JILL JAMES
Mοιραίος Πειρασμός
Tίτλος πρωτοτύπου: TEMPTING ADAM by Jill James Copyright © 2011 by Jill James Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Δήμητρα Θεοφάνη ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Δώρα Γιακουμή ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS GOLD – 11 ISBN: 978-960-497-482-5 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Όπως πάντα, στο σύζυγό μου Πάτρικ, που στάθηκε δίπλα μου σε κάθε βήμα αυτού του ταξιδιού. Στην καλύτερή μου φίλη, τη Λι, που πάντα πίστευε ότι θα τα καταφέρω. Στην Black Diamonds RWA.
Κεφάλαιο Ένα Τα απίστευτα μακριά πόδια της κατέληγαν σε μαύρα, γυαλιστερά και πανύψηλα τακούνια. Οι γόβες στιλέτο ακουμπούσαν στη γωνία του γραφείου-αντίκα χωρίς να τη νοιάζει αν πάθει τίποτα. Η μεγάλη πλάτη της καρέκλας του, στην οποία τώρα καθόταν εκείνη, δεν τον άφηνε να δει τι υπήρχε πιο ψηλά από τα πόδια της. Ο Άνταμ Σεν Ίντεν κρατήθηκε από το κάσωμα της πόρτας. Ένιωθε το μέτωπό του να σφυροκοπά και είχε κι εκείνον τον πονοκέφαλο από το ποτό. Αισθάνθηκε μια σουβλιά στον αυχένα του, που θαρρείς και εκσφενδονίστηκε ως τα μηνίγγια του, για να ενώσει τις δυνάμεις του με τις αναμνήσεις από το ξεφάντωμα της χτεσινής νύχτας. Ποτέ ξανά, ορκίστηκε στον εαυτό του. Η εισβολέας που είχε καθίσει στο γραφείο του, στην καρέκλα του, ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Ο Άνταμ προχώρησε αποφασισμένος να τη διώξει, έστω κι αν ήταν όμορφη. Πλησίασε πίσω από την καρέκλα, έβαλε τα χέρια του επάνω στη δερμάτινη πλάτη και την κράτησε γερά. Τα δάχτυλά του βούλιαζαν στο μαλακό δέρμα και οι αρθρώσεις του άσπρισαν από τη δύναμη που έβαλε. Μια απότομη στροφή έκανε τα τακούνια να τραβηχτούν από το γραφείο του. Γλίστρησαν στριγκλίζοντας κατά μήκος του γυαλισμένου ξύλου. Εκείνος δυσανασχέτησε βλέποντας τις γρατσουνιές στην αντίκα. Βιαζόταν να δει ποια ήταν εκείνη που εισέβαλε στο χώρο του και κατέστρεψε το γραφείο του. Δύο καταπράσινα μάτια τον κοιτούσαν. Αυτά αποτυπώθηκαν στο μυαλό του πριν ανοίξει μπροστά του όλη η εικόνα της μαγευτικής καλλονής με τα μακριά πόδια, που χαράχτηκε με πύρινο μολύβι μέσα του. Μια εικόνα που δε θα ξέφτιζε ποτέ. Ο Άνταμ Σεν Ίντεν έμεινε σαστισμένος. Δεν ήξερε τι να πρωτοκοιτάξει. Τα σμιλεμένα ζυγωματικά, τα σαρκώδη χείλη, τα πονηρά μάτια της γυναίκας, που του έδιναν υποσχέσεις που το κορμί της έδειχνε πως σίγουρα μπορούσε να τηρήσει. Το σμαραγδί ταγέρ που φορούσε ήταν όσο στενό έπρεπε, άφηνε φανερά όλα τα κατάλληλα σημεία και ταίριαζε ιδανικά με το εξαίσιο χρώμα των ματιών της. Όταν σταύρωσε τα γυμνασμένα πόδια της, η καρδιά του άρχισε να σφυροκοπά. Η μεταξωτή φούστα της γλίστρησε ψηλά αποκαλύπτοντας το λείο και μαυρισμένο μηρό της. Ένιωσε κάτι στο παντελόνι του να σαλεύει και να πάλλεται στον ίδιο ρυθμό με την καρδιά του. Εκείνη έγλειψε τα πλούσια χείλη της κι εκείνος ήθελε να τη νιώσει και να τη γευτεί πάνω του. Ήταν τα χείλη που πολλές γυναίκες θα υπέμεναν τον πόνο της ένεσης με κολλαγόνο για να αποκτήσουν. Σηκώθηκε όρθια και του έδωσε το χέρι της. Το άρωμά της τον κατέκλυσε. Το κορμί της ανέδινε τη γλυκιά και διακριτική μυρωδιά του αγρού και των ροζ τριαντάφυλλων, που ερχόταν σε τρομερή σύγκρουση με την προκλητική και ερωτική προσωπικότητα της σειρήνας που είχε μπροστά του. Περίμενε να μυρίζει γιασεμί ή το ξυλώδες άρωμα του μόσχου, αλλά σίγουρα δεν περίμενε την αθώα ευωδιά του ροζ τριαντάφυλλου. Το πρόσωπο και το κορμί της δεν είχαν τίποτα το αθώο. Τα ορθάνοιχτα μάτια της πετούσαν σκανταλιάρικες φλόγες. Τα μαύρα τοξωτά φρύδια της μαρτυρούσαν το πόσο επικίνδυνη και έμπειρη θα ήταν στον κόσμο των αισθήσεων. Τα χείλη της έμεναν
μισάνοιχτα σαν άτακτης μαθήτριας, όμως τα είδε να μαλακώνουν για να σχηματιστεί ένα αργό και ερωτικό χαμόγελο. Το πρόσωπό της έδινε υποσχέσεις για μακρινά ταξίδια στο φεγγάρι. Σαν την Ελένη της Τροίας, μια μορφή που θα έκανε χίλια πλοία να σαλπάρουν για να δώσουν δεκάδες μάχες για να την κατακτήσουν. Στη σκέψη ότι θα μπορούσε να παίξει ερωτικά με το μωρό που στεκόταν μπροστά του, ένα μουγκρητό βγήκε από τα χείλη του. Η φωνή της τον επανέφερε στην πραγματικότητα τόσο απότομα, που ένιωσε σαν να γκρεμίστηκε από το ψηλότερο βουνό. «Κύριε Σεν Ίντεν, είμαι η Ιβέτ Γκιαρντίνο. Η καινούρια ιδιαιτέρα σας.» Αυτή τη φωνή την ήξερε. Η βραχνάδα της ξύπνησε το κορμί του. Μια φωνή που φτιάχτηκε για να ψιθυρίζει ερωτόλογα ανάμεσα σε μεταξωτά σεντόνια. Απόηχοι των λέξεων «σε παρακαλώ» και «τώρα» γαργαλούσαν βασανιστικά το μυαλό του. Ξαφνικά συνειδητοποίησε με τρόμο από πού γνώριζε αυτή τη φωνή. Από την προηγούμενη νύχτα, όλη τη νύχτα. Στο ξενοδοχείο. Αυτή η γυναίκα βρισκόταν από κάτω του και βογκούσε, κάνοντάς τον να παρακαλά. Απίστευτο! Πόσο μεθυσμένος ήμουν χτες το βράδυ; Κανένας άντρας δε θα ξεχνούσε αυτή τη γυναίκα. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και πάνω ξανά. Αποκλείεται. Θυμόταν άλλο όνομα, αλλά ήταν σίγουρος ότι επρόκειτο για την ίδια γυναίκα. Το αυτάρεσκο χαμόγελό της πρόδιδε ότι κατάλαβε ακριβώς τη στιγμή που ο συνομιλητής της με τρόμο συνειδητοποιούσε ποια ήταν. Τα μακριά και φροντισμένα νύχια της γρατσούνισαν απαλά την παλάμη του και τον καρπό του, στέλνοντας κύματα ρίγους στην πλάτη του. Ο Άνταμ τράβηξε το χέρι του από το δικό της. Το απαλό και βραχνό γέλιο της τον εκνεύριζε και έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να ορθωθούν. Ποτέ δεν έμπλεκε τη δουλειά με τη διασκέδαση. Ποτέ δεν κοιμόταν με τις υπαλλήλους του. Ήταν πολύ ψηλή για γυναίκα, είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος. Το θυμόταν κι αυτό από την περασμένη νύχτα. Ο πρώτος γύρος εκτυλίχθηκε πίσω από την πόρτα του δωματίου, με τα ατέλειωτα πόδια της να τυλίγονται γύρω από τους μηρούς του. Το άρωμά της τον μεθούσε. Με ένα μουγκρητό, απομακρύνθηκε και προσπάθησε να ανακαταλάβει το χώρο και την καρέκλα του. «Τι κάνεις εδώ;» Ο Άνταμ κάθισε βαρύς και αποφασιστικός στην καρέκλα του και τη γύρισε στη θέση της πίσω από το γραφείο. Η αμήχανη αυτή στιγμή είχε τώρα γυρίσει προς όφελός του. Ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του. Η Ιβέτ ακούμπησε στη γωνία του γραφείου και το θελκτικό κορμί της ήταν ελάχιστα εκατοστά μακριά του. Ο Άνταμ βολεύτηκε στην καρέκλα του. Το άρωμά της συνέχιζε να αποπλανεί τις αισθήσεις του. Το μόνο που ακουγόταν μέσα στη σιωπή ήταν το τικ τακ από το ρολόι του γραφείου του. Έτσι πέρασαν αρκετά αμήχανα δευτερόλεπτα. Τα λαμπερά ροζ χείλη της μισάνοιξαν. Ο Άνταμ πάλεψε πολύ με τον εαυτό του για να συγκρατηθεί και να μην της χιμήξει. Προσπάθησε να ακούσει τι του έλεγε, αλλά ήταν τόσο συνεπαρμένος από τον αισθησιασμό της, που για να το καταφέρει θα έπρεπε να απωθήσει το λάγνο τόνο της φωνής της και να απορροφήσει μόνο τις λέξεις τις. «Με προσέλαβε το διοικητικό συμβούλιο» γουργούρισε εκείνη σαν αιλουροειδές, ενώ έσκυψε κοντά του δίνοντάς του μια γεύση ακόμα από τον παράδεισο που επισκέφθηκε την περασμένη νύχτα, με το κεφάλι του ανάμεσα στα στήθη της, ανάμεσα στην αρωματισμένη, μεταξωτή και απόλυτα θηλυκή σάρκα της. «Μόνο εκείνοι μπορούν να με απολύσουν.»
«Τι;» Την άκουγε αποκαρδιωμένος, η φωνή του ήταν σπασμένη, σαν έφηβου αγοριού που μεγαλώνει. Ξερόβηξε. «Αποκλείεται, σίγουρα είναι φάρσα. Το μόνο για το οποίο θα έπρεπε να σε προσλάβουν είναι για την αεροβική που κάναμε χτες το βράδυ.» Τον κοίταξε με θυμό. Ο Άνταμ κοιτούσε την ένταση που ξαφνικά διαπέρασε το κορμί της και τα πράσινα μάτια της, που τώρα έκλειναν σαν του τίγρη εστιάζοντας στο θήραμα. «Κύριε Σεν Ίντεν, θα κάνω πως δεν άκουσα το σχόλιό σας. Δε θα ήθελα να μηνύσω την εταιρεία σας για σεξουαλική παρενόχληση.» «Άκου, κυρά μου.» Ο Άνταμ πετάχτηκε τόσο γρήγορα από την καρέκλα του, που την έσπρωξε προς τα πίσω. Κατέληξε με ένα γδούπο στο περβάζι, κάνοντας το τζάμι να τρίξει. Πλησίασε πολύ κοντά της. «Μην απειλείς ούτε εμένα ούτε την εταιρεία μου.» Χαμογέλασε. «Είμαι σίγουρος ότι οι δικηγόροι μου θα μπορούσαν να σε μηνύσουν με την κατηγορία ότι με παγίδεψες. Μετά τα χτεσινά, σήμερα ήρθες εδώ ντυμένη έτσι... Με παγίδεψες.» Το βλέμμα του περιπλανιόταν από πάνω μέχρι κάτω στο κορμί της. Κοιτούσε επίμονα τη σούπερ μίνι φούστα της κι έπειτα βυθιζόταν ξανά στη γραμμή του λαιμού της, ανάμεσα από το γιακά του τζάκετ της, όπου το μόνο που έβλεπε ήταν η μαυρισμένη σάρκα της. Το αινιγματικό χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη της. Έπειτα κοίταξε τον εαυτό της. «Αυτό λέτε; Δεν είναι τίποτα, πέταξα κάτι πρόχειρο επάνω μου σήμερα το πρωί. Είχα καθυστερήσει, γιατί άργησα χτες το βράδυ, καταλαβαίνετε.» Είχε το θράσος να του κλείσει και το μάτι. Ο Άνταμ ψέλλισε κάτι, αλλά δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε λέξη. Κάθισε ξανά στην καρέκλα του. Η γυναίκα με τα πυρόξανθα μαλλιά τον πλησίασε και γύρισε την καρέκλα προς το μέρος της. Κάθισε και αποκαλύφθηκαν περισσότερο τα μαυρισμένα πόδια της. Εκείνος ξεροκατάπιε. Τα δάχτυλά του μούδιασαν όταν θυμήθηκε τη στιγμή που με ένα παγάκι διέτρεχε τους ατέλειωτους μηρούς και τις γάμπες της. Ανακάθισε πιο βολικά. «Ξέρεις, μπορώ απλά να σε απολύσω. Να σε διώξω, όσο όμορφη κι αν είσαι.» Ο Άνταμ κάθισε ψηλότερα στην καρέκλα του και έσφιξε τη γραβάτα του, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι έτσι είχε καλύτερη θέα στο χυμώδες κορμί της, κάτι που τώρα δεν ήθελε. Με μια ματιά το μυαλό του θα μετατρεπόταν σε μια άχρηστη μάζα από νευρώνες. Πίεσε τον εαυτό του να εστιάσει στα μάτια της. «Όχι, δεν μπορείτε.» «Τι εννοείς ότι δεν μπορώ;» φώναξε ο Άνταμ. Προσπάθησε να συγκρατήσει το θυμό του, κάτι που δεν είχε χρειαστεί να κάνει εδώ και πολλά χρόνια. Οι βαθιές ανάσες δεν τον βοηθούσαν ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση. Είχε να του συμβεί αυτό από τον περασμένο χειμώνα μετά το ξέσπασμά του στις πλαγιές του Άσπεν. «Μόνο το συμβούλιο έχει αρμοδιότητα επάνω στη θέση εργασίας μου. Δεν έχετε κανένα λόγο στην απόφαση αυτή» του εξήγησε με μια φωνή τόσο γαλήνια, που μόνο και μόνο γι’ αυτό εκείνος ήθελε να ξαναβάλει τις φωνές. Ίσως αν φώναζε πολύ να εξαφανιζόταν και ο εφιάλτης από τα μάτια του. «Δεν καταλαβαίνω γιατί είστε τόσο αναστατωμένος» είπε η Ιβέτ. «Είμαι πολύ καλή στη δουλειά μου και έχω εξαιρετικές συστάσεις. Το συμβούλιο με ήθελε πολύ.» «Αμφιβάλλω αν το συμβούλιο γνωρίζει σε τι πραγματικά είστε καλή, κυρία Γκιαρντίνο – ή μήπως θα έπρεπε να πω καλύτερα “κυρία Σμιθ”;» Αυτό ήταν το όνομα με το οποίο του είχε συστηθεί το προηγούμενο βράδυ.
Ο Άνταμ απολάμβανε το κοκκίνισμα που απλωνόταν στο αλαβάστρινο δέρμα της. Δεν περίμενε ότι γυναίκες σαν αυτήν θα κοκκίνιζαν. Τουλάχιστον όχι μετά από όσα έκαναν στο κρεβάτι, στο πάτωμα ή στον τοίχο. Ένιωσε το πρόσωπό του να φλέγεται. Τα τελευταία είκοσι από τα τριάντα έξι χρόνια της ζωής του δεν είχε κοκκινίσει στο άκουσμα οποιασδήποτε ερωτικής λέξης ή φράσης. Μάλλον θα ήταν σύμπτωση. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει το ότι πλέον ήταν υποχρεωμένος να συνεργάζεται τόσο στενά με τη γυναίκα με την οποία πέρασε την πιο καυτή και ερωτική νύχτα της ζωής του; Εικόνες των χειλιών, της γλώσσας και των μπλεγμένων κορμιών τους περνούσαν αστραπιαία στο μυαλό του. Πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του. Έπρεπε να δραπετεύσει με κάποιον τρόπο. Χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί μια απάντηση για όλα αυτά. Όσο πιο σύντομα ξεμπέρδευε με αυτή τη φάρσα τόσο το καλύτερο. Άπλωσε το χέρι του. «Δώσε μου το βιογραφικό σου» είπε μουγκρίζοντας με σφιγμένα τα δόντια. «Αν πρέπει» ψιθύρισε εκείνη. Γλίστρησε το χαρτί επάνω στο γραφείο του σαν να της έκανε κόπο, αφού και οι δύο ήξεραν πώς θα τελείωνε αυτό το σενάριο. Με εκείνη να προσλαμβάνεται και εκείνον να κοκκινίζει από την ντροπή. Το ακούμπησε με το ένα του δάχτυλο, λες και ήταν επικίνδυνο σαν τη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του. Κοιτούσε το δακτυλογραφημένο χαρτί για λίγη ώρα. Το βιογραφικό της ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Όφειλε να το παραδεχτεί. «Λέει εδώ ότι έχεις μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια» της είπε. Κοίταξε, είδε τα λαμπερά πράσινα μάτια της και κατάλαβε το λάθος του. Η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπά δυνατά και έστρεψε το βλέμμα του ξανά στο χαρτί ταρακουνώντας το κεφάλι του. Ναι, σίγουρα το χαρτί ήταν πολύ πιο ασφαλές. «Ναι» άκουσε τη βραχνή φωνή της, που τον έκανε να ανατριχιάζει όσο και μια ματιά στο κορμί της. «Είμαι από το Λος Άντζελες. Πάντα έμενα στην περιοχή εκτός από την περίοδο που εργαζόμουν στη Νοσέλ, στη Σίλικον Βάλεϊ.» Πέρασε το δάχτυλό του από τη λίστα με τους προηγούμενους εργοδότες της. «Απ’ ό,τι βλέπω, δεν έχετε καμιά εμπειρία στα κινηματογραφικά στούντιο. Γιατί επιλέξατε την Σεν Ίντεν Στούντιος;» Γιατί εμένα; «Είμαι από το Λος Άντζελες. Όλοι θέλουν να μπουν στη βιομηχανία του κινηματογράφου.» Γέλασε. Ο ήχος του γέλιου της τον έκανε να θελήσει διακαώς να ξαναπέσει στο κρεβάτι μαζί της. Προσπάθησε να συνέλθει. Δεν έπρεπε να επαναλάβει το ίδιο λάθος. «Η δουλειά δεν είναι τόσο λαμπερή όσο ίσως νομίζετε, δεσποινίς Γκιαρντίνο. Το να εργάζεστε στα στούντιο δε σημαίνει ότι θα είστε και στις ταινίες. Είναι πολύ δύσκολο στις μέρες μας για μια εταιρεία παραγωγής να καταφέρει να διατηρηθεί. Η Γκάλαξι Στούντιος δεν κάνει σοβαρές δουλειές. Η Πάραλελ βγάζει μόνο DVD πια και αγοράζει τα δικαιώματα τηλεοπτικών σειρών για να γίνουν ταινίες. Η Σεν Ίντεν Στούντιος είναι η τελευταία πραγματική εταιρεία παραγωγής ταινιών και θέλω να παραμείνει έτσι.» «Δε φοβάμαι τη σκληρή... δουλειά.» Μιλούσε και τον κοιτούσε ίσια στα μάτια. Έβαζε στοίχημα την Πόρσε του ότι αυτή η παύση ήταν εκούσια. Με μια μόνο ματιά στο βλέμμα της το επιβεβαίωσε. «Πολύ καλά, Ιβέτ» ψιθύρισε με την πικρία της ήττας στην καρδιά του, ένα συναίσθημα που δεν
είχε συνηθίσει. «Αφού δεν μπορώ να σε απολύσω, απ’ ό,τι φαίνεται, θα σε χρησιμοποιήσω.» Αυτή η σκέψη σκλήρυνε κι άλλο τον παλμό που ένιωθε στο παντελόνι του. «Όχι σήμερα όμως. Θα σε δω αύριο το πρωί.» «Πολύ καλά» είπε εκείνη κι έγλειψε τα χείλη της, που λαμπύριζαν ήδη. «Αύριο λοιπόν.» Ο Άνταμ κοιτούσε τα καλοσχηματισμένα και σφιχτά οπίσθια της να λικνίζονται καμαρωτά βγαίνοντας. Όταν η πόρτα έκλεισε και έμεινε μόνος, έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να το χτυπά στο γραφείο. «Για μια φορά μόνο έκανα μια βόλτα στην άλλη πλευρά και κοίτα πού έμπλεξα» μουρμούρισε. «Έπρεπε να μείνω στο Κολοράντο.» Η Ιβέτ σταμάτησε μόλις έκλεισε την πόρτα του γραφείου του Άνταμ. Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο μόλις άκουσε τα μουρμουρητά και τα χτυπήματα πίσω της. Αναστέναξε ανακουφισμένη και έγειρε στη μεταλλική πόρτα. Ο ήχος του κινητού της έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη της. Μόνο ένα άτομο θα μπορούσε να είναι. Άρπαξε το τηλέφωνο από την τσάντα με τρεμάμενο χέρι, ενώ κοιτούσε το όνομα και τον αριθμό εκείνου που καλούσε. Ή Ιβέτ έβαλε το τηλέφωνο στο αυτί της και απάντησε: «Ναι, είμαι η Ιβέτ Γκιαρντίνο. Η Μόνα είναι καλά; Συνέβη κάτι;» Στο άκουσμα της αναστατωμένης φωνής στην άλλη άκρη της γραμμής, της κόπηκε η ανάσα. «Θα έρθω στο Γκόλντεν Όουκς το συντομότερο.» Πήρε μια ανάσα γεμάτη αγωνία και προσπάθησε να συνέλθει. Πέταξε το κινητό μέσα στην τσάντα της. Με τη γωνία του ματιού της είδε τη μικροσκοπική ξανθιά να κρύβεται πίσω από τη γλάστρα με το φίκο δίπλα στο χολ σαν κατάσκοπος σε αποστολή. Η Ιβέτ έβγαλε το καθρεφτάκι της και κοίταξε το πρόσωπό της. Ναι, είχε συνέλθει. «Λουσίντα, αλήθεια, τώρα, νομίζεις ότι παίζουμε σε ταινία κατασκοπίας;» Με το μυαλό της κολλημένο στη Μόνα στο Γκόλντεν Όουκς, η Ιβέτ δεν είχε χρόνο για τέτοια παιχνίδια. Η Λουσίντα Σεν Ίντεν περπάτησε προς την Ιβέτ με κυρτωμένους ώμους, κρατώντας το ντοσιέ της κολλημένο στο ανύπαρκτο στήθος της. «Ιβέτ, δε θέλω να με δει κανείς να σου μιλάω.» Η φωνή της ήταν τσιριχτή και ενοχλητική, αλλά κατά τ’ άλλα πολύ ήρεμη. «Δεν πρέπει να μάθει κανείς τι κάνουμε μέχρι να τα καταφέρουμε. Γιατί θα τα καταφέρουμε.» Ο θυμός έδωσε χρώμα στα χλομά μάγουλά της και ζεστασιά και λάμψη στα ανοιχτογάλανα μάτια της ξανθιάς γυναίκας. Η Ιβέτ την κοιτούσε με κατάπληξη. Αν προσπαθούσε λίγο, η Λουσίντα θα ήταν πανέμορφη. Το μακιγιάζ της ήταν σαν μια μάσκα για να φαίνεται ήρεμη και μειλίχια. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι αυτός ήταν ο στόχος. Η Λουσίντα έκρυβε από τον αδελφό της -ή μάλλον τον ετεροθαλή αδελφό της- τον πραγματικό της εαυτό. Ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. Ο καθένας είχε τη δουλειά του να κοιτάζει. Εκείνη ήταν εδώ με ένα σκοπό σαφή και απλό. Η αντιπαλότητα ανάμεσα στα αδέλφια δεν ήταν δική της υπόθεση. Όμως το βούλιαγμα της εταιρείας ήταν. Εκτός αυτού, η Σεν Ίντεν Στούντιος ήταν έτοιμη να πέσει σαν ώριμο φρούτο. Η έρευνά της έδειξε πως δε θα έπαιρνε πολύ για να καταρρεύσει η εταιρεία υπό τη διοίκηση του Άνταμ Σεν Ίντεν. Δεν είχε μάθει να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Μέχρι πριν από έξι μήνες δε ζούσε καν στο Λος Άντζελες. Σύμφωνα με όσα είχε μάθει, ήταν ένας πλέιμποϊ που ταξίδευε σε όλα τα χιονοδρομικά και τις πλαγιές του κόσμου και ζούσε περιπέτειες όπως όλοι οι
πλούσιοι και διάσημοι. Η Ιβέτ έβαλε στην τσάντα της το καθρεφτάκι, ένευσε συνωμοτικά στη Λουσίντα με τον αντίχειρα στο αυτί και το μικρό δάχτυλο στο στόμα «τηλεφώνησέ μου» και έφυγε. Ήταν η πρώτη εταιρεία που της φαινόταν τόσο εύκολο να διαλυθεί. Σαν να κλέβεις το γλυκό από τα χέρια ενός μωρού. Ευτυχώς, γιατί το μέλλον της Σεν Ίντεν Στούντιος δεν ήταν αληθινά αυτό που την ενδιέφερε, ήταν απλά το μέσον για να φτάσει στο σκοπό. Η φροντίδα της Μόνα πάντα θα ήταν η προτεραιότητά της. «Πρώτο βήμα» επανέλαβε. Τα βήματά της χάνονταν μέσα στη χνουδωτή μοκέτα του διαδρόμου.
Κεφάλαιο Δύο Η Λουσίντα Σεν Ίντεν κόλλησε πίσω από την πόρτα του γραφείου και παρακολουθούσε το πιράνχας που είχε προσλάβει να απομακρύνεται στο διάδρομο με τα πανύψηλα τακούνια της να γλιστρούν στη μοκέτα του διαδρόμου. Μια βαθιά ανάσα δεν έφτανε να ηρεμήσει το στομάχι της που γύριζε. Κάθε φορά που έπρεπε να μπει στο γραφείο του Άνταμ, που κάποτε ήταν το κάστρο του πατέρα της, ένιωθε αυτή τη ναυτία. Σήμερα, που επιτέλους το σχέδιό της άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά, ήταν χειρότερα. Όλα της τα όνειρα θα γίνονταν πραγματικότητα. Όπως και οι σχοινοβάτες, ήξερε καλά πως ένα παραπάτημα θα μπορούσε να γκρεμίσει τα εύθραυστα όνειρά της στα τάρταρα. Όμως όχι προτού παρασύρει και τον Άνταμ μαζί της. Όταν τελείωνε μαζί του, όλα θα ήταν δικά της πια. Η Λουσίντα καθρεφτίστηκε στη λαμπερή μεταλλική πόρτα του γραφείου. Μακριά, λεπτά δάχτυλα έστρωναν τις τούφες στην πλεξούδα της, που συνήθως ήταν καλοφτιαγμένη. Το πουκάμισο είχε βγει έξω από τη φούστα της, αλλά το μακιγιάζ της ήταν ακόμα ανέπαφο. Το διάφανο δέρμα της κάλυπτε μια απαλή πούδρα και η σκούρα γκρι σκιά τόνιζε περισσότερο τους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Η μεταμφίεσή της ήταν άψογη, ήταν αρκετή για να ξεγελάσει τον ανόητο αδελφό της, που έβλεπε μόνο ό,τι υπήρχε μπροστά στα μάτια του. Όταν την κοίταξε, το μόνο που είχε δει ήταν η αδύναμη ετεροθαλής αδελφή του, που ήταν πολύ επιπόλαιη και θα μπορούσε να χαλάσει την ευτυχισμένη ζωή του. Αυτό που ήθελε εκείνη να δει. Άτσαλες ξανθές τούφες έπεσαν στα μάτια της ενώ χτυπούσε την πόρτα. Δεν τον άκουσε να της απαντά και έτσι μπήκε μέσα. Με το βλέμμα της σάρωσε όλο το δωμάτιο μέχρι να την καταλάβει ο αδελφός της. Κοίταξε τον τοίχο με τις φωτογραφίες στα αριστερά. Έβλεπε τον παππού της, τον Άνταμ, που ήταν ο ιδρυτής της Σεν Ίντεν Στούντιος, με αστέρες του βωβού κινηματογράφου. Κρατούσε τον Τσάπλιν, την Πίκφορντ και άλλους που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει στις ξεθωριασμένες σε τόνους σέπια εικόνες. Οι αμέσως επόμενες ήταν του Έντουαρντ Σεν Ίντεν, του πατέρα της. Η χρυσή εποχή του κινηματογράφου κοσμούσε τον τοίχο. Ο Γκέιμπλ με τον Έντουαρντ για κυνήγι στην Αφρική. Ο Χίτσκοκ στο πλατό του «Ψυχώ». Η Κάρολ Λομπάρντ να του δίνει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Έσφιξε τα δόντια της για να διώξει από το μυαλό της όλα αυτά που είχε χάσει για πάντα, όλες τις ευκαιρίες να γνωρίσει τον πατέρα της. Επέτρεψε στον εαυτό της ένα κακεντρεχές χαμόγελο όταν άκουσε τα βογκητά και τους χτύπους στο γραφείο. Κοίταξε τον Άνταμ πίσω από το στιβαρό γραφείο κι εκείνος μαζεύτηκε και σταμάτησε να χτυπά το κεφάλι του. Αλλά ούτε αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να χαλάσει το τέλειο πρόσωπό του. Μόλις την είδε, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του που την καλωσόριζε. «Λούσι. Τι μπορώ να κάνω για σένα;» Ήταν ξανθός και πανέμορφος. Τον κοιτούσε και δεν μπορούσε να καταλάβει για εκατομμυριοστή φορά πώς δύο αδέλφια, έστω και ετεροθαλή, μπορούσαν να διαφέρουν τόσο πολύ. Ούτε μια τούφα δεν έπεφτε σε λάθος σημείο στα λαμπερά μαλλιά του, την ώρα που εκείνη πάλευε
ακόμα να στρώσει τα δικά της λεπτά μαλλιά, τα οποία είχε ξεχάσει πως άφησε ατημέλητα με ένα σκοπό. Αν είχε λυθεί η πλεξούδα της, δεν μπορούσε να την ξαναφτιάξει παρά μόνο να τη λύσει και να την κάνει από την αρχή. Τα έντονα καταγάλανα μάτια του, που είχε πάρει από τον πατέρα τους, έκαναν τα δικά της να μοιάζουν άτονα και άδεια. Αναστέναξε για την αδικία. «Έχω ορισμένες προτάσεις για το στούντιο να σου κάνω.» Προχώρησε προς την καρέκλα απέναντί του και χωρίς να το καταλάβει ένιωσε το ντοσιέ να γλιστράει από τα χέρια της. Το άφησε να πέσει. Όλα τα χαρτιά σκορπίστηκαν στη μοκέτα. «Συγνώμη» είπε κοφτά και κάθισε οκλαδόν για να βρει την αναφορά που έψαχνε. Ο Άνταμ κάθισε κι εκείνος δίπλα της κι άρχισε να μαζεύει χαρτιά, να τα τακτοποιεί και να τα τοποθετεί μέσα στο δερμάτινο ντοσιέ με γρήγορες κινήσεις. Η Λουσίντα τον κοίταξε. Άφησε το φάκελο στην άκρη του γραφείου του και της έδωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Έπνιξε μέσα της την ανατριχίλα που της προκαλούσε η κοντινή επαφή μαζί του. Η κάθε του κίνηση ευγένειας ήταν μια ακόμα μαχαιριά στην καρδιά της. Η κάθε του όμορφη λέξη ένα ακόμα ψέμα. Όταν πια κάθισαν στις θέσεις τους, άνοιξε το φάκελό της για να του μιλήσει για μερικές ιδέες της για τη δουλειά. Ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένη για τη μία από αυτές, αυτή τη στιγμή έστω. Θα μπορούσε να ενθουσιαστεί με πολλά πράγματα, αν όλα αυτά της ανήκαν. «Είναι ένα παλιό σόου δράσης από τη δεκαετία του ’80.» Του έδωσε τα έγγραφα. «Ο παραγωγός χρειάζεται χρήματα και είναι διατεθειμένος να πουλήσει τα δικαιώματα πάρα πολύ φτηνά. Οι φήμες λένε ότι έχει πρόβλημα εθισμού. Θέλει να κάνει νέα αρχή κάπου αλλού, να φύγει από το Χόλιγουντ.» «Λουσίντα, αν ο πατέρας ήταν ακόμα εδώ, θα του το είχες δείξει αυτό;» Το χέρι του Άνταμ πέρασε ξυστά δίπλα από το όραμά της δείχνοντας τις φωτογραφίες στον τοίχο. «Απλά δε νομίζω ότι η πρότασή σου αρμόζει σε όσα εκείνοι δημιούργησαν και πίστεψαν και σε όλα αυτά που εγώ θέλω να κρατήσω ζωντανά στην εταιρεία.» «Άνταμ» του είπε απαλά, ενώ έσκυψε κοντά του. «Εσύ αποφασίζεις τώρα πια.» Έσφιξε τα δόντια της τόσο απότομα, που μόλις που τη γλίτωσε η γλώσσα της. «Τι είναι αυτό που θέλεις για το στούντιο;» Λες και την ένοιαζε τι ήθελε αυτός. Εκείνος άφησε το χαρτί στην άκρη. «Θέλω να ακολουθήσω τις επιθυμίες του πατέρα. Ειδικά τις τελευταίες. Τα άλλα στούντιο μπορούν να κάνουν ριμέικ παλιών εκπομπών και ταινιών – θέλω το Σεν Ίντεν να κάνει περισσότερα. Να κάνει ταινίες που να αξίζουν Όσκαρ. Να δουλεύει με την αφρόκρεμα. Τους καλύτερους ηθοποιούς, σκηνοθέτες και παραγωγούς.» Ακούμπησε την πλάτη στην καρέκλα της. Οι ώμοι της βούλιαξαν στην προσπάθειά της να μη δείξει απογοητευμένη ή θυμωμένη. Δεν έπρεπε να φαίνονται η περιφρόνηση και ο θυμός στο πρόσωπό της. Θα ερχόταν η ώρα της. Απλά όχι ακόμα. Σύντομα όμως, ψιθύρισε μέσα της. Ο Άνταμ τής χαμογέλασε. «Λούσι, θα το σκεφτώ. Είσαι κι εσύ ένα μέρος αυτής της εταιρείας. Θα μου άρεσε να μετακόμιζες το γραφείο σου εδώ. Θα ήταν ωραία αν ήμασταν εδώ πάνω μαζί. Είμαστε οι τελευταίοι των Σεν Ίντεν.» Εκείνη χαμογέλασε αδύναμα, όπως καθόριζε ο ρόλος της, ενώ μέσα της έβραζε. «Σ’ ευχαριστώ, Άνταμ. Σου είπα ότι θα το σκεφτόμουν. Αλλά είμαι σίγουρη ότι ο πατέρας πίστευε πως μου άρμοζε το γραφείο που έχω δύο ορόφους κάτω, στο τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης.» Φεύγοντας, η Λουσίντα έκλεισε την πόρτα του γραφείου του χωρίς να κάνει κανένα θόρυβο,
έχοντας καταφέρει να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της προκειμένου να κρύψει το θυμό της. Τα χέρια της έτρεμαν. Η Λουσίντα επέστρεψε στο γραφείο της και σε κάθε της βήμα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να κρύψει το πόσο καταρρακωμένη ήταν και πόσο σκληρά πάλευε με τον ίδιο της τον εαυτό. Μπήκε στο στενάχωρο γραφείο της και κλείδωσε την πόρτα. Ακούμπησε επάνω στο καταπονημένο ξύλο της πόρτας και ένιωθε τις σκλήθρες να μπαίνουν στο δέρμα της. Αλήτη! Σου αξίζουν όλα όσα πρόκειται να σου συμβούν. Ό,τι και να κάνω εγώ, ποτέ δε θα είναι αρκετό για όσα έχω περάσει. Από τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα θυμού. Τα χέρια της ήταν γαντζωμένα στη μέση της με πείσμα, γιατί αρνιόταν να σκουπίσει το πρόσωπό της. Η Λουσίντα πέταξε με δύναμη το ντοσιέ, που χτύπησε στον τοίχο και έριξε μια φτηνή απομίμηση ενός έργου τέχνης στο πάτωμα. Την ώρα που άκουγε το τζάμι να σπάει, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Τράβηξε το κοκαλάκι από τα μαλλιά της και το πέταξε κι εκείνο στο πάτωμα. Μακριά, πλούσια, ξανθά μαλλιά έπεσαν στους ώμους της. Η Λουσίντα πήγε στο γραφείο της, κάθισε κι έβγαλε την τσάντα της από το συρτάρι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη και είδε ίχνη από τα δάκρυα στα μάτια της να φτάνουν μέχρι τα μάγουλά της. Η απαλή πούδρα που είχε βάλει στο πρόσωπό της πριν μπει στο γραφείο του Άνταμ ήταν χάλια. Με ένα μαντιλάκι έδιωξε τη χλομάδα. Η πορσελάνινη επιδερμίδα της φαινόταν. Με λίγο κραγιόν στα χείλη γύρισε πίσω και η λάμψη που κληρονόμησε από τη μητέρα της. Ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση, που ποτέ δεν έπρεπε να δει ο ετεροθαλής αδελφός της, εμφανίστηκε στο πρόσωπό της. Τα μάτια της έδειχναν κοσμικότητα και καλλιέργεια. Καθισμένη στην καρέκλα της, περιστρεφόταν για να μαζέψει τα χαρτιά της από το πλαστικό δάπεδο. Πέταξε το φάκελο με δύναμη στο γραφείο της και ένιωσε και το τελευταίο ψήγμα θυμού να κρύβεται ξανά βαθιά μέσα της. Η αναπνοή της έγινε κοφτή. Το πρόσωπό της σκλήρυνε, ενώ η ματιά της ταξίδευε από το δερμάτινο φάκελο στη φωτογραφία που υπήρχε επάνω στο γραφείο της. Ήταν από τα τέταρτα γενέθλιά της. Τα τελευταία που πέρασε με τον πατέρα της. Πριν αφήσει εκείνη και τη μητέρα της. Για αυτούς. Φαινόταν τόσο ευτυχισμένη ενώ του χαμογελούσε. Όλος ο παιδικός θαυμασμός που ένιωθε για τον πατέρα της έκανε τα μάτια της να λάμπουν. Πίστευε ότι οι όμορφες εκείνες στιγμές δε θα τέλειωναν ποτέ. Οι αφελείς πεποιθήσεις ενός παιδιού, που είναι τόσο εύκολο να διαλυθούν. Εκείνη η μέρα που είχαν επισκεφθεί το ακρωτήριο Κοντ ήταν η ιδανική για βόλτα και φωτογραφίες. Ο ήλιος έλαμπε, ερχόταν η αρμύρα από τον ωκεανό και οι τρεις τους έκαναν βόλτα στην αμμουδιά. Ένας σωρός από ψιλή άμμο πήρε το σχήμα του κάστρου του παραμυθιού με πυργίσκους και μια κινητή γέφυρα. Ο πατέρας της έσκαψε και ένα κανάλι για να γεμίσει με νερό την τάφρο γύρω γύρω. Η μητέρα της, η Αλίσια, στεκόταν λίγο πιο μακριά με τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια και τους φώναζε για να τους τραβήξει. Η Λουσίντα το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει τον Έντουαρντ. Η φωτογραφία των δυο τους που θα έμενε στην αιωνιότητα θα έμελλε να είναι εκείνη ενός κοριτσιού που κοιτά τον πατέρα της σαν να είναι ήρωας. Από εκείνη την εποχή που όλα τα κοριτσάκια πιστεύουν ότι ο μπαμπάκας τους είναι ο Σούπερμαν και μπορεί να σώσει όλο τον κόσμο. Μια πραγματικά πολύ όμορφη εποχή. Η Λουσίντα κράτησε σφιχτά την κορνίζα στα χέρια της, με τις αρθρώσεις της να έχουν ασπρίσει,
και την κοπάνησε απότομα πάνω στο σημαδεμένο γραφείο. Καθώς το τζάμι έσπαγε, ένιωσε βαθιά μέσα της μια ικανοποίηση που κράτησε για αρκετά δευτερόλεπτα. Τελικά σήκωσε από κάτω την κορνίζα. «Συγνώμη... συγνώμη» κλαψούρισε, ενώ φιλούσε την ξεθωριασμένη και χαρακωμένη πλέον φωτογραφία. Τα χείλη της μάτωσαν από τα θραύσματα. Τα δάκρυα και το αίμα από τα χείλη της μουτζούρωσαν τη φωτογραφία που τραβήχτηκε πριν από σαράντα χρόνια. Τι θα έκανε ο πατέρας στη θέση του; Θα άφηνε το συμβούλιο να αποφασίσει με ποιον θα δουλεύει εκείνος και με ποιον όχι; Αποκλείεται. Η Σεν Ίντεν Στούντιος διευθυνόταν από τους Σεν Ίντεν και όχι από μια ομάδα μετόχων και άλλων που συμφωνούν σε όλα. Με πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα, ο Άνταμ σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε τον Μπραντ Τσάνινγκ, το νεότερο μέλος του συμβουλίου και καλύτερο του φίλο από το πανεπιστήμιο. Ήταν πολύ κοντά οι δυο τους, και όταν πέρυσι ένας από τους «δεινόσαυρους» του συμβουλίου αποσύρθηκε, ο Άνταμ έπεισε τον πατέρα του να προσλάβει τον Μπραντ. Ο Μπραντ θα του μιλούσε για το παρασκήνιο της πρόσληψης και θα του έλεγε την αλήθεια. Αυτά συλλογιζόταν ο Άνταμ την ώρα που περίμενε στη γραμμή και άκουγε τη ζωηρή μουσική της αναμονής. Ακούμπησε άνετα στη δερμάτινη καρέκλα του και ανέβασε τα πόδια του στη γωνία του γραφείου, αφού φυσικά έβαλε πρώτα το δερμάτινο προστατευτικό μαξιλαράκι από κάτω. Στη σκέψη της Ιβέτ Γκιαρντίνο σε παρόμοια στάση, του ξέφυγε ένα γέλιο. Μπορούσε να τη σκεφτεί στο κρεβάτι μαζί του, αλλά δεν μπορούσε να δουλέψει μαζί της. Θα ένιωθε πάντα την ίδια αναστάτωση όταν θα την έβλεπε καθημερινά στο γραφείο, όλη την ημέρα. Πώς μπορεί κανείς να δουλέψει έτσι; Η φωνή του Μπραντ έκοψε τις καυτές και λάγνες σκέψεις του. «Τι μπορώ να κάνω για σένα, αφεντικό;» «Πρώτα πρώτα, κόψε αυτό το “αφεντικό”» μουρμούρισε ο Άνταμ. «Πρέπει να μιλήσουμε. Σα φίλος προς φίλο. Θέλω να μάθω γιατί το συμβούλιο μου προσέλαβε ιδιαιτέρα. Κοντεύω τα τριάντα έξι, όχι τα δεκαοκτώ.» Η γραμμή βυθίστηκε στη σιωπή, πράγμα που ο Άνταμ δεν το περίμενε, μέχρι να μιλήσει τελικά ο Μπραντ. «Άνταμ, έτσι είναι. Το συμβούλιο δούλευε με τον πατέρα σου, όχι με σένα. Εσύ δεν ήσουν εδώ, δεν ήσουν στην επιχείρηση. Δώσε μας λίγο χρόνο. Έξι μήνες δεν είναι τίποτα σε αυτή την πόλη.» Ο Άνταμ άκουγε από την άλλη άκρη της γραμμής τον ήχο από τα έγγραφα που ανακάτευε ο φίλος του. «Να το» είπε ο Μπραντ. «Το υπόμνημα ήρθε χτες. Το συμβούλιο αποφάσισε να ασκήσει τη ρήτρα στη διαθήκη του πατέρα σου. Μέρος πρώτο, παράγραφος έξι. Το συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια δύναται να προσλάβει προσωπικό βοηθό για τον Άνταμ Σεν Ίντεν. Ο βοηθός θα είναι υπόλογος στο συμβούλιο για οποιαδήποτε αδιακρισία και απρεπή συμπεριφορά του Άνταμ Σεν Ίντεν όσον αφορά την ιδιότητά ως σαν πρόεδρος της Σεν Ίντεν Στούντιος.» Ο Μπραντ συνέχισε: «Τα μέλη του συμβουλίου στηρίζουν απόλυτα την πρόσληψη της δεσποινίδος Γκιαρντίνο. Οι συστάσεις της είναι εξαιρετικές. Είδα το βιογραφικό της. Είδα και την ίδια.» Ένα σφύριγμα τρύπησε το αυτί του Άνταμ. «Δεν είναι και τόσο δύσκολο να την κοιτάζεις όλη
τη μέρα. Είναι;» «Γιατί αυτήν όμως;» Ο Άνταμ κατάλαβε ότι ακούστηκε σχεδόν σαν κλαψούρισμα και σταμάτησε αμέσως. «Θα μπορούσα να προσλάβω εγώ ιδιαιτέρα κάποια στιγμή. Μόνος μου.» Κάποια όχι τόσο προκλητική και ελκυστική. «Δεν ξέρω, φίλε. Μου έστειλαν με φαξ το βιογραφικό της, συναντήθηκε χτες με το συμβούλιο και ψήφισαν όλοι υπέρ της πρόσληψης. Ειλικρινά, αυτό ξέρω μόνο.» «Σ’ ευχαριστώ, Μπραντ. Θα σε δω αργότερα στο κλαμπ. Φέρε τη ρακέτα και το πορτοφόλι σου. Είμαι έτοιμος για ένα καλό παιχνίδι μέχρι τέλους. Πρέπει να κάνω κάτι για να ηρεμήσω.» Ο Άνταμ έκλεισε το τηλέφωνο και χτύπησε εκνευρισμένος τα πόδια του στο πάτωμα. Έχωσε τα δάχτυλά του στα μαλλιά του και έτριψε το σβέρκο του για να διώξει την ένταση. Αναρωτήθηκε ξανά, για πολλοστή φορά, γιατί ο Έντουαρντ είχε επιλέξει εκείνον να αναλάβει την εταιρεία. Ο Μπραντ είχε δίκιο, ο Άνταμ δεν είχε έρθει ποτέ στο Χόλιγουντ, δεν είχε περάσει καθόλου χρόνο στα πλατό και δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή στο Λος Άντζελες και το Χόλιγουντ. Είχε μπει σε ένα επίπονο και δύσκολο παιχνίδι με αρπακτικά και είχε αφήσει το ρόπαλό του στο σπίτι. Εκτός αυτού, είχαν στείλει τη δεσποινίδα Γκιαρντίνο να τον κατασκοπεύσει και ο Άνταμ ένιωθε ότι έπαιζε σε άλλη κατηγορία. Ήταν σαν να είναι ο μοναδικός επιζώντας σε ένα παιχνίδι με αντίπαλό του το συμβούλιο, οπλισμένο με πέτρες και έτοιμο να ανοίξει πυρ. Ο Μπραντ μάλλον θα έπρεπε να προσέξει πολύ. Ο θυμός του Άνταμ έπρεπε να βρει δίοδο και η ιδανική θα ήταν ένα, δύο και τρία σετ παιχνιδιού. Αυτό ή ένα, δύο και τρία κρύα ντους...
