A
Θεομητορικοί ναοί
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
2-32 AΦIEPΩMA
H λατρεία της Παναγίας, πολιούχου της Bασιλεύουσας, απ τους βυζαντινούς χρνους έως σήμερα
Θεομητορικοί ναοί. H λατρεία της Παναγίας, πολιούχου της Bασιλεύουσας, απ τους βυζαντινούς χρνους έως σήμερα.
Tου Aκύλα Mήλλα
Tου Aκύλα Mήλλα
Eσωκαστρινές
Iατρού – συγγραφέα
Παναγίες. Oι συνοικίες της BA Kωνσταντινουπλεως και οι Θεομητορικοί τους ναοί.
Tου Kώστα M. Σταματοπούλου H Περατική Παναγία. O νας των Eισοδίων της Θεοτκου στη μεγαλώνυμο κοιντητα Σταυροδρομίου.
Tου Aκύλα Mήλλα
H Bαλουκλιώτισσα Παναγία. Tο ιστορικ της Zωοδχου Πηγής απ τους βυζαντινούς χρνους έως σήμερα.
Tου Φωκίωνος Σιδηροπούλου Παναγία Kαφατιανή. Oι περιπέτειες της άτυχης πρωτοεκκλησιάς της κοιντητας Γαλατά
BAΘIA μεσάνυχτα έφτασαν τα νέα στο στρατπεδο του κυρ Mιχαήλ του Παλαιολγου, πέρα εκεί στο Mετεώριον. O Aλέξιος Kομνηνς ο Στρατηγπουλος, έλεγαν, απ παραπυλίδα αφύλαχτη που βρήκαν οι θεληματάριοι στα πέριξ της Θεοτκου της Πηγής, μπήκε στην Πλη, κατέλαβε τους πύργους και έδιωξε τους Φράγκους. Πρώτη έμαθε τα νέα η αδελφή του Eυλογία, που έσπευσε στον κοιτώνα του αυτοκράτορα. «Kατέσχες, ω Bασιλεύ, την Kωνσταντινούπολιν!», του έκραξε. «Aνάστηθι! ο Xριστς σοι εχάρισε την Kωνσταντινούπολιν!». Λίγες μέρες αργτερα στρατοπέδευε ο Παλαιολγος με τους παλατιανούς και την κούρτη λη στη μοEπιμέλεια αφιερώματος:
Tου Aκύλα Mήλλα
Παναγία των Bλαχερνών. Tο Iερν Λούμα και μνήμες παλαιών πανηγύρεων.
ΦIEPΩMA
EΛEYΘEPIA TPAΪOY
H
Tου Aκύλα Mήλλα Aπ" το κάλλος των δεήσεων. «Eι μη γαρ Συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;».
Tου Eυαγγέλου Γαλάνη, μητροπολίτου Πέργης Θεομητορικές εικ"νες. Oι ποικίλοι εικονογραφικοί τύποι της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη.
Tης Xρυσάνθης Mπαλτογιάννη Θεοτ"κος η Xρυσαληθινή. H αρχιτεκτονική του ναού, γνωστού σήμερα ως Θεία Aνάληψις Yψωμαθείων.
Tου Σταύρου Mαμαλούκου Παναγία η Kαμαριώτισσα. Eνα ακμη απορφανεμένο κειμήλιο του Eλληνισμού και του Oρθδοξου κσμου.
Tου Aκύλα Mήλλα Eξώφυλλο: Λεπτομέρεια απ παλαιολγεια εικνα της Θεοτκου που ανακαλύφθηκε σε υπγεια κρύπτη της Παναγίας Mουχλιώτισσας στη δεκαετία του ’40 (φωτ.: εκδ. «MIΛHTOΣ»).
Yπεύθυνη «Eπτά Hμερών» EΛEYΘEPIA TPAΪOY
2
νή του Kοσμιδίου, εγγύς των Bλαχερνών, και την 15η Aυγούστου του 1261, ανήμερα της Παναγίας, πραγματοποιήθηκε η ντως «θεοπρεπεστάτη» αλλά και «βασιλικωτάτη» εκείνη διά της Xρυσής Πύλης θριαμβική είσοδος των Bυζαντινών. Προτού εκκινήσουν, «αφ’ υψηλού των πύργων», ο Γεώργιος Kλειδάς, μητροπολίτης Kυζίκου, εξεφώνησε «γεγωνύια τη φωνή» ευχές, που είχε επ’ ευκαιρία συνθέσει ο Aκροπολίτης Γεώργιος. «Kατά την εκφώνησιν δ’ εκάστης, γινομένου διαλείμματος μικρού, ο αυτοκράτωρ αποβάλλων την καλύπτραν αυτού έπιπτε χαμαί γονυκλινής, και μετ’ αυτού λον το παριστάμενον αναρίθμητον πλήθος. Oτε δε ο διάκονος εσήμαινε την ανέγερσιν, πάντες ανισταμένοι εβων εκατοντάκις “Kύριε Eλέησον”». Tης πομπής προπορευταν η εικνα της Παναγίας της Oδηγητρίας και ακολουθούσε ο Bασιλεύς πεζς μετά της Aυγούστης και των μεγιστάνων, και μετ’ αυτούς σύμπας ο συρρεύσας λας. Bάδισαν έτσι μέχρι της μονής του Στουδίου, που εναπθεσαν την εικνα στα χέρια του ηγουμένου και, έφιπποι πλέον, πορεύτηκαν στην Aγιασοφιά, που και τέλεσαν δοξολογία. H μεγαλπρεπη αυτή πομπή αποτυπώθηκε σε αυτοκρατορικ μολυβδβουλλο που εικονίζει τον Mιχαήλ ολσωμο με διβιτήσιο και λώ-
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
Παναγία των Mογγολίων ή Mουχλιώτισσα. H μνη εκκλησία στα χέρια των Pωμιών, που συνεχίζει να λειτουργείται απ τους βυζαντινούς χρνους έως σήμερα (φωτ.: Nτρα Mηναΐδη, 1985).
ρο, να υψώνει στα χέρια του την εικνα της Παναγίας, ενώ, τα χρυσά υπέρπυρα που έκοψε λίγο αργτερα, έφεραν εγχάρακτη στη σκυφωτή τους ψη τη δεομένη Θεοτκο, τη Bλαχερνίτισσα, περιστοιχισμένη απ τα τείχη και τους πύργους της Kωνσταντινουπλεως. H θαυμαστή εκείνη εικνα της Θεομήτορος Oδηγητρίας, η ιστορημένη διά χειρς Eυαγγελιστού Λουκά, φυλασσταν στην ομώνυμη μονή των Oδηγών, που κατά τους πα-
τριδογράφους είχε ανεγείρει περίλαμπρη Mιχαήλ ο Mέθυσος, στη θέση παλαιοτέρου ναού των χρνων της Πουλχερίας. Tα ερείπια του καθολικού της, κτίσματος εξαγώνου, ήρθαν στο φως το 1923 απ Γάλλους αρχαιολγους και σώζονται πάντα πλάι στις στρατιωκές αποθήκες και πλησίον των Mαγγάνων, μεταξύ Aγίας Σοφίας και των τειχών της Προποντίδας, που και η ομώνυμη παραθαλάσσια μοναστηριακή παραπυλίδα της Oδηγητρίας.
Tην εικνα, που μετά την απεγνωσμένη εκείνη λιτανεία που πραγματοποιήθηκε στα τείχη του Aγίου Pωμανού είχαν εναποθέσει οι υπερασπιστές της Bασιλεύουσας στην πλησίον μονή της Xώρας, κατατεμάχισαν την ημέρα της Aλώσεως οι στρατιές των Γενιτσάρων «χωρίσαντες εις τέσσερα», κατά τον Δούκα, «και γυμνώσαντες του πολλού αυτής κσμου».
Eκατν είκοσι θεομητορικές εκκλησίες Mιας άλλης ιστορικής Παναγίας το ερείπιο ορθώνεται λιγο χαμηλτερα και βορειτερα της Aγίας Σοφίας, με ενσωματωμένη ως πρσφατα την αψίδα της κγχης του σε φτωχ συνοικιακ κινηματογράφο. Στην παλαιοχριστιανική αυτή βασιλική της Θεοτκου των Xαλκοπρατείων, που ανέγειρε τον πέμπτο αιώνα ο Θεοδσιος ο Mικρς και ανακαίνισε Bασίλειος ο Mακεδών, κατερχταν εκ του Oίκου του ο Πατριάρχης και πάσα η σύγκλητος πεζή, μάγιστροι, ανθύπατοι, πατρίκιοι και οι απ σκαραμαγγίων του κουβικουλαρίου άρχοντες, πορευταν πομπικώς και ο αυτοκράτωρ μέσω του εμβλου προς τα Xαλκοπράτεια και τελούσαν με λαμπρτητα μεγάλη τη θεία λειτουργία κάθε 25η Mαρτίου, ημέρα του Eυαγγελισμού, με τον Πατριάρχη και τον Bασιλέα να προσεύχονται μπροστά στην Aγία Tράπεζα, που υπήρχε «εν χρυσή σωρώ αποτεθησαυρισμένη» η Tιμία Zώνη της Θεομήτορος. Σε ελάχιστη απσταση απ την Παναγία των Xαλκοπρατείων και πλησίον πάντα της Aγιωτάτης Mεγάλης Eκκλησίας, βρισκταν και το γυναικείο μονύδριο της Θεοτκου της Eυουρανιτίσσης, που στους χρνους του πατριάρχου Nείλου (1379–1388) γνώρισε κτίτορα και ανακαινιστή του Γεώργιο τον Kουνάλην. Eδώ, «πισθεν του ιερού βήματος του παμμεγίστου και θειοτάτου ναού του Θεού Λγου Σοφίας», βρισκταν και η μικρή μονή της αειπαρθένου Mαρίας της Bαραγγιωτίσσης, που ανακαίνισε και διεύρυνε στους χρνους των Παλαιολγων Γυραις ο Mικροκέφαλος. Στην άλλη άκρη τώρα της πλης, τα ερείπια μιας επίσης ιστορικής εκκλησίας, καθολικού της Iεράς Mονής Θεοτκου των Aβραμιτών που φυλασσταν η θαυματουργή εικνα της Aχειροποιήτου, εξαφανίστηκαν στα πέριξ εκεί της Xρυσής Πύλης και του Eπταπυργίου. Στη μεγάλη θριαμβευτική είσοδο που είχε πραγματοποιήσει ως αυτοκράτωρ ο Nικηφρος Φωκάς τον Aύγουστο εκείνο του 963, αποβιβάστηκε εδώ στην αποβάθρα των Πηγών και «διερχμενος έξω του παρατειχίου» και «διά της πλακωτής στραφείς», ήλθε να προσκυνήσει στη μονή των Aβραμιτών, «την λεγομένην Aχειροποίητον της Θεοτκου». Aλλα σημαντικά προσκυνήματα, ναοί και μοναστήρια αφιερωμένα απ τους Kωνσταντινουπολίτες στη λατρεία της πολιούχου τους ΘεοΣυνέχεια στην 4η σελίδα
Aριστερά: Στις 15 Aυγούστου 1261 ο αυτοκράτωρ της Nικαίας Mιχαήλ H΄ Παλαιολγος εισήλθε θριαμβευτικά στην Kωνσταντινούπολη και στέφθηκε αυτοκράτωρ της παλινορθωμένης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην εικνα, ο Mιχαήλ H΄ Παλαιολγος σε μικρογραφία χειρογράφου της χρονογραφίας του Παχυμέρη (Mναχο, Bαυαρική Kρατική Bιβλιοθήκη). Πάνω: H Παναγία εν μέσω των τειχών και των πύργων της Kωνσταντινουπλεως σε υπέρπυρο (1261–1282) του Mιχαήλ H΄ Παλαιολγου (φωτ.: Aκύλας Mήλλας). Kάτω: O Mιχαήλ H΄ Παλαιολγος με υψωμένο το εικνισμα της Θεοτκου, πως απεικονίζεται σε αυτοκρατορικ μολυβδβουλλο του 1262 (αρχείο Zάκου και Bεγλερή).
Φετχιέ τζαμί, το πάλαι ποτέ καθολικ της Mονής Παναγίας Παμμακαρίστου, πατριαρχικού ναού των Γραικών στους μετά την Aλωση χρνους και έως το 1591 (φωτ.: Nικλαος Mαγγίνας). KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
3
Συνέχεια απ την 3η σελίδα
τκου, υπήρξαν η Παναγία του Φάρου, πλησίον του Bουκολέοντος και του Iερού Παλατίου, η Παναγία του Φρου του Kωνσταντίνου, το ευκτήριο της Nικοποιού Θεοτκου που αναφέρει ο Nικηφρος Γρηγοράς, τα προσκυνήματα της Παυσολύπης και της Γοργοεπηκου, της Kυριωτίσσης, της Θεοτκου της Παυσολυτρίας στις Kωνσταντινιαναίς, της Θεοσκεπάστου Θεοτκου και της Παναχράντου. Aκμα ονομαστά υπήρξαν τα ευκτήρια της Θεοτκου Διακονίσσης, της Παναγίας Eυεργέτιδος, της Kεχαριτωμένης, η Mονή της Θεοτκου Ψυχοσώστριας, της οποίας οι Σταυροφροι άρπαξαν και μετέφεραν στη Δύση τα ιερά κειμήλια. Στα πατριαρχικά έγγραφα μνημονεύονται συχνά η Eκκλησία της Kαστελιώτισσας Παναγίας, η μονή της Kυράς Mαρίας, της Θεοτκου του Mανδύλου, της Eπουρανιωτίσσης, της Παρακοιμωμένης, της Kυρίτου, της Kελλαραίας... Eκατον είκοσι περίπου οι θεομητορικές εκκλησίες που καταγράφονται απ τους ιστορικούς και τοπογράφους της μεσαιωνικής Kωνσταντινουπλεως και τους συναξαριστές. Aπ αυτές ελάχιστες επέζησαν μέχρι τα χρνια της Aλώσεως και έτι λιγτερες θα παρέμεναν στα χέρια των ραγιάδων Γραικών, καθώς έσπευδαν κάθε τσο οι Oθωμανοί και κατελάμβαναν τη μια μετά την άλλη τις σημαντικτερες εκκλησίες, τις κτισμένες συνήθως στις πλέον δεσπζουσες και περίοπτες θέσεις της επτάλοφης πολιτείας.
H μέχρι θεμελίων πυρπολημένη εκκλησία της Παναγίας του Bελιγραδίου, την επομένη των γεγοντων της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου 1955 (φωτ.: Δημήτριος Kαλούμενος).
Bλαχερνήτισσα, Παμμακάριστος H Παναγία των Bλαχερνών ένας απ τους πλέον επιφανείς θεομητορικούς ναούς της Bασιλεύουσας, που συχντατα αναφέρεται απ τους ιστορικούς αλλά και τους συναξαριστές, καθώς εδώ εκκλησιάζοντο κατά τους τελευταίους κυρίως αιώνες ο βασιλεύς και οι αυλικοί, πυρπολήθηκε κατά μαρτυρία του ιστορικού Φραντζή το 1434, «υπ τινων αρχοντοπούλων θελντων πιάσαι τινας νεοττούς περιστερών». Tην εκκλησία αυτή, που υπεράνω της ορθώνονταν τα υπερύψηλα ανάκτορα Kομνηνών και Παλαιολγων, είχε αναγείρει το 435 η αυγούστα Πουλχερία και σε αυτή φυλασσταν το πάλαι η τιμία εσθής της Θεοτκου, που γνωρίζουμε τι μετακμισαν απ τη Γαλιλαία οι πατρίκιοι Γάλβιος και Kάνδιδος. Eρειπωμένη βρήκαν τη Bλαχερνήτισσα οι Oθωμανοί και ουδέποτε την ορέχθηκαν, σε αντίθεση με τη Mονή της Παναχράντου, που μετέβαλε σε τζαμί ο Φεναρή Iησά στα τέλη του 15ου αιώνα, και τη βασιλική μονή του Mυρελαίου κατά τη Bλάγκα, που κατέλαβε τα ίδια περίπου εκείνα χρνια ο βεζύρης Mεσίχ Aλή πασάς. Tη μονή της Θεοτκου του Λιβς, που το «πανταχθεν της πλεως καταφανές» κτίσμα της εξαφάνισε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα η μεγάλη φωτιά του Φατίχ, είχε μετατρέψει σε μεστζήτι, αμέσως μετά την Aλωση, ο
4
Tα δύο τμήματα της σφραγίδας της Παναγίας Παλαιού Mπάνιου, σε νμισμα εκκλησίας των πέντε παράδων του έτους 1890 (σχ.: Iλη Mήλλα).
H Παναγία η Bελιγραδινή, μία απ τις τέσσερις δεσποτικές εικνες των Σέρβων, 14ου αιώνα, που κάηκαν κατά την πυρπληση του ναού τον Σεπτέμβριο του 1955.
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
αρχιχειρουργς του Πορθητού Aλή Eφέντης. Παρέμεινε μως στα χρνια των Γραικών η Παμμακάριστος Παναγία, εκεί στα υψώματα του Διπλοφάναρου και του Ποτηρά, και σε αυτή μετέφεραν το Πατριαρχείο τους οι Pαγιάδες Γραικοί μετά την Aλωση, «εκβάλλοντας τας εδώ ενδιαιτωμένας ολιγίστας μοναχάς εις την πλησίον εκκλησίαν Iωάννου Bαπτιστού του εν τω Tρούλω». H Παμμακάριστος θα παρέμενε στα χέρια των χριστιανών χρνους 138. Eπ’ ευκαιρία του χιλιοστού έτους της Aιγείρας οι Tούρκοι την κατέλαβαν το 1591, μετατρέποντας το καθολικ της σε Φετχιέ τζαμί. Oι χριστιανοί μετέφεραν ττε λα τα φυλασσμενα λείψανα και την διά μουσείου ιστορημένη εικνα της Παμμακαρίστου, αλλά
και τη λάρνακα του κυρ Aλεξίου του Kομνηνού, και τα εναπθεσαν ύστερα απ περιπλανήσεις στο Διπλοφάναρο, εκεί στο κάστρον του Πετρίου, και έγινε προς στιγμήν σκέψις και πάρθηκε απφαση πατριαρχική και συνοδική, «τον εν τω νέω πατριαρχείω ναν του Aγίου Γεωργίου εις τιμήν της αειπαρθένου Mαρίας να τιμάται, εις μνήμην δηλαδή του εν τω προτέρω Πατριαρχείω ναού της Παμμακαρίστου…». Xάθηκαν ττε, στους μετά την Aλωση εκείνους αιώνες, και άλλες εκκλησίες που είχαν παραμείνει στα χέρια των ρωμιών, χάθηκε η παλαιά εκείνη Θεοτκος της Bλάγγας, έσβησε μαζί με την ενορία της η περατική Παναγία η Kαστελιώτισσα, αγνοείται ώς και η θέση της «μικράς» Παναγίας της Παλαιολογίνας, εκεί στα πέριξ του Πατριαρχικού Nαού, που τη λειτουργούσαν ακμα το 1669 και στην οποία φυλασσταν η εικνα της Παναγίας της Mαγκουριωτίσσης, «ην επθει να μετακομίση εις Kωνσταντινούπολιν Aννα η Aσπιέτισσα», στα τελευταία εκείνα δύσκολα χρνια των Παλαιολγων.
Tετραμερής αργυρή σφραγίδα του 1818, «της κατά το Kοντοσκάλι εκκλησίας της Eλπίδος» (σχ.: Iλη Mήλλα).
Eναπομείναντες ναοί Aπ’ σους θεομητορικούς ναούς και προσκυνήματα παρέμειναν ώς σήμερα στα χέρια της πολίτικης Pωμιοσύνης, δώδεκα σώζονται εντς των ορίων της παλαιάς περιτετειχισμένης Πλης και ασφαλώς έχουν βυζαντινή την καταγωγή. Tα κτίσματά τους, πλην ενς, είναι μεταγενέστερα, αρχιτεκτονήματα κλασικά των πρσφατων αιώνων. Aιτία των απωλειών οι σεισμοί, αλλά κυρίως οι συνεχείς εκείνες καταστροφικές πυρκαγιές που κατέκαιγαν κατά καιρούς απ’ άκρη σ’ άκρη την επτάλοφη πολιτεία. Kαι «ευμενεία» μεν των αρχών, διδταν συνήθως άδεια ανοικοδομήσεως, καθώς μως υπήρχε ρος ρητς να ολοκληρωθεί το έργο σε μέρες τεσσαράκοντα, «έτι δε τους επιτρπους και τεχνίτες επί το πλείστον αφιλοκαλία διέκρινεν ανεπίληπτος», ήταν επμενο να αφανίζεται το παλαι των εκκλησιών κάλλος και οι άλλοτε «τρούλλοι και διάκοσμοι μουσειακοί», να παραμένουν ζωντανοί στις μνήμες μνον των παλαιών τους ενοριτών. Oλοι σχεδν σήμερα οι ναοί είναι βασιλικές ξυλστεγες, δείγματα χαρακτηριστικά μιας αρχιτεκτονικής των χρνων της Tουρκοκρατίας, και ασφαλώς νοσταλγική εξαίρεση αποτελεί η Θεοτκος των Mουγουλίων ή Mογγολίων, η γνωστή ως Παναγία Mουχλιώτισσα, που συνεχίζει να ορθώνει πάνω απ το Διπλοφάναρο τον βυζαντιν της τρούλο. Oνομαστή ως Παναγιώτισσα απ τους χρνους Nικηφρου του Φωκά, ανακαινίστηκε και προικίστηκε πλουσιοπάροχα λήγοντος του δεκάτου τρίτου αιώνα απ την Mαρία Παλαιολογίνα, νθο κρη του αυτοκράτορα Mιχαήλ του H΄, την οποία αποκαλούσαν οι Γραικορωμαίοι «Δέσποινα των Mογγολίων», απ τον άτυχο εκείνο και για λγους πολιτικούς γάμο της με τον χάνη των Mογγλων Aπαγάν. Λίγο χαμηλτερα, πάνω απ το Aγιοταφικ μετχι και εντς της πά-
Eκλεκτικιστική αρχιτεκτονική στην πρσοψη του ενοριακού ναού της Παναγίας Eλπίδος, κτίσμα χαρακτηριστικ του τέλους του περασμένου αιώνα (φωτ.: Nτρα Mηναΐδη).
λαι ποτέ «κούρτης» των ηγεμνων της Bλαχίας, βρίσκεται το ερείπιο της Θεοτκου της Παραμυθίας, μιας εκκλησίας ευρύτερα γνωστής ως Bλαχ Σεράγι, που κάηκε μλις το 1972. Mια άλλη θεομητορική εκκλησία, κατά μήκος εδώ των τειχών του Kερατίου Kλπου και πλησίον της Παλατιανής καστρπορτας των Kυνήγων, η Παναγία του Mπαλίνου διασώζει ίσως τη μνήμη του άρχοντα μαγίστρου Παυλίνου, ενώ στην άκρα εκεί του Πενταπυργίου και της Ξυλοπρτης, ψηλτερα απ το ιστορικ λούσμα των Bλαχερνών, στον απμακρο συνοικισμ των Kαλλιγαρίων βρίσκεται η Παναγία της Σούδας, κτισμένη επάνω απ αγίασμα τιμώμενο επ’ ονματι της Tιμίας Zώνης της Θεοτκου. Aκμα ψηλτερα και στα πέριξ της πύλης του Eδιρνέκαπου διασώζονται δύο άλλες θεομητορικές εκκλησίες, η Παναγία η Xαντζερλήδισσα και η Kυρία των Oυρανών, που πιθανν κατέχει τη θέση ή διαφυλάττει τη μνήμη της Mονής της Θεοτκου του Kαϊουμά. Mια τρίτη, εξαφανισμένη σήμερα, η Θεοτκος της Kελλαρίας ή Σακελλαρίας, στην περιοχή της ΠέΣυνέχεια στην 6η σελίδα
O νας του Eυαγγελισμού της Θεοτκου Bαφεοχωρίου, παραπλιο που έκτισαν, βαφείς το επάγγελμα, Θρακιώτες έποικοι στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα (φωτ.: N. Mαγγίνας). KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
5
O υπγειος νας του εν Bεφά αγιάσματος της Kοιμήσεως της Θεοτκου, ένα απ τα πλέον πολυσύχναστα προσκυνήματα της πολίτικης Pωμιοσύνης (φωτ.: Λίζα Eβερτ).
Συνέχεια απ την 5η σελίδα
τρας, ταυτίζεται με το αναστηλωμένο πρσφατα Odalar camii, στα ερείπια του οποίου και σε υπγειο εκεί αγίασμα προσέτρεχαν οι χριστιανοί, μέχρι και τις αρχές του αιώνα μας. Mια επίσης εξαφανισμένη εκκλησία στα πέριξ εδώ, η Παναγία του Aραμπατζή μεϊδάν, συνέχισε να λειτουργείται και να έχει τη δική της φτωχή ενορία τουλάχιστον μέχρι και το 1764. Δυτικτερα και πολύ κοντά τής έξω των τειχών θεμελιωμένης απ τον Λέοντα τον Θράκα Σταυροπηγιακής Mονής της Zωοδχου Πηγής, της γνωστής ως Παναγίας του Bαλουκλή, εκτεινταν κατά μήκος του Θεοδοσιανού τείχους η ενορία της άτυχης εκείνης Παναγίας της Bελιγραδινής, που είχε παραχωρηθεί μετά την Aλωση στους Σέρβους σουργούνηδες τους οποίους είχε μετοικήσει στην άκρα εδώ της επτάλοφης ο Σουλεϊμάν ο Mεγαλοπρεπής. Γειτνευε με την ενορία μιας ακμα πυρπολημένης στα Σεπτεμβριανά Παναγίας, της Γοργοεπηκου των Eξι Mαρμάρων, που ταυτίζεται ως προς τη θέση με τον αρχαίο εν Eξικιονίω Nα της Θεοτκου του Kύρου. Mια άλλη εκκλησία στον έβδομο εδώ λφο της Bασιλεύουσας, η Παναγία η Xρυσαληθινή, μετά τη θεομηνία εκείνη του 1782, ταν «εκ της Πλεως τα τέσσερα μερτικά τα τρία εκαγήκαν», επανακτίζεται και παραμένει έκτοτε γνωστή ως Aγία Aνάληψις. Πορευμενοι τώρα κατά μήκος των παραθαλασσίων τειχών της Προποντίδας θα συναντήσουμε στο Kοντοσκάλι τον περίκομψο να της Παναγίας Eλπίδας, που διασώζει ίσως τη μνήμη της ιστορικής εκείνης μονής της Bεβαίας Eλπίδος κατά το Eπτάσκαλον, την οποία ανέγειρε η κρη Kωνσταντίνου του Παλαιολγου Θεοδώρα, που μνασε και ετάφη σε αυτήν ως Θεοδούλη μοναχή. Συνρευε η ενορία Kοντοσκαλίου με τα Πεκιάρικα της πρώτης τη τάξει ενο-
6
ρίας της Aγιάς, στην επικράτεια της οποίας και στα πάλαι ποτε Σφωρακίου, βρίσκεται το ιερ εν Bεφά Mεϊδάν αγίασμα της Kοιμήσεως της Θεοτκου, προσκύνημα πλουτοφρο και ιστορικ που, πως πιστεύεται, προσδιορίζει τη θέση ευκτηρίου Oίκου της Θεοτκου που ανέγειρε ο πολύς Σφωράκιος, ο οποίος άκμασε κατά τις βασιλείες των αυτοκρατρων Aρκαδίου, Θεοδοσίου του B΄ και Mαρκιανού. Aπέναντι τώρα, στην Περατία του Γαλάτου, εννέα υπήρξαν οι «περατικές» εκκλησίες που παρέμεναν μετά την Aλωση στα χέρια των Γραικών, ανάμεσά τους και η Παναγία η Kαστελιώτισσα, η Παναγία η Xρυσοπηγή και η Θεοτκος η Eλεούσα, εκκλησίες που εξαφάνισαν οι κατά καιρούς φοβεροί εκείνοι «εμπειρισμοί» που κατέκαψαν τις ενορίες των Γαλατιανών. Mια τέταρτη εδώ θεομητορική εκκλησία, η Παναγία η Kαφατιανή, κτίστηκε αμέσως μετά την Aλωση με διαταγή του Πορθητού, ταν το 1462 μετοίκησε κατοίκους του Kαφφά για να επανδρώσει τους έρημους συνοικισμούς τους «έσωθεν του Kιρέτς καπισί». Oριζε η Παναγία η Kαφατιανή και λα τα υψώματα της Περαίας, μέχρι το 1908, οπτε ανεγείρεται κατά το Σταυροδρμι η εκκλησία των Eισοδίων της Θεοτκου. Mισ περίπου αιώνα αργτερα στους πρποδες του βουνού του Aγίου Δημητρίου, που και Tα–ταύλα των Γενοβέζων, κάτω απ το Kερασοχώρι ή Kερατσοχώρι και στο παρχθιο του χειμάρρου του Kασίμ πασά, πρωτοκτίζεται το εκκλησίδιο του Eυαγγελισμού της Θεοτκου, που ανακαινίζεται εκ βάθρων το 1894, μεγαλπρεπο και περικαλλέστατο με θλο μολυβδοσκέπαστο και κωδωνοστάσια περίτεχνα.
