CHRISTINE BELL
Παιχνίδι για Δύο
Tίτλος πρωτοτύπου: WIFE FOR HIRE by Christine Bell Copyright © 2012 by Christine Bell Translation Copyright © 2013, Compupress S. A. – Anubis Publications This translation published by arrangement with Entangled Publishing, LLC. All rights reserved. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Έλενα Μαστροβασίλη ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Χρήστος Γιαμαρέλλος ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS GOLD – 17 ISΒN: 978-960-497-616-4 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Αυτό το βιβλίο αφιερώνεται σ’ εσένα, μωρό μου. Αν και, από την άλλη, κατά βάθος όλα είναι αφιερωμένα σ’ εσένα.
Κεφάλαιο Ένα Η Λίντι Νάιτ κοίταξε το βουνό από πούπουλα και πεπιεσμένο βαμβάκι, που κάποτε ήταν ο καναπές της, και προσπάθησε να μην κλάψει. «Μέλμπα;» φώναξε, ελπίζοντας πως η απόγνωση που ένιωθε δεν φαινόταν στη φωνή της. «Ναι, γλυκιά μου;» Η Μέλμπα βγήκε από την κουζίνα, με το ξύλινο κουτάλι γεμάτο σάλτσα στο χέρι της. Έμεινε ακίνητη. «Θεέ μου, χιονίζει εδώ μέσα! Υπάρχει τρύπα στην οροφή;» Κοίταξε το ταβάνι με τα ανοιχτά μπλε μάτια της. Η Λίντι πήρε μια ανάσα από τη μύτη της και την άφησε να βγει αργά από το στόμα, όπως εκείνη η κυρία στο βίντεο της γιόγκα. «Αυτό δεν είναι χιόνι – είναι ο καναπές.» Η ηλικιωμένη γυναίκα πήγε πιο κοντά και έσκυψε εξετάζοντας την ακαταστασία, ενώ χοντρές σταγόνες σάλτσας έσταζαν πάνω στο κρεμ χαλί. «Χμμ. Λοιπόν, για φαντάσου. Μοιάζει με χιόνι.» Ίσιωσε το σώμα της και ανασήκωσε τους ώμους. «Νόμιζα πως είχαμε τρύπα στην οροφή. Τουλάχιστον αυτό είναι καλό.» Αυτό ήταν καλό, αφού ένας καινούργιος καναπές κόστιζε λιγότερο από μια νέα οροφή. Αλλά, από τη στιγμή που οι οικονομίες ενός ατόμου ανέρχονταν –έριξε μια ματιά στον αναλυτικό λογαριασμό που διάβαζε όταν μπήκε στο σπίτι– σε διακόσια εξήντα τρία δολάρια και έντεκα σεντς, κανένα από τα σενάρια δεν ήταν ιδανικό. «Πού είναι τα κουταβάκια;» «Στην κουζίνα, μαζί μου. Φτιάχνουμε νιόκι.» Ένα μειδίαμα ικανοποίησης απλώθηκε στο ρυτιδωμένο πρόσωπο της Μέλμπα, και η Λίντι δεν μπόρεσε να μην ανταποδώσει το χαμόγελο. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως είχε καλή πρόθεση και ήθελε να κερδίσει το μισθό της. Δεν ήταν δικό της λάθος το γεγονός ότι οι προσπάθειές της αποτύγχαναν μόνιμα. «Πρέπει να είμαστε σίγουρες ότι η πόρτα θα είναι κλειστή, εντάξει, Μελπς; Όχι κουταβάκια στο σαλόνι, εκτός αν είμαι στο σπίτι» είπε απαλά η Λίντι. «Θα κοιτάξω την αλληλογραφία και θα καθαρίσω αυτό το χάλι. Θα έρθω να βοηθήσω με το δείπνο αμέσως μόλις τελειώσω.» «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Πάντως, τελειώσαμε. Ετοιμάζομαι να πάω στην εκκλησία – και μην ανησυχείς, θα οδηγήσει η Φάνι. Θα σου κρατήσω ζεστή τη σάλτσα. Τα λέμε αργότερα» τιτίβισε η Μέλμπα, πηγαίνοντας αργά προς την κουζίνα. Από την τελευταία φορά που είχε πάρει φωτιά το σπίτι, δεν έπρεπε να μαγειρεύει όταν δεν ήταν κανείς εκεί, αλλά η Λίντι όφειλε να διαλέγει τις μάχες της. Τουλάχιστον η γειτόνισσά τους είχε προσφερθεί να πηγαίνει τη Μέλμπα στην εκκλησία για το μπίνγκο της Παρασκευής. Δεν είχε τη δύναμη να διαφωνήσει με τη γεροντική της επιμονή να οδηγεί. Ήταν μια περίεργη εβδομάδα, και ήθελε να τελειώσει. Ίσως μετά το δείπνο να χουζούρευε με ένα καλό βιβλίο και να μην έκανε τίποτε άλλο. Κοίταζε την αλληλογραφία, κυρίως λογαριασμούς, όταν από το κινητό της ήχησε ο τόνος από ένα γνωστό ποπ τραγούδι. Συνήθως το τραγούδι την έκανε να ευθυμήσει. Με θλίψη σκέφτηκε ότι πάντα την έκανε να χορεύει χαρούμενα, αλλά σήμερα ήθελε να πετάξει το τηλέφωνο στα σκουπίδια. Έψαξε μέσα στην τσάντα της, και το έβγαλε την ώρα που η κλήση προωθούνταν στον τηλεφωνητή. Μία αναπάντητη κλήση. Υπέροχα. Πιθανότατα ήταν ο Μαλ, με μία ακόμα από τις γελοίες ιδέες του. Έριξε το κινητό της
πάλι μέσα στην τσάντα της, χωρίς δεύτερη σκέψη, και αντιμετώπισε το απεχθές καθήκον να καθαρίσει ό,τι είχε απομείνει από τον καναπέ της. Χρειάστηκε περίπου μία ώρα, τρεις σακούλες και τέσσερις διαδρομές στα σκουπίδια έξω από το σπίτι, αλλά, μέχρι να τελειώσει, το δωμάτιο φαινόταν υποφερτά καθαρό. Και πολύ άδειο, παρατήρησε με μια δόση απελπισίας. Εγκατέλειψε αυτή τη σκέψη της προτού γίνει χείμαρρος και την πνίξει, και προσπάθησε να δει τη θετική πλευρά. Τώρα είχε μια δικαιολογία για ανακαίνιση, και λάτρευε το ινδικό στυλ. Ήταν η κατάλληλη περίοδος για να βρει μερικά ζωντανά χρωματιστά υφάσματα στο μαγαζί με τα μεταχειρισμένα και να ράψει τέσσερις υπέροχες μαξιλάρες, ώστε να τις βάλει γύρω από το τραπεζάκι. Θα έπαιρνε ιδέες και θα έβλεπε σχέδια στο Διαδίκτυο, πριν κοιμηθεί. Ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Κοίταξε από το ματάκι, και η ανάσα της κόπηκε. Ο άντρας που στεκόταν στη βεράντα της ήταν ο ωραιότερος που είχε δει ποτέ. Ακόμα κι αν φαινόταν παραμορφωμένος από το κυρτό γυαλί, το πρόσωπό του ήταν ένα έργο τέχνης: γεμάτα, σαρκώδη χείλη δέσποζαν πάνω από ένα τετράγωνο σαγόνι, κυκλωμένα από σμιλεμένα ζυγωματικά, με μια κοφτή μύτη που τον εμπόδιζε να δείχνει υπερβολικά θηλυπρεπής. Είχε κοντοκομμένα κατάμαυρα μαλλιά, και τα σκούρα γκρι μάτια του, που τώρα ήταν καρφωμένα στο ματάκι της πόρτας, ήταν γεμάτα αγανάκτηση. «Παρακαλώ;» φώναξε εκείνος. «Παρακαλώ;» παπαγάλισε χαζά η Λίντι. «Μπορώ… να περάσω μέσα ή όχι;» Ο τόνος της φωνής του έμοιαζε λες και μιλούσε σε παιδί ή σε ηλίθιο, και ερχόταν σε αντίθεση με τη ρυθμική, σχεδόν τραγουδιστή ιρλανδική προφορά του. Η Λίντι ανατρίχιασε παρά την υπέροχη προφορά του, σπρώχνοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της την εντυπωσιακή ομορφιά του. «Δεν είμαι σίγουρη. Ποιος είστε;» είπε, διπλώνοντας τα χέρια στο στήθος της. Τα ξεδίπλωσε, όταν συνειδητοποίησε πως εκείνος δεν μπορούσε να δει την επιθετική στάση της. Αντίθετα, έκλεισε καχύποπτα το ματάκι της πόρτας, σε περίπτωση που ο άντρας προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από αυτό. Ο ψηλός, μελαψός και όμορφος άντρας αναστέναξε βαριά. «Ο Όουεν Φίλιπς. Είχαμε ραντεβού.» Το μυαλό της έτρεξε στο πρόγραμμά της και μόρφασε. Όντως είχαν ραντεβού, και μάλιστα για δουλειά – και αυτός σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσουν. Αν δεν ήταν αυτό το καταραμένο… εντάξει, τα πάντα σήμερα... θα το είχε σίγουρα θυμηθεί. Σε σύγκριση με όλες τις άλλες αγγελίες όπου είχε απαντήσει, εκείνη ήταν σίγουρα εκκεντρική και ξεχώριζε σαν πρησμένο δάκτυλο. Την είχε βρει σε μια ιστοσελίδα με αγγελίες, όταν άνοιξε κατά λάθος την ενότητα με τις παραστάσεις. Εκεί, στην αρχή της σελίδας, βρισκόταν η μικρή, παράξενη αγγελία του κυρίου Φίλιπς. Ζητείται: Ελκυστική γυναίκα, ετών 25-35, με εμπειρία ως ηθοποιός, για τρεις εβδομάδες, από τις 25 Ιανουαρίου. Αναγνωρίσιμες προσωπικότητες τηλεόρασης και/ή κινηματογράφου δεν γίνονται δεκτές. Μισθός 20.000 δολάρια για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες εικοσιτετραώρου διαθεσιμότητας. Πρέπει να είναι πρόθυμη να ταξιδέψει. Επικοινωνία:
[email protected], για συνεντεύξεις. Στην πραγματικότητα, είχε ρουθουνίσει και γελάσει όταν την πρωτοείδε, αλλά για κάποιο λόγο την ξανακοίταζε, την ξαναδιάβαζε και, το πιο σημαντικό, ζύγιζε εκ νέου το ζήτημα: θα της έπαιρνε – μέτρησε γρήγορα με τα δάκτυλά της– ένα εκατομμύριο βάρδιες στο εστιατόριο για να βγάλει είκοσι χιλιάρικα. Αυτό το ποσό θα μπορούσε να τη βγάλει από την τρύπα και να πληρώσει την υποθήκη της για ένα χρόνο. Με μια ηλικιωμένη κυρία και επτά κουτάβια να στηρίζονται πάνω της, με τις
πιστωτικές κάρτες της παραφουσκωμένες και με οποιοδήποτε αντικείμενο αξίας ενέχυρο, είχε στερέψει από λαμπρές ιδέες. Απέμεναν οκτώ εβδομάδες, προτού τους χτυπήσει την πόρτα η τράπεζα. Κόντευε να βυθιστεί στην απόγνωση. Οπότε, του είχε στείλει μήνυμα. Προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος δεν της είχε ζητήσει να στείλει τον ΑΦΜ της ή μια επιταγή για να εξασφαλίσει τη θέση της· ούτε να στείλει φωτογραφίες του στήθους της. Όχι. Αντίθετα, της είχε ζητήσει μια λίστα με τα προσόντα της και συστάσεις, τις οποίες εκείνη του έδωσε πρόθυμα. Κι όμως, όταν είχε επικοινωνήσει μαζί της, ζητώντας της να συναντηθούν στο σπίτι του για μια συνέντευξη, εκείνη δίστασε. Αν και δεν υπήρχαν προφανείς ενδείξεις ψυχωσικής διαταραχής στην αλληλογραφία του, οι πιθανότητες να ήταν είτε κανένας σαλεμένος είτε απατεώνας μάλλον ήταν πολύ μεγάλες. Την ώρα που ήταν έτοιμη να σβήσει αναπάντητο το αίτημά του, ο αδελφός της, ο Μαλ, τής είχε τηλεφωνήσει από τον κτηνίατρο όπου είχε πάει για να πάρει τη Μέλμπα. Η Μέλμπα είχε προσπαθήσει να καλέσει τη Λίντι στο κινητό νωρίτερα, επειδή ο Συναχωμένος είχε καταπιεί μισό πλαστικό πιρούνι, αλλά η Λίντι δούλευε. Όταν δεν απάντησε κανείς, η Μέλμπα πήρε ταξί και πήγε στην εφημερεύουσα κτηνιατρική κλινική στο Όρος Βέρνον, αφού το ιατρείο του κτηνιάτρου ήταν κλειστό. Μέχρι ο Μαλ να τη φέρει σπίτι, η Μέλμπα ήταν οπλισμένη με το ίδιο ανήσυχο κουτάβι και με ένα σημείωμα συνοδευόμενο από λογαριασμό τετρακοσίων δολαρίων, το οποίο τους συμβούλευε να προσέξουν για κομματάκια πλαστικού που θα προέρχονταν από την πίσω πλευρά του Συναχωμένου. Αργότερα, η Λίντι βρήκε το κομμάτι πλαστικού στο πάτωμα, που πιθανότατα ήταν εκεί όλη την ώρα. Όμως, ήταν περήφανη για τον εαυτό της – δεν κατέρρευσε ψυχολογικά. Αντίθετα, απάντησε στον κύριο Φίλιπς και του εξήγησε πως καταλάβαινε την ανάγκη του για μυστικότητα, αλλά, ως νέα γυναίκα μόνη, θα ένιωθε πιο άνετα στο δικό της σπίτι, ίσως με τον αδελφό της στο διπλανό δωμάτιο. Η απάντησή του ήταν σχεδόν στιγμιαία: συμφώνησε, και επαίνεσε το πόσο προσεκτική ήταν. Κανόνισαν ένα ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα, αφού εκείνος θα ήταν εκτός πόλης για δουλειές, και η Λίντι είχε συνεχίσει τη ζωή της. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως, οποιοδήποτε κόλπο κι αν είχε επιστρατεύσει, είχε εκτροχιαστεί, από τη στιγμή που εκείνη είχε αρνηθεί να πάει στο σπίτι του, οπότε δεν το είχε ξανασκεφτεί. Το μικρό παιχνίδι του είχε φτάσει στο τέλος του, και θα προσπαθούσε να βρει έναν πιο εύκολο στόχο. Αλλά τώρα ήταν εδώ. Και εκείνη επίσης. Μόνη. Ατσάλωσε τον εαυτό της και έβαλε το χέρι της στο πόμολο. Δεν ωφελούσε να το αναβάλλει. Αν την απήγε, τουλάχιστον δεν θα ανησυχούσε πια για την υποθήκη. Πέρασε το ένα χέρι της μέσα από τα ατημέλητα μαλλιά της και φόρεσε ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης, ή τουλάχιστον ήλπιζε πως ήταν τέτοιο. Αφού πρώτα ήλεγξε την ανάσα της, άνοιξε την πόρτα, αφήνοντας να μπει ένα ψυχρό κύμα αέρα. «Γεια σας, κύριε Φίλιπς. Παρακαλώ, περάστε.» «Παρακαλώ, ο πατέρας μου ήταν ο κύριος Φίλιπς. Λέγε με Όουεν.» Εκείνος πρόφερε αργόσυρτα το όνομά του, και η Λίντι κατέπνιξε μια προδιάθεση λιποθυμίας που την κατέβαλε. «Όουεν, λοιπόν. Με συγχωρείς που σε έκανα να περιμένεις στο κρύο. Ήταν μια χαοτική μέρα,
και φοβάμαι πως έχασα την αίσθηση της ώρας.» Μέσα στη νευρικότητά της, είχε υιοθετήσει μια περίεργη προφορά, όπως μια ηθοποιός σε αυτές τις ταινίες του 1950 που παρακολουθούσε τα κυριακάτικα απογεύματα. Τα μάγουλά της έκαιγαν κάτω από το μπερδεμένο βλέμμα του, και του άνοιξε την πόρτα για να περάσει. «Από πού κατάγεσαι;» τη ρώτησε, με ανασηκωμένα φρύδια. Ήταν ψηλότερος απ’ ό,τι φαινόταν μέσα από το ματάκι της πόρτας και γέμιζε ακόμα περισσότερο το χώρο όταν μπήκε στο χολ. «Από εδώ. Εννοώ, από το Γουέστσεστερ.» Έγνεψε καταφατικά, αλλά μισόκλεισε τα μάτια του. «Η προφορά σου ακούγεται σαν… από κάπου αλλού.» Εκείνη γέλασε βεβιασμένα. «Συγγνώμη. Έχω μια ακρόαση για μια θεατρική παράσταση και προσπαθώ να μπω στο ρόλο του χαρακτήρα.» Το ψέμα βγήκε από το στόμα της προτού προλάβει να το σταματήσει, και καμπούριασε τους ώμους της. Απεχθανόταν να λέει ψέματα, αλλά αυτός ο τύπος την είχε βγάλει τελείως έξω από τα νερά της. Επίσης, στη μικροσκοπική πιθανότητα στην οποία αυτό θα ήταν μια ευκαιρία για δουλειά, το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μιλάει σαν τη Μίρνα Λόι για όλο τον υπόλοιπο μήνα. «Ώστε έτσι, ε; Ποια θεατρική παράσταση;» Η Λίντι πιάστηκε απροετοίμαστη από την ερώτηση και έστυψε το μυαλό της για να απαντήσει. «Αιδοίου Μονόλογοι.» Εκείνος την κοίταξε με βλέμμα κενό. Δεν τον παρεξηγούσε. Τι να έλεγε; Προφανώς ήταν μια φλύαρη ηλίθια. Πάλεψε με τη βλακώδη ανάγκη να βρει έναν καθρέφτη και να δει αν το πρόσωπό της είχε πάρει κυριολεκτικά φωτιά. Εκείνος καθάρισε το λαιμό του προτού ξαναμιλήσει. «Τότε, να καθίσουμε και να συζητήσουμε για τη θέση και τα προσόντα σου;» Τώρα ήταν η σειρά της να τον κοιτάξει. Τι είδους άντρας θα σκεφτόταν ακόμα να προσλάβει ένα άτομο σαν κι εκείνη, τη στιγμή που η μικρή χρονικά συναναστροφή τους εξελισσόταν αλλόκοτα; Η σκέψη έκανε το στομάχι της να αναπηδήσει, και έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς το σαλόνι. Αυτό ήταν το κεντρικό σημείο σε κάθε ταινία τρόμου, αυτό που πάντα την έκανε να ουρλιάζει «Μην τον αφήσεις να μπει, ηλίθια!» στην οθόνη. Κι όμως, συνέχισε να περπατάει. Σίγουρα, ένας άντρας τόσο όμορφος θα μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε κοπέλα να ζήσει στο υπόγειο του σπιτιού του σε ένα κλουβί, απλά και μόνον αν της το ζητούσε, σωστά; Δεν χρειαζόταν να κυνηγήσει καμία. Επίσης, είκοσι χιλιάδες δολάρια ήταν πολλά χρήματα. Δεν θα υποχωρούσε, μέχρι να βεβαιωθεί ότι τελικά δεν επρόκειτο για πραγματική δουλειά. Ίσως να το έγραφαν αυτό στην ταφόπλακά της: Δεν υποχωρούσε… και πλήρωσε το υπέρτατο τίμημα. Αντιστάθηκε στην ανάγκη να γονατίσει, και αναστέναξε μαρτυρικά. «Παρακαλώ, κάθισε» είπε, δείχνοντας προς τον καναπέ, που δεν ήταν πια εκεί. Πιέζοντας τα μάτια της, κατάπιε έναν αναστεναγμό. Όντως πίστευε πως η μέρα δεν μπορούσε να γίνει ακόμα χειρότερη; Τι αστείο. «Ξέχασα. Ο καναπές μου φαγώθηκε. Ίσως να πηγαίναμε στην κουζίνα.» Πέρασε γρήγορα από δίπλα του, παίρνοντας κρυφά την τσάντα της καθώς το έκανε. Αν τελικά τα πράγματα πήγαιναν από το ήδη κακό στο χειρότερο, ίσως να είχε μια πιθανότητα να πιάσει το κινητό της ή τουλάχιστον να τον χτυπήσει με την τσάντα της. Αν τον χτυπούσε όμως, θα στόχευε στο στομάχι του. Το πρόσωπό του ήταν πολύ όμορφο για να το καταστρέψει. Πώς της ήρθε αυτό; Ακόμα δεν την είχε απαγάγει και αυτή είχε ήδη υποκύψει στο Σύνδρομο της
Στοκχόλμης. Αυτό δεν προμήνυε καλά μαντάτα. Αν ο κύριος Όουεν Φίλιπς έλεγε την αλήθεια, και αν με κάποιο θαύμα έπαιρνε αυτή τη μυστηριώδη δουλειά, πώς θα εμπόδιζε τον εαυτό της να τον ποθεί τρελά; Δεν θα το έκανε – να πώς. *** Ο Όουεν παρακολούθησε τη μικροκαμωμένη, περίεργη οικοδέσποινα, σχεδόν σαστισμένος. Η αγγελία που είχε βάλει ήταν ομολογουμένως λίγο αινιγματική, οπότε είχε προετοιμαστεί για καθετί περίεργο. Κι όμως, τα άτομα που είχαν απαντήσει ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια του παραλόγου, τόσο που αναρωτιόταν μήπως είχε βρεθεί σε ένα άλλο σύμπαν. Η Λίντι Νάιτ ήταν η τελευταία του ελπίδα. Έπειτα από μερικά λογικά, ευκρινή μηνύματα που είχαν ανταλλάξει, ήταν συγκρατημένα αισιόδοξος, αλλά αυτή η αισιοδοξία χανόταν με γοργό ρυθμό. Αιδοίου Μονόλογοι, πραγματικά. Ήταν ώρα, λοιπόν, να προσδιορίσει αν επρόκειτο για παθολογική ψεύτρα ή αν όλη αυτή η τρέλα ήταν αποτέλεσμα των νεύρων της. Το δεύτερο μπορούσε να το χειριστεί – το πρώτο ήταν απαράδεκτο. Δεν μπορούσε να ανεχτεί τους ψεύτες. Η Λίντι άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και αμέσως περικυκλώθηκε από μια αγέλη καφεκόκκινων κουταβιών. Παραλίγο να τη ρίξουν κάτω, αλλά κατάφερε να πιαστεί από τον πάγκο και να κρατήσει την ισορροπία της. «Χριστέ μου, πόσα σκυλιά έχεις;» Ο Όουεν ήξερε πως ο τόνος της φωνής του έφτανε στα όρια της δυσπιστίας, αλλά η περίφημη ψυχραιμία του φαινόταν να τον εγκαταλείπει. «Επτά. Δεν τα κρατάω» είπε εκείνη, σκύβοντας για να χαϊδέψει τα κουταβάκια. «Απλώς τα… κρατάω.» «Τα κρατάς για ποιο λόγο;» «Ξέρεις, μέχρι να τους βρω σπίτι.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Πού είναι οι γονείς τους;» ρώτησε εκείνος, κοιτάζοντας γύρω στο δωμάτιο για ίχνη μεγαλύτερων σκύλων. Εκείνη δίστασε, σφίγγοντας τα γεμάτα χείλη της. «Είναι περίπλοκο.» «Μήπως διατηρείς κάποια φάρμα αναπαραγωγής ή κάτι τέτοιο;» ρώτησε εκείνος, δείχνοντας μια παράξενη απογοήτευση. Η γυναίκα αυτή πιθανότατα ήταν παλαβή ούτως ή άλλως, με την ψεύτικη προφορά της όταν είχε έρθει και με την παράξενη συμπεριφορά της αργότερα. Οπότε, γιατί τον ενοχλούσε το γεγονός ότι ήταν ικανή για κάτι τόσο ανήθικο; Ίσως ήταν το αγγελικό της πρόσωπο ή τα μεγάλα μπλε μάτια της και τα κοντοκουρεμένα –σαν ξωτικό– μαλλιά της που την έκαναν να δείχνει σχεδόν παλαβή. Αυτά τα μάτια τον κοίταζαν τώρα γεμάτα αγανάκτηση. «Όχι! Φυσικά όχι! Τα έσωσα από μια τέτοια φάρμα. Απάντησα σε μια αγγελία στην εφημερίδα, γιατί πάντα ήθελα ένα γκόλντεν ριτρίβερ. Όταν πήγα εκεί, δεν μπορούσα να αφήσω τα υπόλοιπα. Οπότε, τα πήρα όλα. Για να τα κρατήσω. Απλώς, ακόμα δεν είχα την ευκαιρία να τους βρω καλά σπίτια. Το έχω πει σε φίλους όμως, οπότε σύντομα θα φύγουν.» Ένα από τα κουτάβια, το πιο παχουλό, ξάπλωσε στο πόδι της. Η ενόχληση έφυγε από το πρόσωπό της, και χαμογέλασε απαλά. Το χαμόγελο φώτισε τα χαρακτηριστικά της, και εκείνος
ένιωσε την ανάγκη να πάει πιο κοντά της και να απορροφήσει τη θέρμη της. «Έλα τώρα, Υπναρά. Πήγαινε πιο πέρα.» Τίναξε λίγο το πόδι της, και το κουτάβι κινήθηκε αργά με ένα χασμουρητό. «Αυτό θα το κρατήσω εγώ» ψιθύρισε, και πίεσε το δάκτυλό της στα χείλη της. «Τους έχεις δώσει τα ονόματα των Επτά Νάνων;» «Κυρίως. Έχουμε τον Υπναρά, τον Συναχωμένο, τον Σοφό, τον Ντροπαλό, τον Γκρινιάρη, τον Καλόκαρδο και τον Στιβ.» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της μπροστά στο μπερδεμένο βλέμμα του, και συνέχισε χαμηλώνοντας τη φωνή της: «Δεν θέλαμε να τον ονομάσουμε Χαζούλη. Μπορεί να πληγωνόταν η αυτοπεποίθησή του.» Εκείνος ένευσε, μην μπορώντας να βρει την κατάλληλη απάντηση. Έβαλε τα κουτάβια σε ένα μεγάλο πάρκο με κάγκελα, που κατελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της κουζίνας. Όταν βεβαιώθηκε πως ήταν ασφαλή, του ένευσε να κινηθεί προς το τραπέζι. «Να σου πάρω το παλτό; Κάθισε. Θα ήθελες κάτι να πιεις; Έχω εμφιαλωμένο νερό, καφέ και τσάι. Επίσης, έχουμε νιόκι, αν πεινάς.» Αν και ο τόνος της φωνής της ήταν άνετος, κρατούσε σφικτά κοντά της την τσάντα της. Τι είχε εκεί μέσα που το προστάτευε τόσο πολύ; Κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στην τσάντα και απάντησε: «Θα αφήσω εδώ το παλτό μου. Και, όχι, ευχαριστώ, δεν πεινάω. Είμαι εντάξει.» Μόλις έβγαλε το παλτό του, μύρισε την πικάντικη μυρωδιά του σκόρδου και της ντομάτας, και το στομάχι του γουργούρισε. Εκείνη χαμογέλασε ξανά. «Είσαι σίγουρος; Φαίνεται πως το στομάχι σου διαφωνεί.» Ενοχλημένος με τον εαυτό του, που άφηνε να τον εξαπατήσει ένα όμορφο πρόσωπο, καθώς και με το προδοτικό στομάχι του, που διάλεξε την πιο ακατάλληλη ώρα για να εκφραστεί, κούνησε σταθερά το κεφάλι του. «Δεν έχω πολύ χρόνο, οπότε μπορούμε…;» Άφησε το παλτό του στην πλάτη της καρέκλας του κι έπειτα έβαλε το χαρτοφύλακά του πάνω στο τραπέζι, κοιτάζοντάς τον δηκτικά. «Βέβαια.» Η επιφυλακτικότητά της επέστρεψε, και άφησε το ένα χέρι της πάνω στην τσάντα της καθώς κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον. Όταν τα δάκτυλά του έπιασαν το χαρτοφύλακα, ο Όουεν παρατήρησε πως τα δικά της έπιασαν σφικτά την τσάντα της. Άνοιξε το χαρτοφύλακα και, με το βλέμμα της καρφωμένο πάνω στο χέρι του, εκείνη άνοιξε την τσάντα της. Η Λίντι μιμούνταν τις κινήσεις του. Τι περίεργο. Σταμάτησε για μια στιγμή, και έπειτα άνοιξε το χαρτοφύλακά του και έβαλε το χέρι του μέσα. Αρκετά σίγουρη, η Λίντι ακολούθησε την κίνησή του, βάζοντας το χέρι της μέσα στην τσάντα της. Συνεπαρμένος, έκανε να βγάλει μια στοίβα χαρτιά, αλλά, πριν προλάβει, η Λίντι ούρλιαξε σιγανά και έβγαλε ένα πακέτο τσίχλες. Κοίταξαν αμφότεροι τις τσίχλες. «Κυρία Νάιτ;» «Λέγε με Λίντι, σε παρακαλώ.» Κούνησε το πακέτο προς το μέρος του και παραλίγο να του χτυπήσει τη μύτη. «Τσίχλα;» είπε τσιριχτά. Εκείνος, σαστισμένος, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, ευχαριστώ.» Η κοινή λογική τού έλεγε να φύγει και να θεωρήσει τα τελευταία λεπτά χάσιμο χρόνου, αλλά, αναλογιζόμενος τον αριθμό των υποψηφίων που είχε συναντήσει έως τώρα, η Λίντι δεν ήταν καν κοντά στον χειρότερο. Ήταν η πιο περίεργη; Ίσως. Αλλά ήταν ελκυστική, και όντως έκανε για τη δουλειά. Ισχυριζόταν πως είχε κάποια θεατρική εμπειρία. Ίσως να μπορούσε να φέρεται λιγότερο περίεργα, και τότε θα τα πήγαιναν μια χαρά.
Εντάξει, λοιπόν. Μισή ώρα ακόμα δεν θα τον ζημίωνε. Έβγαλε τα χαρτιά από το χαρτοφύλακά του και τα έβαλε στο τραπέζι ανάμεσά τους. Τα μεγάλα μάτια της Λίντι γέμισαν ανακούφιση και μετακινήθηκε πιο μπροστά. Αφήνοντας μια βαθιά ανάσα, χαλάρωσε τη λαβή στην τσάντα της. Τι περίμενε να βγάλει, πριόνι; «Γιατί δεν μου λες μερικά πράγματα για σένα; Στο βιογραφικό σου λες πως έχεις κάποια θεατρική εμπειρία, από την τελευταία σου εργασία. Τους…» Κοίταξε τα χαρτί μπροστά του. «… Αδελφούς Γκριμ;» Τα μάγουλά της βάφτηκαν ροζ, και στριφογύρισε στην καρέκλα της. «Λοιπόν, ε… δεν ήταν ακριβώς ηθοποιία καθεαυτού. Όταν κατέρρευσε η κτηματομεσιτική αγορά και δεν μπορούσα να πουλήσω κανένα σπίτι, έπρεπε να ψάξω για νέους τρόπους ώστε να βγω από την κρίση. Μου αρέσει να δουλεύω για τον εαυτό μου, οπότε ήθελα να φτιάξω μια εξειδικευμένη επιχείρηση, κάτι μικρό και διαφορετικό που θα μπορούσα να διευθύνω μόνη μου, ίσως με υπαλλήλους μερικής απασχόλησης.» Εκείνος ένευσε, ενθαρρύνοντάς την να συνεχίσει. Σκέφτηκε πως η μέθοδός της είχε λογική. Καλό σημάδι. «Σημείωνα οτιδήποτε θα έκανε τη δική μου ζωή ευκολότερη, ελπίζοντας να κάνω την επόμενη μεγάλη ανακάλυψη ή κάτι τέτοιο. Τότε σκέφτηκα τους Αδελφούς Γκριμ. Σε όλη μου τη ζωή, δυσκολευόμουν πάντα να πληγώσω τα αισθήματα των άλλων. Κάποτε έβγαινα με έναν τύπο για τρεις μήνες, επειδή δεν μπορούσα να του ζητήσω να χωρίσουμε. Ήταν πολύ καλός και τα λοιπά, αλλά… ιδρωμένος – καταλαβαίνεις; Οι παλάμες του ήταν πάντα κρύες και υγρές. Κάθε φορά που με ακουμπούσε, μου θύμιζε τον ανατριχιαστικό θείο μου τον Ντόνι, και αηδίαζα. Αλλά πώς το λες αυτό σε κάποιον; Οπότε, σκέφτηκα τι θα γινόταν αν μπορούσα να προσλάβω μια εταιρεία για να του μεταφέρει τα κακά νέα. Αν χρειαζόταν να απολύσεις έναν υπάλληλο; Να χωρίσεις τον εραστή σου; Να πεις στον σύζυγό σου πως θα πήγαινες φυλακή για απάτη; Οι Αδελφοί Γκριμ θα το έκαναν για σένα.» Την κοίταξε έντονα, προσπαθώντας να καταλάβει αν μιλούσε σοβαρά ή όχι, αλλά εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα με σοβαρό ύφος. «Αν δεν σου αρέσει να λες στους άλλους άσχημα νέα, τότε γιατί…» «Ω, Θεέ μου, όχι! Δεν είχα αναλάβει εγώ αυτό το κομμάτι. Εγώ έκανα την προώθηση, τη διευθέτηση και τα λοιπά. Οι αδελφοί μου, ο Μάλκολμ και ο Νέιθαν, ήταν οι μαντατοφόροι. Και από εκεί βγήκε το όνομα της εταιρείας.» «Οπότε, γιατί σταματήσατε;» Εκείνη κοίταξε αλλού και αναστέναξε απαλά. «Λοιπόν, είναι μεγάλη ιστορία. Βλέπεις, στην τελευταία μας δουλειά, ο Μαλ και ο Νέιτ είχαν αμφότεροι γρίπη. Είχαμε ένα συμβόλαιο με έναν τύπο, και είπε πως ήταν επείγον και δεν μπορούσε να αναβληθεί. Οπότε, έσφιξα τα χείλη μου και συμφώνησα να το κάνω εγώ, για μία και μοναδική φορά. Υποτίθεται ότι θα έλεγα στη γυναίκα του κυρίου Νίκολας ΜακΕλρόι ότι την εγκατέλειπε.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, και ο Όουεν έπιασε τον εαυτό του να μην μπορεί να κοιτάξει αλλού. «Ντύθηκα, κουστουμαρίστηκα, πήγα στο σπίτι των ΜακΕλρόι και χτύπησα την πόρτα. Άνοιξε η Μέλμπα ΜακΕλρόι. Ήταν…» Η Λίντι έκανε μια παύση, έψαξε στην τσάντα της και έβγαλε ένα χαρτομάντιλο. Φύσηξε δυνατά τη μύτη της προτού συνεχίσει. «Ήταν τό-τόσο χ-χαριτωμένη. Αυτή η μικροκαμωμένη ηλικιωμένη κυρία με τη μοβ ρόμπα της. Ήθελα να το βάλω στα πόδια, αλλά είχα
δεσμευτεί και είχα υπογράψει συμβόλαιο, οπότε, όταν μου είπε να περάσω, μπήκα. Εξήγησα ότι είχα έρθει εκ μέρους του Νίκολας και ότι ήθελε διαζύγιο.» Τα χείλη της σχημάτισαν ένα μισό χαμόγελο. «Νόμιζα πως θα έκλαιγε, αλλά, αντίθετα, θύμωσε πάρα πολύ. “Ο μπάσταρδος!” είπε. “Πιθανότατα θέλει να χωθεί στο κρεβάτι της Ρομπέρτα Φινκελστάιν. Την κοκότα! Το κατάλαβα πως θα κυνηγούσε μια νεαρή πόρνη σαν κι αυτήν. Κοίτα με: παντρεμένη εξήντα δύο χρόνια, και πλέον είμαι στατιστικό νούμερο.”» Ο Όουεν συνειδητοποίησε πως έγερνε μπροστά στην καρέκλα του, απορροφημένος από αυτή την αστεία ιστορία, και κάθισε πίσω. «Τι έγινε μετά;» «Όπως αποδείχτηκε, η Ρομπέρτα ήταν η εβδομηντάρα γειτόνισσα των ΜακΕλρόι, και ο Νίκολας όντως σχεδίαζε να συνάψει σχέση μαζί της μόλις ξεφορτωνόταν τη φουκαριάρα τη Μέλμπα. Για μη σ’ τα πολυλογώ, η Μέλμπα αποφάσισε πως δεν θα έμενε ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω σε αυτό το σπίτι, οπότε μάζεψε τα πράγματά της. Δεν είχε πουθενά να πάει, συνεπώς ήρθε στο σπίτι μαζί μου. Έκλεισα την εταιρεία την επόμενη μέρα. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να το κάνω. Ήταν εξαρχής μια απαίσια ιδέα. Οι άνθρωποι θα πρέπει να αντιμετωπίζουν οι ίδιοι το άτομο που πληγώνουν.» Το τελευταίο μέρος της πρότασης τον έκανε να σταματήσει και να νιώσει λίγο άβολα. Η κυρία Νάιτ ακουγόταν απολύτως λογική. Με το να προχωρήσει στο σχέδιό του, ήλπιζε να κάνει τον απατεώνα πρώην φίλο της αδελφής του, τον Νίκο, να πληρώσει, αλλά έτσι δεν στερούσε από την Κάρα την ευκαιρία να τον αντιμετωπίσει η ίδια, αν και όταν θα ήταν έτοιμη; Η σκέψη έφυγε από το μυαλό του όσο γρήγορα είχε έρθει. Με το ρυθμό που κινούνταν, η αδελφή του ποτέ δεν θα αντιμετώπιζε το κάθαρμα. Ο Όουεν την είχε συμβουλέψει να προσλάβει έναν δικηγόρο και τουλάχιστον να κοινοποιήσει το πρόσωπό του σε όλες τις εφημερίδες, είτε έχανε είτε κέρδιζε την υπόθεση, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να το κάνει. Κάποιος έπρεπε να τον κάνει να πληρώσει. Η Λίντι φαινόταν να έχει τις ίδιες απόψεις με εκείνον. Αν ένα άτομο έκανε ένα λάθος, θα έπρεπε να το παραδεχτεί. Το είχε πει με τέτοια αποφασιστικότητα, που ο Όουεν αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε τελικά να αντεπεξέλθει σε αυτό. «Λοιπόν, τι απέγινε η κακομοίρα η Μέλμπα;» Η Λίντι τον κοίταξε δειλά. «Θα επιστρέψει στο σπίτι σε κάναδυο ώρες.» Εκείνος σταμάτησε, σοβαρεύοντας. «Περίμενε: μένει ακόμα μαζί σου;» «Εμ… ναι. Έχουν περάσει μόνο μερικοί μήνες.» Ξέσφιξε τη λαβή της από την τσάντα της και πέρασε το ένα χέρι μέσα από τα κοντά, σκούρα μαλλιά της. «Δεν έχει πουθενά αλλού να πάει, για την ώρα. Όταν βγει το διαζύγιο και πουληθεί το σπίτι, μπορεί να πάει να μείνει μόνη της.» Ο Όουεν πίεσε με τα δάκτυλά του τη μύτη του για να διώξει τον πονοκέφαλο που είχε όλο το πρωί. Μέχρι τώρα, ήταν αξιέπαινος. Έπειτα από δύο εβδομάδες συνεντεύξεων, είχε συναντήσει μόνο παλαβιάρηδες, άθλιους, και άτομα που βρίσκονταν παράνομα στη χώρα. Ήταν σαν μια διεστραμμένη εκδοχή των Δώδεκα Ημερών των Χριστουγέννων, μόνο που η ερμηνεία του θα ήταν κάτι σαν «Έξι πόρνες εκπορνεύονται, πέεεντεε άστεγοι μέθυσοι! Τέσσερις παράνομοι μετανάστες, τρεις πρώην απατεώνες, δύο εξωτικές χορεύτριες και μία πονόψυχη με επτά κουτάβια.» «Έχω, όμως, κάποια θεατρική εμπειρία. Τώρα, ψάχνω για κάτι καλύτερο, και στο μεταξύ δουλεύω σερβιτόρα στο μαγαζί “Μεσαιωνικές Ημέρες”, και στη βάρδια μου υποκρίνομαι πως το αρνίσιο κρέας είναι υπέροχο.» Πρέπει να είχε αρχίσει να συνηθίζει τις ιδιοτροπίες της, γιατί αυτή τη φορά η αντισυμβατική της απάντηση ούτε καν τον ενόχλησε. Ένιωσε ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του.
Κοιτάζοντας την κομψή, μικροκαμωμένη εικόνα της με το τζιν και τη μάλλινη ζακέτα, προσπάθησε να τη φανταστεί στις «Μεσαιωνικές Ημέρες» να σερβίρει φαγητό σε ξύλινους δίσκους, φορώντας μακριές φούστες με κορσέ. Αυτή η σκέψη έκανε το σφυγμό του πιο γρήγορο και έπνιξε μια βρισιά. Δεν είχε την πολυτέλεια να του αποσπάσει την προσοχή. Διακυβεύονταν πολλά για να αφήσει τη βιολογία να τον αποπροσανατολίζει από το να λάβει τη σωστή απόφαση, αλλά επίσης η Λίντι διέθετε μια αφοπλιστική αθωότητα που μπορεί να αποδεικνυόταν μεγάλο πλεονέκτημα. Ίσως, λοιπόν, η Λίντι Νάιτ όντως να ήταν η σωστή επιλογή για τη δουλειά; Σκέφτηκε όλους τους υπόλοιπους υποψήφιους, και έκανε μια γκριμάτσα. Ποιον κορόιδευε; Είχαν απομείνει δέκα μέρες, και η Λίντι ήταν η μόνη επιλογή του. «Κυρία Νάιτ, χρειάζομαι μια γυναίκα, και θα ήθελα να σας προσλάβω. Πώς θα σας φαινόταν το ενδεχόμενο να γίνετε σύζυγός μου για τρεις εβδομάδες;»
Κεφάλαιο Δύο Η Λίντι ένιωσε να της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, και έμεινε να τον κοιτάζει κατάπληκτη. Τι σκεφτόταν; Ότι μπορούσε να κυκλοφορεί τριγύρω και να αγοράζει φιλενάδες για τριών εβδομάδων σεξ, σαν τον Ρίτσαρντ Γκιρ στο Πρίτι Γούμαν; Τον κοίταξε στα μάτια, και με αργές κινήσεις έβαλε το χέρι της μέσα στην τσάντα της, ευχόμενη αυτή τη φορά να πιάσει κάτι πιο απειλητικό από ένα πακέτο τσίχλες. «Κοιτάξτε, κύριε Φίλιπς. Δεν είμαι ακριβώς σίγουρη για το τι σημαίνει αυτό, αλλά ξέρω ένα πράγμα: σίγουρα δεν είμαι η κοπέλα για αυτού του είδους τη δουλειά. Θα ήθελα να φύγετε αυτή τη στιγμή, σας παρακαλώ.» Εκείνος συνοφρυώθηκε και έβαλε το χέρι του μέσα στο χαρτοφύλακα. «Όχι, όχι. Δεν εννοούσα…» «Μη βγάλεις τίποτα άλλο από το χαρτοφύλακά σου!» φώναξε εκείνη, με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Τώρα που είχε αρνηθεί την αισχρή πρότασή του, εκείνος θα έβγαζε χλωροφόρμιο ή κάτι τέτοιο. Ήταν σίγουρη. Εκείνος την αγνόησε και συνέχισε να αναζητεί κάτι στο χαρτοφύλακά του. Η Λίντι έψαξε στα τυφλά μέσα στην τσάντα της και έβγαλε το πρώτο πράγμα που έπιασε: ένα μπουκάλι αποσμητικό. Δεν ήταν το ιδανικότερο όπλο, αλλά θα έκανε τη δουλειά. «Σε προειδοποιώ. Πάρε τα πράγματά σου και φύγε, αμέσως τώρα!» Τα κουτάβια είχαν σηκωθεί και γάβγιζαν σαν τρελά, συμβάλλοντας στην ατμόσφαιρα χάους. Ο Όουεν την κοίταξε και συνοφρυώθηκε: «Τι στο καλό…» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του, γιατί εκείνη τον ψέκασε κατευθείαν μέσα στο στόμα. Στόχευε τα μάτια του, αλλά κι αυτό τουλάχιστον ήταν κάτι. Φτύνοντας, ο Όουεν έτρεξε στο νιπτήρα. Καθώς άνοιγε τη βρύση, εκείνη πήγε από πίσω του, χτυπώντας την πλάτη του με τις γροθιές της. Δεν μπορούσε να το βάλει στα πόδια και να αφήσει μόνα τους τα κουτάβια να αντιμετωπίσουν την επικείμενη ψυχωσική οργή του, αλλά φαινόταν πως ούτε που ένιωθε τα χτυπήματά της. «Τι στην οργή;» γρύλλισε εκείνος, και γύρισε να πιάσει τα χέρια της, τραβώντας την πάνω στο στήθος του. Την κοίταξε βλοσυρά, με τα σκούρα φρύδια του να σμίγουν σε ένα πιο σκοτεινό συνοφρύωμα, και εκείνη τον αντίκρισε με απόλυτο τρόμο. Νερό έτρεχε από το σαγόνι του, και οι παγωμένες σταγόνες έπεσαν στο μάγουλό της. «Έχεις χάσει τελείως το αναθεματισμένο μυαλό σου;» Η δροσερή ανάσα του χτύπησε το πρόσωπό της, και ο φόβος της εξαφανίστηκε μπροστά στην ένταση του θυμού της. «Ό-όχι. Μήπως το έχεις χάσει εσύ;» είπε, ανασηκώνοντας προκλητικά το πιγούνι της. Καλύτερα θα ήταν να φαινόταν αυθάδης τώρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγει. Το σώμα του ήταν σκληρό σαν γρανίτης, η λαβή του στους καρπούς της σαν χειροπέδες· δεν ήταν πολύ σφιχτή, αλλά τελείως άκαμπτη. «Δεν είμαι εγώ αυτός που ψεκάζει τους άλλους στο πρόσωπο με άρωμα.» «Ναι, λοιπόν δεν είμαι εγώ αυτή που πηγαίνει στο σπίτι μιας γυναίκας, κάνει αισχρές προτάσεις και δεν φεύγει όταν του το ζητάνε.» Εκείνος συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο, κι έπειτα το πρόσωπό του χαλάρωσε. «Αν με
άφηνες να τελειώσω, θα καταλάβαινες πως η πρότασή μου δεν είναι αισχρή. Το συμβόλαιο λέει συγκεκριμένα ότι, αν όντως πάρεις τη δουλειά, σίγουρα δεν θα κάνουμε σεξ. Τώρα, μπορώ να σε αφήσω ή θα συνεχίσεις να προσπαθείς να με χτυπήσεις;» Το βλέμμα του ήταν επιφυλακτικό, αλλά η λαβή του είχε αρχίσει να χαλαρώνει. «Απλώς θέλω να σου μιλήσω.» Εκείνη δίστασε. «Λίντι, αν ήθελα να σου κάνω κακό, θα μπορούσα οποιαδήποτε στιγμή να το κάνω. Ακόμα και τώρα.» «Τώρα αυτό υποτίθεται ότι θα με κάνει να νιώσω καλύτερα;» τον ρώτησε. Αλλά, για κάποιο λόγο, το έκανε. Τράβηξε τα χέρια της από τα δικά του και έκανε ένα βήμα πίσω, ερμηνεύοντας ξαφνικά την εγγύτητά τους με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. «Δεν ξέρω τι θα σε έκανε να νιώσεις καλύτερα, αλλά μπορώ να σου υποσχεθώ ένα πράγμα: δεν θα σου κάνω κακό.» Τα θυελλώδη γκρι μάτια του και η έκφρασή του φαίνονταν ειλικρινή, και εκείνη αναστέναξε. «Εντάξει, εντάξει. Συγγνώμη που σε ψέκασα στο στόμα. Είμαι λίγο ανήσυχη από την ώρα που ήρθες, και νομίζω πως η φαντασία μου οργίασε.» «Δεν πειράζει. Θα έπρεπε να σ’ το είχα εξηγήσει διαφορετικά. Μπορούμε να ξαναρχίσουμε;» «Βέβαια» είπε εκείνη με ένα νεύμα. Εξακολουθούσε να την αναστατώνει, αλλά ήταν διαφορετικό τώρα: δεν ήταν φόβος, αλλά μια επίγνωση σχεδόν τρομακτική. Ο Όουεν ξέπλυνε μερικές φορές ακόμα το στόμα του και ξανακάθισαν στις θέσεις τους. «Εντάξει. Τώρα θα σου δώσω μερικές ακόμα πληροφορίες. Περίπου έξι μήνες πριν, ένας άντρας ονόματι Νίκος Στεφανόπουλος εξαπάτησε την αδελφή μου και της πήρε όλες τις οικονομίες της. Από τη στιγμή που στην ουσία εκείνη του έδωσε τα χρήματα, δεν έγινε κάποια μήνυση.» Έσφιξε το σαγόνι του και συνέχισε: «Αλλά τα χρήματά της δεν του ήταν αρκετά. Τώρα έχει μια επιχείρηση στο Κολοράντο – διευθύνει ένα θέρετρο για παντρεμένα ζευγάρια. Πιστεύω πως πρόκειται για απάτη, αλλά χρειάζομαι αποδείξεις για να πληρώσει για αυτά που έχει κάνει.» Εκείνη ένευσε, και ξαφνικά τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν στη θέση τους. «Οπότε, χρειάζεσαι κάποια για να έρθει μαζί σου και να παραστήσει τη γυναίκα σου.» «Αυτό είναι το σχέδιο. Όπως είπα, δεν περιμένω… κάτι από εσένα όσον αφορά στα συζυγικά καθήκοντα. Όμως, θα πρέπει να τηρήσουμε τα προσχήματα δημόσια και να πάρουμε μέρος σε διάφορες δραστηριότητες στο θέρετρο που απαιτούν ένα βαθμό οικειότητας.» Σήκωσε το ένα του χέρι για να σταματήσει το καχύποπτο βλέμμα της. «Δεν χρειάζεται να κολλάμε ο ένας πάνω στον άλλον, και σου υπόσχομαι να σε σεβαστώ, αλλά σίγουρα θα υπάρξουν μερικές στιγμές αμηχανίας και για τους δυο μας. Θέλω να πιστεύω πως ένα ταξίδι στο Τέλουριντ του Κολοράντο και είκοσι χιλιάρικα θα σε βοηθήσουν να αντεπεξέλθεις. Δεν χρειάζεται να σου πω πως η δικαίωση της αδελφής μου αξίζει την οποιαδήποτε αμηχανία για μένα.» Τα γκρι μάτια του έγιναν ατσάλινα, και η Λίντι συνειδητοποίησε πως, αν και φαινόταν ήρεμος στην πιο περίεργη συνέντευξη του κόσμου, δεν ήταν ο άντρας που θα ήθελες να αντιμετωπίσεις. Παρά την αντιπάθειά της στους αγύρτες, ένιωσε ένα ίχνος οίκτου για τον Νίκο Στεφανόπουλο. Έπειτα, μια άλλη σκέψη πέρασε από το μυαλό της. «Τι γνώμη έχει η αδελφή σου για αυτή την ιδέα;» «Δεν το ξέρει. Κανείς δεν το ξέρει. Γι’ αυτό έπρεπε να καταφύγω σε τέτοιες μεθόδους. Κανονικά, δεν θα έκανα συνεντεύξεις σε υποψηφίους ο ίδιος, ούτε θα έβαζα αγγελία σε αυτή τη σελίδα στο Διαδίκτυο. Αυτό το πράγμα πρέπει να μείνει όσο το δυνατόν πιο μακριά από το
συνηθισμένο κύκλο των ανθρώπων μου.» Η Λίντι σκέφτηκε τα αδέλφια της και το πώς θα αντιδρούσε σε παρόμοια κατάσταση. «Νομίζεις, όμως, πως είναι καλή ιδέα να της το κρύψεις; Ίσως να μην το εκτιμήσει που ανακατεύτηκες. Ίσως χρειάζεται να γιατρέψει τις πληγές της και να το αφήσει πίσω της· να το ξεχάσει τελείως.» «Ειλικρινά, δεν με ενδιαφέρει αν θα το εκτιμήσει ή όχι. Πρόκειται για την οικογένειά μου, και δεν θα επιτρέψω οι πράξεις του να μείνουν ατιμώρητες. Όμως, είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Ξεκίνησε ως μικροκομπιναδόρος, αλλά οι εγκληματικές του δραστηριότητες έχουν αυξηθεί. Αν τα τρία τέταρτα ενός εκατομμυρίου ήταν το τελευταίο του κόλπο, τι θα ακολουθήσει; Τώρα που πήρε μια γεύση από την ωραία ζωή, υποθέτω πως θα κάνει τα πάντα για να τη διατηρήσει. Αν τον αφήσω να φύγει ατιμώρητος, τι μου λέει πως το επόμενο θύμα του δεν θα καταλήξει πολύ χειρότερα από μια πληγωμένη καρδιά και έναν άδειο τραπεζικό λογαριασμό; Πρέπει να τον σταματήσω. Πες μου τουλάχιστον ότι συμφωνείς με όσα είπα.» Ο άντρας ήταν εγκληματίας, και πραγματικά θα ήταν κρίμα να πληγωθούν κι άλλοι εξαιτίας του, ειδικά αν ο Όουεν είχε δίκιο και η συμπεριφορά του κλιμακωνόταν. Κι όμως… «Μπορείς να αγοράσεις έναν πολύ ωραίο καναπέ με είκοσι χιλιάρικα» της είπε. Το κεφάλι της γύριζε. Μετά την έκρηξη αδρεναλίνης και την απέραντη ανακούφιση που δεν είχε δολοφονηθεί από έναν μανιακό φονιά, τώρα ένιωθε να κλονίζεται και βρισκόταν έξω από τα νερά της. Δεν ήταν και η καλύτερη συνταγή για να πάρει σοβαρές αποφάσεις. «Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμά σου;» τον ρώτησε. «Πρέπει να φύγουμε σε δέκα μέρες από σήμερα. Οι συνεδρίες έχουν διάρκεια τριών εβδομάδων, αλλά, αν πάρω αυτό που χρειάζομαι νωρίτερα, θα διακόψουμε το ταξίδι. Αν αυτό συμβεί, και πάλι θα πληρωθείς κανονικά το συμφωνημένο ποσό.» «Ποπό, πολύ σύντομα, ε;» «Άρχισα τις συνεντεύξεις πριν από μερικές εβδομάδες. Αν δεν βρω κάποια αυτή την εβδομάδα, θα πρέπει να το ακυρώσω και να βρω κάποιον άλλον τρόπο. Είσαι η τελευταία μου ευκαιρία.» Δεν μπορούσε να καταλάβει την έκφραση του προσώπου του, αλλά διέκρινε ένα ίχνος απόγνωσης στη φωνή του, που ήταν αντίθετη με το χαρακτήρα ενός άντρα με τόση αυτοπεποίθηση και υπερόπτη σαν εκείνον. Φαινόταν ότι τη χρειαζόταν πραγματικά. Η καρδιά της σφίχτηκε. Διάολε. Πότε είχε αποφύγει κάποιον που είχε ανάγκη; Εδώ βρισκόταν ένας άντρας που ήταν πρόθυμος να βάλει σε αναμονή τη ζωή του για να προσπαθήσει να κάνει το σωστό για την αδελφή του, έτοιμος να ξοδέψει αρκετά χρήματα και να φορτωθεί μια άγνωστη για τρεις εβδομάδες. Ήξερε αυτού του είδους την αγάπη. Ακριβώς έτσι ένιωθε για τον Μαλ και τον Νέιτ. Δεν υπήρχε κάτι που δεν θα έκανε για τα αδέλφια της. «Δεν έχει σχέση με τα χρήματα που πήρε» είπε ο Όουεν. «Είμαι αρκετά τυχερός ώστε να μπορώ να τη βοηθήσω σε αυτό το θέμα. Έκλεψε κάτι πολύ πιο πολύτιμο. Η αδελφή μου ήταν μια γλυκιά και σπάνια ψυχή. Πίστευε στην αληθινή αγάπη, όσο ανόητο κι αν είναι αυτό, και νόμιζε πως την είχε βρει. Πάντοτε έβλεπε καλοπροαίρετα τους ανθρώπους. Αυτό εξαφανίστηκε τώρα, και εκείνος θα πληρώσει επειδή της το στέρησε.» Το τελευταίο το είπε με σκληρή αποφασιστικότητα. Δεν ήταν δήλωση, αλλά όρκος. Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της προτού προλάβει να τις σταματήσει. «Είμαι μέσα.»
