθετη, βαρώντας τη ρουκάνα τους για τρομοκράτηση των ανθρώπων, ακριβώς από πάνω μας, αμολούσαν το καθένα τους πέντε μπόμπες, η μια μεγαλύτερη, μπροστάρα, το κατόπι της οι άλλες, και κάρφωναν στο στενόμακρο κτήριο, αφάνιζαν ένα κομμάτι του, γινόντανε χαρμάνι τα υλικά του σπιτιού με τα τρόφιμα, κι ύστερα άλλο κι άλλο — αντιαεροπορικά δε λαλήσανε — ώσπου άδειασαν όλα το φορτίο τους. Είχαν πετύχει το στόχο, πράμα παράξενο, γιατί τώρα οι Γερμανοί ρίχνανε τις μπόμπες όπου λάχαινε, οι πολύ λυσσασμένοι αεροπόροι είχανε βγει από τη μέση. Μα τούτ' η σημερινή «ευστοχία» μάς έσωσε. Εμείς είχαμε κολλήσει στο κούτσουρο του πιο χοντρού λιόδεντρου. Κρατούσα το Γιάννη να μην τρέξει — σε τέτοια περίσταση νομίζει κανείς πως τρέχοντας θα σωθεί — αυτός έβριζε τους Γερμανούς και του λόγου μου τούλεγα: «Σώπα Γιάννη, σώπα και κόλλα στο δέντρο, γίνου φλοιδάκι του». Η ελιά δεχόταν από την άλλη της μεριά τα βλήματα, κάρφωναν στο κορμί της σκίζες από ατσάλι, οι πέτρες έρριχναν κάτω κομμάτια απ' τα κλαριά της και σειότανε σύγκορμη η κακομοίρα. Περάσαμε λαχτάρα μεγάλη ένα πεντάλεπτο, μα δεν πάθαμε τίποτα. Αφού τη γλυτώσαμε από δω, αφήσαμε το δρόμο, πιάσαμε τα χωράφια, τρέξαμε και φτάσαμε ένα μέρος δεντροσκεπασμένο. Εκεί είχαν στήσει οι Ιταλοί μεγάλες σκηνές και μέσα νοσηλεύανε τους τραυματίες απ' την πυρκαγιά της πολιτείας, γιατί οι Γερμανοί, βομβαρδίζανε κι ένα γύρω στο νοσοκομείο της πόλης. Δούλευε ακόμα κει μια μηχανή κάτω από μια ελιά για να δίνει ρεύμα ηλεκτρικό. Πιο κάτω είχε περβόλια με μηλιές, κυδωνιές και ροδιές, τα πότιζαν κορίτσια κι οι Ιταλοί φαντάροι χαζογελούσανε μαζί τους· χάχανα άκουες, φωνές και τραγούδια. Μα να σου πάλι τα «στούκας», που μετά τον βομβαρδισμό τράβηξαν κατά την Αλβανία, έλειψαν ως δέκα λεπτά, πήραν κύκλο και γύρισαν· ο κόσμος στο μεταξύ ξεθάρρεψε... κι εμείς φτάσαμε πάλι στο στόχο τους στην ώρα πάνω... Μουντάρανε τα «στούκας» κάτω, όπως οι αετοί στο κοπάδι που γεννοβολάει αφύλαχτο, άδειαζαν τα μυδράλιά τους, αψήλωναν, και πάλι παίρνοντας κύκλο ορμούσανε ξυστά πάνω απ' τα λιόδεντρα, πολυβολώντας τους ανθρώπους που τώρα είχε γίνει ουρλιαχτό το τραγούδι τους. Πέσαμε με το σύντροφό μου σ' ένα χαντάκι με νερό ως ένα γόνατο, μα πέρσευαν τα κορμιά μας έξω και καθήσαμε κάτω. Το νερό έφτανε ως τα στήθια μας, ήτανε παγωμένο — «να ψυχρολουσία!» είπε ο Βασάλος. Κράτησε ως δέκα λεφτά της ώρας και τούτη η χτηνωδία, μα εμείς δεν πάθαμε πάλι τίποτις. Φύγαμε τρέχοντας δίχως να νοιαστούμε για τ' «αποτελέσματα» κείνου του βομβαρδισμού — ποιο τ' όφελος; «Δεν πειράζει, είπα στον σύντροφό μου, περπατώντας θα στεγνώσουμε». Μετά έσκασε μια οβίδα ψηλά στον αγέρα, σύνθημα ότι έληξε ο συναγερμός· μπήκαμε κι εμείς τότε στον αμαξόδρομο. Ο ήλιος είχε αψηλώσει, μας ζέσταινε και μας στέγνωνε κι αφού βαδίσαμε λίγο δρόμο, ζυγώσαμε στον ασύρματο της Κέρκυρας. Ξαφνικά φάνηκαν δυο βομβαρδιστικά νάρχουνται ίσια τ' ασυρμάτου. Ξαπλώσαμε στο χαντάκι της δημοσιάς. Μας φάνηκε πως όταν έφτασαν ακριβώς από πάνω μας, αμόλησαν από μια μεγάλη σα βαρέλι μπόμπα το καθένα τους, έκαναν κύκλο κι εξαφανίστηκαν. «Πάμε!», φώναξε ο σύντροφός μου, όταν κατέβαιναν οι μπόμπες σφυρίζοντας. Φοβηθήκαμε πολύ, μα έπεσαν πενήντα μέτρα μακριά μας κι άλλα τόσα κοντά στον ασύρματο. Λίγα χώματα πετάχτηκαν πάνω μας, μα δεν πάθαμε κι εδώ τίποτα. Από καθαρή περιέργεια πήγαμε στο μέρος που έπεσαν οι μπόμπες. Δυο λάκκοι είχαν ανοιχτεί στη γης ως δέκα μέτρα βάθος και με διάμετρο πάνω από είκοσι. Κάμποσες μανταρινιές είχαν τιναχτεί στον αγέρα κι έπεσαν ως εκατό μέτρα μακριά, μα τα κτήρια Digitized by 10uk1s
του ασύρματου κι η κεραία έμειναν στη θέση τους χωρίς ζημιά. Πήραμε πάλι το δρόμο μας και πριν φτάσουμε στο χωριό είχαμε στεγνώσει ολότελα απ' το φθινοπωρινό ήλιο πούταν καφτός. Σταματήσαμε λίγο να ξαποστάσουμε πάνω στη γέφυρα του μοναδικού ποταμού πούχει το νησί. Αυτό το περίφημο ποτάμι που είναι ένα αυλάκι από ακίνητα βαλτόνερα, που προχωρεί κάμποσο μέσα στην ξηρά και δίνει την εντύπωση πως το νερό του έρχεται απ' τη θάλασσα. Οι όχτες του είναι σκεπασμένες από πυκνούς καλαμιώνες, κι όλος ο τόπος γύρω δε σου δίνει την παραμικρή υποψία πως είναι το ίδιο το ποτάμι που βγάνει ο Όμηρος τον Οδυσσεα ναυαγό. Φαίνεται νάχουν περισσότερο δίκιο εκείνοι που βάνουν το ποτάμι της Οδύσσειας κατά τη μεριά του Αχίλλειου, για να φτιαχτεί καλύτερα ο μύθος.
Φτάσαμε στο χωριό Ποταμός και μετά δυο ώρες ήρθε ένας σύντροφος της επιτροπής μας, ο Άγγελος Φλώκος, σωφέρ επαγγελματίας απ' την Αθήνα, και μας αντάμωσε. Τούπαμε όλα τα σχετικά που μάθαμε απ' τον Ιταλό λοχαγό κι άλλες πληροφορίες για την κατάσταση του ιταλικού στρατού και τη δράση της πέμπτης φάλαγγας μέσα σ' αυτόν. Είμαστε κι οι δυο μας, με το σύντροφο Βασάλο, κατηγορηματικοί κι απόλυτοι στην άποψή μας πως οι Γερμανοί σε δυο — το πολύ τρεις μέρες θα πατούσανε το νησί της Κέρκυρας κι ότι κατά τη γνώμη μας θάπρεπε ν' αρχίζαμε αμέσως τη νύχτα να φεύγουμε για την ηπειρωτική Ελλάδα με βάρκες. Δε συμφώνησε μαζί μας, μα κι εμείς δεν πιστέψαμε ότι ένα χαμόγελο που κρέμασε στο στόμα, την ώρα που κουβεντιάζαμε, ήταν από πεποίθηση κι αισιοδοξία ότι οι Ιταλοί θα κρατούσαν το νησί, παρ' όλο που μας έδωσε την «πληροφορία» ότι κι άλλοι Ιταλοί έρχονται συνεχώς από την Αλβανία. Είχαμε δει κι εμείς αυτό το συρφετό και πιστέψαμε πως ο ερχομός τους θα βοηθούσε στην πιο γρήγορη διάλυσή τους, έτσι όπως είχε καταντήσει πια το ηθικό τους. Πιστέψαμε πως οι πληροφορίες που είχε η επιτροπή μας ήταν κακής ποιότητας. Κι ότι την έδερνε η ίδια κακοριζικιά και αβουλία, όπως τον καιρό της Ακροναυπλίας και της Πύλου, όπως και της Κατούνας. Ο σύντροφος Βασάλος με σκούντησε: «Πάμε». Φύγαμε με τη βαθιά πεποίθηση πως γινόταν ένα σφάλμα και με βαθιά λύπη για την κακή εχτίμηση της κατάστασης, απ' την επιτροπή μας.
Ίσως γιατί είμαστε αφάνταστα λυπημένοι, ίσως γιατί θέλαμε να ιδούμε την πολιτεία, που τη γνωρίσαμε σ' ώρες που την αφάνιζαν οι φλόγες, τότε που κι ο αέρας της ήταν καφτός και με καπνό ανάκατος, μπορεί και να μας είχαν και καμιά δουλειά αναθέσει — έχουν περάσει τόσα χρόνια κι αδύνατο να μου τα φέρει όλα το μυαλό μου — όποια αιτία κι αν μας πήγε τέλος πάντων, περάσαμε απ' την καημένη την Κέρκυρα. Ρωτήσαμε σαν φτάσαμε στην άκρια της πόλης, που βρίσκονται οι φυλακές, γιατί είχαμε μάθει πως βομβαρδίστηκαν κι έμεναν έρμες και με τις πόρτες ανοιχτές. Τις πόρτες ωστόσο τις βρήκαμε κλειδαμπαρωμένες. Θελήσαμε να επισκεφτούμε το κάτεργο, που σ' αυτό είχε κλείσει και βασανίσει ο φασισμός της χώρας μας διαλεχτούς αντιφασίστες — εκεί μαρτύρησε κι ο σύντροφος Χρήστος Μαλτέζος. Εκεί μέσα τον βασάνιζαν μήνες ζητώντας του ν' αρνηθεί την πίστη του και τη Δημοκρατία, να προσκυνήσει το φασισμό. Στο τέλος, σαν δεν κατάφεραν να τον λυγίσουν οι δήμιοι, του κάρφωσαν στα πόδια πέταλα κι έτσι πεταλωμένος ξεψύχησε. Λίγα δαφνόφυλλα θα ρίχναμε στον τόπο εκείνο, μα δεν τα καταφέραμε να μπούμε και φύγαμε χωρίς να κάνουμε το χρέος μας αυτό. Δίπλα στο έξω τείχος της φυλακής βρίσκεται ένα αλσάκι από πεύκα. Είναι το μέρος ψήλωμα κι είχε δροσερό αεράκι και καθήσαμε εκεί να καπνίσουμε και να ξεκουραστούμε λίγο. Μα πριν τελειώσει το τσιγάρο μας είδαμε πιο κάτω σ' ένα οικόπεδο που μας χώριζε απ' τ' ακριανά σπίτια της Κέρκυρας, Digitized by 10uk1s
τρεις συντρόφους μας να βαδίζουνε κατά την έξοδο της πολιτείας. Ήταν ο Αναγνωστόπουλος, ο μπάρμπα Κωστήμπας κι ο Τάκης ο Φίτσος παλιός αγωνιστής, διανοούμενος απ' τη Λαμία της Ρούμελης. Έβαλα μια φωνή: «Γιωωώργη!» τ' Αναγνωστόπουλου. Εκείνος ξέσπασε σε γέλια, ξεκίνησαν ναρθούν, εμείς κατεβήκαμε από τ' αλσάκι κι ανταμωθήκαμε στο οικόπεδο. Ο Αναγνωστόπουλος γελούσε συνέχεια κι εμείς κάναμε σάμπως οι λίγες μέρες πούχαμε χωριστεί νάτανε ολάκερα χρόνια. Ο γέρο - Κωστήμπας άρχισε ύστερα να παραπονιέται: «Ορέ πιδιάμ Γιάνννν, τι 'ν' ορέ τούτ' του κακουό; Θα μας χαάσν' ορέ πιδιάμ' ιεδού οι Γερμανοί... Γιατί ορέ πιδιάμ' ν' μη φύβγουμ;». Ο Βασάλος του απάντησε, μα έτσι μόνο για να σταματήσουμε την κουβέντα αυτή και να πούμε τίποτα να ξεσκάσουμε: «Έννοια σου μπαρμπα - Νάσο κι όπου νάναι φεύγουμε...». Μας έκοψαν όμως το κέφι και την κουβέντα κάμποσες πεντάδες «στούκας», που φάνηκαν νάρχονται κατά την πολιτεία. Τρέξαμε σε μια οικοδομή και ξαπλώσαμε ανάμεσα στ' αγκωνάρια που βρίσκονταν σωρός χάμω. Αφού έρριξαν καμιά εκατοστή μπόμπες, πούπεσαν οι πιο πολλές στα οικόπεδα και σε μια λεωφόρο που περνούσε απ' την άκριά τους έφυγαν. Το μέρος εκείνο το σφυροκοπούσαν συχνά κι η λεωφόρος είχε ανασκαφεί, όπως είχαν χαλάσει κι όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στην ύπαιθρο με σκοπό να δυσκολέψουν και να κόψουν ολότελα τη μεταφορά οβίδων στα πυροβολεία, που οι αποθήκες τους βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Η Κέρκυρα ήταν ζωσμένη με μια πλατιά και βαθιά τάφρο, που θα χρειάστηκαν δεκάδες χιλιάδες μεροκάματα αγγαρεμένων απ' τους Ιταλούς, Κερκυραίων για να σκαφτεί. Κι έμπαινε τώρα το χαντάκι αυτό εμπόδιο στην άμυνα του νησιού, ολόκληρου, γιατί δεν έμεναν παρά οι κεντρικοί δρόμοι για έξοδο. Αυτές τις έξοδες σφυροκοπούσαν οι Γερμανοί. Σ' ένα τέτοιο μέρος μας βρήκε και μας ο βομβαρδισμός, ο τέταρτος τούτη τη μέρα, για μένα και το σύντροφο Βασάλο. Δεν πάθαμε σχεδόν τίποτα κι εδώ, εξόν τον Αναγνωστόπουλο, που όπως είχε πέσει πίσω από μια στοίβα αγκωνάρια, κι όπως τ' αγκωνάρια έτρεμαν απ' τις εκρήξεις, σκέφτηκε πως θα κατρακυλούσαν επάνω του, έβγαλε τα χέρια να τα κρατήσει και τραυματίστηκε στα δάχτυλα ελαφριά. Πήγαμε στο κέντρο της πόλης σ' ένα φαρμακείο και τούδεσε τα τραύματα ένας γιατρός. Χωριστήκαμε αμέσως να πάει καθένας μας στη βάση του, γιατί δεν είχε κανένα ενδιαφέρον η πολιτεία, πούχε σχεδόν αδειάσει απ' ανθρώπους και τους λιγοστούς που απόμεναν τους είχε αναστατώσει ο βομβαρδισμός. Τώρα δα σκέφτομ' εκείνη τη συνάντηση, την τελευταία, γιατί δεν ξανανταμώθηκα με κανένα από τους συντρόφους αυτούς πούχαμε και φιλία ξεχωριστή: Ο γέρο Κωστήμπας καταδικάστηκε σε θάνατο κι εχτελέστηκε. Ο Αναγνωστόπουλος έπεσε σε μάχη. Το Γιάννη Βασάλο, που χωριστήκαμε την επόμενη μέρα, δεν τον ξανάδα, πιάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο κι εχτελέστηκε.
