Τό βιβλίο αυτό είναι ενα ταξίδι καί μιά βιο γραφία.
Ό χώρος είναι ό κόσμος πού ανοίγεται πέρα από τό Βόσπορο καί τίς Συμπληγάδες ό κό σμος της Μαύρης Θάλασσας.
Ό ηρωας ανήκει στήν τελευταία γενιά τών Έλλήνων του Εύξεινου Πόντου. Γεννήθηκε τό 1899 σ' ενα θρακικό χωριό της 'Οθωμανικης Αυτοκρατορίας. Οί περιπέτειές του αρχίζουν τό' 14, μετά τούς Βαλκανικούς, δταν, μαθητής ακόμα, δίχως πατρίδα καί πε ριουσία, πηγε στή Ρουμανία νά δουλέψει. Ό Πρώτος Πόλεμος τόν βρηκε στήν Κωνστάν τζα. 'Έφυγε γιά τό Γαλάτσι. Τό μέτωπο εσπα σε. 'Από τόν Δούναβη βρέθηκε στόν Δόν. Μπερντιάνσκα στήν 'Αζοφική. Ξέσπασε ή 'Οκτωβριανή
Έπανάσταση.
Νοβορωσίσκ.
Οί Λευκορώσοι ύποχωρουν, οί 'Άγγλοι απο χωρουν. 'Από τόν Καύκασο βρέθηκε στήν Πό λη λίγο πρίν από τήν Καταστροφή. Κωνστάν τζα ως τό ' 44. Βουκουρέστι μετά τόν Δεύτερο Πόλεμο. 'Ώσπου, τό 1950, εγκαταλείποντας πιά τή Μαύρη Θάλασσα, εφτασε μέ τή γυναί κα του καί δυό μικρά παιδιά στόν ρουμανο προσφυγικό καταυλισμό του Λαυρίου. 'Η με ταπολεμική 'Ελλάδα: ενας νέος κι αγνωστος κόσμος. Στά πενήντα ενα του χρόνια, ό πολυ ταξιδεμένος μεγαλέμπορος, αρχίζει γιά εβδο μη'φορά τή ζωή του από τήν αρχή. 'Αγρότης στό Κορωπί.
Ή ίστορία είναι πέρα γιά πέρα αληθινή καί βασίζεται στήν αυτοβιογραφία του Γιάνκου Δανιηλόπουλου.
Γεννήθηκα στήν 'Αθήνα, τό 1949. ,Ανήκω στή γενιά της αναδίπλωσης μετά τήν επικράτηση τών κρατικών εθνικισμών καί τό κλείσιμο τών συνόρων. Στή γενιά πού στερή θηκε τά μεγάλα ταξίδια κι εχασε τή συνείδη ση της ανοιχτοσύνης του παλιου έλληνικου όρίζοντα. Ή αντικατάστασή του από τό στεί ρο έλληνοκεντρισμό, πού μάς φουσκώνει τά μυαλά, μέ απωθουσε πάντα. Ή βαθύτατη άγνοια κι ό αθεράπευτος νεοελληνικός επαρ χιωτισμός μέ εξόργιζαν.
Αρχισα νά ταξι
�
δεύω καί νά διαβάζω προσπαθώντας νά βρώ μιάν ακρη, γιά ν' αποκαταστήσω αυτό πού ενιωθα χαμένο. 'Άν ζουσα τόν καιρό τών Σουλτάνων θά γινό μουν περιπλανώμενος παραμυθάς νά διηγου μαι στούς καφενέδες αυτά πού είδα κι εμαθα. Μά κανείς δέν ξεφεύγει εύκολα από τόν περί γυρο καί τά πατροπαράδοτα. 'Έτσι τό πρώτο μου κείμενο δημοσιεύτηκε στή «Μεσημβρι νή» στίς 23/11/63. 'Όμως ή δύναμη καί ή γοητεία του προφορικου λόγου καί ή δυνατό τητα της προσωπικης επαφης μέ τραβουσαν αλλου. 'Από τό 1970 άρχισα νά ξεναγώ, ξέ νους πρώτα κι αργότερα μόνον 'Έλληνες, κι από τό '75 καί πέρα διοχέτευσα ενα μέρος της δουλειάς μου σέ ραδιοφωνικές παραγωγές, ωσπου πιά κατάλαβα πώς βρηκα τήν άκρη: θά μιλώ καί θά γράφω ταξιδεύοντας τούς ακροα τές καί τούς αναγνώστες στόν κόσμο πού γνώρισα κι αγάπησα. 'Υπάρχει, λοιπόν, ακόμα κάποιος χώρος γιά τούς περιπλανώμενους παραμυθάδες.
'Η φωτογραφία στό εξώφυλλο είναι του Νίκου Τσούχλου,
Γιά τά υπόλοιπα ας φροντίζουν αλλοι. Μαριάννα Κορομηλα
ΒιβΛία riiς Μαριάννας ΚορομπΛιΊ «'Αθπναίκή ΠεΡιπέrεια», 'Αθήνα 1980 'ΕπιμέΛεια, συμπΛήρωσπ �ι εκδοσπ [ών σπμειώσεων Γεωργίου καί Λάμπρου KopoμπΛa (έξαvrΛπμέvο). «Εύrυχισμέvος πού εκανε [ό [αξίδι [ού 'Οδυσσέα», έκδοσπ ΠoΛιπσrιKή ΈrαιΡεία ΠΑΝΟΡΑΜΑ 1988 «
»
9π εκδοσπ ΣεmέμβΡιος 1995 «Πόvrος - 'ΑναroΛία», έκδόσεις Λ. ΜΠΡαrzιώm 1989 Κείμενα καί ΛεΖάvrες σrζ) φωrογΡαφικό όδοιπορικό [ών Λ. ΈβεΡr, Ν. Μπναίδπ, Μ. Φακίδπ. Έκδόθπκε άγγΛικά [ό 1990 «Τέσσερεις 'Iσropίες γιά μιά χαμένπ πανσέΛπνο», εκδοσπ ΠoΛιπσrιKή ΈrαιΡεία ΠΑΝΟΡΑΜΑ 1989 «
»
β' άvαrύπωσn, Νοέμβριος 1994 «The Greeks ίπ the Black Sea, from the Bronze Age to the Early 20th Century», έκδοσπ ΠoΛιπσrιKή ΈrαιΡεία ΠΑΝΟΡΑΜΑ «
»
'ΑπρίΛιος 1991
ΈΛΛπνική εκδοσπ «Οί 'ΈΛΛπνες σrή Μαύρπ ΘάΛασσα, άπό rnν έποχή [ού ΧαΛκού ως [ίς άρχές [ού 200ύ αίώνα», ΣεmέμβΡιος 1991, ε' άvαrύπωσn Δεκέμβριος 1993 «1453, ri Ύσrαrn 'Αγωνία riiς ΒυΖαvπviiς ΠΡωrεύουσας» Σειρά: Ταξιδεύοvrας σrό χώρο καί σrό χρόνο - ΔιαΛέξεις 1π έκδοσπ ΠoΛιπσrιKή ΈrαιΡεία ΠΑΝΟΡΑΜΑ «
α' άvαrύπωσπ 1993
.
1992
Ό τίτλος του βιβλίου ε[νaι δάνειο από τό ποίπμα του Γ. ΣεΦέρπ «Πάνω σ' εναν ξένο στίχο» (κι ό ξένος στίχος πού χρπσιμοποιεΤ ό Γ.Σ. ε!νaι του Joachim du BeIlay «Les Regrets», 1558 «Heureux qui, comme Ulysse, a fait υπ beau voyage»).
Έκδοπκή Φpovτίδα καί έπιμέllεια: Ήβπ ΝανοπούΙΙου Χάρτες: Viorica Dergan-Παπαδούδn ΦωτογραΦίες καί έπεξεΡγασία ύιιικου: Νίκος Τσoυxlιoς Νίκος Δανιπλίδπς Διόρθωσn κειμένων: Ρπνιώ Παπατσαρούχα-Μίσσιου Οί ΦωτογραΦίες μέ τήν ενδειξπ Γ.Δ. ανήκουν στό αρχείο riiς οίκογένειας Γ. ΔανιπΙΙοπούΙΙου. 1π καί 2π εκδοσπ 1988, ΠoΙΙιπσnKή Έταιρεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ» «'Ομάδα Με?ιέmς γιά τόν Έλλπνισμό στή Μαύρπ ΘάΙΙασσα» ΆΙΙεξάνδρου Σούτσου 4, Άθήνα 106-71, mIι. 3623098 3π, 4π, 5π, 6π καί 7π εKδoσn, ΙΙΒΗΟ 1989-1993 8π εκδοσπ 1994, ΠoΙΙιπσnKή Έταιρεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ» 9π εKδoσn 1995, ΠoΙΙιπσnKή Έταιρεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ» © Μαριάννα Kopoμπ?ιa 1994
Μαριάvvα Κορομηλα
Εύτυχlσμένος πού εκανε τό ταξίδι του 'Οδυσσέα
9n έκδoσn ΑΘΗΝΑ 1995
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Γιάνκος Δανιηλόπουλος Βασιλικό, Άνατολικής Θράκης Κορωπί, Μεσογαίας Άττικής
1899 1987
Στά σύνορα τής Όδωμανικής Αύτοκρατορ ίας μέ τή Βουλγαρία, στό μαυροδαλα σσ ίτικο χωριό Βα σ ιλικό, τήν τελευταία χρονιά τού περα σ μένου αΙώνα, γεννήδηκε τό δέκατο παιδί τού προύχοντα Χρή στου Δανιηλόπου λου, ό Γιάνκος. . Ο τόπος καί ό χρόνος, 11 ή μοίρα κι ό καιρός - δηλαδή ο ί ίστορικές άνακατατάξεις πού αλλαξαν τή γεωπολιτική μορφή τής Νοτιοανατολικής Εύρώπης τό πρώτο μισό τού 200ύ α Ιώνα, άλλά καί ή εμμονή του στούς πατροπαράδοτους χώρους τής έλληνικής δραστηριότητας στή Μαύρη Θά λα σσα - είναι τά στοιχεία πού Όρισ αν τήν ίστορία τής ζωής του: ό Βαλκα νικός καί ό Πρώτος Παγκό σ μιος Πόλεμος, ή Σοβιετική Έπανά σταση καί ή δη μιουργία τού νέου Τουρκικού εδνικού Κράτους, ό Δεύτερος Μ εγάλος Πόλεμος καί ό μεταπολεμικός κό σ μος μετά τήν ύπογραφή τής Συνδήκης τής Γιάλτας ... Όδωμανική Αύτοκρατορία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρω σ ία, Τουρκία, Ρουμανία, ' Ελλάδα. Μ ιά ζωή πού, κάδε φορά, ξανάρχιζε άπό τήν άρχή σττl νέι- πατρ ίδα πού, κάδε φορά, τού επέβαλλαν ό πόλεμος καί ο ί νέες σ1νδήκεζ, Όπως διαμορφώνονταν ά πό τή μιά μέρα στήν αλλη, καδώς εσ βηνε όρισιικά ό παλαιός κόσμος άνατρέποντας τήν τάξη τών πραγμά των. Θρακιώτης ω ς τό κόκαλο καί Μαυροδαλα σσ ίτης ω ς τό μεδούλι, ό Γιάν κος Δανιηλόπουλος, μαζί μέ αλλα τρία εκατομμύρια Εύξεινοποντίους, άνή κει στήν τελευταία γενιά τών . Ελλήνων τής Μαύρης Θάλα σσας. . Η προσωπική του ίστο ρία, μιά πενηντάχρονη περιπλάνη ση στή Μαύ ρη Θάλα σσα ( 1 899- 1 950), δέν είναι παρά ενα ε πεισόδιο άπό τόν επίλογο τού ταξιδιωτικού επους πού αρχισε κάποτε νά πλέκεται στίς μυκηνα'ίκές άκροπόλεις καί τούς Ιωνικούς λιμένες γι' αύτούς πού πέρασαν πρώτοι τά 7 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στενά, καί τέλειω σε στούς προσφυγικούς καταυλισμούς μέ αύτούς πού τά διαβήκαν τελευταίοι, πρίν κλείσουν ξανά πίσω τους οί Συμπληγάδες. Καί παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καί πάλι, τό φάν ' τασμα τού Οδυσσέα, μέ μάτια κοκκινισμένα άπό τού κυμ άτου τήν άρμύρα κι άπό τό μ εστωμένο πό{)ο νά ξαναδ εί τόν καπνό πού βγαίνει άπό τή ζεστασιά τού σπι τιού του καί τό σκυλί του πού γέρασε προσμένοντας στή fJύρα. Στέκ εται μ εγάλος, ψι fJvρίζοντας άνάμ εσα στ' άσπρισμένα του γένια, λόγια τής γλώσσας μας, δπως τή μιλούσαν πρίν τρ είς χιλιάδ ες χρόνια. Άπλώνει μιά παλάμ η ροζιασμένη άπό τά σκοινιά καί τό δοιάκι, μέ δέρμα δουλεμένο άπό τό ξεροβόρι άπό τήν κάψα κι άπό τά χιόνια.. . Γ ιώργος Σεφέρης «Πάνω σ' εναν ξένο στίχο»
Γνωρίζοντας καλά πώς αύτό τό μακρύ, γεμάτο περιπέτειες, ταξίδι τής ζωής του ήταν τό τέλος ενός πολύ μεγάλου ταξιδιού σ' εναν κό σ μο ο ριστι κά χαμένο, ο Δανιηλόπουλος δέλη σε νά τό καταγράψει, νά τ' άφήσει κλη ρονομιά στά παιδιά καί στόν εγγονό του. Μόνο πού δέν εβρισκε ποτέ τόν καιρό. Στά όγδόντα του χρόνια εξακολουδού σε νά δουλεύει δλη μέρα τή γή πού ξεχέρ σ ωσε μοναχός του σέ μιά πετρώδη πλαγιά τού ' Υ μηττού, εξω άπό τό Κορωπί. Φυστικιές, άμυγδαλιές , ροδιές καί μουσμουλιές, δυό λε μονιές, δυό πορτοκαλιές καί δυό μανταρινιές μπρο στά στό σπίτι, άγκινά ρες, μελιτζάνες καί αμπέλια. Μ' αύτά καταγίνονταν ο πολυταξιδεμένος μαυροδαλα σσ ίτης εμπορος πού αλλαξε δεκατρία επαγγέλματα ω σπου νά καταλήξει, στήν εβδομη προ σ φυγιά, αγρότης στήν Άττική. Κάποτε δμως, στά όγδόντα ενα του χρόνια πιά , μιά βρογχίτιδα τόν ανάγκα σε νά μείνει μερικές μέρες στό κρεβάτι καί, καδώς ήταν α συνήδι στος στό καδισ ιό, βρήκε τήν εύκαιρία νά γράψει τό ίστορικό τής ζωής του. ' Η μικρή του κόρη, Ντέπη Άδανα σ ίου, «εκλεψε» τά τετράδια, δούλεψε τό ακατά στατο ύλικό καί δη μο σ ίευ σε σέ διακό σ ια αντίτυπα τήν <, Οδύσσεια» 8 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τού πατέρα της γιά νά κυκλοφορήσει άνάμεσα σ έ συγγενείς καί φίλους. Έκείνος εστειλε σέ μένα ενα άντίτυπο. ' Ετοίμαζα τότε ενα βιβλίο γιά τή Θράκη , εψαχνα πληροφορίες γιά τόν ' Ελληνισ μό άπό τόν Θρακικό ω ς τόν Κιμμέριο Βό σ πορο κι ημουν βουτηγμένη μέσα σέ μαυροδαλα σσ ίτικα δέματα. Ξεφύλλισα πολύ βια στικά τό βιβλίο. Μά ξαφνικά , τά όνόματα πού πη δού σαν μπρο στά μου μέ εκ αναν νά σταδώ. Βα σ ιλικό, Σαράντα Έκκλη σ ιές, ' Αγχίαλος, Κωνσταντινούπολη , Κων στάντζα, Γαλάτσ ι, Νοβορω σ ίσκ. Διάβα σα σέ μιά νύχτα τό κείμενο. 'Ύστερα ολα εγιναν πολύ γρήγορα η 'ίσ ως πολύ ά ργ ά. Πήγα στό Κορω πί, γνώρισα τόν Δανιηλόπουλο καί τά παιδιά του κι έκείνοι μού έμπιστεύ τηκαν τό ξαναγράψιμο τού βιβλίου. Δούλεψα τέ σσερα χρόνια. Δίχως τό ξεκαδάρισμα καί τήν πρώτη γραφή πού είχε έπιμεληδεί ή κυρία ' Αδανασ ίου δέν δά μπορού σα νά προχωρή σω. Ίό ύλικό ήταν ετοιμο. Χρειαζόταν δμως ελεγχος γιά κάδε πληροφορία, κάδε όνομα καί τοπωνύμιο , κάδε χρονολογία. Χρειαζόταν ενα άλλος τρό πος άφήγησης. Καί περισσότερο άπ' δλα χρειαζόταν μιά παράλληλη διή γηση πού νά φωτίζει αύτόν τόν άγνω στο, γιά μάς τούς νεότερους, μαυρο δαλα σσ ίτικο κό σ μο. Γιατί ολοι έμείς πού γεννηδήκαμε μετά τήν έπικράτη ση τών κρατικών έδνικισμών καί στερηδήκαμε τά μεγάλα ταξίδια, χά σ αμε τή συνείδη ση τής άνοιχτο σύνης τού έλληνικού όρίζοντα στίς ξένες, άξενες κι εϋξεινες δάλασσες. Αύτό τό βιβλίο , λοιπόν, είναι ενα ταξίδι καί μία βιογραφία. ' Αρχίζει μέ τήν περιγραφή τού χώρου μέ σα στόν όποίο κινήδηκε ό ηρωας τής ίστορί ας μας καί, παρακολουδώντας τή ζωή του , περιγράφει τό τέλος τού ταξι διού στόν δυτικό, τόν βόρειο καί τόν άνατολικό Εϋξεινο Πόντο. " Ομως, δπως κάδε βιβλίο , ετσ ι κι αύτό εχει τή δική του ίστορία πού έξελίσσ εται μαζί του. , Ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος δέν πρόλαβε νά δεί ετοιμο τό βιβλίο. 'Έφυ γε ενα άττικό άπομεσήμερο τού περα σ μένου ' Οκτωβρίου , ησυχος πού εβλεπε πάλι φορτω μένες τίς φυστικιές τού κήπου του κι εύτυχισ μένος πού εκανε τό ταξίδι τού 'Οδυσσέα.
9 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Αντί προλόγου
Σ' αύτούς πού γύρισαν σ' αύτούς πού ΙμΕιναν σ' αύτούς πού δέν θά γυρίσουν πιά
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Είναι δύ σκολο νά περιγράψει κανείς τή Μαύρη Θάλα σσα σ έ κάποιον πού γεννή{}ηκε στή Μ εσόγειο, καί μάλιστα στήν ' Ανατολική. ' Ακόμα δυ σκολότερο Όμως είναι νά μιλήσει γιά τούτη τήν άπέραντη κλειστή δάλα σ σα σέ κάποιον " Ελληνα συνηδισ μένο στήν άκτοπλοία. Θάλα σσα γι αύτόν ση μαίνει φώς, διάφανα νερά, φιλόξενοι Όρμοι, καλοί λιμένες, α πειρα νησιά καί νη σ ίδες, σύντομα περάσματα, κοντινές άπο στάσεις. Μόνο μιά λέξη μπορεί 'ίσως νά χαρακτηρίσει τά α Ισ{)ήματα πού νιώ δουμε έμείς ο ί 'Έλληνες άντικρύζοντας τόν Πόντο : δέος. Δέος γιά τόν ' Ωκεανό πού άνοίγεται σιωπηλός, βαδύχρωμος, άτελεύτητος' δίχως ηλιο, δίχως νη σ ιά, δίχως ση μείο όρατό στόν όρίζοντα. Έδώ τά μεγέδη καί ο ί άπο στά σεις, οί φυ σ ικοί νό μοι κι ό χαρακτήρας τού τόπου δέν εχουν κα μιάν άντιστοιχία μέ τόν δικό μας κό σ μο' ξεπερνούν κατά πολύ τό μέτρο πού χαρακτηρίζει τή φυσιογνωμία τού έλληνικού γεωγραφικού χώρου. Έδώ , πέρα άπό τίς Συμπληγάδες, άνοίγεται ενας αλλος κό σ μος, στούς άντίποδες τού δικού μας κό σ μου, τής δ ικής μας σκέψης, τής δικής μας άντίληψης γιά τά πράγματα. Βρισκόμαστε σέ μιά έ σ ωτερική δάλα σσα πού καταλήγει σ έ δυό πορ δμούς τό σο στενούς ω στε άκόμα καί βόδια νά μπορούν νά τούς διαβούν, καδώς τό μαρτυράει καί τό όνομά τους. Στά βορειοανατολικά της ό Κιμμέ ριος Βό σπορος -τό στενό τού Κέρτς- όδηγεί στή Θάλα σσα τού ' Αζόφ, μιά μικρή καί ρηχή δάλα σσ α πού οί 'Έλληνες όνόμα σαν Μαιώτιδα λίμνη καί μητέρα τού Πόντου. Στά νοτιοδυτικά της ό Θρακικός Βό σ πορος όδη γεί στήν Προποντίδα η Θάλα σσα τού Μαρμαρά. Αύτή, μέ τή σειρά της, περνώντας τόν ' Ελλήσποντο -η στενά τών Δαρδανελλίων- χύνεται στό ΑΙγαίο. Βοός-πόρος, δηλαδή τό στενό άπ' Όπου πέρασαν κάποτε τά βόδια άπό τήν ' Α σ ία στήν Εύρώπη , η 'ίσως καί τό άνάποδο, όνομάζεται ό πορδμός πού χωρίζει δραματικά τίς δυό ήπείρους - ενα άπό τά πιό δαυμά σ ια Ό σ ο καί ατιμα δαλα σσινά περάσ ματα τού κό σ μου. Στενόν, Ρεύμα καί Κατά στενον τόν άποκαλού σαν ο ί ά ρχαίοι " Ελληνες καί οί Βυζαντινοί. Σταμπούλ- Μ πογάζιτσ ι καί Καραντενίζ- Μ πογάζιτσ ι τόν λένε οί Τούρκοι. 13 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Γ ιά Ό σ ους δέν ετυχε νά τόν διαβούν πρέπει νά δώ σουμε, όχι μόνο τά στοιχεία του, άλλά καί τήν εντύπω ση πού εχει κανείς διαπλέοντάς τον άκόμα καί σή μερα, πού ερχεται ή πλοηγίδα καί παραλαμβάνει τό καράβι γιά νά τό περάσει ά νάμεσα στά «στοιχειά» καί νά τό όδηγή σει άπό τό νότιο στόμιο στό βορινό, άπό τή φιλική άγκαλιά τής Προποντίδας στή σκοτεινή άπεραντο σύνη τού Εϋξεινου Πόντου . . Ο Βόσπορος λοιπόν είναι ενα �αλα σσ ινό φίδι μήκους τριάντα ενός περίπου χιλιομέτρων . . Απλώνεται άνάμε σα σέ κατάφυτες άκτές, δασωμέ νους χαμηλούς λόφους, ά�ισμένα άκρωτήρια, βα�είς κόλπους καί μι κρούς Όρ μους. Μέ σα σ' αύτή τήν παράλια ο μορφιά τό φίδι ελίσσεται άκο λoυ�ώντας τό άνάγλυφο τού εδάφους. Στενεύει καί φαρ δ αίνει, στρίβει δυτικά κι ϋ στερα βόρεια, νοτιο δυτικά καί άνατολικά , ϋ στερα πάλι βορειο δυτικά, αλλοτε προχωρώντας μέ σα στή �ρακική η τή μικρασ ιατική γή κι αλλοτε άφήνοντάς τες νά είσχωρή σ ουν αύτές στόν φαρμακερό του κόρ φο. Στά τριάντα ενα αύτά χιλιόμετρα εφτά φορές άναδιπλώνεται κι άλλά ζει κατεύ�νση τό Κατάστενον. Τό όρμητικό ρεύμα πού κατεβαίνει πρός τήν Προποντίδα, σ αρώνοντας τήν επιφάνεια τού πoρ�μoύ, ο φείλεται στά μεγάλα ρω σ ικά καί βαλκανικά ποτάμια πού εκβάλλουν στή Μαύρη Θάλασσα -τεράστιες ποσότητες ύδά των διοχετεύονται πρός τή Μεσόγειο- καί στούς συχνούς βόρειους-βο ρειοανατολικούς άνέμους πού, κα�ώς μπουκάρουν σ έ τούτον τόν δαλάσ σ ιο διάδρομο, δέν εχουν διαφυγή . Χτυπούν στά βράχια τών βορινών άκτών, πέφτουν στίς λοφοσειρές τού Κάτω Βο σπόρου, άνακυκλώνονται, λυσσομανούν καί σπρώχνουν μέ βία τά νερ ά πρός τό νότιο στόμιο. 'Έτσ ι, ή ταχύτητα μέ τήν όποία τρέχει τό νερό στήν επιφάνεια είναι τρία μέ πέντε χιλιόμετρα τήν <δρα. Τρέχουν καί κqτεβαίνουν τά νερά τής επιφάνειας άπό τόν Εϋξεινο στήν Προποντίδα, τρέχουν Όμως άντίστροφα καί τά ύπόγεια ρεύματα, πού άνεβαίνουν άπό τήν Προποντίδα πρός τόν Εϋξεινο, σ' ενα βάδος σαράντα περίπου μέτρων. Αύτό τό ϋπουλο ύπόγειο ρεύμα οί τούρκοι πλοηγοί καί οί ψαράδες τό όνομάζουν «κανάλ». Είναι τό σο ίσχυρό πού μπορεί, αν συναντή σει δίχτυα στό διάβα του, νά ξεσύρει όλόκληρο τό καίκι καί νά τό κάνει νά πηγαίνει βόρεια, κόντρα στά επιφανειακά ρεύματα πού κατεβαίνουν μέ άντί�ετη κατεύ�νση. Τρέχει λοιπόν μέ ο ρμή μεγάλη τό «κανάλ», μά στό βόρειο στόμιο τού Στενού συναντά τό «κατώφλι» τού Βοσπόρου, μιά προεξοχή στό βυδό τής δάλα σσας ή όποία άνακόπτει τή ροή του. Έδώ τό «κανάλ» άναμιγνύεται μέ τά επιφανειακά ρεύματα καί στρέφεται ξανά πρός τό νότο. 14 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
/
"
-
- ///( , ' ι, / /,'// ,,/ �S ':"λJΙ(,]�ΙI�CIPJ.Ε cHλMiW.I�� CΙ)r'I· <-
(
__ - 1,,,,,,)_ TIIt: SJ-;\''';;o.; Τι)\\ΈΗ,S τ"ΤΙΙΙ; 111_\(")';: SE.\ .
•
-;.-::,",π,,,·,I;-' "'"ι,,�ι _ TII/�' ΤΙΖιι,Iι,'I,Ι.Υ ΙΙο.\#·nο/ιιι.·...
- �=-- q
S Ε Α
1\1 Α Η r.l Α
ι!
Ό Βόσπορος. Άπό βυθομετρικό χάρτη τής Μαύρης Θάλασσας. Βρετανική Ύδρογραφική Ύπηρεσία, 1845.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μά αν ή βα σ ική κατεύ�ν ση τών δύο Ισχυρών ρευμάτων είναι ενας γνωστός κι άρκετά σταθερός παράγοντας μέσα στήν άέναη άστά'δειά του, ενας άπό τούς ση μαντικότερους άστα'δείς παράγοντες -'ίσως ή χειρότερη άπό τίς παγίδες τού Στενού - είναι ή αυξομείω ση τής ταχύτητας τών υδάτων, πού μέ σ α σέ ελάχιστη ωρα μπορεί νά άνέβει άπό τό κατώτατο στό άνώτατο δριο καί πολύ σύντομα νά ξαναπέσ ει σ' εναν μέ σο ρυ'δμό. Συχνά μάλιστα, ετσι δπως ελίσσεται ό Βό σπορος, τά νερά φτάνουν μέ μεγάλη όρμή στίς άκτές, χτυπούν καί ξαναγυρνούν πίσω-μπρός τόν ιδ ιο πάλι δρόμο . 'Έτσι, διαπλέοντας κανείς τό Κατάστενον βλέπει εντρομος τό ρεύμα στό κέντρο νά κυλάει όρμητικά πρός τά κάτω, ενώ παράλληλα πλαϊνά ρεύματα τρέχουν πρός τά πάνω. Κι αν πιάσει κανένας γερός ανέ μος, καμιά άπό τίς ξαφνικές τρέλες τού καιρού, μιά 'δύελλα ij μιά τοπική μπου καδούρα πού κατεβαίνει σάν ριπή άπό τά ήμιορεινά παράλια, τότε τό 'δαλα σσ ινό φίδι γίνεται ρουφήχτρα, Χάρυβδη «πού τήν ήμέρα τρ εϊς φορές ξερνά καί τρ εϊς ξαναρουφάει». Ίά ρεύματα στρίβουν καί ξαναστρίβουν σάν παλαβά. Τίποτα πιά δέν μπορεί νά σέ σ ώ σει.
. Η ταχύτητα τών υδάτων καί οί ξαφνικές αυξομειώ σ εις της, ο ί άντί'δε
τες πορείες τών ρευμάτων καί ή τοπική κυκλική κίνη σή τους, τά ε φτά τσ ακίσματα τού πορ'δμού πού δέν σού ε πιτρέπουν νά δείς καί νά υπολο γίσεις τήν πορεία σου, ο ί βόρειοι-βορειοανατολικοί ανεμοι πού κατεβαί νουν άπό τή Θράκη, ή υγρα σ ία καί ο ί συχνές όμίχλες πού άχνίζουν καί 'δολώνουν τήν άτμόσφαιρα, οί άνεμο στρόβιλοι καί οί καταιγίδες πού ταρά ζουν τά άνήσυχα νερά, τά κοπάδια τών ψαριών πού μαυρίζουν τόπους τόπους τή 'δάλα σσα, αυτά είναι τά «στοιχειά» τού Στενού πού βαστάει ενα καί μόνο κλειδί. Μέ αυτό κλειδώνει καί ξεκλειδώνει δυό κό σ μους καί δυ ό 'δάλασσες. 16 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί τερπνές παραλίες τού Βοσπόρου δ ιατηρούν τήν ό μορφιά καί τήν πλούσια βλάστησή τους σ' ενα μήκος είκοσιπέντε περίπου χιλιομέτρων. Λίγο μετά τά χαλκωρυχεία τού Χρυσορρόα ποταμού, στό σημερινό Ρού μελι Καβάκ, τό τοπίο άλλάζει έντυπωσιακά. Γυμνά καί άπόκρυμνα βράχια φαγωμένα άπό τά «παφλάζοντα κύμα τα». 'Έρημες κι άξενες ο ί «πετρώ ες» άκτές, κατοικημένες άπό κοράκια καί ψαροπούλια. Τό «μνήμα τού 'Έλλ η να» κι άλλα πολλά μνή ματα καί μνή μες ά φησαν έδώ ο ί ποντοπόροι πού δ ιάβηκαν πρώτοι τόν πορδμό. Οί «χαμέ νες ψυχές» τού στενού τριγυρνούν άκόμα στό βόρειο στόμιό του. Έδώ , στή δρακική άκτή, στή μυδική Γυπόπολη, ζούσε ό γέροντας βα σιλιάς Φινέας. Μέ τίς προφητικές του ίκανότητες συμβούλεψε τούς Άρ γοναύτες πώς νά περάσουν τό τελευταίο έμπόδιο γιά νά βγούνε στόν Πόντο. Οί Κυανές ij Συμπληγάδες, οί δυό φοβεροί σκόπελοι πού δέν ήταν στερεωμένοι στό βυδό τής δάλασσας, πήγαιναν κι ερχονταν, συμπλέκον ταν μέ μεγάλη ταχύτητα καί τό νερό γύρω τους εβραζε. « Κανείς μέχρι τώρα δέν κατάφ ερ ε νά περ άσει άνάμ εσά τους. 'Όταν φ τάσετε έκ εί άφήστε ε να περιστέρι νά πετάξει. "Α ν βρ εί τό δρόμο του καί προλάβει νά βγεί στόν Πόντο, άκολουΟήστε τήν πορ εία του. Ή σωτηρία σας Οά έξαρ ταται άπό τή δύναμ η τών χεριών σας καί τήν ταχύ τη τα τών κουπιών σας...» Αύτά είπε ό Φ ινέας. Οί Άργοναύτες, μέ τή βοήδεια τής δεάς , Αδηνάς, πέρασαν άνάμεσα άπό τίς Συμπληγάδες κι αύτές ρίζωσαν έκεί ό πως τίς κράτησε άνοιχτές ή δεά γιά νά διαβεί ή ' Αργώ. Δέν ξανάσμιξαν ποτέ, γιατί ήταν άπόφαση τών δεών νά μείνουν άνοιχτές, άν κάποτε τίς νικούσε κάποιος άνδρωπος δια πλέοντάς τες.
«Μαύρ η Θάλασσα κλ ειστή, μακρινές μου πεδιάδες πίσω άπό τίς Συμπλ η γάδες»
'Ένας καινούριος κόσμος άνοιγε τώρα γιά τούς 'Έλληνες. Θά τόν έξε ρευνήσουνε βή μα-βή μα. Θά τόν άποικίσουνε μέχρι τά άκρώτατά του ό ρια. Καί δά ζήσουν έκεί, στά παράλια καί στά ένδότερα, μέχρι τίς πρώτες δεκαετίες τού αίώνα μας. «Στά μάγια καί στά όνειρα καμπάνα καί καντήλα Πόλ η Βάρνα ' Οδ ησσός Κωνστάντζα καί Μπραίλα καί σέ χρόνο μυστικό σάν ήφαίστειο τού Αίμου λ εγεώνες τού πολέμου» 17 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Πολλοί τοποδετούν τόν γεωγραφικό χώρο τής « ' Οδύσσειας» στή δυτι κή καί νότια Μεσόγειο. Γνωρίζουμε δμως δτι τήν έποχή πού δ ιαμορφώδη κε τό όμηρικό επος είχαν ηδη ξεκινήσει ο ί δαρραλέες προσπάδειες τών , Ελλήνων γιά τήν προσπέλαση τού βορειοανατολικού δαλασσινού δρόμου πού όδηγεί στή Μαύρη Θάλασσα. Γνωρίζουμε άκόμα δτι οί άναγνωριστι κές αύτές άποστολές προηγήδηκαν τών ταξιδ ιών πού εφεραν τούς " Ελλη νες στή Δύση. Συ μπεραίνουμε λοιπόν δτι ή « 'Οδύ σσεια» άπηχεί πολλές άπό τίς έμπειρίες τών πρώτων ' Ιώνων ναυτικών καί τών έμπόρων πού τόλμησαν νά άκολουδήσουν τόν πλού τής ' Αργώς καί νά έξερευνήσουν τά μακρινά καί πλούσια μέρη πέρα ό πό τό Αίγαίο. 'Έτσι, ή πρώτη μορφή τής « ' Οδύσσειας» άντανακλά τό έξερευνητικό κύμα στό δρόμο τού 'Ιάσονα. " Οταν δ μως ξεκίνησε τό έπόμενο ρεύμα γιά τήν άποίκιση τής Δύσης, ο ί νέες γεωγραφικές πληροφορίες καί οί καινού ριες περιπέτειες μπλέχτηκαν μέ τίς παλιές καί τό ε πος προσαρμόστηκε στίς σύγχρονες άνάγκες εκφρασης τών ναυτικών καί τών άποίκων. Διαβάζοντας λοιπόν «μέσα άπό τίς γραμμές», καί συχνά παίρνοντας άτόφια κομμάτια, μπορεί κανείς νά παρακολουδήσει τό δαυμάσιο ταξίδι τού 'Οδυσσέα, τοποδετώντας το στόν κόσμο πού άνοίγεται πέρα άπό τή Λήμνο, τήν 'Ί μβρο καί τή Σ αμοδράκη. Θά περάσει τόν ' Ελλήσποντο, δά διασχίσει τήν Προποντίδα ξεγλυ στρώντας άπό τίς Σ ειρήνες, πού συ μβολίζουν τίς ό μορφιές τής Θάλασσας τού Μ αρμαρά, δά ξεφύγει άπό τήν Καλυψώ, πού κατοικεί στά Πριγκηπό νησα καί δά φτάσει στόν Θρακικό Βόσπορο. "Αν καταφέρει νά γλυτώσει άπό τίς ρουφήχτρες Σκύλλα καί Χάρυβδη, τά ρεύματα καί τίς Συμπληγά δες, δά άντικρύσει τόν " Αξενο Πόντο, πού ο ί άρχαίοι τόν είπαν «Ευξεινο» καί «Εύσεβή )) ο ί Βυζαντινοί, δταν αρχισαν νά έκχριστιανίζουν τούς νομά δ ες τής στέππας γύρω άπό τήν Άζοφική. Κι αν οί δεοί τό δώσουν καί οί ανεμοι � ό έπιτρέψουν, δ ιασχίζοντας τήν αξενη δάλασσα, δά φτάσει στόν Κιμμέριο Βόσπορο, στά πόδια τού Καυκάσου. «Στά πέρατα τού τρίσβα (}ου 'Ωκ εανού πού τόν σκ επάζουν σύγνεφα κι ε να πηχτό σκο τάδι )) έκεί πού ε φτασε ό ' Οδυσσέας γιά νά μάδει πού τελειώνει ό κόσμος -ποιό είναι δ ηλαδή τό δριο τού έλληνικού χώρου έξάπλωσης- καί νά κατέ βει άκόμα καί στόν αλλο κόσμο, τόν " Αδη , δπως τόν είχε όρμηνέψει ή Κίρκη. Ί ά στοιχεία πού ένισχύουν αύτ:ή τήν αλλη άνάγνωση τής « 'Οδύσσειαρ) είναι πολλά. Η Κίρκη είναι έγγονή τού ' Ω κεανού ό όποίος καδορίζει μέχρι σή μερα τήν πολιτικοοικονομική πορεία τών χωρών πού άπλώνονται γύρω του. Πατέρας της είναι ό άκριβοδώρητος 'Ήλιος, καί τά γελάδια, τά ίερά του ζώα, άποτελούν τή βάση τής οίκονομίας τών κατεξοχήν κτηνοτροφι κών αύτών τόπων. ' Αδελφός της είναι ό Αίήτης, βασιλιάς τής χρυσοφόρας ...
'
18 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Κολχίδας καί κάτοχος τού χρυσόμαλλου δέρατος. 'Ή 'ίδια ή Κίρκη κατοικεί μέσα σέ δάση άπό ίτιές καί λεύκες οπου φωλιάζουν έλάφια, λύκοι καί λιοντάρια. Ξέρει άπό βότανα καί μάγια, σάν αύτά πού γνωρίζει καί ή ανηψιά της ή Μήδεια. " Αλλωστε, καί ο ί απειρες γνώσεις πού δ είχνει νά κατέχει, συμβουλεύοντας τόν 'Οδυσσέα πώς νά περάσει τά στενά καί νά διασχίσει τή δάλασσα τού τόπου της, φανερώνουν Ότι ή δυναμική δεά, μάγισσα καί πλανεύτρα, συμβολίζει τόν αξενο, παράξενο, έπικίνδυνο καί μακρινό κόσμο πού δέλησαν ο ί 'Ί ωνες νά γνωρίσουν καί νά έκμεταλλευ τούν.
' Ο ' Οδυσσέας λοιπόν καί οί σύντροφοί του, η οί τολμηροί ναυτ ικοί τής Γεωμετρικής Έ ποχής, εκαναν τό 'ίδ ιο τρομερό ταξίδι πού είχε αποτολμή σει παλιότερα ό ' Ιάσονας, συντροφιά μέ τούς βασιλείς τών κρατιδίων τής Μυκηναϊ κής Έποχής. Οί περιπέτειες τών δύο αύτών όμάδων, ο πως καί τών μοναχικών ήρώων, Προμηδέα, ' Ορέστη καί ' Ηρακλή, πού κατάφεραν νά φτάσουν στά άκρότατα σημεία τού βορειοανατολικού δαλάσσιου κό σμου αντιμετωπίζοντας τούς Κύκλωπες βοσκούς στό βόρειο Αίγαίο, τούς τερατόμορφους νάνους γηγενείς στά Δαρδανέλλια, τίς Σ ειρήνες, τόν Κέρ βερο καί τήν Καλυψώ στήν Προποντίδα, τή Σκύλλα, τή Χάρυβδη, τίς " Αρ πυιες καί τίς Συμπληγάδ ες στόν Βόσπορο, τόν «δεινό δ φι» καί τόν δράκο στήν Κολχίδα, τόν " Αδη στόν Κιμμέριο Βόσπορο, τά κοράκια στά δ ρη τού Καυκάσου, τίς 'Αμαζόνες στήν εύφορη κοιλάδα τού Λ1:Jκου, στόν δυτικό Πόντο, τίς ίερές αγελά δ ες κατά μήκος τής εύρωπα'ίκής καί τής ασιατικής ακτής, τούς ανδρωποφάγους τής Ταυρικής στήν Κριμαία' ολοι αύτοί οί μύδοι, πού εδρεψαν καί γοήτευσαν τόν αρχαίο κόσμο, δέν είναι παρά τά ύπεράνδρωπα έμπόδια καί οί ανδρώπινοι πειρασμοί πού επρεπε νά ύπερνικήσουν οσοι ποντοπορούσαν στίς αγνωστες αύτές δάλασσες γιά νά βάλουν πόδι στίς πλουτοφόρες παράλιες κι έσωτερικές γαίες πού ομοιές τους δέν είχαν ξανασυναντήσει οί 'Έλληνες. 19 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί λαοί πού κατοικούσαν γύρω άπό τόν Πόντο -Θράκες, Σκύ'δες, Κιμμέριοι καί Καυκάσιοι- δέν είχαν ποτέ καμιά σχέση μέ τή 'δάλασσα. Καί πώς νά εχουν; Στά 435 . 000 τετραγωνικά χιλιόμετρα τής εκτασής της δέν ύπάρχει ουτε ενα νησί, μόνο κάτι προσχωσιγενείς νησίδες κολλη μένες στά παράλια μπροστά στίς εκβολές τών μεγάλων ποταμών. " Αλλωστε καί ή μικρή περιεκτικότητα τού νερού σέ άλάτι δημιουργεί πρόσ'δετα προβλή ματα πλεύσης ή 'δάλασσα δέν σέ κρατά, σέ άποδιώχνει. Μουντά καί σκο τεινά τά πάντα γύρω. " Αγρια κι ε πικίνδυνα. Ποιός, άλή'δεια, 'δά τολμούσε νά διασχίσει μιά 'δάλασσα τόσο εχ'δρική; Καί νά τή διασχίσει νά πάει πού; <<'Ένα καράβι γιά νά διανύσει τήν άπόσταση άπό τό Στόμιο τού Πόντου ως τόν πο ταμό Φάσι κάνει έννι ά μέρ ες καί όκ τώ νύχτες», μάς λέει ό ' Ηρό δοτος. Γιά νά καλύψει λοιπόν ενα άρχαίο πλοίο «τό μ εγαλύ τερο πλάτος τού Πόντου» χρειαζότανε διακόσιες τόσες ώρες μεσοπέλαγα, αν δλα πή γαιναν εύνο·ίκά. Ποιός 'δά ξεκινούσε γιά τό φοβερό αύτό ταξίδι μέσα στή μαύρη ερη μιά τής άνήλιαγης μέρας καί τής αναστρης νύχτας; Ποιός αλλος! Κάποιοι " Ελληνες, βέβαια, πού γνώριζαν δτι στίς δχ'δες τού Φάσι βρισκό ταν τό χρυσάφι τής Κολχίδας. " Ω ς τόν Φάσι λοιπόν εφτασαν ο ί ' Αργοναύ τες, δηλαδή ως τόν σημερινό ποταμό Ριόνι. ' Ο Ριόνι, πού ήταν πλωτός παλιότερα, κατεβαίνει άπό τήν Κασπία, διασχίζει τή Γεωργία καί χύνεται στό γεωργιανό λιμάνι Πότι, άνάμεσα στά λιμάνια Μπατούμι (τό άρχαίο Βα'δύ) καί Σουκούμι. Στίς εκβολές τού Φάσι, δίπλα στά μεγάλα άργυρωρυχεία τής Κολχίδας, εχτισαν στά πρώιμα άρχα'ίκά χρόνια ο ί Μιλήσιοι εμποροι τή μικρή καί πλούσια πόλη Φάσι. Χρυσάφι, άσήμι, λινάρι καί λινά ύφάσματα ήταν τά κερδοφόρα προ'ίόντα της, ενώ τό νόμισμά της, οί περίφημες «Κολχίδες», κυκλοφορούσε σ' δλο τόν Καύκασο σάν διε'δνές νόμισμα άνάμεσα στούς γηγενείς. ' Από τόν Φάσι οί μυκηναίοι εξερευνητές προχώρησαν βόρεια, κι άκο λου'δώντας τά παράλια εφτασαν στό Σ ουκούμι. Κι ό μύ'δος λέει πώς τό Σουκούμι, τήν άρχαία Διοσκουριά δα, τήν ϊδρυσαν ο ί Διόσκουροι Κάστωρ καί Πολυδεύκης, ο ί δίδυμοι άδελφοί τής ώραίας , Ελένης, πού μετείχαν κι αύτοί στήν Άργοναυτική εκστρατεία. Άπό τή Διοσκουριά δ α μπορούσαν ευκολα νά εκμεταλλεύονται τό πλούσιο σέ μέταλλα καί δάση εσωτερικό τού Καυκάσου. 'Έτσι, κοντά στούς Γεωργιανούς, πού 'δεωρούνται οί δ ά σκαλοι τών χαλκουργών καί τών σιδηρουργών όλόκληρου τού άρχαίου κόσμου, οί 'Έλληνες εμα'δαν νά χρησιμοποιούν πολλά μέταλλα, κυρίως τόν σίδηρο καί τόν κασίτερο. 'Όσο γιά τό σιδηρομετάλλευμα καί τόν χάλυβα πού ερχονταν άπό τήν 'Αρμενία καί τόν Πόντο - τή χώρα τών Χαλύβων καί τών Άμαζόνων πού γνώρισαν πρώτα ό ' Ηρακλής κι άργότερα ό Θησέ20 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ας- ύπήρχαν δυό λιμανόσκαλες. Στά άνατολικά ή Τραπεζούντα καί στά δυτικά ή Άμισσός, δηλαδή ή σημερινή Σ αμσούντα. Δυτικότερα άκόμα, ή Σ ινώπη προμήδευε τήν μητροπολιτική ' Ελλάδα, τή Μικρασία κι άργότερα τήν Κωνσταντινούπολη μέ άλίπαστα, ξυλεία καί μίλτο, μιά βαφική ούσία πού εβγαινε άπό τό κοκκινωπό πέτρωμα τής περιοχής.
Άκολουδώντας πάντα τόν δρόμο πού ανοιξαν ό 'Οδυσσέας καί ό ' Ηρακλής, οί 'Ί ωνες ε φτασαν στίς «πύλες τού 'Άδη», στόν Κιμμέριο Βό σπορο. Τίς διάβηκαν, πέρασαν δηλαδή τά στενά τού Κέρτς, διέσχισαν τή δάλασσα τού 'Αζόφ, εφτασαν στίς έκβολές τού Δόν, πού τόν όνόμασαν Τάναϊ , κι έκεί, σαράντα χιλιόμετρα νοτιότερα άπό τό σημερινό Ρ οστόβ, εχτισαν τήν πόλη Τάναϊ . Στήν Τάναϊ συγκεντρώνονταν τά δη μητριακά τής ρωσικής πεδιάδας γιά νά φορτωδούν στά ποντοπόρα πλοία. Τά μυδικά ταξίδια δέν σταματούν έδώ. Γιατί ω ς τά βοσκοτόπια τή ς Κριμαίας, τήν άρχαία χώρα τών Ταύρων καί τών Σκυδών, ε φτασε ό ' Ορέ στης ψάχνοντας τάχα τήν ' Ι φιγένεια, κι ω ς έκεί κι άκόμα πιό βόρεια, στή ση μερινή Ούκρανία, στίς όχδες τού Δνείπερου, εφτιαξαν έμπορεία πρώτοι οί Χ ιώτες κα ί οί Ρόδ ιοι, άργότερ α οί Μ ιλήσ ιοι. 21 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέταλλα, μέταλλα, μέταλλα: ό δ ρόμος πού εδειξε ό Προμη{}έας. Πολύ τιμες πρώτες ϋλες -δάση, σιτοβολώνες, αγρια πανίδα, πλούσια άλιεία-ο ί κύριες έκμεταλλεύσιμες πηγές: ό κόσμος τής Κίρκης, πού άνακάλυψε ό ' Οδυσσέας. Τό ανοιγμα τού έλληνικού ζωτικού καί παραγωγικού χώρου, ή δη μιουργία νέων άγορών: ό στόχος τού μεγάλου έλληνικού μεταναστευτι κού ρεύματος στίς αγριες {}ρακοσκυ{}ικές χώρες κι ό λόγος ϋπαρξης τού παροικιακού . Ελληνισμού τής Ρ ωσίας καί τής Ρουμανίας μέχρι πρίν μερι κές δ εκα ετίες.
22 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
"Αν είναι δύσκολο νά περιγράψει κανείς τή Μ αύρη Θάλασσα σέ κάποι ' ον Έλληνα πού δέν δ ιάβηκε ποτέ τόν Βόσπορο, άκόμα δυσκολότερο είναι νά μιλήσει γιά τούς σαράηα ποταμούς πού χύνονται σ' αύτήν τή δάλασ σα. Θά άναφερδώ μόνο στούς ποταμούς πού εκβάλλουν στά δυτικά καί βόρεια τού Ευξεινου Πόντου, καί μόνο στούς μεγαλύτερους καί πλωτούς. Δούναβης (Donau, Duna, καί Dunarea), Προύδος (Prout καί Prutul), Δνείστερος (Dnestr), Μπάγκ (Boug), Δνείπερος (Dniepr), Δόν (Don). ' χδες λασπερές, βαλτότοποι, δ ιαβα Ποτάμια μεγάλα, πλατιά, ησυχα. Ό τάρικα πουλιά, ποταμόψαρα, Ιλύς πού άπλώνεται άργά καί σ ίγουρα, άργι λόχωμα νοτερό, άτέλειωτες πε δ ινές εκτάσεις, γαίες ευφορες. Ποτάμια πού ενώνουν καί χωρίζουν γειτονικούς πληδυσμούς. Πλωτοί δρόμοι πού διευκόλυναν τήν επικοινωνία, τίς μεταφορές, τίς μετακινήσεις, τήν οΙκο νομική άνάπτυξη, τίς πολιτιστικές άνταλλαγές. Πλωτοί δρόμοι, οΙ μοναδι κοί δρόμοι άπό τή δάλασσα στήν εν δ οχώρα. Παγωμένα περάσματα πού επέτρεψαν στά νομαδικά φύλα καί τούς άσιατικούς λαούς νά φτάσουν στή νοτιοανατολική Ευρώπη. Παγω μένες παγίδες πού άναχαίτισαν ό ρδές καί στρατούς άποφασισμένους νά περάσουν. Θεριά μανιασμένα πού κα τεβαίνουν φουσκω μένα άπό τίς άσταμάτητες βροχές καί τά βουνίσια χιό νια. ' Η ύδάτινη δυναμική πού ενυπάρχει στήν άρχαία μονοσύλλαβη λέξη «ντόν» - ρίζα τών περισσότερων ποταμωνυμίων πού άναφέραμε-άπου σιάζει τελείως σάν εννοια άπό τήν κοσμολογία ενός νοτιοελλαδίτη . Τό ερώτημα είναι πώς κατάφεραν οΙ 'Έλληνες, πού δέν είχαν δεί ποτέ στή ζωή τους πλωτά ποτάμια, νά εξοικειωδούν μ' αυτό τό νέο κι ολότελα αγνωστο στοιχείο τής φύσης, νά άναπτύξουν ουσιαστικά πρώτοι αυτοί τήν τέχνη τής ποταμοπλοίας καί νά κυριαρχήσουν στά ποτάμια σέ τέτοιο βαδμό, ωστε σήμερα άκόμα ο Παναγής Μ ελισσαρατος, γιός κάποιου εμ πορα άπό τή Βρα' ίλα, νά δεωρείται άπό τούς Ρουμάνους ο σπουδαιότερος ναυτικός μηχανικός στόν Κάτω Δούναβη. 'Ί σως αυτοί οΙ τρομεροί Κεφαλλονίτες -περίεργοι καί παράτολμοι σάν εκείνον τόν μακρινό πρόγονο άπό τό γειτονικό Θιάκι- νά κρατούν μαζί μέ τούς ' Ανδριώτες καλά τό μυστικό τού ποταμού. "Αλλωστε, δέν είναι τυχαίο τό παρατσούκλι μιας όλόκληρης φάρας κεφαλλήνων ναυτι κών πού, δουλεύοντας χρόνια τόν Δούναβη, εγιναν γνωστοί μέ τό ονομα Ποταμιάνοι. Σ αράντα ποτα μοί λοιπόν χύνονται στή Μαύρη Θάλασσα. Πρώτος, άπό τά δυτικά, ό μεγάλος Δούναβης πού οΙ 'Έλληνες ό νόμασαν 'Ί στρο. 'Έχει μήκος 2.850 χιλιόμετρα. Κατεβαίνει άπό τόν Μέλανα Δρυμό , διασχίζει 23 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
όκτώ κράτη, δέχεται τά νερά δεκάδων αλλων ποταμών, σχηματίζει ενα δέλτα πού καλύπτει μιά επιφάνεια 5.640 τετραγωνικών χιλιομέτρων καί καταλήγει στή δάλασσα μέσα άπό τρείς διακλαδώσε ις, τρία φυσικά κανά λια, πού όνομάζονται βραχίονες -«bratu!» στά ρου μανικά. Στά βορινά τού Δέλτα ό βραχίονας της Κίλια άποτελεί τό ρουμανοσο βιετικό σύνορο τη ς Μολδαβίας. Ίό δ νομά του είναι παραφδορά τού άρ χαιοελληνικού ' Αχίλλεια. Στό κέντρο ό βραχίονας τού Σουλινά, άναφέρε ται γιά πρώτη φορ ά μ' αύτό τό δ νομα άπό τόν Κωνσταντίνο Πορφυρογέν νητο στά μέσα τού 1Ο0υ αίώνα. Στά νότια ό βραχίονας τού Άγίου Γεωργί ου, μήκους 1 1 3 χιλιομέτρων , ήταν ό πλατύτερος καί βαttύτερoς άπό τούς τρείς, γι αύτό καί τόν χρησιμοποιούσαν πάντα περισσότερο. Δίχως τίς βαδιές αύτές διεξόδους τού νερού ή πλωτή επικοινωνία άνάμεσα στό ποτάμι καί στή δάλασσα δά ήταν άδύνατη, εξ αίτίας τών εκτεταμένων βάλτων καί της λιμνοδάλασσας. ' Ο παραποτάμιος καί παράκτιος κόσμος είναι τόσο πλούσιος, ωστε πέρα άπό τά εκατοντά δ ες ε'ίδη πουλιά, πού φωλιάζουν εποχιακά η μόνιμα στούς γύρω ύγρότοπους, εδώ καταλήγουν μεγάλα κοπάδια ψάρια πού έρχονται άπό τά ακρα τού Πόντου καί της Μ εσογείου γιά νά γεννήσουν στίς εκβολές τού Δούναβη. ' Η ετήσια άλιευτική συγκομιδή της Ρου μανίας φτάνει τούς 40.000 τόννους ψάρι καί τά μαυροδαλασσίτικα παστά ήταν περιζήτητα στήν άγορ ά της άρχαίας 'Attήνας. «Κι αχ, νόστιμη πού είναι ή παλαμίδα ή Οαλασσινή, μ ά αν γίνει καί μέ σκορδαλιά, ξέγραψε τ' αλλα ψάρια», μάς λέει ό Ά νάνιος στούς « 'Ιάμβους» του. Γιά νά ελέγχουν α μεσα τήν άλιεία, τήν ποταμοπλοία καί τή διακίνηση τών προ'ίόντων στόν Κάτω Δούναβη, έμποροι άπό τήν Μ ίλητο 'ί δρυσαν στά νότια της λιμνοδάλασσας τήν " Ιστρια, γύρω στό 650 Π.Χ. ' Από τότε κι ως τήν εμφάνιση τών γενοβέζων εμπόρων, πού κατέπλευσαν στή Μαύρη Θάλασσα τόν 1 30 αίώνα, οί βραχίονες τού Σουλινά καί τού ' Αγίου Γεωργί ου παρέμειναν στόν άπόλυτο έλεγχο τών ελλήνων ναυτικών άκόμα καί στά διαστήματα πού τό Βυζάντιο έχανε τό «Παρίστριον δέμα». Οί 'Ί στριοι άναπλέοντας τόν Δούναβη έφταναν ως τό Γαλάζιον, δηλα
δή τό Γαλάτσι, χτισμένο στή συμβολή τών ποταμών Προύδου καί Σερέτη μέ τόν Δούναβη. ' Από κεί μπορούσαν νά άκολουδήσουν δυό διαφορετι κές κατευttύνσεις. Ά ναπλέοντας τόν Σερέτη , σημερινό Siretu! , η τόν Πυ ρετό , γνωστό άργότερα ώς Προύδο καί σήμερα Prutu! , έφταναν ως τά 'Ανατολικά καί Βόρεια Καρπάδια. Αύτή ή βορειοδυτική διαδρομή όδηγού σε στίς μεταλλοφόρες περιοχές της Ίρανσυλβανίας, στά άπέραντα δάση της Μολδαβίας, στή γη τών «μελισσοτρόφων καί μελισσοφάγων λαών», 24
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
καδώς μάς λέει ό ' Ηρόδοτος, πού κατοικούσαν στά σύνορα τής ' Ανατολι κής μέ τήν Κεντρική Εύρώπη . . Ο αλλος ποταμόδρομος συνέχιζε νότια άπό τό Γαλάτσι καί, άκολου δώντας τόν Δούναβη, περνούσε άπό τή Βραίλα καί κατέβαινε πρός τά σημερινά ρουμανο βουλγαρικ ά σύνορα. Σ ' ενα μεγάλο μήκος αύτής τής νότιας δ ιαδρομή ς οί 'Ί στριοι εχτισαν ποταμόσκαλες στίς όποίες συγκέν τρωναν τά σιτηρά τής εϋφορης πεδιάδας τού ποταμού Ί αλομίτσα. Ίά ση μαντικότερα άπό αύτά τά εμπορεία ήταν ή ' Αξιούπολις, ή ση με ρινή Ίσερναβόντα, καί ή Προχείλια -πού δέν είναι αλλη άπό τή Βραίλα ενα άπό τά μεγαλύτερα κέντρα τού παραδουνάβιου ' Ελληνισμού μέχρι τό τέλος τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
6po�lων Κιλιο
Τό Λέλτα του Λ ούναβη καί οί τΡείς βραχίονές του.
Γεννημένος στή Βραίλα τόν Σεπτέμβριο τού 1 9 0 1 , ό Άνδρέας Έ μπει ρίκος, πρωτότοκος γιός τού πιό διάση μου άπό τούς άπογόνους τών πα λιών «Μπιρίκων» τής " Ανδρου, πού εκαμαν βιός πολύ στή Ρουμανία, συσ σωρεύοντας τά όράματα καί τίς άναμνήσεις άπό τόν Δούναβη τών παιδ ι κών του χρόνων, γράφει: «. Πλοία λογής-λογής κινούνται στό ποτάμι. Ά νήκουν δέ σέ τόσα κρά τη, πού πιό πολύ διατηρώ στή μνήμη μου τά χρώματα, παρά τά σχήματα τών σημαιών ένός έκάστου. Τά σιλό γιά τά σιτηρά καί οί κρουνοί τού πετρελαίου, δουλεύουν κα{}ημερινώς σέ πόλεις δπως τό Γαλάτσι καί ή Κωνστάντζα. ΠλήΟος βαπόρια πάνε καί ερχονται. Σέ ενα άπό αύτά, στέ κομαι στό κατάστρωμα καί άκουμπιστός στήν κουπαστή, βλέπω τόν Δού ναβι καί τούς άχανείς όρίζοντές του, εκΟαμβος πάλι σάν τότε πουμουνα παιδί καί άντίκρυζα πρώτη φορά τόν ποταμό καί τίς άγαπητές, τίς πανε .λεύΟερές του πεδιάδες». ..
25
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μετά τήν παραδουνάβια καί παράλια 'Ί στρια, πού ήταν ή άρχαιότερη καί σπουδαιότερη έλληνική άποικία τού δυτικού Πόντου, άκολουδούν πρός νότο μεγάλες καί μικρές παραδαλάσσιες άποικίες, οί όποίες δ ημι ούργησαν τό έλληνικό παράκτιο μέτωπο άπό τό στόμιο τού Δούναβη ως τό στόμιο τού Βοσπόρου. Τ Ηταν ή Τόμις, σημερινή Κωνστάντζα. ' Η Κάλ λατις, βυζαντινή Παγκάλια -σήμερα Μαγκάλια. Οί Κρουνοί. ' Η Διονυσού πολις, ση μερινό Μ πάλτσικ. ' Η Όδυσσός, ση μερινή Βάρνα. ' Η Μεσημβρία ή Ποντική, ση μερινό Νέσεμπαρ . Ή Ά γχίαλος, βυζαντινή Ά χελώ -σήμε ' ρα Πομόριε . Ή Ά πολλωνία ή Ποντική, βυζαντινή Σωζόπολις - σή μερα Σωζοπόλ. ' Η 'Αγαδούπολις, σήμερα ' Αχτοπόλ. ' Η Μήδεια, σή μερα Μ ίντε η Κιγίκιο'ί. 26
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Σέ όλη αύτή τήν περιοχή πού περιγράψαμε, στά άρχαία χρόνια, κατο ι κούσαν διάφορες δρακικές φυλές, όπως οί Γέτες στίς παραδουνάβιες πε διάδες καί οί Δακοί στά ρουμανικά βουνά. Κατά τόν ' Ηρόδοτο, ό βόρειος Δούναβης άποτελούσε τό σύνορο άνάμεσα στούς Θράκες καί τούς Σκύ δες. " Ομως τά όρια τών δύο αύτών γειτονικών λαών ήταν πάντα άρκετά άσαφή καί μεταβλητά. 'Έτσι μέ βάση τίς νεότερες αρχαίες πηγές, κυρίως τόν Στράβωνα, αλλά καί τίς αρχαιολογικές ερευνες πού εγιναν, τό δρακικό σύνορο πρέπει νά μεταφερδεί λίγο βορειότερα, στόν ποταμό Δνείστερο, τόν αρχαιοελληνικό Τύρα. 'Ό πως καί νά εχει ακριβώς τό δέμα τών δρακοσκυδικών όρίων, τά σύνορα αύτά δέν απασχόλησαν ποτέ τούς" Ελληνες οϋτε κι έμπόδισαν ποτέ τό έλληνικό πήγαινε-ελα πού δέν σταμάτησε από τήν αρχαιότητα ώ ς τά νεότερα χρόνια, γιατί οί Ρωμιοί είχαν πάντα τόν τρόπο νά συνεργάζον ται μέ όλους τούς λαούς, αρχαίους καί νεότερους, πού κατά καιρούς έγ καταστάδηκαν στά πλούσια έκείνα μέρη. Καί μόνον όταν τέδηκε τό άκαν δώδες έδνικό δέμα τής Βεσσαραβίας μεταξύ Ρου μανίας καί Ρωσίας, πού διεκδικούσαν ή κάδε μιά γιά λογαριασμό της τήν περιοχή ανάμεσα στόν Δούναβη καί τόν Δνείστερο, μόνον τότε οί ελληνες εμποροι αντιμετώπι σαν γιά πρώτη φορά δυσκολίες καί απαγορεύσεις στήν έλεύδερη διακίνη ση προ'ίόντων καί στίς έξαγωγές. Τό 1 9 1 9 μάλιστα, ό ' Ελληνικός Στρατός μέ 20.000 ανδρες, μετά τήν ατυχή έκστρατεία κατά τών Μπολσεβίκων στήν Κριμαία, βρέδηκε στίς οχδες τού Δνείστερου νά ύπερασπίζεται τή Βεσσαραβία ύπέρ τής Ρουμανίας. Σήμερα ή περιοχή αύτή αποτελεί τή Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Μολδαβίας. ' Ο Δνείστερος λοιπόν πηγάζει στά Καρπάδια, κοντά στά σύνορα τής Πολωνίας, διασχίζει ενα τμήμα τής Ούκρανίας, όλόκληρη τή Μολδαβία, κι έκβάλλει στόν βαδύ καί καλά προφυλαγμένο κόλπο τής Τύρας, τό ση μερι νό Ντνεστρόφσκι Λιμάν. ' Από τά 1 .362 χιλιόμετρα τού ποταμού τά 800 είναι πλεύσιμα, αρχίζοντας από τή δάλασσα πρός τά Καρπάδια. Αύτός ήταν βασικός δρόμος γιά τή μεταφορά μετάλλων, δούλων, γουναρικών, δερμάτων κι αλλων πολλών έμπορευμάτων πού οί ελληνες κάτοικοι τής Τύρας καί τής Ν ικόνιας αγόραζαν από τούς Θράκες καί τούς Σκύδες τής Μολδαβίας καί τής Ούκρανίας. Λίγα, έλάχιστα πράγματα γνωρίζουμε γιά τίς δυό μακρινές κι απομο νωμένες έλληνικές άποικίες. Δυό σύγχρονες αντικρυστές πόλεις μέσα στόν μεγάλο κόλπο όπου έκβάλλει ό Δνείστερος, ή πόλη Μπέλγκοροντ ' Ντνεστρόφσκι καί ή πόλη Ροξολάνυ, ταυτίζονται, 'ίσως ή πρώτη μέ τήν Τύρα καί ή δεύτερη μέ τή Ν ικόνια. Μά, ίδίως γιά τή Ν ικόνια, ακόμα καί ή δέση της αμφισβητείται. 27
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τρίτος πλωτός ποταμός, άνατολικά τού Δνείστερου , είναι ό Μπάγκ, ό άρχαίος 'Ύπανις, μήκους 856 χιλιομέτρων. «Πηγάζει άπό μιά μεγάλη λί μνη», λέει ό ' Ηρόδοτος, «πού στίς σχfJες της ζούν άγρια άσπρα άλογα». Ποτίζει τεράστιες καλλιεργήσιμες έκτάσεις , «τή γή τών γεωργών ΣκυfJών», καί έκβάλλει μαζί μέ τόν Δνείπερο στόν μυχό τού κόλπου τής Ούκρανίας , στό Μπάγκ Λ ιμάν. Έκεί 'ίδρυσαν οί Μιλήσιοι τήν ' Ολβία, τήν άρχαιότερη ά ποικία τού βορ ινού Πόντου.
' Η ' Ολβία δέν χρωστά τό όνομά της στήν όμορφιά τού τοπίου - άντί δετα μάλιστα, ή πόλη βρισκόταν κοντά σέ άλυκές, μέσα σέ μιάν αξενη χώρα πού συνόρευε μέ τή μεγάλη στέππα καί περ ιβαλλόταν άπό άπέραν τα μαύρα δάση - μά στόν πλούτο καί τήν εύδαιμονία τών πολιτών της. Τόσο νευραλγικός γιά τή μεταφορά τών προ'ίόντων είναι ό κόλπος δπου χύνονται τά δυό ούκρανικά ποτάμια, Μπάγκ καί Δνείπερος, ωστε, άρκετές δεκαετίες πρίν άπό τήν 'ίδρυση τής Όλβίας, μερικοί Χιώτες καί Ροδίτες εμποροι είχαν τολμήσει νά έγκατασταδούν στό Μπερεζάν, μιά νησίδα στήν έίσοδο τού κόλπου. Βορυσδενίτιδ α ονόμασαν αύτή τή νησίδα οί αίγαιοπελαγίτες εμποροι καί Βορυσδένη τόν Δνείπερο «τόν πιό ώφέλιμο άπ' δλους τούς ποταμούς πού γνωρίζω, μετά τόν Νείλο», δπως γράφει ό ' Ηρόδοτος. «Δίνει πλούσια καί ευκολα λιβάδια γιά βοσκή, δίνει πολλά καί έξαιρετικά ψάρια. Στίς σχfJες του ή σπορά είναι πλούσια κι δπου δέν σπέρνουν, φυτρώνει μόνο του τό πυκνό χορτάρι. Τό νερό του είναι καfJαρό καί πόσιμο, ένώ τά άλλα ποτάμια είναι λασπερά. Στίς έκβολές του μαζεύεται μόνο του σέ μεγάλους σωρούς τό άλάτι. Δίνει καί κάτι ψάρια τεράστια, χωρίς άγκάfJια, πού τά κάνουν παστά. 'Έως τήν περιοχή Γέρρος, δηλαδή σαράντα μέρες ταξίδι, ξέρουμε δτι ρέει άπό βορρά πρός νότο. Παραπέρα δμως κανείς δέν ηξερε νά μού πε ί άπό ποιές χώρες περνάει. Μόνον γιά τίς πηγές τού ΒορυσfJένη καί τού Νείλου δέν ξέρω νά άναφέρω τίποτε, ουτε καί νομίζω δτι κανένας άλλος 'Έλληνας ξέρει». Αύτά γράφει τόν 50 Π.Χ. αίώνα ό πατέρας τής 28
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ιστορικής γεωγραφίας γιά τό τρίτο μεγαλύτερο ποτάμι τής Εύρώπης, μετά τό Βόλγα καί τό Δούναβη . . Ο Δνείπερος λοιπόν εχει μήκος 2 .285 χιλιόμετρα καί οΙ πηγές του βρίσκονται στό όροπέδιο τού ΒαλντάΙ Τό 'δαυμάσιο αύτό ποτάμι, πηγή ζωής γιά τήν Ούκρανία, είναι πλωτό σέ μήκος 2.000 χιλιομέτρων. ' Αναπλέ οντάς το, μάς πληροφορεί πάντα ό . Ηρόδοτος, «οί Όλβιοπολίτες κι δσοι Σκύ�ες πήγαιναν σ' έκείνα τά μέρη, έπρεπε νά έχουν μαζί τους έπτά διερμηνείς γιά νά μπορούν νά διαπραγματευτούν σέ έπτά διαφορετικές γλώσσες». . Ο ποταμόδρο μος τού Δνείπερου, ij «δρόμος τού κεχριμπαριού», μέσω ενός δικτύου πλωτών ποταμών, όδηγεί στή Βαλτική. ' Από κεί κατέβαινε τό κεχριμπάρι πού χρησιμοποιούσαν οΙ μυκηναίοι κοσμηματοτεχνίτες κι αύτή τήν 'ίδια όδό άκολου'δούσε ό ' Απόλλωνας στό ετήσιο ταξίδι πού εκανε στή «χώρα τών ' Υπερβορείων Παρ'δένων». Στό άρχα"ίκό άέτωμα τού πρώτου δελφικού ναού ό 'δεός, πού επιστρέφει άπό τόν μακρινό βορρά, άπεικονίζεται π άνω σ ' ενα αρμα πού τό σέρνουν τέσσερεις κύκνοι στό ποτάμι. Δεκατρείς χιλιάδες ζευγάρια κύκνοι ζούνε σήμερα στόν προστα τευμένο βιότοπο τού Μπερεζάν.
Μά γιά νά μήν στα'δούμε μόνον στίς σχέσεις τών άρχαίων . Ελλήνων μέ τόν Δνείπερο, 'δά πρέπει άκόμα νά πούμε δτι άπό δώ μεταφέρονταν τά δέρματα, οΙ γούνες καί κυρίως τά καστόρια πού χρησιμοποιούσαν οΙ «γουνάριοι» καί οΙ «καλλιγάριοι», δηλαδή οΙ γουναράδες καί οί ύποδημα29
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τοποιοί, τής Κωνσταντινούπολης. Στά μεσοβυζαντινά χρόνια ό άξονας Νιέμεν-Πρίπετ-Ντνίπρ όνομάστηκε «ό δρόμος άπό τούς Βαράγκους στούς " Ελληνες», γιατί μέσω αύτού κατέβαιναν μέ τά μονόξυλά τους οί Σκανδιναυοί στή Μ αύρη Θάλασσα, άναζητώντας τόν ηλιο τού νότου καί μισftοφορική δουλειά στήν προσωπική φρουρά τού βυζαντινού Αύτοκρά τορα. " Ετσι κάποτε ό "Ολεγκ ό Βάραγκος 'ίδρυσε τό Κίεβο, τή «μητέρα τών ρωσικών πόλεων», στή δεξιά οχ{}η τού μεγάλου ποταμού. Στά νερά του βαφτίστηκαν χριστιανοί οί ύπήκοοι τού Βλαδίμηρου μετά τό 988, δταν ό «Ισαπόστολος τών Ρώσων» εκχριστιανίστηκε γιά νά παντρευτεί τήν πορ φυρογέννητη " Αννα, τήν άδελφή τού Βασιλείου τού Β' τού Βουλγαροκτό νου . . Εκατοντάδες βυζαντινοί, άνftρωπoι τών γραμμάτων, εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ζωγράφοι, μαρμαροτεχνίτες καί άρχιμάστοροι, άνέβη καν μετά τήν " Αννα τόν Δνείπερο γιά νά εγκατασταftούν στό Κίεβο, τήν «χρυσή πρωτεύουσα» πού όνομάστηκε καί «Ν έα Κωνσταντινούπολιρ>. Πρίν εγκαταλείψου με τόν άρχαίο Βορυσftένη πού εκανε εύτυχείς τούς Όλβιοπολίτες, πρέπει νά διευκρινήσουμε δτι ή σημερινή πόλη Χερσών -σπουδαίο ναυπηγικό καί λιμενικό κέντρο στίς εκβολές τού Δνείπερου, κοντά στίς μεγάλες άλυκές τού κόλπου τής Όλβίας- δέν εχει ά μεση σχέση μέ τήν παλαιά Χ ερσώνα . . Η άρχαιοελληνική άποικία Χερσόνησος, μεσαιωνική Χερσών, πού ύπήρξε ή άκριτική εύξεινοποντιακή μητρόπολη τής βυζαντινής επικράτειας μέχρι τήν κυριαρχία τών Ταταρομογγόλων στή Ν ότια Ρωσία τόν 1 30 αΙώνα , βρισκόταν άρκετά χιλιόμετρα νοτιοανα τολικότερα, δηλαδή στά παράλια τής Κριμαίας κοντά στή σημερινή Σεβα στοπόλ. . Η σύγχρονη Χερσώνα, ή σύγχρονη ' Οδησσός, δπως καί ή σύγχρονη Σεβαστούπολις, ίδρύftηκαν άπό τήν Μεγάλη ΑΙκατερίνη στά τέλη τού 1 80υ αΙώνα , άμέσως μετά τήν άνακατάληψη τών περιοχών πού βρίσκον ταν γιά αΙώνες κάτω άπό όftωμανική κυριαρχία . Η Τσαρίνα τότε εχτισε μιά σειρά μοντέρνες πόλεις, μέ βάση τά πρότυπα τού εύρωπα'ίκού νεο κλασικισμού, δίνοντάς τους όνόματα άρχαιοελληνικών καί βυζαντινών πό λεων τού Εύξεινου Πόντου. 'Έτσι, μαζί μέ τόν μαυροftαλασσίτικο στόλο πού ναυπήγησε ό ναύαρχός της Ποτέμκιν, ή ΑΙκατερίνη πραγματοποίησε ενα μεγάλο μέρος τού περίφημου «ελληνικού σχεδίου» γιά τήν επανασύ σταση τής βυζαντινής βορειοποντιακή ς ftαλασσοκρατορίας πού όραματι ζόταν ή Ρωσία. Βέβαια οί καινούριες αύτές πόλεις, κι άνάμεσά τους πρώτη ή ' Οδησσός , εγιναν κέντρα τού νεότερου παροικιακού ' Ελληνισμού. Μά γι' αύτόν ftά μιλή σουμε άργότερα. .
30 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Τό βαπόρι πού μέ μεταφέρει στήν Ρωσσία, άγκυροβολεί aτή Σεβα στούπολι», γράφει πάλι ό ' Ανδρέας ' Εμπειρίκος. «'Ύστερα άπό μιά διαμο νή όλίγων ήμερων σέ αύτή τήν ώραία πόλι τής Κριμαίας, άναχωρω γιά τά κτήματα πού άνήκαν πρό τής ' Επαναστάσεως τού 1 91 7 στούς Οείους μου. Τό Τσόργκουν, ενα χωριό κατοικημένο κατά τό ενα ημισυ άπό Τατάρους καί κατά τό άλλο άπό Ρώσσους, είναι συνυφασμένο, μέσα στή μνήμη μου, μέ πλήΟος άναμνήσεων τής παιδικής μου ήλικίας. 'Α κόμη καί σήμερα, δταν άκούω ποδοβολητό άλόγων σέ γέφυρα ξύλινη, if τόν Οόρυβο πού κάνουν τά σιδερένια στεφάνια μιας άμάξης έπί ένός σανιδώματος γεφύ ρας, βλέπω μπροστά μου τήν παλαιά ξύλινη γέφυρα, ή όποία έζευε τόν μικρό ποταμό Τσορνάγια, σέ έλάχιστη άπόστασι άπό τό σπίτι τού Οείου μου Δημήτρη, πού μέ Οερμή άγάπη καί άπειρη καλωσύνη μέ φιλοξενούσε, όσάκις πήγαινα ώς παιδί στά κτήματά του».
Ή χερσόνησος τής Κριμαίας, Ταυρική ή Σκυθική. Στά νοτιοδυτικά ή άρχαία πόλη Χερσόνησος, βυζαντινή Χερσώ ν, ή σύγχρονη Σεβαστοπόλ καί ή Μπαλακλάβα. Α νατολικότερα ή Θεοδοσία ή Καφά. Τά στενά τού Κέρτς, Κιμμέριος Βόσπορος, καί ή άρχαιοελληνική πόλη Παντικάπαιον, ό Βόσπορος τών Βυζαντινών, σήμερα Κέρτς.
Χάρτης τού 1813. Γαλλική Γεωγραφική Έταιρεία, έκδοση τών Γεωγραφικών τού Στράβωνος, Παρίσι 1814.
31 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Βρισκόμαστε πιά στόν Κιμμέριο Βόσπορο, τόν πορδμό πού ένώνει τή Μαύρη Θάλασσα μέ τήν . Αζοφική, Τά στενά του σχηματίζονται άπό τή Χερσόνησο τής Κριμαίας, δυτικά, καί τήν άπόληξη τού δεόρατου ό ρους τού Καυκάσου, νοτιοανατολικά, Στόν μυχό τής Θάλασσας τού ' Αζόφ έκβάλλει ό πλωτός ποταμός Δόν, ό Τάνα'ίς τών άρχαίων, μήκους 1 ,970 χιλιομέτρων, ' Εδώ οί έμποροι τής Μιλή του είχαν χτίσει, πέρα άπό τήν παραδαλάσσια ποταμόσκαλα Τάνα'ί, πολλά παράλια έμπορεία τά όποία συγκέντρωναν τά πολύτιμα προ'ίόντα τής πε ριοχής καί έλεγχαν τά στενά τού Κέρτς, δηλαδή τήν έίσοδο τού Πόντου, Πλούσια καί ση μαντική άποικία τού Κιμμέριου Βοσπόρου, πρωτεύου σα τού έλληνιστικού βασιλείου τού Βοσπόρου άργότερα, εδρα βυζαντινής μητροπόλεως μέχρι τά τέλη τού 60υ αίώνα, τό Παντικάπαιον, χτισμένο στή δέση τού σημερινού Κέρτς, ύπήρξε άνέκαδεν πόλη-κλειδί γιά τίς έμ πορικές, τίς δ ιπλωματικές καί τίς πολιτιστικές άνταλλαγές άνάμεσα στούς 'Έλληνες καί τούς «βαρβάρους», . Ακόμα κι δταν οί Βυζαντινοί έχασαν τόν έλεγχο τή ς ' Αζοφικής, δέν έπαψαν ποτέ νά στέλνουν δ ιπλωματικές καί έκκλησιαστικές αποστολές γιά νά καλλιεργούνε φιλικές σχέσεις μέ τούς λαούς πού κατά καιρούς κυριάρχησαν στίς εύρωασιατικές στέππες γύρω, Γιατί οί ανοιχτοί όρίζον τες, αύτές οί απέραντες στέππες, αποτελούν τόν μοιραίο διάδρομο, δηλα δή τόν μοναδικό δρόμο, πού όδηγεί από τήν Κεντρική Άσία στή Νοτιοα νατολική Εύρώπη , Έκεί πάνω λοιπόν, στά κάστρα τού Δόν, έπρεπε τό Βυζάντιο νά αναχαιτίσει τά στίφη καί τίς έφιππες όρδές τών . Ασιατών, Προσπαδώντας νά έκχριστιανίσει τούς Πρωτοβούλγαρους κι αργότερα τούς Χάζαρους, μαδαίνοντάς τους πώς νά καλλιεργούνε τή γή, πουλώντας κι αγοράζοντας προ'ίόντα κι έδίζοντάς τους έτσι στίς αρχές μιας έμπορευ ματικής-πελατιακής κοινωνίας, στέλνοντας τεχνίτες καί λεφτά γιά νά ένι σχυδεί τό αμυντικό δίκτυο τών κάστρων πάνω στό ποτάμι, ή βυζαντινή αύτοκρατορία χρησιμοποίησε κάδε μέσο γιά νά διασφαλίσει τίς στέππες, νά αποκλείσει τόν μοιραίο διάδρομο πού όδηγεί στόν Δούναβη κι από κεί στήν Κωνσταντινούπολη, καί νά έξασφαλίσει τήν παρουσία της στήν . Αζοφική, " Αλλωστε ακόμα καί τή νάφδα γιά τό «ύγρόν πύρ» α πό τίς αγορές τής ' Αζοφικής τήν προμηδεύονταν οί Βυζαντινοί. καί δίχως αύτήν ο ί δρόμωνες τού αύτοκρατορικού στόλου δά έχαναν ενα πολύ αποτελε σματικό έπιδετικό δπλο, Στόν στρατηγικό αύτό χώρο, δπου συναντιούνται δύο ήπειροι κι δπου κατέληγαν οί όρδές τών . Ασιατών καί τά καραβάνια μέ τό κινέζικο μετάξι, καταλήγει καί ό μεγάλος πλωτός δρόμος τού Βόλγα-Δόν πού έρχεται από τή Βόρεια Θάλασσα μέσω Μ οσχοβίας στόν «ζεστό νότο», 32
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ή θεά Δ ήμητρα. Τοιχογραφία τού Ιου π. Χ. αΙώ να σέ έλλ ηνιστικό τάφο. Παντικάπαιον (Κέρτς).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Σέ δλη αύ τή τή χώρα πού περιέγραψα», λέει ό . Ηρόδοτος γιά τά μέρη γύρω άπ' τήν ' Αζοφική, «ό χειμώνας είναι πολύ βαρύς. ' Οκ τώ μήνες στούς δώδεκα τό κρύο είναι άφόρη το. . Η Οάλασσα κι όλόκληρος ό Κιμμέ(ηος Βόσπορος παγώνουν κι έτσι οί ΣκύΟες περνούν τόν πάγο μέ τά άμάξια τους». , Από αύτά τά στοιχεία καταλαβαίνει κανείς γιατί οί άρχαίοι λαοί πού κατοικούσαν τά παράλια τού Εϋξεινου Πόντου δέν μπήκαν ποτέ στόν πειρασμό νά γνωρ ίσουν τήν αξενη δάλασσα τού τόπου τους . . Η ένδοχώρα ήταν τόσο πλούσια κι αύτοί τόσο αύτάρκεις, ωστε οϋτε μέ τό έμπόριο καταπιάστηκαν οϋτε κάν μέ τή δαλασσινή άλιεία καταδέχτηκαν ποτέ νά άσχοληδούν. Ίήν αφησαν κι αύτήν, δπως κι δλες τίς αλλες ένάλιες, παρά κτιες καί έμπορικές δραστηριότητες, στούς " Ελληνες. . Κατεξοχήν κτηνοτρόφοι καί γεωργοί, άλογοτρόφοι καί κυνηγοί, άλλά καί ληστές πού ζούσαν πλιατσικολογώντας τούς γείτονες, οί Σκύδες δπως καί οί Θράκες, άλλά καί οί δ ιάφοροι άσιατικοί καί σλαβικοί λαοί πού έγκα ταστάδηκαν σ' αύτά τά μέρη άργότερα, δέν είχαν οϋτε τήν έπιδυ μία οϋτε καί τίς ναυτικές γνώσεις γιά νά άνοιχτούνε στή δάλασσα. Οί μόνοι πλωτοί δρόμοι γι αύτούς ήταν τά ποτάμια. «Αύ τά είναι οί σύμμαχοί τους», δπως εϋ στοχα παρατηρεί ό . Ηρόδοτος. Αύτά ποτίζουν τίς εϋφορες πε διάδες τους, τά άπέραντα δάση. ' Από αύτά ζούν. Μ' αύτά έπικοινωνούν, ό χι μέ τόν έξω κόσμο άλλά μέ τό έσωτερικό τής χώρας τους. Ίά ποτάμια λοιπόν χαρακτηρίζουν τόν πολιτισμό τών λαών πού βρίσκονταν άκόμα σέ προ'ί στορικό στάδ ιο ά νάπτυξης, δταν έφτασαν οί πρώτοι ελληνες αποικοι κα ί κατοίκησαν ενα γύρω τά παράλια, στερώντας τούς γηγενείς όριστικά άπό κάδε δυνατότητα έπαφής μέ τή δάλασσα. Άπλουν γάρ είναι τό τε τήν Οάλατταν ταύτην καί καλείσΟαι 'Άξενον, διά τό δυσχείμερον καί τήν άγριό τη τα τών περιοικούντων έΟνών καί μάλι στα τών ΣκυΟών ξενοΟυ τούντων καί σαρκοφαγούντων εν τοίς κρανίοις έκπώμασι χρωμένων- υστερον δ' Εύξεινον κεκλήσΟαι, τών 'Ιώνων εν rfj παραλί<;t πόλεις κ τησάντων», γράφει ό Στράβων, κι είναι άλήδεια δτι, μέχρι νά τολμήσουν οί 'Άβαροι καί οί Ρώς νά παραπλεύσουν τίς άκτές μέ τά μονό ξυλά τους καί ν ά χτυπήσουν τήν Κωνσταντινούπολη, κανείς αλλος ποτέ δέν είχε βάλει τό πόδ ι του στόν Πόντο. Κι δπως χαρακτηριστικά λέει ό Άππιανός : «τών Θρακών ούτε Οαλάσσπ χρωμένων ούτε είς τά παράλια κατιόντων ύπό δέους τών έπιπλεόντων».