Κεφάλαιο Τρία Οι δέκα μέρες πέρασαν γρήγορα και ο Όουεν Φίλιπς κινούσε πλέον τα νήματα. Μόλις υπέγραψαν το συμβόλαιο, πήρε τα ηνία και, προτού η Λίντι προλάβει να μετανιώσει για την απόφασή της, είχε έρθει η μέρα. Είχαν βρεθεί δύο φορές μέσα σε αυτό το διάστημα – την πρώτη για να τακτοποιήσουν το οικονομικό ζήτημα και κάποια επιπλέον έγγραφα, και τη δεύτερη για να την ενημερώσει για το κοινό παρελθόν τους και να τη ρωτήσει για το νούμερό της, για ρούχα και πράγματα που εκείνος πίστευε πως έπρεπε να έχει η γυναίκα ενός εύπορου επιχειρηματία. Πριν και από τις δύο συναντήσεις, η Λίντι είχε ξυπνήσει το βράδυ από τα πιο έντονα ερωτικά όνειρα, από παθιασμένους ψιθύρους με βραχνή ιρλανδική προφορά οι οποίοι ακόμα αντηχούσαν στα αυτιά της. Κούνησε το κεφάλι της και περπάτησε πάνω-κάτω στο διάδρομο περιμένοντας τον Όουεν, αλλά δεν μπορούσε να καθίσει ακίνητη ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Τα έξι από τα κουτάβια αντέγραφαν τις κινήσεις της, ενώ ο Υπναράς δάγκωνε παιχνιδιάρικα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. Και τι παπούτσια! Σταμάτησε και σήκωσε το ένα της πόδι για να τα θαυμάσει ακόμα μια φορά: εκρού γόβες-στιλέτο με λουράκια του Τζίμι Τσου. Τα κοντόχοντρα μικρά πόδια της φαίνονταν από χιλιόμετρα μακριά με αυτά τα παπούτσια, και τα είχε ερωτευτεί. Λάτρευε όλο το συνολάκι, από το σοκολατί κασμιρένιο σακάκι μέχρι το επώνυμο τζιν παντελόνι που εφάρμοζε ονειρικά πάνω της. Μερικές μέρες πριν, ένας άντρας με ένα γυαλιστερό μαύρο αυτοκίνητο της είχε αφήσει δύο βαλίτσες και τέσσερις θήκες γεμάτες ρούχα· είχε δώσει στη Μέλμπα έναν πολυτελή κρεμ φάκελο, προτού φύγει με μια υπόκλιση. «Πιάσε το χαρτί, Λίντι. Είναι πιο απαλό και από τον ποπό μωρού. Βάζω στοίχημα ότι είναι από τον ονειρεμένο σου κύριο Φίλιπς» είπε με ένα χαχανητό. «Δεν είναι “ο κύριος Φίλιπς μου”. Δεν θέλω να σου μπαίνουν ιδέες. Δεν είναι πραγματικός γάμος, Μέλμπα. Τον βοηθάω σε μια δουλειά. Αυτό είναι όλο.» Η ηλικιωμένη γυναίκα τής ένευσε απαξιωτικά. «Συνέχεια αυτό λες. Κι όμως, είναι τόσο ρομαντικό. Λες και είναι ο Τζέιμς Μποντ ή κάτι τέτοιο, και εσύ η Οκτάπουσι.» Η Λίντι μόρφασε. «Σε παρακαλώ, μην το μοιραστείς αυτό με τον Μαλ ή τον Νέιτ.» Το τελευταίο που ήθελε ήταν ένα καινούργιο παρατσούκλι. Η Μέλμπα την είχε αναγκάσει να κάνει αυτοσχέδια πασαρέλα, που η Λίντι υποκρίθηκε πως ήταν ταλαιπωρία. Ποτέ της δεν είχε φορέσει τόσο υπέροχα ρούχα και δεν έβλεπε την ώρα να τα επιδείξει. Πρέπει να είχαν κοστίσει μια περιουσία στον νέο της εργοδότη. Πάλευε με τη συνείδησή της από την ώρα που τα έλαβε, αλλά ακόμα μια ματιά στο σημείωμά του την καθησύχασε. Λίντι… Μη μου κάνεις καμιά φασαρία. Πρέπει να επιδεικνύεις το ρόλο σου. Αν σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, μπορείς να δώσεις τα μισά ρούχα στο καταφύγιο άστεγων γυναικών στην οδό Μάρκετ, όταν γυρίσουμε. Ο. Αυτό την είχε κάνει να νιώσει καλύτερα. Είχε ήδη επιλέξει ρούχα, και το καταφύγιο θα ήταν η πρώτη στάση της όταν θα επέστρεφαν. Πώς γινόταν να τη γνωρίζει τόσο καλά έπειτα από λίγες μόνο
συναντήσεις και τηλεφωνήματα, δεν μπορούσε να το καταλάβει, αλλά ήταν λίγο ανησυχητικό. Τώρα που οι αρχικοί φόβοι της είχαν πραγματικά εξαφανιστεί, έπειτα από μια λίστα με αναφορές και το ντοσιέ που της είχε δώσει, έπρεπε να αντιμετωπίσει την έλξη που ένιωθε γι’ αυτόν. Χωρίς πια την παράνοια που την είχε καταλάβει, αυτό ήταν κάτι σημαντικό, και αναρωτήθηκε αν θα της αποσπούσε και σήμερα εξ ολοκλήρου την προσοχή, όπως είχε συμβεί και τις άλλες φορές που είχαν συναντηθεί. Πραγματικά ήλπιζε πως δεν θα συνέβαινε αυτό, αλλιώς θα ακολουθούσαν τρεις πολύ δύσκολες εβδομάδες. Ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις της και έκανε τα κουταβάκια να χοροπηδήσουν με μανία. «Έρχομαι» φώναξε, αρπάζοντας το παλτό της από την καρέκλα. Το στομάχι της σφίχτηκε και άπλωσε το χέρι της στο πόμολο. Εκείνος δεν είχε δει τη μεταμόρφωσή της. Θα περνούσε από την επιθεώρησή του στο σκληρό φως της μέρας; Άνοιξε την πόρτα και κοκάλωσε στη θέση της. Ο Όουεν ήταν στην εξώπορτα και το πλατύ σώμα του γέμιζε το χώρο. Τα σκούρα, φρεσκοκουρεμένα μαλλιά του ήταν ακόμα υγρά από το ντους. Το παλτό του ήταν ανοιχτό πάνω από ένα κοφτό, ανοιχτό καφέ σακάκι. Το σύνολο τόνιζε τους φαρδιούς ώμους του και τη στενή μέση του. Είναι ο εργοδότης σου και ο προσωρινός άνευ σεξ σύζυγός σου, και βρίσκεσαι σε δουλειά, υπενθύμισε σοβαρά στον εαυτό της. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Πέρασε» του είπε, σκύβοντας για να διώξει τα κουτάβια και να του ανοίξει δρόμο. «Ευχαριστώ.» Μπήκε γρήγορα μέσα και έκλεισε την πόρτα, προτού προλάβει να το σκάσει κανένα. «Είναι γρήγορα τα διαβολάκια, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Ο Μαλ θα τα πάρει σπίτι του για τις επόμενες εβδομάδες. Θα είναι εδώ από λεπτό σε λεπτό.» Ο Όουεν κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. «Και η φίλη σου; Η κυρία ΜακΕλρόι;» «Η Μέλμπα θα μείνει με τον Νέιτ. Κανείς δεν ήθελε να τα βγάλει πέρα με τα κουτάβια, οπότε έριξαν κλήρο. Αν με ρωτήσεις, ο Νέιτ πήρε το δυσκολότερο.» «Είναι δύσκολο να τα πας καλά μαζί της;» Εκείνη το σκέφτηκε για μια στιγμή, και έπειτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Να τα πας καλά μαζί της; Όχι, δεν είναι – είναι τέλεια, υπό αυτή την έννοια. Είναι αστεία, πιστή, με φροντίζει. Απλώς συμβαίνουν… πράγματα όταν βρίσκεται τριγύρω. Είναι απίστευτο το πώς μια τέτοια μικροκαμωμένη γυναίκα μπορεί να προκαλέσει τόσο μεγάλο χάος. Όμως, θα μου λείψει όταν μετακομίσει. Είναι σαν να έχω μια καταστροφική μαμά στο σπίτι.» Τα μάτια του Όουεν κοίταξαν τα δικά της. «Και η δική σου μητέρα;» «Και οι δύο γονείς μου έχουν πεθάνει. Σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, όταν ήμουν δέκα χρόνων.» Ήταν καλύτερα να το πει απλά, χωρίς σάλτσες, αλλά να δώσει αρκετές πληροφορίες για να αποφύγει περαιτέρω ερωτήσεις. Είχε εξασκηθεί αρκετά σε αυτό. «Λυπάμαι που το μαθαίνω.» Πολλές φορές, ειδικά με πρακτικά άγνωστους ανθρώπους, ακουγόταν κοινότυπο. Πρόκειται για όσα λένε οι άνθρωποι όταν δεν έχουν κάτι άλλο να πουν. Όμως, κάτι στο βλέμμα του Όουεν την έκανε να πιστεύει πως καταλάβαινε και ότι πραγματικά λυπόταν που το μάθαινε. «Ευχαριστώ. Το εκτιμώ.» Άνοιξε το στόμα του λες και ήθελε να πει περισσότερα, έπειτα όμως το έκλεισε, επιλέγοντας αντίθετα να πάρει τις δύο από τις τρεις βαλίτσες στο χολ. «Θα αρχίσω να φορτώνω το αυτοκίνητο
όσο εσύ περιμένεις τον αδελφό σου.» Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, αλλά σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος της. Κοιτάζοντάς την από την κορυφή ως τα νύχια με αργό βλέμμα, ένευσε κοφτά. «Παρεμπιπτόντως, δείχνεις υπέροχη.» Της είχε κλείσει ραντεβού την προηγούμενη μέρα με έναν στυλίστα, στο ινστιτούτο ομορφιάς «Σιρκ», και της έκαναν πλήρη κούρα. Τα κορίτσια εκεί συγκροτούσαν πραγματικά ένα άντρο από νεραϊδονονές, και όταν έφυγε η Λίντι ένιωθε σαν αστέρας του κινηματογράφου. Τώρα, το αυθόρμητο κομπλιμέντο του έστειλε ένα ζεστό κύμα σε όλο της το σώμα, που αρνήθηκε να το εξετάσει περαιτέρω. Εκείνος βγήκε έξω ακριβώς την ώρα που ο Μαλ ανέβαινε τα σκαλιά της βεράντας. «Γεια σου, αδελφούλα.» Ο χαιρετισμός του στόχευε εκείνη, αλλά το σκληρό βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον εργοδότη της. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Φιπς.» «Ναι, εγώ είμαι.» «Είμαι ο Μαλ, ο υπερπροστατευτικός μικρότερος αδελφός της Λίντι.» Ένα κοφτό, επικίνδυνο μειδίαμα φάνηκε στο πρόσωπο του Όουεν. Ήταν ψηλότερος και δέκα κιλά από καθαρούς μυς πιο ογκώδης από τον λεπτό αδελφό της – και η Λίντι πραγματικά ένιωθε ότι ήξερε πώς να τα χρησιμοποιήσει. Κι όμως, η απάντησή του ήταν ευγενική, λαμβάνοντας υπόψη πως ο Μαλ ήταν το δεύτερο μέλος της οικογένειας Νάιτ που τον κατηγορούσε για κακόβουλες προθέσεις αυτή την εβδομάδα. Άπλωσε το χέρι του, και ο Μαλ το έσφιξε επιφυλακτικά. «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Δεν έχω πρόθεση να κακομεταχειριστώ την αδελφή σου. Αν ποτέ πειράξω μια κυρία, είμαι σίγουρος πως θα γυρίσει η μητέρα μου από τον τάφο και θα μου τις βρέξει. Ειδικά μια κυρία που μοιάζει με νεράιδα.» Έκλεισε λοξά το μάτι στον Μαλ, πήρε τις βαλίτσες και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. «Εντάξει, λοιπόν. Μου έχει δώσει τα στοιχεία σου, οπότε, αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα, το μόνο που θα χρειαστεί να κάνω είναι ένα τηλεφώνημα, και…» σταμάτησε, όταν συνειδητοποίησε πως ο Όουεν δεν είχε πρόθεση να γυρίσει για να συνεχίσει τη συζήτηση. Ο αδελφός της κοίταξε προς το μέρος της, με την ανησυχία να σχηματίζεται στο συνήθως σκανδαλιάρικο πρόσωπό του. «Λιν, είσαι σίγουρη πως θέλεις να το κάνεις αυτό; Η νέα δουλειά πηγαίνει καλά, φτάνω όλους τους στόχους πωλήσεων. Θα μπορούσες να πουλήσεις το σπίτι και να μείνεις μαζί μου, μέχρι να βρεις κάτι άλλο.» «Δεν υπάρχει περίπτωση. Εκτιμώ την προσφορά σου, αδελφούλη, αλλά λατρεύω το μικρό σπίτι μου και ακόμα περισσότερο λατρεύω την ανεξαρτησία μου. Θα είναι υπέροχα, θα δεις. Αυτές είναι οι πρώτες διακοπές που θα κάνω έπειτα από χρόνια, και θα γυρίσω ξεκούραστη και με αρκετά χρήματα για να μου φτάσουν για μερικούς μήνες, μέχρι να βρω μια δουλειά που θα μου αρέσει πραγματικά.» Έφτιαξε μια τούφα από τα πυρόξανθα μαλλιά του και τον κοίταξε στα μάτια. «Έχε μου εμπιστοσύνη, εντάξει;» Εκείνος ένευσε με μισή καρδιά. «O.K. Αλλά να παίρνεις τηλέφωνο μέρα παρά μέρα, εντάξει; Δεν θα κοιμάμαι αν δεν το κάνεις.» «Σύμφωνοι.» Του έδωσε το κλειδί της και πήρε τη βαλίτσα που είχε απομείνει. «Σ’ αγαπάω» του είπε, φιλώντας τον απαλά στο μάγουλο. «Και υπενθύμισε στον Νέιτ να βεβαιώνεται ότι η Μέλμπα παίρνει τα χάπια της κάθε πρωί.» «Θα το κάνω.» Φόρεσε ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης στο πρόσωπό της και τον χαιρέτισε με σιγουριά, προτού κατευθυνθεί προς το δρόμο. Ο Όουεν έβαζε τις βαλίτσες της μία μία μέσα στο αυτοκίνητο, το παλτό
του τεντωνόταν σφιχτά πάνω στους φαρδιούς ώμους του και τα στιλπνά μαύρα μαλλιά του γυάλιζαν στο χειμωνιάτικο ήλιο. Ένα ρίγος τη διέτρεξε, καθώς φαντάστηκε τα χέρια της να διαγράφουν αυτούς του μυς, και το χαμόγελο έφυγε από το πρόσωπό της. Μπορεί να μην ήταν ψυχοπαθής, αλλά ένα πράγμα ήταν σίγουρο: Και πάλι κινδύνευε πάρα πολύ να πληγωθεί. *** «Ανάπνευσε από τη μύτη σου. Μπράβο το κορίτσι» μουρμούρισε μορφάζοντας. Το ιδιωτικό αεροπλάνο είχε απογειωθεί και τα δάκτυλα της Λίντι σφίχτηκαν πιο πολύ στην παλάμη του, σε κάθε μέτρο που ανέβαιναν. Ήταν σαν μικρές δαγκάνες. Ήταν καλό που τα νύχια της δεν ήταν υπερβολικά μακριά, αλλιώς τα χέρια του Όουεν θα είχαν γίνει κιμάς. «Όλα είναι εντάξει, όλα είναι εντάξει» ψιθύρισε η Λίντι μέσα από το στόμα της. Από την ώρα που επιβιβάστηκαν, πριν από δέκα λεπτά, το μήνυμα ήταν σχεδόν συνεχόμενο. Τα μάτια της ήταν σφιχτά κλειστά, το πρόσωπό της ωχρό και το σώμα της κουλουριασμένο. Τώρα, πιθανότατα δεν ήταν η ώρα να τη ρωτήσει γιατί δεν του είχε πει ότι φοβόταν τα αεροπλάνα. Παρ’ όλα αυτά, η ερώτηση του έκαιγε το στόμα. Ίσως να της είχε προτείνει να δει τον γιατρό για να της δώσει κάτι για τα νεύρα της. Αντίθετα, υποδυόταν ο ίδιος τη νοσοκόμα. Το αεροπλάνο πήρε ομαλά ύψος και, έπειτα από μερικά λεπτά, η Λίντι άνοιξε το ένα της μάτι. «Νομίζεις ότι διαφύγαμε τον κίνδυνο;» ρώτησε τσιριχτά. «Θα έλεγα πως ναι, αλλά δεν είμαι ειδικός.» Λάθος πρόταση. Το μάτι της ξαναέκλεισε και ζάρωσε πιο πολύ στη θέση της. «Έχω πετάξει χιλιάδες φορές, όμως» είπε εκείνος «και ποτέ δεν έχουμε πέσει.» «Οπότε, πιστεύεις πως ήρθε η ώρα σου;» Η ενόχλησή του εξαφανίστηκε και χαχάνισε. «Α, όχι. Ο πιλότος μου είναι ο καλύτερος – και ακόμα κι αν δεν ήταν, δεν νομίζω πως όλο αυτό λειτουργεί έτσι. Αλλά είσαι μια έξυπνη γυναίκα. Ξέρεις ήδη πως αυτός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να ταξιδεύεις, και πιθανότατα θα το είπες πολλές φορές στο εαυτό σου. Ό,τι και αν πω εγώ, δεν πρόκειται να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, γιατί ο φόβος σου είναι παράλογος. Αντί να το συζητάμε, ας προσπαθήσουμε να σου αποσπάσουμε την προσοχή. Αν μου αφήσεις το χέρι, θα πω στην Έλσπεθ να μας φέρει ποτά. Ίσως ένα μπράντι να σου χαλαρώσει κάπως τα νεύρα.» Άνοιξε το άλλο της μάτι και σιγά σιγά χαλάρωσε τη φονική λαβή στα δάκτυλά του. «Ίσως.» Έφτασαν στο επιθυμητό ύψος και το αεροπλάνο σταθεροποιήθηκε. Ο Όουεν έκανε ένα νεύμα στην αεροσυνοδό. «Ένα μπράντι για την κυρία και ένα ουίσκι, σκέτο, για μένα.» «Φυσικά, κύριε.» Καθώς η Έλσπεθ έφυγε για να φέρει τα ποτά τους, η Λίντι πάλεψε για να καθίσει λίγο πιο φυσιολογικά στο κάθισμά της. «Να σε ενημερώσω για μερικά πράγματα για τη δουλειά; Όταν φτάσουμε, θα μας ζητήσουν να συμπληρώσουμε κάποια ερωτηματολόγια, οπότε πρέπει να πούμε την ίδια ιστορία. Κοίταξες καθόλου το φάκελο;» Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Αρκετές φορές. Θέλεις να με εξετάσεις για την κοινή ζωή μας;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Βέβαια.» Αν το έκανε σαν παιχνίδι και αυτό βοηθούσε
στο να αποσπάσει τη σκέψη της από την πτήση, ήταν πρόθυμος να το κάνει. «Εντάξει, λοιπόν. Πώς σε λένε;» «Μπελίντα Ο’ Νιλ, αλλά με φωνάζουν Λίντι. Είμαι είκοσι οκτώ χρόνων και μένω στο Γκρέιτ Νεκ, στο Λονγκ Άιλαντ.» «Και ο άντρας σου;» «Είναι ο διευθύνων σύμβουλος Όουεν Ο’ Νιλ. Τριάντα πέντε ετών. Του αρέσουν το σκουός και η ιστιοπλοΐα. Αγαπημένο του φαγητό είναι το φιλέ μινιόν πιπεράτο με κρέμα γάλακτος, τα βραστά σπαράγγια και ο πουρές από άσπρα καρότα» είπε απλά. Εκείνος ένευσε, ευχαριστημένος που είχε διαβάσει το μάθημά της. «Όλα είναι αλήθεια, παρεμπιπτόντως, εκτός από το επώνυμο και το επάγγελμα. Άφησα κενό το ερωτηματολόγιο με τα ενδιαφέροντα στο ντοσιέ σου για να το συμπληρώσουμε μαζί. Τα καλύτερα ψέματα είναι αυτά που βρίσκονται κοντά στην αλήθεια. Δεν υπάρχει λόγος να μην προσθέσεις τα ενδιαφέροντά σου, εφόσον τα διαμορφώσουμε λίγο για να ταιριάζουν στον υψηλό κοινωνικό μας κύκλο.» «Τι δουλειά κάνεις στην πραγματικότητα, τέλος πάντων;» «Είμαι επενδυτής επιχειρηματικών κεφαλαίων.» Εκείνη κοίταξε το πολυτελές αεροσκάφος, με το βλέμμα της να πλανιέται από τα κρεμ δερμάτινα καθίσματα στη γιγάντια επίπεδη τηλεόραση. «Πρέπει να είναι αρκετά καλή δουλειά.» Εκείνος ένευσε κοφτά. «Δεν είναι κι άσχημη. Είμαι αρκετά καλός σε αυτήν.» «Έχω, όμως, μια ερώτηση: δεν ανησυχείς μήπως ο Νίκος καταλάβει ποιος είσαι; Θα μπορέσει να αντέξει η κάλυψή σου, αν γίνει καχύποπτος και αρχίσει να ψαχουλεύει; Και τι θα γίνει αν διακρίνει κάποια ομοιότητα ανάμεσα σ’ εσένα και την Κάρα; Υπάρχουν άνθρωποι τους οποίους έχω δει στο μανάβικο και έχω πει “Α, αυτή πρέπει να είναι η κόρη του Μπιλ Μακάλουγκ”, επειδή έμοιαζαν πάρα πολύ. Επίσης, είναι και η προφορά…» «Δεν είναι πρόβλημα αυτό. Προσέλαβα έναν φίλο που έχει εταιρεία παροχής ασφάλειας για να φτιάξει την κάλυψή μας. Δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες, απλώς ότι είμαστε εδώ και ότι χρειάζομαι ψεύτικες ταυτότητες, και ήταν πρόθυμος να με εξυπηρετήσει. Δεν νομίζω πως ο Νίκος έχει το χρόνο ή τα μέσα για να το ανακαλύψει, και ειλικρινά γιατί να μπει στον κόπο να προσπαθήσει; Όσον αφορά στην Κάρα, είναι η ετεροθαλής αδελφή μου. Ο πατέρας μου άφησε τη μητέρα μου για τη δική της.» Το βλέμμα της Λίντι πλημμύρισε με συμπάθεια, και εκείνος κοίταξε αλλού. Γιατί το είχε πει αυτό; Δεν είχε καμία σχέση με τη συζήτηση. Συνέχισε κοφτά: «Όπως και να έχει, μεγαλώσαμε σε διαφορετικές ηπείρους, οπότε μιλάει σαν Αμερικανάκι. Δεν θα με αναγνωρίσει.» «Μπορώ να ρωτήσω πώς ήρθατε τόσο κοντά, από τη στιγμή που ζούσατε τόσο μακριά;» «Δεν ήμασταν καθόλου κοντά μέχρι πριν από δέκα χρόνια περίπου. Είναι η μοναδική οικογένεια που μου έχει απομείνει, και αντίστροφα. Ένας από τους λόγους που μετέφερα τα γραφεία μου στη Νέα Υόρκη ήταν για να επεκτείνω την επιχείρησή μου στις ΗΠΑ, αλλά δεν θα πω ψέματα: η σκέψη τού να μένω πιο κοντά στην Κάρα ήταν σίγουρα κάτι που έλαβα υπόψη, ειδικά τώρα, που με χρειάζεται. Είμαι εδώ τρεις μήνες τώρα και, ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μετακομίζει πίσω στο Μπέλφαστ. Είναι πολύ ωραίο που την έχω τόσο κοντά μου.» «Νιώθω το ίδιο για τα αδέλφια μου» είπε απαλά. Το αεροπλάνο έπεσε σε αναταράξεις και ζάρωσε στη θέση της. «Ώωω.» «Συγκεντρώσου σ’ εμένα, εντάξει; Έχουμε δουλειά να κάνουμε και σε πληρώνω πολλά χρήματα
για αυτήν, οπότε συγκεντρώσου.» Την κοίταξε στα μάτια καθώς μιλούσε, και έβγαλε ένα στυλό και ένα μικρό σημειωματάριο από το σακάκι του. «Έ-έχεις δίκιο. Συνέχισε.» «Πότε είναι τα γενέθλιά σου;» «Οκτώ Μαΐου.» «Ενδιαφέροντα;» «Μου αρέσει να μαγειρεύω για τους άλλους. Προσπαθώ να επισκέπτομαι τον οίκο ευγηρίας, που είναι κοντά στο σπίτι μου, δύο φορές το μήνα, και να τους πηγαίνω γλυκάκια – μπισκότα, κεκάκια. Και λατρεύουν την πουτίγκα ρυζιού μου.» Φυσικά και τη λάτρευαν. Πίεσε τα χείλη του. «Ας γράψουμε: “Της αρέσει η υψηλή μαγειρική.”» Εκείνη χαχάνισε και επέστρεψε λίγο χρώμα στο πρόσωπό της. «Παρατραβηγμένο, αλλά θα το κρατήσουμε. Δεν είμαι καλή στο μαγείρεμα. Το να ψήνεις γλυκά είναι διαφορετικό πράγμα.» «Τι άλλο;» «Για να δούμε…» Τα εκφραστικά μάτια της φωτίστηκαν. «Α, επίσης, έγινα εθελόντρια στο πρόγραμμα “Μεγάλος Αδελφός, Μεγάλη Αδελφή”! Είμαι μέντορας σε ένα μικρό κοριτσάκι, την Άμπι. Είναι καταπληκτική.» Συνέχισε να γράφει στο σημειωματάριό του. «Θα πούμε “μέλος του διοικητικού συμβουλίου σε αρκετές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις”.» Σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος της. «Πιθανότατα αυτό να είναι εκτός ορίων, αλλά έχω μια ερώτηση να σου κάνω, Λίντι: κάνεις ποτέ κάτι για τον εαυτό σου;» Εκείνη τον κοίταξε μπερδεμένη. «Τι εννοείς; Όλα αυτά που σου είπα για μένα είναι. Συμπαθώ την Άμπι. Και, επίσης, μου αρέσει να φτιάχνω γλυκά. Κάποιοι από τους ανθρώπους στον οίκο ευγηρίας δεν έχουν κανέναν, Όουεν. Μπορεί να είμαι ο μοναδικός επισκέπτης τους για όλον το μήνα.» Θεέ μου, αυτή η γυναίκα ήταν μια ευγενική ψυχή – πάντοτε έδινε. Του θύμιζε την αδελφή του. «Υπάρχει, όμως, κάτι που κάνεις για σένα; Κάτι απολαυστικό για τον εαυτό σου, ακόμα και ανόητο, που το κάνεις απλά για την ευχαρίστηση του να το κάνεις;» Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και το σκέφτηκε. Για πολλή ώρα δεν μίλησε. «Υποθέτω ότι μου αρέσει να τραγουδάω. Η γιόγκα. Και ο χορός.» «Ορίστε. Τι σου αρέσει να τραγουδάς;» «Κυρίως παλιά τραγούδια. Μου αρέσει η μουσική τού πενήντα. Λατρεύω τη γλυκανάλατη μουσική τού πενήντα. Η Μέλμπα και εγώ τραγουδήσαμε μαζί τις προάλλες το Μωρό μου, κάνει κρύο έξω, όταν μαγειρεύαμε.» «Και ο χορός; Έχεις κάνει μαθήματα;» Εκείνη ένευσε κοφτά, κι έπειτα κοίταξε αλλού. «Η… εμ… μητέρα μου δίδασκε χορό. Όταν ήμουν μικρή με έπαιρνε μαζί της. Πηγαίναμε νωρίς και με στριφογύριζε γύρω γύρω, μέχρι να ζαλιστώ, και…» Καθάρισε το λαιμό της. «Λοιπόν, τέλος πάντων, ήταν πολύ παλιά. Τώρα πηγαίνω για χορό όποτε μου δοθεί η ευκαιρία, αλλά αυτό είναι όλο.» Η φωνή της ακουγόταν τόσο ψιθυριστή, σχεδόν κενή, και έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Θα μπορούσε να χτυπήσει τον εαυτό του που το ανέφερε. Η Έλσπεθ επέστρεψε με τα ποτά τους, σώζοντάς τον από την ανάγκη να απαντήσει, και ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Όταν εκείνη έφυγε, η Λίντι πήρε το ουίσκι του. «Σλόντσε.»
Τσούγκρισε με το ποτήρι του και μιμήθηκε την παραδοσιακή ιρλανδική πρόποση, πετυχαίνοντας την προφορά. Έπειτα έκλεισε τη μύτη της με τα δάκτυλά της και ήπιε μονορούφι το ποτό της. «Ω, νομίζω πως πίνεται αργά» είπε καθυστερημένα ο Όουεν. Εκείνη πνίγηκε και έβηξε, με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Η προστατευτική αεροσυνοδός έτρεξε με ένα μπουκάλι νερό, το οποίο η Λίντι πήρε γνέφοντας «ευχαριστώ» με τα χέρια της. Ήπιε το ένα τέταρτο από το μπουκάλι, προτού σκουπίσει το στόμα της με το μανίκι του σακακιού των τετρακοσίων δολαρίων. «Ωραία» είπε τραχιά, με τρεμάμενο χαμόγελο. «Χαίρομαι που το ακούω.» Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Έπιασε τον εαυτό του να θέλει να χαμογελάει περισσότερο, όταν εκείνη ήταν παρούσα. Το σήμα για να δέσουν τις ζώνες τους έσβησε, και εκείνος ήπιε μια γρήγορη γουλιά από το ποτό του και σηκώθηκε. «Θα είσαι εντάξει μόνη σου για ένα λεπτό; Πάω να μιλήσω με τον πιλότο, και έπειτα θα σου φέρω φαγητό.» «Εντάξει.» Μόλις πήρε τα στοιχεία της πτήσης και κανόνισε να φάνε κάτι, επέστρεψε στη θέση του και είδε αναμμένα τα φώτα πάνω από τα καθίσματα. Η Λίντι ξεφύλλιζε ένα από τα ανδρικά περιοδικά που υπήρχαν εκεί και τον κοίταξε καθώς πλησίαζε. «Πουλάνε δονητές» είπε ψιθυριστά. «Για ποιο λόγο χρειάζεται δονητή ένας άντρας;» Τα μάτια της ήταν θολά, το σώμα της χαλαρωμένο, και έγερνε προς το μέρος του. Ένα ποτό, και η Λίντι ήταν πραγματικά μεθυσμένη – παραζαλισμένη. Ο Όουεν συγκράτησε ένα χαμόγελο και πήρε το περιοδικό από τα χέρια της, κοιτάζοντάς το. «Όχι, αγάπη. Δεν είναι δονητής. Είναι μηχάνημα μασάζ για το λαιμό.» Αλλά ανάθεμα κι αν το συμπέρασμά της δεν του έδινε ιδέες. Εκείνη τον κοίταξε, νυσταγμένη και χαριτωμένη, και η επιθυμία να τη φιλήσει του έσφιξε τα σωθικά. Όχι. Δεν γινόταν αυτό. Είχαν μια αποστολή να ολοκληρώσουν. Ακόμη και αν δεν τα κατάφερναν, υπήρχε ένα είδος γυναίκας με το οποίο ένας άντρας μπορούσε να διασκεδάσει και ύστερα να προχωρήσει με τη ζωή του. Η Λίντι δεν ήταν τέτοιου είδους γυναίκα. Κάθισε στη θέση του και έδεσε τη ζώνη του. Προτού ακόμα καθίσει καλά καλά, το κεφάλι της Λίντι είχε γείρει στον ώμο του και το απαλό ροχαλητό της γαργαλούσε το πιγούνι του. Ναι, για έναν άντρα –κάποιον λιγότερο ψυχρό από εκείνον–, η Λίντι θα ήταν θησαυρός.
Κεφάλαιο Τέσσερα Έξι ώρες μετά, η Λίντι κοίταξε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να υγράνει το στόμα της. Ήταν φοβερό το πώς, στο μεθυσμένο ύπνο της, είχε καταφέρει να αφήσει μια γιγάντια λιμνούλα από σάλιο στο σακάκι του Όουεν, αλλά τώρα το στόμα της ήταν τόσο ξερό. «Νιώθεις καλά;» ρώτησε ο Όουεν, κοιτάζοντάς την κοφτά, προτού επιστρέψει το βλέμμα του στο δρόμο. «Όχι και τόσο καλά. Είμαι λίγο ζαλισμένη και υπερβολικά διψασμένη. Μπορεί όντως να έχω πονοκέφαλο από ένα και μόνο ποτό;» «Ήταν μεγάλο το ποτήρι και περιείχε μόνον αλκοόλ. Δεν είσαι και μεγάλος πότης, έτσι;» «Όχι. Εννοώ, απολαμβάνω ένα ποτήρι κρασί όπως όλος ο κόσμος, αλλά τα πιο δυνατά ποτά; Όχι.» Εκείνος χαμογέλασε, και η Λίντι τον κοίταξε καχύποπτα. «Τι είναι τόσο αστείο;» «Τίποτα απολύτως. Σύντομα θα μπορέσεις να σβήσεις τη δίψα σου. Να το θέρετρο.» Ακολούθησε το δάκτυλό του και αναστέναξε. Όσην ώρα παραπονιόταν, είχε χάσει την καταπληκτική θέα. Το βουνό ήταν πανέμορφο· διπλές κορυφές πρόβαλλαν μέσα από τον πρωινό ουρανό· στους πρόποδες απλωνόταν ένα ξύλινο κάστρο, γύρω από παχύ άσπρο χιόνι, τόσο αγνό που έμοιαζε με γλάσο από γαμήλια τούρτα. Σφύριξε απαλά, πραγματικά μαγεμένη. «Ωραίο.» Το πρόσωπο του Όουεν σκλήρυνε, και της ένευσε. «Τα χρήματα της αδελφής μου έπιασαν τόπο. Μόλις θυμήθηκα: μέσα στο χαρτοφύλακά μου, στο πίσω κάθισμα, υπάρχει ένα φαρδύ επίπεδο κουτί. Μπορείς να το πιάσεις;» Επέστρεψε στη θέση της, έκανε αυτό που της είπε και έπειτα άφησε το κουτί στην κονσόλα ανάμεσά τους. «Έλα» της είπε, δείχνοντας το κουτί με το σαγόνι του. «Άνοιξέ το.» Πήρε το μεγάλο δερμάτινο κουτί στα γόνατά της και άνοιξε το καπάκι. Ένα βελούδινο μπλε πανί κάλυπτε το περιεχόμενο, και το έκανε στην άκρη. Κοσμήματα, που έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από πειρατικό μπαούλο, λαμπύριζαν: φανταστικά σμαράγδια, γυαλιστερά μπλε ζαφείρια, φλογερά οπάλια. Και τα διαμάντια… Θεέ μου, τα διαμάντια. Αν της έλεγε κάποιος πως ήταν ο τύπος της γυναίκας που θα έχανε τα μυαλά της με τα πετράδια, θα γούρλωνε τα μάτια της. Κι όμως, να την τώρα, εντελώς κεραυνοβολημένη. «Ω, Θεέ μου» ψιθύρισε, απλώνοντας το δάκτυλό της, προτού το τραβήξει πίσω κουνώντας το κεφάλι της. «Φοβάμαι να τα αγγίξω. Νιώθω σαν τον Ντάφι Ντακ στην ταινία Αλί Μπαμπά Μπάνι ή σαν το Γκόλουμ στον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Τι θα γίνει αν με τρελάνουν, και μετά λέω συνέχεια “Το πολύτιμό μουυυ”;» «Καλύτερα να το ξεπεράσεις γρήγορα, γιατί πρόκειται να τα φορέσεις.» Ανασήκωσε τα φρύδια του στην κραυγή τρόμου που έβγαλε η Λίντι. «Είσαι η σύζυγος ενός εύπορου επιχειρηματία. Πρέπει να μπεις στο ρόλο.» Φυσικά και είχε δίκιο. Άπλωσε ξανά, δειλά, το δάκτυλό της και άγγιξε απαλά ένα διαμαντένιο βραχιόλι. «Καλή επιλογή. Σκεφτόμουν ότι αυτό πρέπει να το έχεις για καθημερινό. Κλασική, διακριτική
κομψότητα.» «Καθημερινό; Διακριτικό; Πρέπει να είναι, πόσων, δεκαπέντε καρατίων, Όουεν; Πες μου πως δεν είναι τα οικογενειακά σου κειμήλια.» Της χαμογέλασε νωχελικά. «Αν είχες αγγίξει τα οικογενειακά μου κειμήλια, θα το ήξερες, αγάπη.» Δεν αμφέβαλλε ούτε στιγμή γι’ αυτό, αλλά αρνήθηκε να επιτρέψει στον εαυτό της να το σκεφτεί για πολλή ώρα. «Δεν τα αγόρασες όλα αυτά, έτσι δεν είναι;» «Είναι δανεικά από έναν φίλο κοσμηματοπώλη.» Πιάνοντας τον ώμο του, τον κούνησε απαλά. «Δανεικά; Θεέ μου! Κι αν χάσω κάτι;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του, και η Λίντι προσπάθησε να αγνοήσει το πώς τεντώθηκαν οι μύες του κάτω από το χέρι της. «Τότε θα ακολουθήσει η αγορά του. Πραγματικά δεν υπάρχει θέμα, Λίντι.» Αναστέναξε βαθιά και τον άφησε. «Εντάξει, αυτό δεν με κάνει να νιώθω καλύτερα. Γιατί δεν τα ασφάλισες;» «Βρίσκω κουραστική αυτή τη διαδικασία, οπότε ασφαλίζω μόνο πράγματα που δεν έχω την πολυτέλεια να αντικαταστήσω. Περίμενε» είπε, βγάζοντας το ένα χέρι από το τιμόνι και βάζοντάς το στην εσωτερική του τσέπη. «Παραλίγο να το ξεχάσω.» Της έδωσε ένα μικρό τετράγωνο κουτί. Βέρες. Μάλλον βέρες ήταν. Το άνοιξε και τα συναισθήματά της έγιναν πολύ έντονα. Το μονόπετρο ήταν ένα τεράστιο, τετράγωνα κομμένο διαμάντι, περικυκλωμένο από δεκάδες μικρότερα πετράδια και δεμένο με πλατίνα, ενώ η βέρα είχε μια σειρά από πετράδια ολόγυρά της. «Φόρεσέ τα πριν παρκάρουμε, για να μη μας δει κανείς.» Τα έβγαλε από το κουτί και τα φόρεσε στο δάκτυλό της. Της ταίριαζαν τέλεια και ήταν πραγματικά εκπληκτικά, αλλά την άφηναν παγερά αδιάφορη. Δεν είχαν προσωπικότητα, δεν είχαν ζωή μέσα τους – πράγμα που ταίριαζε με την περίσταση, αφού το όλο σκηνικό ήταν έτσι κι αλλιώς απάτη. Δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της. Ήταν όντως λυπημένη διότι ο ψεύτικος σύζυγος, τον οποίο είχε γνωρίσει μία εβδομάδα πριν, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι εκείνη είχε ερωτευτεί ένα δακτυλίδιαντίκα που είχε σχήμα νιφάδας χιονιού αντί για παγοκρύσταλλο; Τι ηλίθια… Έδιωξε τα παράλογα δάκρυα και χαμογέλασε. «Ποπό, πολύ ωραία. Υποθέτω πως μπορώ να μην πάω στο γυμναστήριο την επόμενη εβδομάδα, έτσι; Θα γυμναστώ αρκετά κουβαλώντας αυτά τα δύο.» Κοίταξε το χέρι του Όουεν. «Πού είναι η δική σου;» «Δεν έχω.» «Τι εννοείς;» «Δεν το θεώρησα σημαντικό. Πολλοί άντρες δεν φορούν τη βέρα τους.» «Ο πατέρας μου τη φορούσε.» Ήξερε πως φερόταν ανόητα, αλλά ξαφνικά έμοιαζε πολύ σημαντικό το να είναι τόσο αφοσιωμένος στον ψεύτικο γάμο τους όσο και εκείνη. «Και ο δικός μου, αλλά δεν σήμαινε και πολλά για εκείνον.» Η σφιγμένη απάντησή του ξεχείλιζε από πικρία. Εκείνη μόρφασε. «Θέλεις να το συζητήσεις;» «Ούτε καν.» «Εντάξει τότε. Είναι δική σου η παράσταση, αφεντικό. Αν δεν θέλεις να φορέσεις δακτυλίδι, μην το κάνεις. Αλλά, αν μερικές ελαφρόμυαλες αποφασίσουν πως αυτό αποτελεί πρόσκληση, μη με
κατηγορήσεις όταν θα τις βάλω στη θέση τους. Οι ερωτοδουλειές σου είναι δική σου υπόθεση, αλλά δεν θα ρεζιλευτώ δημοσίως.» «Οι ερωτοδουλειές μου;» είπε μισογελώντας. «Αν και η σκέψη τού να τσακώνεσαι για μένα είναι περιέργως ενδιαφέρουσα, είμαι σίγουρος ότι μπορώ να προσέξω τους τρόπους μου και να περιορίσω τις “ερωτοδουλειές” μου για μερικές εβδομάδες. Αν θυμάσαι, έπεσα θύμα αυτών των μικρών χτυπημάτων και πριν. Δεν θα το ευχόμουν ούτε στον χειρότερο εχθρό μου.» «Δεν ήμουν τόσο θυμωμένη. Πρέπει να με δεις όταν είμαι όντως θυμωμένη. Δεν θα γελούσες.» Το λοξό χαμόγελο έγινε πιο πλατύ, και έπιασε τον εαυτό της να του το ανταποδίδει. Θεέ μου, ήταν όμορφος! Ξαφνικά, ένιωσε το λαιμό της στεγνό για τελείως διαφορετικό λόγο. Κοίταξε αλλού και απασχόλησε τον εαυτό της με το να επιλέξει βραχιόλι, κι έπειτα έβαλε το κουτί στο χαρτοφύλακά του. Ο Όουεν οδήγησε το αυτοκίνητο στο θέρετρο. Το διαφημιστικό φυλλάδιο δεν υπερέβαλλε – το μέρος ήταν φανταστικό. Μια αχανής σύνθεση από παχιούς ξύλινους κορμούς με πλούσιο καφέ χρώμα το έκανε να μοιάζει ανθεκτικό και κομψό συνάμα. «Έτοιμη, κυρία Ο’ Νιλ;» ρώτησε ο Όουεν, οδηγώντας αργά στη σειρά με τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα μπροστά από το άδειο κουβούκλιο του παρκαδόρου. Η Λίντι κούμπωσε το βραχιόλι στον καρπό της, και εκείνος πήρε τα χέρια της στα δικά του για να το κοιτάξει. «Φαίνεται πολύ ωραίο. Έχεις υπέροχο δέρμα.» Πέρασε τον αντίχειρά του πάνω από το σφυγμό στον καρπό της, και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. Το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό της, κάνοντάς την να κοκαλώσει στη θέση της. «Λίντι;» «Ν-ναι;» «Έλα πιο κοντά» μουρμούρισε και έγειρε προς το μέρος της. Τα γκρι μάτια του γυάλιζαν σαν λιωμένο ασήμι. Σαν να ήταν υπνωτισμένη, υπάκουσε στην εντολή του, πηγαίνοντας αναπόφευκτα πιο κοντά του. Όταν βρέθηκε μόλις λίγα εκατοστά μακριά του, αρκετά κοντά για να νιώσει τη θερμή ανάσα του να χαϊδεύει το μάγουλό της, εκείνος έσκυψε το κεφάλι του. Με την άκρη της γλώσσας του, διέγραψε το κάτω χείλος της και γεύτηκε την επιφάνεια, προτού βυθιστεί μέσα στο απαλό στόμα της. Εκείνη βόγκηξε χαμηλόφωνα, και οι θηλές της σκλήρυναν κάτω από το πουκάμισό της. Ο Όουεν έβαλε το ένα χέρι του στο σβέρκο της και βάθυνε το φιλί του, ταιριάζοντας τα χείλη του στα δικά της. Θεέ μου, το στόμα του ήταν σκέτη μαγεία… Ο χτύπος από μια πόρτα κοντά τους την τρόμαξε, και αποτραβήχτηκε. «Συγγνώμη γι’ αυτό, αλλά προσπάθησε να φέρεσαι φυσιολογικά» είπε ο Όουεν μέσα από τα δόντια του. «Μόλις ήρθε ο Νίκος, και μας παρακολουθεί.» Ο σφυγμός της άρχισε να χτυπάει δυνατά, αλλά έπεισε τον εαυτό της να μείνει ακίνητη. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες από τη μύτη της, φτιάχνοντας ένα χαμόγελο για τον «σύζυγό» της. Ήταν ψεύτικο. Όλο αυτό ήταν ψεύτικο. Καθόταν εδώ, ούσα μια αναβράζουσα μάζα από ανάγκη εξαιτίας ενός σκηνοθετημένου φιλιού, και εκείνος ήταν τόσο ψυχρός σαν το διαμάντι στο δάκτυλό της. Κατέπνιξε την απογοήτευσή της και πάλεψε για να καθαρίσει το μυαλό της. Επρόκειτο μόνο για μια δουλειά, και εκείνος ήταν ο εργοδότης της. Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για εκείνη, πέρα από το στόχο που είχε θέσει για το ταξίδι τους. Αν ήλπιζε να τα καταφέρει τις επόμενες τρεις εβδομάδες χωρίς να του ριχτεί, έπρεπε να το θυμάται αυτό, γιατί, ψεύτικο ή όχι, αυτό το φιλί ήταν ισχυρό. Ακόμα και τώρα, έπιασε τον εαυτό της να επιθυμεί μια επανάληψη.
«Έτοιμη;» ρώτησε εκείνος, σφίγγοντας καθησυχαστικά το χέρι της. Εκείνη έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της, πήρε μια σταθερή ανάσα και ένευσε. «Εντάξει. Ας το κάνουμε.» *** Τι στο διάολο σκεφτόταν; Τίποτα απολύτως. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Ένα άγγιγμα στο μεταξένιο δέρμα της, ένας σέξι αναστεναγμός από αυτό το φιλήδονο στόμα, και κάθε σκέψη έφυγε από το μυαλό του. Αν δεν είχε έρθει ο Στεφανόπουλος να τον προσγειώσει, ευχαρίστως θα ολοκλήρωνε το «γάμο» του στο μπροστινό κάθισμα του νοικιασμένου αυτοκινήτου, σε κοινή θέα όλων των περαστικών – αν η Λίντι τον άφηνε. Είχε χάσει εντελώς την αυτοσυγκέντρωσή του. Αυτό δεν ήταν καλό. Η αυτοσυγκέντρωση ήταν το προτέρημά του, το χαρακτηριστικό που τον έκανε να ξεχωρίζει από το «κοπάδι». Αυτή ήταν που του είχε επιτρέψει να κτίσει μια αυτοκρατορία δισεκατομμυρίων στο Μπέλφαστ, την οποία ήταν έτοιμος να επεκτείνει παγκοσμίως. Αλλά, προτού μπορέσει να το κάνει αυτό, έπρεπε να τακτοποιήσει ένα ακόμα ζήτημα: Τον Στεφανόπουλο. Καθυστέρησε για μερικά ακόμα λεπτά, προσποιούμενος ότι έψαχνε κάτι στην τσέπη του σακακιού του, ώστε να δώσει χρόνο στη μαινόμενη στύση του να υποχωρήσει, και έπειτα έπιασε το χερούλι της πόρτας. Όταν βγήκε από το αυτοκίνητο και πήρε μια βαθιά ανάσα παγωμένου βουνίσιου αέρα, ένιωσε πολύ καλύτερα. Έριξε μια ματιά στην Πόρσε 911 απ’ όπου είχε βγει ο Νίκος, αλλά μάλλον ήδη είχε μπει στο κτίριο. Ωραία. Καλύτερα που η πρώτη τους συνάντηση είχε καθυστερήσει, μέχρι να ανακτήσει τον πλήρη έλεγχο του εαυτού του. Στο διάστημα ανάμεσα στο σοκ από το φιλί της Λίντι και την οργή που τον κατέκλυσε όταν ο Νίκος είχε παρκάρει το ακριβό αυτοκίνητο –το οποίο αναμφισβήτητα είχε χρηματοδοτήσει η αδελφή του–, ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει. Από την είσοδο του κτιρίου εμφανίστηκε ένας αχθοφόρος με χαμόγελο καλωσορίσματος. «Γεια σας, κύριε Ο’ Νιλ!» φώναξε, χαιρετώντας τον ζωηρά πριν πάει στη μεριά της Λίντι και της ανοίξει την πόρτα. «Κυρία Ο’ Νιλ.» Χαιρέτισε πιάνοντας το καπέλο του. «Καλώς ήρθατε στο Θέρετρο Υγείας. Είμαστε τόσο ευτυχείς που είστε εδώ. Να το πάρω αυτό;» Άπλωσε το χέρι του για το χαρτοφύλακα, αλλά ο Όουεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και τον πήρε ο ίδιος. «Όχι, ευχαριστώ, αλλά μπορείς να πάρεις τα υπόλοιπα από το πορτμπαγκάζ.» Άνοιξε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου και έδωσε είκοσι δολάρια και τα κλειδιά στον τύπο. «Ευχαριστώ, κύριε. Θα είναι σύντομα στο δωμάτιό σας. Μπορείτε να δηλώσετε την άφιξή σας όπως θα μπείτε από την μπροστινή πόρτα, στο γραφείο δεξιά.» Η Λίντι τυλίχτηκε με το μακρύ, μάλλινο παλτό της και πήγε προς τον Όουεν. Πέρασε το μπράτσο της στο δικό του με την οικεία χάρη μιας μακροχρόνια ερωμένης. «Πάμε, αγάπη μου;» Οποιοδήποτε ίχνος αϋπνίας ή πονοκεφάλου είχε εξαφανιστεί. Φαινόταν εκλεπτυσμένη, κομψή και όμορφη. Εκείνος έπνιξε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Μπορεί να ήταν ιδιότροπη και λίγο νευρωτική, αλλά, όταν χρειαζόταν, είχε τη θέληση και την ικανότητα να δεσμευτεί στο ρόλο και να επιτύχει. Για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχαν συνάψει την ασυνήθιστη συμφωνία τους, ο Όουεν ένιωσε πως ίσως και να τα κατάφερναν. Ήταν τόσο κοντά – μπορούσε σχεδόν να γευτεί το πλούσιο, μεθυστικό
άρωμα της εκδίκησης. Αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος για να μην περιπλέξει τα πράγματα με το σεξ. Τίποτα δεν θα τα έκανε όλα να καταρρεύσουν τόσο γρήγορα όσο μια γυναίκα με αυταπάτες περί αγάπης και το ευτυχισμένο τέλος στο μυαλό της. Με ανανεωμένη αποφασιστικότητα, έκλεισε το λεπτεπίλεπτο χέρι της πάνω στους δικεφάλους του και προχώρησε μπροστά. «Φυσικά, αγάπη μου.» Ένας θυρωρός βγήκε για να τους καλωσορίσει και τους έδειξε το μπροστινό γραφείο, όπου περίμενε μια εκθαμβωτική ξανθιά. «Κύριε και κυρία Ο’ Νιλ, καλημέρα! Λέγομαι Μιράντα. Θα είμαι η προσωπική σας ρεσεψιονίστ για τις επόμενες εβδομάδες.» Έδωσε μια επαγγελματική κάρτα στον Όουεν. «Για ό,τι χρειαστείτε, καλέστε αυτό τον αριθμό. Θα φροντίσω να λάβετε ό,τι επιθυμείτε.» Τα διαπεραστικά πράσινα μάτια της έμειναν παραπάνω απ’ ό,τι ήταν αναγκαίο στα δικά του, και ο Όουεν αποτράβηξε το βλέμμα του έκπληκτος. Όχι εξαιτίας της γυναικείας εκτίμησής της προς εκείνον. Ακόμα και μη ελκυστικοί άντρες στη θέση του θα είχαν το μερίδιό τους σε αυτό. Όχι. Αυτό που τον ξένιζε ήταν η έλλειψη αντίδρασης από μέρους του. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί από τα μάτια της στα βαθυκόκκινα, σαρκώδη χείλη της, για τα οποία πιθανότατα είχε πληρώσει μια περιουσία, και έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται πως τα χείλη της Λίντι ήταν πιο σέξι και δεν της είχαν κοστίσει τίποτα. Το σαγόνι του σφίχτηκε στη θύμηση των απαλών χειλιών της πάνω στα δικά του. Χριστέ μου, τι είχε πάθει; Το κόκκινο στόμα της Μιράντα της Ρεσεψιονίστ σχημάτισε ένα γνώριμο χαμόγελο, και κοίταξε πάλι τα μάτια της. «Ξέρω πως είχατε πολύωρη πτήση, οπότε δεν χρειάζεται να κάνουμε όλα τα γραφειοκρατικά τώρα. Γιατί δεν πηγαίνετε στο δωμάτιό σας να τακτοποιηθείτε; Στις έντεκα, θα έχουμε πρόγευμα καλωσορίσματος στη μεγάλη αίθουσα. Θα γνωρίσετε τα άλλα ζευγάρια, καθώς και ορισμένους από τους ειδικούς περί σχέσεων που διαθέτουμε, και έπειτα θα δούμε το πρόγραμμα.» «Ακούγεται θαυμάσιο. Ανυπομονούμε, έτσι δεν είναι, γλυκέ μου;» Η Λίντι τον αγκάλιασε περισσότερο, με τα στήθη της να πιέζονται πάνω στο μπράτσο του. «Ανυπομονώ» είπε εκείνος με ένα νεύμα, βάζοντας την επαγγελματική κάρτα στην τσέπη του. Η Μιράντα τού έδωσε ένα παλιομοδίτικο κλειδί, χαϊδεύοντας διακριτικά με τα ακροδάχτυλά της την παλάμη του, πριν του το αφήσει στο χέρι. «Ακριβώς πάνω στις σκάλες, δεύτερη πόρτα στα δεξιά σας.» «Δεν έχετε ηλεκτρονικά κλειδιά;» ρώτησε ο Όουεν, προσέχοντας να διατηρήσει ανάλαφρο τον τόνο της φωνής του. «Όχι. Προσπαθούμε, όσο είναι δυνατόν, να τα διατηρήσουμε όλα οργανικά και μη τεχνολογικά. Η εξάρτηση από την τεχνολογία είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα μεταξύ των ζευγαριών την σήμερον ημέρα. Περισσότερος χρόνος στον υπολογιστή, στο κινητό τηλέφωνο ή στα βιντεοπαιχνίδια σημαίνει λιγότερος χρόνος με το ταίρι σου.» Έγειρε προς το μέρος τους, επιδεικνύοντας ένα θεαματικό μέρος του ντεκολτέ της. «Η ελπίδα μας είναι να κάνουμε τα ζευγάρια να εστιάσουν εκ νέου τις ενέργειές τους στη σχέση τους.» Συμβατικά κλειδιά, όχι ηλεκτρονικά. Η εξήγησή της ακουγόταν λογική, αλλά, μέχρι να καταλάβει την απάτη που υπήρχε από πίσω, όλα τού φαίνονταν ύποπτα. Για την ώρα, θα το σημείωνε στο μυαλό του. Μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιο, δεν χρειάστηκαν καθόλου το κλειδί. Ο αχθοφόρος μόλις έβγαινε και τους κράτησε την πόρτα για να περάσουν. «Όλα είναι έτοιμα, κύριε. Οι αποσκευές σας βρίσκονται στην κρεβατοκάμαρα. Λέγομαι Αντρέ, σε περίπτωση που χρειαστείτε οτιδήποτε άλλο.»
Όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του, η Λίντι έβγαλε το παλτό της και κάθισε βαριά στον καναπέ. «Πφφ.» Φύσηξε μια τούφα μαλλιά από το μάτι της. «Είμαι ψυχολογικά εξαντλημένη από την ένταση, εδώ και είκοσι λεπτά. Ήταν λες και είχα γυρίσει από τον οδοντίατρο, μόνο που αυτή τη φορά, αντί να περιμένω να μου χτυπήσει κάποιο νεύρο, περίμενα κάποιον να με δείξει και να φωνάξει “Απατεώνισσα!” ή κάτι τέτοιο. Πώς τα πήγα; Ήμουν τόσο νευρική.» «Ήσουν καταπληκτική. Φυσικότατη. Ο παραγωγός τού Αιδοίου Μονόλογοι θα είναι χαζός αν σε αφήσει να του ξεφύγεις.» Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ναι. Λοιπόν, ίσως σου τηλεφωνήσει για συστάσεις.» «Τις οποίες θα δώσω ευχαρίστως. Θέλεις ένα μπουκάλι νερό τώρα;» ρώτησε, πηγαίνοντας προς το μίνι μπαρ. «Ναι, σε παρακαλώ.» Σηκώθηκε ξανά, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά το περιβάλλον γύρω της. Τριγύρισε στο δωμάτιο, κοιτάζοντάς το. «Ποπό. Είναι υπέροχο, έτσι δεν είναι; Το ξύλο είναι τόσο ακριβό. Πόσα χρήματα έκλεψε για να μπορεί να συντηρεί οικονομικά ένα τόσο φανταχτερό μέρος;» «Επτακόσιες χιλιάδες από την Κάρα, αλλά ποιος ξέρει τι άλλο έχει πάρει από άλλα θύματα. Θυμάσαι τον φίλο που σου έλεγα από την εταιρεία παροχής ασφάλειας; Έκανε έναν έλεγχο, και ανακάλυψε ότι αυτό το μέρος δεν ανήκει στον Νίκο. Το ενοικίασε για ένα χρόνο, και του κόστισε περίπου μισό εκατομμύριο. Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο είμαι πεπεισμένος πως δεν είναι νόμιμη η επιχείρηση. Γιατί να ξοδέψει όλα τα χρήματά του σε κάτι τόσο βραχυπρόθεσμο, αν οι ιδιοκτήτες μπορούν να τα ακυρώσουν όλα σε δώδεκα μήνες; Διότι δεν έχει πρόθεση να μείνει περισσότερο από αυτό το χρονικό διάστημα, γι’ αυτό.» «Ωστόσο, διάλεξε μια πανέμορφη τοποθεσία. Είναι φανταστικό. Πολυτελές, αλλά συνάμα θερμό και ελκυστικό. Είναι δύσκολο να διατηρήσεις αυτή την ισορροπία. Και είδες το προσωπικό; Είναι όλοι τους εξωφρενικά ελκυστικοί. Είναι σαν την ταινία στο Στέπφορντ ή κάτι τέτοιο. Όχι ότι παραπονιέμαι για τους άντρες, αλλά οι γυναίκες μού δημιουργούν κόμπλεξ. Κρυφοκοίταξα σε ένα από τα δωμάτια και είδα μια γυναίκα να στρώνει χαλάκια για γιόγκα. Ήταν τόσο όμορφη. Και αυτή στη ρεσεψιόν… η Μιράντα; Είδες το στήθος της; Είναι έργο τέχνης.» Κοίταξε με απόγνωση τα δικά της, ταπεινά προσόντα, και εκείνος χαμογέλασε. Έπιασε ένα μπουκάλι νερό από το μίνι μπαρ και της το άνοιξε, αφήνοντάς το εκεί. «Αν είσαι τόσο εντυπωσιασμένη από αυτά, μπορείς να τα φτιάξεις και εσύ με περίπου είκοσι χιλιάδες δολάρια, τα οποία, συμπτωματικά, θα έχεις σύντομα στη διάθεσή σου.» Πήρε το βλέμμα του από το δικό της και κοίταξε την κομψή γραμμή του λαιμού της και το απαλό φούσκωμα του στήθους της κάτω από το κοφτό πουλόβερ της. Αναγκάστηκε να συγκρατήσει την ξαφνική, επιτακτική ανάγκη που ένιωσε να τα αγγίξει για να δει πόσο απαλά είναι. «Αν και νομίζω πως τα πας καλά σε αυτό τον τομέα. Δεν θα άλλαζα τίποτα πάνω σου – όχι, βέβαια, ότι μου πέφτει λόγος.» Ο πόθος έκανε τη φωνή του να ακούγεται βραχνή, και γύρισε προς το μπαρ για να βάλει ένα ποτό. «Τέλος πάντων, δεν το παρατήρησα.» «Ν-ναι. Ο αχθοφόρος, ο θυρωρός. Διάολε, όλοι όσοι γνωρίσαμε έως τώρα.» Έπιασε το μπουκάλι με τρεμάμενο χέρι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ικανοποιημένος από την αλλαγή θέματος, σκέφτηκε τον τύπο που πήρε τις αποσκευές τους: ήταν νέος, γύρω στα είκοσι πέντε, με καλή φυσική κατάσταση· είχε πιο σκούρο δέρμα – ίσως Ισπανός· ωραίο πρόσωπο. Ο θυρωρός ήταν πιο ανοιχτόχρωμος, αλλά το ίδιο εμφανίσιμος και σίγουρα
γυμνασμένος. «Τώρα που το ανέφερες, υποθέτω πως είναι αλήθεια. Αν και, όσο άσχημο κι αν ακούγεται, είναι σχεδόν έτσι παντού. Στα περισσότερα πεντάστερα μέρη, δεν θα βρεις και πολλούς μη ελκυστικούς ανθρώπους να δουλεύουν εκεί. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν συναναστρέφονται τους πελάτες. Είναι μέρος της ψευδαίσθησης ότι όλα είναι μεγαλόπρεπα.» Το γρύλλισμα της Λίντι ήταν πιο ξεκάθαρο από κάθε λέξη που θα μπορούσε να πει, και εκείνος ένευσε. «Το ξέρω. Είναι άσχημο, αλλά έτσι είναι τα πράγματα.» «Ναι, αλλά ξεχώριζε, λες και ξαφνικά η Μόνα Λίζα απέκτησε μεγάλα δόντια. Οι περισσότεροι υπάλληλοι στα μέρη όπου έχω πάει δεν είναι για τα καλλιστεία, και σίγουρα αυτό δεν με εμπόδισε να κλείσω δωμάτιο. Αν το μέρος διαθέτει δωρεάν ίντερνετ, δωρεάν κέικ το πρωί, και δεν ενοικιάζει δωμάτια με την ώρα, είναι αρκετά καλό για μένα.» Ανασήκωσε τους ώμους της. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και ξέσπασε σε γέλια. «Με κάνεις να θέλω να επεκτείνω το συμβόλαιό μας, απλά και μόνο για να σε πάρω μαζί μου σε μερικά πάρτι και να δεις τις αντιδράσεις των άλλων όταν θα λες κάτι τέτοια. Έχω συναναστραφεί άτομα τα οποία δεν έχουν ιδέα πώς είναι να ζεις μια κανονική ζωή, όπου τα χρήματα δεν είναι δεδομένα. Είναι μια ανακούφιση να βρίσκομαι με έναν άνθρωπο φυσιολογικό, έτσι για αλλαγή.» Εκείνη χαμογέλασε. «Θέλεις να με περιφέρεις από πάρτι σε πάρτι, λες και είμαι καμιά αρκούδα που χορεύει, για τη διασκέδαση των πολυεκατομμυριούχων φίλων σου;» του είπε πειρακτικά. «Στην πραγματικότητα, περισσότερο για τη δική μου διασκέδαση.» «Σε αυτή την περίπτωση, είμαι μέσα. Νιώθω μεγαλόψυχη τώρα που τελικά παραδέχτηκες πως εγώ είμαι η φυσιολογική.» «Ίσως ήμουν λίγο βιαστικός. Εννοούσα, πιο προσγειωμένη.» «Το δέχομαι. Μέχρι το τέλος αυτών των τριών εβδομάδων, ελπίζω να σε τραβήξω μαζί μου στο έδαφος.» Τον πλημμύρισαν εικόνες της Λίντι να τον τραβάει κάτω για να καλύψει το σώμα της με το δικό του. Ευτυχώς, εκείνη απομακρύνθηκε για να εξερευνήσει την υπόλοιπη σουίτα και δεν είδε την πάλη του να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Αυτή η έλξη είχε αρχίσει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, και έβρισε τον εαυτό του που δεν εκτόνωσε το σεξουαλικό του απόθεμα προτού φύγουν από τη Νέα Υόρκη. Τους τελευταίους δύο μήνες, ο Όουεν ήταν πολύ απασχολημένος με τα σχέδιά του, ώστε δεν έβγαινε ραντεβού. Χωρίς τον πειρασμό δίπλα του και με οτιδήποτε άλλο να αναλώνει την ενέργειά του, η «ξηρασία» αυτή δεν τον ενοχλούσε και τόσο. Όμως, τώρα, που ήταν αναγκασμένος να μείνει με μια ελκυστική γυναίκα, ήταν φυσιολογικό η λίμπιντό του να ξυπνήσει. Αν δεν έπαιρνε γρήγορα τον έλεγχο της κατάστασης, είτε θα έφερνε σε δύσκολη θέση τον εαυτό του και τη Λίντι είτε θα άρχιζε κάτι που δεν θα μπορούσε να τελειώσει – τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που μια γυναίκα σαν τη Λίντι θα περίμενε. Δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβεις. Κάτω τα χέρια σου. Τώρα έπρεπε απλώς να το πει και στον θρασύ αλήτη μέσα στο παντελόνι του.
