Στην Αγκαλιά του Ισπανού Μεγιστάνα
RACHEL LYNDHURST
Στην Αγκαλιά του Ισπανού Μεγιστάνα
Τίτλος πρωτοτύπου: THE SPANISH BILLIONAIRE’S HIRED BRIDE by Rachel Lyndhurst Copyright © 2012 by Rachel Lyndhurst. All rights reserved. Translation Copyright 2013 Anubis Publications, Compupress S.A. Αποκλειστικότητα για την ελληνική γλώσσα: Εκδόσεις Anubis This translation published by arrangement with Entangled Publishing, LLC. All rights reserved. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ANUBIS Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 210 9238672, fax: 210 9216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΕΩΝ: Μάρθα Ψυχάκη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: Αλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Τίνα Σπύρου ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Μαρίζα Γεωργάλου ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Μαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. ISBN: 978-960-497-640-9 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα των παρoυσών ιστοριών είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην επιμελήτρια των κειμένων μου, Alethea Spiridon Hopson, καθώς και στην εκδότριά μου, Liz Pelletier. Είστε και οι δύο εκπληκτικές. Σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας.
Κεφάλαιο Ένα
«Σταμάτα εκεί που βρίσκεσαι, αλλιώς θα σου στρίψω το λαρύγγι.» Ο Ρικάρντο Αλμάνσα ένιωσε την αναπνοή της ξανθιάς γυναίκας να κόβεται καθώς το χέρι του έσφιγγε γύρω από το λαιμό της και την τραβούσε προς τα πίσω, πάνω στο σώμα του. Ο σφυγμός της χτυπούσε γρήγορα κάτω από τα δάχτυλά του και η κοφτή της ανάσα πρόδιδε φόβο. Χαλάρωσε τη λαβή του. Μπορεί να είχε έρθει για να κλέψει, αλλά ήταν μικροκαμωμένη και δεν είχε πρόθεση να της κάνει κακό. Άρπαξε τον καρπό της και τον τίναξε δυνατά μέχρι που εκείνη άφησε το διαμαντένιο περιδέραιο που κρατούσε να πέσει στο σκέπασμα του κρεβατιού. Το άλλο της χέρι ανέβηκε ενστικτωδώς για να προστατέψει το λαιμό της. Καμπούριασε τη ράχη της, προσπαθώντας να γυρίσει για να τον κοιτάξει ή ίσως να τον φτύσει στο πρόσωπο. Η φωνή της ήταν χρωματισμένη από πανικό. «Η Κοντέσα…» Ακολούθησε μια παύση. Η προφορά της πρόδιδε ότι δεν ήταν Ισπανίδα. «Μη μιλάς» της είπε χαμηλόφωνα στ’ αγγλικά. «Και κάνε ό,τι σου λέω.» Την οδήγησε ως την άκρη του κρεβατιού, σπρώχνοντάς την με τα γόνατά του, μέχρι που οι κλειδώσεις της λύγισαν κι έπεσε προς τα μπρος. Το πρόσωπό της συσπάστηκε και εκείνος κατάλαβε ότι αναζητούσε μια δίοδο διαφυγής. Αρπάζοντάς την από τους ώμους, τη γύρισε γρήγορα ανάσκελα και, ξαφνικά, βρέθηκε να κοιτάζει τα πιο έντονα και πιο πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Έλαμπαν σαν σμαράγδια, την ίδια ώρα που μικρές, κοφτές ανάσες ξέφευγαν από τα μισάνοιχτα χείλη της. Το βλέμμα του γλίστρησε προς τα κάτω, καθυστερώντας για ένα δευτερόλεπτο στα στήθη της, που ανεβοκατέβαιναν μέσα από ένα εφαρμοστό, μαύρο μπλουζάκι. Του θύμιζε παγιδευμένο πάνθηρα, όμορφο, άγριο και έτοιμο να αντεπιτεθεί. Ένα βάρβαρο πλάσμα, ικανό να του βγάλει τα μάτια αν του δινόταν η ευκαιρία. Άφησε το θήραμά του ελεύθερο κι έκανε δύο βήματα προς τα πίσω για να τη δει καλύτερα. Η ξανθιά κειτόταν εκεί λαχανιασμένη, με τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν από το φόβο. Ωστόσο, λίγα ακόμη δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να επιβεβαιώσουν την αρχική του σκέψη. Αν κάποτε υποχρεωνόταν να παντρευτεί, έτσι ακριβώς ήθελε να είναι η γυναίκα του. «Έπρεπε να είχες κάνει λίγο περισσότερη έρευνα πριν βάλεις σαν στόχο αυτό το μέρος.» Κοίταξε το περιδέραιο που είχε πάρει στα χέρια του και το άφησε να γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά του. «Αυτά τα διαμάντια δε θα βρουν ποτέ αγοραστή στη μαύρη αγορά. Είναι μοναδικά και γι’ αυτό μπορούν εύκολα να εντοπιστούν. Κανείς κλεπταποδόχος στην Ίμπιζα δε θα τολμούσε ν’ απλώσει το χέρι του πάνω τους. Εκτός, βέβαια, κι αν κλέβεις κατά παραγγελία.» «Δεν κλέβω τίποτα» σφύριξε εκείνη κι ανασηκώθηκε στους αγκώνες της. «Εγώ απλώς…» «Απλώς περνούσες;» τη ρώτησε ειρωνικά ο Ρικάρντο ενοχλημένος από τον τρόπο που το μπλουζάκι τόνιζε το στήθος της. Ήταν ένας αντιπερισπασμός. «Θα πρέπει να πιστεύεις ότι είμαι εντελώς ανόητος. Τώρα, βγάλε τα ρούχα σου.» «Ορίστε;» «Μ’ άκουσες. Δε θα ήσουν ο πρώτος ερασιτέχνης κλέφτης που θα έκρυβε κλοπιμαία στα εσώρουχά του.»
Η γυναίκα ανακάθισε απότομα στην άκρη του κρεβατιού και τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα για λίγα δευτερόλεπτα. «Δεν πρόκειται να βγάλω κανένα ρούχο. Ποιος στην οργή νομίζεις ότι είσαι;» «Δεν ξέρεις; Μ’ απογοητεύεις.» Έξυπνο εκ μέρους της να παριστάνει την αγανακτισμένη αθώα, αλλά εκείνος δεν τα έχαφτε αυτά. «Μπορείς να με αποκαλείς σενιόρ. Τώρα, βγάλε τα ρούχα σου ή θα το κάνω εγώ, αντί για σένα.» «Αν μ’ αγγίξεις ξανά, θα…» «Τι θα κάνεις; Θα φωνάξεις; Θα καλέσεις την αστυνομία;» Ο Ρικάρντο γέλασε και ήρθε ένα βήμα πιο κοντά της. Έσκυψε προς το μέρος της και διέκρινε τις χρυσαφιές ανταύγειες στις ίριδες των ματιών της. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που ένας διεφθαρμένος αστυνομικός συνεργαζόταν με μια όμορφη κακοποιό. Κι έτσι δε σκόπευε να το διακινδυνεύσει. «Θα βρίσκεται εδώ αρκετά σύντομα. Μόλις τελειώσω μαζί σου…» Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα. «Μόνο υποσχέσου μου ότι δε θα πειράξεις την Κοντέσα αν συμφωνήσω να κάνω ό,τι πεις.» «Την Κοντέσα;» Τι σκάρωνε τώρα αυτή η κλέφτρα; Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε τη ματιά του να μετακινηθεί ως το στόμα της, καθώς εκείνη σηκωνόταν για να τον αντιμετωπίσει. «Πολύ καλά, λοιπόν. Θα αφήσουμε την Κοντέσα έξω απ’ αυτή την υπόθεση.» «Μπορούμε να φερθούμε πολιτισμένα.» Η ξανθιά έγλειψε τα χείλη της κι ο τόνος της φωνής της χαμήλωσε. «Πώς σε λένε;» Ο Ρικάρντο καταπολέμησε την παρόρμησή του να γελάσει. Η μικρή αλεπού προσπαθούσε να βγει από τη δύσκολη θέση σαγηνεύοντάς τον! «Βγάλε τα ρούχα σου» επανέλαβε σταθερά και μετά ο πόνος σκοτείνιασε τα πάντα γύρω του. *** «Είσαι άξεστος, Ρικάρντο» μουρμούρισε η Κοντέσα Αντονέλα Αλμάνσα, με μια ξινή έκφραση. «Το καημένο το κορίτσι νόμιζε ότι θα τη βίαζαν και θα τη σκότωναν εκεί πάνω. Επιμένω να της ζητήσεις συγνώμη μόλις μας φέρει τον καφέ.» Ο Ρικάρντο σηκώθηκε από τον λευκό, δερμάτινο καναπέ και έβαλε τα χέρια του βαθιά μέσα στις τσέπες του παντελονιού του. Η μητριά του πάντα κατάφερνε να τον εκνευρίζει. «Ίσως, αγαπητή μαντράστα, να θέλεις να μου εξηγήσεις τι κάνει εδώ αυτή η Αγγλίδα. Εκτός από το να φτιάχνει καφέ, να φέρνει τα κοσμήματά σου και να κλοτσάει σαν μουλάρι, εννοώ.» «Ίσως κι εσύ να ήθελες να μου εξηγήσεις για ποιο λόγο γλίστρησες εκεί πάνω χωρίς άδεια.» «Το σπίτι είναι δικό μου αν θυμάσαι.» Η γυναίκα κατσούφιασε και πέρασε το περιποιημένο χέρι της πάνω από τα γυαλιστερά, μαύρα μαλλιά της. «Η Έλεν Μάρσαλ είναι το Κορίτσι της Πέμπτης.» «Τι είναι;» ρώτησε ο Ρικάρντο και άφησε να του ξεφύγει ένα γέλιο δυσπιστίας. «Κάτι σαν το Κορίτσι της Παρασκευής, μόνο που είναι πιο γρήγορη.» Η γυναίκα ρούφηξε τη μύτη της επιτιμητικά, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. «Έχει να κάνει με την ισορροπία μεταξύ ζωής και εργασίας.» Ο Ρικάρντο κούνησε το κεφάλι του. «Με σκοτώνεις με τις τρελές ιδέες σου, Αντονέλα. Σοβαρά
σου μιλάω.» Η γυναίκα τίναξε λίγη αόρατη σκόνη από το Σανέλ σακάκι της. «Δεν καταλαβαίνεις τις ανάγκες μου. Ποτέ δεν τις κατάλαβες.» «Τις ανάγκες σου; Νομίζω ότι έχω σχηματίσει μια αρκετά σαφή εικόνα γι’ αυτές, κρίνοντας απ’ τους λογαριασμούς σου που εγκρίνω για πληρωμή κάθε μήνα.» «Πρέπει να χαλαρώσω περισσότερο. Ν’ αφιερώσω λίγο χρόνο για τον εαυτό μου.» «Θεέ μου, δώσε μου δύναμη! Δεν κάνεις τίποτα όλη μέρα. Διαθέτεις καθαρίστρια, μάγειρα, κηπουρό…» «Πώς τολμάς; Έδωσα στον πατέρα σου τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Αυτός κι η αναθεματισμένη σου οικογένεια με καταστρέψατε. Μου χρωστούσε και τώρα το χρέος το αναλαμβάνεις εσύ, ως ο μεγαλύτερος γιος.» «Ο μοναδικός γιος» τη διόρθωσε. «Και ποτέ δεν έχω αψηφήσει αυτό το χρέος. Λοιπόν, πόσα πληρώνεις αυτό τον μικρό βρετανό κούκο;» Η Έλεν Μάρσαλ έβηξε διακριτικά στο άνοιγμα της πόρτας, παρατηρώντας την οργή στο πρόσωπο της Κοντέσας. Είχε ακούσει κάθε λέξη από τον έντονο καβγά τους. «Ο καφές σας, κυρία» μουρμούρισε μπαίνοντας στο σαλόνι, με τα μάτια χαμηλωμένα προς το τούρκικο κιλίμι κάτω από τα πόδια της. «Α, επιτέλους.» Η Κοντέσα χαμογέλασε και περίμενε καθώς η Έλεν σέρβιρε τον καφέ με τρεμάμενα χέρια. Πήρε το φλιτζάνι της προσεκτικά ώστε να μην μπλέξει τα νύχια της στο μικροσκοπικό του χερούλι και έδειξε με ένα νεύμα τον άντρα που τώρα η Έλεν ήξερε ότι ήταν ο Ρικάρντο Αλμάνσα. «Πριν φύγεις, ο φρικτός προγονός μου έχει κάτι να σου πει.» Η Έλεν έκανε ένα βήμα πιο μακριά απ’ το τραπεζάκι όπου είχε ακουμπήσει το δίσκο του καφέ και σήκωσε αργά το κεφάλι της. Τότε είδε το είδωλό της σ’ έναν περίτεχνο καθρέφτη πάνω από το τζάκι. Έδειχνε χλομή και το μακιγιάζ της είχε αφαιρεθεί μετά από το κύλισμα στο κρεβάτι της Κοντέσας. Δεν μπορούσε πλέον να αγνοήσει τον ψηλό άντρα στα δεξιά της. Η αύρα του Ρικάρντο Αλμάνσα τραβούσε το βλέμμα της προς το μέρος του σαν μαγνήτης, για άλλη μία φορά. Η ματιά που η Έλεν θυμόταν να τη διαπερνά στην κρεβατοκάμαρα ήταν η ίδια. Μόνο λίγο πιο ήρεμη. Τα μάτια του είχαν το χρώμα του κεχριμπαριού, τα μαλλιά του ήταν μαύρα σαν τη βαθιά νύχτα και το αισθησιακό του άρωμα πλανιόταν στον αέρα. Χρυσά μανικετόκουμπα στο σχήμα κεφαλής λιονταριού λαμπύριζαν στις μανσέτες του λευκού πουκαμίσου, που εξείχε από το μαύρο σακάκι του. Τα δάχτυλά του ήταν μακριά και καλοφτιαγμένα. Μια ανατριχίλα διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της καθώς θυμήθηκε την αίσθησή τους πάνω της, όταν την άρπαξε στην κρεβατοκάμαρα. «Οφείλω να σας ζητήσω συγνώμη, σενιορίτα Μάρσαλ. Η συμπεριφορά μου ήταν απαράδεκτη. Ένιωσα υποχρεωμένος να προστατέψω τη μητριά μου από έναν διαρρήκτη. Δεν είχα ενημερωθεί για την πρόσληψή σας. Έκανα λάθος.» Ψηλός, μελαχρινός και μυώδης, θα ήταν πολύ ελκυστικός άντρας αν δεν ήταν τόσο μίζερος. «Κι εγώ λυπάμαι που σας χτύπησα τόσο δυνατά» είπε ενθυμούμενη με πόση αγριότητα τον είχε κλοτσήσει στο πιο ευαίσθητο σημείο του. Ένα αργό χαμόγελο μεταμόρφωσε εντελώς τη φυσιογνωμία του και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. «Φοβηθήκατε. Ήταν αναμενόμενο.» «Ναι. Ναι, φοβήθηκα» επιβεβαίωσε. Για λίγο, κανείς δε μίλησε και η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Το ρολόι χτύπησε πέντε φορές. Επιστράτευσε με δυσκολία ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Θα με
χρειαστείτε άλλο σήμερα, κυρία;» «Φεύγεις τόσο γρήγορα;» επενέβη ο Ρικάρντο, πριν προλάβει ν’ απαντήσει η Κοντέσα. «Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να μάθω προηγουμένως. Τι ακριβώς έκανες εδώ σήμερα;» «Τι έκανα;» Η Έλεν κοίταξε την Κοντέσα, ζητώντας σιωπηρά την καθοδήγησή της. Ήταν σίγουρη ότι η εργοδότριά της δεν ήθελε να μάθει ο προγονός της τι συνέβαινε τα περισσότερα μεσημέρια, κατά τη διάρκεια της σιέστας. «Ναι, για να κερδίσετε τα χρήματα που εισπράττετε.» Έριξε μια απαξιωτική ματιά στη μητριά του και φάνηκε να αγνοεί το δολοφονικό της βλέμμα. «Εμ… Σήμερα αρχίσαμε να μαθαίνουμε κινέζικα Μανδαρίνων» είπε η Έλεν πρόσχαρα. «Κινέζικα Μανδαρίνων; Αλήθεια;» Ο Ρικάρντο χτύπησε την πλάτη του καναπέ. «Αυτό θα αποδειχθεί απίστευτα χρήσιμο όταν πας για ψώνια στο Μιλάνο, Αντονέλα. Τι προνοητική που είσαι. Πραγματικά έχω εντυπωσιαστεί.» «Πάψε, Ρικάρντο» του είπε απότομα η Κοντέσα. «Έχω κάθε δικαίωμα να διευρύνω τους ορίζοντές μου και να εμπλουτίζω τις γνώσεις μου.» «Οπωσδήποτε το χρειάζεσαι» μουρμούρισε εκείνος. Η Κοντέσα τού έριξε μια περιφρονητική ματιά. «Και προτού αρχίσεις να γκρινιάζεις για τα έξοδα για άλλη μία φορά, σου δηλώνω πως αρνούμαι να αφήσω την Έλεν να φύγει πριν αποκτήσω επίσης τις βασικές γνώσεις ρώσικων. Είναι τόσο σημαντική γλώσσα στις μέρες μας.» «Τι σπατάλη.» Η Έλεν έβραζε από αγανάκτηση. Ήταν ήδη αρκετά άσχημο να εργάζεται ως μορφωμένη σκλάβα για μια κακομαθημένη και ματαιόδοξη ηλικιωμένη, αλλά το να συζητούν γι’ αυτήν κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελούσε μεγάλη προσβολή. Συμπεριφέρονταν σαν να μην υπήρχε! Ίσιωσε τη ράχη της και ανασήκωσε το σαγόνι της. Είχε ακούσει αρκετά από τον τσακωμό τους. «Αν δε με χρειάζεστε άλλο για σήμερα, θα ήθελα να πάρω το επόμενο λεωφορείο για το σπίτι μου. Θα πρέπει να περιμένω άλλες δύο ώρες αν χάσω εκείνο των πέντε και μισή, κάτω στο λιμάνι.» «Δε μένεις στην πτέρυγα του προσωπικού;» ρώτησε ο Ρικάρντο και στράφηκε προς τη μητριά του, πριν η Έλεν προλάβει ν’ απαντήσει. «Σε παρακαλώ, μη μου πεις ότι έχεις γεμίσει όλη τη βίλα με υπαλλήλους που ασχολούνται αποκλειστικά με την περιποίησή σου. Δεν πίστευα ότι ήταν δυνατόν να σπαταλήσεις κι άλλα χρήματα γι’ αυτό το σκοπό.» «Επέλεξα να μένω εκτός της κατοικίας» τον πληροφόρησε η Έλεν. «Έτσι, μπορώ να προμηθεύω την Κοντέσα με φρέσκα προϊόντα από την αγορά καθημερινά πριν έρθω εδώ. Δε ζήτησα αύξηση μισθού γι’ αυτό το διακανονισμό, κι έτσι γίνεται κάποια οικονομία, ένα ζήτημα που σας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως από ό,τι έχω καταλάβει.» Ο Ρικάρντο παρέμεινε σιωπηλός για μια στιγμή και μετά ανασήκωσε ειρωνικά το φρύδι του. «Γιατί μένεις μόνη σου στην Ίμπιζα; Δε σου αρέσουν οι πολυτελείς βίλες με μαγευτική θέα και πλούσιους γείτονες; Πέρασε τεμπέλικα το δάχτυλό του πάνω από το σαγόνι του. «Ή ίσως επειδή απολαμβάνεις ιδιαιτέρως να στριμώχνεσαι σα σαρδέλα στα μέσα μαζικής μεταφοράς δύο φορές την ημέρα. Σωστά;» «Λατρεύω αυτή τη βίλα» δήλωσε κοφτά η Έλεν. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ο αλαζονικός άντρας την παρομοίαζε με ζώο. «Όμως, η τωρινή ρύθμιση εξυπηρετεί μια χαρά και τις δυο μας.» Ακολούθησε άλλη μια παύση. Ίσως το είχε παρατραβήξει. «Αφού είναι έτσι.» Ο άντρας έβγαλε ένα μπρελόκ με κλειδιά από την τσέπη του παντελονιού του
και χαμογέλασε ξανά. Τα δόντια του ήταν τόσο λευκά και τέλεια όπως τα καλύτερα μαργαριτάρια της Κοντέσας. «Άλλωστε, είναι πιο διασκεδαστικό να μένεις στην πόλη. Αλλά, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις το λεωφορείο απόψε. Θα σε πάω εγώ ως εκεί.» Όχι! Η Έλεν αισθάνθηκε τα γόνατά της να λυγίζουν. «Όχι, δε χρειάζεται. Το λεωφορείο κάνει στάση σχεδόν έξω από εκεί που μένω.» Ένιωσε το πρόσωπό της να βάφεται κόκκινο από αμηχανία. Έπρεπε να ξεφύγει απ’ αυτή τη δύσκολη θέση. «Επιμένω» της είπε με απαλή φωνή, σαν να μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη της. «Εκτός και αν κάτι τέτοιο θα ενοχλούσε το φίλο σου.» «Όχι βέβαια» του είπε ενοχλημένη. «Δεν έχω ανάγκη από κανένα φίλο για να με προσέχει. Είμαι ικανή να φροντίζω η ίδια τον εαυτό μου.» «Κάνεις τα πάντα μόνη σου, Έλεν Μάρσαλ;» ρώτησε ο Ρικάρντο μ’ έναν τόνο που της έφερε ανατριχίλα. Εκείνη ήξερε ακριβώς τι εννοούσε κι ένα ξαφνικό μούδιασμα χαμηλά στη λεκάνη τής φανέρωσε ότι την επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό. Είτε της άρεσε είτε όχι, ο άνθρωπος αυτός απέπνεε έναν έντονο αισθησιασμό. Ήταν γοητευτικός κι επικίνδυνος, μια πολύ επιβλητική παρουσία που έβαζε τους συνηθισμένους άντρες στο περιθώριο. «Αρκετά, Ρικάρντο» επενέβη η Κοντέσα. «Πήγαινε το καημένο το κορίτσι στο σπίτι του και συμπεριφέρσου σαν κύριος. Αρκετά μας απασχόλησες και τις δύο σήμερα.» Η Έλεν ακολούθησε απρόθυμα τον Ρικάρντο ως την πόρτα του σαλονιού. Έπρεπε να είχε επιμείνει στην άρνησή της να την πάει στο σπίτι της. Αισθανόταν ότι έμπαινε σε μεγάλους μπελάδες, αλλά δε διέθετε το σθένος να αντιδράσει. Η παρουσία του την τραβούσε, όπως η φλόγα την πεταλούδα. Της φαινόταν παράξενο που έφευγε από τη βίλα περνώντας μέσα από μια περίτεχνη πύλη η οποία οδηγούσε σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ως τώρα, πάντα μπαινόβγαινε από την πίσω είσοδο, όπου βρισκόταν η κουζίνα και οι αποθηκευτικοί χώροι. Ακόμη πιο αλλόκοτη ήταν η αίσθηση που είχε βαδίζοντας στο κατόπι του μυώδους και γυμνασμένου Ρικάρντο Αλμάνσα, που τόσο πολύ του πήγαινε το κοστούμι. Το φως της ημέρας ξεθώριαζε γρήγορα, παραχωρώντας τη θέση του σ’ ένα ήσυχο, μεσογειακό σούρουπο. Οι λεμονιές τού κήπου φάνταζαν τώρα σαν σκούρες σιλουέτες με φόντο τον βιολετί-ροζ ουρανό. Η κοπέλα λάτρευε αυτό το μέρος του κόσμου. Αγαπούσε τη ζέστη, το χρώμα, το βούισμα των εντόμων. Ο Ρικάρντο έστριψε στο στενό δρόμο έξω από τους τοίχους της βίλας και η Έλεν σταμάτησε απότομα πίσω του. «Μη μου πεις ότι αυτό το πράγμα είναι δικό σου.» «Φυσικά και είναι δικό μου. Τι περίμενες; Κανένα φτηνό ισπανικό αυτοκίνητο, όπως το SEAT;» Κοίταξε την κόκκινη Ferrari κι ανασήκωσε τους ώμους του. «Το ξέρω ότι ακούγεται κλισέ, αλλά μου αρέσουν τα γρήγορα αυτοκίνητα.» Η Έλεν έγνεψε αργά και άφησε έναν ψεύτικο αναστεναγμό. «Κι εγώ που νόμιζα ότι θα δω κανένα μηχανάκι.» Το σαγόνι του υψώθηκε και τα φρύδια του ανασηκώθηκαν – επαρκής προειδοποίηση ότι δεν έπρεπε να του πει τίποτα άλλο. «Δεν περιμένω από καμιά γυναίκα που συνοδεύω να καβαλήσει μηχανάκι.» Τα βλέφαρά του πετάρισαν παιχνιδιάρικα. «Έχουν εμένα γι’ αυτή τη δουλειά.» Η Έλεν κοκκίνισε κι ένιωσε ευγνώμων που το φως είχε λιγοστέψει. Αυτό κι αν ήταν υπεροψία.
Τίναξε τα μαλλιά της αγέρωχα προς τα πίσω και γλίστρησε σιωπηλά στη θέση του συνοδηγού. «Πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι πιο άνετα από το λεωφορείο» είπε ο Ρικάρντο μετά από λίγα λεπτά διαδρομής. «Υποθέτω…» Η Έλεν κρατήθηκε από τη χειρολαβή, καθώς ο άντρας έπαιρνε μια απότομη στροφή και κόρναρε σ’ ένα φορτηγό που μετέφερε πορτοκάλια. Η κοπέλα κατάπιε με δυσκολία και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Δεν ήθελε να καταλάβει εκείνος πόσο επηρέαζε την αυτοκυριαρχία της. Κάθε φορά που άλλαζε ταχύτητα, το παντελόνι του τσίτωνε πάνω από τους δυνατούς μύες των μηρών του και η Έλεν ένιωθε τη θέρμη του κορμιού του στον περιορισμένο χώρο του αυτοκινήτου. Το ξύπνημα των ενστίκτων της παρουσιάστηκε ανάμεσα στους μηρούς της και τη σόκαρε το γεγονός ότι της ήταν πολύ δύσκολο να το καταπνίξει. Το άρωμά του, ανακατεμένο με τη μυρωδιά του κορμιού του, γινόταν ακόμη πιο ακαταμάχητο. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και προσπάθησε να φανταστεί ότι εκείνος δε βρισκόταν μαζί της στο αμάξι. Τι της συνέβαινε; Ο άντρας αυτός διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πρώτης τάξεως κόπανου. «Μην ανησυχείς» είπε ο Ρικάρντο την ώρα που τα μακριά του δάχτυλα έπαιζαν ανυπόμονα πάνω στο γόνατό του. «Σε λίγο μπαίνουμε σε ομαλό δρόμο και θα μπορέσω να αυξήσω ταχύτητα.» «Α, ωραία» είπε η Έλεν κοιτάζοντας ανήσυχα το προφίλ του. «Σε πόση ώρα υπολογίζεις ότι θα έχουμε φτάσει στην πόλη;» «Περίπου σε δέκα λεπτά.» Άλλαξε τρεις ταχύτητες πριν εκείνη προλάβει να πάρει ανάσα. Το λεωφορείο έκανε περίπου μισή ώρα. «Δε χρειάζεσαι να βιάζεσαι για να εξυπηρετήσεις εμένα.» Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά και κοίταξε ίσια μπροστά του πριν πατήσει το γκάζι. Την κατέλαβε μια αίσθηση σαν να πετούσε. Ο κινητήρας βρυχήθηκε καθώς το αμάξι ορμούσε με ταχύτητα στη χερσόνησο. Δεν μπορούσε να μην εντυπωσιαστεί απ’ τον τρόπο που το μηχανικό τέρας υποτασσόταν στο άγγιγμα του κυρίου του, περνώντας την κάθε απότομη στροφή. Ήταν συναρπαστικό αλλά κι επικίνδυνο. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά σήμερα που βρισκόταν αντιμέτωπη με την προοπτική του πρόωρου θανάτου, και στις δύο περιπτώσεις εξαιτίας του Ρικάρντο Αλμάνσα. Όσο πιο σύντομα έβγαινε από το αμάξι του και απομακρυνόταν από τον ίδιο, τόσο το καλύτερο. Δεν είχε χρόνο για να πεθάνει στην Ίμπιζα και, ακόμη πιο σημαντικό, δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πεθάνει. Δεν της άρεσε η επίδραση που αυτός ο άντρας ασκούσε πάνω της. Είχε άλλες προτεραιότητες από το να ενδίδει σε τολμηρές φαντασιώσεις με ισπανούς πλέι μπόι. «Λοιπόν, για πες μου» είπε ξαφνικά ο Ρικάρντο, με τη φωνή του να υψώνεται πάνω απ’ το βρυχηθμό της μηχανής. «Τι σε φέρνει να δουλέψεις στην Ίμπιζα;» «Διάφορα. Κατ’ αρχάς, είναι πολύ ωραίο μέρος.» Αισθάνθηκε ένα κύμα ανακούφισης όταν πρόσεξε μια πινακίδα που έγραφε ότι το λιμάνι απείχε μόλις ένα μίλι. Η δοκιμασία θα έφτανε γρήγορα στο τέλος της. «Για πόσο καιρό έχεις έρθει; Περίπου έξι μήνες; Τι συμφωνία έχεις κάνει;» Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, ο Ρικάρντο έκανε μια χειρονομία που έδειχνε ότι περίμενε μια απάντηση. Η Έλεν αναστέναξε. Δεν είχε τίποτα να χάσει αν του έλεγε. «Ήρθα την περασμένη σεζόν με μερικούς φίλους. Χρειαζόμουν ένα διάλειμμα. Μου άρεσε και αποφάσισα να μείνω για λίγο καιρό. Δεν ήταν προσχεδιασμένο. Είχα περάσει από μερικές δουλειές, σε γραφεία και σε μπαρ και, όταν έληξε το τελευταίο μου συμβόλαιο, βρέθηκα σε άμεση ανάγκη για μια πιο επικερδή εργασία. Ήμουν
τυχερή όταν παρουσιάστηκε, μέσω ενός πρακτορείου, η θέση για τη μητριά σου. Η αμοιβή ήταν τόσο καλή που δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη.» Ο Ρικάρντο έγνεψε σκεφτικός. «Για πόσο καιρό είναι το συμβόλαιό σου;» «Συμφωνήσαμε να το ανανεώνουμε σε εβδομαδιαία βάση» είπε προσεκτικά η Έλεν. «Υποθέτω ότι θέλει να βεβαιωθεί ότι είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για τη θέση. Ωστόσο, το έχω ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να μείνω περισσότερο από έξι μήνες. Θα πρέπει να επιστρέψω στην Αγγλία μετά.» «Είναι οικονομικό το θέμα τότε;» ρώτησε ο Ρικάρντο καθώς μανουβράριζε επιδέξια τη Ferrari στους στενούς δρόμους της πόλης της Ίμπιζα. «Είναι εκπληκτικά εδώ και θα μου άρεσε πολύ να μείνω για διάφορους λόγους, αλλά έχω υποχρεώσεις πίσω στην πατρίδα.» Οι σκέψεις της ταξίδεψαν στα ζητήματα που εκκρεμούσαν στην Αγγλία και η αποφασιστικότητά της σκλήρυνε. Τα προσωπικά της όνειρα θα έπρεπε να περιμένουν. «Λοιπόν, ναι. Έχει να κάνει με τα χρήματα για την ώρα.» Ο Ρικάρντο έκοψε ταχύτητα και το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται πολύ αργά. Κοίταξε γρήγορα δεξιά και αριστερά του. «Πού πάμε τώρα;» «Μπορείς να μ’ αφήσεις εδώ και θα καλύψω την υπόλοιπη απόσταση με τα πόδια. Μένω κοντά στην κεντρική οδό Μανουέλ. Δεν είναι μακριά.» «Όχι, θα σε πάω μέχρι την πόρτα σου. Είναι σκοτεινά.» επέμεινε και συνέχισε να οδηγεί. Η Έλεν χαμογέλασε και άνοιξε το φερμουάρ της τσάντας της. «Η πόλη της Ίμπιζα ποτέ δεν είναι εντελώς σκοτεινή και το αμάξι σου δε χωράει στο δρόμο όπου βρίσκεται το σπίτι μου. Είναι πολύ στενός.» Βρήκε τα κλειδιά του σπιτιού της και τα κουδούνισε στο χέρι της. «Μην ανησυχείς για μένα. Θα είμαι μια χαρά.» «Μην επιμένεις. Θα μείνω ξάγρυπνος απ’ την ανησυχία μου αν δε σε δω να μπαίνεις ασφαλής στο σπίτι σου.» «Είσαι τόσο ευγενικός.» Έδειξε προς τ’ αριστερά. «Πήγαινέ με ως εκεί που βρίσκεται το ταχυδρομικό κουτί. Είναι όσο πιο κοντά μπορείς να φτάσεις.» Ο Ρικάρντο πάρκαρε, έσβησε τη μηχανή και έβγαλε τα κλειδιά απ’ τη μίζα. «Θα περπατήσω μαζί σου μέχρι την πόρτα.» «Όχι» του είπε αποφασιστικά. «Μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου και ήδη έχεις κάνει πολλά. Σ’ ευχαριστώ που μ’ έφερες ως εδώ.» *** Η Έλεν βγήκε γρήγορα απ’ το αμάξι κι έκλεισε την πόρτα πίσω της, προτού ο Ρικάρντο προλάβει να διαπληκτιστεί μαζί της. Την παρακολούθησε να περπατάει ζωηρά σ’ ένα ανηφορικό σοκάκι, με τη χρυσή της αλογοουρά να αντανακλά μερικές ακτίνες από το κίτρινο φως που προερχόταν από τη λάμπα τού δρόμου. Ήταν επικίνδυνη περιοχή αλλά, προς έκπληξή του, η κοπέλα εξακολουθούσε να του γνέφει να μην την πλησιάσει καθώς ξεκλείδωνε την πράσινη ξύλινη πόρτα. Τον απέρριπταν! Ήταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα δεν του είχε ζητήσει να περάσει μέσα για έναν καφέ. Εκείνη τη στιγμή ο εγωισμός του υπέφερε. Δεν έδινε δεκάρα αν η κοπέλα έμενε σε μια υποβαθμισμένη συνοικία, γεμάτη εμπόρους ναρκωτικών και νταβατζήδες. Επειδή ήταν πλούσιος δε σήμαινε ότι ήταν και σνομπ. Αλλά εκείνη δεν το ήξερε αυτό.
Ήταν πράγματι ελκυστική. Παρά τη δυνατή κλοτσιά στην ευαίσθητη περιοχή με την οποία τον είχε φιλοδωρήσει νωρίτερα, ο Ρικάρντο αισθανόταν ένα μούδιασμα κάτω από τη ζώνη του. Εικόνες με τη μορφή της άστραφταν στο μυαλό του. Τα γεμάτα στήθη της πίσω απ’ τη ζώνη του αυτοκινήτου του, και το λίκνισμα των γοφών της μέσα από το σοβαρό, μαύρο παντελόνι τον έβαζαν σε πειρασμό. Χτύπησε απαλά τα δάχτυλά του πάνω στο τιμόνι καθώς η σκέψη του κάλπαζε. Την ήθελε. Είχε έξι μήνες περιθώριο για να παντρευτεί, διαφορετικά θα έχανε ένα παλιό στοίχημα και την τιμή του για πάντα. Ο χρόνος του τελείωνε. Εκείνη ήθελε χρήματα. Εκείνος χρειαζόταν μια σύζυγο. Ένα σχέδιο έπαιρνε ήδη σχήμα και μορφή στο μυαλό του και δεν τον ενδιέφερε αν πήγαινε κατευθείαν στην κόλαση μετά από τέτοιες σκέψεις.
Κεφάλαιο Δύο
Η Έλεν κλείδωσε γρήγορα την παλιά, φθαρμένη πόρτα πίσω της και στηρίχτηκε στον ψυχρό τοίχο του εσωτερικού του διαμερίσματός της. Ήταν ξέπνοη μετά το ανέβασμα τριών ορόφων που επικοινωνούσαν με στενές, κακοφωτισμένες σκάλες. Το κτίριο ήταν υγρό, σκοτεινό και καταθλιπτικό. Ίσως ήταν ανοησία της που είχε συμφωνήσει να μένει εκτός της βίλας. Ήταν επικίνδυνη περιοχή, ειδικά τη νύχτα, για μια γυναίκα μόνη. Όφειλε να παραδεχτεί ότι δεν αισθανόταν καθόλου ασφαλής, αλλά η Κοντέσα τής είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήθελε να κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη. Η Έλεν γνώριζε το λόγο. Όλο το προσωπικό του σπιτιού τον γνώριζε. Ωστόσο, δεν ήταν δουλειά της να κρίνει αυτά που έκανε η εργοδότριά της με τους νεαρούς προστατευόμενούς της. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα έσπασε τη σιωπή κι ένα κύμα αδρεναλίνης σάρωσε το κορμί της. «Ποιος είναι;» ρώτησε. Τα χέρια της έτρεμαν. Το ενοίκιο είχε πληρωθεί δύο εβδομάδες προκαταβολικά κι έτσι δεν περίμενε ακόμη καμιά δυσάρεστη επίσκεψη από το σπιτονοικοκύρη της. «Εγώ είμαι. Ο Ρικάρντο. Άνοιξε πριν μου επιτεθεί κανείς για να με ληστέψει εδώ έξω.» Η Έλεν άφησε ένα μικρό γελάκι, ανακουφισμένη που δεν ήταν ο γλοιώδης σπιτονοικοκύρης. Τοποθέτησε το βαρύ κλειδί στην πόρτα για να επιτρέψει την είσοδο στον γεροδεμένο Ισπανό. Ο Ρικάρντο γλίστρησε αθόρυβα μέσα πριν καν ανοίξει εντελώς η πόρτα. «Dios, αυτό το μέρος είναι αχούρι!» Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του, στο μικροσκοπικό καθιστικό. «Πόσα πληρώνεις για νοίκι;» «Είναι το μικρότερο που κατόρθωσα να βρω.» Το αμυδρό χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπό της καθώς ακολούθησε τη διαδρομή της ματιάς του στο απεριποίητο εσωτερικό του χώρου. «Περίμενα το ρεπό μου για να τακτοποιήσω λίγο.» «Ειλικρινά, δε νομίζω ότι μπορείς να κάνεις και πολλά πράγματα για να το βελτιώσεις» της είπε, περνώντας το χέρι του πάνω από την πλάτη της και καθυστερώντας λίγο στον ώμο της. «Λοιπόν, τι συνέβη;» τον ρώτησε. «Ξέχασα τίποτα στο αυτοκίνητο;» Πήρε στα χέρια της μερικούς φακέλους από το ταχυδρομείο και προσποιήθηκε ότι τους εξέταζε. «Για ό,τι και αν πρόκειται, είμαι βέβαιη ότι μπορούσε να περιμένει ως αύριο.» «Όχι, δεν μπορούσε. Ήταν μια μεγάλη και κουραστική μέρα και αναρωτιόμουν αν θα ήθελες να πάμε κάπου για φαγητό.» «Ω.» Δίστασε για μια στιγμή. Ήταν μια δελεαστική προσφορά. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά ειλικρινά δεν…» «Μήπως σχεδίαζες ν’ απολαύσεις ένα λουκούλλειο γεύμα στο σπίτι;» Πριν εκείνη προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη, ο άντρας άνοιξε το παλιό ψυγείο και, αμέσως μετά, το μοναδικό ντουλάπι, ρίχνοντάς της μια περίλυπη ματιά. «Μια κονσέρβα σαρδέλες και λίγο ψωμί με ύποπτη όψη. Και στοιχηματίζω ότι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα κρασί εδώ μέσα.» Έκλεισε τις δυο πόρτες με αργές κινήσεις και στράφηκε προς το μέρος της. «Νομίζω ότι δεν έχεις καμιά δικαιολογία για να μην έρθεις.» Την είχε στριμώξει. Άλλωστε, ήταν πεινασμένη. «Εντάξει, θα μου άρεσε πολύ.» Τώρα δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω. «Αλλά, θα μοιράσουμε το λογαριασμό.»
«Να πληρώσουμε μισά μισά;» Ο Ρικάρντο αναστέναξε και πέρασε το χέρι του μέσα από τα σκούρα του μαλλιά. «Νομίζεις ότι είμαι φτωχός ή τσιγκούνης;» «Τίποτα απ’ τα δύο» του απάντησε με σταθερή φωνή και σοβαρή έκφραση. «Το προτιμώ έτσι.» «Πραγματικά, είσαι εκνευριστικά ανεξάρτητη.» Κοίταξε για άλλη μία φορά τον ακατάστατο χώρο γύρω του. «Όπως προτιμάς. Μπορείς να πληρώσεις και ολόκληρο το λογαριασμό αν θέλεις, αλλά ας πηγαίνουμε. Πεθαίνω της πείνας.» *** Η Έλεν ένιωσε το χέρι του Ρικάρντο να τη σπρώχνει απαλά για να περάσει από την ξύλινη πόρτα ενός μικρού ιταλικού εστιατορίου. Μια ανατριχίλα τη διαπέρασε στο άγγιγμά του και υποχρεώθηκε να τονίσει στον εαυτό της ότι η χειρονομία του ήταν απλώς μια επίδειξη ευγένειας και καλών τρόπων. Τίποτα παραπάνω. Ένας πρόσχαρος, χαμογελαστός άντρας, εβδομήντα και κάτι, ήρθε και τον αγκάλιασε εγκάρδια. «Γεια σου, Ρικάρντο! Καιρό έχω να σε δω!» Έφερε τα χέρια του προς τα πάνω και ανακάτεψε τα μαλλιά του. «Για όνομα του Θεού, Αλφόνσο, πρόσεχε τα μαλλιά μου. Δε θέλω να καταλήξω καραφλός και άσχημος όπως εσύ.» Ο Ρικάρντο οπισθοχώρησε για να απομακρυνθεί λίγο απ’ τον άλλον άντρα. «Κανείς εκτός από έναν Αλμάνσα δε θα μου μιλούσε έτσι περιμένοντας μετά να βρει τραπέζι. Είσαι πολύ κακό παιδί, Ρικάρντο. Πρόσεξες ότι μιλάω αγγλικά για σένα, έτσι;» Μετά του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. «Η Φαμπιάνα κατενθουσιάστηκε μόλις της είπα ότι ήθελες να κλείσεις τραπέζι για δύο. Θα με δολοφονήσει με κανένα μαχαίρι της κουζίνας αν σε αφήσω να φύγεις προτού δει εσένα και την αγγλίδα κοπέλα σου.» «Από δω η σενιορίτα Έλεν Μάρσαλ. Της δείχνω μερικά από τα αξιοθέατα της περιοχής.» Ο Ρικάρντο δεν έδειχνε να προσέχει την αμηχανία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. «Και πριν η Φαμπιάνα κι εσύ βάλετε με το μυαλό σας διάφορες ανόητες ιδέες, σε παρακαλώ να έχεις υπόψη σου ότι μιλάει πολύ καλά ισπανικά. Μην ελπίζεις ότι μπορείς να πεις κάτι που δε θα το καταλάβει.» «Μιλάω και ιταλικά» τους πληροφόρησε ψυχρά η Έλεν. Ο Ρικάρντο τής έστειλε ένα βεβιασμένο χαμόγελο καθώς ακολουθούσαν τον οικοδεσπότη τους μέσα στο εστιατόριο. «Όπως επίσης και κινέζικα Μανδαρίνων.» Η Έλεν είχε εκνευριστεί με τον Ρικάρντο που είχε αφήσει τον άλλον άντρα να πιστεύει ότι ήταν φιλενάδα του. Αναμφίβολα, ήταν τόσο απορροφημένος από τις δικές του σκέψεις που δεν είχε καν προσέξει το δισταγμό της. Τώρα η Έλεν γλιστρούσε αργά στο κάθισμα που εκείνος τράβηξε ευγενικά για να τη διευκολύνει να καθίσει. Το τραπέζι τους βρισκόταν σε διακριτική θέση, σε μια γωνία. Το εστιατόριο απέπνεε μια σπιτική ζεστασιά, με πολλά χάλκινα τηγάνια κρεμασμένα στον έναν τοίχο κι ένα κιλίμι με ξεθωριασμένα σχέδια στον απέναντι. Υπήρχαν επίσης παλιές ιταλικές αφίσες με παραστάσεις ποδοσφαίρου. Η ατμόσφαιρα μύριζε σκόρδο και ελαιόλαδο. «Υποθέτω ότι είσαι σενιορίτα» είπε χαμηλόφωνα ο Ρικάρντο. «Ήταν δικό μου συμπέρασμα, αλλά ο Αλφόνσο μπορεί να γίνει πολύ ενοχλητικός σε τέτοια ζητήματα. Αν του περνούσε έστω και για μια στιγμή απ’ το μυαλό η σκέψη ότι έχω βγει με παντρεμένη γυναίκα, θα μας είχε πετάξει έξω στο δρόμο.» «Έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο;» τον ρώτησε ψιθυριστά η Έλεν, θορυβημένη.
Ο Ρικάρντο χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του κι έφερε τα μάτια του στην ίδια ευθεία με τα δικά της. «Δεν ασχολούμαι με παντρεμένες.» Η έκφρασή του ήταν σοβαρή. «Λοιπόν, είμαι ασφαλής;» «Ναι» του αποκρίθηκε σταθερά. Ο Ρικάρντο έβαλε στο ποτήρι της κόκκινο κρασί από τη μεγάλη καράφα που βρισκόταν στο τραπέζι τους. Αδυνατώντας να τον κοιτάζει στα μάτια, ήπιε μερικές γουλιές. «Να υποθέσω ότι ο ηθικός κώδικας του Αλφόνσο αφορά και τα δύο πρόσωπα ενός ζευγαριού;» «Αν με ρωτάς αν είμαι παντρεμένος, τότε η απάντηση είναι οπωσδήποτε όχι.» Έγειρε προς τα πίσω στο κάθισμά του και της χαμογέλασε. «Θα βρισκόσουν εδώ μαζί μου αν ήμουν;» «Δε βρίσκω το λόγο γιατί όχι» του είπε εύθυμα. «Απλώς τρώμε μαζί. Δε συμβαίνει τίποτα επιλήψιμο ανάμεσά μας, έτσι δεν είναι;» «Ναι, έτσι είναι.» Για την επόμενη ώρα, η Έλεν απολάμβανε την ποικιλία των σπεσιαλιτέ της ημέρας. Παρασκευάζονταν κατά παραγγελία, με τα πιο φρέσκα προϊόντα της εποχής που αγοράζονταν καθημερινά από την αγορά. Στη αρχή δοκίμασε fragaglie, τηγανισμένο μικρό ψάρι. Ήταν τόσο νόστιμο που κατέληξε να φάει μια ντουζίνα, συνοδεία της ιταλικής όπερας που ακουγόταν σε χαμηλή ένταση από το βάθος του μαγαζιού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να γεμίσει το στομάχι της και να μην καταφέρει να τελειώσει τη μερίδα της από την εξαιρετική πίτσα που τους σέρβιραν ως δεύτερο πιάτο. Ο Ρικάρντο δεν αντιμετώπισε τέτοιου είδους δυσκολίες. Όχι μόνο έφαγε με μεγάλη όρεξη την πίτσα του, αλλά κατόρθωσε να εξαφανίσει κι ένα πιάτο ζυμαρικά. «Επιδόρπιο;» ρώτησε την ώρα που η Έλεν περνούσε απαλά την πετσέτα από τα χείλη της. «Θ’ αστειεύεσαι. Κοντεύω να σκάσω.» «Απ’ ό,τι βλέπω, χρειάζεσαι λίγη εξάσκηση για να τρως γεύμα που αποτελείται από τέσσερα πιάτα. Δεν παραξενεύομαι που είσαι τόσο αδύνατη.» «Ε, όχι και αδύνατη!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη, μολονότι ένιωθε μυστικά ευχαριστημένη για το κομπλιμέντο. Ποτέ δεν υπήρξε αδύνατη και δεν επρόκειτο να γίνει. Ευθύνονταν τα γονίδιά της γι’ αυτό. «Εντάξει, λοιπόν. Να πιούμε τον καφέ μας έξω; Είναι πιο ήσυχα εκεί.» Ο άντρας σηκώθηκε και της έγνεψε να τον ακολουθήσει, αλλά όχι πριν εκείνη δει τον Αλφόνσο να προβάλει το κεφάλι του από την πόρτα της κουζίνας και να του κλείνει το μάτι. «Αγνόησε το γέρο ανόητο. Προσπαθεί να μου δημιουργήσει αμηχανία. Κάνει κάτι τέτοια από τότε που ήμουν έφηβος.» Η μικροσκοπική αυλή περιβαλλόταν από ψηλούς πέτρινους τοίχους που φαίνονταν να έχουν κατασκευαστεί πριν από αιώνες. Στολιζόταν από αναμμένα φαναράκια κι ένα διακριτικά φωταγωγημένο σιντριβάνι που ακουγόταν ευχάριστα μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Το απαλό άρωμα του γιασεμιού και του βασιλικού γέμιζε τον βραδινό αέρα. Ακολούθησε τον Ρικάρντο προς ένα στρογγυλό τραπεζάκι. «Είναι πολύ όμορφα.» Τα μάτια της Έλεν μισόκλεισαν ηδονικά. «Δεν το πιστεύω ότι είμαστε οι μόνοι θαμώνες εδώ έξω.» «Κι έχω φροντίσει ώστε να παραμείνουμε μόνοι μας» μουρμούρισε εκείνος. Ένιωσε μια ανατριχίλα στο σβέρκο της όταν το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της με μια παράξενη ένταση. «Τι εννοείς;» «Έχω μια πρόταση για σένα και δε θέλω να γίνω το κύριο θέμα συζήτησης στις Βαλεαρίδες. Τουλάχιστον όχι μέχρι να αποφασίσω εγώ πότε θα κουβεντιάζουν για μένα.»