Κεφάλαιο Τρία «Τι εννοείς ότι θέλει ένα συγκεκριμένο τροχόσπιτο, που στοιχίζει πέντε εκατομμύρια δολάρια; Δεν υπάρχει τροχόσπιτο που να κοστίζει τόσο πολύ. Ξέρει ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε σπίτια που δε στοιχίζουν τόσα χρήματα;» Η Ιβέτ χαμογέλασε περιφρονητικά μπαίνοντας στο γραφείο του Σεν Ίντεν. Απ’ ό,τι φαινόταν, η μέρα του χρυσού παιδιού δεν είχε ξεκινήσει καλύτερα απ’ όσο τελείωσε το προηγούμενο βράδυ. Με το δάχτυλό της έσπρωξε τα γυαλιά της ψηλότερα. Ο Άνταμ, που μιλούσε στο τηλέφωνο, την κοίταξε, χωρίς όμως να δώσει σημασία. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα είδε την έκπληξη στα μάτια του και της φάνηκε κάπως αστείος. Έκρυψε το χαμόγελό της πίσω από το χέρι της κάνοντας ότι βήχει. Όταν εκείνος είδε τι φορούσε στη δουλειά, τα γαλάζια μάτια του πάγωσαν. Άφησε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Ελπίζω να το εγκρίνετε, κύριε Σεν Ίντεν.» Ο Άνταμ τής ένευσε να περιμένει για λίγο και της έδειξε την καρέκλα μπροστά στο γραφείο του. Εκείνη κάθισε προσεκτικά, σταύρωσε τα πόδια της χαμηλά στους αστραγάλους και έστρωσε το παντελόνι της. Η εικόνα της ικανότατης ιδιαιτέρας ολοκληρώθηκε με το έτοιμο σημειωματάριο και το στιλό στο χέρι σε αναμονή εντολών. Άκουσε φωνές από το τηλέφωνο. Ο Άνταμ έστρεψε ξανά την προσοχή του στο συνομιλητή του. «Δε με απασχολεί τι είχε στην προηγούμενη ταινία του. Εδώ στην Σεν Ίντεν θα έχει το ίδιο τροχόσπιτο που έχουν όλοι οι άλλοι. Τι εννοείς ότι θα φύγει; Άφησέ τον να πάει όπου θέλει. Αποκλείεται να αποχωρήσει και ο σκηνοθέτης. Τι σημαίνει αλληλεγγύη; Για όνομα! Ηθοποιοί είναι, όχι μεταλλωρύχοι.» Η Ιβέτ παρατηρούσε τον Άνταμ, που με το μένος του είχε εκτοξεύσει στα ύψη τη θερμοκρασία του δωματίου. Δε χρειαζόταν να κάνει πολλά για να τον εξωθήσει στα άκρα. Μπορούσε να τα καταφέρει και μόνος του εξίσου καλά. Οι ηθοποιοί, ή μάλλον όλοι όσοι κινούνται στη βιομηχανία του κινηματογράφου, είναι κυκλοθυμικοί. Έπρεπε να συμπεριφέρεσαι στον εγωισμό τους με τον ίδιο τρόπο που κινείσαι σε ένα υαλοπωλείο όπου βρίσκεται ένας μαινόμενος ταύρος. Ο Άνταμ είχε ήδη επιλέξει το πώς θα λειτουργούσε. Πλησίασε και χτύπησε ελαφρά το χέρι του. Εκείνος τραβήχτηκε και έκλεισε με το χέρι του το μικρόφωνο του τηλεφώνου και η Ιβέτ έκανε πίσω τρομαγμένη από την κίνησή του. «Τι;» γρύλισε ο Άνταμ. «Άσε με να πάω στο στούντιο, ίσως μπορέσω να καταφέρω κάτι» του είπε γαλήνια. «Πολλές φορές τέτοια περιστατικά μπορούν να βγουν εκτός ελέγχου, αν δε διορθωθούν νωρίς. Θα πάω εγώ εκ μέρους σου αντί να εμφανιστεί μπροστά τους το μεγάλο, κακό αφεντικό.» Θα ξεκινούσε αμέσως την αποστολή της, πείθοντάς τον ότι στο πρόσωπό της έχει βρει έναν καινούριο σύμμαχο στη δουλειά του. Η Ιβέτ τον κοιτούσε να περνά τα χέρια του από τα μαλλιά του, να σφίγγει τα δόντια του και να μουρμουρίζει στο τηλέφωνο: «Σε λίγα λεπτά θα έρθει η ιδιαιτέρα μου να ξεκαθαρίσετε την κατάσταση.» Έκλεισε με δύναμη το τηλέφωνο. «Δε θα γίνει τίποτα, να το ξέρεις. Ο Μπομπ Μέρφι
είναι από τους δυσκολότερους συνεργάτες στο Χόλιγουντ. Ο πατέρας μου είχε κρατήσει αρχείο για όλους όσοι έχουν περάσει από εδώ, ηθοποιούς, σκηνοθέτες και παραγωγούς. Αυτός δεν ικανοποιείται με τίποτα.» «Μπορώ να ικανοποιήσω έναν ή και δύο άντρες – αλλά το γνώριζες ήδη αυτό, σωστά;» του ψιθύρισε ενώ σηκωνόταν από την καρέκλα της. Γύρισε προς την πόρτα. «Έρχομαι αμέσως.» Όντως, σε μισή ώρα η Ιβέτ έμπαινε ξανά στο γραφείο του Άνταμ. Πόσο ήθελε να ξεριζώσει αυτό το ειρωνικό χαμόγελο από τα χείλη του, που ήταν σαν να έλεγε: σ’ το ’χα πει. Έτσι, δεν τον άφησε να χαρεί για πολύ – ηδονικά, την επόμενη στιγμή έσκασε τη φούσκα της αυτοπεποίθησής του. Ο Άνταμ Σεν Ίντεν ήταν πολύ γοητευτικός όταν ήταν θυμωμένος. Ήταν αρκετά εμφανίσιμος και για να πρωταγωνιστήσει στις ταινίες που γύριζε το στούντιο. Ήταν χαμογελαστός και αυτάρεσκος, ξεχείλιζε από αισθησιασμό. Έστελνε ρίγη σε μέρη του κορμιού της όπου δεν επιτρεπόταν, εικόνες από την περιπετειώδη και άκρως ερωτική νύχτα που πέρασαν μαζί, ένα μοντάζ από σκηνές που θα μπορούσε να παίζει στο μυαλό της μέχρι το πρωί. Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τις λάγνες εικόνες. «Όλα είναι εντάξει» του ανέφερε και έπιασε το φάκελό της από την καρέκλα. Κάθισε. «Ο κύριος Μέρφι είναι ικανοποιημένος.» «Αλήθεια;» ρώτησε εκείνος σαρκαστικά. «Το φρόντισες προσωπικά;» «Κύριε Σεν Ίντεν, ακόμα μπορώ να σας κάνω μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση» του αποκρίθηκε χαμογελαστή. «Βασικά, τηλεφώνησα στον μάνατζέρ του, που με οδήγησε στην προηγούμενη εταιρεία με την οποία συνεργάστηκε και κανόνισα να μας στείλουν το τροχόσπιτό του σε μία ώρα. Η Σεν Ίντεν Στούντιος θα το ενοικιάσει από εκείνους και το κόστος θα επιβαρύνει τον μάνατζερ, ο οποίος σίγουρα θα χρεώσει τον πελάτη του.» Η Ιβέτ ένιωσε ικανοποίηση βλέποντας το ανοιχτό στόμα του Άνταμ. Η σκέψη αυτού του στόματος στα ευαίσθητα σημεία της έφερε στο κορμί της μια διαπεραστική ανατριχίλα. Έκλεισε στο μυαλό της αυτή τη βαριά ατσάλινη πόρτα. Η δουλειά είναι δουλειά. Αυτό να θυμάσαι. Λάγνες σκέψεις μπήκαν στο μυαλό της. Τα χείλη του ήταν σφιχτά αλλά και απαλά. Με τη φαντασία της ένιωθε τη γλώσσα του να παίζει με τα χείλη της πολύ μαλακά, ζητώντας τους άδεια εισόδου. Και εκείνη με χαρά και ενθουσιασμό τού το επέτρεψε. Όταν κατάλαβε ότι της μιλούσε, κούνησε το κεφάλι της για να επανέλθει στην πραγματικότητα. «Σε καμιά δυο ώρες θα πάμε στο πίσω στούντιο για να δούμε πώς πάνε. Κανόνισε ένα γεύμα με τον Μέρφι και το σκηνοθέτη της ταινίας. Θα είσαι κι εσύ μαζί μας.» Εκείνη έγραφε τις εντολές του προσπαθώντας να τον προλάβει την ώρα που εκείνος άνοιγε φακέλους, περπατούσε και κινούταν σαν άγριο θηρίο μέσα στο ευρύχωρο δωμάτιο. Όταν σταματούσε να της μιλά, η Ιβέτ κοιτούσε τις φωτογραφίες που ήταν επάνω στο γραφείο του. Οι περισσότερες ήταν σε εξωτερικούς χώρους. Ο Άνταμ και ο πατέρας του για πεζοπορία στο βουνό, μια γυναίκα που ήταν πολύ νέα για να είναι η μητέρα του επάνω σε ένα γιοτ στον ωκεανό, ένα απόκομμα από μια πρόσφατη εφημερίδα με την είδηση της ανάληψης της διοίκησης των στούντιο από εκείνον και την αδελφή του. «Πάρε τα ονόματα των μελών του συμβουλίου από τη γραμματεία μου. Κανόνισε να συναντηθούμε σε μια ώρα στο πλατό. Θέλω να δουν ότι μπορώ να κάνω τη δουλειά μου και δε χρειάζομαι νταντά.» Η τραχιά φωνή του αντήχησε στα αυτιά της. Δεν είχε καταλάβει ότι
μετακινήθηκε και ήταν τώρα πίσω της. «Μου άρεσαν περισσότερο αυτά που φορούσες χτες.» Ο σαγηνευτικός τόνος της φωνής του έκανε τη ραχοκοκαλιά της να ριγήσει. Σαν χαμαιλέοντας, άλλαξε γρήγορα τη συμπεριφορά του και απομακρύνθηκε σαν να μην ένιωσε καθόλου την ερωτική ένταση ανάμεσά τους. Σαν να μην είχαν ακουμπήσει τα χείλη του στο αυτί της την ώρα που της ψιθύριζε απαλά. «Το μεσημέρι, στο πλατό του “Firehawk”. Να είσαι εκεί» της είπε και κάθισε στην καρέκλα του, τερματίζοντας τη συζήτηση. Ήταν κρίμα που ο Άνταμ δεν μπορούσε να τη διώξει από το μυαλό του τόσο εύκολα όσο από το γραφείο του. Το κορμί του ήταν ακόμα σε αναταραχή από τη στενή επαφή μαζί της. Όταν έγειρε και της ψιθύρισε, το άρωμά της πλημμύρισε κάθε του κύτταρο. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι εκείνη η ξελογιάστρα που πέρασαν μαζί τη νύχτα στο ξενοδοχείο ήταν η ίδια οργανωτική και ικανότατη βοηθός που είχε μπροστά του. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι η μαινάδα που γνώρισε ένα βράδυ ήταν εκείνη που τώρα του έλυσε τα χέρια με τον πρωταγωνιστή του «Firehawk» και θα τον ακολουθούσε σε γεύμα με το συμβούλιο. Η Ιβέτ Γκιαρντίνο εξέπεμπε όσον ερωτισμό χρειαζόταν για να προκαλέσει, εντούτοις έθετε τα όριά της με τον τρόπο που μιλούσε και κινούνταν. Ο Άνταμ προσπάθησε να παρατηρήσει πώς ακριβώς το κατάφερνε, αλλά δεν μπόρεσε να καταλήξει κάπου. Μπορεί να ήταν η γλυκιά φωνή της, μπορεί το άρωμα που φορούσε και της ταίριαζε απόλυτα. Μπορεί να ήταν και ο τρόπος που καθόταν, ήταν τόσο σοβαρή και επαγγελματική ακόμα και στο γεύμα. Μπορεί η Ιβέτ Γκιαρντίνο που γνώρισε και προσέλαβε το συμβούλιο να ήταν ακριβώς αυτή. Ο καλύτερός του φίλος, ο Μπραντ, έμεινε κολλημένος πλάι της και καταβρόχθιζε κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα της σαν να ήταν τα ψίχουλα που θα τον οδηγούσαν στο μπισκότο. Απ’ ό,τι φαινόταν, ήθελε να φάει και κείνη. Το σαγόνι του Άνταμ, που είχε αρχίσει να πονάει, τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι έσφιγγε τα δόντια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με το χέρι του χαλάρωσε το σαγόνι του, ενώ αναρωτιόταν πού οφειλόταν αυτή η κτητικότητα και η άκαιρη αντίδρασή του. Η μοναδική νύχτα που πέρασαν μαζί δε σήμαινε τίποτα για κανέναν από τους δυο τους. Τράβηξε το βλέμμα του από τη γυναίκα που καθόταν απέναντί του και έστρεψε την προσοχή του στο μέλος του συμβουλίου που βρισκόταν δίπλα του. Ο Τομ Τζόρνταν ήταν πολύ ηλικιωμένος και βρισκόταν στην εταιρεία από τα πρώτα βήματα του πατέρα του ακόμα. Σαν ένα δεινόσαυρο που δεν έχει καταλάβει ότι το είδος του έχει εξαλειφθεί, είχε παραμείνει στην εταιρεία πολύ περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία του θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη. Γνώριζε μυστικά για όλους που έμεναν βαθιά κρυμμένα, πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό σε αυτή την πόλη. Το γέλιο της Ιβέτ έφερε ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του Άνταμ. Δε σήκωσε όμως το βλέμμα του για να την κοιτάξει. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στον Τομ. Ο γέρος ένευσε καταφατικά κοιτάζοντας την καινούρια ιδιαιτέρα του. «Παιδί μου, ήξερα ότι το συμβούλιο είχε κάνει τη σωστή επιλογή» είπε βραχνά. «Είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεσαι για να σε κρατά στο σωστό δρόμο. Φαίνεται πολύ συγκεντρωμένη και έχει όλα τα προσόντα. Λυπάμαι πολύ που χρησιμοποιήσαμε τη διαθήκη του πατέρα σου κατ’ αυτό τον τρόπο, αλλά είναι μόνο για μερικούς μήνες. Μέχρι να δούμε πώς θα τα πας. Καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι, Άνταμ;» Δεν καταλάβαινε. Δεν το καταλάβαινε καθόλου. Είχε παρατηρήσει ο πατέρας του κάτι στη
συμπεριφορά του; Μήπως είχε καταλάβει ότι δεν το είχε; Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί την εταιρεία στα χέρια του; Ασυνείδητα κουνούσε το κεφάλι του συμφωνώντας με τον Τομ. Τι άλλο μπορούσε να κάνει όμως μέχρι να καταφέρει να αποδείξει σε αυτόν και τα υπόλοιπα μέλη ότι είναι άξιος για τη δουλειά; «Φυσικά, καταλαβαίνω. Είμαι ακόμα ένας άγνωστος, δεν έχω δοκιμαστεί. Σε λίγους μήνες εσύ και όλοι οι άλλοι θα δείτε τι μπορώ να κάνω για τη Σεν Ίντεν Στούντιος. Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να απογοητεύσω τον πατέρα μου ή τον παππού μου.» Ο Τομ χαμογέλασε και χτύπησε απαλά τον ώμο του Άνταμ σαν να τον συνέχαιρε που ήταν τόσο καλό παιδί και συμφωνούσε. Ο Άνταμ έσφιξε τις γροθιές του τόσο που οι αρθρώσεις του άσπρισαν, αλλά δεν άφησε τίποτα από ό,τι σκεφτόταν να βγει στην επιφάνεια. Τώρα που ο Τομ είχε εφησυχάσει, ο Άνταμ στράφηκε ξανά προς την Ιβέτ την ώρα που ο Ρομπ Μέρφι ακουμπούσε το χέρι του στο μηρό της. Προτού το συνειδητοποιήσει, είχε σχεδόν σηκωθεί από την καρέκλα του, αλλά δε χρειαζόταν να ανησυχεί. Ήταν πολύ αστείο το θέαμα όταν η Ιβέτ τσίμπησε το χέρι του Ρομπ με το πιρούνι της. Το πνιχτό ουρλιαχτό που βγήκε από τα χείλη του απλά το έκανε ακόμα πιο αστείο. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, κύριε Μέρφι. Μάλλον γλίστρησε» γουργούρισε η Ιβέτ με ψεύτικα γλυκιά φωνή, που ο Άνταμ αναγνώρισε αμέσως. Δε ζήλευε κανέναν άντρα όταν βρισκόταν στην κόψη της καταφρόνιας της. Αυτή η γυναίκα ήταν σαν καταραμένος χαμαιλέοντας με τα δεκάδες διαφορετικά προσωπεία της. Είχε ένα για κάθε περίσταση. Η Ιβέτ σούφρωσε τα αισθησιακά χείλη της κοιτώντας το γοητευτικό ηθοποιό και ο Άνταμ παρατηρούσε σοκαρισμένος τις απανωτές αλλαγές στην προσωπικότητά της. Τα μακριά της δάχτυλα χάιδευαν το χέρι του άντρα και χαζογέλασε όταν αυτός της είπε κάτι στο αυτί. Το κορμί του Άνταμ πλημμύρισε θυμό. Τον είχε κοιτάξει και εκείνον με τον ίδιο τρόπο το βράδυ που γνωρίστηκαν στο μπαρ του εστιατορίου. Μόνο που δεν τον πείραζε τότε, γιατί είχε πραγματοποιήσει κάθε λέξη που ξεστόμισε. Προσπάθησε να γυρίσει την καρέκλα του κατάλληλα ώστε να μην παρατηρήσει κανείς το φούσκωμα στο παντελόνι του, αλλά δεν κατάφερε να κάνει τίποτα για να ανακουφιστεί από την ερωτική έξαψη που τον είχε κατακυριεύσει. Παλλόταν στον ίδιο ρυθμό με την καρδιά του. Όταν σήκωσε το βλέμμα του, την είδε να τον κοιτάζει. Η παιχνιδιάρικη λάμψη μέσα στα καταπράσινα μάτια της τον τρυπούσε. Είχε καταλάβει τι του συνέβαινε και έδωσε και σε αυτόν να καταλάβει ότι ήξερε. Έσφιξε τα δόντια του για να μην αφήσει το θυμό του να ξεχυθεί. Δεν μπορούσε με τίποτα να της πει όσα ήθελε όσο υπήρχαν και μάρτυρες τριγύρω. Η Ιβέτ έριξε το κεφάλι της πίσω και γέλασε. Παρά τη θέλησή του, κάτι τον έσπρωχνε να σηκωθεί, να τρέξει στην άλλη άκρη του τραπεζιού και να διατρέξει με τη γλώσσα και τα χείλη του την πορσελάνινη επιδερμίδα του λαιμού της από άκρη σε άκρη. Να φτάσει στο αυτί της, να της δαγκώσει το λοβό και να βρει εκείνο το ευαίσθητο σημείο πίσω από το αυτί της που την έκανε να τινάζεται από την ηδονή. Να την κάνει να τον παρακαλά να μη σταματά. Στράφηκε ξανά στον Τομ και ήθελε να μπορέσει να διώξει από τα αυτιά του τη βραχνή φωνή της Ιβέτ την ώρα που ψιθύριζε στον υποτιθέμενο γόη του Χόλιγουντ. Όταν ο Τομ τον παίνεψε για τον τρόπο που ικανοποίησε την επιθυμία του κυκλοθυμικού ηθοποιού, εκείνος χαμογέλασε. «Δεν ήταν τίποτα δύσκολο.» Τα ψέματα έβγαιναν από τα χείλη του Άνταμ με μεγάλη ευκολία όταν εξιστορούσε το συμβάν με το τροχόσπιτο. Η Ιβέτ ήταν η ιδιαιτέρα του. Όταν έκανε καλά τη
δουλειά της έδινε πόντους σε εκείνον. Δεν είχε ενδοιασμούς. Έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του συμβουλίου το συντομότερο. Ξαφνικά το γέλιο της Ιβέτ κόπηκε και μια σκιά έπεσε πάνω από το πιάτο του. Σήκωσε το βλέμμα και είδε την ετεροθαλή αδελφή του, τη Λουσίντα, δίπλα του. «Λούσι!» τη χαιρέτησε. Την αγκάλιασε, της έδωσε ένα φιλί και έκανε χώρο για να καθίσει δίπλα του. Μια παγωμένη αύρα διαπέρασε τους παριστάμενους μόλις εκείνη κάθισε. Ένας προς έναν, άρχισαν να προβάλλουν πρόχειρες δικαιολογίες και να αποχωρήσουν. Ο Άνταμ κοιτούσε γύρω του έκπληκτος. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχαν μείνει στο τραπέζι εκείνος, η Λούσι, ο Μέρφι, η Ιβέτ και ο σκηνοθέτης του «Firehawk». Τουλάχιστον ο Ρομπ και ο σκηνοθέτης είχαν το τακτ να φύγουν πιο ευγενικά λέγοντας ότι έπρεπε να συνεχίσουν τη δουλειά. Ο Ρομπ χαιρέτησε την Ιβέτ με ένα χειροφίλημα. «Όποτε θέλεις πέρνα από το πλατό. Είσαι πάντα ευπρόσδεκτη.» Ο Άνταμ χαλάρωσε αμέσως μόλις έφυγε και ο αστέρας του κινηματογράφου. «Να σου συστήσω την αδελφή μου.» Χαμογέλασε στην Ιβέτ. «Λουσίντα, από εδώ η καινούρια μου ιδιαιτέρα, η Ιβέτ Γκιαρντίνο. Ιβέτ, από εδώ η μεγαλύτερη αδελφή μου, η Λουσίντα.» Οι δύο γυναίκες ένευσαν η μία στην άλλη και έπειτα ο Άνταμ τις είδε να κοιτάζονται στα μάτια σαν να προσπαθούν να αναμετρηθούν ποια είναι η δυνατότερη. Γυναίκες. Ποιος μπορούσε να τις καταλάβει; Η παγωμένη ατμόσφαιρα ήταν ανυπόφορη πια. Ο Άνταμ είπε κάτι για να καλύψει την αμηχανία: «Λούσι, θα ήθελες κάτι;» Η βραχύσωμη γυναίκα γύρισε προς το μέρος του. «Ναι. Ήρθα για να σε ρωτήσω αν σκέφτηκες καθόλου την πρότασή μου.» Ο Άνταμ δεν ήθελε να σκοτώσει τη χαρά στα μάτια της, αλλά η Σεν Ίντεν Στούντιος δε θα προχωρούσε με τίποτα την πρότασή της. Τουλάχιστον όχι για όσο ήταν στα χέρια του. «Λούσι, λυπάμαι πολύ» προσπάθησε να της εξηγήσει. «Δεν κάνει για εμάς. Αυτή η εταιρεία μπορεί και πρέπει να κάνει πιο σημαντικές δουλειές.» Για μια στιγμή απόστρεψε το βλέμμα της. Ο Άνταμ έφερε το χέρι του στην πλάτη της. Τα λεπτά μαλλιά της τον χτύπησαν στο πρόσωπο, καθώς εκείνη γύρισε απότομα προς το μέρος του. «Καταλαβαίνω, Άνταμ. Απλά σκέφτηκα ότι θα ήταν αστείο. Θα συνεχίσω να ψάχνω – μπορεί την επόμενη φορά να βρω κάτι καλύτερο.» Κοίταξε το ρολόι της, αλλά και πάλι δάκρυα είχαν αρχίσει να τρέχουν από τα μάτια της. «Τελείωσε η μισή μου ώρα, πρέπει να γυρίσω στο γραφείο μου.» «Λούσι, σου έχω ξαναπεί ότι μπορείς να κάνεις διάλειμμα για όση ώρα θέλεις» της φώναξε ο Άνταμ, αλλά εκείνη είχε ήδη απομακρυνθεί. «Φαίνεται... ενδιαφέρουσα» είπε η Ιβέτ όταν πια έφυγε η Λουσίντα. «Δε χρειάζεται να προσπαθείς να δείξεις ευγενική. Ξέρω ότι φαίνεται πολύ υπεροπτική. Έχει περάσει πολύ δύσκολες στιγμές. Δεν κατάφερε να γνωρίσει τον πατέρα μας όπως εγώ, δεν της δόθηκε καν μια ευκαιρία προτού αυτός πεθάνει. Ό,τι και να κάνω δεν ξέρω αν θα το ξεπεράσει ποτέ.»
Κεφάλαιο Τέσσερα Ο στατικός ηλεκτρισμός έκανε τις τρίχες των μαλλιών της να ορθώνονται. Όρμησε στο γραφείο της, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και έπεσε σε μια καρέκλα. Κάποια μέρα ο Άνταμ Σεν Ίντεν θα την έπαιρνε σοβαρά υπόψη. Όλοι θα το έκαναν. Θα ήταν εκείνη πίσω από το τιμόνι της εταιρείας και θα τους έκανε όλους να τρέχουν σαν τα ποντίκια. Ή θα τη διέλυε. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι προτιμούσε. Έπιασε το τηλέφωνο. Η αναπνοή της χαλάρωσε. Με τα φαγωμένα νύχια της πληκτρολόγησε το τηλέφωνο της μητέρας της στη Νέα Υόρκη. «Μαμά, τι κάνεις;» Η προφορά της Λουσίντα άλλαξε αμέσως μόλις άκουσε τη φωνή της μητέρας της. «Κάνει ζέστη εκεί; Εδώ είναι πολύ όμορφα. Κάθε μέρα είναι καλοκαίρι.» Από την άλλη άκρη ακούστηκε ένας αναστεναγμός. «Λουσίντα Λουίς Σεν Ίντεν, δε με πήρες για να συζητήσουμε για τον καιρό. Σε παρακαλώ, πες μου ότι εγκατέλειψες εκείνο το χαζό σχέδιό σου.» «Δεν είναι χαζό το σχέδιό μου, μαμά» είπε εκείνη φανερά ενοχλημένη. «Μας χρωστάνε. Ο Άνταμ και η παλιογύναικα η μάνα του μας έκλεψαν τα πάντα μέσα από τα χέρια μας. Απλά τα παίρνω πίσω. Παίρνω πίσω αυτά που μας αναλογούν.» Το ατάραχο κλαψούρισμα της μάνας της την ενοχλούσε. «Αγάπη μου, ο πατέρας σου δε θα είχε φύγει, αν ήταν ευτυχισμένος μαζί μου. Σε έναν υγιή γάμο οι άντρες δεν κοιτάζουν άλλες γυναίκες. Απλά δεν ήμουν αρκετά καλή για να τον κρατήσω. Συμβαίνουν αυτά.» Η Λουσίντα ένιωθε ναυτία. Δε μου κάνει εντύπωση που την άφησε ο μπαμπάς. Είναι η πιο φοβισμένη και άτολμη γυναίκα στη Γη. «Δηλαδή η Ρόξι ήταν; Αυτό εννοείς; Αυτή η γυναίκα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα φτηνιάρικο παλιοθήλυκο. Μια στριπτιζέζ που μάζεψε από τη Σάνσετ Μπούλεβαρντ.» «Δεν το ξέρεις αυτό σίγουρα, Λουσίντα» διαφώνησε η μητέρα της σε ήρεμο τόνο. «Εμένα ποτέ δε μου είπε τίποτα τέτοιο.» «Γαμώτο, μαμά. Πιστεύεις ότι θα σου το έλεγε ότι σε άφησε για μια χορεύτρια των κλαμπ; Ίσως να έπρεπε να άρχιζες κι εσύ να χορεύεις σε στύλους.» «Μη γίνεσαι σκληρή, Λουσίντα» της απάντησε η Αλίσια με μια μνησικακία που την εξέπληξε. Μπορεί να σιγόκαιγε ακόμα η φλόγα μέσα στη γριά. «Αν μπορούσες να τον κάνεις ευτυχισμένο, δε θα με είχε αφήσει» είπε η Λουσίντα, έτοιμη να κλάψει από θυμό. «Λουσίντα, τα έχουμε ξανασυζητήσει όλα αυτά. Άφησε το γάμο του, όχι την κόρη του. Προσπάθησε να σε επισκεφθεί. Προσπάθησε να σε φέρει κοντά του στο Λος Άντζελες. Δεν ήθελες, με έβαλες να τον διώξω. Τα γράμματα που σου έστελνε, τα δώρα. Όλα τα επέστρεφες. Προσπάθησε πολύ, Λουσίντα. Εσύ δεν τον συγχώρησες ποτέ.» «Τότε, έχω να σου πω κάτι που θα σε χαροποιήσει: ούτε εκείνος με συγχώρησε. Το γραφείο που μου άφησε είναι τόσο μικρό, που δεν μπορώ να κάνω ούτε δυο βήματα χωρίς να πέσω πάνω σε τοίχο. Ξέρω λοιπόν τι ένιωθε και κείνος για μένα, έτσι δεν είναι;»
«Μη λυπάσαι τον εαυτό σου, κοπέλα μου» της αποκρίθηκε η Αλίσια. «Δε μου είπες ότι ο αδελφός σου σου πρόσφερε ένα καινούριο και μεγαλύτερο γραφείο; Εσύ όμως είσαι πολύ πεισματάρα για να το δεχτείς. Μεγάλωσα ένα παιδί χαζό.» «Δε θέλω άλλο γραφείο» ξεσπάθωσε. «Τα θέλω όλα. Το γραφείο του, το στούντιο, το Χόλιγουντ, όλα. Θέλω για μια φορά στη ζωή μου να ζήσω το όνειρο, να τα έχω όλα δικά μου.» «Πολλές φορές αντί να ζεις το όνειρο συνειδητοποιείς ότι είσαι χαμένη στο κενό» της είπε η Αλίσια. «Μαμά, τι χαμπάρια;» «Άνταμ Σεν Ίντεν, πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι αυτός δεν είναι τρόπος να μιλάς στη γυναίκα που σε έφερε στον κόσμο;» Η γελαστή φωνή της Ρόξι Σεν Ίντεν τον τύλιξε, αν και ερχόταν από πάρα πολύ μακριά. «Τι κάνεις λοιπόν;» «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να μου πεις τι κάνεις εσύ.» Η ήρεμη φωνή της μητέρας του έδειχνε ανησυχία. «Πώς φέρεται το Χόλιγουντ στο αγοράκι μου;» Ο Άνταμ ξεφύσησε ανυπόμονα, έπεσε βαρύς στην καρέκλα του και πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του. «Αυτή η πόλη είναι σκέτο τρελοκομείο. Ο Ρομπ Μέρφι, ο πρωταγωνιστής της ταινίας που γυρίζουμε, ήθελε να του φέρουμε ένα τροχόσπιτο που κοστίζει πέντε εκατομμύρια δολάρια. Αν είναι δυνατόν, άνθρωποι γύρω μας μένουν σε σπίτια που κοστίζουν λιγότερα χρήματα. Ποιος νομίζει πως είναι, ο Ντε Νίρο; Καλά θα κάνει να το ξανασκεφτεί.» Γέλασε. «Η Ιβέτ το κανόνισε τελικά, αλλά μας ταλαιπώρησε πολύ.» «Μάλιστα» απάντησε η Ρόξι. «Και ποια είναι η Ιβέτ;» Ο Άνταμ ξερόβηξε προσπαθώντας να ηρεμήσει. Μπορούσε να πει τα πάντα στη μητέρα του και συνήθως το έκανε. Όμως πώς θα της έλεγε τώρα ότι το συμβούλιο τον ανάγκαζε να συνεργαστεί στενά με μια γυναίκα που ήταν τόσο σέξι και προκλητική και που ήδη είχε πάει μαζί της; «Η καινούρια ιδιαιτέρα μου. Το συμβούλιο, πατώντας σε κάποια ρήτρα της διαθήκης του πατέρα, αποφάσισε να προσλάβει ένα άτομο για να με βοηθήσει. Νομίζουν ότι δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μόνος μου. Ο Τομ Τζόρνταν το παραδέχτηκε κιόλας στο γεύμα. Είμαι άγνωστος σε αυτή την πόλη και αυτή η Ιβέτ έχει πολύ καλές συστάσεις.» Καθώς και εξίσου καλά πόδια, πισινό και στήθος. Χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να επαναφέρει την προσοχή του στη μητέρα του. Δε γινόταν να σκέφτεται το κορμί της Ιβέτ και ταυτόχρονα να μιλάει στη μητέρα του. «Θα σε μάθουν, γλυκέ μου. Θα δουν αυτό που είδαμε ο πατέρας σου κι εγώ σε σένα. Εκτός αν δεν είναι αυτό που θέλεις. Μπορείς να αφήσεις το συμβούλιο να διευθύνει την εταιρεία κι εσύ να ζήσεις τη ζωή σου» του είπε η Ρόξι. «Ο πατέρας σου δεν ήθελε η δουλειά να είναι σαν θηλιά γύρω από το λαιμό σου. Γι’ αυτό έπεισα και τον Έντουαρντ να μετακομίσουμε στο Κολοράντο. Αυτή η πόλη είναι οχετός.» Η φωνή της μητέρας του δυνάμωσε από το θυμό. Το Λος Άντζελες και πιο συγκεκριμένα το Χόλιγουντ ήταν το αδύναμο σημείο της. Ήξερε από παλιά την άποψη της μητέρας του για το Χόλιγουντ. Όταν παντρεύτηκε με τον Έντουαρντ Σεν Ίντεν, έκανε τα πάντα για να μετακομίσουν στα βουνά του Κολοράντο. Οι ελάχιστοι μήνες που πέρασε σαν χορεύτρια στη Σάνσετ Μπούλεβαρντ είχαν διαλύσει το πέπλο της αίγλης από τα μάτια της. Το αφελές κοριτσάκι από τη Μινεσότα άρπαξε την ευκαιρία να αποδράσει από την
ντροπιαστική ζωή του και παντρεύτηκε τον Έντουαρντ χωρίς να την αποθαρρύνει η μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσά τους. Ο Άνταμ χαμογέλασε. Ακόμα θυμόταν τη στιγμή που βρήκε την κρυμμένη φωτογραφία του πατέρα του με τη Ρόξι από το Μινξ Κλαμπ. Τα περισσότερα δωδεκάχρονα αγόρια δε βρίσκουν ποτέ φωτογραφίες των γονιών τους σε τέτοια κλαμπ. Άφησε πίσω του τις φωνές και τους τσακωμούς που ακολούθησαν. Έπρεπε να περάσουν μερικά χρόνια και να ζήσει νέες εμπειρίες μέχρι να μπορέσει να δει την ιστορία από την πλευρά των γονιών του. Όταν ο Έντουαρντ ήταν στα κέφια του, εξιστορούσε το πώς γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν – ή μάλλον πόθησαν ο ένας τον άλλο, όπως συνήθιζε να λέει. Η μαμά του ποτέ δεν καταλάβαινε πού ήταν το αστείο σε αυτή την ιστορία. Ο Έντουαρντ τότε την τραβούσε στα γόνατά του για να δείξει με ποιον τρόπο μπήκε στη ζωή του. Η Ρόξι τον χτυπούσε δυνατά στον ώμο και έκανε να σηκωθεί, αλλά εκείνος τη γαργαλούσε και την κρατούσε κοντά του. Ο Άνταμ πάντα ζήλευε αυτό που είχαν οι γονείς του. Ο πατέρας του ποτέ δεν πέταξε καμιά σπόντα για το παρελθόν της. Την αγαπούσε ακριβώς όπως ήταν. Η φωνή της τον τράβηξε πίσω στην πραγματικότητα. «Άνταμ, είσαι καλά; Όταν κάποιος τηλεφωνεί, συνήθως μιλάει κιόλας. Όχι ότι με νοιάζει, μπορώ να μιλάω όλη τη μέρα μόνη μου. Αλήθεια σου λέω, ρώτα και τη Σόφι, αν δε με πιστεύεις. Εγώ μιλάω κι εκείνη γαβγίζει. Γεννηθήκαμε για να είμαστε μαζί.» Ο Άνταμ έφερε στο μυαλό του το μικρό κανίς της μητέρας του να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την πολυλογία της. Όμως διέκρινε και μοναξιά στη φωνή της. «Και μένα μου λείπει, μαμά» ψιθύρισε προσπαθώντας να διώξει τον κόμπο που τον έπνιγε. «Γι’ αυτό πρέπει να τα καταφέρω. Η εταιρεία ήταν τα πάντα για εκείνον. Η οικογενειακή κληρονομιά. Τα άφησε όλα σε μένα και τη Λουσίντα.» Η φωνή της μητέρας του έγινε τώρα στυφή και κακιά. «Μη μου μιλάς γι’ αυτόν το θηλυκό διάολο. Γελοιοποίησε την κηδεία του πατέρα σου και το άνοιγμα της διαθήκης. Είναι πολύ υπερβολική και ανώριμη. Ειδικά σε μια κηδεία πρέπει κανείς να δείχνει σοβαρότητα και ευπρέπεια. Δεν είναι παιδί. Είναι σαράντα χρονών γυναίκα.» «Μαμά.» Προσπάθησε να την ηρεμήσει. «Τους εγκατέλειψε. Όλα αυτά τα χρόνια θα μπορούσα να είχα μια αδελφή. Μας στέρησε την ευκαιρία να γνωριστούμε όλοι μεταξύ μας.» «Το μόνο που τους στέρησε ήταν τον ίδιο του τον εαυτό» είπε η Ρόξι. «Δεν μπορείς να επιβάλεις την αγάπη, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Δεν μπορείς να αποφασίσεις ποιον θα ερωτευτείς, απλά συμβαίνει.» Ο Άνταμ είδε την Ιβέτ να μπαίνει στο γραφείο. Όταν ξεκούμπωσε το σακάκι της αργά, το πέρασε στην καρέκλα και περπάτησε προς τη γωνία του γραφείου του, το μυαλό του πάγωσε. Η λογική του και η συνοχή της σκέψης του πέταξαν από το παράθυρο. Πόσα πράγματα μπορεί να μάθει κανείς αν κρυφακούσει... Η σκοτεινή πλευρά της οικογένειας του Έντουαρντ Σεν Ίντεν είχε μαθευτεί από τις κουτσομπολίστικες εφημερίδες, αλλά παρέμενε γαργαλιστικά ενδιαφέρον το να μάθει την πλευρά της άλλης γυναίκας. Η Ιβέτ είχε καθίσει στο γραφείο του και γλιστρούσε αργά προς το μέρος του. Αργά και αισθησιακά σταύρωσε τα πόδια της. Έγειρε κοντά του και με το δάχτυλό της έκλεισε το ορθάνοιχτο
στόμα του Άνταμ. «Διακόπτω κάτι;» Τέντωσε την πλάτη της σαν τόξο. Τα στήθη της τρίβονταν στο μεταξωτό και κοντό νεγκλιζέ της. Η υφή έκανε τις ρώγες της να σκληρύνουν. Κατάλαβε ακριβώς τη στιγμή που το είδε ο Άνταμ. Ο δυνατός βήχας του μπορεί να της τρύπησε και το τύμπανο. «Μαμά, πρέπει να κλείσω, κάτι προέκυψε.» Η Ιβέτ γέλασε, ενώ τον κοιτούσε να κλείνει βιαστικά το τηλέφωνο. Κατάλαβε ότι πραγματικά... κάτι είχε προκύψει. Ο Άνταμ σηκώθηκε όρθιος. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν σε όλο του το κορμί. Όντως... κάτι προέκυψε λόγω της εμφάνισής της. Ενθουσιάστηκε με τη σεξουαλική δύναμη που ασκούσε πάνω του. Ήταν σαν να το ένιωσε όλο της το κορμί. Στάθηκε δίπλα στα πόδια της. Η ζεστασιά που ανάδινε διαπερνούσε το ύφασμα του παντελονιού και έφτανε στο δέρμα της. Ένιωσε ρίγη στους μηρούς της. Μια απότομη έξαψη την έκανε να υγρανθεί. Πέρασε τη γλώσσα από τα χείλη της και απόμεινε να κοιτά τα γαλάζια του μάτια, που τώρα σκούρυναν. Τέντωσε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της. Όταν το βλέμμα του Άνταμ έπεσε στο στήθος της, ήξερε πως το νεγκλιζέ το πίεζε και τόνιζε κάθε λεπτομέρειά του. Η Ιβέτ τράβηξε το κοκαλάκι από τα μαλλιά της και τα τίναξε, αφήνοντας τις μπούκλες να ξεχυθούν ελεύθερα στους ώμους της. Όταν το αφεντικό της έγλειψε τα χείλη του και άφησε ένα βαθύ βογκητό, η Ιβέτ χαμογέλασε. Το δεύτερο βήμα δε θα ήταν τόσο δύσκολο όσο υπολόγιζε αρχικά. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να τον κάνει να την ποθήσει όσο εκείνο το βράδυ που γνωρίστηκαν στο μπαρ. Το ότι τον ήθελε κι εκείνη ήταν ένα μπόνους που δεν το είχε καν υπολογίσει. Η αναπνοή της Ιβέτ έγινε πιο γρήγορη όταν θυμήθηκε σκηνές από εκείνη τη νύχτα. Ένα πάθος που δεν είχε γνωρίσει ως τότε τους είχε τυλίξει σε εκείνο το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Με τον Άνταμ, αφέθηκε να την κυβερνήσουν μόνο τα συναισθήματα και το κορμί της. Χωρίς καμιά σκέψη, χωρίς κανένα σχέδιο. Υπήρχαν μόνο οι δυο τους μέσα στο μυαλό της. Ο ένας έπαιρνε ό,τι έδινε ο άλλος και ανταπέδιδε ακόμα περισσότερα. Πήρε μια βαθιά ανάσα από το κορμί του Άνταμ, που είχε την ευωδιά της φύσης, και εκείνος πλησίασε κοντά της. Η μυρωδιά του την αγκάλιασε. Κατάλαβε αμέσως ότι θα έσκυβε για να τη φιλήσει. Περίμενε μέχρι ακριβώς το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν το κάνει και έστριψε ελάχιστα το κεφάλι της. Τα χείλη του γλίστρησαν στο μάγουλό της και άγγιξαν τη γωνία των χειλιών της. «Πραγματικά δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό» του ψιθύρισε. «Τι δεν πρέπει να κάνουμε; Αυτό και... αυτό;» Έκλεισε το κεφάλι της στα χέρια του και ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της, που ήταν ζεστά και απαλά. Έπαιζε με τη φωτιά και το ήξερε καλά. Η μοναδική απορία που είχε ήταν: ποιος από τους δύο θα καιγόταν περισσότερο τελικά;
Κεφάλαιο Πέντε Ο Άνταμ ανάγκασε τον εαυτό του να κάνει πίσω. Το στήθος της Ιβέτ, που διαγραφόταν κάτω από τη μεταξωτή μπλούζα της, τον καλούσε. Αλλά εκείνος γύρισε από την άλλη και κοίταξε από το παράθυρο το τοπίο, που φαινόταν θολό. Ακούμπησε το μέτωπό του στο κρύο τζάμι. Κοιτούσε τα αστραφτερά φώτα του κέντρου της πόλης. Προβολείς με λευκό φως και κόκκινα φανάρια διέσχιζαν τους δρόμους. Τα κοντινά κτίρια έσβηναν τα φώτα τους το ένα μετά το άλλο, καθώς η μέρα τελείωνε. «Έχεις δίκιο. Δεν πρέπει να το κάνουμε. Η σχέση μας πρέπει να μείνει αμιγώς επαγγελματική. Δεν έχει σημασία ο τρόπος που γνωριστήκαμε και το πώς ξεκινήσαμε. Από τώρα και στο εξής θα είμαστε άψογοι επαγγελματίες.» Ενώ μιλούσε αποφασισμένος, η φωνή του γινόταν όλο και πιο δυνατή. Ο Άνταμ γύρισε για να δει πώς πήρε η Ιβέτ την απόφασή του. Μόλις την αντίκρισε, έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα και το σαγόνι πεσμένο. Εκείνη είχε ήδη φτιάξει τα μαλλιά της και είχε κουμπώσει το σακάκι της. Η σαγηνευτική γυναίκα είχε εξαφανιστεί πιο γρήγορα κι από φάντασμα. Τη μια στιγμή ήταν μια αλεπού, μια ξελογιάστρα. Κλείνεις τα μάτια σου για δευτερόλεπτα κι όταν τα ανοίξεις ξανά έχει εμφανιστεί η κυρία Επαγγελματίας. Ήταν πολύ θυμωμένος με τον εαυτό του που της ρίχτηκε με αυτό τον τρόπο. Εκείνη απλά χαλάρωνε, αλλά εκείνος διάβασε τα σημάδια με εντελώς λάθος τρόπο. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι αυτό δε θα ξανασυνέβαινε και κάθισε στη θέση του λέγοντας στην Ιβέτ να καθίσει και κείνη. «Εντάξει, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να θέσουμε ορισμένους κανόνες» είπε αποφασιστικά ο Άνταμ. «Είμαστε δύο ενήλικοι που είναι αναγκασμένοι να συνεργαστούν. Δε σε ήθελα εδώ, αλλά θα σεβαστώ την απόφαση του συμβουλίου. Δε θα προσπαθήσω να σε κατηγορήσω για την απόφασή τους ούτε για τον τρόπο που γνωριστήκαμε. Δε θα κάνω καμιά απολύτως υπόθεση και σου ζητώ να κάνεις και συ το ίδιο.» «Άνταμ, είσαι πολύ ευγενικός» του απάντησε με βραχνή φωνή που σίγουρα θα τον έκανε να ξεχάσει όλους τους όρκους που μόλις πήρε. «Επίσης θέλω να σου ζητήσω να σεβαστείς την ιδιωτική μου ζωή. Δε σου ζήτησα εγώ να είσαι εδώ ούτε και σε επέλεξα. Ως εκ τούτου, τα κλειδωμένα συρτάρια στο γραφείο μου δεν επιτρέπεται να τα ανοίξεις σε καμία περίπτωση. Φυσικά, θα σεβαστώ κι εγώ το δικό σου, προσωπικό χώρο και δε θα σου ριχτώ ξανά.» «Όχι χωρίς την άδειά μου, φυσικά.» Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. «Τι;» «Όχι χωρίς την άδειά μου. Κάποια στιγμή αργότερα ίσως να σου τη δώσω. Δε θέλω καν να σκεφτώ ότι δε θα εισβάλεις στο χώρο μου, αν σ’ το ζητήσω.» «Φυσικά» μουρμούρισε εκείνος προσπαθώντας να μη σκέφτεται πώς θα ήταν αυτή η εισβολή. Αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να κάνει για να του δώσει την άδεια.
«Πρέπει να κάνεις σεξ μαζί του» έλεγε η τσιριχτή φωνή της γυναίκας από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο δρόμος για να επιστρέψει στο σπίτι της μέσα στην κίνηση του Λος Άντζελες ήταν μακρύς και το τελευταίο που ήθελε τώρα ήταν να κάνει αυτή τη συζήτηση με τη Λουσίντα Σεν Ίντεν. Η γυναίκα την είχε πληρώσει για να κάνει μια δουλειά, όχι για να αλλάξει όλη της τη ζωή ούτε για να γίνει προαγωγός της. «Δεν πρέπει να κάνω τίποτα» ανταπάντησε η Ιβέτ. «Εγώ θα αποφασίσω με ποιον τρόπο θα παίξω το παιχνίδι. Το κάνω πολύ καιρό τώρα και ξέρω πολύ καλά πώς να πετύχω. Αν λοιπόν θέλεις τη Σεν Ίντεν Στούντιος σε ένα ασημένιο πιάτο, τότε σκάσε και άσε με να κάνω τη δουλειά μου.» Η Ιβέτ έπαιζε κρεμάλα στο σημειωματάριό της δίπλα στο τηλέφωνο. Η γυναίκα που κρεμόταν στην αγχόνη είχε μπούκλες. Είχε μείνει στη γραμμή, ενώ η Λουσίντα από την άλλη άκρη δε μιλούσε καθόλου. «Ωραία, άκουσέ με προσεκτικά τώρα. Είμαι καλή σε αυτό που κάνω. Να γκρεμίζω τα κακά παιδιά. Αν πάω πάλι με τον Άνταμ, θα είναι μόνο δική μου απόφαση. Το μόνο που πρέπει να σε απασχολεί είναι με ποιον τρόπο θα τον κάνουμε να φανεί ανίκανος για τη δουλειά. Ανίκανος να διαχειριστεί την εταιρεία. Αν και από την έρευνα που έκανα διαπίστωσα ότι δεν ξέρει τίποτα για τη δουλειά. Η μητέρα του τον μεγάλωσε στο Κολοράντο. Δεν επισκεπτόταν το στούντιο ούτε καν τα καλοκαίρια ή στις διακοπές. Μπορεί να αποτύχει και μόνος του, χωρίς τη βοήθειά μου.» «Ιβέτ, δεν μπορούμε να του επιτρέψουμε ούτε να προσπαθήσει» κλάφτηκε η Λουσίντα. «Ο Άνταμ Σεν Ίντεν είναι πολύ τυχερός, είχε πάντα όλα όσα ήθελε. Δεν αποτυγχάνει ποτέ σε ό,τι κι αν κάνει. Αν τον αφήσουμε... αν τον αφήσεις, θα τα καταφέρει και τώρα.» «Και σένα τι σε νοιάζει;» ρώτησε η Ιβέτ εκνευρισμένη. «Δε σκοπεύεις καν να κρατήσεις την εταιρεία.» Ήταν μια απλή εικασία, αλλά, απ’ ό,τι φάνηκε, ήταν σωστή. Ήταν πάντα καλό να γνωρίζει τα σχέδια όλων. Έτσι δεν έπεφτε επάνω σε δυσάρεστες εκπλήξεις. «Θέλω να διαλυθούν όλα. Όλα όσα έχτισε ο Έντουαρντ και ο πατέρας του πριν. Θέλω ο Άνταμ να τα χάσει όλα» είπε η Λουσίντα. «Όπως τα έχασα και εγώ.» «Όπως θέλεις, Λουσίντα.» Η Ιβέτ πάτησε το κουμπί για να σταματήσει την ηχογράφηση. Δε θα έβλαπτε να έχει μια ασφάλεια. Δεν μπόρεσε να ανακαλύψει μέσα της ούτε μια στάλα συμπάθειας για τη Λουσίντα. Κατά την έρευνα που έκανε πριν ξεκινήσει τη δουλειά, βρήκε ότι η Λουσίντα και η μαμά της έπαιρναν εκατομμύρια από τον Έντουαρντ για διατροφή και είχε ένα καταπίστευμα της τάξεως των διακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων. Δεν τα είχε χάσει όλα λοιπόν... «Από αύριο θα κάνω τα πάντα για να δείχνει ανίκανος και ότι δεν έχει καμιά δουλειά να διοικεί μια τέτοια εταιρεία. Γι’ αυτό με προσέλαβες, το θυμάσαι;» Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να τη χαιρετήσει. Έπαιζε πολύ δυναμικά το παιχνίδι της, αλλά αυτό την έκανε να νιώθει καλά. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, τα χείλη της ήταν στεγνά και είχε μια άσχημη γεύση στο στόμα. Πήγε να κάνει ένα μπάνιο. Έβαλε ένα ποτήρι κρύο Σαρντονέ και το πήρε μαζί της. Το άφησε στο χείλος της πορσελάνινης μπανιέρας και έριξε μέσα αφρόλουτρο. Η ευωδιά των αγριολούλουδων πλημμύρισε το χώρο, που τώρα ήταν θολός από τους ατμούς. Έβγαλε τα ρούχα της και τα άφησε στο πάτωμα. Έκλεισε τη βρύση και βυθίστηκε αργά στο ευωδιαστό νερό. Το κορμί της απορρόφησε την πλούσια και μαγική αίσθηση. Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη της. Ένιωθε ακριβώς όπως εκείνες οι γυναίκες στις παλιές διαφημίσεις που ήθελαν να δραπετεύσουν με
αυτό τον τρόπο από τη δύσκολη καθημερινότητα. Η ένταση από το λαιμό και τους ώμους της πέταξε μακριά. Ακούμπησε το κεφάλι της στο χείλος της μπανιέρας και έπιασε το ψηλό ποτήρι με το κρασί. Όταν το ακούμπησε στο μέτωπό της, που έκαιγε, η δροσιά του την ξύπνησε. Ήπιε μια γουλιά από το ξηρό και στυφό ποτό. Άφησε το ποτήρι στο πλάι και έπιασε μια πετσέτα. Τη μούσκεψε με τη μυρωδιά των αγριολούλουδων, σκούπισε το λαιμό και το στήθος της. Το να είναι όλη την ημέρα σε ένα κινηματογραφικό στούντιο είχε και τα πλεονεκτήματά του, σκέφτηκε την ώρα που ονειρευόταν όλους αυτούς τους πανέμορφους άντρες που έβλεπε στα γυρίσματα. Μονομάχοι και ιππότες με τις πανοπλίες τους περπατούσαν στους δρόμους. Έκλεισε τα μάτια της και ένας ήρωας από κάποιο όνειρο εμφανίστηκε μπροστά της με μαλλιά λουσμένα στον ήλιο και καταγάλανα μάτια. Σίγουρα δεν ήταν πρωταγωνιστής, αλλά ο Άνταμ Σεν Ίντεν μπορούσε με το παραπάνω να πρωταγωνιστήσει στις φαντασιώσεις της. Την ώρα που σκούπιζε τα στήθη της δυνατά με την πετσέτα θυμήθηκε τα χείλη του. Οι ρώγες της σκλήρυναν από την έξαψη και η αναπνοή της έγινε βαριά. Όταν οι μακάριες σκέψεις της πήραν μια πιο ερωτική χροιά, ένιωσε τους μηρούς της να σφίγγονται και μια έκσταση τη διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Εικόνες της φαντασίας της από τη νύχτα που πέρασαν μαζί την έστειλαν μέσα σε δευτερόλεπτα σε έναν άλλο κόσμο. Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη της και το ζεστό νερό τη χαλάρωσε ακόμα περισσότερο. «Σ’ ευχαριστώ, Άνταμ» ψιθύρισε, ήπιε μια γουλιά παγωμένο κρασί και βυθίστηκε στο αρωματισμένο νερό. Ξεκούραστη και ανανεωμένη, άρχισε να οργανώνει τις σκέψεις της. Κατάστρωσε μια λίστα στο μυαλό της με όσα έπρεπε να κάνει. Αρχικά έπρεπε να βρει μικροπράγματα που θα προκαλούσαν πρόβλημα στον Άνταμ. Τίποτα που να μπορούσε να το αντιληφθεί εύκολα, απλά πράγματα που θα τον έκαναν να φανεί ερασιτέχνης. Για παράδειγμα, να χάσει ορισμένα τηλεφωνήματα ή να καθυστερήσει σε κάποιες συναντήσεις. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Αυτό που έκανε συνήθως ως τώρα ήταν να ανακαλύπτει τα λάθη του διευθύνοντα συμβούλου και να τα φανερώνει. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχε κάνει σκόπιμες κινήσεις για να τα δημιουργεί. Όταν κατάφερνε να τον παγιδέψει, τότε θα έβγαζε τα μεγαλύτερα όπλα και θα τον έδιωχνε μία και καλή από την εταιρεία. Από εκεί και πέρα η Λουσίντα θα έκανε ό,τι ήθελε. Δεν την αφορούσε αυτό. Δεν την αποκαλούσαν θηλυκό καρχαρία για το τίποτα. Σπάνια ένιωθε και άκουγε το τσίμπημα από τη φωνή της συνείδησής της επειδή ήθελε τον Άνταμ σαν άντρα ενώ ταυτόχρονα σχεδίαζε την αποτυχία του σαν στέλεχος της Σεν Ίντεν Στούντιος. Κάποιες φορές, όπως τώρα, ευχόταν να ήταν καλός άνθρωπος. Βύθισε το κεφάλι της στο νερό και γρήγορα βγήκε ξανά για να πάρει ανάσα. Η καλοσύνη δεν έφτανε για να πληρώνει λογαριασμούς, το διαμέρισμα όπου ζούσε, τα όμορφα ρούχα της ή τη φροντίδα της Μόνα. Εκείνη ήταν πολύ πιο σημαντική από την καλοσύνη της Ιβέτ ή την αξιοπρέπεια ή οτιδήποτε άλλο έπρεπε να αντιμετωπίσει. Σε όλη της τη ζωή η Μόνα την πρόσεχε, ήταν δίπλα της και τη στήριζε. Με ευγνωμοσύνη και αγάπη. Η Ιβέτ τώρα θα έκανε ακριβώς αυτό και τίποτα λιγότερο.
