Β Ι Κ Τ Ω Ρ ΟΥΓΚα Μηρούτα ότή iittiuntouo
ΕΚΑΟΖΕΙΖ ΚΟΡΟΝΤΖΗ
· * # · # • · * · · · · * » · # · · # · * · · · * · * » · Β * · · * · · · · · * · · · » · · · · · · · * · · · · · · 4
ΒΙΚΤΩΡ
ΟΥΓΚΩ
MngoöTä ότή ήαίξΜητόξΜΟ
ΛΘΗΝΛ
1978
1
Τήν έκδοση αντον τον
βιβλίου
επιμελήθηκε
δ ΜΑΝΟΣ
ΡΟΔΑΚΗΣ
ή μετάφραση
εϊναι
της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ
ΠΑΠΑ
και ή
διόρθωση
των τυπογραφικών
από τή ΜΙ ΑΛΕΝ Α
δοκιμίων
ίγινε
ΚΑΝΑΒΑΚΗ
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ Ό Βίκτωρ Ουγκώ γεννήθηκα στήν Μπεζανσδν το 1802 και πέθανε στδ Παρέας τό 1895. Έ ν α μεγάλο μέρος άπδ τή ζωή του τό πέρασε στήν εξορία, θεω ρείται ένας άπδ τούς μεγαλύτερους συγγραφείς τής εποχής του καί είχε μιά βαθειά επίδραση στους σύγ χρονους. Τά βιβλία του «Μπροστά στή λαιμητόμο» καί «Τελευταία μέρα ενός καταδίκου», ϊργα τά δποϊα δ Ντοστογιέβσκι θεωρεί σάν τά καλύτερα Ιργα του Ουγκώ, άντικαθρεφτίζουν τήν Γδια τήν προσωπική εξέ λιξη τοο συγγραφέα πρός Ιδέες πιό φιλελεύθερες. Στδ Ιργο του «Μπροστά στή λαιμητόμο» δ Ουγκώ £ίγει τδ ζήτημα τοο κατά πόσον επιτρέπονται θανα τικές ποινές σέ ανθρώπους πού στήν πραγματικότητα δέν φέρνουν καμμιά ευθύνη γιά δ,τι κάνουν. Ή ευθύ νη, σύμφωνα μέ τδν Ουγκώ, ανήκει στήν κοινωνία, τής οποίας οί άνθρωποι δέν είναι παρά τά προϊόντα της. Τδ Ιργο αυτό τδγραφε στά πλαίσια μιας πάλης πού δ ϊδιος διεξήγαγε μέσα στή Βουλή. IV αδτδ καί τά πρώτα αντίτυπα τοο βιβλίου στάλθηκαν αποκλει στικά στους βουλευτές τής εθνοσυνέλευσης. Πρέπει νά σημειωθεί δτι τήν εποχή εκείνη και ή παραμικρότερη 5
κλεψιά είχε σάν ποινή τήν καρμανιόλα, ά σ χ ε τ α Αν δ κλέφτης δδηγγιόταν σ' αυτήν άπό τήν Γ8ια του τήν πείνα· «Τό κεφάλι τοο λαοΟ φωτίσετε το, τότε δέν είναι ανάγκη νά τό κόψετε». Νά ποιά είναι μέ τά Κια τά λόγια του συγγραφέα ή κεντρική Ιδέα τούτου τοο 2ργου. Ή λογοτεχνική προσφορά τοο Ουγκώ ήταν τερά στια. Τά υπόλοιπα ϊργα του κατά χρονολογική σειρά είναι τά έξης: «Τά Ανατολικά», «Ή Παναγία τ©ν Παρισίων», «Μαριόν Ντελόρμ», «Ό βασιλιάς διασκε δάζει», «Λουκρητία Βοργία», «Ό "Αγγελος», «Ό Να πολέων δ μικρός», «Οί τιμωρίες», «Ό θρύλος τον αίώνων», «ΟΕ "Αθλιοι», «Εργάτες τής θάλασσας», «"Αν θρωπος πού γελά», «Τί είδα», «Τό τέλος τοΟ ΣατανΑ», «Ό θεός».
β
ΒΙΚΤΩΡ
ΟΥΓΚΩ
Μ προβιά οτηη
Λ
ηαιμηιομο
Δουγκέρκη, 30 Ιουλίου 1834 Προς τήν «Παριαινήν Έπιθεώρησιν» Κύριε Διευθυντά, Τό διήγημα τοϋ Βίχτωρος Ουγκώ ((Μπροστά στή λαιμητόμο», που είχατε δημοσιεύσει τήν 6η ΊουΜου στό παράρτημα τοϋ περιοδικού σας, είναι ίνα μάθημα πρώτης τάξεως' γι* αυτό βοηθείστε με σας παρακαλώ, νά μπορέσω νά προσφέρω μια μικρή υπη ρεσία στους άλλους. Κάνετε μου τή χάρη νά τυπώσετε γιά λογαρια σμό μου, τόσα αντίτυπα, όσοι είναι σήμερα οι βου λευτές της Γαλλίας, και στείλετε τα στον καθένα χωριστά, χωρίς νά παραλείψετε κανένα. Μετά τιμής ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΑΡΛΙΕ "Εμπορος
Τό γράμμα αυτό δημοσιεύτηκε στήν αρχή τοϋ πα ραρτήματος της ((Παρισινής Επιθεωρήσεως», τον Σεπτέμβριο τοϋ 1834 και που τό πρωτότυπο του βρίσκεται στό αρχείο αυτού τοϋ περιοδικού, τιμά ε κείνον πού τό έγραψε τόσο 7%ολύ, ώστε νομίζουμε δτι πρέπει νά δημοσιευτεί έδώ. Εξ άλλου πάντα τό βάζουν ant γιά πρόλογο σέ κάθε νέα έκδοση νώτου τοϋ μικρού αριστουργήματος τον Βίκτωρος Ουγκώ. 9
Πριν άπό έφτά-οχτώ χρόνια Ζούσε στό Πα ρίσι
κάποιος
φτωχός
εργάτης
πού
λεγόταν
Κλαύδιος Γκυέ(*&. ΣυΖουσε μέ μιά κοπέλα πού τήν είχε μαιτρέσα κι είχε μαΖί της ένα παιδί. Λέω τά πράμματα όπως είναι, αφήνοντας στόν αναγνώστη νά βγάλει τά συμπεράσματα του, ό σο πού θά ξετυλίγονται τά γεγονότα. Ό εργά της
ήταν ικανός, έπιδέΕιος, έΕυπνος. Ή φύση
τόν είχε κάνει πολύ γερό και μέ πολλά χαρίσμα τα.
Ανατροφή όμως δέν του έδωσαν καμμιά.
Οΰτε νά διαβάΖει, ούτε νά σκέφτεται έμαθε. Κάποιο χειμώνα τοΰλειψε ή φωτιά και τό ψωμί
(*) Σ Μ. Γκυέ στα γαλλικά, θά πει άλτ)χης καί ζ η τιάνος. 9
στό χσμόσπιτό του. Ό εργάτης, ή γυναίκα και τό παιδί του κρύωναν καί πεινούσαν. Ο εργά της έκλεψε. Δέν ξέρω τι έκλεψε και που έκλε ψε. Ξέρω μόνο πώς τό αποτέλεσμα της κλεψιάς αυτής, ήταν τρεις μέρες χωρίς φωτιά καί ψωμί γιά τή γυναίκα καί τό παιδί καί πέντε χρόνια φυ λακή γιά τόν εργάτη. Τόν έστειλαν νά κάνει τήν ποινή του στήν κεντρική φυλακή τοϋ Κλερθώ. Τό Κλερβώ ήταν ένα μοναστήρι, πού τόχαν μετατρέψει σέ Βαστίλλη: τά κελλιά του ταχαν κάνει είρκτές καί τό ιερό του, κολώνες πού έδεναν τούς κατά δικους γιά νά τούς μπομπέψουν. "Οταν μιλάμε γιά πρόοδο, έτσι τήν εννοούν μερικοί καί τήν β& Ζουν σέ πράξη. Νά πώς μας τήν παρουσιάζουν. Α ς εξακολουθήσουμε όμως. Σάν έφτασε ό εργάτης έκεϊ, τόν έβαλαν νά κοιμάται τή νύχτα σ' ένα κελλί καί νά δουλεύει τή μέρα σ' ένα εργαστήρι. Δέν κατηγορώ τό εργαστήρι. Ό Κλαύδιος Γκυέ, τίμιος εργάτης μιά φορά, κλέφτης άπό δω κι εμπρός, ήταν άνθρωπος α ξιοπρεπής καί σοβαρός. Τό ρυτιδωμένο αν καί νεανικό μέτωπο του τό σήκωνε ψηλά* μερικές γκρίΖες τρίχες χανόντουσαν μέσα στις μαύρες τούφες των μαλλιών του. Είχε μάτι γλυκό καί
m
δυνατό που κρυβόταν βαθειά κάτω από τά κα λογραμμένα σαν τόξα φρύδια του, ρουθούνια ανοιχτά, σαγόνι πεταμένο npoc τά έξω καί χείλι περήφανο. Ή τ α ν ένσ ώραϊο κεφάλι. Παρακάτω θά δοϋμε τώρα τί τό έκανε ή κοινωνία τό κε φάλι αυτό. Τά λόγια του ήταν λίγα, ή χειρονομία του συ χνότερη* κάτι τό επιβλητικό σ' όλη του τήν πα ράσταση, έκανε TOUC άλλους νά τόν ύπακοϋνε' ήταν σκεφτικός και φαινόταν πιότερο σοβαρός παρά βασανισμένος. Είχε ώς τόσο υποφέρει πολύ. Στις φυλακές πού κλείστηκε ό Κλαύδιος Γκυέ, υπήρχε κάποιος διευθυντής των εργαστη ρίων, κάποιος άπό τούς ειδικούς εκείνους υπαλ λήλους των φυλακών τοΰ Κράτους, πού είναι σά νά λέμε δεσμοφύλακας μαο κι έμπορος· πού άπό τή μιά μεριά δίνει μιά παραγγελία στόν ερ γάτη κι άπό τήν άλλη φοβερίζει τό φυλακισμένο πού του βάΖει όταν θέλει τό εργαλείο της δου λειάς στό χέρι και τά σίδερα στά πόδια. Ό δι ευθυντής αυτός ήταν μιά ποικιλία στό είδος του, απότομος, τυραννικός, κάνοντας πάντα εκείνο πού είχε στό κεφάλι του και κρατώντας πάντα σφιχτά τά λουριά της εξουσίας του* μά κατά τήν περίσταση ήταν καμμιά φορά εύθυμολόγος, μά λιστα, πού πείραζε τόν άλλο μέ αρκετή χάρη' 11
ήτανε πιότερο σκληρός παρά αυστηρός κανέ νας δέν του άλλαΖετήν ιδέα του* οοτε κι ό εαυ τός του ό ϊδιος* καλός πατέρας, καλός σύΖυγος χωρίς άλλο, πράγμα που είναι καθήκον κι όχι αρετή' μέ μιά λέξη, δέν ήταν κακός, μά τΖαναμπέτης. "Ηταν άπό τους ανθρώπους εκεί νους πού δέν έχουν τίποτα τό ευαίσθητο οοτε τό ελαστικό, που είναι καμωμένοι άπό μόρια α δρανή, που δέν δονούνται άπό τήν κρούση καμμιας ιδέας, άπό τήν επαφή κανενός αισθήματος, πού οί θυμοί τους είναι παγεροί, τά μίση τους κρυφό, οί ενθουσιασμοί τους χωρίς συγκίνηση, πού παίρνουν φωτιά χωρίς νά Ζεστάνουν, πού ή θερμογόνος τους ιδιότητα είναι μηδαμινή καί θάλεγες πώς μοιάΖουν μέ κούτσουρα* λαμπαδίΖουν άπό τήν μιάν άκρη καί στήν άλλη είναι κρΰα. Ή κύρια όμως γραμμή, ή διαγώνιος γραμ μή του χαρακτήρα του άνθρωπου αύτοϋ, ήταν τό πείσμα. Περηφανευόταν πού ήταν πεισματά ρης και παρέβαλε τόν εαυτό του μέ τό Ναπολέ οντα. Αυτό δέν είναι παρά οφθαλμαπάτη. Πολ λοί άνθρωποι ξεγελιούνται και σέ κάποια από σταση παίρνουν τό πείσμα γιά θέληση καί τήν πυγολαμπίδα γΓ άστρο. "Οταν λοιπόν κατέβαινε στό κεφάλι του άνθρωπου αύτοΟ κανένας παρα λογισμός καί προσπαθούσε, μ* αυτό πού θαρ ρούσε θέληση του, νά τό επιτύχει, προχωρούσε §ii tö κεφάλι ψηλά μέσα σ* όλα τά εμπόδια, ώς 12
ότου τό επιτύχει. Τό πείσμα χωρίς τήν εξυπνά δα, είναι ανοησία κολλημένη στήν ουρά της βλα κείας, γιά νά τήν επεκτείνει περισσότερο. ΚΓ αυτό μπορεί νά φέρει τόν άνθρωπο πολύ μακρυά. Γενικά, όταν μιά καταστροφή ιδιωτική ή δημόσια πέφτει πάνω μας, αν εξετάσουμε τά ε ρείπια πού κείτουνται καταγής, γιά νά δούμε τό πώς προέκυψε, θά βρούμε σχεδόν πάντα, πώς έγινε άπό κάποιο μέτριο και πεισματάρη άνθρωπο, πού είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον ε αυτό του και αύτοθαυμαΖόταν. Πολλές στόν κόσμο τέτοιες μικροκαταστροφές τις νομίΖουν γιά θεϊκές. Νά λοιπόν τί ήταν ό διευθυντής των εργαστη ρίων των κεντρικών φυλακών τοϋ Κλερβώ. Νά άπό τί ήταν καμωμένο τό τσακμάκι αυτό μέ τό οποίο ή κοινωνία χτυπούσε κάθε μέρα πάνω στό κεφάλι τών φυλακισμένων, γιά νά βγάλει σπί θες. Ή σπίθα πού τέτοια τσακμάκια βγάΖουν όταν τέτοια χαλίκια τά χτυπούν, ανάφτει συχνά πυρ καγιές. Είπαμε πώς σάν έφτασε μιά φορά στό Κλερ βώ ό Κλαύδιος Γκυέ, πήρε τόν αριθμό του στό εργαστήρι και στρώθηκε στή δουλειά. Ό διευθυντής τοϋ εργαστηρίου γνωρίστηκε μαΖί του, βρήκε πώς ήταν καλός εργάτης καί 13
τόν καλομεταχειριζόταν. Φαίνεται μάλιστα πώς μιά μέρα πού ήταν σέ διάθεση, βλέποντας τόν Κλαύδιο Γκυέ πολύ λυπημένο, γιατί συλλογιό ταν πάντα εκείνη πού τή θεωρούσε σά γυναίκα του, τοϋ διηγήθηκε έτσι γιά νά γελάσει καί νά περάσει ή ώρα και γιά νά τήν παρηγορήσει, πώς ή δυστυχισμένη αυτή γυναίκα κατάντησε κοινή. Ό Κλαύδιος ρώτησε ψυχρά τι έγινε τό παιδί. Δέν ήξεραν. 5
Ύστερ άπό λίγο καιρό, ό Κλαύδιος συνήθισε στόν αέρα τής φυλακής, και φαινόταν πώς δέν συλλογιζόταν τίποτα πιά. Κάποια αυστηρή ατα ραξία πού ταίριαΖε στό χαρακτήρα του, κυριάρ χησε μέσα του. Στόν ίδιο απάνω κάτω καιρό, ό Κλαύδιος πή ρε μιά παράξενη επιβολή απάνω σ' όλους τούς συντρόφους του. Σάν άπό κάποια συμφωνία κρυφή, καί χωρίς νά ξέρει κανείς γιατί, ούτε κι αυτός ακόμα, όλοι εκείνοι οί άνθρωποι τόν συμβουλευόντουσαν, τόν άκουγαν, τόν θαύμαΖαν καί τόν μιμόντουσαν, πράγμα πού είναι ή μεγα λύτερη ένδειξη τοϋ θαυμασμού. Δέν είναι καί μικρή δόξα νά σέ ύπακοϋνε όλες αυτές οί ανυ πότακτες φύσεις. Τήν κυριαρχία αυτή τήν από κτησε χωρίς καμμιά προσπάθεια. Προερχόταν άπό τό κοίταγμα των μαπών του· Τό μάτι τοΰ ανθρώπου είναι τό παράθυρο άπ* όπου βλέπει
14
κάνεις "ric σκέψεις κεφάλι του.