«Συνέχισε» τον ενθάρρυνε προσπαθώντας να κρύψει την περιέργεια στη φωνή της. «Χρειάζεσαι χρήματα, σωστά;» «Σ’ το έχω ήδη πει αυτό.» «Όμως, δε μου έχεις πει πόσα χρειάζεσαι, έτσι δεν είναι;» Η Έλεν άρχισε να αισθάνεται άβολα. «Αυτό δε σε αφορά.» «Κι όμως, θα μπορούσε.» «Δεν καταλαβαίνω. Και τώρα νομίζω ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψω στο σπίτι μου.» «Δεν είναι δυνατόν ν’ αποκαλείς σπίτι εκείνο το αχούρι όπου μένεις. Και το άλλο μέρος; Το σπίτι σου στην Αγγλία; Δεν μπορείς να γυρίσεις σ’ αυτό μέχρι να συγκεντρώσεις αρκετά χρήματα ώστε να ικανοποιήσεις όποιες ανάγκες έχεις εκεί. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο έχω καταλήξει.» «Πώς τολμάς; Δε γνωρίζεις τίποτα για μένα και τις ανάγκες μου.» «Ίσως όχι, και δεν ενδιαφέρομαι καθόλου για τη ζωή σου στην Αγγλία. Ωστόσο, χρειάζεσαι λεφτά άμεσα και εγώ διαθέτω άφθονα.» «Και λοιπόν; Εγώ τώρα πρέπει να εντυπωσιαστώ;» «Σε παρακαλώ, άκουσέ με χωρίς να με διακόπτεις. Χρειάζομαι επίσης κάτι γρήγορα και νομίζω ότι είσαι το ιδανικό πρόσωπο για να με βοηθήσει.» Η Έλεν ετοιμάστηκε να σηκωθεί. Ήθελε να ξεφύγει απ’ αυτή την αλλόκοτη συζήτηση. Είχε ακούσει αρκετά. «Αυτή η συνομιλία έφτασε στο τέλος της.» «Θα σε πληρώσω ένα εκατομμύριο ευρώ αν δεχτείς να εργαστείς μαζί μου για τρεις μήνες.» Τα χέρια της στο τραπεζομάντιλο πάγωσαν. «Ως τι, αν επιτρέπεται;» «Ως σύζυγός μου.» Τον κοίταξε κατάπληκτη για ένα δευτερόλεπτο και μετά γέλασε. «Πολύ ωραίο αστείο. Πόσο καιρό σου πήρε για να το σκεφτείς;» «Μιλάω σοβαρά.» «Ναι, οπωσδήποτε. Μπορεί να μη διαθέτω την ευφυΐα του Αϊνστάιν, αλλά δεν είμαι και εντελώς ανόητη.» «Ας ελπίσουμε πως όχι, γιατί με κουράζει να επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια.» Έγειρε πάνω από το τραπέζι προς το μέρος της, με τα δάχτυλά του να κάνουν μια παραστατική χειρονομία. «Η πρόσφορά μου είναι σοβαρή. Ένας γάμος τυπικός για ένα διάστημα ας πούμε τριών μηνών και θα πάρεις ένα εκατομμύριο ευρώ. Θα σε αφήσω να το σκεφτείς για είκοσι τέσσερις ώρες. Μην πεις ούτε μία λέξη τώρα για την οποία μπορεί να μετανιώσεις αργότερα.» Η Έλεν έσπρωξε το φλιτζάνι του καφέ της προς το κέντρο του τραπεζιού. «Τώρα καταλαβαίνω τι είδους γυναίκα νομίζεις ότι είμαι αλλά, αυτή τη φορά, μην περιμένεις να εξελιχθούν τα πράγματα όπως θέλεις. Δεν είμαι καμιά από αυτές τις ντόπιες πόρνες που μπορείς να πληρώνεις για να ικανοποιούν τις επιθυμίες σου.» «Μ’ έχεις παρεξηγήσει. Παντρεύομαι μόνο για να διευθετήσω ένα σημαντικό ζήτημα τιμής, όχι για να ικανοποιήσω κάποια διεστραμμένη ανάγκη μου και εσύ είσαι τέλεια για τη δουλειά. Ελκυστική, έξυπνη, η ιδανική σύζυγος.» «Δεν μπορεί να σοβαρολογείς.» «Επίσης θέλεις να φύγεις για την πατρίδα σου μέσα σ’ έξι μήνες και, εφόσον θα έχουμε χωρίσει
ως τότε, θα ωφεληθούμε και οι δύο. Αυτή είναι μια μοναδική προσφορά. Το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνω σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου είναι να παντρευτώ, αλλά πρέπει να γίνει πριν κλείσω τα τριάντα, διαφορετικά θα χάσω ένα παλιό στοίχημα. Ένα πολύ μεγάλο στοίχημα.» «Ένα στοίχημα; Θεέ μου! Είσαι πραγματικά πολύ ρηχός άνθρωπος. Ποτέ δε θα σκεφτόμουν να παντρευτώ έναν τόσο υπεροπτικό, κακομαθημένο και αναίσθητο άντρα. Υπάρχει περίπτωση να συλλογιστώ την πιθανότητα γάμου μόνο όταν ερωτευτώ. Επομένως, η απάντησή μου είναι όχι. Και τώρα πρέπει να πηγαίνω» του ανακοίνωσε και σηκώθηκε αποφασιστικά από το κάθισμά της. *** Οι πρωινές ακτίνες του ήλιου πέρασαν μέσα απ’ το βρόμικο τζάμι του παραθύρου και χτύπησαν τα βλέφαρα της Έλεν. Είχε κοιμηθεί άσχημα και, καθώς σηκωνόταν με δυσκολία από το κρεβάτι, την κατέλαβε μια αίσθηση ναυτίας. Κοίταξε το μπουκάλι της ακριβής σαμπάνιας που είχε αγοράσει ο Ρικάρντο. Έμοιαζε εντελώς εκτός πραγματικότητας ακουμπισμένο στο νεροχύτη. Οι αναμνήσεις επέστρεψαν απότομα στο μυαλό της. Κούνησε το κεφάλι της και βόγκηξε, συνειδητοποιώντας ότι αυτά που θυμόταν από την περασμένη νύχτα δεν ήταν όνειρο. Ο Ρικάρντο Αλμάνσα θα πρέπει να είχε χάσει το μυαλό του αν πίστευε ότι θα μπορούσε να την πληρώσει για να τον παντρευτεί! Η ιδέα ήταν γελοία και οπωσδήποτε εκείνος διέθετε άφθονο χρόνο και χρήμα αν περνούσε τη ζωή του βάζοντας παράξενα στοιχήματα. Μέχρι που είχε το θράσος να ρίξει την εντυπωσιακή επαγγελματική του κάρτα κάτω από την πόρτα της πριν φύγει. Βούρτσισε πρόχειρα τα δόντια της στο σκουριασμένο νιπτήρα, ο οποίος έτριξε μόλις έκλεισε τη βρύση. Όλο το υδραυλικό σύστημα πρέπει να έχει κατασκευαστεί τη δεκαετία του ’60. Την ώρα που σκούπιζε το πρόσωπό της, χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο. Της πέρασε από το μυαλό να μην απαντήσει. «Φύγε!» μουρμούρισε μέσα στην πετσέτα. Πιθανόν ήταν η Κοντέσα που ήθελε να της ζητήσει να της φέρει κάτι συγκεκριμένο από την αγορά για το πρόγευμά της. Την προηγούμενη μέρα τής παρήγγειλε μύρτιλα. Τα είχε δει στην τηλεόραση το περασμένο βράδυ και της είχε γίνει έμμονη ιδέα να τα δοκιμάσει. Έπιασε το κινητό και βλαστήμησε μόλις της έπεσε στο πάτωμα συνεχίζοντας το δυνατό του χτύπημα. Το σήκωσε και πάτησε το κουμπί για να απαντήσει στην κλήση. «Λέγετε» κατάφερε να πει ήρεμα, πριν το αίμα της παγώσει ακούγοντας την ανήσυχη φωνή της μητέρας της. «Η τράπεζα θα επισπεύσει τη διαδικασία. Αν δε βρούμε τα χρήματα σε μια εβδομάδα, θα μας πετάξουν έξω.» Η ανάσα της Έλεν κόπηκε. «Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό! Μπορούν;» «Απ’ ό,τι φαίνεται, μπορούν.» Στη γραμμή ακούστηκαν παράσιτα. «Θα χάσουμε τα πάντα μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες.» «Μα, μαμά, είχαμε έξι μήνες.» Η Έλεν έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τον πανικό της. «Δεν μπορεί να γίνει τίποτα τώρα, αγάπη μου» είπε η μητέρα της. «Σκέφτηκα να σε ενημερώσω για να φροντίσεις για τα πράγματά σου πριν τα κατάσχουν οι δικαστικοί κλητήρες. Δεν έχεις κανένα φίλο ή φίλη που να μπορεί να τα προσέχει μέχρι να επιστρέψεις;» Ακολούθησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Η Έλεν συναισθάνθηκε ότι η μητέρα της σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο με εκείνη: Να επιστρέψει σε τι ακριβώς;
Το κεφάλι της άρχισε να βουίζει. «Δεν το πιστεύω ότι το κάνουν αυτό. Δεν μπορούμε να τους καθυστερήσουμε για άλλον ένα μήνα; Ίσως μέχρι τότε να είμαστε σε θέση να καταβάλουμε το ελάχιστο ποσό που απαιτείται…» «Είναι πολύ αργά» είπε η μητέρα της. «Δεν πρόκειται να υποχωρήσουν. Θα πρέπει να δεχτούμε το αναπόφευκτο. Αν υπήρχε κάποια ελπίδα, δε θα σου τηλεφωνούσα τώρα.» Η Έλεν έσφιξε σε γροθιά το ελεύθερο χέρι της σε μια προσπάθεια να σταματήσει το τρέμουλο. «Πώς το πήρε ο μπαμπάς;» «Όχι και τόσο καλά. Ο γιατρός τού αύξησε την ποσότητα των χαπιών που παίρνει για την καρδιά χθες.» Η φωνή της μητέρας της ακουγόταν απόμακρη. «Κατηγορεί τον εαυτό του για όλα όσα έχουν συμβεί.» «Προσπαθούσε απλώς να μας προστατέψει, μαμά.» «Το ξέρω, γλυκιά μου, αλλά αν γνωρίζαμε ότι η αμοιβή του δικηγόρου τελικά θα ξεπερνούσε την αξία της περιουσίας μας, θα είχαμε υποχωρήσει στις απαιτήσεις του Ομίλου Σκίπτρι πολύ νωρίτερα. Τουλάχιστον έτσι θα μας έμενε κάτι, ένα μέρος για να μένουμε. Αλλά δε διαθέτουμε αρκετά μετρητά ώστε να υποστηρίξουμε άλλο την υπόθεσή μας στο δικαστήριο. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τον αγώνα.» «Και ν’ αφήσουμε αυτή τη φρικτή γυναίκα, τη Σκίπτρι, να μας τρομοκρατεί μέχρι να πάρει αυτό που θέλει;» Ένα καυτό δάκρυ γλίστρησε στο πρόσωπό της και η Έλεν το σκούπισε με θυμό. «Δεν μπορούμε να την αφήσουμε να μας διώξει από το σπίτι μας!» «Φοβάμαι πως η υπερηφάνεια έχει ένα πολύ ακριβό τίμημα. Όχι μόνο η Λίντια Σκίπτρι μάς έχει εξαντλήσει όλα μας τα χρήματα εμπλέκοντάς μας στον δικαστικό αγώνα, αλλά έχει κιόλας αρχίσει να παίρνει και τους πελάτες μας. Οι παραγγελίες έχουν μειωθεί δραματικά και τώρα απλώς δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Ακόμη κι αν οι πωλήσεις ανέβουν και πάλι, δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να εφαρμόσουμε τις τελευταίες προϋποθέσεις υγιεινής και ασφαλείας που μας επέβαλαν την περασμένη εβδομάδα. Ο εξοπλισμός αποστείρωσης έχει πακεταριστεί και είμαστε υποχρεωμένοι να πετάξουμε το γάλα στην αποχέτευση.» Η ένταση στη φωνή της μητέρας της ανέβηκε. «Μας έχει φέρει ακριβώς εκεί που θέλει. Σε λίγο θα πουλάμε μόνο μερικά αβγά.» «Να την πάρει και να τη σηκώσει» ξέσπασε η Έλεν. «Ποιος ανόητος είπε ότι τα χρήματα δεν αγοράζουν την ευτυχία; Το χρήμα εξασφαλίζει στη Σκίπτρι όλα όσα επιθυμεί, ακόμη και τον γελοίο τίτλο της Λαίδης. Στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά λαίδη θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει. Αυτή η γυναίκα είναι ένα τέρας.» «Δεν είμαστε μόνο εμείς.» Η μητέρα της ρούφηξε τη μύτη της. «Έχει πετύχει την πώληση τουλάχιστον άλλων τριών αγροκτημάτων από τότε που επέστρεψε από το Λονδίνο. Είναι αποφασισμένη να προωθήσει τα σχέδια ανάπτυξης της εταιρείας της.» «Ω, όχι…» «Δεν μπορούμε να την πολεμήσουμε άλλο. Λυπάμαι, γλυκιά μου, αλλά πρέπει ν’ αποδεχτούμε τα γεγονότα. Το παιχνίδι τέλειωσε.» «Όχι, δεν τέλειωσε, μαμά.» Η Έλεν έτριψε με την ανάποδη του χεριού της τα μάτια της που έτσουζαν. «Δε θα την αφήσω να το κάνει αυτό. Είναι καιρός να της αντισταθεί κάποιος και να της δώσει ένα μάθημα. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να σώσουμε τη Φάρμα Πρίμροουζ και θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να το πετύχω.» Η γραμμή σίγησε για λίγα δευτερόλεπτα. «Μη βιαστείς να γυρίσεις πίσω, Έλεν. Δεν υπάρχει
τίποτα που να μπορεί να γίνει σ’ αυτή τη φάση. Έτσι κι αλλιώς, έχω ήδη αρχίσει να πακετάρω πράγματα. Είσαι νέα και δε θα έπρεπε να ανησυχείς για όλα αυτά. Θα έπρεπε να διασκεδάζεις, όχι να προσέχεις τους ανόητους, γέρους γονείς σου.» «Ειλικρινά, νομίζω ότι ακόμη μπορούμε να διευθετήσουμε το ζήτημα.» Η Έλεν κοίταξε την επαγγελματική κάρτα δίπλα στο μπουκάλι της σαμπάνιας και κατάπιε με δυσκολία προτού κλείσει σφιχτά τα μάτια της και σταυρώσει τα δάχτυλά της. «Κοίταξε, ξέρω ότι αυτή δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να το αναφέρω, αλλά έχω γνωρίσει κάποιον. Είναι Ισπανός. Ονομάζεται Ρικάρντο.» *** «Ώστε ήρθες στα λογικά σου.» Ο Ρικάρντο καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα στη βεράντα της μητριάς του, με τα μακριά του πόδια τεντωμένα προς τον ήλιο. «Νόμιζα ότι θα πρόβαλες κάποια αντίσταση για μια-δυο μέρες, αλλά με εκπλήσσει ευχάριστα το γεγονός ότι αποφάσισες τόσο γρήγορα να δεχτείς την πρότασή μου.» Η Έλεν μάζεψε με ήρεμες κινήσεις τα ποτήρια απ’ το τραπέζι και τα τοποθέτησε σ’ ένα δίσκο. Ήταν ευγνώμων που εκείνος δεν μπορούσε να ακούσει πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά της. «Συμπεραίνεις ότι ήρθα εδώ έξω ειδικά για να σε δω και όχι για να μαζέψω ό,τι απόμεινε από το χθεσινοβραδινό κοκτέιλ πάρτι. Πολλοί θα το χαρακτήριζαν αυτό δείγμα υπεροψίας.» Την κοίταξε πάνω από την εφημερίδα του και της χαμογέλασε ειρωνικά. «Αν ήμουν υπερόπτης, θα μείωνα την αμοιβή κατά εκατό χιλιάδες για κάθε μέρα που με κάνεις να περιμένω.» Η κοπέλα ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι. «Δε θα το διακινδύνευα, αν ήμουν στη θέση σου, Ρικάρντο. Θα κατέληγες να φαίνεσαι λίγο ανόητος.» «Αλήθεια; Πώς;» «Επειδή η αμοιβή έχει αυξηθεί. Θέλω δύο εκατομμύρια και θα προτιμούσα τα μισά να πληρωθούν προκαταβολικά μέσα σε πέντε ημέρες.» Έμεινε για λίγο σιωπηλός και τα μάτια του άστραψαν. Η Έλεν απέστρεψε για λίγο το βλέμμα και κοίταξε την πανοραμική θέα της Ίμπιζα που απλωνόταν κάτω από τη βεράντα. Ένα αποπνικτικό κύμα ζέστης πλανιόταν πάνω από τις στέγες των σπιτιών και το διαπεραστικό γαλάζιο χρώμα της θάλασσας την έκανε να μισοκλείνει τα μάτια. «Τι έπαθες; Γιατί βουβάθηκες;» τον ρώτησε με το στόμα της στεγνό. «Έχω μείνει άφωνος από τις απαιτήσεις σου. Αποδεικνύεσαι πολύ άπληστη.» «Φαντάζομαι πως αν πρέπει να σε παντρευτώ, καλό θα ήταν να αποκομίσω όσο το δυνατόν μεγαλύτερα οφέλη. Αμφιβάλλω αν θα αποτελέσει μια εμπειρία την οποία θα ήθελα να επαναλάβω. Ο γάμος χωρίς αγάπη δε μ’ ενδιέφερε ποτέ.» Η Έλεν δυσκολευόταν να πιστέψει ότι τα έλεγε αυτά. «Επομένως, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυστηρά επαγγελματικά το όλο ζήτημα. Θα σε παντρευτώ, σε τρεις μήνες ο γάμος θα ακυρωθεί και μετά θα εξαφανιστώ από τη ζωή σου για πάντα.» «Όχι ακριβώς.» Έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε για να την πλησιάσει. «Εφόσον διπλασίασες την τιμή, θα πρέπει ν’ αλλάξουν και οι όροι.» Προσπάθησε να αγνοήσει την ανατριχίλα που τη διαπέρασε. «Που σημαίνει;» «Για δύο εκατομμύρια, θέλω περισσότερα. Πολύ περισσότερα.» Ένιωσε τις φαρδιές του
παλάμες γύρω από τους ώμους της. Με το ένα του δάχτυλο άρχισε να χαϊδεύει την απαλή σάρκα στο σβέρκο της. «Ο γάμος μας θα πρέπει να ολοκληρωθεί.» «Σίγουρα θ’ αστειεύεσαι.» Τη γύρισε σταθερά προς το μέρος του, αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει. Το χαμόγελό του ήταν παγωμένο και η έκφρασή του δεν έδειχνε κανένα έλεος. Στριφογύρισε μια μπούκλα από τα μαλλιά της γύρω από το δείκτη του. «Μπήκες σε πολύ βαθιά νερά στην προσπάθειά σου να με εκβιάσεις, Έλεν. Η στάση σου μ’ έχει ενοχλήσει. Θα με παντρευτείς και μετά θα μοιραστείς το κρεβάτι μου. Για τρεις μήνες, θα είσαι η όμορφη, υπάκουη, πρόθυμη σύζυγός μου, με κάθε τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς.» «Δε θα είμαι!» «Θα είσαι» μουρμούρισε, τραβώντας τη σφιχτά πάνω στο σκληρό στέρνο του. «Επειδή δε θα μπορείς να αντισταθείς στην επιθυμία σου.» Το στόμα του έπνιξε με ευκολία τις διαμαρτυρίες της. Αισθανόταν τη δύναμη των μυών του στην προσπάθεια να τον σπρώξει μακριά της, αλλά τα χέρια της έγιναν αδύναμα καθώς η ένταση του φιλιού του δυνάμωνε. Η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα της ενώ την κρατούσε σφιχτά. Η αντίστασή της γινόταν όλο και πιο απρόθυμη συνειδητοποιώντας ότι ανταποκρινόταν στα φιλιά του. Καυτά χείλη, παθιασμένα χάδια και τα στήθη της να συνθλίβονται πάνω στο σκληρό του στέρνο. Δεν έπρεπε να τον αφήσει… Τα χέρια του αγκάλιασαν κτητικά τους γοφούς της και την έσφιξε τόσο δυνατά πάνω του ώστε εκείνη ένιωσε τον ερεθισμό του. Με το κεφάλι της να γυρίζει, άγγιξε το γυμνό τρίγωνο της σάρκας κάτω από το λαιμό του και το σοκ της έντονης αίσθησης την έκανε να παγώσει. Ο Ρικάρντο απομάκρυνε το στόμα του από το δικό της. «Το ήξερα ότι θα έβλεπες τη λογική της πρότασής μου, αλλά δεν πρέπει να χαλάσουμε τη γαμήλια νύχτα μας αφήνοντας την επιθυμία μας να μας παρασύρει.» Άγγιξε απαλά τα στήθη της κάτω από το λεπτό βαμβακερό μπλουζάκι της, τρίβοντας αισθησιακά τις σφιχτές ρώγες της με τις άκρες των δαχτύλων του. «Θ’ αξίζει την αναμονή. Σ’ το υπόσχομαι.» Τα μάτια της Έλεν άνοιξαν και τον είδε να της χαμογελάει. Την είχε φέρει ακριβώς εκεί που ήθελε τώρα. Το κορμί της είχε αποδειχτεί τόσο προδοτικό. Την είχαν τυλίξει οι φλόγες του πάθους αμέσως μόλις την είχε αγγίξει και το μούδιασμα ανάμεσα στους μηρούς της ήταν τόσο έντονο όσο ποτέ. Πόθος. Ωμό, ζωώδες ένστικτο, αλλά δε θα κατάφερνε να την καθυποτάξει. Δεν ήταν πόρνη. «Δε θα κοιμηθώ μαζί σου. Δεν πρόκειται να συμβεί.» «Σήμερα το απόγευμα ο δικηγόρος μου θα έρθει με τα απαραίτητα έγγραφα για τις διατυπώσεις» της ψιθύρισε με την ανάσα του να της χαϊδεύει το σαγόνι. «Κι αν θέλεις, μπορώ να σου κλείσω ένα ραντεβού με το γιατρό μου.» «Το γιατρό σου;» «Ναι.» Απομακρύνθηκε λίγο από κοντά της και την κράτησε σταθερά από τους ώμους, χωρίς να δείχνει καμιά ανησυχία για τα εμφανώς πληγωμένα αισθήματά της. «Υπάρχει το ζήτημα της αντισύλληψης. Σιχαίνομαι να είμαι ωμός, αλλά δε θέλουμε να συμβεί κάποιο ατύχημα που να παρατείνει αυτό το γάμο, σωστά; Εγώ τουλάχιστον δεν το θέλω.» «Δεν ακούς τι σου λέω. Δεν πρόκειται να κοιμηθώ μαζί σου, κι έτσι δε θα υπάρχει κανένα ρίσκο. Είναι το κορμί μου, όχι το δικό σου και θα το διαθέσω όπως θέλω.» «Δε νομίζω ότι θα καταφέρεις ν’ αντισταθείς στον πειρασμό, αγαπητή μου. Πέρασε απαλά το
χέρι του πάνω από το σαγόνι του. «Άλλωστε, δε θα είναι για πολύ. Τρεις μήνες και μετά θα πάρει ο καθένας το δρόμο του.» «Δεν μπορείς να μ’ αναγκάσεις να συναινέσω σε όλα αυτά.» «Ούτε στ’ όνειρό μου δε θα υποχρέωνα μια γυναίκα να κάνει οτιδήποτε.» Η έκφρασή του ήταν σκοτεινή. «Αν δε συμφωνείς με τους όρους μου και δε θέλεις τελικά τα χρήματα, τότε… μπορείς να αποχωρήσεις.» «Αυτό είναι τερατώδες!» «Είναι μια επαγγελματική συμφωνία που σ’ ευνοεί αφάνταστα. Καλά θα κάνεις να πάψεις να παραπονιέσαι και να υποβάλεις την παραίτησή σου από την υπηρεσία της μητριάς μου αμέσως.» «Δε γίνεται! Πρέπει να την ενημερώσω τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα. Διαφορετικά, θα χάσω τις συστάσεις μου.» «Τότε, θα διευθετήσω κι αυτό το μικρό πρόβλημα για εσένα, εφόσον δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Είμαι υπερβολικά καλός τελικά, δε νομίζεις;» «Είσαι τρελός.» «Και μόλις τελειώσω με την Αντονέλα, θα χρειαστεί να κάνω μια επίσκεψη σε κάποιον, για να του πω τα καλά νέα. Αυτός θα ευχαριστηθεί πάρα πολύ.» «Επομένως, έχεις τουλάχιστον δύο φίλους, έτσι;» «Αυτός είναι περισσότερο γνωστός παρά φίλος. Πρόκειται για εκείνον που έβαλε το στοίχημα μαζί μου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να παντρευτώ πριν κλείσω τα τριάντα.» Ο άντρας γέλασε. «Θέλεις να έρθεις μαζί μου για βόλτα ή προτιμάς να περιμένεις μέχρι να φτάσει η μεγάλη μέρα για να τον γνωρίσεις;» «Δεν μπορώ να έρθω τώρα.» Ο Ρικάρντο γύρισε το κεφάλι του για να την κοιτάξει και της χάρισε ένα αστραφτερό αλλά ψυχρό χαμόγελο. «Φυσικά… εσύ εξακολουθείς να είσαι υπάλληλος της Αντονέλα και πρέπει να καθαρίσεις αυτή την ακαταστασία μέχρι να εξασφαλίσω την απαλλαγή σου, σωστά; Είναι προτιμότερο να φανείς καλό κορίτσι και να μεταφέρεις όλα αυτά τα πράγματα στην κουζίνα.» Έδειξε ένα ποτήρι με υπολείμματα ενός κοκτέιλ Μαργαρίτα. «Προσελκύουν έντομα.» *** Η Έλεν παρακολούθησε για λίγα δευτερόλεπτα ένα κουνούπι να πετάει γύρω από τον καθρέφτη του μπάνιου. Μόλις πλησίασε τα πλακάκια, το χτύπησε με την ανάποδη του χεριού της. Μέσα στο κρύο δωμάτιο, αισθανόταν σαν να βρισκόταν σε άδυτο. Ωστόσο, αυτό δε γινόταν να διαρκέσει για πολύ ακόμη. Ο Ρικάρντο την περίμενε να πάει να συναντήσει εκείνον και την Κοντέσα δίπλα στην πισίνα. Κοκτέιλ και ξηροί καρποί στις έντεκα. Η Κοντέσα τηρούσε αυτή την τελετουργία. Πάντα στις έντεκα, μόλις έφευγε η κομμώτρια. Η Έλεν θα προτιμούσε να είχε διαχειριστεί το ζήτημα της παραίτησης μόνη της, αλλά ο λόγος για τον οποίο αποχωρούσε ήταν τόσο παράδοξος. Αμφέβαλε αν η εργοδότριά της θα την πίστευε. Ο Ρικάρντο μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κατάσταση. Έριξε μια προσεκτική ματιά στο είδωλό της στον καθρέφτη. Έδειχνε ίδια όπως και την προηγούμενη μέρα, μόνο λίγο σκληρότερη. Μια παγωμένη λάμψη εμφανίστηκε στα μάτια της. Είχε πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο συναινώντας σ’ αυτόν τον ψεύτικο γάμο, αλλά δεν της έμενε
άλλη επιλογή αν ήθελε να σώσει όλα όσα αγαπούσε. «Α, εδώ είσαι!» αναφώνησε η Κοντέσα με μια πρόσχαρη, τραγουδιστή φωνή μόλις την είδε να πλησιάζει στην πισίνα. «Αλλά μ’ άδεια χέρια;» «Εμ, ναι.» «Μα, είναι έντεκα η ώρα, καλή μου.» «Ναι, το ξέρω, αλλά…» «Έχουμε να σου ανακοινώσουμε κάτι, Αντονέλα» είπε ο Ρικάρντο, με μια φωνή απολύτως ήρεμη που έκανε την Έλεν ν’ ανατριχιάσει. Έδειχνε τόση αυτοκυριαρχία και ψυχραιμία. Θα ήταν ένας υπολογίσιμος εχθρός. Ίσως γι’ αυτό η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά. Δεν της χρειαζόταν ένας ακόμη εχθρός. Όμως, της χρειαζόταν ένας σύζυγος. «Κάτι να μου ανακοινώσετε;» Το μαυρισμένο από τον ήλιο και ρυτιδιασμένο σαγόνι της τρεμούλιασε. Τα δάχτυλά της έπαιζαν ασυναίσθητα με μια σειρά μαργαριτάρια που στόλιζαν το λαιμό της. «Μου εξάπτεις την περιέργεια.» «Η Έλεν κι εγώ αποφασίσαμε να παντρευτούμε, κι έτσι θα εγκαταλείψει την υπηρεσία σου άμεσα.» Η Κοντέσα έστρεψε τα κουρασμένα μάτια της προς τον ουρανό και από το στόμα της βγήκε ένας άκομψος ήχος που έμοιαζε με ρουθούνισμα αλόγου. «Αυτό είναι παράλογο. Δεν το πιστεύω.» «Κι όμως, σου μιλάω σοβαρά, madrastra.» Η φωνή του Ρικάρντο ήταν καθαρή και ψυχρή. «Αρραβωνιαστήκαμε και θα παντρευτούμε σύντομα. Η τελετή θα είναι κλειστή, χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες. Δε θα δημιουργηθεί θόρυβος.» «Θόρυβος;» Τα μαύρα φρύδια της Κοντέσας ανασηκώθηκαν. «Είσαι διεθνώς γνωστός, ανόητο παιδί. Φυσικά και θα δημιουργηθεί θόρυβος! Καθώς και εικασίες…» «Μπορώ να το διαχειριστώ.» «Θα σε ρωτούσα αν η νέα σου αρραβωνιαστικιά περιμένει παιδί, αλλά δεδομένου ότι γνωριστήκατε μόλις χθες…» «Δεν είμαι έγκυος» είπε η Έλεν. «Δεν έχουμε καν…» «Δεν έχουμε καν ορίσει ακριβή ημερομηνία και τόπο.» Ο Ρικάρντο πήρε το χέρι της Έλεν στο δικό του. «Και πρέπει να ζητήσω απ’ τον πατέρα της το χέρι της. Επομένως, θα εκτιμούσαμε τη διακριτικότητά σου για την ώρα.» «Τη διακριτικότητά μου;» Η Κοντέσα ανοιγόκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν καρφώσει την Έλεν με μια ψυχρή ματιά. «Φυσικά, διακριτικότητα.» «Εξαίρετα. Οπότε, θα ήθελες να σου βρω μια αντικαταστάτρια ή θα προτιμούσες να το κανονίσεις μόνη σου;» «Δεν είμαι ξεμωραμένη αν αυτό υπονοείς. Εκείνο που μου χρειάζεται τώρα είναι ένα Μπλάντι Μέρι.» «Ίσως μπορώ να σας το φτιάξω για μια τελευταία φορά.» Η Έλεν έριξε στον Ρικάρντο μια ικετευτική ματιά. «Θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτο.» Η Κοντέσα άφησε έναν αναστεναγμό. «Έχεις μάθει να το φτιάχνεις ακριβώς όπως μου αρέσει.» Ο Ρικάρντο έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο από την τσέπη του. «Πολύ καλά» είπε. «Ούτως ή άλλως, έχω να κάνω ένα σημαντικό τηλεφώνημα. Θα σας αφήσω να αποχαιρετιστείτε. Έλεν, θα με
βρεις στο αυτοκίνητο όταν τελειώσεις.» Έκανε μεταβολή και οι δύο γυναίκες τον παρακολούθησαν να απομακρύνεται προς την κατεύθυνση της αυλής, όπου ήταν παρκαρισμένο το αμάξι του. Η φωνή της Κοντέσας έφερε έναν τόνο που η Έλεν δεν είχε ξανακούσει. «Νομίζεις ότι μπορείς να τον διαχειριστείς, Έλεν;» «Δεν είμαι σίγουρη. Υποθέτω ότι θα αναγκαστώ να το κάνω.» «Είσαι έξυπνη. Νομίζω ότι μπορείς, εφόσον το θέλεις αρκετά.» «Θα πρέπει να πάθατε σοκ.» Η Κοντέσα ανασήκωσε τους ώμους της. «Για μια στιγμή σοκαρίστηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είναι ακριβώς όπως ο πατέρας του – παρορμητικός κι ενστικτώδης.» «Αλήθεια;» Ο πατέρας του μου έκανε πρόταση γάμου την επόμενη μέρα της γνωριμίας μας. Είπε ότι επρόκειτο για κεραυνοβόλο έρωτα. Τέτοιου είδους συμπεριφορά δεν μπορεί παρά να είναι κληρονομική.» «Κατάλαβα.» «Όχι, δεν κατάλαβες» της είπε κοφτά. «Όμως, δεν πειράζει. Μπορώ να σου δώσω μερικές συμβουλές;» Οι συμβουλές της Κοντέσας ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Έλεν, αλλά ήταν αποφασισμένη να χωρίσουν φιλικά. «Θα το ήθελα αυτό» είπε ήρεμα. «Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει μεταξύ σας, και ούτε θέλω να ξέρω, αλλά δεν είμαι ανόητη. Προστάτεψε τον εαυτό σου οικονομικά και συναισθηματικά. Οι άντρες βαριούνται εύκολα και εμείς οι γυναίκες τελικά γερνάμε. Θα σε πετάξει μόλις κουραστεί από εσένα, γι’ αυτό φρόντισε να σου αγοράσει αρκετά κοσμήματα για να είσαι εξασφαλισμένη σε προχωρημένη ηλικία.» Σήκωσε το χέρι της και θαύμασε το μεγάλο σμαράγδι που έλαμπε στο μεσαίο της δάχτυλο. «Και μην τον ερωτευτείς. Οι Αλμάνσα καταστρέφουν όσους τους αγαπούν. Πίστεψέ με, ξέρω τι σου λέω.» *** Ο Ρικάρντο παρακολούθησε ξανά την Έλεν να γυρίζει το κλειδί στην πράσινη πόρτα του διαμερίσματός της. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που την άφηνε να επιστρέψει εδώ. Ο επικείμενος γάμος τους μπορεί να ήταν ψεύτικος, αλλά δεν είχε πρόθεση να της επιτρέψει να ξανάρθει σ’ αυτή την περιοχή με τα βρόμικα στενά δρομάκια, όπου πιθανόν κυκλοφορούσαν και κακοποιά στοιχεία. Μάρσαρε τη μηχανή του αυτοκινήτου του καθώς σταματούσε στην άκρη του δρόμου. Ήταν ανώριμο εκ μέρους του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ο θόρυβος απέσπασε το μυαλό του από τη συνάντηση που τον περίμενε. Οπωσδήποτε θα ήταν μια δυσάρεστη εμπειρία και αισθανόταν σαν μικρό παιδί που το είχαν στείλει στο γυμνασιάρχη για να τιμωρηθεί για μια κακή πράξη που δεν είχε κάνει. Το πρόσωπο που θα συναντούσε ήταν ο Τζεράρντο Κάπελα, πρώην συνεργάτης του πατέρα του και εχθρός του. «Έχω ραντεβού με το αφεντικό σου.» Ο Ρικάρντο έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του στον ένστολο φύλακα που τον προϋπάντησε στα σκαλιά της εισόδου ενός επιβλητικού κτιρίου, γύρω από το οποίο απαγορευόταν αυστηρά το πάρκιν. «Δε θ’ αργήσω. Μετακίνησε, σε παρακαλώ, το αμάξι σε
περίπτωση που ενδιαφερθεί γι’ αυτό η τροχαία, εντάξει;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, ανέβηκε δυο-δυο τα υπόλοιπα σκαλιά και έφτασε στο εσωτερικό του κτιρίου περνώντας από την περιστρεφόμενη πόρτα. Η ρεσεψιονίστ τον κοίταξε ερωτηματικά. «Ήρθα για να δω τον Κάπελα» την πληροφόρησε. «Με περιμένει. Ξέρω πού θα τον βρω και θα πάω από τις σκάλες. Είμαι πιο γρήγορος από τον ανελκυστήρα.» Αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της, άρχισε ν’ ανεβαίνει και, μέσα σε δύο λεπτά, βρισκόταν στον τρίτο πάτωμα και γυρνούσε το χερούλι μιας βαριάς ξύλινης πόρτας. «Ώστε είναι αλήθεια» είπε ο ασπρομάλλης άντρας που καθόταν πίσω από ένα τεράστιο γραφείο, με πανοραμική θέα τού λιμανιού της Ίμπιζα. «Υπέθεσα ότι επρόκειτο για αστείο όταν η γραμματέας μου μου είπε ότι ήθελες να με δεις.» «Όχι, δεν ήταν αστείο.» Ο Ρικάρντο σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του και έριξε μια έντονη ματιά στον μεγαλύτερο άντρα. Ο Τζεράρντο Κάπελα σήκωσε αργά το κεφάλι του. Το πρόσωπό του δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα. «Τότε τι είναι τόσο σημαντικό που έπρεπε να έρθεις ως εδώ ο ίδιος για να μου το πεις, ενώ έχουμε δικηγόρους που επικοινωνούν για λογαριασμό μας;» «Πρόκειται για το στοίχημά μας. Θέλω πίσω την περιουσία του πατέρα μου.» Η έκφραση του Κάπελα έδειχνε πως είχε αρχίσει να διασκεδάζει. «Εννοείς το πολυκατάστημα και εκείνες τις διαλυμένες αποθήκες; Δεν μπορώ να φανταστώ το λόγο που σε έκανε τόσο απελπισμένο να κερδίσεις το στοίχημα και να τα πάρεις πίσω. Δεν έχεις ανάγκη από παραπανίσιο εισόδημα αυτή την εποχή, σωστά;» «Ξέρεις πολύ καλά ότι ήταν η τελευταία επιθυμία του πατέρα μου να περιέλθει ξανά η ιδιοκτησία στην κατοχή των Αλμάνσα. Σ’ το είπα την ημέρα της κηδείας, το θυμάσαι; Και τότε εσύ αρνήθηκες την προσφορά των εκατομμυρίων για να την παραδώσεις και μετέτρεψες το όλο ζήτημα σε ένα παιδιάστικο στοίχημα. Γελούσες κοροϊδευτικά πριν καν στεγνώσουν τα δάκρυα της Αντονέλα.» Ο άλλος άντρας έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε. «Όμως, αγαπητέ μου Ρικάρντο, το στοίχημα ήταν ότι δε θα κατάφερνες να εγκαταλείψεις τις πολυέξοδες συνήθειές σου και να παντρευτείς πριν φτάσεις τα τριάντα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Θα σκεφτώ την πιθανότητα να σου επιστρέψω τα ακίνητα αφότου παντρευτείς.» «Μα, δε σου ανήκαν. Τα έκλεψες από τον πατέρα μου.» «Αυτό είναι συκοφαντία. Πρόσεχε τα λόγια σου.» Ο άντρας συνοφρυώθηκε κι άρχισε να στριφογυρίζει ένα στιλό ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Ο αγαπητός σου πατέρας είχε σώας τα φρένας όταν υπέγραφε τα έγγραφα παραχώρησης. Η πράξη του αυτή επιβεβαιώθηκε από δύο παρόντες δικηγόρους.» «Υπέγραψε κάτω από πίεση. Υποσχέθηκες ότι θα τον έβγαζες απ’ τη φυλακή αν το έκανε. Και μετά τον πρόδωσες.» Η γροθιά του Κάπελα κατέβηκε με ορμή πάνω στο γραφείο. «Ο πατέρας σου με πρόδωσε πρώτος, όπως πρόδωσε και τη μητέρα σου και όλους όσους τον εμπιστεύονταν. Έπρεπε να πληρώσει.» «Γι’ αυτό, λοιπόν, τον παγίδευσες και του αφαίρεσες τα περιουσιακά του στοιχεία, σωστά; Έβαλες τους φίλους σου του υποκόσμου να τον κάνουν να φαίνεται ένοχος για κλοπή, φόνο και απάτη.» «Κι άλλες συκοφαντίες;» Ο μεγαλύτερος άντρας σηκώθηκε από τη θέση του. Ήταν ένα κεφάλι
πιο κοντός από τον Ρικάρντο. «Δεν υπάρχει απόδειξη γι’ αυτό που λες.» γέλασε σαρκαστικά. Ο Ρικάρντο έτριξε τα δόντια του και κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα τον τοίχο προσπαθώντας να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Είχε μια διάθεση να πολτοποιήσει τον άντρα που κάποτε θεωρούσε θείο του. «Δε βρίσκομαι εδώ για να σκαλίσω το θέμα, Κάπελα. Απλώς ήρθα να σου ζητήσω να ετοιμάσεις τα έγγραφα γιατί παντρεύομαι. Κέρδισα το στοίχημα.» «Μα, στην πραγματικότητα, εγώ κέρδισα» είπε ο Κάπελα, πριν σφίξει τα λεπτά χείλη του. «Ο πάμπλουτος πλέι μπόι Αλμάνσα υποχρεώνεται να ασπαστεί το θεσμό που σιχαίνεται. Ο μισογύνης επιχειρηματίας αλυσοδεμένος με μια γυναίκα, παρά τη θέλησή του. Εσύ νοικοκυρεύεσαι… Θα γίνεις ο πιο δυστυχής άντρας στην Ισπανία.» «Κι αυτό θα σε γεμίσει χαρά;» Ο Ρικάρντο κούνησε το κεφάλι του. «Τι έκανα για να αξίζω τέτοιο μίσος; Υπήρξε μια εποχή που μου συμπεριφερόσουν σαν να ήμουν γιος σου.» «Αυτή η εποχή έφτασε στο τέλος της όταν ο πατέρας σου μου πήρε όλα όσα αγαπούσα. Οι αμαρτίες του στοιχειώνουν εσένα, Ρικάρντο. Είναι η τελευταία μου πράξη εκδίκησης εις βάρος του.» Τα σκούρα του μάτια σκοτείνιασαν περισσότερο και απέστρεψε το βλέμμα του. «Θα παραβρεθώ στο γάμο σου και μετά όλα θα τελειώσουν μεταξύ μας. Η τιμή και η αξιοπρέπειά μου θα αποκατασταθούν. Ωστόσο, το μαρτύριό σου δε θα μου προξενήσει χαρά. Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι κάποτε σε αγαπούσα σαν γιο μου.»
Κεφάλαιο Τρία
Η Έλεν τραντάχτηκε καθώς το ιδιωτικό τζετ αναπήδησε δυο φορές μόλις οι ρόδες του ακούμπησαν το μουσκεμένο από τη βροχή διάδρομο προσγείωσης. Τα χέρια της έσφιξαν νευρικά τα μπράτσα του καθίσματός της, μέχρι που το αεροσκάφος σταμάτησε και άκουσε τον ήχο από τη ζώνη ασφαλείας του Ρικάρντο που λυνόταν. Ήταν εκνευρισμένη που τελικά έκαναν αυτό το ταξίδι-αστραπή στην Αγγλία, αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Αρχικά ήλπιζε να κατορθώσει να κρατήσει τους γονείς της σε μια ευτυχή άγνοια σχετικά μ’ αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει, αλλά ο μόνος τρόπος να παντρευτούν μέσα σε διάστημα λίγων μόνο ημερών ήταν να πραγματοποιήσουν την τελετή στο Γιβραλτάρ. Κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παρουσιάσει το πιστοποιητικό γέννησής της το οποίο, για κακή της τύχη, βρισκόταν καταχωνιασμένο σ’ ένα κουτί παπουτσιών κάπου στη Φάρμα Πρίμροουζ. «Μην ανησυχείς» της είπε κεφάτα ο Ρικάρντο. «Οι γονείς σου θα με λατρέψουν.» Η Έλεν κοίταξε με κενό βλέμμα έξω από το παράθυρο. «Σιχαίνομαι που συμφωνώ μαζί σου σχετικά με οτιδήποτε, αλλά νομίζω ότι σ’ αυτή την περίπτωση έχεις δίκιο.» Η χαρά των γονιών της ήταν ολοφάνερη στη φωνή τους όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο. Ο εφιάλτης της οικονομικής κρίσης που απειλούσε να τους καταστρέψει είχε παρέλθει σε διάστημα λίγων ημερών. Ακούγονταν άλλοι άνθρωποι. Χαρούμενοι. Ελεύθεροι. Τα χρήματα που έδωσε προκαταβολικά ο Ρικάρντο τους είχαν σώσει. Το μοναδικό αντάλλαγμα ήταν η δική της τρίμηνη ομηρία. Βέβαια, η απάτη έκανε την Έλεν να νιώθει ένα ανακάτεμα στο στομάχι. Όμως, αν τους αποκάλυπτε τη θυσία της, θα τους πλήγωνε αφάνταστα. Εξάλλου, ο Ρικάρντο είχε επιμείνει σ’ αυτό το ημερήσιο ταξίδι όχι μόνο για να πάρει η Έλεν το πιστοποιητικό γέννησής της, αλλά και για να προσδώσει στο σύντομο αρραβώνα τους μια αίσθηση αυθεντικότητας. Δεν ήταν σύμπτωση ότι ένα μπουλούκι παπαράτσι τους περίμεναν στο αεροδρόμιο. Ο μέλλων σύζυγός της ήθελε να διαδοθεί το νέο. «Ω, Θεέ μου» μουρμούρισε η Έλεν βλέποντας το αυτοκίνητο που τους περίμενε. «Δεν είναι υπερβολή ένα ολοκαίνουριο Άστον Μάρτιν;» «Όχι, καθόλου. Είσαι η μνηστή ενός από τους πλουσιότερους άντρες στην Ευρώπη. Υπάρχουν ορισμένα στερεότυπα που πρέπει να διατηρηθούν. Απόλαυσέ το.» Τριάντα λεπτά αργότερα το αυτοκίνητο ανέβαινε με ταχύτητα ένα λόφο κι ο ήλιος διαπερνούσε τα σύννεφα για να φωτίσει μια εκπληκτική θέα. Χρυσαφένια χωράφια με ελαιοκράμβη, άφθονες μοβ πέτρες και πράσινοι θάμνοι δημιουργούσαν ένα πολύχρωμο κιλίμι πάνω στο κυματοειδές τοπίο. Η σκούρα μπλε θάλασσα στο βάθος του ορίζοντα γυαλοκοπούσε, ενώ τα κύματά της συνθλίβονταν στα απότομα βράχια. Η κορυφή του καμπαναριού μιας εκκλησίας ξεχώριζε στο κέντρο ενός μικρού χωριού, το οποίο ήταν χτισμένο στις όχθες ενός ποταμού. Η Έλεν ανάσανε αργά. «Η ιδιαίτερη πατρίδα μου.» Ο Ρικάρντο έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Είναι πολύ όμορφα.» Εκείνη χαμογέλασε και κοίταξε ξανά από το παράθυρο, αποφεύγοντας τη ματιά του. Αν αυτός ο αρραβώνας ήταν αληθινός… Σοκαρισμένη από την αναπάντεχη σκέψη της, καταχώνιασε την ιδέα σε ένα συρτάρι στο βάθος του μυαλού της, με την επιγραφή ‘απραγματοποίητα όνειρα’. Έπρεπε να θυμάται ότι ο άντρας αυτός δεν ήταν παρά ένας ρηχός πλέι μπόι, διατεθειμένος να παντρευτεί για να
κερδίσει ένα στοίχημα. Οι ηθικές του αρχές ήταν τόσο χαλαρές ώστε θα έκανε οτιδήποτε προκειμένου να πετύχει το στόχο του. Η Έλεν δεν έπρεπε να επιτρέψει στη σεξουαλική έλξη, που αναμφισβήτητα υπήρχε ανάμεσά τους, να την κάνει να πιστέψει ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πιο ουσιαστική σχέση μαζί του. Έφτασαν λίγο πριν την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Ακριβώς τότε είχε επιμείνει να πάνε και ο Ρικάρντο. Το δίκτυο των ανθρώπων που δούλευαν γι’ αυτόν φρόντισε να τους μεταφέρει με άψογο στιλ στον προορισμό τους, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, γεγονός που αποτελούσε ένα μικρό θαύμα γι’ αυτή την εποχή του χρόνου. Ο Ρικάρντο έδειχνε να έχει τον έλεγχο ακόμη και της κίνησης σε περίοδο διακοπών η οποία συνήθως μπλόκαρε τους κομβικούς δρόμους που οδηγούσαν στο Μπράκλεϊ Μπεντς. Επιπλέον, η αμφίεσή του ήταν κατάλληλη για την περίσταση. Είχε απαρνηθεί το συνηθισμένο επίσημο ντύσιμό του για να φορέσει σπορ ρούχα. Ακόμη και με ξεθωριασμένο τζιν, γκρι πουλόβερ ζιβάγκο και κοντές μπότες παρέμενε εντυπωσιακός. Το αυτοκίνητο πέρασε με χαμηλή ταχύτητα από τη σιδερένια πύλη στην είσοδο της Φάρμας Πρίμροουζ, και ένα μεγάλο πουλί άφησε την επισκεπτήρια κάρτα του στο πεντακάθαρο παρμπρίζ της Άστον. «Καλώς όρισες στο Νιου Φόρεστ.» Η Έλεν έπνιξε ένα αυθόρμητο γέλιο καθώς το αμάξι σταματούσε στην αυλή. «Η φύση σε υποδέχτηκε με τιμές.» «Αυτό το μέρος μυρίζει σαν… μπλε τυρί» είπε ο Ρικάρντο, κάνοντας μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. «Δεν είναι μπλε τυρί αυτό που μυρίζεις» είπε η Έλεν βγαίνοντας με αργές κινήσεις από το αμάξι. «Το λέμε ενσίρωμα και το τρώνε μόνο οι αγελάδες.» Οι γονείς της Έλεν τούς περίμεναν. Τους χαιρέτησαν εγκάρδια στην μπροστινή σκεπαστή βεράντα με τα κόκκινα τούβλα, που ήταν γεμάτη παλιές γαλότσες και γατάκια. Στην αυλή, ένας πετεινός περπατούσε με προτεταμένο στήθος, ενώ μερικές κότες κακάριζαν και βάδιζαν με θόρυβο γύρω του. Το ζεστό αγκάλιασμα από τους γονείς της την έκανε να λησμονήσει για λίγο την απάτη της. Τα θερμά λόγια κι ο ενθουσιασμός τους ζέσταναν την ψυχή της, αλλά εξακολουθούσε να αποφεύγει τη ματιά του Ρικάρντο όταν έκανε τις συστάσεις. «Τι έχει για φαγητό, μαμά;» Η Έλεν μπήκε σαν αέρας μέσα στην κουζίνα. Βέβαια, είχε ήδη βγάλει κάποιο συμπέρασμα από τη μυρωδιά που ερχόταν από την παλιά, μαυρισμένη σόμπα. Αυτή αποτελούσε την καρδιά του σπιτικού για ολόκληρες γενιές, προσφέροντας ζεστασιά, φαγητό και ένα μέρος συνάντησης, μακριά από τις κακουχίες στον εξωτερικό χώρο. Αναγνώρισε τη μυρωδιά της κρεατόπιτας και, κρίνοντας από τα θολά από τον ατμό παράθυρα, θα έτρωγαν επίσης λαχανικά και βραστές πατάτες. Ανυπομονούσε να δει πώς θα φαινόταν στον Ρικάρντο η μαγειρική της μέλλουσας πεθεράς του. Προς έκπληξη και ενόχληση της Έλεν, ο Ρικάρντο κέρδισε πολύ άνετα τη συμπάθεια των γονιών της. Ήταν ειδικός στην αποπλάνηση σε όλα τα μέτωπα Αβρός, διασκεδαστικός και εντελώς αφοπλιστικός. Εκείνη ήλπιζε ενδόμυχα ότι θα αντλούσε κάποια ικανοποίηση βλέποντάς τον εκτός κλίματος και σε αμηχανία. Στην πραγματικότητα, φαινόταν να νιώθει πολύ άνετα, σαν να ήταν στο σπίτι του. «Είναι όλα πολύ νόστιμα» σχολίασε ενθουσιασμένος ο Ρικάρντο, βάζοντας στο πιάτο του λίγο ακόμη κρεατόπιτα.
Η μητέρα της έλαμπε από χαρά. Ο πατέρας της έγνεψε ενθαρρυντικά και άνοιξε ένα μεγάλο μπουκάλι μηλίτη, το οποίο ήταν πραγματική τιμή για τον προσκεκλημένο. Με κάθε μπουκιά, ο Ρικάρντο φαινόταν να κερδίζει όλο και περισσότερο την αγάπη των γονιών της. Ήταν εξοργιστικά γοητευτικός. Η Έλεν άρχισε να νιώθει ναυτία όταν η μητέρα της αρνήθηκε για δεύτερη φορά την προσφορά του Ρικάρντο να πλύνει τα πιάτα. «Όχι, όχι» είπε αποφασιστικά. «Γιατί δεν ξεναγείς τον αρραβωνιαστικό σου στην περιοχή, Έλεν; Άκουσα ότι ένας ερωδιός έχει κάνει φωλιά κάπου στο βάλτο. Δε βλέπεις συχνά ερωδιούς.» «Εντάξει, καλή ιδέα.» Είχε έρθει η ώρα να παίξει βρόμικα. Δεν την ένοιαζε και πολύ αν ο Ρικάρντο είχε προσέξει την πονηρή λάμψη στα μάτια της τη στιγμή που διάλεγε ένα ζευγάρι παλιές, λασπωμένες μπότες. Πήγαινε γυρεύοντας με την αηδιαστικά ευγενική συμπεριφορά του και τη γοητεία του προς τη μητέρα της. Ήθελε να τον δει να έρχεται σε δύσκολη θέση. «Αυτές είναι για εσένα, αγάπη μου.» «Όλα πάνε μια χαρά» σχολίασε ο Ρικάρντο καθώς προχωρούσαν στο ανηφορικό έδαφος προς την άκρη ενός λιβαδιού. «Οι γονείς σου φαίνεται να με συμπαθούν. Μοιάζουμε πειστικό ζευγάρι.» Η Έλεν του έριξε μια ψυχρή ματιά. Είχε διάθεση για καβγά από την ώρα που έτρωγαν το επιδόρπιο. Όταν εκείνος της είχε γυρισμένη την πλάτη, κλότσησε ένα βουναλάκι κοπριά από τα νεύρα της. «Τώρα είμαστε μόνοι, επομένως μπορείς να σταματήσεις να παριστάνεις τον καλό άνθρωπο. Παρεμπιπτόντως, είσαι πολύ επιτήδειος σ’ αυτό. Την ηθοποιία εννοώ. Βελτιώνεται κανείς με την εξάσκηση, υποθέτω.» Ο Ρικάρντο σταμάτησε να βαδίζει κι άφησε ένα κοφτό γέλιο. «Με παραξενεύει το γεγονός ότι τόσο καλοί άνθρωποι σαν τους γονείς σου απέκτησαν μια τέτοια κόρη. Από βιολογικής πλευράς, δε μου φαίνεται και πολύ πιθανό. Τι σε έκανε τόσο δύστροπη;» «Εσύ.» «Ορίστε;» Ξανάρχισε να περπατάει. «Μπήκες σ’ αυτή τη συμφωνία με τη θέλησή σου. Κανείς δε σου έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο. Φαίνεται να χρειάζεσαι τα λεφτά μου περισσότερο από όσο εγώ έχω ανάγκη μια σύζυγο, όσο και να με ελκύεις.» Η Έλεν αισθάνθηκε τα μάγουλά της να καίνε. Ένα κοφτερό βέλος έβρισκε το στόχο του. Ένιωθε τόσο υποκρίτρια. Η γαμήλια νύχτα τους, που πλησίαζε γρήγορα, δεν έφευγε καθόλου από το μυαλό της. Αν μπορούσε να ξεσηκώνει τις αισθήσεις της μόνο με το βλέμμα του, ένας Θεός ήξερε τι θα συνέβαινε αν τον άφηνε ποτέ να αγγίξει τη γυμνή της σάρκα. «Τέλος πάντων» είπε ο Ρικάρντο στηρίζοντας το πόδι του σ’ ένα πέτρινο πεζούλι. Το ξεθωριασμένο τζιν ύφασμα τεντώθηκε για μια στιγμή πάνω στους μηρούς του αναδεικνύοντας τους μύες του. «Για τι είναι τα χρήματα;» Η Έλεν δεν περίμενε αυτή την ερώτηση. Ο Ρικάρντο της είχε ήδη παραχωρήσει το μισό από το συμφωνημένο ποσό κι εκείνη είχε πληρώσει τα χρέη των γονιών της την ίδια μέρα. Σιχαινόταν να τους λέει ψέματα, αλλά τους είχε πείσει ότι πέτυχε μια καινούρια οικονομική συμφωνία όσο βρισκόταν στην Ίμπιζα. Ένα μακροπρόθεσμο δάνειο με μια ισπανική τράπεζα, το οποίο θα αποπλήρωνε με τα μελλοντικά της κέρδη. Η απάτη ήταν φρικτή, αλλά δε θα μπορούσε ποτέ να τους αποκαλύψει τι είχε κάνει προκειμένου να βρει τα χρήματα. Θα έφριτταν. Ο πατέρας της ήταν περήφανος κι ανεξάρτητος άνθρωπος. Βέβαια, η Έλεν ήταν μοναχοπαίδι και τελικά θα κληρονομούσε τα πάντα, αλλά θα πείραζε πολύ τον πατέρα
της αν μάθαινε οποιοσδήποτε άλλος σε πόσο δύσκολη θέση είχαν περιέλθει. Καλώς ή κακώς, θα αισθανόταν ντροπιασμένος γι’ αυτό που θεωρούσε ως ανικανότητά του να προστατέψει τα περιουσιακά του στοιχεία και την οικογένειά του. Υπό αυτές τις συνθήκες, το να τον βγάλει ο μέλλων γαμπρός του από το οικονομικό του αδιέξοδο θα ήταν κάτι αδιανόητο. Η Έλεν ήταν βέβαιη ότι οι γονείς της δε χρειαζόταν να γνωρίζουν την αλήθεια. Ούτε ο Ρικάρντο. «Δε νομίζω ότι σε αφορά», του είπε. «Πάντως, δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν καμιά παράνομη δραστηριότητα, αν αυτό σε ανησυχεί.» «Αυτό δεν είχε περάσει καθόλου από το μυαλό μου μέχρι που το ανέφερες. Τεράστια χρέη, σωστά;» «Κάτι τέτοιο» παραδέχτηκε η Έλεν, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει την περιέργειά του, χωρίς να προβεί σε μεγάλες αποκαλύψεις. «Πολλά ακριβά αξεσουάρ μεγάλων σχεδιαστών, έτσι;» τη ρώτησε πειρακτικά, ρίχνοντας μια ματιά στο μικρό δερμάτινο εκδρομικό σάκο στην πλάτη της. «Εσείς οι γυναίκες είστε τόσο ματαιόδοξες.» Η Έλεν ένιωσε να την κυριεύει η οργή. Ποτέ δεν είχε αγοράσει αντικείμενο ακριβής μάρκας στη ζωή της, ούτε καν για φιλανθρωπικό σκοπό. Αλλά δεν ήθελε να το μάθει αυτό ο Ρικάρντο. «Όλοι κάνουμε λάθη» του επισήμανε με τόνο εκνευρισμού. «Μη διανοηθείς να μου πεις ότι εσύ αποτελείς εξαίρεση. Αυτό το ανόητο στοίχημα που έβαλες οπωσδήποτε λογίζεται σαν σφάλμα.» «Αυτή είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση.» Η έκφρασή του ήταν σκληρή σαν πέτρα. «Πρόκειται για ζήτημα τιμής, όπως σου έχω ήδη πει.» «Ναι, καλά.» Η Έλεν δεν προσπάθησε να κρύψει την περιφρόνηση στη φωνή της. «Όχι κάποιο αστείο μεταξύ πλουσιόπαιδων που παρατράβηξε, έτσι;» Οι μύες στο σαγόνι του συσπάστηκαν καθώς της έριξε μια θυμωμένη ματιά. Μετά κοίταξε μπροστά του το ποτάμι με τις αγριόπαπιες. «Είναι πολύ όμορφα εδώ.» Σκάλισε ένα φυτό με το πόδι του. «Τι είναι αυτό; Νομίζω ότι το έχω φάει στο Σαβόι.» «Πολύ πιθανόν» είπε η Έλεν κι έκοψε λίγο από το πλούσιο φυτό για να του δώσει να το δοκιμάσει. Μελέτησε την έκφρασή του και τον τρόπο που τα ρουθούνια του άνοιξαν ελαφρά. Πρόσεξε την ξαφνική αλλαγή θέματος. Κατάλαβε ότι με τα λεγόμενά της είχε αγγίξει ένα ευαίσθητο νεύρο του. «Είναι samphire. Μερικοί το ονομάζουν σπαράγγι της θάλασσας. Συμπληρώνει ωραιότατα ένα πιάτο με θαλασσινά.» «Η γεύση του μοιάζει με τη μυρωδιά του αέρα» είπε ο άντρας σκεπτικός, καθώς εξέταζε το φυτό ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Αλάτι και όζον. Είναι ωραίο μέρος αυτό, ξέρεις. Θα μπορούσα να δρομολογήσω την κατασκευή μιας μαρίνας. Η θέα είναι φανταστική και η εύκολη πρόσβαση στα κανάλια των πλοίων αποτελεί ένα επιπλέον πλεονέκτημα…» «Δε θα ήσουν ο πρώτος που έχει αυτή την ιδέα, πίστεψέ με.» «Αλήθεια; Το σκέφτηκε και κάποιος άλλος που γνωρίζω; Κάνω πολλές επαγγελματικές συναλλαγές στην Αγγλία, ιδιαίτερα στο Λονδίνο. Άλλωστε, ο κόσμος είναι μικρός.» «Η Λαίδη Λίντια Σκίπτρι. Της ανήκει ένα μεγάλο μέρος της γης εδώ γύρω. Απ’ ό,τι έχω ακούσει, περνάει τον περισσότερο χρόνο της στο Λονδίνο κάνοντας ψώνια. Μπορεί να την έχεις πετύχει στο Σαβόι» πρόσθεσε ρίχνοντάς του μια λοξή ματιά. «Έχει, όμως, φρικτό γούστο.» «Δεν τη συμπαθείς, έτσι;» Έκανε μισή στροφή, με τον αέρα να ανακατεύει τα σκούρα μαλλιά του. «Το όνομα δε μου είναι γνωστό, επομένως δε νομίζω ότι έχουμε συναντηθεί. Κρίμα, γιατί θα
πρέπει να είναι διασκεδαστικός άνθρωπος.» Η Έλεν κατσούφιασε, εκνευρισμένη από το φανερό ενδιαφέρον του για την άλλη γυναίκα. Η Σκίπτρι ήταν η νέμεσή της. «Θα σ’ έτρωγε ζωντανό.» «Δεν μπορεί να είναι τόσο κακιά όσο μια συγκεκριμένη Αγγλίδα που είχα γνωρίσει λίγα χρόνια πριν.» Σφύριξε σιγανά αγναντεύοντας την κοιλάδα μπροστά τους. «Εκείνη ήταν πραγματικά αδίστακτη και πολύ επικίνδυνη.» «Ακούγεται ενδιαφέρουσα περίπτωση» σχολίασε η Έλεν. Ο άντρας κοίταξε τα μαύρα σύννεφα από πάνω τους. «Καλύτερα να επιστρέψουμε. Η πτήση μας είναι προγραμματισμένη να αναχωρήσει σε τρεις ώρες και μου μένει ακόμη να ζητήσω από τον πατέρα σου το χέρι σου. Νομίζεις ότι θα είναι ευχαριστημένοι από τον καινούριο τους γαμπρό;» «Είμαι σίγουρη ότι θα ενθουσιαστούν.» Η Έλεν έκανε μεταβολή κι άρχισε να περπατάει ζωηρά με κατεύθυνση το αγροτόσπιτο. Άκουγε την ανάσα του Ρικάρντο πίσω της, ο οποίος την ακολουθούσε σε κοντινή απόσταση. Αισθανόταν σαν ανυπεράσπιστο θήραμα που το καταδίωκαν κυνηγόσκυλα. Τώρα πλέον δεν μπορούσε ν’ αποχωρήσει από την ανήθικη συμφωνία που είχε συνάψει. Τα πάντα στη ζωή της ήταν έτοιμα ν’ αλλάξουν, και το σφίξιμο στο στομάχι της δυνάμωνε με κάθε της βήμα.
Κεφάλαιο Τέσσερα
«Καλώς όρισες στο Casa Colina, μια από τις κατοικίες μου στην Ισπανία.» Ο Ρικάρντο έδειξε με μια χειρονομία το τεράστιο κτίριο. «Πολύ πιο πολυτελές από το καλύτερο ξενοδοχείο στη Μαρμπέλα. Και ξέρω τι λέω επειδή και κείνο επίσης μου ανήκει.» Έκανε νόημα στο σοφέρ που οδηγούσε τη λευκή Μερσεντές ότι μπορεί να πηγαίνει και πήρε το χέρι της Έλεν στο δικό του. Είχε το σίγουρο άγγιγμα ενός άντρα που ένιωθε αυτοπεποίθηση και ήταν κυρίαρχος των καταστάσεων. Αναμφίβολα, η θέα ήταν μοναδική. Η βλάστηση ξεκούραζε το βλέμμα, ενώ τα βουνά προσέδιδαν έναν δραματικό τόνο στο τοπίο. Η Μεσόγειος έλαμπε στο βάθος του ορίζοντα. Το λευκό χρώμα τού σπιτιού ερχόταν σε ζωηρή αντίθεση με το βαθύ μπλε και το πράσινο που το περιέβαλαν. Άξιζε εκατομμύρια. Πατώντας στη μαρμάρινη βεράντα, η Έλεν άφησε τον ζεστό αέρα να γεμίσει τα πνευμόνια της. Ο ήλιος της Ανδαλουσίας θάμπωνε τα μάτια της και η ευωδιά των μεσογειακών φυτών γαργαλούσε τα ρουθούνια της. «Όλα είναι έτοιμα για την άφιξή μας» είπε ο Ρικάρντο. «Θα μας εξυπηρετήσει για μερικές ημέρες. Σου αρέσει;» «Είναι εκπληκτικό. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο.» Ο άντρας γέλασε. «Δεν έχεις ιδέα ποιον παντρεύεσαι, έτσι; Υπάρχουν κι άλλα σπίτια όπως αυτό.» «Ω.» Η Έλεν κοίταξε γύρω της. «Ώστε δεν έχεις απλώς μια γυναίκα σε κάθε λιμάνι. Διαθέτεις και μια έπαυλη για να τη στεγάζεις.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Απόλαυσε το για όσο μπορείς. Ο Κάρλος Αντρέτι, ο σχεδιαστής μόδας, και οι βοηθοί του θα βρίσκονται εδώ σε μια ώρα για να φτιάξουν το νυφικό σου. Μετά θα πρέπει να συνεννοηθείς με το διοργανωτή του γάμου για το τι είδους τελετή προτιμάς. Και να μην ξεχάσουμε και την αισθητικό, την κομμώτρια και το μασέρ που θ’ αναλάβουν την περιποίησή σου. Θα είσαι μια πολυάσχολη γυναίκα τις επόμενες μέρες, προετοιμάζοντας το γάμο των ονείρων σου.» «Το γάμο των ονείρων μου;» Η Έλεν γέλασε κάπως πικρόχολα. «Τέλος πάντων. Θέλεις να ασχοληθείς κι εσύ; Ή θα τα αφήσεις όλα σε εμένα;» «Κάνε ό,τι σου αρέσει.» αναστέναξε ο άντρας. Η Έλεν το θεώρησε ένδειξη βαρεμάρας. «Αν δε θέλεις να ενοχληθείς ή δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα, θ’ αναλάβω εγώ τις προετοιμασίες. Ωστόσο, κρίνοντας με βάση αυτά που ξέρω για τις γυναίκες, θα κάνεις πολύ καλή δουλειά, έχοντας απεριόριστα μέσα στη διάθεσή σου. Η Έλεν ένιωσε ξαφνικά ν’ αποθαρρύνεται. Ο Ρικάρντο δε φαινόταν να εκτιμά ιδιαίτερα τις γυναίκες, παρά μόνο σε σχέση με το σεξ. «Κι οι γονείς σου; Θα θέλουν να με δουν πριν από το γάμο ή θα τους γνωρίσω τότε;» Ο Ρικάρντο κατευθύνθηκε με αργά βήματα προς τη σαμπανιέρα που ήταν τοποθετημένη στο τραπέζι στην άκρη της βεράντας. Έβγαλε από εκεί ένα μπουκάλι σαμπάνια και έσκισε το χρυσαφένιο περιτύλιγμα πριν αφαιρέσει το φελλό. Κατόπιν, γέμισε δυο κρυστάλλινα ποτήρια που βρίσκονταν στο ίδιο τραπέζι. Η Έλεν παρακολούθησε τον αφρό να υψώνεται προς το χείλος των ποτηριών και μετά να υποχωρεί. «Η μητέρα μου έχει πεθάνει.»
Άνοιξε το στόμα της για να εκφράσει τη θλίψη της, αλλά την πρόλαβε. «Το ίδιο κι ο πατέρας μου.» Της έδωσε το ένα ποτήρι και ήπιε μια γουλιά από το δικό του. «Είχα κι έναν αδερφό. Επίσης νεκρός.» Η έκφρασή του ήταν σκληρή σαν γρανίτης. «Αυτά είναι όλα όσα έχω να σου πω για την οικογένειά μου. Όσο για τη δική σου, οι γονείς σου είναι καλοί άνθρωποι. Τους συμπάθησα πολύ. Ας οργανώσουμε μια ωραία τελετή, σύμφωνοι; Άλλωστε, ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να την απολαύσουμε κι εμείς.» Ξαφνικά, η Έλεν αισθάνθηκε κρύο και ναυτία. Ακούμπησε το ποτήρι της στο τραπέζι κι έφερε το χέρι της στο κεφάλι προσπαθώντας να ελέγξει τη ζάλη της. «Έι!» Ο Ρικάρντο άρπαξε γρήγορα το μπράτσο της για να τη στηρίξει. «Νομίζω ότι χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση.» «Όχι, δεν πειράζει. Είμαι μια χαρά.» αποκρίθηκε αδύναμα, εκνευρισμένη με τον εαυτό της που συμπεριφερόταν τόσο δειλά και λιπόψυχα, καθώς κι ανήσυχη για την αδυναμία σωματικού ελέγχου. Ο άντρας τη σήκωσε με ευκολία στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς τη δροσιά του εσωτερικού του σπιτιού. «Διαφωνώ.» *** Μισή ώρα αργότερα, ο Ρικάντο χάιδευε μια μπούκλα από τα μαλλιά της κοιμισμένης Έλεν. Έδειχνε αξιαγάπητη αν και τόσο φιλοχρήματη. «Δε με ξεγελάς» ψιθύρισε. «Είσαι ακριβώς όπως όλες οι άλλες.» Ωστόσο, καθώς παρακολούθησε τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν, ένιωσε ξαφνικά μια παράξενη διάθεση προστασίας προς αυτήν. Αναρωτήθηκε τι ονειρευόταν… Αισθάνθηκε να τον βασανίζει η ενοχή. Μήπως το μετάνιωσε επειδή εξαπάτησαν τους γονείς της; Ή ήταν επειδή η κοπέλα είχε οδηγηθεί σ’ έναν γάμο που δεν ήθελε; Όχι. Έδιωξε τη σκέψη απ’ το μυαλό του. Εκείνη ήξερε τι έκανε και τα πάντα είχαν σχέση με το χρήμα. Μπορεί να έδειχνε υπεράνω υποψίας, τώρα που κοιμόταν σαν άγγελος πάνω στο κρεβάτι του, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία πως ένα μαύρο διαμάντι βρισκόταν στη θέση της καρδιάς της. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες όπως εκείνος διέθεταν σημαντικά πλεονεκτήματα. Κατά βολικό τρόπο, η τράπεζα όπου η Έλεν διατηρούσε λογαριασμό ανήκε σ’ έναν όμιλο του οποίου ο Ρικάρντο ήταν βασικός μέτοχος κι έτσι μπορούσε να παρακολουθεί τις κινήσεις της. Έμαθε, λοιπόν, ότι το εκατομμύριο που του είχε ζητήσει προκαταβολικά είχε ήδη μεταφερθεί στο λογαριασμό μιας άλλης τράπεζες που παραχωρούσε δάνεια. Οπωσδήποτε θα πρέπει να είχε χρέη. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα και οι οικονομικές της δυσκολίες αποδεικνύονταν πλεονέκτημα για κείνον. Αν η Έλεν είχε άμεση ανάγκη από τόσο μεγάλα χρηματικά ποσά, δε θα τον παρατούσε πριν από τη γαμήλια τελετή. Ο Ρικάρντο περίμενε με ανυπομονησία τους τρεις μήνες απόλαυσης του καλλίγραμμου κορμιού της στο κρεβάτι του. Η προοπτική αυτή ήταν πιο συναρπαστική από οτιδήποτε του έχει συμβεί εδώ και πολύ καιρό. *** Το επίμονο χτύπημα του κουδουνιού της πόρτας ξύπνησε την Έλεν. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, συνειδητοποίησε πού βρισκόταν και είδε ξαφνικά τον Ρικάρντο να της χαμογελάει από την άλλη άκρη του κρεβατιού.