Κεφάλαιο Έξι Ο Άνταμ επιβράδυνε το βήμα του για να τον προλάβει η Ιβέτ. Κοίταξε τα πόδια της. Ακόμα και όταν οι γυναίκες δε φορούσαν ψηλά τακούνια δεν ήταν εύκολο να κινηθούν γρήγορα. Η ματιά του έπεσε στα ρούχα της. Κατάφερε και πάλι να τον εκπλήξει. Το λεπτό λινό φόρεμά της ταίριαζε απόλυτα στη ζεστασιά της αποπνικτικής ημέρας και το δύσκολο πρόγραμμα που είχαν μπροστά τους. Τα πυρόξανθα ίσια μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά σε μια αλογοουρά που την έκανε να μοιάζει με νεαρή φοιτήτρια αντί για την ώριμη γυναίκα που ήταν. Μόνο που ο τρόπος που το φως του ήλιου σκιαγραφούσε το κορμί της κάτω από το λεπτό ύφασμα θα μπορούσε να προκαλέσει πολλές ίντριγκες και πάθη. Αυτό που προκάλεσε έκπληξη στον Άνταμ ήταν ότι την προτιμούσε όπως ήταν τώρα παρά με εκείνο το μικροσκοπικό φόρεμα που φορούσε όταν γνωρίστηκαν εκείνη τη νύχτα πριν από καμιά δυο εβδομάδες. Κάθε μέρα έβλεπε και μια νέα πλευρά της Ιβέτ Γκιαρντίνο. Καθεμία ήταν ικανή για όλα, επαγγελματική και με πολλές επιδεξιότητες στον κόσμο των επιχειρήσεων. Εκείνος μέχρι που θα πλήρωνε κιόλας για να μπορέσει να νιώσει έτσι κάποια στιγμή σύντομα. Κάθε μέρα πάσχιζε όλο και πιο πολύ για να τα βγάλει πέρα με όσα έπρεπε να γίνουν για να επιπλέει η Σεν Ίντεν Στούντιος. Τα πτυχία του στα οικονομικά δεν τον βοηθούσαν καθόλου εδώ στο Χόλιγουντ. Ήταν σαν να ζούσε σε ένα διαφορετικό πλανήτη. Είχαν καθυστερήσει λίγο αυτό το πρωί γιατί είχε χάσει το μήνυμα του σκηνοθέτη του «Firehawk» που ζητούσε να συναντηθούν νωρίς. Στράφηκε στην Ιβέτ. «Μήπως βρήκες το σημείωμα;» Εκείνη έβγαλε ένα ροζ σημειωματάριο από το φάκελο και του το έδωσε. «Ήταν στο πάτωμα κάτω από το γραφείο σου.» Ο Άνταμ χτύπησε το μέτωπό του. «Αν ήταν φίδι, θα με είχε τσιμπήσει χωρίς να το δω. Πότε το βρήκες; Ήμουν σίγουρος ότι κοίταξα εκεί.» «Ο Τόμσον τηλεφώνησε όταν ήσουν στην τουαλέτα. Μετά το είδα στο πάτωμα κάτω από το γραφείο σου» του εξήγησε η Ιβέτ. Το διάβασε, το δίπλωσε αρκετές φορές και το έβαλε στην τσέπη του. «Τουλάχιστον δεν αφορά τον Μέρφι. Είναι ικανοποιημένος με το τροχόσπιτό του αυτές τις μέρες.» Της χαμογέλασε και εκείνη του το ανταπέδωσε. Το χαμόγελο φώτισε όλο το πρόσωπό της και χάρισε λάμψη στα υπέροχα μάτια της. Χαμογέλασε κι εκείνος πλατιά. «Είναι τόσο όμορφος όμως. Οι όμορφοι άντρες τη γλιτώνουν πολλές φορές, δε νομίζεις;» τον πείραξε η Ιβέτ με μάτια που έλαμπαν και λακκάκια στα μάγουλά της. Ο Άνταμ δαγκώθηκε όταν άκουσε το σχόλιο για τον Ρομπ Μέρφι. Πήρε ήρεμα μια ανάσα. Φυσικά τον έβρισκε όμορφο. Όπως και η μισή Αμερική – γι’ αυτό και ζητούσε τόσα χρήματα σε κάθε ταινία του. Φτάνοντας στην πόρτα του Στούντιο Εννέα βρήκαν το κόκκινο φως να αναβοσβήνει. Αφού λοιπόν είχε ξεκινήσει το γύρισμα, ο Άνταμ είχε χρόνο να ηρεμήσει μέχρι να τελειώσουν. Βημάτιζε μπρος πίσω έξω από την πόρτα σκορπίζοντας τα χαλίκια με τα πόδια του. Τίναξε τα χέρια του και
τέντωσε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του, αλλά δεν ακούστηκε θόρυβος. «Η φιλοσοφία της πόλης είναι “βιάσου και περίμενε”. Το Χόλιγουντ είναι σαν τσίρκο. Τώρα καταλαβαίνω γιατί η μητέρα μου ήθελε να ζήσουμε στο Κολοράντο. Εδώ είναι σκέτη τρέλα.» Ο Άνταμ έριξε μια ματιά στα σκονισμένα και βρόμικα κτίρια και τον ουρανό, που ήταν θολός και μουντός. Ποθούσε να ξαναδεί τα τοπία του τόπου του, τα ατέλειωτα λιβάδια και τα άγρια ζώα που ζούσαν ελεύθερα στη φύση. Ήθελε να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα. Τράβηξε τον κουμπωμένο γιακά του. Η Ιβέτ κάθισε στο παγκάκι δίπλα στην πόρτα. Ο Άνταμ κοίταξε το ανοιχτόχρωμο φόρεμά της και το σκονισμένο παγκάκι. Κούνησε τους ώμους του και έβγαλε το σακάκι του. «Περίμενε» της είπε και το άπλωσε για να καθίσει επάνω του η Ιβέτ. «Σ’ ευχαριστώ» του είπε εκείνη. Τον κοίταξε. «Γιατί ήθελε η μητέρα σου να μετακομίσετε στο Κολοράντο; Δεν ήθελε να ζει εδώ, στην Καλιφόρνια, με τον πατέρα σου;» «Η μαμά μου έχει πλούσιο παρελθόν.» Γέλασε. «Ήθελε πολύ να φύγει από εδώ. Εκτός αυτού, το Κολοράντο είναι πανέμορφο. Το χειμώνα μπορείς να κάνεις βόλτες με το έλκηθρο, αναρρίχηση και σκι και το καλοκαίρι να κολυμπάς και να κάνεις πεζοπορία στα βουνά. Είναι παράδεισος.» Στο μυαλό του έβλεπε τις χιονισμένες κορυφές και τις καταπράσινες πλαγιές. Μύριζε το φρέσκο, δροσερό αέρα. Μια βαθιά ανάσα του νέφους του Λος Άντζελες τον τράβηξε πίσω στην πραγματικότητα με ένα δυνατό βήχα. «Η Σίλια δε θέλει να δουλέψει.» Μόλις σταμάτησε το γύρισμα και μπήκαν στο στούντιο, τους υποδέχτηκε η παραπονιάρικη φωνή του Τόμσον. Ο μεγαλόσωμος άντρας ήταν σαστισμένος, κατακόκκινος από το θυμό και σκούπιζε το υγρό μέτωπό του με ένα μεγάλο μαντίλι. Ο Άνταμ με την άκρη του ματιού του είδε την Ιβέτ με ένα στιλό στο χέρι έτοιμη να κρατήσει σημειώσεις και εντολές. Ήταν τόσο συγκεντρωμένη και ήρεμη, σαν μια όαση γαλήνης μέσα στο μάτι του κυκλώνα. Κρίμα που δεν μπορούσε να κλέψει κι αυτός λίγη από την ηρεμία της, σίγουρα θα του χρειαζόταν τώρα. Κοίταξε το σωματώδη σκηνοθέτη έτοιμος να απολύσει την άγνωστη ηθοποιό. Πήρε το μάτι του μια παρέα γυναικών που στεκόταν στο μπουφέ με τα φαγητά και αναρωτήθηκε ποια απ’ όλες τους μπορεί να ήταν εκείνη που του προκάλεσε πρόβλημα αυτή τη φορά. «Γιατί δε θέλει να δουλέψει;» ρώτησε ο Άνταμ κάπως αδιάφορα εστιάζοντας την προσοχή του στο σκηνοθέτη. Αυτό που αναρωτιόταν στην πραγματικότητα ήταν το κατά πόσο τον ενδιέφερε να μάθει. Κανείς μέσα στο στούντιο δε φαινόταν να εκτιμά το έντιμο μεροκάματο. Το πρόσωπο του Τόμσον όσο περνούσε η ώρα κοκκίνιζε όλο και περισσότερο, ώσπου άρχισε να φωνάζει τόσο δυνατά, που ακουγόταν σε όλο το πλατό, που ήταν διαμορφωμένο σαν σπηλιά. «Αρνείται να δουλέψει μέχρι να φέρουμε στον Σποτ το αναθεματισμένο εμφιαλωμένο νερό από το Τιμπουκτού.» «Από το Τιμπουκτού;» Ο Άνταμ επανέλαβε για να σιγουρευτεί ότι είχε ακούσει σωστά. Το πρόσωπο του Τόμσον άρχισε να επανέρχεται σιγά σιγά σε ένα πιο φυσιολογικό χρώμα. «Όχι, όχι. Φυσικά και δεν είναι από το Τιμπουκτού. Θα μπορούσε όμως. Δεν το έχω ξανακούσει, αλλά αυτή περιμένει να το βρούμε άμεσα και να το φέρουμε για να ικανοποιηθεί το χαζό σκυλί της. Σώσε
με από τους ηθοποιούς.» Ο Άνταμ συμφώνησε με όλη του την καρδιά με το τελευταίο σχόλιο. Ξεφύσησε και κοίταξε την Ιβέτ, η οποία απάντησε κατευθείαν: «Εμφιαλώνεται στη νότια Καλιφόρνια και είναι πολύ φτηνό. Θα τηλεφωνήσω να μου το στείλουν μέχρι αύριο. Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.» Ο Άνταμ γέλασε. «Πως το ξέρεις αυτό;» «Δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο. Το βρίσκεις σε υπαίθριες αγορές και πλανόδιους. Νομίζω πως απλά το βάζουν σε μπουκάλια και το εμφιαλώνουν όπως είναι. Εγώ δε θα το έδινα στο σκύλο μου, αλλά αφού αυτό θέλει ο Σποτ, αυτό θα πάρει.» Πήρε μερικά τηλέφωνα και έκλεισε το κινητό της. «Κανονίστηκε. Θα μας στείλουν δύο κιβώτια νερό Ντιάμπλο. Αύριο το πρωί θα είναι εδώ.» Ο Άνταμ κοίταξε τον ήρεμο πια σκηνοθέτη. «Θα πρέπει απλά να γυρίσετε διαφορετικές σκηνές σήμερα, χωρίς τη Σίλια. Πες της ότι μας ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε το Ντιάμπλο και θα μας το στείλουν ειδικά για εκείνη. Σίγουρα θα εκτοξεύσει τον εγωισμό της στα ύψη.» Η Ιβέτ τού χαμογέλασε. «Βλέπεις; Μαθαίνεις.» Ο άνθρωπος είναι εντελώς ερασιτέχνης. Η εταιρεία ήταν καταδικασμένη ακόμα και χωρίς τη βοήθειά της. Έβλεπε ξεκάθαρα πόσο πολύ ήθελε να πετύχει το στούντιο, αλλά το Χόλιγουντ κινούνταν πολύ γρήγορα για να προλάβει κάποιος που τώρα άρχιζε να μαθαίνει τα κατατόπια. Εδώ κολυμπάς γρήγορα και δυνατά ή πνίγεσαι. Αυτός ακόμα τα έβρισκε δύσκολα με τα απλούστερα προβλήματα. Μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία συμπεριφερόταν σαν εγκλωβισμένο θηρίο. Η Ιβέτ τον κοιτούσε κρατώντας ακόμα το σακάκι του. Αυτό το τελευταίο τής ήρθε σαν έκπληξη. Ο ιππότης με το άσπρο άλογο. Μα ποιος στο καλό τα έκανε αυτά ακόμα; Ο Άνταμ Σεν Ίντεν ήταν πολύ αινιγματικός άντρας. Ένα παζλ που δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση να προσπαθήσει να λύσει. Είχε να επιτελέσει μια αποστολή. Το ότι το αντικείμενό της ήταν ένας σέξι άντρας και ένας πολύ καλός εραστής δεν είχε καμιά σημασία. Η σκέψη αυτή της προκάλεσε τέτοια έξαψη, που έκανε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν. Με δυσκολία κατάφερε να διώξει τις σκέψεις αυτές από το νου της, να σιωπήσει τη φωνή του κορμιού της και να επιστρέψει στη δουλειά. Το χαμένο σημείωμα ήταν μια αρχή. Τα προβλήματα που θα προκαλούσε στην επικοινωνία του έπρεπε να είναι διακριτικά, δεν μπορούσε να ρισκάρει. Αυτός που έπρεπε να φανεί ανίκανος και ακατάλληλος θα ήταν ο Άνταμ και όχι εκείνη. Δεν είχε ψευδαισθήσεις ότι ήταν εύκολο. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Το εύκολο δεν ήταν ποτέ διασκεδαστικό. Το παιχνίδι βασιζόταν στην πρόκληση. Τα εύκολα ήταν μόνο για τους λιπόψυχους. Σε αυτό το παιχνίδι ο νικητής τα παίρνει όλα, και η Ιβέτ Γκιαρντίνο ήταν πάντα ο νικητής. Ο Άνταμ Σεν Ίντεν δεν ήταν λιπόψυχος, αλλά στη ζωή του όλα του είχαν έρθει εύκολα. Πολύ εύκολα. Είχε κάνει την έρευνά της και ήξερε. Είχε πάει στα καλύτερα σχολεία και πανεπιστήμια και για διακοπές πάντα στα ακριβότερα ξενοδοχεία και θέρετρα. Το μόνο δυσάρεστο γεγονός στην ειδυλλιακή ζωή του ήταν ο πρόσφατος θάνατος του πατέρα του. Η Ιβέτ, που δεν είχε γνωρίσει γονείς και το έβλεπε από άλλη πλευρά, θεωρούσε ότι ήταν πάρα πολύ τυχερός. Κρίμα που δεν έβλεπε την πραγματική Λουσίντα. Έπρεπε να καλυφθεί με κάποιον τρόπο από εκείνη. Δεν μπορούσε να της έχει καμιά εμπιστοσύνη. Μόνο έτσι θα έμενε σίγουρα μέσα στο παιχνίδι.
Άνοιξε το σημειωματάριό της και έβγαλε το στιλό. Με κρυπτογραφημένο κώδικα, που δύσκολα θα έσπαγαν ακόμα και τα πιο εκπαιδευμένα μυαλά, σημείωσε να τσεκάρει το παρελθόν και το παρόν της Λουσίντα. «Είσαι έτοιμη να φύγουμε;» ψιθύρισε μια ζεστή και βαθιά φωνή στο αυτί της. Εκείνη τρόμαξε και της έπεσε το στιλό. Λύγισε τα γόνατά της για να το πιάσει και το ίδιο έκανε και ο Άνταμ. Για λίγα μόνο εκατοστά απέφυγαν να χτυπήσουν τα κεφάλια τους. Άφησε το στιλό στα χέρια της και τα δάχτυλά του ήταν ζεστά και απαλά. «Ευχαριστώ» του είπε η Ιβέτ τραυλίζοντας σαν νευρική μαθητριούλα. Κούνησε το κεφάλι της για να συνέλθει. Είναι μια δουλειά. Μια απλή δουλειά. Επαναλάμβανε το μάντρα μέσα στο μυαλό της χιλιάδες φορές χωρίς να σταματά ούτε λεπτό, ενώ χανόταν βαθιά μέσα στο καταγάλανο βλέμμα του. Στεκόταν τόσο κοντά του, που μπορούσε να ξεχωρίσει τις λεπτές γραμμές γύρω από τα μάτια του, που μαρτυρούσαν τη ζωή του μέσα στη φύση. Αν είχε μεγαλώσει στο Χόλιγουντ, σίγουρα μέχρι τώρα θα είχε κάνει ένα, ίσως και δύο λίφτινγκ και το πρόσωπό του δε θα είχε αυτή την αγριάδα που του πήγαινε τόσο πολύ. Ο Άνταμ τη βοήθησε να σηκωθεί κρατώντας την από τον αγκώνα. Ένα μούδιασμα ξέσπασε σαν κύμα από εκεί και απλώθηκε προς το στήθος της και μετά σε όλο της το κορμί. Ένα βογκητό που πρόδιδε την ερωτική της έξαψη δραπέτευσε από τα μισάνοιχτα χείλη της. Η Ιβέτ προσπάθησε να διώξει τις εικόνες των δυο τους από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά ήταν μάταιο. Οι αναμνήσεις της νύχτας εκείνης ακόμα τη μάγευαν και κρατούσαν τις αισθήσεις της φυλακισμένες. Τη σημάδευαν σε ένα σημείο που δεν γνώριζε καν ότι υπήρχε μέσα της, στα συναισθήματά της. Τα μάτια του σκούρυναν, καθώς την πλησίασε επικίνδυνα. Η φρέσκια μυρωδιά του αγρού που αναδιδόταν από το κορμί του την τύλιξε. Πλημμύρισε το κεφάλι της και την έκανε να ανασηκωθεί στις φτέρνες της. Μάλωσε τον εαυτό της για την παιδιάστικη συμπεριφορά της χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι εκείνη, ο θηλυκός καρχαρίας του επιχειρηματικού κόσμου, βρήκε το μάστορα της. Στην αρένα του έρωτα τουλάχιστον. Ο Άνταμ την αγκάλιασε, την οδήγησε στο παγκάκι έξω από την πόρτα και κάθισε δίπλα της. «Ελπίζω να είσαι καλά. Ήθελα να σου εξασφαλίσω μια θέση μέσα, αλλά δε γινόταν. Δε θέλω με τίποτα να καθυστερήσω το πρόγραμμα των γυρισμάτων.» Η Ιβέτ άκουγε δύσπιστα την κάθε του λέξη, ενώ σκεφτόταν όλα όσα συνέβαιναν. Έπρεπε να συνέλθει και να βρει τρόπο να συνεχίσει την αποστολή της. Ό Άνταμ ήταν πολύ καλός και στο κρεβάτι ήταν φανταστικός εραστής. Όμως δεν είχε επιχειρηματικό μυαλό, ήταν αρκετά μαλθακός και δεν είχε την παραμικρή ιδέα για όσα συνέβαιναν στο Χόλιγουντ. Δεν ήταν ο πρώτος διευθύνων σύμβουλος τον οποίο θα κατέστρεφε στο βωμό της καριέρας της και σίγουρα δε θα ήταν ούτε ο τελευταίος. Δεν ήταν καθόλου προσωπικό το ζήτημα. Προσπάθησε να παρηγορήσει τον εαυτό της. Οι μεγάλες συμφωνίες εξαγοράς των επιχειρήσεων ήταν ο λόγος που υπήρχαν και οι συμφωνίες αποχώρησης και τα χρυσά αλεξίπτωτα. Γιατί λοιπόν την πονούσε τόσο πολύ που ήξερε ότι ο Άνταμ θα πληγωνόταν; Όταν η Λουσίντα διέλυε την εταιρεία, εκείνη και ο Άνταμ θα ήταν καλυμμένοι για όλη τους της ζωή. Οι επιπτώσεις δεν την αφορούσαν. Όλα θα πήγαιναν καλά. Ο Άνταμ θα ήταν μια χαρά. Με αυτά που θα της έδινε η Λουσίντα θα βολευόταν η Ιβέτ αλλά και η Μόνα. Αυτό είχε
σημασία, σωστά; Η φωνή της συνείδησής της, την οποία δεν άκουγε και τόσο συχνά, δεν έδινε καμιά απάντηση. Ή μάλλον έδινε μια απάντηση που όμως δεν ήθελε να ακούσει.
Κεφάλαιο Επτά «Αν αυτή η γυναίκα έρθει ξανά ντυμένη τόσο επαγγελματικά και καθωσπρέπει, σου ορκίζομαι ότι δε θα ευθύνομαι για ό,τι γίνει. Θα την πάρω εδώ, πάνω στο γραφείο μου» είπε ο Άνταμ μεταξύ σοβαρού και αστείου στον φίλο του τον Μπραντ. Μετά από δύο εβδομάδες συνεχούς επαφής με την Ιβέτ, τα νεύρα του ήταν σαν ένα μπερδεμένο κουβάρι. «Φίλε, δε θα σε καταλάβω ποτέ. Από το γραφείο σου περνούν δεκάδες ημίγυμνες ηθοποιοί κι εσύ δεν κάνεις τίποτα. Ξαφνικά εμφανίζεται η δεσποινίς Γκιαρντίνο, μια σωστή επαγγελματίας με σοβαρό ντύσιμο, κατάλληλο για τη θέση της, κι εσύ θέλεις να την πετάξεις επάνω στο γραφείο σου εδώ και τώρα. Κάτι δεν πάει καλά, φίλε μου.» Ο Άνταμ γύρισε την καρέκλα του γραφείου του προς το μεγάλο παράθυρο. «Ούτε εγώ καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Είναι σαν να βάζει τη μάσκα της σοβαρής και αξιοσέβαστης υπαλλήλου, που όμως λαχταρά να βγει και να εμφανιστεί ξανά η ερωτική πλευρά που κρύβει από κάτω.» «Πάλι;» «Άσ’ το, δεν πειράζει» ψιθύρισε ο Άνταμ, ενώ μέσα του βλαστημούσε. Το συμβούλιο δε χρειαζόταν να γνωρίζει τις λεπτομέρειες της αφανούς και δυνατής ερωτικής σχέσης ανάμεσά τους. Ο Μπραντ φαινόταν έτοιμος να τον πειράξει, αλλά τους διέκοψε η πόρτα που άνοιξε. Το αντικείμενο της συζήτησής τους μπήκε στο γραφείο, ενώ το ευωδιαστό άρωμά της απλώθηκε στο χώρο. Ο Άνταμ έστριψε την καρέκλα του, κοίταξε την Ιβέτ και βόγκηξε δυνατά. Το λαχταριστό κορμί της το τύλιγε ένα σοβαρό κοστούμι σε ανδρικό στιλ. Ο γιακάς άνοιγε μπροστά στο στήθος της, αποκαλύπτοντας ένα μικρό μέρος της δαντέλας που τεντωνόταν για να καλύψει τα ευδιάκριτα προσόντα της Ιβέτ. Το υπεροπτικό χαμόγελο του Μπραντ ήρθε για να τον αποτελειώσει. Συγκεντρώθηκε για να μπορέσει να ξαναβρεί την ψυχραιμία του, ενώ ο φίλος του συστήνονταν στην Ιβέτ και εκείνη του απαντούσε. «Είσαι χαμένος, φίλε. Χαμένος.» Ο Μπραντ σηκώθηκε και βγήκε από το γραφείο, ενώ τα λόγια του ακούγονταν ακόμα, σαν ηχώ. Ο ήχος της πόρτας που έκλεισε του έκοψε το γέλιο. «Ο κύριος Τσάνινγκ είναι μέλος του συμβουλίου; Δε θυμάμαι να τον γνώρισα.» Η αισθησιακή φωνή της Ιβέτ γλίστρησε στη ραχοκοκαλιά του και έφτασε μέχρι χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια του. Προσπαθώντας να αλλάξει το θέμα και να ξεχάσει τις ορμόνες του που χόρευαν, γέλασε. «Ο Μπραντ θα νιώσει πάρα πολύ άσχημα όταν μάθει ότι δε σου έκανε καμιά απολύτως εντύπωση.» Η παρουσία της του θύμισε κάποιες υποχρεώσεις που έπρεπε να φέρει σε πέρας. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς ψαχούλευε χαρτιά στο γραφείο. Η οικογενειακή κληρονομιά γλιστρούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Όσο περισσότερο προσπαθούσε να τη συγκρατήσει ενωμένη τόσο περισσότερο ένιωθε ότι σκορπίζεται. Μετά το τελευταίο φιάσκο, ένα ακόμα λάθος στη συνεννόηση τον έκανε να αρχίσει να αμφισβητεί την ίδια του τη λογική. Αν δεν είχε βρει η Ιβέτ το σημείωμα μέσα στο σωρό
από τα χαρτιά επάνω στο γραφείο του, θα είχε χάσει ακόμα μια σημαντική συνάντηση. Οι οικονομικοί σύμβουλοι της επόμενης μεγάλης ταινίας της Σεν Ίντεν Στούντιος δεν ανέχονταν να περιμένουν μιάμιση ώρα στο εστιατόριο του Σπάγκο τον άβγαλτο διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας. Ενώ θυελλώδεις σκέψεις κατέκλυζαν το μυαλό του, κοίταξε την ψύχραιμη ιδιαιτέρα του. «Α, ναι, ο Μπραντ» μουρμούρισε. «Είναι το νεότερο μέλος του συμβουλίου. Ήμασταν συμφοιτητές. Είναι ένας πολύ καλός και αξιόλογος άνθρωπος για να τον έχει κανείς στο πλάι του. Τον εμπιστεύομαι.» Η Ιβέτ ξεκούμπωσε το σακάκι της και κάθισε απέναντί του σαν γλυκό πίσω από τη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου. Μια μεταξωτή μπλούζα κάλυπτε το στήθος της, που ο Άνταμ καιγόταν να αγγίξει. Δαγκώθηκε για να συγκρατηθεί. Στη μνήμη του επανήλθαν η γεύση και το άρωμα της ζεστής σάρκας που τώρα την τύλιγε το απαλό ύφασμα. Το δέρμα του άρχισε να τον τραβάει, το αίμα του να βράζει και ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει, ενώ εκείνη έγειρε στην καρέκλα της. Το μεταξωτό ύφασμα τεντώθηκε γύρω από το στήθος της σαν να ήταν ζωγραφισμένο πάνω της. Φαινόταν τόσο σεμνή, με τα γυαλιά της να γλιστρούν στη μύτη της καθώς ξεφύλλιζε την ατζέντα του. Ήταν ένα προσωπείο που κάλυπτε το ερωτικό και αισθησιακό ζώο που εκείνος ήξερε ότι υπήρχε κάτω από το αυστηρό επαγγελματικό κοστούμι. «Έχετε ραντεβού με τον Ρόουντι Καβάνα σε μία ώρα» τόνισε με αψεγάδιαστο επαγγελματικό τόνο. Έστριψε την καρέκλα του και άφησε τη βραχνή και λάγνα αύρα να περιπλανηθεί μέσα του. «Θα τον υποδεχτώ στην τραπεζαρία των στελεχών» της απάντησε προσπαθώντας να μείνει στα θέματα της δουλειάς. «Στο απόγειο της καριέρας του έκανε πάνω από πενήντα ταινίες με τη Σεν Ίντεν Στούντιος. Μετά την κηδεία δεν τον έχω ξαναδεί, αλλά ήταν πολύ σημαντικό για τη μητέρα μου και μένα το ότι βρισκόταν εκεί.» «Αλήθεια;» Η Ιβέτ ανακάθισε στην καρέκλα της. «Ο παππούς μου ο Άνταμ ξόδεψε όσα έβγαλε η εταιρεία. Τον πρώτο καιρό που ανέλαβε ο πατέρας μου βρήκε ένα χάος. Όμως το όνομά μας μετρούσε ακόμα. Ο πατέρας μου κατάφερε να πάρει τον Ρόουντι από τη Μόνιουμεντ και του επέτρεψε να γυρίσει τα γουέστερν που ήθελε. Ο Ρόουντι του ανταπέδωσε τη χάρη παραμένοντας στη Σεν Ίντεν όταν η εταιρεία χρειαζόταν στήριξη και αργότερα βοήθησε να βρεθούν πολλοί νέοι και ταλαντούχοι συνεργάτες. Ήταν σαν νονός μου. Τώρα πια είναι αρκετά μεγάλος. Αλλά όταν ήμουν μικρότερος πηγαίναμε πολύ συχνά για πεζοπορία και ψάρεμα. Μου έμαθε να ιππεύω.» Χαμογέλασε. «Βασικά, την πρώτη φορά που έπεσα μου έμαθε πως να ανέβω ξανά. Εγώ έκλαιγα και γκρίνιαζα, αλλά ο Ρόουντι δεν τα δεχόταν αυτά. Με άφησε πάνω στο άλογο ώρες ατέλειωτες μέχρι να αποδείξει αυτό που ήθελε.» Η Ιβέτ σοκαρίστηκε από όσα άκουγε. Ποιος ήταν ο άντρας που βρισκόταν μπροστά της; Η χαρούμενη και συναισθηματική ιστοριούλα του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με όσα είχε μάθει από τη Λουσίντα και την έρευνα που είχε κάνει. Αυτός δεν μπορούσε να είναι ο πλειμπόι του Άσπεν. Έδειχνε ότι νοιαζόταν για το γέρο ηθοποιό, που έκανε τον καουμπόι χρόνια μετά την εποχή της άνθησής του. Έστρεψε με κόπο την προσοχή της στο χαρτί που είχε μπροστά της. Η λάμψη στα γαλάζια μάτια του είχε λυγίσει πολλές γυναίκες μέχρι τώρα και είχε ό,τι χρειαζόταν για να το αποδείξει. Τα ίδια στοιχεία έλεγαν ότι ο Άνταμ ποτέ δεν έδινε στις γυναίκες υποσχέσεις που δεν είχε σκοπό να κρατήσει. Δεν είχε διαλύσει κανέναν αρραβώνα ούτε εξαπατούσε τη γυναίκα που μονοπωλούσε
αυτή την περίοδο τη ζωή του. Μπορεί να είχε ταραχώδες παρελθόν, αλλά αυτό αφορούσε μόνο μία γυναίκα κάθε φορά. Μπορούσε να αγνοήσει την τρέλα του κορμιού της, που επανέφερε συχνά εικόνες από τη νύχτα που πέρασαν μαζί πριν αρχίσουν να συνεργάζονται. Μπορούσε να αγνοήσει τον τρόπο με τον οποίο το βλέμμα του ζέσταινε το δέρμα της και το πόσο ήθελε να πέσει ξανά στο κρεβάτι μαζί του. Όταν τον άκουσε να ξεροβήχει, σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε στα μάτια. Το καταγάλανο βλέμμα του σκούρυνε σαν να μπορούσε να διαβάσει τις καυτές της σκέψεις. Μετά από λίγο η δουλειά δεν είχε σημασία πια. Καμιά από τις δύο. Ούτε η δουλειά της ως ιδιαιτέρα του ούτε η αποστολή της να τον καταστρέψει. Αυτή η στιγμή ήταν μόνο για εκείνη. Μόνο για μια φορά. Όταν θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια, δε θα της έδινε ευκαιρία ούτε χρόνο, όμως αυτή τη στιγμή την κοιτούσε με τόση θέρμη και πόθο όπως κι εκείνη. Το στήθος της σκλήρυνε, ένιωθε το κινέζικο μεταξωτό ύφασμα σαν γυαλόχαρτο πάνω στο υπερευαίσθητο δέρμα της. Κάθε κίνηση πετούσε σπίθες πάθους στο κορμί της. Όταν πήγε κοντά του, ένιωσε μια υγρή ζεστασιά να ρέει στο κορμί της ανάμεσα στα πόδια της. Το μπλουζάκι της τριβόταν αισθησιακά πάνω στα στήθη της. Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο και ένα αίσθημα ικανοποίησης τύλιξε την καρδιά της όταν τον είδε να την κοιτάζει βαθιά και ερωτικά χαμογελαστός. Οι σφυγμοί της άρχισαν να χτυπούν ξέφρενα όταν εκείνος έστρεψε την καρέκλα προς το μέρος της και η Ιβέτ κάθισε στα γόνατά του. Η μοναδική μυρωδιά του ξύλου και της φύσης που ανέδινε το κορμί του Άνταμ μαζί με την πλούσια ευωδιά της δερμάτινης καρέκλας πλημμύρισε τις αισθήσεις της. Ήταν τόσο έντονη και αρρενωπή. «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό; Δε θέλω να δεχτώ μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση αύριο» τη ρώτησε ο Άνταμ με μια διαβολική λάμψη στο βλέμμα του. «Είμαι σίγουρη» είπε η Ιβέτ. «Το θέλω όσο κι εσύ.» «Πώς το ξέρεις ότι το θέλω;» Η απάντηση ήρθε από το κορμί της, που άρχισε να κινείται ρυθμικά πάνω από την ερεθισμένη φύση του. «Σωστά.» Γέλασε. Όταν κοίταξαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, σταμάτησαν να γελούν. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον τράβηξε κοντά της. Τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του. Το κορμί του ήταν η αφορμή για πολλές μικρές εκρήξεις πάθους. Η γλώσσα της κινούνταν πάνω στα χείλη του σε έναν παιχνιδιάρικο χορό. Το ανοιχτό στόμα του την καλούσε και εκείνη δεν μπορούσε να του το αρνηθεί. Όταν οι γλώσσες τους ακούμπησαν η μία την άλλη και άρχισαν να παίζουν, εκείνη βόγκηξε παραιτημένη. Η υγρασία που ένιωθε να βγαίνει από μέσα της γινόταν όλο και πιο έντονη και βόγκηξε ξανά ακόμα πιο δυνατά. Τα δάχτυλα του Άνταμ χώθηκαν στα μαλλιά της. Τράβηξε την κορδέλα που τα κρατούσε και την πέταξε στο πάτωμα. Τα σφιχτά και όμορφα δάχτυλά του άρπαξαν τα μαλλιά της και τράβηξαν το κεφάλι της πίσω. Όταν τα χείλη του βρήκαν το σφυγμό στο λαιμό της, ακούστηκε ένας αναστεναγμός. Μια ελαφριά δαγκωματιά σε εκείνο το σημείο την έκανε να τεντωθεί σαν χορδή τόξου. Τη σταμάτησε φέρνοντας το χέρι του στο στήθος της. Τα δάχτυλά του έπαιζαν με τις ρώγες της πάνω από το λεπτό μεταξωτό ύφασμα. Κάθε του
κίνηση την τρέλαινε και έκανε τις ρώγες της σαν σκληραίνουν σαν πέτρα. Η Ιβέτ λαχταρούσε να νιώσει τα χέρια του στη γυμνή σάρκα της. Όταν το στόμα του πήγε από το λαιμό προς το στήθος της, ένιωσε μια καυτή υγρασία να την καταπίνει κάτω από το ύφασμα. Μια βαθιά ζεστασιά έκαιγε τη θηλή της. Η γλώσσα του κινούνταν γύρω γύρω μέχρι που την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Με τη μια παλάμη του χάιδεψε το ένα στήθος της αισθησιακά, ενώ η γλώσσα του περιεργαζόταν το άλλο. Την ώρα που η ηδονή της κορυφωνόταν για πρώτη φορά, άρπαξε τα μαλλιά του και τα τράβηξε. Προσπαθώντας να χαλαρώσει την αναπνοή της, η Ιβέτ ανακάθισε. Ο Άνταμ τράβηξε το νεγκλιζέ και το έβγαλε. Τον κοιτούσε να το πετά στο πάτωμα. Η ματιά του, που ταξίδευε στο γυμνό κορμί της, τη ζέστανε. Ένιωσε ένα ρίγος ανάμεσα στα πόδια της και τα έκλεισε για να το απολαύσει όσο περισσότερο μπορούσε. Είχε ξεκινήσει μια μάχη ανάμεσά τους. Τον ήθελε αμέσως μέσα της. Ταυτόχρονα, όμως, ήθελε αυτό που ένιωθε τώρα να κρατήσει για πάντα. Εκείνος σαν να το κατάλαβε και με τα δάχτυλα και τα χείλη του βασάνιζε τις ερεθισμένες θηλές της. Όταν τα δόντια του τσίμπησαν την απαλή σάρκα της, εκείνη λαχάνιασε και αναστέναξε δυνατά σπάζοντας τη σιωπή. Με το ένα χέρι του την κρατούσε όμηρο στην καρέκλα, ενώ το άλλο βρισκόταν στο στήθος της μαζί με τα χείλη του. Η Ιβέτ πάλεψε μαζί του για να πάρει εκείνη την πρωτοβουλία, η δυναμική φύση της επαναστάτησε ενάντια στον παθητικό ρόλο που είχε τώρα. Κρεμάστηκε πάνω του σαν να ήταν ένα κοριτσόπουλο που κινδύνευε και χρειαζόταν βοήθεια κι αυτός ήταν ένας ρόλος που αρνιόταν να πάρει ακόμα και μέσα στο ερωτικό παιχνίδι. Δεν ήθελε να ζητά τη βοήθεια κανενός. Σαν μια τίγρη που παραμονεύει το θήραμά της και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί, ξαφνικά τινάχτηκε. Με μια κλοτσιά τα τακούνια της πετάχτηκαν από τα πόδια της. Έπιασε το κεφάλι του και το κράτησε γερά τραβώντας τον προς το μέρος της. Με μια λαχτάρα που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει, καταβρόχθισε τα χείλη του. Τον δάγκωνε ελαφρά και με τη γλώσσα της απάλυνε τον πόνο. Όταν άκουσε τον παθιασμένο αναστεναγμό του, χαμογέλασε με ικανοποίηση. Διέτρεξε απαλά τη γλώσσα της κατά μήκος των χειλιών του και αυτό ήταν το μόνο που χρειάστηκε για να τον κάνει να ανοίξει και να τη δεχτεί. Η θέρμη που έβγαινε από μέσα του σαν λάβα ήταν όμοια με τη δική της, που ξεχυνόταν κάτω από το εσώρουχό της και ξεκινούσε από τα βάθη του κορμιού της καταλήγοντας ανάμεσα στους μηρούς της. Όταν το χέρι του Άνταμ ελευθέρωσε τα μαλλιά της και κατέβηκε προς το λαιμό της, εκείνη ανασηκώθηκε. Με απίστευτη ευλυγισία, αποκτημένη από τις αμέτρητες ώρες στην αίθουσα του πιλάτες, σήκωσε το πόδι της, το πέρασε πάνω από το κεφάλι του και κάθισε επάνω στη λεκάνη του. Ο Άνταμ, με απόλυτη ηρεμία εντελώς αντίθετη από τον πόλεμο που μαινόταν μέσα της, την έριξε στο γραφείο του. Όταν όμως άρχισε να χαϊδεύει απαλά με τα ακροδάχτυλά του τη μέσα πλευρά των μηρών της, εξαφανίστηκε κάθε ευγένεια και τη θέση της πήραν ο πόθος και η αγριάδα. Κάθε χάδι πλησίαζε όλο και περισσότερο στο κέντρο του πάθους της. Τα δάχτυλά του έσκαβαν τη σάρκα της. Το ερωτικό μασάζ που της έκανε έστελνε ρίγη ηδονής, που τη γαργαλούσαν μέχρι τη ραχοκοκαλιά της. Η Ιβέτ προσπάθησε να οδηγήσει τα χέρια του εκεί όπου τα χρειαζόταν για να την ανακουφίσουν. Ο Άνταμ σταμάτησε τα χάδια που βασάνιζαν το κορμί της.
«Βάλε τα χέρια σου πίσω από το κεφάλι σου» γρύλισε και ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. Η ανάγκη να τον νιώσει την πονούσε εξουθενωτικά και μόνο γι’ αυτό υπάκουσε. Ο ήρεμος τρόπος του μαρτυρούσε ότι, αν αρνιόταν να κάνει αυτό που τη διέταζε, θα σταματούσε επιτόπου. Έδεσε τα χέρια της στον αυχένα της και έγειρε πολύ αργά προς τα πίσω. Το μυαλό της γέμιζε με ιδέες για να τον εκδικηθεί την ώρα που τα δάχτυλά του τελικά άγγιζαν τη ραφή του παντελονιού της. Ο Άνταμ πολύ αργά και βασανιστικά κατέβασε το φερμουάρ και της έδωσε ένα φιλί στη ραφή του εσωρούχου. Εκείνη έλιωσε στα χέρια του. Κάθε σκέψη σχετικά με τις θέσεις τους στην εταιρεία και την αποστολή της χάθηκε. Γλίστρησε από κάτω του, ενώ πνιγόταν μέσα σε μια θάλασσα αισθήσεων. Η γλώσσα του πήγε στο δαντελωτό εσώρουχό της και μπήκε μέσα της. Η ζεστασιά της γλώσσας του πήγε να συναντήσει τη ζεστασιά που ξεχυνόταν από μέσα της. Ο Άνταμ στάθηκε όρθιος και την ξάπλωσε στο γραφείο. Σαν να έκανε κάποιο μαγικό κόλπο, το παντελόνι και το εσώρουχό της έπεσαν στο πάτωμα και με μια αστραπιαία κίνηση εκείνος έστειλε πετώντας όλα τα πράγματα που βρίσκονταν στο γραφείο του στο πάτωμα. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Η παγωμένη ξύλινη επιφάνεια του γραφείου πήρε τη θερμοκρασία της σάρκας της. Ένιωθε στο δέρμα της κάθε χιλιοστό του. Με τον ίδιο τρόπο βρέθηκαν και τα ρούχα του Άνταμ δίπλα στα σκορπισμένα πράγματα. Έπεσε πάνω της και η σάρκα του έκαψε τη δική της. Τα δάχτυλά του χώνονταν βαθιά στο δέρμα της, ενώ εξερευνούσε κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Η φρεσκάδα της ευωδιάς του πεύκου αναμιγνυόταν με τη μυρωδιά των αγριολούλουδων και οι σάρκες τους γλιστρούσαν μαζί, λείες και καυτές. Η Ιβέτ ξάπλωσε πάνω στο γραφείο και τα επιδέξια χέρια του Άνταμ μάλασσαν το δέρμα της – ήταν το καλύτερο και πιο αισθησιακό μασάζ που της έκαναν ποτέ. Όταν οι τραχιές παλάμες του χάιδεψαν τους μηρούς της, εκείνη τινάχτηκε σαν να τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Κάθε νεύρο του κορμιού της την έκαιγε. Μέσα της ξυπνούσε αργά ένα τρομακτικό ηφαίστειο. Τα χέρια του περιπλανιόνταν ακόμα στους μηρούς της και η γλώσσα του πήγε να βρει την πηγή της, που τον περίμενε. Με δυο μόνο κινήσεις της γλώσσας του εκείνη τελείωσε εκρηκτικά. Με τα χείλη του μάζεψε κάθε σταγόνα της και ζητούσε κι άλλο. Δε σταμάτησε να τη γλείφει μέχρι που εκείνη τελείωσε ξανά. Τα πόδια της τεντώθηκαν, η αίσθηση των μαλλιών του που γαργαλούσαν το δέρμα της την τρέλαινε. Το πάθος μέσα της έβραζε ακόμα. Η Ιβέτ σηκώθηκε, γλίστρησε στην άκρη του γραφείου και τράβηξε τον Άνταμ κοντά της. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και του ψιθύρισε στο αυτί: «Έχεις προφυλακτικό, φαντάζομαι...» «Φυσικά.» Τον άκουσε να γελά αθόρυβα. Με ακόμα μία μαγική κίνηση, ο Άνταμ έβγαλε το προφυλακτικό από την τσέπη του, το φόρεσε και ήρθε κοντά της. «Πού είχαμε μείνει λοιπόν;» Τα μάτια του έλαμπαν από τη φωτιά που τον έκαιγε. Τον τράβηξε κοντά της. «Εδώ.» Τα χέρια της τον κρατούσαν κολλημένο πάνω της, καθώς οι γοφοί του έσπρωχναν μπροστά. Με ευκολία γλίστρησε μέσα της. Εκείνη λαχάνιαζε καθώς ένιωθε τη στύση του να μεγαλώνει κι άλλο. Ένιωθε τη φλογερή έκρηξη της ηδονής να την καταπίνει. Ο Άνταμ κινούταν πολύ αργά μέσα και
έξω, μέχρι που κάποιες στιγμές σταματούσε εντελώς. Κάθε διείσδυση πήγαινε όλο και πιο βαθιά. Οι μύες της τον έσφιξαν πάνω της σαν να ήθελαν να τον κρατήσουν εκεί για πάντα. Ξαφνικά πίσω από τα κλειστά βλέφαρά της είδε άστρα να χορεύουν και η κορύφωση που ακολούθησε ήρθε ταυτόχρονα και για τους δύο. Η Ιβέτ έπεσε πίσω επάνω στο γραφείο παρασύροντας και τον Άνταμ μαζί της. Το βάρος του ήταν ακριβώς όσο έπρεπε και η Ιβέτ απολάμβανε την αίσθηση χωρίς αμηχανία. Όμως λίγα λεπτά αργότερα, καθώς συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε και θα ήθελε να μείνει έτσι για πάντα, η πληρότητα μετατράπηκε σε πανικό. Πώς το έκανε αυτό; Έπρεπε να είναι πιο προσεκτική. Την πρώτη φορά που έγινε ήταν για να τον παγιδέψει. Τώρα όμως εκτός από το ότι οι ορμόνες της είχαν τρελαθεί δεν έβρισκε καμιά άλλη δικαιολογία. Τι στο καλό σκεφτόταν; Μάλλον δε σκεφτόταν με το κεφάλι της αλλά με άλλο μέλος του κορμιού της. Ήθελε να βογκήξει και να χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Το ρολόι που βρισκόταν επάνω στον μπουφέ στην άλλη άκρη του δωματίου σήμανε την ώρα σαν να ήθελε να της υπενθυμίσει κάτι. Είχε πάει πέντε. «Ανάθεμα» μουρμούρισε σπρώχνοντας τον Άνταμ από πάνω της. «Τι συμβαίνει;» «Πρέπει να φύγω.» Μάζεψε τα ρούχα της και ντύθηκε με την πλάτη της γυρισμένη σε εκείνον. Τα χέρια του προσπάθησαν να τη σταματήσουν, αλλά εκείνη ενοχλημένη τα έδιωξε με ένα χτύπημα. Έστρωσε πρόχειρα τα μαλλιά της με τα δάχτυλά της. Φτάνοντας στην πόρτα, γύρισε και τον κοίταξε. «Θα σε δω αύριο το πρωί. Καληνύχτα, Άνταμ.»
Κεφάλαιο Οκτώ «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Άνταμ φωναχτά στο άδειο δωμάτιο. Το βλέμμα του έπεσε στα σκορπισμένα πράγματα και το σωρό με τα ρούχα του. Ντύθηκε και άφησε τα υπόλοιπα για να τα μαζέψει το πρωί. Καθώς κατέβαινε με το ασανσέρ, σκεφτόταν ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος που έφυγε η Ιβέτ σαν κυνηγημένη μετά από αυτό που έγινε. Πάνω στο γραφείο του. Μήπως την είχε πληγώσει; Επανέφερε στη μνήμη του τις εικόνες και σιγουρεύτηκε δεν ήταν αυτό. Οι αναστεναγμοί της δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Το κορμί της έδειχνε με το παραπάνω την ικανοποίηση που έπαιρνε. Ακούμπησε στο μεταλλικό τοίχο του ασανσέρ και χαμογέλασε. Η κρύα επιφάνεια όμως δεν ανακούφισε καθόλου το δέρμα του, που έκαιγε. Σκούπισε με το χέρι του το ιδρωμένο μέτωπό του και μύρισε την ευωδιά από αγριολούλουδα και τα γυναικεία αρώματα που άφησε η Ιβέτ στα δάχτυλά του. Βγαίνοντας από το ασανσέρ και πηγαίνοντας προς το γκαράζ, ο Άνταμ είδε τα πίσω φώτα του γκρι Βόλβο της ιδιαιτέρας του. Έτρεξε προς το μαύρο SUV του και την ακολούθησε για να δει τι σκάρωνε, για πού στο καλό το έβαλε τόσο φουριόζα. Είχε ένα προαίσθημα ότι δεν πήγαινε στο σπίτι της μετά από την τόσο βιαστική αποχώρησή της από το γραφείο. Η κίνηση στους δρόμους τούς ανάγκαζε να κινούνται με τους ρυθμούς της χελώνας. Ο Άνταμ δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να μείνει πίσω της, ενώ τον κάλυπταν τα αυτοκίνητα ανάμεσά τους. Κανονικά έπρεπε να νιώθει τύψεις που την ακολουθούσε, αλλά ήταν πολύ περίεργος. Από τη μέρα που ήρθε στο Λος Άντζελες δεν είχε τύχει να νιώσει ξανά τόση έξαψη και ενθουσιασμό. Εδώ δεν υπήρχαν ούτε βουνά να σκαρφαλώσει ούτε σπηλιές να εξερευνήσει. Μόλις σκέφτηκε τον τρόπο που εισέβαλε στη ζωή του η Ιβέτ Γκιαρντίνο γέλασε. Από την ώρα που τη γνώρισε εκείνο το βράδυ στο μπαρ μέχρι τη στιγμή που έφυγε το απόγευμα από το γραφείο του μετά την ερωτική τους περιπέτεια, το μόνο που του έδινε αυτή η γυναίκα ήταν μια συνεχή έξαψη. Μόλις σκέφτηκε το γραφείο του, κατευθείαν καρφώθηκε στο μυαλό του η εικόνα της Ιβέτ να διαβάζει το πρόγραμμα της ημέρας του. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του και βλαστήμησε χαμηλόφωνα. Σε δεκαπέντε λεπτά είχε ραντεβού με τον Ρόουντι. Έβαλε το ασύρματο ακουστικό στο αυτί του και τηλεφώνησε στον Ρόουντι για να κανονίσουν ένα άλλο ραντεβού. Ο ηλικιωμένος άντρας γέλασε. Διαβεβαίωσε τον Άνταμ ότι είχε παρέα για το γεύμα του, και μάλιστα θηλυκού γένους. Ο Άνταμ τον χαιρέτησε γελώντας κι εκείνος. Έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε στο ταμπλό. Ξεφύσησε ήσυχος. Τουλάχιστον κατάφερνε να μην ξεχνά όλες τις υποχρεώσεις του. Έστρεψε ξανά την προσοχή του στο γκρι Βόλβο και συνειδητοποίησε ότι είχαν κολλήσει στο περιβόητο μποτιλιάρισμα του Λος Άντζελες. Όσο η Ιβέτ κινούταν στις λεωφόρους της πόλης με εκείνον να την ακολουθεί καταπόδι, ένιωθε όλο και περισσότερο την περιέργεια να τον τρώει. Πού πήγαινε; Τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που την έκανε να ξεχάσει τις έντονες στιγμές που μοιράστηκαν στο γραφείο του και να τραβηχτεί στην άλλη άκρη της πόλης; Ενώ πλησίαζαν στο Ροντέο Ντράιβ, άρχισε να υποψιάζεται ότι πήγαινε για ψώνια, αν και του
φάνηκε πολύ περίεργο για να εξαφανιστεί τόσο γρήγορα από την αγκαλιά και το γραφείο του. Όταν πέρασαν πια από τη Γουίλσαιρ και άφησαν πίσω τους τη λάμψη και τον πλούτο του Μπέβερλι Χιλς, μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο. Είδε το αυτοκίνητό της να επιβραδύνει και να στρίβει σε ένα δρόμο περιτριγυρισμένο από πέτρινους τοίχους και απόμεινε να κοιτάζει σαστισμένος. Στο λόφο που βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου υπήρχε ένα μεγάλο σπίτι. Στα παράθυρα άρχισαν να ανάβουν φώτα. Ο Άνταμ ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Έβλεπε το γκρι Βόλβο της Ιβέτ να επιβραδύνει μπροστά στο φυλάκιο. Ακριβώς απέναντι μια μπρούτζινη επιγραφή έγραφε «Κέντρο Περίθαλψης Ηλικιωμένων Γκόλντεν Όουκς». Ο Άνταμ την κοιτούσε την ώρα που έμπαινε από την πύλη και τη χαιρετούσαν όλοι σαν τακτικό επισκέπτη. Το αυτοκίνητό της δε σταμάτησε, η πύλη άνοιξε και τότε εκείνη προχώρησε προς το φωτισμένο οίκημα στο τέλος του δρόμου. Έγειρε στο κάθισμά του και περίμενε πως θα περνούσε αρκετή ώρα μέχρι να την ξαναδεί. Το μαλακό δέρμα της θέσης του ήταν ό,τι έπρεπε για να χαλαρώσει το κεφάλι του. Κανονικά θα έπρεπε να ένιωθε σαν κυνηγός, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο η ανάγκη του να μάθει περισσότερα για την Ιβέτ τον ξεπερνούσε. Άρχισε να σκέφτεται ότι η γυναίκα για την οποία ένιωθε τέτοια έλξη είχε αρχίσει να τον ενδιαφέρει και σαν άνθρωπος και προσπάθησε να το απωθήσει από το μυαλό του. Ο μόνος λόγος που την παρακολουθούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν απλά η περιέργειά του. Ήταν στο ίδιο γραφείο κάθε μέρα όλη την ημέρα. Είχε δικαίωμα να γνωρίζει περισσότερα πράγματα για τη ζωή της. Ίσως, αν το έλεγε αρκετές φορές στον εαυτό του σαν μάντρα, να άρχιζε να το πιστεύει κιόλας κάποια στιγμή. Εκτός αυτού, τον ενοχλούσε πολύ να τον εκμεταλλεύονται σεξουαλικά. Μέχρι την ώρα που είδε το αυτοκίνητό της να βγαίνει από την πύλη του γηροκομείου, ο ήλιος φαινόταν σαν μια κόκκινη ομίχλη στον ορίζοντα του δυτικού ουρανού. Άνοιξε την πόρτα του και έτρεξε προς το δρόμο πριν εκείνη εξαφανιστεί. «Τι κάνεις εδώ;» Τον κοίταξε με τα μάτια της γουρλωμένα. «Άσε με να κάνω στην άκρη» του είπε, ενώ κατευθύνονταν προς το πεζοδρόμιο. Μέχρι να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο, ο Άνταμ είχε φτάσει στην πόρτα του συνοδηγού. Η καρδιά της Ιβέτ σφυροκοπούσε. Ξεκλείδωσε την πόρτα για να μπει κι εκείνος. Ταρακούνησε το κεφάλι της για να διώξει κάθε ενοχική σκέψη. Όταν είχε να κάνει με τη Μόνα, δεν είχε τίποτα να κρύψει. Η συνείδησή της ήταν καθαρή. Με την άκρη του ματιού της είδε το τεράστιο Χάμερ του Σεν Ίντεν. Όταν συνειδητοποίησε ότι την είχε ακολουθήσει και εκείνη ούτε που τον κατάλαβε εκνευρίστηκε. Οι γροθιές της σφίχτηκαν στο τιμόνι την ώρα που εκείνος έμπαινε μέσα και ο θυμός έκανε το πρόσωπό της να κοκκινίσει και την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. «Ποιος νομίζεις πως είσαι; Το κάναμε μια φορά στο γραφείο σου και θαρρείς ότι σου ανήκω; Η προσωπική μου ζωή είναι δική μου. Τα χρήματα που μου δίνεις δεν είναι αρκετά για να γνωρίζεις τα πάντα για μένα.» Μόλις τον είδε να χαμογελά, ήθελε να του ξεριζώσει το γέλιο από το πρόσωπο. Δεν είχε θυμώσει ποτέ ξανά τόσο πολύ. Πάντα ήταν ήρεμη και ψύχραιμη εκτός από τις στιγμές που περνούσε με τον Άνταμ Σεν Ίντεν. Από τη μέρα που έπιασε αυτή τη δουλειά είχε χάσει την ηρεμία της.
«Είσαι πολύ όμορφη όταν θυμώνεις, το ξέρεις;» Ψέλλισε κάτι μισόλογα. «Ούτε μιλάς πολύ. Είσαι η ιδανική γυναίκα» πρόσθεσε ο Άνταμ. Πάλεψε πολύ με τον εαυτό της για να καταφέρει να κρατήσει τα χέρια και τα μακριά φονικά της νύχια σε ασφαλή απόσταση από τα μάτια του. Η Ιβέτ πήρε βαθιές ανάσες, που την ηρέμησαν λίγο. «Τι θέλεις;» τον ρώτησε θυμωμένη με τα δόντια της σφιγμένα. Το σαγόνι της πονούσε από την ένταση. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι ήμουν περίεργος. Κάναμε απίστευτο σεξ στο γραφείο μου και αμέσως μετά έφυγες σαν σίφουνας χωρίς καν να με ευχαριστήσεις για τις υπηρεσίες μου.» Τον κοίταξε για να τον πυροβολήσει με όλα τα όπλα που είχε, αλλά τα αθώα γαλάζια μάτια του την κέρδισαν. «Ήρθα για να επισκεφθώ τη γιαγιά μου, τη Μόνα. Έρχομαι κάθε μέρα μετά τη δουλειά. Είναι η μοναδική μου οικογένεια.» Σταμάτησε ταραγμένη. Είχε μόλις ξεστομίσει περισσότερα απ’ όσα είχε πει σε ανθρώπους που τη γνώριζαν χρόνια ολόκληρα και πολύ καλύτερα από τον Άνταμ. «Λυπάμαι πολύ.» Ακουγόταν ειλικρινής. Μάλλον θα ήταν, συνειδητοποίησε, αφού θυμήθηκε και τη δική του απώλεια μόλις μερικούς μήνες πριν. Όμως εκείνος είχε ακόμα τη μητέρα του. Εκείνη από τα δεκαέξι της δεν είχε κανέναν άλλο εκτός από τη Μόνα. Τα μεγάλα και δυνατά χέρια του Άνταμ τράβηξαν τα δικά της από το τιμόνι και τα έτριψαν. Μέχρι που τα δάχτυλά του άγγιξαν τα δικά της δεν είχε καταλάβει πόσο κρύα ήταν. Η καλοσύνη του ανέτρεψε τα πάντα. Εκτός από τη Μόνα δεν είχε με κανέναν άλλο τέτοιου είδους σχέση εδώ και πάρα πολύ καιρό. Μπορεί να ήταν επιλογή της, όμως ένιωθε μοναξιά. Κατέβασε το κεφάλι της και έμεινε να κοιτά τα πόδια της. Ήταν πιο εύκολο έτσι. Είχε να πει σε κάποιον την ιστορία του θανάτου των δικών της από τότε που ήταν στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο και, πιο πριν, στον ψυχοθεραπευτή που την παρακολουθούσε όταν πήγαινε σχολείο ακόμα. «Οι γονείς μου πήγαιναν τον αδελφό μου στο πανεπιστήμιο. Εκείνος ήταν δεκαοχτώ κι εγώ δεκάξι. Θυμάσαι πώς είναι να είσαι δεκάξι; Δε βρίσκεις ποτέ χρόνο για τους γονείς ή τα αδέλφια σου. Ζεις στο δικό σου κόσμο. Ένας μεθυσμένος οδηγός έτρεχε, μπήκε στο αντίθετο ρεύμα και τους χτύπησε. Όλοι τους σκοτώθηκαν ακαριαία. Έτσι μας είπε η αστυνομία και προσεύχομαι να ήταν αλήθεια. Εγώ δεν ήθελα να πάω μαζί τους. Ήμουν στο σπίτι και μιλούσα στο τηλέφωνο με φίλους. Λες και ήταν σημαντικότερο από την οικογένειά μου.» Τα μάτια της βούρκωσαν και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. Είχε να κλάψει για το χαμό τους από τη μέρα της κηδείας. Κάθε χρόνο που επισκεπτόταν το νεκροταφείο η καρδιά της γινόταν κομμάτια, γιατί η Μόνα δεν είχε καταφέρει να το ξεπεράσει ακόμα και κάθε φορά άνοιγε η πληγή από την αρχή. Η φωνή του Άνταμ αντηχούσε μέσα στο μικρό αυτοκίνητο. «Ιβέτ, όλοι κουβαλάμε τις τύψεις μας. Όλοι έχουμε κάτι που ευχόμασταν να είχαμε κάνει διαφορετικά. Αν ήσουν κι εσύ στο αυτοκίνητο, η γιαγιά σου θα είχε απομείνει μόνη της. Αν είχα έρθει κι εγώ στο Λος Άντζελες με τον πατέρα μου εκείνη την τελευταία φορά, θα είχα σκοτωθεί μαζί του στο αεροπλάνο. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι. Δεν έχει κανένα νόημα.» Άφησε τα χέρια της και σκούπισε τα μάγουλά της. Τα δυνατά δάχτυλά του τη χάιδευαν απαλά.