Στις χθες του Kατάστενου Στις χθες του Kατάστενου τώρα, στον Pοδίων τον πάλαι ποτέ λιμένα
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
κατά το Mπεσικτάσι –το Διπλκιονιο, στο επίστυλο του οποίου ασκήθηκε ως λέγεται κατά το 464 Δανιήλ ο Στυλίτης–, οικοδομήθηκε το πρώτον, στα τέλη της 17ης εκατονταετιρίδας, στο κέντρο της χώρας, η εκκλησία της Kοιμήσεως της Θεοτκου, που επανακτίστηκε κατά καιρούς «δαπάναις πανδημίας» και «επιστατούντων επιτρπων τιμίων». Mια δεύτερη στο παραπλιο αυτ εκκλησία, την Παναγία του Παλαιού Mπάνιου, θα συναντήσουμε αριστερά της μεγάλης λεωφρου που οδεύει προς το Mεσάχωρο του Aγίου Φωκά. «Eπιλέγεται δε του Παλαιού Mπάνιου», γράφει ο Σκαρλάτος Bυζάντιος, «διτι ανοίκε
H Kουμαριώτισσα Παναγία Nεοχωρίου, νας ακραίου συνοικισμού του Bοσπρου, ύστατη των ενοριών της αγιοτάτης Aρχιεπισκοπής Kωνσταντινουπλεως (φωτ.: N. Mαγγίνας).
H εντυπωσιακή πρσοψη του ναού της Eυαγγελιστρίας στους πρποδες των Tαταούλων. O νας θεμελιώθηκε το 1877 και ολοκληρώθηκε το 1894 (φωτ.: N. Mαγγίνας).
Aποκομμένη απ βυζαντιν να ψηφιδωτή παράσταση βρεφοκρατούσης Θεοτκου, συμπληρωμένη και μεταποιημένη σε φορητή εικνα ανηρτημένη άλλοτε στον δεξιά της εισδου τοίχο της Mουχλιώτισσας (φωτ.: Aπ το βιβλίο «Kωνσταντινούπολη», οι πάνσεπτοι Πατριαρχικοί Nαοί», των εκδσεων «Mίλητος», 1996).
το κατ’ αρχάς εις τους εν τω ναυστάθμω (Bagno) εργαζομένους δούλους του Xαΐρ ουδ–διν», του Xαϊρεττίν δηλαδή Mπαρμπαρζ, του οποίου το μαυσωλείο υψώνεται μεγαλπρεπο κοντά στη θάλασσα. Mια τρίτη εκκλησία θεομητορική στην ευρωπαϊκή πάντα χθη του Kατάστενου, κτίστηκε το 1834 μεταξύ Φιδαλείας και Λεωσθενίου, σε λφο «κυπαρώδη», που κατέφυγαν κι ε-
ποίκησαν τη χώρα των Bαφέων, το σημεριν Mπογιατζήκιοϊ, πρσφυγες απ τη Θράκη, για το φβο των Γρητζανλήδων Tούρκων που λεηλατούσαν τα χωριά τους. Παρακάμπτοντας το Λεωσθένιο και τη χώρα των Aρχαγγέλων της Στένης, θα συναντήσουμε δεύτερο συνοικισμ του Nεοχωρίου και ακροτελεύτεια της Aγιωτάτης Aρχιεπισκοπής, την ενορία της Πα-
ναγίας της Kουμαριώτισσας. Σ’ αυτήν περατούται και η πνευματική δικαιοδοσία του Oικουμενικού Πατριάρχου ως Aρχιεπισκπου Kωνσταντινουπλεως, καθώς τα μετέπειτα ρουμελιώτικα προάστια και παραπλια του Bοσπρου, με μητρπολη τη χώρα των Θεραπείων στο συνεχμενο Φαρμακέα κλπο, τελούσαν ανέκαθεν υπ την κυριτητα της επαρχίας Δέρκων.
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
7
Eσωκαστρινές Παναγίες Oι συνοικίες της BA Kωνσταντινουπλεως και οι θεομητορικοί τους ναοί Tου Kώστα M. Σταματοπούλου
IΔΩMENH απ τη θάλασσα η βορειοανατολική άκρα της περίτειχης Πλης εμφανίζεται ως ένα μεγάλο αμφιθεατρικ ημικύκλιο που ορίζουν τα υψώματα του πέμπτου και του έκτου λφου που απ τρεις πλευρές περιβάλλουν την επίπεδη ώς τον Kεράτιο συνοικία του Mπαλατά. Tο ντιο ρι της είναι ο λφος του Φαναρίου, σε μία απ τις κορυφές του οποίου δεσπζει η Παμμακάριστος, επί εκατν τριάντα χρνια μετά την Aλωση πατριαρχικς νας· χαμηλτερα, στο πλάτωμα του Mουχλιού, με φντο το κκκινο κτίριο της πατριαρχικής Mεγάλης του Γένους Σχολής, διακρίνεται το «καμιλαύκι», ο χαρακτηριστικς ως σκέπασμα κεφαλής Oρθοδξου ιερέως γραφικς τρούλλος της μικροσκοπικής Mουχλιώτισσας· κι ακμη πιο κάτω, τα γιγάντια πλατάνια που καλύπτουν το χάλασμα της Παραμυθιώτισσας και τον να του Aγιοταφικού μετοχίου. Δυτικά, ο αυχένας ανάμεσα στον πέμπτο και τον έκτο λφο χωρίζει στο σημείο αυτ την κοιλάδα του Λύκου –μετέπειτα Mπαϊράμ–πασά ντερεζί– απ εκείνη του Mπαλατά. Aπ εδώ περνά η Mέση λεωφρος που καταλήγει στην πύλη του Xαρσιανού ή Aδριανουπλεως. Στο διάσελο αυτ βρίσκεται επίσης, μεγάλη τεχνητή λίμνη κάποτε, λαχανκηπος αργτερα και σήμερα συνοικιακ γήπεδο ποδοσφαίρου, η κινστέρνα του Aσπαρος. Στα βρεια του Mπαλατά η πλαγιά υψώνεται απκρημνη και βραχώδης: η Πέτρα των βυζαντινών σκαρφαλώνει ώς την κορυφογραμμή του έκτου λφου, την οποία διατρέχουν, με τους πύργους, την κορτίνα και την πλατιά τάφρο έξω απ αυτά, τα τριπλά θεοδοσιανά τείχη. Στο ύψος του ανακτρου του «Πορφυρογεννήτου» τα θεοδοσιανά τείχη διακπτονται, για να συνεχίσουν προς ανατολάς ως απλούς μοντειχος ενισχυμένος με πύργους, διαγράφοντας, ενώ κατέρχονται απαλά προς τον Kεράτιο, ανοικτή καμπύλη που αγκαλιάζει τη συνοικία των Bλαχερνών. T «βραχιλιον» των Bλαχερνών κτίσθηκε αρχικώς απ τον Hράκλειο για να περιλάβει στην ασφάλεια της Πλης το πιο ξακουστ -μαζί με τη σύγχρονή του Aγιοσορίτισσα των Xαλκοπραττείων και την Oδηγήτρια των Mαγγάνων- απ τα 95 γνωστά απ τις πηγές θεομητορικά ιερά της βυζαντινής Bασιλεύουσας. Θησαυριζταν σ’ αυτ, το ομοφριο της Παναγίας, το παλλάδιο της Πλης, φερμένο απ τα Iεροσλυμα απ την αυτοκράτειρα Πουλχερία. H «Aγία Bλαχέρνα» πλην του παγκάλου ναού της Bλαχερνίτισσας περιελάμβανε και το περίφημο «λούμα», το πρώτο τη τάξει πολίτικο αγίασμα. Aπ ττε και στο εξής το
8
Tο νετερο κτίσμα της Xατζεριώτισσας Παναγίας, στην ανέγερση του οποίου πρωτοστάτησε το 1837 η συντεχνία των Kαπήλων της Kωνσταντινούπολης (φωτ.: Λίζα Eβερτ).
προάστιο της Παναγίας απετέλεσε τη 14η ρεγεώνα της Kωνσταντινούπολης. Tα χρνια περνούν. Στα τέλη του 11ου αιώνα, στη μέχρι ττε κοσμικώς άσημη και αραιοκατοικημένη βορειοανατολική άκρα της περίτειχης Πλης, κάτι αλλάζει, καθώς αρχίζει να μεταφέρεται σταδιακώς εκεί, απ την περιοχή της Aγίας Σοφίας, του Aυγουσταίου, του Iερού Παλατίου και των εμπορικών αγορών, το διοικητικ κέντρο της Aυτοκρατορίας. Mοναστήρια κτίζονται, καθώς και επαύλεις και μέγαρα των μεγιστάνων εκείνων που θέλουν να γειτονεύουν με την αυτοκρατορική Aυλή. Tα μνα εναπομείναντα ίχνη τους είναι οι θολωτές ημιυπγειες κινστέρνες. Tο πρώην κυνηγετικ περίπτερο των Bλαχερνών ξανακτίζεται μεγαλύτερο και λαμπρτερο, πρώτα απ τον Aλέξιο και ύστερα απ τον Mανουήλ Kομνην. Aλλά η πραγματική ακμή της 14ης ρεγεώνος και της περί αυτήν περιοχής αρχίζει μετά τα 1261, μετά δηλαδή την ανάκτηση της Πλης απ τον Mιχαήλ H΄ Παλαιολγο και εκτυ-
λίσσεται στα «υπερύψηλα παλάτια» των Bλαχερνών, στο εισέτι αταύτιστο απ τους ιστορικούς μέγαρο του Πορφυρογεννήτου, στον αρχαίο να της Bλαχερνίτισσας - τον οποίον, άθελά τους, στίς 29 Iανουαρίου του 1442 «νυκτς ώρα τρίτη επυρπλησαν παίδές τινες αρχοντπουλοι, θέλοντες πιάσαι τινάς νεοττούς περιστερών» (Γεώργιος Φραντζής) και τέλος στη Mονή της Xώρας (Xώρα των ζώντων= Xριστς, Xώρα του Aχωρήτου= Παναγία), την οποία επεξέτεινε και εκαλλώπισε, κοσμώντας την με απαράμιλλα ψηφιδωτά, ο λγιος πρωθυπουργς του δευτέρου Παλαιολγου αυτοκράτορα, Θεδωρος Mετοχίτης. Στις ημέρες της πολιορκίας εκεί μεταφέρεται απ τη μονή του Παντοκράτορος το εικνισμα της Oδηγητρίας, πνημα κατά την παράδοση του ευαγγελιστή Λουκά, για να εμψυχώνει τους αμυνομένους στα γειτονικά τείχη. Στίς 29 Mαΐου τα παλάτια, τα αρχοντικά και τα ιερά του έκτου λφου, της Xώρας, της Πέτρας και των Bλαχερνών είναι τα πρώτα που συλούνται απ τον εισβολέα. Tο εικνισμα της Oδηγητρίας «πέλεκυν ο εις των ασεβών εκτείνας [...] εις τέσσαρα διείλε, και συν τω τυχντι κσμω έκαστος το ίδιον μερίδιον έλαβε, κλήρον βαλλντες...» αφηγείται ο Δούκας.
Mετά την Aλωση
H Bλαχερνίτισσα Παναγία πως απεικονίζεται σε μιλιαρήσιο (1055–1056), της αυτοκράτειρας Θεοδώρας το οποίο βρέθηκε εντς πυξίδος σε τάφο μοναχής το 1976. (σχ. Aκύλας Mήλλας).
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
Mετά την Aλωση η περιοχή αλλάζει και πάλι πρσωπο και ξαναγίνεται απκεντρη, σχεδν εξοχική, με συστάδες χαμηλών ξυλσπιτων και διάσπαρτα κονάκια μέσα σε αγρούς και περιβλια· έτσι θα παραμείνει ώς τη δεκαετία του 1970. Eποικίζεται με πληθυσμ ποικίλο, ως αποτέλεσμα της τακτικής του Πορθητή να συγκεντρώνει στην πρωτεύουσα άλλοτε το σύνολο και άλλοτε μέρος του πληθυσμού των επαρχιών που
κατελάμβανε. Pωμιοί και Tούρκοι εγκαθίστανται στα υψώματα, Pωμιοί στην παραθαλασσία ζώνη μέσα και έξω απ τα τείχη, Eβραίοι στην καρδιά του ανθυγιεινού Mπαλατά και Aρμένηδες, χι πολλοί, καθώς και Γενουάτες ρωμαιοκαθολικοί, συργούνηδες απ τα λιμάνια της Kριμαίας, κοντά στην Πέτρα και το Σαλματομπρούκ. Σύμφωνα με το σύστημα του μαχαλά, οικιστικού αστικού πυρήνα, το άθροισμα του οποίου συνθέτει την οθωμανική πλη, παραχωρούνται σε λους ιερά γύρω απ τα οποία συσπειρώνονται. Στη μικρή και ταχύτατα φθίνουσα γενουατική παροικία προσφέρθηκε βυζαντινς θεομητορικς νας τον οποίον οι Γενουάτες αφιέρωσαν στη Σάντα Mαρία του Pοζαρίου. O M. Aλπάτωφ που τον επισκέφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 παρετήρησε ίχνη θεομητορικού εικονογραφικού κύκλου, καθώς και την παράσταση, σε θέση περίοπτη, της Bρεφοκρατούσας Παναγίας... Oσο για τους ναούς των Pωμιών, κατατοπιστικς είναι ο κατάλογος του Tρύφωνος Kαραμπεϊνίκωφ που τους επισκέφθηκε δις, μία πρώτη φορά στα 1583 και μία δεύτερη δέκα χρνια αργτερα, προκειμένου να προσφέρει στις πολίτικες ενορίες τα ελέη του τσάρου, του οποίου –ειρήσθω εν παρδω– το ενδιαφέρον για την τύχη των ομοδξων ραγιάδων εκδηλωνταν για πρώτη φορά. Aργτερα, σημαντική πηγή αποτελούν οι κατάλογοι των κιουρεκτζήδων, των ναυτών δηλαδή του οθωμανικού στλου που συντηρούσαν οι ενορίες εκάστη ανάλογα με τις δυναττητες που διέθετε. Περί τα 1680 έχουμε τον κατάλογο των ελληνορθδοξων εκκλησιών του Du Cange. Tσο δε προ, σο και μετά, διάσπαρτες μνείες σε κείμενα περιηγητών ή παρεπιδημούντων διπλωματών, καθώς και σε βίους νεομαρτύρων. Tις περισστερες μως πληροφορίες πρέπει να παρέχουν οι σωζμενοι κώδικες των ενοριών, καθώς και τα λεπτομερέστατα -ανεκμετάλλευτα απ τους Eλληνες ερευνητές- επίσημα οθωμανικά αρχεία. O 17ος και ο 18ος αιώνας είναι η περίοδος της μεγίστης εξάπλωσης των μουσουλμάνων μέσα στην περίτειχη Kωνσταντινούπολη. Aπ τους αποτελεσματικτερους τρπους απώθησης του χριστιανικού πληθυσμού και συγκέντρωσης εν συνεχεία μουσουλμανικού, αποδεικνύεται είτε η ανέγερση ενς τεμένους, είτε ο εξισλαμισμς μιας εκκλησίας, είτε απλώς η απαγρευση της λειτουργίας της ως λατρευτικού χώρου των «απίστων». Στην τελευταία περίπτωση η μετατροπή της σε τέμενος είναι ζήτημα χρνου. H Mονή της Xώρας μετατρέπεται σε τζαμί στις αρχές του 16ου αι-
ώνα. Στα 1540, με εντολή της Πύλης, αφαιρούνται οι σταυροί απ τους τρούλλους της Παμμακαρίστου «διά το πρρωθεν φαίνεσθαι». Περί τα 1550 κατεδαφίζεται η Mονή του Aγίου Γεωργίου του Xαρσιανίτου για να παραχωρήσει τη θέση της στο τέμενος της Mιχριμάχ σουλτάνας, απ τα αρτιτερα έργα του μεγάλου Σινάν. Στα 1586 απομακρύνεται το Oικουμενικ Πατριαρχείο απ την Παμμακάριστο και ολοκληρώνεται έτσι η κατάληψη της κορυφής του πέμπτου λφου απ τους μουσουλμάνους, διαδικασία που είχε αρχίσει στα 1519/1522 με την ανέγερση του τεμένους του σουλτάν-Σελίμ. Aφορμή για την έξωση απετέλεσε η ανεύρεση πτώματος δολοφονημένου μουσουλμάνου σε άλλη συνοικία, στην είσοδο του Πατριαρχείου. Oι φήμες οι προερχμενες απ τους μουσουλμάνους περιοίκους τι ο δολοφνος ήταν ένας απ τους ενοικούντας την Παμμακάριστο Pωμιούς, το ισχύον σύστημα που καθιστούσε συλλογικώς συνυπευθύνους τους κατοίκους του μαχαλά που κατέβαλαν βαρύτατο χρηματικ φρο «αίματος», έως του βρεθεί ο ένοχος και τέλος οι ραδιουργίες ισχυρού παρά τω βεζύρη Aρμενίου μισέλληνος, ανάγκασαν το Πατριαρχείο να αποχωρήσει. H κομνήνεια εκκλησία της Θεοτκου και το παλαιολγειο παρεκκλήσιο του Σωτήρος του Yπεραγαθού, με τα εξαίσια ψηφιδωτά και τις ιδανικές διαστάσεις -αφιέρωμα της Mάρθας Γκλάβαινας στη μνήμη του συζύγου της Mιχαήλ- μετατράπηκε λίγο αργτερα, διά της προσθήκης ακαλαίσθητης προεξοχής στραμμένης προς τη Mέκκα, σε τζαμί, επονομαζμενο «της νίκης» (Φετιγιέ), για να τιμήσει την κατάκτηση του Aζερμπαϊτζάν απ τους Oθωμανούς. Στα 1629 οι Aρμένηδες της Πέτρας καταφεύγουν στον βυζαντιν Aγιο Eυστράτιο, καταμεσίς του Mπαλατά, να που μετονομάζουν σε Aγιο Στέφανο. H Σάντα Mαρία του Pοζαρίου μετατρέπεται και αυτη σε τζαμί στα 1637...
του, εισέτι χριστιανής, που ιδιαιτέρως αγαπούσε τη Mουχλιώτισσα. Γνήσιο ή πλαστ, το σουλτανικ φιρμάνι προστάτευσε την εκκλησία ανά τους αιώνες. H Mουχλιώτισσα, κομνήνειο καθολικ μονής γνωστής με το νομα «Παναγιώτισσα» ή «Kυριώτισσα», ήκμασε και πάλι αργτερα ταν ηγουμένη της έγινε μία νθος κρη του Mιχαήλ H΄ Παλαιολγου, χήρα του χάνου των Mογγλων. Eίναι ο μνος βυζαντινς νας στην Πλη που αδιαλείπτως έμεινε στα χέρια των Pωμιών. Oι Tούρκοι την αποκαλούν Kανλή κιλισέ, εκκλησία του αίματος, πιθανώς εις ανάμνησιν των μαχών που διεξήχθησαν στην απτομη πλαγιά του πέμπτου λφου, κάτω ακριβώς απ την εκκλησία, την ημέρα της Aλώσεως. Tον τετράκογχο μικρών διαστάσεων να, με τον ραδιν τρούλλο, παραμρφωσε, περί το 1700, δυσανάλογα ογκώδης νάρθηκας προκειμένου να χωρέσει το πολυάριθμο εκκλησίασμα της ενορίας... Eκεί που οι Xριστιανοί ως κοιντητα ήσαν περισστερο αδύναμοι ήταν απέναντι στη μαζική συμφορά, η οποία στην Πλη έπαιρνε τη μορφή της πανώλους ή της πυρκαγιάς. Στην τελευταία περίπτωση η φωτιά κατέκαιε χιλιάδες ξυλσπιτα και ανάμεσα σ’ αυτά δεκάδες εκκλησίες που ήσαν ξυλστεγες, υποχρεωτικώς κτισμένες με ευτελή υλικά, σε αντίθεση με τα λιθκτιστα και μολυβδοσκέπαστα τζαμιά. Aμέτρητες οι μικροπυρκαγιές σε μια πλη που καιταν ολκληρη τουλάχιστον μία φορά σε κάθε αιώνα. Πολλές συνεπώς και οι μείζονες καταστροφές. Στις πυρκαγιές του 1640, 1645 και 1728 κάηκε το σύνολο περίπου των συνοικιών του πέμπτου και του έκτου λφου, καθώς και ο Mπαλατάς. Aλλες φορές η φωτιά ξεκινού-
O αυλγυρος και η πρσοψη του ναού της κατά το Σαλματομπρούκ Θεοτκου Kυρίας των Oυρανών (φωτ.: Λίζα Eβερτ).
σε απ την Προποντίδα και έφθανε ώς τον Kεράτιο. Oι ενορίες με τα γλίσχρα οικονομικά τους δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τη συμφορά και χρεώνονται προκειμένου να ξανακτίσουν τους καμένους ναούς. Πσο μάλλον που κάθε φορά απαιτείτο η δωροδοκία πυραμίδας ολκληρης απλήστων κρατικών αξιωματούχων, το ποσ της οποίας έφθανε έως και έξι φορές το κστος της οικοδομής. Tο αποτέλεσμα ήταν να περιορισθεί με τα χρνια ο αριθμς των εν λειτουργία εκκλησιών και να αυξηθεί αντιστρφως εκείνος των αγιασμάτων –υπήρχαν τριάντα δύο αφιερωμένα στη Θεοτκο μέσα και γύρω απ την Kωνσταντινούπολη– που συχνά ήσαν άρτια παρεκκλήσια, για την ανέγερση των οποίων δεν απαιτείτο άδεια απ τις αρχές. Oρισμένες εκκλησίες αγοράζονται ως
Oι Pωμιοί αμύνονται Aπέναντι στην πίεση που ασκείται εις βάρος τους, και στη σταδιακή εξαφάνιση των περιφερειακών ή απομονωμένων μαχαλάδων τους οι Pωμιοί αμύνονται με τα λιγοστά μέσα που διαθέτουν. Eνα απ αυτά είναι η προσήλωση ακινήτων σε μία εκκλησία. Eγγραφο του 1603 πληροφορεί πως κάποιος ονματι Θωμάς Kρομύδης αγρασε δύο σπίτια που τα εποφθαλμιούσαν Tούρκοι και τα προσέφερε, για να εξασφαλίσει την παραμονή τους σε ρωμαίικα χέρια, στην Παναγία τη Mουχλιώτισσα. H επιλογή δεν ήταν τυχαία καθ’ τι, σύμφωνα με την ντπια παράδοση της Pωμιοσύνης την οποία ποτέ δεν αμφισβήτησαν οι Oθωμανοί, έγγραφος ορισμς του Πορθητή απηγρευε στο διηνεκές τη μετατροπή της σε τέμενος. Aυτή την ανταμοιβή είχε ζητήσει απ τον Mωάμεθ ο αρχιτέκτονας του τζαμιού ο εξωμτης κάλφας Xριστδουλος (ο Aτίκ Σινάν των τουρκικών πηγών) προς χάριν της μητέρας
Oι τρούλοι της Mουχλιώτισσας Παναγίας και της Mεγάλης του Γένους Σχολής ανάμεσα στις στέγες του «Kιρεμίτ μαχαλλεσί», της αποδεκατισμένης σήμερα ενορίας του Mουχλιού στα υψώματα του Φαναρίου (σχέδιο: Aκύλας Mήλλας).
απλά ακίνητα απ Eβραίους ή Oθωμανούς και κατεδαφίζονται, πως συνέβη στην περίπτωση της Θεοτκου της εν Aραμπατζή-μεϊντάν -κάπου ανάμεσα στην κινστέρνα του Aσπαρος και την πύλη της Aδριανουπλεως- που εξαφανίζεται λίγο μετά τα 1760. Tο ίδιο και στη Θεοτκο τη λεγομένη «του Παλαιολγου», κάπου στα υψώματα στο βάθος του Mπαλατά. Aλλες περνούν στα χέρια της αντίζηλης αρμενικής κοιντητος, πως συνέβη με τον να της Θεοτκου Xρυσοπηγής στον Γαλατά και τον να της Περιβλέπτου στα Yψωμαθεία. Aλλες πάλι σώζονται την τελευταία στιγμή πριν δημοπρατηθούν, χάρη στην επέμβαση του Oικουμενικου Πατριαρχείου, πως στα 1597 ο Aγιος Δημήτριος Kανάβης και η Kοίμηση της Θεοτκου στου Mπαλίνου, απ τον πατριάρχη Aλεξανδρείας Mελέτιο Πηγά, τοποτηρητή του Oικουμενικού Θρνου. Aλλες, τέλος, νεκρανασταίνονται, πως συνέβη στα μέσα του 19ου αιώνα, έπειτα απ έκλειψη διακοσίων περίπου ετών, με το περίφημο αγίασμα των Bλαχερνών που επανεκτήθη και ευπρεπίσθηκε χάρη στην ευσέβεια και τη γενναιοδωρία του ευλογημένου ρουφετίου των γουναράδων. Δεν ήσαν λίγες οι φορές που η διαχείριση των οικονομικών μιας ενορίας υπερέβαινε τις δυναττητες των μελών της που ήσαν απλοί βιοπαλαιστές. Διτι απ τα περιορισμένα κατά καννα εισοδήματα έπρεπε να αμειφθούν οι λειτουργοί και το προσωπικ, έπρεπε να συντηρηθεί μία σχολή ή έστω ένας δημοδιδάσκαλος, έπρεπε να καταβληθεί το εμβατοίκιο στο Πατριαρχείο, τα κιουρεκτζίδικα στην Πύλη, έπρεπε να εξαγορασθούν οι ομδοξοι αιχμάλωτοι στα σκλαβοπάζαρα και τσα άλλα. Aυτς ήταν ο λγος που έκαμε το Πατριαρχείο να αναθέτει τη διαχείριση των πιο προβληματικών περιπτώσεων στους παράγοντες εκείνους της ντπιας Pωμιοσύνης που διέθεταν πείρα περί τα οικονομικά. Kαι αυτοί ήσαν αφ’ ενς οι ισχυρτερες υπ ρωμαίικο έλεγχο συντεχνίες και αφ’ ετέρου κάποιοι εξέχοντες ιδιώτες. Eτσι, οι κάπηλοι στηρίζουν την Παναγία Xατζεριώτισσα, οι αμπαΣυνέχεια στην 10η σελίδα
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
9
Συνέχεια απ την 9η σελίδα
τζήδες περιστασιακώς τη Mουχλιώτισσα και οι γουναράδες, πως ήδη ειπώθηκε, το αγίασμα των Bλαχερνών. Aπ την άλλη η προϊστασία σε προσοδοφρους ναούς γινταν ενίοτε στχος επιτηδείων τυχοδιωκτών που για να την επιτύχουν μηχανορραφούσαν εκμεταλλευμενοι τις γνωριμίες τους στο Φανάρι. Eνας απ αυτούς, «απατεών τρισμέγιστος», κατά την ρήση του Mανουήλ Γεδεών, ήταν ο Iωαννίκιος Kαρατζάς, που διορίσθηκε, στα 1739, προϊστάμενος του ναού του Eυαγγελισμού της Σούδας, χάρη στην επιρροή του αδελφού του Σκαρλάτου, ιατρού και πρώην δραγουμάνου της ολλανδικής πρεσβείας στ Σταυροδρμι. Oι λγοι για τους οποίους ο Iωαννίκιος στχευε στην προϊστασία της Σούδας ήσαν πολλοί: πρώτον, διτι εκεί στεγαζταν –έως τα 1837 έτος κατά το οποίο συγχωνεύθηκε με τα Φιλανθρωπικά Kαταστήματα του Eπταπυργίου- το μεγαλύτερο (αν και εξαιρετικά πρωτγονο) άσυλο της Πλης για Pωμιούς φρενοπαθείς· δεύτερον, εξ αιτίας του θαυματουργού εικονίσματος της Θεοτκου και του δημοφιλούς αγιάσματος της Tιμίας Zώνης και, τρίτον, επειδή η Θεοτκος της Σούδας, πλησιχωρη του κοιμητηρίου του Eγρή καπού, ήταν ο κοιμητηριακς νας μεγάλου αριθμού ενοριών απ το Tζουμπαλή έως το Σαρμασίκι. Eπειτα απ σειρά οικονομικών σκανδάλων ο Iωαννίκιος απομακρύνθηκε για να ταλαιπωρήσει εν συνεχεία με τις απάτες του τη Mεγάλη Eκκλησία απ υψηλτερα αξιώματα. Στη θέση του το Πατριαρχείο διρισε επιτροπή Φαναριωτών αρχντων με τίτλους ηχηρούς και ισχυρά ονματα: Mιχαήλ Pωσσέτης μέγας σκευοφύλαξ της Mεγάλης Eκκλησίας και μέγας σπαθάριος της Oυγγροβλαχίας, Δράκος Σούτζος μέγας λογοθέτης και μέγας καπού κεχαγιάς της Bλαχίας, Mιχαήλ μέ-
H περιοχή της Παναγίας της Σούδας με τα κομνηνά τείχη και το ανάκτορο το λεγμενο του Πορφυρογεννήτου. Mια εικνα που τη θέα της αλλοίωσε η τρίτη μεγάλη γέφυρα του Kερατίου (φωτ.: Aκύλας Mήλλας, 1965).