Ήταν απόγεμα όταν φθάσαμε με το Γιάννη στους Άγιους Δέκα. Οι σύντροφοι μας περίμεναν. Τρώγοντας τις πράσινες πατατοκορφάδες, αφηγούμαστε ό,τι μας συνέβη κείνη τη μέρα με τους βομβαρδισμούς και φυσικά τους είπαμε και για τη γνώμη του σύντροφου Φλώκου και της καθοδήγησης, πως για την επιτροπή μας δεν ύπαρχε φόβος απόβασης των Γερμανών και ότι θα μέναμε στην Κέρκυρα... Αλλά επειδή η γνώμη όλων μας ήταν ακριβώς αντίθετη, αποφασίστηκε να πάει για συνάντηση της καθοδήγησης ο ομαδάρχης μας. Έτσι το χάραμα της επόμενης μέρας έφυγε, για τον Ποταμό ν' ανταμώσει την επιτροπή. Για ν' αποφύγει τους δρόμους που βομβαρδίζονταν, πήρε τον αδερφό του. Ο Γιάννης μπορούσε να βαδίζει έξω από δρόμους, χωράφι στο χωράφι, δίχως να χάνει τον προσανατολισμό του. Μα ήταν Digitized by 10uk1s
αργά πια. Δεν έφερε καμιά ωφέλεια ο πηγαιμός του ομαδάρχη μας στον Ποταμό, εξόν τ' ότι βρέθηκαν κοντά στην ανατολική παραλία κι έφυγαν τη νύχτα της επόμενης μέρας με βάρκες μαζί με άλλους πενήντα συντρόφους μας, πούχαν συγκεντρωθεί ύστερ' από πρόσκληση του γραμματέα της κομματικής επιτροπής (Ηλία Καρά. Εμάς τους εκατόν πενήντα μας εγκατάλειψε ο ηγέτης μας αυτός. Και ήταν ακόμα καιρός να περάσουμε στην Αλβανία που ήταν αδειανή από στρατό κατοχής, αφού οι Γερμανοί προσπαθούσαν για την κατάληψη του νησιού απ' τη Γουμένιτσα. Η ανικανότητα όμως της επιτροπής μας, να εχτιμήσει σωστά την κατάσταση, μας αχρήστεψε. Έτσι μείναμε οι εκατόν πενήντα απ' τους διακόσιους Ακροναυπλιώτες, σκορπισμένοι κατά ομάδες, σε διάφορα χωριά του νησιού. Εμείς οι οχτώ παραμείναμε στους Άγιους Δέκα και — πράμα που μας παραξένεψε — το επόμενο πρωινό δεν ήρθαν αεροπλάνα να βομβαρδίσουν. Μια ύποπτη σιωπή και μια γαλήνη επικρατούσ' εκείνη τη γλυκύτατη φωτεινή φθινοπωριάτικη μέρα. Η γης μοσκοβολούσε από χωματίλα. Τη νύχτα είχε ρίξει μια δυνατή βροχή. Τα λιόδεντρα έγερναν τα κλαριά τους απ' το βάρος του καρπού, που άρχιζε κιόλας να ωριμάζει. Τα φύλλα τους σκούρηναν και ζωήρεψαν και σα να ήταν, αυτά τα δέντρα, τα μόνα πλάσματα που τούτη τη μέρα έμεναν ολότελα αδιάφορα, κυριεμένα από μια λαίμαργη ευχαρίστηση. Ένιωθες τη ρίζα τους, με τις αμέτρητες διακλαδώσεις, να δουλεύει ακατάπαυστα, βαθιά στο υγρό τώρα χώμα και να στέλνει με ταχύτητα γλυκύτατους χυμούς για να θρέψει, να ομορφήνει και να ωριμάσει τον καρπό τους. Καιρό τώρα περίμεναν την ευλογία της φύσης, τη βροχή, που τους ερχόταν ύστερ' από τόση καθυστέρηση. Οι κάτοικοι του χωριού περνούσαν ένας - ένας για τα χωράφια, τραβώντας τις γίδες και τα γαϊδουράκια τους, κοιτούσαν τα λιόδεντρα, πούχαν ομορφήνει, τον καρπό τους που σε λίγο θάρχιζε το μάζεμά του κι ο νους τους έτρεχε... στη διαταγή των Γερμανών για τη συγκέντρωση του λαδιού... Είχαν ελπίσει πως φέτος δεν θα είχαν επιτάξεις κι αφού θάβγαζαν τις υποχρεώσεις τους στον άρχοντα θάμενε κάτι και γι' αυτούς. Χρόνια περίμεναν μια τέτοια «ευτυχία». Ήμεροι και καλωσυνάτοι, μας καλημέριζαν και σήμερα, μα τόβλεπες καθαρά πως τα λιοψημένα πρόσωπά τους τα βάραινε η θλίψη. Ίσως μας λυπόνταν γιατί η θέση η δική μας ήτανε πολύ πιο δύσκολη απ' τη δική τους. Ίσως και ν' αναλογίζονταν σε πόσες έγνοιες και σε τι κίντυνο θα τους έβανε η φύλαξή μας, που το αίστημα της φιλοξενίας κι ο αγώνας τους υποχρέωναν. Κάρφωναν επίμονα το βλέμμα απάνω μας, αναστέναζαν και τότε στα δικά μας μάτια η φύση άλλαζε για μια στιγμή κι έπαιρνε μιαν όψη αλλιώτικη, φοβισμένη και μουντή. Μια υποψία απλωνόταν ολόγυρα για κάτι το αδυσώπητο, το αναπόφευκτα τρομερό, που όλο και ζύγωνε... Η Κέρκυρα, που για λίγο τραγούδησε τη λευτεριά της, περίμενε τώρα τον παντοδύναμο βάρβαρο, που ωστόσο ο κόσμος είχ' αρχίσει να μη λογαριάζει την παντοδυναμία του. Στιγμές θλιβερές, οι θλιβερότερες γι' ανθρώπους που από χρόνια παλεύανε με τις δυνάμεις του κακού. Μέσα στη σκέψη και στην ψυχή μας ξαναζωντάνεψαν κείνα τα φοβερά συναιστήματα, που νιώθαμε τότε που η παντοδυναμία του γερμανικού στρατού έσβηνε και σάρωνε τα πάντα, σ' Ανατολή και Δύση, Βορά και Νότο. Αναθυμήθηκα κείνη τη θλιβερή μέρα που μαζευτήκαμε σ' ένα θάλαμο του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας κι οι εξακόσιοι κρατούμενοι, για να διαβάσουμε μια εφημερίδα, που με πολλά βάσανα μας είχε δώσει ο διοικητής του στρατοπέδου. Διάβαζε ο Παπαπερικλής ένα τηλεγράφημα για την είσοδο των Γερμανών στο Παρίσι, με τις σιδερόφραχτες φάλαγγές τους. Κάτι άρχισε τότε από λίγο να σφίγγει την ψυχή μας κι άθελά μας σφίγγονταν τα δόντια, σφίγγονταν τα δάχτυλά μας σε γροθιές κι ο θάλαμος βουβάθηκε ολότελα. Όταν τέλειωσε το διάβασμα και σκορπίσαμε τα μάτια μας έτρεχαν με χοντρό καφτό δάκρυ κι η ανάσα μας έβγαινε με βία από τ' αγουσεμένα στήθια μας. Εμείς οι αγράμματοι, που το μέσο επίπεδό μας δεν ξεπερνούσε την τετάρτη του Δημοτικού, οι αλυσοδεμένοι ελεύθεροι, διαβάζαμε τότες τον «Επιτάφιο του Περικλή», την ιστορία της Γαλλικής Digitized by 10uk1s
Επανάστασης και στις καρδιές μας που τις φλόγιζαν η έξαρση και τα ιδανικά της δημοκρατίας η είδηση εκείνη είχε πέσει σαν κεραυνός. Το Παρίσι στα χέρια των βαρβάρων! Η πόλη με την κληρονομιά της αρχαίας Αθήνας, η πρωτεύουσα του κόσμου κουρασμένη, προδομένη, ανυπεράσπιστη, έπεφτε στα χέρια του πιο διεστραμμένου εκπρόσωπου του γερμανικού μιλιταρισμού — του Χίτλερ! Το Παρίσι του Μαρά και του Ροβιεσπιέρου!... Η πόλη των Γιακωβίνων και των Αβράκωτων και των Κομμουνάρων!.. Τώρα, στα χέρια των μπουρζουά, δεν έσκαψ' εφτά σειρές χαρακώματα και δεν το υπερασπίστηκε ο λαός του! Το Παρίσι σήκωσε τα χέρια!... Έμενα με την εντύπωση πως ο κόσμος δεν είχε πια πρωτεύουσα, ώσπου το φασιστικό τέρας, πιο δυνατό και πιο λυσσασμένο, στράφηκε στην Ανατολή και βαθιά καρφώνοντας μέσα της, αντίκρυσε τους πύργους και τις καμινάδες μιας άλλης πρωτεύουσας. Χυμώντας μεθυσμένο κατά πάνω της, θέλησε να τη σπαράξει κι αυτή!... Μα δε βρήκε το Παρίσι!.... Βρήκε μια πολιτεία με Κομμουνάρους και με Γιακωβίνους, που άρπαξαν τα σφυριά τους και σε μιλιούνια αμέτρητα έτρεξαν κατά πάνω του θεριού. Ξαφνιάστηκ' εκείνος και καταντροπιασμένος έκανε πίσω, πίσω!... Η πολιτεία των καινούριων Κομμουνάρων γινότανε τώρα η νέα πρωτεύουσα του κόσμου. «Τώρα ξανά ο κόσμος έχει πνευματική πρωτεύουσα», σκέφτηκα. Ο μαλθακός ο μπουρζουά σήκωσε τα χέρια στο Παρίσι. Ο δυνατός ο προλετάριος σήκωσε το σφυρί! Βάρεσε και νίκησε στη Μόσχα. Την ίδια βαριά οδύνη νιώσαμε κι όταν οι φάλαγγες του Χίτλερ φτάναν στην Αθήνα κι ο φρούραρχός της «πρόσφερε τας κλείδας της πόλεως» στον καταχτητή!... Η Αθήνα που έδωσε στην ανθρωπότητα τη δημοκρατία και το ρυθμό, παραδινότανε στο φασίστα επιδρομέα δίχως αντίσταση, δίχως έστω έναν πυροβολισμό. Γιατί η Αθήνα δεν είχε Δημοκρατία, γιατί τώρα την Αθήνα την κυβερνούσε ο ελληνικός φασισμός. Κι ύστερα από λίγο η Κρήτη... Η Κρήτη που το μέγεθός της δεν ξεπερνάει στον παγκόσμιο χάρτη το μέγεθος της σκνίπας, έδινε τη μάχη της για λογαριασμό της δημοκρατικής ανθρωπότητας. Δέκα ημερόνυχτα κρατούσαμε την ανάσα μας στον άνισο αγώνα της, μα τέλος κυλιότανε κι αυτή αιμόφυρτη κάτω από την μπότα του κοσμοκράτορα, και μεις νιώθαμε κείνο το σφίξιμο στην ψυχή για όλες τούτες τις ατυχίες των δυνάμεων της προόδου. Μα την ίδια στιγμή νιώθαμε να γινόμαστε πιο δυνατοί, πιο αλύγιστοι κι αποφασιστικοί. Και τώρα εδώ στην Κέρκυρα, με τους αγαθούς, τους αξιαγάπητους και φιλόξενους ανθρώπους της, ύστερ' από τρία ολόκληρα χρόνια, διακόσιοι του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας, δοκιμάζαμε το ίδιο σφίξιμο στην ψυχή.
Τούτη τη μέρα είχε μια ασυνήθιστη κίνηση η δημοσιά που περνούσε απ' το χωριό μας. Από το νότιο μέρος του νησιού μετακινούνταν προς το βόρειο πολλοί σύντροφοί μας, μεμονωμένοι ή σε μκροομάδες. Χαιρετιούμαστε, λέγαμε αστεία και τίποτ' άλλο. Και τι να πούμε; Αυτές οι μετακινήσεις μαρτυρούσαν ότι προετοιμαζότανε το πέρασμά μας στην Αλβανία — αν βέβαια προλαβαίναμε. Τούτη τη μέρα, που ήταν κι η στερνή μας εδώ στους Άγιους Δέκα, μπήκα μ' ένα καινούριο σύντροφό μου, από τους Εαμίτες, όπως τους λέγαμε, μέσα στο χωριό. Όσο κι αν έστιψα το μυαλό μου δεν μπόρεσα να βρω τόνομά του. Δεν κρατούσα, ούτ' εγώ, ούτε κανείς — όσο ξέρω — απ' την ομάδα μας, ημερολόγια, σημειώσεις και τα τέτοια. Όταν φτάσαμε στη μέση του χωριού συναντήσαμε το Χρήστο Αντωνίου. «Πάμε πίσω, μας είπε, γιατί κάτι φώναξαν από το καραούλι... Μου φαίνεται πως έβαλαν οι Γερμανοί πόδι στο νησί. Πάμε και δεν πρέπει ν' ανησυχούμε και πολύ». Κουβέντιασα με δέκα και πάνω ανθρώπους. Γνώμη τους πως δεν είναι λόγος να φοβόμαστε τόσο πολύ. Θα μας φυλάξουν από τους Γερμανούς. Δεν βρήκα κανένα της οργάνωσης — κουβέντιασα με κάτι γέρους. Digitized by 10uk1s
Έκανε λάθος η καθοδήγηση που μας κράταγε και μεις το δεχόμαστε κάτω από μια ελιά, όλες τις ώρες της ημέρας, τόσον καιρό πούμαστε λεύτεροι. Έπρεπε ν' ανακατευόμαστε και να ζούμε με τον κόσμο. Κόντεψε να χάσουμε τον εαυτό μας και να μας πάρει ο φόβος. Σε τέτοιες στιγμές στενάχωρες πρέπει κανείς να βρίσκεται όσο γίνεται κοντά στους ανθρώπους. Ύστερα ο Χρήστος σταμάτησε, πήρε βαθιά ανάσα, χτύπησε κάτω ένα ραβδί που κρατούσε να διώχνει τα σκυλιά και πρόστεσε: «Πρέπει σύντροφοι να βρούμε ξανά τον εαυτό μας, γιατί το στρατόπεδο και τα βάσανα μάς έχουν ζαβλακώσει και θα τον βρούμε, όχι κάτω από τις ελιές, μα μέσα στον κόσμο». Ο Χρήστος Αντωνίου ήταν από το Λουτράκι Κορινθίας, εργάτης γης, αντιφασίστας, που στην περίοδο της τελευταίας δεκαετίας του μεσοπόλεμου βρέθηκε στην πρωτοπορία των αγώνων της φτωχολογιάς της περιφέρειάς του, που τον λάτρευε. Μα και για τούτο οι αρχές δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Τον πήγαν και τον ξαναπήγαν εξορία, μα ούτε κι εκεί τον άφησαν σε ησυχία, ώσπου τον έφεραν στο κάτεργο της Ακροναυπλίας. Ήτανε δυνατός στο σώμα και στην ψυχή, με όψη αγριωπή, μα ήταν πολύ φανερή στο πρόσωπό του και στους τρόπους του η καλωσύνη κι η ανθρωπιά. Όταν του στέρησαν τη λευτεριά του άφησε στη συντρόφισσά του τη Λενιά τρία κοριτσάκια. Αν και είχανε περάσει οχτώ χρόνια από τότες, τα φανταζότανε έτσι νήπια ακόμα. Σαν έβλεπε εδώ στους Άγιους Δέκα συνομήλικά τους έτρεχε να τα χαϊδέψει κι άθελά του τα χέρια πήγαιναν στις τσεπες του, σαν κάτι νόμιζε πως κρατάει για να τα φιλέψει. Μα επειδή ήταν λίγο κουφός, μιλούσε δυνατά με τη λίγο βραχνή και βροντερή φωνή του και τα παιδάκια τον φοβόντανε, βάζανε τις φωνές κι έτρεχαν μακριά του. Κι ο Χρήστος, πούχε μια πάθηση στα μάτια και στην ελάχιστη συγκίνηση δάκρυζε, άρχιζε σαν παιδάκι τ' αναφυλλητά: «Έτσι, έτσι... Έτσι θα με φοβούνται και τα παιδάκια μου, αν καμιά φορά γλυτώσω το βόλι του φασισμού και βρεθώ κοντά τους». Μα ύστερα απότομα σκουπίζοντας το δάκρυ του, ξανάλεγε: «Α! η Μαριώ μου... Η Μαριώ μου είναι τώρα δεκατριώ χρονώ... Όπου νάναι, η συντρόφισσά μου η Λενιά θα πρέπει να της έβρει γαμπρό». Φούσκωνε το στήθος του και ξεφυσούσε κι απότομα, σα νάβλεπε τα κοριτσάκια του εκεί μπροστά του κοπελούδες ολόκληρες, ξεσπούσε στα γέλια, γελούσε και σκούπιζε το δάκρυ του.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΚΕΡΚΥΡΑ-ΑΛΒΑΝΙΑ Κείνη τη μέρα γίνηκε η απόβαση. Το πώς βρεθήκαμε σ' ένα βαθύσκιωτο λιοπερίβλο του χωριού Σκοινοπιάστες και πώς φύγαμε απ' τους Άγιους Δέκα δεν μπόρεσα να θυμηθώ. Εδώ βρήκαμε κι άλλους και φτιάξαμε μια ομάδα από είκοσι συντρόφους κι ένας παρατηρητής μας πληροφορούσε για τα φορτωμένα με Γερμανούς καμιόνια, που κατέβαιναν από τη δημοσιά Λευκίμμης — Κέρκυρας για την κατάληψη της πρωτεύουσας του νησιού. Θυμάμαι πως ήταν μεσημέρι όταν έπαψαν να περνάνε καμιόνια. Δεν είχαμε τι να φάμε — πεινούσαμε πολύ δίχως άλλο. Το χωριό ήταν αναστατωμένο απ' τον ερχομό των Γερμανών. Αποφάσισε η ομάδα μας να στείλει το Νίκο Γιωργαλή, καπνεργάτη απ' τη Θάσο κι εμένα πάνω στους Άγιους Δέκα να πάρουμε λίγο λάδι και ψωμί που είχαμ' αφήσει εκεί. Όταν ζυγώναμε στους Άγιους Δέκα, μας τρόμαξαν τέσσερα μικρά ανιχνευτικά αλυσοφόρα που κατηφόριζαν στις στροφές της δημοσιάς, μα προλάβαμε να κρυφτούμε. Οι Γερμανοί, θέλοντας να τρομοκρατήσουν τον κάμπο, σκότωναν κι από κανέναν άνθρωπο που λάχαινε στο δρόμο τους. Φτάνοντας στο χωριό βρήκαμε τους ανθρώπους αναστατωμένους από ένα περιστατικό: Ένας Ιταλός στρατιώτης αιχμάλωτος οδηγούσε ένα καμιόνι γεμάτο Γερμανούς. Με τη βία τον είχαν αναγκάσει. Πήρε κι ο Ιταλός φαντάρος την απόφαση, σαν άλλος Σαμψών, να τους εξοντώσει πεθαίνοντας κι αυτός μαζί τους. Εκεί λοιπόν στην βόρεια έξοδο του χωριού, ο δρόμος είναι κατηφορικός, κι ύστερα κάνει μια απότομη στροφή στ' αριστερά. Σ' αυτή την κατηφόρα ο Ιταλός αιχμάλωτος άνοιξε όλο το γκάζι, σήκωσε τα φρένα, δεν έστρεψε αριστερά, κράτησε το τιμόνι ίσια ρίχνοντας το καμιόνι σε γκρεμό, όπως υπολόγιζε. Μα το αυτοκίνητο με την ταχύτητα που είχε πήδησε σαν τραγί στον αέρα, πέφτοντας πέντε μέτρα χαμηλότερα πάνω στους έξι τροχούς, κύλησε λίγα μέτρα και σφηνώθηκε σ' ένα αιωνόβιο λιόδεντρο. Κανένας απ' τους επιβάτες του δεν έπαθε τίποτα μόνο ο δύστυχος αιχμάλωτος δέχτηκε μια σφαίρα στ' αυτί και δε μεταπήρε ανάσα. Ύστερα οι Γερμανοί, αφού άφησαν διαταγή να θάψουν τον αιχμάλωτο σε βαθύ λάκκο, τράβηξαν πεζοί για την Κέρκυρα. Το χωριό λοιπόν είχε συναχτεί τώρα για τον ενταφιασμό του Ιταλού στρατιώτη, που τον θεωρούσε μάρτυρα και ήρωα, αδιάφορο αν δεν είχε κατορθώσει να ξεκάνει τριάντα Γερμανούς εκπαιδευμένους φονιάδες. Ο παπάς θα τον έψελνε με τα λόγια και με τον τρόπο που κηδεύουν τους ορθόδοξους, λίγα κόλλυβα ετοιμάστηκαν κι η καμπάνα βαρούσε πένθιμα. Ανησυχούσαν όμως και φοβόνταν οι άνθρωποι των Άγιων Δέκα μήπως οι καταχτητές θεωρήσουν προσβολή για την κυριαρχία και την κατοχή τους ένα σταυρό από παλιοσάνιδο, που θάστηναν πάνω στον τάφο, με τόνομα του Ιταλού στρατιώτη. Χωρίς να πάρουμε μέρος σ' αυτή την ιεροτελεστία, που την αγρίευε των Γερμανών ο φόβος, τραβήξαμε ίσια στο γέρο φούρναρη. Ο γιος του ο Σπύρος όπως κι όλοι οι νέοι του χωριού, οργανωμένοι ή όχι, με την απόβαση των Γερμανών έτρεξαν και κρύφτηκαν στα χωράφια. Ο φούρναρης μας δέχτηκε πολύ φοβισμένος και μας παρακάλεσε να πάρουμε το λίγο αλεύρι και λάδι, που φύλαγε στο σπίτι του για την ομάδα μας. Φοβότανε την προδοσιά, μα επειδή πιστεύαμε πως κανείς χωριανός του δε θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια πράξη, τον πείσαμε να τα κρατήσει εκεί, ως την επόμενη νύχτα. Παίρνοντας λίγα οκαδιάρικα καρβέλια σταρίσιο ψωμί, κι ένα παγούρι λάδι φύγαμε τρέχοντας για τους Σκοινοπιάστες. Βρήκαμε τους συντρόφους να μας περιμένουν μ' αγωνία. Τα νέα από την πρωτεύουσα έλεγαν πως οι Γερμανοί σκοτώνουν ανθρώπους αδιάκριτα. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν τρομοκρατημένοι απ' την παρουσία στην περιοχή του χωριού τους της ομάδας μας και μας παρακάλαγαν να φύγουμε το γρηγορώτερο. Οι οργανώσεις είχαν πάθει το πρώτο σε τέτοιες καταστάσεις μούδιασμα. Ξεκινήσαμε αμέσως για τον Ποταμό, που όπως υπολογίζαμε θα παίρναμε επαφή αν η καθοδήγηση βρισκόταν ακόμα εκεί. Βαδίζαμε ίσια και βόρεια, μέσα από τα χωράφια και τα περιβόλια. Όσο Digitized by 10uk1s
