ΙΝΑRA SCOTT
Kανόνες Αποπλάνησης
Tίτλος πρωτοτύπου: RULES OF NEGOTIATION by Inara Scott Copyright © 2012 by Inara Scott Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications This translation published by arrangement with Entangled Publishing, LLC. All rights reserved. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Έλενα Μαστροβασίλη ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Όλγα Παλαμήδη ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS GOLD – 09 ISBN: 978-960-497-441-2 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Στη Libby Murphy, την καταπληκτική μου επιμελήτρια, που έκανε ξανά τη συγγραφή απόλαυση
Κεφάλαιο Ένα «Ψι-ψι-ψι, γατούλα…» Ένα ζευγάρι κίτρινα μάτια κοίταξαν την Τόρι από τη σκοτεινή γωνία κάτω από τη βεράντα της. Είχε πάρει το Φρίτζι από τον μπόγια σχεδόν ένα χρόνο πριν, σε μια προσπάθεια να εκπληρώσει το πεπρωμένο τής αδέσμευτης είκοσι και κάτι κοπέλας που πήγαινε στα τριάντα. Ο Φρίτζι, που προφανώς είχε πάρει το όνομά του από κάποιον με αγάπη σε καθετί γερμανικό, υποτίθεται πως θα ήταν μια διέξοδος. Υποτίθεται πως θα ήταν ένα σκεύος στο οποίο θα έδινε όλη της την αγάπη και την αφοσίωση, και θα έπαιρνε κάτι σε αντάλλαγμα. Αντίθετα, αποδείχτηκε πως ήταν ένα αντικοινωνικό θηρίο, που αγανακτούσε με τα συχνά επιχειρηματικά ταξίδια της και έδειχνε τη δυσφορία του με το να ουρεί στα παπούτσια της και να σκίζει τις κουρτίνες. Ο υπάλληλος του μπόγια είχε εσκεμμένα ξεχάσει ν’ αναφέρει πως η εν λόγω γάτα ήταν ο ίδιος ο Σατανάς με γούνα. Η Τόρι προσπάθησε ξανά, σκύβοντας και απλώνοντας το χέρι με τη μικρή σακούλα με τις λιχουδιές, για να δελεάσει το Φρίτζι να πάει κοντά της και έπειτα στο κλουβί του, που το είχε αφήσει πονηρά στο αυτοκίνητο, για να μην το δει ο γάτος. Μόνο που εκείνος ήξερε τι θα ακολουθούσε. Πάντα ήξερε τι ακολουθούσε. Ειδικά στις έξι το πρωί, όταν εκείνη έπρεπε να πάει στο αεροδρόμιο σε λιγότερο από δυο ώρες. Η Τόρι προσπάθησε να κάνει τον τόνο της φωνής της ευχάριστο. «Έλα, μικρό βασανιστήριο μεταμφιεσμένο σε γάτα… έλα, κύριε Τριχωτέ…» «Εσύ είσαι εκεί κάτω, Τόρι;» Η Τόρι σηκώθηκε βιαστικά και χτύπησε το κεφάλι της στη γωνία της βεράντας. «Σκατά… Εννοώ, διάολε… Εννοώ…» Η μικροκαμωμένη ασπρομάλλα γειτόνισσά της, η κυρία Τζένκινς, που έλαμπε με ένα εσωτερικό άγιο φως και πιθανότατα δε θα είχε πει ποτέ τη λέξη «διάολε», της χαμογέλασε γαλήνια. «Πάλι ταξιδεύεις;» Η Τόρι ένευσε καταφατικά και, χωρίς να το σκεφτεί, σκούπισε τα σκονισμένα χέρια της στη φούστα της· έπειτα, κοίταξε με τρόμο τα ίχνη βρομιάς πάνω στο ύφασμα. Το μυαλό της άρχισε να τρέχει. Το αεροπλάνο έφευγε στις 7:55. Δέκα λεπτά μέχρι το ξενοδοχείο ζώων, πενήντα πέντε λεπτά μέχρι το αεροδρόμιο της Φιλαδέλφειας – υποθέτοντας πως δεν είχε κίνηση, που φυσικά θα είχε. Οι πύλες έκλειναν τριάντα λεπτά πριν από την απογείωση. Η ασφάλεια του αεροδρομίου θα χρειαζόταν τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Πέντε λεπτά ν’ αλλάξει τη φούστα της; Δεν υπήρχε περίπτωση. Είχε μπροστά της τρεις μέρες συνεχούς ταξιδιού, και το να χάσει έστω και μια από τις πτήσεις της θα ήταν καταστροφικό. Δεν είχε την πολυτέλεια αυτή τη στιγμή. Όχι όταν το ταξίδι της κατέληγε στη Νέα Υόρκη, όπου ήλπιζε να οριστικοποιήσει τους τελευταίους σημαντικούς όρους στην αγοραπωλησία της εταιρείας λογισμικού που ανήκε σε έναν πελάτη της, τον Τζέρι Τόλεφσον.
Διαπραγματευόταν αυτό το συμβόλαιο μήνες και ήξερε πως όλοι στην εταιρεία της την παρακολουθούσαν – ειδικά η επιτροπή εταίρων. Αν τα θαλάσσωνε, δε θα το ξεχνούσαν ποτέ. Για να μην αναφέρει πως μετά από τέσσερα χρόνια που δούλευε μαζί με τον Τζέρι, εκείνος ήταν ό,τι κοντινότερο είχε σε καλύτερο φίλο. Του άξιζε μια καταπληκτική συμφωνία και ήταν αποφασισμένη να την πετύχει. «Γιατί δεν αφήνεις εμένα να πιάσω το Φρίτζι;» προσφέρθηκε η κυρία Τζένκινς. Η Τόρι παρακολουθούσε έκπληκτη καθώς η λεπτεπίλεπτη γυναίκα τρέκλιζε προς την άκρη της βεράντας. Ισορροπώντας με το ένα χέρι στην κουπαστή, η κυρία Τζένκινς κοίταξε μέσα στο σκοτάδι. «Φρίτζι, έλα εδώ αμέσως» φώναξε με μια αυστηρή χροιά στην απαλή φωνή της. Λίγο μετά, ένα πορτοκαλί ραβδωτό γατί χαϊδευόταν στα πόδια της ηλικιωμένης γυναίκας, νιαουρίζοντας και τρίβοντας το κεφάλι του στα ορθοπεδικά μαύρα παπούτσια της. Η Τόρι εκνευρίστηκε. Δεν μπορούσε καν να προσποιηθεί πως δεν την πλήγωσε αυτό. «Τον ταΐζω τόνο μερικές φορές, όταν λείπεις» της εξήγησε η κυρία Τζένκινς, σχεδόν απολογητικά. «Δε χρειάζεται να νιώθεις άσχημα. Ξέρω πόσο απασχολημένη είσαι. Οι γάτες είναι δύσκολες, ξέρεις. Παίρνουν τα πράγματα προσωπικά.» Η Τόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω.» Η κυρία Τζένκινς –ποιο ήταν το μικρό της όνομα, τέλος πάντων; Η Τόρι συνειδητοποίησε πως δεν είχε ιδέα– σήκωσε το χέρι της να τη σταματήσει. «Πήγαινε να προλάβεις την πτήση σου, γλυκιά μου. Εγώ και ο Φρίτζι θα είμαστε μια χαρά.» Η Τόρι κοίταξε μια τελευταία φορά τη γάτα –τη γάτα της–, που ήταν ξαπλωμένη μακάρια στο έδαφος μπροστά από τη γειτόνισσά της, και έτρεξε προς το αυτοκίνητο. Πραγματικά, έπρεπε να είχε πάρει ένα βράχο για κατοικίδιο. *** Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ο Μπριτ Μπένσερ, ο διευθυντής της εταιρείας Έξκορπ, πάνω στην Τόρι ήταν η στάση της: πόδια ελαφρά ανοιχτά, ώμοι ευθυτενείς. Μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα κρεμόταν στον έναν ώμο. Κρατούσε ένα πάκο χαρτιά μπροστά της. Ήταν αποφασισμένη. Βέβαιη για τον εαυτό της. Μια άξια αντίπαλος. Ωραία. Ο Μπριτ δεν ένιωθε τύψεις, αλλά περιστασιακά μετάνιωνε. Και το να χειραγωγήσει μια γυναίκα που δεν είχε ικανοποιητική άμυνα πιθανότατα θα τον έκανε να νιώθει ακριβώς έτσι. Το ίδιο δυσάρεστο συναίσθημα που κουβαλούσε μαζί του επειδή άφησε τη μικρή αδελφή του να μετακομίσει στην Καλιφόρνια και να τα φτιάξει με το κάθαρμα. Από τότε που βρήκε το αγόρι της στο κρεβάτι με την καλύτερή της φίλη, περίπου ένα χρόνο πριν, η μικρή αδελφή του είχε πέσει σε βαθιά, οδυνηρή κατάθλιψη. Ο Μπριτ την είχε πείσει να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη με την ελπίδα πως μια νέα αρχή θα βοηθούσε, όμως εκείνη φαινόταν να βυθίζεται περισσότερο στη μιζέρια της. Ήταν στην πόλη τέσσερις μήνες, και εκτός από το να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ, σχεδόν δεν έβγαινε απ’ το διαμέρισμά της. Η υπόλοιπη οικογένεια του έλεγε ότι έπρεπε να της δώσει χρόνο, μα ποιον κορόιδευαν; Με το
ρυθμό που πήγαινε, θα μαράζωνε μέχρι το καλοκαίρι. Η Μελίσα δε χρειαζόταν χρόνο, χρειαζόταν μια δουλειά. Μια δουλειά θα την έβγαζε έξω από το σπίτι, θα έβαζε κάποιο πρόγραμμα στην καθημερινότητά της και, το πιο σημαντικό, θα απασχολούσε το μυαλό της με κάτι άλλο πέρα από τον κόπανο τον πρώην της. Δυστυχώς, η Μελίσα δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να βρει δουλειά, και η μόνη δουλειά για την οποία ο Μπριτ την είχε ακούσει να μιλάει με ενθουσιασμό ήταν τα Εργαστήρια Σόλεν. Εργαζόταν στον κλάδο της ρομποτικής από τότε που πήρε το πτυχίο της, και ήταν πεπεισμένη πως κανείς δε συνδύαζε την τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία σαν τη Σόλεν. Στον κλάδο αυτό, ο Γκαρθ Σόλεν ήταν γνωστός ως απαιτητικό, ακόμα και σκληρό, αφεντικό. Διέθετε όμως ένα λαμπρό, μοναδικό μυαλό. Όλοι ήξεραν πως τα Εργαστήρια Σόλεν θα έκαναν την επόμενη μεγάλη ανακάλυψη στην τεχνητή νοημοσύνη. Η Μελίσα είχε πει στον Μπριτ πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρει δουλειά εκεί, μα εκείνος επέμεινε να τους στείλει το βιογραφικό της έτσι και αλλιώς. Που φυσικά της έδωσε την ευκαιρία να του πει ένα μεγάλο «σ’ τα έλεγα εγώ», όταν την πήραν τηλέφωνο λέγοντάς της πως η Σόλεν δεν ενδιαφερόταν. Ο Μπριτ αρνήθηκε να δεχτεί το «όχι». Αν μιλούσε με το Σόλεν στο τηλέφωνο, ήταν σίγουρος πως μπορούσε να τον πείσει να πάρει συνέντευξη από τη Μελίσα. Και από εκεί και πέρα, δεν είχε καμιά αμφιβολία πως η πανέξυπνη αδελφή του θα έπαιρνε τη δουλειά. Ο Μπριτ δεν ήταν συνηθισμένος στις ενοχές. Όμως ήταν ένα συναίσθημα που μπορούσε εύκολα να το αποβάλει αν έπαιρνε αυτό που ήθελε από την Τόρι. «Ελπίζω να μη με φέρατε μέχρι εδώ για να χάσω το χρόνο μου.» Η Τόρι τού μίλησε με συγκρατημένη φωνή, αλλά όχι τραχιά. Κι όμως, εκείνος έπιασε μια υποψία –μια πολύ μικρή υποψία– τρέμουλου στη φωνή της. Μια κοντινή ματιά αποκάλυπτε κύκλους κάτω από τα μάτια της, καλυμμένους με μια στρώση μακιγιάζ. Επίσης, δεν μπόρεσε να μην προσέξει πως τα μάτια της, που είχαν το χρώμα του αγαπημένου του ουίσκι, ήταν τεράστια, σαν ελαφίνας. Αλλά όχι ευάλωτα, υπενθύμισε ο Μπριτ στον εαυτό του. Δεν κυνηγούσε μια ελαφίνα. Κυνηγούσε έναν κυνηγό. Κάποιον σαν τον ίδιο. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, όμως εκείνη συνέχισε. «Γιατί αυτό θα με δυσαρεστούσε πραγματικά. Ταξιδεύω εδώ και τρεις μέρες, κι έχω περάσει τουλάχιστον τριάντα ώρες σε αεροδρόμια. Δε θυμάμαι την τελευταία φορά που κοιμήθηκα καλά. Οπότε, είναι πιθανό να πεινάω λίγο.» Ο Μπριτ σηκώθηκε από το γραφείο του. Άπλωσε το χέρι του και διοχέτευσε όλη την κατευναστική θέρμη που διέθετε σ’ ένα χαμόγελο. «Δεν έχουμε συστηθεί κανονικά. Τόρι, έτσι; Τόρι Άντερσον;» Η Τόρι ήταν μικροκαμωμένη –ο Μπριτ δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει πως θα ταίριαζε άνετα δίπλα του– και το πρόσωπό της έμοιαζε σαν ξωτικού, σε σχήμα καρδιάς, πλαισιωμένο από ένα μαλλί στο χρώμα καραμέλας, που απειλούσε να φύγει από τον κότσο στο σβέρκο της. Όμως η παρουσία της ήταν μεγαλύτερη από το σουλούπι της. Αν η έρευνά του δεν του είχε αποκαλύψει μέχρι τώρα ότι ήταν μια σκληρή, έξυπνη δικηγόρος, θα του το είχε αποκαλύψει η αυτοπεποίθησή της. Πίσω της στεκόταν ένας απ’ τους δικηγόρους του, ο αναποτελεσματικός Χάρολντ Τουίντι, που δε θα μπορούσε να τη σταματήσει ακόμη και αν έριχνε το αρθριτικό σώμα του μπροστά της. Εκείνη
απλώς θα περνούσε από πάνω του και θα εξακολουθούσε να προχωράει. Αν και από την άλλη… Ο Μπριτ κοίταξε εξεταστικά την άψογη μαύρη φούστα της, που διέγραφε τη στενή της μέση και τους καμπυλωτούς γοφούς της, προτού καταλήξει λίγους πόντους πάνω από τις ψηλοτάκουνες δερμάτινες μπότες της. Η φούστα έδειχνε να την περιορίζει λίγο. Ίσως να μην μπορούσε να περάσει πάνω από το Χάρολντ τελικά. «Τόρι, ναι. Δούλευα με τον κύριο Τουίντι από δω για βδομάδες. Νόμιζα πως ήρθα για τις τελευταίες διευθετήσεις της συμφωνίας μας. Τώρα, μου είπε πως θέλατε να με δείτε προσωπικά. Μου είπε πως του ζητήσατε ν’ ανασυντάξει το συμβόλαιο, περιλαμβάνοντας και τους όρους που αφαιρέσαμε πριν από βδομάδες.» Έκανε ένα βήμα πιο κοντά, αγνοώντας το απλωμένο χέρι του. «Θέλω να δουλέψω μαζί σας, κύριε Μπένσερ. Πραγματικά θέλω. Αλλά δεν παίζω παιχνίδια, και δε σκοπεύω να χαραμίσω το χρόνο και τα χρήματα του πελάτη μου.» Εκείνος της έδειξε ένα μικρό τραπέζι συνεδριάσεων. «Δε θέλω να σπαταλήσω το χρόνο κανενός, ιδιαίτερα του πελάτη σας. Γιατί δεν κάθεστε, να μιλήσουμε;» Περίμενε μέχρι να του γυρίσει την πλάτη, και κοίταξε το Χάρολντ με ένα «βγες τώρα από το αναθεματισμένο γραφείο μου και μην ξαναγυρίσεις» βλέμμα. Τα μάτια του φαλακρού άντρα άνοιξαν διάπλατα και πισωπάτησε τόσο γρήγορα που παραλίγο να μπλέξει τα πόδια του. Ο Μπριτ είχε προσπαθήσει να είναι ευγενικός με το Χάρολντ. Είχε προσπαθήσει να τον διώξει διακριτικά από το δωμάτιο όταν χρειαζόταν ένα διάλειμμα από τη συνήθεια του νομικού του συμβούλου να καθυστερεί την κάθε δοσοληψία με υπερβολικά δικηγορίστικα. Τελικά, ο Μπριτ ανακάλυψε πως το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να τον διατάξει να φύγει. Βλοσυρά. Και έπειτα, να δεχτεί ν’ ακούσει τα καταστροφικά σενάριά του. «Υποθέτω πως πρέπει να πηγαίνω» είπε ο Χάρολντ από το διάδρομο. «Χάρηκα που σε είδα, Τόρι.» «Κι εγώ, Χάρολντ» του απάντησε. Ο Μπριτ έκλεισε την πόρτα και στράφηκε προς την Τόρι. Επιτέλους, ήταν μόνη της. Τώρα, μπορούσε να αρχίσει η διασκέδαση. *** Τα μάτια της Τόρι έδειχναν καχυποψία. Γιατί ένα ανώτερο διοικητικό στέλεχος να επέμβει στη διαδικασία διαπραγμάτευσης, για να προσφέρει καλύτερους όρους την τελευταία στιγμή; Σίγουρα δε φαινόταν ένοχος, αλλά το νομικό ένστικτό της είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Κάτι έτρεχε. Θα στοιχημάτιζε την επερχόμενη θέση της στην επιτροπή εταίρων. Πρώτος Κανόνας Διαπραγμάτευσης της Τόρι: Προσοχή στους σέξι διευθυντές που φέρουν ευνοϊκά συμβόλαια. Σίγουρα, τα πυκνά μαύρα μαλλιά του, το σταρένιο δέρμα του και τα φωτεινά μπλε μάτια του τον έκαναν πολύ σέξι. Ωραία. Δε θα λιποθυμούσε κιόλας. Δεν ήταν του χαρακτήρα της. Μπορούσε να χειριστεί το ψηλό, μελαχρινό και πανέμορφο ένα και ογδόντα παρουσιαστικό του, και το γεγονός ότι είχε αποκτήσει το απαίσιο παρατσούκλι «ο Φονιάς» για την επίδρασή του στις γυναίκες. Δεν ήταν πλέον έφηβη.
Αυτό όμως που δεν μπορούσε να ανεχτεί ήταν ότι ανακατευόταν την τελευταία στιγμή σε μια συμφωνία που εκείνη δούλευε για μήνες και πρόσφερε όρους που φαίνονταν πολύ καλοί για να είναι αληθινοί. Ήταν απαράδεκτο. Κάθισε σε μια ξύλινη καρέκλα, που πιθανότατα του είχε κοστίσει αρκετές χιλιάδες δολάρια. Πίεσε τον εαυτό της να κρατήσει την ψυχραιμία της, ενώ μια σειρά από βρισιές περνούσαν από το μυαλό της. «Τώρα, κύριε Μπένσερ, πρέπει να σας επισημάνω πως είπατε στο δικηγόρο σας να φύγει. Είστε σίγουρος πως θέλετε να διαπραγματευτείτε χωρίς δικηγόρο;» Εκείνος χαμογέλασε μέσα από τα τέλεια άσπρα δόντια του. «Μπορείς να με λες Μπριτ.» Η Τόρι ανταπέδωσε με ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που έκανε το στομάχι της ν’ ανακατευτεί. «Μπριτ.» «Κι εγώ θα σε λέω Τόρι.» Ω Θεέ μου, τι ήταν αυτό; Την κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια, και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως ίσως… ήταν δυνατόν… να τη φλέρταρε; «Εεεντάξει» αποκρίθηκε εκείνη αργά. Η καρδιά της αναπήδησε. Αν και δεν εμπιστευόταν το ελκυστικό βλέμμα του ούτε για μια στιγμή, δεν παρέμεινε τελείως απρόσβλητη από την ακαταμάχητη γοητεία του. «Γνωρίζεις ότι είναι σύνηθες να χρησιμοποιείς δικηγόρους όταν διαπραγματεύεσαι μια τόσο σημαντική συμφωνία, έτσι;» τον ρώτησε η Τόρι, μόνο και μόνο για να αποσπάσει την προσοχή της από τη θερμή αίσθηση που είχε αρχίσει να νιώθει στο στομάχι της. Ο Μπριτ ένευσε. «Α, θα φωνάξω το Χάρολντ να ξανάρθει κάποια στιγμή. Θα τα κάνει επάνω του αν τον αφήσω να περιμένει έξω τόση ώρα.» Εκείνη κοίταξε προς την πόρτα. «Να περιμένει… εννοείς πως είναι ακόμα εκεί έξω;» «Πιθανώς.» Η Τόρι τον κοίταξε κατάπληκτη. «Ο δικηγόρος σου στέκεται έξω από την πόρτα σου και σε περιμένει;» «Ο δικηγόρος μου με τρελαίνει. Πρέπει να τον κάνω να περιμένει απέξω, αλλιώς θ’ αρχίσει τις ανούσιες υποθέσεις. Θ’ ακούσω τις συμβουλές του. Απλώς τον κρατάω σε εγρήγορση.» Η Τόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Δεν έχω ακούσει πιο περίεργη σχέση δικηγόρου-πελάτη.» Ο Μπριτ ένευσε. «Δουλεύει για την Έξκορπ εδώ και τριάντα χρόνια. Είναι σαν εξάρτημα εδώ. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον απολύσω, αλλά επίσης δεν υπάρχει περίπτωση να τον αφήσω να χρονοτριβήσει μέχρι θανάτου σε μια συμφωνία.» Τώρα έμπαιναν στο θέμα. Η Τόρι χαμήλωσε το βλέμμα της.
«Αυτό έκανε; Είχα την εντύπωση πως διαπραγματευόμασταν.» «Είχατε κολλήσει» απάντησε ο Μπριτ. «Ήθελε να σου επιβάλει όρους που δε θα δεχόσουν ποτέ. Ήθελες περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι θα δίναμε ποτέ.» «Και πού θέλεις να καταλήξεις;» «Του ζήτησα να κάνει μερικές αλλαγές στο συμβόλαιο.» Εκείνη καθάρισε το λαιμό της. «Το πρόσεξα.» «Δε σου αρέσει» συμπέρανε εκείνος. «Αυτό να λέγεται. Ναι, ήμασταν σε ένα δύσκολο σημείο, μα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία. Τώρα…» Κούνησε το κεφάλι της και χτύπησε απαλά τα έγγραφα μπροστά της. «Κάνατε σημαντικές αλλαγές στη συμφωνία. Δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις, κύριε Μπένσερ, και αυτή ήταν μια μεγάλη έκπληξη.» «Μπριτ» της υπενθύμισε. «Και σου αρέσει. Οι αλλαγές δεν είναι τόσο δραματικές όσο φαίνονται. Είπα στο Χάρολντ να προσθέσει μια παροχή αποζημίωσης, αλλά να περιλαμβάνει μερικές εξαιρέσεις για την οικονομική προστασία του πελάτη σου, και πρόσφερα μια ρήτρα καλής πίστης, για ν’ αυξήσω την τιμή πώλησης. Νομίζω πως θα εκτιμήσεις αυτό που έκανα.» Η Τόρι κάθισε πίσω στην καρέκλα της. Ο Μπριτ έπαιζε χαλαρά με ένα στιλό στα δάχτυλά του και εκείνη δεν μπορούσε να μην προσέξει πως δε θύμιζαν χέρια επιχειρηματία. Φαίνονταν πολύ ικανά. Τετράγωνα και στιβαρά. Λες και μπορούσε να παίξει μερικούς γύρους μποξ ή να φτιάξει μια χαλασμένη στέγη. Καθάρισε το λαιμό της. «Νόμιζα πως φτάναμε στο τέλος των διαπραγματεύσεων. Ήμουν έτοιμη να κλείσω τη συμφωνία. Τώρα;» Σήκωσε τα χέρια της στον αέρα. «Δεν ξέρω.» «Ξέρεις» είπε ο Μπριτ. «Θ’ αλλάξεις γνώμη. Δε σου αρέσει που μετατόπισα τη γραμμή τερματισμού, αλλά δεν μπορείς να προσποιείσαι πως δε σου αρέσει το αποτέλεσμα.» «Θα πρέπει να το σκεφτώ» του δήλωσε πιέζοντας τον εαυτό της να ακούγεται ευχάριστη. «Και να μιλήσω με τον πελάτη μου.» «Φυσικά.» Ο Μπριτ σηκώθηκε. Κοίταξε το ρολόι του. «Είναι ακόμα πρωί. Έχεις αρκετή ώρα να το διαβάσεις και να μιλήσεις με τον κύριο Τόλεφσον πριν πάμε για δείπνο.» «Δείπνο;» «Το γεύμα μετά το μεσημεριανό; Πριν από το πρωινό;» «Ξέρω τι είναι το δείπνο.» Η Τόρι είπε την κάθε λέξη της προσεκτικά. «Δεν καταλαβαίνω γιατί θέλεις να φας μαζί μου.» Το βλέμμα του έπεσε στο πρόσωπό της και μετά σε όλο της το σώμα. Δεν ήταν τόσο φανερό για να είναι προσβλητικό, όμως ήταν αρκετό για να στείλει ένα θερμό κύμα σε όλο της το κορμί. Σκατά. Όντως φλέρταρε μαζί της! «Θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα» παραδέχτηκε ο Μπριτ. «Αν νομίζεις πως θα κλείσεις καλύτερη συμφωνία με το να με κεράσεις δείπνο, ξανασκέψου το.»
«Για όνομα του Θεού, δε μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό. Πρώτα, θα αποφασίσεις για τη συμφωνία μόνη σου. Έπειτα, θα φάμε. Είναι απλώς δείπνο, Τόρι.» Η Τόρι ζάρωσε. Φυσικά και ήταν απλώς δείπνο. Τι νόμιζε, πως ο Φονιάς θα ήθελε να κάνει σεξ μαζί της; Εκείνος έβγαινε με φωτομοντέλα, μεγαλοκληρονόμους και γυναίκες που φορούσαν νούμερο μηδέν στα ρούχα και δεν έτρωγαν ντόνατς που κάποιος είχε αφήσει στην αίθουσα διαλείμματος κάθε Δευτέρα πρωί. Δεν έβγαινε με γυναίκες που η ιδέα τους για διασκέδαση ήταν να φύγουν από το γραφείο στις οκτώ, αντί για τις δέκα, κάποιο βράδυ. «Θα το σκεφτώ» κατέληξε, νιώθοντας άβολα που ένας πελάτης τής είχε ζητήσει να βγουν, και πολύ περισσότερο ένας τόσο σέξι πελάτης όσο ο Μπριτ, και ευχόταν τα μάγουλά της να μην έδειχναν τόσο κόκκινα όσο τα ένιωθε. «Αφού δω τη συμφωνία.» Εκείνος έγραψε έναν αριθμό στο πίσω μέρος μιας επαγγελματικής κάρτας. «Αυτό είναι το κινητό μου. Πάρε με όποτε είσαι έτοιμη.»
Κεφάλαιο Δύο «Γεια, Τόρι! Είμαι εκατομμυριούχος ή ακόμα;» Η ενθουσιώδης φωνή του Τζέρι Τόλεφσον, προέδρου και ιδρυτή της εταιρείας Τέκνιξ, αντήχησε μέσα από το ακουστικό. Η Τόρι μόρφασε. Είχε περάσει τέσσερις ώρες διαβάζοντας εξονυχιστικά το συμβόλαιο και εξετάζοντας κάθε όρο, ενώ παράλληλα είχε ζητήσει από έναν από τους παλιότερους συνεργάτες της, τον Έλις Χέδερινγκτον, να επανεξετάσει τις αλλαγές. Τελικά, έπρεπε να παραδεχτεί πως η συμφωνία ήταν καλή. Όσο και αν το ήθελε, απλώς δεν μπορούσε να βρει λόγο για να την απορρίψει. Ο Έλις, που η ιδέα του για θετικά σχόλια γενικώς περιοριζόταν σε ένα «χαίρομαι που δεν τα θαλάσσωσες, Άντερσον», ήταν αρκετά διαχυτικός στο τηλέφωνο. «Κλείσε τη συμφωνία. Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο για τον πελάτη σου.» Ο Έλις έκανε μια παύση, λες και σχεδόν πίεζε τα λόγια να βγουν από το στόμα του. «Και συγχαρητήρια. Θα φροντίσω να το μάθει η επιτροπή εταίρων.» «Περίμενε, Τζέρι. Έγιναν κάποιες αλλαγές στην προσφορά τους. Γι’ αυτό σου τηλεφωνώ.» Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ακόμα και με τον έπαινο του γηραιότερου εταίρου, η Τόρι μισούσε να πει τα νέα στον Τζέρι. Όχι γιατί ήταν άσχημα ή γιατί θα τον πείραζε –ήξερε πως δε θα τον ένοιαζε–, αλλά γιατί, κατά μια έννοια, σήμαινε πως είχε νικήσει η άλλη μεριά. Κάτι δεν της πήγαινε καλά όμως με την παρέμβαση του Μπριτ Μπένσερ την τελευταία στιγμή. Η Τόρι δεν μπορούσε να βάλει το χέρι της στη φωτιά, γι’ αυτό και δίστασε να εκμυστηρευτεί τις επιφυλάξεις της στον Τζέρι. «Θέλουν ακόμα ν’ αγοράσουν την εταιρεία;» «Ναι.» «Οπότε πού οφείλεται η καθυστέρηση;» Η Τόρι έτριξε τα δόντια της. Ο Τζέρι ήταν ο πιο λαμπρός σχεδιαστής λογισμικών προγραμμάτων που είχε γνωρίσει ποτέ, αλλά δεν είχε ιδέα από νομικές λεπτομέρειες. «Θέλουν τη ρήτρα αποζημίωσης.» «Νόμιζα πως είπες ότι δε θα συμφωνούσαν με αυτό.» «Το είπα, μα τα πράγματα άλλαξαν.» Του εξήγησε τις νέες ρήτρες που είχε προσθέσει ο Μπριτ, και του περιέγραψε πώς είχε φτιάξει τον όρο της αποζημίωσης ώστε να μη ζημιωθεί ο Τζέρι. «Θεέ μου, Τόρι, δε μ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά. Τι γνώμη έχεις εσύ;» «Αύξησαν την τιμή αγοράς κατά πέντε εκατομμύρια.» Ξαφνικά, το στόμα της στέγνωσε. Ξεροκατάπιε και πίεσε τον εαυτό της να συνεχίσει. «Νομίζω πως πρέπει να δεχτείς.» Ο Τζέρι σφύριξε σιγανά. «Αυτό είναι πολλά ταξίδια στην Μπόκα. Άκου, ξέρεις πως σ’ εμπιστεύομαι. Αν είσαι εντάξει με αυτό, τότε είμαι κι εγώ.»
Η Τόρι αναστέναξε. Αν και εκτιμούσε τους συναισθηματισμούς, δεν ήθελε οι πελάτες της να παίρνουν αποφάσεις απληροφόρητοι. «Το κοίταξε και ο Έλις επίσης. Συνέστησε να δεχτείς.» «Μου ακούγεται καλό.» Ο Τζέρι άρχισε να σφυρίζει το σκοπό από τη σειρά Χαβάη 5-0. Η Τόρι χαμογέλασε. Ένα σφίξιμο στο στήθος την πίεσε να συνεχίσει, ενώ ήθελε να χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο, επειδή στην πραγματικότητα είχε ενθουσιαστεί με το πιθανό ραντεβού της με τον Μπριτ. «Υπάρχει και κάτι ακόμα…» Ένιωθε παράξενα να το αναφέρει, όμως έπρεπε να παραδεχτεί πως πέθαινε να πει σε κάποιον τι είχε συμβεί στο γραφείο του Μπριτ. Πέρα απ’ αυτό, και στην ελάχιστη πιθανότητα που αποδεικνυόταν πραγματικό ραντεβού, ήθελε τη συγκατάθεση του Τζέρι πριν προχωρήσει. «Τι;» «Ο Μπριτ Μπένσερ θέλει να με βγάλει για δείπνο.» «Ο Φονιάς; Ποπό, κι εσύ δεν πίστευες πως θα εμφανιζόταν καν στη συνάντηση. Οπότε, πήγαινε για δείπνο. Ίσως μπορέσεις να μου εξασφαλίσεις μερικά ακόμα εκατομμύρια, αν του πεταρίσεις τις όμορφες βλεφαρίδες σου.» «Τζέρι, μπορείς να σοβαρευτείς για ένα λεπτό;» Η Τόρι πετάχτηκε όρθια και άρχισε να τριγυρίζει μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. «Είμαι σίγουρη πως δεν είναι κάτι, αλλά είμαστε οι αντίθετες πλευρές της συμφωνίας. Δε θέλω να νομίζεις πως θα διακινδύνευα τη θέση σου.» Η φωνή του Τζέρι ακούστηκε σοβαρή. «Κοίτα, από τότε που ήρθα σ’ εσένα για βοήθεια, έκανες ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για μένα, και μη νομίζεις πως δεν το ξέρω. Δεν ανησυχώ ούτε λεπτό πως θα άφηνες να μπει κάτι ανάμεσα σ’ εσένα και στη συμφωνία. Ποτέ δεν το έκανες και ποτέ δε θα το κάνεις.» «Αλλά;» «Θέλεις να σου πω να μην πας;» Εκείνη σταμάτησε. Αυτό ήθελε; «Όχι, απλώς είμαι μπερδεμένη.» Περιπλανήθηκε μέσα στο μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ο έντονος φωτισμός έκανε το δέρμα της να φαίνεται κίτρινο και τις σακούλες κάτω από τα μάτια της να γυαλίζουν σα μελανιές. Ναι, σίγουρα κάτι έτρεχε αφού ο Φονιάς ζήτησε από αυτό το πλάσμα ραντεβού. «Δεν μπορώ να φανταστώ τι θέλει από μένα.» Επικράτησε σιωπή, και ακολούθησε ένα σιγανό χαχάνισμα. «Τόρι, δε θέλεις να σου εξηγήσω τις μέλισσες και τα λουλουδάκια, έτσι δεν είναι; Θυμάμαι ο Φιλ δεν ήταν και τίποτα της προκοπής, αλλά ήξερε πώς να… εεε…» «Τζέρι!» Δεν μπόρεσε να μη γελάσει. Ο Τζέρι ποτέ δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον πρώην αρραβωνιαστικό της, και στην πραγματικότητα, ούτε και εκείνη. Αλλά ο Φιλ ήταν τόσο σταθερός. Τόσο προβλέψιμος. Ο τύπος του ανθρώπου που ποτέ δε θ’ άφηνε τη γυναίκα και την κόρη του για να γίνει εκπαιδευτής καταδύσεων στη Χαβάη.
Η Τόρι έβγαλε από το μυαλό της την εικόνα του πατέρα της. «Κοίτα, είμαι τουλάχιστον πέντε χρόνια μεγαλύτερη, είκοσι εκατοστά πιο κοντή, και δέκα κιλά πιο παχιά από τις γυναίκες που βγαίνει συνήθως. Είμαι σίγουρη πως δεν είναι ραντεβού. Πιθανότατα, απλώς είναι ευγενικός.» «Τόρι» της είπε αναστενάζοντας. «Γλυκιά μου, δεν έχεις ιδέα πόσο ελκυστική είσαι. Ξέρω αρκετούς άντρες που θα πέθαιναν να βγουν μαζί σου, αλλά αρνείσαι κάθε φορά που τους αναφέρω. Αλήθεια, πότε ήταν η τελευταία φορά που βγήκες ραντεβού;» Κατέβασε το καπάκι της τουαλέτας και κάθισε πάνω, αρνούμενη να κοιτάξει ξανά στον καθρέφτη. «Πριν από μερικούς μήνες;» «Καλύτερα πες εννιά μήνες. Έφερες το Ρίτσαρντ Φίνλεϊ στο πάρτι της Τέκνιξ. Είναι λογιστής, για όνομα του Θεού.» «Τι έχουν οι λογιστές;» «Τίποτα, αν είναι αληθινοί άντρες. Ο Ρίτσαρντ Φίνλεϊ δε χαρακτηρίζεται ως τέτοιος.» Ο Ρίτσαρντ ήταν ακριβώς στο ύψος της Τόρι, ένας γλυκός άντρας με απαλά χέρια και κοφτερό μυαλό. Δυστυχώς, ο Τζέρι είχε δίκιο. Μέχρι το τέλος της βραδιάς, ήταν προφανές ότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τα οικονομικά της Τόρι παρά για την ίδια. «Κι όμως… το Φονιά; Τι θα κάνω μ’ αυτόν;» «Αν ρωτάς εμένα, πραγματικά το χρειάζεσαι. Πήγαινε να διασκεδάσεις, Τόρι. Κάνε σεξ με έναν καυτό τύπο. Ζήσε τη στιγμή.» «Τζέρι!» Η Τόρι ένιωσε ότι τα μάτια της θα πεταγόντουσαν από τις κόχες τους. «Δε θα μπορούσα!» «Ίσως να ’πρεπε.» «Διαπραγματευόμαστε μια συμφωνία, Τζέρι.» «Μου είπες πως η συμφωνία έκλεισε» της επισήμανε. «Μου είπες να δεχτώ την προσφορά. Τη δέχτηκα.» «Το συμβόλαιο δεν είναι το τελικό» μουρμούρισε η Τόρι. «Αν πραγματικά ανησυχείς γι’ αυτό, πες στον Έλις να το ξαναδεί πριν υπογράψω. Δε με νοιάζει. Σοβαρά, τελευταία ανησυχώ για σένα. Δουλεύεις πολύ σκληρά. Δε φαίνεσαι ευτυχισμένη.» «Το ξέρω πως είμαι αγχωμένη τελευταία, όμως δεν μπορώ να ηρεμήσω τώρα. Ήμουν αδίστακτη με τους αντιδίκους τα τελευταία χρόνια. Αν θέλω να γίνω συνέταιρος, πρέπει να έχω ασύλληπτο αριθμό υποθέσεων, και έχασα τόση δουλειά πέρσι όταν η μητέρα μου είχε πνευμονία.» Ο Τζέρι ρουθούνισε. «Κάνεις τη διπλή δουλειά απ’ όλους τους τεμπέληδες σε αυτό το γραφείο και το ξέρεις. Αλλά δε θα σε μαλώσω τώρα γι’ αυτό. Θέλω να διασκεδάσεις λίγο. Ξέρω ότι έχεις κάτι εναντίον των ωραίων αντρών, μα προσπάθησε να το αφήσεις λίγο στην άκρη. Δεν είμαστε όλοι κακοί.» Αν και η Τόρι το ξεχνούσε μερικές φορές επειδή ήταν φίλοι με τον Τζέρι τόσο καιρό, ήταν και εκείνος γυναικάς, με λίγο μακριά ξανθά μαλλιά και ψιλόλιγνος. Ίσως επειδή ήταν πελάτης, ή επειδή δεν υπήρχε χημεία μεταξύ τους, αλλά εν πάση περιπτώσει, η Τόρι ποτέ δε σκέφτηκε τον Τζέρι σαν κάτι παραπάνω από έναν εξαίρετο σχεδιαστή λογισμικού και καλό φίλο.
«Μην ανησυχείς, Τζέρι. Δε σε θεωρώ έναν απ’ αυτούς.» «Λες ψέματα. Αλλά σε συγχωρώ.» Σιγά σιγά, το γέλιο έσβησε από τη φωνή του. «Ξέρεις, είσαι επίσης ένας από τους λίγους ανθρώπους στον κόσμο που νοιάζομαι, οπότε πες του πως έχεις έναν πιο δυνατό, πιο όμορφο τύπο στο πλευρό σου, αν δεν είναι εντάξει.» «Σωστά. Θα είναι το πρώτο πράγμα που θα του πω: “Ευχαριστώ για το ραντεβού, κύριε Μπένσερ, όμως να ξέρεις πως αν δεν είσαι καλός μαζί μου, ο φίλος μου ο Τζέρι θα σε δείρει”.» Ο Τζέρι σταμάτησε να μιλάει. Εκείνη συνειδητοποίησε τι είχε πει ένα δευτερόλεπτο αφότου θυμήθηκε τα προηγούμενα λόγια της. Μπορούσε ν’ ακούσει στην κυριολεξία το ανασήκωμα του ξανθού φρυδιού του, στη σήμα κατατεθέν ειρωνική έκφρασή του. «Μα, Τόρι» συνέχισε, με τη φωνή του γεμάτη πονηριά. «Νόμιζα πως αυτό δεν ήταν ραντεβού.» *** Αφού τελείωσε το τηλεφώνημα με τον Τζέρι, η Τόρι ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοίταξε το ταβάνι. Σκέφτηκε το Φρίτζι και την κυρία Τζένκινς. Ίσως τελικά να δούλευε πολύ σκληρά. Ίσως όντως χρειαζόταν να χαλαρώσει, να βγάλει τη δουλειά απ’ το μυαλό της για ένα βράδυ. Και μόνο η σκέψη να χαλαρώσει με τον Μπριτ Μπένσερ έστειλε ένα κύμα θέρμης σε όλο της το σώμα. Με έναν αναστεναγμό καθαρού πόθου, αφέθηκε στη φαντασίωση. Φαντάστηκε τα δυνατά του χέρια να βγάζουν το παλτό της, να τη χαϊδεύουν μέσα από τη λεπτή μεταξωτή της μπλούζα, και ύστερα να ανεβάζουν τη φούστα της και να γλιστράνε στους μηρούς της, στο ζεστό, υγρό μέρος ανάμεσά τους. Ένα βουητό από το Μπλάκμπερι την ξύπνησε από την ερωτική ονειροπόλησή της. Με ένα βαθύ αναστεναγμό, ανακάθισε και κοίταξε το κινητό της. Είκοσι καινούρια μηνύματα, τα περισσότερα από τον Καρλ Μπάλτσερ, τον πιο απαιτητικό πελάτη της. Είχαν μια συνάντηση για τις εννιά, μεθαύριο, και ήθελε να την κάνουν επτά. Επτά το πρωί. Θα ήταν εξαντλημένη. Ζαλισμένη από την πτήση. Θα χρειαζόταν απεγνωσμένα μια μέρα ρεπό. Και χάρη στον Καρλ, τώρα θα πήγαινε στο γραφείο στις επτά το πρωί. Δουλειά. Αυτή ήταν η ζωή της. Όχι σεξ με τύπους σαν το Φονιά. Τέλος πάντων, ο Μπριτ τής είχε ζητήσει να πάνε για δείπνο, όχι να κάνουν πάρτι γυμνοί στο τζακούζι του. Απλώς ήταν ευγενικός. Αυτό, ή κάτι ήθελε από εκείνη και δεν είχε σχέση με το σεξ. Δεύτερος Κανόνας Διαπραγμάτευσης της Τόρι: Μην υποθέτεις τίποτα. Αν της ριχνόταν, λοιπόν, θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει όταν θα γινόταν. Όμως δε θα έσκαγε περιμένοντας, και αρνιόταν να το παίζει χαζή. Το είχε μάθει αυτό από τη μητέρα της. Κανένας άντρας δε θα έπιανε κορόιδο την Τόρι Άντερσον. Ακόμα και αν ήταν ο Φονιάς.
Κεφάλαιο Τρία Η Τόρι έφτιαξε τα μαλλιά της και κοίταξε στον καθρέφτη για εκατοστή φορά ενώ περίμενε το χτύπημα του κινητού της. Αφού τηλεφώνησε διστακτικά στον Μπριτ και συμφώνησαν και οι δυο στους βασικούς όρους της συμφωνίας και για το δείπνο, έκανε ένα ωριαίο αφρόλουτρο στην μπανιέρα του ξενοδοχείου. Μέσα σε αυτή την ώρα, αναλογίστηκε χίλιους δυο λόγους για να τον καλέσει και να ακυρώσει το ραντεβού τους. Πρώτον, ο Μπριτ ήταν πολύ γοητευτικός. Η Τόρι ποτέ δεν εμπιστευόταν γοητευτικούς άντρες – της θύμιζαν τον πατέρα της. Γι’ αυτό, προτιμούσε να βγαίνει με άντρες σαν το Φιλ και το Ρίτσαρντ Φίνλεϊ. Ήταν έξυπνοι, αξιοπρεπείς, χωρίς ίχνος γοητείας πάνω τους. Και αν ο Μπριτ ήθελε κάτι παραπάνω από ένα απλό δείπνο; Ίσως ένα φιλί, ας πούμε; Προσπάθησε να τον φανταστεί να γέρνει προς το μέρος της και ξέσπασε σε γέλια. Το επόμενο ήταν να φαντάζεται μονόκερους να πετάνε και νεράιδες να την παίρνουν για βόλτα στο ουράνιο τόξο. Η Τόρι πήρε τις μπότες της από την ντουλάπα, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και άρχισε την επίπονη διαδικασία τού να βάλει τα πόδια της μέσα στο στενό δέρμα. Ένας απαλός χτύπος την ξάφνιασε. Πήγε πηδώντας αδέξια προς την πόρτα, βάζοντας ακόμη το δεξί της πόδι μέσα στην μπότα. Παραπατώντας, κατάφερε να πιάσει το πόμολο της πόρτας πριν καταφέρει άτσαλα να κρατήσει την ισορροπία της. Άνοιξε την πόρτα. Η αισθησιακή μυρωδιά από τα κρίνα γαργάλησε τη μύτη της. Κοίταξε έκπληκτη ένα μπουκέτο από άσπρα και ροζ λουλούδια, έπειτα άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί αργά στο απλωμένο χέρι του άντρα που της τα πρόσφερε. «Μπριτ;» είπε με τρόμο. Είχε έρθει νωρίς. Για να μην αναφέρει πως στεκόταν στο διάδρομο έξω από την πόρτα της αντί να τη συναντήσει στη ρεσεψιόν όπως περίμενε. «Τι κάνεις εδώ;» Προσπάθησε να μη φανταστεί το δωμάτιο πίσω της. Ήταν εκεί μόλις μια νύχτα, αλλά ύστερα από χρόνια ταξιδιών, μεταχειριζόταν τα δωμάτια των ξενοδοχείων σα δεύτερο σπίτι της. Το ατυχώς πεταμένο σουτιέν της ήταν πάνω σε ένα κομοδίνο, και το μαύρο δαντελωτό νυχτικό της στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι. Ο φορητός υπολογιστής της πάνω στο γραφείο, δίπλα σε μια στοίβα χαρτιά, ενώ τα απομεινάρια από την επιδρομή της στο μίνι μπαρ –άδεια σακουλάκια από σοκολατάκια, ένα αναψυκτικό και ένα μισογεμάτο σακουλάκι φιστίκια– βρόμιζαν όλες τις άλλες επιφάνειες. Εκείνος χαχάνισε. «Αν δεν ήξερα καλύτερα, θα έλεγα πως δε χαίρεσαι που με βλέπεις.» Αν και η Τόρι δεν το θεωρούσε δυνατόν, φαινόταν ακόμα καλύτερος τώρα απ’ ό,τι στα γραφεία της Έξκορπ. Το ριγέ κουστούμι και η γραβάτα είχαν αντικατασταθεί από ένα χακί παντελόνι και ένα σκούρο μπλε πουλόβερ. Οι φαρδιοί ώμοι του απλώς ικέτευαν ν’ αγγιχτούν και η στενή μέση του έφερνε στη φαντασία της τα δάχτυλά της να χαϊδεύουν τα πλευρά του. Ένα κύμα αδρεναλίνης έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα. Ξεροκατάπιε. «Νόμιζα πως θα με συναντούσες στη ρεσεψιόν.»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Άλλαξα γνώμη.» Άλλαξε γνώμη; Ο Μπριτ Μπένσερ δεν άλλαζε γνώμη. Είχε έρθει στο δωμάτιό της για κάποιο λόγο. Τα μάτια της στένεψαν από καχυποψία. Αν ήταν σε διαπραγμάτευση, θα έλεγε πως προσπαθούσε να την αιφνιδιάσει, να τη συγχύσει. Αλλά με τι σκοπό; Ένας άντρας σαν τον Μπριτ δε χρειαζόταν να παίξει παιχνίδια για να ρίξει μια γυναίκα στο κρεβάτι του. Τον κοίταξε εξεταστικά για ένα λεπτό, έπειτα κούνησε το κεφάλι της. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να διαβάσει το μυαλό του. Θα μάθαινε σύντομα τι ήθελε. Εν τω μεταξύ, ο Τρίτος Κανόνας Διαπραγμάτευσης της Τόρι έλεγε: Όταν αμφιβάλλεις, πέρνα στην επίθεση. Του χαμογέλασε πλατιά και βεβιασμένα, πήρε τα λουλούδια και άνοιξε πιο πολύ την πόρτα. «Πέρασε.» Η Τόρι άφησε την ανθοδέσμη στο γραφείο, πήρε το νυχτικό της και το πέταξε στην ανοιχτή βαλίτσα της. Η καρδιά της πήγε από το γρήγορο χτύπημα στο «μόλις έτρεξα στο μαραθώνιο και νομίζω πως θα πεθάνω». Τι έκανε; Έπαιζε παιχνίδια με το Φονιά; Είχε χάσει το μυαλό της; Η φιγούρα του Μπριτ με τους φαρδιούς ώμους γέμισε εύκολα το μικρό χώρο μεταξύ του ημίδιπλου κρεβατιού και της ξύλινης ντουλάπας. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Δε χρειάζεται να συμμαζέψεις για μένα. Έπρεπε να σε ειδοποιήσω πρώτα.» Αν μη τι άλλο, φαινόταν όλο και πιο άνετος όσο περισσότερο έμενε στο δωμάτιό της. Ήταν παράλογο να νομίζει πως το νυχτικό μιας γυναίκας θα έκανε το Φονιά νευρικό. Η Τόρι ήξερε πως είχε χάσει τον έλεγχο της κατάστασης – όχι, σβήσ’ το αυτό: ποτέ δεν είχε τον έλεγχο. Ήταν τρελή να πιστεύει πως θα το κατάφερνε απέναντι σε έναν άντρα σαν τον Μπριτ. Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς. Μήπως έπρεπε να κάνει πίσω; Να ακυρώσει το δείπνο; Όχι, φώναζε η περηφάνια της διαμαρτυρόμενη. Δεν υπάρχει περίπτωση. Έπιασε τον εαυτό της να κοιτάζει τα χείλη του, καθώς ένα νέο κύμα πανικού την κατέκλυσε. Σκέφτηκε τα λόγια του Τζέρι –εννιά μήνες χωρίς ραντεβού– και έτριξε τα δόντια της. Δε θα υποχωρούσε. «Έκανα κράτηση στο Αλεσάντρο» συνέχισε ο Μπριτ, χωρίς να γνωρίζει τη μάχη μέσα στο μυαλό της. «Είναι ένα ιταλικό στο Κουίνς. Δεν είσαι απ’ αυτούς τους φανατικούς με τις χαμηλές θερμίδες, έτσι;» Η Τόρι τού είχε πει να διαλέξει εκείνος το μέρος για το δείπνο, περίεργη να δει την επιλογή του. «Τα μακαρόνια είναι ένας απ’ τους λόγους που ξυπνάω το πρωί. Αυτά, και ένα ωραίο κομμάτι ψωμί με βούτυρο για πρωινό.» Οι λέξεις της ήταν ένα είδος πρόκλησης. Έλα, σκέφτηκε, σύγκρινέ με με τα μοντέλα φιλενάδες σου. Κάνε μου τη χάρη. Το χαμόγελό του πλάτυνε. «Μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Τώρα πρόσθεσε κάνα δυο αβγά τηγανητά και μερικές πατάτες, και μπήκες στο νόημα.»
«Πατάτες, ε;» Δίπλωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της, κάνοντας το απαλό ύφασμα του φορέματος να τεντωθεί πάνω από το πλούσιο στήθος της. «Κομματάκια ή ροδέλες;» «Κομματάκια φυσικά.» Επέτρεψε στον εαυτό της να χαμογελάσει. «Να ένας άντρας που ξέρει να τρώει. Θα τα πάμε μια χαρά, κύριε Μπένσερ.» «Μπριτ» της υπενθύμισε. «Πού βρήκες το όνομα “Μπριτ”;» τον ρώτησε. «Το αληθινό σου όνομα δεν είναι “Τζον”;» «Διάβαζες για μένα;» Σήκωσε το ένα φρύδι του και έγειρε πάνω στην ντουλάπα, βάζοντας το ένα χέρι του μέσα στην τσέπη του. Αυτή η κίνηση έκανε το ύφασμα του παντελονιού του να τεντωθεί. Η καρδιά της Τόρι άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. «Έρευνα. Πρέπει να γνωρίζεις τον αντίπαλό σου, και όλα αυτά.» «Λοιπόν, αν σου πω πώς πήρα το όνομά μου, θα πρέπει να μου πεις γιατί απέρριψες τη δουλειά στον Άρειο Πάγο.» Εκείνη κράτησε την ανάσα της. «Πώς, στο καλό, το έμαθες αυτό;» «Έρευνα.» Κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό. Ούτε καν η μητέρα της – ή καλύτερα, ειδικά η μητέρα της, που ήταν και ο λόγος που είχε αναγκαστεί να την απορρίψει. Ό,τι ίχνος ελέγχου και αν νόμιζε πως είχε καταφέρει ν’ αποκτήσει, εξαφανίστηκε. «Γιατί δεν πάμε για δείπνο;» Δεν είχε σκοπό να συζητήσει γι’ αυτό ή για οποιοδήποτε θέμα που σχετιζόταν με τη μητέρα της, με τον Μπριτ Μπένσερ. Το επίμονο βλέμμα του την αξιολόγησε, την ανέλυσε και σιωπηλά συμφώνησε να αφήσει το θέμα. Κοίταξε το λεπτό υφασμάτινο φόρεμά της με το βαθύ ντεκολτέ. «Κάνει λίγο ψύχρα. Έχεις παλτό;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Προσπαθώ να ταξιδεύω ελαφρά.» «Θα πω στον οδηγό να φέρει το αυτοκίνητο στην είσοδο.» Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και πήγε προς την πόρτα του δωματίου, μιλώντας χαμηλόφωνα. Η Τόρι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να κοιτάξει τα μηνύματα στο κινητό της. Τα δάχτυλά της έτρεμαν· χρειαζόταν το συνηθισμένο όγκο δουλειάς που την περίμενε για να σταματήσει τον πανικό της. Τουλάχιστον, στη δουλειά ήξερε τι να κάνει. Αντίθετα από δω, σε αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου τα είχε τελείως χαμένα. Ο Μπριτ τελείωσε το σύντομο τηλεφώνημα και ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του. Η Τόρι έπαιζε νευρικά με την τσάντα της, βάζοντας μέσα το πορτοφόλι της και την κάρτα του δωματίου, ελέγχοντας πως το πακετάκι με τα προφυλακτικά που κουβάλαγε είχε τουλάχιστον ένα μέσα. Ω Θεέ μου, και αν στ’ αλήθεια θέλει να κάνουμε σεξ; Θα μπορούσα να το κάνω;
Όταν τον ξανακοίταξε, το πρόσωπό της έκαιγε. Μακάρι να μην είχε ο Μπριτ εκείνο το μικρό εξόγκωμα στη μύτη του, αυτό που έδειχνε πως την είχε σπάσει όταν ήταν νέος. Ίσως τότε δε θα φερόταν σαν έφηβη που την οδηγούν οι ορμόνες της. Αλλά αυτός ο συνδυασμός σκληρού και σέξι την έκανε ν’ ανατριχιάζει. Καθάρισε το λαιμό της. «Υποθέτω πως είμαι έτοιμη.» Την κοίταξε εξεταστικά από την κορυφή έως τα νύχια. «Είσαι σίγουρη πως είσαι δικηγόρος;» Η Τόρι, συνειδητοποιώντας ξαφνικά την καμπύλη της μέσης της και τον τρόπο που το φόρεμα διέγραφε τους μηρούς της, ένιωσε μια έξαψη καθαρής γυναικείας ευχαρίστησης. Τελικά, μπορούσε να πει κάτι με σιγουριά: ο Μπριτ δεν την είχε καλέσει για δείπνο για να μιλήσουν για δουλειά. Ο Μπριτ τής ριχνόταν. Αλλά γιατί; Και είχε σημασία; Είναι το αντίπαλο μέρος της συμφωνίας, είπε ο λογικός, δικηγορίστικος εαυτός της. Τελείωσες με τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας το απόγευμα, είπε ο πεινασμένος για σεξ εαυτός της. Εξάλλου, ο πελάτης σου σου έδωσε την άδεια. Διάολε, σ’ το συνέστησε! Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο παρόν. «Όσο κι αν σου φαίνεται αδύνατον, στην πραγματικότητα υπάρχουν αρκετές γυναίκες δικηγόροι στον επιχειρηματικό κόσμο αυτή την εποχή.» Έβαλε το χέρι του στη λακκούβα της πλάτης της. «Άκουσα κάποιες φήμες γι’ αυτό.» Η Τόρι ύγρανε τα χείλη της. Τα μπλε μάτια του απειλούσαν να την καταπιούν ολόκληρη. «Ας κάνουμε ένα τεστ, λοιπόν. Απλώς για να σιγουρευτώ πως είσαι αληθινή.» Το σώμα της κοκάλωσε, τεντώθηκε σα χορδή βιολιού, σχεδόν παλλόταν από την ελκυστική δύναμή του. Εσκεμμένα, εκείνος μετακίνησε το χέρι του από την πλάτη στη μέση της. Ο ένας αντίχειράς του πίεσε το απαλό, ευαίσθητο δέρμα του στομαχιού της. Το στόμα της χώρισε με αναμονή και ύστερα αιχμαλωτίστηκε από τα θερμά, εξερευνητικά χείλη του.
Κεφάλαιο Τέσσερα Το χέρι της Τόρι σηκώθηκε ενστικτωδώς και κράτησε σφιχτά τον ώμο του Μπριτ. Ήταν σκληρός και μυώδης, ακριβώς όπως τον φανταζόταν. Τα χείλη του ήταν σταθερά, με εμπειρία. Διεκδίκησε το στόμα της με μια ανάσα. Ένα κύμα ανατριχίλας διαπέρασε το σώμα της και η θέρμη που ένιωσε όταν εκείνος μπήκε στο δωμάτιο άρχισε να καίει όλο το κορμί της. Μετακίνησε το στόμα της πάνω στο δικό του, και η γλώσσα του εισέβαλε στα χωρισμένα χείλη της. Αναρίγησε καθώς κολλούσε πάνω στο δικό του, και άνοιξε το στόμα της για να τον διευκολύνει. Οι γλώσσες τους χόρευαν σε έναν ντελικάτο ρυθμό εξερεύνησης και πόθου. Το σώμα της έλιωσε πάνω στο δικό του, με τους γοφούς της, τα στήθη της και τα πόδια της ν’ αναζητούν περισσότερη επαφή. Καθώς το φιλί του βάθυνε, τα γόνατά της άρχισαν να τρέμουν. Έπειτα, ανεξήγητα, εκείνος τραβήχτηκε πίσω. Ο Μπριτ άγγιξε το πρόσωπό της με το πλατύ χέρι του και έπειτα το ακούμπησε στο γοφό της. Στέκονταν εκεί, περιμένοντας, με τα κορμιά τους κολλημένα και τα στήθη τους ν’ ανεβοκατεβαίνουν γρήγορα. «Αν δεν πάμε για δείπνο τώρα, δε θα σε αφήσω να βγεις απ’ αυτό το δωμάτιο.» Η Τόρι κοκκίνισε από ευχαρίστηση, χαμήλωσε το βλέμμα της και διστακτικά ξετύλιξε τα χέρια της από το λαιμό του. «Βάζω στοίχημα πως το λες σε όλες τις γυναίκες με τις οποίες διαπραγματεύεσαι συμφωνία εκατομμυρίων.» Έκανε να απομακρυνθεί από κοντά του, παλεύοντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της, αλλά ο Μπριτ τη σταμάτησε, πιάνοντάς τη σφιχτά από τη μέση. «Ας κάνουμε μια συμφωνία» της είπε. «Δε θα αναφέρεις την Τέκνιξ για το υπόλοιπο βράδυ, και θα κάνω και εγώ το ίδιο.» «Γιατί;» Θύμωσε με την αργή ανταπόκριση του μυαλού της, που ήταν ακόμη θολωμένο από την επιθυμία. Τα σώματά τους βρίσκονταν πάρα πολύ κοντά· πάρα πολύ κοντά για να σκεφτεί, πάρα πολύ κοντά για να ανασάνει. «“Γιατί;” Επειδή η αποψινή βραδιά δεν είναι γι’ αυτό.» Απομακρύνθηκε, λες και η ερώτησή της τον είχε προσβάλει. Η Τόρι κούνησε το κεφάλι της. «Κοίτα, κανονικά δεν έχω ρομαντικές συναντήσεις με τον τύπο στην αντίπαλη πλευρά της συμφωνίας. Υποθέτω πως θα ήθελα να ξέρω γιατί το κάνεις αυτό. Δε μου φαίνεται τόσο παράξενο αυτό που ρωτάω.» «Είναι πολύ απλό» αποκρίθηκε, κοιτάζοντάς τη με νόημα. «Σε θέλω.» Η Τόρι πήρε μια βαθιά ανάσα ακούγοντας αυτή την ανέμελη δήλωσή του. Ποτέ δεν υπήρξε το αντικείμενο τόσο απροκάλυπτου αντρικού πόθου. Οι παλάμες της άρχισαν να ιδρώνουν.
«Και τι σε κάνει τόσο σίγουρο πως ενδιαφέρομαι;» Πέρασε το χέρι του κατά μήκος της μέσης της, διαγράφοντας τα πλευρά της και σχεδόν αγγίζοντας το κάτω μέρος του στήθους της. «Πες το ένστικτο. Το αυτοκίνητό μου περιμένει έξω. Δε θέλουμε ν’ αργήσουμε για την κράτησή μας.» *** Σταμάτησαν μπροστά από τους ανελκυστήρες, με την ατμόσφαιρα γύρω τους φορτισμένη από ένταση. Όταν άνοιξαν οι πόρτες με ένα σιγανό ντιν, ο Μπριτ τής έκανε νόημα να μπει πρώτη. Καθώς οι πόρτες έκλεισαν πίσω τους, εκείνη τον φαντάστηκε να τη σπρώχνει στον τοίχο, να ανεβάζει το φόρεμά της μέχρι τη μέση της και να την παίρνει, επιτόπου. Ένιωσε μια θέρμη ανάμεσα στους μηρούς της. Μέχρι να φτάσουν στο ισόγειο, η Τόρι μπορούσε να νιώσει στάλες από ιδρώτα να κυλούν ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. Τίποτα στη ζωή της δεν την είχε προετοιμάσει για αυτή τη στιγμή. Πανικός και έξαψη την κυρίευσαν. Ήταν ολοφάνερο πως είχε μπει στη ζωή κάποιας άλλης γυναίκας. Κάποιας γυναίκας που είχε τρελές ερωτικές βραδιές με γοητευτικούς διευθυντές επιχειρήσεων. Σε παρακαλώ, γυναίκα που έκλεψα τη ζωή σου, μπορώ να την κρατήσω; Για μια βραδιά; Αφού διέσχισαν τη ρεσεψιόν και βγήκαν από τη γυριστή πόρτα έξω στο δρόμο, ο Μπριτ την οδήγησε σε μια γυαλιστερή μαύρη Μερσεντές με φιμέ τζάμια. Ένας οδηγός με μαύρο κουστούμι τους ένευσε καθώς άνοιξε την πόρτα για την Τόρι. Ο αέρας ήταν λίγο ψυχρός για τέλη Ιουνίου και εκείνη κάθισε ευγνώμων στο ζεστό δερμάτινο κάθισμα. Ο Μπριτ την ακολούθησε, και όταν κάθισε, τα πόδια τους αγγίχτηκαν σε όλο τους το μήκος. Η Τόρι μετακινήθηκε πιο πέρα· χρειαζόταν λίγο χρόνο χωρίς το άγγιγμά του, για να καθαρίσει το μυαλό της. Αυτή η αμείλικτη επίθεση σεξουαλικότητας έκανε το μυαλό της να γυρίζει. Είτε ήταν ένας από τους καλύτερους ψεύτες που είχε γνωρίσει, είτε εννοούσε αυτά που έλεγε. Σε θέλω. Και μόνο η σκέψη αυτών των λέξεων, που τις είπε τόσο ανέμελα, έστελναν κύματα θέρμης σε όλο της το σώμα. Την ήθελε. Ο Μπριτ Μπένσερ ήθελε εκείνη, την Τόρι Άντερσον. Μια κοντή δικηγόρο με καμπύλες, που δε θύμιζε φωτομοντέλο σε τίποτα. Ήταν πάρα πολύ καλό για να το πιστέψει. Το αυτοκίνητο δεν είχε διαχωριστικό ανάμεσα στο μπροστινό και το πίσω κάθισμα, και μόλις ο οδηγός κάθισε στη θέση του, η Τόρι ένιωσε ανακούφιση. Το να είναι μόνη της με τον Μπριτ τώρα ήταν περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να αντέξει. «Έχεις περάσει αρκετό καιρό στη Νέα Υόρκη;» τη ρώτησε ο Μπριτ, με τη βαθιά φωνή του να γεμίζει το μικρό χώρο. «Υποθέτω πως οι κατάσκοποί σου σου έχουν αποκαλύψει ήδη αυτή την πληροφορία.» Εκείνος γέλασε. «Κάνε μου τη χάρη. Δεν μπορώ να θυμάμαι όλα όσα μου λένε.»