Κεφάλαιο Πέντε Η Λίντι ίσιωσε τις φανταστικές ζάρες στο μανίκι της και προσπάθησε να εστιάσει στον ομιλητή. Ο Νίκος Στεφανόπουλος στεκόταν μπροστά από τη ζωηρή φωτιά, εκφωνώντας το λόγο τού καλωσορίσματος. Δεν είναι ότι ήταν βαρετός – ήταν αμαρτωλά γοητευτικός. Ήταν ένας μελαψός Άδωνης. Μαύρες μπούκλες πλαισίωναν ένα αγγελικό πρόσωπο, και τα εκφραστικά μάτια του ήταν μαύρα σαν τη νύχτα. Κάθε βραχνή λέξη που έβγαινε από το στόμα του φαινόταν να είναι ειλικρινής, και για τα αυτιά της και μόνο, σχεδόν σαν τη θερμή ομιλία ενός χαρισματικού πολιτικού. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι «το είχε», ό,τι κι αν ήταν «αυτό». Κι όμως, «αυτό» δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει την προσοχή της πάνω του. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η στιγμή που είχε ανοίξει την πόρτα στο υπνοδωμάτιό τους και είχε δει το πολυτελές υπέρδιπλο κρεβάτι· κατελάμβανε σχεδόν όλο τον έναν τοίχο και καλυπτόταν από έναν πανέμορφο ουρανό από οργάντζα. Ήταν το κρεβάτι των ονείρων της. Και ο Όουεν, όμως, δεν βοηθούσε τα πράγματα· με την ελκυστική του εμφάνιση και την ωμή σεξουαλικότητά του, ακόμα και το πιο αθώο σχόλιο ή βλέμμα του το ένιωθε απροκάλυπτα σεξουαλικό. Και πάλι, ίσως να ένιωθε απλά ερεθισμένη. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε κάνει σεξ, και σκέφτηκε δύο χρόνια πριν, προτού σταματήσει, βογκώντας από μέσα της. Ήταν θλιβερό, αλλά της έδινε κάποια ελπίδα ότι όλο αυτό δεν είχε καμία σχέση με τον Όουεν. Είχε διαβάσει στο Κόσμο ότι οι γυναίκες φτάνουν στο σεξουαλικό τους ζενίθ στα τριάντα. Τι κι αν βρισκόταν κάνα-δυο χρόνια πριν από τα τριακοστά της γενέθλια; Ίσως να είχε φτάσει στο ζενίθ της νωρίτερα, και το ενδιαφέρον του Όουεν, ψεύτικο ή όχι, είχε ξυπνήσει μέσα της κάτι το οποίο βρισκόταν σε χειμερία νάρκη για πολύ καιρό. Αυτό μάλλον έβλεπε – όχι τον συγκεκριμένο άντρα, αλλά έναν γοητευτικό, σέξι τύπο, στο σωστό μέρος, στη σωστή στιγμή. «Πρόσεξε» είπε ο Όουεν. «Προσέχω» του απάντησε, πιο δυνατά απ’ ό,τι χρειαζόταν. Η γυναίκα που καθόταν στα δεξιά της την κοίταξε έντονα, και η Λίντι ένευσε δειλά ένα «Συγγνώμη». «Η Μιράντα θα περάσει από εσάς με ένα κουτί και μερικά καρτελάκια. Σας παρακαλούμε να γράψετε το όνομά σας σε ένα από αυτά, να το κολλήσετε στο κινητό σας και να το βάλετε στο κουτί.» Ο Νίκος γέλασε με τους αναστεναγμούς τους και σήκωσε το χέρι του. «Ξέρω ότι μερικοί από εσάς διευθύνετε απαιτητικές επιχειρήσεις – και αυτό δεν είναι υποχρεωτικό, αλλά συμβολίζει για τον σύντροφό σας το πόσο είστε δεσμευμένοι με τη διαδικασία. Εναλλακτικά, από εδώ και στο εξής, σας ζητάμε να μη φέρνετε τα κινητά σας στις ομαδικές δραστηριότητες. Έχετε αρκετά διαλείμματα μέσα στη μέρα για να επιστρέφετε στο δωμάτιό σας και να κάνετε τα τηλεφωνήματά σας. »Τώρα» συνέχισε ο οικοδεσπότης τους «απολαύστε ένα ελαφρύ γεύμα και γνωριστείτε λίγο μεταξύ σας. Έπειτα, το κάθε ζευγάρι θα συναντηθεί με έναν σύμβουλο που θα του δώσει τα ερωτηματολόγια και θα του φτιάξει το πρόγραμμα. Το βράδυ, η ομάδα θα συγκεντρωθεί εκ νέου εδώ για δείπνο και για μερικά παιχνίδια. Μέχρι τότε, να φέρεστε με σεβασμό ο ένας στον άλλον και πάντα να μιλάτε με αγάπη στην καρδιά σας.» Ο Όουεν έβρισε μέσα από τα δόντια του, και η Λίντι τον σκούντηξε στα πλευρά. «Είναι πραγματικό κάθαρμα, έτσι;» Τα ρουθούνια του άνοιξαν πιο πολύ και η προφορά του έγινε
πιο έντονη. «Καλύτερα να χαλαρώσεις. Έρχεται προς το μέρος μας και θα τα χαλάσεις όλα.» Ο Νίκος συναναστρεφόταν το μικρό πλήθος, συστήνοντας τον εαυτό του στο καθένα από τα ζευγάρια. Τους πλησίασε και της χαμογέλασε πλατιά. «Κυρία Ο’ Νιλ. Κύριε Ο’ Νιλ. Χαίρομαι που σας γνωρίζω.» Αντήλλαξε χειραψία με τον Όουεν, έπειτα πήρε το δικό της χέρι και φίλησε απαλά τις αρθρώσεις της. «Στεφανόπουλε» είπε ο Όουεν κάνοντας ένα νεύμα, αν και το χαμόγελο που το συνόδευε ήταν λες και του έδειχνε τα δόντια του. «Χαιρόμαστε πολύ που σας έχουμε εδώ. Ανυπομονώ να συνεργαστώ μαζί σας κατά τη διάρκεια της διαμονής σας. Θα θέλατε να παραδώσετε τα τηλέφωνά σας;» Έδειξε τη Μιράντα, έτοιμος να τη φωνάξει. «Φοβάμαι πως όχι» είπε κοφτά ο Όουεν. Η Λίντι τον κοίταξε συνοφρυωμένα. Ακουγόταν λίγο ψυχρός, και έτσι πρόσθεσε: «Έχω επείγουσες δουλειές, αλλά είναι εξαιρετική η ιδέα για αυτούς που μπορούν να το κάνουν.» «Όμως, θα τα αφήνουμε στο δωμάτιο όταν πηγαίνουμε στις συνεδρίες, σωστά, γλυκέ μου;» είπε η Λίντι, χαμογελώντας ζωηρά στον Όουεν. «Φυσικά.» «Κανένα πρόβλημα» είπε ο Νίκος, φαινομενικά ανυποψίαστος από την αρχική δυστροπία του Όουεν. «Και, παρακαλώ, αν χρειαστείτε οτιδήποτε, μη διστάσετε να μου το πείτε.» Τα λόγια του ακούγονταν ακίνδυνα, αλλά η θέρμη του βλέμματός του όταν την αποχαιρετούσε έκανε το μετρητή απατεωνιάς της Λίντι να χτυπήσει κόκκινο. Ο Όουεν έπιασε το χέρι της και την οδήγησε σε ένα μακρύ τραπέζι, το οποίο φαινόταν να βογκάει κάτω από τον όγκο των φαγητών που είχαν απλωθεί πάνω του. «Νομίζω πως του αρέσω» είπε χαμηλόφωνα, καθώς γέμιζε το πιάτο της. «Ίσως αυτή να είναι η απάτη. Αποπλανεί δυστυχισμένες γυναίκες, για να βάλει χέρι στην περιουσία των συζύγων τους.» «Ή ίσως όντως να του αρέσω» απάντησε εκείνη κοφτά. Μόλις είχαν φτάσει στα πιάτα με τα φρούτα, όταν άκουσαν μια ηχηρή αντρική φωνή. «Γεια.» Ένας εύσωμος άντρας, γύρω στα πενήντα, έτεινε το παχουλό χέρι του. «Το όνομά μου είναι Κάλβιν Σένταρχερστ. Και η γυναίκα μου, η Μπίτσι.» Το «Μπίτσι Σένταρχερστ» ήταν το πιο… ταιριαστό όνομα σε άτομο που η Λίντι είχε ακούσει ποτέ. Επρόκειτο για μια ντροπαλή γυναίκα με γλυκό χαμόγελο, την οποία συμπάθησε αμέσως. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Να μαντέψω: Τέξας;» «Το βρήκες, όμορφη.» Της έκλεισε το μάτι και γύρισε στον Όουεν. «Και τα δυο σας;» «Για την ώρα, στο Λονγκ Άιλαντ.» «Δεν έχω πάει ποτέ. Αξίζει να το επισκεφτεί κανείς;» «Είναι υπέροχα την άνοιξη, αλλά ίσως να μη θέλεις να έρθεις αυτή την εποχή» είπε η Λίντι χαμογελώντας ευγενικά. «Θα το έχω υπόψη μου.» Τους χαιρέτισε και οδήγησε την Μπίτσι στα πιάτα με τα ζυμαρικά. «Χάρηκα που σας γνώρισα. Η γυναίκα μου κι εγώ θα πάμε να πάρουμε φαγητό.» Η Λίντι και ο Όουεν κάθισαν με τα πιάτα τους, αλλά, προτού εκείνη προλάβει να φάει μια
μπουκιά, ένα άλλο ζευγάρι τούς πλησίασε, αυτή τη φορά με επικεφαλής τη γυναίκα, που την είχε κοιτάξει έντονα όταν ο Νίκος έβγαζε το λόγο καλωσορίσματος. Η Λίντι φόρεσε ένα ευγενικό χαμόγελο. «Σας πειράζει να καθίσουμε μαζί σας;» Η γυναίκα δεν περίμενε απάντηση, και κάθισε στην καρέκλα απέναντι από τον Όουεν. «Όλες οι άλλες θέσεις είναι πιασμένες. Πραγματικά, θα έπρεπε να το είχαν οργανώσει καλύτερα» παραπονέθηκε, σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα, πριν συνεχίσει: «Επίσης, αυτό το μέρος είναι μικρότερο απ’ ό,τι περίμενα. Η γραμματέας του Μάρτι μάς έδωσε το όνομα, και, πιστέψτε με, θα τα ακούσει για τα καλά όταν επιστρέψουμε.» Ο Μάρτι κάθισε δίπλα στη γυναίκα του και τους χαιρέτισε με ένα νεύμα. Δεν θα ήταν παραπάνω από σαράντα ετών, αλλά φαινόταν τόσο κουρασμένος που έμοιαζε μεγαλύτερος. Είχε ευγενικό πρόσωπο, του ανθρώπου που, αν τον έβλεπες στο δρόμο και χρειαζόσουν οδηγίες, θα ένιωθες ασφαλής να σταματήσεις και να τον ρωτήσεις. «Είμαι η Λίντι» είπε, καταπίνοντας γρήγορα, προτού συνεχίσει. «Και αυτός είναι ο σύζυγός μου, ο Όουεν.» «Από εδώ ο Μάρτι, και εγώ είμαι η Τζόρνταν.» Η Λίντι απομνημόνευσε τα ονόματα. Ο Μάρτι ίσως να μην αποτυπωνόταν στο μυαλό της, αλλά η Τζόρνταν έμοιαζε με δεσμοφύλακα, και αυτό σίγουρα θα το θυμόταν. «Σκέφτομαι πως ίσως είναι η ώρα να την απολύσω, έτσι κι αλλιώς» είπε η Τζόρνταν η Δεσμοφύλακας. «Όποτε παίρνω τηλέφωνο, με βάζει στην αναμονή για πάρα πολλή ώρα. Ο Μάρτι είναι ο σύζυγός μου και, αν πρέπει να του μιλήσω, πρέπει να το κάνω αμέσως. Πάντα λέω πως οι καλές βοηθοί είναι δυσεύρετες. Δεν συμφωνείτε;» Ο Μάρτι δεν αντέδρασε, παρά μόνο κοίταξε αλλού. Η σύζυγός του ήταν πραγματικός οδοστρωτήρας, και η Λίντι αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τον αγκαλιάσει παρηγορητικά. Γέλασε νευρικά, ζυγίζοντας την απάντησή της. Τι θα έλεγαν οι πλούσιοι τώρα; «Πράγματι. Για την ακρίβεια, έλεγα στον Όουεν τις προάλλες ότι πρέπει να απολύσουμε όλο το προσωπικό και να πάρουμε καινούργιους, έτσι δεν είναι, αγάπη μου;» Ο τόνος της φωνής της άρχισε να μοιάζει με αυτόν της Μίρνα Λόι, και είδε τον Όουεν να την κοιτάζει με την άκρη του ματιού του. «Μη… όχι. Όχι αυτό» είπε μέσα από τα δόντια του, με ένα σχεδόν ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού του. Η Λίντι ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν και καθάρισε το λαιμό της, προτού συνεχίσει με έναν πιο φυσιολογικό τόνο: «Όπως έλεγα, είναι μια διαρκής μάχη.» Η Τζόρνταν ένευσε με κατανόηση, ενώ ο Μάρτι έμοιαζε να θέλει να πεθάνει. «Λοιπόν, Μάρτι, με τι ασχολείσαι;» Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά η Δεσμοφύλακας τον πρόλαβε. «Είναι χειρούργος, με ειδικότητα στην επανόρθωση προσώπου. Πες τους, Μάρτι» είπε. Ήταν ψέμα, όμως. Δεν είχε καμία πρόθεση να τον αφήσει να μιλήσει. Και πάλι πήρε το λόγο, λέγοντάς τους ατέλειωτες ιστορίες για άγρια σκυλιά που επιτέθηκαν σε παιδάκια και για ένα αιματοβαμμένο περιστατικό με ένα πριόνι. Μέχρι να τελειώσουν, η Λίντι ίσα που είχε αγγίξει το φαγητό της, αλλά δεν είχε και όρεξη. Σκεφτόταν να προσποιηθεί πως είχε πονοκέφαλο για να φύγει, όταν μια ελκυστική ξανθιά με συντηρητικό χτένισμα πλησίασε χαμογελώντας το τραπέζι τους. «Κύριε και κυρία Ο’ Νιλ; Ονομάζομαι Σάραμπεθ και θα είμαι η σύμβουλός σας. Αν τελειώσατε το φαγητό σας, να πάμε σε μια αίθουσα συνεδριάσεων και να κάνουμε μια μικρή εισαγωγική
συνεδρία;» Η Λίντι και ο Όουεν παραλίγο να ρίξουν ο ένας τον άλλον κάτω, από τη βιασύνη τους να φύγουν μακριά από το άλλο ζευγάρι. «Θα σας κρατήσουμε θέση για το δείπνο!» φώναξε η Τζόρνταν, καθώς ακολουθούσαν τη Σάραμπεθ. Ο Όουεν πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Λίντι και έσκυψε προς το μέρος της. «Σκότωσέ με πρώτα» ψιθύρισε. Το ζεστό σύννεφο αέρα που χάιδεψε το λοβό του αυτιού της έστειλε ρίγη στη ραχοκοκαλιά της, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει βεβιασμένα. «Από εδώ» είπε η Σάραμπεθ, δείχνοντάς τους μια μικρή αίθουσα συνεδριάσεων. Κάθισαν γύρω από ένα γυάλινο τραπέζι και η σύμβουλός τους τούς έδωσε από μια στοίβα χαρτιά. «Όπως γνωρίζετε από το διαφημιστικό μας φυλλάδιο, θα συναντιόμαστε τρεις φορές την εβδομάδα για να δουλέψουμε πάνω σε θέματα επικοινωνίας και οποιαδήποτε άλλα ζητήματα σας απασχολούν αυτή την περίοδο. Το πρώτο πράγμα που προσπαθούμε να κάνουμε εδώ στο κέντρο είναι να θέσουμε κάποιους στόχους. Θα ήθελα και οι δύο να σκεφτείτε και να γράψετε τι ελπίζετε να αποκομίσετε από αυτή την εμπειρία. Έπειτα, στο ίδιο χαρτί, θέλω να γράψετε το μοναδικό πράγμα που δεν είναι διαπραγματεύσιμο στη σχέση σας. Έχετε καμία ερώτηση;» Αμφότεροι κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους. «Τότε, ξεκινήστε.» Η Λίντι και ο Όουεν είχαν μιλήσει για όσα θα έλεγαν αναφορικά με το λόγο που βρίσκονταν στο θέρετρο, και είχαν συμφωνήσει να τον αφήσουν να αιωρείται, οπότε αυτό δεν ήταν θέμα. Η άλλη ερώτηση έπιασε εξ απροόπτου τη Λίντι. Κοίταξε επιφυλακτικά τον Όουεν. Είχε ήδη αφήσει κάτω το μολύβι του και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Τι της είχε πει προηγουμένως; Ήταν πιο εύκολο να διατηρήσεις ένα ψέμα, όταν είναι κοντά στην αλήθεια. Ανασήκωσε τους ώμους της και συνέχισε να γράφει. Πέρασε ακόμα ένα λεπτό προτού η Σάραμπεθ ξαναμιλήσει. «Εντάξει, αρκεί για την ώρα. Γυρίστε τις καρέκλες σας και κοιτάξτε ο ένας τον άλλον.» Έκαναν και οι δύο αυτό που τους ζήτησε, αλλά ο Όουεν δεν μπόρεσε να κρύψει τη δυσαρέσκειά του. Η Σάραμπεθ τον χτύπησε απαλά στο χέρι. «Μην ανησυχείς, δεν είναι τόσο άσχημο. Θα εκπλαγείς. Μέχρι το τέλος της πρώτης εβδομάδας, πολλοί άντρες μοιράζονται ευχαρίστως τις ενδόμυχες σκέψεις τους με τις συζύγους τους, καταπρόσωπο.» Εκείνος ρουθούνισε ειρωνικά. Η Λίντι προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ένιωθε αν ήταν πραγματικά η κυρία Ο’ Νιλ και είπε απότομα: «Σοβαρά, Όουεν. Θα πάθεις τίποτα αν για μια φορά φανείς ανοιχτόμυαλος;» Ο Όουεν την κοίταξε προειδοποιητικά, κάτω από τις παχιές μαύρες βλεφαρίδες του, αλλά δεν ήρθε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ένα κύμα προσδοκίας την κατέκλυσε. Αυτό θα είχε πλάκα. «Εδώ είμαι, έτσι δεν είναι;» γρύλλισε εκείνος. «Οπότε, σαν όλους τους άντρες, σκέφτηκες πως αυτό είναι αρκετό. Δεν έχω δίκιο, Σάραμπεθ;» είπε συνωμοτικά. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να εμφανιστείς, και όλα είναι μια χαρά. Ίσως να επιτρέπω σε αυτή τη συμπεριφορά σου να περνάει στο κρεβάτι, κύριε, αλλά ανάθεμα αν σε αφήσω να το κάνεις εδώ. Είναι η ώρα να διορθώσουμε μερική από τη ζημιά που έκανες με την
απάθειά σου, δεν νομίζεις;» Τα μάτια του Όουεν άνοιξαν διάπλατα, και ύστερα συνοφρυώθηκε, με μια διαβολική λάμψη στο βλέμμα του. Ξαφνικά, κάθε ίνα στο σώμα της ανατρίχιασε, και το μυαλό της φώναξε: Ακύρωσέ το! Ακύρωσέ το! «Δεν λέω πως είναι τ-τέλεια» είπε τραυλίζοντας, προσπαθώντας μανιωδώς να οπισθοχωρήσει. Ένα βλέμμα στο φονικό χαμόγελο του Όουεν, και ήξερε πως ήταν πολύ λίγο και πολύ αργά πια. «Απάθεια; Γλυκιά μου, δεν είμαι απαθής – είμαι αποκαμωμένος. Οι ορέξεις σου είναι… το λιγότερο ασυνήθιστες, και μέχρι να τελειώσουμε τα προκαταρκτικά χρειάζομαι ξεκούραση. Όσο και να θέλω να σε ευχαριστήσω, είναι παράλογο να περιμένεις να το κάνουμε τρεις και τέσσερις φορές τη μέρα.» Έγειρε πιο κοντά της, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί από τα χείλη της μέχρι το στήθος της, σαν χάδι. «Και, ειλικρινά, κάποιες από τις απαιτήσεις σου με κάνουν να νιώθω…» ζάρωσε τη μύτη του και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του «…βρόμικος.» Η Λίντι έκλεισε τα μάτια της, στύβοντας το μυαλό της για μια απάντηση, αλλά δεν μπόρεσε να ξεστομίσει τίποτα παραπάνω από ένα πνιχτό επιφώνημα, προτού παρέμβει η Σάραμπεθ. «Όλα αυτά είναι πολύ καλά.» Καθάρισε το λαιμό της και έσπρωξε τα γυαλιά πάνω στη μύτη της. «Σας ευχαριστώ και τους δύο για την προθυμία σας να μοιραστείτε τις αλήθειες σας μαζί μου και μεταξύ σας. Τι θα λέγατε να σταματήσουμε εδώ, και μόλις επεξεργαστούμε κάποια βασικά πράγματα μπορούμε να επανέλθουμε σε αυτό το θέμα, ναι;» Το δωμάτιο είχε πλημμυρίσει με ένταση, αλλά το σίγουρο χαμόγελο της Σάραμπεθ δεν εξαφανίστηκε. Έγραψε κάποιες σημειώσεις στο φάκελο μπροστά της, πριν συνεχίσει: «Εντάξει, πίσω στην άσκηση. Όουεν, γιατί δεν αρχίζεις πρώτος; Πες στη Λίντι τι ελπίζεις να λάβεις από αυτή την εμπειρία, και το ένα πράγμα που περιμένεις από εκείνη για το γάμο σας, πέρα και πάνω από όλα τα άλλα.» Η Λίντι κοίταξε το χαρτί στα τρεμάμενα χέρια της. Μπορούσε να νιώσει το διαπεραστικό βλέμμα του Όουεν πάνω της. Το να επιχειρήσει να τον ανταγωνιστεί ήταν μια πέρα για πέρα λάθος κίνηση εκ μέρους της, και δεν είχε ιδέα πώς θα επέστρεφε σε ασφαλές έδαφος. Είχε τσιγκλήσει το τέρας, και τώρα αυτό ήταν ξύπνιο και έψαχνε για θήραμα. Πέρα από τις σύντομες στιγμές όπου εκείνος είχε αλλάξει γρήγορα τη συμπεριφορά του, όπως όταν τον είχε ψεκάσει στο στόμα με άρωμα ή όταν είχαν φιληθεί προηγουμένως, εκείνος φαινόταν να διαθέτει αυτοπεποίθηση αλλά και να είναι καταδεκτικός τις περισσότερες φορές. Έξυπνη η κίνηση εκ μέρους του. Αν είχε δει περισσότερο αυτή την πλευρά του –την πιο άγρια–, ποτέ δεν θα δεχόταν αυτή τη δουλειά. Ήταν αρκετά δύσκολο να βρίσκεται κοντά του, όταν εκείνος ήταν εκτός ελέγχου. Χωρίς την πολιτισμένη μάσκα του, θα την έτρωγε ζωντανή. Καθώς κοίταξε το έξυπνο βλέμμα του, με την ένταση να κορυφώνεται ανάμεσά τους κάνοντας το στομάχι της να σφίγγεται, δεν μπορούσε με τίποτα να ανακαλέσει στο μυαλό της το λόγο για τον οποίο αυτό θα ήταν κακό. *** Ο Όουεν δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τη Λίντι, καθώς τον κοιτούσε με ένα μεθυστικό μείγμα επιθυμίας και τρόμου. Ωραία. Θα έπρεπε να φοβάται. Διάολε, ήταν τόσο κοντά στα άκρα, που τρόμαζε ακόμη και τον εαυτό του. Ύγρανε το έξυπνο στόμα της με την άκρη της γλώσσας της, και εκείνος έμεινε να την κοιτάζει μαγεμένος. Το σώμα του έκρουσε σήμα κινδύνου, και χρειάστηκε
κάθε ίχνος του αυτοελέγχου του για να μην της ορμήσει. Η Σάραμπεθ ξανακαθάρισε ευγενικά το λαιμό της, σπάζοντας τα μάγια. «Όουεν;» Συγκεντρώσου. Επέστρεψε αμέσως στην πραγματικότητα και κοίταξε αλλού, προς ανακούφιση της Λίντι. «Συγγνώμη, ναι.» Είδε το χαρτί πάνω στα γόνατά του. «Είμαι εδώ για να συνδεθώ με τη γυναίκα μου, όπως ήμασταν στην αρχή του γάμου μας.» Ήταν λίγο γενικό αυτό, και στην ουσία δεν δήλωνε κάτι, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πολλούς άντρες που θα έβρισκαν κάτι καλύτερο. Η Σάραμπεθ του ένευσε ενθαρρυντικά. «Πολύ καλά, Όουεν. Στις επόμενες επισκέψεις θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα πράγματα που σου λείπουν περισσότερο αυτή την περίοδο, εντάξει; Τώρα, πες μας το ένα πράγμα που περιμένεις από τη Λίντι στο γάμο σας, περισσότερο από όλα τα άλλα.» «Αφοσίωση» είπε ενστικτωδώς. Η Λίντι τον κοίταξε μπερδεμένη. Δεν ήταν αυτό που είχε γράψει, και το ήξερε. Καλύτερα να μάθαινε να διαχωρίζει τον Όουεν Φίλιπς από τον Όουεν Ο’ Νιλ, διαφορετικά κινδύνευε να αποκαλύψει περισσότερα στη συνένοχό του απ’ ό,τι σε οποιονδήποτε άλλον. «Τώρα εσύ, Λίντι.» «Είμαι εδώ επειδή η ζωή είναι πολύ μικρή για να είμαι δυστυχισμένη, αλλά έχουμε μια δέσμευση. Δεν θέλω απλά να το κάνω να “λειτουργήσει”. Για μένα, αυτό σημαίνει να συμβιβάζεσαι… να το επισκευάζεις όπως όπως μέχρι να λειτουργήσει. Δεν είναι αυτό που ψάχνω στην παντοτινή σχέση μου. Θέλω να το φτιάξω μέχρι να γίνει σωστό και πραγματικά… καλό.» Η φωνή της ήταν ειλικρινής, και η Σάραμπεθ της χαμογέλασε πλατιά. «Τέλεια» είπε, γράφοντας μανιωδώς στο βιβλίο της. Σίγουρα ήταν. Επρόκειτο για μια αρκετά λογική προσέγγιση σε μια σχέση. Γιατί ένα άτομο να συμβιβαστεί με το «έτσι κι έτσι», αν, με λίγο… σπρώξιμο, μπορεί να επιτευχθεί η αληθινή πληρότητα; Ίσως να χρειαζόταν μια επανεκτίμηση των δικών του σκέψεων για την επιλογή συντρόφου. Κρατώντας το στο μυαλό του για να το εξετάσει αργότερα, ο Όουεν κοίταξε τη Λίντι με καινούργια μάτια. Η αστεία, περίεργη γοητεία της έκρυβε το πόσο κοντά του βρισκόταν σε ορισμένα ζητήματα. Έπιασε τον εαυτό του όχι μόνο να απολαμβάνει τη συντροφιά της πάρα πολύ, αλλά επίσης να σέβεται τις ιδέες της κάθε λεπτό που περνούσε. «Και τι είναι μη διαπραγματεύσιμο για σένα;» «Θέλω έναν άντρα που το πρόσωπό του να φωτίζεται όταν μπαίνω στο δωμάτιο.» Το βλέμμα της Σάραμπεθ μαλάκωσε ύποπτα για μια στιγμή, με τη μάσκα της ενθαρρυντικής θεραπεύτριας να κλονίζεται. «Ναι» είπε αναστενάζοντας. «Αυτό ακριβώς είναι, έτσι;» Κάτι αδιόρατο εμφανίστηκε μεταξύ των δύο γυναικών, και η Λίντι ένευσε αργά: «Τόσο απλό.» Ακριβώς τη στιγμή που την επαινούσε για τη λογική της, ο Όουεν έπρεπε να πει και μια ανοησία: «Χωρίς να θέλω να σπάσω το ροζ συννεφάκι σας, κυρίες μου, αυτό είναι βγαλμένο μόνον από ρομαντικές νουβέλες. Στην πραγματική ζωή, αν δώσεις σε κάποιον τέτοιου είδους δύναμη, αφήνεις ανυπεράσπιστο τον εαυτό σου να πληγωθεί. Περισσότεροι από τους μισούς γάμους δεν διαρκούν – και αυτοί που διαρκούν πιθανότατα δεν είναι ευτυχισμένοι. Αν όλος ο κόσμος σου γυρίζει γύρω από ένα άτομο και το άτομο αυτό σε παρατήσει, πού σε αφήνει αυτό;» Οι γυναίκες αντήλλαξαν ένα νευρικό βλέμμα, αλλά καμία δεν απάντησε.
«Θα σας πω πού: μόνο στο καταραμένο σκοτάδι.»
Κεφάλαιο Έξι «Καλά πήγε» είπε η Λίντι, δείχνοντας περισσότερο ενθουσιασμό από αυτόν που μπορούσε να βάλει στον τόνο της φωνής της. «Στ’ αλήθεια πήγε καλά;» Η φωνή του Όουεν ήταν παραπλανητικά απαλή και έκλεισε την πόρτα της σουίτας. Από νωρίς το απόγευμα, περίπου την ώρα που η Λίντι υπαινίχθηκε πως εκείνος ήταν χάλια στο κρεβάτι, έβγαζε μια ενέργεια που την έσπρωχνε τόσο πολύ στα άκρα, ώστε μετά βίας το ανεχόταν. Ευτυχώς, μετά τη συνεδρία τους με τη Σάραμπεθ, είχαν αποχωριστεί ο ένας τον άλλον για μερικά ατομικά σεμινάρια – ένα για τις γυναίκες και ένα για τους άντρες. Ήταν μια ευχάριστη αναβολή. Ήλπιζε πως, μέχρι την ώρα που θα έμεναν ξανά μόνοι τους, το όλο θέμα θα είχε ξεχαστεί. Πού τέτοια τύχη… «Ναι. Ειδικά η συνεδρία για την αυτοπεποίθηση που έκανα με τις άλλες γυναίκες. Νομίζω πως δημιούργησα μερικούς καλούς δεσμούς με κάποιες εξ αυτών, ώστε μπορώ να αρχίσω να ψάχνω τις επόμενες εβδομάδες και να μάθω αν τους πλησίασε κανείς για επενδυτικές ευκαιρίες ή κάτι τέτοιο.» Έβγαλε τα παπούτσια της και πάτησε στο χνουδωτό χαλί, πηγαίνοντας προς το μπαρ για ένα αναψυκτικό, αποφασισμένη να μην τον κοιτάξει. «Συμφωνώ. Οι άντρες ήταν σχετικά ομιλητικοί και στη δική μου ομάδα επίσης, αλλά δεν με ενδιαφέρει αυτό τώρα. Με ενδιαφέρει περισσότερο να συζητήσουμε τη συνάντησή μας με τη Σάραμπεθ. Νομίζεις πως πήγε καλά, Λίντι;» Ήπιε μια γουλιά από το αναψυκτικό της και το άφησε στο μπαρ. «Ήταν η πρώτη μας συνεδρία, οπότε πρέπει να σκεφτούμε μερικά θέματα.» Μόρφασε με την επιλογή των λέξεων, ενθυμούμενη την «εξομολόγηση» του Όουεν για τις «ορέξεις» της στη Σάραμπεθ. «Αλλά, κατά τα άλλα, δεν ήταν άσχημα. Σίγουρα πίστεψε πως είμαστε ζευγάρι, που είναι το μόνο που μετράει, σωστά;» Ο Όουεν την κοίταξε στα μάτια, πλησιάζοντας πιο κοντά της. «Σε έναν τέλειο κόσμο, ναι.» Συνέχισε να έρχεται προς το μέρος της με αργά, αποφασιστικά βήματα. Τα δόντια της τρεμούλιασαν και έκανε ένα δειλό βήμα πίσω. «Ωραία. Οπότε, τότε είμαστε εντάξει.» Σχημάτισε με τα δάκτυλά της το σήμα της νίκης και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. «Πάω να κάνω ένα ντους, πιθανότατα για πολλή ώρα. Αν θέλεις, ξέρεις, μπορείς να πας κάπου ή να κάνεις οτιδήποτε» φώναξε πάνω από τον ώμο της. «Λίντι;» Γύρισε, βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, και παραλίγο να ουρλιάξει από την τρομάρα της. «Τι είσαι, κανένα βαμπίρ; Πώς ήρθες τόσο γρήγορα εδώ;» Έβαλε το ένα χέρι της πάνω στην καρδιά της, που κάλπαζε ξέφρενα. «Μη σε απασχολεί αυτό. Νομίζω πως πρέπει να μιλήσουμε, ναι;» «Για ποιο πράγμα;» Γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει στα μάτια και το μετάνιωσε αμέσως. Το βλέμμα του ήταν θερμό, αλλά όχι με το θυμό που περίμενε. Φαινόταν εύθυμος και κάπως ερεθισμένος. Και απόλυτα τρομακτικός. «Όπως έλεγα, σε έναν τέλειο κόσμο, το γεγονός ότι η Σάραμπεθ πίστεψε το κόλπο μας θα αρκούσε για να είμαι ευχαριστημένος. Αλλά νιώθω περίεργα, πληγωμένος από τον τρόπο που περιέγραψες τη σεξουαλική μας ζωή.»
«Α-αλήθεια;» Με το δάκτυλό του έβγαλε μια τούφα μαλλιά από το μέτωπό της. «Αλήθεια. Και δεν είμαι ο τύπος του ανθρώπου που τον ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, οπότε αυτό είναι ελαφρώς ανησυχητικό.» Η Λίντι έκανε άλλο ένα βήμα πίσω και χτύπησε στον τοίχο. «Απλώς αστειευόμουν, και εσύ έτσι κι αλλιώς το γύρισες εναντίον μου. Είμαι σίγουρη πως η Σάραμπεθ δεν πιστεύει πως είσαι χάλια στο…» «Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη της Σάραμπεθ» είπε εκείνος, και ήρθε τόσο κοντά της ώστε η Λίντι ένιωθε τη θέρμη του σώματός του. «Για κάποιον περίεργο λόγο, είναι η δική σου γνώμη που με νοιάζει.» «Η δική μου;» Ξεροκατάπιε. «Όχι, μην ανησυχείς για αυτό, εντάξει; Βάζω στοίχημα πως είσαι επιβήτορας.» Άπλωσε το χέρι της για να τον χτυπήσει φιλικά στον ώμο, αλλά, όταν έπιασε τους σκληρούς του μυς, τράβηξε πίσω το χέρι της. Τα μάτια του έλαμπαν περισσότερο και κούνησε αργά το κεφάλι του. «Δεν είναι εντάξει. Δεν το πιστεύεις πραγματικά. Θέλω να σε κάνω να το πιστέψεις.» Έσκυψε το κεφάλι του, μειώνοντας τελείως την απόσταση ανάμεσά τους, με το στόμα του πάνω στο δικό της καθώς μίλησε. «Θέλεις να πιστέψεις, Λίντι;» Δεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτό, αλλά δεν μπορούσε ούτε να φύγει. Για μια στιγμή, αντιστάθηκε στη σεξουαλική επίθεση. Έπειτα, με ένα χαμηλό βογκητό, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Ήταν εκτός ελέγχου, και το ήξερε πως ήταν ηλίθιο, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της. Η γλώσσα του γλίστρησε στο στόμα της και μπλέχτηκε με τη δική της, σε έναν αρχέγονο χορό που δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ. Οι θηλές της σκλήρυναν και πίεσε το σώμα της πιο κοντά στο δικό του. Εκείνος γρύλλισε –ένας ήχος ωμός, που έστειλε ρίγη στη ραχοκοκαλιά της–, και η Λίντι μετακινήθηκε ακόμα πιο κοντά του, υποκύπτοντας στην ανάγκη της να κολλήσει τους γοφούς της πάνω στους δικούς του. Διάολε, όλο του το σώμα ήταν σκληρό και σφιχτό. Έβαλε το χέρι της δοκιμαστικά πάνω στην κοιλιά του. Οι μύες του σφίχτηκαν κάτω από το χέρι της, πάλλονταν κάτω από το χάδι της. Το φιλί του έγινε πιο απαιτητικό, μέχρι που η καρδιά της άρχισε να χτυπάει ξέφρενα από τον ήχο που έβγαζαν οι κοφτές ανάσες τους. Τα χέρια του έκλεισαν πάνω στους γοφούς της χαϊδεύοντάς τους, στέλνοντας κύματα θέρμης ανάμεσα στα πόδια της. Εκείνος ήταν ο ήλιος και εκείνη παγωτό, το οποίο έλιωνε για εκείνον. Δεν ήταν καλό αυτό. Τραβήχτηκε πίσω. «Πρέπει να σταματήσουμε.» Η φωνή της ακουγόταν βραχνή, υπονομεύοντας τελείως τη βαρύτητα των λόγων της. Την κοίταξε με τόσο σκοτεινό βλέμμα, ώστε τα μάτια του φάνταζαν μαύρα. «Γιατί; Νόμιζα πως τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά.» «Π-πρέπει να μπω στο ντους τώρα, όμως.» «Νιώθεις βρόμικη, αγάπη;» «Ναι. Όχι. Εννοώ, όχι ιδιαίτερα. Με αυτό τον τρόπο.» Τα δάκτυλά του πάνω στους γοφούς της συνέχισαν το χάδι τους και η Λίντι έχανε γρήγορα τη μάχη με τη λογική. Τα τέλεια χείλη του ήταν ακόμα μερικά εκατοστά μακριά από τα δικά της. Αν έγερνε λιγάκι πίσω το κεφάλι της, θα
μπορούσε… Όχι. Αυτός ο τύπος δεν ήταν για τα κυβικά της, με κανέναν τρόπο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και έπειτα έκανε αυτό που έκανε πάντα, όταν ένιωθε μπερδεμένη και συγκλονισμένη: άνοιξε το στόμα της και άφησε τις λέξεις να βγουν. «Είμαι κάτι νέο για έναν τύπο σαν κι εσένα. Το καταλαβαίνω αυτό. Είναι το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, και σου προκαλεί την ανάγκη να κατακτήσεις. Το καταλαβαίνω και αυτό.» Μάζεψε το κουράγιο της και τον κοίταξε. «Αλλά δεν είμαι εσύ, Όουεν. Δεν μπορώ… να το κάνω αυτό, όταν δεν υπάρχει καμία περίπτωση να εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο.» *** Τα μπλε μάτια της Λίντι διαπέρασαν τη θολούρα του πόθου σαν δύο λέιζερ που λειτουργούν με απόλυτη, άδολη τιμιότητα. Στην αρχή, η βαρύτητά τους τον έκανε να οπισθοχωρήσει τόσο γρήγορα, ώστε η Λίντι χρειάστηκε να κρατηθεί από το πόμολο της πόρτας για να διατηρήσει την ισορροπία της, αλλά καταπίεσε τις ενοχές που ένιωθε. Γιατί δεν μπορούσαν δύο άνθρωποι να ευχαριστηθούν ο ένας τον άλλον σωματικά, χωρίς να περιπλέξουν τα πράγματα με ψέματα και υποσχέσεις που δεν θα κρατούσαν ποτέ; Αντίθετα, επέλεξε να της δώσει ακριβώς αυτό που του είχε δώσει και εκείνη: απόλυτη ειλικρίνεια. «Καταλαβαίνω» της είπε. Εκείνη ένευσε, φαινομενικά καθησυχασμένη από την απάντησή του, αλλά, προτού προλάβει να φύγει, εκείνος τη σταμάτησε βάζοντας το χέρι του στον ώμο της. «Ωστόσο, το μόνο που μπορώ να υποσχεθώ είναι αυτό: δεν θα σου πω ψέματα για να γίνει το δικό μου, και ποτέ δεν θα κάνω κάτι που δεν θέλεις να κάνω. Αλλά μη μου ζητήσεις να είμαι δυνατός και για τους δυο μας, όταν με κοιτάζεις με αυτό τον τρόπο. Είμαστε διαφορετικοί. Είμαι ένας εγωιστής μπάσταρδος και παίρνω αυτό που θέλω. Αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να θέλω περισσότερο από εσένα. Και, αν μου δοθεί η ευκαιρία να βυθιστώ στο γλυκό σου σώμα, θα το κάνω.» Εκείνη άνοιξε διάπλατα το στόμα της, σταυρώνοντας τα χέρια της πάνω στο στήθος της, αλλά εκείνος συνέχισε: «Και κάτι ακόμα: την επόμενη φορά που θα μοιραστείς “προσωπικές λεπτομέρειες” για την ερωτική μας ζωή, καλά θα κάνεις να θυμάσαι αυτή τη στιγμή. Κάθε φορά που θα προκαλείς τον ανδρισμό μου δημόσια, θα νιώθω υποχρεωμένος να σου αποδείξω πως κάνεις λάθος κατ’ ιδίαν. Είναι στο αίμα μου.» «Αυτό ήταν λάθος. Δεν θα επαναληφθεί» μουρμούρισε. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, αφήνοντάς της χώρο. «Ίσως μετά το δείπνο απόψε να πρέπει να δουλέψουμε σε κάποια πιο βαθιά ζητήματα για να μιλήσουμε στη θεραπεύτρια. Έτσι, δεν θα αφήσουμε τη φαντασία μας να οργιάσει και δεν θα αποδειχθούμε ασυνεπείς.» «Καλό ακούγεται.» Άνοιξε το στόμα της για να πει περισσότερα, αλλά έπειτα το έκλεισε απότομα. Με ένα τρεμάμενο δάκτυλο πάνω στα χείλη της, μπήκε στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Όουεν ένιωσε παράξενα στερημένος όταν έφυγε, παίρνοντας μαζί της την ελπίδα του για περισσότερα φιλιά. Και τι φιλί ήταν αυτό! Κάθε μέλος του κορμιού του παλλόταν από την ανάγκη. Ήταν τόσο δοτική, τόσο σέξι, ώστε μπορούσε μόνο να φανταστεί πώς θα ήταν αν του επέτρεπε να
το προχωρήσει παραπέρα. Ήταν σαν μια προσδοκία που δεν ήξερε πως υπήρχε, η οποία είχε εξαφανιστεί μονομιάς. Τι στο διάολο του συνέβαινε; Ήταν όμορφη με έναν γλυκό, προσγειωμένο τρόπο, αλλά είχε συνυπάρξει με αρκετές πανέμορφες γυναίκες. Δεν ήταν άγιος. Απολάμβανε τη συντροφικότητα και λίγο σεξ, όπως κάθε άντρας. Αλλά ούτε μία φορά αυτό δεν του είχε αποσπάσει την προσοχή από το σκοπό του – μέχρι τώρα. Ήταν τουλάχιστον ενοχλητικό. Σε χρόνο μηδέν, η Λίντι είχε καταφέρει να μπει στο πετσί του, με την αστεία προφορά της και τις καρτουνίστικες εκφράσεις της. Ήθελε να τη βλέπει να περπατάει και να την ακούει να μιλάει, τη στιγμή που αυτό το οποίο έπρεπε να κάνει ήταν να εστιάσει την προσοχή του σε όσα γίνονταν στο θέρετρο. Αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που δεν θα έπρεπε να μπλεχτεί μαζί της: είχε μια δουλειά να κάνει, και όλη την ενέργεια που ξόδευε για τη Λίντι ήταν καλύτερο να τη διοχετεύσει για να καταλάβει το κόλπο του Στεφανόπουλου. Συγκέντρωση. Έπρεπε να συγκεντρωθεί. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα, αποφασισμένος να φανεί καλύτερα προετοιμασμένος στην επόμενη συνεδρία τους. Δεν βρισκόταν εκεί για θεραπεία, για να βελτιώσει κάποια σχέση του ή να κατανοήσει εκ νέου τη γυναίκα που αγαπούσε· ήταν εκεί για εκδίκηση. Αν κάποια στιγμή η Λίντι έβλεπε τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία και ήθελε να περάσουν καλά όσο ήταν εκεί, ήταν παραπάνω από πρόθυμος να συναινέσει, αλλά δεν μπορούσε να την αφήσει να μπει περισσότερο στο μυαλό του. Καθώς άδειαζε τις βαλίτσες του, σκέφτηκε αυτά που είχε μάθει έως τώρα: έμεναν οκτώ ζευγάρια στο θέρετρο, τα οποία, σύμφωνα με την έρευνά του, αποτελούσαν το μέσο όρο από τότε που είχε ανοίξει, μερικούς μήνες πριν. Στο γεύμα, εκείνος και η Λίντι είχαν γνωρίσει έναν χειρούργο, έναν κτηματομεσίτη και ένα ζευγάρι επιχειρηματικών συμβούλων. Μέχρι τώρα, δεν φαινόταν να υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ των καλεσμένων, πέρα από την επιθυμία τους να βελτιώσουν το γάμο τους. Επίσης, τα οικονομικά δεδομένα διέφεραν, καθώς, απ’ ό,τι υπολόγιζε, κυμαίνονταν από εξαψήφιους μισθούς έως πολλά εκατομμύρια δολάρια. Επιφανειακά, φαινόταν να είναι μια τυχαία επιλογή ατόμων με καλούς μισθούς, γεγονός που σήμαινε ότι ο Στεφανόπουλος άπλωνε μακριά τα δίχτυα του. Πήρε ένα μικρό σημειωματάριο από το χαρτοφύλακά του και σημείωσε τις εντυπώσεις του, τελειώνοντας με τα εξής: «Ίσως να ψάχνει για μικρότερα πορτοφόλια, αντί για τη μεγάλη άσπρη φάλαινα.» Με αυτό, μάζεψε σε στοίβα τις σημειώσεις του και άλλαξε ρούχα για το βραδινό. Μόλις είχε επιλέξει γραβάτα, όταν το νερό του ντους σταμάτησε να τρέχει. Το βλέμμα του καθηλώθηκε στην πόρτα του μπάνιου. Εικόνες μιας βρεγμένης, γυμνής Λίντι τού επιτέθηκαν. Το δέρμα της θα ήταν απαλό και ροδοκόκκινο από το ζεστό μπάνιο. Σταγόνες νερού θα έτρεχαν από τα γυμνά της στήθη, με μια σταγόνα να έχει σταματήσει στη σκούρα θηλή της. Έπειτα θα έσκυβε προς το μέρος της για να την αιχμαλωτίσει με τη γλώσσα του. Ο πόνος, που είχε αρχικά υποχωρήσει, επέστρεψε εκδικητικός, πιέζοντας το κούμπωμα του παντελονιού του. Ακόμα προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να ξεχάσει αυτές τις σκέψεις, όταν άνοιξε η πόρτα του μπάνιου, μερικά λεπτά αργότερα. «Νομίζεις πως είναι εντάξει ή είμαι πολύ καλοντυμένη;» Η Λίντι στάθηκε στην πόρτα, με το σφιχτό μικροκαμωμένο σώμα της τυλιγμένο σε ένα κοντό
κόκκινο φόρεμα, το οποίο της ταίριαζε ονειρικά. Τα γυμνά, χρυσαφένια πόδια της, ντυμένα με κρεμ ψηλοτάκουνα παπούτσια, φαίνονταν εκπληκτικά μακριά, παρά τη μικροκαμωμένη κορμοστασιά της. Δεν μπορούσε να μην τη φανταστεί, με το φόρεμα μια λίμνη στα πόδια της, να στέκεται μπροστά του μόνο με αυτά τα ψηλοτάκουνα παπούτσια. Με μια λέξη, ήταν φανταστική. Όταν είχε επικοινωνήσει με την πωλήτρια στο μαγαζί με τα ρούχα, της είχε δώσει τα νούμερα που του είχε πει η Λίντι και μια περιγραφή του χρώματος του δέρματός της και του στυλ των μαλλιών της. Απ’ ό,τι είχε δει μέχρι τώρα, η πωλήτρια είχε κάνει εντυπωσιακή δουλειά. Σημείωσε στο μυαλό του να της στείλει ευχαριστήρια επιστολή. «Είσαι υπέροχη.» Έπαιξε αμήχανα με τη βέρα της και του χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση. «Ευχαριστώ. Πρέπει ακόμα να μακιγιαριστώ και να διαλέξω κοσμήματα.» Εκείνος απλώς ένευσε, αβέβαιος για το αν θα εμπόδιζε το φερμουάρ του να σπάσει σε περίπτωση που εκείνη βελτίωνε ακόμα περισσότερο αυτή την εμφάνιση. «Κι εσύ φαίνεσαι όμορφος. Θέλεις βοήθεια με τη γραβάτα;» Έδειξε με το πιγούνι της το κομμάτι ύφασμα γύρω από το λαιμό του. Ο Όουεν ήθελε να πει «όχι». Πραγματικά το ήθελε, αλλά η ευκαιρία να βρεθεί κοντά της, να αναπνεύσει τη γλυκιά μυρωδιά του δέρματός της, παρέκαμψε την αδύναμη άρνηση του μυαλού του. «Βέβαια.» Εκείνη πήγε πιο κοντά του και ψαχούλεψε την περιοχή γύρω από το κολάρο του. Τα τακούνια τής έδιναν μερικούς πόντους ύψος και η δροσερή ανάσα της ήταν ζεστή στο πιγούνι του. Μπορεί να ήταν της φαντασίας του, αλλά θα ορκιζόταν πως ένιωθε τη θέρμη του κορμιού της, που βρισκόταν τόσο κοντά στο δικό του. Αν έκανε μισό βήμα μπροστά, θα αγγίζονταν, γοφό με γοφό. Στήθος με στήθος. Μηρό με μηρό. «Είναι μεταξωτή;» ακούστηκε ψιλή η φωνή της, και εκείνη συνέχισε να παίζει με τη γραβάτα του. «Μοιάζει μεταξωτή.» «Ναι.» «Γλιστράει πολύ.» «Λίντι;» Προσπάθησε να μη γελάσει. «Ναι;» «Ξέρεις να δένεις γραβάτα;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και αναστέναξε. «Όχι, στην πραγματικότητα όχι. Έχω δει να το κάνουν στην τηλεόραση για τους άντρες τους και σκέφτηκα: Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;» «Λοιπόν, φόρα την εσύ, και μπορώ να σου δείξω αν θέλεις. Έπειτα, όταν βρεις τον πρίγκιπά σου και παντρευτείτε, θα ξέρεις πώς.» «Όχι!» Έκανε ένα βήμα πίσω. «Πρέπει να μακιγιαριστώ, και όπως φαίνεται θα αργήσουμε για το δείπνο. Δέσε την εσύ και μου δείχνεις κάποια άλλη φορά.» Τα μάγουλά της κοκκίνισαν, πράγμα που τον έκανε να νιώσει καλύτερα. Τουλάχιστον δεν υπέφερε μόνος του. Την παρακολούθησε να φεύγει και ξεμπέρδεψε τη γραβάτα του. Ήταν τσαλακωμένη πέρα από κάθε όριο, μετά την προσπάθειά της να τη δέσει σε κάτι που έμοιαζε με ναυτικό κόμπο. Με ένα μορφασμό, την πέταξε στο κομοδίνο και πήγε να πάρει άλλη. Με τη Λίντι στο μυαλό του, επέλεξε μια ριγέ κόκκινη με ασημί. Θα ταίριαζε όμορφα με το φόρεμά της. Όσο και να προσπαθούσε, δεν
μπορούσε να σταματήσει τη φωνή στο μυαλό του, που του ψιθύριζε Θα ταίριαζε ακόμα καλύτερα τυλιγμένη γύρω από το λεπτό της αστράγαλο, ή τις σαρκικές εικόνες με τα όσα θα της έκανε αφού την έδενε. Όλο το αίμα έφυγε από το κεφάλι του, κατευθύνθηκε χαμηλά, και βόγκηξε. Θεέ μου, ήταν τελειωμένος.
Κεφάλαιο Eπτά Μέχρι να κατέβουν κάτω, το δείπνο είχε ήδη αρχίσει και τα δύο από τα τρία μεγάλα τραπέζια ήταν ήδη γεμάτα με τα ζευγάρια και το προσωπικό. Η Τζόρνταν τούς ένευσε από το τελευταίο τραπέζι. «Λίντι! Εδώ. Σας κρατήσαμε θέση.» «Φυσικά» μουρμούρισε ο Όουεν. «Να είσαι ευγενικός.» Πέρασε το μπράτσο της στο δικό του και διέσχισαν τη μεγάλη αίθουσα. Ήταν αποφασισμένη να αγνοήσει το ρίγος που της προκαλούσε το άγγιγμά του. Έπρεπε να το αντιμετωπίσει σαν θεραπεία. Όσο περισσότερο αγγίζονταν, δημόσια τουλάχιστον, τόσο λιγότερο θα την επηρέαζε. Σύντομα, θα ένιωθε λες και περπατούσε αγκαζέ με τη Μέλμπα ή κάτι τέτοιο. Μετά το μικρό του λογύδριο στο δωμάτιο, σίγουρα χρειαζόταν να ενισχύσει τις άμυνές της, γιατί ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας. Ο Μάρτι στεκόταν ευγενικά καθώς πλησίαζαν το τραπέζι. Μια στιγμή αργότερα, ο Όουεν της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει. «Σας περιμέναμε για να σερβιριστούμε» είπε η Τζόρνταν, δείχνοντας το ρολόι της. «Λιμοκτονούμε.» Η Λίντι έπνιξε την ενόχλησή της. «Αργήσαμε μόνο πέντε λεπτά, και πραγματικά δεν έπρεπε να περιμένετε. Την επόμενη φορά, μη διστάσετε να αρχίσετε χωρίς εμάς.» Ο Μάρτι χαμογέλασε. «Της είπα ότι μπορούσαμε να ξεκινήσουμε…» «Πού μεγάλωσες; Σε στάβλο;» είπε έντονα η Τζόρνταν. Σηκώθηκε και τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν. «Ελάτε. Καλύτερα να σερβιριστούμε, προτού απομείνουν μόνο κρύα αποφάγια.» «Ποιο είναι το δίδαγμα εδώ;» μουρμούρισε ο Όουεν στο αυτί της Λίντι. «Το χρήμα δεν αγοράζει τους καλούς τρόπους.» Ευτυχώς γι’ αυτούς, η αξιολόγηση της Τζόρνταν για τα εδέσματα υπήρξε εντελώς λανθασμένη. Το φαγητό ήταν φρεσκομαγειρεμένο, ζεστό και μεγάλο σε ποσότητα. Η Λίντι επέλεξε ένα αχνιστό μπολ γλυκιάς κολοκυθόσουπας και γέμισε το πιάτο της με αρνίσια παϊδάκια και βραστά λαχανικά. Ο Όουεν επέλεξε μοσχαρίσια μπριζόλα με πατάτες φούρνου. Επέστρεψαν στις θέσεις τους και έφαγαν, συζητώντας κατά τη διάρκεια του δείπνου. «Τι σας έφερε στο θέρετρο; Υπήρξε κάποιος που σας το πρότεινε;» ρώτησε η Λίντι. Ο Μάρτι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Βασικά, όχι. Όταν το πρότεινε η Τζόρνταν, η γραμματέας μου μού έδωσε μια λίστα με μέρη που ταίριαζαν σε αυτό που είχαμε κατά νου. Διαλέξαμε το συγκεκριμένο, γιατί η Τζόρνταν λατρεύει το Κολοράντο.» Η Λίντι δεν μπορούσε να φανταστεί την Τζόρνταν να λατρεύει κάτι. Καθώς περνούσε η ώρα, όμως, και παρά την απότομη συμπεριφορά της γυναίκας, φάνηκε να χαλαρώνει λίγο. Έπειτα από ένα δεύτερο ποτήρι κρασί, γέλασε με ένα ανέκδοτο του Όουεν. Η αλλαγή στην εμφάνισή της ήταν εντυπωσιακή: αρχικά, η Λίντι είχε υπολογίσει πως ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, αλλά τώρα το ξανασκεφτόταν· με μια λιγότερο αυστηρή κόμμωση και ρούχα που δεν θα έμοιαζαν λες και τα είχε κλέψει από τη βασιλομήτορα, ίσως να φαινόταν και γύρω στα τριάντα. Καθώς η Τζόρνταν ένιωθε περισσότερο άνετα, το ίδιο έκανε και ο Μάρτι, σαν να έβλεπε ότι η σύζυγός του τού είχε χορηγήσει αναστολή της ποινής του. Η δυναμική τους ήταν εντυπωσιακή, και η Λίντι έπρεπε να θυμίσει στον εαυτό της να κατευθύνει τη συζήτηση στο ζήτημα του θέρετρου.
«Πόσον καιρό είστε παντρεμένοι;» ρώτησε. «Δέκα χρόνια. Ο Μάρτι άρχισε να δουλεύει στο ιατρείο του πατέρα μου μόλις πήρε την ειδικότητά του. Έγινε συνεργάτης του αφότου παντρευτήκαμε, και έκτοτε είναι εκεί.» Η χαλαρή στάση της έγινε ξανά άκαμπτη και γύρισε προς το μέρος του Μάρτι. «Τελείωσες; Θέλω να πάρω καφέ.» Έκανε στην άκρη το πιάτο του και τη συνόδευσε στο τραπέζι με τα επιδόρπια, ενώ η Λίντι και ο Όουεν παρέμειναν στο τραπέζι. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να μιλήσουμε και με άλλα ζευγάρια όταν ολοκληρωθεί το δείπνο. Θα ήθελα να μιλήσω και με μερικούς από τους υπόλοιπους επισκέπτες, και να μάθω αν κάποιος κοινός φίλος τούς σύστησε το μέρος ή αν είχαν συνεργαστεί με τον Στεφανόπουλο στο παρελθόν» είπε χαμηλόφωνα ο Όουεν. «Καλή ιδέα. Έχε, όμως, υπόψη σου πως είναι πολύ νωρίς. Δεν θέλουμε να ξανοιχτούμε ανακρίνοντας τους υπόλοιπους. Θα πρέπει να μάθουμε ό,τι μπορούμε από φυσιολογικές συζητήσεις, και έπειτα, καθώς κυλάει η εβδομάδα, αν δεν προκύψει κάτι πιο σημαντικό, ίσως κατευθύνουμε τη συζήτηση στο οικονομικό και στις επιχειρήσεις.» «Δεν χρειάζεται να το κατευθύνουμε, αγάπη. Οι πλούσιοι άντρες πάντα συζητάνε για χρήματα και για το πώς απέκτησαν τα δικά τους.» Χαχάνισε, και ο σφυγμός της Λίντι άρχισε να χτυπάει γρηγορότερα όταν είδε ένα λακκάκι και τα άσπρα, δυνατά δόντια του. «Θα ποντάρω στα λόγια σου.» Μια σερβιτόρα τούς πλησίασε, και γρήγορα άλλαξαν συζήτηση. Όταν μάζεψαν τα πιάτα από το δείπνο, εμφανίστηκε ο Στεφανόπουλος. «Απολαμβάνετε τη διαμονή σας έως τώρα;» ρώτησε από το αγαπημένο του σημείο, στο κέντρο του δωματίου. Η ομάδα μουρμούρισε επιδοκιμαστικά, και εκείνος χαμογέλασε. «Υπέροχα. Για απόψε, έχουμε ετοιμάσει ένα θαυμάσιο θεραπευτικό παιχνίδι για ζευγάρια, το οποίο ονομάσαμε “Συμβιβασμό”. Εδώ, στο Θέρετρο Υγείας, νιώθουμε πως ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορούν να κάνουν ο σύζυγος και η γυναίκα του για να δυναμώσουν τη σχέση τους είναι να δουλέψουν πάνω στην ικανότητά τους να επικοινωνούν και να συμβιβάζονται. Η Δρ Λάκινγκ θα σας εξηγήσει πώς λειτουργεί.» Πήρε το λόγο η Σάραμπεθ, κλείνοντας φιλικά το μάτι στη Λίντι, και ο Νίκος χάθηκε στο παρασκήνιο. «Γεια σε όλους. Δούλεψα με μερικούς από εσάς σήμερα, αλλά τελικά, κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών εβδομάδων, θα έχω την ευχαρίστηση να σας βασανίσω όλους.» Ένα χαμόγελο φώτισε το όμορφο πρόσωπό της, και η Λίντι δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Δεν αστειεύεται» γκρίνιαξε ο Όουεν. Τα άλλα ζευγάρια γέλασαν, και μερικοί από τους άντρες τού ένευσαν συμπάσχοντας. «Αλλά, για την ώρα, θα είμαι επιεικής μαζί σας, και αυτό θα είναι ανώδυνο. Ξέρω πως ήταν μια δύσκολη μέρα, οπότε θα σας δώσω μια λίστα με σύντομες ερωτήσεις. Θα τις απαντήσετε μαζί. Το “κλειδί” είναι να το συζητήσετε μέχρι να συμφωνήσετε και να δώσετε μια κοινή απάντηση. Εύκολο, έτσι;» Οι κυρίες ένευσαν συμφωνώντας, αλλά οι άντρες δεν φάνηκαν να έχουν την ίδια άποψη. «Ακούγεται σαν παγίδα» είπε ο Όουεν. Η Σάραμπεθ του χαμογέλασε ελαφρά, αλλά δεν απάντησε. Γύρισε το δωμάτιο μοιράζοντας σημειωματάρια, μολύβια και τη λίστα με τις ερωτήσεις σε κάθε ζευγάρι. Όταν τελείωσε, τοποθέτησε ένα χρονόμετρο σε κάθε τραπέζι.