Τον κοιτούσε την ώρα που βούρκωνε κι εκείνος. Με τα γλυκά του χείλη έδωσε ένα φιλί στο υγρό πρόσωπό της. Ξαφνικά η Ιβέτ ένιωσε μια σπίθα σε ένα μέρος της καρδιά της που δε θυμόταν ότι υπήρχε, παρά τα χρόνια της ψυχοθεραπείας. Ο Άνταμ μιλούσε στην καρδιά της, λέγοντάς της ότι έχει κάθε δικαίωμα να προχωρήσει και να απολαύσει τη ζωή της. Της μιλούσε σαν να καταλάβαινε αυτό που περνούσε. «Έχεις όμως ακόμα τη Μόνα, έτσι δεν είναι; Αν και, για να ζει στο Γκόλντεν Όουκς, πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη» είπε και η φωνή του ήταν ειλικρινής. Η καρδιά της σταμάτησε. Κι εκείνος άλλωστε δεν μπορούσε να τα διορθώσει όλα. «Το Γκόλντεν Όουκς δεν είναι απλά ένα γηροκομείο. Είναι το καλύτερο κέντρο φροντίδας ασθενών με Αλτσχάιμερ στη χώρα. Η Μόνα είναι σε προχωρημένο στάδιο άνοιας. Δεν αναγνωρίζει ούτε εμένα πια.» Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της. Πάνω που πίστεψε ότι δεν είχε άλλα αποθέματα, τελικά έκανε λάθος. Μετά από κάθε μάταιη επίσκεψη στη γιαγιά της ένιωθε τα συναισθήματα να την πνίγουν. Ο Άνταμ την έκλεισε στην αγκαλιά του. Η μοναδική μυρωδιά του δάσους που ανέδινε το κορμί του την τύλιξε. Η ευωδιά του πεύκου τής έφερνε στο νου αναμνήσεις από την εποχή που πήγαιναν με τη Μόνα στο Γιόσεμιτ ή τις βόλτες τους στην κοιλάδα χαζεύοντας το Χαφ Ντομ. Οι περισσότερες αναμνήσεις της ήταν από βόλτες στην εξοχή της Καλιφόρνια με τη γιαγιά της. Μέχρι το χτύπημα του Αλτσχάιμερ, η Μόνα ήταν μια πολύ ζωντανή και κοινωνική γυναίκα και αυτό έκανε την πορεία της ασθένειας ακόμα πιο δύσκολη για την Ιβέτ. Η Ιβέτ κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά του Άνταμ. Το μάγουλό της ακουμπούσε στο δυνατό του στέρνο και άκουγε την καρδιά του να χτυπά. Στο πουκάμισό του υπήρχαν ακόμα ίχνη από το άρωμά της από νωρίτερα το απόγευμα στο γραφείο του. Καθώς το μυαλό της έβγαζε συμπεράσματα για αυτή την περίεργη ιστορία, ένιωσε πολύ ταπεινωμένη. Εκείνος την ακολούθησε μέχρι εδώ, της συμπαραστάθηκε σαν καλός φίλος και την είδε σε μια από τις χειρότερες στιγμές της. Μέσα της πάλευαν συναισθήματα θυμού και ευγνωμοσύνης. Τα τρυφερά του χάδια στα μαλλιά της δεν άφηναν περιθώρια στο θυμό της όμως. Για πάρα πολύ καιρό δεν είχε κανέναν δίπλα της και ήταν τόσο διαφορετικό και όμορφο αυτό που ζούσε τώρα. Να έχει κάποιον να στηριχτεί πάνω του. Να ονειρεύεται ότι σημαίνει κάτι γι’ αυτόν. Ήταν πολύ ευχάριστο συναίσθημα. Τραβήχτηκε μακριά του. «Ευχαριστώ» τραύλισε. «Συνήθως μετά την επίσκεψη είμαι πιο δυνατή, αλλά σήμερα δεν ήταν καλά. Με έδιωξε με τις κλοτσιές και μου πετούσε πράγματα. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω σε ποιον φώναζε. Δεν κατάλαβε καν ότι ήμουν εκεί. Ήταν πραγματικά πολύ κακή μέρα» κατέληξε εξαντλημένη. Το ζεστό χέρι του Άνταμ χάιδευε το πόδι της. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί δουλεύεις τόσο σκληρά. Φαντάζομαι ότι πρέπει να κοστίζει πολύ η διαμονή της γιαγιάς σου εδώ.» Το βλέμμα του περιπλανήθηκε πάνω από τον πέτρινο τοίχο και το φυλάκιο της εισόδου. Το κέντρο βρισκόταν σε πολύ πλούσια συνοικία του Μπέβερλι Χιλς. «Δε θέλεις να ξέρεις.» Τα καταγάλανα μάτια του στράφηκαν πάνω της. «Θέλεις αύξηση;» Ένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο συναίσθημα ενοχής την κατέλαβε. Εκείνη σχεδίαζε να τον καταστρέψει κι αυτός ήθελε να τη βοηθήσει. Γύρισε στο κάθισμά της νιώθοντας πολύ ασήμαντη και
τιποτένια. Ποτέ ως τώρα δεν είχε νιώσει έτσι για κανέναν από τους ανθρώπους που είχε καταστρέψει, αλλά ούτε είχε κοιμηθεί με κανέναν από αυτούς. «Όχι, ο μισθός μου είναι υπεραρκετός. Διαχειρίζομαι την περιουσία της Μόνα και φτάνει για να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων. Είμαστε εντάξει, αλήθεια.» «Εσύ ξέρεις καλύτερα» είπε ο Άνταμ. Πήρε το χέρι του από το πόδι της και εκείνη αμέσως ένιωσε το κενό μέσα της και τη ζεστασιά που χάθηκε. «Θα σε αφήσω, είμαι σίγουρος ότι θα πεινάς σαν λύκος. Θα σε δω στο γραφείο αύριο. Συγνώμη αν φάνηκε σαν να σε παρακολουθώ.» Κοιτούσε τον Άνταμ να βγαίνει από το αυτοκίνητό της. Ήθελε να τον φωνάξει για να του πει ότι τη βοήθησε πολύ και ότι νιώθει καλύτερα, αλλά δεν πρόλαβε. Το αυτοκίνητό της τώρα που έφυγε εκείνος έμοιαζε τεράστιο. Τον κοιτούσε να τρέχει στο δρόμο, να μπαίνει στο Χάμερ του και να απομακρύνεται. Ένα φως απ’ έξω πλημμύρισε το αυτοκίνητό της. Είδε ότι η ώρα ήταν περασμένη και ξεκίνησε κι εκείνη, γιατί είχε αρκετό δρόμο μπροστά της. Αναλογιζόταν τις επιλογές που είχε κάνει στη ζωή της και για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν λάθος. Μάλλον το Χάμερ γνώριζε το δρόμο για το σπίτι, γιατί, ενώ ο Άνταμ δεν πρόσεχε πού πήγαινε, ξαφνικά βρέθηκε στην ανηφόρα του Τοπάνγκα. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός ανεβαίνοντας το στενό δρόμο μέχρι το γκαράζ του σπιτιού του. Έσβησε τη μηχανή και έμεινε στη θέση του. Στο μυαλό του γύριζαν τα διαφορετικά πρόσωπα της Ιβέτ. Ποιο απ’ όλα αυτά να ήταν άραγε το πραγματικό της; Ήταν η ξελογιάστρα που είδε στο ξενοδοχείο ή η ικανή ιδιαιτέρα; Μήπως ήταν εκείνη η απίστευτα αισθησιακή γυναίκα που είδε νωρίτερα το απόγευμα στο γραφείο του ή εκείνη που νοιάζεται για την άρρωστη γιαγιά της; Ποια ήταν στ’ αλήθεια η Ιβέτ Γκιαρντίνο; Βγήκε από το Χάμερ του και ακόμα προσπαθούσε να λύσει το αίνιγμα. Προχώρησε προς την εξώπορτα και μπήκε στο σπίτι. Έριξε με θόρυβο τα κλειδιά του στη γυαλισμένη επιφάνεια του μπουφέ που βρισκόταν στο χολ. Άκουσε βήματα από τακούνια και είδε μια νεαρή γυναίκα να τον πλησιάζει και να παίρνει το σακάκι από το χέρι του. «Μαρία, τι έκπληξη. Πού είναι η μητέρα σου; Συνήθως τη βρίσκω εδώ τα απογεύματα.» Η Μαρία, όντας αρκετά κοντύτερή του, ήταν αναγκασμένη να τεντώσει το λαιμό της προκειμένου να τον κοιτάξει. «Έπρεπε να πάει στην εκκλησία. Αλλά το φαγητό σου είναι στο φούρνο και το κρασί σου παγώνει. Όλα είναι έτοιμα και σε περιμένουν.» Όση ώρα η Μαρία απαριθμούσε τα επιτεύγματα της ίδιας και της μητέρας της, ο Άνταμ κινούταν νευρικά. Ποτέ δεν έκανε τίποτα στο σπίτι. Πάντα τα έκανε όλα η μητέρα του, με λίγη βοήθεια στις διακοπές ή σε κάποιο πάρτι. Όταν μετακόμισε στο Λος Άντζελες, κατάλαβε γρήγορα ότι, αν δεν ήθελε να τρώει μόνο μακαρόνια με τυρί, θα έπρεπε να βρει κάποιον να τον βοηθά στο σπίτι. Με έναν αναστεναγμό κατέληξε ότι χρειαζόταν μια οικιακή βοηθό ή μια σύζυγο. Αυτή η σκέψη του έφερε τρέμουλο, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να νοικοκυρευτεί. Ήθελε να περνάει καλά. Οράματα από τη σημερινή σκηνή στο γραφείο χρωμάτισαν το μυαλό του με ζωηρές εικόνες. Σίγουρα δεν ήταν η ώρα του ακόμα να σοβαρευτεί. Η Μαρία τον κοίταξε με τα γλυκά καστανά μάτια της συνοφρυωμένη. «Είσαι καλά; Φαίνεσαι
αγχωμένος. Το κρασί σου σε περιμένει, το θυμάσαι;» «Ναι, το θυμάμαι. Σ’ ευχαριστώ, Μαρία. Ευχαρίστησε και τη μητέρα σου εκ μέρους μου, σε περίπτωση που δεν τη δω το πρωί. Είστε άγγελοι. Θα είχα πεθάνει από την πείνα, αν δεν ήσασταν εσείς.» Ένα σπάνιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. «Η μητέρα μου λέει ότι είναι πολύ εύκολο να σε φροντίζει κανείς, αλλά αυτό που πραγματικά χρειάζεσαι είναι μια γυναίκα.» Ακούγοντας αυτό το σχόλιο, ο Άνταμ τινάχτηκε νιώθοντας ένα ρίγος. Απ’ ό,τι φαινόταν, όλοι πίστευαν ότι έπρεπε να παντρευτεί. Η γυναίκα που μονοπωλούσε την προσοχή του όμως δεν ήταν από εκείνες που παντρεύονται – και δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι θα βγαίνει με άλλες από τη στιγμή που υπήρχε η Ιβέτ στη ζωή του και στο κρεβάτι του.
Κεφάλαιο Εννέα Δύο μέρες αργότερα, οι σκέψεις του Άνταμ ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι. Είχε πει στη Μαρία και στη μητέρα της να φύγουν νωρίς και είχε σκοπό να μαγειρέψει μόνος του. Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά σκεπτόμενος τη βλακεία που έκανε. Το νερό για τα μακαρόνια φούσκωσε και ξεχείλισε από την κατσαρόλα, η σάλτσα μαρινάρα μύριζε σαν καμένη και εκείνος προσπαθούσε να επουλώσει την πληγή στο δάχτυλο που έκανε ενώ επιχειρούσε να φτιάξει τη σαλάτα. Το παράφωνο κουδούνι της πόρτας ήταν η τελευταία σταγόνα. Πέταξε την πετσέτα πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Έριξε μια ματιά στο ρολόι και σκέφτηκε ότι τελικά υπάρχουν μερικές γυναίκες που δε συνηθίζουν να αργούν. Άνοιξε την πόρτα και κράτησε την αναπνοή του τόσο που άρχισε να βήχει. Η Ιβέτ μπήκε φουριόζα μέσα και τον χτύπησε, όχι πολύ φιλικά, στην πλάτη. Εκείνος προσπάθησε να την απομακρύνει για να καταφέρει να ανακτήσει τον έλεγχό του. Το βλέμμα του ταξίδεψε από τα ψηλά τακούνια της προς το στενό μαύρο τζιν και ως το εξώπλατο που φορούσε και ήταν σαν ζωγραφισμένο πάνω της. Τα πυρόξανθα μαλλιά της έπεφταν απαλά στους ελαφρά μαυρισμένους ώμους και κατέληγαν στο ελεύθερο στήθος της. Το αεράκι που φύσηξε απέδειξε ότι είχε δίκιο στο τελευταίο. «Μπορώ να περάσω;» Ο λάγνος τόνος της φωνής της έστειλε κύματα αισθησιασμού στο κορμί του και παλμούς στα σκέλια του. «Φυσικά» είπε και έκανε στην άκρη για να την αφήσει να μπει. Όταν πέρασε δίπλα του, το άρωμα από τριαντάφυλλα και λιβάδια που ανέδινε τον συνεπήρε. Βόγκηξε ανήμπορος να αντέξει το ξεμυάλισμα που του προκαλούσε το κορμί της και το πόσο άβολα ένιωθε με τα ρούχα του. Το να υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι αυτό ήταν απλά ένα επαγγελματικό δείπνο δεν τον βοήθησε ιδιαίτερα. Την ώρα που την κοιτούσε είδε την πανέμορφη μύτη της να σουφρώνει. «Κάτι καίγεται.» «Αχ, όχι! Το φαγητό!» Γέλασε και τον ακολούθησε τρέχοντας στην κουζίνα. Δέκα λεπτά αργότερα καθόταν και τη θαύμαζε να κουμαντάρει την κουζίνα του και να διορθώνει τα λάθη του στο δείπνο. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, η Ιβέτ είχε μαζέψει τα νερά, είχε βάλει πάλι την κατσαρόλα στο μάτι για να βράσει, η σάλτσα που κατάφερε να σώσει σιγόβραζε σε μια άλλη και τώρα έκοβε τη σαλάτα στον πάγκο, ακριβώς μπροστά του. Το σύνολο της σέξι γατούλας δεν ταίριαζε πολύ με την καρό ποδιά της Μαρία, που φορούσε από πάνω. Η δυσαρμονία αυτή ήταν πολύ έντονη σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, αλλά συνάμα ήταν και πολύ ερωτική σε άλλα. Ευτυχώς που τουλάχιστον ήταν καθιστός και δεν μπορούσε να δει και εκείνη πόσο την ήθελε έτσι όπως την έβλεπε τώρα. Το κορμί του έτρεμε από την παρουσία της κοντά του. Την είδε να τον πλησιάζει κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί. Του το έδωσε μαζί με το τιρμπουσόν. «Έλα, πάρε! Κάνε κάτι και συ.» «Το δείπνο ετοιμαζόταν στην εντέλεια. Το κουδούνι φταίει, που απέσπασε την προσοχή μου.»
«Ψεύτη.» Γέλασε. Ο αισθησιακός ήχος σκόρπισε κύματα πόθου από τη ραχοκοκαλιά του μέχρι χαμηλά. Ήθελε να τη ρίξει στο κρεβάτι, να τη γαργαλά και να ακούει το γέλιο της όλη τη νύχτα. Κούνησε το κεφάλι του για να διώξει αυτή τη σκέψη από το μυαλό του. Έχουμε δουλειά, υπενθύμισε στον εαυτό του. Η δουλειά είναι βαρετή. Η Ιβέτ πήγε να ανακατέψει τη σάλτσα και ο Άνταμ παρατήρησε τα τέλεια οπίσθιά της μέσα από το μαύρο τζιν που φορούσε. Ήταν ακριβώς όπως έπρεπε. Πάντα προτιμούσε αυτό το σημείο στις γυναίκες. Όταν έπιασε το μπουκάλι με το κρασί τα χέρια του έτρεμαν. Ο φελλός γλίστρησε απαλά από το στόμιο και μετά από αυτό δεν υπήρχε πια καμιά πιθανότητα να μπορέσει να καθαρίσει το μυαλό του από τις λάγνες σκέψεις. «Πού έμαθες να μαγειρεύεις;» τη ρώτησε προσπαθώντας να αλλάξει την πορεία που είχε πάρει το μυαλό του, απευθείας προς την κρεβατοκάμαρα δηλαδή. Τα χέρια του είχαν σταματήσει να τρέμουν και της έδωσε ένα ποτήρι κρασί. Το γέλιο της ήταν τόσο ζωντανό, που ένιωθε ότι του γαργαλούσε τις αισθήσεις. «Όταν άκουσες το όνομα Γκιαρντίνο, δε σκέφτηκες ότι η γιαγιά μου θα μου είχε μάθει να μαγειρεύω; Με τις γαστρονομικές μου γνώσεις, θα μπορούσα να ανοίξω εστιατόριο. Αμέσως μετά ακολουθούν οι ικανότητές μου στις επιχειρήσεις.» Η Ιβέτ τού έκλεισε το μάτι πίνοντας μια γουλιά κρασί και τα σμαραγδένια μάτια της έλαμπαν. Εκείνος έστριψε το κεφάλι του με τη σκέψη ότι οι ικανότητές της στο σεξ ήταν κι εκείνες πολύ ψηλά. Την κοίταξε ξανά και εκείνη την ώρα η Ιβέτ διάλεγε τα μυρωδικά που θα έβαζε στη σάλτσα. Η κουζίνα πλημμύρισε από τις γλυκές μυρωδιές. Ο τρόπος που μαγείρευε ήταν σκέτη μαγεία. Στο μυαλό του Άνταμ γύριζαν ακόμα οι ερωτικές σκηνές των δυο τους, υπενθυμίζοντάς του ότι το ίδιο ήταν και στο κρεβάτι. «Σου έμαθε και η μαμά σου να μαγειρεύεις;» Είδε τους ώμους της να σφίγγονται. «Συγνώμη.» Γύρισε προς το μέρος του. «Όχι, είμαι εντάξει. Προσπάθησε να με μάθει, αλλά το ποδήλατο βουνού και το σκέιτ μου είχαν πολύ περισσότερο ενδιαφέρον.» «Ποδήλατο βουνού;» «Ναι, ήμουν ένα γνήσιο αγοροκόριτσο. Αν κάτι ήταν βρόμικο και επικίνδυνο, με τραβούσε σαν μαγνήτης. Είναι θαύμα ότι κατάφερα να επιζήσω. Δεν είχα χρόνο για μαγειρική, συγύρισμα και τέτοια κοριτσίστικα πράγματα.» Έκανε ένα μορφασμό για να δείξει την απέχθειά της. Εμφανίστηκε ξανά το αίνιγμα μπροστά στα μάτια του. Ποια από όλες τις προσωπικότητες ήταν της αληθινής Ιβέτ; Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτή η απόλυτα θηλυκή, αισθησιακή και ολοκληρωμένη γυναίκα λερωνόταν με το ποδήλατο στα βουνά. Δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ότι θα μπορούσε να σπάσει έστω και ένα νύχι. Για άλλη μια φορά του απέδειξε ότι έκανε λάθος. Όταν έβγαλε το πορτοφόλι της από την τσάντα, εκείνος την κοιτούσε ακόμα. Του έδειξε μια φωτογραφία της με το ποδήλατο και ένα κύπελλο πολύ πιο μεγάλο από αυτήν. Το λαμπερό της χαμόγελο με τα αστραφτερά δόντια ήταν το μόνο καθαρό επάνω στο βρόμικο και σκονισμένο πρόσωπό της. «Αυτό ήταν από το τοπικό πρωτάθλημα» είπε και το πρόσωπό της έλαμπε από υπερηφάνεια. «Ήμουν η πρώτη κοπέλα που το κατέκτησε.» «Αξίζει να νιώθεις υπερήφανη.» Σχημάτιζε με τα δάχτυλά του μεγάλους κύκλους στον πάγκο
της κουζίνας. Η Ιβέτ άρχισε να ιδρώνει, ενώ κοιτούσε τα τεράστια χέρια του, που χάιδευαν το γρανίτη μπροστά της, και το σώμα της καιγόταν να τα νιώσει να χαϊδεύουν εκείνο αντί για την παγωμένη επιφάνεια. Κατηγόρησε τη ζέστη από το φαγητό που μαγειρευόταν. Για ποιον άλλο λόγο να ένιωθε τόσο φουντωμένη και αναψοκοκκινισμένη; Τα χέρια της έτρεμαν την ώρα που έβαζε τη φωτογραφία στο πορτοφόλι και έπειτα στην τσάντα της. «Είμαι τόσο καλή μαγείρισσα, που θα κάψω όσο φαγητό απέμεινε όπου να ’ναι.» Πήγε πάνω από τις κατσαρόλες για να διώξει από το μυαλό της όλες τις υπόλοιπες σκέψεις εκτός από το δείπνο τους. Ο ατμός που έβγαινε από το νερό που έβραζε έμοιαζε κρύος σε σχέση με το πρόσωπό της. Ένιωθε το βλέμμα του Άνταμ στην πλάτη της και ανατρίχιασε. Ηρέμησε. Πήρε βαθιές ανάσες. Ένιωσε τα ζεστά του χέρια να τρίβουν τον αυχένα της και τρόμαξε. «Φαίνεσαι κάπως σφιγμένη» της ψιθύρισε στο αυτί και η αναπνοή του τη γαργάλησε. Το αρρενωπό κορμί του κατακυρίευε όλες τις αισθήσεις της και η αναπνοή του έκανε τουφίτσες από τα μαλλιά της να φτερουγίζουν. Όταν με τα δόντια του δάγκωσε απαλά το λοβό της, η καρδιά της άρχισε να χτυπά με τέτοιον ενθουσιασμό και προσμονή όπως τότε που έτρεχε με το ποδήλατο στους αγώνες. Τη στιγμή που τραβήχτηκε μακριά, της έλειπε ήδη η ζεστασιά του κορμιού του. «Έτοιμη... για φαγητό;» Μια πνιχτή κραυγή ξεπήδησε από τα χείλη της ακούγοντας τις λέξεις που εσκεμμένα είχε χρησιμοποιήσει. Μόλις της είχε πετάξει το μπαλάκι. Η Ιβέτ το σήκωσε νοερά και έπεσε με τα μούτρα στον αγώνα για να επιτεθεί όσο δυνατά το έκανε κι εκείνος. Αυτό το παιχνίδι το ήξερε καλά. «Είμαι πάντα έτοιμη» του απάντησε με αυτή τη βραχνάδα που ήξερε ότι τρέλαινε τους άντρες. Ο Άνταμ δεν ήταν εξαίρεση. Η Ιβέτ έβαλε τα χέρια της πίσω για να λύσει την ποδιά και να αφήσει τα στήθη της να φαίνονται. Το εφαρμοστό ύφασμα τρίφτηκε επάνω στις ρώγες της, που ήδη ήταν ερεθισμένες. Δε χρειαζόταν να κοιτάξει για να δει ότι όντως ξεχώριζαν. Έτσουζαν με κάθε κίνηση του υφάσματος. Πήγε στην κουζίνα και έσβησε το φαγητό. Όπως ακριβώς της είχε μάθει η γιαγιά της, η Ιβέτ σέρβιρε το φαγητό σε πιατέλες και έστρωσε το τραπέζι. Κοίταξε τον Άνταμ φευγαλέα πάνω από τον ώμο της – εκείνος δεν είχε πάρει ακόμα το βλέμμα του από πάνω της. Τα μάτια του είχαν ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα και έλαμπαν. «Το τραπέζι πώς σου φαίνεται;»Με δυο δρασκελιές βρέθηκε πίσω της και τα πιάτα έπεσαν στο πάτωμα. Την άρπαξε από τους ώμους, τη γύρισε προς το μέρος του και τα χείλη του καταβρόχθισαν τα δικά της. Κάθε σκέψη που αφορούσε φαγητό, παιχνίδια ή τη δουλειά έφυγε αστραπιαία και το μόνο που υπήρχε στο μυαλό της τώρα ήταν τα χείλη του, που γλιστρούσαν και ρουφούσαν τα δικά της. Αφανίστηκε σε μια θύελλα συναισθημάτων και αισθήσεων σαν ένα προσάναμμα που γέννησε τη σπίθα στην ξερή γη της Καλιφόρνια. Τα χέρια του ήταν παντού πάνω της. Κάθε σημείο του κορμιού της που άγγιζε ανατρίχιαζε. Με το ένα του χέρι κρατούσε το λαιμό της και το άλλο περιπλανιόταν στο κορμί της. Τίναξε τα δάχτυλά του και έλυσε το κούμπωμα στο πίσω μέρος του εξώπλατου που φορούσε και εκείνο έπεσε στη μέση της. Τα ζεστά του δάχτυλα χάιδευαν το στήθος της, που έκαιγε. Η Ιβέτ βόγκηξε, η ηδονή γεννιόταν μέσα της και ένιωθε το εσώρουχό της υγρό από την ανάγκη. Με αρκετή δύναμη για να μην αντισταθεί, η Ιβέτ άρπαξε τον Άνταμ από τα μαλλιά και οδήγησε
τα χείλη του στο στήθος της. Αναστέναξε την ώρα που η γλώσσα του και τα χείλη του έδιναν απλόχερα φροντίδα στο αχόρταγο κορμί της. Η πλάτη της τεντώθηκε. Είδε άστρα και αισθάνθηκε μέσα της να γίνεται έκρηξη. Η κοιλιά της σφίχτηκε από τα κύματα που ένιωθε να μαίνονται. Όταν ο Άνταμ τύλιξε τα χέρια του στη μέση της και τη σήκωσε πάνω στον πάγκο της κουζίνας, της κόπηκε η ανάσα και ανατρίχιασε όλο της το κορμί. Την ξάπλωσε πάνω στην παγωμένη επιφάνεια και εκείνη έκαιγε. Αυτό και μόνο αρκούσε να τη φέρει ξανά σε οργασμό. Το χείλος του γκρεμού έμοιαζε να πλησιάζει όλο και περισσότερο, μέχρι που τελικά έπεσε. Ο Άνταμ με πολύ αργές κινήσεις, που την έκαναν να θέλει να ουρλιάξει, της έβγαλε τα παπούτσια και κατέβασε το τζιν αργά αργά. Η κρύα γρανιτένια επιφάνεια δρόσισε λίγο το κορμί της, που έκαιγε από την ηδονή. Τέντωσε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της για να απολαύσει την όαση δροσιάς. Ο Άνταμ έστρεψε και πάλι την προσοχή του σε εκείνη και το μόνο που είχε σημασία γι’ αυτόν ήταν η απόλαυσή της. Έστελνε φλόγες πάθους σε κάθε σπιθαμή που άγγιζε. Με τα χέρια του έσκισε το δαντελωτό της εσώρουχο και το πέταξε μακριά. Το κορμί της έβραζε στην κόλαση του πάθους. Τα χέρια του ήταν στους μηρούς της. Τα δάχτυλά του μάλαζαν την απαλή σάρκα της μέχρι που εκείνη άρχισε να σπαρταρά. Η πλάτη της τεντώθηκε, το κορμί της είχε πάρει φωτιά και τα χείλη του χάραζαν φιλιά πάνω της. Όταν το μάγουλό του ακούμπησε το δέρμα της στο εσωτερικό των ποδιών, τα γένια που μόλις είχαν αρχίσει να φυτρώνουν στο πρόσωπό του την έτριβαν με έναν άγριο αλλά ευχάριστο τρόπο, ακριβώς στη λεπτή εκείνη γραμμή που χωρίζει τον πόνο από την ηδονή. Το ένα χέρι του πήγε στην υγρή πηγή του πάθους της, το ένιωθε ζεστό και δυνατό να γλιστρά μέσα της. Ακούστηκε ένα βαθύ βογκητό. Με ανεπαίσθητες κινήσεις έκανε τον πυρετό που την έκαιγε να σκαρφαλώσει στα ύψη, τόσο που δε βοηθούσε ούτε ο κρύος πάγκος. Τα χείλη του ταξίδεψαν ως το κέντρο της ηδονής της, έπαιζε μαζί της και σταματούσε μέχρι που ήθελε να αρπάξει το κεφάλι του για να το κατευθύνει εκεί όπου το χρειαζόταν, εκεί όπου το ήθελε. Τα χέρια της σφίχτηκαν σε γροθιές και τα νύχια της μπήγονταν στις παλάμες της. Πετούσε πάνω από την έντονη πλευρά του αβάσταχτου πόνου, ενός γλυκού πόνου. Μετά από ένα διάστημα που της φάνηκε σαν αιωνιότητα, τα χέρια του άρπαξαν τα οπίσθιά της και την τράβηξε κοντά στο στόμα του. Όση ώρα της έκανε έρωτα με τη γλώσσα και τα χείλη του ήταν σαν να πετούσε γύρω τους υγρό πυρ. Τα κύματα τους παράσερναν το ένα μετά το άλλο. Την οδηγούσε ασταμάτητα στην κορύφωση. Η γλώσσα του τη βασάνιζε μέχρι που την έσπρωξε βαθιά μέσα της, και τότε εκείνη ούρλιαξε. Ήταν σαν μια κουρελιασμένη κούκλα, την πονούσε κάθε σπιθαμή του κορμιού της και ταυτόχρονα ήταν μουδιασμένη. Ακόμα και αν αυτή τη στιγμή γινόταν ένας σεισμός τόσο δυνατός που θα μπορούσε να στείλει όλη την Καλιφόρνια στον πάτο της θάλασσας, εκείνη δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί. Τουλάχιστον θα πέθαινε ζαλισμένη από την ευτυχία, σκέφτηκε, αναγνωρίζοντας το χαζό χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα χείλη της. Ο Άνταμ την τράβηξε στην άκρη του πάγκου, ενώ συνέχιζε να σκορπά φιλιά στην κοιλιά και το στήθος της. Οι μετασεισμοί δεν είχαν κοπάσει ακόμα. «Ιβέτ του 2012. Πολύ καλή χρονιά. Έντονη, που αφήνει ιδιαίτερα γλυκιά επίγευση.» Την τράβηξε στην αγκαλιά του, βρήκε τα χείλη της με τα δικά του και τότε εκείνη γεύτηκε την
ευωδιαστή γυναικεία μυρωδιά της στη γλώσσα του. Τα βογκητά της καλύπτονταν από το στόμα του και για μια ακόμα φορά η ηδονή γεννιόταν μέσα της. Το ένα του χέρι ήταν στο στήθος της και το άλλο κούρνιαζε ανάμεσα στα πόδια της. Τα δάχτυλά του τώρα ήταν εκεί όπου πριν ήταν το στόμα του. Εκείνη αγκάλιασε το σκοτάδι κι εκείνος για μια ακόμα φορά την έστειλε στην κορύφωση. Μόλις η Ιβέτ άνοιξε τα μάτια της, βρέθηκε κολλημένη στο στήθος του Άνταμ. Η τραχύτητα του δέρματός του τη γαργαλούσε. Την κρατούσε αγκαλιά και η καρδιά της σιγά σιγά άρχιζε να επανέρχεται στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. «Αχ…» μουρμούρισε την ώρα που τα χείλη του χάραζαν γραμμές στο λαιμό της και κατέληγαν σε ένα πολύ ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στον αυχένα και τους ώμους. Έγειρε το κεφάλι της για να απολαύσει τα χάδια του. Δεν τον χόρταινε. Είχαν μουδιάσει όλες οι νευρικές απολήξεις του κορμιού της. Ένιωθε ζωντανή, να σφύζει από ενέργεια. Της ψιθύρισε στο αυτί, ενώ τα χείλη του τσιμπούσαν το λοβό της. Ένα ελαφρύ δάγκωμα έστειλε κύματα πόθου στο σημείο ανάμεσα στους μηρούς της, που ακόμα ήταν μουδιασμένο από την επιθυμία. Η Ιβέτ έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό του και τον τράβηξε κοντά της. Με λαχτάρα που όλο και μεγάλωνε, έφερε τα χείλη της πάνω στα δικά του και άφησε τα φιλιά του να τη μαγέψουν. Η πλάτη της τεντώθηκε προσπαθώντας να τον πλησιάσει κι άλλο, πράγμα που όμως δε γινόταν, γιατί ήδη ήταν στήθος με στήθος, τα κορμιά τους ήταν ενωμένα. Όταν η γλώσσα του μπλέχτηκε με τη δική της, το στόμα του είχε τη γεύση του μόσχου και του κρασιού. Ακούστηκε ένα βογκητό, δεν κατάλαβε όμως σίγουρα από ποιον από τους δυο βγήκε. Δεν είχε σημασία. Τα χείλη, το στόμα και τα χέρια του πάνω της την έφτασαν ξανά στην κορυφή. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Ήθελε να τον νιώθει κοντά της, κυρίως για προστασία. Αν δεν την κρατούσε, φοβόταν ότι θα γλιστρούσε στο δάπεδο από τερακότα. Μια βαθιά ικανοποίηση τύλιξε το κορμί της. Ένα συναίσθημα που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν. Ίσως να ήταν έρωτας. Αναστέναξε, ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του Άνταμ και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν το πιο έντονο σεξ που έχω κάνει ποτέ. Ο Άνταμ χαμογέλασε, ενώ εκείνη ξετύλιγε τα χέρια της από το λαιμό του. Από το ύφος στο πανέμορφο πρόσωπό της κατάλαβε ότι κι εκείνη σκεφτόταν το ίδιο. Γονάτισε, μάζεψε τα ρούχα της και τα άφησε στον πάγκο δίπλα της. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και να μην αγγίξει ξανά το απαλό της δέρμα. «Πεινάω» είπε ενώ φορούσε το πουκάμισό του. Πήγε στις κατσαρόλες και κοίταξε να δει αν ήταν έτοιμο το φαγητό. «Ευτυχώς που η μακαρονάδα τρώγεται και κρύα. Δεν αντέχω να περιμένω να ζεσταθεί.» Την κοίταξε πίσω από τον ώμο του. «Μάλλον θα χρειαστεί περισσότερη ώρα απ’ όσο εσύ.» «Αν ανακατέψουμε τα μακαρόνια με τη σάλτσα, μπορούμε να τα βάλουμε στο φούρνο μικροκυμάτων» είπε και η φωνή της ήταν σφιγμένη. Κατέβηκε από τον πάγκο και τράβηξε απότομα τα ρούχα της. Ο Άνταμ την κοιτούσε να ντύνεται με απίστευτη ταχύτητα. Μάλλον θα έπρεπε να πεινάει και εκείνη. Χαμογέλασε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, που του έφερε ξανά τη μυρωδιά της. Ήταν ήδη έτοιμος για το δεύτερο γύρο, αλλά αποφάσισε ότι θα ήταν προτιμότερο να περιμένει. Η ευωδιά από το
φαγητό εξουδετέρωσε όλες τις υπόλοιπες, εξίσου δελεαστικές μυρωδιές. Υπήρχε όμως και το επιδόρπιο.
Κεφάλαιο Δέκα Οι κυματιστοί λόφοι, λουσμένοι στις χρυσές και καφέ αποχρώσεις, κατηφόριζαν προς την κοιλάδα που οδηγούσε στον Ειρηνικό Ωκεανό. Πύρινες γραμμές στα χρώματα του βύσσινου, του μανταρινιού και του λεμονιού χάραζαν τον ουρανό την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Ο ήλιος έπεφτε πίσω από τους λόφους για να καταλήξει μέσα στη θάλασσα, που όμως δε φαινόταν ακόμα. Ένα απαλό αεράκι αναστάτωσε τα μαλλιά της Ιβέτ και έφερε γαλήνη στην ψυχή της. Το δείπνο ήταν εξαίσιο. Το γεγονός ότι ο Άνταμ δεν ένιωσε όπως εκείνη δεν έπρεπε να την ταράξει τόσο πολύ. Και τι έγινε που για εκείνον ήταν απλά σεξ; Και για εκείνη έτσι δεν ήταν; Δεν ήταν; Μια φωνή μέσα της φώναζε πως ήταν περισσότερα από αυτό. Η Ιβέτ στεκόταν στην ξύλινη βεράντα με ένα ποτήρι Σαρντονέ στο χέρι. Κοιτούσε την κοιλάδα να σκοτεινιάζει και άκουγε τα πουλιά να ψάχνουν μέρος για να βγάλουν τη νύχτα. Μακάρι να μπορούσε να βρει κι εκείνη έναν τρόπο να ηρεμήσει τον εαυτό της. Στην αρχή ήταν όλα τόσο εύκολα. Αυτό που είχε να κάνει ήταν να παγιδέψει το διευθυντή της εταιρείας, να αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους και να φύγει όταν εμφανιστεί κάποιος επενδυτής ή αναλάβει την εταιρεία το συμβούλιο. Ήταν ένα κόλπο που είχε κάνει δεκάδες φορές μέχρι τώρα, και με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, κάτι μέσα της έλεγε πως ο Άνταμ Σεν Ίντεν ήταν καλός άνθρωπος και δεν άξιζε το κακό που είχε σκοπό να του κάνει. Να του πάρει από τα χέρια του όλα όσα μετρούσαν στη ζωή του. Ίσιωσε την πλάτη της και τους ώμους της. Πήρε την απόφαση που θα τα άλλαζε όλα. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί αποφασισμένη να αποτύχει στο μοναδικό πράγμα που ήξερε ότι έκανε καλά και να αδράξει την ευκαιρία να προσπαθήσει να πετύχει κάτι άλλο για πρώτη φορά στη ζωή της. Θα μπορούσε άραγε να κάνει τον Άνταμ να την αγαπήσει και να τον αγαπήσει κι εκείνη; Όταν ένιωσε δύο ζεστά χέρια να χαϊδεύουν το κρύο δέρμα της, τρόμαξε και τινάχτηκε. Τον ένιωσε κοντά της και απευθείας ζεστάθηκε. Ο Άνταμ στάθηκε πίσω της και την αγκάλιασε ακουμπώντας το κορμί του επάνω στο δικό της. Μόλις κατάλαβε τι εννοούν όλοι όταν μιλούν για ασφάλεια. Ήταν ένα συναίσθημα που δεν είχε νιώσει ποτέ, γιατί πάντα η ίδια έπρεπε να προστατεύει τον εαυτό της. «Κρυώνεις;» Τα χείλη του ακουμπούσαν στο λοβό του αυτιού της. «Μπορούμε να πάμε μέσα, να πιούμε λίγο κρασί και να αφήσουμε τη νύχτα να μας οδηγήσει όπου θέλει εκείνη.» Οι λέξεις του χρωμάτιζαν ένα ερωτικό τοπίο που έκανε το κορμί της να ανατριχιάσει. Ήθελε σαν τρελή να μείνει και να το ζήσει. Ήθελε πολύ να είναι με κάποιον χωρίς να υπάρχει κανένας κρυφός σκοπός ή σχέδιο. Απλά να ζουν και να αγαπιούνται. Όταν τη γύρισε προς το μέρος του και τη φίλησε, έσβησε κάθε σπίθα αμφιβολίας μέσα της. Τα ζεστά χείλη του σκέπαζαν τρυφερά τα δικά της. Όταν η γλώσσα του απαίτησε να μπει μέσα της, εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να τον αφήσει χωρίς να φέρει αντίρρηση. Τα χέρια της πήγαν προς το λαιμό του και τον τράβηξε κοντά της, ενώ άκουγε αναστεναγμούς και βογκητά. Χωρίς να είναι σίγουρη αν ήταν δικά της ή δικά του, έσπρωξε τη γλώσσα της βαθύτερα για να τον γευτεί όσο περισσότερο γίνεται. Η πλούσια γεύση του φαγητού είχε αναμειχτεί με το τραγανό και γλυκό άρωμα
του κρασιού. Πίεσε το γοφό της επάνω στον δικό του και απόλαυσε την ερεθισμένη φύση του, που μαρτυρούσε το πόσο την ήθελε. Το βογκητό που ακούστηκε τώρα ήταν δικό του. Εκείνη χαμογέλασε θριαμβευτικά. Τα χέρια του Άνταμ ταξίδεψαν από το λαιμό προς τη ραχοκοκαλιά της και κατέληξαν στα οπίσθιά της πάνω από το τζιν για να τη φέρει ακόμα πιο κοντά του. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να του χαρίσει ξανά το καυτό σεξ όπως μέχρι τώρα. Για μια φορά έστω ήθελε να είναι αυτός ο ρομαντικός έρωτας που σου παίρνει το μυαλό σαν τα παραμύθια που άκουγε όταν ήταν μικρή. Εκείνος, σαν να άκουγε ακριβώς αυτό που ζητούσε η καρδιά της, τη σήκωσε στα χέρια και την πήγε μέσα. Ήξερε καλά το δρόμο, γιατί μέχρι να φτάσουν στην κρεβατοκάμαρα δε σταμάτησε στιγμή να τη φιλάει. Όταν πια βρέθηκε ξαπλωμένη, η Ιβέτ ένιωθε εύθραυστη και λεπτεπίλεπτη σαν πριγκίπισσα. Είχε βουλιάξει μέσα στα σεντόνια και τα παπλώματα. Βολεύτηκε και κοιτούσε τον Άνταμ που γλιστρούσε δίπλα της. Το τρυφερό άγγιγμα των δαχτύλων του στο μάγουλό της σχεδόν της έφερε δάκρυα. Έκλεισε τα μάτια της, ενώ εκείνος γέμιζε το πρόσωπό της με φιλιά. Τα ζεστά χείλη του ταξίδευαν στα μάγουλα, τις βλεφαρίδες και τη μύτη της. Τα χείλη του ήταν στο αυτί της και βρήκε εκείνο το ευαίσθητο σημείο που την τρέλαινε. Ένας αναστεναγμός δραπέτευσε από τα χείλη της. «Κι άλλο. Μη σταματάς.» Τα δόντια του έγδερναν το σημείο ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο της, όπως του ζήτησε. Όλο το κορμί της ανατρίχιασε από το βασανιστικό του χάδι. Τα χέρια του περιπλανιόνταν πάνω στην κοιλιά της, χάιδευαν τα στήθη της, γλιστρούσαν στα μάγουλά της και έδιωχναν τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Αφήνοντας φιλιά σε κάθε σπιθαμή του γυμνού της κορμιού, τα χέρια του την έγδυναν. Χωρίς να σκέφτεται και ακούγοντας μόνο τη φωνή του πάθους, δεν κατάλαβε για πότε έβγαλε και τα δικά του ρούχα. Η σάρκα της μούδιασε καθώς γλιστρούσαν γυμνοί και ενωμένοι στο κρεβάτι, χαμένοι στην έκσταση του πόθου. Οι νευρικές απολήξεις της Ιβέτ πήραν φωτιά. Τα χέρια του πήγαιναν προς τη ραχοκοκαλιά της και από εκεί στους γλουτούς της. Την τράβηξε με δύναμη κοντά του. Η ερεθισμένη του φύση την άγγιζε και ανάμεσα στους μηρούς της έγινε έκρηξη. Το χαμόγελο του Άνταμ, καθώς την άφηνε να δει το πάθος του για εκείνη, την ενθουσίασε κι άλλο. Ήθελε να μοιραστούν αυτή τη στιγμή, ήθελε να ξέρει ότι ένιωθε κι εκείνος όπως αυτή. Τον έσπρωξε πίσω και άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει σε κάθε χιλιοστό του γυμνασμένου αντρικού κορμιού. Οι θηλές του σκλήρυναν όταν εκείνη τις γρατζούνισε με τα μακριά νύχια της. Συνέχισε το ταξίδι προς την κοιλιά του και από εκεί ανάμεσα στους μηρούς του. Εκείνος ανατρίχιασε. Πολύ απαλά, η Ιβέτ γλίστρησε τα δάχτυλά της στη στύση του. Ήταν σαν ατσάλι με βελουδένιο περίβλημα. Το βογκητό που βγήκε από τα χείλη του ήταν η ανταμοιβή της γυναικείας της δύναμης. Τον χάιδευε συνεχίζοντας την εξερεύνηση. Διέτρεξε τους μυς των μηρών που ήταν σφυρηλατημένοι από τη ζωή στη φύση και όχι σε κάποιο γυμναστήριο του Λος Άντζελες. Ήταν ένας αληθινός άντρας που είχε κατακτήσει τον τίτλο, δεν είχε πληρώσει για να τον αποκτήσει.
Το να είναι ξαπλωμένος χωρίς να κάνει τίποτα ήταν σκέτο βασανιστήριο. Δεν μπόρεσε να το αντέξει άλλο, κι έτσι, πετάχτηκε όρθιος και έσπρωξε την Ιβέτ στο στρώμα. Το κορμί του καιγόταν και η μοναδική μυρωδιά των ρόδων ανακατεύτηκε με την ευωδιά της ερεθισμένης γυναίκας. Τα βογκητά της Ιβέτ ήταν η ιδανική ανταπόδοση για τα πειράγματά της. Όταν άρχισε να φιλά και να τρίβει τα πόδια και τους αστραγάλους της, οι αναστεναγμοί της ήταν η ανταμοιβή του. Της χαμογέλασε. Την ώρα που άφηνε πεταχτά φιλιά στις πατούσες της, την είδε να τρέμει από τον πόθο. Τα δάχτυλά του έσκαβαν τις γάμπες και τους μηρούς της. Την άρπαξε και τη γύρισε μπρούμυτα. Με το χέρι του στην πλάτη της, την κρατούσε ξαπλωμένη και τα χείλη του βρήκαν ένα ακόμα ευαίσθητο σημείο πίσω από τα γόνατά της. Χάιδευε τους σφιχτούς της γλουτούς. Τα χέρια του έφταναν μέχρι τη μαυρισμένη πλάτη της. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η άτακτη Ιβέτ έκανε γυμνή ηλιοθεραπεία. Το μαύρισμά της δεν ήταν από το θάλαμο κάποιου ινστιτούτου. Η σκέψη ότι ο ήλιος έκαιγε το γυμνό κορμί της έκανε τη στύση του να παρακαλά για να νιώσει τη θέρμη της. Τη γύρισε ανάσκελα και άρχισε να τη γλείφει από πάνω μέχρι κάτω με τα χείλη και τη γλώσσα του. Τον τράβηξε από το κεφάλι και τον σταμάτησε. «Σε παρακαλώ, σε θέλω τώρα.» Δάγκωσε τα χείλη της εκλιπαρώντας τον. Το κορμί του είχε πάρει φωτιά και η Ιβέτ ήταν ό,τι είχε ανάγκη για να τον ανακουφίσει. Τη φιλούσε παντού. Μάρκαρε το κορμί της σαν να του ανήκε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τα σμαραγδένια βάθη τους φώτισαν το σκοτεινό δωμάτιο. Τον κοιτούσε απαιτώντας να πάρει αυτό που ήθελε. Εκείνος φόρεσε επιδέξια το προφυλακτικό και μπήκε μέσα της. Με τις αργές κινήσεις του έκανε την κόλαση του κορμιού της αφόρητη. Το κεφάλι της ανεβοκατέβαινε στο μαξιλάρι και το κορμί της ζητούσε την ικανοποίηση που εκείνος εσκεμμένα αργούσε να της δώσει. Εκείνος έδιωξε τρυφερά τα μαλλιά από το πρόσωπό της, ενώ κρατούσε το κεφάλι της. Το στόμα του βρήκε το δικό της και η γλώσσα του γλίστρησε αναζητώντας τη δική της για να φέρει την καυτή κόλαση που ένιωθαν στους γοφούς τους. Οι γλώσσες τους κινούνταν μαζί και ένιωθε σαν να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Άνταμ έμεινε μέσα της μέχρι που οι μύες της απόμειναν ακίνητοι και τότε εξερράγη κι εκείνος σε εκατομμύρια κομμάτια. Έπειτα ήρθε το σκοτάδι κι αυτός το άφησε να τον παρασύρει. Όταν ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, η Ιβέτ ήταν ακόμα ξαπλωμένη από κάτω του κι εκείνος ήταν ακόμα μέσα της. Φίλησε τις βλεφαρίδες και τα μάγουλά της και την κοιτούσε που έστεκε ακίνητη. Η καρδιά της που χτυπούσε κανονικά τον διαβεβαίωσε πως απλά ξεκουραζόταν. Η στύση του μεγάλωνε μέσα της. Με απαλές και αργές κινήσεις, την ξύπνησε και την έκανε να ζωντανέψει μέσα σε δευτερόλεπτα. Κοιτούσε βαθιά στα υπέροχα πράσινα μάτια της και της χαμογέλασε. «Είσαι έτοιμη για την υπόλοιπη διαδρομή;» της ψιθύρισε μέσα στο αυτί. «Ναι, ναι.» Τα χέρια της τυλίχτηκαν στους ώμους του και τα πόδια της στους γοφούς του. Βρήκαν το ρυθμό τους και ήταν μια ακόμα τέλεια στιγμή. «Νομίζω ότι μου αρέσεις πολύ» της ψιθύρισε. Τραβήχτηκε από πάνω της, πέταξε το προφυλακτικό και ξάπλωσε δίπλα της.
«Είμαι σίγουρη ότι μου αρέσεις» του απάντησε. Άκουσε την απάντησή της λίγο πριν αποκοιμηθεί. Η Ιβέτ τον πλησίασε και κούρνιασε στο πλάι του. Την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του και αποκοιμήθηκε με μια τελευταία σκέψη στο μυαλό του. Νομίζω ότι νιώθω περισσότερα από αυτό. Η Ιβέτ άκουσε το κινητό της που χτυπούσε ασταμάτητα και άνοιξε τα μάτια της. Το δωμάτιο ήταν λουσμένο στο φεγγαρόφωτο και αυτή τη φορά η μουσική του Ντίσκο Ινφέρνο την ενοχλούσε ακόμα περισσότερο. Ορκίστηκε για χιλιοστή φορά να το αλλάξει. Κοίταξε τον Άνταμ, αλλά εκείνος φαινόταν να μην έχει καταλάβει το φως ούτε το κινητό που χτυπούσε μανιωδώς στην άλλη άκρη του σπιτιού. Σηκώθηκε και πήγε στις μύτες των ποδιών της να το απαντήσει. Βγαίνοντας στο χολ, έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της. Το φως του φεγγαριού έμπαινε στο σπίτι από τα δεκάδες παράθυρα, καθώς εκείνη πήγαινε προς την κουζίνα για να βρει την τσάντα της και να πάρει το κινητό της τηλέφωνο. Κάποια στιγμή σταμάτησε να χτυπά φέρνοντας την πολυπόθητη ησυχία, αλλά αμέσως μετά άρχισε ξανά. Βιάστηκε για να πάει γρήγορα. Το άνοιξε και μόλις είδε τον αριθμό που την καλούσε έσφιξε τα δόντια. Ήταν από το γραφείο του Άνταμ, και τέτοια ώρα μόνο ένας άνθρωπος θα είχε το θράσος να είναι εκεί. Η παραπονιάρικη φωνή της Λουσίντα Σεν Ίντεν την εκνεύρισε ακόμη περισσότερο. Η Ιβέτ δεν έπρεπε να δεχτεί τη δουλειά από τη στιγμή που γνώρισε αυτόν το θηλυκό διάβολο. Είχε κάνει λάθος από την αρχή. Χαμογέλασε όταν σκέφτηκε τις στιγμές με τον Άνταμ. Εντάξει, δεν ήταν όλα λάθος. Όμως το χαμόγελό της κόπηκε αμέσως μόλις η Λουσίντα άρχισε την γκρίνια. «Ελπίζω να περνάς καλά, Ιβέτ. Υποτίθεται ότι είσαι εδώ για να καταστρέψεις τον αγαπημένο μου αδελφό. Θέλω να φύγει. Πάει πολύ μακριά η βαλίτσα. Το συμβούλιο έχει αρχίσει να σκέφτεται ότι ο Άνταμ θα τα καταφέρει με την εταιρεία. Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Έχω δουλέψει πολύ καιρό και πολύ σκληρά για να μην τα κερδίσω όλα.» Απομάκρυνε το ακουστικό από το αυτί της. Η τσιρίδα της Λουσίντα εξακολουθούσε να ακούγεται. Το δρύινο πάτωμα έτριζε καθώς η Ιβέτ περπατούσε προς το σαλόνι και από εκεί στη βεράντα. Το ζεστό ακόμα αεράκι τύλιξε το γυμνό της κορμί. Κάθισε σε μια σεζλόνγκ. Η θέα με το φεγγαρόφωτο σχεδόν την έκανε να ξεχάσει τις φωνές της Λουσίντα στο αυτί της. Σχεδόν. «Λουσίντα» τη διέκοψε. «Κάνω αυτό που με πλήρωσες να κάνω. Θέλεις η βιομηχανία του κινηματογράφου να απορρίψει τον Άνταμ και αυτό προσπαθώ να πετύχω. Όλα πάνε καλά. Μερικά ακόμα λάθη και το συμβούλιο θα αναγκαστεί να τον διώξει από τη θέση του διευθυντή. Θα πάρεις όλα όσα θέλεις.» «Ποιος θα πάρει όλα όσα θέλει;» άκουσε τη φωνή του πίσω της. Μούδιασαν τα δάχτυλά της και παραλίγο να της πέσει το τηλέφωνο από το χέρι. «Πρέπει να φύγω» είπε σιγανά την ώρα που πετούσε το ακουστικό στα πόδια της. «Από το γηροκομείο ήταν.» Άρχισε τους αυτοσχεδιασμούς. «Έχει κάποιο πρόβλημα. Πρέπει να προσθέσουν κάποια πράγματα
για τη φροντίδα της. Μόλις με ενημέρωναν για το επιπλέον κόστος.» Τα ψέματα κυλούσαν πιο εύκολα από ποτέ, όμως τότε γιατί είχε στο λαιμό της αυτό τον κόμπο; Γιατί δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια; Εκείνος την πλησίασε και πήρε τα κρύα χέρια της μέσα στα δικά του. Τα γαλάζια μάτια του έλαμπαν, άδολα σαν μωρού. «Άσε με να σε βοηθήσω. Μπορώ να σου δώσω μια αύξηση, αν χρειάζεσαι.» Παραλίγο να βουρκώσει. Ανάθεμά τον για την καλοσύνη του. Τα έκανε όλα τόσο δύσκολα. Γιατί δεν μπορούσε να είναι χαζός και άπληστος όπως όλοι οι άλλοι που είχε γνωρίσει και καταστρέψει μέχρι τώρα; Η απάντηση ήταν πολύ απλή – γιατί κανείς τους δεν ήταν ο Άνταμ Σεν Ίντεν. Είχε ερωτευτεί τον τελευταίο ιππότη στον κόσμο. Προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυά της. «Όχι, είμαι εντάξει. Ο μισθός μου αρκεί για να καλύψει όλες τις ανάγκες μου.» Αυτό το ψέμα σχεδόν την έπνιξε. Χωρίς τα χρήματα της Λουσίντα δεν μπορούσε να φροντίσει τη Μόνα. Αν τα έπαιρνε, ήταν καταδικασμένη, αλλά ακόμα κι αν δεν τα έπαιρνε, θα ήταν πάλι καταδικασμένη. Παραλίγο να την πιάσει υστερικό γέλιο, αλλά ο κόμπος που είχε στο λαιμό δεν το άφηνε. Ευτυχώς, γιατί δεν είχε κανένα ψέμα για να το καλύψει.