πού πηγαινοέρχονται στό
Βάνετε έναν άνθρωπο πού έχει μέσα του ιδέ ες, ανάμεσα σέ ανθρώπους πού δέν έχουν, και θά δήτε πώς υστερώ άπό λίγον καιρό, και σάν άπό κάποιον ακατανίκητο ελκτικό νόμο, όλα τά σκοτεινά μυαλά θά σκαλώσουν ταπεινά καί μέ λατρεία γύρω άπό τό φωτεινό εγκέφαλο. Υπάρ χουν άνθρωποι πού είναι σίδερο καί άνθρωποι πού είναι μαγνήτες. Ό Κλαύδιος ήταν μαγνή της. Σέ τρεις μήνες λοιπόν, ό Κλαύδιος έγινε ή ψυχή, ό νόμος, ή τάΕη τοΰ εργαστηρίου. "Ολες αυτές οί βελόνες γύριΖαν πάνω στήν πλάκα τοϋ ρολογιού του. Θ* αμφέβαλε κι ό ϊδιος κάποτε αν ήταν βασιλιάς ή φυλακισμένος. 'ΈμοιαΖε σάν αιχμάλωτος Πάπας μαΖί μέ τούς καρδιναλίους του. Καί σάν άπό κάποια φυσικώτατη αντίδραση που γεννιέται σ' όλα τά στρώματα, επειδή τόν αγαπούσαν οί φυλακισμένοι, τόν όχτρεύονταν οί δεσμοφύλακες. "Ετσι συμβαίνει πάντα. Ή δη μοτικότητα συναντά πάντα τήν αντιδημοτικότη τα. Ή αγάπη των σκλάβων πληρώνεται μέ τό μίσος των κυρίων. Ό
Κλαύδιος Γκυέ, ήταν πολύ φαγάς. Αυτό 15
τό χρωστούσε στον οργανισμό του. Τό στομάχι του ήταν καμωμένο έτσι πού τό φαγητό δυο αν θρώπων, μόλις έφτανε γΓ αυτόν. Ό
κ. Κοταν-
τίλλα λένε πώς είχε διαβολεμένη όρεξη και γε λούσαν γΓ αύτό' μά εκείνο πού προκαλεί τή θυμηδία γιά τό μεγάλο δούκα της Ισπανίας πού είχε πεντακόσιες χιλιάδες
πρόβατα δικά του,
είναι επιβάρυνση μεγάλη γιά ένα εργάτη, και δυστύχημα γιά ένα φυλακισμένο. Ό
Κλαύδιος Γκυέ, ελεύθερος στό χαμόσπιτό
του, δούλευε όλη τή μέρα, κέρδιΖε τις τέσσερες λίτρες τό ψωμί του καί τώτρωγε. Ό Κλαύ διος Γκυέ, στή φυλακή, δούλευε όλη τή μέρα κι έπαιρνε πάντα γιά τόν κόπο του μιάμιση λίτρα ψωμί καί τέσσερες ούγκίες κρέας. Ή μερίδα ή ταν τιποτένια. Ό
Κλαύδιος λοιπόν πάντα πει
νούσε στή φυλακή του Κλερβώ. Πεινούσε, αυτό ήταν όλο. Δέ μιλούσε όμως. Τέτοιος ήταν. Μιά μέρα ό Κλαύδιος, άφοΰ καταβρόχθισε τό ισχνό του συσσίτιο, ξανάρχισε τή δουλιά, νομί ζοντας πώς θά ξεγελάσει τήν πείνα του μέ τή δουλιά. Οί άλλοι φυλακισμένοι έτρωγαν κι άστειευόντουσαν. Κάποιος νέος χλωμός, άσπρος, α δύνατος, ήλθε κοντά του. Κρατούσε στό χέρι τό συσσίτιο του καί δέν τοχε αγγίξει ακόμα, κι ένα μαχαίρι. Στεκόταν έκεϊ όρθιος, κοντά στον
16
Κλαύδιο, και φαινόταν πώς ήθελε να τοϋ μιλή σει, μά δέν τολμούσε: Ό
νέος αυτός, και τό
ψωμί του καί τό κρέας του, ένοχλοϋσαν τόν Κλαύδιο. —Τί θές; τοΰπε τέλος απότομα. — Νά μοϋ κάνεις μιά χάρη, είπε δειλά ό νέος. —Τί; αποκρίθηκε ό Κλαύδιος. — Νά μέ βοηθήσεις νά φάμε αυτό. Εϊναι πολύ γιά μένα. Κάποιο δάκρυ κύλησε άπό τό μάτι τοϋ περή φανου
Κλαύδιου.
"Επιασε τό
μαχαίρι, χώρισε
σέ δυό ίσια κομμάτια τή μερίδα, πήρε τό ένα κι άρχισε νά τρώγει; — Ευχαριστώ, είπε ό νέος.
Αν θές, θά τό μοι
ραζόμαστε όπως τώρα, κάθε μέρα. — Πώς σέ λένε; ρώτησε ό Κλαύδιος Γκυέ. — Αλμπέν. — Γιατί βρίσκεσαι δώ; εξακολούθησε ό Κλαύ διος. — " Εκλεψα. — Κι εγώ τό ίδιο, ειπε ό Κλαύδιος. Μοιραζόντουσαν λοιπόν έτσι κάθε φαγητό.
Ό
μέρα τό
Κλαύδιος Γκυέ ήταν τριάντα έΕη
χρονών καί μερικές φορές φαινόταν πενήντα,
2
17
τόσο ή συχνή συλλογή τόν έδειχνε σοβαρό. Ό *Αλπμέν ήταν είκοσι χρονών καί τόν έπαιρνες γιά δέκα έφτά, τόσο υπήρχε ακόμα αθωότητα στό βλέμμα του κλέφτη αύτοΰ. Μια στενή φιλία αναπτύχθηκε κι ένωσε τούς δυο αυτούς ανθρώ πους. Πιότερο φιλία πατέρα προς παιδί, παρά αδελφού πρός αδελφό. Ό Άλμπέν ήταν ακόμα σχεδόν σάν παιδί. Ό Κλαύδιος ήταν σχεδόν σά γέρος. Δούλευαν στό ίδιο εργαστήρι, κοιμόντουσαν κάτω άπό τήν ίδια σκεπή της φυλακής, περπα τούσαν μαΖί στήν ίδια αυλή, καί δάγκωναν τό ίδιο ψωμί. Οί δυο φίλοι, ήταν όλος ό κόσμος ό ένας γιά τόν άλλο. Μπορεί νά πεϊ κανείς πώς ήταν ευτυχισμένοι. Μιλήσαμε παραπάνω γιά τόν διευθυντή τών εργαστηρίων. Ό άνθρωπος αυτός πού τόν μι σούσαν οί φυλακισμένοι, άναγκαΖόταν συχνά, γιά νά επιβάλει τήν τάΕη καί τήν υπακοή, νά Ζη τήσει τή συνδρομή τοϋ Κλαύδιου, πού τόν αγα πούσαν. Πολλές φορές, όταν επρόκειτο νά προ ληφθούν άναστατώματα κα) καυγάδες, ή ανεπί σημη επιβολή τοϋ Κλαύδιου, βοήθησε τήν εξου σία τοϋ διευθυντού. Κι αλήθεια γιά νά συγκρα τηθούν οί φυλακισμένοι, δέκα λόγια τοϋ Κλαύ διου άξιΖαν γιά δέκα στρατιώτες της φυλακής. Ό Κλαύδιος είχε μερικές φορές προσφέρει τήν 18
έκδούλευση στό ν διευθυντή. Ό διευθυντής ό μως τόν έχθρευότανε άπό μέσα του γι* αυτό Ζήλευε αυτόν τόν κλέφτη. Είχε στό βάθος της καρδιάς του ένα μίσος κρυφό, φθονερό, αμείλι κτο γιά τόν Κλαύδιο, τό μίσος εκείνου πού τού δόθηκε τό δικαίωμα μόνο νά εξουσιάζει, πρός τόν άλλο πού πραγματικά εξουσιάζει και πού δέν είναι τίποτα ή δική του εφήμερη δύναμη μπροστά στοϋ άλλου τήν πνευματική δύναμη. Τά μίση αυτά είναι τά χειρότερα. Ό Κλαύδιος αγαπούσε πολύ τόν Άλμπέν, και δέ σκεφτόταν καθόλου τό διευθυντή. Μιά μέρα, ένα πρωΐ, τή στιγμή πού oi κατά δικοι περνούσαν δυό - δυό άπό τά κελλιά στό ερ γαστήρι, κάποιος δεσμοφύλακας φώναξε τόν "Αλμπέν πού ήταν δίπλα στόν Κλαύδιο καί τοΰπε πώς τόν Ζητούσε ό διευθυντής. —Τί σέ θέλει; ρώτησε ό Κλαύδιος. —Δέν ξέρω, είπε ό Άλμπέν. Ό δεσμοφύλακας πήρε τόν Άλμπέν. Πέρασε όλο τό πρωί κι ό Άλμπέν δέν γύρισε στό εργα στήρι. "Οταν ήρθε ή ώρα τοϋ φαγητού, ό Κλαύ διος σκέφτηκε πώς θά ξανάβρισκε τόν Άλμπέν στήν αυλή. Ξαναμπήκαν στό εργαστήρι, ό Ά λ μπέν δέν ξαναφάνηκε στό εργαστήρι. Ή μέρα πέρασε έτσι. Τό βράδυ όταν πήρανε τούς φυλα19
κισμένους στα κελλια τους, ό Κλαύδιος έψαΕε νά βρει μέ τά μάτια τόν Άλμπέν και δέν τόν είδε. Χωρίς άλλο θά υπόφερε πολύ εκείνη τή: στιγμή, γιατί
μίλησε
σέ κάποιο δεσμοφύλακα
τ
πράγμα πού δέν τό έκανε ποτέ. —Μήπως είναι άρρωστος ό Ά λ μ π έ ν ; είπε. Γ - " Ο χ ι , αποκρίθηκε ό δεσμοφύλακας, — Γιατί τότε, πρόσθεσε ό Κλαύδιος, δέν Εαναφάνηκε σήμερα; —Ά !
είπε μέ αδιαφορία
ό δεσμοφύλακας,
γιατί τόν πήγαν σ' άλλη φυλακή. Οί μάρτυρες πού κατέθεσαν αυτά τά πράγμα τα αργότερα, παρετήρησαν πώς στήν απάντηση αυτή τοϋ δεσμοφύλακα, τό χέρι του Κλαύδιου πού βαστούσε ένα αναμένο κερί, άρχισε κάπως νά τρέμει. Πρόσθεσε ήσυχα. — Ποιος έδωσε αυτή τή διαταγή; - Ό ©
Μ. NT. διευθυντής τών εργαστηριών όνομαΖόταν
Μ NT. Ή/μέρα πού ξημέρωσε πέρασε όπως ή προη γούμενη, χωρίς τόν Άλμπέν. Τό βράδυ, τήν ώρα πού σχόλαγαν άπό τή δουλειά, ό διευθυντής Μ. NT. ήρθε νά κάνει τή
συνηθισμένη του επιθεώρηση στό εργαστήρι. Ά πό πολύ μακρυά ό Κλαύδιος σάν τόν είδε, έβγα λε τό χοντρό μάλλινο σκούφο του, κούμπωσε τή γκρίΖα του μπλούΖα, τό θλιβερό φόρεμα
τοϋ
Κλερθώ, γιατί πιστεύουν στις φυλακές πώς ό ταν κουμπώνει κανείς μέ σέβας τή μπλούΖα του, αυτό κάνει καλή εντύπωση στους ανωτέρους καί στάθηκε όρθιος μέ τό σκούφο στό χέρι στήν άκρη τοϋ πάγκου του, περιμένοντας νά περάσει Ό διευθυντής. Ό διευθυντής σταμάτησε και μ ί σο γύρισε — Κύριε, τόν ρώτησε ό Κλαύδιος, είναι αλή θεια πώς πήγανε σ' άλλη φυλακή τόν Ά λ μ π έ ν ; — Ναί, αποκρίθηκε ό διευθυντής. — Κύοιε, ξανάπε ό Κλαύδιος, δέν μπορώ νά Ζήσω χωρίς τόν Άλμπέν. Καί προσέθεσε: — .ξέρετε πώς είναι λίγο τό συσσίτιο της^ φυ λακής κι ό Άλμπέν μούδινε τό μισό του ψφμί; 5
—Δέν μ ενδιαφέρει, είπε ό διευθυντής, —Κύριε, δέν υπάρχει τρόπος νά ξαναφέρετε τόν Άλμπέν σ' αυτή τή φυλακή; —Αδύνατο, είναι διαταγή
κι
απόφαση πού
εκτελέσθηκε. — Ποιανού απόφαση; 21
—Δική μου. —Κύριε Ντ., εξακολούθησε ό Κλαύδιος, είναι ή Ζωή ή ό θάνατος γιά μένα κι αυτό εξαρτάται άπό σας. —Δέν άλλάΖω ποτέ τις αποφάσεις μου. —Κύριε, μήπως σας έκανα τίποτα; Τί σας έ κανα; —Τίποτα. —Τότε, λέει ό Κλαύδιος, γιατί μέ χωρίΖετε ά πό τόν Άλμπέν; —Διότι, αποκρίθηκε ό διευθυντής. Μετά τήν εξήγηση αυτή, ό διευθυντής τρά βηξε τό δρόμο του. Ό Κλαύδιος κατέβασε τό κεφάλι καί δέ μί λησε πιά. Καϋμένο λιοντάρι στό κλουβί, πού τοΰπαιρναν τό σκυλί του. Πρέπει νά πούμε πώς ή λύπη τοϋ χωρισμού αυτού δέ μετρίασε καθόλου τήν κάπως ασθενι κή βουλιμία τοϋ φυλακισμένου. Τίποτε άλλωστε δέν έδειχνε πώς τόν έκανε νά φαίνεται άλλοιώτικος άπ ό,τι ήταν πάντα. Δέν μιλούσε γιά τόν Άλμπέν σέ κανένα άπό τούς συντρόφους του. Περπατούσε μόνος στήν αυλή τις ώρες πού σκόλαγαν καί πεινούσε. Τίποτε παραπάνω. 1
Ώ ς τόσο, κείνοι πού τόν γνώριΖαν καλά πα22
ρατηροϋσαν κάτι τό απαίσιο καί τό σκοτεινό πού δυνάμωνε κάθε μέρα δλο και πιο πολύ πά νω στό πρόσωπο του. Μά ήταν γλυκός όπως πάντα. Πολλοί θέλησαν νά μοιραστούν τό συσσίτιο μαζί του, μα αρνήθηκε χαμογελώντας. Κάθε βράδυ, ύστερα άπό τήν εξήγηση πού τοΰδωσε ό διευθυντής, έκανε κάτι τρελλό πού παραξένευε τούς άλλους πού τόν θεωρούσαν άνθρωπο τόσο σοβαρό. Τή στιγμή πού ό διευθυν τής έμπαινε στήν ορισμένη ώρα γιά νά κάνει τή συνηθισμένη του επιθεώρηση καί περνούσε μπροστά άπό τόν πάγκο τοϋ Κλαύδιου, ό Κλαύ διος σήκωνε τά μάτια καί τόν κοίταζε κατάματα, ύστερα έλεγε μέ φωνή γεμάτη αγωνία καί θυ μό, πού ήταν σά νά παρακαλούσε καί να φοβέ ριζε μαΖί, αυτές τις δυό λέξεις μόνο:
—Κι ό Άλμπέν; Ό διευθυντής έκανε πώς δέν άκουε κι έφευ γε σηκώνοντας τούς ώμους. Ό άνθρωπος αυτός είχε άδικο νά σηκώνει τούς ώμους, γιατί ήταν ολοφάνερο σέ όλους πού έβλεπαν αυτές τις παράξενες σκηνές, πώς ό Κλαύδιος Γκυέ μέσα του, κάτι ήταν αποφασι σμένος νά κάνει. "Ολοι οί φυλακισμένοι περίμε ναν ανήσυχα τό αποτέλεσμα της πόλης αυτής 23
του πείσματος άπό τή μιά μεριά καί της απο φάσεως άπό τήν άλλη. Ύοτερ* άπό τις τόσες φορές που τόν παρα κάλεσε, άκουσαν μέ τ* αυτιά τους νά λέει άκό* μη μιά φορά στό διευθυντή: —Ακούστε, κύριε, δώστε μου τό σύντροφο μου. Θά κάνετε καλά, σας βεβαιώ. Προσέξτε σ' αυτό πού σας λφω. Μιαν άλλη φορά, μιά Κυριακή, τή στιγμή πού βρισκόταν στήν αυλή, καθισμένος σέ μιά πέτρα μέ τούς αγκώνες πάνω στά γόνατα καί τό μέ τωπο μέσα στά χέρια, ακίνητος ώρες στήν Ίδια στάση, τόν πλησίασε ό κατάδικος Φαιγιέτ καί τοϋ* φώναζε γελώντας: —ΤΙ διάολο λοιπόν κάνεις αυτού, Κλαύδιε; Ό Κλαύδιος σήκωσε αργά τό αυστηρό του κεφάλι και είπε:
—Δικάζω κάποιον. "Ενα βράδυ τέλος* τήν 25 Όκτωβρίου 1831, τή στιγμή πού ό διευθυντής έκανε τήν επιθεώ ρηση του, ό Κλαύδιος έσπασε μπροστά στά πό δια του μέ κρότο, ένα γυαλί ρολογιού πού τόχε βρεί τό πρωϊ στό διάδρομο. —Δέν είναι τίποτα, «είπε ό Κλαύδιος, έγώ τό πέταξα. Κύριε διευθυντά, δώστε μου τόν Ά λ μπέν, δώστε μου τ * σύντροφο μου. 24
— Αδύνατο, είπε ό διευθυντής. —Κι όμως πρέπει, είπε ό Κλαύδιος, μέ σιγανή και σταθερή φωνή* και κοιτάζοντας τό διευθυν τή κοντά στό πρόσωπο, πρόσθεσε: — Σκεφθείτε. Είναι
σήμερα 25 Όκτωβρίου.