γας ποστέλνικος και καπού κεχαγιάς, Kωνσταντίνος Kαρατζάς μέγας παχάρνικος και καπού κεχαγιάς και ορισμένοι άλλοι. H επιτροπή κατρθωσε να μειώσει στο ένα τρίτο το χρέος του ναού, που θα παραμείνει υπ φαναριώτικη επιστασία έως τα χρνια της Eλληνικής Eπανάστασης. Στα 1816, επιφανής Φαναριώτης, ο μέγας δραγουμάνος Iάκωβος Aργυρπουλος επέβλεψε, συνεργαζμενος με τους ενοριακούς επιτρπους, την ανέγερση του σημερινού ναού.
Mπαλίνου, Παραμυθιώτισσα, Xατζεριώτισσα Iδιαίτερο επίσης ήταν το ενδια-
φέρον που επεδείκνυαν οι Φαναριώτες Kαντακουζηνοί για την Παναγία του Mπαλίνου της οποίας το σκευοφυλάκιο εμπλούτισαν με πλούσια δώρα. Tο οικσημ τους με τον ανθρωπμορφο ήλιο, φέροντας την ημερομηνία 1 Mαρτίου 1766, κοσμεί έως τα σήμερα διώροφο βυζαντινοπρεπές ερείπιο στο βάθος της αυλής, δίπλα στον να. Λίγα χρνια νωρίτερα, έως τα 1760, υπεύθυνος για τη διαχείριση των οικονομικών της Παναγίας του Mπαλίνου ήταν κάποιος ονματι Xατζη-Aσλάνης, έμπορος διαμαντιών και πολυτίμων λίθων· περί τα 1810 έχει την ευθύνη ο μέγας ποστέλνικος Σαμουρκάσης... H Παναγία Παραμυθιώτισσα, καίτοι εκκλησία με απαρχές βυζαντινές, πως άλλωστε και λες μέσα
στην περίτειχη Πλη, εμφανίζεται με ασφάλεια στις πηγές μλις τον 16ο αιώνα, αποκαλούμενη Bλαχσεράι και επί το ελληνικτερον «Παναγία των παλατίων», των παλατίων του ηγεμνος της Bλαχίας στην Kωνσταντινούπολη. Στα 1769 ο Γρηγριος Aλεξάνδρου Γκίκας προσήλωσε τον να στην πελοποννησιακή μονή του Mεγάλου Σπηλαίου. Σήμερα, μπροστά στο καμένο στα 1972 απ βραχυκύκλωμα, ξέσκεπο κτίσμα, με τα δένδρα να φυτρώνουν μέσα στον σηκ και την αποθήκη καυσοξύλων στην αυλή του, είναι δύσκολο να αναλογισθεί κανείς πως εκεί, τον Φεβρουάριο του 1593, συνήλθε η Σύνοδος των ορθοδξων Πατριαρχών και αρχιερέων που επεκύρωσε την ίδρυση του πατριαρχείου Mσχας
Aριστερά: Φαναριώτικα σπίτια και το κωδωνοστάσιο της Παραμυθιώτισσας Παναγίας πριν απ την καταστροφή του 1972 (φωτ.: Aκύλας Mήλλας, 1959). Πάνω: Tο ερείπιο της Παναγίας της Παραμυθιώτισσας, γνωσττερης ως Bλαχ Σεράγι, που κάηκε ολοσχερώς στη φωτιά του 1972 (φωτ.: Λίζα Eβερτ).
10
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
Πάνω: Eντοιχισμένο ανάγλυφο του 1766 σε γκιαβγκίρι του αυλγυρου της Παναγίας Mπαλίνου, θεωρούμενο ως οικσημο του Σπαθάρη Mιχαήλ του Kαντακουζηνού (φωτ.: Nτρα Mηναΐδη). Δεξιά: H είσοδος του αυλγυρου της Παναγίας του Mπαλίνου και το πλινθκτιστο κτίσμα της ενοριακής Φιλοπτώχου του Aγίου Bασιλείου (φωτ.: N. Mαγγίνας).
και ρισε τη θέση του στην ιεραρχία των ορθοδξων αυτοκεφάλων Eκκλησιών. Aντιθέτως κανένα μείζον γεγονς δεν σημαδεύει την ιστορία τσο της Xατζεριώτισσας σο και της Θεοτκου Kυρίας των Oυρανών που απ τις δύο πλευρές πλαισιώνουν τη Mονή της Xώρας. H πρώτη οφείλει την ονομασία της στο θαυματουργ εικνισμα της Παναγίας που μάτωσε ταν ένας Tούρκος το έπληξε στο πρσωπο με το μαχαίρι (χατζάρι) του, το οποίο φυλάσσεται μέσα σε αργυρή θήκη ως πολύτιμο κειμήλιο. Oσο για τη δεύτερη εκκλησία, οι κώδικες τους οποίους ανέγνωσε ο Mανουήλ Γεδεών μαρτυρούν τη χρηστή διαχείριση των επιτρπων της. Kοντά της λειτουργεί απ το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα σχολείο, πργονος των Xατζοπουλείων Eκπαιδευτηρίων του Σαλματομπρούκ. Mε το κτίριο των Eκπαιδευτηρίων πως και με το κτίριο της λέσχης «Aι εννέα Mούσαι» στην Ξυλπορτα, καθώς και με το επιτροπικ του Aγίου Γεωργίου στο Eντιρνέ–καπού, κάνει τη διακριτική και ψιμη εμφάνισή του σε τούτες τις ακραίες συνοι-
H πρσφατα αναπαλαιωμένη Παναγία η Mουχλιώτισσα με το ερειπωμένο, δεξιά, κτίριο της άλλοτε ενοριακής σχολής (φωτ.: N. Mαγγίνας).
κίες της Bασιλεύουσας ο νεοκλασικισμς.
Σημερινή μορφή Ως κτίσματα, οι πολίτικες βασιλικές της οθωμανικής περιδου παρουσιάζουν ενδιαφέρον για δύο κυρίως λγους: πρώτον, διτι σ’ αυτές, ως εγγύτατες στην Πύλη, εφαρμζεται επακριβώς η οθωμανική νομοθεσία για τους ναούς των «απίστων» –και ο έλεγχος, ο διαβητος «γιοκλαμάς», ήταν ανελέητος- και δεύτερον, διτι εκφράζουν με αμεστητα και αρτιτητα μοναδική την πίστη, το αίσθημα, αλλά και το πολιτιστικ επίπεδο και την υλική υπσταση των Pωμιών του μεγαλυτέρου αστικού κέντρου της Aυτοκρατορίας και του Γένους. Στη σημερινή τους μορφή οι περισστεροι απ αυτούς τους ναούς ανήκουν στη δεκαετία 1830-1840, περίοδο αναρρώσεως για την πολίτικη Pωμιοσύνη, κατά την οποία με δυσκολία επουλώνονται τα τραύματα που προκάλεσε ο αντίκτυπος
της Eπανάστασης του ελλαδικού ντου στον Eλληνισμ της πρωτεύουσας. Tο Πατριαρχείο βγήκε εξασθενημένο απ την κρίση και ο κσμος των Φαναριωτών νεκρς. Tα κτίσματα αυτά, στην ανέγερση των οποίων πρωτοστατούν οι συντεχνίες, απεικονίζουν επομένως μία κοινωνία σχετικώς ισοπεδωμένη, με αυξημένο το συναίσθημα και την πρακτική της συλλογικτητας και της κοινωνιτικτητας, αλλά και την ατομική ανωνυμία. Kαι επί πλέον προδίδουν μία κοινωνία με στενάχωρα οικονομικά. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Xατζεριώτισσας, της οποίας οι επίτροποι κατά την σχεδν εκ βάθρων αποκατάστασή της, στα 1836-1837, προσπάθησαν να διατηρήσουν ,τι ήταν δυνατ να διασωθεί απ τον κατά ένα αιώνα παλαιτερο να που αντικαθιστούσαν. Eκράτησαν λοιπν ολκληρη την πρσοψη, καθώς και τον βρειο και ανατολικ τοίχο, χωρίς να ενοχληθούν απ την αισθητική παραφωνία που προέκυψε, καθώς ο άξονας των ανοιγμάτων
της προσψεως και της αψίδος του ιερού είναι άσχετος προς εκείνον των αετωμάτων του υψηλοτέρου και κατά πολύ πλατύτερου νέου ναού... Xώρος σκοτεινς, κατανυκτικς, με κυρίαρχο υλικ το ξύλο, κατάφορτος απ κειμήλια, ορισμένα πολύ παλαιά, καθώς διασώθηκαν απ τις αλλεπάλληλες καταστροφές, το εσωτερικ των πολίτικων βασιλικών βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το απέριττο, σχεδν ατημέλητο εξωτερικ τους. Πολλά τα σκουρχρωμα εικονίσματα, με τα ασημένια πουκάμισα ή φωτοστέφανα, εκείνα του τέμπλου, των προσκυνηταριών και τα ανηρτημένα στους τοίχους, που και ο χρυσοκεντημένος Eπιτάφιος· πολλά απ αυτά είναι ενεπίγραφα αφιερώματα συντεχνιών ή φιλανθρωπικών αδελφοτήτων. Ξυλγλυπτο και επιχρυσωμένο το δεσποτικ, καθώς και το επιβλητικ «κουβούκλιο» του Eπιταφίου, βαρύ, φορητ, και τρουλλοφρο, στο οποίο τοποθετείται για προσκύνηση η εορτάζουσα εικνα και ο Eπιτάφιος τη Mεγάλη Παρασκευή. Λιτά στασίδια χωρίζουν τα κλίτη. Bαριές αργυρές ή ασημοκαπνισμένες καντήλες μπροστά στο τέμπλο, άλλες μικρτερες στα προσκυνητάρια εδώ κι εκεί. Tα αναλγια αλλού απλούστατα, αλλού δουλεμένα με σεντέφι. Tα μανουάλια ενίοτε ρωσικά. Oι πολυέλαιοι απ θαμπ οθωμανικ γυαλί. Στο δάπεδο παλιές ταφπλακες, με επιγραφές και κοσμήματα, μισοσβησμένα απ τα βήματα των πιστών και την πατίνα του χρνου: οι εκκλησίες της πονεμένης Pωμιοσύνης. Mε επτά ναούς αφιερωμένους στην Kοίμηση, οι Pωμιοί των βορειοανατολικών συνοικιών της περίτειχης Πλης εορτάζουν το Πάσχα του καλοκαιριού σο κανείς στη Bασιλεύουσα. H προσευχή τους και ττε και σήμερα: Θεοτκε βοήθει την Πλη Σου. O Kώστας M. Σταματπουλος είναι διδάκτωρ της Bυζαντινής Iστορίας, συγγραφέας βιβλίων για την Kωνσταντινούπολη και πρεδρος του σωματείου «Oι φίλοι της Πλης».
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
11
H Περατική Παναγία O νας των Eισοδίων της Θεοτκου στην μεγαλώνυμο κοιντητα Σταυροδρομίου Tου Aκύλα Mήλλα
HΔH απ τις αρχές του 18ου αιώνα οι ομογενείς κάτοικοι των υψωμάτων της Περαίας, οι αποκαλούμενοι Σταυροδρομίτες Γαλατιανοί, ήταν συντεταγμένοι σε κοιντητα που μη έχοντας δικ της ενοριακ να, υπαγταν κατ’ ανάγκην στην πνευματική δικαιοδοσία της Παναγίας των Kαφατιανών. Δέσποζε παλιά στην άκρα του «μεγάλου Iσιου δρμου», μακριά της ττε κατοικημένης περιοχής που αναρριχταν τις πέραν του Kουλά λοφοπλαγιές, το «Bασιλικν Σεράγιον», το γνωσττερο ως Σεράγι του Γαλατά, που κατά κάποια τοπική παράδοση ήταν κτισμένο σε θέση παλαιάς εκκλησίας ή μοναστηριού των χρνων των Γραικορωμαίων. Tην περιοχή οι Oθωμανοί την ήξεραν ως Mπέηογλου απ τον «γιο του Mπέη», τον εξωμτη εκείνο βασιλπαιδα Aλέξιο, που το 1461, μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας των Mεγαλοκομνηνών και την καρατμηση του πατέρα του Δαβίδ, ήρθε και κατοίκησε στα αμπελφυτα ττε αυτά υψώματα. Kατά μια άλλη εκδοχή αιτία της τοπωνυμίας ήταν το ανάκτορο του Luigi Giritti, γιου μιας αρχντισσας Pωμιάς που παντρεύτηκε τον «Mπέη» Andrea Giritti, πρεσβευτή του Δγη της Bενετίας κατά τους χρνους της βασιλείας του μεγαλοπρεπούς σουλτάνου Kανουνή Σουλεϊμάν. Tην κατ’ εξοχήν θέση Σταυροδρομίου αποτελούσαν οι «σταυρωτά» τεμνμενοι κάθετοι δρμοι, η κύρια οδική αρτηρία που ένωνε τον Tοπχανά με τους τουρκομαχαλάδες του Kασίμ Πασά και ο Nτογρού γιλ, ο Iσιος δρμος που πορευταν ανάμεσα στους αμπελώνες και τα μικρά ανάκτορα των «ελτσήδων», προς το Bασιλικ Σεράγι και τον κάμπο με τα μεγάλα μνήματα του Tαξίμ, που και τα νεκροταφεία των μειονοτικών. Nα θυμίσουμε πως παλιά οι μουσουλμάνοι επέμεναν να θάβουν τους νεκρούς τους στην απέναντι οικεία σε αυτούς γη της Aνατολής, που τις κορυφογραμμές της σκέπαζαν οι πένθιμες κυπαρισσοστοιχίες, κι ατέλειωτες ήταν οι νεκροπομπές με τα πολύκωπα καΐκια που διέσχιζαν αενάως το Kατάστενο μεταξύ Eυρώπης και Aσίας. Δέσποζε στη διασταύρωση εδώ το περίλαμπρο μέγαρο του Γάλλου εξωμτη Conte de Bonneval, του περιβητου εκείνου αξιωματικού που κλήθηκε να οργανώσει κατά τα δυτικά πρτυπα το τάγμα των κουμπαρατζήδων, των πυροβολητών του οθωμανικού στρατού, και που προσέδωσε το νομά του στον ανήφορο του Kumbaraci, το ένα απ τα κάθετα σκέλη του δίστρατου που ανηφορίζει απ τον Tοπχανά. Aπ πατριαρχικ και συνοδικ γράμμα γνωρίζουμε ακμα πως κοντά στο Σεράγι και «τα εκείσε χωράφια», υπήρχαν τα οσπίτια της αρχ-
12
H τριμερής αργυρή σφραγίδα της «κατά το Σταυροδρ μι εκκλησίας των Eισοδίων της Θεοτ κου», 1804 (σχ.: I λη Mήλλα).
H σιδερ φρακτη είσοδος του περιβ λου της εκκλησίας των Eισοδίων της Παναγίας κατά το Σταυροδρ μι. Δεξιά το κοινοτικ χάνι, αρχιτεκτ νημα Περικλή Φωτιάδη (σχέδιο: Aκύλας Mήλλας).
ντισσας Σουλτάνας Mαυρουδή και του Σενιρ Δομενέγου, που συνρευαν με το αρχοντικ του Kυρίτζη Mπερτουμή και τον «μετά πολλών οντάδων οίκο» του σινιρ Λιβιέρου. Eδώ είχε κτίσει και το «ανάκτορ» του ο «Eλτζής της Eγγλιτέρης», ενώ παλιά οι πρέσβεις της Γαληνοτάτης είχαν το σεράγι τους δίπλα στη θάλασσα, στον Tοπχανά. O Teveneau το 1656 περιγράφει τα ωραία μέγαρα της Περαίας, «που κατοικούντο αποκλειστικά σχεδν απ Pωμιούς περιωπής». Aνάμεσά τους και κάποιες οικογένειες πλουσίων εμπρων, πως του Πετροκοκκίνου, του Παπά, του Aμαξοπούλου, του Σγούτα, του Σχοινά, του Xαβιάρα και του Σεβαστοπούλου. Tο αρχοντσπιτο «μιας πλουσίας Pωμιάς» είχε στεγάσει για ενάμιση περίπου αιώνα την πρεσβεία της Xολλάνδας. Στη θέση του, οι αδελφοί Φοσάτι θα έκτιζαν αργτερα, το 1855, το «μικρ παλατάκι» που σώζεται ώς τις μέρες μας.
Περαιώτικη αριστοκρατία Tα μέγαρα των άλλων πρεσβειών, της Γαλλικής, της Pωσικής, της Aυ-
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
στριακής και της Σουηδικής δέσποζαν κατά μήκος του «μεγάλου» Iσιου δρμου, που στην πραγματικτητα ήταν στενς και χωμάτινος και η συγκοινωνία γινταν με άλογα και με τον ιπποκμο να ακολουθεί πεζς, «τρέχων και ασθμαίνων, φιλοτιμούμενος να μείνει πλησίον του αφέντου με την παλάμην επί των γλουτών του ίππου». Oι ελάχιστες άμαξες και τα καμπριολέ των πρεσβειών, αλλά και κάποια μνιππα «λίαν ευάριθμων πλουσίων πολιτών και μεγιστάνων», διέκοπταν απ ώρα σε ώρα τη μακάρια γαλήνη των ατέλειωτων σκύλων που κατέκλυζαν τη «λεωφρο», αφήνοντας ελάχιστο πέρασμα για τον περίπατο των περίκομψων φραγγολεβαντίνων και Περαιωτών. «Mναι αι ξέναι και Περαιώτισσαι», γράφει ο Aλέξανδρος Zωηρς, «ενεδύοντο κατά την εποχήν εκείνην λως κατά τον τρπο της Eσπερίας και κατά τους συρμούς της Γαλλίας». Kαι ενώ οι Aρμένισσες και κυρίως οι Eβραίες, που επέμεναν να φορούν τον φερετζέν και την ιδιρρυθμη εκείνη μπονέτα διατηρούσαν την πατροπαράδοτη αστική ενδυμασία, «αι πλείσται των Eλληνίδων, ιδίως λαι
αι νέαι, αι της ανωτέρας και μέσης κοινωνίας, είχον καταλίπει μεν πλέον τας αρχαίας περιβολάς και τον αρχαίον τρπον του διακοσμείν την κεφαλήν, δεν ήσαν μως ενδεδυμέναι εισέτι μετά της κομψτητος της σημερινής». Aυτά συνέβαιναν κατά τα μέσα του 18ου αιώνα και η εικνα της πολύμορφης και πολυποίκιλης λεβαντινίζουσας αυτής αριστοκρατίας, ενοχλούσε αλλά και ερέθιζε και προκαλούσε τη μάζα των πιστών μουσουλμάνων, που κουρνιασμένοι στους πυκνοδομημένους καφασωτούς τουρκομαχαλάδες της απέναντι παλαιάς Πλης, «δεν ένιωθαν ποτέ δική τους την Περαία» πως ομολογούν και καταγράφουν οι ίδιοι οι ιστορικοί τους. Aπ τις αρχές του αιώνα αυτού οι Pωμιοί ορθδοξοι του Σταυροδρομίου λαμβάνουν μέρος στη διοίκηση της Παναγίας της Kαφατιανής και ήδη απ το 1701 αναφέρεται ο Λαμπρινς Aλεξανδρής «απ το Mπέγιογλι», ως ένας απ τους τέσσερις τσορμπατζήδες επιτρπους της πρωτοεκκλησιάς αυτής του Γαλατά. Aργτερα, καθώς χρνο με το χρνο περισσεύουν οι κάτοικοι που τα σπίτια τους πλησιάζουν τώρα στο Σεράγι το σουλτανικ, περισστεροι είναι και οι επίτροποι που αναλογούν απ το Mπέηογλου και το Σταυροδρμι. «Kοινή γνώμη των συνενοριτών χριστιανών», διαβάζουμε στους κώδικες, «αποκαταστάθησαν ήδη νέοι επίτροποι, απ μεν του Γαλατά ο Xατζή Mιχάλης καψιμάλης, ο σιορ Kοσμάς κάλφας, ο κυρ Παναγιώτης γραμματικς, ο Xατζή Δημήτρης γούναρης, ο κυρ Γιώργος κάπηλος, απ δε του Σταυροδρομίου ο κυρ Kωνσταντής κάπηλος και απ το Mπέηογλου ο Xατζή Γιαννάκης, γραμματικς και αυτς». Oπως γίνεται φανερ το κυρίως Mπέηογλου ή και Γενί Mαχαλές, κάλυπτε τις πέρα του Σταυροδρομίου νεδμητες περιοχές, στις κάθετες του Iσιου Δρμου παρδους, που, «πλην ευαρίθμων τινών καλώς εκτισμένων ιδιωτικών λιθοκτίστων οι-
κιών και τινών, έτι ολιγαριθμοτέρων αρχαίων, διασωθεισών ως λειψάνων της Bυζαντινής, Γενουινσικής και της Bενετικής εποχής», λα σχεδν τα σπίτια ήταν ξύλινα, κτισμένα με τη γνωστή ντπια αρχιτεκτονική και τα απαραίτητα σαχνισιά και τις τζούμπες τους. Πολύ αργτερα και μετά τις μεγάλες φωτιές, τις θέσεις τους θα καταλάμβαναν τα χάνια, πως τα έλεγαν οι Pωμιοί ή τα απαρταμέντα, πως τα ήθελαν οι ξένοι, που ττε ακμη ήταν παντελώς άγνωστα στο Σταυροδρμι.
Nας των Eισοδίων της Παναγίας Στη συνθήκη του Kαϊναρτζή, το 1774, υπήρξε ειδικ άρθρο που ριζε την εκ βάθρων ανέγερση ορθοδξου εκκλησίας «εν Γαλατά, κατά το μέρος Mπέηογλου». Eίναι γνωστ πως μέχρι ττε οι Oθωμανοί δεν είχαν ποτέ επιτρέψει στους ραγιάδες να κτίσουν εκκλησία, πλην εάν προϋπήρχαν τα ερείπια παλαιοτέρου ναού ή εφσον αυτς «ακουμπούσε» επάνω στο βυζαντιν τείχος. Oι συνθήκες πάντως που διαμορφώθηκαν μετά τον Pωσοτουρκικ πλεμο του 1787 είχαν εμποδίσει την ανέγερση της «ρωσογραικικής» αυτής, πως αναφέρεται, εκκλησίας και μλις το 1804, με συνδρομές των περιοίκων χριστιανών και τη γενναία συνεισφορά του παγκαρίου της Kαφατιανής, κτίζεται στο Σταυροδρμι η εκκλησία της Παναγίας. Tον θεμέλιο λίθο έθεσαν στις 26 Iουνίου 1804 ο ίδιος ο πρίγκιπας Δημήτριος Mουρούζης και οι περί αυτν Δημήτριος Σχοινάς, Σκαρλάτος ο Σεβαστπουλος, Iορδάνης Kαπλάνογλου και Eυστράτιος Πετροκκκινος. Tην 18η Σεπτεμβρίου του αυτού χρνου ο Πατριάρχης Kαλλίνικος E΄, ο απ Nικαίας, καθαγίαζε τον ναΐσκο, του οποίου η κτίση και στέγαση είχε πραγματοποιηθεί πρχειρα, σε μια και μνη νύχτα και μνο στο κεντρικ του κλίτος, με τη βοήθεια και συναντίληψη ανδρών και γυναικών της Περαίας. Παράλληλα με τον εγκαινιασμ, σεπτή Πατριαρχική Πράξις καθριζε και τα ρια της δικαιοδοσίας του· απ του Πύργου του Kουλά, μέχρι τα νεκροταφεία του Tαξίμ και απ του Kασίμ πασά μέχρι τις κλιτύες του Kερασοχωρίου και το Mπογάζ κεσέν. Mε τον τρπο αυτ και οι κατάσπαρτες στα πέριξ της Mεγάλης Oδού οικογένειες των αμπελουργών και μπαχτσεβαναίων, αποσπασμένες πνευματικά απ τη μεγάλη ττε ενορία των Kαφατιανών του Γαλατά, υπάγοντο στην πνευματική επιστασία του πρσφατα καθηγιασμένου ναΐσκου των Eισοδίων της Θεομήτορος και απαρτούσαν, μαζί με τους Σταυροδρομίτες, ενοριακ συγκρτημα που σύντομα έμελλε να εξελιχθεί σε κοιντητα μεγαλώνυμο. Mε δεύτερη Πατριαρχική Πράξη η επιστασία του ναού είχε ανατεθεί στον Eπίσκοπο Παμφίλου Γρηγριο, πρώτο της μακράς απ ττε σειράς των Aρχιερατικώς Προϊσταμένων του Σταυροδρομίου, και με συγγίλιο Iερεμίου του Δ΄, ορίστηκε πως, κατ’ εξαίρεσιν, ανελλιπώς και καθ’ ημέραν τελείται η Θεία
Aρχιτεκτονικ ς πλούτος και πληθώρα ελληνικών επιγραφών στον Iσιο δρ μο του Πέρα, την περίφημη Grande Rue, ταν στην περιοχή κατοικούσαν 80.000 Eλληνες (αρχείο Aκύλα Mήλλα).
Λειτουργία στο να της Παναγίας. Kάτι που συνέβαινε μνο στον Πάνσεπτο Πατριαρχικ Nα. Mικρς και στενχωρος ήταν ο χώρος και πενιχρς ο διάκοσμος του προχειροκτισμένου εκείνου ναού, εάν εξαιρεθεί το εξαίσιο γλυπτ κεντρικ του τέμπλο, ο αρχιερατικς θρνος και ο «περικαλής» άμβων, «αληθές του Nαού εγκαλώπισμα», που πραγματοποιήθηκαν με τις πολυμερείς συνδρομές των
πιστών, αλλά και αρωγή της Iονίου Πολιτείας. Πενιχρς και ο περίβολος της εκκλησίας, που αυλιζταν μνο απ τα Mνηματάκια, καθώς πολύ αργτερα και μλις το 1867 διαμορφώθηκε η σημερινή μετά κλίμακος είσοδος, επ’ ευκαιρία του γάμου του ηγεμνα της Σάμου K. Φωτιάδη που ευλγησε στο να αυτ ο πατριάρχης Γρηγριος ο ΣT΄. O περίβολος μέχρι το 1866 που ιδρύθηκε το μεγάλο Nεκροταφείο του
Aναμνηστικ του εορτασμού κατά Nοέμβριο του 1904 της εκατονταετηρίδος του ναού των Eισοδίων της Θεοτ κου Σταυροδρομίου και πρ γραμμα των τελετών (αρχείο Aκύλα Mήλλα).
Σισλή, χρησίμευε και για την ταφή ορισμένων επιτρπων και των εκλεκτοτέρων της άρχουσας τάξης της μεγαλωνύμου κοιντητας, συν τοις άλλοις και των κτητρων Δημητρίου Σχοινά και Iορδανάκη Kαπλάνογλου, που ενταφιάστηκαν πίσω απ το Iερ Bήμα. Eδώ, δεξιά του ναού, βρισκταν και ο τάφος Iακώβου Pίζου του Nερουλού, πρέσβη της Eλλάδος, που κηδεύτηκε συνοδικώς απ τον Πατριάρχη Aνθιμο τον Δ΄, και επίσης ο τάφος του γενικού προξένου της Eλλάδος Aθ. Παλαιολγου, που πνίγηκε στη Xάλκη το 1860. Oι τάφοι αυτοί εξαφανίστηκαν ταν διευρύνθηκαν και αρμονίστηκαν τα δύο πλάγια κλίτη, στο δάπεδο δε της εκκλησίας είναι και σήμερα ορατές οι ταφπλακες που χρησιμοποιήθηκαν ττε για την επίστρωσή του. Eν τω μεταξύ είχε ανακαινισθεί το 1831 η ξύλινη στέγη του ναού, επισκευάστηκαν τα ξύλινα επίσης κελιά του περιβλου και, «βεζυρική επινεύσει», αναρτήθηκε η πρώτη καμπάνα, που αντικατέστησε το 1837 το μέχρι ττε εν χρήσει σήμαντρο. Eπισκευές και εξωραϊσμοί του ναού της Παναγίας, μετά αυτν του 1860, πραγματοποιήθηκαν μια πρχειρη το 1875 και μια τρίτη το 1904, ταν επ’ ευκαιρία των εορτασμών της εκατονταετηρίδος, είχε τελεσθεί με κάθε λαμπρτητα πατριαρχική και συνοδική λειτουργία απ τον Iωακείμ τον Γ΄. Mια τελευταία ανακαινιστική προσπάθεια του ναού και των κτισμάτων του αυλογύρου, ολοκληρώθηκε το 1946, με συνεισφορά του ττε επιτρπου και αρχιτέκτονα Xρήστου Eυθυμιάδη, τον εξωραϊσμ δε των ταλαιπωρημένων απ τον χρνο εσωτερικών του ναού χώρων και τη διακσμησή τους δι’ αγιογραφιών, είχε αναλάβει «φιλοχρίστως» ο καλλιτέχνης Xαρίλαος Ξανθπουλος, με συνεργάτη τον Pώσο αγιογράφο Nικλα Περώφ.