δύσκολες κι αν ήταν για μας οι ώρες εκείνες, άθελά μας αποθαυμάζαμε την ομορφιά του τοπίου. Ξεχωριστή εντύπωση μας έκαναν οι κατάχλωρες πυκνές λόχμες, με τις ανθισμένες περιπλοκάδες στις όχθες των ρυακιών. Τόχω ξαναπεί μα το λέω και πάλι: Σε τέτοιες στιγμές κινδύνου της ζωής, ο κόσμος χωρίς άλλο φαίνεται πιο όμορφος, πιο φωτεινός και γεμάτος υποσχέσεις. Μα και το μέρος κι η φθινοπωριάτικη κείνη μέρα ήταν ξέχειλα από μαγεία και γαλήνη. Την ήμερη ωστόσο ησυχία κι ομορφιά την τάραζαν κάθε τόσο μικρά σμήνη «στούκας» που πετούσαν ξυστά στις κορφές των δέντρων, σκίζοντας τον αέρα με τ' ατσάλινα φτερά τους. Αληθινά, το πέταγμα εκείνο, που δεν είχε άλλο σκοπό από την τρομοκράτηση του πληθυσμού, μας έσπαζε τα νεύρα. Βράδιαζε πια όταν φτάσαμε και καθήσαμε σε μια φουντωτή καστανιά, που τα κλαριά της φορτωμένα καρπό ακούμπαγαν στη γη. Εκεί θα μέναμε ώσπου θα νύχτωνε. Τότε θα παίρναμε επαφή με το χωριό. Πεινούσαμε πολύ. Ο Αντωνίου μοίρασε ψωμί σε είκοσι κομμάτια. Δίκαια· τόσο δίκαια όσο τόθελε η πείνα μας κι η μικρή ποσότητά του. Και πιστεύω πως κι ο πιο επιτήδειος Ιροκέζος δε θα πετύχαινε πιο δίκια διανομή. Για την περίσταση, σαράντα δράμια ψωμί με δέκα δράμια λάδι ήταν πρώτης τάξης γεύμα, για όλο το εικοσιτετράωρο. Όταν νύχτωσε φύγαμε με το Γιωργαλή και φτάνοντας στον Ποταμό προσπαθήσαμε να συνδεθούμε με την οργάνωση του Εθναπελευθερωτικού Μετώπου. Μα στάθηκε αδύνατο. Μόνο μια γυναίκα μας είπε πως ίσως θα βλέπαμε κάποιον, αλλά κατά τις 11 ή 12 τα μεσάνυχτα. Σε λίγο έφτασαν στο κέντρο του χωριού μερικά καμιόνια, γεμάτα Γερμανούς φαντάρους. Τραγουδούσαν το «Ντόιτσλαν άμπερ άλες» και τα πιτσιρίκια, στριφογυρνώντας σα μύγες γύρω απ' τα καμιόνια, τους κορόιδευαν. Ένας γέρος ταβερνιάρης τους κουβαλούσε γιομάτα ποτήρια κρασί σ' ένα μεγάλο δίσκο. Ήπιανε και ξανάπιανε, ύστερα μαρσάρισαν τ' αυτοκίνητα κι έφυγαν. Στο τέλος κατά τη μια μετά τα μεσάνυχτα, συνδεθήκαμε. Σ' ένα μεγάλο ισόγειο σπίτι που μόλις το φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι, βρήκαμε το σύντροφο Ντώντη. Ο Ντώντης είν' ένας ψηλός άντρας, λίγο σκυφτός, με μακρύ μουστάκι που κρέμεται. Είναι πολύ αγαθός άνθρωπος, εργάτης ξύλου απ' τα Γιάννενα. Καθόταν σ' ένα σκαμνάκι χαμηλό κι ούτε κουνήθηκε απ' τη θέση του, όταν εμείς μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Ο Γιωργαλής, που δεν κατάλαβε ότι ήταν κουρασμένος, του μίλησε απότομα για το λόγο ότι άργησε να μας ανταμώσει και τον ρώτησε να μας πει τι γνώριζε για την κατάσταση. «Είναι δύσκολη η θέση μας τώρα σύντροφοι. Αυτό πρέπει να το χωνέψουμε». «Το ξέρουμε», του είπε ο Γιωργαλής, αλλά εμείς θέλουμε να μάθουμε αν ξέρεις πού βρίσκεται η επιτροπή μας ή αν σούδωσαν τίποτα οδηγίες». «Την επιτροπή δε θα τη βρήτε. Φεύγουν απ' τον Ύψο, πολλοί σύντροφοι. Μπορείτε και σεις να πάτε — θα προλάβετε». «Και προς τα πού βρίσκεται αυτός ο Ύψος, Ντώντη;». «Δεν ξέρω, σύντροφοι, άλλο για να σας πω εχτός ότι είναι βόρεια από δω. Και μη ρωτάτε στο χωριό για να σας πουν πού βρίσκεται ο Ύψος. Δεν κάνει. Δύσκολη κατάσταση περνούμε. Πάρτε τη δημοσιά βόρεια κι όποιο διαβάτη βρήτε, μακριά απ' το χωριό, ρωτάτε τον. Δεν πρέπει να ξέρει σ' αυτό το χωριό ούτ' ένας, έξω της οργάνωσης, που ωστόσο κι αυτή χάθηκε, γι' αυτή την υπόθεση». Φύγαμε τρέχοντας πάνω στη δημοσιά. Αλλά που ήταν αυτός ο Ύψος; Μερικά καμιόνια με Γερμανούς μας προσπέρασαν, τραβώντας βόρεια του νησιού. Σκεφτήκαμε πως ίσως θα πήγαιναν Digitized by 10uk1s
στον Ύψο. Είχαμε σταματήσει σε μια διασταύρωση όταν ακούσαμε πατήματα ανθρώπου. Όταν ζύγωσε γνωρίσαμε το σύντροφο Τζάκο. «Πού πηγαίνεις, τον ρωτήσαμε αφού χαιρετιστήκαμε, μ' αυτός δεν απαντούσε. Με τα πολλά μας παρακάλια μας είπε». «Δεν ξέρω!». «Δεν μας γνωρίζεις;» τον ρώτησε ο Γιωργαλής. «Σας γνωρίζω μα δε μπορώ να σας πω που πηγαίνω». Πόσο τον παρακάλεσε ο σύντροφός μου και με τι συντροφικό τρόπο δε λέγεται. Στάθηκε αδύνατο να μας πει για οτιδήποτε τον ρωτήσαμε. Τόσο στρυφνό άνθρωπο δεν είχα συναντήσει. Κι όχι πως το λέω που, όπως λένε, έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος της Θεσσαλονίκης, επειδή κληρονόμησε χιλιάδες ομοεθνείς του που ξέκανε ο Χίτλερ, ή πως έχω τον ελάχιστο αντισημιτισμό, μα γιατί δεν ύπαρχε κανένας λόγος να μη λέει ακόμα και ποιος δρόμος τραβάει κατά τον Ύψο και τη στιγμή μάλιστα που του εξηγήσαμε πως δεν ενδιαφερόμαστε για τους εαυτούς μας, μα για ομάδα συντρόφων από είκοσι. Μια ώρα παίδευε το Γιωργαλή, που στο τέλος γονάτισε μπροστά του και τον παρακαλούσε. Αν δεν μας έτρωγε αυτή την ώρα, η ομάδα μας θα προλάβαινε να περάσει στην Ήπειρο κείνη την νύχτα. Στο τέλος δεν άντεξα, και... τον έπιασα απ' το γραβαντάκι: «Λέγε μωρέ!...». Κύλησαν τα γυαλιά στη μυτάρα του και το καρύδι στον αδύναμο λαιμό του ανεβοκατέβηκε. «Φεύγουμε απ' τον Ύψο. Φεύγουμε απ' τον Ύψο. Εκεί πηγαίνω τώρα. Να ο δρόμος. Και μας έδειξε το δεξιό κάθετο». Όταν έφυγε ο Εβραίος σύντροφός μας μου πρότεινε ο Γιωργαλής: «Φεύγουμε Γιάννη; Καλό είναι για το κίνημα να γλυτώσουμε κι εμείς οι δυο. Γιατί όπως και να γίνει, δε θα προλάβουμε να φέρουμε την ομάδα· μας πήρε η μέρα». «Με την ευκή μου, Νίκο, φεύγα εσύ. Ειλικρινά σού λέω, φεύγα. Δεν συμφωνώ όμως μαζί σου ότι όσοι μείναμε εδώ θα εξοντωθούμε. Μα κι έτσι αν είναι, πάλι πρέπει να γυρίσει ο ένας στους συντρόφους μας, που μας ανάθεσαν τούτη την αποστολή». «Πολλές φορές στη ζωή μου θυμάμ' εκείνο το «με την ευκή μου», που είπα στον Γιωργαλή. Ήταν αυτός μεγαλύτερος στην ηλικία, μα θέλησα ίσως έτσι να του δώσω να καταλάβει, πόσο δε θα παρεξηγούσα, αν έφευγε και πόσο δεν παραξήγησα την πρότασή του. Με σταύρωσε να φύγω εγώ. «Φεύγα συ», με παρακαλούσε, ώσπου τα πατήματα του Εβραίου έπαψαν να γροικιούνται. Τα καταφέραμε όμως τελικά, να μην φύγει ο ένας από τους δυο μας, όπως ήταν το σωστό. Γυρίσαμε στην ομάδα τρέχοντας, μα είχε αρχίσει κιόλας να χαράζει. Είχαμε χάσει την ευκαιρία να φύγουμε 12. Θα μέναμε στο νησί κι έπρεπε να βρούμε τι θα κάναμε τώρα με τις καινούριες δυσκολίες.
Digitized by 10uk1s
Όταν ξύπνησαν όλοι οι σύντροφοι, χρύσωνε ο ήλιος τις βρεγμένες απ' τη δροσούλα κορφές των δέντρων. Κάναμε τότες μια σύσκεψη. Γίνανε πολλές προτάσεις, μα στο τέλος φαινότανε πως όλοι δέχονταν τη γνώμη, να καταφύγουμε προσωρινά στον καλόγερο των Άγιων Δέκα. Τότε πήρε το λόγο ο σύντροφος Αντώνης Παπαγγέλου. Δεν ξέρω γιατί μίλησε προσωπικά σ' εμένα. «Μέσα στην Κέρκυρα Γιάννη, μέσα εκεί πρέπει να καταφύγουμε». «Ξεχνάς, Αντωνάκη, ότι κάηκε η πολιτεία και δε χωράει ούτε τους μισούς απ' τους κατοίκους της;» του απάντησα. «Ας κάηκε Γιάννη... Πρώτα θα βολέψει ο λαός εμάς κι ύστερα τον εαυτό του... Άκουσέ με». Είχ' αποχτήσει μια πείρα απ' τη ζωή, να εκτιμώ πολύ τη γνώμη των έμπειρων ανθρώπων. «Πάμε Νίκο», είπα στο Γιωργαλή, μια που φάνηκε πως οι πιο πολλοί είχαν παραδεχτεί τη γνώμη του Παπαγγέλου και ξεκινήσαμε πάλι οι δυο μας. Είπαμε μόνο στους συντρόφους, πως όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα του πηγαιμού μας στην Κέρκυρα. Θα πηγαίναμε, αφού νύχτωνε, και στους Άγιους Δέκα να μας κάνει ψωμί το αλεύρι ο φούρναρης. Θα παίρναμε και το λάδι και θα γυρνούσαμε. Αυτό το εικοσιτετράωρο θα είχε νηστεία.
Δεν θυμάμαι το επίθετο του μπάρμπα - Κώστα, του καλού εκείνου πατριώτη που βρήκαμε στην Κέρκυρα και το θεωρώ μεγάλη μου αγνωμοσύνη (μόλις που μου έρχεται στη θύμηση ότι ίσως, λεγότανε Χυτήρης) αφού έμενα και στο σπίτι του όλο το διάστημα των σαράντα ημερών μέχρι που φύγαμε από την Κέρκυρα. Αυτός λοιπόν ο μπαρμπα - Κώστας, αν κι εξηνταπεντάρης, έδειξε ενθουσιασμό κι ενεργητικότητα νεολαίου. Μαζί με λίγους της οργάνωσης — οι περισσότεροι βρισκόντουσαν στα χωριά γιατί κάηκαν τα σπίτια τους — μας βρήκαν καταλύματα να βολευτούμε κι οι είκοσι. Κείνη τη μέρα, τη δεύτερη της κατοχής των Γερμανών, ήταν ακόμα πολύ τρομοκρατημένος ο λαός. Οι καταχτητές, μπαίνοντας την προηγούμενη μέρα στην πόλη, την βρήκαν σχεδόν αδειανή από ανθρώπους. Εκεί όμως στην όμορφη πλατεία της περιδιάβαιναν λίγα παιδιά· άνοιξαν λοιπόν ριπές με τα αυτόματά τους και τα δολοφόνησαν. Κανείς απ' τους λιγοστούς ανθρώπους που έμεναν στην πόλη δεν ήξερε αν οι φονιάδες θα συνέχιζαν το «έργο» τους αυτό. Έβγαιναν απ' τα σπίτια τους πολύ φοβισμένοι και με την υποψία αν θα γυρνούσαν πάλι ζωντανοί. Κατά το μεσημέρι, τοιχοκολλήθηκε στις γωνιές μια προκήρυξη του Γερμανού διοικητή. Καλούσε το λαό να «συνεργαστεί για να βοηθήσει τις αρχές κατοχής». Απειλούσε, πως για το φόνο ενός Γερμανού στρατιώτη θα τουφέκιζε πενήντα ομήρους. Και τέλειωνε λέγοντας ότι δεν ενδιαφέρεται για τα «πολιτικά φρονήματα» του λαού. Αυτό το τελευταίο μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Ως τώρα οι Γερμανοί, σ' όλες τις προκηρύξεις, βεβαίωναν με πεποίθηση ότι θα εξόντωναν τους «Εβραιομπολσεβίκους». Αργότερα μαθεύτηκε πως ο διοικητής αυτός είχε γυρίσει απ' το Ρωσικό μέτωπο και πως εκεί είχε βάλει αυτή τη «γνώση». Μάλλον όμως η στάση του εκείνη ήταν ανάλογη με τις λίγες δυνάμεις που διάθετε. Είχε βραδιάσει όταν τρέχοντας με το Νίκο βγαίναμε απ' την πόλη για να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα στους Άγιους Δέκα. Στην έξοδο πάνω σ' ένα γιοφύρι, ήταν ένας σκοπός μ' εφόπλου λόγχη και μας απαγόρεψε το πέρασμα, γιατί η κυκλοφορία επιτρεπόταν μονάχα ως τις έξι. Γυρίσαμε πίσω κι ένας νεολαίος μάς έδειξε ένα μονοπατάκι μέσα σ' ένα δάσος από φραγκοσυκιές. Τρέχαμε στο γεμάτο ζικ - ζακ δρομάκι, μα ξαφνικά ένας Γερμαναράς δυο μέτρα έβγαλε μια κραυγή και ξεκρέμασε το αυτόματο από τον ώμο. Γλιστρήσαμε μέσα στο μισοσκόταδο. Γλυτώσαμε. Μας βοήθησε το παιδί, το φιδωτό μονοπάτι, οι φραγκοσυκιές. Γυρίσαμε πάλι στη γέφυρα. Ο Νίκος ήταν μάνα για παρακάλια. Digitized by 10uk1s
Στο τέλος γονάτισε στα πόδια του σκοπού. Του έλεγε πως έχουμε «πίκουλα» και τούδειχνε το χωριό, που άσπριζε μακριά στο πλάι του βουνού, μέσα στα σκούρα λιόδεντρα. «Νιξ», έλεγε και ξανάλεγε ο Γερμανός, μα ύστερα, ρίχνοντας γρήγορες ματιές τριγύρω του, μας είπε: «παρτί». Πόσο χαρήκαμε, δε λέγεται. Το πρωί θα φτάναμε κάτω απ' την καστανιά, στους συντρόφους μας, με το ψωμί και με τα καλά νέα μας. Έτσι ακριβώς έγινε. Ο γερο - φούρναρης μας έφτιαξε δεκαπέντε οκαδιάρικα καρβέλια, πήραμε και το λάδι και μόλις χάραζε φτάνουμε πάλι στην καστανιά. Οι σύντροφοι κοιμόνταν μα τους ξυπνήσαμε. Φάγαμε καλά ψωμί και λάδι. Είπαμε στους συντρόφους μας ότι δεν «αμαρτήσαμε». Ότι το είκοσιτετράωρο που λείψαμε δεν βάλαμε στο στόμα μας τίποτα — όπως κι αυτοί, — εχτός νερό. «Ήταν χαζομάρα σας, μας είπαν, γιατί εσείς κουραζόσαστε, ενώ εμείς είμαστε ξαπλωμένοι».
Κάθε μισή ώρα ξεκινούσαμε κι από δυο για την Κέρκυρα. Δεν έπρεπε να γίνει γνωστό, τουλάχιστο για όσες μέρες θα μπορούσαμε κι όσο θα πέρναγε απ' το δικό μας το χέρι, ότι μέσα στην πόλη είχαν καταφύγει είκοσι απ' τους όμηρους του Λαζαρέτου. Ένα τέτοιο πράμα θα ενοχλούσε τους μεγαλονοικοκύρηδες και τις αρχές του νησιού, τους διορισμένους απ' τις αρχές κατοχής. Είχανε φέρει μάλιστα κι ένα κοπάδι αρβανιτάδες μπαλήστες, εκπαιδευμένους στο έγκλημα και την αρπαγή. Ήταν από κείνους τους ανθρώπους, που επάγγελμά τους έχουν, μαζί με την ψυχή τους, να πουλάνε και το τουφέκι τους για να ζούνε. Πρώτα βρίσκονταν στην υπηρεσία των Ιταλών, πρόδιναν κι εχτελούσαν τους αγωνιστές πατριώτες. Τώρα είχαν αλλάξει αφεντικό· πουλήθηκαν στους Γερμανούς κι αυτοί με τη σειρά τους έδωσαν από 'να μπουλούκι στους άρχοντες της Κέρκυρας για να εξασφαλίσουν την «τάξη». Η τάξη βέβαια δεν κινδύνευε σε τίποτα απ' τους πολιτισμένους τους Κερκυραίους, μα οι πλούσιοι, βλέπετε, δε μπορούν να κάνουνε χωρίς φύλακες δίπλα τους... Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια των λαϊκών οργανώσεων για να διωχτεί απ' την Κέρκυρα αυτό το αξιολύπητο ένοπλο κοπάδι. Μιλάω συχνά στην αφήγησή μου για την αντιπατριωτική κι αντιλαϊκή στάση και ψυχολογία της αστικής τάξης του νησιού. Πρέπει να πω εδώ πως υπήρξαν και αρκετές εξαιρέσεις κι η πιο ξεχωριστή ήταν ο Ιεράρχης του νησιού Μεθόδιος. Ο εξαίρετος αυτός άνθρωπος στάθηκε σ' όλο το διάστημα της κατοχής ένας καλός πατριώτης, ένας υπέροχος δημοκράτης αντιφασίστας, στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού της Κέρκυρας, δείχνοντας στη δυστυχία του αλληλεγγύη και συμπόνια, μια συμπαράσταση γεμάτη ανθρωπιά. Αργότερα τον φυλάκισαν οι Γερμανοί γι' αυτή την εθνική κι ανθρωπιστική του δράση. Σταθήκαμε τυχεροί εμείς που μείναμε μέσα στην πόλη, γιατί δεν υποφέραμε πολύ ούτε κι από φαΐ ακόμα ή από καθαριότητα, μ' όλο που τώρα με τον ερχομό των Γερμανών το πρόβλημα του επισιτισμού της πόλης, μα και του νησιού ολόκληρου, είχε γίνει δράμα αληθινό. Οι Κερκυραίοι αντιμετώπιζαν την πείνα του πρώτου χειμώνα της κατοχής. Εμείς δεν υποφέραμε περισσότερο απ' όσο υπόφερε ο λαός και πολλές φορές μάλιστα, απ' όσο ο μέσος Κερκυραίος. Μέναμε από ένας σε κάθε οικογένεια. Μια εξαίρεση σ' αυτό σταθήκαμε οι δυο μας με το Γιωργαλή, που μας πήρε στο σπίτι του ο μπαρμπα - Κώστας. Σε λίγες μέρες όμως χωρίσαμε κι εμείς κι ο Νίκος πήγε σ' άλλη οικογένεια. Τώρα όλοι οι σύντροφοι νιώθαμε πολύ μόνους τους εαυτούς μας, γιατί τα πολλά χρόνια της ομαδικής ζωής είχαν γεννήσει μέσα μας ανάλογη ψυχολογία. Αλλά σιγά - σιγά προσαρμοζόμαστε στη νέα ζωή. Συναντιόμαστε στους δρόμους της Κέρκυρας και χαιρετιόμαστε, αλλ' αποφεύγαμε να κάνουμε παρέα. Ζούσαμε πια και φερόμαστε με τους κανόνες της παράνομης ζωής.