Κεφάλαιο Έντεκα «Μπορώ να ρωτήσω τι κάνετε εδώ;» Η Ιβέτ τρόμαξε όταν άκουσε την αγέρωχη φωνή να φωνάζει από την πόρτα. Το κεφάλι της χτύπησε στην άκρη του γραφείου με ένα δυνατό γδούπο. Έβλεπε μπροστά της λάμψεις και σπίθες. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να συνέλθει και ταυτόχρονα έτριβε το κεφάλι της, που πονούσε. Όταν μπόρεσε να δει καθαρά, κοίταξε και αντίκρισε μπροστά της μια πανέμορφη ξανθιά γυναίκα να στέκεται στην πόρτα. Εκείνη πλησίασε, μέχρι που η Ιβέτ διέκρινε τις ρυτίδες και τις γραμμές γύρω από τα χείλη και τα μάτια της. Το πρόσωπο της γυναίκας της φαινόταν γνωστό. Ήταν η μητέρα του Άνταμ, η Ρόξι Σεν Ίντεν. Πρώην στρίπερ, που τώρα είχε περιουσία εκατομμυρίων ως χήρα του Έντουαρντ Σεν Ίντεν. Ποτέ δεν ξέρεις – αυτή ήταν η πρώτη σκέψη της Ιβέτ. Οποιοσδήποτε έβλεπε τη Ρόξι Σεν Ίντεν για πρώτη φορά θα έβλεπε την καλοδιατηρημένη οικοδέσποινα της καλής κοινωνίας. Η Λουσίντα τής είχε πει ότι η μητέρα του Άνταμ δεν ήταν ούτε πενήντα τριών ετών ακόμα. Πρέπει να ήταν παιδί όταν γέννησε τον Άνταμ. «Δεσποινίς, σας ρώτησα κάτι.» Ο τόνος της φωνής της δεν άφηνε πολλά περιθώρια. «Απλά κάνω τη δουλειά μου» μουρμούρισε η Ιβέτ και το πρόσωπό της κοκκίνισε από τις τύψεις. Τη δουλειά για τη Λουσίντα. Σηκώθηκε από το πάτωμα προσπαθώντας να στρώσει τη φούστα και τα μαλλιά της. «Είμαι η Ιβέτ Γκιαρντίνο, η ιδιαιτέρα γραμματέας του Άνταμ.» Το φρύδι της Ρόξι ανασηκώθηκε μόλις άκουσε το όνομα του Άνταμ. «Εννοείτε του κυρίου Σεν Ίντεν, του εργοδότη σας;» Η Ιβέτ ένιωθε να χάνει την ψυχραιμία της. Τα μάτια της έκλεισαν ελαφρά και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. Αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να δίνει μαθήματα παγερής συμπεριφοράς. Ποια νόμιζε πως ήταν, στο κάτω κάτω; Μια πρώην στρίπερ τής έλεγε τι να κάνει και τι όχι. Η Ρόξι Σεν Ίντεν δεν είχε μεγαλώσει τρώγοντας με χρυσά κουτάλια. Το πρόσωπο της γυναίκας φωτίστηκε από ένα χαμόγελο, ενώ κοιτούσε την Ιβέτ από πάνω μέχρι κάτω. «Είναι καλό να έχεις τόσο δυναμισμό και υπομονή. Βοηθά πολύ όταν έχεις να κάνεις με τους Σεν Ίντεν. Ο γιος μου δε χρειάζεται δίπλα του μια άβουλη κοπελίτσα. Να δίνεις ό,τι παίρνεις.» Ένιωσε τη ματιά της Ρόξι να την τρυπάει. «Αν και είμαι σίγουρη ότι αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για σένα.» Η Ιβέτ κοκκίνισε. Την έκανε να νιώθει σαν να περνάει από δοκιμαστικό για στριπ κλαμπ. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τον τρόπο που γνώρισε τον Άνταμ, δεν απείχε και τόσο πολύ. Αυτό την πόνεσε, χωρίς να καταλαβαίνει με σιγουριά το γιατί. «Γεια σας, κυρίες μου.» Η βαριά φωνή του Άνταμ από την πόρτα έκανε γνωστή την παρουσία του. Αγκάλιασε σφιχτά τη μητέρα του και της έδωσε ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο. Πήγε στην Ιβέτ, την τράβηξε πάνω του και πέρασε το χέρι του στον ώμο της. «Βλέπω ότι δε χρειάζεται να κάνω τις συστάσεις. Γνωριστήκατε;»
Η Ιβέτ παρατηρούσε τη μητέρα του, που μια κοιτούσε το γραφείο και μια εκείνη. Καταλάβαινε από το βλέμμα της ότι έβλεπε τι συνέβαινε μεταξύ τους και το κρατούσε στο μυαλό της για κάποια άλλη στιγμή. Η Ιβέτ ίσιωσε την πλάτη της και κοιτούσε την ηλικιωμένη γυναίκα στα μάτια. «Ναι, βασικά συζητούσαμε για σένα.» Η Ιβέτ κοίταξε τον Άνταμ. «Λέγαμε για το πώς μπορεί κανείς να κάνει καλά τους Σεν Ίντεν.» Γέλασε. «Μαμά, μην της πεις όλα μου τα μυστικά. Θέλω να την αφήσω να τα ανακαλύψει μόνη της.» «Είμαι σίγουρη ότι το θέλεις» είπε η Ρόξι ήρεμα. Το πρόσωπο της Ιβέτ κοκκίνισε ξανά και κοίταξε τον Άνταμ. Το πρόσωπό του ήταν όπως το δικό της. Χαιρόταν που έβλεπε ότι μπορούσε να τον σοκάρει και η μητέρα του. Μάλλον θα έδωσαν την εντύπωση έφηβου ζευγαριού που μόλις τους έκαναν τσακωτούς στον καναπέ του σαλονιού. Πήρε το χέρι του από τον ώμο της και έφυγε από δίπλα του. «Θα σε αφήσω με τη μητέρα σου.» Ακουγόταν ο θόρυβος που έκαναν οι σελίδες της ατζέντας του, που τώρα ξεφύλλιζε. «Μέχρι το ραντεβού με τον Ρομπ Μέρφι το βράδυ, για την επόμενη ταινία του, δεν έχεις άλλη υποχρέωση. Θα σε δω αργότερα» ψιθύρισε στο αυτί του. Το βλέμμα της μητέρας του την ακολούθησε μέχρι που έφυγε. Κάθισε στην καρέκλα που υπήρχε μπροστά στο γραφείο και ο Άνταμ κάθισε στη δική του. Γύρισε το κεφάλι της μέχρι που τον κοίταξε στα μάτια. Άραγε όταν τον κοιτούσε να έβλεπε το πρόσωπο του πατέρα του στη θέση του πίσω από αυτό το γραφείο; Η ματιά της που κάπου είχε χαθεί και ο αναστεναγμός που ακούστηκε μαρτυρούσε πως ίσως και να ήταν έτσι. Είδε το χέρι της να αγγίζει τη γωνία του γραφείου. Ένα χαμόγελο ή μάλλον μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη της. «Τι συμβαίνει, μαμά; Σκέφτεσαι τον μπαμπά;» Εκείνη ανακάθισε τρομαγμένη. Το πρόσωπό της κοκκίνισε και τα δάχτυλά της απομακρύνθηκαν από το γραφείο σαν να είχε τύψεις. Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της σαν να ήθελε να αλλάξει τον ειρμό των σκέψεών της. «Ναι, σκεφτόμουν ότι μοιάζεις πάρα πολύ στον πατέρα σου. Έχεις τη μύτη και τα μάτια μου. Αλλά η αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν πόσο γλυκός και ειλικρινής είσαι.» Γέλασε. «Αυτά δεν τα έχεις πάρει από εμάς. Δεν καταλαβαίνω πώς με τόσο σκληροτράχηλους γονείς εσύ βγήκες έτσι.» Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο πρόσωπό του. «Και θέλω να καταλήξω στη δεσποινίδα Γκιαρντίνο. Δεν ήξερα ότι επιτρέπεις στη γραμματέα σου να έχει πρόσβαση στα προσωπικά σου αντικείμενα.» «Τι είναι αυτά που λες, μαμά; Εννοείς το γραφείο μου; Είναι η ιδιαιτέρα μου. Πρέπει να έχει πρόσβαση στην ατζέντα μου, στο ημερολόγιό μου και τα λοιπά. Αυτή είναι η δουλειά της.» «Στη δουλειά της περιλαμβάνεται και το τελευταίο συρτάρι;» Χαμογέλασε όταν τον είδε να συνοφρυώνεται ξαφνικά. «Αυτό που δεν άφηνε ούτε εμένα να ανοίξω ο πατέρας σου;» «Το έχω εγώ το κλειδί.» Το έβγαλε από την τσέπη του και της το έδειξε. «Κανείς άλλος δεν ανοίγει αυτό το συρτάρι.» Φαινόταν να τον ακούει, ενώ είχε σκύψει μπροστά την ώρα που εκείνος πείραζε το πόμολο για να της αποδείξει ότι ήταν κλειδωμένο. Μάλλον ικανοποιημένη από την απάντησή του, τον κοιτούσε να βάζει το κλειδί στην τσέπη του σακακιού του.
«Μπορεί να έκανα λάθος. Μπορεί να της έπεσε κάτι και να την τρόμαξα έτσι ξαφνικά που μπήκα εδώ.» Χαμογέλασε πλατιά. «Μαμά, είμαι σίγουρος ότι αυτό θα συνέβη. Η Ιβέτ έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να ανοίξει το συρτάρι.» Πετάρισε τα μάτια της δείχνοντας ότι έκλεισε αυτό το θέμα. Ήξερε ότι η μητέρα του ήρθε στο Λος Άντζελες, που το αντιπαθούσε, μόνο για να τον δει και δεν ήθελε να κάνει τίποτα που θα μπορούσε να χαλάσει τη μέρα τους και την επίσκεψή της. Μύρισε το άρωμα γαρδένιας. Κοίταξε και είδε τη Λουσίντα να στέκεται στην πόρτα. Η μητέρα του μύριζε ενοχλημένη το δωμάτιο. Εκείνος έντρομος κοιτούσε τους ώμους της Λούσι να πέφτουν ακόμα περισσότερο. «Άνταμ, λυπάμαι πολύ» τραύλισε η Λουσίντα. «Είδα την Ιβέτ να φεύγει και νόμιζα πως ήσουν μόνος.» Ο Άνταμ προσπάθησε να αγνοήσει το βλέμμα της μητέρας του, που έδειχνε την αηδία της. Ποτέ δεν κατάλαβε τι είχε η Λούσι που την ενοχλούσε τόσο πολύ. Αφότου πέθανε ο πατέρας του έμαθε τι συνέβη όταν κάποτε πήγε η οικογένεια των Σεν Ίντεν να επισκεφθεί τη Λούσι και τη μητέρα της στη Νέα Υόρκη. Δεν μπορούσε να είχε χειρότερη κατάληξη. Η μητέρα του έφυγε συντετριμμένη και η πορσελάνινη κούκλα που είχε πάρει δώρο στη Λούσι κατέληξε θρύψαλα στα πόδια της μικρής. Όμως η Λούσι τότε ήταν μόλις εννέα ετών, μικρό παιδί. Ο Άνταμ κοιτούσε τη μητέρα του, που παρακολουθούσε την ετεροθαλή αδελφή του να κάθεται στην καρέκλα απέναντί της. Την κοίταξε εκνευρισμένος να οσφραίνεται ξανά τον αέρα και να τραβά την καρέκλα της για να απομακρυνθεί, έστω και ανεπαίσθητα, από τη Λουσίντα. Αν καθόταν λίγο πιο μακριά, μπορεί και να έπεφτε. Η Λουσίντα άφησε ένα φάκελο μπροστά στον Άνταμ. Σήμερα παρατήρησε για πρώτη φορά ότι όντως κάθε της λέξη ακουγόταν σαν παράπονο, όπως έλεγε πάντα η μητέρα του και αστειευόταν. Τη συνέκρινε με τα κορίτσια που είχε γνωρίσει στο παρελθόν, όταν δούλευε στο κλαμπ. Όλο παράπονα και γκρίνια. Άκουγε τώρα τη Λουσίντα και σκεφτόταν όλα αυτά που πίστευε η μητέρα του. «Αυτός ο φάκελος βρέθηκε στο γραφείο μου κατά λάθος. Προοριζόταν για σένα, από το λογιστήριο. Θέλουν να επιβεβαιώσουν ορισμένες δαπάνες που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες. Εγώ δε θα τολμούσα να σε ρωτήσω για τα χρήματά σου, Άνταμ, αλλά κάποια από αυτά τα έξοδα είναι υπερβολικά και ίσως να μην έχουν πάρει την έγκρισή σου. Είναι για δαπανηρά πάρτι και τέτοια.» Κρατούσε το φάκελο χωρίς να κοιτάζει τα χαρτιά. Παρατηρούσε τη μητέρα του, που κοιτούσε τη Λούσι να γλείφει νευρικά τα χείλη της και να παίζει με τα μαλλιά της. Τι να σκεφτόταν άραγε η Ρόξι; Τι ήταν αυτό που έβλεπε εκείνη στη Λούσι και κείνος δεν μπορούσε να το καταλάβει; Είχε μπροστά του μια ανασφαλή και τραυματισμένη κοπέλα, ενώ η μητέρα του έβλεπε μια παμπόνηρη μοιραία γυναίκα. Γέλασε. «Άνταμ, πρέπει να μιλήσουμε» είπε αποφασιστικά η μητέρα του, ενώ χτυπούσε φιλικά το χέρι της Λουσίντα σαν να ήταν κολλητές. «Είμαι σίγουρη ότι η αδελφή σου καταλαβαίνει. Θα μείνω για πολύ λίγο ακόμα.» Η μητέρα του πίστευε ότι η Λουσίντα δεν ήταν ειλικρινής, αλλά μπορούσε να παίξει το παιχνίδι της σαν επαγγελματίας. «Κάτι σκαρώνει» του είπε μόλις η Λουσίντα έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. «Έχει πάρει μαθήματα από τον καλύτερο δάσκαλο. Ποτέ δεν είναι απλά τα
πράγματα όταν έχεις να κάνεις με αυτήν και τη μητέρα της.» «Μαμά, πρέπει να σταματήσεις να μιλάς έτσι για τη Λούσι. Αγαπούσε τον μπαμπά και εκείνος δεν της φέρθηκε σωστά. Όπως είπα και στην κηδεία, θα κάνω ό,τι μπορώ για να είναι και κείνη ενεργό κομμάτι της οικογενειακής επιχείρησης. Απλά θα ήθελα να μην είναι τόσο ντροπαλή και ανασφαλής. Της ζήτησα να μετακομίσει το γραφείο της εδώ μαζί μου, αλλά επιμένει να μένει στο τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης.» Η μητέρα του ξεφύσησε, έγειρε προς το μέρος του και χτύπησε το χέρι της στο γραφείο. «Άνταμ, να θυμάσαι τα λόγια μου. Αν η Λουσίντα προτιμά να μένει στο άλλο γραφείο, είναι γιατί έχει κάποιον λόγο. Όχι σαν τη φίλη σου, τη δεσποινίδα Γκιαρντίνο. Δεν έχω καταλάβει ακόμα τι δουλειά είχε στο γραφείο σου, και μάλιστα στο τελευταίο συρτάρι. Αυτό που ο πατέρας σου δεν άφηνε ούτε τη γυναίκα του να δει τι περιέχει. Μπορεί με τη γραμματέα σου να έχετε άλλου είδους σχέση. Μπορεί αυτή η σχέση να περιλαμβάνει και ψυχαγωγικό χρόνο επάνω στο γραφείο σου. Του πατέρα σου του άρεσε αυτό, αλλά για αυτόν που είναι από κάτω είναι αρκετά άβολο. Κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον.» «Μητέρα!» Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. «Άσ’ τα τα “μητέρα” σε μένα. Γιατί τα παιδιά πάντα σοκάρονται όταν ακούν ότι οι γονείς τους έκαναν σεξ; Πώς νομίζεις πως ήρθες σ’ αυτό τον κόσμο;» «Εγώ... να... δεν ξέρω...» Γελούσε ακούγοντάς τον να ψελλίζει. Άλλαξε το θέμα για να τον αφήσει να ησυχάσει. «Τι λες να με πας για φαγητό και να μου τα πεις όλα για τη δεσποινίδα Γκιαρντίνο και αυτό το παλιό γραφείο;» Μόλις έφτασαν στο εστιατόριο του Σπάγκο, η μητέρα του παρήγγειλε ανθρακούχο νερό και εκείνος ένα μαρτίνι. «Τι;» τη ρώτησε όταν είδε το φρύδι της ειρωνικά υψωμένο. «Τίποτα. Απλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι έγινες μεγαλομέτοχος του Χόλιγουντ. Μπορεί να μου λείπει ο αθλητικός τύπος που ξέρω και αγαπάω. Ο τύπος που κάνει σκι, πεζοπορία και πίνει μπίρα.» «Είναι ακόμα εδώ, μαμά. Απλά δεν έχω χρόνο πια για όλα αυτά. Η βιομηχανία του κινηματογράφου είναι μια δουλειά που δεν τελειώνει ποτέ. Κάθε μέρα, όλη μέρα. Μακάρι να μου είχε πει ο μπαμπάς πώς ήταν πριν μπλέξω.» «Άνταμ.» Η φωνή της ήταν τρυφερή και κρατούσε το χέρι του. «Δε χρειάζεται να μπλέξεις. Άσε το συμβούλιο να διευθύνει την εταιρεία. Άσε τη Λουσίντα, το θέλει σαν τρελή. Ο πατέρας σου είμαι σίγουρη ότι δε θα ήθελε να νιώθεις καταπιεσμένος.» Μόλις σκέφτηκε τη Λούσι διευθύντρια της Σεν Ίντεν Στούντιος, ο Άνταμ γέλασε. Το συμβούλιο σίγουρα θα την έριχνε μέσα σε μία μόλις εβδομάδα. Αγαπούσε την αδελφή του, αλλά η Λούσι δεν είχε καθόλου τσαγανό. «Ο μπαμπάς ήθελε να αναλάβω εγώ την οικογενειακή κληρονομιά. Κάποιες φορές είναι πολύ συναρπαστικό. Να είσαι ένα μέρος της μαγείας του Χόλιγουντ, της ιστορίας και της παράδοσής του. Απλά κάποιες άλλες φορές οι άνθρωποι είναι τόσο... τόσο χολιγουντιανοί.» Γέλασε που δεν μπόρεσε να βρει άλλον τρόπο να της το εξηγήσει. «Η ιδιαιτέρα σου, η Ιβέτ, δεν φαίνεται τόσο χολιγουντιανή. Αν και μοιάζει κάπως με τη Βίβιαν
Λι στα νιάτα της. Είναι κι αυτό χολιγουντιανό, το να βλέπεις ανθρώπους που μοιάζουν με διάσημους ηθοποιούς.» «Σεν Ίντεν! Σε περιμένω μία ώρα τώρα.» Ο πλούσιος βαρύτονος που ήταν διάσημος ανά τον κόσμο από τις αμέτρητες ταινίες περιπέτειας διέκοψε την ανάκριση της μητέρας του. Ο Άνταμ τον κοίταξε και αναστέναξε. Ο Ρομπ Μέρφι, ο πιο ακριβοπληρωμένος ηθοποιός της εταιρείας του, τον κοιτούσε εκνευρισμένος, παρ’ όλα αυτά κατάφερνε ταυτόχρονα να φλερτάρει τη μητέρα του. Ο «Μερφ» δεν ήταν σε πολύ καλή φόρμα σήμερα. Σοβαρά, όμως, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί το μεγαλύτερο αστέρι του – και επίσης δε θυμόταν ότι είχε αυτό το ραντεβού τέτοια ώρα. Θα έβαζε και στοίχημα ότι ήταν για το βράδυ. Είπε στον Ρομπ να καθίσει μαζί τους και κοιτούσε τη μητέρα του, που κοκκίνιζε και έπαιζε με τα μαλλιά της σαν έφηβη θαυμάστρια. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Όλες οι γυναίκες γεννιόνταν γνωρίζοντας αυτές τις κινήσεις; Αφού για την ώρα τον αγνοούσαν και οι δύο, έβγαλε το κινητό του από την τσέπη και πληκτρολόγησε τον αριθμό του γραφείου του. «Ιβέτ, ο Άνταμ είμαι. Έχω σήμερα κάποιο ραντεβού για το μεσημέρι;» γρύλισε. Άκουγε το θρόισμα των σελίδων. «Έχεις μόνο το γεύμα με τον Ρομπ Μέρφι. Είσαι ακόμα μαζί του; Μετά είσαι ελεύθερος.» «Ναι» μουρμούρισε χάνοντας τον έλεγχό του και νιώθοντας την πίεσή του να ανεβαίνει. «Θα επιστρέψω στο γραφείο το απόγευμα.» Έκλεισε το τηλέφωνο και το χτύπησε με τόση δύναμη πάνω στο τραπέζι, που έκανε τον πάγο στα ποτήρια να κουδουνίσει από το τράνταγμα. Ήταν σίγουρος ότι η Ιβέτ τού είχε πει πως δεν είχε κάποια υποχρέωση για το μεσημέρι ή το απόγευμα. Μπορούσε ακόμα και να θυμηθεί τα χείλη της να σχηματίζουν τις λέξεις. Κοίταξε τη μητέρα του και τον Ρομπ. Αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, όμως θα έλυνε την παρεξήγηση σίγουρα. Το συντομότερο κιόλας. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό» είπε. Μπορούσε να διαχειριστεί το ειρωνικό μειδίαμα του Ρομπ για το ξέσπασμά του, αλλά το βλέμμα της μητέρας του, που έδειχνε ότι είχε καταλάβει, τον σκότωνε. Κούνησε τους ώμους του και με τον ίδιο τρόπο προσπάθησε να διώξει από το μυαλό του το περιστατικό. Για την ώρα τουλάχιστον. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει από την ένταση. «Είτε χάνω το μυαλό μου σιγά σιγά είτε το έχω ήδη χάσει. Μέρφι, συγνώμη γι’ αυτό που έγινε. Αν δε σε πειράζει, μείνε μαζί μας για φαγητό.» Το γεύμα δεν πήγε άσχημα, τουλάχιστον για όση ώρα αγνοούσε τις χυδαίες προσκλήσεις του Ρομπ προς τη μητέρα του, τις οποίες εκείνη σχεδόν αποδεχόταν. Στο πίσω μέρος του μυαλού του υπήρχε η πεντακάθαρη εικόνα της ατζέντας του, που δεν είχε καμιά σημείωση για σήμερα, και οι ψίθυροι της Ιβέτ που τον ενημέρωναν για μια συνάντηση στο πλατό αργότερα. Κάτι δεν πήγαινε καλά και μόλις επέστρεφε στο στούντιο θα το ξεκαθάριζε. Η Ιβέτ έπρεπε να του δώσει ορισμένες απαντήσεις. Ακόμα και αν χρειαζόταν να τη δέσει για να τα καταφέρει, θα τις έπαιρνε.
Κεφάλαιο Δώδεκα Η Ιβέτ έβριζε τον εαυτό της. Έβαλε την ψεύτικη ατζέντα στην τσάντα της και άφησε την πραγματική στο γραφείο του Άνταμ. Από όλα τα διεστραμμένα και άσχημα πράγματα που έχει κάνει στην καριέρα της αυτό ήταν το χειρότερο και την πονούσε. Ποτέ ως τώρα δεν είχε παγιδέψει κάποιον για να τον οδηγήσει στην αποτυχία. Έκανε το αδιανόητο και ερωτεύτηκε το θύμα της. Δεν μπορώ να συνεχίσω να του κάνω κακό, τον αγαπάω. Οι μόνες στιγμές που δε μετάνιωνε ήταν αυτές που περνούσε με τον Άνταμ, τα αστεία και τα γέλια τους. Οι μοναδικές ειλικρινείς στιγμές ανάμεσά τους ήταν όταν έκαναν έρωτα. Μόνο τότε οι άμυνες της έπεφταν και ήταν η πραγματική Ιβέτ. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τον κόμπο που είχε στο λαιμό της. Έπρεπε να αρχίσει να είναι ειλικρινής προς τον εαυτό της. Δεν είχαν καμιά σχέση και σύντομα, αν συνέχιζε τα ψέματα και τις ραδιουργίες, δε θα υπήρχε ούτε η Σεν Ίντεν Στούντιος. Οι μηχανορραφίες της έβλαπταν την εταιρεία και πλήγωναν τον Άνταμ. Δεν μπορούσε απλά να μείνει για να είναι κοντά του. Κάποια στιγμή στην πορεία ο Άνταμ σταμάτησε να είναι το διακοσμητικό στοιχείο στην εταιρεία και είχε γίνει ένας άνθρωπος με πραγματικές ελπίδες και όνειρα για τη δουλειά του. Η Ιβέτ έπρεπε να προσπαθήσει να δει ειλικρινά και ουσιαστικά την πορεία της καριέρας της. Ίσως όλοι μέχρι τώρα να ήταν καλοί άνθρωποι που είχαν όνειρα για το μέλλον και η επιλογή της καριέρας της, να τους καταστρέφει, ήταν λάθος. Δυσανασχέτησε. Ήταν πολύ δύσκολο να κοιτάζει βαθιά μέσα της και να απογοητεύεται από αυτό που αντίκριζε. Έπιασε το τηλέφωνο για να καλέσει τον Άνταμ και να του ανακοινώσει ότι παραιτείται. Εκείνη τη στιγμή όμως αυτό χτύπησε. Ήταν η Λουσίντα. Η καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή την προειδοποιούσε ότι όσο περνούσε η ώρα αυτή η μέρα γινόταν όλο και χειρότερη. «Γεια σου, Ιβέτ.» Ο γλοιώδης τόνος της φωνής της έκανε την Ιβέτ να ανατριχιάζει. Ούτε η υγεία της γιαγιάς της δεν άξιζε να συνεργάζεται με αυτή τη μάγισσα. Σίγουρα θα υπήρχε και άλλος τρόπος να προστατεύσει τη Μόνα και θα τον έβρισκε. Είχε τελειώσει με όλες τις Λουσίντα Σεν Ίντεν των επιχειρήσεων. «Ναι, Λουσίντα.» Προσπάθησε να ακούγεται τόσο ήρεμη όσο και η άλλη γυναίκα. Ευτυχώς που ο ήχος της καρδιάς της που σφυροκοπούσε δεν έφτανε στην άλλη άκρη της γραμμής. «Τι θέλεις;» «Έρχεται ένας ταχυδρόμος τώρα που τον έχω στείλει εγώ. Θα πάρει ένα αντίγραφο του τελευταίου συμβολαίου του Αλεξάντερ Ροσκόφ, του σκηνοθέτη της επόμενης υπερπαραγωγής του στούντιο. Το αντίγραφο της εταιρείας με όλα όσα έχουν συμφωνηθεί βρίσκεται στο κλειδωμένο συρτάρι του Άνταμ. Το αντίγραφο για το σκηνοθέτη είναι επάνω στο γραφείο για να του αποσταλεί. Κατάστρεψέ το. Κάτω από το γραφείο θα βρεις κολλημένο ένα φάκελο που έχει μέσα ένα ψεύτικο αντίγραφο, που δεν αναφέρει τίποτα από τα συμφωνηθέντα και έχει και κάποια σημεία που θα τον προσβάλουν σίγουρα. Δώσε στον ταχυδρόμο αυτό και πες του να το παραδώσει στον Ροσκόφ.» Η Ιβέτ έβλεπε ξαφνικά μπροστά της άστρα. Παραλίγο να λιποθυμήσει για πρώτη φορά στη ζωή της. Μια τέτοια προσβολή προς τον Άλεξ Ροσκόφ θα ήταν η καταδίκη της εταιρείας αλλά και της
καριέρας του Άνταμ. Κανείς δε θα ήθελε να συνεργαστεί μαζί του ή με την Σεν Ίντεν Στούντιος μετά από αυτό. Χαμογέλασε μόλις σκέφτηκε έναν τρόπο να το αποφύγει. «Δεν μπορώ, Λουσίντα. Το συρτάρι είναι κλειδωμένο και το μοναδικό κλειδί το έχει ο Άνταμ. Επάνω του. Μάλλον θα πρέπει να σκεφτείς κάτι άλλο για να καταστρέψεις τον αδελφό σου.» Η Ιβέτ προσπάθησε να μη δείξει τη χαρά της. «Κανένα πρόβλημα.» Πόσο μισούσε την αυταρέσκεια της Λουσίντα. «Υπάρχει κι άλλο κλειδί. Σε ένα μαγνητικό κουτί που βρίσκεται κάτω από το γραφείο. Το είχε φυλαγμένο εκεί ο πατέρας μου και το είχα βρει όταν ήμουν μικρή. Με αυτό άνοιγα το “μυστικό” συρτάρι του. Άντρες. Νομίζουν ότι είναι τόσο έξυπνοι.» Η γυναίκα είχε πολύ σοβαρά ψυχολογικά με τον πατέρα της και τώρα η Ιβέτ έπρεπε να βρει τρόπο να διαχειριστεί την τρελή. Είχε δει όλα τα σημάδια, αλλά τα είχε απλά αγνοήσει. Είχε αφεθεί να την παραπλανήσει η Λουσίντα με τα χρήματα και τη συνεπήραν το κυνήγι και η κατάκτηση. Είχε αφήσει τον εαυτό της να πιστέψει ότι τα ψέματα, η απάτη και το να ξεγελάσει το διευθυντή ήταν το ίδιο με το να προσπαθεί να μάθει τα μυστικά του, όπως σε κάθε άλλη δουλειά που είχε κάνει ως τώρα. «Δεν έχει σημασία, Λουσίντα. Δε θα συνεχίσω άλλο να κάνω τη βρομοδουλειά σου. Μόλις ο Άνταμ επιστρέψει από το γεύμα, θα του τα πω όλα. Και μετά ο καθένας θα αντιμετωπίσει τις ευθύνες που του αναλογούν. Είναι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη Σεν Ίντεν Στούντιος και δεν μπορώ να σε αφήσω να απλώσεις τα χέρια σου πάνω του.» «Ωραίο το λογύδριό σου, Ιβέτ. Προετοίμαζες την αυτοθυσία σου όλη τη νύχτα στον καθρέφτη; Πριν όμως αποφασίσεις να με πουλήσεις, γιατί δεν κοιτάζεις τον άλλο φάκελο που είναι επάνω στο γραφείο του Άνταμ; Έχει πολύ ενδιαφέρον. Θα είμαστε σε επαφή.» Έκλεισε το τηλέφωνο χαμένη στην παραζάλη. Η Ιβέτ καθόταν ακίνητη και μόνο τα χέρια της έτρεμαν από τον αγωνία. Έπιασε το σκουρόχρωμο φάκελο που ανέφερε η Λουσίντα. Πριν ακόμα τον ανοίξει, ήξερε βαθιά μέσα της ότι το μέλλον της είχε καταστραφεί. Με απογοήτευση ξεφύλλιζε τις σελίδες μιας οικονομικής αναφοράς. Ανέφερε έξοδα τροφοδοσίας για πάρτι, λιμουζίνες και άλλα που δεν είχαν συμβεί ποτέ. Έξοδα με την υπογραφή του Άνταμ αλλά με το δικό της γραφικό χαρακτήρα. Ήταν τέλεια πλαστογραφημένα, αλλά παρέμεναν μια απάτη, αφού ήξερε πως δεν τα είχε υπογράψει εκείνη. Έγγραφα και έξοδα που δεν είχε ξαναδεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όμως ποιος θα την πίστευε; Ως ιδιαιτέρα του Άνταμ, υπέγραφε όλες τις οικονομικές αναφορές και τα τιμολόγια με το όνομα του Άνταμ και τα δικά της αρχικά. Αυτό που είχε μπροστά της ήταν ακριβώς αυτό. Μόνο που εκείνη ήξερε ότι ήταν πλαστά, γιατί αφορούσαν έξοδα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Ένας αναστεναγμός δραπέτευσε από τα χείλη της. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και στήριξε το κεφάλι στα χέρια. Η Λουσίντα είχε καλυφθεί πολύ καλά. Ο καινούριος -μάλλον η καινούρια, στην περίπτωσή της- θα έπεφτε στην παγίδα. Δεν είχε σημασία το πόσο κοντά είχαν έρθει ο ένας στον άλλο, ο Άνταμ σίγουρα θα πίστευε την ετεροθαλή αδελφή του και όχι εκείνη με την οποία κοιμόταν. Η Ιβέτ έπρεπε να κάνει αυτό που της ζητούσε η μάγισσα. Δεν μπορούσε να φροντίσει τη Μόνα πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Αυτό το συναίσθημα, να νιώθει πως έχει μπρος γκρεμό και πίσω ρέμα, ήταν κάτι που δεν το είχε ξαναζήσει και δεν το ήθελε.
Καθόλου. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε ξανά το τηλέφωνο. Αναπήδησε στην καρέκλα με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Ο άψογος συγχρονισμός την έκανε να πιστέψει ότι μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν κάμερες. Δεν είδε κανένα σημάδι και απάντησε. «Λοιπόν;» «Θα το κάνω.» Η Ιβέτ έκλεισε το τηλέφωνο με τόση δύναμη, που έκανε ηχώ στο άδειο γραφείο. Το τικ τακ του ρολογιού ήταν σαν θανατική καταδίκη. Με τη φαντασία της αναβίωσε κάθε πολύτιμη στιγμή που έζησε μαζί του, από εκείνη την πρώτη δυνατή σπίθα ως την τελευταία νύχτα που πέρασαν μαζί χαμένοι στη γλυκιά κόλαση, και κατάλαβε πόσο βαθιά και τρελά ερωτευμένη είναι μαζί του. Το βλέμμα της θόλωσε και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Ένιωσε ένα ασήκωτο βάρος να πέφτει στους ώμους της και το κεφάλι της πονούσε. Έβαλε το χέρι της κάτω από το γραφείο και βρήκε το μεταλλικό κουτάκι. Το έπιασε όλο με την παλάμη της, το έσυρε κατά μήκος του γραφείου για να ανοίξει και πήρε το κλειδί από μέσα. Το έβαλε στην κλειδαρότρυπα και εκείνο γλίστρησε όπως το γάντι στο χέρι. Το γύρισε για να ξεκλειδώσει. Γύριζε τους φακέλους μέχρι που βρήκε έναν που λεγόταν «Καινούρια Συμβόλαια». Τράβηξε το επίμαχο έγγραφο και διάβασε το τέλειο συμβόλαιο που είχε συντάξει ο Άνταμ για το σκηνοθέτη. Με αδέξιες κινήσεις από την αγωνία και το φόβο το έβαλε ξανά μέσα στο φάκελο. Έβαλε το χέρι της προσεκτικά κάτω από το συρτάρι και τράβηξε το σκουρόχρωμο φάκελο που ήταν κολλημένος εκεί. Τον άνοιξε και έβγαλε το συμβόλαιο από μέσα. Το λαχάνιασμά της ήταν ο μόνος ήχος μέσα στο δωμάτιο. Το συμβόλαιο ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος του προσβλητικό προς τον Ροσκόφ και έφερε την υπογραφή του Άνταμ. Ήταν πλαστό σίγουρα, αλλά μόνο ο Άνταμ θα μπορούσε να το καταλάβει, και εκείνος δε θα το έβλεπε πριν σταλεί. Μόνο ο Ροσκόφ που θα το λάμβανε. Το ένστικτο της αυτοπροστασίας κάπου στο μυαλό της την έκανε να πάει στο φωτοτυπικό μηχάνημα. Μέσα σε ελάχιστα μόλις δευτερόλεπτα είχε το αντίγραφο ασφαλισμένο στην τσάντα της και το γνήσιο κλειδωμένο στο συρτάρι. Όχι ότι είχε σημασία πια, αλλά πάντα έπρεπε να προσέχει και πίσω από την πλάτη της. Αυτό ήταν βαθιά ριζωμένο στο μυαλό της. Ποτέ δεν μπορούσε να ξέρει τι θα προκύψει και τι μπορεί να χρειαστεί. Απογοητευμένη, έκλεισε και κλείδωσε το συρτάρι και επέστρεψε το κλειδί στην κρυψώνα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να το κρατήσει εκείνη, αλλά αποφάσισε ότι το αντίγραφο του γνήσιου συμβολαίου ήταν το μόνο της ατού για την ώρα και δεν ήθελε με τίποτα να μάθει η Λουσίντα γι’ αυτό. Το χτύπημα στην πόρτα έκανε την καρδιά της να χτυπήσει σαν ταμπούρλο. «Περάστε» είπε στον ταχυδρομικό υπάλληλο. Ήθελε να ξεμπερδεύει όσο πιο σύντομα γινόταν. Έβαλε βιαστικά το πλαστό συμβόλαιο στο φάκελο, υπέγραψε τα έγγραφα του υπαλλήλου και έμεινε να κοιτάζει το μέλλον της να φεύγει περπατώντας μέσα σε ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα. Σχεδόν για τη μισή της ζωή δεν ήταν ειλικρινής με κανέναν – θα μπορούσε έστω να είναι με τον εαυτό της. Εκείνη και ο Άνταμ δε θα μπορούσαν να έχουν κανένα μέλλον από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή του με σκοπό να τον καταστρέψει. Ήταν ανειλικρινής από τη στιγμή που γνωρίστηκαν στο μπαρ εκείνου του ξενοδοχείου και δε συστήθηκε με το πραγματικό της όνομα. «Γιατί δε λειτούργησα όπως πάντα; Γιατί άφησα την καρδιά μου ελεύθερη;» αναρωτήθηκε.
«Βρες τι κρύβουν και άφησέ τους να πέσουν. Τόσο απλά.» Δεν έπαιρνε καμιά απάντηση από πουθενά, ούτε από τη συνείδησή της – τουλάχιστον όχι μια απάντηση που να θέλει να ακούσει. Η εξουθενωτική σιωπή έσπασε από το τηλέφωνο που χτύπησε ξανά. Έριξε μια ματιά στον αριθμό που καλούσε και ο ήχος πια ακουγόταν τρομακτικός, σαν αυτές τις μελαγχολικές μελωδίες που ακούγονται στις ταινίες τρόμου. Απάντησε στη Λουσίντα. «Είδα τον ταχυδρόμο να φεύγει. Έχει τα σωστά έγγραφα, έτσι; Φυσικά τα έχει.» Απάντησε μόνη της. «Ούτε ο πανέμορφος Άνταμ δεν αξίζει να πας στη φυλακή, έτσι;» Η ποταπή φωνή της γυναίκας έκλεβε από τη σχέση της Ιβέτ και του Άνταμ κάθε ίχνος ομορφιάς και την έκανε να φαίνεται φτηνή και βρόμικη. Η Ιβέτ ένιωθε το πρόσωπό της να καίει και τα δάχτυλά της να σφίγγουν το ακουστικό τόσο που την πονούσαν. «Λουσίντα, μην το κάνεις αυτό. Ούτε εσύ δεν μπορείς να διαλύσεις όσα κέρδισα σε αυτή τη δουλειά.» «Εγώ δε χρειάζεται να κάνω τίποτα. Θα δώσω στον Άνταμ τις οικονομικές αναφορές και θα περιμένω για να δω το κεφάλι σου να πέφτει. Όταν ανακαλύψει ότι έκλεψες χρήματα από την πολυαγαπημένη του οικογενειακή επιχείρηση, ο κύριος Ειλικρινής θα γίνει έξαλλος.» Το μοχθηρό γέλιο της Λουσίντα αντήχησε στο τηλέφωνο. Η Ιβέτ προσπάθησε να αντικρούσει τον υπαινιγμό της. «Δεν έκλεψα τίποτα. Σκαρφίστηκες μόνη σου αυτές τις αναφορές. Αν το ερευνήσει, θα δει ότι δεν το έκανα. Θα με πιστέψει.» Ήθελε να ακουστεί ψύχραιμη και ειλικρινής, αλλά ήξερε μέσα της ότι δεν ήταν έτσι. Πάντα θα πίστευε αυτό που θα του έλεγε η Λουσίντα. «Αν ο αγαπημένος μου αδελφός αποφασίσει να το ερευνήσει θα βρει ότι λείπουν και τα χρήματα. Θα υποθέσει ότι τα πήρε η κυρία Γκιαρντίνο, η καινούρια και σχεδόν άγνωστη υπάλληλος της εταιρείας. Μην ξεχνάς τον τρόπο που πήρες αυτή τη δουλειά και τον αληθινό λόγο για τον οποίο είσαι εδώ. Η ειλικρίνεια δε θα σε βοηθήσει.» Η Ιβέτ δεν είχε να απαντήσει τίποτα. Με τρεμάμενο χέρι έκλεισε το τηλέφωνο. Μάζεψε το φάκελο με τις αναφορές και αυτόν που έπρεπε να σταλεί στον Ροσκόφ και τα πέταξε όλα στον καταστροφέα εγγράφων. Κοιτούσε τα κομματιασμένα έγγραφα που έπεφταν στον κάδο απορριμμάτων και σκεφτόταν ότι κάπως έτσι ήταν και η καρδιά της τώρα.
Κεφάλαιο Δεκατρία «Ανάθεμα» είπε ο Άνταμ θυμωμένος μέσα από τα σφιγμένα του δόντια και έκλεισε το τηλέφωνο για τέταρτη φορά μέσα σε μια ώρα. Η Ιβέτ ακόμα δεν είχε απαντήσει. Είχαν περάσει δυο μέρες από τότε που μίλησαν τελευταία φορά και ακόμα δεν ήξερε γιατί εκείνη σηκώθηκε και έφυγε χωρίς ούτε μια λέξη. Το παιδί που έστειλε για να δει αν ήταν στο διαμέρισμά της γύρισε άπρακτο. Ο νεαρός νόμισε ότι ήταν στο σπίτι, αλλά όσο και να χτυπούσε δεν έπαιρνε καμιά απάντηση και δεν καταλάβαινε γιατί. Ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι, πέρασε τα δάχτυλά του από τα μαλλιά του και ξεφύσησε. Δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με αυτό τώρα. Η εταιρεία κατέρρεε μπροστά στα μάτια του και το τελευταίο που θα έπρεπε να κάνει τώρα θα ήταν να ψάχνει να βρει τη χαμένη βοηθό του. Μόνο που η Ιβέτ δεν ήταν μια απλή γραμματέας ή μια ακόμα σημείωση στη λίστα του. Έπρεπε να μάθει για ποιο λόγο τον απέφευγε. Γιατί είχε φύγει χωρίς να πει τίποτα. «Άνταμ, δεν έχεις χρόνο για τέτοια τώρα.» Τα λόγια της μητέρας του αντηχούσαν μέσα στο μυαλό του. «Όταν ξεκαθαρίσεις την κατάσταση στο στούντιο και αν το θέλεις ακόμα, τότε μπορείς να πας να τη βρεις και να την πείσεις να γυρίσει.» «Από τη φωνή σου καταλαβαίνω ότι ελπίζεις να μην καταφέρω με την Ιβέτ.» «Μια αθώα γυναίκα θα ήταν εδώ για να υπερασπιστεί τον εαυτό της» είπε η Ρόξι. «Και μόνο η εξαφάνισή της είναι η παραδοχή της ενοχής της. Η γριά μάνα σου έχει περπατήσει κάμποσες φορές σε αυτό το μονοπάτι. Δε μεγάλωσα σαν οικοδέσποινα της καλής κοινωνίας. Κάποιες φορές τα πράγματα είναι όπως φαίνονται. Οι ένοχοι αντιδρούν σαν ένοχοι.» Έσπρωξε την καρέκλα του πίσω, πήγε προς το παράθυρο και έμεινε να κοιτάζει την ηλιόλουστη και τέλεια μέρα. Κάπου εκεί έξω βρισκόταν η γυναίκα που κρατούσε όλες τις απαντήσεις, όμως εκείνος δε θα τις έπαιρνε σύντομα. Χτένισε τα μαλλιά του με τα δάχτυλά του. Ας είναι. Είχε μια επιχείρηση να διευθύνει και η Ιβέτ δεν ήταν προτεραιότητα στη λίστα με τις υποχρεώσεις του. Γύρισε την πλάτη του στο παράθυρο και ακούμπησε στο ζεστό τζάμι. Ξεφύσησε απογοητευμένος. Το τηλέφωνο χτύπησε βγάζοντάς τον από τις δυσάρεστες σκέψεις του. Σίγουρα είχε συμβεί κάτι άσχημο. Τι άλλο θα ταίριαζε στην ημέρα; Τράβηξε το τηλέφωνο και το ακούμπησε με δύναμη στο αυτί του. Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μιλούσε και εκείνος ένιωθε το αίμα του να βράζει. Κρατούσε το τηλέφωνο τόσο σφιχτά, που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει και πονούσαν. «Σας ευχαριστώ. Αντίο» είπε σχεδόν ψιθυριστά προσπαθώντας να συγκρατηθεί και να μην το πετάξει στον τοίχο. Τα χτυπήματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο. Το μόνο που τον κρατούσε από το να εκραγεί από το θυμό και να βγει εκτός εαυτού ήταν η παρουσία της μητέρας του. Έπεσε βαρύς στη μεγάλη δερμάτινη καρέκλα. «Ήταν η γραμματέας του Ροσκόφ. Λέει ότι λυπάται πολύ, αλλά ο Αλεξάντερ Ροσκόφ δε θα συνεργαστεί με την Σεν Ίντεν Στούντιος στην επόμενη ταινία του. Δε θα συνεργαστεί σε καμιά ταινία με την εταιρεία μας μετά το άκρως προσβλητικό συμβόλαιο που του στείλαμε.»