«Πόση ώρα βρίσκεσαι εδώ;» τον ρώτησε άγρια. «Περίπου μισή ώρα» της απάντησε χαμογελώντας. «Φώναζες στον ύπνο σου. Θα πρέπει να ’βλεπες εφιάλτη.» «Η όλη κατάσταση είναι εφιάλτης» του είπε κατσουφιασμένη και ανακάθισε στο κρεβάτι. Δε θυμόταν να είχε δει κάποιο κακό όνειρο. «Λοιπόν, μην αναστατωθείς πολύ αν ροχαλίζω κιόλας. Ίσως να θέλεις να ξανασκεφτείς τις συνθήκες του ταξιδιού του μέλιτος. Μπορεί να εξυπηρετούν οι χωριστές κρεβατοκάμαρες.» «Αποκλείεται.» Η απάντησή του ήταν κοφτή και αποφασιστική. «Δε θα ξεγλιστρήσεις τόσο εύκολα.» Το κουδούνι τής πόρτας χτύπησε ξανά. «Πρέπει να ξεχρεώσεις δύο εκατομμύρια και ακόμη μου χρωστάς την προκαταβολή. Θυμάσαι;» Η Έλεν έστρεψε τη ματιά της στη λακκούβα στη βάση τού λαιμού του, που ήταν ορατή πάνω από το λευκό γιακά του πουκάμισού του. Με τα δυο πρώτα κουμπιά ανοιχτά, το απαλό, μαυρισμένο δέρμα του θα μπορούσε να βάλει σε πειρασμό ακόμη και μια αγία. Ξεροκατάπιε γρήγορα προσπαθώντας να καταπολεμήσει το κύμα του πόθου που την είχε καταλάβει. Οπωσδήποτε θα ήταν φανταστικός στο κρεβάτι. Το αντίθετο αποκλειόταν, με τέτοιο σώμα. «Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω;» είπε με βραχνή φωνή. «Αλλά, δυστυχώς, θα σε απογοητεύσω. Η απάντηση εξακολουθεί να είναι αρνητική. Δεν πρόκειται να κοιμηθώ μαζί σου. Θα είναι τρεις πολύ βαρετοί μήνες, εκτός κι αν έχεις ήδη σκεφτεί το διαζύγιο. Θα βγει για λόγους μοιχείας; Από πλευράς σου;» «Είμαι πραγματικά τόσο απαίσιος; Ποτέ δεν ξέρεις. Το να είσαι σύζυγός μου μπορεί να μην είναι και πολύ άσχημο. Υπάρχουν ένα σωρό άλλες γυναίκες που θ’ άρπαζαν πρόθυμα την ευκαιρία. Δωρεάν.» Η κοπέλα κοίταξε εκνευρισμένη έξω από το ψηλό παράθυρο απέναντι από το κρεβάτι, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της. Ήξεραν και οι δύο ότι ο Ρικάρντο είχε δίκιο. «Δε με χρειάζεσαι για να σε επιβεβαιώνω. Η εγωπάθειά σου είναι ήδη αρκετά μεγάλη.» Εκείνος άφησε έναν αναστεναγμό παραίτησης. «Όπως προτιμάς. Δε θέλω να κάνω τη ζωή σου ακόμη πιο δύσκολη απ’ όσο πρέπει να είναι. Ούτε τη δική μου. Και παρεμπιπτόντως, είσαι σίγουρη ότι δε θέλεις να συμβουλευτείς το γιατρό μου; Είχα μια συζήτηση μαζί του σήμερα το πρωί, εκ μέρους ενός “φίλου”, και μου είπε ότι το διάφραγμα είναι μια ασφαλής μέθοδος…» «Είσαι εξοργιστικός!» του είπε αγανακτισμένη. «Θεέ μου, θα πρέπει να έχεις πολύ κακή γνώμη για εμένα. Το να παγιδεύσω έναν άντρα με μια εγκυμοσύνη είναι κάτι που δε θα έκανα σε καμιά περίπτωση.» Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του, παραμένοντας σιωπηλός. «Τι θα είχα να κερδίσω, ούτως ή άλλως; Ο δικηγόρος σου κάλυψε κάθε πιθανή περίπτωση στο προγαμιαίο συμφωνητικό.» Του έριξε ένα δηλητηριώδες βλέμμα. «Ή μήπως νομίζεις ότι μπορεί να επιθυμούσα μια μόνιμη υπενθύμιση της ευχάριστης περιόδου ως σύζυγός σου; Ένα αντίγραφο του σπουδαίου και υπέροχου Ρικάρντο Αλμάνσα. Όχι, ευχαριστώ. Δε θέλω τίποτα από εσένα.» «Θέλεις τα λεφτά μου.» Η Έλεν δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Πράγματι ήθελε τα χρήματα. Τα χρειαζόταν. «Λοιπόν, σχετικά με την τελετή του γάμου» είπε ο Ρικάρντο. «Υποθέτω ότι θέλεις να γίνουν όλα όπως πρέπει. Μπόλικο λευκό μετάξι, άφθονη σαμπάνια και λουλούδια, σωστά;» Η Έλεν σήκωσε το κεφάλι της για να συναντήσει το κεχριμπαρένιο βλέμμα του. «Αυτό που
πραγματικά θέλω είναι μια γρήγορη και ήσυχη τελετή, με όσο το δυνατόν λιγότερη βαβούρα.» Ο Ρικάρντο την κοίταξε παραξενεμένος. «Μιλάς σοβαρά;» «Απολύτως.» Τον κοίταξε ψυχρά στα μάτια. «Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινό, σωστά;» «Όχι, υποθέτω πως δεν είναι.» Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Προφανώς, θα πρέπει να προσκαλέσω εκείνον με τον οποίο έχω βάλει το στοίχημα, τον Τζεράρντο Κάπελα. Χρειάζεται τουλάχιστον ένας ακόμη μάρτυρας.» «Η Κοντέσα;» Ο Ρικάρντο ξεφύσησε. «Δε νομίζω. Εξακολουθεί να είναι θυμωμένη μαζί μου αφότου έκλεψα το καλύτερο κορίτσι της. Εξάλλου, την αντιπαθώ σχεδόν όσο τον Κάπελα.» «Όμως, ο γάμος θα πρέπει να φαίνεται αληθινός. Θα ήταν κρίμα που αναγκάστηκες να γνωρίσεις τους γονείς μου και να παίξεις όλη αυτή την κωμωδία για να διακινδυνεύσεις να αποκαλυφθεί το μυστικό σου την τελευταία στιγμή.» «Δεν υπάρχει ρίσκο. Οι σύντομες κλειστές τελετές γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς. Είναι πολλοί εκείνοι που ενδιαφέρονται να διαφυλάξουν την ιδιωτική τους ζωή και δε σκέφτονται τα χρήματα που πληρώνουν τα κουτσομπολίστικα περιοδικά για να τους κάνουν είδηση. Ειδικά όταν η νύφη είναι ήδη έγκυος.» Η Έλεν άφησε μια άναρθρη κραυγή τρόμου. «Δε θα διέδιδες κάτι τέτοιο…» «Δε χρειάζεται, γλυκιά μου. Απλώς θα αρνηθούμε να κάνουμε οποιοδήποτε σχόλιο. Θα χαμογελάμε ευγενικά και θα αφήσουμε τον κίτρινο Τύπο να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Μην ανησυχείς για τίποτα.» Την κοίταξε σκεπτικός. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις μια ήσυχη τελετή;» «Ναι, άλλωστε πρόκειται για ψεύτικο γάμο, θυμάσαι; Θα αισθάνομαι πολύ καλύτερα εφόσον δε θα υποχρεωθώ να δω τα δάκρυα χαράς της μητέρας μου.» «Επομένως, έχεις συνείδηση, έτσι; Αλλά τι σκοπεύεις να της πεις;» «Κάτι θα σκεφτώ.» Η Έλεν έκανε ένα μορφασμό καθώς το τηλέφωνο και το κουδούνι χτύπησαν ταυτόχρονα. «Όμως, σε παρακαλώ, πες σε όλον αυτό τον κόσμο να φύγει, εντάξει; Δεν μπορώ να το αντέξω!» Ο Ρικάρντο σηκώθηκε γρήγορα όρθιος, με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενο θα με κάνει αυτό.» «Θα σου μειώσει και τα έξοδα κατά μερικές χιλιάδες, επίσης.» «Αυτό είναι για σένα» της είπε και απόθεσε ένα μπλε βελούδινο κουτάκι στο κρεβάτι, πριν κατευθυνθεί προς την πόρτα. Γύρισε για να δει τα επιδέξια χέρια της να το ανοίγουν. Ένα εντυπωσιακό δαχτυλίδι αρραβώνα από πλατίνα και διαμάντια άστραψε. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν η κραυγή της σήμαινε χαρά ή δυσαρέσκεια και, καθώς το κουδούνι χτυπούσε ξανά, δεν τον ενδιέφερε πραγματικά. Ήταν μόνο θέμα χρημάτων. *** Η Έλεν βγήκε απ’ το σπίτι. Αμέσως την τύλιξε η ζεστή λιακάδα του πρωινού. Στη βεράντα της βίλας, οι φαρδιοί ώμοι του Ρικάρντο δέσποζαν στην πλάτη της καρέκλας μπαμπού και το λευκό, βαμβακερό μπουρνούζι που φορούσε τον έκανε να δείχνει ακόμη πιο σέξι. Τα κατάμαυρα μαλλιά του ήταν ακόμη υγρά κι ανέμιζαν στο ελαφρύ πρωινό αεράκι. Η Έλεν τον παρακολούθησε καθώς άπλωνε το χέρι του για να πιάσει το φλιτζάνι με τον καφέ. Τα μακριά δάχτυλά του τυλίχτηκαν
επιδέξια γύρω από την πορσελάνη. Θυμήθηκε πώς της είχε χαϊδέψει τα μαλλιά στη βεράντα της Κοντέσας, όταν του είχε πουλήσει την ψυχή της. Η ανάμνηση ήταν ακόμη νωπή. Ο τρόπος που την είχε φιλήσει. Ανατρίχιασε παρά τη ζέστη. Το σκούρο κεφάλι του γύρισε αργά προς το μέρος της μόλις τον πλησίασε. «Μου έλειψες χθες το βράδυ, Έλεν» της είπε. «Ήλπιζα ότι θα με επισκεπτόσουν μέσα στο σκοτάδι, για να με βγάλεις από τη δυστυχία μου.» «Αλήθεια; Λυπάμαι που σε απογοήτευσα.» «Έκανα ένα κρύο ντους.» Ο Ρικάρντο τράβηξε μια καρέκλα και της έκανε νεύμα να καθίσει. «Κοιμήθηκες καλά;» «Πολύ καλά, ευχαριστώ» του απάντησε ψέματα και έβαλε χυμό σ’ ένα ποτήρι. Του χάρισε ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Αλλά, προφανώς, εσύ ο καημένος, όχι.» Ο άντρας την κοίταζε εξεταστικά πάνω από το χείλος του φλιτζανιού του κι εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. Η φλόγα στα μάτια του θα έκανε και πάγο ακόμη να λιώσει. Αναρωτήθηκε αν υποπτευόταν ότι κι εκείνη τον σκεφτόταν όλη τη νύχτα και πώς θα φαινόταν αρκετά δυνατή ώστε να τον διώξει σε περίπτωση που ερχόταν στο δωμάτιό της. Παρά τα όσα του είχε πει, κατά βάθος ήξερε ότι θα ενέδιδε στο κάλεσμά του, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια από πλευράς του. Το κορμί της καιγόταν από πόθο για κείνον και γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να το αγνοήσει. «Ξέρεις τι σκεφτόμουν;» ρώτησε ο Ρικάρντο καθώς έκοβε ένα κομμάτι από την αφράτη μπαγκέτα που κρατούσε. «Εφόσον δε μας απομένει πολύς χρόνος ελευθερίας, θα ήθελα να σε βγάλω έξω σήμερα. Εκτός και αν είσαι απασχολημένη με τις ετοιμασίες του γάμου.» Η ημέρα του γάμου πλησίαζε. Η Έλεν καταπολέμησε την έντονη ανησυχία της για το επικείμενο συμβάν. Είχε διαλέξει ένα φόρεμα και ασορτί αξεσουάρ από τη συλλογή που της είχε παρουσιάσει ο σχεδιαστής μόδας. Ο διοργανωτής της τελετής είχε διευθετήσει όλα τα πρακτικά ζητήματα. Τα σχετικά έγγραφα είχαν υπογραφεί και οι γονείς της σεβάστηκαν την επιθυμία τους να παντρευτούν με μια γρήγορη και ήσυχη τελετή. Άλλωστε, δεν ήθελαν να γίνουν αφιέρωμα σε όλα τα ευρωπαϊκά, κουτσομπολίστικα περιοδικά. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει η Έλεν ήταν να πάει στο δημαρχείο. Επομένως, δεν είχε άλλες προετοιμασίες. «Γιατί;» ρώτησε ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Θα έχουν την ευκαιρία οι δημοσιογράφοι να μας φωτογραφίσουν;» «Όχι μέχρι την ώρα του δείπνου. Ως τότε θα πάρουμε το αμάξι με τα φιμέ τζάμια. Επομένως, δε θα χρειαστεί ούτε καν να φορέσεις μέικ απ, αν δεν έχεις διάθεση.» Σούφρωσε τα χείλη της και προσπάθησε να μην αισθανθεί αμηχανία για το γυμνό δέρμα του προσώπου της και τα εντελώς αμακιγιάριστα μάτια της. «Θα βαφτώ σ’ ένα λεπτό, μην ανησυχείς. Η τσάντα μου είναι μέσα.» «Θα πάμε μόνο μια βόλτα με το αυτοκίνητο πάνω στα βουνά για ν’ απολαύσουμε ένα ήσυχο γεύμα και ν’ αναπνεύσουμε λίγο καθαρό αέρα. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα καλμάρει τα νεύρα σου. Θέλω να δεις τη θέα ως το Γιβραλτάρ και την ακτή του Μαρόκο, αν είμαστε τυχεροί.» Ήπιε ακόμη μια γουλιά καφέ και την κοίταξε κατάματα. «Πίστεψέ με, δείχνεις όμορφη όπως είσαι. Παράλειψε το μέικ απ αν θέλεις. Δεν το χρειάζεσαι.» Για άλλη μία φορά, η Έλεν αισθάνθηκε παράξενα. Το δέρμα της ανατρίχιασε κάτω από τη μεταξωτή ρόμπα που φορούσε. Η φωνή του ήταν βραχνή και ήξερε ότι ένιωθε όπως κι εκείνη. «Η ιδέα σου είναι πράγματι καλή» αποκρίθηκε. «Κι εγώ νομίζω ότι θα πρέπει να περάσουμε αυτή τη
μέρα εκτός σπιτιού.» *** Το υπαίθριο εστιατόριο όπου έτρωγαν βρισκόταν στο κέντρο της Μαρμπέλα, το οποίο έσφυζε από ζωή εκείνο το βράδυ. Την προσοχή της Έλεν τράβηξε ένα ζευγάρι σε ένα μοτοσακό. Αναρωτήθηκε αν ο άντρας στην πλάτη του οποίου βρισκόταν γαντζωμένη η Ισπανίδα ήταν ο αρραβωνιαστικός της. Τα μάτια της ήταν κλειστά και χαμογελούσε. Έμοιαζε να απολαμβάνει τη διαδρομή. Προφανώς, δεν ήταν ευκατάστατοι. Το ξεθωριασμένο τζιν και τα παλιά αθλητικά του παπούτσια μαρτυρούσαν την άσχημη οικονομική του κατάσταση. Παρόλα αυτά, και οι δύο έδειχναν ξένοιαστοι και χαρούμενοι. Πώς θα είχε αντιδράσει η σενιορίτα αν κάποιος άντρας τής χάριζε ένα εντυπωσιακό, πανάκριβο δαχτυλίδι σε ελάχιστο χρόνο από τη γνωριμία τους; Κατά πάσα πιθανότητα, θα πετούσε στα ουράνια. Τότε, γιατί εκείνη, η αρραβωνιαστικιά του Ρικάρντο Αλμάνσα, ένιωθε τόσο κενή; Κατά βάθος, βέβαια, ήξερε το λόγο κι ένα μικρό κομμάτι της αισθανόταν πολύ άσχημα επειδή τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν αληθινό. Για τον Ρικάρντο, δεν επρόκειτο παρά για άλλη μία εμπορική συμφωνία. Στριφογύρισε το πολύτιμο κόσμημα στο δάχτυλό της παρακολουθώντας το παλιό μοτοσακό να εξαφανίζεται στην κίνηση. Το μέταλλο του δαχτυλιδιού ήταν κρύο και ψυχρό, όπως η καρδιά του μνηστήρα της. «Δεν πεινάς;» τη ρώτησε ο Ρικάρντο που είχε στο μεταξύ τελειώσει το φαγητό του. Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους ήταν βαριά σαν μολύβι. Η Έλεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είμαι ακόμη φουσκωμένη από το τεράστιο μεσημεριανό γεύμα.» «Το μόνο που έφαγες ήταν μια αστακοσαλάτα. Πρέπει να πάρεις και κάτι ακόμη.» «Είμαι μια χαρά. Αλήθεια.» Ο Ρικάρντο ανασήκωσε τους ώμους του και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Τέλος πάντων. Μέχρι στιγμής, μας απαθανάτισαν τουλάχιστον δύο φωτογράφοι. Επομένως, η αποστολή μας πέτυχε και μπορούμε να επιστρέψουμε.» «Αποστολή;» «Ο κύριος λόγος που καθίσαμε στο La Plaza de los Naranjos –ένα από τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου– στο κέντρο της Μαρμπέλα, ήταν να μας δουν.» Ο Ρικάρντο σηκώθηκε από το κάθισμά του και της πρόσφερε το μπράτσο του. «Γιατί νομίζεις ότι αυτό το πολύτιμο κόσμημα στο δάχτυλό σου είναι τόσο μεγάλο; Είναι ορατό από μεγάλη απόσταση και είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για δαχτυλίδι αρραβώνων. Γι’ αυτό δε σε άφησα να το διαλέξεις εσύ. Αποκλείεται να επέλεγες κάτι τόσο εντυπωσιακό.» «Ολοκληρώνει πολύ αποτελεσματικά τη συμφωνία μας» σχολίασε η κοπέλα, ρίχνοντας μια ματιά στο αριστερό της χέρι. «Πάντως, μου κάνει εντύπωση που δε με ανάγκασες να φορέσω φανταχτερά φορέματα.» «Το στιλ των γυναικών των ποδοσφαιριστών δεν είναι του γούστου μου» δήλωσε απότομα και την τράβηξε μαλακά από το χέρι για να απομακρυνθούν από το εστιατόριο. «Δεν πληρώσαμε το λογαριασμό!» φώναξε η Έλεν για να ακουστεί πάνω από το θόρυβο του δρόμου καθώς βάδιζε δίπλα του. Ο άντρας σταμάτησε να περπατάει και την κοίταξε κατάματα. «Δε χρειάζεται να ανησυχείς για
τέτοια πράγματα» τη διαβεβαίωσε. Ξαφνικά, την τράβηξε πάνω στο στήθος του και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της. Πλησίασε το στόμα του προς το αυτί της. «Κρίνοντας από το πόσα χρήματα μου ζήτησες για να με παντρευτείς, δε συνηθίζεις να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου, σωστά;» «Αυτό δε σε αφορά.» «Ως μέλλων σύζυγός σου, με αφορά αλλά, απλώς για να σε καθησυχάσω, ποτέ δεν πληρώνω σ’ αυτό το εστιατόριο. Γνωριζόμαστε με τον ιδιοκτήτη του πολλά χρόνια κι έχουμε αναπτύξει… κάποιο είδος κατανόησης μεταξύ μας. Εξάλλου, τα χρήματα είναι υπόθεση του άντρα. Ο ρόλος της γυναίκας είναι να του τα αποσπάσει χρησιμοποιώντας τη γοητεία της.» Έπαιξε με μια μπούκλα από τα χρυσαφένια της μαλλιά και χαμήλωσε το κεφάλι του για να χαϊδέψει απαλά τα χείλη της με τα δικά του. «Και αυτή τη στιγμή, Έλεν Μάρσαλ, κάνεις πολύ καλή δουλειά.» «Είσαι τρομερά σοβινιστής» ψιθύρισε η κοπέλα εκνευρισμένη. Εκείνος την τράβηξε ακόμη πιο σφιχτά πάνω του, πιέζοντας τα στήθη της στο σκληρό στέρνο του. «Κι αν δεν ήμουν τόσο πλούσιος, οπωσδήποτε θα με μισούσες, έτσι δεν είναι;» «Μα, σε μισώ.» «Το βλέπω.» Πέρασε απαλά την άκρη της γλώσσας του πάνω από τα αισθησιακά της χείλη. «Είναι ολοφάνερο.» Η Έλεν αισθάνθηκε μια προδοτική ζεστασιά ανάμεσα στους μηρούς της. «Θα έπρεπε να σε χαστουκίσω γι’ αυτό.» Η φωνή του έγινε βραχνός ψίθυρος. «Τότε, χαστούκισέ με δυνατά, επειδή δε νομίζω ότι μπορώ να περιμένω μέχρι τη γαμήλια νύχτα μας.» «Πρέπει να περιμένεις. Έτσι συμφωνήσαμε.» Η Έλεν ανατρίχιασε καθώς το χέρι του χάιδεψε την πλάτη της. «Αν δε σεβαστείς τη συμφωνία μας, θα υποχρεωθώ να ανεβάσω πάλι την τιμή.» Τα γόνατά της είχαν λυθεί και η ξέπνοη φωνή της πρόδιδε την επιρροή που ασκούσε πάνω της αυτός ο άντρας. Ακόμη και το πιο απαλό του άγγιγμα έκανε το κορμί της να τυλίγεται στις φλόγες. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του Ρικάρντο ενώ εξακολουθούσε να χαϊδεύει την πλάτη της. «Εντάξει, λοιπόν. Εξάλλου, δε θα χρειαστεί να περιμένω για πολύ. Ο πολιτικός γάμος στο Γιβραλτάρ έχει ήδη προγραμματιστεί. Θα είμαστε σύζυγοι μεθαύριο.»
Κεφάλαιο Πέντε
«Βιαστείτε, σενιορίτα Μάρσαλ!» Η Λουίζα, διοργανώτρια του γάμου, κοντανάσαινε ανήσυχη. «Στο σενιόρ Αλμάνσα δεν αρέσει να τον κάνουν να περιμένει. Ούτε καν την ημέρα του γάμου του!» «Άραγε, γιατί δε με ξαφνιάζει αυτό;» είπε η Έλεν, καθώς η άλλη γυναίκα τη βοηθούσε να στερεώσει ένα εξωτικό λουλούδι στα μαλλιά της. Ένιωθε εντελώς μουδιασμένη όλο το πρωί, χωρίς να συναισθάνεται το πολυτελές περιβάλλον του πεντάστερου ξενοδοχείου στο Γιβραλτάρ, όπου είχε εγκατασταθεί το περασμένο βράδυ. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο θα ήθελε να βρίσκεται εκεί η μητέρα της για να τη βοηθήσει να ετοιμαστεί. Από τη στιγμή που ξύπνησε, νωρίς το πρωί, ένιωθε έντονη μοναξιά. Παρόλο που εδώ και τρεις ώρες δεχόταν τις συνεχείς περιποιήσεις της ενθουσιασμένης Λουίζα, δεν ήταν το ίδιο με το να είχε κοντά τη μητέρα της. Η Λουίζα την άφησε μόνη της για να πάει να ελέγξει τα αυτοκίνητα. Η Έλεν κοίταξε το είδωλό της στον ολόσωμο καθρέφτη κι η σκέψη της ταξίδεψε πίσω, στο βράδυ που είχε περάσει με τον Ρικάρντο στη Μαρμπέλα. Η ανάμνησή του να χαϊδεύει την παλάμη του χεριού της, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, την έκανε να ριγήσει. Ένιωθε τόσο τρακ, αλλά και ενθουσιασμό, για τη νύχτα του γάμου της, σαν να ήταν αληθινή νύφη. Είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Άραγε δοκίμαζε και ο Ρικάρντο παρόμοια συναισθήματα; Μάλλον όχι. Στο κάτω κάτω, δεν επρόκειτο για αληθινό γάμο, αλλά για μια ψυχρή επαγγελματική συμφωνία. Έσφιξε τα δόντια της δυνατά, μέχρι που το σαγόνι της πόνεσε. Δεν μπορούσε να επιβληθεί στον εαυτό της – είχε αρχίσει να βγαίνει εκτός ελέγχου. Το υποσυνείδητό της παρασυρόταν από φαντασιώσεις του τύπου με ποιον θα έμοιαζαν τα παιδιά τους. Το σκουρόχρωμο δέρμα και τα καστανά μάτια του διέφεραν τόσο από τα ξανθά μαλλιά και τη λευκή της επιδερμίδα. Έπρεπε να σταματήσει να κάνει αυτές τις γελοίες σκέψεις. Έφερε τα χέρια στο κεφάλι της και το πίεσε δυνατά, ώσπου ο πόνος διαπέρασε το κρανίο της. Την είχε πιάσει απελπισία. Δεν ήταν σωστό να σκέφτεται πώς θα ήταν αν γινόταν στ’ αλήθεια γυναίκα του Ρικάρντο. Δεν είχε δικαίωμα να ζητάει τίποτα περισσότερο από την οικονομική ασφάλεια που του είχε αποσπάσει. Δεν έπρεπε ν’ αδημονεί μυστικά για τη γαμήλια νύχτα τους. Το χτύπημα του τηλεφώνου την επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα και, ξαφνικά, ένιωσε να παγώνει από ανησυχία. Ευτυχώς, ήταν ένας κλειστός γάμος αλλά, έστω κι έτσι, θα ήταν αδύνατον να αποφύγει αυτόν τον Κάπελα. Ο Ρικάρντο κι εκείνη δεν είχαν συνεννοηθεί για το πώς θα απαντούσαν σε ερωτήσεις που αφορούσαν το κοινό τους παρελθόν: Πώς γνωρίστηκαν, πόσο καιρό ήταν μαζί και άλλες λεπτομέρειες που λογικά οι άλλοι θέλουν να μάθουν για ένα ζευγάρι που παντρεύεται. Ποια θα ήταν η θέση της αν ο άντρας αυτός καταλάβαινε ότι ο Ρικάρντο είχε σκηνοθετήσει τα πάντα; Τώρα μετάνιωνε που δεν είχε διαβάσει τα ψιλά γράμματα στα έγγραφα που είχε υπογράψει. «Σενιορίτα! Η μαμά σας είναι στο τηλέφωνο! Γρήγορα!» Η Λουίζα πέρασε βιαστικά την πόρτα του βεστιαρίου, με τα μάγουλά της να έχουν λίγο περισσότερο χρώμα από αυτό που της χάριζε η συνηθισμένη στρώση ρουζ. Η Έλεν πήρε το ασύρματο τηλέφωνο κι έκλεισε τα μάτια της στον οξύ ήχο της φωνής που ακουγόταν από τουλάχιστον ένα μέτρο μακριά. «Ναι, μαμά, κι εμένα μου λείπετε και οι δύο. Ναι, θα κάνω ό,τι μπορώ. Τα λουλούδια είναι τέλεια. Σ’ ευχαριστώ. Έχω την ορχιδέα στα μαλλιά μου.»
Έγειρε απελπισμένα το κεφάλι της προς τα πίσω. Οι ερωτήσεις έπεφταν σαν βροχή. «Φωτογραφίες; Ναι, θα σας στείλω μερικές όσο πιο γρήγορα μπορέσω.» Φωτογραφίες! Δεν μπορούσε να νοηθεί γάμος χωρίς φωτογραφίες! Η απάτη θα γινόταν φανερή. Το είχε σκεφτεί αυτό ο Ρικάρντο; Προμηνυόταν μεγάλη καταστροφή. Όταν ολοκλήρωσε το τηλεφώνημα, το κεφάλι της Λουίζα φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Πρέπει να πηγαίνουμε τώρα.» Έγνεψε ενθαρρυντικά στην Έλεν. «Ολοκληρώστε το ντύσιμό σας κι ελάτε στο αυτοκίνητο. Όχι άλλη καθυστέρηση, εντάξει;» «Φυσικά» αποκρίθηκε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. «Να σας ρωτήσω κάτι; Έχετε μια φωτογραφική μηχανή;» *** Η Έλεν ένιωσε ένα κενό στο στομάχι την ώρα που η μαύρη Μερσεντές σταματούσε έξω από το Δημαρχείο. Οι ανθοστήλες με τα λουλούδια και το πεντακάθαρο λιθόστρωτο δεν κατάφεραν να της φτιάξουν τη διάθεση. Το άγχος της Λουίζα είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στην ίδια. «Είμαστε εδώ τώρα, Λουίζα» κατάφερε να πει ήρεμα. «Και δεν αργήσαμε πολύ.» Πίεσε τον εαυτό της για να επιστρατεύσει ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. Η διοργανώτρια του γάμου φάνηκε να χαλαρώνει κάπως. Ωστόσο, η Έλεν ένιωθε την ταραχή της. Μολονότι η νύφη είχε φτάσει με ασφάλεια στο συμφωνημένο χώρο για το γάμο, δε θα ησύχαζε αν δεν ολοκληρωνόταν η τελετή. Μια σύσπαση στα σωθικά της της υπενθύμισε ότι ετοιμαζόταν να κάνει μια τρέλα. Την ώρα που ένας καταιγισμός από φλας χαιρέτιζε την άφιξή της, ευχήθηκε να φορούσε ένα μακρύ, λευκό νυφικό και να τη συνόδευαν τρεις εύθυμες παράνυφες. Κάθε κλικ φωτογραφικής μηχανής και κάθε κραυγή δημοσιογράφου την έκαναν να εύχεται να βρισκόταν εκεί η μητέρα της για να της κρατάει το χέρι και ο πατέρας της για να την παραδώσει στο γαμπρό. Καθώς έβγαινε προσεκτικά από το αυτοκίνητο, ευχόταν να την αγαπούσε ο Ρικάρντο και να είχε ανησυχήσει που έφτανε με καθυστέρηση. Το χοντρό μπράτσο του κουστουμαρισμένου σωματοφύλακα δίπλα της την προστάτευε από το πλήθος των δημοσιογράφων και ευχόταν να μην ήταν υποχρεωμένη να γίνει συνένοχος σ’ αυτή τη φρικτή απάτη. Όμως, ήταν το ίδιο σαν να ευχόταν να ήταν δικό της το φεγγάρι. *** Οι μύες του σαγονιού του Ρικάρντο σφίχτηκαν και κοίταξε ξανά το ρολόι του. «Μην ανησυχείς, Αλμάνσα.» Μια κοροϊδευτική αντρική φωνή κουδούνισε μες στη σιωπή. Αν σε στήσει, θα έχεις ακόμη έξι μήνες στη διάθεσή σου για να αποκατασταθείς, κι εγώ θα έχω την ευκαιρία να σε δω να εξευτελίζεσαι για άλλη μία φορά. Φαίνεται πως τα χρήματα και η καλή εμφάνιση δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε σε σένα μια τρυφερή, αφοσιωμένη σύζυγο.» Ο Ρικάρντο ένιωσε μια έντονη αποστροφή να τον κυριεύει καθώς γύρισε για ν’ αντιμετωπίσει την ψυχρή ματιά του Τζεράρντο Κάπελα. «Δε θυμάμαι καμιά από αυτές τις λέξεις να χρησιμοποιούνται στην απεχθή σου συμφωνία» του ψιθύρισε με τραχιά φωνή. «Τρυφερή; Αφοσιωμένη; Σίγουρα αυτά είναι περιττά, σωστά;» Ο Κάπελα χαμογέλασε ειρωνικά
και χαμήλωσε τα μαύρα γυαλιά του για να φανούν τα μάτια του. «Ο μόνος όρος που έθεσα ήταν να παντρευτείς πριν τα τριάντα κι αυτό πρόκειται να κάνεις. Μόλις ολοκληρωθεί η τελετή, θα υπογράψω. Αμέσως. Θα ήταν απάνθρωπο να χαίρομαι για το μαρτύριό σου για περισσότερη ώρα. Δεν είμαι τέρας.» «Είσαι κάθαρμα» είπε ο Ρικάρντο. «Και μίλα σιγά.» «Το αίμα των Αλμάνσα ακόμη μου χρωστάει για την ταπείνωση που αναγκάστηκα να υποστώ» σφύριξε ο Τζεράρντο. «Κατάρα στα δικαιώματα της οικογένειάς σου και στους κληρονόμους σου. Αν είσαι αρκετά άντρας για να δημιουργήσεις κληρονόμους.» Μια βρισιά ξέφυγε από το στόμα του Ρικάρντο. Οποιοδήποτε τρυφερό συναίσθημα μπορεί να έτρεφε παλαιότερα προς τον μεγαλύτερο άντρα είχε προφανώς σβήσει. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του για μια στιγμή. Η Έλεν είχε αργήσει δεκαπέντε λεπτά. Ο ληξίαρχος έπαιζε νευρικά με τα έγγραφα μπροστά του. Ο γραμματέας έβγαλε τα γυαλιά και έτριψε ανήσυχα τα μάτια του πριν κοιτάξει αμήχανα τα καλογυαλισμένα παπούτσια του. Ένας ήχος έκανε και τα τέσσερα κεφάλια να γυρίσουν απότομα για να δουν τη Λουίζα να περνάει βιαστικά το κατώφλι. Ο Ρικάρντο αισθάνθηκε ένα κύμα αδρεναλίνης να σαρώνει το κορμί του. Η αναπνοή του, που είχε πιαστεί στο στήθος του, του προξενούσε πόνο. Κοίταξε, χωρίς να βλέπει, την κρεμ και πράσινη ταπετσαρία μπροστά του κι έστειλε μια προσευχή στο Θεό. Είχε ανάγκη τη νύφη του, εδώ και τώρα. Ανάλαφρα βήματα ακούστηκαν στο πλακόστρωτο και, όταν κοίταξε προς την είσοδο, την είδε στο άνοιγμα της πόρτας. Το κρεμ μεταξωτό της φόρεμα αγκάλιαζε κολακευτικά το κορμί της καθώς περπατούσε προς το μέρος του, αναδεικνύοντας τα χρυσαφένια μαλλιά της και τονίζοντας το λαμπερό, πράσινο χρώμα των ματιών της. Εκείνος ήταν θυμωμένος που είχε αργήσει τόσο πολύ, αλλά το απαλό άρωμα βιολέτας που φορούσε αναστάτωσε ευχάριστα τις αισθήσεις του. Εξάλλου, υπήρχε πιθανότητα να μην εμφανιστεί. Θα μπορούσε να είχε βρει την ευκαιρία να το σκάσει μέσα στη νύχτα. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι η ανησυχία του δεν είχε να κάνει μόνο με τον Τζεράρντο Κάπελα. Διακυβεύονταν περισσότερα από το παλιό τους στοίχημα. Ο Ρικάρντο δεν ήθελε να περάσει ακόμη μία νύχτα μακριά από την Έλεν. Ήταν παράλογο να νιώθει έτσι, όμως δεν μπορούσε να το ελέγξει. Δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου το προηγούμενο βράδυ και αυτό του είχε δώσει χρόνο για να σκεφτεί. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι την ποθούσε ερωτικά, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την πιέσει να μοιραστεί το κρεβάτι του. Αναμφισβήτητα, την είχε αναγκάσει να δεχτεί τη συμφωνία. Είχαν επικρατήσει τα σκληρά ένστικτά του και δεν της είχε αφήσει άλλη επιλογή από το να πουληθεί σαν πόρνη. Με τη συμπεριφορά του την απωθούσε, ενώ ήθελε να έρθει σε εκείνον με τη θέλησή της. Τώρα θα πρέπει να τον θεωρούσε τέρας. Είχε κάθε λόγο. Θα το διόρθωνε αυτό, αλλά αργότερα. Για τα επόμενα δέκα λεπτά, χρειαζόταν την πλήρη συνεργασία της και δεν είχε περιθώρια για κανένα σφάλμα. Το στομάχι του σφίχτηκε στη σκέψη της επίσημης δέσμευσης, στην οποία ετοιμαζόταν να προχωρήσει. *** Η Έλεν ταράχτηκε όταν είδε τον Ρικάρντο στη μικροσκοπική αίθουσα. Κρατούσε σφιχτά την πλάτη
μιας καρέκλας και οι κλειδώσεις του είχαν ασπρίσει. Υπήρχαν μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια του και το στόμα του είχε γίνει μια λεπτή γραμμή. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, σημάδι πως περνούσε τα χέρια του ανάμεσά τους, πιθανόν από απελπισία. Και θυμό. Εκείνη είχε υποχρεώσει αυτόν και τον άλλον άντρα να περιμένουν. Κράτησε την αναπνοή της, περιμένοντας το ξέσπασμά του. «Ας προχωρήσουμε» μουρμούρισε ο Ρικάρντο μόλις τον πλησίασε. Αμέσως μετά, την κράτησε από το χέρι προσθέτοντας, «Και παρεμπιπτόντως, είσαι πολύ όμορφη.» Ήταν ευγενικό εκ μέρους του να πει κάτι τέτοιο, έστω κι αν ήρθε σα δεύτερη σκέψη, που προοριζόταν περισσότερο για να το ακούσει ο προσκεκλημένος του παρά εκείνη. Κοίταξε νευρικά τον άντρα που υπέθετε πως ήταν ο Τζεράρντο Κάπελα. Ήταν κοντός κι αδύνατος, με ένα συνονθύλευμα από πυκνά λευκά και γκρίζα μαλλιά. Της χαμογέλασε συγκρατημένα και τα στενά του χείλη χώρισαν, στέλνοντας προς το μέρος της μια μυρωδιά νικοτίνης. Παρά το χαμόγελο, το βλέμμα του παρέμεινε ψυχρό. Πώς μπλέχτηκε ο Ρικάρντο με αυτόν τον αηδιαστικό τύπο; Είχε υποθέσει ότι το στοίχημα ήταν με κάποιον από τους νεαρούς συνομήλικούς του πλέι μπόι, που κυκλοφορούσαν με πολυτελή σπορ αυτοκίνητα κι εντυπωσιακές γυναίκες, όχι έναν τόσο μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα. Αλλά τι ήξερε εκείνη; Ο Ρικάρντο δεν ήταν συνηθισμένος άντρας και ο Τζεράρντο Κάπελα μπορεί να ήταν ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Η τελετή ήταν σύντομη. Ο ληξίαρχος είχε προφανώς χρόνο για να αναπληρώσει την καθυστέρηση στο επιβαρημένο πρόγραμμά του. Ο τρόπος που ο Ρικάρντο είχε δώσει τις απαντήσεις φανέρωνε ότι ήθελε να φύγει από εκείνο το μέρος το γρηγορότερο δυνατόν. Οι όρκοι του πολιτικού γάμου ήταν βασικοί και είχαν μια επαγγελματική χροιά. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους ως παντρεμένο ζευγάρι αναφέρθηκαν επισήμως. Η λέξη ‘αγάπη’ δεν ειπώθηκε ούτε μία φορά, επομένως δε χρειάστηκε να πουν ψέματα. Επίσης, δεν ακούστηκε η ανόητη φράση ‘μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος’, κι έτσι το όλο σκηνικό ήταν τόσο συμβατικό όσο και η μυστική τους συμφωνία. Ο ληξίαρχος τους ονόμασε συζύγους, σκουπίζοντας χοντρές σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό του, με φανερή ανακούφιση. Το τυπικό φιλί που της έδωσε ο Ρικάρντο στο μάγουλο της άφησε μια αίσθηση ταπείνωσης. Τι περίμενε; Ότι θα την ερωτευόταν τρελά μέσα σε μια νύχτα; Ότι θα συνέβαινε κάποιο θαύμα και θα γίνονταν όλα αληθινά; Λες και ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Η Έλεν ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της, επειδή ένιωσε αδυναμία τη στιγμή που τον είδε να την περιμένει. Το μαύρο κοστούμι και το λευκό πουκάμισο τον έκαναν τόσο εντυπωσιακό, που ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν. Ο τρόπος που τα πυκνά, μαύρα φρύδια του ήταν σμιγμένα από τον εκνευρισμό την έκανε να θέλει να απλώσει το χέρι της και να χαϊδέψει το κεφάλι του, μέχρι που να τον κάνει να χαμογελάσει, να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει. Έδειχνε απειλητικός και θυμωμένος, αλλά εξακολουθούσε να τον θέλει. Τον ήθελε ακόμη, μολονότι είχε φύγει από το πλευρό της μέσα σε δευτερόλεπτα, μετά τη λήξη της τελετής. Εκείνη στεκόταν μπροστά σε δύο αμήχανους υπαλλήλους του ληξιαρχείου, ενώ ο Ρικάρντο και ο Τζεράρντο ήταν απορροφημένοι σε κάποια συζήτηση. Πού ήταν η περηφάνια της; Αισθανόταν σαν να την είχαν ήδη παρατήσει. Η Λουίζα χάιδεψε το χέρι της Έλεν, που κοιτούσε σα χαμένη προς το μέρος του Ρικάρντο και του Τζεράρντο όσο εξέταζαν μερικά έγγραφα. «Είναι νευρικός σήμερα. Πρέπει να καταλάβεις.» Τα μικρά, καστανά μάτια της Λουίζα λαμπύριζαν ανήσυχα. Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα ήταν τεταμένη, χωρίς κάποια αίσθηση χαράς και εορτασμού. Δε χρειαζόταν να είναι κανείς μεγαλοφυΐα για να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Γιατί βρίσκεται εδώ ο Τζεράρντο Κάπελα;» τη ρώτησε ψιθυριστά η Λουίζα. «Είσαστε φίλοι;» Η Έλεν ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε το πάτωμα. Αισθανόταν ανήμπορη να ξεστομίσει άλλο ψέμα, κι έτσι ήταν προτιμότερο να μην πει τίποτα. Η άλλη γυναίκα την κοίταξε με σοβαρή έκφραση. «Αυτός ο άντρας πάντα φέρνει κακοτυχία. Θα μπορούσα να ζητήσω απ’ τον αδερφό μου να έρθει, αν χρειαζόσασταν ακόμη ένα μάρτυρα για το γάμο.» Η Έλεν πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας θυμωμένη. «Στην πραγματικότητα, θα ήθελα κι εγώ να ξέρω τι κάνει εδώ.» Προχώρησε με αργά, αγέρωχα βήματα προς τους δύο άντρες, οι οποίοι σήκωσαν παραξενεμένοι τα μάτια από τα έγγραφα που υπέγραφαν. Πρόσφερε το χέρι της και χαμογέλασε συγκρατημένα στον προσκεκλημένο. «Δε νομίζω ότι με έχεις συστήσει στο φίλο σου, Ρικάρντο.» «Είναι εντελώς απολίτιστος, σωστά;» σχολίασε ο ‘φίλος’, ισιώνοντας την πλάτη του. «Τζεράρντο Κάπελα, στις υπηρεσίες σας. Ο Ρικάρντο κι εγώ γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Όταν σε βαρεθεί, έλα στο δικό μου σπίτι κι εγώ θα σου δείξω πώς συμπεριφέρεται ένας αληθινός Ισπανός σε μια όμορφη γυναίκα.» «Basta! Αρκετά!» βρυχήθηκε ο Ρικάρντο, βάζοντας με μια απότομη κίνηση το καπάκι του στιλό του, πριν το πετάξει στο τραπέζι. «Είναι ώρα να φύγεις, Κάπελα. Έχεις να αδειάσεις ένα γραφείο, το θυμάσαι;» «Πράγματι. Κόντεψα να το ξεχάσω μέσα στον ενθουσιασμό μου.» Ο Τζεράρντο έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Έλεν και πήρε το χέρι της στο δικό του. Η ανάσα του ήταν ζεστή και το ιδρωμένο φιλί που απόθεσε στα δάχτυλά της διήρκεσε περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Η κοπέλα ένιωσε μια αίσθηση απέχθειας να κουλουριάζεται στο στομάχι της. «Βγες έξω» είπε ο Ρικάρντο. «Πριν γίνει καμιά φασαρία.» «Πώς σας φαίνεται να σας εμπορεύονται για ένα ετοιμόρροπο κτίριο, σενιόρα Αλμάνσα;» Απάντησε μ’ ένα χαμόγελο στο ξάφνιασμά της και συνέχισε για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα. «Θα έπρεπε να εκτιμά την ομορφιά σας πολύ περισσότερο. Δεν έχετε ιδέα πόσο κοστίζει κάθε χρόνο να καθαρίζεις αυτό το μέρος από τις ακαθαρσίες που αφήνουν τα περιστέρια και τα σκυλιά.» «Νομίζω ότι πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέει ο Ρικάρντο και να φύγεις» είπε ψυχρά η Έλεν. Δεν ήθελε να καταλάβει αυτός ο παλιάνθρωπος πόσο την πρόσβαλε με τα λόγια του. «Δε με ξαφνιάζει το γεγονός ότι δε σ’ το είπε. Δεν είναι και πολύ κολακευτικό για σένα, σωστά;» Με μια απότομη κίνηση, έβγαλε τα σκούρα γυαλιά του και την κοίταξε έντονα με τα μαύρα του μάτια. «Ω, αγαπητή μου, δε σου είπε ότι σε αγαπάει, έτσι δεν είναι; Πραγματικά αυτό δεν ήταν καθόλου ευγενικό…» Η Έλεν δάγκωσε το κάτω της χείλος για να συγκρατήσει τα δάκρυα που ετοιμάζονταν να πλημμυρίσουν τα μάτια της. Όχι, φυσικά και δεν της είχε πει ποτέ ότι την αγαπούσε. Ήταν έντιμος σχετικά μ’ αυτό. Μια λάμψη οργής άστραψε στα μάτια του Ρικάρντο, καθώς έσπρωχνε τον Τζεράρντο για να τον απομακρύνει. Τράβηξε την Έλεν προστατευτικά πάνω του και, την επόμενη στιγμή, το χέρι του βρισκόταν τυλιγμένο σφιχτά γύρω από τη μέση της. «Ποτέ δε θα έχεις κάτι σαν αυτό που έχουμε η Έλεν κι εγώ. Τώρα φύγε και αν ανακαλύψω ποτέ ότι βρέθηκες ξανά κοντά στη γυναίκα μου, θα σε σκοτώσω.» Ο Τζεράρντο γέλασε περιφρονητικά και ξαναφόρεσε τα μαύρα γυαλιά του, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα τους ώμους του. «Δε θα διαρκέσει, Αλμάνσα. Είσαι καταραμένος.»
Η Έλεν έκανε ένα μορφασμό που φανέρωνε την ενόχλησή της, μόλις ο Κάπελα έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του. Ο θόρυβος αντήχησε στους γύρω τοίχους σαν κανονιά. Αυτό που έχουμε η Έλεν κι εγώ; Οι λέξεις αποτυπώθηκαν με πύρινα γράμματα στο μυαλό της, γεννώντας ψεύτικες ελπίδες. *** «Λυπάμαι που αναγκάστηκες να το υποστείς αυτό» είπε ο Ρικάρντο με αδιάφορο τόνο, ενώ η λιμουζίνα τούς μετέφερε μακριά από το χώρο της τελετής. «Εννοείς τον Τζεράρντο Κάπελα;» ρώτησε η Έλεν. «Ή ολόκληρο το σκηνικό του ψεύτικου γάμου;» «Ξέρεις πως μιλάω για κείνον. Δεν υπήρχε λόγος να φανεί τόσο δυσάρεστος. Είχα προσπαθήσει να τον πείσω να μην παραβρεθεί, αλλά… Δεν είναι λογικός άνθρωπος.» Ο Ρικάρντο ολοκλήρωσε την πρότασή του μ’ έναν αναστεναγμό. Η Έλεν πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ξαναμιλήσει. Έπρεπε να ξεκαθαρίσει αυτό που την προβλημάτιζε. «Τι εννοούσες προηγουμένως, όταν είπες ότι κάτι έχουμε μαζί, εσύ κι εγώ;» Ο άντρας την κοίταξε με κάπως απορημένο ύφος. «Ερωτική χημεία, φυσικά. Τι άλλο θα μπορούσα να εννοώ; Τη συμφωνία στην οποία καταλήξαμε απλώς και μόνο για να πάρω εκδίκηση από αυτό το φίδι;» Κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Δε νομίζεις ότι θα ρίσκαρα να του αποκαλύψω τι πραγματικά συμβαίνει μεταξύ μας, έτσι;» «Δεν έχω ιδέα τι είσαι ικανός να κάνεις.» «Έχω φτάσει στα άκρα, προκειμένου να ανακτήσω αυτά που δικαιωματικά ανήκουν στην οικογένεια Αλμάνσα, κι έτσι δε σκοπεύω να διακινδυνεύσω τα πάντα, αφήνοντας τον Κάπελα να ανακαλύψει ότι ο γάμος μας είναι ψεύτικος. Ωστόσο, νομίζω ότι είναι πολύ απασχολημένος να σε ζαχαρώνει για να μπορεί να σκεφτεί καθαρά. Ποτέ δεν υπήρξε ιδιαίτερα έξυπνος. Μόνο πολύ κακός.» Ο Ρικάρντο χαμογέλασε πλατιά κι άφησε ένα σιγανό σφύριγμα, χωρίς να φαντάζεται την έντονη απογοήτευση που εκείνη είχε νιώσει ύστερα από την εξήγηση που της έδωσε. «Επομένως, έχεις όλα όσα ήθελες, σωστά;» του είπε, κοιτάζοντας την πολυσύχναστη αγορά, μέσα από τα σκούρα τζάμια του πολυτελούς αυτοκινήτου. «Όχι όλα, σενιόρα Αλμάνσα. Όχι ακόμη…» Της έριξε μια τόσο λάγνα ματιά που της κόπηκε η ανάσα. «Η τιμή σου αποκαταστάθηκε τώρα, σωστά;» τον ρώτησε με φαινομενική αδιαφορία. Δεν ήθελε να τον αφήσει να καταλάβει πόσο την είχε πληγώσει με τα λόγια του, ή πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της στη σκέψη της γαμήλιας νύχτας τους. «Ω, αυτό;» είπε πλέκοντας τα δάχτυλά του με τα δικά της και σηκώνοντας τα ενωμένα τους χέρια για να επιθεωρήσει τη βέρα και το δαχτυλίδι που στόλιζαν τον παράμεσό της. «Ναι.» «Είσαι διατεθειμένος να ξοδέψεις μια περιουσία γι’ αυτό, σωστά; Πόσο ακριβώς κοστολογούνται τα ετοιμόρροπα, βρόμικα κτίρια σ’ αυτό το μέρος του κόσμου;» Τράβηξε το χέρι της από το δικό του. «Προφανώς περισσότερο από δύο εκατομμύρια. Διαφορετικά, όλα αυτά θα ήταν άσκοπα.» «Δε σε είδα σαν εμπόρευμα, Έλεν. Κάθε άλλο. Η συμφωνία αφορούσε το δικαίωμα να αγοράσω το κτίριο. Δεν όριζε ότι θα περιέλθει στην κατοχή μου μόλις παντρευτώ. Πρέπει να πληρώσω ένα
ακόμη σημαντικό ποσό για να αποκτήσω τη νόμιμη κυριότητα. Και θα χρειαστεί να καταστραφεί εντελώς το εσωτερικό του.» «Μήπως είμαι αργόστροφη; Άφησέ με να το καταλάβω αυτό σωστά. Κέρδισες το στοίχημα συνάπτοντας γάμο πριν κλείσεις τα τριάντα, σωστά;» «Σωστά.» «Και τι ακριβώς κέρδισες; Το δικαίωμα να αγοράσεις το κτίριο;» «Ακριβώς.» Η Έλεν αισθάνθηκε να τα έχει κάπως χαμένα. «Και τι θα γινόταν σε περίπτωση που έχανες το στοίχημα και ξεχνούσες την όλη υπόθεση του ετοιμόρροπου ακινήτου; Τότε, δε θα υποχρεωνόσουν να προχωρήσεις σ’ αυτόν τον παράλογο γάμο ή να σπαταλήσεις τόσα χρήματα, σωστά; Ή μήπως, στην πραγματικότητα, πρόκειται μόνο για ένα ζήτημα ανόητης υπερηφάνειας;» «Λάθος. Αν έχανα το στοίχημα με τον Κάπελα, θα αθετούσα την υπόσχεση που έδωσα στον πατέρα μου λίγο πριν πεθάνει ότι θα διεκδικούσα το πολυκατάστημα Αλμάνσα Ιμπέριαλ για να αποκαταστήσω την τιμή της οικογένειας. Στην ουσία, μας το έκλεψαν με ανήθικες νόμιμες μανούβρες όταν ο πατέρας μου δεν ήταν καλά. Ο Κάπελα είναι άθλιος επιχειρηματίας και, τα τελευταία δέκα χρόνια, είχε αφήσει το κτίριο να πάει κατά διαόλου. Το προσωπικό που είχε κρατήσει από τις παλιές καλές ημέρες απολύθηκε τον περασμένο μήνα, το στοκ έχει εξαφανιστεί και όλα είναι άνω κάτω. Είναι καθήκον μου να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να στήσω και πάλι το κατάστημα, όχι μόνο για τους μελλοντικούς Αλμάνσα, αλλά και για τους καημένους τους υπαλλήλους που υπήρξαν τόσο πιστοί. Ποτέ δε θα συγχωρούσα τον εαυτό μου αν δεν προσπαθούσα για το καλύτερο δυνατόν. Συνεπώς, δεν είχα άλλη επιλογή από το να ενδώσω στους όρους του Κάπελα.» «Τελικά, τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως νόμιζα. Μ’ άφησες να πιστεύω ότι ήσουν ένας ρηχός, σπάταλος πλέι μπόι που, όντας μεθυσμένος, είχε βάλει ένα ανόητο στοίχημα να παντρευτεί. Γιατί δε μου είπες την αλήθεια από την αρχή;» Η Έλεν ανοιγόκλεισε τα μάτια της με αγανάκτηση. «Ο Κάπελα είναι ένας αηδιαστικός εκβιαστής.» «Μπορώ να σκεφτώ πιο κατάλληλους χαρακτηρισμούς, αλλά δε θα ήθελα να προσβάλω τα αθώα αυτιά σου» είπε ο Ρικάρντο χαμογελώντας. «Και σχετικά με την αλήθεια για το λόγο που χρειαζόμουν μια σύζυγο, θα σήμαινε αυτό καμιά διαφορά στην απάντησή σου; Συμφώνησες με τους όρους μου μόνο και μόνο επειδή χρειαζόσουν απεγνωσμένα τα χρήματα. Με απέκρουσες όταν σου έκανα για πρώτη φορά την πρόταση, έτσι δεν είναι; Οι αρχές σου ήταν τόσο αυστηρές που δε θα εξαγοραζόσουν για κανένα λόγο…» Η Έλεν αισθάνθηκε τα μάγουλά της να φλογίζονται και χαμήλωσε το κεφάλι της, με την ελπίδα ότι εκείνος δε θα αντιλαμβανόταν την ταραχή της. «Δε χρειάζεσαι να τα ακούω αυτά…» «Αλλά δύο εκατομμύρια ευρώ ήταν πολλά για να αντισταθείς, έτσι, γλυκιά μου;» Ο Ρικάρντο σήκωσε ξανά τα χέρια της και φίλησε τις άκρες των δαχτύλων της. «Και τώρα είναι όλοι ευχαριστημένοι. Ο Κάπελα πήρε τα μετρητά του και την ικανοποίησή να πιστεύει ότι έχω κάνει ένα δυστυχισμένο γάμο. Εσύ έχεις το δεύτερο εκατομμύριο στην τράπεζα από το μεσημέρι και…» Έγειρε προς το μέρος της και χάιδεψε απαλά την παλάμη του χεριού της με τον αντίχειρά του. «Τώρα είναι η σειρά μου να εισπράξω κάποια ανταμοιβή για όλα αυτά. Πρέπει να σου πω, Έλεν Αλμάνσα, ότι ανυπομονώ για τη σελήνη του μέλιτός μας. Και μάλιστα…» Κράτησε το σαγόνι της σταθερά ανάμεσα στα δάχτυλά του και την ανάγκασε να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. «Δε βλέπω το
λόγο γιατί να μην κάνουμε την αρχή αμέσως τώρα.»
Κεφάλαιο Έξι
«Δεν πρέπει… Όχι εδώ» είπε η Έλεν με τρεμάμενη φωνή, καθώς τα δάχτυλά της απομάκρυναν νευρικά ένα τσιμπιδάκι κοντά στη βάση του λαιμού της. «Όχι στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου με τον οδηγό σε ελάχιστη απόσταση.» «Είμαστε νεόνυμφοι και μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε μας αρέσει» μουρμούρισε εκείνος, προτού την τραβήξει πάνω του, παρασύροντάς τη σε ένα φλογερό φιλί. Της έβγαλε αμίλητος τα υπόλοιπα τσιμπιδάκια κι εκείνη αισθάνθηκε τα μαλλιά της να ξεχύνονται ελεύθερα στους ώμους της, δευτερόλεπτα πριν ο Ρικάρντο σπρώξει απαλά το κεφάλι της προς τα πίσω. Η Έλεν αρπάχτηκε από το ακριβό ύφασμα του κομψού κοστουμιού του και ρίγησε όταν η γλώσσα του εισχώρησε στο στόμα της. Ανταπέδωσε τα χάδια του ενώ το φιλί τους γινόταν όλο και πιο βαθύ. Το πρώτο τους φιλί στη βεράντα της Κοντέσας δεν είχε την ίδια αίσθηση. Ήταν τραχύ και κάπως βίαιο, αλλά –ακόμη και τότε– το κορμί της είχε τυλιχτεί σε φλόγες πόθου. Αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Τώρα έλιωνε σαν το κερί καθώς βυθιζόταν στο καυτό φιλί τους. Τώρα η Έλεν ήταν η γυναίκα του, που μπορούσε να τη φιλήσει και να κάνει έρωτα μαζί της για τρεις μήνες. Ένιωθε χαμένη στο άγγιγμά του και τον ήθελε πέρα από κάθε λογική. Η Κοντέσα είχε δίκιο. Αυτός ο άντρας θα της χάριζε την έκσταση στο κρεβάτι του και μετά θα την κατέστρεφε. Κι εκείνη θα τον άφηνε, επειδή δεν μπορούσε να αντισταθεί στις επιθυμίες του κορμιού της. Η μοίρα της είχε σφραγιστεί. Το στόμα του ταξίδεψε ως το λαιμό της και η κοπέλα ρίγησε από ευχαρίστηση. «Πού πάμε;» ρώτησε ξαφνικά, ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα βλέφαρά της σε μια προσπάθεια να επανέλθει στην πραγματικότητα. Ο δρόμος όπου έτρεχε το αμάξι έμοιαζε άγνωστος. «Στο ταξίδι του μέλιτός μας» απάντησε ψιθυριστά ο Ρικάρντο, πολύ κοντά στο απαλό δέρμα του λαιμού της. Αμέσως μετά, άρχισε να χαϊδεύει το μηρό της κάτω από το ύφασμα του φορέματός της. «Μόλις παντρευτήκαμε, θυμάσαι;» Το σώμα της παρέμενε άκαμπτο καθώς το χέρι του μετακινήθηκε πιο ψηλά. «Μα δεν ήρθαμε από αυτό το δρόμο χθες. Όλες οι ταμπέλες για τη Μαρμπέλα δείχνουν προς λάθος κατεύθυνση.» «Ηρέμησε. Δεν πηγαίνουμε στη Μαρμπέλα.» Μια λεπίδα πανικού τη διαπέρασε. Δεν της άρεσε να μην έχει κανέναν έλεγχο σε μια κατάσταση. Επανερχόταν στα λογικά της. «Πες μου αμέσως πού πηγαίνουμε» απαίτησε κοφτά. «Διαφορετικά…» «Διαφορετικά, θα βάλεις τις φωνές; Θα καλέσεις την αστυνομία; Πάλι; Ειλικρινά…» Ο τόνος του φανέρωνε απελπισία, καθώς τραβιόταν προς τα πίσω για να την κοιτάξει. «Θα έχεις προσέξει ότι ετοιμαζόμαστε να μπούμε σε λιμάνι. Η προβλήτα όπου είναι αγκυροβολημένο το γιοτ μου βρίσκεται πίσω από κείνη την κόκκινη και άσπρη μπάρα. Μόλις επιβιβαστούμε, θα πάμε όπου σου αρέσει. Το σκάφος έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει μέχρι και πέντε χιλιάδες μίλια χωρίς να χρειάζεται ανεφοδιασμό.» «Ω…» «Σου συμβαίνει κάτι;» «Έχω ναυτία.»
«Ορίστε;» Το στομάχι της ανακατευόταν. «Δε νιώθω καλά.» Άφησε την ανθοδέσμη της να πέσει στο πάτωμα του αυτοκινήτου. «Νομίζω ότι θα κάνω εμετό.» «Αστειεύεσαι.» Ο Ρικάρντο γέλασε αμήχανα. Η Έλεν σήκωσε το κεφάλι της πανικόβλητη για να κοιτάξει το πρόσωπό του όπου ζωγραφιζόταν η δυσπιστία. Αισθάνθηκε οργή γιατί εκείνος δεν έκανε απολύτως τίποτα. «Σταμάτα το καταραμένο το αμάξι» του είπε ξέπνοη. «Πραγματικά θα κάνω εμετό!» Όταν κατάλαβε ότι μιλούσε σοβαρά, ο Ρικάρντο χτύπησε το γυάλινο χώρισμα για να ειδοποιήσει τον οδηγό ότι έπρεπε να σταματήσει. Μόλις άνοιξε απότομα την πόρτα του αμαξιού, η Έλεν πετάχτηκε έξω και κατευθύνθηκε με ασταθή βήματα προς την προκυμαία. Ο φλοίσβος της θάλασσας που έπνεε στο λιμάνι ήταν ευχάριστος, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να κατανικήσει την έντονη ναυτία που την είχε καταλάβει. Έκανε εμετό μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ανάμεσα σε βαθιές εισπνοές, άγγιζε το υγρό της μέτωπο με τρεμάμενα δάχτυλα. Αισθάνθηκε το μεγάλο χέρι του Ρικάρντο να την ακουμπάει, διστακτικά στην αρχή, μετά με περισσότερη σιγουριά, για να σχηματίσει κύκλους στην ωμοπλάτη της. Κατόπιν, έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα λευκό μαντίλι και της το έδωσε. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε όταν εκείνη κατόρθωσε τελικά να σταθεί με το κορμί της ίσιο. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η γυναίκα μου νιώθει τόση απέχθεια στη σκέψη ενός ταξιδιού με γιοτ. Ή μήπως φιλάω πολύ άσχημα; Φαίνεται πως έχεις καθημερινά κάποιο επεισόδιο λιποθυμίας ή λιποψυχίας τελευταία.» Την κράτησε από τους ώμους και την ανάγκασε να τον κοιτάξει στα μάτια. «Dios! Δεν άρχισες να πίνεις, έτσι; «Μη γίνεσαι γελοίος!» είπε η Έλεν, ανασηκώνοντας τους ώμους της θυμωμένα για να ξεφύγει από τη λαβή του. «Αν θες να ξέρεις, δεν είμαι πολύ καλά από τότε που γυρίσαμε από την Αγγλία. Ξυπνάω συνέχεια με πονοκέφαλο και συχνά νιώθω ναυτία, αλλά ποτέ τόσο έντονη όσο σήμερα.» Απομάκρυνε μια τούφα από το πρόσωπό της και εισέπνευσε αργά το δροσερό θαλασσινό αέρα. «Προφανώς ευθύνεται το στρες και η αλλαγή περιβάλλοντος. Επίσης, δεν έφαγα καλά για πρωινό, επομένως ίσως να φταίει κι αυτό.» Βιάστηκε να προσθέσει, «Όχι ότι η Λουίζα δεν έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Παρήγγειλε αρκετό φαγητό για μια εβδομάδα.» Ο Ρικάρντο κράτησε το χλομό της πρόσωπο στα μεγάλα σκουρόχρωμα χέρια του και την κοίταξε εξεταστικά για μερικά δευτερόλεπτα. Ήταν τόσο μικροσκοπική και ντελικάτη, σαν ένα μικρό μαργαριτάρι που έλαμπε κάτω από το νερό. Όμορφο αλλά και απίστευτα ανθεκτικό στην πίεση. Αισθάνθηκε ένα πρωτόγνωρο σφίξιμο στο στομάχι του. Ήταν μια αντίδραση που δεν καταλάβαινε και που τον αναστάτωνε. «Είναι δικό μου το λάθος. Σε πίεσα πολύ και δεν πρόσεξα ότι δεν ένιωθες καλά, μέσα στη ανυπομονησία μου να τελειώνω με τη σημερινή ημέρα.» Η έκφρασή του ήταν σοβαρή καθώς ακουμπούσε απαλά το κεφάλι της στο κολλαριστό γαμπριάτικο πουκάμισό του. «Έλα να γυρίσουμε πίσω στο αμάξι. Δε θα πάμε μακριά και μετά θα μπορέσεις να ξεκουραστείς. Έχεις ανάγκη από φροντίδα.» «Δεν είμαι βέβαιη ότι θα νιώθω καλύτερα αν με πας στο σκάφος σου. Υπέφερα από ναυτίες για μια εβδομάδα αφότου ο θείος μου με πήρε μαζί του για ψάρεμα.» «Το γιοτ μου, το Indalo, δεν είναι μηχανότρατα» μουρμούρισε εκείνος. «Θα είσαι μια χαρά.»
*** Ο δόκτωρ Ρομάνο κοίταξε αυστηρά τον Ρικάρντο. «Την άφησα να ξεκουραστεί για λίγο και της είπα ότι σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ξαναπάρει αυτά τα χάπια. Μάλιστα, αφαίρεσα την προμήθεια που της είχαν συνταγογραφήσει ώστε να μην μπει σε πειρασμό.» Έβαλε τα κουτιά μέσα στη μαύρη τσάντα του και την έκλεισε. «Ξέρω πώς μπορούν να είναι αυτές οι ανεξάρτητες γυναίκες καριέρας σε τέτοιου είδους ζητήματα. Κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να ελέγξουν τη φύση και τα συμβάντα, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση τα φάρμακα αρρωσταίνουν τη σύζυγό σου. Είναι ασυνήθιστο, αλλά το αντισυλληπτικό χάπι απλώς δεν το σηκώνει ο οργανισμός κάποιων γυναικών.» «Το ξέρω ότι θα έπρεπε να συμβουλευτεί έναν αξιόπιστο ιδιώτη γιατρό, όχι κάποιον τουρίστα τσαρλατάνο» είπε ο Ρικάρντο. Ο γιατρός ανασήκωσε τους ώμους του και πήρε την τσάντα του. «Τέλος πάντων. Τώρα είσαστε παντρεμένοι και δεν πρόκειται για κάτι που οποιοσδήποτε Αλμάνσα σέβεται τον εαυτό του χρειάζεται να ανησυχήσει.» Κοίταξε πονηρά τον Ρικάρντο μέσα από τους φακούς των γυαλιών του. «Επομένως, μόλις η σενιόρα αισθανθεί καλύτερα, απολαύστε το ταξίδι σας και κάντε μου ένα τηλεφώνημα όταν έχει καθυστέρηση.» Καθώς η πόρτα της καμπίνας έκλεινε ήσυχα πίσω από τον γιατρό, οι γροθιές του Ρικάρντο σφίχτηκαν και αντιφατικές σκέψεις άρχισαν να βασανίζουν το νου του. Ενστικτωδώς, η παλάμη του κάλυψε το στόμα του, σαν να ήθελε να πνίξει έναν βρυχηθμό οργής. Τα χείλη του άγγιξαν το κρύο μέταλλο της βέρας του και ένιωσε να τον πνίγει η ενοχή. Ήταν ένα τέρας. Εξαιτίας της υπερηφάνειας και του πάθους του, την είχε υποχρεώσει να μπει σε μια κατάσταση που η ίδια δεν επιθυμούσε. Είχε συμπεριφερθεί με αηδιαστικό τρόπο και τώρα αισθανόταν απέχθεια για τον εαυτό του. Μπορούσε να φανταστεί την περιφρόνηση που ο οικογενειακός του γιατρός, ο δόκτωρ Ρομάνο, θα έτρεφε γι’ αυτόν αν γνώριζε ότι ήταν δική του φαεινή ιδέα να χρησιμοποιήσει η Έλεν το χάπι ή κάτι παρόμοιο, για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, χωρίς το ρίσκο των συνεπειών. Ωστόσο, εκείνη είχε συναινέσει στο γάμο, σωστά; Είχε συμφωνήσει σ’ αυτό που της πρότεινε με αντάλλαγμα τα χρήματά του. Ίσως, λοιπόν, ο Ρικάρντο δε θα έπρεπε να νιώθει τόσο άσχημα. Αλλά το σεξ; Η Έλεν του είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήθελε να πάει στο κρεβάτι μαζί του κι εκείνος δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί να επιβάλει τον εαυτό του με τη βία σε μια απρόθυμη γυναίκα. Αυτό ήταν κάτι που θα έκανε ο Τζεράρντο, ο οποίος ήταν πραγματικά αδίστακτος. Γιατί στην οργή δεν να είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα το νόημα των πράξεών του; Αν ο αδερφός του ο Πριμέιρο βρισκόταν εκεί, θα του έλεγε να συγκρατηθεί και να συμπεριφερθεί στη γυναίκα με σεβασμό. Dios! Του έλειπε ο αδερφός του… *** Η Έλεν ξύπνησε απότομα και ταράχτηκε μόλις είδε τον Ρικάρντο να μπαίνει αθόρυβα στην καμπίνα κρατώντας ένα δίσκο. «Πόση ώρα κοιμάμαι;» ρώτησε και στηρίχτηκε στους αγκώνες της για να ανασηκωθεί. «Σς!» Κράτησε σφιχτά το χέρι της στο δικό του και το φίλησε τρυφερά. «Χρειαζόσουν ανάπαυση.»