Σ α ς δίνω καιρό ως τις 4 Νοεμβρίου. Κάποιος δεσμοφύλακας είπε τότε στον
Μ.
NT. πώς ό Κλαύδιος τόν φοβέριζε και πώς θαπρεπε νά φυλακιστεί γΓ αυτό στό μπουντρούμι. Τήν άλλη μέρα ό κατάδικος Περνό, πλησίασε τόν Κλαύδιο, πού περπατούσε μόνος και σκε φτικός, άφίνοντας τούς άλλους φυλακισμένους νά ζεσταίνονται μέσα σ' ένα κομματάκι ήλιου, στήν άλλη άκρη της αυλής. — " Ε , Κλαύδιε! Τί συλλογίζεσαι; Φαίνεσαι λυ πημένος — Πολύ φοβούμαι, λέγει ό Κλαύδιος, μήπως καί τουρθει σέ λίγο καμμιά συφορά στό κεφάλι του καλού μας κ. διευθυντού. Όλόκληρες εννιά μέρες θά μεσολαβούσαν ά πό τις 25 Όκτωβρίου ώς τις 4 Νοεμβρίου. Ό Κλαύδιος δέν άφισε ούτε μιά μέρα νά περάσει χωρίς νά τονίσει σοβαρά στό διευθυντή πώς υ πόφερε όλο και πιρ πολύ γιρ τήν εξαφάνιση τοΰ Άλμπέν. Ό διευθυντής βαριεστημένος πιά, διέταξε μιά 25
φορά και τόν έβαλαν είκοσιτέσσερες ώρες στό μπουντρούμι, επειδή τόν είχε παρασκοτίσει μέ τά παρακάλια του. Αυτό μόνο επέτυχε ό Κλαύ διος. Ήρθε ή 4 Νοεμβρίου. Εκείνη τή μέρα ό Κλαύ διος Εύπνησε μέ πολύ γαλήνιο πρόσωπο. Ποτέ δέν τόν είχανε δει έτσι, άπό τότε πού αποφάσι σε ό Μ. NT. νά τόν χωρίσει από τό φίλο του. "Όταν σηκώθηκε έψαΕε μέσα σ' ένα Εύλινο κασσόνι πού ήταν κάτω άπό τό κρεθβάτι του κι είχε μέσα τά λίγα παλιόρουχά του. Έβγαλε ένα ψα λίδι. Αυτό κι ένα βιβλίο Εεραμένο τού «Αιμίλιου» ήταν τά μόνα πράγματα πού είχε γιά θύμηση ά πό τή γυναίκα πού αγάπησε, τή μητέρα τού παι διού του κι άπ' όλο τό ευτυχισμένο του παλιό μικρονοικοκυριό. Δυο πραγματάκια άχρηστα γιά τόν Κλαύδιο. Τό ψαλίδι θάτσν χρήσιμο σέ μιά γυναίκα μόνο, και τό βιβλίο σ' έναν γραμματι σμένο. Ό Κλαύδιος δέν ήΕερε ούτε νά γράψει, οοτε νά διαβάσει. Τή στιγμή πού περνούσε τό παλιό ατιμασμένο μοναστήρι, τό ασπρισμένο μέ άσβεστη, όπου κά νουν εκεί τόν περίπατο τους τό χειμώνα, σίμω σε τόν κατάδικο Φερράρι πού κοίταζε μέ προ σοχή τά πελώρια κάγγελα ενός παραθυριού. Ό Κλαύδιος βαστούσε στό χέρι τό μικρό ψαλίδΓ τδδειΕε στό Φερράρι λέγοντας:
2β
—Απόψε θα κόψω αυτά-δα τό κάγγελα μ* αυτό τό ψαλίδι. Ό Φερράρι που τοϋ (ράνηκε αυτό απίστευτο, άρχισε νά γελά, τό ίδιο έκανε κι ό Κλαύδιος. Εκείνο τό πρωί δούλεψε μέ πιότερη καρδιά άπό κάθε κάθε άλλη φορά. Ποτέ δέν ειχε δου λέψει τόσο γρήγορα καί τόσο καλά. Φαινόταν πώς έδινε μεγάλη σημασία νά τελέψει ώς τό μεσημέρι ένα ψάθινο καπέλλο πού τούχε προ πληρώσει ένας καλός μικρονοικοκύρης άπό τήν Τρόγη, ό κ. Μπρεσσιέ. Λίγο πριν χτυπήσει μεσημέρι, βρήκε κάποια πρόφαση καί κατέβηκε στό εργαστήρι τών μα ραγκών πού βρισκότανε στό ισόγειο, κάτω άπό τό πάτωμα όπου δούλευε. Τόν Κλαύδιο τόν αγα πούσαν πολύ κι εκεί, όπως παντού, μά σπάνια έμπαινε σ* αυτό. —Μπα! νά ό Κλαύδιος! ΜαΖεύτηκσν γύρω του. Τόν υποδέχτηκαν μέ χαρά. Ό Κλαύδιος έρριΕε μιά γρήγορη ματιά στήν αίθουσα. Κανένας σκοπός δέν ήταν εκεί. — Ποιος έχει ένα σκεπάρνι νά μοϋ δανείσει; είπε. —Τί νά τό κάνης; τόν ρώτησαν. 9
Αποκρίθηκε:
— Γιά νά σκοτώσω απόψε τό διευθυντή τών εργαστηριών. Τοϋ φέρανε
πολλά σκερπάνια, νά διαλέξει.
Πήρε τό πιο μικρό πού ήταν πολύ κοφτερό, τόκρυψε στό παντελόνι του κι έφυγε. Βρισκόντου σαν έκεϊ είκοσι έφτα φυλακισμένοι. Δέν τούς έσύστησε νά τό κρατήσουν μυστικό, κι όμως τό κράτησαν. Οΰτε κάν μίλησαν γΓ αυτό αναμεταξύ TOUC Καθένας τους ώς τόσο περίμενε τό τί θά γι νόταν. Τό πράγμα ήταν τρομερό, άπλό και ξά στερο. Μπέρδεψες δέ χωρούσαν. Τόν Κλαύδιο οΰτε νό τόν συμβουλέψουν, οΰτε νά τόν καταγ γείλουν μποροΰσαν. "Υστερ' άπό μιά ώρα, ό Κλαύδιος σίμωσε κά ποιο κατάδικο, νέο 16 χρονών, πού χασμουριό ταν στό διάδρομο καί τόν συμβούλεψε νά μάθει νά διαβάζει. Τή στιγμή αυτή ό κατάδικος Φαιγιέτ πλησίασε τόν Κλαύδιο καί τόν ρώτησε, τί διάολο κρύβει έκεϊ στό παντελόνι του. Ό Κλαύ διος είπε: — Ενα σκεπάρνι γιά νά σκοτώσω τόν Μ. NT. απόψε. Μήπως φαίνεται; —Λιγάκι, είπε ό Φαιγιέτ. Ή 28
υπόλοιπη μέρα
πέρασε όπως
συνήθως.
Στις εφτά ή ώρα έκλεισαν TOUC φυλακισμένους κάθε τμήμα στό εργαστήρι τό δικό του* κι oi δε σμοφύλακες βγήκαν άπό τις αίθουσες τής εργα σίας, όπως θαρρώ γίνεται πάντα, γιά νά ξαναγυ ρίσουν έκεϊ μετά τήν επιθεώρηση τοο διευθυν τού. Ό Κλαύδιος Γκυέ κλειδώθηκε λοιπόν όπως κι οι άλλοι μέσα στό εργαστήρι του μαΖί μέ τούς συναδέλφους του. Τότε συνέβηκε στό εργαστήρι μιά πρωτοφα νής ^σκηνή πού ούτε ή μεγαλοπρέπεια ούτε ό τρόμος της έλειπε, τέτοια στό είδος της πού καμμιά ιστορία δέν αναφέρει παρόμοια. Βρισκόντουσαν έκεϊ, όπως διεπίστωσε ή ανά κριση πού έγινε κατόπιν, ογδόντα δύο κλέφτες μαΖί μέ τόν Κλαύδιο. "Οταν λοιπόν oi δεσμοφύλακες τούς άφησαν μόνους, ό Κλαύδιος ανέβηκε πάνω σ* ένα μπάγ5
κο και ανήγγειλε σ όλους πώς είχε κάτι νά τούς πεϊ. "Εγινε σιωπή. Τότε ό Κλαύδιος είπε μέ φωνή δυνατή: —Ξέρετε όλοι σας πώς ό Άλμπέν ήταν σάν αδελφός μου. Δέν μπορώ νά χορτάσω άπ* ό,τι 9
μου δίνουν έδώ νά φάγω. Ακόμα καί ψωμί ν άγοράΖω μέ τά λίγα λεφτά πού κερδι'Ζω, πάλι
29
πεινώ. Ό 'Αλμπέν μου έδινε τό μισό του συσσί τιο. Τόν αγάπησα πρώτα - πρώτα γιατί μ' έτρε φε, κι υστέρα γιατί μ* αγαπούσε. Ό διευθυντής Μ. Ντ. μας χώρισε. Δέν τοϋ κόστιΖε τίποτα ναμαστε μαΖΓ μά είναι κακός άνθρωπος κι ευχαρι στιέται νά τυραννά τούς άλλους. Τοϋ Ζήτησα πολλές φορές τόν 'Αλμπέν. Είδατε; δέ θέλησε. Τοϋ έδωσα διορία ώς τις 4 Νοεμβρίου γιά νά μοϋ δώσει τόν 'Αλμπέν. Μ* έβανε στό μπουν τρούμι γιατί τόπα αυτό. Έγώ στό αναμεταξύ, τόν δίκασα καί τόν καταδίκασα σέ θάνατο ( * ) . Εχομε αήμερα 4 Νοεμβρίου, θά έρθει ύστερα άπό δυο ώρες γιά νά κάνει τήν επιθεώρηση του. Σας προειδοποιώ πώς θά τόν σκοτώσω. Έχετε τίποτα νά πείτε γι* αυτό; "Ολοι σώπαιναν. Ό Κλαύδιος εξακολούθησε. Μίλησε καθώς φαίνεται μέ μοναδική εύγλωτία, πού τοϋ ήταν άλλωστε φυσική. Έδήλωσε πώς ήξερε καλά ότι επρόκειτο νά κάνει μιά βιαιοπραγία, μά πίστευε πώς δέν είχε άδικο. Επικαλέστηκε τή συνείδηση τών ογδόντα και ενός καταδίκων πού τόν ά κουγαν.
(*) Τά λόγια ouki είναι απαράλλαχτα δπως τά είπε στό διχαστήριο. 30
Πώς ή υπομονή του εξαντλήθηκε. Πώς βρίσκεται στήν ανάγκη νά πάρει τό δί κιο μόνος του, καί πώς άλλη μιά φορά έφτασε σ' αυτό τό σημείο. Πώς είναι αλήθεια ότι δέν θά μπορούσε ν' α φαιρέσει τή Ζωή τοο διευθυντή χωρίς νά δώσει καί τή δική του, μά πώς τό βρίσκει σωστό νά δώσει τή Ζωή του γιά κάτι πού είναι δίκιο. Πώς εδώ καί δυό μήνες τό μελέτησε καλά αυτό. Πώς πίστευε ότι δέν τό κάνει επειδή έχει κα νένα πάθος μαΖί του, καί πώς αν γελιέται, πα ρακαλεί τούς συντρόφους του νά τοϋ τό πούν. Πώς τίμια κι ειλικρινά λέγει τό γιατί τό κάνει, στους δίκαιους ανθρώπους πού βρίσκονταν γύ ρω του. Πώς θά σκοτώσει λοιπόν τόν Μ. Ντ., μά πώς αν έχει κανείς καμμιά παρατήρηση νά τοϋ κάνει, ότι ήταν έτοιμος νά τόν ακούσει. Μόνο μιά φωνή ακούστηκε και είπε πώς πριν νά σκοτώσει τό διευθυντή ό Κλαύδιος, έπρεπε νά προσπαθήσει γιά τελευταία φορά νά τοϋ μι λήσει καί νά τόν παρακαλέσει νά υποχωρήσει. — Σωστό, είπε ό Κλαύδιος, καί θά τό κάνω. 31
Σήμανε οχτώ ή ώρα στό μεγάλο ρολόι.