35 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Πρώτο
'Οθωμανική Α ύτοκρατορ ία
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ποιός μαυραι'}αλασσίτικος σορόκος ε φερε κάποτε τόν Χρήστο Δανιη λόπουλο άπό τήν πρωτεύουσα τής Όδωμανικής Αύτοκρατορίας στό λι μανάκι τού Βασιλικού, στά βορειοανατολικά της σύνορα, καί πότε, δέν είναι γνωστό. Μετρώντας άπ' τά γεννητούρια τών παιδιών του φτάνουμε στά πρώτα δύσκολα χρόνια τής δεσποτικής εξουσίας τού σουλτάνου , Αβδούλ Χαμίτ τού Β' , δταν άρκετοί " Ελληνες άναγκάστηκαν νά εγκατα λείψουν τήν Κωνσταντινούπολη. "Αλλοι βρήκαν τότε καταφύγιο στή Ρω σία, αλλοι πήγαν σέ συγγενείς στή Ρουμανία κι αλλοι χώδηκαν στίς συμπα γείς ελληνικές κοινότητες τής όδωμανικής περιφέρειας δπου ή ζωή κυλού σε ησυχα . . Η άπροκάλυπτη άχρήστευση τού πρώτου όδωμανικού συντάγματος -πού δέν πρόλαβε νά μπεί σέ εφαρμογή- δέν επηρέασε Ιδιαίτερα τόν ελληνισμό τών επαρχιών, γιατί εκεί λειτουργούσαν άκόμα οί πατροπαρά δοτοι καί άπαραβίαστοι κοινοτικοί δεσμοί. " Αλλωστε σέ πολλά μέρη, δπως καί στήν επαρχία Άγαδουπόλεως δπου ήρδε νά εγκατασταδεί ο Δανιηλό πουλος, ή παρουσία τής όδωμανικής εξουσίας περιοριζόταν σέ μερικές δεκάδες κρατικούς ύπαλλήλους κι αλλους τόσους «ζαπτιέδες» ο ί ο ποίοι τούς συνόδευαν άπό δώ κι άπό κεί. Μ ιλούσαν μάλιστα κι ελληνικά οί περισσότεροι. Ποιός δά επέβαλλε λοιπόν τήν τήρηση τού νέου συντάγμα τος καί ποιός δά τό παραβίαζε σέ βάρος τών ρωμιών ύπηκόων τού Σουλτά νου, κυρίως εδώ, στήν ' Ανατολική Θράκη, δπου άποτελούσαν τή συντρι πτική πλειοψηφία τού πληδυσμού; " Ομως, βάζοντας κάτω τούς άριδμούς, τίς χρονολογίες καί τά γεγονότα ορίζοντας κάπου γύρω στό 1 876-78 τήν εγκατάσταση τού Δανιηλόπου κι λου στόν καινούριο του τόπο, βρισκόμαστε σέ μιά άπό τίς σοβαρότερες βαλκανικές κρίσεις μέ διεδνείς επιπλοκές καί μπλεκόμαστε σέ μεγάλους μπελάδες, δπως σέ μεγάλους μπελάδες μπλέχτηκαν καί οί Θρακιώτες εκείνη τήν εποχή. Πρώτον, γιατί ά μέσως μετά τήν άνάρρηση τού Άβδούλ Χαμίτ στόν σουλτανικό δρόνο, ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος τού ' 7 7 . Τό άποτέ λεσμα ήταν ή ύπογραφή τής περίφημης εκείνης συνδήκης τού Άγίου 39 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στεφάνου, τόν Μάρτιο τού ' 7 8 , μέ τήν όποία οί Ρωσοι ύποχρέωσαν τόν νικημένο Σουλτάνο νά χαρίσει στό νέο κράτος τής Βουλγαρίας τή μισή Θράκη καί πάνω άπό τή μισή Μακεδονία. Δεύτερον, γιατί οί εύρωπα'ίκές δυνάμεις, δέλοντας νά έμποδίσουν τή Ρωσία νά γίνει ρυδμιστής τής Βαλκανικής, εσπευσαν τό καλοκαίρι τής 'ίδιας χρονιάς, στό συνέδριο τού Βερολίνου, νά συμμαζέψουν τή « μεγάλη Βουλγαρία» τού Αγίου Στεφάνου. Τήν περιόρισαν σ' ενα Πριγκιπάτο, άνάμεσα στόν Δούναβη καί στά βορινά τής πλούσιας δρακικής πεδιάδας, καί άνακήρυξαν όλόκληρη τή βόρεια Θράκη ή μιαυτόνομη όδωμανική έπαρχία μέ χριστιανό διοικητή διορισμένο άπό τόν Σουλτάνο. 'Έτσι τότε, τό καλοκαίρι τού 1 878 , δη μιουργή{)ηκε ή έπαρχία τής ' Ανατολικής Ρωμυ λίας μέ πρωτεύουσα τή Φιλιππούπολη. Τρίτον, γιατί καδώς ήταν έξ άρχής φανερό, αύτή ή ήμιαυτόνομη δρακι κή έπαρχία, πολύ σύντομα καί πολύ βίαια, προσαρτήδηκε πραξικοπη μα τικά στό κράτος τής Βουλγαρίας τό Σεπτέμβριο τού 1 885. 'Έτσι ξαφνικά μπήκαν σύνορα σ' εναν ένιαίο χωρο, οίκογένειες άποκόπηκαν, κτηματίες έχασαν τίς ίδιοκτησίες τους κι έμποροι τίς δ ουλειές τους. Τότε άρχισε κι ό άναγκαστικός έκβουλγαρισμός των Ελλήνων πού βρέ{)ηκαν μέσα στό νέο κράτος, οί δ ιώξεις, οί άπαγορεύσεις, οί είδικοί νόμοι, τό κλείσιμο των έκ κλησιων καί των σχολείων. Τέταρτον, γιατί καδώς ή Βουλγαρία δέν είχε παραιτηδεί άπό τά έδάφη πού τής χάριζε ή συνδήκη τού Αγίου Στεφάνου καί τής στέρησε ή συνfJή κη τού Βερολίνου, έβαλε πρόγραμμα τήν κατάκτηση νέων έδ αφων όργα νώνοντας τήν έπεκτατική πολιτική της σέ βάρος των έλληνικων πληfJυ σμων πού ζούσαν άκόμα κάτω άπό όδωμανική κυριαρχία. Μέ τό καλό καί μέ τό ζόρι λοιπόν, τό νεαρό βουλγαρικό κράτος χρησιμοποίησε κάδε μέσο γιά τήν πραγματοποίηση των σχεδίων του στήν ύπόδουλη Μακεδονία καί Θράκη. <
<
<
Καταλαβαίνει κανείς τί σήμαιναν ολα αύτά γιά τούς Θρακιωτες τής ύπαίδρου, άλλά καί γιά τούς κατοίκους των άστικων κέντρων, άκόμα καί γιά τούς πολυταξιδ εμένους έμπόρους η τούς καραβοκύρηδες πού, παρό λη τήν κινητικότητά τους, λίγα, έλάχιστα καταλάβαιναν άπό τή διεfJνή πολιτική στά Βαλκάνια κι άκόμα λιγότερα άπό ίστορικές συγκυρίες καί διπλωματικά παιχνίδια. πως χωρίστηκαν καί πως αύτονομή{)ηκαν ένιαία έδάφη, πως μπήκαν σύνορα-τελωνεία-δια βατήρια έκεί πού μέχρι χδές έβοσκαν οί άγελάδες τού γείτονα, πως βρέδηκαν οί « Εξαρχικοί» παπάδες μέ τά κλειδιά των έκκλησιων στό χέρι κι άπό πού ξεφύτρωσαν ολοι αύτοί οί τσαρικοί άξιω40 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ματικοί καί διοικητικοί ύπάλληλοι σέ όδωμανική έπαρχία - εστω καί «ή μι αυτόνομψ- κανείς δέν μπορούσε νά τό έξηγήσει. Πάντως γιά τήν ωρα, ό «καζάς» τής Ά γαδουπόλεως, μέ τούς 8.050 'Έλληνες, τούς 1 . 700 Βουλγάρους καί τούς 1 .250 Τούρκους κατοίκους, ε μεινε εξω άπό αύτή τήν αύδαίρετη διευδέτηση τών συνόρων. Έξακολού δησε ν' άνήκει στό «σαντζάκι» τών Σαράντα Έκκλησιών μέχρι τό καλοκαί ρι τού 1 9 1 3, δταν, μετά τό τέλος τών Βαλκανικών πολέμων, άποσπάστηκε άπό τά Μωμανικά έδάφη καί προσαρτή{}ηκε στή Βουλγαρία. Τότε πιά ή άρχαιοελληνική Άγαδούπολις όνομάστηκε Άχτοπόλ καί τό μικρό βυζαν τινό λιμάνι τού Βασιλικού μετονομάστηκε σέ Τσάροβο Γκράντ. Κι δταν άργότερα εσβησαν οί τσάροι καί οί βασιλιάδες, τό χωριό όνομάστηκε Μ ι τσούριν, πρός τιμήν ένός σοβιετικού γεωπόνου, κι ώς Μιτσούριν δά τό βρεί κανείς σήμερα στόν χάρτη. " Οταν εφτασε λοιπόν ό Χρήστος Δανιηλόπουλος στό Βασιλικό , τά σύ νορα τής Όδωμανικής Αύτοκρατορίας άπείχαν έκατοντάδες χιλιόμετρα βορειότερα. Σύνορο άκόμα τότε ήταν ό Δούναβης. 'Όμως μέσα σέ μικρό διάστη μα τό Βασιλικό βρέδηκε νά συνορεύει μέ τήν ήμιαυτόνομη έπαρχία τής Άνατολικής Ρωμυλίας (τό 1 878), κι έφτά χρόνια άργότερα (τό 1 885) μέ τό κράτος τής Βουλγαρίας. Ποιός ανεμος τόν εφερε ως έδώ ε'ίπαμε πώς δέν είναι έξακριβωμένο. Οί διώξεις καί οί χίλιες δυσκολίες πού άντιμετώπισαν οί Κωνσταντινοπο λίτες τά πρώτα χρόνια τής δεσποτικής έξουσίας τού Άβδούλ Χαμίτ 'ίσως νά ήταν ή αΙτία τής φυγής του άπό τήν πρωτεύουσα. Δέν άποκλείεται δμως νά είχε άπό παλιά δουλειές μέ τό μικρό έπίνειο πού έξυπηρετούσε τήν πλούσια άγροτοδασική περιφέρεια γύρω. Μπορεί μάλιστα νά είχε ηδη κάποια κτηματική περιουσία στήν εϋφορη δρακική πεδιάδα. 'Ή άκόμα, μπορεί ή έγκατάστασή του στό Βασιλικό, δπως καί οί τεράστιες έκτάσεις πού άπέκτησε, νά όφείλονται στόν γάμο πού εκανε γύρω στά 1 878, δταν παντρεύτηκε τήν Άναστασία Ευλογημένου. Ή Άναστασία καταγόταν άπό τή Βουλγαρική πιά Άγχίαλο (έκατό χιλιόμετρα βόρεια τού Βασιλικού, δηλαδή μιά μέρα άπόσταση μέ τό καίκι η μιά γεμάτη μέρα δρόμο μέ τό αλογο). Οί Θρακιώτες τών παραλίων, εχοντας π άντα δουλειές σ' δλο τό μήκος τής δρακικής άκτής, έξακολου δούσαν νά πηγαινοέρχονται άπό τό ενα κράτος στό αλλο παρά τίς διάφο ρες συνοριακές διατυπώσεις πού προέκυψαν μετά τό '78. Είχαν παντού συγγενείς κι έπαγγελματικά Ιντερέσα, συγχωριανούς καί συνεργάτες σ' δλα τά μαυροδαλασσίτικα λιμάνια, μεγάλα καί μικρά. Ταξίδευαν κι αυτοί σάν τούς γλάρους πού άνεβοκατέβαιναν τίς άκτές παρακολουδώντας τά 41 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κοπάδια τών ψαριών. Δ ιόλου άπίδανο λοιπόν, οί Εύλογημένοι νά είχαν άπλωδεί καί στό Βα σιλικό. Πάντως, στόν κατάλογο τών προσφυγικών οίκογενειών τού Βασι λικού, στούς «εκκαδαριστικούς φακέλλους» τής ' Ελληνοβουλγαρικής Έπιτροπής, ύπάρχουν καταγραμμένοι δυό Εύλογημένοι. Πήγαν ά ραγε μετά τόν πρώτο διωγμό τού 1 8 78, ij μετά τά φοβερά γεγονότα τής Άγχιά λου τό 1 906, ij μήπως βρίσκονταν εκεί πολύ πρίν φτάσει ό νεαρός έμπο ρος άπό τήν Κωνσταντινούπολη ; 'Όπως καί νά ' χει τό ζήτημα, γεγονός είναι δτι κάποτε, λίγο πρίν άπό τό 1 880, ό κωνσταντινοπολίτης Χρήστος Δανιηλόπουλος καί ή άγχιαλίτισ σα Άναστασία Εύλογημένου έφτιαξαν τό σπιτικό τους στό Βασιλικό. Έκεί έζησαν, εκεί πρόκοψαν, εκεί μεγάλωσαν τά δώδεκα παιδιά τους, εφτά άγόρια καί τέσσερα κορίτσια μαζί μέ τήν ' Ελένη, τήν κόρη τού άρχι εργάτη πού όρφάνεψε μωρό άκόμα άπό μάνα, τήν υίοδέτησε ή δρακιώ τισσα κυρά καί τήν άνάδρεψε μαζί μέ τά άλλα εντεκα παιδιά της. Πάντως, νά τό πούμε κι αύτό, ή μεγάλη άδυναμία τής Άναστασίας ήταν τό τελευ ταίο άπό τά εφτά της άγόρια, ό Γιάνκος, πού γεννήδηκε μιά ύγρή καλο καιρινή ή μέρα τού 1 899 λίγο πρίν άρχίσει ή άπογευματινή καταιγίδα πού ερχόταν μέ τή νοτιά.
42
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ο ί ξέν ο ι α στες μέρες
' Από τά άνατολικά παράthJρα τού σπιτιού μας εβλεπα κατάρτια, πανιά καί πολύχρωμες σημαίες ν' άνεμίζουν πάνω άπ' τήν κληματαριά. " Οταν ασπριζε ή κάμαρα κι εφεγγαν οί τοίχοι, τά ίστιοφόρα είχαν πιά καβατζάρει τούς πελώριους βράχους στήν ακρη τού κόλπου κι ερχονταν νά φορτώ σουν ξυλεία καί ξυλοκάρβουνα. 'Έστεκαν νά μαζέψουν τά πανιά μπροστά στό παρά�υρo καί χάνονταν κάτω από τίς φουντωτές κρεβατίνες τής πλατείας. Στίς μύτες τών ποδιών έγώ, τέντωνα τό λαιμό μου γιά νά τά δώ νά πλευρίζουνε, μά τό περβάζι ήταν ψηλό. Δέν εφτανα. Κουβέντες δυνατές, φωναχτά παραγγέλματα, ό δόρυβος τού κάβου, τρεχάματα, ζωηρές χαιρε τούρες περνούσαν μέσα από τά κληματόφυλλα. Κι ετρεχα τότε στό γωνι ακό ύπνοδωμάτιο, εσπρωχνα ενα σκαμνί στό παράthJρο , μά μονάχα τή βάρκα μας κατάφερνα νά δώ , δεμένη στήν ακρo�αλασσιά , στό τέλος τού κήπου. Στρωμένος ψιλό-ψιλό βότσαλο ό γιαλός γυάλιζε κι ελαμπε τίς ήλιόλου στες ή μέρες, σκούραινε κι α σήμιζε μετά τίς βροχές. Τό Βασιλικό ήταν μιά ό μορφη �αλασσινή αγκαλιά πού δέν τήν εφταναν τά πελαγίσια κύματα. Τά βράχια στήν ε'ίσοδο τού κόλπου ε σπαζαν τήν όρμή τού πόντου. " Ενα μικρό φυσικό λιμάνι στό μεγάλο ναυτικό δρόμο από τήν Κωνσταντινού πολη γιά Πύργο, Βάρνα, Κωνστάντζα, ' Οδησσό. Άπό τά δυτικά παρ άthJ ρα τού σπιτιού, πάνω από τίς μουσμουλιές καί τίς συκιές τού κήπου, εβλεπα αμπέλια, μπαχτσέδες, στάρια, κριδάρια καί δασωμένες πλαγιές. Μαύριζε ό Παππιάς απ' τά ψηλά βαΜσκιωτα δέντρα, μαύριζαν τά χωράφια μετά τόν �ερισμό, πλούσια τά χώματα, πηχτά σάν τόν πηλό. Βούλιαζαν οί ρόδες τών κάρρων πού κουβαλούσαν από τήν ανοιξη τούς μεγάλους κορμούς στίς απo�κες τού πατέρα. Βούλιαζαν οί βο'ίδάμαξες κι ετρεχαν απ' τά χωράφια οί συγχωριανοί νά βoη�σoυν. Τό καλοκαίρι πάλι, πού στέριωνε τό χώμα, κατέβαιναν βιαστικά και τριζάτα. Τρίζαν οί ρόδες στούς αξονες, τρίζανε σιδερικά καί ξύλα. 43
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στητοί καί μέ τό όπλο στόν ώμο περπατούσαν δίπλα στά ζώα οί ύλοτό μαι. Ηταν βουνίσιοι αV'δρωπOΙ, περή φανοι καί λιγομίλητοι. Κάποτε, γιά νά μέ φοβερίσει ή μάνα μου είπε πώς tJά μέ δώσει στόν Κωνσταντή, νά μέ πάει νά μ' άφήσει στό ξέφωτο μέ τά ελάφια. Κι εγώ ijtJελα ν ά κατέβω στό στάβλο νά βρώ τόν Κωνσταντή νά τόν ρωτήσω γιά τά ελάφια πού ζούνε κοντά στό χωριό του. Μά τό αφηνα πάντα γιά αλλη φορά. Κανείς δέν μιλούσε πολλά μέ τούς ύλοτόμους. ου τε κι αύτός ό μπαχτσεβάνης μας, πού είχε ευκολα τά λόγια και τ' άστεία καί τόν ακουγες άπό μακριά νά πειράζει τούς γεωργούς καί τούς ξωμάχους, ουτε κι αύτός τολμούσε νά πεί δεύτερο λόγο πέρα άπό μιά καλημέρα στούς Μπροντιβιώτες καί τούς Κωστιανούς, τίς σπάνιες φορές πού κατέβαιναν άπό τά δάση τού Παππιά μέ τά κάρρα φορτωμένα ξυλεία. τ
" Οταν ελειπε ό πατέρας κι εβλεπα κάποιο πρωί τή μάνα μου νά τριγυρ νάει ασκοπα στό σπίτι, μιά ψάχνοντας τό πλεκτό της, πού τ' αφηνε πάντα δίπλα στή μεγάλη σόμπα, μιά συγυρίζοντας τά βάζα μέ τίς μαρμελάδες, τά παστοκύδωνα καί τούς μπελτέδες, καταλάβαινα άπό τήν άνησυχία της ότι ό πατέρας ητανε στό δρόμο γιά τό σπίτι. Σκαρφάλωνα τότε στό νεροχύ τη της κουζίνας κι άπό κεί στό παρά{]υρο, καβαλούσα τό περβάζι καί κοιτούσα πέρα, π άνω άπό τά ήλιοτρόπια πού χρύσιζαν στή δύση. 'Έβλεπα τόν ηλιο νά κατε βαίνει άργά σάν τά βουβάλια πού γύριζαν στούς στά βλους, ακουγα τίς τελευταίες κουβέντες τών χωρικών πού ερχονταν ά πό τούς άγρούς, κοκκίνιζαν τά μάτια μου, μούδιαζαν τά ποδάρια μου, μά πού νά φανεί ό πατέρας. « "Αν εφυγε πρωί χτές άπό τίς Σαράντα Έκκλησιές, tJά φτάσει όπου νά ' ναι» ελεγε ό άδελφός μου στή μάνα μας, «μά αν είχε άκόμα δουλειές κι εφυγε μεσημέρι, καλά μεσάνυχτα tJά ε ρtJει.» 'Έπεφτε γρήγορα τό φώς καί βγαίναν οί μαυροντυμένες γυναίκες νά άνάψουν τά καντήλια στά εξοχικά προσκυνητάρια. Μ ιά μουρμουριστή προσευχή ερχόταν άπό τόν κάμπο. Μέσα στό πρώτο σκοτάδι της νύχτας ακουγα τά βότσαλα πού τά ξέσερνε τό κύμα ... ωσπου ... μέ επαιρνε σηκωτό ό πατέρας άπό τό παρά{]υρο, νά μ' άκουμπήσει κοιμισμένο στό κρεβάτι. Οί ήχοι της tJάλασσας, ήχοι τού εξω κόσμου. Οί ήχοι τού κάμπου, ήχοι τού χωριού μου. Ίόν εξω κόσμο τόν γνώρισα, τόν εφαγα μέ τό κουτάλι. Ίό χωριό μου ό μως τό εχασα, μά τό φυλάω καλά στά βλέφαρα τού νού μου. 44 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τό Βασιλικό. 'Ένα μαυροδαλασσίτικο χωριό , μέ διακόσια πενήντα κα λοασπρισμένα σπίτια χτισμένα στή μιά μεριά τού μικρού κόλπου , άπέναν τι στούς δεόρατους βράχους. Διακόσιες πενήντα ελληνικές οίκογένειες πού ζούσαν άρμονικά καί ησυχα. ' Η δικιά μας ήταν ή πιό πλούσια στό χωριό. ' Ο πατέρας είχε άμπέλια, κάμπους, δάση, αλογα, πρόβατα, γελάδια καί βουβάλια. 'Έκαμε εξαγωγές ξυλείας καί ξυλοκάρβουνου. τ Ηταν ό πρού χοντας εκείνης τή ς εποχής κι είχε δ ιατελέσει πολλά χρόνια κα"ίμακάμης -δήμαρχος πού δά λέγαμε σήμερα. Τά άδέλφια μου μέ τή σειρά ήταν, πρώτη ή Μάρδα, μετά ό Δανιήλ, ό Παναγιώτης, ό Σπύρος, ό Γιώργος, ό Θόδωρος, ό Άριστοκλής, ή υίοδετη μένη ' Ελένη, ή Αίκατερίνη, εγώ, ή Δέσποινα καί ή Κατίνα. Μ ιά παραδοσι ακή δρακιώτικη πατριαρχική οίκογένεια. Τό σπίτι ό που μεγάλωσα βρισκόταν στήν άρχή τού δρόμου κοντά στήν παραλία. Ή ταν δ ιώροφο. Πάνω είχε πέντε ύπνοδωμάτια, τρία ύπο δ οχής, μιά τραπεζαρία καί τήν κουζίνα. Τά μπροστινά έβλεπαν τήν πλατεία, τό λιμάνι καί τό πέλαγο. Τά πίσω, τά δέντρα τού κήπου καί τόν κάμπο. Στό βοριά δέν ύπήρχαν άνοίγματα γιά νά μήν μπαίνει ό δρακιάς τό χειμώνα. Τό ίσόγειο τού σπιτιού, παρτέρι τό λέγαμε, ήταν χωρισμένο στά δύο. Τό άνατολικό δ ωμάτιο ήταν τό καφενείο ό που έρχονταν νά ξεκουραστούν οί εργάτες πού δά έκαναν ξυλοκάρβουνα στά βουνά, οί καραβοκύρηδες πού φέρναν τά νέα άπό τόν έξω κόσμο, οί καπεταναίοι, τά πληρώματα καί οί ψαράδες. Σωζόπολη καί Μ εσημβρία, Σ εβαστούπολη, Άγχίαλος, Κέρτς, Σοκούμι, Μπατού μι, Τραπεζούντα καί Χιλή, όλη ή Μαύρη Θάλασσα περ νούσε άπό τό καφενείο. " Ησυχες κουβέντες, χαμηλόφωνες, έσβηναν πάνω στά σκούρα τσόχινα άμπέχωνα τών ναυτικών. Π ίσω άπό τό καφενείο, τό μέσα δωμάτιο ήταν τό γραφείο τού πατέρα. Τά βιβλία τής επιχείρησης, τό άρχείο τών προμηδευτών κι ά γοραστών, τό χρηματοκιβώτιο. Έδώ γίνονταν οί πληρωμές τών ε ργατών καί τών ύλοτό μων. Μ προστά στό σπίτι ήταν ή πλατεία τού χωριού πού ήταν όλη ίδιοκτη σία τού πατέρα μου. Τή μιά πλευρά της τήν έκλειναν τά παράσπιτα τού νοικοκυριού μας. ' Απ' τή δεξιά μεριά, δίπλα στό καφενείο, ήταν τό σου μοκάζανο όπου κάναμε ρακί καί οί άποδήκες μέ τά κρασοβάρελα. Στή συνέχεια, οί ά ποδήκες μέ τά γεννή ματα, οί άποδήκες μέ τά εμπορεύματα πού φέρναμε άπ' τήν Πόλη, καί τελευταίος ό στάβλος. Οί δυό κρεβατίνες στήν πρόσοψη απλωναν τά κλαδ ιά τους ως τή μέση τής πλατείας. Τό καλοκαίρι, καδώς ήταν φορτωμένες μέ σταφύλια, βάζαμε στή σκιά τους τά τραπέζια τού καφενείου. Έκεί καδόταν ό πατέρας μέ τούς φίλους του νά πιούνε τόν άπογευματινό καφέ κι ϋστερα ν' άρχίσου45
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
νε νά σιγοπίνουνε ρ ακί, πάντα μέ ψαρομεζέδες. Στά κάρβουνα ij στό τηγ άνι, στό φούρνο ij στήν κατσαρόλα, μέ ντομάτα ij γεμιστά, σαλάτα μέ λεμόνι ij ζωντανά καμιά φορά, ξεραμένα στόν ηλιο ij δ ιατηρημένα στήν α ρμη, τά ψάρια καί τά 'δαλασσινά ήταν ό βασικός, ό μόνος μπορώ νά πώ, μεζές τους. Άχώριστος φ ίλος τού πατέρα, ό καπετάν Άνέστης ταξίδευε μέ τό τρικάταρτο καράβι του στή Ρουμανία, στήν Κριμαία, στήν ' Αζοφ ική, στόν Καύκασο καί στόν Πόντο. " Οταν έπέστρεφε, αρχιζε ή ίεροτελεστία τού αύγοτάραχου. Ποτέ δέν ψώνιζε ό καπετάνιος άπό τήν άγορά. Γνώριζε Όλους τούς ψαράδες κι έκείνοι τού προμή'δευαν σπιτικό αύγοτάραχο τής έκλεκτότερης ποιότητας. Μ ιλούσε γιά τούς Λιποβένους πού ζούνε στό Δέλτα τού Δούναβη, γιά τά νταλιάνια στίς έκβολές τού Δνείπερου , γιά τό χαβιάρι πού τού έφερε πεσκέσι ενα ναυτόπουλο άπό τό Μ πακού κι έτσι περνούσε ή νύχτα καί φεύγανε άξημέρωτα μέ τόν πατέρα γιά ψάρεμα. Πολλές φορές παίρνανε καί μένα μαζί στή βάρκα, βγαίναμε τό χάραμα στό πέλαγος, άγκυροβολούσαμε στίς ξέρες καί σέ λιγότερο άπό μιά ωρα έπι στρέφαμε μέ τά δίχτυα γεμάτα. 'Ένα μέρος τής ψαριάς έμπαινε άμέσως στή σχάρα γιά νά συνοδέψει τό ρακί τών ψαράδων. 'Ύστερα βάραινε ή κου βέντα, βάραιναν ο ί κινήσεις, ήταν ή ω ρα τής γλυκειάς κούρασης. ' Εγ ώ παρακολου'δούσα μαγεμένος τό νερό μέσα στούς ναργιλέδες τους. 'Έκανε φούσκες, χοροπηδούσε, κιτρίνι ζε Όσο περνούσε ή ωρα. Τού καπετάν Άνέστη πιό γρήγορα, τού πατέρα πιό άργά. Μ ιά μέρα πού τέλειωσαν τόν άργιλέ κι έφυγαν άφήνοντας τά μαρκού τσια στίς καρέκλες, βρήκα τήν εύκαιρία νά δοκιμάσω καί γώ τούτο τό 'δαύμα πού ζέσταινε τό δωμάτιο σκορπώντας μιά γλυκόξινη, ίδιότυπη εύ ω διά. Π αίρνω τό μαρκούτσι, ρουφάω, ξαναρουφάω, βλέπω περήφανος τίς φούσκες -κίτρινες άπό τή νικοτίνη- ρουφάω μιά γερή καί πέφτω άπ' τήν καρέκλα κάτω λιπό'δυμος. Είδε κι έπα'δε ή μάνα μου νά μέ συνεφέρει άπ' τή ζαλάδα καί τόν κεφαλόπονο. - Πά! Πά! Γιανκούλη λωλόπαιδο, τί πήγες πάλι κι έκαμες, έλεγε κά'δε φορ ά πού μού αλλαζε κομπρέσα, καλά πού 'δά φύγει αύ ριο ό πατέρας σου καί 'δά ξεχαστεί τό πρ άγμα, είπε μ' εναν τόνο χα'ίδευτικό στή φωνή της μόλις ανοιξα τά μάτια μου. Μ' άγαπούσε πολύ. 'Ή μουν τό τελευταίο άγόρι της καί μού είχε άδυναμία. - Μά πού 'δά πάει πάλι ό πατέρας, μουρμούρισα, δίχως νά είμαι σίγου ρος αν πρέπει νά χαρώ πού 'δά φύγει ij νά στενοχωρη'δώ πού 'δά ' πεφτε πάλι στό σπίτι έκείνη ή νευρικότητα ωσπου νά τόν δούμε νά φανεί πίσω άπ ' τίς φτέρες στήν πέρα στροφή τού δρόμου. 'Ήτανε δύσκολο, λένε, τό 46
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δάσος ωσπου ν' άρχίσει ό κάμπος τών Σαραντα Έκκλησιών. Είχε ληστο συμμορίες καί ρέμπελους πού κρύβονταν σέ πυκνές τούφες, άπάτητες. Είχε καί κάτι παράξενους βρ άχους στό ξάνοιγμα, κάτι μικρά φαράγγια, κάτι σπηλιές - σωστές παγ ίδες. ' Ηταν καί τά βουλγαροχώρια πού είχαν ξεσηκωδεί καί φώναζαν δτι τά μέρη μας είναι δ ικά τους κι έπρεπε γι αύτό νά πάμε μέ τή Βουλγαρία. Κι έπιαναν ταξιδιώτες καί τούς έβαζαν μέ τό ζόρι νά ύπογράψουνε πώς είναι τάχα έλληνόφωνοι Βούλγαροι κι ϋστερα τούς παίρναν τό πουγγί γιά τόν άγώνα καί τήν ενωση. Τέτοια περιστατικά ειχανε γίνει τρία-τέσσερα. Ε'ίχανε δυσκολέψει οί δρόμοι. - Θ ά πάει στήν 'Αδριανούπολη, Γιάνκο μου, δά λείψει δυό έβδομάδες. Μά δά γυρίσει πρίν άρχίσει ό δερισμός. Λείπει βλέπεις κι ό Δανιήλ». " Α! ό Δανιήλ. Πόσο τόν δαύμαζα. Τόν δυμάμαι νά φεύγει γιά κυνήγι καβάλα στόν Τζαπόν, ενα ασπρο πανέμορφο αλογο πού τό περιποιότανε μόνος του. Κανείς δέν έπρεπε νά τό πλησιάσει. Χλιμίντριζε αύτό, τίναζε τή χαίτη του καί, μόλις έκλεινε ό Δανιήλ τήν πίσω πόρτα τού κήπου καί πη δούσε στήν πλάτη του, χόπ ξεκίναγε κορδωτό-κορδωτό, στητό σάν τ' αφεντικό του πού άνεβοκατέβαινε ρυδ μικά στή σέλα. Βυσσινί φέσι φορούσε ό Δανιήλ κι έ βαζε τριγύρω ενα ασπρο κολλαρι στό πανί σάν σκιάδι, δπως αυτά πού φορούν στήν έρημο. Τρέχανε μπρο στά τά σκυλιά, γυρνούσανε πίσω, τρέχανε πάνω-κάτω δίπλα στ ' αλογο κι ϋστερα χ άνονταν δλοι μαζί στήν αρχή τού δάσους. Ήταν ό μεγάλος μου αδελφός. Δέν πήγε στήν Π όλη νά σπουδάσει, δπως ό Π αναγιώτης, γιά νά μείνει στό Βασιλικό νά βοηδάει τόν πατέρα. Μά τού αρεζε περισσότερο ή καλή ζωή παρά ή έργασία. Άγαπούσε πολύ τήν έπίδειξη, τό καλό ντύσιμο, τό κυνήγι, τ' ακριβά δπλα. Τελευταία σύ χναζε στήν Ά γαδούπολη, γιατί είχε βάλει στό μάτι τήν κόρη τού καπετάν Στέλιου Μακρίδη πού σπούδαζε ακόμα στό Ζά ππειο, στήν Κωνσταντινού πολη, αλλά καλοκαίρι τώρα καί τό κορίτσι ητανε πίσω στό χωριό. Πού μυαλό γιά δουλειά ό Δανιήλ. Μετά τών ' Αγίων Άποστόλων αρχιζε ό δερισμός. 'Άντρες, γυναίκες, μαντηλοδεμένοι δλοι, δ ούλευαν από τά ξη μερώματα στά χωράφια. 'Έπρε πε νά δ ερίσουν καί ν ά κουβαλήσουν τήν παραγωγή στό αλώνι, νά κάνουν μεγάλες δη μωνιές, νά βάλουν αλλού τό σιτάρι, αλλού τό κριδάρ ι, τά ρεβύ δ ια, τή φακή, τά κουκιά. 'Αφού αποδήκευαν δλα τά αγαδά, καδά ριζαν εναν κυκλικό χώρο, τόν αλειφαν μέ λάσπη γιά νά μήν σκορπίζεται τό χώμα, αφηναν νά στεγνώσει καλά ή λάσπη κι αρχιζαν τό αλώνισμα μέ τίς δουκά νες. 47
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Δουκάνες ήταν κάτι χοντρ ά καί μακριά σανίδια, φαρδιά ως μισό μέτρο. 'Από κάτω είχαν τσακμακόπετρες μυτερές καί κοφτερές. Μπροστά έδε ναν τά χάμουρα καί τ ά περνούσαν στό ζυγό τών ζώων. Τά ζευγάρια έ φερ ναν βόλτα τ' άλώνι. 'Έσερναν τή δ ουκ άνα πάνω στά δεμάτια τά στάχυα. 'Έ πεφτε ό βαρύς καρπός κι έ μενε τό έλαφρό αχυρο άπάνω. Αύτό προορι ζόταν γιά χειμωνιάτικη ζωοτροφή. Κατόπιν έβγαζαν ζώα καί δουκάνες άπό τ ' άλώνι, μάζευαν τά κομμένα σπαρτά στό κέντρο τού κύκλου, τρα βούσαν στήν ακρη τίς άχυροκαλαμιές καί περίμεναν. Μόλις έ πεφτε ό ηλιος αρχιζε ό σορόκος καί μέ τόν σορόκο αρχιζε τό λίχνισμα πού ξεχώριζε τόν καρπό άπό τό ψιλό αχυρο . . Ο πατέρας έκανε πάντα τρία άλώνια γιατί είχε πολλά χωράφια. Στό ενα έβαζαν αλογα νά τραβούνε τή δουκάνα. 'Ή τανε ζώα της δουλειάς, γερά, καί πηγαίνανε γρήγορα. Έγώ , τόσος δά , καδόμουνα πάνω στή δου κάνα καί στριφογύριζα μαζί μέ τ' αλογα τσιρίζοντας άπό φόβο καί χαρ ά. Στό αλλο άλώνι βάζανε βουβάλια, πελώρια, βαριά καί δυνατά. Στό τρίτο ζεύανε τίς άγελάδες. Αύτές ό μως πήγαιναν πολύ άργ ά καί δέν κοβότανε τό αχυρο. Μάς βάζανε λοιπόν π άνω στίς δουκάνες γιά νά βαρύνουνε καί νά πηγαίνει γρηγορότερα ή δουλειά. Μέ παιδικά γέλια καί φωνές δούλευε τό τρίτο άλώνι. Κι όταν τέλειωνε κι αύτό, πη δ ούσαμε στούς άραμπάδες πού πηγαινοέρχονταν γεμάτοι-αδειοι μεταφέροντας τά γεννή ματα στίς άποδηκες καί τούς άχυρώνες. Τού Σταυρού αρχιζε ό τρυγητό ς. Τίς δύο βδομάδες πού διαρκούσε όλος ό κόσμος βρισκόταν σέ κίνηση. Σωστή γιορτή στά κτήματα, βλέπεις, ή δουλειά δέν είναι τόσο βαριά σάν τό δέρος. Μικροί, μεγάλοι τρυγούσαν τραγουδώντας. Γέμιζαν τά καλάδια τους καί τά πήγαιναν σ' ενα μεγάλο βαρέλι. Τό κάδε άμπέλι είχε κι άπό ενα τέτοιο βαρέλι. Μέσα σ' αύτό έ μπαιναν ο ί πατητάδες κι έτσι γινόταν μού στος άνακατωμένος μέ σταφύλι. " Αδειαζαν τά βαρέλια σ' εναν κάδο μέ ρόδες πού τόν έσερναν αλογα η βόδ ια, τόν πήγαιναν στίς ά πο{}ηκες τού χωριού καί τόν αδειαζαν στίς βαρέλες έκεΙ Στό δρόμο άπ' τόν κάμπο στό χωριό, πάνω σ' ενα ϋψωμα άπ' ό που μπορούσες να έλέγξεις όλους τούς δρόμους, έ στηναν οί κρατικοί φοροει σπράκτορες ενα τσαρ δάκι μέ ξύλα καί κλαδιά. " Ολοι οί κάδοι έπρεπε νά περάσουν άπό κεί. Καλαδούνες καί καλάδ ια ζυγίζονταν στό καντάρι. Κι ουτε ό " Αγιος Τρύφωνας, ό προστάτης τών άμπελουργών, ουτε ό " Αγιος Μόδεστος, προστάτης τών γεωργών, μπορούσε νά φυλάξει τούς φτωχούς άπό τήν καταγραφή στά τούρκικα τεφτέρια. Μά τό γλέντι, γλέντι. Μέ φωνές καί πειράγματα ύποδέχονταν ο ί έργάτες τού πατέρα τά 48
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
στολισμένα ζώα πού έ φδαναν μέ τούς άδειους κάδους στ' άμπέλια. Φούν τες κόκκινες καί χρωματιστές κορδέλλες τά βουβάλια , κουδουνάκια καί χάντρες γιά τό μάτι τά βόδια, μπιχλιμπίδια καί λουλούδια τ' αλογα. Κέφι τρελό. «' Ο Διόνυσος ήτο Θράξ », έλεγε ό πατέρας γελώντας κάτω άπό τίς μουστάκες του, Όταν έβλεπε τόν μπαχτσεβάνη μας νά χορεύει ξυπόλυτος μέσα στό βαρέλι. " Ω σπου νά τελειώσει ό τρύγος νά μπεϊ ό 'Οκτώβριος , καί ν' άνοίξει τό σχολείο, ό μούστος είχε πάρει τή βράση του. Ίόν τραβούσαν άπ' τίς βαρέ λες, τόν άποδήκευαν στά κρασοβάρελα καί τόν αφηναν γιά ν ά γίνει κρασί. 'Έ μεναν τά τσίπουρα. Ίότε δ ούλευε τό σουμοκάζανο δυό-τρεϊς μέρες καί τό ρακί τής χρονιάς ήταν ετοιμο. Οί μέρες μίκραιναν, μεγάλωναν οί νύχτες, τρίζαν τά ξύλα στίς σόμπες τού σπιτιού, τέλειωναν ο ί κυριακάτικοι χοροί στήν πλατεία, τέρμα τά κο λύμπια κι ο ί βουτιές άπ' τά μεγάλα βράχια, ο ί γλάροι έφευγαν γιά πιό ζεστά μέρη, φούντωνε τό πέλαγος καί σκέπαζε τό γλαρονήσι. « 'Ύπουλες είναι οί πέτρες στ' άνοιχτά τού κόλπου», έλεγε βρεγμένος ως τό κόκκαλο ενας καπετάνιος άπ' τόν Καύκασο, ρουφώντας τό ρακί άπό τό μπουκάλι. « 'Ύφαλοι, σωστοί πνίχτες», έλεγε καί ξανάλεγε κατεβά ζοντας τό δυνατό ποτό. « Θ ά κ άρφωνα τό καράβι στή μέση τής δάλασσας - κι αν έχω γυρίσει δάλασσες καί νερ ά . Ε'ίκοσι χρόνια στό τιμόνι, πλήν τέτοια ταρ αχή δέν έχω τύχει άλλού. Βάλτε, χριστιανοί, εναν φ άρο, ενα σήμα, κ άτι, νά μήν πηγαίνουν ακλαφτα τά παιδιά τού κόσμου ». Ίό γλαρονήσι βρισκόταν άπέναντι άπό τό στόμιο τού λιμανιού, πεντα κόσια μέτρα άνοιχτά στό πέλαγος. 'Όταν είχε φουρτούνα τά κύματα τό σκέπαζαν τελείως, μά Όταν ανοιγε ό καιρός καί γυρίζαν ο ί γλάροι, τό ξανάβρισκαν γυμνό νά βγαίνει μόλις ενα μέτρο πάνω άπό τή δάλασσα. Κάδονταν κοπαδιαστά λοιπόν στή ράχη του κι ασπριζε πάλι ό τόπος. Στίς πέτρες γύρω στή νησίδα κι ως τόν βυδό φύτρωναν αύριά - χόρτα τής δάλασσας-κι εκεί έβρισκες τά ώραιότερα δαλασσινά. Μύδια, στρείδια, λουπάδες καί προπάντων τσαγανούς καί παγούρια. 'Όταν είχε δ αλασσο ταραχή, τά κύματα παρασέρναν μικρά ψαράκια πού έμεναν στίς σχισμές τών βράχων. 'Έτσι ο ί γλάροι είχαν εϋκολο κι εκλεκτό ψάρι. Άπό κεί ξεχύ νονταν στίς πόχες. Πόχες ήταν τά δίχτυα πού έβαζαν οί ψαράδες μεσοπέλαγα πάνω στά περάσματα τών τσίρων πού έρχονταν άπό τό στόμα τού Βοσπόρου κι άκολουδώντας τά ρεύματα άνέβαιναν ως τίς εκβολές τού Δούναβη, στίς ρηχαδιές άνάμεσα στούς βραχίονες τού ' Αγίου Γεωργίου καί τού Σουλινά. 49
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Από τ' άνοιχτά τής Λαφίνας καί τού Συριγιώτη, δέκα μίλια νοτιανατο λικά τού Βασιλικού, ως τήν Πορτο βιζώ, δέκα-δώδεκα μίλια στά βορινά, δλες ο ί πόχες ήταν Βασιλικιώτικες. 'Έβγαιναν τά άλιευτικά, εριχναν τίς παγίδες τους στά περάσματα, τίς αφηναν κι εφευγαν . .. Οταν επέστρεφαν τήν επομένη, εβρισκαν τίς πόχες γεμάτες τσίρους. Τό κα'δάρισμα γινόταν στήν άκρογιαλιά. 'Ύστερα γέμιζε ή παραλία τσίρους. Δέκα -δέκα τούς εδε ναν καί τούς απλωναν σέ κάτι μακριά ξύλα γιά νά μείνουν νά ξερα'δούν στόν ηλιο. Μ ετά αρχιζε τό ψάρεμα τής παλαμίδας. Δυό-δυό βγαίναν τό σούρουπο οί άλαμάνες μέ τούς φανούς στήν πλώρη σβηστούς. Κωπηλατούσαν ως τά βα'διά νερά κι αραζαν άρόδο, μιά άλαμάνα άπ' εξω-μιά άπό μέσα, αναβαν τά πυροφάνια καί περίμεναν. Πανιά δέν είχαν, άλλά στό μέσο τής ψαρό βαρκας ύπήρχε ενα κοντό κατάρτι δπου άνέβαινε ό καπετάνιος γιά νά δεί τά κοπάδια νά ερχονται. Οί ψαράδες καιροφυλακτούσαν. Μόλις ακουγαν τό πρόσταγμα καλά ρανε τά πλεμάτια τους καί, κα'δώς πέφτανε τά δίχτυα άπό τίς άντικρυστές βάρκες, κύκλωναν τό κοπ άδι. Τά χαράματα δλο τό χωριό βρισκόταν στό γιαλό. 'Έπρεπε νά κα'δαρι στεί τό ψάρι, νά γίνουν ο ί γάροι πού ήταν ό πιό άκριβός ψαρο μεζές, νά ύπολογιστούν τά μερτικά τής ψαριάς, νά πάρει τά μισά ό καραβοκύρης, τρία μερίδια ό καπετάνιος, άπό ενα οί κωπηλάτες καί νά χωριστεί τό μέρισμα γιά τό ταμείο τής Έκκλησιαστικής Έ πιτροπής πού συντηρούσε τό δη μοτικό σχολείο. , Η ψαρική ετρεφε δλα τά παράλια τής Μαύρης Θ άλασσας μά στά μέρη μας ητανε σωστή εύλογία. 'Από τό άκρωτήριο τής Μήδειας μέχρι τήν 'Αγα'δούπολη καί τό Βασιλικό, κι άπό τό Βασιλικό ως τή Σωζόπολη , τή Μεσημβρία καί τή Βάρνα, μαύριζε ή 'δάλασσα άπό τούς τσίρους, τήν ά'δε ρίνα, τό χαψί, τά συάκια, τίς σαρδέλες, τά σαφρίδια καί τήν παλαμίδα. 'Ανέβαιναν γιά τόν Δούναβη, γεννούσαν στίς εκβολές του καί παίρναν ξανά τό δρόμο τής επιστροφής. Τότε αρχιζε τό δεύτερο ψάρεμα, πολύ μικρότερο σέ ποσότητα άλλά πολύ άνώτερο σέ ποιότητα. Οί τσίροι έίχανε γίνει .σκουμπριά καί ο ί παλαμίδες λακέρδες.
'Ένα καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, πού εβρεχε κά'δε άπόγευμα νωρίς, μόλις πέφτα με γιά ϋπνο, μιά βροχή βαριά μέ στάλες χοντρές κι άραιές -είχα τελειώσει τή δευτέρα δημοτικού ; ναί, ήταν τό καλοκαίρι τού 1 906 εγινε ενα παράξενο πράγμα. τ Ηρ'δαν φτεροκοπώντας μέ Μρυβο δυό γλά ροι σπίτι μας καί φώλιασαν στά κεραμίδια. 50
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Παναγία μου βοήδει μας» , είπε ή μάνα μου οταν ετρεξα χαρούμενος νά τής τό πώ, «μήν είναι τίποτε κακό ση μάδι τά πουλιά , είδα κι ενα ασκη μο όνειρο άπόψε » . Πήγε στό μπροστινό παράδυρο, κάρφωσε τά μάτια της στό πέλαγος καί περίμενε. " Οταν σκοτείνιασε πιά, τράβηξε τά παραδυρό φυλλα κι είπε σάν νά συνέχιζε τήν κουβέντα μας : « Γ ιατί δέν πάνε στό νησί τους άπέναντι, τί ζήλεψαν στά κεραμίδια μας;» Το μπρίκι πού στ άδηκε στό εμπα τού λιμανιού, τό μεση μέρι τής έπό μενης ή μέρας, ερχόταν άπό τήν Άγχίαλο. Συννεφιασμένος μπήκε ό πατέρας στήν τραπεζαρία. Τόν άκολουδ ού σε ενας αντρας ψηλός, άναμαλλιασμένος κι άνταριασμένος. Μόλις τόν είδε ή μάνα, ετρεξε πρός τό μέρος του μέ τήν πιατέλα στά χέρια. « Θ όδωρε, πότε ήρδες Θόδωρε, τί εχεις, τί εγινε» , φώναζε, προσπαδώντας νά βρεί κάπου ν' άκουμπήσει τό φαγητό , μά φαινόταν σάν νά είχε χάσει τό τραπέζι άπό μπροστά της. " Οταν τής πήρε ό πατέρας τήν πιατέλα, επεσε στήν άγκαλιά τού ξένου καί αρχισε ν ά κλαίει μέ άναφυλλητά. 'Ύστερα κλείστηκαν κι ο ί τρείς στήν κρεβατοκάμαρα καί μείς μείναμε βουβοί στό τραπέζι. «Είναι ό μικρός άδελφός τή ς μαμάς» είπε ή Μάρδα καί σηκώδηκε. 'Έβαλε φαγητό σέ δυό πιάτα κι εστειλε τά κορίτσια στό δωμάτιό τους. Κατόπιν γύρισε σέ μένα. « Γ ιάνκο ή σειρά σου » είπε. Μέ σήκωσε μέ τό ζόρι καί μ ' εσυρε ως τό κρεβάτι μου. «Δέν δά κουνηδείς αν δέν ερδω » φώναξε κλείνοντας τήν πόρτα. 'Ύ στερα εγινε ήσυχία. Οϋτε εβρεξε εκείνο τό άπόγευμα. Μέτρησα ως τό χίλια. Μία, δύο, τρείς, πέντε φορές. Κάδε χιλιάδα πήγαινα στήν πόρτα, εβαζα τό αύτί μου στό ξύλο, εκλεινα τά μάτια μου γιά να συγκεντρωδώ , μά δέν άκουγόταν τίποτα. Θ ά είχα φτάσει πιά στίς τριάντα χιλιάδες , οταν ξαφνικά ακουσα βήματα στό σαλόνι. Κάποιοι ήρδαν, πόρτες ανοιξαν κι εκλεισαν, ό πατέρας μιλούσε χαμηλόφωνα, ϋστερα ϋψωσε κάποιος τή φωνή του, «σφαγή » είπε, «πρόκειται περί εγκλήματος». Βήματα καί μπερ δεμένες φωνές, «σφαγή » μόνον ξεχώριζα, κι ϋστερα ε φυγαν κι εγινε πάλι ήσυχία. Νύχτωνε οταν ακουσα τούς γλάρους νά ' ρχονται. ' Ο κρωγμός τους μέ εκανε νά πεταχτώ εξαλλος άπό φόβο. " Ανοιξα τήν πόρτα, διέσχισα βολίδα τό χώλ καί τήν τραπεζαρία κι επεσα πάνω στή μάνα μου πού στεκόταν άκίνητη μπροστά στό είκονοστάσι. «Μάνα οί γλάροι», φώναξα, «οί γλάροι» . Χώδηκα στή φούστα της κι οσην ωρα μού μιλούσε δέν σήκ ω σα τό κεφάλι νά τή δώ. «Μήν φοβάσαι τά πουλιά Γ ιανκούλη μου, δέν κάμουν αύτά κακό. Στήν πατρίδα μου ζούνε κοντά στούς άνδρώπους, στά σπίτια μας. Καδώ ς γυρ νούνε τήν ανοιξη ερχονται κατευδείαν στίς στέγες καί χώνονται στά κερα51
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
μίδια. Κά{}ε ζευγάρι γυρνά πάντα στό ϊδιο σπίτι, ξαναχτίζει τή φωλιά του καί κάνει δυό γλαρόπλα. Γλαρούπολη τή λένε οί ξένοι τήν Άχελώ, τόσα πολλά γλαρόνια εχει. » Είναι ο ί ψυχές τών συντρόφων τού Άχιλλέα πού φρουρούν τό μνήμα του σέ μιά {}αλασσινή ράχη στό στόμα τού Δ ούναβη , μάς ελεγαν στό σχο λείο. Πλη{}αίνοντας μέ τόν καιρό, άπλώ{}ηκαν στά γειτονικά παράλια καί σέ Όλο τόν Εϋξεινο Πόντο. Βλέπεις έδώ εχουνε τό γλαρονήσι γιά όρμητή ριο. Στό γλαρονήσι φωλιάζουνε , στό γλαρονήσι γεννιούνται τά γλαρόπλα. Δ έν φτιάχνουνε φωλιές στίς στέγες τού χωριού Όπως κάνουνε στήν πατρί δα μου. Γι αύτό έχτές πού ήρ{}ε τό ζευγάρι στά κεραμίδια μας μού φάνηκε σά νά ' ρ{} ε ά π' τήν Άγχίαλο. Μά ' Ιούλιο μήνα γιατί ν' άφήσουνε τή φωλιά τους καί νά ' ρ{}ούν σέ ξένο τόπο. 'Έβαλα κακό μέ τό νού μου κι άνησύχη σα. Σ τόν ϋπνο μου ε βλεπα τή βάβω σου νά φτιάχνει λαλάγκια καί μείς, παιδιά, νά τ' άρπάζουμε από τό τηγάνι καί νά τά βουτούμε στό πετμέζι' εβλεπα τόν πατέρα μου νά τρέχει κατά τούς μύλους βαστώντας τό κουπί τής βάρκας μας στό χέρι κι ετρεχα κι έγώ από κοντά νά πάω στό μοναστή ρι τού ' Αγίου Γεωργίου πού καιγότανε, μά δέν μπορούσα νά κουνήσω από τή {}έση μου, οϋτε νά φωνάξω οϋτε νά μιλήσω. 'Έβλεπα στρατιώτες στά αμπέλια μας, αγριεμένους καβαλάρηδες νά φεύγουν κατά τό μοναστήρι κι ήταν, λέει, τό σπίτι αδειανό , τά λαλάγκια καμένα στό τηγ άνι... » Κι ήρ{}ε ό Θ όδωρος καί βγήκανε τά Όνειρα αλή{}εια. Κακό μεγάλο εγινε, κακό μεγάλο. τ Ηρ{}ε στρατός κι έχάλασε τά σπίτια μας κι ε φυγαν πρώτα οί γλάροι. Πάει ή Άχελώ Γιανκούλη μου, πάνε τά σπιτικά μας ... » Μήν τά φοβάσαι τά πουλιά. 'Απ' τά κεραμίδια τού παππού σου ηρ{}α νε. Δ έν είναι ξένα» . ' Ο {}είος Θ εόδωρος εφυγε ξη μερώματα γιά τήν Άδριανούπολη. Θ ά πήγαινε στό ' Ελληνικό Προξενείο νά ζητήσει νά μπεί έ{}ελοντής σέ αντάρ τικο σώμα Μακεδονομάχων , μού είπε ό Ά ριστοκλής πού κρυφάκουγε Όλη νύχτα πίσω από τήν πόρτα τής μεγάλης σάλας. Δ έν τόλμησα νά ρωτήσω τίποτα αλλο. 'Ένιω{}α πώς πρέπει νά φροντί σω τούς γλάρους πού μάς είχε στείλει ό παππούς απ' τήν Άγχίαλο. Τούς βάφτισα κιόλας. Ή ταν ό Άχιλλέας καί ή Άχελώ. Τούς εβαζα κά{}ε μέρα ψωμί, τούς μιλούσα, κι ετσι, μ' αύτόν τόν τρόπο, βοη{}ούσα κι έγώ. Τήν αλλη ανοιξη δέν γύρισαν οί γλάροι κι έγώ τούς ξέχασα. Μέσα στήν εξαψη τού ταξιδιού πού μού είχε ύποσχε{}εί ό πατέρα κι είχε φτάσει πιά ή ωρα, τίποτα αλλο δέν μ' απασχολούσε. Θ ά πηγαίναμε στό Κωστί, στούς , Αναστενάρη δ ες. , Η αναμονή ήταν ανυπόφορη. Παιχνίδια όργάνωνα, αταξίες εκανα μπό λικες, ήσυχία δέν είχα, μά ό ηλιος εμοιαζε σάν νά είχε ξεχάσει νά δύσει. 52
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Ατέλειωτες οί μαγιάτικες μέρες.
Παραμονή Κωνσταντίνου καί ' Ελένης ξεκινήσαμε. Στήν πρώτη άμαξα ήταν ή μάνα μας μέ τά κορίτσια. ' Ακολου1'10ύσαν ο ί άμαξες τού Δανιηλίδη, τού Κωνσταντινίδη καί τού Γερακόπουλου. Κατόπιν ερχονταν οί άραμπά δες φορτωμένοι μέ τίς πολυμελείς οίκογένειες αλλων συγχωριανών. Μ προστά πήγαινε ό πατέρας. Μέ είχε πάρει μαζί του στ ' αλογο νά μού δείξει τά δάση τού Π αππιά. Σέ λίγο ά φήσαμε πίσω τό καραβάνι καί χω{}ή καμε στά κρυφά μονοπάτια. Ψ ηλές λευκόκορμες όξυές, καστανιές καί σημύδες, πυκνά φυλλώματα, λαγοί κρυμμένοι στίς μισοφωτισμένες λόχμες, σκίουροι στά σύδεντρα, νυ φίτσες μέσα στούς 1'1άμνους, πηγές, ρυάκια, τρεχούμενα νερά παντού. Ηχοι μακρινοί, Μρυβοι παράξενοι, κρότοι άνεπαίσ{}ήτοι. Σ' ενα ξέφωτο τό αλογο τινάχτηκε. ' Ακούστηκε μιά τουφεκιά κι ϋστε ρα αλλη κι αλλη. « ' Ησυχα ' Ηρακλή » , είπε ό πατέρας χα'ίδεύοντας τόν λαιμό τού ζώου. Μά κα1'1ώς έσκυψε, ακουσε τούς χτύπους τής καρδιάς μου καί γέλασε μέ τήν ψυχή του. « Είναι ο ί ύλοτόμοι μας Γιάνκο, ο ί Κωστιανοί καί ο ί Μ προντιβιώτες, ούδείς φόβος. Ξυλεύουν τάς δρύς» . Διασχίσαμε τό δάσος πού άντιλαλούσε άπό τόν ξερό κρότο τών τσε κουριών καί στα{}ήκαμε νά έπι1'1εωρήσουμε τό έργοτάξιο. " Οσην ωρα μιλού σε ό πατέρας μέ τόν άρχιεργ άτη μας μάζευα μανιτάρ ια' όταν ήρ1'1ε ή ωρα γιά νά ξεκινήσουμε, τά εχωσα στίς τσέπες μου καί φύγαμε καλπάζοντας γιά νά προλάβουμε τήν πομπή έξω άπό τό Κωστί. Έλάφια πού μού ' λεγε ή μάνα μου δέν είδα, μά 1'1ά ρωτούσα τώρα στό χωριό. Οί Κωστιανοί, είδοποιη μένοι ότι καταφ1'1άνει ή οίκογένεια τού μεγάλου άφεντικού άπό τό Βασιλικό, είχαν βγεί όλοι στήν έίσοδο τού χωριού γιά τήν ύπο δοχή. Μόλις φάνηκε ή πρώτη άμαξα αρχισε ή γκά'ίντα καί τό τουμπελέκι. 'Ύστερα μάς πήρανε στά σπίτια τους νά ξαποστάσουμε άπό τόν δρόμο, κι άπό κονάκι σέ κονάκι γυρίσαμε όλο τό χωριό. Μ ετά τήν έκκλησία ξεκινήσαμε γιά τό ' Αγίασμα τού ' Αγίου Παντελεή μονα. Έκεί 1'1ά γινότανε τό πανηγύρι. ' Ο πατέρας είχε στείλει πεσκέσι εξι άρνιά, οί Μπροντιβιώτες είχαν βάλει τά κατσίκια, οί Κωστιανοί τό κουρ μπάνι - ενα ασπρο μοσχάρι - τό κρασί, τό ρακί καί τή φιλοξενία. Μόλις ροδοκοκκίνισαν τά σφαχτά στίς σούβλες, αρχισε τό φαγοπότι. Τό τουμπελέκι δυνάμωσε. Οί νέοι τού χωριού σηκώ1'1ηκαν, χαλάσανε τίς 1'1ράκες, φέρανε φτιαριές άναμμένα κάρ βουνα κι άρχίσανε νά στρώνουν μ' α ύτά εναν πυρακτωμένο δρόμο. Μ ιά γερόντισσα πετάχτηκε πάνω. 'Έβγα λε μιά κραυγή σάν άγριεμένο αλογο καί χτυπώντας χέρια-πόδια, άργά καί
τ
53
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ρυδμικά, εφερε βόλτα γύρω-γύρω τή φωτιά . Ίήν άκολούδησαν πέντε-εξ ι γυναίκες. Σήκωναν τό κεφάλι τους στόν ούρανό, εσερναν τήν κραυγή σάν δυνατό χλιμίντρισμα καί τραγου δ ούσαν «6 Κωνσταντίνος 6 μικρός, 6 μι κροκωνσταντίνος» . Ίό τουμπελέκι δυνάμωνε. Κάδε τόσο τιναζόταν κι ενας ξυλοκόπος από τήν παρέα μας κι εμπαινε στόν κύκλο. «Δώδεκα δίπλες 6 χορός, δεκαοκτώ παλαίστρες» . Σέ μιά στιγμή τά π άντα σταμάτησαν. Άπό τή σπηλιά τού < Αγίου Παν τελεήμονα βγήκε 6 μεγάλος Άναστενάρης μέ τήν είκόνα τού < Αγίου Κων σταντίνου στά χέρια. Ίόν ακολουδούσαν καμιά είκοσαριά αντρες πού βαστούσαν τίς είκόνες ψηλά σάν έξαπτέρυγα. < Η συνο δ εία εφτασε στόν πυρωμένο δρόμο κι 6 κύκλος ανοιξε. < Η γερόντισσα ε συρε πάλι τήν αλογί σια κραυγή της. < Η γκά'ίντα καί τό τουμπελέκι ξανάρχισαν. Μέ τό δπλο στήν πλάτη καί τήν είκόνα ψηλά πάτησε τά αναμμένα κάρβουνα 6 μεγά λος Άναστενάρης. Χορεύοντας ξυπόλυτος πάνω στή φωτιά εφτασε ω ς τό τέλος, βγήκε καί ξαναπήρε τό δρόμο τρείς φορές. «Πήρεν 6 λύκος τό παιδί, πήρεν τόν Κωνσταντή μας» τραγου δ ούσαν γύρω ο ί ό ρεσίβιοι !<αί κάδε τόσο εσερναν μιά φωνή σάν αγέλη αλόγων. Μόλις τρίτωσε τόν δρόμο 6 Κωνσταντής, πήρε ή γερόντισσα τήν είκόνα. Πέταξε τά ύποδή ματά της καί μπήκε στή φωτιά. «Νύχτα σελλώνει τ' αλο γο, νύχτα τό καλιγώνει» κι ενας-ενας εμπαιναν ο ί πυροβάτες στά κάρβου να. Κάδε τόσο, δυό χωριανοί αδειάζανε μ' ενα φτιάρι κόκκινο κάρβουνο καφτό και φούντωνε πάλι 6 δρόμος. «Κλαίαν τά δάση κλαίγαν ' το, κλαίαν το κι ο ί βρυσούλες». " Οσοι δέν κρατούσαν είκόνες είχαν ψηλά τό δεξί χέρι καί τό κουνούσαν αργά σάν νά χαιρετούσανε τόν " Αγιο πού βλέπανε μπροστά τους. Ί ρείς νύχτες κράτησε τό αναστενάρικο πανηγύρι. 'Ανήμερα τού Αγιού ήρδε κόσμος πολύς απ' τά γύρω χωριά. Ίήν έπομένη πήγαμε δλοι στή σπηλιά τού < Αγίου Π αντελεή μονα. 'Έγινε λειτουργία, σφαλίσανε τίς είκό νες καί φύγαμε. Γιά τά ελάφια δέν μπόρεσα νά μάδω πολλά πράγματα. Μόνον πώς παλιά, οί Ά ναστενάρηδες, αντί μοσχάρι, δυσιάζανε έλάφι. Κατέβαινε αύτό μόνο του από τό δάσος, επινε νερό καί περίμενε. Μά μιά χρονιά βιαστήκανε. Ίό α ρπαξαν πρίν ξαποστάσει' τό σταυρώσανε καί τό εβαλαν στό μαχαίρι. Άπό τότε λάφι δέν ξαναφάνηκε. 'Έτσι ο ί Κωστιανοί κάδε χρόνο όνο ματίζουν ενα μοσχάρι τού γάλακτος, τό αφήνουνε λέφτερο νά βοσκήσει καί τόν αλλο χρόνο τό βάνουνε κουρμπάνι, δυσία δηλαδή. 'Έμαδα ακόμα δτι πατούνε κάρβουνα καί τό καταχείμωνο, τού < Αγίου , Αδανασίου, μέσα στό χωριό μπροστά στό κονάκι τού μεγάλου ' Αναστενά ρη. Μά κείνον τόν καιρό είναι οί δρόμοι κλειστοί από τό χιόνι. Κανείς δέν μπορεί νά περάσει τό δάσος. Ίά αγριογούρουνα ανοίγουν τρύπες ως εξω <
54
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
άπό τό χωριό καί οί λύκοι παραφυλάνε τά πρώτα σπίτια. Τό Κωστί καί τό Μπρόντιβο άπομονώνονται γιά μήνες. " Οταν τέλειωναν τό φδ ινόπωρο οί γεωργικές έργασίες, άφήναμε έλεύ δερα τ' άλογα τής δουλειάς νά γυρίσουνε στά δάση τού πατέρα. 'Έφτια χναν τότε αύτά ενα «χαργκελέ», μιάν άγέλη, μέ άρχηγό τό πιό δυνατό κι εξυπνο άλογο καί ζούσαν στόν Π αππιά δλο τό χειμώνα. Μά ό χειμώνας τού ' 9 ή τού ' 1 0 , δέν δυμούμαι, επεσε βαρύς στά μέρη μας. Η Στράντζα όλόκληρη άποκόπηκε άπό τόν ύπόλοιπο κόσμο κι εγιναν ναυάγια πολλά στά νερ ά μας. Ξένος δέν φάνηκε στό Βασιλικό, ούτε άπό στεριά ούτε άπό δάλασσα. Βγήκανε λύκοι τότε στό βουνό καί κατεβαίνανε πεινασμένοι ω ς τά καμποχώραφά μας. Μιά παγερή νύχτα επεσαν νά κατασπαράξουνε τά άλογα. Αύτά πήραν δρόμο. Οί λύκοι στό κατόπι τους. " Αφησαν τό βουνό καί κατηφόρισαν στό χωριό. " Οταν εφτασαν στήν παραλία σχημάτισαν ενα μεγάλο κύκλο. Τά κεφάλια πρός τά μέσα καί τά πισινά πόδια πρός τά εξω. 'Όταν ο ί λύκοι πλησίαζαν, τ' άλογα κλωτσούσαν στόν άέρα. Κανείς δέν μπόρεσε νά σπάσει τόν κλοιό. ' Η άμυνα κράτησε ως τό πρωί πού τό χωριό μαζεύτηκε στήν ά μμουδιά νά δαυμάσει τή λογική τών ζώων. «' Η ίσχύς έν τη ένώσει» ελεγε καί ξανάλεγε δλη τήν ή μέρα ό πατέρας. «Τό τέχνασμα τών τετραπόδων έπέτυχεν διά νά μάς ένδυμίσει τό σοφόν ρητόν» είπε, δταν καδίσαμε νά δειπνήσουμε, καί μάς κοιτούσε εναν-εναν στά μάτια. Ε'ίχαμε μείνει έννιά παιδιά, ο ί άλλοι τρείς σπουδάζανε στήν Πόλη. ' Ο τέταρτος πού είχε σειρά ήμουν έγώ. Κρυφοστενοχωριόταν ή μάνα μά δέν τό όμολογούσε σέ κανέναν. Μόνον δταν άνοιγε τά σαράντα φύλλα γιά τόν πασχαλινό μπακλαβά τή χρονιά πού δά τελείωνα τό δημοτικό, σκούπισε τά χέρια της στήν ά σπρη της ποδιά, πέρασε τά δάχτυλά της στά μαλλιά μου καί είπε: « Θ ά γράφεις, άγόρι μου, στή μάνα σου κανένα γραμματάκι; Θ ά μού λείψεις καί σύ καί ο ί άταξίες σου, λωλόπαιδο » . .
55
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ή Έλλ η νική Έκκλησία στό Βουκουρέστι, «Ιωνικού ρυθμού», δωρεά Παναγή Χαροκόπου (φωτ. Φεβρ. 1987).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Όλη ή Μ αύρη Θ άλασσα εστελνε τά παιδ ιά της νά σπουδάσουν ε στήν Πόλη. Κι σχι μόνο μεγαλέμποροι, βιομήχανοι, ε φοπλιστές καί κτηματίες, μά καί μικροεισοδηματίες, τεχνίτες καί ύπάλληλοι, άκόμα κι αν{}ρωποι πού δούλευαν τή γη καί τή δάλασσα, οίκογένειες πού δέν είχαν μεγάλο περίσ σευμα, εκαναν ό ,τι μπορούσαν γιά νά στείλουν ενα τουλάχιστο παιδί στήν πρωτεύουσα. Ν ά μάδει γρ ά μματα -λογιστικ ά , δ εολογία, ξένες γλώσσες κυρίως ό μως νά μάδει καλά τά ελληνικά, «νά γίνει αν{}ρωπος». Φάροι της ελληνικης παιδείας γιά τόν ύπόδουλο καί τόν άπόδημο ελληνισμό ήταν ή Μ εγάλη τού Γένους Σχολή καί ή Θεολογική Σχολή της Χάλκης γιά τά άγόρια, τό Ζ άππειο γιά τά κορίτσια. Σ' αύτά τά λαμπρά εκπαιδευτικά ίδρύματα ήδελαν όλοι νά στείλουν τά παιδιά τους. " Αν δέν τά κατάφερναν, ύπηρχαν δεκάδες αλλα καλά σχολεία. Συγγενείς, συνέταιροι, εμπορικοί άντιπρόσωποι καί συντοπίτες εγκατεστη μένοι στήν Πόλη άναλάμβαναν νά φιλοξενήσουν τούς μαδητές, νά φροντίσουν τήν άγωγή τους, νά παρα κολουδήσουν τήν πρόοδό τους, ενώ ο ί οίκότροφοι στίς σχολές είχαν πάν τα κάποιον κη δεμόνα Πολίτη, ό ό ποίος είχε τήν εύδύνη τού παιδιού άπέ ναντι στό σχολείο καί στούς γονείς. Κάδε Σεπτέμβριο, στά μεγάλα μαυροδαλασσίτικα λιμάνια, ή συνηδ ισμέ νη κίνηση αλλαζε γιά λίγο σ ψη κι άποκτούσε ενα τελείως ίδιαίτερο χρώμα. Γέμιζαν παιδομάνι ο ί άποβάδρες. Συνοφρυωμένα κοριτσάκια καδ ισμένα πάνω σέ πελώρια μπαούλα, χοντρές νταντάδες μέ μούρες κόκκινες άπό τό κλάμα , καπελίνα, βέλα κι ό μπρελίνα, παρισινά φορέματα κι άρώματα , κυ ρίες της ύψηλης κοινωνίας, άμούστακοι εφηβοι, αμαξες φορτωμένες κομ ψές άποσκευές, νεαρές δεσποινίδες άκουμπούν τίς καπελιέρες δίπλα στούς σάκκους καί τρέχουν νά συναντήσουν παλιές φιλενάδες, ατεγκτοι πατεράδες μέ ύφος βλοσυρό ε παναλαμβάνουν τίς τελευταίες όδηγίες πα ραδίδοντας χαρτιά , δ ιαβατήρια κι άτμοπλο·ίκά ε ίσιτήρια, φτωχο ί αν{}ρωποι συνοδεύουν τόν γιό ώ ς τή σκόλα βουβοί κι ά μήχανοι, γέλια, κλάματα, άγκαλιές, φιλιά, ύποσχέσεις, καινούριες γνωριμίες -δειλές ο ί πρώτες κουβέντες- φόβοι πού μεγαλώνουν όσο πλησιάζει ή ώ ρα της άναχώρη σης, δαντελλένια μαντηλάκια, εύχές , κρεμασμένα τά παιδ ιά στήν κουπα57
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
στή, οί συγγενείς στήν άποβάδρα γίνονται μιά σκουρόχρωμη μάζα, ή «σκά λα τού Ποτέμκιν» μαυρίζει κι ο ί φυλλωσιές δέν ξεχωρίζουν πιά, ή προκυ μαία μικραίνει, ο ί τρούλλοι χάνονται, μιά κουκίδα μένει πίσω. 'Οδησσός, Σεβαστούπολις, Κωνστάντζα, Βάρνα. Ροστόβ, Κέρτς, Ν οβορωσίσκ, Σοκού μι, Μπατούμι, Τραπεζούντα, Βόσπορος. Τά σχολιαρούδια, πού μόλις είχαν τελειώσει τό δημοτικό σχολειό τής κοινότητας, πρωτογνωρίζουν τώρα τόν κόσμο πού τά περιβάλλει.
Ροστάβ. Στά ν κήπο τού 'Α λέξανδρου Σκαναβή, τά παιδιά του: Κάλιας, Βέρα, Λ ίζα, ' Βάνιας, Κώστια, Όλγα, Μίσα καί Τερέζα.
Άνδούσαν ο ί ελληνικές κοινότητες τών παραλίων. Μά καί στήν ενδο χώρα ύπήρχαν πλήδος όμογενείς. Τούς βυζαντινούς πρόσφυγες στίς Πα ραδουνάβιες . Ηγεμονίες καί στήν . Αγία Ρωσία άκολούδησαν κατά και ρούς μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα: 1 453 , 1 7 74, 1 828, 1 8 7 8 ... Φαναριώ τες, Μακεδόνες , Ήπειρώτες καί Μ ωραίτες στή Βλαχομπογδανιά' Κυκλα δίτες φυγάδες στήν Κριμαία καί στήν Άζοφική ' Χιώτες, Πόντιοι κι Άνα τολίτες στόν Καύκασο, στή Γ εωργία, στό Άτζερπα"ίτζάν ' Έπτανήσιοι στόν Δ ούναβη ' κι Όσο πιό μέσα στήν ενδ οχώρα ζούσανε τόσο πιό έντονα ένιωδαν τήν άνάγκη νά φέρουν τά παιδιά τους σ ' επαφή μέ τό μητροπολι τικό κέντρο, τήν Κωνσταντινούπολη. Μέ τραίνο άπό τά παράλια τής Κασπίας κατέφδ αναν στό Μ πατούμ τά παιδιά. ' Εφτά χρόνων αφησε τό Μ πακού ή Ναστάζια Γεννάδη. Ό είσοδη ματίας πατέρα της - φερ μένος τό 1 870 άπό τόν Σκοπό τής Άνατολικής Θράκης στή χαβιαρούπολη τής Κασπίας- είχε ηδη στείλει οίκότροφες στό Ζάππειο τίς δύο fJ εγαλύτερες κόρες του. Τώρα έ φδασε κι ή ωρα τής εφτάχρονης μικρής νά κάμει τό μακρύ ταξίδι μαζί μέ τίς άδελφές της. Μ ά 58
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
έκείνες ήταν κοπέλες πιά, βρήκαν καί δυό συμμα{)ήτριες στό τραίνο καί ξέχασαν τό μικρό. Καδ ισμένη α πέναντι στόν πατέρα της ή Ν αστάζια κοι τούσε τά δέντρα πού εφευγαν ανά ποδα, τά καπνοχώραφα καί τούς σιτο βολώνες καί δέν τολμούσε οϋτε νά μιλήσει οϋτε να κλάψει. Στήν Τιφλίδα ή συντροφιά μεγάλωσε. Έπιβιβάστηκαν άλλες δυό νεα ρές δεσποινίδες, Ζ αππίδες κι αύτές, ή Εύδοξώ καί ή Μαρουσώ, κόρες τού ρωσοπόντιου βαμβακέμπορα Θ εόφιλου Γραμματικίδη. ' Ο πατέρας τους είχε συνεννοηδεί μέ τόν Γεννάδη νά συνοδεύσει αύτός τίς μα{)ήτριες ω ς τό Μ πατούμ, κι από κεί δα τίς αναλαμβανε ό δειός τους ό Γρηγόρης Τηλικί δης ό όποίος δά ταξίδευε μαζί τους ως τήν Πόλη. Βαδύπλουτος ήταν αύτός ό Γραμματικίδης. Ά γαπητός καί πασίγνωστος σ' όλόκληρη τή Γε ωργία. Βοηδούσε Όλο τόν αγροτικό πληδυσμό τών ξεριζωμένων Ποντίων, εδινε ύποτροφίες, εκανε δωρεές γιά νά χτιστούν τετρατάξια δη μοτικά σχολεία σέ χωριά καί σέ κωμοπόλεις, ένίσχυε τήν εκδοση διδακτικών βι βλίων στά έλληνικά , προσκαλούσε ίερείς καί μοναχούς από τόν Πόντο γιά να έπισκεφδούνε τίς α πομακρυσμένες ρωσοποντιακές κοινότητες τού 'Αντικαυκάσου. ' Ο 'ίδιος δέν είχε γνωρίσει ποτέ τήν πατρίδα του. Η οίκο γένειά του εφυγε από τήν Σινώπη στό διωγμό τού 1 829. Διακόσιες χιλιαδες " Ελληνες ζούσαν στή Γεωργία, πρίν ακόμα φδάσουν τά τελευταία προσφυγικά κύματα τών Π οντίων πού έγκατέλειψαν τόν Πόντο μετα τό 1 9 14 . Οί πιό εϋποροι από αύτούς προσέφεραν πολύ χρή μα γιά νά μήν ξεχάσουν τά παιδιά τή μητρική τους γλώσσα. ' Ο Τηλικίδης, μέ τή βοήδεια τού Γραμματικίδη, 'ίδρυσε καί μονοτάξια δ ιδ ασκαλεία Ό που μπορούσαν νά μετεκπαιδευτούν ο ί ρωσομαδείς ελληνες δάσκαλοι πού δά έπάνδρωναν τά 1 92 σχολεία τού Καυκάσου. 'Έλειπαν Ό μως τά γυμνάσια' γι αύτό κι Όποιος μπορούσε εστελνε τα παιδιά του στήν 'Οδησσό, στήν Τραπεζούντα, στήν Πόλη. Σάν τα σαράντα ποτ ά μια πού χύνονται στή Μ αύρη Θ άλασσα κατέ φδαναν τά ' Ελληνόπουλα τής ένδοχώρας στά λιμάνια γιά νά έπιβιβαστούν στά ατμόπλοια. Οί Καυκάσιοι τά κατέβαζαν στό Ν οβορωσίσκ. Οί Μαριο πολίτες τά πήγαιναν μέ καίκια ω ς τό Κέρτς Βραίλα, Γαλάτσι, Ίσμαηλία κατέβαιναν μέ σλέπια καί μέ ρυμουλκά τόν Δούναβη. '
Έκείνον τόν Σεπτέμβριο τού 1 9 1 0 ή απόδημη αριστοκρατία βρήκε τήν εύκαιρία, συνοδεύοντας τούς γόνους της πού δά εφευγαν μέ τά βαπόρια, νά έπισκεφδ εί τή Διεδνή 'Έκδεση Ζ ωγραφικής στήν 'Οδησσό. ' Η συμμε τοχή τού Kandinsky μέ πενήντα τρία εργα στήν 'Έκδεση, αλλά καί ό πρώ τος έλληνικός γερανός στον Δούναβη (τό « ' Ανδρος» πού είχε ναυπηγηδεί στήν Ά γγλία τήν 'ίδια χρονιά καί α νήκε στούς Έ μπειρίκους τής Βραίλας), 59
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
καδώς καί τό καπέλο μέ τό όποίο έμφανίστηκε ή κυρία Χρυσοβελόνη στήν 'Όπερα - αλλοι τό βρήκαν προκλητικό κι αλλοι άπλώς κακού γού,στου -ήταν τά κύρια δέματα τών συζητήσεων στίς άπογευματινές βόλτες στό βουλεβάρτο τής 'Οδησσού καί στό C1ub Anglais τά βράδυα. 'Ένα πουγγί χρυσές λίρες εδωσε ό σιτηρέμπορος Καλαντζής άπό τή Χερσώνα στόν καπετάνιο τού «Εύγένιος Όνέγιν» κι αύτός δά τό παρέδι δε, μαζί μέ τά πέντε Καλαντζάκια, στόν δείο τών παιδιών γιά τά εξοδα τής διαμονής τους στήν Πόλη στή διάρκεια τής σχολικής χρονιάς. ' Ο καπετά νιος κρατούσε λογαριασμό στό ή μερολόγιό του : Μ ιά βαλίτσα ρού βλια άπό τόν Πάτροκλο Ί ωαννίδη γιά τόν Χρυσόστομο Ποιμενίδη. Δέκα χρυσές λίρες άπό τόν ' Ανδρέα Ζ αχάρωφ γιά τόν Θ εμιστοκλή Δέρβο. Δέκα χρυσές λίρες καί μιά άσημένια καντήλα άπό τή χήρα Καντακουζηνού γιά τόν άδελφό της, τόν μητροπολίτη Δέρκων. Ίό καράβι ήταν πιά ετοιμο νά ξεκινήσει. - Ί ρείς σειρές δέντρα στή μεγάλη άλέα τής προκυμαίας τής Όντέσσα, αύτό είναι τό μόνο πού δυμούμαι άπό έκείνες τίς δρυλικές άναχωρήσεις, λέει ή Καλλιρόη Γκρίνκωφ άπό τό Ν ικολά'ίεφ. -Μόλις φτάναμε στό μεγάλο μπουλβάρ κι άκούγαμε τά αλογα νά τρέχουν πάνω στόν σανιδένιο δρόμο, ήταν ή στιγμή γιά τό έτήσιο λογίδριο τού πατέρα, δυ μάται ό Κόλιας Κατσώνης άπό τήν Μπαλακλάβα. Ίό λογίδριο άφορούσε τούς προγόνους μας, πού είχαν βρεί καταφύγιο στήν Ρωσία έπί Αίκατερίνης τή ς Μεγάλης , μετά τά Όρλωφικά. Βλέπεις, φέραμε τό τιμημέ νο δνομα τού Κατσώνη κι επρεπε νά τού μοιάσουμε. ' Ο μεγάλος μου άδελφός ήταν ό Λάμπρος ό τέταρτος. Στό μικρό λιμάνι τού Βασιλικού, στά σύνορα τής Όδω μανικής Αύτο κρατορίας μέ τή Βουλγαρία, ό Γ ιάνκος Δανιηλόπουλος μπαρκάρισε σέ ενα ίστιοφόρο πού φόρτωσε μιά παρτίδα ξυλοκάρβουνο τού πατέρα του κι εφυγε γιά τή Μ εγάλη τού Γένους Σχολή. 'Ή τανε τό τέταρτο άγόρι τού προύχοντα πού πήγαινε νά σπου δ άΟ'ει στήν πρωτεύουσα. Μέ τό 'ίδιο καίκι εφυγαν ό Θ όδ ωρος κι ό Άριστοκλής, πού φοιτούσαν ηδη στή Μ εγάλη τού Γ ένους Σχολή, κι ό Παναγιώτης, πρωτοετής τής Νομικής στό Όδωμανικό Πανεπιστή μιο. Πανσπερμία μαυροδ αλασσίτικη λοιπόν στήν πόλη τού Βοσπόρου. Νά δ μά ουν τά πα(διά γράμματα, νά γίνουν ανδρωποι. Ίόν Σεπτέμβριο τού 1 9 10 ό Γ ιάνκος είχε μόλις κλείσει τά εντεκά του χρόνια.
60
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ή Μεγάλη τού Γέ νους Σχολή στό Φανάρι (φωτ. Μάϊος 1985) .
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στό Φ ανά ρ ι
Φτά ν οντας στήν Κωνσταντινούπολη δλα μού φανήκανε μεγάλα, πιό μεγάλα άπ' δτι μού τά είχε περιγράΨει ό ' Αριστοκλής. Μά δταν μπήκαμε στή βάρκα γιά νά άνεβούμε τόν Κεράτιο καί φάνηκε ά ριστερά στό λόφο ό τρούλλος τού άστεροσκοπείου τής Σχολής μας, νόμιζα πώς είδ α τήν Άγιά Σοφιά. « Σάν άετός μ' άνοιγμένα τά φτερά πάνω άπό τό Φανάρι», έλεγε ό , Αριστοκλής πώς είναι ή Σχολή. « Κόκκινο τούβλο κι α σπρες μαρ μάρινες διακο σ μή σεις, σά βυζαντινό παλάτι.» Μά τέτοια ό μορφιά δέν μπορού σα νά βάλω μέ τό νού μου. Σφίχτηκα γιά νά μήν κλάψω καί μέ δ ούνε τά άδέλφια μου :Ένιω σα ύπερηφάνεια κι εναν άκαΜριστο φόβο. Θυμήδηκα τή μά να μου. 'Ύ στερα ύπο σχέδηκα στόν έαυτό μου δτι δά βάλω δλα μου τά δυνατά γιά νά τά καταφέρω. Τέ σσερεις όρόφους είχε ή Σχολή. Τά γυμναστήρια καί ο ί α'ίδου σες μου σ ικής στό ίσόγειο. Τά γραφεία, ή αϊδουσα τελετών κι έκδέ σεων, καί οί τελευταίες τάξεις στόν πρώτο δ ροφο. Ο ί πιό μικροί ε'ίμαστε στόν δ εύτερο. Η κάδε τάξη είχε πέντε-εξι φαρδιά σκαλοπάτια. Κάδε σκαλοπάτι είχε εξι διπλά δρανία. Τό άμφιδέατρο τής φυσικής, τά έργαστήρια, τό άνδρωπολο γικό μου σείο, ή βοτανική συλλογή καί ή βιβλιοδήκη ητανε στόν τρίτο δ ροφο. Στόν 'ίδ ιο δ ροφο βρισκόταν τό Διδασκαλείο καί ή πρώτη Π ανεπι στημιακή. Μέ μιά στενή σκάλα άνέβαινες άπό κεί στό ά στεροσκοπείο. , Η δεία Μαρία ή Σγουρδαίου πού μας φ ιλοξενούσ ε έ μενε κοντά στή Σχολή, στή γειτονιά τού Χριστού Άντιφωνήτη. 'Ή τανε χήρα μέ τρία παι διά. ' Ο Φραγκίσκος άκολούδη σε τό έπάγγελμα τού πατέρα του κι έγινε καπετάνιος. ' Ερχόταν σπάνια στήν Πόλη. ' Ο Ν ίκος ητανε συμμαδητής τού άδελφού μου τού Θόδ ωρου, στήν 'ίδ ια τάξη, στό 'ίδιο δρανίο. ' Η ' Αδηνά πήγαινε στό Ί ωακείμειο Π αρδεναγωγείο δίπλα στή Σχολή μας. Δυό τά δικά της καί τέσσερα τ' άνήψια, εξι παιδιά έφερνε βόλτα ή δεία Μ αρία. Δέν έβγαινε ποτέ άπό τό σπίτι. Δηλαδή έβγαινε, άφού πήγαινε γιά ψώνια, μά ποτέ δέν γυρίσαμε νά βρούμε τό Σγουρδέ'ίκο άδειανό. Τά γεμιστά καί οί καψαλιασ μένες μελιτζάνες μάς πιάνανε άπό τή στροφή τού δρόμου. Τρία-τρία άνέβαινα τά σκαλιά. 'Όταν έρχόταν ή σ ειρά μου γιά τήν προ σευχή, τήν έλεγα μέ μιάν άνάσα.
,
63
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
" Αγια γυναίκα ήταν ή δεία Μαρία. Στό σπίτι της πέρασα δυό δ μορφα χρόνια. Μέ βοηδούσε καί στά μαδήματα, Ιδίως στά άρχαία καί στά γαλλι κά, μιά κι ηξερε όλους τούς κανόνες τής γραμματικής άπ ' εξω καί μού τούς ελεγε τραγουδιστά γιά νά μού εντυπωδούν καλύτερα. Μά μέσα στά πολλά καλά της είχε κι ενα ελάττω μα. 'Ή τανε πολύ δρήσκα κι άπό τότε πού εχασε τόν άντρα της μοναδική της εξοδος εγινε ή εκκλησία. Τίς Κυ ριακές μάς επαιρνε μέ τό στανιό. Ούτε ό Παναγιώτης δέν τής γλύτωνε. 'Έχω διάβασμα, τής ελεγε, δ ιαγώνισμα στό Ά στικό, ά σε με δειά μου νά χαρείς. Μά ή καλή Φαναριώτισσα ήταν άνυποχώρητη. Θά ξαλεγράρει τό μυαλό σου, Παναγιώτη μου, στήν εκκλησία. Θά σέ φωτίσει ή χάρη Του. Κανείς δέν μπορούσε νά τής χαλάσει τό χατήρι. Μόνον ό κουνιάδος της ό ξακουστός γιατρός Σγουρ δ αίος - τής εβαζε τίς φωνές, όταν ερχόταν, άραιά καί πού, γιά τό κυριακάτικο τσάι. Τήν παρότρυνε νά βγαίνει, κι εκείνη, σιάζοντας τά φλιτζάνια στό δίσκο, άπαντούσε χαμηλόφωνα μέ ύ φος άπολογητικό: «μέ εξι παιδ ιά παλεύω καλέ μου, γιά βεγγέρες καί κοζερί δέν μού μένει καιρός». Έκείνο τό πρώτο φδινόπωρο στήν Πόλη, ενα βράδυ, κατά τή μία, ξύπνησα άπό κάτι ά γριους δορύβους στό δρόμο. Σάν νά πέφτανε πέτρες πάνω σέ σίδερα. « Μ παλαταντά γιανκίν βάρ», άκουσα μιά βροντερή φωνή, « Μπαλαταντά γιανκίν βάρ», μά εγώ δέν είχα άκόμα μάδει τουρκικά καί δέν μπορούσα νά καταλάβω. Σκουντώ τόν Ά ριστοκλή πού κοιμόταν πλάι μου. Μή φοβάσαι, μού λέει, δέν είναι τίποτα. 'Έπιασε φωτιά στή συνοικία τού Μπαλατά κι ό ντελάλης ε Ιδοποιεί τόν κόσμο, άν εχει κανείς μαγαζί εκεί, νά πάει νά βοηδήσει τούς τουλουμπατζήδες νά σβήσουνε τή φωτιά. Κοιμή σου δέν είναι φόβος. Θά άκούς συχνά τέτοια. Έδώ τά περισσότερα σπίτια είναι ξύλινα καί καίγονται όλόκληρα τετράγωνα. Τήν άλλη μέρα ξεκινήσαμε μέ τή δεία Μ αρία γιά τό Μπαλατά. Έκείνη ηδελε νά παρακολουδήσει τόν έσπερινό στό Αγίασμα τής Παναγίας τών Βλαχερνών, ε γώ ηδελα νά δώ τά καμένα. Πήραμε τό δρό μο κατά μήκος τού Κεράτιου κόλπου. Κάδε λίγο καί λιγάκι ή δειά μου σταυροκοπιότανε μά εγώ δέν εβλεπα πουδενά εκκλησία. Μόνο κάτι πελώρια παλιά σπίτια εβλεπα, σπίτια πού φράζανε τή δέα τού δρόμου πρός τή δάλασσα. « Εδώ Γιάνκο είναι τό Μετόχι τού Παναγίου Τάφου - ή διαμονή τού Πατριάρχη Ιεροσολύμων - κι εδώ είναι τό Μ ετόχι τής Αγίας Α Ικατερίνης τού Σ ινά - ή διαμονή τού Πατριάρχη Άλεξανδρείας. Αύτή είναι ή εκκλησία τής Βουλγαρικής Έξαρχίας τήν εφτιαξαν ο ί Βούλγαροι, όταν άποσκίρτησαν άπό τό Πατριαρχείο μας. Ν ά τά καμένα. Γιά δές ζημιά. Πάνε τ ά ξυλουργεία. Αμαρτία, φτωχοί άνδρω ποι. Έδώ είναι τού Μπαλατά. Τό είπαν ετσι ο ί Τούρκοι, γιατί μέχρι εδώ <
<
<
<
64
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
εφταναν τά παλάτια τών Παλαιολόγων». " Αφησα τή δεία μου στήν ε'ίσοδο τής Βλαχερνίτισσας καί πέρασα άπέ ναντι τό δρόμο νά δώ τό καμένο ναυπηγείο. Είχε άρπάξει τό ροκανίδι καί λαμπάδιασε ό τόπος ωσπου νά φτάσουν οί τουλου μπατζήδες. Δυό μεγά λες βάρκες, άπ' αύτές πού εκαμαν τή συγκοινωνία στόν Κεράτιο, στέκον ταν καψαλιασμένες στό κέντρο τής αύλής. -Εύτυχώς πού δέν ε'ίχαμε προλάβει νά βάλουμε στά σκαριά τή βάρκα τού Χρηστάκη-ε φέντη , κυρά Μαρία, είπε ό Ιδ ιοκτήτης στή δεία μου πού ήρδε νά μέ γυρέψει μετά τή λειτουργία. Χρυσή δά τήν πληρώναμε. -' Η χάρη Της σέ φύλαξε μάστρο-Ν ικολή , τά ΕΙσόδια είναι σή μερα, νά άνάψεις λαμπάδα στό Άγίασμα, τόν προέτρεψε εκείνη.