«Τι γλυκό.» Η Έλεν ξαφνιάστηκε ευχάριστα από το ξαφνικό ενδιαφέρον και την αβρότητά του. «Είναι πολύ ευγενικό που μου φέρνεις τσάι.» «Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω.» Η κοπέλα ήπιε δυο γουλιές και ακούμπησε σκεπτική το φλιτζάνι στο πιατάκι του. Κατόπιν, συγκέντρωσε το κουράγιο της για να του ανακοινώσει αυτό που της είχε πει νωρίτερα ο γιατρός. «Άκουσε, Ρικάρντο. Πρέπει να σου μιλήσω σχετικά με κάτι που μου είπε ο δόκτωρ Ρομάνο…» Ο άντρας την έκανε να σωπάσει φέρνοντας ήρεμα το δάχτυλό του στα χείλη της. «Δε χρειάζεται. Τα ξέρω όλα.» Αναστέναξε απολογητικά. «Φοβάμαι πως δεν υπάρχει ιατρική εχεμύθεια όταν είσαι παντρεμένη με έναν Αλμάνσα. Αλλά, ορίστε.» Πήρε μερικά χαρτιά από το κομοδίνο. «Έχω κάτι για σένα. Ένα γαμήλιο δώρο.» «Ωχ, όχι! Όχι κι άλλα έγγραφα για υπογραφή!» Η φωνή της Έλεν υψώθηκε από το άγχος. Γι’ αυτό ήταν τόσο γλυκός. Σκόπευε να τη σφάξει με το βαμβάκι! «Ξέρω ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν ακριβώς όπως τα σχεδίαζες, αλλά είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να τα εξομαλύνουμε, να ζητήσουμε μια δεύτερη γνώμη ή κάτι τέτοιο!» «Basta! Αρκετά!» Ο Ρικάρντο άφησε να ξεσπάσει η αγανάκτησή του, αλλά φάνηκε να το μετανιώνει μόλις η Έλεν τραβήχτηκε πιο μακριά του. «Με συγχωρείς» της είπε. «Δεν ήθελα να φωνάξω. Αυτά είναι τα έγγραφα που υπογράψαμε αρχικά και υπάρχει κάτι που νομίζω ότι θα πρέπει να γνωρίζεις.» Τώρα μιλούσε πιο ήρεμα. «Είμαι σίγουρος ότι δεν τα διάβασες όλα προσεκτικά και δεν έχεις σχηματίσει σαφή εικόνα των υποχρεώσεων που διέπουν το γάμο μας. Προσπαθώ να σου πω ότι πουθενά σε αυτά τα χαρτιά δε γίνεται λόγος για συζυγικά καθήκοντα.» «Δε γίνεται λόγος; Μα…» «Ούτως ή άλλως, ένα τέτοιο συμβόλαιο πιθανόν να σήμαινε παράβαση του νόμου. Αυτό το κομμάτι της συμφωνίας έγινε μόνο μεταξύ μας.» Ακούμπησε τα χαρτιά στο κομοδίνο και προχώρησε αργά προς την πόρτα. «Εγώ δεν πρόκειται να σε πιέσω να κάνεις κάτι που δε θέλεις. Συνεπώς, τα χρήματα είναι δικά σου και δε δεσμεύεσαι από καμιά νομική ή ηθική υποχρέωση να κοιμηθείς μαζί μου. Πραγματικά ελπίζω να σου αρέσει το γαμήλιο δώρο σου, Έλεν.» Κοίταξε σκεπτικός έξω από το παράθυρο, προς την κατεύθυνση από όπου ερχόταν ο ήχος των κυμάτων. «Και πολύ σύντομα θα σου δώσω πίσω και το όνομά σου.» Την ώρα που η πόρτα της καμπίνας έκλεινε πίσω του, η Έλεν ήθελε να φωνάξει «Εγώ δεν έχω κανένα λόγο σε όλα αυτά;», αλλά οι λέξεις πνίγηκαν στο λαιμό της. Πάσχιζε να χωνέψει όσα είχαν συμβεί από τη στιγμή που επιβιβάστηκαν στο γιοτ. Εκείνη είχε κόψει το χάπι και του Ρικάρντο του είχε κοπεί η όρεξη για εκείνη. Την είχε βγάλει εκτός των σχεδίων της κρεβατοκάμαράς του, χωρίς πολλά πολλά. Μήπως αυτό σήμαινε ότι τώρα ο άντρας της θα πήγαινε κατευθείαν σε κάποιον υψηλής ποιότητας οίκο ανοχής για να ικανοποιήσει τις γαμήλιες ανάγκες του; Ενδεχομένως, θα έπρεπε να ‘προφυλάξει’ τον εαυτό του εκεί. Ή μήπως όχι; Η ίδια δεν είχε ιδέα πώς λειτουργούσαν αυτά τα πράγματα αλλά, ξαφνικά, ένιωθε πολύ πιο υγιής. Επίσης, αισθανόταν και εξαιρετικά θυμωμένη. «Έλα εδώ!» ούρλιαξε, καθώς ορμούσε στο κατάστρωμα, φορώντας μόνο μια μεταξωτή ρόμπα πάνω από τα εσώρουχά της. «Έχουμε ακόμη κάποια πράγματα να συζητήσουμε, Ρικάρντο Αλμάνσα. Πώς τολμάς να με παρατάς έτσι;» Ο Ρικάρντο, που ατένιζε τον ωκεανό στηριγμένος σε ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα, γύρισε και την κοίταξε, με τα σκούρα μάτια του ν’ ανοίγουν περισσότερο από την έκπληξη. «Δεν μπορώ να σε
εμποδίσω να μου μιλήσεις αν το θέλεις» είπε και της έκανε νεύμα να καθίσει σε μια από τις αναπαυτικές ξαπλώστρες που βρίσκονταν κοντά τους. Η Έλεν κάθισε, κι εκείνος ακολούθησε το παράδειγμά της, καταλαμβάνοντας μια θέση δίπλα της. Εντωμεταξύ, η κοπέλα ένιωθε σιγά σιγά τον εκνευρισμό της να υποχωρεί. «Λοιπόν» άρχισε, «θέλω να ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα από δω και πέρα. Θα πρέπει να παίζω το ρόλο της αφοσιωμένης συζύγου για τρεις μήνες, ενώ εσύ θα γυροφέρνεις με διάφορα μοντέλα; Όπως ίσως θυμάσαι, ένας από τους γαμήλιους όρκους μας αφορούσε το θέμα της πίστης. Ξέρω ότι το όλο σκηνικό είναι μια παρωδία, αλλά δε νομίζω ότι θα μπορούσα να αντέξω την απόλυτη ταπείνωση.» «Ούτε καν για όλα αυτά τα χρήματα;» ρώτησε ήσυχα ο Ρικάρντο, με το δείκτη να πιέζει τον κρόταφό του. «Όχι. Έχω κάποιον αυτοσεβασμό.» Η Έλεν έσφιξε τα χείλη της, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συγκρατήσει τα παράλογα δάκρυα θυμού που ετοιμάζονταν να ξεφύγουν από τα βλέφαρά της. Ο Ρικάρντο αναστέναξε και έτριψε τα μάτια του με την ανάποδη του χεριού του. «Dios! Νόμιζα ότι έκανα τα πράγματα πιο εύκολα για εσένα. Γιατί δεν είσαι ευχαριστημένη τώρα;» «Επειδή… Επειδή…» Αναζήτησε ένα λόγο που να ευσταθεί. «Είπες ότι με ήθελες.» Ο Ρικάρντο άφησε ένα πνιχτό γέλιο και έξυσε ελαφρά τη σκούρα σκιά που ήταν ορατή στο σαγόνι του. «Αυτό δεν έχει αλλάξει.» «Τότε, δεν καταλαβαίνω. Τι έχει αλλάξει από τότε που ήρθαμε εδώ;» «Είχα χρόνο να σκεφτώ τις τελευταίες ώρες και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αποδεχτώ το “όχι”. Όφειλα να το είχα κάνει από την αρχή. Ο γάμος μας αποτελεί ένα συμβόλαιο ανάμεσά μας και είναι έγκυρος στα μάτια του νόμου. Ωστόσο, η ολοκλήρωσή του είναι κάτι που δεν πληρώνεται με χρήμα και δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί.» Στήριξε το σαγόνι στα χέρια του. «Θα πρέπει να είναι πάντα ένα δώρο και γι’ αυτό λυπάμαι.» Ανασήκωσε τους ώμους του και, για ένα δευτερόλεπτο, απέστρεψε το βλέμμα του. «Σε ήθελα τόσο πολύ στο κρεβάτι μου, ώστε παρασύρθηκα και ξέχασα ότι όλα αυτά αφορούσαν εξαρχής την οικογενειακή μου τιμή. Πάρα πολύ τεστοστερόνη. Πολύ έντονος πειρασμός.» «Όπως τότε στο αυτοκίνητο;» Ο Ρικάρντο έγειρε προς τα πίσω στην ξαπλώστρα και έπλεξε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. Οι μύες του πρόβαλαν πιο έντονοι μ’ αυτή την κίνηση. «Ακριβώς.» Η Έλεν αισθάνθηκε τα χείλη της ν’ ανοίγουν σε ένα ακούσιο χαμόγελο. «Είσαι ένας γλυκομίλητος, κακομαθημένος άνθρωπος, Αλμάνσα.» Ο άντρας έγνεψε ότι συμφωνεί και της χάρισε ένα χαμόγελο τόσο ακαταμάχητα ελκυστικό που η κοπέλα υποχρεώθηκε να πάρει απότομα μια βαθιά ανάσα. «Λοιπόν, τι γίνεται μετά;» τη ρώτησε αργά. «Δεν ξέρω», του απάντησε, ενώ σκεφτόταν ότι ακούγονταν λίγο σα να κουβέντιαζαν για το μενού ενός εστιατορίου. «Τι προτείνεις;» «Έχουμε στη διάθεσή μας ένα σκάφος γεμάτο προμήθειες, προσωπικό και καύσιμα. Επίσης, μου ανήκουν κατοικίες σε πολλές χώρες τις Μεσογείου.» Έκανε μια παύση και της έριξε μια πειρακτική ματιά. «Επομένως, θα μπορούσαμε να απολαύσουμε το ταξίδι του μέλιτός μας.» «Το ταξίδι του μέλιτός μας…»
Σήκωσε ψηλά τα χέρια του σε ένδειξη παραίτησης. «Χωρίς όρους και χωρίς προσδοκίες. Απλώς διακοπές. Αλλά πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Είναι ζήτημα χρόνου προτού οι παπαράτσι βρουν τα ίχνη μας κάθε φορά που θα πιάνουμε στεριά. Οι φωτογραφίες του γάμου και του ταξιδιού μας θ’ αλλάζουν χέρια με αντάλλαγμα πολλά χρήματα, μέχρι να παρουσιαστεί στο προσκήνιο κάποια άλλη σπουδαία είδηση. Η Μάλαγα και η Ίμπιζα θα είναι εφιάλτης, αλλά θα δυσκολευτούν να μας εντοπίσουν στη Μινόρκα. Εκεί θα βρούμε λίγη ησυχία.» Έγειρε πάλι προς τα πίσω, ενώ στο πρόσωπό του σχηματιζόταν ξανά το χαρακτηριστικό του χαμόγελο. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα; Συνεργαζόμαστε με τον Τύπο και δίνουμε στους δημοσιογράφους μερικές καλές πόζες και λίγες δηλώσεις στην Ίμπιζα, με τη συμφωνία να μας παραχωρήσουν λίγη ησυχία μετά από αυτό.» «Ακούγεται, πράγματι, καλή ιδέα.» Και φαντάζομαι ότι θα σου λείπουν ήδη τα πάρτι, έτσι δεν είναι;» «Δε θα το ’λεγα.» Της έριξε μια ματιά δυσπιστίας. «Επομένως, το μόνο που χρειάζεται να αποφασίσουμε τώρα είναι πόσο γρήγορα θα φτάσουμε εκεί. Αν εξακολουθήσουμε να κινούμαστε με την τωρινή ταχύτητα, θα πρέπει να είμαστε στην Ίμπιζα ως το πρωί. Ως εναλλακτική λύση, μπορούμε να πάρουμε το ελικόπτερο του σκάφους και να πάμε στη Μάλαγα αμέσως τώρα. Από εκεί, θα μεταφερθούμε με το ιδιωτικό μου τζετ. Έτσι, θα φτάσουμε στον προορισμό μας σε λιγότερο από τρεις ώρες.» Τα μάτια της Έλεν άνοιξαν διάπλατα. «Θα βρισκόμαστε εκεί εγκαίρως για το δείπνο;» Ο άντρας χαμογέλασε. «Θα είμαστε εκεί πριν καν ανοίξουν τα κλαμπ στο Σαν Αντόνιο.» «Τα χρήματα είναι πολύ χρήσιμα μερικές φορές.» «Πράγματι.» Εκείνη περιφρονούσε τον εαυτό της για το πώς ένιωθε μόνο που τον κοίταζε. Ευχόταν η απόσταση μεταξύ τους να μην ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να μπορεί να αισθανθεί την ανάσα του στο δέρμα της. Θα ήθελε να βγάλει το πουκάμισό του για να χαϊδέψει το μαυρισμένο απ’ τον ήλιο στέρνο του. Την ίδια στιγμή, ευχόταν να μη χτυπούσε τόσο δυνατά η καρδιά της. Ευχόταν να την οδηγούσε στο κρεβάτι. Έπρεπε να φύγουν από το γιοτ γρήγορα, προτού κάνει κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε αργότερα. «Ναι» ψιθύρισε. «Ας ξεκινήσουμε αμέσως.» *** Το τεράστιο διαμάντι στο δαχτυλίδι της Έλεν άστραφτε καθώς περνούσε το χέρι της, σαν σταρ του σινεμά, μέσα από τα μαλλιά της. Οι φωτογραφικές μηχανές των παπαράτσι έκαναν με τα φλας τους τη νύχτα μέρα. Δίπλα στο σύζυγό της, στην πόλη της Ίμπιζα, έδειχνε εκθαμβωτική με το κόκκινο μεταξωτό φόρεμα που είχε επιλέξει για την περίσταση. Προς έκπληξη του Ρικάρντο, η Έλεν αναδεικνυόταν σε τέλεια σύζυγο για τα μέσα ενημέρωσης. Έδινε μια άψογη παράσταση. «Γιατί επιλέξατε την Ίμπιζα για τη γαμήλια νύχτα σας, Ρικάρντο;» φώναξε ένας δημοσιογράφος. «Γιατί όχι;» αποκρίθηκε εκείνος. «Άλλωστε, είναι το μέρος όπου γνωριστήκαμε και μας αρέσει πολύ εδώ.»
Μια γυναίκα δημοσιογράφος τούς πλησίασε σε απόσταση αναπνοής, με τη φωτογραφική μηχανή της να τραβάει σαν τρελή. «Θα πάτε σε κάποια νυχτερινά κέντρα αργότερα;» Ο Ρικάρντο μισόκλεισε τα μάτια ενοχλημένος από τα φλας, αλλά της χάρισε ένα γοητευτικό χαμόγελο. «Βεβαίως.» Η δημοσιογράφος έστρεψε την προσοχή της στην Έλεν. «Κυρία Αλμάνσα, πώς είναι να είστε παντρεμένη με τον πρώην πιο περιζήτητο εργένη στην Ευρώπη;» «Μόνο στην Ευρώπη;» Η Έλεν χαμογέλασε πλατιά. «Είναι υπέροχα. Ο Ρικάρντο είναι ο άντρας των ονείρων μου. Τέλειος από κάθε άποψη.» Ακολούθησε πανδαιμόνιο χειροκροτημάτων και ο καταιγισμός των φλας θύμιζε καταιγίδα με αστραπές. «Ακούστε, αγαπητοί φίλοι.» Ο Ρικάρντο έκανε μια χειρονομία για να σωπάσουν οι δημοσιογράφοι. «Είναι η ώρα για μια συμφωνία. Θα σας δώσουμε την αποκλειστικότητα αν μας αφήσετε να φάμε το δείπνο μας με την ησυχία μας. Είναι το ταξίδι του μέλιτός μας, στο κάτω κάτω.» Ακούστηκε ένα συλλογικό καταφατικό μουρμουρητό και μερικά σφυρίγματα. «Υποθέτω ότι αυτό σημαίνει ναι. Εντάξει, λοιπόν.» Στα αυτιά του Ρικάρντο ήχησε το βουητό του πλήθους καθώς έκλεινε την Έλεν στην αγκαλιά του και τη φιλούσε παθιασμένα. Εκείνη σφίχτηκε πάνω του, περνώντας τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά του. Ο Ρικάρντο έπαθε σοκ μόλις η γυναίκα του σήκωσε το πόδι της για να το τυλίξει γύρω από το μηρό του. Η φούστα του φορέματός της απομακρύνθηκε κι εκείνος άπλωσε βιαστικά το χέρι του για να καλύψει τη γυμνή της σάρκα, που είχε εκτεθεί σε κοινή θέα. Εντωμεταξύ, ο τρόπος που η γλώσσα της εξερευνούσε το στόμα του επιβεβαίωνε το συμπέρασμά του ότι η σεμνότητα δεν κυριαρχούσε εκείνη τη στιγμή στις σκέψεις της. Διέτρεχαν τον κίνδυνο να γίνουν θέαμα παγκοσμίως. Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι του και κατέβασε σταθερά το πόδι της. «Ήρεμα» ψιθύρισε αυστηρά στο αυτί της. «Αρκετά τους έδωσες.» «Και διασκέδαζα τόσο πολύ» μουρμούρισε εκείνη. Ο τόνος του ήταν σοβαρός. «Αργότερα.» Το πλήθος διαλύθηκε καθώς η ομάδα ασφαλείας του Ρικάρντο τούς άνοιγε το δρόμο προς την κατεύθυνση ενός ακριβού εστιατορίου εκεί κοντά. Δεν του άρεσε να δίνει τέτοιου είδους παραστάσεις, αλλά μερικές φορές ήταν αναπόφευκτο. Μετά από αυτή τη συνάντηση με τους δημοσιογράφους, το ενδιαφέρον του Τύπου για κείνον θα γινόταν ακόμη πιο έντονο. Μπορούσε ήδη να δει με τη φαντασία του τα γυαλιστερά εξώφυλλα των περιοδικών, με τον καλλίγραμμο μηρό της να καταλαμβάνει κεντρική θέση. Καταπολέμησε μια ανατριχίλα και ανακουφίστηκε μόλις έφτασε στο καταφύγιο ενός ιδιωτικού μπαλκονιού εστιατορίου με θέα το λιμάνι της Ίμπιζα. Ο Ρικάρντο παρήγγειλε σαμπάνια και μετά περίμενε σιωπηλά μέχρι να τους αφήσει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου μόνους. «Δε χρειαζόταν να φτάσεις ως εκεί προηγουμένως.» «Γιατί όχι; Ήταν αυτό που ήθελαν και αυτό που ήθελες κι εσύ. Θα πρέπει να βρούμε λίγη ηρεμία τώρα. Είπες ότι έτσι θα γινόταν.» «Αυτή η παράσταση δημιούργησε μεγάλη αίσθηση. Οι φωτογραφίες θα έχουν ταξιδέψει παντού ως το πρωί και ο Τύπος σε όλο τον κόσμο θα περιμένει με ανυπομονησία να δει ποια θα είναι η επόμενη κίνηση της σενιόρα Αλμάνσα.» Πήρε ένα μαχαίρι και χτύπησε τη λαβή του ρυθμικά πάνω στο τραπέζι. «Και τι θα σκεφτούν οι γονείς σου;» «Δεν αγοράζουν εφημερίδες ούτε περιοδικά εκτός από την Εβδομαδιαία Επιθεώρηση των
Αγροτών. Δε νομίζω ότι θα υποπέσει τίποτα στην αντίληψή τους.» «Τα νέα θα κυκλοφορήσουν και στο διαδίκτυο.» Η Έλεν άφησε ένα γελάκι. «Δεν έχουν υπολογιστή ούτε παρακολουθούν τίποτα άλλο εκτός από την τοπική τηλεόραση.» Στριφογύρισε το ποτήρι στα δάχτυλά της και παρακολούθησε τις φυσαλίδες να χορεύουν για μερικά δευτερόλεπτα. «Εξάλλου, νομίζουν ότι είμαστε πολύ ερωτευμένοι. Πού είναι το πρόβλημα;» Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε πρόβλημα. Το πρόβλημα βρισκόταν όλο στο μυαλό του και στο πώς είχε αισθανθεί όταν εκείνη έκανε επίδειξη με αυτόν τον τρόπο. Η ένταση που είχε συγκεντρωθεί στο λαιμό και τους ώμους του ήταν τόσο ισχυρή που σχεδόν τον έπνιγε. «Φαίνεται το σουτιέν σου.» Η Έλεν κοίταξε προς τα κάτω, τη μικρή λεπτομέρεια του μπλε σατέν και της δαντέλας που πρόβαλε κάτω από το κόκκινο μετάξι του φορέματός της. «Υποτίθεται πως πρέπει να φαίνεται. Είναι στη μόδα με αυτό το είδος ντεκολτέ.» «Αλήθεια;» «Ω, έλα τώρα, Ρικάρντο. Ας αφήσουμε τις σεμνοτυφίες. Οι δισεκατομμυριούχοι πλέι μπόι δε βγαίνουν με ντροπαλές κοπέλες, έτσι δεν είναι; Πόσο μάλλον να τις παντρεύονται.» «Με ξάφνιασες, αυτό είναι όλο. Δεν ήξερα ότι ήσουν έτσι.» «Πώς έτσι;» «Διαχυτική.» Έσκυψε πάνω από το τραπέζι για να του ψιθυρίσει, «Φυσικά και δεν το ήξερες. Δε με ξέρεις καθόλου. Είναι ένας γάμος συμφέροντος, θυμάσαι; Ένας γάμος για να κερδηθεί ένα στοίχημα.» «Για να διευθετηθεί ένα ζήτημα τιμής.» «Ω, ναι, φυσικά. Τι ανόητη που είμαι!» «Ένας γάμος για τον οποίο πληρώθηκες αδρά. Σε παρακαλώ, μην το ξεχνάς αυτό μέσα στον ενθουσιασμό σου.»
Κεφάλαιο Επτά
«Αρκεί τόσο;» Η Έλεν έγνεψε καταφατικά και δεν προσπάθησε καν να φωνάξει την απάντησή της στον Ρικάρντο για να ακουστεί πάνω από τη δυνατή μουσική στο εσωτερικό του κλαμπ. Είχε μουσκέψει στον ιδρώτα και, παρόλο που είχε πιει άφθονο νερό, η πνιγηρή ατμόσφαιρα και η έντονη ζέστη έκαναν το λαιμό της ξερό σα γυαλόχαρτο. Αισθανόταν όλο και πιο κουρασμένη όσο περνούσε η ώρα. Την είχε πάει σε τρία από τα πιο διάσημα κλαμπ στην Ίμπιζα, ενώ τους πολιορκούσαν στενά οι φωτογράφοι. Έβγαλε τα βυσσινί της ψηλοτάκουνα παπούτσια και τα κρέμασε στα δάχτυλά της πριν ακολουθήσει έναν μπράβο προς την έξοδο που χρησιμοποιούσαν μόνο τα μέλη του προσωπικού. Ενώ η πόρτα έκλεισε πίσω τους, τα αυτιά της εξακολουθούσαν να βουίζουν. Τουλάχιστον τώρα μπορούσε ν’ αναπνεύσει πιο άνετα. Έριξε μια ματιά στον Ρικάρντο. «Δε θέλω να υποχρεωθώ να το ξανακάνω αυτό» του δήλωσε. Ο Ρικάρντο, που ακολουθούσε σε κοντινή απόσταση, ήταν αφοπλιστικά αναμαλλιασμένος. «Δε χρειάζεται να φωνάζεις» της είπε χαμογελαστός. Η Έλεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Συγνώμη, αλλά έχω κουφαθεί από τον πολύ θόρυβο εκεί μέσα.» Ο αέρας έξω από την πίσω πόρτα του κλαμπ δρόσισε το πρόσωπό της κι ο ουρανός λαμπύριζε από τα αστέρια. Ο Ρικάρντο την απάλλαξε από την τσάντα της και μετά την έπιασε από το χέρι καθώς διάβαιναν ένα σοκάκι που οδηγούσε στη μαρίνα. «Νόμιζα ότι θα ήθελες να μείνεις μερικές ακόμη ώρες.» Η παλάμη του χεριού του ήταν στεγνή και ζεστή και η Έλεν καταπολέμησε την παρόρμηση να τη σφίξει. «Ίσως τώρα είναι η ώρα να ομολογήσω ότι ποτέ δεν ήμουν λάτρης των κλαμπ.» «Μιλάς σοβαρά;» «Απόψε ήταν η δεύτερη φορά μου. Γιατί σου κάνει τόσο εντύπωση; Ρώτησα κάποιον πόσο κοστίζει η είσοδος όταν ήσουν στην τουαλέτα. Εκατό ευρώ το άτομο και αυτό πριν αρχίσεις να ξοδεύεις δεκαπέντε ευρώ το ποτό!» «Τώρα ξέρεις ότι τα χρήματα δεν αποτελούν πρόβλημα.» «Και ούτε μου αρέσει ιδιαίτερα αυτού του είδους η μουσική.» Ο Ρικάρντο γέλασε και την ξάφνιασε σταματώντας ξαφνικά στη μέση του έρημου δρόμου. Την τράβηξε πάνω στο στήθος του μέχρι που το στόμα του βρέθηκε μόλις μερικά εκατοστά μακριά από το δικό της. «Καλύτερα έτσι» μουρμούρισε και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Τα μάτια της έκλεισαν και δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση καθώς το φιλί του βάθαινε. Μια έντονη ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της όταν τα ζεστά του χέρια κατέβηκαν από το λαιμό στις πλευρές του στήθους της και μετά έκλεισαν γύρω από τη μέση της. Δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι δεν τον ήθελε, αλλά ένιωθε πολύ κουρασμένη. «Πρέπει να βρούμε ένα μέρος για να κοιμηθούμε» του ψιθύρισε την ώρα που το στόμα του ανακάλυπτε το σφυγμό του λαιμού της. «Μπορούμε να πάμε στο σπίτι μου. Υπάρχει ακόμη ένα δεύτερο κλειδί κρυμμένο απέξω.» «Ποτέ δε θα σε αφήσω να ξαναπάς σ’ αυτή την τρώγλη.» Τα δάχτυλά του χάιδεψαν το στήθος
της, πάνω από το μεταξωτό ύφασμα του φορέματός της. «Όσο και να θέλω να σε εκμεταλλευτώ αυτή τη στιγμή.» «Θα μπορούσαμε…» «Είμαι ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Gran Finca, αγαπητή μου. Καθώς και του Playa Caribe.» Γέλασε με το πρόσωπό του ν’ ακουμπάει τα μαλλιά της. «Αυτό ισοδυναμεί με τουλάχιστον εκατό υπέρδιπλα κρεβάτια, με κλιματισμό και πρόγευμα.» «Ω!» «Αλλά, τώρα που με χτύπησε ο καθαρός αέρας, νιώθω να ξυπνούν τα άγρια ένστικτά μου. Θέλω να σε πάω κάτω στην παραλία και…» «Έι!» Εκείνη ξαφνιάστηκε στο άκουσμα μιας γνώριμης φωνής πίσω τους. «Έλεν, εγώ είμαι, ο Μπιορν.» Η κοπέλα γύρισε για να δει έναν νεαρό άντρα με σκισμένο τζιν παντελόνι, μακριά ξανθά μαλλιά και τατουάζ στα μπράτσα. «Μπιορν!» «Εσύ είσαι! Θα αναγνώριζα αυτόν τον πισινό οπουδήποτε. Ωραίο φόρεμα!» Τα χέρια του Ρικάρντο έσφιξαν τη λαβή τους γύρω από τη μέση της. Η Έλεν ανταπέδωσε το χαμόγελο στον άλλον άντρα. «Ευχαριστώ.» «Δε θα με συστήσεις στο… φίλο σου;» επενέβη ο Ρικάρντο. «Ω, ναι. Με συγχωρείς. Από εδώ ο Μπιορν. Κάποτε δουλεύαμε μαζί και τώρα είναι υπεύθυνος για την οργάνωση των σεμιναρίων αρχαιολογίας που παρακολουθούσα πριν γνωριστούμε.» Κράτησε την ανάσα της ενώ ο Μπιορν άπλωνε το χέρι του. Ο Ρικάρντο το έσφιξε κάπως απρόθυμα. «Ο Ρικάρντο είναι ο σύζυγός μου.» Τα ανοιχτόχρωμα φρύδια του Μπιορν έσμιξαν πάνω από τα γαλάζια του μάτια. «Σύζυγος! Μα μόλις πριν από δύο εβδομάδες εμείς…» «Ήταν ένα ρομάντζο-αστραπή. Ακόμη δεν πρόλαβα να το πω σε κανέναν.» «Μάλιστα.» Ο Μπιορν πέρασε τα δάχτυλά του με τα φαγωμένα νύχια μέσα από τη χαίτη του και στο πρόσωπό του φάνηκε ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Υποθέτω ότι πρέπει να σας συγχαρώ, παιδιά. Θέλετε να πάμε στο σπίτι μου να τσιμπήσουμε κάτι; Μπορούμε να πιούμε μερικές μπίρες και να δούμε την ανατολή του ήλιου τρώγοντας κάρι.» «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά…» «Αλλά, έχουμε να πάμε κάπου αλλού» είπε απότομα ο Ρικάρντο. Ο Μπιορν αναστέναξε. «Βλέπω ότι ήδη συμπληρώνει ο ένας τα λόγια του άλλου.» Το χαμόγελό του ξεθώριασε. «Τι γλυκό.» Ο Ρικάρντο τού έριξε μια άγρια ματιά. «Και μάλιστα έχουμε αργήσει.» «Το έπιασα το υπονοούμενο, φίλε.» Ο ξανθός άντρας άγγιξε στοργικά τον ώμο της Έλεν. «Ξέρεις πού θα με βρεις αν χρειαστείς οτιδήποτε.» Εκείνη ένιωσε την ένταση του Ρικάρντο να μεταδίδεται και στην ίδια. «Όλα είναι μια χαρά» είπε σταθερά. «Τα λέμε.» «Δε θα τα πείτε» μουρμούρισε ο Ρικάρντο, καθώς παρακολουθούσαν τον άλλον άντρα να ξεμακραίνει στο στενό δρόμο. «Δεν είμαι ιδιοκτησία σου, Αλμάνσα.»
«Είσαι η γυναίκα μου και έχουμε κάνει μια συμφωνία. Εξάλλου, οι κοινωνικές συναναστροφές με τέτοιους ανθρώπους είναι πλέον κατώτερες της θέσης σου.» «Ορίστε;» Ο Ρικάρντο αγνόησε τη δυσπιστία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. «Αν θέλεις μπίρα και κάρι, θα σου τα αγοράσω. Δε χρειάζεσαι αυτό το χίπη.» «Μήπως είσαι λίγο μεθυσμένος;» Ο Ρικάρντο ρούφηξε τη μύτη του και κοίταξε γύρω τους για μερικά δευτερόλεπτα. «Λίγο. Περνούσαμε ωραία πριν εμφανιστεί αυτός.» «Έλα, τώρα, σταμάτα να κρατάς μούτρα.» Γέλασε για το ξέσπασμα της ζήλιας του. «Αγόρασέ μου ένα κεμπάπ από κάπου, εντάξει; Πεθαίνω της πείνας!» *** Ο Ρικάρντο παρακολουθούσε καθώς η Έλεν τύλιγε και τα δυο της χέρια γύρω από ένα σουβλάκι με πίτα και το δάγκωνε πεινασμένα. Ποτέ πριν δεν είχε ξαναδεί γυναίκα να κάνει κάτι τέτοιο. Το φαγητό αποτελούσε μια προσεκτική διαδικασία, που περιλάμβανε ντελικάτες, αργές κινήσεις. Η Έλεν ήταν συναρπαστική. Ήταν τόσο διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη κοπέλα είχε γνωρίσει. Κοίταξε το δικό του σουβλάκι με έξτρα γύρο και ακολούθησε το παράδειγμά της. «Έχεις σος στο σαγόνι σου» του επισήμανε, αφού κατάπιε μια μπουκιά. Άπλωσε το χέρι της για να το σκουπίσει με την άκρη του δαχτύλου της. «Ευχαριστώ. Πάντως, αυτή είναι ωραία εμπειρία» της είπε κοιτάζοντας την πιατέλα με τη σαλάτα που συνόδευε το γεύμα τους. Η Έλεν ένιωθε πολύ πιο άνετα στο λιμάνι, εκεί όπου είχαν καθίσει για να φάνε. «Είναι σαν ένας διαφορετικός κόσμος εδώ κάτω» σχολίασε. «Δεν ακούω πια σχεδόν καθόλου τα κλαμπ.» «Χμμ.» Ο Ρικάρντο τράβηξε ένα μακρύ κομμάτι κρεμμύδι από το σουβλάκι του και έκανε μια γκριμάτσα. «Το προσωπικό ασφαλείας δε θ’ αφήσει οποιονδήποτε να μπει στη μαρίνα. Τουλάχιστον όχι τύπους όπως ο Μπιορν. Μόνο αυτοί που διαθέτουν σκάφος έχουν πρόσβαση.» «Τον αντιπάθησες αμέσως, έτσι δεν είναι;» Του πρόσφερε μια πίκλα, αλλά εκείνος σούφρωσε τη μύτη του αηδιασμένος. «Οποιοσδήποτε θα σε θεωρούσε ζηλιάρη και φοβερά σνομπ.» «Στοιχηματίζω ότι παίρνει ναρκωτικά» είπε ο Ρικάρντο ατάραχος κι έστρεψε το βλέμμα προς τη θάλασσα. «Ω, ειλικρινά…» «Έχεις κοιμηθεί μαζί του;» «Τι;» «Με άκουσες.» «Αυτό δε σε αφορά.» «Είμαι ο άντρας σου, επομένως σαφώς και με αφορά.» «Είσαι ο ψεύτικος άντρας μου. Μην το ξεχνάς.» Στριφογύρισε στο χέρι της το περιτύλιγμα από την πίτα με το κεμπάπ. «Αλλά, αφού θέλεις να μάθεις, είμαστε μόνο φίλοι. Σκάβαμε παρέα ψάχνοντας για αρχαιολογικά ευρήματα.» «Εκείνος όμως θέλει να κοιμηθεί μαζί σου.»
Το γέλιο της ήχησε σαν καμπάνα μες στη σιγαλιά της νύχτας. «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.» «Ωραία.» «Δεν πρόκειται να συμβεί με κανέναν ακριβώς τώρα.» «Πριν από μισή ώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Απ’ όσο θυμάμαι, κυρία Αλμάνσα, ήσασταν έτοιμη να με τραβήξετε ως το φοιτητικό σας διαμέρισμα για να κάνουμε έρωτα ανάμεσα στις κατσαρίδες.» «Όχι, δεν είναι έτσι!» Γέλασε ξανά και τα μάγουλά της κοκκίνισαν κάτω από το γαλανόλευκο φως του φεγγαριού. «Ψεύτρα» είπε και της έτεινε τα υπολείμματα από το σουβλάκι του. «Θέλεις να το τελειώσεις αυτό;» «Υποτίθεται πως αυτή είναι μια προσφορά αγάπης; Σε στιλ ανθρώπων των σπηλαίων, έτσι; Πρώτα με ταΐζεις και μετά με πας πίσω στη… σπηλιά, σωστά;» Ήταν πραγματικά συναρπαστική. Απρόβλεπτη. «Αν θέλεις να γίνει έτσι…» Η φωνή του ήταν απαλή. Την έπιασε από το χέρι για να φιλήσει τα αλμυρά ακροδάχτυλά της. «Σκόρδο και δυόσμος. Είσαι ένα θεϊκό πλάσμα.» Εκείνη άφησε ένα γελάκι και ο Ρικάρντο ένιωσε ένα κύμα ευχαρίστησης να τον πλημμυρίζει. «Μπαίνω στον πειρασμό» του είπε ήρεμα και το στομάχι του σφίχτηκε από προσμονή καθώς τον κοίταζε σοβαρά με τα μεγάλα πράσινα μάτια της. «Εννοώ στον πειρασμό να πω ναι, αλλά…» «Αλλά τι;» «Θα περιέπλεκε τα πράγματα ανάμεσά μας.» «Δεν είναι απαραίτητο. Μιλάμε για συναινετική συνεύρεση ανάμεσα σε ψεύτικους συζύγους. Χωρίς δεσμεύσεις.» Ανασήκωσε τους ώμους του σαν να ήταν ασήμαντο για εκείνον. «Υπάρχει αμοιβαία έλξη ανάμεσά μας και είμαστε και οι δύο ενήλικοι.» Τα μάτια της έλαμψαν σαν τα μικρά σκούρα κύματα που χτυπούσαν απαλά την προκυμαία. «Ή ανισόρροποι άνθρωποι.» Εκείνος γέλασε και χάιδεψε παιχνιδιάρικα το μπράτσο της. «Είναι μια σοβαρή πρόταση. Να εκπληρώνεις για τρεις μήνες τις πιο τολμηρές φαντασιώσεις σου. Μαζί μου.» «Είσαι τρελός.» «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, το σκέφτεσαι.» «Όχι, δεν το σκέφτομαι!» «Α! Τέλειος συγχρονισμός.» Ο Ρικάρντο έδειξε προς την είσοδο του λιμανιού, όπου έπλεε το κότερό του. «Θα ζητήσω από τον καπετάνιο να κάνει απευθείας στροφή και να μας πάει στη Μινόρκα.» «Το καημένο το πλήρωμα! Δεν μπορούν ούτε να κάνουν μια στάση για να πιουν μια μπίρα;» «Δε θα τους πειράξει. Τους πληρώνω ένα εξωφρενικό ποσό για να παραμείνουν νηφάλιοι.» «Όμως, έστω κι έτσι…» «Υπάρχουν δυο βάρδιες στο σκάφος. Μην ανησυχείς. Δεν είμαι και τόσο κακός!» *** Η Έλεν ήταν εξαντλημένη, αλλά –όσο και να προσπαθούσε– ο ύπνος δεν ερχόταν. Δεν ήταν το
υπόκωφο βουητό από τις μηχανές του σκάφους που την κρατούσε ξύπνια. Μόλις που ακουγόταν. Όσο για τα μέλη του πληρώματος, εργάζονταν αθόρυβα σαν ποντίκια. Στην πραγματικότητα, ήταν τόσο ήσυχα που μπορούσε να ακούει τον παφλασμό των κυμάτων. Θα έπρεπε να αποκοιμηθεί αμέσως ύστερα από τη γεμάτη και τόσο κουραστική ημέρα που είχε περάσει, αλλά το απαλό ανεβοκατέβασμα του γιοτ, το οποίο ταξίδευε προς το νησί της Μινόρκα, της προξενούσε παράξενα συναισθήματα. Ο Ρικάρντο την είχε φιλήσει για καληνύχτα, προτού εξαφανιστεί στη δική του καμπίνα. Ήταν ένα βαθύ, αισθησιακό φιλί, και η Έλεν λυπήθηκε όταν τελείωσε. Ένα μικρό κομμάτι της ήλπιζε ότι θα τη σήκωνε στα χέρια και θα την οδηγούσε στο κρεβάτι του για να ολοκληρώσουν αυτό που είχαν αρχίσει στα σκοτεινά σοκάκια της Ίμπιζα. Γύρισε μπρούμυτα και βύθισε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι για να πνίξει το βογγητό της απογοήτευσης που ανέβαινε στα χείλη της. Τον ήθελε. Και την ήθελε κι εκείνος. Όλα τα χαρτιά ήταν ανοιχτά μπροστά τους πάνω στο τραπέζι. Ξαπλωμένη εκεί, με τα στήθη της να πιέζονται στο στρώμα, ήξερε ότι ήταν η σειρά της να κάνει μια κίνηση. Ο Ρικάρντο δε θα ερχόταν να την πάρει. Της το είχε πει την ώρα που την άφηνε να πάει στο κρεβάτι μόνη της. Εξαρτιόταν αποκλειστικά από εκείνη και ήξερε ότι η πόρτα της καμπίνας του, που επικοινωνούσε με τη δική της, ήταν ξεκλείδωτη. Να πάρει! Η Έλεν γύρισε το πόμολο όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, ενώ απορούσε με την τόλμη της. Ωστόσο, δεν είχε σκοπό να επιτρέψει στον Ρικάρντο να την αγνοήσει. Κάθε λογική ξεχάστηκε καθώς άνοιγε την πόρτα της σουίτας του. Το δέρμα της έκαιγε κάτω από τη μεταξωτή ρόμπα της και ένιωθε τις ρώγες της να σκληραίνουν τη στιγμή που έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά του. Ήταν σκοτεινά και σιωπηλά αλλά, μόλις τα μάτια της συνήθισαν στο λιγοστό φως, διαπίστωσε ότι το τεράστιο κρεβάτι ήταν άδειο και στρωμένο. Η ανάσα της πιάστηκε όταν είδε τη σιλουέτα του να διαγράφεται μπροστά στον νυχτερινό ουρανό, πλαισιωμένη από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στο κατάστρωμα. Ήταν στηριγμένος στον αγκώνα, με την πλάτη του γυρισμένη. Η Έλεν έκανε ένα βήμα μπροστά και, μόλις το γυμνό της πόδι βούλιαξε στο παχύ χαλί, η φωνή του την έκανε να σταματήσει επιτόπου. «Ήρθες.» Ο τόνος της ήταν ήρεμος. «Ναι.» Τώρα έβλεπε ότι ήταν γυμνός, και το χέρι της έτρεμε καθώς έλυνε τη ζώνη της ρόμπας της. Το φίνο ύφασμα γλίστρησε στο πάτωμα. Περπάτησε προς το μέρος του. «Θέλεις να φύγω;» Γύρισε για να την αντικρίσει. Το φεγγαρόφωτο φώτιζε τις καμπύλες των ώμων της. «Τι θέλεις, Έλεν;» Ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος του. Η φωνή της ήταν βραχνή. «Θέλω τον άντρα μου.» Γλίστρησε τα δάχτυλά της προς τα κάτω ως το στομάχι του κι ένιωσε τα χέρια του να σφίγγουν τους γυμνούς ώμους της καθώς έπεφτε στα γόνατα μπροστά του. «Δεν είσαι υποχρεωμένη να…» «Είπα ότι θέλω τον άντρα μου» ψιθύρισε και τον χάιδεψε απαλά μέσα στο σκοτάδι. «Άφησέ με.» Ο άντρας βόγκηξε μόλις τον τύλιξε στην απαλή ζεστασιά του στόματός της. Η Έλεν δοκίμαζε ρίγη συγκίνησης καθώς ένιωθε ότι εκείνος έχανε τον έλεγχό. Της έδινε μια αίσθηση ισχύος πάνω του.
Τα μεγάλα χέρια του κάλυψαν και τα δυο της στήθη προτού αρχίσει να γλιστράει τους αντίχειρές του απαλά πάνω από τις σφιχτές της ρώγες. Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο βαριά. «Μάγισσα.» «Πόρνη» ψιθύρισε εκείνη και έσπρωξε τον ανδρισμό του ανάμεσα στα στήθη της. Η λέξη που πρόφερε τη διέγειρε. Την απελευθέρωσε. Ζούσε ένα ψέμα και μπορούσε να είναι οποιαδήποτε. Απολάμβανε αυτό το παιχνίδι και η ανταπόκρισή του έδειχνε ότι ήταν κι εκείνος έτοιμος να παίξει. «Πλήρωσες για να με έχεις, θυμάσαι;» Γλίστρησε την άκρη της γλώσσας της πάνω από την κορυφή του φύλου του προκαλώντας τον πάνω από την αντοχή του. Αγνοώντας τη μικρή της κραυγή, ο άντρας τη σήκωσε απότομα από το πάτωμα και τη μετέφερε στο κρεβάτι. Το γόνατό του βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της και άνοιγε τους μηρούς της πριν εκείνη ανακτήσει την αναπνοή της. «Θέλεις να σου κάνει έρωτα ο άντρας σου; Αυτό προσπαθείς να με βάλεις να κάνω;» Το στόμα του έπνιξε την απάντησή της, αλλά εκείνη ανασήκωσε τη λεκάνη της και τρίφτηκε πάνω του, έτσι ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία σχετικά με το τι ήθελε. Ο Ρικάρντο απελευθέρωσε τα χείλη της πριν γλιστρήσει τη γλώσσα του κατά μήκος του λαιμού της. Κατόπιν επικεντρώθηκε στα στήθη της και έκλεισε το στόμα του γύρω από τη μια ρώγα της. «Ναι, με όποιο τρόπο σου αρέσει» μουρμούρισε εκείνη και πίεσε το κεφάλι του πάνω στη σκληρή κορυφή του στήθους της. Της κόπηκε η αναπνοή μόλις ο αντίχειράς του βρήκε το κέντρο του πάθους της και τη χάιδεψε απαλά προτού εισχωρήσει. Η φωνή του ήταν ασταθής καθώς το δάχτυλό του άρχισε να κινείται σε αργούς κύκλους. «Σου αρέσει;» «Ναι.» Η Έλεν βόγκηξε κι έφερε το χέρι της προς τα κάτω για να αιχμαλωτίσει τον ανδρισμό του. Τέντωσε το σώμα της προς το μέρος του και βόγκηξε ξανά. «Θέλω…» «Τότε, θα το κάνουμε με τον παλιομοδίτικο τρόπο.» Πέρασε το χέρι του από πάνω της για ν’ ανοίξει το συρτάρι του κομοδίνου του. Το βάρος του στέρνου του που πίεζε τα στήθη της ήταν μεθυστικό. «Εσύ από κάτω.» «Εντάξει» συμφώνησε εκείνη ξέπνοη και δάγκωσε παιχνιδιάρικα τον ώμο του. «Γρήγορα.» «Μια στιγμή» μουρμούρισε εκείνος, βγάζοντας ένα προφυλακτικό. «Πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.» «Δεν είναι απαραίτητο. Με προστατεύει ακόμη το χάπι που πήρα σήμερα το πρωί πριν μου πει ο γιατρός να σταματήσω.» Πήρε το προφυλακτικό από τα δάχτυλά του και το πέταξε στο χαλί πριν ανοίξει τα πόδια της και περάσει την άκρη της γλώσσας της ανάμεσα από τα χείλη του. «Και δεν αισθάνομαι πια ναυτία. Έλα. Μόνο αυτή τη φορά. Είναι η γαμήλια νύχτα μας.» Ένιωσε την καρδιά της να σφυροκοπάει στο στήθος της ενώ τον έβλεπε να διστάζει. Η ματιά του ταξίδεψε πάνω στο γυμνό της κορμί καθώς εκείνη άρχισε να αγγίζεται. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή όσο την παρακολουθούσε. «Είσαι σίγουρη;» «Είναι ασφαλές» επέμεινε η Έλεν, γλείφοντας τα χείλη της και τρίβοντας την άκρη του ποδιού της πάνω στο μηρό του. «Εντάξει, κέρδισες.» Ο Ρικάρντο άνοιξε τα πόδια της ακόμη πιο πολύ με τα χέρια του. «Άφησέ με να σε γευτώ πρώτα.» Το στόμα του ήταν καυτό πάνω στο απαλό δέρμα ανάμεσα στους μηρούς της. Έκλεισε τα μάτια της κι άκουσε τον εαυτό της να κοντανασαίνει καθώς η γλώσσα του χώριζε τις απαλές πτυχές για να ερεθίσει τις απολήξεις των ευαίσθητων κέντρων της. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από το μαύρο μετάξι των μαλλιών του. Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα, εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και έφερε
το πρόσωπό του απέναντι από το δικό της. Τότε η Έλεν φίλησε τα χείλη του, που είχαν ακόμη τη γεύση της. Αμέσως μετά, αισθάνθηκε το φύλο του να τρίβεται στην είσοδό της και το κορμί της άρχισε να τρέμει. «Δε θέλω να σε πονέσω» της ψιθύρισε. «Δε θα με πονέσεις.» Η φωνή της έγινε βραχνή και τον κράτησε από τους γοφούς, με τα νύχια της να σκάβουν το σφιχτό του δέρμα. «Νιώσε πόσο σε θέλω.» Άφησε μια χαμηλόφωνη βρισιά στα ισπανικά και γλίστρησε μέσα της με μια απότομη κίνηση που έκανε και τους δυο τους να φωνάξουν από σοκ και ηδονή. Παρέμειναν ακίνητοι για μια στιγμή, με τις καρδιές τους να χτυπούν δυνατά η μια πάνω στην άλλη. «Dios, με τρελαίνεις» της είπε. Η Έλεν τύλιξε τα πόδια της γύρω από τους γοφούς του και τον έσφιξε πιο δυνατά πάνω της, ενώ οι μύες της σφίγγονταν γύρω από τον ανδρισμό του. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει να σταματήσει τώρα. Ο Ρικάρντο έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών του με τα δικά της κι άρχισε να κινείται ρυθμικά μέσα της. «Είσαι μια μάγισσα…» «Είμαι οτιδήποτε θελήσεις.» Το σμίξιμό τους της πρόσφερε τόση ηδονή που δεν είχε ξαναδοκιμάσει ποτέ στο παρελθόν. «Με κάνεις να θέλω να…» Ξέμπλεξε τα δάχτυλά τους και γλίστρησε τα χέρια του πίσω από τους γοφούς της, για να εισχωρήσει ακόμη βαθύτερα μέσα της. Ο ρυθμός του επιταχύνθηκε ενώ εκείνη άφηνε μικρές άναρθρες κραυγές. «Σε κάνω να θέλεις τι;» «Με κάνεις να θέλω να…» Το σώμα της σπαρταρούσε καθώς οι κινήσεις του δημιουργούσαν μέσα της ηλεκτρικές εκκενώσεις, μέχρι που ο κόσμος γύρω της έπαψε να έχει σημασία. «… φωνάξω.» Βύθισε τα νύχια της στο δέρμα του, την ώρα που μια απερίγραπτη αίσθηση την οδηγούσε σε έναν σκοτεινό κυκλώνα οργασμού. Μέσα σε δευτερόλεπτα, εκείνος την ακολούθησε, φυλακισμένος βαθιά στο κορμί της. Κρατήθηκε σφιχτά πάνω του νιώθοντας ακόμη ζαλισμένη. Το κεφάλι της βούιζε από την αδρεναλίνη και τα συναισθήματα που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Το βάρος του σώματός του της δυσκόλευε λίγο την αναπνοή, αλλά δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η ερωτική ομηρεία. Παρέμειναν έτσι για μερικά λεπτά. «Ω, Θεέ μου» μουρμούρισε πάνω στο απαλό δέρμα του στήθους του. «Θα είναι πιο αργό την επόμενη φορά» της είπε μ’ ένα γέλιο, πριν κυλήσει στην άκρη του κρεβατιού. «Με ξετρέλανες.» Στηρίχτηκε στον αγκώνα του για να σηκωθεί και να την κοιτάξει. «Ελπίζω να το απόλαυσες όσο κι εγώ.» Η Έλεν χαμογέλασε πλατιά. «Άξιζε την αναμονή.» «Τι σε έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη; Δεν ήθελες περιπλοκές στην αρχή.» Άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε αισθησιακά το στήθος του. «Το γαμήλιο δώρο μου σε σένα, Ρικάρντο» του ψιθύρισε. Εκείνος την πλησίασε ξανά και η Έλεν έκλεισε τα μάτια της μόλις ένιωσε το ερεθισμένο φύλο του πάνω στο γυμνό της δέρμα. «Χριστέ μου, είσαι καλός…» «Μπορώ να είμαι καλύτερος. Πιο αργός.» Τσίμπησε απαλά το λαιμό της και μετά τη χάιδεψε ανάμεσα στα πόδια. «Θα το επαναλάβουμε πολλές φορές αυτό, κυρία Αλμάνσα.» Η κοπέλα άφησε μια μικρή κραυγή καθώς εκείνος ερχόταν από πάνω της. «Θα σε κάνω να τελειώσεις ξανά και ξανά.» ***
Οι ζωηρές συνομιλίες που ακούγονταν από το κατάστρωμα ξύπνησαν τελικά την Έλεν από ένα βαθύ ύπνο. Ο Ρικάρντο την τράβηξε πιο κοντά πάνω στο στήθος του. «Συζητάει το πλήρωμα. Σε λίγο φτάνουμε στην αποβάθρα. Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να μας ενοχλήσουν μέχρι που να είμαστε έτοιμοι.» Η κοπέλα χασμουρήθηκε. «Θα μας θεωρούν κακομαθημένους, τεμπέληδες πλούσιους, που μένουν εδώ ξαπλωμένοι, ενώ εκείνοι κοπιάζουν. «Πρέπει να σηκωθούμε.» Χτύπησε παιχνιδιάρικα με τις παλάμες του τους γοφούς της, κάτω από τα σεντόνια. «Είναι το ταξίδι του μέλιτός μας, για όνομα του Θεού. Είναι λογικό να περνάμε πολλές ώρες στο κρεβάτι. Το αντιλαμβάνονται αυτό.» Του ανταπόδωσε το χτύπημα. «Δεν το είχα σκεφτεί αυτό, εξυπνάκια.» Και δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι συμπεριφερόμασταν σαν αληθινό ζευγάρι ερωτευμένων νεόνυμφων. Ακούστηκαν δυνατές ομιλίες έξω από την πόρτα. «Dios! Ήρθαν κιόλας οι καμαριέρες!» Ο Ρικάρντο άφησε έναν αναστεναγμό παραίτησης. «Συγνώμη αλλά θα δυσκολευτώ να συγκεντρωθώ όπως πρέπει στο υπέροχο σώμα σου με όλο αυτό το σαματά απέξω.» Η Έλεν άφησε ένα γελάκι με τον εκνευρισμό του και τράβηξε το σεντόνι πάνω από το στήθος της. «Νομίζω ότι είναι ώρα να βγούμε από την καμπίνα. Τι λες κι εσύ;» «Υποθέτω πως ναι.» Πήρε μια ρόμπα που ήταν αφημένη στα πόδια του κρεβατιού. «Αλλά δεν μπορώ να πω πως χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό.» «Ωστόσο, θα χαρεί το προσωπικό σου μόλις σε δει. Όλοι φαίνεται να σε λατρεύουν, Αλμάνσα. Δεν είμαι μόνο εγώ…» Ο Ρικάρντο την κοίταξε και έκανε μια πειρακτική γκριμάτσα. «Αρκετά αστειευτήκαμε, Έλεν. Είναι ώρα να μου φτιάξεις πρωινό. Βαρέθηκα τα ακριβά εστιατόρια και το πρόχειρο φαγητό από τα φαστ φουντ.» «Καταραμένε σοβινιστή! Τώρα, όμως, υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρεις.» «Σε ακούω.» «Είμαι άχρηστη ως νοικοκυρά.» Η Έλεν ένωσε τα χέρια της και χαμογέλασε πλατιά. «Δεν ξέρω να μαγειρεύω. Για να είμαι ειλικρινής, δεν κάνω καθόλου δουλειές. Λυπάμαι.» «Το ξέρω.» Ο άντρας τελικά αποφάσισε να μη φορέσει τη ρόμπα του. Την αφησε στο κρεβάτι κι άπλωσε το χέρι του προς το παντελόνι που ήταν κρεμασμένο σε μια καρέκλα δίπλα. «Το ξέρεις;» «Έχω δει την κατάσταση που επικρατούσε σ’ εκείνη την τρύπα που νοίκιαζες στην Ίμπιζα. Θυμάσαι;» «Έχεις επίσης έρθει για δείπνο στης μητέρας μου. Εκείνη κι εγώ έχουμε πολλά κοινά.» Ο Ρικάρντο χαμογέλασε και έσκυψε για να της δώσει ένα φιλί. «Η μαμά σου είναι υπέροχη και, εκτός αυτού, υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή από το φαγητό.» «Μπορεί ένας άντρας που σέβεται τον εαυτό του να λέει κάτι τέτοιο;» αστειεύτηκε η Έλεν. «Μπορεί όταν υπάρχει πάντα ένας επαγγελματίας σεφ κοντά του. Άλλωστε, διαθέτεις άλλα ταλέντα. Δε θέλω να ψήνεσαι μέσα στην κουζίνα όταν μπορείς να κάνεις το ίδιο στο κρεβάτι μαζί
μου. Και ξέρω να φτιάχνω καφέ μόνος μου. Θα επιβιώσουμε.» «Επομένως, δεν αντιμετωπίζουμε κανένα πρόβλημα» συμπέρανε εκείνη. «Σωστά.» Της έδωσε τη μεταξωτή της ρόμπα. «Θα κάνω ντους αργότερα στη βίλα. Θα μου κάνεις παρέα;» «Θα είμαι ασφαλής;» «Όχι.» «Εντάξει. Το ραντεβού κλείστηκε.» «Έλα, τότε, ας βγούμε στην ξηρά.» Αφήνοντας πίσω τους την καμπίνα, προσπέρασαν δυο νεαρές γυναίκες που μετέφεραν καλάθια με φρεσκοπλυμένα σεντόνια. Με τα μεγάλα καστανά μάτια τους, γεμάτα σεβασμό αλλά και λατρεία, κοίταζαν το αφεντικό τους που της χαιρετούσε και τις δύο με τα ονόματά τους. Η Έλεν άκουσε τα ενθουσιασμένα ψιθυρίσματά τους, καθώς απομακρύνονταν βιαστικά. Είχαν δει τη σενιόρα Αλμάνσα! Ο πρωινός ήλιος ήταν εκτυφλωτικός και η θέα τής έκοψε την ανάσα. Ο κόλπος όπου είχαν αγκυροβολήσει έδειχνε πανέμορφος κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. «Ω, Θεέ μου» ψιθύρισε μαγεμένη. «Σου αρέσει;» «Ναι, είναι υπέροχα! Σα να βλέπω καρτ ποστάλ πολυτελούς θερέτρου σε ταξιδιωτικό πρακτορείο.» «Bueno.» «Θαυμάσιο!» «Φοβάμαι, όμως, πως δεν υπάρχουν μπουτίκ εδώ.» «Ωραία.» «Ούτε βρετανικά μπαρ.» Η Έλεν προσποιήθηκε ότι συλλογιζόταν για λίγα δευτερόλεπτα και μετά του έριξε μια πειρακτική ματιά. «Θα το αντέξω.» «Πολύ κακή σύνδεση στο Ίντερνετ και αδύναμο σήμα κινητού.» «Σταμάτα να μιλάς και κάνε γρήγορα!» Τον χτύπησε παιχνιδιάρικα στον ώμο με το ψάθινο καπέλο της. «Μου υποσχέθηκες ένα ντους.»