Ό
διευθυντής θαρχόταν στις εννιά. Ά π ό τή στιγμή πού ό παράξενος αυτός "Αρειος Πάγος έπεκύρωσε τήν καταδικαστική α πόφαση πού είχε προτείνει, ό Κλαύδιος ξαναβρήκε όλη του τήν αταραξία. "Απλωσε πάνω στό τραπέΖι δ,τι
άσπρόρουχα καί
φορέματα
είχε,
φτωχοκούρελα όλα ενός φυλακισμένου, καί φω νάζοντας έναν-έναν τούς συντρόφους πού α γαπούσε πιότερο, υστερώ άπ' τόν ' Αλμπέν, τούς τά μοίρασε ολα. Κράτησε μόνο τό μικρό ψαλίδι. "Υστερα τούς φίλησε όλους. Μερικοί
έκλαι
γαν, χαμογελούσε σ' αυτούς. Κατά τήν τελευταία αυτή ώρα, είχε στιγμές πού μίλησε τόσο ήσυχα κι εύθυμα ακόμη, πού πολλοί άπό τούς συντρόφους του νομίΖανε μέ σα τους, όπως καί τοπαν αργότερα, πώς δέν εκτελούσε ϊσως τήν απόφαση του. Γιά νά τούς διασκεδάσει μάλιστα, προσπάθησε μιά φορά νά σβύσει μέ τόν αέρα τών ρουθουνιών του, ένα ά πό τά λίγα κεριά πού φώτιΖσν τό εργαστήρι, γιατί ανατράφηκε μέ κακές συνήθειες πού χα λούσαν τή φυσική του αξιοπρέπεια πολλές φο ρές. "Ηταν στιγμές πού τό χαμίνι τοϋ δρόμου (ραινόταν άπό κάτω καί μύριΖε λάσπη παρισινή. Παρατήρησε κάποιο κατάδικο, ένα νέο πού 32
χλωμός είχε καρφώσει τά μάτια πάνω του, καί που έτρεμε περιμένοντας εκείνο πού θαβλεπε — Έ λ α , θάρρος
παλληκάρι
μου!
τούπε
ό
Κλαύδιος γλυκά, θάναι μιας στιγμής δουλειά. "Οταν μοίρασε όλα τα κουρέλια του και τούς αποχαιρέτησε σφίγγοντας όλωνών τά χέρια, δι έκοψε κάτι ανήσυχες κουβέντες πού γινόντου σαν έδώ κι έκεϊ στις σκοτεινές γωνιές τοΰ ερ γαστηρίου,
και
πρόσταξε νά
ξαναρχίσουν
τή
δουλειά. "Ολοι ύπακούσανε σιωπηλά. Τό εργαστήρι όπου συνέβαιναν αυτά, ήταν μιά μακρυά παραλληλόγραμμη αίθουσα, μέ παράθυ ρα σάν τρύπες κι άπό τά δυό μέρη τών μεγάλων τοίχων καί δυό πόρτες στις δυό αντίθετες ά κρες, ή μιά αντίκρυ στήν άλλη. Oi πάγκοι μέ τά εργαλεία τους, τοποθετημένοι δεξιά κι αριστερά κοντά στά παράθυρα άγγιΖαν τούς τοίχους, κι άφιναν ελεύθερο τό χώρο ανάμεσα, πού σχημά τιζε έτσι ένα μακρύ δρόμο πού διέσχιΖε ϊσια τήν αίθουσα, άρχίΖοντας άπό τή μιά πόρτα και φτά νοντας στήν άλλη. Αυτό λοιπόν τό δρόμο τόν αρκετά στενό θά περνούσε ό διευθυντής κάνον τας τήν επιθεώρηση του. Θάμπαινε άπό τήν α πάνω πόρτα καί θάβγαινε άπό τήν κάτω, άφου επιθεωρούσε τούς δουλευτάδες δεξιά κι αριστε ρά. Έπερνοϋσε συνήθως ανάμεσα τους γρήγορα — γρήγορα καί χωρίς νά σταματήσει. 3
33
Ό Κλαύδι#ς είχε πάει στον πάγκο του γιά νά ξαναρχίσει τή δουλειά του όπως ό "Αγιος Ι ά κ ω βος ό Οίκτίρμων ξανάρχιζε τήν προσευχή του. "Ολοι περίμεναν. Ή στιγμή πλησίαζε. Αξαφνα ακούστηκε
ένα χτύπημα στό ρολόγι. Ό
Κλαύ
διος είπε. — "Ενα τέταρτο ακόμα θέμε. Τότε σηκώθηκε, πέρασε σοβαρός τό απάνω μέρος της αίθουσας καί πήγε κι ακούμπησε στή γωνιά τού πρώτου πάγκου αριστερά, πολύ κον τά στήν πόρτα. Τό πρόσωπο του ήταν ολότελα ήρεμο και αποφασιστικό, χτύπησε εννιά ή ώρα. Ή πόρτα άνοιξε. Μπήκε ό διευθυντής. Ό διευθυντής ήταν μόνος όπως πάντα. Μπήκε μέ τό γελαστό του πρόσωπο, ευχαρι στημένος κι αμίλητος, χωρίς νά δεϊ τόν Κλαύ διο πού στέκονταν όρθιος κοντά στήν πόρτα α ριστερά, μέ κρυμένο τώνα χέρι μέσα στό παντα λόνι. Πέρασε βιαστικός μπροστά άπό τούς πρώ τους πάγκους, κουνώντας τό κεφάλι, κάτι μουρ μουρίζοντας μέσα στά δόντια, καί ρίχνοντας ε δώ κι έκεϊ τό συνηθισμένο βλέμμα του, χωρίς νά προσέξει πώς όλα τά μάτια γύρω του ήταν προσηλωμένα πάνω σέ μιά τρομερή ιδέα. "Αξαφνα
έστρεψε
απότομα,
ξαφνιασμένος,
πού άκουσε κάποιο βήμα ξοπίσω του. 34
"Ηταν ό Κλαύδιος πού τόν ακολουθούσε σιω πηλά πριν άπό ένα — δύο λεπτά. —Τί θές αυτού, έσύ; είπε ό διευθυντής, γιατί δέν είσαι στή θέση σου; "Ενας άνθρωπος στή φυλακή, δέν είναι πια άνθρωπος. Είναι σκύλος. Τοΰ μιλάνε μέ τό σύ. Ό Κλαύδιος Γκυέ, αποκρίθηκε μέ σεβασμό. — Εχω νά σας μιλήσω, κύριε διευθυντά. — Γιατί πράμμα; — Γιά τόν Άλμπέν. — Πάλι! είπε ό διευθυντής. — Πάντα! λέγει ό Κλαύδιος. — " Α ! μά είναι ανυπόφοροι! πρόσθεσε ό διευ θυντής εξακολουθώντας νά περπατά, δέ σοϋφτασαν οί είκοσιτέσερες ώρες στό μπουντρούμι; Ό Κλαύδιος αποκρίθηκε εξακολουθώντας νά τόν ακολουθεί: —Κύριε διευθυντά, δώστε μου τό σύντροφο μου. — Αδύνατο! — Κύριε διευθυντά, λέγει ό Κλαύδιος μέ φωνή πού θά συγκινούσε και τό Διάολο, ξαναφέρετε κοντά μου τόν Άλμπέν, θά δήτε τι καλά πού θά δουλεύω. Γιά σας πού είσαστε ελεύθερος δέ σας 35
νοιάΖει αυτό, δέν ξέρετε τί είναι φίλος. Μά γώ δέν έχω τίποτε άλλο άπό τούς τέσσερες τοί χους της φυλακής. Μπορείτε νά μπαινοβγαίνε τε σεϊς. Μά γώ μόνο τόν 'Αλμπέν έχω. Δώστε μου τον. Ό Άλμπέν μ* έτρεφε, τό ξέρετε καλά, Δέ θά σας στοίχιΖε παραπάνω άπό ένα ναι. Τί σας πειράΖει νά βρίσκεται μέσα στό εργαστήρι ένας άνθρωπος ποΰ λέγεται Κλαύδιος Γκυέ κ* ένας άλλος πού λέγεται Άλμπέν; Είναι τόσο φυ σικό αυτό. Κύριε διευθυντά, καλέ μου κύριε Ντ... αλήθεια σας παρακαλώ γονατιστός, γιά όνομα τοϋ Θεοΰ! Ό Κλαύδιος ποτέ ίσως δέν είχε πή τόσα λό για σ' ένα δεσμοφύλακα. Μή έχοντας τή δύναμη νά πή άλλα, σταμάτησε εξαντλημένος και περί μενε. Ό διευθυντής τοϋ αποκρίθηκε μέ κάποια άγαναχτισμένη χειρονομία. —Αδύνατο! Είπα. Εμπρός, νά μή μού ξαναμιλήσης γΓ αυτό. Μ* ενοχλείς. Κι επειδή βιαΖόταν, τάχυνε τό βήμα του. Τό Ιδιο, κι ό Κλαύδιος. Μιλώντας έτσι είχανε φτά σει κ' οί δυό κοντά στήν πόρτα της εξόδου. Οί ογδόντα κατάδικοι κοίταΖαν κι άκουαν κρατών τας τήν αναπνοή τους. Ό Κλαύδιος τράβηξε σιγά άπό τό σακάκι τόν διευθυντή:
36
—Τουλάχιστον δέν μπορώ νά ξέρω γιατί κα ταδικάζομαι σέ θάνατο; Πήτε μου γιατί μας χω ρίσατε; — Σου τώπα, αποκρίθηκε ό διευθυντής. Διότι. Καί γυρίζοντας τούς ώμους, προχώρησε βά ζοντας τό χέρι στό σύρτη τής πόρτας. Στήν απάντηση αυτή τοϋ διευθυντού ό Κλαύ διος έκανε πίσω ένα βήμα. Τά ογδόντα αγάλ ματα πού βρισκόντουσαν έκεϊ, είδαν νά βγάζει άπό τό πανταλόνι του τό δεξί του χέρι μέ τό σκερπάνι. Τό χέρι αυτό σηκώθηκε, και πριν ακό μα προφτάσει ό διευθυντής νά βγάλη φωνή, τοϋ κατάφερε μέ τό σκερπάνι — πράγμα φριχτό να τό πεις—και μέ τήν ίδιο δύναμη, τρία χτυπή ματα πού τοϋ άνοιξαν τό κρανίο. Τή στιγμή πού έπεφτε ανάσκελα ένα τέταρτο χτύπημα τοϋ πα ραμόρφωσε τό πρόσωπο. "Υστερα σάν ένας τρελλός πού τίποτα δέν μπορεί νά τόν συγκρα τήσει, ό Κλαύδιος τοϋ άνοιξε τό δεξί μερί μ" ένα πέμπτο όδιαφόρετο πιά χτύπημα. Ό διευθυντής ήταν νεκρός. Ποιος άπό τους δύο ήταν τό θϋμα τοϋ αλλού; Οταν ό Κλαύδιος συνήλθε, βρισκόταν πάνω σ' ένα κρεβθάτι, μέσα σέ σεντόνια καί στους ε πιδέσμους κι όλοι τον περιποιόντουσαν γύρω. "Ηταν κοντά στό προσκεφάλι του οι καλές Ά -
07
δελφές τοϋ Ελέους, καθώς κι ό ανακριτής γιά να πάρει τήν κατάθεση του, πού τόν ρώτησε μέ μεγάλο ενδιαφέρον: — Πώς αίσθάνεσθε; — Είχε χάσει πολύ αίμα, μά τό ψαλίδι μέ τό όποιο θέλησε, άπό κάποια δεισιδαιμονία νά χτυ πηθεί επέτυχε τό σκοπό του. Μόνο τά χτυπή ματα ποϋδωσε στόν Μ. Ντ. ήταν θανατηφόρα. Η ανάκριση άρχισε. Τόν ρώτησαν άν αυτός έσκότωσε τόν διευθυντή τών εργαστηρίων της φυλακής Κλερβώ. Αποκρίθηκε:
—Ναί. Τόν ρώτησαν: — Γιατί; — Αποκρίθηκε:
—Διότι. Ό ς τόσο ήλθε στιγμή πού oi πληγές του έπα θαν δηλητηρίαση. Τόν έπιασε ένας άσκημος πυρεττός πού λίγο έλειψε νά πεθάνει. Ό Νοέμβριος, ό Δεκέμβριος, ό Ιανουάριος κι ό Φεβρουάριος πέρασαν σέ περιποιήσεις καί προ ετοιμασίες. Γιατροί καί δικαστές μαζεύτηκαν γύ ρω άπό τόν Κλαύδιο. Οί πρώτο γιάτρευαν τις πληγές τους, οί δεύτεροι έστηναν τή λαιμητόμο του. 36
Κοντολογής, τήν 16 Μαρτίου 1832 παρουσιά στηκε, γιατρεμένος ολότελα, στό
κακουργιοδι-
κεϊο τής Τρόγης. Ό λ ο ς ό πληθυσμός τής πό λεως π
τ σ ν
έκεϊ.
Πήρε μιά καλή στάση μπροστά στους δικα στές. Είχε ξυριστεί καλά, ήταν ασκεπής και φο ρούσε κείνη τή θλιβερή γκρίζα
μπλούζα, των
φυλακισμένων του Κλερβώ. Ό
βασιλικός επίτροπος(*) είχε γεμίσει τήν
σϊθουσα μέ λογχοφόρους, «γιά νά ζώσουν, όπως είπε στό ακροατήριο, όλους τούς κακούργους πού
θά παρουσιαζόντουσαν γιά μάρτυρες στή
δίκη αυτή», "Οταν άρχισε ή δίκη παρουσιάστηκε μιά πρω τοφανής δυσκολία. Κανένας άπό τούς μάρτυρες των συμβάντων τής 4 Νοεμβρίου δέν ήθελε νά καταθέσει εναντίον τοϋ Κλαυδίου. Ό πρόεδρος τούς φοβέρισε ότι θά τούς απαγγείλει κατηγο ρία. Τ ο ϋ κάκου. Ό Κλαύδιος τότε τούς διέταξε νά καταθέσουν.
Όλες
οί
γλώσσες λύθηκαν.
Είπαν ο,τι είδανε. Ό
Κλαύδιος τούς άκουγε όλους μέ μεγάλη
προσοχή.
Ό τ α ν κάποιος άπ' αυτούς, είτε γιατί
(*).. Δημόσιος κατήγορος 39
δέ θυμόταν καλά,
είτε
γιατί
συμπαθούσε τόν
Κλαύδιο, παρέλειπε νά καταθέσει τίποτε τό επι βαρυντικό γιά τόν κατηγορούμενο, ό Κλαύδιος τόν ανασκεύαζε. Ά π ό μαρτυρία σέ μαρτυρία, ή σειρά των γε γονότων πού αναπτύξαμε, ξετυλίχθηκε μπροστά στό δικαστήριο. "Ηρθε στιγμή όπου οί γυναίκες πού βρίσκουνταν έκεϊ, έκλαιγαν. Ό κλητήρας φώναξε τ' όνο μα τού καταδίκου Άλμπέν. "Ηταν ή σειρά του νο καταθέσει. Μπήκε τρικλίζοντας. Οί φρουροί δέν κατόρθωσαν νά τόν εμποδίσουν νά πάει καί νο πέσει στήν αγκαλιά τού Κλαύδιου. Ό
Κλαύδιος
δέν βάσταξε και είπε χαμογελώντας στον βασι λικό επίτροπο: — Νά ένας κακούργος πού μοιραζόταν τό ψω μί του μ* εκείνους πού πεινούν. — "Υστερα, φίλησε τό χέρι τοϋ Άλμπέν. "Οταν τέλειωσε ό κατάλογος τών μαρτύρων, ό κύριος βασιλικός επίτροπος, σηκώθηκε καί έ λαβε τό λόγο πού άρχιζε έτσι: Κύριοι ένορκοι, ή κοινωνία θά κλονιζόταν ώς τά θεμέλια της, άν ή δημοσία τιμωρία δέ χτυπούσε τούς μεγά λους εγκληματίας όπως αυτός πού... κλπ. Ύστερ' άπ' αυτό τόν ιστορικό λόγο, μίλησε ό δικηγόρος τοϋ Κλαύδιου. Ελέχθησαν όλα τά 40
υπέρ καί κατά μέ τή σειρά, όπως γίνεται συνή θως σ' αυτό τό είδος του ιπποδρομίου πού λέγε ται
κακουργιοδικεϊο.