Digitized by 10uk1s
Οι αλλοι 130 σύντροφοί μας, που έμειναν σκόρπιοι στην ύπαιθρο, υπόφεραν από στερήσεις κι από δυσκολίες στην καθαριότητα, ζούσαν σε μια συνεχή αγωνία, γιατί η αντίδραση του νησιού φοβόταν ότι θα συγκροτούσαμε ένοπλες ομάδες και διάδιδε πως οι Γερμανοί θα κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και μπλόκα, πως θα πάρουν μέτρα σκληρά ενάντια στον πληθυσμό των χωριών που υποθάλπουνε κομμουνιστές. Κι οι καημένοι οι αγρότες φοβόνταν κι οι σύντροφοί μας υπόφεραν. Τώρα η ομάδα μας αυτόματα είχε μεταβληθεί σε οργάνωση κι είχε να εχτελέσει τρία βασικά καθήκοντα. Το πρώτο ήταν η διαφύλαξή μας από τους Γερμανούς. Το δεύτερο η διαφυγή μας στην ηπειρωτική Ελλάδα και το τρίτο — που αυτό το αναλάβανε ορισμένοι έμπειροι σύντροφοι — να βοηθήσουμε στην αναδιοργάνωση του Εθναπελευθερωτικού Μετώπου του νησιού, για την πάλη ενάντια στη Γερμανική κατοχή. Και τα τρία αυτά καθήκοντα τα εχτελέσαμε στο ακέραιο. Η επιτυχία μας αυτή χρωστιέται κατά πρώτο λόγο στο ψηλό φρόνημα του Κερκυραϊκού λαού και των οργανώσεών του. Κατά δεύτερο στη δική μας συμβολή: Στην πολιτική ωριμότητα, στην πατριωτική έξαρση, στην ατσαλένια πειθαρχία, στην αλληλεγγύη και στις φιλικές μεταξύ μας σχέσεις, και κατά τρίτο λόγο στην ικανότητα του ηγέτη μας. Και πάνω απ' όλα ότι επιτέλους η ηγεσία του ΚΚΕ όντας τώρα κεφαλή του μαχόμενου λαού, έκανε τώρα το χρέος της. Επικεφαλής τώρα της οργάνωσής μας βρισκόταν ο σύντροφος Αποστόλης Γκρόζος, καπνεργάτης απ' την Καβάλα, που του είχαμε όλοι μεγάλη εχτίμηση, για το χαρακτήρα, και την πείρα του. Αξίζει να πω ότι, όταν τα πάντα ήταν έτοιμα και θάρχιζε το πέρασμά μας στην ηπειρωτική Ελλάδα, του προτείναμε: «Τώρα παππού, σαν ο πιο ηλικιωμένος θα πρέπει να φύγεις με την πρώτη αποστολή». Αυτός γέλασε κι είπε με απόφαση: «Θα φύγω παιδιά, όταν θάχει περάσει κι ο τελευταίος σας». Έτσι κι έγινε.
Λίγες μέρες ύστερα από τον ερχομό τους οι Γερμανοί έφεραν Έλληνες χωροφύλακες για την «τήρηση της τάξης», με διοικητή τους τον υπομοίραρχο Οικονομάκη, από το Μαραμπέλο της Κρήτης. Πήρα εντολή από την οργάνωσή μας να τον συναντήσω, να μάθω τα φρονήματά του και να του ζητήσω να μας εξασφαλίσει μέσο, κρυφά των Γερμανών, να φύγουμε για την Αθήνα. Πριν τον ανταμώσω έμαθα ότι ανήκε στον ΕΔΕΣ κι αυτό ήταν πολύ βοηθητικό, γιατί την περίοδο εκείνη υπήρχε η συμφωνία ΕΛΑΣ — ΕΔΕΣ για κοινή δράση ενάντια στους Γερμανούς. Τον βρήκα στην πλατεία βολτάροντας. Toυ συστήθηκα με το πραγματικό όνομα και επίθετο και την ιδιότητά μου. Αυτός αιφνιδιάστηκε, λες κι είχε μπροστά του κανένα θηρίο. «Α, α, α!» έκανε· «και με πιέζουν οι Γερμανοί να σας συλλάβω... Αλλά πάμε να καθήσουμε σ' ένα κέντρο καλύτερα». Φυσικά σαν Έλληνας αστυνομικός δεν μπορούσε να μην πει κείνο το «συλλάβω», μα κατά τα άλλα φαινόταν ευγενικός και με λεβεντιά άνθρωπος. Έμοιαζε να κρατάει από οικογένεια πλουσιοχωρικών, κι αυτό το στρώμα της αστικής τάξης, αν και το πιο καθυστερημένο, είναι το ζωτικότερο και τροφοδοτεί τον κρατικό μηχανισμό με αξιωματικούς και υπαλλήλους μέχρι και στρατηγούς, μέχρι και καθηγητές Πανεπιστημίου, ακαδημαϊκούς και μεγαλοπαπάδες κι είναι πηγή δύναμης και στήριγμα για το αστικό καθεστώς. Στη συζήτησή μας ο κ. υπομοίραρχος έλεγε και ξανάλεγε για τους φόβους του, πως οι Γερμανοί θα τον πιέσουν περισσότερο να μας «συλλάβει» γιατί διατηρούμε ένοπλες ομάδες και με ρώτησε αν θα μπορούσε να διαβεβαιώσει τους Γερμανούς για το αντίθετο. Toυ απάντησα ότι εμείς δεν έχομε κανέναν άλλο διάλογο με τους Γερμανούς, εχτός με τις σφαίρες, μα ότι μπορούσε να το κάνει αυτό για τους άρχοντες του νησιού κι ακόμα να πει (στους άρχοντες) από μέρους μας: Να μην τολμήσουν να βαφτούνε με αίμα πατριωτικό, γιατί τότες δεν θάχουν να κάνουν μόνο με τους πατριώτες της Κέρκυρας μα μ' ολόκληρη την Ελλάδα. Ήξερα πως ο Οικονομάκης είχε πάρει μέρος σε μια σύσκεψη Digitized by 10uk1s
των τοπικών αρχών και για λογαριασμό τους μάς κουβέντιαζε. Γιατί αν μισούσε τους καταχτητές, υπηρετούσε όμως τους κύριους αυτούς, που ήθελαν να σταματήσει κάθε πατριωτική δράση, να μένουν οι Γερμανοί απείραχτοι μέχρι τον ερχομό των Εγγλέζων, που θα τους έδιναν την εξουσία. Χωριστήκαμε με τον Οικονομάκη. Μούδωσε όμως την εντύπωση ότι σκεφτόταν πατριωτικά. Μα και το γεγονός ότι δεν ενοχληθήκαμε κι ότι δυο συντρόφους που τους αφήσαμε φεύγοντας απ' την Κέρκυρα, τους βοήθησε να φύγουνε για την Αθήνα, αυτό δείχνει. Στην άλλη μας συνάντηση είχε μαζί του ένα φρέσκο και καλοθρεμμένο κύριο. Ο Οικονομάκης μου τον σύστησε για Μεραμπελιώτη που υπηρετούσε στην Κέρκυρα σαν οικονομικός υπάλληλος. Κείνη την εποχή που πέθαιναν οι άνθρωποι σα μύγες απ' την πείνα και την αρρώστια, το εχτελεστικό και την κρεμάλα, οι τέτοιοι καλοθρεμμένοι κύριοι ήταν οι πιο αντιπαθητικοί άνθρωποι. Κι αλήθεια, μου μίλησε με τέτοιο αντιπατριωτικό μίσος — χωρίς να του πέφτει και λόγος — που μ' έκανε να τιναχτώ ορθός. Κρατήθηκα όμως απ' τη σοβαρότητα της αποστολής μου. Σ' άλλη περίσταση δε θα μπορούσα. Ήμουνα τότε πετσί και κόκκαλο απ' την κακοπέραση, μα δεν ξέρω που βρισκόταν κείνη η δύναμη. Θυμάμαι που μια μέρα, ο μπαρμπα - Κώστας που με φιλοξενούσε, μούφερε ένα καλό νέο απ' το Ανατολικό μέτωπο. Μ' ενθουσίασε φαίνεται πολύ και του έσφιξα το χέρι. Όταν με κάμποσες ημέρες ξανάρθε γελαστός, μου είπε: «Έχω σύντροφε, ένα καλό νέο να σου πω... Μα... δε θα μου σφίξεις το χέρι τόσο πολύ, ε;... Γιατί μα τ' αγίου την κάσα έχουνε περάσει οχτώ μέρες από τότες που σούφερα το άλλο καλό νέο κι ακόμα με πονάνε τα δαχτύλια μου!...». Ας είναι. Σ' εκείνη μας τη συνάντηση με τον Οικονομάκη καταλήξαμε πως σε λίγες μέρες θα μπορούσε να μας διαθέσει άδεια και μέσα για να φύγουμε. Στο μεταξύ θα παραπλανούσε τους Γερμανούς λέγοντάς τους, πως απ' τους όμηρους του Λαζαρέτου δεν υπάρχουν στο νησί, γιατί έφυγαν το πρώτο βράδυ της κατάληψής του. Κι ότι υπάρχουν μόνο λίγοι μαυραγορίτες. Ύστερα με παρακάλεσε ο Οικονομάκης να συμπαθήσω τον συμπατριώτη μας, γιατί δεν είναι κακός πατριώτης, μα ότι νομίζει τόσο κακό τον κομμουνισμό... «Μα όποιος μιλάει έτσι για τους κομμουνιστές, που είναι πρώτοι στην πάλη για την πατρίδα και στις θυσίες, δεν είναι καλός πατριώτης», του είπα. Τους χαιρέτησα και τους δυο και σφίγγοντας του Οικονομάκη το χέρι, του είπα: «Πιστεύω πατριώτη πως όταν θα χρειαστούμε τη βοήθειά σου για το χτύπημα των Γερμανών. Θα την έχουμε. Ύστερα εσείς στο Μεραμπέλο το λέει η καρδιά σας... Έτσι δεν είναι...». Γελάσαμε βέβαια, γιατί στην Κρήτη δε φημίζουνται και πολύ περί τα επαναστατικά, οι κατά τα άλλα υπέροχοι Μεραμπελιώτες, που διαπρέπουνε ωστόσο και στη χωροφυλακή. Δε χρησιμοποιήσαμε τα μέσα που θα μας διάθετε ο Οικονομάκης, γιατί στο μεταξύ οργανώθηκε το πέρασμά μας στην Ήπειρο μέσω της Αλβανίας. Και, καθώς δεν είχαμε και τόση εμπιστοσύνη στον «πατριωτισμό» της ανώτερης τάξης του νησιού. Θεωρήσαμε ότι ο δρόμος εκείνος ήταν ο πιο σίγουρος. Οι Γερμανοί μόλις κατάλαβαν το νησί. Θέλοντας να εξασφαλίσουν τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις τους από τις αεροπορικές επιδρομές των Αγγλοαμερικάνων, οργάνωσαν ένα πυκνότατο αντιαεροπορικό δίχτυο. Ίσως να νομίσει κανείς πως τ' αντιαεροπορικά όπλα τους τα καμουφλάρισαν σε τίποτα φυσικά ή τεχνικά οχυρά ή παραπετάσματα. Τίποτα τέτοιο. Για καμουφλάζ και οχυρά χρησιμοποίησαν την ίδια την πολιτεία της Κέρκυρας και τους ανθρώπους της, βάνοντας τα κανόνια και πολυβόλα τους πάνω σε ταράτσες από μπετό, σ' ότι δηλαδή είχ' απομείνει γερό από τους δικούς τους βομβαρδισμούς και τον εμπρησμό. Έτσι ο λαός ζούσε τώρα και με μια παραπάνω αγωνία, περιμένοντας τις μπόμπες απ' τα συμμαχικά αεροπλάνα, όπως βέβαια τυπικά οι σύμμαχοι είχαν το δικαίωμα να τις στείλουν, μια και τα όπλα του εχθρού βρίσκονταν μέσα στην πολιτεία και πάνω από τα κεφάλια των κατοίκων της. Θα νόμιζε κανείς ακόμα πως οι σύμμαχοι, που δεν ενίσχυσαν τον αγώνα του λαού της Κέρκυρας, στέλνοντας έστω ένα αεροπλάνο, έστω ρίχνοντας Digitized by 10uk1s
μια μπόμπα, έτσι συμβολικά, ότι δεν θα ενδιαφέρονταν και τώρα να βομβαρδίσουν, αφού οι Γερμανοί δεν είχαν εγκαταστήσει ούτε ναυτικές ούτε αεροπορικές βάσεις στο νησί. Κι όμως, ενδιαφέρονταν για κείνο τ' αξιοθρήνητο τώρα ανθρώπινο κοπάδι από εφτά ως οχτώ χιλιάδες Ιταλούς στρατιώτες, που οι Γερμανοί τους είχανε μαντρώσει στο αεροδρόμιο της Κέρκυρας, χωρίς νερό, χωρίς τροφή, στον καφτο ήλιο της μέρας, στο κρύο της νύχτας, στη βροχή. Όταν περνούσε άνθρωπος από το μέρος αυτό, έτρεχαν οι Ιταλοί αιχμάλωτοι στο συρματόπλεγμα: «Κύριο, ντόσε τσιγγάρο, μαντάμ ντόσε πανιότα. Ντεσποινίς, ντόσε κυντώνι». Οι γυναικούλες του λαού μέσα στη συμφορά και την ανέχειά τους, ξεκινούσαν ομαδικά από τις γειτονιές, για να ρίξουν στους πρώην καταχτητές, κάτω από την απειλή του αυτόματου του Γερμανού σκοπού, κανένα κυδώνι, καμιά γλυκοπατάτα, λίγο νερό. Μα μια μέρα ήρθαν δυο σμήνη μαύρα γεράκια κι αφού γυρόφερναν λίγο κάτω απ' το γελαστό ήλιο και πάνω απ' τους τρομαγμένους ανθρώπους, οι «ήρωες» πιλότοι τους τα χαμήλωσαν, αδειάζοντας τις μπόμπες τους στο κοπάδι των αιχμαλώτων. Εκεί ανακατέφτηκε το χώμα, η φωτιά, η πέτρα και το σίδερο με την ανθρώπινη σάρκα και αίμα. Οι Γερμανοί στρατιώτες σκοποί, που στέκονταν ψυχροί, σαν ακίνητα ρομπότ, την ώρα πούβρεχε μπόμπες, έρριχναν με τ' αυτόματα στους Ιταλούς, που στον τρόμο τους έτρεχαν να σωθούν, μπερδεύονταν στα συρματοπλέγματα κι έμεναν εκεί να σπαράζουν. Λίγες μέρες ύστερ' από τούτο το μακελιό βρέθηκα στη συνοικία του Μαντουκιού με μια κόρη του μπαρμπα - Κώστα, τη Σπυριδούλα. Ήταν ένα πρωινό μιας πολύ λαμπερής ηλιολουσμένης μέρας. Οι λοξές ηλιαχτίδες παιζογελούσαν στην κατάμπλαβη ήμερη θάλασσα με μιαν υποψία κυματάκια, που σιγοψιθύριζαν αφήνοντας τον αφρό τους. Τα δέντρα έρριχναν τα κίτρινα φύλλα τους με το στερνό χαρακτηριστικό τους άρωμα. Ένα βαπόρι ήταν δεμένο στις αγγουρές του, ανοιχτά στον κόλπο της Κέρκυρας και δύο βενζινόπλοια κουβάλαγαν Ιταλούς αιχμαλώτους. Πάνω στο κατάστρωμα ήταν στοιβαγμένοι χιλιάδες κι ένα βουητο αγωνίας έφτανε ως την ξηρά. «Τους κακομοίρηδες και πώς θα ταξιδέψουν έτσι ο ένας πάνω στον άλλο», είπε η Σπυριδούλα. Ξαφνικά βρόντηξαν τ' αντιαεροπορικά πυροβόλα και στον καθαρό ουρανό φάνηκαν σκουρόγκριζα συννεφάκια κι ανάμεσά τους έξι αεροπλάνα ελαφρά σαν πούπουλα, που φέρνοντας μικρούς κύκλους χαμήλωναν, ξέφευγαν τα βλήματα και παίρνανε το στόχο τους. Το ένα άφησε το γυαλιστερό μετάλλινο εφεδρικό ντεπόζιτο της βενζίνας του, πούχε αδειάσει, να πέσει στη θάλασσα κι έτσι πιο ελαφρό κι ευκίνητο χύθηκε σα γεράκι και πέφτοντας χαμηλά σκόπεψε το πλοίο. Οι μπόμπες έπεσαν λοξά στο στόχο. Δυο χώθηκαν μέσα στη μάζα των αιχμαλώτων στο ένα βενζινόπλοιο και μέσα απ' τους καπνούς, ανθρώπινα χέρια, πόδια και κεφάλια, κατάρτια και μαδέρια πετάχτηκαν ψηλά, έπεσαν στη θάλασσα και το βενζινόπλοιο χάθηκε. Οι άλλες μπόμπες μπήχτηκαν στο κορμί του πλοίου πάνω στους αιχμαλώτους και μια το βάρεσε στα ύφαλα ανοίγοντας μια τρύπα όπως το στόμα μιας σπηλιάς κι η θάλασσα μ' αμάχη ορμούσε μέσα του. Και κατά τον ίδιο επιδέξιο τρόπο χαμήλωσαν και τ' άλλα αεροπλάνα κι έτσι λοξά και ίσια χτυπούσανε τη ράχη και τα πλευρά του δεμένου πλοίου, γεμίζοντάς το τρύπες, σκοτώνοντας τους ανθρώπους τους στοιβαγμένους στ' αμπάρια και την κουβέρτα, όπου τους αποτέλειωναν η φωτιά κι οι πνιγερές κάπνες, κι η θάλασσα που ορμούσε στο κουφάρι μέσα σα ναθελε να δώσει τη χαριστική βολή, σαν να γύρευε λες και κείνη να δώσει ένα τέλος στο δράμα και την αγωνία των χιλιάδων δύστυχων ανθρώπων. Μέσα από κείνη τη φωτιά, τους καπνούς και τις εκρήξεις έφτανε στο μουράγιο ένα πνιγμένο βουητό από ανθρώπινη απόγνωση, που αδύνατο στο κοντύλι, στο χαρτί και σ' αύτον που τα κρατεί να τη δώσει στο ελάχιστο. Σε δυο λεπτά γίνηκαν όλα τούτα. Τ' αεροπλάνα πιο ελαφριά έφευγαν μέσ' απ' τα γκρίζα συννεφάκια που άφηναν σκάζοντας τα βλήματα. Μερικοί βαρκάρηδες ανασηκώνοντας τα κεφάλια τους τα τήραγαν αηδιασμένοι. Ένας σήκωσε τα χέρια μουντζώνοντάς τα: «Να, κερατάδες άναντροι!». Η Σπυριδούλα που είχε φοβηθεί και έτρεμε σα φύλλο, κοιτώντας το καράβι που έγερνε να πέσει σα θεριό που ξεψυχούσε, τραβώντας μαζί του στο βυθό ζωντανούς και σκοτωμένους, κρεμάστηκε στον ώμο μου: «Πάμε πίσω! Σε παρακαλώ πάμε πίσω στο σπίτι!... Σε παρακαλώ πολύ». Φύγαμε τρέχοντας. Φτάνοντας στο σπίτι την άφησα και τράβηξα κατά το λιμάνι. Εκεί ακούγονταν από λίγη Digitized by 10uk1s
ώρα να δουλεύουν ασταμάτητα αυτόματα όπλα. Πήγα να βγω κατά το μουράγιο, προχωρώντας με προφύλαξη, από ένα στενό σοκάκι, μα ένας Κερκυραίος μπήκε μπροστά μου: «Τράβα πίσω!... Δεν κάνει να φαίνεσ' εσύ! Τι θα δεις; Τους Ιταλούς σκοτώνουν οι Γερμανοί, αυτό είναι». Δεν τον γνώριζα τον άνθρωπο μα υπάκουσα, με μια άβουλη υπακουή... Τράβηξα στο σπίτι κι ανεβαίνοντας στο δωμάτιό μου, πούταν ο πέμπτος όροφος του σπιτιού, έρριξα τη ματιά μου απ' το παράθυρο. Μια ομάδα Γερμανοί σε μια απέναντι στέγη σκούπιζαν, άλειφαν με λίπος και χάιδευαν ένα πολύθυμο αντιαεροπορικό, που άχνιζε ακόμα. Έπεσα στο στρώμα μου, βαρύς κι ακούνητος κι έτσι ακίνητο ήταν και το μυαλό μου, όπου ακίνητες σαν παγωμένες στέκονταν κι οι εντυπώσεις απ' αυτό το τέταρτο της ώρας πούχε βάλει τέλος στη ζωή χιλιάδων νέων ανθρώπων. Ύστερα κουνήθηκε η σκέψη μου κι άρχισε να μου φέρνει, ασύνδετα, τη μια πίσω απ' την άλλη φαντασίες, εικόνες και συλλογισμούς: Πόσες μανάδες, πατέρες, αδέρφια κι αδερφές, θάφηναν το θρήνο τους· πόσο δάκρυ θάτρεχε το μάτι τους· πόσες ανύπαντρες θα μαράζωνε και τούτο δω το μακελιό... Τι όμορφη και με πόση ζωή πολιτεία, θα μπορούσαν να φτιάξουν τούτοι οι γεμάτοι νιάτα άνθρωποι, που τώρα άχνιζε το αίμα τους ή πάγωνε το άψυχο κορμί τους βαθιά στ' αλμυρό νερό της θάλασσας, αν ζευγάρωναν και γίνονταν τόσες φαμίλιες. Χωρίς άλλο!... αν δεν είχα μάθει κι αν είχα μάθει κι αν δεν είχα ζήσει τα έργα της γέρικης κοινωνίας του καπιταλισμού, με τον ιμπεριαλισμό και το φασισμό της, την αποικιοκρατία, τις σφαγές και τη φωτιά, αν δεν τους είχα παρακολουθήσει να στέλνουνε στο χαμό χιλιάδες, εκατομμύρια, δεκάδες εκατομμύρια μαύρους, άσπρους, κίτρινους, ερυθρούς ανθρώπους πάνω στη γη, για να τους αρπάξουν τη γη τους, για να τους περνάνε το ζυγό της δουλείας και της εκμετάλλεψης έπρεπε κείνη τη στιγμή ν' αρχίσω ν' αμφιβάλλω για το γένος των ανθρώπων!.. Μα με τα λίγα εκείνα πούξερα απ' την ιστορία και με τα τόσα που στα χρόνια τα δικά μας είχανε γίνει, μπορούσα πια να ξεχωρίζω τον άνθρωπο από τον εκμεταλλευτή των χιλιάδων ανθρώπων, τον «άνθρωπο» που με τα έργα του αυτά, δεν έχει πια καμιά διαφορά από το θεριό της ζούγκλας. Έρχονται στο μυαλό μου οι Αμερικάνοι μπίσνεσμεν, που όλο γεμίζουν τις αποθήκες τους σύνεργα θανάτου. Και σκέφτομαι τη θεωρία που βγάλανε, σα δεν μπορούσαν και δε θέλανε να τα ξοδεύουνε σκοτώνοντας τους Γερμανούς στα πεδία των μαχών, γυρεύοντας ωστόσο να διώξουνε το εμπόρευμα για να μαζέψουν στα ταμεία τους το χρυσάφι του κόσμου: Για να νικήσουν, είπανε, στα μέτωπα, έπρεπε να σκοτώσουν πρώτα τους εργάτες που δούλευαν για τον πόλεμο, να χαλάσουν τις συνοικίες που κατοικούσαν, σκοτώνοντας αδιάφορα και τα νήπια και τους γέρους. Από την ίδια τούτη λογική έβγαινε σωστό και ηθικό να ξεκάνουνε και τους Ιταλούς αιχμαλώτους, κι ας ήταν τώρα η χώρα τους συμμαχική, για να μη χρησιμέψουνε στον αντίπαλο σε δουλειές, στη γεωργία και στα εργοστάσια. Βάρβαρη λογική κι απάνθρωπη, που την καλλιέργησαν τότες για να φτάσουνε σε λίγο στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και για να φοβερίζουν, τόσα χρόνια ύστερ' απ' την ανθρωποσφαγή, την ανθρωπότητα όλη μ' έναν καινούριο όλεθρο, τον όλεθρο του ατομικού και του πυρηνικού χαλασμού. Θυμόμουνα τώρα τον Εβραίο σπεκουλάντη, που του σώσαμε το «πράμα» από τη φωτιά και σάμπως να τον έβλεπα, εκεί μπροστά μου, να οδύρεται: «Μόνον οι Ρώσοι!... Μόνον οι Ρώσοι κάνουν πόλεμο... Ούτε έναν άμαχο δεν εβομβάρδισαν!». Κι η σκέψη μου έτρεχε μακριά, εκεί που βρισκόταν η σκέψη κι η ψυχή όλων των δημοκρατικών ανθρώπων, στο Ανατολικό μέτωπο. Κι η φαντασία μου, μου έφερνε το στρατό των εργατών και των αγροτών, τον κόκκινο στρατό, να βαδίζει κατά τη Δύση καταβροχθίζοντας τη μια ύστερ' από την άλλη τις χιτλερικές μεραρχίες και θρέφοντας την ελπίδα των ανθρώπων όλης της γης.