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
13
H Bαλουκλιώτισσα Παναγία Tο ιστορικ της Zωοδχου Πηγής απ τους βυζαντινούς χρνους έως σήμερα O Oικουμενικς Πατριάρχης κ. Bαρθολομαίος στο αγίασμα της Zωοδχου Πηγής (φωτ.: N. Mαγγίνας).
Tου Φωκίωνος Σιδηροπούλου Iατρού
ΠAΣIΓNΩΣTO σε ολκληρο τον Eλληνορθδοξο κσμο, εκεί έξω απ τα Θεοδοσιανά τείχη της Kωνσταντίνου Πλεως και διακσια μλις μέτρα απ την Πύλη της Πηγής, την Συληβριανή πως την ήξεραν οι Pωμιοί, βρισκταν το θαυματουργ αγίασμα της Zωοδχου Πηγής. Aμέτρητοι οι θρύλοι, οι αναφερμενοι στα θαύματα που απ παλαιοτάτους χρνους συντελέστηκαν στον ιστορικ αυτ χώρο απ τη Bαλουκλιώτισσα Παναγία. O νας της Zωοδχου Πηγής θεμελιώθηκε τον 5ο αιώνα απ Λέοντα τον Mακέλλη. Eπανακτίσθηκε «επί το μεγαλειτερον και περικαλλέστερον», και με σο υλικ περίσσεψε απ το κτίσιμο του Nαού της του Θεού Σοφίας, απ τον Iουστινιαν, που κατά τα ιστορούμενα θεραπεύτηκε απ λιθίαση χάρη στο θαυματουργ αγίασμα. Eρειπωμένος απ σεισμ επανακτίσθηκε δύο αιώνες αργτερα απ την Eιρήνη την Aθηναία, και μετά και νέο σεισμ την ξανάκτισε ο Bασίλειος ο Mακεδών, ο οποίος και αναστήλωσε τα παρακείμενα Παλάτια των Πηγών. Nας και βασιλικά κτίσματα πυρπολήθηκαν απ τους Bουλγάρους και ξανακτίστηκαν απ τον Pωμαν τον Λεκαπην. Kαταστράφηκαν εκ νέου το 1424, κατά τηνμάταια πολιορκία της Kωνσταντινούπολης απ τον Mουράτ τον B΄, ο οποίος έστησε στον περίβολο της μονής της Πηγής τις σκηνές του. Tα εναπομείναντα τμήματα κατεδαφίστηκαν στους μετά την Aλωση χρνους απ τον σουλτάνο Mπαγεζήτ τον B΄, ο οποίος χρησιμοποίησε το υλικ αυτ για την ανέγερση ομώνυμου τζαμιού στην πλατεία Mπαγεζήτ. Kαι ενώ ο χώρος λος θεωρήθηκε βακούφι, κτήμα δηλαδή του τεμένους, το αστείρευτο νερ της Zωοδχου Πηγής συνέχιζε να ρέει και να αποτελεί τπο προσφυγής και προσκυνήματος για τα πλήθη των χριστιανών που προσέτρεχαν πανταχθεν σε αυτ. O θρύλος για τον «καλγηρο και τα ψάρια» που «απ’ το τηγάνι, τη μια μεριά ψημένα, πηδήξανε κ’ επέσανε στης λίμνης τη λεκάνη» - που απ’ αυτά προέρχεται και η ονομασία Mπαλουκλή, αφού balik στα τούρκικα σημαίνει ψάρι-, είναι μεταγενέστερος, πως και η τοπωνυμία, που για πρώτη φορά συναντάται σε έγγραφο του 1703.
Γαληνν ύδωρ της πηγής Eίναι ενδιαφέρον τι ενώ στους επμενους αιώνες δεν αναφέρονται παρενοχλήσεις απ τους Tούρκους, γίνονται πολλές αππειρες απ τους Aρμενίους για
14
Tρισάγιο στο Πατριαρχικ κοιμητήριο της Zωοδχου Πηγής (φωτ.: N. Mαγγίνας).
την υφαρπαγή του θαυματουργού αλλά και πλουτοφρου αγιάσματος. Xρειάσθηκαν αλλεπάλληλες σουλτανικές αποφάσεις για να επικυρωθεί το 1723, με αυτοκρατορικ φερμάνι του Aχμέτ του A΄, τι «η ρηθείσα εκκλησία του Bουλουκλίου και το εν αυτή αγίασμα αποτελούν κτήμα των Pωμιών». Tο
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
ναΰδριο που κτίσθηκε για να περικλείσει προστατευτικά το αγίασμα διέτρεξε λίγα χρνια αργτερα και νέο σοβαρ κίνδυνο, ταν ο Aρμένιος Σιρίν Kάλφας, αρχιτέκτων του Mεγάλου Bεζύρη, επιχείρησε να οικειοποιηθεί τον ιερ χώρο για λογαριασμ των ομοεθνών του. Για το λγο αυτν, έσκαψε κρυφά
και πολύ κοντά στο αγίασμα βαθύ πηγάδι, προκειμένου να διοχετεύσει το νερ προς άλλη κατεύθυνση και να στερέψει το «απ αιώνων αψοφητί ρέον γαληνν ύδωρ της πηγής». O Πατριάρχης Σεραφείμ A΄ και ο ττε Mητροπολίτης Δέρκων, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγταν το αγίασμα, κατά
Σφραγίς του 1865 της Aδελφτητος της Zωοδχου Πηγής (σχ.: Iλη Mήλλα).
τα γραφμενα του Kομνηνού Yψηλάντου «πάντα λίθον κινήσαντες, κπω ουκ ολίγω εκώλυσαν το κακν». Σε νέο σουλτανικ φερμάνι που εξεδθη μετά τα συμβάντα αυτά, αναφέρεται χαρακτηριστικά τι «οι Xριστιανοί αθρως προστρέχοντες εις το Pωμέικον Πατριαρχείον, προσκλαίοντες, εξελιπάρησαν την κατάχωσιν του φρέατος, του απ τον Σιρίν Kάλφα ορυχθέντος». Διατάσσει λοιπν ο Aναξ προς άρσιν πάσης φιλονικίας «να αφανισθεί το εν λγω φρέαρ και να εμποδισθεί η ρυξις, και του λοιπού μήτε ο Σιρίν Kάλφας, μήτε έτερς τις να παραβιάζωσι ούτω το δίκαιον». Tο 1794, ο Πατριάρχης Γεράσιμος ο Γ΄ συνένωσε τα ττε διάσπαρτα στην Kωνσταντινούπολη οσπιτάλια του Γένους σε μια κοινή διοίκηση, προσηλώνοντας σε αυτά τη Mονή και το αγίασμα, ώστε τα πλούσια έσοδά τους να χορηγούνται μονίμως για τις ανάγκες του νέου ενιαίου νοσοκομείου. Διρισε δε ως επιτρπους τους πρωτομαΐστορες των πλουσιτερων αμιγώς ελληνικών συντεχνιών, των αποκαλουμένων «πέντε ευλογημένων ρουφετιών», εξασφαλίζοντας με τον τρπο αυτ την καλή διαχείριση των προσδων. Tην άνοιξη του 1821 με τον ξεσηκωμ των ραγιάδων στην Πελοπννησο καταστρέφεται απ τον εξαγριωμένο χλο ο ιερς χώρος, αλλά και ττε ακμη, «καίτοι το μικρν ευκτήριον ήτο καταχωσμένον», κατά τα γραφμενα του Γεδεών, «η προσέλευση των πιστών και οι πρσοδοι του αγιάσματος εξακολούθουν». H Πολίτικη Pωμιοσύνη, πιστή στις παραδσεις της, δεν άργησε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να το ξανακτίσει. Mε άδεια σουλτανική Mαχμούτ του B΄, που εξασφάλισαν οι επίσημοι προμηθευτές των ανακτρων Mανωλάκης Kαμάρας, Xατζή Xάννα Φάχρης και Kωνσταντίνος Iπλικτζής, κτίζεται το 1833 ο περικαλής νας της Zωοδχου Πηγής. Eίχε κοστίσει ττε «ένα μιλλιούνι γρσια» που ήταν προϊν παλλαϊκού εράνου. Kτίσθηκαν και τα πέριξ κελιά και διαμορφώθηκε γύρω απ το μοναστηριακ συγκρτημα ένα ειδυλλιακ τοπίο με πλατάνους και κυπάρισσους, ένας χώρος που πλημμύριζε κατά την πανήγυρι απ τα πλήθη των προσκυνητών. Στην παλλαϊκή πανήγυρι της Zωοδχου Πηγής αναφέρεται με γλαφυρτητα ο Στέλιος Mελαχροινς, περιγράφοντας τον κατάμεστο απ πιστούς περίβολ της, στον οποίο «καλοστρωμένοι οι πανηγυριστές με τα φαγοπτια και τα μουσι-
Γενική άποψις του καθολικού και των κελιών της μονής της Zωοδχου Πηγής (σχέδιο: Aκύλας Mήλλας).
κά τους ργανα γιρταζαν τραγουδώντας τη ζωή και το θάνατο», αφού ελάχιστα πιο πέρα εκτείνονταν τα μνήματα του Mπαλουκλή. «Eδώ έσμιγε το γέλιο με το κλάμ-
μα, καθώς άλλοι κλαίγανε και μοιρολογούσανε αγαπημένο τους νεκρ και άλλοι αδειάζανε τα ποτήρια, το ένα κατπιν του άλλου, για την αιώνια μνήμη και ανάπαυσή
του». Περιγράφει εν συνεχεία και το πολύχρωμο πλήθος των θαμώνων που ανάμεσά τους ξεχώριζαν τα χρνια εκείνα οι μιλοι των Ποντίων με τις μαύρες ομοιμορφες πατροπαράδοτες βράκες και τους συνοδεία κεμεντζέ ιδιρρυθμους και εντυπωσιακούς χορούς τους. «Για το ιστορικ, θα πρέπει να αναφερθεί τι στο πολυθρύλητο αυτ πανηγύρι διασκεδάζανε και τα μπακαλοτσίρακα των γνωστών παστουρματζίδικων της αγοράς των Mπεκιάρικων του Mπαλουκπαζάρι. Ξεριζωμένα σε μικρή ηλικία απ τη γενέτειρά τους Kαππαδοκία, πειθήνια στις διαταγές κάποιου θείου ή συγγενή τους, με μαλλιά κομμένα σύρριζα και ζωσμένα τη μακριά μπροστέλα απ τσουβάλι, είχανε άδεια εξδου αναψυχής μια και μνη φορά το χρνο! H πανήγυρι της Zωοδχου Πηγής ήταν η μνη γι’ αυτά ημέρα λευτεριάς!»
Σεπτεμβριανά
Tο τέμπλο και το κεντρικ κλίτος του προσφάτως ανακαινισμένου καθολικού της μονής της Zωοδχου Πηγής (φωτ.: N. Mαγγίνας).
H εκκλησία και τα κελιά πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς κατά τα ανθελληνικά συμβάντα τον Σεπτέμβριο του 1955. Δολοφονήθηκε ττε και ο υπέργηρος ιερομναχος Xρύσανθος Mαντάς, ο Λαυριώτης, το σώμα του οποίου δεν βρέθηκε ποτέ. Kακοποιήθηκε επίσης ο ηγούμενος της μονής επίσκοπος Παμφίλου Γεράσιμος και δάρθηκε ο δκιμος Eυάγγελος, ενώ ο μαινμενος συρφετς κατέληξε στο Πατριαρχικ κοιμητήριο, συντρίβοντας τάφους και διασκορπίζοντας τα οστά των κεκοιμημένων ιεραρχών. Xάθηκε τη νύκτα εκείνη κι η εικνα της Bαλουκλιώτισσας Παναγίας, έργο εκ παραδσεως του Eυαγγελιστού Λουκά, η εναποτεθειμένη σε περίλαμπρο προσκυνητάρι. H Pωμιοσύνη ξανάχτισε σύντομα το μοναστήρι, το οποίο, μως, ποτέ δεν επανέκτησε το παλαι του κλέος, αποψιλωμένο απ τον πλούτο που επί αιώνες είχε συσσωρεύσει σ’ αυτ η λατρεία των πιστών του.
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
15
Aποψη της Kωνσταντινουπλεως απ τα υψώματα του Γαλατά (Γεννάδειος Bιβλιοθήκη).
Παναγία Kαφατιανή Oι περιπέτειες της άτυχης πρωτοεκκλησιάς της κοιντητος Γαλατά Tου Aκύλα Mήλλα Iατρού – συγγραφέα
«EMΠOPEION, περ διακρίνει πανσπερμία φυλών και γλωσσών», ο Γαλατάς αποτελούσε απ τους πρώτους ήδη χρνους της Kωνσταντίνου Πλεως, χάρη στο ευλίμενο του τπου και την προνομιακή του θέση στο πλουτοφρο τρίστρατο της Προποντίδας θάλασσας, το πρώτιστο απ τα προάστια της βυζαντινής πρωτεύουσας. Kαι αν δεν υπήρξε αρχικά οχυρωμένος με τείχη ερυμνά και χάνδακες, είχε μως πύργους δυνατούς, για ασφάλεια των εδώ εμπορευομένων «πραγματευτάδων», καθώς χρησίμευε ανέκαθεν ως τπος διαμονής και διαχειμάσεως, αλλά και συναλλαγών των Eυρωπαίων εμπρων και θαλασσοπρων και ιδίως αργτερα των Γενοβέζων, που περιέπλεαν ακατάπαυστα με τ’ άρμενα και ιστιοφρα τους το κατάστενο του Bοσπρου, έχοντας τις εμπορικές αποικίες τους κατάσπαρτες στα παράλια της Mαύρης Θάλασσας.
16
Tο «πέραν του άστεως» αυτ παραπλιο, η Περαία ή απλώς το Πέρα πως το έλεγαν οι Γραικορωμαίοι, φειλε ασφαλώς την τοπωνυμία «εις την καταντικρύ της περιτετειχισμένης Πλεως» θέση του. Παλαιά εκαλείτο και Συκαί, επωνυμία που κατά τους Hσύχιο και Kωδιν οφειλταν στα «συκοφρα δέντρα» που κάλυπταν τις πλαγιές αυτές, σε σημείο μάλιστα που να πρεσβεύουν οι Bυζάντιοι τι εδώ φύτρωσε και η πρώτη συκιά. Στη θέση αυτή, που με πύργους είχε οχυρώσει και ασφαλίσει ο Mέγας Kωνσταντίνος, είχε ανεγερθεί απ τον επίσκοπο Περτινάκο και ο τρίτος της Eπισκοπής Kωνσταντινουπλεως νας, «εν παραθαλασσίω λεγομένω Συκαίς, Eιρήνην τον οίκον προσαγορεύσαντος». Tο «καλώς συνωκισμένον» αυτ προάστιον, που το κοσμούσαν ήδη απ τα χρνια της αυτοκρατορίας του Θεοδοσίου έμβολοι, αγορά, λουτρς και αριθμούσε τετρακσιες περίπου οικίες, «ανανεώθη» απ τον Iουστινιαν, που προς στιγμήν το
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
μετονμασε σε Iουστινιανούπολη. Πολύ αργτερα θα επικρατούσε η ονομασία τα Γαλάτου ή των Γαλάτων και κοινώς Γαλατάς, ίσως, κατά τον Γεδεών, «απ Γαλάτου τινος ή και απ των γαλάκτων». Tον περιβητο Kουλά του Γαλατά, που στα χρνια μας επανέκτισε το παλι του «κιουλάχι», πρώτος ύψωσε ως Πύργο του Iησού ο αυτοκράτωρ Aναστάσιος ο Δίκορος και υπερύψωσαν οι Γενοβέζοι, ταν πανίσχυροι και κυρίαρχοι ουσιαστικά του τπου, τον περιτείχισαν σταδιακά και τον ασφάλισαν με πύργους και κορτίνες ερυμνές, που σώζονταν άρτιες μέχρι την κατεδάφισή τους το 1864. Eλάχιστα τα σα γνωρίζουμε για τα ιστορικά και την επί μέρους τοπογραφία του Γαλατά. Xειργραφο του 1634 μας πληροφορεί πως το 1453, λίγο πριν απ την Aλωση, είχαν φορτώσει σε γαλέρα οι Γενοβέζοι λα τους τα αρχεία και τα σημαντικτερα έγγραφα του ποδεστάτου, μαζί και τα πολυτιμτερα κειμήλια των εκΣυνέχεια στην 18η σελίδα
H εκκλησία του Aγίου Nικολάου και δύο απ τα τέσ χείο Aκύλα Mήλλα).
Tο σύμπλεγμα της Παναγίας Kαφατιανής, της πάλαι ποτέ πρωτοεκκλησιάς του Γαλατά, πλαισιωμένο απ το ρωσικ μετχι (αριστερά) και νετερες πολυκατοικίες (φωτ.: Λίζα Eβερτ).
σσερα ρωσικά μετχια του Γαλατά. Στο βάθος ο Kουλάς, πως σωζταν στις αρχές του αιώνα (αρ-
H δεσποτική εικνα της Παναγίας Kαφατιανής, που έφεραν οι Pωμιοί πρσφυγες απ τον Kαφά της Kριμαίας (φωτ.: Λίζα Eβερτ). KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
17
H αργυρή τετραμερής σφραγίδα της Παναγίας Kαφατιανής. Δύο τμήματά της σώζονται σήμερα στο αρχείο των εν Eλλάδι Mεγαλοσχολιτών (σχέδιο.: Iλη Mήλλα). Συνέχεια απ την 16η σελίδα
κλησιών τους, και προσπάθησαν να τα φυγαδεύσουν στην Tζένοβα. Tα πάντα χάθηκαν ταν το ιστιοφρο καταποντίστηκε στα ανοιχτά της ακροπλεως, εκεί περί τον πρβολο της βυζαντινής Aκρας. Oι Oθωμανοί Tούρκοι κατά τις συνήθειές τους, έσπευσαν να μετατρέψουν σε τζαμιά τις μεγαλύτερες και σημαντικτερες εκκλησίες του Γαλατά. Tο Aράπ τζαμί, που διασώζει πάντα τον μεσαιωνικ πύργο του, είναι ο San Paolo που είχαν αναγείρει οι Λατίνοι στα ερείπια πιθανν της παλαιάς εκείνης Aγίας Eιρήνης. Tο τζαμί της Bαλιντέ σουλτάνας είναι κτισμένο στη θέση της εκκλησίας του San Francesco, ενώ ένα τρίτο, το Kεμανκές Mουσταφά πασά τζαμί, κατέλαβε τη θέση του Sant’ Antonio. Aπμειναν μως στα χέρια των Φραγκολεβαντίνων η μονή των Δομηνικανών San Pietro e San Paolo, ο Saint Benoit των Λαζαριστών, το μοναστήρι της Santa Maria Draperis και, λίγο υψηλτερα, ο νεώτερς μας Sant’ Antonio. Στους αμέσως μετά την Aλωση χρνους στις ενορίες των Oρθδοξων Γραικών παρέμειναν εκκλησίες «περατικές», πλην εκείνης του Aγίου Δημητρίου στον Kασήμ πασά, ο Xριστς ο Kρεμασμένος ή του Kρεμαστού, που το 1400 αναφέρεται και ως κάθισμα της αγιορειτικής μονής του Παντοκράτορος, ο Aγιος Nικλαος εις Kιρέτς καπισί, ο Aγιος Δημήτριος κατά τον Tοπχανά, ο Xριστς «Σταμποστάνια» ή των Mποστανίων κατά τους λογιτερους, ο Aγιος Γεώργιος, ο Aγιος Iωάννης Πρδρομος ο Kαμένος, η Παναγία η Kαστελλιώτισσα, της οποίας γνωρίζουμε το 1399 ιερέα τον Γεώργιο, εκείνον που «λαβών άδεια ευλγησε Mανουήλ τον έγγονον της Πέρδικας μετά Kαλής Γανιτίσης, εις δεύτερον γάμον ερχομένους», και η Παναγία η Xρυσοπηγή, ενώ αμέσως μετά την Aλωση κτίστηκε και η Παναγία η Kαφατιανή. O νας του Aγίου Γεωργίου και η Kαστελλιώτισσα Παναγιά «έλιπον την του κσμον σκηνήν» απ τα μέσα ήδη της 16ης εκατονταετηρίδας. Tον Aπρίλιο του 1696, ξημερώνοντας Σάββατο, οι εκκλησίες του Γαλατά «εκάησαν κ’ η έξη μαζωμέναις», κάηκαν ττε και εργαστήρια και σπίτια έως τεσσαράκοντα χιλιάδες και, «κρίμασιν οις οίδε Kύριος», εξέλιπαν έκτοτε ο Aγιος Δημήτριος του Tοπχανά με τον Xριστ του Kρεμαστού. Λί-
18
H μνημειακή είσοδος της Mονής του Aγίου Bενεδίκτου στον Γαλατά, κτίσμα του 14ου αιώνα, που κατεδαφίστηκε άδοξα το 1958 μαζί με τον παρακείμενο να του Σωτήρος Xριστού, κατά τη διαπλάτυνση της λωφρου Kεμέραλτι (σχέδιο: Aκύλας Mήλλας).
γο νωρίτερα είχε «αποθάνει» και η Παναγία η Xρυσοπηγή.
Παναγία Kαφατιανή O νας της Παναγίας Kαφατιανής κτίστηκε αμέσως μετά την Aλωση, «ευμενή διαταγή» του Πορθητού, ταν κατά την πάγια πολιτική των Oθωμανών μετοίκησε το 1462 κατοίκους του Kαφφά της Kριμαίας, για να επανδρώσει τις «έσωθεν του Kιρέτς–καπισί ανέκαθεν γραικικές συνοικίες» του γενοβέζικου Γαλατά. Mετέφεραν ττε αυτοί και τις εικνες τους και τη μεγάλη δεσποτική εικνα της πολιούχου τους Παναγίας, της επονομαζομένης Kαφατιανής, της ισταμένης, κατά τα γραφμενα του Ducange, «επί του στομίου φρέατος τινος». Kατά μια παλιά παράδοση των Γαλατιανών η εκκλησία προϋπήρχε της Aλώσεως, αφιερωμένη στον Aγιο Iωάννη τον Θεολγο, είχε δε παραχωρηθεί στους «σουργκούνηδες» του Kαφφά, οι οποίοι για το λγο αυτ είχαν έκτοτε αφιερώσει το δεξι της κλίτος στον Kαππαδκη άγιο. Tο 1600 ο Ducange αναφέρεται στην Deipare Cafatiani και ο Smith, μισ περίπου αιώνα αργτερα, καταγράφει στα κατάστιχά του την Παναγία Kαφατιανή ως μια απ τις έξι εκκλησίες που σώζονταν ττε ακμα στην περατεία του Γαλατά. Σε κώδι-
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
κα της Mονής των Iβήρων καταχωρείται επιστολή των Γαλατιανών, γραμμένη κατά τα τέλη του αιώνα προς τον ηγεμνα της Mολδάβας Nικλαο Aλεξάνδρου Mαυροκορδάτο, του οποίου επικαλούνται τη συνδρομή και οδύρονται τι «διά μχθων πολλών και κπων και ιδρώτων και στεναγμών και παθημάτων ανεκδιηγήτων», μλις είχαν δυνηθεί να ανακτίσουν «διά θελήματος και ορισμού της Kραταιάς Bασιλείας», τέσσερις μνο απ τις έξι πυρπολημένες εκκλησίες τους, είχαν γίνει μως έξοδα «ανυπφορα» και έμενε η Παναγία η Kαφατιανή σε χρέος βαρύτατο. Aυτά συνέβαιναν μετά τη μεγάλη εκείνη πυρκαγιά του 1696 και τον θεμέλιο λίθο του νέου κτιρίου της πρωτοεκκλησιάς τους θα έθεταν οι Γαλατιανοί στις 4 Iουλίου του 1698, για να πραγματοποιήσουν τα εγκαίνιά της στις 14 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρνου. Στην πυρκαγιά του 1731, που εκ νέου σάρωσε τους συνοικισμούς του Γαλατά, αποτεφρώνεται και πάλι ο νας της Kαφατιανής και ανακαινίζεται στα αμέσως επμενα χρνια, «ικανή αρωγή των ευλογημένων ρουφετίων» και των πέριξ κατοίκων, αλλά και των Σταυροδρομιτών, αφού οι πέρα του Kουλά ττε «περατικοί» νέοι συνοικισμοί υπάγονταν στην πνευματική δικαιοδοσία της Kαφατιανής. Tα νέα εγκαίνια
θα γίνουν την 1η Oκτωβρίου του 1734 και θα χαραχθούν στο υπέρθυρο της πλαγίας εισδου του ναού, που μέχρι το 1896 διατελούσε ως κυρία είσοδος, τα ονματα των επιστατούντων γουναράδων Φιλοδώρου, Γεωργίου, Στεργίου και Δανιήλ, των κερεστετζήδων Λεοντάρα, Δούκα, Kωνσταντή και του Hσαΐα του ευλογημένου συστήματος των χρυσοχων. Tους χρνους εκείνους, καθώς και μέχρι το 1804 οι νεδμητοι συνοικισμοί της Περαίας υπάγονται στον Γαλατά, η συρροή ικανού πλήθους προσκυνητών και οι συχνές εδώ τελετές είχαν υποχρεώσει τους επιτρπους να διατηρούν και επίσκοπο τιτουλάριο, τον Θεοδωρουπλεως Aνθιμο αρχικά και τον Συνναδών Iάκωβο στους μετέπειτα χρνους. O νας, πως αναγράφεται στο υπέρθυρ του, για τελευταία φορά «ανεκαινίσθη εκ θεμελίων επί της βασιλείας του κραταιοτάτου άνακτος Σουλτάν Aβδούλ Mετζήτ, επί της πατριαρχείας Aνθίμου του Γ΄, τω 1840 έτος». Tο 1924 η Παναγία η Kαφατιανή καταλαμβάνεται απ τους Tουρκορθοδξους του περιβητου Πάπα Eυτύμ, που εγκαθιστά σε αυτήν το δήθεν «πατριαρχείο» του. Tο ιστορικ της αρπαγής ξεκινά το 1914, ταν κατά τη γενική ττε επιστράτευση ένας τουρκφωνος Aνατολίτης, ο Παύλος Kαραχισαρίδης απ το Kεσκίν της Aγκύρας, μιας κωμπολης με αξιλογη ελληνορθδοξη κοιντητα, χειροτονείται ιερέας για να αποφύγει τη στράτευση. O Kαραχισαρίδης αυτς, ως Eυθύμιος πλέον, δεν άργησε να συνταχθεί ενεργητικά με τους Kεμαλικούς και με την υπδειξη και υποστήριξη των εθνικιστών Tούρκων, προσπάθησε να αποσπάσει απ το Φανάρι τους αποκομμένους λγω του πολέμου Mικρασιάτες Kαραμανλήδες, με τη βεβαίωση τι θα τους προστάτευε απ τυχν εκτοπισμούς και άλλες ταλαιπωρίες. Oι προσπάθειές του ως προς τη δημιουργία μιας αυτοκεφάλου ορθοδξου εκκλησίας, με έδρα την Kαισάρεια, απέτυχαν, καθώς οι Kαραμανίτες θεωρήθηκαν ανταλλάξιμοι και ο Παπά Eυθύμ έχασε το υποτιθέμενο ποίμνι του. Aλλάζοντας ττε προσανατολισμ εμφανίσθηκε δυναμικά στην Πλη, καταβάλλοντας και πάλι μάταιες προσπάθειες να προσεταιρισθεί τώρα τους τουρκφωνους Kαραμανλήδες, τους εγκατεστημένους ανέκαθεν στην περιοχή της πρωτεύουσας. Aποξενωμένος πλήρως απ το σώμα της ομογένειας και με τη στήριξη πάντα των Kεμαλικών, θα δήλωνε τελικά τι μεταφέρει την έδρα της τουρκορθδοξης εκκλησίας στην Kωνσταντινούπολη και ηγούμενος τουρκικού χλου καταλάμβανε το 1924 την ιστορική και πλούσια σε ακίνητα Παναγία του Γαλατά, εγκαθιδρύοντας σε αυτή την έδρα της «Aρχιεπισκοπής» του. Eκτοτε «η πρωτεκκλησιά της Pωμιοσύνης του Γαλατά» παραμένει στα χέρια των τουρκορθοδξων παπαευθυμικών, έρημη απ ποίμνιο, αλλά πάντα μεγαλπρεπη και κατάφορτη απ τα αναθήματα που ευλαβικά αιώνες τώρα εναπθετε σε αυτήν η λατρεία των ενοριτών της.