«Αυτή ήταν η συμφωνία για την οποία μιλούσαμε στο τηλέφωνο; Μου είπες ότι θα διπλασίαζες τα χρήματα που του έδινε ο πατέρας σου, θα του έδινες μπόνους για την έγκαιρη προσέλευση και όλα αυτά μέσα στον προϋπολογισμό.» «Είναι. Αυτό έκανα. Τα πήγε τόσο καλά στην προηγούμενη ταινία του, που αύξησα την αμοιβή του. Δεν καταλαβαίνω πώς λειτουργεί αυτή η δουλειά. Πώς αυτό το συμβόλαιο ερμηνεύτηκε σαν προσβολή; Ορισμένες φορές νιώθω σαν σκύλος σε τσίρκο που πρέπει να περάσει από φλεγόμενα στεφάνια. Ο μπαμπάς πώς το άντεχε όλα αυτά τα χρόνια;» Η μητέρα του έγειρε και έπιασε το χέρι του. «Μεγάλωσε μέσα στην επιχείρηση. Ήταν όλη η ζωή του. Όταν τον γνώρισα ήταν πενήντα τριών ή πενήντα έξι ετών και ήδη τη διηύθυνε είκοσι χρόνια. Ήταν όλη η ζωή του. Ο πατέρας του τον ετοίμαζε από τη στιγμή που γεννήθηκε για να αναλάβει. Ο δικός σου πατέρας ήθελε να ζήσεις αλλιώς τη ζωή σου. Γι’ αυτό μετακομίσαμε στο Κολοράντο και φύγαμε από τη Χώρα της Χαράς.» Γέλασε ειρωνικά. «Όμως στη διαθήκη του την άφησε σε εμένα. Γιατί το έκανε αυτό;» «Νομίζω ότι όσο μεγάλωνε σκεφτόταν ότι δεν ήθελε να παίρνει το συμβούλιο όλο τον έλεγχο και να γίνει ακόμα μια ανώνυμη εταιρεία. Ήθελε να βρίσκεται στο τιμόνι ένας Σεν Ίντεν.» «Σ’ ευχαριστώ, μαμά» είπε και της χάιδεψε τρυφερά το χέρι. «Γι’ αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσω την κατάσταση. Το συμβούλιο δε θα πάρει την επιχείρηση του μπαμπά από εμένα και τη Λουσίντα.» «Τη Λουσίντα!» ξεσπάθωσε η μητέρα του. «Όταν έχει να κάνει με την αδελφή σου τυφλώνεσαι. Δε θα μου έκανε εντύπωση, αν πίσω απ’ όλα κρυβόταν αυτή. Πάντα ήταν μια άπληστη σκύλα.» «Μαμά.» Γέλασε. «Η Λούσι δεν είναι έτσι. Όντως είναι κάπως αδέξια, αλλά κατά βάθος είναι γλυκιά.» «Άνταμ.» Ξεφύσησε. «Δεν υπάρχει τίποτα γλυκό στη Λουσίντα Σεν Ίντεν.» Ακούστηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα πριν μπει η Λουσίντα. «Κατά φωνή» μουρμούρισε η μητέρα του ψιθυριστά. Ο Άνταμ τής ένευσε να σταματήσει. Τα αδύναμα μαλλιά της έπεφταν μέσα στα μάτια της, καθώς κοιτούσε τον Άνταμ και τη μητέρα του. Λίγο ακόμα και θα βγουν από τη ζωή μου για πάντα. Η Σεν Ίντεν Στούντιος, τα χρήματα και η ζωή που μου έκλεψαν θα είναι πάλι δικά μου. «Άνταμ» Η φωνή της ήταν ήρεμη, όπως πρόσεχε να είναι πάντα όταν μιλούσε μαζί του «μήπως πρόλαβες να δεις τις οικονομικές αναφορές που σου άφησα;» Έψαχνε τα χαρτιά και τους φακέλους στο γραφείο του. Τον κοιτούσε και καταλάβαινε ότι φούντωνε ο θυμός του. Θυμός για την Ιβέτ. Όσο δεν είχε εκείνη σαν στόχο, δεν την ενδιέφερε ακόμα και αν αυτή τη στιγμή πάθαινε καρδιακή προσβολή και πέθαινε επιτόπου. Φυσικά, αυτή η εκδίκηση δεν ήταν τόσο γλυκιά όσο εκείνη που είχε προγραμματίσει. Τα όνειρά της θα γίνονταν πραγματικότητα. «Γιατί δεν τηλεφωνείς στο λογιστήριο; Μπορούν να μας στείλουν μερικά αντίγραφα ακόμα και θα σου δείξω τι βρήκα. Βλέπω κάποια περίεργα έξοδα, τα οποία όμως δε συμβαδίζουν με τις αποδείξεις.» Κάθισε στην καρέκλα και κοιτούσε τα χέρια της. Στο τηλεφώνημα με το λογιστήριο ο Άνταμ
κάποια στιγμή άρχισε να φωνάζει. Μπορούσε να φωνάζει όσο ήθελε. Τα έγγραφα δεν υπήρχαν, τα είχε κατασκευάσει εκείνη. Επέτρεψε στον εαυτό της ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και κοίταξε πίσω από τα αχτένιστα μαλλιά της για να αντικρίσει τη Ρόξι να την κοιτάζει έντονα. «Τι;» «Τίποτα, καλή μου. Έσφαξες καμιά κούκλα πρόσφατα;» «Καμιά κούκλα δε φτάνει για να αποζημιώσει έναν πατέρα και σύζυγο. Φτάνει;» Όταν ο Άνταμ έκλεισε με δύναμη το τηλέφωνο, εκείνη έστρεψε το βλέμμα της ξανά στα πόδια της. «Με περιβάλλουν ηλίθιοι.» Η φωνή του ακουγόταν σαν γρύλισμα μέσα στο γραφείο. «Πώς μπορούν να μη βρίσκουν ένα έγγραφο που μου έστειλαν πριν από δύο μέρες;» «Μπορεί να έχει μπερδευτεί με άλλα, Άνταμ. Είμαι σίγουρη ότι θα το βρουν.» Σχεδίαζε να φτιάξει μερικά ακόμα και να τα αφήσει με κάποιο τρόπο στο λογιστήριο. Εκείνος χαμογέλασε. «Αυτό είναι που αγαπώ σε σένα. Πάντα βλέπεις τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Είμαι σίγουρος ότι έτσι θα είναι. Αλλά θα τα δούμε αργότερα όλα αυτά. Για την ώρα έχουμε να διευθύνουμε μια επιχείρηση.» Σηκώθηκε από τη θέση του, την πλησίασε και τη σήκωσε για να την αγκαλιάσει σφιχτά. Για ένα δευτερόλεπτο η Λουσίντα απόλαυσε την οικειότητα, μέχρι που όλα αυτά που είχε κάνει γύρισαν στο μυαλό της. Τον έσπρωξε μακριά. «Έχω κάποια πράγματα να κάνω. Ίσως αν προχωρήσουμε με κάποια καινούρια πρότζεκτ να μας βοηθήσει.» Έκλεισε την πόρτα πίσω της και προχώρησε στο διάδρομο για να πάει στο γραφείο της. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι η Ιβέτ αυτή τη στιγμή θα καταβρόχθιζε τα παγωτά με το κιλό αγωνιώντας ότι θα πάει στη φυλακή για υπεξαίρεση, απάτη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να σκεφτεί η Λουσίντα για να την καταστρέψει. Αφού πέρασε δυο μέρες με ένα κουτάλι κι ένα κουτί παγωτό στα χέρια, η Ιβέτ ένιωθε εξοργισμένη που αφέθηκε σε τέτοια κατάσταση αυτολύπησης και ξέσπασε στο σάκο του κικ μπόξινγκ. Η φίλη της, η Νίκι, τον κρατούσε ενώ εκείνη έριχνε κλοτσιές και μπουνιές στο δερμάτινο σάκο που στα μάτια της είχε τη μορφή, το αυτάρεσκο χαμόγελο και τα αδύναμα ξανθά μαλλιά της Λουσίντα. Εκβιασμός. Μπουνιά. Απειλές. Κλοτσιά. Η φήμη της. Στριφογυριστή κλοτσιά. Ο χαμός του Άνταμ. Ένας ανελέητος ορυμαγδός χτυπημάτων επάνω στο δερμάτινο σάκο. Ο θυμός της όμως δεν είχε καταλαγιάσει και η αναπνοή της έγινε γρήγορη. Ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό της. Μετά από λίγη ώρα οι κλοτσιές της έχασαν τη δύναμή τους, οι μπουνιές το σφρίγος τους και η αναπνοή της εξασθένησε. «Της έσπασες τα μούτρα;» Η φωνή της Νίκι Φερνάντεζ τρύπησε την ομίχλη της εξάντλησης και του θυμού που είχε θολώσει το μυαλό της. «Γιατί μελάνιασα εγώ που κρατάω το σάκο και είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν είσαι θυμωμένη μαζί μου.» Η Ιβέτ γέλασε για πρώτη φορά μετά από μέρες. Κοίταξε τη φίλη της με τους γραμμωμένους κοιλιακούς, που θα τους ζήλευε ακόμα και άγαλμα. Δεν είχε φτάσει ακόμα η μέρα που θα μπορούσε να τη χτυπήσει τόσο ώστε να μελανιάσει. «Χαίρομαι που νιώθεις καλύτερα.» Η ειλικρινής φωνή της Νίκι τής έφτιαξε τη διάθεση στο
λεπτό, όπως πάντα. Επιπλέον, προσφέρθηκε να της μαγειρέψει κιόλας, ενώ εκείνη θα έκανε ένα μπάνιο. Η Ιβέτ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της με το χέρι της και έκανε ένα μορφασμό για τη μυρωδιά. Όταν μετά το μπάνιο μπήκε στην κουζίνα με την πετσέτα στα μαλλιά της, την υποδέχτηκε η μυρωδιά του κοτόπουλου με πορτοκάλι. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε ανυπομονώντας μετά από μέρες να φάει. Τα ξινά πορτοκάλια και το πικάντικο κοτόπουλο ήρθαν σαν έκρηξη στους αγουροξυπνημένους γευστικούς της κάλυκες. Η Νίκι άνοιξε τη μικρή τηλεόραση επάνω στον πάγκο. Ακουγόταν το γνώριμο μουσικό θέμα της Εντερτέινμεντ Ντέιλι. Η παρουσιάστρια ήταν μια ζωηρή ξανθιά με απίστευτα μεγάλο και λευκό χαμόγελο, που ποτέ δεν έσβηνε από το πρόσωπό της, ακόμα κι όταν μιλούσε για χωρισμούς, αποτοξινώσεις ή καταστροφές αυτών που κινούν τα νήματα του Χόλιγουντ. Η Ιβέτ γέλασε με τη Νίκι, που είχε κολλήσει το πρόσωπό της στην τηλεόραση και παρακολουθούσε αυτή την κακόγουστη εκπομπή. Πάντα της προκαλούσε την ίδια έκπληξη το γεγονός ότι άρεσε τόσο πολύ στη φίλη της. Ήταν η προσωπική γυμνάστρια πολλών σταρ του Χόλιγουντ και μάθαινε τα περισσότερα σκάνδαλα πριν από τις εφημερίδες. «Και τώρα μια έκτακτη είδηση. Ο ρεπόρτερ μας έχει αποκλειστικές πληροφορίες για τη διαμάχη ανάμεσα στον παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτη Αλεξάντερ Ροσκόφ και τον νέο επικεφαλής της Σεν Ίντεν Στούντιος, Άνταμ Σεν Ίντεν. Ο κύριος Σεν Ίντεν βρίσκεται στο τιμόνι της εταιρείας μόλις έξι μήνες και όμως ήδη έχει αρχίσει να χάνει τα μεγαλύτερα αστέρια του. Είναι τελικά τόσο δύσκολο να συνεργαστεί κανείς μαζί του; Εσωτερικές πηγές αναφέρουν ότι το καινούριο συμβόλαιο με τον Ροσκόφ ήταν τόσο προσβλητικό, που ο σκηνοθέτης είπε μόνο...» Η εικόνα έφυγε από τη δεσποινίδα Ζωηρούλα και τώρα έδειχνε ένα άλλο στούντιο με έναν ρεπόρτερ και τον Ροσκόφ. «...δεν έχω ξανανιώσει ποτέ τόσο προσβεβλημένος στη ζωή μου. Το συμβόλαιο ήταν προσβλητικό και εγώ, ο Αλεξάντερ Ροσκόφ, δε θα το ανεχτώ. Υπάρχουν πολλά στούντιο σε αυτή την πόλη που επιζητούν τη συνεργασία μου. Δε θα συνεργαστώ ποτέ ξανά με τη Σεν Ίντεν Στούντιος.» Το πλάνο επέστρεψε στην ξανθιά παρουσιάστρια και στο γνωστό σκηνικό. «Δε γνωρίζουμε αν αυτό αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό ή είναι η αρχή του τέλους. Όπως πάντα, η Εντερτέινμεντ Ντέιλι θα σας κρατά ενήμερους. Το ρεπορτάζ ήταν της Σάνον Χιλ.» Το χέρι της Ιβέτ έτρεμε στον αέρα και το πιρούνι της έπεσε με θόρυβο στο πιάτο. Ζήτησε από τη Νίκι να κλείσει την τηλεόραση. «Κλείσ’ το, δεν μπορώ να βλέπω. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα έφταναν εδώ τα πράγματα. Νόμιζα ότι, αν έφευγα από το στούντιο, θα γίνονταν όλα όπως πριν. Άκουσες τι είπε; Ο Άνταμ μπορεί να χάσει την εταιρεία και θα φταίω εγώ.» Η Νίκι χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι. «Δεν ήταν δική σου ιδέα αυτό, ήταν; Η Λουσίντα σε προσέλαβε να κάνεις μια δουλειά και την έκανες. Και πολύ καλά μάλιστα, μπορώ να πω.» Η Ιβέτ έσπρωξε το πιάτο από μπροστά της. Δεν πεινούσε άλλο. Όσο σκεφτόταν ότι ο Άνταμ θα έχανε την οικογενειακή κληρονομιά, το στούντιο που πέρασε από τρεις γενιές Σεν Ίντεν, το στομάχι της γύριζε. «Νίκι, ήταν αλλιώς μέχρι τώρα. Όλοι αυτοί που έχω αναλάβει ως τώρα δε νοιάζονταν για τις επιχειρήσεις αλλά μόνο για την αποζημίωση που θα έπαιρναν. Ήταν μια δουλειά για εκείνους. Τώρα είναι προσωπικό. Ο Άνταμ αγαπά το στούντιο. Όταν μιλά για το μέλλον και τις αλλαγές που θέλει να
κάνει, τα μάτια του λάμπουν. Το στούντιο είναι τα πάντα γι’ αυτόν.» Αναστέναξε, ακούμπησε τα χέρια της στο τραπέζι και ξεκούρασε το κεφάλι της. «Του τα πήρα όλα. Θα χάσει τα πάντα και... θα τα κερδίσει η Λουσίντα. Αυτό με εκνευρίζει περισσότερο απ’ όλα. Ότι θα κερδίσει αυτή. Ξέρω ότι πήρε τα χρήματα και με παγίδεψε.» «Τότε, γύρισε το παιχνίδι εναντίον της. Εσύ το δημιούργησες κι εσύ μπορείς να το διορθώσεις.» «Πώς να το διορθώσω;» Η Ιβέτ έδειχνε αμήχανη. «Δεν είμαι ούτε εγώ αθώα. Προσπάθησα να υπονομεύσω τον Άνταμ και να του πάρω την εταιρεία από τα χέρια. Ίσως αυτή να είναι η τιμωρία μου.» Η Νίκι τη χτύπησε στον ώμο. «Πού είναι ο θηλυκός καρχαρίας της Σίλικον Βάλει; Αφού μπορείς να καταστρέψεις ένα διευθυντή, μπορείς σίγουρα και να τον σώσεις.» Σωστά – πού είχε πάει ο θηλυκός καρχαρίας, τέλος πάντων; Είχε αφήσει κάποιες κακές αποφάσεις να την καθορίσουν. Μπορεί να είχε δεχτεί χτύπημα, αλλά δεν είχε βγει από το παιχνίδι. Το ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος δε σήμαινε και ότι δεν μπορούσε να το διορθώσει. Μπορούσε. Μπορούσε να τα διορθώσει όλα. Η Ιβέτ χαμογέλασε σκαρώνοντας ένα σχέδιο στο μυαλό της. «Ξέρω ακριβώς από πού να ξεκινήσω.»
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και για όλα έφταιγε η Ιβέτ. Όχι. Ο Άνταμ βόγκηξε. Έπρεπε να είναι ειλικρινής τουλάχιστον με τον εαυτό του. Είχε αφεθεί να τον νικήσουν. Είχε αφεθεί στα τέλεια στήθη και τους σφιχτούς γλουτούς της Ιβέτ. Τέλεια, η ταινία που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον αυτή την εβδομάδα ήταν η ζωή του. Έσφιξε το κρυστάλλινο ποτήρι μέχρι που εκείνο έσπασε και τα γυαλιά μπήκαν στις παλάμες του. Αλλά ούτε που κατάλαβε τον πόνο, γιατί σκεφτόταν τα πιθανά σενάρια. Παρ’ όλα αυτά, δεν έβρισκε απάντηση για το πώς μπορούσε να σώσει την εταιρεία. «Μπραντ.» Μίλησε στον καλύτερό του φίλο και μέλος του συμβουλίου. «Δεν καταλαβαίνω γιατί την προσλάβατε. Από τότε που ξέσπασε αυτή η ιστορία έκανα μια μικρή έρευνα.» Πίεσε τα δάχτυλά του στο κρανίο του. «Μια έρευνα που έπρεπε να είχα κάνει όταν εμφανίστηκε εδώ. Όλες αυτές οι εταιρείες στις οποίες δούλευε στο Βορρά. Δε δούλευε σε αυτές, αλλά τις κατέστρεφε. Είναι σαν μπαρακούντα, η δουλειά της είναι να ισοπεδώνει επιχειρήσεις. Μπαίνει μέσα και τους παγιδεύει. Την αποκαλούν θηλυκό καρχαρία της Σίλικον Βάλει.» Γέλασε, πάνω απ’ όλα με τον εαυτό του. Αυτός ο χαρακτηρισμός ήταν ο τελευταίος που είχε στη λίστα του για την Ιβέτ Γκιαρντίνο. Είχε ήδη περάσει αρκετά βράδια ξάγρυπνος να τη βρίζει με όλους τους πιθανούς τρόπους, ακόμα και με ορισμένους που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ πριν για γυναίκα. Θα έχανε την εταιρεία του, αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο που του συνέβη μετά από αυτό το ποταπό επεισόδιο. Ο Άνταμ την ήθελε ακόμα. Την ποθούσε. Είχε μπει βαθιά μέσα στο πετσί του και δεν μπορούσε να τη βγάλει. Κοιτούσε το ποτήρι με το ουίσκι. Προσπαθούσε στ’ αλήθεια πολύ. Άφησε το ποτήρι με δύναμη στο τραπέζι. Όλο το αλκοόλ στον κόσμο δε θα μπορούσε να μουδιάσει τις αισθήσεις του και να μη νιώθει τον πόνο για την απώλεια της επιχείρησης και της Ιβέτ. Όχι ότι την έχασε επειδή το ήθελε. Οι πράξεις της την έδιωχναν μακριά από τον κόσμο του για πάντα. Δεν ήθελε κοντά του ψεύτικους ανθρώπους. Η λογική του συμφωνούσε, αλλά η καρδιά του είχε δική της λογική. Ο Μπραντ έγειρε μπροστά και ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατά του. «Άνταμ, δεν το ήξερα, σ’ το ορκίζομαι. Το συμβούλιο αποφάσισε ότι την ήθελε. Όλοι τους είναι τόσα χρόνια μέλη. Σου ορκίζομαι στην καλή μου σανίδα του σερφ ότι θέλουν το καλό της Σεν Ίντεν Στούντιος.» «Μήπως είναι πολύ μεγάλοι;» αναρωτήθηκε ο Άνταμ. «Μπορεί να είδαν ένα όμορφο πρόσωπο και ένα πανέμορφο κορμί και τα μυαλά τους να έγιναν πουρές.» Ο Μπραντ γέλασε. «Φίλε, είσαι στο Χόλιγουντ. Εδώ βλέπεις παντού όμορφα πρόσωπα. Τα πανέμορφα κορμιά δημιουργούνται σε αυτή την πόλη. Αν δεν έχεις, τότε μπορείς απλά να αγοράσεις.» Ο Άνταμ έτριψε τον αυχένα του. «Έχεις δίκιο. Μπορεί να μην ερεύνησαν ούτε εκείνοι το παρελθόν της. Δε με εμπιστεύονταν, ήθελαν να έχουν κάποιον δικό τους να με προσέχει και προσέλαβαν τον πρώτο υποψήφιο. Αυτό με εκνευρίζει περισσότερο απ’ όλα, Μπραντ. Πώς μπόρεσαν να φέρουν μια άγνωστη και να της δείξουν περισσότερη εμπιστοσύνη απ’ ό,τι σε μένα;»
«Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης. Είναι θέμα παραδόσεων και συνήθειας. Ο πατέρας σου διηύθυνε την επιχείρηση για δεκαετίες. Κάποιοι άνθρωποι δεν τα πηγαίνουν καλά με τις αλλαγές. Εννοώ, αν είναι δυνατόν, ο Τζόρνταν είναι υπέργηρος, έχει πατήσει τα ενενήντα δύο. Πρέπει να αποσυρθεί.» «Αν ξεκαθαρίσω την κατάσταση... όταν ξεκαθαρίσω την κατάσταση, αυτό θα είναι η βασική μου προτεραιότητα. Η σύνθεση καινούριου συμβουλίου που θα εκσυγχρονίσει το στούντιο. Κάποιοι από αυτούς μάλλον θα έζησαν και την εποχή του βωβού κινηματογράφου.» Οι δυο άντρες επιτέλους μπόρεσαν να συζητήσουν κάπως ευχάριστα. Η καλή διάθεση του Άνταμ, όμως, κράτησε μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα αφότου ο Μπραντ έφυγε από το γραφείο του. Ψάχνοντας μέσα στο γραφείο με τα συμβόλαια, έβγαλε αυτό που έστειλε στον Ροσκόφ. Το διάβασε από την αρχή μέχρι το τέλος. Το πέταξε ξανά μέσα στο συρτάρι. Δεν έβλεπε γραμμένο τίποτα που να μπορούσε να αναστατώσει τόσο πολύ το διάσημο σκηνοθέτη. Και τώρα όχι μόνο δε θα συνεργαζόταν ξανά μαζί του, αλλά και πολλοί ακόμα σκηνοθέτες και ηθοποιοί εγκατέλειπαν την εταιρεία καθημερινά. Σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται, συλλογίστηκε ξεφυσώντας. Τα δόντια του πονούσαν από την ένταση. Πήρε δύο αντιόξινα από το ντουλάπι στο πλάι και τα μάσησε, μορφάζοντας με την περίεργη αλλά οικεία αλευρώδη γεύση τους. Το κόστος της δουλειάς στο Χόλιγουντ πρέπει να είναι το έλκος. Η ιστορία τριών γενιών χάθηκε μέσα σε λίγους μήνες. Ο πατέρας του θα έπρεπε να είχε αφήσει την εταιρεία στη Λούσι ή το συμβούλιο. Ο γέρος δεν ήξερε πού θα κατέληγε όταν την άφησε στον Άνταμ. Εδώ, στο Χόλιγουντ, έπαιζε σε μια κατηγορία που δεν είχε τις ικανότητες να αντεπεξέλθει. Έστριψε μαζί με την καρέκλα του προς το παράθυρο. Έβλεπε το νέφος πάνω από την πόλη, αλλά στη φαντασία του υπήρχαν μόνο πεύκα, βουνά και χείμαρροι. Αναστέναξε, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα. Γύρισε προς το γραφείο του, άρπαξε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε εκνευρισμένος τον αριθμό του γραφείου του Τζόρνταν. Μόλις απάντησε η γραμματέας του, ο Άνταμ τη διέταξε σχεδόν γαβγίζοντας να πει στον Τομ να ενημερώσει όλα τα μέλη του συμβουλίου ότι είχαν συνέλευση το Σάββατο το απόγευμα. «Μα, κύριε. Είναι σε δύο ημέρες. Τα μέλη μπορεί να έχουν κανονίσει κάτι άλλο.» Αγνόησε τις αντιρρήσεις της. «Δε με νοιάζει πού θέλουν να πάνε ή τι θέλουν να κάνουν το Σαββατοκύριακο. Το Σάββατο το μεσημέρι θα πρέπει να βρίσκονται όλοι στην αίθουσα συνεδριάσεων και όποιος λείπει θα αντικατασταθεί.» Χαμογέλασε ειρωνικά και έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη. Σε αυτό τον τομέα της ζωής του θα κρατούσε αυτός τον έλεγχο. Η διάθεσή του χειροτέρεψε μετά από μερικά ακόμα τηλεφωνήματα. Συγκεκριμένα μετά από ένα τηλεφώνημα στο λογιστήριο. Έφτιαξε στο μυαλό του την εικόνα του ανίδεου και ήρεμου υπαλλήλου να τρέχει πανικόβλητος ακούγοντας το διευθυντή τόσο θυμωμένο. Κάτι είναι κι αυτό. Τουλάχιστον κάποιος μέσα στην εταιρεία ήξερε ότι αυτός έκανε κουμάντο. Τα έγγραφα που του έστειλαν ενοχοποιούσαν την Ιβέτ χωρίς καμιά αμφιβολία. Ένιωσε τους ώμους του να βουλιάζουν. Αναλογιζόταν ποιες θα έπρεπε να είναι οι επόμενες κινήσεις του από τη στιγμή που θα λάβει τα έγγραφα. Τη θυμόταν να φλερτάρει με τον Ρομπ Μέρφι για να τον κάνει να ζηλέψει, το πόσο γλυκιά ήταν στο κρεβάτι και πόσο ατίθαση τη νύχτα που γνωρίστηκαν. Δεν μπορεί να είναι ένοχη. Ο Άνταμ δεν ήθελε να πιστέψει ότι είχε φανεί τόσο αφελής. Μπορεί να μην καταλάβαινε το Χόλιγουντ, αλλά
καταλάβαινε τους ανθρώπους και εκείνη του είχε φανεί ειλικρινής. Ένας αληθινός άνθρωπος. Το βλέμμα του πήγε στις σημειώσεις από τα τηλεφωνήματα που έκανε νωρίτερα. Ο θηλυκός καρχαρίας της Σίλικον Βάλει. Υπογραμμισμένο δεκάδες φορές από το δικό του θυμωμένο χέρι. Όχι, έπρεπε να φανεί ειλικρινής με τον εαυτό του. Τον κατάλαβε από νωρίς και τον δούλεψε κανονικά. Δεν κέρδισε τέτοιον τίτλο με την καλοσύνη της. Φανταζόταν ένα τείχος να χτίζεται γύρω από την ανοιχτή ψυχή του, πέτρα πέτρα. Αν ήθελε να τα βγάλει πέρα με την Ιβέτ και το Χόλιγουντ, το τείχος θα έπρεπε να είναι πολύ ψηλό και δυνατό. Όταν μετά την κηδεία του πατέρα του ανοίχτηκε η διαθήκη, η μαμά του είχε κλάψει. Του είπε ότι θα τον έτρωγαν ζωντανό στο Χόλιγουντ, αυτό συνέβαινε στους καλούς ανθρώπους. Είχε κουραστεί πολύ να είναι έτσι. Σε αυτή την πόλη, τα καλά παιδιά όντως τερμάτιζαν τελευταία. Προσπαθούσε να χαλαρώσει τον αυχένα του από την ένταση. Ποτέ του δεν είχε τερματίσει τελευταίος και δεν είχε σκοπό να το κάνει τώρα. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που τον επανέφερε πίσω στα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει. «Περάστε» μούγκρισε. Ένας μικρόσωμος άντρας, που σίγουρα ήταν ο ήρεμος υπάλληλος του λογιστηρίου, μπήκε μέσα σαν σίφουνας κρατώντας έναν παχύ φάκελο. «Είναι οι επιταγές που ζητήσατε, κύριε.» Άφησε το φάκελο στο γραφείο του Άνταμ. «Δε χρειάζομαι τίποτε άλλο, κύριε Μπάγκλει» του είπε ο Άνταμ και του ένευσε να φύγει. Ο άντρας έφυγε σαν αστραπή, όμως έκλεισε την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Όσο τα έγγραφα με το όνομά του γίνονταν ένας σωρός που όλο μεγάλωνε, η πίεση του Άνταμ σκαρφάλωνε και τα αντιόξινα στο μπουκαλάκι όλο και λιγόστευαν. Μερικά χαρτιά τα άφηνε στα αριστερά του φακέλου, ήταν αυτά που όντως είχε εγκρίνει. Θυμόταν τις αποδείξεις από την τροφοδοσία για τους ηθοποιούς, κάποια έξοδα που έγιναν για πράγματα που ζητούσαν και ορισμένες αγορές για το γραφείο του. Ο άλλος σωρός μεγάλωνε συνεχώς. Τα δάχτυλά του πληκτρολογούσαν με ταχύτητα αστραπής στο κομπιουτεράκι τα ποσά που δεν είχε εγκρίνει ποτέ αλλά είχαν την υπογραφή του και τα αρχικά της Ιβέτ. Όταν είδε το συνολικό ποσό στην οθόνη, σχεδόν δύο εκατομμύρια δολάρια, έπεσε βαρύς στην καρέκλα του. Ο ανεξέλεγκτος θυμός του έκανε τα χέρια του να τρέμουν. Σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε τον Μπραντ. Ακουγόταν ο ήχος από τα σφιγμένα δόντια του και η ανούσια μουσική της αναμονής ένιωθε ότι ερέθιζε τα ήδη τεντωμένα νεύρα του. «Μπραντ» διέταξε χωρίς να τον αφήσει ούτε να τον χαιρετήσει. «Τηλεφώνησε στον εισαγγελέα. Θέλω να καταθέσουμε σήμερα κιόλας μήνυση για υπεξαίρεση κατά της δεσποινίδος Ιβέτ Γκιαρντίνο.» Η σιωπή του Μπραντ ήταν πιο έντονη από οποιαδήποτε απάντηση. «Πόσα;» «Δύο εκατομμύρια δολάρια.» Η συμπονετική χροιά στη φωνή του Μπραντ πετούσε λάδι στη φωτιά που μαινόταν στο στήθος του. Αν ο καλύτερός του φίλος συμπέρανε ότι είχε φερθεί χαζά και με αφέλεια, τι θα πίστευαν ή θα έλεγαν όλοι οι υπόλοιποι στην πόλη; Έκλεισε το τηλέφωνο και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω. «Ψεύτρα, ύπουλη σκύλα.»
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Η λίστα της Ιβέτ με όσα έπρεπε να κάνει για να διορθώσει την κατάσταση ήταν η διπλάσια από αυτήν που είχε καταστρώσει αρχικά για να ρίξει τον Άνταμ. Το αγαπημένο γνωμικό της γιαγιάς Μόνα ήταν «όπως έστρωσες θα κοιμηθείς». Στην περίπτωση που δεν κατάφερνε να τσεκάρει όσα έγραφε η λίστα, εκείνη θα κοιμόταν σε κάποιο από τα καλύτερα σωφρονιστικά καταλύματα της Καλιφόρνια. «Ξέρω ότι η Λουσίντα χρησιμοποίησε κάποια τακτική για να πείσει το συμβούλιο να με προσλάβει. Αν είχαν ελέγξει το παρελθόν μου, δε θα είχα πάρει τη δουλειά. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς τους επηρέασε» εξήγησε η Ιβέτ στη φίλη της τη Νίκι. «Προσπαθώ εδώ και ώρες να επικοινωνήσω μαζί τους, αλλά κανείς δε μου τηλεφωνεί. Η μάγισσα τους κρατάει με κάτι.» «Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ελέγξεις έναν άντρα» της απάντησε η Νίκι κλείνοντας το μάτι και χαμογελώντας, ενώ έκανε μια πρόστυχη χειρονομία. «Αν καταφέρεις να ελέγξεις αυτό με το οποίο σκέφτεται, τότε θα είναι σαν ζυμάρι στα χέρια σου. Ή δε θα είναι, όπως λέει το γνωμικό.» «Οι περισσότεροι από το συμβούλιο είναι παντρεμένοι, κάποιοι από αυτούς για πολλά χρόνια. Ένας είναι παντρεμένος με μια παλιά πολύ γνωστή ηθοποιό. Θα μπορούσε να τους εκβιάσει, αν κρατάει ένα χαρτί, όπως η απιστία, στα χέρια της» είπε η Ιβέτ. «Μπορώ πραγματικά να τη φανταστώ να το κάνει. Αυτή η γυναίκα απολαμβάνει την εξουσία, ειδικά όταν την έχει επάνω σε άντρες, σε ηλικιωμένους άντρες. Έχει πολύ σοβαρά ψυχολογικά απωθημένα από τον πατέρα της.» Η Ιβέτ ήπιε μια γουλιά κρασί και συνέχισε. «Εκτός αυτού, δε χρειάζεται όλα τα μέλη, απλά την πλειοψηφία. Δύο, ίσως και τρεις από τους πιο ισχυρούς. Αυτούς που έχουν τη δύναμη. Κάποιοι είναι σχεδόν διακοσμητικοί, υπάρχουν απλά για να συμφωνούν με ό,τι τους πουν οι άλλοι. Εκτός από τον Μπραντ, το φίλο του Άνταμ. Είναι καινούριος. Είναι πιθανό να συμφωνεί επειδή είναι ο καινούριος.» Η Νίκι χαμογέλασε.«Οπότε, πρέπει να κυνηγήσεις τους ισχυρούς. Να τους βρεις και να τους κάνεις να σε ακούσουν. Εσύ μπορείς να πείσεις κάποιον που πνίγεται ότι διψάει. Σίγουρα μπορείς να πείσεις δυο-τρεις γέρους ότι αυτό που θέλουν είναι να συνεχίσει ο Άνταμ να διευθύνει τη Σεν Ίντεν Στούντιος. Δεν μπορεί να θέλουν να τη διαλύσει η Λουσίντα.» «Ωφελείς πολύ τον εγωισμό μου» μουρμούρισε η Ιβέτ, ξάπλωσε στη σεζλόνγκ και κοιτούσε τον ήλιο που έδυε. «Μπορώ να τα καταφέρω.» Μετά από λίγες ώρες και αρκετά ψέματα, είχε καταφέρει να μάθει πού θα βρίσκονταν την επόμενη ημέρα τα μέλη που την ενδιέφεραν. Δάγκωσε τα χείλη της την ώρα που έλεγε στη μια γραμματέα ότι ήταν βοηθός μιας άλλης προσωρινά και έπειτα είπε το ίδιο ψέμα σε μια τρίτη. Έπρεπε συνεχώς να υπενθυμίζει στον εαυτό της ότι ήταν για καλό. Όμως οι αμφιβολίες την έτρωγαν. Γιατί να πρέπει να εφεύρει καινούρια ψέματα για να καλύψει τα παλιά; Όταν άρχισε να σχεδιάζει στο μυαλό της τη στρατηγική που θα ακολουθούσε την επόμενη ημέρα για να τους αντιμετωπίσει, άρχισε να πονά το στομάχι της. Είχε μόνο μια ευκαιρία για να τα καταφέρει. Η νύχτα τής φάνηκε ατέλειωτη. Την πέρασε κοιτώντας τα παιχνιδίσματα του φωτός στο ταβάνι και τα κόκκινα ψηφία που αναβόσβηναν στο ρολόι χωρίς να καταφέρει να ηρεμήσει ούτε λεπτό. Μια
κούπα χαμομήλι μόλις σηκώθηκε ήταν ό,τι έπρεπε για το στομάχι της, αλλά δε βοήθησε καθόλου τα τεντωμένα νεύρα της. Προσπάθησε να σκεφτεί κάθε ενδεχόμενο, αλλά ήξερε τη Λουσίντα και τις μεθόδους της καλά. Το πιθανότερο ήταν ότι τους είχε εκβιάσει με την απιστία. Δοκίμασε πολλά ρούχα και τελικά κατέληξε σε ένα σοβαρό κοστούμι. Το μπλε μαρέν τόνιζε τις πυρόξανθες ανταύγειες της και έδινε μια λάμψη στο αλαβάστρινο δέρμα της. Έπρεπε να δείχνει όμορφη αλλά και σοβαρή. Έπρεπε να κάνει τα μέλη του συμβουλίου να δουν ότι πρέπει να δείξουν εμπιστοσύνη και πίστη στη Σεν Ίντεν Στούντιος, στον Άνταμ και όχι στη μοχθηρή αδελφή του, άσχετα με τα χαρτιά που κρατούσε εκείνη και τους απειλούσε. Το μποτιλιάρισμα που συνάντησε στην 405 για το Μπέβερλι Χιλς και την καθυστέρησε τη γέμισε με αμφιβολίες. Γιατί να με ακούσουν; Η Λουσίντα ήταν μια Σεν Ίντεν. Το μυαλό της στροβιλιζόταν σε εκατομμύρια κατευθύνσεις και το μπροστινό αυτοκίνητο είχε κινηθεί μόλις ένα μέτρο. Μπορεί να μην τους εκβίαζε. Μπορεί να τους είχε πάρει με το μέρος της η μάγισσα. Ήταν μεγαλύτερη από τον Άνταμ. Η Ιβέτ ταρακούνησε το κεφάλι της για να διώξει τις αρνητικές σκέψεις και το φόβο. Κανένας λογικός άνθρωπος δε θα ήθελε να δουλέψει με τη Λουσίντα. Όταν έφτασε στην έξοδό της, βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο και μπήκε στο Μπέβερλι Χιλς, στη χώρα του Γκούτσι και του Φρεντ Χέρμαν. Ήταν μια πραγματικά υπέροχη μέρα και οι τουρίστες είχαν μαζευτεί στην πόλη σαν ακρίδες στη γη της επαγγελίας. Η κίνηση στη Ροντέο Ντράιβ ήταν εξουθενωτική, χειρότερη και από τον αυτοκινητόδρομο, με τους τουρίστες να κοιτάζουν γύρω γύρω αναζητώντας κάποιον αστέρα του κινηματογράφου ή της μουσικής. Ο λαμπερός ήλιος της Καλιφόρνια έκανε αντανάκλαση στη βιτρίνα ενός σικ κοσμηματοπωλείου. Σταμάτησε μπροστά στο Καφέ Ροντέο. Ο παρκαδόρος τής έδωσε ένα απόκομμα και εκείνη του παρέδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Το πανέμορφο πρόσωπό του μαρτυρούσε ότι ήταν ένας νέος ηθοποιός που περίμενε να του δοθεί μια ευκαιρία. Το περιφρονητικό ύφος του έλεγε ότι το Βόλβο της δεν ήταν το καλύτερο αυτοκίνητο που θα οδηγούσε σήμερα στη δουλειά του. Της φάνηκε αιωνιότητα το διάστημα που πέρασε μπροστά από το εστιατόριο προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι μπορούσε να τα καταφέρει. Μπορούσε να κάνει το σωστό. Να ξεκαθαρίσει το μπέρδεμα που έφερε στη ζωή του Άνταμ. Σκεφτόταν τα γαλάζια μάτια του που έλαμπαν όταν της μιλούσε για το στούντιο και το πόσα σήμαινε για εκείνον, κάτι που της έδωσε κίνητρο να ξεκινήσει το σχέδιό της άμεσα και δυναμικά. Η Ιβέτ έστρωσε το σακάκι της και άνοιξε την πόρτα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τις κλακέτες των χορευτών. Προσπαθούσε να ηρεμήσει την αναπνοή της. Το μπρούτζινο πόμολο, ζεστό από τον ήλιο, έκαψε το παγωμένο και ιδρωμένο χέρι της. Μπαίνοντας στο εστιατόριο ένιωσε το κρύο ρεύμα του κλιματιστικού πάνω στο μουσκεμένο δέρμα της. Σάρωσε από άκρη σε άκρη τον αμυδρά φωτισμένο χώρο ψάχνοντας τον επικεφαλής του συμβουλίου, τον Τομ Τζόρνταν. Ο ηλικιωμένος άντρας καθόταν στο πολυπόθητο κεντρικό τραπέζι. Προχώρησε προς το μέρος του προσπαθώντας να δείχνει αυτοπεποίθηση με βήμα σταθερό και χαριτωμένο. «Κύριε Τζόρνταν, σας παρακαλώ. Θα ήθελα λίγα λεπτά από το χρόνο σας.» Πάλεψε πολύ για να κρύψει το τρέμουλο από τη φωνή της. Αν ήθελε να σώσει τον Άνταμ και την εταιρεία του, έπρεπε να διατηρήσει τον έλεγχο της κατάστασης.
Το χαμόγελο του Τζόρνταν ήταν παγωμένο και τα μάτια του ακόμα περισσότερο καθώς της έκανε νεύμα να καθίσει. Η Ιβέτ γλίστρησε στην καρέκλα, ακούμπησε τα χέρια της στο τραπέζι, έγειρε μπροστά και τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Η σιωπή του την ανάγκασε να ξεκινήσει εκείνη τη συζήτηση. «Ξέρω ότι η Λουσίντα εκβίασε το συμβούλιο για να με προσλάβει. Αυτό που δεν ξέρω είναι το γιατί. Γιατί να αφήσουν τη Σεν Ίντεν Στούντιος να κλείσει; Το συμβούλιο θα χάσει όσα και ο Άνταμ.» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Νομίζω ότι δεν είχατε άλλη επιλογή. Κι έτσι, αναρωτήθηκα, τι θα μπορούσε να κάνει η Λουσίντα ούτως ώστε να μη σας αφήσει καμιά άλλη επιλογή; Είτε βρήκε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον σας...» όταν ο Τζόρνταν δεν έδειξε κανένα σημάδι υποχώρησης και φόβου, η Ιβέτ σταμάτησε «…είτε κατασκεύασε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον σας.» Η Ιβέτ χαμογέλασε. Ο άντρας απέναντί της κοιτούσε οπουδήποτε αλλού εκτός από εκείνη. Το βρήκε, έσφιξε τη γροθιά της νοερά. Τον κατάφερε. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ζωντανός θρύλος στο Χόλιγουντ. Δεν είχε τίποτα να κρύψει. Μέχρι τώρα. Όσο περισσότερο τον κοιτούσε τόσο πιο καθαρά διέκρινε την αγωνία στα μάτια του και τον ιδρώτα στο μέτωπό του. «Έχει αποδείξεις;» Το ανεπαίσθητο καταφατικό νεύμα του ήταν η ανταμοιβή που περίμενε. Τώρα έπρεπε να τον πείσει να μιλήσει στον Άνταμ και τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου, αλλά δεν είχε αυταπάτες. Θα ήταν δύσκολο. «Ξέρεις, δεν έχει σημασία πια» την ενημέρωσε ο Τζόρνταν, σκουπίζοντας το μέτωπό του με ένα μαντίλι με το μονόγραμμά του. «Ο Σεν Ίντεν ήδη έχει ξεκινήσει νομικές διαδικασίες εναντίον σου για υπεξαίρεση. Δε θα πιστέψει ούτε λέξη απ’ όσα του πεις.» Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο, που έμεινε σιωπηλή, ενώ ο Τζόρνταν κέρδιζε έδαφος ανάμεσά τους. Υπεξαίρεση; Πώς έγινε αυτό και με τι αποδείξεις; Η Λουσίντα. Τα έγγραφα από το λογιστήριο επάνω στο γραφείο του. Η απάντηση ήρθε στο μυαλό της σαν λεζάντα φωτεινής επιγραφής. Η Λουσίντα τού είχε δώσει αντίγραφα από τα πλαστά έγγραφα που η ίδια είχε καταστρέψει πριν φύγει από το γραφείο του. Έπρεπε να καταλάβει ότι η μάγισσα θα είχε κι άλλα αντίγραφα και θα τα χρησιμοποιούσε ακόμα κι αν η Ιβέτ έφευγε. Έπρεπε να τα είχε πάρει μαζί της. Χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί, αλλά δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. «Αύριο έχει οριστεί συνέλευση του συμβουλίου για να τοποθετηθεί η Λουσίντα στη θέση του Άνταμ, όπως ορίζει η διαθήκη του Έντουαρντ Σεν Ίντεν.» Πρόφερε τις λέξεις ήρεμα και το χαμόγελό του ήταν μια αδύναμη ηχώ του συνήθως ανέμελου. Αυτή τη στιγμή τον μισούσε σχεδόν όσο μισούσε και την ξανθιά μάγισσα που έλεγε ότι ήταν αδελφή του Άνταμ. Και αμέσως της ήρθε μια ιδέα. Ο Τζόρνταν ήθελε απλά να διατηρήσει το κύρος του. Η άνετη δουλειά του και η διάσημη σύζυγός του κινδύνευαν. Έπαιξε το τελευταίο της χαρτί. «Η Λουσίντα δεν έχει σκοπό να διευθύνει το στούντιο. Θέλει να πουλήσει όλη την ακίνητη περιουσία και να φύγει από την Καλιφόρνια με τα χρήματα. Όταν μαθευτούν όσα έκανε, δε θα υπάρχει πια συμβούλιο για να είσαι μέλος. Δε θα υπάρχει πια καμιά θέση και κανένα γραφείο για σένα στο Χόλιγουντ. Θα είσαι εξίσου υπόλογος για την καταστροφή της Σεν Ίντεν Στούντιος.» Η Ιβέτ παρακολουθούσε με ευχαρίστηση το πρόσωπο του Τζόρνταν να ασπρίζει από το φόβο και
να φαίνεται δέκα χρόνια μεγαλύτερος, πράγμα που δεν το άντεχε. «Θα το παραδεχτώ μόνο αν ομολογήσουν και τα υπόλοιπα μέλη μαζί μου. Δε θα γίνω εγώ ο μοναδικός αποδιοπομπαίος τράγος.» Η Ιβέτ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Όλοι τους;» Ένιωσε αποστροφή για την απίστευτη και άρρωστη εμμονή της Λουσίντα με την εξουσία. «Όχι ο Τσάνινγκ, είναι καινούριος. Ούτε ο Πίτερσον, είναι γκέι.» Χρειαζόταν όμως και κάποια διαβεβαίωση, χρειαζόταν το λόγο του. «Αν όμως το παραδεχτούν και οι υπόλοιποι, θα το κάνετε και εσείς;» Κοιτούσε τον ηλικιωμένο άντρα με θαυμασμό να ανασηκώνεται στο κάθισμά του και να σφίγγει τη γραβάτα του. Σχεδόν μπορούσε να διακρίνει πόσο γοητευτικός πρέπει να ήταν στα νιάτα του. «Είπα ότι θα το κάνω και θα τηρήσω την υπόσχεσή μου.» Δεν ήθελε να του αφήσει καμιά αμφιβολία για την απόφασή του. «Το είπες. Αλλά σε αυτή την πόλη ο λόγος κάποιου μετράει όσο το χαρτί που έχει υπογράψει.» Γέλασε. «Και κάποιες φορές ούτε σε αυτή την περίπτωση.» Γέλασε κι εκείνος. «Μου αρέσετε, δεσποινίς Γκιαρντίνο. Έχετε αυτό που λέγαμε παλιά τσαγανό. Στις μέρες μας δεν υπάρχουν πολλά κορίτσια που να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις αυτής της πόλης. Εσείς όμως τι θα κερδίσετε, αν το συμβούλιο παραδεχτεί ότι σας προσέλαβε υπό τέτοιες συνθήκες;» «Ο Άνταμ θα μάθει τι έκανε η αδελφή του. Θα μπορέσει να την πολεμήσει και να κρατήσει την κληρονομιά του πατέρα του. Σημαίνει πολλά για εκείνον.» Προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυα που έκαιγαν τα μάτια της. «Το εννοείτε πραγματικά αυτό, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, νεαρή μου, είτε θα κάνετε την αρχή για μια νέα ειλικρινή εποχή στο Χόλιγουντ είτε αυτή η πόλη θα σας μασήσει και έπειτα θα σας φτύσει.» «Είμαι σίγουρη ότι θα συμβεί το δεύτερο, αλλά ελπίζω μέχρι τότε να έχω καταφέρει να σώσω τη Σεν Ίντεν Στούντιος από αυτό το σαμποτάζ για το οποίο έχω μεγάλο μερίδιο ευθύνης.» «Τα υπόλοιπα μέλη που ψάχνετε είναι στο γήπεδο του γκολφ Γουίντι Χιλς τώρα. Αλλά δε θα τους παγιδέψετε τόσο εύκολα.» «Ελπίζω ότι θα δουν ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν για το στούντιο. Είμαι σίγουρη ότι ούτε εκείνοι θέλουν να δουν την εταιρεία να διαλύεται.» «Ναι, σίγουρα δε θέλουν. Απλά δεν ξέρω αν ο Τόμας, ο Φόστερ και ο Γκίβενς είναι αρκετά έξυπνοι για να το συνειδητοποιήσουν.» Η Ιβέτ σηκώθηκε, πήγε προς το μέρος του ηλικιωμένου άντρα, τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Είμαι σίγουρη ότι ξέρετε καλύτερα από μένα, αλλά νομίζω ότι θα θέλουν να σωθούν όσο το θέλω και γω.»
Κεφάλαιο Δεκαέξι Ο γερο-Τζόρνταν είχε κάνει λάθος. Οι άλλοι τρεις που εκβίαζε η Λουσίντα συμφώνησαν χωρίς να χρειαστεί καν να τους πείσει να βγουν και να μιλήσουν στη συνέλευση της επόμενης μέρας, αφήνοντας έτσι τη Λουσίντα να θερίσει ό,τι έσπειρε. Μόλις άκουσαν ότι ο Τζόρνταν σκόπευε να το παραδεχτεί, άδραξαν αμέσως την ευκαιρία να σώσουν την κατάσταση. Απ’ ό,τι φαινόταν, κανείς τους δεν ήθελε τη Λουσίντα στο τιμόνι της επιχείρησης. Απλά μέχρι τώρα δεν είχαν άλλη επιλογή. Το γεγονός ότι κανένας τους δεν είχε καταλάβει ότι τους είχε αποπλανήσει, βιντεοσκοπήσει και εκβιάσει ήταν ακόμα πιο συναρπαστικό. Αν το είχαν συνειδητοποιήσει, μπορεί και να είχαν δράσει νωρίτερα. Όμως ο καθένας από αυτούς πίστευε ότι ήταν ο μοναδικός από τον οποίο η Λουσίντα ζητούσε να κατευθύνει τους υπόλοιπους. Η επιλογή των μελών να κάνουν το σωστό και να αψηφήσουν τις απειλές της Λουσίντα στη συνέλευση ήταν μια πολύ ευχάριστη αλλά και εντελώς απροσδόκητη έκπληξη. Τα είχε όλα προσχεδιασμένα, αλλά μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήταν σίγουρη αν θα τολμούσαν οι άλλοι. Εκείνη ήξερε τους λόγους που τα έκανε όλα αυτά: για να σώσει τον Άνταμ. Τα κίνητρα των υπολοίπων όμως παρέμεναν κάπως θολά. Αν είχαν προτιμήσει να σιωπήσουν, κατά πάσα πιθανότητα θα έβγαιναν αλώβητοι από αυτή την υπόθεση και θα έβρισκαν σχετικά εύκολα δουλειά σε κάποιο άλλο στούντιο. Αφού όμως της χάριζαν ένα γάιδαρο δε θα καθόταν να τον κοιτάζει στα δόντια, έτσι, ξεφύσησε και δέχτηκε την ευχάριστη έκπληξη. Όταν η Ιβέτ έφτασε στο σπίτι της, η καλή της διάθεση εξαφανίστηκε. Πέταξε την τσάντα της στο τραπεζάκι του χολ, έβαλε ένα αναψυκτικό και άρχισε να τηλεφωνεί σε γηροκομεία προς το Βορρά, στο Σαν Χοζέ, αλλά κανένα δεν ήταν τόσο καλό όσο αυτό στο Μπέβερλι Χιλς και τα πιο αξιόλογα κόστιζαν σχεδόν όσο ολόκληρος ο μισθός της. Αν φυσικά κατάφερνε να βρει δουλειά στην πόλη που γεννήθηκε και δεν κατέληγε στη φυλακή αφήνοντας τη γιαγιά Μόνα αβοήθητη. Καυτά δάκρυα γεμάτα θυμό έτρεχαν από τα μάτια της και δεν μπορούσε να δει καθαρά. Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της για την ανάστατη ζωή της, θυμωμένη με τη Λουσίντα που τη δελέασε με την προοπτική μιας εύκολης δουλειάς και με τον Άνταμ. Τύλιξε τα χέρια της γύρω της και ένιωσε σαν να ήταν να δυνατά του χέρια που την κρατούσαν ασφαλή. Η φρέσκια μυρωδιά της φύσης από το κορμί του πλημμύρισε τις αισθήσεις της. Όταν έκλεινε τα μάτια της ένιωθε ότι ήταν μαζί της εκείνος. Οι βλεφαρίδες της φτερούγισαν και άνοιξαν και για μια ακόμα φορά κατέρρευσε όταν συνειδητοποίησε πόσα έχασε. Για μια δουλειά, για τη φήμη που την ήθελε αδίστακτη και για το εύκολο χρήμα. Με ένα τελευταίο τηλεφώνημα και τη μεταβίβαση του μεγαλύτερου μέρους των οικονομιών της, κανόνισε να περιμένουν τη Μόνα στο γηροκομείο Χίντεν Γκλεν μέσα στην εβδομάδα. Ευχαρίστησε το διευθυντή και διαβεβαίωσε την κυρία Τζέιμισον ότι εκείνη και η Μόνα θα ήταν εκεί μέχρι το επόμενο Σαββατοκύριακο. Ξεφύσησε ανακουφισμένη και έκλεισε το κινητό της. Άλλο ένα βήμα προς το δρόμο της μεταμέλειας. Έκανε άλλο ένα τηλεφώνημα για να μεταβιβάσει στη Λουσίντα το ποσό που είχαν συμφωνήσει για τη δουλειά. Το δυσκολότερο όμως τηλεφώνημα ήταν αυτό στο Γκόλντεν Όουκς,
για να τους ενημερώσει ότι η Μόνα θα έφευγε από εκεί. Τους υποσχέθηκε ότι το ίδιο απόγευμα θα επισκεπτόταν τη γιαγιά της για να της πει ότι θα μετακόμιζε, αλλά δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Οι ασθενείς που πάσχουν από Αλτσχάιμερ δεν τα πηγαίνουν καλά με τις αλλαγές. Φοβούνται το άγνωστο όπως τα μικρά παιδιά φοβούνται το σκοτάδι. Τέλος, πήρε το κινητό στα χέρια της και τηλεφώνησε στη Νίκι. Η ζωηρή φωνή της φίλης της αντηχούσε από την άλλη γραμμή, κατευθύνοντάς τη να αφήσει μήνυμα στον τηλεφωνητή. «Τηλεφώνησέ μου, είναι επείγον, γεια.» Μέσα σε δευτερόλεπτα το τηλέφωνό της χτύπησε. Χαμογέλασε όταν είδε πόσο νοιάζεται η φίλη της. Όταν όλα γύρω της αποτύγχαναν, ήξερε ότι έχει την καλύτερή της φίλη, που πάντα θα ήταν δίπλα της. «Τι χρειάζεσαι, μικρή μου;» «Δεν μπορώ να βρω τρόπο να προσεγγίσω τον Ροσκόφ. Μένει σε ένα συγκρότημα στους λόφους πάνω από τη Σάνσετ Στριπ. Φεύγει από εκεί μόνο για να πάει στη δουλειά και κανείς δε θα με αφήσει να μπω στο στούντιο. Έχει σωματοφύλακες, φράχτες και πύλες. Δεν μπορώ να κάνω διάρρηξη και να εισβάλω στο φρούριο.» «Γιατί δεν του λες απλά την αλήθεια; Πήγαινε στην πύλη. Πες του ποια είσαι και γιατί θέλεις να του μιλήσεις. Το χειρότερο που μπορεί να κάνει είναι να σε διώξει. Δεν μπορεί να σε πυροβολήσει, σωστά;» «Νίκι, είσαι η καλή μου νεράιδα. Τα κάνεις όλα να φαίνονται τόσο εύκολα.» «Κι εσύ, κορίτσι μου, τα κάνεις όλα τόσο δύσκολα. Πρέπει να κλείσω. Έχω εδώ κάμποσες λιπόσαρκες ηθοποιούς που πρέπει να πείσω ότι είναι μια χαρά, αλλιώς θα πάθουν ανορεξία. Αντίο και καλή επιτυχία.» Ο ενθουσιασμός της φίλης της τη συνόδεψε μέχρι την ώρα του φαγητού. Άρχισε να μαζεύει τα λιγοστά υπάρχοντα που είχε βγάλει από τις κούτες το σύντομο διάστημα που έμεινε στο Λος Άντζελες. Στη σκέψη ότι έχασε τον Άνταμ η καρδιά της πονούσε, αλλά σήμερα ένιωθε πολύ καλύτερα για τον εαυτό της απ’ όσο τα τελευταία χρόνια. Χόρευε και τραγουδούσε συνοδεύοντας το ραδιόφωνο. Τύλιγε τα διακοσμητικά του σπιτιού της σε εφημερίδες και τα έβαζε σε κουτιά. Δεν ήθελε να ανοίξει την τηλεόραση. Δεν άντεχε να ακούσει τίποτε άλλο για την κατάρρευση της Σεν Ίντεν Στούντιος ή τις κατηγορίες εναντίον της για υπεξαίρεση. Ήθελε αυτή η καλή διάθεση που είχε να κρατήσει όσο περισσότερο γίνεται, έστω κι αν είναι αιθέρια σαν όνειρο. Η αστυνομία θα μπορούσε να χτυπήσει την πόρτα της ανά πάσα στιγμή. Έριξε μια ματιά στο ρολόι και είδε ότι ήταν ώρα να πάει στη γιαγιά της για να της μιλήσει για τη μετακόμιση. Οδηγούσε στην κίνηση του αυτοκινητόδρομου και προσευχόταν να ήταν μια διαυγής μέρα για τη Μόνα και να κατάφερνε να την κάνει να καταλάβει. Οι πύλες και το φυλάκιο έμοιαζαν αδιαπέραστα πια, σήμερα που συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πλέον τα χρήματα για να μένει εκεί η γιαγιά της. Η Ιβέτ επιβράδυνε και έστριψε για να πάει προς την κορυφή του λόφου όπου ήταν χτισμένο το γηροκομείο. Όπως πάντα, το πέτρινο οίκημα έδειχνε σταθερότητα και μονιμότητα. Κάτι που η Μόνα και η Ιβέτ δεν είχαν πια. Η προϊσταμένη τη χαιρέτησε λέγοντάς της ότι η Μόνα ήταν πολύ καλά σήμερα, ήταν σχεδόν ο παλιός, καλός εαυτός της. Είχε φάει όλα τα γεύματα και είχε παίξει με τα κουτάβια που έφερε ο
γιατρός. Χτύπησαν την πόρτα του δωματίου της. Η Ιβέτ χάρηκε αφάνταστα που άκουσε τον ήχο της δυνατής φωνής, που δεν είχε ακούσει εδώ και πάρα πολύ καιρό να την καλωσορίζει. «Γιαγιά, πώς είσαι σήμερα;» Μπήκε στο δωμάτιο και κατευθείαν πήγε να αγκαλιάσει την αδύναμη γυναίκα. Απόλαυσε κάθε στιγμή της οικείας αίσθησης και της μυρωδιάς της γιαγιάς της. Χάιδεψε τα λευκά μαλλιά της, που κάποτε ήταν πυρόξανθα σαν τα δικά της. «Είμαι πολύ καλά, αγάπη μου. Εσύ;» Η Ιβέτ χαμογέλασε. «Είμαι καλά. Βρήκα μια καινούρια δουλειά.» Την πονούσε που της έλεγε ψέματα. «Θα γυρίσουμε πίσω στη Σάντα Κλάρα και θα πας σε καινούριο σπίτι. Έμαθα ότι είναι και κάποιοι φίλοι σου εκεί.» «Είναι και η Άνι; Μου λείπει τόσο πολύ. Καμιά δεν είναι σαν την Άνι. Παλιά βούρτσιζε τα μαλλιά μου και τα έκανε πλεξούδες, όπως η μητέρα μου όταν ήμουν μικρή.» «Ναι, είναι και η Άνι» απάντησε η Ιβέτ με δάκρυα στα μάτια. Η γιαγιά της είχε χαθεί ξανά στο χάος του Αλτσχάιμερ. Η Άνι ήταν η παιδική της φίλη και είχε σκοτωθεί σε τροχαίο όταν πήγαιναν στο πανεπιστήμιο ακόμα. Όταν το βλέμμα της Μόνα άρχισε να περιπλανιέται στο χώρο, η Ιβέτ κατάλαβε ότι η γιαγιά της είχε χαθεί για μια ακόμα φορά στο μικρόκοσμό της. Σε έναν κόσμο όπου εκείνη δεν μπορούσε να ζήσει μαζί της. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. Χάιδεψε το χέρι της Μόνα και ευχόταν η γιαγιά της να καταλάβαινε ότι ήταν εκεί δίπλα της. «Γιαγιά, σ’ αγαπώ πάρα πολύ. Μακάρι να μη χρειαζόταν να μετακομίσουμε πάλι. Αλλά έκανα κάποια πολύ άσχημα πράγματα και πρέπει να τα διορθώσω. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, αλλά προσπαθώ.» Όταν ένιωσε ένα απαλό χέρι να χαϊδεύει το δικό της, τίναξε το κεφάλι της. «Θα το διορθώσεις, Ιβέτ. Απλά δεν έχεις συνηθίσει να αντιμετωπίζεις τις συνέπειες των πράξεών σου. Εγώ έπρεπε να σ’ το είχα διδάξει αυτό. Όμως νόμιζα ότι ήταν ένα μάθημα που θα το έπαιρνες στην πορεία της ζωής σου.» Το χέρι της γιαγιάς της ακούμπησε το μάγουλό της και τα απαλά ακροδάχτυλα της μύριζαν λοσιόν τριαντάφυλλο. «Δεν περίμενα ότι θα σου έπαιρνε τόσο καιρό.» Η Ιβέτ γέλασε με τη γιαγιά της για πρώτη φορά εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ήταν σαν μια από εκείνες της νύχτες που σαν έφηβη γύριζε στο σπίτι από κάποιο ραντεβού και εκείνη την περίμενε με κακάο και μπισκότα για να ακούσει όλες τις ζουμερές λεπτομέρειες. Μοιράζονταν τα πάντα οι δυο τους. Ήταν οι τελευταίες των Γκιαρντίνο, οι δυο τους ενάντια στον κόσμο. «Γιαγιά, είμαι ερωτευμένη. Είναι ένας υπέροχος άντρας. Τον λένε Άνταμ και έχει κινηματογραφικό στούντιο. Ή τουλάχιστον είχε, μέχρι που μπήκα εγώ στη ζωή του και βοήθησα να το χάσει. Νόμιζα ότι δεν είχε σημασία, αλλά έχει. Πολύ μεγάλη σημασία.» «Γλυκιά μου, θα τα διορθώσεις όλα. Πώς θα μπορέσει να μη σε αγαπήσει, αν τα κάνεις όλα όπως πριν; Έτσι κι αλλιώς, οι άντρες πάντα περιμένουν να τα διορθώσουμε εμείς. Έτσι μου είχε πει ο παππούς σου τουλάχιστον. Τα μπέρδευε όλα και μετά περίμενε από εμένα να τα διορθώσω.» «Εγώ όμως φταίω για όλα. Τον άφησα να νομίζει ότι ήταν ανίκανος. Ότι δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά του. Όμως μπορεί. Τα πήγαινε θαυμάσια.» «Πρέπει να είναι υπέροχος εραστής. Οι άντρες που είναι καλοί εραστές είναι οι καλύτεροι. Τους τα συγχωρούμε όλα.»