Μόλις κλείσανε τά σχολεία γιά Χρ ιστούγεννα φύγαμε γιά τό Βασιλικό . Μόνον ό Παναγιώτη ς εμεινε στήν Πόλη, γιατί ήταν άδύνατον, Ισχυριζόταν, νά διαβάσει στό χωριό. Τού ξεσήκωναν τό μυαλό τά ψαρέματα. « ' Ο Πανα γιώτης εχει άναγάγει τήν ψαρικήν ε Ις επιστήμην» ελεγε ό πατέρας. Ψαρέ ματα δίχως τόν Παναγιώτη λοιπόν , βόλτες μέ τ' άλογα στά κτήματα κι άτέλειωτες ώρες μέ τόν Δανιήλ στήν τραπεζαρία νά βρίσκουμε ρίζες καί παράγωγα λέξεων - σ' αύτά ήταν άσυναγώνιστος ό μεγάλος μου άδελ φός. " Οταν ήρδε ή μέρα τού γυρισμού, συνειδητοποίησα δτι δέν είχα άνοί ξει βιβλίο. Μ ' ενα σφίξιμο στό στομάχι μπήκα στήν τάξη. Θά ' δελα νά είμαι άόρα τος μά καδώς φαίνεται είχα ψηλώσει κι άλλο κι εβγαινε τό κεφάλι μου πάνω άπ' δλα τά κεφάλια. ' Αλλιώς δέν εξηγείται πώς, μόλις κάδισε στήν εδρα , ό κύριος ' Αφεντόπουλος κάρφωσε τά μάτια του πάνω μου κι είπε χαμογελώντας : « Σή μερα δά άρχίσουμε μέ ε σάς, κύριε Δανιηλόπουλε. Πάρτε τό βιβλίο σας παρακαλώ κι ελάτε». Παίρνω τό άνοιχτό βιβλίο πού μού σπρώχνει στό 'δρανίο ό Γρηγόρης. Είμαι τελείως άπροετοίμαστος . Τρέμουν τά γόνατά μου, τό φυλλοκάρδι μου, ή φωνή μου. - Στρά ... βωνος Γεω . ..γρα ... φικών, Βιβλίον Ε ... εβδομον, κεφφφάλαιον εκτον. «'Έστιν ούν άπό τού ίερού στόματος τού 'Ί στρου εν δεξι� εχοντι τήν συνεχή παραλίαν, 'Ί στρος πολίχνιον ... είτα Κάλλατις . Ηρακλεωτών ά ποικο ς είτ' Άπολλωνία ά ποικος Μ ιλησίων .. . είτ' Ά γχιάλη, πολίχνιον Άπολλωνιατών... Αί δέ Κυ .. . Κυανέαι πρός τφ στόματι τού Πόντου ε Ισί "δύο νησίδια, τό μέν τη Εύρώπη προ σεχές, τό δέ τη ' Ασίςι πο ...πορδμφ .. .» - Πιό δυνατά παρακαλώ, κύριε Δανιηλόπουλε , οί συμμα'δηταί σας στό βάδος δέν σάς άκούν . 65
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
- Μάλιστα κύριε ... «είς οϋς έμπίπτουσα ή πηλαμύς, άλίσκεται ραδίως, διά τε τό πλήδος αύτής καί τήν βίαν τού συνελαύνοντος (ιού . . . Γεννάται μέν ούν τό ζώον έν τοίς ελεσι τής Μαιώτιδος.. . έκπίπτει δ ιά τού στόματος άγεληδόν, καί φέρεται παρά τήν Άσιανήν μέχρι Τραπεζούντος καί Φαρ νακίας. . . είς δέ Σ ινώπην προ'ίούσα, ώραιοτέρα πρός τε τήν {)ήραν καί τήν ταριχείαν έστίν». - ' Αρκετά κύριε Δανιηλόπουλε, εύχαριστώ . Θά δέλατε τώρα νά προ χωρήσετε στή μετάφραση τού κειμένου ; Έλπίζω ότι δέν τό βλέπετε γιά πρώτη φορά - διότι περί παλαμίδος πρόκειται - λέει μέ διαολεμένο κέφι ό ' Αφεντόπουλος, ένώ έγώ προσπαδώ νά ψελλίσω κάποια δικαιολογία. - Πού περάσατε τά Χριστούγεννα, κύριε Δανιηλόπουλε; -Στήν πατρίδα μου, κύρ,ιε κα{)ηγητά . -' Η όποία βρίσκεται στήν δρακικήν παραλίαν κοντά στήν 'Απολλωνία, νομίζω, κύριε Δανιηλόπουλε, τήν άποικία τών Μιλησίων , ό πως μάς πληροφορεί τό κείμενο πού μόλις δ ιαβάσατε. - Μάλιστα, μουρμουρίζω, χωρίς νά άντιλαμβάνομαι τόν λόγο γιά τόν όποίο οί συμμα{)ητές μου κρυφογελούν. -Καί είμαι σίγουρος ότι άσχοληδήκατε μέ τό ψάρεμα στή διάρκεια τών έορτών. ' Η παλαμίδα τής πατρίδας σας είναι φημισμένη. ' Η τάξη ξεσπά ει σέ γέλια. -Καί μέ τί μέσον γυρίσατε στήν Κωνσταντινούπολη; - Μ' ενα ίταλικό μπάρκο, κύριε . -Θά ξέρετε τότε νά μάς πείτε ποιές είναι ο ί Κυανές, τά νησίδια αύτά πού άναφέρει ό Στράβων. -Κύριε κα{)ηγητά, δέν εχω μελετήσει τό μά{)ημα. -Δέν πειράζει άγαπητέ, σείς ξεύρετε καλύτερα άπό τόν καδένα τό δέμα, δέν χρειαζότανε μελέτη, μιά άνάγνωση μόνο . Κύριε ' Ηρακλείδη, μπορείτε νά μάς βοη{)ήσετε; - Οί Κυανές είναι ο ί Συ μπληγάδες στήν έίσο δ ο τής Μαύρης Θάλασ σας, κύριε κα{)ηγητά. -Τίς εχετε δεί ποτέ τίς Συπληγά δ ες έσείς; - Μάλιστα κύριε, είναι έκεί πού κόβει ταχύτητα τό πλοίο γιά νά ερδει τό ρυμουλκό μέ τόν πλοηγό νά τό περάσει άπό τόν Βόσπορο. - ' Από πού κατάγεσδε, κύριε ' Ηρακλείδη; - ' Από τήν Κωνστάντζα, κύριε, τήν άρχαία Τόμι. -Καί μήπως γνωρίζετε πώς όνομάστηκε Κωνστάντζα ή Τόμις; - ' Από τήν άδελφή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, κύριε, τήν Κωνσταντιάνα. - Ποιές αλλες έλληνικές άποικίες στή Ρουμανία άναφέρει τό κείμενό 66
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
μας, κύριε ' Ηρακλείδη; -Τήν 'Ί στρια, κύριε, στό δέλτα τού Δούναβη, καί τήν Κάλλατι, τά σημερινά Μαγκάλια, στά σύνορα τής Ρουμανίας μέ τή Βουλγαρία, στή Ντομπρουτζά. -Εύχαριστώ κύριε ' Ηρακλείδη. Κύριε Ζ αχάρωφ άπό πού κατάγεσδε; - ' Από τό φάλασσα τού ' Αζόφ, κύριε, άπό τό Κέρτς - λέει ό Πολύβιος μέ τή βαριά ρούσικη προφορά του πού έκνευρίζει τούς δασκάλους μας. -Θαυμάσια κύριε Ζ αχάρωφ. Θά μάς πείτε πώς όνομαζόταν ή ' Αζοφι κή άπό τούς προγόνους μας; -Μαιώτις, κύριε. -Θαυμάσια Πολύ βιε, δαυμάσια . Μαιώτις καί μητέρα τού Π όντου. Καί τό Κέρτς πώς λεγόταν Πολύβιε; -Παντικάπιο, κύριε. Άποικία τών Μ ιλησίων στά βόρεια τού στενού πού κλείνει τό φάλασσα τού ' Αζόφ. ' Απέναντι ήταν τό Φαναγορία. - ' Ιωνικές άποικίες καί ο ί δύο. 'Ήλεγχαν τόν Κιμμέριο Βόσπορο, δη λαδή τήν είσο δ ο τής Μαιώτιδος. Θαυμάσια. Έκεί γεννάται ή πηλαμύς, άγαπητέ Δανιηλόπουλε. Περιμένουμε λοιπόν νά μάς πείτε τί κάνει ή πη λαμίς άπό τήν ω ρα πού γεννάται στήν πατρίδα τού συμμαδητού σας μέχρι τήν στιγμή πού παγιδεύεται στά δικά σας δίχτυα. ' Από τό κείμενο βέ βαια ... -' Η παλαμίδα, λέει ό Στράβων κύριε, γεννιέται στά έλη τής Άζοφικής. Καδώς είναι μικρό τό ψάρι κατεβαίνει κοπαδιαστά πρός τόν Εύξεινο Πόν το, περνάει άπό τά στενά τού Κιμμέριου Βοσπόρου καί συνεχίζει νοτιο δυ τικά πρός τήν Τραπεζούντα. Μά δέν εχει άκόμα μεγαλώσει άρκετά κι ετσι ο ί Πόντιοι ψαρεύουν λίγο πράγμα. -« ... ού γάρ πω τό προσήκον εχει μέγεδος» κύριε Γιάνκο, μάς έξηγεί ό Στράβων. - Μάλιστα κύριε καδηγητά. Φτάνοντας στά μέρη τής Σ ινώπης είναι πιά κατάλληλη γιά ψάρεμα άλλά τήν παρασύρουν τά ρεύματα πρός τίς άκτές τής Χιλής. Έκεί, καδώς μού εχει πεί ό πατέρας μου, έπειδή άσπρί ζουν τά βράχια, τό ψάρι φοβάται καί στρέφεται πρός τίς Συπληγάδες, στό στόμα τού Βοσπόρου. -Τό λέει καί ό Στράβων, κύριε Γιάνκο, «λευκή τις πέτρα φοβεί τό ζώον, ωστ' εύδύς είς τήν περαίαν τρέπεσδαι' παραλαβών δ' ό ένταύδα ρούς.. .» -Παρασύρονται τά κοπάδ ια , κύριε. " Αλλα τά πάει ό Βόσπορος κατά τήν Πόλη κι αλλα άκολουδούν τά ρεύματα κι άνεβαίνουν ως τά μέρη μας. -Καί μέ τί βάρκες ψαρεύετε τήν άζοφική παλαμίδα; -Με άλαμάνες, κύριε. 67
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
-Μήπως ξέρει ό κύριος Ά ποστολίδη ς τί σημαίνει ά-λά-μαίν στά γαλά; λικ - Στό χέρι, νο μίζω , κύριε. -Είναι λοιπόν κωπήλατες οί άλαμάνες Γιάνκο; - Μάλιστα. - Μπορείτε νά καδίσετε. Εύχαριστούμε γιά τό ση μερινό μάδη μα. Είστε αξιο τέκνο τής Άγαδουπόλεως. Βλέπετε ή ψαρική ύπήρξε άνέκαδεν ή κύρια άσχολία τών ' Ελλήνων τών δυτικών παραλίων τού Εύξείνου Πόντου σέ τέτοιο βαδμό , ωστε ό άτυχής ' Οβίδιος, ό όποίος εζησε έξόριστος στήν Κωνστάντζα, νά γράψει τά « ' Αλιευτικά», ενα όλόκληρο εργο άφιερωμένο στήν ψαρική . Κύριε Καλαντζή , τά στρογγυλά ψάρια τής πατρίδος σας ήσαν περίζητητα παρά τοίς Ρωμαίοις. Γεννώνται στό δέλτα τού Δνειπέ ρου, στόν κόλπο τής 'Οδησσού καί κατεβαίνουν τά ρουμανοβουλγαρικά παράλια. Κύριε Καλαντζή, πώς όνομάζονται τά συάκια στή Χερσώνα; -Δέν ξέρω, κύριε καδηγητά. - Μήν βιάζεσδε Πάτροκλε, σκεφτείτε λίγο. Άπό τό δηλυκό φτιάχνουν ο ί συντοπίτες σας τό μαύρο χαβιάρι. .. -Καμπαλά τό λέμε στή Ρωσία, κύριε. -Κι έδώ στήν Πόλη; -Καλκάνι, κύριε. 'Έκτοτε άναγορεύσαμε <<{)εό» τόν φιλόλογό μας καί άγαπήσαμε Ιδιαί τερα τά άρχαία. Μετέφερα μάλιστα καί στό Βασιλικό τό «γεννάται ε Ις τά ελη τής Μαιώτιδος» πού εγινε τό σύνδη μά μας πρίν άπό κάδε ψάρεμα . Πού νά φανταστώ δτι πολύ σύντομα δά βρισκόμουνα κοντά στά ελη αύτά. 'Όταν, χρόνια άρ γ ότερα, γύρισα στήν Πόλη καί πήγα στή Μεγάλη τού Γένους Σ χολή νά βρώ τόν κύριο Άφ εντόπουλο, εμαδα πώς ο ί Κεμαλικοί είχαν άπαιτήσει'νά έγκαταλείψει ό «δεός» μας τήν Τουρκία. Μπήκα σέ μιά αδεια τάξη καί κάδισα στήν εδρα. Π ώς τά κατάφερνε ό Άφεντόπουλος νά κάμει τό μαδη μα παιχνίδι; 'Όταν παρέδιδε «Κάδοδο», εβαζε μπροστά τούς Πόντιους καί τούς Άνατολικοδρακιώτες. -Είχε τόσο κρύο στήν πατρίδα σας κύριε Άποστολίδη, ωστε ο ί στρα τιώται τού Ξενοφώντος έφοβούντο μήν τούς πέσουνε τ' αύτιά. Δύσκολος τόπος ή Θρ άκη ' δυσχείμερος, Ιδίως γιά τούς λεπτοφυείς Άδηναίους. " Οταν ήρδε ή ωρα τού ' Ηροδότου , μάς χώρισε σέ όμάδες μέ βάση τήν καταγωγή μας πάντα. - Οί 'Ίωνες καί οί νησιώτες δα άναλάβουν τό πρώτο καί τό τρίτο βι βλίο. Οί Θράκες καί ο ί Σκύδες τό τέταρτο καί τό πέμπτο. Γιά τό δεύτερο βιβλίο, περί τής Α Ιγύπτου, ποιός δά βοη{)ήσει τόν κύριο Τσανακλή; 68
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ι
l �* ' I m "
m! ><><;ς><;ς>6<Ξ'6<� �><'7,Ρ<;<>';><;<>Ο <Χ:i"<>6Ξ:ij.'Χ><><;ο<χ:><><>οςχ;ο<>-,,�iΧ�iχ'::;=>
I:�� I�)jl
ΑΡlθ,
ΣΧΟΛ. ΕΤΟΣ 1910, 19 1 1
.() 11
Μ Ε Γ Α Λ Η τον �
t IΧllΙ Ι οι Ι )(1 χ! Ι χ!
rI
[� χι
Ι� \Ι
Β.ΛθΜ ΟΣ
ΒΑΘΜΟΣ
ΓPAMMATIK� ΒΑΘΜΟ:!
� .<'A�
Χ
=
�
ΠΡ, ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ
ΠΟΛ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Β.ΛΘΜΟΣ
Β .. \.ΘΜΟΣ
?y4t
,..--..
7T:- L<. � "-") �,
Ι ��I- Ι
�
�1
"
11 t\
, ΙΙ t\
�
ΣΥΝΘΠΕΙΙ
ΓΑΛΛΙΚΑ
ΒΑ.ΘΜΟΣ
ΒΑΘΜυ'= �
/�oΓ' 1�_
' 11 t\ " t\ " t\ 11 t\ V "
ΎJ �OJ"DJhO
,/:'
Ελλ Η Ν I Κ Α
ΒΑΘΜΟΣ:
t\ V
Γ ΕΝ ΟΥ Σ ΣΧΟΛΗ
Ε Λ Ε Γ Χ ΟΣ ΤΩ Ν Δ Η Μ ΟΣ ΙΩΝ Ε Ξ ΕΤ Α Σ Ε Ω Ν ι Α' τάςεως 1 )ωt:Qιvο lι c::t V I V
ΙΠΟΡΙΑ n, ΔΙΑΘΗΚΗ!
ΦΥ!ΙΟΓΝΩ!ΙΑ
} {!
ι
t\ " t\ ' 11 t\ ' V
-._ . _ .
μαΗ'l:()ίι τη;
�
�
χ ·11
τσϋ
I � �� I
χί , ιιι Ι
\Ι t\ \Ι Ι 1\
I� �I 11
ΜΑΤΡΙ Α Ρ Χ Ι Κ Η
Ι�! ,Υ-!
X� ΧΙ
ι
Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τι Ν Ο Υn ΟΛει
Γ\ εΝ
ΟΙ ΟΙ �! χ! �!
3g
ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ ΒΑ.ΘΜΟΣ
h"1
Ι
1
Ι
ΙΙ
)(" t\ 11 t\ " 1\
" t\
�i \(
V t\ 11 t\ 11 t\ 11 t\ V t\
.=---==-----=ΚΑΙΛΙΓΡΑΦΙΑ ΒΑ.ΘΜΟΣ
51 '1
�� BrJ �ι t\ \Ι
Ι
1\
ΧΙ \Ι
�Iηνί Ίου\·ίφ Ι9 1 1
ΣχΟΛλΡΧΗΣ
t
υ Σιίρδεων Μ. ΚΛΕΟΒΟΥΑ( �
ΓΡΑΜΜΑΤΕ\Ι: al, Η. c!c MaΓI1I Icro
1 1\
00-: ><>O<><�<>O<>;;�>O<�O<�?<><,><><>o, ><><><"';�><>��<>�'�>�>�Ξ': Ι,<><; Διπλωμέ νος, χιλιοδιπλωμέ νος, ό έλεγχος τής πρώ της γυμ νασιακής τάξης 1910-1911 ε[ναι τό μοναδικό ένθύμημα τώ ν παιδικών χρό νων τού Γι ά νκου .
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
RiJ
(� , , )(i� Ι
Ι
Ι
Μιά αλλη φορά ήρδε μέ υφος μυστηριώδες. Ξεχώρισε τούς Πολίτες κι δσους κατάγονταν άπό τόν Μαρμαρά, τά παράλια τής Βιδυνίας καί τά Δαρδανέλλια, παρέδωσε ενα βιβλίο στόν Γρηγόρη τόν Δέρβο καί τού ψιδύ ρισε: « Άπολλώνιος ό Ρόδιος, " Άργοναυτικά", παρουσίαση μετά τίς δ ια κοπές τού Π άσχα' ζητήστε καί τή βοήδεια τού Ζ αχάρωφ». Ποτέ δέν μπορούσες νά καταλάβεις αν μιλούσε σοβαρά ij άστεία. Κα δώς, λοιπόν, συνήδιζε νά μάς μιλάει μέ υφος συνωμοτικό, μιά μέρα πού μπήκε άναστατω μένος στήν τάξη καί μάς είπε νά μαζέψουμε τίς τσάντες μας, γιατί δά φεύγαμε άπό τό σχολείο, δέν άντιληφδήκαμε ά μέσως δτι σοβαρολογούσε. Τρέχαμε στό δρό μο, δίχως νά τολμούμε νά μιλήσου με, γιατί μάς παραξένεψε ή άλλοπαρμένη μορφή του. Φτάσαμε στά τείχη, περάσαμε τήν πύλη τής 'Αδ ριανουπόλεως καί βγήκαμε στά χωράφια. Σέ ενα υψωμα σταδήκαμε . . Ο κύριος ' Αφεντόπουλος μάς κοίταξε εναν-εναν καί μέ τρεμάμενη φωνή είπε: - Έχτές τό άπόγευμα ό Ταξίν Π ασάς ύπέγραψε τήν παράδοση τής Θεσσαλονίκης . . Ο έλληνικός στρατός προελαύνει στήν πρωτεύουσα τής Μακεδονίας. Βάλτε αύτί στό χώμα νά άκούσετε τό ποδοβολητό τών άλό γων μας. Τ Ηταν ' Οκτώ βριος τού 1 9 1 2 . Οί δύο πρώτες γυμνασιακές τάξεις είχαν περάσει γρήγορα καί ησυχα. " Ομως έκείνη ή χρονιά μάς έπιφύλαξε μιά άλλαγή, σ χι καί πολύ εύχάριστη . . Ο ξάδελφός μου ό Ν ίκος είχε τελειώσει μαζί μέ τόν Θόδωρο τή Σχολή κι έφυγε γιά τό Μ ονπελιέ νά σπουδάσει 'Ιατρική . . Η δεία Μ αρία έστειλε τήν Άδηνά στόν κουνιάδο της, έκλεισε τό σπίτι κι άκολούδησε τόν Ν ίκο στή Γαλλία. Έ μείς άναγκαστήκαμε νά νοι κιάσουμε δω μάτια σ' ενα φαναριώτικο σπίτι κοντά στή Σχολή. Τό είχαν δυό γλωσσούδες γεροντοκόρες, άνοικοκύρευτες κι άνυπόφορες . . Η μιά έραβε σέ σπίτια κι ηξερε τής κάδε κοκόνας τά στραβά . . Η αλλη περνούσε δλη μέρα στό καφασωτό παράδυρο γιά νά έλέγχει τήν κίνηση στό Πατρι αρχείο. Τής μιάς τής έίχανε κάνει, λέει, προξενιό στό 'Ιάσι, μά ωσπου νά φτάσει ή Φεβρωνία μας έκεί, ό γαμπρός είχε πεδάνει. Τής αλλης, πάλι, τής έίχανε προξενέψει κάποιον καπνέμπορο στή Φιλιππούπολη , «μά έγώ μέ σα στή Βουργαριά δέν πάω» ελεγε καί ξανάλεγε ή Σμαράγδα , γιά ύποδέ σεις τού περασμένου α Ιώνα. Στό ξένο σπίτι αλλαξε κι ό τρόπος τής ζωής μας. Χωρίς τή δεία Μαρ ία ξαφνικά μεγαλώσαμε. Φροντίζαμε μόνοι μας τά πάντα κι έίμαστε ύπο χρεωμένοι μεσημέρι-βράδυ νά τρώμε σέ έστιατόριο. Κάδε τέλος τού μηνός έρχόταν ό πατέρας ij έστελνε κάποιον συνεργάτη του κι έξοφλούσε τούς λογαριασμούς . . Η μονοτονία τής αχαρης έβδομάδας έ σπαζε τά Σαββατοκύριακα. Πή70 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γαινα στό Πέραν, στής fiειάς μου τής Κατίνας Eυfiυμιάδη κι εκανα τρελή παρέα μέ τά ξαδέλφια μου. Ίόν Γιάννη, τόν Νεοκλή καί τήν ' Ιφιγένεια. Μέ αυτου ς γνώρισα τήν ευρωπα"ίκή άτμόσφαιρα τής Πόλης . Ζ αχαροπλαστεία, σινεμά, fiέατρο, χοροί, βεγγέρες . . Η κοτοπουλη καί ό Λεπενιώτης μεσου ρανούσαν. " Ανfiρωπος δέν εμεινε που νά μήν ξέρει ολο τό ρεπερτόριο τών «Παναfiηναίων» άπ' εξω. Ί ά « 'βζουνάκια» καί ο ί ελληνικές σημαιούλες διακοσμούσαν πάστες, τούρτες καί γλυκίσματα. Θαρρείς πώς δέν ζου σαμε στήν πρωτευ ουσα τής Όfiωμανικής Αυτοκρατορίας . . Ο Γιάννης τελείωνε τό Ζ ωγράφειο κι ήταν χωμένος ω ς τ' άφτιά στά πατριωτικά fiέματα. Είχε άπό μικρός τή μανία τής δ ημοσιογραφίας, περ νούσε ώρες στό γραφείο μιάς εφη μερίδας, βοηfiούσε εν αν τυπογράφο στόν Γαλατά κι ij fiελε νά μέ ε Ισαγάγει στίς πνευματικές δραστηριότητες τής κωνσταντινουπολίτικης κοινωνίας . Ο Νεοκλής προτιμούσε ν' άσχο λείται μέ χαρταετους παρά νά διαβάζει. Ηταν τε μπέλης καί ατακτος. Μαζί του εκανα πολλές τσαχπινιές κι ή μάνα του φώναζε οτι μέ παρασυ ρει. Μ ιά φορά, fiυ μού μαι, που μάς εστειλε σέ μιά ταβέρνα στό Σταυροδρό μι νά άγοράσου με ούζο, κάτσαμε, τά κουτσοήπιαμε κι έπιστρέφοντας άποφασίσαμε νά κάνω εγώ τόν μεfiυσμένo γιά νά πειράξουμε τή fiειά μου . Ίό άστείο παραλίγο νά εξελιχfiεί σέ ξυλοδαρμό, γιατί ξαφνικά παρουσιά στηκε ό fiείος Γιώργος ό όποίος μάλωσε αγρια τόν Ν εοκλή . . Ω στόσο τά μαλώματα τού fiείου Γιώργου δέν τόν εφεραν σέ fiεογνωσία. .
τ
Ί ά Χ ριστου γεννα τού ' 1 2 μπήκαμε σ' ενα καράβι, που πήγαινε νά φορτώσει ξυλεία στόν πατέρα μου καί φ υ γαμε γιά τό Βασιλικό, δεκατρείς ολοι κι ολοι, πλήρωμα, μαfiητές καί εμποροι. Ο καπετάνιος ητανε γνω στός, οί ναύτες ολοι πατριώτες μας, οί εμποροι φίλοι τού πατέρα άπό τίς .
71 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Σ αράντα Έκκλη σιές καί τήν Άδριανούπολη. Είχαν ερδει μέ τό πλοίο γιά περισσότερη άσφάλεια, γιατί ο ί Βούλγαροι είχαν καταλάβει τή σιδηρο δρομική γραμμή 'Αδριανουπόλεως - Κωνσταντινουπόλεως ως τή λοφο γραμμή τής Τσατάλτζας καί ή κανονική συγκοινωνία γινόταν μέ πολλές δυσκολίες. Έκείνα τά χρόνια τά μικρά φορτηγά δέν είχαν καμπίνες. Συγυρίσαμε λοιπόν τό άμπάρι γιά νά περάσουμε τή νύχτα στρωματσάδα κι άνεβήκαμε νά παρακολουδήσουμε τό βαποράκι πού μάς ρυμούλκησε μέχρι τό στόμιο τού Βοσπόρου. Μόλις ε'ίδαμε τίς Συμπληγάδες δυμη{tήκαμε πάλι τόν Στρά βωνα καί γελάσαμε. Στή Μαύρη Θάλασσα ε πικρατού σε νηνεμία. Τά πανιά μάς ήταν αχρη στα. Τό καράβι πήγαινε Όπου τό πήγαιναν τά ρεύματα. Καί τά ρεύ ματα ετυχε νά πηγαίνουν άνατολικά κείνο τό μεσημέρι, δηλαδή μάς τραβούσαν κατά τή Χιλή, στήν άντίδετη άκριβώς κατεύδυνση άπό τή δική μας. Περιμέ νοντας τόν εύεργετικό σορόκο πιάσαμε τό τραγούδι. ' Ο Θόδωρος είχε μαζί τήν κιδάρα του. Δειλά-δειλά πλησίασε ό Σέργιος. 'Ή τανε ναυτόπαιδο, αβγαλτο άκόμα, γιός ψαρά άπό τήν Άγαδούπολη . «Θαλασσινά τραγού δ ια ξέρεις Θο δ ωρή;» ρώτησε ό Σ έργιος. «" Αρχισε εσύ κι εγώ σ' άκομπανιάρω» τού λέει ό Θόδωρος. Μά μόλις επιασε τό τραγούδι μείναμε αφωνοι. Γλυ στρο ύ σε στή δάλασσα σάν τίς σπηλιάδες κι άνέβαινε ω ς τόν καταγάλανο ούρανό, ταξίδευε, δίχως πανιά, ή φωνή τού Σ έργιου, γλυκειά κι άψεγάδια στη, παδιάρα καί νοσταλγική. 'Ό ταν σηκώδηκε ό άέρας , σηκώδηκε μέ βοή. 'Ώ σπου νά όρτσάρουμε μαύρισε ό τόπος σά νά ' τανε μεσάνυχτα. Πλησίαζε σούρουπο. «Πουνέν της είναι», εί πε ό καπετάνιος , «φρεσκαδ ούρα. " Αν πιάσουμε τό άκρωτήριο τής Μήδειας μέ τήν πρώτη κατεβασιά, δά τή γλυτώσουμε. Διαφορετικά δά χορέψουμε καλά». " Οσο πήγαινε άγρίευε ό άέρας καί δέριευε τό πέλαγο. Δέν χορεύαμε. Βουλιάζαμε στήν αβυσσο. Ε'ίχαμε τόν καιρό στό πλά'ί καί μάς εσπρωχνε πρός τ' άνοιχτά . 'Έ ξαφνα μιά δάλασσα μάς ε σπασε τά παραπέτα κι εσά ρωσε Ό,τι έίχαμε στήν κου βέρτα. Πρίν φανεί ή πούντα τής Μή δειας, ό καπετάνιος εδ ωσε εντολή νά κατεβάσουν τά πανιά κι εφερε πρύμα-πλώ ρα τό καράβι γιά νά σκάνε άπάνω στά βελόνια τού τιμονιού τά κύματα . ' Από τή μπούκα τού άμπαριού είδα τούς δυ ό ναύτες νά άνεβαίνουν στό κατάρτι. Μέσα στό χαλασμό άκούστηκε ενας φοβερός δόρυβος, μιά κραυ γή καί φωνές πού τίς επαιρνε ό ανεμος. Είχε σπά σ ει τό κατάρτι κι ή δάλασσα αρπαξε τόν Σ έργιο . Μέσα σ' εκείνη τή συντέλεια ήταν άδύνατον νά τόν βρούμε . Τό ξη μέρω μα σιγοντάρησε ό καιρός. Τραβούσαμε γαρμπή, δ στρια 72 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γαρμπή, ωσπου φάνηκε τό φανάρι τής Σ βέρκους κοντά στό μπάσιμο τού Βοσπόρου. Σ έ μιά ωρα έίδ αμε τό καραβοφάναρο τού ' Αγίου Γεωργίου. ' Ο καπετάνιος σταυροκοπή{)ηκε. Ξυλάρμενο στά{)ηκε τό καράβι στήν έίσο δ ο τού Μπουγαζιού. Μόλις ε'ί δαμε τό ρυμουλκό, ύψώσαμε σημαία κι έπλησίασε. Ζήτησε κάβο, άλλά δέν έίχαμε οϋτε κάβο. Μάς πέταξε τόν δικό του καί μάς τράβηξε ως τά Στένια οπου ήταν τά ναυπηγεία. «Θαύμα σάς εσωσε» μάς είπε ό πλοηγός. « Άπό τό Άρναούτκιο'ί εως τόν Τοπχανά {]ά ιδείτε καράβια μέ μεγάλες άβαρίες. 'Έ φαγε κόσμο πάλε τό {] εριό». Μ ετά άπό μιά σύντομη άνάκριση πού μάς εκαναν ο ί λιμενικές άρχές, ψάξαμε γιά καράβι νά πάμε πίσω στόν προορισμό μας. Στό Βασιλικό μάς περίμεναν ολοι στό λιμάνι. Ε'ίκοσι γκαγκαλήδες έναυάγησαν στ' άνοιχτά τής Άγχιάλου, ενας μικρός ποντιακός στόλος πού άνέβαινε γιά ψάρεμα Χριστουγεννιάτικο, καί ο ί Βασιλικιώτες μάς εκλα ιαν ζωντανούς δυό μερό νυχτα . Τό καραβάκι πό 'ρχεται 'πο μέσα από τήν Πόλη εχει πανι ά μεταξω τά καί πράσι νες κορδέλες...
τραγου δ ούσε ό Θόδωρος ολη μέρα, κα{] ισμένος στό κρεβάτι του μέ τήν κι{] άρα. Είχε ταραχτεί πάρα πολύ μέ τό χαμό τού Σέργιου κι έπαναλάμβα νε σάν ξόδι τό τραγούδι τού ναύτη. «Μαύρη, κατάμαυρη κατά ρα είναι τούτη ή {]άλασσα' ρουφήχτρα, λάμια, τό ' φαγε τό παιδί» ελεγε καί ξανάλε γε. " Ομως στό σπίτι ε'ίχαμε χαρές καί ετοιμασίες. . Ο Γιάνκος Βασιλείου, χρόνια άρραβωνιασμένος μέ τήν άδελφή μου τή Μάρ{]α, είχε στείλει ε ιδ ο ποίηση άπό τή Ρουμανία πώς μέσα στίς γιορτές {]ά γυρίσει γιά τό γάμο. Περίμενε νά πάει μπροστά τό ξυλουργικό έργοστάσιο πού είχε φτιάξει στήν Κωνστάντζα κι υστερα νά βάλει πλώρη γιά νά φτιάξει ο ικογένεια Η Μάρ{]α, εχοντας άπό καιρό ετοιμα τά προικιά της, είχε τόσο άπογοητευτεί νά περιμένει πού τώρα τής ήρ{]ε σάν ξαφνικό. Τής κακοφαινότανε νά πάει μοναχή σέ ξένο μέρος μ' εναν αντρα πού δέν γνώριζε πιά - δέκα χρόνια ελειπε ό Γιάνκος άπό τό Βασιλικό - μά δέν τολμούσε νά βγάλει αχνα γιατί ό πατέρας εδειχνε πολύ ίκανοποιημένος μέ τόν γαμπρό. "Αλλωστε κι ό άδελφός μου ό Σ πύρος, εχοντας άποφασίσει οτι επρεπε νά άναπτυχ{] εί τ ό έμπόριο τού πατέρα γιά νά μπο ρ έσουμε ολοι ν ά άπασχολη{]ούμε τώρα πού τέλειωνε ενας-ενας τίς σπουδές του, αρχισε νά σχεδιάζει ενα ταξ ίδι στήν Κωνστάντζα γιά νά μελετήσει τ ίς δυνατότητες έπέκτασης τής δου λειάς. Μεγαλώναμε βλέπεις κι έί μαστε πολλά άγόρια. Βέβαια συνεργασία μέ τόν γαμπρό μου δέν προβλέπαμε γιατί εμοιαζε δύσκολος καί μονόχνω. .
73
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τος, μά έπιτέλους, ό Σ πύρος ύποσχέftηκε στή Μ άρftα πώς σύντομα ftCt πήγαινε νά τή δεί έγκατεστημένη στό καινούριο της νοικοκυριό. Φούριες λοιπόν στό σπίτι. ' Ο Δανιήλ ανέλαβε νά φέρει τούς μουσικούς . Βιολιά, νταούλια, γκά"ίντες καί ου τι. Οί ψαρομεζέδες ήταν δουλειά τού Παναγιώτη. Τά κρασιά, τά τυριά, τά παστά καί τά τουρσιά, τού Σ πύρου. " Ανοιξαν ο ί κάβες, ο ί απο&ηκες, τό σουμοκάζανο καί τό καφενείο, απλώ σαμε παντού τάβλες, στρώσαμε ρούχα καί σοφράδες, φέραμε μαγκάλια, στήσαμε σούβλες στήν πλατεία - ό καιρός είχε γλυκάνει πάρα πολύ . ' Ο Γιώργος μέ τόν Θόδωρο καί τόν 'Αριστοκλή είχαν αναλάβει τά κρεατικά καί τά λουκάνικα. Τά κορίτσια τίς πίτες. Έγώ βοηftούσα τή μάνα μας γιά τά τσουρέκια, τίς τάρτες μέ τά βατόμουρα, τούς κουραμπιέδες, τούς μπα κλαβάδες καί τά γαμήλια γλυκίσματα. Οί γυναίκες τών έργατών μας ζή μω ναν καί φούρνιζαν ψωμιά δυό μέρες. Οί ύλοτόμοι εστειλαν δώρο καπνιστό κρέας κι ενα βαρελάκι παλιό κρασί. Οί χαρές τής πρωτοκόρης τού προύχοντα εμειναν στήν ίστορία τού Βασιλικού. Τέτοιο γλέντι δέν είχε ξαναγίνει. Αύτή ήταν ή τελευταία φορά πού είδ α τήν πατρίδα μου .
Τόν ' Ιούνιο τού 1 9 1 3 μας ε Ιδοποίησε ό πατέρας πώς ήταν καλύτερα νά μήν γυρίσουμε στό χωριό μέχρι νά ήσυχάσουν τά πράγματα . Είχε ξεσπά σει ό Δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος - ανάμεσα στούς χριστιανούς συμμά χους αύτή τή φορά - καί τό χωριό μας βρέftηκε ξαφνικά στό στόχο τών βουλγαρικών Όπλων πού τό διεκδικούσαν μέν άπό τούς Τούρκους, αλλά τά είχαν βάλει κυρ ίως μέ τούς Βασιλικιώτες, έπειδή ήταν Όλοι ανεξαιρέτως 'Έλληνες. Περιμένοντας έντολή τού πατέρα, ό ' Αριστοκλής κι έγώ περάσαμε Όλο τό καλοκαίρι στήν Πόλη, βουτηγμένοι στήν ύγρή ζέστη καί τήν ανησυχία πού κάftε μέρα αύξανόταν. ' Ο Γιάννης Eύftυμιάδης μας είχε μιλήσει γιά τίς βουλγαρικές βιαιότητες στή Θράκη κι ε'ίμασταν άναστατωμένοι. Οί στρα τιωτικές νίκες στό μέτωπο δέν είχαν μεγάλη σημασία, ελεγε. ' Αλλού κρινό ταν ό πόλεμος . ( Η Ρωσία, λέει, καί ή Αύστρία είχαν σαφή φιλοβουλγαρική ftέση, ένώ ή παρέμβαση τού αύτοκράτορα τής Γερμανίας - μά τί ζητού σαν Όλοι αύτοί στά μέρη μας; ' Ο Γιάννης δέν είχε ουτε χρόνο ουτε ύπομο νή γιά πολλές έξηγήσεις .) Γιά νά περνάει ό καιρός πηγαίναμε καί ψέλναμε στήν έκκλησία τής Παναγίας τής Κυρίας τών Ούρανών, κοντά στό σπίτι μας στό Φανάρι. Στή Σχολή μας τό μά{}η μα τής Βυζαντινής μουσικής ήταν ύποχρεωτικό κι ό 74 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
καδηγητής μας, ό Κύρ ' Ιάκωβος, είχε τόν τίτλο τού " Αρχοντα Πρωτοψάλτη στό Πατριαρχείο. Πολλοί δ ικοί μας άπόφοιτοι επαιρναν μαζί μέ τό άπολυ τήριο καί τό δίπλωμα τού ίεροψάλτη γιά νά βρούνε δουλειά πίσω στόν τόπο τους. ' Ο ' Αριστοκλής λοιπόν, χρημάτισε άρκετόν καιρό δεμέστιχος στήν Παναγία κι έγ ώ κανονάρχης στό δεξιό ψαλτήρ ι. Βγάζαμε καί χαρτζη λίκι. ' Ο Θόδωρος δέν ήταν πιά στήν Πόλη. Μόλις τέλειωσε τή Σχολή ε φυγε γιά τή Ρουμανία δπου έν τφ μεταξύ είχαν πάει τ' αλλα άδέλφια μου. ' Ο Σπύρος μπήκε ύπάλληλος στό γραφείο έξαγωγών τού Μ ακρή στήν Κων στάντζα. 'Ή δελε νά μάδει τή γλώσσα καί τόν τρόπο πού γίνονταν οί έξα γωγές. ' Ο Γιώργος πήγε στό Βουκουρέστι ύπάλληλος στό μεγάλο παντο πωλείο τού Ν ίκου Εύλογημένου, πού ήταν δειός μας άπό τή μεριά τής μάνας μας. Κι ό Θόδωρος έργάστηκε γιά λίγο δ ιάστημα στόν μεγαλέμπορα Σάπαρη στό Βουκουρέστι, πού ελεγχε τίς είσαγωγές τών άποικιακών. Εί χαν άποφασίσει μετά τήν άπαραίτητη αύτή μαδητεία νά ξεκινήσουνε μιά δική τους δουλειά. Θά τούς βοηδούσε κι ό ' Αριστοκλής, ό όποίος είχε ηδη γραφτεί στή Σχολή Γλωσσών καί Έ μπορίου στό Πέραν. Τ Ηταν παραμονές τής Παναγίας. Δεκαπενταύγουστο τού 1 9 1 3. «Ολίψις γάρ εχει με, σκέπην ού κέκτημαι, ούδέ πού προσφύγω...», ψέλναμε τόν Μικρό Π αρακλητικό Κανόνα, «πάντοΟεν πολεμούμενος καί παραμυΟίαν ούκ εχω πλήν σου, Δέσποινα τού κόσμου», δταν είδα ξαφνικά άπέναντί μου τό Γιάννη τόν Εύδυμιάδη. Ηταν ώχρός καί κάδιδρος. Γύριζε ό πολυέ λαιος πάνω άπό τό κεφάλια μας, καί μιά τόν εβλεπα μέσα στό φώς μιά τόν εχανα μέσα στό σκοτάδι. Τό ασπρο του πουκάμισο μού φάνηκε ματω μέ νο, μά δά ' ταν ή μεγάλη καντήλα πού τό σκίαζε. «. . σώζε πόλιν καί λαόν, τών πολεμουμένων ή είρήνη, τών χειμαζομένων ή γαλήνη, ή μόνη προστασία τών πιστών». " Οταν παρουσίαστηκε ό ίερέας στήν ' Ω ραία Πύλη, τραβήχτηκα στό στασίδι. ' Ο Γιάννης εκανε τό γύρο τής έκκλησίας - είχε πολύ κόσμο καί πολλή ζέστη - καί ήρδε πλά'ί μου. «Τέλειωσε ό πόλεμος. Ύπέγραψαν στό Βουκουρέστι χτές. Ή έπαρχία Ά γαδουπόλεως παραχωρήδηκε στή Βουλγαρία. Οί Τούρκοι πήραν πίσω τήν ' Αδριανούπολη. ' Η Ντομπρουντζά καταχωρήδηκε στή Ρουμανία ...», μά έγώ δέν ακουγα πιά τόν Γιάννη. "Ακουγα τά γλαρόνια νά βουτάνε στό πέλαγος κι εβλεπα τή μάνα μου μπροστά στό είκονοστάσι, ακουγα τά αλογα νά χλιμιντρίζουν κι εβλεπα φορτωμένες τίς συκιές στόν κήπο, ακουγα τά βότσαλα νά γλυστρούν μέ τό κύμα, νά τραβιούνται - νά ' ρχον ται, κι εβλεπα τή βάρκα μου στήν άκροδαλασσιά, σέ μιά πατρίδα πού δέν ήταν πιά δική μας. Οϋτε δική τους. Τ
.
75 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Δ εύτερο
'Από τόν Δ εύτερο Βαλκανικό Πόλεμο ώς τόν Πρώτο Παγκόσμ ιο καί άπό τόν Δούναβη aτόν Δ όν
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέ τό πρώτο καίκι πού εφυγε άπ' τό Βασιλικό ό Χρήστος Δανιηλό πουλος εστειλε χρή ματα στά παιδιά καί τούς μήνυσε νά μείνουν στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά συνεχίσουν τίς σπουδές τους. τ Ηταν «ολοι κα λά ' ούδείς φόβος ύπήρχε. ' Η ζωή δά ξανάβρισκε πολύ σύντομα τόν ρυ{}μό της», διαβεβαίωνε ό προύχοντας τούς νεαρούς γιούς του. Θύμα ό 'ίδιος τών έξελίξεων πού μετέβαλαν ριζικά τή μορφή τής Βαλ κανικής, δέν μπορού σε άκόμα νά άντιληφ{} εί οϋτε τίς οίκονομικές συνέ πειες πού {} ά είχε, σέ πρώτη φάση, ή άποκοπή τής έπαρχίας Ά γα{}ουπό λεως άπό τήν παραγωγική ένδοχώρα τής Άνατολικής Θράκης κι άπό τήν ό{}ωμανική άγορά, οϋτε καί τίς πολιτικές συνέπειες πού {} ά είχε ή προσάρ τηση μιάς, κατεξοχήν έλληνικής, έπαρχίας στόν κορμό ένός σύγχρονου έ{}νικού κράτους, πού τριάντα χρόνια τώρα προσπα{}ούσε νά άπαλλαγεί άπό ότιδήποτε μή-βουλγαρικό. 'Από τή μιά μέρα στήν αλλη τό Βασιλικό άποξενώ{}ηκε βίαια άπό τόν φυσικό του χώρο. 'Έ παψε νά είναι τό έπίνειο τών Σ αράντα Έκκλησιών κι εχασε γιά πάντα τήν έπαφή του μέ τήν κοντινή μεγαλούπολη, τό σημαντι κό διοικητικό, έμποροβιοτεχνικό κέντρο, πού ύπήρξε μέχρι τό 1922 ή , Αδριανούπολη. Γιά ενα {}ρακικό χωριό πού άνέκα{}εν άνήκε στήν αμεση κωνσταντινο πολίτικη περιφέρεια - μιά μέρα μέ τό καίκι άπό τήν πρωτεύουσα ήταν μηδαμινή άπόσταση γιά τίς μεταφορικές συν{}ήκες τή ς έποχής- ή αύ{}αί ρετη συνοριακή δ ιευ{}έτηση σήμαινε καταδίκη σέ άπομόνωση καί μαρα σμό. ' Η νέα πρωτεύουσα ήταν στήν αλλη ακρη τής Βουλγαρίας κι αλλωστε τί δουλειά είχαν οί Β ασιλικιώτες μέ τή Σ όφια; Άκόμα καί ή Φιλιππούπολη -τό Πλόβντιβ Όπως λεγόταν τώρα πιά ή βορειο{}ρακική πολιτεία- άπεί χε μέρες άπό τά παράλια, καί δρόμοι έπικοινωνίας δέν ύπήρχαν. Τελείως άναπάντεχα ήρ{}αν τά πάνω-κάτω. Μ ιά γραμμή στό χάρτη πού κύρτωσε έλαφρά, 'ίσα-'ίσα γιά νά συμπεριλάβει μιά μικρή άκριτική έπαρχία, μετέβαλε διά μιάς τόν χαρακτήρα ένός τόπου. Μά αύτοί πού τραβούν τίς 79
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γραμμές πάνω στούς χάρτες οϋτε τό κρώξιμο τών γλάρων άκούν οϋτε τά γέλια τών παιδιών πού κολυμπούν κοντά στά βράχια οϋτε καί νοιάζονται γιά τήν πολιτιστική όντότητα κα ί τήν εδνική φυσιογνωμία αύτών πού ύπά γονται στίς νέες όριοδετήσεις. Δεκαέξι α Ιώνες τώρα τό Βασιλικό προσέβλεπε στήν Κωνσταντινούπο λη καί τίποτα τελεσίδικο δέν είχε άνατρέψει τόν παλαιότατο κώδικα τών σχέσεων πού άπέρρεε άπ' αύτό τό γεγονός. Άκόμα καί ή μετάβαση άπό τούς βυζαντινούς αύτοκράτορες στούς όδωμανούς σουλτάνους ύ πηρξε μιά νέα κατάσταση πού δέν κατέλυσε τό παρελΜν, δέν τίναξε στόν άέρα τίς Ισχύουσες δ ο μές κι οϋτε άνέτρεψε τήν κοσμογραφία της κοινωνίας πού ζούσε στήν αύτοκρατορική επικράτεια. Βέβαια μετά τό 1 800, μέ τήν άνάπτυξη τών εδνικών κινημάτων καί τήν παράλληλη άποσύνδεση της όδωμανικης εξουσίας, δλα εδειχναν τήν τρο πή πού δά επαιρναν τά πράγματα στή Βαλκανική. " Αλλωστε ή δη μιουργία τών δμορων εδνικών κρατών καί τά διεδνη συμφέροντα στό χώρο συνεπά γονταν τήν καλλιέργεια καί τήν ό ξυνση τών εδνικών άνταγωνισμών, σέ βάρος πάντα τών α μοιρων πληδυσμών πού , μέχρι τότε, ελάχιστα πράγμα τα είχαν νά χωρίσουν μεταξύ τους, ενώ είχαν πάντα πολλά νά συμμερι στούν. Τό ήφαίστειο είχε άπό καιρό ενεργοποιηδεί. Κι δπως συμβαίνει συνή δως , ο ί τελευταϊο ι πού άντιλαμβάνονται τόν κίνδυνο είναι ο ί πρώτοι πού δέχονται τήν πυρακτωμένη λάβα. Μά δέν είναι δυνατόν μιά κοινωνία νά προβλέψει τό όριστικό κι άμετάκλητο τέλος της ίστορίας της. ' Ακόμα κι δταν αρχισαν οί πιέσεις - τά πρώτα μέτρα εκβουλγαρισμού - άκόμα κι δταν διώχτηκαν ό παπα-Θανάσης κι ό δημοδιδάσκαλος Χριστοδουλίδης, άκόμα καί τότε πού φάνηκε καδαρά δτι δέν ύπηρχαν δυνατότητες όμαλη ς ενταξης στόν νέο περίγυρο, οί Βασιλικιώτες δέν άποφάσιζαν νά φύγουν. Πώς νά ξεριζωδεϊ ό άγρότης άπό τόν τόπο του καί πώς ν ' άφήσει ό κτηματίας τήν περιουσία του ; Μ ά κι ό καραβοκύρης άκόμα εϋκολο τό ' χει νά βγεϊ άπό τό σπίτι του ; Είδαν κι άπόειδαν οί Βούλγαροι πώς μέσα σ ' ενα χρόνο τίποτα δέν εγινε , κάδε τους προσπάδεια συναντούσε τήν άντίδραση τού πληδυσμού, κι άποφάσισαν ν ' άλλάξουν τακτική . 'Όμως δσο σκλήραιναν τά μέτρα κι άγρίευε ή τρομοκρατία τόσο άντιστέκονταν ο ί Θρακιώτες. " Ω σπου , στά μέσα τού δερισμού, κάποιο άπόγευμα ήρδε τακτικός στρατός. Τό 'ίδ ιο βράδυ φάνηκαν δυ ό βουλγαρικά άτμόπλοια στ' άνοιχτά τού Βασιλικού. Μέ ενα μπόγο ρούχα στό χέρι οί Βασιλικιώτες φορτώt)ηκαν στά βαπόρια. ' Ο σορόκος πού φύσηξε άπό τή δάλασσα βρηκε μόνο τά στάρια στ' άλώ νια. 80
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ή ταν 1 4 ' Ιουλίου τού 1 9 1 4 . Τά βαπόρια μέ τούς πρόσφυγες κατευWνδηκαν πρός τό Μπάλτσικ τής Ρουμανίας. " Ομως τό λιμεναρχείο δέν έπέτρεψε στόν κόσμο νά άποβι βαστεί. Τά πλοία εφυγαν γιά τήν Κωνστάντζα μά καί κεί οί έντολές ήταν ρητές . Η Ρουμανία δέν δεχότανε πρόσφυγες. Είδοποιημένοι ο ί Δανιηλό πουλοι εκαναν δ ιά φορα διαβή ματα γιά ν ά παραλάβουν τουλάχιστον τούς δ ικούς τους, μά ή κά{}ε οίκογένεια είχε κι άπό εναν συγγενή έγκατεστη μέ νο στή Ρουμανία κι ετσι ολοι {}ά εβρισκαν κάποιον τρόπο νά γ ίνουνε δεκτοί στή χώρα . Άρόδο ε'ίχανε μείνει τά βουλγαρικά βαπόρια. Μετέωρα οπως καί οί έπιβάτες τους. Τέλος ξεκίνησαν γιά τήν Κωνσταντινούπολη. ' Από κεί, μέ τή φροντίδα τού Πατριαρχείου, οί Θρακιώτες έπιβιβάστηκαν σέ έλληνικά άτμόπλοια καί μεταφέρ{}ηκαν στή Θεσσαλονίκη . .
. Ο Γιάνκος ητανε πιά όλόκληρος αντρας. Δεκαπέντε χρόνων . 'Έχοντας μεγαλώσει σέ μιά παραδοσιακή οίκογένεια πατούσε γερά στά πόδια του. Είχε ρίζες, άνατροφή, ό ργάνωση καί τάξη . Είχε ζήσει κάμποσο καιρό μα κριά άπό τή μητρική φροντίδα , είχε γνωρίσει τήν πρωτεύουσα μιας αύτο κρατορίας, είχε φοιτήσει σ' ενα άπό τά καλύτερα σχολεία τής Εύρώπης, είχε πάρει τό δίπλωμα τής τετάρτης γυμνασίου. Ήταν άπό κείνα τά πα λαιά {}ρακιώτικα κόκαλα, τά άνδεκτικά, τά μα{}η μένα αίώνες τώρα στή σκληραγωγία καί τή δουλειά. Είχε πείσμα, {}έληση, ύπομονή, έπιμονή καί {}άρρος σάν τά περήφανα αλογα τής πατρίδας του . Μ ' αύτά τά έφόδια ό νεαρός πρόσφυγας έγκατέλειψε τίς σπουδές καί τήν Κωνσταντινούπολη άφήνοντας πίσω τίς ξένοιαστες παιδικές μέρες στό Βασιλικό καί τήν ησυχη σχολική ζωή στό Φανάρι. Κι εφυγε, βέβαια, γιά τή Ρουμανία. " Οχι μόνον γιατί έκεί βρίσκονταν τά άδέλφια του, άλλά γιατί στήν κοσμολογία ένός μαυρο{}αλασσίτη, χώρος δράσης καί άνάπτυξης ητανε τό Καρ ά Ν τεν ίζ - ή Μαύρη Θάλασσα δηλαδή - ό κόσμος πέρα άπό τίς Συμπληγάδες . Τό μητροπολιτικό " Ακ Ν τεν ίζ - ή " Ασπρη Θάλασσα άπό οπου είχαν κάποτε ξεκινήσει οί ποντοπόροι πρόγονοι - ητανε χώρος άδούλευτος γι αύτούς, αγνωστος, αγονος, ύπερφωτισμένος. Δέν τό ηξε ραν τό Αίγαίο καί δέν είχαν άναγκαστεί άκόμα νά τό μά{}ουν. "Αλλωστε ή ανυδρη καί πτωχή ' Ελλάς δέν μπορούσε νά {}ρέψει ούτε τόν κόσμο της (τά κύματα τών νησιωτών πού κατέπλεαν στόν Εύξεινο Πόντο άπό τό Αίγαίο καί τό ' Ιόνιο έξακολου{}ούσαν νά ' ρχονται), ένώ τίποτα δέν σκίαζε άκόμα τούς «άχανείς όρίζοντες» Ρωσίας καί Βλαχίας. Συνομήλικος περ ίπου τού Γιάνκου Δανιηλόπουλου ό Άνδρέας Έμπει81 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τό σπίτι τού 'Α νδρέα 'ΕμπειΡίκου στή Βραίλα (φωτ. 'Απρίλιος 1987).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ρίκος tJυμαται τούς «άχανείς όρίζοντες» τού Δούναβη καί «τίς άγαπητές, τίς πανελεύ{)ερές του πεδιάδες». «... "Ω, τό ώραίο Μπαραγκάν! Μπραίλα, Ίσμαίλι καί Πικέτο! Οί μυρωδά τοι κάμποι τής Βλαχιάς τήν έποχή τού {)έρους! Οί {)ημωνιές ύψώνονται σάν κάστρα χρυσά, πού περιβάλλονται άπό τήν {)άλασσα τού σίτου, καί τά δρεπάνια άστράφτουν μέ τέτοια όρμή καί τέτοια ρώμη, πού αν είταν νύχτα καί όχι μέρα, {)ά {)έριζαν άκόμη καί αστρα. Οί μηχανές άλωνίζουν καί κοσκινίζουν τό σιτάρι, καί ό χρόνος, ρευστός, τρέχει καί φεύγει, μά δέν χάνεται. Τουναντίον, ζή καί συσσωρεύεται μέσα στά όράματα, μέσα στίς άναμνήσεις. Μιά γυναίκα άφίνει τήν δουλειά της βιαστικά, γιά νά γεννήσυ σέ ενα αύλάκι. Τό τραίνο διασχίζει τήν πεδιάδα. 'Ένα πουλί ξαφνιάζεται καί φεύγει. 'Ένας κέλης ίππεύει μιά φοράδα. Γύρω τους άλαλάζουν άγόρια καί κορίτσια τών τσιγγάνων καί οί φωνές τους πάλλονται μαζύ μέ τά τσιρίσματα τών τζιτζικιών πού πλημμυρίζουν τόν άέρα. Τό φώς είναι {)ερ μό καί ή πεδιάδα άχνίζει μέσ ' στόν ηλιο...>; Ά νδρέας 'Εμπειρίκος
«
Άμούρ- Άμούρ»
Τ Ηταν τήν εποχή τού {}έρους, λοιπόν, Όταν εφτασε ό Γιάνκος στή Ρου μανία, μά δέν πρόλαβε νά χαρεί τίς μεγάλες πε δ ιάδες πού άχνίζαν μέσα στόν ηλιο, γιατί επεσε μέ τά μούτρα στή δουλειά. 'Από τούς μισ{}ούς τού Σ πύρου, πού ε ργαζόταν ύπάλληλος σέ μιά μεγάλη άπο{}ήκη, τά πέντε άδέλφια νοίκιασαν ενα μαγαζί στό έμπορικό κέντρο τής Κωνστάντζας, άγόρασαν λιγοστό εμπόρευμα, κρέμασαν τήν έπιγραφή «Fratii Danielopol» στήν πρόσοψη καί ξεκίνησαν. Οίκογενειακή όμοψυχία, καταμερισμός εργασίας, φαντασία, τόλμη καί τό δαιμόνιο τής φυλής μέσα στόν έμπορικό κώδικα μιας άλλης εποχής, Όταν άκόμα ή Βαλκανική διατηρο.ύ σε τήν παλιά γεωπολιτική της μορφή, αύτά ήταν πού άπέδωσαν σύντομα τούς πρώτους καρπούς .
83 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
FRATII DANIELOPOL
, Η άρχή ήταν πολύ δύσκολη. 'Έπρεπε κάτι νά κάνουμε γιά νά φανεί δτι ύπάρχει δουλειά στό μαγαζί. ' Η δουλειά φέρνει τή δουλειά καί ή κίνηση τήν κίνηση. Πήραμε λοιπόν τρία άδεια σακκιά τού καφέ, τά γεμίσαμε σχεδόν μέ κριδάρι κι άπό πάνω βάλαμε στό καδένα πέντε κιλά καφέ άπό τίς τρείς καλύτερες ποιότητες : Santos , Lave , Role. Τό 'ίδιο κάναμε μέ τό ρύζι καί μέ κάδε είδος πού εμπαινε σέ σακκί. Τό κόλπο επιασε. ' Ο κόσμος εβλεπε τήν άφδονία καί τήν ποικιλία κι ετρεχε νά ψωνίσει. Οί χονδρέμπο ροι δέν ηξεραν ποιός νά δώσει πρώτος τίς μεγαλύτερες πιστώσεις. Σέ λίγο καιρό γεμίσαμε τά σακκιά όλόκληρα. ' Ο Σπύρος εξακολουδούσε νά εργάζεται όλη μέρα σάν άποδηκάριος. Τό βράδυ πού κλείναμε ε ρχόταν γιά νά κάνει τούς λογαριασμούς καί νά άποφασίσει τίς παραγγελίες μέ τόν Γιώργο καί τόν Άριστοκλή, νά δούνε τά βιβλία, τά εσοδα-εξοδ α. ' Εμένα μ' εστειλαν στό γραφείο τών Θεο δ ωρί δη-Γιακουμάτου γιά νά μάδω τά ρου μάνικα, μαζί μέ τήν τέχνη καί τά μυστικά τών είσαγωγών. Τά άφεντικά πολύ σύντομα μού εμπιστεύτηκαν τά κλειδιά γιά ν' άνοίγω καί νά κλείνω τό γραφείο, τό κατάστημα καί τήν άποδήκη. 'Έτσι μπορούσα νά μένω ως άργά γιά νά εξασκούμαι στή γρα φομηχανή καί τήν εμπορική άλληλογραφία. Ο Terchel Aron , ενας στεγνός έβραίος γραμματέας, ελεγε πώς είχα γίνει εν ας άπ' τούς πιό γρήγορους δακτυλογράφους πού είχε ποτέ συναντήσει. Θαύμαζε τήν ταχύτητά μου καί τόν τρόπο μέ τόν όποίο εγραφα στούς πελάτες γιά νά προωδώ τίς δουλειές τού γραφείου. Στό άναμεταξύ τό παντοπωλείο μας πήγαινε πολύ καλά. ' Εγώ χωνό μουνα τά βράδυα μέσα καί συγύριζα δσην ωρα οί μεγάλοι ελεγχαν τά βιβλία. τ Ηταν ενας μακρόστενος χώρος στό ίσόγειο τού Ξενοδοχείου Bulgaria , δίπλα στή Hala -ενα εμπορικό κτίριο μέ πολλά καταστήματα καί κοντά στά κρεοπωλεία. Ε'ίμαστε στό κέντρο τής άγοράς, στήν Piata Unirii. ' Η τοποδεσία τού μαγαζιού βοήδησε πολύ στό νά δουλέψουμε καλά, τόσο καλά, ωστε γρήγορα άποφασίσαμε νά φωνάξουμε τόν Θόδωρο άπό τό Βουκουρέστι καί ν' άνοίξουμε άκόμα ενα κατάστημα. Ν οικιαζότα νε κοντά μας ενας χώρος, {jαυμάσια εύκαιρία, γωνιακός μέ τρείς όψεις. '
85
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Έβλεπε στήν πλατεία, στή μεγάλη άγορά καί στόν κεντρικό δρόμο, τήν όδό Bnltianu. ' Ο Σπύρος παραιτή{]ηκε άπ' τή δουλειά του καί πήρε τήν άντιπροσωπεία ένός γνωστού έργοστασίου πού εφτιαχνε κονσέρβες, χαλ βάδες καί σοκολάτες. ' Ο Γιώργος κι ό ' Αριστοκλής ε μειναν στό πρώτο μαγαζί. ' Ο Σπύρος καί ό Θόδωρος, τά δυό όμορφόπαιδα, άνέλαβαν τό δεύτερο. Έκεί 1'Jά πουλού σαμε άποκλειστικά τά προ"ίόντα πού άντιπροσωπεύαμε. Έγώ ε φυγα άπό τήν ξένη δουλειά καί βοη1'Jούσα δπου ύπήρχε άνάγκη. Μέναμε στό Hotel B ulgaria, πάνω άπό τό μαγαζί μας. Κά1'Jε μέρα άνα λάμβανε ό κα1'Jένας μέ τή σειρά τό μαγείρεμα, κι ό κα1'Jένας βέβαια είχε τίς σπεσιαλιτέ του. ' Ο Γιώργος είχε τρελάνει τή φουρνάρισσα μέ τό γκιουβέ τσι του καί κάτι γεμιστά ψωμιά πού τά πήγαινε άργά τό βράδυ στόν άπέναντι φούρνο. ' Απ' δλους δμως ό Σπύρος άφησε έποχή μέ τίς ταρα μοσαλάτες του. 'Αγόραζε ρώσικους ταραμάδες, τούς χτυπούσε μέ χαβιάρι μέχρι νά γίνει μιά πηχτή κρέμα καί τούς σερβίριζε μέ «τσού"ίκα», κάτι σάν τσίπουρο. 'Ώσπου μιά μέρα καταφ1'Jάνει στό μαγαζί μας ό Ναύαρχος τού Ρουμανικού Ν αυτικού μέ τή γυναίκα του. Βγάζει ό Σπύρος καί τούς κερνά ει ταραμοσαλάτα, πίνουν καί τά δέοντα, ξεκολλημό δέν είχαν. ' Ο ναύαρχος έν1'Jουσιάστηκε άπό τά προ"ίόντα μας, τή δουλειά μας καί τή φιλόξενη ύποδοχή κι ετσι, οϋτε λίγο οϋτε πολύ, μάς άνέ1'Jεσε τήν τροφοδοσία τής Σχολής τού Πολεμικού Ν αυτικού. ' Η κυρία δμως έρωτεύτηκε σφόδρα τόν Σπύρο μας. Κι ό Σπύρος άνέλαβε νά διατηρήσει τήν ύπόληψη τού Ν αυάρ χου χωρίς νά κακοκαρδίσει τήν σύζυγό του. Τό 1'Jέμα άπαιτούσε λεπτούς χειρισμούς κι ό άδελφός μου ήταν πρώτος σέ κάτι τέτοια. �(Tή δουλειά μας 1'Jά κοιτάξουμε Γιάνκο, αύτή μάς καίει, δέν έίμαστε γιά ε ρωτες τώρα», μού ελεγε δένοντας τή γραβάτα του ενα άπόγευμα πού έτοιμαζόταν βιαστικά γιά νά συνοδεύσει τήν κυρία ναυάρχου σέ μιά βόλτα στήν παραλία. Τί ό μορφος πού ήταν. Κομψότατος μέ τό τίποτα. Γερο δ εμέ νος, καλοφτιαγμένος, εύ1'Jυτενής , μελαχροινός στό δέρμα μέ μάτια πράσι να-μελιά. Πολλές φορές παραλίγο νά βρεί ά σκημα τόν μπελά του μέ τίς πελάτισσες, μά είχε εναν τρόπο τόσο εύγενικό καί γλυκό νά τίς σταματάει, χωρίς νά τίς άποπαίρνει, πού δέν εγινε ποτέ κανένα παρατράγουδο. «Τώρα Γιάνκο 1'Jά στείλουμε χρή ματα στή Θεσσαλονίκη γιά νά ερ1'Jουν δλοι έδώ. Θά νοικιάσουμε σπίτι στήν παραλία - νά 1'Jυμίζει στή μάνα μας τήν ' Αγχίαλο καί τό Βασιλικό - 1'Jά ξαναφτιάξουμε τήν οίκογένειά μας κι ϋστερα ε χουμε καιρ ό γιά ερωτες. 'Όλη ή Ρουμανία 1'Jά είναι δικιά μας». 'Έκανε μιά 1'Jεατρ ική ύπόκλιση κι εφυγε γιά τή βόλτα. Marcu Aurel λεγόταν ό παραλιακός δρόμος δπου βρήκαμε σπίτι. Ε'ίχα86
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
με τή μάνα τώρα, κόψαμε τίς μαγειρικές καί τά σούρτα-φέρτα στούς φούρνους καί στά καδαριστήρια ρούχων, γιορτάσαμε τήν πρωτοχρονιά τού 1 9 1 6 όπως παλιά, όλοι μαζί γύρω στό τραπέζι μέ τά γλυκίσματα, τούς ξηρούς καρπούς, τούς μεζέδες, τό τσά'ί καί τή σαμπάνια. Ή ταν ώραία στήν καινούρια μας πατρίδα. Άρχίσαμε καί τίς είσαγωγές από τήν Πόλη -ελιές καί εσπεριδοειδή- μεγαλώσαμε τήν επιχείρηση, γεμίσαμε εμπό ρευμα τίς αποδήκες, κάναμε νέες παραγγελίες κι ετοιμαζόμαστε γιά επέ κταση τών εργασιών μας. ' Ο Πρώτος Πόλεμος δέν είχε ακόμα αγγίξει τή Ρουμανία. ' Αντίδετα μάλιστα' μέ τήν ούδετερότητά της είχε αποκτή σει ίσχυρότερους οίκονομικούς δεσμούς μέ τή Γερμανία, ή 6ποία έτσι εξασφά λιζε τόν ανεφοδιασμό τού δυτικού μετώπου. Τά νέα από τό Εύρωπα'ίκό, τό Βαλκανικό καί τό" Ασιατικό μέτωπο μάς τά έλεγε κάδε Κυριακή 6 πατέρας. Ε'ίχαμε αποφασίσει νά τόν ξεκουρά σουμε πιά, 6 ξεριζωμός καί ή προσφυγιά τόν γέρασαν, είχε έρδει τσακισμέ νος στήν Κωνστάντζα. Περνούσε τά πρω'ίνά του στό καφενείο όπου μαζεύ ονταν οί 'Έλληνες κι εκεί μάδαινε όλα τά νέα. Τά απογεύματα καδόταν στή σκεπαστή βεράντα τού σπιτιού καί παρακολουδούσε τό πήγαινε-έλα τών πλοίων. Είχε γίνει «γενικός λιμενάρχης» τού ελληνικού στόλου. «ΜΑ ΡΙΚΑ», «ΦΙΣΚΑΡΔΟ», «ΚΑΔΙ Ω », «ΑΙΓΑΙΟ», «ΑΡΓΩ», «ΛΕΩΝ ΙΔΙΟΝ». Κρατούσε σημειώσεις σ ' ενα τεφτέρι. Τήν επομένη πήγαινε στό caf6 κι εδινε αναφορά γιά τή δαλασσοπλοία, μαζεύοντας πληροφορίες γιά τήν ποταμοπλοία μας στόν Δούναβη καί στόν Προύδο. Ήταν ενδουσιασμέ νος. ' Από τά 754 «σλέπια» πού μετέφεραν στάρια, τά 364 είναι ρουμανικής ίδιοκτησίας καί τά 332 ελληνικής. Βαλεριάνος, Σταδάτος, Δενδρινός, Έ μ πειρίκος, Πόρτολος, Βαλλιανάτος, Καλαντζής, Βαλλιάνος, Καββαδίας, Τρω'ίάνος, Άντύπας, Γαλιατσάτος, Άδανασούλης, Θεοφυλάτος, Βάρνα λης, Δερνίκος, Κουτα βάς ... «6 'Ίστρος ρέει διά τούς ' Επτανησίους καί τούς Ά νδρ ιώτας», κατέληγε 6 πατέρας τήν κυριακάτικη αναφορά στό σπίτι. 'Άνοιγε τό ση μειωματάριό του καί μάς διάβαζε τά όνόματα τών πλοίων, τών φορτηγών, τών ρυμουλκών καί τών γερανών. Κατέγραφε ίδιοκτήτες, καπετάνιους, ση μαία, δνομα, χωρητικότητα καί προορισμό. Αύτά τά μά ' δαινε όταν κατέβαινε στό λιμάνι κι έπιανε κουβέντα μέ τά πληρώματα. Τή δάλασσα τήν ήξερε καλά, τήν αγαπούσε, μά όνειρευόταν νά πάει κάποτε στό ποτάμι, νά δεί από κοντά τήν κίνηση, τά ποταμόπλοια, τίς πλοηγίδες. ' Από τούς 88 πλοιάρχους-πλοηγούς ρυμουλκών στόν Δούναβη, οί 73 ήταν 'Έλληνες, μάς έλεγε. 'Έτσι μ' αύτά, σιγά -σιγά, 6 πατέρας συνήλδε. Είχε πάρει πάνω του, φαινόταν ξεκούραστος, κεφάτος. Είχε κάνει παντού φίλους. Μ ιά καλή μέρα λοιπόν αποφάσισε νά ξεκινήσει τή δ ιαδικασία γιά τήν αλλαγή τής 87
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
υ πηκοότητάς μας. Δίχως κανέναν δ ισταγμό δήλωσε έμάς τούς νεότερους εξι χρόνια μεγαλύτερους -τά χαρτιά μας είχαν μείνει πίσω, στά όδωμανι κά γραφεία- κι έτσι χάρη στήν προνοητικότητά του γλυτώσαμε καί τό στρατιωτικό καί τό μέτωπο. Μόλις πήραμε στά χέρια μας τά έλληνικά διαβατήρια ή Ρουμανία κή ρυξε τόν πόλεμο στίς Κεντρικές Δυνάμεις, στίς ο ποίες είχε ηδη προσχωρή σει ή Βουλγαρία πού διεκδικούσε τή ρουμανική Ντο μπρουτζά. Ίά τερτίπια τού Δούναβη βλέπεις, πού σ' ενα μεγάλο μήκος του άπο τελεί τό σύνορο τής Ρουμανίας μέ τή Βουλγαρία, αφηναν κάποια περιδώ ρια στή βου λγαρ ική έπιχειρη ματολογία γιά έπέκταση τού υδάτινου ο ρίου καί μέσα στή ρουμανική γή. Ίό ποτάμι, καδώς κυλάει μέ κατεύδυνση άνατολική χωρίζοντας τά δύο κράτη, έκατό χιλιόμετρα πρίν φτάσει στή Μαύρη Θάλασσα στρίβει ξαφνικά πρός τόν βορρά. Διασχίζει κάδετα τή Ρουμανία κι άνεβαίνει ως τά σύνορά της μέ τή Βεσσαραβία δπου δημι ουργεί τό ευ ρύτατο δέλτα του. Οί Βούλγαροι δεωρούν δτι ή πεδινή έκταση άνάμεσα στήν άνατολική δχδη τού ποταμού καί τή δάλασσα τούς άνήκει. 'Ισχυρίζονται δτι, δ πως Ο ο ριζόντιος ρούς άποτελεί κρατικό σύνορο έτσι καί ο κάδετος πρέπει νά άποτελέσει σύνορο καί ή βουλγαρική έπικράτεια νά έπιμηκυνδεί πρός τά βορειοανατολικά, μέσα σ' αυ τήν τήν πολύτιμη λουρίδα γής πού ονομάζεται Ντομπ ρουτζά. 'Αρχές Σεπτεμβρ ίου ή Ρουμανία δέχτηκε τήν έπίδεση τής Βουλγαρίας. Οί Ρουμάνοι δέν μπόρεσαν νά κρατήσουν τό νότιο μέτωπο. ' Ο βουλγαρι κός στρατός πέρασε τά σύνορα καί προχώρησε άκάδεκτος μέσα στήν άμφισβητούμενη περιοχή. Στρατηγικός στόχος ήταν ή κατάληψη τής Κωνστάντζας. ' Ο κόσμος αρχισε νά φεύγει. Μέ βο'ίδάμαξες, μέ λαντώ, μέ άραμπάδες, μέ φορτηγά βαγόνια, μέ δ,ΤΙ μέσο μπορούσε νά βρεδεί. " Ολα συνέβησαν έντελως άπροσδόκητα. ' Από τήν ουδετερότητα στήν έμπόλεμη κατάστα ση κι άπό τήν άρχή των έχδροπραξιων μέχρι τήν υ ποχώρηση, μεσολάβη σαν μόνο δέκα-δώδεκα μέρες. Κανείς δέν πρόλαβε νά προετοιμαστεί. Ρουμάνοι κι 'Έλληνες, 'Αρμένιοι, ' Εβραίοι καί Μ ωαμεδανοί έγκατέλειπαν σπίτια καί μαγαζιά φορτωμένα, περιουσίες καί υ πάρχοντα, κι έφευγαν γιά νά περάσουν τό ν Δούναβη νά σώσουν τή ζωή τους. Η Κωνστάντζα αδεια ζε. '
'Όπως δλοι έτσι καί έμείς μαζεύουμε λίγα ρούχα, παίρνουμε δσα χρή ματα υ πήρχαν στά ταμεία των καταστημάτων μας καί μπαίνουμε στό τραίνο. Οί νεότεροι παστωδήκαμε στ' άνοιχτά βαγόνια, πάνω στά έμπο ρεύματα πού κανείς δέν είχε βρεδεί νά ξεφορτώσει. ' Η διαδρομή ήταν 88
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πολύ επικίνδυνη , γιατί τά εχδρικά άεροπλάνα μυδραλλιοβολούσαν τούς συρμούς πού μετέφεραν τόν αμαχο πληδυσμό. Μέ τήν ευχή τού Θεού φτάσαμε κάποτε στό Γαλάτσι.
Πέρασαν τόσα χρόνια άπό τότε, μά δέν μπορώ νά βγάλω άπό τό νού μου αυτή τήν παραποτάμια πολιτεία όπως τήν πρωτοείδα τόν Σεπτέμβριο τού 1 9 1 6. τ Ηταν 'ίσως ή κούραση, ή άυπνία, ή πρωινή όμίχλη πού σκέπαζε τήν πόλη. 'Έβλεπα μόνον πυργίσκους νά βγαίνουν μέσα άπό τήν υγρασία, μυτερές άπολήξεις πού ση μάδευαν τόν ουρανό, κι ακουγα ελληνικές λέ ξεις πού εφδαναν άπό μιάν άκαΜριστη άπόσταση. Νόμιζα πώς γυρίσαμε στό Βασιλικό ij ότι φτάσαμε 'ίσως στή Θεσσαλονίκη. Ε'ί μαστε πάντως σί γουρα σέ λιμάνι. Κρατούσα μέ κόπο τά μάτια μου άνοιχτά. Τίναζα κάδε τόσο τό κεφάλι μου - μέ βάραινε ό ϋπνος. Πονούσαν τά κόκαλά μου. Οί γνώριμες ναυτικές κουβέντες μέ ξυπνούσαν καί μέ κοίμιζαν. Μ ά πού βρε {}ήκανε τόσοι δικοί μας ναύτες στή Μολδαβία; Θυμούμαι μέσα σέ όνειρο τήν πόλη νά ξυπνάει... τούς κάδους μέ τό γάλα πάνω σέ μακριά ξύλινα κάρρα ... τούς μπόγους μας φορτωμένους σέ ενα ά μάξι πού τό εσερναν δυό βαριά κοντοπόδαρα αλογα ... τήν ύποδοχή πού μας εκαναν οί συνεργ άτες τού Σπύρου ... τό πελώριο σαμοβάρι στή γωνιά τού γραφείου τους ... Εϊμασταν πάλι πρόσφυγες λοιπόν. Λ οξοκοίτα ξα τόν πατέρα. Δέν δά τά εβγαζε πέρα. Δέν μπορούσε νά άντέξει κι αλλο ξεσπίτωμα. Συνήλδα. Ε'ίχαμε πολλά τρεχάματα νά κάνουμε ωσπου νά τα κτοποιήσουμε τούς δικούς μας. Δέν ήταν εϋκολο νά βρεδεί σπίτι, γιατί είχαν ερδει πολλοί πρόσφυγες σάν κι εμας άπ' τήν Κωνστάντζα κι όλοι ψάχνανε κάπου νά βολευτούνε προσωρινά. " Αλλωστε ε'ίμαστε κι ενας όλόκληρος λόχος, δ εκαπέντε αν δρωποι. Γονείς, άδελφές, εμείς τά πέντε άγόρια (ό Δανιήλ κι ό Παναγιώτης βρίσκονταν άκόμα στήν ' Ελλάδα), ή Μάρδα μέ τόν κουνιάδο μας τόν Βασι λείου καί δυό μωρ ά . Ε'ίχαμε φύγει όλοι μαζί, γιά νά μήν σκορπίσουμε ό πως τήν προηγούμενη φορά. Πόρτα-πόρτα γυρίσαμε όλο τό Γαλάτσι. 'Έτσι μάδαμε τούς δρόμους, τίς άγορές, τίς πλατείες, τά δυό λιμάνια στόν Δούναβη καί τό άλλο στή λίμνη Brate�. ' Ο 'Αριστοκλής κι εγώ άναλάβαμε τόν βορειοδυτικό τομέα τής πόλης καί κατεβήκαμε στά ναυπηγεία γιά νά πάρουμε πληροφορίες άπό τούς συμπατριώτες μας πού δούλευαν εκεί. Μας είχαν πεί ότι στό «FΕRΝισ> όλοι οί μηχανικοί, οί καραβομαραγκοί καί οί εΙδικευμένοι τε χνίτες ήταν 'Έλληνες. Προδυμσποιή{}ηκαν οί αν{}ρωποι νά μας εξυπηρετή σουν, άλλά μόλις άκούγανε ότι έί μαστε δεκαπέντε άτομα σταματούσαν. 89
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
" Ενας μάλιστα κεφαλλονίτης βαρκάρης μάς πρότεινε γελώντας νά βρού με καμιά φορτηγίδα ν' άγοράσουμε. - Είναι μιά παλιά καραβάνα, τά 'χει φάει τά ψωμιά της καί πουλιέται γιά μετασκευή. Π άρτηνε μέ τό τίποτα. Θά σάς τήν φτιάσουνε εδώ τά παιδιά πλωτό σπίτι. Άπίκο δά τό ' χετε. Είναι κι ενα παγοδραυστικό πού εξώκει λε. Δικό μας, Κεφαλλονίτικο. Τί άλλο νά σάς πώ, βρέ παιδιά; Ευτυχώς, μέ τά πολλά, ό Γιώργος μέ τόν Θόδωρο βρήκαν τέσσερα δ ωμάτια σ' ενα σπίτι. Ίό ' χε μιά ρούσικη ο Ικογένεια όνόματι Σπαρ πέ τσους. Μ αζεύτηκαν αυτοί στά δυό πίσω δωμάτια καί μάς νοίκιασαν τή σάλα, δυό κρεβατοκάμαρες, μιά άποδήκη καί τήν κουζίνα. " Ετσι βρε{)ήκα με νά συγκατοικούμε μέ Ρώσους. Άνήκαν σέ μιά μικρή παροικία - μιά όρΜδοξη α'ίρεση, νομίζω - κι ήταν δλοι φυγάδες άπό τά πολύ παλιά χρόνια. Διατηρούσαν μέ προσήλωση τά εδιμα καί μόλις άποκτούσαν τό πρώτο τους παιδί, τούς ευνούχιζαν γιά νά μείνει ή περιουσία σ' εναν καί νά μή σκορπιστεί. ' Η κύρια άσχολία τους ήταν ή μελισσοκομία καί τά άλογα. ' Ο Ιδιοκτήτης μας, ενας πολύ ψηλός κι εϋσωμος άντρας, ε ντυπωσι ακός μέσα στό βελούδινο παλτό του, ήταν άμαξάς. Γιά καλή μας τύχη, στό Γαλάτσι βρήκαμε πενήντα κιβώτια μακαρόνια, τά όποία ειχαμε προπληρώσει καί δέν είχαν άκόμα προλάβει νά μάς τά στείλουν οί συνεργάτες μας. Πήγαμε λοιπόν ενα πρωί μέ τόν Κώστια, τά φορτώσαμε στήν α μαξα καί τά πήγαμε στό σπίτι. 'Έτσι ε'ίχαμε τουλάχι στον τί νά τρώ με, γιατί τά χρήματά μας τελείωναν. ' Ο Σπύρος εκλαιγε άκόμα τά λεφτά τών δασμών πού είχε προκαταβάλει στό τελωνείο τής Κωνστάντζας γιά τά εξήντα βαρέλια ελιές πού εφτασαν στό λιμάνι δυό μέρες πρίν φύγουμε. 'Έτρεξε τότε νά σώσει τό εμπόρευμα τουλάχιστον, μά δέν υπήρχε ψυχή στό τελωνείο. Νόμιζε κι αυτός δτι δλα δά τελείωναν γρήγορα καί άνώδυνα. Δέν είχε ξαναζήσει πόλεμο καί λυπότανε τίς ελιές καί τά τελωνειακά. «Ρούσκι ντούχ», ρού σικη μυρου διά, δέν είχαμε μόνο στό σπίτι άλλά σέ όλόκληρη τήν πόλη, καί μάλιστα «καζάκ ντούχ», γιατί οί Ρώσοι είχανε στείλει ενα τάγμα Κοζάκων νά ενισχύσει τή ρουμάνικη ά μυνα στό Γαλάτσι. ' Ο Κώστια δύμωνε μαζί τους, γιατί δέν πρόσεχαν τ' άλογά τους κι είχαν γεμίσει δλες τίς πλατείες μέ καβαλίνες, κάτουρα κι άχυρο' μά στήν πρα γματικότητα ζήλευε. 'Αλογατά ρης αυτός, μέ τ' άλογα μεγαλωμένος, ηξερε νά ξεχωρίζει τήν καδαρόαιμη ράτσα καί νά ε κτιμά τήν τέλεια εκπαίδευση. Κι οί Κοζάκοι, βέ βαια, ευκαιρία δέν εχαναν γιά νά επιδεικνύουν τήν ίπ πευτική δεινότητά τους. «Πού νά πέσει κεραυνός νά κάψει τίς κόκκινες κορδέλες σαρ) μουρμού90 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ριζε φτύνοντας τόν καπνό πού μασουλούσε, Όταν, άργά τ' άπόγευμα, περνούσαν εξω άπό τό σπίτι μας οί καβαλάρηδες. «Κρίμα τά ζωντανά. Αύτοί δέν είναι αντρες, είναι στουπιά. Κάτσε τό βράδυ νά τούς δείς πώς γυρνούνε. ' Ολομέδυστοι. 'Ί σα πού βαστιούνται στή σέλα. Καί τ' αλογα τό νιώ1'Jουν αύτό. πανε άργά καί προσεκτικά μήν τύχει καί κουτρουβαλιστεί τ' άφεντικό τους. Ρεζίλεψαν τά ζώα τους, ρεζιλεύουν καί μας. Κύριε τών Δυνάμεων». Καί πράγματι είχε δίκιο ό ρώσος άμαξάς. Τό κακό είχε παραγίνει. Στή Ρωσία ήταν άπαγορευμένο τό ποτό, λόγω τού πολέμου, κι εδώ οί Κοζάκοι βρέ1'Jηκαν στόν παρ άδ εισο. Ποιός νά τούς ελέγξει; 'Ένα βράδυ κατέβηκαν καμιά δεκαριά στό κελλάρι μιας ταβέρνας. " Ολα τά βαρέλια ήταν σφραγι σμένα. Σημάδεψε ό κα1'Jένας άπό ενα βαρέλι, τό τρύπησε μέ τό περ ίστρο φό του, γονάτισε κι αρχισε νά πίνει άπό τήν τρύπα. Τό πρωί τούς βρήκαν πνιγμένους μέσα στό κρασί πού είχε πλημμυρίσει τό ύπόγειο. Τότε δό1'Jη κε διαταγή νά χυ1'Jούν Όλα τά κρασιά πού ύπήρχαν άπο1'Jηκευμένα στήν πόλη. Μέ τήν επίβλεψη τής άστυνομίας Όσοι είχαν βαρέλια τά κου βάλη σαν στό δρόμο, ανοιξαν τίς κάνουλες κι ετρεχε τό κρασί σάν τό νερ ό τής βροχής. Πλημμύρισε τό Γαλάτσι. Οί Κοζάκοι ξάπλωναν καταγής, επιναν κρασί άπό τό δρόμο, καί κυλιόντουσαν χάμω. Δυό μέρες εκαναν νά ξανα φανούν καβάλα στ' αλογά τους. Μέ τήν παρουσία τών ρώσων στρατιωτών κυκλοφόρησαν πολλά ρού βλια στήν άγορά. «Κατερίνες» τά λέγαμε κι ήταν περιζήτητα. Στό Γαλάτσι Ό μως, ό κόσμος φοβότανε νά εχει πάρε-δώσε μέ τούς Κοζάκους. Έμείς ψάχναμε νά βρούμε κάποια δουλειά νά κάνουμε , γιατί τά μετρητά μας είχαν τελειώσει καί ζούσαμε πουλώντας κανένα κιβώτιο μακαρόνια, μά κι αύτό δέν εφτανε. Σκεφτήκαμε τό ' να, κουβεντιάσαμε τ' αλλο, καί κάποια μέρα τ' άποφασίσαμε. Θά γίνουμε άργυραμοιβοί, σαρ ά φηδες. " Αλλη λύση δέν ε'ίχαμε. Πουλήσαμε τά τελευταία μακαρόνια καί νοικιάσαμε δυό παράδυρα στόν κεντρικό δρό μο, δίπλα σ' ενα μεγάλο καφενείο. ' Αγοράζαμε καί που λούσαμε ρού βλια. Τό διάφορο ήταν καλό. Κάναμε μάλιστα δυό βάρδιες, πρωί-βράδυ, καί πιάσαμε γερή πελατεία. Βγάζαμε τά εξοδά μας καί μα1'Jαίναμε καί ρούσικα. Πού νά φανταστούμε Ότι σέ λίγο καιρό 1'Jά μας είναι άπαραίτητα ! Κάναμε φιλίες μέ τούς Κοζάκους . . Ο 'Αριστοκλής μά1'Jαινε μπαλαλάικα κι εγώ προσπα1'Jούσα, μάταια, νά άντιγράψω τόν τρόπο μέ τόν όποίο κα βαλούσαν τ' αλογά τους. Ηταν άνυπέρβλητοι σέ ϋφο ς στήσιμο, κορ μο στασιά, άλαφράδα, ταχύτητα, ήταν σέ Όλα τους ύπέροχοι. 'Έμοιαζαν αγρι οι, σκληροί καί ατεγκτοι, μά κατά βά1'Jος ήταν παιδιά. τ
91 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
" Ολο τό τάγμα σ' ε μάς εξαργύρωνε τίς κατερίνες του καί ή δουλειά πήγαινε τόσο καλά, ωστε ξεπεράσαμε άκόμα καί τούς εβραίους σαράφη δες. Άπό τά παρά{)υρά μας πέρασε ολο τό Γαλάτσι. ' Αρχίσαμε λοιπόν νά κερδίζουμε λεφτά . . Ο Σπύρος φρόντισε νά κάνει προμήδειες ξυλοκάρβουνο, πού είχε άκριβύνει φοβερά, καί, οπου έβρι σκε, άγόραζε μεγάλες ποσότητες τροφίμων. Κρύψαμε τά τρόφιμα στό δωματιάκι τού σπιτιού, βάλαμε καί μιά τρίφυλλη ντουλάπα γιά νά καλύ ψουμε τελείως τήν πόρτα - ή άστυνομία έκανε έρευν ες γιά άποδηκευμέ να τρόφιμα - κι ε'ίμασταν ετοιμοι νά άντιμετωπίσου με τόν χειμώνα. Μά δέν προλάβαμε. 'Ένα πρωί πού χιόνιζε - είχε ά ντριώσει νωρίς τό κ ρύο - στάδηκε στό παράδυρο τού σαρ άφικου ενα μαύρο αλογο. 'Έγειρε στή σέλα ό Άντρέϊ, μού πέταξε εν αν γούνινο σκούφο σάν τόν δικό του -χωρίς τήν κόκκινη κορδέλα πού φορούσαν αύτοί λοξά στήν «παπάχα» πάνω- καί φώναξε: «Αύτό άπό μένα. Θά σού χρειαστεί. Φεύγουμε γιά τό μέτωπο . . Ο Θεός μα ζί σου». Σπιρούνισε τ' αλογο, ξεκαβαλίκεψε τό ενα πόδι, τό πέρασε στή σέλα, έγειρε ολόκληρος άπό τή μεριά μου κι έφυγε καλπάζοντας στόν κεντρικό δρόμο. Τό μέτωπο έσπασε. Κι εκεί πού ολοι περιμέναμε τή νίκη, παρουσιά στηκαν οί Βούλγαροι άπέναντι άπό τό Γαλάτσι κι αρχισε ο βομβαρδισμός. Τρέχαμε ολη μέρα νά βοηδήσουμε στήν κατάσβεση τών πυρκαγιών, οί όβίδες σφύριζαν πάνω άπό τά κεφάλια μας, Ο κόσμος ήταν πανικόβλητος. ' Η γειτονιά μας ήταν άπό τά πιό επικίνδυνα σημεία τής πόλης γιατί βρι σκόταν κοντά στό στρατώνα πού βομβαρδιζόταν άνηλεώς. Βγάζαμε τούς δικούς μας τό πρωί στό δρόμο, άνάβαμε μιά φωτιά, τούς κουκουλώναμε μέ κουβέρτες καί τούς ά φήναμε παρέα μέ τούς γείτονες νά μαγειρεύουν ζωμούς γιά νά ζεσταδούν. Κάποια μέρα έπεσε τελικά καί στό σπίτι μας μιά βόμβα. Προλάβαμε τή φωτιά καί σώδηκε τό μισό . . Η παραμονή μας στό Γαλάτσι ήταν πλέον άδύνατη. Άποφασίζουμε λοιπόν τήν τρίτη προσφυγιά. Αύτή τή φορά γιά τή Ρωσία. Κατά κεί ήταν τό ρεύμα κι εκεί πήγαιναν ολοι γιά νά σωδούν. Τό μεγαλύτερό μας πρό βλη μα ήταν ή τύχη τής οίκογένειας τής άδελφής μας τής Μάρδας. ' Ο Βασιλείου είχε ρου μανική ύπηκοότητα καί, παρόλο πού είχε περάσει τά σαρ άντα, οταν έ σφιξαν τά πράγματα ε πιστράτευσαν τήν κλάση του. Δέν μπορούσαμε ν' άφήσουμε πίσω τή Μάρδα μέ δυό μωρά. Πείσαμε λοιπόν τόν αντρα της νά λιποτακτήσει, τόν κρύψαμε στά χαλά σματα τού σπιτιού, έ φυγε Ο Σπύρος, πέρασε τά σύνορα κι έστειλε πίσω τό ελληνικό του διαβατήριο . . Ο Βασιλείου είχε ά φήσει μούσι, είχε άδυνατίσει κι ήταν άγνώριστος. " Αλλωστε τότε δέν ύπήρχαν φωτογραφίες στά δ ιαβα92
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τήρια. Ξεπουλούμε στά γρήγορα τά εμπορεύματα, μαζεύουμε τίς κατερίνες μας, κάνουμε μπόγους τά ρουχαλάκια μας καί ξεκινούμε . . Ο Κώστια μάς είχε βρεί δυό μεγάλες α μαξες. Τά σύνορα ήταν πολύ κοντά, μά κάναμε κάμποσες ώρες στό δρόμο. Τό χιόνι είχε λασπουριάσει άπό τήν κίνηση, κόσμος πολύς βάδιζε πρός τόν Προύδο. Στή γέφυρα οί συνοριακές δ ια δ ι κασίες καδυστερούσαν. Περιμέναμε στήν ούρά ως τό βράδυ κι Όσο περ νούσε ή ωρα, μεγάλωνε ή άγωνία μας μήπως κι άναγνωρίσουνε οί στρατι ώτες τόν Βασιλείου. Άπό άπέναντι ερχόταν ενα τάγμα Κοζάκων. Τά ρού σικα τραίνα τούς μετέφεραν ω ς τή συνοριακή πόλη Ρένη, Όπου καί τούς ξεφόρτωναν, κι άπό κεί, περνούσαν τή γέφυρα τού Προύδου καί τραβού σαν κατ ά τό Γαλάτσι. Τά δικά τους βαγόνια ήταν φαρδιά κι οί ρουμάνικες σιδηροδρομικές γραμμές στενές, γι' αύτό καί οί Κοζάκοι δέν μπορούσαν νά μπούν μέ τό τραίνο στή Ρουμανία. Μέχρι τότε, τά φορτηγά βαγόνια ε πέστρεφαν <'iδεια ά πό τή Ρένη στήν Κριμαία. " Αμα αρχισε Όμως ή φυγή , φόρτωναν οί Ρώσοι τόν κόσμο στά τραίνα καί τόν ε στελναν στήν εύχή τού Θεού. Προγρα μματισμένες διαδ ρομές γιά επιβάτες δέν ύπήρχαν. Θά κατέ βαινες εκεί πού δά σ' αφηνε τό στρατιωτικό φορτηγό. Φτάσαμε χωρίς άπρόοπτα στή βεσσαραβική πόλη Ρένη. Κοσμοπλημμύ ρα στό σταδμό. " Εχανε ή μάνα τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα. Μ ιά όλόκλη ρη λεγεώνα ελλήνων προσφύγων εφευγε μέ κατεύδυνση τήν ' Οδησσό. 'Αφήσαμε στήν ακρη τά μισά μπογαλάκια μας, πιαστήκαμε χέρι-χέρι γιά νά μήν χαδούμε, βάλαμε στή μέση τούς Βασιλείου μέ τά μωρά καί τούς γονείς μας, κάναμε εναν κλοιό γύρω τους κι άκολουδήσαμε τό ρεύμα πού ε σπρωχνε πρός τά βαγόνια. Ποτέ δέν κατάλαβα πώς, ενώ τό τραίνο πή γαινε γιά 'Οδησσό, εμείς βρεδήκαμε στά φορτηγά πού φεύγανε γιά τό Ροστόβ. Θά ήταν μάλλον δυό συρμοί στό σταδμό άλλά πού νά τούς δούμε. Τό μόνο πού μάς ενοιαζε ητανε νά χωδούμε σ' ενα βαγόνι. Τό δικό μας δά είχε μεταφέρει τό κοζάκικο τάγμα πού συναντήσαμε στή γέφυρα τού Προύδου. " Αν ξέραμε Ότι ήταν Κοζάκοι τού Ν τόν, δά 'χαμε 'ίσως προσπα δήσει νά μήν μπούμε στό τραίνο τους. Τώρα Όμως πού κουρνιάσαμε εδώ, νιώδαμε εύτυχισμένοι. "Ας ήταν τό Ροστόβ στήν αλλη ακρη τού κόσμου. Θέλαμε άπλώς κάπου νά φτάσουμε. Τίποτα αλλο. Λιγοδυ μιά σού ε ρχόταν άπό τό «καζάκ ντούχ», μά δέν τολμούσαμε νά κουνηδούμε άπό τίς δέσεις μας. Διασχίσαμε ετσι τή Βεσσαραβία, άφήσαμε πίσω τόν Δνείστερο, διασχίσαμε τήν Ούκρανία, ά φήσαμε πίσω τόν Μπάγκ καί τόν Δνείπερο, μπήκαμε στίς ρωσικές στέππες, διασχίσαμε δάση κι άκόμα πηγαίναμε. Τό ταξίδι κράτησε τόσες μέρες πού εχασα τόν λογαρια93
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
σμό. Περάσαμε ά τέλειωτες χιονισμένες πεδιάδες, παγωμένα ποτάμια, γέ φυρες, μικρούς σταδμούς. Στούς μεγάλους σταδμούς μέναμε πολλές ώρες. Έκεί άγάπησα τόν ρούσικο λαό. Τέτοιος πονόψυχος κι όμορφος κόσμος ήταν. Είχε διαδοδεί δτι περνούσαν πρόσφυγες άπό τή Ρουμανία κι ερχον ταν αντρες καί γυναίκες στήν αποβάδρα, πλησίαζαν στά παρά{]υρα καί μας προσέφεραν «σάκαρου» γιά νά αντέξουμε τό κρύο, ψωμί, γάλα καί τσάι. «Bezinski, bezinski» λέγανε, πρόσφυγες δηλαδή, κι ερχονταν μέ τό τσαγερό στό χέρι. Σέ κάδε σταδμό ύπήρχε ενα μεγάλο καζάνι μέ βραστό νερό. ' Ο κάδε Ρώσος κυκλοφορούσε μέ τό τσαγερό του καί συμπλήρωνε νερό απ' τό καζάνι. Θελήσαμε καί μείς νά αγοράσουμε δυό μεγάλα τσαγερά γιά τό ταξίδι, μά στά{]ηκε αδύνατον νά τά πληρώσουμε. Κανείς δέν ήδελε νά πάρει τά λεφτά μας. «Bezinski ortodox)) λέγανε κι απλωναν τά δυό τους χέρια νά μας προσφέρουνε γεμάτο τό τσαγερό πού εκαιγε κι αχνιζε. Τί είχε συμβεί; Μ ιά μπαμπουλωμένη γυναίκα είχε δώσει «χλιέμπα» , ψωμί, στή μάνα μου καί τήν είδε νά κάνει τό σταυρό της - ή μάνα δέν ήξερε πώς αλλιώς νά τήν εύχαριστήσει. Τότε ή ρωσίδα εβαλε μιά φωνή «όρτοντόξ, ό ρτον τόξ)) , εχωσε τό κεφάλι της μέσα στό παρ ά{]υρο καί γέμισε τή μάνα μου φιλιά. Κάτι αντρες δηρία ως έκεί πάνω εκλαιγαν. Ποιός νά δεχτεί νά πλη ρωδεί γιά τά τσαγερά; Πέρασαν, ούτε {]υ μαμαι, πόσα μερόνυχτα, πόσα ποτάμια, πόσα δάση, ωσπου κάποτε φάνηκε ή μεγάλη γέφυρα τού ποταμού Ν τόν. Στόν σταδμό μας περίμεναν οί έκπρόσωποι τής Έ πιτροπής τών ' Ελλη νικών Κοινοτήτων τής βόρειας Άζοφικής. Δέν πιστεύαμε στά μάτια μας. ' Εκατόν όγδόντα πέντε χιλιάδες " Ελληνες ζούσαν, λέει, στήν περιοχή. 'Απ' αύτούς, οί έκατόν σαράντα χιλιάδες τής ένδοχώρας ήτανε ρωσόφωνοι. Οί έλληνόφωνοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύρω από τή Μαριούπολη, τό Τα'ίγάν καί τό Ροστόβ. Τό έμπόριο, ή καπνοκαλλιέργεια, οί δουλειές τής δάλασσας καί ή ποταμοπλοία ήταν οί κύριες ασχολίες τους. ' Η κοινότητα τού Ροστόβ δέν ήταν από τίς πιό μεγάλες - αριδμούσε όκτώ χιλιάδες 'Έλληνες - ήταν δμως από τίς πιό πλούσιες. Μόνο μέ τίς κοινότητες τής ' Οδησσού καί τής Χερσώνας μπορούσε νά συγκρι{]εί. Πολ λοί ροστοβίτες εμποροι γεννημάτων είχαν αντιπροσώπους καί ύποκατα στήματα σ' δλες τίς πόλεις κατά μήκος τού Ν τόν ω ς τόν Βόλγα. 'Έτσι κι έδώ, τό έλληνικό δίκτυο - αδέλφια, συγγενείς, γαμπροί καί κουμπάροι -είχε παντού διακλαδώσεις. Έμείς δέν γνωρ ίζαμε κανέναν, μας συμπαραστάδηκαν δμως σάν αδέλφια. Μοίρασαν τήν οΙκογένεια σέ τρία σπίτια, φρόντισαν τά μωρά, παρηγόρησαν τούς γέροντες, μας φιλοξένησαν μέ τό παραπάνω ωσπου νά 94 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δούμε τί δά κ άνουμε. ' Ο μεγάλος εχδρός τής Ρωσίας είναι τό κρύο καί στό Ροστόβ εκανε διαολεμένο κρύο. Μας ελειπε ή δάλασσα , μας ελειπαν οί δικοί μας κι ετσι, τέλος, άποφασίσαμε νά φύγουμε μέ προορισμό τήν παράλια πόλη Μπερ ντιάνσκα, ενα δέρετρο τής Άζοφικής. Έκεί ήταν άποκαταστημένος ενας ξάδελφός μας, Δανιηλόπουλος κι αύτός, πού εργαζόταν άπό χρόνια σ' ενα εργοστάσιο ύποδη μάτων. Έ πίσης κάποιος δειός μας, όνόματι Κωσταρί δης, διευδυντής ενός μεγάλου ξυλεμπορικού γραφείου εξαγωγών. Αύτή ήταν καί ή αίτία πού προτιμήσαμε τή Μπερντιάνσκα. Θά βρισκόμαστε κοντά στή Μαύρη Θάλασσα, πού τήν άγαπούσαμε τόσο, καί δά ' χαμε κοντά μας δυό συγγενείς. Δέν μπορεί κανείς ν ά φανταστεί τί είναι νά βρεδείς σ' ενα ξένο μέρος - χωρίς γνωστούς, χωρίς νά ξέρεις τή γλώσσα - νά κάνεις ξανά «χωριό» καί νά βρείς κάποια δουλειά γιά νά ζήσεις. Τό κατορδώσαμε, ομως, ολοι μαζί ενωμένοι κι άγαπημένοι οί πέντε άδελφοί: ό Σπύρος, ό Γιώργος, ό Θόδ ωρος, ό ' Αριστοκλής κι εγώ. « Fratii Danie!opo! απαντες παρόντες», ελεγε συχνά ό 'Αριστοκλής γιά νά μας δώσει κουράγιο τίς δύσκολες ώρες. Αύτό άρκούσε.