H Παναγία των Bλαχερνών Tο Iερν Λούμα και μνήμες παλαιών πανηγύρεων H εικνα της Bλαχερνίτισσας Παναγίας. Tο βαρύτιμο αργυρ υποκάμισ της καταστράφηκε το 1955 στα συμβάντα των Σεπτεμβριανών (αρχείο: Λουρίδειο Iδρυμα).
Tου Aκύλα Mήλλα
ΔYO HTAN οι εκκλησίες που δέσποζαν στις πρώτες δεκαετίες του 5ου μ.X. αιώνα επί του Kερατίου και έξω των χερσαίων τειχών της Bασιλεύουσας. O νας των Aγίων Aναργύρων Kοσμά και Δαμιανού κατά το Kοσμίδιον, που ανέγειρε ο περίφημος εκείνος μάγιστρος Παυλίνος, και η βασιλική της Yπεραγίας Θεοτκου κατά τις Bλαχέρναις, τπο με βλάστηση πλουσία, γνωστ «διά το πλήθος των τε ιχθύων και των κυνηγεσίων του». Kατά τον Kεδρην ήταν η Πουλχερία που πρώτη «εξαιρέτως τον εν Bλαχέρναις ναν ανοικοδμησε και τη Θεοτκω ανατέθηκεν». Aυτά συνέβαιναν στα πρώτα χρνια της βασιλείας του Mαρκιανού και ο Kωδινς μας πληροφορεί τι η αυτοκράτειρα «κατεκσμισε» την εκκλησία με πολυτελή και ποικιλχρωμη ορθομαρμάρωση, ενώ Λέων ο Γραμματικς προσθέτει τι και «τους ορφους χρυσώ εποίκιλέ τε και εκαλλπισεν». O «μέγας νας των Bλαχερνών» –βασιλική τρίκλιτος απ τις ωραιτερες και μεγαλύτερες της Kωνσταντινουπλεως, της οποίας την «θαυμασίως επεξεργασμένην» οροφή υποβάσταζαν κιονοστοιχίες απ πράσινο μάρμαρο με κιονκρανα λευκά «εξαιρέτως γεγλυμμένα και χρυσοστλιστα»– συνεχταν με το Iερν Λούμα που έκτισε Λέων ο Mακέλλης και, διά του δεξιού κλίτους, με την Aγία Σορ, στην οποία φυλασσταν η αγία εσθής της Θεοτκου. Λαμπρς υπήρξε και ο εσωτερικς διάκοσμος της εκκλησίας με τον αργυροστλιστο άμβωνα και το «εκπάγλου κάλλους» τέμπλο της, το πλαισιωμένο με χρυσωμένα ανάγλυφα. Xαρακτηριστικ τι επί βασιλείας Kωνσταντίνου και Pωμανού των Πορφυρογεννήτων, ταν έφθασαν προς συνθηκολγηση απ την Tαρσ οι πρέσβεις του Aμεριμνή, ο έπαρχος στλισε κατά το έθος την Xαλκή Πύλη με μεταξωτά υφαντά και «απλώματα» και διέταξε να αναρτύσουν «προς εντυπωσιασμν» το θαυμαστής τέχνης πολυκάνδηλο των Bλαχερνών, που διέταξε και μετέφεραν στο Iερ Παλάτιο της Mαγναύρας. O αυτοκράτωρ Hράκλειος, το 627, ένα χρνο μετά το θαύμα εκείνο της Παναγίας, που κατεπντισε το στλο των Aβάρων, αναγκάζοντας αυτούς να λύσουν την πολιορκία της Πλεως, διέταξε πως με την κατασκευή πρσθετου τείχους ασφαλισθεί ο νας της Bλαχερνίτισσας Παναγίας εντς της Bασιλίδος. Tο τείχος αυτ, που ξεκινά πίσω απ τον άγιο Δημήτριο της Ξυλπορτας, ακολουθώντας τα παράλια του Kερατίου αναρριχάται απ το Πενταπύργιο μέχρι τον τεχνητ λφο των υπερύψηλων παλατίων των Bλαχερνών.
Ποικίλες οι περιπέτειες του άρρηκτα συνυφασμένου με τον Aκάθιστο προς την Yπερμάχο ύμνο ναού, που προσέλαβε μεγίστη αίγλη μετά την εποχή των Kομνηνών, καθώς η βασίλειος αυλή εγκαταστάθηκε έκτοτε στα παλάτια εδώ. Σε αυτν έγινε και η στέψη του κυρ Iωάννη του Kαντακουζηνού τον Mάιο του 1347, παρουσία της Aννας της Σα-
βοΐας, καθώς ένα χρνο πριν είχε καταπέσει η ανατολική αψίδα της Aγίας του Θεού Σοφίας. Eναν αιώνα αργτερα, το 1434, εμπρησμς που προκάλεσαν οι αταξίες κάποιων αρχοντπουλων που κυνηγούσαν νεοσσούς περιστεριών, κατέκαψε ολοσχερώς την εκκλησία το Λούμα της Bλαχερνίτισσας Eρειπωμένος παρέμεινε ο νας
και, λίγα χρνια μετά την Aλωση, ο Pierre Gylli περιγράφει τα κατάλοιπα των τειχών του μεγάλου ναού της Πουλχερίας, τα οποία μάταια θα αναζητήσει στο επμενο ταξίδι του. Eίχε μως διατηρηθεί η βυζαντινή υπγεια στοά, που έφερε το αγίασμα στο παρακείμενο «λοετρν» ή λούμα, και συνέρρεαν σε αυτ αθρως οι χριστιανοί, καθώς και στο πλησίον εντς του Πενταπυργίου αγίασμα του Aγίου Nικολάου. Στις αρχές του 19ου αιώνα λο τον σημεριν περίβολο του αγιάσματος είχαν καταλάβει Aθίγγανοι, εγκατεστημένοι στο χώρο αυτ με τις οικογένειές τους, και οι ιερείς του Aγίου Δημητρίου έψαλλαν τις προς τη Θεοτκο των Bλαχερνών παρακλήσεις τους στο γειτονικ να του Kανάβη. «Aλλ’ η φιλκαλος και φιλχριστος συντεχνία των γουναρέων [...] εφιλοτιμήθησαν αγοράσαντες τον τπον, ’να εξοικίσωσιν εκείθεν του ρυπαρούς τούτους, και περιτειχίσαντες και καθαρίσαντες τον περίβολον και του αγιάσματς των αψίδα», καιροφυλακτούσαν να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία «’να αναγείρωσι λαμπρν, ως εκ των ενντων, το ιστορικν τούτο της Kωνσταντινουπλεως μνημείον». Eνέκυψε ττε αφορμή μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στο σύστημα των γουναράδων και των επιτρπων της Ξυλπορτας, για τη διεκδίκηση της κυριτητας του πλουτοφρου αγιάσματος, καθώς οι κάτοικοι της Λντζας υποστήριζαν τι το Iερ Λούμα βρισκταν μέσα στα ρια της ενορίας τους. H ανέγερση Συνέχεια στην 20ή σελίδα
Tο Iερν Λούμα ή Λούσμα της Παναγίας των Bλαχερνών, πριν απ τα συμβάντα του 1955 (αρχείο Aκύλα Mήλλα). KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
19
Συνέχεια απ την 19η σελίδα
του ναΐσκου πρέπει τελικά να πραγματοποιήθηκε λίγο πριν απ το 1860. Kατά την εκσκαφή των θεμελίων, μας πληροφορεί ο Πασπάτης, «ευρέθησαν τεμάχια μαρμάρου πορφυρού και τμήμα κίονος. Tαύτα ανήκον εις το δάπεδον του Bυζαντινού αγιάσματος, διτι η εκκλησία ήταν υπεράνω αυτού». Aξιλογα ερείπια, κίονες, κιονκρανα και θεμέλια ερυμνά, που εξαφανίστηκαν σχεδν αμέσως, ανασκάφτηκαν και το 1959 ταν κτιζταν η πολυκατοικία έξω, αριστερά του περιβλου. Σημαντικές οι καταστροφές που υπέστη ο χώρος αυτς κατά τα συμβάντα της 6–7 Σεπτεμβρίου του 1955, κυρίως στο εσωτερικ, αλλά και στην ξύλινη στέγη και το νάρθηκα του ναΐσκου. Eκλεψαν ττε και το βαρύτιμο αργυρ υποκάμισο της Bλαχερνίτισσας Παναγίας και χάθηκε λος ο συσσωρευμένος πλούτος του αγιάσματος. Mε προσωπικ ενδιαφέρον του Aθηναγρου του A΄, ανακαινίσθηκε το προσκύνημα σχεδν εκ βάθρων και στις 26.6.1960 με πατριαρχική χοροστασία πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια και ο καθαγιασμς του ιερού των Bλαχερνών σκηνώματος.
Στα κραταιά χρνια της Pωμιοσύνης Λίαν πρωί, με την ανατολή του ηλίου, ενδεδυμένοι τα σκαραμάγγιά τους, έσπευδαν οι συγκλητικοί στις Bλαχέρναις για να υποδεχθούν τον βασιλικ δρμωνα που διέπλεε τον Kεράτιο, κομίζοντας απ το Iερ Παλάτιο τον Aυτοκράτορα με τους οικιακούς του θεράποντες, τον λογοθέτη του δρμου, τον πρωτοασηκρήτη, τον επί των δεήσεων, τον εταιριάρχη και τον δρουγγάριο της βίγλας. Προσορμιζταν ο δρμων στην Kοιλιωμένη παράλια πύλη των τειχών, τη σημερινή Aϊβάν Σαράι καπουσού, που τους υποδέχονταν οι μάγιστροι, οι πατρίκιοι και οι οφικιάλοι, και οδηγούμενοι απ τους πραιποσίτους του κουβουκλείου, που με τους ξύλινους ράβδους τους άνοιγαν δρμο μεταξύ του πλήθους, να περάσει η βασιλική πομπή που κατευθυνταν στα προπύλαια της εκκλησίας. Eκεί τους ανέμενε ο σκευοφύλαξ του ναού με θυμιατά και λοι μαζί εισέρχονταν στο νάρθηκα που ο αυτοκράτωρ άναπτε κηρία. Aυτά συνέβαιναν στα κραταιά εκείνα της Pωμιοσύνης χρνια, ημέρα μνήμης κατά τα Mηναία «της εν Aγία Σορώ καταθέσεως της τιμίας εσθήτος της Yπεραγίας Θεοτκου εν Bλαχέρναις», και καλείται τώρα ο αναγνώστης σε νέα παλινδρμηση, στις αρχές του δικού μας αιώνα, στην πανήγυρη του αγιάσματος, και μαζί με τα πλήθη των πιστών που συνέρρεαν απ κάθε άκρα της επτάλοφης πολιτείας, να συνεορτάσει και να παραστεί στον πλειστηριασμ της εικνας της Bλαχερνίτισσας, που γινταν κάθε χρνο ανήμερα της μνήμης της. Συνοδοιπρος και ξεναγς μας ο αείμνηστος Στέλιος Mελαχροινς, ακραιφνής Φαναριώτης, γιος κλητήρα των Πατριαρχείων και «γεν-
20
O περίβολος με το ναΐσκο της Παναγίας των Bλαχερνών. Στο βάθος δεσπζει ο χώρος των υπερύψηλων κομνηνών ανακτρων (φωτ.: Λίζα Eβερτ).
νημένος σε σπίτι κτισμένο επάνω σε καστρπυργο του Διπλοφάναρου», πως δήλωνε με άκρα υπερηφάνεια.
H πανήγυρις Oρθρου βαθέος λοιπν, Iούλιος μήνας, και «ξεκινώντας οι προσκυνητές συν γυναιξί και τέκνοις απ περιφερειακές ενορίες και ακραίες κοιντητες, καθώς και απ τα γειτονικά της Πλης ρωμιοχώρια της μητροπλεως Δέρκων, κατέφθαναν πεζή, ξαναμμένοι και κατάκοποι, με την τεράστια ζεμπίλα στη ράχη κατάμεστη με ορεκτικά εδέσματα και ερεθιστικά καρυκεύματα και με την απαραίτητη της ευθυμίας φιάλην, που αν δεν θρυμματιζταν επιδεικτικά “άμα τη κενώσει της”, γινταν και φορέας του “ηγιασμένου ύδατος”, κοιν εντευκτήριο συνύπαρξης Δία και Bάκχου». Στον περίβολο του ναού παρατεταγμένη φρουρά απ ζητιάνους και αναπήρους, «προτάσσουσα χείραν επαιτείας», καθώς και μικροπωλητές με ποικίλη πραγμάτεια χαρτίνων άγιων εικνων, φυλακτά για το μάτι και άλλα παρμοια, με κλαυθμηρίζουσες ευχές και ικεσίες υποδεχντανε τους ευσεβείς πανηγυριώτες, η εισροή των οποίων συνεχιζταν και μέχρι τις βραδινές ώρες. Mεταξύ λων και πολλοί των τακτικών θαμώνων των περιβητων καπηλιών του Mπαλατά, με τα στραβοφορεμένα φέσια, τις στριφτές μουστάκες και το απαραίτητο κομβολγι, αλλά ουκ ολίγοι και οι άγνωστοι στους περιοίκους τύποι, οι υππτως περιφερμενοι μεταξύ των «εν άκρα ευθυμία» διατελού-
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
ντων πανηγυριστών. “Προσοχή! Προσοχή! Tις τσέπες, τα ωρολγιά σας”, αντηχούσε και ξεχώριζε στον πολυθρυβο αυλγυρο και υπ τους ήχους της γλυκλαλης λατέρνας η φωνή του καντηλάπτη και των δισκοφρων και επακολουθούσε σε τνο πιο ήπιο η στερετυπη ευχή “Kαι του χρνου! Aξιο το προσκύνημά σας”. Eν τω μεταξύ η εικνα της Mεγαλχαρης, στολισμένη με δάφνες και λουλούδια απ τα κορίτσια της Ξυλπορτας, μεταφερταν μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας στον αυλγυρο του ναού. «Eπακολουθούσε παρακλητική δέηση και λογύδριο βαρυσήμαντο του Aρχιερέα, που για δεύτερη φορά την ίδια μέρα εξιστορούσε το απίστευτο θαύμα, την τρικυμία και τον καταποντισμ των καραβιών των Aβάρων, ενώ τελικά επισφράγιζε τον λγο του με το “τη Yπερμάχω Στρατηγώ” που ψαλλτανε και απ το εκκλησίασμα με κατάνυξη και μάτια βουρκωμένα. Yστερα απ αυτή τη σύντομη ιεροτελεστία, εν μέσω επευφημιών και χειροκροτημάτων, ανέβαινε στην ειδικά για την περίπτωση φτιαγμένη εξέδρα ο πρεδρος της κοιντητας και με την ιδιάζουσα ανατολίτικη προφορά και τα λίγα στερετυπα λγια του πενιχρού ως επί το πλείστον λεξιλογίου του, κήρυττε την έναρξη του πλειστηριασμού της ιερής εικνας. Tαυτχρονα, χαιρετώντας την ομήγυρη, με ανάλογο μειδίαμα γνωστοποιούσε στο κοιν το νομα, το επώνυμο και την ιδιτητα του κάθε επίσημου τσορμπατζή και προύχοντος που παρευρισκταν κατπιν ιδιαιτέρας τιμητικής προσκλήσεως
στην ευφρσυνη αυτή πανήγυρη». H προετοιμασία της λης παραστάσεως και ο τρπος της ανοιχτής πλειοδοσίας, η μαχητική διάθεση των πλειοδοτών, οι με νεύματα σπασμωδικές παροτρύνσεις του προέδρου που περιστασιακά εκτελούσε και χρέη τελάλη, και απ την άλλη οι εκκωφαντικές επιδοκιμασίες του κοινού, με τις συνεχείς ιαχές, “άλλος, άλλος κάτι παραπάνω, μπιζ, μπράβο” και άλλα παρμοια, δημιουργούσαν τεταμένη ατμσφαιρα πεισματικού ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα τη συμμετοχή περισσοτέρων συναγωνιστών και τη διαρκή επαύξηση του ποσού της κάθε επιδοτήσεως. «Oλες αυτές οι προκλητικές εκδηλώσεις του ένθερμου ευθυμούντος κοινού, καθώς και η αγωνιστική διάθεση “των φιλογενώς αμιλλωμένων ζηλωτών”, πως ήτανε φυσικ βαθμηδν ατονούσε, και παρά τις ύστατες απεγνωσμένες εκκλήσεις και προτροπές του ακαμάτου προέδρου, η αυλαία έπεφτε ύστερα απ μια σύντομη ανάπαυλα και τις τυπικές ευχές και ευλογίες του Δεσπτη. Tτε ο πρεδρος, ο κυριτερος ασφαλώς συντελεστής της κερδοφρου αυτής παραστάσεως, προσκαλούσε στην εξέδρα τον πλειοδοτήσαντα, τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε και, κρατώντας τον απ το χέρι, τον περιέφερε πομπωδώς και τον επεδείκνυε με ύφος ολοφάνερης ικανοποίησης και υπερηφάνειας στην ομήγυρη, προκαλώντας τον θαυμασμ και τη συγκίνηση του κοινού, αλλά και μαζί τα συγκρατημένα μειδιάματα των επισήμων... Tελικά, ο νικητής και τροπαιούχος της ημέρας, σε ατμσφαιρα ενθουσιασμού απ επευφημίες και χειροκροτήματα του πληρώματος, προσκυνούσε με έκδηλη συγκίνηση την εικνα, την αγκάλιαζε και προπορευμενος κουστωδίας ιερέων, διακνων και ιεροψαλτών, με χαρμσυνες κωδωνοκρουσίες και εξαπτέρυγα και λάβαρα, την περιέφερε θριαμβευτικά στον αυλγυρο· στη συνέχεια η μεγαλειώδης πομπή εισερχταν στο να, που με τη συμπαράσταση των πιστών η Mεγαλχαρη ετοποθετείτο στη μνιμη θέση της». Eπακολουθούσε το προσκύνημα στο έξωθεν του ναού παρεκκλησάκι με τη μαρμάρινη γούρνα και τα πέντε γεμάτα αγίασμα «λακκάκια», που οι πιστοί, έχοντας τα χέρια πίσω σταυρωτά, σκύβανε και πίνανε απ μια γουλιά, χωριστά απ το καθένα. Eνα έθιμο που ξεχάστηκε απ χρνια, αφού και τα λακκάκια τα θρυμμάτισαν στα Σεπτεμβριανά. «Kαι η πανήγυρις κάπου εδώ τελείωνε. Xαρωποί και γελαστοί οι πιστοί με την αγαλλίαση στο πρσωπο ζωγραφισμένη, αλληλοασπαζτανε ευχμενοι υγεία, “και του χρνου καλύτερα”. Kαι κάτω απ το προστατευτικ και γαλήνιο βλέμμα της Mεγαλχαρης, που νμιζε κανείς πως χαμογελούσε, επακολουθούσε το αποχαιρετιστήριο προσκύνημα, η δε μακρσυρτη ευχή του Aγιασματάρη “βοήθειά σας, και του χρνου, άξιο το προσκύνημά σας”, αντηχούσε κάτω απ τους θλους του ιστορικού κτίσματος».
Aπ το κάλλος των δεήσεων «Eι μη γαρ Συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;» Tου Eυαγγέλου Γαλάνη Mητροπολίτου Πέργης
του τπου της. Tης Πλης. Λειτουργούμαι στον πατριαρχικ να. Aκούω τη μια μετά την άλλη τις εκφωνήσεις του ιερέα. Eρχεται και η σειρά της αποκλειστικής για την Παναγία, που βρίσκει τον πατριάρχη γονατιστ απ τον προηγούμενο ύμνο της
οικουμένη τι «άξιον εστί», να ορθοστατεί. Mα βλέπω και κάτι άλλο στον πατριάρχη. Nα σταυροκοπείται και πάλι εξαιρέτως, τρις πριν ανέβει τα σκαλιά του θρνου του. Mε σχήματα αρχοντικά μετανοίας την κάθε φορά. Mια, ατενίζοντας
δεξί. Kαι μια για την εικνα «της ανταλλαγής», που σχηματίζει το τξο της χάριτος απ τ’ αριστερά. Kαι στοχάζομαι την κρίσιμη ταραχή αυτών των προσευχητικών κινήσεων. Aυτών των σημείων αναφοράς και λγου της Pωμιοσύνης στο μεγαλχαρο «παρών» του ουρανού. Ωρα λειτουργική μέσα στο πάνσεπτο να του Φαναρίου, που με την ορατή της φανέρωση η Mεγάλη Eκκλησία σχεδιάζει την ευγνωμοσύνη της για την «εις το κρείττον αλλοίωσίν» της4. Kαι πάνω στη λαμπερή επιφάνεια της εικνας της Παναγίας, βλέπει λο τον αθέατο πνο του λαού της να γίνεται ένα με το μήνυμά Tης. Kαι να την καλεί με ονματα που τις τα αφιέρωσε το γένος. Παμμακάριστο, Φανερωμένη, Mπαλουκλιώτισσα, Bλαχερνήτισσα...
O AYΓOYΣTOΣ έχει τη χάρη του. Eίναι το ύστατο χαίρε του καλοκαιριού. Aλλά έχει και τη «χάρη» του. Eίναι «η Παναγία του Δεκαπενταύγουστου», με το χαίρε, «εκ γης προς ουρανν». Tο πρώτο, μια έκφανση της χαρίεσσας φύσης. Tο δεύτερο, μια έκφραση της πάσχουσας φύσης. H ίλεως της Θεοτκου σε αναζήτηση. Tην θυμάται με πάθος ο Παρακλητικς. Aυτήν που κατέστησε τα επίγεια ουραν. Kαι που δεν είναι απλς σταλαγμς λυτρώσεως. Oύτε απλή μαρτυρία συναισθηματικής χροιάς. Aλλά καταστάλαγμα ιστορημένων εμπειριών. Aναμχλευση μνήμης. Aυτ είναι το αυγουστιάτικο χαίρε, που σε λειτουργική συμφωνία με το εαριν των χαιρετισμών, πλαισιώ νουν μέσα στο φως και την Ξέφυγε η σκέψη απ την ανοιχτοσύνη του κσμου ώρα τη λειτουργική. Kι άρτην «πλατυτέραν των ουχισε να πλανάται στις μνήρανών». Aυτήν που γνώριμες. Aυτές που δροσίζουν σε «τα μείζω των μεγαμε νάμα πολίτικο τον πάνλουργημάτων»1, ωθώντας σεπτο να. Nα διαλέγεται μας στο τελικ στάδιο της με τ’ άρρητα και να μυστα2 Θέωσης . Aυτήν που υπεγωγείται χαϊδεύοντας λρυψωμένη στη σκέψη και για παρακλητικά του Kαντη συνείδησή μας, καλύπτει να, «ποίημα του Bασιλέως την καθημεριντητά μας Θεοδώρου Δούκα του Λα«ως Σκέπη του κσμου»3. σκάρεως»5. Tο AυγουστιάTην Παναγία η Pωμιοσύτικο δειλιν κλείνει, ανοίνη την έχει σε αδιάσπαστη γοντας την ψυχή «εν τω κεεντητα μαζί της. Συνευρίκραγέναι», το «και πού λοισκονται μέσα στο «κεκρυπν άλλην ευρήσω αντίλημένον μυστήριν» της που ψιν;»6. το κατευθύνει ο Θες. XώEνιωσα την Παμμακάριρα Tης θεωρεί την Πλη. Tο στο μπροστά μου, με αποχώρο της ακοίμητης περιτυπωμένο στο χέρι Tης το πέτειας του νου. Γι’ αυτ φιλί του Πατριάρχη. Eλακαι χώρο της ζωντανής παμπε το μωσαϊκ της απ τις ρουσία Tης. Kαι χι μνον τελευταίες ακτίνες του ή«τη βουλή του Yψίστου», λιου. Tην άγγιξα, μήπως και ως Xώρας του Aχωρήτου. τυπωθούν στην παλάμη Aλλά και με την κρίση των μου οι αιώνες και πέσουν θνητών, ως Xώρας των ζώμέσα της λουλούδια απ ντων. Mε τη συνδρομή των τις παννυχίδες Tης. Mήπως γεγοντων και με τη συκαι φανερωθούν μπροστά μπαράσταση των τελεσιμου βασιλιάδες, πατριάρουργουμένων. Mε τη συμχες και λας, απ την ώρα μαρτυρία των ονείρων του που την κατηφριζαν απ ύπνου της και με τη λύση τον πέμπτο λφο στο καιτων φανερών οραμάτων νούργιο αρχονταρίκι Tης. της. Eυωδίασα, σαν το ορθδοEίναι μια βεβαίωση η Παξο μύρο. Kαι τη φίλησα κι εναγία του θρύλου της Pωγώ. Στο ίδιο μέρος που θα μιοσύνης, που βαδίζει με μοναστική και μοναδική υ- Λεπτομέρεια απ την ψηφιδωτή εικνα της Παμμακαρίστου, σέμνωμα και παλλάδιον της Bασιλεύ- την ασπάζεται τα δειλινά του Δεκαπενταύγουστου ποταγή στο μυστήριο της ουσας, θησαυρισμένη σήμερα στο δεξι κλίτος του Πατριαρχικού Nαού (φωτ.: Aκύλας Mήλλας). στον αιώνα ο δεσπτης της δικής της ιστορίας. Eίναι Pωμιοσύνης, πάνω στο ρυθμ ευχαριστίας. Kαι δεν τον βλέπω κατάματα την Eικνα τη δεσποτιχρώμα έντονο στη ζωή της απ «των προσκυνούντων την εικνα να ανεβαίνει μετά στο θρνο του. κή της Παναγίας του τέμπλου, κι χρωστήρες νηστεμένων μέσα στο Tον βλέπω «εξαιρέτως» να παρα- ευχαριστώντας Tην για την προ- Tης την σεπτήν», για να ’χουν εύκάλλος και την κρισιμτητα του μένει ρθιος και ασκεπής στο δά- στασία Tης στο κέντρο της Oρθο- λαλα χείλη. Kαι Tης άναψα άλλο χρνου της. Eίναι και Θεία, επιπεδο. Σα να τον καθηλώνει η χά- δοξίας. Mια γι’ αυτή που τετρακ- ένα κερί, να φέξει πιο πολύ η μορστασία της χάριτος στη διατήρηρη Tης, κι εκείνος να δείχνει στην σια χρνια αγρυπνεί στο κλίτος το ση της ιερής ιθαγενείας της και Συνέχεια στην 22η σελίδα KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
21
H Παναγία η Φανερωμένη στο αριστερ κλίτος του Πατριαρχικού Nαού. Προσφυγικ κειμήλιο, προσφάτως συντηρημένο, απ την ομώνυμη μονή της Aρτάκης Kυζίκου (φωτ.: εκδσεις «Mίλητος»). Συνέχεια απ την 21η σελίδα
φή Tης, να Tη γνωρίσουν και τα καινούργια παιδιά. Nα σταθούν κι αυτά ακίνητα μπροστά Tης, αποθηκεύοντας «το ήδυσμα, την ανάχυσιν, το ευφροσύνης αμβρσιον»7. Nα ’ρχονται συχνά να Tη φιλούν. Eίχε τελειώσει η Aκολουθία. Mα χι κι ο δικς μου ακήρατος λγος των ιδεών για τη Mεγαλχαρη. Kαι πέρασα στ’ αριστερά. Eκεί που έφθανε το τρίτο σταυροκπημα του πατριάρχη. Στη Φανερωμένη, με την άλω του γένους. Aυτή την ιστορημένη Aνατολή με τα χίλια φυλαχτά και τ’ άλλα τσα επωνύμια. Bραδιά Δεκαπενταύγουστου και δεν συνδιαλέγομαι με μια ιδέα άσαρκου λγου θεωρητικού. Kαλύπτει τη σκέψη μου η πιο εύχημη μερίδα του κηρύγματος του Λγου. Kι ο πιο καυτς λγος της τελευταίας ιστορίας μας. Kαι χτυπημένη απ την ενδημούσα λάμψη Tης η ψυχή μου, ζωγραφίζει μέσα της αυτή την άλλη εικνα της Pωμιοσύνης που την έφερε στο Φανάρι η δονούσα φλγα της. Mου ήρθαν «ηθελημένοι οπτασιαμοί» με τρικυμισμένη σκέψη, σαν εκείνα τα νερά της Προποντίδας την ώρα που δεχτανε τη με-
22
γαλχαρη. Oλα σαν σκρπια φύλλα ενς τμου. Kαι σαν σκρπια μηνύματα, για να πάρει ο καθείς απ ένα κι απ μια γεύση του χρέους της Pωμιοσύνης, που δεν έπαυσε να γεύεται την ουσία της υποταγής στο θέλημα του Θεού. Eτσι βγαίνει η αστραπή που φωταγωγεί την ευγενική εγκαρτέρηση και σπρώχνει τον πατριάρχη του γένους να στείλει κι έναν ακμα ασπασμ στην Παναγία, ξαναλέγοντας χίλιες φορές το «άξιον εστίν». Πσο ομορφαίνει ο χρνος στο Φανάρι με την Παναγία τη Φανερωμένη. Mας σπρώχνει σε ώρες φιλίας με τη μοίρα. Mας ωθεί μέχρι να νηστέψουμε, να υπερβούμε τον εαυτ μας, να μεταλάβουμε. Nα φθάσουμε και πάλι στο θέρος. Nα ξανάρθουμε εδώ μια βραδιά του Δεκαπενταύγουστου. Nα μιλήσουμε μαζί Tης για τα περασμένα. Mένω στον πατριαρχικ να με την εικνα των Eικνων του της Παναγίας κατενώπιν μου. Eνας καινούριος Παρακλητικς Kαννας του είναι μου, τροφοδοτεί το ψάλμα μου: «Eι μη γαρ Συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων;»8. Kαι μια καινούρια «Δέη-
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
Πατριαρχικς οίκος. Λεπτομέρεια απ τον Eυαγγελισμ της Θεοτκου των παλαιών βημοθύρων του καθολικού της μονής Aγίου Γεωργίου Kαρύπη της νήσου Aντιγνης (φωτ.: εκδσεις «Mίλητος»).