Η συζήτηση αυτή με τη γιαγιά της έκανε την Ιβέτ να κοκκινίσει. Έπαιζε νευρικά με τα δάχτυλά της. «Ιβέτ, σίγουρα θα έχει μεγάλη σημασία για εκείνον το ότι νοιάζεσαι αρκετά για να διορθώσεις τα λάθη σου και να κάνεις το σωστό.» «Αλήθεια το πιστεύεις αυτό; Νόμιζα πως το μόνο που ήθελα ήταν η δουλειά μου, η ικανότητά μου να μπαίνω σε μια επιχείρηση και να ξεφορτώνομαι τον άχρηστο διευθύνοντα σύμβουλο. Τώρα πια νομίζω ότι θέλω περισσότερα. Θέλω να έχω αυτοσεβασμό. Θέλω για μια φορά να κάνω κάτι καλό. Θέλω τον Άνταμ Σεν Ίντεν. Λες να με συγχωρήσει ποτέ;» Όταν η γιαγιά της δεν απάντησε, την κοίταξε. Τα μακριά μαλλιά της κρέμονταν στο πρόσωπό της και το σαγόνι της ακουμπούσε στο ακίνητο στήθος της. «Γιαγιά; Γιαγιά;» Γνωρίζοντας βαθιά μέσα της την απάντηση, έβαλε το χέρι της, που έτρεμε, στον καρπό της Μόνα. Δεν είχε σφυγμό. Ακούμπησε το κεφάλι της γιαγιάς της πίσω στην καρέκλα. Τα πράσινα μάτια, που σε όλη της τη ζωή την κοιτούσαν με αγάπη και στοργή, τώρα ήταν παγωμένα και άτονα. Αυτό το κομμάτι της γιαγιάς της, το πνεύμα, η δύναμη για ζωή, ό,τι κι αν ήταν αυτό που την έφερε στη ζωή, είχε φύγει. Η εντολή που είχε αφήσει η γιαγιά της να μην κάνουν καμιά προσπάθεια ανάνηψης σήμαινε ότι το δωμάτιο παρέμενε ήσυχο και άδειο. Καμιά νοσοκόμα δεν έτρεχε πανικόβλητη και κανένα μηχάνημα δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο που θα τάραζε το γαλήνιο θάνατο της Μόνα Γκιαρντίνο. Μόνο ένα ανεπαίσθητο ανοιγοκλείσιμο της πόρτας, που σχεδόν δεν άκουσε. Η Ιβέτ γλίστρησε στο πλαστικό δάπεδο και έγειρε το κεφάλι της στην αγκαλιά της γιαγιάς της. Τα τελευταία λόγια της Μόνα αντηχούσαν σαν ηχώ μέσα στο μυαλό της και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της μούσκευαν το νυχτικό της. Όταν συνειδητοποίησε το δώρο που της έκανε η γιαγιά της με την τελευταία της ανάσα, ένιωσε μια ζεστασιά σε όλο της το κορμί. Γύρισε πίσω, έστω και αν ήταν μόνο για λίγα λεπτά. Τα σοφά της λόγια έφεραν πίσω αναμνήσεις από τα χρόνια που μοιράστηκαν. Χρόνια γεμάτα συμβουλές για το σχολείο, τα αγόρια και αργότερα για τη δουλειά της. «Σ’ ευχαριστώ, γιαγιά. Δε θα χαραμίσω την ευκαιρία να διορθώσω τα λάθη που έκανα. Θα σε κάνω υπερήφανη.»
Κεφάλαιο Δεκαεπτά Σε κατάσταση σοκ ακόμη από το θάνατο της γιαγιάς της, της ήταν πολύ δύσκολο να συμπληρώσει τα απαραίτητα έγγραφα στο γραφείο της διαχειρίστριας. Δεν έτρεχαν πια δάκρυα, αλλά τα μάτια της έτσουζαν από το τρίψιμο. Η ευγενική γυναίκα που καθόταν στο γραφείο προσπαθούσε να φανεί συμπονετική, αλλά καμιά κοινοτοπία δε θα έφερνε πίσω την πολυαγαπημένη γιαγιά της. Τα χρόνια που τους έκλεψε η απαίσια αρρώστια δε θα τα έπαιρνε ποτέ πίσω. Αφού έβαλε για εικοστή φορά την υπογραφή της σε ένα ακόμα έγγραφο, η Ιβέτ άφησε το στιλό και ευχαρίστησε την κυρία Κάρσον για την πολύ καλή δουλειά που έκαναν με τη Μόνα όσο καιρό έμεινε εκεί. «Δεν ήταν δουλειά, καλή μου. Αγαπώ τους ασθενείς σαν να είναι η οικογένειά μου. Ήσουν καλύτερη από τους περισσότερους συγγενείς. Ερχόσουν σχεδόν καθημερινά. Τα περισσότερα εγγόνια μας αφήνουν τους συγγενείς τους και δεν τους ξαναβλέπουμε. Έρχονται μια φορά το μήνα απλά για να δουν αν είναι όλα καλά. Η Μόνα ανυπομονούσε να σε δει σήμερα. Έλεγε ότι δεν έχει πολύ χρόνο ακόμα και ότι έπρεπε να σε δει απόψε. Κάποιες φορές απλά το καταλαβαίνουν όταν έρχεται η ώρα τους.» Η Ιβέτ σκούπισε τα δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν ξανά σαν καταρράχτης από τα μάτια της, που πονούσαν. «Δεν έπρεπε να της πω ότι θα μετακομίσουμε. Μπορεί να μην το άντεξε. Ήταν πολύ χαρούμενη εδώ.» Η κυρία Κάρσον χτύπησε στοργικά το χέρι της. «Μην το σκέφτεσαι αυτό, Ιβέτ. Ήξερε ότι το τέλος πλησίαζε. Έφυγε ήρεμη με σένα στο πλάι της. Μακάρι να μπορούσαμε να φύγουμε όλοι έτσι. Όταν έρθει η δική μου ώρα, ελπίζω να είναι κοντά μου οι αγαπημένοι μου και να μην πονέσω.» Η Ιβέτ προσπάθησε να αφήσει τα λόγια της γυναίκας να την ανακουφίσουν. Ένιωθε τόσο κουρασμένη και είχε να κάνει πολλά ακόμα. Οι μεγάλες της ευθύνες βάραιναν τους ώμους της. Ο Άνταμ, το στούντιο, οι κατηγορίες για υπεξαίρεση και φυσικά οι προσωπικές της ευθύνες. Ήταν πάρα πολλά και δε θα άντεχε τίποτε άλλο. Έτριψε το μέτωπό της, καθώς ένιωσε τον πονοκέφαλο να πλησιάζει. Κοιτούσε την κυρία Κάρσον, που την πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο. «Θα τα φροντίσουμε όλα εμείς. Θα επικοινωνήσω εγώ με το άλλο άλλο γηροκομείο. Εσύ πήγαινε σπίτι και ξεκουράσου. Τουλάχιστον μέχρι αύριο το απόγευμα δε χρειάζεται να πάρεις καμιά απόφαση. Τότε θα έχει ολοκληρωθεί η γραφειοκρατική διαδικασία. Έπειτα μπορείς να αποφασίσεις μόνη σου για την τελευταία κατοικία της Μόνα.» «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ» απάντησε η Ιβέτ και ο λαιμός της ήταν ξηρός και πονούσε. Οι λέξεις «τελευταία κατοικία» χτυπούσαν σαν καμπάνα μέσα στο μυαλό της. Ήταν απλά ένας λιγότερο επίπονος τρόπος για να πει κανείς κηδεία και ταφή. Όταν μπήκε στο αυτοκίνητό της, έπεσε βαριά στο κάθισμα και ακούμπησε το κεφάλι της στο κρύο τιμόνι. Μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα. «Σίγουρα θα έχει μεγάλη σημασία για εκείνον το ότι νοιάζεσαι αρκετά για να διορθώσεις τα λάθη σου και να κάνεις το σωστό.»
Η Ιβέτ ανασήκωσε το κεφάλι της ακούγοντας τη γλυκιά και μελωδική φωνή της γιαγιάς της σαν ηχώ μέσα στο αυτοκίνητό της. Θα έπαιρνε όρκο ότι σχεδόν μπορούσε να μυρίσει το ελαφρύ άρωμα των ρόδων που φορούσε πάντα η Μόνα. «Θα τα καταφέρω, γιαγιά. Θα τα διορθώσω όλα.» «Δε θα διορθωθεί η κατάσταση!» γάβγισε ο Άνταμ στον καλύτερό του φίλο. «Η εταιρεία πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο και φταίει για όλα εκείνο το μπαρακούντα!» «Φίλε, πάντα υπάρχουν δύο πλευρές σε κάθε ιστορία.» Ο Μπραντ προσπαθούσε να ηρεμήσει τον εξαγριωμένο Άνταμ. Αλλά εκείνος δεν μπορούσε να καλμάρει. Τουλάχιστον όχι ακούγοντας ότι υπήρχε κι άλλη πλευρά σε αυτή την ιστορία εκτός από τη δική του. «Αύριο το μεσημέρι θα γίνει συνέλευση του συμβουλίου. Καλά θα κάνουν να είναι όλοι παρόντες. Όποιος λείπει θα χάσει τη θέση του.» Οι παλμοί του Άνταμ επιτάχυναν σαν αγωνιστικό αυτοκίνητο στον τελευταίο γύρο. Δε θα έκανε πίσω τώρα. Θα διοικούσε αυτή την εταιρεία ή, σαν κακομαθημένο παιδί, θα έπαιρνε τα παιχνίδια του και θα γύριζε στο σπίτι του. «Μέχρι αύριο το απόγευμα θα ξέρω γιατί προσελήφθηκε η Ιβέτ Γκιαρντίνο και αν γνώριζαν ποια πραγματικά είναι αυτή η προδότρια.» Ο Μπραντ σήκωσε τα χέρια του ψηλά παραιτημένα. «Φίλε, σου είπα, εγώ έκανα απλά ό,τι μου ζήτησαν. Είμαι ο καινούριος. Ξέρω ότι ο Τζόρνταν έχει μάθει να περνά πάντα το δικό του. Οι υπόλοιποι είναι κατά κάποιον τρόπο διακοσμητικοί. Ακολουθούν αυτό που λέει εκείνος.» «Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω» απάντησε ο Άνταμ και έτριψε το εξαγριωμένο πρόσωπό του. «Βρίσκεται στην εταιρεία από τότε που ανέλαβε ο πατέρας μου. Θα έπρεπε να είναι ο τελευταίος που θα ήθελε να πέσει έξω το στούντιο.» Ο Άνταμ ξεφύσησε. «Καλά, μπορούμε να περάσουμε όλη τη νύχτα προσπαθώντας να μαντέψουμε τι συνέβη ή να πάμε να τα πιούμε. Μετά τη συνέλευση θα τα μάθουμε όλα. Σήμερα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο.» Ο Άνταμ σηκώθηκε και πήρε το σακάκι του. «Έλα, πάμε να πιούμε και να γνωρίσουμε όμορφες γυναίκες.» Και τα δύο σίγουρα θα τον βοηθούσαν να αδειάσει έστω και για λίγο το μυαλό του από κάθε σκέψη προδοσίας, δυσπιστίας και αποτυχίας. «Καλό μού ακούγεται αυτό.» Μετά από πολλές μπίρες στο θορυβώδες και γεμάτο κόσμο μπαρ, ο Άνταμ χαλάρωσε κάπως και άρχισε να σκέφτεται πιο καθαρά και συγκεντρωμένα. Μέχρι τη συνέλευση της επόμενης μέρας δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Θα τον βοηθούσε περισσότερο αν για την ώρα ηρεμούσε το μυαλό του από το να συλλογίζεται τους χιλιάδες λόγους για τους οποίους το συμβούλιο είχε προσπαθήσει να τον βγάλει από τη μέση και να του πάρει την εταιρεία από τα χέρια. Και γιατί το έκανε αυτό η Ιβέτ. Ήταν τόσο βαθιά χαμένος στις δικές του σκέψεις, που δεν κατάλαβε καν την ξανθιά που καθόταν στο σκαμπό δίπλα του, μέχρι που του μίλησε εκείνη πρώτη. «Γεια. Έρχεσαι συχνά εδώ;» «Όχι τόσο. Είναι το στέκι του φίλου μου.» Της έδειξε τον Μπραντ, που καθόταν στη γωνία μαζί
με τρία χυμώδη κορίτσια που έδειχναν να κρέμονται από τα χείλη του. Μάλλον είχε πετάξει την ατάκα «δουλεύω σε κινηματογραφικό στούντιο». Ο Άνταμ γέλασε. «Θέλεις να περάσουμε καλά;» Οι λέξεις αντήχησαν στο μυαλό του καταστρέφοντας την καλή του διάθεση. Χτύπησε το μπουκάλι της μπίρας του στο μπαρ χωρίς να τον νοιάζει ο αφρός που χύθηκε στο χέρι του. Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις του την είχε πέσει και η Ιβέτ εκείνη τη νύχτα. Τη νύχτα που έκανε το καλύτερο σεξ της ζωής του. «Όχι, ευχαριστώ» είπε αγριεμένος. «Πρέπει ήταν πολύ δυνατό το χτύπημά της.» «Πώς ξέρεις ότι ήταν γυναίκα;» Ο θυμός του ήταν φανερός και αναρωτήθηκε αν φαίνονταν στο πρόσωπό του τα προδομένα του συναισθήματα. Μόνο αυτό του έλειπε τώρα. «Είμαι ψυχοθεραπεύτρια. Είναι σαν να γράφεις στο μέτωπό σου ότι σε πρόδωσε. Είσαι σαν ζωντανό κάντρι τραγούδι.» «Τέλεια» είπε ο Άνταμ με παράπονο. Φώναξε τον μπάρμαν και παράγγειλε μια μπίρα κι ένα ποτό για την κυρία. Ο ρυθμός της μουσικής αντηχούσε μέσα στο κεφάλι του μαζί με τον ήχο της καρδιάς του, που χτυπούσε σαν τρελή. Ήρθαν τα ποτά τους. Ο Άνταμ πήρε την μπίρα του και τσούγκρισε ελαφρά το λαιμό του μπουκαλιού στο ποτήρι της. «Παίρνεις κανένα ρεπό; Ή δεν μπορείς να σταματήσεις να ψυχαναλύεις όποιον βλέπεις γύρω σου;» Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. «Βασικά, έχεις αυτό το ύφος. Θα μπορούσες να έχεις κάνει και τατουάζ στο πρόσωπό σου που να γράφει κορόιδο.» «Διαβάζεις τις σκανδαλοθηρικές φυλλάδες; Η εταιρεία μου είναι στα πρόθυρα της καταστροφής. Μου έκλεψαν σχεδόν δύο εκατομμύρια δολάρια και δεν μπορώ να βρω πουθενά τον ένοχο. Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, πιάστηκα εντελώς κορόιδο.» «Δύο εκατομμύρια... Σου τα έφαγε χοντρά.» Ο Άνταμ χαμογέλασε. «Σ’ ευχαριστώ. Το είχα καταλάβει και μόνος μου, αλλά σ’ ευχαριστώ που το τονίζεις.» «Ο σαρκασμός είναι ένας τρόπος να κρύψεις το τραύμα ή την οργή. Νομίζω ότι δικαιολογημένα νιώθεις και τα δύο, αλλά δεν πιστεύεις ότι θα είναι καλύτερα να το αντιμετωπίσεις;» Αυτή τη φορά χαμογέλασε πιο πλατιά. «Αυτό ακριβώς κάνω. Σήμερα θα μεθύσω, αύριο θα φτιάξω την κατάσταση στην εταιρεία μου και μεθαύριο θα στείλω τη μάγισσα στη φυλακή γι’ αυτό που έκανε. Νομίζω ότι αρκούν αυτά.» Ήπιε μονορούφι την υπόλοιπη μπίρα και παράγγειλε μία ακόμα. «Ξέρει ότι την αγαπάς;» «Ποια;» Γύρισε προς το μέρος της γυναίκας που καθόταν στο διπλανό σκαμπό, μπερδεμένος από την κατεύθυνση που πήρε η κουβέντα τους. «Εκείνη που σου έκανε κακό. Αν το σχέδιό σου ήταν απλά η σύλληψη και η φυλάκισή της, δε θα μεθούσες σήμερα. Πίνεις για να καταφέρεις να το κάνεις.» Το βλέμμα της ήταν συμπονετικό αλλά και κατηγορηματικό συνάμα. Το ανασηκωμένο της φρύδι απαιτούσε από εκείνον μια απάντηση που
ο ίδιος δεν είχε. Την αγαπούσε; Ανάθεμα! Την αγαπούσε. Ακόμα και τώρα ήθελε να τη συγχωρήσει και να χαθεί μέσα στη γλυκιά μυρωδιά των ρόδων. Ο Άνταμ κοιτούσε τη γυναίκα να βγάζει την επαγγελματική της κάρτα κάτω από την προκλητική μπλούζα που φορούσε. Ο παλμός του έμεινε σταθερός, ενώ εκείνη έγειρε προς το μέρος του και του την έδωσε. Μπορεί να μην ήταν η Ιβέτ, ήταν όμως πολύ όμορφη κι εντούτοις εκείνος δεν ένιωθε το παραμικρό. «Αν δεν πάει καλά, τηλεφώνησέ μου.» Η γυναίκα σηκώθηκε από το σκαμπό και το βλέμμα του ακολούθησε το λίκνισμα των γοφών της, μέχρι που κάθισε μαζί με το συρφετό στο τραπέζι του Μπραντ. Τουλάχιστον κάποιος θα στεκόταν τυχερός σήμερα. Σήκωσε το μπουκάλι του και χαιρέτησε το φίλο του, που καθόταν στη γωνία. Αγαπούσε την Ιβέτ. Προσπαθούσε να το συνειδητοποιήσει, καθώς κοιτούσε τη θολή αντανάκλασή του στον καθρέφτη πίσω από το μπαρ. Τα μαλλιά του ήταν ανάκατα από τη συνήθεια που είχε να τα πειράζει. Μια κακή συνήθεια που ήθελε να σταματήσει. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα από το αλκοόλ, αλλά τουλάχιστον το πρόσωπό του φαινόταν πιο χαλαρό. Όταν το αλκοόλ άρχισε να κάνει τη δουλειά του, εξαφανίστηκε όλη η ένταση από τους ώμους του. Την επόμενη μέρα, μετά τη συνέλευση θα έψαχνε να βρει την Ιβέτ για μια τελευταία φορά για να του πει τη δική της πλευρά της ιστορίας. Ευχόταν να υπάρχουν απαντήσεις για όσα έκανε, αλλά σίγουρα δε θα τις έβρισκε στον πάτο των μπουκαλιών που άδειαζε. Η διαδρομή με το ταξί για το σπίτι πέρασε σαν όνειρο από μπροστά του. Ο οδηγός άφησε πρώτα τον Μπραντ με την ψυχοθεραπεύτρια και έπειτα τον Άνταμ. Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, σκόνταψε και με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερε να βρει το πληκτρολόγιο που ξεκλείδωνε την πόρτα του. Πληκτρολόγησε τον κωδικό τέσσερις φορές μέχρι να τα καταφέρει να βάλει τον σωστό. Στη διαδρομή για το δωμάτιό του, σκορπούσε τα ρούχα που έβγαζε δεξιά και αριστερά, μέχρι που έπεσε γυμνός στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε πριν καν ακουμπήσει στο μαξιλάρι του. Οι τελευταίες του σκέψεις και τα μπερδεμένα του όνειρα ήταν για την Ιβέτ και για το πόσο πονάει η αγάπη.
Κεφάλαιο Δεκαοκτώ Όλη τη νύχτα εφιάλτες στοίχειωναν την Ιβέτ. Οράματα της απογοητευμένης γιαγιάς της και του θυμωμένου Άνταμ στριφογύριζαν στο μυαλό της. Τελικά, γύρω στα μεσάνυχτα, σηκώθηκε και πήρε ένα υπνωτικό, το οποίο το μόνο που έκανε ήταν να την κρατά αλυσοδεμένη στη φυλακή του μυαλού της και στα άσχημα όνειρα. Ακούστηκε το ξυπνητήρι και η χαρούμενη μελωδία του την έκανε να θέλει να το πετάξει στον τοίχο. Αναστέναξε, έσπρωξε τα σκεπάσματα από πάνω της και κατέβασε τα πόδια της στο πάτωμα. Το αίμα που έρευσε απότομα στο κεφάλι της της έφερε πονοκέφαλο. «Ποτέ ξανά δε θα πάρω χάπια... ποτέ» μουρμούρισε. Έριξε μια ματιά στην ώρα και είδε ότι δεν είχε καθόλου χρόνο να σπαταλήσει για να λυπηθεί για τον εαυτό της. Έπρεπε να βιαστεί να ετοιμαστεί για τον πόλεμο. Έκανε ένα μπάνιο και συνήλθε κάπως, αλλά όχι αρκετά για να μπορέσει να υποστηρίξει το Αρμάνι κοστούμι που θα φορούσε για να συναντήσει το σκηνοθέτη. Μάλλον θα έπρεπε να τη δει όπως ήταν στην πραγματικότητα. Ίσως να πρέπει να δείχνω πιο συχνά τον αληθινό εαυτό μου στον κόσμο. Εκείνος δε θα είχε μπλέξει τόσο πολύ. Θα ήταν το κορίτσι που μεγάλωσε η Μόνα. Δεν είχε χρόνο για τα δάκρυα που καραδοκούσαν στα μάτια της. Τα πίεσε τα χέρια της. Σήμερα τουλάχιστον δεν είχε χρόνο για να την καταβάλει η στενοχώρια. Έβαλε το αγαπημένο της τζιν και μια χρωματιστή μπλούζα και κάθισε. Έβγαλε από την ντουλάπα τις Τόνι Λάμα μπότες της. Μετά από τόσα χρόνια ακόμα τις ένιωθε σαν δεύτερο δέρμα πάνω της και της έφερναν συναισθήματα από την άνεση του πατρικού της. Όταν η Ιβέτ πέρασε εκείνη την περίοδο της τρέλας που βιώνουν τα περισσότερα κορίτσια, η Μόνα τής είχε αγοράσει αυτές τις εξωφρενικά ακριβές μπότες. Αργότερα είχε μάθει πως για να τα καταφέρει δεν είχε αγοράσει γυαλιά για τον εαυτό της. Ένιωσε πάλι δάκρυα να ανεβαίνουν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συγκρατηθεί. Με ένα διακριτικό μακιγιάζ και τα μαλλιά της πιασμένα σε αλογοουρά, ήταν έτοιμη. Άρπαξε το χαρτοφύλακα με το αντίγραφο του γνήσιου συμβολαίου και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει ό,τι ερχόταν. Η κίνηση του Λος Άντζελες σήμερα ήταν πιο εκνευριστική από κάθε άλλη φορά. Ήθελε να τελειώνει με αυτό, να ξεμπερδεύει, αλλά τα μπροστινά αυτοκίνητα δεν τη βοηθούσαν. Οι ουρές από τα μεταλλικά τεράστια κτίσματα δίπλα της κινούνταν υπερβολικά αργά. Κοίταξε το χαρτοφύλακα για να σιγουρευτεί ότι τον είχε πάρει μαζί της και σκέφτηκε όλα τα πιθανά σενάρια. Το ενδεχόμενο να αρνηθεί ο σκηνοθέτης να τη δει ήταν ένα που δε δεχόταν σαν πιθανότητα. Έπρεπε να τη δει. Έπρεπε να μπορέσει να του εξηγήσει. Αν τα κατάφερνε, θα του έδειχνε το γνήσιο συμβόλαιο και θα του τα ξεκαθάριζε όλα. Κάποια στιγμή είδε με χαρά την έξοδο που έπρεπε να πάρει. Τα πεντακόσια μέτρα που απέμεναν της φάνηκαν χιλιόμετρα μακριά, τόσο αργά που προχωρούσε. Άναψε το φλας και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Όταν το φανάρι έμεινε πράσινο όσο χρειαζόταν για να περάσει το δρόμο, χάρηκε. Δεν
άφηνε τα καλά σημάδια να χάνονται, πάντα τα εκτιμούσε. Πήρε το κίτρινο σημειωματάριο με τις οδηγίες για το σπίτι του σκηνοθέτη και διάβαζε ενώ ταυτόχρονα οδηγούσε. Όταν έφτασε στους λόφους πάνω από τη Σάνσετ Μπούλεβαρντ, η κίνηση κόπασε, γιατί όλα τα αυτοκίνητα κατέβαιναν προς το κέντρο της πόλης. Όσο πιο ψηλά ανέβαινε τόσο πιο μεγάλα και πολυτελή ήταν τα σπίτια που συναντούσε. Πραγματικές επαύλεις. Πλησιάζοντας στην κορυφή, είδε και το σπίτι του Ροσκόφ πίσω από έναν τεράστιο πέτρινο τοίχο με την πύλη και ένα ηχείο δίπλα στο δρόμο. Σκούπισε τα χέρια της στο τζιν, κατέβασε το παράθυρό της και πάτησε το κουμπί. Ακούστηκε ένα κουδούνισμα και μια ήρεμη φωνή από το μεταλλικό μαραφέτι. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» «Θέλω να δω τον Αλεξάντερ Ροσκόφ» είπε με θράσος. Αν φοβάσαι, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να φέρεσαι σαν να ανήκεις εκεί. «Ο κύριος Ροσκόφ δεν έχει κανένα ραντεβού σήμερα το πρωί.» Το θράσος δεν απέδωσε. Δεν ήταν δα και κανένας χαζός ο άνθρωπος. Που να πάρει! «Είμαι η Ιβέτ Γκιαρντίνο, από το γραφείο του Άνταμ Σεν Ίντεν. Θέλω να τον δω για κάποια υπόθεση του στούντιο. Είναι επείγον.» Δεν πήρε καμιά απάντηση. Δάγκωνε τα χείλη της με αγωνία, μέχρι που άκουσε ένα θόρυβο. Πάρα πολύ αργά, η τεράστια σιδερένια πύλη άρχισε να γλιστρά, μέχρι που κρύφτηκε πίσω από τον πέτρινο τοίχο. Ευχαρίστησε ψιθυριστά, έβαλε μπροστά τη μηχανή και μπήκε μέσα πριν το μετανιώσουν. Το μονοπάτι ανέβαινε στο λόφο και έφτανε μέχρι την έπαυλη, που έμοιαζε με αυτές που υπάρχουν στην αγγλική εξοχή. Σαν να ήταν το σπίτι κάποιου δούκα. Ο ψηλότερος και πιο αδύνατος άντρας που είχε δει ποτέ της βγήκε από την επιβλητική δρύινη πόρτα. Έτρεξε κοντά της και έσκυψε τόσο, που σχεδόν διπλώθηκε στη μέση για να της ανοίξει. «Έχετε στη διάθεσή σας δέκα λεπτά με τον κύριο Ροσκόφ. Πείτε του απευθείας τι θέλετε, μη σπαταλήσετε το χρόνο του και... μη ζητήσετε τίποτε άλλο.» Η Ιβέτ πήρε το χαρτοφύλακα και βγήκε από το αυτοκίνητο. Η γλώσσα της πονούσε στα σημεία όπου τη δάγκωνε για να μην πει στον ενοχλητικό και αντιπαθητικό άντρα πού ακριβώς μπορούσε να βάλει τα δέκα λεπτά του, αλλά θα έπαιρνε ό,τι της έδιναν. «Κανένα πρόβλημα» συμφώνησε, ελπίζοντας ότι, όταν ο σκηνοθέτης μάθαινε την αλήθεια, θα ήθελε να ακούσει περισσότερα. Το σπίτι στο εσωτερικό ήταν σαν σκηνικό από την ταινία «Νικόλαος και Αλεξάνδρα». Εξωτερικά έμοιαζε με αγγλική έπαυλη, αλλά μέσα ήταν από πάνω μέχρι κάτω ρωσικό. Χρυσές και ασημένιες εικόνες έλαμπαν ολόγυρα σε κάθε επιφάνεια και γωνία του τοίχου. Μπαίνοντας στο καθιστικό πίσω από τον κύριο με το ύφος, είδε επάνω σε έναν μπουφέ ένα σετ Σαμοβάρι. Ήταν τόσο μεγάλο, που αποκλείεται να μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ο ψηλός και άχαρος τύπος. «Κυρία Γκιαρντίνο, σας θυμάμαι. Η άγρια ομορφιά σας δεν είναι κάτι που ξεχνιέται. Παρακαλώ, καθίστε.» Ο Ροσκόφ τής έδειξε την πολυθρόνα με το εμπριμέ κάλυμμα απέναντί του. «Μπορίς, εξαφανίσου» πρόσταξε. Ο αδύνατος άντρας υπάκουσε στη στιγμή. «Ελπίζω να μην έχετε έρθει για να μου ζητήσετε συγνώμη. Δε δέχομαι συγνώμη από κανέναν
εκτός από τον ίδιο τον κύριο Σεν Ίντεν.» Ο Ροσκόφ τής θύμιζε ένα μεγαλόσωμο, θυμωμένο και παραφουσκωμένο λούτρινο αρκούδο έτσι όπως καθόταν στην πολυθρόνα του, κατσουφιασμένος και με τα χέρια του δεμένα στο στήθος. Ο διάσημος σκηνοθέτης μπορεί να μεγάλωνε, αλλά εξακολουθούσε να παραμένει ιδιαίτερα γοητευτικός άντρας. «Δεν ήρθα για να απολογηθώ για λογαριασμό του Άνταμ. Ήρθα να απολογηθώ για τις δικές μου πράξεις. Είναι δικό μου λάθος που νιώθετε προσβεβλημένος από το συμβόλαιο που λάβατε από το στούντιο.» Έσκυψε και σήκωσε το χαρτοφύλακα. «Νιέτ, νιέτ, νιέτ» βρυχήθηκε. Κούνησε το κεφάλι του και η διάσημη ασημένια χαίτη του πέταξε μπροστά στο πρόσωπό του. «Ο Σεν Ίντεν είναι το αφεντικό του στούντιο. Είναι ο μοναδικός υπαίτιος. Είναι δειλός που κρύβεται πίσω από τις φούστες σου.» Ανασήκωσε το ασημένιο φρύδι του κοιτώντας το εφαρμοστό τζιν της. «Τρόπος του λέγειν.» Χαμογέλασε. Η Ιβέτ τού ανταπόδωσε το χαμόγελο. «Ο Άνταμ Σεν Ίντεν είναι ο τελευταίος άντρας που θα κρυβόταν πίσω από άλλους. Είναι ειλικρινής, αληθινός και κάνει πάντα το σωστό.» «Α!» ψιθύρισε με μελωδική φωνή. «Είσαι ερωτευμένη μαζί του. Γι’ αυτό τον καλύπτεις.» Το πρόσωπό της βάφτηκε κόκκινο από την ντροπή. «Τα δικά μου αισθήματα δεν έχουν σημασία. Δε χρειάζεται να τον καλύψω.» Άνοιξε το χαρτοφύλακα και έβγαλε το πραγματικό συμβόλαιο. Με τρεμάμενα χέρια, το έδωσε στον άντρα που καθόταν απέναντί της. «Αυτό είναι το συμβόλαιο που έπρεπε να λάβετε» παραδέχτηκε. «Εγώ το άλλαξα.» Τα μάτια του Ροσκόφ φωτίστηκαν καθώς διάβαζε τις λεπτομέρειες. «Γιατί το έκανες αυτό;» Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα σαν το χαμόγελό του. «Το έκανες επίτηδες. Νομίζω πως δεν είσαι τόσο ειλικρινής και αληθινή όσο λες ότι είναι το αφεντικό σου.» Πίστευε πως δε γινόταν να κοκκινίσει άλλο, αλλά έκανε λάθος. «Όχι, δεν είμαι τόσο ειλικρινής και αληθινή όσο το αφεντικό μου. Όμως προσπαθώ. Πρέπει να διορθώσω το χάος που προκάλεσα. Έχετε δει τα νέα. Ο Άνταμ θα χάσει το στούντιο, αν δεν επιστρέψετε.» Πόνταρε στη ματαιοδοξία του. «Όλοι σάς ακολουθούν. Αν επιστρέψετε και ανακοινώσετε ότι μπορείτε να συνεργαστείτε άψογα με τη Σεν Ίντεν Στούντιος, τότε θα γυρίσουν και οι άλλοι.» Ο Ροσκόφ κοίταξε το συμβόλαιο. Όταν έστρεψε το βλέμμα του ξανά σε εκείνη, μια ερώτηση πλανιόταν μέσα του. «Θα γυρίσω με έναν όρο. Πρέπει να μάθω. Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί να καταστρέψεις έναν άνθρωπο που λες ότι είναι ειλικρινής και αληθινός;» Προσπάθησε να σταματήσει τα χέρια της που έτρεμαν επάνω στο δερμάτινο χαρτοφύλακα. Η ματιά της περιπλανήθηκε στο δωμάτιο. Αυτό ήταν το μεγάλο ερώτημα, δεν ήταν; Γιατί; Είχε έρθει η ώρα να δοκιμαστεί η ειλικρίνειά της. «Με πλήρωσε η Λουσίντα Σεν Ίντεν να καταστρέψω τον Άνταμ και τη Σεν Ίντεν Στούντιος. Είναι η δουλειά μου αυτή. Κάποιες φορές μπαίνω στην επιχείρηση για να δω από κοντά τη διάρθρωσή της και να οργανώσω την επίθεσή μου, προκειμένου να ρίξω το διευθύνοντα σύμβουλο και να κλέψω την εταιρεία για πενταροδεκάρες. Αν η Λουσίντα ήθελε να την κρατήσει για να τη διευθύνει, δε θα ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα, αλλά θέλει να την κλείσει. Πρέπει να τη σταματήσω. Γι’ αυτό ήρθα να σας δω σήμερα. Αν επιστρέψετε, θα έχει μια ευκαιρία ακόμα. Το Χόλιγουντ στην πραγματικότητα είναι μια πολύ κλειστή κοινωνία. Αν πιστέψετε εσείς στη Σεν Ίντεν Στούντιος, θα το κάνουν και οι άλλοι.»
Την κοιτούσε μέσα στα μάτια. Πρέπει να του άρεσε αυτό που έβλεπε. Ο Ροσκόφ ακούμπησε την πλάτη του στην πολυθρόνα και χαλάρωσε τους ώμους του. «Θα πω στους δικούς μου να ελέγξουν το συμβόλαιο.» Έδειξε τα έγγραφα που είχε ακουμπήσει στα πόδια του. «Αλλά δε νομίζω ότι θα υπάρξει πρόβλημα με αυτό το συμβόλαιο. Μου φαίνεται ικανοποιητικό.» Γέλασε. Είχε το μυαλό του ξανά στη δουλειά, αλλιώς δε θα έλεγε ότι το συμβόλαιο ήταν τόσο καλό. «Θα μείνετε για φαγητό.» Την κάλεσε με τέτοιο τρόπο, που δεν της άφηνε περιθώρια να αρνηθεί. «Θα το ήθελα πολύ» συμφώνησε η Ιβέτ. Η όρεξή της είχε επιστρέψει, μαζί με την όρεξη για εκδίκηση και την αισιοδοξία της. Ο Μπορίς γύρισε στο δωμάτιο και για λίγο τους άκουγε να μιλούν ρωσικά πολύ γρήγορα. Μόλις τελείωσαν, ο Μπορίς εξαφανίστηκε ξανά, μάλλον για να φέρει το φαγητό. «Αν δε σας ενοχλεί, πάντα βλέπω ειδήσεις αυτή την ώρα» είπε ο Ροσκόφ. Πήρε το τηλεχειριστήριο και άνοιξε τρεις τηλεοράσεις που βρίσκονταν στο χώρο. «Μόλις έρθει το φαγητό μας θα τις κλείσω. Τίποτα δεν πρέπει να διακόπτει ένα γεύμα με μια τόσο όμορφη κυρία.» Η Ιβέτ χαμογέλασε, μέχρι που είδε το πλάνο στην τηλεόραση. Το χαμόγελο έσβησε τόσο γρήγορα όπως λιώνει το χιόνι το καλοκαίρι. Η παγωμάρα που ένιωθε στη ραχοκοκαλιά της την έκανε να σκεφτεί ότι ποτέ πια δε θα επέστρεφε το χαμόγελο στα χείλη της. «Αυτή είναι η τωρινή κατάσταση στη Σεν Ίντεν Στούντιος στο Λος Άντζελες...» Η Ιβέτ άκουγε με τρόμο τον εκφωνητή, που με ηρεμία αναμετέδιδε την καταστροφική πορεία του στούντιο. «Πρέπει να φύγω. Πρέπει να φύγω τώρα!» τσίριξε η Ιβέτ και η καρδιά της είχε σταματήσει να χτυπά στη σκέψη ότι είχε αργήσει πολύ.
Κεφάλαιο Δεκαεννέα Το στομάχι του Άνταμ έκαιγε. Κοιτούσε το ρολόι, που όλο και πλησίαζε προς το μεσημέρι και τη συνέλευση του συμβουλίου. Περπατούσε μπροστά από το γραφείο του, μέχρι που άρχισε να νιώθει πανικόβλητος και εγκλωβισμένος. Πήγε με το ζόρι και κάθισε στη θέση του για να ξαναδιαβάσει τις σημειώσεις που είχε πληκτρολογήσει νωρίτερα. Αυτή ήταν η μοναδική του ευκαιρία και έπρεπε να τα πει όλα. Έκλεισε τα μάτια του και έστρεψε το κεφάλι του για να ξεπιαστεί ο λαιμός του. Έστειλε την Ιβέτ στις εσχατιές του μυαλού του. Μετά τη συνέλευση θα είχε χρόνο για σκεφτεί τι θα κάνει μαζί της. Τώρα όμως έπρεπε να δείξει ποιος κρατά το τιμόνι της Σεν Ίντεν Στούντιος και ένιωθε πανέτοιμος. Συγκέντρωσε τα χαρτιά που θα χρειαζόταν, έφυγε από το γραφείο του και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα συνελεύσεων. Ο διάδρομος που οδηγούσε εκεί του φαινόταν ότι μάκραινε, σαν αυτές τις κλισέ σκηνές στις φτηνές ταινίες τρόμου. Μετά από λίγο έφτασε στην πόρτα. Ίσιωσε το κορμί του, πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα. Κοίταξε στο τραπέζι και είδε τον Μπραντ και τους υπόλοιπους. Μόνο η θέση του Τζόρνταν, στην άκρη του τραπεζιού, ήταν άδεια. Κοίταξε το ρολόι του, δίνοντας λίγα λεπτά περιθώριο στον ηλικιωμένο άντρα πριν ξεκινήσουν. Κάθισε στην θέση του, στην κεφαλή του τραπεζιού, έκανε νόημα στη γραμματέα που ήταν έτοιμη να καταγράψει τα πρακτικά και κοίταξε τα υπόλοιπα μέλη. «Θα ξεκινήσουμε μόλις έρθει ο κύριος Τζόρνταν» τους ανακοίνωσε την ώρα που εκείνος έμπαινε στο δωμάτιο. Αμέσως μετά ένευσε στη γραμματέα. «Θα ξεκινήσουμε αμέσως.» Ο Τομ Τζόρνταν ξερόβηξε όρθιος δίπλα στη θέση του στην άλλη άκρη του τραπεζιού. «Έχω να πω κάτι. Δε θέλω να καταγραφεί στα πρακτικά» πρόσθεσε, κοιτώντας αγριωπά τη γυναίκα που κρατούσε σημειώσεις. «Πατρίτσια, θα περιμένεις για λίγο έξω; Θα σε φωνάξω όταν είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε.» Ο Άνταμ περίμενε μέχρι η γυναίκα να κλείσει την πόρτα πίσω της. Κοίταξε τον ηλικιωμένο άντρα στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο Τζόρνταν καθόταν στην καρέκλα του σφιγμένος σαν κούκλα βιτρίνας. Μόλις έκλεισε η πόρτα, σωριάστηκε στην καρέκλα του και η λύπη στο πρόσωπό του πρόσθετε άλλα είκοσι χρόνια στα ήδη ενενήντα κάτι του. «Σεν Ίντεν» άρχισε. «Το μοναδικό χειρότερο από έναν χαζό άνθρωπο είναι ένας γέρος χαζός άνθρωπος. Το μόνο που μπορώ να πω για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου είναι ότι πίστεψα τα λόγια της. Όταν μου είπε ότι μπορούσε να διοικήσει την εταιρεία καλύτερα, την πίστεψα.» Ο Άνταμ ένιωθε ότι ήταν χαμένος μέσα σε έναν ατέλειωτο λαβύρινθο. Τι ήταν αυτά που έλεγε; Μήπως ο Τζόρνταν είχε χάσει τη μάχη με το Αλτσχάιμερ; «Με εκβίασε για να την προσλάβω. Μου είπε ότι θα ήταν καλύτερα για το στούντιο. Ένας άντρας όταν βρίσκεται στο κρεβάτι με μια γυναίκα μπορεί να πει ή να κάνει πολύ χαζά πράγματα.»
Ο γέρος δεν μπορούσε να εννοεί άλλη εκτός από την Ιβέτ. Τα νέα ήταν σαν κλοτσιά στο στομάχι του Άνταμ. Αυτό ήταν αηδιαστικό... ο Τζόρνταν και η Ιβέτ. «Το παρουσίασε τόσο απλό. Είναι η μεγαλύτερη από τους δυο σας και ο πατέρας σου της άφησε το μικρότερο μερίδιο. Νόμιζα ότι η Λουσίντα θα μπορούσε να διευθύνει το στούντιο τόσο καλά όσο εσύ.» Μόλις ο Άνταμ άκουσε το όνομα της αδελφής του, το κεφάλι του τινάχτηκε. Κοίταξε τον Τζόρνταν στα μάτια και είδε την ανάγκη του για συγχώρεση. Σκέφτηκε την Άμπι Τζόρνταν, τη γυναίκα του, την εστεμμένη πριγκίπισσα του Χόλιγουντ. Ήταν παντρεμένοι εξήντα χρόνια, που ήταν έτσι κι αλλιώς πάρα πολλά, αλλά για το Χόλιγουντ ήταν κάτι απίστευτο. Ένιωθε πραγματικά λύπη γι’ αυτό τον άνθρωπο. Είχε αφεθεί να τον χρησιμοποιήσουν και να τον εκβιάσουν. Δεν ήταν ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Η Λουσίντα πρέπει να ήταν πολύ απελπισμένη για να πάει με τον γεροξεκούτη απλά για να τον πάρει με το μέρος της. Όμως σίγουρα έπρεπε να ήξερε ότι δε θα κατάφερνε να πείσει όλο το συμβούλιο έχοντας στο πλευρό της μόνο ένα από τα μέλη του. Χρειαζόταν κι άλλους. Ο Άνταμ κοίταξε γύρω του. Ο Τόμας, ο Φόστερ και ο Γκίβενς είχαν καρφωμένα τα μάτια τους στο τραπέζι. Βούλιαξε στην καρέκλα του. Δεν μπορούσε να συμβιβάσει στο μυαλό του την εικόνα της Λούσι με αυτά που άκουγε. Ήταν τόσο ήσυχη και ντροπαλή. Ο θάνατος του πατέρα τους πρέπει να τη συνέτριψε σε τέτοιο βαθμό ώστε να κάνει κάτι τόσο αηδιαστικό για να πάρει περισσότερα από το μερίδιό της στην εταιρεία. Πόσο απελπισμένη μπορεί να ήταν; Γιατί δεν το είχε δει εκείνος; Θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Ο Τζον Φόστερ πήρε το λόγο. «Μας έχει βιντεοσκοπήσει και το χρησιμοποιούσε για να μας εκβιάζει και να κάνουμε ό,τι ήθελε. Ήταν δική της ιδέα η πρόσληψη της Ιβέτ Γκιαρντίνο. Εμείς το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να συμφωνήσουμε. Είπε ότι ήθελε να διευθύνει εκείνη την εταιρεία, μα αυτό είναι ψέμα. Η Λουσίντα έχει άλλα σχέδια.» «Άλλα σχέδια;» Ένιωθε τα συναισθήματα να τον βομβαρδίζουν πολύ πιο έντονα απ’ όσο μπορούσε να αντέξει. Ένα κομμάτι του μυαλού του ήταν θολωμένο από την προδοσία όσων εμπιστευόταν, αλλά ένα άλλο κομμάτι ικανοποιήθηκε από το γεγονός ότι δεν τα είχε θαλασσώσει μόνος του. Αν κατάφερνε να φέρει πίσω τον Ροσκόφ ή κάποιο σκηνοθέτη του ίδιου βεληνεκούς, όλα θα πήγαιναν καλά. Συγκέντρωσε τις σκέψεις του στη συζήτηση με τον Φόστερ. «Η Λουσίντα δε θέλει να κρατήσει την εταιρεία για να τη διευθύνει. Θέλει να τη διαλύσει, να την καταστρέψει, να μη μείνει τίποτα.» «Γιατί;» Η ερώτησή του ήταν ρητορική, μόνο η Λουσίντα μπορούσε να την απαντήσει. Τινάχτηκε από τη θέση του και άνοιξε την πόρτα για να βρει τη δεσποινίδα Λόνγκγουορθ, αλλά εκείνη δεν ήταν πουθενά. Πολέμησε τον πειρασμό και δεν πήγε να τη βρει, παρά έκλεισε την πόρτα και πήγε στην καρέκλα του. Σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε το γραφείο της Λούσι. Όταν προωθήθηκε στον τηλεφωνητή της, το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του. Το πρόσωπό του κοκκίνισε και ένιωθε τις φλέβες στο μέτωπό του να χτυπούν. «Λούσι, σήμερα είναι η συνέλευση του συμβουλίου. Σε παρακαλώ, έλα μόλις δεις την κλήση.» Λες και ήταν εύθραυστο κρύσταλλο άφησε το ακουστικό στη συσκευή απαλά. Φοβόταν ότι από το θυμό του θα το πετούσε στην άλλη άκρη του δωματίου.
Μόλις γύρισε στη θέση του, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Μπήκε η Λουσίντα. Ήταν σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Τα μαλλιά της ήταν στιλάτα, το μακιγιάζ της αψεγάδιαστο και το εφαρμοστό κοστούμι που φορούσε τόνιζε τις καμπύλες της. Το ξεπλυμένο βλέμμα της κάρφωσε τους Τζόρνταν, Τόμας, Φόστερ και Γκίβενς στις καρέκλες τους. Στα χείλη της σχηματίστηκε ένας μορφασμός περιφρόνησης. «Άντρες. Δεν μπορείτε να κρατήσετε μυστικά, μπορείτε;» Ο Άνταμ την κοιτούσε έκπληκτος και λίγο μετά είδε και την Πατρίτσια Λόνγκσγουορθ να στέκεται πίσω από την αδελφή του. Συνειδητοποίησε την ίδια στιγμή ότι η Λουσίντα είχε κατασκόπους παντού μέσα στην εταιρεία του. Έκπληκτος, κατάλαβε ότι πια θεωρούσε ότι ήταν δική του η εταιρεία. Δεν ήταν του πατέρα του και ποτέ δε θα γινόταν της Λουσίντα. Ήταν δική του και κανείς δε θα του την έπαιρνε. Ούτε με τη βία ούτε με απάτες. Η Λουσίντα κοιτούσε τον ετεροθαλή αδελφό της και κατάλαβε ακριβώς ποια στιγμή το σάστισμά του έγινε θυμός. Του πήρε αρκετή ώρα. Το αίμα του πατέρα τους πρέπει να είχε αποδυναμωθεί όταν έμεινε έγκυος η μητέρα του ή το φτωχό οικογενειακό υπόβαθρό της κατάφερε να αλλοιώσει το αγνό αίμα των Σεν Ίντεν. Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Τώρα όλα είχαν μαθευτεί. Μάλλον δεν μπορούσε να υπερηφανεύεται αδιάντροπα, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ήθελε να το κάνει. «Γιατί;» Η φωνή του Άνταμ ακουγόταν ολοκάθαρα γεμάτη έκπληξη. «Γιατί; Γιατί όχι;» Πήγε προς τη θέση του Γκίβενς και εκείνος σηκώθηκε και έφυγε σαν αστραπή. Κάθισε αναπαυτικά και έγειρε το κεφάλι της πίσω. «Η εταιρεία έπρεπε να γίνει δική μου. Είμαι η μεγαλύτερη. Όμως, από τη στιγμή που ο γέρος την άφησε σε σένα, ήθελα να καταστραφεί. Η κληρονομιά της Σεν Ίντεν Στούντιος θα χαθεί από προσώπου Γης.» Χαμογέλασε φτιάχνοντας το ύφασμα στο γιακά της. «Όχι ότι δε θα τα κατάφερνες και μόνος σου να τη στείλεις στα Τάρταρα. Δε βοηθά πολύ να σκέφτεσαι με το μικρό σου κεφάλι, σωστά;» Χαμογέλασε κοιτώντας το πρόσωπο του Άνταμ να βάφεται κόκκινο από το θυμό. Η φλέβα στο μέτωπό του χτυπούσε αδιάκοπα. Τελικά η Λουσίντα μπορεί και να μη χρειαζόταν να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να κάθεται και να κοιτάζει τον αδελφό της ενώ πάθαινε εγκεφαλικό. Πού είναι όμως το αστείο σε αυτό; Το σαγόνι του ήταν σφιγμένο και οι λέξεις έβγαιναν πίσω από τα δόντια του, που έτριζαν από την ένταση. «Γιατί εκβίασες το συμβούλιο να προσλάβει την Ιβέτ; Τι κέρδισες;» «Σε κρατούσε απασχολημένο και έκανε πολύ καλή δουλειά στο να θολώσει τα νερά. Δεν μπορούσες να καταλάβεις αν πήγαινες ή αν ερχόσουν.» Γέλασε. «Όχι ότι ήταν και τόσο δύσκολο, βουνίσιε. Δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά έτσι κι αλλιώς.» «Άλλαζε τα ραντεβού μου και έχανε τα μηνύματά μου. Μπέρδευε σημαντικές ημερομηνίες και ώρες που έπρεπε να τηρώ.» Το σαστισμένο ύφος του Άνταμ ήταν σαν σπάνιο κόσμημα για τη Λουσίντα, που το χάζευε να λάμπει στο φως. «Ναι» παραδέχτηκε. «Το καλύτερο όμως ήταν το πλαστό συμβόλαιο που έλαβε ο Αλεξάντερ Ροσκόφ. Πρόσφερε μερικά ψίχουλα στο σκηνοθέτη. Ακόμα κι αν δεν του έδινες τίποτα, δε θα τον είχες προσβάλει λιγότερο. Θα ήθελα πολύ να ήμουν μια μύγα στον τοίχο του σπιτιού του όταν έλαβε την ποταπή προσφορά σου.»