Κεφάλαιο Οκτώ
Μια βενζινάκατος τους μετέφερε σε μια παλιά ξύλινη προκυμαία. Ο κόλπος ήταν πολύ ρηχός για να μπορέσει ένα γιοτ του μεγέθους του Indalo να πλησιάσει στην όχθη. Η Έλεν έφτασε ξέπνοη και ξεχτένιστη, μετά τη γρήγορη, ανώμαλη διαδρομή, και κοίταξε γύρω της. Ένιωθε ενθουσιασμένη. Ψηλοί απότομοι βράχοι, με άφθονα δέντρα στη βάση τους, περικύκλωναν τον κόλπο και, στο ύψωμα ενός λόφου, διέκρινε τη στέγη ενός κτιρίου, ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση. «Υπάρχει ένα σπίτι εκεί» είπε και έδειξε στον Ρικάρντο προς εκείνη την κατεύθυνση τη στιγμή που την έπιανε από το άλλο χέρι για να τη βοηθήσει να βγει από τη βενζινάκατο. «Αυτό είναι το αστεροσκοπείο.» «Αστεροσκοπείο;» «Ναι, το έχτισε ένας αστρονόμος που υποχρεώθηκε να αποσυρθεί σε πιο ζεστά κλίματα εξαιτίας μιας πολύ αυταρχικής συζύγου.» «Συναρπαστικό!» Ο Ρικάρντο γέλασε και της έδειξε ένα ανοιχτό τζιπ που τους περίμενε. Το αυτοκίνητο πρόσεχε ένας αδύνατος άντρας, με σκούρα γυαλιά και βερμούδα. «Έλα, πάμε. Μπορούμε, βέβαια, να πάμε με τα πόδια, αλλά θα είναι πολύ πιο γρήγορα αν οδηγήσω.» «Εσύ είσαι το αφεντικό.» Ο Ρικάρντο πήρε τα κλειδιά από τον άντρα, ο οποίος έγνεψε καταφατικά κι έφυγε χωρίς να πει μια λέξη. «Το εννοείς αυτό;» «Όχι, βέβαια.» Η κοπέλα γέλασε. «Έλα, ας ξεκινήσουμε.» «Καλώς όρισες στο Ντίζι Χάιτς, ένα από τα σπίτια μου» της είπε μόλις έφτασαν στην κορυφή ενός λόφου, ύστερα από μια σύντομη διαδρομή σ’ ένα στενό, απότομο δρόμο, που περνούσε μέσα από ψηλά πεύκα. Η Έλεν ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια της εντυπωσιασμένη. Εισέπνευσε τον καθαρό αέρα όσο το μυαλό της κατέγραφε μια πανδαισία χρωμάτων. Είδε το φωτεινό γαλάζιο του ουρανού που κατέληγε στη θάλασσα, τα γκρίζα βράχια, τους λευκούς ασβεστωμένους τοίχους του κτιρίου. Την εικόνα συμπλήρωναν μια μοβ μπουκαμβίλια, μια βαθυπράσινη μυρτιά και ένας πορφυρός ιβίσκος. «Αυτή είναι η πάνω είσοδος» την πληροφόρησε ο Ρικάρντο κι έσβησε τη μηχανή του τζιπ. «Η κάτω προορίζεται για χρήση του προσωπικού και των διανομέων.» «Αυτό το σπίτι είναι τεράστιο» σχολίασε εκείνη. «Πρόκειται για μία ακόμη επένδυσή σου;» «Α, όχι. Είναι ιδιωτική κατοικία, σε ειδική πράσινη ζώνη.» «Κάπως ειρωνικό αν αναλογιστεί κανείς όλες τις άλλες σου ιδιοκτησίες.» «Θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις και υποκριτικό, αν θέλεις. Θα το καταλάβαινα.» «Αλήθεια; Θα το καταλάβαινες;» «Ίσως δεν το πιστεύεις, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που με κατακρίνουν σε καθημερινή βάση. Πολλοί με μισούν γι’ αυτό που κάνω.» «Γι’ αυτό που κάνεις;» «Για σκέψου το λίγο. Είμαι τραπεζίτης και κατασκευαστής. Αγοράζω γη, χτίζω σπίτια και μετά
δανείζω στους ανθρώπους τα χρήματα για να τα αγοράσουν από εμένα. Αυτό ενοχλεί πολλούς. Ακόμη και τους πλούσιους. Ειδικά τους ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης, ακριβώς δίπλα μου.» «Και δε σε πειράζει αυτό;» Ο Ρικάρντο ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν το αφήνω να με πειράξει. Πρόκειται για μπίζνες και δεν έχω καμιά επιθυμία να είμαι φτωχός.» Άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να βγει από το αμάξι. «Αλλά αρκετά μ’ αυτή τη σοβαρή κουβέντα. Υποτίθεται ότι ήρθαμε εδώ για να περάσουμε καλά.» Η μυρωδιά καμένου ξύλου έφτασε στα ρουθούνια τους, και η Έλεν πρόσεξε καπνό να βγαίνει από μια καμινάδα στο πίσω μέρος του σπιτιού. «Φαίνεται ότι έχουμε ήδη παρέα» είπε εύθυμα, προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευσή της. «Η Λουσία, η οικονόμος μου, θα φτιάχνει ψωμί και θα ετοιμάζει μια ποικιλία από εδέσματα για εμάς.» Προσπερνώντας την έκπληξή της, την έπιασε από τη μέση και την έσφιξε πάνω του ενώ περπατούσαν. «Θα έχει φύγει σε μισή ώρα, μην ανησυχείς.» «Δεν ανησυχώ.» «Και κανείς από το προσωπικό δε θα έρθει στο κυρίως οίκημα μέχρι να τους το πω εγώ. Δίνω μεγάλη αξία στην ιδιωτική μου ζωή, και γι’ αυτό αγόρασα αυτό το τεράστιο κτήμα. Άφθονος χώρος, ηρεμία και γαλήνη.» «Ακούγεται υπέροχο.» «Θα βρούμε τη Λουσία στην κουζίνα.» Ο Ρικάρντο την οδήγησε σε μια σκάλα στο πλάι της βίλας που κατέληγε σε μια ανοιχτή πόρτα. «Εδώ είμαστε.» Μια εύσωμη, μεσήλικη γυναίκα, με γκρίζα μαλλιά χτενισμένα σε κότσο, δούλευε μια τεράστια μπάλα ζυμάρι σ’ ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι. Σήκωσε το κεφάλι της ξαφνιασμένη μόλις ο Ρικάρντο την αιφνιδίασε αγκαλιάζοντάς τη σφιχτά από πίσω. Αμέσως γύρισε για ν’ ακουμπήσει το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της στον ώμο του. «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, Λουσία.» Άπλωσε το χέρι του για να γνέψει στην Έλεν να έρθει πιο κοντά. «Και αυτή, αγαπητή παλιά μου φίλη, είναι η σύζυγός μου, η Έλεν.» Η μεγαλύτερη γυναίκα την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και έγνεψε αντί για χαιρετισμό. «Επομένως, οι φήμες αληθεύουν. Τελικά παντρεύτηκες. Όχι με κάποιο από αυτά τα κοκκαλιάρικα μοντέλα, δόξα τω Θεώ.» «Δεν είναι όμορφη;» «Έλεν, είπες;» Η Λουσία γύρισε για να κοιτάξει τον Ρικάρντο, σουφρώνοντας ταυτόχρονα τα χείλη της. «Ωραίο όνομα.» Η Έλεν αισθάνθηκε τα μάγουλά της να φλογίζονται. Επιστράτευσε ένα χαμόγελο που ήλπιζε ότι η άλλη γυναίκα θα ανταπέδιδε. Όμως η Λουσία δεν της έκανε το χατίρι. Προσπάθησε να μην αφήσει τη στάση της οικονόμου να την επηρεάσει. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Λουσία.» «Οπωσδήποτε χαίρεται!» επενέβη ο Ρικάρντο. «Απ’ ό,τι ξέρω, το μαγείρεμα δε συγκαταλέγεται στα ταλέντα της.» Η Λουσία απομακρύνθηκε λίγο από τον Ρικάρντο κι επέστρεψε στο ζυμάρι. Το χτύπησε δυνατά, στέλνοντας ένα μικρό σύννεφο από αλεύρι στον αέρα. «Μπορούμε, όμως, να ελπίζουμε ότι είναι καλή σε άλλα πράγματα, έτσι, muchacho;» Ο Ρικάρντο γέλασε. «Με ξέρεις πάρα πολύ καλά.» Η γυναίκα τού έριξε μια πλάγια ματιά που περιείχε μια υποψία χαμόγελου, αλλά αγνόησε
εντελώς την Έλεν. «Φύγε από την κουζίνα μου και πήγαινε να παίξεις σαν καλό αγόρι» αστειεύτηκε. «Πείτε μου μόνο πότε θέλετε να φάτε.» «Εγώ δεν πεινάω καθόλου.» Η Έλεν σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της. Για πρώτη φορά στη ζωή της ευχήθηκε να ήταν εξαιρετική μαγείρισσα ώστε να βάλει αυτή τη γυναίκα στη θέση της. Κατόπιν, έστρεψε το βλέμμα της στον Ρικάρντο. Ο άντρας κοιτούσε πότε τη μια και πότε την άλλη. Διαισθανόταν ότι η κατάσταση απαιτούσε λεπτό χειρισμό. «Έλεν, γλυκιά μου, γιατί δεν πηγαίνεις στην πισίνα; Θα σου φέρω κάτι να πιεις σε λίγο.» Εκείνη έπιασε αμέσως το υπονοούμενο κι ένιωσε ανακούφιση εγκαταλείποντας το πεδίο που ήταν φανερό ότι δεν προοριζόταν να γίνει δικό της. Ήταν εύκολο να βρει την πισίνα στο πίσω μέρος της βίλας. Ήταν τεράστια και διέθετε εντυπωσιακή θέα προς τον κόλπο. Με κακή διάθεση και νιώθοντας επίσης ενοχλητικά πεινασμένη, η κοπέλα έφτασε ως την άκρη της πισίνας. Έβγαλε τα σανδάλια της και βούτηξε τα πόδια της στο νερό. Ενώ χαλάρωνε, είδε μια δυνατή λάμψη μπροστά της. Ήταν η αντανάκλαση του πρωινού ήλιου στο τεράστιο διαμάντι του δαχτυλιδιού της. Τα πάντα στη ζωή του Ρικάρντο ήταν μεγάλα και ακριβά. Το καλύτερο ήταν το ερωτικό τους σμίξιμο και οι καταπονημένοι της μύες αποτελούσαν αποδεικτικό στοιχείο. Έφερε το δαχτυλίδι λίγο πιο κοντά της. Ήταν εκπληκτικά όμορφο, με μεγάλες, καθαρές έδρες. Δεν το είχε ξανακοιτάξει από τόσο κοντά στο φως της ημέρας. Αυτό συμβαίνει όταν παντρεύεται κανείς βιαστικά. Η μεγάλη πέτρα του ήταν τετράγωνη με στρογγυλεμένες άκρες. Το στριφογύρισε και πρόσεξε ότι στη μια πλευρά του ήταν σκαλισμένο το κεφάλι ενός λιονταριού, σαν εκείνα στα μανικετόκουμπα του Ρικάρντο την πρώτη φορά που συναντήθηκαν στην κρεβατοκάμαρα της Κοντέσας. Η Έλεν γέλασε στην ανάμνηση εκείνης της σκηνής. Τότε νόμιζε ότι θα τη σκότωναν, αλλά μετά παντρεύτηκε τον υποψήφιο δολοφόνο της! Η λεοντοκεφαλή θα πρέπει να ήταν οικόσημο των Αλμάνσα. Του ταίριαζε. Ήταν κι εκείνος σκληρός, περήφανος και μεγαλοπρεπής. Γύρισε το δαχτυλίδι από την άλλη μεριά, περιμένοντας να δει ακόμη ένα ζώο, όμως αντίκρισε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ένα λουλούδι. Κοιτάζοντάς το προσεκτικά, διαπίστωσε ότι έμοιαζε με ηράνθεμο. Φύτρωναν ηράνθεμα στην Ισπανία; Ή μήπως αποτελούσε αναφορά στη Φάρμα Πρίμροουζ*; Αυτό θα πρέπει να ήταν. Προφανώς, ο Ρικάρντο είχε κάνει το δαχτυλίδι ειδική παραγγελία. Αλλά, οπωσδήποτε, ακόμη και ο πιο ισχυρός φακός φωτογράφου δε θα μπορούσε να αποτυπώσει μια τόσο μικρή λεπτομέρεια. Συνεπώς, το είχε κάνει μόνο για εκείνη. Ένιωθε ιδιαίτερα συγκινημένη από τη χειρονομία του. Ο άντρας είχε επίσης φροντίσει να συμπεριληφθεί στο προγαμιαίο συμβόλαιο ένας όρος σύμφωνα με τον οποίο όλα τα ρούχα, τα αξεσουάρ και τα κοσμήματα θα παρέμεναν στην κατοχή της. Το δαχτυλίδι προφανώς άξιζε μια περιουσία, αλλά δε θα το πουλούσε ποτέ. Της το είχε χαρίσει ο Ρικάρντο και ήταν πολύ ιδιαίτερο. Ωστόσο, η χαρά της ξεθώριασε γρήγορα μόλις θυμήθηκε τις λεπτομέρειες της προσφοράς του δαχτυλιδιού. Δεν της είπε πως την αγαπάει, ούτε της ζήτησε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της μαζί του. Της έδωσε το κόσμημα κι έφυγε από το δωμάτιο, χωρίς να ρίξει μια ματιά πίσω του για να δει αν της άρεσε. Η Έλεν αναστέναξε θλιμμένα και έκλεισε τα μάτια της για να μην την ενοχλεί το δυνατό φως του ήλιου. Αυτή ήταν μια επαγγελματική συμφωνία που περιλάμβανε καυτό σεξ ως μπόνους. Τρεις μήνες ήταν αρκετοί για να κρατήσουν τα προσχήματα. Μπορούσε ένα γαμήλιο ταξίδι να διαρκέσει τόσο
πολύ; Υπήρχαν τόσες ερωτήσεις που δεν είχαν γίνει σχετικά μ’ αυτό το γάμο. «Φαγητό!» Η Έλεν έκανε μια γκριμάτσα μόλις ο Ρικάρντο ακούμπησε δίπλα της ένα ξύλινο δίσκο μ’ ένα πιάτο τηγανίτες με μέλι και ζάχαρη κι ένα φλιτζάνι καφέ. «Δεν είμαι σίγουρη ότι πρέπει να δοκιμάσω κάτι απ’ αυτά» μουρμούρισε. «Και γιατί όχι;» «Επειδή η Λουσία με μισεί. Μπορεί να τα έχει δηλητηριάσει.» Ο Ρικάρντο έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι τηγανίτα με τα δόντια του και η Έλεν ένιωσε να της τρέχουν τα σάλια. «Θάνατος από γλυκό» της είπε. «Εμένα μου ακούγεται μια χαρά.» Η Έλεν πήρε μια τηγανίτα και την έβαλε στο στόμα της. «Μμ» έκανε κι έκλεισε ηδονικά τα μάτια της. Βούτυρο, βανίλια και μέλι έλιωναν απολαυστικά στη γλώσσα της. «Αν πεθάνω πριν από εσένα, γλυκιά μου, θα γίνεις μια πολύ πλούσια γυναίκα» της είπε και χαμογέλασε πλατιά. «Μια εύθυμη χήρα που δε θα χρειαστεί να μαγειρέψει ποτέ στη ζωή της.» «Βλακείες. Αν ο δικηγόρος σου δεν έχει φροντίσει να καλύψει τον ξαφνικό σου θάνατο από γλυκό, τότε θα πρέπει να είναι εντελώς άχρηστος.» Δέχτηκε το μεγάλο φλιτζάνι καφέ με γάλα που της έδωσε. «Τέλος πάντων, δεν ήξερα ότι ήσουν τραπεζίτης.» «Δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα για μένα.» Έβαλε στο στόμα του ακόμη μία λαχταριστή τηγανίτα κι απόλαυσε τη γεύση της πριν ξαναμιλήσει. «Αυτός είναι ένας γάμος συμφέροντος, αν θυμάσαι.» Η Έλεν γέλασε παρά τη θέλησή της. «Σωστό κι αυτό.» «Και η Λουσία δε σε μισεί. Μπορεί να είναι κάπως επιφυλακτική απέναντί σου επειδή με βλέπει σα γιο της.» «Ποτέ δε θα το είχα φανταστεί.» «Θα πρέπει να κουβεντιάσεις λίγο με την καινούρια της νύφη. Πίστεψέ με, δεν έχεις ιδέα πόσο προστατευτικές μπορούν να είναι η μαμάδες της Μινόρκα. Τέλος πάντων, ηρέμησε τώρα. Μόλις έφυγε για το σπίτι της.» «Χαμογελάει ποτέ;» «Ναι, όταν πιει κανένα ποτηράκι.» Η Έλεν ξεφύσησε. «Αλήθεια; Πολύ θα ήθελα να το δω αυτό!» «Αν βρισκόμαστε εδώ μέχρι την επόμενη οικογενειακή γιορτή, μπορεί να το δεις.» Τα φρύδια του έσμιξαν στο άκουσμα ενός τηλεφώνου στο εσωτερικό του σπιτιού. «Ποιος να ’ναι; Δε νομίζω ότι το τηλέφωνο έχει χτυπήσει εδώ και περίπου τρία χρόνια!» Η Έλεν τον παρακολούθησε να μπαίνει βιαστικά στο σπίτι και, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, το τηλέφωνο σίγησε. Αναρωτήθηκε αν θα βρισκόταν εκεί όταν γινόταν η επόμενη οικογενειακή γιορτή. Η τραχιά φωνή του Ρικάρντο πίσω της την έκανε να αναπηδήσει. «Πρέπει να καταπιείς αυτή την μπουκιά γρήγορα και να φανείς γενναία.» Η έκφρασή του ήταν σοβαρή. «Λυπάμαι που είμαι αναγκασμένος να σου το ζητήσω, αλλά νομίζω ότι μπορεί να χρειαστώ τη βοήθειά σου.» «Τι συνέβη;» «Πρόκειται για το μεγαλύτερο γιο της Λουσία. Το σπίτι του έπιασε φωτιά. Η γυναίκα και τα παιδιά του βρίσκονται μέσα, κι εκείνος προσπαθεί να μπει για να τους βοηθήσει, αλλά η εσωτερική σκάλα έχει καταστραφεί. Η πυροσβεστική είναι καθοδόν, όμως εμείς βρισκόμαστε πιο κοντά…»
Η Έλεν σηκώθηκε αμέσως κι άρπαξε την τσάντα της. «Έλα, πάμε.» *** Ίσως την είχε αφήσει στο σπίτι. Δεν είχε ιδέα τι τους περίμενε όταν έφταναν στη φάρμα τού Τίνο. Οπωσδήποτε θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με κάτι δυσάρεστο, αγχωτικό ή ακόμη και επικίνδυνο. Αλλά τώρα ήταν πολύ αργά. Βρίσκονταν στη μέση του πουθενά και απείχαν περίπου πέντε λεπτά από το φλεγόμενο κτίριο, με κανένα δείγμα πολιτισμού ενδιάμεσα. Έπρεπε να σπάσει τη σιωπή. «Είσαι καλά;» Η Έλεν γύρισε και τον κοίταξε, με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν μπροστά από το πρόσωπό της. Το τζιπ κλυδωνιζόταν πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο. «Είμαι το τελευταίο πρόσωπο για το οποίο θα έπρεπε να ανησυχείς!» του φώναξε για να καλύψει το θόρυβο του κινητήρα. «Εντάξει, αφού το λες εσύ.» Η καρδιά του έχασε ένα χτύπο βλέποντας τι βρισκόταν μπροστά τους. «Θα φτάσουμε σχεδόν σε τρία λεπτά.» Το τζιπ σταμάτησε απότομα μέσα σ’ ένα σύννεφο από καπνό και αποκαΐδια, λίγα μέτρα μακριά από το αγροτόσπιτο. «Δεν υπάρχουν φλόγες απ’ αυτή την πλευρά!» φώναξε ο Ρικάρντο. Μ’ ένα σάλτο βγήκε απ’ το αυτοκίνητο κι άρχισε να τρέχει προς το κτίριο. «Η φωτιά θα πρέπει να είναι στο πίσω μέρος. Τίνο!» Δεν περίμενε να βγει και η Έλεν από το αμάξι. Δεν ήταν ώρα για κοινωνικές ευπρέπειες. Προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμος, μα τον τρόμαζε η σκέψη τού τι θα έβλεπε μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα. Γιατί τέτοια πράγματα να συμβαίνουν πάντα σε καλούς ανθρώπους; Βρήκε τον Τίνο στην πίσω βεράντα να στέκεται με τα χέρια του υψωμένα προς τον ουρανό. «Σενιόρ Αλμάνσα! Gracias a Dios! Δόξα τω Θεώ!» Αίμα κυλούσε στο πρόσωπο του άντρα κιι η αναπνοή του έβγαινε κοφτή. «Προσπάθησα να φτάσω εκεί πάνω με την ανεμόσκαλα, αλλά γλιστράει πάνω στη βεράντα. Το μάρμαρο…» «Πού βρίσκονται;» Ο Τίνο έδειξε προς ένα ανοιχτό παράθυρο αρκετά μέτρα πιο πάνω. «Η Εστρέλα είναι στο μπάνιο με τα παιδιά. Δεν ήθελε να πετάξει το μωρό κάτω. Φοβόταν. Είπε ότι θα μούσκευε πετσέτες με νερό για να προστατευτούν. Όμως, ενώ της φωνάζω συνέχεια, έχει πάψει να μου απαντάει.» Η φωνή του Τίνο έσπασε. «Φοβάμαι τόσο πολύ, σενιόρ.» «Πριν από πόση ώρα σου μίλησε για τελευταία φορά;» «Πριν από μερικά λεπτά. Ακριβώς πριν ακούσω το αμάξι σας να έρχεται.» «Γρήγορα, τη σκάλα!» Ο Ρικάρντο σήκωσε την ανεμόσκαλα από κάτω και τη στερέωσε στον τοίχο, κάτω από το παράθυρο του μπάνιου. «Σφήνωσε τα πόδια σου στη βάση της σκάλας και κράτησέ τη σταθερή για να μην ξαναγλιστρήσει. Θα πάω πάνω.» «Όχι, σενιόρ, είναι πολύ επικίνδυνο. Αφήστε εμένα.» Ο Ρικάρντο ήταν ο πρώτος που είχε βρει άψυχα κορμιά στο παρελθόν. Δε θ’ άφηνε άλλον άνθρωπο να το βιώσει. «Είμαι ψηλότερος και πιο δυνατός από εσένα, Τίνο. Άλλωστε, έχεις αίματα στο πρόσωπο. Θα τους τρομάξεις. Απλώς κράτα σταθερή τη σκάλα.» Του έριξε μια αυστηρή ματιά και προσπάθησε να αγνοήσει τη ναυτία που είχε αρχίσει να νιώθει. «Τώρα!» Σκαρφάλωνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η ξύλινη σκάλα ταλαντευόταν. Ευχαρίστησε το Θεό
που το παλιό κτίριο δεν είχε μοντέρνα, μικροσκοπικά παράθυρα μπάνιου. Θα κατάφερνε να μπει μέσα σχετικά εύκολα. «Εστρέλα!» Καμιά απάντηση. Στηρίχθηκε στην κάσα του παραθύρου πριν ορμήσει μέσα. Τα χέρια του έτρεμαν. Υπήρχε καπνός παντού. Έβηξε κι αισθάνθηκε το λαιμό του να καίει. Στη γωνία του μπάνιου υπήρχε ένας μπόγος. Υγρές, στυμμένες πετσέτες και τέσσερα κοιμισμένα αγγελούδια. Είκοσι δευτερόλεπτα αγωνίας πέρασαν πριν ο Ρικάρντο διαπιστώσει ότι ήταν όλοι αναίσθητοι αλλά ακόμη ζωντανοί. Το άγχος του ήταν τόσο έντονο που δυσκολευόταν να σκεφτεί λογικά. Έκανε το σταυρό του. Πήρε το μωρό από την αγκαλιά της μητέρας του κι έτρεξε προς το παράθυρο. Ο καπνός γινόταν όλο και πιο πυκνός. Η Έλεν και ο Τίνο τον κοιτούσαν ανήσυχοι από κάτω. «Έλεν, κράτα τη σκάλα. Τίνο, εδώ πάνω γρήγορα!» Ο Τίνο έτρεμε καθώς σκαρφάλωνε αδέξια στη σκάλα, με δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του. «Είναι…;» «Είναι όλοι ζωντανοί, αλλά πρέπει να κάνουμε γρήγορα. Του έδωσε προσεκτικά το μωρό και χαμογέλασε όταν εκείνο άρχισε να κλαίει, σημάδι ότι ήταν καλά. «Πήγαινέ το κάτω κι έλα πίσω να με βοηθήσεις.» «Κουτί πρώτων βοηθειών!» του φώναξε η Έλεν. «Έχεις στο αμάξι;» «Ναι, στο πίσω κάθισμα» απάντησε με τη φωνή του να ακούγεται πιο σκληρή από όσο σκόπευε. «Αλλά πρώτα να τους βγάλουμε όλους.» Τρεις ακόμη διαδρομές και ο Ρικάρντο κουβαλούσε την Εστρέλα στον ώμο του. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν σειρήνες. Μετά από ελάχιστα λεπτά, στεκόταν στη βεράντα και παρακολούθησε σιωπηλά τους επαγγελματίες που είχαν αναλάβει δράση. Σιγά σιγά, ανακτούσε την αναπνοή του, περιμένοντας να επανέλθει ο χτύπος της καρδιάς του στο φυσιολογικό της ρυθμό. Η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Ένιωσε ένα χέρι στο μπράτσο του. «Έσωσες τις ζωές τους» ψιθύρισε η Έλεν. «Δόξα τω Θεώ, είναι όλοι μια χαρά.» Ο Ρικάρντο έκλεισε τα μάτια του για λίγα δευτερόλεπτα. «Μόνο αυτό έχει σημασία.»
Κεφάλαιο Εννέα
Ο Ρικάρντο οδηγούσε σιωπηλός. Το πρόσωπό του ήταν άκαμπτο σα βράχος καθώς επέστρεφαν στη βίλα. Η Έλεν δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα για να πει. Η ψιλοκουβέντα φαινόταν ακατάλληλη υπό τις παρούσες συνθήκες. Ο άντρας τον οποίο είχε παρακολουθήσει σε δράση δεν ήταν ο ρηχός πλέι μπόι δισεκατομμυριούχος που νόμιζε ότι παντρεύτηκε. Είδε επιδείξει αξιοσημείωτη δύναμη και αυτοέλεγχο. Τα χέρια του δεν έτρεμαν ύστερα από όλα όσα συνέβησαν, όπως τα δικά της. Είχαν παραμείνει για περίπου μία ώρα στον τόπο της καταστροφής, αφότου είχε φύγει το ασθενοφόρο. Ο Ρικάρντο ήθελε να βεβαιωθεί ότι κάποιος θα φρόντιζε τη φάρμα για όσο καιρό ο Τίνο και η οικογένειά του βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Τα ζώα εξακολουθούσαν να χρειάζονται τάισμα και περιποίηση. Επίσης, έπρεπε να γίνουν τηλεφωνήματα και να συμπληρωθούν έντυπα για την ασφαλιστική εταιρεία. «Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ χρειάζομαι ένα ποτό» της είπε όταν έφτασαν στη βίλα. Ξαφνικά, φαινόταν εντελώς εξαντλημένος. «Ακριβώς αυτό που διέταξε ο γιατρός» είπε η Έλεν, προσπαθώντας να συγχρονιστεί με το γρήγορο βήμα του προς την είσοδο. Μόλις βρέθηκαν στο καθιστικό, ο Ρικάρντο έβαλε ουίσκι σε δύο ποτήρια και της πρόσφερε το ένα πριν αδειάσει το δικό του μονορούφι. Η φωνή του ήταν σοβαρή και βαριά. «Συγνώμη, δε σε ρώτησα αν ήθελες πάγο.» «Εντάξει, θα βάλω λίγο.» Μύρισε το κεχριμπαρένιο υγρό. «Δεν μπορώ να το πιω σκέτο. Θα πάρω και λίγη λεμονάδα από την κουζίνα αν υπάρχει.» «Υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκεί μέσα» της είπε και πέρασε το χέρι του πάνω απ’ το μαυρισμένο, ιδρωμένο μέτωπό του. «Έλα, ας δούμε τι θα βρούμε. Το ψυγείο είναι πάντα γεμάτο.» Η Έλεν παρατήρησε ένα τρέμουλο στο χέρι του τη στιγμή που πήγε να του δώσει το ποτήρι της. «Πιες λίγο ακόμη ουίσκι και μετά πήγαινε να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο» τον προέτρεψε. «Μπορώ να χειριστώ και μόνη μου μια πόρτα ψυγείου.» «Ευχαριστώ.» Άρχισε να πίνει το δεύτερο ποτήρι ουίσκι πιο αργά. «Είσαι σίγουρη ότι δε σε πειράζει;» «Φυσικά, όχι. Εφόσον η Λουσία δε βρίσκεται φρουρός στην κουζίνα!» «Η Λουσία είναι πολύ απασχολημένη με την οικογένειά της αυτή τη στιγμή. Όμως, μην ανησυχείς. Θα γίνει ισόβια φίλη σου μετά από ό,τι έκανες σήμερα.» Άδειασε το ποτήρι του και το ακούμπησε στο γυάλινο τραπεζάκι. «Δεν έκανα και πολλά.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ήσουν εκεί για μένα» την αντέκρουσε ήρεμα. «Καθώς και για τον Τίνο και την οικογένειά του. Βοήθησες χωρίς να κάνεις ερωτήσεις. Δεν ξέρω πολλές γυναίκες που θα ήταν διατεθειμένες να κάνουν κάτι τέτοιο, θυσιάζοντας το ακριβό μανικιούρ και την κόμμωσή τους.» Η Έλεν κοίταξε τα χέρια της. Το γαμήλιο μανικιούρ της αποτελούσε μακρινή ανάμνηση. Είχε ένα σπασμένο νύχι και τα υπόλοιπα ήταν γεμάτα βρομιά. «Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να τα πλύνω όσο είμαι στην κουζίνα» είπε γελώντας. «Και μετά θα κάνω κι εγώ ένα μπάνιο.»
«Καλή ιδέα» είπε ο Ρικάρντο και απομακρύνθηκε. «Θα σε δω αργότερα.» Αργότερα; Αυτό δεν ακούστηκε σαν πρόσκληση για να πάει να τον βρει. Η Έλεν ανασήκωσε τους ώμους της και προσπάθησε να διώξει την απογοήτευσή της. Θυμόταν πολύ καλά πως της είχε υποσχεθεί ένα κοινό ντους. Αναστέναξε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα με το ποτήρι στο χέρι. Θα αισθανόταν καλύτερα μετά από αυτό το ποτό. *** «Σου αρέσουν τα θαλασσινά;» ρώτησε ο Ρικάρντο ενώ ολοκλήρωνε την προετοιμασία του χτιστού φούρνου στη βεράντα. «Το κάρβουνο θα είναι έτοιμο σε περίπου μισή ώρα.» Η Έλεν αγνάντευε τη θάλασσα, με την εφημερίδα που διάβαζε πριν λίγο διπλωμένη στο τραπέζι δίπλα της. Γύρισε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει καθώς πλησίαζε. «Εξαρτάται τι είδους» απάντησε επιφυλακτικά, με τα φωτεινά πράσινα μάτια της να λάμπουν σαν σμαράγδια στον απογευματινό ήλιο. Ο Ρικάρντο τράβηξε μια καρέκλα δίπλα της και τοποθέτησε μια γυάλινη κανάτα και δυο ψηλά ποτήρια πάνω στο τραπέζι. «Ίσως θα ήταν ευκολότερο να μου πεις τι σου αρέσει και τι όχι.» «Όχι κυδώνια ούτε στρείδια. Ποτέ δεν ήμουν αρκετά γενναία ή μεθυσμένη ώστε να τα δοκιμάσω.» «Είχα σκοπό να σου προτείνω να ψήσουμε μερικές ντόπιες κόκκινες γαρίδες, περιχυμένες με λάδι, σκόρδο και χοντρό αλάτι, αλλά αν προτιμάς παϊδάκια…» «Ω, όχι, ακούγεται τέλειο!» Ο Ρικάρντο πήρε το λεπτό της χέρι στο δικό του και πέρασε τον αντίχειρά του πάνω από το διαμάντι του δαχτυλιδιού της. «Έπλυνες τα χέρια σου.» « Πλύθηκα ολόκληρη» του είπε με προκλητικό τόνο. «Πηγαίνοντας στην κουζίνα, βρήκα ένα μπάνιο που έδειχνε τόσο φιλόξενο…» Ο άντρας σήκωσε το χέρι της και φίλησε το εσωτερικό τού καρπού της. Το δέρμα της ήταν απαλό και ο σφυγμός της σαν άγγιγμα πεταλούδας πάνω στα χείλη του. «Δείχνεις και μυρίζεις υπέροχα.» «Ευχαριστώ» μουρμούρισε. Ένα ροζ χρώμα έβαψε τα μάγουλά της. «Έχεις εξαίρετο γούστο στα σαπούνια.» «Έχω άψογο γούστο σε όλα» της είπε με απαλή φωνή. «Ειδικά όσον αφορά τις γυναίκες.» Η Έλεν έκανε μια πειρακτική γκριμάτσα και τράβηξε το χέρι της. «Στοιχηματίζω ότι το λες αυτό σε όλες τις κοπέλες που γνωρίζεις.» Ο Ρικάρντο γέλασε. «Το λατρεύω όταν με προσβάλλει η αγαπητή μου σύζυγος.» Τα μάτια της άνοιξαν περισσότερο με ψεύτικη οργή, και χτύπησε παιχνιδιάρικα το χέρι του με την εφημερίδα. «Είσαι σοβινιστής και διεστραμμένος!» Ο Ρικάρντο άδειασε αρκετό από το περιεχόμενο της κανάτας στα ποτήρια τους. «Πώς και δε σε παντρεύτηκε κανείς μέχρι τώρα, Έλεν; Μου κάνει εντύπωση.» «Γιατί σου κάνει εντύπωση; Είμαι μόλις είκοσι τεσσάρων ετών.» «Έλα τώρα. Είδα πώς σε κοίταζε εκείνος ο χίπης. Με την εμφάνιση που διαθέτεις, δεν είναι δυνατόν να είχες ποτέ έλλειψη από υποψήφιους συζύγους.»
«Σταμάτα να ψαρεύεις, Αλμάνσα, και ρώτησέ με απευθείας αυτό που θέλεις να μάθεις.» Το σμαραγδένιο της βλέμμα αιχμαλώτισε το δικό του για ένα-δυο δευτερόλεπτα. Φαινόταν να διστάζει να κάνει την ερώτηση που τον βασάνιζε. «Εντάξει, πόσοι άντρες πέρασαν απ’ τη ζωή σου;» Ορίστε, το είχε πει. Εκείνη τον έκανε να το ξεστομίσει. Ήθελε να ξέρει. «Δε σε αφορά.» «Θέλω, όμως, πολύ να το μάθω. Λοιπόν;» Επιστράτευσε το πιο γοητευτικό του χαμόγελο, ενώ άρχισε να χαϊδεύει το γόνατό της. Εκείνη άφησε έναν αναστεναγμό παραίτησης. «Τέσσερις. Κανείς απ’ αυτούς τους δεσμούς δεν είχε ιδιαίτερη σημασία, ούτε μεγάλη διάρκεια και, τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι όλοι οι άντρες επιδίωκαν μόνο ένα πράγμα.» «Τι εννοείς;» Έδειξε με μια χειρονομία το στήθος της, που οι εντυπωσιακές του καμπύλες αναδεικνύονταν από το εφαρμοστό μπούστο του καλοκαιρινού της φορέματος. «Έχω φτάσει να πιστεύω ότι, αν και διαθέτω ωραίο σώμα, δεν είμαι κατάλληλη για γάμο.» «Μιλάς σοβαρά;» «Απολύτως.» Πήρε το ποτήρι της και το μύρισε. «Και για να σε απαλλάξω από το να ρωτήσεις, η πρώτη μου φορά ήταν σ’ ένα πάρτι για νεαρούς αγρότες, μετά από μεγάλη ποσότητα μπίρας. Σε έναν αχυρώνα. Τώρα, τι είναι αυτό το κατασκεύασμα που μου έδωσες;» «Είναι ένα κοκτέιλ που φτιάχνεται με τζιν, λεμονάδα, σιρόπι ζάχαρης και μια φέτα λεμόνι.» Είχε την αίσθηση ότι είχε κλείσει μια δίοδος επικοινωνίας μεταξύ τους. Τον κρατούσε σε απόσταση και του άξιζε. Δεν ήταν δουλειά του. Όχι, εκτός αν αποδεικνυόταν καλύτερος από τους προηγούμενους τέσσερις. «Και ο χίπης; Αυτός ήταν το νούμερο τέσσερα;» «Όχι, δεν ήταν!» «Είσαι σίγουρη;» Ο τόνος της έδειχνε εκνευρισμό. «Φυσικά και είμαι σίγουρη, Ρικάρντο. Καταλαβαίνω τι μου γίνεται τις περισσότερες φορές.» «Είπες ότι τον γνώρισες σε κάποια σεμινάρια αρχαιολογίας. Πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι ασυνήθιστο είδος ψυχαγωγίας για μια νεαρή γυναίκα στην Ίμπιζα.» «Έτσι νομίζεις;» Ήπιε μια γενναία γουλιά από το ποτό της και περίμενε ένα δευτερόλεπτο πριν καταπιεί. «Ω, είναι ωραίο.» Εκείνη προσπαθούσε ν’ αλλάξει το θέμα ευγενικά, αλλά μέσα του είχε καλλιεργηθεί μια ισχυρή αντιπάθεια για τον πονηρό της φίλο, τον Μπιορν. Μολονότι δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ζήλευε, κι αυτό το συναίσθημα τον έσπρωχνε να ανακαλύψει τα πάντα για τη σχέση της με τον νεαρό αντίζηλό του. «Μίλησέ μου γι αυτό.» «Η αρχαιολογία μού άρεσε από τότε που ο παππούς και η γιαγιά μου μου αγόρασαν έναν ανιχνευτή μετάλλων για τα Χριστούγεννα όταν ήμουν εννέα ετών. Περιπλανιόμουν ώρες ολόκληρες στα χωράφια και στην εκβολή του ποταμού, αναζητώντας διάφορα. Όταν κολλήσεις το μικρόβιο, είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγείς από αυτό.» «Βρήκες τίποτα αξίας;» Η Έλεν γέλασε. «Αν είχα βρει ένα μεγάλο σεντούκι με χρυσά νομίσματα, δε θα ήμουν
υποχρεωμένη να σε παντρευτώ, έτσι δεν είναι;» «Υποθέτω πως όχι.» «Ανακάλυψα, όμως, παλιούς σκουριασμένους σωλήνες, σπασμένα κεραμικά και πολλά σκουπίδια.» «Και με το χίπη; Βρήκατε κάποια αντικείμενα τέχνης μαζί;» «Το όνομά του είναι Μπιορν και, ναι, βρήκαμε μερικά πολύ ωραία πράγματα. Ορισμένα από τα ευρήματα αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Παλιά Πόλη. Το ξέρεις;» «Εκείνο που βρίσκεται δίπλα στον καθεδρικό ναό; Ναι, το ξέρω, αν και δεν το έχω επισκεφτεί εδώ και πολύ καιρό.» «Πρέπει να πάμε μαζί. Θα μπορούσα να σου δείξω τα κομμάτια που έχουμε ξεθάψει.» Εκείνος προσπάθησε να συγκρατήσει ένα κατσούφιασμα, αλλά απέτυχε οικτρά. «Τα βρήκατε μόνοι σας; Εσύ κι αυτός;» «Όλη η ομάδα. Ήμασταν περίπου είκοσι.» Η Έλεν αναστέναξε. «Θα έλεγε κανείς ότι ζηλεύεις.» «Όχι, δε ζηλεύω. Απλώς δεν τον εμπιστεύομαι.» «Δεν τον γνωρίζεις παρά ελάχιστα. Πώς μπορείς να τον κρίνεις;» «Είδα τον τρόπο που σε κοίταζε και σου μιλούσε. Καθώς και το πώς σε άγγιζε.» Ο θυμός φούντωσε μέσα του και ξεστόμισε τις λέξεις χωρίς να το σκεφτεί. «Και του φάνηκε παράξενο ότι παντρεύτηκες μετά από κάτι που κάνατε “μόλις δυο βδομάδες πριν”. Τι συμπέρασμα πρέπει να βγάλω από αυτό;» «Ότι ζευγαρώναμε σαν κουνέλια, προφανώς!» «Λοιπόν;» Η Έλεν στήριξε τα χέρια της στα μπράτσα του καθίσματος σαν να ετοιμαζόταν να σηκωθεί. «Λοιπόν τι;» «Τι εννοούσε μ’ αυτό;» «Δεν έχω ιδέα, Ρικάρντο. Ίσως προσπαθούσε απλώς να σε πικάρει. Μπορεί να μην του άρεσε η όψη του συζύγου μου, τον οποίο παντρεύτηκα ξαφνικά. Ίσως υποψιάστηκε ότι επιδίωκες ένα πράγμα ή τα χρήματά μου!» Η Έλεν γέλασε παρόλο που δε διασκέδαζε καθόλου. «Αυτή η συζήτηση έχει αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα.» Ο Ρικάρντο κατάλαβε πως είχε δίκιο. Εκείνος συμπεριφερόταν αλλόκοτα. Τι στην οργή είχε πάθει; «Λυπάμαι» μουρμούρισε. «Ήταν μια δύσκολη μέρα.» Η Έλεν παρέμεινε σιωπηλή για μια στιγμή και μετά η έκφρασή της μαλάκωσε. «Τότε ας μην την κάνουμε χειρότερη.» Προς έκπληξή του, έγειρε προς το μέρος του και έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του. Ήταν μια ευχάριστη αίσθηση. «Έχω μια ιδέα» του είπε. «Για πες μου» την προέτρεψε, νιώθοντας πιο ήρεμος. «Η Λουσία θα λείψει για αρκετές ώρες, έτσι δεν είναι;» Τον κοίταξε και η πρόκληση καθρεφτιζόταν καθαρά στο βλέμμα της. «Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να φροντίσουμε μόνοι μας τους εαυτούς μας.» «Μην ανησυχείς» της είπε. «Βρίσκεσαι σε καλά χέρια.» Εκείνη χαμογέλασε πλατιά. «Το περίμενα ότι θα ’λεγες κάτι τέτοιο. Επομένως, πώς θα σου φαινόταν αν μου μάθαινες να μαγειρεύω;» «Δεν είναι ανάγκη, Έλεν. Μου αρέσει να μαγειρεύω πότε πότε. Εξάλλου, μπορούμε να βγούμε
έξω για φαγητό ή να παραγγείλουμε να μας φέρουν κάτι εδώ. Δε χρειάζεται να ασχοληθείς εσύ μ’ αυτό.» «Όχι, για τρεις μήνες δε θα χρειαστεί.» Επιβεβαίωσε τα λόγια του μ’ ένα κάπως πικρό χαμόγελο. «Αλλά, για συλλογίσου το εξής: αν μου δείξεις πώς να μαγειρεύω, μπορεί κάποτε να βρω έναν αληθινό σύζυγο. Κάποιον που να μ’ αγαπάει.» Κανονικά, αυτό που του είπε δε θα ’πρεπε να τον πληγώσει, αλλά ένα ξαφνικό σφίξιμο στην καρδιά τον αιφνιδίασε. Είχε αναστατωθεί και δεν ήξερε για ποιο λόγο. Στο κάτω κάτω, είχαν κάνει μια συμφωνία. Τρεις μήνες και όλα θα τέλειωναν μεταξύ τους. «Τότε ας αρχίσουμε το μάθημα. Πάμε να φέρουμε τις γαρίδες.» «Σύμφωνοι» του είπε και σηκώθηκε. Ο άντρας κοίταξε το χαμογελαστό της πρόσωπο. Δεν την είχε ξαναδεί από αυτή τη γωνία. Ήταν όμορφη. Το περίγραμμα του σαγονιού της σχημάτιζε ένα τέλειο οβάλ σχήμα και το δέρμα της ήταν σαν αλάβαστρο. «Ρικάρντο» ψιθύρισε εκείνη ναζιάρικα. «Ο Μπιορν είναι γκέι.» *** Η Έλεν γλίστρησε αφηρημένα τα δάχτυλά της στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, ενώ παρακολούθησε τον Ρικάρντο να ψαχουλεύει στο ψυγείο. «Πες μου για το φίλο σου, τον Τζεράρντο.» «Τον Τζεράρντο;» Της έριξε μια παραξενεμένη ματιά και μετά ξανάρχισε το ψάξιμο. «Ναι, τον κουμπάρο μας.» Ο Ρικάρντο άφησε ένα κοφτό γέλιο. «Δεν ήρθε γι’ αυτό το λόγο, Έλεν. Έπρεπε να παρευρεθεί για να βεβαιωθεί ότι πραγματικά παντρεύτηκα! Δεν είναι φίλος.» Η Έλεν έπιασε το σκόρδο που εκείνος πέταξε προς την κατεύθυνσή της. «Σκέφτηκα ότι είναι πιθανόν λίγο μεγάλος για να είστε φίλοι, αλλά δεν ήξερα πώς αλλιώς να τον αποκαλέσω.» Ο άντρας γέλασε. «Το “δολοπλόκο γερο-κάθαρμα” είναι ένας κατάλληλος χαρακτηρισμός.» «Τι του έκανες και σε μισεί τόσο πολύ;» Κοίταξε το σκόρδο με περιέργεια και το μύρισε. «Ποτέ δεν του έκανα απολύτως τίποτα. Τώρα πλύνε αυτόν τον μαϊντανό κάτω από τη βρύση, εντάξει;» Η Έλεν πήρε το μάτσο με τα δροσερά πράσινα φύλλα από τα χέρια του και κατευθύνθηκε προς το νεροχύτη. «Λοιπόν, γιατί σε εκβίασε για να παντρευτείς ενάντια στη θέλησή σου; Για ποιο λόγο τον αφορά κάτι τέτοιο;» «Για λόγους εκδίκησης. Με κάθε μέσο. Παρόλο που ο πατέρας μου είναι πλέον νεκρός, ο Τζεράρντο νιώθει την ανάγκη να τιμωρήσει όλη τη γενιά Αλμάνσα.» «Επομένως, ο πατέρας σου του έκανε κάτι, σωστά;» Άνοιξε τη βρύση τόσο απότομα που το νερό πετάχτηκε με ορμή και πιτσίλισε τα χέρια και το στήθος της. «Να πάρει!» Εκείνος γέλασε με το πάθημά της. «Είσαι επίμονος άνθρωπος, έτσι δεν είναι;» «Και βρεγμένος!» η Έλεν χαμογέλασε πλατιά. «Απλώς, πες μου τι συνέβη.» Ο Ρικάρντο αναστέναξε και ήρθε δίπλα της στο νεροχύτη. «Ο Τζεράρντο και ο πατέρας μου ήταν συνεταίροι πριν από πολλά χρόνια. Εκείνος διέθεσε το κεφάλαιο και ο πατέρας μου ήταν ο εγκέφαλος της επιχείρησης. Για να μη μακρηγορώ, ο μπαμπάς μου έκλεψε την αρραβωνιαστικιά του και την παντρεύτηκε ο ίδιος και ο Τζεράρντο δεν τον συγχώρεσε ποτέ.»
Η Έλεν μίλησε με πιο μαλακό τόνο καθώς εκείνος σκούπιζε το λαιμό της με μια πετσέτα. «Άρα, η μητέρα σου θα παντρευόταν τον Τζεράρντο, έτσι;» «Όχι, τη μητέρα μου τη χώρισε ο πατέρας μου προκειμένου να παντρευτεί την Κοντέσα. Η Κοντέσα, το παλιό σου αφεντικό, ήταν η “άλλη γυναίκα” και αρραβωνιαστικιά του Τζεράρντο. Την ήθελαν και οι δυο για τον τίτλο και τις αριστοκρατικές της διασυνδέσεις, μολονότι η ευγενική της οικογένεια ήταν απένταρη. Ήταν, επίσης, γνωστή για τις επιδόσεις της στο κρεβάτι. Την έβρισκαν ακαταμάχητη.» «Κατάλαβα.» «Επίσης, κυκλοφόρησαν φήμες ότι η Κοντέσα ήταν έγκυος στο παιδί του Τζεράρντο, αλλά έκανε έκτρωση. Διπλό χτύπημα. Ο Τζεράρντο διέθετε ισχυρούς συμμάχους σε σημαντικά πόστα. Φίλους με εξουσία που μπορούσαν να εξαγοραστούν. Παγίδευσαν τον πατέρα μου και φρόντισαν να δικαστεί για αδικήματα που δεν είχε διαπράξει. Βρέθηκε ένοχος απάτης και κατάχρησης. Καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, αλλά άντεξε σ’ εκείνο το κελί μόνο τρία.» Ξαφνικά, φαινόταν πολύ θλιμμένος. Η Έλεν πάσχισε να σκεφτεί κάτι για να τον παρηγορήσει, αλλά δεν έβρισκε τίποτα. «Λυπάμαι» του είπε τελικά. Ο Ρικάρντο ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας προς τη θάλασσα. «Το μόνο που μου ζήτησε πριν πεθάνει ήταν να ανακτήσω το πολυκατάστημα και να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να αποκαταστήσω την τιμή της οικογένειάς μας. Έχω φτάσει στα μισά της διαδρομής προς το στόχο μου, χάρη σε εσένα.» «Την τιμή της οικογένειάς σας;» Εκείνος την παρακολουθούσε όσο εκείνη τίναζε το μαϊντανό από το νερό. «Ναι.» «Νομίζω ότι τώρα τα καταλαβαίνω όλα λίγο καλύτερα.» Αισθανόταν αμήχανα, αλλά η ερώτηση έπρεπε να γίνει. «Δε θύμωσες μ’ αυτό που έκανε ο πατέρας σου στη μητέρα σου;» Ο Ρικάρντο συνοφρυώθηκε. «Εξακολουθούσε να είναι ο πατέρας μου, ό,τι και να είχε κάνει. Μου έδωσε ζωή.» «Το ίδιο και η μητέρα σου.» Ο Ρικάρντο έγνεψε καταφατικά και της έριξε μια αινιγματική ματιά. «Ούτε εκείνη ήταν άγγελος.» «Καλύτερα να μην κάνω άλλες ερωτήσεις. Άλλωστε, έχω αρχίσει να πεινάω.» Ο άντρας φάνηκε να χαλαρώνει. «Πάντα πεινάς.» «Υπάρχει πάντα κάτι καλό για φαγητό όταν είμαι μαζί σου, γι’ αυτό.» «Πρέπει όμως να βοηθήσεις.» Κατέβασε από το ράφι το γουδί με το γουδοχέρι και τα τοποθέτησε στο τραπέζι. «Ξεφλούδισε το σκόρδο, βάλε μέσα και λίγο από αυτό το χοντρό αλάτι και χτύπησέ τα μαζί μέχρι να σου πω να σταματήσεις.» Μετά από λίγα λεπτά, η Έλεν κοπάνισε το βαρύ ξύλινο γουδοχέρι και μια σκελίδα σκόρδο πετάχτηκε στον αέρα. «Σ’ το είπα ότι είμαι άχρηστη…» «Είσαι απλώς λίγο αδέξια» τη διόρθωσε και στάθηκε πίσω της. Η κοπέλα αισθάνθηκε την ανάσα του στο λαιμό της καθώς έκλεινε τα χέρια της στα δικά του, καθοδηγώντας τη μέχρι που άρχισαν να χτυπούν το γουδοχέρι μ’ ένα σταθερό ρυθμό. «Να, βλέπεις; Πρέπει απλώς να κάνεις λίγο πιο ήρεμες κινήσεις. Με την ησυχία σου…» Η Έλεν έκλεισε τα μάτια της και απόλαυσε την αίσθηση του κορμιού του, που ακουμπούσε, ζεστό και σκληρό, πάνω στην πλάτη της. «Ωραία μυρίζει.»
«Και μετά θα ρίξουμε μέσα λίγο μαϊντανό…» «Κι εγώ θα συνεχίσω να χτυπάω;» Η φωνή του είχε γίνει χαμηλή και βραχνή. «Απλώς ανακάτευε ενώ εγώ θα προσθέτω λίγο από αυτό το παρθένο ελαιόλαδο.» Η αίσθηση του κορμιού του πάνω της έστειλε ένα κύμα πόθου μέσα της και έκανε το αίμα της να πάρει φωτιά. «Ωραίες κυκλικές κινήσεις. Αυτό είναι. Κούνησε τους γοφούς σου αν αυτό βοηθάει. Και όταν το μείγμα γίνει λείο και απαλό, είναι έτοιμο.» «Τέρας.» Η Έλεν άφησε το γουδοχέρι και γύρισε προς το μέρος του. Τράβηξε το κεφάλι του προς τα κάτω έτσι ώστε να συναντηθούν τα χείλη τους. Οι γλώσσες τους έμπλεξαν παράφορα ενώ πίεζε τα στήθη της στο στέρνο του. Τον ήθελε εδώ και τώρα. «Ξέρεις ακριβώς τι κάνεις.» «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς» της είπε σε αθώο τόνο, αλλά στα χείλη του σχηματίστηκε ένα πονηρό χαμόγελο στην προσπάθεια να σηκώσει τη φούστα του καλοκαιρινού της φορέματος. Η αναπνοή της έβγαινε κοφτή καθώς πάλευε με το φερμουάρ του μαύρου του παντελονιού. «Με άναψες σκόπιμα και ύπουλα.» «Νομίζω πως δεν πρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο» της είπε και αποτραβήχτηκε από το αγκάλιασμά της, πριν κατεβάσει ξανά το φόρεμά της. «Τι;» «Δεν έχω προφυλακτικά στην κουζίνα, γλυκιά μου, και υποτίθεται πως σε μαθαίνω να μαγειρεύεις.» «Μα…» «Και δεν επιδιώκω ένα μόνο πράγμα, όπως όλοι οι άλλοι.» Φίλησε πεταχτά την κορυφή του ώμου της. «Θέλω να σ’ το αποδείξω αυτό.» «Δε θέλεις εδώ, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας; Θα ήταν απίστευτα ερωτικά.» «Αργότερα» είπε και της έριξε μια ματιά ψεύτικης επίπληξης. «Να δυναμώσουμε τη συγκίνηση βήμα βήμα. Είναι πιο διασκεδαστικό έτσι. Και για τους δυο μας.» «Είσαι απάνθρωπος» ψιθύρισε και τον αντάμειψε με ένα προκλητικό χαμόγελο. «Αλλά έχω πάντα δίκιο.» *** «Στη μαμά μου θα άρεσε πολύ αυτό» είπε η Έλεν μια ώρα αργότερα, καθώς άφηνε το κέλυφος της τελευταίας γαρίδας να πέσει στο πιάτο της. «Λοιπόν, τώρα που ξέρεις πώς, μπορείς να της το μαγειρεύεις» είπε ο Ρικάρντο. «Ήταν πολύ απλό τελικά, δε συμφωνείς;» «Ναι, μόνο που το περιβάλλον στη φάρμα των γονιών μου δεν είναι το ίδιο.» «Εμένα μου άρεσε πολύ εκεί, αλλά κι εδώ είναι όμορφα. Γι’ αυτό πάντα επιστρέφω σ’ αυτή την κατοικία. Εκτός από άλλα πράγματα.» «Όπως;» «Φίλοι, νοσταλγία… Είναι το μέρος που θεωρώ το αληθινό μου σπίτι.» Η Έλεν άφησε ένα γελάκι. «Φαίνεται ότι έχεις πολλά σπίτια.» «Τούβλα και ασβέστης.» «Καθώς και μάρμαρο, αλάβαστρο, ειδική παραγγελία από τα καλύτερα κρύσταλλα Βενετίας…»
Ο Ρικάρντο σήκωσε το χέρι του σε ένδειξη παραδοχής ήττας. «Είναι σωστό αυτό που λες, αλλά υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο σ’ αυτό το σπίτι. Θα πρέπει να έχεις μια παρόμοια αίσθηση με τη Φάρμα Πρίμροουζ.» «Ομολογώ ότι μου λείπει ένα φλιτζάνι καλό τσάι όταν βρίσκομαι εκτός Αγγλίας. Σίγουρα!» Πήρε το ποτήρι της με το κρασί και κοίταξε προς τη θάλασσα, μισοκλείνοντας τα μάτια. Ο πύρινος κόκκινος ήλιος έλιωνε στο βαθύ γαλάζιο του νερού. «Όμως, δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι δε μου αρέσουν τα πιο ζεστά κλίματα. Ο αέρας φαίνεται να είναι πιο καθαρός, ιδιαίτερα κοντά στη θάλασσα, και βρέχει πολύ λιγότερο από ό,τι στην πατρίδα. Λατρεύω την αίσθηση του ήλιου πάνω στη δέρμα μου το πρωί. Το να ζεις μέσα στο κρύο και την υγρασία για περισσότερο από έξι μήνες το χρόνο είναι οπωσδήποτε πρόβλημα.» «Αλλά αποτελεί και μια καλή δικαιολογία για να κουλουριάζεσαι μπροστά από μια δυνατή φωτιά στο τζάκι.» «Α, τι ρομαντικό. Μεγάλωσα με αναμμένα τζάκια. Τα ξύλα ήταν δωρεάν. Μάλιστα, το να καθαρίζω τις στάχτες κάθε πρωί ήταν μια από τις δουλειές που έκανα ως παιδί. Ήταν, όμως, αναγκαιότητα, όχι πολυτέλεια. Δε θα το πρόσεξες, γιατί δε μείναμε εκεί τη νύχτα, κι έφτασες μόνο μέχρι την κουζίνα, αλλά η Φάρμα Πρίμροουζ δε διαθέτει κεντρική θέρμανση. Κάνει διαβολεμένο κρύο το χειμώνα.» «Το συνηθίζεις, φαντάζομαι.» «Ποτέ δεν κατάλαβα τη διαφορά μέχρι που πήγα σε άλλα σπίτια, πολύ ζεστά, με παχιά χαλιά και ηλεκτρικά καλώδια παντού.» Ένιωσε μια ανατριχίλα. «Ένας Θεός ξέρει τι λογαριασμούς θα πλήρωναν για θέρμανση.» «Ώστε οι γονείς σου είναι πολύ αυτάρκεις, σωστά;» «Πρέπει να είναι. Η φάρμα τούς ανήκει, αλλά ποτέ δε μας περίσσευαν τα μετρητά.» Τους ανήκει τώρα που έχω πληρώσει τα χρέη τους. «Πάντως, δεν πρόκειται για ένα είδος ζωής που μ’ ενθουσιάζει.» «Αλήθεια; Προτιμάς να δουλεύεις για κάποιον όπως τη μοχθηρή μητριά μου;» Η Έλεν γέλασε. «Δε θα ’λεγα ότι μου αρέσει κι αυτό, αλλά η αγροτική ζωή δεν είναι τόσο ειδυλλιακή όσο πιστεύουν μερικοί. Αγαπώ τη φάρμα. Είναι το μόνο σπίτι που έχω γνωρίσει ποτέ. Όμως, θέλω να κάνω κι άλλα πράγματα στη ζωή μου. Για να είμαι ειλικρινής, κατέληξα να γίνω λίγο εγωίστρια και δεν είναι ευχάριστο συναίσθημα.» «Γιατί το λες αυτό;» «Μόλις ο μπαμπάς σταματήσει να διευθύνει πια τη φάρμα, δεν υπάρχει κανείς για ν’ αναλάβει τα ηνία. Είμαι μοναχοπαίδι. Οι γονείς μου δεν έχουν ψηλούς και γεροδεμένους γιους, ούτε κάποιον εύρωστο γαμπρό για να δραστηριοποιηθεί.» Ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε μακριά. «Εγώ δεν έχω σκοπό να ζήσω εκεί. Δεν μπορώ να κάνω τέτοια θυσία και η μαμά μου το είπε καθαρά ότι δε θα της άρεσε ν’ ακολουθήσω τα βήματά της. Δε θέλω να είμαι αγρότισσα και οπωσδήποτε δε θέλω να γίνω σύζυγος αγρότη.» «Μα, οι γονείς σου δείχνουν τόσο ευτυχισμένοι μαζί.» «Είναι! Λατρεύουν ο ένας τον άλλο και είναι απόλυτα αφοσιωμένοι σύζυγοι. Η μαμά λέει ότι οι ήχοι της εξοχής είναι η πιο όμορφη μουσική όταν σηκώνεσαι στις τέσσερις το πρωί κάθε μέρα. Η μοναδική περίοδος που οι γονείς μου έμειναν μακριά από τη φάρμα τη νύχτα ήταν στο ταξίδι του μέλιτός τους. Πάντα με παρότρυνε να ταξιδέψω για να δω τον κόσμο. Μου έλεγε να το κάνω για
κείνη.» Η Έλεν ανοιγόκλεισε τα μάτια της και έσμιξε τα χείλη της σε ένδειξη αποφασιστικότητας. «Μου το επαναλαμβάνει κάθε φορά που πηγαίνω στο σπίτι για να μην το ξεχνάω.» «Έχει δίκιο, Έλεν. Αυτός ο τρόπος ζωής ήταν επιλογή τους. Εσύ όμως πρέπει να ακολουθήσεις την καρδιά σου και να κάνεις αυτό που είναι σωστό για εσένα.» «Η ενοχή είναι συντριπτική μερικές φορές. Ανόητο δεν είναι;» «Είσαι πολύ γλυκιά. Όχι ανόητη.» Η Έλεν πήρε μια βαθιά ανάσα και τέντωσε τα πόδια της κάτω από το τραπέζι. Σουρούπωνε και ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζεται από αστέρια. Λαμπερά διαμάντια σε μπλε βελούδο. Το άρωμα των νυχτολούλουδων γινόταν πιο έντονο. «Αυτή τη στιγμή δε νιώθω γλυκιά, αλλά τολμηρή.» Ο Ρικάρντο χαμογέλασε πλατιά και την κοίταξε πονηρά πάνω απ’ το χείλος του ποτηριού του. «Θα πρέπει να φοβάμαι;» «Μου υποσχέθηκες ένα ντους σήμερα το πρωί, θυμάσαι;» «Ναι;» Η Έλεν σηκώθηκε και του έριξε μια έντονη ματιά που ήλπιζε ότι του έστελνε το μήνυμα με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα. «Ναι, και τώρα το θέλω πραγματικά πολύ.» Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Εκείνος, ακολουθώντας το παράδειγμά της, σηκώθηκε απ’ τη θέση του και βρέθηκε ξαφνικά πολύ κοντά της. «Υπήρχαν οκτώ μπάνια σ’ αυτό το σπίτι την τελευταία φορά που τα μέτρησα» της είπε με απαλή φωνή και πέρασε το ζεστά ακροδάχτυλά του πάνω από τον ώμο της. Η πολύ λεπτή τιράντα γλίστρησε από τη θέση της. «Πού θα ήθελες να πάμε;» Αισθανόταν το δέρμα της να φλέγεται και τα μάτια της έλαμπαν από πόθο. «Στο πιο κοντινό.» «Κατάλαβα.» Κατέβασε και την άλλη τιράντα και το μεταξωτό ρούχο γλίστρησε αθόρυβα ως τη μέση της. «Όχι σουτιέν;» Ο παλμός της επιταχύνθηκε καθώς ο άντρας κοίταξε τα εκτεθειμένα στήθη της. «Όχι σουτιέν.» Ένιωσε την αναπνοή της να πιάνεται όταν εκείνος πήρε και τις δυο ρώγες της ανάμεσα στα δάχτυλά του και άρχισε να τις χαϊδεύει μέχρι που ορθώθηκαν και σκλήρυναν. «Είσαι πολύ βρόμικη, Έλεν. Νομίζω ότι έχεις δίκιο. Ένα ντους είναι άμεσα απαραίτητο.» Τα χέρια της έφτασαν ανάμεσα στα πόδια του για να επιβεβαιώσουν τον ολοφάνερο ερεθισμό του. «Κι εσύ είσαι βρόμικος, Αλμάνσα.» «Οπωσδήποτε έτσι νιώθω» ψιθύρισε και χαμήλωσε το κεφάλι του για να φτάσει στο ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στον ώμο και το λαιμό της. «Ας το διορθώσουμε αυτό, σύμφωνοι;» Οι επόμενες στιγμές ήταν θολές και συγκεχυμένες στο μυαλό της. Με κάποιο τρόπο, βρέθηκαν γυμνοί στο μπάνιο που επικοινωνούσε με το μεγάλο υπνοδωμάτιο. Εκεί, ο Ρικάρντο κράτησε ανοιχτή την πόρτα μιας μεγάλης καμπίνας υδρομασάζ. Μόλις μπήκε η Έλεν, την ακολούθησε και έκλεισε την πόρτα πίσω τους πριν θέσει σε λειτουργία τους υδροπίδακες. Το στόμα του κάλυψε το δικό της πριν εκείνη προλάβει να πει λέξη. Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της ανάμεσα στις ζεστές ριπές νερού και ένιωσε να λιώνει όταν το σκληρό κορμί του τρίφτηκε πάνω στο δικό της. Τα μεγάλα χέρια του άρχισαν να εξερευνούν τις καμπύλες της και η γλώσσα του να περιφέρεται στο στόμα της, ενώ ο ανδρισμός του βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της. «Άφησέ με να σε πλύνω» μουρμούρισε και έριξε λίγο κρύο τζελ στα στήθη της. Εκείνη κοκάλωσε για μια στιγμή, ξαφνιασμένη από την αίσθηση αντίθεσης ζεστού και κρύου.