ση» φανερώνεται μπροστά μου, με τις εικνες τις θεομητορικές και τον Aγιο Iωάννη τον Πρδρομο, σύναθλο κι αυτν ιστορικά της Παμμακαρίστου. Ποια φωτισμένη απ Aγιο Πνεύμα πολιτεία κυριαρχεί μέσα σε αυτή τη δική μας την εγκσμια και μας κάνει και αντέχουμε και παίρνουμε γεύση αυτών των θείων παρουσιών; Παίζουμε με δωρεές γεμάτες απ φως και αλήθεια, και ζωγραφίζουμε καινούργιες διεισδύσεις στο ανεξιχνίαστο και αποκεκρυμμένο, να μας αγγίζει συνεχώς με το προσδοκώμενο η ελπίδα. Πάντα μια «Δέηση» μπροστά μας στον πατριαρχικ να με το Xριστ, την Παναγία και τον Iωάννη. Kαι γύρω απ τη βασίλειο Πύλη και στα κλίτη και με μνιμες προσκυνήτριες και ικέτιδες τις Mοναχές των Λειψάνων. Eίναι γεμάτες απ ειρμούς και στίχους παρακλητικούς, απ Συναξάρια διαβασμένα μπροστά τους σε παννυχίδες απ το λα της χάριτος. Ποια «εσώτερη σοφία», πως έγραφε ο πατριάρχης Λούκαρις για τους ορθοδξους, μας έδωσε αυτή την παράδοση, να ασπάζεται ο πατριάρχης αυτή τη δέηση του κλίτους με τις μωσαϊκές παρα-
στάσεις της χάριτος τις βραδιές του Δεκαπενταύγουστου; Σκεφθήκατε τι θα πει ασπασμς της Παμμακαρίστου απ τον πατριάρχη την ώρα που τα πάντα σωπαίνουν με το «άλαλα τα χείλη των ασεβών»; Eίναι η δραματική διάσταση του οικουμενικού πατριαρχείου που εκφράζεται σε ώρα λειτουργική. Eίναι και η σάρκωση του λυτρωτικού του λγου. Συγκεφαλαίωση της μαρτυρίας του που καταγράφεται εκείνη τη στιγμή πάνω στο χέρι της Oδηγήτριας. Eλάτε να ορθοστατήσουμε μπροστά στη «Δέηση» της Mεγάλης Eκκλησίας, ψάλλοντας τον Mεγάλο Παρακλητικ Kαννα, που παρακάμπτοντας τα επίπλαστα των καιρών μας, ξεπερνάει το φθαρτ και φευγαλέο, μνημειώνοντας το άδυτο και το αληθιν. Παραπομπές: 1. Iσίδωρος Θεσσαλονίκης, Eις τον Eυαγγελισμν, 3, PG 139, 84 BC. 2. Michel Quenot, H Eικνα θέα της Bασιλείας, Kατερίνη 1988, 139. 3. «Oίκος» των Xαιρετισμών, B΄ Στάσις. 4. Aνδρέου Kρήτης, Eις τον Eυαγγελισμν, 5, PG 97, 885 B. 5. Ωρολγιον το Mέγα, Eνετίησιν, 1819, σ. 445. 6. Mέγας Παρακλητικς Kανών, Ωδή α΄. 7. Eυαγγέλου Γαλάνη, Mητροπολίτου Πέργης, Λας Xάριτος, Aθήνα 1973, σ. 108. 8. Tροπάριο του Παρακλητικού Kαννος.
Παναγία η Aκαταμάχητος. Eικνα με σαφή τα χαρακτηριστικά της κωνσταντινουπολίτικης παλαιολγειας ζωγραφικής (Bυζαντιν Mουσείο Aθήνας).
Eικνα της Παναγίας Bλαχερνίτισσας, 13ου αιώνα, στην Iερά Mονή Aγίας Aικατερίνης του Σινά.
Θεομητορικές εικ νες Oι ποικίλοι εικονογραφικοί τύποι της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη Tης Xρυσάνθης Mπαλτογιάννη Διευθύντριας Bυζαντινού Mουσείου Aθήνας
H ΠANAΓIA, το πιο λατρεμένο πρσωπο της Xριστιανοσύνης, συνδέθηκε απ τα πρώτα παλαιοχριστιανικά χρνια με την Kωνσταντινούπολη, που λέγεται τι αφιερώθηκε σε αυτήν και ήταν εκεί που ιδρύθηκαν τα σεβασττερα Iερά της και λατρεύτηκαν οι σημαντικτερες και θαυματουργές εικνες της. Tις εικνες της Παναγίας επικαλέστηκαν συχνά οι Bυζαντινοί στις συμφορές τους, πως στην Πολιορκία των Aράβων το 717, ή στους θριάμβους των αυτοκρατρων τους, πως συνέβη συχνά, με κυριτερα επεισδια το θρίαμβο του Iωάννη Tσιμισκή που γύρισε απ τις νίκες του εναντίον των Bουλγάρων και τη θριαμβευτική είσοδο στην Πλη του Mιχαήλ του H΄ του Παλαιολγου κατά την ανακατάληψή της το 1261. Πολλές οι ιστορικές μαρτυρίες που συνδέονται με τα θαύματα και τον ευεργετικ ρλο των θαυματουργών εικνων της Πλης, πολλοί
οι θρύλοι και οι παραδσεις, πολλή αγάπη και λατρεία γι’ αυτές και μεγάλη η τέχνη που τις κσμησε. Eίναι, πως μαρτυρούνται επίσης, πολλές οι εικνες που τεκμηριώνονται ιστορικά με περιγραφές απ τις λιτανείες, τις αγρυπνίες σε συνάξεις και τις τελετουργίες και είναι οι λίγες για τις οποίες μπορούμε να μιλήσουμε τώρα και σο μας επιτρέπει η έκταση αυτής της μικρής προσέγγισης στο σημεριν αφιέρωμα.
Aγιοσορίτισσα Aπ τις θαυματουργές και ιδιαίτερα λατρεμένες εικνες της Πλης, η Παναγία η Aγιοσορίτισσα συνδέθηκε με το να της Παναγίας των Xαλκοπρατείων, που πάνω στην Tράπεζα του Iερού φυλλασσταν μέσα στην Aγία Σορ (αργυρή λειψανοθήκη) η ζώνη της Παναγίας. Tο ιερ αυτ κειμήλιο πρέπει να αποκτήθηκε απ την Παναγία των Xαλκοπρατείων πριν απ τον 7ο αιώνα, εποχή κατά την οποία είχε ήδη καθιερωθεί η εορτή της κατάθεσης
της ζώνης της Παναγίας στο να, σύμφωνα με τα τροπάρια της εορτής, που συνέταξε ττε ο Mάξιμος ο Oμολογητής. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες κανένας λγος δεν γίνεται στις γραπτές πηγές για την τιμώμενη εικνα του ναού, τσο στην περιγραφή ανώνυμου Aγγλου περιηγητή που επισκέπτεται την Aγιοσορίτισσα στα τέλη του 12ου αιώνα και είδε την αργυρή λειψανοθήκη πάνω στην Tράπεζα του Iερού, σο και στις ομιλίες των πατέρων για τη ζώνη της Παναγίας. Παρά τα παραπάνω είναι βέβαιο σήμερα τι στο να της Aγιοσορίτισσας υπήρχε εικνα με την εικονογραφία που παριστάνεται σε βυζαντινά νομίσματα και σφραγίδες, οι οποίες φέρουν την επωνυμία Aγιοσορίτισσα. O εικονογραφικς τύπος της Aγιοσορίτισσας, πως εμφανίζεται εκεί, παριστάνει την Παναγία ρθια ή σε προτομή με τα δύο χέρια σε παράλληλη θέση μπροστά στο στήθος και σε κίνηση δέησης.
O τύπος διατηρήθηκε σε βυζαντινές τοιχογραφίες, εικνες και ανάγλυφες παραστάσεις σε μάρμαρο, με την Παναγία μνη της και δεομένη, σε συνδυασμ με τη μορφή του Xριστού Kριτή Παντοκράτορα, ή σε ολοκληρωμένες παραστάσεις του γνωστού εικονογραφικού σχήματος της εσχατολογικής Δέησης, που παίρνει το καθαρ νημα της μεσιτείας της μητέρας του Xριστού προς τον Θε γιο της, για τη σωτηρία των ανθρώπων. Στην τελευταία εφαρμογή του τύπου η Aγιοσορίτισσα εμφανίζεται, τσο με την αρχαιτερη μορφή της απλώς δεομένης μορφής, σο και σε παραλλαγή με ανοιχτ ειλητάριο στα χέρια, πάνω στο οποίο γράφεται διάλογος της Παναγίας και του Xριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Παρά την πλατιά εφαρμογή του τύπου στο τελευταίο εικονογραφικ σχήμα της εσχατολογικής Δέησης η αρχική παράσταση της εικνας στο να των Xαλκοπρατείων με μεμονωμένη τη μορφή της Παναγίας δεομέΣυνέχεια στην 24η σελίδα
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
23
Παναγία Aγιοσορίτισσα. Λεπτομέρεια απ πολυπρσωπη εικνα της Iεράς Mονής Aγίας Aικατερίνης του Σινά.
Συνέχεια απ την 23η σελίδα
νης, εξακολουθεί να γράφεται σε εικνες, τσο κατά τη διάρκεια λης της βυζαντινής και παλαιολγειας περιδου, σο και στα μεταβυζαντινά χρνια. Aπ τα σημαντικτερα παραδείγματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη θαυματουργής εικνας της Aγιοσορίτισσας στο να των Xαλκοπρατείων σημειώνεται η πολυπρσωπη εικνα του Σινά, στο πάνω μέρος της οποίας παριστάνονται τέσσερις θαυματουργές βυζαντινές εικνες ανά δύο, αριστερά και δεξιά απ ένθρονη Παναγία, ανάμεσα στις οποίες και παράσταση της Παναγίας δεομένης και γυρισμένης προς τα αριστερά με τη γραπτή επωνυμία «Aγιοσορίτισσα». Aυτν τον τεκμηριωμένο με γραπτή επωνυμία τύπο της Aγιοσορίτισσας στη βυζαντινή εικνα του Σινά, παρακολουθήσαμε σε σειρά βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικνων που αποδεικνύουν τη συνέχεια μιας πανάρχαιης λατρείας, πως εκείνης της εικνας που συνδέθηκε με την κατάθεση του πολύτιμου κειμηλίου της ζώνης της Παναγίας σε αργυρή Σορ στο να των Xαλκοπρατείων. Στο Σινά και η ενδιαφέρουσα εικνα της Παναγίας που κρατεί το ειλητάριο με το γραπτ διάλογο ανάμεσα σε εκείνη και τον Xριστ και που αποτελεί πολύτιμο δείγμα εξέλιξης του τύπου της Aγιοσορίτισσας.
Aκαταμάχητος Mε την επωνυμία «H Aκαταμάχητος» σώζεται στο Bυζαντιν Mουσείο παλαιολγεια εικνα με αργυρή επένδυση και με σαφή τα χαρακτηριστικά της κωνσταντινουπολίτικης παλαιολγειας ζωγραφικής και με
θέμα και πάλι την Παναγία σε ιδιαίτερα σημαίνοντα εικονογραφικ τύπο. H Παναγία κρατεί στην αγκαλιά της ξαπλωμένο και ελαφρά ανακλινμενο τον Xριστ νήπιο, γέρνει βαθιά το κεφάλι προς αυτ και με το αριστερ της χέρι μπροστά στο στήθος δέεται. Eίναι τυλιγμένη πένθιμα στο βαθυπρφυρο με βαθυκύανες προσμίξεις μαφρι της, που κοσμείται μνο με τη λεπτή χρυσή ταινία στις παρυφές του και φέρει πάνω και αριστερά απ το φωτοστέφαν της, τσο στη γραπτή παράσταση, σο και στην αργυρή επένδυσή της την επωνυμία
«MH(TH)P Θ(EO)Y H AKATAMAXHTOΣ». Tο παιδί ξαπλωμένο στην αγκαλιά της γυρίζει το πρσωπο προς τη μητέρα του, ευλογεί και κρατεί κλειστ ειλητάριο. Eίναι ντυμένο μνο με το χρυσνημο χιτώνα του και έχει σταυρωμένα τα καλυμμένα απ αυτ πδια του. H παράσταση αποπνέει βαθιά θλίψη, που καταγράφεται στο πρσωπο της Παναγίας και στην λη ατμσφαιρα του έργου, το οποίο φαίνεται να φορτίζεται με ιδιαίτερους συμβολισμούς. H παράσταση, χι κοινή στην πα-
Oι δύο τύποι της Παναγίας «H Eλεούσα» σε εικνες που φέρουν γραπτή την επωνυμία αυτή. H πρώτη είναι του 14ου αι. (νας Aγ. Bασιλείου Bεροίας). H δεύτερη προέρχεται απ τη μεγάλη σειρά μεταβυζαντινών εικνων 15ου αι. των πρώιμων κρητικών εργαστηρίων (ιδιωτική συλλογή).
24
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
λαιολγεια εικονογραφία, φέρει και την χι κοινή επωνυμία «Aκαταμάχητος». Σύμφωνα με τελευταία έρευνα της υπογράφουσας, το λο θέμα που αποπνέει βαθύ πένθος και τυπολογικά προαναγγέλλει τον τύπο της Pieta, είχε πιθαντατα ειδική θέση σε λειτουργίες των Παθών της Mεγάλης Eβδομάδας σε ιδιωτικές μονές της Πλης. Eχει εξάλλου ήδη παρατηρηθεί ανάλογη χρήση και σε εικνες του Xριστού Aκρας Tαπείνωσης, που στα ψιμα παλαιολγεια χρνια αποτελούσε την αποκορύφωση του Πάθους. H λη ατμσφαιρα του έργου, με την ειδική εικονογραφία του, τα σκοτεινά χρώματα και την ιδιαίτερα εκφρασμένη θλίψη της Παναγίας, θα μπορούσε να αποτελεί μία απ τις εικνες που λειτουργούσαν ως σημαίνοντα θέματα για την αναπαράσταση και λειτουργία των Παθών σε ιδιωτικές μονές της βυζαντινής κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας. Στην παραπάνω άποψη συνηγορεί και η εντπιση ναού αφιερωμένου στη Θεοτκο Aκαταμάχητο και σε περιοχή της Πλης που μαρτυρείται στα τέλη του 14ου αιώνα, εποχή στην οποία εντάχθηκε και η εικνα του Bυζαντινού Mουσείου της Aθήνας.
Bλαχερνίτισσα Aπ τα πιο φημισμένα Iερά της Bασιλεύουσας και το πιο σεβαστ απ εκείνα που αφιερώθηκαν εκεί στην Παναγία, ο νας της Παναγίας των Bλαχερνών. Για τη θεμελίωση, αποπεράτωση, επέκταση και τελικά εκ βάθρων ανοικοδμηση του φημισμένου αυτού προσκυνήματος συνδέθηκαν αυτοκρατορικά ονματα, πως η Πουλχερία και ο Mαρκιανς, ο Pωμανς ο Λεκαπηνς, ο Pωμανς ο Διογένης, ο Mιχαήλ Δούκας, ο Λέων ο A΄ και ο Bασίλειος ο B΄ και εκτς απ σημείο αναφοράς για σημαντικά πολιτικά και ιστορικά γεγοντα, υπήρξε το λαμπρ ενδιαίτημα και πολύτιμη σορς για σπάνια και ιερά κειμήλια του Bυζαντίου. Aνάμεσα σ’ αυτά ήδη απ τον 8ο αιώνα, μαρτυρείται εικνα θαυματουργή της Παναγίας με τον Xριστ. Mια ακμη αρχαία και πολύτιμη εικνα της Bλαχερνίτισσας, της οποίας δεν γνωρίζουμε τον ακριβή εικονογραφικ τύπο, αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια ανακαίνισης της εκκλησίας απ τον Pωμαν τον Γ΄ του Aργυρ. Στη δεξιά πλευρά του ναού υπήρχε θαυματουργή επίσης εικνα της Παναγίας, μπροστά στην οποία, στον Eσπεριν της Παρασκευής, οι Bυζαντινοί ζούσαν κατά καιρούς το θαύμα της αποκάλυψης της εικνας απ το βήλο που την κάλυπτε, καθώς αυτ αποσυρταν για να αφήσει ελεύθερη την ψη της και επανερχταν στη θέση του την Kυριακή την ίδια χώρα. H αβεβαιτητα που υπάρχει για τον εικονογραφικ τύπο των προηγούμενων εικνων της Παναγίας φαίνεται να ισχύει και για την τελευταία σεβάσμια εικνα της Πλης. Tέλος, μια απ τις γνωσττερες εικνες του ναού ήταν και η μαρμάρινη Παναγία στο χώρο του αυτο-
κρατορικού λουτρού, απ τις παλάμες των ανοιχτών χεριών της οποίας ανέβλυζε νερ. Tο εικονογραφικ αυτ σχήμα έχει συχνά εφαρμοστεί σε μαρμάρινες ανάγλυφες παραστάσεις, ανάμεσα στις οποίες εντάσσεται και η ανάγλυφη σε μάρμαρο εικνα της Παναγίας του 11ου αιώνα, άλλοτε στο Bυζαντιν Mουσείο της Aθήνας και τώρα στο Mουσείο Bυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης. Mορφή μως της Παναγίας, με ανοιχτά τα χέρια σε στάση δέησης, που επιπλέον φέρει και την γραπτή επωνυμία Bλαχερνίτισσα, εμφανίζεται επίσης σε νομίσματα και σφραγίδες του 11ου αιώνα. Kαι είναι αυτς ο τύπος που ζωγραφίζεται μέχρι και τα μεταβυζαντινά χρνια σε εικνες και τοιχογραφίες, αλλά χωρίς την επωνυμία «Bλαχερνίτισσα». Aπ τα ωραιτερα δείγματα είναι η εικνα της Mονής Σινά του 13ου αιώνα, που η σφιχτή και άξια σύνθεση του εικονογραφικού αυτού σχήματος αποδίδει την Παναγία σε προτομή με τον Xριστ σε μετάλλιο και χωρίς την επωνυμία «Bλαχερνίτισσα». Παρά τα παραπάνω, οι σχετικές με αυτήν την εικονογραφία παραστάσεις χαρακτηρίστηκαν απ τη νεώτερη έρευνα παραστάσεις της Παναγίας Bλαχερνιτίσσης. O τύπος αποδθηκε μάλιστα και σε παραλλαγές με την Παναγία ρθια και δεομένη με τα χέρια ανοιχτά σε δέηση και με τον Xριστ Eμμανουήλ σε μετάλλιο ή χι στους κλπους της και θεωρήθηκε η εξέλιξη του καθιερωμένου τύπου με τη μεμονωμένη μορφή της δεομένης Παναγίας. Aπ τα ενδιαφέροντα παραδείγματα που παρουσιάζουν απκλιση απ το γνωστ σε προτομή τύπο της Bλαχερνιτίσσης είναι η εικνα της Mσχας που παριστάνει την Παναγία ρθια και μετωπική με ανοιχτά χέρια σε δέηση και τον Eμμανουήλ Xριστ μέσα σε μετάλλιο στους κλπους της.
γνωσττερη στην έρευνα, αποτέλεσε και το κυριτερο παράδειγμα για την εικονογραφία της Eλεούσας. Eνδιαφέρον παρουσιάζει για την έρευνα της καταγωγής και εξέλιξης του εικονογραφικού τύπου της Eλεούσας μια σειρά των εικνων της Παναγίας με την επωνυμία «Eλεούσα» και με εικονογραφικά στοιχεία της Παναγίας Oδηγήτριας. Tο τελευταίο δημιουργεί προβληματισμούς για αρχαιτερη εικνα της Eλεούσας, που δεν είναι αδύνατον να υπάρχει, ταν στην Πλη είναι γνωστ τι υπήρχε αρχαιτερος νας αφιερωμένος στην Παναγία Eλεούσα. H τιμώμενη τώρα αρχαιτερη Eλεούσα ήταν φυσικ να σχετίζεται περισστερο με την εικνα της Oδηγήτριας, αφού, πως είναι γνωστ, η περίφημη εικνα της Oδηγήτριας έγινε η πηγή για νέες παραλλαγές του τύπου. Σήμερα εδώ εμφανίζουμε και τους δυο τύπους της Eλεούσας σε εικνες που φέρουν γραπτή την επωνυμία «H Eλεούσα». H πρώτη αποτελεί δείγμα της Γλυκοφιλούσας Παναγίας με άξιο παράδειγμα εικνα του 14ου αιώνα της Bέροιας. H δεύτερη προέρχεται απ τη μεγάλη σειρά μεταβυζαντινών εικνων του 15ου αιώνα των πρώιμων κρητικών εργαστηρίων, που επιμένουν να χαρακτηρίζουν ως Eλεούσα εικονογραφικ σχήμα κοντά στον τύπο της Παναγίας Oδηγήτριας. Aνήκει σε ιδιωτική συλλογή της Aθήνας και χρονολογείται στο πρώτο μισ του 15ου αι.
Zωοδχος Πηγή
Eλεούσα Tο 12ο αιώνα ο Iωάννης B΄ ο Kομνηνς χτίζει στην Kωνσταντινούπολη και κοντά στη Mονή του Παντοκράτορος το να της Θεοτκου Eλεούσης. Tούτο, το πιθαντερο σημαίνει τι θαυματουργή και σημαντική εικνα της Παναγίας με την επωνυμία «H Eλεούσα» μεταφέρεται ή αναπαράγεται εκεί απ σεβαστ και γνωστ στην Πλη άλλο παλλάδιο. H εισαγωγή του τύπου ή και της ίδιας της εικνας στην Kωνσταντινούπολη φαίνεται πιθαντερη, καθώς σύμφωνα με το τυπικ της Mονής του Παντοκράτορος, η θεία Λειτουργία γίνεται στην Eλεούσα σύμφωνα με το παλαιστινιακ ημερολγιο. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή εικονογραφία της τιμώμενης εικνας της Mονής της Eλεούσης, που, σύμφωνα με το ίδιο τυπικ, βρισκταν σε μια απ τις τρεις κγχες του ναού. Aυτ πιθαντατα συμβαίνει γιατί η μορφή στην παράσταση της εικνας δεν ήταν εύκολα αναγνώσιμη, καθώς, πως είναι και απ αλλού γνωστ, οι θαυματουργές αυτές εικνες καλύπτονταν με πυκνά βήλα και αφιερώματα.
O αρχαιτερος τύπος της Zωοδχου Πηγής σε εικνα 15ου αι. της Mονής Oδηγητρίας Kρήτης. Aποδίδεται στον Kρητικ ζωγράφο Aγγελο.
Παρά τα παραπάνω, ο τύπος της Eλεούσας έχει συνδεθεί με την εικονογραφία της Γλυκοφιλούσας Παναγίας, που φέρει τις δυο μορφές πολύ κοντά και με το πρσωπο του παιδιού να πιέζει τρυφερά το πρσωπο της μητέρας του. Tο εικονογραφικ αυτ σχήμα που φαίνεται τουλάχιστον να καθιερώνεται μετά τα εικονομαχικά χρνια συνδέθηκε απ την έρευνα, χι μνο με τις νέες αναγεννησιακές και ουμανιστικές τάσεις της εποχής των Mακεδνων Kομνηνών, που υπαγρευαν νέα και λιγτερο μνημειακά και αυστηρά σχήματα, αλλά κυρίως με την αποδεικτική της Eνσάρκωσης του Xριστού, την οποία οι διδαχές του πατριάρχη Φώτιου στήριζαν με την αλήθεια του Πάθους του Xριστού που τη νομιμοποιούσε και την αποδείκνυε. Tα δυο πρσωπα του τρυφερού,
απ πρώτη ματιά, σχήματος της μάνας Θεοτκου και του Xριστού νηπίου, αποδίδονται συχντερα και με το δογματικ αυτ νημα στο δοκιμασμένο άλλωστε απ την αρχαιτητα σχήμα της τρυφερής Γλυκοφιλούσας. Aπ τα ωραιτερα πρώιμα παραδείγματα που χρονολογήθηκαν στα τέλη του 10ου αιώνα είναι η τοιχογραφημένη παράσταση στην κγχη της Πρθεσης του Tοκάλε Kιλισέ της Kαππαδοκίας, που στο σφιχταγκάλιασμα των δυο μορφών διακρίνεται εκτς απ το κλασικά μορφο πρσωπο της Παναγίας και το βαθύ δογματικ νημα της παράστασης. Aπ τις κλασικτερες σε ζωγραφικά μέσα και δογματικά μηνύματα παραστάσεις και η εικνα της Παναγίας του Bλαντιμίρ του τέλους του 11ου ή των αρχών του 12ου αιώνα, που,
Aπ τα πιο γνωστά και φημισμένα προσκυνήματα του Bυζαντίου ήταν η Θεοτκος της Πηγής, που, σύμφωνα με την πιο αποδεκτή μαρτυρία, ήταν κτίσμα του Iουστιανιανού. Kατά τον Προκπιο, ο Iουστινιανς αφιερώνει να στην Παναγία και σε τπο με το νομα «Πηγή». Aναφερμενος στο να δεν βρίσκει τα λγια να περιγράψει το μέγεθος και το μεγαλείο του, που ξεπερνούσε ττε λα τα υπλοιπα Iερά της Πλης. H ιστορία και παρουσία της Mονής με το νομα «Θεοτκος της Πηγής», μαρτυρείται μέχρι τον 14ο αιώνα, ταν αρχίζει να γίνεται γνωστή ως Zωοδχος Πηγή. Tο 1527, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Pierre Gilles, ο νας έχει πάψει να υπάρχει. Eίναι γνωστά τα θαύματα που έκαναν φημισμένο το προσκύνημα της Zωοδχου Πηγής στην Kωνσταντινούπολη, χωρίς να γίνεται λγος για θαυματουργή εικνα του ναού μέχρι τον 14ο αιώνα, ταν εμφανίζονται οι πρώτες περιγραφές εικνας της Zωοδχου Πηγής. Aπ τον 14ο αιώνα στοιχεία εικονογραφικά της εικνας της Zωοδχου Πηγής δίνονται και στα επιγράμματα του Mανουήλ Φιλή που απευθύνονται σε εικνες της Παναγίας Zωοδχου Πηγής και τη συνδέουν με κρουνούς υδάτινους. Aπ τον 14ο λοιπν αιώνα τουλάχιστον, τα εικονογραφικά στοιχεία που ορίζουν την εικνα της Παναγίας Zωοδχου Πηγής, επωνυμία που έχει δοθεί απ την ποίηση στην Παναγία ήδη απ τον 9ο αιώνα, είναι οι υδάτινοι κρουνοί, πάνω στους οποίους ο Συνέχεια στην 26η σελίδα
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
25
Συνέχεια απ την 25η σελίδα
ζωγράφος δείχνει την Πηγή των θαυμάτων. Περιγραφή επίσης πολυπρσωπης παράστασης με τη φιάλη, την Παναγία Bρεφοκρατούσα και άλλα σχετιζμενα με θαύματα και την ιστορία της πρσωπα δίνεται με λεπτομέρειες απ τον Nικηφρο Kάλλιστο. Tο τελευταίο αυτ εικονογραφικ σχήμα που δεν είναι γνωστ στην εικονογραφία του 14ου αιώνα εμφανίζεται πολύ αργτερα με άξια δείγματα εικνων του 18ου αιώνα. Aντίθετα, ο τύπος που επικρατεί τον 14ο αιώνα, παριστάνει την Παναγία στον τύπο της Bλαχερνίτισσας με ανοιχτά τα χέρια και τον Xριστ Eμμανουήλ στους κλπους της πάνω απ τη φιάλη της θαυματουργής πηγής. H παράσταση με ανάλογο σχήμα εμφανίζεται σε τοιχογραφία στο Aφεντικ και στο να των Aγίων Θεοδώρων του Mυστρά. Στις φορητές εικνες ο αρχαιτερος τύπος της Zωοδχου Πηγής εντοπίζεται σε εικνα του 15ου αιώνα της Mονής Oδηγήτριας της Kρήτης. Aποδίδεται στον κρητικ ζωγράφο Aγγελο και παριστάνει τη Zωοδχο Πηγή σε παρμοιο και συγγενικ σχήμα με εκείνο που εμφανίζεται στο Mυστρά. H εικνα, μεγάλη και σημαντική, αποδίδει συνοπτικά την περιγραφή του Nικηφρου Kαλλίστου και του επιγράμματος του Eμμανουήλ Φιλή με την Παναγία Bρεφοκρατούσα πάνω σε φιάλη, απ τη λεκάνη της οποίας προβάλλουν τέσσερις υδάτινοι κρουνοί.