«Έχετε πέντε λεπτά για να διαπραγματευτείτε την καλύτερη απάντησή σας σε τέσσερις ερωτήσεις και να τις γράψετε. Θα διαβάσω δυνατά την πρώτη. Έτοιμοι; Ερώτηση Ένα: Αν μπορούσατε να είστε οποιοσδήποτε σούπερ ήρωας, ποιος θα ήταν αυτός;» Η Λίντι γύρισε το χρονόμετρό τους και σούσουρο γέμισε το δωμάτιο. «Ο Σπάιντερμαν» είπε εκείνη, χωρίς δισταγμό. Ο Όουεν ανασήκωσε τα φρύδια του. «Αυτό είναι γελοίο. Ο Μπάτμαν είναι καλύτερος από τον Σπάιντερμαν.» «Ο Μπάτμαν;» είπε σαρκαστικά εκίνη. «Λυπάμαι που θα σου το πω, Ιρλανδέ, αλλά ο Μπάτμαν δεν είναι πραγματικός σούπερ ήρωας. Είναι απλώς ένας πλούσιος τύπος με μεγάλο εξοπλισμό. Ακόμα και οι μύες του είναι φτιαγμένοι από υαλοβάμβακα.» «Ο Σπάιντερμαν είναι ένα βρομόπαιδο που τον δάγκωσε ραδιενεργή αράχνη. Με ποιον τρόπο αυτό τον κάνει καλύτερο;» Εκείνη τον κοίταξε απηυδισμένα. «Έτσι γεννιούνται όλοι οι κορυφαίοι σούπερ ήρωες: από τοξικά απόβλητα, επικίνδυνα χημικά, δάγκωμα αράχνης. Εννοώ, υποθέτω πως θα μπορούσες να πεις και για τον Σούπερμαν, αλλά βασικά είναι περισσότερο εξωγήινος παρά σούπερ ήρωας.» Το σκέφτηκε για μια στιγμή, και έπειτα ανασήκωσε τους ώμους της. «Όχι, θα επιμείνω στον Σπάιντερμαν. Επόμενη ερώτηση.» «Θα σου αφήσω αυτήν, μόνο και μόνο επειδή είμαι πολύ αξιοπρεπής για να μαλώσω για κάτι τόσο γελοίο. Και επειδή θα απαντήσω στην τρίτη ερώτηση.» Κοίταξε την κάρτα και διάβασε δυνατά: «Αν ο κόσμος τελείωνε και είχε απομείνει μόνο μία μέρα, πώς θα την περνούσατε;» Ο Όουεν χαμογέλασε πονηρά και έπειτα άρχισε να γράφει. Εκείνη γύρισε το λαιμό της για να δει την απάντησή του. Κάνοντας έρωτα. «Όλη μέρα; Σοβαρά;» Τον κοίταξε με δυσπιστία. «Θα κάνουμε διάλειμμα για φαγητό, φυσικά» είπε εκείνος. «Θα ένιωθες καλύτερα αν το προσέθετα;» τη ρώτησε, με το μολύβι στο χέρι του. Εκείνη αναστέναξε. «Όχι. Δεν μπορούμε να το αλλάξουμε σε μισή μέρα; Σίγουρα, έπειτα από δώδεκα ώρες, θα είχαμε βαρεθεί…» Σταμάτησε να μιλάει, καθώς εκείνος κοίταξε το στόμα της και ρουθούνισε. «Είμαι σίγουρος πως δεν θα συμβεί αυτό.» Ένιωσε θέρμη ανάμεσα στους μηρούς της και ανακάθισε στη θέση της. «Πώς θα μπορούσες να το ξέρεις αυτό; Δεν έχουμε ποτέ…» «Όπως είπα, θα ήμουν χαρούμενος αν επέλυα αυτό το δυσάρεστο πρόβλημα. Μόνο πες το μου, αγάπη.» Η έκφρασή του ήταν πειρακτική, αλλά υπήρχε μια νότα πόθου που έκανε τον κόμπο στο στομάχι της να ενισχυθεί. Είχε ποτέ κάποιος πεθάνει από ανεκπλήρωτη ανάγκη; Ίσως, όταν επέστρεφε στο σπίτι, να ενέδιδε σε μια περιπέτεια της μιας βραδιάς, με κάποιον τύπο που δεν θα της άρεσε τόσο πολύ όσο ο Όουεν. Δεν υπήρχε περίπτωση να συνδεθεί με κάποιον, αλλά ίσως τελικά να έπαιρνε αυτό που καθαρά χρειαζόταν. Το βλέμμα του Όουεν καρφώθηκε στα μάτια της, και εκείνη κοίταξε αλλού. «Σου το έχω πει ήδη: δεν πρόκειται να γίνει.» «Το έλαβα το μήνυμα. Αλλά θα ήθελα να σημειώσεις αυτό που θα πω: αν γινόταν;» Το πείραγμα
εξατμίστηκε κάτω από την ένταση μιας ανάγκης τόσο έντονης, ώστε ήταν διαγραμμένη στο πρόσωπό του. «Θα το έκανα να φαίνεται υπέροχο, για σένα.» Η σεξουαλική υπόσχεση αντήχησε μέσα της, και η Λίντι έκλεισε σφιχτά τους μηρούς της για να διώξει τον πόθο που μεγάλωνε κάθε ώρα που περνούσε. Άρπαξε το χαρτί από το χέρι του, βρίζοντας σιωπηλά τον εαυτό της που δεν εκμεταλλεύτηκε το ντους στο μπάνιο τους, και διάβασε την επόμενη ερώτηση. «Ερώτηση Δύο, την οποία τόσο βολικά προσπέρασες: Αν είχατε ναυαγήσει σε ένα ερημονήσι για ένα χρόνο και μπορούσατε να έχετε τρία πράγματα μαζί σας, υποθέτοντας πως υπάρχει διαθέσιμο άφθονο φαγητό και νερό, ποια θα ήταν αυτά;» «…ένα φορητό ψυγειάκι γεμάτο μπίρες…» «…τον ηλεκτρονικό αναγνώστη μου…» Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Τον ηλεκτρονικό αναγνώστη σου; Γιατί; Για να με αγνοείς όλη μέρα και όλη νύχτα; Θα μπορούσα να σε διασκεδάσω εγώ.» Ο πειρακτικός τόνος του είχε επιστρέψει, και παραλίγο η Λίντι να αναπηδήσει με ανακούφιση. Η επίθεση της απόλυτης σεξουαλικής προσοχής του ήταν πολύ μεγάλη για να την αντέξει. «Ή θα μπορούσες να διασκεδάσεις τον εαυτό σου και εγώ να διαβάσω κανένα βιβλίο.» «Ωραία. Λοιπόν, μπορείς να πάρεις τον ηλεκτρονικό αναγνώστη σου, αν εγώ μπορώ να έχω τις μπίρες μου. Τι όφελος έχει να βρίσκεσαι σε ένα έρημο νησί, αν δεν μπορείς να ξαπλώσεις στον ήλιο και να πιεις κάτι;» «Εντάξει, σύμφωνοι. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως το τρίτο πράγμα να είναι πιο πρακτικό. Τι θα έλεγες για αντηλιακό;» «Θεέ μου, είσαι έξυπνη κοπέλα.» Ένευσε καταφατικά και έγραψε τις απαντήσεις τους, και εκείνη προσπάθησε να μην ταραχτεί από την ευχαρίστηση που ένιωσε από τον έπαινό του. «Τελευταία ερώτηση: Αν καιγόταν το σπίτι σας, ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα παίρνατε;» ρώτησε εκείνη. «Το φορητό υπολογιστή μου» απάντησε ο Όουεν. «Έχω τα πάντα μέσα σε αυτόν, και θα είναι πολύ δύσκολο να τα αντικαταστήσω.» Η Λίντι κούνησε το κεφάλι της. «Σοβαρά; Αυτό είναι… ένα πράγμα. Ένα κομμάτι μέταλλο.» «Τι θα έπαιρνες εσύ;» «Τις φωτογραφίες μου. Τις φωτογραφίες των γονιών μου μ’ εμένα, τον Μαλ και τον Νέιτ.» Ο Όουεν πίεσε τα χείλη του και ένευσε απρόθυμα. «Έχεις δίκιο. Σβήσε τον υπολογιστή.» Έγραψε την απάντησή τους, και η καρδιά της αναπήδησε. Ένα λεπτό αργότερα, η Σάραμπεθ φώναξε: «Εντάξει, τέλος ο χρόνος!» «Δεν έχουμε τελειώσει ακόμα» είπε ο Κάλβιν Σένταρχερστ. Η Τζόρνταν είπε κι εκείνη: «Ούτε κι εμείς.» «Δεν πειράζει. Τα περισσότερα ζευγάρια δεν ολοκληρώνουν τις απαντήσεις τους την πρώτη φορά. Είναι πραγματικά εξαιρετικό το γεγονός ότι, στο τέλος των τριών εβδομάδων, πολλοί από εσάς θα μπορείτε να ολοκληρώσετε την άσκηση μέσα στον προκαθορισμένο χρόνο. Πρόκειται για έναν καλό τρόπο εκτίμησης της προόδου σας. Τελείωσε κανείς και τις τέσσερις ερωτήσεις;» Η Λίντι σήκωσε το χέρι της. «Εμείς.» Η Σάραμπεθ την κοίταξε. «Καλή αρχή, οικογένεια Ο’ Νιλ. Παίρνετε χρυσό αστεράκι για
σήμερα.» Κοίταξε τον Όουεν, και εκείνος σήκωσε τους ώμους του. Ήταν λυπηρό το ότι το μοναδικό ψεύτικο ζευγάρι στο θέρετρο τα είχε πάει καλύτερα από όλους τους παντρεμένους. Η Σάραμπεθ μάζεψε τα χαρτιά τους και τους ενημέρωσε για τις δραστηριότητες της επόμενης μέρας. «Σήμερα είδαμε πώς συμπεριφέρεστε ως ζευγάρι. Αύριο θα κάνουμε πιο προσωπική δουλειά. Ντυθείτε άνετα, με αθλητικά ρούχα κατά προτίμηση, και θα συναντηθούμε εδώ στις οκτώ για το πρωινό σας πρόγραμμα.» Η Λίντι σηκώθηκε και πήρε την τσάντα της. «Θα επιστρέψω αμέσως» είπε ο Όουεν. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον Στεφανόπουλο, που καθόταν μόνος του στο γωνιακό τραπέζι. «Λοιπόν, ποια είναι η γνώμη σου;» ρώτησε η Τζόρνταν και κάθισε δίπλα στη Λίντι, καθώς ο Όουεν πήγαινε προς το μέρος του Νίκου. «Νομίζω πως ήταν ενδιαφέρον. Εγώ και ο Μάρτι είχαμε μόνο μία ακόμα ερώτηση να απαντήσουμε. Είχαμε βρει την απάντηση, αλλά δεν είχαμε το χρόνο να τη γράψουμε» είπε, με ένα μειδίαμα ικανοποίησης. Δεν εξεπλάγη η Λίντι. Πιθανότατα ήταν πιο εύκολο το παιχνίδι όταν το ένα άτομο είχε όλες τις σωστές απαντήσεις, αλλά χαμογέλασε ενθαρρυντικά στην άλλη γυναίκα. «Πολύ καλή δουλειά.» «Ευχαριστώ. Μήπως θέλετε να πάμε στο μπαρ για ποτό απόψε; Εγώ και ο Μάρτι σκεφτόμαστε να πιούμε ένα ποτάκι πριν κοιμηθούμε.» «Θα ρωτήσω τον Όουεν, αλλά είμαι κουρασμένη. Η αλλαγή της ώρας και όλα αυτά – ήταν κουραστική μέρα.» Ένα μεγάλο, ζεστό χέρι κάλυψε τη μέση της, και εκείνη αναπήδησε ξαφνιασμένα, γυρίζοντας προς τα πίσω. Ο Όουεν στεκόταν πίσω της με ένα άκαμπτο χαμόγελο. «Τι έγινε, γλυκιά μου; Όλα καλά;» Η καρδιά της σταμάτησε να σφυροκοπάει. «Ναι. Ναι, όλα είναι μια χαρά. Η Δε… α, η Τζόρνταν ρωτούσε αν θέλουμε να πάμε για ποτό μαζί τους.» Ο Όουεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, αλλά κατάφερε να δείχνει θλιμμένος. «Νομίζω πως θα πάμε να ξεκουραστούμε. Να το κανονίσουμε, όμως, για κάποιο άλλο βράδυ;» Η Τζόρνταν τον κοίταξε συνοφρυωμένη, αλλά ένευσε καταφατικά. «Εντάξει.» «Πάω να καληνυχτίσω τον Μάρτι και τον Κάλβιν, και φεύγουμε» είπε ο Όουεν στη Λίντι. Η Τζόρνταν τον έβλεπε που απομακρυνόταν, προτού γυρίσει προς τη Λίντι. «Γιατί τρομάζεις κάθε φορά που σε αγγίζει;» τη ρώτησε, με τα μάτια της γεμάτα ανησυχία. «Είναι η δεύτερη φορά που το παρατήρησα. Δεν σε… χτυπάει, έτσι δεν είναι; Δεν θέλω να επεμβαίνω, αλλά, αν το έκανε μία φορά, θα το ξανακάνει. Αν με χτυπούσε ο Μάρτι, θα μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή.» «Δεν είναι έτσι. Ο Όουεν ποτέ δεν θα σήκωνε χέρι πάνω μου. Εγώ φταίω. Τελευταία, νιώθω περίεργα με την οικειότητα» είπε το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε, μετανιώνοντας επειδή κατέφυγε εκεί. Ο Όουεν θα θύμωνε, αλλά στην έξαψη της στιγμής, μετά τις απρόσεκτες ενέργειές της, δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο. «Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ήρθαμε εδώ. Περνάμε κάποιες δυσκολίες.» «Σε απάτησε;» ψιθύρισε η Τζόρνταν. Την είχε απατήσει; Σταμάτησε να μιλάει, προσπαθώντας να σκεφτεί αν αυτή ήταν μια καλή κατεύθυνση για να ακολουθήσει. Ήταν καλύτερο από το να πει πως δεν ήταν ερωτικός απέναντί της.
Ήξερε πού θα την οδηγούσε αυτό: στο στενό ερωτικό μαρκάρισμα του Όουεν. «Ναι. Είναι τρομερά αρρενωπός. Δεν μπορούσα να αντεπεξέλθω, οπότε βρήκε μια γυναίκα –για την ακρίβεια, ήταν μάλλον τρεις– που μπορούσε.» Τα μάτια της Τζόρνταν άνοιξαν διάπλατα, και έβαλε το χέρι στο στήθος της, έκπληκτη. «Το κάθαρμα!» «Δεν πειράζει. Προσπαθούμε να το ξεπεράσουμε. Θα πάρει αρκετό χρόνο, όμως. Εξακολουθώ να νιώθω άσχημα, γνωρίζοντας πού έχουν ακουμπήσει τα χέρια του, αν με καταλαβαίνεις.» Κούνησε τις βλεφαρίδες της, και η Τζόρνταν ζάρωσε τη μύτη της αηδιασμένη. «Υποθέτω. Φαίνεσαι να το έχεις πάρει αρκετά καλά. Εγώ θα σκότωνα τον Μάρτι.» «Οι πρώτοι μήνες ήταν οι χειρότεροι. Μόλις πήρα την απόφαση να παραμείνω, συνειδητοποίησα πως έπρεπε να τον συγχωρέσω. Τώρα ήρθε η ώρα να φτιάξουμε αυτό που χάλασε.» Η Τζόρνταν την κοίταξε με αμφιβολία, αλλά η Λίντι μάλλον ακούστηκε πειστική, επειδή άλλαξαν συζήτηση. Μιλούσαν για τις αυριανές δραστηριότητες, όταν επέστρεψε ο Όουεν. «Έτοιμη, αγάπη;» «Πανέτοιμη. Είμαι εξαντλημένη. Τζόρνταν, θα σε δω αύριο;» Η Τζόρνταν έγειρε προς το μέρος της και αγκάλιασε σφιχτά τη Λίντι, που με τη σειρά της ανταπέδωσε διστακτικά. Όταν την άφησε, είπε ψυχρά «Καληνύχτα» στον Όουεν, προτού επιστρέψει στον άντρα της. «Τι στο διάολο ήταν αυτό;» ρώτησε εκείνος. «Δεν θέλεις να ξέρεις.»
Κεφάλαιο Οκτώ «Αυτό ήταν καταστροφικό» γκρίνιαξε η Λίντι, αφήνοντας την τσάντα της στο γρανιτένιο πάγκο της κουζίνας, στη σουίτα τους. «Πραγματικά λυπάμαι.» Τον είχε ενημερώσει για τη συζήτησή της με την Τζόρνταν, όταν επέστρεφαν στο δωμάτιο. Ο Όουεν δεν ήταν ακριβώς ενθουσιασμένος με την τελευταία επινόησή της. Δεν απεχθανόταν τίποτα περισσότερο από την απιστία, αλλά η Λίντι φαινόταν τόσο δυστυχισμένη, ώστε δεν μπορούσε να της πει κάτι άσχημο. «Μη γίνεσαι μελοδραματική. Δεν ήταν τέλειο, αλλά σίγουρα όχι και καταστροφικό. Πρέπει να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι την επόμενη φορά. Η Σάραμπεθ δεσμεύεται εκ της θέσης της να μην αναφέρει ό,τι συζητάμε με εκείνη, αλλά η Τζόρνταν όχι. Σκέφτομαι ότι, αν ρωτήσει κάποιος, αφού ήδη έχει ειπωθεί, η ιστορία με την απιστία είναι αυτή που θα κρατήσουμε από εδώ και στο εξής. Είναι μια καλή κάλυψη, σαν όλες τις άλλες. Το σημαντικότερο είναι να είμαστε σταθεροί. Αν το καταφέρουμε αυτό, δεν θα έχουμε πρόβλημα.» «Το πρόβλημα είμαι εγώ. Δεν σκέφτομαι γρήγορα όταν πρόκειται να πω ψέματα – και, όταν προσπαθώ, είναι λες και δεν έχω τον έλεγχο του τι θα βγει από το στόμα μου.» Έβγαλε το ένα της παπούτσι και έτριψε το πόδι της ασυναίσθητα πάνω στη γάμπα της. Τα πόδια της ήταν αξιολάτρευτα, όπως και όλο το υπόλοιπο κορμί της, και του ήρθε η επιθυμία να φιλήσει την καμάρα του ποδιού της, ίσως και να γλιστρήσει πιο ψηλά, στο λεπτό της αστράγαλο, στο πίσω μέρος του γονάτου της, στην πτυχή… «Δεν νομίζεις;» Την κοίταξε στα μάτια, και εκείνη ανταπέδωσε περιμένοντας. Τι είχε χάσει; Η Λίντι τον κοίταξε καχύποπτα. «Είσαι μεθυσμένος ή κάτι τέτοιο;» «Ήπια ένα ποτήρι κρασί.» «Τότε, γιατί φέρεσαι τόσο περίεργα;» Ήμουν απόλυτα λογικός πριν σε γνωρίσω, αλλά η ανάγκη να σε φιλήσω από την κορυφή ως τα νύχια σιγά σιγά με τρελαίνει. «Ήταν μια κουραστική μέρα.» «Εμένα μου λες» είπε ρουθουνίζοντας ειρωνικά. «Την ίδια μέρα περάσαμε, αλλά εγώ τα έκανα όλα αυτά πάνω σε δύο ψηλοτάκουνα.» Έβγαλε και το άλλο παπούτσι της και βόγκηξε, βυθίζοντας τα κοραλλί βαμμένα δάκτυλά της στο παχύ χαλί. «Θέλεις να σου τρίψω τα πόδια;» Η προσφορά βγήκε από το στόμα του προτού προλάβει να τη σταματήσει, αλλά το βλέμμα της τον απέτρεψε από να την αποσύρει· ήταν επιθυμία αναμεμειγμένη με ανησυχία, και αυτός ο συνδυασμός τον ώθησε να προσπαθήσει να την πείσει. «Έβγαινα με μια μικρούλα σερβιτόρα όταν ήμουν νεότερος, οπότε είμαι αρκετά καλός σε αυτό. Και ίσως να είναι αυτό που χρειάζεται να κάνουμε. Είσαι έτοιμη να πηδήξεις μέχρι το ταβάνι κάθε φορά που σε αγγίζω. Αυτό θα σπάσει λίγο τον πάγο, θα μας κάνει να νιώσουμε λίγο πιο άνετα με τη δημόσια επαφή μας.» Εκείνη κούνησε πένθιμα το κεφάλι της. «Το ξέρω. Ήταν άσχημα απόψε. Τρόμαξα πάρα πολύ όταν ήρθες από πίσω μου. Έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που ήμουν ζευγάρι με κάποιον, και η…» σήκωσε τα δάκτυλά της σχηματίζοντας εισαγωγικά στον αέρα «…περίοδος του φλερτ μας
ήταν σαν ανεμοστρόβιλος. Υποθέτω ότι το σώμα μου δεν έχει ακόμα συντονιστεί με το μυαλό μου. Όταν είσαι μόνος σου και κάποιος έρχεται από πίσω σου, η πρώτη σου αντίδραση είναι “Προσοχή, ξένος!”, όχι “Ψεύτικος σύζυγος”. Καταλαβαίνεις;» Δεν καταλάβαινε, αλλά ένευσε καταφατικά, έτσι κι αλλιώς. «Δεν πειράζει. Εδώ είναι θέρετρο για ζευγάρια. Δεν χρειάζεται να φαινόμαστε ευτυχισμένοι, αλλά πρέπει να δείχνουμε άνετοι μεταξύ μας.» Πέταξε τα παπούτσια της στη γωνία και κάθισε στον καναπέ. «Εντάξει, ας το κάνουμε. Αλλά μπορείς να προσπαθήσεις να μην…» Μισόκλεισε τα μάτια της και έκανε μια υπερβολική, αργή κίνηση τριψίματος με τα χέρια της. «Το κάνεις σεξουαλικά;» Εκείνος έκρυψε ένα χαμόγελο και σήκωσε το χέρι του σαν να ορκιζόταν. «Θα προσπαθήσω να κάνω ακριβώς αυτό. Αν και το να είσαι τόσο αρρενωπός όσο εγώ…» Ο αέρας βγήκε από τα πνευμόνια του, όταν το μαξιλάρι που του πέταξε τον χτύπησε στο στομάχι. «Και η Τζόρνταν νόμιζε πως εγώ ήμουν ο βίαιος; Μόνο να ’ξερε.» Εκείνη χαχάνισε και βολεύτηκε στη μία γωνία του καναπέ, ενώ ο Όουεν έβγαλε το σακάκι και χαλάρωσε τη γραβάτα του. Κάθισε στην απέναντι μεριά και χτύπησε απαλά το μηρό του. «Βάλε εδώ το πόδι σου.» Δάγκωσε το κάτω χείλος της, έπειτα το άφησε και άπλωσε το πόδι της στα γόνατά του. Έβαλε τα δυνατά του για να αγνοήσει το γυμνασμένο μηρό της και την καλοσχηματισμένη γάμπα της, που βρισκόταν λίγα εκατοστά μακριά. Αντίθετα, έπιασε τον αστράγαλό της χαϊδεύοντάς τον φυσιολογικά, προτού πιέσει τους αντίχειρές του στην καμάρα του ποδιού της. Εκείνη βόγκηξε και αμέσως το σώμα της έγινε άκαμπτο, με το βλέμμα της να καρφώνεται στο δικό του. «Συγγνώμη για τα ηχητικά εφέ. Όμως, είναι πολύ ωραία.» «Έτσι υποτίθεται πως πρέπει να είναι, και δεν πειράζει να βγάζεις ήχους εκτίμησης. Έτσι θα ξέρω ότι κάνω καλή δουλειά.» Τα παράξενα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Ω, εντάξει τότε. Ο Μαρκ δεν ήθελε ποτέ να κάνω θορύβους όταν... ξέρεις, σε οτιδήποτε.» Ξεροκατάπιε δυνατά και έπαιξε με τη βέρα της. «Οπότε, έχω συνηθίσει να κάνω ησυχία.» Ο Όουεν δεν προσπάθησε να κρύψει τη δυσαρέσκειά του. «Δεν μπορώ να πω ότι ξέρω ποιος είναι ο Μαρκ, αλλά είναι σίγουρα ηλίθιος.» Εκείνη γέλασε, με ένα πλούσιο γέλιο, που τον έκανε να θέλει να κορδωθεί σαν παγόνι επειδή εκείνος ήταν η αιτία. «Ο Μαρκ είναι ο πρώην μου. Βγαίναμε για μερικά χρόνια, όταν πήγαινα στο κολέγιο.» Είχε πρόσβαση σε όλο αυτό, και προφανώς δεν είχε ιδέα τι να το κάνει, σκέφτηκε ο Όουεν, με μια παράλογη ζήλεια. Δεν σχολίασε περαιτέρω την ηλιθιότητα του Μαρκ, αντίθετα συνέχισε το μασάζ στο πόδι της. Αυτή τη φορά, ο ήχος που έβγαζε η Λίντι ήταν σαν τιτίβισμα, βαθιά στο λαιμό της. Τον χτύπησε κατευθείαν στο στομάχι, και μετακινήθηκε πιο πίσω στα μαξιλάρια του καναπέ, προσπαθώντας να κάνει χώρο για αυτό που φαινόταν πως θα ήταν η στύση του αιώνα. Ορκίστηκε πως, τη στιγμή που θα τελείωναν, θα πήγαινε στο μπάνιο και θα τακτοποιούσε το ζήτημα μόνος του. Δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ αν δεν το έκανε. Την παρακολούθησε μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του, και εκείνη φαινόταν πως άφηνε τον εαυτό της να χαλαρώσει και να το απολαύσει. Η ένταση έφυγε από το σώμα της, αφήνοντάς την
απαλή και εύπλαστη. Ένα μέρος του εαυτού του χαιρόταν, αλλά ένα άλλο, το μεγαλύτερο, όπου έδρευε όλη η τεστοστερόνη, δεν ήθελε εκείνη να χαλαρώσει καθόλου· ήθελε να νιώσει όπως εκείνος, στα άκρα. Ερεθισμένος. Άγριος. «Άλλαξε πόδι.» Εκείνη το έκανε, σηκώνοντας το κεφάλι της από το μαξιλάρι του καναπέ για να του χαμογελάσει νυσταγμένα. «Αυτό είναι υπέροχο.» «Χαίρομαι.» Αυτή τη φορά, έπιασε τον αστράγαλό της, διαγράφοντας το σχήμα του ντελικάτου ποδιού της με τα ακροδάχτυλά του. Το απαλό δέρμα της ήταν σαν μετάξι και ήταν συνεπαρμένος· η ανάγκη του να σκύψει και να το εξερευνήσει με τη γλώσσα του ήταν τόσο δυνατή, ώστε παραλίγο να βογκήξει. «Όουεν;» Η βραχνή φωνή της Λίντι έσπασε τα μάγια. Κοίταξε το απαλό, γεμάτο επιθυμία βλέμμα της, και χρησιμοποίησε όση δύναμη είχε για να μην το σταματήσει. Ήθελε να εξυπηρετήσει και τους δυο τους, και να γλιστρήσει το χέρι του πιο ψηλά, να την κάνει να ουρλιάξει μέχρι να μην μπορεί άλλο· να τη γυμνώσει για το στόμα του και τη γλώσσα του· να ανοίξει τα πόδια της και να βυθιστεί βαθιά μέσα της. Αλλά δεν το έκανε. «Ναι;» «Τ-τίποτα.» Η αναπνοή της ήταν κοφτή, και θα ορκιζόταν ότι την άκουσε να ψιθυρίζει «Όλα είναι καλά. Όλα είναι καλά», καθώς ξάπλωνε το κεφάλι της πίσω στο μαξιλάρι. Μόνο που αυτή τη φορά έκανε λάθος. Σίγουρα, τίποτα δεν ήταν καλά. Ήταν σκληρός σαν πέτρα, και η συνωμότης του στο έγκλημα προφανώς πάλευε και με τη δική της έλξη για εκείνον. Όλα ήταν ωραία και καλά, εκτός από το γεγονός ότι του είχε ζητήσει συγκεκριμένα να μην την αποπλανήσει, αν ήξερε πως μια σχέση μεταξύ τους δεν ήταν στο πρόγραμμα. Και ξαφνικά, η σκέψη να χρησιμοποιήσει την εμπειρία του για να την πείσει τον έκανε να αισθάνεται γλοιώδης. Του άρεσε αυτή η γυναίκα. Ήταν το πρώτο πραγματικά αξιόλογο άτομο που είχε γνωρίσει εδώ και αρκετό καιρό, και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να την πληγώσει. Για να μην αναφέρει ότι είχαν και μια σημαντική δουλειά να κάνουν. Στην πραγματικότητα, η απόφαση είχε ληφθεί αυτόματα. Εκτός κι αν άλλαζε κάτι, εκείνος θα υπέφερε. Καθώς η Λίντι άφησε άλλο ένα σέξι, γατίσιο επιφώνημα, ο Όουεν αναρωτήθηκε αν υπήρχε καμιά ωραία, παγωμένη λίμνη κάπου στο θέρετρο για να πηδήξει μέσα της. *** Η Λίντι προσπάθησε να μην κάνει θόρυβο καθώς ο Όουεν χρησιμοποιούσε τα μεγάλα, δυνατά χέρια του για να μαλάξει την κουρασμένη σάρκα της, λες και ήταν γλύπτης, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει πιο όμορφα. Τον κοίταξε μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της και αναγνώρισε πως και μόνον η προσοχή του πάνω της ήταν αφροδισιακό. Ήταν απορροφημένος στο έργο του. Φαντάστηκε πως αυτή η προσήλωση ήταν τρομερό προσόν για τη δουλειά του. Μπορούσε εύκολα να καταλάβει ότι το να είναι η αποδέκτης της αναπόσπαστης ανδρικής προσοχής, όσο εφήμερη κι αν ήταν αυτή, μπορούσε να γίνει εθιστικό. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να εθιστεί σε κάποιον σαν τον Όουεν Φίλιπς. Διάολε, βρισκόταν ήδη μια σπιθαμή μακριά από το να καθίσει πάνω στα πόδια του και να
πιέσει ξεδιάντροπα το σώμα της πάνω στο δικό του. Τα δάκτυλά του χάιδεψαν απαλά τον αστράγαλό της, και εκείνη ανατρίχιασε προτού τραβηχτεί διστακτικά πίσω. «Ευχαριστώ» του είπε, ευχόμενη να μην ακουγόταν τόσο ξέπνοη. «Ευχαρίστησή μου.» Ο τόνος της φωνής του ήταν κανονικός, αλλά η ένταση στο πρόσωπό του τον πρόδωσε. Την ήθελε, και εκείνη δεν είχε καμία αμφιβολία πως θα χάιδευε και το υπόλοιπο σώμα της με την ίδια προσήλωση. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να του το πει. Σηκώθηκε όσο ακόμα μπορούσε και ίσιωσε το φόρεμά της γύρω από τους γοφούς της. Με ένοχο βλέμμα, κοίταξε το μικροσκοπικό καναπέ και συγκέντρωσε το κουράγιο της. Ήταν αμφότεροι ενήλικες. Σίγουρα θα τα κατάφερναν, αν… «Ξέρω πως προσφέρθηκες να κοιμηθείς στον καναπέ, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να βολευτείς εδώ. Το κρεβάτι είναι τεράστιο. Ακόμα κι αν ξάπλωναν τέσσερα άτομα πάνω, δεν θα υπήρχε περίπτωση να αγγιχτούν μεταξύ τους.» Εκείνος δεν απάντησε. Το βλέμμα του στράφηκε στα νευρικά δάκτυλά της. Δεν μπορούσε να αντέξει τη σιωπή του και συνέχισε: «Αν ανησυχείς για την αρετή της αντοχής σου, μπορούμε να βάλουμε μερικά μαξιλάρια στη μέση, σαν τείχος.» Εκείνος χαμογέλασε, και ο καταδεκτικός Όουεν εξαφανίστηκε. «Θα κοιμηθώ στον καναπέ» είπε με αποφασιστικότητα. Σηκώθηκε και περπάτησε στην άλλη μεριά του δωματίου, σταματώντας στην πόρτα. «Έτσι όπως είναι τώρα τα πράγματα ανάμεσά μας, τα μαξιλάρια δεν θα βοηθήσουν. Για την ακρίβεια, αν συνεχίσεις να με κοιτάς έτσι, δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα αντέξει και ο τοίχος ολόκληρος. Πάω να κάνω ένα ντους. Καλύτερα να είσαι ξαπλωμένη όταν βγω.» Τη στιγμή που εκείνος έκλεισε την πόρτα, η Λίντι έπεσε πίσω στον καναπέ και βόγκηξε. Έμεναν είκοσι μέρες ακόμα. Δεν θα τα κατάφερνε. Από τη στιγμή που κοίταξε από το ματάκι της πόρτας της και τον είδε να στέκεται εκεί, που άκουσε αυτή την υπέροχη προφορά του, θα έπρεπε να κλειδώσει την πόρτα της και να το βάλει στα πόδια. Η Μέλμπα είχε δίκιο: ήταν ίδιος με τον Τζέιμς Μποντ, μόνο που ήταν πιο σέξι και την έβρισκε ελκυστική. Έπρεπε να φανεί δυνατή, αλλά για τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να καταλάβει με ποιον τρόπο θα τα κατάφερνε. Εξάλλου, ήταν άνθρωπος. Ακούστηκε το νερό στο ντους, διακόπτοντας τις σκέψεις της. Ο Όουεν είχε δίκιο σε ένα πράγμα: θα ήταν πιο ασφαλές αν ξάπλωνε στο κρεβάτι, προτού αυτός βγει. Σηκώθηκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Έβγαλε το φανταχτερό καινούργιο φόρεμά της και το κρέμασε προσεκτικά, πριν φορέσει τη φθαρμένη παλιά νυχτικιά της. Κοιτάζοντας το τεράστιο κρεβάτι, έδιωξε από το μυαλό της την εικόνα του γυμνού Όουεν ξαπλωμένου πάνω του. Ίσως να τύλιγε τα πόδια της καλά με την κουβέρτα. Ίσως αυτή η φυλακή να την εμπόδιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι για να τρέξει σ’ εκείνον. Έκλεισε τα μάτια της και έπνιξε ένα βογκητό. Ω, ναι, θα ήταν δύσκολες οι επόμενες εβδομάδες.
Κεφάλαιο Eννέα Ο Όουεν ξύπνησε το επόμενο πρωί πιασμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Και μερικά σημεία του σώματός του ήταν σκληρότερα, αναγνώρισε με θλίψη, κοιτάζοντας το σεντόνι πάνω στους μηρούς του. Αν και το είχε ρυθμίσει το ζήτημα αυτό στο μπάνιο, το προηγούμενο βράδυ, κοιμήθηκε ανήσυχα, βλέποντας όνειρα με μπλεγμένα μέλη, γλώσσες να χορεύουν και απαλά στήθη. Οι κραυγές που την έκανε να βγάλει στα όνειρά του – Θεέ μου, ποιος άντρας θα έλεγε σε μια τέτοια γυναίκα να κάνει ησυχία; Πάντως, όχι αυτός. Κάθε άλλο, μάλιστα: θα την έκανε να ουρλιάξει μέχρι να σπάσουν τα παράθυρα – αυτό θα έκανε. Κοίταξε το ταβάνι. Αυτή η γυναίκα με το αγγελικό πρόσωπο θα ήταν το τέλος του. Ανακάθισε και έγειρε μπροστά, τεντώνοντας τους μυς στην πλάτη του. «Σου είπα πως ήταν πολύ μικρός για σένα.» Η Λίντι στεκόταν στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ντυμένη με μαύρο κολλητό παντελόνι για γιόγκα και τιρκουάζ αθλητικό μπουστάκι. Το χρυσαφένιο δέρμα του επίπεδου στομαχιού της τον έκανε να χαρεί που ήταν ακόμα σκεπασμένος. Δυστυχώς, τώρα έπρεπε να μείνει εκεί, αλλιώς ρίσκαρε να τη συστήσει με περίεργο τρόπο στον κύριο Πέτρα. «Ήταν λίγο στενά. Θα το συνηθίσω.» «Όχι, δεν θα το κάνεις. Απόψε θα κοιμηθείς στο κρεβάτι. Εγώ θα πάρω τον καναπέ.» Άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, αλλά εκείνη τον σταμάτησε. «Έτσι κι αλλιώς, εκείνο το κρεβάτι είναι πάρα πολύ μεγάλο για μένα. Ονειρεύτηκα ότι ήμουν στον Τιτανικό, και παραλίγο να χτυπήσω στο παγόβουνο. Ο καναπές είναι αρκετά μεγάλος για μένα, οπότε μη διαφωνείς.» Σκέφτηκε τη λογική της και αποφάσισε πως ήταν ευκολότερο να υποχωρήσει, για την ώρα. Αν ήταν τόσο πιασμένη όσο εκείνος την επόμενη μέρα, θα το ρύθμιζαν το ζήτημα. Η ειρωνεία τού να μαλώνει με μια γυναίκα που έβαζε τη δική του άνεση πάνω από τη δική της δεν του ήταν άγνωστη. Από τότε που είχε αποκτήσει το πρώτο του εκατομμύριο, φαινόταν πως η κάθε του σύντροφος αγωνιζόταν για να δει πόσα μπορούσε να του πάρει. Η Λίντι ήταν μια πνοή καθαρού αέρα, ποικιλοτρόπως. «Σήμερα θα αρχίσουμε με μια ατομική δραστηριότητα, οπότε θα κατέβω κάτω, θα πάρω ένα γιαούρτι και θα δω τι υπάρχει στο πρόγραμμα. Θέλεις να σε περιμένω;» «Όχι, πήγαινε. Έχω μερικά τηλεφωνήματα να κάνω και έπειτα θα κατέβω. Ήθελα να επικοινωνήσω με τον Γκάβιν και να του δώσω μερικά από τα ονόματα των άλλων ζευγαριών, για να δούμε τι θα ανακαλύψει.» «Δεν θα σε ρωτήσει γιατί τα θέλεις;» «Όχι. Κάνει διαρκώς ελέγχους σε επαγγελματικούς συνεργάτες. Δεν θα είχε και πολλή δουλειά αν κάθε φορά ανέκρινε τους πελάτες του. Ξέρει πως, αν ήθελα να μάθει λεπτομέρειες, θα του έλεγα.» «Κατάλαβα, μεγαλειότατε.» Ανασήκωσε τα φρύδια του και γέλασε. «Το εγκρίνω. Αν θέλεις να με φωνάζεις έτσι από εδώ και στο εξής, δεν θα φέρω αντίρρηση.» «Μπα! Δεν υπάρχει περίπτωση.» Διέσχισε το δωμάτιο προς την πόρτα, περνώντας δίπλα του από τον καναπέ, και δίνοντάς του μια υπέροχη θέα των στητών οπισθίων της.
«Θα σε δω αργότερα.» Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Αναστενάζοντας, ο Όουεν σηκώθηκε προσεκτικά από τον καναπέ. Η πλάτη του διαμαρτυρόταν, αλλά αυτό δεν συγκρινόταν με το χάλι του σε περίπτωση που κοιμόταν δίπλα στη Λίντι. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και φόρεσε τη φόρμα του. Πήρε το κινητό του από το τραπεζάκι και πήγε στο μπάνιο. Βούρτσισε τα δόντια του, ενώ κοίταζε τα μηνύματά του· ήταν κυρίως επαγγελματικά, αλλά δύο εξ αυτών ήταν από την Κάρα. Πώς είναι το Χιούστον; Ακόμα να κλείσεις τη συμφωνία; Και: Είναι τα γενέθλια της Θείας Λένα σήμερα, οπότε, αν σε πάρει και σε ευχαριστήσει για τα λουλούδια, πες «Παρακαλώ» και ότι ξέρεις πως οι ορχιδέες είναι τα αγαπημένα της. Μην ανησυχείς, τα χρέωσα στο λογαριασμό σου. Σε αγαπώ, αδελφούλη. Δεν απάντησε, νιώθοντας τύψεις. Ήταν αρκετά άσχημο που της έλεγε ψέματα στα μηνύματα και μέσω της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Δεν είχε το θάρρος να το κάνει καταπρόσωπο, οπότε την απέφευγε για περίπου δύο εβδομάδες τώρα. Ήταν σίγουρος πως της είχε κινήσει τις υποψίες. Ήταν για το καλό της, όμως, και, μόλις έκανε αυτό που ήθελε, θα της έλεγε την αλήθεια. Έστειλε ηλεκτρονικά στον Γκάβιν τη λίστα με τα ονόματα, συμπεριλαμβάνοντας και αυτά του προσωπικού που είχε γνωρίσει. Αφού τελείωσε, αποφάσισε να πάει στο γυμναστήριο πριν από το πρωινό. Ίσως να βοηθούσε την πλάτη του, και ένας Θεός ήξερε πόσο χρειαζόταν τη σωματική άσκηση. Δέκα λεπτά αργότερα, μπήκε στο γυμναστήριο. Ο ήχος από τα βαράκια αντήχησε στο δωμάτιο. Κοίταξε προς την κατεύθυνσή του και είδε τον Νίκο Στεφανόπουλο. «Καλημέρα» είπε ο Όουεν, σφίγγοντας τα δόντια του. «Καλή σου μέρα, Όουεν» είπε ο Νίκος χαμογελώντας. Κάθαρμα. Ο Νίκος σηκώθηκε. «Μπορώ να τελειώσω αργότερα, αν θέλεις το μέρος για τον εαυτό σου» είπε, δείχνοντας προς την πόρτα. Ο Όουεν πήρε μια βαθιά ανάσα. Αν δεν χαλιναγωγούσε τις αντιδράσεις του απέναντι σε αυτόν τον άντρα, και μάλιστα σύντομα, ολόκληρο το ταξίδι θα αποδεικνυόταν καταστροφικό. Όσο κι αν η παρουσία του Νίκου έκανε τον Όουεν να ανατριχιάζει με αηδία, αυτή ήταν μια τέλεια ευκαιρία για να μάθει τις προθέσεις του. Θα προσπαθούσε να του αναφέρει καμιά ύποπτη ευκαιρία για επένδυση; Ή ίσως να άνοιγε δρόμο για ένα μελλοντικό χτύπημα; Χαμογέλασε βεβιασμένα. «Όχι, καθόλου. Παρακαλώ, συνέχισε.» Ο Νίκος φάνηκε να το σκέφτεται, έπειτα όμως ένευσε και έπιασε ξανά τα βαράκια. Αντί να κάνει ζέσταμα στο διάδρομο, στην άλλη μεριά του δωματίου, όπως συνήθιζε, ο Όουεν πήγε στα βάρη για να ενθαρρύνει κάποια συζήτηση. Έκανε ένα γρήγορο ζέσταμα και άρχισε να γυμνάζει τα μπράτσα του. Έπειτα από ένα λεπτό περίπου, ο γλαφυρός οικοδεσπότης έσπασε τη σιωπή. «Λοιπόν, Όουεν, έχεις ξαναέρθει στο Κολοράντο;» «Ναι, πολλές φορές για δουλειές, αλλά ποτέ για διασκέδαση.» «Και την εν λόγω συγκυρία πού την κατατάσσεις;» «Ειλικρινά; Σε κανένα από τα δύο. Η γυναίκα μου ήθελε να έρθουμε, οπότε ήρθαμε. Χωρίς να θέλω να γίνω αγενής –είμαι σίγουρος ότι έχετε υπέροχα αποτελέσματα–, δεν είναι κάτι που θα
επέλεγα να κάνω. Ίσως, όμως, τελικά να λειτουργήσει. Έκανα ήδη μερικές επαγγελματικές επαφές που φαίνονται πολλά υποσχόμενες. Αν καρποφορήσουν και είναι και η σύζυγος ευχαριστημένη, θα πρόκειται για τρεις καλές εβδομάδες.» Του πέταξε το δόλωμα, σε περίπτωση που «τσιμπούσε». Ο Νίκος πήγε στο μηχάνημα για τα πόδια. «Για το καλό σου, ελπίζω να πάνε όλα καλά.» Για μερικά λεπτά, ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι βαριές ανάσες τους καθώς γυμνάζονταν. Ο Όουεν περίμενε πως ο Νίκος θα «τσιμπούσε», έστω και λίγο, αλλά αυτό δεν έγινε. Ενδιαφέρον. «Είσαι παντρεμένος;» Ο Νίκος κούνησε το κεφάλι του. «Ήμουν.» Κοίταξε αλλού, και ο τόνος της φωνής του χαμήλωσε. «Η γυναίκα μου πέθανε πριν από δύο χρόνια.» Ο τύπος ήταν καλός. Η φωνή του ακούστηκε πραγματικά θλιμμένη στο τέλος. «Λυπάμαι που το μαθαίνω.» «Ήταν μια δύσκολη εποχή, αλλά είχαμε έναν υπέροχο γάμο και πιστεύω στην ιερότητά του. Κάποια στιγμή θα ξαναπαντρευτώ, αλλά για την ώρα είμαι πολύ απασχολημένος με αυτό το μέρος για να συνδεθώ σοβαρά με κάποια. Είναι ένα λειτούργημα αυτό που κάνουμε εδώ, και δεν είμαι έτοιμος να το παραμελήσω ή να αφήσω κάποιον άλλον να το διευθύνει, τουλάχιστον όχι ακόμα.» Ο Όουεν πάλεψε με την παρόρμηση να ορμήσει στον ευσεβή μπάσταρδο και να τον ταρακουνήσει μέχρι να τρίξουν τα τέλεια δόντια του. «Όταν ξαναπαντρευτώ, θα φροντίσω να δεσμευτώ εκατό τοις εκατό. Πρέπει να το κάνεις αυτό, αν θέλεις να λειτουργήσει. Αν όχι, είναι αδύνατον να είσαι μόνο με ένα άτομο μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος, δεν νομίζεις;» Τα μαύρα μάτια του καρφώθηκαν στον Όουεν. Ο Όουεν σκέφτηκε καλά πριν απαντήσει. Εκείνος και η Λίντι είχαν αποφασίσει πως η συνέπεια ήταν το «κλειδί», αλλά, παρά το γεγονός ότι απλώς έπαιζαν θέατρο, τον ενοχλούσε πάρα πολύ το ενδεχόμενο να «μαρκαριστεί» σαν ο άπιστος, τη στιγμή που είχε δει τον πόνο που είχε προκαλέσει η απιστία του πατέρα του. Συγκεντρώσου στο αποτέλεσμα, υπενθύμισε πεισματικά στον εαυτό του. «Δεν μπορώ να το ξέρω» είπε, ύστερα από μια μεγάλη παύση. «Αυτός είναι ένας από τους λόγους που βρισκόμαστε εδώ: δεν ήμουν πιστός.» Ο Νίκος ένευσε. «Κατάλαβα. Ελπίζω ότι το Θέρετρο Υγείας θα σας βοηθήσει. Και μην τιμωρείς τον εαυτό σου για αυτό. Οι θεραπευτές μας αντιμετωπίζουν συνεχώς αυτό το ζήτημα. Πιστεύω πως η μονογαμία είναι αντίθετη με την πραγματική φύση του άντρα. Είναι μια συνεχής πάλη, και αν η γυναίκα σου είναι πρόθυμη να σε συγχωρέσει, πρέπει κι εσύ να συγχωρέσεις τον εαυτό σου. Το μέτρο ενός δυνατού ζευγαριού δεν είναι η απουσία σφαλμάτων, αλλά η ικανότητα να τα διορθώνετε και να βγαίνετε αλώβητοι από αυτά.» Τώρα, εκτός του ότι πίστευε στην ιερότητα του γάμου, ήταν λες και ο Νίκος τον συγχωρούσε για την απιστία του. Αλλά και πάλι, αυτό δεν έκαναν οι απατεώνες; Παρακολουθούσαν, άκουγαν, μάθαιναν, και έλεγαν στους άλλους ακριβώς αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Ενώ ο Όουεν προσποιούνταν ότι σκεφτόταν τη «βαθυστόχαστη» συμβουλή του άλλου άντρα, ο Νίκος σηκώθηκε και σκούπισε το πρόσωπό του. «Θα κάνω ένα γρήγορο μπάνιο και θα ετοιμαστώ για τις πρωινές συνεδρίες. Χάρηκα που συζητήσαμε.» «Κι εγώ το ίδιο.» Ο Νίκος έφυγε και ο Όουεν τον παρακολούθησε, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τα κομμάτια του παζλ. Αν και του είχε κάνει άνοιγμα για να συζητήσουν για δουλειές, ο Νίκος δεν είχε ενδώσει.
Εστίασε την προσοχή του στο θέρετρο. Μήπως ο Νίκος το πήγαινε αργά; Είχαν ακόμα τρεις εβδομάδες. Ίσως το έπαιζε διακριτικός; Ή ίσως… Όχι. Αρνιόταν να σκεφτεί το ενδεχόμενο πως αυτή ήταν μια πραγματική επιχείρηση. Όλα τα σημάδια έδειχναν το αντίθετο. Η ενοικίαση για μικρό χρονικό διάστημα, ο γρήγορος, άτσαλος τρόπος με τον οποίο είχε στήσει την εταιρεία. Για να μην αναφέρει και τον ίδιο τον Νίκο. Ύστερα από έρευνα, είχε ανακαλύψει ότι ποτέ στη ζωή του δεν είχε μια νόμιμη δουλειά. Γιατί να αρχίσει τώρα; Διάολε, αν ο Νίκος ήταν ειλικρινής, τότε υπήρχε κάτι περισσότερο πίσω από αυτό. Δεν μπορούσε να είναι μια νόμιμη επιχείρηση, γιατί, αν ήταν, ο Όουεν θα απογοήτευε την αδελφή του. Και αυτό δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. *** Η Λίντι κάθισε στο χαλάκι στο κέντρο του δωματίου, προσπαθώντας να μην αποκοιμηθεί. Το cd με τους Ήχους της Φύσης έκανε μεγάλη προσπάθεια να τη βυθίσει σε λήθαργο. Αυτό θα ήταν μεγάλο κατόρθωμα, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν μπλεγμένη σαν κοτσίδα. Ίσως να βοηθούσε αν τα φώτα δεν ήταν τόσο χαμηλωμένα, αλλά η Λίσα, η δασκάλα της γιόγκα, προτιμούσε να εργάζεται στο μισοσκόταδο. «Πάρτε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη σας και έπειτα εκπνεύστε. Φφφφσσς. Πολύ ωραία, Λίντι. Μπίτσι, άσε το σώμα σου να χαλαρώσει περισσότερο. Είσαι σφιγμένη. Νιώσε την ανάσα σου να κινείται μέσα σου, μεγαλώνοντας τους μυς σου.» Το φύσημα του ανέμου μέσα από ένα δάσος με μπαμπού έσβησε, μόνο και μόνο για να αντικατασταθεί από το παραπονιάρικο κάλεσμα των φαλαινών και των κυμάτων. Τα μάτια της Λίντι έκλεισαν ξανά. Ήταν μια βάναυσα ατελείωτη νύχτα. Μετά το φιλί της με τον Όουεν και το πιο υπέροχο μασάζ στα πόδια που είχε ποτέ απολαύσει, εκείνος είχε αντικαταστήσει εύκολα τον Ράιαν Γκόσλιν στο ρόλο του άντρα των ονείρων της. Και τι όνειρα ήταν αυτά! Εικόνες των δυο τους, μπλεγμένων μαζί, έπαιζαν μέσα από τις βλεφαρίδες της. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Λίντι; Είσαι ακόμα μαζί μας;» «Ναι.» Χαμογέλασε στην όμορφη μελαχρινή και κοίταξε το ρολόι της. Είκοσι λεπτά ακόμα. Η Λίσα πήγε στην άλλη μεριά του δωματίου για να διορθώσει τη «στάση του λωτού» της Τζόρνταν, η οποία επέμενε απότομα ότι ήταν μια χαρά η στάση της. «Δεν θα τα καταφέρω» ψιθύρισε η Μπίτσι. Και οι έξι γυναίκες είχαν επιλέξει την τάξη γιόγκα για αρχάριους αντί για το εργαστήρι «Αντιμετωπίστε το Στρες μέσω Διαλογισμού», και φαινόταν πως η κακομοίρα η Μπίτσι μετάνιωνε για την απόφασή της. Θα πίστευε κανείς ότι, με μια τόσο μικροσκοπική κορμοστασιά, θα τα κατάφερνε μια χαρά. Αντίθετα, το πιγούνι της έτρεμε καθώς αποτύγχανε, για άλλη μια φορά, να συστρέψει το σώμα της στην επόμενη στάση. «Μην ανησυχείς» ψιθύρισε η Λίντι. Θυμήθηκε τη δική της πρώτη φορά που έκανε γιόγκα: κατά λάθος, είχε γραφτεί σε τάξη προχωρημένων και γινόταν πραγματικός χαμός στο χαλάκι· είχε καταρρεύσει σαν σακί με πατάτες στη «στάση του χορευτή» και παρέσυρε και άλλους δύο μαθητές μαζί της, με αποτέλεσμα μια εξευτελιστική επίδειξη με ανθρώπινα ντόμινο. Από τότε, έκανε γιόγκα μόνο στο σπίτι, βλέποντας από την τηλεόραση. «Έπειτα από αυτό, δεν θα χρειαστεί να κάνεις ποτέ ξανά γιόγκα. Ας συζητήσουμε για το τι θα
φάμε το μεσημέρι, εντάξει; Άκουσα κάποιον να λέει κάτι για θαλασσινά. Ελπίζω να έχουν σολομό. Εσύ τρως θαλασσινά;» Η Μπίτσι ένευσε. «Μόνον οστρακοειδή. Ίσως να έχουν γαρίδες.» Συγκεντρώθηκε στη συζήτηση αντί για τις κινήσεις, και τα γεμάτα ηττοπάθεια μάτια της έλαμψαν. «Είδες ότι αργότερα προσφέρουν μαθήματα χορού; Ο Κάλβιν ποτέ δεν θα ήθελε να συμμετάσχει, αλλά φαίνεται διασκεδαστικό.» «Μέρος αυτής της θεραπείας είναι να εξασφαλίσουν ότι θα βρεις τι θα σε κάνει ευτυχισμένη, πέρα από το να είσαι απλά ένα μέλος του ζευγαριού. Πρέπει αμφότεροι να αισθάνονται ικανοποιημένοι και να έχουν αυτό που χρειάζονται, σωστά;» Η άλλη γυναίκα ένευσε διστακτικά. «Λοιπόν, πήγαινε χωρίς αυτόν» είπε η Λίντι. Δάγκωσε το κάτω χείλος της για μια στιγμή. «Ίσως. Είναι αστείο που το ανέφερες αυτό, γιατί και ο Νίκος μού είπε το ίδιο.» Η πόρτα άνοιξε, αφήνοντας να μπει λίγο φως. Λες και τον είχαν καλέσει τα λόγια της Μπίτσι, εμφανίστηκε ο Νίκος· έμεινε ακίνητος για λίγη ώρα εκεί, λες και ήξερε πόσο ωραίος φαινόταν. «Κυρίες μου» είπε, προχωρώντας προς το μέρος τους, με τα χέρια διάπλατα. «Πώς τα πάτε σήμερα; Νιώθετε ευλύγιστες;» Η Λίσα διέσχισε το δωμάτιο και τον υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Τι έκπληξη! Θα κάνεις μια επίδειξη για τις κυρίες ή απλώς πέρασες;» «Σκέφτηκα να δω την πρόοδό τους και αν υπάρχουν μερικές μαθήτριες που θα μπορούσαν να αντέξουν μια πιο προχωρημένη τάξη.» Το βλέμμα του σκανάρισε το δωμάτιο, και καρφώθηκε στη Λίντι. «Μπελίντα, είσαι σε εξαιρετική φόρμα. Θέλεις να κάνεις μάθημα μαζί μου;» Η Μπίτσι άφησε να της ξεφύγει ένα βογκητό διαμαρτυρίας, και η Λίντι δίστασε, αλλά μόνο για ένα λεπτό. Είκοσι λεπτά μόνη της με τον Νίκο ήταν πολύ καλή ευκαιρία για να την αφήσει να της ξεφύγει. «Λυπάμαι, Μπίτσι. Αλήθεια, θα είσαι μια χαρά. Να σκέφτεσαι τη γαριδοσαλάτα και τα μαθήματα χορού. Θα σε δω στο μεσημεριανό» της ψιθύρισε και σηκώθηκε. «Σίγουρα θέλω, αλλά να είσαι επιεικής μαζί μου» είπε στον Νίκο. «Είμαι καλή στις ασκήσεις εδάφους, αλλά, όταν σηκωθώ, γίνεται επικίνδυνο.» Τα άσπρα δόντια του έλαμψαν πάνω στο μελαψό του δέρμα και της άπλωσε το χέρι του. «Σύμφωνοι. Θα πάμε δίπλα, στη μικρότερη αίθουσα. Προτιμώ να είναι πιο φωτεινά. Συμφωνείς;» «Τέλεια.» Παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν το θήραμα και εκείνη ο κυνηγός σε αυτό το σενάριο, καθώς περνούσε το χέρι της στο μπράτσο του και βγήκαν από το δωμάτιο δεν μπόρεσε να μην αισθανθεί σαν μύγα στον ιστό του. Περάστε στο λημέρι μου…
Κεφάλαιο Δέκα «Απολαμβάνεις την έως τώρα διαμονή σου;» Ο Νίκος την οδήγησε στο διάδρομο, κατευθύνοντάς την στο διπλανό δωμάτιο. «Είναι πάρα πολύ ωραία. Το να βγάζεις το τηλέφωνο από την πρίζα είναι υπέροχο και η τοποθεσία εξαιρετική.» «Χαίρομαι που το ακούω.» Άνοιξε την πόρτα και της έκανε νόημα να μπει. «Μετά από σένα.» Άναψε τα φώτα, και η Λίντι κοίταξε το χώρο. Καθρέφτες κάλυπταν τους τοίχους και μια μπάρα μπαλέτου ήταν τοποθετημένη περιμετρικά. «Αυτό είναι επίσης το δωμάτιο που χρησιμοποιούμε για τα μαθήματα χορού. Θα πρέπει να δοκιμάσεις. Είναι πολύ διασκεδαστικό.» «Νομίζω πως θα το κάνω.» Θα ήταν η πρώτη φορά που θα χόρευε σε ένα χώρο σαν κι αυτόν από τότε που πέθανε η μητέρα της, αλλά ξαφνικά της φάνηκε πως επιβαλλόταν να το κάνει. Και ποιος ξέρει; Ίσως ο Νίκος να εμφανιζόταν συχνότερα εκεί, αν ήξερε ότι θα πήγαινε η Λίντι, και εκείνη δεν ήθελε με τίποτα να χάσει την ευκαιρία να ανακαλύψει κάτι που πιθανώς θα βοηθούσε την έρευνά τους. Ο Νίκος πήγε προς το στερεοφωνικό και πάτησε τα πλήκτρα. Ένα λεπτό μετά, σύγχρονη μουσική γέμισε το δωμάτιο. «Είναι εντάξει αυτό;» «Μια χαρά» απάντησε η Λίντι νεύοντας. «Μόλις έφυγα από το γυμναστήριο, οπότε έχω κάνει ζέσταμα. Μπορούμε να αρχίσουμε αμέσως.» Στάθηκε στο μπροστινό μέρος του δωματίου και της ένευσε να πάει εκεί. Της έδειξε μερικές ασκήσεις, μειώνοντας σταδιακά την απόσταση ανάμεσά τους, μέχρι που βρέθηκε μερικά μέτρα μακριά της. «Θέλεις να δοκιμάσουμε μερικές προχωρημένες ασκήσεις; Θα σε βοηθήσω.» «Βέβαια» είπε χαμογελώντας η Λίντι. «Νιώσε το κάψιμο.» Τα χέρια του πίεσαν χαμηλά την πλάτη της, σπρώχνοντάς την μπροστά, για να τεντωθεί περισσότερο. «Το νιώθεις;» Η φωνή του ήταν χαμηλή… κοντά στο αυτί της. Έπνιξε την παρόρμηση να τραβηχτεί. Αν προσπαθούσε να τη σαγηνεύσει και έπειτα να την εξαπατήσει για να επενδύσει σε καμιά εταιρείααπάτη, ήταν σημαντικό να τον αφήσει να πιστέψει ότι τα κατάφερνε σε κάποιο βαθμό. «Ναι. Είναι πάρα πολύ ωραία.» Μιμήθηκε τον τόνο της φωνής του, προσπαθώντας να προβλέψει την επόμενή του κίνηση. Αλλά δεν υπήρχε. Κάθε φορά που φαινόταν ότι θα ξεπεράσει τα όρια, εκείνος οπισθοχωρούσε. Ενδιαφέρον. «Τώρα στην πλάτη σου.» Εκείνη έκανε αυτό που της είπε, τεντώνοντας τη σπονδυλική της στήλη πάνω και μετά κάτω, χρησιμοποιώντας τους μυς της για να ελέγξει την κάθοδό της. «Υπέροχα. Είσαι σε εξαιρετική φόρμα για αυτό. Ο εκπαιδευτής σου κάνει μόνο γιόγκα ή κάνετε και άλλου είδους ασκήσεις;» «Ο γυμναστής; Ναι. Ο γυμναστής μου είναι…» καθάρισε το λαιμό της «…ω, ξέρεις, βασικά κάνει απ’ όλα. Κάνουμε πολλά πράγματα: γιόγκα· αερόμπικ.» Διάολε, υπήρχε ακόμα αυτό; Η
μητέρα της το δίδασκε όταν ήταν μικρή, και, αν θυμόταν καλά, σχετιζόταν με πολλές γκέτες και περικάρπια για τον ιδρώτα. Δεν φάνηκε να ταράζεται. Έδειχνε εντυπωσιασμένος. «Ασκήσεις της παλιάς σχολής. Μου αρέσει. Εντάξει.» Χτύπησε απαλά το γόνατό της. «Σήκωσε ψηλά τα πόδια σου και πάρε τη “στάση του αρότρου”.» Σήκωσε ψηλά και τα δύο πόδια της, και τα έφερε κάθετα στο σώμα της, χρησιμοποιώντας τα χέρια της για να στηρίξουν την πλάτη της. Εκείνος τη βοήθησε, ενθαρρύνοντάς την απαλά, μέχρι που τα πόδια της βρέθηκαν πίσω από το κεφάλι της. «Πολύ ωραία, Μπελίντα.» «Λίντι» τον διόρθωσε ασθμαίνοντας, προσπαθώντας να μιλήσει παρά το πιεσμένο διάφραγμά της. «Λίντι, τότε. Είναι υπέροχο όνομα.» Περίμενε να ακούσει κάτι απειλητικό ή κάτι λάγνο στον τόνο της φωνής του, αλλά δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο. Έκαναν τις υπόλοιπες ασκήσεις, και εκείνος συνέχισε να τη βοηθάει, αλλά, μολονότι την ακουμπούσε συχνά, δεν προχωρούσε έως κάποιο σημείο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει απρεπές. Αν σκόπευε να την αποπλανήσει, δεν θα το δοκίμαζε σήμερα. Έπειτα από μερικές ακόμα ασκήσεις, τη βοήθησε να σηκωθεί. «Φανταστικά. Να το επαναλάβουμε ίδια ώρα, την Τετάρτη; Δεν υπάρχει λόγος να παρακολουθείς τα μαθήματα για αρχάριους.» «Βέβαια. Μια χαρά.» «Πιστεύεις πως ο άντρας σου θα ήθελε να συμμετάσχει κι αυτός;» Την οδήγησε έξω από το δωμάτιο. «Αν κάνετε γιόγκα μαζί στο σπίτι, δεν υπάρχει λόγος να χαλάσετε τη συνήθειά σας.» «Δεν κάνει γιόγκα μαζί μου, στο σπίτι.» «Αλήθεια; Υπέθεσα… Διατηρείται σε πολύ καλή φόρμα.» Δεν το ήξερε; «Γυμνάζεται πολύ, αλλά δεν του αρέσει η γιόγκα.» Το όμορφο πρόσωπο του Νίκου συνοφρυώθηκε. «Είσαι απογοητευμένη από αυτό; Πρέπει να σου πω πως υπάρχουν χιλιάδες άντρες που ευχαρίστως θα ακύρωναν τα σχέδιά τους για να γυμναστούν μαζί με μια όμορφη γυναίκα. Μην αφήσεις την αδιαφορία του για την ενασχόλησή σου να σου διαλύσει την αυτοπεποίθηση. Είμαι σίγουρος πως, αν δεν ήταν τόσο πολυάσχολος, θα επωφελούνταν από την ευκαιρία.» Έμμεσα, αυτό ήταν κομπλιμέντο, και το σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Ευχαριστώ. Έχεις δίκιο ότι είναι πολυάσχολος. Είμαι τυχερή αν μπορέσει να έρθει στο καθιερωμένο ραντεβού μας, μία φορά το μήνα.» Ο Νίκος πλατάγισε αποδοκιμαστικά τη γλώσσα του. «Είμαι σίγουρος πως θα εύχεται να μπορούσε να είναι εκεί.» Αλλά ο τόνος του δήλωνε κάτι τελείως διαφορετικό. Υπήρχε κάτι στη συμπεριφορά του ή απλώς ήταν κάθαρμα; Έπρεπε να το ερευνήσει περισσότερο την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε. «Πραγματικά, εκτιμώ το ιδιωτικό μας μάθημα. Ήταν υπέροχα.» «Ευχαρίστησή μου.» Σταμάτησε να περπατάει και έδειξε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. «Εδώ σε αφήνω. Έχω κάποιες δουλειές έξω από το θέρετρο απόψε, οπότε, αν δεν σε δω αύριο, θα τα πούμε στη γιόγκα την Τετάρτη;» «Δεν θα το έχανα με τίποτα.» Μπήκε στο δωμάτιο, και η Λίντι τον χαιρέτισε, συνεχίζοντας να περπατάει στο διάδρομο προς τη
μεγάλη αίθουσα. Όταν μπήκε στην αίθουσα, αμέσως έψαξε να βρει τον Όουεν, πράγμα που δεν της πήρε και πολλή ώρα. Καθόταν μόνος του σε ένα τραπέζι και διάβαζε εφημερίδα, και κοίταξε προς το μέρος της όταν τον πλησίασε. «Γεια σου. Πώς ήταν το πρωινό σου; Είσαι ακόμα πιασμένος από τον καναπέ;» Προσπάθησε να διατηρήσει το βλέμμα της στραμμένο στο πρόσωπό του, αλλά ποτέ δεν τον είχε δει ντυμένο τόσο απλά, και τα αθλητικά ρούχα τού πήγαιναν υπέροχα. Αν η επιχείρησή του δεν ευδοκιμούσε, εύκολα θα μπορούσε να αιχμαλωτίσει καρδιές και φαντασίες σε περίπτωση που εμφανιζόταν σε διαφημιστικό, όπως αυτά στην Τάιμς Σκουέαρ. Ή, ακόμα καλύτερα, θα μπορούσε να κάνει τη διαφήμιση σαν τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, φορώντας μόνον ένα εσώρουχο. «Είμαι καλά, λίγο πιασμένος μόνο, αλλά δεν είναι άσχημα.» Κοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί πως δεν τους άκουγε κανείς. «Πέρασα λίγη ώρα με τον Νίκο στο γυμναστήριο, πράγμα που ήταν καλό. Δεν πήγα στις πρωινές συνεδρίες, γιατί ήθελα να κρατήσω κάποιες σημειώσεις και να κάνω μερικά τηλεφωνήματα.» «Πώς πήγε με τον Νίκο;» «Καλά. Συζητήσαμε. Υπάρχουν μερικά πράγματα που θέλω να προσέξω, αλλά τίποτα βάσιμο ακόμα. Θα ξετυλιχτεί αργά το νήμα, νομίζω, οπότε ήταν μια καλή αρχή. Πώς πήγε η γιόγκα;» «Υπέροχα» είπε εκείνη, και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. «Και μια που ανέφερες τον Νίκο, κι εγώ πέρασα κάποιο χρόνο μαζί του. Ήρθε στα μισά του μαθήματος για να δει αν υπήρχαν πιο προχωρημένοι μαθητές που ήθελαν κάτι πιο δύσκολο. Καταλήξαμε να κάνουμε ιδιωτικό μάθημα στη διπλανή αίθουσα.» Ο Όουεν άφησε κάτω την εφημερίδα και την κοίταξε. «Αλήθεια;» «Ναι. Θα το ξανακάνουμε την Τετάρτη. Δεν μπορώ να πω ότι έμαθα κάτι χρήσιμο, αλλά πιστεύω πως το γεγονός ότι προγραμματίζει να περάσει χρόνο μαζί μου ίσως να σημαίνει κάτι. Ίσως με προετοιμάζει για να κάνει την κίνησή του αργότερα.» «Σε άγγιξε;» Ο βρυχηθμός στη φωνή του Όουεν ταίριαζε με το σκληρό βλέμμα του, και την ανάγκασε να καθίσει λίγο πιο πίσω. «Σσσς! Και τι εννοείς; Με άγγιξε όπως αγγίζεις κάποιον όταν του μαθαίνεις γιόγκα. Αν το έκανε με ερωτικό τρόπο; Όχι. Σκέφτηκα ότι θα χαρείς που προσπαθεί να περάσει χρόνο μαζί μου. Οπότε, ποιο είναι το πρόβλημα;» Ξέσφιξε το σαγόνι του και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Είμαι ευχαριστημένος. Τα πήγες πολύ καλά. Είναι τόσο κάθαρμα, που μερικές φορές κάνει τη λογική μου να εξαφανιστεί. Είσαι παντρεμένη γυναίκα γι’ αυτόν. Τι όφελος θα έχει με το να σε ψάχνει, να σε ξεμοναχιάζει και να σε αγγίζει;» «Όταν το θέτεις έτσι, ακούγεται περισσότερο πονηρό απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Είμαι μεγάλο κορίτσι. Ήξερα πού έμπλεξα όταν συμφώνησα να το κάνω αυτό. Αν το παιχνίδι του απαιτεί αποπλάνηση, ξέρουμε και οι δύο πως πρέπει να τον ενθαρρύνω λίγο για να μάθουμε πού αποσκοπεί. Θέλεις να το χειριστώ διαφορετικά;» «Όχι.» Αναστέναξε και χτύπησε τα δάκτυλά του στο τραπέζι. «Έκανες ακριβώς αυτό που έπρεπε. Να είσαι σε επιφυλακή. Δεν έχω ενδείξεις ότι μπορεί να γίνει επικίνδυνος ή βίαιος, αλλά είναι πειστικός, και η ιδέα του για το τι είναι αποδεκτό μπορεί να μη συμφωνεί με τη δική σου. Οπότε, αν θεωρεί πως “σε έχει” πνευματικά, σίγουρα μπορείς να καθυστερήσεις τη σωματική πλευρά του ζητήματος.»