Έτσι με βρήκε ο μπαρμπα - Κώστας ξαπλωμένο στο γιατάκι μου, αηδιασμένο από τη βάρβαρη πράξη, και να στριφογυρίζουν όλα τούτα στο ζαλισμένο μου κεφάλι, ανίκανο κι αδύναμο για τίποτ' άλλο καλύτερο. Digitized by 10uk1s
«Είδες σύντροφε; Οι άτιμοι! Να σκοτώσουνε τους αιχμαλώτους! Όταν μας επιτέθηκαν οι Γερμανοί δε φάνηκαν τ' αεροπλάνα τους. Τώρα σκότωσαν τους στρατιώτες που υπερασπιστήκανε την Κέρκυρα. Τι να πεις;». Και γυρνώντας κατά τη μεριά που βρισκόταν η εκκλησία του Άγιου Σπυρίδωνα, έστειλε και σ' αυτόν την αγανάχτησή του: «Πούσουν άγιε, απού 'σαι ζωντανός, να τούσε κάψεις τους φονιάδες... Θεομπαίχτη!...». «Να σου πω κι ένα άλλο έγκλημα σύντροφε, εξακολούθησε ο γέρος, μια που δεν αποκρινόμουνα. Οι Γερμανοί, τα σκυλιά, το κάμανε αυτό το έγκλημα: Κάθε πρωί, χαράματα - χαράματα, πολλοί Κερκυραίοι γλαρώνουνε τη θάλασσα και μόλις δούνε κάτι να μαυρίζει πάνω της, ρίχνουνται στο νερό. Όποιος πρώτος προλάβει, αρπάζει το «πράμα». Το τραβάει έξω στην αμμούδα κι αρχίζει τη δουλειά. Είναι ένας σάκκος το λοιπόν κι έχει μέσα έναν Ιταλό αξιωματικό. Τον τραβάει, τόνε γδύνει από τα πόδια ως την κορφή, πηγαίνει ρούχα και σώρουχα στη γυναίκα του. Τα πλένει, τα σιδερώνει, γυαλίζει αυτός τις μπότες, ύστερα γραμμή για την Ήπειρο, τ' αλλάζει με καλαμπόκι... Οι Γερμανοί, σύντροφε, φόρτωσαν τους Ιταλούς δημοκρατικούς αξιωματικούς σε καΐκια, για να τους περάσουν στην Ήπειρο — έτσι νόμιζε ο κόσμος — μα μεσοπέλαγα τους πέρασαν από ένα σακκί του καθενούς, το δέσαν από πάνω και τους φουντάρησαν στη θάλασσα. Τώρα τους κουβαλάει κατά δω το κύμα...». «Αφήσανε ζωντανούς είπε, αναστενάζοντας ο γέρος, τους φασίστες αξιωματικούς, μα μόνο για να τους μισάει ο κόσμος πιο πολύ κι από τους ίδιους τους Γερμανούς. Μα για πόσο ακόμα... Θα τους σκοτώσουνε κι αυτούς — καλά θα τους κάνουν. Να ξεβρωμίσει κι η Κέρκυρα από τους πεμπτοφαλαγγίτες φασίστες. Άχρηστα πράματα». Κείνη τη μέρα του «ηρωικού» κατορθώματος των Αμερικάνων αεροπόρων όλη η Κέρκυρα θρηνούσε και πενθούσε.
Δεν ένιωσα, ξένος ή μόνος μέσα στην οικογένεια του μπαρμπα - Κώστα. Κοντός και λίγο καμπούρης, με τα οβάλ και με συρματένιο σκελετό γυαλιά του, ήταν ο τύπος του αυστηρού μα και στοργικού μικροαστού πατέρα και συζύγου. Μιλούσε κι αναστέναζε για το καφενείο του τη «σπηλιά», που το γκρέμισε ο πρώτος βομβαρδισμός των Ιταλών, σα να διηγιόταν κανείς ξεπεσμένος ευγενής για το χαμένο φέουδο με τον πύργο του. Γιατί απ' τον καιρό που τ' αφάνισαν εκείνες οι μπόμπες, άσπρη μέρα δε γνώρισε, όπως δεν μπόρεσε να στεριώσει άλλη μόνιμη εργασία για να οικονομάει τη ζωή της οικογένειας κι υποχρεωνόταν να κάνει κάθε δουλειά που του λάχαινε. Η γυναίκα του η κυρά Σοφία, ψηλή, ντελικάτη και χλωμή, απ' τις πολλές γέννες, την κακοπέραση και τις τρομάρες της κατοχής, πιο πολύ στοργική, παρά αυστηρή, ήταν ο πιο χαρακτηριστικός τύπος Κερκυραίας μικροαστής μητέρας και συζύγου. Απ' τα παιδιά τους, η Μαρία, κοντή και ξανθή, ήταν αρραβωνιασμένη· η Σπυριδούλα, μαθήτρια της πέμπτης τάξης του γυμνάσιου, λίγο ψηλή, ψιλομελάχροινη μ' αμυγδαλωτά μαύρα μάτια, λεπτά καμαρωτά φρύδια μα καθόλου αλέγρα, κι αυτό, από την αυστηρότητα των γονιών της. Μα το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο στην οικογένεια ήταν ο Μανώλης, ένα δεκαπνετάχρονο παιδί. Μα που δεν έμοιαζε καθόλου να είναι παιδί ο Μανώλης ή να πέρασε το στάδιο του παιδιού. Νάχει παίξει, νάχει γελάσει ξένοιαστο, νάχει κάνει τρέλλες, τσαχπινιές, στραβοξυλιές. Γιατί από τότε που πέσανε κείνες οι καταραμένες μπόμπες κι έκαναν σκόνη τη «Σπηλιά» κι έμεινε το σπιτικό χωρίς τον παραμικρό πόρο ζωής, αυτός με τα δέκα του χρόνια ρίχτηκε στη βιοπάλη, βοηθώντας τον πατέρα του να βγάλει το ψωμί της φαμελιάς. Έγινε μαυραγορίτης ο Μανώλης, όπως έλεγε. Πουλούσε μικροπράματα στους Εγγλέζους στρατιώτες, που δυσκολεύτηκε να μάθει και τη γλώσσα τους, μα κι έτσι τους γελούσε, κέρδιζε αρκετά χρήματα που τα παράδινε στο «γέρο» του. Ύστερα με τους Ιταλούς. Μ' αυτούς, αν και δεν ήταν τόσο κουτοί σαν τους Εγγλέζους, έκανε στο εμπόριο μαζί τους χρυσες δουλειές και τη γλώσσα τους την έμαθε φαρσί. Digitized by 10uk1s
Τώρα είχε να κάνει με τους Γερμανούς. Ήθελε κι εδώ για χάρη του εμπορίου να μάθει κι αυτουνών την μπερδεμένη τη λαλιά τους: «Μια βδομάδα, δυο το πολύ και θα μάθω φαρσί τη γλώσσα τους. Όση δηλαδή μου χρειάζεται για να τους γελάω». Τώρα τους πουλούσε ούζο και κονιάκ, σε μποτίλιες γκαζόζας, που το έφτιανε ο πατέρας του, από συνθετικό οινόπνευμα. Δεν έπαιρνε χρήματα. Είδος με είδος γινόταν η ανταλλαγή. Έδινε το πιοτό κι έπαιρνε ψωμί και γαλέττα. Γι' άλλα είδη που θα χρειαζόταν άλλη ανταλλαγή, δεν ενδιαφερόταν ο Μανώλης. Πολύ συχνά ανέβαινε στο δωμάτιό μου και μου κουβέντιαζε για τις δουλειές του, για τις περασμένες επιτυχίες του, μα πάντα σταματούσε με λύπη για το γερο - πατέρα του, που υπόφερε και στεναχωριότανε με τις δυσκολίες της ζωής, ενώ: «Όταν είχαμε τη «Σπηλιά», ο γέρος τα περνούσε φίνα». Μίλαγε κι ο Μανώλης για τη «Σπηλιά», όπως όλη η οικογένεια, με τέτοια λαχτάρα και σεβασμό που σαν να μην ήταν καφενείο, μα μια πραγματική σπηλιά, που σ' αυτή βρίσκονταν φυλαγμένα τα οστά των προγόνων κι όλα τα όσια και τα ιερά της οικογένειας. Άλλα τρία πολύ μικρά είχε το σπιτικό, μα φαίνεται πως η κυρά Σοφία τα γέννησε ύστερα από μεγάλη διακοπή — ποιος ξέρει από ποια αιτία — γιατί αλλιώς ο αριθμός των παιδιών της έπρεπε νάναι εννιά ή δέκα. Τα έπαιρνε καμιά φορά κι ανέβαινε στο δωμάτιό μου. Μια μέρα κρατούσε και τους μοίραζε σε ίσα κομματάκια μια γαλέττα. Αυτά στέκονταν και τη ρουκάνιζαν πράα και φρόνιμα, κρατώντας τη μητέρα τους με το 'να χεράκι απ' το φουστάνι. Αυτή άφηνε όλη τη μητρική στοργή της, με την ευχαρίστηση αμνάδας, όταν τ' αρνιά της τη βυζαίνουν. Το πρόσωπό της φωτιζότανε από μια παράξενη αγαλλίαση, που στα μάτια μου φάνταζε σαν ένα πλατύ φωτοστέφανο, γύρω στη χλωμή αγνότητα του προσώπου της έτσι περιζωσμένη από τα τρία της παιδιά, με τάσαρκα κίτρινα γαμπάκια, τα χοντρά γονατάκια, τα χλωμά προσωπάκια, με τα καταστρόγγυλα γαλάζια μάτια τους. Ίσως τούτες οι εικόνες να με συντάραζαν τόσο βαθιά, γιατί η θύμησή μου ανάπλαθε τέτοιες εικόνες απ' τον αποκλεισμό του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με τη μητέρα μου, χλωμή κι αδύνατη, κι εμάς το κοπαδάκι τα παιδιά της, να μας μοιράζει από λίγο κρίθινο ψωμί, σαν βέβαια κι αυτό βρισκότανε. Και για τον ίδιο λόγο είχα ξεχαστεί σ' αυτή την οικογένεια. Νόμιζα πως ήμουν μέλος της και μάλιστα μικρό παιδί.
Τη δεύτερη μέρα μετά την εγκατάστασή μου σ' αυτό το σπίτι ανέβηκε τ' απόγεμα η κυρά Σοφία: «Η Σπυριδούλα θέλει να βγείτε τ' απόγεμα ένα περίπατο, μου είπε, να δεις και την πλατεία μας που είναι όμορφη». Πήγαμε και βολτάροντας ζυγώσαμε σ' ένα μνημείο. Εκεί, σταμάτησε η Σπυριδούλα κοιτάζοντας το δάπεδο μ' επιμονή. Μετά, σηκώνοντας τα δακρυσμένα μάτια της, μου είπε: «Η βροχή ξέπλυνε το αίμα... Εδώ σκότωσαν οι Γερμανοί τα παιδιά». Σκούπιζε τα μάτια της κι έτσι κλαίγοντας, γυρίσαμε στο σπίτι. Τότες οι άνθρωποι είχαν την ψυχή τους γεμάτη απ' τα αιστήματα της αγάπης και της αλληλεγγύης, βρίσκονταν ενωμένοι σ' ένα έργο που τους υποσχόταν μια ζωή ανθρώπινη, ένα μέλλον φωτεινό και νόμιζες πως είχαν καθαρίσει την ψυχή τους, έτσι μόνο και μόνο για να το υποδεχτούνε. Στη νεολαία τα συναιστήματα ήταν πιο δυνατά, γι' αυτό και τόσο αίμα έδιναν για κείνη τη χαρούμενη ζωή, που ωστόσο δε μας ήρθε... Την άλλη μέρα είπα στη Σπυριδούλα την ώρα που βολτέρναμε: «Αν μου συμβεί τίποτε Σπυριδούλα... Ας πούμε αν με πιάσουν οι Γερμανοί, πιστεύω να μη χάσεις την ψυχραιμία σου. Τι λες;». «Σώπα καημένε. Τέτοιο πράμα δε μπορεί να γίνει ποτέ! Οι Γερμανοί δε σε γνωρίζουν και κανείς στην Κέρκυρα δε θα προδώσει σ' αυτούς κανέναν από σας. Να είσαι πολύ ήσυχος». Δεν ξέρω γιατί έδωσα τόση πολλή εμπιστοσύνη στη γνώμη μιας μαθήτριας του Γυμνάσιου. Μα από τότες έβγαινα κάθε μέρα κάνοντας τις δουλειές μου και ποτές δεν πέρασε απ' το νου μου πως μπόραγε να μου συμβεί κακό.