«Πήγα στη Νομική του Γέιλ και έκανα την πρακτική μου σε μια εταιρεία εδώ. Οπότε, τουλάχιστον, ξέρω το Μανχάταν. Αλλά ήταν μόνο για ένα καλοκαίρι. Έρχομαι για δουλειές αρκετά τακτικά, σπάνια όμως πηγαίνω μακριά από το ξενοδοχείο.» «Λοιπόν, εμείς πάμε στο Κουίνς. Το Αλεσάντρο έχει απλό, πλούσιο, ιταλικό μενού. Τίποτα φανταχτερό, αλλά μια σάλτσα Αλφρέντο σαν κανένα άλλο. Εκτός και αν προτιμάς κάτι πιο εξεζητημένο απόψε. Το Λ’ Ατελιέ; Αν έχεις όρεξη για σούσι, υπάρχει και το Μάσα.» Η Τόρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ήξερε και τα δύο εστιατόρια, και οι τιμές τους ήταν αστρονομικές. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να νιώθει υπόχρεη στον Μπριτ. «Όχι. Το απλό ακούγεται τέλειο. Ταξίδευα όλη τη βδομάδα και δεν έχω φάει ένα καλό πιάτο μακαρόνια εδώ και πολύ καιρό. Μου αρέσει να συναντώ τους πελάτες μου, αλλά πρέπει να παραδεχτώ πως τα ταξίδια με καταβάλλουν.» «Επομένως, επισκέπτεσαι τους πελάτες σου αυτή τη βδομάδα;» «Ναι, και πραγματικά δεν μπορώ να διαμαρτύρομαι. Οι συνέταιροι ξέρουν πως θα έκανα τα πάντα για ένα νέο πελάτη, οπότε όταν έχουν κάποιο στοιχείο για ένα δύσκολο υποψήφιο πελάτη, τον αναθέτουν σ’ εμένα. Πήγα από τη Φιλαδέλφεια στο Τέξας, και μετά στη Φλόριντα, για να συναντηθώ με έναν υποψήφιο πελάτη που θέλει να χτίσει ένα θέρετρο στα νησιά Κις.» «Δηλαδή, έχεις πελάτες από κτηματομεσίτες μέχρι εταιρείες ρομποτικής;» Εκείνη έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αφτί της και αγνόησε την προσπάθειά του για αστεϊσμούς. Η καχυποψία διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της, όπως κάθε φορά που κάποιος ανέφερε τον πιο διάσημο –και κρυφό– πελάτη της. «Οι κατάσκοποί σου σου είπαν για τα Εργαστήρια Σόλεν;» «Δεν ήταν και μυστικό» αποκρίθηκε ξερά. «Απέκτησες αρκετή φήμη όταν τους βοήθησες να φύγουν από το ΜΙΤ.» Εκείνη τον κοίταξε εξεταστικά, με την υποψία πως η επιλογή θέματος ήταν κάτι παραπάνω από μια ευγενική συζήτηση, αλλά δε διέκρινε τίποτα. Οι φωτεινές ταμπέλες, τα φώτα του δρόμου και οι προβολείς των διερχόμενων αυτοκινήτων έπεφταν πάνω στο ατάραχο πρόσωπό του. Ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει περισσότερα, μα το βλέμμα του καρφώθηκε στο στόμα της, και έπρεπε να πολεμήσει με την ανάγκη να γείρει προς το μέρος του για ακόμα ένα φιλί. «Ξέρω τον Γκαρθ Σόλεν από το γυμνάσιο» του είπε. «Με βοήθησε να περάσω στην άλγεβρα. Με πλησίασε λίγο μετά που άρχισα να ασκώ τη δικηγορία. Είχε αναγκαστεί να απορρίψει έναν επενδυτή γιατί δεν πληρούσε τα κριτήρια του πανεπιστημίου, και αποφάσισε πως ήταν καιρός να ιδιωτικοποιήσει το εργαστήριο.» «Είναι αλήθεια πως κανείς από το εργαστήριο δεν ξέρει ακριβώς πού μένει ή ποιο είναι το τηλέφωνό του;» Εκείνη χαμογέλασε. «Όχι ακριβώς. Αλλά ο Γκαρθ εκτιμά την ιδιωτική του ζωή. Όσοι δουλεύουμε μαζί του, αποδεχόμαστε τους βασικούς κανόνες. Πρέπει να σέβεσαι την ιδιωτική του ζωή, αλλιώς έχεις πάρει δρόμο.» Το δάχτυλα του Μπριτ χάιδεψαν το εσωτερικό του γονάτου της. Τα ζυγωματικά του ήταν καλυμμένα από σκούρες σκιές καθώς το φως διαχεόταν άνισα στο χώρο. Για μια στιγμή, ο λαιμός της έκλεισε.
«Έχεις πλεονέκτημα απέναντί μου» κατάφερε να πει. «Εγώ δεν έχω κατασκόπους. Δεν ξέρω τίποτα για σένα.» Αυτό δεν ήταν αλήθεια. Είχε μελετήσει το προφίλ του πριν από τη συνάντηση. Όμως ήταν δημόσιες πληροφορίες, τίποτα τόσο προσωπικό όπως η δουλειά που της είχε προσφέρει ο Άρειος Πάγος ή η συνεργασία της με τα Εργαστήρια Σόλεν. Ο Μπριτ Μπένσερ είχε αναλάβει τον έλεγχο της Έξκορπ στην τρυφερή ηλικία των είκοσι πέντε, μόλις είχε αποφοιτήσει από την οικονομική σχολή. Είχε πάρει μια μικρή, αποτυχημένη εταιρεία και την είχε αναβαθμίσει. Δέκα χρόνια μετά, η Έξκορπ ήταν μια τεράστια, αναγνωρισμένη εταιρεία με γραφεία σε πέντε χώρες, σε τρεις ηπείρους. Και ο Μπριτ είχε γίνει θρύλος για τις διευθυντικές του ικανότητες. «Τι θα ήθελες να μάθεις;» Ήταν μια λογική ερώτηση, όμως το χέρι του ήταν πάνω στο γόνατό της και εκείνη ξαφνικά δυσκολευόταν να πει μια ολοκληρωμένη πρόταση. «Εγώ δεν… Εννοώ…» Εκείνος άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το μάγουλό της. Ο αντίχειράς του άγγιξε τα χείλη της. «Έχουμε μόνο μερικά λεπτά μέχρι να φτάσουμε στο εστιατόριο. Πιθανότατα πρέπει να φυλάξω την ιστορία της ζωής μου για το δείπνο, δε νομίζεις;» Ο αντίχειράς του την έκανε να τα χάσει. Έβγαλε το χέρι του από το πρόσωπό της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Γιατί δεν αρχίζεις με το να μου πεις γιατί διάλεξες αυτό το εστιατόριο;» Τα δόντια του έλαμψαν στο σκοτεινό εσωτερικό του αυτοκινήτου. «Εντάξει, αν είσαι αποφασισμένη για συζήτηση, τι θα έλεγες γι’ αυτό; Θα σου πω για το εστιατόριο, και εσύ θα με αφήσεις να σε φιλήσω ξανά.» Έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό της. Η θέρμη του ταξίδεψε από το μπράτσο της έως το στομάχι της, που πήρε φωτιά. «Σύμφωνοι.» Οτιδήποτε για να τον κάνει να σταματήσει να την αγγίζει, τουλάχιστον μέχρι να ανακτήσει την ψυχραιμία της. «Έμενα σε αυτή τη γειτονιά παλιά» άρχισε να λέει. «Όταν ήμουν νέος, δεν είχαμε αρκετά χρήματα, και βγαίναμε έξω για φαγητό μόνο μια φορά το χρόνο – στα γενέθλια της μητέρας μου. Το Αλεσάντρο ήταν το αγαπημένο της. Οπότε τώρα έρχομαι εδώ να το γιορτάσω μετά από κάποια συμφωνία.» Χάιδεψε απαλά το χέρι της. «Σειρά μου.» Έγειρε το κεφάλι του και σφράγισε τα χείλη της με ένα απαλό φιλί. Εκείνη έμεινε ακίνητη, σχεδόν πανικοβλήθηκε από τη σφοδρή αντίδραση του κορμιού της. Απαλά, το στόμα του κινήθηκε πάνω στο δικό της, έπειτα κατέβηκε στο πλάι του λαιμού της. Το λεπτεπίλεπτο άγγιγμά του την έκανε ν’ ανατριχιάσει ολόκληρη. Μετακινήθηκε στη λακκούβα πίσω από το αφτί της και φίλησε απαλά το λοβό της. Τα χέρια του χάιδεψαν το πρόσωπό της, κρατώντας το καθώς γύρισε στα χείλη της και βάθυνε το φιλί του. Ταίριαζαν τέλεια, με τα στόματα και τις γλώσσες τους εξερευνούσαν ο ένας τον άλλο με αυξανόμενη ένταση. Η Τόρι κύρτωσε την πλάτη της. Τα στήθη της έκαιγαν, χρειάζονταν περισσότερη επαφή, περισσότερη πίεση. Αλλά δεν την άγγιξε πουθενά αλλού. Μόνο το στόμα του
κυρίευσε το δικό της, αφήνοντάς την τελείως ανυπεράσπιστη. Όταν ο Μπριτ έπαιξε απαλά με τη γλώσσα της, εκείνη έχωσε τα νύχια της στο μαλακό δερμάτινο κάθισμα και προσπάθησε να αντισταθεί στην ανάγκη της να τον τραβήξει πάνω της. Αμυδρά, ένιωσε το αυτοκίνητο να επιβραδύνει, ύστερα να σταματά. Ο Μπριτ άφησε ένα τελευταίο φιλί στα φουσκωμένα, απαλά χείλη της, και έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αφτί της. «Ευχαριστώ» μουρμούρισε «για το ορεκτικό.» *** Ο Μπριτ περίμενε μέχρι ο οδηγός ν’ ανοίξει την πόρτα και να βοηθήσει την Τόρι να βγει. Είχε χρειαστεί όλη τη δύναμη της θέλησής του για να κρατήσει τον τόνο της φωνής του απαλό και σταθερό. Όλο το σώμα του πονούσε από απογοήτευση. Ένα φιλί, ένα υπέροχο φιλί, τον είχε ερεθίσει τόσο, που είχε σκεφτεί σοβαρά να σήκωνε τη φούστα της και να την έπαιρνε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Δε θα έπρεπε να αντιδρά έτσι στην παρουσία της. Έπρεπε να είναι ψύχραιμος και συγκεντρωμένος, να σπάσει τις άμυνές της με τη γοητεία και την ευστροφία του, καθώς παρέμενε εστιασμένος στο στόχο του – το τηλέφωνο του Σόλεν. Όμως τίποτα δεν είχε πάει όπως περίμενε. Η αμυντικότητα και η καχυποψία της τον είχε ωθήσει να τη φιλήσει πιο νωρίς απ’ ό,τι είχε σχεδιάσει, και αντί να την αφοπλίσει, εκείνος ήταν που είχε ζαλιστεί, και αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει προτού χάσει κάθε έλεγχο. Και τώρα παρέπαιε στην άκρη της τρέλας, ήθελε να ξεχάσει τελείως το Σόλεν, να πάει την Τόρι σπίτι και να της κάνει έρωτα όλο το βράδυ. Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, ήδη ένιωθε ένοχος που την παραπλάνησε. Όλη η σκληράδα της εξαφανίστηκε όταν τη φίλησε στο ξενοδοχείο και είχε διακρίνει μια ευαισθησία στα μάτια της, που τον χτύπησε σα γροθιά στο στομάχι. Η σκέψη του να εκμεταλλευτεί αυτή την αθώα ύπαρξη, τον έκανε να νιώθει πραγματικά άρρωστος. Θυμήσου τη Μελίσα, είπε στον εαυτό του. Αυτό είναι για τη Μελίσα. Πίεσε τον εαυτό του να βγει έξω από το αυτοκίνητο και οδήγησε την Τόρι στο εστιατόριο. Το δέρμα της ήταν αναψοκοκκινισμένο, τα χείλη της ελαφρώς μισάνοιχτα. Είχε ένα σαστισμένο, σχεδόν παγερό βλέμμα, που τον έκανε να θέλει να την ξαναφιλήσει μέχρι λιποθυμίας. Είχε ανακαλύψει το όνομα της Τόρι όταν έκανε έρευνα για το Σόλεν. Οι άνθρωποι έλεγαν πως ήταν νέα, φιλόδοξη και ο πρώτος συνδετικός κρίκος του Σόλεν με τον έξω κόσμο. Τύχαινε, επίσης, να διαπραγματεύεται μια συμφωνία με την εταιρεία του. Για πρώτη φορά, σκέφτηκε ο Μπριτ, η ηλίθια φήμη του με τις γυναίκες μπορούσε να του φανεί χρήσιμη. Θα την έβγαζε έξω για δείπνο, θα έβαζε μπροστά λίγη από τη γοητεία του και θα της έλεγε την ιστορία της Μελίσα. Θα έδειχνε συμπάθεια –ποια γυναίκα δε θα το έκανε;– και θα του έδινε τον αριθμό πριν από το επιδόρπιο. Παράλληλα, είχε γλυκάνει τη συμφωνία για τον πελάτη της. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως θα ήταν εκείνος που θα έχανε τον έλεγχο. Μια νεαρή, μαυρομάλλα σερβιτόρα τούς χαιρέτησε στη γεμάτη κόσμο είσοδο. «Καλώς ήρθατε στο Αλεσάντρο» είπε χαμογελώντας θερμά στον Μπριτ. «Πώς είσαι, Σερένα;»
Έγειρε μπροστά και τη φίλησε σταυρωτά. Εκείνη κοκκίνισε χαριτωμένα. «Θα ήμουν καλύτερα αν ερχόσουν πιο συχνά. Ακολουθήστε με, το τραπέζι σας είναι έτοιμο.» Το εστιατόριο ήταν ακριβώς όπως της το είχε περιγράψει· ένα χαρούμενο μέρος για οικογένειες, γενέθλια και εορτασμούς. Τα τραπεζομάντιλα ήταν ασπροκόκκινα καρό, με λευκά γαρίφαλα δίπλα σε ρεσό κεράκια που τρεμόπαιζαν, και άνετες καρέκλες με στρογγυλές πλάτες. Ο αέρας μοσχομύριζε σκόρδο και ρίγανη, σαφράν και εσπρέσο. Το μπαρ στο πίσω μέρος της αίθουσας ήταν γεμάτο κόσμο, από ζευγάρια είκοσι χρονών ως μεγαλύτερους ανθρώπους, που γελούσαν και έπιναν. Η Τόρι δείλιασε από τα βλέμματα ζήλιας αυτών που περίμεναν στην είσοδο. Τα χαρακτηριστικά της έδειχναν το κάθε της συναίσθημα, από καυτό πάθος μέχρι νευρικότητα. «Να υποθέσω πως ξέρεις κάποιον;» τον ρώτησε. «Το Φρανκ Αλεσάντρο, τον ιδιοκτήτη. Είναι καλός φίλος της οικογένειας.» Η Σερένα τούς οδήγησε σε έναν πιο ήσυχο χώρο και τους έδειξε ένα μικρό τραπέζι στην πίσω γωνία. Ο Μπριτ βοήθησε την Τόρι να καθίσει. Για ένα δευτερόλεπτο, επέτρεψε στα χέρια του να χαϊδέψουν το λαιμό της και χαμογέλασε με ικανοποίηση όταν εκείνη ανατρίχιασε. Μόλις κάθισαν, η σερβιτόρα τούς έδωσε τα μενού, κλείνοντας το μάτι στον Μπριτ. «Θα σου έλεγα για τα σπέσιαλ πιάτα, αλλά ο Φρανκ έφτιαξε μια νέα παρτίδα σάλτσα Αλφρέντο πριν από λίγα λεπτά. Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να παραγγείλεις αυτό.» «Δε θα σκεφτόμουν να πάρω κάτι άλλο» είπε ο Μπριτ αγνοώντας το μενού. «Μπορείς να μας φέρεις ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί; Ό,τι προτείνει ο Φρανκ.» «Φυσικά.» Εκείνη ένευσε καταφατικά και κατευθύνθηκε πάλι προς την πόρτα. «Μου αρέσει αυτό το μέρος» είπε η Τόρι με έκπληξη. «Σίγουρα δεν ήταν αυτό που περίμενα.» «Τι περίμενες;» «Κάτι λίγο πιο φανταχτερό, για να είμαι ειλικρινής.» «Φανταχτερό; Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;» Εκείνη χαμογέλασε. «Δεν ξέρω, για να δούμε… είσαι ο διευθυντής μια μεγάλης, επιτυχημένης εταιρείας, το παρατσούκλι σου είναι “ο Φονιάς”, και δε θα έκαναν και μια εκπομπή στην τηλεόραση για σένα; Ο Εργένης της Νέας Υόρκης;» Ο Μπριτ γέλασε. «Μην πιστεύεις ό,τι διαβάζεις. Όμως έχεις δίκιο. Δε φέρνω πολλά άτομα εδώ. Είναι περισσότερο οικογενειακό εστιατόριο.» «Οπότε, γιατί έφερες εμένα;» Τα μάτια της έλαμψαν από καχυποψία. Πρόσεχε, Μπριτ. Είναι πάρα πολύ έξυπνη για να πέσει με κάποια ατάκα. «Ειλικρινά, δεν είμαι σίγουρος. Είχα μια προαίσθηση πως θα σου άρεσε.» Ανασήκωσε τους ώμους του σε αυτή την αθέλητη παραδοχή, και την παρακολούθησε καθώς εκείνη πέρασε τη γλώσσα της από το κάτω χείλος της. Άφησε το βλέμμα του εκεί για λίγο, ύστερα κοίταξε τα στητά στήθη της.
«Πες μου για την οικογένειά σου» του είπε βιαστικά, θέλοντας ν’ αλλάξει θέμα. Παρατήρησε με ικανοποίηση πως είχε κοκκινίσει με το σχόλιό του. «Είσαι ο μεγαλύτερος;» «Ναι, ο τυχερός.» Με τη γωνία του ματιού του, ο Μπριτ είδε μια γνωστή στιβαρή φιγούρα να μπαίνει στο χώρο. Κοίταξε γρήγορα αλλού, ελπίζοντας να μην τον έχει δει, μα ήταν μάταιο. Προσπάθησε να μη φαίνεται τόσο βλοσυρός. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, να ένας από τους αδελφούς μου.» «Γεια σου, άσχημε, καιρό έχω να σε δω!» φώναξε ο Ρος, και το βλέμμα του αμέσως καρφώθηκε στην Τόρι. Ο Μπριτ σηκώθηκε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Ο μικρότερος αδελφός του –κατά δεκατρείς μήνες–, ο Ρος, είχε φαρδύ στήθος, ήταν πιο μυώδης από τον Μπριτ, και ξόδευε αρκετό χρόνο για να διατηρείται έτσι. Είχαν το ίδιο χρώμα δέρματος με τη μητέρα τους και το τετράγωνο σαγόνι του πατέρα τους, αλλά κατά τ’ άλλα δεν μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί. Στο σχολείο ο Ρος απολάμβανε τη σκληρή συντροφιά του ποδοσφαίρου, ενώ ο Μπριτ προτιμούσε το μοναχικό ανταγωνισμό του στίβου. Ο Ρος ήταν εργολάβος, δούλευε πάντα με τα χέρια του, ενώ ο Μπριτ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας με τη μύτη του χωμένη σε ένα βιβλίο. Ο Ρος κοίταξε την Τόρι. «Βρε, βρε, βρε, ποιαν έχουμε εδώ;» Ο Μπριτ ένιωσε το χαμόγελό του να παγώνει. Κάτι άλλο που μοιράζονταν με το Ρος ήταν η έντονη αδελφική άμιλλα, που συχνά εκδηλωνόταν με ένα διαγωνισμό για τις γυναίκες. Έκανε ένα βήμα πίσω και έδειξε διστακτικά την Τόρι. «Τόρι Άντερσον, από δω ο αδελφός μου ο Ρος. Ρος, από δω η Τόρι. Συνεργαζόμαστε σε μια συμφωνία.» «Χαίρομαι που σε γνωρίζω» είπε η Τόρι. Ο Ρος φίλησε το χέρι της και την κοίταξε παιχνιδιάρικα. «Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου.» Ο Μπριτ κυριεύτηκε από την επιθυμία να ρίξει μια γροθιά στους κοιλιακούς για τους οποίους ήταν τόσο περήφανος ο αδελφός του. Καθώς η Τόρι πήγε να σηκωθεί, ο Ρος άφησε το χέρι της και της έκανε νόημα να καθίσει. «Σε παρακαλώ, μη σηκώνεσαι. Δε θέλω να διακόψω το δείπνο σας.» Εννοείς πως θέλεις να μπορείς να βλέπεις καλύτερα το ντεκολτέ της. Ο Μπριτ έβαλε το σώμα του ανάμεσά τους. «Λοιπόν, μικρέ αδελφέ, τι σε φέρνει απόψε εδώ; Νόμιζα πως τα παιδιά ήταν μαζί σου αυτή τη βδομάδα.» Ο Ρος ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι σπίτι με τη Μάριελ. Δεν άντεχα τη θέα ενός άλλου άθλιου σάντουιτς και σταμάτησα να πάρω μια Αλφρέντο. Η Μάριελ είναι η γειτόνισσά μου» εξήγησε στην Τόρι. «Έχω την επιμέλεια των παιδιών μου βδομάδα παρά βδομάδα και εκείνη με βοηθάει όταν έχω κάτι έκτακτο. Όπως απόψε.» «Δεν πρέπει να τ’ αφήνεις με τη γειτόνισσα» του υπέδειξε συνοφρυωμένος ο Μπριτ. Μερικές φορές αναρωτιόταν πώς δέχτηκε η πρώην γυναίκα του Ρος να μοιραστούν την επιμέλεια. «Εξάλλου, δεν έχει περάσει η ώρα του ύπνου τους;»
«Ο Μπριτ θεωρεί πως είναι ο πατέρας όλων μας» σχολίασε ο Ρος στην Τόρι. «Νομίζει πως είμαι τελείως άχρηστος για πατέρας.» «Αλήθεια;» του χαμογέλασε ζεστά εκείνη. «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω.» «Είναι η αλήθεια» της απάντησε ο Ρος. «Και δε θα πιστέψεις πώς καταδυναστεύει την αδελφή μας, τη Μελίσα. Είναι θαύμα που δεν-» «Δεν πρέπει να δεις αν είναι έτοιμη η παραγγελία σου;» τον διέκοψε ο Μπριτ. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν ν’ ανοίξει ο Ρος το μεγάλο του στόμα. «Όχι, θα μου τη φέρει η Σερένα.» Ο Ρος κοίταξε τον Μπριτ και έπειτα την Τόρι. «Τι σε φέρνει στο Αλεσάντρο, μεγάλε αδελφέ; Αυτό δεν είναι το συνηθισμένο στέκι σου για μετά τη δουλειά.» «Σκέφτηκα πως θ’ άρεσε στην Τόρι η μακαρονάδα του Φρανκ.» «Ώστε έτσι» είπε ο Ρος και περίμενε. Ο Μπριτ έσφιξε το σαγόνι του και αρνήθηκε να εξηγήσει περαιτέρω. Να τον έπαιρνε ο διάολος αν εξηγούσε τίποτα στον τελείως αναξιόπιστο αδελφό του. «Γυρίζω πίσω στη Φιλαδέλφεια αύριο» πρόσθεσε η Τόρι. «Θα μείνω στην πόλη μόνο για απόψε.» «Ξέρεις, είναι ενδιαφέρον. Δε νομίζω πως ο Μπριτ έχει φέρει κάποια εδώ ποτέ. Τουλάχιστον όχι απ’ όσο ξέρω.» Η Σερένα εμφανίστηκε και έδωσε στο Ρος μια χάρτινη καφέ σακούλα. Εκείνος την πήρε και φίλησε την κοπέλα στο μάγουλο. «Φαίνεται πως είμαι έτοιμος για να φύγω. Να περάσετε καλά στο δείπνο. Μπριτ, θα σε δω το επόμενο Σάββατο. Μην ξεχάσεις, ο Λουκ έχει παιχνίδι στις έντεκα.» Ο Μπριτ ρουθούνισε. «Εσύ έχεις ξεχάσει περισσότερα παιχνίδια από μένα.» Αναστέναξε με ανακούφιση καθώς ο Ρος καληνύχτισε την Τόρι και έφυγε. «Μερικές φορές είναι τέλειο να έχεις στενή σχέση με την οικογένειά σου, και κάποιες άλλες…» Η Τόρι κοίταξε προς το μέρος του Ρος. «Φαίνεται πολύ καλός.» Καλός σαν ύαινα, σκέφτηκε ο Μπριτ. «Μερικές φορές είναι κουραστικό να διορθώνω τα λάθη του, αλλά κάποιος πρέπει να το κάνει. Εσύ;» τη ρώτησε. «Έχεις αδέλφια;» «Όχι. Είμαστε μόνο εγώ και η μητέρα μου.» Έκρυψε το πρόσωπό της στο μενού. «Υποθέτω πως καλύτερα να κοιτάξω τις επιλογές μου. Ή να προτιμήσω την Αλφρέντο;» Ο Μπριτ σημείωσε στο μυαλό του να μάθει τι είχε συμβεί με τη μητέρα της, που την έκανε να αιθάνεται τόσο άβολα όταν μιλούσε για εκείνη. «Εμπιστεύσου με» της είπε. Πήρε το μενού από τα τρεμάμενα χέρια της. Η Τόρι ήταν πολύ οξυδερκής και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να της αναφέρει το Σόλεν, σκέφτηκε, με μια μικρή ανακούφιση. Ίσως μετά το δείπνο. Ναι, αυτό ήταν. Όταν θα είχαν πιει λίγα ποτήρια κρασί και οι άμυνές της θα είχαν πέσει. Θα τη ρωτούσε τότε για το Σόλεν.
«Απόψε θα σε περιποιηθώ εγώ» της υποσχέθηκε ο Μπριτ. «Θα τα τακτοποιήσω όλα.»
Κεφάλαιο Πέντε Μετά την αναχώρηση του Ρος και αφού ήπιαν αρκετά ποτήρια εξαιρετικού κρασιού, η Τόρι χαλάρωσε αρκετά, για να απολαύσει την παρέα του Μπριτ. Την κρατούσε σε αμηχανία με το να χαϊδεύει το χέρι της και να ακουμπάει το γόνατό της κάτω από το τραπέζι, αλλά η Τόρι κατάφερε να μην κάνει τίποτα ντροπιαστικό, όπως να ρίξει κανένα μακαρόνι πάνω στο φόρεμά της, να χύσει το κρασί της στο τραπεζομάντηλο ή να πει οτιδήποτε άλλο για τη μητέρα της. Χρειάστηκε όμως αρκετή προσπάθεια για να σιγάσει τη φωνή της μητέρας της, που αντηχούσε στο μυαλό της. Δεν είναι ο τύπος σου, Τόρι. Ποτέ μην εμπιστεύεσαι ένα γοητευτικό άντρα, Τόρι. Θα σου ραγίσει την καρδιά, Τόρι. Άντρες σαν και αυτόν, πάντα το κάνουν. Αποφασιστικά, έδιωξε τις συνήθεις προειδοποιήσεις από το μυαλό της. Αυτό το βράδυ θα ήταν διαφορετικό. Η συμπεριφορά του Μπριτ απέναντι στο Ρος, ο κτητικός τρόπος που γρύλισε στον αδελφό του όταν φίλησε το χέρι της, την είχαν τελικά πείσει πως αυτό το ραντεβού ίσως να ήταν αληθινό. Έπεισε τον εαυτό της να χαλαρώσει επιτέλους και να απολαύσει ό,τι και αν της έφερνε η βραδιά. Τουλάχιστον για τώρα. Όταν θα έμεναν μόνοι τους, σκόπευε να φρικάρει ξανά. Η μακαρονάδα Αλφρέντο ήταν πράγματι κάτι αξιομνημόνευτο – κρεμώδης και μυρωδάτη, και τόσο πλούσια που μπόρεσε να φάει μόνο μια μικρή μερίδα από το γιγάντιο πιάτο που της σέρβιραν. Ο Μπριτ ήταν τόσο αστείος και γοητευτικός όσο έλεγαν τα κουτσομπολίστικα περιοδικά. Την έκανε να γελάσει με τη μίμηση του Χάρολντ, του δικηγόρου του, και ανακάλυψαν πως μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τα ανθυγιεινά φαγητά και το καλό κρασί. Για την ακρίβεια, η βραδιά πέρασε τόσο γρήγορα που η Τόρι σοκαρίστηκε συνειδητοποιώντας πως ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν τελικά ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο. Το κρασί την είχε ζαλίσει ευχάριστα και έγειρε ικανοποιημένη στο μπράτσο του Μπριτ καθώς την οδηγούσε προς το αυτοκίνητο. Η βραχνή φωνή της Έλλα Φιτζέραλντ γέμιζε το εσωτερικό του αυτοκινήτου καθώς η Τόρι ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα, βουλιάζοντας στο μαλακό δέρμα. Βάζοντας τα μπράτσα της πίσω από τα αφτιά της, τεντώθηκε νωχελικά. «Μμμ» αναστέναξε. «Αυτό ήταν πραγματικά εξαιρετικό γεύμα. Ο Φρανκ κάνει το καλύτερο τιραμισού που έχω δοκιμάσει ποτέ.» Ο σεφ είχε έρθει στο τραπέζι τους αφού είχαν τελειώσει το κυρίως πιάτο. Είχε επιμείνει να δοκιμάσει το πλούσιο, βρεγμένο στον εσπρέσο κέικ, αν και η Τόρι διαμαρτυρήθηκε πως ήδη είχε πάρει ένα κιλό από τα μακαρόνια. Ο Μπριτ την κοίταξε με ευθυμία. «Μοιάζεις σα γάτα, έτοιμη να κουλουριαστείς και να πάρεις έναν υπνάκο στον ήλιο.» Τον κοίταξε μέσα από τις χαμηλωμένες βλεφαρίδες της και τεντώθηκε ξανά. Ένιωθε το σώμα της βαρύ και χορτασμένο· το φαγητό και το κρασί σε συνδυασμό με μια απολαυστική αισθησιακή
αναμονή θόλωναν ευχάριστα το μυαλό της. «Μιάου.» Η Τόρι τρόμαξε από τον ήχο της ίδιας της της φωνής. Πραγματικά νιαούρισες σα γάτα; Προφανώς ήταν ακόμα μέσα στη ζωή μιας άλλης γυναίκας. Η Τόρι Άντερσον, η εργασιομανής πολυάσχολη δικηγόρος, δε θα έκανε ποτέ αυτό τον ήχο. Διάολε, η Τόρι Άντερσον ποτέ δε θα ήταν εδώ, στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου, με έναν άντρα που προοριζόταν να ψηφιστεί μια μέρα ο Πιο Σέξι Άντρας στην Αμερική. Εκείνος έγειρε προς το μέρος της και χάιδεψε με το χέρι του το πλάι του προσώπου της, εκεί που έπεφταν ανάλαφρα τα μαλλιά της. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, το κορμί της μπήκε σε εγρήγορση, και είχε πλήρη συναίσθηση της κάθε του κίνησης. Χάιδεψε μια τούφα απ’ τα μαλλιά της κι έπειτα το σαγόνι της. Ο λαιμός της σφίχτηκε και χωρίς να το αντιληφθεί, έβαλε το χέρι της στο μηρό του. Οι μύες του σκλήρυναν με το άγγιγμά της. Η Τόρι γλίστρησε το χέρι της από το γόνατό του στο πάνω μέρος του μηρού του, θαυμάζοντας κάθε του μυ κάτω από τα δάχτυλά της. Σταμάτησαν σε ένα κόκκινο φανάρι. Καθώς ο ήχος των σαξοφώνων εναρμονιζόταν με τη φωνή της Έλλα, ο Μπριτ έπιασε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. «Θα ήθελα να έρθεις σπίτι μαζί μου» της ψιθύρισε «αλλά νομίζω πως δεν μπορώ να περιμένω τόσο. Το ξενοδοχείο σου είναι πιο κοντά. Συμφωνείς μ’ αυτό;» Περίμενε την απάντησή της, δίχως να τη ρωτήσει κάτι άλλο. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, η παλιά Τόρι Άντερσον ήρθε στην επιφάνεια και έκλεισε τα μάτια της. Ούτε που ήξερε αυτό τον άντρα, εκτός από τη φήμη του, και ακόμα χειρότερα, ήταν στα πρόθυρα να κλείσουν μια συμφωνία. Δεν μπορούσε. Απλώς δεν μπορούσε. Του ένευσε καταφατικά. «Συμφωνώ.» *** Μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο, ολόκληρο το σώμα της παλλόταν από ένα μείγμα φόβου και προσδοκίας. Ο Μπριτ την οδήγησε μέσα. Αν και ήταν αργά, η αίθουσα αναμονής είχε ακόμα πολύ κόσμο: επιχειρηματίες με κουστούμια στη ρεσεψιόν, γυναίκες με τις βραδινές τους τουαλέτες και τα διαμάντια τους, που γελούσαν από το εστιατόριο του ξενοδοχείου. Ο πανικός που έπαιζε μαζί της όλο το βράδυ επέστρεψε πιο δριμύς ενώ κατευθύνονταν προς τους ανελκυστήρες. Επιβράδυνε το βήμα της, μην μπορώντας ν’ αντιμετωπίσει αυτό που ακολουθούσε. Δε θα έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό… Ο Μπριτ σταμάτησε. Κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπό της, έπειτα την τράβηξε σε μια εσοχή. Έφερε το χέρι της στα χείλη του, ανασαίνοντας απαλά πάνω του. «Τόρι, νομίζω πως ξέρεις πώς θέλω να τελειώσει αυτή η βραδιά. Αλλά αν προτιμάς να φύγω τώρα, πες το μου. Δε θα σε πιέσω να κάνεις κάτι που δε θέλεις.» «Εγώ… εγώ…» ψέλλισε. Ίσως κάποιες άλλες, πιο εκλεπτυσμένες γυναίκες, να ήξεραν πώς να αντιδράσουν εκείνη τη
στιγμή, αλλά η αλήθεια ήταν πως δε γνώριζε τίποτα για περιπέτειες της μιας βραδιάς. Ειδικά με άντρες σαν τον Μπριτ. Θεέ μου, δεν μπορώ ούτε μια περιπετειούλα να κάνω σωστά. «Τόρι;» Διάολε! Έγειρε το πρόσωπό της προς το μέρος του και αναστέναξε βαθιά. «Συγνώμη, Μπριτ, αλλά νομίζω πως πρέπει να φύγεις.» Εκείνος σταμάτησε και στιγμιαία η Τόρι μίσησε τον εαυτό της. Μίσησε το φόβο της, την αδυναμία της να χαλαρώσει με έναν πανέμορφο άντρα, και περισσότερο απ’ όλα, μίσησε την ολοκληρωτική, απόλυτη αφοσίωσή της στη δουλειά της. «Εξαιτίας της συμφωνίας;» Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Αυτό. Και… δεν μπορώ.» Κούνησε το κεφάλι της, ευχόμενη να πέθαινε επιτόπου και να μη χρειαζόταν να τον ξανακοιτάξει στα μάτια. «Ίσως κάποια άλλη φορά.» Ο Μπριτ έβαλε τα χέρια του στη μέση της. Με μια απαλή, έμπειρη κίνηση, την τράβηξε πιο κοντά του, μέχρι που πιέστηκε σφιχτά πάνω του. Δε σταμάτησε πριν αιχμαλωτίσει το στόμα της, διεκδικώντας τη με ένα φιλί που τη συντάραξε από την κορυφή έως τα νύχια. Όταν μεταμορφώθηκε από μια συγκροτημένη, αποφασιστική γυναίκα σε ένα αβοήθητο πλάσμα γεμάτο επιθυμία, εκείνος τραβήχτηκε πίσω και χαμογέλασε. «Θα το θυμάμαι αυτό.» Η Τόρι πήρε μια βαθιά ανάσα. Θεέ μου, το εννοούσε; Ένα ίχνος χαμόγελου εμφανίστηκε στα χείλη της. Της έδωσε ένα τελευταίο πεταχτό φιλί στη μύτη. «Μέχρι να ξανασυναντηθούμε.» Ύστερα, γύρισε και απομακρύνθηκε.
Κεφάλαιο Έξι «Βγήκες ραντεβού με το Φονιά; Το ΦΟΝΙΑ; Δεν πιστεύω πως δε μου το είπες αμέσως!» Με κάθε λέξη, η φωνή της Μπέτσι δυνάμωνε. Στέκονταν στο διάδρομο μπροστά από το γραφείο της Τόρι. Η Τόρι κοίταξε αριστερά και δεξιά, με το πρόσωπό της να καίει από ντροπή· με την τύχη που είχε, μπορεί κάποιος απ’ τους παλιότερους συνεταίρους να διάλεγε ακριβώς εκείνη τη στιγμή να περάσει από εκεί. Ευτυχώς, δεν υπήρχε κανείς. Ήταν σχεδόν έξι και μισή, και οι περισσότεροι είχαν πάει σπίτι τους. «Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς» είπε στη βοηθό της. «Το μόνο που είπα ήταν πως πήγαμε για δείπνο. Ποτέ δεν είπα πως ήταν ραντεβού.» Η Μπέτσι ήταν μια κοντή γυναίκα, με καμπύλες, προσεκτικά πιασμένα μαύρα μαλλιά με κάποιες γκρίζες τούφες, και πολύ μακιγιάζ. Ήταν μόνο σαράντα πέντε, αλλά επέμενε πως τα τέσσερα παιδιά της την είχαν κάνει να γεράσει πρόωρα. Ήταν βοηθός της Τόρι εδώ και τέσσερα χρόνια, από τότε που η Τόρι έπιασε δουλειά στην εταιρεία, δούλευαν καλά μαζί και μοιράζονταν τα γεγονότα της ζωής τους. Η Μπέτσι είχε έναν εκπληκτικό γάμο, απίθανα παιδιά, και τον αέρα της ικανοποίησης που η Τόρι υπέθετε πως πήγαζε απ’ το ότι η γυναίκα αυτή ήξερε ακριβώς για τι προοριζόταν. Από τη μεριά της, η Μπέτσι ζήλευε τα ταξίδια της Τόρι και την υποτιθέμενη γεμάτη αίγλη ζωή της. Η Μπέτσι κούνησε το δάχτυλό της προς την Τόρι. «Ξέρω τι είπες, μα είσαι σε μια θολούρα από το απόγευμα που ήρθες στο γραφείο, και το ορκίζομαι πως σ’ άκουσα να σιγοτραγουδάς. Χρειάζεται να επισημάνω πως η Τόρι Άντερσον ποτέ δε σιγοτραγουδάει; Κοίταξες το κινητό σου εκατό φορές από την ώρα που ήρθες, και αυτό είναι άσχημο, ακόμα και για σένα. Συν του ότι κάποιος παρέδωσε τρεις ντουζίνες τριαντάφυλλα στο γραφείο σου όταν ήσουν στην τελευταία συνάντησή σου.» Η Τόρι έμεινε έκπληκτη. «Τριαντάφυλλα;» είπε κρώζοντας. «Για μένα;» «Ναι, για σένα» γέλασε η Μπέτσι. «Μη δείχνεις τόσο συγκλονισμένη. Τα τριαντάφυλλα είναι καλό πράγμα, όχι σημάδι για το τέλος του κόσμου.» Η Τόρι ήδη έμπαινε φουριόζα στο γραφείο της, με το βλέμμα της να ψάχνει τριγύρω, μέχρι που είδε το κρυστάλλινο βάζο γεμάτο με βαθυκόκκινα τριαντάφυλλα, στο κέντρο του τεράστιου γραφείου της, με την αισθησιακή μυρωδιά τους να γεμίζει ήδη το δωμάτιο. Δίχως να προσποιηθεί πως δεν την ένοιαζε, πήρε το φάκελο από πάνω τους και τον άνοιξε. Έως την επόμενη φορά, Μπριτ. «Έως την επόμενη φορά;» αναφώνησε η Μπέτσι. «Ω Θεέ μου, κοιμήθηκες μαζί του;» Η Τόρι γύρισε απότομα προς το μέρος της. «Μπέτσι, σιωπή!» Πήγε γρήγορα και έκλεισε την πόρτα του γραφείου της. «Φυσικά και δεν κοιμήθηκα μαζί του. Εεε, κατά κάποιο τρόπο φλερτάραμε λίγο.» Δε θα έπρεπε να τα λέει αυτά στη γραμματέα της. Δε θα έπρεπε να τα λέει σε κανέναν αυτά. Αλλά το μικρό χαμόγελο που έκρυβε όλη τη μέρα, χαράχτηκε στο πρόσωπό της για μια φευγαλέα
στιγμή. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε φιλήσει τον Μπριτ Μπένσερ. Ίσως μετά να είχε πανικοβληθεί και να μην είχε το θράσος να ολοκληρώσει τελικά τη συμφωνία, αλλά, διάολε, εκείνος δεν είχε φύγει τρέχοντας ούτε είχε γελάσει με την άρνησή της να περάσει μαζί του τη νύχτα. Τι είδους άντρας το έκανε αυτό; «Φλερτάρατε; Πού είσαι, στο γυμνάσιο;» Η Μπέτσι άρπαξε την κάρτα και την κοίταξε εξεταστικά για λίγο. «Έως την επόμενη φορά; Ακούγεται σαν κάποιος να θέλει να τελειώσει τη δουλειά.» «Αυτό κι αν είναι ρομαντικό.» Η Τόρι γύρισε απηυδισμένη τα μάτια της στο ταβάνι, αν και η σκέψη να τελειώσει οτιδήποτε με τον Μπριτ έβαζε φωτιά σε κάθε κύτταρο του κορμιού της. Ειδικά σ’ αυτά ανάμεσα στα πόδια της. «Ρομαντισμός, ξερομαντισμός, θα επιστρέψεις στη Νέα Υόρκη σε μερικές βδομάδες για να κλείσεις τη συμφωνία με την Τέκνιξ, σωστά; Μπορείς να πέσεις στο κρεβάτι του τότε.» «Θα πάω εκεί για δουλειές, όχι για να κοιμηθώ με τον Μπριτ Μπένσερ. Ξέρεις, δεν έχω χρόνο για χαζολόγημα, Μπέτσι. Έχω υποσχεθεί στην επιχειρηματική ομάδα να κάνω μια παρουσίαση για την πρακτική μου για τους καλοκαιρινούς συνεργάτες την άλλη βδομάδα. Θα χρειαστώ τη βοήθειά σου με την παρουσίαση. Και έπειτα, είναι και-» «Ο Καρλ Μπάλτσερ» τη διέκοψε η Μπέτσι. «Είδα το μέιλ σου και έβαλα το ραντεβού στο ημερολόγιο για τις επτά αύριο το πρωί.» Η Τόρι έτριψε τα μάτια της. Και μόνο η αναφορά στο όνομα του Καρλ ήταν αρκετή για να σβήσει την όποια ζάλη είχε απομείνει από τη βραδιά της με τον Μπριτ. «Αν μιλάει σοβαρά γι’ αυτή τη νέα αγορά του, θα πρέπει να συγκροτήσουμε μια ομάδα. Θα χρειαστούμε μερικούς συνεργάτες, όλους τους καλοκαιρινούς υπαλλήλους και τουλάχιστον ακόμα έναν εξωτερικό συνεργάτη για να βοηθήσει με τα αναγκαία διαδικαστικά.» Η Μπέτσι σήκωσε το χέρι της, λες και ήθελε να σταματήσει τη ροή της ανάθεσης εργασιών. «Κατάλαβα, κατάλαβα. Με χρειάζεσαι να έρθω πιο νωρίς;» «Όχι, μπορούμε ν’ αρχίσουμε να το δουλεύουμε όταν έρθεις.» Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της στη θέα των βαθυκόκκινων βελούδινων πετάλων. Ο Καρλ Μπάλτσερ εξαφανίστηκε από τις σκέψεις της και μια εικόνα των ματιών του Μπριτ, να κοιτάζουν βαθιά μέσα στα δικά της καθώς έγερνε προς το μέρος της να τη φιλήσει, εμφανίστηκε στη θέση του. «Ήταν τόσο καλός όσο λένε;» «Μπέτσι!» είπε η Τόρι με στριγκή φωνή. Ένα πλατύ χαμόγελο έκανε πιο έντονα τα λακκάκια στα τροφαντά μάγουλα της Μπέτσι. «Το φαντάστηκα. Θεέ μου, μερικοί άνθρωποι είναι πολύ τυχεροί. Πες μου ξανά γιατί δεν κοιμήθηκες μαζί του;» Η Τόρι βυθίστηκε στη δερμάτινη καρέκλα του γραφείου της. «Είσαι αδιόρθωτη.» Έμπλεξε τα δάχτυλά της και ακούμπησε πάνω τους το πιγούνι της, κοιτάζοντας το δρόμο απέξω και τις πολύχρωμες σημαίες που τον στόλιζαν. «Είμαστε στη μέση μιας συμφωνίας. Ήταν πολύ παράξενο. Εξάλλου, είναι σαν αστέρας του κινηματογράφου ή κάτι τέτοιο, δεν μπορώ να φανταστώ πως πραγματικά ενδιαφέρεται για μένα.»
«Έχεις σοβαρό πρόβλημα αυτοεκτίμησης» είπε η Μπέτσι. «Μια φορά είχα δει μια εκπομπή για τις επιτυχημένες γυναίκες, και έλεγε ότι συνεχώς υποτιμούν την αξία τους-» «Μπέτσι! Αν θέλω συμβουλές από κάποια εκπομπή, σ’ το υπόσχομαι, πως θα τις ζητήσω. Τέλος πάντων, υποθέτω, μια και εσύ μου φτιάχνεις το ημερολόγιο, πως το έχεις κοιτάξει. Είδες πολλά ελεύθερα βράδια μέσα;» «Αυτό είναι επιλογή σου, όχι προϋπόθεση» επισήμανε η Μπέτσι. «Έκλεισες τη συμφωνία με την Έξκορπ χτες. Θα μπορούσες να πάρεις άδεια ένα βράδυ. Κανείς δεν περιμένει να γίνει συνέταιρος στον έκτο χρόνο του πια.» Η Τόρι σκέφτηκε τη μητέρα της και τον Οικισμό Λάνγκστον. Ήξερε πως το ίδιο σκεφτόταν και η Μπέτσι, γιατί το πρόσωπο της βοηθού της μαλάκωσε και συμπάθεια πλημμύρισε το βλέμμα της. Πόσο χρόνο έχω; Ένα χρόνο; Δύο; «Γλυκιά μου» είπε η Μπέτσι κουνώντας το κεφάλι της. «Λυπάμαι. Καταλαβαίνω. Τουλάχιστον, τηλεφώνησε στον Μπριτ. Πρέπει να τον ευχαριστήσεις για τα λουλούδια, έτσι;» «Θα του στείλω μέιλ.» «Με κοροϊδεύεις. Στ’ αλήθεια, θα γυρίσεις την πλάτη σου στον πρώτο πραγματικό άντρα που σε έχω δει μαζί τα τελευταία τέσσερα χρόνια;» «Μίλησες με τον Τζέρι;» τη ρώτησε η Τόρι. Η Μπέτσι αγνόησε την ερώτηση, κοιτάζοντάς τη μαμαδίστικα. «Δε λέω ότι πρέπει να βγαίνεις με φωτομοντέλα, αλλά σε παρακαλώ, τουλάχιστον βγες με κάποιον στο επίπεδό σου.» «Το επίπεδό μου είναι κοντό και πλαδαρό. Άλλωστε, δε μου αρέσουν οι γοητευτικοί άντρες. Είναι απρόβλεπτοι. Δεν μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη.» «Δεν είναι όλοι σαν τον πατέρα σου» τόνισε η Μπέτσι. Η Τόρι αγνόησε την αναφορά στον πατέρα της. Μετάνιωνε, και όχι για πρώτη φορά, που η Μπέτσι γνώριζε τη μητέρα της πριν πάθει Αλτσχάιμερ. «Μπέτσι, έκανες έρευνα για τον Μπριτ για λογαριασμό μου· ξέρεις πως βγαίνει και με μια διαφορετική γυναίκα κάθε βδομάδα. Γιατί, στην ευχή, να θέλεις να κυνηγήσω κάποιον που δίνει μια νέα έννοια στη φράση “αγάπησέ τες κι άφησέ τες”;» «Ίσως να είναι διαφορετικά μαζί σου. Ίσως να είσαι εσύ που θα δαμάσεις αυτή την άγρια ψυχή.» Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Τόρι. «Σωστά. Εδώ δεν μπορώ να δαμάσω την ίδια μου τη γάτα.» Πήρε το πάνω χαρτί από τη στοίβα με την αλληλογραφία. «Έχω αρκετή δουλειά, που θα μου πάρει ως τα Χριστούγεννα. Θα πρέπει να πας σπίτι σου. Θα σε δω το πρωί.» Σφίγγοντας τα χείλη της, η Μπέτσι κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπο της Τόρι. «Ήρθες το πρωί από τη Νέα Υόρκη, και από τις σακούλες κάτω από τα μάτια σου, υποθέτω πως κοιμήθηκες μόνο μερικές ώρες χτες βράδυ. Γιατί δε φεύγεις; Η δουλειά θα είναι εδώ και αύριο το πρωί.» «Δεν μπορώ. Ειδικά τώρα που ξέρω πως ο Καρλ σοβαρολογεί γι’ αυτή τη νέα αγορά.» «Θύμισέ μου γιατί ακριβώς είσαι η μόνη που μπορεί να το χειριστεί αυτό;» ρώτησε η Μπέτσι. «Την τελευταία φορά που κοίταξα, υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι σαράντα δικηγόροι σε αυτή την
εταιρεία, και οποιοσδήποτε από αυτούς θα ήταν ευχαριστημένος να αναλάβει το καινούριο έργο του κυρίου Μπάλτσερ.» Η Τόρι έτριξε τα δόντια της και προσευχήθηκε για υπομονή. Είχε κάνει αυτόν το συγκεκριμένο καβγά με την Μπέτσι πολλές φορές στο παρελθόν. «Η Άκρο είναι ένας απ’ τους πιο σημαντικούς πελάτες μας, και για κάποιο άγνωστο λόγο, κανείς δεν μπορεί να χειριστεί τον Καρλ όπως εγώ. Είναι κάθαρμα, όμως ξέρει ότι θα φέρω εις πέρας τη δουλειά του. Είναι το εισιτήριό μου για να γίνω συνέταιρος, Μπέτσι. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να τον κρατάω ευχαριστημένο.» Η Μπέτσι σηκώθηκε από την καρέκλα και πήγε προς το γραφείο της, κουνώντας το κεφάλι της. «Ό,τι πεις, αφεντικό. Ό,τι πεις.» *** Ο ήλιος έσβηνε στον ορίζοντα και ο αέρας είχε αρχίσει να δροσίζει, όταν τελικά η Τόρι μπήκε στο αυτοκίνητό της. Μια στοίβα φάκελοι –νυχτερινό διάβασμα για τη συνάντησή της με τον Καρλ– ξεχείλιζαν στη θέση του συνοδηγού, μαζί με το κρυστάλλινο βάζο και το φορτίο του από τριαντάφυλλα. Η αισθησιακή μυρωδιά τους κατέκλυσε το μικρό χώρο. Η φωνή της Έλλα Φιτζέραλντ πλημμύρισε το αυτοκίνητο καθώς η Τόρι άναψε τη μηχανή και κάθισε ακίνητη για ένα λεπτό, αφού ο ήχος τη μετέφερε αμέσως πίσω στο αυτοκίνητο του Μπριτ. Πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο. Σίγουρα δεν πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο… Έπρεπε να είχα κοιμηθεί μαζί του… Δεν είναι του επιπέδου σου. Ξέχασέ το. Βγήκε από το πάρκινγκ, με τις σκέψεις της να γυρνάνε ενώ ακολουθούσε τη γνωστή διαδρομή για τον οίκο περίθαλψης Λάνγκστον. Όταν έφτασε, οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου εξαφανίστηκαν πίσω από το μικρό τούβλινο κτίριο. Πάρκαρε το αυτοκίνητό της και άνοιξε την πόρτα. Ο υγρός αέρας μύριζε λεβάντα, από τα φυτά δίπλα στην είσοδο του κτιρίου, βοηθώντας τη να καθαρίσει το μυαλό της. Η Τόρι πάτησε ένα κουμπί στον τοίχο και προετοιμάστηκε για τη μάχη. «Λυπάμαι, είμαστε κλειστά για τους επισκέπτες τώρα» ακούστηκε μια αυστηρή φωνή από τη συσκευή ενδοεπικοινωνίας. «Τσαντ, είμαι η Τόρι Άντερσον. Υπάρχει περίπτωση να μ’ αφήσεις να δω τη μητέρα μου;» Η Τόρι κοίταξε το γυαλιστερό, μαύρο τετράγωνο πάνω από τη συσκευή, που ήξερε ότι έκρυβε μια κάμερα, και προσπάθησε να δείχνει αξιοθρήνητη. «Οι ώρες του επισκεπτηρίου είναι από τις εννέα έως τις πέντε, Τόρι. Το ξέρεις αυτό.» Ο βραδινός υπάλληλος ακουγόταν θυμωμένος, όμως αυτό συνήθως δεν τον εμπόδιζε να την αφήσει να περάσει. «Έλα τώρα, Τσαντ» τον παρακάλεσε η Τόρι. «Ξέρεις πως ποτέ δεν προλαβαίνω να έρθω τις ώρες του επισκεπτηρίου. Εξάλλου, είναι ώρα για την εκπομπή Αγαπώ τη Λούσι. Το ξέρω πως τη βλέπει. Δεν μπορώ να περάσω για λίγο; Υπόσχομαι πως δε θα σου είμαι βάρος.» Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. «Σε θερμοπαρακαλώ! Θα σου φέρω έναν τριπλό καφέ με έξτρα σαντιγί την επόμενη φορά που
θα έρθω.» Ακόμα, καμιά απάντηση. Η Τόρι δάγκωσε τα χείλη της. Διάολε, ήξερε πως έπρεπε να είχε σταματήσει στο δρόμο για τον καφέ. Πάντα έπιανε αυτό. «Εντάξει, αλλά μου χρωστάς μεγάλη χάρη.» Ένα βουητό την ειδοποίησε πως η πόρτα είχε ανοίξει. Την έσπρωξε με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο διάδρομος ήταν βαμμένος απαλό πορτοκαλί, τα χρώματα στην άνετη αίθουσα αναμονής ήταν μια φθινοπωρινή παλέτα από καφέ, κίτρινο και κόκκινο. Ο Οικισμός Λάνγκστον ήταν εγκαταστάσεις περίθαλψης που ειδικεύονταν στη γεροντική άνοια και στο τελευταίο στάδιο Αλτσχάιμερ, και αρνιόταν να φέρεται στους ενοίκους του σαν ασθενείς σε νοσοκομείο. Τους περιέβαλλε με λαμπερά χρώματα, μουσική και διάφορες δραστηριότητες, όπως ποίηση και θεατρικά. «Είναι στο δωμάτιο ψυχαγωγίας.» Ο Τσάντ χαιρέτησε την Τόρι στα μισά του διαδρόμου. Ο λεπτός, καμπουριασμένος άντρας είχε καλή ψυχή, που προσπαθούσε να κρύψει πίσω από την αυστηρή φωνή του. «Καλύτερα να κάνεις γρήγορα και να φύγεις πριν από τις εννέα. Δε θα μπω σε μπελάδες γιατί δεν μπορείς να έρθεις τις ώρες που πρέπει.» Η Τόρι τον χτύπησε στον ώμο με ευγνωμοσύνη. «Είσαι ένας άγιος.» Εκείνος ρουθούνισε. «Πάλι δούλευες μέχρι αργά;» «Όπως πάντα» απάντησε, προσπαθώντας να βάλει μια εύθυμη νότα στη φωνή της. «Γύρισα το απόγευμα από το Τέξας, διαμέσου Φλόριντας και Νέας Υόρκης.» «Χμμ… Δε μου φαίνεται σωστό ένα νέο κορίτσι σαν εσένα να ξοδεύει όλο το χρόνο του δουλεύοντας.» «Πώς είναι;» «Είχε μια δύσκολη βδομάδα» την ενημέρωσε μετά από μια παύση. «Δεν ήθελε να φάει και πολύ. Αλλά το προσωπικό ασχολούνταν μαζί της. Νομίζω πως βγήκε για μια βόλτα σήμερα το πρωί, και αυτό πάντα βοηθάει την όρεξή της.» Με μόνο τριάντα ενοίκους, το προσωπικό του Λάνγκστον ήξερε όλους τους ασθενείς του. Ο Τσαντ είχε ιδιαίτερη συμπάθεια στις γυναίκες. Η Τόρι τον είχε δει να καταφέρνει τη μητέρα της να του χαμογελάσει όταν κανείς άλλος δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της. «Ευχαριστώ, Τσαντ.» Ο Τσαντ την έδειξε με το κοκαλιάρικο δάχτυλό του. «Είσαι σίγουρη πως δε θέλεις να σου κλείσω ραντεβού με το γιο του ξαδέλφου μου, τον Ντρέικ; Είναι μερικά χρόνια μικρότερός σου, μα είναι καλό παιδί. Θα τον συμπαθούσες.» «Συγνώμη, πρέπει να πηγαίνω. Έχω μόνο μερικά λεπτά ακόμα, ξέρεις!» Η Τόρι τον χτύπησε φιλικά στον αγκώνα και κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη αίθουσα με τις δυο τηλεοράσεις και τη βιβλιοθήκη με βιβλία και περιοδικά. Μέσα στη χρονιά, ο Τσαντ είχε προσφερθεί να της κανονίσει ραντεβού με τους γιους του ξαδέλφου του, ένα γείτονά του και δυο γιατρούς που επισκέπτονταν περιστασιακά το Λάνγκστον. Η Τόρι αρνήθηκε σε όλα. Τα τυφλά ραντεβού δεν ήταν στο χαρακτήρα της. Επιτάχυνε το βήμα της, με ένα χαμόγελο να εμφανίζεται στο πρόσωπό της. Το γνωστό μουσικό
θέμα από την εκπομπή Αγαπώ τη Λούσι ακούστηκε με το που μπήκε από την πόρτα. Τέσσερις ή πέντε ένοικοι κάθονταν στους καναπέδες και στις καρέκλες κοιτάζοντας την τηλεόραση, με τα πρόσωπά τους να δείχνουν διάφορα επίπεδα ενδιαφέροντος και εγρήγορσης. Κάποιος από το προσωπικό καθόταν σε ένα μεγάλο τραπέζι στην απέναντι μεριά της τηλεόρασης, παίζοντας χαρτιά με έναν γκριζομάλλη άντρα με πυκνά άσπρα γένια. Σήκωσε το χέρι του και τη χαιρέτησε, και εκείνη του ανταπέδωσε το χαιρετισμό προτού πλησιάσει τη μητέρα της. «Γεια σας, κύριε Μπαρνς. Γεια σου, μαμά, η Τόρι είμαι.» Περίμενε να την αναγνωρίσουν πριν σκύψει προς τον καναπέ δεξιά από έναν ασπρομάλλη κύριο. Η μητέρα της καθόταν στα αριστερά του. Αν και η Τόρι ήλπιζε να γινόταν ευκολότερο με τον καιρό, η νευρικότητα τη χτύπησε στο στομάχι καθώς η μητέρα της κοίταξε αόριστα και αβέβαια προς το μέρος της. Πάντα σοκαριζόταν όταν έβλεπε πόσο φιλάσθενη είχε γίνει· η προηγούμενη παχουλή μητρική μορφή της είχε μετατραπεί σε μια φιγούρα που ζύγιζε λιγότερο από πενήντα κιλά, με άσπρα, λεπτά μαλλιά. Η Τζίνι Άντερσον παλιά ήταν γραμματέας, και η ύπουλη αρρώστια του Αλτσχάιμερ είχε γίνει ορατή όταν εκείνη είχε αρχίσει να ξεχνάει τα ραντεβού και τα μηνύματα του αφεντικού της. Της είχαν κάνει τη διάγνωση την ίδια περίπου περίοδο που είχαν προσφέρει στην Τόρι μια θέση στον Άρειο Πάγο. Αφού δεν είχε άλλη οικογένεια, και με τη μητέρα της συντετριμμένη από τη διάγνωση, η Τόρι δεν μπορούσε να της πει γι’ αυτό. Η θέση εργασίας θα την ανάγκαζε να μετακομίσει στην Ουάσινγκτον, κάτι δύσκολο για τη μητέρα της που η μνήμη της αδυνάτιζε και η νευρικότητά της αυξανόταν. Οπότε, η Τόρι δέχτηκε τη θέση στην εταιρεία Χάρτνερ Λένιγκαν, που τη συνέστησε ο αγαπημένος της καθηγητής, και είπε «αντίο» στο δικαστικό Σώμα. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια μετά τη Νομική ήταν λίγο θολά, καθώς η Τόρι παράπαιε μεταξύ των ραντεβού με τους γιατρούς, τις νοσοκόμες, και την όλο και αυξανόμενη ανάγκη της μητέρας της για επίβλεψη. Δεν είχε την πολυτέλεια να παρατήσει τη δουλειά της –ειδικά όχι με την προοπτική της πλήρους ιατρικής φροντίδας της μητέρας της μελλοντικά–, αλλά ούτε και μπορούσε ν’ αφήσει μόνη της τη μητέρα της. Έτσι, δούλευε στο σπίτι όποτε μπορούσε, έπινε απίστευτες ποσότητες καφέ και κατάφερνε να βγάζει τις ώρες δουλειάς που απαιτούσαν οι προϊστάμενοί της. Η επιδείνωση της κατάστασης της Τζίνι ήταν αργή και η ξεροκέφαλη περηφάνια της πάντα αντιστεκόταν στη φροντίδα της κόρης της. Μάλωνε έντονα με την Τόρι, για να της βρει νοσοκόμες να μείνουν μαζί της, ώστε να μη στεκόταν εμπόδιο η αρρώστια της στην καριέρα της κόρης της. Τελικά, έξι μήνες πριν, της ζήτησε να τη βάλει σε οίκο περίθαλψης. Ο πόνος που είχε προκαλέσει στην Τόρι αυτή η απλή παράκληση ήταν αβάσταχτος. Όλη της τη ζωή προσπαθούσε να ευχαριστήσει τη μητέρα της, να επανορθώσει για τον πόνο που είχε βιώσει όταν τους παράτησε ο πατέρας της. Αλλά τίποτα απ’ όσα έκανε η Τόρι δεν ήταν αρκετά. Όταν έμαθε για την αρρώστια της Τζίνι, για μια τρομερή στιγμή, η Τόρι σκέφτηκε πως ίσως να τις έφερνε πιο κοντά. Όμως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η πάλη της Τζίνι με το Αλτσχάιμερ την έκανε να κλειστεί περισσότερο στον εαυτό της. Έγινε ψυχρή και απαθής, ενώ μοιραζόταν πολύ λίγα συναισθήματα με την κόρη της. Αν και η Τόρι ήθελε απεγνωσμένα να ευχαριστήσει τη μητέρα της, ένιωθε πως φρόντιζε μια άγνωστη. Οι περιστασιακές αγκαλιές τους έγιναν ακόμα πιο σπάνιες, μέχρι που η Τόρι σταμάτησε να τις περιμένει. Τον τελευταίο μήνα, η Τζίνι είχε περάσει απ’ το να ξεχνάει το όνομα της Τόρι στο να τη βλέπει σαν απλώς ένα γνωστό πρόσωπο.