Παμμακάριστος H ψηφιδωτή εικνα της Παμμακαρίστου στον Πατριαρχικ να του Aγίου Γεωργίου αποτελεί ένα απ τα παλλάδια της Bασιλεύουσας και προσκύνημα του βυζαντινού και πατριαρχικού απ το 1456 έως το 1587 ναού της Παμμακαρίστου. Aποτελεί μαζί με τη ψηφιδωτή εικνα του Iωάννη του Προδρμου, που βρίσκεται επίσης σήμερα στον Πατριαρχικ να του Aγίου Γεωργίου, πολύτιμο δείγμα της κωνσταντινουπολίτικης βυζαντινής τέχνης και απ τα βυζαντινά ιερά κειμήλια που σώθηκαν και παρέμειναν στην Πλη. Xρονολογήθηκε στον 11ο αιώνα και είναι ιδιαίτερα σημαντική εικνα απ αρχαιολογική και ιστορική πλευρά. Παριστάνει την Παναγία σε προτομή, βρεφοκρατούσα και σε παραλλαγή του τύπου της Oδηγήτριας. H Παναγία στρέφει ελαφρά τον κορμ προς τα δεξιά και βυθίζει το βλέμμα των μεγάλων ματιών της πέρα απ τον προσκυνητή. Kρατεί τον Xριστ στο αριστερ χέρι της και φέρνει το δεξί μπροστά στο στήθος, πως συμβαίνει πάντοτε με τον αρχικ τύπο της Παναγίας Oδηγήτριας. O Xριστς κάθεται άνετα στο αριστερ χέρι της μητέρας του και ευλογεί με το χέρι του μπροστά στο στήθος της Παναγίας. Φορεί χειριδωτ χιτώνα με σήμα και στους δύο ώμους και έχει πεσμένο το ιμάτιο στα καλυμμένα απ αυτ πδια του. Tο φυσιογνωμικ στοιχείο που χαρακτηρίζει τη μορφή του, είναι το μεγάλο γυμν μέτωπ του.
26
Πάνω αριστερά: H ψηφιδωτή εικνα της Παμμακαρίστου, 11ου αι., στον Πατριαρχικ Nα του Aγίου Γεωργίου. Πολύτιμο δείγμα της κωνσταντινουπολίτικης βυζαντινής τέχνης, προερχμενο απ τη μονή και Πατριαρχικ (1456-1587) Nα της Παμμακαρίστου. Πάνω δεξιά: Aπ τα ωραιτερα δείγματα της Παναγίας Oδηγητρίας, η πολύτιμη εικνα 13ου αι. απ τον Nα Περιβλέπτου Aχρίδας.
H μεγάλη λατρεία της κωνσταντινουπολίτικης εικνας της Παμμακαρίστου αποδεικνύεται με την αναπαραγωγή του τύπου σε παρμοιες πολύ μεταγενέστερες μεταβυζαντινές εικνες, που επιπλέον φέρουν και την επωνυμία «H Παμμακάριστος». Eνα απ τα ενδιαφέροντα δείγματα είναι η Παμμακάριστος που επικαλύπτει, σε μεταγενέστερη επιζωγράφιση, την πίσω ψη βυζαντινής αμφιπρσωπης εικνας του Bυζαντινού Mουσείου της Aθήνας. Oπως υποστηρίχθηκε πρσφατα απ την υπογράφουσα, η Παμμακάριστος στην επιζωγράφιση της πίσω ψης της βυζαντινής εικνας του Mουσείου γίνεται με την ευκαιρία επίσκεψης του πατριάρχη Kωνσταντινουπλεως Iερεμία του A΄, ο οποίος λειτούργησε στον Oσιο Λουκά την ημέρα του Eυαγγελισμού του ίδιου έτους, σύμφωνα με χάραγμα σε κίονα του ναού. Eίναι βέβαιο τώρα τι η εικνα του Bυζαντινού Mουσείου που προέρχεται απ το Πέτα της Θήβας, επιζωγραφίστηκε εκεί με την ευκαιρία της παρουσίας του πατριάρχη στη Θήβα, σύμφωνα με την παράσταση της πατριαρχικής εικνας της Παμμακαρίστου. H παράσταση, εξάλλου, αποδίδεται με στοιχεία της λεγμενης άλλοτε Σχολής των Θηβών.
Oδηγήτρια Tο σεβαστ και λατρεμένο κειμήλιο του Bυζαντίου, που γρήγορα συνδέθηκε με τις μεγάλες μοίρες του λαού του, που άκουσε τους θρήνους και τους αίνους του, που δέχθηκε προσκύνηση, ταπεινωσύνη και παράκληση απ τους ισχυρούς, τους άρχοντες, τους πρίγκιπες, τους στρατηγούς και αυτοκράτορες, που έζησε τις ήττες και τις δξες τους, γνωστ απ αιώνες στην ιστορία και
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
στο θρύλο είναι η Παναγία Oδηγήτρια, η κωνσταντινουπολίτικη πολύτιμη εικνα που σύμφωνα με την παράδοση ζωγράφισε ο ευαγγελιστής Λουκάς. Oι πρώτες μνείες φέρουν την εικνα να έρχεται απ την Aντιχεια ή απ την Iερουσαλήμ, προσφορά της Eυδοκίας, μαζί με άλλα κειμήλια, στην αυτοκράτειρα Πουλχερία, η οποία έχτισε το να των Oδηγών. Tην είδηση επαναλαμβάνει πολύ αργτερα, το 14ο αιώνα, ο Nικηφρος Kάλλιστος, που προσθέτει τι η Πουλχερία κατέθεσε στο ιερ του ναού την Παναγία Oδηγήτρια ζωγραφισμένη πάνω στο ξύλο απ τον ευαγγελιστή Λουκά. Eίναι μάλιστα βέβαιο, τι αυτήν την εποχή και γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα χτίζεται απ την Πουλχερία ένας νας. Tην αρχαία αυτή παράδοση για την πολύτιμη θαυματουργή εικνα της Παναγίας Oδηγήτριας συμπληρώνει η είδηση που διατηρήθηκε στο Tριώδιο για το σωτήριο ρλο της στην πολιορκία της Πλης απ τους Aραβες το 717. Eπίσης, εκδηλώσεις λατρείας της, πως οι τελετουργικές μετακινήσεις της την εποχή του Iωάννου Kομνηνού απ τη Mονή των Oδηγών στο παλάτι, οι αγρυπνίες της Παρασκευής και η μεταφορά της στο ταφικ αυτοκρατορικ παρεκκλήσι του Aρχαγγέλου Mιχαήλ, η κατασκευή αντιγράφου της που μετέφερε μαζί του στις μάχες ο αυτοκράτορας. Παρά τα παραπάνω, στοιχειώδης περιγραφή της εικνας παραδίδεται απ ανώνυμο Aγγλο προσκυνητή μνο στα τέλη του 12ου αιώνα, εποχή κατά την οποία πιθαντατα ανακαινίζεται ο νας της Oδηγήτριας. Σύμφωνα με την πρώτη αυτή απλή περιγραφή, η εικνα παρίστανε την Παναγία με τον Xριστ στο χέρι της. Tην ίδια εποχή πρέπει να χρονολογείται και η γνωστή πολύζωνη εικνα του Σινά, που στην πρώτη απ πάνω
προς τα κάτω ζώνη της, γράφονται τέσσερις θαυματουργές εικνες της Παναγίας, ανάμεσα στις οποίες και η Oδηγήτρια, που αποδίδεται σε προτομή και μετωπική κρατώντας στο αριστερ χέρι της τον Xριστ, που ευλογεί και κρατεί κλειστ ειλητάριο. Tο πολύτιμο στοιχείο που προσφέρει η παράσταση της Oδηγήτριας στην εικνα του Σινά είναι η ένταξη της εικνας της Oδηγήτριας στις θαυματουργές εικνες της Πλης και επιπλέον η γραπτή επωνυμία της «H Oδηγήτρια». O εικογραφικς αυτς τύπος που τεκμηριώνεται με την επωνυμία της Oδηγήτριας στην παραπάνω εικνα του Σινά επαναλαμβάνεται σε πολυάριθμα έργα, τσο στη βυζαντινή, σο και στη μεταβυζαντινή περίοδο με ελάχιστες αποκλίσεις και μικρές διαφορές σε ανώδυνες παραλλαγές του. H πολύτιμη αυτή και λατρεμένη εικνα λου του χριστιανισμού έμεινε αλώβητη κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας και συνδεψε τον Mιχαήλ Παλαιολγο στη θριαμβική του είσοδο κατά την ανακατάληψη της Πλης απ τους Bυζαντινούς στις 15 Aυγούστου του 1261. Kαταστράφηκε κατά την Aλωση της Kωνσταντινούπολης το 1453. Δείγμα της εικονογραφίας και του ήθους της προσφέρει εδώ η Oδηγήτρια της Aχρίδας. Aπ τα ωραιτερα δείγματα της Παναγίας Oδηγήτριας, με γραπτή στην αργυρή επένδυσή της την επωνυμία «H Oδηγήτρια», η πολύτιμη εικνα της Aχρίδας, που χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 13ου αιώνα, αποκαλύπτει, με την πλούσια σε μέσα απδοση, μορφή της Παναγίας Bρεφοκρατούσας, την αποκρυστάλλωση των δογματικών αρχών του Bυζαντίου αυτή την εποχή και τα εκφραστικά μέσα μιας υψηλής τέχνης.
Θεοτκος η Xρυσαληθινή H αρχιτεκτονική του ναού, γνωστού σήμερα ως Θεία Aνάληψις Yψωμαθείων
Aποψη του οικοδομικού συγκροτήματος του ναού της Θείας Aναλήψεως Yψωμαθείων απ τα βορειοανατολικά. Παλαιά ετιμάτο στο νομα της Παναγίας της Xρυσαληθινής. Kαταστράφηκε στις πυρκαγιές του 1600 και του 1782. H δεύτερη εκ βάθρων ανοικοδμηση πραγματοποιήθηκε το 1832, έναντι 111.003 γροσίων, επί πατριαρχίας Kωνσταντίου του απ Σιναίου, «ζήλω και πθω των ενοριτών» αλλά και με αρωγές «χριστολατρών ομοθρήσκων», πως σημειώνει ο Mανουήλ Γεδεών. Tου Σταύρου Mαμαλούκου Aρχιτέκτονα – Aναστηλωτή
ΔEN YΠAPXEI αμφιβολία τι η συστηματική μελέτη της μεταβυζαντινής και της νε τερης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής παρουσιάζει εξαιρετικ ενδιαφέρον, χι μ νο απ την άποψη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής αλλά και για την εξέταση και την ερμηνεία των ιστορικών συνθηκών μέσα στις οποίες έζησε ο Eλληνισμ ς κατά τους τελευταίους αιώνες. H σημασία της μελέτης των εκκλησιών της Kωνσταντινουπ λεως, του κατ’ εξοχήν κέντρου των Bαλκανίων και της Mικράς Aσίας, για την ερμηνεία ποικίλων ζητημάτων της ναοδομίας των περιοχών αυτών είναι αυτον ητη. Πρώτο και εκ των ων ουκ άνευ βήμα για τη σπουδή της αρχιτεκτονικής των εκκλησιών που διασώθηκαν στην Π λη είναι η συστηματική τους τεκμηρίωση μέσω αναλυτικών, κατά το δυνατ ν, αρχιτεκτονικών αποτυπώσεων και φωτογραφήσεων. Για την κάλυψη μέρους του μεγάλου κενού με πρωτοβουλία των «Φίλων της Π λης» και με χορηγία του Iδρύματος «A.Σ. Ωνάσης» απ το αρχιτεκτονικ γραφείο του υπογράφοντος και της Aναστασίας Kαμπ λη και με τη συμμετοχή οκταμελούς ομάδος σπουδαστών του τμήματος αρχιτεκτ νων του EMΠ τεκμηριώθηκε και μελετήθηκε μεταξύ άλλων και ο γνωστ ς σήμερα ως Θεία Aνάληψις να ς της συνοικίας των Yψωμαθείων. O να ς είναι χτισμένος πολύ κοντά στα θαλάσσια τείχη, στα νοτιοδυτικά της πύλης της Ψαμμάθου ή Ψωμαθιάς. Bυζαντιν ς ή στη θέση βυζαντινού, πρωτοαπαντάται στις πηγές υπ την προσωνυμία Θεοτ κος η Xρυσαληθινή, σε δωρητήριο
Aρχαίο ανάγλυφο στη ντια ψη του ναού.
έγγραφο του 1566 αναφερ μενο σε πράξη που συντελέσθηκε προ του 1545. Aρκετοί απ τους δυτικούς περιηγητές του 16ου και 17ου αιώνα τον επισκέπτονται και τον μνημονεύουν. O να ς καίγεται στα 1600 και ξανακτίζεται με την υποχρεωτική μορφή της ξυλ στεγης βασιλικής. Θα καεί ξανά στη μεγάλη πυρκαγιά της Ψαμαθιάς στις 12 Aυγούστου 1785, έτος στο οποίο χρονολογούνται οι εικ νες του Xριστού και της Xρυσαληθινής –η τελευταία έργο «Λεοντίου ψάλτου Xρυσαληθινής»– στο τέμπλο. H ενορία, χάρη στη χρηστή διοίκηση των επιτροπών της, ευημερεί και είναι σε θέση αφεν ς να συντηρεί μικρή σχολή και αφετέρου να δανείσει χρήματα σε εμπερίστατες ενορίες της Π λης. Πιθανώς, ύστερα απ ζημίες που υπέστη κατά τις ταραχές του Aπριλίου 1821, ο να ς θα ξανακτιστεί εκ βάθρων στα 1832 επί πατριαρχείας Kωνσταντίου A΄ του απ Σιναίου, σύμφωνα με τις πηγές αλλά και με την πολύστιχη, αρχαιοπρεπή επιγραφή στο θύρωμα της κύριας εισ δου του. Aρχιτέκτων του ναού ο δημοφιλής κάλφας Kωνταντίνος ο επιλεγ μενος Γιολασιγμάζης απ την Kαισάρεια.
Tρίκλιτη βασιλική Tο οικοδομικ συγκρ τημα του ναού, με σχήμα ακαν νιστου τετράπλευρου που περιβάλλεται απ τρεις πλευρές απ δρ μους, περιλαμβάνει το να , το αγίασμα, ένα σπίτι και την κοινοτική αίθουσα. H κύρια αυλή του βρίσκεται στα β ρεια του ναού, μεταξύ αυτού και των βοηθητικών κτισμάτων. Στενές αυλές – περάσματα υπάρχουν στα ν τια και τα ανατολικά του. Iσχυρ ς Kιονκρανο στην αυλή του οικοδομικού συγκροτήματος του ναού.
Συνέχεια στην 28η σελίδα KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
27
Tομή στο ιερ (πάνω αριστερά) και ανατολική ψη (πάνω δεξιά) του ναού. (Aποτύπωση: Σταύρος Mαμαλούκος, Aναστασία Kαμπλη και συνεργάτες αρχιτέκτονες μηχ. – αναστηλωτές). Συνέχεια απ την 27η σελίδα
–πάχους 0,90 και ύψους 4,50 μ.– μανδρ τοιχος με τρεις αρχικά θύρες περιβάλλει το συγκρ τημα. Σπουδαι τερη απ τις θύρες είναι εκείνη που οδηγούσε στη β ρεια αυλή. Tο τοξωτ της άνοιγμα είναι διαμορφωμένο σε αβαθή κ γχη και διαθέτει εσωτερικά ένα είδος προπύλου. H θύρα αναδεικνύεται ακ μη περισσ τερο απ την καμπύλωση του γείσου του μανδρ τοιχου επάνω απ αυτήν. O να ς, με διαστάσεις περίπου 13x21 μ., ανήκει στον αποκλειστικά σχεδ ν σε χρήση στην Π λη έως τα μέσα σχεδ ν του 19ου αιώνα, τύπο των τρίκλιτων βασιλικών. Kαλύπτεται με δίριχτη ξύλινη στέγη με επικάλυψη απ βυζαντινού τύπου κεραμίδια. Στο δυτικ άκρο της β ρειας, κύριας, πλευράς του ναού υπάρχει ξυλ πηκτος νάρθηκας. Δύο θύρες, ανά μία στο δυτικ άκρο των μακρών πλευρών, οδηγούν στο εσωτερικ του ναού. O χαμηλ ς φωτισμ ς του επιτυγχάνεται απ σειρές παραθύ-
ρων στους μακρούς τοίχους, απ το παράθυρο της κ γχης του ιερού και απ δύο τριάδες παραθύρων που ανοίγονται ψηλά στα αετώματα του ανατολικού και του δυτικού τοίχου. Tο εσωτερικ του ναού χωρίζεται σε τρία κλίτη απ σειρές ξύλινων στύλων. Στο δυτικ τμήμα του ναού είναι διαμορφωμένος ξύλινος γυναικωνίτης σε ροφο. Tο ιερ με τη χαρακτηριστικά ευρεία και χαμηλή κ γχη του χωρίζεται απ τον κυρίως να με ψηλ τέμπλο. Aπλές σειρές στασιδιών βρίσκονται κατά μήκος λων των τοίχων του κυρίως ναού και διπλές, ώστε να εξυπηρετούν τ σο το κεντρικ σο και τα πλάγια κλίτη, μεταξύ των στύλων. Tα κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία του ναού είναι χαρακτηριστικά των κτισμάτων της εποχής του. Πρ κειται για κτίσμα με απλ και αδιάρθρωτο πρισματικ γκο και βαριές αναλογίες. Kάποια προσπάθεια να διασκεδασθεί αυτή η εντύπωση γίνεται με τη διαμ ρφωση τοξωτών τοπικών υπερυψώσεων των τοίχων και αβαθούς
κ γχης στη ν τια θύρα, στοιχεία τα οποία ενδεχομένως απηχούν μακρινές δυτικοευρωπαϊκές επιρροές. Oι παχείς τοίχοι του ναού είναι απ ημιλάξευτη τοιχοποιία απ τοπικ μαλακ ασβεστ λιθο. Oι λίθοι είναι μικρού μεγέθους και καταβάλλεται κάποια προσπάθεια να κτίζονται σε στρώσεις. Tο φαρδύ αρμολ γημα απ ασβεστοκονίαμα καλύπτει μεγάλο μέρος των εξωτερικών ψεων των τοίχων. Aρκετά λιθανάγλυφα, άλλα αρχαία και βυζαντινά και άλλα της εποχής της ανεγέρσεως του ναού, καθώς και η κεραμική χρονολογία 1832, κοσμούν τις ψεις του ναού. Tα επιχρισμένα ψηλά και ισχυρά προέχοντα κοίλα γείσα των τοίχων είναι διαμορφωμένα απ πλίνθους σε επεξοχή. Tα πλαίσια των ανοιγμάτων, θυρών και παραθύρων, με τα οριζ ντια, τοξωτά ή μορφής χαμηλωμένου τ ξου ανώφλια, είναι απ μεγάλου μεγέθους λαξευτούς ασβεστ λιθους. H μορφολογία των ανοιγμάτων εντάσσεται στο πλαίσιο της παραδ σεως της οθωμανικής αρχι-
Tο κωδωνοστάσιο και η ντια θύρα του ναού (οι φωτογραφίες του κειμένου είναι του κ. Σ. Mαμαλούκου).
28
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
τεκτονικής. Oλα τα ανοίγματα φέρουν βαριά, χειροποίητα σιδηρά κουφώματα που εξασφάλιζαν το κτίριο απ την παραβίαση αλλά και απ τη φωτιά. Tα παράθυρα φέρουν και ελαφρά ξύλινα υαλοστάσια. Oι ξυλοκατασκευές του ναού –οι σειρές των στύλων με τα επιστύλιά τους, το πάτωμα του γυναικωνίτη και η στέγη– είναι απ πελεκητή, άγρια ξυλεία. Oι δευτερεύουσες ξυλοκατασκευές φαίνεται τι είναι απ μαλακή, λευκή ξυλεία. H μορφολογία τ σο του τέμπλου σο και της ξύλινης επενδύσεως των στύλων και των επιστυλίων καθώς και η οροφή, αν και εδώ σε μικρ τερο βαθμ , χαρακτηρίζεται απ έντονες δυτικοευρωπαϊκές επιρροές, οι οποίες μως δεν έχουν πλήρως αφομοιωθεί απ τους τεχνίτες. Aποτέλεσμα είναι οι νεοπλασματικές και με έντονα λαϊκ χαρακτήρα επιμέρους μορφές. Eντελώς απλής μορφής είναι τα στασίδια του ναού. Tο αγίασμα βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος. Kαταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής αυλής που σχηματιζ ταν μεταξύ του ναού και του μανδρ τοιχου. Tο σπίτι του ναού, στη βορειοανατολική γωνία του γηπέδου, είναι ένα μικρ κτίσμα, σύγχρονο με το να , πως φαίνεται απ τα μορφολογικά και κατασκευαστικά του στοιχεία. Eχει χαμηλ ισ γειο και έναν ροφο. Στα μέσα, πως φαίνεται, του 19ου αιώνα κτίσθηκε επάνω στη δυτική ψη του σπιτιού μικρ κωδωνοστάσιο. Στα δυτικά του αρχικού γκου του σπιτιού προστέθηκαν αργ τερα, πιθανώς στο δεύτερο μισ του 19ου αιώνα, ένας ακ μη χώρος και ένα πρ πυλο με ξυλ πηκτη κατασκευή. H κοινοτική αίθουσα, νε τερο, απλής κατασκευής ισ γειο κτίσμα με μον ριχτη στέγη καταλαμβάνει τη βορειοδυτική γωνία της παλαιάς αυλής του συγκροτήματος. Eργο διακεκριμένου λαϊκού αρχιτέκτονα, χαρακτηριστικ της εποχής του, χωρίς ιδιαίτερα σημαντικές μεταγενέστερες επεμβάσεις και αλλοιώσεις και αλώβητος –ευτυχώς– απ την λαίλαπα των Σεπτεμβριανών, ο να ς της Παναγίας Xρυσαληθινής – Θείας Aναλήψεως στα Ψωμαθιά μεταφέρει, σο λίγοι πολίτικοι ναοί, με γνησι τητα έως τις ημέρες μας την εικ να και την ατμ σφαιρα των εκκλησιών της πονεμένης Pωμιοσύνης.
Σχεδιάγραμμα του περιβλου της μονής με τα δύο παρεκκλήσια και τα παλαιά ξύλινα υψηλαντικά κτίσματα που τα πλαισίωναν κατά τον περασμένο αιώνα (σχέδιο: Aκύλας Mήλλας).
Παναγία η Kαμαριώτισσα Eνα ακμη απορφανεμένο κειμήλιο του Eλληνισμού και του Oρθδοξου κσμου Tου Aκύλα Mήλλα
MIΣOΣ μλις αιώνας στάθηκε φαίνεται αρκετς για να ξεχαστεί απ τη Pωμιοσύνη, σε μια ένθεν και ένθεν παρασιώπηση και ηθελημένη ίσως αμνημοσύνη, η Παναγία η Kαμαριώτισσα και το μοναστήρι της, το ιστορικτερο ασφαλώς απ τα ελάχιστα προσκυνήματα που παρέμεναν στα χέρια των Γραικών μετά την κατάλυση της Aυτοκρατορίας τους. Eχουν ήδη παρέλθει πενήντα έξι χρνια απ το βροχερ εκείνο απβραδο που, σε θλιβερή λιτανεία, μαθητές της Θεολογικής μετέφεραν ,τι μπρεσαν και ,τι τους επετράπη να μεταφέρουν απ το άτυχο παρεκκλήσιο, που κτητρισσά του υπήρξε, ως λέγεται, μια μελαγχολική πριγκίπισσα της μακρινής Tραπεζούντας των Mεγαλοκομνηνών. Kαι θα έμεναν αμνημνευτοι έκτοτε οι τάφοι των κεκοιμημένων πατριαρχών, των ηγουμένων και καλογήρων και κατασκαμμένες οι ταφπλακες λων εκείνων των λογάδων που σφράγισαν με το πέρασμά τους την ιστορική πορεία της Πολίτικης Pωμιοσύνης. Kορυφαία ανάμεσά τους η μορφή του Nικουσίου Παναγιωτάκη, διερμηνευτού του Aνακτος, που θα άνοιγε με το κύρος και την προσωπικτητά του
την επιβλητική σειρά των Eλλήνων Mεγάλων Δραγουμάνων της Yψηλής Πύλης, για να γίνει ο γενάρχης των αρχοντικών οίκων του Διπλοφάναρου, αυτών που θα σχημάτιζαν αργτερα τη μεταβυζαντινή αριστοκρατία του γένους. Kτισμένη η Mονή της Παναγίας «επί κοιλάδος υπερκειμένης εις αρκετν εκ της θαλάσσης ύψος», διάσελο που σχηματίζουν οι δυο πευκφυτοι λφοι της Xάλκης των Πριγκιποννήσων, που φειλε την προσωνυμία στον περίφημο χαλκ της, το «κυανούν αυτής μέταλλον», το οποίο, κατά τον Aριστοτέλη, ταξίδευε μέχρι και τα ονομαστά εκείνα εργαστήρια της Σικυώνας. Στο διάσελο αυτ, εις «θέαν εξαισίαν» και «εν μέσω πυκνού εκ πιτύων δάσους», δέσποζε απ χρνους παμπάλαιους ο τρούλος της Θεοτκου, της επικαλούμενης Kαμαριώτισσας «ένεκα της επί του τοίχου και κάτωθεν αψίδος εζωγραφημένης εικνος της Θεομήτορος». Kουμαριώτισσα την ήθελαν παρετυμολογικά οι ντπιοι Xαλκιανοί, θαλασσινοί οι περισστεροι, άνθρωποι απλοί, αμπελουργοί και μπαχτσεβαναίοι, παραφράζοντας την ονομασία της, λγω των πυκνών θάμνων, των κουμαριών, που περιστοίχιζαν τον «θολοσκέπαστο» απ τις φλαμου-
ριές και τα πλατάνια περίβολ της. Nα θυμίσουμε πως, μέχρι και πρσφατα, τα Πριγκιπννησα εξακολουθούσαν να παραμένουν ακραιφνώς ελληνικά, με τις σκήτες και τα μοναστήρια να πλαισιώνουν τις χώρες τους, και των βουνών τους «...τις κορφές», κατά τον εκ Φαναρίου ποιητή, «ευλογημένες απ χέρια ηγουμένων καλών ημερών».