Ό Κλαύδιος νόμισε πώς δέν ειπώθηκαν όλα. Μίλησε κατά τέτοιο
τρόπο, ώστε σέ κάποιον
έξυπνο άνθρωπο πού βρισκόταν έκεϊ τά λόγια έκαναν κατάπληξη. Θαρρούσες πώς μέσα στόν φτωχό αυτόν εργάτη υπήρχε πιότερο ό ρήτορας παρά ό δολοφόνος. Μίλησε όρθιος μέ λόγια υπο βλητικά καί μετρημένα, μέ βλέμμα καθαρό, ει λικρινής
καί
αποφασισμένος,
μέ
χειρονομία
πάντα τήν ίδια, μά γεμάτη μεγαλοπρέπεια. Εϊπε τά πράγματα όπως ήταν, απλά, σοβαρά, χωρίς νά τά μεγαλώσει ούτε νά τά μικραίνει συγκατα τέθηκε σέ όλα, κοίταξε τό άρθρο 296 άφοβα κι έβαλε τό κεφάλι του άπό κάτω. Είχε στιγμές μεγάλης καί αληθινής εύγλωττίας, πού συνεκλόνιζε τό ακροατήριο κ έκανε τόν κόσμο νά επα ναλαμβάνει άπό αυτί σέ αυτί ό,τι έλεγε. "Ακουγό ταν τότε
ένας ψίθυρος καί στό αναμεταξύ ό
Κλαύδιος έπαιρνε αναπνοή ρίχνοντας ένα υπε ρήφανο βλέμμα στους άκροατάς. "Αλλοτε πάλι, ό άνθρωπος αυτός πού δέν ήξερε νά διαβάσει έδειχνε πώς ήταν ήρεμος, ευγενικός, εκλεκτι κός, σά νάταν μορφωμένος καί τέλος σέ μερικές στιγμές, φαινόταν μετριόφρων, μετρημένος, προ σεχτικός, προχωρώντας θήμα-βήμα στά μέρη πού ή διαδικασία έστρέφετο εναντίον του. 41
Μόνο μιά φορά τόν πήρε ό θυμός. Τή στιγμή πού ό δημόσιος κατήγορος Ζητούσε ν' αποδείξει στό λόγο του πώς ό Κλαύδιος Γκυέ είχε σκο τώσει τόν διευθυντή τών εργαστηρίων, χωρίς καμμιά αφορμή κ' επίθεση εκ μέρους τοϋ διευ* θ υ ντου, κατά συνέπειαν χωρίς νά προκληθεί. — Τ ι ! φώναξε ό Κλαύδιος, δέν είχα προκληθεί! "Α!
μάλιστα, αλήθεια, καλά τό λέτε. Σ α ς κα
ταλαβαίνω.
Ενας άνθρωπος μεθυσμένος μου
δίνει μιά γροθιά, τόν σκοτώνω, μέ προκάλεσε, μέ δικάΖετε επιεικώς και μέ στέλνετε στά κά τεργα
μά όταν ένας άνθρωπος δέν είναι με
θυσμένος καί είναι στά λογικά του, μοΰ σφίγ γει τήν καρδιά τέσσερα χρόνια, μέ κεντά μέ μιά καρφίτσα κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λε πτό, κρυφά καί ξαφνικά; Είχα μιά γυναίκα γιά τήν όποια έκλεψα. Είχα ένα παίδι γιά τό όποιο έκλεψα* δέν μοΰ έφτανε τό ψωμί καί κάποιος φίλος
μοΰ δίνει άπό τό δικό του' παίρνει τό
φίλο μου και τό ψωμί μου. Τοϋ ξαναΖητώ τό φίλο μου, μέ βάΖει στό μπουντρούμι. Μιλώ μέ τό σεις σ' αυτόν τόν σπιούνο καί μοϋ άπαντα μέ τό σύ. Τοΰλεγα, πώς υποφέρω, μοϋ λέει πώς τόν ενοχλώ. Τί θέλετε νά κάνω τότε; Τόν σκοτώ νω. Ω ρ α ί ο ! Είμαι θηρίο, σκότωσα αυτόν
τόν
άνθρωπο, δέν είχα προκληθεί, μου κόβετε τό κε φάλι. Κάνετε το! 42
Απάντηση υπέροχη κατά τή γνώμη μας .ιού φέρνει στή μέση τή θεωρία τής ηθικής προκλή σεως πού δέν τή θυμήθηκε ό νόμος, παραδεχό μενος μόνο στή σωματική βία, ελαφρυντικές πε ριπτώσεις. Οταν τελείωσε
ή διαδικασία, ό Πρόεδρος
έβγαλε τό αμερόληπτο καί φωτεινό του συμπέ ρασμα! Κατέληξε στό έ ξ η ς : Ζωή ελεεινή. Κά θαρμα. Ό
Κλαύδιος Γκυέ άρχισε τή ζωή του
μέ μιά γυναίκα
τοϋ δρόμου, κατόπιν
έκλεψε,
και κατόπιν σκότωσε. Νά ποιά είναι ή αλήθεια. Τή στιγμή πού οί ένορκοι επρόκειτο ν' απο συρθούν γιά νά συσκεφθοΰν, ό πρόεδρος ρώ τησε τόν κατηγορούμενον αν είχε τίποτε νά πεϊ γιά τίς κατηγορίες αυτές. —Λίγα πράγματα, είπε ό Κλαύδιος. Δηλαδή αυτό. Είμαι κλέφτης καί φονιάς. σκότωσα.
Μά γιατί
έκλεψα;
γιατί
Εκλεψα καί σκότωσα;
Θέσετε αυτά τά δυό ερωτήματα, κύριοι ένορκοι. Τό λεγόμενο, δικαστήριο τών δώδεκα αυτών ένορκων τής Καμπάνιας, άφοϋ συνεσκέφθη γιά ένα τέταρτο τής ώρας, έΕέδωκε τήν απόφαση του καί κατεδίκασε τόν Κλαύδιο Γκυέ σέ θάνα το. Είναι βέβαιο πώς άπό τήν άρχή τής δίκης τ' όνομα τοϋ κατηγορουμένου πού λεγότανε Γκυέ, έκανε βαθειά εντύπωση σέ μερικούς ένορκους. 43
Έδιάβασαν στον Κλαύδιο τήν απόφαση κ' ε κείνος είπε μόνο αυτά τά λόγια:
—Καλά! Μά γιατί ό άνθρωπος αυτός έκλεψε; Γιατί ό άνθρωπος αυτός σκό τωσε" Νά δυό ερωτήματα στά όποια δέν απαντούν. Ξαναγυρίζοντας στή φυλακή, έφαγε μέ διά θεση καί είπε: —Τριανταέξη χρόνια Ζωής! Δέ θέλησε νά Ζητήσει χάρη. Κάποια Αδελφή τού Ε λ έ ο υ ς πού τόν είχε περιποιηθεί ήλθε καί τόν παρακάλεσε μέ δάκρυα. Δέχτηκε νά τή Ζη τήσει γιά νά τήν ευχαριστήσει. Φαίνεται όμως πώς έως τήν τελευταία στιγμή δέν ήθελε, για τί όταν υπέγραψε τήν αίτηση τής χάριτος, ή προθεσμία τών τριών
ήμερων είχε
εκπνεύσει
πριν άπό λίγα λεπτά. Τό καϋμένο τό κορίτσι γιά νά τοϋ δείξει τήν ευγνωμοσύνη του, τού έδωσε πέντε φράγκα. Πήρε τά λεφτά καί τήν ευχα ρίστησε. Στό διάστημα αυτό, ήλθαν μερικοί
φυλακι
σμένοι πού τοϋ ήταν αφοσιωμένοι καί θέλησαν νά τόν βοηθήσουν νά τό σκάσει. Τοϋχανε ρίξει άπό τή θυρίδα, άλλος ένα καρφί, άλλος σύρ μα, κ* ένας άλλος τό χέρι ενός κουβά. Μέ τά 44
τρία αυτά πράγματα, ένας άνθρωπος έξυπνος δπως ήταν ό Κλαύδιος θά μπορούσε νά λιμάρει καί νά κόψει τά σίδερα τής θυρίδας. "Εδω σε τό χέρι του κουβά, τό σύρμα καί τό καρφί, στό δεσμοφύλακα. Τήν 8 Ιουνίου 1832 έφτά μήνες καί τέσσερες μέρες μετά τό έγκλημα, έφτασε ή στιγμή τοϋ εξιλασμού PEDE C L A U D O δπως βλέπετε. Τή μέ ρα αυτή, στις έφτά ή ώρα τό πρωΐ, ό γραμματεύς τοϋ δικαστηρίου μπήκε στή φυλακή τοϋ Κλαύ διου καί τοϋ ανήγγειλε πώς μόνο μιά ώρα ζωής τοϋ έμεινε. Ή αίτηση του είχε όπορριφθή. — "Ω!
είπε ό Κλαύδιος
ψυχρά, κοιμήθηκα
καλά αυτή τή νύχτα, χωρίς ν' αμφιβάλλω πώς θά κοιμηθώ ακόμα καλλίτερα κι απόψε. Θαρρείς πώς τά λόγια τών δυνατών ανθρώ πων,
παίρνουν πάντα κάποιο
μεγαλείο
στήν
ώρα τοϋ θανάτου των. "Εφτασε ό παπάς κι ύστερα ό δήμιος. "Εδει ξ ε ταπεινοφροσύνη στον παπά καί
γλυκύτητα
στον δήμιο. Διετήρησε πλήρη τήν διαύγεια τοϋ πνεύμα τος του. Τή στιγμή πού τουκοβαν τά μαλλιά, κάποιος έλεγε σέ μιά γωνιά τής φυλακής, πώς υπήρξε φόβος νάλθει χολέρα στήν Τρόγη. — Ό σ ο γιά μένα, είπε ό Κλαύδιος χαμογε λώντας δέ φοβάμαι χολέρα. 45
Ακουε άλλως τε μέ προσοχή μεγάλη
τόν
παπά καί κατηγορούσε τόν εαυτό του και μετάνοιωσε πού δέν ήξερε καλά τά τής θρησκείας. Ζήτησε καί τοΰδωσαν τό ψαλίδι, μέ τό όποϊο είχε χτυπηθεί. Τοΰλειπε τό ένα λεπίδι, πουχει σπάσει μέσα στό στήθος του. Παρεκάλεσε τόν δεσμοφύλακα νά δώσει έκ μέρους του τό ψαλίδι αυτό
στον
Άλμπέν.
Είπε
ακόμα
πώς
επι
θυμούσε νά προσθέσει στό κληροδότημα του αυ τό καί τή μερίδα τοϋ φαγητού
πού θάτρωγε
κείνη τή μέρα. Παρακάλεσε κείνους πού τοϋ έδεσαν τά χέ ρια νά βάνουν στό
δεξί
του
χέρι τό πεντό-
φραγκο πού τοΰχε δώσει ή Αδελφή τοϋ Ε λ έ ο υ ς , τό μόνο πράγμα πού τοΰχε απομείνει. Στις οκτώ παρά τέταρτο, βγήκε άπό τή φυ λακή, μαζί μέ όλη τή συνηθισμένη πένθιμη συ νοδεία τών καταδικασμένων σε θάνατο. Περπα τούσε χλωμός μέ τό βλέμμα καρφωμένο στον Εσταυρωμένο, άλλά μέ βήμα σταθερό. Είχαν προτιμήσει τή μέρα αυτή γιά τή θανα τική εκτέλεση, επειδή ήταν μέρα πού γινόταν παζάρι στήν πόλη καί θά τόν έβλεπε περισσό τερος κόμα
κόσμος. στή
Φαίνεται
Γαλλία
πώς
υπάρχουν
επαρχιώτες μισοάγριοι
α πού
υπερηφανεύονται όταν ή κοινωνία σκοτώνει έναν άνθρωπο. 46
Ανέβηκε στή λαιμητόμο σοβαρός. Ό
δήμιος
τόν έσπρωξε λένε πολύ ελαφρά. Τή στιγμή πού τόν έδεναν πάνω στό απαίσιο μηχάνημα, έκα νε νεύμα στόν παπά νά πάρει τό πεντόφραγκο πού κρατούσε στό δεξί χέρι καί τοΰπε: — Γιά τούς φτωχούς. Επειδή σήμανε εννιά ή ώρα, τά χτυπήματα του ρολογιού
στό
καμπαναριό,
σκέπασαν τή
φωνή του καί ό πάπας πού τόν εξομολόγησε τοΰ αποκρίθηκε πώς δέν άκουσε. Ό
Κλαύδιος στό
αναμεταξύ δυό χτυπημάτων ξανάπε γλυκά: — Γιά τούς φτωχούς. Τό όγδοο χτύπημα δέν είχε ακόμα σημάνει, όταν τό ευγενικό κ* έξυπνο εκείνο κεφάλι έπεσε. Τί
ωραίο
αλήθεια
αυτές εκτελέσεις!