«Γεια σου, Τόρι» απάντησε πρώτος ο κύριος Μπαρνς. Ήταν νεότερος από τη μητέρα της, γύρω στα εξήντα, και είχε έρθει να μείνει στον Οικισμό Λάνγκστον όταν οι περιπλανήσεις του τον είχαν οδηγήσει χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του ένα βράδυ, και μόνο η ιατρική του ταυτότητα μπόρεσε να βοηθήσει έναν αστυνομικό να τον πάει πίσω στην οικογένειά του. Η Τζίνι τής ένευσε ευγενικά, αν και δε φάνηκε να την αναγνωρίζει. Γύρισε ξανά προς την τηλεόραση, καθώς άρχιζε η εκπομπή. Οι τρεις τους κάθισαν στον καναπέ σιωπηλοί. «Τι σκαρώνεις, Τόρι;» ρώτησε ο κύριος Μπαρνς. «Δουλεύω.» Η Τόρι πήρε το βλέμμα της από τη μητέρα της και του χαμογέλασε. «Ήμουν στη Νέα Υόρκη το πρωί και διαπραγματευόμουν ένα μεγάλο συμβόλαιο.» Το πρόσωπο της Τζίνι φωτίστηκε. «Πάντα λέω πως μια γυναίκα πρέπει να έχει καριέρα. Οι άντρες έρχονται και φεύγουν και σου ραγίζουν την καρδιά, μα η καριέρα μιας γυναίκας είναι για πάντα.» «Σίγουρα, μαμά» συμφώνησε η Τόρι. Είχε ακούσει αυτή την πρόταση από τη μητέρα της αναρίθμητες φορές. Ήταν το μοναδικό πράγμα που το Αλτσχάιμερ δεν είχε σβήσει από το μυαλό της. «Ούτε που θα το φανταζόμουν. Μου έδωσαν γωνιακό γραφείο πριν από μερικές βδομάδες. Έχει καλή θέα. Εύχομαι να μπορούσες να το δεις.» «Τι δουλειά κάνεις, είπαμε;» ρώτησε ο κύριος Μπαρνς. «Είμαι δικηγόρος» αποκρίθηκε η Τόρι. «Ελπίζω να γίνω συνέταιρος σε κάνα δυο χρόνια.» «Α, αυτό θα ήταν εξαιρετικό.» Η Τζίνι χαμογέλασε. «Συνέταιρος σε δικηγορική εταιρεία. Αυτή είναι μια πραγματική καριέρα. Πρέπει να είσαι περήφανη.» Κοίταξε για λίγο την Τόρι προτού εστιάσει ξανά την προσοχή της στην τηλεόραση. Το κάνω για σένα, μαμά. Θα με θυμάσαι ακόμα, όταν γίνει; Μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια που αγωνιζόταν, θα το ήξερε η μητέρα της όταν εκείνη έφτανε στην κορυφή; *** Όταν τελείωσε η εκπομπή, η Τόρι σηκώθηκε και τεντώθηκε. «Θα σε δω σε μερικές μέρες, εντάξει;» Στάθηκε δίπλα στη μητέρα της και την ακούμπησε μαλακά στον ώμο, αλλά η Τζίνι τραβήχτηκε· φαινόταν να νιώθει άβολα. Η Τόρι δάγκωσε τα χείλη της και προσπάθησε να μην αντιδράσει. «Εντάξει, τότε, σε μερικές μέρες.» Πήρε την τσάντα της και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Τσαντ τής έδωσε ένα χαρτομάντιλο καθώς περνούσε από το γραφείο του. «Θα κάτσεις σπίτι σου για λίγο;» τη ρώτησε. Εκείνη τον χαιρέτησε, όμως δεν πήρε το χαρτομάντιλο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε κλάψει. Μερικές φορές αναρωτιόταν αν τα δάκρυά της είχαν στερέψει. «Θα ξανάρθω.»
«Να προσέχεις τον εαυτό σου.» Πίεσε ένα κουμπί πίσω από τον πάγκο και η μπροστινή πόρτα άνοιξε. «Και σκέψου το για τον Ντρέικ. Είναι πραγματικά πολύ καλό παιδί.»
Κεφάλαιο Επτά Η Τόρι έφτιαξε νευρικά το σακάκι της ενώ κοίταζε προς την πόρτα κάθε τόσο. Ελέγχοντας αν εκείνος ερχόταν, φυσικά. Το φως του ήλιου αντανακλούσε στα κτίρια της Νέας Υόρκης και έπεφτε πάνω στο τραπέζι συνεδριάσεων της Έξκορπ, καθώς μια ενοχλητική ομάδα δικηγόρων τής χαμογελούσε από την απέναντι μεριά του τραπεζιού. Όλοι ήθελαν να τελειώσει αυτή η συμφωνία. Θα έβλεπαν το συμβόλαιο μια τελευταία φορά, θα διόρθωναν κάποια πράγματα αν χρειαζόταν, και η συμφωνία θα έκλεινε. Το μόνο πράγμα που έλειπε τώρα ήταν ο Φονιάς. Ο Τζέρι Τόλεφσον χτύπαγε νευρικά τα δάχτυλά του στο γραφείο, δίπλα της. Παρά τις δηλώσεις του πως ήθελε να γίνει εκατομμυριούχος, ήταν περίεργα σιωπηλός σε όλη την πτήση για Νέα Υόρκη. Η Τέκνιξ ήταν η πρώτη του εταιρεία και το να την πουλήσει, πρέπει να ήταν δύσκολο. Η Τόρι κοίταξε σκυθρωπά ένα σπασμένο νύχι της και προσπάθησε ν’ αντισταθεί στην παρόρμησή της να το δαγκώσει. Δεν ήταν επαγγελματικό να τρως τα νύχια σου σε μια συνάντηση. Αντίθετα, έβγαλε από το χαρτοφύλακά της το κινητό για να δει τα μηνύματα. Είχαν περάσει δυο βδομάδες από την τελευταία φορά που τον είδε, και η νευρικότητά της ολοένα και αυξανόταν. Είχε σκεφτεί ν’ αλλάξει τελείως την γκαρνταρόμπα της, να κάνει δίαιτα, να πάει γυμναστήριο και κομμωτήριο, όμως εγκατέλειψε την ιδέα μετά από ένα εξαντλητικό μάθημα αερόμπικ. Μερικές γυναίκες είχαν κοιλιακούς που σκότωναν – η Τόρι είχε λεξιλόγιο που σκότωνε. Tα πάντα στη ζωή ήταν θέμα αντιστάθμισης. «Τόρι.» Ο Τζέρι έγειρε προς το μέρος της. «Έλεγξες τα μηνύματά σου δέκα δευτερόλεπτα πριν. Αν δε σταματήσεις να είσαι νευρική, θα τρελαθώ.» «Δεν είμαι νευρική. Δουλεύω.» Η πόρτα που άνοιξε έσωσε την Τόρι από την απάντησή του. Ο Μπριτ μπήκε ένα δευτερόλεπτο μετά, και η ωμή αρρενωπότητά του τη χτύπησε σα γροθιά στο στομάχι. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ανάγκασε τον εαυτό της να χαμογελάσει και σηκώθηκε να τον χαιρετήσει. Της είχε φανεί γοητευτικός με το καθημερινό παντελόνι και το πουλόβερ του; Αυτό δεν ήταν τίποτα. Σήμερα φορούσε ένα σκούρο κουστούμι που τόνιζε τους φαρδιούς ώμους του και τη στενή μέση του. Τα πυκνά μαλλιά του, στα οποία η Τόρι θυμόταν να βυθίζει τα δάχτυλά της, στέκονταν υπάκουα πάνω από το μέτωπό του καθώς την κοίταζε εξεταστικά από την κορυφή ως τα νύχια, με το βλέμμα του να μένει λίγο παραπάνω στα στενά, ψηλοτάκουνα παπούτσια της, πριν ταξιδέψει πάνω στα πόδια της. Θα ορκιζόταν πως μια μπλε φωτιά άναψε στα μάτια του για μια στιγμή, όταν συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, αλλά έπειτα αντικαταστάθηκε από ένα ευγενικό βλέμμα αδιαφορίας. Τι σήμαινε αυτή η στιγμιαία λάμψη στα μάτια του; Μπορεί να ήταν πόθος; Ξαφνικά, ένιωσε τα γόνατά της να τρέμουν.
Σύνελθε, ηλίθια! Συγκεντρώσου! Ο σκοπός της σήμερα ήταν να υπογράψουν τα συμβόλαια και να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε από τη Νέα Υόρκη, πριν να έχει το χρόνο να σκεφτεί πόσο απελπισμένα ήθελε να κοιμηθεί με τον Μπριτ. Δε θα σκεφτόταν τι σήμαινε η λάμψη στο βλέμμα του. Δε θα σκεφτόταν τα δυνατά χέρια του, ή τα αργά, καυτά φιλιά του. Δεν είσαι ο τύπος του και δεν είναι και ο δικός σου. Απόρριψέ τον, πριν σε απορρίψει. «Κύριε Μπένσερ, χαίρομαι που σας βλέπω. Θα ήθελα να σας συστήσω τον πελάτη μου, τον Τζέρι Τόλεφσον.» Προσπάθησε να κρατήσει τον τόνο της φιλικό και επαγγελματικό, κι όμως κάπως ακούστηκε, σα νευρική έφηβη. «Τόρι.» Ο Μπριτ την πλησίασε πρώτος, παίρνοντας το χέρι της μέσα στα δικά του, σε μια φιλική κίνηση που κανένας δεν μπορούσε ν’ αμφισβητήσει. Κι όμως την επηρέασε τόσο, λες και είχε τραβήξει το σώμα της πάνω στο δικό του. Προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά εκείνος δεν την άφησε. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και η Τόρι παραλίγο να λιποθυμήσει από την ένταση στο βλέμμα του. Τουλάχιστον, σήμερα είχε φορέσει το καλό της σουτιέν. Ο Μπριτ γύρισε προς τον Τζέρι κι άπλωσε το χέρι του, αφήνοντας τελικά το δικό της. «Τζέρι, ανυπομονούσα να σε γνωρίσω. Δημιούργησες μια εκπληκτική εταιρεία και είμαι ενθουσιασμένος που θα εντάξω την Τέκνιξ και όσα έχει να προσφέρει στην οικογένεια της Έξκορπ.» Χρησιμοποιούσε τον όρο «οικογένεια» και το έκανε ν’ ακούγεται επικίνδυνα σέξι, σκέφτηκε η Τόρι, με μια αίσθηση υστερίας να γεμίζει το στήθος της. Ο Τζέρι κοίταξε εξεταστικά τον Μπριτ, με ένα αργό βλέμμα. «Και εγώ είμαι ενθουσιασμένος που θα γίνω εκατομμυριούχος.» Γέλασε, όμως το χαμόγελό του φάνηκε βεβιασμένο. «Απλώς, μην κάνεις τίποτα ηλίθιο με την Τέκνιξ, εντάξει;» «Ηλίθιο;» απόρησε ο Μπριτ, ανασηκώνοντας το ένα φρύδι του. «Ξέρεις, να μην τη διαλύσεις, να μην απολύσεις όλους τους υπαλλήλους μου ή να την κάνεις να πτωχεύσει. Αυτά τα πράγματα.» Για πρώτη φορά, τα μάτια του Τζέρι δεν έλαμπαν από χιούμορ. Η Τόρι αναγνώρισε την ένταση που κρυβόταν στα λόγια του Τζέρι. Μετά από οκτώ χρόνια ασταμάτητης δουλειάς, ο Τζέρι είχε εξαντληθεί με το να διοικεί την Τέκνιξ και ήθελε να ξαναπάρει τον έλεγχο της ζωής του. Αλλά αυτό δε σήμαινε πως είχε παραιτηθεί από τους εργαζομένους του ή από την περιουσία που είχε δημιουργήσει. «Η Έξκορπ δεν παίζει αυτά τα παιχνίδια. Όταν αγοράζω μια εταιρεία, είναι επειδή η εταιρεία είναι αρκετά δυνατή από μόνη της για να λειτουργήσει. Δεν έχω καμία άλλη πρόθεση πέρα απ’ το να προσφέρω τους πόρους της Έξκορπ και να αφήσω την Τέκνιξ να λειτουργεί ανεξάρτητα.» «Ο Τζέρι δε θα είχε λάβει υπόψη την προσφορά σας αν η φήμη της Έξκορπ ήταν διαφορετική» είπε η Τόρι, ελπίζοντας να θυμίσει στον Τζέρι όλη τη δουλειά που είχαν κάνει όταν εξέταζαν την Έξκορπ και τον Μπριτ Μπένσερ. Ο Μπριτ είχε τη φήμη πως καθοδηγούσε τις εταιρείες του όταν χρειάζονταν βοήθεια και τις άφηνε ανεξάρτητες όταν δεν τη χρειάζονταν πια. Απ’ όσο ήξερε η Τόρι, ποτέ δεν είχε αγοράσει και «γδύσει» μια εταιρεία για γρήγορο κέρδος. «Ξέρουμε πως θα είσαι καλός
καθοδηγητής για την Τέκνιξ.» Ο Μπριτ κούνησε αμυδρά το κεφάλι του στο κομπλιμέντο. «Γιατί δεν αρχίζουμε;» πρότεινε δείχνοντας προς το τραπέζι. «Ήδη ανυπομονώ για τη χειραψία που θα επισφραγίζει τη συμφωνία.» Ο Τζέρι ένευσε καταφατικά και κάθισε στη θέση του. Η Τόρι κράτησε την ανάσα της καθώς ο Μπριτ γύρισε προς το μέρος της, ενώ έμεινε ασάλευτη όταν εκείνος ψιθύρισε το όνομά της με βραχνή φωνή, κάνοντάς τη να ανατριχιάσει. «Τόρι» ψιθύρισε απαλά «σου έλειψα;» Το στομάχι της άρχισε να γυρνάει. «Ας το κρατήσουμε σε επαγγελματικό επίπεδο, εντάξει;» Κοίταξε γύρω της για να δει αν τους παρατηρούσαν παράξενα οι άλλοι. Μια γραμματέας μπήκε κρατώντας μια στοίβα χαρτιά για το Χάρολντ. Όλοι στράφηκαν σε εκείνον, καθώς άρχισε να εξηγεί καθένα από τα βασικά έγγραφα, για να επικυρωθεί η αγοραπωλησία. «Ποιος είπε κάτι για μη επαγγελματισμό; Εσύ, κυρία Άντερσον, είσαι η επιτομή του επαγγελματισμού. Ακόμα και τα μέιλ σου είναι επαγγελματικά.» Καθάρισε το λαιμό του. «“Αγαπητέ Μπριτ, σ’ ευχαριστώ για τα λουλούδια. Θα εκτιμούσα αν επικύρωνες το συμβόλαιο της Τέκνιξ πάραυτα. Φιλικά, Τόρι.”» Γέλασε σιγανά. «Δεν είπα “πάραυτα”» του ψιθύρισε αγανακτισμένη. «Κανένας σοβαρός δικηγόρος κάτω από τα εξήντα δε χρησιμοποιεί τη λέξη “πάραυτα”.» «Κακώς.» Έβαλε το δάχτυλό του στο πιγούνι του. «Αν έλεγα πως θα ήθελα να σε πάω πίσω στο ξενοδοχείο σου πάραυτα και να τελειώσω αυτό που αρχίσαμε;» Πήρε μια βαθιά ανάσα και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Απ’ όλους τους τρόπους που είχε φανταστεί πως θα τη χαιρετούσε, ο απροκάλυπτος σεξουαλικός υπαινιγμός ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό της. Την κατέπληξε τόσο, όσο και την εξαγρίωσε. Ήταν επαγγελματίας, πρώτο και κυριότερο. Δεν μπορούσε να φλερτάρει με τον Μπριτ στη μέση μιας επαγγελματικής συνάντησης. «Είμαστε εδώ για μια πολύ σημαντική επαγγελματική συμφωνία, κύριε Μπένσερ. Υπέθεσα πως θα ήσουν αρκετά ώριμος για να το αναγνωρίσεις αυτό.» «Ώριμος; Δεν πιστεύω πως με έχουν ξαναπεί έτσι.» «Ίσως γιατί δεν είσαι;» «Είσαι σκληρή» είπε ο Μπριτ. «Μου αρέσει.» Η λάμψη στο βλέμμα του έκανε το σφυγμό της πιο γρήγορο. Τακτοποίησε μια τούφα από τα μαλλιά της και καθάρισε το λαιμό της. «Υπάρχει καμιά περίπτωση να ξεχάσουμε πως υπήρξε ποτέ αυτή η βραδιά;» «Μακάρι να μπορούσα» της είπε, με τα μάτια του γεμάτα θλίψη. «Αλλά είπες, και επαναλαμβάνω: “Ίσως κάποια άλλη φορά”. Αυτές οι λέξεις με στοιχειώνουν, Τόρι. Με στοιχειώνουν.» Εκείνη έπνιξε ένα γέλιο. «Τρόπος του λέγειν. Ευγενική συζήτηση.»
Ο Μπριτ έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας. «Λες πως μου είπες ψέματα;» «Είπα “ίσως”. Δεν υποσχέθηκα τίποτα.» «Το υπονόησες.» Έκανε ένα βήμα πιο κοντά της και η Τόρι μπορούσε να μυρίσει την κολόνια του. Η μυρωδιά ήταν σκοτεινή, πικάντικη και σέξι. Σαν τον Μπριτ. Διάολε! Το στόμα της Τόρι ξεράθηκε. «Η υπόνοια δε δημιουργεί υποχρέωση.» «Δεν μπορώ να σου πω πόσο μ’ ερεθίζει όταν μιλάς δικηγορίστικα.» «Είσαι τρελός.» «Μόνο γιατί εσύ με έκανες έτσι.» Η Τόρι γέλασε. «Μήπως σ’ ερεθίζει και ο Χάρολντ, επίσης;» Ο Μπριτ έγειρε στο αφτί της. «Δεν μπορείς να φανταστείς.» Η Τόρι παρατήρησε πως οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει να τους κοιτάζουν περίεργα, μαζί και ο Τζέρι. Έκανε ένα βήμα πίσω. «Τι θα μπορούσα να σου δώσω για να μ’ αφήσεις ήσυχη;» «Εσένα» αποκρίθηκε απλά. «Θέλω εσένα.» *** Τις επόμενες ώρες η Τόρι συγκεντρώθηκε στο να τελειώσει τη συνάντηση όσο πιο γρήγορα και ανώδυνα γινόταν. Παρά τα λουλούδια και το σημείωμα, είχε υποθέσει πως ο Μπριτ δε θα ήθελε να το επαναλάβουν. Η Μπέτσι θα το απέδιδε σε απελπιστική ανασφάλεια, αλλά όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο αδύνατο της φάνταζε να γίνει κάτι μεταξύ τους. Κι όμως, ήταν εκεί και φλέρταρε μαζί της. Φλέρταρε! Η Τόρι έπαθε σοκ, νιώθοντας τρόμο και τρελή επιθυμία. Τελικά, έπρεπε να καταφύγει στο να κρατάει σφιχτά την κούπα με τον καφέ της ή να ακουμπάει τα χέρια στα γόνατα, για να μη φαίνεται το τρέμουλο κάθε φορά που απευθυνόταν σε κείνη. Η αρρενωπή μυρωδιά του πλανιόταν στο δωμάτιο και κάθε οσμή τη μετέφερε πίσω στο ξενοδοχείο, όταν τα φιλιά του είχαν βάλει φωτιά στο σώμα της. Όταν τελείωσε επιτέλους η συνάντηση, η Τόρι αναστέναξε με ανακούφιση καθώς έβαζε τα έγγραφα στο χαρτοφύλακά της, και ετοιμάστηκε να φύγει. Σχεδόν δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη συμφωνία παραπάνω απ’ το να χαμογελάσει κοφτά και ν’ ανταλλάξει χειραψίες με όλους. Δεν είχε ιδέα τι θα έλεγε ή θα έκανε μετά ο Μπριτ, και είχε αποφασίσει πως η μόνη διέξοδος ήταν να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αν ο Μπριτ ήθελε πραγματικά να την ξαναδεί, μπορούσε να της τηλεφωνήσει. Δε χρειαζόταν να την αποπλανήσει ανάμεσα σε κούπες καφέ με το Χάρολντ και εξεζητημένες συζητήσεις για τον καιρό.
Είδε τον Μπριτ να σηκώνεται από το τραπέζι και να πηγαίνει με τον Τζέρι στον μπουφέ. Ο Μπριτ και ο Τζέρι άρχισαν να μιλάνε ανάλαφρα. Και οι δυο ήταν έξυπνοι, φιλόδοξοι και υπερβολικά καλοί στον τομέα τους, αν και ο Τζέρι ήταν ο ατημέλητος τύπος και ο Μπριτ ο τέλεια ντυμένος διευθυντής. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, πιθανότατα θα είχαν γίνει φίλοι. Ο Τζέρι έκανε νόημα στην Τόρι να πάει κοντά τους. Εκείνη αναστέναξε, χαμογέλασε βεβιασμένα και πήρε το χαρτοφύλακά της. Μείνε ψύχραιμη, Τόρι. Μπορείς να το κάνεις. «Λοιπόν, Μπριτ, η Τόρι και εγώ έχουμε μερικές ώρες να δούμε την πόλη πριν φύγει το τρένο μας. Έχεις καμία πρόταση; Κανένα τουριστικό αξιοθέατο όπου μπορούμε να πάμε πριν φύγουμε;» είπε ο Τζέρι χαμογελώντας χαλαρά, τώρα που η συμφωνία είχε επιτέλους κλείσει. «Δεν έχεις ξανάρθει στη Νέα Υόρκη;» «Ξέρω πως είναι δύσκολο να το πιστέψεις, αλλά όταν έχω ευκαιρία να πάω διακοπές, προτιμώ ένα μέρος χωρίς πολλά αυτοκίνητα.» Ο Τζέρι κατάπιε ένα ντόνατ και συνέχισε. «Η Τόρι έμενε εδώ, μα δεν παίρνει ποτέ άδεια.» Η Τόρι ήθελε να κλοτσήσει τον πελάτη της. Του είχε πει πως είχαν περάσει όμορφα στο δείπνο με τον Μπριτ, όμως τίποτα άλλο, και ήταν πολύ κύριος για να τη ρωτήσει περισσότερα. Αλλά είχε μια αίσθηση πως δε θα την άφηνε να φύγει από την πόλη χωρίς ούτε ένα σχόλιο. «Έχω δει το Άγαλμα της Ελευθερίας» είπε εκείνη. Βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για δουλειά με κάποιους συναδέλφους της, αλλά είχε πάει. «Δε μετράει αν κοίταγες το κινητό σου όλη την ώρα» είπε ο Μπριτ. «Πρέπει να το κλείσεις αυτό το πράγμα, για να εκτιμήσεις τη θέα.» Το στόμα της Τόρι άνοιξε διάπλατα, όμως δεν μπορούσε να βρει κάτι να του απαντήσει. Ο Τζέρι άρχισε να γελάει. «Σε τσάκωσε!» «Μήπως τα δικά σου μηνύματα διαβάζονται μόνα τους;» τον ρώτησε. «Όχι, αλλά όπως φαίνεται, είναι πολύ πιο υπομονετικά από τα δικά σου» αστειεύτηκε ο Μπριτ. «Μερικές φορές με αφήνουν ήσυχο για ώρες πριν τα διαβάσω.» Ένα βουητό από τη μέση της Τόρι διέκοψε τη συζήτηση. Ο Μπριτ και ο Τζέρι γέλασαν, ενώ το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. Με πολλή προσπάθεια, αγνόησε αυτό που μάλλον ήταν ένα ενοχλητικό μήνυμα από τον Καρλ Μπάλτσερ, απαιτώντας να μάθει πότε θα γύριζε. «Χρειάζεσαι μια βδομάδα περίπου για να γυρίσεις όλη την πόλη. Πότε φεύγετε;» ρώτησε ο Μπριτ. «Δεν ήμασταν σίγουροι πότε θα τελειώναμε, οπότε θα φύγουμε με το τρένο των επτά απόψε» απάντησε ο Τζέρι. Η Τόρι κοίταξε τα παπούτσια της, για ν’ αποφύγει το βλέμμα του Μπριτ. «Έξι και σαράντα πέντε» τον διόρθωσε. «Αλλά θέλουμε να είμαστε στο σταθμό νωρίς. Το τρένο είναι γεμάτο και θέλω μια θέση σε ένα ήσυχο βαγόνι. Έχω πολλά να κάνω.» Μη με φέρεις σε δύσκολη θέση, Τζέρι. Σε παρακαλώ. Ο Μπριτ κοίταξε το Ρόλεξ του.
«Έχουμε αρκετό χρόνο. Γιατί να μη σας πάω για μια γρήγορη ξενάγηση στην πόλη;» «Αυτό ακούγεται θαυμ-» ξεκίνησε να λέει ο Τζέρι. «Ίσως να μπορέσουμε να φύγουμε πιο νωρίς αν πάμε στο σταθμό τώρα» πετάχτηκε η Τόρι. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καθίσει μέσα σε ένα μικρό αυτοκίνητο με τον Μπριτ. «Όσο και αν εκτιμώ την προσφορά, δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα.» «Αλλά έχουμε κρατήσει θέσεις στο Ασέλα» είπε ο Τζέρι, χαμογελώντας πλατιά. «Αρνούμαι να πάρω οποιοδήποτε άλλο τρένο. Εξάλλου, δεν έχεις κάθε μέρα την ευκαιρία να δεις την πόλη με έναν τόσο εξέχοντα ξεναγό. Τόρι, δεν έχεις άλλη υποχρέωση για σήμερα, σωστά;» Τι, στην ευχή, σκεφτόταν; Η Τόρι μισόκλεισε τα μάτια της με καχυποψία. Καθώς ο Τζέρι έβαλε τα χέρια στις τσέπες του, έμοιαζε σα γάτα που κατάπιε ένα καναρίνι. Προσπαθούσε να της στήσει παγίδα. «Ίσως. Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχω δουλειά να κάνω» αποκρίθηκε εκείνη. «Υπόσχομαι πως θα σε πάω στο σταθμό στην ώρα σου» της είπε ο Μπριτ, πιάνοντας ελαφρά τον αγκώνα της. Η επαφή τη διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Έσφιξε τα δόντια της και διατήρησε το χαμόγελό της. «Πόσο ευγενικό εκ μέρους σου.» «Δεν υπάρχει πρόβλημα» απάντησε ο Μπριτ. Πήγε στο τηλέφωνο πάνω σε ένα τραπέζι προς τον τοίχο. «Συγχωρέστε με ένα λεπτό. Θα κανονίσω κάτι για εμάς.» Όταν απομακρύνθηκε, η Τόρι κοίταξε τον Τζέρι. «Τι, στην ευχή, σκέφτεσαι; Προσπαθείς να με ρίξεις πάνω του;» Ο Τζέρι προσποιήθηκε τον έκπληκτο. «Τι εννοείς; Μου είπες πως εσείς οι δυο περάσατε τέλεια στο δείπνο. Είσαστε φίλοι τώρα, έτσι;» Η Τόρι κοίταξε αλλού. «“Φίλοι” δεν είναι ακριβώς η σωστή λέξη.» «Σίγουρα όχι παραπάνω από φίλοι;» είπε ο Τζέρι ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του. «Λοιπόν…» Η Τόρι έβαλε την τσάντα της στον ώμο της. Ο Τζέρι χαχάνισε. «Η Μπέτσι μού είπε για τα τριαντάφυλλα. Πολύ καλή κίνηση.» «Η Μπέτσι σού είπε τι;» Είχε πάρει τα τριαντάφυλλα σπίτι της ειδικά για ν’ αποφύγει σχόλια και ερωτήσεις. Η Μπέτσι θα είχε μεγάλους μπελάδες. «Πληγώθηκα λίγο που δε μου το είπες προσωπικά, αλλά στ’ αλήθεια, δε με πειράζει να κουτσομπολεύω με τη γραμματέα σου.» Τέλεια, τώρα τιμωρούνταν που είπε στην Μπέτσι για τον Μπριτ, αλλά όχι στον Τζέρι. Έπρεπε να το ξέρει πως οι δυο τους θα μίλαγαν για εκείνη. Ο Μπριτ έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε κοντά τους, κάνοντάς τη να μην απαντήσει. «Η βοηθός μου κανονίζει τις λεπτομέρειες. Πρώτα, θα πάμε για μεσημεριανό. Μετά από αυτό,
μια γρήγορη επίσκεψη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Ποτέ δε χάνω την ευκαιρία να δω την Έναστρη Νύχτα. Θα έχουμε και χρόνο να πάμε βόλτα με ελικόπτερο στις τέσσερις, και μετά θα σας πάω στο σταθμό.» «Ελικόπτερο;» ρώτησε ο Τζέρι, με τα ξανθά φρύδια του ν’ ανασηκώνονται με ενδιαφέρον. «Ο μόνος τρόπος για να δεις την πόλη αν δεν έχεις πολύ χρόνο. Θα πετάξουμε κοντά στο Εμπάιρ Στέιτ και θα δούμε και την κυρία Ελευθερία από κοντά. Θα το λατρέψετε.» «Αυτά τα πράγματα δε φαίνονται ασφαλή» είπε η Τόρι. «Έχουν ζώνες ασφαλείας τουλάχιστον; Αποφάσισα να μη φοράω αλεξίπτωτο στη δουλειά αυτόν το χρόνο.» «Δε θα πηδήξεις απέξω» αστειεύτηκε ο Μπριτ. «Θα κάθεσαι σε ένα αναπαυτικό κάθισμα. Κοιτάζοντας τα αξιοθέατα. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ γαλήνιο.» «Προτιμώ να βλέπω τα αξιοθέατα από το έδαφος» είπε η Τόρι. «Για τι πράγμα μιλάτε;» ρώτησε ο Τζέρι. «Προχτές, μου έλεγες πόσο σου αρέσει να πηγαίνεις στην κορυφή του παρατηρητηρίου του Δημαρχείου. Είπες πως ένιωθες ηρεμία.» «Αυτό είναι διαφορετικό. Δεν είναι ελικόπτερο» δικαιολογήθηκε εκείνη. «Θα είσαι μια χαρά.» Ο Μπριτ έδειξε προς την πόρτα. «Καλύτερα να πηγαίνουμε. Έχουμε πολλά να κάνουμε.» Η Τόρι γύρισε την πλάτη και στους δυο άντρες. Την είχαν παραγκωνίσει και δεν της άρεσε καθόλου αυτό.
Κεφάλαιο Οκτώ Όσο αποφασισμένη και αν ήταν η Τόρι να μείνει εκνευρισμένη με τον Τζέρι, το μεσημεριανό αποδείχτηκε ευχάριστο. Έφαγαν σε ένα μικρό εστιατόριο με πολύχρωμη, χαρούμενη διακόσμηση, που το έλεγαν «Βερβ». Τα τραπέζια ήταν κόκκινα με κίτρινες καρέκλες, και εκφραστικούς, αφηρημένους πίνακες στους τοίχους. Οι τρεις τους ήταν οι μόνοι που φορούσαν κουστούμια. Οι τιμές θα έκαναν την Τόρι να παραλύσει αν ο Μπριτ δεν επέμενε να πληρώσει το λογαριασμό. Όπως περίμενε, ο Μπριτ και ο Τζέρι είχαν πολλά κοινά. Πέταγαν προσβολές ο ένας στον άλλο για τις ποδοσφαιρικές τους ομάδες και συζήτησαν για ένα μαραθώνιο όπου είχαν πάρει μέρος. Η Τόρι παρέμεινε σιωπηλή και παρατήρησε τον Μπριτ. Παρ’ όλο που είχε αποβάλει τον επαγγελματικό του αέρα μέσα σε μερικά λεπτά αφού φύγανε από το κτίριο της Έξκορπ, διατηρούσε τον αέρα δύναμης και κύρους, τραβώντας εύκολα την προσοχή όλων γύρω του. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, ο Σαμ Χουό, βγήκε να τους χαιρετήσει, αφότου είχε σερβιριστεί το γεύμα τους. Ήταν ένας λεπτός άντρας, με βαριά προφορά, και είχε το συνήθειο να φιλάει το χέρι κάθε γυναίκας που έμπαινε στο εστιατόριο. Ο Τζέρι φαινόταν χαρούμενος με το να κάνει πλάκα στον Μπριτ, που ήταν η καλύτερη απόδειξη πως απολάμβανε την παρέα του. Ο Μπριτ τού ανταπαντούσε χαμογελώντας εγκάρδια. Αφού υπέμεινε αρκετά καυστικά σχόλια του Τζέρι, άρχισε και εκείνος να τον ρωτάει διάφορα πράγματα. «Πες μου περισσότερα για την Τέκνιξ» του είπε, με αυτή την απαλή φωνή που ήταν μόλις λίγα εκατοστά απ’ το να ακουστεί σαν εντολή. «Ξέρω τι λέει το βιογραφικό της εταιρείας, μα πες μου την πραγματική ιστορία. Πώς άρχισες. Σίγουρα υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα πράγματα εκεί.» Μιλούσε κυρίως στον Τζέρι. Η Τόρι απέφευγε τη συζήτηση με το να τρώει πολύ περισσότερο απ’ όσο σκόπευε ή ήθελε. Κάθε φορά που ο Μπριτ τη ρωτούσε κάτι, κουνούσε το κεφάλι της και έδειχνε το γεμάτο στόμα της, για να δικαιολογήσει την ανικανότητά της να μιλήσει. Δεν είχε ιδέα πώς να χειριστεί την κατάσταση. Ο Μπριτ ήταν διαβολικά έξυπνος, με αυτοπεποίθηση και γοητευτικός. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι την ήθελε πραγματικά. Και έστω πως το πίστευε, μετά τι; Είχε πράγματι το θράσος να έχει μια περιπετειούλα με έναν τέτοιο άντρα; «Στην πραγματικότητα, δεν είναι ιδιαίτερα συναρπαστικό» αποκρίθηκε ο Τζέρι. «Η Τέκνιξ άρχισε σα μια ιδέα στο υπόγειο του σπιτιού μου. Ήθελα να συνδυάσω τη δουλειά μου στο Κολούμπια στην τεχνητή νοημοσύνη με την ασφάλεια των υπολογιστών. Δεν είχα ιδέα τι έκανα. Σ’ αυτό, η Τέκνιξ δεν ήταν και πολύ διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία στο ξεκίνημά της. Η διαφορά για μένα ήταν πως είχα εξαιρετικό δικηγόρο.» Ο Τζέρι χτύπησε φιλικά τον ώμο της Τόρι. «Η Τόρι κατανόησε το όνειρό μου. Μου βρήκε επενδυτές όταν όλοι έλεγαν πως η ιδέα μου ήταν απλώς ένα απατηλό όνειρο. Έπρεπε να πάω στην Αυστραλία και την Ιαπωνία για να το κάνω, αλλά η Τόρι είναι σκληρή. Αγόρασες το προϊόν τεσσάρων άυπνων ετών, δικών μου και της Τόρι.» Η Τόρι κατάπιε αργά την τελευταία μπουκιά από τη σαλάτα της, νιώθοντας υποχρεωμένη να μιλήσει. «Μην αφήνεις τον Τζέρι να σε ξεγελάσει. Μου έδειξε τα σχέδιά του για ένα σύστημα ασφαλείας με τεχνητή νοημοσύνη, και ήξερα πως ήθελα να πάρω μέρος σ’ αυτό. Η Τέκνιξ ήταν πολύ καλή για
να παραμείνει κρυμμένη για πολύ καιρό. Ήμουν τυχερή που με άφησε να εκπροσωπήσω την εταιρεία.» «Σταμάτα να είσαι μετριόφρων» αντέδρασε ο Τζέρι. «Δεν ξέρω πόσες ώρες διέθεσες δωρεάν. Δεν είναι ότι σε πλήρωνα για τα ταξίδια που έκανες.» «Δεν ήταν πως με πλήρωνες για οτιδήποτε» συμπλήρωσε η Τόρι στεγνά. Στην αρχή, ο Τζέρι δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από τα ρούχα που φορούσε, μια φανταστική ιδέα, και την ικανότητα και ευφυΐα για να κάνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα. Δεν τον χρέωνε για χρόνια. «Τα χρήματα δεν είχαν σχέση μ’ αυτό. Ήξερα ότι στον Τζέρι άξιζε να πετύχει, και ήθελα να είμαι παρών όταν γινόταν.» «Και είσαι» είπε ο Μπριτ. «Φαίνεται πως ήσουν πολυάσχολη γυναίκα τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είναι πως η Τέκνιξ ήταν ο μοναδικός σου πελάτης.» «Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο που θα προτιμούσα να κάνω απ’ το να δουλεύω με άτομα σαν τον Τζέρι» παραδέχτηκε με ειλικρίνεια. Ο Μπριτ χτύπησε ελαφρά το ποτήρι του με το μακρύ του δάχτυλο. «Αλήθεια;» έκανε αργόσυρτα. «Μπορώ να σκεφτώ πολλά πράγματα που προτιμώ να κάνω απ’ το να δουλεύω.» Η Τόρι κοίταξε το πιάτο της. Διάολε, δεν είχε μείνει κάτι να φάει. Αντίθετα, ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το νερό της. «Όχι η Τόρι» είπε ο Τζέρι. «Είναι σα μηχανή. Ποτέ δεν την έχω δει να χάνει μια μέρα από τη δουλειά, εκτός απ’ όταν η μητέρα της-» «Θεέ μου, πέρασε η ώρα» πετάχτηκε η Τόρι, δείχνοντας το ρολόι της με ένα ψεύτικο χαμόγελο. «Θα πρέπει να φύγουμε σύντομα αν θέλουμε να δούμε το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.» Κλότσησε τον Τζέρι κάτω από το τραπέζι. Η μητέρα της ήταν προσωπικό θέμα. Ο Μπριτ Μπένσερ σίγουρα δε χρειαζόταν να ξέρει για εκείνη. Ο Τζέρι όμως δεν της έδωσε προσοχή. Η μουσική από τον Πόλεμο των Άστρων –η αγαπημένη του ταινία– πλανήθηκε στον αέρα. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και απάντησε καθώς απομακρυνόταν από το τραπέζι. «Εσύ και ο Τζέρι φαίνεται πως έχετε δημιουργήσει έναν αμοιβαίο θαυμασμό.» Ο Μπριτ δίπλωσε την πετσέτα του και την άφησε στο άδειο πιάτο του, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του. «Ναι, είμαστε πολύ στενοί φίλοι.» Η Τόρι είχε ξαφνικά μια υπέροχη φαντασίωση του να δει τον Μπριτ να ζηλεύει τη σχέση της με τον Τζέρι. «Πόσο στενοί;» τη ρώτησε. «Πολύ στενοί» επανέλαβε, αν και με λιγότερη πειθώ. Ευχήθηκε να είχε το κουράγιο να πει μια καλή ιστορία, αλλά δυστυχώς, φοβόταν μην την εκθέσει ο Τζέρι, αν το ανέφερε ο Μπριτ. «Κατάλαβα.» Ο Μπριτ χαμογέλασε με ικανοποίηση. «Οπότε δεν είστε…» «Δε νομίζω πως σε αφορά.» Το χαμόγελό του πλάτυνε. «Φυσικά και με αφορά. Συμπαθώ τον Τζέρι. Δε θα ήθελα να μπω στα λημέρια του.»
«Α, αυτό είναι χυδαίο.» Πέταξε την πετσέτα της στο τραπέζι. «Λες και είμαι κάποιου είδους αντικείμενο που οι δυο σας μπορείτε να μοιραστείτε.» «Καθόλου» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Ποτέ δεν είχα την πρόθεση να σε μοιραστώ. Ίσως δεν έγινα σαφής. Σε θέλω όλη για μένα.» Άπλωσε τα χέρια του πάνω απ’ το τραπέζι και χάιδεψε με τα δάχτυλά του τα δικά της. Εκείνη δίστασε και τραβήχτηκε. «Κοίτα» του είπε «είμαι εδώ με τον Τζέρι. Πραγματικά δεν είναι καλή στιγμή.» «Δεν είναι καλή στιγμή;» Το υπονοούμενο στο βλέμμα του έκανε την Τόρι να βυθίσει τα νύχια της στην παλάμη της. «Τι θα έλεγες για πιο αργά το βράδυ;» «Ίσως δε μ’ άκουσες νωρίτερα. Έχουμε κάνει κράτηση. Στο τρένο. Για να επιστρέψουμε στη Φιλαδέλφεια.» Ο Μπριτ ακούμπησε τα δάχτυλά του στο στόμα του καθώς την παρατηρούσε. «Υπάρχει ένα τρίο που παίζει τζαζ στο κλαμπ Χάντρο το βράδυ, που ξέρω πως θα σου αρέσει. Ξέχασε το τρένο. Μείνε μαζί μου.» Το στομάχι της αναπήδησε. Αυτό ήταν. Δεν μπορούσε να το καθυστερήσει άλλο. Να μείνει ή να φύγει; Εμφανίστηκε ο Τζέρι, σώζοντάς την ακόμα μια φορά απ’ το να πάρει μια απόφαση. Το στόμα του ήταν σφιγμένο, με ένα κοκκίνισμα στα μάγουλά του. «Η Σίντι ήταν. Έχει μπλεξίματα πάλι.» Η Τόρι κατέβασε τους ώμους της. «Α, όχι. Λυπάμαι πολύ.» Η μικρότερη προβληματική αδελφή του Τζέρι ισορροπούσε μεταξύ των κέντρων αποτοξίνωσης και της φυλακής, με μια καλή δόση μπελάδων και στις δύο περιπτώσεις. «Είναι στο Χιούστον. Πάω κατευθείαν στο αεροδρόμιο και θα πάρω την πρώτη πτήση για εκεί.» Ο Μπριτ δεν έκανε καμία ερώτηση. Σηκώθηκε και έβγαλε το κινητό του. «Θα μιλήσω με τη βοηθό μου. Νομίζω πως ένα τζετ της Έξκορπ θα πάει εκεί το απόγευμα. Άσε με να το αναλάβω.» Είκοσι λεπτά μετά, ο Τζέρι ήταν σε ένα ταξί και στο δρόμο για το αεροδρόμιο Κένεντι, ενώ ο Μπριτ και η Τόρι κάθισαν να τελειώσουν τον καφέ τους. Η Τόρι παρακολούθησε τον Τζέρι να φεύγει με ανάμεικτα συναισθήματα – φοβόταν για εκείνον, ήταν τρομοκρατημένη για τον εαυτό της. Τώρα ήταν μόνη της με τον Μπριτ· και η τελευταία της δικαιολογία για να τον αποφύγει είχε εξαφανιστεί. «Συνεπώς, θα μείνεις, σωστά;» τη ρώτησε μόλις έμειναν μόνοι. Η ωμή αυτοπεποίθησή του έκανε την περηφάνια της να θιχτεί. «Στην πραγματικότητα» είπε αργόσυρτα «δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ. Είχα σχεδιάσει να πάω στο γραφείο το Σαββατοκύριακο.» «Αλλά δε θα πας.» «Δε θα πάω;» επανέλαβε, νιώθοντας τα μάγουλά της να φλέγονται. «Ποιος το λέει αυτό;» «Τόρι.» Ακουγόταν ανυπόμονος, κουρασμένος. «Αυτό έχει καταντήσει ανόητο. Θα πάμε να
δούμε μερικούς πίνακες και την πόλη. Έπειτα, θα πάμε στο διαμέρισμά μου και θα τελειώσουμε αυτό που είχαμε αρχίσει την περασμένη βδομάδα.» «Πφφφ!» Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. «Οι γυναίκες κάνουν ό,τι θες εσύ, έτσι;» «Όχι πάντα. Μερικές φορές λένε “ίσως μια άλλη φορά” και μ’ αφήνουν να τις ποθώ.» Τόσο εκλεπτυσμένος. Τόσο τέλειος. Και υποτίθεται πως εγώ πρέπει να πιστέψω αυτές τις αηδίες; «Είσαι αποφασισμένη να με κοιτάζεις έτσι κατσουφιασμένα;» τη ρώτησε ο Μπριτ. Εκείνη ανασήκωσε πεισματικά το πιγούνι της. «Ναι. Και αν δε σου αρέσει, μπορείς να με στείλεις πίσω στη Φιλαδέλφεια τώρα αμέσως.» «Εντάξει τότε, φοβάμαι πως εσύ με πίεσες να το κάνω αυτό.» Σηκώθηκε και της άπλωσε το χέρι του. Εκείνη το κοίταξε καχύποπτα. «Τι;» «Έλα μαζί μου.» Κούνησε τα δάχτυλά του. «Πού;» «Στο γραφείο του Σαμ. Δε θα τον πειράξει. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι μεταξύ μας.» Η Τόρι ξεροκατάπιε. Το σαγόνι του Μπριτ σκλήρυνε καθώς την περίμενε να πιάσει το χέρι του. Κάτι την ώθησε να βάλει το χέρι της στο δικό του. Έκλεισε τα μάτια της στη θερμή αίσθηση που ακολούθησε. Παραπατώντας, του επέτρεψε να την οδηγήσει πίσω, μέσα από την κουζίνα. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, τόσο όσο και το εστιατόριο, γεμάτο μυρωδιές από σκόρδο, ζεστό λάδι και ψωμί που ψηνόταν. Ο Σαμ ήταν εκεί, μιλώντας με έναν άντρα που καθάριζε έναν ανοξείδωτο πάγκο. «Σαμ, σε πειράζει να δανειστούμε το γραφείο σου;» τον ρώτησε ο Μπριτ. «Φυσικά και όχι» αποκρίθηκε ο Σαμ, με μια ερωτηματική έκφραση στο πρόσωπό του. «Δε θ’ αργήσουμε.» Η Τόρι έσφιξε τα δόντια της και αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τραβήξει το χέρι της και να φύγει τρέχοντας από το εστιατόριο. Αλλά, να πάρει ο διάολος τη δειλή ψυχή της, δεν είχε το θάρρος να κάνει σκηνή, και είχε την αίσθηση πως ο Μπριτ δε θα την άφηνε να φύγει τόσο εύκολα. Την οδήγησε σε ένα ιδιωτικό γραφείο με μια μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα στη μια μεριά, και ένα τακτοποιημένο γραφείο στην άλλη. Ένα φωτιστικό φώτιζε απαλά το δωμάτιο, ενώ μια μυρωδιά λιβανιού έδινε στο χώρο μια εξωτική χροιά. Ο Μπριτ έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε. Η Τόρι πισωπάτησε προς το γραφείο και καθηλώθηκε αμέσως από το έντονο βλέμμα του Μπριτ. «Λοιπόν, τι-» Η φωνή της έτρεμε και καθάρισε το λαιμό της πριν μιλήσει ξανά. «Τι ακριβώς θέλεις να μου πεις;» «Δε θέλω να σου πω τίποτα. Είπα πως είχαμε κάτι να ξεκαθαρίσουμε. Αυτό είναι.»
Κεφάλαιο Εννιά Ο Μπριτ δε δίστασε να τυλίξει τα μπράτσα του γύρω από την Τόρι και να τραβήξει το ελκυστικό κορμί της σε μια σφιχτή αγκαλιά. Ήθελε να το κάνει αυτό απ’ όταν την είδε το πρωί, και αυτή τη στιγμή, δεν ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για απαλά φιλιά και ευγενικά προκαταρκτικά. Ήθελε να πνιγεί στο άρωμά της, τη μυρωδιά τριαντάφυλλου και γιασεμιού, μέχρι που να ζαλιστεί από πόθο. Ήθελε να θάψει τον εαυτό του ανάμεσα στους μηρούς της μέχρι εκείνη να βογκήξει, με ένα βραχνό, πνιχτό ψίθυρο, όπως είχε κάνει εκείνη τη βραδιά στο αυτοκίνητο. Φίλησε την Τόρι με όλη την καταπιεσμένη ενέργεια που είχε εδώ και δυο βδομάδες, γεμάτος πόθο… και απόγνωση. Υποτίθεται πως δε θα ήταν εκείνος που θα ένιωθε έτσι. Είχε κοιμηθεί με μοντέλα, ηθοποιούς, γυναίκες που μπορούσαν να κάνουν το κεφάλι ενός άντρα να γυρίζει μόνο με το χτύπημα των δαχτύλων τους. Όμως ήταν η Τόρι που δεν έβγαινε απ’ το μυαλό του. Η Τόρι, με τα μελένια μαλλιά της, τα σκούρα καστανά μάτια της που έλαμπαν από εξυπνάδα, και το μικροκαμωμένο, όλο καμπύλες σώμα της, που ταίριαζε μέσα στα μπράτσα του. Είχε μείνει έκπληκτος όταν τον απέρριψε, και είχε σοκαριστεί που άφησε το ενδιαφέρον του για την Τόρι να του αποσπάσει την προσοχή από το λόγο που την είχε βγάλει για δείπνο εξαρχής. Φυσικά, δεν την είχε πιέσει να μείνει μαζί του το βράδυ – ακόμα και για τη Μελίσα, δε θα αποπλανούσε μια γυναίκα που δεν ήθελε. Όμως οι ανησυχίες του για την αδελφή του είχαν αυξηθεί τις τελευταίες δύο βδομάδες. Είχε αποτύχει. Είχε αποτύχει να προστατεύσει τη Μελίσα, αλλά και στο ρόλο του ως το άτομο που φροντίζει την οικογένειά του. Εν τω μεταξύ, η επιτυχία βρισκόταν στην αγκαλιά της Τόρι Άντερσον. Μα τώρα που την είχε όλη για τον εαυτό του, έπρεπε να παραδεχτεί ότι το τελευταίο πράγμα που ήθελε να σκέφτεται ήταν η αδελφή του. Παρατήρησε με ικανοποίηση ότι η Τόρι δε δίστασε ούτε στιγμή να ανταποκριθεί στο φιλί του. Παρ’ όλα τα λόγια διαμαρτυρίας της, δεν μπορούσε να υποτάξει το ίδιο της το κορμί. Την προηγούμενη φορά είχε νιώσει την αβεβαιότητα να πάλλεται στις φλέβες της, νευρικότητα γι’ αυτό που επρόκειτο να κάνουν. Δεν υπήρχε τίποτα απ’ αυτά τώρα. Τα χέρια της άρπαξαν τους ώμους του και τον έπιασε τόσο σφιχτά, όσο την κρατούσε και εκείνος. Την έσπρωξε πίσω, πάνω στο τραπέζι, μέχρι που ακούμπησε στην άκρη, με τα γόνατά της να χωρίζονται, για να του κάνει χώρο. Ήταν γλυκός παράδεισος εκεί, ανάμεσα στα πόδια της, με την ένωση των μηρών της να δημιουργεί το τέλειο σπίτι για τη σκληρή του φύση. Οι γοφοί της τεντώθηκαν, φέρνοντάς τους πιο κοντά, και ο Μπριτ χαμογέλασε πάνω στο λαιμό της. Τραβήχτηκε λίγο πίσω για να της βγάλει το σακάκι και άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν στα στήθη της. Οι στητές θηλές της κουνιόνταν κάτω από τα εξερευνητικά χέρια του και εκείνη βόγκηξε. Ο ήχος έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Έπαιζε απαλά με τις ευαίσθητες κορυφές και καθώς το έκανε, η Τόρι άνοιξε περισσότερο τα πόδια της, με το κεφάλι της να πέφτει προς τα πίσω. Ήταν φωτιά και θέρμη, ό,τι ακριβώς είχε βιώσει δύο βδομάδες πριν. Αλλά αυτή τη φορά, δε θα την άφηνε να φύγει. Γλίστρησε τα δάχτυλά του χαμηλότερα, αφήνοντας το στόμα του να χαϊδέψει το λαιμό της και
την καμπύλη της κλείδας της, ενώ το χέρι του ταξίδευε κάτω από τη φούστα της, μέσα στη θέρμη των μηρών της. Το ύφασμα τυλίχτηκε γύρω από τους γοφούς της καθώς εκείνος ανέβαζε τη φούστα ψηλότερα, και ψηλότερα, μέχρι τελικά ν’ αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στο απαλό μεταξένιο εσώρουχό της. Η Τόρι κόλλησε περισσότερο πάνω στο χέρι του, και ο Μπριτ το έλαβε σαν πρόσκληση να πάει βαθύτερα. Γλίστρησε τα δάχτυλά του μέσα από το εσώρουχό της, έπαιξε για λίγο με το βελούδινο τρίχωμα, και έπειτα μετακινήθηκε χαμηλότερα. Με το ένα του δάχτυλο χώρισε τις απαλές πτυχές της και δεν μπόρεσε να εμποδίσει ένα βογκητό όταν ένιωσε την υγρασία της. Ήταν καυτή, υγρή και έτοιμη για εκείνον. Διάολε. Έπνιξε άλλο ένα βογκητό, αυτή τη φορά από απογοήτευση. Δεν είχε βάλει προφυλακτικό στο πορτοφόλι του το πρωί. Πεισματικά, παραγκώνισε τη δική του αυξανόμενη επιθυμία και εστίασε στην Τόρι. Άφησε τα δάχτυλά του να χαϊδέψουν το ευαίσθητο σημείο της, σημειώνοντας στο μυαλό του τα σημεία που την έκαναν ν’ αναπηδήσει, να κάνει τόξο το σώμα της και να πιέζεται πιο πολύ πάνω του. Τη χάιδευε μέχρι που οι γοφοί της άρχισαν να κουνιούνται ρυθμικά πάνω του. «Μπριτ, δε θα ’πρεπε…» ένας χαμηλός ψίθυρος ακούστηκε από την Τόρι. «Ξάπλωσε πίσω» την παρότρυνε. «Άσε με να σε φροντίσω.» Ένα λεπτό μετά, έβαλε τα χέρια της πίσω στο γραφείο και άνοιξε περισσότερο τα πόδια της, με τη φούστα της τώρα να έχει φτάσει μέχρι τη μέση της, σε μια στάση απόλυτης παράδοσης. Εκείνος γονάτισε και έβγαλε απαλά το μικροσκοπικό μεταξωτό εσώρουχό της, αφήνοντας ένα μονοπάτι από φιλιά στο εσωτερικό του μηρού της και στις γάμπες της. Έβγαλε τα παπούτσια της και χάιδεψε τρυφερά την καμάρα του κάθε ποδιού της. Είχε απαλά ροζ δάχτυλα. Ήταν τέλεια για την Τόρι – επαγγελματικά, κι όμως θηλυκά. Της φίλησε το κάθε δάχτυλο. «Τι θα γίνει με-» «Τόρι.» Φίλησε τον αστράγαλό της. «Μη» φίλησε το πίσω μέρος του γονάτου της «μιλάς.» Έβαλε το ένα χέρι του στο εσωτερικό του μηρού της. Βύθισε το ένα του δάχτυλο απαλά μέσα στις υγρές πτυχές της. Εκείνη αναστέναξε με ευχαρίστηση. Μετακίνησε το δάχτυλό του μέσα και έξω, και καθώς το έκανε φανταζόταν πως ήταν ο ερεθισμός του και όχι το δάχτυλό του που βυθιζόταν στη θέρμη της. Οι γοφοί της άρχισαν να κινούνται πιο γρήγορα και εκείνος έβγαλε το δάχτυλό του. «Όχι ακόμα» της ψιθύρισε. Αν δεν μπορούσε εκείνος να ολοκληρώσει, τότε μα τω Θεώθα απολάμβανε τη δική της ολοκλήρωση. Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της, ανοίγοντας περισσότερο τα πόδια της. Έπειτα, με ένα βαθύ αναστεναγμό ευχαρίστησης, έγειρε μπροστά. Η βαθιά, μοσχομυριστή μυρωδιά της έφτασε στα ρουθούνια του και τον χτύπησε σα γροθιά κατευθείαν στο ευαίσθητο σημείο του. Ύστερα, η γεύση της άγγιξε τη γλώσσα του. Ήταν σαν ένα εξαιρετικό καμπερνέ κρασί, πλούσιο και γλυκό – τα μούρα και ο εσπρέσο αναμειγνύονταν με την ωμή πείνα της σεξουαλικής ανάγκης. Με κάθε εκπνοή, ακουγόταν και ένας αναστεναγμός, οι μηροί της έσφιγγαν σπασμωδικά γύρω του. Ήπιε το κρασί της, εισπνέοντας το άρωμά της, καθώς εκείνη κουνιόταν όλο και πιο γρήγορα πάνω του. Ο Μπριτ έπαιξε μαζί της, ερεθίζοντας το επίκεντρο της επιθυμίας της, και βύθισε τη γλώσσα του μέσα της.
Με ένα τρεμάμενο χέρι, έσπρωξε το κεφάλι του από πάνω της. «Σε παρακαλώ» τον παρότρυνε. «Σε παρακαλώ, δεν μπορώ άλλο.» Με τα δυο του δάχτυλα, διέγραψε το μονοπάτι που ο ερεθισμός του ήθελε τόσο απεγνωσμένα να πάρει, και την ίδια στιγμή, τη φιλούσε με τη γλώσσα του. Η Τόρι τελείωσε με μια έκρηξη, με μια κραυγή καθαρής ευχαρίστησης που γέμισε το δωμάτιο καθώς πιεζόταν πάνω του. Ο Μπριτ συνέχισε να κινείται, φιλώντας την, μέχρι που εκείνη σταμάτησε να τρέμει και το σώμα της έμεινε ακίνητο στα μπράτσα του. *** Όταν ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει, η Τόρι σήκωσε το κεφάλι της και άνοιξε τα μάτια. Ο Μπριτ ήταν πεσμένος στα γόνατα, παρακολουθώντας τη με σταθερό, λάγνο βλέμμα. Της πήρε μια στιγμή να θυμηθεί πως τα πόδια της ήταν διάπλατα ανοιχτά και το εσώρουχό της πεταμένο στο πάτωμα. Τι της έκανε; Έκλεισε τα πόδια της γρήγορα και κατέβηκε από το γραφείο, κοιτάζοντας πίσω της με μάγουλα κατακόκκινα. Μήπως είχε αφήσει λεκέ στο γραφείο; «Όχι, διάφανη ομορφιά μου, δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Το γραφείο είναι μια χαρά.» Ο Μπριτ σηκώθηκε αργά, κοιτάζοντάς τη με το βαθύ βλέμμα του. Η Τόρι κατέβασε τη φούστα της, μην μπορώντας να πιστέψει την επιθυμία που ακόμα κατέκλυζε το κορμί της. Τον ήθελε ξανά. Τώρα. Στο κρεβάτι ή πάνω στο γραφείο, δεν είχε σημασία. Έγλειψε τα χείλη της. Θεέ μου, τι είχε κάνει; Τι της έκανε; Εκείνος έπιασε το τολμηρό εσώρουχό της και της το έδωσε. «Κάποια μέρα θα πρέπει να μου εξηγήσεις γιατί οι γυναίκες φοράνε αυτά τα πράγματα. Εκτός από το για να βασανίζουν τους άντρες, φυσικά.» Η Τόρι άρπαξε το επίμαχο ύφασμα από το χέρι του, με το πρόσωπό της να καίει περισσότερο από πριν. «Έχω αρκετό καιρό να βάλω πλυντήριο» του είπε. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του. Το μήκος του ερεθισμού του πιεζόταν στο μηρό της και η Τόρι έπρεπε να καταπνίξει την παρόρμηση ν’ ανοίξει τα πόδια της ξανά, για να του κάνει χώρο. «Τόρι, δεν καταλαβαίνω γιατί το παλεύεις αυτό. Είμαστε καλά μαζί.» «Δεν έχω καιρό γι’ αυτό, Μπριτ. Η ζωή μου είναι… μπερδεμένη.» Και, για να είμαστε ειλικρινείς, με τρομάζεις διαολεμένα. Εντάξει; «Τόρι, θέλω να περάσω ένα Σαββατοκύριακο μαζί σου. Αυτό μόνο. Χωρίς πίεση.» Έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του, μην μπορώντας να αντικρίσει το βλέμμα του. Γιατί το πάλευε τόσο πολύ; Είχε τον Μπριτ Μπένσερ στα πόδια της, για όνομα του Θεού. Της πρόσφερε ευχαρίστηση χωρίς δεσμεύσεις. Χωρίς άσχημα συναισθήματα όταν θα σηκώνονταν από το κρεβάτι την επόμενη μέρα και θα έπαιρνε ο καθένας το δρόμο του. Τι φοβόταν τόσο, τέλος πάντων; Δεν ήταν ένα αβοήθητο ζώο που το έσερναν στο σφαγείο. Ήταν ενήλικας, με μια αχαλίνωτη σεξουαλικότητα, που την είχε κλειδωμένη για αρκετό καιρό. Ξαφνικά, ένιωσε μια παράλογη παρόρμηση να τηλεφωνήσει στην Μπέτσι και να τη ρωτήσει τι
να κάνει. Όμως ήξερε τι θα της έλεγε. Με κοροϊδεύεις; Διασκέδασε για μια φορά στη ζωή σου, θα την παρότρυνε η υπερφίαλη γραμματέας της φωνάζοντας, με τα χέρια της ψηλά από απελπισία. Σου προσφέρει την ευκαιρία μιας ζωής. Πάρ’ την! Χωρίς να το θέλει, άκουσε τη φωνή της λες και ερχόταν από απόσταση. «Υποθέτω πως μπορώ να μείνω το βράδυ. Αλλά μόνο για το βράδυ. Με περιμένει δουλειά στο σπίτι.» Με το μεγάλο χέρι του οδήγησε το πρόσωπό της στο δικό του. «Είναι Παρασκευή. Θα μείνεις για το Σαββατοκύριακο. Μπορείς να γυρίσεις τη Δευτέρα.» «Θα φύγω την Κυριακή το πρωί» επέμεινε πεισματάρικα, κοιτάζοντας τον ώμο του. Εκείνος γέλασε. «Πρέπει πάντα να έχεις την τελευταία κουβέντα, έτσι;» Η Τόρι έσφιξε τα χείλη της και τον κοίταξε στα μάτια για πρώτη φορά, με ένα βάρος να φεύγει από τους ώμους της όταν είδε την ευχαρίστηση που αντανακλούσε από μέσα τους. Κανένα εξυπνακίστικο βλέμμα, κανένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Ειλικρινής ευχαρίστηση. Ο Μπριτ είχε δίκιο. Γιατί να μην έμενε; Γιατί να μην ενέδιδε σ’ αυτό τον απροσδόκητο και αφόρητο πόθο; Θα επέστρεφε στη δουλειά σύντομα και ο Μπριτ Μπένσερ δε θα ήταν τίποτε άλλο από μια ευχάριστη ανάμνηση. Ένα απαντητικό χαμόγελο σχηματίστηκε διστακτικά στις άκρες των χειλιών της. «Είναι ένα από τα πολλά ελαττώματά μου. Είμαι επίσης ιδιότροπη και ερειστική. Τουλάχιστον έτσι λένε οι φίλοι μου.» «Με τέτοιους φίλους, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί χρειάζεσαι ένα Σαββατοκύριακο μακριά. Κυριακή λοιπόν. Αλλά όσο είσαι εδώ, μην προσποιείσαι πια πως δεν το θέλεις αυτό τόσο πολύ όσο και εγώ.» Οδήγησε το χέρι της κατά μήκος του στήθους του, προς τα κάτω στον ερεθισμό του, που ακόμα ακουμπούσε στο πόδι της. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, τα δάχτυλά της έκλεισαν απαλά γύρω του. Τον χάιδεψε απαλά, νιώθοντας να πλημμυρίζει με ευχαρίστηση, όταν εκείνος έκλεισε τα μάτια του και έγειρε πάνω της. Το άλλο χέρι της ακούμπησε στον ώμο του, και μπορούσε να νιώσει τους μυς του λαιμού του να σφίγγονται καθώς εκείνη ενέδωσε στην επιθυμία να πιέσει τους γοφούς της πάνω του. «Νομίζω πως χρειάζεται να κάνουμε μια μικρή αλλαγή σχεδίων» είπε ένα λεπτό μετά, με σφιγμένη φωνή. «Ξέχασα κάτι στο σπίτι. Πρέπει να πάμε μέχρι το διαμέρισμά μου. Ελπίζω να μη σε πειράζει.» Η Τόρι ίσα που τον άκουσε, καθώς ακούμπησε και το άλλο χέρι της στον ώμο του και τον έσπρωξε μαλακά προς τη δερμάτινη πολυθρόνα. «Δε νομίζω ότι είναι απαραίτητο.» Τον έσπρωξε δυνατά και έπεσε πάνω στο κάθισμα. Πήρε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα προφυλακτικό. Ένας καλός δικηγόρος είναι πάντα προετοιμασμένος. Τέταρτος Κανόνας Διαπραγμάτευσης της Τόρι. Είχε βάλει νέα προφυλακτικά την επομένη που γύρισε σπίτι της. Όχι λόγω του Μπριτ, φυσικά.