«Πόσα;» Δε χρειάστηκε να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις. Ήξερε τι ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει. «Με πεντακόσιες χιλιάδες αγόρασα το θηλυκό καρχαρία της Σίλικον Βάλει. Συν όσα κατάφερε να βουτήξει πριν καταστραφεί η εταιρεία» του είπε ψέματα. Μπορούσε να παραδεχτεί ότι προσέλαβε την κακοποιό, αλλά όχι ότι πήρε τα χρήματα. Αυτή η αμαρτία θα την οδηγούσε στη φυλακή. Δυστυχώς για εκείνη, ο Μπραντ δεν ήταν ο χαζός σέρφερ που φαινόταν. «Άνταμ, στοίχημα δέκα δολάρια ότι πήρε και τα χρήματα. Γιατί να μην το κάνει; Μπορούσε εύκολα να κατηγορήσει την Ιβέτ, να τα κρατήσει εκείνη και να κοιτάζει την εταιρεία να διαλύεται. Είπες ότι η Ιβέτ είναι γνωστή στα βόρεια. Δε θα χαλούσε τη φήμη της κλέβοντας από εσένα.» Η Λουσίντα έριξε ένα βλέμμα εκτίμησης στον ξανθό σέρφερ. «Είσαι πιο έξυπνος απ’ όσο φαίνεσαι. Κρίμα που ο πατέρας μου δεν άφησε την εταιρεία σε σένα.» «Λούσι, με μισείς λοιπόν τόσο πολύ; Γιατί να θέλεις να καταστρέψεις ό,τι έχτισαν με τόσο κόπο ο παππούς και ο πατέρας μας;» «Πραγματικά δεν καταλαβαίνεις τίποτα, έτσι;» απάντησε θυμωμένη, στρέφοντας όλη της την προσοχή στον αδελφό της. «Δε θέλω να υπάρχει η Σεν Ίντεν. Όταν ο πατέρας μου μας άφησε για να παντρευτεί την πόρνη τη μάνα σου, μείναμε στους πέντε δρόμους. Ακόμα και στο θάνατό του, με έριξε. Μου άφησε ένα ποταπό είκοσι τοις εκατό. Είκοσι τοις εκατό!» Γελούσε έτοιμη να κλάψει. «Ήταν σαν φάρσα. Καλύτερα να μη μου είχε αφήσει τίποτα.» «Ο μπαμπάς άφησε τη μητέρα σου χρόνια πριν παντρευτεί τη μητέρα μου» της εξήγησε ο Άνταμ τόσο ήρεμα και συγκαταβατικά, που ένιωθε σαν να τη χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα. «Σου είπα ότι ήθελα να μοιράσουμε την εταιρεία στη μέση. Πενήντα εγώ, πενήντα εσύ. Μου είπες όχι.» «Δε θέλω τη μισή. Δεν την ήθελα ποτέ. Αν δεν μπορώ να την έχω όλη, δε θέλω τίποτα. Κι αν δεν έχω εγώ τίποτα, δε θα έχει κανείς άλλος.» Η Λουσίντα έβαλε το χέρι της στην τσάντα της, έβγαλε ένα σαρανταπεντάρι Κολτ και πυροβόλησε τον Μπραντ. Η καρδιά της έλαμψε από ικανοποίηση όταν άκουσε τον άντρα να φωνάζει και είδε το τρομαγμένο πρόσωπο του Άνταμ. Ο αδελφός της μάλλον πίστευε ότι ήταν ο επόμενος στόχος της. Αλλά όχι, είχε άλλα σχέδια για τον αγαπημένο της αδελφό. Αν είχε μάθει κάτι από τις ταινίες, αυτό ήταν ότι το καλύτερο που έχει να κάνει ήταν να βγάλει από τη μέση τον παρατρεχάμενο και να φέρει στα όριά του το καλό παιδί.
Κεφάλαιο Είκοσι Το σοκ του Άνταμ έγινε φόβος. Μια φωτεινή κόκκινη ομίχλη θάμπωσε τα μάτια του. Κοιτούσε τον Μπραντ, που κρατούσε το τραυματισμένο χέρι του και το αίμα έτρεχε ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε για λίγο, μέχρι που εστίασε στη Λουσίντα. Εκείνη κουνούσε περιπαικτικά το όπλο μπροστά του σαν να διάλεγε το επόμενο θύμα της για να εξασκηθεί. Το χέρι της αδελφής του σταθεροποιήθηκε. Στόχευσε την κυρία Λόνγκσγουορθ, τη γραμματέα. Το χέρι της δεν έτρεμε καθόλου. Ο Άνταμ καθόταν στη θέση του ακίνητος αλλά σφιγμένος. Η γυναίκα είχε ανέβει στο περβάζι και ήταν έτοιμη να πηδήξει. Ο Άνταμ ήθελε να σιγουρευτεί ότι δε θα έπαιρνε κανέναν άλλον μαζί της. «Φύγε» φώναξε η Λουσίντα, που κοιτούσε ακίνητη την τρομαγμένη γυναίκα. «Εκκενώστε το κτίριο. Θέλω να φύγουν όλοι.» Ο Φόστερ πήγε να σηκωθεί από τη θέση του. Η Λουσίντα τον έπεισε μόνο με ένα βλέμμα να ξανακαθίσει. «Όχι εσείς, παιδιά.» Ο Άνταμ έβλεπε με τρόμο την παράνοια στο βλέμμα της αδελφής του. Όλοι αυτοί ήταν οι υπάλληλοί του, ο φίλος του. Κοίταξε πάλι τον Μπραντ, που είχε χλομιάσει και τα χέρια του έτρεμαν. Ήταν δική του ευθύνη όλοι τους. «Λούσι.» Την κοιτούσε στα μάτια και μιλούσε ήρεμα και αργά. «Γιατί δεν τους αφήνεις να φύγουν; Θα μείνω εγώ και θα βρούμε την άκρη.» «Να βρούμε την άκρη;» ξεσπάθωσε η Λουσίντα. «Δεν υπάρχει καμία άκρη για να βρούμε. Θα πεθάνετε όλοι. Θα γίνει αυτό που θέλω εγώ.» Ο Άνταμ ένιωσε το βλέμμα της σαν μαχαιριά. «Και μην τολμήσεις να με ξαναπείς Λούσι. Με λένε Λουσίντα Σεν Ίντεν και είμαι η κόρη του Έντουαρντ Σεν Ίντεν.» «Λούσ... Λουσίντα, δεν μπορεί να πιστεύεις πραγματικά ότι θα μας σκοτώσεις όλους και θα καταφέρεις να βγεις από εδώ ζωντανή.» Γέλασε σαν μανιακή ξανά. «Ζωντανή; Εννοείται πως όχι. Μόλις πεθάνουμε εγώ κι εσύ και τελειώσει και η εταιρεία, όλα όσα αντιπροσώπευε ο Σεν Ίντεν θα χαθούν για πάντα από προσώπου Γης.» Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να ορθώνονται. Τα λόγια της τον πάγωναν μέχρι τα το κόκαλο και ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Ήξερε ότι η Λουσίντα εννοούσε την κάθε της λέξη. Το ενοχλητικό χτύπημα του τηλεφώνου τρόμαξε τους πάντες. Ο Φόστερ φαινόταν σαν να είχε βρέξει το παντελόνι του. Ο Άνταμ κοιτούσε τη Λουσίντα. Εκείνη παρέμενε ήρεμη σαν φεγγαρόφωτη λιμνούλα και το χαμόγελό της ήταν εξίσου παγωμένο. Η κάννη του όπλου τού φαινόταν τεράστια έτσι όπως τον σημάδευε. Η προσοχή του επικεντρώθηκε στο σκοτάδι της. «Σήκωσε το τηλέφωνο» τον διέταξε η Λουσίντα σπάζοντας τη σιωπή στο δωμάτιο. Ένα ψήγμα υπερηφάνειας έκανε την πλάτη του να ισιώσει. Πρόσεξε να είναι σταθερό το χέρι του όταν σήκωνε το ακουστικό και απαντούσε. «Εντάξει» συμφώνησε πριν το κλείσει. Κοίταξε τη Λούσι. «Ήταν η αστυνομία. Η κυρία
Λόνγκσγουορθ ακολούθησε τις εντολές σου. Όλο το υπόλοιπο κτίριο είναι άδειο. Κάλεσε την αστυνομία.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στους υφιστάμενους πια, έτσι δεν είναι;» Χαμογέλασε πλατιά. «Ήξερα ότι θα πήγαινε στην αστυνομία. Δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να σκοτώσω εσένα και τους μπαμπουίνους σου εδώ. Αλλά δε θα στρέψω την κάννη στον εαυτό μου. Σκοπεύω να αυτοκτονήσω στο αστυνομικό τμήμα όταν ξεμπερδέψω με όλους εσάς.» Μέχρι που άκουσε τις τελευταίες της λέξεις δεν πίστευε ότι το αίμα του μπορούσε να παγώσει πιο πολύ. «Τηλεφώνησε στη μητέρα σου και στην Ιβέτ. Θέλω να έρθουν τώρα. Έχουμε αφήσει κάτι στη μέση.» Ο Άνταμ σηκώθηκε και έσπρωξε την καρέκλα του μακριά. Πίεζε τα δάχτυλά του τόσο δυνατά στην άκρη του τραπεζιού, που τον πονούσαν. «Δεν έχεις καμιά δουλειά με τη μητέρα μου ή την Ιβέτ. Δεν έχουν καμιά σχέση με αυτό ή με εμάς.» Γιατί είχε μείνει η μητέρα του στο Λος Άντζελες; Θα μπορούσε να είναι ασφαλής στο Κολοράντο. Και ίσως να μην κατάφερνε να βρει την Ιβέτ – άλλωστε κι εκείνος προσπαθούσε εδώ και μέρες να την εντοπίσει χωρίς επιτυχία. Οι σκέψεις του μπερδεύτηκαν η μία με την άλλη σε ένα κουβάρι μέσα στο μυαλό του. Το όπλο τον σημάδευε και πάλι. Η Λουσίντα έβγαλε το κινητό της τηλέφωνο από την τσέπη της, το άνοιξε και πληκτρολόγησε. Το όπλο δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό από το πρόσωπό του και το μέταλλο έλαμπε κάτω από τις λάμπες φθορισμού. «Ρόξι;» είπε. «Είμαι η Λουσίντα. Βλέπεις τηλεόραση; Ωραία. Αν θέλεις να δεις ξανά ζωντανό τον Άνταμ, θα έρθεις τώρα στο στούντιο. Πάρε το πίσω ασανσέρ, αυτό που χρησιμοποιούσε μόνο ο πατέρας. Σε περιμένουμε.» Ο Άνταμ έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές, ενώ η Λουσίντα βρήκε την Ιβέτ στο τηλέφωνο και της έδινε οδηγίες για το ασανσέρ. Το έκλεισε και το πέταξε στην τσέπη της. «Η Ιβέτ θα είναι εδώ σε λίγα λεπτά.» Η Λουσίντα χαμογέλασε κοιτώντας τον Άνταμ. «Μας δείχνουν σε όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά κανάλια. Ερχόταν εδώ έτσι κι αλλιώς.» Η Λουσίντα έσπρωξε την καρέκλα της στη γωνία και με το όπλο σημάδευε τους άντρες. Ο Άνταμ έριξε μια παρακινδυνευμένη ματιά στον Μπραντ, που, αν και λίγο χλομός, φαινόταν καλά για την ώρα. Ακόμα και με τα μάτια του κλειστά, ο Άνταμ θα το καταλάβαινε όταν έμπαινε η Ιβέτ στο δωμάτιο. Το ελαφρύ άρωμα των λουλουδιών πλημμύρισε το χώρο και κατάφερε να σκεπάσει το άρρωστο μίασμα του ιδρώτα και τη χάλκινη αψάδα του αίματος. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Ο Άνταμ μόλις την αντίκρισε μέθυσε. Το τζιν τής πήγαινε σαν να ήταν ραμμένο πάνω στο κορμί της και η βαθυκόκκινη μπλούζα ταίριαζε πολύ με τα μαλλιά της. Για κάποιο περίεργο λόγο ήταν πιο όμορφη απ’ όσο θυμόταν. Πήγε να την πλησιάσει, μέχρι που η αυστηρή φωνή της Λουσίντα μπήχτηκε στις σκέψεις του. «Αληθινή αγάπη» είπε περιφρονητικά και σταγόνες σάλιου πετάγονταν από το στόμα της. «Κρίμα που θα τελειώσει σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα και όχι σαν τις Τρελές ιστορίες έρωτα και φαντασίας.» Τον πλήγωνε να βλέπει το φόβο στα μάτια της Ιβέτ. Όταν εκείνη αντίκρισε το σαρανταπεντάρι στα χέρια της Λουσίντα, τα μάτια της γούρλωσαν.
«Πάντα ήξερα ότι ήσουν στα όρια της τρέλας, Λουσίντα, αλλά τώρα τα ξεπέρασες.» Ο Άνταμ έστρεψε το βλέμμα του προς την πόρτα, από όπου είχε ακουστεί η φωνή της μητέρας του. Απ’ ό,τι φαινόταν, ήταν η μόνη που δεν έδειχνε έκπληκτη στη θέα της Λουσίντα να σημαδεύει με το όπλο τα μέλη του συμβουλίου. Έπρεπε να την είχε ακούσει όταν του μίλησε για την αδελφή του. Τώρα ήταν πια αργά. «Κλείσε την πόρτα!» φώναξε η Λούσι. «Άνταμ, φέρε καρέκλες για τις πόρνες σου.» Η πρώτη σκέψη της Ιβέτ ήταν να την πλησιάσει και να τη χτυπήσει. Το όπλο, όμως, την έκανε να αλλάξει γνώμη. Ο Άνταμ έφερε δύο καρέκλες στο τραπέζι και κάθισε δίπλα στη μητέρα του. Η Λουσίντα κοίταξε την Ιβέτ στα μάτια. «Τα έχει μάθει όλα. Ξέρει για το θηλυκό καρχαρία της Σίλικον Βάλει και για την υπεξαίρεση. Θα έπρεπε να είσαι χαρούμενη που θα σε πυροβολήσω, ειδάλλως θα περνούσες όλη σου τη ζωή στη φυλακή και θα ’σουν η κοπελιά καμιάς λεσβίας.» Η Ιβέτ κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα και ακούμπησε τα χέρια της στα μαξιλαράκια. «Λουσίντα, δεν έκλεψα τίποτα από την εταιρεία. Εσύ τα έκανες όλα. Δεν καταλαβαίνω γιατί θέλεις να μοιραστείς μια τέτοια τιμή με κάποιον άλλο. Εσύ ολομόναχη κατάφερες να γκρεμίσεις την αυτοκρατορία των Σεν Ίντεν. Κατάφερες χωρίς καμιά βοήθεια να καταστρέψεις μια θρυλική εταιρεία στο χώρο του κινηματογράφου. Θα έπρεπε να συγχαίρεις τον εαυτό σου και όχι να χάνεις το χρόνο σου με εμάς.» Όσο η Λουσίντα κατάπινε κάθε υποτιθέμενο κομπλιμέντο, η Ιβέτ την παρακολουθούσε με αηδία. Ο εγωισμός αυτής της γυναίκας δεν είχε όρια. Το επόμενο βήμα της ήταν να εξαγριώσει τη Λουσίντα όσο χρειαζόταν για να κάνει ένα λάθος, να βρει μια ευκαιρία να της πάρει το όπλο. «Αν ήμουν εγώ στη θέση σου, δε θα με είχαν πιάσει» συνέχισε η Ιβέτ, προσβάλλοντας την ανισόρροπη γυναίκα. «Δε με λένε καρχαρία για το τίποτα. Μόνο οι ερασιτέχνες πιάνονται. Έγινες πολύ απρόσεχτη, Λουσίντα. Έπρεπε να αρκεστείς στα χρήματα που έκλεψες ή στο πενήντα τοις εκατό που σου πρόσφερε ο Άνταμ. Έγινες άπληστη.» «Σκάσε! Απλά σκάσε!» Το σαγόνι της τρελής είχε γεμίσει σάλια. Η κάννη μετακινήθηκε αργά αλλά σταθερά προς την καρδιά της Ρόξι Σεν Ίντεν. «Εσύ φταις για όλα» είπε κοιτώντας τη μητέρα του Άνταμ. «Δεν μπορούσες να αφήσεις τον πατέρα μου ήσυχο. Μας τον έκλεψες.» Η Ρόξι ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. Η Ιβέτ κοιτούσε με θαυμασμό πόσο ψύχραιμη ήταν η γυναίκα. «Ποτέ δεν μπορούσες να δεις την αλήθεια, όπως ούτε η μητέρα σου. Ο Έντουαρντ την είχε ήδη αφήσει καιρό πριν με γνωρίσει. Είχαν πάρει διαζύγιο. Μη με κατηγορείς ότι μπήκα ανάμεσά τους. Υπήρχαν πολλές άλλες πριν την αφήσει. Έτσι είναι το Χόλιγουντ, στο κάτω κάτω. Λουσίντα, είσαι μεγάλη γυναίκα πια. Ξεπέρασέ το.» «Φτηνιάρα σκύλα! Όταν σε γνώρισε ο πατέρας μου, ήσουν μια πόρνη!» φώναξε η Λουσίντα μέσα στο ήσυχο δωμάτιο. «Αν θέλεις να ξέρεις, έκανα στριπτίζ. Υπάρχει διαφορά.» Η Ρόξι ανακάθισε ψηλότερα και έστρωσε το ύφασμα του γιακά της. Ο πυροβολισμός ακούστηκε εκκωφαντικός στο μικρό δωμάτιο. Η Ιβέτ παρακολουθούσε σαστισμένη το αίμα να απλώνεται στο κρεμ μεταξωτό κοστούμι και τη μητέρα του Άνταμ μαζί με την καρέκλα της να πέφτουν πίσω από τη δύναμη του πυροβολισμού. Ο Άνταμ είχε σηκωθεί από την καρέκλα του πριν σταματήσει η ηχώ να ακούγεται. Αμέσως
σηκώθηκε και η Ιβέτ, που πήδηξε από την καρέκλα της και επιτέθηκε στη Λουσίντα. Οι δύο γυναίκες έπεσαν στον τοίχο. Η Ιβέτ βαριανάσαινε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα χέρια της Λουσίντα και ταυτόχρονα παλεύοντας να πάρει το όπλο. Όταν η άλλη την κλότσησε στα πόδια, άφησε μια κραυγή. Ευτυχώς οι Τόνι Λάμα μπότες της την προστάτεψαν κάπως από τις μυτερές ψηλοτάκουνες γόβες της άλλης. Η Ιβέτ προσπάθησε να παγιδέψει τα πόδια της Λουσίντα με τη δύναμή της, αλλά, όπως κατάλαβε, ο πόθος για αίμα τής είχε δώσει υπερφυσικές δυνάμεις. Ακούστηκε άλλος ένας πυροβολισμός προς το ταβάνι και αμέσως μετά η Λουσίντα άρπαξε το χέρι της Ιβέτ και το έστριψε πίσω από τη μέση της. Με το ένα χέρι κρατούσε το πιστόλι στον κρόταφό της, ενώ με το άλλο κρατούσε το χέρι της Ιβέτ φυλακισμένο. Ένιωθε την κοφτή ανάσα της Λουσίντα στο λαιμό της. Εκείνη την κρατούσε όλο και πιο σφιχτά. Η Ιβέτ βογκούσε, καθώς οι τένοντες πετάγονταν από το δέρμα της. Η Ιβέτ ανέπνευσε ανακουφισμένη. Κοίταξε στην άλλη άκρη του τραπεζιού και είδε τον Άνταμ να βοηθά τη μητέρα του να καθίσει στην καρέκλα της, που τώρα ήταν πίσω στη θέση της. Το αίμα που υπήρχε στο σακάκι της ανάβλυζε από μια μικρή πληγή στον ώμο της. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σωστά, έτσι δεν είναι;» Η Ιβέτ χλεύασε τη Λουσίντα, ενώ εκείνη οργισμένη είχε καταφέρει να πάρει το πάνω χέρι πάρα πολύ γρήγορα και τώρα πίεζε το μεταλλικό όπλο πάνω στο πρόσωπο της Ιβέτ όλο και πιο πολύ. Μπορεί να είχε πιέσει την παλαβή περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Ο Άνταμ δεν πίστευε στα αυτιά του. Η γυναίκα που τόνιζε με τόσο παγωμένο ύφος τα λάθη της Λουσίντα στο έγκλημα που διέπραττε δεν ήταν η Ιβέτ που γνώριζε. Δε γνώριζε αυτά τα μάτια, που έμοιαζαν με θραύσματα πράσινου γυαλιού. Αλλά αναγνώρισε την Ιβέτ που όρμησε στη Λουσίντα και τώρα βρισκόταν στο στόχαστρο του όπλου της. Ο τρόμος που έβλεπε στα πράσινα μάτια της ήταν σαν μαχαιριά στην καρδιά του. Όταν η Λουσίντα έσφιξε κι άλλο το χέρι της, ένιωσε κι εκείνος τον πόνο. Η καρδιά του σταμάτησε. Κράτησε τον ώμο της μητέρας του και δυσανασχέτησε όταν το ζεστό αίμα της έτρεξε ανάμεσα στα δάχτυλά του, ενώ κοιτούσε τη Λουσίντα να σπρώχνει την Ιβέτ προς την πόρτα. Με τη νοσηρή φαντασία του έβλεπε τη Λουσίντα να σκοτώνει την Ιβέτ χωρίς ενδοιασμούς και να τρέχει να σωθεί. «Άνταμ, σε παρακαλώ, είμαι καλά. Σώσε εκείνη.» Η φωνή της μητέρας του διέλυσε την ομίχλη της αναποφασιστικότητάς του. Ο θυμός του αναδύθηκε κοχλάζοντας στην επιφάνεια και πέρασαν από το μυαλό του εκατομμύρια τρόποι να σκοτώσει τη Λουσίντα. Αργά. Δεν ήταν σίγουρος για το ποια από τις δυο εννοούσε η μητέρα του, αλλά δεν είχε σημασία, γιατί είχαν βγει και οι δύο από την πόρτα της αίθουσας. Μόλις ο Φόστερ τον πλησίασε για να πιέζει τον τραυματισμένο ώμο της μητέρας του, ο Άνταμ πήδηξε επάνω και έφυγε. «Που να πάρει!» είπε μόλις άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε έναν άδειο διάδρομο. Στεκόταν στο ήσυχο χολ και προσπαθούσε να πιάσει οποιονδήποτε ήχο. Το μόνο που άκουγε ήταν η καρδιά του, που είχε πάρει φωτιά, και μια πόρτα να κλείνει στο τέλος του διαδρόμου προς τα δεξιά. Η πόρτα που οδηγούσε στην ταράτσα.
Κεφάλαιο Είκοσι Ένα Το φως του ήλιου τύφλωσε τον Άνταμ μόλις βγήκε στην ταράτσα. Μια σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι του και καρφώθηκε στο κάσωμα της πόρτας δίπλα του. Οι σκλήθρες από το ξύλο έκαψαν το πρόσωπό του. Έπεσε αμέσως στο δάπεδο και τα χαλίκια τρύπησαν τα χέρια του. Από την εκτεθειμένη θέση όπου βρισκόταν είδε τη Λουσίντα στην άλλη άκρη της χαλικόστρωτης ταράτσας να κρατά την Ιβέτ σε μια θανατερή λαβή. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Παρακολουθούσε την αδελφή του να σέρνει την Ιβέτ προς το χείλος της οροφής, σε μια προεξοχή του τσιμέντου. Ο θυμός είχε βάψει τα μάγουλα της Ιβέτ κατακόκκινα. Οι δύο γυναίκες φαίνονταν να έχουν περίπου το ίδιο ύψος και βάρος, οπότε ο Άνταμ δεν είδε κανένα πλεονέκτημα για την Ιβέτ που θα μπορούσε να της εξασφαλίσει τη σωτηρία. Η Ιβέτ προσπάθησε να παλέψει, αλλά η Λουσίντα την έσφιξε κι άλλο, μέχρι που η Ιβέτ άρχισε να φωνάζει από τον πόνο. Η ίδια κραυγή ακουγόταν κάθε φορά που η Λουσίντα τη χτυπούσε με την λαβή του όπλου. «Άνταμ, σήκω πάνω» φώναξε η αδελφή του από την άλλη άκρη. «Θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Λέγεται ποιος-θα-πει-την-αλήθεια-πριν-πεθάνουμε-όλοι.» Σηκώθηκε όρθιος και σκούπισε τα χαλίκια από τα χέρια του. «Δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Άφησε την Ιβέτ. Θα σε αφήσουμε να φύγεις.» «Δε θέλω να φύγω, πολυαγαπημένε μου αδελφέ» ανταπάντησε η Λουσίντα με παγερό ύφος. «Θέλω να μπω σε μια βροχή από σφαίρες και να πάρω μαζί μου εσένα και την αγαπημένη σου.» Τα παγωμένα γαλάζια μάτια της τον κάρφωσαν ακινητοποιώντας τον. «Ας αρχίσουμε με σένα, Άνταμ. Πες μας την αλήθεια, αλλιώς η Ιβέτ θα κερδίσει μια καινούρια τρύπα στο κεφάλι της. Τι σκέφτηκες την πρώτη φορά που την είδες; Την αλήθεια όμως.» Κοίταξε μέσα στα βάθη των σμαραγδένιων ματιών της. Εκλιπαρούσαν να πει την αλήθεια, όσο δυσάρεστη κι αν ήταν. Προσπάθησε να κερδίσει χρόνο. «Σκέφτηκα ότι θα περνούσα καλά μαζί της. Ήταν πολύ σέξι.» Όταν είδε το δάχτυλο της Λουσίντα να απειλεί να πιέσει τη σκανδάλη, οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους. «Σκέφτηκα ότι θα είναι εύκολη. Από αυτές τις γυναίκες που κοιμάσαι μαζί τους, όχι από αυτές που κάνεις σοβαρές σχέσεις.» Οι λέξεις ξεπηδούσαν από μέσα του σαν ένα κύμα μίσους. Ο άντρας που τα πίστευε αυτά για την Ιβέτ ήταν πια πολύ μακρινό παρελθόν. «Μπράβο» είπε στρίβοντας περισσότερο το χέρι της Ιβέτ. «Ας δείξουμε όλοι τα αληθινά μας πρόσωπα, όσο σοβινιστικό κι αν είναι το δικό σου. Η σειρά σου, Ιβέτ. Τι σκέφτηκες όταν προσελήφθηκες να καταστρέψεις τη Σεν Ίντεν Στούντιος και τον Άνταμ; Θυμήσου ότι πρέπει να πεις την αλήθεια. Αλλιώς θα πεθάνει ο Άνταμ.» Το όπλο έφυγε από τον κρόταφο της Ιβέτ και σημάδεψε εκείνον. Η ανάγκη για εξιλέωση φώτισε τα μάτια της. «Σκέφτηκα πως ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία. Με εύκολα χρήματα. Οι διευθύνοντες πάνε και έρχονται, γι’ αυτό υπάρχουν και τα χρυσά αλεξίπτωτα.»
«Εντάξει, σειρά μου τώρα.» Η ξανθή γυναίκα κακάριζε με τη χαρά της κακιάς μάγισσας που τελικά καταφέρνει να πάρει τα ρουμπινένια γοβάκια. «Τι σκέφτηκα για τον αδελφό μου όταν τον γνώρισα στην κηδεία του πατέρα μας και το άνοιγμα της διαθήκης;» Έστριβε το κεφάλι της πέρα δώθε σαν να το σκεφτόταν. Ο Άνταμ θα στοιχημάτιζε και το τελευταίο σεντ της περιουσίας του ότι ήξερε ακριβώς τι θα του έλεγε. Θα την άκουγε μέχρι να τελειώσει και θα ήταν σε επιφυλακή για να την ακινητοποιήσει χωρίς να διακινδυνεύσει τη ζωή της Ιβέτ. «Σκέφτηκα ότι ήθελα να τον δω νεκρό. Εγώ ήμουν η μοναδική Σεν Ίντεν. Όχι η πόρνη η μητέρα του. Ούτε ο γιος. Ο γιος που πήρε το ογδόντα τοις εκατό ολόκληρης της περιουσίας. Της περιουσίας που μου ανήκε. Έπειτα, που να πάρει, αποδείχθηκε τόσο καλός. Ήθελε να μου δώσει τα μισά. Τα μισά! Δεν ήθελα τα μισά. Όλα έπρεπε να είναι δικά μου. Εκτός από την εταιρεία, θα τα διαλύσω όλα, γιατί ο Άνταμ έκλεψε τον πατέρα μου. Ήταν δικός μου. Δικός μου! Μας άφησε. Ήμουν τεσσάρων ετών.» Ο Άνταμ είχε μείνει συγκλονισμένος να παρακολουθεί τα δάκρυα που έτρεχαν σαν ποτάμι στο πρόσωπο της ετεροθαλούς αδελφής του. Πώς μπορούσε ένας άνθρωπος να νιώθει τόσο θυμό και τόσο μίσος; Προφανώς δε γινόταν. Το ξέσπασμα της τρέλας της μπροστά στα μάτια του ήταν η απόδειξη. «Λουσίντα, λυπάμαι πολύ που ο πατέρας μας άφησε εσένα και τη μητέρα σου. Αλλά αυτό συνέβη πριν ακόμα γεννηθώ εγώ» είπε ο Άνταμ και σχεδόν έσερνε τα βήματά του για να πλησιάσει τις δύο γυναίκες. «Όμως αυτό δε συγχωρεί όσα έκανες. Δεν μπορείς να κλέβεις εκατομμύρια, να καταστρέφεις το στούντιο και να ελπίζεις ότι θα τη γλιτώσεις. Δε γίνεται να πυροβολείς ανθρώπους και να μην πληρώνεις τις συνέπειες.» Πλησίασε κι άλλο. Η Λουσίντα πίεσε την κάννη στον κρόταφο της Ιβέτ. «Μείνε εκεί που είσαι. Δεν τελειώσαμε το παιχνίδι ακόμα. Αποκαλύψαμε όλοι τις πραγματικές μας σκέψεις για τις πρώτες εντυπώσεις. Τα συναισθήματά μου τώρα είναι πολύ έντονα, αλλά νομίζω πως εσύ και η Ιβέτ μπορεί να έχετε κι άλλα να πείτε πριν φύγουμε. Να θυμάσαι, θέλω την αλήθεια, αλλιώς η πόρνη σου θα μας αφήσει νωρίτερα απ’ όσο υπολόγιζα.» Ο λαιμός της Ιβέτ ήταν ξερός και την πονούσε. Όταν η Λουσίντα πίεσε ξανά την κάννη στο κεφάλι της, που ένιωθε ότι θα σπάσει, η Ιβέτ προσπάθησε να καταπιεί. Η μυρωδιά της πυρίτιδας ερέθιζε τη μύτη και το λαιμό της. Όταν ο Άνταμ τής ένευσε, μίλησε μέσα από την καρδιά της. Ήθελε να πιστεύει ότι θα γλίτωναν, αλλά για σιγουριά ήθελε να ξέρει ο Άνταμ τι πραγματικά πίστευε πριν πεθάνουν. Τον κοίταξε στα μάτια. «Έτσι είναι, ξεκίνησα με τη σκέψη ότι ήταν μια απλή δουλειά. Όλες τις άλλες φορές που μπήκα σε μια επιχείρηση και τη διέλυσα ήταν πολύ εύκολο. Όταν οι διευθύνοντες απολύονται, το μόνο που τους νοιάζει είναι ο οικονομικός διακανονισμός. Εσύ όμως ήσουν διαφορετικός από την αρχή. Νοιάζεσαι για το στούντιο, την ιστορία, το μέλλον του και την κληρονομιά που σου άφησε ο πατέρας σου. »Μετά από λίγο καιρό, κόλλησα λίγο από τον ενθουσιασμό που έχεις για να αφήσεις το σημάδι σου στο Χόλιγουντ. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να είμαι κι εγώ ένα κομμάτι του. Να είμαι ένα κομμάτι της ζωής σου. Σε κάποιο σημείο μου συνέβη κάτι για πρώτη φορά, ερωτεύτηκα το στόχο μου. Ερωτεύτηκα εσένα, Άνταμ.»
«Κάποιος ας με πνίξει με ένα κουτάλι» ακούστηκε η παραπονιάρικη φωνή της Λουσίντα πίσω της. Η Ιβέτ κατάλαβε αμέσως ότι το πρόσωπό της κοκκίνισε. Για μια στιγμή, ήταν μόνο εκείνη και ο Άνταμ στην ταράτσα και εκείνη του αποκάλυψε τι κρύβει στην καρδιά της για αυτόν. Η αδιάκριτη παρουσία της Λουσίντα την ώρα που ομολογούσε την αγάπη της στο μοναδικό άντρα σε ολόκληρο τον κόσμο που δεν έπρεπε να ερωτευτεί την ένιωθε να νιώθει κάπως ανήθικη. «Λουσίντα, ίσως να πρέπει να σε ευχαριστήσω. Αν δε με είχες προσλάβει, δε θα είχα γνωρίσει ποτέ τον Άνταμ.» Η ένταση κορυφώθηκε όταν το χέρι που κρατούσε το δικό της γραπωμένο έστριψε το δέρμα της τόσο πολύ, που πια ξεπέρασε και το στάδιο του ακραίου πόνου. Η Ιβέτ έσφιξε τα δόντια και δάγκωσε τα χείλη της για να πνίξει τις κραυγές της. Δε θα έδινε στη μάγισσα την ικανοποίηση που γύρευε. Ούτε κλαίγοντας ούτε φωνάζοντας. Με τη γωνία του ματιού της η Ιβέτ εντόπισε το σκοπευτή της αστυνομίας που βρισκόταν στην άλλη άκρη της ταράτσας, πίσω από την πόρτα. Ο σκοπευτής σήκωσε το όπλο στον ώμο του και στόχευσε προς το μέρος της. Ένα γέλιο απόγνωσης ανέβηκε σαν φυσαλίδα στο λαιμό της και κόλλησε εκεί. Η φράση «ανάμεσα σε δυο πυρά» έπαιρνε μια καινούρια σημασία μπροστά στα μάτια της. Η Λουσίντα τη χτύπησε ξανά με τη λαβή του όπλου και ο σκοπευτής φαινόταν έτοιμος να πυροβολήσει πρώτα και να αρχίσει μετά τις ερωτήσεις. Η ένταση από το κορμί της πρέπει να μεταδόθηκε στη Λουσίντα. Το λαχάνιασμά της έδειχνε ότι είχε εντοπίσει κι εκείνη τον αστυνομικό. Η φωνή πίσω της ήταν γεμάτη έξαψη. «Επιτέλους, μπορούμε να τελειώνουμε με αυτή τη γιορτή της αγάπης κι εγώ να πάρω αυτό που θέλω. Τον Άνταμ νεκρό.» Η Ιβέτ κοιτούσε με τρόμο. Το όπλο σταμάτησε να σημαδεύει τον κρόταφό της και τώρα είχε στραφεί προς το στήθος του Άνταμ. Με την άκρη του ματιού της είδε το δάχτυλο της Λουσίντα να τεντώνεται στη σκανδάλη. Μόλις είχε χάσει τη γιαγιά της και, που να πάρει, δε θα έχανε και τον Άνταμ. Έστω κι αν τον έχανε από τις ψευτιές της, δε θα τον άφηνε να πεθάνει. Όχι από το χέρι της Λουσίντα. Παρά τον πόνο στον ώμο της, η Ιβέτ έπεσε στα γόνατα. Ο ώμος της πετάχτηκε με θόρυβο από τη θέση του. Το τοπίο άρχιζε να σκοτεινιάζει και έβλεπε μόνο αχτίδες φωτός να χορεύουν. Προσπάθησε να πολεμήσει τη σκοτεινιά και με το άλλο χέρι της έκανε να αρπάξει το χέρι της Λουσίντα με το όπλο. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός σφυρίζοντας εκεί όπου ήταν το κεφάλι της Λουσίντα πριν η Ιβέτ την τραβήξει προς τα κάτω. Έριξε το κεφάλι της πίσω και ακούγοντας ένα κρακ κατάλαβε ότι τα είχε καταφέρει. Με ανακούφιση, γιατί δεν είχε σκεφτεί ότι θα ζούσε ποτέ αυτή την πλευρά του θανάτου, η Λουσίντα ελευθέρωσε το χέρι της. Ο πόνος ακόμα παλλόταν στον ώμο της, αλλά κατάφερε να τον καταπολέμησει. Γύρισε και κλότσησε το χέρι που κρατούσε το όπλο. Τα είχε σχεδόν καταφέρει, αλλά το όπλο παρέμενε ακόμα στο χέρι της Λουσίντα. Εκείνη σηκώθηκε. Η Ιβέτ πήδηξε και πήρε την πρωτοβουλία. Άρπαξε το χέρι της Λουσίντα και άρχισε να παλεύει για να πετάξει το όπλο μακριά. Σε έναν παράλογο χορό, οι δυο γυναίκες κινούνταν μπροστά και πίσω πάνω στο τσιμεντένιο
πρεβάζι. Η Ιβέτ βόγκηξε όταν η Λουσίντα χτύπησε τον εξαρθρωμένο ώμο της. Για μια στιγμή έχασε την προσοχή της και αυτό της κόστισε έναν πυροβολισμό.
Κεφάλαιο Είκοσι Δύο Η βολή του σκοπευτή κόστισε στον Άνταμ μια γυναίκα για την οποία νοιαζόταν πολύ. Οι φωνές της την ώρα που έπεφτε από τον τέταρτο όροφο στο πεζοδρόμιο θα αντηχούσαν μέσα του για την υπόλοιπη ζωή του. Τώρα, προσπάθησε να διώξει από το μυαλό του τον πυροβολισμό και να συγκεντρωθεί στο θλιβερό απόηχο της επόμενης μέρας. Σε μια πόλη όπου οι κηδείες ήταν εξίσου κοσμικές όσο και οι γάμοι και τα γκαλά με τα κόκκινα χαλιά, οι ελάχιστοι παρευρισκόμενοι γύρω από το μνήμα ήταν η τελική απόδειξη της ασήμαντης κοινωνικής υπόστασης της νεκρής στο Χόλιγουντ. Ο Άνταμ ατένιζε το βαθυπράσινο χορτάρι στα πόδια του και σκεφτόταν τα μάτια της Ιβέτ. Όταν του εξομολογούταν την αγάπη της στην ταράτσα. Το πώς έλαμπαν. Πριν τελειώσουν όλα σαν αρχαία τραγωδία. Ό,τι και να είχε κάνει, όσο ένοχη κι αν ήταν, δεν της άξιζε αυτή η κατάληξη. Εκείνος και η μητέρα του ήταν οι μοναδικοί που πενθούσαν. Οι μόνοι άλλοι που βρίσκονταν στον τάφο της Λουσίντα ήταν ο ιερέας και οι νεκροθάφτες που περίμεναν να κάνουν τη δουλειά τους. «Προσπάθησα να βρω τη μητέρα της» ψιθύρισε στη μαμά του. Πήρε το χέρι του. «Έχει φύγει από τη χώρα. Ο δικηγόρος της προσπαθεί να την εντοπίσει.» «Άνταμ, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Η Λουσίντα ήταν δυστυχισμένη πολύ πριν έρθει εδώ.» Του χάιδεψε το χέρι. Στέκονταν και οι δύο σιωπηλοί, ενώ ο ιερέας μουρμούριζε μονότονα κοινοτοπίες για μια γυναίκα που δε γνώριζε. Ήταν απλά άλλο ένα σημάδι που έδειχνε το απότομο τέλος μιας θλιβερής και σύντομης ζωής. Ο Άνταμ έκανε ένα βήμα και άφησε ένα λευκό τριαντάφυλλο επάνω στο δρύινο φέρετρο. Ακούμπησε το χέρι του στο ξύλο, που έκαιγε από τον ήλιο, και έσκυψε το κεφάλι. «Λυπάμαι πολύ.» Περπατούσε αγκαζέ με τη μητέρα του, όσο γρήγορα τους επέτρεπαν τα τακούνια της, πάνω στο γρασίδι του Φόρεστ Λον. Η σκέψη ότι η Λουσίντα ήταν επιτέλους κοντά στον πατέρα της τον παρηγόρησε κάπως. Είχε φροντίσει η τελευταία της κατοικία να είναι δίπλα στον τάφο του γονιού τους. Η Ιβέτ στριφογύριζε στο κρεβάτι του νοσοκομείου προσπαθώντας να βολευτεί κάπως, πράγμα που ήταν σχεδόν απίθανο με τον ώμο της ακινητοποιημένο και φασκιωμένο. Ο πόνος κατά την επαναφορά του ήταν πια ένας θολός εφιάλτης. Το πόδι της μετά το χειρουργείο ήταν στο γύψο και κρεμασμένο ψηλά σε μια μεταλλική κούνια. Ένα χειρουργείο κατά το οποίο οι γιατροί φοβούνταν ότι μπορεί να έχανε το πόδι της και ίσως και τη ζωή της. Ευτυχώς εκείνη δε θυμόταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Το βλέμμα της πήγε έξω από την πόρτα της Εντατικής, όπου ο Άνταμ βημάτιζε νευρικά μπρος πίσω μουρμουρίζοντας. Ξεροκατάπιε και ο λαιμός της ήταν πιο ξερός και από την έρημο. Ήρθε να την κατηγορήσει για το θάνατο της Λουσίντα; Ή για όλα αυτά που του έκανε;
Όταν εκείνος μπήκε στο δωμάτιό της, κρατούσε ένα τεράστιο μπουκέτο πανέμορφα τριαντάφυλλα. Προχώρησε και στάθηκε πλάι της. «Είναι για μένα;» Η φωνή της ήταν πολύ αδύναμη, ακουγόταν σαν ψίθυρος. Τα άφησε στο κομοδίνο δίπλα της. «Φυσικά είναι για σένα.» Η Ιβέτ πονούσε και προσπαθούσε να εστιάσει στο πρόσωπο του Άνταμ. Ένα πρόσωπο που νόμιζε πως δε θα ξανάβλεπε ποτέ όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός και έπεσε σφαδάζοντας από τον πόνο στο πόδι και τον ώμο της. Η διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο και η εγχείρηση ήταν μια μαύρη τρύπα μέσα στο μυαλό της, αν και οι γιατροί τής είπαν ότι μπορεί να επανερχόταν η μνήμη της αργότερα ή να είχε ασυνάρτητους εφιάλτες. Ήταν όμως ένα πολύ μικρό τίμημα που πλήρωσε για τη ζωή της. Τον κοιτούσε χαμογελαστή να παίρνει την καρέκλα και να κάθεται στο προσκεφάλι της. Τα δάχτυλά του έπαιζαν με τα σκεπάσματά της. «Τι συμβαίνει;» «Πήγα στην κηδεία της Λουσίντα το πρωί. Ξέρω ότι αυτό που έκανε ήταν τρομερό, αλλά...» «Αλλά ήταν η αδελφή σου» συμπλήρωσε την πρότασή του. «Φυσικά έπρεπε να βρίσκεσαι εκεί. Ήταν κανένας άλλος;» «Μόνο εγώ και η μητέρα μου. Δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να βρούμε τη μητέρα της Λουσίντα και να της το πούμε.» Η φωνή του Άνταμ έσπασε. Η καρδιά της Ιβέτ σταμάτησε να χτυπά όταν άκουσε τη σύγκρουση στη φωνή του. Ο θυμός και η λύπη έδιναν μια τρομερή μάχη μέσα του. Ακούμπησε το κεφάλι του στο κρεβάτι της και έκλαψε για την αδελφή που έχασε. Εκείνη τον χάιδεψε τρυφερά. Έτσι κι αλλιώς, δεν την είχε από την αρχή. Τουλάχιστον όχι την αδελφή που πίστευε πως ήταν. Μπορεί γι’ αυτό να έκλαιγε. Ένιωθε φιλιά και χάδια στο χέρι της. Η ζεστασιά την πλημμύρισε και έφτασε ως την καρδιά της. Στις άκριες των ματιών της πρόβαλαν δάκρυα, που κύλησαν στο πρόσωπό της και στα μαλλιά της. «Μην κλαις» της είπε και τα δάχτυλά του σκούπιζαν το πρόσωπό της. «Είναι δάκρυα ευτυχίας» του υποσχέθηκε. «Είμαι τόσο χαρούμενη που είσαι καλά. Όταν πίστεψα ότι θα σε πυροβολούσε, νόμιζα πως θα πέθαινες.» «Τα αισθήματα είναι αμοιβαία, αγάπη μου. Έτσι όπως με είχε τυφλώσει ο ήλιος, για μια στιγμή δεν ήμουν σίγουρος αν έπεσες εσύ ή η Λούσι. Ακόμα και όταν είδα ότι εσύ ήσουν ακόμα στην ταράτσα, νόμιζα ότι είχες πεθάνει με όλο αυτό το αίμα γύρω σου.» Της φίλησε τα δάχτυλα, στέλνοντας ένα ρίγος στο χέρι της. «Ιβέτ, ξέρω ότι είναι η χειρότερη στιγμή γι’ αυτό, αλλά όταν νόμιζα ότι σε είχα χάσει είδα τα πράγματα από μια άλλη προοπτική. Δεν ξεκινήσαμε με τον πιο συνηθισμένο τρόπο, αλλά σ’ αγαπώ πάρα πολύ. Ήμουν στην κόλαση χωρίς εσένα. Παραιτήθηκες και έφυγες, έπειτα πίστευα ότι υπεξαίρεσες τα χρήματα της εταιρείας και με παγίδεψες για να αποτύχω. Ξέρω ότι οι περισσότεροι δε θα μας καταλάβουν ποτέ, αλλά αρκεί να ξέρουμε εμείς γιατί αγαπιόμαστε.» Της είπε όλα όσο χρειαζόταν να ακούσει και πολύ περισσότερα. Η ειλικρίνειά του ήταν αυτό που την τράβηξε κοντά του από την αρχή και τώρα του χρωστούσε την απόλυτη αλήθεια. Για να έχουν μια ελπίδα μαζί στο μέλλον. «Άνταμ, πριν πεις οτιδήποτε άλλο, πρέπει να σου πω εγώ κάτι.» Ξεροκατάπιε και το ξεφούρνισε
πριν δειλιάσει και αφήσει ανείπωτα σημαντικά πράγματα μεταξύ τους. «Εκείνη την πρώτη νύχτα, την απίστευτη νύχτα στο ξενοδοχείο.» Όπως συνήθως, η θερμοκρασία της εκτοξεύτηκε με την ανάμνηση. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. «Σε συνάντησα επίτηδες. Έψαξα για σένα και ήρθα στο ξενοδοχείο για να σε γνωρίσω. Ήταν όλα μέρος του σχεδίου μου.» Κοιτούσε έξω από το παράθυρο, τις οθόνες με τις ζωτικές της ενδείξεις ή τα σκεπάσματά της. Οπουδήποτε αλλού εκτός από το πρόσωπό του. Αν έβλεπε τα καταγάλανα μάτια του να την κοιτάζουν κενά και χωρίς αγάπη, θα πέθαινε. Κοιτούσε τα χέρια της και όταν ένιωσε το τρυφερό του άγγιγμα σχεδόν αναπήδησε από τη χαρά της. Η καρδιά της πονούσε από την αγάπη που ένιωθε να ακτινοβολεί η σάρκα του στη δική της. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι με πονά να ξέρω ότι με παγίδεψες, αλλά είμαστε ενήλικοι και περάσαμε καλά. Έτσι δεν είναι;» Όταν εκείνη συγκατένευσε, συνέχισε: «Πριν σε γνωρίσω, πίστευα ότι υπάρχουν δύο είδη γυναικών, οι καλές και οι κακές. Η δεσποινίδα Σμιθ ήταν σίγουρα κακή.» Γέλασε ενώ εκείνος σάλευε τα φρύδια του. «Όμως μετά από εσένα, τη Λούσι και τη μητέρα μου, νομίζω ότι θα πρέπει να αναθεωρήσω τις ντεμοντέ απόψεις μου. Στην αίθουσα συμβουλίων θυμήθηκα το όχι και τόσο λαμπερό και καθαρό παρελθόν της μητέρα μου. Παρ’ όλα αυτά, είναι η ίδια μαμά που αγαπούσα πάντα. Η Λουσίντα με άφησε να δω τον πραγματικό της εαυτό και δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που πίστευα. Έπειτα, ήσουν εσύ. Τη μια μέρα σέξι και σοφιστικέ, την επόμενη οργανωτική και απίστευτα ικανή και κάποιες φορές...» γέλασε «...οι κινήσεις σου θα έκαναν τον Μπρους Λι να ντραπεί.» Έγειρε κοντά της. «Ιβέτ Γκιαρντίνο, αγαπώ όλα τα πρόσωπά σου. Θα με παντρευτείς;» Δε θα μπορούσε να του νεύσει καταφατικά πιο γρήγορα, να απαντήσει «ναι» πιο δυνατά ή να κλάψει πιο πολύ από χαρά. Η Ιβέτ τον κοιτούσε να γλιστρά στο δάχτυλό της ένα σμαραγδένιο δαχτυλίδι. Εκείνος φίλησε τα δάχτυλά της. «Ένα σμαράγδι για να ταιριάζει με το χρώμα των ματιών σου.» Όταν τα χείλη του βρήκαν τα δικά της σε ένα τρυφερό φιλί, εκείνη σταμάτησε να αναστενάζει. Από το τελευταίο τους φιλί είχαν περάσει αιώνες, ή έστω έτσι έμοιαζε. Το ένα φιλί ακολούθησε το άλλο, μέχρι που η καρδιά της άρχισε να χτυπά τόσο γρήγορα, που ήρθε η νοσοκόμα στο δωμάτιό της. Η ματιά της έπεσε απευθείας στα τριαντάφυλλα, στο πρόσωπο της Ιβέτ και στο δαχτυλίδι. Χαμογέλασε και έφυγε. «Λοιπόν, πόσο σύντομα μπορώ να φύγω από εδώ για να μπορέσω να συνεχίσω να βάζω τον Άνταμ σε πειρασμό;» Το χαμόγελό του της έλεγε ότι ήδη τα κατάφερνε πολύ καλά σ’ αυτό.
Κυκλοφορούν επίσης…
GOLD Για την Καρδιά ενός Πρίγκιπα της Amy Hahn Η Κλόε Τάνερ ελπίζει να απογειώσει την καριέρα της αναλαμβάνοντας το ρόλο της παρουσιάστριας στο ριάλιτι «Φλερτάροντας την Υψηλότητά Του» που έχει ως θέμα τις προσπάθειες ενός πρίγκιπα να βρει την εκλεκτή της καρδιάς του. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η Κλόε περνά μια θυελλώδη νύχτα με ένα γοητευτικό άντρα, που, όπως σύντομα ανακαλύπτει, δεν είναι παρά ο Πρίγκιπας Μαξιμίλιαν Ράντμπορν, κεντρικό πρόσωπο της εκπομπής στην οποία έχει εναποθέσει τις ελπίδες της για το μέλλον! Ερωτευμένη με τον πιο περιζήτητο εργένη του κόσμου, η Κλόε δεν μπορεί καν να του εκφράσει τα αληθινά της συναισθήματα και είναι αναγκασμένη να βλέπει τις κοπέλες που συμμετέχουν στο ριάλιτι να κάνουν τα πάντα για να τον κατακτήσουν. Όμως ο Μαξ δεν μπορεί να ξεχάσει την Κλόε και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων θα θέσει σε εφαρμογή ένα απίστευτο σχέδιο για να της αποδείξει ότι ο αληθινός έρωτας μπορεί να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο...
Romance Ποτέ μη λες ποτέ της Patrice Moore Η Ελίζαμπεθ είναι ερωτευμένη με τον Γκάλεν. Παρ’ όλα αυτά, πριν από ένα περίπου χρόνο αρνήθηκε την πρόταση γάμου που της έκανε. Έχοντας περάσει τα παιδικά της χρόνια χωρίς στοργή και τρυφερότητα, η ιδέα του γάμου την τρομοκρατούσε πέρα από κάθε λογική. Είχε ζήσει πολύ καιρό στα σπίτια ανάδοχων οικογενειών και είχε δει δεκάδες γάμους να οδηγούνται στην αποτυχία. Όλα αυτά αλλάζουν όταν η Ελίζαμπεθ αποφασίζει να υιοθετήσει το μωρό της Φρίντα, της αγαπημένης της θετής αδελφής, που δε βρίσκεται πια στη ζωή. Αντιμέτωπη με τον άκαρδο πατέρα του παιδιού, που διεκδικεί το αγοράκι, παρ’ όλο που είχε εγκαταλείψει τη Φρίντα, η Ελίζαμπεθ ενημερώνεται από το δικηγόρο της πως ένας γάμος θα της έδινε ένα μεγάλο πλεονέκτημα στην προσπάθειά της να υιοθετήσει το παιδί. Έτσι, προσεγγίζει και πάλι τον Γκάλεν, έτοιμη να συμβιβαστεί με την ιδέα του γάμου, χωρίς ωστόσο να του αποκαλύψει την αλήθεια. Αυτό που η Ελίζαμπεθ δε γνωρίζει είναι πως ο έρωτας μπορεί να υπερνικήσει κάθε δυσκολία...
GOLD Κανόνες Αποπλάνησης της Inara Scott Εδώ και αρκετό καιρό, η φιλόδοξη Τόρι Άντερσον έχει παραμελήσει την ερωτική της ζωή. Πέρα από τις απαιτήσεις της καριέρας της ως δικηγόρος, η Τόρι πασχίζει να σταθεί όσο καλύτερα μπορεί στο πλευρό της άρρωστης μητέρας της. Όταν λοιπόν ο επιχειρηματίας Μπριτ Μπένσερ, ο πλέον περιζήτητος εργένης στη Νέα Υόρκη, της προτείνει μια ελεύθερη σχέση, η Τόρι δέχεται χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως ο Μπριτ φαίνεται πως δεν αρκείται σ’ αυτό... Ο Μπριτ Μπένσερ θα έκανε τα πάντα για την οικογένειά του. Δε διστάζει λοιπόν να σαγηνεύσει την όμορφη Τόρι Άντερσον με σκοπό να εξασφαλίσει απόρρητες πληροφορίες για έναν από τους πελάτες της. Καθώς οι μέρες περνούν, ο Μπριτ νιώθει ερωτευμένος για πρώτη φορά στη ζωή του, κι όταν η Τόρι ανακαλύπτει τα σχέδιά του, εκείνος θα πρέπει να κάνει τα πάντα για να κερδίσει τη γυναίκα της ζωής του...