Digitized by 10uk1s
Μια Κυριακή χάλασα την καρδιά της κυρά Σοφίας. Μου πρότεινε και δέχτηκα να πάμε στην εκκλησιά. Έπρεπε, λέει, προτού να φύγω να δω το θαύμα του Αγίου, που η δύναμη και η χάρη του, είχε αφήσει το κτήριο απείραγο από τις μπόμπες. Στεκότανε καταμεσίς σ' ένα οικόπεδο που πρώτα ήταν συνοικία μα οι μπόμπες την αφάνισαν. Μια μπόμπα είχε τρυπημένο τον κουμπέ του και άλλες είχανε το κορμί του. Όταν τέλειωσε η λειτουργία επέμενε η κυρά Σοφία να περιμένουμε ακόμα λίγο, που θάνοιγε η πόρτα: «Να δεις τον άγιο μας και την κάσα του, όπου είναι ζωντανός». Η κατάστασή μου όμως ήτανε τέτοια και παρακάλεσα να φύγουμε, δίνοντας λόγο για την άλλη Κυριακή, επειδής είχα και κεφαλόπονο. Ύστερα είπε η Σπυριδούλα: «Πάμε καημένη μαμά κι εσύ. Γιατί πιέζεις τον άνθρωπο, αφού τον πονάει το κεφάλι του». Μ' έσωσε η Σπυριδούλα, μα είχα δώσει λόγο για την άλλη Κυριακή... Ένα πρωί, στη μέση εκείνης της εβδομάδας, ήρθε στο δωμάτιό μου ο σύντροφος Χαραλάμπους, αλλά με βρήκε στα στρωσίδια μου. «Πώς σε βλέπω Γιάννη — δε φαίνεσαι καλά. Περίεργο. Εσύ δεν αρρωσταίνεις». «Κρίμα, μου είπε. Απόψε θάφευγε η πρώτη ομάδα από είκοσι συντρόφους. Είχες οριστεί επικεφαλής. Ήσουνα βλέπεις κι ο πιο βιαστικός. Τώρα βοήθησέ με για τον αντικαταστάτη σου». Του είπα για τον Χαράλαμπο Γκότζιο κι ακόμα ότι οι ομάδες θα έπρεπε νάναι μικρότερες — μόνο δέκα. Γύρισε σε καλό που βρέθηκα άρρωστος, γιατί ο σύντροφος Γκότζιος που πιάστηκε με την ομάδα απ' τους μπαλήστες, τα κατάφερε καλά. Επειδής ήξερε τ' αρβανίτικα μπόρεσε να τους ξεγελάσει, πως ήτανε κρατούμενοι των Ιταλών, στην Κέρκυρα, για μαύρη αγορά. Οι μπαλήστες που τον πίστεψαν, από αιτία που μιλούσε τη γλώσσα τους, δεν τους σκότωσαν, μα τους πήγαν και τους παράδωσαν στους Γερμανούς στους Άγιους Σαράντα. Αυτοί τους έβαλαν σ' ένα καμιόνι, τους έστειλαν στα Γιάννινα, στην «Ελληνική Δικαιοσύνη», καθώς δεν είχαν αυτοί δικαίωμα να τους κρατήσουν σαν «μαυραγορίτες» που ήταν. Ο διοικητής της χωροφυλακής Γιαννίνων κατάλαβε, μα βρέθηκε δημοκρατικός και καλός πατριώτης — τους άφησε λεύτερους. Φεύγοντας ο Χαραλάμπους απ' το δωμάτιό μου, μούδωσε δυο χάπια. «Πάρε αυτά, μου είπε. Έχουν γιατρευτεί με τα χάπια τούτα πολλοί σύντροφοι. Είναι ιταλικό φάρμακο. Σε δυο μέρες θάσαι καλά». Πήγα να σκάσω απ' τη στενοχώρια μου, να βρεθώ στην ώρα πάνω άρρωστος και πιστεύω πως αυτή η στενοχώρια έφερε τέτοια αντίδραση στον οργανισμό μου, που σε δυο μέρες ήμουνα κιόλας καλύτερα. Μα είχα πει και στον εαυτό μου: «πρέπει να γίνεις αμέσως καλά». Βρήκα το Χαραλάμπους κι αλήθεια τον στεναχώρεσα λίγο, μα στο τέλος μου είπε: «Καλά. Θ' αφήσουμε τότε έναν άλλο σύντροφο που είναι λίγο άρρωστος. Θα φύγεις αύριο την νύχτα. Πήγαινε ετοιμάσου». Είχα τώρα τον μπαρμπα - Κώστα που στεναχωρέθηκε: «Πήρες διαταγή να φύγεις;» μου είπε. «Να... Θα πάω σ' ένα χωριό για δέκα μέρες...». Digitized by 10uk1s
«Α!... Θα πήρες διαταγή... Με την ευκή μου, στο καλό». Ο γέρος ήτανε παλιός αγωνιστής. Κατάλαβε. Την άλλη μέρα τ' απόγεμα όλη η οικογένεια βρισκόταν στο δωμάτιό μου. Ο μπαρμπα - Κώστας έκλαιγε και με κοίταζε με τα θολά του μάτια. Οι γυναίκες ήταν συγκινημένες. Ασπάστηκα το γέρο, χαιρέτησα τις γυναίκες και τα παιδάκια που είχαν στηλώσει πάνω μου τα φωτεινά τους μάτια, τα σήκωσα ένα - ένα άψηλα «να ζήσετε», είπα και βγήκα γρήγορα για ν' αφήσω, κατεβαίνοντας τις σκάλες, ένα χοντρό κόμπο που πίεζε το λαιμό μου.
Θα ήταν 18 ή 19 Οχτώβρη του 1943. Βάδιζα πολύ γρήγορα. Ίσως είχ' αργήσει. Στη βόρεια έξοδο του Μαντουκιού ήτανε η συνάντησή μας. Εκεί βρήκα τον Χρήστο Αντωνίου, το Θανάση Κύρλα, αγρότη απ' την Ήπειρο και το Γιώργη Μιαούλη από το Ρέθεμνος, καινούργιο αγωνιστή, έφεδρο αξιωματικό, τραυματία του ελληνοϊταλικού πολέμου. Οι υπόλοιποι σύντροφοι — ως τους δέκα — δεν είχαν έρθει ακόμη κι εμείς μπήκαμε σ' ένα εστιατόριο. Μου είχε δώσει ο μπαρμπα - Κώστας διακόσιες χιλιάδες δραχμές, μονέδα της Ιόνιας Πολιτείας. Έπρεπε να ξοδευτούνε αυτά τα χρήματα, γιατί απέναντι στην Ελλάδα δεν είχανε καμιά αξία. Πεινούσαμε πολύ και φάγαμε κάμποσες μερίδες ο καθένας μας σαρδέλλες πλακί, ψωμί δεν ύπαρχε. Ήπιαμε και κρασί. Ο Χρήστος μάλιστα ήρθε σε κέφι. Στο μεταξύ ήρθαν κι οι άλλοι σύντροφοι. Έτσι ξοδέψαμε όλα τα χρήματα. Φάγαμε καλά κι αυτό τα φαΐ είναι που μας κράτησε τρία ολόκληρα μερόνυχτα σε δρόμο και ταλαιπωρία. Ξεκινήσαμε βαδίζοντας κατά το βόρειο μέρος του νησιού, πάνω στη δημοσιά, ανά δυο και σε απόσταση διακόσια μέτρα. Σε λίγο ένα δυνατό ρέφουλο, που πλημμύρισε τα χωράφια, μας μούσκεψε και μας μάζεψε σ' ένα μοναχικό σπίτι. Μετά λίγη ώρα έλιαζε πάλι κι εμείς, παίρνοντας τις κανονικές αποστάσεις, με τα μπογαλάκια μας στη μασχάλη, φτάσαμε τα βραδιάσματα σ' ένα Γερμανικό φυλάκιο. Επειδή βρισκότανε πίσω από μια στροφή του δρόμου, πέσαμε πάνω στους Γερμανούς δίχως να τους δούμε από μακρύτερα. Σύνδεσμο ντόπιο δεν είχαμε πάρει, γιατί έπρεπε να κρατηθεί μυστικό το φευγιό μας, επειδή το πέρασμα των ομάδων μας θα κρατούσε πολλές μέρες. Ο Γερμανός σκοπός μας απαγόρεψε να περάσουμε — «νιξ». Ο Χρήστος προσπάθησε να τον ξεγελάσει πως φεύγαμε για τα χωριά μας, επειδή οι Εγγλέζοι βομβάρδιζαν την πολιτεία. Μα ο Γερμανός έλεγε και ξανάλεγε «νιξ» κι ο Χρήστος με νοήματα προσπαθούσε να του δείξει πόσο είχαμε φοβηθεί τις μπόμπες. Είχαμε μπλέξει πολύ άσκημα. Είχαμε ξεκινήσει να γυρίσουμε πίσω, να κάνουμε κύκλο από τα χωράφια και να πέσουμε ξανά στο δρόμο μας. Μα στην ώρα πάνω έφτασαν δυο Κερκυραίοι ψαράδες. Μόλις μας αντικρύσανε κατάλαβαν, έπαιξαν γρήγορα τα μάτια τους, ο ένας κατέβασε το πανέρι του, έδωσε στο Γερμανό μια χούφτα φρέσκα κεφαλόπουλα. Όταν είδε ότι δεν τον ικανοποίησε, τούδωσε άλλη κι άλλη τον κοίταξε ύστερα στα μάτια κι είπε σ' εμάς: «Παρτί». «Παρτί» είπε κι ο σκοπός, «παρτί» κι οι άλλοι Γερμανοί κι εμείς φύγαμε γρήγορα δίχως καθόλου να κοιτάμε πίσω μας. Στις δέκα η ώρα, τη νύχτα, φτάσαμε στο παραθαλάσσιο μέρος που θαρχόταν η βάρκα. Ήταν ένας παρατημένος στάβλος κι ένα μεγάλο υπόστεγο στρωμένο με κοπριές. Ζυγώσαμε στη θάλασσα. Ήταν ήσυχη. Μας φάνηκε μάλιστα πως κάπνιζε. Μοσχοβολούσε σαν άγουρο καρπούζι και σιγοτραγουδούσε. Ο δρόμος περνούσε πολύ κοντά και καθήσαμε πάνω στις κοπριές αμίλητοι και μαζεμένοι. Υποφέραμε πολύ από τους ψύλλους.
Digitized by 10uk1s
Τα μεσάνυχτα ακούσαμε τα κουπιά της βάρκας που σιγοχτύπαγαν στο νερό. Σηκωθήκαμε όλοι. Ο βαρκάρης, ένας κοντός και λίγο καμπούρης γεροντάκος, με την τραγιάσκα του χωμένη ως τ' αυτιά, έδεσε τη βάρκα του, μετά τηρώντας κατά την απέναντι στεριά σταυροκοπήθηκε: «Βοήθησε άγιε να σταματήσει ο μαΐστρος». Μας φάνηκε πολύ παράξενο, γιατί δεν κουνιότανε φύλλο κι η θάλασσα μόλις που γροικιότανε λίγο. Καθήσαμε πάλι ακίνητοι. Ο βαρκάρης πάνω σ' ένα βραχάκι έλεγε και ξανάλεγε για το μαΐστρο, παζάρευε με τον άγιο σε τόνο φιλικό κι εμείς για μια στιγμή πιστέψαμε πως στ' αλήθεια ο καιρός τον εμπόδιζε να φύγουμε. Ο Χρήστος μου ψιθύρισε στ' αυτί, πως ο γέρος είχε φοβηθεί. «Σύμφωνοι Χρήστο, μα τι πρέπει να γίνει;»· «Να πάρουμε τη βάρκα κι ας μείνει ο βαρκάρης εδώ». «Ρώτα τον ομαδάρχη μας, του είπα». Σηκώθηκε ο Χρήστος, ψιθύρισε για λίγο με τον ομαδάρχη και γύρισε στη θέση του. «Δεν θέλει, μου είπε. Δεν ξέρει να κολυμπά και γι' αυτό δε θέλει». Κρατούσα στον ντουρβά μου δυο μποτίλιες ούζο, που φεύγοντας μού τις είχε φιλέψει ο γιος του μπαρμπα - Κώστα, ο Μανώλης. Έβγαλα κι έδωσα τη μια στο Χρήστο. «Αμάν! Τ' είναι;... Τώρα θα δεις ιδέες που θα μου φέρει το κεφάλι μου. Τώρα θα σας πω και τι θα κάνουμε με το βαρκάρη». «Δώσε να πιουν οι σύντροφοι πρώτα κι έχω μια άλλη ολόκληρη για σένα». Έβγαλα την άλλη μποτίλια, ήπια μια ρουφηξιά και την έδωσα στο Χρήστο. «Πάρε του είπα, μα κοίτα μην το τραβήξεις μαζεμένο και μεθύσεις». «Ποτέ δε μέθυσα! μου ψιθύρισε· γιατί μου το είπες αυτό; Έχω ρουφήξει τόννους ρετσίνα και ούζο, μα ποτέ δε μέθυσα. Τραγούδια μόνο λέω και φιλοσοφώ». Ο βαρκάρης ωστόσο είχε δυναμώσει τα παρακάλια του στον Άη Σπυρίδωνα, να σταματήσει το μαΐστρο... Μα η θάλασσα όλο και σώπαινε τη μουρμούρα της, έπηζε και βουβαινόταν κι ο Χρήστος άρχισε να ξηγάει τις προσευχές του βαρκάρη. «Να με πάρει ο διάολος αν δεν παρακαλάει ο γέρος από μέσα του τον άγιο και την κάσα του να φέρει ταραχή στη θάλασσα. Έχει φοβηθεί ο άνθρωπος και θέλει φουρτούνα για να μας παρατήσει. Πρέπει να του πάρουμε τη βάρκα κι ας έρθει το πρωί απέναντι να τη γυρεύει. Στο κάτω - κάτω, Γιάννη, πήρε κι ένα σωρό λεφτά και με τη θέλησή του ήρθε. Γιατί τώρα μας κοροϊδεύει;». «Ξέρεις κουπί Χρήστο;», τον ρώτησα. «Ξέρω και κουπί και τσαπί κι ό,τι θέλεις! Αυτή τη βάρκα πούναι σαν καρυδότσουφλο, λάμνοντας με τα χέρια μου την πάω στο Λουτράκι. Κι ύστερα, σύντροφε Γιάννη, πόλεμο κάνουμε! Κι επανάσταση κάνουμε... Κι ο πόλεμος κι η επανάσταση είναι πράξεις βίαιες. Δε βλέπω το λόγο που θα μας κάνει να μην κάνουμε βία, παίρνοντας μια βαρκούλα, και ν' αφήσουμε να κιντυνέψει η ζωή δέκα ανθρώπων. Digitized by 10uk1s
«Μα οι άλλοι σύντροφοι, λες να έχουνε τη γνώμη τη δική μας Χρήστο;». «Η πλειοψηφία, είμαι βέβαιος γι' αυτό, θάχει τη γνώμη τη δική μας. Μα στο ξαναλέω: η επανάσταση κι ο πόλεμος είναι μια αλυσίδα από εκατομμύρια μικρές πράξεις βίας. Όποιος τις αρνιέται, είναι σα να σηκώνει τα χέρια στα φασισμό. Και στο κάτω - κάτω, ας πούμε πως χάθηκε η βάρκα. Θα πεινάσουν βέβαια τα παιδιά του βαρκάρη ακόμα πιο πολύ, μα πιστεύω πως την ειρήνη που θάρθει με τη συντριβή του φασισμού αυτά θα τη χαρούνε κι όχι εμείς. Άντε, σήκω». Είχε προχωρήσει η νύχτα δυόμισυ ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Οι πιο πολλοί σύντροφοι είχαν τη γνώμη πως έπρεπε να πάρουμε τη βάρκα. Μας έλειψε η πείρα στην περίσταση. Μας έλειψε όμως κι η ενεργητικότητα κι η πρωτοβουλία. Έτσι κόντεψε να πληρώσουμε με τη ζωή μας αυτή μας την αδράνεια. Γιατί η νύχτα που μας έμενε, δεν έφτανε για να πάμε σ' ένα χωριό της Αλβανίας, την Τσάρα, να πάρουμε την πρώτη επαφή. Κείνη την ώρα ο γέρος, που ως τώρα παρακάλαγε τον άγιο Σπυρίδωνα, άρχισε να τον βρίζει: «Γ... την κάσα σου άγιε». Αυτό έλεγε ότι δεν είχε την ανάγκη της βοήθειάς του, ότι είχε πάρει την απόφαση να μη μας περάσει στην απέναντι στεριά. Σηκωθήκαμε με το Χρήστο και τραβήξαμε για τη βάρκα: «Έλα πατριώτη το πρωί απέναντι, κι αν βρεις τη βάρκα πάρτηνε». Κανείς απ' την ομάδα μας δεν έφερε αντίρρηση ούτε και μίλησε. Ο γέρος μπήκε τρίτος στη βάρκα του, δε διαμαρτυρήθηκε, έφτυσε τις απαλάμες του, κατέβασε ως τ' αυτιά την τραγιάσκα του κι έπιασε τα κουπιά. Ψιλόβρεχε. Ο γέρος αγκομαχώντας έλαμνε στην ήσυχη θάλασσα, που ήταν έτσι ακίνητη ως την απέναντι στεριά. «Ξέρεις γέρο που θα μας βγάλεις όταν φτάσουμε απέναντι; τον ρωτήσαμε». «Ναι ξέρω... στα Ξαμίλια». «Όχι στα Ξαμίλια. Στο διβάρι. Εκεί δε σου έχουν πει; Εκεί θα μας βγάλεις». «Μα το ίδιο κάνει. Από κει θα βαδίσετε δέκα λεφτά γιαλό - γιαλό κατά το νότο και θα φτάσετε στο διβάρι». Μας χαντάκωνε ο γέρος, μα δεν το ξέραμε, αλλά και τον λυπηθήκαμε. Φοβότανε πολύ να μας πάει σ' εκείνο το μέρος. Μετά δυο ώρες βγήκαμε στα Ξαμίλια. Ήταν μια παραλία όλο βράχια κι έβρεχε τώρα δυνατά. Ο γέρος με τη βάρκα του έφυγε κι εμείς τραβήξαμε νότια, μα στάθηκε αδύνατο να προχωρήσουμε απ' την κακοτοπιά. Το σκοτάδι ήταν πηχτό κι η βροχή το πύκνωνε ακόμα πιο πολύ. Ανηφορίσαμε κατά το εσωτερικό εκείνης της άγνωστής μας στεριάς και στραφήκαμε πάλι κατά το νότο, μα μπλεχτήκαμε σ' ένα πυκνό πουρναρόδασο με περιπλεγμένες στα σκλαριά τους αγριοτριανταφυλλιές και βάτα. Εκεί καταματωθήκαμε και βραχήκαμε ως το κόκκαλο. Με κόπο καταφέραμε να βγούμε απ' το δάσος την ώρα πούσπαζε η νύχτα. Η βροχή λίγο - λίγο σταματούσε κι ένας κρύος βοριάς άρχισε να φυσάει. Κοντά μας υψωνόταν ένας λόφος που η κορφή του φαινόταν ένας σωρός πελώρια βράχια. Τρέξαμε και την ανεβήκαμε. Έπρεπε να δούμε πού βρισκόμαστε. Σε τέτοιες στιγμές που σε πιέζει το άγνωστο και το σκοτάδι, ζητάς το ψήλωμα και το φως. Μα τι απογοήτεψη νιώσαμε, όταν σε λίγο χάραξε η μέρα. Βρισκόμαστε πάνω σ' ένα νησάκι. Ένα αυλάκι θάλασσα διακόσια ως τριακόσια μέτρα έζωνε κείνο το κακοτράχαλο μέρος. Απέναντι απλωνόταν ένας παχύς μικρόκαμπος Digitized by 10uk1s