Επειδή μια γυναίκα έπρεπε να είναι προετοιμασμένη. Όταν εκείνος είδε τι είχε βγάλει από την τσάντα της, έκλεισε τα μάτια του και αναστέναξε με ανακούφιση. «Πώς το μάντεψες;» Η Τόρι ξεκούμπωσε το παντελόνι του με δάχτυλα που ξαφνικά είχαν μουδιάσει από ανάγκη. Αργότερα, θα ήθελε να ξαπλώσει πάνω στο σώμα του, να τον νιώσει να τη γεμίζει αργά. Αλλά τώρα τον ήθελε γρήγορα και δυνατά. Ήθελε να ξεχάσει τα πάντα για τον εαυτό της. Τη δουλειά της. Το να γίνει συνέταιρος. Τις μεγάλες μέρες και τις μοναχικές νύχτες. Μετά από μερικά ανυπόμονα λεπτά, ανέβηκε πάνω του, χώνοντας τα γόνατά της στο απαλό δέρμα της καρέκλας. Κάλυψε το στόμα του με ένα βαθύ, εξερευνητικό φιλί και γεύτηκε τη δική της γεύση που ακόμα ήταν στο στόμα του. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που το είχε κάνει αυτό; Ποτέ δεν το έχεις κάνει αυτό. «Δεν μπορώ να περιμένω» είπε ακουμπώντας στο στόμα της. «Μην το προσπαθήσεις καν.» Έμπλεξε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της και τη φίλησε δυνατά – τα δόντια τους προσέκρουσαν στη θύελλα του πάθους. Ήταν γρήγορο και σκληρό. Βυθίστηκε μέσα της με ένα δυνατό, γεμάτο ανάγκη ρυθμό, και εκείνη ανταπέδωσε την κάθε του κίνηση. Αν και δεν είχε πιστέψει πως ήταν δυνατόν, ένιωσε τη δική της ηδονή ν’ αυξάνεται. Όταν έγειρε πίσω και έκανε τόξο τους γοφούς της, εκείνος άγγιξε κάτι βαθιά μέσα της που κανείς άντρας δεν το είχε κάνει πριν, και την έστειλε να πετάει στα άστρα. Κινιόντουσαν όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που εκείνος βόγκηξε πάνω στο λαιμό της, με το σώμα του να τεντώνεται. Όταν τον ένιωσε να εκρήγνυται μέσα της, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο. Η ανακούφισή του ήταν ξαφνική και βίαιη, και εκείνη γκρεμίστηκε μαζί του, με τα κορμιά τους να κουνιούνται σε αρμονία. Εκείνος ανατρίχιασε όταν τελείωσε, τα μπράτσα του κλείδωσαν σφιχτά γύρω της καθώς έπνιξε μια κραυγή ευχαρίστησης πάνω στο στόμα της. Έμειναν εκεί μαζί, λαχανιασμένοι, μέχρι που τα πόδια της Τόρι άρχισαν να έχουν κράμπες. Διστακτικά, ξεκόλλησε τον εαυτό της από πάνω του και σηκώθηκε με τρεμάμενα πόδια. Η αμηχανία που είχε νιώσει προηγουμένως εξαφανίστηκε, και αντικαταστάθηκε από ένα κύμα ευφορίας. «Τώρα που το διευθετήσαμε αυτό…» Έβγαλε τα υπόλοιπα τσιμπιδάκια από τα μαλλιά της και τα άφησε ελεύθερα στους ώμους της. «Πιθανότατα θα πρέπει να δώσουμε πίσω στο Σαμ το γραφείο του.» «Πιθανότατα θα πρέπει να του αγοράσω μια καινούρια καρέκλα» αστειεύτηκε ο Μπριτ. Η Τόρι γέλασε. Ποιος φανταζόταν πως το σεξ θα ήταν τόσο διασκεδαστικό! Αφού είχε περάσει όλη της τη μέρα ανησυχώντας για το πώς να αντιμετωπίσει αυτή την υπερβολική έλξη που ένιωθε, τώρα αισθανόταν πιο ανάλαφρη, ξέγνοιαστη. Κοιτάζοντας τις σκληρές γωνίες στο πρόσωπο του Μπριτ, η Τόρι πήρε μια απόφαση. Θα έδινε στον εαυτό της αυτό το Σαββατοκύριακο – θα απολάμβανε αυτό το απερίσκεπτο, απρόβλεπτο πάθος. Η δουλειά της, ο Καρλ Μπάλτσερ και η μητέρα της θα ήταν εκεί και θα περίμεναν όταν επέστρεφε σπίτι. Για την ώρα θα τα ξέχναγε όλα αυτά. Ήταν ένα Σαββατοκύριακο χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς να κοιτάξει πίσω της και χωρίς να
μετανιώσει. *** Πήγαν πρώτα στο μουσείο, μα κανείς από τους δυο δεν είχε την προσοχή του στους πίνακες. Οπότε κατευθύνθηκαν προς το Σέντραλ Παρκ και πέρασαν ώρες περπατώντας τριγύρω άσκοπα στο ζεστό ήλιο. Φαινόταν τόσο φυσικό να της πιάσει το χέρι ο Μπριτ καθώς την απομάκρυνε από το δρόμο ενός ασταθή σκέιτερ, και να μην την αφήσει ενώ προχωρούσαν μέσα από πλήθος ανθρώπων που απολάμβανε την καλοκαιρινή ζέστη. Δε μίλησαν για κάτι σημαντικό. Για βιβλία, ταινίες και μουσική που τους άρεσαν. Όταν έφτασαν στη λιμνούλα Τερτλ –ένα από τα λίγα μέρη που θυμόταν η Τόρι από την εποχή που έμενε στην πόλη–, ο Μπριτ έριξε ιπποτικά το σακάκι του στο έδαφος και της έκανε νεύμα να καθίσει. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε η Τόρι. Κοίταξε το ταμπελάκι που έγραφε «Αρμάνι». Ο Μπριτ έκανε μια υπόκλιση. «Ποιος καθωσπρέπει κύριος δε θ’ άπλωνε το σακάκι του για μια κυρία;» Η Τόρι έβγαλε το σακάκι της και το άπλωσε δίπλα στο δικό του. «“Ανν Τέιλορ”» είπε καθώς καθόταν πάνω του. «Όχι και καμία τρομερή απώλεια.» Ο Μπριτ την κοίταξε περιπαικτικά καθώς καθόταν δίπλα της. «Δεν μπορείς να υποβάλλεις τα πάντα σε οικονομική ανάλυση, ξέρεις. Μερικές φορές, πρέπει να αφήνεις έναν κύριο να κάνει μια μεγαλεπήβολη χειρονομία.» Η Τόρι γέλασε. «Θα σε αφήσω να κάνεις μια μεγαλεπήβολη χειρονομία όταν πρέπει. Όπως όταν θα είμαστε μέσα στο ελικόπτερο.» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Θεέ μου, αυτό είναι μακάβριο. Πραγματικά ελπίζω να μη χρειαστεί να κάνω την οποιαδήποτε χειρονομία, μεγαλεπήβολη ή όχι, όταν θα είμαστε τόσο ψηλά πάνω από το έδαφος.» «Μου αρέσει να προγραμματίζω από πριν.» Έγειρε πίσω στηριζόμενη στα χέρια της. Μια μικρή ομάδα αγοριών έπαιζαν μπάλα πάνω στο γρασίδι. «Το κατάλαβα αυτό. Είσαι λίγο νέα για να χειρίζεσαι αγοραπωλησίες σαν και αυτή μόνη σου, έτσι δεν είναι;» διαπίστωσε εκείνος. «Η Τέκνιξ είναι ο πελάτης μου» απάντησε απλά. «Δεν είμαι σίγουρη πως θα μπορούσαν να με σταματήσουν. Και, πρέπει να παραδεχτώ, με παρακολουθούν όλοι οι πιο παλιοί συνέταιροι. Με τρελαίνει.» «Ακούγεται σαν την ιστορία της ζωής σου» παρατήρησε εκείνος. «Πιστεύω πως είσαι αυτός που κάποιοι θα χαρακτήριζαν υπέρμετρα φιλόδοξο.» Η Τόρι τον κοίταξε, ίσως περιμένοντας να δει την επιδοκιμασία του, αλλά το μόνο που φαινόταν στα μπλε μάτια του ήταν πως το διασκέδαζε. «Έτσι έχω ακούσει.»
«Αλλά δεν έχεις σύζυγο, παιδιά. Δεν υστερείς εκεί;» «Τι είσαι, η υπηρεσία απογραφής πληθυσμού;» «Είσαι μια πανέμορφη, έξυπνη γυναίκα. Απλώς λέω πως μου προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως δε σ’ έχει δέσει κάποιος άντρας στο κρεβάτι του μέχρι τώρα.» «Χμμ.» Σκέφτηκε για μια στιγμή το να είναι δεμένη στο κρεβάτι του Μπριτ. Ήταν μια χαρούμενη σκέψη. Κούνησε το κεφάλι της να καθαρίσει το μυαλό της. «Όχι. Ήμουν αρραβωνιασμένη κάποτε, μόλις είχα τελειώσει τη Νομική, αλλά δε φάνηκε να έχει πρόβλημα να με χωρίσει. Ήταν για το καλύτερο. Πραγματικά, δεν έχω χρόνο για μια σχέση. Θα ζητήσω να γίνω συνέταιρος σε μερικά χρόνια και θα κοιτάξουν εξονυχιστικά τους λογαριασμούς που έχω κάνει. Δεν έχω την πολυτέλεια να τεμπελιάζω.» «Για κάποιο λόγο, αμφιβάλλω πως αυτό θα είναι πρόβλημα.» Χάιδεψε τη γάμπα της. «Υποθέτω πως αυτό σημαίνει ότι δε βγαίνεις με κάποιον;» «Χα!» Έκοψε ένα τριφύλλι και το μάδησε, αγνοώντας επιμελώς το ευχάριστο χάδι των χεριών του. «Ούτε που θυμάμαι τι σημαίνει αυτό. Είναι μια ανακούφιση, αλήθεια. Κανείς δεν περιμένει κάτι από εμένα, ούτε απογοητεύεται όταν ξεχνάω να γυρίσω σπίτι για δείπνο.» Έδειξε το χέρι του. «Αλλά θα πρέπει να συμφωνείς. Δε βλέπω κανένα δαχτυλίδι στο χέρι σου.» «Έχω μεγαλύτερη οικογένεια απ’ ό,τι μπορώ να αντιμετωπίσω» είπε ο Μπριτ. «Δυο αδελφούς, μια αδελφή, αμέτρητα ανίψια. Το τελευταίο που χρειάζομαι είναι να τη μεγαλώσω κι άλλο.» Η Τόρι γέλασε με την έκφρασή του. «Ξέχασα πως έχεις αδελφή. Πες μου για εκείνη.» «Σου μοιάζει πάρα πολύ. Πανέξυπνη, φιλόδοξη… καχύποπτη. Έκανε έρευνα σε ένα εργαστήριο ρομποτικής στη Νότια Καλιφόρνια. Αλλά μετά, πέρασε ένα δύσκολο χωρισμό, και πριν από μερικούς μήνες μετακόμισε εδώ. Από τότε περνάει πάρα πολύ δύσκολα.» «Λυπάμαι που το ακούω αυτό.» Ένας μυς σφίχτηκε στο σαγόνι του και ένας σκοτεινός, άγριος θυμός έκαιγε στο βλέμμα του. «Κι εγώ.» Η Τόρι προσπάθησε να ελαφρύνει την ξαφνική κακή του διάθεση. «Για κάτσε, σου θυμίζω την αδελφή σου; Αυτό δεν ακούγεται πολύ ανατριχιαστικό;» Εκείνος χαμογέλασε πλατιά. «Όχι. Εκτός και αν υπάρχει κάτι ανατριχιαστικό στο να θαυμάζεις δυναμικές γυναίκες.» Χωρίς να είναι σίγουρη πώς να σταματήσει το κύμα ευχαρίστησης που ακολούθησε το κομπλιμέντο του, η Τόρι αποφάσισε ότι χρειαζόταν να αλλάξει θέμα συζήτησης. «Λατρεύω το Σέντραλ Παρκ. Έκανα κάθε μέρα τζόκινγκ εδώ όταν έμενα στην πόλη. Ερχόσουν συχνά εδώ όταν ήσουν μικρός;» «Μερικές φορές. Η μητέρα μου δεν ήθελε να παίρνουμε μόνοι μας το τρένο. Μπλέκαμε συχνά σε φασαρίες και κοντά στο σπίτι μας.» «Φασαρίες;» Ανασήκωσε το φρύδι της. «Ο Μπριτ Μπένσερ είχε φασαρίες;» «Λοιπόν, ας πούμε πως ήμασταν τυχεροί που βλέπαμε μόνο το πίσω μέρος του αμαξιού της αστυνομίας και όχι το πίσω κάθισμα. Θα έμενες έκπληκτη με το τι μπορούν να κάνουν τρία αδέλφια χωρίς καν να το προσπαθήσουν.»
«Κατάλαβα.» Τον κοίταξε εξεταστικά. «Ξέρεις, μόλις συνειδητοποίησα πως δε μου είπες ποτέ γιατί σε φωνάζουν “Μπριτ”. Είδα το πραγματικό σου όνομα στις εφημερίδες σήμερα. Τζον Μπένσερ ο Τρίτος.» Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Κάποια μέρα θα το αλλάξω αυτό. Νομικά, εννοώ.» «Τι έχει το “Τζον”; Μου φαίνεται ένα αρκετά φυσιολογικό όνομα.» «Αν δε σε πειράζει να ακολουθείς τα χνάρια του πατέρα σου, ίσως.» Η Τόρι στηρίχτηκε στον αγκώνα της. Εκείνος κοίταζε τα μικρά παιδιά δίπλα από το νερό, που πέταγαν κομματάκια ψωμί στις πάπιες. «Δεν το έκανες; Εννοώ, δεν κληρονόμησες την Έξκορπ από τον πατέρα σου;» «Ναι και όχι. Η εταιρεία που ίδρυσε ο παππούς μου κατασκεύαζε ράδιο. Ήταν οριακά επιτυχημένη και τελείως βαρετή. Δεν είχα κανένα σκοπό ν’ ασχοληθώ με αυτό. Ενδιαφερόμουν για την τεχνολογία και για έργα υψηλού ρίσκου με την πιθανότητα μεγάλων κερδών. Τα αδέλφια μου με φώναζαν “Μπριτ” γιατί είχα πάθος με τη Μεγάλη Βρετανία. Πέρασα ακόμα και μια περίοδο που μίλαγα με σκοτσέζικη προφορά, σαν το Σον Κόνερι. Νομίζω πως είχα δει πάρα πολλές ταινίες του Τζέιμς Μποντ. Ήμουν αποφασισμένος να πάω να μείνω εκεί μόλις τελειώσω την οικονομική σχολή.» Αυτή και αν ήταν διασκεδαστική σκέψη. Ο Μπριτ να προσπαθεί να μιμηθεί τον 007. «Και;» τον παρότρυνε. «Το έκανες;» «Όχι. Παρ’ όλες τις σκέψεις μου πως θα έμενα στη Σκοτία, ποτέ δεν έμεινα εκεί παραπάνω από μερικά βράδια κάθε φορά που πήγαινα.» Εκείνος γέλασε, μα η Τόρι μπορούσε να νιώσει την ένταση στον τόνο της φωνής του, στο ξαφνικό σφίξιμο του σαγονιού του. «Τι συνέβη;» «Η ζωή» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Μέχρι να τελειώσω τη σχολή, η εταιρεία δεν πήγαινε καλά. Ο μπαμπάς δεν ήταν ποτέ σπουδαίος επιχειρηματίας. Χρειαζόταν βοήθεια. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Ξαναδημιούργησα την Έξκορπ, τόλμησα κάποιες επενδύσεις υψηλού ρίσκου και μας έκανα επικερδείς. Μερικά χρόνια μετά, απορροφήσαμε αρκετούς ανταγωνιστές και η εταιρεία έγινε ακόμα περισσότερο επικερδής. Τρία χρόνια πριν, η Έξκορπ μπήκε στο χρηματιστήριο. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα να κάνω στη ζωή μου, όμως τουλάχιστον κατάφερα να σιγουρέψω πως οι δικοί μου θα έχουν οικονομική υποστήριξη και πως κανείς δε θα ανησυχεί για τα χρήματα πια.» «Αλλά δεν ταξιδεύεις;» τον ρώτησε. «Α, ταξιδεύω. Έχω πάει σε όλο τον κόσμο. Η ειρωνεία είναι πως σπάνια βγαίνω από τις αίθουσες συνεδριάσεων των ξενοδοχείων.» Η Τόρι ξεροκατάπιε όταν θυμήθηκε πόσο είχε στεναχωρηθεί όταν έμαθε την αρρώστια της μητέρας της. Πόσο πάλεψε μέσα της να μη νιώθει μνησικακία για τη χαμένη ευκαιρία της, αλλά και να απαλλαγεί από τις ενοχές της όταν σκεφτόταν μόνο τον εαυτό της ενώ η μητέρα της υπέφερε. «Λυπάμαι» του είπε, χωρίς να είναι σίγουρη πώς να αντιδράσει στην απρόσμενη οικειότητα αυτής της στιγμής.
Ο Μπριτ χαμογέλασε, χαλώντας τη σοβαρότητα με απρόσμενο χιούμορ. «Μην ανησυχείς. Δεν έχω πεθάνει ακόμα. Σκέφτηκα ότι υπάρχει ακόμα χρόνος. Κάποια μέρα, θα πάω στη Σκοτία. Θα είναι ένα ταξίδι που θα εκπληρώνει όλες αυτές τις παιδικές μου φαντασιώσεις.» Της γύρισε το χέρι της και άγγιξε την παλάμη της. «Τώρα, σου είπα για το όνομά μου, οπότε πρέπει να μου πεις τις λεπτομέρειες για εκείνη τη δουλειά. Θυμάσαι;» Η Τόρι κοκάλωσε. Ποτέ δεν ήταν καλή στο να μιλάει για την οικογένειά της. Τι θα μπορούσε να πει για τη μητέρα της, άλλωστε; Δυο μέρες πριν, η Τζίνι είχε εκδηλώσει τέτοιο θυμό όταν την επισκέφτηκε η Τόρι, ουρλιάζοντας και πετώντας πράγματα μέχρι να φύγει η Τόρι από το δωμάτιο. Ο γιατρός είπε πως ήταν συχνό φαινόμενο κατά τη διάρκεια του τελευταίου σταδίου της αρρώστιας. Από τότε, η Τόρι δεν είχε καταφέρει να σκέφτεται τη μητέρα της δίχως μια αίσθηση πανικού. «Εγώ… εεε…» προσπάθησε να μιλήσει, μα χωρίς επιτυχία. Ο πόνος τη χτύπησε, όπως πάντα, με τη δύναμη ενός σεισμού που την άφηνε χωρίς ανάσα. Πάλεψε για ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία της, τρίβοντας δυνατά τα μάτια της και καθαρίζοντας το λαιμό της. Ο Μπριτ τής χάιδεψε το χέρι. «Ε, δεν ήθελα να σε κάνω να αισθανθείς άσχημα. Δε χρειάζεται ν’ απαντήσεις.» Η Τόρι κούνησε το κεφάλι της, με το λαιμό της να έχει κλείσει. Το απαλό άγγιγμά του το έκανε ακόμα χειρότερο. Διάολε, δεν μπορούσε να καταρρέει έτσι κάθε φορά που κάποιος ανέφερε τη μητέρα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε τις λέξεις να βγουν από το στόμα της. «Η μητέρα μου έχει Αλτσχάιμερ. Το μάθαμε την ίδια χρονική περίοδο που μου έκαναν πρόταση για τη δουλειά. Ποτέ δεν της το είπα. Δεν έχουμε άλλη οικογένεια και δε θα ήταν καλή στιγμή για εκείνη να μετακομίσει. Οπότε, γύρισα σπίτι και βρήκα δουλειά στη Χάρτνερ. Ήταν για το καλύτερο. Μου αρέσει η δουλειά μου και τα χρήματα είναι αρκετά καλά για να πληρώνω για τη φροντίδα της. Εξάλλου, μόνο αυτό έχει σημασία.» «Φυσικά και έχει» της είπε, κρατώντας σφιχτά το χέρι της. «Λυπάμαι.» «Ναι. Ευχαριστώ.» Ο κόμπος που έκλεινε το λαιμό της χαλάρωσε, και αναστέναξε με ανακούφιση. Κάθισαν μαζί σιωπηλοί, μέχρι που ένα από τα αγόρια που έπαιζαν μπάλα ήρθε τρέχοντας ανάποδα προς το μέρος τους. Ήταν ένα αγοράκι γύρω στα οκτώ ή εννιά, λεπτοκαμωμένο, με μαύρα κοντά μαλλιά και φθαρμένα ρούχα. Ο Μπριτ πήδηξε όρθιος και έπιασε την μπάλα, την ώρα που κατευθυνόταν στο κεφάλι της Τόρι. «Συγνώμη» είπε το αγόρι. Ο Μπριτ κλότσησε την μπάλα πίσω στην ομάδα των αγοριών. Τα μάτια του μικρού παιδιού άνοιξαν διάπλατα. «Ποπό! Μακάρι να σούταρα και εγώ έτσι.» «Χρειάζεται εξάσκηση» είπε ο Μπριτ. «Μπορείς να μάθεις. Πώς σε λένε;» «Χένρι.» «Μήπως χρειάζεστε μερικές συμβουλές;» Ο Χένρι ένευσε καταφατικά με ζέση, αλλά έδειξε τα ρούχα του Μπριτ.
«Ο μπαμπάς μου λέει πως δεν μπορεί να παίξει όταν είναι ντυμένος για τη δουλειά.» «Υποσχεθείτε πως δε θα με μαρκάρετε στενά και θα είμαστε μια χαρά.» Με ένα κλείσιμο του ματιού στην Τόρι, ο Μπριτ πήγε προς την παρέα των αγοριών. Τον κοίταξαν νευρικά, όμως τα πρόσωπά τους χαλάρωσαν όταν εκείνος έπιασε την μπάλα και άρχισε να τους δείχνει μερικά κόλπα. Η Τόρι τον κοίταξε με τρυφερότητα. Υποτίθεται πως ήταν ο Μπριτ Μπένσερ ο Φονιάς, όχι ο Μπριτ Μπένσερ ο καλός-με-τα-παιδιάοικογενειάρχης που του άρεσαν οι δυναμικές γυναίκες και είχε θυσιάσει τα δικά του όνειρα για να φροντίσει την οικογένειά του. Υποτίθεται πως δε θα έδειχνε κατανόηση για τη μητέρα της. Δεν έπρεπε να του είχε πει ποτέ για τη μητέρα της. Θα περνούσαν μια νύχτα μαζί. Χωρίς δεσμεύσεις. Δεν έψαχνε για μια σχέση – ούτε και εκείνος. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Μπριτ, τα αγόρια άρχισαν να ανταλλάσσουν πάσες μεταξύ τους. Μετά από μερικές προσπάθειες, το αγοράκι με τα μαύρα μαλλιά κλότσησε δυνατά την μπάλα και έβαλε γκολ. Όλοι ζητωκραύγασαν, ακόμα και η Τόρι. Ο Μπριτ την κοίταξε χαμογελώντας, της έκλεισε πονηρά το μάτι και έπειτα εστίασε την προσοχή του στο παιχνίδι. Η καρδιά της βούλιαξε. Τα νύχια της χώθηκαν στην παλάμη της καθώς έφτασε σε μια δυσάρεστη συνειδητοποίηση. Μπορούσε να τον ερωτευτεί. Διάολε, μπορούσε να ερωτευτεί τον Μπριτ Μπένσερ. Η Τόρι έβγαλε το κινητό της και άρχισε να ελέγχει μανιωδώς τα μηνύματά της. Ήταν Παρασκευή απόγευμα, στο γραφείο δεν υπήρχε τίποτα επείγον που να χρειαζόταν να επιλύσει. Έτσι, τηλεφώνησε στην Μπέτσι. «Παρακαλώ;» «Μπέτσι, η Τόρι είμαι. Άκου, συγνώμη που σε παίρνω σπίτι, αλλά έχω κάποια καλά νέα.» Χωρίς να το θέλει, άφησε το βλέμμα της να πέσει πάνω στον Μπριτ, που βοηθούσε ένα από τα μικρότερα αγόρια με την μπάλα. «Τόρι; Περίμενε ένα λεπτό.» Η Μπέτσι ούρλιαξε κάτι στα παιδιά της που ακουγόταν σαν απειλή πως θα τα δέσει και θα τα κλείσει στην ντουλάπα αν δεν έκαναν ησυχία. Ένα λεπτό μετά, σιωπή. «Εντάξει, έχω τρία λεπτά προτού αρχίσουν να σπάνε κάτι. Τι έλεγες; Κάτι για καλά νέα; Έχει να κάνει με το Φονιά, έτσι; Ακολούθησες τελικά τη συμβουλή μου;» Η Τόρι δάγκωσε τα χείλη της. «Αρνούμαι με κάθε σεβασμό ν’ απαντήσω στην ερώτησή σου» της απάντησε. «Αλλά θα μείνω στη Νέα Υόρκη μερικές μέρες. Οπότε, δε χρειάζεται να πας στο γραφείο αύριο. Τουλάχιστον όχι για χάρη μου. Κάνε ό,τι σου αρέσει. Όμως εγώ δε θα είμαι εκεί.» Η Μπέτσι ζητωκραύγασε δυνατά. Μέσα από το τηλέφωνο, η Τόρι την άκουσε να φωνάζει: «Δε χρειάζεται να δουλέψω αύριο, παιδιά! Μπορώ να έρθω στον αγώνα!» Η Τόρι ένιωσε άσχημα. «Χριστέ μου, Μπέτσι, γιατί δε μου είπες πως είχες άλλα σχέδια; Θα μπορούσα να βρω κάποιον άλλο να με βοηθήσει.» Με έναν ήχο φανερής ανακούφισης, η Μπέτσι απάντησε: «Λες και θ’ άφηνα κάποιον άλλο να δουλέψει σε αυτή την παρουσίαση για τον Καρλ! Δεν
υπάρχει περίπτωση. Μα τώρα που θα περάσεις ένα Σαββατοκύριακο τρελού σεξ με τον πιο γοητευτικό άντρα της Νέας Υόρκης, δε με πειράζει να πω πως είχαμε εισιτήρια για έναν αγώνα και θα πήγαινε η αδελφή μου αντί για μένα. Θέλεις να σου αλλάξω την κράτησή σου; Μπορώ να το κάνω ακόμα και απ’ το σπίτι.» Η Τόρι μετακινήθηκε άβολα πάνω στο σακάκι της. «Δεν είπα πως εμείς θα… εεε…» «Α, μη γίνεσαι γελοία. Ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει εκεί.» Η Τόρι μπορούσε να φανταστεί την έκφραση της Μπέτσι. «Άκου, αν έχει καθρέφτες στο ταβάνι, θέλω να το μάθω.» «Μπέτσι!» Η Τόρι κοίταξε πάλι τον Μπριτ, που ερχόταν προς το μέρος της. «Μην ανησυχείς για το εισιτήριό μου. Θα το τακτοποιήσω. Είσαι η καλύτερη. Και πες μου την επόμενη φορά που θα έχεις κάτι να κάνεις το Σαββατοκύριακο, εντάξει;» Η φωνή της Μπέτσι σοβάρεψε. «Μπορεί να είσαι μια απαιτητική εργασιομανής, αλλά είσαι επίσης και το καλύτερο αφεντικό που είχα ποτέ. Το παιχνίδι δεν ήταν σημαντικό πράγμα. Θα σ’ το έλεγα αν ήταν. Χαίρομαι που θα μείνεις. Το χρειάζεσαι αυτό.» Η προσοχή της Τόρι στράφηκε αλλού καθώς ο Μπριτ την πλησίασε. Είχε ξεκουμπώσει το πάνω κουμπί του πουκαμίσου του, αφήνοντας να φανεί το απαλό δέρμα του, που την ικέτευε να το αγγίξει. «Υπάρχει κάτι άλλο που θα ’πρεπε να ξέρω;» Προσπάθησε να ηρεμήσει. «Κάτι επείγον στο γραφείο;» Η Μπέτσι ρουθούνισε αποδοκιμαστικά. «Α, σε παρακαλώ. Αν υπήρχε κάτι επείγον, πιθανότατα θα το είχες ήδη μάθει από το καταραμένο κινητό σου πριν το πάρω χαμπάρι εγώ. Πήγαινε τώρα και διασκέδασε το άτακτο Σαββατοκύριακό σου. Το αξίζεις.» «Ναι, καλά» είπε η Τόρι. «Θα σε δω τη Δευτέρα.» «Αντίο.» Η Μπέτσι άρχισε να φωνάζει στα παιδιά της πριν ακόμα κλείσει το τηλέφωνο. Η Τόρι έβαλε το κινητό στην τσάντα της, με το βλέμμα της να παραμένει πάνω στο βαθύ άνοιγμα του πουκαμίσου του. «Προβλήματα στο σπίτι;» τη ρώτησε ο Μπριτ. Έστρεψε το βλέμμα της στο πρόσωπό του. Τα μάτια του είχαν ρυτίδες στις άκρες και ένα ίχνος ιδρώτα γυάλιζε στο μέτωπό του. «Βασικά, έκανα κάποιον πολύ χαρούμενο. Η βοηθός μου θα έπρεπε να δουλέψει αύριο, και τώρα δε χρειάζεται.» «Σίγουρα θα σου στείλει κάρτα την Ημέρα του Αφεντικού.» Της άπλωσε το χέρι του. «Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω. Δεν τους αρέσει όταν αργείς στο ελικοδρόμιο.» «Θα το κάνουμε τελικά αυτό;» «Φυσικά. Δε σου αρέσουν τα ύψη, θυμάσαι; Ελπίζω να είσαι τόσο τρομοκρατημένη που θα πρέπει να πέσεις μέσα στην αγκαλιά μου για παρηγοριά.» Εκείνη ρουθούνισε.
«Λυπάμαι. Εγώ, εεε, υπερέβαλα. Πήγαινα για αναρρίχηση στα βουνά με τους φίλους μου στο κολέγιο. Δε φοβάμαι τα ύψη.» Πήρε το σακάκι του από το έδαφος και το τίναξε. «Αυτό ακούγεται σαν πρόκληση. Ποιο είναι το τίμημα;» «Για τι πράγμα;» είπε παίρνοντας το παλτό της από το γρασίδι. «Αν κάνεις λάθος. Αν θα κρατάς σφιχτά το χέρι μου και θα λες την προσευχή σου όταν απογειωνόμαστε.» Περπάτησαν προς το αυτοκίνητο. Εκείνος έπιασε το χέρι της ενώ προχωρούσαν. Το άγγιγμά του έστειλε ένα κύμα ανατριχίλας στο στομάχι της, και έπειτα μέχρι κάτω, τα δάχτυλά της. «Πώς θα το καταλάβεις;» τον ρώτησε. «Τι θα με εμποδίσει απ’ το να σου πω ψέματα;» «Μπα, δε θα πεις ψέματα» της είπε. «Και αν το κάνεις, θα το καταλάβω. Έχω δει το πρόσωπό σου όταν μπλοφάρεις, θυμάσαι;» Η Τόρι κλότσησε ένα ξυλαράκι από το μονοπάτι, νιώθοντας πλήρη ευχαρίστηση μόνο με την παρουσία του δίπλα της. Σκέφτηκε τις επιλογές της. «Έχω μια ιδέα.» Έγειρε προς το μέρος του και του ψιθύρισε στο αφτί. Εκείνος ένευσε επιδοκιμαστικά. «Ακούγεται αποδεκτό.» «Και εσύ; Τι θα γίνει αν ρίξω μια ματιά στο μικρούλικο ελικόπτερό σου και γελάσω μπροστά στον κίνδυνο;» «Πρώτα απ’ όλα, ποτέ μην προσβάλλεις το μέγεθος του ελικοπτέρου ενός άντρα. Δεύτερον, δεν είναι αυτοί οι όροι του στοιχήματος. Σε έχω δει εν δράσει, θυμάσαι; Είσαι ήδη πολύ σκληρή. Πιθανότατα γελάς μπροστά στον κίνδυνο πέντε φορές την ημέρα. Μιλάμε για το αν θα κρατήσεις σφιχτά το χέρι μου.» Τα λόγια του είχαν την ίδια παράξενη επίδραση και σίγασαν την κοριτσίστικη ευχαρίστηση που κύλαγε μέσα της. Ήδη πολύ σκληρή. Όλοι αυτή την εντύπωση είχαν για εκείνη. Οι γιατροί στο Λάνγκστον έλεγαν: «Μερικές οικογένειες δε θέλουν αυτές τις λεπτομέρειες, αλλά σκεφτήκαμε πως εσείς θα θέλατε να ξέρετε, κυρία Άντερσον.» Οι συνεργάτες της έκαναν αστεία όταν της έδιναν τους πιο δύσκολους πελάτες. «Η Τόρι μπορεί να τον χειριστεί» έλεγαν. «Είναι και εκείνη σκληρό καρύδι.» Γι’ αυτό ο Φιλ με παράτησε. Ποιος θα ήθελε να βγαίνει με ένα σκληρό καρύδι; «Κατάλαβα.» «Ε, αστείο ήταν.» Την κοίταξε. «Δε σου πλήρωσα ήδη την προκαταβολή σου;» Εκείνη χαμογέλασε βεβιασμένα. «Υποθέτω πως ναι.» «Εντάξει τότε, υποθέτω πως δεν έχω κάτι να χάσω.» Η Τόρι ευχήθηκε να μπορούσε να πει το ίδιο και για τον εαυτό της.
Κεφάλαιο Δέκα Μια ώρα μετά, η Τόρι είχε την υποψία πως θα χρωστούσε στον Μπριτ μια ιδιαίτερη χάρη το βράδυ. Τουλάχιστον, όταν πήγαινε για αναρρίχηση, ήταν δεμένη με σκοινί. Αυτό ήταν τελείως διαφορετικό. Ήταν κυκλωμένοι από πλαστικό, μέσα σε μια μικρή φούσκα, που δε φαινόταν πολύ άνετη. Οι ζώνες ασφαλείας φαίνονταν λειψές, ως ο μοναδικός τους εξοπλισμός ασφαλείας. Δε θα έπρεπε να φοράνε αλεξίπτωτα; Ή τουλάχιστον να ήταν δεμένοι μέσα στο ελικόπτερο με σχοινιά; Οι έλικες του ελικοπτέρου βούιζαν καθώς απογειώνονταν, πηγαίνοντας όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που ο θόρυβος έγινε δυνατότερος, σα να βρίκονταν στις πίσω θέσεις ενός «747» κατά την απογείωση – επί δέκα. Ο Μπριτ χαμογέλασε καθώς η Τόρι έβαζε τα ακουστικά στο κεφάλι της. Αμέσως, το υπόκωφο βουητό αντικαταστάθηκε από τον απαλό ήχο του Ντέιβιντ Μάιλς. Η φωνή του Μπριτ ακουγόταν μέσα από τη μουσική παράξενα οικεία. «Είπα να μας βάλουν μια μουσική που να φτιάχνει τη διάθεση. Αισθάνεσαι καλά; Φαίνεσαι ωχρή» της είπε. Τα καθίσματα ήταν αναπαυτικά, από απαλό δέρμα που αγκάλιαζε το σώμα της. Βρίσκονταν στριμωγμένοι πίσω από τη θέση του πιλότου, με τους ώμους τους να ακουμπάνε· τα γόνατά της απείχαν εκατοστά από το μπροστινό κάθισμα. «Είμαι μια χαρά» του απάντησε, ξεροκαταπίνοντας. «Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια στιγμή πανικού πριν από την απογείωση» είπε ο Μπριτ. Της έτεινε το χέρι του. «Θέλεις να σφίξεις το χέρι μου; Μπορεί να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα.» Τα μάτια του έλαμπαν σκανταλιάρικα. Της την είχε στήσει. Ήξερε πως θα συμβεί αυτό. «Καλώς ήρθατε στην ξενάγηση, κυρία Άντερσον, κύριε Μπένσερ» ακούστηκε η φωνή του πιλότου μέσα από τα ακουστικά. Ακουγόταν σίγουρος. Η Τόρι εκτιμούσε αυτή τη σιγουριά. Ευχόταν μόνο να μην έμοιαζε σαν εικοσάχρονος έφηβος. Υπάρχει ηλικιακή προϋπόθεση για να γίνεις πιλότος, έτσι δεν είναι; «Θα ξεκινήσουμε πετώντας πάνω από τον ποταμό Χάντσον, ως το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Από εκεί, θα δούμε από κοντά την κυρία Ελευθερία και τη Νήσο Έλις, έπειτα θα δούμε τη γέφυρα Βεραζάνο. Στην επιστροφή, θα περάσουμε από την Οικονομική Περιοχή και το Εμπάιρ Στέιτ.» Η Τόρι πήρε μερικές βαθιές, χαλαρωτικές ανάσες. Ποτέ πριν δεν είχε φοβηθεί τα ύψη. Τι της συνέβαινε τώρα; «Είναι ένας συνδυασμός του μικρού χώρου, της απώλειας ελέγχου και της άγνωστης αίσθησης της κάθετης απογείωσης» την πληροφόρησε ο Μπριτ διαβάζοντας το μυαλό της. «Αλήθεια, δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορείς να σφίξεις δυνατά το χέρι μου, δε θα με πειράξει.» Της έτεινε ξανά το χέρι του. Η Τόρι το αγνόησε και έκλεισε σε γροθιά το δικό της. «Δεν πρόκειται να πιάσεις το χέρι μου, έτσι;» είπε ο Μπριτ. «Όταν αρχίσουμε να πέφτουμε από τον ουρανό, και ούτε λεπτό πιο πριν.» «Θα σε σκότωνε αν μου έδειχνες κάποιο ίχνος αδυναμίας;»
Η Τόρι γύρισε και τον κοίταξε. «Μπορώ να είμαι αδύναμη» του είπε, σφίγγοντας το σαγόνι της την ώρα που το ελικόπτερο υψωνόταν στον αέρα. Καθώς το έδαφος υποχωρούσε από κάτω τους, ξεροκατάπιε και προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. «Στη σωστή στιγμή. Για έναν πολύ καλό λόγο.» Προσπάθησε να μην κοιτάξει έξω από το παράθυρο. «Στα ελικόπτερα έχουν αυτές τις τσάντες; Ξέρεις, εκείνες που βάζουν στα αεροπλάνα; Τις αδιάβροχες;» «Πάλι σκέφτεσαι υπερβολικά» την επέπληξε ο Μπριτ. «Με αναγκάζεις να πάρω δραστικά μέτρα. Τώρα μείνε ακίνητη, είναι για το καλό σου.» Έγειρε προς το μέρος της και τη φίλησε. Η Τόρι, πολύ έκπληκτη για να αντισταθεί, τον άφησε να τη φιλήσει για να την καθησυχάσει. Μέχρι να σταματήσει να τη φιλάει, συνειδητοποίησε πως του είχε πιάσει το χέρι και το έσφιγγε λες και η ζωή της εξαρτιόταν απ’ αυτό. «Τώρα κοίτα» της είπε, και έδειξε έξω από τα διάφανα πλαστικά παράθυρα που τους περιέβαλλαν. Ακόμα ζαλισμένη από την τέλεια ζεστασιά των χειλιών του, η Τόρι τελικά κοίταξε έξω και της κόπηκε η ανάσα. Η σκοτεινή κοίτη του ποταμού Χάντσον έμοιαζε να είναι μόλις μερικά εκατοστά από κάτω τους καθώς πέταγαν στον καθαρό ουρανό, ενώ τα κτίρια έμοιαζαν με μικροσκοπικά γκρι κουτάκια. Ήταν λες και βρίσκονταν τόσο κοντά στο έδαφος και όμως τόσο ψηλά. Αργά, ο φόβος της αντικαταστάθηκε από έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό. Χαλαρώνοντας τη λαβή της στο χέρι του Μπριτ, η Τόρι έγειρε μπροστά για να δει καλύτερα. Είδε την ομορφιά της πόλης, όπως δεν την είχε ξαναδεί ποτέ. Ο μπλε ουρανός συναντιόταν στον ορίζοντα με την ατέλειωτη σειρά από κτίρια, και τα παράθυρά τους αντικατόπτριζαν τον απογευματινό ήλιο. Στο λιμάνι, τα ιστιοπλοϊκά έμοιαζαν σαν άσπρα αστέρια στα σκοτεινά νερά. Μπροστά, φαινόταν η εντυπωσιακή θέα του Αγάλματος της Ελευθερίας, που ακτινοβολούσε με την πράσινη λάμψη του. «Θεέ μου» αναφώνησε, καθώς πλησίαζαν στο άγαλμα. Το πρόσωπό του ξεπρόβαλε μπροστά τους, μεγάλο και σοβαρό, όμορφο με την απλότητά του. «Δεν είναι φανταστικό;» τη ρώτησε ο Μπριτ. «Είναι… απίστευτο» αποκρίθηκε η Τόρι, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. «Το πιο απίστευτο πράγμα που έχω δει.» *** Αργότερα το απόγευμα, ο οδηγός του Μπριτ τούς άφησε έξω από ένα ψηλό κτίριο με σκούρα γκρι σκαλοπάτια. Ένας θυρωρός εμφανίστηκε καθώς πλησίαζαν, και μπήκαν σε ένα θερμό προθάλαμο με ένα παχύ κόκκινο χαλί πάνω από μαρμάρινο πάτωμα. «Καλησπέρα, κύριε Μπένσερ» είπε ο θυρωρός. «Καλησπέρα, Σεθ» απάντησε ο Μπριτ. «Από δω η Τόρι Άντερσον. Είναι από τη Φιλαδέλφεια.» Ο Σεθ, ένας λεπτός, σκουρόχρωμος άντρας με πλατύ χαμόγελο, τη χαιρέτησε αγγίζοντας το γείσο του καπέλου του. «Κυρία μου» είπε με σοβαρότητα «λυπάμαι που το ακούω αυτό.»
«Τι κακό έχει η Φιλαδέλφεια;» ρώτησε η Τόρι, προσπαθώντας να μην τη νοιάζει που ο Μπριτ την είχε συστήσει σκοπίμως στο θυρωρό του. «Τίποτα που δε διορθώνεται με μερικούς μήνες προπόνησης, έναν καινούριο προπονητή και κάποιους καινούριους παίχτες.» Ο Σεθ χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας δυο χρυσά δόντια. «Α!» είπε η Τόρι χαμογελώντας, ευχόμενη να ήξερε να του απαντήσει κάτι σχετικό με το ποδόσφαιρο. «Ο καιρός αύριο θα είναι ζεστός. Θα πρέπει να είναι τέλειος για τον αγώνα του Λουκ» συνέχισε ο Σεθ. Ο Μπριτ χτύπησε το μέτωπό του με το χέρι του. «Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω;» Γύρισε προς το μέρος της Τόρι. «Ελπίζω να μη σε πειράζει να δούμε έναν αγώνα παίδων αύριο. Ο Λουκ θα με σκότωνε αν το έχανα. Είμαι σίγουρος πως θα του άρεσε να έρθεις.» «Αγώνες παίδων;» είπε η Τόρι διστακτικά. Ήθελε να πάει μαζί του στον αγώνα του ανιψιού του; Αυτό ήταν τελείως αντίθετο από ένα Σαββατοκύριακο σεξουαλικής ευδαιμονίας, χωρίς δεσμεύσεις. «Εφόσον δε σε πειράζει» επανέλαβε ο Μπριτ. Η Τόρι σκέφτηκε διάφορες πιθανές εξηγήσεις για την πρόσκλησή του και κατέληξε στην πιο προφανή: ο Μπριτ απλώς προσπαθούσε να είναι ευγενικός. Δεν μπορούσε να της ζητήσει να μείνει στο διαμέρισμά του ενώ εκείνος θα πήγαινε στον αγώνα χωρίς αυτήν. Όχι αφότου είχε κάνει τα μέγιστα για να την πείσει να μείνει το Σαββατοκύριακο. Σκέφτηκε όλες τις κατάλληλες απαντήσεις. Δουλειά. Αυτό θα έπιανε. Του χαμογέλασε πλατιά. «Δε με πειράζει να μείνω εδώ. Έχω λίγη δουλειά να κάνω.» Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Νόμιζα πως αυτό ήταν ένα Σαββατοκύριακο άνευ δουλειάς.» Τι σήμαινε αυτό; Ακουγόταν ενοχλημένος. «Νόμισα…» Γιατί να ήθελε να γνωρίσει την οικογένειά του; Έστυψε το μυαλό της για μια εύστοχη απάντηση στην απόκριση του Μπριτ, αλλά δε βρήκε καμία. «Λοιπόν… υποθέτω πως θα μπορούσα να έρθω. Δε θέλω να πληγώσω τα αισθήματα του Λουκ.» «Τέλεια.» Την οδήγησε προς τους ανελκυστήρες, σταματώντας για μια στιγμή, για να χαιρετήσει το θυρωρό. «Ευχαριστώ για την υπενθύμιση, Σεθ.» «Κανένα πρόβλημα, κύριε Μπένσερ. Χάρηκα για τη γνωριμία, κυρία Άντερσον.» Η Τόρι κούνησε το χέρι της στο Σεθ ενώ άνοιγαν οι πόρτες του ανελκυστήρα. Μόλις μπήκαν μέσα, η σιωπή τους φάνταζε ανησυχητικά οικεία. Όλο το απόγευμα είχε περάσει έτσι – περίοδοι από ανέμελο φλερτ, έπειτα ακολουθούσε μια ανεξήγητη οικειότητα, λες και ήταν δυο άνθρωποι που ξεκινούσαν κάτι πολύ διαφορετικό από μια βραδιά σεξ που της είχε υποσχεθεί. Η Τόρι έψαξε στον κατάλογο με τα θέματα για συζήτηση, αποφασισμένη ν’ ακολουθήσει το δρόμο τού-χωρίς-αισθήματαΣαββατοκύριακου. Αν δεν ήταν προσεκτική, το επόμενο πράγμα που θα έβγαινε από τα χείλη της θα ήταν κάποιου είδους εξομολόγηση για τη μητέρα της, ή κάποιο παράπονο για την πίεση που ένιωθε σκοπεύοντας να κάνει αίτηση για συνέταιρος. Μπλιάχ. Αλλά για
τι πράγμα θα μιλούσε μια διασκεδαστική, σέξι, χωρίςνα-έχει-εμμονή-με-τη-δουλειά της γυναίκα; Τα τυπικά θέματα συζήτησης της άρμοζαν σε επαγγελματικές συναντήσεις, δείπνα με δικηγόρους και μεσημεριανά γεύματα με πελάτες. Κανένα δε φαινόταν να ταίριαζε στη «διασκεδαστική και σέξι» εικόνα. Σκέφτηκε την Μπέτσι και τη συζήτησή της για την ομάδα ποδοσφαίρου, τους Φίλις, και έπειτα το σχόλιο του Χάρολντ στον προθάλαμο. Αυτό ήταν! Αθλήματα. Οι χαριτωμένες γυναίκες πάντα ήξεραν κάτι για τα αθλήματα. Γι’ αυτό άρεσαν στους άντρες – μπορούσαν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα. «Λοιπόν, σε ποια θέση παίζει ο Λουκ;» τον ρώτησε και αμέσως πανικοβλήθηκε. Είχαν θέσεις στο μπέιζμπολ, σωστά; «Πίσω δεξιά.» «Α, τότε πρέπει να είναι πολύ καλός. Πίσω δεξιά, ποπό!» Έβαλε το ένα χέρι της στο γοφό της και προσπάθησε να δείχνει άνετη και γνώστρια. «Τόρι» είπε ο Μπριτ «πίσω δεξιά είναι μια από τις χειρότερες θέσεις. Τα μόνα παιδιά που χτυπάνε προς τα δεξιά είναι οι αριστερόχειρες.» «Και δεν υπάρχουν πολλά απ’ αυτούς, υποθέτω.» Το «άνετη και γνώστρια» εξαφανίστηκε. «Όχι πολλοί.» Τα χείλη του τραβήχτηκαν. «Υποθέτω είσαι μεγάλη οπαδός των αθλημάτων.» Η Τόρι κούνησε το χέρι της στον αέρα. «Α, ναι, αθλήματα. Τα λατρεύω. Δεν μπορώ να χορτάσω με τίποτα το ποδόσφαιρο, είναι η αλήθεια.» Σκέφτηκε την Μπέτσι ξανά. «Και τους Φίλις. Σκληροπυρηνική οπαδός των Φίλις, έτσι είμαι εγώ.» Ο Μπριτ έπιασε το χέρι της και την τράβηξε πάνω του. Όταν την κοίταξε στα μάτια, γέλασε και της έκλεψε ένα πεταχτό φιλί. «Ξέρεις τουλάχιστον τι άθλημα παίζουν οι Φίλις;» Εκείνη σκέφτηκε τις επιλογές. Ήταν σχεδόν καλοκαίρι. Το μπέιζμπολ δεν ήταν καλοκαιρινό άθλημα; «Μπέιζμπολ, φυσικά» απάντησε με αυτοπεποίθηση. Ποτέ μην τους αφήνεις να σε δουν σε δύσκολη θέση. Πέμπτος Κανόνας Διαπραγμάτευσης της Τόρι. Της χάιδεψε το μάγουλο. «Το μάντεψες στην τύχη.» Έφτασαν στον τελευταίο όροφο και η πόρτα του ανελκυστήρα άνοιξε σε έναν ήσυχο διάδρομο με ένα ανατολίτικο χρυσοκόκκινο χαλί. Η πόρτα στο τέλος του διαδρόμου είχε ένα βιτρό και ένα μπρούτζινο χερούλι. Ο Μπριτ ξεκλείδωσε και την τράβηξε μέσα. «Είσαι οπαδός του γκολφ;» τον ρώτησε. «Μπορώ να μιλήσω για το γκολφ.» Τι συμβαίνει πια με τους δικηγόρους και το γκολφ; σκέφτηκε ο Μπριτ. Κρέμασε το παλτό της και έπειτα την τράβηξε στην αγκαλιά του. Το πίσω μέρος του σακακιού της είχε ακόμη λεκέδες και σημάδια από λάσπη. «Έπρεπε να καθίσεις στο σακάκι μου» της είπε.
«Έχω και άλλα. Αλλά όσον αφορά το γκολφ, πού σου αρέσει να παίζεις;» «Δεν παίζω γκολφ.» Έπιασε το χέρι της και την οδήγησε απ’ τον προθάλαμο στην τραπεζαρία, όπου υπήρχε ένα τεράστιο τραπέζι για δώδεκα άτομα, έπειτα μέσα από την αστραφτερή κουζίνα με ανοξείδωτες συσκευές και πάγκους από γρανίτη, και ύστερα μέσα από έναν άλλο διάδρομο προς ένα μεγάλο δωμάτιο στο τέλος του. Πάτησε ένα διακόπτη και τα φώτα άνοιξαν, αποκαλύπτοντας ένα υπέρδιπλο κρεβάτι από μαόνι, αφηρημένα σχήματα στους τοίχους σε πορτοκαλί, καφέ και κόκκινες αποχρώσεις, και βαριά έπιπλα αντρικού στιλ. Από μια σειρά μεγάλα παράθυρα φαινόταν η φωτισμένη πόλη. Στο δωμάτιο κυριαρχούσε η μυρωδιά του Μπριτ. Αυτό έκανε το στομάχι της να γυρίζει. Άφησε το παλτό του σε μια καρέκλα και άρχισε μεθοδικά να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του. «Αλήθεια;» τον ρώτησε, μην μπορώντας ούτε να κινηθεί αλλά ούτε να πάρει και το βλέμμα της από τον καλοσχηματισμένο κορμό του. «Νόμιζα πως όλοι οι διευθυντές έπαιζαν γκολφ.» «Το γκολφ» είπε αργά, αφήνοντας το πουκάμισό του πάνω από το σακάκι του «είναι για τους λαπάδες. Και τους δικηγόρους.» «Α! Κατάλαβα.» Έβγαλε τη ζώνη του και την έβαλε στη στοίβα. Έπειτα, τα παπούτσια του. Το στόμα της στέγνωσε. «Δεν παίζω γκολφ» παραδέχτηκε εκείνη, βγάζοντας το σακάκι της και πετώντας το στο πάτωμα. Έσκυψε και έβγαλε τις γόβες της. Το σώμα της κινιόταν μηχανικά, με το βλέμμα της καρφωμένο στον άντρα μπροστά της, που είχε μείνει γυμνός. «Ποτέ δεν έμαθα. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται. Οι άντρες έχουν σίγουρα ένα πλεονέκτημα.» «Πώς και έτσι;» Πήγε πίσω της και της ξεκούμπωσε τη φούστα. Έπεσε στο πάτωμα με ένα απαλό θρόισμα. Ο Μπριτ τής πρόσφερε το χέρι του και η Τόρι το έπιασε καθώς έβγαινε έξω από το ύφασμα. «Τα στήθη» είπε εκείνη βραχνά, με κομμένη την ανάσα από την ώρα που είδε το γυμνό κορμί του. Θεέ μου, ήταν σαν άγαλμα, μαύρες απαλές τρίχες κάλυπταν το στήθος του, καλοσχηματισμένοι μύες και σκληρές γραμμώσεις. «Τι το κακό έχουν τα στήθη;» Έκλεισε τα δικά της μέσα στα χέρια του, ακολουθώντας τις δαντελένιες γραμμές του σουτιέν της, μέχρι το μπροστινό κούμπωμα, που άνοιξε με μια κίνηση των δαχτύλων του. «Μου αρέσουν τα στήθη. Ιδιαίτερα τα δικά σου. Έχουν το τέλειο μέγεθος.» Έγειρε μπροστά και φίλησε τις θηλές της. Το κεφάλι της Τόρι έπεσε προς τα πίσω μόλις τα χείλη του την άγγιξαν. Σταμάτησε στην άκρη του κρεβατιού, μην μπορώντας να κινηθεί ή να σκεφτεί, καθώς εκείνος αντικατέστησε τα χείλη του με τη γλώσσα του. «Εμποδίζουν» κατάφερε να του πει. «Αυτά τα στήθη;» Ο Μπριτ τα κοίταξε με δυσπιστία. «Αυτά τα στήθη ποτέ δε θα μπορούσαν να εμποδίζουν. Ντροπή σου που υπονόησες τέτοιο πράγμα. Τώρα, από την άλλη, αυτό το εσώρουχο…» το έδειξε με ένα περιπαικτικό χαμόγελο «αυτό το εσώρουχο είναι τελείως περιττό.»
Η Τόρι κοίταξε προς τα κάτω. Είχε δίκιο. Η Τόρι έβγαλε το εσώρουχό της. Ύστερα, πήγε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, μα ο Μπριτ την έπιασε από τη μέση. «Περίμενε» της είπε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μπροστά της και βολεύτηκε στο κέντρο. Με ένα πονηρό χαμόγελο, χτύπησε απαλά το σημείο δίπλα του. «Έχεις ένα χρέος να πληρώσεις, ελπίζω να θυμάσαι. Το χέρι μου σίγουρα σφίχτηκε.» Η Τόρι κοίταξε το πανέμορφο αρσενικό πλάσμα μπροστά της και χαμογέλασε. «Δεν είναι το μοναδικό πράγμα που θα σφιχτεί.» «Α» είπε κλείνοντας τα μάτια του. «Να είσαι ευγενική. Μόνο αυτό σου ζητάω.» Ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα του. «Δεν υπάρχει περίπτωση. Εγώ πληρώνω το τίμημα. Μερικές φορές, όταν χάνω ένα στοίχημα» είπε φιλώντας το πλάι του γονάτου του «απογοητεύομαι λίγο.» Εκείνος έβγαλε έναν πνιχτό ήχο. «Απογοητεύεσαι;» Τον φίλησε κατά μήκος του μηρού του. Με σταθερά χέρια, άνοιξε τα πόδια του για να κάνει χώρο. Κάθισε πάνω στο πόδι του, γλίστρησε τα χέρια της προς τα πάνω, απολαμβάνοντας την αίσθηση των απαλών τριχών του ανάμεσα στα πόδια της και χαϊδεύοντας την άκρη του φύλου του με τα ακροδάχτυλά της. «Έχω πολλή ενέργεια. Κάπως πρέπει να την απελευθερώσω.» Ο Μπριτ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δε διαφωνώ.» «Το κατάλαβα.» Τα χείλη της ακολούθησαν το μονοπάτι των χεριών της και απόλαυσε την κοφτή ανάσα του. Αυτός ο άντρας την έκανε να νιώθει τόσο απίστευτα αχαλίνωτη, τόσο σέξι όσο ποτέ πριν. Και θα απολάμβανε το κάθε λεπτό. Τον εξερεύνησε αργά, αρνούμενη να βιαστεί. Το απαλό δέρμα του φύλου του παραδινόταν εύκολα στο κάθε της άγγιγμα. «Μμμμ» έκανε η Τόρι αναστενάζοντας, πιάνοντας το ερεθισμένο φύλο του με το ένα της χέρι, ενώ με το άλλο τον χάιδευε. Εκείνος της άγγιξε το κεφάλι με το ένα χέρι του, μια απαλή κίνηση που έδειχνε την εκτίμησή του για τις προσπάθειές της. Το απαλό δέρμα του παλλόταν κάτω από τα δάχτυλά της. Απολαμβάνοντας την επιθυμία που ήδη αυξανόταν ανάμεσα στα πόδια της, η Τόρι πέρασε τη γλώσσα της πάνω από την κορυφή του φύλου του. Έπειτα, τον άφησε να εισβάλει στο στόμα της, σταματώντας μια στιγμή, για να τον αφήσει να ερεθιστεί και να σκληρύνει ακόμα περισσότερο. Όταν βύθισε το άλλο του χέρι στα μαλλιά της και την παρότρυνε να συνεχίσει, εκείνη τον άφησε να βυθιστεί περισσότερο στο στόμα της. Απολαμβάνοντας την αίσθησή του, τον γεύτηκε ολόκληρο και μετακίνησε το στόμα της κατά μήκος του. Όταν ο Μπριτ βόγκηξε, ένιωσε την επιθυμία της ν’ αυξάνεται και πίεσε τους γοφούς της πάνω στο πόδι του πιο δυνατά, κολλώντας όλο και πιο κοντά του, ενώ τον φιλούσε όλο και πιο βαθιά. Ύστερα, απομακρύνθηκε και χάιδεψε με τη γλώσσα της τον παλλόμενο ερεθισμό του. Γεύτηκε μια υπέροχη, αλμυρή γεύση καθώς εκείνος της αντιστεκόταν, και οπισθοχώρησε. Η Τόρι έπιασε το ένα της στήθος και χάιδεψε με τη θηλή της τον παλλόμενο ανδρισμό του. Αυτό,
όπως φάνηκε, ήταν όλο όσο μπορούσε ν’ αντέξει, γιατί τα δυνατά του χέρια ξαφνικά την έπιασαν από τη μέση. «Όχι άλλο» είπε μουγκρίζοντας, και τη μετακίνησε από πάνω του. Η Τόρι ξάπλωσε ανάσκελα. Συνειδητοποίησε πως ο Μπριτ έβαζε ένα προφυλακτικό και αναστέναξε καθώς την κατέκλυσε ένα απροσδόκητο κύμα επιθυμίας. Την άγγιξε απαλά, με τα μακριά του δάχτυλα να την παροτρύνουν, λες και βεβαιωνόταν αν εκείνη ήταν έτοιμη. Άνοιξε τους μηρούς της και μετακίνησε τους γοφούς της ξαφνικά, με λαχτάρα να τον νιώσει βαθιά μέσα της. Ο Μπριτ βυθίστηκε μέσα της με δυνατή, άγρια ορμή, που φαινόταν να την αγγίζει μέχρι την ψυχή της. Η ένταση μέσα της κορυφώθηκε σε ένα λεπτό, με ισότιμα δυναμικό ρυθμό, και άνοιξε περισσότερο τα πόδια της για να τον υποδεχτεί όσο πιο βαθιά γινόταν. Ο Μπριτ πήρε το ένα της γόνατο στα χέρια του και το έσπρωξε ψηλότερα, προς τον ώμο της, γέρνοντας προς τα πάνω της καθώς βυθιζόταν μέσα της. Νιώθοντας εύθραυστη και δυνατή ταυτόχρονα, η Τόρι μετακινήθηκε προς το μέρος του, ανασηκώνοντας τους γοφούς της. Όταν έφτασε η στιγμή της παράδοσης, εκείνη αφέθηκε να πλημμυρίσει το σώμα και το μυαλό της, και ούρλιαξε από ευχαρίστηση, ζαλισμένη από τη δύναμη της κορύφωσής της. Δευτερόλεπτα μετά, ο Μπριτ άφησε μια βραχνή κραυγή, το πρόσωπό του χάθηκε στο λαιμό της και έτρεμε, μέχρι που έμεινε ακίνητος.