Ροστόβ. Τό δωμά τιο τής μουσικής στό σπίτι τού Σκαναβή. Ή μαμ ά Άλεξανδρίνα στό πι ά νο μέ τό ν Κώστια, βιολ ί, τόν Βά νια, βιολον τσέλλο.
95
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ά Ζ Ο φ , κ π
Θ ά λ α α α α
( Μ α , ω ι
ι
ς Ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στήν 'Α ζο φ ικ ή
Δυό δωμάτια σέ μιά μικρή αύλή ήταν τό σπίτι μας στή νέα πατρίδα. ' α Ιδιοκτήτης μας, εν ας έβραίος βιομήχανος, είχε δυό γιούς, διαμάντια. ' α ενας φοιτητής, ό αλλος γυμνασιόπαιδ ο. Ίήν ήμέρα πού μπήκαμε στό σπίτι εμφανίστηκαν κου βαλώντας ενα μαγκάλι, δώρο γιά τή <<μπάμπουσκα» καί σέ λίγο επέστρεψαν γιά νά φέρουν ξύλα κι εναν τενεκέ λαρδί γιά τό μαγεί ρεμα. Ίό 'ίδιο εκείνο άπόγευμα βρήκαμε τόν δείο Γρηγόρη. Δέν εϊχαμε περι δώρια γιά καδισιό ' επρεπε τό ταχύτερο νά πιάσουμε δ ουλειά. ' α Κωστα ρίδης, πού γνώριζε καλά τήν πόλη του, ήρδε μέ μιάν ετοιμη πρόταση. Στό κεντρικό βουλεβάρτο, μάς είπε, στό Ισόγειο τού ξενοδοχείου «Μετροπόλ», ύπήρχε ενα καφενείο πού μαράζωνε. ' Η Ιδ ιοκτήτρια, μέ τά πέντε ρούβλια πού εβγαζε τήν ή μέρα, δέν κατάφερνε νά καλύψει ούτε τά εξοδά της κι ήταν ετοιμη νά τό άφήσει. Τ Ηταν καλή εύκαιρία. Ίό ξενοδοχείο « Μ ετρο πόλ» ήταν τό καλύτερο τής Μπερντιάνσκα καί τό καλοκαίρι γέμιζε άσφυ κτικά άπό παραδεριστές. ' Η τοποδεσία προσέφερε μεγάλες δυνατότητες εκμετάλλευσης. Πήγαμε λοιπόν στό Cafe Metropol νά πάρουμε τό τσάι μας. 'Άνετο σαλόνι, άναπαυτικά καδίσματα, δυό πελώριοι καδρέφτες, ξυλόγλυπτες κρεμάστρες - λίγο ζαβλακωμένες βέβαια - κάπως σκοροφαγωμένες οί κουρτίνες, μά ό χώρος μάς αρεσε. " αλος μαζί είχε κάτι τό άριστοκρατικό. Χρειαζόταν ενα γερό καδάρισμα, μερικές μικροαλλαγές καί, κυρίως, ηδελε ζωντάνεμα. «Fratii Danielopol α παντες παρόντες;» είπε ό Άριστοκλής περιμένον τας νά πεί ό καδένας τή γνώμη του. Εϊμαστε ολοι σύμφωνοι. «Γεννάται εΙς τά ελη τής Μ αιώτιδος, λοιπόν;» είπε τότε κατενδουσια σμένος ό ' Αριστοκλής καί μείς σκάσαμε ολοι στά γέλια ενώ, εμβρόντητος ό Κωσταρίδης, άδυνατούσε νά άντιληφδεί πού βρίσκανε τό κέφι τά περι πλανώμενα άνήψια του τά όποία ό 'ίδιος προσπαδούσε νά βοηδήσει. , Από τήν έπο μένη κιόλας τό πρωί άνασκουμπωδήκαμε. Δουλέψαμε νύχτα-μέρα, καδαρίσαμε, ψωνίσαμε τά άπαραίτητα καί κάναμε τήν κατα νομή τών εργασιών. ' α Σπύρος άνέλαβε τή διεύδυνση. ' α Γιώργος τόν 97
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
μπουφέ. ' Ο Θόδωρος κι ό 'Αριστοκλής τό σερβίρισμα. Έγώ τό ψήσιμο τών καφέδων καί τά τσάγια. Άνή μερα τής γιορτής τού Τσάρου άνοίξαμε: Ηταν 6 Δεκεμβρίου τού 1 9 16. Τά εξι ρού βλια πού μπήκαν στό ταμείο μας τήν πρώτη μέρα ήταν καλό σημάδι. «Νά ζήσει ό Πατερούλης παιδιά, είπε ό Σ πύρος, κι αυριο μέ εφτά ρού βλια στό ταμείο !» Δέν ξέρω πώς τά καταφέραμε, άλλά τό επόμε νο βράδυ στό ταμείο ύπήρχαν, όντως, εφτά όλόκληρα ρούβλια. 'Ί σως ό λόγος τού 1'1είου, «είναι πρόσφυγες φοιτητές άπό τή Ρουμανία», νά συνετέ λεσε στήν προώ1'1ηση τής δουλειάς. 'Όλοι έρχονταν γιά νά μάς δούνε, σάν κάτι άξιοπερίεργο, κι εμείς γεμίζαμε τό ταμείο μας. " Ο,τι σερβίραμε τό άγοράζαμε άπό τά εργαστήρια ζαχαροπλαστικής. Πολύ σύντομα τετραπλασιάσαμε τίς ποσότητες. Σκεφτήκαμε δμως πώς τελικά τό νά τά άγοράζουμε δλα ετοιμα ήτανε ζη μιά. Βάλ1'1ηκε λοιπόν ή μάνα μας νά φτιάξει μερικά γλυκίσματα. "Αλλο πού δέν ή1'1ελαν καί οί άδελφές μας γιά νά περνούν τήν ωρα τους, μικρ ά κορίτσια, βλέπεις, τί αλλο νά κάνουνε, μετέτρεψαν τό σπίτι σέ εργαστήριο. Μ πακλαβάδες, κα τα'ιφια, σουρωτά, τάρτες, δ,ΤΙ μπορείς νά φανταστείς. ΟΙ Ρώσοι έγλυφαν τά δάχτυλά τους. Γάλα καί γιαούρτι άγόραζα εγώ. Πήγαινα χαράματα στό παζάρι γιά νά προλάβω νά κουβαλήσω τά δοχεία πρίν άνοίξουμε. Τό γάλα άπό πάνω είχε κίτρινους σβώλους. Ηταν τό βούτυρο πού άνέβαινε στήν επιφάνεια άπό τό κούνημα κα1'1ώς τό ' φερναν ά πό τό χωριό στήν πόλη. Π αρατηρών τας τούς σβώλους πρόσεξα δτι ύπήρχαν ασπροι καί κίτρινοι' αύτοί οί κίτρινοι έκαμαν τό κα'ί μάκι τού γιαουρτιού κίτρινο καί παχύ. "Αρχισα λοι πόν τά πειράματα γιά νά φτιάξω μόνος μου γιαούρτι, νά βελτιώσω καί τήν ποιότητα άλλά καί νά μήν παίρνουμε πιά ετοιμο. Στήν άρχή τοπο1'1έτησα τά φλυτζάνια σέ ράφια κι έχυνα άπό ψηλά τό γάλα γιά νά γίνεται άφρός. Μόλις έπεφτε ή 1'1ερμοκρασία, έπαιρνα μιά σύριγγα και έβαζα τή μαγιά άπό τό πλά'ί, μέ προσοχή, νά μήν σπάσει τό κα·ίμάκι. " Οταν κάποτε κατά λαβα σέ τί 1'1ερμοκρασία πήζει, έβαλα ενα μαγκάλι άπό κάτω γιά νά μήν κρυώνει άμέσως. «' Η πενία τέχνας κατεργάζεται» , κι εγώ, μετά άπό πολλά, κατόρ1'1ωσα νά φτιάχνω γιαούρτι καλύτερο άπ' δτι μπορούσα νά φαντα στώ. Μέ κα'ίμάκι κίτρινο σάν τό φλουρί. "Αρχισα τότε τίς δοκιμές γιά νά κάνω τά «κεφίρια» πού τόσο άγαπού σαν οί Ρώσοι. 'Έπαιρνα ενα μπουκάλι, τό γέμιζα ως τή μέση μέ γάλα βρασμένο, τό αφηνα νά κρυώσει καί τό συμπλήρωνα μέ γάλα αβραστο. 'Έπηζε δίχως νά ξυνίζει κι έ μοιαζε πολύ μέ τό πραγματικό κεφίρι. Μέ δλα αύτά φτάναμε νά άγοράζουμε δεκαπέντε μέ ε'ίκοσι κάδους γάλα τήν ή μέ ρα. Έ πειδή μεγάλωσε πολύ ή δουλειά πήρα μιά βοηΜ καί δυό ύπαλλήτ
98 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
λους, πρόσφυγες άπό τόν Πόντο. 'Έτσι, μαζί τους εμα{] α καί τά ποντιακά. Στή Μπερντιάνσκα τότε είχαν ερ{]ει πολλοί Πόντιοι. Έ μείς τούς βρή καμε έγκατεστη μένους έκεί. Είχαν ύποστεί φοβερούς δ ιωγμούς τά τελευ ταία χρόνια (είχαν τραβήξει τά μαρτύρια τού Χ ριστού στή διάρκεια τού πολέμου ωσπου νά καταλάβουν τά ρωσικά στρατεύματα ενα μέρος τού Πόντου), κι ερχονταν κατά χιλιάδες στή Ρωσία γιά νά σω{]ούν. Οί περισσό τεροι δούλευαν μέ ζήλο γιά τήν 'ίδρυση τής Κεντρικής " Ενωσης τών Εύξει νοποντίων' πάνω άπό όγδόντα σύλλογοι {]ά μετείχαν στό ίδρυτικό συνέ δριο πού {]ά γινόταν τό φ{] ινόπωρο στό ΑΙκατερινοντάρ, μιά πόλη τού Κουμπάν, στόν Άντικαύκασο. Αύτές οί συζητήσεις γίνονταν άργά τό άπόγευμα στό καφενείο. Είχα τελειώσει μέ τή φ ούρια τής ήμέρας καί μ' αρεζε νά κά{]ομαι μαζί τους, νά παρακολου{]ώ τήν κουβέντα τους. 'Έπιαναν δυό -τρία τραπέζια στή γωνιά κι άρχίζαν. Στό Κουρ μπάν, λέγανε, ζούν έκατό χιλιάδες " Ελληνες. 'Απ' αύτούς, οί μισοί καί παραπάνω ήταν πατριώτες τους, πόντιοι πρόσφυγες, καπνοκαλ λιεργητές, άμπελουργοί, βιοτέχνες κι ε μποροι. Ά πελευ{]έρωση καί άνε ξαρτησία {]έλανε γιά τόν Πόντο καί πίστευαν δτι τώρα, πού επεσε ό Τσά ρος, ή Ρωσία δέν {]ά είχε άντίρρηση. Θά άπέσυρε τό στρατό κατοχής καί οί Μεγάλες Δυνάμεις {]ά βοη{] ούσαν η, τουλάχιστον, {] ά κρατούσαν εύνο'ίκή στάση. Πάνω σ' αυτά αναβε ή συζήτηση. "Αλλοι ελεγαν πώς ή Ρωσία άποκλείεται νά παραχωρήσει σπι{]αμή άπό τά ό{] ωμανικά έδάφη πού είχε κατακτήσει κι δτι μόνο μέ άγγλική έπέμβαση {]ά μπορούσε νά προχωρήσει ή ύπό{]εση. "Αλλοι φ ώναζαν πώς γιά τίποτα στόν κόσμο δέν πρέπει νά στηριχτούμε στούς συμμάχους άλλά στίς δραστήριες ποντιακές όργανώ σεις πού υ πήρχαν παντού: ' Αμερική , Μεγάλη Βρετανία , ' Ελβετία , Γαλλία. Στή Μασσαλία, μάλιστα, ό Κωνσταντινίδης είχε κινήσει γή καί ουρανό. Θά πήγαινε νά πιέσει καί τόν 'ίδ ιο τόν Βενιζέλο, ελεγαν. Φυγόστρατοι, άντάρτικο, τάγματα έργασίας, συ μβούλια, άποστολές δπλων, τουρκικές {]ηριωδίες, γερ μανική δ ιπλωματία, σφαγές Άρμενίων, πετρέλαια, άγγλικά συμφέρΌντα, έλληνική πολιτική, γιά μένα δλα αυτά ήταν πρωτάκουστα. Δέν καταλάβαινα πολλά πράγματα, μά τούς {]αύμαζα καί τούς ακουγα μέ τίς ώρες. Καμιά φορά μέναμε καί μετά τό κλείσιμο. Τό σαμοβάρι εσβηνε μεσάνυχτα. Μ ιλούσαν μέ τόση πεποί{]ηση πού η μουνα πιά σίγουρος πώς σύντομα, πολύ σύντομα, {]ά πετύχουν. ' Η Δη μοκρατία τού Πόντου εμοιαζε μέ φεγγάρι κρυμμένο πίσω άπό τίς λεύκες τού παρα λιακού βουλεβάρτου.
99
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί Λ ανι ηλόπουλοι μέ τόν Μοσκώφ (καθιστός δεύτερος δεξ ιά), Φωτ. Γ. Λ. 1917.
Άνάμεσα στούς Πόντιους πού σύχναζαν στό μαγαζί μας ήταν καί οί δύο καπνέμποροι Μ οσκώφ. " Ο Νίκος καί ό Κώστας. Πιάσαμε φιλία μαζί τους, συνδέδηκαν οί ο Ικογένειές μας, κάναμε πολύ παρέα καί στό τέλος άναπτύχδηκε κι αίσδημα μεταξύ τού Σπύρου καί τής Θελξινόης. ' Αρρα βωνιάστηκαν λοιπόν στά τέλη τής ανοιξης τού ' 1 7. "Α! ή ανοιξη. Θυμούμαι ενα πρωινό στόν κάμπο. Πήγαινα σέ μιά φάρμα γιά νά ερευνήσω τίς δ υνατότητες νά προμηδευόμαστε άπευδείας καί άποκλειστικά τό γάλα άπ' αύτούς, καί κεί πού πήγαινα, μέσα στό πούσι τής αύγής - δέν εβλεπες τίποτα, μόνο καμπανάκια ακουγες καί τό τρίξι μο τών κάρρων πού μετέφεραν τό γάλα στήν πόλη - εξαφνα διαλύδηκε ή όμίχλη. Φώτισε ό κάμπος αλος. Χιλιάδες κορυδαλλοί κελαηδούσαν μέσα στίς άνδισμένες μηλιές. Μήνες είχε νά φανεί ό ηλιος, σάν νά ξεχάστηκε πίσω στή Ρουμανία. Στό μαγαζί εγιναν χαρές μεγάλες. Θά ζεσταδεί επιτέλους τό κοκαλάκι μας. Θά ' ρδούν οί παραδεριστές, δά δουλεύουμε ως άργά τό βράδυ. Τί μας ενοιαζε ή τύχη τού Τσάρου; " Ας πάει στήν Κριμαία νά καλλιεργήσει τά άνακτορικά του τριαντάφυλλα. " Ασκημα είναι; 100 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μόνον ό Θόδωρος διατύπωνε κάποιες άνησυχίες. Κουβέντιαζε συχνά μέ τόν Δαυίδ, τόν γιό τού ίδιοκτήτη μας πού, ώς φοιτητής, παρακολουδού σε τίς εξελίξεις. ' Ο Σπύρος δμως είχε άπαγορεύσει κάδε πολιτική συζήτη ση. Έμείς ε'ίμαστε πρόσφυγες, ελεγε. Μέσα σέ τρία χρόνια άλλάξαμε τρείς πατρίδες. Κυνηγη μένοι ειμαστε, μέ τά μπογαλάκια στό χέρι. Μέ τίς πολιτι κές δέν εχουμε καμιά δουλειά. Σουλτάνους ε'ίδαμε, βασιλιάδες ε'ίδαμε, τσάρους ε'ίδαμε. Μόνον ό πόλεμος νά τελειώσει νά ήσυχάσουμε. Έδώ φιλοξενούμενοι εΙμαστε. Ξέρουν οΙ Ρώσοι καλύτερα άπό μάς τί δά κάνουν. Έ μείς τό μαγαζί μας νά φροντίσουμε. Πρέπει νά επεκτείνουμε τήν επι χείρηση. Ύπάρχουν πολλά περιfJώρια. Καί πράγματι. " Αμα ήρδαν οΙ πρώτοι παραδεριστές καί ε'ίδαμε πώς πήγαινε ή κίνηση, σκεφτήκαμε δτι ε πρεπε νά άνοίξουμε κι αλλο μαγαζί, μέ ξηρούς καρπούς αύτό. ΟΙ Ρώσοι κατανάλωναν τεράστιες ποσότητες. 'Έβαζαν μιά χούφτα σπόρους στό στόμα καί μετά εβγαζαν μιά-μιά τίς φλούδες. Δεξιοτεχνία καί ταχύτητα μοναδική. Κάδε πρωί οΙ όδοκαδαρι στές σκουπίζανε τό βουλεβάρτο πού ήταν σκεπασμένο άπό φλούδες ήλιό σπορου καί φυστικιού. Στόν κινη ματογράφο, δίπλα στό καφενείο μας, γινότανε δραύση. Σακκιά όλόκληρα γεμάτα φλούδες διακοσμούσαν τήν κοινή αύλή μας. Μ ιά καί δυό , βρίσκει ό Σπύρος ενα μαγαζί κοντά στό καφενείο, τά παιδιά τό βάψανε, εγώ ξαμολύδηκα νά βρώ καλό εμπόρευμα σέ συμφερτικές τιμές, καί πολύ σύντομα άνοίξαμε. 'Έπρεπε νά μή χάσου με τή δερινή περίοδο. «' Ο καινούριος πρω{]υπουργός είναι συνονόματός μου» μάς άνήγγειλε κάποτε ό Θόδωρος. «Λέγεται Alexander Fyodorovich Kerensky κι είναι εξαιρετικός. Ό Δαυίδ λέει δτι ή Ρωσία δά ξεπεράσει τήν κρίση. 'Όλα δά πάνε καλά άπό δώ καί πέρα». Τό τί ακουσε άπό τόν Σπύρο δέν λέγεται. Πρώτη φορά είδα τόν άδελφό μου ετσι. «Ν ά κόψεις τήν παρέα μέ τόν φοιτητή, αύτός είναι στ ά σύννεφα, τί άνάγκη εχει; Στό κάτω-κάτω Ρώσος είναι καί νοιάζεται. ' Εμείς ε'ίμαστε " Ελληνες, μέ διαβατήρια, μέ χαρτιά. Θές καμιά ωρα νά βρείς μπελάδες;» Φώναζε εξαλλος ό Σπύρος, ωσπου, ά φού τά είπε καί είδε τόν Θόδωρο νά μαζεύεται, συνήλδε. Πήρε ξανά τ ό άκατα μάχη το ϋφος του καί μέ κείνο τό γοητευτικότατο χαμόγελο είπε: «Φιοντό ροβιτς, μού ύπόσχεσαι πώς δά άφήσεις ησυχο τόν συνονόματό σου νά κυβερνήσει τήν καινούρια μας πατρίδα ;» Άπό τότε μάς κόλλησε κι δλες τ ίς λέξεις πού ε'ίχανε δήτα ε μείς τίς προφέραμε μέ φί, δπως οΙ Ρώσοι. Θυμήδηκα καί τόν συμμα{]ητή μου τόν Ζ αχάρωφ πού μάς ελεγε γιά τή Μαύρη ... Φάλασσα καί τήν 'Αζοφική . Οί δουλειές μας πήγαιναν πολύ καλά. " Οταν εκοψε ή καλοκαιρινή κί νηση άποφασίσαμε νά επεκτείνουμε τίς δραστηριότητές μας καί ν' άσχο101 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
λφ'tούμε μέ τό εμπόριο τών δ ερμάτων. Μαζεύουμε δλα τά λεφτά μας, τά δίνουμε στόν Σπύρο καί φεύγει γιά τό Βλαδιβοστόκ. Μόλις εφυγε ο Σπύρος, αρχισε ή Έπανάσταση. ' Η κατάσταση ήταν τόσο συγκεχυμένη πού ήταν άδύνατον νά καταλάβει κανείς τίποτα. Τό μόνο πού δυμάμαι γιά κείνες τίς πρώτες μέρες είναι τό δριμύτατο ψύχος καί τή μάνα πού άνησυχούσε γιά τόν Σπύρο, Ο οποίο ς δά διέσχιζε τήν 'Ασία μέ τέτοιον καιρό. Πού νά τολμήσουμε νά της μιλή σουμε γιά τήν άναταραχή πού ξέσπασε. " Αλλωστε, στή μικρή μας πόλη δέν είχαν φτάσει άκόμα παρά μόνο τά μηνύματα της επανάστασης πού δονού σε τά μεγάλα κέντρα καί συγκλόνιζε τήν ' Αγία Πετρούπολη. ' Ο Δαυίδ πίστευε δτι οί Μπολσεβίκοι δέν δά κατάφερναν νά ε πικρατήσουν. Είναι δέμα λίγων ή μερών. Οί χωρικοί καί οί εργάτες είναι εναντίον τους. Στήν περιφέρειά μας κανείς δέν είναι μαζί τους. ' Η Ούκρανία κήρυξε αύτονο μία. Μόνο γιά τούς Κοζάκους άνησυχούσε, τούς Κόκκινους Κοζάκους τού Ντόν. " Ω σπου κάποια μέρα ήρδαν οί Κερενσκικοί κι ε'ίδαμε κι αύτονών τή γλύκα. Στρατιώτες δυ μούμαι καί κάτι εξαγριωμένους ο πλοφόρους πού μιλού σαν εν όνόματι τού λαού, τών σοβιέτ, τών άγροτών, τών σοσιαλεπαναστα τών, τών διεt]νιστών μενσεβίκων της άριστεράς, τών κοζάκων τού στρατη γού Καλέντιν. Τό ενα κόμμα δ ιαδέχονταν τό αλλο, τό ενα καδεστώς τό αλλο κι ήταν δλοι 'ίδ ιοι. Διαταγές τοιχοκολλη μένες, άψ ιμαχίες, οδ ομαχίες, συλλήψεις, νυχτερινές συμπλοκές. Πολλές φορές μέναμε τό βράδυ στό καφενείο, γιατί είχαν άρχίσει οί επιδέσεις σέ μαγαζιά. " Αλλες νύχτες πάλι μέναμε, επειδή δέν τολμούσαμε νά δ ιασχίσουμε τήν πόλη. Έμάς τούς " Ελλη νες δέν μάς πειράζανε, μόνο άπό καμιάν άδέσποτη ij τίποτα εξαδλι ωμένους ρέμπελους φοβόμασταν. Στόχος τους ήταν οί ' Εβραίοι. 'Όταν ήρδαν οί Μ πολσεβίκοι αρχισε τό μακελειό. Έ μφανίστηκε στά άνοιχτά της Μπερντιάνσκα ενα πολεμικό πλοίο - Γερμανικό ij Γαλλικό δέν δυμούμαι. Οί Έρυδροί, παρόλο πού δέν είχαν μεγάλα κανόνια, φόρ τωσαν ενα τηλεβόλο σ' ενα μικρό ρυμουλκό καί βγηκαν άπό τό λιμάνι γιά νά χτυπήσουν τό ξένο πλοίο. Ξαφνικά αρχισε νά βάλλεται καί ή πόλη. Τό κανονίδι γενικεύτηκε. Μαζεύτηκε ή γειτονιά καί κατεβήκαμε στό ύπόγειο της αύλης πού μοιραζόμασταν μέ τόν κινη ματογράφο. Σπρώξαμε κάτι σκηνικά κι ενα παλκοσένικο, πού είχαν ξεμείνει άπό μιά δεατρική παρά σταση, στήν ε'ίσοδο της αύλης κι ετσι νιώδαμε πιό προφυλαγμένοι. Βρισκό μαστε στήν πρώτη γραμμή τού πυρός. ' Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν άκα τάπαυστα. Στό ύπόγειο τά παιδάκια εκλαιγαν, ηδελαν νά φάνε. Άποφα σίζω λοιπόν νά πάω στό καφενείο νά φέρω γιαούρτι καί ψωμί γιά τά 102 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
παιδιά. Τήν ωρα πού γύριζα, σκάζει μιά όβίδα δίπλα μου καί μέ πετάει στό ύπόγειο μπρού μυτα περιχυμένο μέ γιαούρτι. Μέ γλύτωσε ή σκηνή τού δεάτρου καί κάτι στρώματα στήν αύλή. ' Η βόμβα είχε σκάσει στά μαλακά καί δέν εκανε μεγάλη ζημιά. Τό βράδυ οί άρχές παραδόδηκαν ένώ οί Μπολσεβίκοι έγκατέλειπαν τήν πόλη. Κατέ βηκα στό λιμάνι γιά νά μάδω νέα. Δυό δ ικά μας φορτηγά, άποκλεισμένα άπό καιρό στό Novorossiisk, είχαν άκολουδήσει τό ξένο πολεμικό πού ήρδε άπό τή Μαύρη Θάλασσα κι εφτασαν σώα στή βάση τους. ' Ο καπετάν Παρασκευάς, ενας γέρος δαλασσόλυκος άπό τ ό Βασιλι κό, μόλις μέ είδε, κατασυγκινήδηκε. «" Αχ, πατρίδα Γιάνκο μου, καλά εκανες καί ήρδες. Είχα σκοπό νά περά σω άπό τό καφενείο νά σάς δώ, νά τά πούμε, οπως τότε στό μαγαζί τού πατέρα σου. Γιάνκο, Γιάνκο. Μά έσύ κάδε φορά πού σέ βλέπω ψηλώνεις. Άκόμα ρίχνεις μπόι παιδί μου, πού δά φτάσεις ;» Τέτοια μού 'λεγε καί μέ κάλεσε νά μπούμε στό ρυμουλκό. «Κάτι δέλω νά σού πώ, παιδί μου, κάτι νά έξομολογηδώ» είπε καί μέ εβαλε νά κάτσω δίπλα του , πάνω σέ κάτι στοίβες βρεγμένα σκοινιά. «" Ο ,τι καί νά πούμε Γιάνκο είναι πραγματικά παλικάρια οί Ρώσοι. Στό Νοβορωσίσκι τούς παραδέχτηκα τούς κόκκινους, τή λέω τήν άμαρτία μου. Ή ταν Ο ρούσικος στόλος τής Μ αύρης Θάλασσας έκεί άγκυροβολημένος, είχε ερδει, λέει, άπό τή Σεβαστούπολη. Οί Γερμανοί πάτησαν τή συνδήκη είρήνης μέ τούς Σοβιετικούς, μπήκαν μέ στρατό στήν Ούκρανία καί μέ πλοία στή δάλασσά μας. Ηρδαν εξω άπό τό Ν οβορωσίσκι νά χτυπήσουνε τούς κόκκινους. 'Έκαναν δαλάσσιο άποκλεισμό καί παράγγειλαν στά σο βιέτ νά τούς παραδώσουν τά ρούσικα πολεμικά. Οί Ρώσοι δέν μπορούσαν νά βγούν άπό τό λιμάνι. 'Ή τανε καί πολλά δικά μας έκεί. Καίκια, φορτηγά, ο,ΤΙ δές. Πιάσαμε φιλίες μέ τά πληρώματα, ήτανε ολοι μπολσεβ ίκοι, λέει, κοινωνιστές έπαναστ άτες. Τέλος ελαβαν έντολή άπό τήν κυβέρνησή τους νά βυδίσουνε τά πλοία τους. Γιάνκο, τό τ ί εγινε δέν περιγράφεται. Κλαί γαμε ολοι στό λιμάνι. Έμείς κάναμε τό σταυρό μας, αύτοί σήκωναν τή γροδιά, αλλοι χαιρετούσαν στρατιωτικά. Βούλιαζαν τά πολεμικά, βουνά ολόκληρα, καί μέ τούς σηματωρούς μάς βροντοφώναζαν «βυδίζομαι - δέν παραδίδομαι». Τραγουδούσαν τά πληρώματα' έμείς βγάλαμε τούς σκού φους καί σταδήκαμε οπως μπροστά σέ μνή μα. Σειρά είχε τώρα τό καταδρομικό Κέρτς. Αύτό έξέπεμψε τό τελευταίο σήμα: "Καλώ ολα τά πλοία! Βυδίζομαι εχοντας καταστρέψει μέρος τού Στόλου τής Μαύρης Θάλασσας, πού διάλεξε τόν δάνατο άπό τήν παράδο ση". Στή λέω τήν άμαρτία μου Γιάνκο, ο Θεός νά μάς λυπηδεί καί νά μάς σώσει, άλλά τέτοια παλικάρια δέν ξανάδα στή ζωή μου». τ
1 03
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μ είναμε άμίλητοι ως άργά τό βράδυ. ' Ο καπετάνιος ήταν πολύ ταρα γμένος κι εγώ δέν ήξερα τί νά πώ. Αύτό πού μέ τρόμαζε ήταν δτι ό πόλε μος είχε ξαναρχίσει. Άνησυχούσα πολύ γιά τόν Σπύρο. Δέν ε'ίχαμε λάβει καδόλου εΙδήσεις του άπό τότε πού εφυγε. Γιά νά σπάσω τή σιωπή είπα τίς σκέψεις μου στόν γέρο ναυτικό. Τότε εμαδα δτι τό Βλαδιβοστόκ είχε καταληφδεί άπό τούς Βρετανούς καί τούς 'Ιάπωνες. Καλό ήταν αύτό ή κακό γιά τόν Σπύρο, αντε νά βγάλεις ακρη. Οί επόμενες μέρες κύλησαν ησυχα, δίχως ε πεισόδια, τοιχοκολλήσεις, ποδοβολητά καί άγωνίες. Νέα δέν μαδαίναμε άλλά τά πράγματα εδειχναν πώς είχαν πάρει καλό δρόμο. Πήγα κι ω ς τή φάρμα πού μάς προμήδευε τό γάλα, άνανέωσα τή συμφωνία μας καί γύρισα λιγότερο άνήσυχος, εύδιάδε τος μπορώ νά πώ , γιατί ή άνοιξιάτικη εξοχή μού είχε φτιάξει τό κέφι. Πού νά φανταστώ :r ί μάς περίμενε. ' Από τήν άνάπαυλα πέσαμε στήν κόλαση τών Άναρχικών. Μάς περικύκλωσε ή Μ αύρη Φρουρά τών Ούκρανών Ά ναρχικών πού είχαν σηκώσει παντιέρα πρώτα στήν πατρίδα τους καί μετά πήραν σβάρ να τούς δρόμους κι εφτασαν λυσσασμένοι ως εμάς. ' Οδοφράγματα στή {)ηκαν και οί όδο μαχίες στίς παρυφές τής πόλης κράτησαν μέρες, ω σπου νίκησαν οί μαύροι τρομοκράτες. ' Αρχηγός τους ήταν ό Batka Makhno , ενας κοντούλης Ούκρανός, όπλισμένος σάν άστακός. Είχε εναν ύπασπι στή Τάταρο όπλισμένο μέχρι τ' αύτιά καί μέ χειροβομβίδες περασμένες στή ζώνη . ' Ο Μ αχνό είχε τήν τέχνη νά ξεσηκώνει τά πλήδη. 'Έμπαινε εφιππος στά εργοστάσια καί προκαλούσε τούς ε ργάτες φωνάζοντας: «Δουλεύετε σάν τά ζώα καί οί ' Εβραίοι δησαυρίζουν μέ τούς κόπους σας. Έλάτε μαζί μας. Θά σπάσουμε τά μαγαζιά τους γιά νά πάρετε δλοι τό μερίδιο πού σάς άνήκει». Π ολλοί τόν άκολούδησαν. Κατέλαβαν πρώτα τήν άστυνομία, δπλισαν τούς νέους όπαδούς τους καί ξεχύ{)ηκαν στό κέντρο τής πόλης. 'Έσπαζαν βιτρίνες, λεηλατούσαν κι εκλεβαν δ ,ΤΙ εβρισκαν. 'Ύστερα όργάνωσαν ενοπλες συμμορίες κατέλαβαν τά γύρω χωριά κι όλό κληρη τήν περιφέρεια . 'Έστησαν τό άρχηγείο τους στό ξενοδοχείο «Μετροπόλ», πάνω άπό τό μαγαζί μας. Πέταξαν εξω πελάτες καί Ιδιοκτήτες δίχως καμιά εξήγηση καί καμιά άποζη μίωση , φυσικά. Έ μάς όχι μόνο δέν μάς πείραξαν άλλά ό Μ α χνό έδωσε εντολή νά πληρώνουν γιά δ,τι τούς σερβίραμε. ' Ο Τάταρος μάς μισούσε καί δέν τό εκρυβε, ε'ίχανε λέει παλιά εχδρα οί δικοί του μέ τούς 'Έλληνες τής Κριμαίας, ήταν καί μωαμεδανοί βλέπεις αύτοΙ ' Ο Μαχνό δμως, όχι μόνο μάς συμπαδούσε, άλλά είχε κάνει καί φιλία μέ τόν Θόδωρο τόν όποίο πολύ άγαπούσε. ' Η φιλική διάδεση τού άναρχικού άρχηγού άποδείχτηκε βέβαια πολύτιμη . Μάς έλεγε «σαλιόνε Γκριέκοι», δηλαδή 1 04
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«άλμυρούς " Ελληνες», έπειδή δέν ε'ίπαμε ποτέ δτι ε'ίμαστε σύντροφοι, «τα βαρίτσκο». 'Όλοι τους εκαναν τέρατα καί ση μεία. 'Έπιαναν πλούσιους ' Εβραίους τσαρικούς, τούς φυλάκιζαν στό ύπόγειο τού ξενοδοχείου καί τούς σκότω ναν χωρίς δίκη. Τούς εδεναν πόδια-χέρια μέ μιά πέτρα καί τούς εριχναν στή �άλασσα η τούς πυροβολούσαν στό ύπόγειο, στό δρόμο, δπου τούς έρχόταν ή δρεξη. Μιά Κυριακή , τήν ωρα τής βόλτας, δυό παλικαράδες εβγαλαν στό βουλεβάρτο ενα νέο παιδί μέ δεμένα χέρια. Μέ φωνές καί άπειλές σκόρπισαν τόν κόσμο πού μαζεύτηκε, εστησαν τόν νέο στή μέση τού δρόμου καί τόν σκότωσαν μέ δυό σφαίρες. 'Όταν μάς έπέτρεψαν νά πλησιάσουμε, ε'ίδ αμε τόν Δαυίδ νεκρό, σάν τόν Έ σταυρωμένο. , Η κατάσταση είχε γίνει άνυπόφορη. ' Ο Θόδωρος χά�ηκε άπ' τό μαγα ζί γιατί δέν άντεχε πιά νά βλέπει τόν Μαχνό. «Πρέπει νά φύγουμε» ελεγε, «δέν μάς σηκώνει ό τόπος, χτές ό Δαυίδ, αυ ριο έμείς, �ά μάς σφάξουν αύτοί». Έ μείς εϊχαμε άρχίσει νά σκεφτόμαστε ξανά τήν προσφυγιά άλλά μάς άπασχολούσε ή άπουσία τού Σπύρου. Φοβόμαστε μήπως πρoσπα�ή σει νά έπικοινωνήσει μαζί μας καί δέν μάς βρεΙ Δέν ήταν ευκολο νά φύγουμε χωρίς τόν Σπύρο. Αύτός μάς κα�oδηγoύσε, αύτός άναλάμβανε πρωτοβουλίες καί εύδύνες. " Ωσπου κάποια μέρα βλέπω καί φέρνουν δ εμέ νο στό ύπόγειο τού ξενοδοχείου τόν γαμπρό μας, τόν Βασιλείου. Τρέχου με στή Mάρ�α καί μα�αίνoυμε δτι τόν είχαν πιάσει στό παντοπωλείο του νά πουλάει ποτά μαύρη άγορά. Ε'ίχανε μεγάλο κέρδος, λέει, καί γι' αύτό επεσε μέ τά μούτρα ό Γιάνκος στό λα�ρεμπόριo. Η ποινή ήταν �άνατoς. Βρίσκει ό Θόδωρος τόν Μαχνό , ό όποίος εύτυχώς είχε μόλις γυρίσει άπό περιοδεία, καί τόν �ερμoπαρακαλεί νά δώσει χάρη στόν Βασιλείου πού εχει μικρά παιδιά. «Τό χατήρι σου μεγάλο σαλιόνε Γκριέκ φεντέα, άλλά γιά πρώτη καί τελευταία φορά» είπε ό Μαχνό. «Τήν έπομένη τόν περιμένει ό βυΜς τής �άλασσας». Τό ποτήρι ξεχείλισε. Ψάχνουμε τρόπο νά διώξουμε τούς δ ικούς μας, στέλνουμε καί τούς Βασιλείου μαζί, καί συμφωνούμε δτι �ά βρε�oύμε κάποτε - δποτε - στήν Κωνσταντινούπολη. ' Ο Θόδωρος κι έγώ μείναμε πίσω γιά νά μαζέψουμε κάτι χρέη καί νά ξεκάνουμε δ,τι μπορούσαμε νά ξεπουλήσουμε. Άλλάξαμε καί τά χρή ματα πού είχαμε - κυκλοφορούσε ενα προσωρινό νόμισμα έκείνη τήν έποχή, δίχως καμιά Ισχύ - τά κάναμε «κατερίνες», ράψαμε καί ζώνες εΙδικές γιά νά χωρέσουν άκριβώς τά χαρ τονομίσματα καί περιμέναμε τήν πρώτη εύκαιρία γιά νά φύγουμε. Κάποτε ερχεται ό καπετάν Παρασκευάς καί μάς εΙδοποιεί πώς εχει σκοπό νά πάρει τό ρυμουλκό καί νά τό σκάσει. '
1 05
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
- Πότε φεύγουμε; - Αϋριο βράδυ, μεσάνυχτα. Θά φύγουμε μέ σβηστά φανάρια, δ' άνοιχτούμε στό πέλαγος καί χαμπάρι δέν δά πάρει κανείς. 'Έτσι κι εγινε. Φύγαμε μέ καλό καιρό κι ε'ίχαμε καλό ταξίδι. Κατά τά ξη μερώματα δμως ά ρχισε ή Άζοφική τά δικά της. Είναι ρηχή δάλασσα καί τά κύματά της δέν μοιάζουν μέ τά κύματα τών άνοιχτών δαλασσών. Σπά ζουν εδώ κι εκεί κι είναι τρομερά επικίνδυνα. 'Έμπαιναν άπό τή μιά μεριά τού ρυμουλκού κι εβγαιναν άπό τήν άλλη. Ίό πλοίο πήγαινε σάν άκυβέρ νητο. . Ο Παρασκευάς μας εδεσε μέ σχοινιά στήν κουπαστή γιά νά μήν μας πάρουν τά κύ ματα. «Σειρήνες δέν άκούω Θόδωρε» είπα γιά νά διασκεδά σω κάπως τήν κατάσταση, μά ό Θόδωρος ήταν ά σπρος σάν τό πανί.
Βρεγμένοι ως τό κόκαλο φτάσαμε δαλασσο δ αρμένοι στό Κέρτς. Είχα ύπ' Ό ψη μου νά ψάξω γιά τόν συμμαδητή μου τόν Πολύβιο Ζ αχάρωφ, άλλά στό λιμάνι βρήκαμε ενα βαπόρι πού εφευγε γιά Νοβορωσίσκ. Μπή καμε λοιπόν καί φύγαμε άφήνοντας γιά πάντα τήν ' Αζοφική «Φάλασσα» πού οί άρχαίοι πρόγονοι όνόμαζαν « Μ αιώτιδα λίμνη καί μητέρα τού Πόν του». « Ά κολουδούμε τή διαδρομή τής παλαμίδας» είπε ό Θόδωρος, μόλις ξαναβρήκε τό χρώμα του. «Νά δού με τώρα πού δά μας ρίξουν τά ρεύματα: Πόλη, Βασιλικό, Κωνστάντζα η Δούναβη ...» Φτάνοντας στό Νοβορωσίσκ πήγαμε στό πρώτο ξενοδοχείο πού βρέ δηκε μπροστά μας. Κλειδ ωνόμαστε σ' ενα δωμάτιο, βγάζουμε τά βρεγμέ να ρούχα, τίς ζώνες πού φορού σαμε κατάσαρκα, καί διαπιστώνουμε αύτό πού φοβόμαστε. Ίά ρούβλια ήταν μούσκεμα. Ίά άπλώσαμε στά κρεβάτια καί μείναμε κλειδωμένοι μέχρι νά στεγνώσουν. Εύτυχώς ήταν καλής ποιό τητας καί δέν επαδαν τίποτα. 'Αφού τακτοποιήσαμε ξανά τίς χά ρτινες κατερίνες στίς ζώνες μας, βγήκαμε στό λιμάνι γιά νά δούμε τί άκούγεται καί πώς φεύγουν γιά Κων σταντινο ύ πολη . . Η επικοινωνία είχε πιά άποκατασταδεί, οί Λ ευκορώσοι τού στρατηγού Ντενίκιν ελέγχαν τά παράλια, τά πράγματα εδειχναν ηρε μα. Στήν άγορά επικρατούσε ζωηρή κίνηση. Ούρές στά παντοπωλεία, κό σμος - καί πολλοί πρόσφυγες - ψώνιζαν σέ ποσότητες δ ,ΤΙ εβρισκαν. Διαπιστώσαμε μάλιστα δτι γινόταν εμπόριο μέ τήν Πόλη, κυρίως σέ ύφά σματα καί ρούχα. Δέν δά ' ταν ά σκημα νά δοκιμάζαμε τήν τύχη μας. Η ζήτηση τής μανιφατούρας ήταν τόση πού δέν μπορούσαμε νά άντισταδού με στόν πειρασμό. .
1 06
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Γράφουμε στά παιδιά στήν Πόλη, δίνουμε μιά παραγγελία ύφασμάτων καί, μόλις φέρνει ό Άριστοκλής τήν πρώτη παρτίδα, νοικιάζουμε ενα κατά στημα κι αρχίζουμε νά πουλάμε. Πρίν προλάβει νά γυρίσει ό ' Αριστοκλής μέ τό νέο στόκ, τό κατάστη μα άδειασε. Οϋτε δείγμα δέν εμεινε. Μέ τή νέα παραλαβή δίνουμε δ,ΤΙ ε'ίχαμε μαζέψει στόν αδελφό μου γιά ν' αγοράσει μεγάλες ποσότητες. Ποτέ ως τότε δέν ε'ίχαμε κερδίσει τόσο πολύ χρήμα σέ τόσο λίγ ο χρόνο. ΕΙσαγωγές τροφ ίμων, παντοπωλείο, σαράφικο, καφενείο, ζαχαροπλα στική, καί τώρα ύφάσματα. «Καί παπάς εγινες Γιάνκο; 'Έτσι τά ' φερε ή κατάρα» . Υφασματεμπόριο λοιπόν. .
107 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μπερ ντιάνσκα 1919. Ή πρώ τη φωτογραφία τού Γιά νκου Λ ανι ηλόπουλου μέ ίδιόχειρη άφιέρωση στήν άδερφή τού Α ίκατερίνη (πίσω όψη).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τουρκική Έπανάσταση: ό Κεμ άλ
Στό Μπρέστ-Λι τόφσκ ό Τρότσκι καί γερμανοί άξιωματικοί. 1918
Ό εμφύλιος στήν πόλη: Όδησσός
Γερμανοί παραδίδουν σέ Ρώσους τό ταχυδρομείο γιά τούς αίχμαλώ τους.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Τρ ίτο
Οί συμπλη γάδες
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέσα σ' εναν κόσμο πού μεταμορφωνόταν μέ καταπληκτική ταχύτη τα ό δεκαεννιάχρονος πρόσφυγας ζούσε παρακολουδώντας τήν άνάγκη τής στιγμής, καδώς αύτή μεταβαλλόταν άπό μέρα σέ μέρα, άπό τόπο σέ τόπο. Οί μεγάλες συντεταγμένες τού μέλλοντος τού διέφευγαν. Πορευό ταν έχοντας γιά σταδερές τά σημάδια ενός γεωπολιτικού χάρτη πού δέν 'ίσχυε πιά· ενός χάρτη πού σύντομα δά πήγαινε στό μουσείο τής ' Ιστορίας. Δέν ήταν ό μόνος. 'Όλοι δσοι ζούσαν μέσα στά γεγονότα - άκόμα κι αύτοί πού έχουν συνήδως κάποιο λόγο στή διαμόρφωση τών γεγονότων -ήταν άδύνατον νά συλλάβουν τίς συγκλονιστικές άλλαγές πού εξελίσ σονταν ραγδαία. Δεκαεφτά κράτη άναμίχ{]ηκαν στόν ρωσικό εμφύλιο πού ξέσπασε με τά τήν κήρυξη τής 'Οκτωβριανής Έπανάστασης. " Ω ς καί ή , Ελλάδα έ στει λε εκστρατευτική δύναμη στήν Κριμαία, δηλώνοντας εμπρακτα τή συ μμε τοχή της στά σχέδια τών Συμμάχων πού προσπά{]ησαν νά διαλύσουν τούς Μπολσεβίκους. Στό 'ίδιο δ ιά στη μα, ά μέσως μετά τή λήξη τού Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, τό 1 9 1 8 , Μεγάλοι καί Μ ικροί μετείχαν συνεχώς σέ δ ιε{]νείς συναντήσεις κορυφής μέ άντικείμενο τήν κατανομή τών εδαφών τών αύτοκρατοριών, πού δέν ύπήρχαν πιά, καί τήν άνακατανομή περιο χών πού είχαν περ ιέλδει κατά τή δ ιάρκεια τού πολέμου σέ άντιμαχόμενα κρ ά τη. Άπό τό Κίελο ως τό Βλαδιβοστόκ κι άπό τό Άρχαγγέλσκ ως τή Βαγδάτη ό κόσμος μοιραζόταν σέ σφαίρες επιρροής, αύτόνομα κρατίδια, νέα ε{]νικά κράτη, άπαιτητικούς νικητές άλλά καί άπαιτητικούς ήττημέ νους, ενώ παράλληλα μεγάλα κοινωνικά κινήματα, δπως τών Μπολσεβί κων, καί μεγάλα στρατιωτικά κινήματα, δπως τού Κεμάλ, τραβούσαν τόν δικό τους δρόμο άδιαφορώντας γιά τίς δ ιε{]νείς άποφάσεις, οί όποίες, ετσι κι άλλιώς, άνατρέπονταν συνέχεια. , Η δυναμική τών γεγονότων είχε ξεπεράσει κατά πολύ τή δύναμη τών εξουσιών. Μ άταια οί κυβερνήσεις χάραζαν μακροχρόνια πολιτική, μεσο πρόδεσμη στρατηγική καί βραχυπρόδεσμη τακτική . Τίποτα πιά δέν χωρού σε στά παλιά καλούπια. " Ολοι κι δλα πίεζαν άπό παντού. 113
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
· Η . Ελλάδα, πού εμοιαζε νά άγγίζει τό δραμα τών πέντε {}αλασσών, βρέ{}ηκε ξαφνικά μέ τόν έλληνισμό στούς πέντε δρόμους. Μέχρι τότε ό Εύξεινος Πόντος καί τά ποτάμια του ήταν χώρος εντονης έλληνικής παρουσίας. Ίό έλληνικό στοιχείο, πού άνανεώνονταν άδιάκοπα άπό τήν έποχή τών άρχαίων άποικιών μέχρι καί τίς άρχές τού αίώνα μας, άλλού ώς πλειοψηφ ία κι άλλού ώς μειοψηφία, κατείχε δυό μεγάλες τέχνες: τή ναυσιπλοία καί τό έμπόριο. " Οπου ηλεγχε καί τήν άγροτική παραγωγή - δπως στόν Πόντο καί στήν ' Ανατολική Θράκη - έκεί διεκδικούσε τήν έλληνικότητα τών έδαφών αύτών. Στά ύπόλοιπα παράλια καί στούς ποτα μόδρομους {}εωρούσε δτι ή παρουσία του ητανε δεδομένη καί άναμφισβή τητη. Ίό πρώτο πλήγμα πού ύπέστη ό μαυρο{}αλασσίτικος κόσμος άφορού σε τό τμήμα έκείνο τών δυτικών παραλίων πού τό 1 87 8 άποτέλεσε τό {}αλάσσιο μέτωπο τής Βουλγαρίας. Έκεί γιά πρώτη φορά διασαλεύτηκε ή πατροπαράδοτη τάξη τών πραγμάτων καί άμφισβητή{}ηκε τό δικαίωμα εκφρασης τού έλληνικού πληttυσμoύ σέ δ,τι άφορούσε τή {}ρησκεία, τήν παιδεία, τή γλώσσα καί τήν οίκονομική ζωή. 'Έτσι ξεκίνησε ή έttνική άναδίπλωση τών κρατών πού περιβάλλουν τή Μαύρη Θάλασσα. Λένε μάλιστα δτι, μέ τή δη μιουργία τών βουλγαρικών συνόρων καί τών συνακόλου{}ων τελωνειακών καί αλλων διατυπώσεων, αρχισε νά γίνεται προβληματική καί ή έτήσιά μετακίνηση τών Σ αρακατσα να ίων, οί όποίοι κά{}ε ανοιξη διέσχιζαν διαγώνια τή Θράκη γιά νά ξεκαλο καιριάσουν μέ τά κοπάδια τους στά λιβάδια τής βόρειας Ροδόπης. " Οταν εφτανε ό μπροστάρης κριός στίς χιονισμένες κορυφές, τό τελευταίο πρό βατο βρισκόταν άκόμα στά παράλια τής Μήδ ειας - τόσες χιλιάδες ζων τανά άνέβαιναν. Αύτή ή μοναδική άλλοτινή άπλοχωριά είχε άρχίσει ηδη νά τεμαχίζεται. Πέρασαν δμως άρκετές δεκαετίες μέχρι νά όλοκληρω{}εί ή κρατική περι χαράκωση στό σύνολο τής παράλιας περιφέρειας. Στό μεταξύ, στήν ύπό λοιπη έλληνική άκτίνα δ ράσης πού περιοριζόταν τμη ματικά, έξακολου{}ού σε νά ύφίσταται τόσο ή συνοχή τού ζωτικού {}αλάσσιου χώρου δ σο καί ή άπρόσκοπτη ασκηση τού έμπορίου, μαζί μέ τήν έλευ{}ερία τής κοινοτικά όργανωμένης ζωή ς. Ίά πράγματα εδ ειχναν νά κυλούν δπως κυλούσαν πάντα καί ό . Ελληνισμός προόδευε. Ίά συγκυριακά σκαμπανεβάσματα δέν τρόμαζαν κανέναν. "Οσον καιρό, λοιπόν, οί συν{}ήκες παρέμεναν οί 'ίδιες καί ό παλιός χάρτης έξακολου{}ούσε νά ίσχύει, οί συμπατριώτες μας ζούσαν στή Μ αύ ρη Θάλασσα δπως ή παλαμίδα' τόσο αύτονόητη ήταν ή ϋπαρξή τους σέ αύτόν τόν χώρο. Οί άγα{}ές σχέσεις μέ τούς κυρίαρχους λαούς, μέσα σ' ενα 1 14
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κλίμα {}εμιτού έπαγγελματικού ανταγωνισμού κι έργατικότητας , αποτελού σαν τόν β α σικό δρο τής μακρόχρονης έπιβίωσής τους. Σοφός αποδείχτη κε Ο απαραβατος κανόνας πού τηρή{}ηκε μέ εύλάβεια άπ' δλες τίς κοινό τητες τού παροικιακού έλληνισμού : ούδεμία άνάμειξη στά πολιτικά τών χωρών πού τούς φιλοξενούσαν. Ο κοινοτικός τρόπος διαβίωσης - έκ κλησιαστικές έπιτροπές, σχολικά συμβούλια, φιλαν{}ρωπικοί, φιλεκπαι δευτικοί, α{}λητικοί σύλλογοι, πατριωτικά σωματεία καί λέσχες - απορ ροφούσε τό σύνολο τής έλληνικής κοινωνικής δραστηριότητας. 'Έτσι, τά πολιτικά πά{}η καί τίς φατρ ίες, τήν ανάγκη γιά έπίδειξη , τό άρχη γιλίκι καί τά λοιπά γνωστά χαρακτηριστικά, {}ετικά καί αρνητικά, οί ο μογενείς τά περιόριζαν στόν περίγυρό τους. Δίχως τήν κοινοτική όργάνωση οί 'Έλλη νες δέν {}ά μπορούσαν νά έπιζήσουν στό έξωτερικό. Μά χάρη σ' αύτήν έξασφάλιζαν καί τήν απόλυτη άνοχή τών ξένων κρατών, πού ποτέ δέν ενιωσαν νά απειλούνται από τό πόλιτικό δ αιμόνιο τών ζωηρών κι «άλμυ ρών ' Ελλήνων». Κι ας μήν ξεχνούμε δτι οί έφτακόσιες χιλιάδες ο μογενείς, πού κατοικούσαν στή Νότια Ρωσία στίς αρχές τού αΙώνα, ε φτασαν τό έκατομμύριο μέ τήν αφιξη τών νέων προσφύγων άπό τόν Πόντο, μετά τό 19 14. .
115 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' Η εξοικείωση τών ' Ελλήνων τής Ρωσίας καί τής Ρουμανίας μέ τόν τόπο καί τίς ίδιομορφίες του, ή ανεση μέ τήν όποία κινούνταν στόν χώρο, ή αίσδηση τής μακρόχρονης ϋπαρξής τους εκεί, τό δέσιμό τους μέ αύτήν πού δέν ήταν ή μητροπολιτική άλλά ή μητρική τους πατρίδα, δη μιουργού σαν μιάν άπίστευτη σχέση παραδοχής τού ελληνικού στοιχείου εκ μέρους τών κυρίαρχων λαών. Τούς εβλεπαν σάν συγγενείς αύτούς τούς παλαιότα τους κατοίκους τής γής τους. Τούς ενιωδαν σάν μέρος άναπόσπαστο τής ζωής τού τόπου , τμή μα τού ίστορικού καί τού φυσικού τοπίου κι ως εκ τούτου συνδικαιούχους τών πλουτοπαραγωγικών πηγών. Κι άκόμα, τούς άπέδιδαν τήν πατρότητα βασικών πολιτιστικών άξιών, ενταγμένων στόν δικό τους πολιτισμό, άπό τήν εποχή πού τό Βυζάντιο άκ-τ.ινοβολούσε. ' Η Κωνσταντινούπολη, άπ' όπου είχε εκπορευδεί ή όρδόδοξη πίστη, άποτελούσε άνέκαδεν τόν άκρογωνιαίο λίδο τής δρησκευτικής ζωής τών Όρδοδόξων. «Τσάρογκραντ» όνομαζόταν ή βυζαντινή πρωτεύουσα στά ρωσικά, όπως καί στ ά βουλγαρικά αλλωστε. ' Η λέξη ξεπερνάει τήν άνα φορ ά σέ μιά πόλη, η εστω σέ μιά πρωτεύουσα. " Ω ς τά τέλη τού 1 40υ αίώνα ή Έκκλησία τής Ρωσίας μνημόνευε πρώτους τούς βυζαντινούς «τσάρους» - Μακεδόνες , Κομνηνούς καί Παλαιολόγους - κι ω ς τά τέλη τού 1 60υ αίώνα παρέμεινε πιστή στήν ποιμαντορία τού Οίκουμενικού Πατριαρχεί ου. Καί μόνο μέ τήν συγκατάδεση καί τήν εύχή τού ελληνα Πατριάρχη ίδρύδηκε τό μοσχοβίτικο Πατριαρχείο, τιμώντας πάντα τήν πνευματική πρωτοκαδεδρία τής λαμπρής μητρόπολης τών Όρδοδόξων. Τά βυζαντινά σύμβολα, ό δικέφαλος άετός, ή δύναμη τής όρδόδοξης μονοκρατορίας, ή , Αγία Σοφία, ή οίκουμενικότητα τού Πατριαρχείου , ή 'ίδια ή Πόλη, άσκού σαν πάντα τήν 'ίδια άκαταμάχητη ελξη καί, καδώς ήταν συνυφασμένα μέ τήν πολιτική όντότητα τής ' Αγίας Ρωσίας, εξακολουδούσαν νά επηρεά ζουν καί τήν πολιτική της εκφραση κι όλόκληρο τόν πολιτισμό της. Δεσμοί πολύμορφοι λοιπόν, παλαιοί καί ίσχυρότατοι. Δεσμοί εδραιωμέ νοι στή συλλογική μνήμη τών λαών, στήν κοινή ίστορική α'ίσδηση τών άνδρώπων πού μόνον ετσι μπορούσαν νά συλλάβουν τόν κόσμο μέσα στόν όποίο ζούσαν. Τήν α'ίσδηση αύτή, πού λειτουργεί στό επίπεδο τής άκαδόριστης μνή μης, είναι δύσκολο νά τή συμμεριστεί ενας νεοέλληνας πού δέν εζησε στήν εποχή τής άπλοχωριάς τού ' Ελληνισμού, πρίν άπό τίς μεγάλες άνακατατά ξεις πού εγιναν στή Νοτιοανατολική Εύρώπη. 'Ό μως κι ό πιό φτωχός ρουμάνος χωρικός ηξερε πώς ό,τι ήταν γι' αύτόν τό χωρ άφι του ητανε γιά τόν ελληνα ναύτη τό πλωτό ποτάμι. Κι ό πιό νεαρός λιμενεργάτης γνώριζε ότι τά πρώτα παγοδραυστικά στόν Κάτω Δούναβη 'Έλληνες τά είχαν φέ ρει - ηξεραν, βλέπεις, ο ί Κεφαλλονίτες, οί Τσάκωνες καί οί Αίγιοπελαγί116 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τες άπό πάγους, βάλτους καί ποταμίσια ρεύματα' σίγουρα δά είχαν μεγά λα ποτάμια στόν τόπο τους! Μά κι ό πιό άγρ άμματος μουζίκος της Κρι μαίας κάπου δά είχε τύχει ν' άκούσει πως μέσα στή γη πού πάλευε όλημέ ρα βρέδηκε χρυσάφι έλληνικό, κιούπια όλόκληρα μέ νομίσματα. " Αλλωστε καί οί άνασκαφές πού ξεκίνησαν στά τέλη τού περασμένου αΙώνα στόν Καύκασο, φέρνοντας στό φώς τείχη πόλεων καί δεμέλια ναών, άγάλματα καί κιονόκρανα, τάφους μέ ζωγραφιές καί πολύτιμα κτερίσματα, φούσκω ναν τή φαντασία τού κόσμου πώς δά σωνόταν, 'ί σως, αν εβρισκε δησαυ ρούς δαμμένους άπό " Ελληνες.
«Δαπάνη πλοιάρχω ν ποταμοπλοίων» άγιογραφία στήν Έλληνlκή Έκκλησία τής Βραίλας (1863-1871).
117 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
" Ολα λοιπόν ενίσχυαν τή δ ιάχυτη αϊσδηση δτι τά μέρη αύτά είναι δ ου λεμένα άπό Γκραικούς. Άκόμα καί τά τοπωνύμια σ' δλο τό μήκος τών άκτών - κάβοι κι άκρωτήρια, δαλάσσιες δίοδοι καί ποταμίσιες διαβάσεις, λιμάνια, άραξοβόλια, ξέρες καί ϋφαλοι - μιλούσαν γι' αύτούς πού συμφι λιώδηκαν κάποτε μέ τόν " Αξενο Πόντο καί τόν εκαναν Εϋξεινο. Γι' αύτούς πού εκχριστιάνισαν κάποτε τόν Εϋξεινο Πόντο καί τόν εκαναν Εύσεβή, δπως τόν χαρακτηρίζει τόν 90 αΙώνα ό Πατριάρχης Φώτιος σέ μιάν επι στολή του πρός τόν μητροπολίτη τής ' Αζοφικής. Δέν είναι διόλου τυχαίο λοιπόν δτι οί Μ πολσεβίκοι, μέσα στόν στρόβι λο τής Έπανάστασης καί τού Έ μφύλιου, φέρδηκαν μέ κατανόηση καί σεβασμό στούς 'Έλληνες, άκόμα καί μετά τήν άτυχή εμπνευση τής ' Ελλά δας νά εκστρατεύσει εναντίον τους τόν Δεκέμβριο τού 1 9 1 8. Οί συμφωνί ες άνάμεσα στούς εκπροσώπους τών Σοβιέτ καί τόν εμπιστο τού Βενιζέ λου, κυβερνητικό εκπρόσωπο τής Έλλάδας, Ι. Σταυρ ιδάκη - ό όποίος μόλις ε φτασε στή Ρωσία άντιλήφδηκε ά μέσως τό δ ιασυμμαχικό φιάσκο καί τήν άπαράδεκτη άνευδυνότητα τής Γαλλίας κι ε σπευσε νά συναντήσει τούς «άντιπάλους» - συμφωνίες, πού άφορούσαν τήν τύχη τών ' Ελλήνων τής Κριμαίας καί τής Ούκρανίας, δείχνουν σαφώς τίς φιλικές δ ιαδέσεις τού ρωσικού λαού άπέναντι στόν ' Ελληνισμό. "Αλλο αν τελικά τό σύστη μα πού επιβλήδηκε σέ όλόκληρη τή Σοβιετική " Ενωση όδήγησε μεγάλες όμά δες ό μογενών νά εγκαταλείψουν ό ριστικ ά τόν τόπο, κυρίως μετά τ ό 1924 . Οί μεταφορές, τό εμπόριο, ή βιομηχανία, ή Ιδ ιοκτησία είχαν πιά κρατικο ποιηδεί καί ή πολιτική πού χάραξε ό νέος ήγέτης, ό γεωργιανός Στάλιν, δέν αφηνε κανένα περιδώριο οϋτε στήν ασκηση τών πατροπαράδοτων ελληνικών δραστηριοτήτων οϋτε στίς βασικές εκφράσεις τού κοινοτικού βίου, δπως τό άναφαίρετο δ ικαίωμα τής δρησκευτικής ελευδερίας. 'Έτσι, τό μεγαλύτερο μέρος τού Εϋξεινου καί Εύσεβούς Πόντου εγινε καί πάλι " Αξενο γι' αύτούς πού είχαν κάποτε τολμήσει νά διαβούν τίς Συμπληγά δ ες.
'Από τήν εκδεση πού εστειλε ό δ ιπλωματικός εκπρόσωπος τής ελληνι κής Κυβερνήσεως 'Ιωάννης Σταυριδάκης στόν ' Υπουργό τών Έξωτερι κών Ν . Πολίτη, σχετικά μέ τήν κατά σταση στή Μεση μβρινή Ρωσία τήν ανοιξη τού ' 1 9 , άντιγράφω: «... ' Η άναίμακτος κατάληψις τής 'Οδησσού μέ έπεισε κάπως περί τής άκριβείας των δσων διέδιδεν έν Κριμαίςι ή Μπολσεβική προπα γάνδα: δη ούδεμία βιαιοπραγία γίνεται ύπό τής έρυ{)ράς φρουράς καί δη ή ζωή των ' Ελλήνων δέν κινδυνεύει. .. ' Ο Ναύαρχος κ. Κακου118 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
λίδης έξήγησεν είλικρινώς είς τούς συναδέλφους του τής Γαλλίας καί Ά γγλίας τήν αναγκην ην ε'ίχομεν νά πληρoφoρη�ώμεν περί τών πρo�έσεων τού έχ�ρoύ, ούτοι δέ, στηριχ�έντες είς τήν νομιμοφροσύ νην ην πάντοτε έδειξεν είς αύτούς ό ήμέτερος Ναύαρχος, συνεφώ νησαν ανεπιφυλάκτως είς τό δτι ή έπαφή έπιβάλλεται. 'Ο Γάλλος Ναύαρχος έφρόντισεν ό 'ίδιος νά μάς αποστείλη έπί τής ναυαρχίδος τούς αντιπροσώπους τών Σοβιέτ, ο'ίτινες είχον μεταβή παρ' αύτφ πρός έπίσκεψιν. » . 'Η μετά τού αντιπροσώπου τής Ούκρανικής Κυβερνήσεως Πετρόφσκι έπαφή ύπήρξε κατ' αρχάς τραχεία σχεδόν. Ούτος ήρχι σεν έκ�έτων τας σκέψεις τών Μπολσεβίκων κατά τρόπον αδιαλλα κτον έντελώς, διαδηλών τήν απόφασιν ην είχον να έπιβαλουν τό πρόγραμμα των δια παντός μέσου, ήπείλησε δ ' δτι άν ό 'Ελληνικός στρατός συμπράξη, δπως λέγεται, μετα τών Αγγλων, πρός ανακατα ληψιν τής Κριμαίας, "άλλα" μέτρα �ά ληφ�ώσιν δσον αφορξΊ τούς 'Έλληνας. Τόν μετετόπισα είς άλλον τόνον καταδείξας δτι... μέχρις ωρας ή 'Ελλάς δέν κάμνει πολιτικήν έν Pωσσίςt, ή δέ συμμετοχή της είς τήν έκστρατείαν είχε λόγους κα�αρώς συμμαχικής ύποχρεώσεως. Ή καλυτέρα πολιτική τής Σοβιετικής Κυβερνήσεως είνε λοιπόν τό νά έξακoλoυ� δεικνύουσα δτι αντιλαμβάνεται τό γεγονός δτι οί 'Έλληνες τής Ρωσσίας δέν έχουσιν εύ�νην διά τήν ένέργειαν τού Έλληνικού Στρατού, δστις πρέπει άλλωστε μόνον τόν σεβασμόν νά κινήση διότι έπραξε τό κα�κόν του. 'Η συνομιλία έκτοτε ύπήρξεν όμαλωτέρα καί κατέληξεν είς τό νά μού ζητήση ό «σύντροφος» Πε τρόφσκι να διατυπώσω κατ' άρ�ρα είς τί ακριβώς ένόμιζα δτι πρέπει να συνίσταται ή τοιαύτη πολιτική τών Σοβιέτ απέναντι τών 'Ελλή νων. »Τό έν τφ μεταξύ συγκρoτη�έν Σοβιέτ τής Κριμαίας, ύπό τήν προεδρείαν τού αδελφού τού Λένιν "συντρόφου " Ούλιάνωφ, έζήτη σε νά λάβη γνώσιν τού σημειώματος δπερ έδωκα είς τόν αντιπρό σωπον τής Ούκρανικής Κυβερνήσεως. Οί πάντες μετέβησαν είς Συμφερούπολιν ινα συζητήσωσιν έν συνεδριασει καί έν τηλεγραφικΤί έπαφΤί μετά τού Κιέβου καί τής Μόσχας τούς δρους τής συμπερι φοράς τών Σοβιέτ πρός τούς 'Έλληνας... 'Εν Σεβαστουπόλει έσχον έπανειλημμένας συνεντεύξεις μετά τού "έπιτρόπου τού λαού έπί τών Οίκο νομικών, συντρόφου Βουλφόν", μετά τού αρχιστρατήγου τού μετώπου Κριμαίας "συντρόφου " Πετρένκο καί μετά διαφόρων άλλων Μπολσεβικών προσωπικοτήτων τών όποίων ή μόρφωσις καί τό έπαγγελμα έποίκιλλον μεταξύ τής έπιστήμης καί τής ραπτικής. .
.
119
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Σχεδόν παρά πάσιν εύρον άνfJρώπoυς λογικούς, μέ έντονον τήν {}έ λησιν τής νίκης, ύποστηρίζοντας ένfJoυσιωδώς τάς άρχάς των, άλλά καί έτοίμους, κατά τήν έντύπωσίν μου, νά έγκαταλείψωσιν αύτάς μερικώς πρός έξασφάλισιν τής έπικρατήσεως. »Τήν 1 9ην Μαίου εlχoμεν όρίσει ώς ήμέραν συνεντεύξεως έν Γι άλψ, δπου μεταβάς εύρον άναμένοντάς με τόν Άρχιστράτηγον τών έν Νοτίφ Ρωσσίςι Μπολσεβικών στρατευμάτων Μπιμπένκο καί τούς "συντρόφους " Πετρόφσκι καί Βουλφόν... Κατά τήν αφιξίν μας ό Άρχιστράτηγος είχε παρατάξει τμήμα Έρυ{}ράς Φρουράς μετά μουσικής, ητις άνέκρουσεν τόν Έ{}vικόν 'Ύμνον. ». . . 'Η στάσις ην έτήρησα διατυπούται είς τά έξής: Ούδεμίαν είχον έντολήν έκ μέρους τής Κυβερνήσεως πρός διαπραγμάτευσιν μετά τών Σοβιετικών Κυβερνήσεων. Άναγνωρίζων έν τούτοις δτι έξα σκούσι πραγματικώς τήν άρχήν έν Κριμαίςι καί Ούκρανίςι είμαι εύτυ χής έρχόμενος μετ' αύτών είς έπαφήν ινα γνωρίσω τάς σκέψεις καί τά συστήματά των, ίδίως δέ τήν συμπεριφοράν ην έσκόπουν νά τηρή σωσιν άπέναντι τών 'Ελλήνων. »... ' Ο Άρχιστράτηγος Μπιμπένκο έλαβε τόν λόγον ϊνα μοί δηλώ συ δτι έλπίζει είς τήν έπιρροήν τού κ. Βενιζέλου έν Εύρώπυ διά τήν άλλαγήν τής έπικρατούσης περί Μπολ σεβισμο ύ ίδέας, άλλ' δτι ίδίως έπι{}υμεί νά μή λάβυ είς τό μέλλον ό 'Ελληνικός Στρατός μέρος οίον δήποτε είς τάς έναντίον των έπιχειρήσεις. »... 'Η έλευ{}ερία καί άσφάλεια πάντων τών 'Ελλήνων, άδιαφόρως κοινωνικής τάξεως, έγινε δεκτή κατ' άρχήν. Έπίσης ή άπαλλαγή των άπό πάσης στρατιωτικής ύποχρεώσεως. Μετά μακράν συζήτησιν έγινεν έπίσης δεκτή ή μή έφαρμογή έπ' αύτών τής άρχής τής ύπο χρεωτικής έργασίας, χωρίς δμως νά δυνη{}ώ ν' άποσπάσω καί τήν άπαλλαγήν των άπό πάσης άγγαρείας. Άλλά μόνον είς περιστάσεις άνάγκης γενικής καί έπειγούσης {}ά καλούνται οί 'Έλληνες νά έργά ζωνται μετά τών αλλων. » Τό ζήτημα τής ίδιοκτησίας ύπήρξε τό άκανfJωδέστερoν δλων. Τελειωτικώς μοί έδό{}η ύπόσχεσις πλήρως ίκανοποιητική δσον άφο ρf7 τήν κινητήν ίδιοκτησίαν, έγένετο δ' έπιφύλαξις ώς πρός τήν άκί νητον. Προφορικώς μοί έδό{}η ή έξήγησις δτι μέχρις ωρας μόνον αί έγκαταστάσεις δημοσίας χρήσεως, οίον σιδηρόδρομοι, έργοστάσια ήλεκτρικά κτλ. έχουσι δημευ{}εί, μέχρις δτου δέ ληφ{}ώσι μέτρα γενι κώτερα ύπάρχει καιρός νέας μελέτης τού ζητήματος. » Τά αύτά καί δσον άφορf7 τάς κοινοτικάς περιουσίας αϊτινες μέ νουσι πρός τό παρόν είς χείρας τών έκλεγμένων άρχόντων. 120
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
»'Όσον άφορ(j τάς περιουσίας ... τών φυγόντων πρό τού Μπολ σεβικού στρατού, είχεν ηδη νομοΟετηΟfj ή δήμευσις αύτών έν fί πε ριπτώσει οί ίδιοκτήται δέν Οά έπανήρχοντο έντός δεκαπεν{}ημέρου. Οί Μπολσεβίκοι άντιπρόσωποι έδέχ{}ησαν νά αρωσι τόν νόμον τού τον καΟόσον άφορ(j τάς 'Ελληνικάς περιουσίας... »... Τέλος έκανονίσ{}η εύνοίκώς, μετά σφοδράν συζήτησιν τό ζή τημα τής έλευΟέρας λατρείας καί τό τής διδασκαλίας έν τοίς 'Ελληνι κοίς σχολείοις καί ταίς έκκλησίαις ώς καί τό τής διοικήσεως τών Έλληνικών συλλόγων, Κοινοτήτων, σωματείων κτλ. ύπό τόν δρον νά μή γίνωνται ταύτα έστίαι άντιδραστικής προπαγάνδας. »Καί ταύτα μέν πάντα ήννοή{}ησαν εύΟύς έξ άρχής... ώς άφορών τα μόνον τούς ύπηκόους τού Βασιλείου, ούχί δέ καί τούς Ρώσσους ύπηκόους 'Έλληνας τήν καταγωγήν. Ληξάσης δέ τής συζητήσεως έπί τού περιεχομένου τού σημειώματός μου, έΟεσα καΟαρά τό ζήτημα τής προστασίας άπάντων τών Έλλήνων... Έπί τού σημείου τούτου συνεννοηΟέντες άπεφάσισαν νά μή ύποχωρήσωσι μέν έκ τής άρχής ην έΟεσαν, νά έπιτρέψωσιν δμως είς πάντα 'Έλληνα ν' άποκτ(j τήν Έλληνικήν ίΟαγένειαν δι' άπλής μόνον δηλώσεώς του ' δύνανται λοι πόν τά Έλληνικά Προξενεία... νά χορηγώσι πιστοποιητικά ίΟαγενεί ας είς οίονδήποτε "Ελληνα τήν καταγωγήν. »...Κατά τήν έν Γιάλτg παραμονήν μου, έδέχ{}ην... έπιτροπήν τών Έλλήνων τής πόλεως καί τής ύπαίΟρου χώρας ο'ίτινες μοί ύπέβαλον αιτησιν νά μεταναστεύσωσιν απαντες (σ.σ: νά πάνε στόν Πόντο). Έκ τούτων οί πλείστοι είναι Ποντικής καταγωγής. »' Υπεσχέ{}ην νά διαβιβάσω τό ταχύτερον τήν αιτησιν αύτών πρός τήν Β. Κυβέρνησιν, κα{}ησύχασα δέ αύτούς κατά τό δυνατόν, έξηγή σας τήν έλπίδα μου δτι αί γενόμεναι μετά τών Μπολσεβίκων συνομι λίαι Οά καλυτερεύσουν τήν κατάστασιν. Άλλά καί έάν άκόμη ή ύπο τιΟέμενη καλή Οέλησις τών Μπολσεβίκων Άρχηγών έκδηλω{}fj καί μέχρι τών όργάνων των, αί έξ αύτής ταύτης τής καταστάσεως άπορ ρέουσαι δυσκολίαι τής ζωής είνε δυσκολώτατον, εί μή άδύνατον, νά ύπερνικηΟώσιν. 'Ιδίως ή πείνα άπειλεί τούς κατοίκους δλους, ή δέ έπιτροπή μ' έβεβαίωσε δτι είχον σημειωΟή ηδη κρούσματα Οανάτου έκ πείνης μεταξύ τών 'Ελλήνων. »Τάς αύτάς έντυπώσεις άπεκόμισα έκ Νοβορρωσίσκης, πρός έπιβεβαίωσιν τών δσων μάς είπεν ό Ναύαρχος ΚάλΟροπ, συστήσας αμεσον άναχώρησιν τών Έλλήνων έκ Καυκάσου διά τόν λόγον τού τον. » .. Τί δύναται νά έπιζητήση ό 'Ελληνισμός είς τό μέλλον έν τfj .
121
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
xώρςr ταύτπ; Μόνον τόπον ζωής, έάν δέν έχη αλλον τόπον. Ή μέχρι σήμερον ύπεροχή του άπέναντι τών έγχωρίων, ητις έδημιούργησε τόν πλούτον καί τήν εύημερίαν του, Οά μειω()ή κατ' άνάγκην. Τό νέον καΟεστώς δέν Οά εύκολύνη τήν συγκέντρωσιν τού έμπορίου είς χείρας μιάς ξενικής μειονότητος. Μοιραίως ή έναντίον τών 'Εβραίων καταφορά Οά έπεκτα()ή Οάττον είς τούς 'Έλληνας, πλήν αν έκείνοι έγκαίρως παραιτηΟώσι τών πλεονεκτημάτων τών όποίων άπολαμβά νουσιν, δπερ σημαίνει τήν παρακμήν τών κοινοτήτων καί τήν άπώ λειαν τού έfJνικoύ χαρακτήρος τών άτόμων...»