«Σύμφωνοι. Πίστεψέ με, δεν έχω σκοπό να τον αφήσω να πλησιάσει και πάρα πολύ.» Μερικά ακόμα άτομα μπήκαν στην αίθουσα, και ο Όουεν κοίταξε το ρολόι του. «Είναι ώρα για τη συνεδρία ζευγαριών, σε είκοσι λεπτά. Τι σχέδιο έχουμε; Θέλεις να κάνεις το μάθημα χορού ή την ομαδική άσκηση;» Εκείνη έσφιξε τα χείλη της. Από τη μια, ένιωθε άσχημα που άφησε την Μπίτσι μόνη της, και ήθελε να είναι εκεί για να τη στηρίξει, σε περίπτωση που έβρισκε το κουράγιο να πάει στο μάθημα χορού χωρίς τον Κάλβιν· από την άλλη, η σκέψη ότι θα βρισκόταν μέσα στα δυνατά μπράτσα του Όουεν για τις επόμενες δύο ώρες την κατατρόμαζε. Όμως, έπρεπε να νιώσουν πιο άνετα με την καθημερινή επαφή. Τουλάχιστον, με αυτό τον τρόπο θα είχαν κάποιον να τους επιβλέπει, και έτσι αυτό θα την αποθάρρυνε από το να τον ξαπλώσει στο πάτωμα. «Είμαι ήδη ιδρωμένη, οπότε ας κάνουμε τα μαθήματα χορού και ας αφήσουμε την ομαδική άσκηση για άλλη μέρα.» «Εντάξει.» Ο Όουεν σηκώθηκε και έβγαλε το πάνω μέρος της φόρμας του, αποκαλύπτοντας ένα μαύρο κολλητό μπλουζάκι. Τα δάκτυλά της την έκαιγαν, θέλοντας να αγγίξουν το περίγραμμα των όμορφων, γραμμωμένων ώμων του. Καθώς ξεροκατάπιε για να μην της τρέξουν τα σάλια, συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει μεγάλο λάθος. Ο Μπέκαμ δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον Όουεν Φίλιπς. Μισή ώρα αργότερα, ο Όουεν έβρισε τον εαυτό του. Γιατί την είχε αφήσει να επιλέξει δραστηριότητα; Μια ιδρωμένη Λίντι στην αγκαλιά του αντικατόπτριζε τα χθεσινοβραδινά του όνειρα τόσο πολύ, ώστε σχεδόν δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Είχε αρχίσει αρκετά καλά. Είχαν εμφανιστεί τρία ζευγάρια μαζί, με την Μπίτσι Σένταρχερστ μόνη της. Αντί να τους τοποθετήσουν αμέσως σε ζευγάρια, οι άντρες έκαναν μάθημα με τη γυναίκα εκπαιδευτή, την Τάλια, ενώ οι γυναίκες με τον άντρα, τον Μαρσέλ. Έμαθαν μερικά βασικά βήματα της σάλσα, και τα πράγματα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που τους έβαλαν να εξασκηθούν στα βήματα με τις συζύγους τους. Η Μπίτσι έμεινε με τον Μαρσέλ και, αν δεν φαινόταν τελείως παράξενο και απρεπές, ο Όουεν θα ζητούσε να κάνει το ίδιο με την Τάλια. Αντίθετα, η Λίντι ήταν τυλιγμένη γύρω του σαν χταπόδι, και εκείνος σχεδόν δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, πόσω μάλλον να κάνει τα βήματα του χορού. «Το σαγόνι πάνω» είπε η Τάλια, βάζοντας τον δείκτη της στο σαγόνι του. «Μη σκέφτεσαι, Όουεν. Πρέπει να νιώσεις το χορό.» Η ψυχρή ξανθιά τού χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο. Σκέψου πως εσύ και η όμορφη γυναίκα σου είστε μόνοι σε ένα δωμάτιο.» Ήταν η χειρότερη ιδέα του κόσμου. Οπότε, έκανε ακριβώς το αντίθετο: φαντάστηκε πως ήταν σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο. Πολύ κόσμο. Με μωρά που ουρλιάζουν. Με γερογκρινιάρηδες. Με την αδελφή του. Διάολε! Οτιδήποτε θα μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή από την αίσθηση του μικροκαμωμένου κορμιού της Λίντι να κινείται πάνω στο δικό του, εναρμονισμένο στο λάτιν ρυθμό. «Οι γοφοί σας πρέπει να ακουμπάνε» είπε η Τάλια, χτυπώντας τη Λίντι μαλακά στα πλευρά, μέχρι που έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Τώρα τα σώματά τους ήταν κολλημένα, και δεν τους χώριζε τίποτα πέρα από δύο λεπτά στρώματα βαμβάκι που, στο κάτω μισό του κορμιού του Όουεν, δεν θα έκανε τίποτα, με το «ενδιαφέρον» του να αυξάνεται σταθερά. Κάθε κίνηση, κάθε στροφή, έστελνε ένα κύμα πάθους στο υπογάστριό του. Ευτυχώς, όταν πλέον είχε στερέψει από εικόνες για να χαλιναγωγήσει τη στύση του, η Τάλια χτύπησε τα χέρια της και μίλησε.
«Εντάξει. Όλοι σας κάνατε πολύ καλή δουλειά. Ας ξαναχωριστούμε σε ομάδες και θα δείξουμε μια βασική κάμψη.» Αν και ήταν ευγνώμων για την ανάπαυλα, αυτή δεν κράτησε πολύ. Ύστερα από δέκα λεπτά εξάσκησης, η Λίντι ήταν πίσω στην αγκαλιά του, θερμή και αναψοκοκκινισμένη, με τα μάτια της να λάμπουν από χαρά. «Νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις, Ιρλανδέ;» τον ρώτησε, με τα φρύδια της υψωμένα περιπαικτικά. «Πιστεύω πως ναι.» Ο Μαρσέλ έδωσε το σύνθημα για να αρχίσει η μουσική και άρχισαν να χορεύουν. Η Λίντι ήταν πραγματικά φυσικό ταλέντο. Οι κινήσεις της ήταν τόσο αέρινες και αισθησιακές, ώστε ο Όουεν μπορούσε να κάθεται με τις ώρες και να την κοιτάζει να χορεύει. Αντίθετα, έπρεπε να βρίσκεται τόσο κοντά της, ενώ εκείνη στριφογύριζε και κουνιόταν πάνω στο σώμα του. Προσπάθησε να παλέψει με τον εαυτό του, πραγματικά προσπάθησε, αλλά ήταν χαμένη μάχη, και η στύση του μεγάλωσε κάτω από τη βαμβακερή φόρμα. Τα εκφραστικά μάτια της Λίντι άνοιξαν διάπλατα όταν η απόδειξη του πόθου του έγινε πολύ δυνατή για να την αγνοήσει, προεξέχοντας προς τα εμπρός για να φωλιάσει στην αγκαλιά των μηρών της. Η Λίντι ύγρανε τα χείλη της με την άκρη της γλώσσας της, και εκείνος πάλεψε με την ανάγκη να γείρει μπροστά και να τα αιχμαλωτίσει στα δικά του. Η μουσική έφτανε προς το τέλος της, και ο Όουεν την έγειρε πίσω σε μια χαμηλή κάμψη, πιάνοντας δυνατά το σφιχτό, στρογγυλό γλουτό της με την παλάμη του. Διαπίστωσε ότι ο σφυγμός στο λαιμό της χτυπούσε ξέφρενα κάτω από το χρυσαφένιο δέρμα της. Ο χρόνος κυλούσε με μεγάλη βραδύτητα, μέχρι που εκείνη, σκοπίμως, κύρτωσε αργά τη λεκάνη της προς το μέρος του, κολλώντας πάνω του. Μια βροντή αντήχησε στο στήθος του και την τράβηξε πάνω. Άφησε τα χέρια του να γλιστρήσουν χαμηλότερα, κλείνοντάς τα πάνω στους γοφούς της και τραβώντας την πάνω του. «Ό-Όουεν;» ψιθύρισε εκείνη, με κοφτή ανάσα. «Φαίνεται πως κάποιος επιτέλους τα κατάφερε, ναι;» είπε η Τάλια, χαμογελώντας πλατιά. «Καταπληκτική δουλειά, οικογένεια Ο’ Νιλ. Λατρεύω το πάθος σας. Ίδια ώρα την επόμενη Τετάρτη, αν ενδιαφέρεται κανείς.» Οι υπόλοιποι έπιασαν τις πετσέτες τους και τα μπουκάλια με το νερό τους, και έφυγαν από την αίθουσα. Η Λίντι κινήθηκε μέσα στην αγκαλιά του και ο Όουεν έγειρε στο αυτί της, ψιθυρίζοντας: «Θα το εκτιμούσα αν μπορούσες να μείνεις εδώ για ένα λεπτό, μέχρι να ελέγξω αυτή την… κατάσταση.» Το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της έγινε ακόμα πιο κόκκινο και του ένευσε καταφατικά. «Θα καθίσουμε εδώ για λίγο ώστε να εξασκηθούμε στις βουτιές, αν δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε η Λίντι στους εκπαιδευτές, που είχαν αρχίσει να τα μαζεύουν. Ο Μαρσέλ χαμογέλασε με νόημα στον Όουεν και χαχάνισε. «Πολύ καλή ιδέα. Θα έρθουμε σε λίγο να κλειδώσουμε.» Οδήγησε την Τάλια έξω από το δωμάτιο, και ο Όουεν και η Λίντι έμειναν μόνοι τους. «Δεν ξεγέλασες κανέναν» της είπε, χαμογελώντας ντροπιασμένα, και την άφησε. Η Λίντι γέλασε νευρικά και έκανε ένα βήμα πίσω. «Αυτό; Είμαστε σε θέρετρο για ζευγάρια. Σίγουρα, ακριβώς αυτό είναι το αποτέλεσμα που περιμένουν, δεν έχω δίκιο; Πρόκειται για βασικό βιολογικό συμπέρασμα: αν τρίψεις δύο ανθρώπους μεταξύ τους, σίγουρα κάτι θα ξεπηδήσει.» Έγειρε το κεφάλι του και την είδε να μαζεύει τα πράγματά της. Οι κινήσεις της ήταν άγαρμπες
και τα χέρια της έτρεμαν. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι η σκοτεινή πλευρά του γέμισε με ικανοποίηση. Το απολάμβανε να την κάνει να νιώθει νευρικότητα. «Αυτό πιστεύεις;» τη ρώτησε, πλησιάζοντάς την εκεί όπου στεκόταν και σκούπιζε το πρόσωπό της. Άπλωσε το δάκτυλό του και έπαιξε με μια νωπή τούφα από τα μαλλιά της. Το βλέμμα της έπεσε στο δικό του, και κράτησε την πετσέτα μπροστά της σαν ασπίδα. Εκείνος συνέχισε: «Νομίζεις πως, αν χόρευα με την Μπίτσι, θα… ξεπετάγονταν πράγματα; Ή ακόμα και με την Τάλια;» Κούνησε σταθερά το κεφάλι του. «Δεν αναγνωρίζεις την αξία του εαυτού σου, Λίντι. Δεν είμαι δεκαεννιάχρονος. Μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου όταν βρίσκομαι με μια όμορφη γυναίκα. Μ’ εσένα έχω πρόβλημα να το κάνω. Για τίποτα στον κόσμο δεν φαίνεται να μπορώ να συγκρατηθώ, και δεν έχει σημασία το πόσο επίμονα μου λέει το μυαλό μου ότι θα έπρεπε. Τώρα, η ερώτηση είναι: τι θα κάνω για αυτό;» Εκείνη άφησε την πετσέτα να πέσει και τον κοίταξε στα μάτια. «Όσο περισσότερο βρίσκομαι κοντά σου, τόσο λιγότερο θέλω η απάντηση να είναι “Βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου”» είπε επιφυλακτικά. Κοίταξαν αλλού για μια στιγμή, μέχρι που εκείνος έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος της. Η μυρωδιά αχλαδιού τον κατέκλυσε. «Αν δεν θέλεις, πες το μου.» Έγειρε κοντά… ακόμα πιο κοντά, μέχρι που τα χείλη τους… «Συγγνώμη» ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα. «Ξέχασα το μπουκάλι με το νερό μου.» Η Μπίτσι μπήκε βιαστικά μέσα, κάνοντάς τους νόημα που έλεγε «Μη μου δίνετε σημασία». «Θα φύγω από τα πόδια σας σε ένα δευτερόλεπτο.» Πήρε το μπουκάλι της σε χρόνο μηδέν και πέρασε από δίπλα τους, με τα χέρια να καλύπτουν τα μάτια της. «Σας παρακαλώ, μη σταματάτε εξαιτίας μου ό,τι κι αν κάνατε.» Ο Όουεν ακούμπησε το μέτωπό του στης Λίντι. «Σωθήκαμε παρά τρίχα, έτσι;» Εκείνη απομακρύνθηκε και φώναξε στην Μπίτσι: «Περίμενε! Ερχόμουν να σε βρω. Θέλεις να πάμε για μια γρήγορη βουτιά πριν από το μεσημεριανό;» Η Μπίτσι δίστασε, ζυγίζοντας τη διάθεση στο δωμάτιο. Όταν κατάλαβε πως οτιδήποτε διέκοψε είχε πεθάνει ξαφνικά, ένευσε απολογητικά. «Τότε, εντάξει. Αν δεν έχεις δουλειά.» Καθώς ο Όουεν τις κοίταζε να απομακρύνονται, με το βλέμμα του καρφωμένο στους γλουτούς της Λίντι τυλιγμένους μέσα στο ελαστικό παντελόνι, δεν μπόρεσε να αντισταθεί και της φώναξε: «Κότα.»
Κεφάλαιο Έντεκα «Κότα! Ναι, καλά» μουρμούρισε η Λίντι στον εαυτό της, καθώς ο Όουεν έφευγε με το αυτοκίνητο μερικές ώρες αργότερα. Αφού κολύμπησε με την Μπίτσι, είχαν πάει στη μεγάλη αίθουσα μόνο και μόνο για να μάθουν τελικά ότι δεν υπήρχαν γαρίδες. Αυτή ήταν καθαρά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την κακομοίρα την Μπίτσι. Το πρόσωπό της κατσούφιασε, και ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Κάθισα σε όλο το καταραμένο μάθημα γιόγκα, κολύμπησα τριάντα γύρους και χόρεψα μέχρι τελικής πτώσεως, και τώρα δεν έχει ούτε καν γαρίδες;» Η Λίντι ένιωσε τόσο άσχημα, ώστε της πρότεινε να πάνε στην πόλη για φαγητό. Η Μπίτσι θα έτρωγε τις γαρίδες της, και εκείνη θα έκανε ένα πολυπόθητο διάλειμμα. Μόνο που ο Κάλβιν και ο Όουεν τις πρόλαβαν, καθώς έβγαιναν έξω, και τώρα η ευχάριστη δυάδα είχε γίνει μια ενοχλητική τετράδα. «Τι είπες;» τη ρώτησε η Μπίτσι. «Δεν θέλεις να παραγγείλεις κοτόπουλο;» Η Λίντι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το είχε πει δυνατά. Ευτυχώς, ο Κάλβιν είχε καθίσει στο μπροστινό κάθισμα και φλυαρούσε για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο με τη δυνατή φωνή του, οπότε ήταν απίθανο να την είχαν ακούσει οι δύο άντρες. «Ναι, εμ… δεν θέλω κοτόπουλο. Το έχω… βαρεθεί.» «Τουλάχιστον περίμενε μέχρι να δεις τον κατάλογο για να αποφασίσεις» είπε η Μπίτσι, χτυπώντας την φιλικά στο χέρι. Η Λίντι ένευσε και συμφώνησε. Για το υπόλοιπο της διαδρομής, μπορούσε ελεύθερα να βράσει από θυμό. Ο Όουεν είχε μεγάλο θράσος να την πει δειλή, τη στιγμή που δεν επέτρεπε καν στον εαυτό του να σκεφτεί έναν αισθηματικό δεσμό με μια γυναίκα. Τουλάχιστον εκείνη ήταν πρόθυμη να το ρισκάρει. Αλλά και πάλι, είχε ένα όμορφο παράδειγμα: οι γονείς της είχαν περάσει είκοσι υπέροχα χρόνια μαζί πριν από το ατύχημά τους, και η Λίντι και τα αδέλφια της ήξεραν σίγουρα ένα πράγμα – η ζωή είναι πολύ σύντομη για να μη βιώσεις το κάθε πολύτιμο λεπτό της μαζί με τους ανθρώπους που αγαπάς. Ανάθεμα αν αγνοούσε αυτό το μάθημα εξαιτίας του Όουεν. Θα έκανε τη δουλειά για την οποία την προσέλαβε, και έπειτα θα επέστρεφε στη ζωή με τα αδέλφια της, τα κουτάβια της και τη Μέλμπα της. Έπειτα, κάποια μέρα, όταν θα ερχόταν η ώρα, θα έβρισκε κάποιον που θα την αγαπούσε όπως της άξιζε… όπως θα τον αγαπούσε κι εκείνη. Μέχρι να φτάσουν στο εστιατόριο και να καθίσουν στο τραπέζι τους, είχε καταφέρει να ηρεμήσει. Είχε περάσει όλη τη μέρα της ενοχλημένη με τον Όουεν για αυτό που είχε πει, αντί να κάνει τη δουλειά της – και η δουλειά της ήταν να συγκεντρώσει πληροφορίες. Με ανανεωμένη την αίσθηση του καθήκοντος, συγκεντρώθηκε στους Σένταρχερστ. Ο Όουεν την είχε κοιτάξει με νόημα, όταν εκείνος και ο Κάλβιν τούς είχαν ζητήσει να πάνε μαζί τους, οπότε ήταν σχεδόν σίγουρη ότι σκόπευε να πάρει πληροφορίες από τον άντρα. Ενώ συζητούσαν για την αγορά και το χρηματιστήριο, εκείνη εστίασε την προσοχή της στην Μπίτσι. «Έχετε ξαναπάει σε θέρετρο για ζευγάρια;» Η Μπίτσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, έγειρε προς το μέρος της και ψιθύρισε: «Όχι. Ήμουν τυχερή που έπεισα τον Καλ να συμφωνήσει να έρθουμε σε αυτό. Το κάνει μόνο για να με ευχαριστήσει, αλλά, στο σημείο όπου έχουμε φτάσει, θα αποκομίσω ό,τι μπορώ – καταλαβαίνεις τι
εννοώ;» Χρειάστηκε όλη της τη δύναμη για να μην αρπάξει τη γυναίκα, να την ταρακουνήσει και να της φωνάξει: «Όχι! Δεν έχω ιδέα τι εννοείς. Γιατί στο καλό να αποκομίσεις ό,τι μπορείς από αυτόν τον άντρα;» Η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν τόσο γλυκιά, αλλά και τόσο εξοργιστική… Η Μπίτσι Σένταρχερστ άξιζε περισσότερα από αυτά που της έδινε ο Κάλβιν, όμως, μέχρι να το συνειδητοποιήσει, τίποτα δεν θα άλλαζε μεταξύ τους, είτε το θέρετρο ήταν ψεύτικο είτε όχι. Έκανε κι άλλες ερωτήσεις, αλλά σε κάποιο σημείο όλο αυτό έμοιαζε περισσότερο με ανάκριση παρά με απλή περιέργεια, και η Μπίτσι φαινόταν να «μαγκώνεται» λίγο. Όταν ήρθαν τα πιάτα τους, λίγο αργότερα, η Λίντι ήταν ευγνώμων για την ανάπαυλα, ειδικά από τη στιγμή που ο Όουεν πήρε τον έλεγχο στα χέρια του. «Λοιπόν, ποια η γνώμη σας για τον οικοδεσπότη μας έως τώρα;» «Τον Στεφανόπουλο;» ρώτησε ο Κάλβιν. «Φαίνεται εντάξει για ομορφόπαιδο, υποθέτω. Λίγο υπερβολικός με αυτά τα αλαμπουρνέζικα, αλλά φαίνεται εντάξει τύπος.» «Είναι πολύ χαρισματικός» πρόσθεσε η Μπίτσι, χαμογελώντας ντροπαλά. «Σίγουρα είναι» είπε ο Όουεν. Φαινόταν πως ήθελε να πει περισσότερα, αλλά έπειτα κοκάλωσε, με το βλέμμα του καρφωμένο σε ένα σημείο πάνω από το κεφάλι της Λίντι. «Γλυκέ μου;» του είπε, ελπίζοντας να τον ξυπνήσει από αυτή την παράξενη συμπεριφορά. «Μου φαίνεται πως μόλις είδα…» Δεν είχε τελειώσει την πρότασή του, όταν η Λίντι γύρισε το κεφάλι της και είδε να ανοίγουν οι πόρτες του εστιατορίου και μια ξανθιά γυναίκα με παλτό Μπέρμπερι και μαύρες μπότες να έρχεται προς το τραπέζι τους. «Όουεν;» Η ψιλή φωνή της ερχόταν σε αντίθεση με τη σοκαριστική οργή στο πρόσωπό της. Στάθηκε μερικά βήματα μακριά από το τραπέζι τους, με την ενόχληση να αλλοιώνει τα κατά τα άλλα απαλά χαρακτηριστικά της. «Μπορώ να σου μιλήσω, σε παρακαλώ;» ρώτησε, μέσα από τα ίσια άσπρα δόντια της. Τρία κεφάλια γύρισαν προς το μέρος του Όουεν περιμένοντας την απάντησή του, ο οποίος, για την ώρα, φαινόταν αποσβολωμένος. Η Λίντι ήταν επίσης σοκαρισμένη. Πόσες πιθανότητες είχαν να πέσουν πάνω σε κάποιον τον οποίο ήξερε με το που θα έφευγαν από το θέρετρο; Μάλλον πολύ μεγάλες, γιατί εδώ στεκόταν μια γυναίκα –μια περιφρονημένη ερωμένη ίσως;– που προφανώς τον γνώριζε αρκετά καλά για να είναι θυμωμένη μαζί του. «Κάρα, τι ευχάριστη… έκπληξη.» Η Κάρα. Η αδελφή του Όουεν. Εκείνη ήταν ο μοναδικός λόγος για τη μασκαράτα τους, και τώρα στεκόταν μπροστά τους, ακριβώς εκεί όπου δεν έπρεπε να είναι. Η Λίντι έστυψε το μυαλό της για μια εξήγηση, για να πει κάτι, αλλά ο Κάλβιν την πρόλαβε. «Γεια σου, όμορφη κοπελιά. Κάλβιν Σένταρχερστ. Χαίρομαι που σε γνωρίζω.» Το βλέμμα του πλανήθηκε στο σώμα της Κάρα με έναν τρόπο που μόνον ανατριχιαστικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, και σηκώθηκε όρθιος. «Θα ήθελες να καθίσεις μαζί μας;» Η κακομοιριά της Μπίτσι ήταν τόσο απόλυτη που, παρά τον πανικό της, η Λίντι κατάφερε να νιώσει συμπάθεια για τη γυναίκα. Προς τιμήν της, η Κάρα αγνόησε τον Κάλβιν και απευθύνθηκε στον αδερφό της: «Είπες πως ήσουν στο Χιούστον.» «Εγώ και η Λίντι περνάμε κάποιες δυσκολίες, και αποφασίσαμε να έρθουμε στο θέρετρο για
ζευγάρια. Θεωρήσαμε καλύτερο να κρατήσουμε τις λεπτομέρειες για εμάς. Καταλαβαίνεις πως γίνεται όλο αυτό μεταξύ παντρεμένων. Θα με συγχωρέσεις;» Η ερώτηση αιωρήθηκε στον αέρα, λες και ζύγιζε τόνους. Το βλέμμα του Όουεν στην αδελφή του ήταν παρακλητικό, αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε τι της ζητούσε. «Και η Λίντι είναι…» Το ηττημένο ύφος στο πρόσωπο του Όουεν την έκανε να αναλάβει δράση. «Εδώ είμαι, χαζούλα! Σου αρέσει το νέο μου κούρεμα, αδελφούλα; Το έκανα κοντό και μαύρο, γιατί ξέρεις πόσο αρέσει του αδελφού σου η Ντόροθι Χάμελ. Ούτε που με αναγνώρισες, έτσι;» Η Κάρα φάνηκε να συνειδητοποιεί τι γινόταν ή, τουλάχιστον, εν μέρει, και ένευσε αργά: «Ναι. Φαίνεται ωραίο. Εμ… Όουεν, θα έρθεις μαζί μου στο μπαρ για λίγο;» Δεν περίμενε την απάντησή του, αντίθετα αποχαιρέτισε τους υπόλοιπους στο τραπέζι. «Χάρηκα που σας γνώρισα, Κάλβιν και… εσάς επίσης.» Χαμογέλασε ευγενικά στην Μπίτσι. «Αδελφούλα, θα σου τηλεφωνήσω αργότερα, εντάξει;» Το τελευταίο πήγαινε στη Λίντι, η οποία, απορροφημένη από την ανακούφιση, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να νεύσει καταφατικά και να της χαμογελάσει πλατιά. Ο Όουεν σηκώθηκε και σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα. «Με συγχωρείτε για ένα λεπτό.» Ακολούθησε την αδελφή του, αφήνοντας τη Λίντι να αντιμετωπίσει δύο ζευγάρια απορημένα μάτια. Άλλαξε τον τόνο της φωνής της και αυτοσχεδίασε: «Η αδελφή του Όουεν είναι εξαρτημένη από τα ναρκωτικά, η κακομοίρα.» *** «Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;» Τα χέρια της αδελφής του ήταν σταυρωμένα στο στήθος της και τα μάτια της πετούσαν φλόγες. Κανόνας νούμερο ένα, όταν αντιμετωπίζεις μια θυμωμένη γυναίκα; Ελιγμοί. «Πώς με βρήκες;» «Μην αρχίζεις αυτές τις βλακείες μαζί μου. Δεν θα έπρεπε να χρειαστεί να “σε βρω”.» Τόνισε θυμωμένα την τελευταία λέξη. «Θα έπρεπε να ήσουν στο Τέξας, όπως είπες ότι θα έκανες. Φαντάσου την έκπληξή μου όταν πήγα στο διαμέρισμά σου, για να αφήσω το κοστούμι που σου αγόρασα, και είδα αυτό στο κομοδίνο σου.» Κρατούσε ένα τσαλακωμένο χαρτί στο χέρι της, και ο Όουεν αναστέναξε. Η αδελφή του είχε ελεύθερη πρόσβαση σε όλα του τα σπίτια, συμπεριλαμβανομένου και του ρετιρέ του στην πόλη. Σχεδόν ποτέ δεν ερχόταν όταν εκείνος έλειπε για δουλειές. Σκέφτηκε για μια στιγμή να τη ρωτήσει για το ξαφνικό ενδιαφέρον της, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα. Ήταν η μοναδική οικογένεια που είχε. Δεν ήθελε εκείνη να νιώσει πως δεν ήταν ευπρόσδεκτη. Μόλις λίγα χρόνια πριν είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους αυτό το δέσιμο, και δεν θα το πετούσε στα σκουπίδια για να σώσει το τομάρι του. Είχε φανεί απρόσεκτος. Του αγόραζε συχνά ρούχα στα ταξίδια της, αν έβλεπε κάτι που ο Όουεν θα λάτρευε και θα του πήγαινε. Πολλές φορές είχε περάσει από το σπίτι του για του τα αφήσει, όταν γύριζε από τα ψώνια της, προτού πάει στο σπίτι της. Από τότε που ο Νίκος είχε συνθλίψει το πνεύμα της, σχεδόν δεν έβγαινε από το διαμέρισμά της, πόσω μάλλον για να πάει να ψωνίσει. Ο Νόμος του Μέρφι έλεγε ότι η παλιά της συνήθεια θα ξανάρχιζε, ακριβώς όταν εκείνος
δεν θα το ήθελε. Η σημασία τού να επιλέξει να ξαναβγεί έξω δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Όουεν. Ούτε το γεγονός ότι είχε μακιγιαριστεί και ανταλλάξει τους κουβάδες παγωτού που καταβρόχθιζε με όμορφα ρούχα. Φαινόταν καλύτερα απ’ ό,τι εδώ και μήνες. «Πήγες να μου ψωνίσεις;» Λίγος απ’ το θυμό της φάνηκε να εξατμίζεται, και ανασήκωσε τους ώμους της. «Ναι.» Δάγκωσε τα χείλη της και κοίταξε αλλού πριν συνεχίσει. «Λοιπόν, εν μέρει συνέβη για αυτό, και εν μέρει επειδή με απέφευγες και φερόσουν τόσο παράξενα. Δεν ανταπέδιδες τα τηλεφωνήματά μου, και έπειτα μια φορά μού είπες ότι θα πας στο Χιούστον και την άλλη φορά στο Όστιν. Ήξερα πως κάτι συμβαίνει. Οπότε, ίσως να μην είμαι ακριβώς αθώα. Ήθελα να ρίξω μια ματιά στο διαμέρισμά σου και να βεβαιωθώ πως όλα είναι καλά.» Εκείνος κούνησε με κατανόηση το κεφάλι του, και ξαφνικά κατάλαβε. «Για μισό λεπτό: δεν άφησα αυτό το χαρτί στο κομοδίνο μου. Έψαξες τα πράγματά μου! Κάρα…» Εκείνη τον σταμάτησε. «Νομίζεις ότι έχεις τα πρωτεία στην ανησυχία; Κι εγώ ανησυχώ για σένα. Και σκέφτηκα πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Δεν μπορείς να φανταστείς τα σενάρια που έπλασα με το μυαλό μου: ότι ήσουν άρρωστος, ότι η επιχείρησή σου είχε προβλήματα, ότι μπήκες σε καμιά αίρεση. Ό,τι κι αν ήταν, ήξερα πως θα προσπαθούσες να με προστατεύσεις, οπότε σκέφτηκα να ψαχουλέψω λίγο. Απεχθάνομαι το ότι έπρεπε να καταφύγω σε αυτή τη μέθοδο, αλλά δεν λυπάμαι.» Άνοιξε το στόμα του για να τη μαλώσει, αλλά έπειτα την κοίταξε καλύτερα – πώς χτυπούσε θυμωμένα το πόδι της, τα κόκκινα μάγουλά της. Δεν θα βρισκόταν εδώ, έτοιμη να τον κατσαδιάσει, αν δεν ήταν στη διαδικασία της επούλωσης. Μια θερμή αίσθηση γέμισε το στήθος του. «Σε συγχωρώ.» «Όμως, αυτό δεν σε απαλλάσσει από το θέατρο που έχεις στήσει.» Έδειξε με το πιγούνι της προς την τραπεζαρία. «Τι προσπαθείς να κάνεις; Πες μου για τον Νίκο και το Θέρετρο Υγείας. Σε παρακαλώ. Πρέπει να ξέρω τι συμβαίνει.» Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της, και εκείνος την πήρε αγκαλιά. «Θα σου πω τα πάντα, σ’ το υπόσχομαι. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω εδώ. Θα σου τηλεφωνήσω απόψε και θα συναντηθούμε σε μέρος ασφαλές για να μιλήσουμε.» «Τουλάχιστον είναι νόμιμο; Διάολε, δεν θέλω να πας φυλακή για μένα, Όουεν. Δεν έχει σημασία πια. Το μόνο που θέλω είναι να γυρίσεις σπίτι.» Έκανε ένα βήμα πίσω και τον κοίταξε παρακλητικά. Ατσάλωσε τον εαυτό του και κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Όχι μέχρι να τελειώσει.» Πάνω από τον ώμο της Κάρα, είδε τον Κάλβιν Σένταρχερστ να έρχεται προς το μέρος τους. Ο Όουεν έδειξε με το κεφάλι του την πόρτα. «Δεν μπορώ να το συζητήσω περισσότερο. Σε λίγο θα έχουμε παρέα. Σε παρακαλώ, εμπιστέψου με. Σου ορκίζομαι πως δεν διατρέχω κάποιον κίνδυνο. Αν, ύστερα από τη συζήτησή μας, θέλεις ακόμα να γυρίσω σπίτι, θα το κάνω. Σύμφωνοι;» Εκείνη ένευσε με ανησυχία. «Εντάξει. Μένω στο διπλανό ξενοδοχείο, οπότε συνάντησέ με στις επτά, στο δωμάτιο διακόσια δώδεκα.» Έβαλε την τσάντα και πάλι στον ώμο της, όταν τους πλησίασε ο Κάλβιν. «Για πού το έβαλες, μικρή κυρία; Θέλεις να μας κάνεις παρέα στο μεσημεριανό;» «Λυπάμαι, αλλά ετοιμάζομαι να φύγω.» Γύρισε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, με το βλέμμα του Κάλβιν καρφωμένο πάνω της. Τον μπάσταρδο.
«Είναι πολύ όμορφη, Ο’ Νιλ. Κρίμα που είναι ναρκομανής.» Μέχρι τώρα, τίποτα δεν ήταν εύκολο, και με την άφιξη της αδελφής του, όποιο αποτέλεσμα κι αν είχε, τα πράγματα γίνονταν ακόμα πιο περίπλοκα. Όλη η ένταση συγκεντρώθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, και ένευσε καταφατικά. «Ναι, πολύ κρίμα.»
Κεφάλαιο Δώδεκα «Νομίζεις ότι ετοιμάζει καμιά μεγάλη απάτη και χρησιμοποιεί το θέρετρο ως κάλυψη;» ρώτησε η Κάρα. Η Λίντι κάθισε στο τραπέζι απέναντί τους, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της, αργότερα την ίδια μέρα, θαυμάζοντας τις ομοιότητές τους. Παρ’ όλες τις διαφορές τους στο χρώμα του δέρματος και την επιμονή του Όουεν ότι δεν έμοιαζαν καθόλου, εκείνη ήταν συνεπαρμένη: είχαν τις ίδιες ιδιομορφίες, το ίδιο περήφανο ανασήκωμα του κεφαλιού τους, και ακόμα πίεζαν τα χείλη τους με τον ίδιο τρόπο, όταν βρίσκονταν σε βαθιά περισυλλογή. «Δεν το νομίζω – το ξέρω» είπε ο Όουεν. «Τι έχεις ανακαλύψει μέχρι τώρα;» «Όχι πολλά» είπε εκείνος. «Αν και δεν βρισκόμαστε αρκετό καιρό εκεί, σίγουρα συνέβησαν μερικά παράξενα πράγματα. Απλά δεν καταφέραμε να ταιριάξουμε όλα τα κομμάτια.» «Τι γνώμη έχεις, αδελφούλα;» Η Κάρα κάρφωσε με τα πράσινα μάτια της τη Λίντι, αλλά, ανεξάρτητα από αυτή τη μικρή «μπηχτή», φαινόταν πραγματικά να ενδιαφέρεται για την απάντησή της. Η Λίντι το σκέφτηκε για μια στιγμή, ξέροντας πως, αν ήταν στη θέση της Κάρα, θα ήθελε μια ειλικρινή απάντηση. «Νομίζω πως ο Όουεν έχει δίκιο. Κάτι δεν… κολλάει. Ξέρω ότι ακούγεται πολύ γενικό ή κάπως έτσι, αλλά μόνο με αυτό τον τρόπο μπορώ να το περιγράψω. Κάτι δεν πάει καλά.» Η Λίντι περιέγραψε αυτό που ένιωσε με τον Νίκο και τις πληροφορίες που είχε βρει ο Όουεν για το ενοικιαστήριο. Η Κάρα άκουγε προσεκτικά, μέχρι που η Λίντι δεν είχε κάτι άλλο να πει, πράγμα που συνέβη πιο γρήγορα απ’ ό,τι φανταζόταν. Εν μέρει, περίμενε ότι η Κάρα θα ανάγκαζε τον Όουεν να κρατήσει την υπόσχεσή του και να πακετάρει τα πράγματά του εδώ και τώρα, αλλά τελικά δεν το έκανε. «Εντάξει. Οπότε, ας υποθέσουμε ότι βρίσκετε κάτι. Τότε, τι θα συμβεί;» «Θα καλέσουμε την αστυνομία για να τον συλλάβουν.» «Δεν θα υπάρξει βία;» Έγειρε το κεφάλι της και τον κάρφωσε με το βλέμμα της, λες και μπορούσε να του εκμαιεύσει την αλήθεια. Ήταν εντυπωσιακό, και η Λίντι σχεδόν πίστεψε πως θα γινόταν έτσι. Ήταν αδύνατον να συνδέσει τη γυναίκα μπροστά της με τη σκιά που της είχε περιγράψει ο Όουεν πριν από μερικές εβδομάδες. «Αν πάθεις κάτι, δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου» πρόσθεσε απαλά. «Και αν κάποιος άλλος πάθει κάτι, επειδή δεν κάναμε τίποτα; Τότε, πώς θα νιώσεις;» Εκείνη υποχώρησε. «Απαίσια.» Κάλυψε το στόμα της με το χέρι της και κούνησε το κεφάλι. «Ήμουν αδύναμη και τυφλή. Δεν έπρεπε να τον αφήσω να γλιτώσει τόσο εύκολα. Αν ήδη…» «Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου.» Ο Όουεν έγειρε προς το μέρος της και ανασήκωσε το πιγούνι της για να τον κοιτάξει. «Τίποτα από αυτά δεν είναι δικό σου σφάλμα, αλλά είναι υποχρέωσή σου να κάνεις το σωστό. Μείνε εδώ. Μείνε στο Κολοράντο, για να είσαι εδώ όταν τελειώσουν όλα. Τότε θα τον αντιμετωπίσουμε μαζί, και θα δει ότι είσαι δυνατότερη απ’ ό,τι περίμενε.» Τα συναισθήματα έκλεισαν το λαιμό της Λίντι, και ξεροκατάπιε. Για κάποιον που δεν πίστευε στη ρομαντική αγάπη, ο Όουεν σίγουρα ήξερε πώς να αγαπάει την οικογένειά του.
Μέχρι να φύγουν, μία ώρα αργότερα, είχαν συμφωνήσει να μιλούν τουλάχιστον δύο φορές τη μέρα, και η Κάρα είχε υποσχεθεί να μείνει στο ξενοδοχείο της και να κρύβεται. Ο Όουεν κάθισε στη θέση του οδηγού και αναστέναξε βαθιά. «Θεέ μου, αυτό ήταν σχεδόν η μεγαλύτερη αποτυχία.» Η Λίντι χαμογέλασε. «Το χειρίστηκες μια χαρά.» «Ευχαριστώ. Σκέφτομαι ότι τελικά ίσως να ήταν για καλό. Κάτι που είπες στη συνέντευξή σου μου έχει μείνει στο μυαλό: ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσεις το άτομο που σε πλήγωσε. Αν έβλεπες την αδελφή μου ένα μήνα πριν, δεν θα την αναγνώριζες σήμερα. Είναι λες και το γεγονός ότι κατάλαβε πως ήμουν στο Κολοράντο για να αντιμετωπίσω τον Νίκο και το να έρθει εδώ για να συμμετάσχει σε όλο αυτό τής έδωσαν ένα σκοπό ή κάτι τέτοιο. Φαίνεται ξανά… ζωντανή. Δεν ήταν έτσι για αρκετό καιρό, και με είχε κατατρομάξει.» «Μπορώ να το φανταστώ.» Δεν ήξερε πώς θα το αντιμετώπιζε, αν κάποιος είχε φερθεί στον Νέιτ ή στον Μαλ με τον τρόπο που είχε φερθεί ο Νίκος στην Κάρα. Αυτό, σε συνδυασμό με τη γνωριμία της με την ίδια τη γυναίκα απόψε, ενίσχυσε την αποφασιστικότητά της. Θα έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει πιο πολύ για τον Νίκο, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα ρίσκαρε περισσότερο. Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσουν πίσω άπρακτοι. Κοίταξε τον άντρα δίπλα της χαμένο στις σκέψεις του, και ορκίστηκε: πριν φύγουν από το Κολοράντο, θα βεβαιωνόταν πως η Κάρα θα είχε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει τον βασανιστή της. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα σταματούσε τον Νίκο Στεφανόπουλο. *** Μέχρι ο Όουεν να ξαπλώσει στο κρεβάτι, η ένταση που είχε συσσωρευτεί στο σβέρκο του από την ώρα που είχε δει την Κάρα είχε επιτέλους εξαφανιστεί, μόνο και μόνο για να αντικατασταθεί από ένα βάρος στη συνείδησή του. Τι θα έλεγε η μητέρα του αν τον έβλεπε τώρα, που άφηνε μια γυναίκα να κοιμηθεί στον άβολο καναπέ, ενώ εκείνος ξάπλωνε στο πολυτελές κρεβάτι λες και ήταν βασιλιάς; Πραγματικά, φερόταν σαν μεγαλειότατος. Η μέρα ήταν πολύ δύσκολη, με τη Λίντι και αυτόν να πηγαίνουν από δραστηριότητα σε δραστηριότητα, να κάνουν διασυνδέσεις και να μαζεύουν πληροφορίες, όταν μπορούσαν. Μέχρι να επιστρέψουν στο δωμάτιο, μετά τη συνάντησή τους με την Κάρα, της πρότεινε να δουν ξανά τις σημειώσεις τους το πρωί. Όταν εκείνη δεν διαμαρτυρήθηκε, κατάλαβε πως ήταν τόσο κουρασμένη όσο και αυτός, γεγονός που σήμαινε ότι χρειαζόταν ύπνο, και ο καναπές ήταν ακατάλληλος για κάτι τέτοιο. Δεν θα έπρεπε να το υπομείνει αυτό και για τις επόμενες εβδομάδες. Το πρόβλημα ήταν πως τη γνώριζε ήδη αρκετά καλά για να καταλάβει ότι ποτέ δεν θα συμφωνούσε να αλλάξουν θέσεις. Δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική. Παρά την άτυχη στιγμή στο μάθημα χορού νωρίτερα και τη βεβαιότητά του ότι θα τους έκανε καλό, δεν είχε σκοπό να την αποπλανήσει. Για μια φορά, οι προθέσεις του ήταν τελείως αλτρουιστικές. Καθώς ανακάλεσε στο μυαλό του την εικόνα της Λίντι να αναπνέει βαριά μέσα στην αγκαλιά του όταν χόρευαν, σκέφτηκε ότι κάποιος ίσως να τους χαρακτήριζε μαζοχιστές. Όπως και να έχει, οι τύψεις δεν τον άφηναν να κοιμηθεί, από τη στιγμή που ήξερε πως ούτε εκείνη θα κοιμόταν. Σηκώθηκε και φόρεσε ένα μπλουζάκι, προτού κατευθυνθεί στο καθιστικό. Η Λίντι ήταν
κουλουριασμένη στον καναπέ. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλλά από την αναπνοή της μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν ακόμα ξύπνια. «Έλα, ψεύτρα, ξέρω πως δεν κοιμάσαι. Σήκω για ένα λεπτό και μίλησέ μου.» Εκείνη αναστέναξε και ανασηκώθηκε. «Ξέρω τι θα πεις, και η απάντηση είναι “όχι”. Το να κοιμάσαι σε αυτό τον καναπέ είναι σαν να προσπαθείς να χωρέσεις έναν ελέφαντα σε μια ποντικότρυπα.» «Συμφωνώ, αλλά και αυτό είναι επίσης ανόητο.» Έδειξε τον καναπέ. «Είχες δίκιο προηγουμένως για το κρεβάτι. Δεν υπάρχει λόγος να μη συμπεριφερθούμε ως ενήλικες και να το κάνουμε να λειτουργήσει. Μπορούμε να βάλουμε και τα μαξιλάρια ως χώρισμα, αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα.» Τα μάτια της στένεψαν. «Είπες πως ούτε αυτό θα πιάσει.» «Ξέρω τι είπα, αλλά εμείς οι Ιρλανδοί τείνουμε προς την υπερβολή. Δεν θα σου πω ψέματα, Λίντι. Σε θέλω. Επίσης, ξέρω ότι κι εσύ με θέλεις. Αλλά, το είπες ήδη, έχεις αποφασίσει για εμάς, και έχω αρκετό αυτοέλεγχο για να κρατήσω τα χέρια μου μακριά. Αν αμφότεροι νιώσουμε άβολα, θα το πούμε και θα βρούμε μια άλλη λύση αύριο. Τι λες γι’ αυτό;» Πήρε τα μαλλιά της μπροστά από τα μάτια της και ένευσε με ευγνωμοσύνη. «Εντάξει. Ήταν δύο δύσκολες μέρες. Ένα τόσο ακριβό μέρος φαντάζεσαι πως θα διαθέτει αναπαυτικά έπιπλα. Για όνομα του Θεού, αυτό το πράγμα είναι λες και ξαπλώνεις σε σακιά με αλεύρι!» Σηκώθηκε, και η κουβέρτα όπου είχε τυλιχτεί έπεσε στο πάτωμα. Εκείνος βόγκηξε. Αντί για πιζάμες, φορούσε ένα κοφτό κολλητό σορτσάκι το οποίο αγκάλιαζε τους γοφούς της με έναν τρόπο που τον προκαλούσε να κάνει το ίδιο. Το άνετο μπεζ μπλουζάκι δεν θα έπρεπε να είναι σαγηνευτικό, εκτός από το γεγονός ότι το ύφασμα είχε αρκετή ορατότητα και τα γυμνά στήθη της αναπήδησαν καθώς πήγαινε προς το μέρος του. Ο Όουεν διέσχισε το δωμάτιο και πήγε στην ντουλάπα για να πάρει επιπλέον μαξιλάρια. Χωρίς πολλά πολλά, τα πέταξε στο κέντρο του κρεβατιού. «Φτιάξε το τείχος σου, και ας κοιμηθούμε επιτέλους.» Η Λίντι τράβηξε τα σκεπάσματα και έφτιαξε μια γραμμή κατά μήκος του μεγάλου κρεβατιού, κι έπειτα έκανε ένα βήμα πίσω νεύοντας με ικανοποίηση. «Ο Νέιτ και ο Μαλ το έκαναν αυτό στην κατασκήνωση, όταν ήταν μικροί.» Τα μάτια της φωτίστηκαν στην ανάμνηση. «Σίγουρα ήταν αποτελεσματικό, γιατί κανείς τους δεν κόλλησε ποτέ ψείρες.» Εκείνος γέλασε. «Είναι καθησυχαστικό. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι οι ψείρες.» Εκείνη γέλασε και σήκωσε την κουβέρτα, κάνοντάς του νόημα να πιάσει το άλλο μισό. Ίσιωσαν τα σκεπάσματα και ο Όουεν έμεινε έκπληκτος από την ευχαρίστηση που ένιωσε με αυτή την οικιακή αγγαρεία. Δεν είχε φτιάξει μόνος το κρεβάτι του εδώ και δέκα χρόνια, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα το έκανε χαμογελώντας. Αυτό συνέβαινε εξαιτίας της Λίντι· της απλής – σχεδόν χωρίς δράματα, χωρίς νάζια– και ευχάριστης Λίντι. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και η Λίντι αναστέναξε με ευχαρίστηση. «Είναι πολύυυ καλύτερα» είπε. «Χαίρομαι.» Σιωπή κυριάρχησε ανάμεσά τους και εκείνος άπλωσε το χέρι του για να σβήσει το φως. «Έβαλα το ξυπνητήρι στις επτά, για να συγκρίνουμε τις σημειώσεις μας πριν από το πρωινό, εντάξει;» «Μια χαρά. Σηκώνομαι νωρίς, έτσι κι αλλιώς.» Εκείνος χαμογέλασε γλυκόπικρα με αυτό. Είχε βάλει το κινητό του στη δόνηση, για να χτυπήσει δέκα λεπτά πριν από τις επτά, ελπίζοντας να σηκωθεί και να μπει στο μπάνιο προτού εκείνη
ξυπνήσει και δει το μέρος του σώματός του που ξυπνούσε ακόμα πιο νωρίς. Δεν είχε παράπονο, όμως. Ήταν μάχιμη, και δεν μπορούσε να ζητήσει καλύτερο συνέταιρο στο «έγκλημα». Το να τη διατηρεί ευτυχισμένη και ξεκούραστη αποτελούσε προτεραιότητα γι’ αυτόν. Εκείνη μετακινήθηκε ανήσυχα κάτω από τις κουβέρτες, πηγαίνοντας πιο κάτω για να βολευτεί. Σε μια απόπειρα να σκεφτεί στοιχείο άλλο από το εύκαμπτο πόδι της που ξεπρόβαλλε από τα σκεπάσματα και ήταν τυλιγμένο γύρω τους, ο Όουεν προσπάθησε να θυμηθεί όσα είχε μάθει σήμερα: ο Νίκος είχε πει πως ήταν παντρεμένος, στοιχείο που, εκτός κι αν είχε ξεφύγει κάτι από τον Γκάβιν, ήταν ψεύτικο· ήταν, τρόπον τινά, σημαντικό ή το είχε πει για να έχει αξιοπιστία η επιχείρησή του; «Τα μαξιλάρια είναι τόσο απαλά.» Το νιαούρισμα της Λίντι τον τράβηξε αμέσως από τις σκέψεις του. Τώρα, ο εξαίσιος ποπός της κουνιόταν, και πετάχτηκε και αυτός έξω από τα σκεπάσματα. Ο Όουεν βρισκόταν μερικά εκατοστά μακριά της, και η στύση του μπορούσε να καλύψει το κενό… Ο Νίκος. Ο γάμος. Σκέψου. Ευτυχώς, τελικά η Λίντι βολεύτηκε και άπλωσε το χέρι της για να σβήσει το φως. «Καληνύχτα.» «Καληνύχτα.» Κοίταξε με απλανές βλέμμα το ταβάνι, νιώθοντας περίεργα διχασμένος. Αν δεν μπορούσαν να απολαύσουν ο ένας τον άλλον σωματικά, ένα μέρος του ευχόταν να μην τον έλκυε τόσο, ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν φίλοι όταν όλο αυτό θα τελείωνε. Τη γνώριζε μόλις οκτώ μέρες, αλλά η ιδέα να μην την ξαναδεί ποτέ δεν του άρεσε. Δεν του άρεσε καθόλου. Ο ύπνος άργησε πολύ να έρθει. *** Από την πλεονεκτική του θέση ανάμεσα στα δέντρα, μπορούσε να δει τη σιλουέτα της στο φεγγαρόφωτο. Οι φοίνικες κουνιόνταν στο απαλό αεράκι, λες και χόρευαν με τη μουσική που ερχόταν από ένα κοντινό μπαλκόνι. Εκείνη κινήθηκε πιο κοντά στο νερό, και ακόμα περισσότερο, μέχρι που τα κύματα τυλίγονταν στους αστραγάλους της. Σήκωσε το χέρι της στο κούμπωμα πίσω στο σβέρκο της, που κρατούσε το φόρεμά της, και ένα λεπτό μετά έπεσε, σταματώντας για μια ατέλειωτη στιγμή στα γυμνά στήθη της πρoτού τυλίξει τους γοφούς της. Άρχισε να το βγάζει, αλλά εκείνος εμφανίστηκε, με τη συνείδησή του να τον «τσιμπάει». «Μη.» Η λέξη ξεριζώθηκε από το λαιμό του, γιατί στην πραγματικότητα δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να συνεχίσει. Πονούσε στη σκέψη ότι εκείνη θα σταματούσε. Εκείνη έκανε μια παύση πριν γυρίσει προς το μέρος του, δίνοντάς του ελεύθερη θέα του σώματός της, που ήταν γυμνό μέχρι τη μέση. «Γιατί δεν έρχεσαι να με βοηθήσεις;» Η συνειδητοποίηση του ότι εκείνη ήξερε πως βρισκόταν εκεί εξαρχής έστειλε ένα κύμα αδρεναλίνης στις φλέβες του. Περπάτησε στην άμμο, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Μερικά μέτρα μακριά… εκατοστά… χιλιοστά, και έπειτα βρέθηκε πάνω της, συνθλίβοντας το στήθος της με το δικό του, με τις σκληρές θηλές της να πιέζονται πάνω του, μαρκάροντάς τον. Ένιωθε το αίμα του να στραγγίζει από το κεφάλι του και να ρέει στη στύση του, που τώρα πιεζόταν άκαμπτη πάνω στην κοιλιά της. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα κοντά μαλλιά της, διασκεδάζοντας με την κοφτή ανάσα της. «Πες μου πως το θέλεις αυτό» βόγκηξε. «Το θέλω» του ψιθύρισε, με τα μάτια της δύο μπλε φλόγες. «Το θέλω τόσο πολύ.»
Έσκυψε για να αιχμαλωτίσει το στόμα της, χαϊδεύοντας το κάτω χείλος της, πριν βυθίσει τη γλώσσα του μέσα του. Εκείνη αναστέναξε και ήρθε πιο κοντά του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Έπιασε το βαμβακερό ύφασμα που είχε μαζευτεί στη μέση της, το τράβηξε πιο χαμηλά, κάτω από την καμπύλη των γοφών της, κάτω από τους μηρούς της, μέχρι που το καταβρόχθισαν τα πεινασμένα κύματα. Οι σκούρες θηλές της στέκονταν προσοχή, σαν μούρα που περίμεναν το στόμα του. Πάλεψε με την ανάγκη να τα γευτεί, αλλά, αντίθετα, άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί πιο χαμηλά, στο επίπεδο στομάχι της, στον αφαλό της που ικέτευε την προσοχή του. Αμείλικτα, συνέχισε πιο κάτω, στο μέρος όπου συναντιόνταν οι μηροί της. Σήκωσε το κεφάλι του και αιχμαλώτισε το βλέμμα της, αφήνοντάς την να δει πόσο πολύ τον έσκιζε στα δύο, αφήνοντάς την να δει το βάθος της ανάγκης του. Με μια βρισιά, χαμήλωσε το κεφάλι του, αιχμαλωτίζοντας τη μια της θηλή, χαϊδεύοντάς την με τη γλώσσα του. Εκείνη κύρτωσε την πλάτη της, βογκώντας πνιχτά, με τα νύχια της να χαϊδεύουν τους ώμους του σε ένα ξέφρενο χάδι. «Όουεν, σε παρακαλώ.» Τον πλημμύρισε η μυρωδιά από αχλάδι, και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν παρούσα, εκεί, και ήταν τόσο αληθινή… Οι φαντασιώσεις, που τον είχαν κατακλύσει από τότε που την είχε γνωρίσει, ποτέ άλλοτε δεν τον είχαν απομυζήσει τόσο πολύ, και καλωσόρισε αυτό το νέο βασανιστήριο όσο κι αν το καταριόταν. Τον κύκλωνε με κάθε τρόπο: τα πόδια της ήταν μπλεγμένα γύρω από το μηρό του, οι ακούραστοι γοφοί της πιέζονταν πάνω του. Το χέρι της γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια του, πιάνοντας τον ανδρισμό του μέσα από το παντελόνι του, και τα δάκτυλά της τυλίχθηκαν γύρω του, πιέζοντάς τον με ένα πανέμορφο χάδι. «Διάολε, Λίντι, μη σταματάς.» Ολόκληρο το σώμα του σκλήρυνε κάτω από το άγγιγμά της, και η επιθυμία του να τελειώσει έγινε επιτακτική ανάγκη. Δεν θα τελείωνε χωρίς εκείνη, ούτε καν στα όνειρά του. Γλίστρησε προς τα κάτω το χέρι του. Υγρή φωτιά. Ήταν τόσο αναθεματισμένα καυτό. Αμυδρά, συνειδητοποίησε πως υπήρχε ένα λεπτό στρώμα ρούχου ανάμεσά τους. Δεν ήταν γυμνή; Εκείνη έπιασε το χέρι του και το έσπρωξε μέσα στο εσώρουχό της με ένα ανυπόμονο αναφιλητό, και όλες του οι σκέψεις πέταξαν στην αύρα του ωκεανού. Τη στιγμή εκείνη, με την υγρή, σφιχτή θέρμη της να μουσκεύει τα δάκτυλά του, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και η καρδιά του πήδηξε έξω από το στήθος του. Δεν ήταν όνειρο. Η Λίντι είχε αλλάξει γνώμη.