Κεφάλαιο Έντεκα Η Τόρι ξύπνησε με τον ήχο της βαριάς αναπνοής του Μπριτ, τη ζεστασιά του μπράτσου του που ήταν περασμένο πάνω στον ώμο της, και την έντονη πίεση της κύστης της. Προσεκτικά, έβγαλε το χέρι του από το σώμα της και γλίστρησε έξω από τα σκεπάσματα. Έπνιξε ένα βογκητό καθώς σηκωνόταν όρθια και κοίταξε τριγύρω για κάτι να φορέσει. Σκόπευε να επιστρέψει σπίτι της χτες βράδυ και δεν είχε φέρει τίποτα μαζί της εκτός από το χαρτοφύλακά της και τα ρούχα που φορούσε. «Δεν τρέχεις να φύγεις, έτσι;» ακούστηκε μια τραχιά φωνή. Ο Μπριτ άνοιξε το ένα του μάτι και την κοίταξε αποπροσανατολισμένος. «Όχι. Πρέπει να πάω στο μπάνιο.» «Πρώτη πόρτα αριστερά. Καλύτερα να είσαι εδώ όταν ξυπνήσω.» Έκλεισε το μάτι του και συνέχισε να ροχαλίζει ένα λεπτό μετά. Το να περιφέρεται μέσα στο σπίτι γυμνή δεν της φαινόταν ελκυστικό, οπότε η Τόρι κοίταξε τα ρούχα της. Πεταμένα γύρω στο δωμάτιο ήταν η μεταξωτή φούστα της, το πουκάμισο και το εσώρουχό της. Όχι ακριβώς το είδος των ρούχων που έψαχνε. Νιώθοντας λίγο σαν κλέφτης, πήγε προς το επιβλητικό, σκούρο μαονένιο έπιπλο απέναντι από το κρεβάτι. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι και βρήκε ένα επιμελώς διπλωμένο μποξεράκι και ταιριαστές κάλτσες. Τα επόμενα δυο συρτάρια είχαν προσεκτικά διπλωμένα άσπρα φανελάκια. Το τέταρτο συρτάρι είχε χρωματιστά μπλουζάκια, διαχωρισμένα ανά χρώμα, ενώ το πέμπτο, μια συλλογή από ατσαλάκωτα σορτσάκια. Εκτός και αν είχε καμία ψυχαναγκαστική διαταραχή, ο Μπριτ δεν έπλενε μόνος τα ρούχα του ούτε και τα δίπλωνε. Κοίταξε τον άντρα που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με το στόμα ανοιχτό καθώς ροχάλιζε και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Όχι, σκέφτηκε χαμογελώντας, σίγουρα όχι ψυχολογικά διαταραγμένος. Πλούσιος, αλλά όχι διαταραγμένος. Πήρε ένα μπλε μπλουζάκι και το φόρεσε. Έπειτα, βρήκε ένα βαμβακερό σορτσάκι. Η μυρωδιά σανταλόξυλου γαργάλησε τη μύτη της και κάλυψε το πρόσωπό της με την μπλούζα του για ένα λεπτό. Αν και δεν είχε πλέον καμία δικαιολογία, συνέχισε το ψαχούλεμα. Μια ανοιχτή πόρτα στα αριστερά αποκάλυψε μια τεράστια ντουλάπα, με σειρές από κουστούμια, πουκάμισα και παντελόνια, όλα κρεμασμένα σε πανομοιότυπες κρεμάστρες, με απόσταση ενός εκατοστού. Φίνα ράφια περιείχαν μια συλλογή από πουλόβερ. Ήταν λάθος να ζηλεύεις έναν άντρα για την ντουλάπα του; Ή ίσως απλώς για την καμαριέρα και την υπηρεσία καθαρισμού, που τα είχε όλα τόσο καλά οργανωμένα; Βγήκε από την ντουλάπα και πήγε να βρει το μπάνιο. Αφού ανακουφίστηκε –και αφού εξέτασε άλλο ένα άψογα καθαρισμένο και οργανωμένο δωμάτιο–, πήγε στην κουζίνα. Προχωρώντας στο διάδρομο σταμάτησε στην ανοιχτή πόρτα ενός δωματίου που φαινόταν να είναι το γραφείο του Μπριτ. Κοιτώντας γύρω της ένοχα, μπήκε μέσα. Αξιολόγησε το δωμάτιο με μάτια διάπλατα από επιδοκιμασία. Το υπόλοιπο σπίτι φώναζε πως ανήκε σε έναν τελείως ξιπασμένο ψηλομύτη που δεν του άρεσαν τα παιδιά και η ακαταστασία. Όμως αυτό το δωμάτιο ήταν διαφορετικό. Αυτό το δωμάτιο ήταν ο Μπριτ.
Γλίστρησε το δάχτυλό της κατά μήκος ενός πεπαλαιωμένου ξύλινου γραφείου και με μεγάλη ανακούφιση βρήκε κάποιο ίχνος σκόνης. Το γραφείο ήταν φορτωμένο με διάφορα έγγραφα, αναφορές, ανοιχτά βιβλία, ακόμα και με μερικές μισογεμάτες κούπες καφέ. Ένας φορητός υπολογιστής βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι απέναντι από το γραφείο, περικυκλωμένος από περισσότερα χαρτιά. Στον έναν τοίχο κρεμόταν μια κορνιζαρισμένη αφίσα του Σον Κόνερι από την ταινία Ο Χρυσοδάκτυλος. Στον άλλον τοίχο, είχε μια φωτογραφία της Νέας Υόρκης, που η Τόρι υπέθεσε πως ήταν τραβηγμένη από ελικόπτερο. Διάφορες ασπρόμαυρες φωτογραφίες παιδιών ήταν κρεμασμένες δίπλα στην πόρτα – ανίψια ίσως. Κάτω από ένα ψηλό παράθυρο βρισκόταν ένα γυάλινο κουτί με μια μπάλα μπέιζμπολ. Την κοίταξε καλύτερα προσπαθώντας να διαβάσει το όνομα πάνω. Ρότζερ κάτι, έγραφε στην μπάλα. Η Τόρι δάγκωσε τα χείλη της, καθώς σκεφτόταν. Μάρις! Ρότζερ Μάρις. Αυτό ήταν. Έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της. Δεν ήταν σίγουρη πού το είχε ξανακούσει, αλλά απ’ ό,τι έγραφε πάνω στο κουτί, έπαιζε στους Γιάνκις. Θα το έψαχνε στο ίντερνετ όταν γύριζε σπίτι. Ο Μπριτ θα εντυπωσιαζόταν όταν Χτύπησε με το χέρι της το μέτωπό της και απομακρύνθηκε από το κουτί λες και ήταν ραδιενεργό. Όταν επέστρεφε σπίτι, δε θα έκανε ποτέ τίποτα άλλο για τον Μπριτ Μπένσερ. Πώς μπόρεσε να το ξεχάσει; Βγήκε γρήγορα απ’ το γραφείο και πήγε στην κουζίνα. Αυτό είναι περιπέτεια της μιας βραδιάς· όχι, των δύο βραδιών. Δεν είναι στα κυβικά σου, αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, απολαμβάνει τη συντροφιά μοντέλων, και σίγουρα δεν ενδιαφέρεται για μια σχέση, και ούτε και εσύ. Βρήκε την κουζίνα και άρχισε να ψάχνει τα ντουλάπια. Χρειαζόταν καφέ. Τώρα. Αμέσως. Σκούρο, δυνατό, πικρό καφέ, που θα επανέφερε τις εγκεφαλικές της λειτουργίες που, όπως φαινόταν, είχαν χαθεί από τα καυτά φιλιά του Μπριτ. Θυμάσαι το Φρίτζι; Τον αναθεματισμένο γάτο που σ’ εγκατέλειψε; Δεν μπορείς ούτε ένα ζώο να κρατήσεις ευχαριστημένο, πόσο μάλλον κάποιο άλλο ανθρώπινο ον. Ο Μπριτ είναι μια ραγισμένη καρδιά σε ένα όμορφο περιτύλιγμα. Απόλαυσε αυτό το Σαββατοκύριακο γι’ αυτό που είναι: αχαλίνωτη σεξουαλική απόλαυση χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις. «Τρίτο ντουλάπι αριστερά για τον καφέ. Ο αλεστής είναι δίπλα στο νεροχύτη.» Η Τόρι ξαφνιάστηκε και γύρισε απότομα. Θεέ και Κύριε, ο Μπριτ στεκόταν πίσω της, με το καλογυμνασμένο του στήθος γυμνό, φορώντας ένα ριγωτό παντελόνι πιτζάμας. «Ευχαριστώ. Είμαι τελείως άχρηστη μέχρι να πιω το πρώτο φλιτζάνι.» Παίξ’ το άνετη, προειδοποίησε τον εαυτό της. Θυμήσου, όχι συναισθήματα. Όχι συναισθήματα… «Εξαρτάται από το πώς ορίζεις τη λέξη “άχρηστος”.» Ανασήκωσε το φρύδι του με το ντύσιμό της. «Δείχνεις λες και είσαι έτοιμη να ρίξεις μερικές μπαλιές. Βγάζεις καλά λεφτά απ’ αυτό, ξέρεις.» Επέτρεψε στον εαυτό της να χαμογελάσει. Το γέλιο δεν ήταν συναίσθημα, ήταν; «Μπαλιές; Υποθέτω πως εννοείς στο μπάσκετ;» Εκείνος αναστέναξε βαθιά. «Βλέπω πως αυτό θα είναι πρόβλημα. Μπορώ να δεχτώ πως ποτέ δεν έχεις κάνει κάποιο άθλημα, αλλά δεν είπες πως ήσουν αρραβωνιασμένη κάποτε; Υποθέτω με άντρα, έτσι;»
«Υποθέτω πως μπορείς να τον πεις και έτσι.» «Όπως φαίνεται, όχι αρκετά άντρας.» Ένα πλατύ χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της. «Ο Φιλ ήταν… λοιπόν… έπαιζε πολύ γκολφ.» Ο Μπριτ ένευσε. «Το ήξερα. Όπως φαίνεται, το ότι έφυγε, ήταν για το καλύτερο.» Το να μιλάει με αυτό τον τρόπο για τον πρώην αρραβωνιαστικό της ήταν ιδιαίτερα απολαυστικό, όμως ρίσκαρε να γίνει συναισθηματική, οπότε η Τόρι αποφάσισε ν’ αλλάξει θέμα συζήτησης. «Λοιπόν, τι θα γίνει με αυτές τις τηγανίτες; Τι πρέπει να κάνει ένα κορίτσι για να μη λιμοκτονήσει εδώ μέσα;» Εκείνος έβαλε τα χέρια του στους γοφούς του. «Κανείς δεν πρόκειται να λιμοκτονήσει. Όχι στη βάρδια μου. Το αλεύρι είναι στο γωνιακό ντουλάπι. Μπορείς να είσαι ο βοηθός μου.» «Πραγματικά χρησιμοποιείς αυτή την κουζίνα;» Η Τόρι άνοιξε το ντουλάπι και βρήκε ένα περιστρεφόμενο πλατό γεμάτο γυάλινα βάζα. Πήρε αυτό που έγραφε «ΑΛΕΥΡΙ» και το άφησε στον πάγκο. «Σκέφτηκα πως ίσως έχεις καμαριέρα και μάγειρα πλήρους απασχόλησης.» «Γιατί να υποθέσεις ότι είμαι άχρηστος; Είσαι ρατσίστρια, Τόρι Άντερσον;» Ο Μπριτ άνοιξε ένα συρτάρι, στο μεγάλο γρανιτένιο πάγκο στο κέντρο του δωματίου. Έβγαλε μια στοίβα συνταγές και άρχισε να τις κοιτάει. Βρίσκοντας αυτή που ήθελε, την ακούμπησε πάνω στον πάγκο, πέταξε τις υπόλοιπες πίσω στο συρτάρι και το έκλεισε. «Ναι είμαι, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που υπέθεσα ότι είσαι άχρηστος. Χρησιμοποιώντας το κοφτερό δικηγορίστικο μυαλό μου, σκέφτηκα πως αν ήσουν στην πραγματικότητα δραστήριος μάγειρας, θα υπήρχε τουλάχιστον ένας λεκές από καφέ στην καφετιέρα, μια γρατζουνιά στον κάτασπρο νεροχύτη ή ένας λεκές στον πάγκο. Βλέποντας πως δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, υπέθεσα πως δε μαγειρεύεις και πολύ εδώ μέσα.» Εκείνος σιγοτραγουδούσε ενώ μετακινιόταν μέσα στην κουζίνα. Η Τόρι έγειρε πάνω στον πάγκο και τον παρακολούθησε καθώς έβγαζε το γάλα και τα αβγά μέσα από ένα τεράστιο ψυγείο. Οι μύες στην πλάτη του τεντώνονταν με κάθε του κίνηση. «Θα επιστρέψουμε στο ρατσισμό σου σε λίγο. Αλλά για να σου απαντήσω στην ερώτησή σου, έχω μια πολύ καλή εταιρεία καθαρισμού.» Η Τόρι σούφρωσε τη μύτη της. «Εταιρεία καθαρισμού, εταιρεία για το πλύσιμο ρούχων… φέρνεις και κάποιον για να σου οργανώσει την ντουλάπα, έτσι δεν είναι;» «Ίσως. Σ’ ενοχλεί αυτό; Χρειάζομαι τη ζάχαρη, μαγειρική σόδα, αλάτι και μπέικιν πάουντερ, παρεμπιπτόντως.» Ο Μπριτ είχε ήδη βγάλει ένα μεγάλο μπολ και μεζούρες από το ντουλάπι κάτω από τον πάγκο και άρχισε να μετράει το αλεύρι. «Είναι λίγο, εεε… αποστειρωμένα εδώ, δε νομίζεις;» σχολίασε εκείνη. «Στις περισσότερες γυναίκες αρέσει.»
«Ποιος είναι ρατσιστής τώρα; Υπονοείς πως οι γυναίκες είναι ρηχά πλάσματα, που τους αρέσει το αποστειρωμένο διαμέρισμά σου γιατί δείχνει πόσο πλούσιος είσαι;» Στο μεταξύ, η Τόρι βρήκε τα πράγματα που της ζήτησε και τα άφησε στον πάγκο. «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Αντίθετα από σένα, δεν είμαι ρατσιστής. Η αδελφή μου η Μελίσα οργάνωσε αυτό το σπίτι για μένα. Είπε πως δε χρησιμοποιούσα καλά τους χώρους μου. Η γυναίκα του αδελφού μου του Τζο, η Άλισον, έκανε τη διακόσμηση. Στις γυναίκες που ξέρω, φαίνεται ν’ αρέσουν τα πράγματα που είναι οργανωμένα και διακοσμημένα. Και, ειλικρινά, περνάω όλο μου το χρόνο στο γραφείο, εκτός και αν βγω έξω με κάποιον, οπότε δε με νοιάζει πώς είναι το υπόλοιπο σπίτι.» Τέλεια, τώρα είχε καταφέρει να προσβάλει και την αδελφή του και την κουνιάδα του. Κι όμως εκείνος φαινόταν περισσότερο να το διασκεδάζει παρά να έχει ενοχληθεί. «Συγνώμη» του είπε «δεν ήξερα πως οι αδελφές σου είχαν κάνει τη διακόσμηση. Παρατήρησα πως το γραφείο σου είναι το μόνο πράγμα που μοιάζει με το χαρακτήρα σου. Αυτό είναι όλο.» Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του. «Δε νομίζεις πως είμαι… πώς το έθεσες; Αποστειρωμένος;» «Υποθέτω πως “τακτοποιημένος” θα ήταν η καλύτερη λέξη.» Ένα χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του. «Νομίζεις πως τακτοποιώ;» Η Τόρι γύρισε το πλατό στο ντουλάπι μέχρι που βρήκε το αλάτι και το άφησε πάνω στον πάγκο με δύναμη, ενοχλημένη ξαφνικά από τη συζήτηση και την αντίδρασή της σε αυτήν. Ο Μπριτ ήταν επικίνδυνα γοητευτικός και εκείνη απολάμβανε αυτούς τους αστεϊσμούς πάρα πολύ. Έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε αυτό. «Δεν έχω ιδέα αν τακτοποιείς ή όχι. Ξέχασε πως το ανέφερα.» «Οπότε τώρα είμαι άχρηστος και ακατάστατος. Και όλα αυτά μετά από ένα μόνο ραντεβού.» Έψαξε στα περιεχόμενα ενός άλλου συρταριού, ώσπου βρήκε κάτι άλλες μεζούρες. «Δείπνο» τον διόρθωσε. «Σεξ. Όχι ραντεβού. Δε βγαίνουμε μαζί, θυμάσαι;» Ήταν καθοριστικής σημασίας να υπενθυμίσει στον εαυτό της αυτό το γεγονός. Δεν έβγαιναν μαζί. «Φυσικά» συμφώνησε εκείνος. «Δε βγαίνουμε μαζί.» «Εφόσον το ξεκαθαρίσαμε.» Η Τόρι καθάρισε το λαιμό της και γύρισε προς το ντουλάπι για να βρει τη ζάχαρη. Μπορούσε να την πειράζει όσο ήθελε. Θα έφευγε από αυτό το Σαββατοκύριακο με τα λογικά της και την αξιοπρέπειά της άθικτα. Ακόμα και αν πέθαινε προσπαθώντας. *** Ο Μπριτ μέτρησε προσεκτικά τα υλικά και τα έδωσε πίσω στην Τόρι. Την παρακολούθησε με την άκρη του ματιού του καθώς εκείνη τα έβαζε πίσω στο ντουλάπι. Όταν η Τόρι τεντώθηκε, το απαλό ύφασμα του σορτς διέγραψε τους στρογγυλούς γλουτούς της, και ένιωσε το στομάχι του να αναπηδά. Θα έπρεπε να ήταν εξαντλημένος μετά από αυτή την απίστευτη νύχτα, μα το ότι την είχε,
τον έκανε να τη θέλει ακόμα περισσότερο. Όταν είχε πρωτοπάρει την απόφαση να πείσει την Τόρι να του δώσει το τηλέφωνο του Σόλεν, ποτέ δεν του είχε περάσει από το μυαλό πόσο διασκεδαστικό θα ήταν αυτό το εγχείρημα. Φανταζόταν μια λίγο δυσάρεστη βραδιά, προσπαθώντας να καλλιεργήσει μια συμπάθεια στην καρδιά ενός πιράνχας. Αντίθετα, βρήκε μια σέξι, αστεία, σκληρή-στο-εξωτερικό γυναίκα, με μια οδυνηρά φανερή ευαισθησία εσωτερικά. Όπα, φιλαράκο. Αν συνεχίσεις να σκέφτεσαι έτσι, θα νομίζουν όλοι πως σου αρέσει. Ο Μπριτ ανάγκασε τον εαυτό του να σταματήσει, λες και αυτή η σκέψη δεν τον είχε χτυπήσει σα γροθιά στο στομάχι. Και τι έγινε αν μου αρέσει; Μου αρέσουν τα στήθη της, τα πόδια της, το στόμα της… τι το κακό υπάρχει; Εξάλλου, δε θέλει να βγαίνουμε μαζί, και ούτε και εγώ. Κι όμως, η επιμονή της να το βλέπει αυτό σαν περιπέτεια της μιας βραδιάς τον ενοχλούσε. Τι το κακό είχε το να βγαίνει μαζί του; Δεν ήταν κακάσχημος, ούτε γέρος ή φτωχός. Δεν είχε καμία κρεατοελιά στη μύτη του ή κάποιο κακό συνήθειο να ρεύεται όταν έτρωγαν. Είχαν μοιραστεί μια βραδιά φανταστικού σεξ. Υπήρχαν εκατοντάδες γυναίκες που θα είχαν εκστασιαστεί στη σκέψη να βγαίνουν με τον Μπριτ Μπένσερ. Τι την έκανε τόσο ξεχωριστή; Γύρισε προς την κουζίνα και ετοίμασε το τηγάνι. Χτες βράδυ, είχε ξεχάσει κάθε σκέψη για τη Μελίσα και το Σόλεν, αλλά δεν μπορούσε να το αγνοεί για πάντα. Σήμερα θα ήταν η μέρα. Θα το έκανε με λεπτότητα και έξυπνα. Θα την έκανε να συμπαθήσει τη Μελίσα. Θα την έκανε να θέλει να του δώσει τον αριθμό τηλεφώνου του. Η Τόρι άνοιξε το ντουλάπι με τον καφέ και έβαλε λίγο στον αλεστή. Πίεσε το κουμπί και γέμισε η κουζίνα με θόρυβο, ενώ εκείνη απολάμβανε το άλεσμα των κόκκων. Η διάθεσή της άλλαξε ξανά. Μήπως είχε εκνευριστεί που της είχε αναφέρει τα ραντεβού; Μήπως δεν της άρεσαν οι τηγανίτες; Ήταν δύσκολο να καταλάβει, το βρήκε όμως συναρπαστικό να παρακολουθεί την εναλλαγή των συναισθημάτων στο πρόσωπό της. Όταν ο καφές ήταν έτοιμος, ο Μπριτ έπιασε απαλά τα χέρια της. «Νομίζω είναι έτοιμος. Γιατί δε μ’ αφήνεις να το φροντίσω εγώ; Εσύ μπορείς να φέρεις την εφημερίδα. Πρέπει να είναι στην πόρτα.» Δίχως να πει λέξη, βγήκε από την κουζίνα και κατευθύνθηκε προς την μπροστινή πόρτα. Αφού ξεκλείδωσε, την άνοιξε και πήρε την οικονομική εφημερίδα. Έπειτα, γύρισε στην τραπεζαρία και έκρυψε το πρόσωπό της πίσω από την εφημερίδα. Αφού έβαλε να γίνεται ο καφές, ο Μπριτ κοίταξε φευγαλέα προς το μέρος της. Φαινόταν επικίνδυνο, δεδομένης της τωρινής της διάθεσης, όμως αν ήθελε να κερδίσει τη συμπάθειά της, έπρεπε ν’ αρχίσει να το οργανώνει. Αποφάσισε να αρχίσει να μιλάει για τα παιδιά. Οι γυναίκες λάτρευαν τα παιδιά. Δε θα το παρατηρούσε όταν θα γυρνούσε τη συζήτηση στη Μελίσα. «Ο ανιψιός μου ο Λουκ θα ενθουσιαστεί πάρα πολύ που θα έχει ακόμα ένα θεατή στο παιχνίδι του. Πάντα παραπονιέται που δεν έρχεται κανείς να τον δει.» «Α, ναι;» Η Τόρι δε χαμήλωσε την εφημερίδα.
Σταμάτησε στα μισά αυτού που έκανε, μπερδεμένος από την ψυχρή της αντίδραση. «Ναι.» Σιωπή επικράτησε στο δωμάτιο. Ο Μπριτ αναρωτήθηκε πώς να συνεχίσει τη συζήτηση. «Ο Λουκ είναι εννιά» είπε τελικά. «Ωραία.» Εκείνος κοίταξε το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Η Τόρι γύρισε τη σελίδα, διπλώνοντας την εφημερίδα στο μισό, για να είναι πιο εύκολο να τη διαβάσει. «Έχει έναν αδελφό, το Ματ, και μια μικρότερη αδελφή, την Τζούλια. Και μετά είναι και η Ντέλια, η κόρη του αδελφού μου του Τζο. Είναι διαολάκι, αλλά τόσο χαριτωμένη που δεν μπορείς να της θυμώσεις.» «Ακούγονται πολύ γλυκά. Είναι έτοιμος αυτός ο καφές τελικά;» Ο Μπριτ άρχισε να ενοχλείται. Τι είδους γυναίκα δε θα άρχιζε τα χαριτωμένα επιφωνήματα για τα ανίψια ενός άντρα; Δεν ήταν αυτό το ιερό δισκοπότηρο του κόσμου των ραντεβού; Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις της πως δεν ήθελε μια σχέση, σίγουρα δε θα μπορούσε να αντισταθεί στην ευκαιρία να γνωρίσει την οικογένειά του. «Όχι, δεν είναι έτοιμος.» Υποκύπτοντας στην αυξανόμενη απογοήτευσή του, ο Μπριτ άρχισε να ψάχνει έναν τρόπο να την οδηγήσει σε μια αντίδραση. «Ο Λουκ είναι λίγο βιβλιοφάγος, αλλά γενικά καλό παιδί. Δεν είναι και πολύ καλός παίχτης, μα θα μάθει. Εφόσον μπορέσουμε να κρατήσουμε τη μύτη του έξω από τα βιβλία και μέσα στο παιχνίδι αυτό το καλοκαίρι.» «Τι το κακό έχει το να είσαι βιβλιοφάγος;» Άφησε την εφημερίδα και τον κοίταξε. «Έχεις κανένα πρόβλημα με το διάβασμα;» Τέλεια! «Όχι, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αλλά όχι και το καλοκαίρι. Τα παιδιά υποτίθεται πως παίζουν κάποιο άθλημα το καλοκαίρι, δε διαβάζουν.» «Ίσως δεν του αρέσουν τα αθλήματα. Ίσως θα ’πρεπε να τον αφήσεις να διαβάσει.» Το πιγούνι της υψώθηκε πεισματικά. «Όλοι ξέρουν ότι το πολύ διάβασμα δεν είναι καλό για ένα παιδί. Εμποδίζει την ανάπτυξή τους.» «Αυτό είναι η πιο μεγάλη βλακεία-» Το πρόσωπό της άρχισε να κοκκινίζει, έπειτα ξεφύσησε απότομα. «Με πειράζεις, έτσι;» «Θεέ μου, όχι» είπε σοβαρά. «Πώς σκέφτηκες κάτι τέτοιο;» «Πφφφ!» Η Τόρι ξαναπήρε την εφημερίδα και έκρυψε το πρόσωπό της από πίσω. Ο Μπριτ έψησε τέσσερις χρυσαφιές τηγανίτες, περίμενε τον καφέ να βράσει, και έπειτα πήρε πιάτα και φλιτζάνια. Έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ και της το έδωσε. «Ζάχαρη και γάλα;» «Όχι.» «Είσαι σίγουρη; Μπορεί να βελτιώσει τη διάθεσή σου.» Εκείνη τον κοίταξε συνοφρυωμένα. «Οι μετοχές σας έπεσαν ένα δολάριο χτες.» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Οι αγορές ανεβοκατεβαίνουν. Υπάρχει κάτι άλλο ενδιαφέρον στον κόσμο; Τι κάνει η Αντζελίνα και ο Μπραντ αυτές τις μέρες;» «Δε νομίζω πως η οικονομική εφημερίδα καλύπτει αυτά τα θέματα. Εξάλλου, είναι μαζί χρόνια. Έχουν περίπου οκτώ παιδιά. Δεν ξέρεις τίποτα;» «Πιες τον καφέ σου» τη συμβούλευσε. «Θα σου φέρω τη ζάχαρη.» Έφερε στο τραπέζι ένα πιάτο με τηγανίτες, σιρόπι, ένα μπολ ζάχαρη και δύο πιρούνια. Άφησε το πιάτο μπροστά της με μια κίνηση. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν είδε τις τηγανίτες. «Θεέ μου, φαίνονται καταπληκτικές.» Χωρίς καν να τον περιμένει ν’ αφήσει κάτω τα υπόλοιπα πιάτα, έβαλε μία στο στόμα της. «Ααα!» Έγειρε πίσω στην καρέκλα της. «Αυτή κι αν είναι τηγανίτα. Απαλή και ελαφριά, με γεύση βουτύρου στο τελείωμα.» Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της. «Και μια σκούρα γουλιά καφέ για να ταιριάζει.» Ένα χαμόγελο ικανοποίησης χαράχτηκε στα χείλη της. «Αυτό ήταν τελικά» είπε ο Μπριτ, αφήνοντας κάτω το σιρόπι, τα πιρούνια και τη ζάχαρη. «Ποιο;» Πήρε άλλη μια τηγανίτα και την έφαγε προτού της απαντήσει. «Είσαι σαν την πολική αρκούδα στο ζωολογικό κήπο. Νευριάζεις με αυτόν που σε φροντίζει όταν πεινάς. Θα το θυμάμαι αυτό.» Η Τόρι περιέχυσε με σιρόπι τις τηγανίτες, έκοψε μία στη μέση με το πιρούνι και την έφαγε με μια μπουκιά. «Γλυκέ μου, με τηγανίτες σαν αυτές, μπορείς να με φροντίζεις κάθε μέρα.» «Τώρα τα λες καλύτερα.» Έγειρε προς το μέρος της και έγλειψε μια σταγόνα σιρόπι από τα χείλη της. «Μμμ. Αυτό έχει ωραία γεύση.» «Δεν έχεις και άλλες τηγανίτες να φτιάξεις;» Τον κοίταξε με καχυποψία. Σηκώθηκε όρθιος και τη χαιρέτησε περιπαικτικά, στρατιωτικά. «Μάλιστα, κύριε.» Η διάθεσή της είχε βελτιωθεί τόσο, όσο ενός τρίχρονου που είχε φάει πάρα πολλή ζάχαρη, αλλά για κάποιο λόγο ο Μπριτ το απολάμβανε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που μια γυναίκα ήταν τόσο γκρινιάρα μαζί του, ή που είχε φτιάξει σε κάποιον τηγανίτες. Οι γυναίκες με τις οποίες έβγαινε ήταν περισσότερο του τύπου «καφέ και τσιγάρο». Έψησε τις υπόλοιπες τηγανίτες καθώς εκείνη διάβαζε την εφημερίδα. Παρακολούθησε τη μεθοδική πρόοδό της: πρώτα τον επιχειρησιακό τομέα, έπειτα την πρώτη σελίδα, μετά τις διεθνείς ειδήσεις. Πήγε προς το μέρος της καθώς εκείνη είχε γείρει πίσω στην καρέκλα της, με τα χέρια στο στομάχι της. «Πώς είναι η πολική αρκούδα τώρα;» την πείραξε. «Δε θα χάσω κανένα μάτι αν πλησιάσω πολύ, έτσι;» Έκλεισε τα μάτια της. «Πιθανότατα όχι. Αυτές οι τηγανίτες ήταν αναθεματισμένα καλές.» «Δόξα τω Θεώ! Ο Λουκ δε θα ήταν χαρούμενος αν ο θείος του πήγαινε στον αγώνα με μόνο ένα μάτι. Τι θα γίνει αν χάσω τη μοναδική μπαλιά στα δεξιά που θα πιάσει;»
«Είναι πραγματικά τόσο κακός;» Περιέλουσε τις τηγανίτες του με σιρόπι και άρχισε να τρώει. «Όχι. Αλλά σε σύγκριση με το Ματ, μπορεί να μοιάζει έτσι.» «Πόσο χρονών είναι ο Ματ;» Ο Μπριτ πίεσε τον εαυτό του να μην αντιδράσει στο πρώτο ίχνος ενδιαφέροντος για την οικογένειά του. «Επτά.» «Καημένα παιδιά.» Όταν την κοίταξε απορημένος, του είπε: «Εννοώ, ο αδελφός σου ανέφερε τις προάλλες πως μοιράζεται την κηδεμονία με την πρώην του. Είναι πολύ σκληρό να περνάς ένα διαζύγιο όταν είσαι τόσο μικρός.» «Ο Ρος και η γυναίκα του παντρεύτηκαν μόλις τελείωσαν το λύκειο. Ήταν πολύ μικροί, δεν είχαν την ευκαιρία ν’ ανακαλύψουν τον εαυτό τους πριν αρχίσουν να κάνουν παιδιά. Είναι και οι δύο πιο ευτυχισμένοι τώρα.» Η Τόρι ένευσε καταφατικά, αλλά φαινόταν να μην έχει πειστεί. «Τι;» τη ρώτησε. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν πειράζει. Ξέχασέ το.» «Όχι, τι; Έχεις κάτι εναντίον του διαζυγίου;» «Συγνώμη. Δε θέλω ν’ ακουστώ επικριτική προς τον αδελφό σου, αλλά ξέρω πόσο δύσκολο είναι για τα παιδιά.» «Έχουν χωρίσει οι γονείς σου;» τη ρώτησε, συνειδητοποιώντας πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε μοιραστεί οικειοθελώς κάτι για τον εαυτό της μαζί του. «Ο πατέρας μου έφυγε όταν ήμουν οκτώ. Η μητέρα μου ποτέ δεν το ξεπέρασε πραγματικά. Πέρασα πάρα πολύ καιρό κατηγορώντας τον εαυτό μου που έφυγε, και έπειτα εκείνη που τον έκανε να φύγει.» Η φωνή της έσβησε και μια έκφραση πανικού φάνηκε στο πρόσωπό της, λες και είχε πει κάτι που δε θα έπρεπε. Καθάρισε το λαιμό της και έκανε μια προφανή προσπάθεια να αλλάξει θέμα. «Πώς είναι η Ντέλια;» Διστακτικά, την άφησε να κάνει το δικό της, νιώθοντας λες και μόλις είχε δει αμυδρά τι έκανε την Τόρι το δυναμικό, φιλόδοξο άτομο που ήταν. «Η Ντέλια έγινε τριών πριν από μερικές βδομάδες, αλλά θα νόμιζες πως είναι δεκατριών, έτσι που τους παίζει όλους στο μικρό της δαχτυλάκι. Είναι επίσης και ένα ανταγωνιστικό πειραχτήρι. Μου θυμίζει τη Μελίσα, βασικά.» «Τη Μελίσα την αδελφή σου, σωστά;» Έγειρε μπροστά. Ωραία αλλαγή, Μπριτ, σκέφτηκε εκείνος αυτάρεσκα. «Σωστά. Είχα ξεχάσει πως την είχα αναφέρει. Πήγε στο κολέγιο ΜΙΤ και πήρε πτυχίο στους υπολογιστές, ύστερα έκανε αμέσως μάστερ. Πάντα ήταν μια από τις λιγοστές γυναίκες στα μαθήματά της, αλλά δε φαινόταν να την ενοχλεί. Απλώς ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους της και
συνεχίζει.» «Πρέπει να είναι σκληρό καρύδι» σχολίασε η Τόρι, κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι της. «Ναι, μα ανησυχώ για εκείνη. Είναι τόσο ανεξάρτητη, αρνείται να με αφήσει ν’ ανακατευτώ, όμως είναι πραγματικά χάλια απ’ όταν-» ο Μπριτ προειδοποίησε τον εαυτό του να μην κοιτάξει την Τόρι κατευθείαν στα μάτια, καθώς της πετούσε το δόλωμα. «Από τότε που χώρισε με το αγόρι της;» Τσίμπησε! «Λοιπόν, δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι πρέπει να μιλάω γι’ αυτό. Είναι αρκετά κρυψίνους σε αυτά τα πράγματα.» «Φυσικά.» Η Τόρι σηκώθηκε και πήγε το πιάτο και το φλιτζάνι της στην κουζίνα. «Δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτη. Μάλλον θα πρέπει να κάνω ένα ντους. Τι ώρα είναι το παιχνίδι;» Διάολε. «Έχουμε αρκετό χρόνο. Πιες άλλον ένα καφέ.» Καθώς η Τόρι γέμισε το φλιτζάνι της, ο Μπριτ συνέχισε. «Το θέμα είναι πως την απάτησε. Με την καλύτερή της φίλη.» Η Τόρι γύρισε απότομα προς το μέρος του, με το στόμα της διάπλατα ανοιχτό. «Ποπό, αυτό είναι τρομερό! Τον μπάσταρδο.» Ο Μπριτ δε χρειάστηκε να προσποιηθεί την απογοήτευσή του. «Είναι μεγάλος μπάσταρδος. Και σου υπόσχομαι, αν ποτέ πατήσει πόδι σε αυτή την πολιτεία, θα το μετανιώσει πικρά. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι για εκείνη. Έχει πέσει σε κατάθλιψη.» «Η μητέρα μου ήταν έτσι» είπε η Τόρι. «Αφότου έφυγε ο πατέρας μου. Της πήρε μήνες να συνέλθει.» Ο Μπριτ ίσα που άκουσε τα λόγια της, καθώς φάνηκε πως πετύχαινε το σκοπό του. Σκόραρε, Μπριτ! «Απλώς περιφέρεται τριγύρω όλη μέρα, μελαγχολική» συνέχισε εκείνος. «Τον περισσότερο καιρό ούτε καν βγαίνει απ’ το διαμέρισμά της. Προσπάθησα τα πάντα για να την κάνω να βγει από το σπίτι, αλλά τίποτα δε βοηθάει. Νομίζω πως ίσως αν έβρισκε μια δουλειά, να μπορούσε να συνέλθει.» Η Τόρι δάγκωσε τα χείλη της. «Ξέρεις, η κατάθλιψη δεν είναι απαραίτητα κάτι που μπορείς να το φτιάξεις για κάποιον άλλο, Μπριτ. Φυσικά και θέλεις να τη βοηθήσεις, αν το χρειάζεται, αλλά ίσως να μη θέλει να παρέμβεις τώρα. Ίσως να χρειάζεται κάποιο χρόνο να σκεφτεί τα πράγματα μόνη της.» Ο Μπριτ σταμάτησε να μιλάει, με την προσοχή του να έχει αποσπαστεί στιγμιαία από τα απαλά της λόγια. Προτού τον κατακλύσει η οποιαδήποτε αμφιβολία, έβγαλε από το μυαλό του τα λόγια της. Θα βοηθούσε τη Μελίσα και θα το έκανε με το να πάρει το τηλέφωνο του Σόλεν. Σηκώθηκε και πήγε μαζί με την Τόρι στο νεροχύτη, γλιστρώντας τα δάχτυλά του πάνω από τα χείλη της, πριν τα αντικαταστήσει με τα δικά του χείλη. «Έχουμε μισή ώρα» της ψιθύρισε. «Ας τα ξεχάσουμε όλα για την οικογένειά μου και ας δούμε αν η πολική μου αρκούδα έχει ακόμα τα νύχια της.»
Κεφάλαιο Δώδεκα Το παιχνίδι άρχιζε στις έντεκα, οπότε ο ήλιος ήταν ήδη ζεστός όταν η Τόρι και ο Μπριτ έφτασαν στο γήπεδο. Το γήπεδο σε σχήμα ρόμβου βρισκόταν δίπλα σε ένα πάρκο στο Μπρούκλιν, κοντά στο σπίτι του Ρος, του αδελφού του Μπριτ. Μεγάλες βελανιδιές περικύκλωναν το πάρκο, ρίχνοντας τις σκιές τους πάνω από μια πολύχρωμη παιδική χαρά. Το έδαφός του ήταν καλυμμένο με ένα παχύ σμαραγδί γρασίδι, ενώ τακτοποιημένες σειρές από πετούνιες και πανσέδες διακοσμούσαν μια μεγάλη ζαρντινιέρα στην είσοδό του. Ο αέρας είχε υγρασία, και αν και η θερμοκρασία δεν ήταν πολύ παραπάνω από είκοσι ένα βαθμούς, η Τόρι ένιωσε τον ιδρώτα στο σβέρκο της μόλις βγήκαν από το αυτοκίνητο. Και οι δυο είχαν συνειδητοποιήσει πως η Τόρι χρειαζόταν καινούρια ρούχα για να πάει στο παιχνίδι, οπότε σταμάτησαν σε ένα μαγαζί, όχι πολύ μακριά από το διαμέρισμά του, καθώς έφευγαν από το Μανχάταν. Η Τόρι βρήκε ένα μαύρο κάπρι παντελόνι, ένα ζευγάρι σανδάλια και μια πανάκριβη μπλούζα, και έπεισε τον υπάλληλο να τα φορέσει και έξω από το δοκιμαστήριο. Σκέφτηκε να πάρει επίσης και ένα καπέλο, αλλά αφού είχε ξοδέψει ήδη αρκετά για την μπλούζα και το παντελόνι, αποφάσισε να μην το πάρει, και έβγαλε ένα κοκαλάκι από την τσάντα της. Έτσι που χτυπούσε η καρδιά της τη στιγμή που πλησίαζαν τις κερκίδες, θα νόμιζες πως είχε επιστρέψει στο σχολείο. Εκτός του ότι αυτή τη φορά δεν είχε νευρικότητα επειδή θα μιλούσε με το αγόρι με το οποίο ήταν τσιμπημένη. Αναρωτιόταν πώς, στην ευχή, είχε καταλήξει σε έναν αγώνα παίδων, όπου θα συναντούσε την οικογένειά του. «Θείε Μπριτ!» Μια μικρή ομάδα παιδιών φάνηκε από τις κερκίδες μόλις πλησίασαν. Ο Μπριτ, που ήταν υπερβολικά γοητευτικός με το χακί παντελόνι του και το σκούρο γκρι πουκάμισό του, χαμογέλασε πλατιά. «Ε, διαολάκια!» τους φώναξε. Ένα μικρό, μαυρομάλλικο κοριτσάκι τούς πλησίασε πρώτο, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τα κοντά, μικρούλικα πόδια της. Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο από την αγωνία της να τους φτάσει και κοίταξε πίσω της αρκετές φορές, λες και ήθελε να σιγουρευτεί πως ήταν η πρώτη. Όταν είδε πως ο στόχος της βρισκόταν σε κοντινή απόσταση, άρχισε να τσιρίζει και πήδηξε στον αέρα. Ο Μπριτ τη σήκωσε ψηλά ακριβώς πριν πέσει στο έδαφος, τη στριφογύρισε και γαργάλησε την κοιλιά της, και έπειτα την άφησε απαλά στο έδαφος. Αυτό έδωσε χρόνο και στα υπόλοιπα παιδιά να καταφτάσουν. Ένα ψηλόλιγνο αγοράκι με φανέλα του μπέιζμπολ, ένα μικρότερο αγοράκι με μπλε σορτσάκι μπάσκετ και ένα κοριτσάκι με καστανά κοτσιδάκια, που φορούσε ροζ μπλουζάκι και σορτς. Άρχισαν να μιλάνε όλα μαζί, με το μικρότερο, την Ντέλια, να τραβάει τον Μπριτ απ’ το χέρι, και τα μεγαλύτερα να προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή του μιλώντας όλο και πιο δυνατά. Η Τόρι αναγνώρισε το Ρος, τον αδελφό του Μπριτ που είχε γνωρίσει την πρώτη βραδιά στο Αλεσάντρο, καθώς τους χαιρετούσε από τις κερκίδες. Έμεινε πίσω, ελπίζοντας ν’ αποφύγει περαιτέρω επαφή με τα παιδιά. Αγαπούσε τα παιδιά, αλλά
αυτό το ένιωθε λάθος. Δεν ήταν κάποια σημαντική, ήταν μια γυναίκα που η σχέση της με το θείο Μπριτ δεν μπορούσε –δεν έπρεπε– να εξηγηθεί. Κι ακόμα χειρότερο ήταν ότι θα έπρεπε να κοιτάζει τα αδέλφια του Μπριτ κατά πρόσωπο. Θα τη λυπόνταν; Θα ντρέπονταν για εκείνη; Θα ήταν επικριτικοί; Ήταν πραγματικοί ενήλικες άνθρωποι και θα χάλαγαν τον τέλειο φανταστικό της κόσμο, όπου μπορούσε να έχει μια περιπέτεια με ένα φανταστικό τύπο, να μη δημιουργήσει συναισθηματικά βάρη και να πάει σπίτι της την επόμενη μέρα χωρίς να τον σκεφτεί ποτέ ξανά. «Γεια, παιδιά. Από δω η Τόρι.» Ο Μπριτ τής έκανε νόημα να πλησιάσει. Εκείνη το έκανε διστακτικά και τα χαιρέτησε. Σχεδόν δεν την κοίταξαν και εξακολούθησαν να ασχολούνται με το ποιο θα τραβήξει την προσοχή του Μπριτ. Εκείνος πήρε την Ντέλια στους ώμους του και άρχισε να οδηγεί την ομάδα προς τις κερκίδες. Θαύμασε τις πεταλούδες στο σορτσάκι της Τζούλια, κόλλησε τα χέρια με το Ματ, που πήρε τα περισσότερα ριμπάουντ στον αγώνα μπάσκετ το προηγούμενο βράδυ, και ρώτησε το Λουκ αν διάβαζε τίποτα καινούριο. Εκείνα τον κοίταξαν και άρχισαν ν’ απαντάνε φωναχτά. Όλα μαζί. Η Τόρι έμεινε στην άκρη και προσπάθησε να μείνει αόρατη. Δε λειτούργησε. Ο Ρος κατέβηκε από τις κερκίδες και τη συνάντησε στα μισά. «Τι έκπληξη, η Τόρι Άντερσον, σωστά; Από το Αλεσάντρο;» Οι αξιοσημείωτοι δικέφαλοί του γέμιζαν τα μανίκια μιας παλιάς μπλούζας, ενώ το χαμόγελό του θα μπορούσε να λιώσει και παγάκι σε τριάντα δευτερόλεπτα. Η Τόρι μαζεύτηκε με το σπινθηροβόλο βλέμμα του. Τουλάχιστον δεν την κοίταζε σα να ήταν ιερόδουλη. «Αυτή είμαι. Ο Ρος, σωστά; Τα παιδιά σου είναι θαυμάσια.» «Τα παιδιά μου είναι φωνακλάδικα, κακότροπα και εντελώς ερωτευμένα με τον αδελφό μου.» Κούνησε το κεφάλι του στη θέα του Μπριτ, που εκείνη τη στιγμή έπαιζε με την Ντέλια και την πέταγε ανέμελα στον αέρα, ενώ κατόρθωνε συγχρόνως να συζητάει και με το Λουκ. «Ο Μπριτ ανέφερε ότι θα έφερνε μια φίλη στο παιχνίδι, μα δεν είπε πως θα είσαι εσύ. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.» Ένα λεπτό μετά, ένας άλλος άντρας και μια γυναίκα κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Ο άντρας ήταν ψηλός, με σκούρα καστανά μαλλιά που έπεφταν στο μέτωπό του ανακατωμένα, και λεπτά μεταλλικά γυαλιά. Το ντύσιμό του ήταν επίσης ανακατωμένο, με απελπιστικά τσαλακωμένο πουκάμισο, που το είχε βάλει όπως όπως μέσα απ’ το παντελόνι του. Η Τόρι τον συμπάθησε αμέσως. Η γυναίκα, που η Τόρι υπέθεσε πως ήταν η Μελίσα, είχε διαπεραστικά μπλε μάτια σαν τον αδελφό της, και ένα λεπτό, καρδιόσχημο πρόσωπο με έντονα ζυγωματικά. Μια χαλαρή αλογοουρά κατέβαινε στην πλάτη της. Είχε πολλές γωνίες για να χαρακτηριζόταν όμορφη, αν και η Τόρι μπορούσε να δει πως θα ήταν εκθαμβωτική αν δεν ήταν τόσο λεπτή, ή αν δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα αδιάφορη για την εμφάνισή της. Σκέφτηκε τα λόγια του Μπριτ όταν έτρωγαν πρωινό. Γι’ αυτό ανησυχούσε τόσο πολύ για εκείνη. Η Μελίσα έδειχνε λες και αργόσβηνε. Ήταν πολύ λυπηρό και η Τόρι την ήξερε μόνο μερικά λεπτά.
Ο Μπριτ εμφανίστηκε ξαφνικά στο πλευρό της Τόρι, με τα παιδιά ακόμα κολλημένα πάνω του σα φωνακλάδικα, χαρωπά στρείδια. «Τζο, Μελίσα, από δω μια φίλη μου, η Τόρι Άντερσον. Τόρι, από δω ο αδελφός μου ο Τζο και η αδελφή μου η Μελίσα… και θυμάσαι το Ρος, απ’ το εστιατόριο.» Ο Τζο, που η Τόρι τον είχε ήδη ταξινομήσει σαν τον «καλό τύπο» της οικογένειας, έβγαλε τα μαλλιά από τα μάτια του και της έσφιξε θερμά το χέρι. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Τόρι. Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να γνωρίζεις πως η Ντέλια είναι ένα μικρό επικίνδυνο διαβολάκι. Μη σε ξεγελάει η αθωότητα ή τα νιάτα της.» Το αντικείμενο του σχολίου του, που βρισκόταν πάνω στους ώμους του Μπριτ, κοίταξε προς τα κάτω. «Μπαμπά, τι σημαίνει “επικίνδυνο”;» «Εσύ» αποκρίθηκε ο Τζο, γαργαλώντας τα πόδια της. Εκείνη χαχάνισε με χαρά και αγκάλιασε πιο σφιχτά το κεφάλι του Μπριτ. Η Τόρι χαμογέλασε και ένευσε. «Ευχαριστώ για την προειδοποίηση.» Το βλέμμα της Μελίσα περιπλανήθηκε από τα ακροδάχτυλα της Τόρι έως την κορυφή των ανακατωμένων μαλλιών της. Η έκφρασή της παρέμεινε απαθής, όμως η Τόρι είχε την αίσθηση πως τα πάντα πάνω της είχαν αναλυθεί και σημειωθεί με μια διαπεραστική ματιά. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Είσαι νέα στην πόλη;» «Όχι, για επίσκεψη ήρθα» της απάντησε. «Μένω στη Φιλαδέλφεια.» Ο Ρος χαμογέλασε. «Τη γνώρισα μερικές βδομάδες πριν. Στο Αλεσάντρο.» Η Μελίσα ανασήκωσε ερωτηματικά το φρύδι της στο Ρος, ο οποίος ξεκίνησε να λέει κάτι άλλο, προτού ο Μπριτ τον διακόψει απότομα. «Ρος, Τζο, γιατί δεν πάμε μαζί με τα παιδιά να ρίξουμε μερικές πάσες πριν αρχίσει ο αγώνας;» Ο Ματ και η Τζούλια ζητωκραύγασαν, ενώ ο Λουκ φαινόταν να ενδιαφέρεται οριακά. Ο Ρος γύρισε προς το μέρος του Μπριτ με ένα πληγωμένο ύφος. «Μα γνωριζόμουν καλύτερα με τη φίλη σου την Τόρι.» Με το πρόσωπό της ήδη ζεστό από την υγρασία και την αυξανόμενη αμηχανία της, η Τόρι κούνησε το χέρι της. «Σε παρακαλώ, μην ανησυχείς για μένα. Σκεφτόμουν να βρω ένα σημείο στη σκιά για να κάτσω μέχρι ν’ αρχίσει ο αγώνας.» «Ακούγεται καλή ιδέα» συμφώνησε η Μελίσα, αν και το πρόσωπό της φαινόταν ωχρό. «Θα έρθω μαζί σου.» Ο Ρος ένευσε διστακτικά. Πήγε προς το μέρος του Μπριτ και τον χτύπησε απαλά στον ώμο καθώς προχωρούσαν προς το κέντρο του γηπέδου. Ο Τζο τούς ακολουθούσε, λίγα βήματα πιο πίσω. «Μερικές φορές είναι τόσο… άντρες» είπε η Μελίσα, χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει την πικρία της. «Πώς πάει το ρητό; “Δεν μπορείς να ζήσεις μαζί τους, δεν μπορείς να τους σκοτώσεις”;»
αναρωτήθηκε η Τόρι. Άρχισαν να περπατάνε προς ένα μεγάλο σφεντάμι, με τα πλατιά, ανοιχτά κλαδιά του να σχηματίζουν μια μεγάλη σκιά στην άκρη του γηπέδου. Η Μελίσα σταμάτησε και ανασήκωσε το φρύδι της. «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» Η Τόρι έκανε μια γκριμάτσα. Τα λόγια της Μελίσα ήταν γεμάτα σαρκασμό, αλλά κάτω από αυτά υπήρχε ένας προφανής πόνος. Η Τόρι μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Μπριτ ήθελε να σκοτώσει τον μπάσταρδο που είχε απατήσει τη μικρή αδελφή του. «Υποθέτω πως αν είσαι αρκετά προσεκτική…» άφησε τη φωνή της να σβήσει με υπόνοιες. Η γωνία του στόματος της Μελίσα άρχισε να σχηματίζει ένα χαμόγελο. «Μη σ’ ακούσει ο Μπριτ να το λες.» «Α, θα καταλάβαινε» είπε η Τόρι, κουνώντας ανέμελα το χέρι της. «Λοιπόν, πώς μπλέχτηκες με τον αδελφό μου;» ρώτησε η Μελίσα, με το χαμόγελό της να εξαφανίζεται καθώς κοίταζε τα παιδιά. Η Τόρι δεν ήταν σίγουρη τι έπρεπε να πει. Ο Μπριτ την είχε συστήσει σα μια φίλη του, που δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, μα τι θα έπρεπε να πει από κει και πέρα; Έφερε στο μυαλό της τον τρόπο που την είχε συστήσει στο Ρος όταν είχαν πάει στο Αλεσάντρο, και αποφάσισε να τον ακολουθήσει. «Δουλέψαμε μαζί σε μια συμφωνία.» «Αλήθεια; Δε νομίζω πως ο Μπριτ έχει γνωρίσει ποτέ μια… φίλη… με αυτό τον τρόπο.» Η Μελίσα διάλεξε προσεκτικά τις λέξεις της. Η Τόρι έμπλεξε και ξέμπλεξε τα δάχτυλά της. «Πρέπει να παρακολουθείς από κοντά τις φιλίες του αδελφού σου» απάντησε προσπαθώντας να κρατήσει τον τόνο της φωνής της ανάλαφρο. «Για να ξέρεις αυτού του είδους τις λεπτομέρειες, εννοώ.» Ο Μπριτ και τα αδέλφια του είχαν σχηματίσει ένα τρίγωνο, με τα παιδιά στη μέση. Κάθε τόσο, ο Ρος ή ο Τζο κοίταγαν με περιέργεια την Τόρι, και εκείνη έσφιγγε τα δόντια της. Ο Μπριτ παρέμενε συγκεντρωμένος στα παιδιά. Είχε την ίδια έκφραση όπως όταν ήταν στο Σέντραλ Παρκ: χαλαρή, άνετη, είχε τον έλεγχο πάνω στα παιδιά όπως θα έκανε και σε μια επαγγελματική συνάντηση. «Συγνώμη» είπε η Μελίσα «δεν ήθελα ν’ ακουστώ σεμνότυφη, όμως είναι ασυνήθιστο για τον Μπριτ να μας συστήνει σε κάποια. Πρέπει να είστε πολύ κοντά.» Η Τόρι σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. «Δε βγαίνουμε, αν αυτό ρωτάς. Δε μ’ έφερε εδώ να γνωρίσω την οικογένειά του. Πιθανότατα εισέβαλα στο πρόγραμμά του και αυτός απλώς ήταν ευγενικός.» Χαμογέλασε, προσπαθώντας ν’ ακουστεί ανάλαφρη, αλλά ήξερε πως δεν είχε κρύψει εντελώς την απογοήτευσή της. Γιατί, στο διάολο, είμαι εδώ; Η Μελίσα ανασήκωσε τα φρύδια της στην απότομη απάντηση. Γύρισε και κοίταξε την Τόρι και άνοιξε το στόμα της να της απαντήσει, αλλά το σκέφτηκε καλύτερα και δεν είπε τίποτα. Παρέμειναν για λίγο σιωπηλές.
«Κατάλαβα» είπε η Μελίσα μετά από λίγο. «Χαίρομαι που κάποιος καταλαβαίνει» είπε η Τόρι. Υπήρξε μια μικρή αναταραχή στο γήπεδο επειδή ο Λουκ χτύπησε στον ώμο από μια μπαλιά. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια του, αν και στέγνωσαν γρήγορα μόλις ο Ματ άρχισε να τον πειράζει. Ο Ρος παρενέβη, στέλνοντας το Ματ να κάτσει δίπλα στον Τζο και κρατώντας δίπλα του το Λουκ. «Λοιπόν, τι δουλειά κάνεις;» ρώτησε τελικά η Μελίσα. «Είμαι δικηγόρος» απάντησε η Τόρι. «Αλήθεια;» Η Μελίσα την κοίταξε μπερδεμένη. «Δικηγόρος; Ποπό!» Η Τόρι έμεινε άκαμπτη. «Τι έχει που είναι τόσο παράξενο;» «Τίποτα.» Η Μελίσα έκανε μια παύση, έπειτα γέλασε πριν συνεχίσει. «Συγνώμη, νομίζω ότι πραγματικά είναι θαυμάσιο. Βλέπεις, το γούστο του Μπριτ συνήθως τείνει προς διαφορετικό τύπο γυναικών. Λιγότερο, εεε… επαγγελματικοί τύποι. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.» «Α! Λοιπόν, είμαι επίσης μοντέλο για το εξώφυλλο του Βογκ. Στον ελεύθερο χρόνο μου.» Η Μελίσα χαχάνισε. «Δεν ήθελα να γελάσω, επειδή έχεις υπέροχα πόδια, γλυκιά μου, αλλά θα πρέπει να προσθέσεις περίπου μισό μέτρο στο καθένα.» Μοιράστηκαν ένα χαμόγελο. «Πιθανότατα έχεις δίκιο. Δε θα πρέπει να παρατήσω την πρωινή μου δουλειά. Εσύ τι κάνεις;» τη ρώτησε η Τόρι. «Δεν κάνω τίποτα» αποκρίθηκε η Μελίσα, τινάζοντας τα μαλλιά της πίσω στην πλάτη της. Κοίταξε τα παιδιά στο γήπεδο, μα η Τόρι είχε μια αίσθηση ότι έβλεπε κάτι άλλο. «Δούλευα σε ένα εργαστήριο ρομποτικής με τον αναθεματισμένο-μοιχό-μπάσταρδοπρώην-φίλο μου. Τώρα βλέπω ατέλειωτα παιχνίδια μπέιζμπολ και ακούω τον Μπριτ να μου λέει πως πρέπει να ενεργοποιηθώ ξανά.» «Λυπάμαι» είπε η Τόρι, αποσβολωμένη από τον ωμό θυμό στη φωνή της Μελίσα. «Ναι, όχι όσο λυπάμαι εγώ.» *** Αμέσως μόλις τελείωνε αυτό το βασανιστήριο, ο Μπριτ Μπένσερ θα ήταν μακαρίτης. Δεν ήταν αυτό το Σαββατοκύριακο που φανταζόταν. Αν ήθελε οικογενειακά δράματα, θα μπορούσε να είχε μείνει σπίτι και να έβλεπε τη μητέρα της να βυθίζεται στην άνοια. Ήθελε ένα Σαββατοκύριακο με σεξ, χωρίς δράματα. Ο Μπριτ Μπένσερ όμως φαίνεται πως είχε κάτι πολύ διαφορετικό στο μυαλό του. Κάπου μεταξύ του τρίτου ημιχρόνου, τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους. Η Ντέλια το άρχισε, όταν προσποιήθηκε πως έκανε ένα χορό ρομπότ για τη θεία Μελίσα. Λίγο μετά, ο Τζο ρώτησε τη Μελίσα αν είχε κάνει καμιά πρόοδο στο να βρει δουλειά. Έπειτα, ο Ρος έκανε ένα αστείο για τα Εργαστήρια Σόλεν, αμφιβάλλοντας πως υπήρχε καν το μέρος.
Ο Μπριτ ήταν βολικά απών από δίπλα της την περισσότερη ώρα. Αν δεν το είχε καταλάβει, θα έλεγε ότι έκανε μια εσκεμμένη προσπάθεια να την αφήσει με τη Μελίσα καθώς αλώνιζε το γήπεδο με τα αγόρια. Και, φυσικά, τώρα το κατάλαβε. Καθώς το παιχνίδι προχωρούσε, η Μελίσα συμπλήρωσε τις λεπτομέρειες για το χωρισμό της με το αγόρι της. Απ’ ό,τι της είπε, τον είχε πιάσει με τα παντελόνια κατεβασμένα, με την καλύτερή της φίλη. Ήταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Αυτό εξηγούσε γιατί η Μελίσα ήταν τόσο λεπτή – δεν μπορούσε να πάει πια στην κουζίνα χωρίς να νιώθει άρρωστη. Ήταν μια απαίσια ιστορία, οδυνηρή, και η Τόρι δεν μπόρεσε να μη στεναχωρηθεί για τη Μελίσα, που έδειχνε ένα γλυκό άτομο κάτω απ’ όλη αυτή τη μιζέρια της. Είχε στραμμένη την προσοχή της στα παιδιά που έπαιζαν στο γήπεδο και φαινόταν πως την κοίταζαν, επιζητώντας την επιδοκιμασία της. Όλοι ανταγωνίζονταν για το ποιος θα την έκανε να γελάσει. Τίποτα από αυτά δεν επανόρθωνε γι’ αυτό που είχε προσπαθήσει να κάνει ο Μπριτ. Τον παρακολούθησε στο γήπεδο· μια αμυδρή λάμψη ιδρώτα γυάλιζε στο μέτωπό του, ενώ οι μύες του τεντώνονταν καθώς έδειχνε μια κίνηση στο Λουκ. Είχε αυτή τη σοβαρή, υπομονετική έκφραση, που σε έκανε να θέλεις να τον εμπιστευτείς. Άντρας ή γυναίκα, κανείς δεν ήταν απρόσβλητος σε αυτού του είδους την επιδεξιότητα. Ναι, ήταν καλός, όμως η Τόρι είχε δει τους καλύτερους εν δράσει. Ο πατέρας της, ο Θαντ, ήταν διαβολικά γοητευτικός. Αντίθετα από τον Μπριτ, που χρησιμοποιούσε αυτή τη σκοτεινή σέξι πλευρά του, ο πατέρας της είχε ένα ζωηρό χαμόγελο και μια κατεργάρικη γοητεία στην οποία οι γυναίκες δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν. Όπως και η μητέρα της, η Τόρι τον αγαπούσε σφόδρα, αν και πάντα αμφέβαλλε πως εκείνος τις αγαπούσε. Αφότου έφυγε, είχε μάθει πια την αλήθεια. Η Τόρι δεν είχε εκπλαγεί όταν έφυγε. Πάντα ήξερε πως εκείνη και η μητέρα της ήταν πολύ απλοϊκές, πολύ βαρετές για να κρατήσουν για αρκετό καιρό την προσοχή του. Η μητέρα της ήταν που δε φάνηκε να συνέρχεται ποτέ. Πάντα επιφυλακτική, η Τζίνι απλώς είχε γίνει πιο ψυχρή με τα χρόνια, λες και είχε παραιτηθεί τελείως από τους ανθρώπους. Η Τόρι ποτέ δεν ξέχασε το μάθημα που της είχε δώσει ο πατέρας της. Και αν ο Μπριτ Μπένσερ νόμιζε πως θα την έπιανε κορόιδο, δεν ήξερε τι του γινόταν.
Κεφάλαιο Δεκατρία Ο Μπριτ προσπάθησε να κρύψει τη χαρά του παρακολουθώντας την Τόρι και τη Μελίσα να μιλάνε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε με την Τόρι – αρνιόταν να τον κοιτάξει στα μάτια και απομακρυνόταν από εκείνον όταν καθόταν στο παγκάκι. Αλλά είπε στον εαυτό του πως αυτό ήταν τελείως άσχετο. Εκείνο που είχε σημασία ήταν πως το σχέδιό του δούλευε. Η Τόρι και η Μελίσα είχαν αρχίσει να δένονται με αυτό το μυστήριο γυναικείο δέσιμο που ένας σοφός άντρας δε θα προσπαθούσε καν να κατανοήσει. Και όταν συνέβαινε, δεν υπήρχε περίπτωση η Τόρι να μπορέσει ν’ αντισταθεί στο να βοηθήσει τη Μελίσα να βρει δουλειά. Με δυσκολία κρατούσε μέσα του μια κραυγή θριάμβου. Στρέφοντας την προσοχή του στο γήπεδο, ο Μπριτ προσπάθησε να παρακολουθήσει τον ανιψιό του. Ζητωκραύγασε τις σωστές στιγμές, έκανε επαινετικά νοήματα στο παιδί όταν έβγαινε από το γήπεδο και πήγε προς τον πάγκο με το Ρος για το έβδομο ημίχρονο. Κι όμως μέσα σε όλα αυτά, κοίταζε την Τόρι με την άκρη του ματιού του. Σαν ένα τρένο που προσπαθούσε να το αγνοήσει, μα το κοίταζε μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου του, τα φωτεινά μαλλιά της Τόρι και τα μάτια της που έλαμπαν από εξυπνάδα, συνέχιζαν να τον τραβάνε. Ακόμα και όταν εκείνος μίλαγε στο Λουκ, έπιανε τον εαυτό του να την κοιτάζει, να παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν τα στήθη της όταν σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της, ή τη λάμψη στα μάτια της όταν γελούσε με κάτι που της έλεγε ο Τζο. «Την πάτησες άσχημα, έτσι;» είπε γελώντας ο Τζο. Όπως τα περισσότερα αγόρια, μέχρι το τέλος του έβδομου ημιχρόνου ο Λουκ ενδιαφερόταν περισσότερο για το ποτήρι με το χυμό του και το σάντουίτς του παρά για συμβουλές από τον προπονητή. Οι δυο άντρες πήγαν προς τα δέντρα και άφησαν τα αγόρια να φάνε το φαγητό τους. Ο Μπριτ απομάκρυνε το βλέμμα του από το ιδρωμένο μέτωπο της Τόρι και φαντάστηκε για λίγο τις στάλες ιδρώτα που θα κάλυπταν το σώμα της το βράδυ. Κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε να θυμηθεί τι του είχε πει ο αδελφός του. «Τι είπες;» Ο Ρος γέλασε. «Ακριβώς. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;» «Μια δικηγόρος» απάντησε ο Μπριτ. «Όχι μια απλή δικηγόρος, όπως φαίνεται. Κάποια αρκετά σημαντική, για να την πας στο Αλεσάντρο, και τώρα στο παιχνίδι του Λουκ. Γιατί δεν είπες κάτι για εκείνη; Το πάτε σοβαρά;» Ο Μπριτ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Η αλήθεια ήταν ότι στην παραζάλη του να σχεδιάζει και να μηχανορραφεί, δεν είχε σκεφτεί τι θα νόμιζε η οικογένειά του αν έφερνε την Τόρι μαζί του στο παιχνίδι. Ήταν τυχερός που η ίδια δεν είχε φτάσει σε παρόμοια συμπεράσματα. «Θεέ μου, όχι.» Κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να σιγουρευτεί πως δεν είχε έρθει η Μελίσα δίπλα τους και χαμήλωσε τη φωνή του. «Ελπίζω να μπορέσει να βοηθήσει τη Μελίσα. Χωρίς να το ξέρει η Μελίσα.»