Μέ εκπληκτική όξυδέρκεια καί δαυμαστή εύρύτητα πνεύματος ό Σταυριδάκης άντιμετώπιζε μιά πολυπλοκότατη κατάσταση, σέ μιά ίδιαί τερα κρίσιμη φάση, ενός ξένου καί ίδιότυπου ε μφυλίου πολέμου πού εμοιαζε νά κλείνει ύ πέρ αύτών πού εκπροσωπούσαν πρωτοφανείς ίδέες καί επέβαλαν ενα αγνωστο ω ς τότε κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Σύστησε μάλιστα στήν ' Ελληνική Κυβέρνηση, «έάν εύνοήσυ τήν συ στηματικήν έξοδον τών Ποντίων τής Ρωσσίας είς Πόντον», νά εξακολουδή σει τίς συνομιλίες μέ τούς Μπολσεβίκους. Προτού ό μως ξεκινήσει ή ε πι στροφή τών Ποντίων δά επρεπε ή , Ελλάδα νά εξασφαλίσει δυό βασικούς όρους : τήν άποκατάσταση τών προσφύγων στό Βιλαέτι τής Τραπεζούν τας, μέ τήν ύποστήριξη τού ελληνικού στρατού, καί τήν όργάνωση περι δάλψεως. Οί Σύμμαχοι δ μως «δέν έφαίνοντο πρόfJυμoι νά έπιτρέψωσι τήν άποστολήν 'Ελληνικού στρατού». Οί προτάσεις τού δ ιπλωματικού εκπροσώπου, μέσα στό συγκεκριμένο κλίμα τής εποχή ς, δέν ήταν άνεδαφικές. Άπό τόν Μ ά"ίο τού ' 19, δταν ή ' Ελλάδα παρέλαβε τήν περιφέρεια τής Σμύρνης, μέχρι τόν Αϋγουστο τού ' 20 δταν ό Κεμάλ ύπέγραψε σύμφωνο φιλίας μέ τόν Λένιν, δλα φ αίνονταν πιδανά , άκόμα καί ή πιό άπίδανη πραγματικότητα. ' Από κεί καί πέρα δμως δλα φαίνονταν άπίδανα, άκόμα καί ή 'ίδια ή πραγματικότητα -κυ ρίως μάλιστα αύτή. Έν τό μεταξύ στό Ν οβορωσίσκ δεκαπέντε χιλιάδες Πόντιοι περίμεναν νά γυρίσουν στήν πατρίδα τους, ενώ αλλοι πέντε χιλιάδες Μαυροδαλασσί τες πρόσφυγες είχαν ηδη λάβει τό μήνυμα δτι ή εγκατάλειψη τής Ρωσίας ήταν ή μονα δική λύση. Νά φύγουν δμως καί νά πάνε πού; ' Η Ρουμανία δέν δ εχότανε πρόσφυγες. 'Ύστερα άπό είκοσιεφτά αίώνες οί Συμπληγάδες είχαν άρχίσει νά με τατοπίζονται ξανά κλείνοντας όριστικά πιά τό στόμα τού Βοσπόρου καί τό μεγαλύτερο μέρος τής Μ αύρης Θάλασσας. 122
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Παρόλο δτι ό πόλεμος εύνοεί συνήδως τό εμπόριο καί μάλιστα τό μεταπρατικό, οί δυό Δανιηλόπουλοι αποφάσισαν νά φύγουν από τό Νο βορωσίσκ, γιατί ήταν φανερό πιά, δτι οί Λευκορώσοι έχαναν καί οί " Αγγλοι δέν δά μπορούσαν νά κρατήσουν οϋτε τά λιμάνια τού Καυκάσου οϋτε τ ά πετρέλαια της Γεω ργίας. Τώρα πού έλειπε ό μεγάλος αδελφός, τήν αρχηγία ανέλαβε ό μικρότε ρος απ' δλους, ό Γιάνκος. Δέν είχε ακόμα κλείσει τά είκοσί του χρόνια δταν ε γκατέλειψε, μαζί μέ τόν Θόδωρο, τό ρωσικό έδ αφος.
123 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Έπιστροφή
Φύγαμε μέ καλές αναμνήσεις γιατί καί τό ύφασματεμπόριο είχε παει καλό , κι αρκετα λεφτα κερδίσαμε, κι ό πόλεμος δέν εμοιαζε να ' χει αγγίξει τό Νοβορωσίσκ. Άντίδετα μαλιστα ή πόλη εύημερούσε. Δέν ε'ίχαμε δμως τήν προνοητικότητα να αγορασουμε πολύτιμα αγαδα πού ήταν ακόμα παμφδηνα. Θυ μάμαι δταν πήγαμε σ' ενα μεγάλο κοσμηματοπωλείο νά αγοράσουμε μαλαματένιους σταυρούς γιά δώρα, ό μαγαζάτορας μάς παρό τρυνε νά πάρου με διαμάντια καί ρουμπίνια. Μά εμείς δεωρούσαμε δτι ή καλύτερη επένδυση ήταν οί «κατερίνες». Ποιός μπορούσε νά φανταστεί πώς μέ τήν επικράτηση τού κομμουνισμού δά μέναμε μέ τά τσαρικά ρού βλια στό χέρι; Οϋτε διαμάντια πήραμε οϋτε περσικά χαλιά, πού ήταν πραγματικά αριστουργήματα. " Α! τά χαλιά. Τί δαυμάσια τέχνη, τί όμορφιά. Τίς Κυριακές καί τίς γιορ τές, πού δλος ό κόσμος εκανε βόλτα στό βουλεβάρτο, εστρωναν όλοκαί νουρια χαλιά στό δρόμο καί στό πάρκο γιά νά τά πατούν οί περιπατητές , νά τριφτούν καί νά γυαλίσουν. ' Η πόλη τότε φ άνταζε σά μυδικό παλάτι. Μ' ά ρεσαν τά χαλιά. Μ' εντυπωσίαζαν, μέ συγκινούσαν, μά τό μυαλό μας , βλέπεις, τό ' χαμε στίς κατερίνες. Εύτυχώς πού τελευταία ωρα ε'ίχα με τήν εμπνευση νά αγοράσουμε ε'ί κοσι βαρελάκια μαύρο χαβιάρι. Αύτό μάς εμεινε. Οί χιλιάδες κατερίνες πήγαν χαμένες. Φορτώσαμε λοιπόν τά βαρελάκια μας στό γαλλικό βαπόρι Doche πού εφευγε γιά τήν Πόλη , επιβιβαστήκαμε καί μείς, καί δρόμο. ' Ο καιρός ήταν εύχάριστος καί ή συντροφιά δαυμάσια. Συνταξιδεύαμε μέ τόν ' Ηλία τόν ' Ηλιόπουλο καί τόν καπετάν Παρασκευά , ό όποίος στό μεταξύ είχε πουλήσει τό ρυμουλκό του κι εφευγε μέ βαριά καρδιά από τόν τόπο του. Πέρασε τή νύχτα δλη ακουμπισμένος στήν κουπαστή. Είχε φεγγαράδα μά δέν μπορούσες νά διακρίνεις τίς ακτές. Μόνον ό Παρα σκευάς τίς εβλεπε. «Δέκα χρονών μ' εβαλε ό πατέρας μου στό καίκι. Στά δώδεκα πρωτόρδα στό Σοκούμι. Λένε πώς τό ' χτισαν οί 'Αργοναύτες, οί δίδυμοι αδελφοί πού είναι προστάτες δλων τών ναυτικών, οί Διόσκουροι. Διοσκουριάδα τό λέγανε οί δικοί μας τό Σοκούμι, μά καί «σοκούμ» δά πεί 125
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δίδυμοι στά ρού σικα. Δές πώς φέγγουν στό στερέωμα. Άπό τόν άστερι σμό τους παίρνουμε συχνά εμείς οί παλαιοί τή νυχτερινή μας πορεία. Οί Δίδυμοι μάς συντροφεύουνε καί μάς καδοδηγούνε. 'Ό μορφη βραδιά άπό ψε. 'Αλίμονο σ' εκείνους καί σέ μάς». Ναί, ήταν μιά καδαρή καί ησυχη νύχτα. Οί ναύτες, Ίνδοκινέζοι οί πε ρισσότεροι, παίζαν σιωπηλοί χαρτιά. ' Η δεξιοτεχνία τους στό άνακάτεμα ήταν άπίστευτη. Ίό πρωί τούς βρήκα καδισμένους στήν 'ίδια δέση. Ίό παιχνίδι φαίνεται είχε άγριέψει πολύ κι ήταν άδύνατον νά σηκωδεί κανένας. ' Ο καπετάν Παρασκευάς είχε ξενυχτίσει στό κατάστρωμα τυλιγμένος μέσα σέ μιά κουβέρτα. Μόλις μέ είδε, «Γιάνκο», μού είπε, «ό καπετάνιος μας εχασε τόν προσανατολισμό του. 'Αντί γιά τά μπογάζια τής Πόλης δά μάς πάει στή Χιλή. Καλά δά κάνετε νά τόν είδοποιήσετε ν' άλλάξει πορεία». Ίό λέω στόν ' Ηλιόπουλο, πού ήταν φίλος τού καπετάνιου, μά ό ' Ηλίας δύμωσε. «Τί ξέρει, Γιάνκο, αύτός; ' Ο Γάλλος μέ πυξίδα, χάρτες καί κιάλια δέν ξέρει καί δά τού πεί αύτός;» Δέν επέμεινα περισσότερο. Σέ μισή ωρα φάνηκε στεριά . «Ίό βλέπεις εκείνο τό βουνό; Είναι τής Χιλής» μού λέει ό Παρασκευάς. Προχωρήσαμε άκόμα λίγο όπότε άκούμε ξαφνικά τίς μηχανές νά χτυπούν καί τό πλοίο νά κάνει κρ άτει. Μ ετράνε τό βάδος, κάνουμε δπισδεν, στρί βουμε 90 μοίρες καί συνεχίζουμε. « Άλίμονο σ' εκείνους καί σ' εμάς»' ό Π αρασκευάς σωστά !::λ εγε. Μέ σχετική καδυστέρηση φτάσαμε σώοι κι άβλαβείς στήν Πόλη. Βρή καμε τούς δικούς μας ε γκατεστη μένους στό Φανάρι, κοντά στής δείας Μαρίας τής Σγουρδαίου, ό Ν ίκος πιά τέλειωνε γιατρός. 'Όλα δύμιζαν τά σχολικά μας χρόνια, μά ή Πόλη είχε άλλάξει υφος, μέσα σέ ελάχιστο διά στη μα. Ίό Φανάρι, βέβαια, εμοιαζε ξεχασμένο στόν περασμένο αίώνα, μέ πρόδηλο πιά τόν ελληνικό του χαρακτήρα. Ζ ωγραφιές τού Βενιζέλου νά μπαίνει στήν ' Αγία Σοφία καί τέτοια πολλά δ ιακοσμούσαν Όλα τά καφε νεία, τά φαρμακεία, τά παντοπωλεία καί κάδε αλλο ρωμέ'ίκο στέκι. " Οταν ξεκίνησα νά πάω στό Πέραν, γιά νά επισκεφδώ τούς Εύδυμιά δηδες, τά 'χασα. Ίού σκοτωμού τρέχανε τά αύτοκίνητα στά σοκάκια. Αύ τοκίνητα λοιπόν στήν Πόλη, άλλά καί στρατιωτικά καμιόνια καί Ό ,τι μπορεί νά βάλει ό νούς σου παρδαλό, μέσα σέ μιάν άλλοτινή τρανή πρωτεύουσα πού δέν ήξερε πιά σέ ποιόν άνήκει. Ίά γαλλοαγγλικά στρατεύματα κατο χής μαζί μέ τούς λευκορώσους πρόσφυγες δη μιουργούσαν εναν άλλόκοτο πανζουρλισμό. Δούκισσες, Στρατηγοί, Άρμένισσες, Σκωτσέζοι, Σενεγαλέ ζοι καί κάδε καρυδιάς καρύδι περιφερόταν άπό τή γέφυρα τού Γαλατά ως 1 26
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τό Ίαξίμι. «Καί πού νά δείς τί γίνεται» είπε ό ξάδελφός μου ό Γιάννης, δταν είπα στούς Εύ{]υμιάδηδες τίς εντυπώσεις μου. «'Έλα νά πάμε στό γωνιακό bar νά δείς άπό κοντά λαδρέμπορους, μαστροπούς, λωποδύτες, μαυραγορί τες, κατασκόπους, νεόπλουτους, δ ,ΤΙ δές κι δπως δές. Οί γκαρσόνες δλες είναι εξαδέλφες τού συγχωρεμένου τού τσάρου Νικολάου». «Ίά παραλές Γιάννη» επενέβηκε ό Νεοκλής. « 'Άσε τόν Γιάνκο νά μάς , πεί τίς περιπέτειές του στή Ρωσία. 'Εκεί σίγουρα δά γνώρισε αύδεντικές συγγένισσες τής τσαρικής οίκογένειαρ>. "Αρχισα νά διηγού μαι λοιπόν κι εφτασα κάποτε στά ε'ίκοσι βαρελάκια χαβιάρι πού δά εκτελώνιζα τήν επομένη. Μόλις τ' ακουσε αύτό ό Νεο κλής, τινάχτηκε. - Μέ ποιό βαπόρι ήρδες; - Μέ τό Doche, τού άπαντώ καί τόν βλέπω νά χάνει τό χρώμα του. -:- Τί εγραφαν πάνω τά βαρελάκια, είχαν καμιά μάρκα; μέ ξαναρωτάει. 'Εγώ άπόρησα καί τ όν ρώτησα μήπως είχε κανέναν ε νδιαφερό μενο άγο ραστή. - Πιδανόν, ψέλλισε, δά σού πώ άργότερα. Μόλις σηκωδήκαμε άπ' τό τραπέζι μέ πήρε ίδιαιτέρως καί μού λέει: - Μ ιά παρέα δική μου εκλεψε χτές βράδυ 30 βαρελάκια μαύρο χαβιάρι άπό τό Doche . "Αν είναι δ ικά σου δά φροντίσω νά άποζημιωδείς. Είχε μπλέξει μέ μιά σπείρα λωποδύτες καί μέ τή συνεργασία άστυνομι κών εκλεβαν φορτία όλόκληρα. Αύτά ό ξάδελφός μου ό Νεοκλής, ενα καλομαδημένο πλουσιόπαιδο τής Κωνσταντινούπολη ς ! 'Ώ στε πράγματι είχαν άγριέψει πολύ τά ηδη. Δίκιο είχε ό Γιάννης πού μέ συμβούλεψε νά βρώ τρόπο νά γυρίσω μέ τούς δικούς μου στή Ρουμανία. Η Πόλη δέν μάς χωρούσε πιά. Μάς τραβούσε βέβαια ή Κωνστάντζα. Οί άναμνήσεις, τά φορτωμένα μαγαζιά , τό παραλιακό σπίτι. Θέλαμε νά γυρίσουμε μά χρειάζονταν άρκε τές διατυπώσεις. Εύτυχώς πού δταν πήγαμε στό τελωνείο βρήκαμε τό χαβιάρι μας εκεΙ " Αλλων φουκαράδων τό εμπόρευ μα είχαν ληστέψει τά καλόπαιδ α τού Νεοκλή. Πουλήσαμε λοιπόν τό μαύρο χρυσάφι μας, τρέ ξαμε γιά χαρτιά καί αδειες, άγοράζουμε καί μερικά βαρέλια μυτιληνιές ελιές, ά'ίβαλιώτικο λάδι καί σαπούνι ασπρο, τά φορτώνουμε στό ρουμάνι κο βαπόρι τής γραμμής καί φεύγουμε ξανά οί τέσσερείς μας γιά τήν Κων στάντζα. ' Ο Γιώργος, ό Θόδωρος, ό Άριστοκλής κι εγώ . '
Πέρασα δλη τή μέρα κι δλη τή νύχτα στό κατάστρωμα σάν τό γέρο Παρασκευά πού δέν ηδελε νά άποκοιμηδεί στό τελευταίο ταξίδι τής ζωής 127
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
του. Καδώς άναπλέαμε τόν Βόσπορο καί ρουφούσα μέ τήν ψυχή μου όμορφιά, δέν ξέρω γιατί, είχα ενα προαίσδη μα δτι σύντομα δά χάνονταν δλα αύτά γιά πάντα. ' Ο Κεμάλ, άπ' δτι μού ελεγε ό Γ ιάννη ς, μετά τήν άπόβαση στή Σα μψούντα είχε τραβήξει γιά τήν Άνατολία . Η επανάστα ση φούντωνε . Ο ξάδελφός μου ήταν πολύ ά νήσυχος, παρόλο πού στήν Πόλη επικρατούσε άπίστευτος ενδουσιασμός γιά τήν έλληνική προέλαση στή Μικρα σία. .
.
'Έβλεπα τά ξύλινα άρχοντόσπιτα μέ τίς [διωτικές άποβάδρες, τά ψαρο χώρια, τίς βάρκες, κι ενιωδα μιά δλίψη νά μέ κυριεύει δίχως λόγο. Μπεμπέ κι, Θεραπειά, Βαδυρύαξ, Ρούμελη Καβάκ ' δταν πιά περάσαμε τίς Συμ πληγάδες καί μέ φύσηξε ό μαυροδαλασσίτικος άέρας συνήλδα κάπως. 'Ύστερα αρχισα νά μετρώ τούς κάβους, τίς ασπρες παραλίες καί τούς βράχους, πού σκοτείνιαζαν καδώς εγερνε ή μέρα, γιά νά μή χάσω τό Βασι λικό μέσα στήν άφέγγαρη νύχτα.
1 28
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Τέταρτο
t: Ο Μεσοπόλεμος
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Κωνστάντζα
Φ τάνοντας στήν Κωνστάντζα νιώσαμε νά γυρίζουμε στό σπίτι μας. Στό λιμάνι, κα'ftώς εκτελωνίζαμε τά εμπορεύματα, όσοι μάς άναγνώριζαν μάς καλωσόριζαν μ' εγκαρδιότητα. Θέλαν κουβέντα, ζητούσαν πληροφορίες γιά τή Ρωσία, ε μείς ό μως βιαζόμαστε, γιατί επρεπε τό ταχύτερο νά βρούμε άπo{tηκευτικό χώρο γιά νά μεταφέρουμε κιβώτια καί βαρέλια. Άρχίσαμε τήν άναζήτηση λοιπόν άπό τά γνωστά μας λημέρια στό κέν τρο τής πόλης. Ψάχνοντας καί ρωτώντας άνακαλύψαμε ό τι ή παλιά μας άπo{tήκη ήταν αδεια κι ότι δίπλα της τό πρώτο μας μαγαζί εμενε άκόμα ξενοίκιαστο. Στό ύπόγειο, οί στοιβαγμένες σακκούλες πού βρήκαμε είχαν τυπωμένο φαρ διά-πλατιά τό Fratii Danielopol. ' Η χαρά μας δέν περιγρά φεται. Θαρρείς πώς όλα περίμεναν στή 'ftέση τους ωσπου νά περάσει ή μπόρα καί νά επιστρέψουμε. Τήν επομένη κιόλας, άνανεώσαμε τή φ ίρ μα μας στό Έ μπορικό Έ πι μελητήριο καί βαλ{tήκαμε νά ό ργανώσουμε τή δουλειά μοιράζοντας μετα ξύ μας τίς άρμοδιότητες. ' Ο Άριστοκλής κι ό Γιώργος άνέλαβαν τό κατά στη μα καί τίς πωλήσεις. ' Ο Άριστοκλής τούς χονδρέμπορους, ό Γιώργος τούς άγοραστές τής ή μιχονδ ρικής. ' Ο Θόδωρος άνέλαβε δ ιευ'ftυντή ς τού γραφείου. Είχε τίς επαφές μέ τίς τράπεζες, κανόνιζε τούς λογαριασμούς τών πελατών, κρατούσε τήν άλληλογραφία ε σωτερικού κι εξωτερικού. Έγώ άνέλαβα προμη'ftευτής ε μπορευμάτων καί περιοδεύων άντιπρόσω πος. 'Έπρεπε τώρα νά μαζέψω όσες γνώσεις είχα άποκτήσει στά δεκαπέν τε μου, όταν μα{tήτευα στό είσαγωγικό γραφείο, επρεπε νά παρακολου'ftώ καί νά μα'ftαίνω τήν άγορά, νά προλαβαίνω τή ζήτηση κλείνοντας εγκαίρως τίς μεγάλες παρτίδες, επρεπε νά καταφέρω νά άνταποκρι'ftώ στίς άπαιτή σεις τής επιχείρησης πού συνεχώς μεγάλωνε. Πρώτη μου φροντίδα ήταν νά γνωριστώ μέ τούς συνεργάτες μας. " Αρ χισα τίς περιο δ είες στά χωριά τής κοντινής περιφέρειας, στή Ντομπρου τζά καί τήν Ίαλομίτσα, γύρισα όλη τή Ρουμανία γιά νά δώ τούς πελάτες μας στά μαγαζιά τους καί νά συζητήσω τά προβλή ματάς τους επί τόπου, κι ετσι, πολύ γρήγορα, γίναμε παντού γνωστοί κι άγαπητοί. 131
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
" Οταν αύξή{)ηκε ή δουλειά πήραμε τρείς γραμματείς, εναν λογιστή Γερμανό, εναν εκτελωνιστή, ενα βοηδό γιά τίς άποστολές εμπορευ μάτων κι εναν μικρό γιά τό ταχυ δρομείο καί τά δελήματα. Ποτέ δμως δέν άφήσα με τήν επίβλεψη η καμιά εύδύνη σέ αλλους. Τά πρώτα χρόνια άπαρνηδή καμε τά πάντα. Μοναδικό μας μέλημα ήταν ή έδραίωση καί ή επέκταση τής επιχείρησης. Είχαμε άνταποκριτές σ' δλα τά μεγάλα λιμάνια τής Μεσογείου. Στήν Κατάνια καί τή Μεσσήνη, στή Μ ασσαλία, στήν Άλεξάνδρεια , στή Βηρυτ τό. Δουλεύαμε κυρίως μέ " Ελληνες. Οί ' Αδελφοί Τζαβούρη καί οί 'Aσκ�τό πουλοι ήταν οί συνεργάτες μας στήν Πόλη. Στή Μυτιλήνη, οί Άδελφοί Κατσακούλη καί οί Χατζηβασιλείου. Στή Χίο, ό Ν ίκος Μαυριδόγλου καί ό Γούναρης. Στήν Κωνστάντζα, οί τραπεζίτες ήταν γοητευμένοι μέ τό Θόδωρο καί οί χονδρέμποροι ε μπιστεύονταν άπόλυτα τόν Άριστοκλή καί τόν Γιώργο. " Ολα δούλευαν ρολόϊ. Ποιότητες, ποσότητες, πιστώσεις, εκτελωνισμοί, προδεσμίες, ή μερομηνίες παράδοσης, εξοφλήσεις, τά πάντα. Άνιχνεύον τας τήν άγορ ά είδ α δτι μπορούσαμε νά άνοίξουμε ύποκατάστημα στό Γαλάτσι δπου άνδούσε τό είσαγωγικό ε μπόριο. Πήρα τόν Θόδωρο μαζί, μελετήσαμε άπό κοντά τά πράγματα, βολιδοσκοπήσαμε τήν άγορά, βρή καμε ενα ώραίο μαγαζί στήν προκυμαία πάνω στό Δούναβη, στόν άριδμό 1 1 3 τής Strada Portolui, καί τό νοικιάσαμε. Άπό κεί μπορούσαμε ευκολα νά επεκταδούμε στή Μολδαβία, στή Βεσσαραβία καί στήν Τρανσυλβανία. Πηγαιονερχόμουνα κι εφερνα τόσες παραγγελίες πού δέν προλαβαίναμε καλά καλά νά τίς εκτελούμε. Ήρδαν τότε οί Άσκητόπουλοι, ό Γιάννης κι ό ' Ιάκωβος, νά μας προ τείνουν συνεταιρισμό μέ καλούς δρους. Δεχτήκαμε δοκιμαστικά γιά ενα χρόνο . . Ο 'Ιάκωβος μάλιστα μέ παρακάλεσε νά παίρνω μαζί στά ταξίδια μου τόν άδελφό τους τόν ' Ιωσήφ γιά νά τόν ξυπνήσω λίγο. « Έσύ πιάνεις πουλιά στόν άέρα Γιάνκο», μού ελεγε, «κάτι δά μάδει κοντά σου ό μικρόρ) . Δέν είχα καμιά άντίρρηση. Πήρα μαζί μου τόν άδελφό τών συνεταίρων μας, τόν βαρέ{)ηκα δμως πολύ γρήγορα, γιατί ήταν κουτός, καί τόν εστειλα πίσω στήν Πόλη. 'Άλλωστε" κι ό συνεταιρισμός μας μέ τούς Άσκητόπουλους κράτησε μόνον ενα χρόνο, γιατί δέν μας συνέφερε νά εργαζόμαστε ε μείς καί νά μοιραζόμαστε μαζί τους τά κέρδη. Έν τ μεταξύ είχαμε στείλει πρόσκλη ση στά άδέλφια μας πού είχαν βρεδεί μετά τό 1 9 1 4 πρόσφυγες στήν . Ελλάδ α - ό Δανιήλ μέ τή γυναίκα του στή Θεσσαλονίκη κι ό Παναγιώτης μέ τή γυναίκα του καί τά τρία τους παιδ ιά στήν Κατερίνη- κι δταν ήρδαν τούς κάναμε άδελφικά συνεταίρους. Έγκαταστήσαμε οίκογενειακώς τόν 1 32
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Παναγιώτη στό Γαλάτσι γιά να φροντίζει τό ύποκατάστημα καί νά μπορώ έγώ νά ταξιδεύω έλεύ'δερος καί νά τροφο δ οτώ μέ έμπορεύματα τά μαγα ζιά μας. Μ ιά καλή άνοιξιάτικη μέρα τού 1 92 2, τό « Printessa Maria», ενα μεγάλο ρουμάνικο καράβι μέ ασπρα πανιά, έφερε τούς γονείς μας άπό τήν Πόλη. Μόνον ό Σπύρος έλειπε άκόμα. Τόν σκεφτόμουν πάντα. Συχνά, μέσα στά τραίνα πού βρισκόμουνα μόνος νά ταξιδεύω μέ τίς ώρες, ένιω'δα νά συνταξιδεύουμε . . Ο ' Υ περσιβη ρικός ΠQύ τόν μετέφερε στό Βλαδιβοστόκ δταν ξέσπασε ή Έπανάσταση είχε μείνει ή τελευταία ε ίκόνα τού μεγάλου μου άδελφού. 'Έτσι καί κείνο τό άπόγευμα πού έφευγα γιά τή Βεσσαραβία δπου 'δά άγόραζα ενα βαγόνι λάδι, τό μυαλό μου ήταν στόν Σπύρο. Ξεκινήσαμε μέ καλό καιρό κι άποκοιμή{)ηκα στό τραίνο μέ τή σκέψη του. Κά'δε τόσο μισάνοιγα τά μάτια μου κι έβλεπα τό χιόνι νά πέφτει σέ πυκνές τουλούπες κι έλεγα πώς συνεχίζω τό δνειρο μέ τόν Σπύρο στήν χιονισμένη Ρωσία. Ξύπνησα γιά τά καλά δταν ξαφνικά σταμάτησε τό τραίνο σέ μιά έρημιά. Κοιτάζω άπό τό παρά'δυρο, είμαστε βουλιαγμένο ι στό χιόνι. 'Έμεινα εξι ώρες στό βαγόνι τουρτουρίζοντας μέσα στό έλαφρύ πανω φόρι μου. " Οταν έ φτασα πιά στό Bel'cy , διηγή'δηκα τίς ταλαιπωρίες καί τό κρύο πού τράβηξα στόν διευ'δυντή τού έργοστασίου πού μέ πότιζε συνέ χεια καυτό τσάι. Πάνω στό τρίτο τσάι μπαίνει ενας έβραίος έμπορος μέ μιά γούνα ώραιότατη . . Ο γιακάς της ήταν άπό βίδρα, φουντωτός-φουντω τός, κι άπό μέσα γύρω-γύρω κρέμονταν καμιά είκοσαριά γουνίτσες ζώων. 'Έμεινε ή ματιά μου πάνω της καί μετά τό κρύο πού έφαγα μού φάνηκε παρ άδεισος τό γουναρικό . . Ο . Εβραίος· τό κατάλαβε. « Στήν πουλάω αν τή 'δέλεις, είναι όλοκαίνουρια» μού λέει. Τή ζητούσε τριάντα χιλιάδες λέι, συμφωνήσαμε στίς είκοσι καί τήν πήρα. 'Αντί λάδι άγόρασα γούνα, μά τά αξιζε τά λεφτά της. " Οπου κι αν πήγα μού πρόσφεραν πολύ περισσότερα γιά ν ά τήν πουλήσω μά έγώ δέν μπο ρούσα νά τήν ά ποχωριστώ. τ Ηταν τό πρώτο δώρο πού είχα κάνει στόν έαυτό μου, ση μάδι πώς οί δουλειές πήγαιναν πάρα πολύ καλά. Μού ήταν άπαραίτητη στά ταξίδια μου. Καί οί διαδρομές μέ τό τραίνο, πού μ' έ φερ ναν πάντα κοντά στό Σπύρο, περνούσαν πιό εϋκολα μέσα στή ζεστασιά τού άκριβού παλτού μου. Λίγο άργότερα βρέ'δηκα στά βορειοανατολικά σύνορα, στήν ακρη τής Τρανσυλβανίας, γιά νά άγοράσω ζάχαρη άπό τό έργοστάσιο πού ύπήρχε έκεί. . Η ζήτηση ήταν μεγάλη καί ή έλλειψή της είχε ηδη άνησυχή σει τόν κόσμο τής άγοράς. Μά οϋτε έδώ μπορούσαν νά καλύψουν τήν παραγγελία μου. 'Έπρεπε νά βρώ τρόπο νά προμηδευτώ άπό άλλού ζάχαρη . . Η περιο133
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
χή μού ήταν αγνωστη. Οί ανδρωποι μετά τόν πόλεμο κουμπωμένοι καί άνήσυχοι. Οί Σλο βάκοι, οί Ούκρανοί, οί Πολωνοί τής Γαλικίας μαζεύονταν σέ χωριστά καφενεία. Μοναδικό δέμα συζήτησης ήταν οί πρόσφατες δ ι ευδετήσεις τών συνόρων, έ{tνικά έδάφη πού φαγώ{tηκαν άπό τή μιά η τήν αλλη χώρα. Τότε άκόμα ή Ρουμανία είχε σύνορα μέ τήν Πολωνία καί ύπήρχε κάποια έμπορική κίνηση ' γιά ζάχαρη δμως δέν μιλούσε κανείς. Είχα άποφασίσει πιά νά φύγω, δταν ακουσα τυχαία στό μαγαζί ένός χονδρέμπορα εναν ξενόφερτο πού μιλούσε γιά πολωνέζικη ζάχαρη. Δέν άνακατεύτηκα στήν κουβέντα μά καδώς βγήκε ό ξένος τόν άκoλoύ{tησα. Μπήκα πίσω του σΎό καφενείο πού χώδηκε, τόν πλησίασα, τού συστή{tη κα κι αρχισα νά τού κάνω έρωτήσεις. Μ ού είπε λοιπόν δτι σκεφτόταν νά κάνει είσαγωγή ζάχαρης άπό τήν Πολωνία κι εψαχνε γι' άγοραστέ ς πού δά προπλήρωναν όλόκληρη τήν παραγγελία. Ηταν άπό τήν Άνατολική Γαλι κία, αγνωστος έδώ, καί οί Ρουμάνοι τόν κοίταζαν μέ δυσπιστία. " Οσην ωρα μού έξέδετε τό ζήτημα τόν μετρούσα. Μού αρεσε. Είχε φωτεινά μάτια, ήταν λιγομίλητος κι άκριβολόγος. Τό ρισκάρισα. Τρέχω στήν Τράπεζα καί ζητώ πίστωση. Μά τό ποσό ήταν μεγάλο κι έγώ πολύ νέος γιά να μέ έμπιστευτεί ό διευ{tυντής. Μέ τά πολλά τόν κατάφερα. Γίναμε πρώτοι φίλοι. Παράγγειλα λο ιπόν τρία βαγόνια ζάχαρη κι εμεινα νά τά περιμένω. Μόλις εφτασε ό συρμός φόρτωσα δυό βαγόνια γιά τό Γαλάτσι κι ενα γιά τήν Κωνστάντζα. Αύτό μάλιστα τής Κωνστάντζας τό εστειλα στό ονο μα « Άδελφοί Άσκητόπουλοι» γιά νά περάσει ά παρατήρητο καί νά μήν μας πάρουν μυρωδιά οί άνταγωνιστές μας. 'Ήμουν ένδουσιασμένος. Π αράγγειλα αλλα δυό βαγόνια άπό τόν πολω νό μεσάζοντα κι εμεινα νά τά περιμένω. " Αν δέν είχα τό γουναρικό σίγου ρα δέν δά αντεχα τήν παγωνιά, δσο κι αν ή σπιτική βότκα πού μέ πότιζε ό τραπεζικός μπορούσε νά κάψει τά σωδικά καί τού 'ίδιου τού Δράκουλα. , Ο καινούριος μου φ ίλος ήταν μέγας δαυμαστής τών ' Ελλήνων, δπως οί περισσότεροι συμπατριώτες του αλλωστε. Είχε σκοπό νά βαφτίσει τόν γιό του Ά χιλλέα καί μού πρότεινε νά γυρίσω τό καλοκαίρι καί νά βαφτίσω έγώ τό μωρό. «Θά εχει πνευματικό πατέρα εναν 'Έλληνα» ξεφώνιζε, δακρύ ζοντας άπό τό δυνατό άλκοόλ πού κατέβαζε δλο τό άπόγευμα ως τήν ωρα τού δείπνου. Θά 'χε περάσει κοντά μιά βδομάδα, δταν κατέφδασε άπό τήν Κων στάντζα ό Πηλίδης, διευ{tυντής τής μεγαλύτερης φίρμας είσαγωγών τής Κωνστάντζας πού είχε κάποιος Γεωργίου. Τί είχε συμβεί; Μόλις εφτασε τό βαγόνι πού εστειλα πήγαν δλοι στό σταδμό νά μάδουν άπό πού προερ χόταν. Βούρ λοιπόν ό Γεωργίου στέλνει τόν Πηλίδη στά Ρουμανοπολωνι κά σύνορα. Μέ βρίσκει αύτός στό καφενείο, μού άνακοινώνει τά συμβάντ
1 34
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τα -εγώ παρίστανα τόν άνίδεο- καί μού λέει μέ ϋφος επιτιμητικό: - Έ σύ κοιμάσαι δρδιος, παιδί μου ! Έδώ πουλιέται πολωνική ζάχαρη καί σύ κάδεσαι στό καφενείο. Δέν εχεις άκούσει τίποτα; Μ ιλιά εγώ. Ψάχνει ό Πηλίδης, βρίσκει τόν ε ισαγωγέα, τόν κουβεντιάζει, τού βάζει μιά επιταγή κάτω άπό τή μύτη. Ψύχραιμος ό αλλος δέν άντιδρά. -Πόσα δέλεις ; τού λέει ό Πηλίδης. -Τώρα πιά δέν γίνεται τίποτα, άπαντά ό Πολωνός. Τρία βαγόνια πήρε ό Δανιηλόπουλος καί τά αλλα δύο πού ερχονται είναι σ' αύτόν πουλημένα. Δέν ξέρω αν ύπάρχει αλλη διαδέσιμη ποσότητα. Μπορώ νά σού παραγγεί λω, αν δέλεις, άλλά δά άργήσει νά εκτελεστεί ή εντολή καί οί τιμές άνεβαί νουν. 'Έρχεται άγανακτισμένος ό Πηλίδης καί μού βάζει τίς φωνές επειδή τού εκρυψα τήν άλήδεια κι εκανα τόν άνήξερο. «Τί περίμενες άπό ενα παιδί πού κοιμάται δρδιο;» τού άπαντώ γελώντας. Κόκαλο αύτός. " Ετρωγε τά σίδερα. Ν ά τήν πάδει άπό ενα νιάνιαρο δέν μπορούσε νά τό χωνέψει. Τέλος εφυγε απρακτος. Ά πό τά πέντε βαγόνια κερδίσαμε πολλά λεφτά καί βαλδήκαμε νά άγοράσουμε κανένα κτήμα, νά άποκτήσουμε άκίνητη περιουσία. Βρήκαμε κάποιον Βούλγαρο μέ δυό μαγαζιά σέ συμφερτική τιμή. 'Ένα κεντρικό διώροφο μέ δυό μαγαζιά στ ό ισόγειο -ήταν μικρό γιά μάς καί δέν είχε χώρους γιά να σταδμεύουν τά άμάξια πού ξεφόρτωναν τά ε μπορεύματα μά τό πήραμε, γιατί ό Βούλγαρος βιαζόταν νά φύγει καί κατέβασε πολύ τήν τιμή, τό κρατήσαμε γιά τό ε ισόδημα πού εφερνε κι άρχίσαμε νά ψά χνουμε γιά καταλληλότερο οικόπεδο. Θέλαμε νά φτιάξουμε ενα δικό μας κτίριο, νά στεγάσουμε σπίτι καί επιχείρηση, γραφεία, λογιστήρια, μαγαζιά κι άποδήκες. Τέλος, κάποτε, βρέδηκε τό κατάλληλο οικόπεδο. Γωνιακό, μέ πρόσοψη στό βουλεβάρτο τού Βασιλέως Φερ δ ινάνδου καί πενήντα μέτρα βάδος επί τής όδού Μίron Costin, άπέναντι άπό τό Στρατηγείο καί δυό βήματα άπό τόν Σιδηροδρομικό Σταδμό, ήταν δτι επρεπε. Ά ναδέσαμε στόν Δανιήλ τήν εύδύνη τής ο ικοδομής καί μείς άναλάβαμε τήν ο ικονομική κάλυψη τού εργου. Πάντα μεγαλοσχήμων ό Δανιήλ, άδιόρδωτος φιγουρατζής κι άδερά πευτος λάτρης τής πολυτέλε ίας, όνειρευόταν μέγαρο τετραόροφο. Κάλε σε λοιπόν εναν ρουμάνο άρχιτέκτονα καί δυό άρμένιους μηχανικούς. Φτιά ξαν τά σχέδια κι εβαλαν μπρός τή δεμελίωση. Πέρασα μήνες ταξιδεύοντας μέ τά φορτηγ ά τραίνα πού κουβαλούσαν μας σ ' δλη τή Ρουμανία. Τό κρύο πού εφαγα δέν λέγεται. εμπορεύματά τά Ξύλιαζαν τά πόδια μου στό φορτηγό βαγόνι καί πήγαινα νά ζεσταδώ στήν 1 35
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ατμομηχανή. Δέν ύπήρχαν ύδραυλικα φρένα τότε, ό όδηγός φρεναριζε μέ τό χέρι, ό {tεός κι ή ψυχή μας πώς σταματούσαμε. Νύχτες ατέλειωτες στούς ερημους έπαρχιακούς στα{tμούς, πέντε πή χες τό χιόνι στήν Τρανσυλβανία, όμίχλη στή Μολδαβία να μήν βλέπεις τή μύτη σου. Δωροδοκώντας τούς αρμόδιους καί χαρτζηλικώνοντας τούς αχ{tοφόρους είχα μειώσει στό έλόχιστο τόν χρόνο έκφόρτωσης τών έμπο ρευματων. 'Από τρείς μέρες πού χρειαζότανε κα{tε βαγόνι τό φτασαμε στή μία. Τό κέρδος ήταν τεραστιο. Μέσα σέ μια βδομαδα ξεφόρτωνα, παρέδιδα καί ξαναφευγα. Στήν Κωνσταντζα ή οίκοδομή προχωρούσε. Πέντε μέτρα βα{tος τό ύπόγειο για τίς απο{tfjκες. Τετρακόσια τετραγωνικα τό καταστημα στό ίσόγειο κι άλλα τόσα τα γραφεία δίπλα. ' Ο Δανιήλ ξόδευε αφειδώς τό χρή μα πού μαζεύαμε στήν τραπεζα καί οί έργασίες προχωρούσαν γρήγο ρα. Μια μαρμαρινη σκαλα μέ ένενήντα σκαλοπατια συνέδεε τήν ε'ίσοδο τού μεγαρου μέ τούς τρείς όρόφους τών κατοικιών. Στόν πρώτο όροφο {ta μέναμε έμείς, εξι ανύπαντρα παιδια, μέ τούς γονείς μας. Στό δεύτερο καί τόν τρίτο, τα παντρεμένα αδέλφια μας μέ τίς οίκογένειές του. Άλη{tινό μεγα{tήριo τό κτίσμα. " Οταν τελείωσε ήταν τό πιό έπιβλητικό μέγαρο στήν πόλη. Βαλαμε μια μαρμαρινη πλόκα στή γωνια μέ τα αρχικα τής έταιρείας μας, «F.D», καί καμαρώναμε, γιατί ήταν δλο δ ικό μας δημιούργημα, εργο τών χεριών μας.
1 36
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί άδελ φοί Λ ανι ηλόπουλ οι μπροστά στό μέγαρο. Τρίτος δεξιά ό Γιά νκος.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Σφενδ όνα»
Καδώς ή Κωνστάντζα άναπτυσσόταν συνέχεια -ήταν τό μόνο λιμάνι στή Μαύρη Θάλασσα, κι δταν πάγωνε ό Δούναβης κι εκλεινε γιά μήνες τό Γαλάτσι, δλα τά βαπόρια εδώ φόρτωναν καί ξεφόρτωναν- ό πληf}υσμός αϋξανε άλματωδώς καί τό χρή μα ερεε μαζί μέ τά στάρια καί τά πετρέλαια. , Η παροικία μας, δίχως ύπερβολή, ήταν ή πιό άνδηρή έλληνική παροι κία τής μεταπολεμικής Ρουμανίας. Ε'ίχαμε μιά ώραία εκκλησία, χτισμένη τό 1 868, ε'ίχαμε δυό σχολεία κι ενα δέατρο, τό μοναδ ικό στήν πόλη, πού άνήκε στόν φιλολογικό σύλλογο « Έλπίς». " Ολοι οί ρουμανικοί δίασοι πού ερχονταν νά δώσουν παραστάσεις νοίκιαζαν τό δικό μας δέατρο κι ετσι ό σύλλογος είχε ενα καλό εσοδο άπό κεΙ Στο σαλόνι τού δεάτρου, τό τμήμα Φιλοπτώχων Κυριών όργάνωνε συ χνά τσάγια καί, κάδε Σάββατο παρά Σάββατο, χορευτικές εσπερίδες, δπου συγκεντρωνόταν τό ανδος τής επαρχιακής κοινωνίας μέ τόν κοσμο πολίτικο άέρα τού δ ιεδνούς λιμανιού. Οί όμογενείς μεγαλέμποροι καί οί εφοπλιστές, ανδρωποι πολυταξιδεμένοι κι εκλεπτισ μένοι στό επακρο, ή <<χρυσή » νεολαία τού ' 20 μέ τίς τρέλες καί τό άστείρευτο κέφι της, τά κομψά πλουσιοκόριτσα καί οί ρουμάνοι άξιωματικοί πού φλέρταραν μέ πάδος τίς ' Ελληνοπούλες. Έκείνο τόν καιρό οί άξιωματικοί άποτελούσαν τήν άφρόκρεμα τής ρουμανικής κοινωνίας. Φορούσαν πάντα πούδρες καί άρώματα, εσφιγγαν τή μέση τους μέ κορσέδες καί κυκλοφορούσαν μέ ϋ φος τουλάχιστον αύτοκρατορικό. ' Επεδίωκαν μέ κάδε τρόπο νά συγγενέ ψουν.. μέ τούς 'Έλληνες, γι αύτό καί γίνονταν πολλές κουμπαριές. Κολακεύ ονταν μέ τήν παρέα μας, κυνηγούσαν τά κορίτσια μας κι ηδελαν τά παιδιά τους νά πάρουν ελληνική μόρφωση . Συχνά ακουγες λοιπόν όνόματα δπως Σωκράτης Π οπέσκου, Ά χιλλέας Βασιλέσκου, Πλάτων Μαριανέσκου. Μόλις άνακατεύτηκα μέ τίς δραστηριότητες τού συλλόγου άποφάσισα νά ίδρύσω κι ενα άδλητικό τμήμα, γιατί άγαπούσα πολύ τόν άδλητισμό. Μέ τόν Γιάννη Μακρή, λοιπόν, καί τόν Γεράσιμο Δραγώνα εξοπλίσαμε τό νέο τμήμα μέ δλα τά άπαραίτητα, τοποδετήσαμε στό προαύλιο τής εκκλησίας μονόζυγα καί δίζυγα, διαμορφώσαμε κάπως τό χώρο καί συστήσαμε τήν πο δ οσφαιρική όμάδα « Ελπίς» ή όποία εγινε σπουδαία. Δίναμε άγώνες μέ 1 39
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τή Βραίλα, τό Γαλάτσι, τό Βουκουρέστι, καί σχεδόν παντού βγαίναμε νικη τές, χάρη στόν Σουπίλα, εναν πολύ καλό προπονητή πού ε'ίχαμε. Μά καί στούς άγώνες στίβου πού έγιναν στό Γαλάτσι ή «Έλπίς» σάρωσε δλα τά βραβεία. Στή σφαίρα καί στό δίσκο τά δύο πρώτα βραβεία τά πήρα εγώ. Παράλληλα μέ τά άδλητικά φροντίζαμε καί τό ερασιτεχνικό τμήμα τού δεάτρου. Τίς περισσότερες φορές πρωταγωνιστής ήταν ό Γιάννης Μ α κρής. Περιοδεύαμε σ' δλες τίς ελληνικές παροικίες τής Ρουμανίας καί είσπράτταμε έτσι κάμποσα χρήματα. Μ' αύτά ενισχύαμε τό ταμείο τής Κοινότητας . . Η . Ελληνική Κοινότητα είχε νά καλύψει μεγάλα κονδύλια καί κυρίως τά έξοδα καί τίς άμοιβές τών δασκάλων, γιατί άπό τήν ' Ελλάδα δέν είχαμε καμιά βοήδεια. Μόνο δ ασκάλους μας έστελναν δταν ζητούσαμε. Τά χρεια ζούμενα έπρεπε νά βγούν άπό τά κεριά τής εκκλησίας, τίς χοροεσπερίδες, τίς δεατρικές παραστάσεις καί τίς δωρεές τών όμογενών οί όποίοι, όμολο γουμένως, ήταν σέ πολύ καλή οίκονομική κατάσταση. Ταμίας χρη μάτισε γιά χρόνια καί μέ μεγάλη επιτυχία ή κυρία Μ πέζη. Μόλις άδειαζε τό τα μείο ή κυρία Μπέζη κήρυττε σταυροφορία. 'Έβγαινε μέ τίς άλλες κυρίες τής επιτροπής κι έ φερναν βόλτα δλα τά ελληνικά γραφεία καί καταστήμα τα. Συνήδως ά ρχιζαν άπό τό γραφείο μας, γιατί ήξεραν δτι δά πάρουν ενα γενναίο ποσό κι ήδελαν αύτό νά φαίνεται πρώτο-πρώτο γιά νά παραδει γματίζονται οί ύπόλοιποι καί νά προσφέρουν πλουσιοπάροχα στό κοινό ταμείο. Γιά νά ενισχυδεί μάλιστα άκόμα πιό δραστικά ή Κοινότητα, κάποτε πού είχαν εκλογές , χωρίς νά είδοποιήσουν κανέναν, εξέλεξαν τόν Θόδωρο σύμβουλο τής οίκονομικής επιτροπής, μετά τόν έκαναν γραμματέα κι άρ γότερα ταμία. " Οταν λοιπόν χρειαζόταν χρήματα τό ταμείο, ό Θόδωρος έπαιρνε δανεικά άπό τό ταμείο τών άδ ελφών του καί χρέωνε τό λογαρια σμό τής Κοινότητας. Έγώ είχα άναλάβει τό ταμείο τού άδλητικού μας συλλόγου . . Η Έκκλησία καί τό δέατρο ήταν χτισμένα πάνω σ' ενα ϋψωμα κοντά στήν άκροδαλασσιά. Μόλις τελειώναμε τή γυμναστική , τήν προπόνηση ή τίς πρόβες, κατεβαίναμε στή δάλασσα καί κάναμε κωπηλασία. Μ ιά μέρα ήρδε καί μέ βρήκε ενας πασάς, πού είχε εγκαταλείψει τήν Τουρκία μετά τήν επικράτηση τού Κεμάλ, καί μού πρότεινε νά άγοράσω τή βάρκα του. Πήγα νά τή δώ. τ Ηταν στενή, μέ δυό κουπιά άπό μαόνι, μακριά σάν πιρό γα. Κιμπάρικη. Μιά πασαλίδικη βάρκα άπ' αύτές πού συνήδιζαν νά χρησι μοποιούν οί πασάδες στήν Πόλη γιά νά βγάζουν βόλτα τίς χανούμισσες στόν Κεράτιο Κόλπο καί τίς στόλιζαν μέ κορδέλες στήν γιορτή τού ' Αγίου Γεωργίου. Δέν έκανε γιά δάλασσα μά μού ά ρεσε πολύ καί τήν πήρα. 140
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ίήν όνόμασα « Σ φενδόνα» καί, όταν δέν είχε κύμα, επαιρνα τόν Μ ακρή η τόν Δραγώνα, τραβούσαμε καί οί δυό κουπί καί τήν κάναμε νά πετάει. Ηταν δυμάμαι Κυριακή κι όλος ό κόσμος σουλατσάριζε στό βουλε βάρτο τού Καζίνου. Ίά άνοιξιάτικα μοντέλα, τά πρώτα ψάδινα καπέλα τής χρονιάς, τά άνοιχτόχρωμα λινά μαντό, πήγαιναν κι ερχονταν. 'Όλη ή Κων στάντζα ρουφού σε ηλιο καί καλοκαιρία. ' Η δάλασσα ήταν ησυχη. Γυάλιζε. Ρίχνω λοιπόν μέ τόν Μ ακρή τή « Σφενδόνα» κι άρχίζουμε τήν έπίδειξη. ' Ανεβαίνουμε κατά μήκος τού βουλεβάρτου ως τό Καζίνο, κατεβαίνουμε ω ς τό λιμάνι, γυρνού με ξανά ω ς τόν γενοβέζικο φάρο, δημιουργήσαμε άρκετή αίσδηση καί πολλά ψάδινα καπέλα μέ λουλούδια καί φρούτα μάς χαιρέτισαν. Κωπηλατούσαμε μέ καταπληκτικό στύλ, ωσπου ενα ξαφνικό μπουρίνι σήκωσε κύμα. ' Η «Σφενδόνα» δέν αντεξε. Άναποδογύρισε, καί μεϊς βρεδήκαμε νά κολυμπάμε σέρνοντας τό πλεούμενο πού μάς πρόδωσε καί μάς εκανε ρεντίκολο στούς κυριακ άτικους περιπατητές, πού είχαν ξεσπάσει σέ τρανταχτά γέλια. Δέν πέρασαν δυό μήνες καί μιά μεγάλη δαλασσοταραχή α ρπαξε άπό τό γιαλό τή βάρκα, τή χτύπησε όλη νύχτα στά βράχια καί τό πρωί βρήκα συντρίμμια τή « Σ φενδόνα» μου -κάτι κομμάτια άπό σανίδια, τίποτα αλλο. 'Έτσι χάδηκε κι ή τελευταία έπαφή μέ τά μαδητικά μου χρόνια στήν Πόλη, ή βάρκα, πού μού δύμιζε τή βάρκα πού αφησα στήν άκροδαλασσιά τού χωριού μου, τά παιδικά μου χρόνια καί τίς τρέλες, πού εκαναν τή μάνα μας νά με φωνά ζει λωλόπαιδο. τ
141
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τρέλες βέβαια συνέχιζα νά κ άνω. Δούλευα πάρα πολύ, ταξίδευα συνέ χεια, ρισκάριζα συχν ά μεγάλα ποσά πού πάντα μάς άπέδιδαν μέ τό παρα πάνω, άλλά στίς ελεύδερες ώρες δέν σταματούσα οϋτε λεπτό γιά νά ξε κουραστώ. Καδώς περιμέναμε μάλιστα νά άποκαταστήσουμε πρώτα τίς ά δελφές μας γιά νά πάρουμε μετά σειρά εμείς, ζούσαμε μιά ζωή γεμάτη γλέντια καί διασκεδάσεις. ' Ο πιό γλεντζές η μουν εγώ. 'Έ, στά είκοσιτρία του κανείς είναι άκόμα παιδί. 'Έτσι εντελώς ξαφνικά εφτασε κάποτε ή μέρα πού ή φοβερή άρρώστια τής εποχής μέ χτύπησε ασχημα καί κατακέφαλα. 'Όταν μέ πήγε ό Θόδω ρος στόν καδηγητή στό Βουκουρέστι, ό ανδρωπος δέν κατάλαβε ότι εγώ η μουν ό άσδενής πού επρεπε νά εξετάσει. " Ενας νέος αντρας, εκατό κιλά, ψηλός ως εκεί πάνω, νευρώδης καί γυμνασμένος, αύτός η μουν. Δέν μού είπαν τίποτα. « Μ ιά ελαφριά ύπερκόπωση, λίγη ξεκούρασψ> είπε δήδεν ό γιατρός στόν Θόδωρο, εγραψε κάτι φ.άρμακα καί φύγαμε. 'Έγινε ϋ στερα οίκογενειακό συ μβούλιο κι εστειλαν τόν Δανιήλ νά μού πεί δτι ά ποφάσι σαν νά μέ στείλουν στήν ' Ελβετία γιά νά ξεκουραστώ, νά τελειοποιήσω τά γαλλικά μου, πού χρειαζόταν γιά τή δουλειά, καί νά κάνω σπόρ, πού τόσο μού αρεσαν. " Αλλο πού δέν ηδελα. 'Όταν εφτασα στό Daνos μού είπαν τάχα πώς επρεπε νά δώ τόν γιατρό τής πανσιόν γιά νά μέ εξετάσει πρίν άρχίσω τό σκί. Τό βρήκα λογικό , δέν ύποπτεύδηκα τίποτα καί πήγα. ' Ο δόκτωρ Biland μού άνέλυσε τήν πραγ ματικότητα. Είχα φυματίωση. 'Έμεινα αφωνος άπό τή σαστισμάρα. ' Ο Έλβετός όμως αρχισε νά μού εξηγεί τίς δυνατότητες πού ύπήρχαν πιά, μού είπε ότι δά επρεπε νά άκολουδήσω τό πρόγραμμα τής δεραπείας καταλεπτώς, μού εδωσε πολύ δάρρος καί κατέληξε λέγοντας δτι τά πάντα εξαρτώνται άπό τή δέλησή μου κι δτι πολύ γρήγορα μπορώ νά γίνω καλά, γιατί πρόλαβα τήν άρρώ στια στή γένεσή της. Έπί τρείς μήνες άκολούδησα κατά γράμμα τό πρόγραμμα. Πρωινό μασάζ, ήλιοδεραπεία στό μπαλκόνι τού δ ωματίου μου, περίπατο στό χιο νισμένο δάσος, ύγιεινή τροφή κι άνάπαυση, ϋπνο πολύ νωρίς τό βράδυ. Κάδε φορά πού εκανα εξετάσεις εβλεπα δτι ή ύγεία μου διαρκώς βελτιω νόταν κι αύτό μού εδινε κουράγιο. Στά είκοσιτέσσερά μου χρόνια ήταν άδύνατον νά κάτσω σε μιά πολυδρόνα πάνω άπό μιά ωρα κι δμως εκεί πέρασα τρείς μήνες άνάπαυσης. Ηταν ή πιό τραγική εποχή τής ζωής μου, τό εξομολογούμαι τώρα, πού πέρασαν εξήντα τόσα χρόνια άπό τότε. Κα νείς δέν εμαδε τό μυστικό, εκτός άπό τόν οίκογενειακό μας γιατρό καί τά άδέλφια μου. Είχα φαίνεται κολλήσει τό μικρόβιο άπό τή γούνα πού είχα τ
14 2
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
αγορασει τότε στή Βεσσαραβία, γιατί, όπως μού είπε ό έλβετός γιατρός, ή γούνα είναι ό μεγαλύτερος φορέας μικροβίων, κι εγώ, καtJώς είχα παγώσει, τή φόρεσα χωρίς νά τήν απολυμάνω. " Οταν πέρασε κι ό τρίτος μήνας μέ κάλεσε ξανά ό δόκτωρ Biland καί μού ανήγγειλε ότι στήν τελευταία εξέταση δέν ύπήρχε 'ίχνος μικροβίου. Μέ συμβούλεψε νά καtJήσω ακόμα εναν μήνα γιά νά αναρρώσω πλήρως κι όταν πιά επιστρέψω tJCt μπορώ νά κάνω ό,τι tJέλω, αλλά αποφεύγοντας πάντα τίς ύπερβολές. «παν μέτρον αριστον» είπε έλληνικά μέ τή βαριά γερμανική προφορ ά του ό δόκτορας. «Θά ζήσετε όπως ζούσαν οί αρχαίοι " Ελληνες. Μέ μέτρο. " Αλλωστε ύπήρξατε ό καλύτερος ασtJενής πού είχα. Χάρη στή tJέληση καί στήν αντοχή σας γίνατε εντελώς καλά. 'Έχετε πολύ γερή κράση».
Μάρτιο τού 1 924 επέστρεψα στήν Κωνστάντζα. 'Έκοψα τίς πολλές περιοδείες κι εμεινα στό γραφείο συνδ ιευtJυντής μέ τόν Δανιήλ. 'Ήτανε πάντα όνειροπόλος κι είχε μεγαλεπίβολα σχέδια. 'Έκανε παράτολμα ανοίγ ματα χωρίς λογική κι εμενε ϋστερα σέ μας νά πληρώνουμε τίς ζημιές. Στενοχωριόμουνα, μά δέν μπορούσα νά αντιδράσω, γιατί ήταν ό μεγαλύ τερος καί ή ίεραρχία στήν οΙκογένεια δέν σήκωνε τέτοια. Μπήκε λοιπόν στό «μπούρσι» τών γεννη μάτων όπου γίνονταν μεγάλες δημοπρασίες. ' Αγόραζε καί πουλούσε αέρα κοπανιστό πρίν από τήν συγ κομιδή καί ij κέρ διζε ij εχανε. Ποτέ δέν σκέφτηκε αν tJCt μπορούσε νά καλύψει τό παtJητικό του. Πουλούσε βαγόνια στάρι καί κρι1'Jάρι, χωρίς νά εχει οϋ τε σπυρί σίγουρο, καί τό ρίσκο ήταν πολύ σοβαρό . 143
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
, Η συγκομιδή τού '25 δέν μάς επέτρεψε νά καλύψουμε τό ανοιγμα τού Δανιήλ. Ή διαφορά ήταν μεγάλη. Άναγκάστηκα λοιπόν νά εγκαταλείψω τό γραφείο καί νά πάω στό κέντρο τής παραγωγής, νά όργανώσω τήν άγορ ά επί τόπου, ωστε νά άγοράσουμε κατευδείαν άπό τούς παραγω γούς, νά τά φορτώσουμε εμείς στά τραίνα, γιά νά ρίξουμε κάπως τό κό στος καί νά μειώσουμε τή ζημιά. Πήρα μαζί κι εναν συγγενή τής μάνας μου, καί δίχως νά τό δέλω, εγινα γεννη ματέμπορος στόν σιδηροδρομικό σταδμό τής Gara Biora. Μετά, Ο Δανιήλ άποφάσισε νά φτιάξουμε δυό τυροκομεία. ' Αγοράζαμε γάλα άπό κτηνοτρόφους τής περιφέρειας καί φτιάχναμε κασέρι στή μιά μονάδα καί διάφορα αλλα τυριά στήν αλλη. Αύτή ή δουλειά πήγαινε καλά, κάναμε μάλιστα κι εξαγωγές στήν ' Ελλάδα καί στήν Α'ίγυπτο, ως τή μέρα πού Ο Δανιήλ δέλησε νά κάνει δική του κτηνοτροφία. Μ' αύτή τήν ίστορία μπήκαμε σέ τόσους μπελάδες πού άναγκάστηκα πιά νά προτείνω νά χω ρίσουμε τά τσανάκια μας. Νά πάρει τό ποσό πού τού άνήκε καί νά κάνει δουλειές χωρίς νά επιβαρύνει τήν επιχείρηση. Τότε μπλέχτηκε σέ μιάν άφάνταστη περιπέτεια στήν ο ποία δμως, γιά νά πούμε τού στραβού τό δίκιο, δά μπορούσε ο καδένας μας νά μπλεχτεί. ' Η ίστορία ξεκίνησε άπό μιά πρόταση τού φίλου μας τού Hepern, διευδυν τή τής Banca de Credit Romana. Είχε ε μφανιστεί, μάς είπε, κάποιος μεγα λοεπιχειρηματίας Εύρωπαίος κι ηδελε άπό τόν τραπεζίτη νά τού συστήσει εμπιστους άνδρώπους γιά νά συνεργαστεί μαζί τους. Ένδιαφερόταν κυ ρίως γιά γεννήματα καί ξυλεία. Γιά νά άποκτήσει μάλιστα πίστη στήν άγορά, είχε καταδέσει καί μιάν επιταγή 2.500 λιρών πληρωτέα στήν Τρά πεζα τού Λονδίνου. Ό Χά'ίπερν ενδουσιάστηκε. Ύποσχέδηκε άπεριόρι στη βοήδεια καί πρότεινε στόν Δανιήλ νά μπούμε δλοι μαζί μέσα. Έγώ εναντιώδηκα στό σχ έδ ιο. Πρότεινα νά συστήσουμε μίά χωριστή Άνώνυμη ' Εταιρεία, νά βάλουμε κεφάλαιο 400.000 λέι καί νά άναλάβει ο Δανιήλ τή δουλειά. 'Έτσι κι εγινε. Τό τί άκολούδησε δέν περιγράφεται. Κύ λησε ο τέντζερης καί βρήκε τό καπάκι. Γραφεία στό κτίριο τής Banca Romaneasca, δακτυλογράφοι, άλλη λογράφοι, μηχανές, τηλέφωνα, γράμματα μέ δλη τήν Εύρώπη, ταξίδια στό Γαλάτσι καί στό Βουκουρέστι, επαφές μέ ξυλέμπορους καί τραπεζίτες, δ ιαπραγματεύ σεις μέ ύπουργού ς γιά προνομιακές άποκλειστικότητες φόρτωσης εμπορευ μάτων σέ επιβατικά βαπόρια κι αλλα τέτοια πολλά πού ου τε μπορούσαμε νά φανταστούμε. " Ολα αύτά βέβαια μέ τά δικά μας τά λεφτά, 'ίσως καί μέ τά λεφτά αλλων, πού ο ξένος μάζευε βάζοντας στό χέρι δλον τόν εμπορικό κόσμο, άκόμα καί τράπεζες, σ' ολόκληρη τή Ρου μανία. 1 44
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέ τά πολλά καί μετά άπό δική μου επιμονή, πείδεται ό Δανιήλ νά στείλει ενα τσέκ 500 λιρών , πού τού είχε δώσει ό συνέταιρός μας, στό Λονδίνο γιά ε'ί σπραξη. " Οταν εσκασε τό λονδρέζικο κανόνι, ό κύριος αύτός είχε ηδη εξαφανιστεί. 'Έ φυγε γρήγορα καί γλυτώσαμε τό μισό μας κεφά λαιο μαζί μέ πολλά καί χειρότερα μπλεξίματα. 'Έκτοτε ό Δανιήλ άποτραβήχτηκε τελείως. Άγόρασε μιάν άποδήκη στό Obor, χωρητικότητας 350 βαγονιών, κι εκανε εκφόρτωση γεννημάτων άπό τά τραίνα κατευδείαν στίς άποδήκες. Έγώ εξακολουδούσα νά πηγαίνω στή Biora Όπου είχα φτιάξει ενα μικρό γραφείο-κέντρο άγορας τών γεννημάτων πού μεταπουλούσαμε. 'Ένα βράδυ, λοιπόν, ξεκινώ άπό τό χωριουδάκι γιά νά π άω στή Gara, στό σταδμό, μέ τά πόδια." Ηταν ενας σύντομος περίπατος στήν ερη μιά πού μέ ξεκούραζε. Τό τραίνο περνούσε άργά κι εγώ περ ίμενα χρή ματα γιά νά κάνω πληρωμές. Έκείνο τό βράδυ είχε άστροφεγγιά. Τό χιόνι γυάλιζε κι άντιφέγγιζε ή νύχτα. Στά μισά τού δρόμου βλέπω ενα λύκο νά κατευδύνε ται πάνω μου. Βγάζω τό πιστόλι μου -είχα πάντα ενα μικρό Browning μαζί, Όταν πήγαινα στήν ϋπαιδρο- καί στέκομαι γιά νά άντιμετωπίσω τό λύκο. " Ομως, ω τού δαύματος, αύτός σταμάτησε σέ άπόσταση πενήντα μέτρων, μέ κοίταξε καλά-καλά, κι εφυγε πρός τόν κάμπο. Στάδηκα πραγ ματικά τυχερός γιατί μέ τό πιστόλι μου δέν δά μπορούσα νά κάνω τίποτα. Κατέβηκα γρήγορα στή Gara, πήρα τόν σταδμάρχη καί δυό χωρικούς, βγήκαμε μέ κυνηγετικά τουφέκια στόν κάμπο, μά στάδηκε άδύνατο νά τόν βρούμε. Τό επόμενο βράδυ τού στήσαμε παγάνα καμιά δεκαριά αντρες άπό τό χωριό. Π ιάσαμε τά περάσματα πρός τό παγωμένο ελος, ξεπαγιάσαμε Όλη νύχτα πίνοντας καφτερή τσού·ίκα άμίλητοι, μά τό πεινασμένο άγρίμι μας ενιωσε φαίνεται καί δέν πλησίασε. Γυρίσαμε α πρακτοι καί άνήσυχοι. Τά ξη μερώματα τής μεδεπομένης οί όλοφυρμοί τού Ντιμιτρού μας εκαναν νά πεταχτούμε άπό τά στρώματα. Είχε βρεί τό αλογό του κατα σπαραγμένο ά πό τό λύκο. ' Ο χωρικός εκλαιγε καί ξεφώνιζε γιά τό χαμένο βιός του. Δίπλα του, ό μεγάλος του γιός δέν μιλούσε καδόλου. Σκεφτόταν τήν αδικη μοίρα πού τού Όριζε νά ζευτεί αύτός τό κάρρο τού πατέρα του καί νά μπεί ω ς τά γόνατα σχεδόν μέσα στόν βαλτώδη κάμπο, γιά να μετα φέρει τή συγκομιδή ως τόν σταδμό. Τέτοια πολλά συνέβαιναν. Οί συνδήκες τής ζωής ήταν πολύ σκληρές καί οί άγρότες -μιλώ γιά τή Ντο μπρουτζά καί τή Βλαχία πού γνώρισα άπό κοντά εγώ- περνούσαν δύσκολες, πολύ δύσκολες μέρες.
1 45
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ίό Κράχ
Καδώς περνούσε ό καιρός καί οί δουλειές πήγαιναν δαυμάσια, όλο καί μάς τριγύριζαν οί πολύφερνες νύφες. " Αδικα ό μως. Έμείς ψάχναμε γαμ προύς γιά τίς άδερφάδες μας. Ήταν πολύ εκλεκτικές, Ιδίως ή Κατίνα, καί κανένας δέν τούς ταίριαζε. Τέλος μέ τά πολλά, παντρεύτηκε πρώτη ή ΑΙκατερίνη. Πήρε μέ προξενιό τόν γεννηματέμπορο Πάνο Γεωργίου . Τήν προικίσαμε πλουσιοπάροχα, βοηδήσαμε τόν αντρα της νά μεγαλώσει τή δουλειά του, άλλά σέ δυό χρόνια τό χρήμα εξανεμίστηκε κι α ρχισαν οί γκρίνιες. Άτύχησε πολύ αύτό τό κορίτσι, μαράζωσε καί χάδηκε αδ ικα. Μόλις άποκαταστήσαμε τή μιά μας άδελφή, πήρε σειρά ό Θόδωρος. ' Αρραβωνιάστηκε λοιπόν τήν κόρη τού Γιάννη Μ ιχαλάκη, ενός μεγαλοει σαγωγέα μέ μαγαζί στή Βραίλα καί ύποκατάστημα στό Γαλάτσι, καί ή παρέα μας μεγάλωσε. 'Ήτανε καλοκαίρι τού '26 ij τού ' 2 7 , δέν δυμούμαι, δέν δά ξεχάσω ό μως τίς επισκέψεις μας στή Sinaia ό που παραδέριζε ή μνηστή τού Θόδωρου οΙκογενειακώς. «Μαργαριτάρι τών Καρπαδίων» όνομάζουν οί Ρουμάνοι αύτό τό δαυμάσιο όρεινό κέντρο μέ τίς Ιαματικές πηγές δίπλα στό δάσος. Τό χειμώνα, τά ξενοδοχεία καί οί πολυτελείς πανσιόν γεμίζουν άπό χιονο δρόμους. Τό καλοκαίρι, πάλι, ό κόσμος πάει γιά τά λουτρά καί γιά τό εξαιρετικό κλίμα. Χειμώνα-καλοκαίρι, όμως, ή κίνηση περιστρέφεται κυ ρίως γύ ρω άπό τό ύ περπολυτελές Καζίνο πού χτίστηκε τό ' 1 2 πάνω στά σχέδια τού Καζίνου τού Μόντε Κάρλο. Άτμόσφαιρα κοσμοπολίτικη, όμο γενείς άπό τή Βιέννη καί τή Βουδαπέστη, έντονη κοσμική ζωή κι άπανω τές προσκλήσεις, χοροί τρικούβερτοι, χαρτοπαιξία, μακρινοί περίπατοι καί όλοήμερες εκδρομές στό δάσος - περάσαμε άξέχαστα. Πρίν φύγουμε εκείνο τό καλοκαίρι ξεσηκώσαμε όλη τήν παρέα, " Ελλη νες καί Ρου μάνους, νά πάμε στό μεγάλο μοναστήρι πού είχε ίδρύσει τό 1 695 ό Μ ιχαήλ Κατακουζηνός εΙς άνάμνησιν τού προσκυνή ματός του στό Σινά. Παραμονή τής Παναγίας, λοιπόν, άργά τό άπόγευμα ξεκινούμε. Είχε μόλις τελειώσει ό εσπερινός μέ τού ς επισήμους στήν πελώρια εκκλησία τής ' Αγίας Τριάδος καί ο ί μοναχοί είχαν άποτραβηχτεί στήν εσωτερική αύλή, στό παλιό τμήμα τής μονής, όπου βρίσκεται ή μονόχωρη ' Αγία ΑΙκατερίνη τού Κατακουζηνού. 147
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ε'ίμαστε μόνοι μέσα στήν όλόφωτη εκκλησιά , μέ τούς γέροντες δ ρf1ιους στά στασίδια καί τούς ψαλτάδες κύκλο στά δυό ψαλτήρια . Η Σ ινάια άκο λουf10ύσε πλήρως τό βυζαντινό τυπικό μέ μοναδική λαμπρότητα καί f1εία ψαλτική . Η κοσμική συντροφιά συγκινήf1ηκε. Λούφαξαν οί κοπέλες δεξιά, σταf1ήκαμε εμείς άριστερά, δέν κούνησε κανείς. Το μυαλό μου ετρεχε στό Φανάρι τών μαf1ητικών μου χρόνων, στόν καλό μου δάσκαλο τόν Κύρ 'Ιάκωβο , τόν " Αρχοντα Πρωτοψάλτη τού Πα τριαρχείου. "Αρχιζε ή όλονυκτία. Δέν κρατήf1ηκα. Προχώρησα πέντε βή ματα, χώf1ηκα άνάμεσα στούς ψάλτες τού δεξιού χορού κι αρχισα στήν άρχή χαμηλόφωνα, δυνατότερα δσο περνούσε ή ωρα, νά ψέλνω μέ τήν ψυχή μου. Δέν ξέρω πώς πέρασαν οί ώρες, βρισκόμουν σέ αλλους κόσμους, ω ς τή στιγμή πού χτύπησαν τά σήμαντρα τού Ό ρf1ρου. «Γιάνκο, αύτό ήταν τό καλύτερο δώρο πού f1ά μπορούσες νά μάς χαρί σεις γιά τό γάμο μας», μού είπε ό Θόδωρος βγαίνοντας άπό τό μοναστήρι. .
.
Μετά τόν Θόδωρο, ήρf1ε ή σειρά τής Δέσποινας. Τήν παντρέψαμε μέ τόν Stroe Driigulanescu καί τής δώσαμε γιά προίκα ενα σπίτι στό Βουκουρέ στι . . Ο Stroe ήταν μεγαλοκτηματίας μέ 3.500 στρέμματα εϋφορης γής . . Ο πατέρας του ήταν Ρουμάνος καί ή μητέρα του ' Ελληνίδα άπό τή Μ υτιλή νη. 'Έτσι ή Δέσποινα δέν βρέf1ηκε σέ τελείως ξένο περιβάλλον. Οί ύπόλοιποι περιμέναμε τήν Κατίνα, μά ή Κατίνα δέν τό άποφάσιζε. Πρόβαλε χιλιάδες δ ικαιολογίες, τό παράδειγμα τής Αίκατερίνης πού κακό πεσε τή βόλευε, εκανε σκληρή κριτική γιά xaf1tvav πού προτείναμε καί τό χειρότερο, δέν εβρισκε καμιά νύ φη κατάλληλη οϋτε γιά τό Γιώργο οϋτε γιά τόν 'Αριστοκλή. Είχαν συνδεf1εί τά τρία παιδιά σέ τέτοιο βαf1μό, ωστε πήγαιναν παντού μαζί. Θέατρα, προσκλήσεις, διακοπές, πάντα μαζί. . Ο Άριστοκλής ηf1ελε ό αμοιρος νά παντρευτεί άλλά πού νά τολμήσει. Κέρ βερος ή Κατίνα δίπλα του. " Ωσπου μιά χρονιά πάτησε πόδι, πήγε μόνος του διακοπές στό Biiile Herculane -ενα άπό τά πιό κοσμικά κέντρα γιά ίαματικά λουτρά- κι εκεί γνώρισε τήν 'Όλγα Σάπαρη. 'Έκαναν πολύ πα ρέα καί ή παρέα εξελίχ{}ηκε σέ είδύλλιο. " Οταν επέστρεψαν ο ί Σαπαραίοι στό Βουκουρέστι ό 'Αριστοκλής πήγε νά τούς δεί. Έκεί δμως γνώρισε τή μικρή άδελφή τής 'Όλγας, τήν ερωτεύ τηκε σφόδρα κι άντί νά ζητήσει τήν " Ολγα σέ γάμο, ζήτησε τή Μπέμπα . . Ο Σάπαρης άρνήf1ηκε καί ή ίστορία ναυάγησε. Σ' ενα γλέντι πάλι, στού Πόρ τολου, γνωρίστηκε μέ μιά πολύ Ό μορφη κοπέλα. Τή χόρεψε δλο τό βράδυ, άναπτύχf1ηκε κάποιο αίσ{}η μα μεταξύ τους καί δώσανε ραντεβού στήν Κωνστάντζα, γιά νά ερf1ει εκείνη μέ τούς δικούς της λίγες μέρες, νά τή 1 48
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γνωρίσουμε καί νά μας γνωρίσει. . Ο χειρισμός άποδείχτηκε λαν{)ασμένος, γιατί στήν Κωνστάντζα ύπήρχε ή Κατίνα. «Είναι πολύ ζωηρή», είπε στόν Άριστοκλή, «δέν σού άρμόζει». 'Έτσι ναυάγησε κι αύτή ή ίστορία. Έγώ είχα ξεφύγει τελείως άπό τόν οίκογενειακό κλοιό. 'Έκανα ό,τι ηδελα χωρίς νά δίνω λογαριασμό σέ κανέναν. " Αν καί μικρότερος άπό όλα τά άγόρια, η μουν τελείως άνεξάρτητος. Τά ταξίδια καί οί δ ιασκεδάσεις ήταν ή ζωή μου . Δέν α φηνα γλέντι γιά γλέντι, άκόμα κι αν έπρεπε νά πάρω τό τραίνο άπό τό Γαλάτσι γιά νά πάω στό Βουκουρέστι, νά παραβρεδώ σέ κάποιο χορό καί νά γυρίσω τήν έπομένη. Κοιμόμουν στή δ ιαδρομή καί τό πρωί φρέσκος καί κεφάτος βρισκόμουν στό γραφείο. Κάδε χρόνο μέ τήν αδειά μου ξεσπάδωνα. Πήγαινα στά βουνά έκανα σπόρ, καινού ριες γνωριμίες, τρελές παρέες - περνούσα όνειρεμένα. Τήν έποχή έκείνη πήγαινα πάντα στό Borsec. Μόλις έφτανα, αφηνα τίς βαλί τσες μου στό ξενοδοχείο κι έβγαινα γιά μιά μεγάλη βόλτα στό δάσος. " Οταν έπέστρεφα, οί άποσκευές μου είχαν μεταφερδεί στό chalet τού ύπουργού τής Παιδείας, τού καλού μου φίλου Hazigan. Μ' αύτό τόν τρόπο οί Χαζιγκάν μέ άνάγκαζαν νά πάω νά μείνω σπίτι τους όπου μέ φιλοξενού σαν όλο τό διάστη μα τών δ ιακοπών μου. Μέχρι καί σέ ' Υπουργικά Συ μβού λια παραβρέδηκα, τόσο πολύ μ' άγαπούσε καί μέ έμπιστευόταν ό ύπουρ γός.
Στό σπίτι τού Χαζιγκάν στό Μπόρσεκ, ό Γιάνκο, μέ τόν Βαλ ντούκ. (1930; φ. Γ.Δ.).
149
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ήταν καλός όμιλητής, ε νδιαφέρον ανδρωπος, δεινός όδοιπόρος καί φανατικός λάτρης τού ελληνικού πολιτισμού. 'Έ μαδα π άρα πολλά πράγ ματα άπό αύτόν. Μ ού μιλούσε μέ τίς ώρες γιά τή σημασία τής έλληνικής παρουσίας στή Βλαχία καί τή Μολδαβία , γιά τού ς Φαναριώτες α ρχοντες καί τήν ελληνική παιδ εία, μού άνέφερε τίς εκατοντάδες ελληνικές λέξεις πού πλουτίσανε τό ρουμανικό λεξιλόγιο, μού έλεγε γιά τούς ελληνες ε πι στήμονες πού δ ούλευαν στό Πανεπιστήμιο καί στά κρατικά ερευνητικ ά κέντρα. Έγώ γνώριζα μόνον εμπόρους καί εφοπλιστές, μερικούς γιατρού ς καί δυό-τρείς κα{)ηγητές. 'Ή μουνα βέβαια δαυμαστής τού Κωνσταντίνου Ν οτταρά πού ήταν ενας άπό τού ς μεγαλύτερους ήδοποιού ς στό Βουκου ρέστι -ήλικιωμένος πιά - καί καμιά φορά ψωροϋπερηφανευόμουνα γιά κάποιον Danielopolu , πού εδεωρείτο αύδεντία στή φυσιοπαδολογία, πώς είμαστε τάχα συγγενείς, μά ό Χαζιγκάν μού άποκάλυπτε τόν αγνωστο ελληνικό κόσμο τής Ρουμανίας. 'Ένιωδα σά μα{)ητούδι μπροστά του. Μ ετά νιωνα πού δέν είχα προλάβει ν ά τελειώσω τό σχολειό, πρώτη φορ ά αί σδάνδηκα έντονα τήν έλλειψή μου αύτή . Γιά τούς άρχαίους μάς είχαν πεί πολλά στό σχολείο . Τώρα εδώ πρωτοάκουγα άπό τ ό στόμα τού ρουμάνου ύπουργού Παιδείας γιά νεότερους " Ελληνες, τού ς Μ αυροκορδάτους καί τού ς Κατακουζηνούς, τούς Καλλιμάχηδες, τού ς Σούτζους και τού ς Καρα τζάδες , γιά επιστήμονες σπουδαίους, ό πως ό Προκοπίου καί ό Άντύ πας, γιά μουσικού ς, ό πως ό γιός τού ήδοποιού Ν οτταρά. " Οταν αρχιζε νά μιλά ό Χαζιγκάν ξεχνούσε νά σταματήσει. Μέ στρίμω χνε στό καπνιστήριο δίπλα στό γραφείο του, μέ πήγαινε στή βιβλιο{)ήκη νά μού δείξει τούς πρώτους χάρτες τής Βλαχιάς πού είχε φτιάξει ό Κων σταντίνος Κατακουζηνός, ό 'ίδιος αύτός πού έβαλε τά δεμέλια γιά τήν 'ίδρυση τής 'Ακαδη μίας στό Βουκουρέστι, ϋστερα βγαίναμε στό μπαλκόνι καί τό μά{)ημα συνεχιζόταν. Είχε βρεί καλό συνομιλητή. Δέν μιλούσα κα{)ό λου. Μόνον ακουγα. Γι' αύτό 'ίσως μού είχε τέτοια άδυναμία. Τού καλοάρεζα καί γιά γαμπρός, είχε δυό κόρες τής παντρειάς, δαυμά σια κορίτσια, μά εγώ προτιμούσα τήν παρέα τού πατέρα - παίζαμε καί σκάκι μαζί - καί τού γιού, πού ήταν συνομήλικός μου καί άνύπαντρος ό πως εγώ. ' Η ύπουργίνα όλο καί πετούσε κάτι άδώες σπόντες περί γάμου καί τά τοιαύτα, δήδεν πρός τόν γιό, άλλά τά σκάγια έπαιρναν καί μένα πού μέ είχαν σάν γιό τους μά δέν 'ίδρωνε τό αύτί μου. Τό μυαλό μου ήταν στίς διασκεδάσεις καί στά σπόρο Γέμιζα τά πλεμό νια μου καδαρόν άέρα, άνανέωνα τίς μπαταρίες γιά νά μπορέσω νά ξα ναρχίσω τή δουλειά μέ καινούριες δυνά μεις καί δ ιασκέδαζα μέ τήν ψυχή μου. 1 50
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στή συντροφιά μας ήταν πάντα καί οί Πόρτολοι πού παρα{}έριζαν οΙκογενειακώς στό βουνό. Οί χοροί πού όργανώναμε στό chalet τού Hazi gan αφησαν εποχή. Γλέντια μέχρι πρωίας, πού κατέληγαν πάντα σέ εξοδο στό δάσος, γιά νά συνέλ{}ουμε λίγο καί νά γυρίσουμε πιά νά κοιμη{}ούμε κατά τίς δέκα.
Les annees folles , λοιπόν. ' Η τρελή δεκαετία τού ' 20 πού εκλεινε στό χρυσωμένο ' 30, ωσπου, μετά τό άποκορύφωμα, νά μάς ερ{}ει ή κατραπα κιά κατακέφαλα κι άπό τό ζενί{} νά κατρακυλήσουν δλα στό ναδίρ άπό τή μιά μέρα στήν αλλη. Βέβαια τό κακό ξεκίνησε άπό τήν 'Αμερική τόν 'Οκτώβριο τού 1 929, δταν ή χρηματιστηριακή κρίση τίναξε τήν άμερικανι κή οΙκονομία στόν άέρα. Σέ μάς οί επιπτώσεις τού «κράχ» ε φτασαν πολύ άργότερα, δταν ξαφνικά ή τιμή τού βραζιλιάνικου καφέ επεσε στό ενα τέταρτο τής τιμής άγοράς. Έμείς συμφωνούσαμε προκατα βολικά τήν τιμή τού καφέ δλης τής χρονιάς, κλείναμε τήν ετήσια παραγγελία καί παραλα μβάναμε 200 σακκιά τό μήνα, δσα δηλαδή ξοδεύαμε στά δυό μαγαζιά , Κωνστάντζα καί Γαλάτσι. Προμη{}ευτής μας ήταν ενας άπό τούς μεγαλύτερους ο'ίκους καφέ στόν κόσμο, μέ εδρα τήν Πράγα καί παραρτή ματα σέ δλη τήν Εύρώπη. Διευ {}υντής ήταν ενας ' Εβραίος, όνόματι S mircofski, αν{}ρωπος συνεπής στίς 151
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
συναλλαγές του , εντιμος καί καδόλα εντάξει. Σ' αύτόν έίχαμε κλείσει τήν παραγγελία, 1 .200 σακκιά πρός 92 σελίνια τό σακκί, μέ διάφορες ή μερο μηνίες φόρτωσης άπό τή Βραζιλία. Στή Βραζιλία δμως εκαιγαν τόν καφέ γιατί δέν μπορούσαν νά τόν εξαγάγουν. Τόσο πεσμένες ήταν οί τιμέ ς . . Η . Ελλάδα μάλιστα άπαγόρευσε τότε τήν εΙσαγωγή, γιά νά προστατεύσει τούς εΙσαγωγείς . . Η κρίση είχε χτυπήσει τό εμπόριο σέ παγκόσμια κλίμα κα καί τώρα εφτανε στή νοτιοανατολική Εύρώπη . . Η τιμή τού καφέ είχε πέσει στά 24 σελίνια καί μείς χάναμε 68 σελίνια σέ κάδε σακκί. Θά μπορούσαμε νά μήν τά παραλάβουμε, νά τά επιστρέ1l!ου με 11 νά τά άφήσουμε νά σαπίσουν στό τελωνείο. Δέν δέλαμε δμως ή φίρμα μας ν ά περάσει στόν μαυροπίνακα τών Έ μπορικών Έ πιμελητηρί ων τής Πράγας, τού ' Αμβούργου καί τής Μασσαλίας, γιατί μ' αύτά συνερ γαζόμαστε χρόνια εΙσάγοντας δλα τά άποικιακά ε'ίδη, άπό καφέ, τσάι καί κακάο μέχρι σοκολάτες καί πιπέρι. Π αραλάβαμε τήν παραγγελία καί καλύ ψαμε τό ύπόλοιπο ποσό ως τήν εξόφληση, ύπογρ ά φοντας γραμμάτια. . Η ζημιά τής εταιρείας ήταν τεράστια. Μά δέν ε'ίμαστε εμείς οί μόνοι ζημιωμένοι. Οί συνέπειες τού Κράχ χτύπησαν ξαφνικά δλη τή Ρουμανία. Οί τράπεζες κηρύσσουν πτώχευση καί άναστέλλουν τίς πληρωμές. Πρώτη καί καλύτερη ή Banca Blania, τράπεζα μέ ύποκαταστή ματα στό Λονδίνο, στό . Αμβούργο καί στή Νέα ' Υόρκη, δηλώνει άδυναμία νά άντεπεξέλδει στίς ύποχρεώσεις της. Μ' αύτή συνεργαζόμαστε τόσο εμείς δσο κι ό Μ ι χαλάκης, ό πεδερός τού Θόδωρου. 'Αμέσως μετά, στήν προσπάδειά της νά διευκολύνει τόν επιχειρη ματι κό κόσμο, ή κυ βέρνηση ψήφισε τό περίφημο Moratorium, ενα νόμο πού ε πέτρεπε νά κάνεις στάση πληρω μών γιά πέντε χρόνια. Κατέδετες στό δ ικαστήριο τά λογιστικά σου βιβλία καί ζητούσες πενταετή άναστολή πλη ρωμών . . Ο νόμος αύτός άποδείχτηκε όλέδριος. Τίναξε στόν άέρα μεγάλες καί παλιές επιχειρήσεις ε νώ σ' αλλους εδωσε άφάνταστες δυνατότητες νά εκμεταλλευτούν τήν κατάσταση. 'Έ τσι επωφελήδηκαν κυρίως οί . Εβραίοι πού ελεγχαν τό εμπόριο τής Μολδαβίας, τής Τρανσυλβανίας καί τής Βεσ σαραβίας. Στήν άρχή τής μαύ ρης κρίσης, μού ερχεται ενας παλιός καλός πελάτης άπό τό Boto�ani γιά νά εξοφλήσει τά χρέη του καί νά πάρει νέο εμπόρευ μα, άξίας 200.000 λέι, ύπογράφοντας γραμμάτια. Ά πό μηχανής δεός μού φάνηκε εκείνη τήν ω ρα ό ανδρωπος, Zumer Braitu τόν ελεγαν. Θά παίρνα με μιάν άνάσα καί δά βοηδού σαμε κάπως τόν πεδερό τού Θόδωρου πού είχε πνιγεί στά χρέη. Μόλις δμως επέστρεψε ό πελάτης μας στό Μ ποτο τσάνι, ζήτησε μορατόριουμ κι άνέστειλε δλες τίς πληρωμές. Ξεκινώ γιά τή Μολδαβία νά πάω νά τόν βρώ. τ Ηταν πολύ πλο ύ σιος 1 52
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
αν1'1ρωπος. Δέν επρεπε νά εκμεταλλευτεί μέ τέτοιον τρόπο τήν κρίση, ουτε νά μας βάλει ετσι απροκάλυπτα στό χέρι. Μού εκανε τό τραπέζι μέ ψάρια τού Πρού1'10υ ψημένα στό κεραμίδι. Τού εκ1'1έτω τά προβλήματά μας, τού εξηγώ τήν ταμιακή μας αδυναμία καί καταλήγω λέγοντας δτι αν δέν εξο φλη1'10ύν τά γραμμάτια 1'1ά φαλίρουμε. « Έγ ώ είμαι νο μοταγής πολίτης καί κάνω μορατόριουμ, σύμφωνα μέ τόν νόμο», μού απάντησε. Τό ρεύμα παρέσυρε δλον τόν εμπορικό κόσμο. Έ μείς ύ πογράφαμε εν λευκφ γραμμάτια στόν Μιχαλάκη, οί καμπάνες χτυπού σαν απ' δλες τίς πλευρές, ωσπου αναγκαστήκαμε νά βάλουμε ενέχυρο δλο μας τό ε μπό ρευμα καί νά ύ πο1'1ηκεύσουμε δλη τήν ακίνητη περιουσία μας στήν Τρά πεζα τής Ρουμανίας. 'Αλλά τό ϋψος τών χρεών ήταν τεράστιο. Βρισκόμα στε πιά σέ πλήρες αδιέξοδο, δταν μετά από απειρες προσπά1'1ειες ζητή σαμε καί μείς μορατόριουμ. Κοντά δυό χρόνια περάσαμε νύχτα-μέρα στό γραφείο, στό μαγαζί, στό λογιστήριο, στά τελωνεία, στά γραφεία τών πελατών μας, στίς τράπεζες. 'Έτρεχα καί δέν εφτανα. Καμιά φορά πού περνού σα από τό σπίτι γιά νά βάλω 'ίσα-'ίσα μιά μπουκιά στό στόμα μου, ή μάνα μας μού ζητούσε τό πουκάμισό μου γιά νά τό στύψει - τέτοιος ίδρώτας μέ ελουζε. Η αγωνία τών προ1'1εσμιών καί τό αγχος τών γραμματίων τού Μ ιχαλάκη πού εληγαν δίχως αντίκρισμα μέ κατέβαλαν κυριολεκτικά. Η ταν αδύνατο νά κοιμη1'1ώ. Λαγοκοιμόμουν στήν καρέκλα τού λογιστηρίου πάνω στό ήμερολόγιο πού είχα φτιάξει μέ τίς λήξεις δλων τών γραμματίων πού διαχειριζόμουν. Τά δικά μας, τών πελατών μας, τού Μ ιχαλάκη. Λυπόμουνα τόν Θόδωρο πού είχε τήν εύWνη δύο επιχειρήσεων κι εβλεπε δτι ό πε1'1ερός του δέν 1'1ά τά καταφέρει μέχρι τέλους. Καί πράγματι. Ο Μιχαλάκης κήρυξε πτώχευση, το ύ εβγαλαν στό σφυρί δλη του τήν περιουσία κι εκλεισαν τά καταστή μα τά του. Έ μείς, παρόλες τίς δυσκολίες, κατορ1'1ώσαμε νά ξελασπώσουμε. Όρ1'10ποδίζαμε σιγά-σιγά κυνηγώντας συνέχεια τούς καλούς μας πελάτες πού αγόραζαν μόνο τοίς μετρητοίς. Μόλις μπορέσαμε κάναμε αρση τού Μ ο ρατόριουμ, απελευ1'1ερώσαμε ε μπορεύ ματα καί ακίνητα, κλείσαμε τό ύπο κατάστη μα στό Γ αλάτσι καί μαζευτήκαμε δλοι στήν Κωνστάντζα. , Ο Παναγιώτης εφυγε οίκογενειακώς γιά τόν Πειραιά. " Ανοιξε εκεί ενα ύποκατάστη μα γιά νά προω{)η1'10ύν καλύτερα τά εγχώρια προ·ίόντα. 'Αρχί ζουμε ξανά τήν αλληλογραφία, ανανεώνουμε τίς σχέσεις μας μέ τού ς προ μη1'1ευτές μας στή Μεσόγειο καί μπαίνουμε ξανά στή ρουμανική αγορά μέ νέο εμπόρευμα καί νέο πνεύμα. ' Η κρίση μας εριξε πολύ χαμηλά, μας διέλυσε. Τό γεγονός δμως δτι καταφέραμε νά τήν ξεπεράσουμε καί βγή'
τ
'
1 53
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
καμε πάλι πάνω, μάς εδινε κουράγιο. Ν ιώδαμε αύτοπεποίδηση κι ύ περη φάνεια. Οί Ρουμάνοι δαύμαζαν τήν όμοψυχία μας. Δουλεύαμε πάλι ολοι μαζί κι άντιμετωπίσαμε ολοι άπό κοινού τίς δυσκολότερες συνδήκες. Ήταν μιά ύ πέροχη αίσδηση ή χειροπιαστή άπόδειξη τής οΙκογενειακής ενότητας καί τού δυναμικού πού δέν είχε ποτέ εξαντληδεί. Ν έο πνεύμα λοιπόν, πολύ κέφι, πολλές Ιδέες. ' Από τήν . Ελλάδα εΙσά γαμε λάδι, εσπεριδοειδή καί σταφίδες. 'Από τήν 'Ιταλία κυρίως εσπεριδο ειδή κι άπό τήν Α'ίγυπτο ρύζι. Μάς άνακάλυψαν ο μως κάτι Σύ ριοι, πού τότε άκόμα εκμεταλλεύονταν τού ς πορτοκαλεώνες τής Χάιφα, κι ετσι καλύψαν αύτοί τίς άνάγκες μας σέ εσπεριδοειδή. Ο ί τιμές συνέφεραν. 'Έπρεπε τώρα νά βρούμε τρόπους νά διαφημίσουμε τό ελληνικό λάδι. Φτιάξαμε κουτιά τής μιάς όκάς στό ύποκατάστημα τού Πειραιά, μπήκε καί ή άπαραίτητη 'Ακρόπολη ζωγραφιά επάνω, γράψαμε δική μας ε πωνυ μία «Ν έκταρ», καί ξεκινήσαμε νά πιάσουμε τήν λιανική πώληση . Ο 'Αρι στοκλής παράγγειλε ενα καρότσι μέ μιά τεράστια ' Ακρόπολη. 'Έντυσε τόν πωλητή άρχαίο " Ελληνα κι εστειλε τό καρότσι νά κάνει τόν γύρο τής Κων στάντζας καί τής Μαμάια οπου παραδέριζε πολύς κόσμος. Η περιοδεία συνεχίστηκε στό Βουκουρέστι καί στά κοντινά δέρετρα τής Σινάια καί τού Μπρασόβ. Σκαρώσαμε κι ενα δ ιαφη μιστικό τραγούδι καί ή άπήχηση ήταν πραγματικά μεγάλη. Τό Νέκταρ εγινε πασίγνωστο . . Ο Παναγιώτης δέν πρόφταινε νά συσκευάζει καί νά στέλνει κουτιά άπό τόν Πειραιά. .