Κεφάλαιο Δεκατρία Η Λίντι δεν ήθελε να ξυπνήσει, αλλά κάτι την τραβούσε στην επιφάνεια της συνείδησής της. «Είμαι τόσο κοντά» είπε, με το σώμα της να ταλαντεύεται στο χείλος του γκρεμού ενός εκπληκτικού οργασμού. «Σσς, το ξέρω. Άσε με να σε βοηθήσω, αγάπη.» Εκείνη κοκάλωσε καθώς η ιρλανδική προφορά αντηχούσε στο αυτί της. Ο Όουεν ήταν εκεί, με σάρκα και οστά. Το στόμα του ήταν δίπλα στο δικό της. Έπειτα συνειδητοποίησε πού ήταν το χέρι της. «Ω, Θεέ μου!» Το τράβηξε απότομα, λες και υπήρχαν φίδια στο παντελόνι του. Ένα υστερικό γέλιο βγήκε από τα χείλη της. Ίσως όχι μια φωλιά με φίδια, αλλά σίγουρα εκεί υπήρχε ένα μεγάλο. «Ε-εγώ…» Δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε λέξη. Μετακινήθηκε μακριά του, μόνο και μόνο για να καταλήξει πάνω στα προδοτικά μαξιλάρια ανάμεσά τους. Ένα δυνατό μείγμα πόθου, πανικού και απόλυτης ταπείνωσης την είχε ακινητοποιήσει, και πάλεψε να ξαναβρεί τα λογικά της. «Συγγνώμη. Νόμιζα πως είχες ξυπνήσει.» Η φωνή του ακουγόταν ωμή από τον ύπνο και το σεξ, και η ανάσα του έβγαινε ακόμα κοφτή. Ένιωσε την ανάγκη να τη χτυπάει χαμηλά στο στομάχι της. «Μην απολογείσαι. Εγώ φταίω.» Ίσιωσε το μπλουζάκι της και το σορτσάκι της μορφάζοντας· ήταν υγρά, κολλούσαν πάνω στη γεμάτη πόθο, πρησμένη σάρκα της, και δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να σκίσει τα ρούχα της και να ανέβει πάνω στον Όουεν. Όχι! Αυτό ήταν εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την ερωτική απογοήτευση. Έπρεπε να παραμείνει λογική και να βγει από αυτή την κατάσταση, προτού κάνει κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε. Με μια δυνατή σπρωξιά, κατάφερε να ανέβει το βουνό από μαξιλάρια και να πάει στην άλλη πλευρά. Η απόσταση και το τείχος την ανακούφισαν κάπως. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν ξέρω τι έγινε. Νόμιζα ότι ήταν όνειρο, και λυπάμαι πολύ.» Εκείνος ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και τα σεντόνια θρόισαν, αλλά έκανε αρκετή ώρα να μιλήσει. «Προσπαθώ πάρα πολύ να σκεφτώ με το μεγάλο κεφάλι μου τώρα, αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν τα καταφέρνω. Σε ονειρεύομαι την ώρα που με ονειρεύεσαι κι εσύ. Είμαστε υγιείς, ώριμοι, αδέσμευτοι ενήλικες. Θύμισέ μου γιατί δεν το κάνουμε αυτό. Σου υπόσχομαι πως μπορώ να κάνω τον πόνο σου να εξαφανιστεί.» Χρησιμοποίησε όση δύναμη είχε για να μην περάσει τον ψεύτικο τοίχο ανάμεσά τους και να δεχτεί την προσφορά του, αλλά το μικρότερο ψήγμα αυτοσυντήρησης, που δεν είχε εξαφανιστεί κάτω από την εκθαμβωτική ομορφιά του, πήρε το πάνω χέρι. «Μ-μη. Δεν ήθελα να…» ξεροκατάπιε για να διώξει τον κόμπο από το λαιμό της «…να σε ερεθίσω. Αλλά τώρα έχω ξυπνήσει και έχω επίγνωση, και δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν ψάχνεις για μια σχέση.» Μισούσε τον τόνο απόγνωσης στη φωνή της, αλλά συνέχισε, γιατί ήταν απελπισμένη. Απελπισμένη να σώσει τον εαυτό της από την απόλυτη μιζέρια. Αν επρόκειτο να το κάνει αυτό, έπρεπε να φύγει γρήγορα. Ένας άντρας σαν τον Όουεν, που φαινόταν να βάζει στον πάγο τα συναισθήματά του, μόνο με έναν τρόπο θα την άφηνε να φύγει χωρίς καβγάδες. «Θέλω έναν άντρα που θα μείνει. Θέλω πολλά, πολλά παιδιά με εκείνον. Και, ναι, θέλω το πρόσωπό του να φωτίζεται υπερβολικά πολύ, όταν θα μπαίνω μέσα σε ένα δωμάτιο. Αν ήδη γνωρίζεις πως ποτέ δεν θα είσαι εσύ αυτός ο άντρας, τότε σταμάτα. Σταμάτα το χορό, και τις
κάμψεις, και τα βλέμματα. Σε παρακαλώ… σταμάτα. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα έχω τη δύναμη να συνεχίσω να αρνούμαι αν δεν το κάνεις.» Σηκώθηκε όρθια, προτού την εγκαταλείψει και το τελευταίο ίχνος αυτοπειθαρχίας της, και σήκωσε ένα από τα μαξιλάρια. Ένα μικρό, κρυφό κομμάτι της καρδιάς της ήλπιζε πως ίσως θα τη σταματούσε… πως θα της έλεγε ότι μπορούσε να είναι ο Όουεν αυτός ο άνθρωπος. Αλλά, καθώς διέσχιζε το δωμάτιο μέσα σε εκκωφαντική σιωπή, αυτή η ελπίδα πέθανε. Σκούπισε τα δάκρυα από το μάγουλό της με την ανάστροφη της παλάμης της. Δεν υπήρχε κάτι για το οποίο θα έπρεπε να κλάψει. Φεύγοντας, είχε σώσει τον εαυτό της από έναν κόσμο γεμάτο πόνο – ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Τότε, γιατί πονούσε τόσο αναθεματισμένα πολύ; *** «Μετά είναι η σειρά σας» είπε ο δάσκαλος του σκι, δείχνοντας τις μικρές, άδειες θέσεις στην άλλη μεριά του αναβατήρα. Ο Όουεν κοίταξε τη Λίντι, που είχε κλειστά τα μάτια της το τελευταίο περίπου λεπτό. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό; Δεν πειράζει αν δεν το κάνεις. Μπορούμε να πάμε για τρέξιμο.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, και εκείνος αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τσιμπήσει τη μικρή κόκκινη μύτη της. Ήταν περίεργο που δεν είχε ξαναπάει για σκι, γιατί ο εξοπλισμός τής ταίριαζε τέλεια και φαινόταν ότι τον φορούσε άνετα. Το μάλλινο σκουφάκι με την κόκκινη φουντίτσα στην κορυφή ήταν η δική της προσθήκη στο κομψό μαύρο παντελόνι του σκι και στο μπουφάν, τα οποία ο Όουεν της είχε αγοράσει το πρωί από το μαγαζί. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι αποτελούσαν μια όμορφη πινελιά πάνω της. Εκτός, βέβαια, από το ότι έπρεπε να παραμένεις σε όρθια στάση στο άθλημα αυτό. Απ’ ό,τι είχε δει στα μαθήματα που έκανε η Λίντι προηγουμένως, πριν κατέβει δυο-τρεις φορές το βουνό, είχε ξοδέψει αρκετό χρόνο με την πλάτη στο χιόνι. Όχι πως τον ενοχλούσε που ήταν μπρούμυτα… Είχαν περάσει πέντε μέρες από τότε που είχε γίνει «Το Συμβάν» –έτσι το ονόμασε στο μυαλό του–, και αν νόμιζε πως οι προηγούμενες φαντασιώσεις ήταν επίπονες, είχε κάνει λάθος: η Λίντι είχε επιστρέψει στον καναπέ την ίδια κιόλας νύχτα, αλλά το να φαντάζεται τους δυο τους μαζί είχε γίνει ιεροτελεστία. Είχε γίνει σοφότερη και προσπαθούσε να αποφύγει την πολύ στενή επαφή, απορρίπτοντας τα μαθήματα χορού και πηγαίνοντας μαζί του σε ομαδικές συνεδρίες, οι οποίες είχαν σχεδιαστεί για να τους μάθουν να δουλεύουν μαζί, όπως π.χ. η από κοινού διακόσμηση ενός δωματίου, με σκοπό να αντικατοπτρίζει το γούστο αμφοτέρων. Ήξερε πως εκείνη δεν ενδιαφερόταν για αυτή τη συνεδρία περισσότερο απ’ ό,τι ενδιέφερε τον ίδιο το μάθημα ποίησης, αλλά ήταν ασφαλέστερο και για τους δύο. Όσο κι αν τον ενοχλούσε αυτό, η Λίντι είχε δίκιο σε ένα πράγμα: ποτέ δεν θα γινόταν ο άντρας που το πρόσωπό του θα φωτιζόταν για μια γυναίκα, και έτσι ακριβώς σκόπευε να παραμείνει. «Αυτή είναι η πίστα για τους αρχάριους, σωστά;» Το κοκκίνισμα που είχε απλωθεί στο πρόσωπό της δεν είχε καλύψει τα χείλη της, και ο Όουεν συνειδητοποίησε πως ήταν πραγματικά τρομοκρατημένη. «Λίντι, σοβαρά, δεν χρειάζεται να το κάνεις αν δεν θέλεις. Μπορούμε να καθίσουμε στην παμπ, στους πρόποδες του βουνού, και να περιμένουμε τους άλλους να κατέβουν. Δεν θα χάσουμε και κάτι σημαντικό. Το σκι είναι απλά σκι.
Κανείς δεν θα πει τίποτα. Η παμπ είναι το ιδανικό μέρος – εκεί θα ανοίξουν το στόμα τους. Πάμε. Μπορούμε να πάρουμε κάτι να φάμε και να πιούμε καφέ, όσο θα περιμένουμε.» Έπιασε τον αγκώνα της και προσπάθησε να την οδηγήσει μακριά από τον αναβατήρα, αλλά εκείνη τίναξε το μπράτσο της. «Όχι. Δεν φεύγω.» Αναγνώρισε το πεισματικό ανασήκωμα του πιγουνιού της και αναστέναξε. Θα έκανε σκι, και τέλος η συζήτηση. Η αποφασιστικότητά της μπορούσε να θεωρηθεί ενοχλητική, αν δεν ήταν τόσο αξιοθαύμαστη. «Εντάξει τότε. Θα αρχίσουμε όμορφα και αργά.» Το κάθισμα επιβράδυνε και ήρθε από πίσω τους. Πήρε το χέρι της και την τράβηξε στη θέση της. «Όταν χτυπήσει στο πίσω μέρος του γονάτου σου, κάθισε» της είπε. Το γρήγορο νεύμα της έκανε τη φούντα στο σκούφο της να αναπηδήσει. Ένα λεπτό αργότερα, έσφιξε το χέρι της και η Λίντι έκανε ακριβώς αυτό που της είπε. Κάθισαν στα καθίσματα και άρχισαν να ανεβαίνουν αργά στο βουνό. Αναφώνησε θριαμβευτικά: «Τα κατάφερα! Και ήταν σχετικά εύκολο.» «Ναι, σωστά. Είμαστε χαμηλά τώρα, αλλά μην κοιτάξεις κάτω, εντάξει;» Μόλις το είπε αυτό, η Λίντι έσκυψε μπροστά και κοίταξε κάτω το έδαφος, που ήταν καλυμμένο με χιόνι, να απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Κάθισε γρήγορα πίσω και έκανε το κάθισμα να κουνηθεί. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και άρπαξε το χέρι του. «Όλα είναι μια χαρά» μουρμούρισε απαλά. «Όλα είναι μια χαρά» τη διαβεβαίωσε ο Όουεν. «Προσπάθησε να καθίσεις ακίνητη και θα νιώσεις πιο σταθερή, εντάξει;» Αυτή τη φορά, ένευσε κοφτά. Ακολουθούσε κατά γράμμα τις οδηγίες του. «Φτάσαμε σχεδόν;» «Σχεδόν.» Χάιδεψε καθησυχαστικά το χέρι της και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι για να πάρει από το μυαλό της τη διαδρομή. Ήταν μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και αυτιά. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για κουβέντα. «Πώς ήταν η γιόγκα σήμερα; Ο Νίκος έκανε καμιά κίνηση ή ακόμα;» Κράτησε χαλαρό τον τόνο της φωνής του, αλλά, κάθε φορά που σκεφτόταν τον μπάσταρδο να έχει απλώσει τα χέρια του πάνω της, ήθελε να σπάσει κάτι… κυρίως τα δάκτυλα του Νίκου. «Ό-όχι. Είναι, εμ… γνωρίζει πολύ καλά τα όρια.» Το γεμάτο ένταση πρόσωπό της χαλάρωσε λίγο, και ξέσφιξε τη λαβή της από το χέρι του για να σκεφτεί καλύτερα την ερώτησή του. «Ένα πράγμα που πρόσεξα, όμως, είναι ότι, αν πω κάτι για σένα που μπορεί να φανεί αρνητικό, αντιδρά λες και προσπαθεί να το κάνει να δείχνει χειρότερο. Ακόμα και το πρωί ρώτησε αν έχουμε παιδιά, και απάντησα πως όχι και ότι θέλεις να περιμένεις λίγο. Με κοίταξε πολύ έντονα και ρώτησε: “Κι εσύ τι θέλεις, Λίντι;” Λες και θέλει να δημιουργήσει προβλήματα.» Άλλο ένα κύμα θυμού τον διαπέρασε, κάνοντάς τον να σκέφτεται ακόμα λιγότερο ορθολογικά. Η Λίντι δεν ήταν πραγματική του σύζυγος. Γιατί να τον ενδιαφέρει αν ο Νίκος προσπαθούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην ανύπαρκτη σχέση τους; Πιθανότατα αυτό είχε λιγότερο σχέση με τους χειρισμούς του και με τον ποιον προσπαθούσε να χειραγωγήσει, και περισσότερο τον θύμωνε το γεγονός ότι επιχειρούσε να χειραγωγήσει τον κόσμο. Έπειτα από αυτό που είχε κάνει στην Κάρα, κάποιος έπρεπε να σταματήσει αυτό το άτομο.
Το μόνο που είχε λογική ήταν το γεγονός ότι τα ψήγματα θυμού του είχαν γίνει φλόγες οργής από τότε που είχαν έρθει. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το αποτέλεσμα του να βλέπει κάθε μέρα τον άντρα ο οποίος είχε πληγώσει την αδελφή του να προσπαθεί να το κάνει και σε κάποιον άλλον. Δεν αφορούσε μόνο στη Λίντι. «Νομίζεις πως αυτό συμβαίνει;» ρώτησε εκείνη, διακόπτοντας τις σκέψεις του. «Προσπαθεί να δημιουργήσει προβλήματα μεταξύ μας, ώστε να μπορέσει να κάνει την κίνησή του αργότερα; Ίσως να μου προσφέρει μια μεγάλη επενδυτική ευκαιρία, με την υπόσχεση ότι, όταν βρει κάπου να μείνει, θα μου πει να πάω να τον βρω ή κάποια τέτοια χαζομάρα. Δεν ξέρω, αλλά είμαι σίγουρη πως αυτά τα ύπουλα τεχνάσματα είναι κατά κάποιον τρόπο μέρος του σχεδίου του. Τώρα που το είπα δυνατά, είμαι σίγουρη. Θα το ενισχύσω, λοιπόν, και θα αρχίσω να παραπονιέμαι πιο συχνά για σένα. Θέλω να δω αν θα προχωρήσει σε κάποια κίνηση.» Ο Όουεν δεν αμφέβαλλε για το ένστικτο της Λίντι. Σημείωσε στο μυαλό του να μάθει αν οι άλλες γυναίκες στο θέρετρο έκαναν ιδιωτικά μαθήματα με τον Νίκο. Αυτό του θύμισε πως έπρεπε να ελέγξει την αλληλογραφία του, για να δει αν ο Γκάβιν τού είχε στείλει κάτι για τα ονόματα τα οποία του είχε ζητήσει να ελέγξει. «Μήπως οι Σένταρχερστ ανέφεραν ξανά τίποτα για τη συνάντησή μας με την Κάρα;» Αν και ο Κάλβιν τού είχε κάνει κάποια σχόλια για την εμφάνιση της αδελφής του και τον είχε ρωτήσει αν θα ερχόταν να τον επισκεφτεί στο θέρετρο κάποια στιγμή, μόλις ο Όουεν πρόσθεσε και την ύπαρξη ψυχικών διαταραχών στον ψεύτικο εθισμό της είχε σταματήσει να ρωτάει. «Όχι, ούτε λέξη. Δεν νομίζω πως ήταν τόσο σημαντικό για αυτούς όσο για εμάς.» «Μιας και μιλάμε για την Κάρα, θύμισέ μου να την πάρω τηλέφωνο για να την ενημερώσω όταν επιστρέψουμε. Είναι πολύ ανήσυχη, και νομίζω πως η διαίσθησή σου για τον Νίκο θα την κρατήσει σε εγρήγορση για μερικές μέρες.» Καθώς έφταναν στην κορυφή του βουνού, τη ρώτησε: «Είσαι έτοιμη;» Εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Ποπό, γρήγορα φτάσαμε. Ούτε καν το συνειδητοποίησα…» Τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. «Ευχαριστώ. Είσαι πολύ καλός σε αυτό.» «Υπάρχω για να σε ευχαριστώ.» Ο πανταχού παρών ηλεκτρισμός που υπέβοσκε μεταξύ τους ξαφνικά έκανε την εμφάνισή του, και η θερμή, χαλαρή στιγμή τους εξαφανίστηκε. Αυτό συνέβαινε όλο και περισσότερο από τη βραδιά του «Συμβάντος» και, παρόλο που ο Όουεν κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια, ήταν αδύνατον να το αγνοήσει. Αλλά τα λόγια της –αυτός ο φοβισμένος, απελπισμένος τόνος της φωνής της– του είχαν μείνει στο μυαλό: «Αν ήδη ξέρεις πως ποτέ δεν θα μπορέσεις να είσαι αυτός ο άντρας, τότε σταμάτα.» Και εκείνος είχε σταματήσει. Και έκτοτε σταματούσε πριν καν αρχίσει. «Έχε τα μπατόν σου έτοιμα στο πλάι σου. Γείρε λίγο μπροστά, και όταν τα πέδιλά σου ακουμπήσουν στο έδαφος λύγισε λίγο τα γόνατά σου. Μην αφήσεις τις άκρες να σταυρώσουν.» Εκείνη ένευσε, με τα φρύδια της να σμίγουν από την αυτοσυγκέντρωση. Ένα λεπτό μετά, είχαν κατέβει από τον αναβατήρα, είχαν περάσει τη χαμηλή πλαγιά και είχαν φτάσει στην κορυφή της πίστας των αρχαρίων, κοιτάζοντας κάτω. Η Λίντι στεκόταν ακόμα όρθια και έλαμπε από περηφάνια. Ήταν τόσο αναθεματισμένα χαριτωμένη, που δεν μπόρεσε να μην της χαμογελάσει. «Καλή αρχή. Τώρα, άκουσε τι θα κάνουμε στην πρώτη κατάβαση: θα το πάμε αργά και ωραία· θα κάνουμε ανοιχτά ζιγκζαγκ, και κάθε φορά που θα θέλεις να σταματήσεις θα έχεις τις μύτες των
πεδίλων σου προς…» Δεν ολοκλήρωσε την πρότασή του. Η Λίντι είχε σταματήσει να τον ακούει και σκέπαζε τα μάτια της, καθώς κοίταζε κάτω στο λόφο. Πριν προλάβει να καταλάβει τι είχε τραβήξει την προσοχή της, εκείνη είχε φύγει και κατευθυνόταν κάτω στην πλαγιά, σκυφτή, πηγαίνοντας όλο και πιο γρήγορα. Διάολε. «Κόψε ταχύτητα!» της φώναξε, μιμούμενος τη στάση της και ελπίζοντας τα γρηγορότερα σκι του να του δώσουν αρκετό χρόνο για να τη φτάσει και… να κάνει τι; Τι θα μπορούσε να κάνει; Πήγαινε πολύ γρήγορα κάτω στην πλαγιά, και τα πέδιλα των αρχαρίων που φορούσε στρίγκλιζαν πάνω στο χιόνι. Δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία της. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να πλησιάσει αρκετά κοντά για να της μιλήσει και να τη βοηθήσει να κόψει ταχύτητα, πριν φτάσουν κάτω. Κοίταξε το τοπίο κάτω στο λόφο, και ο τρόμος έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Μετά τον αναβατήρα και το περίπτερο, υπήρχαν περίπου δέκα μέτρα ομαλού εδάφους και έπειτα ένας τοίχος από πεύκα. Αν δεν κατάφερνε να σταματήσει πριν… Βάθυνε το κάθισμά του, λυγίζοντας περισσότερο τα γόνατά του, και πίεσε τους αγκώνες πάνω στα πλευρά του. Είχε συγκεντρωθεί στην κόκκινη φουντίτσα που ανεβοκατέβαινε πίσω της σαν φάρος, και πίεσε τον εαυτό του να πάει γρηγορότερα. Τα δεκαπέντε μέτρα έγιναν δέκα, τα δέκα έγιναν πέντε. Σύντομα, θα μπορούσε σχεδόν να την αγγίξει. Σχεδόν. «Λίντι, είμαι ακριβώς πίσω σου. Είσαι εντάξει, αλλά πρέπει να με ακούσεις.» Ούτε καν τον κοίταξε. Διάολε, δεν ήταν σίγουρος αν είχε βγει θόρυβος από τα χείλη του, καθώς τα λόγια του παρασύρονταν από την ταχύτητα και τον αέρα. Έκανε δεξιά για να πάει στο πλευρό της. «Λίντι!» φώναξε με όλη του τη δύναμη, και αυτή τη φορά εκείνη τον κοίταξε με βλέμμα άγριο και τρομοκρατημένο. «Σήκω πιο όρθια. Προσπάθησε να μετακινηθείς αριστερά και έπειτα ξανά πίσω. Θα σε βοηθήσει να επιβραδύνεις.» Ίσιωσε λίγο τα πόδια της, αλλά ένα από τα μπατόν τής έφυγε από το χέρι και άρχισε να ταλαντεύεται. Ο Όουεν κοίταξε κάτω στο λόφο, που πλησίαζε γρήγορα. Δεν είχαν χρόνο. Πριν προλάβει να κινηθεί, έγινε το κακό: τα χέρια της στριφογύρισαν, και την παρακολούθησε με τρόμο. Η Λίντι έπεσε στο έδαφος, με τα άκρα της φαινομενικά σε αφύσικη γωνία. Το ένα της πέδιλο έφυγε και ερχόταν καταπάνω του, σαν πύραυλος. Κατάφερε να το αποφύγει, καθώς το άλλο ίπτατο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο χρόνος πάγωσε. Η Λίντι έκανε κωλοτούμπες, μέχρι που τελικά σταμάτησε λίγα μέτρα πριν από τα δέντρα. Με την ψυχή στο στόμα, ο Όουεν σταμάτησε απότομα. Πέταξε τα μπατόν του και έβγαλε τα πέδιλά του. «Λίντι, Θεέ μου. Σε παρακαλώ, πες κάτι.» Την πλησίασε, με το φόβο του να εξελίσσεται σε απίστευτο τρόμο. Δεν κινούνταν.
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Ξέφρενες κραυγές έσπασαν τα αυτιά της, και σήκωσε το κεφάλι της. Ο Όουεν στεκόταν από πάνω της, φωνάζοντας το όνομά της. Ένα λεπτό αργότερα, εμφανίστηκε η κοπέλα από το περίπτερο και σιγά σιγά άρχισε να συγκεντρώνεται πλήθος. «Θεέ μου, Μπελίντα, είσαι καλά;» είπε μια αντρική φωνή. Ο Νίκος. Όταν κατέβηκαν από τον αναβατήρα και άρχισαν να κατευθύνονται προς την πλαγιά, η Λίντι θα ορκιζόταν ότι τον είχε δει στο μέσον της πλαγιάς, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την Τζόρνταν τη Δεσμοφύλακα, σαν εραστής, αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρη. Στη βιασύνη της να πάει πιο κοντά, έχασε την ισορροπία της, και τότε ήταν που έγιναν όλα μαντάρα. Τώρα, αμφότεροι στέκονταν από πάνω της, με την ανησυχία χαραγμένη στα πρόσωπά τους. «Πες κάτι, Λίντι. Με τρομάζεις» είπε η Τζόρνταν, πέφτοντας στα γόνατα δίπλα της. Η Λίντι πήρε μια ανάσα και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Είμαι εντάξει. Έτσι μου αρέσει να σταματάω» είπε πειρακτικά, ελπίζοντας πως οι παρευρισκόμενοι δεν άκουσαν το τρέμουλο στη φωνή της. «Όλα είναι εντάξει. Δεν υπάρχει κάτι για να δείτε εδώ.» Γύρισε στο πλάι και προσπάθησε να σταθεί, αλλά ένας οξύς πόνος στη μέση της την έκανε να το ξανασκεφτεί. «Ξάπλωσε μέχρι να σε εξετάσει η ιατρική ομάδα. Μπορεί να έχεις σπάσει κάτι. Θεέ μου, Λίντι, τι στο διάολο σκεφτόσουν;» Το θυμωμένο βλέμμα του Όουεν τη διαπέρασε, και το λεπτό στρώμα αυτοκυριαρχίας που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει από την προηγούμενη νύχτα κατέρρευσε. Είχε περάσει δύσκολες μέρες, και η ακούσια επικίνδυνη κατάβασή της την είχε τρομάξει μέχρι θανάτου. «Τ-τ-τι ε-ερώτηση είναι αυτή; Δεν το έκανα ε-ε-επίτηδες» είπε μυξοκλαίγοντας, με τα καυτά δάκρυά της να τρέχουν στα παγωμένα μάγουλά της. Σκούπισε τη μύτη της με το γαντοφορεμένο χέρι της, ελπίζοντας πως δεν είχε γεμίσει παντού μύξες, πράγμα που θα την έκανε να δείχνει πιο αξιοθρήνητη. «Ετοιμαζόμουν, και το επόμενο πράγμα που είδα ήταν να κατευθύνομαι κάτω στην πλαγιά. Προσπάθησα να θυμηθώ τι μου είχε πει ο εκπαιδευτής, αλλά το μυαλό μου ήταν άδειο.» «Να περάσω, παρακαλώ.» Ένας εύσωμος άντρας με κατάμαυρα γένια τους πλησίασε, κάνοντας νόημα στον Όουεν και στην Τζόρνταν να μετακινηθούν. Θύμιζε στη Λίντι μια φιλική αρκούδα, και τα ζεστά καφέ μάτια του την κοίταξαν γρήγορα πριν καρφωθούν στα δικά της. «Μίλησέ μου. Πώς σε λένε;» «Μπελίντα Ν…» Ξεροκατάπιε και έριξε μια ματιά στον Όουεν. Ακόμα είχε την ίδια θυμωμένη έκφραση. «...Ο’ Νιλ.» «Είμαι ο Μάικ και θα σε φροντίσω πολύ καλά, Μπελίντα.» Γύρισε πίσω του, ψάχνοντας μέσα σε μια τσάντα, ενώ της έκανε ερωτήσεις για το πού πονούσε και αν χτύπησε το κεφάλι της, το οποίο ευτυχώς δεν είχε χτυπήσει. Αφού ήλεγξε τα αντανακλαστικά της και τις ζωτικές λειτουργίες της, τελικά σηκώθηκε. «Θέλεις να προσπαθήσεις να σταθείς;» «Ναι. Νιώθω καλύτερα τώρα» είπε εκείνη. Της άπλωσε και τα δύο χέρια της, και έγειρε πίσω για να τη σταθεροποιήσει. Εκείνη σηκώθηκε όρθια, έκπληκτη με το πόσο εύκολο ήταν συγκριτικά με τις είκοσι φορές που είχε πέσει στην εξάσκηση. Έπειτα συνειδητοποίησε ότι δεν φορούσε πια τα πέδιλα του σκι. Καθώς σηκώθηκε όρθια, ο πόνος στην πλάτη της χειροτέρεψε. «Ω. Δεν είμαι καλά.»
«Ναι, είσαι λίγο πιασμένη. Πρέπει να σου πω ότι είναι η τυχερή σου μέρα. Απ’ ό,τι είπε ο χειριστής του αναβατήρα, είμαστε τυχεροί που δεν έσπασες κανένα μηρό ή δεν έπαθες κάτι χειρότερο.» Αρνήθηκε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να είναι το «κάτι χειρότερο». «Πάλι καλά που είσαι σε φόρμα. Νομίζω πως σε έσωσε από μεγάλη ζημιά. Είσαι εντάξει τώρα που σηκώθηκες;» ρώτησε ο Μάικ η Αρκούδα. «Ναι. Το προτιμώ. Οι μύες μου αρχίζουν να κρυώνουν, και νομίζω πως θα νιώσω καλύτερα αν περπατήσω λίγο.» Εκείνος ένευσε και γύρισε προς το μέρος του Όουεν. «Αυτός είναι ο φίλος σου;» «Σύζυγος» τον διόρθωσε, με μια δόση ενοχής. Ούτως ή άλλως, δεν της άρεσε να λέει ψέματα, αλλά το να ψεύδεται σε κάποιον που τη βοήθησε την έκανε να νιώθει σαν σκουλήκι. «Βεβαιώσου ότι η γυναίκα σου θα χαλαρώσει και θα ξεκουραστεί» του είπε. «Δεν φαίνεται να έχει υποστεί διάσειση, αλλά, για να είμαστε σίγουροι, να προσέξεις…» «Έπαιζα χρόνια ράγκμπι και ξέρω τη διαδικασία. Πρέπει να την ξυπνάω κάθε μία ώρα και να προσέξω αν θα κάνει εμετό. Θα το φροντίσω.» Η Λίντι ήθελε να τον κλοτσήσει στο καλάμι. Ο Μάικ προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά του, όμως ο Όουεν συμπεριφερόταν σαν κόπανος χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Έσφιξε το χέρι του γιατρού και του χαμογέλασε θερμά. «Ειλικρινά, εκτιμώ που με φρόντισες, Μάικ. Είχα αρχίσει να φρικάρω για λίγο, αλλά το γεγονός ότι ήξερα πως είσαι εδώ και ότι έκανες τη δουλειά σου, ελέγχοντας αν είμαι καλά, πραγματικά έκανε όλη τη διαφορά. Είμαστε ευγνώμονες για την άμεση ανταπόκρισή σου, έτσι δεν είναι, γλυκέ μου;» Κοίταξε με θανατηφόρο βλέμμα τον Όουεν, και εκείνος ανέπνευσε με ανακούφιση. «Ναι. Όντως είμαστε.» Άπλωσε το χέρι του στον Μάικ, ο οποίος το έσφιξε με ένα κοφτό νεύμα. «Απλώς έκανα τη δουλειά μου.» Ο Μάικ επέστρεψε στο όχημα του χιονιού, και εκείνη ανακουφίστηκε για μια στιγμή που δεν τη μετέφερε στο φορείο πίσω του. «Πρέπει να επιστρέψω.» Ο ανακουφισμένος χειριστής του αναβατήρα έδειξε προς την καμπίνα και κοίταξε ερωτηματικά τη Λίντι. «Αν είσαι σίγουρη πως είσαι μια χαρά.» «Είμαι καλά.» Ο Νίκος και η Τζόρνταν τούς πλησίασαν, καθώς οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι άρχισαν να φεύγουν. «Ήταν το πιο τρομακτικό πράγμα που έχω δει» είπε η Τζόρνταν. Έμπλεξε νευρικά τα χέρια της μεταξύ τους και κοίταξε τη Λίντι από την κορυφή ως τα νύχια. «Έπεσες τόσο άσχημα.» «Ναι, πρέπει να ομολογήσω ότι φοβήθηκα τα χειρότερα» είπε ο Νίκος. «Η Τζόρνταν μού ζήτησε ιδιωτικά μαθήματα, και μόλις είχαμε ξεκινήσει να μαθαίνουμε το σλάλομ με τους γοφούς, όταν έγινε. Σου ορκίζομαι πως ένιωσα τον αέρα όταν πέρασες δίπλα μας – τόσο γρήγορα πήγαινες.» «Ναι. Λοιπόν, όπως είπα, το σκι δεν είναι το καλύτερό μου.» «Είναι η πρώτη σου φορά; Με το σπίτι στο Βέιλ, που ανέφερε ο Όουεν στην αίτησή του, θα υπέθετα πως είστε φανατικοί σκιέρ.» Τα μαύρα μάτια του στένεψαν με υποψία, και εκείνη τη στιγμή, ένα βήμα προτού πέσει κάτω, η Λίντι απλώς ήθελε να φύγει από εκεί. «Η γυναίκα μου προτιμά το σνόουμπορντ, αλλά συμφώνησε να δοκιμάσει να κάνει σκι για να μου κάνει το χατίρι.»
«Α, είναι υπέροχο να έχεις μια γυναίκα που ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τις δραστηριότητές σου και είναι πρόθυμη να δοκιμάσει καινούργια πράγματα για να σε ευχαριστήσει.» Όταν ένιωσε το σώμα του Όουεν άκαμπτο δίπλα της, η Λίντι πήρε μια βαθιά ανάσα και περίμενε να του περάσει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Όουεν τον έβλεπε εν δράσει, να προσπαθεί ουσιαστικά να δημιουργήσει ένταση μεταξύ τους· είχε σχολιάσει δηκτικά ότι ο Όουεν δεν θα έκανε τις ίδιες παραχωρήσεις για εκείνη. Ο Νίκος φαινόταν να αγνοεί το θυμό του Όουεν, βάζοντας απαλά το χέρι του πάνω στον ώμο της Λίντι, αντί να φύγει μακριά από τα χέρια του. «Σε παρακαλώ, έλα μετά να με δεις. Είμαι σίγουρος πως μπορούμε να κανονίσουμε μια ειδική θεραπευτική αγωγή για εσένα στο σπα, μόλις επιστρέψουμε στο θέρετρο, αν θέλεις.» Έστρεψε την προσοχή του στον Όουεν. «Και ανέφερες πως έχεις εμπειρία με τη διάσειση; Να βεβαιωθείς ότι θα έχει ειδική φροντίδα, και αν αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα τη νύχτα μη διστάσεις να με καλέσεις. Θα στείλω αμέσως τον γιατρό. Τρόμαξε αρκετά με αυτό που έγινε. Για ένα λεπτό, ξέχασε και το επώνυμό της.» Τον ευχαρίστησαν και οι δύο, και ο Νίκος με την Τζόρνταν έφυγαν, αφήνοντας τη Λίντι μόνη με τον Όουεν. Εκείνος μάζεψε σιωπηλά τα σύνεργα του σκι που είχαν φύγει από το σώμα της κατά την πρόσκρουση. Δεν χρειαζόταν, όμως, να πει κάτι. Το χλωμό πρόσωπό του και το σφιγμένο σαγόνι του τα έλεγαν όλα. «Συγγνώμη που τα κατέστρεψα όλα» μουρμούρισε. «Αλλά νομίζω πως θα είμαστε μια χαρά. Φαινόταν λίγο καχύποπτος, όμως εφόσον δεν κάνουμε τίπ…» Οι κινήσεις του έγιναν απότομες και, αντί να περπατάει φυσιολογικά, πατούσε βαριά στο χιόνι. «Αυτό νομίζεις ότι με ενοχλεί; Ακόμα και αν ήταν καχύποπτος, δεν έχει αποδείξεις, και θα το ξεπεράσει. Αυτό που με ενοχλεί είναι ότι παραλίγο να σκοτωθείς. Τι στο διάολο έχεις πάθει και έφυγες με τόση ταχύτητα; Γιατί δεν με περίμενες;» Οι τύψεις της εξαφανίστηκαν γρήγορα. «Επαναλαμβάνω: δεν ήξερα ότι θα γίνει αυτό. Ποπό, παραλίγο να σπάσω το λαιμό μου προσπαθώντας να πάρω πληροφορίες για σένα, και είσαι θυμωμένος μαζί μου;» Η φωνή της ήταν διαπεραστική. Σκέφτηκε να χαμηλώσει λίγο τον τόνο της, αλλά ποιος νοιαζόταν; «Θα σε άφηνα να τη γλιτώσεις που μου φώναξες προηγουμένως, αλλά έχουν περάσει είκοσι λεπτά. Σίγουρα επανήλθε η λογική σου.» Άπλωσε το χέρι της και τον χτύπησε στο κεφάλι. «Είναι κανείς εκεί;» φώναξε δυνατά στο αυτί του. Τα μάτια του, που προηγουμένως έλαμπαν θυμωμένα, άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Είχε χτυπήσει τον Όουεν Φίλιπς. Μετάνιωσε για τη βιαστική της ενέργεια. Μέχρι που οι ώμοι του τραντάχτηκαν από τα γέλια. *** Εκείνο το βράδυ, ο Όουεν παρακολούθησε την κοιμισμένη Λίντι και απομάκρυνε μια τούφα μαλλιά από το μέτωπό της. Ήταν μια χαρά. Όλα ήταν μια χαρά. Η εικόνα της να πέφτει έπαιζε και ξαναέπαιζε στο μυαλό του, και τον έκανε να τρελαίνεται. Έπρεπε να συνέλθει. Ίσως αύριο, όταν ξυπνούσε και σηκωνόταν από το κρεβάτι, αρτιμελής ακόμα, το σφίξιμο στο στομάχι του να υποχωρούσε και να ένιωθε καλύτερα. Όμως, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη σκληρή αλήθεια. Έπρεπε να το παραδεχτεί ότι, σε κάποιο σημείο, είχε αρχίσει να
νοιάζεται για εκείνη. Σίγουρα, ένα μέρος του εαυτού του ένιωθε υπεύθυνο για τη Λίντι. Την είχε φέρει εδώ, εξάλλου, και αν δεν προσπαθούσε να δει τι έκαναν η Τζόρνταν και ο Νίκος, πιθανότατα να μην είχε χάσει τον έλεγχο. Αλλά υπήρχε και κάτι ακόμα: για ένα λεπτό, στο βουνό, δεν ήξερε αν η Λίντι ζούσε ή είχε πεθάνει. Μόλις σταμάτησε να ουρλιάζει και ο πανικός του υποχώρησε, συνειδητοποίησε πως ο κόσμος θα ήταν χειρότερος αν εκείνη δεν υπήρχε. Όταν άρχισε να του φωνάζει και όταν –Θεέ μου– τον χτύπησε στο κεφάλι; Η ανακούφιση που ένιωσε ήταν τεράστια. Η Λίντι στριφογύρισε και τράβηξε την κουβέρτα πάνω στους ώμους της. Την είχε ξυπνήσει ήδη τέσσερις φορές, και ένιωσε βέβαιος πως δεν είχε διάσειση. Άλλο ένα εμπόδιο που είχαν ξεπεράσει. Το κινητό του δονήθηκε στην τσέπη του και βγήκε από το δωμάτιο για να απαντήσει. «Τι έχεις για μένα;» «Είμαι μια χαρά, ευχαριστώ που ρώτησες» είπε ο Γκάβιν. «Χαίρομαι που βλέπω ότι τα χρήματα δεν άλλαξαν τον απαίσιο χαρακτήρα σου.» Δεν θα ανεχόταν από πολλά άτομα να του μιλούν με αυτό τον τρόπο, και ευτυχώς για τον Γκάβιν δεν ήταν ένας από αυτούς. Είχαν αμφότεροι περάσει την ίδια δύσκολη παιδική ηλικία. Ο Όουεν και η μητέρα του έπρεπε να φυλάνε και την τελευταία τους δεκάρα μόνο και μόνο για να φάνε, όταν τους είχε παρατήσει ο πατέρας του, και η μητέρα του Γκάβιν ήταν ιερόδουλη, και τελικά τον παράτησε στην τρελή θεία του όταν εκείνος ήταν εννέα ετών. Γνωρίστηκαν όταν ήταν και οι δύο ενήλικες και επιτυχημένοι, αλλά ταίριαξαν αμέσως. «Λυπάμαι, δεν κατάλαβα πως είσαι τόσο ευαίσθητος. Μήπως θέλεις να σου στείλω και λουλούδια;» Ο Γκάβιν γέλασε. «Δεν θα δεχόμουν λουλούδια από μια ασχημόφατσα σαν κι εσένα, οπότε μη βασανίζεσαι στη σκέψη. Τώρα, πίσω στη δουλειά. Έχεις στυλό;» Ο Όουεν άνοιξε το συρτάρι του γραφείου και πήρε σημειωματάριο και στυλό. «Ακούω.» «Πρώτα η Σάραμπεθ Λάκινγκ. Είναι είκοσι εννέα χρόνων και αποφοίτησε πρώτη στην τάξη της στο Λογιόλα. Πήγε για μεταπτυχιακό και πήρε ντοκτορά στην ψυχολογία. Πέρυσι εργαζόταν σε ιδιωτικό ιατρείο, και τώρα είναι υπάλληλος του Θέρετρου Υγείας. Δεν υπάρχουν συλλήψεις, ούτε εντάλματα στο όνομά της… ούτε τίποτα.» Ο Γκάβιν συνέχισε να αναφέρει ονόματα και πληροφορίες, αλλά τίποτα δεν αποτελούσε επικίνδυνο στοιχείο. «Πήρα χθες το μήνυμά σου για τον Μαρσέλ Γκουντρό, αλλά δεν έχω λάβει ακόμα αναφορά. Και, τελευταία και τυχερή, η Λίσα Ίνγκραμ. Διπλωματούχος γυμνάστρια και διατροφολόγος, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ. Δεν έχει καταδίκες, ούτε εντάλματα σε βάρος της. Υπήρχε μια περιοριστική εντολή εναντίον κάποιου πρώην της, το 2008. Εργάζεται για το Θέρετρο Υγείας. Και…» Έκανε μια μεγάλη παύση. «Ναι, και;» τον παρότρυνε ο Όουεν με ανυπομονησία. «Και η Λίσα Ίνγκραμ πέθανε πριν από τρία χρόνια σε αυτοκινητιστικό.» Βαριά σιωπή έπεσε και στις δύο άκρες του τηλεφώνου. Τον Όουεν κατέκλυσε ένα κύμα αδρεναλίνης, αλλά συγκράτησε τον τόνο της φωνής του. «Είσαι σίγουρος;» «Όσο μπορώ να είμαι. Αναζήτησα την άδεια οδήγησης της Λίσα σου και με οδήγησε στον αριθμό κοινωνικής ασφάλισης της νεκρής. Θα το ψάξω περισσότερο για να δω αν θα βρω καμιά πιστωτική κάρτα, αλλά μια πρόσφατη φωτογραφία ή ένα αποτύπωμα θα βοηθούσε πολύ. Αν μπορέσεις να βρεις, θα έχω καλύτερες πιθανότητες να ανακαλύψω ποια είναι η απατεώνισσα.» Είπαν «αντίο», με τον Όουεν να υπόσχεται ότι θα βρει φωτογραφία ή αποτύπωμα τις επόμενες μέρες. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλε ένα ουίσκι και κάθισε στον καναπέ με τις πρόσφατες
σημειώσεις του. Το ότι η Λίσα υποδυόταν κάποια άλλη δεν σήμαινε απαραίτητα πως ήταν μπλεγμένη σε οποιοδήποτε σχέδιο είχε ο Νίκος, αλλά όλο αυτό δεν φαινόταν καλό. Προσπάθησε να παραμείνει ήρεμος. Υπήρχαν ακόμα πολλά πράγματα που δεν ήξεραν. Κι όμως, το αίμα του έβραζε από τον ενθουσιασμό του κυνηγιού. Τηλεφώνησε στην Κάρα και μίλησαν. Είχαν βρει κάποια άκρη, και αν τη συνέδεαν σωστά, θα αποκαλυπτόταν ολόκληρο το σχέδιο. Το ένιωθε στο πετσί του.
Κεφάλαιο Δεκαπέντε «Δεν το καταλαβαίνω. Γιατί δεν μπορώ να πάρω εγώ το αποτύπωμα; Κάνω ζέσταμα στην τάξη της τρεις φορές την εβδομάδα, προτού κάνω μάθημα με τον Νίκο. Θα ήταν τόσο εύκολο. Απλώς θα πάρω το δικό της μπουκάλι νερό, όλως τυχαίως, και αυτό ήταν.» Είχαν συζητήσει το θέμα αρκετές φορές και δεν είχαν καταφέρει να συμφωνήσουν, κυρίως διότι ο Όουεν ήταν μέγας ηλίθιος και αυτό γινόταν όλο και συχνότερα. Από τη μέρα του ατυχήματος της Λίντι είχε γίνει αβάσταχτα υπερπροστατευτικός. Αν δεν τον γνώριζε, ίσως να σκεφτόταν ότι προσπαθούσε να την κρατήσει κλειδωμένη για το υπόλοιπο του ταξιδιού, λες και ήταν καμιά ξεμωραμένη θεία και ντρεπόταν γι’ αυτήν. Όταν τον κατηγόρησε για αυτό ακριβώς, εκείνος ένευσε περιπαικτικά: «Ναι. Καλά τα λες.» Η Λίντι έβαλε ένα μαξιλάρι πάνω από το στόμα της και έπνιξε μια κραυγή. «Γιατί μου φέρεσαι έτσι;» «Γιατί μπορώ να τα αναλάβω μόνος μου από εδώ και πέρα. Είμαστε μέσα στο κτίριο, γνωρίσαμε τους ανθρώπους, μάθαμε τα κατατόπια. Τώρα ο Γκάβιν έχει ένα στοιχείο, και μπορώ να δουλέψω με αυτό, ενώ εσύ θα μείνεις στο παρασκήνιο και θα κρατήσεις χαμηλό προφίλ. Εξάλλου, θέλω να δώσω στον Νίκο λίγο χρόνο για να ξεπεράσει το περιστατικό με το σκι.» Εκείνη κοίταξε αλλού και δεν απάντησε. Ο Όουεν αναστέναξε δυνατά. «Απλώς άσε να περάσουν μερικές μέρες, εντάξει; Δεν έχει καμία λογική να πηγαίνεις στο μάθημα γυμναστικής τώρα που ακόμα αναρρώνεις. Εκεί να δεις υποψίες που θα κινήσουμε.» «Που αναρρώνω από τι; Από τον εξευτελισμό τού ότι παραλίγο να τα τινάξω στην πίστα αρχαρίων; Και τι διάολο όνομα είναι αυτό, τέλος πάντων; “Για αρχάριους.” Τελείως υποτιμητικό.» Ρουθούνισε τόσο άκομψα για γυναίκα, που θα έκανε την πραγματική σύζυγο του Όουεν Φίλιπς να πάθει υστερία. «Το “Παγωμένη Τσουλήθρα Θανάτου” ταιριάζει καλύτερα.» Τα χείλη του Όουεν συσπάστηκαν. Κάθισε στην καρέκλα απέναντί της. «Φαίνεσαι αρκετά καλύτερα» είπε προσεκτικά. «Τι θα έλεγες να το κάνω αυτό αύριο και, αν αισθάνεσαι καλύτερα και χρειαζόμαστε κι άλλο αποτύπωμα από άλλο μέλος του προσωπικού, να το κάνεις εσύ; Και απόψε μπορούμε να πάμε σε αυτό το παιχνίδι για ζευγάρια, αν νιώθεις νευρικότητα. Ίσως μπορέσουμε να πιάσουμε συζήτηση με τη Μάρτζι και τον Στιβ.» Ήταν δελεαστική η προσφορά του. Η Μάρτζι ήταν σκληρό καρύδι, τρομερά αποστασιοποιημένη, και απέφευγε προσεκτικά κάθε προσπάθεια να κάνει φίλους. Αυτό έκανε τη Λίντι πιο αποφασισμένη να σπάσει το τείχος που είχε ορθώσει. Επίσης, μολονότι δεν θα το παραδεχόταν στον Όουεν, ένιωθε λίγο λες και την είχε χτυπήσει λεωφορείο. Όλα τα μέλη του σώματός της ήταν πιασμένα. Το παυσίπονο βοηθούσε, αλλά δεν ήταν αρκετό για να καταφέρει να κάνει μάθημα γιόγκα χωρίς τρομερές ενοχλήσεις. «Εντάξει. Αλλά, πριν μπεις για μάθημα αύριο, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι θα έχεις έναν καλό λόγο για να κάνεις επιτέλους γιόγκα τη μέρα που εγώ δεν θα είμαι εκεί, οπότε άρχισε να σκέφτεσαι. Και μη μείνεις εδώ για να με προσέχεις σήμερα. Πρέπει να πας στα πρωινά μαθήματα, να κυκλοφορήσεις έξω. Αν δεν το κάνεις, πραγματικά θα πεθάνω από τύψεις, και θα φταις εσύ. Αρνούμαι να αφήσω την αγαρμποσύνη μου να σ’ το χαλάσει, Όουεν. Όχι, όταν έχουμε φτάσει τόσο
μακριά.» Τα σκούρα μάτια του μαλάκωσαν, όπως εκείνη τη νύχτα που παραλίγο να κάνουν έρωτα. Ήταν κάπως απόμακρος τις επόμενες μέρες και, έπειτα από το ατύχημα, ταλαντευόταν ανάμεσα στο θυμό και την ενόχληση. Λυπόταν που το έλεγε, αλλά η Λίντι προτιμούσε το δεύτερο από το πρώτο. Τουλάχιστον, αν ήταν θυμωμένος, αισθανόταν κάτι γι’ αυτήν. Πόσο αξιολύπητη ήταν; «Εντάξει. Θα περάσω αργότερα για να σου φέρω μεσημεριανό και να δω πώς είσαι. Έπειτα, αν νιώθεις καλά, θα εμφανιστούμε στο δείπνο και θα πάμε στο απογευματινό παιχνίδι.» «Μια χαρά ακούγεται.» Όταν ο Όουεν έφυγε, μερικά λεπτά αργότερα, το δράμα των τελευταίων ωρών την κατέβαλε. Έβαλε το κεφάλι της πίσω στο μαξιλάρι, με τις τελευταίες σκέψεις της να μοιράζονται μεταξύ των δύο αντρών, που ήταν τόσο όμοιοι με πολλούς τρόπους: αμφότεροι ήταν ικανοί να κάνουν τα πάντα για να πάρουν αυτό που ήθελαν. Τι τους έκανε να διαφέρουν; Ο Νίκος επιτύγχανε τους στόχους του εις βάρος των άλλων, ενώ ο Όουεν πλήρωνε ο ίδιος το τίμημα. Κάθε συναισθηματική επένδυση που είχε κάνει ήταν δική της επιλογή. Τώρα, έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να τελειώσει τη δουλειά, όσο είχε ακόμα τα ψυχικά αποθέματα. *** «Καλησπέρα, ζευγάρια. Έχουμε ετοιμάσει ένα διασκεδαστικό παιχνίδι, που επίσης δίνει έμφαση στην ανάγκη να είστε εκεί ο ένας για τον άλλον. Θα κλέψουμε τους συζύγους σας για ένα λεπτό» είπε η Μπράντι με «ι», κλείνοντας με νόημα το μάτι της με τις ψεύτικες βλεφαρίδες. «Υποσχόμαστε να σας τους επιστρέψουμε.» Οι άντρες έφυγαν από το δωμάτιο και κάποιος από το προσωπικό μοίρασε μαντίλια στις γυναίκες. Η Λίντι πήρε το δικό της και κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. Όλοι είχαν έρθει, εκτός από τον Νίκο. Αναρωτήθηκε αν θα εμφανιζόταν. Φαινόταν ότι μέχρι τώρα ήταν πάντα παρών. Ο Όουεν είχε ολόκληρο το γυμναστήριο μόνο για τον εαυτό του το πρωί, και δεν είχε δει όλη μέρα τον πανταχού παρόντα ιδιοκτήτη. Κράτησε αυτή την πληροφορία στο μυαλό της και συγκεντρώθηκε στην οικοδέσποινά τους. «Σε ένα λεπτό, οι άντρες θα έρθουν με διαφορετικά ρούχα από αυτά που φορούσαν πριν. Σκοπός του αποψινού παιχνιδιού είναι να δούμε αν μπορείτε να αναγνωρίσετε τον άντρα σας, βασισμένες στην αφή ενός συγκεκριμένου σημείου του σώματος.» Περίμενε να ακουστούν τα αναμενόμενα γελάκια, πριν απαντήσει: «Όχι αυτό, κυρίες μου. Τώρα, βάλτε τα μαντίλια στα μάτια σας και ένα μέλος του προσωπικού θα σας οδηγήσει στη σειρά με τους συζύγους.» Η Λίντι έβαλε το μαντίλι στα μάτια της και συνειδητοποίησε ότι δεν έβλεπε τίποτα. Δεν μπορούσε να πει ότι της άρεσε αυτή η αίσθηση. Ένα δροσερό, στεγνό χέρι έπιασε απαλά τον καρπό της. «Γεια σου» ψιθύρισε η Σάραμπεθ. «Γεια σου κι εσένα» απάντησε, με ειλικρινές χαμόγελο. Ήλπιζε με όλη την καρδιά της, και όχι για πρώτη φορά, ότι η νεαρή γιατρός δεν ήταν αναμεμειγμένη σε ό,τι συνέβαινε εδώ. «Θα περπατήσουμε ακριβώς ευθεία» της είπε. Η Λίντι την ακολούθησε, μέχρι που η άλλη γυναίκα σταμάτησε. «Εντάξει. Φέρτε τους μέσα» είπε η Σάραμπεθ σε κάποιον στο διπλανό δωμάτιο. Ο Στιβ, ο στρυφνός τραπεζίτης, παραπονέθηκε λίγο, αλλά, απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει η
Λίντι, οι περισσότεροι άντρες ακούγονταν να έχουν παιχνιδιάρικη διάθεση και ήταν έτοιμοι να βάλουν τα γέλια. «Βεβαιωθείτε ότι δεν θα απλώσετε πολύ τα χέρια σας πάνω μου, κυρίες» αντήχησε η δυνατή φωνή του Κάλβιν Σένταρχερστ. Η Λίντι προσπάθησε να αναγνωρίσει τη φωνή του Όουεν, αλλά δεν τα κατάφερε. Αναρωτήθηκε πώς το διαχειριζόταν όλο αυτό. Ήταν τελείως έξω από τα όριά του, αλλά ίσως αυτό να ήταν ό,τι χρειαζόταν για να σπάσει ο πάγος με μερικά από τα άτομα με τα οποία δεν είχαν μιλήσει έως τώρα. «Κυρίες μου, τώρα θα ανακατέψουμε τους συζύγους. Άντρες, μη μιλάτε, έτσι ώστε οι γυναίκες σας να μην μπορούν να κλέψουν ακολουθώντας τις φωνές σας.» Μερικές από τις γυναίκες σοκαρίστηκαν με την κατηγορία, αλλά σύντομα ήταν έτοιμες να αρχίσουν. «Μπίτσι Σένταρχερστ, είσαι πρώτη.» Η Μπίτσι χαμογέλασε αμήχανα καθώς την οδηγούσαν προς τους άντρες. «Εδώ είναι το καλό σημείο» είπε η Μπράντι χαχανίζοντας. Η Λίντι σημείωσε στο μυαλό της ότι έκλεισε το μάτι της. «Οι άντρες θα σας αφήσουν να πιάσετε τους ώμους τους, φορώντας μόνον ένα μπλουζάκι. Αφού ελέγξετε και τους έξι, θα πάτε και θα σταθείτε πίσω από αυτόν που νομίζετε ότι είναι ο σύζυγός σας. Εύκολο, έτσι;» Ακούστηκε η απαλή φωνή της Σάραμπεθ. «Ανακαλύψαμε ότι, παρόλο που είμαστε με κάποιον για αρκετό καιρό, ίσως να μην τον ξέρουμε όσο καλά νομίζαμε. Όταν βρίσκεστε με τον άντρα σας… τον εραστή σας, θέλουμε να είστε προσηλωμένες σε αυτή τη στιγμή· οδηγεί σε πιο ουσιώδη αλληλεπίδραση, θεωρείτε λιγότερο δεδομένο το άλλο άτομο και, ειλικρινά, θα κάνετε καλύτερο έρωτα.» Ένας από τους άντρες σφύριξε, και όλοι στο δωμάτιο ξέσπασαν σε γέλια. Υπήρχαν στιγμές, όπως τώρα, όπου η Λίντι εντυπωσιαζόταν από τη διορατικότητα και τα ενδιαφέροντα παιχνίδια που σχεδίαζαν μερικά άτομα από το προσωπικό. Ήλπιζε πως κάποια από αυτά τα ζευγάρια θα έφευγαν από εδώ βελτιωμένα, παρά τις προθέσεις του Νίκου. «Το νούμερο ένα» φώναξε η Μπράντι. Μάλλον η Μπίτσι άγγιξε τον άντρα που στεκόταν πρώτος στη σειρά. «Έλα, μην ντρέπεσαι, κάν’ το!» Ακούστηκαν κι άλλα γέλια, μέχρι που η Μπίτσι είπε: «Εντάξει, μπορούμε να συνεχίσουμε παρακάτω.» Πέρασαν με τη σειρά από όλους τους άντρες, μέχρι που μίλησε η Μπράντι. «Αυτοί ήταν όλοι. Νομίζεις ότι τον βρήκες;» «Τον ξέρω» είπε η Μπίτσι με ένα χαμόγελο. «Εντάξει, θα σε οδηγήσω πίσω έτσι όπως ήρθαμε, και σταμάτησέ με όταν φτάσουμε στον άντρα σου.» Ακούστηκαν μερικά βήματα και έπειτα σταμάτησαν. «Επόμενη η Λίντι Ο ’Νιλ.» Η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπάει. Θα άγγιζε τους γυμνούς ώμους του Όουεν. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα τον αναγνώριζε αμέσως μόλις τον ακουμπούσε. Είχε αγγίξει αυτή τη γραμμωμένη πλάτη εκατοντάδες φορές στα όνειρά της. Η μόνη ερώτηση ήταν αν θα μπορούσε να σταματήσει να τον αγγίζει. «Νούμερο ένα» είπε η Μπράντι, απλώνοντας το χέρι της Λίντι στον ώμο του πρώτου άντρα στη σειρά.