παράδειγμα oi
δημόσιες
Τήν ίδια κείνη μέρα πού ή
λαιμητόμος στεκόταν όρθή στήν πλατεία καί δέν είχε
ακόμα
πλυθεί,
μερικοί
έμποροι
τσακώ
θηκαν μέ τό φορατζή τοΰ δήμου γιά κάποια τα ρίφα καί λίγο έλειψε νά τόν σφάξουν. Τί ήμε ρο πού σοΰ κάνουν τό λαό οί νόμοι αυτοί! Νομίσαμε πώς είχαμε καθήκον νά διηγηθού με λεπτομερώς τήν ιστορία τοΰ Κλαύδιου Γκυέ, γιατί κατά τή γνώμη μας, όλοι οι παράγραφοι της ιστορίας αυτής θά μπορούσαν νά χρησιμεύ47
σουν γιά κεφάλαιο βιβλίου στό όποιο θά έδίνετο fiicr λύση τοϋ μεγάλου προβλήματος τοϋ δε κάτου ένατου αιώνος. Στήν ενδιαφέρουσα Ζωή τοϋ άνθρωπου αυ τού, υπάρχουν δυο κύριες φάσεις: πρίν άπό τήν πτώση και μετά τήν πτώση" και κάτω άπό τις δυο αυτές φάσεις, δυο Ζητήματα: τό Ζήτημα της ανατροφής και τό Ζήτημα της τιμωρίας του νόμου* καί μεταξύ τών δύο αυτών Ζητημάτων, ολόκληρη ή κοινωνία. Αυτός ό άνθρωπος βέβαια, ήλθε στή Ζωή γερός, άρτιώτατος φυσικώς καί προικισμένος μέ αρκετά προτερήματα. Τί τοϋ έλειπε λοιπόν; Σκεφθητε. Νά τό μεγάλο πρόβλημα τής ανισορροπίας τοϋ όποιου τή λύση γυρεύομε ακόμα, μιά λύση πού θά φέρει τήν παγκόσμια ισορροπία. "Ας δώσει κ' ή κοινωνία στό άτομο, δ,τι τοϋ δίνει ή φύση. Κοιτάξετε τόν Κλαύδιο Γκυέ. Εγκέφαλος χωρίς άλλο καλοκαμωμένος, καρδιά καλοκαμωμένη. Μά ή μοίρα τόν ρίχνει μέσα σέ μιά κοι νωνία τόσο κακοφτιασμένη πού στό τέλος κλέ βει ή κοινωνία τόν βάΖει σέ μιά φυλακή τόσο κακοφτιαγμένη πού στό τέλος σκοτώνει. 48
Ποιος είναι ό πραγματικός ένοχος; Είναι αύτός ή εμείς; Ερωτήματα σοβαρά, ερωτήματα σκληρά, πού αποτείνονται αυτή τή στιγμή σέ όλους τούς SEur πνους ανθρώπους, πού μας τραβούν όλους άπό τήν άκρη τοϋ φορέματος μας, γιά ν* απαντήσα με, και πού θά μας φράζουν μιά μέρα έτσι τό δρόμο, ώστε πρέπει νά τά κοιτάξομε κατά πρότ σωπο καί νά μάθομε τί θέλουν. Εκείνος πού γράφει τις γραμμές αυτές θά προσπαθήσει νά πει ίσως σέ λίγο τό πώς τά καταλαβαίνει. "Οταν βρίσκεται κανένας μπροστά σέ τέτοια πράγματα, όταν σκέφτεται τό πώς τά ερωτή ματα αυτά μας πιέζουν, ρωτά τόν εαυτό τοϋ τί σκέφτονται τάχα εκείνοι πού κυβερνούν, αν δέ σκέφτονται αυτά τά ζητήματα. Στις διάφορες Βουλές, συναθροίζονται κάθε χρόνο καί κάθονται σοβαρά στά καθίσματα τους οί βουλευταί. Είναι χωρίς άλλο πολύ εν διαφέρον νά παύομε τούς άργομίσθους καί νά έλαφρώνομε τόν προϋπολογισμό* είναι πολύ ενδιαφέρον νά μέ ντύνουν στρατιώτη γιά νά πάγω νά φυλάξω έν ονόματι τής πατρίδος τήν πόρτα τοϋ κόμητος ντέ Λομπό πού δέν τόν γνωρίζω και ούτε θέλω νά τόν γνωρίσω, ή νά μέ αναγκάζουν νά κάνω παρέλαση στό τετρά4
49
γωνο Μαρινύ, γιά νά ευχαριστηθεί ό μπακά λης μου πού μοϋ τόν έκαναν αξιωματικό(*) Είναι ενδιαφέρον βουλευταί καί υπουργοί νά τραβούν άπό τά μαλλιά καί νά ξεθεώνουν όλα τά πράγματα καί όλες τις Ιδέες της χώρας αυ τής, σέ συζητήσεις γεμάτες έξωφρενισμούς' εί ναι σπουδαίο, παραδείγματος χάριν ν ανεβαί νεις ατό βήμα καί νά ρωτάς καί νά επερωτάς ξεφωνίζοντας, χωρίς νά ξέρεις μάλιστα τί λέ νε, γιά τήν Τέχνη τού δεκάτου ένατου αιώνος, αυτή τή μεγάλη καί αυστηρή κατηγορουμένη, πού δέν καταδέχεται ν' απαντήσει καί κάνει πολύ καλά* είναι εποικοδομητικό κυβερνήται καί νομοθέται νά περνούν τόν καιρό τους σέ κλασικές διαλέξεις πού κάνουν τούς δασκάλους των περιχώρων νά σηκώνουν τούς ώμους είναι ώφελιμώτατο νά διαδηλώνεις ότι τό νεώ τερο πνεύμα εφεύρε τήν αιμομιξία, τή μοιχία, τήν πατροκτονία, τή βρεφοκτονία καί τό δη9
(*) Βεβαίως βέν θέλομε 5ώ να προσβάλλομε τήν πολιτοφυλακή, πράγμα χρήσιμο, πού φυλάγει τό δρό μο, τήν πόρτα καί τό σπίτι* άλλα μόνο τίς παράτες, τά λοφία, τά ψευτοκαμαρώματα καί τό στρατιωτικό θό ρυβο, πράγματα γελοία, πού κάνουν τόν στρατιώτη, παρωδία στρατιώτου. 50
γιά ν' αποδεικνύεις άπ' αυτά άτι δέν γνωρίζουν ούτε τή Φαίδρα, ούτε τόν Οιδί ποδα, ούτε τή Μήδεια, ούτε τήν Ροδογύνη' εί ναι απαραίτητο οί πολιτικοί ρήτορες τής χώρας ούτης νά άεροκοπανοϋν τρεις μέρες ολόκληρες γιά τόν προϋπολογισμό, γιά τόν Κορνήλιο καί τόν Ρακίνα, γιά τόν δέν Εέρω ποιόν, κ* επωφε λούμενοι τής φιλολογικής αυτής ευκαιρίας, νά κάνουν, ό ένας χειρότερα άπό τόν άλλο τερα τώδη λάθη στή Γαλλική, καί νά καταγίνονται ακόμη καί μέ τή στολή της Εθνοφρουράς. λητηριασμό,
"Ολ' αυτά είναι σπουδαία* νομίζομε ώς τόσο ηώς υπάρχουν καί σπουδαιότερα πράγματα. Τί θαλεγε π.χ. ή Βουλή, αν πάνω σ' αυτές τις μάταιες λογομαχίες πού κάνουν τόσο συχ νά τους υπουργούς νά αρπάχνουν άπό τό λαι μό τήν αντιπολίτευση κι ή αντιπολίτευση πάλι τούς υπουργούς, τί θάλεγε άξαφνα άν άπό τά καθίσματα τής Βουλής ή άπό τό δημόσιο βήμα (αδιάφορο) σηκωνόταν κανένας κι έλεγε αυτά τά βαρυσήμαντα λόγια: — Σωπαστε! όποιοι κι αν είσαστε σεις πού μιλάτε δώ, σωπαστε! θαρρείτε πώς κάτι κάνετε λογοκοπώντας καί πώς συζητείτε γιά ^ σοβαρά πράγματα" δέν κάνετε τίποτα. Νά ποιό είναι τό ζήτημα! Ή Δικαιοσύνη, είναι τώρα ένας χρόνος, έκοψε τό κεφάλι κάποιου ανθρώπου 51
στό Παμιέ' στό ΝτιΖών έκοψε προ ολίγου τό κεφάλι μιας γυναίκας* στό Παρίσι, στον περί βολο του Αγίου Ιακώβου, προβαίνει σέ ανή κουστες θανατικές εκτελέσεις. Αυτό είναι τό Ζήτημα. Άσχοληθήτε μ* αυτό. Τσακωθήτε κα τόπιν γιά νά μάθετε άν τά κουμπιά τής Εθνο φρουράς πρέπει νά είναι άσπρα ή κίτρινα κι άν ή ασφάλεια είναι ωραιότερη λέξη άπό τή βεβαιότητα. Κύροι τοο κέντρου, κύριοι τών άκρων, ό πο λύς λαός υποφέρει. Εϊτε τόν λέτε δημοκρατία, είτε τόν λέτε μοναρχία, ό λαός υποφέρει. Αυτό είναι τό βέβαιον. Ό λαός πεινά, ό λαός κρυώνει. Ή εξαθλίω ση τόν σπρώχνει στό έγκλημα ή στή διαφθορά, αναλόγως τού φύλου. Λυπηθείτε τό λαό πού τό κάτεργο άρπάΖει τά παιδιά του καί τό μπορ ντέλο τά κορίτσια του. "Εχετε πάρα πολλούς κατάδικους, πάρα πολ λές πόρνες. Τί αποδεικνύουν τά δύο αυτά έλ κη; Πώς τό σώμα τής κοινωνίας έχει κάτι σά πιο στό αίμα του. Ελάτε νά κάνετε διάγνωση στό σώμα τού άρρωστου. Κοιτάξετε τήν άρρώστεια του. Τήν άρρώστεια αυτή τήν περιποιεϊσθε άσχη μα. Μελετήστε την καλλίτερα. Οί νόμοι που 52
κάνετε γΓ αυτήν είναι ψευτοφάρμακα και μπα λώματα μονάχα. Οι μισοί σας κώδικες είναι ρουτίνα κ' oi άλλοι μισοί εμπειρισμός. Τό κλεί σιμο τής πληγής ήταν μιά καυτηρίαση έΕωτερ*κή, άπό κάτω ή γάγραινα προχωρούσε* κάνε τε μιά τρύπα στό νερό! άπό κάτω τό κακό απλωνόταν και τραβούσε τόν εγκληματία στό έγκλημα, τους έκανε δυό αδελφούς, δυό αχώ ριστους συντρόφους. Τό κάτεργο είναι ένα ανωφελές έκδόριο, πού άφίνει τήν πληγή καί Εαναρουφά μέσα όλο τό κακό αίμα πού αφαιρεί, κάνοντας το μάλιστα χειρότερο. Ή ποινή τοϋ θανάτου είναι μιά εγ χείριση βάρβαρη. Λοιπόν ψευτοκαυτηριασμοί, κάτεργα, ποινή θανάτου, νά τρία πράγματα αλληλένδετα* έκαταργήσατε τούς ψευτοκαυτηριασμούς, έάν ήσα στε λογικοί, καταργήσατε και τά υπόλοιπα. Τό καυτήριο, ή αλυσίδα κι ή λαιμητόμος ήταν τρία πράγματα βγαλμένα άπό τόν ίδιο συλλογισμό. Έκαταργήσατε τό καυτήριο, ή αλυσίδα κι ή λαι μητόμος δέν έχουν πιά νόημα. Ό Φαρινάσε ή ταν ανηλεής, μά δέν ήταν ανόητος. ΡίΕτε κάτω αυτό τό παληό κι αναχρονιστι κό ικρίωμα των εγκλημάτων καί των ποινών καί ΕαναφτιάΕετε τίποτα άλλο. ΞαναφτιάΕετε τό Ποινικόν σας Δίκαιον, ΕαναφτιάΕετε τούς Κώ53
δικές σας, ξαναφτιάξετε τις φυλακές σας, ξα ναφτιάξετε τούς δικαστές σας. Δώσατε νόμους πού νάναι σύμφωνοι μέ τά ήθη της εποχής μας. Κύριοι, κόβονται πολλά κεφάλια κάθε χρόνο στή Γαλλία. Αφού θέτε νά κάνετε οικονομίες στόν προϋπολογισμό, κάνετε καί σ' αυτά. Άφοΰ, θέτε νά καταργήσετε τούς άργομίσθους, κα ταργήσετε καί τό δήμιο. Μέ τούς μισθούς τών ογδόντα σας δημίων, μπορείτε νά πληρώσετε εξακόσιους δασκάλους. 5
Σκεφθήτε τή μεγάλη μάΖα τοϋ λαού. Σχο λεία γιά τά παιδιά, εργοστάσια γιά τούς άν τρες! Ξέρετε πώς ή Γαλλία είναι μιά χώρα τής Ευρώπης πού έχει τούς περισσότερους αναλ φάβητους; Τί διάολο! Ή Ελβετία ξέρει νά διαβάΖει, τό Βέλγιο ξέρει νά διαβάΖει, ή Δανία ξέρει νά διαβάΖει, ή Ελλάδα ξέρει νά διαβά Ζει καί ή Γαλλία δέν ξέρει νά διαβάΖει; Είναι ντροπή! Πηγαίνετε στά κάτεργα. Φωνάξετε τριγύρω σας όλους τούς κατάδικους. Εξετάσατε ένα πρός ένα, όλους αυτούς τούς εγκληματίας καί παραβάτας τών ανθρωπίνων νόμων. Παρατηρή σατε όλα αυτά τά κρανία. Καθένας άπ' αύτούο τούς ανθρώπους πού έπεσαν, δείχνει ένα τύπο πού είχε πριν άποκτηνωθεϊ' θαρρείς πώς ό κα54
θένας TOUC είναι μεταβατικός σταθμός τέτοιου ή τέτοιου ζώου σχετικά μέ τόν άνθρωπο. Νά τό τσακάλι, νά ή γάτα, νά ό πίθηκος, νά ό γύπας, νά ή ύαινα. Λοιπόν, τά φτωχό αυτά κακοσχηματισμένα κεφάλια τ' αδίκησε πρωτα-πρωτα ή φύση χωρίς άλλο και κατόπιν ή ανατροφή. Ή φύση έπλασε προπλάσματα άσκημα κ ή ανατρο φή τά επεξεργάστηκε άσκημα. Στρέψετε τήν προσοχή σας προς τό δεύτερο. Δώστε καλή ανα τροφή στό λαό. Καλλιεργήσετε όσο μπορείτε καλλίτερα τά κακόμοιρα αυτά κεφάλια γιά νά μπορέσει ή εξυπνάδα πού βρίσκεται μέσα τους ν αναπτυχθεί. Ή Ρώμη και ή Ελλάδα είχαν τό μέτωπο ψη λά. Πλατύνετε όσο μπορείτε τή μετώπη του λαού. "Οταν ή Γαλλία μάθει νά διαβάζει, μήν αφή σετε ακυβέρνητη αυτή τήν εξυπνάδα πού θ' α ναπτύξετε. Θά επακολούθηση άλλη αταξία. Προτιμώτερη είναι ή αμάθεια άπό τήν ψευτοσοφία! Ναι. Ό τ ι καί νά κάνετε, ή μοίρα τής μεγάλης μά ζας, τοϋ πλήθους τής πλειονότητος θά είναι σχε τικώς πάντα φτωχή, δυστυχισμένη καί θλιβερή. Σ' αυτή έλαχε ή σκληρή δουλιό, τά βάρη νά σπρώχνει, τά βάρη νά τραβά, τά βάρη νά ση κώνει. Κοιτάξετε αυτή τή ζυγαριά: άπό τδνα μέ5S
poc δλες οί απολαύσεις στό δίσκο τοϋ πλούσιου, ixn τ άλλο δλες οί αθλιότητες στό δίσκο τοϋ φτωχού. Δέν είναι άνισο τό Ζύγισμα; Δέ βαραί νει αναγκαστικά άπό τή μιά μεριά καί δέν κάνει συνεπώς μιά κατάσταση διάφορη; Τό κεφάλι τοϋ λαόσ, νά τό Ζήτημα. Τό κε φάλι αυτό είναι γεμάτο άπό σπόρους ωφελί μους. Κάνετε νά ώριμάση καί νά δώση δ,Τι κρύβεται, καλό, φωτεινό κ ενάρετο μέσα του. Ό τάδε δολοφόνησε έΕω άπό τήν πόλη στό μεγάλο δρόμο έναν άνθρωπο* ό τάδε αυτός άν διευθυνόταν καλλίτερα, θά ήταν ό καλλίτερος πολίτης πού θά εξυπηρετούσε τήν πόλη. Αυτό τά κεφάλι τοϋ λαϊκού άνθρωπου, καλλιεργεί στε το, όργώστε το, ποτίστε το, φωτίστε το, ηθικοποιείστε το, δέ θά γίνει τότε ανάγκη νά τό κόψετε! 9
56
ΒΙΚΤΩΡ
3€ ιοδ
ΟΥΓΚΩ
εκτίΆεβη α/]θϋόοβίκου τον
16ου
Οι πληροφορίες
τον. Ούγκώστό
ΰέμα αυτό,
προ
έρχονται άπό έναν αυτόπτη μάρτυρα, πού του διηγή θηκε τά δσα είδε στά 1840. Τό καθαρά Ιστορικό εν διαφέρον τής διήγησης αυτής, είναι δτι αποτελεί μέρος από τά γραφτά, γραφέα,
ενάντια
στήν ποινή
μος πού τοϋ προκάλεσε οδήγησε
πεζά και έμμετρα
ίνα
τον
συγ
τοϋ θανάτου. Ό
τρό
ό θάνατος
τοϋ βασιλιά,
τόν
στό σημείο νά γίνει ενάντιος σέ κάθε κατα
δίκη, ακόμα κι αν επρόκειτο γιά ένοχους καί άθλιους. 9
Ξέχωρα δμως άπ αυτό, τό θέμα στό συγγραφέα
δίνει τήν
νά κάνει φιλοσοφικές
σκέψεις, δπως έκανε κι ό Σατωβριάνδος
και
ευκαιρία ιστορικές
στό
«Πέρα
άπό τόν τάφο σκέψεις», μέ τό όποιο μοιάζουν και οί σκέψεις του και τό στυλ του και ό τόνος του.