Μετά ένιωσε τα χέρια του να απλώνουν το αρωματικό υγρό σαπούνι στις ρώγες της, ενώ τη χάιδευε και την τσιμπούσε απαλά. «Ναι…» Ο άντρας έκλεισε το στόμα της μ’ ένα φιλί, πριν αρχίσει να απλώνει το τζελ προς τα κάτω, ως την πλάτη και τους γοφούς της, για να καταλήξει να κάνει απαλό μασάζ στο τρίγωνο ανάμεσα στους μηρούς της. Επιχείρησε να του ανταποδώσει τις περιποιήσεις, αλλά εκείνος απομάκρυνε τα χέρια της και τα δίπλωσε πίσω απ’ το λαιμό της. «Όχι αυτή τη φορά», μουρμούρισε. «Μόνο εσένα.» Την έσπρωξε απαλά προς τα πίσω, ενώ το νερό εξακολουθούσε να πέφτει πάνω τους με ορμή ξυπνώντας τις αισθήσεις τους. Το σκληρό του σώμα την πίεζε μέχρι που βρέθηκε καθηλωμένη στο τοίχωμα της καμπίνας. «Μείνε εκεί» της είπε. «Χωρίς να με αγγίζεις.» «Μα, θέλω.» Άνοιξε τα μάτια της και είδε το βλέμμα του σκοτεινιασμένο από τον πόθο, πριν χαμηλώσει το κεφάλι του για να φιλήσει τα στήθη της. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από το ένα και μετά το άλλο, πιπιλώντας τα δυνατά, μέχρι που εκείνη ανατρίχιασε και άφησε μια πνιχτή κραυγή. «Δεν μπορείς να με αγγίξεις. Όχι αυτή τη φορά.» Γλίστρησε το ένα του χέρι πίσω απ’ τους γοφούς της και το άλλο ανάμεσα στα πόδια της. Της ξέφυγε ένα βογγητό, μόλις τοποθέτησε δυο δάχτυλα στην είσοδό της και τη χάιδεψε ερεθιστικά, στέλνοντας κύματα ευχαρίστησης στο κορμί της. «Ρικάρντο» μουρμούρισε και της κόπηκε η ανάσα μόλις τα δάχτυλά του μπήκαν μέσα της. «Θέλω να…» «Όχι.» Η φωνή του ήταν τραχιά. «Όχι, μέχρι να σε δω να τελειώνεις.» Η Έλεν έχασε τη μιλιά της και την ικανότητα να του αντισταθεί. Η αίσθηση των κινήσεών του ήταν αβάσταχτα ηδονική και η αναπνοή της πιάστηκε στο στήθος της. Ένιωσε τους μηρούς της τρέμουν και τους άνοιξε περισσότερο. Δεν υπήρχε πόνος, ούτε ανησυχία. Μόνο τυφλός πόθος. «Σε θέλω, Ρικάρντο. Σε παρακαλώ.» «Όχι ακόμη» είπε εκείνος και συνέχισε να τη χαϊδεύει. «Χαλάρωσε και άφησέ με να σε φροντίσω. Θέλω να το ευχαριστηθείς.» Η Έλεν ένιωσε το στέρνο του να τρίβεται ερεθιστικά στο στήθος της, ενώ η αίσθηση του μεγάλου και σκληρού φύλου του τόσο κοντά στο κέντρο της θηλυκότητάς της, την έκανε να τρέμει από προσμονή. Ήταν έτοιμη. «Ναι, κι άλλο.» Η φωνή του ήταν βραχνή. «Αυτό είναι. Φώναξε αν θέλεις. Μ’ ερεθίζει.» Η Έλεν άφησε ένα δυνατό βογγητό μόλις μπήκε μέσα της, αργά και ερεθιστικά, και άρχισε να κινείται ρυθμικά. «Πιο γρήγορα» τον παρότρυνε και ένιωσε τους γοφούς της να λικνίζονται άθελά της. «Ναι, έτσι.» Η ηδονή την κατέκλυσε καθώς το κορμί της ανταποκρινόταν στο κάλεσμα του δικού του. Τα χέρια, το στόμα, ακόμη και η ανάσα του πάνω στο δέρμα της τη διέγειραν σε απίστευτο βαθμό. Και μετά ο κόσμος σκοτείνιασε για λίγα δευτερόλεπτα καθώς ένιωσε να τη σαρώνουν τα κύματα ενός πανίσχυρου οργασμού. Την κράτησε σφιχτά πάνω του καθώς οι σπασμοί υποχωρούσαν. Συνέχισε να τη φιλάει για λίγα δευτερόλεπτα και μετά το νερό σταμάτησε να τρέχει, αφήνοντας το δέρμα της λείο και γλιστερό. «Είσαι καθαρή τώρα» της είπε και άνοιξε την πόρτα της καμπίνας. Η Έλεν παρέμεινε σιωπηλή όσο την τύλιγε σε μια μεγάλη, μαύρη βαμβακερή πετσέτα, πριν τη μεταφέρει στο κρεβάτι. Την ακούμπησε στο στρώμα και τον παρακολούθησε καθώς στέγνωνε αργά το σώμα του μπροστά της, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην περιοχή κάτω από το επίπεδο μαυρισμένο στομάχι του. «Είσαι τεράστιος» του είπε και έγλειψε τα χείλη της. «Γι’ αυτό ευθύνεσαι αποκλειστικά εσύ.» Ο άντρας άνοιξε απότομα την πετσέτα που την
κάλυπτε. «Είσαι μούσκεμα τώρα, κι έτσι θα πρέπει να σε στεγνώσω επίσης.» Πέρασε την απαλή βαμβακερή πετσέτα πάνω από τα στήθη της με αισθησιακές κινήσεις. Έτριψε τις ρώγες της μέχρι οι κορυφές να σκληρύνουν ξανά αγνοώντας τις μικρές κραυγές διαμαρτυρίες που της ξέφευγαν. Τη φίλησε στα χείλη και μετά προχώρησε για ν’ ασχοληθεί με την περιοχή ανάμεσα στα πόδια της. Η τριβή του χοντρού υφάσματος έβαλε ξανά φωτιά στο κορμί της, μέχρι που ένιωσε ότι δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο. «Άφησέ με να σ’ αγγίξω τώρα» τον παρακάλεσε και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του. «Όχι» της είπε μαλακά. «Αυτή τη φορά είναι όλα για εσένα. Θέλω να σε κάνω να νιώσεις υπέροχη. Να ενδώσεις στις φαντασιώσεις σου. Πες μου τι ακριβώς επιθυμείς, κι εγώ θα το πραγματοποιήσω.» Η Έλεν έκλεισε τα μάτια της και ρίγησε σύγκορμη καθώς το στόμα του χάιδευε το στήθος της. «Οτιδήποτε;» «Οτιδήποτε.» Έκανε μια παύση, διστάζοντας να ξεστομίσει αυτό που επιθυμούσε. «Θα ήθελα να σε παρακολουθήσω.» «Να με παρακολουθήσεις;» «Ναι.» «Εννοείς…» «Ξέρεις τι εννοώ» του είπε βραχνά. «Όπως όταν είσαι μόνος σου.» «Άτακτο κορίτσι.» Η φωνή του ήταν τραχιά καθώς πρόφερε τις λέξεις, ενώ εκείνη τον κοίταζε προκλητικά, στηριγμένη στον αγκώνα της. Η Έλεν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πρότεινε στο Ρικάρντο να το κάνει αυτό, αλλά αποτελούσε ανεκπλήρωτη φαντασίωσή της και τώρα είχε έρθει η ώρα να γίνει πραγματικότητα. «Έλα» τον παρότρυνε ψιθυριστά. «Κάν’ το για εμένα.» Ήταν καυτός, σκληρός, έτοιμος για όλα. Εκείνη ένιωσε μια έντονη ανατριχίλα να τη διαπερνά καθώς έκλεινε τα μάτια του κι επιδιδόταν σε τολμηρές κινήσεις. Δεν τολμούσε ούτε να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά της όσο παρακολουθούσε τα χέρια του να συσπειρώνονται γύρω από το φύλο του. Η σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά της αποτελούσε ταμπού, όμως ο άντρας την άφηνε να την παρακολουθήσει, επιτρέποντάς της να εισχωρήσει στον μυστικό του κόσμο. Η σιωπή ενέτεινε τη διέγερσή της, καθώς ο ρυθμός του επιταχυνόταν. Τα χείλη του μισάνοιξαν κι εκείνη περίμενε ότι θα ξέφευγε κάποιος ήχος, αλλά αυτό δε συνέβη. Μόνο η ανάσα του γινόταν ολοένα και πιο γρήγορη. Το στήθος και οι ώμοι του φανέρωναν ένταση, οι κινήσεις του έγιναν πιο σπασμωδικές, κι εκείνη δεν μπορούσε να αντέξει περισσότερο. «Προφυλακτικό» μουρμούρισε κι έβαλε το χέρι της πάνω απ’ το δικό του για να τον σταματήσει. Τα βλέφαρά του άνοιξαν από έκπληξη, μεγάλες σκούρες κόρες κυκλωμένες από χρυσό. «Τώρα!» «Πάνω συρτάρι.» Έγειρε από πάνω του για να φτάσει στο κομοδίνο και, καθώς άρπαζε το χερούλι, εκείνος πήρε τη μια της ρώγα μέσα στο στόμα του και την πιπίλισε δυνατά, μέχρι που ρίγησε σύγκορμη. Μετά τη δάγκωσε απαλά και άφησε το στήθος της ελεύθερο. «Θα έπρεπε να σου πω όχι μετά από αυτό που με έβαλες να κάνω.» «Πες όχι και θα σε σκοτώσω» τον απείλησε ξέπνοη, καθώς πάλευε με το περιτύλιγμα. «Χριστέ
μου, πώς το ανοίγεις αυτό το πράγμα;» «Θέλει επιδεξιότητα.» Της το πήρε από τα χέρια. «Τώρα, φίλησέ με.» Η Έλεν άκουσε το προφυλακτικό να θροΐζει και μετά να μπαίνει στη θέση του καθώς η γλώσσα της μπλεκόταν με τη δική του. Κατόπιν ένιωσε τον ανδρισμό του να εισχωρεί μέσα της. Βόγκηξε πάνω στα χείλη του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τους γοφούς της και πίεσε τη λεκάνη της πάνω στο κορμί του, κάνοντάς το σμίξιμό τους εντονότερο. «Θεέ μου…» Η αίσθηση του ανδρισμού του μέσα της ήταν μεθυστική. Έκλεισε τα μάτια της, αφήνοντας τον εαυτό της ελεύθερο να απολαύσει την ηδονή. Ο άντρας τάχυνε τις κινήσεις του, διεγείροντας κάθε σπιθαμή του κορμιού της, μέχρι που εκείνη έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας.
Κεφάλαιο Δέκα
«Πώς σου φαίνεται η μέρα μας μέχρι στιγμής;» Χαλαρώνοντας στη σκιά μιας δροσερής βεράντας εστιατορίου, η Έλεν έβγαλε τα σκούρα γυαλιά της και τα στερέωσε στην κορυφή του κεφαλιού της. Της είχε υποσχεθεί στο πρόγευμα ότι θα πήγαιναν κάπου που θα της άρεσε πολύ. Η πρώτη της επίσκεψη στα αξιοθέατα του νησιού ήταν πολύ ευχάριστη και τώρα ανυπομονούσε να απολαύσει ένα καλό γεύμα. «Είναι θαυμάσια, μολονότι οφείλω να πω ότι η διαδρομή με το αυτοκίνητο πάνω σ’ εκείνο το βουνό ήταν αρκετά τρομακτική.» «Το Μόντε Τόρο;» Ο Ρικάρντο γέλασε και στα μάτια του φάνηκε μια σκανδαλιάρικη λάμψη. «Πρόκειται απλώς για το ψηλότερο βουνό στη Μινόρκα.» «Ναι, μου το είπες την ώρα που έτρεμα από φόβο καθώς ανεβαίναμε! Τριακόσια πενήντα εφτά μέτρα δεν ήταν;» «Σωστά το θυμάσαι. Είδες, όμως, ολόκληρο το νησί από κει ψηλά, κι έτσι δεν πρέπει να παραπονιέσαι.» «Δεν παραπονιέμαι. Ομολογουμένως εντυπωσιάστηκα.» «Χαίρομαι γι’ αυτό. Τώρα, τι θα ήθελες να πιεις; Μπίρα; Κρασί; Είναι περιορισμένης γκάμας, αλλά προέρχονται όλα απ’ την περιοχή. Τοπικά προϊόντα και μάλιστα πολύ καλά.» «Θα προτιμούσα λευκό κρασί.» Η Έλεν σήκωσε από το τραπέζι τον πλαστικοποιημένο τιμοκατάλογο και τον στριφογύρισε στα χέρια της περίεργη. «Πολύ ενδιαφέρον μέρος, αλλά δυσκολεύεσαι να το βρεις. Το παλιό κτίριο βρίσκεται σ’ έναν παράδρομο της μικρής πόλης στους πρόποδες του βουνού και δεν υπάρχει ταμπέλα απέξω. Νόμιζα ότι ήταν το σπίτι κάποιου.» «Είναι το σπίτι κάποιου – του Αντόνιο. Δεν είναι καταχωρημένο πουθενά, αλλά δε χρειάζεται. Η φήμη του ως σεφ είναι θρυλική στο νησί. Ένα από τα καλύτερα φυλαγμένα μυστικά μας.» Ο Ρικάρντο της έκλεισε το μάτι. «Δε μιλάει ούτε λέξη αγγλικά. Αν σε αντιπαθήσει, δε θα σε σερβίρει. Επομένως, άριστη συμπεριφορά, παρακαλώ.» Η Έλεν, έκπληκτη, αντιστάθηκε στην παρόρμηση να βγάλει έξω τη γλώσσα της. Ο Ρικάρντο εξαφανίστηκε στο σκοτεινό και μυστηριώδες εσωτερικό του σπιτιού κι εκείνη κοίταξε τα στρωμένα τραπέζια γύρω της στον πλακόστρωτο χώρο. Προφανώς, ήταν οι πρώτοι πελάτες της μέρας. Ο Ρικάρντο επέστρεψε κουβαλώντας ένα μπουκάλι λευκό κρασί στο ένα χέρι και δυο ποτήρια στο άλλο. Η Έλεν κάρφωσε το βλέμμα της στο λευκό του πουκάμισο που τέντωνε πάνω στους μυς του καθώς κινούνταν. Και μόνο που τον κοιτούσε, η καρδιά της χτυπούσε δυνατότερα και αισθάνθηκε το στόμα της να στεγνώνει ξαφνικά. Αυτός ο άντρας την είχε ξεμυαλίσει. «Ο Αντόνιο υποσχέθηκε να μας ετοιμάσει μια ποικιλία από τις αγαπημένες του σπεσιαλιτέ.» Ο άντρας γέμισε τα ποτήρια κρασί. «Δε νομίζω ότι θα απογοητευτούμε.» «Δεν πρόκειται να αμφισβητήσω τον Αντόνιο ύστερα απ’ ό,τι μου είπες. Πεινάω και δε θέλω να φύγω νηστική.» Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και ανατρίχιασε από ευχαρίστηση καθώς η γλυκιά του φρεσκάδα κατέβηκε στο λαιμό της. «Αν και θα πρέπει να μετριάσω το φαγητό. Τα γλυκά της Λουσία κάθε πρωί σύντομα θα έχουν αρνητικά επακόλουθα.» «Δε σου επιτρέπω καν να σκεφτείς ν’ αρχίσεις κάποια ανόητη δίαιτα» είπε αυστηρά ο Ρικάρντο. «Το φαγητό σ’ αυτή τη χώρα είναι από τα καλύτερα στον κόσμο. Εξάλλου, έχω άφθονα χρήματα για
να το πληρώσω, εδώ έξω στη λιακάδα. Επομένως, απόλαυσέ το όσο έχεις τη δυνατότητα. Μετά από τρεις μήνες, θα επιστρέψεις στη βροχερή Αγγλία και όλα αυτά θα αποτελούν μια μακρινή ανάμνηση.» Η Έλεν έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα. Οι δελεαστικές μυρωδιές των φαγητών ήδη γαργαλούσαν τη μύτη της. Έπειτα από λίγα λεπτά, ένα νεαρό αγόρι πλησίασε το τραπέζι τους και άφησε προσεκτικά μπροστά τους ένα φορτωμένο δίσκο. Μια υποψία χαμόγελου τρεμόπαιξε στα χείλη του Ρικάρντο μόλις πρόσεξε το ενδιαφέρον της. «Δε νομίζω ότι θα καταφέρεις να αντισταθείς σε οτιδήποτε από αυτά.» «Έχεις δίκιο» παραδέχτηκε εκείνη και ένιωσε να της τρέχουν τα σάλια καθώς επιθεώρησε τις λιχουδιές στο τραπέζι τους. Το αγόρι, φανερά ντροπαλό, έκανε μια χειρονομία προς ένα αχνιστό πιάτο με ζυμαρικά στο σχήμα κοχυλιών, μικρές γαρίδες και κόκκινη σάλτσα. Κατόπιν, τους έδειξε ένα άλλο πιάτο με φιλετάκια κρέας, γαρνιρισμένα με κάποιο είδος σος, μια πιατέλα με ορεκτικά κι ένα ακόμη πιάτο με διάφορα τυριά. Η Έλεν έκλεισε τα μάτια της για ένα δευτερόλεπτο και ανάσανε τον ευωδιαστό αχνό των φαγητών. «Μυρίζουν υπέροχα. Ποιο από τα δύο κυρίως πιάτα είναι το δικό μου;» «Είμαστε νιόπαντροι κι ερωτευμένοι. Μοιραζόμαστε.» «Χαίρομαι που δε χρειάζεται να πάρω απόφαση.» Η Έλεν κοίταξε ξανά τα φαγητά που έδειχναν νοστιμότατα. Ο Ρικάρντο σέρβιρε μια μεγάλη μερίδα από κάθε πιάτο για τον καθένα τους. «Ξέρω ότι όλα τα ζυμαρικά παρασκευάζονται από την ιταλίδα γυναίκα και τις κόρες του Αντόνιο» την πληροφόρησε. «Αν πεταχτείς μέσα αργότερα, θα τις δεις να τα φτιάχνουν στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας.» Το αγόρι τράπηκε σε φυγή στο άκουσμα μιας στεντόρειας γυναικείας φωνής από το εσωτερικό του σπιτιού. Η Έλεν έβαλε στο στόμα της την πρώτη μπουκιά φαγητού. Τα ζυμαρικά άφησαν στον ουρανίσκο της μια πολύ ευχάριστη, πικάντικη γεύση. Μετά δοκίμασε λίγο κρέας που αποδείχτηκε εξίσου νόστιμο. Θα ήταν αδύνατον να μην αδειάσει όλο το περιεχόμενο του πιάτου της. «Καλό;» Ο Ρικάρντο καμάκωσε ένα σκούρο μανιτάρι με το πιρούνι του. «Απίστευτο.» Η Έλεν έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας το πιο νόστιμο φαγητό που είχε φάει ποτέ. «Αν συνεχίσω έτσι, σε τρεις μήνες θα ’χω γίνει σα φάλαινα.» «Φρόντισε μόνο να είσαι εγκάρδια όταν εμφανιστεί ο Αντόνιο.» Ο Ρικάρντο γέλασε πνιχτά. «Του αρέσει πολύ να τον επαινούν και είναι εξαιρετικά αβρός με τις κυρίες.» Η Έλεν του έριξε μια λοξή ματιά. «Έτσι δεν είσαστε όλοι οι άντρες;» «Μερικοί είναι περισσότερο από τους άλλους.» Έκοψε στα δύο ένα τραγανό φραντζολάκι ψωμί. «Και θα έκανα τα πάντα για μια έκπτωση στο λογαριασμό» αστειεύτηκε. Η Έλεν άφησε ένα γελάκι καθώς εξέταζε μερικά ζυμαρικά στην άκρη του πιρουνιού της. «Πολύ νόστιμο.» Μάσησε αργά και σκεφτικά την μπουκιά της. «Πάντα μου άρεσαν τα ζυμαρικά. Πραγματικά θα ήθελα να επισκεφτώ την κουζίνα αργότερα αν επιτρέπεται.» Το νεαρό αγόρι επέστρεψε για να μαζέψει τα πιάτα τους που τα είχαν και οι δύο σκουπίσει με κομμάτια ψωμί. «Μη βιάζεσαι να εξαφανιστείς, Πίρο» είπε ο Ρικάρντο στα ισπανικά. «Πες ένα γεια στην Έλεν. Δε δαγκώνει.» Το ζωηρό βλέμμα του αγοριού μεταφέρθηκε από τον Ρικάρντο στην Έλεν και ανάποδα. Μετά,
ένα διστακτικό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. «Πώς τα πας με το σχολείο αυτή την εποχή;» Ο Ρικάρντο του έκλεισε το μάτι. «Εξακολουθείς να παρακολουθείς τα μαθήματά σου, ελπίζω.» Ο Πίρο έγνεψε καταφατικά. Τα μαύρα μαλλιά του ανέμιζαν στο αεράκι καθώς τοποθετούσε τα άδεια πιάτα στο δίσκο. «Ο μπαμπάς μου πήρε ένα ποδήλατο, κι έτσι πηγαίνω μ’ αυτό στο σχολείο.» Τα μάτια του Ρικάρντο άνοιξαν περισσότερο με ενδιαφέρον. «Κι επιστρέφεις με τον ίδιο τρόπο στο σπίτι, σωστά;» Ο Πίρο γέλασε κι έριξε μια γρήγορη ματιά στην Έλεν. «Μερικές φορές, αλλά συνήθως κάνω ζαβολιά. Ο σενιόρ Γκαρσία με αφήνει να ανεβαίνω στο λεωφορείο του όταν δεν ελέγχει κανείς, με τον όρο να θυμηθώ να του φέρω ένα από τα κέικ της μαμάς για τον απογευματινό του καφέ.» Ο Ρικάρντο γέλασε και ανακάτεψε πειρακτικά τα μαλλιά του αγοριού. «Τεμπελάκο! Ας ελπίσουμε ότι όλη αυτή η προπόνηση που κάνεις στο ποδόσφαιρο θα σε διατηρήσει σε φόρμα.» Ο Πίρο προέταξε το στήθος του σαν τραγουδιστής της όπερας. «Είμαι αρχηγός της ομάδας, Ρικάρντο» είπε περήφανα. «Σ’ το είχα πει ότι θα τα κατάφερνα!» «Πολύ χαίρομαι που τ’ ακούω! Το ’ξερα ότι όλη αυτή η σκληρή δουλειά θα απέδιδε. Μπράβο!» Η Έλεν παρακολουθούσε τον άντρα και το αγόρι να πειράζουν ο ένας τον άλλο και να αστειεύονται σαν παλιοί φίλοι –που προφανώς ήταν– μέχρι που η φωνή μιας γυναίκας ακούστηκε για τρίτη φορά. Ήταν φανερή η ανυπομονησία στον τόνο της. «Καλύτερα να στρίβεις, διαφορετικά η Μαρία θα βγει για να μου τα ψάλλει» είπε ο Ρικάρντο. Ο Πίρο σήκωσε το δίσκο με τα άδεια πιάτα και κατευθύνθηκε με ζωηρά βήματα προς το εσωτερικό του σπιτιού. «Το φαγητό ήταν υπέροχο» σχολίασε ενθουσιασμένη η Έλεν. «Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε» είπε ο Ρικάρντο κι έβαλε λίγο ακόμη κρασί στα ποτήρια τους. «Λοιπόν, πες μου για την Ίμπιζα. Τι έκανες εκεί πριν πέσεις στα νύχια της Αντονέλα;» «Εργαζόμουν στα γραφεία μιας εταιρείας αλατιού. Χρειάζονταν μεταφραστές για κάποια διαφημιστικά έντυπα. Νομίζω ότι πήρα τη θέση επειδή διαθέτω ικανοποιητικές γνώσεις ισπανικών και υπολογιστών. Βρέθηκα στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη ώρα. Όμως, δεν έμεινα πολύ εκεί.» «Γιατί; Ήσουν κακό κορίτσι;» «Θα το ήθελες, έτσι; Όχι, δεν ήταν αυτό. Παρουσιάστηκαν οικονομικά προβλήματα κάπου στην πορεία και το γραφείο χρειάστηκε να μεταφερθεί στην ενδοχώρα. Έτσι μου είπαν, τουλάχιστον.» «Συμβαίνουν αυτά» μουρμούρισε ο Ρικάρντο. «Πόσες γλώσσες μιλάς; Ισπανικά, κινέζικα Μανδαρίνων, ρώσικα…» «Λίγα ιταλικά, γαλλικά και μερικές λέξεις γερμανικά.» «Είσαι πολυμαθής! Φαίνεται ότι τα ταλέντα σου πήγαιναν χαμένα στα ορυχεία αλατιού στην Ίμπιζα.» Η Έλεν έδιωξε ένα έντομο με μια απότομη κίνηση του χεριού της. «Ακούγεται εντυπωσιακό, αλλά μαθαίνω γλώσσες εύκολα. Η μαμά λέει ότι θα πρέπει να ήμουν παπαγάλος σε μια προηγούμενη ζωή.» Ανασήκωσε τους ώμους της και τον κοίταξε αμίλητη για μερικά δευτερόλεπτα. «Βλέπεις; Φλυαρώ και σε κάνω να βαριέσαι.» «Απεναντίας. Είμαι συνεπαρμένος.» Της έριξε μια αινιγματική ματιά κι εκείνη δεν ήταν βέβαιη αν εννοούσε αυτό που έλεγε ή αν την
πείραζε. Άλλωστε, ήταν και κάπως ζαλισμένη απ’ το κρασί. «Τέλος πάντων. Εσύ θα πρέπει να έρχεσαι τακτικά σε αυτό το εστιατόριο, σωστά;» Ο άντρας χαμογέλασε. «Ναι, όσο πιο συχνά μπορώ. Το φαγητό είναι εξαιρετικό και δε με ενοχλούν οι δημοσιογράφοι. Εδώ νιώθω σαν καθημερινός άνθρωπος. Το χρήμα και το όνομα Αλμάνσα έχουν σοβαρά μειονεκτήματα.» «Θα πρέπει να είναι δύσκολο να προστατεύεις την ιδιωτική σου ζωή.» Ο Ρικάρντο κοίταξε για μια στιγμή το κρασί σου. «Ναι» συμφώνησε. «Μου αρέσει επίσης να επισκέπτομαι αυτό το μέρος για να έχω το νου μου στον Πίρο. Το καημένο το παιδί είχε ένα πραγματικά άσχημο ξεκίνημα στη ζωή. Όμως, ο Αντόνιο και η Μαρία τον έχουν μεγαλώσει πολύ καλά. Με καθαρό αέρα, ελευθερία και τίμια εργασία. Αυτά είναι τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή.» «Εσύ μεγάλωσες διαφορετικά, έτσι;» ρώτησε η Έλεν. «Δυστυχώς, ναι. Ο μπαμπάς μου ποτέ δεν περνούσε αρκετό χρόνο μαζί μας ώστε να επιβάλει την πειθαρχία. Επέστρεφε πάντα από τη δουλειά φορτωμένος δώρα. Η μαμά θύμωνε αλλά, φυσικά, τα παιδιά τον λατρεύαμε για τη γενναιοδωρία του. Ήταν πολύ ωραία τότε, όμως…» Πέρασε σκεπτικός το δάχτυλό του πάνω στο χείλος του ποτηριού του. «Δε νομίζω ότι μου έκανε και τόσο πολύ καλό μακροπρόθεσμα. Η αποδοχή της λέξης ‘όχι’ είναι ένα από τα πιο δύσκολα μαθήματα της ζωής. Εξακολουθεί να μη μου αρέσει.» «Θα μπορούσα να κάνω μια παρατήρηση σχετικά μ’ αυτό, αλλά θα το αντιπαρέλθω.» Ο Ρικάρντο άρχισε να γελάει, την ώρα που ο Πίρο κατέφθανε με τα επιδόρπιά τους. «Βρήκες καμιά κοπέλα;» ρώτησε καθώς το αγόρι ακουμπούσε τα καινούρια πιάτα στο τραπέζι. Ο Πίρο χαμογέλασε κι ένα ρόδινο χρώμα ανέβηκε στα μάγουλά του. «Όχι ακόμη, αλλά…» Έσκυψε για να ψιθυρίσει κάτι στο αυτί του Ρικάρντο, ο οποίος τον έστειλε στην κουζίνα ξεκαρδισμένος από τα γέλια. Τα φρύδια της Έλεν ανασηκώθηκαν με απορία. «Είπε ότι του αρέσει η εμφάνιση της δικής μου κοπέλας.» «Καλά να πάθεις.» «Για τι ακριβώς;» «Επειδή είσαι τόσο φρικτός άνθρωπος.» Έφαγε μια κουταλιά παγωτό και χαμογέλασε πλατιά. «Αν και πραγματικά δείχνεις πολύ πιο ήρεμος και κεφάτος στη Μινόρκα. Ή μήπως είναι η φαντασία μου;» «Φταίει το κρασί, querida» της είπε μ’ ένα ακαταμάχητο χαμόγελο και ξαναγέμισε το ποτήρι της. «Οπότε, ας πιούμε λίγο ακόμη.» Η Έλεν κοίταξε το ποτό μπροστά της, που λαμπύριζε στη λιακάδα. «Ευχαριστώ.» «Νομίζω ότι κι εσύ έχεις γίνει πολύ γλυκιά» της είπε ήρεμα, πριν αλείψει λίγη μους σοκολάτα σε μια γκοφρέτα. «Τώρα που έχεις σταματήσει να μου μιλάς απότομα, εννοώ.» «Το έχω κάνει ποτέ αυτό;» ρώτησε η Έλεν προσεκτικά. «Σου έχω μιλήσει απότομα;» Της έριξε μια σοβαρή ματιά. «Έτσι φαίνεται μερικές φορές, μολονότι υποτίθεται πως βοηθάμε ο ένας τον άλλο.» «Τότε ζητώ συγνώμη.» «Δεν είναι απαραίτητο. Ούτως ή άλλως, προφανώς μου αξίζει.» Σκούπισε τα δάχτυλά του με μια
χαρτοπετσέτα και μετά έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα του. «Θα πάω να ρίξω μια ματιά στην κουζίνα για να δω πώς τα πάνε οι άλλες αγαπημένες μου κυρίες. Δε θα αργήσω.» Τον κοίταζε καθώς περπατούσε προς το σπίτι, με ζωηρά βήματα και το σκούρο κεφάλι του κρατημένο ψηλά. Κάθε του κίνηση δημιουργούσε μέσα της ρίγη θαυμασμού. Κανείς άντρας δεν είχε το δικαίωμα να είναι τόσο ελκυστικός. Είδε μια γκριζομάλλα γυναίκα –προφανώς, η Μαρία– στην είσοδο του σπιτιού να σκουπίζει τα χέρια στην άσπρη ποδιά της. Ο Ρικάρντο έσκυψε για να φιλήσει την κορυφή τού κεφαλιού της και κι εκείνη έτεινε για να χαϊδέψει το πρόσωπό του. Μετά από λίγα λεπτά, ο Ρικάρντο γύρισε στο τραπέζι τους με δυο φλιτζάνια καφέ. Σε μικρή απόσταση πίσω του, η Μαρία και τρεις νεαρές γυναίκες συνομιλούσαν ζωηρά κοιτώντας προς την κατεύθυνση της Έλεν. Το χαμόγελο του Ρικάρντο πλάτυνε. «Τους το είπα» ψιθύρισε. «Ελπίζω να μη σε πειράζει, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ.» «Τους είπες τι;» Ο άντρας έγειρε πάνω απ’ το τραπέζι και κάλυψε το χέρι της με το δικό του. «Ότι παντρευτήκαμε.» Η Έλεν έκανε ένα μορφασμό. «Δεν το ήξεραν; Είναι θυμωμένες μαζί σου; Στοιχηματίζω ότι με μισούν!» «Απεναντίας. Έχουν ενθουσιαστεί. Η Μαρία θέλει να μας φτιάξει μια ειδική τούρτα.» «Ελπίζω να μην της είπες ότι ξέρω να μαγειρεύω.» «Το ζήτημα δεν τέθηκε καθόλου. Απλώς είναι όλοι ευτυχισμένοι που τελικά βρήκα κάποια.» Η Έλεν αισθάνθηκε την καρδιά της να σκιρτά καθώς συνειδητοποιούσε τι σήμαιναν τα λόγια του. Ήταν παντρεμένη μ’ αυτόν τον εκπληκτικά ελκυστικό, αρρενωπό και γεροδεμένο άντρα. Μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο τέλειος σύζυγος. Ωστόσο, εκείνη ήξερε ότι έπρεπε να αποδιώξει την ξαφνική και παράλογη λαχτάρα να ήταν ο γάμος τους αληθινός. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο. Η φωνή της ακούστηκε βραχνή. «Τελικά βρήκες κάποια. Βρήκες εμένα.» «Ναι, γιατί όχι; Σου κάνει εντύπωση;» «Ναι, εφόσον προερχόμαστε από εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Εξάλλου, έχεις πει ότι το τελευταίο πράγμα που ήθελες ποτέ ήταν να παντρευτείς.» «Το ίδιο κι εσύ.» Ένα κύμα θλίψης την έκανε να νιώσει αδύναμη. Η ψυχρή αλήθεια είχε παρεισφρήσει στην οικειότητά τους. Οι λέξεις ξεπήδησαν από το στόμα της προτού προλάβει να τις σταματήσει. Ήταν μια απόπειρα να χτίσει έναν προστατευτικό τοίχο γύρω από την καρδιά της. «Και εξακολουθώ να νιώθω έτσι.» «Είσαι σίγουρη;» Είμαι σίγουρη ότι θέλω να πάω κατευθείαν πίσω στο σπίτι και στο κρεβάτι μαζί σου. Σίγουρη ότι θέλω να αισθανθώ το καυτό βάρος του κορμιού σου πάνω στο δικό μου. Σίγουρη ότι θα γεννούσα τα μωρά σου αν ήθελες κι εσύ επειδή… έχω αρχίσει να σ’ ερωτεύομαι. Φόρεσε ένα ψεύτικο χαμόγελο. «Φυσικά και είμαι σίγουρη.» Τη σόκαρε ο τρόπος που το μυαλό της είχε ξεστρατίσει σε απαγορευμένα μονοπάτια. Θα ’πρεπε να φταίει το κρασί, η υγρή και ζεστή ατμόσφαιρα… ή απλώς ο Ρικάρντο και ο πόθος που ξυπνούσε μέσα της. Θα μπορούσε να της προτείνει οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή και αυτή θα συμφωνούσε. Τον
ήθελε ξανά τόσο πολύ που σχεδόν πονούσε. Το γεγονός ότι βρισκόταν αντιμέτωπη με τη γυμνή αλήθεια σχετικά με τα συναισθήματά της γι’ αυτόν τον άντρα ήταν βαθιά ενοχλητικό. Ένιωθε σα να της είχε κάνει μάγια.
Κεφάλαιο Έντεκα
«Θυμάσαι τη μέρα που γνωριστήκαμε;» ρώτησε αργότερα η Έλεν, καθώς στέκονταν στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας παρακολουθώντας το ηλιοβασίλεμα μετά από ακόμη μια τέλεια ημέρα ταξιδιού του μέλιτος. Ο Ρικάρντο, που βρισκόταν πίσω της, φίλησε το κεφάλι της. «Πώς θα μπορούσα να την ξεχάσω;» μουρμούρισε μέσα στα μαλλιά της, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από τη λεπτή της μέση. «Ήσουν σαν ένα παγιδευμένο ζώο σ’ εκείνο το δωμάτιο. Ένα ζώο με πολύ ελκυστικά οπίσθια.» «Ακόμη και μ’ εκείνο το απαίσιο παντελόνι της δουλειάς;» «Το έχω σκίσει πολλές φορές στις φαντασιώσεις μου, μην ανησυχείς.» «Είχες φαντασιώσεις για μένα;» Το χέρι του απομακρύνθηκε από τη μέση της και άρχισε να χαϊδεύει το ένα της στήθος, πάνω από το λεπτό μετάξι της ρόμπας της. «Φυσικά.» Η σκέψη του Ρικάρντο να την φαντασιώνεται έδρασε καταλυτικά αναστατώνοντας τις αισθήσεις της. Μια εικόνα άστραψε στο μυαλό της. Ήταν ξαπλωμένος γυμνός στο κρεβάτι του, με το χέρι του να αναπαύεται στο επίπεδο στομάχι του. Η φωνή της έγινε ψιθυριστή και αισθησιακή. Ο ήχος άρεσε και στην ίδια. «Θυμάμαι την αίσθηση των γονάτων σου στο πίσω μέρος των δικών μου καθώς με έσπρωχνες προς το κρεβάτι. Νόμιζα ότι σκόπευες να…» «Να σε δολοφονήσω;» «Πιθανόν, ή… κάτι άλλο….» «Δεν ήσουν ιδιαίτερα πρόθυμη εκείνη τη μέρα. Κόντεψες να με σακατέψεις, χτυπώντας με στο επίμαχο σημείο.» Τον άκουσε να παίρνει μια βαθιά, αργή ανάσα πριν το χέρι του κατευθυνθεί προς το άλλο της στήθος. Τον είδε με τη φαντασία της να κλείνει τα μάτια του καθώς φυλάκιζε το κορμί της και χάιδευε τις θελκτικές καμπύλες της. Της άρεσε πολύ που κι εκείνος σκεφτόταν έτσι. «Στις φαντασιώσεις σου, μ’ έκανες ποτέ δικιά σου από πίσω;» Τα δάχτυλά του ακινητοποιήθηκαν και η Έλεν ένιωθε το σώμα του να τρέμει ελαφρά. «Μερικές φορές.» «Είναι… πρωτόγονο; Άγριο;» Τα χέρια του άρχισαν ξανά να χαϊδεύουν τα στήθη της. Θα πρέπει να ένιωθε πόσο είχαν επιταχυνθεί οι παλμοί της από την αναστάτωση. «Όχι, είναι υπέροχο επειδή με ικετεύεις να σου το κάνω.» Η Έλεν έκλεισε τα μάτια της καθώς αισθάνθηκε τον ερεθισμένο ανδρισμό του να την πιέζει μέσα από το λεπτό ύφασμα που κάλυπτε τα οπίσθιά της. Η δική του μεταξωτή ρόμπα δεν περιόριζε καθόλου τις κινήσεις του. «Κι εσύ; Μου το κάνεις όταν σε ικετεύω;» «Πάντα.» Ο Ρικάρντο γλίστρησε το ένα του χέρι μέσα από τη ρόμπα της για να χαϊδέψει τον μηρό της. «Είσαι πολύ πρόθυμη και πολύ υγρή. Κι εγώ είμαι πάντα έτοιμος για να σε ικανοποιήσω.» Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, τον άκουσε να σκίζει το περιτύλιγμα του προφυλακτικού με τα δόντια του. Προφανώς το είχε βγάλει απ’ την τσέπη του. Η Έλεν έφερε ενστικτωδώς το βάρος της
μπροστά και στηρίχτηκε στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού. Εκείνος επρόκειτο να… Και η ίδια το ήθελε τόσο πολύ. Τον ένιωσε να σηκώνει την άκρη του ρούχου της και, αμέσως μετά, το φύλο του, μεγάλο και σκληρό, γλιστρούσε ανάμεσα στους χωρισμένους μηρούς της, ενώ το δροσερό αεράκι της νύχτας σκλήραινε τις ρώγες της. «Ναι, έλα τώρα» τον ενθάρρυνε. Ο άντρας προσάρμοσε τη στάση του και τον αισθάνθηκε να εισχωρεί, στην αρχή με μικρές, προσεκτικές κινήσεις, μέχρι που ένα μεγάλο δυνατό σπρώξιμο τον έφερε βαθιά μέσα της. Η φωνή του ήταν χαμηλή και βραχνή. «Σε ήθελα έτσι για τόσο καιρό.» Η Έλεν άφησε μια πνιχτή κραυγή καθώς εκείνος έσκυψε μπροστά και, αφού χάιδεψε πρώτα την κοιλιά της, γλίστρησε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα πόδια της. Βρήκε το κέντρο της θηλυκότητάς της και άρχισε να την ερεθίζει ανελέητα. Μικροί κύκλοι που έκαναν τα κόκαλά της να λιώνουν και μετά πιο γρήγορα χάδια για να εντείνει την ευχαρίστησή της, ενώ ταυτόχρονα μπαινόβγαινε μέσα της. «Ρικάρντο… Ναι… Κι άλλο.» Άκουσε την ανάσα του να βγαίνει βαριά και κινήθηκε προς τα πίσω και πάνω του, ικετεύοντάς τον με το κορμί της να εισχωρήσει πιο βαθιά και να κινηθεί πιο γρήγορα. Ένιωσε τα χέρια του να την κρατάνε σταθερά από τη μέση, ενώ οι τρίχες του στέρνου του τρίβονταν στη γυμνή της πλάτη. «Το νιώθεις, querida; Νιώθεις πόσο πολύ σε θέλω;» Αισθανόταν πιο τολμηρή και αισθησιακή από ποτέ πριν στη ζωή της. «Τα θέλω όλα» του είπε με ένα βογκητό. Άνοιξε τα πόδια της όσο πιο πολύ μπορούσε κι ένιωσε τα δάχτυλά του να πιέζουν την απαλή σάρκα των γοφών της. Ο ρυθμός του επιταχυνόταν. Μέσα σε δευτερόλεπτα, η Έλεν άρχισε να κυλάει προς έναν ανεξέλεγκτο οργασμό. Λαχανιασμένη, κρατήθηκε σφιχτά από τα κάγκελα του μπαλκονιού και δεν τη ένοιαζε καθόλου αν την άκουγε κανείς που φώναζε. Η ηδονή της έφτανε στο απόγειο. Ο Ρικάρντο βόγκηξε δυνατά καθώς η δική του λύτρωση πλησίαζε. Σταγόνες ιδρώτα έπεφταν από το μέτωπό του και κατέληγαν στην πλάτη και τους ώμους της. Απολάμβανε με όλες του τις αισθήσεις εκείνες τις μοναδικές στιγμές του πάθους και της ηδονής. Φώναξε τ’ όνομά της καθώς το κορμί του συντάραζαν οι σπασμοί της κορύφωσης. Οι κραυγές του ακούγονταν σχεδόν σαν να πονούσε. Την είχε κατακτήσει. Δεν υπήρχε επιστροφή. Καρδιά, ψυχή και σώμα, ήταν δική του. *** Ο Ρικάρντο ξύπνησε και είδε την Έλεν ξαπλωμένη δίπλα του στο κρεβάτι. Το δέρμα της ήταν απαλό και ζεστό. Την άκουγε να ανασαίνει αργά και ρυθμικά και κατάλαβε ότι ήταν ακόμη κοιμισμένη. Για πρώτη φορά αναρωτήθηκε αν ροχάλιζε στον ύπνο του. Κανείς δεν το είχε αναφέρει ποτέ στο παρελθόν. Σήκωσε το χέρι κι έτριψε τα μάτια του. Συνειδητοποίησε ότι δεν κοιμόταν με πολλές από τις συνοδούς του. Έκανε σεξ με τις περισσότερες από αυτές, αλλά συνήθως έβρισκε έναν τρόπο να αποφεύγει να τις βλέπει το επόμενο πρωί. Υπήρχε κάτι στο πρωί της επόμενης μέρας που ήταν υπερβολικά οικείο για τα γούστα του. Κάτι σαν την απαρχή κάποιου σημαντικού πράγματος. Έπρεπε να αποστασιοποιηθεί. Έπρεπε να σηκωθεί και να κάνει ένα ντους. Έπρεπε… Ο Ρικάρντο έκλεισε τα μάτια του και εισέπνευσε το άρωμά της. Η γλυκιά ευωδιά από το σαμπουάν της παρέμενε
στα μαλλιά της και το μαξιλάρι του ήταν πιο αναπαυτικό από όσο θυμόταν ποτέ. Κοιμόταν πολύ καλύτερα από τότε που άρχισε να μοιράζεται το κρεβάτι του με την Έλεν και ήξερε ότι δεν έπρεπε να το συνηθίσει. Ωστόσο, δεν άντεχε να σηκώνεται και να την αφήνει να κοιμάται. Ένιωθε ασφαλής δίπλα της. Οι σκέψεις του ταξίδεψαν στους γονείς της και στο ετοιμόρροπο αγροτόσπιτό τους, πνιγμένο στους ιστούς αράχνης και στα γατάκια. Διέθεταν ελάχιστα όσον αφορούσε τα υλικά αγαθά, αλλά είχαν ο ένας τον άλλο κι αυτό φαινόταν να τους αρκεί. Υπέθετε ότι θα έλεγαν πως αγαπούσε ο ένας τον άλλο, όπως πρέπει να συμβαίνει ανάμεσα στα αντρόγυνα. Μπορεί να ήταν εφικτό να βρει κανείς την ευτυχία μέσα σε ένα γάμο. Ίσως ορισμένοι γάμοι διαρκούσαν. Ίσως μερικοί τυχεροί άνθρωποι έμεναν για πάντα ευτυχισμένοι μαζί. Όμως, αυτό δε σήμαινε ότι εκείνος είχε αρχίσει να πιστεύει στην αγάπη. Η άνεση του κοινού τους κρεβατιού και το γεγονός ότι διέθεταν το χρόνο να ξαπλώσουν εκεί και να σκεφτούν είχαν αρχίσει να τον παρασύρουν προς την εξερεύνηση επικίνδυνων ιδεών, όπως αυτή της οικογένειας και της ζωής που έκαναν οι καθημερινοί, απλοί άνθρωποι. Ίσως να μην ήταν τόσο άσχημα. Την κοίταξε ξανά και ένιωσε ένα τσίμπημα ανησυχίας. Η Έλεν βρισκόταν εκεί επειδή αγαπούσε τα χρήματα και όχι επειδή έτρεφε αισθήματα για τον ίδιο. Δεν έπρεπε να το ξεχνάει αυτό. Αλλά και πάλι, αν αυτό ήταν το μοναδικό της ψεγάδι, εκείνος μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Διέθετε άφθονο χρήμα και, εντελώς ειλικρινά, οι περισσότερες γυναίκες αναζητούσαν πλούσιους συζύγους. Ήταν ζήτημα βιολογίας, ένα ένστικτο να βρουν τον καλύτερο σύντροφο για πατέρα των παιδιών τους. Ούτε εκείνος θα ήθελε να μείνει ξαφνικά απένταρος. Σε τελική ανάλυση, τι πιθανότητες είχε να γνωρίσει ποτέ μια γυναίκα που δε θα ενδιαφερόταν για τα πλούτη του; Καμιά. «Ρικάρντο;» μουρμούρισε η Έλεν, και την ένιωσε να κινείται. «Εδώ είμαι, γλυκιά μου. Ξανακοιμήσου.» Προσπάθησε να μην πανικοβληθεί από το άκουσμα της φωνής της. Η καρδιά του είχε ήδη αρχίσει να χτυπάει γρηγορότερα καθώς τα δάχτυλά της διέγραφαν αργούς κύκλους πάνω στο στέρνο του. Κατάπιε με δυσκολία. Μόλις είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση που σήμαινε μια τεράστια αλλαγή στη ζωή του. «Είσαι όμορφος» του είπε, μισοκοιμισμένη ακόμη. «Το ίδιο κι εσύ.» Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Ήθελε να την κρατήσει. Ήθελε να παραμείνει γυναίκα του. Χρειαζόταν ένα σχέδιο.
Κεφάλαιο Δώδεκα
Το χέρι της Έλεν χάιδεψε αφηρημένα την πόρτα της παλιάς ανοιχτής Άλφα Ρομέο, καθώς το αμάξι ανέβαινε με ταχύτητα ένα λόφο. Ο Ρικάρντο διέθετε ολόκληρη συλλογή από αυτοκίνητα, καταχωνιασμένα σ’ ένα μεγάλο αχυρώνα στο κτήμα, και είχε επιμείνει να διαλέξει αυτή ποιο θα έπαιρναν εκείνη την ημέρα. Το δροσερό αεράκι ήταν πραγματικά αναζωογονητικό και ευπρόσδεκτο μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. Η Έλεν γελούσε καθώς έπεφταν σε αυλάκια και λακκούβες. «Αυτό το αμάξι είναι απείρως πιο διασκεδαστικό από τη νευρική σου Φεράρι!» του φώναξε για να ακουστεί πάνω από το θόρυβο του κινητήρα και των τροχών. «Ο μπαμπάς θα χαιρόταν πάρα πολύ αν το άκουγε αυτό!» της είπε εξίσου δυνατά. «Το αγόρασε τη δεκαετία του ’60 και ποτέ δε θέλησε να το αποχωριστεί ή να το αναβαθμίσει.» Της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο ενώ τα μαύρα του μαλλιά χόρευαν στον άνεμο. «Είναι οικογενειακό κειμήλιο.» Το αυτοκίνητο σκαρφάλωσε με βρυχηθμό άλλη μία απότομη ανηφόρα, πριν φτάσουν ξαφνικά στο τέλος του δρόμου, στην κορυφή του λόφου. Προφανώς, ήταν ένα ακόμη από τα ψηλότερα σημεία του νησιού. Μπροστά τους εκτεινόταν μια απέραντη έκταση θάλασσας και ουρανού. «Νομίζει κανείς ότι είναι θεός εδώ πάνω, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ρικάρντο, ανοίγοντας τη χαμηλή πόρτα του αμαξιού για να τη διευκολύνει να βγει. «Δεν είναι θαυμάσια;» Η Έλεν έγνεψε καταφατικά μ’ ενθουσιασμό, καθώς εκείνος έβγαζε από το πίσω κάθισμα το καλάθι με το μεσημεριανό φαγητό που είχαν πάρει μαζί τους και μια μεγάλη διπλωμένη κουβέρτα. «Μπορούμε να τ’ αφήσουμε αυτά εδώ για λίγο» πρότεινε κι ακούμπησε τα πράγματα στο γρασίδι. «Υπάρχει κάτι που θέλω να σου δείξω.» Την έπιασε απ’ το χέρι και την οδήγησε προς το χείλος του γκρεμού, όπου βρισκόταν μια ξύλινη σκάλα. Η Έλεν κράτησε το χέρι του δυνατά και εκείνος της το έσφιξε καθησυχαστικά. Τα σκαλοπάτια ήταν απότομα και κατέληγαν σε ένα υψίπεδο. Δεν υπήρχε κιγκλίδωμα ή φράχτης, και ο άνεμος μαστίγωνε τη βαθυγάλανη θάλασσα με τις λευκές κορφές, εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Το μέρος δεν έδειχνε ιδιαίτερα ασφαλές. Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν ενστικτωδώς γύρω από το μανίκι του πουκαμίσου του. «Εφόσον δεν πρόκειται να παντρευτώ άλλη φορά» είπε ο Ρικάρντο, κάνοντας μια χειρονομία προς τ’ αριστερά, «σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να σε παρουσιάσω στην οικογένεια.» Το στόμα της άνοιξε από έκπληξη καθώς τα μάτια της εστίασαν σ’ ένα μαυσωλείο. «Ω…» «Ελπίζω να μη με θεωρήσεις πολύ αλλόκοτο» βιάστηκε να πει ο άντρας. «Πάντα έρχομαι εδώ πάνω μόλις μπορέσω, όταν μένω στο Ντίζι Χάιτς. Είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνω. Ένα τελετουργικό. «Καταλαβαίνω» ψιθύρισε η Έλεν κι έκανε μερικά βήματα προς τα εμπρός για να διαβάσει τα μεγάλα γράμματα που ήταν λαξεμένα στο τάφο. «Έπρεπε να φέρναμε λίγα λουλούδια.» «Δεν πειράζει. Άλλωστε, θα τα έπαιρνε αμέσως ο άνεμος μια μέρα σαν αυτή.» Ο Ρικάρντο έκλεισε τα μάτια και εισέπνευσε τον θαλασσινό αέρα. «Οι γονείς μου μας έφερναν εδώ κάθε καλοκαίρι για πικνίκ. Ήταν το αγαπημένο τους μέρος. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή όχι, αλλά η Λουσία λέει ότι εδώ ο μπαμπάς έκανε πρόταση γάμου στη μαμά.» Κοίταξε την Έλεν και στο βλέμμα του φανερωνόταν η θλίψη. «Η Άλφα είναι το μοναδικό αμάξι που έχει έρθει ποτέ εδώ πάνω.»
«Είναι πολύ ιδιαίτερο μέρος» αποκρίθηκε εκείνη, νιώθοντας έναν κόμπο στο λαιμό της. «Πρέπει να το διατηρείς πάντα έτσι.» Πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από το μάρμαρο. «Αλεγκρία Καλεντάρια Αλμάνσα. Πολύ όμορφο όνομα.» Ο Ρικάρντο έγνεψε καταφατικά. «Πριμέιρο Σαλβατόρε Αλμάνσα. Ο αδερφός σου;» Η Έλεν πρόλαβε να δει το ανεβοκατέβασμα του λαιμού του καθώς ο άντρας κατάπινε πριν αποστρέψει το βλέμμα του. «Ο δίδυμος αδερφός μου.» «Και ο Ρικάρντο Πριμέιρο Αλμάνσα θα πρέπει να ήταν ο πατέρας σου, έτσι;» «Ναι.» Η Έλεν ένιωθε ότι η διάθεσή του χειροτέρευε. «Ας γυρίσουμε τώρα» της είπε και την έπιασε σταθερά απ’ το χέρι. Επέστρεψαν με βαριά βήματα, χωρίς να μιλάνε. Ακουγόταν μόνο ο ήχος από τα βήματά τους κι ο άνεμος που σφύριζε. Μέσα σε λίγα λεπτά, έφτασαν πίσω στο σημείο όπου είχαν αφήσει το αυτοκίνητο, μέσα στο ψηλό γρασίδι και τα αγριολούλουδα. Η μέρα γινόταν όλο και πιο ζεστή καθώς το αεράκι έπεφτε. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται ο ρόλος της κυρίας Αλμάνσα μέχρι στιγμής;» ρώτησε ο Ρικάρντο και κάθισε δίπλα της στην κουβέρτα. «Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα.» Έβγαλε το ένα της σανδάλι και χάιδεψε με το γυμνό της πόδι το εσωτερικό του μηρού του. «Με ταΐζεις, έτσι δεν είναι;» Εκείνος απομάκρυνε μια ατίθαση μπούκλα από τα μάτια της. «Σχεδόν διαρκώς, απ’ ό,τι φαίνεται.» «Σαν έναν νεοσσό κούκο;» τον ρώτησε πειρακτικά, ενθυμούμενη το χαρακτηρισμό που είχε χρησιμοποιήσει για να την περιγράψει στην Κοντέσα εκείνη την πρώτη μέρα. Ο Ρικάρντο άρχισε ν’ αδειάζει το περιεχόμενο του καλαθιού στην κουβέρτα του πικνίκ ενώ απέφευγε τη ματιά της. «Έχεις πολύ δυνατή μνήμη.» «Σαν μωρό ελεφαντάκι, τότε;» Η Έλεν άφησε ένα γελάκι και μετά παρατήρησε ότι ο άντρας έδειχνε ταραγμένος. Έκοψε βιαστικά μια φέτα ψωμί και της την έδωσε. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε. Της έριξε ένα έντονο βλέμμα που όμως δεν πρόδιδε το πώς ένιωθε. «Φυσικά, γιατί να μην είμαι;» Επειδή μόλις επισκέφτηκες τον τάφο ολόκληρης της οικογένειάς σου; Πώς μπορούσε να κρύβει τα αισθήματα που οπωσδήποτε τον κατέκλυζαν; Προσπάθησε να συγκρατήσει τα λόγια που βρίσκονταν στην άκρη της γλώσσας της, αλλά χωρίς επιτυχία. «Πώς το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε. «Τι κάνω;» «Πώς μπορείς να είναι τόσο συναισθηματικά ψυχρός τη μια στιγμή και σούπερ ήρωας την επόμενη; Δε σε καταλαβαίνω. Είσαι αντιφατικός. Για παράδειγμα, λες ότι δε θέλεις το γάμο, αλλά αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο που ζεις, τους ανθρώπους που σε περιβάλλουν και σε αγαπούν. Ο γάμος και η οικογένεια είναι τόσο παραδοσιακοί και σταθεροί θεσμοί. Η συμπεριφορά σου δε συμβαδίζει με τα λεγόμενά σου.» «Επειδή δεν έχω κατορθώσει να εμπιστευτώ κάποιον για πολύ καιρό» της είπε ήρεμα και την κοίταξε με τη θλίψη να καθρεφτίζεται στο βλέμμα του. «Θέλεις ν’ ακούσεις την εμπειρία μου σχετικά με το γάμο, Έλεν; Θέλεις να μάθεις τους λόγους για τους οποίους ποτέ δε θα σκεφτόμουν να παντρευτώ εκτός και αν ήμουν αναγκασμένος;» Η Έλεν ένιωσε νευρικότητα, αλλά έπρεπε ν’ ακούσει την εξομολόγησή του. «Ναι, πες μου.»
«Ο πατέρας μου απατούσε τη μητέρα μου συστηματικά. Ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Έλειπε τακτικά για ‘δουλειές’ και φρόντιζε να είναι διακριτικός. Δε φαινόταν, όμως, να ντρέπεται που αθετούσε τους γαμήλιους όρκους του προδίδοντας τη γυναίκα που τον αγαπούσε. Κι έτσι δεν ήταν παράξενο που η μαμά άρχισε να κάνει το ίδιο. Λαχταρούσε αγάπη και στοργή κι ήταν υποχρεωμένη να τα αναζητήσει εκτός του γάμου της.» Ξερίζωσε εκνευρισμένος μερικές τούφες γρασίδι. «Ίσως είμαι αυστηρός κριτής, αλλά δε βλέπω κανένα νόημα στο γάμο μετά απ’ αυτό.» «Θα πρέπει να ήταν πολύ σκληρό για εσένα» σχολίασε ήρεμα η Έλεν. «Δεν μπορώ να φανταστώ τους γονείς μου να συμπεριφέρονται ποτέ με τέτοιο τρόπο.» «Αυτή είναι, λοιπόν, η ιστορία του φρικτού γάμου των γονιών μου. Όμως, αν θέλεις πραγματικά να καταλάβεις τι με κάνει τόσο ψυχρό, θυμήσου τον οικογενειακό τάφο εκεί κάτω. Πρόσεξες τίποτα ασυνήθιστο;» Το βλέμμα της Έλεν αναζήτησε στοιχεία στην έκφρασή του. Είχε δει τα τρία ονόματα, αλλά όσο για κάτι άλλο… «Άφησέ με να σε βοηθήσω. Οι ημερομηνίες.» Τα σκούρα φρύδια του Ρικάρντο ανασηκώθηκαν ερωτηματικά. «Η μαμά και ο Πριμέιρο;» Η Έλεν κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη παραίτησης. «Πέθαναν την ίδια μέρα.» Το βλέμμα της έπεσε στα πόδια της κι άρχισε να παίζει νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας της. Αυτό θα ’πρεπε να ήταν απαίσιο. «Τι τους συνέβη;» Ο άντρας έσφιξε για μια στιγμή τα δόντια του κι εκείνη σκέφτηκε ότι δε θα έπαιρνε απάντηση. «Φόνος εν ψυχρώ» μουρμούρισε τελικά. «Τους πυροβόλησαν και τους δυο. Η μαμά πέθανε ακαριαία. Ήταν νεκρή όταν έφτασα εκεί. Ο Πριμέιρο πέθανε από αιμορραγία στα χέρια μου πριν προλάβει να έρθει ασθενοφόρο. Προσπάθησα να τον σώσω, αλλά ήταν μια κύρια αρτηρία και…» Η Έλεν έφερε το χέρι της στο στόμα σοκαρισμένη. «Ποιος το έκανε;» «Η γυναίκα του. Ορκίστηκε ότι είχε κόψει τα ναρκωτικά και το αλκοόλ πριν παντρευτούν, αλλά ήταν ψέματα. Ο Πριμέιρο ήταν γενναιόδωρος με τα χρήματά του και τόσο απασχολημένος με τη δουλειά του, ώστε δεν πρόσεξε τίποτα. Θεέ μου, αυτή η γυναίκα ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας.» Η Έλεν ακούμπησε και τα δυο χέρια στα μάγουλά της που έκαιγαν. «Είναι φρικτό.» «Τέλος πάντων, κάποια στιγμή βαρέθηκε να κρύβεται και αποκαλύφθηκε. Τότε ο Πριμέιρο ζήτησε διαζύγιο. Έβαλε τους δικηγόρους του να στρωθούν στη δουλειά αμέσως. Η μαμά πήγε να του προσφέρει λίγη ηθική συμπαράσταση μόλις το έμαθε. Ποτέ δε συμπάθησε τη νύφη της. Για να είμαι ειλικρινής, δε θα παραξενευόμουν αν μάθαινα ότι πήγε εκεί για να έχει τη χαρά ν’ αλλάξει η ίδια τις κλειδαριές.» «Μερικές φορές οι μητέρες διαθέτουν μια έκτη αίσθηση σε τέτοια ζητήματα.» «Η τοξικολογική αναφορά έλεγε ότι η Αραμπέλα είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ σε συνδυασμό με κάποιο είδος ηρωίνης. Ο εγκέφαλός της ήταν αλλοιωμένος και προφανώς υπέφερε από παραισθήσεις. Τους πυροβόλησε και τους δύο πριν πέσει από το μπαλκόνι του ρετιρέ. Ή τουλάχιστον αυτό μου είπαν. Ήταν τρομερό.» Η Έλεν έκλεισε τα μάτια της και έπνιξε μια κραυγή. «Εγώ έπρεπε να το πω στον μπαμπά» είπε ο Ρικάρντο. «Βρισκόταν στη φυλακή όταν συνέβη. Ποτέ δε συγχώρεσε τον εαυτό του που δεν ήταν κοντά τους. Λες και θα μπορούσε να έχει αποτρέψει το συμβάν. Αυτό τον αποτελείωσε, νομίζω. Μια ραγισμένη καρδιά και μια διαλυμένη περηφάνια.
Ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφρασή του όταν τελικά κατάφερα να ξεστομίσω τις λέξεις. Ακόμη με αρρωσταίνει όταν το σκέφτομαι. Τρεις μέρες αργότερα έπαθε ισχυρή καρδιακή προσβολή και πέθανε. Κι έτσι, τους έφερα όλους εδώ.» «Δεν ξέρω τι να πω.» Η Έλεν άπλωσε το χέρι της για να τον αγγίξει. «Γι’ αυτό ο Τζεράρντο ήθελε να μ’ αναγκάσει να παντρευτώ. Για να ασπαστώ ένα θεσμό τον οποίο δεν εκτιμούσα. Κάτι σαν εκδίκηση γι’ αυτό που ο πατέρας μου πήρε από εκείνον. Πόνταρε στο γεγονός ότι θα έπρεπε να είμαι ένας φανατικός μισογύνης. Ίσως έχει δίκιο. Η μητέρα μου ήταν άπιστη, η νύφη μου ψεύτρα και δολοφόνος. Καμιά από τις δυο δε σεβόταν την ιερότητα του γάμου. Ακόμη, είχα σχέσεις με κοπέλες που άνοιγαν το πορτοφόλι μου όταν δεν κοίταζα. Δε χρειαζόταν. Αν απλώς μου είχαν ζητήσει…» «Δεν είναι έτσι όλες οι γυναίκες» ψιθύρισε η Έλεν, συνειδητοποιώντας απότομα ότι το όνομά της θα πρέπει να βρισκόταν στο τέλος μιας μακροσκελούς λίστας από σπάταλα θηλυκά. «Υπάρχουν μερικές αξιόλογες γυναίκες στη ζωή μου. Τις έχεις γνωρίσει. Ακόμη και η Αντονέλα έχει τις καλές της στιγμές. Είναι κενή, εγωίστρια και κακομαθημένη αλλά, προς τιμήν της, δεν απάτησε ποτέ τον πατέρα μου. Μερικές φορές είναι πολύ καλή μαζί μου.» Ανασήκωσε τους ώμους του και πέταξε μερικά φύλλα χλόης στον αέρα. «Ίσως, βέβαια, το κάνει επειδή είμαι διαχειριστής των οικονομικών πόρων από τους οποίους ζει.» «Αλήθεια;» «Η διαθήκη του πατέρα μου υπαγόρευε ότι θα της παρέχονταν αρκετά χρήματα σε μηνιαία βάση ώστε να ζει αξιοπρεπώς, με τον όρο ότι δε θα ξαναπαντρευόταν ούτε θα αμαύρωνε το όνομα Αλμάνσα. Το ξέρω ότι έχει εραστές. Τρυπώνουν στο σπίτι όταν το υπόλοιπο προσωπικό έχει σχολάσει. Όμως, είναι διακριτική, γι’ αυτό κάνω τα στραβά μάτια. Ο πατέρας μου έχει πλέον πεθάνει κι η καημένη η γυναίκα είναι απλός άνθρωπος.» Η Έλεν ένιωσε ανακούφιση που ο Ρικάρντο ήξερε τι έκανε η μητριά του. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να του το πει. «Η κατάσταση είναι όντως πολύπλοκη» σχολίασε. «Και μετά λες ότι είμαι ψυχρός. Αναγκάστηκα να γίνω έτσι.» Τα σκουρόχρωμα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. Φαινόταν να την παρακαλεί σιωπηρά για κάτι. «Ο πατέρας μου επέμενε ότι οι πραγματικοί άντρες δεν κλαίνε. Εκείνος δεν έκλαιγε ποτέ και περίμενε το ίδιο κι από εμένα. Γι’ αυτό προσπαθώ όσο μπορώ.» Η κοπέλα απόμεινε σιωπηλή. Η καρδιά της πονούσε για τον Ρικάρντο και την τραγική του απώλεια και τώρα καταλάβαινε γιατί παρουσιαζόταν τόσο άτεγκτος στα ζητήματα της αγάπης, του γάμου και των γυναικών. Ήταν σχεδόν μόνος στον κόσμο, με λίγους μόνο έμπιστους οικογενειακούς φίλους, που είχε γνωρίσει και η ίδια. Αν εξαιρούσες αυτούς, του έμενε μόνο ένα συνονθύλευμα από επαγγελματικούς συνεργάτες, εκμεταλλευτές και παράσιτα. Δεν ήταν παράξενο που αγαπούσε την απλότητα και την απομόνωση σε αυτό το νησί-καταφύγιο και στα βουνά. Αυτά φαίνονταν να είναι τα μοναδικά μέρη όπου μπορούσε να γαληνέψει. «Μου είπες ότι ούτε εσύ έχεις ξαναπαντρευτεί» της είπε ξαφνικά. «Όμως, δε σκέφτεσαι ποτέ να κάνεις παιδιά; Εσείς οι γυναίκες έχετε ένα εσωτερικό βιολογικό ρολόι, έτσι δεν είναι;» Η Έλεν ξεροκατάπιε. Ξαφνιάστηκε και ένιωσε άβολα από την απότομη αλλαγή θέματος. Η διάθεση του Ρικάρντο έδειχνε πραγματικά περίεργη. «Δεν το σκέφτομαι και τόσο συχνά. Έχω δύο δεκαετίες μπροστά μου πριν αρχίσει να με προβληματίζει το ζήτημα. Δεν είμαι μεγάλη σε ηλικία!» «Όχι, φυσικά δεν είσαι» επιβεβαίωσε εκείνος και της έδωσε ένα μπουκάλι φρουτοχυμό. «Μιλάω
θεωρητικά, για το μέλλον. Κάποια στιγμή.» «Δε νομίζω ότι θέλω να πεθάνω άκληρη, αν αυτό εννοείς.» Ξεβίδωσε το σκέπασμα του μπουκαλιού και ήπιε μερικές γουλιές πριν συνεχίσει. «Γι’ αυτό δεν ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο; Για ν’ αφήσουμε κάτι καλό πίσω μας;» Ο Ρικάρντο έγνεψε ότι συμφωνεί και κοίταξε προς τη θάλασσα, στριφογυρίζοντας αφηρημένα μια μαργαρίτα ανάμεσα στα δάχτυλά του. Το ψωμί ήταν παρατημένο δίπλα του στην κουβέρτα. «Είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, υποθέτω. Η αναμενόμενη πορεία προς την αθανασία.» Πού το πήγαινε; Γιατί αυτές οι παράξενες ερωτήσεις; Δε θα έχανε την ευκαιρία να μάθει κάποια πράγματα για κείνον. «Κι εσύ; Μιλάς για την ανάκτηση της οικογενειακής περιουσίας για τις μελλοντικές γενιές Αλμάνσα. Αυτό προϋποθέτει έναν κληρονόμο σε κάποιο στάδιο.» Η Έλεν κράτησε την ανάσα της περιμένοντας την απάντησή του. Υπήρχε πιθανότητα να προτείνει ότι οι δυο τους μαζί θα μπορούσαν να…; «Υπάρχει ήδη κληρονόμος.» «Υπάρχει;» Η αναπνοή της πιάστηκε στο στήθος της. Μια ανατριχίλα τη διαπέρασε. Η ματιά του Ρικάρντο σκοτείνιασε. «Λυπάμαι, δεν έπρεπε να το αναφέρω. Ξέχασε ότι είπα οτιδήποτε.» «Αδύνατον. Πες μου γι’ αυτόν. Ή μήπως είναι αυτή;» «Δεν μπορώ να μιλήσω για το συγκεκριμένο ζήτημα.» «Μη με απομακρύνεις κατ’ αυτόν τον τρόπο! Επιμένω να μου πεις.» «Πρέπει να παραμείνει μυστικό μέχρι να κλείσει τα δεκαοκτώ του. Εμπλέκονται και άλλοι. Είναι πολύπλοκο.» «Θα στοιχημάτιζα ότι είναι!» Η Έλεν, θορυβημένη από το ελαφρύ τρεμούλιασμα που διέκρινε στη φωνή του, αδυνατούσε να κρύψει τα συναισθήματα που ξεσηκώνονταν μέσα της. «Μπορώ να κρατήσω ακόμη ένα καταραμένο μυστικό, Ρικάρντο. Είμαι καλή σε αυτό, θυμάσαι; Κανείς δεν έχει ανακαλύψει ακόμη ότι είμαι μια ψεύτικη σύζυγος.» «Δεν πρέπει να το πεις σε κανένα.» «Το υπόσχομαι.» «Ο Πίρο, το αγόρι στο εστιατόριο.» «Ο Πίρο; Γιατί μένει εκεί με τον Αντόνιο; Είπες ότι είναι υιοθετημένος.» «Είναι» επιβεβαίωσε, τρίβοντας το τακούνι του στο γρασίδι. «Έπρεπε να γίνει έτσι δεδομένων των συνθηκών. Δεν μπορούσα να φροντίσω ένα μωρό. Όχι άλλες ερωτήσεις τώρα. Δε θέλω να το συζητήσω περισσότερο. Έχω ήδη πει πάρα πολλά.» Η Έλεν ένιωσε ναυτία από το σοκ και την απογοήτευση. Ο Ρικάρντο είχε ένα μυστικό παιδί. Όλα άρχισαν να βγάζουν νόημα καθώς θυμήθηκε την επίσκεψή τους στο σπίτι του Αντόνιο. Η στοργή του Ρικάρντο προς το αγόρι, το ενδιαφέρον του για τις σχολικές και αθλητικές του επιδόσεις… Ω, Θεέ μου, και η ομοιότητα! Πώς και δεν το πρόσεξε νωρίτερα; Είχαν και οι δυο τα ίδια μακριά χέρια και πόδια, τα σκούρα χαρακτηριστικά, τα μαλλιά, το χαμόγελο. «Κι η μητέρα του;» Ο λαιμός της Έλεν πονούσε. Πίεζε τον εαυτό της για να ξεστομίσει τις λέξεις, ανήμπορη να τον κοιτάξει. «Η μητέρα του ήταν μια τρελή και κακιά γυναίκα που τώρα έχει εξαφανιστεί για πάντα.» Κοίταξε με άδειο βλέμμα προς τη θάλασσα, πριν προσθέσει, «Ήδη ξέρεις περισσότερα απ’ όσα πρέπει.»