Τα μάτια του Ρος άνοιξαν διάπλατα. «Με δουλεύεις. Είναι… κατάσκοπος; Την έβαλες εσύ;» «Όχι, τίποτα τέτοιο! Τυχαίνει να είναι το μοναδικό άτομο στον κόσμο που ξέρει πώς να επικοινωνήσει με τον Γκαρθ Σόλεν.» «Τον Γκαρθ Σόλεν;» Ο Ρος κοίταξε ψηλά απηυδισμένος. «Θεέ και Κύριε, δεν έκανες ήδη αρκετή ζημιά όταν έστειλες το βιογραφικό της Μελίσα;» Ο Μπριτ σταμάτησε να μιλάει. Δεν μπορούσε να κοιτάξει τον αδελφό του στα μάτια. «Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς. Η Τόρι ξέρει το Σόλεν, η Μελίσα θέλει να δουλέψει για το Σόλεν. Σκέφτηκα πως έπρεπε να τις φέρω σε επαφή.» «Χωρίς να το πεις στη Μελίσα.» Ο Μπριτ ένευσε καταφατικά. «Και για να το διευκρινίσω, ζήτησες από την Τόρι να βγείτε πριν ή μετά που έμαθες για τη σχέση της με το Σόλεν;» «Το κάνεις ν’ ακούγεται άσχημο» γκρίνιαξε ο Μπριτ. «Εγώ το κάνω ν’ ακούγεται άσχημο;» είπε ο Ρος δύσπιστα. «Παραπλανείς την Τόρι, με την απίθανη περίπτωση να τα πάνε καλά η Τόρι και η Μελίσα, και κάπως να καταφέρει να βρει στη Μελίσα δουλειά στη Σόλεν;» Ο Ρος κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Αυτό είναι άσχημο, ακόμα και για σένα.» «Πρώτα απ’ όλα, δεν τη χρειάζομαι για να βρει δουλειά στη Μελίσα. Τη χρειάζομαι για να μου δώσει το τηλέφωνο του Σόλεν.» «Και έπειτα εσύ θα βρεις δουλειά στη Μελίσα;» «Η Μελίσα μπορεί να βρει και μόνη της δουλειά. Εγώ θα βοηθήσω να σπάσει ο πάγος. Εξάλλου, δεν παραπλανώ την Τόρι» τόνισε βλοσυρά ο Μπριτ. «Σε περίπτωση που δεν το πρόσεξες, είναι επικίνδυνα γοητευτική. Και δεν ενδιαφέρεται για κάτι σοβαρό. Είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος.» «Χμμ.» Ο Ρος κοίταξε εξεταστικά τον Μπριτ. «Ξέρεις, η Μελίσα έχει μεγαλώσει τώρα. Όλοι μας μεγαλώσαμε. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζεις να παίζεις τον αντικαταστάτη πατέρα.» «Δεν είμαι ο πατέρας σου.» «Το ξέρω αυτό» του απάντησε ο Ρος «αλλά μερικές φορές αναρωτιέμαι αν εσύ το ξέρεις.» Γύρισε την πλάτη του στην Τόρι, που έβγαζε τα μαλλιά της από το πρόσωπό της και γελούσε με κάτι που της είπε ο Τζο. «Οπότε, δε θα σ’ ενοχλήσει αν της ζητήσω να βγούμε;» «Ούτε καν να το σκεφτείς» είπε νευριασμένα ο Μπριτ, δυνατότερα και πιο θυμωμένα απ’ ό,τι σκόπευε. «Ακριβώς όπως το φανταζόμουν» διαπίστωσε ο Ρος. «Άλλαξε αυτό το αυτάρεσκο ύφος από το πρόσωπό σου. Έχεις τρία παιδιά και μια πρώην γυναίκα για να ασχοληθείς. Δε χρειάζεσαι επιπλοκές.» «Δε φαίνεται περίπλοκη.» «Α, είναι πολύ περίπλοκη» είπε ο Μπριτ. «Το πρωί παραλίγο να με στραγγαλίσει που έστω υπονόησα ότι βγαίνουμε μαζί. Και έπρεπε, στην κυριολεξία, να την ικετεύσω να μείνει στη Νέα Υόρκη, έστω και αν ήταν πασιφανές πως με ήθελε.» Ήταν ακόμα προβληματισμένος με τη διστακτικότητά της την προηγούμενη μέρα. «Επιπλέον, νομίζω πως είναι εργασιομανής. Ελέγχει το
κινητό της κάθε δέκα λεπτά. Είναι σαν τικ ή κάτι τέτοιο. Δε νομίζω πως συνειδητοποιεί ότι το κάνει.» «Ακούγεται τρομερό» τον ειρωνεύτηκε ο Ρος με αυστηρή έκφραση. «Όπως φαίνεται, θυσιάζεις πολλά για την αδελφή μας. Θα πρέπει να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου.» Ο Μπριτ πάλεψε με την παρόρμηση να χτυπήσει τον αδελφό του, όπως είχε κάνει τόσες φορές όταν ήταν μικροί. Αντίθετα, αρκέστηκε να τον χτυπήσει ελαφρά στο πλάι του κεφαλιού του. «Πάψε, έτσι;» Ο Ρος γέλασε καθώς έτριβε το κεφάλι του. «Εντάξει, σκληρέ τύπε. Όμως, όταν βαρεθείς να χειρίζεσαι όλες τις επιπλοκές της, ενημέρωσέ με. Γι’ αυτό υπάρχει η οικογένεια.» *** Ο Μπριτ πήγε και κάθισε στο παγκάκι με την Τόρι, στριμώχνοντας τον εαυτό του μεταξύ εκείνης και ενός καραφλού μεσήλικου άντρα που σηκωνόταν και φώναζε στο γιο του σε τακτά διαστήματα. Η Τόρι τον αγνόησε, μετακινώντας το πόδι της όλο και πιο μακριά, μέχρι που βρέθηκε να κάθεται σε μια παράξενη γωνία, με την πλάτη της γυρισμένη στον Μπριτ. Φαινόταν αποφασισμένη να το διασκεδάσει. Με όλους εκτός από εκείνον. Για την ακρίβεια, φαινόταν πως ξαφνικά αντιπαθούσε τον άντρα που την είχε φέρει σε αυτή την ευχάριστη οικογενειακή συγκέντρωση. Είπε στον εαυτό του πως ήταν μια θετική εξέλιξη. Εκείνη και η Μελίσα τα πήγαιναν καλά και δεν υπήρχε περίπτωση να περίμενε περισσότερα απ’ ό,τι ήταν διατεθειμένος να δώσει. Το σχέδιό του δούλευε. Κι όμως για κάποιο λόγο, μετά από μια ώρα περίπου σιωπηλής τιμωρίας, είχε αρχίσει να ενοχλείται. Όταν η Τόρι και η Μελίσα πήγαν να πάρουν κάτι να πιουν και η Τόρι τον κοίταξε με ένα βλέμμα καθαρής απέχθειας, η ενόχλησή του κορυφώθηκε. Τι είχε κάνει για να του αξίζει η αποστροφή της; Όταν γύρισαν, η Τόρι και η Μελίσα κοιτάχτηκαν και χαχάνισαν. Σε περίπτωση που δεν είχε καταλάβει ότι γελούσαν με εκείνον, η Μελίσα τον κοίταξε πλάγια, και οι δυο τους ξέσπασαν σε γέλια. Ο Ρος τον σκούντησε στον ώμο και του ψιθύρισε: «Νομίζω ότι το σχέδιό σου δουλεύει.» «Το βλέπω» είπε ο Μπριτ. Χαμογέλασε βεβιασμένα και ρώτησε τον Τζο για τη νέα του εργασία – ένα κτίριο στο Νιου Τζέρσεϊ. Καθώς ο Τζο άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα για τις προκλήσεις του να βρει χρηματοδότηση, η προσοχή του Μπριτ στράφηκε στην Τόρι. Όταν εκείνη κάθισε δίπλα στη Μελίσα, όσο το δυνατόν πιο μακριά του, και κοίταξε προς το μέρος του με ακόμα ένα βλέμμα απέχθειας, αποφάσισε πως δεν άντεχε άλλο. Ζήτησε συγνώμη από τον Τζο και από τον καραφλό φωνακλά, και σηκώθηκε από το παγκάκι. «Τόρι, έχουμε να πάμε σε αυτό το πράγμα στις τέσσερις.» Ένευσε στον Τζο. «Πες στο Λουκ πως πιστεύω ότι έκανε καλή δουλειά σήμερα.» Η Ντέλια σηκώθηκε φουριόζα από τη θέση της και αγκάλιασε σφιχτά το γόνατό του.
«Μη φύγεις!» Ο Μπριτ την πέταξε στον αέρα και τη γαργάλησε μια τελευταία φορά πριν τη δώσει στο Ρος. Ο Ματ και η Τζούλια άρχισαν να διαμαρτύρονται όταν τους είπε: «Θα σας δω εσάς τους δυο στο δείπνο την επόμενη βδομάδα, θυμάστε; Η γιαγιά και ο παππούς θα έρθουν στην πόλη.» Και τα τρία παιδιά ησύχασαν στη σκέψη πως θα έβλεπαν τον παππού και τη γιαγιά. Πιθανότατα γιατί συνήθως τους έφερναν δώρα όποτε γύριζαν από τα ταξίδια τους. Από την εποχή που οι γονείς του βγήκαν στη σύνταξη, ζούσαν τη ζωή που πάντα ήθελαν. Ο πατέρας του Μπριτ, ο Τζον, πέρναγε τη μέρα του ζωγραφίζοντας, ενώ η μητέρα του, η Φοίβη, διάβαζε τους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς. Πούλησαν το παλιό τούβλινο σπίτι στο Κουίνς, εκεί που είχε μεγαλώσει ο Μπριτ, και μετακόμισαν σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Σόχο. Πήγαιναν σε εγκαίνια γκαλερί διάφορων καλλιτεχνών. Ήταν πιο ευτυχισμένοι από ποτέ. Όχι πως τους κρατούσε κακία. Αλλά θα ήταν πιο εύκολο να το δεχτεί αν μέρος από την ευχαρίστησή τους δεν πήγαζε από την παντελή έλλειψη γονεϊκών καθηκόντων. Φαινόταν ν’ απολαμβάνουν την έλλειψη ευθυνών. Όταν ο Μπριτ τούς είχε πει τι συνέβη με τη Μελίσα, αναφώνησαν με ανησυχία για περίπου πέντε λεπτά και ύστερα ο πατέρας του τον ρώτησε πώς του φαινόταν ο τελευταίος πίνακάς του, ενώ η μητέρα του αναρωτήθηκε φωναχτά αν ο νέος της πίνακας ταίριαζε καλύτερα στην κουζίνα ή στην κρεβατοκάμαρα. Όταν το σκεφτόταν, κανείς από τους δυο γονείς του δεν ήταν ιδιαίτερα… γονέας. Από τότε που μπορούσε να θυμηθεί, ο Τζον ήταν διστακτικός, νευρικός και τσιτωμένος. Ήταν από τη φύση του ένας αφηρημένος άνθρωπος, χωρίς ενδιαφέρον για τις λεπτομέρειες και χωρίς όρεξη για τα φασαριόζικα και σωματικά καμώματα τριών δραστήριων αγοριών. Ο Τζον είχε κληρονομήσει την Έξκορπ από τον πατέρα του και αναγκάστηκε να τη διευθύνει όταν η υγεία του πατέρα του επιδεινώθηκε. Ήταν ένας ρόλος που ποτέ δεν του ταίριαζε. Μέχρι ο Μπριτ να γίνει δεκατριών, ήταν ο άτυπος αρχηγός της οικογένειας, αναγκασμένος να πάρει αυτόν το ρόλο από την άρνηση του πατέρα του να το κάνει. Ναι, ο Τζον και η Φοίβη ήταν πολύ πιο ευτυχισμένοι τώρα. Χαίρονταν με το ρόλο των παππούδων, καθώς μπορούσαν να έρχονται μια στις τόσες και να φέρνουν δώρα, να απολαμβάνουν τη λατρεία των εγγονιών τους, και έπειτα να φεύγουν προτού τους ζητηθεί να αναλάβουν την όποια ευθύνη. Η Ντέλια έσφιξε το χέρι του Μπριτ. «Αγαπάω πολύ τη γιαγιά» είπε. «Αλλά εσύ μου αρέσεις καλύτερα.» Εκείνος ανακάτεψε τα μαλλιά της και την αγκάλιασε άλλη μια φορά. «Κι εγώ σ’ αγαπώ, κολοκυθάκι.» Η Τόρι στεκόταν δίπλα τους, με το σώμα της άκαμπτο από κάποια άγνωστη απογοήτευση. Κι όμως, κατάφερε να χαμογελάσει φιλικά στην Ντέλια και να αποχαιρετίσει τη Μελίσα και τους άλλους με έναν εύκολο, αυθεντικό τρόπο, που ερχόταν σε αντίθεση με το σφίξιμο στους ώμους της. Ενώ προχωρούσαν προς το αυτοκίνητο, ο Μπριτ μετρίασε την απογοήτευσή του. Δεν είχε την πολυτέλεια να την αποξενώσει τελείως, όχι τώρα, που ήταν τόσο κοντά στην επιτυχία. Προσπάθησε να την ηρεμήσει. Ίσως δεν της άρεσε που την είχε αφήσει μόνη της με τη Μελίσα. Ίσως είχε νιώσει πως την αγνοούσε. Στις γυναίκες δεν αρέσει να νιώθουν ότι τις αγνοείς.
Χρησιμοποίησε τον πιο καθησυχαστικό του τόνο. «Ευχαριστώ που ήρθες μαζί μου. Είναι καλά παιδιά, δεν είναι; Φαίνεται πως σε συμπάθησαν.» Εκείνη δεν τον κοίταξε, αλλά τα σανδάλια της χτυπούσαν στο τσιμέντο καθώς αύξανε το βήμα της. Ο Μπριτ καθάρισε το λαιμό του. Τα πράγματα ήταν χειρότερα απ’ ό,τι φανταζόταν. Ήταν λες και περπατούσε δίπλα σε μια ωρολογιακή βόμβα. «Εεεε… υπάρχει κάτι που θα ’πρεπε να ξέρω;» τη ρώτησε. «Δεν πρόκειται να το συζητήσω τώρα» είπε την κάθε λέξη της με στρατιωτική ακρίβεια. «Αν το συζητήσω αυτήν τη στιγμή, θα πρέπει να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Προτιμώ να περιμένω μέχρι να πάμε πίσω στο διαμέρισμά σου, για να χρησιμοποιήσω μαχαίρι ή κάποιο αιχμηρό αντικείμενο.» «Κατάλαβα.» Ένευσε καταφατικά, ενώ σκεφτόταν διάφορους πιθανούς λόγους για την οργή της. «Είναι απολύτως λογικό.» «Μπορεί να σπάσω κανένα νύχι.» «Φυσικά.» Περπάτησαν μέσα στη σιωπή μέχρι το αυτοκίνητο, που το είχαν παρκάρει αρκετά τετράγωνα μακριά. Ο Μπριτ άνοιξε πρώτα την πόρτα της Τόρι. Άφησε την πόρτα του ανοιχτή μερικά λεπτά, για ν’ αφήσει τη ζέστη να βγει. Η Τόρι κάθισε στο ζεστό δερμάτινο κάθισμα, με το πρόσωπό της από ροζ να γίνεται σιγά σιγά κόκκινο. «Φαίνεται ότι είσαι έτοιμη για να φύγουμε.» Ο Μπριτ κάθισε στη θέση του και άνοιξε τον κλιματισμό. Κατά την εικοσιπεντάλεπτη διαδρομή του γυρισμού παρέμειναν αμίλητοι. Η βόμβα συνέχισε να χτυπάει καθώς ο Μπριτ έστυβε το μυαλό του να καταλάβει το λόγο. Καθώς έφταναν στο διαμέρισμά του, ένα φοβερό συναίσθημα τον κυρίευσε. Η Τόρι το είχε καταλάβει. Κάπως, στην ομίχλη όλου αυτού του δεσίματος με τη Μελίσα, είχε καταλάβει το σχέδιό του. Ήταν η μόνη εξήγηση. Βγήκε βιαστικά από το αυτοκίνητο και έδωσε τα κλειδιά στον παρκαδόρο. Η Τόρι προχώρησε προς την είσοδο, ένευσε ευγενικά στο θυρωρό και μπήκε φουριόζα μέσα. Ακολουθώντας λίγα βήματα πίσω της, ο Μπριτ έκανε μια γκριμάτσα καθώς το βλέμμα του διασταυρώθηκε με του Σεθ. «Φαίνεται πως θα έχεις φασαρίες, κύριε Μπένσερ» του ψιθύρισε εκείνος. «Και να ήταν μόνο αυτό, Σεθ.» Μπήκαν μέσα στον ανελκυστήρα και στάθηκαν μερικά βήματα μακριά. Έφτασαν στο ρετιρέ και ο Μπριτ έκανε νόημα στην Τόρι να περάσει πρώτη. «Θα το εκτιμούσα αν δεν κοπανούσες την πόρτα. Το βιτρό είναι πολύ εύθραυστο.» «Θα την κοπανήσω αν αυτό μ’ ευχαριστεί» του είπε γρυλίζοντας. «Εντάξει τότε.» Αν και δεν ήταν καλή στιγμή, το βλέμμα του πλανήθηκε στους γοφούς της ενώ προχωρούσε στο διάδρομο. Η εξαγριωμένη Τόρι ήταν ακόμα πιο σέξι από την ήρεμη. Ξεκλείδωσε την πόρτα και πρόσεξε το σούφρωμα των χειλιών της την ώρα που εκείνη μπήκε μέσα. Τα μαλλιά της είχαν ξεφύγει από την αλογοουρά της και έπεφταν στους ώμους της σαν το σύννεφο φωτός που ακολουθούσε τον άγγελο της εκδίκησης. Ο Μπριτ έπιασε την πόρτα που του
έκλεισε στο πρόσωπο και έπειτα μπήκε στο διαμέρισμα πίσω της. Η φωνή της ακούστηκε σα μαστίγιο. «Μου την έστησες.» «Τι εννοείς;» Την ακολούθησε στην κουζίνα, μπαίνοντας ανάμεσα σε εκείνη και στα μαχαίρια στον πάγκο. Προσέχουμε, για να έχουμε. «Ήξερα πως υπήρχε κάποιος λόγος που ήθελες να βγεις μαζί μου.» Σήκωσε τα χέρια της στον αέρα. «Πώς μπόρεσα να φανώ τόσο ηλίθια;» Εκείνος προσποιήθηκε τον μπερδεμένο. «Για τι πράγμα μιλάς;» «Για μένα, για σένα, για όλο αυτό το πράγμα!» Τίναξε τα χέρια της άγρια, και περισσότερες τούφες από τα μαλλιά της ξέφυγαν από το κοκαλάκι. «Ο γλυκός, κομψός Μπριτ Μπένσερ να σπαταλάει το χρόνο του με μια κοντή, ασουλούπωτη δικηγόρο; Ποτέ δεν έβγαζε νόημα. Μόνο που τώρα βγάζει. Ήθελες να βοηθήσω την αδελφή σου.» Εκείνος ξεροκατάπιε. «Τι εννοείς;» Η Τόρι πήγε προς το μέρος του και ύψωσε το δάχτυλό της, με ψυχρό βλέμμα. «Κοιμήθηκες μαζί μου γιατί γνωρίζω τον Γκαρθ Σόλεν.» Ο Μπριτ αναστέναξε. «Τώρα αυτό είναι παράλογο. Κοιμήθηκα μαζί σου γιατί σε ήθελα. Ακόμα σε θέλω.» Εδώ, τουλάχιστον, μπορούσε να είναι απόλυτα ειλικρινής. «Λες ψέματα. Δε με προσκάλεσες σ’ αυτό τον αγώνα μπέιζμπολ επειδή απολαμβάνεις την παρέα μου. Ήθελες να γνωρίσω την αδελφή σου. Ήλπιζες πως θα τα πηγαίναμε καλά. Μου είπε πως έστειλες το βιογραφικό της στον Γκαρθ και πως δεν ήθελε να τη γνωρίσει. Ήθελες μια πρόσκληση και σκέφτηκες πως εγώ θα μπορούσα να σ’ τη δώσω. Πες μου πως δεν είναι αλήθεια αυτό.» Εκείνος προσπάθησε να μιλήσει, αλλά οι λέξεις κόλλησαν στο λαιμό του. Η Τόρι βυθίστηκε στη σιωπή. «Το ήξερα. Ανάθεμά σε, και ανάθεμα σ’ εμένα που το πίστεψα.» Του γύρισε την πλάτη, πήγε στο καθιστικό και σήκωσε το τηλέφωνο. «Πώς παίρνω για ταξί;» Περίμενε να δει δάκρυα στα μάτια της, μα ήταν καθαρά και είχαν στενέψει, βράζοντας από μίσος. Μίσος για εκείνον, μίσος για τον εαυτό της, ή ίσως και για τους δυο. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Όπως και να ’χε, τον αρρώσταινε. «Τόρι, μη βιάζεσαι. Εντάξει, παραδέχομαι πως ήλπιζα εσύ και η Μελίσα να τα πάτε καλά. Όμως, δεν ήταν αυτός ο μοναδικός λόγος που-» «Ένα ταξί» τον διέκοψε. «Το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα ταξί.» «Τουλάχιστον άσε με να σου εξηγήσω.» «Τι υπάρχει να εξηγήσεις; Με παρέσυρες με τη γοητεία του Φονιά και την ομορφιά σου, μέχρι που έγινα μια ηλίθια γυναίκα, και ήταν όλα ένα παιχνίδι για να πάρεις αυτό που ήθελες.» «Περίμενε ένα λεπτό.» Ο Μπριτ άρχισε να εξωτερικεύει λίγο από το δικό του θυμό, μόνο και
μόνο για ν’ αντικαταστήσει το απαίσιο αίσθημα ενοχής που είχε δημιουργηθεί μέσα του. «Εσύ είσαι αυτή που προσπαθείς να με πείσεις με σθένος πως δε βγαίνουμε μαζί. Εσύ ήθελες μια περιπέτεια της μιας βραδιάς. Απ’ όσο μπορώ να πω, έκανες τα μέγιστα για να είσαι σίγουρη πως ήξερα ότι δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από ένα ζεστό σώμα για σένα. Οπότε και εγώ σε επιβράδυνα λίγο και σε ανάγκασα να γνωρίσεις την αδελφή μου. Συγνώμη. Αλλά δεν είναι πως έκανα και βιομηχανική κατασκοπεία. Δε σου έκλεψα την τηλεφωνική ατζέντα, ούτε χάκαρα τον υπολογιστή σου.» Το στήθος του Μπριτ ανεβοκατέβαινε από ένταση. Bδομάδες φόβου και ανησυχίας βγήκαν σε μια στιγμή. «Ναι, σ’ έβγαλα για δείπνο επειδή ήθελα το τηλέφωνο του Σόλεν. Μπορείς να με κατηγορήσεις; Είδες τη Μελίσα;» Ο λαιμός του συσπάστηκε. «Είναι η μικρή αδελφή μου, Τόρι. Θα έκανα τα πάντα για εκείνη.» Η Τόρι πέταξε κάτω το τηλέφωνο. «Δεν είμαι τέρας, Μπριτ. Αν ήσουν ειλικρινής μαζί μου, ίσως να ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω. Αλλά δεν ήσουν. Είπες ψέματα. Με χρησιμοποίησες. Είσαι ακριβώς σαν όλους τους άλλους γοητευτικούς, ψεύτες άντρες, και ήμουν αρκετά ανόητη να το χάψω.» «Για τι πράγμα μιλάς;» Ο Μπριτ ένιωσε πως η έκφραση πόνου της Τόρι ήταν πιο βαθιά απ’ αυτό που είχε προκαλέσει εκείνος. «Ξέχνα το.» Πήρε την τσάντα της, έβγαλε το κινητό της και του γύρισε την πλάτη. «Ναι, για το Μανχάταν; Χρειάζομαι το τηλέφωνο μιας εταιρείας ταξί. Οποιασδήποτε.» Εκείνος άρπαξε το τηλέφωνο από το χέρι της και το έκλεισε. «Έχει να κάνει με τον πρώην αρραβωνιαστικό σου; Γι’ αυτό είσαι τόσο αναστατωμένη; Σε απάτησε ή κάτι τέτοιο;» «Δεν είμαι αναστατωμένη για το Φιλ, και όχι, δε με απάτησε.» Η Τόρι μίλαγε μέσα από τα σφιγμένα χείλη της με θυμό. «Είμαι αναστατωμένη επειδή είσαι κάθαρμα, και επειδή θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα.» Εκείνος την κοίταξε και θυμήθηκε τι του είχε πει στο πρωινό – κάτι που είχε ακούσει αμυδρά, αφού ήταν τόσο προσηλωμένος στη Μελίσα και στο σχέδιό του. «Ο πατέρας σου, έτσι; Αυτό είναι.» Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και ο Μπριτ είδε τον πόνο που τη διαπέρασε. Αμέσως, μετάνιωσε για τα λόγια του. Τέλεια, Μπριτ. Αυτό πραγματικά βοήθησε. Μήπως μπορείς να βρεις και καμία άλλη συναισθηματική πληγή ν’ ανοίξεις; «Μην τολμήσεις να προσπαθήσεις να με ψυχαναλύσεις» του δήλωσε η Τόρι τσιρίζοντας. «Αυτό το Σαββατοκύριακο ήταν προφανώς ένα μεγάλο λάθος. Τώρα, δώσε μου το τηλέφωνό μου.» Έγειρε προς το μέρος του για να το πάρει. Καθώς το έκανε, τα στήθη της άγγιξαν τα πλευρά του και ένα έντονο κύμα ηλεκτρισμού διαπέρασε ολόκληρο το κορμί του. Την έπιασε από τη μέση με το ένα του χέρι και την τράβηξε πιο κοντά του, μετακινώντας το τηλέφωνο πάνω από το κεφάλι του. Η Τόρι τον έσπρωξε στο στήθος και με τα δυο της χέρια, στριφογυρνώντας και προσπαθώντας να ελευθερωθεί από τη λαβή του.
«Τόρι, τα θαλάσσωσα. Συγνώμη. Αλλά δεν έλεγα ψέματα γι’ αυτό.» Έγειρε προς το μέρος της και η Τόρι κοκάλωσε, κοιτάζοντάς τον με μάτια διάπλατα από τον πανικό. Ο Μπριτ, ανίκανος να σταματήσει τον εαυτό του, χάιδεψε με τα χείλη του τη γραμμή του σαγονιού της, και έπειτα άγγιξε το στόμα της με το δικό του. Εκείνη δεν τραβήχτηκε. Πίεσε τη γλώσσα του πάνω στην άκρη των χειλιών της, μέχρι που εκείνη άνοιξε το στόμα της και τον άφησε να την εξερευνήσει. Θεέ μου, πόσο την ήθελε. Έριξε το τηλέφωνο στο πάτωμα και τύλιξε και τα δυο του μπράτσα γύρω από τη μέση της. Ύστερα, τη σήκωσε ψηλά, ώστε το σώμα της να τρίβεται πάνω στο δικό του. Χάιδεψε τους γλουτούς της, με τις στρογγυλές καμπύλες τους να ικετεύουν ν’ αγγιχτούν. Απαλά, άρχισε να σπρώχνει τους γοφούς του προς το μέρος της, μέχρι που ένιωσε τα πόδια της να χαλαρώνουν και να ανοίγουν. Κρατώντας την ακόμη, την ακούμπησε πάνω στον τοίχο. Αμέσως έχασε τον έλεγχο και κατέβασε τα χέρια του στους μηρούς της, της ανέβασε τα πόδια και τα πέρασε γύρω από τη μέση του. Οι μύες της σφίχτηκαν κάτω από τα δάχτυλά του, μέχρι που οι μηροί της τον περικύκλωσαν, τον κράτησαν σφιχτά. Τη στιγμή που ο ερεθισμός του ακούμπησε το ζεστό, φιλόξενο σημείο ανάμεσα στα πόδια της, εκείνος βόγκηξε. «Σε θέλω» της είπε, παλεύοντας με την παρόρμηση να σκίσει το παντελόνι της. «Δεν το βλέπεις αυτό; Ναι, παραδέχομαι πως σου ζήτησα να βγούμε εξαιτίας του Σόλεν, αλλά αυτό το Σαββατοκύριακο ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Πρέπει να με πιστέψεις.» Η Τόρι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Με κάποιο τρόπο, οι λέξεις του τη χτύπησαν σαν κουβάς με παγωμένο νερό. Τα πόδια της ακούμπησαν στο πάτωμα και τα χέρια της τον έσπρωξαν στο στήθος. Αργά, σήκωσε το κεφάλι της. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. «Όχι άλλο, Μπριτ» του είπε. «Δεν μπορώ ν’ ανεχτώ άλλα ψέματα.» Ο θυμός της μεταμορφώθηκε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο σε κάτι σκοτεινό. Κάτι λυπημένο. Ένα κύμα πόνου διαπέρασε το κορμί του. Εκείνος έφταιγε γι’ αυτό το βλέμμα στα μάτια της. Την είχε πληγώσει. «Αυτό δεν είναι ψέμα. Δεν ξέρω τι είναι, αλλά σίγουρα δεν είναι ψέμα» της εκμυστηρεύτηκε. Όταν κάλυψε το στόμα της ξανά, εκείνη έβγαλε ένα λυγμό και τον έσπρωξε αδύναμα. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Σε παρακαλώ. Μη με αναγκάσεις να το κάνω.» Ήταν ο λυγμός, όπως ενός πληγωμένου ζώου, που τελικά τον σταμάτησε. Χαλάρωσε τη λαβή του και η Τόρι αμέσως έφυγε από την αγκαλιά του και πήρε το κινητό της από το πάτωμα. Το άνοιξε και το κοίταξε για μια στιγμή, πριν το βάλει στη θήκη στη μέση της. Όταν τον κοίταξε, το βλέμμα της ήταν κενό. Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, έπειτα το έκλεισε και γύρισε να φύγει. Ο Μπριτ συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή πόσο μικροκαμωμένη ήταν. Το θάρρος της ήταν τόσο μεγάλο –τόσο δυναμική, ιδιόρρυθμη, σέξι– που είχε ξεχάσει ότι του έφτανε σχεδόν μέχρι τον ώμο. Από πίσω, οι ώμοι της φαίνονταν ντελικάτοι. Εύθραυστοι. Μπάσταρδε Μπριτ, τι έκανες; «Ο Σεθ θα σου καλέσει ένα ταξί» της είπε. Εκείνη ένευσε καταφατικά και προσπερνώντας τον, προχώρησε στο διάδρομο. Ο Μπριτ άφησε το κεφάλι του να πέσει, ενώ έσφιξε και ξέσφιξε τις γροθιές του. Θυμός και
ενοχές ανακάτευαν το στομάχι του σε ίσες δόσεις. Τη χρησιμοποίησες. Ήξερες ακριβώς τι έκανες. Έλεγε ψέματα στον εαυτό του από την αρχή, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τις τύψεις του. Είχε νιώσει την επιθυμία της Τόρι και την είχε χρησιμοποιήσει εναντίον της. Και τώρα συνειδητοποίησε πως η προδοσία του τη χτύπησε κατευθείαν στον πυρήνα της ύπαρξής της. Την παρακολούθησε να μαζεύει τα πράγματά της, με την πλάτη της άκαμπτη από περηφάνια. Το μέγεθος της πράξης του τον κλόνισε. Ήταν τόσο σίγουρος πως θα έφτιαχνε τη Μελίσα, με τον ίδιο τρόπο που είχε φτιάξει την Έξκορπ, που θα ήταν πρόθυμος να θυσιάσει οποιονδήποτε έμπαινε στο δρόμο του· ακόμα και την Τόρι. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να παίζεις τον αντικαταστάτη πατέρα. Τα λόγια του Ρος βούιζαν στα αφτιά του. Προσπαθούσε να τους φτιάξει για χρόνια. Όλους τους. Και η Τόρι είχε πληρώσει το τίμημα. «Λυπάμαι» της είπε. Χωρίς να τον κοιτάξει, η Τόρι άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς τον ανελκυστήρα. Την παρακολούθησε να φεύγει με ένα αίσθημα πως είχε αφήσει κάτι πολύτιμο να του φύγει, και δεν είχε ιδέα πώς να το κερδίσει πίσω. *** Καθώς το ταξί απομακρυνόταν, η Τόρι άρχισε να κοιτάει τα μηνύματα στο κινητό της, προσπαθώντας να αγνοήσει τα τρεμάμενα χέρια της. Τα γράμματα περνούσαν μπροστά από τη μικροσκοπική οθόνη, μα εκείνη δεν έβλεπε τίποτα. Πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα και έβγαλε τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Τι ηλίθια! Ήξερε ότι κάτι συνέβαινε από την πρώτη στιγμή που της ζήτησε να πάνε για δείπνο. Ήξερε πως δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Μια ματιά στο παράλογα όμορφο σώμα του και το χαμόγελο που σου έκοβε την ανάσα, και ήξερε την αλήθεια. Ο Μπριτ ήταν κινητό ψέμα. Σίγουρα, τον ερέθιζε. Αλλά τι αποδείκνυε αυτό; Ένας άντρας μπορούσε να ερεθιστεί και με ένα πρόβατο. Ζεστά κύματα ντροπής ανάγκασαν τα μάτια της να κλείσουν. Θα περνούσε πάρα πολύς καιρός πριν ξεχάσει τη δική της προθυμία να πειστεί. Όταν τη φίλησε, ακόμα και αφότου ήξερε την αλήθεια, ήταν έτοιμη να λιώσει μέσα στην αγκαλιά του. Για πρώτη φορά, η Τόρι κατάλαβε την επιμονή της μητέρας της να μένει μακριά από γοητευτικούς άντρες. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι χειρότερο απ’ αυτή την αίσθηση ανικανότητας μπροστά στη διπροσωπία ενός άντρα. Η αλήθεια ήταν πως, αν δεν το καταλάβαινε για τη Μελίσα, θα διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο να τον ερωτευτεί. Παρ’ όλα τα γενναία της λόγια για ένα Σαββατοκύριακο χωρίς συναισθήματα, σε μόνο δυο μέρες εκείνος είχε υπερπηδήσει τα προσεκτικά χτισμένα τείχη της και την άφησε τρωτή σε αυτού του είδους τον πόνο που πάλευε ν’ αποφύγει όλη της τη ζωή. Εικόνες από τα δυνατά του χέρια, τον τρόπο που άγγιζε την πλάτη της όταν περπατούσαν, και το σκοτεινό πάθος στο βλέμμα του, πέρασαν μπροστά από τα μάτια της σαν ταινία. Μια ανατριχίλα διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της και άνοιξε αμέσως τα μάτια της.
Χωρίς οίκτο, έπνιξε τον πόνο, την ντροπή και την ανικανότητα, στρέφοντας την προσοχή της στις κατηγορίες του Μπριτ πως του φέρθηκε λες και δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ζεστό κορμί. Σωστά, κάθαρμα, σκέφτηκε άγρια. Αυτό δε σήμαινε τίποτα για μένα. Τίποτα απολύτως. Οπότε, είχε πάρει αυτό που ήθελε, και έμαθε ένα μάθημα την ίδια στιγμή. Ένα μάθημα που δε θα ξεχνούσε για πάρα, πάρα πολύ καιρό.
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα «Μπέτσι, έχεις νέα του Καρλ ή όχι ακόμα;» ρώτησε η Τόρι τη βοηθό της, που έπαιρνε ένα πάκο χαρτιά από τον εκτυπωτή. «Ναι, έφτασε πριν από μια ώρα και ξέχασα να σ’ το πω» αποκρίθηκε η Μπέτσι απότομα, καθώς γύριζε στο γραφείο της και άρχισε να ξεχωρίζει τα χαρτιά. Έδωσε δυο έγγραφα στην Τόρι και άφησε τα υπόλοιπα σε μια στοίβα στο γραφείο της. «Πάρε και το πρωινό γλυκό σου – η αναφορά από την ομάδα έρευνας. Έχουν δυο αναφορές παραπόνων από υπαλλήλους που πρέπει να ερευνήσουμε, ένα δυο νομικά θέματα, και υπάρχουν μερικά προβλήματα με τις μετοχές.» «Τι;» Η Τόρι έπιασε τα έγγραφα και συνοφρυώθηκε. «Διάολε, νόμιζα πως οι δικοί μας τα είχαν ήδη κοιτάξει αυτά.» «Υποθέτω, τα ξανακοίταξαν. Α, και πήρε και ο Μπριτ.» Η Τόρι έσφιξε το στόμα της και δεν την κοίταξε. «Σου είπα, δεν ενδιαφέρομαι να του μιλήσω.» «Το παρατραβάς αυτό το θέμα με το “μου είπε ψέματα”, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Μπέτσι. «Προφανώς νιώθει απαίσια γι’ αυτό. Γιατί δεν τον τιμωρείς κατά πρόσωπο; Να τον αφήσεις να εκτίσει την τιμωρία του. Μπορώ να σκεφτώ πολλών ειδών τιμωρίες για έναν άντρα σαν και αυτόν.» Η Τόρι κούνησε το κεφάλι της. «Δε χρειάζομαι κι άλλους ανθρώπους στη ζωή μου που δεν μπορώ να εμπιστευτώ.» «Απλώς τον αποφεύγεις γιατί είχες αρχίσει να τον ερωτεύεσαι» είπε η Μπέτσι, καθώς η Τόρι γύριζε στο γραφείο της. «Δε θα μιλήσω γι’ αυτό.» «Δεν μπορείς να συνεχίσεις να τρέχεις μακριά από τη ζωή, Τόρι.» «Ποιος είσαι, ο δόκτωρ Φιλ;» Η Τόρι κάθισε βαριά στην καρέκλα της και πέταξε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο μπροστά της. «Δε χρειάζεσαι το δόκτωρ Φιλ για να καταλάβεις πως κάτι περίεργο συμβαίνει όταν μια πανέξυπνη, όμορφη γυναίκα σαν εσένα θάβει τον εαυτό της πίσω από τη δουλειά, βγαίνει με τύπους με προσωπικότητα ραδικιού, και αρνείται να μιλήσει στον πρώτο αξιοπρεπή τύπο με τον οποίο έχει κοιμηθεί εδώ και χρόνια, ακόμα και όταν εκείνος έχει πάρει πέντε τηλέφωνα μέσα σε δυο μέρες.» Η Τόρι προσπάθησε να δείχνει απειλητική. «Τέσσερις φορές, και δε θα το συζητήσουμε. Τώρα, γι’ αυτά τα παράπονα-» «Είπε πως θα σταματήσει να παίρνει τηλέφωνο. Ετοιμάζεται για ένα ταξίδι. Στη Σκοτία.» Η Τόρι προσπάθησε να μην αντιδράσει. Ο Μπριτ πήγαινε στη Σκοτία; Έκανε τελικά το ταξίδι που πάντα ονειρευόταν; «Γιατί δε βγαίνεις εσύ μαζί του;» την ειρωνεύτηκε. «Όπως φαίνεται, είστε πάρα πολύ συνδεδεμένοι.» Η Μπέτσι έβαλε το χέρι της στο μέτωπό της με μια δραματική κίνηση.
«Για το Φονιά, θ’ άφηνα τον Τζίμι και τα παιδιά και θα πήγαινα στη Σκοτία πριν πεις “και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο”.» Η Τόρι ρουθούνισε, χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει το χαμόγελό της. «Τι, στο καλό, σημαίνει αυτό;» «Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω πως είναι στα σκοτσέζικα το “δεν μπορείς να τα έχεις όλα”.» «Απομνημονεύεις σκοτσέζικες φράσεις;» «Σκέφτηκα πως ο Μπριτ θα το εκτιμούσε.» «Εσύ» είπε αργόσυρτα η Τόρι «είσαι αξιολύπητη.» «Για σένα το κάνω» απάντησε η Μπέτσι. «Έχουμε έρθει πολύ κοντά, ξέρεις. Μπορεί να είναι ο Φονιάς, μα νομίζω πως είναι τελικά ένας πολύ γλυκός άντρας.» «Ο Μπριτ δεν είναι γλυκός. Είναι μια νυφίτσα. Μια άθλια, ψεύτρα νυφίτσα.» «Τα έκανε θάλασσα και λυπάται, Τόρι. Δεν μπορείς να κόψεις λίγο;» Η Τόρι φαντάστηκε πως έδινε μια γροθιά στη στραβή μύτη του Μπριτ. «Θα το ήθελα πολύ. Απλώς δεν είναι το είδος κοψίματος που φαντάστηκες.» «Νομίζω πως θέλει να πας στη Σκοτία μαζί του. Μου ανέφερε αμυδρά το ταξίδι, αλλά προφανώς θέλει να γνωρίζεις γι’ αυτό.» «Εγώ και ο Μπριτ έχουμε τελειώσει. Αν παίρνει τηλέφωνο, είναι επειδή είναι μεγαλύτερος ψεύτης απ’ ό,τι νόμιζα, ή έχει ένοχη συνείδηση. Όπως και να ’χει, δε θέλω καμία σχέση μαζί του.» «Αυτές είναι οι μεγαλύτερες βλακείες που έχω ακούσει ποτέ» είπε η Μπέτσι. «Και δουλεύω σε δικηγορικό γραφείο. Έχω ακούσει πολλές βλακείες.» Η Τόρι έβαλε ψύχραιμα μια τούφα μαλλιά πίσω απ’ το αφτί της. Δοκίμαζε ένα νέο προϊόν για τα μαλλιά τελευταία, που ήταν ακριβό, αλλά τα εμπόδιζε να κατσαρώνουν. *** Έπρεπε να το αναγνωρίσει στον Μπριτ. Αν και είχε ξεριζώσει την καρδιά της και την είχε ποδοπατήσει με τα όμορφα ιταλικά του παπούτσια, της είχε δώσει κάτι. Δεν ήξερε πώς να το περιγράψει, όμως ένιωθε πιο σεξουαλική από τη στιγμή που είχε πάει μαζί του. Λες και το σώμα της ακόμα άνθιζε –ακόμα και δυο βδομάδες μετά– από τη θέρμη της σεξουαλικής προσοχής του. Μέρες αφότου είχε επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη, όταν πήγαινε στο σούπερ μάρκετ, πήγαινε στο διάδρομο με τα προϊόντα περιποίησης, κοιτάζοντας διάφορες λοσιόν, τζελ μαλλιών και μακιγιάζ με περισσότερη προσοχή από αυτή που τους έδινε εδώ και χρόνια. «Μπορούμε να μη μιλήσουμε τώρα γι’ αυτό; Έχω δουλειά.» Η Μπέτσι ένευσε. «Το ξέρω. Φοβάσαι. Τελικά, βρήκες έναν άντρα που ίσως είναι αντάξιός σου. Σοβαρά, μην το σκέφτεσαι καθόλου.» «Μπέτσι, έχω ένα κάρο δουλειά. Ο Καρλ Μπάλτσερ με πιέζει υπερβολικά, και ένα σωρό άλλα πράγματα. Αλήθεια, πιστεύεις πως είναι η κατάλληλη ώρα για να μιλήσουμε για την προσωπική μου ζωή; Δε βλέπεις ότι δεν έχω χρόνο για προσωπική ζωή;»
«Πρέπει να βρεις χρόνο» τόνισε η Μπέτσι. «Άφησέ το» κατέληξε η Τόρι. «Πραγματικά δεν έχω διάθεση.» Κάτι στη φωνή της πρέπει τελικά να έπεισε την Μπέτσι, επειδή σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. «Εντάξει. Θα του πω ότι δεν ενδιαφέρεσαι. Αλλά όταν θα είσαι εξήντα και θα είσαι πρόθυμη να δώσεις τα πάντα για να τον έχεις πίσω, μην έρθεις σ’ εμένα κλαίγοντας.» Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο, τρομάζοντάς τες και τις δυο. Η Τόρι κοίταξε τον αριθμό – κωδικός περιοχής «212». «Δεν το απαντάω, Μπέτσι.» Η Μπέτσι έτρεξε στο τηλέφωνο. «Γραφείο της Τόρι Άντερσον.» Έκανε μια παύση και συνέχισε. «Θα δω αν είναι διαθέσιμη…» αποκρίθηκε και κατόπιν, απευθύνθηκε στην Τόρι. «Είναι η Μελίσα Μπένσερ. Είναι η αδελφή του, σωστά; Έχει αρχίσει και εξελίσσεται σε διασκεδαστικό πρωινό. Θέλεις να το πάρεις;» τη ρώτησε. Η Τόρι χτύπησε νευρικά τα δάχτυλά της στο γραφείο και κοίταξε το τηλέφωνο. Η Μελίσα; Γιατί την είχε πάρει τηλέφωνο; «Εντάξει» είπε διστακτικά. «Είναι στη γραμμή ένα» την ενημέρωσε η Μπέτσι. Η Τόρι πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε το τηλέφωνο. «Γεια σου, Μελίσα, τι μπορώ να κάνω για σένα;» «Τόρι;» Η απαλή φωνή της Μελίσα θύμιζε επώδυνα του αδελφού της. «Άκου, προτού το κλείσεις, που θα το καταλάβω απόλυτα αν θα το ήθελες, άσε με να σου πω πως δεν είχα καμία σχέση με αυτό που συνέβη στο πάρκο. Ο Μπριτ είναι σαν πρωτόγονος μερικές φορές, και λυπάμαι ειλικρινά αν σε παρέσυρε σ’ ένα από τα κόλπα του μεγάλου αδελφού.» Η Τόρι έσφιξε τα δόντια της. «Ευχαριστώ. Τώρα είμαι πολύ απασχολημένη, οπότε αν δε σε πειράζει-» «Αλλά δε σου τηλεφώνησα γι’ αυτό» την έκοψε η Μελίσα. «Εντάξει.» Η Μελίσα πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε μια προφανή προσπάθεια να προσθέσει δύναμη στη φωνή της. «Δεν έχω δικαίωμα να σε ρωτάω κάτι τέτοιο, και πιθανότατα θα αρνηθείς, αλλά είμαι αποφασισμένη να δοκιμάσω.» Η Τόρι τύλιξε το καλώδιο του τηλεφώνου γύρω από το δάχτυλό της. «Συνέχισε.» «Τα εργαστήρια Σόλεν δουλεύουν πάνω στην ίδια τεχνολογία που δουλεύαμε εγώ και το κάθαρμα στο εργαστήριό μας.» Η φωνή της Μελίσα υψώθηκε με ένταση. «Αλλά ο Σόλεν το δουλεύει με λάθος τρόπο. Το ξέρω, επειδή κι εμείς αποτύχαμε. Θεαματικά.» «Θέλεις να τηλεφωνήσω στον Γκαρθ και να του πω να παρατήσει τη δουλειά του; Λυπάμαι, Μελίσα, αλλά-» «Όχι, όχι» τη διέκοψε η Μελίσα. «Είναι μπερδεμένο, όμως ανέπτυξα μια λύση γύρω από το
πρόβλημα. Ήμουν έτοιμη να το πω στο κάθαρμα όταν τον βρήκα να με απατάει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας μου. Η πληροφορία είναι δική μου και θέλω να τη μοιραστώ με το Σόλεν. Θέλω να δουλέψω μαζί του, Τόρι, και αυτή είναι η ευκαιρία μου να συμμετάσχω.» «Το είπες αυτό στον Γκαρθ όταν έκανες αίτηση για δουλειά;» «Αυτό είναι το πρόβλημα. Ποτέ δεν έκανα αίτηση για τίποτα. Ήθελα να δουλέψω στη Σόλεν για χρόνια, ακόμα και πριν γνωρίσω το κάθαρμα. Ο ηλίθιος ο αδελφός μου το ήξερε αυτό και έστειλε ένα βιογραφικό, χωρίς να έχει ιδέα τι κάνει. Φυσικά, το απέρριψαν.» «Γιατί δεν έστειλες εσύ ένα δικό σου γράμμα;» «Δεν ενδιαφερόμουν ακριβώς να βρω δουλειά, Τόρι. Χρειαζόμουν να ηρεμήσω για λίγο καιρό. Ίσως να είχα και λίγη κατάθλιψη.» Ίσως; Η Τόρι έπνιξε αυτήν τη σκέψη. «Νόμιζα πως δε θα μπορέσω ποτέ να επικοινωνήσω με το Σόλεν» συνέχισε η Μελίσα. «Αλλά έπειτα γνώρισα εσένα και συνειδητοποίησα ότι είχα παραιτηθεί πολύ νωρίς.» Έκανε μια παύση, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Είσαι η μόνη που μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του, Τόρι. Μπορείς να με βοηθήσεις;» Η Τόρι άφησε το καλώδιο και πάτησε το κουμπί της σίγασης στο τηλέφωνο. Έπειτα, χτύπησε το κεφάλι της στο γραφείο. Υπήρχε μόνο μια λογική απάντηση σε αυτή την ερώτηση: «όχι». Αν είχε ακόμα μυαλό, θα έμενε όσο πιο μακριά μπορούσε από τον Μπριτ και την προβληματική του οικογένεια. Όμως η Μελίσα ήταν κάτι παραπάνω από αδελφή του Μπριτ. Ήταν ένα πραγματικό, ανθρώπινο ον που χρειαζόταν βοήθεια. Για να μην αναφέρει πως θα μπορούσε να βοηθήσει τον Γκαρθ. Η Τόρι ήταν κορόιδο σε ό,τι αφορούσε πανέξυπνους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Ειδικά αυτούς που μπορούσαν να βγάλουν πολλά λεφτά για τους πελάτες της. Ξαναπήρε το ακουστικό. «Θα πρέπει να σιγουρευτώ πως είναι όλα νόμιμα πρώτα. Θα πρέπει να μου δώσεις όποια έγγραφα έχεις υπογράψει. Επιπλέον, θα πρέπει να ελέγξω κάποιους νόμους πριν μιλήσω στον Γκαρθ. Και έχω έναν όρο.» «Ποιος είναι αυτός;» «Ποτέ δε θ’ αναγκαστώ να ξαναμιλήσω στον αδελφό σου.» *** Ένα κύμα καλοκαιρινής ζέστης χτύπησε την Τόρι τη στιγμή που άνοιξε την πόρτα του αμαξιού της. Πάλεψε με την παρόρμηση να κλείσει την πόρτα και να γυρίσει στο γραφείο της. Τελευταία, ένιωθε έτσι κάθε φορά που πήγαινε στο Λάνγκστον. Ένα βάρος έπεφτε στους ώμους της και ένα μείγμα λύπης και φόβου την άφηνε άρρωστη και να τρέμει. Κι όμως, ο φόβος ήταν ένα μικρό τίμημα για τις ενοχές που ένιωθε, αν δεν κατάφερνε να επισκεφτεί τη μητέρα της. Η Τόρι προχώρησε στο τσιμεντένιο μονοπάτι και χαμογέλασε σε έναν ξένο που της άνοιξε την πόρτα. Ο προθάλαμος ήταν γεμάτος επισκέπτες και ασθενείς. Χαιρέτησε το Χάρλεϊ, τον πρωινό
θυρωρό στο μπροστινό γραφείο, και συνέχισε προς το δωμάτιο της μητέρας της. Χτυπώντας απαλά την πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα, ίσιωσε τους ώμους της και μπήκε μέσα. Η μυρωδιά του αρώματος της Τζίνι τύλιξε την Τόρι σαν κουβέρτα. Η μητέρα της καθόταν στο κρεβάτι, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Τη χαιρέτησε όπως κάθε άλλη φορά, καθώς την πλησίαζε. «Γεια σου, μαμά, η Τόρι είμαι.» Η Τζίνι κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε για μια στιγμή την Τόρι πριν ξαναγυρίσει προς το παράθυρο. Ο κόμπος στο στομάχι της Τόρι χαλάρωσε. Η μητέρα της φαινόταν ήρεμη σήμερα. Στις τελευταίες επισκέψεις της ήταν νευρική και θυμωμένη. «Είναι τόσο ωραία και δροσερά εδώ.» Η Τόρι κάθισε στην κουνιστή καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. «Δε θα πιστέψεις πόση ζέστη έχει έξω. Υποθέτω πως όλα αυτά για το φαινόμενο του θερμοκηπίου πρέπει να είναι αλήθεια, έτσι;» Δίχως να περιμένει κάποια απάντηση, η Τόρι άρχισε να περιγράφει τη μέρα της, τη δουλειά που έκανε και τις προσπάθειές της να ευχαριστήσει τον Καρλ. Ένιωθε καλά που άφηνε τις λέξεις να βγουν από το στόμα της. Μερικές φορές, όταν επισκεπτόταν τη μητέρα της, περνούσε μια ολόκληρη ώρα μιλώντας, γεμίζοντας τη σιωπή με ανέκδοτα και ιστορίες για τη δουλειά της, αν και ήξερε πως η Τζίνι δε θα θυμόταν τίποτα απ’ όλα αυτά. «Δε θα είμαι εδώ την Παρασκευή. Θα πάω στη Νέα Υόρκη να συναντήσω τη Μελίσα Μπένσερ.» Η Τόρι πίεσε τον εαυτό της να σηκωθεί και περπάτησε μέσα στο δωμάτιο. Προσπάθησε να φανταστεί το πρόσωπο της Μελίσα και αναθεμάτισε τον εαυτό της όταν εμφανίστηκε στο μυαλό της το πρόσωπο του Μπριτ. «Πιθανότατα, είναι κακή ιδέα» παραδέχτηκε. «Ξέρω ακριβώς τι θα έλεγες. Ποτέ δεν έπρεπε να δεχτώ το τηλεφώνημά της. Έπρεπε να το είχα κλείσει όταν είχα την ευκαιρία.» Το βλέμμα της Τζίνι παρακολούθησε την Τόρι καθώς βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο, όμως ήταν αδύνατο να καταλάβει αν παρακολουθούσε τη συζήτηση. Η Τόρι σταμάτησε στον καθρέφτη και κοίταξε το πρόσωπό της. Νέες ρυτίδες ήταν αυτές γύρω από το στόμα της; Ξαφνικά, η φωνή της μητέρας της αντήχησε στα αφτιά της. «Ναι, ξέρω» είπε η Τόρι. «Θα μου έλεγες πως είμαι τρελή και πάω γυρεύοντας. Και ξέρω πως έχεις δίκιο. Άφησα τον Μπριτ να με γελοιοποιήσει ήδη μια φορά, και αν δεν είμαι προσεκτική, θα ξανασυμβεί. Αλλά έπρεπε να βοηθήσω τη Μελίσα. Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι; Δε φταίει εκείνη που ο αδελφός της είναι κόπανος. Δεν κάνω το λάθος να τον εμπιστευτώ ξανά. Εξάλλου, η Μπέτσι μού είπε πως θα φύγει σύντομα από τη χώρα.» Η Τζίνι ένευσε. Η Τόρι ξανακάθισε στην καρέκλα και ακούμπησε το κεφάλι της στο στρώμα. «Μαμά; Εύχομαι να…» Ο λαιμός της έκλεισε. Τον καθάρισε και άρχισε ξανά. «Εύχομαι να ήξερα τι να κάνω. Εύχομαι να ήξερα πώς να μη νιώθω τόσο μόνη. Μου λείπεις, ξέρεις. Μου λείπεις πολύ.» Έβαλε το χέρι της κοντά στο σώμα της μητέρας της, αρκετά κοντά, για να νιώθει τη θέρμη της. Η Τζίνι δεν ήθελε τώρα τελευταία να την αγγίζουν, οπότε η Τόρι δεν προσπάθησε να πιάσει το χέρι της. Ύστερα όμως ένιωσε το κεφάλι της μητέρας της να γέρνει προς το δικό της, και το ροζιασμένο χέρι της να μετακινείται πιο κοντά της. «Ευχαριστώ, μαμά» ψιθύρισε η Τόρι. Κάθισαν έτσι, να ακουμπάνε σχεδόν η μία την άλλη, για αρκετή ώρα.
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Τέσσερις μέρες μετά, η Τόρι έμπαινε στο διαμέρισμα της Μελίσα και υπενθύμισε μια τελευταία φορά στον εαυτό της πως βρισκόταν εκεί μόνο για κείνη. Το διαμέρισμα ήταν μεγάλο για τα πρότυπα της Νέας Υόρκης, αλλά μικροσκοπικό σε σχέση με το άνετο διαμέρισμα της Τόρι στη Φιλαδέλφεια· ένα ενιαίο δωμάτιο χρησίμευε ως κουζίνα και καθιστικό, με τη μια του μεριά να χρησιμεύει και ως χώρος εργασίας. Όπως και η ιδιοκτήτριά του, ο χώρος ήταν απλός και λειτουργικός. Επίσης, όπως και η ιδιοκτήτριά του, είχε μια ομορφιά σε μέρη όπου δεν το περίμενες, όπως παρατήρησε η Τόρι όταν γλίστρησε το χέρι της στο μπράτσο μιας πολυθρόνας. Η Μελίσα την υποδέχτηκε στην πόρτα. Η Τόρι ανακουφίστηκε όταν είδε πως φαινόταν καλύτερα απ’ όταν την είχε δει στο πάρκο. Τα μακριά μαλλιά της έπεφταν σε απαλά κύματα γύρω από το πρόσωπό της, ενώ μια ελαφριά στρώση μάσκαρας τόνιζε τα μπλε μάτια της. Έφερε ένα σετ τσαγιού με ροζ και μπλε σχέδια και πρόσφερε ένα φλιτζάνι στην Τόρι. «Ευχαριστώ που ήρθες. Ξέρω πως όλα φαίνονται κάπως τρελά.» Η φωνή της ακουγόταν λεπτή και τσιριχτή, και η Τόρι έπρεπε να γείρει προς τα εμπρός για να καταλάβει τι έλεγε. Είχε νευρικότητα. «Όχι, καθόλου» αποκρίθηκε η Τόρι. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα, γιατί έπρεπε να περάσει τρεις μέρες χωρίς πολύ ύπνο, για να κάνει την περισσότερη από τη δουλειά της, έτσι ώστε να μπορέσει να πάρει το τρένο την Πέμπτη το απόγευμα για τη Νέα Υόρκη. Είχε ελέγξει διεξοδικά τη δουλειά της Μελίσα και είχε ανακουφιστεί όταν ανακάλυψε πως είχε δίκιο· κανείς νόμος δεν τη σταματούσε απ’ το να μοιραστεί τις γνώσεις της με το Σόλεν. Η Μελίσα έβαλε τσάι στα φλιτζάνια. Οι κινήσεις της ήταν γρήγορες και τα χέρια της έτρεμαν. Τα ακούμπησε στα πόδια της και πήρε μια βαθιά ανάσα προτού κοιτάξει την Τόρι. «Λοιπόν… ποια είναι η γνώμη σου;» «Για το Σόλεν; Λοιπόν, πήρα τηλέφωνο τον Γκαρθ και είπε πως θα σε συναντήσει.» Η Μελίσα ανέπνευσε κοφτά. «Αλλά με θέλει και εμένα εκεί» συνέχισε η Τόρι. «Όχι πως γνωρίζω το επάγγελμα της ρομποτικής, μα έχει μερικές ερωτήσεις για το λόγο που θέλεις τόσο πολύ να δουλέψεις για εκείνον, και νομίζω πως πιθανότατα πρέπει ν’ αποφασίσουμε πόσο από την ιστορία σου θέλεις να πεις.» «Κατάλαβα.» Η Μελίσα έβαλε προσεκτικά ζάχαρη στον καφέ της Τόρι. «Έχεις δίκιο, φυσικά. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Ελπίζω να ξέρεις πόσο πολύ το εκτιμώ αυτό. Αν δε σε γνώριζα τις προάλλες… λοιπόν, ποτέ δε θα σκεφτόμουν να κάνω κάτι τέτοιο.» Η Τόρι αποφάσισε να μην της πει ότι προτιμούσε το τσάι της σκέτο. «Ειλικρινά, πιθανότατα να μην είχα ασχοληθεί, αλλά φαίνεται πως μακροπρόθεσμα θα κάνεις μεγάλη χάρη στον Γκαρθ. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα για εκείνον είναι να δοκιμάσει κάτι στο εργαστήριό του που εσύ ήδη ξέρεις ότι είναι χάσιμο χρόνου.»