.
Μετά σκεφτήκαμε νά εκσυγχρονίσουμε τό σύστημα επικοινωνίας μέ τούς πελάτες μας. Ε'ίχαμε περίπου 1 .800 πελάτες σ' ολη τή Ρουμανία. Δυό φορ έ ς τό μήνα τούς στέλναμε τιμοκαταλόγους μέ τά νέα ε'ίδη καί τίς τιμές. Τό κάδε γραμματόσημο κόστιζε ενα λέι, σύνολο 1 .800 λέι τό δεκαπενδή μερο. 'Έπρεπε νά βρεδεί τρόπος νά κερδίζουμε αύτό τό ποσό δείχνοντας συγχρόνως καί τό νέο πνεύμα πού επικρατούσε στήν επιχείρηση. Ζητή σαμε αδεια γιά νά εκδίδουμε μιά μηνιαία ε μπορική εφη μερίδα μέ τίς νόμι μες άπαλλαγές. Τήν όνομάσαμε «TOM I S » , τό άρχαίο ελληνικό ονομα τής Κωνστάντζας, καί τήν άνέλαβε ό Άριστοκλής μ' εναν φίλο του δημοσιο γράφο πού εγραφε τό κύριο αρδρο. Στίς πρώτες σελίδες ύπήρχαν πληρο φορίες σχετικές μέ άφίξεις βαποριών καί τραίνων, εμπορικές εΙδήσεις καί τά σχετικά. Στήν τελευταία σελίδα ύπήρχε ό τιμοκατάλογός μας καί τά προ'ίόντα πού ε'ί χαμε γιά διάδεση. Γιά νά σταλεί ή εφημερίδα χρειαζόταν 80 βακιά γραμματόσημο. Ε'ίχαμε λοιπόν κέρδος άπό τήν άποστολή άλλά καί κέρδος άπό τή ρεκλάμα πού κάναμε, γιατί ή εφημεριδούλα μας προκά λεσε εξαιρετική εντύπωση.
1 54
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
λniversare
::'I� � FONDATORI\ . , fIRMEI FΊlATII DA!iIELPPCL
QUEORGI1E DJlNIELOPOL
t SPIRU ΟΑΝlειοροι
ΟΑΝΙΕΙ DΑΝΙΕΙΟΡΟΙ
TEODOR DANIELOPOL ,
I1AGAZINELE FRATII DANIELOPOL
ι. SerhiriJe Aniven1l'ei
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
[ANCU DANIELOPOL
Άρχές τού 1 93 7 γιορτάσαμε τά εΙκοσιπεντάχρονα άπό τήν 'ίδρυση τής επιχείρησής μας. 'Όλος ό εμπορικός κόσμος παρών, δήμαρχοι, στρατηγοί, δη μοσιογράφοι, τραπεζίτες, ποιόν i)1'Jελες νά βρείς καί δέν τόν εβρισκες! ' Ο πρόεδρος τού Έ μπορικού Έπιμελητηρίου εκφώνησε τόν πανηγυρικό, άναφέρδηκε στά επιτεύγματα τής εταιρείας «πού εφδασε νά είναι ή πρώ τη εΙσαγωγική-εξαγωγική φίρμα στήν Κωνστάντζα» καί μάς επλεξε τό εγ κώμιο. Τήν επομένη, ή φωτογραφία μας μπήκε πρωτοσέλιδ ο σ ' Όλες τίς τοπικές εφη μερίδες. ' Ο εκδότης μάλιστα τής « DOBROGEA JUN A», ό όποίο ς ήταν ελληνικής καταγωγής, δημοσίευσε κατεβατό όλόκληρο γιά τήν αφεντιά μας. Θρίαμβος.
' Ο μεγάλος απών ήταν ό Σπύρος πού μαζί μέ τόν Γιώργο είχε ίδρύσει τότε, αρχές τού ' 1 3, τήν εταιρεία. Ο Σπύρος πού συμπλήρωνε τώρα είκο σι χρόνια απουσίας καί σιωπής. Μά Όλα εχουν κάποτε ενα τέλος. 'Έτσι μέ τά δη μοσιεύματα καί τή διαφή μιση στόν τύπο, κάποιος ό μογενής από τή Mangalia ανακάλυψε τήν ϋπαρξ ή μας. Ηρδε λοιπόν στό γραφείο, ζήτησε νά μάς δεί ιδιαιτέρως γιά μιά παλιά οΙκογενειακή μας ύπόδεση, τόν ανεβά σαμε στό σπίτι, κλείσαμε τήν πόρτα τού σαλονιού κι ό αγνωστος ανοιξε τό δέμα πού κουβαλούσε. ' Έβγαλε μιά μικρή πάνινη βαλίτσα, παλιοκαιρ ινή καί χιλιοτριμμένη. Ηταν ή βαλίτσα τού Σπύρου. ' Ο ξένος αρχισε τή διήγη ση. Μ ιλούσε μέ δυσκολία ελληνικά. '
τ
τ
1 56
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Γνώρισα τόν άδελφό σας τό 1 9 1 8 στό Βλαδιβοστόκ. Είχε προσπαδή σει δυό φορές νά έπιστρέψει στή Μπερντιάνσκα , άλλά στάδηκε άδύνατον. Τήν πρώτη δοκίμασε μέ τόν Ύπερσιβηρικό, δέν είχε άρχίσει άκόμα ή άντεπίttεση των Λ ευκορώσων στή Σιβηρία. Φόρτωσε σ' εν αν συρμό τά δέρματα πού είχε άγοράσει κι επέστρεφε συνοδεύοντας τό εμπόρευμα. 'Όταν αρχισαν οί άψιμαχίες βρέδηκαν σέ εμπόλεμη ζώνη. Κανείς δέν ήξε ρε νά τούς δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες και όδηγίες. Τούς έζωσε ό πόλεμος, χάδηκαν τά βαγόνια, χάδηκαν τά εμπορεύματα. ' Ο Σπύρος δ ω ροδόκησε εναν μηχανικό άτμομηχανής κι αυτός τόν εκρυψε σέ μιά μικρή καρβουναπο{}ήκη. 'Έτσι γύρισε πίσω στό Βλαδ ιβοστόκ. Τή δεύτερη φορά δέλησε νά διαφύγει μέσω Κίνας. Πέρασε ευκολα τά σύνορα, εφτασε στό Harbin, στή βόρεια Μαντζουρία, βρήκε εναν εξάδελ φό σας, κάποιον Σπύρο Βερβερόπουλο καί άπ' αυτόν εμαδε δτι οί σύμμα χοι είχαν καταλάβει τό Βλαδιβοστόκ. Σκέφτηκε νά γυρίσει στό Βλα διβο στόκ γιά νά περάσει άπό εκεί άπέναντι στήν ' Ιαπωνία. � Hταν άτρόμητος. Δέν τόν ένοιαζε τίποτα αλλο παρά νά βρεδεί κοντά σας. ' Αγόρασε ξανά δέρματα στό Χαρ μπίν, πήρε κι αλλα πρ άγματα, δέν ξέρω, καί προσπάδησε νά πείσει τούς Κινέζους νά τόν άφήσουν νά τά περάσει άπό τό τελωνείο. Δέν τά κατάφερε. Τά άποδήκευσε λοιπόν σ' ενα χωριό πάνω στά σύνορα, κοντά στό Suiyang , πέρασε άπέναντι στή συνοριακή πόλη Pogranichnyy καί κεί ζήτησε φιλοξενία άπό κάποιον Παύλο Μαρινέλλη. Γελούσε ό Σπύρος άπό τό πάδημα τού Μαρινέλλη. Δέν τόν εφτανε , λέει, τό χονδρεμπόριο καί τά λαδραία πού έφερνε άπό τή Μαντζουρία, εκανε καί τοκογλυφίες σέ βάρος τού κοσμάκη. " Ωσπου ηρδαν οί σύμμα χοι, ήσύχασαν τά πράγματα κι εχασε 40.000 ρούβλια σ' ενα μήνα ό κύριος. Τόσο τού κόστισε ή εΙρήνη. ' Αλλά κι ό Σπύρος είχε χ άσει πολλά λεφτά καί γι' αυτό προσπαδούσε νά βρεί τρόπο νά φέρει κρυφά τό κινέζικο εμπό ρευμα καί νά τό στείλει άπό τό Πογκρανίτσνυ στή Μπερντιάνσκα. " Οταν εφτασαν τά νέα γιά τήν κατάσταση στή Μ αύ ρη Θάλασσα άνησύ χησε πάρα πολύ. Φοβήδηκε δτι οί ουκρανοί δά καταλάβουν τήν ' Αζοφική καί δά άποκοπείτε πιά τελείως. Παράτησε τότε τά εμπορεύματα καί κατέ βηκε στό Βλαδιβοστόκ. Τόν γνώρισα α ρρωστο, άδυνατισμένο, μέ φοβερούς πόνους καί διαο λεμένο κέφι. Τρεφόταν μόνο μέ γάλα. Τραγουδούσε ελληνικά, ρωσικά καί ρουμανικά τραγούδ ια, δ ιηγόταν ίστορίες, μού μιλούσε γιά τή μάνα του, γιά σας. Π εριμέναμε τό πλοίο πού δά μας πήγαινε στό Kobe , στήν ' Ιαπωνία. 'Από κεί ό Σ πύρος σκόπευε νά βρεί πλοίο γιά τήν Έλλάδα , νά κάνει εγχείρηση στήν 'Αδήνα καί νά επιστρέψει υγιής κοντά σας. Δέν ήδελε νά μάδετε τίποτα γιά τά προβλή ματά του. 1 57
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Όταν φτάσαμε πιά στό Κόμπε, ήταν άδύνατο νά πάρει τά πόδια του. 'Ήftελα νά μείνω κοντά του μά βρήκα δουλειά σ' ενα ναυπηγείο στόν βορρά καί δέν μπορούσα νά χάσω τήν εύκαιρία. Τόν εβαλα σέ μιά παν σιόν, τού αφησα λίγα χρήματα πού μού περίσσευαν κι εφυγα μέ βαριά καρ διά. Ηταν ό μόνος πραγματικός φίλος πού είχα στή ζωή μου. Τόν Νοέμβριο τού 1 920 ελαβα ενα γράμμα πού προ μηνούσε τό τέλος του. Ζήτησα μερικές μέρες αδεια, μού φέρανε δυσκολίες, περίμενα. " Οταν πήγα τελικά στό Κόμπε, ήταν άργά. ' Ο άδελφός σας πέftανε άπό εξανftη ματικό τύφο. Τόν είχε άγαπήσει μιά γκέισσα, τόν περιποιήftηκε πολύ, τού παραστάftηκε ω ς τά τελευταία του. Μού παρέδωσε αύτή τήν πάνινη βαλί τσα, κάτι γράμματα, μερικούς λογαριασμούς καί τά ρούχα του. Κράτησε μόνο μιά φωτογραφία τού Σπύρου, στό Βουκουρέστι ftαρρω. Δέν μπορού σα νά τής τήν άρνηftω, τόν άγαπούσε άληftινά αύτό τό κορίτσι». , Ο αγνωστος εφυγε. Φύλαξα στό δωμάτιό μου τή βαλίτσα τού Σπύρου μέ τίς άναμνήσεις άπό τή Σοβιετική Έπανάσταση καί μέχρι τώρα τή σέρ νω παντού μαζί μου, ετσι μέ τά χαρτιά, τούς λογαριασμούς καί τά γρ άμμα τα τού μεγάλου μου άδελφού, πού γνώρισα τόσο λίγο. Τ
Τό ιδιο εκείνο καλοκαίρι άποφάσισα νά επισκεφftω τήν ' Ελλάδα. Δέν ξέρω πιά τί νά πρωτοftυμηftω καί νά διηγηftω άπ' αύτό τό ταξίδι. ΤΗταν ή πρώτη επαφή μέ τήν πατρίδα κι εμεινα ε νftoυσιασμένoς. Στόν Πειραιά οί Άνδριανόπουλοι μέ καταπεριποιήftηκαν. 'Έπαιζαν τότε όλα τ' άδέλφια στόν 'Ολυμπιακό. Παρακολού{}ησα μερικές προπονή σεις, ελαβα μ έρος καί σ' ενα φιλικό άγώνα, (οί Άνδριανόπουλοι μέ σύστη σαν παντού σάν βετεράνο τού ρουμανικού ποδοσφαίρου καί δέν μέ αφη ναν νά φύγω). 'Ύ στερα πήγα στή Χίο, στόν Σιδερή Μαυριδόγλου. Ηταν ό μόνος πού είχε αύτοκίνητο σ' όλο τό νησί καί μέ τριγύρισε παντού. Πήγαμε γιά κυνή γι στά 'Αρμόλια καί στήν Καλαμωτή, κάναμε ώραία γλέντια, συνάντησα όλους τούς συνεργάτες τού γραφείου μας, εκλεισα καλές δουλειές κι εφυ γα μέ τόν ναυτικό μας πράκτορα, τόν Σπύρο Γούναρη γιά τή Μυτιλήνη. Στή Μυτιλήνη γνώρισα τόν Γρηγόρη Πιταρά πού μάς προμήftευε ελιές. Τ Ηταν πολύ πλούσιος ανftρωπoς. Είχε γερό ε πιχειρηματικό μυαλό, ήταν ό μως τόσο άμόρφωτος ωστε εβαζε παντού τήν ύπογραφή του μέ κεφα λαία. ' Ο Π ιταράς μέ πήγε στά ελαιοτριβεία του καί μού πρότεινε νά πάω νά δω τά κέντρα επιλογής ελιάς πού είχε στή Στυλίδα, στήν " Αμφισσα καί στήν ' Ιτέα. Εύκαιρία λοιπόν νά ξεναγηftω καί στούς Δελφούς. Τ
1 58
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στό λιμάνι τής Χίου (1937, φωτογραφία Γ.Λ.).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Άπό τήν ' Ιτέα συνέχισα τό ταξίδι μου γιά Πάτρα άπ' δπου προμψ')ευό μασταν σταφίδα. Κύριος συνεργάτης μας εκεί ήταν ό ' Αντωνόπουλος πού είχε τήν « Αχαία Κλάους». Τό εργοστάσιο, μιά μεγάλη μονάδα ποτοποιίας, βρισκόταν έξω άπό τήν Π άτρα, σέ μιά ώραιότατη τοποδεσία μέ δέα στό λιμάνι καί τήν πόλη. Έπισκεφδήκαμε δλες τίς εγκαταστάσεις καί καταλήξαμε στό μουσείο τής ποτοποιίας δπου ύπήρχαν τρία πελώρια καρυδένια βαρέλια. Στό πρώ το έγραφε «Bismarck», στό δεύτερο «Kaiser», στό τρίτο «Βασιλεύς Γεώργι ος». Ζήτησα νά μάδω τί ήταν αύτά τά βαρέλια άλλά ό γιός τού ' Αντωνό πουλου, πού μέ ξεναγούσε, μού είπε νά κάνω ύπομονή. Νά δοκιμάσουμε πρώτα ενα καλό κονιάκ στό μπάρ καί νά τά πούμε μέ τήν ήσυχία μας. Στό μπάρ καδίσματα καί καρέκλες ήταν φτιαγμένα άπό ξύλο καρυδιάς κι είχαν τό σχήμα βαρελιού. Μού βάζει λοιπόν ό Άντωνόπουλος μισή μερίδα κονιάκ, ενα δάχτυλο 'ίσα-'ίσα, καί καδόμαστε. Πολύ τσιγκούνικα πράγματα αύτά, σκέφτηκα, μά μέ τήν πρώτη γουλιά αλλαξα γνώμη. Π ιά στηκε ή άναπνοή μου από τή μυρωδιά καί τή σπιρτάδ α. τ Ηταν τόσο δυνα τό πού τό αίσδάνδηκα μέχρι τήν ακρη τών δαχτύλων μου. Ο οίκοδεσπό της μέ παρακολοδούσε χαμογελαστός. «Είναι πενήντα ετών κονιάκ» μού είπε. «Τήν εποχή τού Μπίσμαρκ ό παππούς μου μέ εναν γερμανό πρόξενο βγήκαν κυνήγι στήν 'Αχαία, κι έφτασαν ως εδώ πού είναι σήμερα τό εργοστάσιο. Τότε ύπήρχε ενα ύπο στατικό εδώ, μέσα στούς αμπελώνες τού παππού μου. Μπήκαν γιά νά κοιμηδούν, ό παππούς κέρασε τόν πρόξενο κρασί, ό Γερμανός ενδουσιά στηκε καί τού ζήτησε ενα βαρελάκι γιά νά τό στείλει στόν Μπίσμαρκ πού ήταν γερό ποτήρι. ' Ο Μπίσμαρκ δμως παράγγειλε μιά βαρέλα. 'Έτσι ό πρόξενος, πού τόν έλεγαν Claus, μαζί μέ τόν παππού μου 'ίδρυσαν τήν Άχαία Κλάους. Τό πρώτο βαρέλι τό όνόμασαν «Μπίσμαρκ». Τό δεύτερο «Γουλιέλμος». Τό τρίτο «βασιλεύς Γεώργιος». 'Ακολούδησαν τά όνόματα δλων τών φημισμένων πελατών κι ό παππούς από κάδε παρτίδα έβαζε στό πλά'ί ενα βαρελάκι. Αυτά τά βαρελάκια βλέπεις στά ράφια γύρω». '
Έπιστρέφοντας στήν 'Αδήνα μέ τό τραίνο, στό σταδμό, βλέπω ξαφνι κά τόν ρουμάνο στρατηγό Giuperca νά χειρονομεί έξαλλος μπροστά στό εκδοτήριο τών είσιτηρίων. Πλησιάζω, τόν χαιρετώ - γνωριζόμασταν καλά γιατί τό σπίτι μας ήταν απέναντι από τό Στρατηγείο στήν Κωνστάντζα -τόν ρωτώ τί συμβαίνει καί μού εξηγεί δτι βρισκόταν μέ μιά ό μάδα εκ δρομέων στήν ' Ελλάδα κι είχε μόλις χάσει τό τραίνο. Οί αλλοι έφυγαν κι αυτός έμεινε στό σταδμό χωρίς είσιτήρια καί χωρίς χρήματα. Τού ζήτησα νά μού επιτρέψει νά τόν φιλοξενήσω μέχρι νά τακτοποιη 1 60
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δεί τό δέμα. Είδοποίησα καί τόν Γιώργο τόν Πόρτολο, πού σπούδαζε τότε στήν 'Αδήνα, νά έρδει νά άναλάβουμε μαζί τόν στρατηγό. Στού «Γιαννάκη» πού βρεδήκαμε νά πίνουμε τόν καφέ μας νά σου κι ό Κώστας ό Μοσκώφ. Χαρές μεγάλες. Μάς κάλεσε ό Μοσκώφ γιά γεύμα στή «Dianita» στήν Κηφισιά, μάς ξενάγησε στ' άνάκτορα στό Τατό'ί, μάς πήγε βόλτα στή Γλυφάδα καί καταλήξαμε γιά δ είπνο στή «Μεγάλη Βρετανία». . Ο στρατηγός ενδουσιάστηκε. Προσκάλεσε μάλιστα τόν Μοσκώφ στή Ρουμανία γιά νά τού άνταποδώσει τή φιλοξενία κι δταν γύ ρισε δέν αφησε άξιωματικό γιά άξιωματικό πού νά μήν τού δ ιηγηδεί τά καδέκαστα. «Μά για κάνατε, Γιάνκο, τού Τσιουπέρκαj» μέ ρωτούσαν οί επιτελείς του. Φαίνεται δμως δτι τά μάγια έπιασαν. Γιατί δταν ήρδε ό Μοσκώφ στή Ρουμανία, ό στρατηγός είχε γίνει ' Υπουργός Στρατιωτικών, κι εδωσε στόν Κώστα μιά τεράστια παραγγελία καπνών γιά τό ρουμάνικο μονοπώλιο.
161
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Φυλακή Ντοφτάνα: στά 397 κελιά της φυλακίστηκαν οί ήγέτες τής άγροτικής έξέγερσης τού 1907 καί τής έργατικής τού 1933. Έδώ, κομβόϊ καταδίκων στά άλατωρυχεία Τουργκόκνα τής Ντοφτάνα (φ. Γ. Λ. 1918).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Η Ρουμανία -χώρα πλούσια, μέ τεράστιες δυνατότητες άνάπτυξης τόσο στόν βιομηχανικό όσο καί στόν άγροτικό τομέα- εχοντας διπλασιά σει τά εδάφη της καί τόν πληδυσμό της μετά τό 1 9 1 8 , σ' όλο τό διάστημα τού μεσοπολέμου άντιμετώπιζε πολλαπλά εσωτερικά καί εξωτερικά προ βλήματα. Οί τεταμένες σχέσεις μέ τά όμορα κράτη καί ή γειτνίασή της μέ τήν Σοβιετική " Ενωση τήν καταδίκαζαν σέ άπομόνωση. Οί εδ αφικές δ ιεκ δ ική σεις τών Μπολσεβίκων στόν βορρά, πού ζητούσαν πίσω τή Βεσσαραβία καί τή Μπουκοβίνα, οί συνεχείς προσπάδειες τών Οϋγγρων στά δυτικά, πού ηδελαν νά πάρουν πίσω τήν Τρανσυλβανία, οί Σέρβοι στά νοτιοδυτι κά, πού διεκδικούσαν τό Μ πανάτ, καί οί Βούλγαροι στό νότο, πού άπαι τούσαν τή Ντομπρουτζά, ήταν φλέγοντα δέματα, μέ αμεσο ε σωτερικό άντίκτυπο στίς άντίστοιχες μειονότητες, πού άποτελούσαν μέρος τού ρουμανικού πολυεδνικού ψηφιδωτού καί άντιπροσώπευαν τά πέντε εκα τομμύ ρια τού πληδυσμού μιάς χώρας δεκαοκτώ εκατομμυρίων κατοίκων. Οί Ούκρανοί, οί Μ αγιάροι, οί Σλοβάκοι, οί Σέρβοι καί οί Βούλγαροι, μαζί μέ τίς όλιγομελείς, άλλά συμπαγείς κοινότητες τών γερμανόφωνων Εύαγγελιστών τών Καρπαδίων, ήταν οί πιό άνήσυχες όμάδες. γίοδετών τας τίς διεκδικήσεις ij τήν πολιτική Ιδ εολογία τών εδνικών τους κρατών, άσκούσαν εντονες πιέσεις καί ύπονόμευαν τήν κρατική πολιτική τής άνε ξαρτησίας, σέ μιά ε ποχή ση μαδεμένη άπό τήν ανοδο τού φασισμου σέ όλη τήν Εύρώπη καί σέ μιά χώρα πού γειτόνευε μέ φιλογερμανικά κράτη. Σέ άντιστάδμισμα, ύπήρχε τό πολυπληδές καί ο Ικονομικά Ισχυρό εβρα'ίκό στοιχείο, τό όποίο ζούσε πάντα κάτω άπό τήν άπειλή νέων δ ιωγ μών. Οί κοινότητες τών . Ελλήνων καί τών 'Αρμενίων - όμάδες παραδοσι ακά ενταγμένες στόν κοινωνικό κορ μό άπό τήν εποχή τών Πριγκιπάτων καί τών ' Ηγεμονιών- κοιτούσαν μόνο τή δουλειά τους. Τό εμπόριο καί τή ναυσιπλοία οί " Ελληνες, τό ε μπόριο, τίς τέχνες καί τίς επιστή μες οί ' Αρμέ νιοι. . Η φιλήσυχη μειονότητα τών Μωαμεδανών πρόσ{)ετε άπλώς γραφικό τητα σ' αύτό τό εκρηκτικό πολυεδνικό καί άνόμοιο άνδρώπινο ύλικό πού επρεπε νά άποδεχτεί τήν ενσωμάτωσή του, ωστε νά μπορέσει ή Ρουμανία νά πάει μπροστά. ·
1 63
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' Από τήν άλλη μεριά καί ο ί Ρουμάνοι μεταξύ τους άντιμετώπιζαν σο βαρά ενδογενη προβλήματα, πολιτικης κυρίως φύσεως. Γιατί, ενώ είχαν δ ιανύ σει αίώνες ή μιανεξάρτητου βίου , μέσα άπό ήρω'ίκούς άγώνες ε ναν τίον τών Όδωμανών, τών Μαγιάρων, τών Άψβούργων καί τών Αύστρο ουγγαρέζων, κι είχαν κληρονομήσει μιά πλούσια πατριωτική παράδοση καί μιά γερά ριζωμένη ε{]νική άριστοκρατία μέ παλαιά ίστορία, καί ενώ οί χωρικοί είχαν επανειλλημμένα ξεσηκωδεί εναντίον τών φεουδαρχών πού δυνάστευαν τόν άγροτικό κόσμο, είδαν ξαφνικά τό πολλά ύ ποσχόμενο νεοσύστατο κράτος τους νά εξελίσσεται σέ συνταγματική μοναρχία μέ ξένο βασιλιά. ' Η βασιλική δυναστεία της Ρου μανίας άνηκε στόν καδολικό κλάδο τού γερμανικού ο'ίκου τών Χοχεντζόλλερν-Ιιγγμαρίγγεν. Κυβερνούσε, ε ρήμην της πλειοψη φ ίας, εναν λαό, πού διακατέχονταν άπό ζωηρά πατριωτικά αίσδή ματα, καί μιά κατεξοχήν όρδόδοξη χώρα, οπου τό ποσοστό τών Κα δολικών άντιπροσώπευε μόνο τό 1 2% τού πλη-δυσμού. Οί μεσαιωνικές συν{]ηκες διαβίωσης της άγροτικης τάξης, πού όφεί λονταν στήν άδιαλλαξία τών μεγάλων γαιοκτημόνων, δέν συγκινούσαν τήν άστική τάξη. Η κοινωνική άδικία καί ή οίκονομική άνισότητα, ο ί τεχνικές ελλείψεις καί ή άνάγκη εκσυγχρονισμού τών μέσων παραγωγης σέ καίρι ους τομείς της ε {]νικης οίκονομίας, ά φηναν άδ ιάφορους τού ς κρατικού ς λειτουργού ς. 'Έτσι ή πετρελαιοπαραγωγός Ρουμανία είχε βολευτεί μέ τού ς είδικού ς πού της εστελνε ή Μεγάλη Βρετανία, ή όποία, εφόσον δ ια τηρούσε τόν τεχνικό έλεγχο τών ρουμανικών πετρελαιοπηγών, είχε άνε χδεί καί τήν παρουσία τών Χοχεντζόλλερν καί τά φιλορουμανικά άνοίγμα τα της Γαλλίας. " Αλλωστε ενα μεγάλο μέρος της εκμετάλλευσης τών ρου μανικών πετρελαίων άνηκε άπ' εύδείας σέ ξένες εταιρείες. , Η συντηρητική μειοψηφία πού στήριζε τό δρόνο φοβόταν τίς άγροτι κές μεταρρυδμίσεις πού ύ ποστήριζαν ο ί φιλελεύδεροι, ενώ ο ί φιλελεύδε ροι φοβούνταν τίς άκρότητες τού ε{]νικού άγροτικού κόμματος κι ολοι μαζί άνησυχούσαν γιά τίς δ ιεκδικήσεις τού εργατικού κινήματος πού, κα τά καιρού ς, επαιρναν τή μορφή δυναμικών άναμετρήσεων. Τό 1 933, στήν καρδιά της οίκονομικης κρίσης, ό ξεσηκωμός τών βιομη χανικών ε ργατών καί τών σιδηροδρομικών όδήγησε σέ σκλήρυνση τών άντικοινωνικών μέτρων. " Αρχισαν ο ί όργανωμένες δ ιώξεις τών συνδικαλι στών σέ ολα τά μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της χώρας, ο ί φυλακές γέμι σαν καί τό εργατικό κίνημα άποκεφαλίστηκε. 'Έτσι τό πεδίο εμεινε ελεύ δερο σ' αύτούς πού εκπροσωπούσαν τή «νέα τάξη πραγμάτων». Κι επειδή ο ί οίκονομικές επιπτώσεις τού κράχ είχαν σοβαρό κοινωνικό άντίκτυπο, τά επιχειρήματα τών ε{]νικιστών εναντίον τών εβραίων ε μπόρων καί γενι'
1 64
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κά τής αρχουσας τάξης, «πού εύδύνεται γιά κάδε συμφορά», βρήκαν πρό σφορο εδαφος. ' Η έντυπωσιακή ανοδος τής Σ ιδηράς Φρουράς, πού μέ τόν εντονο άντισημιτισμό καί τίς άπροκάλυπτες φιλοναζιστικές διαδέσεις κέρδισε τίς έκλογές τού ' 3 7 , καί τό άπολυταρχικό καδεστώς τού βασιλιά Καρόλου τού Β' , πού κατάργησε τό Σύνταγμα καί άπαγόρευσε τή λειτουργία τών πολι τικών κομμάτων τό '38, ήταν ή άναπόφευκτη κατάληξη δλων αύτών τών έντάσεων καί τών άντιδέσεων.
1 65
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
(φωτ . Γ.Δ.)· ο ύ Τσου κά του όσκι στό κτημα τ Βάρνα 1938: τό κι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Βά ρ να
Άρχές Αυγουστου τού 1 938 έφυγα γιά διακοπές στή Βουλγαρία. Είχα μόλις φτάσει στή Βάρνα, στό ξενοδοχείο τού Μουσαλά, κι έπαιρνα τόν καφέ μου στό μπάρ παρακολουδώντας τήν κίνηση τού δρόμου. Τί πόλη κι αυτή! Νεοκλασικά κτίρια μέ αετώματα, κιονόκρανα, αγαλματα καί μπρουντζινες σφίγγες, μπαρόκ αρχοντόσπιτα μέ γύψινες ροκοκό γιρλάν τες καί στρογγυλά τοσοδούλικα μπαλκόνια, κόσμος κομψός μέ ύ φος παρι ζιάνικο, ε γγλέζικα καί γερμανικά αυτοκίνητα γυάλιζαν στόν ηλιο - δέν χόρταινα νά κοιτάζω. Έκεί πού χάζευα, βλέπω νά μπαίνει στό μπάρ ενας εύσωμος αντρας, γύρω στά πενήντα, μέ παχύ κοκκινωπό μουστάκι. Μόλις τόν αντίκρυσα χτύπησε ή καρδιά μου. ' Αρχίζω νά τόν περιεργάζομαι επισταμένως ω σπου αυτός τό κατάλαβε καί ήρδε μέ ύ φος αγριο νά .μού ζητήσει τόν λόγο στά Βουλγαρικά. - Έσύ μοιάζεις τό σό"ί μου, τού λέω έλληνικά, αλλά ποιός είσαι δέν ξέρω. Αυτός κοντοστάδηκε. Μέ κοίταξε καλά-καλά, μά πώς νά μέ γνωρίσει. Ε'ίχαμε νά εΙδωδούμε από τό ' 1 2. Ήταν ό Θόδωρος ό Ευλογημένος, πρω το ξάδελφος τής μάνας μου από τήν Άγχίαλο. Άγκαλιαστήκαμε, ε'ί παμε κι οί δυό « βουνό μέ βουνό δέν σμίγει» καί κάδισε στό τραπέζι μου. Περίμενε κάποιον μεγαλοεργοστασιάρχη συνεργάτη του, από τόν όποίο προμηδευό ταν κρασιά, μπράντυ καί λικέρ. Δέν προλάβαμε νά αρχίσουμε τά δ ικά μας καί πλησιάζει στό τραπέζι ενας σεβάσμιος κύριος, ψηλός καί στητός, πραγ ματικός αρχοντάνδρωπος. Ήταν ό ' Ιωάννης Τσουκάτος. 'Ένας από τούς μεγαλύτερους επιχειρη ματίες τής Βάρνας. 'Έγιναν οί συστάσεις κ ι ό Τσουκάτος πρότεινε νά πάμε στό γραφείο του γιά καφέ. Θά μπορούσε νά κρατήσει ώρες από δώ καί πέρα ή διήγηση, γιατί δυμάμαι μέ τήν παραμικρή λεπτομέρεια δ ,τι συνέβη στή Βάρνα άπό εκεί νο τό πρωί πού γνώρισα τόν Τσουκάτο ως εκείνο τό βράδυ, δέκα μέρες μετά, πού τού ζήτησα τή μοναχοκόρη του σέ γάμο. 1 67
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Δέν ξέρω πώς γίνεται καί γράφονται τόσο ζωντανά μερικές στιγμές στή μνήμη μας, άλλά δυμούμαι άκόμα έκείνο τό εύχάριστο 'δρό"ίσμα τού ταφτά πού μ' εκανε νά στραφώ πρός τήν πόρτα τού γραφείου τού Τσουκάτου, τό πρώτο βράδυ πού μέ κάλεσε σπίτι του, τό πρώτο βράδυ πού γνώρισα τήν ' Ελένη. " Ο ποιος εχει έρωτευτεί, ετσι ξαφνικά, νομίζω πώς μπορεί νά καταλά βει. Μ ιλώ γιά τό 'δρό"ίσμα τού φουστανιού μιάς λιγερής κοπέλας, ή όποία, εχοντας διασχίσει τρία σαλόνια μ' έκείνον τόν νεανικό βη ματισμό τής σιγουριάς καί τής φρεσκάδας, άνακόβει τόν ζωηρό ρυ'δμό της φτάνοντας στήν πόρτα τού πατρικού γραφείου' κα'δώς τό κορίτσι κοντοστέκεται στό κατώφλι, τά φ ά ρδη τής φούστας πού άκολου'δούσαν πεταχτά τήν κίνηση τού κορμιού, μαζεύονται. " Ενας ήχος άπαλός καί γλυκός . " Ενα άνεπαίσ'δη το φουρφούλισμα, ή δονικό κι ά'δώο. 'Ένα σκίρτη μα. Γύρ ισα τή στιγμή πού είχε δρασκελίσει τό κατώφλι κι εκανε δυό άποφασιστικά βήματα, πρίν ξαναστα'δεί γιά νά ρωτήσει τί δροσιστικά 'δά πάρουμε. 'Ώ στε αύτό λοιπόν είναι ό ερωτας. 'Ένα 'δρό"ίσμα, ενα σκίρτημα, μιά ματιά πού συναντιέται μέ μιάν άλλη. Περάσαμε μαζί κοντά πενήντα χρό νια. 'Όλα τά άλλα, τό δεκαήμερο πού άφήνεις νά κυλήσει γιά νά 'δεωρη'δεί εϋλογος ό χρόνος πρίν μιλήσεις στόν πατέρα, τά κολύμπια, οί βαρκάδες, τά νυκτερινά κέντρα, οί ά μήχανες στιγμές, τά λουλούδ ια, τά άγγίγματα καί τά καλυμμένα έρωτόλογα, οί χορευτικές άποκλειστικότητες, όλα αύτά, καί πολλά άλλα, δέν είναι τίποτα παραπάνω άπό τίς άναμνήσεις ένός ώριμου άντρα πού άνακάλυψε τή γυναίκα τών όνείρων του .
1 68
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' Η ' Ελένη Τσουκάτου έλαμπε άπό ομορφιά. Τά πλούτη τού πατέρα της καί ή άδυναμία πού τής είχε δέν τήν είχαν χαλάσει. 'Αντίδετα. ' Η άνατροφή καί ή μόρφωσή της, ό εύπροσήγορος χαρακτήρας της καί ή άπεριόριστη εύγένειά της, τήν είχαν βοηδήσει νά γίνει αν{}ρωπος όλοκλη ρωμένος, μέ ήδος καί βαδιά καλλιέργεια. Τό κάλλος καί τά νιάτα της, τό παράστημά της, ή εμφυτη κομψότητα καί ή δροσεράδα της δέν αφηναν ασυγκίνητο κανένα. Μέ τό γλυκό της χαμόγελο γοήτευε τούς πάντες. Ήταν ή πιό περιζήτητη νύφη τής Βάρνας. Μά ό Τσουκατος δέν βιαζόταν νά δώσει τήν κόρη του. Π ερίμενε νά βρεδεί αύτός πού δά μετρήσει περισ σότερο τήν ' Ελένη καί λιγότερο τήν προίκα της. Έγ ώ ζήτησα μόνο τήν ' Ελένη. ' Η οίκονομική μου κατάσταση δά τής έπέτρεπε νά ζήσει μαζί μου δπως ζούσε σπίτι της. Γούνες, αύτοκίνητα, ύπηρέτριες καί τά σχετικά δέν δά τής ελειπαν στήν Κωνστάντζα. Κι αν ή πόλη μας δέν είχε τήν κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα καί τήν α'ίγλη τής Βάρ νας, τά ταξίδια μας καί οί διακοπ ές στά μεγάλα παραδεριστικά κέντρα δά μπορούσαν ευκολα νά αναπληρώσουν τό κενό. Γιατί, δπως καί νά τό κά νουμε, ή Βάρνα ήταν ακόμα τότε ενας πυρήνας δυτικοευρωπα·ίκού πολι τισμού στή Μ αύρη Θάλασσα ένώ στήν Κωνστάντζα η μαστε περισσότερο εμποροι καί λιγότερο φινετσάτοι, περισσότερο Μεσοευρωπαίοι καί Βαλκά νιοι. Διεδνή λιμάνια καί τά δυό, κοντά -κοντά μάλιστα, μέ μεγάλες ξένες κοινότητες κι έκεί κι έδώ, μέ προξενικές αρχές κι έκεί κι έδώ , αλλά έμείς φέρναμε κάπως πρός τό έπαρχιώτικο, οί αλλοι ήταν σαφώς πρωτευουσιά νοι. Μόλις ό Τσουκατος είπε τό ναί κι όρίσαμε τήν ήμέρα τών αρραβώνων, αρχισα νά ψάχνω στά κοσμη ματοπωλεία γιά τό δώρο πού δά ταίριαζε στήν , Ελένη. 'Ήδελα κάτι πολύ έκλεκτό καί τίποτα δέν μού αρεσε. Μ ίλησα τότε στόν δειό μου, τόν Θόδωρο τόν Εύλογη μένο , γιά τά χρυσαφικά καί τά διαμάντια πού μας είχαν προτείνει οί εμποροι στό Νοβορωσίσκ -τί κου ταμάρα πού κάναμε, τί αγνοια πού ε'ίχαμε στά ε'ίκοσί μας χρόνια- καί ό Εύλογημένος μού είπε δτι ύπήρχαν μερικοί 'Έλληνες πού πουλούσαν πα λιά καί πολύτιμα κομμάτια. Πήγαμε σέ μιας γερόντισσας τό σπίτι, ενα έτοιμόρροπο έλληνικό αρχοντικό, σωστό μουσείο. Βενετσιάνικοι πολυέ λαιοι καί κάτι πελώριοι χρυσοί καδρ έφτες, βιβλιοδήκες μέχρι τό ταβάνι, χρυσοκέντητα α μφια καί είκόνες μέσα σέ βιτρίνες, φορτωμένο επιπλα, χαλιά καί κουρτίνες τό σπίτι, κλειστά παραδυρόφυλλα , σ ' επιανε ή ψυχή σου. Η γερόντισσα ε μοιαζε πορσελάνινη κούκλα. ' Ετοιμόρροπη κι αύτή, έκατό χρονών. 'Ήδελε νά μας περιποιηδεί, νά μας τρατάρει κάτι, έγώ ντράπηκα. Ζούσε όλομόναχη. Μ πήκαμε κατευδείαν στό δέμα καί μας είπε δτι είχε βάλει ένέχυρο στήν Τράπεζα ενα δαυμάσιο περιδέραιο. '
169
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Πεταχτήκαμε ως τήν Τράπεζα μέ τόν fJειό μου, μιλήσαμε στό διευfJυν τή. «Είναι ενα πανάκριβο κόσμημα», μάς λέει αυτός, «ή άξία του είναι ανυπολόγιστη». . Ανοίγει τό βελούδινο κουτί καί τί νά δούμε; τ Ηταν ενα πραγματικό αριστούργημα. 'Ένα εργο τέχνης Κωνσταντινοπολίτικο ij Ρώ σικο. Σέ μιά ωρα είχα τακτοποιήσει τό οΙκονομικό κι έπέστρεφα στήν γε ρόντισσα. Τή στιγμή πού της εδινα τά 1 5 .000 λέβα τά χέρια της ετρεμαν. Σηκώνω τό κεφάλι μου. Δάκρυα κυλούσαν στά μάγουλά της. -Χαίρομαι πού fJά τό φορέσει ή δεσποινίς Τσουκάτου, μού λέει. Δέν fJά ijfJελα δμως νά μάfJει τήν προέλευσή του. Είναι της μάμμης μου, από τό σό'ί τού ' Υψηλάντη. Τήν έπομένη τό βράδυ, 18 Αυγού στου, εγινε ή δεξίωση τών αρραβώ νων. Σέ κάποια στιγμή ό πρόξενος της Ρουμανίας λέει κάτι στή γυναίκα τού γάλλου προξένου κι αυτή πάει φουριόζα στόν Πετρίδη, τόν ελληνα πρόξενο, ό όποίος πιάνει κατά μέρος τήν πεfJερά καί τόν μέλλοντα κουνιά δο μου κι αρχίζουν νά μιλούν χαμηλόφωνα αλλά σέ εντονο ϋφος . . Ανίδεος έγώ στροβιλιζόμουν στήν πίστα. Πετούσα από χαρά. 'Ένα σούσουρο απλώfJηκε γύρω. Οί Γαλλίδες είχαν πιάσει τίς , Ελληνίδες, κόλλησαν καί οί Γερμανίδες από δίπλα καί πήγαινε κι έρχόταν τό κουτσομπολιό. ' Η ' Ελένη ανησύχησε. « Κάτι συμβαίνει Γιάνκο » μού ψιfJυρίζει. Χαμπάρι έγώ. " Ω σπου κάποτε είπα νά πάρουμε μιά ανάσα, νά δ ούμε λίγο καί τού ς καλεσμένους μας. Μέ αρπάζει τότε ό αδελφός τη ς ' Ελένης, μέ στριμώχνει σέ μιά γωνιά καί μέ ρωτάει πόσο χρονών είμαι. Τί είχε συμβεί; ' Ο ρου μάνος πρόξενος είδ ε στό δ ιαβατήριό μου τήν ήλικία πού είχε δ ηλώσει ό πατέρας μου τό 1 9 1 6 γιά νά γλιτώσω τό στρατιωτικό. Μέ είχε βάλει εξι χρόνια μεγαλύτερο τότε κι εβγαινα τώρα σαρανταπεντάρης. Διευκρινίστηκε λοιπόν τό fJέμα, οί έξηγήσεις εκαναν τό γύρο της dίfJουσας καί ή παρεξήγηση ξεχάστηκε μέ τόν καμπανίτη οίνο, πού ερρεε χρυσός ω ς τό ξημέρωμα.
1 70 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Αγχίαλ ος 1939: στό σπίτι του Θόδωρου Εύλ ογημέ νου (φ. ΓΔ.).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Π ροσκύνη μα
'Όλο τό διάστημα τής μνηστείας μου πηγαινοερχόμουνα Κωνστάντζα Βάρνα. Είχα ενα D. K . W. τότε. Κάδε Σάββατο άπόγευμα επαιρνα άπό τά βουλγαρικά σύνορα τόν αστυνομικό διευδυντή μαζί μέ δυό-τρείς τελωνει ακού ς καί κατεβαίναμε στή Βάρνα. Αύτοί διασκέδαζαν μέ τίς δικές μας παρέες -τού ς είχαν αναλάβει ο ί Τσουκάτοι κι ό Θόδωρος ό Ν ιάρχος- κι εγώ διασκέδαζα μέ τήν ' Ελένη. 'Έτσι γλίτωνα τίς πολλές δ ιατυπώσεις καί τήν καδυστέρηση , αλλιώς δά περνούσα τό Σαββατοκύριακο στά σύνορα. 'Όταν εφτασε πιά ή ωρα νά παντρευτούμε αρρώστησε βαριά ή αδελφή μου ή ΑΙκατερίνη . Πέδανε σέ λίγες μέρες κι ό γ άμος αναβλήδηκε. Τό D . Κ. W . είχε μάδει μόνο του τό δρόμο. Πού μ' εχανες, πού μ' εβρισκες, δλες τίς ελεύδερες ώρες μου στή Βάρνα τίς περνού σα. Τό Πάσχα ήρδε καλεσμένη τών Τσουκάτων ή Κατίνα κι ετσι βρήκαμε ευκαιρία νά φύγουμε λίγες μέρες οί τρείς μας εκδρομή. Προγραμματίσαμε νά περάσουμε κι από τήν Άγχίαλο γιά νά επισκεφτού με τού ς συγγενείς μας καί νά κάνουμε ' Ανάσταση μαζί. Τόσο αφελής η μουνα λοιπόν, η τόσο τυφλωμένος από ερωτα, πού δέν εβλεπα τήν πραγματικότητα γύρω μου. Καλομαδημένος από τίς ανέσεις τής Βάρνας δέν είχα αντιληφδεί δτι οί συνδήκες ζωής γιά τούς 'Έλληνες στήν υπόλοιπη Βουλγαρία ήταν τραγι κές. Δέν είχα κάν λάβει υπ' δψη μου δτι ή ελληνική ' Εκκλησία τής Βάρνας είχε κλείσει εδώ καί χρόνια. Οί κοσμικές παραλίες, τά χορευτικά κέντρα , ή ανδούσα επιχείρηση τού πεδερού μου, ή πλούσια ελληνική παροικία μέ τόν παριζιάνικο αέρα καί τά ανοιχτά σαλόνια, αυτό ήταν δ ,ΤΙ είχα δεί τόσους μήνες. " Ομως ή Βάρνα, λόγω τού διεf}νoύς εμπορίου καί τού λιμα νιού, αποτελούσε εξαίρεση. Παντού αλλού , Μεσημβρία, Ά γχίαλο, Πύ ργο, Σ ωζού πολη, τά πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. « Pomorie» όνομαζόταν τώρα ή ' Αγχίαλος κι απαγορευόταν νά τήν πείς μέ τό ελληνικό της δνομα. ' Ελληνικά δέν μπορού σες νά μιλήσεις σέ δη μό σιους χώρους. Οί δυσκολίες πού φέρναν οί βουλγαρικές αρχές στούς δι κού ς μας ήταν πάρα πολλές. Γιά τό παραμικρό χρειαζόταν νά πάρεις αδεια καί ή ι'iδεια εκανε πολλούς μήνες νά βγεί. "Υ στερα σού λέγανε δτι τά χαρτιά σου δέν εγκρίf}ηκαν από τή Σόφια η δτι χάδηκε ή αίτησή σου, καί τέτοια πολλά. 1 73 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Άρκετοί δ ικοί μας, γιά νά διευκολύνουν κάπως τή ζωή τους, αλλαξαν τό όνομά τους. " Αλλοι παντρεύτηκαν Βουλγάρες. Μά οί περισσότεροι μό λις έβρισκαν εύκαιρία έφευγαν. ' Η Φιλιππούπολη είχε άδειάσει. Τό Μα ράσλειο έγινε βουλγαρικό νοσοκομείο καί τό Ζ αρίφειο Διδασκαλείο ρήμα ζε. Στήν Άγία Μαρίνα καί τήν Άγία Κυριακή είχαν σβήσει τίς ελληνικές επιγραφές άπό τίς εΙκόνες καί τίς τοιχογραφίες κι είχαν γράψει άπό πάνω τά δ ικά τους. " Ελληνες ίερείς δέν ύπήρχαν πουδενά. ου τε σχολεία ου τε σύλλογοι. Μόνο δάσκαλο στό σπίτι μπορούσες νά πάρεις γιά νά μάδουν ελληνικά τά παιδ ιά σου, κι αύτό μέ φόβο Θεού. Στά δάχτυλα μετρούσες πιά τού ς 'Έλληνες. Άπό τή Στενήμαχο δσοι ί ε χαν συγγενείς στήν ' Ελλάδα προσπάδησαν νά βολευτού νε κοντά τους. Πολλοί δμως πήγαν κατευδείαν στήν Άμερική. Άπό τή Μ αύρη Θάλασσα πάλι, αλλοι βρέδηκαν στήν Α'ίγυπτο, αλλοι στήν Αί{)ιοπία κι αλλοι στή Νότιο ' Αφρική. ' Ο άδελφός τού δείου μου τού Θόδωρου είχε πιαστεί καλά στό Χαρτούμ κι έστελνε συνέχεια προσκλήσεις στόν Θόδωρο νά κατέβει οΙκογενειακώς στό Σου δάν. Μά ό Θόδωρος σκεφτόταν τήν περιουσία τού παππού πού δά αφηνε πίσω, τά σπίτια δηλαδή, γιατί τά κτήματα ε'ίχανε πρό πολλού χαδεί, καί δέν τό άποφάσιζε . Παρόλο πού τά πράγματα δλο καί χειροτέρευαν. -Μήν κοιτας τί γίνεται στή Βάρνα, Γιάνκο, μού εξηγούσε ό δείος Θό δωρος. Η Βάρνα είναι ελεύδερη ζώνη γιά μας. Μιά νησίδα ελεύδερη, άλλά κι εκεί άκόμα η κατάσταση δέν είναι καί τόσο ρόδινη. Π ιέσεις ύπάρχουν μόνον πού είναι συγκαλυμμένες. Μείναμε μιά χούφτα ανδρωποι άλλά οί Βούλγαροι εδνικιστές έχουν α γριες διαδέσεις. Δέν δά μας άφήσουν σέ χλωρό κλαρί. Έδώ στό μαγαζί έχω κάδε δυό μήνες αΙφνιδ ιαστικού ς ελέγ χους. Τήν τελευταία φορά ήρδαν νύχτα. Θά έσπαγαν τήν πόρτα, αν δέν τού ς πρόφταινα. Ε'ίχανε λέει πληροφορίες δτι παρέλαβα λαδραίο εμπό ρευμα κι ήρδαν νά μ έ πιάσουν στά πράσα. 'Έκαναν ανω -κάτω τήν άποδή κη, έψαξαν δλο τό μαγαζί, ζήτησαν συγνώμη κι έφυγαν. Άπό παιδί μεγά λωσα μέσα στήν τρομοκρατία. Έγώ άντέχω. Σκέφτομαι δμως τά παιδ ιά μου, κυρίως τίς κόρες μου . '
Φύγαμε μέ βαριά καρ δ ιά άπό τήν Άγχίαλο. ουτε λόγος γιά νά παμε στήν Άνάσταση. Στό σπίτι δλοι τηρούσαν τή νηστεία, έβαφαν αύγά, έψη ναν κουλούρες, έφτιαχναν μαγειρίτσα καί τά μεσάνυχτα έψελναν τήν Άνά σταση στήν τραπεζαρία. ουτε οί Βούλγαροι τού ς δέχονταν στίς εκκλησίες τους ουτε αύτοί δέλαν νά λειτουργηδοϋ νε μέ τούς Έξαρχικού ς. , Η εκδρομή μας εξελίχδηκε σέ προσκύνημα. Πύ ργος, Ί άμπολη, Καβα1 74
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
;
κλί Φιλιππούπολη. Τέλος, γιά νά άλλάξουμε κάπως εντυπώσεις καί νά διασκεδάσουμε λίγο, καταλήξαμε στή Σόφια. Είχε δυό φίλες ή Ελενίτσα εκεί, κάναμε καλή παρέα καί τίς καλέσαμε στήν Κωνστάντζα, νά ερ{]ουν γ ιά τόν γάμο μας. .
Πλησίαζε ό καιρός κι άνυπομονούσα. Είχα περιγράψει στή μάνα μου τή νύφη της, τής είχα δ ιηγη {]εί μέ κά{]ε λεπτομέρεια πώς ήταν τό κορίτσι, άπό τί οίκογένεια ε βγαινε, τί ζωή περνούσε κοντά στού ς δ ικού ς της κι εκείνη εδ ειχνε πολύ εύχαριστημένη. « ' Εμένα δέν μού πέφτει λόγος Γιαν κούλη μου», -Γιανκούλη μ' ελεγε άκόμα- <<δά τήν άγαπήσω δπως άγαπώ εσένα». Μά δέν πρόλαβε ή καλοκάγα{]η γυναίκα . .. Ενα άπόγευμα πού μι λούσαμε, αφησε τήν τελευταία της πνοή ηρεμα, γαλήνια, χωρίς πόνους, χωρίς άγων ία. 1 75
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ύπήρξε τέλεια μάνα. Στά�ηκε δίπλα μας στά δύσκολα χρόνια, βoή�η σε άγόγγυστα, εκανε ο,ΤΙ περνούσε από τό χέρι της γιά νά μας συμπαρα στα�εί, είχε ύπέρμετρη αντοχή καί �άρρoς, ξεχείλιζε από καλοσύνη καί αγάπη. Τό πέννος μας ήταν βαρύ, γιά μένα τό πλήγμα ακόμα βαρύτερο. Ηταν τό αποκούμπι μου, ή μόνη παρηγοριά μου. Καί μόνο τό «Γιανκού λη μου» πού ελεγε μέ εφτανε κι ας τής εβαζα τίς φωνές, πώς τάχα μεγά λωσα καί νά πάψει τά χα"ίδέματα. Γι' αύτήν εμεινα πάντα τό μικρό της αγόρι καί κατά βάδος μ' αρεζε πολύ αύτή της ή αδυναμία. Τώρα ενιω�α ακόμα περισσότερο τήν ανάγκη νά ζήσω μέ τήν . Ελένη, νά κάνουμε δικό μας σπίτι, δική μας οΙκογένεια. Συμφωνήσαμε μέ τούς Τσουκάτους νά γίνουν οί γάμοι σέ στενό οΙκο γενειακό κύκλο τά Χριστούγεννα τού ' 39. Οί ελληνικές εκκλησίες στή Βάρνα είχαν κρατικoπoιη�εί κι ετσι, αναγκαστικά, επρεπε νά παμε στήν πρεσβεία τής ' Ελλάδος στή Σόφια. ουτε ή νύ φη εβαλε τό νυφικό της, πού τόσον καιρό ετοίμαζαν οί μοδίστρες καί οί κεντήστρες, ουτε εγώ φόρεσα τό μεταξωτό φράκο μου, πού είχα παραγγείλει στήν Ά�να, στού Άη δ ο νόπουλου . . Η στέψη εγινε απλά κι ώραία. Κουμπάρος ήταν ό πρόξενος Πετρίδης καί παράνυμφοι οί δυό φιλενάδες τής ' Ελένης. Στό δείπνο πού δώσαμε στό Hoι�l Bulgaria ερχεται ό πε�ερός μου καί μού λέει: -Γιάνκο, μού ζήτησες μόνον τήν κόρη μου δέν �έλησες προίκα καί τό εκτιμώ πολύ αύτό . . Η . Ελένη εχει στίς Σέρρες τρακόσια στρέμματα στό όνομά της. Τά διαχειρίζεται ενας εξάδελφός μου, αξιωματικός τού ίππι κού, αλλά είναι προίκα τής γυναίκας σου. Τώρα πού �ά πατε στήν ' Ελλάδα κανόνισε νά δείτε τόν εξάδελφό μου. Τό κτήμα είναι δ ικό σας. �Ό ,τι �έλεις �ά τό δώσεις στήν . Ελενίτσα, τού απαντώ. Έμένα δέν μ' εν διαφέρει τίποτα. Σ' εύχαριστώ πού μού εμπιστεύτηκες τήν κόρη σου. Τά λόγια μου χαροπο ίησαν Ιδιαίτερα καί τόν Τσουκατο καί τήν ' Ελένη, ύ πο παρακoλoυ�oύσε τή συζήτηση. Πού νά ξέραμε τί μας περίμενε καί πόσο διαφορετική �ά ήταν ή κατάσταση γιά μας, οταν γύ ρισε ό τροχός, αν είχα τότε φροντίσει νά ασχoλη�ώ μέ τούς τίτλους καί τή διαχείριση τού κτή ματος. Φύγαμε λοιπόν γιά μήνα τού μέλιτος στήν . Ελλάδα κι ολοι οί φίλοι βάλ�καν νά μας περιπoιη�oύνε καί νά μας δ ιασκεδάσουνε. Είχα προτεί νει στήν . Ελένη νά μήν εΙδοποιήσουμε κανένα, γιατί δέν �ά μέναμε ουτε μιάν ωρα μόνοι μας, αλλά εκείνη τηλεφώνησε στήν Πάτρα, στή φίλη της τή Χαρίκλεια Γεροκωστοπούλου κι ήρ�ε ή Χαρίκλεια στό King George νά μας βρεΙ Αύτό ήταν. Άπό κεί καί πέρα βομβαρ διστήκαμε από τηλεφωνήματα, επισκέψεις, προσκλήσεις καί λουλούδ ια. " Ολοι �έλανε νά γνωρίσουν τήν
τ
1 76
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
, Ελένη κι δταν τήν γνώριζαν εμεναν γοητευμένοι. Οί ρενάρ καί τά νούρκια της, τά κοσμήματα καί τά φορέματά της, τά καπέλα της, εκαναν πάταγο στήν Άδήνα. Οί καλοί της τρόποι καί ή φινέτσα της εντυπωσίασαν τούς πάντες. Κ α-ι'1όμαστε μέ τόν Μ οσκώφ στό σαλόνι τού ξενοδοχείου ενα άπόγευ μα δταν εμφανίστηκαν στό κεφαλόσκαλο ή ' Ελένη μέ τή Χαρίκλεια. Κομ ψότατες κι ώραιότατες οί δυό φιλενάδες. «Οί δυό χάριτες», λέω τού Μο σκώφ. «Πάνε αύτά Γιάνκο», μού λέει, «τώρα εσύ παντρεύτηκες». " Οταν τού είπα δτι αύτή ήταν ή , Ελενίτσα, ε μεινε ό Μοσκώφ. Μάς κάλεσε μετά στή βίλλα του στόν Πλαταμώνα, δπου γνωρίσαμε καί τόν δημοσιογρ ά φο Πώλ Ν όρ, πήγαμε κυνήγι στόν " Ολυμπο, διασκεδάσαμε μέ τήν ψυχή μας.
" Ολα τά ώραία πράγματα κάποτε τελειώνουν καί μείς περάσαμε άξέ χαστες μέρες. Στό γυρισμό σταδήκαμε στή Βάρνα νά πάρουμε τά προικιά τής ' Ελένης, χαιρετήσαμε τού ς Τσουκάτους καί φύγαμε. Αύτή ήταν ή τελευταία φορά πού εβλεπε ή ' Ελένη τό πατρικό της. ' Η τελευταία φορά πού είδε τόν πατέρα της.
1 77
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ε.
Ρ
..
..
/'
..... :.....' .. ;.
Ο
Υ
Μ
Α
Ν
Ι
Σ.
Σ.
Δ.
Α
Βλο Χ ία /
Ο -fΟ
'- . ) . .. .
. .
'""
... . .
"7
)/ .
.
γ
Β
Ο
Υ
Λ
Γ
Α
Ρ
Ι
Α
l.
Υ
.
\:{
/ Λ Ε
ον 0 (1
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ρ
Κ
Ι
Α
Μέρος Πέμπτο
�H Δ εκαετία του ' 40
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Χειμώνα καιρό, μ' ενα δ ιάφανο στρώμα πάγου, πού κάλυπτε τούς βαλτότοπους τής Ντομπρουτζάς κι έκανε επικίνδυνους τούς δρό μους, έ φτασε τό νιόπαντρο ζευγάρι στήν Κωνστάντζα. τ Ηταν άρχές Φεβρουαρί ου τού ' 40 καί τίποτα δέν προμηνούσε αύτό πού ε πρόκειτο νά άκολουδή σει. Κύριο μέλη μα τού Δανιηλόπουλου ήταν ή εγκατάσταση στό νέο σπίτι πού δά ανοιγε τώρα μέ τή γυναίκα του, καί βασική του φροντίδα ή καλοπέ ραση τής νεαρής νύ φης καί ή προσαρμογή της στόν καινούριο τόπο. Σ' Όλα αύτά ή , Ελένη ανταποκρίδηκε μέ τό παραπάνω. Βάλδηκε μάλι στα νά μάδει καί ρουμάνικα, ακούγοντας συνέχεια ρα διόφωνο, κι έπεισε τίς κυρίες τού καλού κόσμου νά μήν μιλούν μεταξύ τους γαλλικά , πού ήταν πολύ τής μόδας τότε, αλλά ρουμάνικα , γιά νά αρχίσει κάπως νά εξοικειώ νεται. Μ ιλούσε ήδη τέσσερεις γλώσσες απταίστως κι έτσι μπήκε γρήγορα στό νόη μα τής λατινογενούς ρουμανικής γλώσσας μέ τίς πολλές σλαβικές καί τίς πολλές ελληνικές λέξεις. Νέα ζωή λοιπόν, νέο σπίτι, νέες γνωριμίες καί παρέες, συναναστροφές μέ τήν ύψηλή κοινωνία, λούσα καί πολυτέλειες. Τά προικιά πού έφερε μαζί ή κόρη τού Τσουκάτου έκαναν πάταγο. " Ολη ή πόλη συζητούσε γιά τίς δαντέλλες καί τά κεντητά τραπεζομάντηλα, τά λιμόζ σερβίτσια καί τά ασημικά, τά χαλιά, τά φορέματα, τά γουναρικά καί τά καπέλα. 'Ό ποιος έ μπαινε στό καινούριο σπιτικό έ μενε μ' ανοιχτό τό στόμα κι Όλοι είχαν νά λένε γιά τήν όμορφιά καί τίς χάρες τής ξενοφερμένης οίκοδέσποινας. Μέσα στήν αγρια δύελλα τού πολέμου ή Ρου μανία εξακολουδούσε νά λικνίζεται στούς ήχους τού ταγκό καί τού φόξ-τρότ. Κανείς δέν ανησυχού σε γιά τά μελλούμενα, γιατί κανείς δέν ύποπτευόταν τίς εξελίξεις. ' Ακόμα καί οί ' Εβραίοι εφησύ χαζαν, γιατί δέν μπορούσαν νά παραδεχτούν πώς ο ί ξένοιαστες μέρες είχαν πιά τελειώσει.
Ά σφυκτικά πιεσμένη από τίς φιλογερμανικές κυβερνήσεις τής Ούγ γαρίας καί τής Βουλγαρίας, αλλά καί από τή Σοβιετική 'Ένωση πού είχε ήδη ύπογράψει σύ μφωνο είρήνης, φιλίας καί οίκονομοτεχνικής βοήδειας μέ τή Γερμανία τού Χίτλερ, ή Ρουμανία ήταν αναγκαστικά στραμμένη 181 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πρός τή Δύση. Κι επειδή ή ' Αγγλία είχε παραχωρήσει άρκετές βαλκανικές πρωτοβουλίες στή Γαλλία, ενώ ή 'ίδια εξακολουδούσε νά ερωτοτροπεί μέ τό Τρίτο Ράϊχ, ή Ρουμανία άνήκε στίς χώρες τής γαλλικής επιρροής. " Αλ λωστε ή Γαλλία, άπό τό 1 9 34, είχε παίξει ενεργό ρόλο στή δη μιουργία τής «Βαλκανικής ' Αντάντ» , δηλαδή τού συνασπισμού Γιουγκοσλαβίας, ' Ελλά δος, Ρουμανίας καί Τουρκίας, οί όποίες δά άντιμετώπιζαν άπό κοινού τούς κινδύνους πού άπειλούσαν τή νιοτιοανατολική Εύρώπη. Τά γεγονότα δμως ε ξελίχδηκαν εντελώς δ ιαφορετικά. 'Έτσι, δταν πιά τό 1 939 ή Μεγάλη Βρετανία άποφάσισε νά δη μιουργήσει μέτωπο εναντίον τού Χίτλερ, μέ τη Γαλλία άπό τή μιά μεριά καί τή Σο βιετική " Ενωση άπό τήν άλλη, τόσο οί Ρουμάνοι δσο καί ο ί Πολωνοί άρνήδηκαν τό σχέδιο, φοβούμενοι τήν ελεύδερη δ ιέλευση τών Σο βιετικών άπό τά εδάφη τους. ' Η πρόταση ναυάγησε. ' Η δέση τής Ρουμανίας γινόταν δλο καί πιό επι σφαλής. Τόν Αύγουστο τού 1 939 ό Στάλιν δέχτηκε στή Μόσχα τόν ' Υπουργό τών Έξωτερικών τής Γερμανίας Ρίμπεντροπ. Τό περίφημο Σύμφωνο πού ύπογράφηκε τότε άνάμεσα στούς Σοβιετικούς καί τούς Ν αζί περιλάμβανε δύο μέρη : τή δη μοσιευμένη συμφωνία τής μή-έπέμβασης τού ενός κρά τους στίς ύποδέσεις τού άλλου - άκόμα καί σέ περίπτωση πολεμικής σύρραξης - καί τή μυστική σμμφωνία τών εδαφικών «άνακατατάξεων» σέ βάρος άλλων κρατών. Τά δύο πρώτα ά ρδρα τής μυστικής συμφωνίας άφο ρούσαν τά κράτη τή ς Βαλτικής, πού δά τά μοιράζονταν μεταξύ τους οί δυό δυνάμεις, καί εδεταν τό δέμα τού δ ιαμελισμού τής Πολωνίας, άφήνοντας τ ίς λεπτομέρειες σέ επόμενη διευδέτηση. Μέ τό τρίτο άρδρο ή Γερμανία άναγνώριζε τό ενδιαφέρον τής Σοβιετικής 'Ένωσης γιά τή Βεσσαραβία καί δήλωνε παντελή ελλειψη ενδιαφέροντος, άπό τή δική της πλευρά, γιά τήν περιοχή . 'Όταν, μιά βδομάδα άργότερα, ο ί Γερμανοί είσέβαλαν στήν Πολωνία, ή Ρουμανία εχανε τό μοναδικό συμμαχικό γειτονικό της κράτος. , Η Μεγάλη Βρετανία, τότε, μαζί μέ τήν Γαλλία κήρυξαν τόν πόλεμο στή Γερμανία. " Ομως ή Ρουμανία ήταν ήδη εντελώς άποκλεισμένη. Τόν 'Ιούνιο τού 1 940, μόλις μπήκαν οί Γερμανοί στό Παρίσι καί χάδηκε ή μόνη μεγάλη δύναμη πού στήριζε τή Ρουμανία, οί Σοβιετικοί ύποχρέω σαν τόν βασιλιά Κάρολο νά τούς «επιστρέψει» τή Βεσσαραβία καί τή βό ρεια Μ πουκοβίνα' εφτασαν ετσι ως τόν ποταμό Προύδο. Δυό μήνες μετά ό ρουμάνος ' Υπουργός τών Έξωτερικών Μανο'ίλέ σκου πήγαινε στή Βιέννη γιά νά συζητήσει μέ τούς ε κπροσώπους τού γερμανικού συνασπισμού τήν παραχώρηση τής Τρανσυλβανίας στήν Ούγ1 82
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γαρ ία. Μ ά οϋτε πού πρόλαβε νά ξεστομίσει κουβέντα ύπέρ τών ρουμανι κών 'δέσεων . . Ο Ρίμπεντροπ τού παρουσίασε ετοιμο τόν χάρτη, τόν δια βεβαίωσε δτι χάρη στίς διπλωματικές ενέργειες τής Γερμανίας μειώ'δηκαν τά παραχωρού μενα εδάφη στό ενα τρίτο τών ούγγρικών άπαιτήσεων κι εκανε σαφές δτι μιά ά ρνηση 'δά είχε δυσάρεστες επιπτώσεις. Στίς 30 Αύγούστου ό Μανο·ίλέσκου ύ πέγραψε. Μ ιά βδομάδα άργότερα ή Βουλγαρία, μέ τήν ύποστήριξη τών Σοβιετικών, άνάγκασε τούς Ρουμά νου ς νά εγκαταλείψουν τό νότιο τμήμα τής Ντομπρουτζάς. . Η Σιδηρά Φρουρά εκμεταλλεύτηκε δ ραστήρια τήν ε'δνική καταστρο φή προκαλώντας τό πατριωτικό φρόνημα τών Ρουμάνων καί προπαγανδί ζοντας τή συμμαχία μέ τίς χιτλερικές δυνάμεις. τ Ηταν άναπόφευκτο γιά τή Ρουμανία νά δεχτεί τό σφιχταγκάλιασμα τού Αξονα. Οί Λεγεωνάριο ι τής Σιδηράς Φρουράς ά ρχισαν τίς καταλήψεις δη μοσί ων κτιρίων καί τίς διώξεις τών . Εβραίων. . Ο Κάρολος παραιτή'δηκε . . Ο δεκαεννιάχρονος Μ ιχαήλ, πού τόν διαδέχτηκε στόν 'δρόνο, δέν είχε πιά καμιά εξουσία. «Conducatof» τών πεπρωμένων τού ρουμανικού λαού άνέ λαβε ό στρατηγός Ιοn Antonescu. W
Τά πρώτα τμήματα γερμανικού στρατού μεταφέρ'δηκαν στή Ρουμανία τόν ' Οκτώβριο τού 1 940 καί, στίς 23 Νοεμβρίου, ή χώρα εγινε μέλος τού γερμανικού συνασπισμού προσφέροντας στό Τρίτο Ρά·ίχ δλα τά άπαραί τητα εφόδια, πετρέλαια καί τροφοδοσία, γιά τήν εκστρατεία στή Ρωσία. 'Έπρεπε άκόμα να εξασφαλιστούν ο ί πετρελαιοπηγές στό Πλοέστι, τά διϋλιστήρ ια στήν Κωνστάντζα καί οί εγκαταστάσεις άνεφοδιασμού άπό ενδεχόμενο εγγλέζικο άεροβομβαρδισμό . . Η Βουλγαρία ήταν σύμμαχος χώρα. 'Έμενε δμως ή . Ελλάδα, πού είχε άναχαιτίσει τούς ' Ιταλούς στό μέτωπο τής Ήπείρου, καί είχε δεχτεί τίς Βρετανικές Συμμαχικές Δυνάμεις στό εδαφός της τόν Φεβρουάριο τού ' 4 1 . Μετά τήν κατάληψη τής ' Ελλάδας, τή μάχη τής Κρήτης καί τήν άποχώ ρηση τών βρετανικών στρατευμάτων ά ποκλείστηκε όποιαδήποτε δυνατό τητα τών Συμμά χων νά χτυπή σουν τούς ρουμανικούς στόχους. . Ο Χίτλερ είχε εξασφαλίσει τά νώτα του. Δίχως νά κηρύξει τόν πόλεμο στή «φίλψ χώρα, κήρυξε τήν «σταυροφορία ε ναντίον τού Μπολσεβικισμού)) καί πέ ρασε τά ρουμανοσο βιετικά σύνορα. . Η προέλαση τού γερμανικού στρατού ά ρχισε στίς 22 ' Ιουνίου τού 1 94 1 . Ή ρουμανική στρατιά, πού άκολού'δησε ά πό κοντά, πήρε πίσω τή Βεσσαραβία καί κατέλαβε τά εδάφη άνάμεσα στόν ποταμό Δνείστερο καί τόν Μπάγκ. Οί προσδοκίες τών Ρουμάνων εκπληρώ'δηκαν καί μέ τό παραπάνω, 183
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
μόνο πού τό κόστος ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο ά πό τό έφήμερο κέρ δος. ' Ακολουδώντας τήν πάγια τακτική τών . Ελλήνων τού έξωτερικού, ό Γιάνκος Δανιηλόπουλος -παρά τίς στενές σχέσεις πού είχε άποκτήσει μέ τή Ρουμανία καί τούς Ρουμάνους, παρόλους τούς δ εσμούς, φιλικούς καί οίκογενειακούς, καί παρά τό γεγονός δτι αύτός ούσιαστικά διοικούσε μιά εύρωστη έπιχείρηση πού άνδησε σέ ρουμανικό έδαφος παρακολουδών τας ά π ό κοντά τίς δ ιακυμάνσεις τής ρουμανικής οίκονομίας- τήρησε τόν άπαράβατο νόμο τή ς μή-άνάμιξης στήν πολιτική ζωή τού τόπου. Οί φιλίες μέ τούς ύπουργούς καί τούς στρατηγούς, οί έπαφές μέ τά ύπουργεία, τίς τράπεζες, τό έμπορικό έπιμελητήριο, τίς τελωνειακές κι δλες τίς άλλες κρατικές άρχές, ήταν αύστηρά περιορισμένες έκτός πολιτι κής. Αύτό, άλλωστε, ήταν καί τό μυστικό τής ϋ παρξης τών έλληνικών έμ πορικών κοινοτήτων σ' όλόκληρο τόν κόσμο. Στή Ρουμανία μάλιστα, παρό λο πού δ ιατηρούνταν πάντα ή μνήμη τών έλλήνων όσποδάρων (οί όποίοι διοίκησαν τή Μολδαβία καί τή Βλαχιά έν όνόματι τού Σουλτάνου, ήγεμο νεύοντας μέ σκληρότητα στά ή μιανεξάρτητα κρατίδια), αύτό δέν έπηρέα σε ούτε τίς «έκκαδαριστικές» δ ιαδέσεις τών έδνικιστών τής Σιδηράς Φρουράς ούτε τήν πολιτική ίδεολογία τών φιλελεΟΟερων καί προοδευτι κών στοιχείων. . Η «μεγάλη Ρου μανίω> τού Βπitίanu ( 1 9 1 8 - 1 927), άλλά καί ή βασιλική δικτατορία τού Καρόλου Β' ( 1 930- 1 940), δέν είχαν άπλώς άνεχδεί άλλά είχαν μέ χαρά άποδεχτεί τίς οίκονομικές δ ραστηριότητες τών . Ελλήνων, έφόσον αύτοί τηρούσαν τόν ' μοναδικό δρο γιά τήν συνύπαρξη. Χωρίς έδνικές, έδαφικές, δρησκευτικές ij πολιτικές διεκδικήσεις καί άνταγωνισμούς τό έλληνικό στοιχείο έπιβίωνε καί εύημερούσε, άναπτύσ σοντας δσες πρωτο βουλίες δέν συγκρούονταν μέ τά συμφέροντα τού κρά τους πού τό φιλοξενούσε καί τίς κοινωνικές όμάδες πού τό συγκροτού σαν. 'Ί σως αύτό νά ύπήρξε κι ενας άπό τούς κύριους λόγους πού ο ί όμογε νείς δέν μπόρεσαν ν ά παρακολουδήσουν ποτέ τίς ίστορ ικοπολιτικές έξε λίξεις πού συνέβαιναν γύρω τους - άκόμη κι δταν αύτές τούς άφορούσαν άμεσα. Ξεκομμένοι καδώς ήταν άπό τήν πολιτική πραγματικότητα, τά διεδνή ρεύματα, τίς έσωτερικές τάσεις καί τίς συγκυρίες πού διαμορφώ δηκαν άνατρέποντας τίς προηγούμενες συν{}ήκες, κάποια στιγμή εχασαν τό εδαφος κ άτω άπό τά πόδια τους, δίχως νά μπορούν νά καταλάβουν τ ί άκριβώς συμβαίνει καί, κυρίως, δίχως ποτέ νά μπορούν νά προ βλέψουν τί πρόκειται νά άκολουδήσει στό μέλλον. 1 84
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' ο " Αντολφ Τ σ ίμμερ μαν
'Ένα βραδ άκι, ά ρχές Σεπτεμβρίου τού ' 40 ε'ίχαμε μόλις επιστρέψει ά πό τίς καλοκαιρινές μας δ ιακοπές στή Σιν ά ια - γύρισα ά ργ ά άπό τό γραφείο γιά νά π ά ρω τήν ' Ελένη νά βγούμε. Κα'fJώς παρκ άριζα άκούω τόν φρουρό τού Στρατηγείου ά πέναντι νά μού φωνά ζει: «Β άλε τό αύτοκίνητο στό γκαρ ά ζ, κύριε, καί πήγαινε σπίτι σου' περιμένουμε επεισόδια ά πόψε». Κοντο στ ά'fJηκα. «Πήγαινε σπίτι σου, κύριε, μή στέκε σαι στό δρόμο» ε πέμενε ό φρουρός. Μ πήκα σκεφτικός στό σ πίτι, γιατί δέν η'fJελα ν' άνη συ χή σ ει ή , Ελένη, μά πρίν καλοσκεφτω τί δικαιολογία 'fJά τής ελεγα, αρχισαν ο ί εκπυρ σοκροτήσεις. 'Έφεξε δλη ή γειτονιά κι ά πό τό Στρατηγείο ερχον ταν εκκωφαντικοί Μρυβοι. Σέ λίγο δλα ή σύχα σαν καί μόνο ποδοβολητά καί διαταγές ά κούγαμε ά πό ά πέναντι. Οί κανονιοβολισ μοί συνεχίστηκαν ως τ ά με σάνυχτα, πέρα, ά πό τήν πλευρ ά των διϋλιστηρίων. ' Η Σιδηρ ά Φρουρ ά είχε καταλά βει σ έ λίγες ώρες τήν Κων στ ά ντζα. Θυμή'fJηκα πά λι τίς όδομαχίες στή Ρω σία, μά είχα εγνοια τήν ' Ελένη, νά μήν άγριευτεί σέ ξένο τόπο. Πρo σπάiJησα νά διασκεδ ά σω κ ά πως τήν κατά στα ση ω σπου νά ή συχ ά σουν τ ά πνεύματα καί νά δούμε τί συμβαίνει. Καί πρ άγματι, σέ δυό μέρες, ή τ ά ξη είχε ά ποκαταστα'fJεί. Φαινομενικ ά τουλά χιστον. Οί στρατηγίνες ά πό ά πέναντι δ ιαβεβαίωναν τή φιλενά δα τους δτι δέν ύπήρχε πρό βλημα. Γιά «λόγους ά σφαλείας» ό στρατός είχε άναλά βει τήν διακυβέρνηση τή ς χώρας μέ πρωτοβουλία τής Σιδηράς Φρουράς. Άμέ σ ως μετά αρχισ ε τό κυνηγητό των ' Εβραίων. Μ άζεψαν γιατρούς, δικηγόρους, ά ρχιτέκτονες καί τούς εκαμαν εργ ά τες, όδοκα'fJαριστές, σκουπιδ ιά ρηδες. Μόλις επε σε τό πρωτο χιόνι τούς εβγαλαν στό δρόμο, γιά νά κα'fJαρίζουν τ ά χιόνια καί τίς λάσπες. Ήταν δλοι γνωστοί καί φίλοι μας κι ήταν φοβερό νά τούς βλέπεις δίχως νά μπορείς ν ά τούς βοη'fJή σεις. ' Η Ελένη ά πέφευγε νά βγαίνει γιά νά μήν τούς συναντά σ' αύτή τήν τραγική κατά σταση. 'Ένα βρ ά δυ, γύρω στίς εντεκα, χτύπησε ή πόρτα τής ύπηρεσ ίας. " Ασπρος ό κύριος Σολομών, ό Ιδ ιοκτήτης τού σπιτιού μας, στεκόταν στό κατώφλι. Ζήτη σε νά μέ δεί καί τόν πέρα σα στό σαλόνι. Μόλις εφυγε ή ύπηρε σ ία, βγ ά ζει ενα δέμα τυλιγμένο μέ μαντήλι καί πέφτει στ ά πόδια τής -
,
185
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γυναίκας μου κλαίγοντας : Κυρία ' Ελενίτσα μου νά χαρείς Ό,τι άγαπας, κρύψε αύτό τό δέμα. Κάποιος μας εΙδοποίησε Ότι άπόψε δά κάνει έρευνα ή Σιδηρά Φρουρά στό σπίτι μας. " Αν τά βρούν δά μας τά πάρουν. Είναι Όλα τά χρυσαφικά μας καί τά κοσμήματα. " Ο,τι έχω καί δέν έχω», είπε ό αν δρωπος. Καί δέν έλεγε ψέματα, γιατί ο ί ' Εβραίοι Όλα τους τά χρή ματα τά μετέτρεπαν σέ χρυσαφικά. Σέ δυό μέρες ή ρδε ξανά ό κύριος Σολομών μέ τή γυναίκα του . Φιλού σαν τά χέρια τής ' Ελένης πού τούς έσωσε τόν δησαυρό, μας έδωσαν χίλιες εύχές καί φύγανε. Λίγο άργότερα μάδαμε δτι εγκατέλειψαν κρυφά τή Ρουμανία κι δτι τό πλοίο πού τούς πήγαινε στήν Παλαιστίνη βούλιαξε. Στό σπίτι τους εγκαταστά{]ηκε ενας ύποναύαρχος ό όποίος ήταν καδηγη τής στή Ν αυτική Σχολή. Στό μεταξύ ε φτασε καί γερμανικός στρατός στή Ρουμανία, φιλικά βέ βαια, άλλά άναγκαστήκαμε ε μείς νά τόν τροφοδοτούμε. Πέρα άπό δλα τά αλλα, οί Γερμανοί επέτρεψαν σέ δλους τούς στρατιώτες νά στέλνουν μιά φορά τήν εβδο μάδα ενα δέμα, ως πέντε κιλά τρόφιμα, στό σπίτι τους. Μ' αύτό τόν τρόπο αρχισε νά άδειάζει ή χώρα άπό προμήδειες. «Στάρια, καλαμπόκια καί πετρέλαιο, αύτά ζητούμε άπό σας» μού έλεγε γελώντας ενας νεαρός άξιω ματικός. Μ ιλούσα απταιστα γερμανικά καί είχα πιάσει πολλές φιλίες μέ δλους τούς άξιωματικούς τού Στρατηγείου άπέναντι. 'Ιδιαίτερα συνδέ{]ηκα μέ κάποιον ταγματάρχη πού άνέλαβε τήν τροφοδοσία Όλων τών γερμανικών στρατευμάτων. Μ' αύτόν συνεργαζόμουν άποκλειστικά. Τόν έλεγαν Adolf Zimmerman. Ήταν Βιεννέζος κι είχε ε ργοστάσιο άδλητικών εΙδών. Τόν εξανάγκασαν νά έρδει στή Ρουμανία κι ήταν φανερό Ότι δέν ήταν καΜλου εύτυχής μέ δλα αύτά πού συνέβαιναν. Κάποτε Όμως, πού έκανε μιά μεγά λη άγορά καί σκέφτηκα νά τού δώσω προμήδεια, άγρίεψε ό "Αντολφ. 'Έβγαλε τό περίστροφό του καί μέ βροντερή φωνή μού λέει: «Πρόσεξε καλά, εμείς ε'ίμαστε Γερμανο'ι δέν ε'ίμαστε Ρουμάνοι». 'Όταν άργότερα συνδε{]ήκαμε περισσότερο καί γίναμε φίλοι, μού ζητούσε μόνος του προ μήδεια καί μάλιστα τήν άπαιτούσε σέ χρυσές λίρες. Έ)'ώ εύχαρίστως τού τίς έδινα, γιατί έκανε πολύ μεγάλες παραγγελίες καί ή δουλειά πήγαινε πολύ καλά. 'Όταν αρχισε ό ρουμανικός στρατός τίς επιτάξεις, πήραν μιά μέρα τό αύτοκίνητό μου, τό χάλασαν καί τό εγκατέλειψαν στόν κάμπο. ' Ο " Αντολφ βρήκε δυό στρατιώτες πού εργάζονταν παλιά στό εργοστάσιο τής DKW, τούς παράγγειλε νά μού επισκευάσουν τό αύτοκίνητο καί νά μού τό φέ ρουν στό σπίτι. Μόλις Ό μως είδαν οί Ρουμάνοι Ότι κυκλοφορώ ξανά, έρ χονται καί μού τό παίρνουν δεύτερη φορά. Τρέχω ξανά στόν " Αντολφ. Σέ 1 86
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τρείς μέρες ήρ1'Jε πίσω τό αύτοκίνητο, μέ μιά τρίγωνη γερ μανική σημαία μπροστά, κι ετσι μπορούσα νά κυκλοφορώ παντού ελεύ1'Jερα, άκόμα καί μέσα στήν πόλη . 'Όσο περνούσε ό χειμώνας καί καταλάβαιναν οί Σοβιετικοί δτι κάτι μαγειρεύεται σέ βάρος τους, τόσο πύκνωναν τίς άνιχνεύσεις μέ τά ύδρο πλάνα καί τά άεροπλάνα. Ε'ίχαμε συνεχώς συναγερμούς κ α ί συσκοτίσεις. ' Η άτμόσφαιρα εγινε πιά φανερά πολεμική καί ή γερμανική προπαγάνδα φούντωσε. " Ιδ ρυσαν μάλιστα καί Γερμανική ' Ακα δη μία στήν όποία γρά φτηκα άπό τούς πρώτους καί φοιτούσα τ' άπογεύματα. Έκεί εβρισκα τήν αλλη Γερμανία, αύτήν πού 1'Jαύμαζα καί άγαπούσα. ' Η κινητοποίηση συνεχιζόταν καί κανείς δέν μπορούσε νά εξηγήσει τά εντατικά γυμνάσια καί τίς προετοιμασίες, τόσο τών Γερμανών δσο καί τών Ρουμάνων. " Ωσπου ενα μεση μέρι ε ρχεται ό " Αντολφ στό γραφείο μου καί μού λέει ε μπιστευτικ ά νά πάρω τήν ' Ελένη καί νά πάμε λίγες μέρες στήν εξοχή. « Άπόψε 1'Jά κηρύξουμε τόν πόλεμο στή Ρωσία καί οί Ρώσοι 1'Jά βομβαρδίσουν όπωσδήποτε τήν Κωνστάντζα. Φύγε» . Είδοποιώ τόν φίλο μου τόν Ήλία τόν 'Αράπη, πού είχε παντρευτεί τήν άνεψιά μου τήν Τασούλα, νά μπούμε στό αύτοκίνητό του νά φύγουμε. ' Από τούς ύπόλοιπους κανείς δέν δέχτηκε νά ερ1'Jει. Μέ κορό"ίδευαν κιό λας. Ά ποφασίσα με νά πάμε στή «μοσία», στό κτήμα τής άδελφής μου τής Δέσποινας στό Πλοπένι. Ξεκινήσαμε λοιπόν καί στό δ ρόμο συναντούσαμε συνέχεια στρατό. Κάναμε τούς άνήξερους, ρωτήσαμε άξιωματικούς καί στρατιώτε ς , μά κανείς δέν ηξερε νά μάς πεί τί συμβαίνει. Φτάσαμε μέ τό καλό στό Πλοπένι, δ ιηγη1'Jήκαμε στή Δέσποινα τά κα1'Jέκαστα μά οϋτε κι αύτή μάς πίστεψε. " Οταν σέ λίγο αρχισε ό βομβαρδισμός ό ούρανός τή ς Κωνστάντζας εφεγγε σάν μέρα μεσημέρι. Μείναμε ξάγρυπνοι κι άνήσυχοι, γεμάτοι άγων ία γιά τούς δικούς μας. Πρωί-πρωί καταφ1'Jάνουν δυ ό γερ μανικά φορτηγά εξω άπό τή μοσία. Τρέχουμε καί τί νά δούμε; Φορτωμένοι πάνω δλοι οί Δανιηλόπουλοι. Είχε φροντίσει ό φίλος μου ό " Αντολφ νά τούς δ ιώξει άπό τήν πόλη, γιά νά μήν διατρέξουν κανένα κίνδυνο, καί μού τούς ε στελνε μαζί μέ τούς χαιρετι σμούς του. Τόν εκτίμησα πολύ αύτόν τόν αν{}ρωπο, ήταν πραγματικός φίλος καί στίς πιό δύσκολες στιγμές φάνηκε τί ψυχή είχε. Δέν συμπα1'Jούσε δμως καΜλου τόν Χίτλερ, ήταν φιλειρηνικός αν{}ρωπος, καί συνέχεια μού ελεγε γιά τήν τρέλα τών Γερμανών οί όποίοι, δταν ακουγαν καί στό ραδιό φωνο άκόμα τόν Φύρερ, σηκώνονταν σ ρ1'Jιοι καί χαιρετούσαν φωνάζοντας «Hai! Hit!er». Τό κακό είναι δτι αύτά τά επαναλάμβανε συνέχεια καί σέ αλλους «φίλους» του. Έγώ τόν συμβούλευα νά προσέχει άλλά αύτός η1'Jελε 187
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
νά εκφράζεται ελεύδερα. «Είμαι αν1'Jρωπoς» μού ελεγε, «κι εχω ακόμη τά λογικά μου» . . Η ζωή στήν Κωνστάντζα εγινε επικίνδυνη. Οί βομβαρ δισμοί καί οί συναγερμοί ήταν καδη μερινοί. . Η Δέσποινα κι ό κουνιάδος της, ό Ν ικολά κης Ντραγκουλανέσκου, πρότειναν νά φιλοξενήσουν τά γυναικόπαιδ α στή μοσία μέχρι νά δούμε τί δά γίνει. Τό Πλοπένι βρίσκεται νοτιοδυτικά τής Κωνστάντζας, μιά ωρα δρόμο μέ τό αύτοκίνητο, καί δά μπορούσαμε εμείς νά πηγαίνου με τά Σαββατοκύριακα νά τούς βλέπουμε. Τούς εγκαταστήσαμε λοιπόν στό κτήμα κι επιστρέψαμε στίς δουλειές μας. Μετατρέψαμε τό ύπόγειο τού μεγάρου σέ καταφύγιο, βάλαμε δυό δυό τά κρεβάτια τό ενα πάνω στό αλλο, ό πως ο ί κουκέτες τού βαποριού, γιά νά χωρέσουμε όλοι, εφερα κι εναν φούρνο τού γκαζιού μέ σχάρα κι όλα τά χρειώδη, κι ετσι τρώγαμε καί κοιμόμαστε στό καταφύγιο. Μάγειρας είχε αναλάβει ό πατέρας τού γιατρού Γιάνκου Σταυρίδη. Τό τί εγινε μέσα σ' αύτό τό ύπόγειο δέν περιγράφεται. " Οσο δ ιαρκούσε ό συναγερμός τρώ γαμε, πίναμε καί διασκεδάζαμε. Σημασία δέν δίναμε στά εξ ούρανού πα ρατράγου δ α. Θά η μασταν καμιά δεκαπενταριά συγγενείς καί φ ίλοι. Ε'ίχαμε καί τήν κάβα στό ύπόγειο, γεμάτη καλό κρασί, σόδες καί Μ πόρσεκ -ε'ί χαμε τήν άντιπροσωπεία τότε - καί πίναμε συνέχεια. Πολλές φορές κα τέβαινε κι ό " Αντολφ μέ τήν παρέα του. Τούς αρεσε πολύ τό κρασί, ήταν από τό κτήμα τού φίλου μου τού Νεντέλκου κι είχα αγοράσει όλη τήν παραγωγή γιά νά τροφοδοτώ τούς Γερμανούς. Στό μεταξύ ο ί Γερ μανοί είχαν διαπιστώσει ότι τό μέγαρο είχε γερά δε μέλια. Ένίσχυσαν λοιπόν τό ύπόγειο μέ ξύλινα ύποστηλώματα, κουβά λησαν στήν ταράτσα σάκκους μέ αμμο καί τοποδέτησαν ενα αντιαεροπο ρικό κανόνι κι ενα μυδραλλιοβόλο. " Οταν ε'ίχαμε συναγερμό, όλο τό σπίτι σειόταν συδέμελα σάν νά γινόταν φοβερός σεισμός. Πώς μού ήρδε μιά μέρα ή εμπνευση - 1'Jυμήδηκα τά νιάτα μου φαίνε ται η είχα πιεί μπόλικο κρασί - καί προτείνω στόν ' Αριστοκλή νά π ά με στήν ταράτσα νά δ ούμε πώς πολυβολούν ο ί Γερμανοί. "Αλλο πού δέν ηδελε κι αύτός. Μ ιά καί δυό άνεβαίνουμε στήν ταρ άτσα, μά καδώς ανοί γαμε τήν πόρτα, άκού με μιά βόμβα νά σκάει δίπλα μας. Δ ίχως νά τό καταλάβουμε βρεδήκαμε κατρακυλώντας πίσω στό ύπόγειο, ξεμέ1'Jυστoι καί εντρομοι. Μέσα σέ λίγες μέρες τά γερμανικά στρατεύματα είχαν προω{]ηδεί πολύ πιό πέρα άπό τά σύνορα, βαδιά μέσα στήν Ούκρανία καί τή Λευκορωσία, ενώ ό ρουμανικός στρατός εφτασε ως τήν ' Οδησσό. Οί βομβαρδισμοί σταμάτησαν, ό πόλεμος μεταφέρ{]ηκε άλλού κι όλα εμοιαζαν ησυχα καί ηρεμα. Φέραμε τίς οίκογένειες μας πίσω, νοικοκυρέψαμε τό σπίτι, αλλά188 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ξαμε τά σπασμένα τζάμια καί συμμαζέψαμε τίς ζημιές. Νέα από τό ρ ωσικό μέτωπο μαδαίναμε από τό ραδιόφωνο κι ό " Αν τολφ μού επιβεβαίωνε τίς επίσημες ανακοινώσεις. Οί Γερμανοί μπήκαν στό Κίεβο στίς 27 Σεπτεμβρίου τού ' 4 1 . Ή πόλη αντιστάδηκε τριάντα επτά όλόκληρες ή μέρες. Τώρα σειρά είχε ή Μόσχα. ' Εγώ ό μως ανησυχού σα πολύ γιά τόν αδ ελφό μου τόν Παναγιώτη πού βρισκόταν ο Ικογενεια κώς στόν Πειραιά. Νέα από τήν ' Ελλάδα δέν έίχαμε, μαδαίναμε μόνον ότι ό κόσμος ύπέφερε πολύ από έλλειψη τροφίμων. 'Ένα βράδυ ό " Αντολφ μού χτύπησε τό παράδυρο τού γραφείου. « Έλα γρήγορα στό μαγαζί, Γιάνκο, είναι βιαστικό» μού λέει. Βγαίνω στόν δρόμο καί τόν βλέπω μ' εναν αεροπόρο παρέα. «' Ο φ ίλος μου φεύγει τά μεσάνυ χτα μέ τό αεροπλάνο του γιά τήν Άδήνα», μού εξηγεί ό 'Άντολφ, « στόν εφερα λοιπόν γιά νά τού δώσεις κανένα δέμα μέ τρόφιμα γιά τόν αδελφό σου». 'Έμεινα κυρ ιολεκτικά αναυδος. Πήρα ενα μικρό κιβώτιο γιά νά βάλω μερικά πράγματα, όπότε ακούω τόν φίλο μου νά λέει: «Τόσα λίγα εχεις νά στείλεις στόν αδελφό σου; Junkers είναι τό α εροπλάνο, σηκώνει όσο βάρος δέλεις. Μ ιά πού πάει, ας πάει κάτι πού νά αξίζει τόν κόπο». Πήρα τό κιβώτιο πού μού ύπέδειξε. 'Έβαλα δυό δοχεία λάδι, ζάχαρη κι ότι αλλο βρήκα στό μαγαζί, τά φορτώδηκαν κι εφυγαν. Πολύ αργότερα εμαδα ότι πήγε ενα γερ μανικό τζίπ στό σπίτι τού Παναγιώτη γιά νά παρα δώσει τό κιβώτιο καί ή μακαρίτισσα ή γυναίκα του, μιά δρησκόληπτη Εύαγγελική, νό μισε ότι ό Χ ριστός τούς τά εστειλε. Πώς νά τής εξηγούσα γιά τόν " Αντολφ; "Αλλη μιά φορά μού εφερε εν αν λοχαγό πού δά πήγαινε σιδηροδρομι κώς στήν Άδήνα μέ αποστολή. Δέματα δέν μπορούσε νά πάρει, μπορούσε όμως νά μεταφέρει χρήματα. Τού εδωσα πέντε λίρες γιά τόν Παναγιώτη καί δυό γιά κεΙνον. ' Αρνήδηκε νά τίς κρατήσει. Θά τίς εδ ινε στόν αδελφό μου κι αύτές. Σέ μιά βδομάδα ξαναγύρισε καί μού εφερε πίσω τίς επτά λίρες. 'Έφτασαν, μού είπε, ως τό Βελιγράδι καί κει πήραν εντολή νά γυρί σουν πίσω στήν Κωνστάντζα. Τήν επομένη δά ' φευγε γιά τή Γερμανία καί βιάστηκε νά μέ βρεί νά μού επιστρέψει τά λεφτά. ' Η τιμιότητά του μού εκανε μεγάλη εντύπωση. Μ ίλησα στόν 'Άντολφ σχετικά, μά αύτός τό βιολί του. «Δέν είναι όλοι τρελοί στό στράτευμα» δ ιακήρυσσε μέ πάδος, «ύπάρ χει ακόμα ανt)ρωπιά, ό καδένας αντιστέκεται μέ τόν τρόπο του». Μιά μέρα εμφανίστηκε μέ δυό πλοιάρχους ' Ιταλούς πού εφευγαν μέ γερμανική αποστολή στόν Πειραιά. Φτιάξαμε πάλι ενα κιβώτιο, τό πήραν κι εφυγαν. " Οταν επέστρεψαν μέ διαβεβαίωσαν ότι τό κιβώτιο παραδόδη κε κι ότι, γιά λόγους ασφαλείας, δέν Μλησαν νά πάρουν μαζί τό γράμμα τού αδελφού μου. Θά ξαναφεύγανε όμως γιά τόν Πειραιά κι εύχαρίστως 189
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
1'Jά ξαναπαίρνανε μαζί δτι αλλο 1'Jέλαμε. Κατέβηκαν τέσσερεις φορές, δ μως ποτέ οί δικοί μου δέν παρέλαβαν κανένα άπό τά κιβώτια πού τούς εστει λα. Τά κράτησαν φαίνεται ή τά μοσχοπούλησαν ο ί ' Ιταλοί. . Ο "Αντολφ εγινε κόκκινος από {]υμό δταν τό δ ιαπιστώσαμε. Θεωρούσε τόν έαυτό του ύπεύ{]υνο καί γιά τούς 'Ιταλούς πού μού σύστησε. Καί νά πώς εγινε ή διαπίστωση. Χειμώνα πιά τού ' 42, μ' ενα κρύο πρωτοφανές, ή μουν φοβερά άνήσυ χος γιατί είχα μά1'Jει δτι στήν . Ελλάδα τό ψύχος είχε χτυπήσει ασχημα τόν πεινασμένο κόσμο. Στήν 'Α1'Jήνα καί τόν Πειραιά πέ1'Jαιναν ο ί αν1'Jρωποι στό δρόμο. Μέ ε βλεπε νευρικό ό 'Άντολφ καί κάποτε μέ ρώτησε αν ό αδελφός μου εχει τηλέφωνο. Ό αδελφός μου δέν είχε, αλλά 1'Jυ μή{]ηκα πώς είχε ό αδελφός τού ' Ηλία Ά ράπη. «Φώναξε τόν 'Ηλία», λέει ό " Αν τολφ, «κι ελάτε στό γραφείο μου αργά τό απόγευμα». Μέσω Κομαντατούρ ζήτησε ό φίλος μας ό ταγματάρχης Βελιγράδι, μέσω Βελιγραδίου ζήτησε Πειραιά, καί τέλος, μίλησε ό ' Ηλίας μέ τόν α δελφό του . . Ιστορική επικοινωνία. Μ ά1'Jαμε δλα τά νέα, μάς εύχαρίστησαν καί γιά τό πρώτο κιβώτιο πού είχε πάει τό φ1'Jινόπωρο στόν Παναγιώτη, μοιράστηκε σ' δλους τό λάδι καί ή ζάχαρη μάς είπαν, μά τίποτα αλλο δέν είχε πάει από τότε. Χιόνια, κρύο καί πείνα, αλλά ήταν δλοι τους καλά. Σέ δύο μέρες ερχονται δυό γερμανοί στρατιώτες κι ενας λοχίας στό σπίτι γιά νά μέ πάνε συνο δεία στό Στρατηγείο. Μέ πήγαν ως τό γραφείο τού ανακριτή δπου μέ παρέλαβε κάποιος πού φορούσε πολιτικά. Τό μυα λό μου πήγε στό τηλεφώνημα πού ε'ί χαμε κάνει από τό Στρατηγείο κι εψαχνα νά βρώ τρόπο νά μήν εκ1'Jέσω τόν " Αντολφ, μά τά πρ άγματα ήταν πολύ χειρότερα. Μ οναδικό 1'Jέμα τής ανάκρισης ήταν ο ί ίδέες τού Τσίμ μερμαν καί ο ί απόψεις του γιά τόν Φύρερ. Διαβεβαίωσα τόν ανακριτή δτι ποτέ δέν είχαμε συζητήσει τέτοια πράγματα μέ τόν " Αντολφ κι δτι αντί1'Jε τα, ό 'ίδ ιος, δπως καί γώ αλλωστε, πιστεύαμε στά γερμανικά ίδεώδη κι αλλα πολλά τέτοια, αλλά εβλεπα δτι τά λόγια μου δέν επιαναν τόπο. «Είναι πρός τιμήν σας ή αγάπη πού εχετε γιά τη Γερμανία» κατέληξε ό ανακριτής. «Γνωρίζουμε δτι είστε ό πρώτος εγγεγρεμμένος φοιτητής στήν Γερμανική Ά κα δη μία κι δτι εκτελείτε ανελλιπώς τίς παραγγελίες τού στρατού από τόν 'Οκτώβριο τού 1 940. Σάς ζητώ συγγνώμη γιά τήν ενό χλησψ. Τόν " Αντολφ δέν τόν ξαναείδα. 'Έλαβα μόνο μιά κάρτα του από τό Narvik τής Νορ βηγίας. Τόν είχαν στείλει στήν πιό επικίνδυνη ζώνη τού πολέμου. Μού εστελνε χαιρετίσματα καί μού εγραφε νά μήν ξεχνώ εκείνα πού μού ελεγε. Ηταν αμετανόητος. τ
1 90
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Δέν ξέρω αν πρόλαβε ό " Αντολφ νά δ εί τό τέλος τού πολέμου - ήρ'θ'αν δλα τόσο άνάποδα πού δέν κατάφερα ποτέ νά πάω στή Βιέννη νά τόν βρώ - δέν ξέρω κάν αν πρόφτασε νά δεί τήν πρώτη γερμανική άναδίπλωση καί τό αστρο τού Φύρερ νά δύει σιγά-σιγά, δταν ο ί Σοβιετικοί κι ό ρούσι κος χειμώνας τσάκισαν τούς Γερμανούς στό μέτωπο. Τούς 'θ'υμαμαι νά φεύγουν μέ τίς ώραίες στολές καί τίς μακριές γούνες, στητοί καί κορδωμέ νοι, καί νά γυρίζουν πίσω ρακένδυτοι καί πεινασμένοι, μέ άγριεμένα πρό σωπα καί μέ τόν 'θ'άνατο στά μάτια. Τό Στάλινγκραντ τούς τσάκισε. Έκεί να τά Χριστούγεννα τού '42 , πού κατέβηκε τό 'θ'ερμόμετρο στούς είκοσι βα'θ'μούς ύπό τό μη δέν μέσα στήν Κωνστά ντζα καί πάγωσαν γιά μήνες λίμνες καί ποτάμια, στόν Βόλγα, λέει, τό 'θ'ερμόμετρο επεσε στούς πενήντα βα'θ'μούς. Μέσα στούς πάγους εσκαβαν χαρακώματα καί σήραγγες οί Ρώ σοι. Πολεμούσαν νύχτα-μέρα. Καί πολεμούσαν δλοι: στρατός, γυναίκες, γ έροι καί παιδιά. Γονάτισαν οί Γερμανοί στό Στάλινγκραντ. Οί Σύ μμαχοι τώρα πήραν τό πάνω χέρι. Κι ετσι ό πόλεμος εφτασε ως έμας. Τά συμμαχικά βομβαρδι στικά χτύπησαν πρώτα τίς πετρελαιοπηγές στό Πλοέστι, κι ϋστερα τό Βουκουρέστι. " Ω ς τά τέλη τού '43 πάντως, παρ όλες τίς δυσκολίες, τό ρουμανικό έμπόριο έξακολου'θ'ούσε νά άν'θ'εϊ. Βέβαια γιά νά κάνεις εΙσαγωγές τώρα επρεπε νά πάρεις εΙδική αδεια άπό τό ' Υπουργείο Έ μπορίου κι αύτό σήμαινε κά'θ'ε φορά πολλές δυσκολίες, μεγάλες δ ωρο δοκίες καί συνεχή ταξίδια στό Βουκουρέστι. Τά ψυγεία τής Κωνστάντζας ητανε μικρής χω ρητικότητας κι ετσι άναγκαστικά άπο'θ'ηκεύαμε πολλά προ·ίόντα, κυρίως τά τυριά, στά ψυγεία τού Βουκουρεστίου. Πηγαινοερχόμαστε λοιπόν ό Θόδωρος κι έγώ, μιά γιά τίς αδειες, μιά γιά τά ψυγεία καί τίς μεταφορές, συνέχεια. Έκείνη τήν έποχή ε'ίχαμε τή μεγαλύτερη κατανάλωση σε γλυκί σματα καί ζαχαρωτά. Τά φέρναμε κυρίως άπό τήν Πόλη ή Τουρκία ήταν ούδέτερη χώρα καί τό έμπόριο δέν σταμάτησε. Σκεφτήκαμε δμως νά έν'θ'αρρύνουμε καί τήν έγχώρια παραγωγή δίνοντας δέκα σακκιά ζάχαρη κι ενα βαρέλι γλυκόζη στούς άδελφούς Κωνσταντινίδη γιά νά φτιάχνουν λουκούμια καί καραμέλες, ωστε νά μειώσουμε κάπως τίς ε Ισαγωγές. Τούς πληρώναμε μόνο τά εργατικά κι ε'ίχαμε εξαιρετικά λουκούμια. Στούς χαλ βάδες δμως άποτύχαμε. Θελήσαμε νά κάνουμε δικό μας έργαστήριο, συ νεταιριστήκαμε μέ κάποιον 'Αρμένη πού μας ελεγε δτι ήταν εΙδικός στό χαλβά, κι δταν άποδείχτηκε δτι ήταν εΙδικός μόνο στά μεγάλα λόγια, τού παραχωρήσαμε δλη τήν έπιχείρηση γιά νά μήν ζη μιω'θ'ού με περισσότερο. -
Έν τφ μεταξύ χαρές καί πανηγύρια στό σπίτι. Στίς 31 'Οκτωβρίου τού 191
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'43 άποκτήσαμε τό πρώτο μας παιδί. Τό ' χα τάξει στό ονομα τού πατέρα μου κι ετσι, παρόλο πού εγινε κορίτσι, ετρεξα τήν επομένη καί τό δήλωσα μέ τό ονομα Χρ ιστίνα - Χρήστος ήταν ό πατέρας μου. Μετά άπό λίγες μέρες ερχεται ό ταχυ δρόμος καί φέρνει ενα συστημένο γράμμα γιά τή δεσποινίδα Χριστίνα Δανιηλοπούλου. «Μά είναι μόνον δέκα ή μερών» τού ε'ί παμε κατάπληκτοι. «Αύτό τό μωρό ζητάω» είπε σκασμένος στά γέλια ό ταχυδρό μος. «Είχε τήν τύχη νά γεννηi7εί τήν ήμέρα τής Παγκό σμιας ' Αποταμίευση ς καί ή Κυβέρνηση στέλνει σ' δλα τά μωρά πού γεννή i7ηκαν στίς 3 1 ' Οκτωβρίου ενα βιβλιάριο μέ 500 λέι». Γεννήi7ηκε πλούσια λοιπόν ή Κρίστυ μας κι εγινε άκόμη πλουσιότερη, γιατί καταi7έταμε συνέχεια στό βιβλιάριό της χρή ματα σέ κάi7ε εύκαιρία. Πόσο άνυποψίαστοι έί μαστε άκόμη τότε. Κάναμε καί μιά μεγαλοπρεπέ στατη βάφτιση στό σπίτι, ηρi7ανε δυό παπάδες, εν ας " Ελληνας γιά μάς κι ενας Ρουμάνος γιά τόν νουνό, τόν Νικολάκη Ντραγκουλανέσκου, πού είχε ξετρελαi7εί μέ τό μωρό κι είχε ζητή σει αύτός νά τό βαφτίσει. Πού νά ηξερε δτι σέ λίγες μέρες i7ά μάς είχε δλους μαζί πάλι πρόσφυγες στό κτήμα του.