Πουθενά ώ ς τώρα δέν έχουν γραφτεί, γιά τήν εκτέλεση του Λουδοβίκου 16ου, οί λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς καί τά χαρακτηριστικά μένα γιά
που δίνονται έδω, γραμ
πρώτη φορά, σύμφωνα μέ τ ί ς
διηγή
σεις έ ν α ς αυτόπτη μάρτυρα. (1) Τό Ι κ ρ ί ω μ α δέν στήθηκε, όπως πιστεύει ό πο-
1 . Αυτός ό αυτόπτης μάρτυρας ήταν κάποιος Λεμπουσέ, ό έποίος ήρθε στό Παρίσι άπό τή Μπούρζ, τό Δεκέμβρη τοο 1792 καί βρέθηκε κοντά στόν τόπο τής εκτέλεσης τοο Λουδοβίκου 16ου. Στά 1840 ξηγήθηκε τό μεγαλύτερο μέρος αοτών τών λεπτομερειών πού εί δε καί τοΟ έμειναν βαθεΛ χαραγμένες στό μααλό, στό Βίκτωρα Ουγκώ. ( Ή σημείωση είναι τοο Ιδιου τοο Οδγκώ). 59
λύς κόσμος, στό κέντρο της πλατείας, δηλ. έκεϊ πού είναι σήμερα ό οβελίσκος, άλλά στό μέρος πού καθορίζει ή απόφαση τοϋ Προσωρινού Εκ τελεστικού Συμβουλίου, μ* αυτούς τούς ακρι βείς όρους: «ανάμεσα στή Βάση καί στά Ηλύ σια Πεδία». Ποιά είναι αυτή ή Βάση; Οί τωρινές γενιές πού είδαν νά περνάν μπροστά στά μάτια τους τό σα πράματα, πού είδαν νά γκρεμίζονται τόσα αγάλματα καί νά καταστρέφονται τόσες βάσεις, δέν μπορούν πιά σήμερα, μ* αυτές τις αόριστες ενδείξεις, νά καθορίσουν τό μέρος καί τούς εί ναι ακόμα δύσκολο νά πουν γιά ποιο μνημείο χρησίμευε αυτή ή μυστηριώδικη βάση, τήν όποια τό Επαναστατικό Εκτελεστικό Συμβούλιο καθο ρίζει λακωνικά: ή Βάση. Σ' αυτή τή βάση ήταν τοποθετημένο τό άγαλ μα τοϋ Λουδοβίκου τοϋ 15ου. Μιά καί τό 'φερε ό λόγος, σημειώνουμε πώς αυτή ή παράξενη πλατεία πήρε διαδοχικά τά ο νόματα: Πλατεία Λουδοβίκου 15ου, Πλατεία της Επανάστασης, Πλατεία Ομονοίας, Πλατεία Λουδοβίκου 16ου, Πλατεία Έπιπλοφυλακίου καί Πλατεία Ηλυσίων Πεδίων, μά δέν μπόρεσε νά κρατήσει ούτε κανένα όνομα, ούτε καί κανένα μνημείο. Κάποτε ήταν έκεϊ τό άγαλμα τοϋ Λου δοβίκου 15ου, μά εξαφανίστηκε. Ύστερα είπαν 60
1
νά κάνουν μια εξιλαστήρια βρύση, για νά ξεπλέ νουν τό αίματοποτισμένο κέντρο της πλατείας μά ποτέ δέν βαλαν ούτε καν μια πέτρα. Αργό τερα σχεδίαζαν ένα μνημείο για τό Σύνταγμα* εμείς όμως δέν είδαμε, παρά τη βάση του μονά χα. Όταν θά 'φτιαναν μιά μπρούτΖινη φιγούρα πού θά παρίστανε τό Σύνταγμα του 1814, ήρθε ή επανάσταση τοΰ Ιούλη μέ τό Σύνταγμα του 1830. Ή βάση του Λουδοβίκου 18ου γκρεμίστη κε, όπως γκρεμίστηκε και κείνη του Λουδοβίκου 15ου. Στό ίδιο αυτό σημείο τώρα βάλαμε τόν οβελίσκο τοΰ Σέξοστρις. Τριάντα ολόκληροι αιώνες χρειάστηκαν στην "Ερημο για νά κατα βροχθίσει τόν μισό. Πόσα χρόνια άραγε θά χρειασθούν στην Πλατεία της Επανάστασης(2) για νά καταβροχίσει και τό υπόλοιπο. Στον πρώτο χρόνο της Δημοκρατίας, εκείνο πού ονομάζει τό Εκτελεστικό Συμβούλιο «βά ση», δέν ήταν παρά ένας άμορφος και αηδιαστι κός σωρός. "Ηταν ένα είδος απαίσιου σύμβου λου της ίδιας της βασιλείας. Τά μαρμάρινα και τά μπρούτζινα στολίδια είχαν αφαιρεθεί κι οί πέ τρες, έτσι απογυμνωμένες, ήταν γεμάτες άπό
2« Ή σημερινή πλατεία Όμονοίας λεγόταν πλατεία τής Επανάστασης άπό τΙς 12 Αυγούστου 1792 ώς τΙς 26 Όχτώβρη τοο 1796. 61
ρήγματα και σπασίματα. Oi βαθειές χαραματιές, μέ τά τετράγωνα σχήματα, δείχνουν καί στις τέσσερες δψεις της τό σπασμένο μέ σφυρί ανά γλυφο. Τήν ιστορία γιά τά τρία βασιλικά σό για (3) τήν είχαν σπάσει κι έτσι ανάπηροι τήν κόλησαν στά πλευρά της παλιάς Μοναρχίας. Μόλις πού διακρινόταν ακόμα, στήν κορυφή τής βάσης, ένα υπόλοιπο του γείσου καί κάτω άπό τό γείσο ένα αύγοειδές κορδόνι (4) φθαρμένο καί φαγωμένο, πάνου ακριβώς από κείνο πού οί αρχιτέκτονες λένε «Κομπολόϊ τής Προσευ χής» (5). Στό ίδιο τό επίπεδο τής βάσης έβλεπε κανένας ένα ολόκληρο λόφο, σχηματισμένο άπό κάθε είδους συντρίμια, ανάμεσα στά οποία φύ τρωναν κάποτε καί τούφες χλόης. Αυτός ό σω ρός των χωρίς όνομα πραγμάτων είχε αντικα ταστήσει τό βασιλικό άγαλμα. Μήπως τό σύμβο λο δέν ήταν πλήρες;
3. Τ ά τρία βασιλικά σόγια είναι: τον Μυρογ,ανον, τών Καρολιανών καί τ&ν Καπέτων. 4. Είναι §να διακοσμητικό στολίδι σέ σχήμα αϋγοο πού επαναλαμβάνεται οριζοντίως σέ μιά ράβδωση ή σ* Ινα γείσο. 5. Στολίδι πού αποτελεί άπό μιά σειρά σκαλιστά μαργαριτάρια, τό 'να βαλμένο κοντά στ* άλλο, σάν τΙς χάντρες τσΟ κομπολογιοο. 12
Τό Ικρίωμα στήθηκε μερικά βήματα μακριά άπ' αυτό τό ερείπιο καί λίγο πίσω τό 'χαν φτιά σει μέ μακριές σανίδες, τοποθετημένες πλάγια γιά νά κρύβουν τό σκελετό. Μιά σκάλα, χωρίς κιγκλίδωμα, τοποθετήθηκε στό κάτω μέρος καί κείνο πού δέν τολμώ νά τό αποκαλέσω κεφαλή αύτης τής τρομερής κατασκευής ήταν στραμένο προς τό Έπιπλοφυλάκιο. (6) "Ενα καλάθι κυ λινδρικού σχήματος, τυλιγμένο μέ δέρμα, ήταν τοποθετημένο ατά δεξιά» στό μέρος ακριβώς πού επρόκειτο νά πέσει τό κεφάλι τοϋ βασιλιά, γιά νά τό δεχτεί. Στή μιά γωνιά τοϋ γείσου, δεξιά τής σκαλωσιάς, διάκρινε κανένας μιά λαβίδα άπό άλυγαριά, τήν οποία είχαν προετοιμάσει γιά νά δεχτεί τό σώμα' πάνου σ' αυτήν, ένας άπ' τούς δήμιους πού περίμεναν τό βασιλιά είχε πε τάξει τό καπέλο του. Τί συμβολικό πού είναι, τούτη τή στιγμή, αυτό τό μέρος μέ τά δυό πένθιμα πράματα τό 'να κοντά στ άλλο, τή βάση τοϋ Λουδοβίκου τοϋ 5
6. Τό μέγαρο πού βρίσκεται στό βασιλικό δρόμο καί στήν πλατεία τής Όμονοίας, έχει πού είναι σήμερα τό Υπουργείο Ναυτικών, στα 1770, πού τέλειωσε τό χτίσιμο, ώς τά 1806 λεγόταν επίσημα Έπιπλοφυλά κιο. Κ: αυτό τό όνομα τό κράτησε καί γιά πολύ αρ γότερα. 63
15ου και τό Ικρίωμα του Λουδοβίκου τοΰ 16ου, δηλαδή τά ερείπια τής νεκρής βασιλείας καί τό μαρτύριο της Ζωντανής. Γύρω άπ αυτό τά δυό πράματα σχηματίστηκαν τέσσερες τρομερές (7) γραμμές ένοπλων καί, ανάμεσα σ* ένα άπέραν το πλήθος, ένα μεγάλο τετράγωνο κενό. Αρι στερά του Ικριώματος είναι τά Ηλύσια Πεδία καί δεΕιά τά ανάκτορα τού Τυϊγερί, τά όποιο· έγκαταλειμένα όπως ήταν καί παραδομένα στά καπρίτσια τοΰ πρώτου περαστικού, δέν ήταν πιά παρά ένας σωρός άπό λόφους καί επιχωματώ σεις, χωρίς καμιά μορφή. Αν προσθέσει κανείς πάνου σ' αυτά τά μελαγχολικά οικοδομήματα, πόνου σ' αυτά τά μαύρα καί ξεφυλλισμένα δέν τρα, πάνου σ' αυτό το σκυθρωπό πλήθος, καί τό σκοτεινό καί παγωμένον ουρανό ενός χειμωνιά τικου πρωινού, θά σχηματίσει μιά ιδέα της όψης πού παρουσίαΖε ή Πλατεία της Επανάστασης τή στιγμή πού ό Λουδοβίκος 16ος, πάνου στ* αμάξι τής Δημαρχίας τοϋ Παρισιού, ντυμένος στ' άσπρα καί κρατώντας στό χέρι τό βιβλίο των ψαλμών, στις δέκα ή ώρα καί μερικά λεπτά της 21ης τοΰ Γενάρη 1793, τραβούσε πρός τό θάνατο. 9
Παράξενος ξεπεσμός και υπερβολική δυστυ-
7. Πού είχαν δηλαδή τρομερή δψη. 64
χία γιά τό γιο τόσων βασιλιάδων, πού ήταν ντυ μένος μέσα σέ τόση πολυτέλεια και καθαγιασμέ νος σάν τους βασιλιάδες τής Αιγύπτου, νά κα ταβροχθιστεί τυλιγμένος μέσα στόν άσβυστο άσβεστη, και γιά τή γαλλική βασιλεία, τήν τόσο μεγάλη ακόμα και στό θάνατο, πού είχε χρυσό θρόνο στις Βερσαλίες κι εξήντα γρανίτινες .gapκοφάγες στόν "Αγιο Διονύσιο, νά μήν τής μεί νει τίποτ άλλο έκτος άπό τούτη τήν ξύλινη εξέ δρα και τή νεκρόκασα άπό άλυγαριά.(δ) Δέν πρόκειται νά σταθούμε δω σέ γνωστές λεπτομέρειες, θά πούμε μόνο τ άγνωστα. ΟΙ δήμιοι ήταν τέσσερες, μά οι δυό μόνο πήραν μέ ρος στήν εκτέλεση" ό τρίτος έμεινε στό κάτω μέρος τής σκάλας καί ό τέταρτος ήταν ανεβα σμένος στό αμάξι πού θά μετόφερνε τό πτώμα τοϋ βασιλιά στό κοιμητήρι της Μαντελέν καί στεκόταν λίγα βήματα πιο πέρα άπ τό Ικρίωμα. 3
Οί δήμιοι φορούσαν κοντές κυλότες καί ήταν ντυμένοι μέ τά γαλλικά ρούχα, όπως τά 'χε τρο ποποιήσει ή Επανάσταση, καί φέρναν στό κε φάλι τους τριγωνικό καπέλα, στολισμένα μέ πε λώριες τρίχρωμες κονκάρδες.
8. Υπαινιγμός γ ι ά τήν λαβίδα άπό άλυγαριά, γιά την οποία μας μίλησε πιό πάνου. 5
65
τει και ήταν τυχαίο, ή ίσως νά οφειλόταν στη μικρότητα τοϋ μαχαιριού πού έξασθένιΖε τή δύ ναμη του χτυπήματος, πού δεν πετάχτηκε έ ξ ω άπ* τό καλάθι και δεν έφτασε κάτω, ώς τό λι θόστρωτο. Τρομερές συμπτώσεις, πού γίνονταν συχνά OTIC εκτελέσεις της τρομοκρατίας. Σ ή μερα βλέπει κανένας, πώς οί δολοφόνοι καΐ οι δηλητηριαστές εκτελούνται
πιο κόσμια. Ή γκι
λοτίνα «τελειοποιήθηκε πολύ». Στο μέρος πού έπεσε τό βασιλικό κεφάλι ένσ μακρύ αυλάκι αίματος κύλησε ανάμεσα άπ* τις σανίδες τοϋ ικριώματος κι έφτασε ώς τό λιθό στρωτο. "Οταν τέλειωσε ή εκτέλεση, ό Σανσόν πέταξε στο λαό τή ρεντιγκότα του βασιλιά, πού ήταν κάτασπρη και χνουδωτή, και μέσα σέ λίγα λεπτά εξαφανίστηκε, ξεσκισμένη άπό χίλια χέ ρια. «SINDERUNT VESTIΜΕΝΤΑ SUA»(11). "Ενας
άνθρωπος ξεμπρατσωμένος ανέβηκε
πάνου στήν γκιλοτίνα και βούτηξε τρεις φορές τά χέρια του στο αίμα και ύστερα χάθηκε μέσα στόν κόσμο φωνάζοντας: μα (12)
νά Οί
πέσει
στά
επαναστάσεις
Α υ τ ό
τό
κεφάλια δημιουργούν
αί μας.