«Δεν ξέρω σίγουρα αν μπορώ να το κάνω.» Η Μελίσα έδωσε το φλιτζάνι στην Τόρι, με τρεμάμενα χέρια. «Εγώ και ο Μαρκ πάντα δουλεύαμε μαζί, πριν. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα είμαι μόνη μου.» Η Τόρι άφησε το φλιτζάνι και χτύπησε απαλά το χέρι της Μελίσα. «Δε θα είσαι μόνη σου. Ο Γκαρθ θα είναι εκεί, επίσης. Είναι απίστευτα ευφυής, όμως χωρίς ίχνος εγωισμού. Και θα είμαι και εγώ τριγύρω. Μπορείς να μου πεις αν χρειαστείς κάτι.» Η Μελίσα χαμογέλασε για πρώτη φορά. «Δε μου αξίζει η βοήθειά σου.» «Αυτό κάνουν οι γυναίκες» είπε η Τόρι. «Βοηθάμε η μια την άλλη. Ειδικά όταν είναι να ξεπεράσεις άχρηστους πρώην. Αλλά δεν είμαι σίγουρη πως χρειάζεσαι τη βοήθειά μου, έτσι κι αλλιώς.» Έδειξε μια φωτογραφία του Μπριτ και της Μελίσα πάνω σ’ ένα ράφι. «Έχεις πιο ισχυρούς φίλους από μένα.» Η Μελίσα έγειρε πίσω στον καναπέ και έτριψε τα μάτια της. Όταν τα άνοιξε, δάκρυα κυλούσαν στις άκρες τους. Τα σκούπισε και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει. «Δεν έχεις ιδέα πόσο σκληρό είναι να είσαι το πιο ανεπαρκές μέλος της οικογένειας Μπένσερ. Είχα τρεις αδελφούς να με παρακολουθούν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όλοι τους πιο σίγουροι, πιο συγκροτημένοι και πιο επιτυχημένοι από εμένα. Ο Μπριτ είναι ο χειρότερος. Είναι μόνο επτά χρόνια μεγαλύτερός μου, αλλά νομίζεις πως είναι είκοσι.» «Αλήθεια;» Η Τόρι καθάρισε το λαιμό της. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε, ήταν να μιλάει για τον Μπριτ. «Λοιπόν, ας πούμε μερικά πράγματα για αύριο. Θα συναντηθούμε στο ξενοδοχείο-» «Έβαλε στο μυαλό του κάποια στιγμή πως οι γονείς μας δεν ήταν και πολύ καλοί στη δουλειά τους» συνέχισε η Μελίσα «οπότε, αποφάσισε να πάρει τη θέση τους. Δεν μπορώ να σου πω πόσο εκνευριστικό είναι. Από τη στιγμή που ήρθα στη Νέα Υόρκη, άρχισε να με προσέχει λες και ήμουν καμιά σπασμένη κούκλα. Του έλεγα συνέχεια πως ήθελα χώρο, μα ποτέ δε με άκουσε. Και έπειτα, σε έμπλεξε και εσένα. Ένιωσα απαίσια γι’ αυτό. Αλλά υποθέτω πως δεν πρέπει να τον κατηγορήσω τελείως. Εκείνος μου έδωσε την ιδέα να το κάνω αυτό.» «Εντάξει, οπότε για αύριο-» «Είναι πραγματικά πολύ ευγενικός, ξέρεις, κάτω από αυτές τις αφεντικίστικες αηδίες» συνέχισε η Μελίσα, λες και η Τόρι δεν είχε μιλήσει. «Και λατρεύει τα παιδιά. Τον είδες πώς ήταν με την Ντέλια. Θα γίνει υπέροχος πατέρας κάποια μέρα. Δεν έχω ιδέα γιατί είναι τόσο τρομοκρατημένος με το να βγαίνει με κάποια με μυαλό.» Φαινόταν αρκετά ξεκάθαρο στην Τόρι, αλλά υπέθεσε πως θα ήταν καλύτερα να μην της το πει. «Το δωμάτιο συνεδρίων είναι στο δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου. Δεν είναι χαριτωμένο, όμως σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερο να βρούμε ένα ουδέτερο μέρος.» Η Μελίσα ένευσε καταφατικά. «Τέλεια. Ο Μπριτ είναι πιο γκρινιάρης και από μια αρκούδα αυτές τις δυο βδομάδες, ξέρεις. Έτοιμος να μου ξεριζώσει το κεφάλι έτσι και αναφέρω έστω και το όνομά σου. Νόμιζα πως θα έκαιγε κανένα εγκεφαλικό κύκλωμα τις προάλλες στο δείπνο, όταν ο Ρος τον πείραζε για σένα. Τότε κατάλαβα ότι κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει. Ξέρω πως είπες πως δε βγαίνατε μαζί, αλλά, εεε… υποθέτω πως δεν… εννοώ, άλλαξε κάτι;»
Να το. Η ερώτηση που η Τόρι υποπτευόταν πως θα γινόταν. «Όχι» αποκρίθηκε αδιάφορα. «Χμμμ… είσαι σίγουρη γι’ αυτό, έτσι; Γιατί ξέρω ότι φαίνεται πως βγήκε μαζί σου εξαιτίας μου, αλλά νομίζω πως υπάρχουν περισσότερα.» «Είμαι σίγουρη. Τώρα, μπορούμε, σε παρακαλώ, να μιλήσουμε για το λόγο που έχω έρθει; Έχουμε μόνο απόψε, και θέλω να είμαι σίγουρη ότι θα πούμε τα ίδια πράγματα.» Η Μελίσα αναστέναξε, μα δεν ανέφερε ξανά τον Μπριτ. *** Ήταν περασμένες δέκα όταν η Τόρι σηκώθηκε και έτριψε τα μάτια της. Μόλις η Μελίσα κατάφερε να ξεπεράσει τη νευρικότητά της, επικοινωνούσαν με άνεση και η συζήτηση πήγε σύντομα πέρα από το να ετοιμαστούν απλώς για μια συνέντευξη. Το πρόγραμμα της Τόρι δεν της άφηνε πολύ χρόνο για φίλους, και συνειδητοποίησε πως είχε μήνες –χρόνια;– να κάτσει με μια άλλη γυναίκα και να μιλήσει. Έφαγαν δείπνο και κατάφεραν να πιουν δυο μπουκάλια κρασί. Η Μελίσα τής είπε τα πάντα για τον πρώην της, το Μαρκ, ενώ η Τόρι βρέθηκε να εξομολογείται πράγματα για τη μητέρα της που δεν τα είχε πει ποτέ σε κανέναν. Τελικά, δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί πως το σώμα της χρειαζόταν ύπνο. «Κοίτα. Δε θέλω να το πω, αλλά νιώθω ζαλισμένη και τα μάτια μου έχουν αρχίσει να κλείνουν. Πρέπει να ξεκουραστώ λίγο πριν από το ραντεβού μας αύριο, αλλιώς θα ντροπιάσω και τις δυο μας.» Η Μελίσα κοκκίνισε. «Λυπάμαι. Αρχίζω να μιλάω για διάφορα και ξεχνάω πότε να σταματήσω. Θα σου καλέσω αμέσως ένα ταξί.» «Μην απολογείσαι» είπε η Τόρι χαμογελώντας. «Ήταν η καλύτερη νύχτα που έχω περάσει εδώ και αρκετό καιρό.» Ακούστηκε το κουδούνι. Η Τόρι αναπήδησε με τον απρόσμενο θόρυβο. Η Μελίσα πήγε σε μια συσκευή ενδοεπικοινωνίας δίπλα στην πόρτα και πίεσε ένα κουμπί. «Παρακαλώ;» «Μελίσα, άνοιξέ μου.» Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει ξέφρενα τη στιγμή που άκουσε τη φωνή του. Βαθιά, πλούσια, ήταν σα να έλεγε: «Γείρε πίσω. Άσε με να σε φροντίσω», όπως είχε κάνει μέσα στο γραφείο του Σαμ Χουό. «Μπριτ, τι κάνεις εδώ; Είμαι έτοιμη να φύγω» είπε η Μελίσα. «Πού θα πας; Να σε πάω με το αυτοκίνητο.» Η Μελίσα άφησε το κουμπί και κοίταξε ερωτηματικά την Τόρι. «Σε παρακαλώ» της είπε η Τόρι, μισώντας την απόγνωση στη φωνή της. «Θα ήταν πιο εύκολο αν δε συναντιόμασταν.» «Γιατί δεν τρώμε δείπνο μαζί αύριο;» του πρότεινε η Μελίσα από το άσπρο κουτί.
«Γιατί ο Ρος μού είπε πως κάτι θα γίνει αύριο το πρωί που δεν ήθελες να μου το πεις, και ανησύχησα ότι τηλεφώνησες στο κάθαρμα τον πρώην σου. Σε έπαιρνα τις τελευταίες δυο ώρες, αλλά δε σήκωνες το κινητό σου. Είτε θα με αφήσεις ν’ ανέβω τώρα, ή θα περιμένω εδώ μέχρι να κατέβεις.» Η Μελίσα άφησε το κουμπί και κοίταξε την Τόρι. «Λυπάμαι. Είπα στο Ρος πως θα ερχόσουν στην πόλη. Πραγματικά σε συμπάθησε. Αλλά του είπα να μην πει στον Μπριτ τι συμβαίνει.» Ξαναπάτησε το κουμπί. «Κοίτα, Μπριτ, δεν πήρα το Μαρκ, εντάξει; Μπορείς να πας σπίτι τώρα.» «Μελίσα, πρέπει να σου μιλήσω. Άσε με ν’ ανέβω.» Η φωνή του ακούστηκε απειλητική και ήταν ανεξήγητα τρομακτικό. Η Τόρι μάζεψε ό,τι είχε απομείνει από το κουράγιο της. Δεν υπήρχε λόγος να αφήνει τη Μελίσα να δίνει τις δικές της μάχες. Πήγε προς τη Μελίσα και πάτησε το κουμπί. «Μπριτ. Η Τόρι είμαι. Εγώ και η Μελίσα έχουμε μια συνάντηση με το Σόλεν αύριο. Είσαι ευχαριστημένος;» Έγινε μια μεγάλη παύση. Έπειτα ακούστηκε: «Τόρι;» «Ναι, η Τόρι» αποκρίθηκε θυμωμένα η Μελίσα στον τοίχο, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της προκλητικά, λες και εκείνος στεκόταν δίπλα της. «Οπότε, καταλαβαίνεις πως είμαι μια χαρά.» «Η Τόρι είναι τώρα εκεί;» Η Μελίσα γύρισε προς την Τόρι και σήκωσε ψηλά τα χέρια της. «Συνήθως δεν είναι τόσο νευρικός.» Με μια αίσθηση σίγουρης καταδίκης, η Τόρι πήρε την τσάντα της και το χαρτοφύλακά της και χαμογέλασε βεβιασμένα στη Μελίσα. «Μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε και τώρα, έτσι; Δεν υπάρχει λόγος να το καθυστερούμε.» Αν και ήξεραν η μια την άλλη πολύ λίγο καιρό, το γρήγορο σφίξιμο της Μελίσα στο μπράτσο της το ένιωσε λες και ήταν μια παλιά καλή της φίλη. «Κάνει σαν πεντάχρονο» είπε η Μελίσα. «Είναι πιο κακός με τα κορίτσια που του αρέσουν πραγματικά.» «Γιατί αυτό δε με κάνει να νιώθω καλύτερα;» ρώτησε η Τόρι. Κατέβηκαν τις σκάλες και η καρδιά της Τόρι χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα σε κάθε βήμα. Την τελευταία φορά που είχε δει τον Μπριτ, είχε φτάσει πολύ κοντά στο να της κλέψει το τελευταίο ίχνος περηφάνιας και αξιοπρέπειας που είχε. Αλλά απόψε θα ήταν διαφορετικά. Θα ήταν ψυχρή και συγκροτημένη. Δε θα τον άφηνε να την ταράξει. Δεν ήσουν τίποτα περισσότερο από ένα ζεστό σώμα, Μπριτ Μπένσερ… Όταν έφτασαν στην είσοδο, η Τόρι είδε τον Μπριτ στην μπροστινή πόρτα. Φαινόταν απειλητικός κάτω από το μοναδικό κίτρινο φως της εισόδου. «Θα πάω πρώτη» είπε η Μελίσα. Ευγνώμων για την παρουσία της, η Τόρι έκανε πίσω πρόθυμα. «Γιατί δε φυλάς τις σκηνές για την επόμενη συνάντηση των Ανώνυμων Μεγάλων Αδελφών;»
του είπε ειρωνικά η Μελίσα όταν βρέθηκαν και οι τρεις τους στο στενό κεφαλόσκαλο. Ο Μπριτ δεν έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες του σκούρου παντελονιού του. Πρέπει να είχε έρθει κατευθείαν από το γραφείο, αφού φορούσε ακόμα το σκούρο μπλε κουστούμι του, αν και χωρίς γραβάτα, και το πάνω κουμπί του πουκαμίσου του ήταν ξεκούμπωτο. Η Τόρι δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει όταν τον είδε. Τίποτα περισσότερο από ένα ζεστό σώμα… Ο Μπριτ χαμογέλασε συγκρατημένα, τραβώντας το βλέμμα της Τόρι στα αισθησιακά χείλη του. «Ξαναγύρισες» είπε, εστιάζοντας το καυτό βλέμμα του στην Τόρι. «Δεν ήρθα για σένα» είπε, ελπίζοντας να μην ακούσει το τρέμουλο στη φωνή της. «Ήρθα για τη Μελίσα.» Ο Μπριτ γύρισε προς την αδελφή του. «Μπορείς να ξανανέβεις πάνω. Θα πάω την Τόρι στο σπίτι της.» Η Μελίσα τούς κοίταξε. «Είναι κουρασμένη. Θα της φώναζα ένα ταξί.» «Η Τόρι και εγώ πρέπει να μιλήσουμε» επέμεινε εκείνος. «Δε φεύγω» αρνήθηκε η Μελίσα πεισματικά. «Μη γίνεσαι γελοία» είπε, με τη φωνή του ν’ ακούγεται με αυτό τον πειστικό, καθησυχαστικό τόνο που η Τόρι θυμόταν τόσο καλά. «Έχω τον οδηγό μου εδώ. Μπορούμε να αφήσουμε την Τόρι στο ξενοδοχείο της. Δεν υπάρχει λόγος να πληρώσει ταξί.» Η Τόρι ήθελε να ουρλιάξει «όχι», αλλά η περηφάνια της κράτησε χαμηλό τον τόνο της φωνής της. «Θα προτιμούσα ένα ταξί.» «Τώρα αυτό είναι καθαρή χαζομάρα» είπε ο Μπριτ. «Εκτός και αν είσαι πολύ νευρική για να είσαι στο ίδιο αυτοκίνητο μαζί μου.» «Είσαι τραμπούκος, το ξέρεις;» παρενέβη η Μελίσα. «Παράτα τα, αδελφούλα. Ξέρω πως δε θέλεις να κατασκηνώσω στην πόρτα σου» είπε ο Μπριτ και έγειρε στο κάγκελο της σκάλας με αυτοπεποίθηση. Η Τόρι έφτιαξε την τσάντα στον ώμο της και παραδόθηκε στο αναπόφευκτο. Με μια προσπάθεια παρηγορητικού χαμόγελου, χτύπησε φιλικά τη Μελίσα στον ώμο. «Αυτό είναι γελοίο. Δεν υπάρχει λόγος να μαλώνετε για ένα απλό ταξί. Δε θα με σκοτώσει να πάω στο ξενοδοχείο μαζί του. Πρέπει να κοιμηθείς.» «Αν είσαι σίγουρη» είπε η Μελίσα, κοιτάζοντας τον Μπριτ. «Είμαι σίγουρη. Θα σε δω αύριο στις οκτώ.» Αφού αναστέναξε ανήσυχα, αγκάλιασε την Τόρι, κοίταξε αποδοκιμαστικά τον αδελφό της και μπήκε μέσα. Η Τόρι ίσιωσε τους ώμους της και σκέφτηκε το μονόλογό της με τη μητέρα της πριν από μερικές μέρες. Είπες πως έμαθες το μάθημά σου. Τώρα απόδειξέ το. Εκείνος έκανε να πιάσει το χαρτοφύλακά της. «Γιατί δε μ’ αφήνεις να πάρω την τσάντα σου;»
«Όχι.» Την κράτησε πιο σφιχτά πάνω της. Το μαύρο αυτοκίνητο εμφανίστηκε μπροστά τους. Ο Μπριτ τής άνοιξε την πόρτα για να μπει. «Εντάξει. Μετά από σένα.» Η Τόρι μπήκε μέσα προσεκτικά, για να μην τον αγγίξει, και έβαλε το χαρτοφύλακα ανάμεσά τους σαν εμπόδιο. Ο Μπριτ έκλεισε την πόρτα. «Πού πάμε;» τη ρώτησε. «Στο ξενοδοχείο Χάιατ.» «Δεν είσαι πολύ περιπετειώδης.» «Είμαι πολύ περιπετειώδης» τον διόρθωσε. «Δεν ξανακάνω αυτό το λάθος.» Ο Μπριτ έγειρε μπροστά και είπε κάτι στον οδηγό, έπειτα γύρισε και την κοίταξε. «Δε δεχόσουν τα τηλεφωνήματά μου.» «Σου είπα, δεν ήθελα καμία άλλη σχέση μαζί σου.» Στο σκούρο εσωτερικό του αυτοκινήτου, η παρουσία του φάνταζε πιο πληθωρική και πιο απειλητική. «Είπα ότι λυπάμαι. Τι περισσότερο μπορώ να κάνω;» «Τι θα έλεγες να με άφηνες ήσυχη; Ξέρω πως σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, αλλά μερικές γυναίκες πραγματικά δεν ενδιαφέρονται για την προσοχή σου. Τυχαίνει να είμαι μια από αυτές.» Εκείνος άπλωσε το χέρι του πάνω από το χαρτοφύλακά της και το πέρασε απαλά πάνω από το μπράτσο της. «Οπότε, δεν ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό;» Ο κενός χώρος ανάμεσά τους συρρικνώθηκε και νευρική αναμονή κατέκλυσε το κορμί της. «Ακριβώς» αποκρίθηκε εκείνη. «Γι’ αυτό;» Πήρε το χέρι της αδιαμαρτύρητα και χάιδεψε το απαλό δέρμα της μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη της. «Σίγουρα όχι.» Η Τόρι ευχήθηκε να μπορούσε να τραβήξει το χέρι της από τα δικά του, όμως ένιωσε αβοήθητη κάτω από το ρυθμικό χάιδεμά του. «Είσαι η πιο πεισματάρα γυναίκα που έχω γνωρίσει.» «Είσαι ψεύτης και απατεώνας» ψιθύρισε εκείνη. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της τη μητέρα της, αλλά το απαλό, ρυθμικό άγγιγμα του Μπριτ κατέκλυσε κάθε γωνία του μυαλού της. Δε μίλησαν για αρκετή ώρα, η θέρμη κυρίευε σταδιακά κάθε σπιθαμή του κορμιού της, μέχρι που το σώμα της προσδοκούσε το επόμενο άγγιγμά του, για μια πιο βαθιά, πιο ουσιαστική επαφή. «Θα πάω στη Σκοτία» είπε εκείνος ξαφνικά. «Μου το είπε η Μπέτσι.»
«Θα φύγω σε ένα μήνα.» Η αποφασιστικότητα στη φωνή του διαπέρασε τη ζάλη της ευχαρίστησης που είχε δημιουργήσει το άγγιγμά του. «Και τι θα γίνει με την Έξκορπ;» «Θα πάρω μια άδεια επ’ αόριστον.» Άφησε το χέρι της και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. «Το ανακοίνωσα σήμερα στο συμβούλιο.» Η Τόρι ανασηκώθηκε. «Αλήθεια; Υποθέτω πως έπρεπε να το είχα μαντέψει απ’ τον τρόπο που μιλούσες τις προάλλες. Αλλά γιατί;» «Εξαιτίας σου.» Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. «Συνειδητοποίησα, αφότου έφυγες, πως φερόμουν σαν κόπανος. Δεν έπρεπε ποτέ να προσπαθήσω να ξεγελάσω εσένα και τη Μελίσα με αυτό τον τρόπο. Προσπαθούσα να διαχειριστώ τη ζωή της Μελίσα. Και πολλές άλλες, επίσης.» Το βλέμμα του χαμήλωσε στην μπλούζα της. Εκείνη προσπάθησε να κοιτάξει αλλού, μα δεν τα κατάφερε. «Τι σχέση έχει αυτό με την Έξκορπ;» «Ανέλαβα την Έξκορπ όπως ανέλαβα και την οικογένειά μου. Αλλά όπως μου λέει η Μελίσα αρκετές φορές τη μέρα, έχει μεγαλώσει πια, και η Έξκορπ το ίδιο. Ποτέ δεν έχω κάνει διακοπές, Τόρι. Ποτέ. Αλλά θα ’πρεπε. Γι’ αυτό συνέχισα να σε παίρνω τηλέφωνο. Ήθελα να σου πω ότι συνειδητοποίησα πόσο ηλίθια φέρθηκα. Άρχισα να κάνω σχέδια για να φύγω τη μέρα που έφυγες.» «Α!» Η Τόρι έγειρε πίσω στο κάθισμα, προσπαθώντας να χωνέψει αυτά που της έλεγε. Την είχε πάρει για να της ζητήσει συγνώμη που είχε φερθεί ηλίθια, και όχι επειδή ήθελε να τη δει ξανά. Και τώρα θα έφευγε για Σκοτία. «Πόσο καιρό θα λείπεις;» Εκείνος γέλασε και έτριψε το πρόσωπό του. «Δεν έχω ιδέα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο υπέροχα νιώθω. Ίσως ένα μήνα. Ίσως δύο. Θα ταξιδέψω, θα μιλάω με προφορά, και ίσως ν’ αφήσω μούσι.» «Φανταστικά» είπε η Τόρι. Χαμογέλασε βεβιασμένα. «Δεν το πιστεύω πως θα το κάνεις στ’ αλήθεια. Αυτό είναι, που λέμε, ν’ ανακτήσεις τη χαμένη νιότη σου.» Ο Μπριτ γέλασε και άνοιξε τα μάτια του. «Το ξέρω, είναι τρελό. Αλλά αρκετά για μένα. Πώς κατέληξες στο σπίτι της Μελίσα; Όταν έμαθα από το Ρος ότι είχε κάποια συνάντηση αύριο, νόμιζα πως θα μου στρίψει. Ξέρω ότι είπα πως θα της φερόμουν όπως σε ενήλικα, όμως φοβήθηκα πως θα γυρίσει πίσω σε αυτό το κάθαρμα το Μαρκ.» «Με πήρε τηλέφωνο πριν από μερικές μέρες.» Η Τόρι τού εξήγησε το σχέδιο της Μελίσα για να βοηθήσει τα Εργαστήρια Σόλεν. «Δεν μπορώ να εγγυηθώ πως θα την προσλάβει, αλλά νομίζω πως είναι καταπληκτικό που προσπαθεί. Τουλάχιστον, θα τη βοηθήσει να βγει από το σπίτι.» Ένα πλατύ χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του. «Αυτό είναι θαυμάσιο. Δεν μπορώ να σου πω πόσο χαρούμενο με κάνει. Αν και έχω μια ανησυχία.» Η φωνή του ακούστηκε σοβαρή. «Τι;»
«Τώρα που δεν υπάρχει η αμφιβολία αν τα κίνητρά μου είναι αγνά, αυτό σημαίνει πως μπορώ να σε ξαναδώ;» Επικίνδυνη περιοχή. Λες και μαδούσες τα πέταλα μιας μαργαρίτας. Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά… «Σου είπα πως δε θα το ξανάκανα αυτό, Μπριτ.» Το βλέμμα του γλύκανε. «Αυτό ήταν επειδή ήσουν πληγωμένη. Το καταλαβαίνω. Όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά τώρα. Καταλαβαίνεις πως είμαι άντρας και είμαι προορισμένος να κάνω ηλίθια πράγματα. Το φιάσκο με τη Μελίσα ήταν ένα απ’ αυτά.» Το χαμόγελό του έσβησε και ένα σοβαρό, πεινασμένο βλέμμα πήρε τη θέση του, αφήνοντάς τη να τρέμει. «Εξαιτίας της επιθυμίας μου να φτιάξω τις ζωές όλων εκτός από τη δική μου, σου δόθηκε η εντύπωση πως δε σε θέλω πραγματικά. Που είναι βλακείες. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να θέλω περισσότερο.» Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Η Τόρι κοίταξε έξω αλλά δεν είδε τα φώτα του ξενοδοχείου. Αντίθετα, είδε τη λάμψη ενός φαναριού. Κούνησε το κεφάλι της, αν και δεν είχε εκπλαγεί πραγματικά. «Δεν είναι αυτό το ξενοδοχείο μου.»
Κεφάλαιο Δεκαέξι Τουλάχιστον είχε την αξιοπρέπεια να δείχνει ντροπιασμένος. «Έχεις δίκιο. Είναι το σπίτι μου. Ήλπιζα…» Πάλεψε με το χαμόγελο που ήθελε να εμφανιστεί στο πρόσωπό της. Με αγαπάει… «Δε δέχεσαι το “όχι” σαν απάντηση, έτσι;» «Μου υποσχέθηκες ένα Σαββατοκύριακο και το μόνο που πήρα ήταν μια μέρα. Μου χρωστάς άλλη μια νύχτα.» «Δε σου χρωστάω τίποτα.» Ο Μπριτ βγήκε από το αυτοκίνητο και της πρόσφερε το χέρι του. «Είχαμε κάνει μια συμφωνία. Ως δικηγόρος, πρέπει να το σεβαστείς αυτό.» «Ποτέ δεν υπέγραψα τίποτα.» «Ήταν προφορική συμφωνία. Ισχύει πλήρως.» «Θεέ μου, σώσε με από τους διευθυντές που το παίζουν δικηγόροι.» Βόγκηξε, αλλά το χέρι της γλίστρησε μέσα στο δικό του. Φερόταν ηλίθια. Ανεύθυνα. Είχε ορκιστεί να μείνει μακριά του. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ζεστό σώμα, μαμά. Δε θα την πατήσω μαζί του. Το ορκίζομαι. Είχαν φτάσει σχεδόν μέχρι το ασανσέρ όταν ο Μπριτ έβαλε κτητικά το ένα του χέρι γύρω από τη μέση της και με το άλλο χάιδεψε το πιγούνι της. Ο αντίχειράς του χάιδεψε τα χείλη της και εκείνη έκλεισε τα μάτια. «Διάολε, Μπριτ.» Τα δροσερά χείλη του ακολούθησαν τον αντίχειρά του. Το σώμα της Τόρι σφίχτηκε, αλλά δεν τραβήχτηκε μακριά του. Ο Μπριτ βάθυνε το φιλί του, διεκδικώντας τη με την αυτοπεποίθηση ενός άντρα που δεν περιμένει καμία αντίσταση. Θυμός την κατέκλυσε, με απροσδόκητη ορμή. Πάντα εκείνος είχε τον έλεγχο. Για μια φορά, ήθελε να είναι εκείνη που θα τον είχε. Του δάγκωσε ελαφρά τα χείλη και τον πείραζε με απαλά φιλιά, μέχρι που εκείνος βόγκηξε ανυπόμονα και πίεσε το στόμα του στο δικό της. Κάτι δυναμικό κατέλαβε το κορμί της, αφήνοντάς την αιχμάλωτη σε ένα άγνωστο αίσθημα οργής και πόθου. Πιάνοντας το πρόσωπό του, βύθισε τη γλώσσα της μέσα στο στόμα του, και έπειτα τραβήχτηκε πίσω όταν εκείνος πήγε να ανταποδώσει. «Σκοπεύεις να με τιμωρήσεις, έτσι;» της ψιθύρισε, ανασαίνοντας βαριά. «Σου αξίζει να τιμωρηθείς;» «Διάολε, ναι.» Γλίστρησε πιο χαμηλά τα χέρια του και έπιασε τους γοφούς της και την πίεσε πάνω στους μηρούς του. «Άφησέ με να επανορθώσω. Τα θαλάσσωσα, ναι, μα δε θα μπορούσα να το προσποιηθώ αυτό. Σίγουρα το ξέρεις αυτό.»
Η Τόρι, ακόμα επηρεασμένη από το πάθος, τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, πίεσε τους μηρούς της πάνω στον ερεθισμό του, κι έπειτα απομακρύνθηκε επίτηδες. Όταν η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε, βγήκε πρώτη, τονίζοντας το κούνημα των γοφών της. Την ακολούθησε ένα βήμα πιο πίσω και την πλησίασε πιάνοντας το στήθος της. Όταν οι αντίχειρές του πέρασαν πάνω από τις θηλές της, εκείνη σταμάτησε και τον άφησε να την αγγίξει, έπειτα ανέβασε τα χέρια της και διέκοψε την επαφή. «Όχι ακόμα» είπε αργόσυρτα. «Θα πρέπει να περιμένεις.» Ο Μπριτ άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα. Εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω τους και άρπαξε τα πέτα του σακακιού του, αφαιρώντας το από τους ώμους του. Το απαλό βαμβάκι έπεσε στο πάτωμα με ένα θρόισμα. Εκείνος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, όμως η Τόρι τον σταμάτησε με το χέρι της. «Όχι» του είπε. Τρέμοντας, έβγαλε το σακάκι της και έπειτα τη λεπτή μπλούζα της. Τα στήθη της έκαιγαν για το άγγιγμά του, οπότε πέρασε τα χέρια της πάνω από το ερεθισμένο δέρμα της, χαϊδεύοντας τις ήδη πρησμένες κορυφές τους. Ο Μπριτ έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, με το βλέμμα του θολό. «Είσαι καταπληκτική» είπε βραχνά. «Σε παρακαλώ. Άφησέ με να σε αγγίξω.» Εκείνη τον έπιασε σφιχτά από το πουκάμισο και τράβηξε το πρόσωπό του πάνω στο δικό της, επιτρέποντάς του μόνο ένα σύντομο φιλί πριν τον σπρώξει μακριά. «Ακολούθησέ με.» Η Τόρι κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα, βγάζοντας τα παπούτσια της και έπειτα το σουτιέν της καθώς προχωρούσε. Όταν έφτασε στο δωμάτιο του Μπριτ, γύρισε και τον είδε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του. «Ωραία» του είπε, περνώντας τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της. «Πολύ ωραία.» «Τόρι-» «Όχι!» Η φωνή της ακούστηκε λες και μίλαγε κάποια ξένη. «Δε φτιάχνεις απόψε εσύ τους κανόνες. Εγώ το κάνω.» Ξεκούμπωσε το παντελόνι της και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Ύστερα, ανέβηκε στο κρεβάτι, και βολεύτηκε στα μαξιλάρια, για να τον βλέπει που στεκόταν μπροστά της. Αργά, με το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό της, ο Μπριτ έβγαλε και τα υπόλοιπα ρούχα του. Η Τόρι χάιδευε τα στήθη της καθώς τον παρακολουθούσε, με το μυαλό και το σώμα της παραδομένα στο κύμα της ανάγκης και της δύναμης που την είχε κατακλύσει. Τελικά, εκείνος πλησίασε στο κρεβάτι. Τα μάτια της πλανήθηκαν στο όμορφο δέρμα του, στις τρίχες του στήθους του και στο δυνατό ερεθισμό του. «Μπορώ;» τη ρώτησε βραχνά. Η Τόρι ένευσε καταφατικά. Τίποτα δεν μπορούσε τώρα να την ικανοποιήσει εκτός από εκείνον. Ξάπλωσε το κεφάλι της πίσω στα μαξιλάρια, έκλεισε τα μάτια της και έβαλε τα χέρια της κάτω από το κεφάλι της. Το κρεβάτι βαθούλωσε όταν εκείνος γονάτισε δίπλα της. Μπορούσε να νιώσει τη θέρμη που έβγαινε από μέσα του, χαϊδεύοντας το δέρμα της σαν απαλό χάδι. Γλίστρησε το ένα του χέρι στα πλευρά της και εκείνη ανατρίχιασε.
Με αγωνιώδεις, σταθερές κινήσεις, ο Μπριτ χάιδεψε το ευαίσθητο δέρμα του στήθους της, έπειτα χάιδεψε με τη γλώσσα του τη θηλή της. Η απαλή πίεση των χειλιών του έκανε τους μηρούς της να κινηθούν σπασμωδικά. «Κι άλλο» του είπε προστακτικά. «Πιο δυνατά.» Ο Μπριτ υπάκουσε, ασκώντας περισσότερη πίεση και θέρμη πάνω στην τρυφερή σάρκα της. Όταν απαλά βογκητά άρχισαν να βγαίνουν από το στόμα της, πέρασε το ένα χέρι του πάνω από τα πλευρά της και προς τα κάτω στο σώμα της. «Σε φανταζόμουν έτσι, εδώ και δυο εβδομάδες» της ψιθύρισε. «Δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου.» Τα δάχτυλά του γαργάλησαν το στομάχι της και γλίστρησαν προς την απαλή δαντέλα του εσώρουχού της. Απαλά φιλιά ακολουθούσαν το μονοπάτι των χεριών του. Κρατώντας το σώμα της απόλυτα ακίνητο, η Τόρι επέτρεψε στη μαγεία του στόματός του ν’ απομακρύνει τον πόνο και το θυμό, αφήνοντας μόνο μια σταθερά αυξανόμενη ανάγκη. Όταν η ζεστή ανάσα του χάιδεψε το κάτω μέρος του σώματός της, εκείνη βόγκηξε και πίεσε τους γοφούς της πάνω του. Ο Μπριτ έσπρωξε απαλά τα γόνατά της. «Άνοιξε για μένα, Τόρι. Άσε με να σ’ αγαπήσω.» Γεμάτη επιθυμία, άφησε τα πόδια της να ανοίξουν και του πρόσφερε τον εαυτό της. Η καρδιά της αναπήδησε όταν εκείνος πήρε μια βαθιά, κοφτή ανάσα. Η Τόρι φαντάστηκε τις δικές της απαλές, υγρές, ροζ πτυχές που είχαν ανοίξει για εκείνον, και κύρτωσε την πλάτη της, αναγκάζοντας τους μυς της να χαλαρώσουν. Ο Μπριτ γλίστρησε πάνω της, αναπνέοντας ήρεμα πάνω στην απαλή, υγρή σάρκα της, μέχρι που η Τόρι έμπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του και πίεσε το κεφάλι του πάνω της. Εκείνος άνοιξε τις πτυχές του ευαίσθητου δέρματός της και άφησε τη γλώσσα του να τη χαϊδέψει. Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να ουρλιάξει, την κοίταξε με μια λάμψη στα μάτια του. «Να συνεχίσω;» «Ναι» του απάντησε, με τη φωνή της μεταξύ βογκητού και κραυγής. Μετακινήθηκε πάνω στο σώμα της, σταματώντας λίγο για να χαϊδέψει τις ερεθισμένες θηλές της. Η Τόρι περίμενε να δει ατμό να αναβλύζει ανάμεσά τους, όταν εκείνος κούνησε τους γοφούς του και η θέρμη του ερεθισμού του άγγιξε τη ζεστή υγρασία ανάμεσα στα πόδια της. Ξάπλωσε πάνω της. Κάθε του άγγιγμα ήταν λες και τη διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα, και έκανε τους γοφούς της να κινούνται σπασμωδικά προς το μέρος του. Οι θηλές της έτρεμαν καθώς κουνιόταν, και ο Μπριτ κάλυψε τη μία με το στόμα του, απαλά στην αρχή, και έπειτα δυνατότερα, μέχρι που εκείνη βόγκηξε και έμπλεξε τα χέρια της στα μαλλιά του. «Ναι» είπε ξέπνοη «σε παρακαλώ, ναι.» Ένα μονοπάτι φιλιών τον πήγε από τα στήθη της στο απαλό δέρμα του στομαχιού της. Με το ένα του χέρι άγγιξε τα στήθη της, βασανίζοντάς την, καθώς το στόμα του κινιόταν χαμηλότερα. Όταν η γλώσσα του επέστρεψε στην ερεθισμένη σάρκα της, εκείνη κούνησε τους γοφούς της προς το μέρος του, ουρλιάζοντας από τον πόθο. Το δέρμα του τεντώθηκε κάτω από τα δάχτυλά της, οι μύες του συσπάστηκαν κάτω από τα νύχια της, αλλά η Τόρι δεν ήθελε να τελειώσει έτσι. Τον ήθελε μέσα της, να την οδηγήσει στη λήθη. Εκστασιασμένη από τον πόθο, τον τράβηξε προς τα πάνω, ελπίζοντας να καταλάβει τη σιωπηλή
ικεσία της. Με το πρόσωπό του στον αφαλό της, ανάπνεε βαριά λες και προσπαθούσε να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του. «Μη με κάνεις να περιμένω» του είπε. «Σε θέλω τώρα.» «Και αν θέλω εγώ να περιμένω;» Κάθισε πάνω στα πόδια του, ένα πανέμορφο αρσενικό ζώο που παρακολουθούσε το ταίρι του. «Δε θα το κάνεις» του είπε, χαϊδεύοντας τους σφιχτούς γοφούς του. «Σταμάτα το αυτό» γρύλισε εκείνος, πιάνοντας τα χέρια της και αφήνοντας από ένα φιλί στην κάθε παλάμη της. «Χρειάζομαι να συγκεντρωθώ για ένα λεπτό.» Ο Μπριτ άνοιξε ένα συρτάρι στο κομοδίνο και πήρε ένα πακέτο. Η Τόρι άρπαξε το προφυλακτικό από τα χέρια του, το άνοιξε και του το φόρεσε με τρεμάμενα χέρια. Τον χάιδεψε, κλείνοντας τα δάχτυλά της γύρω από τον ερεθισμό του. «Όχι άλλα παιχνίδια» του είπε. «Σε χρειάζομαι τώρα.» Με ένα βογκητό ο Μπριτ ξάπλωσε πάνω της και το χέρι της οδήγησε τον ερεθισμό του μέσα της. Όταν είχε βυθιστεί βαθιά μέσα της, εκείνος σταμάτησε. Η Τόρι ήθελε να κλάψει από την ευχαρίστηση της στιγμής. Ήταν ενωμένοι τέλεια, τα κορμιά τους ενώνονταν μαζί σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Ποτέ δεν είχε νιώσει κάτι τέτοιο. «Σε παρακαλώ, πες μου πως δεν αμφιβάλλεις γι’ αυτό» της είπε, λες και η ερώτησή του ήταν ζωτικής σημασίας. Η Τόρι έκλεισε τα μάτια της και κούνησε τους γοφούς της. «Μπριτ, όχι τώρα.» Εκείνος έπιασε το κεφάλι της και φίλησε το στόμα της, έπειτα τα μάτια της. Κράτησε το κάτω μέρος του σώματός του τελείως ακίνητο. «Πες μου.» Η Τόρι πίεσε ξανά τους γοφούς της πάνω του. «Δεν έχει σημασία.» «Έχει σημασία.» Οι ώμοι του σφίχτηκαν κάτω από τα ακροδάχτυλά της και η Τόρι μπορούσε να καταλάβει πόση προσπάθεια έκανε για να μην κινηθεί. «Σε πιστεύω» του ψιθύρισε. «Πιο δυνατά.» Πίεσε μια φορά τους γοφούς του και τραβήχτηκε πίσω. «Σε πιστεύω» του είπε ανοίγοντας τα μάτια της και πιάνοντας τους γλουτούς του. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του και κύρτωσε την πλάτη της. «Πιο δυνατά.» Έσπρωξε ξανά τους γοφούς του, αργά αυτήν τη φορά, και φίλησε τη θηλή της. «Ναι» ούρλιαξε εκείνη. «Σε πιστεύω.» Οι γοφοί της κουνιόντουσαν άγρια τώρα πάνω του. «Κι άλλο» απαίτησε εκείνος. «Πες μου τι πιστεύεις.»
«Εγώ…» Τα μάτια της έκλεισαν και το κεφάλι της άρχισε να πέφτει προς τα πίσω καθώς εκείνος κουνιόταν αργά και ρυθμικά μέσα της. «Πιστεύω πως με θέλεις.» «Και εσύ με θέλεις επίσης» της είπε, αυξάνοντας το ρυθμό του. Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει και δεν ήταν σίγουρη τι έλεγε πια. «Θεέ μου, σε θέλω» του είπε τρέμοντας, καθώς άρχισαν να κουνιούνται μαζί ρυθμικά, με τα σώματά τους να παίρνουν τον έλεγχο του μυαλού τους. «Σε χρειάζομαι!» Απελευθερωμένος από τα λόγια της, έκρυψε το πρόσωπό του στο λαιμό της και βυθίστηκε πιο βαθιά μέσα της. Ήταν δυνατό και γρήγορο, αλλά σιγουρεύτηκε πως θα τελείωνε μαζί του, όταν εκείνη ούρλιαξε από ευχαρίστηση, πριν τελικά παραδοθεί και εκείνος, φωνάζοντας βραχνά. Κύματα ικανοποίησης που έφταναν μέχρι την ψυχή της έστειλαν το σώμα της Τόρι σε έναν κατακλυσμό. Τρέμοντας από ηδονή, κόλλησε πάνω του και εκείνος την έσφιξε ακόμα πιο πολύ. Για μια ατέλειωτη στιγμή, άφησαν τους εαυτούς τους στο αχαλίνωτο πάθος που κυρίευσε το σώμα και το μυαλό τους. *** Η Τόρι ανακάθισε στο κρεβάτι καθώς ο Μπριτ γύριζε από το μπάνιο. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο γυμνό στήθος της και τη λεπτή μέση της ενώ εκείνη σηκωνόταν από το κρεβάτι. Κατάπληκτος, ένιωσε να ερεθίζεται πάλι, μόλις μερικά λεπτά μετά από ένα φανταστικό οργασμό. Απαλά, πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από την καμπύλη του γοφού της και την τράβηξε πάνω του. «Μείνε απόψε εδώ. Υπόσχομαι πως δε θα αργήσεις στη συνάντησή σου το πρωί.» Τα συναισθήματά της, που συχνά ήταν τόσο φανερά, δεν τα καταλάβαινε τώρα. Οι βελούδινες βλεφαρίδες της έκλεισαν, το πρόσωπό της έγινε μια προσεκτική μάσκα. «Ίσως» του είπε. «Θα το σκεφτώ.» Διάολε, δε θα της επέτρεπε να φύγει. Όχι μετά απ’ αυτά που είχε νιώσει όταν εκείνη κινιόταν από κάτω του. Που παραδόθηκε σε εκείνον. Ο Μπριτ γύρισε το πρόσωπό της προς τα πάνω και φίλησε απαλά το στόμα της, αρχίζοντας πρώτα από αυτό το αξιολάτρευτο φούσκωμα στο κάτω χείλος της, έπειτα προς το πλάι. Οι θηλές της σκλήρυναν πάνω στο στήθος του και ο Μπριτ χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Τόρι, πεισματάρα ομορφιά μου, θα βάλω το ξυπνητήρι, θα σου φτιάξω τηγανίτες βουτύρου και καφέ το πρωί. Μπορείς να καταβροχθίσεις την εφημερίδα. Είσαι κουρασμένη και χρειάζεσαι έναν καλό ύπνο.» Συνόδευσε τα λόγια του με φιλιά και έσκυψε να πάρει τη μια κοραλλένια θηλή της στο στόμα του. Εκείνη πήρε μια κοφτή ανάσα, έπειτα την άφησε σταθερά. «Θα φάω πρωινό με τη Μελίσα.» «Τότε δεν έχει τηγανίτες.» Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από την ευαίσθητη θηλή της, αργά στην αρχή, έπειτα πιο γρήγορα, πριν κατευθυνθεί στο άλλο της στήθος. «Νομίζω πως θα κοιμηθώ καλύτερα στο ξενοδοχείο» του ψιθύρισε.
«Σκέφτομαι να δοκιμάσω το δικό σου κρεβάτι, μα δεν είμαι σίγουρος πως θα με επαναφέρει στην εύνοιά σου. Με συγχωρείς, έτσι δεν είναι;» «Ναι» αποκρίθηκε εκείνη, καθώς ο Μπριτ φιλούσε απαλά το στήθος της και την οδηγούσε προς το κρεβάτι. «Ωραία. Γιατί έχω μόνο ένα μήνα μέχρι να φύγω. Δε θα ήθελα να τον περάσω με το ν’ απολογούμαι.» Εσκεμμένα, έστρεψε την προσοχή του στα στήθη της. Τουλάχιστον, ήξερε τι να κάνει με αυτά. Γιατί σίγουρα δεν ήξερε πώς στο διάολο να προχωρήσει μαζί της. Ήθελε να της πει πως δεν μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται. Πως έπαιρνε τηλέφωνο στο γραφείο της μόνο και μόνο για να ακούσει τη φωνή της. Πως κάθε στιγμή μαζί της τον άφηνε μπερδεμένο, ερεθισμένο και απογοητευμένο μαζί. Μα πώς μπορούσε να τα πει όλα αυτά; Και ακόμα κι αν το έκανε, ποια θα ήταν η απάντησή της; «Αλλά πώς;» Η φωνή της ήταν επίπεδη, αλλά ο ξαφνικός χτύπος της καρδιάς της πρόδωσε τα αισθήματά της. «Έτσι.» Τα γόνατά της χτύπησαν στην άκρη του κρεβατιού και έπεσε ανάσκελα. Εκείνος χαμήλωσε πάνω της, τη γύρισε στο πλάι και ξάπλωσε από πίσω της. Νιώθοντας σαν έφηβο αγόρι, πίεσε τον ερεθισμό του πάνω της και τύλιξε τα χέρια του γύρω της, για να συνεχίσει να παίζει με το απαλό δέρμα του στήθους της. «Α» είπε εκείνη. Ο Μπριτ πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε να νιώσει τόση νευρικότητα με μια γυναίκα από… λοιπόν, ποτέ. Ήξερε πως η Τόρι δεν ήθελε κάτι σοβαρό, και φυσικά, ούτε και εκείνος. Αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί να την αφήσει να φύγει. Όχι τώρα. «Ξέρω ότι μας έστειλα στη λάθος κατεύθυνση, Τόρι, αλλά μπορούμε να αρχίσουμε ξανά; Από εδώ.» «Για ένα μήνα, εννοείς. Μέχρι να φύγεις.» Ο παράξενος τόνος της τον έκανε να καταραστεί αυτήν τη στάση, που δεν τον άφηνε να δει το πρόσωπό της. Την είχε προσβάλει κατά κάποιο τρόπο; Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από τα στεγνά χείλη του. Τι υποτίθεται πως έπρεπε να πει; «Ξέρω πως είπες ότι δε θέλεις καμία σχέση, και θα φύγω από την πόλη σύντομα, οπότε σκέφτηκα… Δε σου ζητάω καμιά δέσμευση. Δε χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτό.» «Φυσικά και όχι. Ο Μπριτ Μπένσερ δε δεσμεύεται.» Τα είχε κάνει θάλασσα. Σφίγγοντας τα δόντια του, ο Μπριτ έγειρε το κεφάλι του πάνω στο σβέρκο της. Διάολε! «Τόρι, σε παρακαλώ, μείνε μαζί μου.» Το στόμα του καλύφθηκε από τα μαλλιά της. Η καρδιά της είχε αποκτήσει ξανά το φυσιολογικό της ρυθμό. Αυτό θα μπορούσε να είναι καλό ή κακό. «Εντάξει. Αλλά δε σου υπόσχομαι ένα μήνα. Είμαι υπερβολικά φορτωμένη στη δουλειά. Και μένουμε και σε διαφορετικές πόλεις. Θα πρέπει να δούμε πώς θα πάει.» Ένα κύμα ανακούφισης τον πλημμύρισε. Δεν το είχε καν συνειδητοποιήσει ότι μέχρι εκείνη τη
στιγμή τα χέρια του είχαν τυλιχτεί σφιχτά γύρω από τη μέση της. Ανάγκασε τον εαυτό του να χαλαρώσει. «Θα το πάρουμε μια μέρα τη φορά» της υποσχέθηκε. «Μια μέρα τη φορά.» *** Η Τόρι κοίταξε το στήθος του Μπριτ να ανεβοκατεβαίνει καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος. Κάτι στιγμές σαν και αυτήν, ευχόταν να μπορούσε να κλάψει. Θα περπατούσε γύρω στο δωμάτιο, κλαίγοντας και πετώντας πράγματα σαν πρωταγωνίστρια σε ταινία του πενήντα. Τα μαλλιά της θα έπεφταν τέλεια γύρω από το πρόσωπό της, ενώ πανέμορφα, γυάλινα δάκρυα θα έτρεχαν από τα μάγουλά της. Θα έλεγε στον Μπριτ πως ήταν κόπανος πρώτης τάξεως, και εκείνος θα έπεφτε στα γόνατα παρακαλώντας τη να τον συγχωρέσει. Όμως τα δάκρυα δεν ήρθαν. Δεν ήταν πρωταγωνίστρια του σινεμά ή κάποιο μοντέλο, ή τουλάχιστον κάποια εικοσάχρονη κορασίδα. Ήταν μια νεαρή δικηγόρος που μόλις είχε πουλήσει την καρδιά της στο διάβολο. Θα της πλήγωνε την καρδιά. Ή ίσως ήταν ήδη πληγωμένη. Αυτήν τη στιγμή ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει. Κάτι μέσα της είχε αλλάξει από εκείνο το βράδυ που έκαναν έρωτα. Ήταν τόσο διαφορετικό απ’ οτιδήποτε είχε περάσει μέχρι τώρα – σκληρό κι όμως τόσο τρυφερό, αφάνταστη ευχαρίστηση και έπειτα αυτός ο πόνος. Αυτός ο αφόρητος πόνος για τη σχέση που κανείς από τους δυο τους δεν ήθελε, αλλά χρειαζόταν τόσο απελπισμένα η καρδιά της. Δεν ήταν τόσο ανέπαφη με τα συναισθήματά της, για να μην το αναγνωρίζει αυτό. Τον χρειαζόταν. Χρειαζόταν να νιώθει έτσι. Είχε φέρει πίσω στη ζωή ένα μέρος της που η Τόρι νόμιζε πως είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν. Ήταν το μέρος του εαυτού της που ήθελε να νιώθει όμορφη και αισθησιακή, όχι απλώς έξυπνη και φιλόδοξη. Μα εκείνος δεν το ήθελε. Ήθελε να κάνει σεξ μαζί της. Πίεσε τον εαυτό της να επαναλάβει τη λέξη στο μυαλό της. Δεν ήθελε να κάνει έρωτα μαζί της – ήθελε να κάνουν σεξ. Και μόνο για ένα μήνα, μετά από τον οποίο θα έφευγε και θα πραγματοποιούσε την εφηβική του φαντασίωση, που έτρεφε όλα αυτά τα χρόνια. Η Τόρι δεν αμφέβαλλε πως το χρειαζόταν, όπως και εκείνη χρειαζόταν τα παραμύθια. Η μόνη διαφορά ήταν πως εκείνος θα το έκανε, ενώ η ίδια δε θα το κατάφερνε ποτέ. Δε θα υπήρχε ευτυχισμένο τέλος. Όλα αυτά τα χρόνια, με όλους του απαίσιους άντρες με τους οποίους έβγαινε, νόμιζε πως το πρόβλημά της ήταν η ανικανότητά της να συνδεθεί με εκείνους. Σκεφτόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εκείνη όταν ο Φιλ είχε διαλύσει τον αρραβώνα τους, και το μόνο που ένιωσε ήταν τεράστια ανακούφιση. Αλλά τίποτα δεν απείχε πιο πολύ από την αλήθεια. Γνώριζε τον Μπριτ μόνο μερικές βδομάδες, αλλά μέσα σε αυτό το λιγοστό διάστημα, εκείνος είχε καταφέρει να σπάσει τα τείχη προστασίας της. Ήταν ευάλωτη, τρομοκρατημένη και δεν μπορούσε να φύγει μακριά του. Χώθηκε πιο βαθιά στα σκεπάσματα και έβαλε το ένα της χέρι πάνω στο γοφό του. Ήταν ένα τόσο τέλειο αρσενικό, τόσο απίστευτα σκληρός και θερμός. Η πικάντικη μυρωδιά του πλημμύριζε τις αισθήσεις της. Την ήθελε για ένα μήνα. Ένα μήνα. Και εκείνη είχε πει «ναι». Δυο βδομάδες πριν, θα είχε πει «όχι». Όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά τώρα. Την είχε
αλλάξει με το άγγιγμά του, με την παραδοχή που της απέσπασε πάνω στη στιγμή του πάθους. Τον χρειαζόταν. Χρειαζόταν να νιώσει γυναίκα, ακόμα και μόνο για λίγο καιρό. Χαϊδεύοντας το μηρό του, η Τόρι έσκυψε το κεφάλι της και αποδέχτηκε την απόφασή της. Έπρεπε να το κάνει αυτό. Να πάρει το μήνα που της έδινε και ν’ απολαύσει το κάθε λεπτό. Ήξερε πως θα της πληγώσει την καρδιά. Ήξερε πως σε ένα μήνα θα γύριζε τρέχοντας στο γραφείο της, προσπαθώντας να συνεχίσει τη ζωή όπως τη γνώριζε. Αλλά δεν το σκεφτόταν τώρα αυτό. Τώρα, άνοιγε τον εαυτό της στην ευχαρίστηση. Και στον πόνο.
Κεφάλαιο Δεκαεπτά Γκρι μεταλλικά καρότσια με μαύρους φακέλους γέμιζαν τους τοίχους της αίθουσας συναντήσεων του εικοστού ορόφου. Ο μπαγιάτικος αέρας μύριζε κινέζικο φαγητό, καφέ και απογοήτευση. Η ομάδα είχε ήδη κλείσει δεκαπέντε ώρες δουλειάς και όλοι ήθελαν να πάνε σπίτι τους. Αλλά από την έκφραση στο πρόσωπο του Καρλ Μπάλτσερ, το σπίτι φαινόταν πολύ μακριά. Είχε φτάσει στο γραφείο γύρω στις επτά, μια απρόσμενη επίσκεψη για Παρασκευή βράδυ, και τώρα μίλαγε ακατάπαυστα από την κορυφή του τραπεζιού για το πόσο σημαντική ήταν αυτή η αγοραπωλησία, ότι χρειαζόταν να ξέρει πως η ομάδα του ήταν αφοσιωμένη και αποφασισμένη να παραμερίσουν οτιδήποτε άλλο για να επιτύχει αυτή η συμφωνία. Ήταν είτε ένα μήνυμα πειθαρχίας είτε ένας εμψυχωτικός λόγος. Με τον Καρλ, δεν είχε και μεγάλη διαφορά. Ο Καρλ ήταν κοντός, με στρογγυλή κοιλιά, και θα ήταν πολύ αστείο αν φορούσε άσπρα γένια και είχε μια λάμψη στα μάτια. Αντίθετα, ντυνόταν με μαύρα κουστούμια και τα μάτια του είχαν ένα σκληρό, σκοτεινό βλέμμα. Ήταν ψυχρός και ακριβής, σπάνια δείχνοντας θυμό ή ενθουσιασμό. Όταν ήταν εκνευρισμένος, όπως τώρα, ο τόνος της φωνής του ακουγόταν σαν πριόνι. Ένα βουητό από το γοφό της Τόρι την ειδοποίησε πως είχε μήνυμα. Έβγαλε το κινητό της από τη θήκη και κοίταξε τα μηνύματά της. Είσαι στη Νέα Υόρκη; Ήταν ο Μπριτ. Έχω κολλήσει σε μια συνάντηση. Ίσως να μην τα καταφέρω να φύγω απόψε, του απάντησε κοιτάζοντας πάνω και κάτω καθώς έγραφε. Του Καρλ δεν του άρεσε να τον αγνοούν. Απαράδεκτο. Αυτό είναι το τελευταίο μας Σαββατοκύριακο. Θα έρθω εγώ εκεί. Παραλίγο να της πέσει το κινητό στο πάτωμα. Ο Μπριτ; Να έρθει στη Φιλαδέλφεια; Ίσως να καταφέρω να έρθω αύριο στη Νέα Υόρκη, έγραψε η Τόρι βιαστικά. Ή ίσως να μην το κάνεις. Δε σε εμπιστεύομαι. Η Τόρι δεν μπορούσε να κρύψει ένα χαμόγελο. Είχαν περάσει τρεις βδομάδες από τότε που πήρε την απόφαση ν’ αφήσει τον Μπριτ να την παρασύρει. Είχαν περάσει το κάθε Σαββατοκύριακο μαζί. Της έστελνε λουλούδια και της έγραφε χαζά μηνύματα για τη μέρα του. Την έκανε να γελάει και να κοκκινίζει, μερικές φορές και κατά τη διάρκεια ενός συμβουλίου. Άκουγαν μαζί μουσική και έκαναν έρωτα μέχρι την αυγή· τότε, κάθονταν εξαντλημένοι και τους έπαιρνε ο ύπνος αγκαλιά. Αλλά η ζωή δεν είχε εξαφανιστεί, και η Τόρι ήξερε πως η τελική της υποχρέωση ήταν η δουλειά της. Το να παίζει με τον Μπριτ ήταν διασκεδαστικό, ίσως ακόμα και απαραίτητο. Όμως η δουλειά ήταν η ζωή της. Η δουλειά θα ήταν το μόνο που θα της έμενε όταν εκείνος θα είχε φύγει. Η δουλειά θα την επανέφερε όταν εκείνος θα έχανε το ενδιαφέρον του και θα έβρισκε κάποια άλλη. Δε θα διαλυόταν όπως η μητέρα της, όταν είχε φύγει ο πατέρας της. Μπορώ να δουλέψω στο τρένο, του έγραψε στα κρυφά. Θα καταλήξεις στο γραφείο. Εξάλλου, θέλεις να με δεις απεγνωσμένα. Δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι αύριο.
Δυστυχώς, αυτό ήταν αλήθεια. Αυτές οι τρεις βδομάδες είχαν καταφέρει να αυξήσουν την επιθυμία της για το καλοσχηματισμένο κορμί του και την παρέα του έξυπνου μυαλού του. Δεν έχεις δουλειά να κάνεις; Παραιτήθηκα. Δε δουλεύω πια. Εκείνη ρουθούνισε δυνατά. Ο Μπριτ ίσως να ανυπομονούσε γι’ αυτές τις διακοπές, αλλά είχε μια μεγάλη αφοσίωση στην εταιρεία που διοικούσε για δέκα χρόνια, και δούλευε ακατάπαυστα για να διασφαλίσει πως θα ήταν σε καλά χέρια όταν έφευγε. «Τόρι; Έχεις τίποτα να προσθέσεις;» τη ρώτησε ο Καρλ κοιτάζοντάς την. «Τι είπες; Εεε, όχι. Όπως συνήθως, με κάλυψες, Καρλ.» Τα μάτια του στένεψαν από καχυποψία –ο Καρλ ήταν, αν μη τι άλλο, πολύ καχύποπτος– και συνέχισε να μιλάει για την τεράστια ευθύνη που είχαν όλοι οι παρευρισκόμενοι. Αυτό ήταν. Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου. Θα σε δω σε λίγες ώρες. Η καρδιά της Τόρι αναπήδησε. Μιλούσε σοβαρά. Έχωσε τα νύχια της στις παλάμες της και προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. Μετά από δική της επιμονή, είχαν περάσει όλα τα Σαββατοκύριακά τους στο σπίτι του Μπριτ. Η Τόρι ισχυρίστηκε ότι ήθελε να πάει έτσι και αλλιώς στη Νέα Υόρκη, για να δει τη Μελίσα. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε τον Μπριτ στο σπίτι της. Θα ήταν πολύ οικείο να τον έχει εκεί. Το διαμέρισμά του ήταν τόσο καθαρό, τόσο αποστειρωμένο, που ήταν λες και έμενε σ’ ένα ξενοδοχείο. Αλλά το σπίτι της… ήταν μια διαφορετική ιστορία. Μπορεί να μη γυρίσω σπίτι μέχρι τις δέκα ή έντεκα. Κλείνω το κινητό μου. Θα σου τηλεφωνήσω όταν φτάσω στη Φιλαδέλφεια. Ανησυχώντας με την ιδέα πως ο Μπριτ θα εμφανιζόταν στην πόρτα της, παραλίγο να χάσει την ερώτηση-εντολή του Καρλ: «Τώρα, Τόρι, γιατί δε μας ενημερώνεις για τις προσπάθειες της ερευνητικής σου ομάδας;» Ενώ τα δάχτυλά της έτρεμαν από την ανάγκη να γράψει ένα τελευταίο μήνυμα στον Μπριτ, για να τον πείσει να μην έρθει, έβγαλε διστακτικά τη δεκασέλιδη αναφορά της. Έσπρωξε στο βάθος του μυαλού της κάθε της σκέψη για τον Μπριτ. «Βεβαίως.» Η υπόλοιπη ώρα του συμβουλίου ήταν αγωνιώδης. Η Τόρι προσπάθησε να συγκρατήσει τα συναισθήματά της και κατάφερε να δείχνει επαγγελματίας και ικανή – ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε. Όταν τελείωσε η διάλεξη και όλοι οι υπόλοιποι δικηγόροι είχαν φύγει από το δωμάτιο για να συνεχίσουν τη δουλειά τους στα γραφεία τους, ο Καρλ τράβηξε την Τόρι παράμερα. «Έχεις ένα λεπτό;» τη ρώτησε, αν και προφανώς περίμενε πως θα είχε. «Φυσικά» αποκρίθηκε η Τόρι, με το μυαλό της ακόμα να γυρίζει. Δεν είχε φάει σπίτι της όλη τη βδομάδα, οπότε η κουζίνα της θα ήταν καθαρή, όμως τα άπλυτα ρούχα ήταν μια άλλη υπόθεση. Για να μην αναφέρει τα σύννεφα σκόνης που κάλυπταν τις επιφάνειες. Το σπίτι, στην πραγματικότητα, ανήκε στη μητέρα της. Η Τόρι το είχε αγοράσει στην ακριβή γειτονιά του Τσέσνατ Χιλ επειδή αυτό ήταν που πάντα ήθελε η Τζίνι. Η Τόρι με δυσκολία θα μπορούσε να πληρώσει τις δόσεις, ακόμα και στο πιο φτηνό σπίτι που θα έβρισκε, μα έκανε την Τζίνι ευτυχισμένη, και μόνο αυτό είχε σημασία. Το να πουλήσει το σπίτι θα ήταν σα να την πρόδιδε.