Με ένα μόνον άγγιγμα των χεριών της, ήξερε. Δεν ήταν εκείνος. Ήταν πολύ κοντός. Ούτε καν άπλωσε το χέρι της για να φτάσει στους ώμους του. «Εντάξει, ας προχωρήσουμε.» «Νούμερο δύο.» Ο επόμενος τύπος είχε το σωστό ύψος, αλλά η αφή του ήταν λίγο μαλακή. Οι ώμοι του δεν έμοιαζαν με τίποτα στους λείους μυς του Όουεν. Άφησε τα χέρια της να πέσουν στα πλευρά της και κούνησε το κεφάλι της. «Ο επόμενος.» Άλλα δύο γρήγορα «όχι», και έπειτα η Μπράντι ανακοίνωσε το νούμερο τέσσερα. Η Λίντι ήξερε, προτού ακόμα τον αγγίξει. Η θέρμη που ανάβλυζε από το σώμα του, η μυρωδιά του σαμπουάν του, επιτέθηκε στα ρουθούνια της. Πήγε προς το μέρος του. Η Μπράντι δεν χρειάστηκε να οδηγήσει το χέρι της Λίντι για να τον αγγίξει. Ανήμπορη να σταματήσει τον εαυτό της, άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το δέρμα του Όουεν. Ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης ξέφυγε από τα χείλη της, και άφησε τα δάκτυλά της να πλανηθούν ελεύθερα, γλιστρώντας κάτω από το λεπτό βαμβάκι, εξετάζοντας τους τεντωμένους μυς του, την πλάτη και τους ώμους του. Αιχμαλωτίστηκε τόσο πολύ από αυτή την αίσθηση, ώστε χρειάστηκε ένα τράβηγμα στο φόρεμα από την Μπράντι για να επανέλθει στην πραγματικότητα. «Επόμενος» είπε η Μπράντι γελώντας. Η Λίντι εξέτασε τους επόμενους όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και έπειτα η Μπράντι την οδήγησε πίσω από τον Όουεν. Καθώς ήρθε και η σειρά των επόμενων γυναικών, η Λίντι σχεδόν δεν έδινε σημασία. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της το πώς ένιωθε το σώμα του Όουεν κάτω από το άγγιγμά της. Απέμενε σχεδόν μία εβδομάδα για να ολοκληρωθεί αυτή η φάρσα, και ήδη είχε βουτήξει τόσο βαθιά, ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να βγει αλώβητη. Κάθε φορά που σκεφτόταν ότι είχε τον έλεγχο των πραγμάτων, κάτι άλλο συνέβαινε για να της υπενθυμίσει πόσο καλά θα μπορούσαν να είναι μαζί. Αλλά αυτό ήταν μόνο το περιτύλιγμα, έτσι; Ο Όουεν δεν ήθελε να είναι μαζί· ήθελε να τη ρίξει στο κρεβάτι όσο ήταν στο Κολοράντο και, όταν θα έφευγαν, ήθελε να είναι και πάλι μόνος του. Η φωνή της Σάραμπεθ την έβγαλε από τις σκέψεις της. «Εντάξει! Όλες έκαναν τις επιλογές τους. Άντρες, γυρίστε και δείτε τις γυναίκες σας. Γυναίκες, βγάλτε τα μαντίλια σας.» Η Λίντι έβγαλε το μαντίλι από τα μάτια της και κοίταξε έναν κατακόκκινο Όουεν και άλλες δύο γυναίκες που στέκονταν μπροστά του. «Μάρτζι, Μπίτσι, Τζόρνταν και Λίντι, όλες διαλέξατε τον άντρα σας! Συγχαρητήρια. Τζάνα και Εστέλ, και οι δύο διαλέξατε λάθος. Εστέλ, πες μας, τι σε έκανε να διαλέξεις τον Όουεν;» Η συνταξιούχος κυρία με το ασημένιο μαλλί κοίταξε απηυδισμένη τον άντρα της, τον Λέστερ, και είπε με επίπεδη φωνή: «Ο ευσεβής πόθος;» Ο Λέστερ κατσούφιασε στην αρχή, και έπειτα κοίταξε καλά τον Όουεν. Στη συνέχεια, ανασήκωσε τους ώμους του και ένευσε. «Ναι. Υποθέτω ότι δεν μπορώ να σε κατηγορήσω για αυτό, κούκλα.» Ούτε η Λίντι μπορούσε. ***
«Είσαι σίγουρος πως αυτό θα βοηθήσει; Πρέπει να σου πω ότι φαίνεται απαίσια ιδέα» είπε η Λίντι, κοιτάζοντας με δυσπιστία το εξωτερικό θερμαινόμενο τζακούζι. «Μην το απορρίψεις αν δεν το δοκιμάσεις. Το δύσκολο είναι να φτάσεις από εδώ εκεί και να μπεις μέσα στο νερό. Θα χρειαστείς λιγότερο από ένα λεπτό, εκτός κι αν είσαι πολύ τεμπέλα.» Η Λίντι πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα της βεράντας και τη διέσχισε. Ένα λεπτό αργότερα, έβγαλε τη χνουδωτή άσπρη ρόμπα. Εκείνος κοίταξε το άσπρο μπικίνι και το μυαλό του βραχυκύκλωσε. Δύο τριγωνικά κομμάτια ύφασμα κάλυπταν το στήθος της, οι άκρες του οποίου είχαν σχηματίσει δύο σκληρές κορυφές, με τη θερμοκρασία υπό το μηδέν. Πριν μπορέσει να κοιτάξει καλύτερα, εκείνη γύρισε και έβαλε το ένα πόδι της στο νερό. Ο Όουεν ανοιγόκλεισε με έκπληξη τα μάτια του όταν είδε την πλάτη της. Όσο κι αν του αποσπούσαν την προσοχή οι υπέροχοι γλουτοί της, η γιγάντια μελανιά που στόλιζε τον ένα γοφό της και τη μία πλευρά της πλάτης της έκλεβε την παράσταση. Προχωρώντας, έκλεισε την πόρτα της βεράντας και στάθηκε πίσω της. «Φαίνεται πολύ επίπονο, Λίντι. Θεέ μου, δεν είχα συνειδητοποιήσει πως ήταν τόσο άσχημα.» Εκείνη χαχάνισε ασυνείδητα και γύρισε το κεφάλι της για να κοιτάξει. «Το είδα πριν στον καθρέφτη. Πίστεψέ με, φαίνεται χειρότερο απ’ ό,τι το νιώθω. Είναι άσχημο, αλλά με πονάει μόνον αν το πιέσω ή το χτυπήσω κάπου. Το να στέκομαι εδώ έξω, στο κρύο, είναι πιο επίπονο. Ο τελευταίος που θα μπει μέσα είναι κλούβιο αυγό!» Με αυτά τα λόγια, πήγε στην άλλη πλευρά του τζακούζι, έβγαλε τις παντόφλες της και μπήκε μέσα. «Ναι» είπε αναστενάζοντας, με τα μάτια της να κλείνουν και το πρόσωπό της να λάμπει από ευχαρίστηση. Βυθίστηκε μέχρι τους ώμους, σιγά σιγά, βγάζοντας ήχους απόλαυσης. Η ανάσα της έβγαινε σε παγωμένα συννεφάκια, και του χαμογέλασε πλατιά. «Είναι απίθανο. Έξω έχει απίστευτο κρύο, αλλά νιώθω τον αέρα αναζωογονητικό, γιατί το υπόλοιπο σώμα μου είναι βυθισμένο σε αυτή την υπέροχη ζέστη.» Εκείνος κοίταξε αλλού, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του το λόγο που βρίσκονταν εκεί. Το καυτό νερό θα έκανε θαύματα στους πιασμένους μυς της. Οποιαδήποτε σεξουαλικά βογκητά ή σχόλια σχετικά με το ότι ήταν βυθισμένη σε αυτή την υπέροχη ζέστη ήταν τελείως συμπτωματικά και δεν σήμαιναν τίποτα. Είπε νοερά στη στύση του ένα «Κάτω, αγόρι μου!» Είχε ερεθιστεί από την ώρα που εκείνη τον είχε χαϊδέψει νωρίτερα, στη μεγάλη αίθουσα, όταν έπαιζαν το παιχνίδι «Βρες τον Σύζυγό σου». Αναρωτήθηκε τι σήμαινε αυτό για εκείνον, δηλαδή το ότι, αν και δεν έλεγαν ποια τον άγγιζε, το είχε καταλάβει αμέσως. Την είχε αισθανθεί προτού καν ακουμπήσει τα χέρια της πάνω του. Η χημεία μεταξύ τους ήταν παραπάνω από αισθητή. «Σου είπα πως θα το απολαύσεις. Είναι στο πολύ ζεστό, οπότε δεν μπορούμε να μείνουμε για πολύ. Μόνο για δεκαπέντε λεπτά περίπου. Αν μείνουμε περισσότερο, θα αρχίσουμε να ζαλιζόμαστε.» «Συγγνώμη, αλλά δεν με βλέπω να βγαίνω από μόνη μου. Ε, πριν μπεις μέσα, μπορείς να κλείσεις το φως της βεράντας; Θέλω να δω τα άστρα στο σκοτάδι.» Ο Όουεν έκανε αυτό που του ζήτησε και μπήκε μέσα στο τζακούζι. Για μια ατέλειωτη στιγμή, απλώς την κοίταζε. Τα μικρά φώτα του τζακούζι ήταν ακόμα αναμμένα και την έλουζαν με ένα ασημένιο φως. Εκείνη καθόταν σε ένα από τα καθίσματα με το κεφάλι της πίσω, για να βλέπει τα αστέρια. Ο Όουεν λάτρευε αυτό πάνω της – αναζητούσε την ευχαρίστηση στα πάντα. Αρχικά, είχε αναρωτηθεί αν αυτό οφειλόταν στο καινούργιο περιβάλλον γύρω της, αλλά συνειδητοποίησε πολύ
γρήγορα ότι δεν ήταν έτσι. Τα πιο απλά πράγματα, από ένα απλό γλυκό έως το άρωμα ενός καλού καφέ ή ένα πολύ λαμπερό ηλιοβασίλεμα, την καθήλωναν. Το καλύτερο ήταν ότι το άφηνε να συμβεί· δεν υπήρχαν ψεύτικη αδιαφορία ή απόπειρες να συγκρατήσει την αντίδρασή της. Αν επρόκειτο για κάτι αστείο, γελούσε. Δυνατά. Στον κοινωνικό κύκλο του, οι άνθρωποι έτειναν να χαλιναγωγούν τις αντιδράσεις τους, και ο ενθουσιασμός συχνά θεωρούνταν μη εκλεπτυσμένος. Όμως, εκείνοι οι άνθρωποι είχαν καταλάβει λάθος. «Θα μπεις ή όχι;» Πήρε το βλέμμα της από τα άστρα και τον κοίταξε. «Θα πάθεις πνευμονία εκεί έξω.» Ο Όουεν έβγαλε τα παπούτσια του και τη ρόμπα του και μπήκε στο αφρώδες νερό, ασθμαίνοντας με την αντίθεση της ζέστης να ακουμπάει την παγωμένη σάρκα του, ζεσταίνοντάς τον ολόκληρο. Μετακινήθηκε στην απέναντι μεριά του τζακούζι και κοίταξε τη Λίντι. «Όταν ανακάμψει η κτηματομεσιτική αγορά, θα μου αγοράσω ένα από αυτά» είπε εκείνη, χαϊδεύοντας απαλά το πλάι τού τζακούζι. «Καλή επένδυση» είπε εκείνος νεύοντας. Το πρόσωπό της σοβάρεψε. Μετακινήθηκε από το κάθισμα στο κέντρο του τζακούζι και βυθίστηκε κάτω από το νερό, μέχρι που φαινόταν μόνο το κεφάλι της. «Είσαι έτοιμος για αύριο;» ψιθύρισε, κοιτάζοντας κρυφά γύρω της. «Είμαι. Γράφτηκα το πρωί. Βρήκες κανέναν καλό λόγο για το ότι άλλαξα γνώμη σχετικά με τη γιόγκα; Διότι εγώ δεν έχω ιδέα. Ίσως μπορώ να ισχυριστώ πως, μετά την πτώση σου, ήθελα να κάνω κάτι για να σου φτιάξω το κέφι.» «Τι θα έλεγες να πεις ότι σου αρέσει μόνο να κάνεις πράγματα στα οποία είσαι καλός; Απ’ ό,τι είδα, αυτό είναι σχεδόν αλήθεια, και αν το πεις με αυτό τον ψωροπερήφανο τρόπο που έχεις, θα γίνει απόλυτα πιστευτό.» Προτού προλάβει να την πειράξει για τους «ψωροπερήφανους» τρόπους του, εκείνη συνέχισε: «Εξήγησε πως εγώ ήμουν ήδη πολύ καλή όταν γνωριστήκαμε και δεν ήθελες να γελοιοποιηθείς μπροστά μου. Τώρα, από τη στιγμή που δεν συμμετέχω στο μάθημα, σκέφτηκες να το δοκιμάσεις και να δεις αν μπορείς να το κάνεις – και αν “το έχεις”, θα έρχεσαι πιο συχνά.» Εκείνος επεξεργάστηκε την ιδέα να αποκαλύψει ακόμα ένα ψεύτικο ελάττωμά του, αλλά παραμέρισε τους δισταγμούς του. Η εξήγησή της ήταν αρκετά καλή και οι περισσότεροι δεν θα το εξέταζαν περαιτέρω. Πολλοί άντρες δεν ήθελαν να τους επισκιάζει η γυναίκα τους, αν και εκείνος δεν ήταν ένας από αυτούς. Παρ’ όλα αυτά, η Λίντι είχε δίκιο: δεν του άρεσε να κάνει πράγματα στα οποία δεν ήταν καλός. Στην πραγματικότητα, τα απέφευγε με κάθε κόστος. Αν δεν μπορούσε να τα αποφύγει; Λοιπόν, τότε γινόταν καλός σε αυτά. Δεν ήταν αλαζονεία – ήταν γεγονός. «Εντάξει, αλλά μην εκπλαγείς αν, μέχρι να μπορέσεις να επιστρέψεις στην τάξη, βρεθώ κι εγώ στο μάθημα των προχωρημένων με τον Νίκο.» Αυτό θα έσβηνε το χαμόγελο από το πρόσωπο του καθάρματος. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Πρέπει να τα πας άσχημα. Τα μαθήματά μου με τον Νίκο πάνε πολύ καλά. Τον γυροφέρνω μία εβδομάδα τώρα, και νομίζω πως πλησιάζω στο στόχο μας. Είναι έτοιμος να κάνει κάποια κίνηση – το νιώθω. Δεν θα σε αφήσω να εισβάλεις και να τα χαλάσεις όλα. Ξέρω ότι δεν σου αρέσει η ιδέα να γελοιοποιείσαι, αλλά θα πρέπει να ελέγξεις τον εγωισμό σου, Όουεν.» Ο απόλυτος τόνος στη φωνή της και η έκφραση του προσώπου της τον ενοχλούσαν πέρα από κάθε όριο. «Δεν είναι θέμα ο εγωισμός μου. Τουλάχιστον όχι αυτή τη φορά» είπε, και μετακινήθηκε
για να σταθεί μπροστά της. «Αυτή τη φορά, αφορά σε εσένα. Ξέρω πως δεν θέλεις να το ακούσεις αυτό, αλλά η σκέψη ότι θα κάνει οποιαδήποτε κίνηση με κάνει να θέλω να τον πνίξω τον μπάσταρδο.» Έκανε ένα βήμα πιο κοντά της, αλλά εκείνη δεν οπισθοχώρησε. «Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το συναίσθημα, για να είμαι ειλικρινής, αλλά να το. Όχι, βέβαια, ότι αλλάζει κάτι.» Σηκώθηκε από πάνω της και ο παγωμένος αέρας έκανε το δέρμα του να ανατριχιάσει. Έγειρε πίσω το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. «Όχι ότι αλλάζει κάτι» συμφώνησε απαλά. «Εκτιμώ την ειλικρίνειά σου. Πρέπει να κάνουμε το σωστό για την Κάρα, όμως. Όταν το σκεφτείς καλύτερα, ξέρω πως θα συμφωνήσεις, οπότε ας μη μαλώσουμε τώρα γι’ αυτό.» «Εντάξει.» Μια βαριά σιωπή πλανήθηκε στον αέρα, πολλές ανείπωτες λέξεις αιωρούνταν μεταξύ τους. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε με τον αντίχειρά του τα χείλη της. Η ανάγκη να αγγίξει το δέρμα της επισκίαζε κάθε λογική σκέψη. Εκείνη βλεφάρισε για μια στιγμή και έπειτα αναστέναξε. Η ζεστή ανάσα της κύκλωσε το χέρι του, και τον κάρφωσε με το βλέμμα της. Δεν κοίταξε αλλού, αντίθετα έγειρε προς το μέρος του και έκλεισε το στόμα της γύρω από τον αντίχειρά του. Η κίνησή της ηλέκτρισε κάθε κύτταρο του κορμιού του. Τα σωθικά του σφίχτηκαν και ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει. Εκείνη τη στιγμή, την ήθελε τόσο πολύ που μπορούσε να ουρλιάξει από απογοήτευση, επειδή ήξερε πως θα έπρεπε να φύγει μακριά της. Ήταν τόσο ανιδιοτελής, τόσο καλή. Μόνον ένα πράγμα ζητούσε από αυτόν – και, διάολε, θα το έκανε για εκείνη. Καθάρισε το λαιμό του και έκανε ένα βήμα πίσω. «Να βγεις σε πέντε περίπου λεπτά. Θα σε δω πάνω.»
Κεφάλαιο Δεκαέξι Η Λίντι κοίταξε τον Όουεν, με χιλιάδες αντικρουόμενες σκέψεις στο μυαλό της. Άνοιξε το στόμα της για να τον φωνάξει, αλλά το έκλεισε αμέσως. Τι μπορούσε να πει; Του είχε ζητήσει να είναι δυνατός και για τους δυο τους, και εκείνος το είχε κάνει. Τότε, γιατί δεν αισθανόταν ανακουφισμένη; Βυθίστηκε πιο μέσα στο τζακούζι, αφήνοντας το νερό να κυλήσει στο πρόσωπο και στα μαλλιά της. Ποτέ, στα είκοσι οκτώ χρόνια της, δεν είχε νιώσει τόσο… πολύ – τόσο ευτυχισμένη, τόσο λυπημένη, τόσο θυμωμένη, τόσο φοβισμένη. Ο χείμαρρος των συναισθημάτων την έκανε να τρελαίνεται. Ήταν σαν… Ένα κύμα ζαλάδας την κατέκλυσε, και πιάστηκε από την άκρη του τζακούζι. Θεέ μου, ήταν ερωτευμένη. Με τον Όουεν Φίλιπς. Πώς έγινε αυτό; Το μυαλό της προσπάθησε μανιωδώς να καταρρίψει τη θεωρία, που είχε ήδη αποδεχτεί η καρδιά της χωρίς καμία αμφιβολία. Εκείνος δεν ήθελε σχέση. Ήταν τελείως έξω από τα κυβικά της. Γνωρίζονταν μόνο μερικές εβδομάδες. Εκείνος δεν ήθελε σχέση. Τουλάχιστον όχι του είδους που ήθελε εκείνη. Αρνήθηκε να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να του αλλάξει γνώμη γι’ αυτό. Είχε υποσχεθεί πως δεν θα της έλεγε ποτέ ψέματα, και δεν το είχε κάνει. Η Λίντι έπρεπε να συμβιβαστεί με το γεγονός πως αυτό δεν θα συνέβαινε. Αλλά αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να είναι μαζί, εδώ και τώρα; Αυτό, τουλάχιστον, το ήθελε. Και, όταν τελείωναν οι τρεις εβδομάδες τους, θα επέστρεφε στο σπίτι της με πληγωμένη καρδιά. Ήταν τόσο διαφορετικό αυτό από ό,τι θα γινόταν αν δεν έκαναν έρωτα; Ανέβηκε τα σκαλοπάτια του τζακούζι και βγήκε έξω, αφήνοντας τον παγωμένο αέρα να καθαρίσει το μυαλό της. Το νερό αμέσως πάγωσε όταν βγήκε έξω, και έτρεξε πάνω στο σώμα της. Πήρε τη ρόμπα με τρεμάμενα χέρια και τη φόρεσε. Ένα λεπτό αργότερα, ανέβαινε τις σκάλες για το δωμάτιό τους. Είχαν φέρει μόνον ένα ζευγάρι κλειδιά για το τζακούζι, οπότε ο Όουεν είχε αφήσει ξεκλείδωτη την πόρτα. Μπήκε μέσα και άφησε τις παντόφλες της στο πάτωμα, δίπλα στην πόρτα. Ο χτύπος του νερού πάνω στο τζάμι ακουγόταν στο διάδρομο, και έκανε επιφυλακτικά ένα βήμα προς τα εκεί. Ο Όουεν ήταν ήδη στο ντους. Θα τολμούσε να το κάνει; Σκέφτηκε τις επιλογές της και αποφάσισε ότι, αν επρόκειτο να το κάνει, τώρα ήταν η ώρα· προτού χάσει το κουράγιο της και καταλήξει να επιστρέψει σπίτι, χωρίς ποτέ να μάθει πώς θα ήταν να κάνει έρωτα μαζί του. Αυτό θα ήταν τραγωδία. Πήγε προς το μπάνιο και έβαλε το χέρι της στο πόμολο της πόρτας, αλλά σταμάτησε. Αυτό δεν ήταν καθόλου σέξι. Αν θέλεις να αποπλανήσεις κάποιον, δεν χτυπάς την πόρτα για να ρωτήσεις αν μπορείς να μπεις· μπαίνεις μέσα και παίρνεις αυτό που θέλεις. Γύρισε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα, μουρμουρίζοντας: «Όλα είναι μια χαρά.» Μόνον η σιλουέτα του φαινόταν πίσω από το τζάμι του ντους. Είχε και τα δύο χέρια του στον τοίχο, και το κεφάλι του κάτω από το νερό. Αυτή τη φορά, δεν δίστασε. Έβγαλε τη ρόμπα της και την κλότσησε στη γωνία. Έλυσε το πάνω μέρος του μπικίνι της. Ατμός τύλιξε το δωμάτιο καθώς το έβγαλε και το πέταξε στον πάγκο. Το κάτω μέρος του μπικίνι θα έπρεπε να περιμένει. Αν εκείνος αρνιόταν, δεν ήξερε αν θα είχε το κουράγιο να φύγει γυμνή. Λες και, με κάποιον τρόπο, αυτό το μικρούλι κομμάτι ύφασμα περιείχε ένα ίχνος αξιοπρέπειας.
Πήγε προς το ντους, προσπαθώντας να ελέγξει την αναπνοή της. Με σταθερό χέρι, άνοιξε το τζάμι. Κοίταξε αποσβολωμένη το υπέροχο γυμνό σώμα του Όουεν. Αν υπήρχε ακόμα κάποια αμφιβολία, αυτή εξαφανίστηκε στο λεπτό. Ο ψυχρός αέρας που είχε αφήσει να μπει στο γεμάτο ατμούς δωμάτιο πρέπει να τον ειδοποίησε, γιατί μετακινήθηκε από το ντους και σκούπισε το νερό από τα μάτια του. Γύρισε προς το μέρος της, και το έκπληκτο βλέμμα του συνάντησε το δικό της. Εκείνη είπε τις δύο λέξεις που προφανώς ο Όουεν δεν περίμενε ποτέ να ακούσει: «Άλλαξα γνώμη.» *** Τα μπλε μάτια της Λίντι ήταν τόσο σαγηνευτικά με την επιθυμία που εξέπεμπαν, τόσο μαγευτικά με την ειλικρίνειά τους, που παραλίγο ο Όουεν να ξεχάσει ότι ήταν μισόγυμνη. Η μακριά γραμμή του λαιμού της, που τονιζόταν από το κοντό της κούρεμα, τράβηξε το βλέμμα του πιο χαμηλά, στην απαλή καμπύλη του στήθους της, και ακόμα πιο χαμηλά. Ο λαιμός του έκλεισε, και μετά βίας μπόρεσε να μιλήσει. «Τι μου λες;» «Θέλω να είμαι μαζί σου. Για όσον καιρό θέλεις να με έχεις.» Η ανάγκη του να την αγγίξει ήταν τόσο επιτακτική, ώστε έπρεπε να κλείσει τα μάτια του για να μη βλέπει το σώμα της που τον τρέλαινε. «Λίντι, όσο πολύ κι αν σε θέλω –και ένας Θεός ξέρει πόσο–, δεν είναι καλή ιδέα. Είπες…» «Ξέρω τι είπα» ψιθύρισε εκείνη, κι ο ήχος των γυμνών ποδιών της στο νερό τον ανάγκασε να ανοίξει τα μάτια του. «Αλλά το παίρνω πίσω.» Πήρε μια βαθιά ανάσα και ήρθε κοντά του, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. «Το παίρνω πίσω.» Το γυμνό σώμα της πιέστηκε πάνω στο δικό του, και το αίμα του άρχισε να βράζει. Άφησε ένα βασανιστικό βογκητό. Παλεύοντας για ένα ίχνος αυτοελέγχου προτού είναι πολύ αργά, της είπε: «Δεν θέλω να σε πληγώσω.» «Είναι πολύ αργά τώρα. Ήταν πολύ αργά σχεδόν από την αρχή.» Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του και τα άφησε να κυλήσουν στο στομάχι του, σταματώντας στο σημείο ένωσης των μηρών με τους γοφούς του. «Αλλά είμαι μεγάλη γυναίκα, και αν επιστρέψω στο σπίτι μου πληγωμένη, θέλω να πάρω επίσης και λίγη ευχαρίστηση για να θυμάμαι. Δεν θα ζητήσω περισσότερα.» Κάθε κίνηση, κάθε λέξη έκανε τον αυτοέλεγχό του να χάνεται. Με μια χαμηλόφωνη βρισιά, την τράβηξε πάνω του, προσέχοντας τη μελανιά της. «Αυτό σ’ το εγγυώμαι.» Η ανάσα της κόπηκε και τη φίλησε παθιασμένα, ωθούμενος από την ανεκπλήρωτη, διαρκή ανάγκη τριών εβδομάδων. Έμπλεξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και το σώμα της έτρεμε. Του ξέφυγε ένα βογκητό και τη μετακίνησε κάτω από το νερό. Το ζεστό νερό έπεσε πάνω στο σώμα της και η Λίντι άφησε ένα βογκητό πάνω στα χείλη του. Ο ήχος έκανε το αίμα του να κυλήσει πιο κάτω στο σώμα του, «γεμίζοντας» τον ανδρισμό του. Έκανε ένα βήμα πίσω, θέλοντας απελπισμένα να απολαύσει όλο της το σώμα. Έσκυψε στο στήθος της και γεύτηκε τη σκληρή θηλή της, και εκείνη κύρτωσε την πλάτη της. Οι γοφοί της πιέστηκαν πάνω στους δικούς του, λες και το σώμα της ζητούσε ανακούφιση και ήξερε πού να τη βρει. Η κίνηση αυτή τον έκανε να παρανοήσει – η ανάγκη του να βυθιστεί στη θέρμη του κορμιού της ξέφευγε από κάθε έλεγχο.
Χώρο. Χρειαζόταν λίγο χώρο για να ανακτήσει ένα ίχνος αυτοελέγχου. Είχε μια υπόσχεση να τηρήσει. Έκανε λίγο πίσω και η Λίντι κλαψούρισε, προσπαθώντας να κολλήσει ξανά πάνω του. Τη συγκράτησε, γλιστρώντας ένα βρεγμένο χέρι ανάμεσά τους, πάνω από το λείο στομάχι της, σταματώντας στο μπικίνι που είχε κολλήσει πάνω στο σώμα της. Έπιασε το βρεγμένο ύφασμα στο χέρι του, με κάθε του ένστικτο να τον ωθεί να το σκίσει. Κάποιο μικρό λογικό μέρος του μυαλού του θυμήθηκε το μελανιασμένο γοφό της την τελευταία στιγμή, και κατάφερε να συγκρατηθεί. Απαλά, έβαλε τους αντίχειρές του στο πλάι. Τράβηξε αργά το ύφασμα από τους γοφούς της, κάτω στους μηρούς της και χαμηλότερα. Δεν είχε πρόθεση να παραμείνει εκεί κάτω – όχι ακόμα. Θα το έκανε αργά, θα χάιδευε την πλάτη της, θα φιλούσε το λαιμό της. Είχαν όλη τη νύχτα μπροστά τους. Αλλά, καθώς γύμνωνε τη γλυκιά θηλυκότητά της, οι καλές του προθέσεις εξαφανίστηκαν. Δεν μπορούσε να φύγει χωρίς να τη γευτεί. Κάθισε στα γόνατά του, με το σώμα του να τρέμει. Άνοιξε τους μεταξένιους μηρούς της και η θέα της θηλυκότητάς της, που παλλόταν από ανάγκη, παραλίγο να τον κάνει να λιποθυμήσει. Η Λίντι έβαλε τα χέρια της στους ώμους του, προσπάθησε να τον τραβήξει ξανά πάνω στην αγκαλιά της, αλλά εκείνος αντιστάθηκε. «Πρέπει να σε γευτώ.» Η φωνή του ήταν τόσο βραχνή, τόσο ωμή, που ο Όουεν ακούστηκε σαν άγνωστος. Η Λίντι δεν φαινόταν να έχει αντίρρηση, με το βλέμμα της πάνω του και τα μάτια της θολά από τον πόθο. «Ναι» είπε βογκώντας, και τα χέρια της, που αρχικά τον έσπρωχναν μακριά, τώρα τον τραβούσαν πιο κοντά της. Άγγιξε τον πυρήνα της, με κομμένη την ανάσα. Τα δάκτυλά της γαντζώθηκαν στο δέρμα του. «Θεέ μου, Όουεν. Σε παρακαλώ.» Δεν χρειάστηκε να του το ξαναζητήσει. Γεύτηκε με τη γλώσσα του τον πυρήνα της. Εκείνη πίεσε το σώμα της πάνω στο στόμα του και τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της, για να την κρατήσει εκεί καθώς γευόταν την απαλή της σάρκα. Καθώς το έκανε, οι κινήσεις της γίνονταν πιο ξέφρενες. Σύντομα, κρατούσε δυνατά τα μαλλιά του, λέγοντας το όνομά του. Ναι. Γλίστρησε ένα δάκτυλο μέσα της, ενώ τη γευόταν. Εκείνη κοκάλωσε για μια στιγμή, και έπειτα ξέσπασε στην αγκαλιά του. «Όουεν, εγώ – ω, Θεέ μου!» Έσφιξε τον πυρήνα της αισθησιακά, και έπειτα απελευθέρωσε το σώμα της στο δάκτυλό του, ενώ ο ανδρισμός του παλλόταν. Ήθελε –όχι: χρειαζόταν– να το νιώσει ξανά, αλλά την επόμενη φορά εκείνος θα ήταν βυθισμένος μέσα της. Η Λίντι άρχισε να τρέμει, και την κράτησε σφιχτά μέχρι να ηρεμήσει. Η αναπνοή της ήταν βαριά, όταν τελικά σηκώθηκε και την κοίταξε. «Πανέμορφη» μουρμούρισε. «Απλά πανέμορφη.» Ο Όουεν έκλεισε το νερό και άνοιξε την πόρτα, απλώνοντας το χέρι του για μια πετσέτα. Της σκούπισε τα μαλλιά και έπειτα το σώμα της, παρά την αδύναμη διαμαρτυρία της. «Εγώ θέλω να σε αγγίξω τώρα» είπε εκείνη, ασθμαίνοντας ακόμα. «Και θα το κάνεις, μόλις στεγνώσουμε και πάμε στην κρεβατοκάμαρα. Έχουμε όλη τη νύχτα, αγάπη.» Φίλησε την κορυφή του στήθους της, προτού σκουπιστεί και εκείνος με την πετσέτα· την πέταξε στο πάτωμα και, χωρίς να χάσει χρόνο, πήρε τη Λίντι στην αγκαλιά του. Εκείνη τσίριξε γελώντας: «Μπορώ να περπατήσω!»
«Σωστά. Και εγώ μπορώ να σε κουβαλήσω. Τώρα που μιλήσαμε για τις ικανότητές μας, ίσως μου επιτρέψεις να σε αποπλανήσω κανονικά, χωρίς άλλες αντιρρήσεις, ναι;» Κοίταξε το στόμα του, και το βλέμμα της μαλάκωσε. «Αν αυτή δεν ήταν κανονική αποπλάνηση, τότε φοβάμαι να δω ποια όντως είναι.» Τον φίλησε. Ήταν κάτι τόσο μικρό, κι όμως, σε συνδυασμό με την απαλότητά της και με το στήθος της πάνω στο δικό του, απείλησε να τον φτάσει στα άκρα. Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα και την ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ίσιωσε το σώμα του και πήρε μια βαθιά ανάσα με την εικόνα που έβλεπε. Με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, σήκωσε ψηλά τα γόνατά της, προσπαθώντας να κρυφτεί από το βλέμμα του. «Μη μου κρύβεσαι τώρα» της ψιθύρισε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και σήκωσε το πιγούνι της· τον κοίταξε στα μάτια και άφησε τα πόδια της να ανοίξουν. Ο σφυγμός του άρχισε να χτυπάει ξέφρενα, και το τελευταίο ίχνος αυτοελέγχου που τον διατηρούσε λογικό χάθηκε. Με ένα γρύλλισμα, έσκυψε από πάνω της, βάζοντας το στόμα του πάνω στη θηλή της, καθώς γλιστρούσε το χέρι του στη μεταξένια θηλυκότητά της. Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του, προσπαθώντας να φτάσει πιο χαμηλά. «Όουεν» είπε ασθμαίνοντας. Χάιδεψε τον πυρήνα της. Εκείνη ούρλιαξε, κολλώντας πάνω του. Την άφησε και έκανε λίγο πίσω. «Προφυλακτικό» μουρμούρισε. «Στο βαλιτσάκι με τα ξυριστικά μου.» Έκανε να πάει, αλλά εκείνη έπιασε το μηρό του, τραβώντας τον στο κρεβάτι. «Θέλω…» Σταμάτησε να μιλάει, υγραίνοντας τα χείλη της, και κοίταξε τη στύση του. «Μπορώ;» Τα γόνατά του κοκάλωσαν, και εκείνη ανακάθισε στα πλευρά της. Διάολε, ήταν τόσο σέξι καθώς γλιστρούσε πιο κάτω στο κρεβάτι. Ήρθε πιο κοντά του. Αποφασισμένη. Εκείνος κοίταξε μπροστά του. Στον τοίχο, την ταπετσαρία, οπουδήποτε, αντί να τη βλέπει να τον γεύεται, να τον κυκλώνει με αυτά τα φιλήδονα χείλη της. Σίγουρα… Τα υγρά, μεταξένια χείλη της τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω του, σπρώχνοντάς τον πιο κοντά. Πανέμορφη αίσθηση… «Διάολε» αναφώνησε. Το ζεστό στόμα της ύγρανε τον παλλόμενο ανδρισμό του. Ξανά και ξανά. Ατέλειωτο μαρτύριο. «Δεν μπορώ. Πρέπει να σταματήσεις.» Εκείνη βόγκηξε μέσα από το λαιμό της, ανοίγοντας περισσότερο το στόμα της, βυθίζοντάς τον πιο πολύ μέσα της. Ο Όουεν ανάσανε βαριά και η καρδιά του σφυροκοπούσε στα πλευρά του. Προσπάθησε να ανακτήσει λίγο από τον αυτοέλεγχό του. Η επιθυμία να τελειώσει έγινε επιτακτική ανάγκη, και όλο του το σώμα κοκάλωσε στην προσπάθειά του να συγκρατηθεί. Βύθισε τα δάκτυλά του στα μαλλιά της και την κράτησε σφιχτά, προτού την απομακρύνει. Τον άφησε με ένα κλαψούρισμα. «Γιατί με σταμάτησες; Έχεις υπέροχη γεύση.» Το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στον ανδρισμό του, και εκείνος πάλεψε με την ανάγκη να την αφήσει να τελειώσει. Κοίταξε το καλοσχηματισμένο σώμα της, υπενθυμίζοντάς του γιατί ήθελε να περιμένει. «Θέλω να είμαι μέσα σου και να κοιτάζω το πρόσωπό σου όταν τελειώσουμε μαζί.» *** Ήταν όνειρο; Τον παρακολούθησε να απομακρύνεται, τη μυώδη πλάτη του που κατέληγε σε μια
στενή μέση, τους υπέροχους γλουτούς του, σφιχτούς και καλοσχηματισμένους, τους παχιούς μηρούς του, τους οποίους χάιδεψε με τα δάκτυλά της. Έπρεπε να είναι όνειρο. Αλλά όλο της το σώμα βούιζε, λες και είχε ανάψει εσωτερικά από κάποια αόρατη ηλεκτρική κένωση. Αυτός ήταν ο Όουεν. Μπήκε ξανά στο δωμάτιο, και το έντονο βλέμμα του την έκανε να υγρανθεί ανάμεσα στους μηρούς της. Μετακινήθηκε στο κέντρο του κρεβατιού, κάνοντάς του χώρο. Έπειτα εκείνος ξάπλωσε πάνω της, με το στόμα του στο λαιμό της, με τα δάκτυλά του να τη θωπεύουν μέχρι να χάσει τα λογικά της. Ψιθυριστά λόγια χάιδευαν τα αυτιά της, δείχνοντας την ανάγκη που ένιωθε. Άνοιξε τους μηρούς της, και η αναμονή παραλίγο να τη σκοτώσει. Οι μύες της ούρλιαζαν για ανακούφιση, την οποία μόνον εκείνος μπορούσε να της δώσει. Πίεσε τον ανδρισμό του στον πυρήνα της, μόνο και μόνο για να οπισθοχωρήσει γρήγορα. Πολύ γρήγορα. «Σε παρακαλώ. Πιο βαθιά» τον ικέτευσε, ακουμπώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι, κολλώντας στους γοφούς του, απελπισμένη για να τη γεμίσει. «Μη με εξωθείς στα άκρα, Λίντι. Οι γοφοί σου» είπε γρυλλίζοντας. «Ούτε που το νιώθω. Σε θέλω τόσο πολύ.» Εκείνος έκανε πίσω, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και οδήγησε τους γοφούς του ανελέητα μπροστά, με τον ανδρισμό του να τη γεμίζει. Η έντασή του της πήρε την ανάσα, και πάλεψε για να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά και να βλέπει το πρόσωπό του. Το σαγόνι του σφίχτηκε, καθώς κινούνταν και βύθιζε τον ανδρισμό του δυνατά μέσα της. Εκείνη κύρτωσε τους γοφούς της, πιέζοντας τη λεκάνη της πάνω του. «Διάολε. Δεν μπορώ…» Εκείνος έμεινε ακίνητος, αφήνοντας ένα ουρλιαχτό, και εξερράγη. Νιώθοντάς τον μέσα της να πάλλεται, η Λίντι κατακλύστηκε από κύματα ηδονής που τη συντάραξαν ολόκληρη. Φώναξε το όνομά του, ξανά και ξανά. Έμεινε ξαπλωμένη από κάτω του, προσπαθώντας να αναπνεύσει, προσπαθώντας να διώξει το φόβο της. Ήταν η ώρα να ζήσει τη στιγμή, και τώρα ήταν μαζί με τον άντρα που αγαπούσε. Μπορεί να ήταν εφήμερο, και δεν σκόπευε να χάσει ούτε λεπτό. Τον έσπρωξε από πάνω της και εκείνος ξάπλωσε ανάσκελα με ένα βογκητό. «Αυτό ήταν;» της είπε γελώντας. «Τελείωσες μαζί μου, οπότε τώρα με διώχνεις;» Κάθισε πάνω του και διέγραψε με το στήθος της το στομάχι του. «Ούτε κατά διάνοια» του ψιθύρισε, και έπειτα τον φίλησε.
Κεφάλαιο Δεκαεπτά «Το πήρα.» Τα μάγουλα της Λίντι ήταν κατακόκκινα. Πήρε το βλέμμα της από το περιοδικό που έκανε πως διάβαζε και είδε τον Όουεν να στέκεται από πάνω της, με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στο όμορφο πρόσωπό του. Ήταν τόσο απορροφημένη στις ερωτικές αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας, ώστε ούτε καν τον άκουσε να μπαίνει. «Τι πήρες;» «Το αποτύπωμα.» Φυσικά. Ήταν τόσο απασχολημένη με το να τον σκέφτεται, που δεν θυμόταν ότι σήμερα ήταν η μέρα. Δεν είχε την ευκαιρία να κλέψει το μπουκάλι νερό στο πρώτο του μάθημα γιόγκα, οπότε έκανε κι άλλο ένα πριν αποφασίσει να παρακολουθήσει το μάθημα διαλογισμού της Λίσα. Υπήρχαν λιγότερες πιθανότητες να πάθει κανένα τράβηγμα, είχε πει. Εκείνη δεν την πείραξε. Η καθυστέρηση τους είχε δώσει τρεις υπέροχες νύχτες μαζί, τις οποίες δεν θα άλλαζε για τίποτα. «Πολύ καλά νέα.» «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Ήδη πήγα και το έστειλα στον Γκάβιν με κούριερ. Αν όλα πάνε καλά, αύριο θα έχουμε νέα του.» Του χαμογέλασε ενθαρρυντικά, όμως μέσα της ένιωσε να πεθαίνει για λίγο. Είχαν ακόμα μία εβδομάδα στη διάθεσή τους, αλλά, αν κατάφερναν να βγάλουν άκρη πιο γρήγορα, θα έμεναν λιγότερο. Λιγότερος χρόνος με τον Όουεν, λιγότερος χρόνος για να τον φιλάει και να τον αγγίζει. Καθάρισε το λαιμό της. «Υπέροχα. Ξέρω πως ανυπομονείς να τελειώνεις με αυτό.» Ο Όουεν κάθισε στην καρέκλα απέναντί της και φάνηκε να παλεύει με τον εαυτό του για μια στιγμή. Κοίταξε γύρω στην άδεια αίθουσα και έγειρε πιο κοντά της. «Η Λίσα μού την έπεσε.» Εκείνη άφησε κάτω το περιοδικό, σοκαρισμένη από την οργή που την πλημμύρισε. «Αλήθεια;» «Ήταν διακριτικό, αλλά είμαι απόλυτα σίγουρος. Το θέμα είναι πως, όταν την απέκρουσα, έκανε λες και δεν κατάλαβα καλά. Ήταν τουλάχιστον παράξενο. Νομίζω πως η θεωρία σου για τον Νίκο ίσως να ισχύει και για τη Λίσα. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε τι θα βρει ο Γκάβιν, αλλά νιώθω πως η απάντηση βρίσκεται εκεί, σχεδόν στα χέρια μας.» Η Λίντι προσπάθησε να το σκεφτεί τμηματικά. Οι πράξεις της Λίσα μάλλον δεν είχαν σχέση με τον Όουεν καθαυτόν. Έκανε τη δουλειά της, όποια κι αν ήταν αυτή. Όπως πρέπει να κάνω κι εγώ, υπενθύμισε στον εαυτό της, με μια δόση ενοχής. Βρισκόταν εκεί για να βοηθήσει τον Όουεν, και το μόνο που έκανε τις τελευταίες μέρες ήταν να φροντίζει τη μελανιά της και να ρίχνεται στο αφεντικό της. Τα πράγματα όδευαν γρήγορα στο τέλος. Έπρεπε να αρχίσει να απομακρύνεται, αν ήλπιζε να βγει σχεδόν αλώβητη από αυτό. «Έχω συνεδρία με τη Σάραμπεθ σε πέντε λεπτά, αλλά μπορούμε να το συζητήσουμε περισσότερο μόλις τελειώσω. Θα είσαι εδώ γύρω αργότερα;» «Αν είσαι κι εσύ, θα φροντίσω να είμαι.» Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. «Είμαι σίγουρος πως δεν θα πειράξει τη Σάραμπεθ αν αργήσεις λίγο σήμερα.» Τραβώντας την στην αγκαλιά του, τη φίλησε παθιασμένα. Έπιασε το λαιμό της και χάιδεψε το πιγούνι της με τον αντίχειρά του, και η γλώσσα του γλίστρησε στο στόμα της. Θα ήταν πολύ εύκολο να προσποιηθεί πως η τρυφερότητά του σήμαινε κάτι· πως αυτό ήταν κάτι
παραπάνω από μια σεξουαλική περιπέτεια για εκείνον. Αλλά δεν ήταν. Τραβήχτηκε μακριά του και ίσιωσε το σώμα της. «Δεν μπορώ. Πραγματικά, πρέπει να φύγω. Θα σε δω το βράδυ.» Την κοίταξε μπερδεμένος, αλλά δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Μέχρι να φτάσει στο γραφείο της Σάραμπεθ, δάγκωνε το χείλος της για να μην κλάψει. Όταν η άλλη γυναίκα άνοιξε την πόρτα χαμογελώντας ζεστά, η Λίντι δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Ξέσπασε σε κλάματα. Η Σάραμπεθ την οδήγησε μέσα στο γραφείο και έβαλε το ένα χέρι της γύρω από τους ώμους της. «Κάθισε. Έλα, κάτσε.» Η Λίντι βολεύτηκε στον καναπέ, και η Σάραμπεθ, αντί να κάτσει απέναντί της, όπως συνήθιζε, κάθισε δίπλα της. «Σε παρακαλώ, Λίντι, πες μου τι συμβαίνει. Βρίσκομαι εδώ για να βοηθήσω.» Η ανησυχία στα πράσινα μάτια της ήταν τόσο γνήσια, ώστε έκανε τη Λίντι να θέλει να κλάψει περισσότερο. Θεέ μου, ήλπιζε πως η Σάραμπεθ δεν ήταν μέρος όλου αυτού του σκηνικού. Η Λίντι πραγματικά συμπαθούσε τη νεαρή γιατρό. Υπό διαφορετικές συνθήκες, σίγουρα θα γίνονταν φίλες. Ερχόταν καταιγίδα προς το μέρος τους, και θα δεν θα ήθελε να βρει τη Σάραμπεθ στο κέντρο της. Οι ενοχές για την απάτη της την έκαναν να κλάψει περισσότερο, και ρουθούνισε με τρόπο αξιολύπητο. Άνοιξε το στόμα της και συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμη να τα πει όλα. Αυτό δεν ήταν καλό. Σκούπισε τα μάτια με το χέρι της και προσπάθησε να σκεφτεί τι θα έλεγε, για να δικαιολογήσει όλο αυτό το συναισθηματικό ξέσπασμα χωρίς να διαλύσει την κάλυψή τους. «Αγαπώ πάρα πολύ τον άντρα μου, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρη ότι αυτός δεν με αγαπάει.» Θεέ μου, πες της πώς αισθάνεσαι πραγματικά, Λίντι. Τα μάτια της Σάραμπεθ άνοιξαν διάπλατα και πήγε λίγο πίσω. «Περίμενε: τι; Όχι.» Κούνησε με έμφαση το κεφάλι της. «Δεν υπάρχει περίπτωση. Βλέπω το πώς σε κοιτάζει. Είναι λες και προσπαθεί να συγκεντρώσει όλο τον αυτοέλεγχό του για να μη σε καταβροχθίσει. Ειλικρινά, με κάνει και ζηλεύω λίγο» είπε γελώντας. «Θυμάσαι αυτό το βλέμμα που λέγαμε στην πρώτη μας συνεδρία; Έτσι είναι, όταν βρίσκεται κοντά σου.» Η καρδιά της Λίντι σταμάτησε για λίγο, προτού συγκρατήσει τον εαυτό της. «Τον παρεξήγησες. Η σωματική πλευρά είναι υπέροχη, δεν το αρνούμαι. Αλλά συναισθηματικά; Δεν υπάρχει.» «Είναι επειδή σε απάτησε;» Η Λίντι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Είχε ξεχάσει ότι αυτό υποτίθεται πως ήταν το πρόβλημά τους. «Όχι. Το ξεπεράσαμε αυτό. Αφορά στο παρόν. Δεν νομίζω πως με αγάπησε ποτέ. Δεν νομίζω πως θα αφήσει τον εαυτό του να αγαπήσει ποτέ κανέναν.» Έβαλε το πρόσωπό της στις παλάμες της. «Δεν φοράει καν τη βέρα του» μουρμούρισε. Δεν είχε πρόθεση να το πει αυτό, αλλά, τώρα που το έκανε, συνειδητοποίησε πόσο πολύ την ενοχλούσε. Το γυμνό δάκτυλο του Όουεν ήταν μια συνεχής υπενθύμιση ότι δεν είχε καμία ελπίδα για ένα ευτυχισμένο τέλος μαζί του. Επρόκειτο για ένα σύμβολο της απόλυτης πεποίθησής του ότι η αγάπη ισοδυναμεί με πόνο, και δεν είχε ιδέα πώς μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Η Σάραμπεθ αναστέναξε. «Δεν θα έπρεπε να σ’ το πω αυτό. Η δουλειά μου είναι να ακούω, όχι να μιλάω. Αλλά τις προάλλες, που παίξαμε το παιχνίδι όπου είχες δεμένα τα μάτια σου, έπρεπε να δεις το πρόσωπό του όταν τον άγγιξες. Ήταν σαν μαγεία. Αν αμφότεροι δεν ήσασταν τόσο μαγεμένοι, θα το είχες συνειδητοποιήσει. Όλο το δωμάτιο έμεινε σιωπηλό, και όλοι οι υπόλοιποι σύζυγοι κοίταζαν τον Όουεν λες και ήταν ο πιο τυχερός άντρας στον κόσμο. Τώρα, δεν ξέρω για το δαχτυλίδι ή ποιοι είναι οι λόγοι του γι’ αυτό, αλλά γνωρίζω ένα πράγμα: αυτός ο άντρας σε
αγαπάει.» Η Λίντι έτριψε ασυναίσθητα τον κρόταφό της, προσπαθώντας απεγνωσμένα να διώξει τον πονοκέφαλο. Κι αν η Σάραμπεθ είχε δίκιο; Κι αν ο Όουεν την αγαπούσε, αλλά δεν ήταν έτοιμος να το αντιμετωπίσει; Προσπάθησε να μην αφήσει να γεννηθεί αυτή η ελπίδα, αλλά ήταν μια δύναμη που μεγάλωνε στο στήθος της, πριν προλάβει να την πνίξει. «Έχω μια ιδέα.» Η Σάραμπεθ ξαναπήρε το επαγγελματικό της ύφος, και αυτό κάπως παρηγόρησε τη Λίντι. Σίγουρα, μια γιατρός θα μπορούσε να βρει μια καλή λύση. Η Σάραμπεθ σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο της. Ψαχούλεψε για λίγο, και επέστρεψε κρατώντας κάρτες. «Πάρ’ τες στο δωμάτιο και δες αν θα παίξει μαζί σου.» Η Λίντι τις πήρε και διάβασε: Αλήθεια ή Θάρρος για Ζευγάρια. «Τις δίνω στα ζευγάρια, όταν χρειάζονται μια ώθηση για να επικοινωνήσουν. Αρέσει στους άντρες το παιχνίδι αυτό, γιατί μερικές από τις ερωτήσεις στο Θάρρος είναι πραγματικά σκανδαλιστικές» είπε μισογελώντας. «Αλλά, επίσης, υπάρχουν πολλές αποκαλυπτικές ερωτήσεις στη στοίβα τής Αλήθειας. Πολλοί άνθρωποι μου έχουν πει ότι τους βοήθησε να κάνουν σοβαρές συζητήσεις. Ίσως ο Όουεν απλώς να χρειάζεται λίγο σπρώξιμο για να σου πει πώς αισθάνεται.» Σίγουρα δεν θα έβλαπτε. Εκτός, φυσικά, αν εκείνος ένιωθε ακριβώς όπως η Λίντι φοβόταν… Δηλαδή, τίποτα απολύτως. *** Ο Όουεν μπήκε στη σουίτα και κοίταξε γύρω, στο αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο, για τη Λίντι. Είχε φύγει νωρίτερα από το δείπνο, λέγοντάς του ότι ήθελε να κάνει ένα τηλεφώνημα. Ίσως πραγματικά να είχε κάνει το τηλεφώνημά της και έπειτα να αποκοιμήθηκε, όσο αυτός χαιρετούσε τους υπόλοιπους; Ήλπιζε πως όχι. Ο χρόνος τους τελείωνε και ο Όυοεν συνειδητοποίησε πως δεν τη χόρταινε τις τελευταίες μέρες. Έσπρωξε στο πίσω μέρος του μυαλού του την απαίσια αίσθηση που ένιωθε κάθε φορά που το σκεφτόταν, γιατί στο τέλος δεν είχε σημασία. Μόλις θα έφευγαν από το Κολοράντο, δεν υπήρχε περίπτωση να το συνεχίσουν. Σίγουρα μπορούσε να την πείσει για το αντίθετο, αλλά στη Λίντι άξιζε να την αγαπήσουν, και δεν είχε να της δώσει κάτι τέτοιο. «Γεια» φώναξε από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η Λίντι φορούσε ένα σομόν νυχτικό, που δεν είχε ξαναδεί, και ένα κύμα πόθου τον κατέκλυσε. «Φαίνεσαι υπέροχη.» Διέσχισε το δωμάτιο και σταμάτησε μερικά εκατοστά μακριά της για να την επιθεωρήσει από κοντά. «Πραγματικά υπέροχη.» Άπλωσε το χέρι του και διέγραψε τη γραμμή του λαιμού της, θαυμάζοντας την απαλότητα του δέρματός της. Ο σφυγμός της χτύπησε πιο γρήγορα, και αυτό έστειλε ένα κύμα ανατριχίλας κατευθείαν στο στομάχι του. Ήταν τόσο δεκτική. «Έχω ένα παιχνίδι για να παίξουμε» είπε εκείνη, κάνοντας ένα βήμα πίσω στο φωτισμένο με κεριά δωμάτιο. «Θα παίξω ό,τι παιχνίδι θέλεις» γρύλλισε εκείνος, ακολουθώντας την. «Αφεντικό και γραμματέας. Γιατρός και νοσοκόμα. Ή, αν θέλουμε να συμβαδίσουμε με την εποχή, επιστήμονας και ισότιμα έξυπνη και σεβαστή επιστήμονας.» Εκείνη γέλασε, όπως ήλπιζε ο Όουεν, και προσπάθησε να μην εξετάσει γιατί αυτό τον πονούσε ελαφρώς. «Τίποτα από αυτά, αν και δεν θα τα απέκλεια.» Πήρε μια τράπουλα από το κομοδίνο και του την έδειξε. «Η Σάραμπεθ μου την έδωσε και μου φάνηκε διασκεδαστικό.»
Δεν κοίταξε καν – αν επρόκειτο για κάποιο σεξουαλικό παιχνίδι και αυτή η πανέμορφη γυναίκα ήθελε να παίξουν, σίγουρα δεν θα διαφωνούσε. «Ας το κάνουμε.» Η Λίντι κάθισε στο κρεβάτι και ετοίμασε την τράπουλα, ενώ εκείνος έβγαλε τη γραβάτα του και γδύθηκε, μένοντας μόνο με το μπλουζάκι και το μπόξερ του. Κάθισε απέναντί της, κοιτάζοντας τις τακτοποιημένες στοίβες μπροστά της. Η κόκκινη στοίβα έγραφε τη λέξη Θάρρος πάνω της και η μπλε τη λέξη Αλήθεια. Εκείνη έγειρε μπροστά και του έδωσε ένα ζάρι με τρεις κόκκινες πλευρές και τρεις μπλε. Το ύφασμα που κάλυπτε το στήθος της άνοιξε, και για μια στιγμή τον συνεπήρε η θέα του. «Οι κανόνες είναι απλοί: ρίξε και πάρε ένα χαρτί.» Ο Όουεν πήρε το ζάρι και το φύσηξε παιχνιδιάρικα πριν το ρίξει. Εκείνο αναπήδησε στο δίσκο και έφερε μπλε. Κοίταξε τα χαρτιά. «Θέλω επανάληψη.» «Δεν υπάρχει περίπτωση, φιλαράκι.» Πήρε ένα χαρτί και καθάρισε το λαιμό της. «Ποιο είναι το πιο σέξι μέρος του σώματος του αντιπάλου σας;» Εκείνος το σκέφτηκε. Υπήρχαν τόσα πολλά για να διαλέξει. Το στήθος της. Τα πόδια της. Αυτοί οι γλουτοί της. «Τα χείλη σου» είπε, καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω τους. Εκείνη κοκκίνισε από ευχαρίστηση, υγραίνοντάς τα νευρικά, και εκείνος γρύλλισε. «Σειρά σου.» Φαινόταν σχεδόν ζαλισμένη καθώς έριχνε το ζάρι. «Μπλε» είπε, και γέλασε όταν αυτός βόγκηξε. Πήρε μια μπλε κάρτα και διάβασε: «Αν μπορούσατε να εμφιαλώσετε ένα χαρακτηριστικό του αντιπάλου σας, ποιο θα ήταν αυτό;» Εκείνη τον κοίταξε για μια στιγμή, και απάντησε χωρίς δισταγμό: «Την αφοσίωσή σου.» Η απάντησή της τον εξέπληξε, και ξέχασε τις μυστηριώδεις κόκκινες κάρτες για λίγο. «Αλήθεια;» Εκείνη ένευσε. «Νομίζω ότι, επειδή το απαιτείς αυτό από τους άλλους, το κάνεις και ο ίδιος. Αυτό που κάνεις για την Κάρα είναι αξιοθαύμαστο. Οι περισσότεροι απλά θα της έδιναν μια επιταγή, ίσως να την έβγαζαν έξω για ποτό, και μετά θα συνέχιζαν τη ζωή τους. Όχι εσύ.» Τα μάτια της έλαμψαν. Για εκείνον. Έδειχνε τόσο συνεπαρμένη και πανέμορφη, που τον πονούσε. Καθάρισε το λαιμό του, κοιτάζοντας αλλού. «Το εκτιμώ.» Του έδωσε το ζάρι. «Σειρά σου.» Εκείνος έριξε, ανησυχώντας ξαφνικά αν αυτό ήταν καλή ιδέα. Τα πράγματα μπορεί να περιπλέκονταν, αν έφερναν συνέχεια… «Μπλε» είπε εκείνη, με ένα γελάκι. Πήρε την κάρτα και διάβασε: «Πες στον αντίπαλό σου ένα μυστικό που δεν έχεις πει σε κανέναν.» Εκείνος κάθισε ακίνητος, ενώ σκεφτόταν πώς έπρεπε να το χειριστεί. Νοιαζόταν για τη Λίντι, και φαινόταν καθαρά πως το παιχνίδι ήταν σημαντικό για εκείνη. Αλλά, διάολε, δεν ήθελε να το κάνει αυτό. Ατσάλωσε τον εαυτό του. «Όταν ήμουν εννέα ετών, έσπασα το καλαθάκι από το ποδήλατο της Μαίρη Κάλαχαν. Το κόλλησα με κόλλα, αλλά έπεσε την επόμενη μέρα. Ποτέ δεν ομολόγησα ότι το είχα κάνει.» Η Λίντι χαμογέλασε, αλλά όχι με την καρδιά της. Οτιδήποτε κι αν ήλπιζε, δεν ήταν αυτό. Προτού προλάβει να σταματήσει το παιχνίδι και να προτείνει κάτι λιγότερο απαίσιο, εκείνη έριξε το ζάρι.
«Κόκκινο» είπε, κοιτάζοντάς τον ντροπαλά. Ευτυχώς. Πήρε ένα χαρτί και διάβασε: «Προσποιήσου ότι είσαι σε στριπτιτζάδικο και κάνε στριπτίζ για τον αντίπαλό σου.» Διάνα. Σίγουρα αυτό θα διέλυε την περίεργη ένταση ανάμεσά τους και θα δημιουργούσε ένα τελείως διαφορετικό είδος έντασης. Ο Όουεν πήρε το δίσκο και τον ακούμπησε στο κομοδίνο, πριν σηκώσει τα μαξιλάρια και βολευτεί πίσω στο κρεβάτι. «Τι μουσική θα ήθελες;» τη ρώτησε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και έπαιξε αμήχανα με τη βέρα της. Εκείνος αναρωτήθηκε για λίγο αν θα έκανε πίσω, αλλά ανασήκωσε το πιγούνι της και του χαμογέλασε σκανδαλιάρικα. «Κάτι γνωστό, ίσως;» Το σφίξιμο στο στήθος του χαλάρωσε. Είχε πιστέψει ότι τελείωσε· ότι θα προσπαθούσε να τον σπρώξει κάπου που δεν ήθελε να πάει. Αλλά να την, στεκόταν εκεί, η ατρόμητη Λίντι του. Δική του, τουλάχιστον για τώρα. Πήρε το χειριστήριο του στέρεο και διάλεξε ένα σταθμό με απαλά τραγούδια. Η φωνή του Ότις Ρέντινγκ αντήχησε στο δωμάτιο. Κατέβηκε από το κρεβάτι και πήγε στη δική του πλευρά. Οι γοφοί της κυμάτιζαν, ενώ κουνιόταν με αισθησιακά βήματα. Η κοπέλα ήξερε να κινείται. Τον κοίταξε στα μάτια και έβαλε το λεπτεπίλεπτο χέρι της στο λαιμό της, κατεβάζοντάς το πολύ αργά προς τα κάτω. Διέγραψε το στέρνο της και έπειτα το γλίστρησε απαλά στην κοιλάδα του στήθους της. Πέρασε το δάκτυλό της πάνω από τη θηλή της, κάνοντάς την να σκληρύνει. Η ανάσα του κόπηκε. Εκείνη στριφογύριζε και κουνιόταν. Όλη την ώρα, έμεινε να την κοιτάζει μαγεμένος. Ποτέ, κανένα στριπτιτζάδικο στον κόσμο δεν θα προσέφερε τόσο καλό θέαμα. Εκείνη γύρισε από την άλλη πλευρά και έσκυψε χαμηλά, κοιτάζοντάς τον ανάμεσα από τα πόδια της. Βάζοντας τα χέρια της πάνω στους γλουτούς της, τους πίεσε δυνατά, όπως ήθελε τόσο πολύ να κάνει εκείνος. Η γλώσσα του κόλλησε στον ουρανίσκο του και τράβηξε λίγο το μπλουζάκι από το λαιμό του. Γύρισε προς το μέρος του και έπιασε το στρίφωμα του νυχτικού της. «Είσαι έτοιμος, Ιρλανδέ;» του ψιθύρισε. «Διάολε, ναι.» Το σώμα του είχε φουσκώσει και ήταν έτοιμος να εκραγεί. Δεν πήρε το βλέμμα του από πάνω της, καθώς εκείνη σήκωσε το νυχτικό της για να αποκαλύψει το στομάχι της και αυτό το υπέροχο στήθος της. Πέταξε το νυχτικό στο πλάι και σύρθηκε πάνω του. «Μήπως ξεχνάς κάτι;» είπε ασθμαίνοντας. Η Λίντι σταμάτησε, και ο Όουεν πέρασε το ένα του δάκτυλο μέσα από το εσώρουχό της. «Θεέ μου, είσαι άπληστος, έτσι;» Δεν της απάντησε με λέξεις, αντίθετα έκλεισε το χέρι του γύρω από το μεταξωτό ύφασμα και έκανε αυτό που ήθελε να κάνει όλη την εβδομάδα. Το εσώρουχο σκίστηκε στο χέρι του και εκείνη ανέπνευσε βαριά. Δεν ήθελε να περιμένει μέχρι αυτή να βρει την αναπνοή της· την έπιασε από τη μέση και την έσυρε πάνω του. Το σώμα της ταίριαξε αμέσως στο δικό του, το απλό σώμα της πάνω στο σκληρό δικό του, και ο υγρός πυρήνας πιεζόταν πάνω στο σκληρό ανδρισμό του. Ευτυχώς, ήταν τόσο ερεθισμένη όσο κι εκείνος. Την ήθελε τώρα, σκληρά και άγρια. «Μμμ» βόγκηξε εκείνη, σκύβοντας να φιλήσει το πιγούνι και το λαιμό του, πιέζοντας πιο κοντά τους γοφούς της, για να τον υποδεχτεί στη θέρμη της. «Προφυλακτικό» είπε βογκώντας εκείνος.