και στο βάθος του ξεχώριζ' ένα πυκνό μαύρο δάσος. Μακριά, στο πλάι ενός βουνού, άσπριζε το χωριουδάκι η Τσάρα, που σ' αυτό έπρεπε να φτάναμε κείνη τη νύχτα. Όταν ανάτειλε ο ήλιος, ένα κοπάδι μικρόσωμες μαύρες γελάδες μαυρολόγησε στον κάμπο. Ήταν αρματωμένες με πλήθος κουδούνια και καμπανέλια και μια γλυκύτατη λυπητερή μελωδία έφτανε ως τ' αυτιά μας. Λίγοι άνθρωποι έρχονταν για δουλειές, ένας ζύγωσε στη θάλασσα, τράβηξε μια βάρκα στην ξηρά, ύστερα σταμάτησε και μας κοιτούσε. Κατέβηκε ο σύντροφος Κύρλας και του πρότεινε παρακαλώντας τον να μας περάσει με τη βάρκα, μα ο άνθρωπος δικαιολογήθηκε ότι ο αγέρας θα την έπαιρνε κι αρνήθηκε. Είμαστε κατάκοποι από την ολονύχτια ταλαιπωρία και την αγωνία. Πεινούσαμε και διψούσαμε. Όσο ο ήλιος ψήλωνε, δυνάμωνε ένας κρύος ορμητικός βοριάς, πάγωνε τα βρεμένα ρούχα μας κι εμείς μαζεμένοι πίσω από 'να ψηλό βράχο τουρτουρίζαμε. Όταν καταλάβαμε πόσο δύσκολη ήταν η θέση μας — αν και δεν ξέραμε ακόμα πως σ' αυτό το νησί πιάστηκε μια ομάδα μας — νιώσαμε ένα δυνατο αίστημα αλληλεγγύης και μια δύναμη καρτερίας στην ψυχή μας. Μάς είχε λείψει, όμως, πάλι εδώ η πείρα κι η σωτήρια για τέτοιες δύσκολες στιγμές πρωτοβουλία κι ενεργητικότητα. Όσο και ν' αντιδράς, τα χρόνια της φυλακής και του στρατόπεδου, τα χρόνια που περνάς κομμένος απ' τη ζωή, αδυνατίζουνε τούτα τα δυο χαρίσματα, τα τόσο απαραίτητα στο λαϊκό αγωνιστή, και θέλεις ύστερα κόπο κι αγώνα πολύ για να τα ξαναποχτήσεις και να τα δυναμώσεις, όταν τα προτερήματα αυτά έχουνε χτυπηθεί κι απ' άλλη κατάσταση, όπως έχω ειπωμένα. Μείναμε έτσι άπραχτοι μέχρι τ' απόγεμα, οπότε κατέβηκε πάλι ο Κύρλας να ζητήσει τη βάρκα. Γύρισε χωρίς αποτέλεσμα, μα ανακάλυψε πως μακριά, πίσω απ' το λόφο, το αυλάκι της θάλασσας στένευε ως εκατό μέτρα κι εκείνο ακριβώς το στένεμα ήταν ζεμένο με ξύλινους δοκούς, με την απέναντι στεριά. Κατηφορίσαμε αμέσως τρέχοντας. Όταν φτάσαμε, βρήκαμε κάμποσους Κερκυραίους ψαράδες· εκεί ήταν το διβάρι. Είχανε πιάσει μερικά πανέρια κεφαλόπουλα και μια βάρκα έφευγε για την Κέρκυρα. Όταν έμαθαν πως όλη τη μέρα βρισκόμαστε στο λόφο, απόρησαν τι καθόμαστε να κάνουμ' εκεί και γιατί δεν κατεβήκαμε να ψάξουμε το μέρος που τότες βέβαια θα μας έβλεπαν. «Είσαστε τυχεροί, μας είπαν. Πριν από τρεις μέρες σ' αυτό το μέρος έπιασαν οι μπαλήστες μια ομάδα από σας. Τώρα βραδιάζει και δεν έχετε φόβο. Κοιτάχτε όμως τη νύχτα να πιάσετε βουνό». Καβαλήσαμε τα δοκάρια και περάσαμε απέναντι. Παιδεύτηκα λίγο να βοηθήσω το δάσκαλό μου (που μούμαθε στην Ακροναυπλία την πραχτική αριθμητική) Ναπολέοντα Τσάντη, λογιστή απ' τα Γιάννινα, γιατί ηλικιωμένος και μύωπας καθώς ήταν δυσκολευόταν. Για να φτάσουμε τώρα μέχρι το μέρος που βρίσκονταν οι άνθρωποι με τα γελάδια, έπρεπε να διαβούμε ένα βάλτο ως δυο χιλιόμετρα. Γδυθήκαμε ως τη μέση και μπήκαμε στο νερό. Ήταν καθαρό και παγωμένο, δεν είχε βούρκο, είχε στερεό έδαφος με βούρλα και κύπερη. Περάσαμε εύκολα αλλά ξεπαγιάσαμε. Πηγαίναμε τώρα να βρούμ' εκείνους τους αγνώστους μας κι αλλόεθνους ανθρώπους, που βλέπαμε και μας έβλεπαν όλη τη μέρα, χωρίς να ξέρουμε αν είναι φίλοι ή εχθροί. Μα και αλλιώς δε γινόταν. Όταν φτάσαμε κοντά τους, ήρθαν και μας ρωτούσαν ποιοι είμαστε και που πηγαίνουμε, πώς βρεθήκαμε σ' εκείνο το νησάκι, τι ζητούσαμε όλη μέρα πάνω στο λόφο και ότι άλλο κινούσε του καθενούς την περιέργεια. Ένας άνθρωπος κοντούλης, αδύνατος, συμπαθητικός, και μεσόκοπος στεκότανε παράμερα, μας κοίταζε και μας μελετούσε όπως μου φάνηκε, και με συμπάθεια. Πήγα κοντά του. Σε κάποιον έπρεπε να μιλήσουμε και να ζητήσουμε τη βοήθειά του. Μα πριν προλάβω να τον ρωτήσω, μου είπε με σιγανή φωνή και προφυλαχτικά: «Είστε που ήρθετε νύχτα Τσάρα». Φώναξα αμέσως τον Κύρλα που ήξερε αρβανίτικα να συνεννοηθούμε. Ποτέ δε θα ξεχάσω το τι ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο κείνου του ανθρώπου! Αυτός ο καλός πατριώτης, που αργότερα τον έσφαξαν οι Γερμανοί, ήταν ο σύνδεσμος που θα πηγαίναμε να τον βρούμε στην Τσάρα την περασμένη νύχτα, αν έλειπε η δυστροπία ή ο φόβος του γέρου βαρκάρη κι η αβουλία η δική μας. Μας περίμενε ο άνθρωπος όλη τη νύχτα κι όταν εμείς δεν πήγαμε, ήρθε αυτός στο διβάρι, μας είδε στο λόφο, κάθησε και μας φύλαγε όλη τη μέρα. Digitized by 10uk1s
«Τραβάτε στο δάσος, μας είπε, φαρσί ελληνικά, κι όταν νυχτώσει θάρθω να σας βρω». Οι Βορειοηπειρώτες Έλληνες είναι ευσυνείδητοι, συνωμότες και πιστοί ως το θάνατο. Μόλις φωτούσε όταν φτάσαμε και χωθήκαμε στο δάσος κι αυτό μας βοήθησε να μασούμε λίγα βατόμουρα και να δαμάσουμε λίγο την πείνα μας. Είμαστε πάρα πολύ στενοχωρημένοι μαθαίνοντας πως πιάστηκε μια ομάδα μας απ' τους μπαλήστες. Τόχαμε σίγουρο πια πως κείνη την ώρα ήταν νεκροί και οι δέκα αυτοί συντρόφοι μας. Πολύ αργότερα μάθαμε ότι σώθηκαν και βρίσκονταν κείνη τη στιγμή λεύτεροι. Λίγην ώρα αργότερα ήρθε ο σύνδεσμος και μας βρήκε στο δάσος. Γι' αυτόν τον άνθρωπο, που τον βλέπαμε για πρώτη φορά, που δεν μας τον σύνδεσε ή δεν μας τον σύστησε κανείς, θα μπορούσε να περάσει απ' το μυαλό μας πως ίσως νάταν κι όργανο των Γερμανών. Ούτε σύνθημα του ζητήσαμε γι' αναγνώριση, όταν συνδεθήκαμε στο διβάρι, ούτε τίποτα. Αναθέσαμε την τύχη μας στη συνείδησή του χωρίς καμιά άλλη εγγύηση, εκτός μονάχα μια διαίσθηση που μας βεβαίωνε πως πρέπει νάμαστε σίγουροι στα χέρια του. Έφυγε για το χωριό του. Αργούσε πολύ να γυρίσει, μα και πάλι δεν πήγε ο νους μας σε κακό. Τα μεσάνυχτα έφτασε με μια μπομπότα και μια τσότρα με κρύο νερό. Όταν φάγαμε καθένας το κομματάκι του, σηκώθηκε κι αφού μας γύρεψε να τον συχωρέσουμε για το φτωχικό μας δείπνο είπε: «Πάμε». Τον ακολουθήσαμε σαν άκακα αρνάκια. Βαδίζαμε πίσω του σα σκιές μέσα στο τρισκόταδο της νύχτας και του δάσους, πάνω σ' ένα ομαλό μονοπάτι. Είμαστε άυπνοι και ταλαιπωρημένοι δυο μέρες και δυο νύχτες, μα κανείς δεν ρώτησε που πάμε ή πόσο μακριά και πόσες ώρες θα βαδίζαμε. Ύστερ' από μισή ώρα μας είπε: «Καθήστε πατριώτες μου. Ανάψετε τσιγάρο αν έχετε. Εδώ το δάσος είναι πυκνό και σε κάμπο δε φαίνεται η φωτιά. Είσαστε κουρασμένοι, το βλέπω, μα πρέπει να ξεφύγουμε απ' το επικίνδυνο τούτο μέρος. Ε, θα ξεκουραζόμαστε κιόλας συχνά».
Ο δυνατός κρύος βοριάς, το σκοτάδι, το πυκνό δάσος, η κούραση η δική μας, η αγωνία της ημέρας, είναι που μας έκαναν να νιώθουμε έναν ακαθόριστο φόβο, βαδίζοντας μέσα σ' εκείνο το φοβερό δάσος με τα πανύψηλα, πυκνοφυτρωμένα κι άγνωστα σ' εμάς δέντρα του. Δεν ήταν ένα δάσος όπως τα δικά μας τ' αξιολάτρευτα, από πεύκα και ελάτια που βογγάνε ή σιγοτραγουδάνε φιλικά, σα να σου δηγιούνται για τα περασμένα. Όχι. Εκεί άκουες να σε τυλίγουν παράξενοι λογιών - λογιών ήχοι, σφυρίγματα, ουρλιάσματα κι άγριοι βόγγοι κι όλα τούτα με το βοριά και το πυκνό σκοτάδι, τα νιώθαμε σα συνωμοσία, σα στημένες ενέδρες και σαν ειδήσεις μυστικές για τον ερχομό μας. Όταν καθόμαστε να ξαναμάσουμε τις τελειωμένες μας δυνάμεις, ξυπνούσανε μες στην ψυχή μας, όλα εκείνα τα παλιά που μας φοβέριζαν οι γιαγιάδες μας: Τα στοιχειά, τ' αερικά και τα τελώνια, οι μαύροι δαίμονες με κέρατα και ουρές. Όλα είχανε κατοικία τους το μαύρο εκείνο δάσος, αυτό τα εξουσίαζε και τάχε τώρα στρέψει ενάντιά μας. Κάπου - κάπου μέσα στην ασυνάρτητη εκείνη φοβέρα των ήχων, ακούαμε να ξεχωρίζει κανένας μαλακός χτυπάκος, μα ο νους μας δεν πήγαινε στου φονιά μπαλήστα το χαντζάρι, μα σε κάποιο τελώνι. Θυμωμένο μαζί μας, που γκρεμίστηκε από κανένα δέντρο κι έτρεχε να μας δείξει τα σουβλερά λευκά δοντάκια του. Για λίγο όλα τούτα. Ύστερα θάφτηκαν πάλι βαθιά μέσα μας οι πιαδιάστικοι φόβοι. Ακούαμε πια το βογγητό του δάσους, τα ουρλιάσματα των τσακαλιών και λύκων, μα εμείς αδιάφοροι, γι' αυτά, σίγουροι πως η νύχτα, ο παγωμένος βοριάς και το δάσος μας φυλάνε, βαδίζαμε και μόνο η κούραση κι η ξαγρύπνια μάς τυραννούσαν. Αργότερα θυμόμουνα και γελούσα, όταν κανείς αντάρτης, σκοπός σε μέρος δασωμένο, άρχιζε άξαφνα τους πυροβολισμούς, δίχως να ξέρει ύστερα να σου ξηγήσει τι είδε ή τι άκουσε. Digitized by 10uk1s
Χαράζοντας η μέρα δεν είχαμε βγει ακόμα απ' αυτόν το δασωμένο κάμπο, μα βρεθήκαμε μπροστά σ' ένα χωματένιο λόφο. Απάνω στην κορφή του βρισκόταν μια ολόλευκη εκκλησούλα και μια ανταύγεια έβγαινε από την πόρτα της. Ανεβήκαμε πάνω και ξαφνιαστήκαμε χαρούμενα βλέποντας μια ομάδα από οχτώ συντρόφους μας, καθησμένους γύρω σε μια φωτιά. Πώς φτάσαμε τους συντρόφους μας αυτούς εκεί, που είχαν φύγει δυο μέρες πρωτύτερα από μας; Είναι μια λίγο παράξενη ιστορία. Είχανε φτάσει στην εκκλησία την προηγούμενη μέρα, χαράζοντας, μα δε μπόρεσαν να συνεχίσουν την πορεία τους απ' την κούραση. Κάθησαν στην εκκλησιά ν' αναπαυτούνε λημεριάζοντας εκεί. Κρύωναν. Κατέβηκε στο δάσος για να μάσει ξύλα ο σύντροφος Ζενάκος, μα σαν αργούσε να γυρίσει, σκέφτηκαν πως θα έχασε τον προσανατολισμό του, έστειλαν το σύντροφο Γιαννόγκονα να τον ζητήσει, μα χάθηκε κι αυτός. Οι σύντροφοι φοβήθηκαν ότι πρόκειται για εξαφανίσεις ύποπτες και δεν μεταπήγε κανείς να τους γυρέψει. Περάσανε τη μέρα τους κείνη με μεγάλη στεναχώρια, φόβο κι αγωνία. Το βράδυ που πήγε ο σύνδεσμος, για να συνεχίσουν την πορεία τους, αρνήθηκαν. Έτσι έμειναν και τη νύχτα εκεί περιμένοντας μοιρολατρικά να γυρίσουν οι άνθρωποι. Όταν φτάσαμ' εμείς, καθόντανε σε σύσκεψη για ν' αποφασίσουν τι έπρεπε να κάνουν. Αποφασίσαμε όλοι μαζί να μπούμε και να τους γυρέψουμε στο δάσος. Πήραμε τέσσερεις διαφορετικές κατευθύνσεις, βάζοντας σημάδια στα δέντρα και με προσανατολισμό μας την ανατολή, που μόλις φωτιζόταν. Δεν είχαμε όμως προχωρήσει πολύ κι ο ένας από τους τέσσερεις που μπήκαμε στο δάσος τους άκουσε που λογομαχούσαν. Ο Ζενάκος επέμενε να τραβήξουν κατά το Νοτιά. Ο Γιαννόγκονας κατά την Ανατολή, ενώ η εκκλησιά βρισκότανε κατά τη Δύση. Έκοψαν τον καυγά τους όταν τους φωνάξαμε: «Λάθος κάνετε κι οι δυο! Ελάτε από δω». Αυτοί σήκωσαν τα χέρια με απερίγραφτη χαρά. Θέλανε να μας πουν τα πάθη τους, ένα μερόνυχτο χαμένοι μέσα στο δάσος, μα τρέχαμε, φτάσαμε στην εκκλησιά και ξεκίνησε η ομάδα μας αμέσως. Οι άλλοι σύντροφοι θα περίμεναν το σύνδεσμο το δικό τους ως τη νύχτα. Έπρεπε να περάσουμε το πεδινό μέρος που ήταν επικίντυνο, να πιάσουμε το γρηγορώτερο ένα βουνό που βρισκότανε κοντά μας. Βγαίνοντας απ' το δάσος αντικρύσαμε ένα πεδινό χωριό. Σταματήσαμε στην άκρη του. Εκεί ήταν μαζεμένος κόσμος πολύς, κοπάδια βόδια και άλλα ζωντανά, γύρω σ' ένα πηγάδι. Είμαστε γνωστοί σ' αυτό το χωριό, από άλλες ομάδες μας, πούχαν περάσει πρωτύτερα. Οι άνθρωποι παραπονέθηκαν: «Πότε θα λευτερωθούμε παιδιά!». «Ε, να όπου νάναι... Οι Γερμανοί νικιούνται παντού». Μια γερόντισσα έφερε το στραβωμένο χέρι της στο πρόσωπο, σα να προσπάθησε να διώξει καμιά μύγα. «Ου, ου, ου, πόσα χρόνια τ' ακούω φτούνο παιδιά μου... Ούλ' μ' τη ζωή!». Για τους φτωχούς ανθρώπους των χωριών δεν αρκούσε η συντριβή και το διώξιμο των Γερμανών απ' τον τόπο τους, για να νιώσουν τη λευτεριά τους, μα θέλανε και την ένωσή τους με την Ελλάδα. Τους παρηγορήσαμε μ' όσο καλύτερα λόγια μπορέσαμε να βρούμε. Ζητήσαμε έναν κουβά να δροσιστούμε λίγο με νερό. «Όχι, δεν κάνει». Έτρεξε μια μεσόκοπη γυναίκα σ' ένα ακριανό σπίτι του χωριού κι έφερε δυο ποτήρια. Πίσω της περπατούσε τώρα μια κόρη της, μ' ένα νεροκολόκυθο ρακί: «Δεν κάνει να περάσετε απ' το χωριό μας δίχως να σας προσφέρουμε κάτι. Πεινάτε;» Πολύ μας συγκίνησαν αυτοί οι άδολοι πατριώτες, μα φύγαμε αμέσως τρέχοντας με κατεύθυνσή μας το βουνό. Μετά μια ώρα πήραμε ν' ανηφορίζουμε. Κατά το μεσημέρι φτάσαμε σε μια βρυσούλα, έξω από 'να ορεινό χωριό. Μια κοπέλα κατακόκκινη, όλο ζωή και υγεία, κρατούσε μια τσότρα να πάρει νερό. Φορούσε ολοκαίνουργα τσαρούχια βυσσινιά μ' εκατοντάδες καρφιά στις σόλες και με μεγάλες γαλάζιες φούντες που σκέπαζαν τα ψίδια τους. Μας ρώτησε: «Τι πλιάτσικο μας φέρνετε ορέ μπαρμπάδες;». Εμείς αποθαυμάζαμε το ξεχείλισμα της ζωής μέσα σ' αυτό το πλάσμα. Ένας σύντροφος παρατήρησε: «Νάχουμ' εμείς οι είκοσι όσο αίμα τρέχει στις φλέβες φτούνης της τσούπρας;....». Και πραγματικά η αγρύπνια — περισσότερο απ' όλα, αυτή η αγρύπνια — η πείνα κι η κούραση μας είχαν εξαντλήσει πάρα πολύ. Μα ωστόσο κρατούσε ακόμα η αντοχή Digitized by 10uk1s