Mαρία Kομνηνή η Παλαιολογίνα Aναμφίβολα απ τα πρώτα χρνια των Bυζαντινών υπήρξε κέντρο μοναστικ στην ντως ειδυλλιακή αυτή θέση, καθώς οι γαλήνιες και απκεντρες λοφοπλαγιές της Xάλκης αποτελούσαν χώρους ιδανικούς για τους αναχωρητές και ερημίτες, που αποζητούσαν τη διαρκή απ τα εγκσμια απέλευση. Iστορικοί και ερευνητές αναφέρουν ως κτήτορα της μονής τον Iωάννη H΄, τον «εν Xριστώ πιστ βασιλέα και αυτοκράτορα τον Παλαιολγο». Aιτία τα σπαράγματα μαρμάρινης επιγραφής, πάλαι ποτέ «επί τα πρθυρα του ναού τεθημένης» και αγνοημένης στους μετέπειτα χρνους «εξ αφιλοτιμίας [των ημετέρων] περί τα τοιαύτα και αδιαφορίας». Πρσφατες
μελέτες ως προς τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες της πλινθκτιστης τοιχοδομίας του τετράκογχου σταυροειδούς ναΐσκου, δεν αποκλείουν το ενδεχμενο να ανάγεται σε χρνους έτι παλαιοτέρους και ο Iωάννης να επανέκτισε προϋπάρχουσα μονή, αφιερώνοντας το καθολικ της στον προστάτη άγι του, Iωάννη τον Πρδρομο. H νησιώτικη, πάντως, παράδοση έχει συνδέσει το παρεκκλήσιο της Παναγίας με μια θλιμμένη αυτοκρατρισσα του Bυζαντίου, τη Mαρία Kομνηνή την Παλαιολογίνα, τη «διακρινομένην διά τε το κάλλος και τους τρπους της», θυγατέρα του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Aλεξίου του Δ΄ και τρίτη σύζυγο του κυρ Iωάννη του Παλαιολγου. O αυτοκράτωρ είχε δείξει απεριριστη αφοσίωση στην κρη των Mεγαλοκομνηνών, που απ τους σύγχρονους ιστορικούς φημιζταν ως η ομορφτερη αυτοκράτειρα του αιώνα της. Aγάπησε, λέγεται, παράφορα και αγαπήθηκε απ αυτήν, λγοι μως πολιτικοί τον είχαν αναγκάσει, την επομένη ήδη της στέψεως της Aυγούστας, να φύγει για τον Mοριά στον αδελφ του Kωνσταντίνο τον Δραγάτση, δεσπτη ττε του Mυστρά. AκολούθηΣυνέχεια στην 30ή σελίδα
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
29
Tο τέμπλο της Παναγίας Kαμαριώτισσας πως σώζεται σήμερα στη Mονή της Aγίας Tριάδος Xάλκης, που μεταφέρθηκε το 1942 (φωτ.: Λίζα Eβερτ). Συνέχεια απ την 29η σελίδα
σαν τα άκαρπα ταξίδια της Φλωρεντίας και Bενετίας, που οι συνδιασκέψεις και τα λαμπρά συμπσια, παρ’ λες τις υπολογισμένες υποχωρήσεις, δεν μπρεσαν να αναχαιτίσουν τον κατήφορο της Aυτοκρατορίας. Oταν, μετά δύο χρνια, το 1440, ο Iωάννης επανέκαμψε απογοητευμένος στη Bασιλεύουσα, η άτυχη Παλαιολογίνα ήταν ήδη νεκρή απ μερικές εβδομάδες. Aπ το νοσταλγικ αυτ σύνδεσμο, ενθύμιο παρέμεινε το παρεκκλήσιο της Παναγίας, που ο τρούλος του υψώνεται θλιβερ κατάλοιπο σήμερα, στον περίβολο των δοκίμων της Tουρκικής Nαυτικής Σχολής. H παράδοση, που την επαναλαμβάνουν και πολλοί ιστορικοί, θέλει
ττε τον αυτοκράτορα να ανακαινίζει εκ βάθρων τη μονή, κτίζοντας μεγάλη ξυλστεγη βασιλική δίπλα στο ναΐσκο της Παναγίας, που με δαπάνες της είχε ανεγείρει η κρη των Mεγαλοκομνηνών.
Tάφος Πατριαρχών Oταν η αρμάδα των Oσμανλήδων, σαράντα δύο μέρες πριν απ την Aλωση της Πλης, κατέλαβε τα Πριγκιπννησα, η Xάλκη, ανοχύρωτη και ευπρθητη, παραδθηκε χωρίς την παραμικρή αντίσταση και, μαζί με τον θαλασσιν κσμο των Xαλκιανών, που συνέχισαν να οργώνουν με τα γριποκάικα τα νερά της Προποντίδας, είναι σχεδν βέβαιο πως και οι καλγεροι συνέχισαν να ζουν ειρηνι-
κά στα κελιά τους. Eτσι, στα τέλη του επμενου αιώνα, βλέπουμε τον Sir Edward Barton, πρώτο Aγγλο πρέσβη της θαλασσοκράτειρας στην Kωνσταντινούπολη, να καταφεύγει και να πεθαίνει στο μοναστήρι, προσβεβλημένος πιθανν απ την πανώλη που μάστιζε κάθε τσο την οθωμανική πρωτεύουσα. Aυτά συνέβαιναν το 1597 και δύο δεκαετίες αργτερα «απέθανεν φαρμακωθείς», αφού πατριάρχευσε χρνους οκτώ, Tιμθεος A΄ ο Mαρμαρινς. Tο σκήνος του μετέφεραν ττε στη Xάλκη και το έθαψαν στην Kαμαριώτισσα. Σ’ αυτήν εναπέθεταν λίγο αργτερα και το λείψανο του Kυρίλλου του Λουκάρεως, που έπνιξαν οι Tούρκοι στο κάστρο της Λαιμοκοπίας τον Iούλιο του 1638. Tο σώμα
του, που ρίχτηκε στη θάλασσα, «εξεβράσθη» κατά τον Kουτλουμουσιαν «παρά την νήσον Xάλκην». Tο κρανίο του φυλασσταν στο θυσιαστήριο του ναΐσκου. Tρίτος τραγικς πατριάρχης θαμμένος στο μοναστήρι, «ανήρ σεμνς, μεγαλοπρεπής και δραστήριος», υπήρξε Παρθένιος ο B΄, ο αποκαλούμενος Kεσκίνης. «Eξεβλήθη» το 1651, κατά τη δεύτερη πατριαρχία του, και καθώς τον μετέφεραν δήθεν προς εξορίαν, τον έπνιξαν καθ’ οδν μεταξύ Oξειάς και Πλάτης. Eδώ βρισκταν και ο τάφος Παρθενίου του Γ΄, του επονομαζομένου «διά το μικρν του σώματος» και Παρθενάκης. Mε συκοφαντία, τι αλληλογραφούσε δήθεν με τους Pώσους, καταδικάστηκε σε απαγχονισμ και τον κρέμασαν Σαββάτο του Λαζάρου. Tο σκήνος του, που ρίχτηκε στη θάλασσα, ακέφαλο το βρήκαν οι θαλασσινοί και το ’φεραν και το έθαψαν πίσω απ την κγχη της Kαμαριώτισσας. Δίπλα στον Παρθενάκη έκειτο και ο Kαλλίνικος B΄, ο Aκαρνάν, «ο συστήσας την εν Φαναρίω Σχολήν του Γένους», που πέθανε κατά την τρίτη πατριαρχία του, το 1702. O τάφος Γαβριήλ Γ΄ του απ Xαλκηδνος, που «εκοιμήθη» το 1707, βρισκταν στον ξυλστεγο εξωνάρθηκα, αριστερά της εισδου και δίπλα στο θαυμαστής τέχνης ξυλγλυπτο παγκάρι, που κοσμεί σήμερα τον νάρθηκα της Aγίας Tριάδας. Πλησίον και «άνευ επιτυμβίου τινος» ήταν θαμμένος ο Mαρωνιάς Nεφυτος (+1816) και δεξιτερα της εισδου ο Nικομηδείας Nικηφρος (+1776). Στον εξωνάρθηκα εδώ, στο γυναικείον που το χώριζε ξύλινο καφασωτ, δίπλα στον τάφο της περίφημης εκείνης κεντήστρας Mαριώρας (+1758), βρισκταν και ο τάφος του ηγουμένου Aθανασίου του Mαλατέστα (+1704), επί της ηγουμενίας του οποίου είχε αντικατασταθεί το παλαι ξυλγλυπτο τέμπλο της Παναγίας. Στον συνεχμενο λιθκτιστο πρναο και λίγο πριν απ την πύλη του
Aριστερά: Oι τρούλοι του ναΐσκου του Προδρμου και της Kαμαριώτισσας, αποθήκες σήμερα στον περίβολο της σχολής ασυρματιστών του τουρκικού ναυτικού. Δεξιά: Nοτιοανατολική άποψη της Παναγίας της Kαμαριώτισσας, της στερημένης σήμερα του εξωνάρθηκα και του κωδωνοστασίου της (φωτ.: Aκύλας Mήλλας 1979).
30
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
κυρίως ναού, μπροστά στη σεβάσμια δεσποτική εικνα της Θεοτκου, που έχει και αυτή σήμερα μεταφερθεί στον νάρθηκα της Aγίας Tριάδος, κάτω απ βαριά ταφπλακα με μισοφθαρμένα τα πατριαρχικά σύμβολα, έκειτο Παΐσιος ο B΄, ο «ευσεβοφρνως τε και ευμηχάνως ιθύνας το σύστημα των Oρθοδξων, έτεσι πλείστοις», και που εξεδήμησε το έτος 1756 στο μοναστήρι εδώ της Xάλκης. Λίγο παρέκει, πλησίον του τάφου «γυναικς τινος Xρυσάνθης ταφής οσίας αξιωθείσης», έκειτο το σκήνος του Hρακλείας κυρού Aθανασίου, του «χρηματίσαντος Aρχιθύτου αξίου», πως ανέφερε δυσδιάκριτη γραφή στην ταφπλακά του. Στον πρναο, δεξιά στο βάθος και κάτω περίπου απ το κωδωνοστάσιο, βρισκταν η αψίδα με την ιστορημένη απ τα χρνια του Παναγιωτάκη τοιχογραφία της Παναγίας, που προσέδωσε στη μονή την προσωνυμία της Kαμαριώτισσας. Πορφυρά βήλα και μεταξωτά χρυσοκεντήματα με τους αετούς και τα οικσημα των ηγεμνων της Bλαχιάς και της Mολδάβας, δωρεές της Aικατερίνης Δμνας της Yψηλάντισσας, τα λεγμενα αυθεντικά, υπήρχαν ανηρτημένα ένθεν και ένθεν της «κατάφορτης με τάματα πιστών, χριστιανών και μουσουλμάνων» καμάρας. «Yποκάμισον βάρους οκάδων δώδεκα και εκατ δραμίων», έργο εξαίρετης αργυροτεχνικής, λεπτουργημένο το 1759 αρωγή των «συνδραμντων και κοπιασάντων» Δράκου και Iωάννου, κάλυπτε την τοιχογραφία. Σε κρύπτη, επάνω απ την καμάρα, στο λεγμενο «μετέωρον κοιμητήριον», είχαν ανακαλυφθεί το 1843 τα λείψανα των Aγίων Nεομαρτύρων Δημητρίου του Xιοπολίτου και Παναγιώτη του Kαισαρέως, το «Aραϊτζπουλον», που είχαν ανακομισθεί απ το μοναστήρι της Πρώτης. Mνο ο «σμικρτατος μετά τρούλλου νας» της Παλαιολογίνας σώθηκε απ τη μεγάλη πυρκαγιά που το 1671 κατέκαψε το συγκρτημα των κελιών και μαζί τον μεγάλο ξυλστεγο να του Προδρμου. Kαι «εκάη το μοναστήριον εν μηνί Aυγούστου στ΄, και το ξανάκτισε μεγαλοπρεπέστατο ο Παναγιωτάκης», ο ευνοούμενος των Kοπρουλήδων βεζύρηδων και ο πρώτος απ τους Xριστιανούς Mεγάλους Διερμηνείς της Yψηλής Πύλης. H ιστορημένη εσωτερικά με τοιχογραφίες τράπεζα της Mονής εικνιζε στο υπέρθυρο της εισδου τον κτήτορα, επιβλητικ με τη μακριά και μεγαλοπρεπή στολή του Mεγάλου Δραγουμάνου. Γάλλος αρχαιολγος, που το 1676 φιλοξενήθηκε εδώ απ τους καλογέρους, αναφέρεται στην τοιχογραφία. «Eικονίζεται ο Παναγιωτάκης», γράφει, «με γενειάδα μακρυτάτη, προνμιο μοναδικ για αλλθρησκο λειτουργ της Kραταιάς Aυτοκρατορίας». Eίχε ανάστημα υψηλ, κμη ξανθή και κρατούσε στα χέρια ομοίωμα της μονής, την οποία προσέφερε στη Θεοτκο. Oταν πέθανε απ αποπληξία σε παραδουνάβια χώρα, ο νεκρς του, σύμφωνα με την επιθυμία του είχε ταριχευθεί και μεταφερθεί με μεγάλες τιμές στην Kωνσταντινούπολη. O σουλτάνος Mεχμέτ ο Δ΄ τον κήδεψε με κάθε μεγαλοπρέπεια στο μοναστήρι εδώ της Θεοτκου και κατά την «διά θαλάσ-
Tελειφοιτοι της Eλληνοεμπορικής Σχολής Xάλκης μπροστά στον κατεδαφισμένο σήμερα εξωνάρθηκα της Kαμαριώτισσας Παναγίας, σε φωτογραφία του 1875 (αρχείο Aκύλα Mήλλα).
σης γενομένην μεγάλην πομπικήν εκφοράν», τον νεκρ συνδευαν τα ακάτια λων των πρεσβειών των Δυτικών δυνάμεων. Eναν αιώνα μετά το θάνατο του Παναγιωτάκη, που ο τάφος του σωζταν στον πρσφατα κατεδαφισμένο εξωνάρθηκα της Kαμαριώτισσας, βρίσκουμε το συγκρτημα και πάλι ερειπωμένο. Eνας άλλος ττε Mέγας Δραγουμάνος, ο Aλέξανδρος Yψηλάντης, ηγεμών της Bλαχιάς και της Mολδάβας, παντρεμένος με την τρισέγγονη του Παναγιωτάκη, Δμνα Aικατερίνη, ανοικοδμησε εκ βάθρων το μοναστήρι το 1796. Tο ξανάκτισε μέγα και περίλαμπρο και το προίκισε με μετχια πλούσια και με ολκληρη τη γειτονική νήσο Πρώτη, με τα μοναστήρια, τα λιβάδια και τους αιγιαλούς της. Aπώτερος σκοπς του να καταστήσει το μοναστήρι της Xάλκης Eλληνομουσείον, κέντρο Eλληνικής Παιδείας, πως ήταν και παλαιτερα, απ τα πρώτα θρησκευτικά και πνευματικά κέντρα του Γένους. Eις μνήμην του πρώτου κτήτορα, έκτισε δίπλα στο ναΐσκο της Θεοτκου δεύτερο εκκλησάκι στο νομα του Προδρμου, στη θέση της μεγάλης παλαιάς βασιλικής του Παλαιολγου. Eίναι αυτ που σώζεται και σήμερα, ως αποθήκη των ναυτικών, δίπλα στον τρούλο της Kαμαριώτισσας. Λίγο μως αργτερα, κατά τη διάρκεια της δεύτερης ηγεμονίας του στις παραδουνάβιες χώρες, περιέπεσε σε δυσμένεια, τον συνέλαβαν και τον καρατμησαν τον Iανουάριο του 1807. H τεράστια περιουσία του δημεύτηκε και το απέραντο κονάκι του στο Bσπορο δωρήθηκε απ τον σουλτάνο στη γαλλική πρεσβεία. Tο 1821 η μονή της Παναγίας, αποψιλωμένη απ τα μετχια της, υπέφερε λες τις συνέπειες του ξεσηκωμού των ραγιάδων και ο ηγούμε-
νος της μλις πρφτασε να σωθεί καταφεύγοντας στην Aγγλική πρεσβεία. Oι Tούρκοι γνώριζαν καλά πως στο λεγμενο «κισκι του Yψηλάντη», αλλά και στο χοιροστάσιο της Mονής, συχνά συγκεντρώνονταν οι εταιριστές και, χι σπάνια, ερχταν με δωδεκάκωπο καΐκι στις συγκεντρώσεις τους αυτές και ο ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγριος. Δέκα χρνια αργτερα το μοναστήρι, τη μέριμνα και διοίκηση του οποίου είχε πλέον αναλάβει το Πατριαρχείο, θα λάμβανε νέα και σπουδαία μορφή, φιλοξενώντας στα ανακαινισμένα κτίσματά του το νεοσύστατο Eλληνικ Φροντιστήριο, που αργτερα θα γινταν ευρύτατα γνωστ ως Σχολή των Eλλήνων Eμπρων. Στο Φανάρι πατριάρχευε ττε Kωνστάντιος ο σοφς και στον σουλτανικ θρνο βασίλευε ο Mαχμούτ ο B΄, γνωστς για το εκσυγχρονιστικ και μεταρρυθμιστικ του έργο. Mε φιλοξενούμενη ογδντα περίπου χρνια την Eλληνοεμπορική Σχολή στο απέραντο συγκρτημά της, η Mονή της Παναγίας θα διένυε μια περίοδο λαμπρή, τα ιστορικά της οποίας αποτελούν κεφάλαιο μιας ιδιαίτερης μελέτης. Tα εντυπωσιακά της μως κτίσματα, που αντικατπτριζαν την ευμάρεια η οποία χαρακτήριζε τη ρωμιοσύνη των χρνων εκείνων, αλλά και την τάση προς επίδειξη των ημετέρων, ορατά απ κάθε άκρη της οθωμανικής πρωτεύουσας, ήταν επμενο στην προκλητικτητά τους να ερεθίζουν τα πάθη και τις ορέξεις των κρατούντων.
Aπαλλοτρίωση Kαθλου περίεργο λοιπν που το Φεβρουάριο του 1915, δεύτερο χρνο του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατπιν αιτήσεως του υπουργείου Στρατιωτικών, ο υπουργς Δικαιοσύ-
νης και Θρησκευμάτων αξίωσε απ το Πατριαρχείο να παραχωρηθούν τα κτίριά της, για νοσηλεία δήθεν των τραυματιών που επέστρεφαν απ το μέτωπο. Aν και ορατοί οι απώτεροι σκοποί, το Φανάρι υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να αποδεχθεί μερικώς την πρταση. Eλάχιστα μως αργτερα, σε νέο «τεσκερέ» του υπουργείου αναφερταν ρητώς η απφαση απαλλοτρίωσης του μοναστηριού, για τη σύσταση στη θέση αυτή μιας Nαυτικής Στρατιωτικής Σχολής. «Παρακαλούσε» δε, επειδή υπήρχε επείγουσα στρατιωτική ανάγκη, να εκκενωθεί το συγκρτημα εντς μιας εβδομάδος. Σημειωτέον τι, εν τω μεταξύ, είχαν προχείρως εγκατασταθεί στην Kαμαριώτισσα τα ορφανά του Γένους, καθώς ο στρατς είχε επιτάξει και το έναντι Eθνικ Oρφανοτροφείο της Πριγκήπου. Kαθώς δε ο Πατριάρχης απαντούσε τι επ’ ουδενί λγω το Φανάρι θα αποδεχταν την απαλλοτρίωση του ιστορικτατου εκείνου χώρου, δέκα ημέρες αργτερα οι ναυτικοί κατελάμβαναν στρατιωτικώς τη μονή. Kαι ενώ «τη μεγαθυμία» των κρατούντων μεταφέρονταν εσπευσμένως τρεις χιλιάδες τμοι εντύπων και χειρογράφων, καθώς και αμφοτέρων των ναΐσκων τα σκεύη και κειμήλια, σε προσφυγή των Πατριαρχικών το συμβούλιο του Kράτους δήλωνε τι θεωρούσε την απφαση πολύ ορθή και τι «... η κυβέρνησις ναι μεν θα κρημνίση τας εν αυτή δύο εκκλησίας, αλλά δι’ ιδίων εξδων θα ανεγείρει δύο άλλας παρομοίας, που αλλού ήθελεν εγκριθεί εκ συμφώνου υπ της κυβερνήσεως και του Πατριαρχείου...». Συζητήσεις και αλληλογραφίες ως προς τον ναΐσκο της Θεοτκου, που «αποτελούσε ιστορικ μνημείο το οποίο έπρεπε να παραμείνει άθικτο Συνέχεια στην 32η σελίδα
KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998 - H KAΘHMEPINH
31
Tο κτίριο της Kαμαριώτισσας ανάμεσα στους πευκφυτους λφους της Xάλκης, σε φωτογραφία του 1975. Aριστερά, οι βράχοι της νησίδας Πίτας, το Mεσονήσιο των βυζαντινών χρνων (φωτ.: Aκύλας Mήλλας).
Kανένας φυσικά δεν ενδιαφέρθηκε για τις εκκλησίες και τους ιστορικούς τάφους που έμειναν στον περίβολ του. Eξυσαν τα μωσαϊκά του παρεκκλησίου [εννοεί τις τοιχογραφίες], κρυφά τη νύχτα έσπασαν τις ταφπετρες ψάχνοντας για θησαυρ. Aκούστηκε ακμα πως ένας απ τους διοικητές της Σχολής διέταξε τον αξιωματικ της υπηρεσίας να γκρεμίσουν νύχτα την εκκλησία [...]. Kαι ταν αυτς ευσχήμως του υπέδειξε πως φρονιμτερο θα ’ταν να ενημερώσουν προηγουμένως τη Διεύθυνση των Aρχαιοτήτων, πληροφορήθηκαν για τη σπουδαιτητα του μνημείου και παραιτήθηκαν της προσπάθειάς τους».
Συνέχεια απ την 31η σελίδα
για τον αρχαιολογικ κσμο», συνεχίστηκαν μέχρι τη λήξη του Παγκοσμίου Πολέμου και την Aνακωχή, που βρήκε την οθωμανική αυτοκρατορία στο χείλος του διαμελισμού. Mε το Aβέρωφ αγέρωχο στα νερά της Προποντίδας, το Φανάρι απετάθη ττε στο Διασυμμαχικ δικαστήριο ζητώντας την απδοση της Mονής και την 26η Mαρτίου του 1919 Aγγλος αξιωματικς μεταβαίνει με αστυνομικούς και εκκενώνουν το απέραντο συγκρτημα που, άκρως ταλαιπωρημένο, χρησιμοποιήθηκε προς εγκατάσταση προσφύγων ορφανών της Mικράς Aσίας· εννιακσια περίπου παιδάκια, αγρια και κορίτσια. Tην πρσκαιρη αναλαμπή των χρνων της Aνακωχής έσβησε η Mικρασιατική Kαταστροφή και καθώς το μέλλον της Πολίτικης Pωμιοσύνης είχε ήδη προδιαγραφεί, οι εκάστοτε τουρκικές κυβερνήσεις, συνεπέστατες στις εθνικές τους απψεις, δεν έπαυαν ποτέ να αναζητούν ευκαιρία πως επανακτήσουν το αχανές οικοδμημα, προκλητικ πάντα με τον γκο του, ενώ φανερά κατά καιρούς διεκδικούσαν και το ερημν Σκυλίτσειο κτίσμα του παρακείμενου λφου, που φιλοξενούσε απ το 1844 την Iερά Θεολογική Σχολή. H μεγάλη ευκαιρία παρουσιάστηκε κατά τον Δεύτερο Παγκσμιο πλεμο, με μια Eλλάδα κατεχομένη, ανήμπορη, με κυβέρνηση εξριστη, και μια Tουρκία επιτηδείως ουδέτερη, φίλα προσκείμενη σε μια Γερμανία που προέλαυνε προς τα βάθη της Pωσίας. H Πολίτικη Pωμιοσύνη, εγκαταλειμμένη ως συνήθως και απροστάτευτη, δοκιμαζταν απ καταστροφικ φρο, το βαρλίκι, και τη στρατολγηση των είκοσι ηλικιών, που αμφτερα απέβλεπαν στην ισοπέδωση των υπολειμμάτων του Eλληνισμού της Kωνσταντινούπολης.
32
Tα επιβλητικά κτίσματα της Mονής της Kαμαριώτισσας που στέγαζαν την Σχολή των Eλλήνων Eμπρων. Eπιστολικ δελτάριο των αρχών του αιώνα (αρχείο Aκύλα Mήλλα).
Σ’ αυτά τα δίσεκτα χρνια θ’ απαλλοτριωθεί οριστικά και η μονή της Παναγίας. Oι ναυτικοί, προτάσσοντας και πάλι λγους «στρατιωτικής ανάγκης», διεκδίκησαν αμφτερα τα συγκροτήματα, Θεολογικής και Eμπορικής. Aκολούθησαν ποικίλα διαβούλια και παζαρέματα και, τελικά, θεωρήθηκε «φελος» η παραχώρηση της Παναγίας ως αντάλλαγμα της επίσημης κατοχυρώσεως της Θεολογικής με την εκχώρηση τίτλων ιδιοκτησίας. Aς σημειωθεί πως, εξ αμελείας και των ημετέρων, μοναδικοί ως ττε τίτλοι ιδιοκτησίας υπήρχαν τα παλαιά σουλτανικά φερμάνια, τα οποία δεν ανεγνώριζαν, σπανίως δε ανανέωναν οι Nετουρκοι. Oσο και αν προδιαγραφταν καταδικασμένη η κάθε προσπάθεια των Πατριαρχικών ως προς τη διάσωση της Kαμαριώτισσας, υπήρξαν και εκείνοι που αμφισβήτησαν κατά πσο επιβάλλετο να παραχωρηθεί αγογγύστως ο ιστορικτατος εκείνος χώρος. Aκούστηκε πως ο μετέπειτα Πατριάρχης Mάξιμος είχε αντιταχθεί σθεναρά ττε στην ε-
H KAΘHMEPINH - KYPIAKH 16 AYΓOYΣTOY 1998
σπευσμένη απφαση των πολλών. Eνα απγευμα του 1942 πέρασαν βιαστικά τα ορφανά στην Πρίγκηπο και τα ξηλωμένα τέμπλα της Παναγίας και του Προδρμου, τα προσκυνητάρια με τις δεσποτικές εικνες, φορτωμένα λα σε αραμπάδες, τα μετέφεραν στη μονή της Aγίας Tριάδος. Στο θλιβερ έργο βοήθησαν οι μαθητές της Θεολογικής Σχολής και τελευταίος ο Παπα–Nικλαος ο Xαρβαλιάς προσπάθησε να αφαιρέσει την αργυρή επένδυση, το βαρύτιμο υποκάμισο της Παναγίας. Mαζί με το ασήμωμα ξηλώθηκε ττε κι έπεσε λο το κομμάτι του σοβά, κάτω απ’ την καμάρα, που βρισκταν ιστορημένη απ χρνια η τοιχογραφία. Tον επίλογο ας τον ακούσουμε δια στματος ενς Tούρκου της Xάλκης, του N. Gülen. «Mετά το 1942», γράφει, «που ο μπαχριές κατέλαβε το μοναστήρι, πραγματοποίησε νέες προσθήκες και επισκευές και εγκατέστησε σ’ αυτ τη Σχολή των Aσυρματιστών του Πολεμικού Nαυτικού.
Aναγκαιτητα ευαισθητοποίησης Aς συγχωρεθεί η ποια μακρηγορία ως προς τα ιστορικά της άτυχης αυτής νησιωτικής Παναγίας και ας αποδοθεί σε μια εκ βαθέων και εγκάρδια προσπάθεια αναζωπύρωσης της μνήμης και την ευελπιστία σε τυχν ευαισθητοποίηση μιας ευρύτερης Pωμιοσύνης, και χι μνον, ως προς το απορφανεμένο αυτ κειμήλιο του Eλληνισμού και του Oρθδοξου κσμου που, πρωρα απολησμονημένο, επιμένει σε πείσμα των πάντων να υψώνει τον τρουλίσκο του στο διάσελο εκεί της Xάλκης. Kαθοριστική ήταν για την ολοκλήρωση αυτού του αφιερώματος η συμβολή του κ. Aκύλα Mήλλα, στον οποίο ανήκει και η ιδέα της πραγμάτωσής του. Tον ευχαριστούμε. Mέρος του φωτογραφικού υλικού προέρχεται απ! το βιβλίο του ιδίου «Σφραγίδες Kωνσταντινουπ!λεως», έκδοση του συλλ!γου «H Mνημοσύνη», 1996. Φωτογραφίες αντλήθηκαν επίσης απ! τα λευκώματα «Kωνσταντινούπολη, οι πάνσεπτοι Πατριαρχικοί ναοί», εκδ. «Mίλητος», 1996, και «Kωνσταντινούπολη, αναζητώντας τη Bασιλεύουσα», εκδ. «Λούση Mπρατζιώτη», Aθήνα 1990.