«Τι μπορώ να κάνω για σένα, Καρλ; Έχεις ερωτήσεις για τα παράπονα των υπαλλήλων;» Τα ήδη σφιγμένα χείλη του σφίχτηκαν ακόμα περισσότερο και η Τόρι ένιωσε το πρώτο ίχνος πανικού. Δεν έδειχνε ευχαριστημένος. Είχε παρατηρήσει πως έστελνε μηνύματα κατά τη διάρκεια της συνάντησης; Θεέ μου, ένιωθε σαν παιδί μπροστά στο διευθυντή του σχολείου. «Τόρι, θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Δε νομίζω πως η ομάδα δουλεύει αρκετά σκληρά. Η Άκρο σκέφτεται σοβαρά ν’ απευθυνθεί σε άλλο γραφείο για τις δουλειές μας.» Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της, καταχωρίζοντάς το σιγά σιγά στο μυαλό της. «Δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα. Όλοι στην ομάδα έχουν κάνει αυτό το θέμα άμεση προτεραιότητά τους. Δουλεύαμε δεκαπέντε ώρες τη μέρα όλο το μήνα. Μερικοί από τους συνεργάτες μας δεν έχουν πάρει άδεια από τον Ιούνιο. Το έργο είναι ακριβώς μέσα στην προθεσμία που μας έδωσες. Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο για το οποίο ανησυχείς;» Εκείνος έφτιαξε το σκούρο μπλε παντελόνι του και τα μάτια του έγιναν ακόμα πιο ψυχρά. «Ανησυχώ για σένα, Τόρι. Ήρθα την προηγούμενη βδομάδα και δεν ήσουν εδώ. Προσπάθησα να σε βρω στο γραφείο το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και ούτε και τότε ήσουν εδώ. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, είσαι ο μοναδικός δικηγόρος σε αυτή την εταιρεία ο οποίος μ’ ενδιαφέρει, και αρχίζω να αμφισβητώ την αφοσίωσή σου σε αυτό το έργο.» «Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τη δουλειά μου, Καρλ. Το ξέρεις αυτό.» Η αδρεναλίνη έκανε τη φωνή της να τρέμει. Ο Καρλ δεν μπορούσε να ήταν δυσαρεστημένος με τη δουλειά της. Δεν μπορούσε. «Το ήξερα αυτό» τη διόρθωσε. «Τελευταία, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι.» Η Τόρι ξεροκατάπιε. «Αναρωτιόσουν για μένα;» «Ναι. Δεν είναι μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ακόμα και όταν είσαι στο γραφείο, δε φαίνεσαι τόσο συγκεντρωμένη. Όταν ήρθα απόψε, καθόσουν και φλυαρούσες. Ελπίζω φυσικά πως αυτή η ώρα δε θα χρεωθεί στο λογαριασμό μου.» Είχε δίκιο, αστειευόταν με τους υπόλοιπους δικηγόρους πριν φτάσει εκείνος. Συνήθως δούλευαν την ώρα του δείπνου, αλλά κάποιος είχε αρχίσει να μιλάει για μια εκπομπή στην τηλεόραση και όλοι είχαν αρχίσει να γελάνε. Χρειάζονταν ένα διάλειμμα από την ένταση της δουλειάς και είχε νιώσει ωραία. Αλλά ο Καρλ είχε δίκιο, δεν ήταν στο χαρακτήρα της. Συνήθως, η Τόρι δεν έχανε το χρόνο της με τέτοιες ελαφρότητες. «Κάναμε ένα διάλειμμα για δείπνο. Να είσαι σίγουρος πως ποτέ δε θα σε χρέωνα γι’ αυτό.» Εκείνος δίπλωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Περιμένω να έχω το εκατό τοις εκατό της προσοχής σου, Τόρι. Ξέρω πολλές άλλες εταιρείες που μπορούν να μου δώσουν αυτή την προσοχή, αν εσείς δεν ενδιαφέρεστε.» «Σκοπεύω να δώσω το εκατό τοις εκατό, Καρλ.» Ίσιωσε τους ώμους της και αγνόησε το βουητό στο γοφό της. «Δε θα απογοητευτείς.» «Ελπίζω πως όχι. Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, θα χρειαστεί να το επισπεύσουμε μερικές βδομάδες. Έχω άλλα θέματα που πρέπει να διευθετήσω το φθινόπωρο και θέλω αυτή η συμφωνία να έχει τελειώσει μέχρι τότε.» Να επισπεύσει το χρονοδιάγραμμα μερικές βδομάδες νωρίτερα; Και μόνο η σκέψη έκανε τα
γόνατά της να τρέμουν. Θα έπρεπε να βάλει όλα τα υπόλοιπα σε αναμονή. Όλα. «Βέβαια.» Η Τόρι ένευσε καταφατικά και προσπάθησε να κρατήσει σταθερή την έκφραση του προσώπου της. «Θα σε δω αύριο» είπε ο Καρλ. «Θα σε δω αύριο» απάντησε σαν ηχώ η Τόρι. *** Ο Μπριτ άνοιξε το κινητό του αμέσως μόλις έφτασε στο κέντρο της Φιλαδέλφειας. Ήλπιζε πως η διαδρομή από τη Νέα Υόρκη θα του έδινε χρόνο να καθαρίσει το μυαλό του, αλλά ήταν τόσο μπερδεμένος τώρα όσο την ώρα που έφυγε. Τι να κάνει με την Τόρι; Χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά του στο τιμόνι και προσπέρασε ένα αυτοκίνητο από τη διπλανή λωρίδα. Η πανέμορφη Τόρι. Η παθιασμένη, πεισματάρα, πανέξυπνη, φιλόδοξη Τόρι. Θα έφευγε σε πέντε μέρες. Ήταν δυνατόν να μην την ξανάβλεπε ποτέ; Μπορούσε πραγματικά να φύγει μακριά της; Μέσα σε τρεις σύντομες βδομάδες, είχε συνηθίσει να έχει κάποιον που να τον εμπιστεύεται, κάποιον που να ακούει την εσωτερική του πάλη χωρίς να τον κρίνει. Κάποιον που τον καταλάβαινε καλύτερα απ’ ό,τι καταλάβαινε ο ίδιος τον εαυτό του. Αν και εκείνη σπάνια τον εμπιστευόταν, το ένστικτό του έλεγε ότι ήξερε πώς ήταν να νιώθεις παγιδευμένος. Ίσως περισσότερο από εκείνον. Η Τόρι, χωρίς αμφιβολία, τον μπέρδευε περισσότερο απ’ όλες τις γυναίκες που είχε συναντήσει ποτέ του. Αντιστεκόταν σε όλες του τις προσπάθειες να πάει πιο βαθιά τη σχέση τους. Αν και γνώριζε ότι επισκεπτόταν τακτικά τη μητέρα της, δεν το συζητούσε ποτέ. Όταν προσπάθησε να τη ρωτήσει για τον πατέρα της –που η φυγή του προφανώς είχε μεγάλη επίδραση πάνω της–, εκείνη αστειεύτηκε και άλλαξε θέμα συζήτησης. Μερικές φορές, ο Μπριτ ένιωθε πως δεν την καταλάβαινε καθόλου. Μόνο που δεν ήταν ακριβώς αλήθεια. Ήξερε πως είχε καθοδηγήσει τη Μελίσα για τη συνέντευξή της με το Σόλεν, με ένα συνδυασμό επαγγελματισμού και θάρρους που αμέσως είχε καθησυχάσει τη Μελίσα. Μερικές μέρες αργότερα, η Μελίσα δούλευε για τα Εργαστήρια Σόλεν, με ένα νέο πάθος και ενέργεια για τη ζωή, που ο Μπριτ δεν είχε δει εδώ και χρόνια. Μέσα σε τρεις βδομάδες είχε μάθει πως η Τόρι ήταν έξυπνη και διασκεδαστική, και απόλυτα αφοσιωμένη σε αυτούς που βρίσκονταν μέσα στον κύκλο προστασίας της. Είχε μάθει πως τα σώματά τους ταίριαζαν μαζί, λες και είχαν φτιαχτεί το ένα για το άλλο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τον κοιτάξει με τα όμορφα καστανά μάτια της και εκείνος έπεφτε στα πόδια της, σκλάβος στα ροζ χείλη της και τα πονηρά αισθησιακά χέρια της. Ναι, ήξερε την Τόρι, μα όχι από δική της προσπάθεια. Ήταν λες και είχε υψώσει ένα τείχος γύρω από την καρδιά της, που μπορούσε να το περάσει μόνο όταν έκαναν έρωτα. Γεγονός που έκανε τις σκέψεις του να γυρνάνε στο ίδιο σημείο. Είχαν μείνει μόνο λίγες μέρες
πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για τη Σκοτία, με άγνωστη ημερομηνία επιστροφής, και για το μόνο που μετάνιωνε ήταν που θα την άφηνε πίσω. Από την άλλη, μήπως είχε επιλογή; Εκείνη είχε ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελε τίποτα παραπάνω από μια σύντομη περιπέτεια, και δε σκόπευε να προσφέρει την καρδιά του σε κάποια που δεν ένιωθε κάτι γι’ αυτόν. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό το Σαββατοκύριακο ήταν κάτι σαν τεστ, μια τελευταία προσπάθεια να ρίξει τα τείχη που είχε υψώσει γύρω από την καρδιά της, προκειμένου να δει τι υπήρχε –αν υπήρχε κάτι– στην άλλη πλευρά. Την πήρε τηλέφωνο από το κινητό του. Η Τόρι το σήκωσε. «Πού είσαι;» Εκείνος χαμογέλασε. Δε μασούσε τα λόγια της η Τόρι του. Ούτε «γεια σου, αγάπη μου» ούτε «ανυπομονώ να σε δω, γλυκέ μου». «Μπαίνω στη Φιλαδέλφεια. Έχω οδηγίες για το σπίτι σου· πήρα να σου πω ότι είμαι κοντά.» «Πώς πήρες οδηγίες;» τον ρώτησε καχύποπτα. «Από την Μπέτσι. Μου τις έστειλε ηλεκτρονικά πιο νωρίς, γιατί ήξερε ότι εσύ θα δούλευες μέχρι αργά.» Ο Μπριτ ευχαριστούσε το Θεό για τη φλύαρη, αδιάκριτη γραμματέα της Τόρι. Πιθανότατα θα του έστελνε και το κλειδί για το σπίτι της με μέιλ αν γινόταν. Η Τόρι έβρισε από μέσα της. «Κοίτα, μακάρι να είχες κρατήσει ανοιχτό το κινητό σου. Θα πρέπει να δουλέψω όλο το Σαββατοκύριακο. Δεν έπρεπε να έρθεις.» «Δε θα δουλέψεις ολόκληρο το Σαββατοκύριακο» της είπε. «Ναι, θα το κάνω.» «Θα το συζητήσουμε όταν φτάσω. Θα σε δω σύντομα.» Έκλεισε το κινητό παρά τις διαμαρτυρίες της. Την είχε ξανακούσει να γκρινιάζει για τη δουλειά της και πριν. Πάντα έφερνε μια στοίβα χαρτιά μαζί της στη Νέα Υόρκη, όμως με μερικά στρατηγικά φιλιά, μπορούσε να την πείσει να τ’ αφήσει κάτω. Ήταν το τελευταίο τους Σαββατοκύριακο και η τελευταία του ευκαιρία να προχωρήσουν τη σχέση τους. Η Τόρι ήταν πεισματάρα, μα δεν τον έλεγαν «Φονιά» για το τίποτα.
Κεφάλαιο Δεκαοκτώ Ο Μπριτ σταμάτησε μπροστά από το σπίτι της Τόρι και έλεγξε τη διεύθυνση. Το σπίτι ήταν ένα μικρό βικτωριανό, με ξεθωριασμένη μπογιά και απελπιστική εμφάνιση. Εκείνη έμενε εδώ; Φανταζόταν την Τόρι σε ένα διαμέρισμα κοντά στην πόλη, κοντά σε καλά καφέ και μαγαζιά με ντελίβερι – δυο πράγματα που η ίδια ισχυριζόταν πως έκαναν καλύτερη τη ζωή. Θα έπρεπε να μένει σε μια περιοχή γεμάτη ζωντάνια. Αντίθετα, έμενε σε μια παλιά, πλούσια περιοχή, γεμάτη γκαλερί και μαγαζιά με αντίκες. Σε ένα μέρος όπου δεν ανήκε. Βγήκε από το αυτοκίνητο, προσπέρασε τις ζαρντινιέρες με τις πετούνιες και τα άλλα μισομαραμένα λουλούδια, και έφτασε στην πόρτα. Τουλάχιστον αυτή η είκονα έμοιαζε με την Τόρι. Ήταν πάρα πολύ απασχολημένη για ν’ ανησυχεί για την αυλή της. Η Τόρι άνοιξε την πόρτα. Φορούσε το πιο παλιό της μπλουζάκι και ένα βαμβακερό σορτσάκι. Την τράβηξε στην αγκαλιά του προτού εκείνη προλάβει να ανοίξει το στόμα της, και τη φίλησε βαθιά, κολλώντας το σώμα της πάνω του. «Δεν παίζεις δίκαια, γλυκιά μου» μουρμούρισε στο αφτί της. «Αυτά τα σορτς θα πρέπει να είναι παράνομα.» «Είναι ένα παλιό αντρικό μποξεράκι» του είπε, καθώς το στόμα του μετακινήθηκε στην καμπύλη του λαιμού της. «Σταμάτα να με φιλάς. Πρέπει να μιλήσουμε.» «Δεν μπορούμε να κάνουμε και τα δύο;» Γλίστρησε ένα χέρι κάτω από την μπλούζα της και το άλλο ακούμπησε στο γοφό της. Ένα γνωστό συναίσθημα. Το δέρμα της πάνω στο δικό του. Το στόμα της παραδόθηκε στην πίεση των χειλιών του. «Μπριτ, η πόρτα είναι ανοιχτή.» Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του, έκλεισε με το ένα πόδι του την πόρτα. «Όχι, δεν είναι» είπε, και το χέρι του μετακινήθηκε πιο ψηλά, για ν’ αγγίξει το ερεθισμένο στήθος της. Για μια στιγμή, η Τόρι ανταποκρίθηκε, όπως ήξερε πως θα έκανε. Αλλά έπειτα, ίσιωσε τους ώμους της και τον έσπρωξε μακριά. «Μιλάω σοβαρά. Αυτό δεν είναι ένα καλό Σαββατοκύριακο» του δήλωσε. «Ποτέ δεν είναι ένα καλό Σαββατοκύριακο» παρατήρησε ο Μπριτ, αστειευόμενος. Αναγνωρίζοντας το πείσμα στο σαγόνι της, γύρισε και κοίταξε εξεταστικά το σπίτι της Τόρι. Το καθιστικό είχε εικόνες από σφεντάμια στα ρέλια του τοίχου και γύρω από την κάσα της πόρτας. Ένα τούβλινο τζάκι βρισκόταν στη μια πλευρά, και σε κάθε πλευρά του από ένας μπροκάρ καναπές και ασορτί πολυθρόνες. Πέρα από αυτά τα έπιπλα και τη βαριά τραπεζαρία, το σπίτι ήταν άδειο. Δεν υπήρχαν χαλιά στο πάτωμα. Δεν υπήρχαν λάμπες, ούτε κομοδίνα. Η κλειστή αλληλογραφία είχε μαζευτεί σε μια στοίβα πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Χτιστές βιβλιοθήκες περικύκλωναν το τζάκι, με μια συλλογή από Αγκάθα Κρίστι, Ντάνιελ Στιλ, και βιβλία αυτοβοήθειας, που ο Μπριτ ήξερε πως δε θα τα διαβάσει ποτέ.
«Είσαι σίγουρη πως μένεις εδώ;» τη ρώτησε, ανασηκώνοντας ερωτηματικά το φρύδι του. «Φυσικά και μένω εδώ» αποκρίθηκε σταυρώνοντας τα χέρια της πάνω στο στήθος της. «Τι εννοείς;» «Απλώς φαίνεται…» «Τι;» Φαίνεται θλιβερό. Μοναχικό. Εδώ έρχεσαι σπίτι κάθε βράδυ; Η καρδιά του πονούσε στη θέα, όμως ήξερε ότι δεν μπορούσε να πει τίποτα. Αν είχε μάθει ένα πράγμα για την Τόρι, ήταν πως δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί τον οίκτο. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του σε μια κίνηση απελπισίας. «Άδειο. Λες και δε μένει κάποιος εδώ.» «Πολύ ωραίο αυτό που είπες» σχολίασε ξεφυσώντας και του γύρισε την πλάτη. «Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Απλώς εξεπλάγην. Δε φαίνεται του χαρακτήρα σου.» Με το σώμα άκαμπτο, του έκανε νόημα προς το πίσω μέρος του σπιτιού. «Βγάλαμε τα χαλιά και τα περισσότερα έπιπλα όταν η ψυχολογία της μητέρας μου άρχισε να μην είναι καλή. Δεν έχω χρήματα για ανακαίνιση.» «Γιατί δεν πάμε επάνω;» της πρότεινε, ψάχνοντας έναν τρόπο να διαλύσει τη σκοτεινή της διάθεση. «Εντάξει.» Έριξε τα μαλλιά της πάνω από τον ώμο της και άρχισε να ανεβαίνει τα στενά σκαλοπάτια. Ο επάνω όροφος ήταν μια διαμορφωμένη σοφίτα. Το κρεβάτι της Τόρι ήταν γυρισμένο σε γωνία για να βλέπει το φως του ήλιου. Ο Μπριτ χαλάρωσε όταν το είδε. Το δωμάτιο ήταν μια ολοκληρωτική καταστροφή, μα τουλάχιστον το ένιωθε σα σπιτικό. Σωροί από άπλυτα ρούχα ήταν πεταμένα σε μια μεγάλη ντουλάπα και στο πάτωμα. Ένα γραφείο αγκομαχούσε κάτω από το βάρος μεγάλων στοιβών με χαρτιά και φακέλους. Με τα χέρια στους γοφούς της, η Τόρι γύρισε προς το μέρος του. «Λοιπόν;» Ο Μπριτ περπάτησε αργά γύρω στο δωμάτιο, κοιτάζοντας μια ακόμη στοίβα χαρτιά σε ένα κομοδίνο, σκούπισε τη σκόνη από την κορνίζα μιας φωτογραφίας της Τόρι και της μητέρας της, και κάθισε προσεκτικά στο κρεβάτι. «Αντίθετα από κάποιους άλλους, εγώ δεν έχω οικιακή βοηθό, ξέρεις» πρόσθεσε. Χτύπησε απαλά το χέρι του στο άδειο σημείο δίπλα του στο κρεβάτι. «Κάτσε μαζί μου.» «Όχι.» Ήθελε να χαμογελάσει, αλλά ήξερε πως αυτό θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Αχ, πόσο ήξερε αυτήν τη γυναίκα. Την αμυντικότητά της. Τις διαθέσεις της. Την ανάγκη που κρυβόταν κάτω από το ακανθώδες εξωτερικό της. «Τόρι, οδήγησα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα για να σε δω. Δεν μπορώ έστω να πάρω ένα “γεια, πώς είσαι”;» Εκείνη κάθισε βαριά στο κρεβάτι.
«Το ξέρω. Είμαι μια τρομερή στρίγγλα. Συγνώμη.» Την πήρε στην αγκαλιά του. «Είχες μια δύσκολη μέρα. Καταλαβαίνω.» Αφού έβγαλε τα παπούτσια του, την κάθισε ανάμεσα στα πόδια του, για να της τρίψει τους ώμους. «Αααα…» είπε η Τόρι αναστενάζοντας με φανερή ευχαρίστηση. «Λοιπόν, γιατί δε μου λες τι συμβαίνει;» Εκείνη του μίλησε καθώς της έκανε μασάζ, περιγράφοντας τη συζήτηση με τον Καρλ Μπάλτσερ, έναν άντρα που ο Μπριτ θα έδερνε ευχαρίστως αν ποτέ τον έβλεπε. Την άφησε να τα βγάλει όλα από μέσα της, ξέροντας προς τα πού το πήγαινε. «Λοιπόν, βλέπεις» κατέληξε «πρέπει να είμαι εκεί αύριο το πρωί. Δεν έχω επιλογή, Μπριτ. Και πρέπει να είμαι συγκεντρωμένη. Δεν έχω την πολυτέλεια να περάσω το Σαββατοκύριακο με το να σκέφτομαι εσένα.» «Να σκέφτεσαι εμένα;» Την τράβηξε σφιχτά στην αγκαλιά του. Η πλάτη της ακουμπούσε στο στήθος του ενώ το πιγούνι του ακούμπησε στο κεφάλι της. «Γιατί θα έκανες κάτι τέτοιο;» «Επειδή μου στέλνεις συνέχεια μηνύματα» κατάφερε να του απαντήσει. «Πώς θα μπορέσω να κάνω κάποια δουλειά; Μου αποσπάει πάρα πολύ την προσοχή, ξέρεις.» «Είσαι το κάτι άλλο, γλυκιά μου» είπε ο Μπριτ με θαυμασμό. «Συνεχίζεις να παλεύεις μέχρι το τέλος.» «Σοβαρολογώ» επέμεινε εκείνη. «Καλύτερα να μείνεις σε ένα ξενοδοχείο απόψε. Έτσι, δε θα σε ξυπνήσω το πρωί.» «Κάποια στιγμή θ’ αρχίσω να το παίρνω αυτό προσωπικά.» «Λοιπόν, θα έπρεπε» είπε η Τόρι και ανακάθισε· έπειτα, σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Έλα μαζί μου» της ζήτησε ξαφνικά, με τα λόγια του να βγαίνουν αβίαστα. «Πού; Στο ξενοδοχείο; Δεν άκουσες λέξη απ’ όσα είπα; Πρέπει να δουλέψω αύριο.» Είπε την κάθε λέξη αργόσυρτα και με έμφαση. «Αν δε δουλέψω, ο Καρλ θα φύγει από την εταιρεία. Θα χάσω τον πιο σημαντικό πελάτη μου, και πιθανότατα θα καταστρέψω την οποιαδήποτε πιθανότητα να γίνω συνέταιρος.» «Όχι. Όχι σε ένα ξενοδοχείο. Στη Σκοτία.»
Κεφάλαιο Δεκαεννιά «Στη Σκοτία;» Το στόμα της Τόρι άνοιξε διάπλατα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Μπριτ, εδώ δεν μπορώ να πάρω άδεια ένα Σαββατοκύριακο. Πώς, στο καλό, θα πάω στη Σκοτία;» «Είσαι δικηγόρος, Τόρι, όχι ο Πρόεδρος της Αμερικής. Πάρε μια βδομάδα για να τακτοποιήσεις τις δουλειές σου. Ή αν ανησυχείς τόσο πολύ, πάρε δυο βδομάδες και συνάντησέ με εκεί.» Ολόκληρο το σώμα της σφίχτηκε από ένα μείγμα θυμού και σοκ. «Είναι καλό να ξέρω ότι είμαι τελείως αναλώσιμη.» «Δεν εννοούσα αυτό» διαμαρτυρήθηκε ο Μπριτ. «Φυσικά και θα τους λείψεις. Θα πρέπει να προσλάβουν τρεις συνεργάτες για να σ’ αντικαταστήσουν.» Η Τόρι ήξερε πως προσπαθούσε να κατευνάσει το θυμό της με χιούμορ, όμως εκείνη δεν ήθελε να ηρεμήσει. Και μόνο η ιδέα να πάει στη Σκοτία ήταν γελοία, και ο Μπριτ το ήξερε. Του γύρισε την πλάτη και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. «Πάω να φτιάξω ένα φλιτζάνι τσάι, και ύστερα θα πάω για ύπνο. Μόνη μου.» Κατέβηκε τη σκάλα. Ο Μπριτ την ακολούθησε μερικά βήματα πιο πίσω. Όταν έφτασαν στην κουζίνα, ο Μπριτ ακούμπησε στον πάγκο και την παρακολούθησε, καθώς εκείνη πήγε να πάρει την τσαγιέρα. Η βαθιά φωνή του αντήχησε στο άδειο δωμάτιο. «Ούτε καν θα το σκεφτείς;» Η Τόρι σταμάτησε. «Δεν μπορώ. Σου είπα τι μου είπε ο Καρλ. Αν χαλαρώσω, θα φύγει από την εταιρεία. Δεν μπορώ να το ρισκάρω.» Η ευθυμία έσβησε από τη φωνή του. «Ναι, μπορείς. Για την ακρίβεια, αν δεν αρχίσεις να παίρνεις ρίσκα, φοβάμαι πως θα χάσεις κάτι πολύ πιο σημαντικό από τη δουλειά σου.» Η καρδιά της Τόρι αναπήδησε. Γέμισε την τσαγιέρα και την έβαλε στο μάτι της κουζίνας, πήρε ένα φλιτζάνι και ένα σακουλάκι τσάι. Το κινητό της άρχισε να χτυπάει από το σαλόνι, αλλά το αγνόησε. Πιθανότατα ο Καρλ θα ήταν, που έπαιρνε για να σιγουρευτεί ότι δούλευε. «Τι υποτίθεται πως σημαίνει αυτό;» τον ρώτησε. «Κοίτα γύρω σου, Τόρι. Σκέψου το. Μένεις σε ένα άδειο σπίτι, περνώντας κάθε λεπτό που δεν κοιμάσαι στη δουλειά. Πώς περιμένεις να έχεις φίλους; Πώς θα κάνεις ποτέ κάποια σχέση;» Εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη. «Μόλις τώρα το κατάλαβες αυτό για μένα; Μπριτ, κάνω ό,τι πρέπει να κάνω για να γίνω συνέταιρος. Αυτό είναι όλο. Γι’ αυτόν το λόγο ζω.» «Μα δεν έχει κανένα νόημα!» Έφυγε από τον πάγκο και την πλησίασε. «Είσαι μια πανέμορφη, πανέξυπνη, ολοζώντανη γυναίκα. Γιατί τιμωρείς έτσι τον εαυτό σου;» «Μπορεί να μην το ξέρεις» του απάντησε η Τόρι «αλλά μερικοί χρειαζόμαστε τις δουλειές μας. Μερικοί χρειαζόμαστε να ξέρουμε πως όταν θα έρθει ο λογαριασμός του οίκου περίθαλψης, θα
έχουμε να τον πληρώσουμε.» «Το καταλαβαίνω αυτό, πραγματικά.» Ο Μπριτ πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του με απογοήτευση. «Δεν καταλαβαίνω τον τρόπο που το κάνεις. Συμπεριφέρεσαι σε ό,τι δεν είναι δουλειά λες και είναι μια ενόχληση. Κάτι που σου αποσπά την προσοχή απ’ ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό.» Τα συναισθήματα κατέκλυζαν πολύ γρήγορα την Τόρι, για να τα κατηγοριοποιήσει. Αντέδρασε δίχως να το σκεφτεί, με τις λέξεις να βγαίνουν ανεξέλεγκτα από το στόμα της. «Δεν είχαμε τίποτα, Μπριτ. Απολύτως τίποτα. Ο πατέρας μου άφησε τη μητέρα μου καταχρεωμένη, με ένα απολυτήριο λυκείου και με ένα οκτάχρονο παιδί. Δούλεψε πιο σκληρά από κάθε άνθρωπο που ξέρω, και τώρα δε θυμάται ούτε το όνομά της. Δε θα ρισκάρω τη ζωή της. Δε θα το κάνω.» «Τόρι…» Ο Μπριτ άπλωσε το χέρι του ν’ αγγίξει τον ώμο της, όμως εκείνη τραβήχτηκε πίσω. Την αγνόησε και την έπιασε από τον ώμο, γυρνώντας την προς το μέρος του. «Τόρι, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω στο χρόνο και να φτιάξεις τα πράγματα για τη μητέρα σου. Δεν έχει σημασία πόσο επιτυχημένη είσαι. Δε θ’ αλλάξει αυτά που πέρασε.» «Όχι. Δε θα τ’ αλλάξει. Αλλά μπορώ να σιγουρευτώ πως δε θα επαναλάβω τα λάθη της.» «Α, κατάλαβα.» Ο Μπριτ άφησε το χέρι του να πέσει. «Είσαι αποφασισμένη να συνεχίζεις να παρομοιάζεις τον εαυτό σου με τη μητέρα σου, και εμένα με τον πατέρα σου. Αρνείσαι να δεχτείς την πιθανότητα πως ίσως να υπάρχει κάποιος άντρας εκεί έξω που να αξίζει να ρισκάρεις για εκείνον. Και ναι, ξέρω πως δεν ξεκινήσαμε σωστά, όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τουλάχιστον, για μένα.» Η ανάσα της Τόρι σταμάτησε στο λαιμό της. «Τι άλλαξε;» «Δε σε θέλω για ένα μήνα, Τόρι. Νόμιζα πως θα ήταν αρκετό, μα δεν είναι. Θέλω περισσότερα. Θέλω να σου τρίβω τους ώμους καθώς αποκοιμιέσαι, θέλω να σου φτιάχνω πρωινό. Θέλω να έρθεις μαζί μου γιατί μπορείς να καταλάβεις πως η δουλειά δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.» Πριν εμπιστευτείς έναν άντρα, Τόρι, ρώτα τον εαυτό σου: πού θα είσαι όταν σε αφήσει; Πώς θα συνεχίσεις όταν θα έχει φύγει; αντήχησε η φωνή της μητέρας της στο μυαλό της. «Λυπάμαι» του είπε. «Η δουλειά είναι το πιο σημαντικό πράγμα για μένα. Δεν έχω την πολυτέλεια να πάρω άδεια αυτό το Σαββατοκύριακο. Για κανέναν.» Ο Μπριτ σήκωσε ψηλά τα χέρια του με απογοήτευση. «Οπότε, αυτό ήταν; Είσαι έτοιμη να τα παρατήσεις όλα για ένα Σαββατοκύριακο στο γραφείο;» «Να παρατήσω τι; Να παρατήσω μια σύντομη περιπέτεια με έναν άντρα που το σκάει από τη δική του ζωή και προσπαθεί ν’ ανακτήσει τη χαμένη του νιότη; Λυπάμαι αν αυτό δεν ακούγεται πιο πολλά υποσχόμενο από μια καριέρα εφ’ όρου ζωής.» Η Τόρι ήξερε πως τον έδιωχνε μακριά της, ίσως άδικα, αλλά ήταν ζωτικής σημασίας να σταματήσει να την κοιτάζει με αυτά τα σοβαρά, θλιμμένα μάτια του. Χρειαζόταν να νιώσει και εκείνος λίγο από τον πόνο στην καρδιά που τύλιγε και την ίδια. «Τα έχω θαλασσώσει σε αρκετά πράγματα στη ζωή μου, Τόρι. Δούλεψα πολύ σκληρά και για
πάρα πολύ καιρό, προσπάθησα να διοικήσω την οικογένειά μου λες και ήταν τίποτα άτακτα παιδιά. Είμαι τυχερός που δε με αποκήρυξαν. Αλλά είμαι έτοιμος ν’ αρχίσω από την αρχή. Εσύ είσαι αποφασισμένη να μείνεις εδώ, σε αυτό το άδειο σπίτι, να ζεις μηχανικά τη ζωή σου, πολύ τρομοκρατημένη για να αφήσεις κάποιον να μπει στη ζωή σου. Ποιος το σκάει; Εγώ ή εσύ;» «Ήξερες τι είχα να προσφέρω» απάντησε η Τόρι, κλείνοντας το μυαλό της σε οποιεσδήποτε άλλες επιθέσεις. «Είπαμε ένα μήνα, χωρίς δεσμεύσεις. Εγώ κράτησα τη συμφωνία.» «Λοιπόν, εγώ όχι.» Ο Μπριτ κοίταξε γύρω στο δωμάτιο, και η Τόρι τον ένιωσε να μετράει τη σκόνη πάνω στις συσκευές και τα άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη. «Δεν ήμουν έτοιμος να το σκάσω από σένα. Γι’ αυτό σου ζήτησα να έρθεις στη Σκοτία. Όμως τώρα αναρωτιέμαι αν έκανα λάθος. Ίσως εσύ δε θέλεις να αρχίσεις από την αρχή. Ίσως εγώ θα έπρεπε να το σκάσω.» «Σε παρακαλώ, κάν’ το» τον προκάλεσε η Τόρι, με την καρδιά της να σπάει σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. «Δεν είναι πως δεν το περίμενα.» «Αν φύγω, δε θα ξαναγυρίσω» την προειδοποίησε ο Μπριτ συνοφρυωμένος, με τα μάτια του να την κοιτάζουν σα να έβλεπε μέσα στην ψυχή του. «Λες ότι προσπαθώ ν’ ανακτήσω τη χαμένη μου νεότητα, και ίσως να είναι αλήθεια. Δεν ήμουν ευτυχισμένος με τη ζωή που ζούσα και αρχίζω κάτι καινούριο. Θέλω να έρθεις μαζί μου, μα θα καταλάβω αν αυτό δεν είναι δυνατόν.» Η Τόρι ένιωθε όλο το σώμα της σα μια ανοιχτή πληγή. Έπνιξε μια κραυγή πόνου. «Δεν παίζεις δίκαια. Έχεις την τέλεια οικογένεια, και δουλειά, και χρήματα, και όλα θα σε περιμένουν όταν γυρίσεις.» Άφησε κάτω το φλιτζάνι με κρότο, με ολόκληρο το σώμα της να τρέμει από τα καταπιεσμένα συναισθήματα. «Έχεις τα πάντα να σε περιμένουν όταν ξαναγυρίσεις, ενώ εγώ δεν έχω τίποτα, Μπριτ. Τίποτα πέρα από έναν αναθεματισμένο Καρλ Μπάλτσερ!» Ο Μπριτ σταμάτησε να μιλάει. «Έχεις δίκιο. Έχεις απόλυτο δίκιο.» Η Τόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Τι; Εννοείς…» «Εννοώ ότι δεν μπορώ να σου ζητήσω να τα παρατήσεις όλα.» Προχώρησε προς το μέρος της και την αγκάλιασε για μια στιγμή. «Πρέπει να κοιμηθείς λίγο. Θα μείνω σε ένα ξενοδοχείο απόψε. Δε θα ξανακούσεις τίποτα για μένα. Εύχομαι τα πράγματα να πάνε καλά για σένα, Τόρι. Πραγματικά το εύχομαι.» Έπειτα, όσο γρήγορα είχε έρθει, ο Μπριτ γύρισε και έφυγε. *** Οπότε, της έδωσες το τελεσίγραφο και σε απέρριψε. Ο Μπριτ έφυγε από το σπίτι της Τόρι νιώθοντας πως μόλις είχε ξεριζώσει την καρδιά του. Όταν είχε μπει σε εκείνο το σπίτι και είδε πώς ζούσε, θα έπρεπε να ξέρει την απάντηση στην ερώτησή του. Φυσικά και δε θα έφευγε μαζί του. Τα σημάδια της Τόρι ήταν πολύ βαθύτερα απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Θα χρειαζόταν μια μπουλντόζα για να την απομακρύνει από τη δουλειά της. Πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει να οδηγεί, αν και κάθε μυς στο σώμα του του ούρλιαζε να
γυρίσει πίσω. Είχε τελειώσει με το να προσπαθεί να φτιάξει τους ανθρώπους. Εκείνος της είχε ανοιχτεί και τον είχε διώξει. Έπρεπε να κοιτάξει μπροστά. Δεν ήταν και παντρεμένοι. Ούτε καν έβγαιναν μαζί, σύμφωνα με την Τόρι. Είχε προσπαθήσει ν’ αλλάξει τα όρια της σχέσης τους –αν κάποιος μπορούσε να τη χαρακτηρίσει έτσι– και εκείνη αρνήθηκε. Τέλος της ιστορίας. Τότε γιατί ένιωθε πως φεύγοντας μακριά της ήταν το μεγαλύτερο λάθος που είχε κάνει ποτέ;
Κεφάλαιο Είκοσι Με ένα βάρος στο στήθος της και την απελπισία να κλείνει το λαιμό της, η Τόρι παρακολούθησε τον Μπριτ να απομακρύνεται. Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει τη στιγμή ακριβώς που ένιωθε σαν ένα τεράστιο βάρος στους ώμους της αυτό που μόλις είχε συμβεί. Τα φοβερά, επώδυνα λόγια του στριφογυρνούσαν στο μυαλό της. Πήγε στο καθιστικό μέσα σε μια παραζάλη, χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι είχε απαντήσει ο τηλεφωνητής. «Κυρία Άντερσον; Είμαι ο Τσαντ από το Λάνγκστον. Σας παρακαλώ, μπορείτε να με πάρετε το συντομότερο δυνατό; Ευχαριστώ.» Η Τόρι κοκάλωσε. Μια τρομερή αίσθηση φόβου την άφησε για μια στιγμή ζαλισμένη. Παλεύοντας με ένα κύμα ναυτίας, σήκωσε το τηλέφωνο, μα ήταν πολύ αργά. Με τρεμάμενα δάχτυλα, πάτησε τον αριθμό του τηλεφώνου και άκουσε από την άλλη πλευρά της γραμμής τη φωνή του Τσαντ. «Τσαντ; Η Τόρι είμαι.» «Τόρι, λυπάμαι πολύ.» Η φωνή του ήταν θερμή και απαλή, λες και ήθελε να την τυλίξει σε μια κουβέρτα προστασίας. «Λυπάμαι πάρα πολύ.» Ήξερε τι θα της έλεγε. Βούλιαξε στο πάτωμα. «Τι συνέβη;» κατάφερε να πει. Θυμήθηκε να χτυπάει το κινητό της όταν μάλωνε με τον Μπριτ. Ο Τσαντ ποτέ πριν δεν την είχε πάρει τηλέφωνο, ούτε στο κινητό ούτε στο σπίτι. «Δεν είμαστε σίγουροι. Λένε πως είναι πιθανότατα ανακοπή. Τη βρήκαμε στο κρεβάτι της το απόγευμα. Είχες υπογράψει χαρτί μη ανάνηψης, οπότε δεν προσπάθησαν να την επαναφέρουν.» Συνέχισε να της εξηγεί για το πιστοποιητικό θανάτου και τις διαδικασίες της κηδείας, συμβουλεύοντάς τη να πάει από κει για να την αποχαιρετίσει πριν πάρουν τη σορό της. Της είπε πως είχαν έγγραφα που έλεγαν ότι ήθελε να αποτεφρωθεί και αν το επιθυμούσε ακόμα η Τόρι. Και το μόνο που μπορούσε εκείνη να κάνει ήταν ν’ αναπνέει και να νεύει καταφατικά. Να νεύει και ν’ αναπνέει. Μέχρι που το ν’ αναπνέει έγινε πολύ δύσκολο και μουρμούρισε ένα βιαστικό «αντίο» και πέταξε κάτω το τηλέφωνο, ρουφώντας τον αέρα λες και πνιγόταν. Έπειτα, άρχισε ο πανικός· πανικός σε μεγάλα κύματα, που έκαναν τα νύχια της να χωθούν στην παλάμη της, μέχρι που ο πόνος στο χέρι της την ανάγκασε να το αφήσει. Με πολλή προσπάθεια σηκώθηκε όρθια, πήρε τα κλειδιά της και βγήκε έξω. Έπρεπε να πάει στο Λάνγκστον. Για να πει «αντίο» στο άδειο κουφάρι μιας γυναίκας που κάποτε ήταν η μητέρα της. Το μοναδικό άτομο που καταλάβαινε γιατί δούλευε με αυτό τον τρόπο. Το μόνο άτομο που θα εκτιμούσε τη θυσία που μόλις είχε κάνει. Ο χώρος μπροστά από το σπίτι της φάνταζε άδειος χωρίς το γυαλιστερό μαύρο αυτοκίνητο του Μπριτ. Κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό της και κοίταξε τη στοίβα με τα χαρτιά στη θέση του συνοδηγού. Θα έπρεπε να τα διαβάσει απόψε. Ίσως θα μπορούσε να τα πάρει μαζί της στο Λάνγκστον. Είχε
περάσει αρκετό χρόνο με γιατρούς και ήξερε πως πάντα την έκαναν να περιμένει. Ακόμα και για να ανακοινώσουν ένα θάνατο, σίγουρα θα την άφηναν να περιμένει. Δεν υπήρχε νόημα να χάνει χρόνο. Η σκέψη της έφερε έναν κόμπο αηδίας στο λαιμό. Μήπως ο Μπριτ είχε δίκιο; Μήπως είχε χάσει τελείως την ψυχή της; Η μητέρα της ήταν νεκρή και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η δουλειά; Πού ήταν τα δάκρυα; Τι είχε απογίνει; *** Το φεγγάρι είχε ανέβει στο γεμάτο αστέρια ουρανό όταν η Τόρι επέστρεψε στο σπίτι, με το κεφάλι της να γυρίζει και την ανάσα της να βγαίνει κοφτή μέσα από τα σφιγμένα δόντια της. Η καρδιά της χτυπούσε νευρικά, αλλά κανένα δάκρυ δεν κυλούσε στα μάγουλά της. Ένιωθε σαν ένα τέρας. Κάθισε ώρες εκεί, όλοι της χάιδευαν απαλά τον ώμο και την κοίταζαν λυπημένα, είπε «αντίο» στο γαλήνιο πρόσωπο της μητέρας της, και όμως τα μάτια της παρέμειναν στεγνά. Ίσως επειδή το εύθραυστο, ασπρομάλλικο σώμα δεν έμοιαζε ν’ ανήκει στη γυναίκα που τη μεγάλωσε. Όλο τον περασμένο χρόνο, είχε συνηθίσει να σκέφτεται πως το σώμα της Τζίνι φιλοξενούσε ένα νευρικό ξένο. Ήταν δύσκολο να πιστέψει πως της έλεγε πραγματικά «αντίο». Κατά κάποιο τρόπο, είχε πει «αντίο» εδώ και πολύ καιρό. Και κατά κάποιον άλλο τρόπο, δεν ήταν σίγουρη πως θα μπορούσε ποτέ να το πει. Η Τόρι μπήκε στο σπίτι και δίχως να σκέφτεται, προχώρησε στο δωμάτιο της μητέρας της. Άνοιξε την ντουλάπα και έβαλε το πρόσωπό της στα ρούχα της μητέρας της, που ακόμα είχαν τη μυρωδιά του αγαπημένου της αρώματος. Έπιασε ένα ζευγάρι παπούτσια και τα πέταξε σε μια στοίβα στο κέντρο του δωματίου. Για μια στιγμή, κράτησε το κάθε ένα ξεχωριστά, φανταζόταν το παπούτσι στο πόδι της μητέρας της, και τη μητέρα της στο κέντρο του δωματίου, να ισιώνει τις κάλτσες της καθώς ετοιμαζόταν για τη δουλειά. Ήταν καιρός να καθαρίσει το δωμάτιο. Η μητέρα της δε θα γύριζε ποτέ πίσω. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος στα αφτιά της την εμπόδιζε να συγκεντρωθεί, όμως και πάλι τα δάκρυα δεν έρχονταν στα μάτια της. Ξαφνικά, άρχισε να τρέμει, ένιωθε να κρυώνει όσο ποτέ, τα πόδια της είχαν ανατριχιάσει και το σώμα της ήταν άκαμπτο. Σηκώθηκε όρθια, εξακολουθώντας να τρέμει, τράβηξε τα σκεπάσματα του κρεβατιού και χώθηκε κάτω από μια λεπτή κουβέρτα. Μια φορά, η Τόρι είχε δει την Τζίνι να κλαίει πάνω σε αυτή την κουβέρτα, με μεγάλα αναφιλητά, που δεν μπορούσε να κρύψει από τη μικρή της κόρη. Ήταν λίγο μετά που τις είχε αφήσει ο πατέρας της, όταν η Τζίνι ακόμα προσπαθούσε να προσποιηθεί πως μπορούσε να μείνει συγκροτημένη και πως δεν της είχαν ξεριζώσει την καρδιά από το στήθος της. Τώρα, καθώς η Τόρι τύλιξε την κουβέρτα γύρω από το τρεμάμενο σώμα της, θυμήθηκε εκείνη τη σκοτεινή εποχή που φοβόταν ότι η μητέρα της ποτέ δε θα ανακτούσε τα λογικά της, και ότι την ίδια, την Τόρι, ποτέ δε θα την αγαπούσαν ή δε θα ένιωθε ασφαλής ποτέ ξανά. Απόψε, αφότου είχε επισκεφτεί τη σορό, οι σύμβουλοι στο Λάνγκστον είχαν καθίσει μαζί με την Τόρι. Της είπαν πως η θλίψη μπορούσε να πάρει πολλές μορφές. Είπαν πως όταν ένας ασθενής με Αλτσχάιμερ πεθάνει, η οικογένεια μπορεί να νιώσει ανακούφιση που τελείωσε το μαρτύριό του, και έπειτα ενοχή που είχαν αυτό το συναίσθημα. Η Τόρι το καταλάβαινε αυτό, το περίμενε ίσως. Όμως δεν της είχαν πει για το κρύο. Δεν είχαν αναφέρει πως η ανάσα της θα εγκατέλειπε το
στήθος της, τα πνευμόνια της δε θα μπορούσαν να πάρουν αέρα, το σώμα της θα ήταν τυλιγμένο σε σεντόνια από πάγο. Η μητέρα της πάντα αγαπούσε αυτό το δωμάτιο. Έλεγε ότι αυτό το σπίτι αναπλήρωνε για όλα αυτά τα χρόνια που έμεναν σε μικροσκοπικά διαμερίσματα χωρίς καθόλου ψυχή. Ακόμα κι αν η Τόρι ένιωθε σαν επισκέπτης εδώ, η μητέρα της το ένιωσε σαν το σπίτι της, και αυτό μόνο είχε σημασία. Όλη της τη ζωή, το μόνο πράγμα που ουσιαστικά είχε σημασία ήταν να προσπαθεί ν’ αναπληρώσει για όλον αυτό τον πόνο που είχε υποφέρει η μητέρα της. Και τώρα είχε φύγει. Το βλέμμα της έπεσε στο κομοδίνο, όπου βρισκόταν ένα μικρό δερματόδετο βιβλίο δίπλα σε ένα πορτατίφ. Η Τόρι πίεσε τον εαυτό της ν’ ανασηκωθεί και πήρε το βιβλίο. Όταν το άνοιξε, άρχισε να αναδίδεται η μυρωδιά του δέρματος και των μπαγιάτικων σελίδων. Η πρώτη σελίδα είχε ημερομηνία πριν από οκτώ χρόνια, όταν η Τόρι είχε αγοράσει το σπίτι. Ήταν ένα ημερολόγιο, με το γραφικό χαρακτήρα της μητέρας της. Η Τόρι άρχισε να το διαβάζει, διαδικασία που την καθησύχαζε. Ο ήχος της φωνής της μητέρας της αντηχούσε στα αφτιά της και χαλάρωνε την πίεση στο στήθος της. Οι περισσότερες από τις καταχωρίσεις επικεντρώνονταν στην πάλη της Τζίνι να αποδεχτεί την αρρώστια της. Κρατάω αυτό το ημερολόγιο επειδή μου λένε πως είναι καλό να γράφω, να κρατάω σε λειτουργία το μυαλό μου. Με τρομοκρατεί η σκέψη τού τι σημαίνει αυτό, οπότε να, γράφω… Άλλα ήταν κομμάτια από την καθημερινότητά της, από τα μέρη όπου είχε πάει και ανησυχούσε πως θα τα ξεχάσει. Άλλα ήταν παράπονα – για τη νοσοκόμα της, τα φάρμακά της και ιδιαίτερα για τους περιορισμούς που είχε θέσει η Τόρι για το μαγείρεμα, την οδήγηση, και τελικά για το να φεύγει η Τζίνι από το σπίτι μόνη της. Η Τόρι τα προσπέρασε σχεδόν όλα γρήγορα, παραμένοντας μόνο στα κομμάτια που περιέγραφαν καλές αναμνήσεις. Προς το τέλος του ημερολογίου, μια καταχώριση τράβηξε το βλέμμα της. Οι σελίδες ήταν μουντζουρωμένες. Η Τόρι ανακάθισε και άρχισε να διαβάζει. Η Τόρι δουλεύει μέχρι αργά πάλι απόψε και το σπίτι μοιάζει άδειο και σκοτεινό. Εύχομαι να υπήρχε κάποιος τρόπος να μπορούσα να της πω πόσο μόνη νιώθω. Αλλά δε θέλω να την επιβαρύνω περισσότερο… Η Τόρι έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Δυναμώνονοντας τον εαυτό της, άνοιξε τα μάτια και συνέχισε να διαβάζει. Δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ότι είναι και δικό μου σφάλμα. Αφότου έφυγε ο Θαντ, ανησυχούσα για τα πάντα. Για τους λογαριασμούς. Αν θα μπορέσω να τη στείλω στο κολέγιο. Και μου έλειπε τόσο πολύ, που ένιωθα πως μου είχαν ξεριζώσει την καρδιά. Ξέρω πως υπερέβαλλα. Προσπάθησα να κατευθύνω την Τόρι μακριά από άντρες που θα γίνονταν σαν και αυτόν, παροτρύνοντάς τη να επικεντρωθεί στην καριέρα της. Και ακόμα πιστεύω πως έκανα το σωστό. Είμαι τόσο περήφανη για εκείνη, για το πόσο σκληρά δουλεύει και το πόσο επιτυχημένη έχει γίνει. Όμως σε κάποιο σημείο ξέχασα ότι το πιο σημαντικό πράγμα ήταν να είναι ευτυχισμένη. Είναι ευτυχισμένη τώρα; Είναι ευτυχισμένη με το Φιλ; Δεν ξέρω, αλλά κατά κάποιον τρόπο νομίζω πως την απογοήτευσα. Εύχομαι μόνο να μπορούσα να της μιλήσω γι’ αυτό. Προσπαθώ, αλλά οι λέξεις ποτέ δε βγαίνουν. Αχ, πόσο
εύχομαι να βγουν οι λέξεις! Ένα οξύ συναίσθημα, σα γυαλόχαρτο, γαργάλησε το λαιμό της Τόρι. Τον καθάρισε, μα χωρίς όφελος. Σταμάτησε σε μια άλλη καταχώριση, δύο μήνες μετά: Αναρωτιέμαι αν κάποια μέρα θα το διαβάσει αυτό η Τόρι. Τόρι, αν το διαβάσεις αυτό, εύχομαι να μη θρηνείς για μένα, αλλά να ξέρεις πως είμαι σε ένα καλύτερο μέρος. Ελπίζω να ξέρεις ότι σε αγάπησα με όλη μου την καρδιά και κάθε ίνα της ύπαρξής μου. Ελπίζω να μη σ’ έκανα να ακολουθήσεις το λάθος δρόμο. Ελπίζω να ξέρεις πόσο περήφανη είμαι για σένα. Ελπίζω, πάνω απ’ όλα, να μην κάνεις τα ίδια λάθη μ’ εμένα. Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένη. Η Τόρι έκλεισε το ημερολόγιο και το κράτησε στην αγκαλιά της. Μια άγνωστη υγρασία έτρεξε στα μάγουλά της και εκείνη τα σκούπισε με την ξεθωριασμένη κουβέρτα. Αλλά συνέχισε να έρχεται και να έρχεται, μέχρι που τελικά έκλεισε το πρόσωπό της στα χέρια της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Κεφάλαιο Είκοσι Ένα Η Τόρι έβαλε την τσάντα της πάνω στην ταινία μεταφοράς, έβγαλε τα παπούτσια της και τα πέταξε σε έναν γκρι πλαστικό κάδο. Αφού πέρασε από το μηχάνημα ασφαλείας του αεροδρομίου, ανακουφίστηκε που δεν άκουσε το βουητό του μεταλλικού ανιχνευτή. «Να έχετε μια καλή πτήση, κυρία μου» είπε ο υπάλληλος. «Ευχαριστώ.» Πήρε την τσάντα της και τα παπούτσια της και τράβηξε την τσαλακωμένη κάρτα επιβίβασης από την πίσω τσέπη. Πύλη Ε5. Κοίταξε τη φωτεινή οθόνη με τις αναχωρήσεις, για να σιγουρευτεί πως δεν είχε αλλάξει, και άρχισε να περπατάει γρήγορα. Ε23… Ε22… Η αδρεναλίνη της είχε ήδη ανέβει στα ύψη και άρχισε να ξεφυσάει. Είχε όντως περάσει μια βδομάδα από τη μέρα που πέθανε η μητέρα της; Ήταν δυνατόν να είχε περάσει τόσος καιρός; Ένιωθε λες και ζούσε σε ένα παράλληλο σύμπαν από τότε, με το χρόνο να κινείται πιο αργά και πιο γρήγορα την ίδια στιγμή. Ε18… Ε17… Τι θα σκεφτόταν όταν την έβλεπε εκεί; Θα της μιλούσε άραγε; Τον είχε χάσει στ’ αλήθεια για πάντα όταν έφυγε; Ε10… Ε9… Ε8. Η Τόρι στερέωσε την τσάντα της στον ώμο και άρχισε να τρέχει. Έπρεπε να το κάνει αυτό, και αρνιόταν να γίνει αυτή η συζήτηση μέσα σε ένα αεροπλάνο για την Αγγλία. Αν και είχε αγοράσει το εισιτήριο, δε σκόπευε να το χρησιμοποιήσει, εκτός και αν εκείνος την ήθελε εκεί. Πραγματικά να την ήθελε εκεί. Προχωρούσε τόσο γρήγορα που παραλίγο να πέσει πάνω στον ψηλό, με τους φαρδιούς ώμους άντρα που φορούσε ένα σκούρο μπλε πουκάμισο και ξεβαμμένο τζιν. Η Τόρι κράτησε την ανάσα της όταν είδε τη γνωστή στραβή μύτη. «Μπριτ.» Οι λέξεις έσβησαν στο λαιμό της. Για μια στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει και να τρέξει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αλλά είχε φτάσει πολύ μακριά, είχε μάθει τόσα πολλά για τον εαυτό της μέσα στη βδομάδα από το θάνατο της μητέρας της, για να κάνει κάτι τέτοιο. Ισιώνοντας τους ώμους της, προσπάθησε ξανά. «Πας σε λάθος κατεύθυνση» του είπε. Εκείνος οπισθοχώρησε όταν την είδε, με τα μάτια του διάπλατα από το σοκ. «Τόρι; Τι κάνεις εδώ;» Το βλέμμα του ήταν επιφυλακτικό, σαν γκρι ουρανός σε συννεφιασμένη μέρα. Καλύτερα να μη σκεφτόταν τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Καλύτερα να προχωρούσε χωρίς να σκεφτόταν. «Έχεις ένα λεπτό; Έχω κάτι που πρέπει να σου πω.» Εκείνος έγειρε το κεφάλι του, κοιτάζοντάς την εξεταστικά από την κορυφή ως τα νύχια. «Ήμουν έτοιμος να επιβιβαστώ σε ένα αεροπλάνο. Είσαι σίγουρη πως θα πάρει μόνο ένα λεπτό;»
«Η μητέρα μου πέθανε» ξεστόμισε. «Αμέσως αφότου έφυγες. Έπαθε εγκεφαλικό.» Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. «Θεέ μου, λυπάμαι. Δεν είχα ιδέα.» «Φυσικά και δεν ήξερες. Πώς θα μπορούσες;» Ο Μπριτ έδειξε με το κεφάλι του τα καθίσματα. «Ίσως να ’πρεπε να καθίσουμε.» «Νομίζω πως είμαι καλύτερα όρθια» του είπε με ένα νευρικό χαμόγελο. «Ίσως χρειαστεί να βηματίζω.» «Κατάλαβα.» Την έπιασε από τον αγκώνα και την οδήγησε μακριά από το πλήθος. «Λυπάμαι, Τόρι. Πραγματικά λυπάμαι.» Ευγενικός. Ακουγόταν βασανιστικά ευγενικός και ανήσυχος. Το είδος ανησυχίας που θα είχες για κάποιον ξένο. Η Τόρι δάγκωσε τα χείλη της. «Θα σε έπαιρνα να σ’ το πω, αλλά δεν ήθελα να το κάνω από το τηλέφωνο, και ήταν αδύνατον να φύγω.» Κάτι τρεμόπαιξε σε αυτά τα ανεξιχνίαστα μάτια του. Έβαλε τη δερμάτινη τσάντα του στον ώμο και άρχισε ν’ απομακρύνεται. «Φυσικά. Εδώ δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις το θάνατο της μητέρας σου σα δικαιολογία για να πάρεις μερικές μέρες άδεια. Κοίτα, δε θέλω να φανώ αναίσθητος, μα πρέπει να μπω στο αεροπλάνο.» «Όχι, όχι.» Έπιασε τον αγκώνα του και τον γύρισε προς το μέρος της. «Πήρα μερικές μέρες άδεια, κυρίως γιατί έκλαιγα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να δω μπροστά μου. Όμως έπειτα, έπρεπε να πάω για να φτιάξω πλάνο έκτακτης ανάγκης.» «Πλάνο έκτακτης ανάγκης; Για τι πράγμα;» «Για την παραίτησή μου.» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου. Συνειδητοποίησα πολλά πράγματα. Συνειδητοποίησα πως χρησιμοποιούσα τη δουλειά μου σα δικαιολογία για να μην αφήσω τον εαυτό μου να ενδιαφερθεί για τίποτα. Η μητέρα μου με είχε τρομάξει τόσο πως θα μ’ εγκατέλειπε κάποιος που θα αγαπούσα, και δεν αγαπούσα καθόλου. Έβγαινα με άντρες που δε νοιαζόμουν, για να μη με πληγώσουν. Διάολε, δεν ενδιαφερόμουν ούτε και για τον αρραβωνιαστικό μου – πιο αναστατωμένη ήμουν όταν με άφησε το αυτοκίνητό μου παρά εκείνος!» Το στόμα του Μπριτ άρχισε να σχηματίζει ένα χαμόγελο. «Σε άφησε το αυτοκίνητό σου;» Εκείνη το προσπέρασε. «Μεγάλη ιστορία.» «Θα πρέπει να μου την πεις κάποια φορά.» Ρωγμή ήταν αυτό; Μια υποψία συναισθήματος στο ανέκφραστο πρόσωπό του; Η Τόρι αναθάρρησε και συνέχισε. «Σκεφτόμουν πως αν γινόμουν συνέταιρος, τότε θα είχα κάνει αυτό που ήθελε, θα ήταν ευτυχισμένη και θα μπορούσε να χαλαρώσει. Αλλά δε θα ήταν αρκετό. Αυτό συνειδητοποίησα. Ποτέ δε θα ήταν αρκετό. Όταν σε γνώρισα, Μπριτ, ήμουν πεινασμένη και δεν το ήξερα. Σκέφτηκα ότι
ίσως μπορούσα να ικανοποιήσω την πείνα μου με το να κοιμηθώ μαζί σου, αλλά αυτό απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα. Γιατί κάπου στην πορεία, παρά τις προσπάθειές μου, σε ερωτεύτηκα.» Η Τόρι πίεσε τον εαυτό της να τον κοιτάξει κατάματα, χωρίς να κρύψει τίποτα. «Σε αγαπώ, Μπριτ. Ξέρω πως δε νιώθεις το ίδιο για μένα, και ίσως ποτέ να μην το κάνεις. Όμως βαρέθηκα να τα παρατάω πριν καν αρχίσω. Κουράστηκα να σπαταλάω το χρόνο μου με το κινητό μου και όχι με το μοναδικό άτομο στον κόσμο που με κάνει να νιώθω ζωντανή. Θέλω να έρθω μαζί σου στη Σκοτία, αν η πρότασή σου ισχύει ακόμα.» Εκείνος δεν απάντησε. Το πρόσωπό του είχε μείνει ανέκφραστο. Μην μπορώντας ν’ αντέξει αυτή την ξαφνική σιωπή, η Τόρι βιάστηκε να συνεχίσει. «Πιθανότατα να μη θέλεις να έχεις καμία σχέση μαζί μου. Ξέρω πως όταν έφυγες, είπες ότι δε θα ξαναγυρίσεις ποτέ και θα το καταλάβω αν δε θέλεις να έρθω μαζί σου τώρα που ξέρεις πώς αισθάνομαι. Αλλά έπρεπε να σ’ το πω. Ακόμα και αν δε μ’ αγαπάς, εγώ ακόμα θέλω να είμαι μαζί σου. Αξιοθρήνητο, ε;» Προσπάθησε να χαμογελάσει, μα φάνηκε φοβισμένη. «Έπρεπε να σ’ το πω. Έπρεπε ν’ αρπάξω την ευκαιρία.» Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια του και άφησε κάτω τη βαλίτσα του. Άνοιξε το στόμα του, αλλά δε βγήκε κανένας ήχος. Για άλλη μια φορά, η Τόρι περπάτησε μέσα στο κενό. «Κοίτα, καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι. Τώρα επιβιβάζεται η πρώτη θέση. Καλύτερα να πηγαίνεις.» Γύρισε, με τα πόδια της να τρέμουν τόσο πολύ, που αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να περπατήσει μερικά μέτρα, πόσο μάλλον να πάει πίσω στη Φιλαδέλφεια. Το χέρι του έκλεισε γύρω από το μπράτσο της. «Σταμάτα. Σταμάτα για ένα λεπτό. Εσείς οι δικηγόροι μιλάτε τόσο πολύ που νομίζω ξεχάσατε ν’ ακούτε.» «Αυτό και αν είναι ανήκουστο» του είπε. «Ακούω μια χαρά. Και εξάλλου, δεν είμαι πια δικηγόρος. Δεν ξέρω τι ακριβώς είμαι, αλλά δεν είμαι δικηγόρος.» «Θα είσαι δικηγόρος μέχρι τη μέρα που θα πεθάνεις, αγάπη μου.» «Όχι δεν είμαι. Μ’ άκουσες; Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου. Όπως λέμε “παραιτούμαι”, “τερματίζω”-» Η προσφώνησή του τελικά διείσδυσε στο μυαλό της και το στόμα της άνοιξε διάπλατα. «Πώς με είπες;» «Νόμιζα πως είπες ότι είσαι καλή ακροάτρια.» Τον χτύπησε απαλά στον ώμο. «Μην τολμήσεις να με πειράξεις, βλάκα!» Ένα τρυφερό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. «Ούτε που θα το φανταζόμουν. Θα με έτρωγες για πρωινό.» «Αν με πεις “σκληρό καρύδι”, θα φύγω αμέσως από το αεροδρόμιο» αστειεύτηκε με τρεμάμενη φωνή και τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Είχε κλάψει τόσο πολύ την περασμένη βδομάδα. Αφότου είχε σπάσει το φράγμα, τα δάκρυα έδειχναν να παραμονεύουν πίσω από τα μάτια της. «Με στρίμωξες στη γωνία, συνήγορε. Επειδή θα κάνω τα πάντα για να μη συμβεί.» Τότε ήταν που το πρώτο ίχνος αισιοδοξίας πέρασε απ’ το μυαλό της.
«Γιατί;» «Γιατί και εγώ σε αγαπώ.» Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της, τη σήκωσε ψηλά έτσι ώστε τα μάτια τους να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, και τα πόδια της να κρέμονται αβοήθητα πάνω από το έδαφος. «Το συνειδητοποίησα εκείνο το βράδυ στο σπίτι σου όταν στεκόσουν στην κουζίνα, περικυκλωμένη απ’ όλα τα πράγματα της μητέρας σου, αλλά τόσο αποφασιστικά ο εαυτός σου. Είσαι εριστική και ευέξαπτη. Με κάνεις να γελάω και με κάνεις να σκέφτομαι. Με καταλαβαίνεις καλύτερα απ’ τον καθένα. Ξέρεις ότι, πριν σε γνωρίσω, δεν είχα συνειδητοποιήσει πως δε μου άρεσε το διαμέρισμά μου; Είναι ένα πανέμορφο μέρος, αλλά δεν είναι εγώ. Θέλω ένα σπίτι, όπως και το δικό σου – μόνο με περισσότερα έπιπλα, και ίσως μερικά χαλιά.» Η Τόρι χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της, καθώς ο Μπριτ συνέχισε. «Θέλω ένα σκύλο και μια οικογένεια. Θέλω εσένα, γλυκιά μου. Το να σε αφήσω εκείνο το βράδυ ήταν ένα από τα πιο δύσκολα και πιο ηλίθια πράγματα που έχω κάνει ποτέ. Σκέφτηκα πως μπορούσα να σε εκφοβίσω, για να νοιαστείς για μένα. Όταν με απέρριψες, νόμιζα πως σ’ έχασα για πάντα.» Ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο μάγουλό της καθώς εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. «Δε θα έμπαινα στο αεροπλάνο. Δεν μπορούσα. Θα γυρνούσα πίσω να σε βρω, να σε ικετεύσω να μου δώσεις άλλη μια ευκαιρία. Και οι δυο ζούσαμε τη ζωή κάποιου άλλου, Τόρι. Τι θα έλεγες ν’ αρχίσουμε να ζούμε τη δική μας; Μαζί;» Η καρδιά της φτερούγισε προσπαθώντας να καταλάβει τι της είχε πει. «Τι εννοείς;» Εκείνος την κατέβασε στο έδαφος και άφησε απαλά φιλιά πάνω στα μάτια, στη μύτη και στα χείλη της. «Μπορούμε ν’ αρχίσουμε στη Σκοτία. Χρειάζομαι διακοπές και πιστεύω πως και εσύ χρειάζεσαι. Όταν είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε, μπορούμε να βρούμε ένα καινούριο σπίτι. Ένα σπίτι που δε θα μοιάζει με της μητέρας σου ή όπως το διακόσμησαν οι αδελφές μου. Θα μοιάζει μ’ εμάς. Μπορείς να εξασκείς τη δικηγορία, αλλά υπόσχομαι να παρεμβαίνω όταν αρχίζεις να δουλεύεις περισσότερο από εξήντα ώρες τη βδομάδα.» «Και εσύ;» Ο Μπριτ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν είμαι σίγουρος τι θα κάνω. Ίσως να βρω κάποιον σαν το φίλο σου τον Τζέρι που χρειάζεται βοήθεια να ξεκινήσει μια νέα εταιρεία. Μέχρι να μιλήσω σ’ εσένα και στον Τζέρι δεν είχα συνειδητοποιήσει τι μου έλειπε. Το πάθος μου είναι να αρχίζω από το μηδέν και να δημιουργώ κάτι από το τίποτα. Θα ήθελα να το κάνω ξανά αυτό. Αλλά και πάλι, θα έχουμε ένα γάμο να σχεδιάσουμε, οπότε θα πάρει αρκετό καιρό. Φυσικά, μπορούμε να κλεφτούμε, μα νομίζω πως η οικογένειά μου θα μας σκοτώσει.» Εκείνη τον χτύπησε απαλά στο μπράτσο. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της, ενώ ποτάμια από δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. «Μη νομίζεις πως θα ξεφύγεις χωρίς να μου κάνεις πρόταση γάμου, κρετίνε.» Χωρίς να χάσει καιρό, ο Μπριτ γονάτισε μπροστά της. «Τόρι Άντερσον, έρωτα της ζωής μου, δεν έχω δαχτυλίδι να βάλω στο δάχτυλό σου. Δεν έχω
δουλειά και δεν έχω σπίτι βγαλμένο από κινηματογραφική ταινία. Το μόνο που έχω να σου προσφέρω είναι η καρδιά μου και η αγάπη μου. Δέχεσαι;» Ένα νέο κύμα δακρύων ανέβηκε στα μάτια της. «Ναι! Ναι!» Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και τη φίλησε με όλο το πάθος και την αγάπη που ποτέ δεν ήξερε πως είχε. Τα δάκρυά της έτρεχαν στα μάγουλά της, γιατρεύοντάς την, ολοκληρώνοντάς την. «Θα δημιουργήσουμε κάτι καινούριο μαζί» της είπε. «Μόνο οι δυο μας.» Εκείνη ένευσε καταφατικά και τον κράτησε πιο κοντά της. Έκτος Κανόνας Διαπραγμάτευσης της Τόρι: Όταν σου προσφέρουν μια μοναδική συμφωνία, χαμογέλα και δέξου την. Και μην την αφήσεις ποτέ.