Άρχές καλοκαιριού τού 1 944 ποιός είδε τόν Θεό καί δέν τόν φοβήi7η κε Ι Συμμαχικά βομβαρδιστικά χτυπούν άπό τόν ' Απρίλιο ρουμανικούς στόχους. Πρώτα τίς πετρελαιοπηγές στό Πλοέστι. Μετά τίς λιμενικές εγ καταστάσεις καί τά διϋλιστήρια τής Κωνστάντζας. Τέλος τό Γαλάτσι. Οί βομβαρδισμοί είναι άνελέητοι καί ή ζωή στήν πόλη άνυπόφορη. Παίρνουμε τό μωρό καί φεύγουμε γιά τό Πλοπένι. Αύτή τή φορά δέν 1 92
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γύρισα πίσω στή δουλειά. Τά αφησα δλα στήν τύχη κι εμεινα μέ τούς δικούς μου στή μοσία νά βοηδώ τήν ' Ελένη καί τόν Ν ικολάκη πού είχε νά φροντίσει τόσον κόσμο. 'Έκανα καί πρακτική στά ρωσικά μου, γιατί στή μοσία βρισκόντουσαν δεκαπέντε ρώσοι α ίχμάλωτοι πολέμου. Είχαν συλλά βει χιλιάδες α ίχμάλωτους ο ί Γερμανοί κι άπό αύτούς είχαν στείλει μερι κούς στή Ρουμανία - σέ άγροκτήματα μακριά άπό τά σύνορα - γιά νά εργαστούν σέ βαριές άγροτικές δ ουλειές. Π ιάσαμε κουβέντα λοιπόν μέ τούς άνδρώπους, ξεσκόνισα λίγο καί τίς γνώσεις μου, εμαδα καί κάμποσα πράγματα γιά τήν Ρωσία τού Στάλιν, μά γιά τά δικά μου μέρη δέν ηξεραν τίποτε, ήταν δλοι τους άπό τό Smolensk. 'Όσον καιρό διαρκούσαν ο ί βομβαρδισμοί προσπαδούσαμε νά περνού με καλά. ' Η μοσία ήταν πραγματικό καταφύγιο κι ό Ν ικολάκης ήταν πολύ κεφάτος τύπος. Μέγας καλοφαγ άς καί σπου δαίος μάγειρας δ ιοργάνωνε ίστορικά τραπέζια. ' Η μεγάλη του ε ίδικότητα ητανε τό χοιρινό στό φούρ νο. ' Η προετοιμασία διαρκούσε ώρες άλλά τό άποτέλεσμα ήταν εξαιρετι κό. Είχε κοντά του μιά ούγγαρέζα μαγείρισσα τήν όποία καταπίεζε συνέ χεια, λέγοντας δτι ο ί γυναίκες δέν άξίζουν τίποτα μπροστά στούς αντρες μαγείρους, κι δτι η τό γουρουνόπουλο δά άφήσει αψητο η τά μήλα δά διαλύσει άπό τό πολύ ψήσιμο, κι αλλα τέτοια. 'Αλλά ή καλοκάγαδη Ούγ γαρέζα γελούσε, γιατί δλα αύτά τά ' λεγε ό Ν ικολάκης μέ πολύ γούστο. Διασκέδαζε κατά βάδος κι ήταν κι αύτό μέρος τής τελετής. Σ' �να άπ' αύτά τά δρυλικ ά τσιμπούσια καλέσαμε διάφορους επίση μους φίλους μας. Ηρδε ό στρατηγός ' Αργκυροπόλ, ελληνικής καταγωγής, ό νομάρχης, ό δή μαρχος τής Κωνστάντζας, οί Ν εντέλκου κι αλλοι καμπό σοι. Πέντε γουρουνάκια δυσιάστηκαν, ετοιμάστηκε παστουρμάς άπό κα τσίκι, άλλαντικά καί λουκάνικα, σπιτικά βέβαια, καί χίλια δυό αλλα. ' Ο παστουρμάς τραβούσε πολύ κρασί. 'Άρχισε τό γλέντι Σαββατόβραδο καί τελείωσε τή νύχτα τής Κυριακής. Ξημερώματα Δευτέρας πιά, πρίν ξεκινή σουν ο ί καλεσμένοι μας γιά τήν Κωνστάντζα, φάγαμε «τσόρμπα ντέ πατρό τσε» -είδος πατσά μέ σκορδοστούμπι, εντόσδ ια καί ακρα πουλιών σβυ σμένα μέ μπόρς- κι εξακολουδήσαμε τήν οίνοποσία. ' Εκατόν πενήντα μπουκάλια κρασί τού κιλού καταναλώδηκαν άπό τούς εκλεκτούς συνδαι τημόνες μέσα στό Σαββατοκύριακο κι ό πόλεμος ξεχάστηκε. 'Όχι δμως γιά πολύ. Οί Γερμανοί ύποχωρούσαν καί μαζί τους εφευγαν καί Ρουμάνοι τής Σιδηράς Φρουράς καί Ρώσοι πού είχαν συνεργαστεί μέ τόν έχδρό. Τά συμμαχικ ά βομβαρδιστικά χτυπούσαν συνέχεια σταδερούς καί κινητούς στόχους. 'Ένα πρωινό πού βρισκόμουν στό γραφείο εγινε μεγάλος συνα γερμός. 'Ώ σπου νά βγώ στόν δρόμο μαύρισε ό ούρανός. 'Ένα σμήνος 20 τ
1 93
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
βομβαρδιστικών καί 1 0 καταδιωκτικών κατευ1'1υνόταν πρός τίς πετρελαι οεγκαταστάσεις. Οί Γερ μανοί κρατούσαν άκόμα τήν Κωνστάντζα. " Αρχισε Ο βομβαρδισμός κι έγώ έμεινα στόν δρόμο νά χαζεύω. 'Έριξαν ο μα δικά τίς βόμβες τους δίπλα στόν στόχο, έ στριψαν, πέρασαν χαμηλά πάνω άπό τήν πόλη κι έφυγαν πρός τή δάλασσα. " Οταν πέρασα άργότερα άπό τό σημείο πού είχαν άδειάσει τίς βόμβες, ο κάμπος έμοιαζε δλος βαδιά όργωμένος. Έπίτηδες άστόχησαν βέβαια. 'Ήδελαν μόνο νά πανικοβάλουν τούς Γερ μανούς, δέν ηδελαν νά καταστρέψουν τίς έγκαταστάσεις, γιατί ηξεραν δτι ο πόλεμος τελείωνε κι δλα αύτά δά τά χρησιμοποιούσαν έκείνοι σέ λίγο. Χρύσιζαν τά στάρια τής Ντομπρουτζάς, ωρ ιμα γιά τό δερισμό, σέ τύ φλωνε τό λιοπύρι, έβραζαν κι οί πέτρες, μιά βαριά ύγρασία κρεμόταν παντού, άνάσα δέν μπορούσες νά πάρεις, μά τελείωνε ο πόλεμος κι αύτό ήταν μιά άνάσα. Ρακένδυτοι κι άξιολύπητοι ήταν ο ί νικη μένοι. Βαδίζανε συντεταγμένοι, διασχίζοντας σέ μακριές σειρές τόν κάμπο. Στεκόμαστε στήν ε'ί σοδο τής μοσίας, τούς προσφέραμε νερό, κανένα τσιγάρο. Τό μυα λό μου πήγαινε στόν "Αντολφ Τζίμμερμαν. Τώρα πού Όλα τέλειωσαν δά πάω στή Βιέννη νά τόν βρώ, έλεγα.
1 94
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Όταν στίς 2 3 Αυγο υστου τού 1944 ό σοβιετικός στρατός περνούσε τόν Δου ναβη, μερ ικά χιλιόμετρα άνατολικά άπό τό Γαλάτσι, εμπαινε στή Ρουμανία ώς εκτελεστής τού συμμαχικού σχεδίου, πού είχε προταδεί άπό τούς Βρετανούς τόν Μάιο τής 'ίδιας χρονιάς. Τήν 'ίδ ια ήμέρα ό Μ ιχαήλ δέχτηκε στό παλάτι τόν στρατηγό Άντονέ σκου, ό ό ποίος είχε μόλις επιστρέψει άπό τή Γερμανία. Ο Μ ιχαήλ άπήλ λαξε τόν «Conducator» ά πό τά καδήκοντά του, διέταξε νά τόν άφοπλίσουν καί τόν εστειλε, ύπόδικο, στή φυλακή. Η εδνική κυβέρνηση, πού συγκρό τησε άμέσως μετά ό βασιλιάς, ήταν άντιπροσωπευτική δλων τών κομμά των καί τών πολιτικών τάσεων. Τό καίριο ύπουργείο Δικαιοσύνης δόδηκε στόν Λουκρέτσιο Πατρασκάνου, φυσιογνωμία τού κομμουνιστικού κινή ματος. Ο Μιχαήλ δέλησε μέ τήν πράξη αύτή νά κ ά νει τό πρώτο άνοιγμα πρ ός τούς Σοβιετικούς, άναγνωρίζοντας ετσι δτι άνήκαν κι αύτοί στό συμμαχικό στρατόπεδο μέ τό όποίο ή Ρουμανία ηδελε άπό καιρό νά συν δεδεί. Στήν πραγματικότητα δμως τό κομμουνιστικ ό κ όμμα τής Ρουμανί ας δέν εκπροσωπούσε παρά ενα ελάχιστο ποσοστό τού πληδυσμού καί πολλά άπό τά δύο χιλιάδες μέλη του βρίσκονταν η στή φυλακή, από τό ' 3 3 κ α ί τ ό '38, η στή Σοβιετική 'Ένωση. Αύτοί ήταν οί περίφημοι « Μοσχοβί τες» πού άνέλαβαν άργότερα τήν ε ξουσία. Στίς 24 Αύγούστου ή Ρουμανία κήρυξε τόν πόλεμο στή Γερμανία καί ο ί ρουμανικές στρατιές μεταφέρδηκαν πρώτα στήν Τρανσυλβανία κι ά ργό τερα στ ό άγριο μέτωπο τής Κεντρικής Εύρώπης, δ που καί πολέμησαν επί μήνες. Άπολογισμός: 1 70.000 νεκροί καί τραυματίες. '
'
'
Ή δ ιασυ μμαχική ε ίρήνη, πού ύπογρ ά φηκε στή Μόσχα στίς 1 2 Σε πτεμβρίου, προέ βλεπε τό ποσό τών 300 εκατομμυρίων δολλαρίων ώς πο λεμική άποζημίωση στή Σοβιετική 'Ένωση εκ μέρους τής Ρουμανίας καί πέρα άπό αύτά, τήν πλήρη κάλυψη τών εξόδων τής σοβιετικής κατοχής. Θεωρητικά ή χώρα βρισκόταν κάτω από τόν ελεγχο μιάς Συμμαχικής Έπιτροπής Έλέγχου στήν όποία μετείχαν ' Αμερικανοί, Βρετανοί καί Σο1 95
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
βιετικοί, άλλά στήν πράξη ο ί Δυτικές Δυνάμεις είχαν ηδη άποφασίσει δτι ή . Ρουμανία δά περνούσε στή σοβιετική σφαίρα ε πιρροής. Μόνον πού δέν είχαν ε νημερώσει ουτε τούς Ρουμάνους πολιτικούς ήγέτες ουτε τόν Μι χαήλ. Τόν 'Οκτώβρ ιο τού '44, δταν ό Τσώρτσιλ καί ό Τ Ηντεν βρέδηκαν στή Μόσχα χωρίς τόν Ρούσβελτ, ό βρετανός πρωδυπουργός προώδησε άκόμα περισσότερο τίς προτάσεις του. Το μόνο δέμα πού έμενε πιά νά συζητη δεϊ ήταν τό λεγόμενο «παζάρεμα τών ποσοστών». Ά πό τά « Ά πο μνημονεύματα» τού Winston S . Churchill τής 9ης 'Οκτω βρίου τού '44 άντιγράφω: Η στιγμή ήταν κατάλληλη γιά business κι έτσι είπα «ας ρυ{}μίσουμε τώρα τίς βαλκανικές μας ύπο{}έσεις. 'Ο στρατός σας βρίσκεται στή Ρουμανία καί στή Βουλγαρία. "Εχουμε ένδιαφέροντα, άπο στολές καί άv{}ρώπους μας έκεϊ. Μήν μας άφήνετε νά διασταυρω{}ούμε σέ μικρούς δρόμους. Σέ δ, τι άφορα τή Ρωσία καί τήν Βρετανία {}ά δεχόσαστε ένα 90% δικής σας κυριαρχίας στή Ρουμανία, ένα 90% δικής μας στήν 'Ελλάδα καί πενήντα-πενήντα τή Γιουγκοσλαβία;» Μ ετά, έγραψε ό Τσώρτσιλ σ' ενα κομμάτι χαρτί τά ποσοστά πού είχε προτείνει, προσδέτοντας κι ενα 75% τής Βουλγαρίας γιά τήν Σ οβιετική 'Ένωση κι άκό μα κάποιο μοίρασμα τής Ούγγαρίας. «"Εσπρωξα», γράφει, «τό χαρτί πρός τή μεριά τού Στάλιν ό όποίος είχε μόλις άκούσει τή μετά φραση τών λόγων μου. "Εγινε μιά μικρή παύση. 'Ύστερα πήρε τό στυλό του, έκανε έναν μπλέ κύκλο στό χαρτί καί μας τό έπέστρεψε. Τά πάντα είχαν κανονιστεί σέ λιγότερο χρόνο άπ' δ, τι χρειάζεται γιά νά κα{}ίσεις σέ μιά καρέκλα.» '
Π ίσω στή Ρου μανία, ό παραδοσιακός πολιτικός κόσμος, οί ήγέτες τής άριστεράς, ό βασιλιάς, οί κομμουνιστές καί οί εκπρόσωποι τών εδνικών μειονοτήτων προσπαδού σαν νά όργανώσουν τή ζωή τής χώρας, πού έβγαινε άπό μεγάλες πολιτικές περιπέτειες κι είχε άκόμα νά άντιμετωπ ί σει τεράστια χρέη καί σοβαρά κοινωνικά και εδνικ ά προβλήματα. Πολύ σύντομα αρχισε νά γίνεται φανερό δ τι ή παρουσία τών συμμαχικών δυνά μεων, δηλαδή τών Σο βιετικών, άποσκοπούσε στήν ε γκαδ ίδρυση ενός νέου καδεστώτος, φιλοσοβιετικού . " Ομως τό ρουμανικό κομμουνιστικό κόμμα είχε ελάχιστη δύναμη κι άκόμα λιγότερα μέλη. 'Έπρεπε νά κυλήσει κά ποιος χρόνος ωσπου νά βρεδ ούν ο ί λύσεις. Πρός τό παρόν ενα εδνικό μέτωπο ήτάν άπαραίτητο γιά νά κυβερνηδεϊ ή Ρουμανία.
1 96
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μ εσοδιάστη μα
Μόλις ακούσαμε τό διάγγελμα τού βασιλια από τό ραδιόφωνο καί μά δαμε πώς οί Ρώσοι βρίσκονταν απέναντι στό Γαλάτσι, τά χάσαμε. " Ολοι δέλαμε νά φ ύγουν οί Γ ερμανοί καί νά τελειώσει ό πόλεμος. Μά αλλιώς ε'ίχαμε φανταστεί τίς εξελίξεις. Έ μένα μ' ελουσε κρύος ίδρώτας μά δέν ελεγα τίποτα. ' Η ' Ελένη περίμενε τού ς ' Αμερικανού ς κι απογοητεύτηκε . . Ο Ν ικολάκης διασκέδαζε δπως πάντα. « Έχω καί τήν προσωπική μου φρουρά» ελεγε, « δ εκαπέντε ρώσους αίχμαλώτους φιλοξένησα, μπορεί νά γίνω καί ύπουργό ς τώρα » . Μά σέ λίγες μέρες τά μάζεψε κι αύ τός καί ήρδ ε μαζί μας στήν Κωνστάντζα, γιατί ακούστηκαν κάτι ληστείες σέ αγροκτή ματα καί φοβη{)ήκαμε νά τόν αφήσουμε στήν ε ρη μιά τής μοσίας του. Στήν Κωνστάντζα ό κόσμος η τανε μου διασμένος. "Αλλοι δέλαν τού ς Ρώσους, μά φο βόντουσαν δτι δά επαιρναν πίσω τή Βεσσαραβία, αλλοι τρέμαν γιά τά αντίποινα καί τό κομμουνιστικό καδ εστώς, οί λίγοι ' Εβραίοι πού δ ιασώδηκαν εψαχναν ξανά μέρος νά κρυφτούνε καί μόνον ό δή μαρ χός μας ήταν αναφανδόν φιλοσοβιετικός. Έμείς, μόλις εφτασε τό πρώτο κλιμάκιο, ανοίξαμε τό σπίτι στού ς συμ μάχους καί δώσαμε μιά μεγάλη δ εξίωση πρός τιμήν τού σοβιετικού Ν αυ άρχου, ό όποίος ήταν ελληνικής καταγωγής. Ηρδε μέ τό επιτελείο του , εφεραν μαζί κι ενα συγκρότημα μέ μπαλαλάικες, ε φαγαν, τραγούδησαν, χόρεψαν, μέδυσαν κι αρχισαν ο ί αξιωματικοί νά πειράζουν τίς ύ πηρέτριες. Εύτυχώς επενέβη ό Ναύαρχος καί ή δεξίωση έληξε χωρίς επεισόδια. Μά οί Ρώσοι ήρδαν σάν κατακτητές στή Ρουμανία. Φάνηκε αύτό από τίς πρώτες μέρες. Οί στρατιώτες επιδόδηκαν σέ δηριωδίες, κλοπές, κατα στροφές. Τριγυρνούσαν μεδυσμένοι καί χλεύαζαν αγρια δποιον εϋρισκαν στό δρόμο τους. Άκόμα καί τόν φιλοσοβιετικό μας δήμαρχο επιασαν ενα βράδυ, τόν ξεγύ μνωσαν καί τόν αφησαν νά πάει μέ τό σώβρακο στό σπίτι του. Κλεινόμαστε νωρίς τό βράδυ μέσα, αμπαρώναμε καί τραβούσαμε τίς ντουλάπες πίσω από τίς εξώπορτες καί τά παράδυρα γιά ασφάλεια. Σέ λίγο δμως ανέλαβε ή Στρατιωτική Ά στυνομία τήν τάξη κι δλα ήσύχασαν διά μιας. 'Ύστερα μάδα με δτι είχε φτάσει ό στρατηγός Tolbuchin στήν πόλη κι δτι ετοίμαζε από δώ τήν πολεμική επιχείρηση γιά τήν κατάληψη τής Βουλτ
197
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γαρίας. . Ο στρατηγός έπι{}εώρησε δλα τά σπίτια τής Κωνστάντζας καί διάλεξε τό δικό μας ώς πιό κατάλληλο γιά άρχηγείο. 'Έρχεται, λοιπόν, πρωί-πρωί ή ρου μανική άστυνομία μέ δυό ρώσους στρατιώτες καί μας λένε δτι πρέπει νά άφήσουμε τό σπίτι, έπιπλωμένο δπως ήταν, καί νά φύγουμε ως τίς εντεκα τό πρωί. "Αφησαν τούς δυό στρατιώτες νά φρου ρούν τήν ε'ί σοδο, μήπως βγάλουμε κανένα επιπλο εξω, κι ε φυγαν. Μάνι-μάνι έμείς σηκώσαμε μερικά χαλιά, τά πετάξαμε άπό τό παράftυ ρο στήν αύλή ένός γείτονα Τούρκου, βάλαμε δ,τι μπορέσαμε σέ βαλίτσες κι έγκαταλείψαμε τό μέγαρο πού χτίσαμε μέ κόπο κι άγωνίες. Έγώ είχα μετακομίσει άπό καιρό στό σπιτικό πού φτιάξαμε νιόπαντροι μέ τήν ' Ελέ νη. " Ο μως τό γραφείο μου ήταν πάντα στό οίκογενειακό μέγαρο. Στήν παράδοση πού εγινε στίς εντεκα κάποιος ρουμάνος άστυνομικός εκανε μιά ύποτυπώδη καταγραφή τών άντικειμένων. Μας εβαλαν μετά καί ύπογράψαμε τόν κατάλογο -άντίγραφο δέν ύπήρχε- καί κράτησαν οί Ρώσοι τό χαρτί. Έ κείνη τήν ωρα βέβαια δέν σκέφτεσαι τά επιπλα, μόνο τή ζωή σου κοιτας νά σώσεις. Καί ή περιπέτεια αρχιζε. Λίγες μέρες άργότερα, ό σοβιετικός στρατός εμπαινε στήν Βάρνα κι ό πε{}ερός μου καλωσόριζε τόν στρατηγό Τολμπιούκιν μ' ενα κιβώτιο άπό τά έκλεκτότερα ποτά του . . Ο στρατηγός έν{}ουσιάστηκε κι εστειλε εναν ταγματάρχη νά εύχαριστήσει τόν Τσουκατο. Τόν ρώτησε αν έπιftυμoύσε τίποτα κι ό Τσουκατος ζήτησε τήν αδεια νά έλ{}ει στήν Κωνστάντζα νά έπισκεφ{}εί τήν κόρη του. Είχε κοντά πέντε χρόνια νά τή δεί. . Ο ταγματάρ χης διαβίβασε τήν έπιftυμία τού πε{}ερού μου καί σέ δυό μέρες έπέστρεψε στό σπίτι λέγοντας δτι ενα άμφίβιο αύτοκίνητο περιμένει εξω γιά νά πάει τόν κύριο Τσουκατο στήν Κωνστάντζα . . Ο πε{}ερός μου ελειπε δμως. 'Έτσι ό ταγματάρχης πήρε τή μητέρα τής ' Ελένης καί τόν άδελφό της. 'Έφτασαν βράδυ μέ συσκότιση, ψυχή στούς δρόμους κι είδαν κι επα {} αν γιά ν ά βρούν τό σπίτι. Μέ τά πολλά μας βρήκαν. " Αρχισαν νά χτυπούν τήν πόρτα μά πού ν' άνοίξουμε. Είχαν ερ{}ει άπό νωρίς δυό ρώσοι στρατι ωτικοί γιά νά έπιτάξουν ενα δω μάτιο καί ή . Ελένη τούς είπε δτι έλειπα έγώ, δέν τούς ανοιξε, κι είπαν δτι {}ά γύριζαν τό βράδυ. Άκούγαμε φωνές λοιπόν καί ρώσικα, κα{}όμασταν στό σκοτάδι καί κάναμε δτι κοιμόμαστε ωσπου νά φύγουν. Κάποια στιγμή πιά, πού παράγινε τό κακό, παίρνω μιά σφυρίχτρα κι άρχίζω νά σφυρίζω γιά νά μας άκούσει ή ρωσική άστυνομία καί νά ' ρ{}εί νά βοη{}ήσει. Η ' Ελένη μάζεψε σ' ενα μπόγο τά κοσμή ματά της καί τά έδωσε στόν Ν ικολάκη πού τά κρέμασε μ' ενα σκοινί στό παρά {}υρο τού φωταγωγού γιά νά μήν τά βρούνε. ' Από τίς φωνές καί τά χτυπή ματα σηκώ{}ηκε ή γειτονιά στό πόδι. Τέλος, μέ τά πολλά, μέσα στή φασα ρία, άναγνώρισε ή . Ελένη τή φωνή τής μητέρας της. 'Έ , φαντάζεστε τί .
1 98
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
εγινε. 'Όλη νύχτα κλαίγαμε κι δλη μέρα μιλούσαμε. Γνώρισε καί τήν εγγόνα της ή γιαγιά, νέες χαρές, νέες συγκινήσεις, δέν ξέραμε τί νά κάνουμε γιά νά τούς περιποιηδού με. 'Ή τανε τόσο άναπάντεχο. Φιλέψαμε καί τόν ταγμα τάρχη μέ τόν όδηγό του, οί άποδήκες μα ς ήταν πάντα γεμάτες, τούς στρώσαμε νά κοιμηδούνε, εκανε μπάνιο ό ταγματάρχης -ητανε κατάκο πος- καί νωρίς τό αλλο βράδυ τούς άποχαιρετήσαμε. Πετούσε ή , Ελένη άπ' τή χαρά της, περίμενε πιά πώς καί πώς νά φέρει ό ταγματάρχης καμιά φορ ά καί τόν πατέρα της, μά ό Τσουκατος δέν κατάφερε νά ερδει. 'Έγινε φίλος δμως μέ τόν ταγματάρχη κι δταν επρόκειτο νά φύγει κανένας άξιω ματικός μέ άποστολή γιά τήν Κωνστάντζα, δλο καί μας εστελνε άπό κείνα τά εξαιρετικά του ποτά, κονιάκ, λικέρ καί τέτοια. Μερικούς μήνες άργότερα, επειδή εμπορευόμαστε ε σπεριδοειδή καί τό κέντρο ήταν τό Βουκουρέστι, άποφασίσαμε νά άνοίξουμε ύποκατά στημα στήν πρωτεύουσα τό όποίο δά άναλάμβανα εγώ. Βρήκαμε κι άγορά σαμε ενα πελώριο ο Ικόπεδο κοντά στήν άγορά τής χονδρικής πώλησης, στό Obor, μετατρέψαμε τά κτίσματα πού ύπήρχαν σέ καταστήματα, σπίτι, ξενώνα κι άποδήκες, είχε καί μιά μεγάλη αύλή μέ δέντρα στή μέση, βάλαμε μπόλικα λουλούδια καί μετακομίσαμε στό Βουκουρέστι. Δέν είμαστε βέ βαια στ,ό κέντρο, μά μιά μέ τόν ξενώνα, αλλοτε μέ τά ξακουστά τραπέζια τής ' Ελένης, ε'ί χαμε πάντα καλή συντροφιά καί πολλούς νέους άνδρώ πους κοντά μα ς . Τά τραπεζώματα κατέληγαν συνήδως σέ χορό κι ό χορός τελείωνε συνήδως τά ξημερώματα. 'Έτσι κάποιο πρωί βλέπουμε τρείς μα στόρους στήν αύλή μας. Ήταν εφοδιασμένοι μέ ύλικά κι ήταν ετοιμοι νά άρχίσουνε δουλειά. Τρέχω λοιπόν καί τούς ρωτώ τί συμβαίνει. « Ή ρδαμε γιά τήν πίστα τού χορού πού παραγγείλατε» μού άπαντούν. " Οταν ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις μού δώσανε ενα σημείωμα κάποιου πολιτικού μηχανικού άπ' τήν παρέα. «Γιάνκο, νομίζω δτι μιά πίστα στήν αύλή είναι άπαραίτητη» . ' Υπογραφή, «Κονταξής». Μετά αρχισαν καί οί άνταποδόσεις. Άπό τά πολλά καλέσματα δέν δά ξεχάσω τήν δ εξίωση πού εδωσε ό πεδερός τού φίλου μας τού Λιούη, ό εβραίος τραπεζίτης Πρεζέντης, πρός τιμήν τού Γεχούντιν Μενουχίν. 'Έμεινα αφωνος μέ τόν πλούτο τών ' Εβραίων. Τό σπίτι ήταν σωστό άνά κτορο. Οί κυρίες φορούσαν κάτι κοσμήματα καταπληκτικά, κάτι γούνες πανάκριβες. Τό Βουκουρέστι ζούσε άκόμα τίς παλιές του δόξες. Παρά τά προ βλήματα καί τίς μεταπολεμικές ο Ικονομικές δυσχέρειε ς τό εμπόριο πήγαινε καλά. ' Η δική μου δουλειά ήταν Ιδ ιαίτερα κουραστική γιατί είχα συνέχεια πρωινές παραλαβές, μεταφορές, φορτώσεις καί άπο199 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
στολές. ' Από τόν σταδ μό στήν κεντρική άγορά η στίς άποδήκες πού βά ζαμε τά τυροκομικά κι ϋστερα πάλι στόν σταδ μό καί μετά στό μαγαζί, δλη μέρα αύτή ή δουλειά γινόταν. Τόν ενάμιση μήνα μάλιστα πού παραλαμβά ναμε τά άρνιά, ετρεχα δίχως σταματημό. " Αφηναν δμως καλό κέρδος κι ετσι αξιζε ή ταλαιπωρία μου. Κάδε μέρα στίς εξι τό πρωί παραλάμβανα ε'ί κοσι καλάδ ια σκεπασμένα καί ραμμένα. Κάδε καλάδι είχε δέκα άρνιά. 'Έ πρεπε νά άνοιχτούν τά καλάδια, νά κρεμαστούν τά άρνιά καί νά επι στραφούν τά αδεια καλάδια γιά τήν καινούρια άποστολή. Μετά προωδού σα τά άρνιά στήν Άγορά. Αυτό γινόταν καδημερινά. Άργότερα προσέλα βα γραμματέα στό γραφείο τόν Χαρίλαο τόν Σαμαρτζίδη καί πήρα μιάν άνάσα, τουλάχιστον σέ δτι άφορούσε τή γραφική δουλειά. , Ο Σ αμαρτζίδης εγκαταστάδηκε οΙκογενειακώς στόν ξενώνα μας, πού είχε γίνει κέντρο διερχομένων συγγενών, φίλων καί φοιτητών. Καταδιωκό μενοι, αρρωστοι, άνήμποροι, άναξιοπαδούντες καί περαστικοί, δικοί μας καί ξένοι, δλοι φιλοξενήδηκαν εκεί. ' Ο άδελφός μου ό Δανιήλ ήταν τακτι κός ε πισκέπτης. ' Ο Γιάννης ό Γεωργίου πού τόν κυνηγούσαν οί κομμουνι στές εμεινε πολλούς μήνες εκεΙ 'Ύστερα ήρδ ε αρρωστη βαριά ή Πόπη Μιχαλάκη. Ο άνηψιός μου ό Στελλάκης, φοιτητής στό Πανεπιστήμιο καί ή Ρίκα, φοιτήτρια κι αυτή. Κόσμος καί ντουνιάς πέρασε άπό τό στέκι μας. ' Η κατάσταση δ μως δλο καί χειροτέρευε. Ο κόσμος εστελνε χρή ματα εξω, παρά τίς ρητές άπαγορεύσεις καί τή διαταγή δσοι εχουν λίρες η καταδέσεις στό εξωτερικό νά τίς δηλώσουν τό ταχύτερο. Βλέποντας κι εγώ νά σφίγγουν τά πράγματα άποφασίζω νά διαπραγματευτώ τήν άπο στολή 30.000 ελβετικών φράγκων μέ τόν Πρεζέντη που τού είχα άπόλυτη εμπιστοσύνη. Ε'ίχαμε πολλά χρήματα στό ταμείο εκείνη τήν εποχή καί τό ηξερε τό κεντρικό μας κατάστη μα, γιατί τούς εστελνα κάδε μέρα ραπόρτο τού ταμείου μου. Δέν είπα δμως τίποτα. Βάζω λοιπόν τά χρήματα στόν χαρτοφύλακ ά μου καί πάω στήν τράπεζα νά συναντήσω τόν Πρεζέντη. Ευτυχώς η δυστυχώς, μέχρι σήμερα δέν ξέρω, ό Πρεζέντης ελειπε καί κ άδισα νά τόν περ ιμένω. Στό διάστημα αυτό ερχόμουν σέ επικοινωνία μέ τό γραφείο μου γιά νά μαδ αίνω νέα. Κάποια φορά σηκώνει ό Δανιήλ τό τηλέφωνο' είχε μόλις ερδει άπό τήν Κωνστάντζα καί μ' εψαχνε. Τού λέω δτι περιμένω τόν Πρεζέντη καί τού εξηγώ, άπ' εξω-άπ' εξω, περί τίνος πρόκειται. Μού λέει νά επιστρέψω άμέσως στό γραφείο μέ τόν χαρτοφύ λακα. Έπέστρεψα άρκετά εκνευρισμένος. 'Όταν μού άνακοίνωσε δτι είχε παραγγείλει δυό βαγόνια ρύζι πού ερχονταν άπό τή Βουλγαρία κι επρεπε νά τά πληρώσω, μού άνέβηκε τό αίμα στό κεφάλι. Θυμήδηκα καί τόν γέρο Πόρτολο πού είδε τό κατάστημα γεμάτο ε μπορεύ ματα καί εβαλε τίς φω νές: « είστε στά καλά σας! άντί νά στέλνετε τά λεφτά σας εξω, μέ δποιο '
'
200
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τρόπο μπορείτε, τά κάνετε εμπορεύματα ε σείςj» κι αρχισα καί γώ νά φωνά ζω. Έξήγη σα στόν Δανιήλ δτι τό έλβετικό φράγκο άπό 9 λέι εφτα σε 1 5 λέι καί κάf1ε μέρα άνεβαίνει, άλλά εκείνος ήταν άνένδοτος. « Έ μείς έίμαστε εμποροι κι σχι τραπεζίτες» μού άπάντησε. 'Έτσι πληρώ σα με τά δυό βαγόνια ρύζι πού ήρf1αν άπό τή Βουλγαρία καί γλυτώ σαμε άπό σίγουρο ξύλο καί φυλάκιση . Γ ιατί ο ί Ρουμάνοι συνέ λαβαν πολλούς άπ' αύτούς πού είχαν στείλει χρή ματα στήν . Ελβετία καί τούς άνά γκασαν, μέ αγριες μεf1όδους, νά στείλουν κάποιον δικό τους νά ε ίσπράξει τά χρή ματα καί νά τά φέρει πίσω. Γ ι' αύτό τό f1έμα δημιουργή f1ηκε πολιτικό επεισόδιο μέ τήν . Ελβετία. Πώς εμαf1ε ή Ρουμανία τά όνό ματα τών καταf1ετών καί ποιός παραβία σε τό τραπεζικό άπόρρητο; Έμείς χ ά σαμε μόνον χρή ματα κι εμπορεύματα, γιατί σέ λίγο καιρό μας κρατικο ποίη σαν. Οί αλλο ι δμως καί τά λεφτά τους εχα σαν καί ξύλο εφαγαν καί φυλακίστηκαν. " Αρχισαν λοιπόν ο ί κρατικοποιή σεις, ο ί άπαγορεύσεις, οί διώξεις. ' Από τή μιά μέρα στήν αλλη χάνονταν διάφοροι πολιτικοί' αλλος ύπέβαλλε πα ραίτη ση, αλλος βρισκόταν φυλακή. Άπό τίς εφη μερίδες δέν μπορού σε κανείς νά καταλά βει τίποτα μά τά νέα άπό τό σταf1μό τού τραίνου καί τήν άγορά, τίς τράπεζες καί τά ύπουργεία εκαναν τόν γύρο τής πόλης κι ό καf1ένας εδινε τή δ ική του ε κ δ οχή καί προ σ έf1ετε η ά φαιρούσε κάποια πληροφορία κατά τήν κρίση του. Ε'ίμαστε ε ντελώς άποκομμένοι. Δίχως ε ίδή σεις, δίχως εξηγή σεις. Τό μόνο σ ίγουρο ήταν δτι οί κομμουνιστές καί οί λεγόμενοι «μοσχοβίτες» είχαν άναλάβει δλα τά πόστα. " Ανοιξη τού ' 48, αν f1υμούμαι καλά, Μάιο η ' Ιούνιο, κρατικοποιήf1ηκαν οί τράπεζες, ο ί μεγάλες βιομηχανίες καί οί άλευρόμυλοι, οί ά σφαλιστικές εταιρείες, τά όρυχεία κι δλα τά μεταφορικά μέ σα. Κάf1ε μέρα άκούγαμε κι άπό κάτι. Έργοστά σ ια, επιχειρή σεις, εργολαβικά γραφεία καί «τράβα κορδέλα», ή κατά σταση εγινε άπελπιστική. Οί δικοί μου μάζευαν λίρες καί δολλάρια. ' Αποφα σ ίσαμε κάποτε μέ τό ν Δανιήλ, πού είχε βάλει πιά μυαλό , νά κρύψουμε τίς λίρες στήν άποf1ήκη πού βάζαμε τά καυ σ όξυλα, δίπλα στόν ξενώνα. Τίς βάλαμε σ' ενα τενεκε δένιο κουτί, τό κλείσαμε καλά, σκάψαμε στά f1εμέλια τής άπο{}ήκης , βγά λαμε μιά μεγ άλη πέτρα, χώ σαμε τό κουτί στό χώμα, ξαναβάλαμε τήν πέτρα άπό πάνω, κλείσαμε καλά τήν κρυψώνα μέ χώμα καί ή συχά σαμε. Μετά άπό λίγο διάστη μα, επίταξαν τόν ξενώνα κι ε στειλαν μάλιστα κι ενοικια στή. Αύτός παράγγειλε μισό βαγόνι καυ σόξυλα καί τά τοποf1έτη σε στήν άποf1ήκη, στ ό ση μείο πού κρύψαμε τό κουτί μέ τίς λίρες. Τί άπέγινε εκτο τε ό f1η σαυρός, αγνωστο. Έ μείς πάντως δέν καταφέραμε ποτέ νά ξαναμ201
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πούμε ουτε στόν ξενώνα ουτε στήν άπο{}ήκη μας. Στό μεταξύ, ή . Ελένη, πού περίμενε παιδί, μεταφέρ{}ηκε στήν κλινική τού Gerota, μιά άπό τίς καλύτερες κλινικές στό Βουκουρέστι. . Η δεύτερη κόρη μας γεννή{}ηκε στίς 5 Ν οεμβρίου τού 1 948, τήν ή μέρα πού κρατικο ποιή{}ηκαν δλες οί ίδιωτικές κλινικές τής χώρας. 'Έτσι καί τά δυό παιδιά μας γεννή{}ηκαν σέ σημαδιακές μέρες, μόνον πού μέσα σέ πέντε χρόνια τά σημάδια καί οί καιροί είχαν άλλάξει τελείως. Βιαστήκαμε νά κάνουμε τή βάφτιση πρίν πέσει καμιά γερή παγωνιά καί κρυώσει τό κοριτσάκι μας. Ν ουνός ζήτησε νά γίνει ό Βασίλης Βασιλεί ου, ό γιός τής άδελφής μου τής Μάρ{}ας. Ηταν έξαιρετικό παιδί, σπουδαί ος έπιστήμονας, άριστούχος τής Ecole Centrale στό Π αρίσι κι είχε λαμπρή σταδ ιοδρομία μπροστά του. 'Ήτανε διευ{}υντής στό έργοστάσιο άεροπλά νων στό Μπρασόβ, στά τριάντα του χρόνια, κι αν δλα πήγαιναν καλά {}ά μπορούσε καί ύπουργείο νά άναλάβει. Μας άγαπούσε πολύ κι η{}ελε νά βαφτίσει αύτός τή Ντέπη γιατί ό 'ί διος δέν είχε άκόμα φτιάξει οίκογένεια. Τήν ή μέρα τής βάφτισης μας τηλεφώνησε ή άδελφή του νά μά{}ει μή πως ό νουνός είχε ερ{}ει άπό νωρίς στό σπίτι. Έ κείνη τόν εψαχνε άπό τήν παραμονή. Τό πρωί ήρ{}ε, λέει, ή ' Αστυνομία καί τόν ζητούσε . . Η <.δρα τού μυστηρίου πλησίαζε, ό κόσμος κατέφ{}ανε, ήρ{}ε κι ό παπάς, άλλά μάταια περιμέναμε τόν νουνό. Τέλος, τό Δεσποινάκι μας, τή Ντέπη, τό βάφτισε ή Άνζέλ Μυλωνιάδη, κόρη τού οίκογενειακού μας φίλου Σάπαρη. Τά 'ίχνη τού Βασίλη χά{}ηκαν γιά τρείς μήνες. ουτε ή άδελφή του μπόρεσε νά βρεί ακρη ουτε καί κανείς δεχόταν νά μιλήσει γιά τό {}έμα αύτό . . Ο Βασίλης Βασιλείου ήταν πρόσωπο άνύπαρκτο. Λίγες μέρες μετά τή βάφτιση κατέφ{}ασαν τρείς κρατικοί ύπάλληλοι στό μαγαζί. Ό ενας ήταν τού Ύπουργείου Ο ίκονομικών, ό αλλος τής Οίκονομικής Έφορίας, ό τρίτος τής Άστυνομίας. Είχε ερ{}ει ή σειρά μας γιά κρατικοποίηση. Μέ διέταξαν νά κλείσω τό κατάστημα καί τό γραφείο, νά παραδώσω τά κλειδιά τού ταμείου, κι εβαλαν εν αν φρουρό νά φυλάει άπ' εξω. Κατέγραψαν δλα τά έμπορεύ ματα, κατέγραψαν τά μετρητά τού ταμείου, πήραν δλα τά εγγραφα καί τίς άποδείξεις τών έμπορευ μάτων πού ε'ίχαμε φυλαγμένα στά ψυγεία τής Άγορας, ύπέγραψαν καί οί τρείς δλα τά χαρτιά, μ' εβαλαν κι έμένα νά ύπογράψω κι έτοιμάστηκαν νά φύ γουν. Τούς ζήτησα τότε ενα άντίγραφο τής καταγραφής. Μού είπαν δτι είναι τελείως περιττό. Μέ αφησαν σύξυλο κι εφυγαν. Δυό ώρες μετά ήρ{}αν φορτηγά δικά τους. Φόρτωσαν δ,τι είχαν καί δέν είχαν μέσα οί άπο{}ήκες, δλο τό έμπόρευμα τού μαγαζιού, άκόμα καί τίς βιτρίνες αδειασαν, κι ε μεινα έγώ νά κοιτώ τούς τέσσερεις τοίχους. Τήν 'ίδια μέρα άκύρωσαν καί τήν άξία τού λέι. 'Έκοψαν καινούριο νόμιτ
202
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
σ μα, πλήρω σαν μ' αυτό του ς κρατικου ς υπαλλήλους δ εκαπενδή μερο κι αφη σαν έκατομμυ ρια αwρώπους δίχως δεκάρα στήν τσέ πη. , Η Ελένη έπέ στρεψε έκείνη τήν ωρα από τήν Κωνστάντζα καί βρέttη κε στό σταttμό φορτωμένη, δίχως κανείς νά δ εχτεί νά τή βοηδή σει. Οί αχttοφόροι δέν επαιρναν πιά λέ ι. Μόλις αντιλήφttηκε ή , Ελένη τί είχε συμ βεί, ανοιξε τήν τσάντα μέ τά τρόφιμα, εδ ωσε ψωμί καί κασέρι στόν αχttοφό ρο, τά υπόλοιπα στόν όδηγό, που κατεwου σ ια σ μένος τήν ε φερε στό σπί τι. Μ πήκε μέ τό χαμόγελο στό στόμα ή ttαρραλέα γυναίκα. «Γιάνκο, μεί ναμε χωρίς έμπόρευμα καί χρή ματα, δέν μας αφη σαν τίποτα, βλέ πω. Πό σες φορ ές ξανάρχισες από τήν αρχή στή ζωή σ ου; " Αλλη μιά τώρα. Τώρα είμαι κι έγώ κοντά σου». '
Δέν αφη σ α πολλές μέρες νά περά σ ουν, γιατί ttά τρελαινόμουνα. Αυτά υ πο αντίκρυ σα έκείνον τόν καιρό στό Βουκουρέστι μέ συντάραξαν. Άνα στατώttηκα. Συχν ά ενιωttα βαttιά απελπισ μένος. Δέν ημουν δεκάξι καί ε'ίκο σ ι χρόνων πιά. Κόντευα τά πενήντα. Είχα δυό μικρά παιδιά, εβλεπα αλλιώς τίς συμφορές τού κό σ μου. Κανείς πλού σ ιος δέν έπιτρεπόταν νά δουλέψει. Μόνον έργάτες καί τεχνίτες-βιοτέχνες είχαν δικαίωμα νά κρατούν ενα μικρό μαγαζάκι μ' εναν έργάτη τό πολύ. Τά μόνα έλεύttερα έπαγγέλματα ήταν τσ αγγ ά ρης, υδραυ λικός, ζαχαροπλάστης, μικρο μπακάλης. Πολλοί γνωστοί καί φίλοι πήγαι ναν σέ έργο στά σια νά βρούνε δουλειά μά μόλις βλέπανε τόν φάκελό τους τού ς πετού σαν εξω. ουτε έργάτες τού δήμου τούς παίρνανε, ουτε γαλατά δες, ουτε μεταφορείς. Δέν είχαν πιά τρόπο γιά νά ζή σουν. Πουλού σαν δ,ΤΙ είχαν καί δέν είχαν. 'Έβλεπες καttημερινά στού ς δρόμους νά γίνονται αγο ραπωλησίες -κο σ μήματα, α ση μικά, {}η σαυροί όλόκληροι- γιά λίγο ρύζι, μακαρόνια ij ζάχαρη. Τό παζάρι γινόταν στήν ακρη τού Βουκουρεστίου. Έκεί μαζεύονταν πλού σ ιοι καί φτωχοί. Άγόραζαν ο ί φτωχοί σέ έξευτε λι στικές τιμές ij καί μέ πληρωμή σέ είδος, χαλιά, σ ερβίτ σ ια, χρυ σαφικά, μακριά φορέματα, φράκ, κουρτίνες κι δ,ΤΙ μπορεί νά βάλει κανείς μέ τό νού του. Η ανttρώπινη αξιοπρέπεια καί ό έξευτελισμός, ή αρχοντιά καί ή ανάγκη, ή στέρη ση, ή πείνα, ή τιμή καί ή υπόληψη, δλα που λιόνταν έκεί, σέ έκείνο τό φοβερό παζάρι, μαζί μέ τά κινέζικα βάζα καί τίς μπουχάρες, τά ζαφείρια, τά σμαρ άγ δια καί τά «γκαλέ », τά καπέλα, τά φτερά καί τά πού πουλα. Θη σ αυροί αλλαξαν χέρι μέ σα σέ λίγες μέρες. Πολλοί πλού σιοι πού είχαν φυ λαγμένα δολλάρια καί χρυσές λίρες τά που λού σ αν στή μαύρη αγορά καί ζού σαν. " Ο μως τό πήραν είδη ση κι αυτό οί αρχές κι αρχισαν τίς συλλήψεις καί τίς ανακρίσ εις. Πού εβρισκαν τά '
203
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
χρήματα αύτοί αφού δέν είχαν δουλεια ; Πώς ζού σ αν; 'Άνοιξε τότε μιά κρατική λα·ίκή άγορά μέ πολλά μαγαζιά δπου μπορού σε ό καfJένας νά πουλή σ ει τά πράγματά του έπίσημα. Πήγαινες δηλαδή τό έμπόρευμα πού είχες, κανόνιζες τήν τιμή καί τό αφηνες παρακατα{]ήκη. " Οταν τό μαγαζί πουλού σ ε τό αντικείμενο, κρατού σε μιά προμήfJεια, σ ού έδινε τό ύπόλοι πο, η δ,τι τέλος πάντων είχε συμφωνηfJεί, κι επαιρνες μαζί μιά σχετική βεβαίω ση, τήν όποία fJa εδειχνες αν σ έ φωνάζαν στήν α στυνομία γιά άνά κριση. Βέβαια τό λαfJρεμπόριο καί ή μαύρη αγορά δέν σταμάτη σαν, γιατί αρκετοί προ σπάfJησαν νά πουλή σ ουν τά ύπάρχοντά τους έκτός κρατικών μαγαζιών γιά νά κερ δίσουν κάτι παραπάνω. Μά τό Βουκουρέστι είχε γε μί σει άπό συνεργάτες τής ά στυνομίας, πράκτορες καί πληροφοριοδότες. Γίνονταν συνέχεια συλλήψεις. "Αν δέν γνώριζες καλά κάποιον ανfJρωπο δέν τολμού σες ουτε καλη μέρα νά πείς. Δρακόντεια μέτρα καί σατανικοί τρόποι τ σάκισαν εν αν όλόκληρο κό σ μο. Χά{]ηκε κάfJε ανfJρωπιά καί καταντή σαμε δλοι αν{]ρωπάκια. Καχύ ποπτοι, ύπολογιστές, άδύναμοι καί τρομαγμένοι. 'Ένα πρωί, βγαίνοντας άπό τό σπίτι, καfJώς εκλεινα τήν πόρτα τής αύλής, διέκρινα μιά σκιά πού παραφύλαγε στή γωνία. Μαντάλω σ α καλά καί προχώρη σα στή μέ ση τού δρόμου γιά νά φαίνομαι ά πό παντού. Φοβό μασταν τότε καί τό στρίμωγμα στίς γωνιές η στίς είσόδους τών σπιτιών, αλλά καί τίς «έξαφανίσεις» πού όργάνωνε μέ κουκουλώματα ή μυ στική α στυνομία. Διασχίζω τόν δρόμο κι ό αγνω στος δ ιασχ ίζει μαζί μου, σέ μικρή από στα ση πιά. Κοντοστέκομαι, τόν κοιτώ, ήταν ενας πρώην ύπάλληλός μου πού εκανε τή fJητεία του στό στρατό. «' Ο Βα σ ίλης ζεί» μού λέει. «Είναι καλά. Τόν εφεραν πρώτα στίς στρατι ωτικές φυλακές πού ύπηρετώ έγώ. Τόν είδα στό κελί του. Προχτές τούς πήραν γιά αλλού. Μήν άνη συχ είτε. " Ακου σα δτι δέν εχει καμιά κατηγορία σέ βάρος του. Κάποιος φίλος του τόν κάρφω σε . Νομίζω ενας ρουμάνος μου σ ικός». Δέν είπα τίποτα σέ κανέναν γιά νά μήν έκfJέσ ω τόν νεαρό. Μέ ζώ σαν δμως μαύρα φίδια. ' Ο Βα σ ίλης είχ ε, πράγματι, εναν όδελφικό φ ίλο μου σ ι κό. Ηταν μαζί στό σχο λείο, μαζί σπούδα σαν στό Παρίσ ι, μαζί πήγαιναν διακοπές, μαζί δια σκέδαζαν. Δέν μπορού σα νά τό πιστέψω. " Ω ς έκεί λοι πόν εφτα σ ε ή ανfJρώπινη όδυναμία; Τίποτα δέν fJa απομείνει δρδιο μέ σα σ' αύτήν τήν καταιγίδα; Σέ δλα αύτά fJέλησα νά αντιδράσ ω μέ τόν δικό μου τρόπο. Είχα οίκογέ νεια νά fJρέψω, μικρά παιδιά. Κι αν δέν είχα πιά έμπόρευμα καί χρήματα, είχα χέρια, μυαλό καί πείρα. Μού αφη σαν ενα μαγαζί μέ τέ σσερεις τοίχους κι ενα μεγάλο παράδυρο. Τό παράδυρο λοιπόν. Αύτό fJa έκμεταλλευτώ τ
204
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τώρα. 'Έκανα μιά μικρή ερευνα. Βρήκα μιά γυάλινη κατασκευή μέ τρία μεγά λα δοχεία, δπου παλιά εβαζαν σιρόπι άπό λεμόνι, πορτοκάλι καί βύσσινο, άγόρασα κι ενα βαρέλι μέ νερό ανδρακικό κι αρχισα νά φτιάχνω καί νά πουλώ λεμονάδες πορτοκαλάδες μέ τό ποτήρι. Κόσμος μπόλικος περνού σε από τό παρά{}υρο, γιατί τό μαγαζί ήταν κοντά στήν αγορά, κι ετσι είχα αρκετή κίνηση. 'Έπιασαν καί κάτι πρώιμες ζέστες, δούλεψε τό παρά{}υρο. Πάνω πού στριφογύριζα μιάν ίδέα γιά σωστότερη εκμετάλλευση τού σωτήριου παραWρου μου, ακούω τήν αύλόπορτα νά ανοίγει μαλακά καί βλέπω εναν σκυφτό ασπρομάλλη αν{}ρωπο, ρακένδυτο καί ξεδοντιάρη νά στέκει στό κατώφλι καί νά κοιτάζει τά λουλούδια. Κατάλαβε δτι τόν πήρα ε'ίδηση. Γύρισε καί μέ κοίταξε 'ίσια στά μάτια. Ηταν ό Βασίλης. Θεέ μου, ό Βασίλης ό Βασιλείου, ό ανηψιός μου. 'Έκλεισα τό παρά{}υρο κι ετρεξα στήν αύλή φωνάζοντας στήν ' Ελένη πώς γύρισε ό Βασίλης, γιά νά κάνει τουλάχιστον αύτή δτι τόν γνώρισε. Ηταν αγνώριστος. Σακατεμένος, μέ σπασμένα δόντια, μέ αλλαγμένο πρόσωπο, ενα ερείπιο. Μόνον τά μάτια του ελαμπαν δπως παλιά . Τά χέρια του καί ή φωνή του ετρεμαν. Δ έν ηδελε νά μάς εξηγήσει τίποτα. Τόν εβαλαν νά ύπογράψει δτι δέν δά μιλήσει πουδενά, αλλιώς δά ύπέγραφε μόνος του τήν καταδίκη του, καί τό μόνο πού μάς είπε είναι δτι κάποιο λάδος είχε γίνει καί χρειάστηκαν πολύ μηνες δ ιατυπώσεις καί ερευνες γιά νά εξακριβωδούν οί εσφαλμένες πληροφορίες καί ή καταγγελία πού ύπήρχε σέ βάρος του. Ζήτησε νά δεί τά κορίτσια, είχε επι{}υμήσει τό κλάμα τής βαφτισιμιάς του, μάς είπε, κ ι δταν πήγε ή ' Ελένη νά κοιμήσει τό παιδιά μού εξήγησε τί ήταν ακριβώς αύτές οί πολύμηνες «διατυπώσεις». «Τήν παραμονή τής βάφτισης, κάποιοι μού χτύπησαν τήν πόρτα. Ήταν βράδυ καί δέν ανοιξα. Σέ δυό λεπτά ξαναχτύπησε ή πόρτα κι ακου σα τόν γαμπρό μου τόν Μιχαήλο νά μέ φωνάζει. Μόλις ανοιξα πέσαν πάνω μου τρείς-τέσσερεις, μ' εριξαν κάτω, μ' εδεσαν, μού εδεσαν καί τά μάτια καί μέ πέταξαν σ' ενα τζίπ. Φτάσαμε σέ κάποιο στρατιωτικό κτίριο. Μέ ανέβασαν σκάλες, μέ κατέβασαν σκάλες κι δταν τελικά μού ελυσαν τά μάτια βρέδηκα σ' ενα ύπόγειο κελί. Δ έν είχε οϋτε φώς, οϋτε παράδυρο, οϋτε καρέκλα. Στάδηκα ώρες δ ρδιος, οί τοίχοι ήταν ύγροί δέν μπορούσα νά ακουμπήσω. Μετά κοιμήδηκα στό δάπεδο, στίς πλάκες. Ξύπνησα μέ κλωτσιές. " Ενα εκτυφλωτικό φώς επεφτε στά μάτια μου. Δ έν εβλεπα τίποτα καί ήταν αδύνατον νά καταλάβω πού βρισκόμουν. Μού εδεσαν ξανά τά μάτια. Πάλι σκάλες ανέβα κατέβα ωσπου βρέδηκα στό γραφείο κάποιου ανακριτή. τ
τ
205
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Αύτή ή ίστορία κράτησε μέρες. ΚάiJε φορά μέ άνέκρινε καινούριος άνακριτής, κάδε φορά μέ ρωτούσε τά 'ίδια καί τά 'ίδια καί κάiJε φορά, δταν μέ γυρνούσαν στό κελί μου, μέ χτυπούσαν βάναυσα πρίν μού λύσουνε τά μάτια. Κλωτσιές, μπουνιές στό σώμα καί στό πρόσωπο, αγριο ξύλο, πολύ αγριο. Μ' αφηναν λιπόiJυμo μέσα στά α'ίματα κι εφευγαν. Νηστικός καί στά σκοτεινά καδώς η μουν, τραυματισμένος βαριά καί πρησμένος άπό τά χτυπή ματα, είχα χάσει τίς ώρες καί τίς μέρες. Στό ανακριτικό γραφείο τά παραiJυρόφυλλα ήταν κλειστά, μόνον φώτα μεγάλης εντασης ύπήρχαν, κι ήταν αδύνατον νά καταλάβω αν ητανε μέρα η νύ χτα. Μόνον τά χέρια μου εβλεπα, καί τρό μαζα. Αύτά ετρωγαν τίς πρώτες κλωτσιές, γιατί τά εβαζα στό πρόσωπό μου μπροστά νά προστατευτώ δσο μπορούσα. Κάποτε πείστηκαν φαίνεται δτι ή ανάκριση δέν όδηγούσε πουδενά. Δέν είχα τίποτα νά κρύψω, δέν είχα μυστικά, δέν εκανα παρέα μέ ύπό πτους. Μέ ρώτησαν εκατοντάδες φορές γιά καδένα από τά τηλέφωνα καί τίς διευWνσεις πού είχα στήν ατζέντα μου. Πού τούς ξέρω, τί σχέση εχω μ' αύτόν, μ' εκείνον, μέ τόν αλλον. Κατηγορία δέν ύπήρχε καμιά εναντίον μου. , Ο ξυλοδαρμός καί οί κλωτσιές σταμάτησαν μόνον τήν παραμονή πού δά μέ στέλνανε φυλακή. Πού μέ πήγαν δέν ξέρω γιατί καί πάλι μού εδ εσαν τά μάτια καί μέ πέταξαν σάν τσουβάλι μέσα σ' ενα τζίπ. " Ενα τσου βάλι τσακισμένα κόκαλα καί σάρκες ματωμένες. Θά πρέπει νά μέ πήγαν σέ στρατιωτική φυ λακή, γιατί εφταναν πού καί πού παραγγέλματα καί τέτοι οι ήχοι ως τό κελί μου. 'Ύστερα πάλι μέ μετακόμισαν αλλού κι ϋστερα μέ φώναξαν μιά μέρα νά μού αναγγείλουν δτι ο ί δ ιατυπώσεις τελείωσαν. Θά επέστρεφα στό Βουκουρέστι αφού πρώτα ύπέγραφα ενα χαρτί, κάτι σάν εγγύηση, δτι δά τηρούσα μυστική τήν δ ια δικασία τών διατυπώσεων, τήν όποία καί εκριναν απαραίτητη, λόγω τής φύσεως τής δουλειάς μου στή βιομηχανία αεροπλάνων. Γιά λόγους ασφαλείας δέν δά μπορούσα νά γυ ρίσω στή iJέση μου». Αύτά είπε ό Βασίλης, συμβουλεύοντάς με νά κάψω τήν ατζέντα μου πρίν βρεiJώ κι εγώ καμένος, μέ εξόρκισε νά μήν μιλήσω σέ κανέναν, «ουτε σέ συγγενή ουτε σέ φίλο» μού τόνισε, καί μέ αποχαιρέτησε. Είχε ύποπτευδεί αραγε τίποτα γιά τόν παιδικό του φίλο ; Μήπως κα νείς τού τό σφύριξε δπως μού τό πρόλαβαν καί μένα ; Δέν τόλμησα ποτέ νά ρωτήσω. Μού εμεινε πάντως εκείνη ή κουβέντα τού στρατιώτη γιά κάποιον Ρουμάνο, πού κάρφωσε τόν Βασίλη, καί τή συνδύασα τώρα μ' εκείνο τό εντονο «σέ κανέναν, ουτε σέ συγγενή ουτε σέ φίλο» πού μού είπε τό παιδί. Μά δέν είναι εϋκολο νά κατηγορήσεις ετσι, αβασάνιστα, κανέναν. 206
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' Η ίδέα πού στριφογύριζα στό μυαλό μου ήταν άπλή. Μιά καί δυό βρίσκω τόν παλιό μου εργάτη στό ζαχαροπλαστικό εργα στήριο πού έίχα με, τόν Ν ικολάε Μπόνκα, καί το ύ εξηγώ τό σχ έδιο. Αύτός ώς εργάτης είχε δικαίωμα νά πάρει αδεια γιά μικρομάγαζο καί νά προ σλάβει εναν εργάτη. Θά βάζαμε λοιπόν μπρο στά ενα τυροπιτάδικο. Έγώ δά φτιάξω δυό μι κρούς φούρνους στήν αποδήκη καί δά πουλάμε τίς τυρόπιτες στό παρά δυρο. " Ολα τά εξοδα δικά μου, τά κέρδη μισ ά μισ ά. Αύτός δά παρου σ ια στεί ώς ίδιοκτήτης κι εμένα δά μέ δήλωνε στά βιβλία του ώς εργάτη. Αυτός ενδου σ ιά στηκε μέ τήν ίδέα. Καί μέ τή σκέψη μόνον δτι δά γινό ταν ίδιοκτήτης καταστήματος, ετρεξε αμέσως γιά τήν αδεια. Ά πό τήν πρώτη κιόλας μέρα κερδίσαμε τό σ α λεφτά πού οϋτε στ' όνειρό μας δέν τό φανταζόμα σταν. Οί λεμονάδες συμπλήρωναν τίς τυρόπιτες καί τό παρά δυρο μάς απέδιδε μιά χαρά. 'Ένα άπόγευμα πού ζύμωνα βλέπω νά μπαίνει στήν αποδήκη ό Franche Herda , ενας από τούς πιό μεγάλους βιομηχάνους άλευροποιίας στή Ρου μανία. Ήταν Άλσατός στήν καταγωγή, μορφωμένος καί τετραπέρατος. 'Άνοιξε μέ τόν πατέρα του εναν φούρνο στήν άρχή κι εφτα σε νά γίνει βιομήχανος μέ δικούς του αλευρόμυλους καί μηχανοκίνητους φούρνους. Πρίν από τήν κρ ατικοποίη ση τροφοδοτού σε μέ ψωμί τό μισό Βουκουρέ στι. Μ ετά εμειναν στούς πέντε δρό μους κι ό πατέρας του πέδανε από τή στενοχώρια. « Είμαι απένταρος» μού λέει. « Δέν εχω δουλειά καί κανείς δέν μέ παίρ νει οϋτε γιά εργάτη. Έ σένα δέν σέ γνώριζαν καλά στό Βουκουρέ στι κι εγινες ύπάλληλος. Έ μένα μού λένε δτι δέν ύπάρχει δουλειά γιά τούς εκμε ταλλευτές τών εργατών καί μέ χλευάζουνε. 'Έχω μιά πρότα ση πού αν τή δεχτείς δά μέ σώ σε ις. Τά φουρνάκια γιά τίς τυρόπιτες τά χρειάζε σαι λίγες ώρες καί τόν ύπόλοιπο καιρό μένουν άνεκμετάλλευτα. Μπορώ νά τά χρη σ ιμοποιώ εγώ καί νά μοιραζόμαστε συνεταιρικά τά κέρδη. Θά ερχομαι αφο ύ τελειώνετε ε σείς, δά φτιάχνω «κίφλες», δά τίς ψήνω καί δά τίς πουλώ στά πρατήρια. Σέ δλα τά πρατήρια εχουν τοποδετή σει πρώην ύπαλλήλους μου κι αυτοί μέ αγαπούνε. Θά μέ βοηδή σουνε χάρη στήν παλιά μας σχέση, αναπολού νε πάντα τόν παλιό καιρό, είναι καλοί ανδρωποι καί είλικρ ινείς» . Συμφωνούμε λοιπόν, ερχεται τήν επομένη ό Φράνκε, βάζει τήν ποδιά κι αρχίζει τό ζύ μωμα. Τέτοια τέχνη δέν εχω ξαναδεί. Ό Ν ικολάε κι ε γ ώ μείναμε. 'Έ παιρνε όκτώ κιλά άλεύρι, πίεζε τή ζύμη στά χέρια του καί τή δούλευε μέ τέτοια επιδεξιότητα, τό σο εϋκολα κι ώραία, πού δέν λέγεται. Μέ ταχύτητα καταπληκτική καί δαυμαστή ακρίβεια εκοβε τή ζύμη σέ κομμάτια τών δέκα καί τών έίκο σι γραμμαρίων. Χωρίς ζυγαριά κανόνιζε τό βάρος τής ζύμης μέ τά δά χτυλά του. Δούλευε σάν νά ήταν μηχανή. Πολλές 207
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
φορές ζυγ ίσαμε τίς μερίδες πού εκοβε κι ήταν άκριβώς τ ά δέκα ij τ ά είκο σ ι γραμμά ρια πού επρεπε. 'Έτσ ι ζού σε κι ό Φρ άνκε. 'Έ φτιαχνε τ ά γλυκίσ ματά του, τά εβαζε σέ μεγ άλες σακκούλες καί τ ά πή γ αινε στ ά πρατήρια Η συνεργ α σ ία μας άπέ δω σε καλά καί τ ά φουρνά κια μου μέ τό παραπ άνω. " Ω σπου εφτα σε ή ωρα νά κρατικοποιηδούνε κι αύτ ά καί τό παρ άδυρο καί ή ζύμη καί οί κίφλες καί οί τυρόπιτες, κι ό Νικολά ε βρέδηκε έρ γάτης σέ έργ ο στ ά σ ιο, έγ ώ διευ δυντής σε κρατικό ζαχαροπλα στείο κι ό Φρ άνκε ανεργ ος στήν ψ άδα. . .