Η Έλεν προσπαθούσε να χωνέψει όσα άκουγε. «Ο Πίρο ξέρει την αλήθεια;» Ο Ρικάρντο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Του έχουν πει ότι οι γονείς του πέθαναν κάτω από τραγικές συνθήκες και ότι τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Θα ανακαλύψει την αληθινή του ταυτότητα και θα πάρει την κληρονομιά του όταν γίνει δεκαοκτώ ετών. Ως τότε, θα ζει μια κανονική παιδική ηλικία, με αγάπη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.» Έτριψε το σβέρκο του και έκλεισε τα μάτια. «Είναι πραγματικά το καλύτερο γι’ αυτόν.» Η Έλεν ένιωσε να την κυριεύει οργή και αηδία για την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά του Ρικάρντο. «Δε νομίζεις ότι θα σοκαριστεί όταν ανακαλύψει την αλήθεια;» «Πιθανόν. Αλλά θα το ξεπεράσει.» «Μην ξαφνιαστείς αν σε μισήσει.» Πώς στα κομμάτια μπόρεσε έστω και για στιγμή να πιστέψει ότι ο Ρικάρντο θα ήθελε να κάνει παιδί μαζί της; Είχε χάσει εντελώς το μυαλό της σε αυτό το μέρος. Εκείνος δεν είχε σκοπό να παρατείνει τη συμφωνία τους μετά τους τρεις μήνες. Ήταν καιρός να τερματίσει αυτή τη συζήτηση, όμως η οργή την έκανε να συνεχίσει. «Δε σκέφτηκες ποτέ να τον πάρεις να ζήσει μαζί σου;» «Ένα παιδί χρειάζεται δυο γονείς. Η Αντονέλα προσπάθησε να τον αναλάβει για λίγο κι εγώ έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά κανείς από τους δυο μας δεν τα κατάφερνε. Όταν πέθανε ο μπαμπάς, εκείνη μου το ξεκαθάρισε ότι δε γινόταν πλέον να τον έχει μαζί της. Ήταν προτιμότερο να τον αφήσουμε να ζήσει με τον Αντόνιο και τη Μαρία. Ξέραμε ότι μπορούσαμε να τους εμπιστευτούμε για να του προσφέρουν μια καλή ζωή.» Η Έλεν ένιωθε συντετριμμένη. Ο άντρας αυτός είχε εγκαταλείψει το γιο του. Αν μπορούσε τόσο εύκολα να παραδώσει σε κάποιους άλλους την ίδια τη σάρκα και το αίμα του, τι ελπίδες είχε εκείνη να βρει ποτέ μια θέση στην καρδιά του; Πώς της πέρασε ποτέ, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, από το μυαλό η σκέψη ότι ο Ρικάρντο θα μπορούσε να τη δει διαφορετικά; Εξάλλου, θα πρέπει να τη θεωρούσε φοβερά παραδόπιστη. Για κείνον, ήταν μια τυχάρπαστη που τον παντρεύτηκε από στυγνή ιδιοτέλεια, για να εξασφαλίσει χρήματα! Πάντα θα την έβλεπε ως μια αξιοκαταφρόνητη γυναίκα, όπως ήταν η νύφη του και η μητέρα του Πίρο. «Χριστέ μου, καλύτερα που αυτός ο γάμος δεν είναι αληθινός. Διαφορετικά, θα είχα ήδη σοβαρές αμφιβολίες για το νόημά του.» Η Έλεν σηκώθηκε απότομα, αγνοώντας την έκπληξη που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του. Στηρίχθηκε στο ένα της πόδι και ύστερα στο άλλο για να φορέσει τα σανδάλια της. «Θα ήθελα να γυρίσω πίσω τώρα, Ρικάρντο. Πρέπει να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου.» Η φωνή της έτρεμε.
Κεφάλαιο Δεκατρία
Ο Ρικάρντο άφησε μια βρισιά μέσα από τα δόντια του και κλότσησε την παλιά ξύλινη καρέκλα της Λουσία, έξω από την πόρτα της κουζίνας. Ένιωθε έντονη οργή και απογοήτευση από τη στιγμή που η Έλεν βγήκε απότομα από το αμάξι για να μιλήσει στο τηλέφωνο. Τα είχε όλα σχεδιασμένα στην εντέλεια. Το ρομαντικό πικνίκ, τα οικογενειακά μυστικά του στη φόρα και μετά η πρόταση-έκπληξη να παραμείνουν παντρεμένοι. Ήταν ειλικρινής και είχε εκθέσει τα εσώψυχά του μ’ έναν τρόπο που δεν είχε τολμήσει ποτέ πριν στο παρελθόν. Μετά, όμως, τα έκανε εντελώς θάλασσα. Κατάλαβε πότε ακριβώς άλλαξε το κλίμα. Η Έλεν ήταν γλυκιά στον τάφο, όπου είχε διστάσει να την πάει, εφόσον το περιβάλλον δεν προσφερόταν για ρομαντικό ραντεβού. Κατόπιν εκείνος έθιξε το θέμα των παιδιών και μετά ανέφερε τον Πίρο… Προφανώς, είχε θυμώσει μαζί του επειδή δεν ήθελε να της πει περισσότερα για τις συνθήκες υιοθεσίας του αγοριού. Όμως, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Υπήρχε ρητός όρος στη διαθήκη του Πριμέιρο ότι –σε περίπτωση θανάτου και των δύο γονιών του– το παιδί του θα μεγάλωνε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας έως ότου ενηλικιωθεί και κληρονομήσει την περιουσία του, οπότε θα ήταν αρκετά μεγάλο για να πάρει τις δικές του αποφάσεις. Ήθελε να της πει πόσο πολύ τον είχε πληγώσει που υποχρεώθηκε να συμμορφωθεί μ’ αυτόν τον όρο. Λαχταρούσε να της εξομολογηθεί πως του είχε ραγίσει την καρδιά το γεγονός ότι παρέδωσε το παιδί του δίδυμου αδερφού του. Θα της το έλεγε μόλις συμφωνούσε με την πρότασή του να παραμείνει γυναίκα του. Αφού εκείνη δεσμευόταν, θα ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να την εμπιστευτεί για να κρατήσει το μυστικό των Αλμάνσα. Θα της εκμυστηρευόταν ότι ο Πίρο ήταν ο πραγματικός κληρονόμος, που θα παρέμενε για πάντα ένα αδιαπραγμάτευτο κομμάτι της ζωής του. Αγαπούσε το αγόρι σαν να ήταν δικό του. Πώς ήταν δυνατόν να μην το αγαπάει; Μετά, η καρδιά του πάγωσε για ένα δευτερόλεπτο. Μια νέα σκέψη πέρασε από το νου του. Ίσως ένιωσε απογοητευμένη επειδή ένα παιδί που θα έκαναν μαζί δε θα ήταν ο μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορίας Αλμάνσα. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του για να διώξει αυτή τη σκέψη. Δεν ήταν δυνατόν να είναι τόσο παραδόπιστη. Στο κάτω κάτω, ακόμη κι αν ένα μεγάλο μέρος της οικογενειακής περιουσίας περνούσε στην κατοχή του Πίρο, ο Ρικάρντο, ως αυτοδημιούργητος δισεκατομμυριούχος, θα μπορούσε να προσφέρει στην Έλεν περισσότερα από όσα είχε ποτέ ονειρευτεί. Το ζήτημα τον προβλημάτιζε. Προκειμένου να παραμείνουν σύζυγοι με τη σωστή έννοια, έπρεπε να ξέρει πού πήγαν αυτά τα δύο εκατομμύρια δολάρια που της είχε δώσει. Δεν ήταν σωστό να υπάρχουν άλλα μυστικά ανάμεσά τους. Εκείνος είχε ήδη βιώσει την καταστροφή που είχε δημιουργήσει η απάτη στην οικογένειά του και ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει το δηλητήριο να φτάσει και στην επόμενη γενιά Αλμάνσα. Πίστευε ότι θα πετύχαινε το σκοπό του αν τα πράγματα γίνονταν με το δικό του τρόπο. Κατ’ αρχάς, θα επιχειρούσε να ξεκαθαρίσει το θέμα συζητώντας ανοιχτά μαζί της. Και αν δεν έβγαζε άκρη, θα ανέθετε στους ανθρώπους της προσωπικής του ασφάλειας να ερευνήσουν για κείνη. Βέβαια, θα προτιμούσε να μην προβεί σε τέτοια ενέργεια, εκτός και αν αναγκαζόταν. Αν ήταν ειλικρινής απέναντί του, και αποδεικνυόταν άξια εμπιστοσύνης, θα της
έλεγε τα πάντα για τον εαυτό του, όλα όσα ήθελε να ξέρει. *** «Να πάρει και να σηκώσει.» Η Έλεν ξάπλωσε ανάσκελα στο τεράστιο κρεβάτι και κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια της. Είπε ψέματα ότι ήθελε να τηλεφωνήσει στη μητέρα της. Είχαν ήδη μιλήσει εκείνο το πρωί, όταν ο Ρικάρντο ετοίμαζε το πικνίκ. Απλώς χρειαζόταν μερικά λεπτά μόνη της για να ανασυνταχθεί, να συγκεντρώσει τις σκέψεις της και να αναλύσει τα συναισθήματά της. Για να το αντιμετωπίσει αυτό χρειαζόταν λογική, όχι υστερία. Συνεπώς, έπρεπε να συλλάβει ένα σχέδιο, ακριβώς όπως φανταζόταν ότι θα έκανε και ο Ρικάρντο. Όφειλε να αξιολογήσει όλα τα γεγονότα και να διαμορφώσει μια στρατηγική προτού προχωρήσει. Τα χέρια της έπεσαν στα πλευρά της και κοίταξε το ταβάνι. «Ανόητο κορίτσι» μονολόγησε. Δεν ήταν μόνο το σπουδαίο σεξ. Όσο και να της έλεγε η λογική της ότι ο άντρας αυτός δεν της ταίριαζε, εκείνη τον αγαπούσε. Είχε ερωτευτεί έναν άνθρωπο τόσο άκαρδο που δε δίστασε να δώσει το παιδί του. Βέβαια, αυτό είχε συμβεί στην πορεία της ζωής του πριν τον γνωρίσει και τώρα δε γινόταν να γυρίσει το χρόνο πίσω. Μολονότι ήταν θυμωμένη μαζί του, δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τα αισθήματά της γι αυτόν. Τι θα γινόταν τώρα; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα ράγιζε η καρδιά της. Σε λιγότερο από τρεις μήνες, ο Ρικάρντο θα έβγαινε από τη ζωή της κι εκείνη θα γυρνούσε στις παλιές της συνήθειες, απουσία του. Τι άλλες επιλογές είχε; Θα έπρεπε να αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν ήθελε εγγύτητα ή αγάπη. Ήταν φανερό ότι απέφευγε τις μακροχρόνιες σχέσεις και είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν επιθυμούσε σύζυγο. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να αξιοποιήσει το χρόνο που τους έμενε μαζί, και να απολαύσει τον παράδεισο του γαμήλιου ταξιδιού της όσο διαρκούσε. Θα μπορούσαν να είναι χειρότερα τα πράγματα. Τώρα είχε άφθονα χρήματα στην τράπεζα, επομένως το μέλλον της ήταν εξασφαλισμένο. Αλλά ποτέ δε θ’ αγαπούσε ξανά. Όχι έτσι. Κανένας άντρας δε θα μπορούσε να φτάσει τον Ρικάρντο Αλμάνσα, παρά τα σοβαρά του ελαττώματα. Το τηλέφωνο της κρεβατοκάμαρας χτύπησε. Η Έλεν, απορροφημένη στις σκέψεις της, πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένη. Μετά από έναν δισταγμό μερικών δευτερολέπτων, σήκωσε το ακουστικό. «Λέγετε.» «Αγάπη μου, έκπληξη! Εγώ είμαι η Αντονέλα.» «Ω… γεια.» Ο ήχος της φωνής της Κοντέσας δεν ήταν καλοδεχούμενος ούτε στις καλύτερες των περιστάσεων, αλλά υποτίθεται ότι βρίσκονταν στο ταξίδι του μέλιτος και τα νεύρα της ήταν ήδη κουρέλια. «Ο Ρικάρντο δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή. Να του πω να σας τηλεφωνήσει αργότερα;» «Όχι, όχι, ανόητο κορίτσι. Είμαι στην εσωτερική γραμμή, στο καθιστικό. Έχω έρθει για να σας δω. Δεν είναι πολύ ευχάριστο;» Για όνομα του Θεού. «Κατεβαίνω αμέσως» ακούστηκε η Έλεν, ελπίζοντας ότι ο τρόμος της δε φαινόταν στη φωνή της. Μακάρι να χρειαζόταν απλώς να πει ένα ευγενικό ‘γεια’, πριν ο Ρικάρντο αναλάβει την Αντονέλα. Υπέθεσε ότι της άνοιξε η Λουσία. Λογικά θα είχε ειδοποιήσει τον Ρικάρντο ότι
βρισκόταν εκεί η μητριά του. Καθυστέρησε επίτηδες να κατεβεί, με την ελπίδα ότι η Κοντέσα θα βαριόταν και θα έφευγε χωρίς να περιμένει να τη δει, αλλά δε στάθηκε τυχερή. Όταν έφτασε στο καθιστικό, η πρώην εργοδότριά της βρισκόταν εκεί, καθισμένη αναπαυτικά σε μια μεγάλη πολυθρόνα. «Έλεν, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Δείχνεις μια χαρά…» Που σήμαινε ‘έχεις πάρει βάρος’. «Κι εσείς, Κοντέσα, είστε λαμπερή όπως πάντα.» Η Έλεν έσκυψε για να τη φιλήσει ευγενικά στο μάγουλο. «Τι έκπληξη είναι αυτή.» «Πρέπει να μ’ αποκαλείς Αντονέλα τώρα, αγαπητή μου, εφόσον ανήκεις στην οικογένεια.» Χαμογέλασε σαν να της πέρασε απ’ το μυαλό κάτι διασκεδαστικό και έγειρε προς τα πίσω για ν’ ακουμπήσει το κεφάλι της στα μαξιλάρια. «Λοιπόν, πού είναι αυτός ο φρικτός ο προγονός μου;» «Δεν είμαι σίγουρη» αποκρίθηκε η Έλεν, εκνευρισμένη που ο Ρικάρντο δε βρισκόταν εκεί για ν’ ασχοληθεί μ’ αυτή την ανεπιθύμητη και απρόσκλητη συγγενή του. «Υπέθεσα ότι θα ήταν εδώ μαζί σου όταν τηλεφώνησες.» «Ωραίο ταξίδι του μέλιτος» έσκουξε η Κοντέσα. «Η νύφη έχασε κιόλας το γαμπρό!» Να πάρει! Η γυναίκα αυτή ήταν σίγουρα πολύ εκνευριστική. «Λοιπόν, εμ… υποθέτω ότι ήρθες ως εδώ με ταξί, έτσι; Βρισκόμαστε σε αρκετά απομονωμένη περιοχή.» «Θεέ μου, όχι! Μ’ έφερε η καινούρια μου βοηθός. Είμαι πολύ εξαντλημένη για να πάω σε κρουαζιέρα αυτή την εποχή, κι έτσι πρότεινε να πεταχτούμε σε μερικά νησιά. Πολύ διασκεδαστικό! Και σκέφτηκα ότι εφόσον είμαστε στη Μινόρκα, θα μπορούσες να της δείξεις πώς φτιάχνεις το Μπλάντι Μέρι.» Πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από την κόμμωσή της με μια θεατρινίστικη κίνηση. «Δεν ήταν έξυπνο εκ μέρους μου;» «Καινούρια βοηθός;» Η Έλεν προσπαθούσε να καλέσει τον Ρικάρντο με τη δύναμη της σκέψης της, αλλά αποτύγχανε παταγωδώς. Πού στην οργή βρισκόταν; «Τη βρήκες πολύ γρήγορα.» «Το ξέρω! Το έφερε έτσι η τύχη ώστε το πρακτορείο να διαθέτει την τέλεια υποψήφια. Είναι Αγγλίδα σαν εσένα, μόνο λίγο πιο εκλεπτυσμένη.» «Μάλιστα…» Για όνομα του Θεού. «Λοιπόν, έχεις αφήσει την καημένη τη γυναίκα να σε περιμένει στο αμάξι;» «Στο αμάξι; Για ποια με πέρασες; Λούλου; Λούλου! Έλα αμέσως εδώ να μιλήσεις στην Έλεν.» Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από τη βεράντα. «Έφτασα, κυρία.» «Ωραία, έρχεται.» Η Κοντέσα άφησε έναν ήχο που έμοιαζε με βογκητό και σηκώθηκε με δυσκολία από την πολυθρόνα. «Κι εγώ θα πάω να βρω εκείνο το ανόητο αγόρι, τον Ρικάρντο. Καλά να περάσεις!» Η Έλεν έκλεισε τα μάτια της για ένα δευτερόλεπτο για να ευχαριστήσει το Θεό που η δοκιμασία της με την Κοντέσα είχε λάβει τέλος. Άκουσε τον ήχο από τα τακούνια της να χτυπούν στα πλακάκια μέχρι που έσβησε και μετά το αίμα της πάγωσε, καθώς αντίκρισε τη νεοφερμένη. «Hola, Ποντίκι.» Η γυναικεία φωνή έμοιαζε να στάζει δηλητήριο. «Μου πήρε πολύ καιρό μέχρι να ανακαλύψω το πρακτορείο για το οποίο εργαζόσουν και να σε εντοπίσω, αλλά τελικά τα κατάφερα. Η εύπιστη μαμά σου ήταν επίσης πολύ εξυπηρετική με τις πληροφορίες που μου έδωσε.» Η Έλεν κοίταξε το εφιαλτικά γνώριμο πρόσωπο με τα γκρι γεμάτα σκληρότητα μάτια. «Τι κάνεις εδώ, Κατ; Τι θέλεις;» ρώτησε. Οι κλειδώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν, καθώς έσφιγγε δυνατά την πλάτη μιας καρέκλας. «Δεν μπορείς πια να με βλάψεις.» «Τι είναι αυτά που λες, αγαπητή μου;» ρώτησε ζωηρά η άλλη γυναίκα. «Δεν μπορώ να
καταλάβω τι εννοείς και, σε παρακαλώ, φώναζέ με Λίντια. Αυτό είναι το όνομά μου πλέον, δε θυμάσαι; Το Κατ Χάμπι ακούγεται πολύ κοινό τώρα που έχω ανέβει τόσο ψηλά. Βέβαια, γιατί αυτή η γριά επιμένει να με φωνάζει Λούλου είναι ανεξήγητο. Παρόλα αυτά, εφόσον την ευχαριστεί να με αποκαλεί έτσι…» «Υποθέτω ότι θα πρέπει να είμαι ευγνώμων που δεν απαιτείς να σε φωνάζουμε με τον γελοίο νεοαποκτηθέντα τίτλο σου, Λαίδη Σκίπτρι.» «Ω, είμαστε πλέον κοινωνικά ισότιμες, αγάπη μου. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που ήθελα να πεταχτώ ως εδώ: Για να σε συγχαρώ. Επίσης, επιθυμώ διακαώς να μάθω πώς κατάφερες να τυλίξεις αυτόν το διάβολο τον Αλμάνσα. Είχε ορκιστεί ότι ποτέ δε θα παντρευόταν. Θα πρέπει να γνωρίζεις πολύ σπουδαία κόλπα, αγαπητή μου, αν και μόνο ένας Θεός ξέρει πού τα έμαθες. Αποκλείεται να προέρχονται από τα περιοδικά που διάβαζες για τα άλογα.» Ρουθούνισε άχαρα και στηρίχτηκε στο μεταλλικό πλαίσιο της μπαλκονόπορτας. «Είναι πραγματικά πολύ καλός στο κρεβάτι, σωστά;» «Τι είναι αυτά που λες;» Η Έλεν ένιωσε ένα κράμα αγανάκτησης και φόβου να την κατακλύζει. «Ω, δε σου το είπε; Υποθέτω ότι έχει γνωρίσει εκατοντάδες εντυπωσιακές γυναίκες, οπότε το θεώρησε περιττό. Είχαμε μια μικρή περιπέτεια κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου στο Λονδίνο.» Η άλλη γυναίκα άφησε ένα ψεύτικο γέλιο και προχώρησε στο εσωτερικό του καθιστικού. «Δεν είναι καταπληκτική σύμπτωση; Ότι θα κατέληγε να παντρευτεί την παλιά μου φίλη απ’ το σχολείο; Το παχουλό κοριτσάκι που έδωσε στον αδερφό μου την παρθενιά της στον αχυρώνα μας.» Το μυαλό της Έλεν άδειασε. Στεκόταν εκεί σιωπηλή τρίβοντας το φρύδι της. Δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. «Είσαι ακόμη ξύπνια, Ποντίκι; Σκέφτηκα επίσης ότι θα έπρεπε να ξέρεις και κάτι άλλο πριν ο Ρικάρντο σε βάλει να υπογράψεις τίποτα.» «Σαν τι;» Η Έλεν ήξερε ότι η νέμεσή της δεν παρουσιάστηκε με καλό κίνητρο. Το ένστικτό της της υπαγόρευε να το βάλει στα πόδια. Ήξερε, ωστόσο, ότι θα ήταν προτιμότερο να ακούσει τη Λίντια ως το τέλος παρά να την κάνει να πεισμώσει και ν’ αρνηθεί να φύγει μέχρι να ολοκληρώσει αυτό που είχε αρχίσει. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν έχεις υπογράψει τίποτα» συνέχισε η άλλη γυναίκα. «Αυτός ο άντρας είναι πολύ σκληρός και δόλιος όταν έχει να κάνει με δουλειές. Ποτέ δεν παίρνεις κάτι από έναν Αλμάνσα χωρίς αντάλλαγμα, πίστεψέ με.» «Απλώς πες αυτό που θέλεις και φύγε» της είπε η Έλεν. «Η ανάπτυξη της μαρίνας πίσω στην πατρίδα είναι μια επιχείρηση που έχουν αναλάβει από κοινού το Κτήμα Σκίπτρι και οι Επιχειρήσεις Φόδεργκιλ.» «Και λοιπόν;» ρώτησε η Έλεν. Αυτή η συμφωνία δεν αποτελούσε μυστικό, αλλά τι σχέση είχε ο Ρικάρντο με όλα αυτά; Η Λίντια αναστέναξε βαθιά. «Καημένο μου, Ποντίκι. Είσαι τόσο ανόητη και αφελής όσο η μητέρα σου. Η Φόδεργκιλ, που εδρεύει στο Λονδίνο, είναι θυγατρική της αυτοκρατορίας Αλμάνσα. Τη χρησιμοποιούν για να συγκαλύψουν το γεγονός ότι εκλεκτά κομμάτια γης αγοράζονται για εκμετάλλευση από ξένο επενδυτή. Οι ντόπιοι πιθανότατα θ’ αντιδρούσαν στα σχέδια Αλμάνσα, αλλά είναι πιο θετικοί όταν νομίζουν ότι η ιδιοκτησία τους περνάει στα χέρια ομοεθνών τους. Πρόκειται για μια πολύ αποδοτική στρατηγική που επιτρέπει στους αληθινούς επιχειρηματίες να πλουτίζουν ακόμη περισσότερο. Δεν το έχεις καταλάβει ακόμη; Το σχέδιο ανάπτυξης ήταν όλο ιδέα
του Αλμάνσα.» «Αυτά τα ’χεις βγάλει όλα από το μυαλό σου.» Η Λίντια την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής, πριν συνεχίσει με χαμηλή, απειλητική φωνή. «Ποιος νομίζεις ότι διέκοψε τη δανειακή σύμβαση των γονιών σου, αγαπητή μου; Ο σκοπός ήταν να επιταχυνθούν λίγο οι εξελίξεις. Ένας Ρικάρντο Αλμάνσα δεν μπορεί να περιμένει. Ίσως ήταν λιγάκι ανήθικο εκ μέρους του, αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Ποιο το όφελος να είσαι διευθυντής μιας τράπεζας με υποκαταστήματα σε όλο τον κόσμο αν δεν μπορείς να κινείς παρασκηνιακά κάποια νήματα, έτσι δεν είναι;» «Είσαι πραγματικά φρικτός άνθρωπος.» «Ανησυχώ για σένα, αγαπητό μου ποντικάκι. Δεν είναι καθόλου απίθανο να προσπαθήσει να σ’ εξαπατήσει και να σε βγάλει από τη Φάρμα Πριμρόουζ. Έχουν κάποιους περίεργους νόμους εδώ πέρα όσον αφορά το γάμο και την ιδιοκτησία. Τρελοϊσπανοί.» «Είμαι απασχολημένη τώρα, και νομίζω ότι είναι ώρα να πηγαίνετε εσύ κι η Αντονέλα.» Τα πόδια της Έλεν είχαν αρχίσει να τρέμουν. «Υποθέτω ότι ανέλαβες αυτή τη δουλειά της βοηθού της μόνο και μόνο για να φτάσεις σε μένα, επομένως η συνταγή του Μπλάντι Μέρι δε θα είναι απαραίτητη.» «Είσαι πιο έξυπνη από ό,τι δείχνεις. Είμαι σίγουρη ότι ανυπομονείς να γυρίσεις στον μεγαλοπρεπή ισπανό επιβήτορά σου, αλλά σου λέω ότι δε θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να σε παρατήσει όπως όλες τις άλλες. Όπως έκανε και με μένα. Και μη βάζεις με το νου σου τίποτα ανόητες ιδέες για να μείνεις έγκυος. Χάσιμο χρόνου από οικονομικής άποψης. Οι φήμες λένε ότι υπάρχει ήδη κάπου ένας κληρονόμος.» «Βγες έξω.» Η Λίντια χαμογέλασε και έφερε το πρόσωπό της τόσο κοντά στης Έλεν που εκείνη μπορούσε να μυρίσει το πηχτό της μέικ απ. «Έτσι κι αλλιώς, έχω τελειώσει μαζί σου για την ώρα, Μάρσαλ, αλλά θα με ξαναδείς.» Η Έλεν άκουσε το προκλητικό, δηλητηριώδες γέλιο της άλλης γυναίκας να ξεθωριάζει την ώρα που σωριαζόταν στον καναπέ. Ένιωθε άρρωστη. Ανασήκωσε τα πόδια της και ακούμπησε το μέτωπο στα γόνατά της. Πώς μπόρεσε να φανεί τόσο ανόητη; Δε θα έκλαιγε. Η Λίντια, που την τρομοκρατούσε όταν ήταν μαθήτριες, δε θα την έκανε να κλάψει ξανά, μετά από τόσα χρόνια. Τώρα έτριζε τα δόντια της και κατάπινε με δυσκολία, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να συνέλθει. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει την άλλη να νικήσει. Παρά το βάρος στο στήθος, σηκώθηκε και προχώρησε με αργά βήματα μέχρι το κοντινότερο μπάνιο. Εκεί έριξε αρκετό νερό στο πρόσωπό της και φόρεσε λίγο μέικ απ για να κρύψει τα σημάδια της στενοχώριας της. Ο κόσμος της είχε γίνει άνω κάτω. Δεν ήξερε τι να κάνει αλλά, ό,τι και να συνέβαινε, θα προσπαθούσε να το αντιμετωπίσει με το κεφάλι ψηλά. *** «Πρέπει να με πιστέψεις. Δεν είχα ιδέα ότι η Αντονέλα θα έκανε κάτι τέτοιο» είπε ο Ρικάρντο, τραβώντας μια καρέκλα για να καθίσει η Έλεν στη βεράντα. «Της τα έψαλα για τα καλά, και θα φύγει αφού κολυμπήσει στην πισίνα και κάνει ένα ντους.»
«Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό, γιατί ήμουν στα πρόθυρα να τη σκοτώσω.» Ο άντρας άφησε ένα πνιχτό γέλιο. «Και νόμιζε ότι θα πιστεύαμε αυτό που μας είπε για το Μπλάντι Μέρι; Τι γελοία δικαιολογία για να έρθει να χώσει τη μύτη της στα προσωπικά μας και να μας εκνευρίσει.» «Αυτό το κατάφερε μια χαρά.» «Δεν μπόρεσα να δω την καινούρια της σκλάβα, όμως. Είπε ότι την άφησε για να κουβεντιάσει μαζί σου; Καλή;» Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να του πει ότι την εντόπισε και την κακοποίησε λεκτικά ο πιο παλιός της εχθρός, αλλά τώρα πια δεν είχε νόημα. Εκείνος δε βρισκόταν εκεί για να την προστατεύσει και το ίδιο θα συνέβαινε την επόμενη φορά. Γι’ αυτό κι εκείνη ήταν τόσο θυμωμένη. Ο Ρικάρντο ανοιγόκλεισε τα μάτια του μερικές φορές περιμένοντας μια απάντηση. Σύντομα φάνηκε να αντιλαμβάνεται την κακή διάθεσή της και άλλαξε θέμα. Η φωνή του πήρε έναν απρόσωπο τόνο. «Ήταν καλά η μαμά σου;» «Είναι μια χαρά» απάντησε ήρεμα η Έλεν, ευτυχής που κρυβόταν πίσω από τα μαύρα γυαλιά της. «Ωραία. Εσύ πώς είσαι;» «Ήμουν καλά μέχρι που οι επισκέπτες μας έκαναν την εμφάνισή τους.» Πήρε το ποτήρι με χυμό πορτοκάλι που της έδινε, ευγνώμων που δεν αντιλαμβανόταν πόση σύγχυση επικρατούσε στο μυαλό της. «Και πριν από λίγο, κατάλαβα ότι έχω χάσει την τσάντα μου. Θα πρέπει να την ξέχασα πάνω στο λόφο μετά το πικνίκ. Μπορούμε να γυρίσουμε εκεί για να την πάρουμε;» «Καλύτερα όχι. Θ’ αρχίσει να νυχτώνει σύντομα. Δε νομίζω ότι θα έχουμε πολλές πιθανότητες να τη βρούμε απόψε.» «Ω…» «Θ’ αγοράσουμε καινούρια το πρωί. Ήταν παλιά έτσι κι αλλιώς. Υπήρχε τίποτα αξίας μέσα; Το διαβατήριό σου;» «Όχι, τίποτα τέτοιο.» «Κάτι συναισθηματικής αξίας;» «Ούτε.» «Τότε μπορούν ν’ αντικατασταθούν όλα. Θα το κάνουμε αύριο.» «Ίσως θα μπορούσα να πεταχτώ στην πόλη μόνη μου το πρωί» είπε γρήγορα. «Δε θα έχεις ιδέα σχετικά με τα καλλυντικά που προτιμώ και… Πρόκειται για γυναικεία πράγματα.» «Μπορούμε να πάμε μαζί.» «Δεν είσαι απασχολημένος;» «Ποτέ δεν είμαι πολύ απασχολημένος όταν πρόκειται για εσένα.» Η Έλεν ανέπνευσε ήρεμα και αργά, ελπίζοντας ότι ο θαλασσινός αέρας θα τη συνέφερνε. «Ας δούμε τι θα φέρει το αύριο.» «Κανονίστηκε, λοιπόν. Τώρα θέλω να σου μιλήσω για κάτι άλλο.» Πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να της πει που εκείνη θα ήθελε να ακούσει. Ωστόσο, δεν του φανέρωσε τις σκέψεις της. «Είμαι όλη αυτιά.» «Θα σου μιλήσω χωρίς περιστροφές, Έλεν. Νομίζω ότι έχουμε έρθει πολύ κοντά τις τελευταίες μέρες, πιο κοντά από ό,τι περίμενα ότι θα έρθω ποτέ με μια γυναίκα. Όμως, θέλω να σε γνωρίσω
ακόμη καλύτερα. Θεωρώ σημαντικό να είναι κανείς ανοιχτός σε μια σχέση.» Ο Ρικάρντο έκανε μια παύση, σαν να περίμενε κάποια αντίδραση, όμως εκείνη δεν είχε σκοπό να του δώσει την ικανοποίηση. Μπορεί να είχε κλέψει την καρδιά της, αλλά δεν είχε καταρρακώσει την αξιοπρέπειά της. Ο άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ξέρω ότι είσαι εκνευρισμένη μαζί μου. Ωστόσο, αν τα πράγματα εξελιχθούν όπως ελπίζω, τότε θα ανακαλύψεις όλη την αλήθεια. Θα χρειαστεί, όμως, να προσπαθήσουμε και οι δύο. Χρειάζομαι κι εγώ ορισμένες απαντήσεις. Θα ήθελα να ξέρω πού πήγαν τα χρήματα. Έχω μπερδευτεί γιατί φαίνεσαι τόσο οικονόμα. Τα μόνα καλά ρούχα και κοσμήματα που έχεις είναι αυτά που σου έχω αγοράσει εγώ. Ποτέ δεν πηγαίνεις για ψώνια ούτε διασκεδάζεις μόνη σου. Επομένως, θα με διαφωτίσεις; Τι συνέβη σ’ όλα αυτά τα χρήματα;» Η Έλεν είχε μείνει άφωνη ακούγοντάς τον να μιλάει. Της έδινε την εντύπωση ότι στερούνταν κάθε ίχνος ηθικής στον τρόπο που διεξήγαγε τις συναλλαγές του. Επιπλέον, έδειχνε ανέκφραστος τότε που συζητούσε για τον εγκαταλειμμένο γιο του. Συνεπώς, εκείνη αμφέβαλε σοβαρά για το αν οτιδήποτε του έλεγε θα τον σόκαρε. Γιατί στην ευχή να μην του το πει; Δεν είχε τίποτα να χάσει. Αυτός ο άντρας αποδεικνυόταν σκληρός και αναίσθητος. Επομένως, καλό θα ήταν να του συμπεριφερθεί όπως και ο ίδιος συμπεριφερόταν σε όλους τους άλλους. Ίσως τα μόνα πράγματα που τον ενδιέφεραν ουσιαστικά να ήταν το σεξ και τα κότερα. Ο τόνος της ήταν επιθετικός. «Εντάξει, λοιπόν. Αφού θέλεις να ξέρεις, θα σε διαφωτίσω. Το ένα εκατομμύριο πήγε σε –ας πούμε απλώς– λογαριασμούς. Το δεύτερο έχει επενδυθεί στο μέλλον, ώστε να πραγματοποιήσω τα σχέδια και τα όνειρά μου.» «Έχεις όνειρα;» «Και φιλοδοξίες, ναι.» Έτριξε τα δόντια της για ένα δευτερόλεπτο πριν συνεχίσει. «Θέλω να δημιουργήσω κάτι ουσιαστικό.» Ο Ρικάρντο έκανε μια ενθαρρυντική κίνηση με το χέρι του. «Σε παρακαλώ, συνέχισε.» Παρόλο που ήθελε να τον χαστουκίσει, η Έλεν προχώρησε στις λεπτομέρειες. «Σκεφτόμουν να ξεκινήσω μια αλυσίδα από καταστήματα που θα διαθέτει ντόπια προϊόντα φάρμας από αγρότες και παραγωγούς πίσω στην πατρίδα. Θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια υπηρεσία διανομής καλαθιώνδώρων με τοπικά αγαθά, η οποία θα λειτουργεί μέσω του διαδικτύου.» Ήπιε μερικές γουλιές από το χυμό της. «Τίποτα σταθερό ακόμη, αλλά ο στόχος είναι να δοθεί σε όσους θα συμμετέχουν η ευκαιρία για μια αξιοπρεπή διαβίωση, στην οποία θα έχουν απόλυτο έλεγχο.» «Ακούγεται πολύ ευγενικός σκοπός.» «Θέλω να τους βοηθήσω όλους ν’ αντισταθούν στις εταιρείες ανάπτυξης και τα σούπερ μάρκετ που δε νοιάζονται καθόλου για την τοπική κοινότητα. Έχουμε σιχαθεί τους αδίστακτους επιχειρηματίες που υποτίθεται πως αξιοποιούν την περιοχή. Αν δε γίνει κάτι σύντομα, δε θα απομείνει εκβολή που να μη γεμίζει από γιοτ κάθε καλοκαίρι. Θα ρυπαίνουν το μέρος και μετά θα εξαφανίζονται. Έχει γίνει πλέον προφανές ότι η μόνη ελπίδα που έχουμε είναι να συσπειρωθούμε και να πολεμήσουμε όλοι μαζί για την υπεράσπιση του δικού μας τρόπου ζωής.» «Πολύ αξιοθαύμαστο» σχολίασε ο Ρικάρντο, αλλά η έκφρασή του φανέρωνε επιφυλακτικότητα. «Ωστόσο, θα δυσκολευτείς να αποκρούσεις τους αποφασισμένους επιχειρηματίες που ασχολούνται με την ανάπτυξη, επειδή το χρήμα είναι δύναμη. Και ας μην ξεχνάμε ότι όταν κατασκευάζονται μαρίνες, κατοικίες και άλλα έργα υποδομής γεννιούνται πολλές θέσεις εργασίας.» «Ώστε πιστεύεις ότι είναι δικαιολογημένο;»
«Δε βλέπω τίποτα κακό στο να δημιουργούνται δουλειές για ανθρώπους που διαφορετικά δε θα είχαν τη δυνατότητα να μένουν σε μια τόσο όμορφη περιοχή. Υπάρχουν πολλοί που δεν είναι γεννημένοι αγρότες, αλλά μπορούν να εργάζονται σε κατασκευές. Θα τους άρεσε να ζουν σ’ ένα κτήμα που περιβάλλεται από λόφους. Είναι πολύ απλό. Εσύ, όμως, δε θέλεις να έχουν αυτή την ευκαιρία, σωστά;» «Πώς τολμάς να το λες αυτό; Δεν έχεις ιδέα τι θέλω.» Της έριξε μια ψυχρή ματιά και συνέχισε απτόητος. «Θεωρητικά, ακούγεται πολύ καλή ιδέα, αλλά έχεις υπολογίσει όλες τις συνιστώσες; Πόσων αγροτών οι άνετες ζωές θα διασφαλίζονταν σε σύγκριση με την άφιξη ενός μεγάλου αριθμού νέων κατοίκων που θα είχαν τη δυνατότητα να εγκατασταθούν σε μια τόσο όμορφη περιοχή; Το όνειρό σου φαίνεται λίγο εγωιστικό και στενόμυαλο αν θέλεις τη γνώμη μου. Ίσως χρειάζεται να το ξανασκεφτείς.» Το πρόσωπο της Έλεν κοκκίνισε από οργή. «Δεν ξέρεις τι λες. Μόλις η περιοχή γεμίσει από τσιμέντο και μπετόν, κανείς –εκτός από τους πολύ πλούσιους– δε θα έχει την οικονομική δυνατότητα να ζει εκεί. Συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ στους πολλούς.» «Δεν το δέχομαι αυτό» είπε ο Ρικάρντο σοβαρά. «Οτιδήποτε συμβεί, θα υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί σε κάθε κοινότητα. Πάντα θα χρειάζονται άνθρωποι για χειρωνακτικές εργασίες, όπως οι κατασκευές και η καθαριότητα. Γιατί, λοιπόν, τα παιδιά τους ν’ ασφυκτιούν στις παραγκουπόλεις των κέντρων των πόλεων; Δεν μπορούν να έχουν μια ευκαιρία να ζήσουν κι αυτά κοντά στη θάλασσα;» Έκανε μια παύση πριν συνεχίσει. «Δεν καταλαβαίνεις πόσο τυχερή στάθηκες που μεγάλωσες σ’ ένα τέτοιο μέρος, Έλεν. Εξάλλου, δεν είσαι φτωχή τώρα.» «Τι είναι αυτά που λες, Ρικάρντο Αλμάνσα; Μπορείς να καταλάβεις εσύ πώς νιώθουν οι φτωχοί άνθρωποι; Δεν πιστεύω ότι έχεις αδειάσει ποτέ ένα σκουπιδοτενεκέ στη ζωή σου!» Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν αρνούμαι ότι διαθέτω άφθονο χρήμα.» «Τότε δεν μπορείς να καταλάβεις» δήλωσε η Έλεν. «Πώς θα ένιωθες αν κάποιος δημιουργούσε ένα πολύβουο εργοτάξιο δίπλα στο κτήμα σου και μετά έβρισκες σκουπίδια στην πεντακάθαρη παραλία σου;» «Δε θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Μου ανήκουν τα πάντα στη γύρω περιοχή, ακόμη και η παραλία.» «Ναι, το ξέρω. Αλλά τι θα γινόταν αν δε διέθετες τα χρήματα για να προστατέψεις την ιδιοκτησία σου; Τι θα συνέβαινε αν είχες τα χέρια σου δεμένα, όπως ο πατέρας σου όταν έχασε το πολυκατάστημα;» «Το διόρθωσα αυτό, θυμάσαι; Όπως θα αντιμετωπίσω οτιδήποτε μπει εμπόδιο στο δρόμο μου ή απειλήσει εμένα και τους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζομαι.» «Υποθέτω πως αυτό περιλαμβάνει και τον Πίρο. Λοιπόν, μπράβο, Ρικάρντο. Μπράβο που προστατεύεις τον εαυτό σου με τα δισεκατομμύριά σου. Είναι πολύ εύκολο να μη δέχεσαι το ‘όχι’ ως απάντηση όταν είσαι πλούσιος, περικυκλωμένος από κόλακες και θέλεις κάτι πολύ, σωστά; Ακριβώς όπως ένα κακομαθημένο παιδί!» «Dios! Είσαι πολύ ευερέθιστη αυτό το απόγευμα, Έλεν! Ξέρω ότι εκνευρίστηκες με την Αντονέλα, το ίδιο όμως κι εγώ! Ή μήπως φταίει το ότι δεν έφαγες αρκετά για μεσημεριανό;» Πήρε ένα μπολάκι με ελιές από το τραπέζι και το κράτησε μπροστά της, αλλά εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Η Λουσία θα είναι εδώ για δύο ώρες ακόμα. Να της πω να σου ετοιμάσει κάτι;» «Κάνε ό,τι θέλεις. Αυτό γίνεται συνήθως, έτσι δεν είναι;»
Συμπεριλαμβανομένου του να με παντρεύεσαι στην προσπάθειά σου να κλέψεις τη φάρμα των γονιών μου. «Νομίζω ότι αυτή η συζήτηση έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της για την ώρα.» Ο Ρικάρντο κούνησε το κεφάλι του συνοφρυωμένος. «Άκουσε, θα χρειαστεί να σιγουρευτώ ότι η Αντονέλα θα πάρει δρόμο και μετά θα πάω στο γραφείο. Υπάρχει ένας μέτοχος εκεί που δημιουργεί προβλήματα και το ζήτημα πρέπει να διευθετηθεί επειγόντως. Θα ζητήσω απ’ τη Λουσία να σου φέρει ένα ποτό και κάτι πρόχειρο για να φας, όσο θα λείπω. Με λίγη τύχη, αυτό θα βελτιώσει τη διάθεσή σου και θα καταφέρουμε να έχουμε μια λογική κουβέντα αργότερα.» Η Έλεν πάγωσε. Ο Ρικάρντο έσκυψε και τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού της. «Me vuelves loco, με τρελαίνεις» της ψιθύρισε με βαριά φωνή πριν φύγει. Κατάφερνε πάντα να πιέζει ένα μυστικό κουμπί που διατηρούσε τον έλεγχό του πάνω της. Πώς μπορούσε να έλκεται ακόμη σε τέτοιο βαθμό από αυτόν; Πόση ζημιά θα του επέτρεπε να κάνει στην ήδη ραγισμένη καρδιά της; Μετά από λίγο, εμφανίστηκε η Λουσία μ’ ένα δίσκο. Της έφερε ένα παγωμένο μπουκάλι Προσέκο μ’ ένα ψηλό ποτήρι και μια πιατέλα με τάπας. «Ο σενιόρ είπε ότι σας αρέσουν» είπε ντροπαλά και κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Η φωνή της Έλεν ήχησε αδύναμη. «Ευχαριστώ, Λουσία. Ο σενιόρ Αλμάνσα είναι πολύ καλός στο να θυμάται τέτοιες λεπτομέρειες.» Η Λουσία απομακρύνθηκε λίγο σέρνοντας τα πόδια της, αλλά μετά φάνηκε να αλλάζει γνώμη κι επέστρεψε κοντά στην Έλεν, τρίβοντας ελαφρά τα χέρια της από αμηχανία. «Η κυρία, εννοώ η καινούρια βοηθός της Κοντέσας…» άρχισε και δάγκωσε νευρικά το κάτω της χείλος. «Λέει ότι πρέπει να μιλήσει στον σενιόρ Ρικάρντο. Είναι όμως πολύ αγενής. Με πρόσβαλε τόσο.» Έκλεισε τα μάτια της και σταυροκοπήθηκε γρήγορα. «Παρακαλώ, συγχωρέστε με, σενιόρα. Τη χτύπησα με μια ξύλινη κουτάλα και της είπα… vete al cuerno!» «Ω, Λουσία!» Η Έλεν γέλασε. Να πει ένα μέλος του προσωπικού στη λαίδη Λίντια να πάει στα τσακίδια ήταν ανεκτίμητο. «Δεν είναι φίλη μου, πίστεψέ με. Έκανες το σωστό, και αν εμφανιστεί ποτέ ξανά…» «Θα τη στείλω στα τσακίδια. Bueno!» Η οικονόμος έφυγε χαρούμενη, αλλά ο ενθουσιασμός τής Έλεν γρήγορα ξεθώριασε. Η Λίντια Σκίπτρι ήταν μια πανούργα οχιά, που μπήκε με δόλιο τρόπο στην υπηρεσία της Κοντέσας, και φαινόταν ότι προσπαθούσε να δημιουργήσει προβλήματα με τον Ρικάρντο. Ή ίσως, τώρα που βρισκόταν εκεί, επιδίωκε επανασύνδεση με τον παλιό της εραστή. Η Έλεν θυμήθηκε τα λόγια της Κοντέσας τη μέρα που παραιτήθηκε από τη δουλειά της στην Ίμπιζα. Οι Αλμάνσα πάντα κατέστρεφαν τις ερωμένες τους στο τέλος. Την είχε προειδοποιήσει. Αποκλείεται να ήταν η Λίντια η μόνη γυναίκα που έχασε ένα τέτοιο τρόπαιο όπως ο Ρικάρντο Αλμάνσα και δεν ήταν δυνατόν να είναι και η τελευταία. Και τώρα η κατάσταση όδευε προς μια πολύ θλιβερή κατάληξη όσον αφορούσε και την Έλεν. Παρόλα όσα της είχε πει προηγουμένως ο Ρικάρντο, η ίδια πίστευε ότι την έβλεπε ως μία ακόμη παρτενέρ για σεξ και δεν έτρεφε βαθύτερα αισθήματα για κείνη σε σύγκριση με άλλες γυναίκες που πέρασαν απ’ το κρεβάτι του στο παρελθόν. Την είχε παντρευτεί αποκλειστικά για λόγους συμφέροντος. Έβαλε στο ποτήρι της λίγο ακόμη Προσέκο και ήπιε μερικές γουλιές. Ήταν παντρεμένοι μόλις δύο εβδομάδες και ο άντρας της είχε ήδη επιστρέψει στη δουλειά του. Όμως, δεν είχε δικαίωμα να του κρατήσει κακία. Είχε δηλωθεί εξαρχής ότι το μόνο που τους ένωνε ήταν μια επαγγελματική
συμφωνία. Δεν έφταιγε ο Ρικάρντο που εκείνη τον ερωτεύτηκε και ήθελε περισσότερα από αυτά που ο ίδιος είχε δεσμευτεί να της προσφέρει. Παρόλα αυτά, δεν επρόκειτο να τον αφήσει να διώξει τους γονείς της από το σπίτι τους. Ιδανικά, θα επιβιβαζόταν σ’ ένα αεροπλάνο για να επιστρέψει στην Αγγλία το συντομότερο δυνατόν και θα προσπαθούσε να ξεχάσει αυτή την περίοδο της ζωής της. Ωστόσο, είχε υπογράψει ένα συμβόλαιο και ήταν νομικά υποχρεωμένη να παίξει το ρόλο της για τρεις μήνες, όσο δύσκολο και να αποδεικνυόταν. Αν υπήρχε κάποιος τρόπος για να μπορέσει να αποχωρήσει τώρα, θα το έκανε, αλλά έπρεπε πρώτα να μελετήσει τις νόμιμες διαδικασίες. Όφειλε να προστατεύσει την οικογένειά της.
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα
Ο Ρικάρντο ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι μουρμούριζε στον εαυτό του καθώς προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές προς το γραφείο του. Το έβρισκε πολύ ενοχλητικό που ήταν υποχρεωμένος να διακόψει το ταξίδι του μέλιτος εξαιτίας κάποιου ανόητου υπαλλήλου που δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μ’ έναν επίμονο μικρό μέτοχο. Δεν ήταν σίγουρος πώς θα χειριζόταν την κατάσταση, αλλά όφειλε να απαλλάξει το προσωπικό του απ’ αυτόν τον μπελά. Θα έδινε επίσης στην Έλεν λίγο ζωτικό χώρο. Ίσως την έπνιγε. Από τότε που παντρεύτηκαν δεν είχε διαθέσει καθόλου χρόνο για τον εαυτό της και πιθανόν αυτό να την ενοχλούσε, δεδομένου ότι ήταν μοναχοπαίδι και ζούσε μόνη της για τόσο καιρό πριν γνωριστούν. Σχημάτισε τον τηλεφωνικό αριθμό που του είχαν δώσει από τα κεντρικά γραφεία. Επιχειρήσεις Σκίπτρι… Διευθυντής Οικονομικών… Κάτι του θύμιζε, αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Τα επιχειρηματικά του συμφέροντα ήταν τεράστια, πολύπλοκα και ποικίλα. «Γεια σου, Ρίκι.» Η βραχνή γυναικεία φωνή ήχησε ναζιάρικα στο ακουστικό. «Απλώς σκέφτηκα να σε συγχαρώ. Είδα μερικές απ’ τις φωτογραφίες του γάμου σου στο Rizzo Magazine. Δείχνεις ωραίος όπως πάντα, αλλά εκπλήσσομαι από την επιλογή της νύφης.» Ακουγόταν ξέπνοη. «Νόμιζα ότι είχες βαρεθεί τις χλομές Αγγλίδες. Οι Βραζιλιάνες έμοιαζαν να είναι πολύ περισσότερο του γούστου σου την τελευταία φορά που έμαθα νέα σου.» «Αυτή είναι πολύ δυσάρεστη έκπληξη, Κατ. Νομίζω ότι σου είχα πει να μη με ξαναενοχλήσεις. Μπλόκαρα τον αριθμό σου μήνες πριν.» «Τον άλλαξα. Μπορείς να κλείσεις τώρα γιατί βρίσκομαι ακριβώς πίσω σου.» «Τι;» Ο Ρικάρντο γύρισε απότομα για να δει τη Λίντια νωχελικά στηριγμένη στην κάσα της πόρτας που οδηγούσε στο ιδιαίτερο γραφείο του. Του έκανε νεύμα με το χέρι που κρατούσε το κινητό της τηλέφωνο, ενώ στο άλλο είχε ένα μπουκάλι μπράντι. «Για όνομα του Θεού! Τι στην οργή κάνεις εδώ; Πώς με βρήκες;» «Θέλω να σου μιλήσω, γλυκέ μου. Αυτό είναι όλο. Μην είσαι αγενής. Φαντάζομαι πως η Αγία Έλεν κατόρθωσε να σε πείσει ότι ήταν παρθένα και νόμιζες ότι κέρδισες τον πρώτο αριθμό του λαχείου όταν την παντρεύτηκες.» Άφησε ένα εκνευριστικό κακάρισμα. «Μάλλον σε διαβεβαίωσε ότι περίμενε για χρόνια τον τέλειο άντρα, σωστά; Λοιπόν, αυτά είναι βλακείες. Ο αδερφός μου, ο Ρότζερ, πήγε μαζί της όταν εκείνη ήταν δεκαπέντε χρονών. Ήταν ο πρώτος από μια σειρά αγροτών και εργατών που ακολούθησαν. Τα καμώματά της στον αχυρώνα έμειναν θρυλικά.» Ο Ρικάρντο έτριξε τα δόντια του από θυμό και αποστροφή. «Τι ακριβώς νομίζεις ότι θα κερδίσεις εισβάλλοντας εδώ μέσα και συκοφαντώντας τη γυναίκα μου; Δεν την ξέρεις καθόλου. Δεν έχεις αξιοπρέπεια; Θα το πω αυτό μια για πάντα. Δεν ενδιαφέρομαι για σένα.» Εκείνη ακούμπησε το μπουκάλι με το μπράντι σ’ ένα ξύλινο τραπεζάκι, με αργές, εξεζητημένες κινήσεις. «Ω, μα την ξέρω πολύ καλά, αγάπη μου. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Είναι πραγματικά μικρός ο κόσμος. Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα κατέληγες να παντρευτείς την τοπική μις ναρκομανή; Φυσικά, αν τη στριμώξεις, θα αρνηθεί όλες τις κατηγορίες, όμως δεν πρέπει να την πιστέψεις. Ποτέ δεν πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να μεταφέρει ύποπτες ουσίες σ’ εκείνο τον αχυρώνα, αλλά ήταν το μέρος όπου πολλά ανυποψίαστα νεαρά άτομα εθίστηκαν.»