τέτοιους
11. Kai δΐ€μερ£σαντο τά Ιμάτια μου έαυτοίς (Ευαγ γέλιο) . 12. Ό τ ι δηλαδή elvat χι αυτοί συνένοχοι. θβ
Οί ένοπλοι πού ήταν γύρω γύρω an τό ικρίω μα δέν εϊχον παρά μόνο ξίφη και λόγχες* πολύ ελάχιστοι είχαν όπλα. Oi περισσότεροι φορού σαν μεγάλα στρογγυλά καπέλα ή κόκκινα σκου φάκια. Ανάμεσα σ* αυτούς, ήταν ανακατεμένες κατά διαστήματα και μερικές μονάδες δραγώνων, μέ τή στολή τους και καβάλα στ' άλογα TOUC Μιά ολόκληρη ϊλη άπ' αυτούς τούς δραγώνους ήταν τοποθετημένη, σέ παράταξη μάχης, μπροστά στό Τυϊγερί. Τό Μασσαλιώτικο τάγμα είχε καταλάβει μιά ολόκληρη πλευρά του τετρα γώνου. Ή γκιλοτίνα, — νοιώθω πάντα αηδία όταν γράφω αυτή τήν αποτρόπαιη λέξη, — φαινόταν σήμερα πολύ κακοφτιαγμένη άπ' τούς τερνίτες της. Τό μαχαίρι ήταν απλά κρεμασμένο άπ* τό καρούλι, πού ήταν καρφωμένο ανάμεσα στά ξύ λα, στό πάνω μέρος. Αυτό τό καρούλι κι ένα σκοινί χοντρό ήταν όλα κι όλα τά εξαρτήματα της. Τό μαχαίρι, μέσου βάρους, ήταν μικρών δια στάσεων και είχε καμπυλωτή κόψη, πράμα πού 'δινε τήν εντύπωση ενός αναποδογυρισμένου δουκικοϋ κέρατος, ή ενός Φρυγικού καπέλου. Κανένα κάλυμμα δέν είχε διατεθεί γιά νά στε γάσει τό κεφάλι ενός υπομονετικού βασιλιά κι ακόμα περισσότερο γιά νά καλύψει ή νά περιο ρίσει τήν πτώση του. "Ολο αυτό τό πλήθος μπο ρούσε νά δει τό κεφάλι τού Λουδοβίκου νά πέφ67
τει και ήταν τυχαίο, ή ίσως νά οφειλόταν στη μικρότητα τοϋ μαχαιριού που έξασθένιΖε τή δύ ναμη τοϋ χτυπήματος, πού δέν πετάχτηκε έ ξ ω άπ* τό καλάθι και δέν έφτασε κάτω, ώς τό λι θόστρωτο. Τρομερές συμπτώσεις, πού γίνονταν συχνά στις εκτελέσεις τής τρομοκρατίας. Σ ή μερα βλέπει κανένας, πώς οι δολοφόνοι καί οί δηλητηριαστές εκτελούνται πιο κόσμια. Ή γκι λοτίνα «τελειοποιήθηκε πολύ». Στό μέρος πού έπεσε τό βασιλικό κεφάλι ένσ μακρύ αυλάκι αίματος κύλησε ανάμεσα άπ* τις σανίδες τοΰ ικριώματος κι έφτασε ώς τό λιθό στρωτο. "Οταν τέλειωσε ή εκτέλεση, ό Σανσόν πέταξε στό λαό τή ρεντιγκότα τοϋ βασιλιά, πού ήταν κάτασπρη και χνουδωτή, καί μέσα σέ λίγα λεπτά εξαφανίστηκε, ξεσκισμένη άπό χίλια χέ ρια. «SINDERUNT VESTIΜΕΝΤΑ SUA»(11). "Ενας
άνθρωπος ξεμπρατσωμένος ανέβηκε
πάνου στήν γκιλοτίνα και βούτηξε τρεϊς φορές τά χέρια του στό αίμα και ύστερα χάθηκε μέσα στόν κόσμο φωνάζοντας: μα (12)
νά Οί
πέσει
στα
Α υ τ ό
τό
κεφάλια
επαναστάσεις δημιουργούν
αί μας.
τέτοιους
11. Kol Stejisptoavxo τα ιμάτια μου έαυτοές (Ευαγ γέλιο) . 12. "Οτι δι^λαδή elvat χι αυτοί συνένοχοι. ββ
τρομερούς ανθρώπους. Σπέρνουν τό μέλλον μέ μέλλον μέ καταστροφές*
μισόν αιώνα μετά απ"
αυτούς, oi τρομοκρατημένες γενιές βλέπουν νά φυτρώνουν τά τρομερά πράματα πού φύτεψαν μέσα στ
αυλάκια.
"Ολοι αύτοι oi ένοπλοι, πού τούς λέγαν εθε 5
λοντές, πέρασαν μπροστά άπ τό ικρίωμα και βρέΕανε τις μπαγιονέτες τους, τις λόγχες τους και τά Ειφη τους μέσα στό αίμα τοϋ Λουδοβί κου
16ου. Κανένας άπ
5
τούς δραγώνους δέν
τούς μιμήθηκε. Oi δραγώνοι ήταν στρατιώτες. "Ω!
πόσοι άπ* τούς θεμελιωτές των δυνα
στειών δέν θά νιώθανε τούς εαυτούς τους τσακι σμένους και μελαγχολικούς και δέν θά νιώθανε νά μπερδεύεται μέσα στις μεγαλοπρεπείς τους σκέψεις ή πίκρα, αν μπορούσαν νά 'βλεπαν ανά μεσα άπ' τούς αιώνες τά σκοτεινά σχήματα του μέλλοντος!
"Αν ήξαιραν!
Μ
Α ν μπορούσαν νά
δουν μέσα στις βαθειές προοπτικές της
Ιστο
ρίας αυτά πού συμβαίνουν μέ τις δικές μας επι χειρήσεις, μέ τά θεμελιώματά μας, μέ τις αυτο κρατορίες μας και μέ τά όνειρα μας: "Οτι oi δημόσιες πλατείες τρώνε τά βασιλικά αγάλμα τα" ότι οι λαοί τρώνε τά στέμματα* ότι τά ικριώ ματα τρώνε τούς θρόνους* ότι ή κατάπτωση δια δέχεται τή μεγαλοπρέπεια* ότι τό στολίδι της άναΕιότητας και της δυστυχίας μπορεί νά σφρα69
γίσει, γιά πολύν καιρό, μιά μακροχρόνια σειρά δόξας και μεγαλειοτήτων* δτι σέ κάποιο καλάθι άπό άλυγαριά μπορούν νά καταλήξουν εξήντα γρανίτινες σαρκοφάγες. Τή στιγμή πού τό κεφάλι τού Λουδοβίκου 16ου έπεσε, ό Άββάς ΈντΖγουρορθ(13) ήταν ακόμα κοντά στό βασιλιά. Τό αίμα πετάχτηκε ως αυτόν. Φόρεσε βιαστικά άπό πάνω μιά καφετιά ρεντιγκότα, κατέβηκε άπ' τό ικρίωμα καί χάθηκε μέσα στό πλήθος. Ή πρώτη σειρά τών θεατών του 'καναν τόπο νά περάσει, γιομάτοι μέ ένα είδος έκ πληξης ανάκατης μέ αεβασμό. Μόλις όμως προ χώρησε λίγα βήματα, κανένας δέν τό πρόσεχε πιά, γιατί ή προσοχή ξανασυγκεντρώθηκε στό κέντρο τής πλατείας, όπου συμπληρωνόταν τό γεγονός αυτής της ημέρας. Ό φουκαράς ό παπάς, τυλιγμένος μέσα στή χοντρή του ρεντιγκότα πού τοΰ κρύβε τό αίμα πού 'χε πέσει π ό ν ο υ στά ρούχα του, έτρεχε τρο μαγμένος, βαδίζοντας σάν ένας άνθρωπος όνεροπαρμένος, πού δέν ξαίρει καλά καλά πού πάει.
13. Έντζγουορθ τοο Φίρμοντ (1745 - 1607). Ι ρ λανδός καθολικός παπάς, πού ήταν εξομολογητής τής Ελισάβετ. Τόν είχε ζητήσει ό Λουδοβίκος νά τοΰ πα ρασταθεί στίς τελευταίες του στιγμές. 70
Κι* όμως, οδηγούμενος άπ* τό ένστιχτο που δια τηρούν οί υπνοβάτες, πέρασε τό ποτάμι, πήρε τό δρόμο Μπακ, ύστερα τό δρόμο Ρεγκάρντ κι έφτασε έτσι στό σπίτι τής Κας ντέ ΛεΖαντιέρ,(14) κοντά στό φράγμα του Μαίν. Μόλις έφτασε, έβγαλε τά λερωμένα του poöχα κι έμεινε πολλές ώρες έΕουθενωμένος, χω ρίς νά μπορεί νά συγκεντρώσει τίς σκέψεις του* ούτε καί ν' αρθρώσει μιά λέΕη. Οί βασιλόφρονες, πού 'χαν παραβρεθεί στήν εκτέλεση καί πού τόν ακολούθησαν, κύκλωσαν τόν Άββά "ΕντΖγουορθ καί τοΰ θύμισαν τό υπέ ροχο αντίο πού απεύθυνε στό βασιλιά: «Τ έ κνον τοΰ Α γ ί ο υ Λ ο υ δ ο β ί κ ο υ , άνελθε στόν Ο ύ ρ α ν ό»(15). Κι όμως είναι περίεργο, γιατί αυτά τά λόγια δέν άφησαν κανένα ίχνος στό μυαλό εκείνου πού τά είπε:
14. Χωρίς αμφιβολία, θά πρόκειται γιά τή μάνα τής συγγραφέας βίδας Μαρίας Λεζαντιέρ. 15. Στήν πραγματικότητα ο Άββάς "Εντζγουορθ, στήν Ικθεσή του γιά τήν εκτέλεση τοο Λουδοβίκου, δέν λέει τίποτα γ ί ' αυτό. "Οταν τόν ρώτησαν, απάντησε πώς ή συγκίνηση ήταν τόσο μεγάλη, πού δέν μπρροοσε νά θυμηθεί τί ακριβώς είπε. 71
« Τ ακούσαμε», τοϋ λέγανε oi μάρτυρες τής κα ταστροφής, πού 'ταν ακόμα συγκινημένοι κι α νατρίχιαζαν. «Ίσως», απάντησε κείνος, «μά δέν (το θυμάμαι». Ό
Ά θ β ά ς "ΕντΖγοιιορθ έΖηοε πολλά χρόνια,
χωρίς νά μπορέσει νά θυμηθεί αν είχε πεϊ πρανυατικά αυτά τά λόγια. "Ηταν μιά αστραπή, πού πέρασε μέσα άπ* τά χείλη του.
72
ΒΙΚΤΩΡ
3£ ιού
ΟΥΓΚΩ
άφι£η
<3ίαηοΆεοι>ια βιο
αίαρίοι
To 1844 έγραψε ό Ουγκώ αυτές τις σελίδες, χω ρίς νά μας δώσει τις πηγές πού άντλησε τά στοιχεία Εδώ βλέπει κάνεις μέ Ιστορική καθαρότητα και α κρίβεια, ολόκληρο τό γεγονός τής άφιξης στό Πα ρίσι τον Μεγάλου Ναπολέοντα, στις 20 τον Μάρτη τοϋ 1815 μετά τήν απόδραση τον άπό τήν "Ελβα, χωρίς τό παραμικρό σχόλιο τούτη τή φορά. 9
74
Ή ιστορία καί τά απομνημονεύματα τών συγ χρόνων έχουν κολοβώσει, ή κακοδιηγηθεϊ, ή ακό μα καί
παραλείψει
τελείως
μερικές λεπτομέ
ρειες της άφιξης τού Αυτοκράτορα στό Παρί σι, στις 20 τού Μάρτη τοϋ 1815. Τό βράδυ τής 19ης, ό Αυτοκράτορας έφυγε άπό τή Σάντς καί στις τρεις ή ώρα τό πρωί έφτα σε στό Φονταινεμπλώ. Κατά τις πέντε τό πρωί επιθεώρησε τά λίγα στρατεύματα πού 'χε φέρει μαΖί του καί κείνα πού προσχώρησαν σ* αυτόν άπ' τή φρουρά. "Ηταν ένα ανακάτεμα άπό όλα τά σώματα, άπό όλα τά συντάγματα κι άπό όλα τά όπλα, δηλαδή λίγο στρατός καί λίγο φρουρά. Στις έξι ή ώρα και αφού τέλειωσε ή επιθεώρη ση, 120 λογχοφόροι καβάλησαν τ' άλογα τους καί προχώρησαν νά φτάσουν πρώτοι στήν Έ 75
οόν.(1) Επικεφαλής αυτών τών λογχοφόρων ήταν ό συνταγματάρχης Γκαλμπουά, πού σήμε ρα είναι υποστράτηγος, και πού στόν τελευταίο καιρό διακρίθηκε στή Κωνσταντίν. Δέν είχαν περάσει τρία τέταρτα τής ώρας άπό τότε πού φτάσαν στήν Έσόν — είχαν σταθεί γιά νά ξανασάνουν τ άλογα — δταν έφτασε τ αμά ξι τοϋ Αυτοκράτορα. Ή ομάδα τών λογχοφόρων ξανανέβηκε στ άλογα μ' ένα κλείσιμο τοΰ μα τιού καί τοποθετήθηκε γύρω άπό τ* αμάξι, πού αναχώρησε, άφοϋ άλλαξαν άλογα. Στό δρόμο, ό Αυτοκράτορας σταματούσε στά μεγάλα χωριά γιά νά δεχτεί τις αιτήσεις τών κατοίκων, τή δή λωση υποταγής τών εξουσιών καί κάπου κάπου ν* ακούσει καί τούς λόγους τους. Καθόταν ατό βάθος τοΰ άμαξιοϋ, έχοντας αριστερά του τόν στρατηγό Μπερτράντ(3) μέ μεγάλη στολή. Ό συνταγματάρχης Γκαλμπουά κάλπαΖε πλάι στήν πόρτα τοϋ Αυτοκράτορα. Ή πόρτα στό μέρος τοΰ 9
1. Μεγάλη κωμόπολη, πού βρίσκεται δυό χιλιόμε τρα μακριά άπ' τήν Κορμπέϊγ, στό δρόμο άπό τό Φονταινεμπλώ γιά τό Παρίσι. 2. Ό στρατηγός Μπερτράντ (1773 - 1844) συνό δεψε τό Ναπολέοντα στήν Έ λ β α καί τόν ακολούθησε αργότερα καί στήν Α γ ί α Ελένη. 7·
Μπερτράντ φυλαγόταν από έναν λοχία του Ιπ πικού, όνομαΖόμενον Φερέ, σημερινόν έμπορα κρασιών τοϋ Πυτώ καί παλιόν γενναίο Ουσάρο, τόν οποίο γνώριΖε προσωπικά ό Αυτοκράτορας καί τόν φώναζε μέ τό μικρό του όνομα. Στό δρόμο κανένας δέν πλησίασε τόν Αυτο κράτορα. Ό , τ ι προοριζόταν γι αυτόν, περνούσε άπ' τά χέρια του στρατηγού Μπερτράντ. 5
Τρεις ή τέσσερες λεύγες πιο πέρα άπ* τήν Έσόν, ή αυτοκρατορική συνοδεία βρήκε τό δρό μο φραγμένο άπ' τό στρατηγό Γκολμπέρ, που 'χε στή διάθεση του μιά ϊλη καί τρία συντάγματα, παραταγμένα κλιμακωτά προς τή μεριά τοϋ Πα ρισιού. Ό στρατηγός Γκολμπέρ ήταν στήν πραγματι κότητα συνταγματάρχης τοϋ συντάγματος τών λογχοφόρων, ένα τμήμα του όποιου συνόδευε τώρα τόν Αυτοκράτορα. Αναγνώρισε τους λογχοφόρους του κι οι λογχοφόροι του αυτόν. Του φώναξαν: «Στρατηγέ, έλα μαΖί μας». Ό στρα τηγός τους απάντησε: «Παιδιά μου, κάμετε τό καθήκον σας. Έγώ, θά κάμω τό δικό μου». Ύ στερα γύρισε καί τράβηξε δεξιά, ακολουθούμε νος άπό λίγους ιππείς, Δέν ήταν δυνατό ν* αντι σταθεί. Τά συντάγματα του φώναΖαν πίσω του: «Ζήτω ό Α υ τ ο κ ρ ά τ ο ρ α ς » *
77
Αυτή ή συνάντηση δέν αργοπόρησε, παρά ε λάχιστα λεπτά τό Ναπολέοντα. Συνέχισε τό δρό μο του. Κι ό Αυτοκράτορας, περιβαλλόμενος μό νο ön τούς 120 λογχοφόρους του, έφτασε στό Παρίσι. Μπήκε άπό τό φράγμα του Φονταινεμπλώ, τράβηξε ατή μεγάλη αλέα πού 'ναι αρι στερά, ύστερα πήρε τή λεωφόρο Μοντ - Παρνάς, σέ συνέχεια άλλες λεωφόρους ώς τήν πλα τεία Απομάχων καί τέλος πέρασε τή γέφυρα της Όμόνοισς, πήρε τήν ακροποταμιά κι έφτασε στήν Πορτούλα του Λούβρου. Στις 8 καί τέταρτο τό βράδυ ό Αυτοκράτορας ήταν στό Τυϊνερί.
78
Στοιχειοθεσία — Έκτύηωσιο Τυπογραφιών Συγκρότημα: E M M . Ρ Ο Λ Α Κ Η 8 £1«
Γερανίου 7 — Τηλ. 5233.965 — Αθήναι