208
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ίό κρ ατικό ζαχ α ροπλα στείο Ν ο
18
«Arta Bufetari!or» ονο μάστηκε Ο συνεταιρισμός πού συγκρότησε τό κα1'tεστώς μόλις κρατικοποίησε τούς ζαχαροπλάστες κι δλοι οι πρώην ιδ ι οκτήτες, μεγάλοι, μέτριοι καί μικροί, εγιναν έργάτες στό κρατικό έργοστά σιο ζαχαροπλαστικής, ένώ οι πρώην έργάτες καί ύπάλληλοι εγιναν δ ιευ δυντές στά ζαχαροπλαστεία τής πρωτεύουσας. 'Έτσι ή τύχη τά ' φερε κι Ο Ν ικολάε Μπόνκα, ώς άφεντικό τού μαγαζιού μας, βρέ1'tηκε ξανά πίσω στό έργοστάσιο κι έγώ -πού ημουν δηλωμένος στά χαρτιά έργάτης- βρέ1'tη κα διορισμένος ώς «σύντρoφo� ύπεύ1'tυνoς» τού ζαχαροπλαστείου Νο 1 8, . στήν πλατεία Roseti, πάνω στή στάση τών τρόλλεϋ. Πρίν αναλάβω ευWνες ένη μερώ1'tηκα σχετικά μέ τό πρόγραμμα καί τήν οργάνωση τής δ ουλειάς. Μέ κάλεσαν στήν Κοπερατίβα, μού εδωσαν τό πλάνο έργασίας μέ τίς νόρμες τής απόδοσης καί μέ κατατόπισαν γύρω από τόν νέο σύστημα πού είχαν σχε διάσει. ' Ο αρι1'tμός πού εδιναν στά διάφορα ζαχαροπλαστεία αντιστοιχούσε μέ τή δυνατότητα τού κά1'tε μα γαζιού. Τό δικό μου λοιπόν βρισκόταν 180 στόν κατάλογο. Τρείς μήνες α ργότερα εγινε ή πρώτη Γενική Συνέλευση τού Συνεταιρι σμού καί κατα1'tέσαμε τούς απολογισμός τού τριμήνου. Στή συνέχεια ό σύντροφος Κο μισάριος εβγαλε λόγο. «Σύντροφοι», είπε, «κοιτάξτε στό σχεδιάγραμμά σας τόν αρωμό 1 8 . Έκεί βρισκόταν τό ζαχαροπλαστείο δταν τό ανέλαβε ή Κοπερατίβα μας. Σή μερα εφτασε στόν αρι1'tμό 5. Κοι τάξτε τό ϋψος τής παλιάς κατανάλωσης καί τό ϋψος τής σημερινής. Γ ιατί νομίζετε δτι ανέβηκε τόσο ψηλά; Χάρη στήν έπιμέλεια καί στό καλό σερ βίρισμα τού συντρόφου Denie!opo! τόν οποίο, μπροστά σέ δλους έσάς, συγχαίρουμε καί τού ευχόμαστε ε ις ανώτερα». 'Έτσι στά πενήντα μου χρόνια πήρα κι επαινο, τόν πρώτο μάλιστα, πού μού απένειμε ο πρόεδρός μας μαζί μέ τόν Κο μισάριο. Άπό κείνη τήν ήμέρα απέκτησα τή συμπά1'tεια καί τήν έμπιστοσύνη τού προέδρου μας. Τόν ελεγαν Bruno Tuavazul καί ήταν Ούγγρος στήν καταγωγή. Περνούσε κα1'tη μερινά από τό ζαχαροπλαστείο καί συζητούσαμε, πάντα γιά 1'tέματα τής δουλειάς. 209
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μιά μέρα ετυχε νά περάσω άπό τά γραφεία τήν ω ρα πού δοκίμαζαν μιά παρτίδα άλεύρι. Καftένας δ οκίμαζε μέ τόν τρόπο του. Παίρνω κι έγώ ενα σανιδάκι, τό καftαρίζω καλά, τό βάζω μέσα στό άλεύρι καί τό πατάω μέ ενα χαρτί. Τό βούτηξα μετά στό νερό καί μέ τόν άντίχειρα πήρα άπό τήν ακρη τού ξύλου λίγο άλεύρι καί τό τράβηξα προσεκτικά. "Αν ήταν καλής ποιότητας ftά τέντωνε σάν χορδή, αν ήταν δ εύτερης ftά εσπαζε. " Ολοι παρακολουftούσαν μέ άπορία. Πετάγεται λοιπόν ό άντιπρόεδρος καί λέει: «Ν ά ποιός ξέρει άπό άλεύρι καί ποιότητα, δχι έσείς πού δ οκιμάζετε μέ τή γλώσσα καί τά δάχτυλα». Τώρα ftά διερωτηftείτε 'ίσως πού εμαftα δοκιμαστής άλεύρων. ' Απλού στατα, όταν πήγαινα παλιά στόν άλευρόμυλο τών Δαμαδιάν γιά νά παραγ γείλω τ ά αλευρα, παρακολουftού σα πώς εκαναν τίς δοκιμές ποιότητας. 'Ή μουν άπό μικρό παιδί περίεργος. 'Ήftελα νά μαftαίνω τά πάντα καί πάρα πολλές φορές στή ζωή μου οί γνώσεις πού είχα άποκτήσει παρατη ρώντας καί ρωτώντας, άπο δ είχτηκαν χρήσιμες καί συχνά σωτήριες: « Μ άftε τέχνη κι αστηνε, κι αν πεινάσεις πιάστηνε». Λ οιπόν εκτοτε μέ φώναζαν ώς εΙδικό στά γραφεία κάftε φορά πού έπρόκειτο ν' άγοράσουν άλεύρι. 'Απέκτησα μεγάλες συμπάftειες στή διοίκηση τής Κοπερατίβας, ό δέ γραμματέας δέν κοίταζε π οτέ τά ραπόρτα τού ταμείου μου. 'Έβαζε τή στάμπα «ελεγχος» καί μού τά έπέστρεφε. Γιά όλους τούς αλλους ή διαδι κασία αύτή επαιρνε μιά όλόκληρη μέρα. " Οταν κάποτε είπα στόν γραμμα τέα ό τι ftά επρεπε νά δεί μιά φορά καί τά δικά μου ραπόρτα, μέ κοίταξε καλά-καλά καί μού άπάντησε: « ' Εσύ πρέπει νά ερftεις μιά φορά έδώ καί νά μέ έλέγξεις, δχι έγώ νά έλέγξω έσένα». Στή δεύτερη γενική συνέλευση τό ζαχαροπλαστείο μου άπό τήν πέμ πτη ftέση είχε φτάσει στή δεύτερη κι όλοι εμειναν κατάπληκτοι. Αύτό όμως ήταν φυσικό, γιατί τά αλλα ζαχαροπλαστεία είχαν διευ{}υντές έργά τες, πού δέν είχαν Ιδέα άπό έμπόριο καί συνεπώς δέν μπορού σαν νά προοοδεύσουν. Τότε μού εδ ωσαν τήν αδεια νά έπισκέπτομαι τό έργοστά σιο άριftμός 1 γιά νά βοηftώ λίγο τούς διευ{}υντές, μά στά γραφεία έπικρα τού σε άκαταστασία καί χάος. 'Ήδη δυό άπό τούς δ ιευ{}υντές είχαν πάει φυλακή γιά κάποιο ελλειμμα πού δέν μπόρεσαν νά δικαιολογήσουν. 'Ό μως τό φταίξιμο δέν ήταν δικό τους. ' Απλούστατα, δέν ηξεραν άπό διεύ{}υνση έπιχειρήσεων κι αύτή ή αγνοια όδήγησε πολλούς στή φυλακή. 'Ό ταν κι ό τρίτος δ ιευftυντής τά εκανε ftάλασσα, ή Κεντρική Έπιτροπή τής Κοπερατίβας άποφάσισε νά μο ύ άναftέσει τή διεύftυνση τού έργοστα σίου. 'Έρχεται λοιπόν μιά μέρα στό ζαχαροπλαστείο πού δούλευα ό πρόε δρος καί μού άνακοινώνει τήν άπόφαση. Δέν μπορούσα βέβαια νά φέρω 210
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
άντίρρηση, μά δέν ήδελα μέ κανέναν τρόπο νά άναλάβω τέτοια εύδύνη, τήν ωρα πού γνώρ ιζα τήν τύχη τών προηγουμένων διευδυντών καί τό πλήρες χάος πού βασίλευε στό εργοστάσιο. Γιά νά άποφύγω τή δέση δέχτηκα μέ πολλές εύχαριστίες τήν τιμή πού μού κάνανε, μά προσποιήδη κα τόν αρρωστο κι είπα δτι πρέπει νά μπώ σε νοσομείο γιατί εχω σοβαρά προβλήματα ύγείας. «Δέν πειράζει» μού άπαντάει ό πρόεδρος. «' Η δέση σου δά παραμείνει κενή μέχρις δτου τελειώσει ή δεραπεία καί βγείς άπό τό νοσοκομείο». Τό 'ίδιο βράδυ πήγα σ' εναν φίλο μου γιατρό, τού διηγήδηκα τά καδέ καστα καί τόν παρακάλεσα νά μέ βάλει στό νοσοκομείο γιά καμιά δεκα πενταριά μέρες. 'Έτσι βρέδηκα μέ πιτζάμες νά παριστάνω τόν αρρωστο, νά πηγαίνω γιά εξετάσεις καί νά δέχομαι επισκέψεις στό δ ωμάτιο τού νοσοκομείου άπό φίλους, συγγενείς καί «συντρόφους», πού εδειχναν μεγά λο ενδιαφέρον γιά τήν ύγεία μου. Κινδύνεψα μάλιστα άπό σοβαρή μόλυν ση, κάποια σύριγγα, ϊσως σέ μιά ά πό τίς πολλές εξετάσεις πού εκανα, δέν δά ήταν άποστειρωμένη, καί γλύτωσα παρατρίχα. " Οταν κάποτε τέλειωσε ή κωμωδία, ή δέση τού δ ιευδυντή εξακολουδού σε νά μέ περιμένει. Μή μπορώντας νά κάνω δ ιαφορετικά δήλωσα δτι δά άναλάβω τή δέση άλλά μέ όρισμένους δρους. Δέν ξέρω πού βρήκα τόσο κουράγιο -κανείς δέν τολμούσε ν ά μιλήσει- άλλά εγώ τά είπα ξεκάδ αρα καί τελικά βγήκε σέ καλό. Τό μόνο πού δέν δέχτηκαν ά π' αύτά πού ζήτη σα ήταν νά ύπάρχει ύπεύδυνος άποδηκάριος. Μ ού διέδεταν άποδηκάριο άλλά τήν εύδύνη τής άποδήκης δά τήν είχα εγώ. Ύποσχέδηκαν δτι δά κάνουν δ,τι τούς ύποδείξω κι εκαναν σαφές δτι μπορούσα νά όργανώσω δλα τά τμήματα δπως εκρινα εγώ σκοπιμότερο σάν «tovara�ul Directon>. Άναλαμβάνοντας τό εργοστάσιο κατέγραψα τά ύλικά τής άποδήκης πού παρέλαβα, εκλεισα τήν κεντρική πόρτα κι ανοιξα ενα παράδυρο άπ' δπου δά γινόταν ή παράδοση δσων ύλικών δά ζητούσε, εγγράφως πιά, ό κάδε τμηματάρχης. " Ετ σι' μπορούσα εϋκολα νά ελέγχω τί πήρε ό καδένας καί τί εχω στήν άποδήκη. Μετά άσχολήδηκα μέ τό δέμα τής διανομής στά ζαχαροπλαστεία. Ε'ίχαμε εξι αύτοκίνητα πού δέν εφταναν γιά νά καλύ ψουν τό Βουκουρέστι καί ή Έπιτροπή σκεφτόταν νά ζητήσει αλλα τέσσε ρα. Έγώ εβρισκα περιττά τά εξι αύτοκίνητα. Δύο άρκούσαν γιά τή δουλειά αν όργανώναμε καλύτερα τίς παραγγελίες άποβραδίς, αν καδ ορίζαμε συγ κεκριμένη διαδρομή γιά τ' άμάξια, τά όποία δά παραδίδουν τίς γεμάτες λαμαρίνες καί δά παίρνουν πίσω τίς αδειες δίχως νά πηγαινοέρχονται ασκοπα, κι αν φτιάχναμε ράφια στ' αύτοκίνητα ετσι ω στε νά μπορούν νά τοποδετη δούνε πολύ περισσότερα ταψιά. 'Έγινε κι αύτό κι ή δουλειά αρχισε νά παίρνει σιγά-σιγ ά τ' ά πάνω της. Έγώ δούλευα άπό τίς 6 τό πρωί 211
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ως τό μεση μέρι κι άπό τίς 3 τό άπόγευμα ως τίς 9 τό βράδυ. Εύτυχώς ε ίχα εναν έξαιρετικό βοηδό στόν όποίο μπορούσα νά βασιστώ, κι δλα έδειχναν νά μπαίνουν σέ μιά τάξη. τ Ηταν δμως τόσο χαώδης ή κατάσταση ω στε, παρ ά τά δρακόντεια μέτρα έλέγχου πού έπέβαλα, καί τά βιβλία τών ύλι κών πού συμπληρώναμε κα{)ημερινά ση μειώνοντας τό κάδε τι, βγήκαμε μέ έλλειμμα στό γάλα τόν πρώτο μήνα. Δέν ένημέρωσα κανένα γιατί ήδελα μόνος μου νά βρώ πώς βγαίνει λειψό τό γάλα. Ίό πρωί πού έτοιμαζόμασταν γιά τήν παραλαβή φώναξα τόν άρχιεργάτη καί τού είπα μόλις φτάσουν τά δ οχεία νά τά κρατήσει γιά έλεγχο, πρίν τ' ά δ ειάσουν στήν άπο{)ήκη, καί νά στείλει άμέσως νά μέ ζητήσουν στό γραφείο. Πράγματι λοιπόν ήρδε τό φορτηγό, κατέβασε τά δοχεία τών 1 5 κιλών κι αρχισε ό έλεγχος. 'Έτσι άνακαλύψαμε δτι πολλά άπ' αύ τά ήταν ως τή μέση γεμάτα. Στήν άνάκριση πού έκανε ό Κομισάρι ος ό όδηγός κι ό βοηδός του όμολόγησαν δτι ή δουλειά ήτανε στημένη άπό τόν προμηδευτή τού γάλακτος κι δτι αύτοί κερδίζανε μόνον ενα δ ο χείο γάλα σέ κάδε παράδοση. 'Ανάλογη κομπίνα γινόταν καί μέ τή βενζίνη. Έμείς κρατούσαμε σχο λαστικά λογαριασμό γιά τίς ώρες πού δούλευαν οί φούρνοι καί τή βενζίνη πού κατανάλωναν, μ ά ε'ίχαμε συνέχεια έλλειμμα. Πρίν άδειάσουν λοιπόν κάποια μέρα τά δοχεία στό ντεπό, έκανα εναν αΙφνιδιαστικό έλεγχο καί τά βρήκα δλα λειψά. Πρατηριούχοι, όδηγοί καί ύπάλληλοι κερδίζανε καλά άπ' αύτή τή δουλειά, ένώ οί σύντροφοί τους, πού έτυχε νά είναι διευδυν τές, πλήρωναν μέ φυλάκιση τίς κλεψιές τών αλλων. Μά ό καδένας πιά προσπαδούσε νά έπιβιώσει καί νά κερδίσει κάτι με όποιονδήποτε τρόπο' κανείς δέν νοιαζόταν γιά τήν τύχη τού αλλου. ' Η νέα κατάσταση δέν αφηνε περιδώρια οϋτε γιά έντιμότητα οϋτε γιά άνδρωπιά. Μέσα σέ λίγα χρόνια δλα είχαν άνατραπεί. Οί « Μ οσχοβίτες» είχαν έπιβάλει τόν δικό τους τρόπο κι είχαν καταφέ ρει νά διαλύσουν όλόκληρη τήν κοινωνία. Πρώτα άπ' δλα έκαναν μαζικές μεταδέσεις ύπαλλήλων κι έτσι σέ μιά δουλειά ήταν δλοι αγνωστοι μεταξύ τους. Φοβόσουν ν ά μιλήσεις στόν συνεργάτη σου, μά φοβόσουν νά μιλή σεις καί στόν γείτον ά σου γιατί δέν ήξερες ποιός είναι, άπό πού κρατά ή σκούφια του, γιά ποιόν δουλεύει. Οί παλιοί φίλοι σκόρπισαν. Βρέ{)ηκαν μόνοι καί ξένοι σέ μέρη αγνωστα κι δλοι κλείστηκαν στόν έαυτό τους ή παραδόδηκαν ανευ δρων στίς έπιταγές τών καιρών. Μά καί ο ί οΙκογένειες σκόρπισαν, γιατί ο ί μισδοί ήταν τόσο μικροί, πού άναγκαστήκανε νά βγού νε καί ο ί γυναίκες στή δουλειά. " Ομως τά ώράρια πού κανόνιζαν ο ί κομισά ριοι, ήταν έτσι φτιαγμένα ωστε ό ενας νά έργάζεται τό πρωί, ό αλλος τό άπόγευμα. Ίά άντρόγυνα δέν μπορούσαν πιά οϋ τε δυό λόγια νά άνταλλά212
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ξουν. Αυτός ήταν αλλωστε κι ό σκοπός αυτής τής όργανωμένης άπομόνω σης. Πού νά μιλήσεις καί σέ ποιόν νά άνοίξεις τήν καρ διά σου; Βλέπαμε στίς έφη μερίδες τίς φωτογραφίες τών βαγονιών μέ τό άλεύρι πού «μάς έστελνε δώρο ή μητέρα Ρωσία » , δταν τέλειωναν τά δικά μας γεννήματα καί δέν τολμούσαμε νά πούμε κίχ. Πού νά πείς δτι ή ρουμανική συγκομιδή ήταν αυτή πού έφευγε γιά τήν Όντέσσα καί τό Νοβορωσίσκ μέ τά σοβιετικά καράβια κι δτι τά δώρα πού δημοσίευαν στά πρωτοσέλιδα δλες ο ί έφημερίδες ήτ:αν καμιά εΙκοσαριά βαγόνια, πού έ φερναν πίσω λίγο άπό τό δικό μας στάρι γιά λόγους προπαγάνδας. 'Έπρεπε ό καδένας, στό γραφείο, στό έργοστάσιο, στήν άποδήκη, νά έκφράσει ευχαριστίες καί νά βρεί τήν ευκαιρ ία γιά νά τονίσει τήν πολύτιμη βοήδεια τών Σοβιετικών καί τά φιλοσοβιετικά του α Ισδή ματα. "Αν όχι, ή καταγγελία γιά συνομωσία, άντίδραση η δτι αλλο, ήταν ετοιμη. Τό χειρότερο ήταν δτι προσπαδούσαν νά έμπλέξουν δλο τόν κόσμο στήν καδεστωτική πλεκτάνη. Μιά μέρα μού τηλεφωνεί ό «σύντροφος» Κομισάριος δτι αϋριο είναι τά γενέδλια τού «πατερούλη » Στάλιν καί δά κάνουμε άργία γ ιά νά τόν ΤJ,μήσουμε. Σέ λίγο έρχεται σή μα μέ νέα έντολή: αϋριο δά δουλέψουμε έντατικά κι δποιος έργάτης σπάσει τή «νόρμα» κι ά ποδώσει περισσότερο δά παρασημοφορηδεί καί δά πάρει έ παδλο ενα χρη ματικό ποσό. Έγώ έπρεπε νά σημειώσω τήν άπόδοση τού κάδε έργά τη καί νά στείλω τά άποτελέσματα τή μεδεπομένη στόν Κομισάριο. Τήν Κυριακή, στή Γενική Συνέλευση, έγιναν ο ί παρασημοφορίες καί δόδηκαν ο ί έ παινοι καί τά χρή ματα. Μ ετά άπό λίγο καιρό έρχεται νέο σήμα πού έλεγε δτί τήν έπομένη ήταν τά γενέδλια τής υπουργίνας μας, τής "Αννας Π άουκερ, κι δτι τώρα έπρεπε νά ξεπεραστούν ο ί νέες «νόρμες» καί νά άποδώσουν δλοι άκόμα περισσότερο. Τήν Κυριακή, στή Γενική Συνέλευση, παρασημοφορήδηκε ό άρχιεργά τη ς καί φίλος μου Ποπέσκου. Στά γενέδλια τού Στάλιν είχε κάνει 1 2 5 πάστες καί τώρα έκανε 150. Πήρε τά λεφτά καί τόν έπαινο καί περηφα νευόταν ευτυχισμένος σάν παιδί γιά τό κατόρδωμά του, ωσπου ήρδε ή πανταχούσα καί τότε άντιληφδήκαμε σέ τί παγίδα πέσαμε . . Ο Κομισάριος, λέει, μελέτησε προσεκτικά τά άποτελέσματα κι έ βγαλε, μέ λύπη του, τό συμπέρασμα δτι ο ί έργάτες δέν δούλευαν έντατικά . . Η «νόρμα» ήταν 1 00 πάστες ένώ ό Ποπέσκου τήν άνέβασε στίς 1 50. Γι αυτό δά πάμε τή «νόρ μα» στίς 125 κι δποιος άποδίδει λιγότερο δά παίρνει λιγότερο μισδό . . Ο κακομοίρης ό Ποπέσκου δέν ηξερε πού νά κρυφτεί. Κανένας δέν είπε βέβαια τίποτα, μά δλοι τόν κοιτούσαν πιά μέ μισό μάτι κάί τόν άπέ φευγαν, σάν νά έφταιγε αυτός γιά τήν παγίδα πού μάς είχαν στήσει. Δέν περνάει μήνας κι έ ρχεται ενα Σάββατο ό Κομισάριος νά μού ζητή213
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
σει νά συγκεντρώσω κυριακάτικα όλους τούς συντρόφους γιατί εχει κάτι νά μάς πεί. Άρχίζει λοιπόν κανονικά ή Συνέλευση μέ διάφορες ανακοινώ σεις καί κάποια στιγμή παίρνει ξανά τό λόγο ό Κομισάριος καί λέει: «Σύντροφοι, έδώ πιό κάτω ύπάρχει εναό,{τίριο κατεστραμένο από το'ύς βομβαρδισμούς. Θέλετε νά πάμε όλοι μαζί οίκειο11ελώς νά τό κα11αρίσουμε γιά τό καλό τού συνόλου; Δέν σάς αναγκάζω. " Οποιος 11έλει νά ερ11ει ας ερ11ει, όποιος δέν 11έλει νά μήν ερ11ει.» Τρέχουν λοιπόν όλοι, βγάζουν τά καλά τους ρούχα, φορούν τά ρούχα τής δουλειάς καί ξεκινούν. " Ομως ό Ποπέσκου είχε πάρει στό σπίτι του γιά πλύσιμο τά κα11η μερινά κι ήταν μέ τά κυριακάτικα. Τού είπα νά μήν ερ11ει καί 11ά τόν δικαιολογούσα έγώ στόν Κομισάριο, μά αύτός φοβή{}ηκε. 'Έ βγαλε τό κουστούμι του καί πήγε γυμνός, μόνο μέ τό σώβρακο, νά πιάσει δουλειά δίπλα στούς αλλους. Τόν αγάπησα πολύ αύτόντόν έργάτη. " Ενας αντρας {}ηρίο, καλός καλό τατος, εντιμος καί πονετικός. Είχε χρυσή καρδιά. Δέν 11ά ξεχάσω ποτέ τί τού εκ αν αν σ' έκείνες τίς έκλογές τού προεδρείου τής Κοπερατίβας. Μού είχε ζητήσει ό Κομισάριος νά τού στείλω στό γραφείο χωριστά τόν Ποπέ σκου καί τόν Βασιλέσκου. Περνούν δυό ώρες καί βλέπω τόν Ποπέσκου μαζεμένο σάν τή βρεγμένη γάτα. Τόν ρωτώ τί επα11ε κι εχει τέτοια μούτρα καί μού λέει χαμηλόφωνα ότι τόν δασκάλεψαν νά σηκω11εί με11αύριο στίς έκλογές καί νά μιλήσει. «Μέ ανάγκασαν νά κατηγορήσω τόν Πρό εδρό μας ότι δέν είναι αξιος κι ίκανός γιά τήν προεδρία. Πώς νά τό κάνω αύτό Δανιηλόπουλε έγώ πού συμπα11ώ κι έκτιμώ τόν Μ προύνο; Είναι μάλαμα αν11ρωπος. Τί νά κάνω; Βρίσκομαι σέ άπόγνωση». Τόν ρωτώ τί σκοπεύει νά πεί καί μού δείχνει ενα χαρτί. « Εδώ γράφει τί πρέπει νά πώ κατά γράμμα χωρίς νά αλλάξω μιά λέξη. Πώς 11ά μπορέσω νά πώ έγώ αύτές τίς κατηγο ρίες, πώς 11ά πάει ή γλώσσα μου;» Πλησιάζω μετά τόν Βασιλέσκου καί τόν ρωτώ ίδιαιτέρως τί τόν η11ελε ό ΚομΙσ'άριος. «Μόλις ακούσω στή Συνέλευση με11αύριο τόν Κομισάριο νά λέει αν εχει κανένας νά ύποδείξει κάποιον αξιο καί ίκανό πρόεδρο, νά πάρω τόν λόγο καί νά πώ δτι ό σύντροφος Γκεοργκέσκου είναι ό πιό κατάλληλος, γιατί είναι έργατικός καί αξιος.» Γι' αύτό τόν η11ελαν. ' Η απο στολή του ήταν πιό έλαφριά καί δέν τού κόστιζε πολύ, μόνο πού δέν συμπα110ύσε κα11όλου τόν Γκεοργκέσκου. Δέν τόν έκτιμούσε καί τόν απέ φευγε συστηματικά. 'Έφτασε ή Κυρ ιακή, αρχισε ή συνεδρίαση, μίλησε πρώτος ό Κομισάρι ος, κατηγορώντας τόν πρόεδρό μας, κι ϋστερα εδωσε τόν λόγο στόν Π ο πέσκου. Σηκώ11ηκε τότε ό φουκαράς κι αρχισε μέ τρεμάμενη φωνή νά λέει κάτι μπερδεμένα, δλο ασυναρτησίες, όπότε ακούγεται ή φωνή τού Κομισά214
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ριου «εχει κανένας σύντροφος νά προτείνει κάποιον αξιο καί Ικανό γιά πρόεδρο;». Πετάγεται άμέσως ό Βασιλέσκου καί λέει δ,τι τόν είχαν δασκα λέψει νά πεί, κι ό Κομισάριος καλεί τόν Γκεοργκέσκου ν' άνέβει στό προε δρείο. Π ροχωρεί ό Γκεοργκέσκου μέ τό χέρι σηκωμένο σέ γραδιά, άρχίζει ό Κομισάριος νά χειροκροτεί τόν εκλεκτό τής Συνέλευσης. Τόν άκολου δούν οΙ ύπόλοιποι - δύελλα χειροκροτη μάτων. Κι ετσι εγινε ή εκλογή, χωρίς ψηφοφορ ία καί δίχως πολλές διατυπώσεις. Έγώ περίμενα άπό εβδομάδα σέ εβδομάδα νά βγούνε οΙ αδειες πού είχα ζητήσει γιά νά φύγουμε οΙκογενειακώς στήν . Ελλάδα. Είχα κάνει τήν αίτηση τό 1 947 , πρίν γεννηδεί ή Ντέπη, καί τώρα περπατούσε πιά τό κοριτσάκι, μά τά χαρτιά άκόμα νά βγούνε. Τότε οΙ αδειες δίνονταν μέ πολύ μεγάλη δυσκολία καί μέ μεγάλες δω ροδοκίες, μά δσοι κατάφεραν νά φύγουν ητανε τυχεροί γιατί μπόρεσαν νά πάρουν δλα τά ύπάρχοντά τους μαζί, άκόμα καί τά επιπλά τους. 'Έτσι εφυγε κι ό φίλος μου ό Ήλίας ό Άράπης παίρνοντας δλο τό νοικοκυριό του στήν ' Ελλάδα. " Εχτισε μάλιστα πρίν φύγει κι ενα καμπαναριό στό πλάι τής ' Ελληνικής Έκκλησίας τής Κωνστάντζας. Τό είχε τάξει γιά τό παιδί του, μά ηδελε καί νά μείνει κάτι άπό τό πέρασμά του εκεΙ Βλέπεις κι ό Ήλίας ήταν διπλοπρόσφυγας, ξεριζωμένος άπό τή Σμύρνη αυτός. 'Έχτισε λοιπόν ενα μεγάλο κωδωνοστάσιο στή Μεταμόρφωση τού Σωτήρος, μά ζεψε τά υπάρχοντά του κι εφυγε τό 1 948. Μ ετά δ μως ψηφίστηκε εν ας νόμος πού άπαγόρευε νά πάρεις τά πράγματά σου. Μέχρι έίκοσι κιλά επέτρεπαν στούς ξένους υπηκόους πού εγκατέλειπαν τή Ρουμανία, κι αυτό, γιατί άνακάλυψαν δτι πολύς κόσμος εκρυβε λίρες καί τιμαλφή μέσα στά επιπλα, στά παλτά, στά γουναρικά κι δπου άλλού μπορούσες νά φαν ταστείς. " Ολοι προσπαδούσαν νά σώσουν κάτι άπό τήν περιουσία τους καί σκαρφίζονταν τούς πιό πρωτότυπους τρόπους. 'Έτσι καί οΙ Καλπατσό γλου μόλις ελαβαν τήν αδεια καί τελειώσαν τίς ετοιμασίες γιά νά φ υ γουν, εβρασαν μιά κότα, τήν παραγέμισαν μέ χρυσαφικά, τήν εβαλαν σ' ενα καλαδάκι μέ διάφορα αλλα τρόφιμα καί πέρασαν ανετα τόν έλεγχο . " Ομως ή μεγάλη φροντίδα πού εδειχναν γιά τό καλάδι - πιό πολυ νοιάζονταν γι' αυτό παρά γιά τό παιδί τους καί μιά τό κρατούσε ό κύριος, μιά ή κυρία - εβαλε σέ υποψία κάποιον τελωνειακό. ΟΙ Καλπατσόγλου άνέβαιναν πιά τή σκάλα τού βαποριού δταν δό{}ηκε ή διαταγή νά κατέβουν δλοι γιά νέο ελεγχο. 'Έτσι χάδηκαν, ό χι μόνο τά κοσμή ματα, μά καί ή αδεια πού τούς είχε δοδεί άνακλήδηκε καί δέν τούς αφησαν νά φύγουν. «ΟΙ κότες τών ξένων γεννάνε κοσμή ματα» εγραψαν τήν επομένη οί εφη μερίδες κι ό ελεγχος εγινε άκόμα αυστηρότερος. Συγ215
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κροτήδηκε τότε καί μιά εΙδική ύπηρεσία άπό γυναίκες, οί όποίες εκαναν αγρια σωματική ερευνα στίς γυναίκες πού επρόκειτο νά φύγουν άπό τή ΡΌυμανία. Ά ργότερα ε πενέβησαν ο ί Μεγάλες Δυνάμεις καί ζήτησαν νά εκδίδον ται όμαδικές αδειες, ωστε νά μπορέσουν δλοι οί ξένοι νά φύγουν. ' Η ' Ελληνική Κυβέρνηση μάλιστα εδ ωσε διαταγή σέ δλα τα φορτηγά πλοία πού ερχονταν στήν Ρουμανία γιά ν ά φορτώσουν ε μπορεύματα, νά παίρ νουν μαζί τους καί πρόσφυγες. 'Όλες οί πόλεις τής Ρουμανίας, δπου ύπήρχαν ελληνικές κοινότητες, αδειαζαν. Πήγαιναν δλοι στήν Κωνστάν τζα. ': Εβλεπες λοιπόν χιλιάδες άνδρώπους νά περιμένουν στήν προβλήτα νά φανεί κανένα πλοίο γιά νά τούς πάρει. Έμείς δέν βιαζόμασταν. 'Έβγαινε τό μεροκάματο κι ε'ίχαμε κάτι γιά νά ζήσουμε. Οϋτε κι άνησυχούσα Ιδ ιαίτερα γιά τό μέλλον μας στήν ' Ελλάδα γιατί είχα τρία εκατομμύρια δραχμές στήν Έδνική Τράπεζα κι είχα στείλει δυό φορές χρή ματα στή δ ιάρκεια τών τελευταίων αύτών χρόνων. Παρόλα δσα είδα κι εζησα στή ζωή μου, πενήντα χρόνων περιπέτειες δέν μέ είχαν κάνει οϋτε πονηρό οϋτε καχύποπτο. Δυό άποστολές χρη μάτων στήν ' Ελ λάδα, ή μία μέ τόν Βουτσά, πέντε χιλιάδες ελβετικά φράγκα, καί ή αλλη μέ τόν Ν ικολακόπουλο, όκτώ χιλιάδες ελβετικά, χρυσοπληρωμένα μάλιστα, μάς είχαν εξασφαλίσει τήν κάδο δ ο. Θά μπορούσα εϋκολα νά βάλω μπρο στά μιά δουλειά δίχως άγωνία γιά τό ψωμί τών παιδιών μου. Τό τί γίνανε τ ά λεφτά πού παρέλαβαν δίχως ά ποδείξεις οί δυό αύτοί κύριοι καί τί εγιναν ο ί καταδέσεις τής Έδνικής είναι μιά αλλη ίστορία πού δά τήν πούμε δταν φτάσει ή ωρα της, γιατί πρός τό παρόν ή Ρουμανία μάς εβγαλε νέες ίστο ρίες στή φόρα, κι εγώ παραλίγο νά χάσω τή δουλειά μου εκεί πού δλα εμοιαζαν νά πηγαίνουν ησυχα καί καλά. Μετά άπό ενα πολιτικό σκάνδαλο μέ τήν ' Ελβετία γιά κάτι χρη ματικές διαφορές, ό νέος νό μος πού ψηφίστηκε ελεγε δτι κανείς ξένος 11 κάτοικος Ρουμανίας μέ ξένη ύπηκοότητα δέν εχει τό δικαίωμα νά κατέχει ύπεύδυ νη δέση σέ κρατική επιχείρηση. Μόλις δημοσιεύτηκε ό νόμος πήγα στόν πρόεδρο τής εργοστασιακής επιτροπής καί τού δήλωσα δτι σύμφωνα μέ τόν νόμο πρέπει νά παραιτηδώ. Αύτός εμεινε αναυδος. «Δέν είναι δυνατόν νά γίνει αύτό» μού λέει, «δά πάω νά βρώ τόν Κομισάριο νά δούμε τί δά κάνουμε.» Σέ δυό μέρες μού άνακοίνωσε δτι συγκαλέσαν συμβούλιο κι άποφασίσαν νά μέ παρουσιάσουν στά βιβλία τής Κοπερατίβας σάν δυρω ρό ενώ δά εξακολουδώ νά βρίσκομαι στή δέση μου καί νά πληρώνομαι κανονικά. Έγώ φοβήδηκα νά δεχτώ κάτι τέτοιο. Τό εβρισκα παρακινδυ νευμένο. Ηρδε τότε ό Κομισάριος νά μέ διαβεβαιώσει δτι άναλαμβάνουν τ
216
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
οί 'ίδιοι δλη τήν εύδύνη καί νά μήν άνησυχώ. Συνέχισα νά εργάζομαι λοι πόν, μού έδιναν τώρ α καί γάλα γιά τό σπίτι, μά ζούσα διαρκώς μέ τήν άγωνία δτι ά ργά ή γρήγορα δά έβρισκα ασκημα τό μπελά μου, δταν δά άνακάλυπταν πώς ή μουν " Ελληνας ύπήκοος. Τό 'ίδιο εκείνο βράδυ πού μέ καταχώρησαν στά βιβλία σάν δυρωρό γύρισα πολύ σκεπτικός στό σπίτι. Κουβαλούσα γάλα, αύγά, βούτυρο καί κάτι γλυκίσματα, μά μέ κατάτρωγε ή παρανομία στήν όποία ή μουν συνερ γός. " Αν γινόταν έλεγχος δά έμενα τελείως άκάλυπτος. Καιρός ήταν πιά νά τά μαζεύουμε τό συντομότερο δυνατόν. Στό σπίτι μέ περ ίμεναν δλοι γελαστοί. ' Η ' Ελένη είχε στρώσει λινό τραπεζομάντηλο, είχε βάλει τό καλό σερβίτσιο καί μπαινόβγαινε στήν κουζίνα μ' ενα πολύ επίσημο ϋφος. Ρώτησα νά μάδω τί συμβαίνει μά κανείς δέν δέλησε νά μού εξηγήσει. Γέλια, άστεία, πειράγματα καί μισόλο γα ωσπου κάτσαμε στό τραπέζι καί βγήκε ενας άσημένιος δίσκος στολισμέ νος μέ λεμόνια, μέ μιά κούπα πορσελάνινη στή μέση άκουμπισμένη πάνω σέ πάγο, γεμάτη μαύρο χαβιάρι. Τί είχε συμβεί; Ψάχνοντας ό Άριστοκλής νά βρεί κανένα ξύλο γιά τή σόμπα στό ύπόγειο τού αδειου μαγαζιού μας, άνάμεσα σέ κάτι κοφίνια πού είχαν ξεμείνει καί σάπιζαν, βρήκε ενα τόσο δά βαρελάκι μαύρο χαβιά ρι άπό τά παλιά μας άποδέματα, παραχωμένο καί ξεχασμένο. Ο κόσμος δέν είχε νά φάει κι ε μείς χορταίναμε μέ χαβιάρι, βούτυρο, αύγά καί γλυκά. Δόξα τφ Θεφ νά λέμε πού διατηρούσαμε άκόμα τό κέφι μας. Τό διασκεδάσαμε μέ τήν ψυχή μας εκείνο τό δείπνο, στείλαμε και σέ δλους τούς φίλου ς άπό μιά κούπα, καί σέ τρείς μέρες τρώγαμε πιά τά τελευταία ύπολείμματα, δταν έφτασε ή ωρα νά χωδούμε κάτω άπό τίς κου βέρτες γιά νά άκούσουμε τά νέα άπό τό B.B.C. Ηταν ό μόνος τρόπος νά μαδαίνουμε τί συνέβαινε στόν κόσμο' δέν ε'ίχαμε άπό πουδενά είδή σεις. Τό Λονδίνο έλεγε συνέχεια γιά τα Βαλκάνια, έκανε προπαγάνδα μέ τίς σχετικές κρίσεις κι επικρίσεις, γι αύτό ή άκρόασή του είχε ά παγορευ τεί. Παίρναμε λοιπόν τό ραδιόφωνο καί κουκουλωνόμαστε μέ τίς κουβέρ τες γιά νά μή μάς άντιληφδεί κανείς. Μά εκείνο τό βράδυ ε'ίχαμε τό τελευ ταίο δείπνο μέ χαβιάρι, κανείς δέν ήδελε νά παραιτηδεί άπό τήν σπάνια αύτή άπόλαυση. Κανείς, εκτός άπό τήν ' Ελένη πού πήρε τό ρα διόφωνο καί μπήκε κάτω άπό τά στρωσίδια. Πέρασε κάμποση ωρα, μαζέψαμε τό τραπέζι, ε'ίμαστε ετοιμοι πιά νά πάμε γιά ϋπνο, μά ή Έλένη ήταν αφαντη. 'Όταν είδ α τίς κουβέρτες νά κουνιούνται, χα μογέλασα, γιατί σκέφτηκα πώς τήν πήρε ό ϋπνος εκεί στά ζεστά. Σήκωσα μιά ακρη, αδειο τό κρεβάτι. Τραβώ τίς κουβέρτες καί τή βλέπω ενα κου βαράκι, νά ' χει άγκαλιάσει τό ραδιόφωνο καί νά κλαίει '
τ
21 7
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
βουβά, άσταμάτητα. Πή γαινε κι ερχόταν τό κουβαράκι, έτρεμε. Μέσα στ' άναφιλητά της, προσπαδού σε κάτι νά μο ύ πεί μά ήταν άδύνατον νά α ρ δρώσει λέξη. Τά χρειάστηκα. Νόμιζα δτι πονού σε κάπου, έτσι δ ιπλωμένη πού ήταν, ϋστερα δμως κατάλαβα δτι κάτι άλλο τής είχε συ μβεί. Τήν ένιωσα ξαφνικά μονάχη, σ' εναν τόπο ξένο, μέ πολλά βάσανα, μεγάλες δυσκολίες. Αυτή , ενα κορίτσι που έ φυγε από τό σπίτι του ε'ίκοσι χρόνων καί δέν ξαναγύρισε ποτέ. Δ έν είχε καμιά επικοινωνία μέ τους δικου ς της, δέν ηξερε τίποτα εδώ καί χρόνια. Αυτό δά ήταν. Τήν έφαγε ή μοναξιά καί τό παράπονο. "Αρχισα νά τή ς μιλώ γιά νά τήν συνεφέρω. Τή διαβεβαίωσα δτι σύντομα δά έχουμε τίς άδειες, δά φύγουμε γιά τήν ' Ελλάδα, δά καλέσουμε καί τους γονείς της νά ' ρδούνε νά μέίνουμε πιά ολοι μαζί. «Γιάνκο» μού είπε, οταν μπόρεσε νά μιλήσει, «πέδανε ό πατέρας μου, τό είπε τό Λονδίνο : Στή Βάρνα τής Βουλγαρίας απεβίωσε ό βιομήχανος 'Ιωάννης Τσουκάτος σέ στρατόπε δ ο συγκεντρώσεως». Μέ κοίταζε μέ τά μεγάλα μάτια της μέχρι πού χαμήλωσα τό κεφάλι κι ϋστερα είπε ξανά, ψιδυριστά: «Πάρε μας Γιάνκο από δώ ' νά πάρουμε τά παιδιά νά φύγουμε, νά φυ γουμε».
Οί μόνοι πού Ι!μ ειναν νά φροντίζουν τόν τάφο τού 'Ιωάννη καί τήι; Λέσποι ναι; ΤσΟΌκάτου. Ή νταντά Εύσεβεία, άπό τήν Άρετσού, κι ό αντραι; τηι; Γιάνεφ, Βαρναίοι; «γκαγκαούζηι;ιι. Βάρ να 1970 (φωτ. Γ.Λ.)
218
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Ι/Εκτο
«Μά τί γυρεύουv οί ψυχές μας ταξιδεύοvτας πάvω σέ καταστρώματα κατελυμέvωv
KapaPltiJV ...
στριμω γμέvες μέ γυvαίκες κίτριvες καί μωρά πού κλ αίvε
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
»
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
"Ασπρο φιόγκο στά μαλλιά φορούσε τό έφτάχρονο Χριστινάκι, μωρό τό Δεσποινάκι, δέν είχε κλείσει οϋτε τά δυό του χρόνια, δταν βρέδηκαν ο ί Δανιηλόπουλοι στριμωγμένοι στό κατάστρωμα τού έλληνικού φορτηγού πού μετέφερε, μαζί μέ τή ρου μανική ξυλεία, τούς έκατόν έξήντα πρόσφυ γες πού εφευγαν γιά τήν ' Ελλάδα. Ήταν ' Οκτώβριος τού 1 950 . Μόλις εφτασε ή αδεια έξόδου, αρχισε τό ξεπούλημα καί τά δώρα σέ συγγενείς καί φίλους. Δυό μπαούλα είχαν δικαίωμα νά πάρουν μαζί, τέσσερεις αν{)ρωποι ήταν, καί τί νά πρωτοχωρέ σει έκεί μέσα; Τά δυό μπαούλα εγιναν τρία, γιατί ό Δανιηλόπουλος πήρε μιά βεβαίωση άπό τό έργοστάσιο δτι ήταν έργάτης έκεί. Είχε δηλώσει πώς εφευγε γιά δεραπεία καί ο ί έργαζόμενοι μπορούσαν νά πάρουν περισσό τερα πράγματα μαζί τους. Μά τί νά πάρεις καί τί νά άφήσεις. Τέλος, μιά βδομάδα άργότερα έγκατέλειψαν τό Βουκουρέστι, πήγαν στήν Κωνστάν τζα καί περίμεναν στό λιμάνι νά φανεί κάποιο έλληνικο πλοίο. Χιώτικο ήταν τό φορτηγό. Πεντακόσια βαγόνια ξυλεία φόρτωσε μέ προορισμό τήν Αύστραλία, γέμισαν τά άμπάρια, γέμισε τό κατάστρωμα, σπιδαμή δέν εμεινε, μά ο ί αν{)ρωποι ηδελαν νά φύγουν. Κι εφυγαν. Οί αδλιες συνδήκες τού ταξιδιού δέν ενοιαζαν κανέναν. Σέ δυό μέρες δά εφταναν στή Χίο, ύποχρεωτικό σταδμό δλων τών χιώτικων καραβιών, γιά νά δούνε τά πληρώματα τούς δ ικούς τους καί νά συμπληρώσουν η νά άφήσουν ναύτες τά ποντοπόρα βαπόρια. ' Εκεί δά ξεμπαρκάρανε καί ο ί πρόσφυγες γιά νά μεταφερδούνε, μέ πλοίο τή ς γραμμής πιά, στό Λαύριο. «Τό βίντσι, πού ξεφόρτωνε τά σεντούκια μας, εριξε άπό ψηλά τό μπα ούλο στή μαούνα πού φόρτωνε τίς άποσκευές. Κόπηκε τό σκοινί, εσπασε τό καπάκι, χύδηκαν τά πράγματα κι ετρεξα νά τά μαζέψω. Μά δέν είχα λεφτά οϋτε μπαούλο νά άγοράσω οϋτε σκοινί νά πά ρω. Είδε τό Χ ριστινάκι τά μανταρίνια πού πουλούσαν στό λιμάνι. Μ ού ζήτησε νά τής π άρω μερι κά. 'Ήμουν τελείως άπένταρος. Τί νά πώ στό παιδί.» Ξαφνικά, μέσα στό συνωστισμό τού λιμανιού, ό πράκτορας τού πλοίου άναγνώρισε τόν Δανιηλόπουλο. τ Η ταν ό Σιδερής Μαυριδόγλου, ό άντιπρό σωπος καί φίλος τών Danielopol. 'Έτσι ή τετραμελής ο Ικογένεια φιλοξενή221
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δηκε στό χιώτικο σπίτι. Οί αλλοι εγκατα στ άδηκαν δπως-δπως σέ διά φορα σχολικ ά κτίρια μέ τή φροντίδα τού Συνδέσμου ' Ελλήνων Ρουμανίας πού είχε όργανώσει καί τό προ σ φυγικό συ σσ ίτιο. Θ ά ήταν σ ίγουρα μιά άνά σα γιά τήν οΙκογένεια ή ζε στή χιώτικη φιλοξε νία. Θ ά ήταν σίγουρα μιά ανά σα, αν δέν είχαν συμβεί δυό περιστατικ ά πού κατατρόμαξαν τούς νεοφερμένους. ' Ο Μαυριδόγλου έδ ωσε στόν Γιάνκο μερικ ά χρήματα γιά νά καλύψει τά έξοδα τών πρώτων ή μερών. ' Ο Γιάνκος τ ά μέτρη σε. 'Ήτανε τρία εκατομμύ ρια. «Τί νά τ ά κ άνω τό σα λεφτά ;» δ ιαμαρτυρήδηκε στό φίλο του. «' Αν δέν σού φτά σουν, πές μου νά σού δώσ ω κι αλλα», απάντη σε ό Μ αυριδόγλου, κι ό Γιά νκος έ μεινε νά τόν κοιτά ζει. 'Έτσ ι πληροφορήδηκε τόν πληδωρισ μό κι αλλα πολλά πού, μέ πολύ ύπομονή καί κατανόηση, κ άδισε νά τού εξηγή σει ό χιώτης ναυτικός πρ άκτορας. ' Ο πρό σφυγας δέν καταλά βαινε. Κι δταν αρχισε νά καταλαβαίνει, δέν ηδελε νά πιστέψει τόν πρώην συνεργάτη του. «Πρό σεξε καλά Γιά νκο. Μήν α σχοληδείς μέ ε μπορικές δουλειές, γιατί δά βρεδείς μπλεγμένος. ουτε ή πείρα, ο υτε ή εύδύτητα, ουτε ή εντιμότητά σου δά σέ σ ώ σουν. Έ μείς έδώ ουτε λόγο κρατάμε, ουτε νόμους σεβόμα στε, ουτε δεό φοβόμαστε. Δέν μπορείτε ε σείς νά δουλέψετε δπως δ ουλεύατε στό εξωτερικό . Πρό σεξε. Οί καιροί έχουν αλλά ξει». Αύτά έλεγε i) Μαυριδόγλου καί, κρύβοντας τήν ανησυχία του, προ σπαδού σε νά μάδει αν ό Δανιηλόπουλος είχε μεγ άλες καταδέσ εις στήν ' Ελλά δα κι αν είχε τουλάχιστον φροντίσε ι νά στείλει πουδεν ά αλλού λε φτά . Στά πενήντα ενα του χρόνια, πρό σ φυγας γιά εβδομη φορ ά , ό δελημα τικός δρακιώτης έμπορος δέν μπορού σε νά συμμεριστεί τίς ανη συχίες τού φίλου του. Είχε χά σει, παιδί ακόμα, τήν πατρίδα του καί τήν περιου σ ία του. Είχε αλλά ξει δυό ύπηκοότητες καί δ εκατρία επαγγέλματα. Είχε ζήσει τή δύελλα τής ρω σ ικής Έπαν ά στα σης, είχε επιζή σει δύο αύτοκρατοριών πού κατέρρευ σαν, δύο παγκο σ μίων πολέμων κι ενός κομμουνιστικού κα δε στώτος. Οί δυ σκολίες δέν τόν τρόμαζαν. Δέν τόν τρόμαξαν ποτέ. Είχε εμπιστο σύνη στ ά χέρια του, στό μυαλό του, στήν πείρα του. Μόνο γιά τ ά παιδ ιά καί τή γυναίκα του ανη συχού σε, γι αύτό καί δέν είπε τίποτα στήν ' Ελένη . ' Η ' Ελένη δμως είχε λά βει τό σχετικό μήνυμα. Κ ά ποιος καλοδ ελητής έσπευ σ ε νά τής εξηγήσει πώς ήρδε ή ωρα νά ξεχά σει τίς γούνες καί τά λού σα. « Π ροσφυγιά σέ περιμένει εδώ κυρία ' Ελενίτσα μου. Προσφυγιά, κατά λαβες; Ν ά βγ ά λεις τό καπελά κι, τό βέλο καί τ ά μαργαριτά ρια πού φοράς», ήταν ή πικρόχολη συμβουλή. ' Η γυναίκα τρόμαξε. Δέν είχε καμιά 222
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πρόδεση νά ενοχλήσει κανέναν καί καμιά δυνατότητα νά καταλάβει τί σήμαινε αύτή ή προειδοποίηση. Μά δέν είπε τίποτα στόν αντρα της. " Αλ λωστε δυό μέρες άργότερα αρχισε νά καταλαβαίνει.
' Η μεταπολεμική ' Ελλάδα ύποδέχτηκε στό Λαύριο τούς ρουμανοπρό σφυγες. Ο καταυλισμός είχε μόλις ετοιμαστεί. Μιά σκηνή μέ τρία στρατι ωτικά ράντζα περίμενε τήν τετραμελή οΙκογένεια. Τό φρεσκοσκαμμένο χώμα ήταν γεμάτο ζωύφια. Μέ τίς πρώτες φδινοπωρινές μπόρες ό τόπος μετατράπηκε σέ βάλτο. ' Ο καταυλισμός ήταν στρατόπε δο. Χώροι ύγιεινής δέν ύπήρχαν. Χιλιάδες ανδρωποι, αγνωστοι μεταξύ άγνώστων, ζούσαν στίς τέντες. Βρώμα, σκουπίδια, λασπουριά, φτώχεια, συσσίτιο, κρύο καί ελλειψη όποιασδήποτε άσφάλειας γιά τά ύπάρχοντα πού είχε κουβαλήσει ό καδένας. Τά σεντούκια μπήκαν άνάμεσα στά ράντζα κι ήταν άδύνατον νά σταδείς μέσα στή σκηνή παρά μόνον καδιστός η ξαπλωμένος. Οί αν τρες δέν είχαν όδεια εργασίας ούτε καί μπορούσαν νά ε γκαταλείψουν τούς δικούς τους στό στρατόπεδο. Μόνο καμιά χειρωνακτική δουλειά στό λιμάνι μπορούσαν νά κάνουν, κι αν τήν εβρισκαν, η νά συμπληρώσουνε λίγες ώρες στή βάρδια ενός εργοστασίου πιάτων πού ήταν κοντά. ' Από τή μυρωδιά όδηγήδηκε κάποια μέρα ό Δανιηλόπουλος σ' εναν περιφραγμένο χώρο στήν ακρη τού λιμανιού. Έκεί μαντρώναν τίς όλλανδέ ζικες άγελάδες ωσπου νά τελειώσουν οί δ ιαδ ικασίες τού εκτελωνισμού τους. Τά ζώα δέλαν αρμεγμα, κι ετσι κερδήδηκαν τά πρώτα ελληνικά χρή ματα άπό τό αρμεγμα τών άγελάδων. «Είχα παρακολουδήσει τούς ρώσους αΙχμαλώτους στό Πλοπένι, στό κτή μα τού Ν ικολάκη, κι ηξερα πώς γίνεται αύτή ή δουλειά». , Ο κόσμος στίς σκηνές εκανε κουράγιο, γιατί τό κράτος τούς εφτιαχνε σπίτια καί πολύ σύντομα ολοι δά ε'ίχανε μιά σκεπή πάνω άπό τό κεφάλι τους. Πήγαιναν καί παρακολουδούσαν άπό μακρυά τό χτίσιμο. Ηταν ή μόνη παρηγοριά τους κι ή μοναδική τους διασκέδαση. Δυό μικρά δ ωμάτια, μιά κουζινίτσα, ενα ύποτυπώδες λουτρό, ενας διάδρομος. 'Όλα 'ίδια, κον τά-κοντά, ολα σέ σειρές, σάν στρατώνας. Δίχως δέρμανση, δίχως κεντρική παροχή νερού, μά κανείς δέν είχε μεγάλες άπαιτήσεις. Μόλις εβαλε ό Γιάνκος τήν οΙκογένεια στό σπίτι, άρχές τού ' 5 1 , εφυγε γιά τήν ' Αδήνα νά βρεί δ ουλειά. Είχε φίλους, συγγενείς καί συνεργάτες πού μπορούσαν νά βοηδήσουν. Μόνον πού ήταν άδύνατο νά άνεβοκατε βαίνει στό Λαύριο, γιατί ο ί συγκοινωνίες ήταν σχεδόν άνύπαρκτες καί τ ά ναύλα ήταν μεγάλο εξοδο. Στό Λαύριο άνέλαβε ή ' Ελένη . 'Έπρεπε νά φροντίζει κάδε μέρα γιά τό '
Τ
223
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
νερό τού σπιτιού κάνοντας ούρά στή βρύση, γιά τό φαγητό τής οίκογένει ας κάνοντας ούρ ά στή διανομή τού συσσιτίου, επρεπε νά πηγαίνει τή Χριστίνα στό σχολείο καί νά παρακολου{]εί τό Δεσποινάκι. Δυσκολίες, παιδικές άρρώστιες καί κρύο. Πολύ κρύο. Πρώτη φορά εμενε μόνη της ή . Ελένη κι άποφάσισε νά άντιδράσει στή μιζέρια μέ δλες τίς δυνάμεις της. " Οταν γύρισε ό Γιάνκος βρήκε ενα νοικοκυριό άπίστευτο. Μέ ψευτο πράγματα ή . Ελένη είχε ξαναστή σει τό σπίτι. Μ ιά {]ειά της είχε φέρει μιά καρέκλα. Κάτι φ ίλοι μιά σόμπα. " Αλλος ενα κομοδίνο. Τά ρούχα τών παι διών ελαμπαν καί οί πελώριοι φιόγκοι πού στόλιζαν τά παιδικά κεφάλια ήταν ρόζ φρέσκοι-φρέσκοι, ασπροι κολλαριστοί καί πλούσιοι. Μεταποιημέ να παλτουδάκια, ραμένα μέ γούστο καί κέφι, ενα ό μορφο φτερό στό τσό χινο καπέλο τής μικρής, πού ψήλωνε συνέχεια, καί κοντά σ' αύτά, μιά μικρή οίκοτεχνία όργανωμένη άπό τήν . Ελένη πού σκέφτηκε νά κατα σκευάζει ψεύτικα λουλούδια γιά μπουτονιέρες, ήταν πολύ τής μόδας τότε, κι είχε βρεί τρόπο νά τά δ ιοχετεύει σέ μαγαζιά καί φίλους.
Τά νέα πού εφερνε ό Γιάνκος άπό τήν 'Α{]ήνα ήταν τραγικά. Οί κατα{]έ σεις στήν Έ{]νική είχαν «σβωλιστεί» μέ τό νόμο 1 8 / 1 944 τού Σβώλου κι είχαν εξανεμιστεί μέ τόν πλη{]ωρισμό. Τά πέντε χιλιάδες έλβετικά φράγκα, πού είχε χρυσοπληρώσει τότε στούς δυό χρηματιστές, δέν εφτασαν ποτέ στήν . Ελβετία. ' Αργότερα οί δυό λα{]ρέμποροι ίσχυρίστηκαν στό δικαστή ριο δτι τά οίκιοποιή {]ηκε ό έλβετός πρόξενος καί προφασίστηκαν τό γνω224
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
στό σκάνδαλο μεταξύ Ρουμανίας καί ' Ελβετίας. Τήν 'ίδια τύχη είχαν καί οί τρείς χιλιάδες λίρες. 'Από διαφορετικό κανάλι ,εφυγαν άλλά στό δρόμο πέταξαν. Στό μεταξύ τό έλληνικό κρ άτος είχε δημεύσει τήν περιουσία τού ύποκαταστήματος τής βερολινέζικης άσφαλιστικής έτα ιρείας, στήν ο ποία ήταν άσφ αλισμένος ο Δ ανιηλόπουλος, καί ή Ρουμανία είχε κρατικοποιή σει τό έκεί ύποκατάστημα. Δ έν ύπήρχε δραχμή. ' Η έταιρεία τών άδελφών 'Αράπη , πού τού είχαν προσφέρει δουλειά , δέν μπόρεσε νά έκτελέσει μιά μεγάλη παραγγελία , εχασε τήν έγγύηση πού είχε καταδέσει καί β ρέδηκε ξαφνικ ά μέ ενα τεράστιο χρέος. Δ έν ύπήρχε δ ουλειά. Κάποιος καλός κύριος, ο ίδιοκτήτης τού σπιτιού τών συγγενών πού φιλοξενούσαν τόν Γιάνκο στά Πατήσια , προσπάδησε νά τόν άνακατέψει σέ μιά βρωμοδουλειά. 'Όταν άντιλήφδηκε δτι δέν είναι άφελής, άποπειρά δηκε νά έξαγοράσει τήν ύπογραφή του. Χρειαζόταν μιά βεβαίωση δτι ο Δ ανιηλόπουλος πλήρωνε τάχα ένοίκιο γιά νά μένει στούς συγγενείς του. Μόνον ετσι μπορούσε νά τούς πάει δικαστικά , γιατί τό σπίτι ήταν μέ ένοικιοστάσιο κι άλλος τρόπος νά τούς διώξει δέν ύπήρχε. ' Ο Γιάνκος άγριεύτηκε. Οί άνδρωποι τού παρείχαν φιλοξενία καί τόν περιποιήδηκαν πάνω άπό δυό μήνες. ' Αρκετά τούς είχε έκδέσει. 'Έπρεπε νά φύγει. Χά δηκε λοιπόν τό στέκι στήν ' Αδήνα καί δέν είχε πού άλλού νά μείνει γιά νά τρέξει νά βρεί κα μιά δουλειά καί νά παρακολουδεί άπό κοντά τίς ύποδέ σεις του. Στό Λαύριο χιλιάδες πρόσφυγες , Βούλγαροι, ' Αλβανοί καί Ρουμάνοι, σύχναζαν στό Κέντρο ' Αλλοδαπών γιά νά μάδουν τά στοιχειώδη άγγλικά πού άπαιτούσαν άπό τούς μετανάστες οί νέες άγορές έργασίας. Μ ιά πα ρέα άπό τή Ρου μανία άποφάσισε νά καταδέσει τά χαρτιά της γιά τή Νέα Ζηλανδία. ' Η έπιτροπή δεχόταν αίτήσεις μόνο γιά έργάτες. ' Ο Δ ανιηλό πουλος δήλωσε τυροκόμος καί φωτογρά φος. Δ έν ήταν άπλός έρασιτέχνης , ήταν παδιασμένος μέ τή φωτογραφία καί τόν σκοτεινό δάλαμο. Πέρασε τ ίς έξετάσεις γιά τυροκόμος στόν Βοτανικό μέ άριστα καί ή α'ίτησή του εγινε δεκτή. ' Η γυναίκα του ε πρεπε νά ύπογράψει δτι δά δεχόταν ο ποια δήποτε δουλειά τής εδιναν , άλλά ή ' Ελένη άρνήδηκε νά ύπογράψει. Δ ήλω σε δτι κατέχει πέντε γλώσσες άπταίστως κι δτι δά μπορούσε ν ά δεχτεί κάποια άνάλογη έργασία . Η έπιτροπή άπέρριψε τήν α'ίτηση . . Ο Δ ανιηλόπουλος ά ρχισε τίς διαδρομές Λ αύριο- 'Αδήνα. " Εκανε έπα φές , όργανώδηκε , εβαλε μπρός μέ τά άδέλφια του τήν έπανασύσταση τού έμπορικού ύποκαταστή ματος , πού κρατούσε προπολε μικά ό Παναγιώτης στόν Πειραιά , καί ξεκίνησε μέ τόν Άριστοκλή τήν ή μιχονδρική πώληση , .
225
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πέφτοντας στά χέρια τών άδυσώπητων χονδρεμπόρων. Λαδάδες καί είσα γωγείς, μαυραγορίτες κι άνυπόληπτοι παζαρίτες, ανδρωποι δίχως φιλότι μο καί μπέσα πού εκαναν δουλειές τού πο δ αριού, νέα άστέρια πού ελαμ παν σέ μιά κοινωνία διαλυμένη άπό τόν πόλεμο, τήν κατοχή, τόν εμφύλιο . . Ο μεταπρατισμός στό φόρτε του. Οί μεγαλοαπατεώνες, οί καρχαρ ίες καί οί ποντικοί τής πιάτσας στίς δόξες τους. . Ο Δανιηλόπουλος δέν μπόρεσε, η δέν δέλησε, νά προσαρμοστεί στούς νέους κώδικες. Πρώτη φορά στή ζωή του εκανε πίσω, κι εγκαταλείποντας γιά πάντα το ε μπόριο, πού άσκούσε άπό τό 1 9 1 4, στράφηκε στό μόνο πράγμα πού μπορούσε νά τού εξασφαλίσει μιά «γλυκειά καί εντιμη» φτω χική ζωή. «Σκεφτόμουν συνέχεια πώς τό μόνο πού επιδυμούν οί Κινέζοι είναι νά άποσυρδούν σ' ενα ησυχο μέρος καί νά καλλιεργούν τή γή. Κάτι επρεπε καί γώ νά βρώ. 'Ήμουν άπελπισμένος. Μιά Κυριακή πού διηγόμουν τά εμπορικά μου παδή ματα στόν Χαρίλαο τόν ΟΙκονόμου καί τού ελεγα τό όνειρό μου, γυρνάει ό Χαρίλαος καί μού λέει: -Γιάνκο, αν μιλάς σοβαρά, εχω ενα κτήμα στό Κορωπί, δέκα στρέμματα, πού χρειάζεται φροντίδα. 'Έχει δυό άγελάδες, μερικές κότες κι άρκετή εκταση γιά νά καλλιεργήσεις καί νά μάς άποδώσει. " Ω ς τώρα πληρώνω εξοδα καί ζημιές. " Αν τό άναλάβεις, δέν δά ζη μιώνω τουλάχιστον. 'Έτσι άπλά ύπέγραψα τήν πιό σπουδαία συναλλαγματική τής ζωής μου, μέ λήξη μακρ ινή » .
226
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μιά λα'ίκή παράδοση λέει δτι κάποτε ό 'Άγιος Ν ικόλαος άποφάσισε νά εγκαταλείψει τή tlάλασσα καί νά περάσει τό ύπόλοιπο τής ζωής του σέ τόπο μεσόγειο, εκεί πού οί ανtlρωποι δέν γνώριζαν τί είναι τό κουπί. Ξεκίνησε ό 'Άγιος μέ ενα κουπί στό χέρι καί, προχωρώντας, δλο ρωτούσε νά τού πού ν τί κρατούσε, 'Έστησε τή σκήτη του στόν πρώτο τόπο πού συνάντησε άνtlρώπους πού τού είπαν πώς τό κουπί του ήταν «ξύλο», Τά 'ίδια λένε καί γιά τόν προφήτη ' Ηλία, " Ετσι βρέtlηκε κι αύτός στά κορφο βούνια, , Η καταγωγή τού μύtlου ξεκινάει άπό τόν «εξιλασμό» τού ' Οδυσσέα. ' Ο μάντης Τειρεσίας συ μβούλευσε τόν ηρωα, άφού εκ δ ικηtlεί τούς μνηστή ρες νά πάρει ενα κουπί καί νά πορευτεί στήν ενδοχώρα. Κι δπου βρεί όδοιπόρο πού tlά τού πεί πώς τό κουπί είναι «φτυάρι», νά χώσει τό κουπί στή γή, νά tlυσιάσει στόν Ποσειδώνα καί να συμφιλιωtlεί μαζί του. Στά Μεσόγεια ρ ίζeι:ισε, λοιπόν ό πολυμήχανος μαυροtlαλασσίτης μέ τήν οίκογένειά του. Σέ ενα ύποστατικό στό Κορωπί. Κι έκανε φτυάρι τό κου πί, δανείστηκε γεωπονικά βιβλία, διάβασε, δούλεψε, έμαtlε γιά τίς πατά τες, τίς άγελάδες, τά όρνίtlια. Ζήτησε δάνειο άπό τό Παγκόσμιο Συμβούλιο , Εκκλησιών γιά νά άγοράσει δυό δικές του άγελάδες, έπεισε τόν ζωέμπορο νά τού πουλήσει τέσσερεις, δύο πληρωμένες μετρητοίς μέ τό δάνειο καί δύο πού tlά εξωφ λούσε μέ μακροπρόtlεσμα γραμμάτια, καί μέ τίς αλλες δυό άγελάδες τού Οίκονόμου έφτιαξε ενα μικρό βουστάσιο μέ εξι άγελά δες. " Οταν γέννησαν ο ί άγελάδες, έχτισε δίπλα στίς ταγίστρες εναν πρόχει ρο στάβλο γιά τά tlηλυκά πού κράτησε γιά άναπαραγωγή. 'Έφτιαξε ενα μητρώο γιά τό κάtlε ζωντανό κι έβαλε μιά πρωτοφανή τάξη στό στάβλο. Κι έτσι, δταν ήρtlαν τά μέλη τής επιτροπής άποκαταστάσεως προσφύγων τού Ο.Η.Ε., τόν βρήκαν τόσο καλά άποκατεστημένο στό Κορωπί, ωστε άποφάσισαν δτι δέν είχε άνάγκη κατοικίας. Πείστηκαν δμως γιά τήν πα ροχή ενός μικρού δανείου μέ το όποίο tlά άγόραζε ό Δανιηλόπου λος δυό όλλανδέζικες άγελάδες. Κι εκείνος έπεισε πάλι τόν ζωέμπορο νά τού που λήσει τέσσερεις. Δυό τοίς μετρητοίς, δυό μέ μακροπρόtlεσμα γραμμάτια. Στό Κορωπί, τότε, δέν ύπήρχε οϋτε κτηνίατρος οϋτε γεωπόνος. Τό μεγαλοχώρι τών Μεσογείων, 24 χιλιόμετρα άπό τήν Ά{}ήνα, ζούσε άκόμη στόν περασμένο αίώνα. Τό κάtlε σπιτικό είχε τή σούστα μέ τό γα'ίδουράκι στή μεγάλη αύλή μέ τήν «πορτάρα» κι δλη ή οίκογένεια περνούσε τήν ή μέρα της στό «χαγιάτι», ενα μεγάλο ίσόγειο ύπόστεγο, δίπλα στά συνεχό μενα δωμάτια τού σπιτιού, κοντά στό φούρνο καί στό πατητήρι. Οί αντρες έβγαιναν μέ τίς γυναίκες τους στήν πλατεία μιά φορά τό χρόνο, τής Άνα λήψεως, πού γιόρταζε τό χωριό. 227
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί Κορωπιώτες πήγαν πολλές φορές νά ζητήσουν τή συμβουλή τού
«Ρουμάνου» γιά διάφορα προβλήματα. Τόν νόμιζαν γεωπόνο ij κτηνίατρο κι αυτός, που είχε μά'δει στό μεταξύ μερικά πράγματα, προσπα'δούσε νά βοη'δήσει μέ κά'δε τρόπο, δπως αλλωστε τόν βοη'δούσε κι ό γείτονάς του ό Χριστοδούλου. Κάποτε μάλιστα, πού άρρώστησε μιά άγελάδα, ό Χρ ιστο δούλου τού έφερε εναν δικό του φίλο κτηνίατρο. Ηταν ό Ζ αχαριάδης, ρουμανοπρόσφυγας κι αυτός, άπό τή Μ ικρασία στή Ρουμανία καί τώρα στήν . Ελλάδα. Θυ μόταν τόν Γιάνκο άπό τήν ποδοσφαιρική όμάδα τής Κωνστάντζας , ηξερε τό μέγαρο Danielopol, μά'δαινε γιά τήν ανοδο τής έπιχείρησης καί βρήκε τόν Γιάνκο μέ τήν ' Ελένη στό στάβλο, τά παιδιά νά διαβάζουν στήν αυλή μέ τίς κότες. Οί Δανιηλόπουλο ι δμως δέν τό βάλαν κάτω. Τό πρώτο αρμεγμα αρχιζε στίς τέσσερεις τό πρωί καί τό τελευταίο τέλειωνε στίς έννιά τό βράδυ. Κι δλη μέρα, κα'δάρισμα κι άπολύμανση τών στάβλων, συσσίτιο γιά τούς έργά τες πού σπέρναν πατάτες καί μαρούλια, τά'ίσμα ο ί κότες. Καί τήν Κυριακή, μαζί μέ δλα αύτά, ή ύποδοχή τών καλών παλιών φίλων πού πήγαιναν στό Κορωπί έπίσκεψη καί περνούσαν δλη τήν ήμέρα στό Δανιηλοπουλέ'ίκο ύποστατικό. Αυτή ή κυριακάτικη συντροφιά καί τά παιδικά πάρτυ πού όργάνωνε ή . Ελένη ήταν ο ί μονα δ ικές δ ιασκεδάσεις τής οΙκογένειας γιά χρόνια. τ
228 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
, Ο τ ελευ τ αίο ς στ αθμό ς 'Έσπερνα εξι στρέμματα πατάτες πού τίς πουλούσα στόν Στάμο Γκίκα. τ Ηταν τίμιο ς ανδρωπος. Μπεσαλής καί καλοπληρωτής. Μόλις εβγαζα τίς πατάτες, λίπαινα τό χωράφι μέ τήν κοπριά τού στάβλου καί τό καλλιεργού σα ξανά. Λάχανα, κουνουπίδια, μαρούλια. Μ ιά χρονιά εσπειρα μόνο μα ρούλια, 1 5.000 κο μμάτια. Τά περιποιήδηκα πολύ κι εγιναν μιά χαρά. τ ΗρfJε ενας, Κουτρουλές όνόματι, είχε ενα μεγάλο φορτηγό κι άγόραζε χονδρικά. Συμφωνούμε τήν τιμή, ερχεται τήν πρώτη μέρα, βγάζει τά καλύτερα μα ρούλια, τά φορτώνει καί φεύγει. 'Έρχεται τήν επομένη, μού λέει πώς στή Λαχαναγορά ό εμπορος δέν είχε λεφτά μά fJά τά πληρώσει δλα μαζί σέ δυό μέρε ς , διαλέγει πάλι τά καλύτερα κομμάτια καί φεύγει. Τή μεfJεπομένη τά 'ίδια. Τέταρτη μέρα δέν ξαναφάνηκε. Είχε άφήσει μόνο τά σκάρτα μαρού λια, τά εδωσα στίς άγελάδες. Καιρό είχα νά {]υμηfJώ τίς συμβουλές τού Μαυριδόγλου κα ί τώρα ήταν πάλι πολύ άργά . . Η παραγωγή είχε κάνει φτερά. " Αφαντος κι ό Κουτρουλές. Τόν βρήκε κάποτε στό δρόμο ό Γιώρ γης ό Πρόφης, προσπάδησε νά τόν φέρει στό φιλότιμο, αδικα δμως. Τόν αλλο χρόνο φύτεψα 20.000 μαρούλια κι όρκίστηκα νά εί μαι πολύ επιφυλακτικός μέ τούς άγοραστές. Μιά νύχτα, πρίν τά μαζέψου με, ξέ σπασε αγρια Wελλα. Τόσο χοντρό επεφτε τό χαλάζι πού φοβήfJηκα μήν ύποχωρήσει ή στέγη τού στάβλου. Τά ξημερώ ματα βρήκα στό περιβόλι χ ιλιάδες καρδιές μαρουλιών . . Ο ανεμος καί τό χαλάζι δέν αφησαν ούτε ενα φύλλο ό ρfJιο. Δ ίπλα μας, σέ πενήντα μέτρα άπόσταση, τά μαρούλια τού Βασιλείου δέν είχαν πάfJει τίποτα . Η Wελλα σάρωσε μόνο τή δική μου παραγωγή. 'Έτσι εφευγαν άπό δώ κι άπό κεί τά χρή ματα κι ετρεχα δλη μέρα γιά νά προλάβω. 'Έτρεχα παντού μέ τόν «Τζώνψ, τό περίφημο ποδήλατο πού είχε σκανδαλίσει δλο τό Κορωπί, γιατί μ' αύτό κυκλοφορούσαν καί τά κορίτσια, «τά άγοροκόριτσα» καfJ{iις τά είχαν βαφτίσει στό χωριό. Μέχρι κι ό καfJηγητής , Αδάμ μού εκανε παρατήρηση γι αύτόν τόν «φιλελευfJερι σμό» μου. Τού εξήγησα δτι καΜμαστε μακριά άπό τό Γυμνάσιο καί ή Κρίστη δέν εχει αλλο τρόπο ν ά πηγαίνει. Δέν τόν επεισα άλλά σέ λίγο καιρό ξεπεράστηκε τό πρόβλημα. 'Έγινε μόδα τό ποδήλατο καί ή κόρη τού , Αδάμ πήγαινε κι αύτή στό σχολείο μέ τό ποδήλατό της. .
229
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Έκείνη τήν εποχη επαιρνα τριών είδών δάνειο: Άγελαδοτροφικό, Καλλιεργητικό καί Π τηνοτροφικό. Είχα μάfJει τή δουλειά κι έκανα συστη ματική ε κτροφή νεοσσών, ξεμπέρδεψα κι άπό τούς μεσάζοντες πού άγό ραζαν γιά πενταρο δεκάρες τά αύγά μου κι έτρεχα δλο τό πρωί μέ τόν «Τζώνη» νά κάνω μόνος μου τή διανομή τών αύγών στά μαγαζιά. Είχα σηκώσει κεφάλι. Δέν μπορούσα πιά νά άνεχfJώ τήν εκμετάλλευση. Τό γάλα τό δίναμε τζάμπα στούς μεσάζοντες. Τά αυγά τζάμπα. Τά μαρούλια, τίς πατάτες, τζάμπα. ΌργανώfJηκα δ ιαφορετικά λοιπόν. 'Έπαιρνα τό άγελα δοτροφικό δάνειο καί, πρίν τή λήξη τής πληρωμής του, ζητούσα τό Καλλι εργητικό. Τό έπαιρνα καί πλήρωνα μέ αυτό τό Άγελαδοτροφικό. Μετά ζητούσα τό Π τηνοτροφικό καί πλήρωνα μέ αυτό τό Καλλιεργητικό. Κανείς δέν τό άντιλήφ{}ηκε. Ούτε ή Τράπεζα. 'Έτσι κατόρfJωσα νά είμαι πάντα συνεπής μέ τίς υποχρεώσεις μου γιά αυτό καί τόλμησα τό ε πόμενο μεγάλο βή μα. Θά ζητούσα δάνειο γιά νά άγοράσω λίγη γή. Είχα βρεί πέντε στρέμματα σέ μιά πλαγιά τού ' Υ μηττού, στήν τοποfJεσία « Γκο μορόβα Πλιάκα», πού σημαίνει στά άρβανίτικα «σω ρός άπό παλιές πέτρες». 'Έτρεξα, παρακάλεσα, έκανα πολλές ενέργειες γιά ν ά πετύχω τό δά νειο, μού συμπαραστά{}ηκε κι ό διευfJυντής τής Τράπεζας, ό Σταυρόπου λος, κι έφτασε κάποτε ή ίστορική μέρα τής άγοράς τού κτήματος. Τό ύπο{}ήκευσα ώς εγγύηση στήν Τράπεζα, έσβησαν εκείνο τό «άκτήμων» άπό τήν καρτέλα μου κι έγινα γαιοκτήμονας. ΝαΙ Άπέκτησα ενα άγονο χωρ ά φι δλο πέτρα στή Γκομορόβα Π λιάκα, μά αυτό δέν είχε καμιά ση μα σία. Φώναξα άμέσως εναν ζευγά νά τό όργώσει. Έκείνος μόλις τό είδε κούνησε λυπημένα τό κεφάλι του. « Όλη τήν πέτρα τού Ύμηττού εδώ τή μάζεψε ό Θεός, καη μένε. Τί νά όργώσω άπό δαύτο;» είπε καί γύρισε νά φύγει. " Αρχισα τότε μοναχός μου τή δουλειά. Μόλις είχα λίγο καιρό ελεύfJερο έπαιρνα τό γα'ίδουράκι, γιατί ό «Τζώνη» δ έν άνέβαινε στά κατσάβραχα, καί πήγαινα νά καfJαρ ίσω τό χωράφι άπό τίς πέτρες. Τίς μεγάλες τίς κουβάλη σα γιά νά φτιάξω τό παρτέρι καί τή μάντρα. Μία πρός μία τίς τοποfJετού σα καί τίς έχτιζα ωσπου νά κλείσει ενα γύρο δλο τό κτήμα. Τίς μικρές τίς μάζευα μέ τήν τσουγκράνα καί τίς πετούσα στό βουνό. 'Έβαλα πασσά λους, έφτιαξα τόν φράχτη, καfJάρισα τό πηγάδι. 'Ύστερα πήγα στόν Θανάση τόν Π απαμιχάλη νά τόν ρωτήσω τί δέντρα νά φυτέψω κι εκείνος μού είπε πώς fJά ξερίζωνε εξι καλά δέντρα άπό τήν αύλή του γιά νά χτ ίσει σπίτι στήν κόρη του. Ξερ ιζώσαμε προσεκτικά τά δέντρα μέ τίς ρίζες, ηρfJε ό Θανάσης μαζί στό κτήμα, μού έδειξε πώς νά 232 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κ άν ω τούς λάκκ ους, ίδέα δέν είχα από αύτ ά , κ αί μέ βοήδη σ ε ν ά τ ά φυτέ ψω. Δυό λεμον ιές, δυό πορτο κ αλιές, δυό μανταρ ιν�ές. Ίό κ αμάρι μου. Οί κ όποι κ αί ή χαρ ά μου. 'Έ πρεπε ν ά τ ά ποτίζω συχν ά αλλά τό ν ερό στό πηγ άδ ι ήταν σέ δεκ απέντε μέτρα β άδος. Μοτέρ δέν μπορού σα ν ά αγορ ά σω. ' Αν έβαζα μέ σκ οιν ί τούς κ ουβ άδ ες. Έρχόταν κ αί ή ' Ελένη μέ τό γα'ί δ ουρ άκ ι κ αί βοηδού σε. " Ω σπου μιά φορ ά πού ήρδε ό Στέφος ό Ζαφείρωφ από τό Βερολίν ο ν ά μας δεί, βλέπει τήν ' Ελένη στό γα"ίδούρι κ αί μέ πιάν ει ίδιαιτέρως ν ά μού κ άν ει παρατήρηση. Μέ κ όπο συγκ ρατού σε τό δυμό του.
Άν αγκ ά στη κ α ν ά τού εξηγή σω πώς ζούσ αμε, γιατί στή ν πραγματικ ό τητα κ αν είς δέ ν μπορού σε ν ά ύ ποπτευδεί τά β ά σανά μας. 'Έβλεπαν τ ά παιδιά ντυμέν α στή ν ε ντέλεια, μέ τ ά βιβλία τους κ αί τ ά αγγλικ ά τους, εβλεπαν τό σπίτι ν ά λά μπει, τόν κήπο ανδ ισ μέν ο, τού ς στ ά βλους κ αί τ ά ό ρν ιδοτροφεία αψογα κ αί μόν ον εγώ ηξερα πώς τ ά κ ατόρδ ων ε δλα αύτά ή ' Ελένη. Είχε επιστρατεύ σει δλη τή ν εξυπν άδ α, τίς γν ώ σεις κ αί τό κ ουρ άγιο της γιά ν ά κρατα εν α σπίτι ζεστό κ αί φιλόξεν ο. Ν ά μή λείψει τίποτα. Ν ά μή χαδεί τό κ έφι, τό κ αλό γού στο, ή αρχοντιά κ αί κυρίως ή α γά πη πού μας δέρμαιν ε τή ζωή κ αί μας εκ αν ε ν ά ξεχν ούμε τούς κ όπους. Σ' αύτό τό ύ πο στατικ ό δέν α κ ού στη κ ε ποτέ εν ας βαρ ύ ς λόγος. 'Έ ν α παρ ά πον ο. Μιά 233 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πικρή κουβέντα. Κι ας άρρώ στησαν ο ί άγελάδες μας. Κι ας ψόφη σαν μιά μιά άπό τόν «προληπτικό» έμβολιασ μό πού εκανε ή Κτηνιατρική ' Υπηρε σ ία τού ' Υπουργείου Γεωργίας μεταδίδοντας τόν άφδώδη πυρετό στά ζωντανά μας, 24 χ άσαμε, κι ας ετρεχαν τά χρέη, κι ας εκαιγε τό χαλάζι τά μαρούλια μας. Άναγκάστηκα νά μιλή σ ω στόν Ιαφείρωφ κι αυτός μ' ακουγε μέ άνοι χτό τό στόμα. «Θά σ άς στείλω δώρο ενα αυτοκίνητο άπό τή Γερμανία» μού είπε. «Στή φιλία μας Γιάνκο, κάνε μου τή χάρη νά τό δεχτείρ>. Π ετούσα άπό τή χαρά μου έγώ, χαιρόμουν πιό πολύ γιά τήν ' Ελένη, γιά μιά στιγμή μάς γέλα σ ε ή τύχη. Γιά μιά στιγμή μονάχα, γιατί μπλέξαμε στίς διατυπώ σεις καί, παρόλο πού έρχόταν δώρο τό αυτοκίνητο, επρεπε νά καταδέ σουμε τήν άξία του στήν Τράπεζα γιά νά πάρουμε αδεια ε ίσαγω γης. Έπιστροφή στό γα'ίδουράκι λοιπόν. Στό γα'ίδουράκι καί στόν «Τζώ νη». Χίλια πεντακόσια αυγά τήν ήμέρα μοίραζα στά μπακάλικα κι ό «Τζώ νη» μέ εβγαζε ά σπροπρόσωπο. Στό μεταξύ εκανα βαδιά αροση στό κτήμα, πήρα δάνειο γιά νά φυτέψω φυστικιές, εβαλα κι άμπέλια, παράγγειλα στή Ρου μανία σπόρους άπό κόκκινο λάχανο καί κόκκινες πιπεριές καί πουλού σα τά «γκαγκo σάριCι» στή «ρουμανική γωνιά» πού δέν τά εβρισκε πουδενά άλλού στήν ' Αδήνα. Μέ τό νέο δάνειο οί ύποχρεώ σεις μου μεγάλωσαν και τό ξυπνητήρι έξακο λουδού σε νά χτυπάει στίς τέσσερεις τό πρωί. ' Αλλά ή άγροτική ζωή εχει καί τίς χαρές τη ς. Τά δέντρα μου μεγάλωναν καί γώ, στά έβδομήντα μου, χαιρόμουν σάν παιδί. 'Ένα μεση μεράκι δμως ήρδε ενας γείτονας στό ρπίτι καί μού λέει νά τρέξω πίσω στό κτήμα, γιατί γκρεμίστηκε τό όρνιδοτροφείο πού είχα χτί σει. Τρέχω καί τ ί νά δώ! Είχε πέ σει ή στέγη καί πλάκω σε τίς κότες. 'Έχασα ετσ ι ξαφνικά 600 κότες καί ή παραγωγή τών αυγών μειώδηκε αίσδητά. Μά ο ί φυστικιές εδεναν τόν πρώτο τους καρπό. Θά ε'ίχαμε άπό κεί ενα καλό ε ίσόδη μα. Τό πρώτο ε ίσόδημα άπό τό κτήμα μας. Σκέφτηκα τότε πώς ήρδε ή ωρα γιά τό έπόμενο μεγάλο βήμα. Νά βάλουμε μπροστά νά χτίσουμε ενα δ ικό μας σπίτι έκεΙ Τέλειωνε ή Κρίστη μέ υποτροφία τό Π ανεπιστή μιο, ήταν αριστη μαδήτρια καί αριστη φοιτή τρια. Σύντομα δά επιανε δουλειά κι ετσ ι δά μπορού σ αμε νά άρχίσουμε τό κτίσ ιμο. Οί άρραβώνες τής μικρής μας κόρης εγιναν στό σπίτι τού μπάρμπα Γιάννη, πού νοικιάσαμε στό μεταξύ. Οί γά μοι της εγιναν στό καινούριο μας σπίτι, στ ό κτή μα. Τά άμπέλια ήταν γεμάτα σταφύλια. Καιρός ν' άρχί σει ό τρυ γος. Οί μεγάλες περιπέτειες είχαν τελειώ σει.
234 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
·
Ο τελευταϊος σταδμός όνομάζεται Γκομορόβα Πλιάκα καί
βρίσκεται στίς πλαγιές τού Ύμηττού, εξω άπό τό Κορωπί. τί ποτα έδω δέν μο ιάζει μέ τό Βασιλικό τής Άνατολικής Θράκης. Μά όταν ήρδα νά βρω τόν Δανιηλόπουλο, τήν Π ρωτομαγιά τού 1 983 , καί τόν είδα νά στέκει στό κεφαλόσκαλο γιά νά μέ ύπο δεχτεϊ, όλη ή Θράκη κι δλη ή Μαύρη Θάλα σσα στεκότανε μπροστά μου.
235
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ΤΟ ΦΩ ΤΟΓΡΑ ΦΙΚΟ
ΥΛ ΙΚΟ
Φωτογραφίες του Γιάνκου Δ α νι ηλόπουλου στίς σελίδες: 69, 1 00, 108, 1 09, 130, 136, 137, 138, 141, 143, 146, 149, 151, 155, 156, 159, 1 62, 1 66, 168, 1 71, 1 72, 1 75, 1 77, 192, 1 94, 218, 220, 224, 226, 228, 230, 231, 233 Φωτογραφίες της 'Ήβης Νανοπούλου στίς σελίδες: 12, 16, 26, 36, 61, 62, 180 Φωτογραφίες της Μαρίας Πρωτονοταρίου στίς σελίδες: 34, 82, 1 1 7 Φωτογραφίες του Νίκου Τσούχλου στίς σελίδες: 56, 76 Στή σελίδα 71: άπό τό άρχείο του Ε.Λ . Ι. Α . Στή σελίδα 22: άπό τό βιβλίο ((Grea t Rivers ο[ Europe» εκδοση Weiden[eld - Nicolson, 1 966 Στίς σελίδες 5, 28, 33: άπό τό βιβλίο ((An tique Art οπ the Northern Black Sea Coast» εκδοση A urora Art Publishers, Leningrad 1 9 74. Στίς σελ ίδες 58, 95: άπό τό βιβλίο του Γιώργου Κανδύλ η ((Ba tir La Vie» εκδοση Stock, 1 977. Κυκλοφορεί καί στίς έκδόσεις Έρμ ης. Στή σελίδα 1 10: άπό τό βιβλίο (/Ιστορία τών Έπαναστάσεων» τόμος 30ς, εκδοση Ά κμή, 1 9 73. Στίς σελ ίδες 1 15, 123, 124: άπό τό βιβλίο της Χλόης Όμπολένσκυ ((Russie, Images d' υπ Empire» εκδοση Albin Michel, 1 98 1
ΤΟ ΧΑ ΡΤΟΓΡΑ ΦΙΚΟ
ΥΛ ΙΚΟ
'Ένα μεγάλο μέρος τών χαρτών πού χρησιμοποι ήθηκαν σάν ύπόβαθρο γιά τήν έπεξεργασία τών χαρτών στό έξώφυλλο καί στό κείμενο προέρχεται άπό τό Χαρτογραφικό Τμ ημα της Πανεπι στημιακης Βιβλ ιοθήκης του Καίμπριτζ καί άπό τό βιβλίο του Μητροπολ ίτη Χρύσανθου ((Ή 'Εκκλ ησία Τραπεζουντος» έκδ. Άρχείο ν Πόντου, 1 933. Ό χάρ της της Κριμαίας είναι άπό τό βιβλίο ((Geographie de la Chersonese Ta urique - Scythique» έκδοση Le Philologue, τόμος 160ς, 1824. Ό χάρτης της Βαλ κανικης είναι άπό τό βιβλίο του J. Vidalenc ((L ' Europe Danubien et Balkanique» έκδ. Masson, 1 9 73.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ΒΑΣΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΑ
Γιά τόν άρχαίο θρακικό πολ ι τι σμό, τούς Σκύθες, τίς έλλη νι κές άποικίες καί τά άνα σκαφι κά-ίστορι κά δεδομένα: R ulph Hoddjnott «The ThracjanS» εκδ. Thames and Hudson, 1981 «Black Sea», άνακοι νώσεις στό 120 Συμπόσιο Βυζαντι νών Σπουδών, Μπέρμ ι νχαμ 1 9 78, έκδοση 'Αρχείον Πόντου τόμος 350ς, 1 9 79 (οί άνακοι νώσεις καλ ύπτουν θέματα άπό τήν άρχαιότητα ως τήν πρώιμη όθωμανική περίοδο) «Thracja PontjCa», άνακοι νώσεις στό 10 Δ ιεθνές Συμπόσιο, Σωζοπόλ 1 9 79, έκδοση τής όΡΥανωτικής έπι τροπής, Σόφια 1 982 Vladjmjr Rybjne «La Route des Ancjens de la Baltjque a la Mer Noίrιι έκδόσεις Progres, Μόσχα 1 9 75 Ion Mjclea «Dobrogea» έκδ. Sport- Turjsm, 1 9 78 Γιά τή Νοτιοανατολ ική Εύρώπη καί τή Μαύρη Θάλασσα στά βυζαντινά χρόνια: Djmjtrj Obolensky «The Byzantjne Common wea1th - Eastern Europe 500-1453» έκδοση Wejdenfeld and Njcolson, 1971 Γιά τά νεότερα χρόνια: Σπυρίδωνος Γ. Φωκα «Οί 'Έλλ η νες είς τήν Ποταμοπλοίαν του Κάτω Δουνάβεως» έκδοση Ι.Μ. χ. Α . άριθμός 144, 1 9 75 Νίκου Πετσάλ η-Διομήδη «HelJenjsm ίπ Southern Russja and the Ukrajnjan Campajn» έκδοση Balkan Studjes τ. 130ς, 1 9 72 'Ελευθερίου Παυλίδη (/ 0 Έλλ η νι σμός τής Ρωσίας» εκδ. του Σωματείου τών έκ Ρωσίας Έλλ ή νω ν, 1 953 Γιά τό Βασιλ ι κό ύπάρχει ή μ ι κρή μελέτη του Δ α νι ήλ Δανιηλίδη «Ό Βασιλικός Ά νατ. Θράκης» έκδ. Έταιρείας Θρακικών Μελετών άρ. 48, 1 956. Γιά τήν έπαρχία τής Στράντζας βρ ήκα άρκετές πλ ηροφορίες στό βιβλίο τής Kostadjnka Paskaleva «Icones de la Regjon de Strandja», Σόφια 1977 -'
Μερι κά άκόμα βιβλία: Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου. «Οί Βαλκανικοί Λαοί» 'Ιωάννι να, 1 9 78, «L ' Epoque ΡhanaπΌte», άνακοι νώσεις στό Συμπόσιο, Θεσσαλο νίκη 1 9 70, έκδ. Ι. Μ. χ.Α . άρ. 145, 1 9 74. «Ή Οίκονομ ι κή Δομή τών Βαλκα νικών Χωρών» έκδ. Μέλ ι σσα, 1 9 78. Β. Je1a vjch «Hjstory of the Ba1kans» 2 τόμοι, έκδ. Cambrjdge Unjversjty Press, 1983 (μέ τήν έπιφύλαξη δτι οί πληροφορίες πού άφορουν τήν έλλ η νι κή παρουσία στό χώρο είναι τουλάχιστον έλλιπείς). Amedee le Fa ure «La Guerre d ' Orjent» έκδ. Garnjer 1 8 78. J. ElJenstejn «Hjstojre de Ι ' U. R.S.S.» 3 τόμοι, έκδ. Socja1es, 1 9 74 (στά έλλ η νικά έκδόσεις Θεμέλιο). « 'Εκστρατεία στή Μεσημβρι νή Ρωσία, 1 9 1 9» Άρχείο π.Σ. Δέλ τα, έκδ. Έρμ ής 1 982. Ή άναφορά του Ι. Σταυριδάκη είναι άπό τό άρχείο Βενιζέλου, στό Ε.Λ . Ι. Α . Εύχαρι στώ τ ό ν Δ ημήτρ η Πόρτολο πού μ ο υ ύπέδειξε τ ό έΥΥραφο.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑ «ΕΥ7ΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΟΔ ΥΣΣΕΑ» ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΣΕ 3.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΣΕ ΧΑΡΤΙ VELVET 1 1 5 [Ρ. ΚΑΙ ΧΑΡΤΙ ΕΞΩΦΥΜΟΥ VELVET 260 [Ρ. ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1995 - ΤΥΠΟ[ΡΑΦΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Γ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΕ ΤΗΛ 23 12317 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ "ΠΑΝΟΡΑΜΑ " ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Η ΗΒΗ ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
((Δεξάμενος έποίε Χίος»: Χρυσό δαχτυλίδι μέ σφραγιδόλιθο του 50υ Π.Χ αl. άπό τίς άνασκαφές στό Παντικάπαιον (Κέρτς). Κοσμ ηματοποιός είναι δ Χιώτης Δεξάμενος
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009