«Είσαι τρελή, ψυχοπαθής.» «Μάλλον το έχει η μοίρα των Αλμάνσα να έλκονται από αυτό το είδος προβληματικών γυναικών» συνέχισε με ενθουσιασμό η Λίντια. «Γενναίε Ρικάρντο! Τελικά κατάφερες να τη δαμάσεις, αλλά πρόσεξε να μη βρεθείς σε μια τόσο δύσκολη θέση όπως ο Πριμέιρο, έτσι, αγάπη μου; Όλοι είδαμε τους τίτλους των εφημερίδων όταν συνέβη. Τι τραγωδία. Μπορεί να φαίνεται γλυκιά, αλλά δεν είναι. Δε θα μου άρεσε καθόλου να δω την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Μια κατεστραμμένη οικογένεια είναι αρκετή. Δεν έχεις ιδέα τι είναι ικανή να κάνει.» «Άκουσα αρκετά από τα αηδιαστικά ψέματά σου.» «Δε με πιστεύεις, έτσι;» Πέταξε το κινητό τηλέφωνό της στον καναπέ κι άρχισε να ξεκουμπώνει την μπλούζα της. «Φυσικά δε σε πιστεύω. Απλώς είσαι κακοήθης και έχεις χάσει τα λογικά σου από τη ζήλια.» «Τότε προτείνω να ρωτήσεις την όμορφη γυναίκα σου σχετικά μ’ όλα αυτά.» Έβγαλε το ρούχο της και το πέταξε στο πάτωμα, αποκαλύπτοντας ένα πορφυρό δαντελένιο σουτιέν. «Ρώτησέ τη για τον Ρότζερ Χάμπι στον αχυρώνα και τότε θα τη δεις να κοκκινίζει.» «Μπορώ να σε καταστρέψω, Κατ.» Εκείνη έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας. «Μη με φωνάζεις Κατ πια. Σιχαίνομαι αυτό το κοινό όνομα.» Ο Ρικάρντο έσφιξε τις γροθιές του καθώς εκείνη κατέβαζε αργά τις τιράντες του σουτιέν της. «Μπορώ να σκεφτώ μερικά ονόματα που θα σου ταίριαζαν αυτή τη στιγμή.» Τότε η Λίντια άρχισε να ξεκουμπώνει το φερμουάρ της φούστας της. «Λέγε με μωρό μου» του είπε προκλητικά. Ανάσανε βαριά και έγλειψε τα χείλη της. «Ή πόρνη μου…» «Σταμάτα αυτή τη γελοία παράσταση αμέσως!» «Δεν το εννοείς αυτό, Ρίκι, έτσι δεν είναι;» Έβγαλε τελείως τη φούστα της πριν έρθει πιο κοντά του. «Φόρεσα τα καλύτερα εσώρουχά μου για σένα, αγάπη μου. Εκείνη δε θα το έκανε αυτό. Ούτε σ’ ένα εκατομμύριο χρόνια. Όμως εγώ θα κάνω οτιδήποτε.» Ο Ρικάρντο την έσπρωξε μόλις άπλωσε το χέρι της για να τον αγγίξει. «Τότε ξαναφόρεσε τα ρούχα σου, φύγε και μείνε μακριά μας, αλλιώς θα το μετανιώσεις.» Τον αγριοκοίταξε και ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής μέχρι να μαζέψει κατσουφιασμένη τη φούστα της από το πάτωμα. «Αυτό θα το δούμε. Λοιπόν, σε αφήνω προς το παρόν και, όταν τελειώσουν όλα, έχεις τον αριθμό μου.» Ο Ρικάρντο έγνεψε προς το σκούρο μπουκάλι του μπράντι. «Πόσο ήπιες απ’ αυτό;» «Ακόμη καθόλου. Το βούτηξα απ’ το σπίτι σου όταν εκείνη η ελεεινή μαγείρισσά σου δεν κοίταζε. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να το απολαύσουμε μαζί. Στο κρεβάτι.» «Λάθος νόμιζες. Είσαι σε θέση να οδηγήσεις, επομένως…» Της πέταξε την μπλούζα της. «Φύγε γρήγορα πριν φωνάξω την αστυνομία.» «Ξέρεις πού θα βρίσκομαι» του είπε προκλητικά ενώ ετοιμαζόταν να φύγει. «Και να θυμάσαι ότι θα κάνω οτιδήποτε. Οτιδήποτε…» Μόλις η Λίντια βγήκε από το οπτικό του πεδίο, ο Ρικάρντο κοπάνησε τη γροθιά του στο γραφείο. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει από θυμό και σύγχυση. Ήταν δυνατό να υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτά που του είχε πει; Μπορεί η Έλεν να είχε μπλέξει με ναρκωτικά; Υπήρχε περίπτωση η γυναίκα που είχε ερωτευτεί να ήταν προμηθευτής τέτοιων ουσιών; Όπως τα μέλη της κλίκας που συντηρούσε η γυναίκα του αδερφού του πριν την καταστρέψουν;
Έσφιξε τα μάτια του από απελπισία. Αν αυτά που του είπε η Λίντια Σκίπτρι ίσχυαν, η Έλεν ήταν πιθανόν υπεύθυνη για την καταστροφή της ζωής άλλων ανθρώπων και οικογενειών. Αν δεν υπήρχαν οι προμηθευτές ναρκωτικών, ο Ρικάρντο θα είχε ακόμη τον αδερφό και τη μητέρα του. Ίσως να ήταν ακόμη ζωντανός και ο πατέρας του. Και ο Πίρο… Το καημένο, το αθώο παιδί, ο Πίρο, θα είχε μεγαλώσει με τους αληθινούς του γονείς. Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό! Μόλις μισή ώρα νωρίτερα, ήταν έτοιμος να ζητήσει απ’ την Έλεν να παραμείνει σύζυγός του, επειδή την είχε ερωτευτεί. Αλλά πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό τώρα με τόσα ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν; Πώς θα έλεγε στον Πίρο ότι είχε παντρευτεί μια τέτοια γυναίκα. Έναν άνθρωπο που μοίραζε το θάνατο όπως εκείνα τα καθάρματα που ήταν υπεύθυνα για το θάνατο των γονιών του; Όσο και να την αγαπούσε ο Ρικάρντο, δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει αυτού του είδους τη συναισθηματική καταιγίδα. Το αίμα του πάγωσε καθώς οι σκέψεις του εναλλάσσονταν. Αν αυτά που άκουσε αλήθευαν, πώς ήξερε ότι η Έλεν είχε κόψει τα ναρκωτικά; Γνωρίστηκαν στην Ίμπιζα, στο White Isle, εκεί όπου το σεξ, οι απαγορευμένες ουσίες και τα πάρτι ήταν στην ημερήσια διάταξη. Βρισκόταν αιχμάλωτή του για δύο εβδομάδες και, τώρα που το σκεφτόταν, η συμπεριφορά της ήταν παράξενη. Έδειχνε ευερέθιστη και, μερικές φορές, παράλογη, ειδικά μ’ εκείνη την παλιά τσάντα. Την τσάντα που έπαιρνε παντού μαζί της… Αναστατώθηκε όταν την ξέχασαν μετά το πικνίκ. Τι θα μπορούσε να περιέχει που ήταν τόσο σημαντικό γι’ αυτήν; Για μια στιγμή νόμιζε ότι θα σταματούσε η καρδιά του. Ήταν δυνατόν η συμπεριφορά της να οφειλόταν σε σύνδρομο στέρησης; Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων των χρημάτων. Ένα εκατομμύριο ευρώ σε “λογαριασμούς”! Ο Ρικάρντο χτύπησε δυνατά τα χέρια πάνω στο γραφείο του σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να νιώσει κάτι, οτιδήποτε εκτός από το έντονο ανακάτεμα στο στομάχι του. Πώς μπόρεσε να τα κάνει τόσο μούσκεμα; Ίσως ήταν κληρονομικό γνώρισμα. Αυτή η αυτοκαταστροφική τάση των αρσενικών Αλμάνσα! Η αδυναμία τους για τις σατανικές γυναίκες! Μολονότι έξυπνος, ο αδερφός δεν μπόρεσε να το καταλάβει εγκαίρως. Το ίδιο και ο πατέρας του. Επομένως, γιατί στην οργή νόμιζε ο Ρικάρντο ότι είχε ανοσία; Έπαρση, αυτή ήταν η αιτία. Έπαρση και βλακεία. Πάντα έκρινε αυστηρά τους εύπιστους ανθρώπους, αλλά δες την άθλια κατάστασή του τώρα. Είχε γίνει συναισθηματικό ράκος. «Δεν το δέχομαι αυτό» μουρμούρισε στο άδειο δωμάτιο και ενοχλήθηκε από τον τόνο της ίδιας του της φωνής. «Δε θα το αφήσω να συμβεί.» Έπρεπε να ξεκαθαρίσει το ζήτημα, να της δώσει μια ευκαιρία να αποδείξει ότι όλα αυτά ήταν ψέματα. Έπρεπε να είναι ψέματα. *** Ο Ρικάρντο έφτασε στη βεράντα και παρακολούθησε σιωπηλός την Έλεν να βάζει για τον εαυτό της ακόμη ένα ποτήρι κρασί. Το μπουκάλι ήταν ήδη σχεδόν άδειο. «Γύρισες νωρίς» σχολίασε εκείνη μόλις τον είδε. «Υποπτεύθηκα ότι θα έλειπες ως το αργά το βράδυ για να διευθετείς ‘δουλειές’.» «Δεν τέλειωσα όσα είχα να κάνω» είπε κοιτάζοντας συνοφρυωμένος το μπουκάλι. «Πρέπει να μιλήσουμε.» «Ωχ, όχι πάλι για τα υπέρ και τα κατά της αξιοποίησης της γης, σε παρακαλώ» του ζήτησε, πριν
πιει μερικές ακόμη γουλιές. «Όχι.» Κάθισε δίπλα της και στήριξε τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι. «Θέλω να σου μιλήσω για τον Ρότζερ Χάμπι.» Το κεφάλι της Έλεν τινάχτηκε προς τα πίσω από την έκπληξη και μετά της ξέφυγε ένα νευρικό γέλιο. «Ω, μπορώ να μαντέψω με ποια μιλούσες! Ήρθε να σε δει στο γραφείο σου, σωστά; Είναι πραγματικά μικρός ο κόσμος όταν πρόκειται για δόλια αξιοποίηση γης.» Σκεφτόταν ότι δε θα μπορούσε ν’ αντέξει τη συμπεριφορά του για πολύ ακόμη. Όχι όταν την κοίταζε μ’ εκείνα τα όμορφα, καστανά του μάτια, που πάντα κατάφερναν να διαλύσουν την αποφασιστικότητά της. Προφανώς, μαγείρευε την επόμενη κίνησή του με τη Λίντια, την Κατ, ή οποιοδήποτε όνομα είχε χρησιμοποιήσει για να τον πλησιάσει. Και οι δυο μαζί, ακριβώς κάτω από τη μύτη της. Τι θράσος! Ίσως είχαν σχεδιάσει από κοινού τη σημερινή φριχτή επίσκεψη. Ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση; Εκβιασμός; «Δεν αρνείσαι ότι τη γνωρίζεις, έτσι;» «Φυσικά όχι. Γιατί να το αρνηθώ; Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο.» «Ήσασταν οι καλύτερες φίλες, άκουσα.» «Κάθε άλλο» τον διέψευσε η Έλεν. «Εκείνη ήταν επικεφαλής της συμμορίας που τρομοκρατούσε τ’ άλλα παιδιά και δεν έχει αλλάξει χαρακτήρα. Υποθέτω ότι πρέπει να πιστέψω αυτό που μου είπε: ότι εσείς οι δυο είστε επίσης παλιοί γνώριμοι, σωστά;» Ο Ρικάρντο έγνεψε καταφατικά. «Είναι μικρός ο κόσμος» επανέλαβε. «Πράγματι. Με παραξενεύει που δεν την κάλεσες εδώ να πιούμε μαζί ένα κοκτέιλ. Ή ίσως για δείπνο. Αυτό πραγματικά θα είχε φτιάξει τη μέρα μου.» «Έφυγε πριν από λίγο» της είπε και μετά ο τόνος της φωνής του έγινε χαμηλός. «Διασκεδάζατε εσείς οι δύο; Στον αχυρώνα τον γονιών σου;» «Κατά κάποιο τρόπο. Και συνέβαινε και σε άλλους αχυρώνες.» Η Έλεν έβγαλε τα σκούρα της γυαλιά για να τα στερεώσει στο κεφάλι της. Δεν την ένοιαζε αν εκείνος πρόσεχε ότι τα μάτια της ήταν κόκκινα και άτονα. «Δεν ξέρω τι σου είπε, αλλά οπωσδήποτε υπερέβαλε. Και από κάποια στιγμή και ύστερα, δεν ήταν προσκεκλημένη στα μικρά μας πάρτι. Ούτε καν ο ίδιος της ο αδερφός δεν την άντεχε εκείνη την εποχή.» Ο Ρικάρντο πήρε μια βαθιά αναπνοή κι έπλεξε σφιχτά τα δάχτυλά του. «Αναφέρθηκε σε κατανάλωση παράνομης ουσίας…» Η Έλεν ανακάθισε ξαφνιασμένη και μετά ήπιε αφηρημένα ακόμη μια μεγάλη γουλιά από το κρασί της. Γιατί στην οργή αυτή η μάγισσα, η Κατ, είχε ξεθάψει το περιστατικό του παράνομου μπουκαλιού μηλίτη; Ήταν αταξία να το σουφρώσει από το ντουλάπι, αλλά είχε πιει μόνο μια γουλιά προτού η Κατ το πάρει μαζί της κι εξαφανιστεί στο δασάκι, παρέα με έναν γάλλο μαθητή από το πρόγραμμα ανταλλαγής σχολείων. «Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, Ρικάρντο!» Η Έλεν ανασήκωσε τους ώμους της, σημάδι ότι θεωρούσε το ζήτημα ασήμαντο. «Όλα τα παιδιά, όσο μεγαλώνουν, κάνουν τέτοια πράγματα κάποια στιγμή, έτσι δεν είναι; Αν είναι, όμως, να γίνουμε πουριτανοί, παραδέχομαι ότι ήταν ανοησία μου. Αν με είχαν τσακώσει, ο μπαμπάς θα γινόταν έξαλλος αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν το μετανιώνω. Πρόκειται απλώς για επιπολαιότητες μαθητριών. Αυτό είναι όλο.» Ο Ρικάρντο της έριξε μια οργισμένη ματιά. «Τι θα γινόταν αν κάποιος έχανε τον έλεγχο της κατάστασης;»
Πραγματικά μπορούσε να φανεί πολύ υποκριτής όταν το αποφάσιζε. «Δε νομίζω ότι ήθελε κανείς να τον μυήσω στις απολαύσεις των ανήλικων αμαρτιών. Ήμουν με διαφορά η νεότερη και λιγότερο έμπειρη της παρέας.» Τον κοίταξε θυμωμένη. «Λοιπόν, πού οδηγεί όλη αυτή η συζήτηση; Όλα αυτά συνέβησαν πολλά χρόνια πριν. Τα παιδιά είναι παιδιά. Πραγματικά ελπίζω να μην έχεις σκοπό να το κάνεις μεσανατολικό ζήτημα.» «Φαίνεσαι σχεδόν περήφανη για ό,τι έκανες.» Μπήκε στον πειρασμό να γελάσει μπροστά στην τρέλα της κατάστασης. Το κρασί ήταν ό,τι χειρότερο εκείνη τη στιγμή για το άδειο της στομάχι. «Έλα τώρα! Εκατομμύρια έφηβοι κάνουν το ίδιο πράγμα κάθε μέρα που περνάει. Το συνεχίζουν για λίγο, κάνουν εμετό και μετά ωριμάζουν.» Ξαφνικά θυμήθηκε τι της είχε πει για τη νύφη του. Αυτό ίσως εξηγούσε γιατί το βλέμμα του ήταν τόσο σκοτεινό και η έκφρασή του έδειχνε τόσο θυμό. «Κοίτα, δε θέλω ν’ ακούγομαι επιπόλαιη, αλλά δεν καταλήγουν όλοι να χαραμιστούν όπως η Αραμπέλα. Μερικοί είναι προορισμένοι να φτάνουν τα πράγματα στα άκρα. Όπως ξέρεις, εκείνη ήταν ένας άνθρωπος αυτοκαταστροφικός.» «Φαίνεσαι εντελώς ασυγκίνητη απ’ τη φρικτή τραγωδία αυτής της υπόθεσης» της είπε πικρόχολα ο Ρικάρντο. «Λυπάμαι αν δείχνει έτσι, αλλά δεν τη γνώριζα, όπως δεν ήξερα τον αδερφό και τη μητέρα σου. Στην πραγματικότητα, δεν είμαι σίγουρη ότι γνωρίζω κι εσένα τόσο καλά όσο νόμιζα.» Η έκφραση του Ρικάρντο δεν πρόδιδε τις σκέψεις του. «Να συμπεράνω ότι εξακολουθείς ν’ απολαμβάνεις τέτοιου είδους κοινωνικά ερεθίσματα;» Η Έλεν κοίταξε το μισοάδειο ποτήρι της, εκνευρισμένη από τον επικριτικό τόνο του. Της συμπεριφερόταν σαν να ήταν παιδί, σαν κάποιος αδύναμος άνθρωπος που εκείνος μπορούσε να ελέγξει. «Ναι, πού να πάρει. Είμαι ενήλικη, έτσι δεν είναι;» Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο κρασί της και ακούμπησε με θυμό το άδειο ποτήρι πίσω στο τραπέζι. «Ήπιες πολύ, Έλεν. Δε μου αρέσει αυτό.» «Αποτελεί αιτία διαζυγίου, έτσι δεν είναι;» «Ναι, νομίζω πως μπορεί» απάντησε εκείνος ψυχρά. Για ένα δευτερόλεπτο, η αναπνοή της πιάστηκε στο στήθος της. «Τι είναι αυτά που λες;» «Αυτό που λέω είναι ότι μπορώ κάλλιστα να επισπεύσω το διαζύγιο αν επιμείνεις να συμπεριφέρεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ίσως δεν υπάρχει λόγος να τρενάρουμε αυτή τη δυσάρεστη απάτη για τρεις μήνες αν είσαι δυστυχισμένη.» Έσπρωξε απότομα την καρέκλα του μακριά από το τραπέζι και το ποτήρι του κρασιού ταλαντεύτηκε. «Θα επικοινωνήσω με τους δικηγόρους το συντομότερο δυνατόν και θα τους ζητήσω να συντάξουν μια προσθήκη.» Το κεφάλι της Έλεν είχε αρχίσει να γυρίζει. «Έτσι απλά;» «Έτσι απλά.» Ο θυμός ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του, καθώς συνέχισε να μιλάει μ’ έναν αέρα απειλής. «Εκτός κι αν υπάρχει κάτι που επιθυμείς να προσθέσεις.» Η Έλεν πανικοβλήθηκε, αλλά προσπάθησε να φανεί ψύχραιμη. «Χρειάζομαι κάποια διευκρίνιση όσον αφορά τι είναι δικό μου και τι δικό σου» του είπε τελικά. «Το ξέρω ότι έπρεπε να είχα διαβάσει τα ψιλά γράμματα.» «Οτιδήποτε μπορείς να φορέσεις πάνω σου είναι δικό σου. Όλα τ’ άλλα που περιήλθαν στην κατοχή σου μετά το γάμο επανέρχονται στον αρχικό ιδιοκτήτη τους. Αυτή είναι η σημασία του προγαμιαίου συμβολαίου, άλλωστε.» Το γέλιο του ακούστηκε ξερό και αφύσικο. «Χριστέ μου! Δεν είναι δυνατόν να θέλεις κι άλλα χρήματα, σωστά;»
«Όχι, Ρικάρντο. Απλώς πρέπει να βεβαιωθώ ότι δεν έχεις αξιώσεις σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται στην Αγγλία» του διευκρίνισε ψυχρά. «Μη γίνεσαι γελοία! Γιατί στην οργή θα ήθελα οτιδήποτε δικό σου; Δε θέλω τίποτα που έχεις να προσφέρεις, Έλεν. Δε θέλω ούτε να σε κοιτάζω πλέον.» Τα λόγια του την πλήγωσαν, αλλά ο θυμός τής έδωσε θάρρος και κουράγιο. «Πραγματικά, βαριέσαι γρήγορα.» Ο Ρικάρντο την κοίταξε με μια έκφραση περιφρόνησης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Μπορείς, αν θέλεις, να το τελειώσεις αυτό» της είπε δείχνοντας το μπουκάλι με το κρασί. «Είναι το τελευταίο πράγμα που πρόκειται να πάρεις από εμένα.» Γύρισε αλύγιστος και απομακρύνθηκε με κατεύθυνση προς τη βίλα. Η ψηλή, γεροδεμένη κορμοστασιά του παρέμεινε ορατή για μερικά δευτερόλεπτα. Τον παρακολούθησε να φεύγει με ανάμεικτα συναισθήματα λαχτάρας και θυμού. Ήθελε να τρέξει πίσω του και να του πει ότι τον συγχωρούσε που της είχε φερθεί τόσο άσχημα, ότι θα έκανε οτιδήποτε της ζητούσε, αν μπορούσε μόνο να μείνει μαζί του λίγο ακόμη. Ήξερε όμως ότι αυτό δεν επρόκειτο τελικά να συμβεί. Ήταν αναπόφευκτο να χωρίσουν. Ο Ρικάρντο δεν της έκρυψε ποτέ την πραγματικότητα. Μακάρι κι εκείνη να μην είχε επιτρέψει στον εαυτό της να διατηρήσει αυτή τη μικρή σπίθα ελπίδας ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο είδος αίσιου τέλους. Μια ψύχρα έγινε αισθητή στη βεράντα. Η Έλεν συγκράτησε με κόπο τα δάκρυά της όταν άκουσε μια μηχανή αυτοκινήτου να μπαίνει μπροστά και μετά τον ήχο από λάστιχα που στριφογύριζαν σε χαλίκια. Κατά πάσα πιθανότητα, δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια.
Κεφάλαιο Δεκαπέντε
Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να πυκνώνουν όταν η Έλεν έφτασε στη Φάρμα Πρίμροουζ. Μολονότι είχε εξοφλήσει τους λογαριασμούς και είχε προμηθεύσει τους γονείς της με ένα επαρκές κεφάλαιο για να αντεπεξέλθουν στον δικαστικό αγώνα, το άγχος εξακολουθούσε να βαραίνει την ατμόσφαιρα. Ποτέ δεν είχε φύγει. Κάτι καινούριο φαινόταν να παρουσιάζεται κάθε τόσο για να προξενήσει ανησυχία. Πέρασαν τρεις εβδομάδες από τότε που η Έλεν γύρισε από την Ισπανία και οι Σκίπτρι άφηναν προκλητικά τα ζώα τους να περιφέρονται στα κτήματα των Μάρσαλ, προκαλώντας ζημιές και αναστατώνοντας τα δικά τους κοπάδια. Εξάλλου, υπήρχαν και οι πλούσιοι ‘τουρίστες’ με τα πανάκριβα αυτοκίνητα, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τις ντόπιες οικογένειες κι άναβαν φωτιές εδώ κι εκεί. Ήταν έξυπνοι, φυσικά. Η αστυνομία φαινόταν να έχει τα χέρια της δεμένα και το νομικό σύστημα ήταν πολύ δυσκίνητο για ν’ αντιμετωπίσει την παρενόχληση που άλλαζε διαρκώς μορφή. Το μόνο που ήξεραν οι κτηματίες ήταν ότι αν επιτρεπόταν στους καταπατητές να συνεχίσουν έτσι, τελικά η γη θα περιερχόταν στα χέρια τους. Δυστυχώς, το κόστος για να πολεμήσουν προκειμένου να κρατήσουν την ιδιοκτησία τους ήταν εξοντωτικό. Ήταν ένας άνισος αγώνας. Όσο κι αν προσπαθούσαν, ποτέ δε θα κέρδιζαν. Όχι εφόσον βρίσκονταν αντιμέτωποι με τα εκατομμύρια που κρύβονταν πίσω απ’ όλα αυτά. Ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Αργά ή γρήγορα το κτήμα Σκίπτρι και οι επιχειρήσεις Φόδεργκιλ θ’ αποκτούσαν τη μαρίνα τους. Η Έλεν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά ίσως τα πράγματα είχαν φτάσει πλέον σ’ ένα στάδιο όπου θα έπρεπε να συλλογιστούν τη μειονεκτική τους θέση και να εγκαταλείψουν τον αγώνα, όσο ακόμη μπορούσαν. Όσο περνούσε ο καιρός θα γινόταν πιο δύσκολο. Επισήμως, ο πατέρας της πλησίαζε την ηλικία της συνταξιοδότησης, παρόλο που ο ίδιος πάντα δήλωνε ότι θα πέθαινε πάνω στη δουλειά. Αυτή ήταν ολόκληρη η ζωή του και την αγαπούσε, γι’ αυτό ήθελε να περάσει τις τελευταίες του ημέρες εδώ, στη Φάρμα Πρίμροουζ. Η φωνή της μητέρα της στην κουζίνα της φάρμας διέκοψε τις σκέψεις της. «Λοιπόν, πότε έχεις σκοπό να μας το πεις;» «Τι εννοείς, μαμά;» Η Έλεν προσποιήθηκε ότι επιθεωρούσε προσεκτικά μια ραγισμένη κούπα που μόλις είχε σκουπίσει. Η κυρία Μάρσαλ συνέχισε να ανακατεύει το μείγμα για κέικ σε ένα μεγάλο μπολ. «Δεν το συνηθίζεις να αποφεύγεις τα μάτια μου, αγαπητή μου.» Η Έλεν κατσούφιασε κι έτριψε ξανά την κούπα με την πετσέτα. «Μη λες ανοησίες. Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» «Τότε κοίταξέ με κατευθείαν στο πρόσωπο και πες μου ότι δεν είσαι έγκυος.» «Τι;» Δεν περίμενε ότι θ’ άκουγε αυτή την ερώτηση. Ήταν η τελευταία σταγόνα. Τα καταπιεσμένα συναισθήματα μέσα της βγήκαν απότομα στην επιφάνεια. Ξαφνικά, οι προηγούμενες εβδομάδες φάνηκαν να τη βαραίνουν αφόρητα και τρομοκρατήθηκε μόλις ένιωσε ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της. Τοποθέτησε την κούπα στο ράφι του μπουφέ και σκούπισε το μάτι της με την ανάποδη του χεριού της. «Ω, έλα εδώ.» Η κυρία Μάρσαλ έκλεισε το μοναχοπαίδι της στην αγκαλιά της και άφησε το υγρό του πρόσωπο να φωλιάσει στο στήθος της. «Όλα θα πάνε καλά, αγάπη μου. Δεν πίστεψες ότι
θα θυμώναμε, έτσι;» Η Έλεν γεύτηκε τις ζεστές αλμυρές σταγόνες που κατρακύλησαν ως το στόμα της κι ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. «Δεν ξέρω τι να πω. Τα έχω κάνει μούσκεμα.» «Όλα θα διορθωθούν. Με κάποιο τρόπο θα τα καταφέρουμε, αν υποθέσουμε ότι εσύ…» Η Έλεν σήκωσε το κεφάλι της νιώθοντας εντελώς άδεια. «Δεν είμαι έγκυος, μαμά.» Η μητέρα της φαινόταν ανήσυχη ενώ χάιδευε τα μαλλιά της. «Είσαι σίγουρη; Δείχνεις διαφορετική. Νιώθω μια αλλαγή σε εσένα.» «Είμαι σίγουρη.» «Είσαι; Απολύτως;» Ο τόνος της μεγαλύτερης γυναίκας έγινε ύποπτα κεφάτος καθώς χάιδευε τον ώμο της κόρης της. «Πάντα ονειρευόμουν να παρουσιαστεί ένα καινούριο μωρό στη Φάρμα Πρίμροουζ.» «Απλώς πήρα λίγο βάρος στην Ισπανία. Αυτό είναι όλο. Αποτέλεσμα της καλοπέρασης. Θα χάσω σύντομα τα παραπανίσια κιλά.» Η μητέρας της την κοίταξε αμίλητη για λίγα δευτερόλεπτα και μετά συνοφρυώθηκε. «Δε θέλω να γίνω αδιάκριτη, γλυκιά μου, αλλά φαινόσασταν και οι δυο τόσο ευτυχισμένοι…» Η Έλεν αναστέναξε νιώθοντας ξαφνικά τους ώμους της πολύ βαρείς. «Είναι τόσο μπερδεμένο. Τον αγαπώ, μαμά, παρόλα όσα έχουν γίνει. Το ξέρω ότι είναι γελοίο, αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω. Εντωμεταξύ, το ότι εσύ μιλάς για το πόσο θα ήθελες ένα μωρό δε με κάνει να νιώθω καθόλου καλύτερα σχετικά με την όλη κατάσταση.» «Όμως, θα το έλεγες στο Ρικάρντο, αν ήσουν έγκυος, σωστά;» ρώτησε απαλά η μητέρα της. «Θα είχε το δικαίωμα να το ξέρει.» «Πίστεψε με μαμά, δε θα ενδιαφερόταν. Δε θα είναι το πρώτο του, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.» «Αλήθεια;» Η κυρία Μάρσαλ έκανε ένα μορφασμό έκπληξης. «Ω, κατάλαβα… Τουλάχιστον, εσείς οι δύο ήσασταν παντρεμένοι.» Εξακολουθούσαν να είναι, σύμφωνα με το νόμο. «Και δε θα τον παγίδευα έτσι ακόμη κι αν ήμουν έγκυος» συνέχισε γρήγορα η Έλεν. «Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, εκείνος απλώς θα πίστευε ότι εγώ κυνηγούσα τα λεφτά του.» «Ίσως θα πρέπει να κλείσεις ένα ραντεβού στην κλινική, απλώς για να βεβαιωθείς…» «Δεν είμαι έγκυος, εντάξει;» Τουλάχιστον έτσι της έλεγε το σώμα της. Είχε όλα τα συμπτώματα ότι θα αδιαθετούσε από στιγμή σε στιγμή. Πρησμένο στήθος, εκνευρισμός, πονοκέφαλος… Και ήταν καλύτερα έτσι, διαβεβαίωσε σταθερά τον εαυτό της. Ο Ρικάρντο είχε διακόψει κάθε σχέση μαζί της και διέθετε ήδη κληρονόμο. Όλα είχαν τελειώσει. Είναι το τελευταίο πράγμα που πρόκειται να πάρεις από εμένα: Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια πριν την αφήσει μόνη της στην Ισπανία και ένιωθε σίγουρη ότι τα εννοούσε. «Έτσι κι αλλιώς, είναι αρκετά άσχημο να έχω ήδη έναν αποτυχημένο γάμο στο παρελθόν μου τόσο σύντομα, πόσο μάλλον μια απρογραμμάτιστη εγκυμοσύνη.» Σκούπισε τα μάτια της με τη χαρτοπετσέτα που της έδωσε η μητέρα της. «Ο μπαμπάς θα γινόταν έξω φρενών.» «Δεν είμαι τόσο σίγουρη γι' αυτό.» «Θα θύμωνε πολύ.» «Είναι στενοχωρημένος που χώρισες με τον Ρικάρντο, αλλά δε θα τον πείραζε ποτέ ένα μωρό.» Ο πατέρας της μπορεί να είχε δεχτεί τα νέα του χωρισμού της φαινομενικά ήρεμα, η ίδια όμως
ήξερε ότι ένιωθε απογοητευμένος. Πάντα ήταν ένας άνθρωπος που κρατούσε για τον εαυτό του τα αισθήματά του για ευαίσθητα θέματα. Η Έλεν δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν περισσότερο θυμωμένος με τον Ρικάρντο ή μ’ εκείνη. Το τηλέφωνο στην άλλη άκρη του σπιτιού χτύπησε και μόλις η μητέρα της έφυγε για να το απαντήσει, το μυαλό της άρχισε να ταξιδεύει. Οι γονείς της δεν το είχαν πει ποτέ ανοιχτά, αλλά εκείνη ήξερε ότι λαχταρούσαν γιους για να τους βοηθήσουν με τη φάρμα, να συνεχίσουν τη δουλειά γενεών. Η Έλεν ήξερε ότι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στη φροντίδα μιας μεγάλης φόρμας μόνη της. Δόξα τω Θεώ που δεν ήταν έγκυος. *** «Φοβάμαι ότι έχω άσχημα νέα» ανακοίνωσε ο κύριος Μάρσαλ, τρεις ώρες αργότερα. Η Έλεν και η μητέρα της μάζευαν τα πιάτα του μεσημεριανού φαγητού. «Ο Μπομπ Χάργκριβς πετάχτηκε το πρωί, την ώρα του αρμέγματος, για να μου το πει. Πουλάει το Πίνκμιντ και οι άλλες δύο φάρμες που συνορεύουν με τη δική μας είναι επίσης έτοιμες να πουληθούν.» Ξεφύσησε και έτριψε τα μάτια του μέσα από τα γυαλιά του. «Λοιπόν, κορίτσια, μόνο εμείς έχουμε μείνει.» Σηκώθηκε απότομα και η καρδιά της Έλεν κλότσησε οδυνηρά στο στήθος της μόλις είδε το κάτω του χείλος να τρέμει. «Πηγαίνω για τα μοσχάρια τώρα.» Η Έλεν αντάλλαξε μια ματιά με τη μητέρα της. Ο πατέρας της απομακρύνθηκε από το σπίτι. Οι γέρικοι, κυρτοί ώμοι του φαίνονταν λίγο ακόμη πιο πεσμένοι την ώρα που ανέβαινε αργά την ανηφορική αυλή μες στη βροχή. Τα προβλήματα της χρεωμένης φάρμας εμφανίστηκαν πάλι. «Η Κέιτι χρειάζεται λίγη αγάπη και φροντίδα στον αχυρώνα αν μπορούσες» είπε η κυρία Μάρσαλ με ψυχραιμία. «Όλα αυτά τα καινούρια γατάκια την εξουθενώνουν. Θα σε πείραζε να πεταχτείς ως εκεί να ρίξεις μια ματιά;» «Ναι, πηγαίνω αμέσως» αποκρίθηκε η Έλεν που ήξερε ότι η μητέρα της είχε ανάγκη από λίγες στιγμές αξιοπρεπούς μοναξιάς. Αναρωτήθηκε αν θα έκλαιγε. Ποτέ δεν την είχε δει με δάκρυα στα μάτια. Τα πράγματα δεν υπήρξαν ποτέ άλλοτε τόσο δύσκολα όσο τώρα. Ο αχυρώνας ήταν ζεστός και στεγνός, ένα ασφαλές καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης. Η γλυκιά μυρωδιά από τις μπάλες άχυρο έφτασε στα ρουθούνια της ενώ άκουγε τη βροχή να χτυπάει την τσίγκινη σκεπή. Η Έλεν γονάτισε για να πάρει στο χέρι της μια γούνινη μπαλίτσα που στριφογύριζε. Το τσιριχτό νιαούρισμα του ζώου την έκανε να αισθανθεί ακόμη πιο έντονη τη διάθεση να κλάψει. Ξαναέβαλε το μικροσκοπικό, ανυπεράσπιστο γατάκι μέσα στο κουτί από χαρτόνι που ήταν η φωλιά του. Το κουτί ήταν επενδυμένο με μια παλιά μικρή κόκκινη κουβέρτα και η Κέιτι, η γάτα, έκλεισε τα κίτρινα μάτια της για μια στιγμή, καθώς η Έλεν της χάιδευε το κεφάλι. «Σ’ ευχαριστώ που με άφησες να το κρατήσω» της ψιθύρισε. «Είναι τέλειο.» Το χέρι της μετακινήθηκε στην κοιλιά της καθώς αισθάνθηκε έναν γνώριμο πόνο. Αμέσως μετά, άκουσε έναν υπόκωφο ήχο από κάτι που έπεσε κοντά της. «Γεια σου, Έλεν.» Δεν υπήρχε περίπτωση να μπερδέψει τη φωνή πίσω της με οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Ο Ρικάρντο! Η κοπέλα σηκώθηκε όπως όπως στα πόδια της, με την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα και πιο δυνατά από τη βροχή στη στέγη του αχυρώνα. Ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει καθώς τον κοιτούσε, παγωμένη από το σοκ. «Τι σου συνέβη;»
Ήταν αξύριστος, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, και σταγόνες βροχής κατρακυλούσαν στο πρόσωπό του. Φορούσε τζιν παντελόνι, μαύρο δερμάτινο μπουφάν κι ένα λευκό μπλουζάκι. Τα ρούχα του ήταν λερωμένα από λάσπη. «Είναι αηδιαστικά εκεί έξω αν δεν το έχεις προσέξει. Η καταραμένη η αυλή της φάρμας σου είναι γεμάτη σκουπίδια κι εγώ έτρεχα.» «Έτρεχες;» Από τη μια μεριά, τη διασκέδαζε το ότι έβλεπε ξαφνικά την αστεία πλευρά ενός βρόμικου Ρικάρντο Αλμάνσα, αλλά την ίδια στιγμή ένιωθε ενστικτωδώς επιφυλακτική. Δε βρισκόταν εκεί για κάποιο καλό λόγο. «Δεν το ήξερα ότι έτρεχες. Δεν έχεις ανθρώπους γι’ αυτού του είδους τις αναξιοπρεπείς ασχολίες;» «Πολύ αστείο» της είπε τινάζοντας λίγο άχυρο που είχε κολλήσει στο μουσκεμένο τζιν του. Η καρδιά της Έλεν βούλιαξε στο στήθος της όταν πρόσεξε την άγρια έκφρασή του. Τα μάτια του έλαμπαν μ’ έναν τρόπο που δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα του γάμου τους, όταν είχε διώξει τον Τζεράρντο Κάπελα. Αλλά, φυσικά, πώς δεν το σκέφτηκε αμέσως; Βρισκόταν εδώ λόγω της μαρίνας και της Φάρμας Πριμρόουζ που ήθελε ν’ αποκτήσει. Ο ερχομός του δεν είχε καμιά σχέση με την ψεύτικη σύζυγό του, που το είχε βάλει στα πόδια. Αυτό ήταν το τελευταίο κομμάτι του επιχειρηματικού του σχεδίου που είχε έρθει για να το ολοκληρώσει προσωπικά. Ωστόσο, θα μπορούσε να θυμώσει και η ίδια. Και, πράγματι, τώρα ένιωθε έξαλλη και δε θα ανεχόταν να την τρομοκρατήσει. Βρίσκονταν μόνο οι δυο τους εκεί και, αν χρειαζόταν να παλέψει σαν γάτα των δρόμων για να περισώσει ό,τι της είχε απομείνει, τότε θα το έκανε. Στο κάτω κάτω, τον είχε ήδη νικήσει μία φορά. «Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς» είπε ψυχρά ο Ρικάρντο. «Το ξέρω. Ήρθες για να δώσεις τη χαριστική βολή, έτσι δεν είναι; Υποθέτω ότι έχεις φέρει την προσθήκη του συμβολαίου του γάμου για να την υπογράψω. Και τώρα που είμαστε η μόνη φάρμα που έχει απομείνει, θέλεις να διευθετήσεις το ζήτημα προσωπικά.» Η Έλεν έσφιξε τις γροθιές της για να σταματήσει να τρέμει, προτού συνεχίσει. «Λοιπόν, άφησέ με να σου πω κάτι, Αλμάνσα. Δεν πρόκειται να αποφύγουμε τη μάχη και, ακόμη κι αν είναι βρόμικη, είμαι διατεθειμένη να πολεμήσω.» «Ήρθα για τη γυναίκα και το παιδί μου.» Η Έλεν αισθάνθηκε να πετρώνει. Ο άντρας πέρασε το τρεμάμενο χέρι του μέσα από τα μαύρα μαλλιά του που ήταν κολλημένα στο μέτωπό του. Η βέρα του έλαμψε στο γκρίζο φως που περνούσε μέσα από ένα σκονισμένο, αραχνιασμένο παράθυρο. «Ορίστε;» «Περίμενα όσο περισσότερο μπορούσα πριν έρθω. Έμεινα στο Λονδίνο από τότε που γύρισες εδώ, περιμένοντας αγωνιωδώς να χτυπήσει το τηλέφωνο.» «Στο Λονδίνο;» «Έπρεπε να βρίσκομαι κάπου κοντά, έτσι ώστε να μπορέσω να φτάσω εδώ μέσα σε δύο ώρες όταν ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Η μητέρα σου είπε ότι χρειαζόσουν χρόνο για να συγκεντρώσεις τις σκέψεις σου και ν’ αποφασίσεις ανεπηρέαστη τι πραγματικά ήθελες. Γι’ αυτό έπρεπε να μείνω μακριά σου. Αλλά αυτό που μου είπε σήμερα ήταν πάρα πολύ.» «Η μητέρα μου; Μιλούσατε μεταξύ σας πίσω απ’ την πλάτη μου;» «Μιλήσαμε στο τηλέφωνο σύντομα αφότου επέστρεψες και με κατσάδιασε για τα καλά. Dios! Νόμιζα ότι η Λουσία ήταν απότομη! Μου τα έψαλε επειδή εγκατέλειψα τις ευθύνες μου και με
στόλισε μ’ ένα σωρό κοσμητικά επίθετα…» «Για περίμενε μια στιγμή να καταλάβω. Η μαμά μου σου είπε ότι είμαι έγκυος;» Η Έλεν κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη δυσπιστίας. «Αυτό κι αν είναι επέμβαση στα προσωπικά ζητήματα του άλλου.» «Δεν κατάφερε να κρατηθεί και να μη μου το πει όταν τηλεφώνησα σήμερα το πρωί. Ήταν η τελευταία σταγόνα. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Η μητέρα σου δε σε πρόδωσε. Θέλει το καλύτερο για εσένα. Αυτό είναι όλο. Το έκανε για να σε προστατέψει.» Το κεφάλι της Έλεν βούιζε. «Κοίταξε, έχει γίνει κάποια παρεξήγηση. Πραγματικά δε χρειαζόταν να έρθεις.» «Δε χρειαζόταν να έρθω; Μιλάμε για το μωρό μας! Πώς είναι δυνατόν ν’ άντεχα να χάσω έστω και ένα δευτερόλεπτο ακόμη από το παιδί μου;» «Ίσως επειδή το έχεις ξανακάνει στο παρελθόν» του είπε με σπασμένη φωνή. Ένιωθε πολύ εύθραυστη. «Τι;» «Ο Πίρο;» είπε πικρόχολα η Έλεν. «Τον ξεχνάς; Ο γιος και κληρονόμος σου.» «Ο Πίρο δεν είναι δικός μου γιος!» «Α, κατάλαβα. Τίνος είναι τότε; Μήπως γλίστρησε κρυφά στο σπίτι σου ο Τζεράρντο Κάπελα και άφησε έγκυο την κοπέλα σου όταν εσύ έλειπες για δουλειές; Ή μήπως δεν ενδιαφέρεσαι πραγματικά για το ποιος είναι ο αληθινός πατέρας, εφόσον δε φορτώνεσαι την ευθύνη;» Ο Ρικάρντο έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, με τις γροθιές του σφιγμένες και την ένταση ολοφάνερη στην έκφρασή του. Η Έλεν μπορούσε να διακρίνει τις φλέβες που διαγράφονταν στα χέρια του. «Ο Πίρο είναι…» Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε, σαν να προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Ο Πίρο είναι ο γιος του αδερφού μου, ο ανιψιός μου. Προφανώς, τον αγαπώ, αλλά δεν είναι γιος μου! Αν είχα καταλάβει ότι νόμιζες κάτι τέτοιο…» Η Έλεν ήταν σε τέτοια κατάσταση σοκ ώστε δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα για μερικά δευτερόλεπτα. Δεν είχε ξαναβρεί ακόμη τη φωνή της όταν εκείνος συνέχισε. «Ας ξαναγυρίσουμε στα δικά μας. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι είμαι ο πατέρας αυτού του μωρού.» Έκανε μια παύση και άφησε έναν αναστεναγμό ενώ εκείνη κουνούσε το κεφάλι της. «Επομένως, πρέπει να διαχειριστούμε το όλο ζήτημα με σύνεση.» Η Έλεν κατέρρευσε σ’ ένα δεμάτι άχυρο, νιώθοντας τα πόδια της να τρέμουν. Σύνεση. Ναι, έπρεπε να φανεί συνετή. Η σύνεση ήταν αναγκαία για την περίσταση. «Μπορώ να σε βοηθήσω να ξεπεράσεις το πρόβλημά σου, πριν να ’ναι πολύ αργά» της είπε. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να διορθώσουμε τα πάντα.» Εκείνη τον κοίταξε απορημένη. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» «Μην προσποιείσαι την ανήξερη. Ξέρεις για τι πράγμα μιλάω. Έχω ήδη κλείσει σουίτα σε μια από τις καλύτερες κλινικές αποτοξίνωσης στην Ελβετία. Όλα θα πάνε μια χαρά. Το ξέρω.» «Ρικάρντο, έχεις τρελαθεί εντελώς;» «Αναφέρομαι στα ναρκωτικά, Έλεν. Καθώς και σε όλα όσα γίνονταν εδώ.» Έδειξε με μια χειρονομία το χώρο γύρω του. Οι κινήσεις του ήταν σπασμωδικές. Δεν ήταν του χαρακτήρα του. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί έτοιμο να χάσει τον αυτοέλεγχό του. «Θα έχεις τους καλύτερους ειδικούς. Δε χρειάζεται να μάθει ποτέ κανείς τίποτα.»
«Αυτό είναι γελοίο. Δεν έχω δοκιμάσει ούτε μία φορά στη ζωή μου ναρκωτικά.» Έγειρε προς τα πίσω και στηρίχτηκε σ’ έναν τοίχο από άχυρο, ενώ ξαφνικά ένιωθε πολύ κουρασμένη. «Ποτέ δεν έχω κυκλοφορήσει στους δικούς σου κύκλους, Ρικάρντο. Δεν είναι ο κόσμος μου. Η πρώτη φορά που ήπια σαμπάνια ήταν μαζί σου. Γιατί στην οργή πιστεύεις ότι είμαι χρήστης;» «Η Κατ Χάμπι μου είπε ότι ήσουν.» «Θα έπρεπε να το έχω μαντέψει. Κι εσύ την πίστεψες; Ευχαριστώ πολύ. Είσαι πραγματικά ανόητος.» «Προσπάθησα να σου μιλήσω γι’ αυτό το τελευταίο βράδυ στη Μινόρκα. Δεν το αρνήθηκες, επομένως τι έπρεπε να σκεφτώ; Εξάλλου, συμπεριφερόσουν παράλογα. Είπες μερικά σκληρά πράγματα.» «Κι εσύ με πλήγωσες. Και είχα πιει πολύ με άδειο στομάχι.» «Δεν ήθελα να πιστέψω αυτά που μου είχε πει η Κατ. Μετά όμως τα γεγονότα συσσωρεύονταν και άρχισαν όλα να βγάζουν νόημα.» «Αλήθεια; Μήπως θα ήθελες να μου πεις ποια είναι αυτά τα “γεγονότα”; Θα πρέπει να τ’ ακούσω!» «Πολύ καλά. Κατ’ αρχάς, είναι τα χρήματα. Τα ναρκωτικά θα μπορούσαν να είναι ένας λόγος που χρειαζόσουν τόσα πολλά μετρητά, τόσο γρήγορα. Εξάλλου, αρνήθηκες να αποκαλύψεις ποιοι ήταν οι “λογαριασμοί” σου.» «Εξακολουθεί να μην είναι δική σου δουλειά, αλλά σου λέω τώρα ότι δεν ήταν χρήματα για ναρκωτικά!» «Τώρα ξέρω πού πήγαν. Η μαμά σου μου είπε ότι πλήρωσες όλα τους τα χρέη.» Η έκφρασή του φανέρωνε θλίψη. «Θα μπορούσες να μου το έχεις πει. Δε θα ήμουν επικριτικός.» «Ω, μητέρα!» Τώρα η Έλεν ένιωθε οργισμένη με τον Ρικάρντο αλλά και τη μητέρα της. «Τι διακριτικότητα! Ο μπαμπάς είναι ένας τόσο περήφανος άνθρωπος. Δε νομίζω ότι θα το άντεχε αν…» «Το ξέρει ότι ξέρω.» «Τους είπες και πώς βρήκα όλα αυτά τα χρήματα;» Ανήμπορη να τον κοιτάξει καταπρόσωπο, τον είδε να γνέφει καταφατικά με την άκρη του ματιού της. «Ω, Θεέ μου! Τώρα θα ντρέπονται τόσο πολύ.» Ο Ρικάρντο την άγγιξε ελαφρά στον αγκώνα, ίσα για να την καθησυχάσει, και μετά άφησε το χέρι του να πέσει. «Νιώθουν άσχημα που ήσουν διατεθειμένη να παντρευτείς κάποιον που δεν αγαπούσες μόνο και μόνο για να τους βοηθήσεις. Ωστόσο, είναι και περήφανοι για εσένα. Σ’ αγαπούν ανεξάρτητα από αυτό αλλά και εξαιτίας αυτού. Ας επιστρέψουμε, όμως, στα ‘γεγονότα’, το τελευταίο μας βράδυ μαζί…» «Είναι ανάγκη να κάνουμε αυτή τη συζήτηση;» Είχε αρχίσει να νιώθει ρίγος. «Ναι, είναι. Συμπεριφερόσουν σαν να έπασχες από σύνδρομο στέρησης. Λες και είχες ανάγκη τη δόση σου και δεν μπορούσες να τη βρεις. Είχες χάσει την επαφή με τους φίλους σου στην Ίμπιζα και τον προμηθευτή σου.» «Ωχ, όχι πάλι με τον Μπιορν! Έχεις πάθει εμμονή με τον καημένο τον άνθρωπο. Το γεγονός ότι είναι ομοφυλόφιλος δεν ήταν αρκετό για να τον απαλλάξει από τις υποψίες σου; Έπρεπε να τον κάνεις τον φανταστικό μου ντίλερ; Το σώμα του Μπιορν είναι ένας ναός για οτιδήποτε οργανικό και υγιεινό, αγαπητέ μου. Ούτε καν καπνίζει.» «Ομολογώ ότι δεν τον συμπαθώ. Με κάνει να νιώθω… ζήλια.»
Η Έλεν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μικρό γέλιο. «Είσαι τρελός, Αλμάνσα.» «Και μετά ταράχτηκες πολύ όταν έχασες την τσάντα σου.» Έδειξε με μια χειρονομία προς το καφέ αξεσουάρ στη γωνία πίσω του. «Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι την έπαιρνες παντού μαζί σου, ακόμη και στην πυρκαγιά στο σπίτι του Τίνο. Όταν προσφέρθηκα ν’ αντικαταστήσω αυτήν και το περιεχόμενό της, αρνήθηκες. Γιατί, Έλεν; Τι φυλάς εκεί μέσα που είναι τόσο σημαντικό;» Η κοπέλα σηκώθηκε και κοίταξε την τσάντα που είχε χάσει. Την είχε ακούσει να πέφτει εκεί, πριν καταλάβει ότι ο Ρικάρντο βρισκόταν στον αχυρώνα. «Τη βρήκες.» «Πήγα να την αναζητήσω το βράδυ που τσακωθήκαμε. Βέβαια, ήταν σκοτεινά εκεί, αλλά έψαξα με το φακό που έχω στο αυτοκίνητο ώσπου τη βρήκα. Όταν γύρισα, είχες εξαφανιστεί. Έμεινα ξύπνιος όλη τη νύχτα και σε περίμενα, όμως εσύ δεν επέστρεψες.» «Ναι, γιατί μόλις έφυγες, μάζεψα λίγα απαραίτητα πράγματα και αναχώρησα. Είπες ότι όλα είχαν τελειώσει μεταξύ μας και συμπέρανα ότι, ούτως ή άλλως, δε θα σε ξανάβλεπα.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν είχε νόημα να παραμείνω. Πήρα την επόμενη πτήση για την πατρίδα.» «Τελικά, αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω στους γονείς σου απλώς και μόνο για να βεβαιωθώ ότι βρισκόσουν εδώ ασφαλής, και όχι σε κάποιο χαντάκι. Φυσικά, ήθελαν να μάθουν τι είχε συμβεί, κι έτσι τους είπα.» Η Έλεν έστρεψε το βλέμμα της προς τα κάτω. «Λοιπόν, τι σκέφτηκες μόλις έψαξες την τσάντα μου;» «Δεν την άνοιξα.» «Τότε, μπορείς να το κάνεις τώρα.» Σήκωσε αποφασιστικά την καφέ τσάντα και την έβαλε κάτω από τη μύτη του. «Εμπρός, άνοιξέ τη!» «Όχι, δεν πρόκειται να επηρεάσει το πώς νιώθω για σένα.» «Τότε, θα το κάνω εγώ!» Άνοιξε απότομα το φερμουάρ και αναποδογύρισε την τσάντα, αφήνοντας το περιεχόμενό της να πέσει μπροστά στα πόδια της. Κραγιόν, γυαλιά ηλίου, μέντες, ταμπόν, χαρτομάντιλα και κομμάτια χαρτί με διάφορες σημειώσεις. «Ορίστε! Είσαι ικανοποιημένος τώρα;» Ο Ρικάρντο έσκυψε για να μαζέψει δυο μικρά πλαστικά δοχεία σε σχήμα L, ένα καφέ κι ένα μπλε. «Δεν είχα ιδέα.» «Δεν ήθελα να το ξέρεις.» «Μα, γιατί όχι; Θα έπρεπε να μου το έχεις πει.» «Το άσθμα μου παραμένει πλήρως ελεγχόμενο εφόσον χρησιμοποιώ τον καφέ εισπνευστήρα δυο φορές την ημέρα και έχω τον μπλε μαζί μου ανά πάσα στιγμή για την περίπτωση που πάθω κρίση. Η γύρη στο λόφο ήταν πολλή εκείνη την ημέρα, τα πεύκα ήταν ανθισμένα και η γάτα της Λουσία βρισκόταν πάλι στο κρεβάτι μας.» «Και όλα αυτά το πυροδότησαν;» «Είμαι αλλεργική σ’ αυτά, επομένως, ναι, αλλά αισθανόμουν επίσης πολύ θυμωμένη. Καταλάβαινα ότι θα χρειαζόμουν το μπλε σύντομα. Γι’ αυτό ήμουν τόσο ανήσυχη και ευερέθιστη.» «Για όνομα του Θεού. Γιατί τόση μυστικοπάθεια; Θα πρέπει να υπάρχουν εκατομμύρια ασθματικοί στον κόσμο.» «Σιχαίνομαι να μου κολλάνε οι άλλοι ετικέτες. Πραγματικά, το μισώ αυτό. Δε μου αρέσει να νομίζουν οι άνθρωποι ότι θέλω τον οίκτο τους. Δεν τον έχω ανάγκη. Είμαι μια χαρά τις
περισσότερες ώρες, επομένως κανείς δε χρειάζεται να ξέρει. Όπως και κανείς δεν έχει δικαίωμα να με τρομοκρατεί.» «Άφησέ με να μαντέψω. Η Κατ Χάμπι σε τρομοκρατούσε, σωστά;» «Ναι, καθώς και ολόκληρη η συμμορία των σνομπ φίλων της. Επίσης, με κορόιδευαν επειδή φορούσα γυαλιά με χοντρούς φακούς και σιδεράκια μέχρι τα δεκαέξι μου.» «Κανείς δε θα το φανταζόταν αν σ’ έβλεπε τώρα.» «Όχι, γιατί τα δόντια μου είναι ίσια και μάζεψα χρήματα για να κάνω λέιζερ στα μάτια μου. Δυστυχώς, ούτε όλα τα χρήματα του κόσμου δεν μπορούν να μου αγοράσουν καλύτερα πνευμόνια.» Ο άντρας έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του και την κοίταξε με σοβαρή έκφραση. «Λυπάμαι τόσο πολύ.» «Δε χρειάζεται να λυπάσαι. Είμαι μια χαρά.» «Λυπάμαι που σε κατηγόρησα ότι κάνεις χρήση ναρκωτικών. Ήταν ανοησία μου να βγάλω ένα τέτοιο τραβηγμένο συμπέρασμα με βάση τις παράλογες σκέψεις μου και τα δηλητηριώδη ψέματα μιας τρελής γυναίκας.» Η Έλεν ίσιωσε τους ώμους της. Τώρα είχε το πάνω χέρι. «Επομένως, ίσως μπορέσεις ν’ αποκτήσεις αυτή τη φάρμα, χρησιμοποιώντας τα εκατομμύρια και τους δικηγόρους σου, αλλά δεν πρόκειται να με σπιλώσεις ως ναρκομανή για να πάρεις το μωρό που σου έχουν πει ότι κυοφορώ.» Τα μάτια και το στόμα του άνοιξαν διάπλατα. «Νομίζεις ότι είμαι ικανός για κάτι τέτοιο;» «Ναι, Ρικάρντο. Και γιατί όχι μετά από ό,τι έχεις κάνει ως τώρα. Εσύ και οι ύπουλες θυγατρικές σου έχετε ήδη καταστρέψει μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής. Ξέρουμε και οι δύο ότι η Φάρμα Πρίμροουζ είναι η τελευταία ιδιοκτησία της χερσονήσου που δεν έχετε βάλει μέχρι στιγμής στο μάτι και ότι δε θα είμαστε σε θέση να σας πολεμήσουμε για πολύ ακόμη.» Σήκωσε τα χέρια της στον αέρα σε μια χειρονομία απόγνωσης. «Μακάρι να τα αρνιόσουν όλα αυτά. Μακάρι να μπορούσες να πεις ότι πίσω από την αγορά της γης δε βρίσκεστε εσύ και η Λίντια Σκίπτρι.» «Τη γνώριζα πάντα ως Χάμπι, Κατ Χάμπι. Δεν ήξερα ότι άλλαξε τ’ όνομά της και αγόρασε μερίδιο στις επιχειρήσεις Φόδεργκιλ.» Η έκφρασή του σκοτείνιασε. «Κι έτσι, δεν είχα επίσης ιδέα ότι η εταιρεία μου ήταν αναμειγμένη με τη δική της, μέχρι που άρχισα να κάνω έρευνα στο έργο της μαρίνας, ενώ βρισκόμουν στο Λονδίνο αυτή την εβδομάδα.» Η Έλεν δεν προσπάθησε να κρύψει το σαρκασμό στη φωνή της. «Αλήθεια;» «Ναι! Έκανε μεγάλες προσπάθειες για να με ξαναπλησιάσει, αλλά διέκοψα τη συνεργασία με τη Φόδεργκιλ και τώρα πια δε θα μας ξαναενοχλήσει.» «Μιλάς σοβαρά;» «Ναι, Έλεν. Προσπάθησε να με δελεάσει για να κάνω σεξ μαζί της σ’ ένα συνέδριο στο Λονδίνο πριν από μερικά χρόνια. Δεν ήταν δύσκολο να την απορρίψω, πίστεψέ με. Υπάρχουν όρια ακόμη και όταν σου προσφέρεται κάτι στο πιάτο. Αλλά δεν μπορούσε να το αφήσει να περάσει έτσι.» «Ώστε εκείνη κι εσύ ποτέ δεν…» «Όχι! Μόνο στη διεστραμμένη φαντασία της. Και μετά, όταν είδε τις φωτογραφίες του γάμου μας, θα πρέπει να έχασε τελείως το μυαλό της.» Ο Ρικάρντο πήρε μια βαθιά αναπνοή πριν συνεχίσει. «Αυτή η γυναίκα δεν έχει πλέον καμιά ανάμειξη στα σχέδια ανάπτυξης στην περιοχή και πρέπει επίσης να σου πω ότι οι πρόσφατες αγορές γης που ανέφερες έγιναν από εμένα προσωπικά.» «Το ήξερα.» Η Έλεν σωριάστηκε στο άχυρο, δίπλα στο κουτί με τα γατάκια, κι έκρυψε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της.
«Έχω αγοράσει όλες τις ιδιοκτησίες στην εκβολή του ποταμού, εκτός από τη Φάρμα Πρίμροουζ.» Η Έλεν τον κοίταξε με μια έκφραση δυσπιστίας. «Να υποθέσω ότι σχεδιάζεις να την αποκτήσεις και αυτή με όποιο τρόπο μπορείς;» «Όχι.» «Ναι, καλά εντάξει.» «Δε θέλω τη φάρμα σου. Ποτέ δεν την ήθελα και θα κάνω τα πάντα για να βεβαιωθώ ότι θα παραμείνει όπως είναι, για όλες τις μελλοντικές γενιές Μάρσαλ.» «Με μπερδεύεις τώρα. Σκοπεύεις να μου προτείνεις κάποιου είδους διεστραμμένη συμφωνία; Μείνε μακριά από τη ζωή μου, κράτησε το στόμα σου κλειστό και δεν πρόκειται να σου πάρω το σπίτι;» Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια έκφραση απόλυτης απελπισίας. «Σε παρακαλώ, πίστεψέ με. Δεν είχα ιδέα σχετικά με την έκταση των σχεδίων για την ανάπτυξη της μαρίνας, επειδή ήταν έργο θυγατρικής εταιρείας. Δεν μπορώ να υπογράφω κάθε έγγραφο προσωπικά και φαίνεται ότι σκοπίμως δεν ενημερώθηκα σχετικά μ’ αυτή την πρόταση. Η Σκίπτρι και η κλίκα της διαχειρίζονταν όλες τις συμφωνίες της Μεγάλης Βρετανίας ως υπεργολάβοι. Αν το ήξερα, θα είχα ασκήσει βέτο στην όλη ιδέα. Πραγματικά συμπαθώ τους γονείς σου και ποτέ δε θα τα κατέστρεφα όλα αυτά.» Η Έλεν ένιωσε ένα θλιμμένο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της. Σηκώθηκε και έδειξε με μια χειρονομία τη σκουριά, τους ιστούς αράχνης και τη γενική ακαταστασία που οπωσδήποτε δε θύμιζε σε τίποτα τις κατοικίες των Αλμάνσα. «Αναφέρεσαι σε αυτή τη μικρή, παλιά φάρμα, που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης; Μακάρι να μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν αλήθεια, Ρικάρντο. Σοβαρά σου μιλάω.» «Δε λέω ψέματα!» Η κοπέλα αισθάνθηκε ξαφνικά πολύ κουρασμένη. «Τι σκοπεύεις να κάνεις με όλη αυτή τη γη που αγόρασες;» τον ρώτησε σαρκαστικά. «Σχεδιάζεις να χτίσεις μια καινούρια πόλη ή κάτι τέτοιο; Θα μπορούσες να την ονομάσεις Πόλη Αλμάνσα και να περικυκλώσεις τη Φάρμα Πρίμροουζ με ουρανοξύστες αν σου το επιτρέψει η πολεοδομία. Και θα σου το επιτρέψει επειδή διαθέτεις άφθονα χρήματα για να λαδώσεις τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις.» «Έμαθα σήμερα το πρωί ότι έχω εξασφαλίσει την άδεια για τη δημιουργία ενός καταφυγίου άγριας φύσης με υποστηρικτική υποδομή. Όχι γιοτ, ούτε τζετ σκι. Μόνο μερικά κανό και πολλές φωλιές πουλιών. Επίσης, θα υπάρχουν μέρη για να παίζουν παιδιά και για να περνούν οι οικογένειες χρόνο μαζί. Ούτε καζίνο, ούτε νάιτ κλαμπ, ούτε μπαρ.» «Γιατί;» «Επειδή θέλω να παραμείνουμε σύζυγοι.» «Μα δεν πιστεύεις στο γάμο.» «Δεν πίστευα.» «Τι άλλαξε;» «Εγώ άλλαξα. Εσύ το έκανες να συμβεί. Αναποδογύρισες τον κόσμο μου.» Έβαλε τα χέρια κάτω από τις μασχάλες του σαν να έτρεμε από το κρύο. «Νόμιζα ότι είχα όλη μου τη ζωή τακτοποιημένη σε μικρά βολικά κουτάκια και μετά ήρθες εσύ. Πιστεύω ότι το να είμαι παντρεμένος μαζί σου είναι υπέροχο και δε θέλω να τελειώσει. Θέλω να γεράσουμε μαζί και να είμαστε ευτυχισμένοι, όπως οι γονείς σου.»
Συνέβαιναν τόσα πολλά που το μυαλό της Έλεν δυσκολευόταν να τα επεξεργαστεί. «Την τελευταία φορά που ήμασταν μαζί, είπες ότι σκόπευες να επισπεύσεις το διαζύγιο!» «Ήμουν θυμωμένος και πληγωμένος. Με κρατούσες μακριά και αυτό δε με ενθάρρυνε να σου ζητήσω να παραμείνεις παντρεμένη μαζί μου. Ήσουν ανυπόφορη κι εγώ ανίκανος να ελέγξω την κατάσταση. Ήθελα να σου πω πώς ένιωθα, αλλά δείλιαζα. Δεν ήμουν αρκετά γενναίος για να σου ανοιχτώ ρισκάροντας τα πάντα.» Η Έλεν άκουσε έναν παράξενο θόρυβο να βγαίνει από το στόμα της, μισός ψίθυρος μισός λυγμός. Ένιωθε σαν να τη ρουφούσε μια δίνη. Ανήμπορη, αποπροσανατολισμένη. Βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού. Θα μπορούσε να τον αφήσει στην πλάνη του, αλλά έπρεπε να κάνει το σωστό. «Δεν είμαι έγκυος, Ρικάρντο» του είπε. «Δεν υπάρχει μωρό, επομένως δε χρειάζεται να προσποιείσαι. Μπορούμε να πάρουμε διαζύγιο, ακριβώς όπως σχεδίαζες εξαρχής.» «Δεν είσαι έγκυος;» Στα μάτια του καθρεφτίστηκε ένα ξάφνιασμα. «Όχι, δεν είμαι» επιβεβαίωσε. «Κι έτσι δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να φέρεσαι ευγενικά.» «Μα, γιατί…;» «Γιατί σου είπε η μαμά μου ότι ήμουν;» Η Έλεν άφησε ένα θλιμμένο γέλιο. «Δεν είμαι σίγουρη. Ευσεβείς πόθοι, ίσως; Προσπαθούσε να μας φέρει πάλι κοντά με τον μόνο τρόπο που μπορούσε να σκεφτεί.» «Κατάλαβα.» Η κοπέλα γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε προς το κουτί με τα γατάκια. «Λυπάμαι που αναγκάστηκες να έρθεις μέχρι εδώ για ν’ ακούσεις την αλήθεια.» Ανασήκωσε τους ώμους της και κλότσησε λίγο άχυρο. «Και που έγινες μούσκεμα κατά τη διαδικασία.» Με την άκρη του ματιού της τον είδε που άπλωνε το χέρι του προς το μέρος της και μετά ένιωσε το απαλό του άγγιγμα στον ώμο της. «Δεν πειράζει» της ψιθύρισε. Η προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά της γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Έπρεπε να απομακρυνθεί πριν καταρρεύσει εντελώς μπροστά του. «Θα πάω να σου φέρω μια στεγνή πετσέτα και κάτι ζεστό για να πιεις πριν φύγεις» του είπε. «Δεν πειράζει για το μωρό.» Το χέρι του πήγε στο σαγόνι της και έστρεψε το πρόσωπό της προς εκείνον, αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει. «Εσένα θέλω. Ένα μωρό θα ήταν υπέροχο και δεν μπορώ να υποκριθώ ότι δεν είμαι απογοητευμένος, αλλά θα ερχόμουν, έτσι κι αλλιώς, για να πάρω εσένα.» «Ειλικρινά;» «Σ’ αγαπώ, Έλεν. Αυτή είναι η ουσία. Σ’ αγαπώ και φοβήθηκα να σου το πω στην Ισπανία, αλλά τώρα πρέπει, αν έτσι έχω κάποια πιθανότητα να σε ξανακερδίσω και να σε πείσω να παραμείνεις παντρεμένη μαζί μου. Δε θέλω να ξαναμπεί τίποτα ανάμεσά μας.» Η φωνή του έγινε βραχνή, καθώς τα χέρια του έπεσαν στα πλευρά του. Μετακινήθηκε ακόμη πιο κοντά της. «Θέλω να σε βοηθήσω να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου.» Εκείνη τον κοίταζε σα χαμένη. «Δεν ξέρω τι να πω.» Η αναπνοή του Ρικάρντο ήταν αργή και έβγαινε με δυσκολία, ενώ στο βλέμμα του είχε αρχίσει να γίνεται ορατή η ελπίδα. Έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. «Άφησες αυτά πίσω σου» της είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ανοίγοντας τα μακριά του δάχτυλα για να αποκαλύψει τη βέρα και το δαχτυλίδι της. «Θα τα ξαναφορέσεις; Θα γίνεις γυναίκα μου; Κανονικά αυτή τη φορά; Αν το θέλεις, μπορούμε να κάνουμε μια ανοιχτή τελετή, με λουλούδια, κάμερες και χίλιους προσκεκλημένους.»
«Είπες ότι με αγαπάς;» «Ναι, το είπα. Σε αγαπώ.» Τα χέρια της Έλεν άρχισαν να τρέμουν από τη συγκίνηση. «Αυτό είναι καταπληκτικό!» «Εμένα με τρομοκρατεί.» «Γιατί;» Τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από τα κοσμήματα και σχημάτισαν μια σφιχτή γροθιά. «Επειδή δεν ξέρω πώς να σε κάνω να με αγαπήσεις κι εσύ. Φοβάμαι ότι ποτέ δε θα μπορέσω να είμαι αρκετός για εσένα.» Εκείνη άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και τον άρπαξε από το γιακά του δερμάτινου μπουφάν του. «Φύλαξε τα χρήματά σου, αγόρι της τράπεζας.» Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί να τα έχει τόσο χαμένα. Η φωνή του ήταν χαμηλή και σοβαρή. «Τι εννοείς;» Η Έλεν ακούμπησε απαλά τα δάχτυλά της στα χείλη του. «Σ’ αγαπώ κι εγώ» του αποκάλυψε. Μετά κράτησε το άδειο χέρι του σφιχτά στο δικό της. «Και το μόνο που θέλω είσαι εσύ και το μέλλον μας μαζί.» Ο Ρικάρντο ξέμπλεξε τα δάχτυλά τους και γλίστρησε τη βέρα και το δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού της χεριού. «Επομένως, είναι επίσημο τώρα. Είσαι η γυναίκα μου, που θα βρίσκεται για πάντα δίπλα μου.» «Μήπως οι δικηγόροι θα πρέπει να συντάξουν μια άλλη προσθήκη για να καλύψουν όλα τα πιθανά ενδεχόμενα αυτής της απροσδόκητης τροπής;» τον ρώτησε. «Όπως πόσους γιους θα πρέπει να σου χαρίσω;» Ο Ρικάρντο γέλασε και σταγόνες βροχής από τα μαλλιά του κατρακύλησαν στο πρόσωπό του. «Όχι άλλοι καταραμένοι δικηγόροι. Ποτέ πια. Και οι κόρες θα είναι μια χαρά.» «Τι θα γίνει αν δεν μπορούμε… ξέρεις;» «Τότε θα διασκεδάσουμε πολύ προσπαθώντας.» Την τράβηξε πιο κοντά του. «Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να είμαστε μόνο εσύ κι εγώ, Έλεν. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να είναι όλα τέλεια για εσένα. Ό,τι θέλεις, θα προσπαθήσω να σου το δώσω. Το υπόσχομαι.» Η Έλεν κοίταξε το αριστερό της χέρι που εκείνος ακόμη κρατούσε μέσα στο δικό του και τον πίστεψε. «Νιώθω τα δαχτυλίδια να με σφίγγουν λίγο περισσότερο από πριν» του είπε. «Προφανώς ευθύνονται όλα εκείνα τα υπέροχα φαγητά και το κρασί που κατανάλωσα στην Ισπανία. Δεν είναι παράξενο που η μητέρα μου πίστεψε ότι ήμουν έγκυος. Γύρισα εδώ τουλάχιστον τέσσερα κιλά πιο παχιά.» «Και δείχνεις ακόμη πιο όμορφη.» Πέρασε το άλλο του χέρι απαλά πάνω από την κοιλιά της και χαμογέλασε πλατιά. Μετά σκούπισε το νερό από το πρόσωπό της και φίλησε τη μύτη της. «Θα μεγαλώσουμε το δαχτυλίδι και τη βέρα. Μπορείς να έχεις ένα καινούριο σετ κάθε χρόνο, αν θέλεις. Αρκεί να παραμείνεις γυναίκα μου. Σ’ αγαπώ και δεν τολμώ να πιστέψω ότι αυτή τη φορά είναι όλα αληθινά.» «Τα αισθήματά μου για εσένα ήταν πάντα αληθινά. Νομίζω ότι σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο σπίτι της μητριάς σου. Τότε που σε κοίταξα στα μάτια και νόμιζα ότι θα πέθαινα. Κατά κάποιο τρόπο αυτό συνέβη, γιατί τώρα βρίσκομαι στα ουράνια.» «Ναι.» Χαμήλωσε το στόμα του για να το ακουμπήσει πάνω στο δικό της. «Αμήν.»
Ευχαριστίες
Θα ήθελα να ευχαριστήσω... ...τον Colin, που είναι ο βράχος μου, που ανέχεται τις εμμονές μου και με βοηθάει στα πάντα. ...τη Rebecca, που έμαθε μόνη της να μαγειρεύει, που σιγουρεύεται πάντοτε πως έχω κλειδώσει την εξώπορτα, που είναι τόσο όμορφη. ...τον Joseph, που με συγχωρεί όταν ξεχνάω, που με κάνει να γελώ και που πλατσουρίζει στη λάσπη. ...την απίθανη ομάδα της Entangled Publishing, που δουλεύει σκληρά, παράγοντας υπέροχα βιβλία και ευτυχισμένους συγγραφείς.
* Primrose: ηράνθεμο (Σ.τ.Μ.).