μας — και περπατούσαμε. Δε μπήκαμε καθόλου στο χωριό, που πριν λίγες μέρες τόχανε πυρπολήσει οι Γερμανοί, κι είχαν σκοτώσει από τους σερνικούς κατοίκους του όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν στο βουνό. Όσοι γλύτωσαν κατοικούσανε τώρα σκόρπιοι σε πλαγιές και σε χαράδρες, σε πρόχειρες αχυροκάλυβες ή σπηλιές κι ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος στα λιοψημένα πρόσωπά τους. Εμάς, μας παράδωσε ο σύνδεσμος σ' άλλον, αυτού του καμμένου χωριού, μας πήγε λίγο μακριά σ' ένα δασάκι και μας έκρυψε. Κάθησε κι ο ίδιος μαζί μας, μ' εντολή της οργάνωσης να μη φαινόμαστε καθόλου, γιατί οι Γερμανοί περιπολούσαν στη δημοσιά Γιαννίνων — Κορυτσάς, που περνούσε πολύ κοντά μας. Τ' απόγεμα μας έφεραν δυο μπομπότες και λίγα κρεμμύδια. Έτσι ξεγελάσαμε πάλι την πείνα μας. Κι αυτή τη μέρα δεν έπρεπε να κοιμηθούμε. Να βρισκόμαστε σ' επιφυλακή επειδή περίμενε το χωριό κι άλλη επιδρομή των Γερμανών. Όταν νύχτωσε, περάσαμε τη δημοσιά με προφύλαξη και μετά μια ώρα φτάσαμε σ' ένα χωριό απάνεμο. Ψηλά βουνά το προστάτευαν απ' τους βοριάδες, είχε ζεστο κλίμα, γι' αυτό καλλιεργούσανε και λιόδεντρα. Αλλάζοντας σύνδεσμο κι εδώ, πήραμε το δρόμο μας αμέσως γιατί περίμεναν επιδρομή των Γερμανών. Σε λίγο κατηφορίσαμε σε μια πολύ βαθιά, δασωμένη χαράδρα κι όταν φτάσαμε στο γούπατο καθήσαμε γι' ανάπαψη. Ο Αϊδονίδης, ο πιο ηλικιωμένος σύντροφος απ' τους είκοσι της ομάδας μας, μας είπε: «Παιδιά, απόκαμε η δύναμή μου. Δε μπορώ να βαδίσω άλλο. Θα μείνω εδώ πούχει και ζέστα· τραβάτ' εσείς και μη στενοχωριέστε». Ο Αϊδονίδης ήταν ένας γέροντας πολύ πράος κι αγαπητός σ' όλους μας, οικογενειάρχης, δάσκαλος το επάγγελμα απ' τη Μακεδονία. Προσπαθήσαμε να τον πείσουμε να μείνει άλλος ένας σύντροφος μαζί του, μ' αυτός ο πάντα ήσυχος σύντροφος αγρίεψε: «Όχι, δεν κάνει· εγώ στο κάτω - κάτω είμαι και γέρος· μη με στεναχωρήσετε. Ήτανε βλέπετε και Πόντιος». Ρωτήσαμε το σύνδεσμο αν ο δρόμος ήταν κοντινός, για να τον πάρουμε στις πλάτες, μ' αυτός πάλι, πολύ συνωμότης, δε θέλησε να μας πληροφορήσει εχτός ότι το πρωί θα 'ρχόταν να τον έπαιρνε και δεν έπρεπε να στεναχωριούμαστε καθόλου. «Από λύκο δεν υπάρχει φόβος;». «Όχι μόνο το χειμώνα μπορεί να φάνε κι άνθρωπο. Τώρα όχι». Αν και καταλάβαμε ότι κοντεύαμε σε μέρη που τα εξουσίαζαν οι αντάρτες και δεν ύπαρχε φόβος να χαθεί ο σύντροφος, ήταν βαθιά η λύπη μας που τον αφήναμε μόνο, τόσο νηστικό και τόσο κουρασμένο. Από δω και πέρα θα βαδίζαμε πάνω στον ορεινό όγκο της Πίνδου σε μια αλυσίδα από βουνά που την κράταγαν οι αντάρτες μέχρι τα Τρίκαλα. Στον ορεινό τούτον όγκο μόνο με περισσότερο από μια μεραρχία στρατό μπορούσαν οι Γερμανοί ν' αρχίσουν επιχειρήσεις, αλλά και πάλι δε μπορούσαν να εγκατασταθούνε μόνιμα. Βαδίζαμε τώρα σε απότομα, άγρια και κακοτράχαλα, γυμνά βουνά της Αρβανιτιάς, που ίσως να ήταν πολύ ωραία, όπως το φεγγάρι ασήμωνε τα σκουρόγκριζα βράχια τους· μα ποιος μπορούσε να προσεξει κείνη την άγρια ομορφιά; Είχαμε τόσο αποκάμει από την κούραση και την αγρύπνια, που στο νου μας δεν έμενε η παραμικρή θέση για ρομαντισμό. Φτάσαμε σ' ένα μουλαρόδρομο. Ο σύντροφος Μιαούλης μας εξήγησε πως είχε φτιαχτεί απ' τους φαντάρους μας για την εξυπηρέτηση του μετώπου στον πόλεμο του 40 — 41. Κι η σκέψη μας πήγε σ' εκείνους που, τότε, σ' αυτά τα βουνά εξευτέλισαν το φασισμό, πρώτοι αυτοί στον κόσμο. Έτσι όπως είμαστ' εμείς κουρασμένοι, Digitized by 10uk1s
φανταζόμαστε και τους φαντάρους μας να τραβούν για το μέτωπο. Τώρα ήρθε κι εμάς η σειρά μας να συνεχίσουμε το πάλαιμά τους, το πάλαιμα που τόσο είχαμε ζητήσει και τότε να κάναμε μαζί τους, μα που δε μας άφησαν, γιατί η διχτατορία κι η τάξη όλη που εξουσίαζε την πατρίδα είχε βρει καλύτερο να μας κρατήσει κλεισμένους στο κάτεργο της Ακροναυπλίας και να μας παραδώσει ύστερα στους Γερμανούς. Έτσι κουρασμένοι και μ' αυτές τις σκέψεις και τα συναιστήματα βαδίζοντας, μας ξάφνιασε ένα «αλτ». Σαν έγινε η αναγνώριση, πλησιάσαμε και ασπαστήκαμε τον πρώτο αντάρτη που βλέπαμε, στρατιώτη του τεράστιου στρατού πούχε μεταβάλει ολόκληρη την κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ευρώπη σε πεδίο μάχης. Όλη τη δύναμη που μας απόμενε τη βάλαμε σ' εκείνο το δάκρυ της συγκίνησης. Μας πήγαν δίπλα σε μια σπηλιά, που βρισκόταν το φυλάκιο. Μια ομάδα αντάρτες κάθονταν γύρω σε μια φωτιά. Ήταν μισοί - μισοί, Έλληνες κι Αρβανίτες, αδερφωμένοι στον πόλεμο που γινόταν για να λείψει απ' τη γη το φασιστικό μόλεμα. Είχαν ηθικό άριστο. Ο οπλισμός κι η ντυμασιά τους ήταν Ιταλικά, ήταν καλά θρεμμένοι και γεροί. Σε λίγα λεφτά μας οδήγησε ένας αντάρτης στο χωριό Θεολόγου, που βρισκόταν διακόσια μέτρα πιο πέρα απ' τη σπηλιά. Στην πόρτα ενός σπιτιού μεγάλου, μας καλωσόριζε και μας ασπαζόταν έναν -έναν, ένας νέος άντρας γεμάτος φλόγα. «Γεια σας αδέρφια». Ήταν ο πολιτικός επίτροπος του αρχηγείου της ελληνικής μειονότητας, δάσκαλος το επάγγελμα. Λίγο αργότερα, ο αγνός αυτός πατριώτης σκοτώθηκε σε μάχη με Γερμανούς και μπαλήστες. Εδώ βρήκαμε το μπάρμπα - Κώστα το Λυκούρη. Είχε φύγει μαζί μας απ' το Λαζαρέτο κι είχε περάσει στην Αλβανία πρωτύτερα από μας, μα ήταν ηλικιωμένος και είχαν αποκάμει οι δυνάμεις του. Μας είπε σιγά στ' αυτί, του καθενού μας, πως έπρεπε να λέμε τους αντάρτες «συναγωνιστές» κι όχι συντρόφους. Μας μπέρδευε στη γλώσσα αυτό το «συναγωνιστή» μα τι να κάνουμε; Ύστερα ήρθε η σειρά του συναγωνιστή πολιτικού επίτροπου. Το πρώτο που μας είπε, ήταν πως επειδή είμαστε πολλές μέρες νηστικοί θα μας έφτιαναν μια σούπα με μακαρόνια και το πρωί πάλι μακαρόνια με κονσερβα. Στο μεταξύ άρχισε να μας ιστορεί για τη δράση και τους σκοπούς του αντάρτικου και των πατριωτικών οργανώσεων. Μιλούσε με τέτοια φλόγα, με τέτοια πατριωτική έξαρση, με τόση ανθρωπιά — με τόση πολλή ανθρωπιά — που όσο κουρασμένοι κι άγρυπνοι κι αν είμαστε, κι όσο κι αν αυτά που μας έλεγε δεν ήταν και τόσο άγνωστα σ' εμάς δεν έφυγε ούτε λεφτό η προσοχή μας απ' τα λόγια του. Μετά το δείπνο, που όπως έκαιε κείνη η μακαρονόσουπα μας έκαψε στις γλώσσες, ανεβήκαμε σ' ένα μεγάλο δωμάτιο — οντά — να κοιμηθούμε. Τυλιχτήκαμε τις κουβέρτες μας και ξαπλώσαμε στο παγωμένο πάτωμα. Μα παρά την κούραση και την ξαγρύπνια μας τρία ολόκληρα μερόνυχτα, δε μας ερχόταν ύπνος. Πρέπει το σώμα για να κοιμηθεί να ξεκουραστεί λίγο πρώτα. Κάτι σαν ζάλη ή ανάμεσα ζάλης και ύπνου μας έπιασε ίσως, γιατί το χάραμα, μέσα σ' εκείνη την κατάσταση, άκουα σα να με νανούριζε ένα παλιό, πολύ γνώριμό μου επαναστατικό τραγούδι. Τότες όμως με κυριάρχησε μια επίμονη αμφιβολία πως όλα τούτα που περάσαμε και το τραγούδι που άκουα, δεν ήτανε αληθινά, μα τάχα δει σε όνειρο. Κι έτσι, δίχως να ξυπνήσω απ' το λήθαργο, άρχισε το μυαλό μου να ξετάζει: Αν είμαστε στ' αλήθεια λεύτεροι σε λεύτερη περιοχή, μαζί με τους αντάρτες. Δεν πείστηκε όμως για τούτη την πραγματικότητα κι έτρεξε παραπίσω. Πήγε στο Λαζαρέτο, στην Κέρκυρα, στην απόβαση των Γερμανών κι ύστερα στο βαρκάρη που μας πήγε στα Ξαμίλια. Μα και πάλι αμφέβαλλε. — Μπορεί όλα τούτα να ήταν όνειρο. Έτρεξε πίσω πολύ στο χρόνο — ο νους τρέχει αμέτρητα μίλια στο δεύτερο λεφτό — πιάνοντας απ' την Τετάρτη Αυγούστου και τις καταδιώξεις, τα μπουντρούμια με τα βασανιστήρια του φασισμού, ύστερα τα στρατόπεδα της κατοχής και την απελευθέρωσή μας, φτάνοντας ως την καφτή μακαρονόσουπα και το παγωμένο πάτωμα, όπου τώρα ήμουνα ξαπλωμένος. Κι ωστόσο θετικά δε βεβαιώθηκε και πάλι ο νους μου. Τινάχτηκα τότες απάνω έτσι αυτόματα. Άνοιξα ένα παραθύρι, γούρλωσα τα μάτια, όσο πιο πολύ μπόρεσα. Ήταν αλήθεια, ήταν αλήθεια!! Μια διμοιρία αντάρτες στεκόντανε σε τρεις σειρές, μπροστά σ' ένα καζάνι Digitized by 10uk1s
με φαΐ π' άχνιζε κι έλεγαν το παλιό αγαπημένο μου τραγούδι: «Πάνε πια της σκλαβιάς τα χρόνια — Όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης — που ζούσαμε στην καταφρόνια — θα γίνουμε το παν εμείς». Έκλεισα το παραθύρι. Ξάπλωσα μ' ένα γέλιο βουβό στα χείλη μου, στο παγωμένο πάτωμα... Ήταν αλήθεια... Είμαστε λεύτεροι...
Και τώρα, κλείνοντας το μέρος τούτο της αφήγησής μου και γυρνώντας ο νους μου πίσω στο χρόνο ως τη μεγάλη μας ομάδα της Ακροναυπλίας, με τους εξακόσιους λαϊκούς αγωνιστές, δε βρίσκω στη ζωή περισσότερους από εξήντα ή εβδομήντα. Οι άλλοι, πολεμώντας για τη λευτεριά και για το δίκιο του λαού, για την προκοπή του κόσμου, έπεσαν από βόλια. Θυμάμαι πάντα και νιώθω περηφάνεια γι' αυτούς τους ωραίους συντρόφους, που έτσι σεμνά κι αθόρυβα έδιναν τη ζωή τους κι υπόμεναν με καρτερία κάθε κατατρεγμό. Δεν έβαψε τη γη μας το αίμα τους άσκοπα... Ζούμε σε μια τέτοια περίοδο ευτυχίας... Εκατομμύρια νέοι σύντροφοι απ' τα κατώτερα — όπως εκείνοι — στρώματα των ανθρώπινων κοινωνιών, πάνω στον πλανήτη μας, πέφτουν ακατάπαυστα κύματα, στη μάχη που δίνει ο άνθρωπος ενάντια στον παραλογισμό της σκλαβιάς — κάθε σκλαβιάς με τα πάντα της. Ενάντια στις φριχτότερες πληγές του ανθρώπινου γένους: Το φασισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο, την εκμετάλλεψη, που η εξέλιξη την έκανε μόνο άρνηση και πηγή κάθε κακού. Για τη Δημοκρατία, που δίχως αυτή για τον εξελιγμένο άνθρωπο, δεν έχει νόημα η ζωή.
1
Το κτήριο αυτό ανατινάχτηκε το Δεκέμβρη του 1944 και σ' αυτή τη θέση βρίσκεται τώρα μια μοντέρνα οικοδομή. 2
Πριχού από ένα - ενάμιση χρόνο, από τα ιστορούμενα, είχαν τόντις, δολοφονήσει σ' αυτήν εδώ την αίθουσα, το γέρο Βαλιανάτο, αγαθό άνθρωπο, παλιό σοσιαλιστή, κομμουνιστή κατοπινά, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Υπεύθυνο για τα οικονομικά του Κόμματος και την «Εργατική βοήθεια». 3
Μετά λίγους μήνες με παρουσίασαν σε μια επιτροπή που θ' αποφάσιζε για την τύχη μου. Ο Αγγελέτος δε θέλησε καθώς φάνηκε να πάρει μέρος, αν και ήταν το τρίτο μέλος της, ύστερα απ' τον Εισαγγελέα Εφετών και το Νομάρχη Αττικής. Είχε αυτό το φιλότιμο, ύστερα από εκείνες τις βρισιές.
4
Για χάρη των απογόνων, άλλαξα το επίθετο αυτού του δυστυχισμένου. Όλα τα επίθετα αυτουνού του βιβλίου είναι πραγματικά.
5
Δέκα χρόνια αργότερα — περίοδο εμφυλίου πολέμου — ο σύντροφος Μπέρκος ατύχησε, όπως έμαθα, κι από τότες κάθησε στην άκρια. Κάνω από τώρα την εξήγηση, ότι στην εξιστόρησή μου θα μιλάω όπως γνώρισα τους ανθρώπους τότες εκεί. 6
Στην κολλεχτίβα τα χρήματα και τα δέματα που έπαιρνε ο καθένας από τους εξόριστους πήγαιναν όλα στα οικονομικά της συμβίωσης. Επίσης τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος ήταν οργανωμένα σε φράξια (ομάδα) και συνεδρίαζαν όπως οι πυρήνες του κόμματος. Οι άλλοι εξόριστοι που δεν ήταν μέλη του κόμματος λέγονταν «συμπαθούντες», δεν έπαιρναν μέρος στις κομματικές συνελεύσεις.
7
Το 1956, κρατούμενος τότες στη φυλακή της Αλικαρνασσού, ήρθε μια μέρα στο κελλί μου, ένας σεβαστός γέροντας, ο εβδομηντάρης μπάρμπα Γιώργης Ρογκάς από το Βόλο: «Ζω, σύντροφε Γιάννη, μου είπε, με την ελπίδα να βρω μια μέρα το κόμμα και να καταγγείλω το δράμα που πέρασε το αρχηγείο του Πηλίου με την εξόντωση του Γάκη». Και πρόστεσε, ότι επειδή τα μέλη του αρχηγείου υπερασπίστηκαν το Γάκη, σκότωσαν και Digitized by 10uk1s
μερικούς απ' αυτούς. Ο γέρος μιλούσε μετά το 20ο συνέδριο και την 6η ολομέλεια, που για λίγον καιρό μπορούσαν οι αγωνιστές να μιλάνε. 8
Μετά κάμποσα χρόνια όντας κρατούμενος σε πολλές φυλακές μ' έναν απ' αυτούς που έφυγαν το Χριστόδουλο Φραγκουδάκη, μου διηγήθηκε πολλές φορές τον τρόμο που είχε μη λάχαινε και δεν τον πάρουν, γιατί για την απόδραση που ετοιμαζότανε είχανε μάθει όλοι. «Άφησαν, μου λέει, τους πιο γερούς και τους πιο καλούς συντρόφους. Όλους αυτούς που κάποτε στη ζωή τους στο κίνημα έκαναν κριτική στην ηγεσία. Εμένα με πήραν σαν στέλεχος της ΟΚΝΕ δεν είχα έρθει ποτέ σε σύγκρουση μαζί τους ούτε και μέσα στην Ακροναυπλία». Αυτά είναι απ' τα πολλά που μου είπε ο Φραγκουδάκης. Μα η τύχη τα έφερε έτσι, να με γνωρίσει ο Κερκυραίος χωροφύλακας, όταν κάποτε περνούσε από το τμήμα του ΕΛΑΣ που υπηρετούσα και συζητήσαμε μαζί για κείνη την καταστροφή. Ήταν η τύχη των αντιφασιστών της γενιάς της δικής μου, να χτυπιόμαστε από δυο μεριές. 9
Δεν το βλέπω τυχαίο ότι αν και το ποσοστό που γλύτωσε, απ' τους γραμματιζούμενους Ακροναυπλιώτες, σε αναλογία, ήτανε μεγαλύτερο από εμάς των εργατών, ότι δεν βρέθηκε κανείς να γράψει για τα παθήματά μας εκείνα. Και λέω πως έχουνε κάποια συνέπεια μια που και τώρα, όπως και τότες δε θέλουνε να πούνε για τότες την αλήθεια. Μα λέω πως θάτανε εκατό φορές πιο τίμιο αν κανένας έσπαζε τα ταμπού κι αυτοκριτικά και παστρικά μιλούσε με βιβλίο του.
10
Βλέπετε αν, όταν πήγαν οι χιτλερικοί να πατήσουν το νησί της Αγγλίας, αν δεν είχε συμμαχήσει με τη Σ.Ε. ο πόλεμος για την υπεράσπιση του εθνικού εδάφους θα ήταν ιμπεριαλιστικός. 11
Ένας σύντροφος του τρίτου θαλάμου ο Γ. Ποδαράς είπε σε μια οργανωμένη συζήτηση, ότι «επειδή τα αποθέματά μας είναι αρκετά — κάμποσες χιλιάδες οκάδες — καλό θα είναι τώρα, να πέφτει στο καζάνι ολόκληρη η μερίδα που μας φέρνει ο Ερυθρός Σταυρός». Επειδή ο σύντροφος είχε κύρος μεγάλο στην ομάδα, η καθοδήγηση καλλιέργησε ότι ο Ποδαράς ζήτησε, «να τα φάμε όλα». Το ψέμα βλέπετε χρησιμοποιότανε από την καθοδήγηση Μπαρτζώτα για να κλείσει τα στόματα εκείνα που δεν ήθελαν να σωπάσουν. 12
Μου έρχεται στο νου να πω και μου είναι αδύνατο να τ' αποφύγω. Ποια κακή μοίρα έδερνε αυτή την ηγεσία, αυτουνού, του πιο λαμπρού κινήματος της Ευρώπης; Πριν από δυόμιση χρόνια στην Ακροναυπλία και στην Πύλο οι φρουροί μας χωροφύλακες, στην πράξη, μας είχαν αφήσει λεύτερους κι η ηγεσία μας την αρνήθηκε! Πριν από έξι μήνες ο Απελευθερωτικός Στρατός της Ελλάδας, ο Ε.Λ.Α.Σ.. Θέλησε να μας λευτερώσει στην Κατούνα κι η ηγεσία μας δεν το δέχτηκε. Ακόμα και στη Βόνιτσα το προσπάθησε (όπως μετά από χρόνια μαθεύτηκε) και πάλι η ηγεσία το αρνήθηκε. Και τώρα εδώ στην Κέρκυρα, που αφού δε δέχτηκε τον εξωπλισμό μας η άρχουσα τάξη του νησιού και δεν είχε κανένα λόγο η παραμονή μας στο νησί, ενώ η Αλβανία ήταν αδειανή από Γερμανρύς και μπορούσαμε να περάσουμε στο Ελληνικό έδαφος, η ηγεσία μας αδράνησε κι ο ηγέτης μας μάς εγκατάλειψε εξασφαλίζοντας τον εαυτό του. Ας πω όμως ότι σ' αυτόν επιβλήθηκε από το ΚΚΕ κάποια μικρούτσικη τιμωρία...
Digitized by 10uk1s