«Παίρνω χάπι, αν θέλεις…» «Ω, διάολε, θέλω.» Το γεγονός ότι τον εμπιστευόταν πως δεν θα την έθετε σε κίνδυνο έκανε μια πρωτόγονη αίσθηση περηφάνιας να τον διαπεράσει. Την ξάπλωσε στην πλάτη της με μια απαλή κίνηση, ανοίγοντας τα γόνατά της με τα δικά του. Γλίστρησε το χέρι του ανάμεσά τους, αλλά εκείνη το έσπρωξε μακριά. «Μέσα μου. Τώρα» είπε, τυλίγοντας τα δάκτυλά της στον ανδρισμό του, πιέζοντάς τον πάνω στο ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στους μηρούς της. Εκείνος έκανε λίγο πίσω και βυθίστηκε μέσα της. Φώναξε το όνομά της, και βυθίστηκε περισσότερο μέσα στη στενή, υγρή σπηλιά της. Εκείνη πίεσε το σώμα της πάνω του και τον κράτησε πιο κοντά της. Αμέσως μόλις τον άφησε, εκείνος κουνήθηκε γλιστρώντας μέσα στη θέρμη της, και οπισθοχωρώντας η αισθησιακή, απαλή σάρκα της εξαφάνισε ό,τι είχε απομείνει από τον αυτοέλεγχό του. Βυθίστηκε περισσότερο μέσα της, οδηγώντας τους στα άκρα. «Ναι, ναι, ναι» φώναξε εκείνη, με το κεφάλι της να κινείται ξέφρενα πάνω στο μαξιλάρι. Η καταιγίδα ξέσπασε, το σώμα της καταβρόχθιζε το δικό του τραβώντας τον μαζί της. Όλο του το κορμί έτρεμε και την ακολούθησε στο κενό. Έπεσε πάνω της, θάβοντας το πρόσωπό του στο υπέροχο δέρμα του λαιμού της. «Καταπληκτικό» ψιθύρισε. Πιθανότατα έπρεπε να το κρατήσει αυτό για τον εαυτό του, αλλά ήταν η αλήθεια. Γύρισε στο πλευρό του και την τράβηξε μαζί του. Την πήρε στην αγκαλιά του και αναρωτήθηκε πώς θα επέστρεφε στην κανονική ζωή του. Σε μια ζωή με τίποτα το συναρπαστικό μέσα της. *** Η Λίντι κουνήθηκε καθώς τη διαπέρασε μια ανατριχίλα. Χώθηκε πιο βαθιά στη θέρμη του ώμου του Όουεν και αφουγκράστηκε την ανάσα του. Διάολε, θα της έλειπε αυτό. Το παιχνίδι παραλίγο να εξελισσόταν σε αποτυχία, αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Μπορεί να μην της είχε πει πως την αγαπούσε, αλλά το έβλεπε στα μάτια του. Μακάρι μόνο να είχαν περισσότερο χρόνο – το χρόνο για να συνειδητοποιήσει αυτό που εκείνη ήδη ήξερε. Τα συναισθήματα την πλημμύρισαν και δεν μπορούσε πλέον να τα συγκρατήσει. «Σε αγαπάω» του ψιθύρισε, φιλώντας την κλείδα του. «Σε αγαπάω τόσο πολύ.» Το σώμα του Όουεν κοκάλωσε και η ανάσα του σταμάτησε. Κοκάλωσε κι εκείνη, φοβούμενη να μιλήσει σε περίπτωση που έκανε λάθος. Ίσως απλώς να κουνιόταν μέσα στον ύπνο του. Αλλά οι μύες του τεντώνονταν περισσότερο κάθε λεπτό που περνούσε, λες και δεν μπορούσε να περιμένει για να κινηθεί. Κατάπιε τον κόμπο που είχε στο λαιμό της. «Εί-είσαι ξύπνιος;» «Είμαι.» Ο τόνος της φωνής του ήταν κοφτός, έβγαλε το χέρι του από το κεφάλι της για να ανακαθίσει και τραβήχτηκε μακριά της. Το στομάχι της σφίχτηκε. Η απογοήτευση ήταν συντριπτική, έστω κι αν ήξερε πως θα ερχόταν αυτή η στιγμή. Ήλπιζε να αργήσει περισσότερο, αλλά το είχε κάνει να τελειώσει πρόωρα με τα απερίσκεπτα λόγια της. Το τέλος ερχόταν, και η Λίντι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο αβοήθητη. «Λίντι» είπε εκείνος, αλλά σταμάτησε όταν εκείνη σηκώθηκε. Ο Όουεν θα μπορούσε να
καταστρέψει ό,τι είχαν αν το επέλεγε, αλλά εκείνη δεν ήθελε να ακούσει καμία διάλεξη για το ότι είχε δίκιο που το έκανε. «Ξέρω πως δεν θέλεις να το ακούσεις. Νόμιζα ότι κοιμόσουν, αλλά, αλήθεια, δεν αλλάζει κάτι.» «Διάολε, Λίντι, αλλάζει τα πάντα. Τα πάντα.» Παρακολούθησε το συννεφιασμένο του πρόσωπο και παρακάλεσε τον Θεό να τον ηρεμήσει, να τον κάνει να σταματήσει να την κοιτάζει λες και δεν την είχε ξαναδεί ποτέ πριν. «Όχι. Το είπα ή δεν το είπα, σ’ αγαπάω το ίδιο, και δεν λυπάμαι.» Η φωνή της έτρεμε, αλλά δεν έκανε πίσω. «Εγώ λυπάμαι.» Αυτές οι λέξεις του έσκισαν την καρδιά της, βαθιά και σκληρά, και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα λυγμό. «Σε παρακαλώ, μην το λες αυτό.» Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και την κοίταξε, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος του. «Μη με κατηγορείς για αυτό. Ποτέ δεν ζήτησα την αγάπη σου. Ξέρεις ότι το πρόσωπο της μητέρας μου φωτιζόταν σαν αστέρι στον ουρανό, κάθε φορά που ο γέρος μου έμπαινε στο δωμάτιο; Και, όταν έφυγε για τελευταία φορά, αυτό τη σκότωσε.» Το σαγόνι του ήταν σφιγμένο, το βλέμμα του ψυχρό. Δύο κομμάτια ατσάλι πάνω στο πρόσωπό του. Μιλούσε με έναν μονότονο τρόπο, και η φωνή του δεν πρόδιδε την εσωτερική του αναταραχή. Αλλά ήξερε αυτόν τον άντρα τώρα, και γνώριζε τον πόνο του λες και ήταν δικός της. Ο θυμός της εξαφανίστηκε μεμιάς και καυτά δάκρυα γέμισαν τα μάτια της· τα ανοιγόκλεισε σφιχτά για να τα διώξει. «Ήταν αργή διαδικασία. Πήρε μερικά χρόνια. Χιλιάδες μέρες γεμάτες με εξουθενωτική κατάθλιψη, αϋπνίες, γιατί κάθε φορά που την έπαιρνε ο ύπνος ονειρευόταν πως εκείνος είχε γυρίσει. Και, κάθε φορά που ξυπνούσε, έπρεπε να το ζήσει ξανά και ξανά. Ήμουν εκεί και προσπαθούσα να μαζέψω τα κομμάτια. Σε κάνει να μεγαλώσεις πιο γρήγορα… να δεις τα πράγματα πιο καθαρά. Τελικά, το σώμα της την πρόδιδε λίγο λίγο, και μια μέρα “έφυγε”. Ήμουν δεκαπέντε.» Κούνησε το κεφάλι του και η οριστικότητα στη φωνή του ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά της. «Ποτέ δεν θα αφήσω κάποιον να έχει αυτού του είδους τη δύναμη πάνω μου.» «Όουεν, σε παρακαλώ…» Εκείνη σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος του, αλλά ο Όουεν ύψωσε το χέρι του και τη σταμάτησε. «Δεν μπορώ να είμαι αυτό που θέλεις. Δεν το έχω μέσα μου.» «Δεν χρειάζεται να είναι έτσι» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Η κατάθλιψη είναι αρρώστια. Θα έπρεπε να ζητήσει βοήθεια. Δεν ήταν σωστό που σε άφησε εκεί, μαζί της, σε αυτή την κατάσταση. Αλλά η αγάπη, η αληθινή αγάπη, μπορεί να είναι τόσο όμορφη.» «Πώς το ξέρεις εσύ;» «Οι γονείς μου αγαπιούνταν. Το έχω δει.» «Μία φορά; Εγώ έχω δει να αποτυγχάνει εκατοντάδες φορές. Κοίτα την Κάρα. Διάολε, κοίτα γύρω σου. Τα ζευγάρια εδώ είναι σε άθλια κατάσταση. Θα πρέπει, λοιπόν, να είμαι σίγουρος ότι θα είμαστε αυτό το ζευγάρι που θα τα καταφέρει; Οι πιθανότητες να με χτυπήσει κεραυνός είναι περισσότερες.» Το πρόσωπό του ήταν σκληρό, γεμάτο αποφασιστικότητα. «Ποτέ δεν σου είπα ψέματα, Λίντι. Ήξερες πως δεν θα είχαμε μέλλον μαζί, και έκανες την επιλογή σου.» Η πικρία απείλησε να την πνίξει, και ένευσε, με το θυμό της να φουντώνει ξανά. «Έχεις απόλυτο δίκιο. Και εσύ έκανες την επιλογή σου.» Σηκώθηκε όρθια και πήγε προς το μπάνιο, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθεί για ένα ακόμα λεπτό. «Είναι αστείο. Προηγουμένως θα συμφωνούσα μαζί
σου και θεωρώ δειλό τον εαυτό μου γιατί όλα με τρομάζουν. Φοβάμαι τα αεροπλάνα, και τους αναβατήρες και το σκι, και, ναι, φοβάμαι ακόμα και να ερωτευτώ. Αλλά ξέρεις κάτι; Τα κάνω όλα, παρά τον τρόμο μου. Και αυτό; Αυτό με κάνει πιο θαρραλέα από σένα.» Δεν περίμενε την απάντησή του και του έκλεισε τον πόρτα του μπάνιου κατάμουτρα.
Κεφάλαιο Δεκαοκτώ Ο Όουεν κοίταξε το κεχριμπαρένιο υγρό στο ποτήρι του. Ήταν μια πραγματικά άσχημη μέρα, από τη στιγμή που ακόμα και το ιρλανδέζικο ουίσκι είχε στο στόμα του τη γεύση του κάτουρου. «Γεια σου, Ο’ Νιλ!» είπε δυνατά ο Κάλβιν Σένταρχερστ, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. «Πού χάθηκες;» Είχε περάσει τις τελευταίες δεκαοκτώ ώρες στο ξενοδοχείο της Κάρα, ενώ η Λίντι έλεγε σε όλους ότι είχε πάθει τράβηγμα κάποιος μυς του και απλά ξεκουραζόταν. Όταν εκείνος και η Λίντι τσακώθηκαν το προηγούμενο βράδυ, σκέφτηκε πως το καλύτερο και για τους δύο ήταν να μείνουν για λίγο μακριά. Η Κάρα είχε χαρεί για την παρέα και για την προσωπική ενημέρωση. Ήξερε πως κάτι τον ενοχλούσε, αλλά δεν τον πίεσε, και της ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Επέλεξε να αγνοήσει την ερώτηση του Σένταρχερστ και αρκέστηκε σε ένα νεύμα και ένα λιτό χαιρετισμό: «Γεια, Κάλβιν.» Ο Όουεν δεν τον κοίταξε, ελπίζοντας ότι εκείνος ίσως να αναγνώριζε έναν άντρα που δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Πού τέτοια τύχη. «Δώσε στον φίλο μου άλλο ένα, και θα πάρω και εγώ το ίδιο.» Τράβηξε το σκαμπό του μπαρ δίπλα στον Όουεν και σκαρφάλωσε πάνω, ασθμαίνοντας. «Χρειάζομαι μια καρέκλα για άντρες, καταλαβαίνεις; Τις φτιάχνουν μεγαλύτερες στο Τέξας. Η γυναικούλα σου σε παιδεύει;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και κατάπιε άλλη μια γουλιά ουίσκι, καθώς τα λόγια της Λίντι στριφογύριζαν στο μυαλό του. «Το είπα ή δεν το είπα, σε αγαπάω το ίδιο.» Και πού την είχε οδηγήσει η ειλικρίνειά της; Στο να πληγωθεί, όπως γινόταν πάντα στην αγάπη. Η καρδιά του αναπήδησε και άφησε το ποτό του στο μπαρ. Τουλάχιστον όλα θα τελείωναν σύντομα. Ο Γκάβιν τού είχε τηλεφωνήσει το πρωί για να του πει πως είχε λάβει το πακέτο. Ο Όουεν περίμενε τηλέφωνό του τις επόμενες ώρες, το οποίο ενδεχομένως να τον βοηθούσε να αποκαλύψει την απάτη του Στεφανόπουλου. Η Κάρα περίμενε και ήταν έτοιμη να έρθει μόλις θα καλούσαν την αστυνομία. Κοίταξε το ρολόι του και αναστέναξε εξοργισμένος. Ο φαφλατάς Σένταρχερστ ήταν σχεδόν ανυπόφορος ακόμη και στις καλές μέρες – και η σημερινή σίγουρα δεν ήταν η ιδανική. «Αυτό το μέρος δεν είναι ακριβώς του γούστου μου. Ανυπομονώ να γυρίσω πίσω στο Λονγκ Άιλαντ.» «Μέχρι χθες το βράδυ, θα συμφωνούσα μαζί σου, φιλαράκι. Εγώ και η Μπίτσι τα πηγαίνουμε χειρότερα απ’ ό,τι συνήθως.» Κάτι στον τόνο της φωνής του τού τράβηξε την προσοχή και κοίταξε προς το μέρος του. Παρά τα λόγια του, ο Σένταρχερστ φαινόταν καμαρωτός σαν παγόνι. Έγειρε προς το μέρος του Όουεν, χαμηλώνοντας τη φωνή του. «Αν θέλεις να ξεδώσεις, κάνε μια χάρη στον εαυτό σου και γράψου στο “ιδιωτικό μάθημα διαλογισμού”.» Του έκλεισε το μάτι και έγλυψε το παχουλό δάκτυλό του. Ο Όουεν κατάπιε την αποστροφή του, χαμογελώντας ψεύτικα. «Ω, ναι; Ήταν χαλαρωτικό;» «Στην αρχή όχι, αλλά σίγουρα χαλάρωσα όταν τελείωσε, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.» Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος τώρα, και όλες οι αισθήσεις του Όουεν οξύνθηκαν. «Ποιος ήταν ο εκπαιδευτής σου;» «Η Λίσα.» Αδρεναλίνη τον κατέκλυσε, καθώς άλλο ένα κομμάτι του παζλ μπήκε στη θέση του. Η Λίσα
ήταν βασικός χαρακτήρας σε όλα τα είδη απάτης, και η αποπλάνηση ήταν η ειδικότητά της. Αλλά αυτό ήταν το τελικό παιχνίδι; Ώρα να πιέσει τον Γκάβιν και να πάρει απαντήσεις. Τώρα. «Θα χρειαστεί να αναβάλουμε το ποτό μας για άλλη φορά.» Χτύπησε φιλικά τον Σένταρχερστ στον ώμο, λίγο πιο δυνατά, και σηκώθηκε. «Νομίζω πως θα πάω να κλείσω αμέσως αυτό το ραντεβού. Νιώθω λίγη υπερένταση.» Ο άλλος άντρας γέλασε και κουνήθηκε η κοιλιά του. «Οι άντρες πρέπει να έχουν τις προτεραιότητές τους. Απόλαυσέ το, αγόρι μου.» Συγκράτησε ένα ρουθούνισμα και αντιστάθηκε στην παρόρμηση να χτυπήσει το κάθαρμα. Τον κατέκλυσε λύπη για τη γλυκιά Μπίτσι Σένταρχερστ. Όχι μόνο την απάτησε ο άντρας της, αλλά, για να προσθέσει και την προσβολή στην πληγή της, περηφανευόταν για αυτό σε έναν σχεδόν άγνωστο. Αλλά δεν μπορούσε να σκέφτεται τις βρομοδουλειές του καθάρματος. Αυτή τη στιγμή, το μόνο που είχε σημασία ήταν η Κάρα, και η παραδοχή του Σένταρχερστ είχε προσθέσει ένα καρφί στο φέρετρο του Νίκου. Του χαμογέλασε. «Έτσι σκοπεύω.» Δεν ήταν ψέμα. Το να ξεμπροστιάσει τον Νίκο θα ήταν ιδιαίτερα διασκεδαστικό. Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά και μπήκε στο δωμάτιο. «Λίντι;» φώναξε. Καμία απάντηση. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο, αλλά δεν ήταν εκεί. Η απογοήτευση αναμείχθηκε με την ανακούφιση. Ήθελε να μοιραστεί μαζί της όσα είχε μάθει για τη Λίσα, αλλά δεν ήταν έτοιμος να την αντιμετωπίσει ξανά. Τα συναισθήματά του ήταν μπερδεμένα, και η βαριά θλίψη που ένιωθε από την ώρα που έφυγε από το δωμάτιο ίσως να τον ωθούσε να κάνει κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε. Χρειαζόταν χρόνο μακριά από εκείνη, και σύντομα θα ήταν ξανά ο παλιός εαυτός του. Μόνος, όπως του άρεσε. Έψαξε στο χαρτοφύλακά του για το κινητό του, αλλά δεν το βρήκε πουθενά. Ένα σιγανό βουητό από τη γωνία του δωματίου τράβηξε την προσοχή του. Το τηλέφωνό του ήταν στο κομοδίνο, και είχε λάβει μήνυμα. Διέσχισε το δωμάτιο και το πήρε. Ήταν ο Γκάβιν. Αυτό το «όχι τηλέφωνα» είναι αηδία. Πάρε με τηλέφωνο αμέσως. Πήρε τον αριθμό, και ο Γκάβιν το σήκωσε. «Επιτέλους.» Ο Όουεν συνοφρυώθηκε. «Έστειλες μήνυμα δύο δευτερόλεπτα πριν. Πόσο πιο γρήγορος θα μπορούσα να είμαι;» «Προσπαθούσα να επικοινωνήσω μαζί σου επί ώρες.» «Περίμενε.» Ο Όουεν έβγαλε το τηλέφωνο από το πρόσωπό του και το κοίταξε. Υπήρχε μόνον ένα μη αναγνωσμένο μήνυμα. Ένα αίσθημα τρόμου τον χτύπησε στο στομάχι. Ήταν από τη Λίντι. Αυτό τον χτύπησε σαν γροθιά στην κοιλιά. Το τηλέφωνό σου χτυπούσε σαν τρελό. Ανησύχησα ότι συνέβη κάτι άσχημο και είδα το μήνυμα του Γκάβιν. Νομίζω πως κατάλαβα τα υπόλοιπα. Έχω βγει με τον Νίκο και ελπίζω να επιστρέψω με αποδείξεις. Λ. Πήγε στο προηγούμενο μήνυμα του Γκάβιν, ελπίζοντας να ενημερωθεί. Έμαθα για την ψεύτικη Λίσα Ίνγκραμ. Πολύυυ ενδιαφέρον. Πού διάολο έχεις μπλέξει εκεί και περιλαμβάνεται σε όλο αυτό μια ιερόδουλη από το Βέγκας; Πάρε με τηλέφωνο. Ακόμα ένα καρφί στο φέρετρο του Στεφανόπουλου. Σχεδόν όλα ξεκαθάριζαν. Σύντομα, ο Νίκος θα παγιδευόταν. Υπήρχε μόνον ένα πρόβλημα: ελάχιστα πράγματα είναι πιο επικίνδυνα από ένα στριμωγμένο ζώο. Πήρε μια δύσκολη απόφαση και σήκωσε το τηλέφωνο.
«Κάρα, μπορείς να έρθεις τώρα; Πρέπει να με βοηθήσεις να βρω τη Λίντι.» *** Η Λίντι στάθηκε έξω από το γραφείο του Νίκου και χτύπησε επιφυλακτικά. Δεν απάντησε κανείς, όμως δεν περίμενε να το κάνει και κανείς. Είχε αφήσει τον Νίκο έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς του πριν από περίπου δέκα λεπτά. Κοίταξε ξανά γύρω της, κι έπειτα έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Το κλικ που έκανε ακούστηκε τόσο δυνατά στον άδειο διάδρομο, που μόρφασε. Αλλά όλο αυτό είχε λειτουργήσει. Όταν είχε πρωτοδεί το κλειδί, δεν ήταν σίγουρη ότι θα είχε αποτέλεσμα. Το θέρετρο, αν και πολυτελές, είχε αρκετές ρουστίκ πινελιές, και οι βαριές δρύινες πόρτες με τις παλιομοδίτικες κλειδαριές ήταν μία από αυτές. Βλέποντας το κλειδί στο γραφείο της Σάραμπεθ, το προηγούμενο πρωί, ήξερε πως θα το έπαιρνε αν είχε την ευκαιρία. Όταν είδε το μήνυμα του Γκάβιν, σταμάτησε να περιμένει – η ευκαιρία ήταν εκεί. Μετά τον καβγά της με τον Όουεν, το να τελειώνουν με αυτό το ζήτημα ήταν ζωτικής σημασίας. Έπρεπε να φύγει μακριά από εκείνον προτού εξευτελιστεί περισσότερο. Έπειτα, περικυκλωμένη από τα κουτάβια της, τη Μέλμπα και τους ανόητους αδελφούς της, έκλαιγε για τον επόμενο μήνα περίπου, όπως υποτίθεται ότι θα έκανε ένα κορίτσι όταν ερωτευόταν χωρίς ανταπόκριση. Έβαλε το κλειδί στην τσέπη της, πνίγοντας τις τύψεις που την είχαν κατακλύσει για τη μέθοδο απόκτησής του. Ήλπιζε μόνον η Σάραμπεθ να τη συγχωρούσε, αν το μάθαινε ποτέ. Με μια τελευταία ματιά στο διάδρομο, μπήκε μέσα και έκλεισε απαλά την πόρτα. Το φεγγάρι έλαμπε, και ένα μεγάλο παράθυρο άφηνε αρκετό φως να μπει στο δωμάτιο, οπότε δεν χρειαζόταν το φακό στην τσέπη της. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο, βλέποντας τα περιεχόμενά του. Ένα γιγάντιο γραφείο από ξύλο καρυδιάς έπιανε ένα μεγάλο μέρος του δωματίου, αλλά δεν την ενδιέφερε αυτό. Την προσοχή της τράβηξε μια σειρά από οθόνες στον τοίχο. Η καρδιά της σφυροκοπούσε, και πήγε πιο κοντά. Πάντα σκεφτόταν ότι ήταν παράξενο που ο Νίκος ποτέ δεν την είχε προσκαλέσει μέσα, επιλέγοντας πάντα να στέκεται έξω από την πόρτα μέχρι αυτή να φύγει. Όταν πλησίασε τις οθόνες, δεν της φαινόταν πια παράξενο. Στη μία οθόνη προβαλλόταν η αίθουσα χορού. Ήταν άδεια και σκοτεινή, και όλο αυτό φαινόταν αρκετά αθώο. Αλλά μια άλλη οθόνη, αυτή του δωματίου του μασάζ, τη γέμισε τρόμο. Είχε πάει σε αυτό το δωμάτιο, σχεδόν γυμνή. Υπήρχαν έξι οθόνες συνολικά, και καθεμιά έδειχνε όσα συνέβαιναν σε όλα τα ιδιωτικά δωμάτια στο θέρετρο. Ακολουθώντας το ένστικτό της, πάτησε το πίσω πλήκτρο για το δωμάτιο διαλογισμού. Δύο λεπτά αργότερα, είδε ένα βίντεο με τη Λίσα να παροτρύνει τον Όουεν να ξαπλώσει· να χαλαρώσει, να την αφήσει να… Η πόρτα άνοιξε και η Λίντι τράβηξε το χέρι της τρομαγμένη. «Νίκο, ήλπιζα να σε βρω.» «Άσε με να μαντέψω: η πόρτα ήταν ανοιχτή, και σκέφτηκες να κοιτάξεις;» «Ν-ναι. Μόλις ετοιμαζόμουν να φύγω, όταν είδα πως δεν ήσουν εδώ.» Το ψυχρό του χαμόγελο δεν έφτασε στα μάτια του, και ήξερε πως την είχε τσακώσει. Φυσικά, δεν την είχε πιστέψει. Ποιος μπορεί να ξετρυπώσει έναν απατεώνα πιο αποτελεσματικά από έναν άλλον απατεώνα;
«Σωστάαα. Οπότε, δεν έτυχε να δεις αυτά – είμαι σίγουρος.» Έδειξε προς τις τηλεοράσεις με το όπλο που κρατούσε στο χέρι του. Ένα όπλο. Η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπάει, και η όρασή της θόλωσε. Σκατά! Σκέψου, Λίντι, σκέψου! «Δεν με νοιάζει τίποτα από όλα αυτά» είπε ψυχρά, ελπίζοντας ότι δεν θα άκουγε το τρέμουλο στη φωνή της. «Θέλω να ξέρω αν ο μπάσταρδος άντρας μου με απάτησε ξανά.» Ο Νίκος κούνησε το όπλο προς το μέρος της, με παγωμένο χαμόγελο. «Κάθισε.» Εκείνη κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στις οθόνες, και εκείνος έγειρε πάνω της για να πατήσει τα πλήκτρα. Το πρόσωπο του Κάλβιν Σένταρχερστ εμφανίστηκε στην οθόνη. Η κάμερα άνοιξε το πλάνο, και φάνηκε η Λίσα να γλιστράει πάνω στο παχουλό του σώμα. Ο Κάλβιν έπιασε το κεφάλι της με το χοντρό χέρι του και το πίεσε στον καβάλο του. Η Λίντι γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη μεριά, με μια τάση εμετού, και ο Νίκος πάτησε την παύση. «Εδώ είναι η καλή λήψη. Είμαι σε αυτή την επιχείρηση λιγότερο από έξι μήνες και ξέρεις πόσα από αυτά έχω; Εξήντα. Αυτό ήταν το τελευταίο μας, πριν διαλύσουμε το Θέρετρο Υγείας και πάρουμε τα λεφτά.» Χαμογέλασε ύπουλα, και εκείνη αναρωτήθηκε πώς είχε σκεφτεί κάποτε ότι ήταν όμορφος. «Πες μου, Λίντι, πόσα λες να πληρώσει ο Κάλβιν Σένταρχερστ για να μην το δει αυτό η Μπίτσι; Ένα εκατομμύριο; Δύο; Αυτές είναι χαμηλές τιμές σε σχέση με αυτά που θα πάρει η Μπίτσι στο διαζύγιο.» «Είσαι άρρωστος. Αυτό που κάνεις στους ανθρώπους είναι απαίσιο.» «Αυτό που κάνω εγώ;» Αυτή τη φορά, η σκληρή καμπύλη των χειλιών του δεν προερχόταν από χαμόγελο. «Το μόνο που κάνω είναι να τους δώσω μια ευκαιρία. Μπορούν να επιλέξουν να φύγουν.» «Γνωρίζεις τους ανθρώπους στη χειρότερη, πιο τρωτή τους κατάσταση· με το γάμο τους να έχει προβλήματα, τη σχέση τους σε ένα χάος. Και τους εκμεταλλεύεσαι με τα ψεύτικα μαθήματά σου, το όμορφο προσωπικό σου και τα ύπουλα σχολιάκια σου.» «Τα μαθήματα είναι πραγματικά» είπε κοφτά. Είχε το θράσος να δείχνει προσβεβλημένος. «Έπρεπε να το κάνουμε να φαίνεται νόμιμο. Οι περισσότεροι από το προσωπικό δεν ξέρουν τίποτα. Είμαστε μικρή επιχείρηση, λιγότεροι λοιπόν θα μοιραστούμε τα καλούδια.» «Γιατί μου τα λες αυτά;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Γιατί όχι; Δεν βλέπω κάτι κακό τώρα. Οι δυο σας γνωρίζατε τα βασικά, και ακόμα κι αν το μοιραζόσασταν με κάποιον στον έξω κόσμο, μέχρι την ώρα που θα γινόταν κάποια κίνηση θα είχαμε φύγει.» Και πού θα ήταν εκείνη και ο Όουεν; Κοίταξε το όπλο. «Ο Όουεν δεν ξέρει» είπε. «Δεν του είπα τις υποψίες μου. Ήθελα να δω αν τσίμπησε το δόλωμα με τη Λίσα, και θα τον αντιμετώπιζα μετά.» Ο Νίκος έκανε έναν ήχο αποδοκιμασίας και έσκυψε μπροστά. Πάτησε ένα άλλο πλήκτρο, πηγαίνοντας πίσω το βίντεο καρέ καρέ, μέχρι που εμφανίστηκε ο Όουεν στην οθόνη, και εκείνη κάλυψε με το χέρι της το στόμα της για να μην ουρλιάξει. Παρακολούθησε με τρόμο, καθώς εκείνος έπαιρνε το μπουκάλι νερό της Λίσα και το έβαζε στην τσέπη της φόρμας του. «Τώρα» μουρμούρισε ο Νίκος. «Γιατί νομίζεις ότι το ήθελε αυτό;» Ναυτία απείλησε να την πνίξει και πάλεψε να βρει κάτι –οτιδήποτε– για να πει. «Δεν ξέρεις» είπε απαλά εκείνος. «Δεν έχει σημασία. Νομίζω πως κατάλαβα. Ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν σας είδα στην πλαγιά. Δεν είστε παντρεμένοι, έτσι δεν είναι; Με κάποιον
τρόπο ανακαλύψατε τη μικρή μου επιχείρηση και θέλατε ένα κομμάτι της για τον εαυτό σας. Ή ίσως αποφασίσατε να το παίξετε ήρωες και χρειαζόσασταν στοιχεία. Τα “γιατί” δεν είναι σημαντικά. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι γνωρίζω, και δεν θα αφήσω να μαθευτεί. Οπότε, εγώ και εσύ θα πάμε μια μικρή βόλτα, και να ελπίζεις πως ο Όουεν ενδιαφέρεται αρκετά για σένα για να κάνει αυτό που πρέπει, αν θέλει να σε πάρει πίσω ζωντανή.» Το μυαλό της άρχισε να παίρνει στροφές. Κάθε εκπομπή για εγκλήματα που είχε παρακολουθήσει εξέπεμπε το ίδιο μήνυμα: «Μην αφήσεις τον εγκληματία να σε πάει από τη μια τοποθεσία στην άλλη. Αν γίνει αυτό, πολέμησε με νύχια και με δόντια, είτε έχει όπλο είτε όχι. Αν δεν το κάνεις, είσαι πιθανότατα νεκρός.» Ατσάλωσε τον εαυτό της και έσπρωξε πίσω την καρέκλα. «Δεν πάω πουθενά μαζί σου.» Πήγε προς την πόρτα, αλλά εκείνος την έπιασε από το πουκάμισο και την έριξε στον τοίχο. Το χέρι του τυλίχτηκε στο λαιμό της, κλείνοντας το λαρύγγι της πριν προλάβει να φωνάξει. «Γιατί το έκανες αυτό; Απεχθάνομαι τη βία» μουρμούρισε, αλλά το τρελό βλέμμα του, που ήταν καρφωμένο στο δικό της, δεν την έπεισε. Εκείνη πάλεψε, γδέρνοντας τα χέρια του, προσπαθώντας να βρει τη δύναμη να τον σπρώξει μακριά. Η όρασή της θόλωσε, και ύστερα ξαφνικά εκείνος είχε φύγει. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, πηγαίνοντας παραπατώντας προς την πόρτα. «Βοήθεια κάποιος!» «Τρέχα, Λίντι, τρέχα!» Ήταν η φωνή της Κάρα που την παρότρυνε να τρέξει. «Τι στο διάολο;» γρύλλισε ο Νίκος. Η Λίντι γύρισε και τον είδε πεσμένο στο πάτωμα, με την αδελφή του Όουεν από πάνω του σε στάση άμυνας. Το όπλο βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά. «“Το έχω” το κάθαρμα, Λίντι. Πήγαινε να περιμένεις τον Όουεν στο διάδρομο. Σε έψαχνε και εκείνος. Θα άκουσε τις φωνές σου και θα μας βρει από λεπτό σε λεπτό.» Ο Νίκος δεν φάνηκε να επηρεάζεται από τα λόγια της. «Τι έγινε, αρκουδίτσα μου; Ήθελες να δεις τι αγόρασα με τα λεφτά σου;» Ο χλευασμός του ήταν επιτυχής και η Κάρα τρελάθηκε. «Μη με λες έτσι, κάθαρμα.» «Ω, μην είσαι τόσο κακιά. Ίσως να μη σου βγήκε σε καλό στο τέλος, αλλά σίγουρα πριν από αυτό δεν πέρασες άσχημα, έτσι δεν είναι; Σίγουρα, έξι μήνες που πηδούσα μια ψυχρή σκύλα κάτι αξίζουν.» Καθώς μιλούσε, το χέρι του πήγαινε αργά προς το όπλο, και η Λίντι άνοιξε το στόμα της για να προειδοποιήσει την Κάρα, αλλά έπειτα σταμάτησε. Αν το έκανε, θα προειδοποιούσε και εκείνον, και μετά θα ακολουθούσε ένας αγώνας μεταξύ τους για το όπλο. Στα τυφλά, έψαξε πίσω της για να πετάξει κάτι βαρύ, που ίσως να του αποσπούσε την προσοχή ή να του έκανε ζημιά, και να δώσει προβάδισμα στην Κάρα. Μόλις είχε πιάσει ένα γυάλινο χαρτοστάτη, όταν μια κραυγή γεμάτη οργή ακούστηκε από το διάδρομο. Ο Όουεν πλησίαζε τώρα, κάτι που πρόσεξε και ο Νίκος. Η αμεσότητα της κατάστασης τον ανάγκασε να δράσει, και κύλισε στο πάτωμα για να πιάσει το όπλο. «Όχι!» ούρλιαξε η Λίντι, τρέχοντας προς το μέρος του. Η Κάρα κουνήθηκε αστραπιαία, με την πρόθεση να κλοτσήσει μακριά το όπλο, αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορη για να αποφύγει μια κλοτσιά στο στομάχι. Έπεσε στο πάτωμα, και ο Νίκος σηκώθηκε όρθιος με το όπλο στο χέρι, ακριβώς τη στιγμή που ο Όουεν μπήκε στο δωμάτιο. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός, κομμάτια πετάχτηκαν από τον τοίχο ανάμεσά τους, και η Λίντι ούρλιαξε. Ο Νίκος στόχευσε καλύτερα και πίεσε ξανά τη σκανδάλη, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε
τίποτα εκτός από ένα απαλό κλικ. Δεν είχε άλλες σφαίρες. Αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο τρομακτική, η φοβισμένη έκφραση του Νίκου θα έμοιαζε κωμική. Έκανε ένα βήμα πίσω, με τα χέρια στον αέρα. «Τι; Γνωρίζεστε μεταξύ σας; Αυτός είναι ο λόγος; Κοιτάξτε, λυπάμαι. Μπορώ να δώσω πίσω τα χρήματα. Αυτό το πράγμα με εκείνη ήταν ένα λάθος.» «Ω, ήταν ένα διαολεμένο λάθος. Ακριβώς.» Η φωνή του Όουεν ήταν παγερή και έστειλε ένα ρίγος σε όλο το δωμάτιο. Δεν επιβράδυνε το βήμα του μέχρι που βρέθηκε κοντά στον Νίκο, ο οποίος προσπάθησε να τον χτυπήσει άτσαλα. Ένα ψυχρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του Όουεν, και με μια εκπληκτική μπουνιά στο σαγόνι έστειλε τον Νίκο πετώντας στον τοίχο, όπου σωριάστηκε με γδούπο στο πάτωμα. Ο Όουεν σκούντηξε το πόδι του για να σιγουρευτεί ότι ήταν αναίσθητος, και έπειτα πέταξε τα συρτάρια του γραφείου με βία στο πάτωμα. Η Λίντι έπεσε στα γόνατα δίπλα στην Κάρα και έπιασε το χέρι της. «Είσαι καλά;» «Μια χαρά» απάντησε εκείνη ασθμαίνοντας. «Βασικά, ποτέ δεν ήμουν καλύτερα.» Το τρεμάμενο, αλλά περήφανο χαμόγελό της έκανε την καρδιά της Λίντι να ζεσταθεί. «Εσύ;» Η Λίντι ένευσε. «Μια χαρά. Τώρα είμαι μια χαρά.» Μια σκιά τις σκέπασε και κοίταξαν και οι δύο προς τα πάνω. Ο Όουεν έβαλε δύο σφαίρες στη θαλάμη· πήρε το χαρτοστάτη από το χαλαρό χέρι της Λίντι και της έδωσε το όπλο. «Αν κουνηθεί, πυροβόλησέ τον.» Πήγε στο τηλέφωνο και πίεσε τα πλήκτρα. «Χρειάζομαι αστυνομικό στην οδό Αλπίν 5301, αμέσως.» Ο Νίκος αναδεύτηκε με ένα μουρμουρητό, αλλά δεν σηκώθηκε. Ο Όουεν πρέπει όντως να τον χτύπησε πολύ δυνατά, σκέφτηκε με ικανοποίηση η Λίντι. Κράτησε το όπλο όσο πιο σταθερά μπορούσε, καθώς περίμενε τον Όουεν να τελειώσει το τηλεφώνημα στην αστυνομία. Ένα λεπτό μετά, απαλά δάκτυλα τράβηξαν το όπλο από το χέρι της. «Τα πήγατε πολύ καλά, κυρίες μου. Είμαι πολύ περήφανος για εσάς. Τον πιάσαμε» μουρμούρισε ο Όουεν και κάθισε στο πάτωμα, τυλίγοντάς τες στα μπράτσα του. Η Λίντι έκανε να φύγει, αλλά δεν έβρισκε τη δύναμη. Μπορούσε κάλλιστα να τον αφήσει να την κρατήσει, μιας και θα ήταν η τελευταία φορά. Το σοκ πέρασε και βήματα ακούστηκαν από το διάδρομο. «Τι γίνεται εδώ; Ήταν πυροβολισμός αυτό;» Η Σάραμπεθ στεκόταν στο διάδρομο μαζί με την Τζόρνταν και τον Μάρτι, ντυμένοι με ρούχα για κοκτέιλ. Η Λίντι έφυγε από την αγκαλιά του Όουεν και σηκώθηκε όρθια. Είχαν να δώσουν μερικές εξηγήσεις.
Κεφάλαιο Δεκαεννέα Η Σάραμπεθ στεκόταν μπροστά από τις οθόνες, κουνώντας το κεφάλι της. «Δεν μπορώ να το πιστέψω» ψιθύρισε. «Αυτοί οι άνθρωποι που προσπαθώ να βοηθήσω…» Η Λίντι χάιδεψε απαλά τον ώμο της. «Δεν φταις εσύ. Πώς να το ήξερες;» «Κι εσύ;» Η Λίντι ήταν τόσο προσηλωμένη στη Σάραμπεθ, ώστε δεν είχε σκεφτεί καθόλου την Τζόρνταν και τον Μάρτι. Αλλά, τώρα, η άλλη γυναίκα κοίταζε τον άντρα της με ύφος κατηγόρου. «Πήγες σε ιδιωτικό μάθημα διαλογισμού. Και σε μασάζ.» Άπλωσε το χέρι της για να πιέσει το πλήκτρο και να παίξει το βίντεο, αλλά ο Όουεν έπιασε τον καρπό της. «Μην το κάνεις. Τίποτα καλό δεν θα βγει από αυτό. Έκοψαν τις σκηνές για να το κάνουν να δείχνει άσχημο, και…» Η Τζόρνταν τράβηξε το χέρι της, κοιτάζοντάς τον ψυχρά. «Θα δω αυτό το βίντεο, Όουεν –ή όποιος κι αν είσαι–, και αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα προσπαθούσα να με σταματήσω.» Ο Όουεν κοίταξε τον Μάρτι, που στεκόταν στην πόρτα. «Δεν έχει σημασία. Άσ’ την να το δει» είπε βλοσυρά. Ο Όουεν έκανε πίσω και η Τζόρνταν πάτησε το πλήκτρο. Η Λίντι έκλεισε τα μάτια της, ευχόμενη να βρισκόταν οπουδήποτε αλλού εκτός από εδώ. Το βίντεο άρχισε, και μια βραχνή φωνή γέμισε το δωμάτιο. Η Μπράντι με «ι»; «Ένας άντρας του δικού σου κύρους χρειάζεται να ξεδώσει κάπως. Όταν φύγεις από εδώ, θα είσαι τόσο χαλαρωμένος που θα νιώθεις τα πόδια σου σαν ζελέ. Άσε με να το κάνω για σένα. Θα με αφήσεις, Μάρτι;» «Θα ήταν υπέροχο.» Η Τζόρνταν άσπρισε και άπλωσε το χέρι της στο ποντίκι. «Άσ’ το» ακούστηκε η φωνή του Μάρτι από την άλλη άκρη του δωματίου, και η Τζόρνταν κοκάλωσε. «Περίμενε: νόμιζα πως επρόκειτο για ένα χαλαρωτικό μασάζ.» Σεντόνια θρόισαν. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, αν και εκτιμ…» Το βίντεο σταμάτησε, και όλοι στο δωμάτιο σώπασαν. Η Λίντι άνοιξε τα μάτια της και είδε μια σοκαρισμένη Τζόρνταν να πηγαίνει προς το μέρος του Μάρτι. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. «Δ-δεν το έκανες;» ψιθύρισε. Ο Μάρτι έκανε ένα βήμα πίσω, λες και τον είχε χαστουκίσει. «Θεέ μου, φυσικά όχι.» «Γιατί όχι;» Έσπρωξε τα γυαλιά του πάνω στη μύτη του. «Γιατί είμαι παντρεμένος άντρας.» «Εκτιμώ την εγκράτειά σου.» Του χαμογέλασε και χάιδεψε το μάγουλό του, αλλά υπήρχε ένα ίχνος παραίτησης και απελπισίας στα μάτια της. Ο Μάρτι ορθώθηκε και φάνηκε να μαζεύει το κουράγιο του, πριν προσθέσει: «Και διότι αγαπώ τη γυναίκα μου.» Πήρε το χέρι της και το πίεσε στα χείλη του. «Θα το εκτιμούσα αν το έκανες λίγο πιο εύκολο μερικές φορές.» «Δεν είναι μυστικό πως ο πατέρας μου σε δωροδόκησε με το να γίνεις συνέταιρος. Η οικογένειά
μου ποτέ δεν σταματάει να μου θυμίζει πως δεν θα ήμασταν παντρεμένοι αν δεν γινόταν αυτό.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Μπορεί να το βλέπουν έτσι, αλλά κάνουν λάθος. Έχω όλη την απαιτούμενη εμπειρία για να ανοίξω ένα δικό μου, επιτυχημένο ιατρείο. Δεν χρειάζομαι πια τον πατέρα σου.» Χάιδεψε απαλά το πιγούνι της. «Αλλά ακόμα χρειάζομαι εσένα.» «Πραγματικά με αγαπάς;» Η επιθυμία στη φωνή της γυναίκας του ήταν τόσο μεγάλη, που η Λίντι κοίταξε αλλού. «Πάντοτε σε αγαπούσα.» Δάκρυα έτρεξαν ελεύθερα στο πρόσωπο της Τζόρνταν, και η Λίντι κατάπιε τον κόμπο στο λαιμό της. Ποιος να περίμενε ότι στο τέλος θα κατέληγε να ζηλεύει αυτούς τους δύο; «Χαίρομαι για εσάς, πραγματικά» είπε απαλά η Κάρα «αλλά βλέπω πολλά αστυνομικά και θα μπλέξουμε άσχημα που πειράζουμε τα αποδεικτικά στοιχεία, οπότε μπορούμε να βγούμε από το δωμάτιο προτού έρθει η αστυνομία;» *** Μέχρι την ώρα που έφυγε η αστυνομία, η Λίντι περπατούσε σαν ζόμπι. Βρισκόταν εκεί για ώρες, επαναλαμβάνοντας την ιστορία τους ξανά και ξανά, ενώ οι τεχνικοί κατέγραφαν τα στοιχεία και τα έβαζαν σε τσάντες. Η Λίσα και ο Νίκος είχαν συλληφθεί, ενώ η Μπράντι, ο Μαρσέλ και άλλα μέλη του προσωπικού τους είχαν πάει στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση. Όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν μόνον οι άντρες που απατούσαν στο Θέρετρο Υγείας. Αφότου μίλησαν ο Μάρτι και η Τζόρνταν, συμφώνησε και εκείνη να καταθέσει για το πώς ο Νίκος την άγγιζε υπερβολικά και παραδέχτηκε ότι ανησυχούσε για αρκετό καιρό πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Μόλις πήραν καταθέσεις από όλους, τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού και οι επισκέπτες αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά τους ζητήθηκε να μη φύγουν από την πόλη για μερικές μέρες, μέχρι να ξεκαθαρίσουν όλα. Η καημένη η Σάραμπεθ ήταν απαρηγόρητη. Η Λίντι δεν είχε την ευκαιρία να της μιλήσει πολύ, γιατί είχαν στείλει το προσωπικό και τους καλεσμένους σε ξενοδοχεία αφότου έκλεισαν το κτίριο. Μέσα στην εξάντλησή της, ακολούθησε τον Όουεν. Ήταν τέσσερις το πρωί όταν μπήκαν στο δωμάτιό τους, που ήταν δίπλα σε αυτό της Κάρα, και ξανασκέφτηκε το ζήτημα του ύπνου τους. «Πρέπει να πας να μείνεις με την αδελφή σου» του είπε, χωρίς να τον κοιτάζει στα μάτια. «Χρειάζεται να το κάνουμε τώρα αυτό;» Την τράβηξε προς το μέρος του, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα από τα μαλλιά της. «Είναι μια χαρά – για την ακρίβεια, δεν την έχω δει καλύτερα εδώ και αρκετό καιρό. Ήταν μια δύσκολη νύχτα για όλους μας. Θέλω να κοιμηθώ μ’ εσένα στην αγκαλιά μου και να ξεχάσω όλη την ασχήμια για λίγο. Δεν μπορούμε να το κάνουμε; Σου υπόσχομαι πως θα μιλήσουμε όταν ξυπνήσουμε.» Προσπάθησε να βρει τη δύναμη να το παλέψει, αλλά δεν μπόρεσε. Η ανάγκη να κλείσει τα μάτια της ήταν αβάσταχτη και του ένευσε. Αύριο ήταν μια άλλη μέρα. Την τράβηξε στο κρεβάτι, έσπρωξε πίσω τις κουβέρτες και τη βοήθησε να ξαπλώσει. Δεν τον περίμενε να ξαπλώσει προτού αποκοιμηθεί. *** «Τρέχα, Λίντι, τρέχα!»
Μπορούσε να ακούσει τις κραυγές της Κάρα από την άλλη μεριά του σπιτιού, αλλά ήξερε μέσα του πως η Λίντι δεν θα έφευγε. Τρόμος έσφιξε την καρδιά του καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Εκείνη γύρισε, με τα μάτια ανοιγμένα διάπλατα και το χαρτοστάτη στο χέρι, έτοιμη να τα βάλει με τον Νίκο. Δεν σκεφτόταν καθόλου τη δική της ασφάλεια, αν είχε περάσει ποτέ αυτό από το μυαλό της. Μπαμ! Ένας πυροβολισμός. Μια κόκκινη κηλίδα απλώθηκε στο πουκάμισό της. Ο Όουεν ξύπνησε απότομα, με το σώμα του λουσμένο στον ιδρώτα. Η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του, καθώς άνοιγε το φως. Μια ματιά στο ρολόι τού είπε αυτό που ήδη ήξερε: ήταν δύο το πρωί. Το ίδιο όνειρο, την ίδια ώρα, στο ίδιο κανάλι. Όποιος είπε ότι οι άνθρωποι δεν ονειρεύονταν έγχρωμα, μπορούσε να πάει στο διάολο. Το κόκκινο –όλο αυτό το αναθεματισμένο κόκκινο– τον στοίχειωνε. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα νωπά μαλλιά του, κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι και κοίταξε στα τυφλά έξω από το παράθυρο. Είχε περάσει μία εβδομάδα από τότε που είχε επιστρέψει. Μία εβδομάδα από τη μέρα που η αδελφή του είχε φάει κλοτσιά στο στομάχι από τον άντρα ο οποίος κάποτε έλεγε πως την αγαπούσε. Μία εβδομάδα από τη μέρα που είχε δει τον Νίκο Στεφανόπουλο να σημαδεύει με το όπλο του τη Λίντι. Και μία εβδομάδα από τη μέρα που είχε ξυπνήσει στο δωμάτιό τους στο ξενοδοχείο μόνος του. Δεν ήταν ακόμα έτοιμος να ξεπεράσει αυτό που είχε συμβεί και ξαναζούσε τον εφιάλτη του "τι θα γινόταν αν” κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του. Η ανάγκη να τιμωρήσει τον Στεφανόπουλο έκανε το αίμα του να βράζει. Όπως του είχε υπενθυμίσει η Κάρα, ήταν στα χέρια της Εισαγγελίας τώρα, και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν είναι να περιμένουν. Σηκώθηκε, γνωρίζοντας εκ πείρας πως δεν θα υπήρχε άλλη ξεκούραση αν ξάπλωνε εκ νέου. Δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί ούτε δύο ώρες από τότε που είχε επιστρέψει. Φόρεσε τη φόρμα του και τα αθλητικά του, και ετοιμάστηκε να πάει για τρέξιμο. Η εξάντληση ήταν στο πρόγραμμα σήμερα. Ίσως τότε να μπορούσε να κοιμηθεί μια-δυο ώρες. Κατέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στο γυμναστήριό του. Καθάρισε το μυαλό του, ανέβηκε στο διάδρομο και τον ρύθμισε στο μέγιστο, χωρίς να μπει στον κόπο να κάνει ζέσταμα. Μία ώρα αργότερα, κατέβηκε από το διάδρομο ασθμαίνοντας και ιδρωμένος. Ήθελε εξάντληση – και την είχε. Κι όμως, στο τελευταίο χιλιόμετρο ίσως να το παρατράβηξε. Πιθανότατα ήταν μια ανώφελη άσκηση, γιατί ήταν ήδη κουρασμένος όταν είχε αρχίσει την πρώτη φορά. Όσο μακριά κι αν έτρεχε, δεν μπορούσε να ξεφύγει από την πραγματικότητα, που του έλεγε ότι τα είχε θαλασσώσει. Για τα καλά. Σκούπισε το μέτωπό του με το μανίκι του και έπεσε στο πάτωμα. Θεέ μου, του έλειπε. Το γέλιο της, τα ηλίθια αστεία της, ο τρόπος που τον κοιτούσε. Όλα ήταν χάλια χωρίς εκείνη. Αλλά, διάολε, παραλίγο να τη χάσει πραγματικά. Κι αν της έδινε αυτό που ήθελε, αυτό που άξιζε, και πραγματικά άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο; Να ανοίξει τις πόρτες και να την αγαπήσει τόσο πολύ, όσο ήξερε ότι μπορούσε, και συνέβαινε κάτι; Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να το αντέξει. Η αγάπη σήμαινε πόνο. Σε αντίθεση με αυτό που κάνεις τώρα, εξυπνάκια; Επιζούσε, έτσι δεν είναι; Μέρα με τη μέρα. Ίσως τελικά να έβρισκε μια καλή γυναίκα, και να απολάμβαναν ο ένας την παρέα του άλλου. Θα ταίριαζε αμέσως στη ζωή του, και όλα θα ήταν μια χαρά. Απλώς μια χαρά. Με αυτά τα λόγια να γυρίζουν στο μυαλό του, ένιωσε μια μαχαιριά να τον χτυπάει δυνατά στο στήθος του. Για πρώτη φορά, συνειδητοποίησε κάτι με απόλυτη διαύγεια: πως η ζωή του ήταν σκατένια. Τίποτα δεν συγκρινόταν με μια ζωή γεμάτη από την αγάπη της Λίντι. Μπορούσε να τον
πληγώσει; Να κάνει την καρδιά του χίλια κομμάτια; Οι σκέψεις του πήγαν για μια στιγμή στα άλλα ζευγάρια στο θέρετρο. Απλώς δες την Μπίτσι Σένταρχερστ· και τον κακόμοιρο τον Μάρτι. Διάολε, ακόμα και η Δεσμοφύλακας ήταν δυστυχισμένη τον περισσότερο καιρό του γάμου της. Η αδελφή του, η Κάρα. Η μητέρα του. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μόνο πόνος. Εκτός του ότι η Λίντι δεν ήταν ο Κάλβιν Σένταρχερστ, ή η Τζόρνταν, ή ο πατέρας του. Ούτε κι ο ίδιος, όμως, ήταν τέτοιος. Δεν θα φέρονταν έτσι ο ένας στον άλλον. Αν έκανε λάθος και όλα γκρεμίζονταν, θα ήταν καταστροφικό. Αλλά, αντίθετα από τη μητέρα του, ήξερε να επιβιώνει. Και κοίτα τώρα την Κάρα: ήταν δυνατή και πιο ευτυχισμένη απ’ ό,τι εδώ και ένα χρόνο. Τα είχε καταφέρει, και τώρα ήταν πιο δυνατή από ποτέ. Δεν υπήρχαν εγγυήσεις. Ούτε συμβόλαιο, ούτε ένα σύνολο δεδομένων ή αριθμών για να πιστοποιήσουν πως πραγματοποιούσε μια ισχυρή συμφωνία. Η αγάπη είναι ένα άγριο, ένα τρελό άλμα πίστης. Ένα ρίσκο. Το ίδιο που η Λίντι ήταν πρόθυμη να πάρει για εκείνον, χωρίς δισταγμούς. Της άξιζε το ίδιο. Σηκώθηκε, με μια αχτίδα ελπίδας να λιώνει λίγο από τον πάγο γύρω από την καρδιά του. Ήταν η ώρα να προσπαθήσει να φτιάξει αυτό που τόσο απρόσεκτα επιχείρησε να διαλύσει. Σίγουρα δεν το άξιζε, αλλά θα της ζητούσε να του δώσει ακόμα μία ευκαιρία. Σκέφτηκε αυτά που είπε εκείνη την απαίσια νύχτα – τη νύχτα που του εξομολογήθηκε πως τον αγαπάει· τη νύχτα που της το πέταξε αυτό πίσω, καταπρόσωπο, και το στομάχι του σφίχτηκε. Θα μπορούσε ποτέ να τον συγχωρέσει; Και να το έκανε, θα μπορούσε ποτέ να συγχωρέσει ο ίδιος τον εαυτό του; *** Η Λίντι κοίταξε με αηδία τον σωρό από τα αταίριαστα μεταξωτά υφάσματα. Είχε επιστρέψει εδώ και μία εβδομάδα. Σίγουρα, μέχρι τώρα θα μπορούσε να κάνει μια απλή δουλειά, όπως το να φτιάξει μερικά μαξιλάρια. Είχε ξεκινήσει καλά, αλλά κάποια στιγμή είχε ράψει το πίσω μέρος ενός κόκκινου μαξιλαριού στο μπροστινό μέρος ενός τιρκουάζ. Φαινόταν απαίσιο, όπως όλα τώρα τελευταία. Εκτός από την κερασόπιτα που είχε αγοράσει χθες από το σούπερ μάρκετ. Πέταξε το κατεστραμμένο μαξιλάρι στη στοίβα με τα άχρηστα καθώς πήγαινε στην κουζίνα. Ήταν ώρα για πίτα. Αυτές οι εβδομάδες με τον Όουεν μπορεί να την είχαν καταστρέψει για όλους τους υπόλοιπους άντρες και για καμιά εκατοστή μαξιλάρια, αλλά τουλάχιστον δεν είχαν χαλάσει την όρεξή της για το φαγητό. Χτύπησε το τηλέφωνο, τρομάζοντάς την. Το πλησίασε αργά, όπως έκανε τελευταία. Ελπίζοντας να είναι ο Όουεν. Ξέροντας πως δεν ήταν. Κοίταξε την αναγνώριση κλήσης. Σάραμπεθ. Σκέφτηκε να το σηκώσει, αλλά άφησε τον τηλεφωνητή να απαντήσει. Δεν είχε τη διάθεση να μιλήσει. Από τότε που έγινε το περιστατικό, είχε διατηρήσει στενή επαφή με τη νεαρή γιατρό. Η Σάραμπεθ ήταν ακόμα σοκαρισμένη από τον Νίκο και το Θέρετρο Υγείας, και η Λίντι σίγουρα χρειαζόταν έναν ώμο για να κλάψει αφότου διαλύθηκαν όλα με τον Όουεν. Είχαν έρθει πολύ κοντά κατά τη διάρκεια των ολονύχτιων συζητήσεών τους, ώστε συχνά κατέληγαν σε κλάματα, αλλά μερικές φορές και σε γέλια. Αν μη τι άλλο, παρά την πληγωμένη καρδιά της και τη φθίνουσα καριέρα της Σάραμπεθ, αμφότερες είχαν αποχωρήσει από αυτή την εμπειρία με μια νέα φίλη. Και ένας Θεός ήξερε πόσο χρειαζόταν μια φίλη τώρα. Αποφασίζοντας να της τηλεφωνήσει αργότερα, η Λίντι πήγε στις μύτες των ποδιών της στην κουζίνα, προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τα κουτάβια. Κοιτάζοντας την πίτα στον πάγκο, μόρφασε
όταν είδε ότι ήδη έλειπε η μισή. Ορκίστηκε σιωπηλά να περάσει άλλα τριάντα λεπτά στο διάδρομο, πήρε το κουτί και ένα πιρούνι από το συρτάρι. Γιατί να μπει στον κόπο να κόψει ένα κομμάτι; Ήταν μόνη της, και οι άνθρωποι που έμεναν μόνοι μπορούσαν να φάνε κατευθείαν από το κουτί, αν ήθελαν. Ζήτω τα προνόμια! Καυτά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Κοίταξε το ρολόι και σκέφτηκε να πάρει για να ελέγξει ξανά τη Μέλμπα. Όταν επέστρεψε η Λίντι, η ηλικιωμένη γυναίκα τής εκμυστηρεύτηκε ότι εκείνη και ο χασάπης του Νέιτ, ο Ράσελ, είχαν ερωτευτεί έπειτα από έναν καβγά για το πάχος του ρολού της. Την είχε πείσει ότι έπρεπε να το συζητήσουν βγαίνοντας έξω για δείπνο, και τρεις εβδομάδες μετά της ζήτησε να ζήσουν μαζί στην ακολασία, στο διαμέρισμά του στο Γκρέιτ Νεκ. Παρά τις ανησυχίες της Λίντι, η Μέλμπα είχε πει το «ναι». «Έχω βιώσει πράγματα και ξέρω αυτά που ξέρω. Ο Ρότζερ είναι καλός άνθρωπος και δεν θα χαζολογήσω παίζοντας την ντροπαλή, την ώρα που κάποια άλλη γυναίκα ίσως έρθει και τον γραπώσει. Δεν μου έχει απομείνει και πολύς χρόνος, και θέλω να απολαύσω το κάθε λεπτό.» Τα χείλη της Λίντι τρεμούλιασαν και χαμογέλασε με την ανάμνηση. Η Μέλμπα ήταν η καλύτερη· έδινε καινούργιο νόημα στη φράση «Να πιάνεις τη ζωή από τα κέρατα», και η νέα ζωή της δεν σήμαινε ότι δεν θα ξαναβλέπονταν ποτέ – θα συναντιούνταν για φαγητό την επόμενη εβδομάδα. Όλα ήταν καλά, και αυτή η αυτολύπηση έπρεπε να σταματήσει. Μόλις τελείωνε με την πίτα. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της και ρούφηξε δυνατά τη μύτη της, πριν χώσει μια γεμάτη μπουκιά στο στόμα της. Η γλυκιά και ελαφρώς ζελεδένια τάρτα κόλλησε στον ουρανίσκο της, και έπιασε τον εαυτό της να εύχεται να μπορούσε να κολλήσει τη σπασμένη καρδιά της με αυτήν. Ο βρυχηθμός μιας μηχανής σταμάτησε τις λυπηρές σκέψεις της. Θεέ μου, ακουγόταν σαν φορτηγό έξω από το σπίτι της. Τι στο καλό γινόταν εκεί έξω; Πήγε στο παράθυρο και είδε ένα γιγάντιο φορτηγό έξω στο δρόμο, καλυμμένο με μουσαμάδες. Πρέπει να είχαν κάνει λάθος στο σπίτι. Αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ τού να βγει έξω και να τους το πει, για να μη χτυπήσουν το κουδούνι της και ξυπνήσουν τα σκυλιά, και του να μην κάνει τίποτα. Έπειτα, όμως, κοίταξε το λερωμένο με κεράσι μπλουζάκι της και αποφάσισε να μην το κάνει. Ήλπιζε ότι θα το καταλάβαιναν, όταν θα έβλεπαν τον αριθμό του σπιτιού στην πόρτα. Πηγαίνοντας πίσω στην κουζίνα, μια ανήσυχη σκέψη τής ήρθε στο μυαλό. Κι αν δεν ήταν το λάθος σπίτι; Αν ο Μαλ είχε μπλεχτεί σε άλλο ένα παρατραβηγμένο «πώς-να-γίνετεπλούσιος» σχέδιο; Πολλές τρομακτικές εικόνες πέρασαν από το μυαλό της και ένα κύμα φόβου την κατέκλυσε. Κι αν ήθελε να ανοίξουν γραφείο τελετών, και αυτοί οι μουσαμάδες κάλυπταν καμιά δεκαριά φέρετρα; Ή, ακόμα χειρότερα, καμιά δεκαριά πελάτες… Γύρισε πίσω και έτρεξε προς την πόρτα. Με την πίτα στο χέρι, κατέβηκε τα σκαλιά προς το δρόμο, ακριβώς την ώρα που ένας άντρας έβγαινε από το φορτηγό. «Ε, τι είναι όλα αυ…» Οι λέξεις πάγωσαν στο στόμα της καθώς ο Όουεν γύρισε προς το μέρος της. «Γεια σου.» Το σώμα της μούδιασε, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με τη χαμηλή θερμοκρασία. Κράτησε την πίτα πιο κοντά στο στήθος της, προσπαθώντας να μετριάσει τον πόνο που σούβλισε την καρδιά της όταν τον είδε. Το βλέμμα του έπεσε πάνω της και την κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια, και η
Λίντι αντιστάθηκε στην παρόρμηση να το βάλει στα πόδια. Όλοι ξέρουν πως, την πρώτη φορά που βλέπεις κάποιον πρώην σου, υποτίθεται ότι πρέπει να τον κάνεις να μετανιώσει που σε έχασε – και τώρα η Λίντι έδειχνε χάλια. Κάπου είχε κάνει ένα καρμικό λάθος, γιατί η μοίρα αποφάσισε να τη χτυπήσει αλύπητα τελευταία. Για να προστεθεί κι άλλο αλάτι στην πληγή, εκείνος φαινόταν απίστευτα όμορφος με το τζιν παντελόνι του και το πουλόβερ του, όπως πάντα. «Τ-τι κάνεις εδώ;» ρώτησε, όταν επιτέλους κατάφερε να μιλήσει και ξεπέρασε το σοκ που τον έβλεπε ξανά. «Ήρθα να σε δω.» «Συμβαίνει κάτι; Εξαργύρωσα την επιταγή. Ελπίζω να είναι εντάξει. Υπέθεσα ότι, αφού πιάσαμε τον Νίκ…» «Δεν έχω έρθει για την επιταγή.» «Τότε, γιατί;» Πέρα από το γεγονός ότι έδειχνε πανέμορφος, κάτι πάνω του ήταν διαφορετικό. Η αυτοπεποίθηση που συνήθως τον διέκρινε δεν φαινόταν πουθενά, όταν προχώρησε προς το μέρος της. Τα βήματά του ήταν διστακτικά, οι κινήσεις του αβέβαιες. «Είναι πολύ αργά;» Η ερώτηση φαινόταν να βγαίνει από μέσα του με τη βία. Προσπάθησε να καταλάβει το νόημά της, αλλά, καθώς εκείνος ερχόταν πιο κοντά της, παρατήρησε ότι το πρόσωπό του φαινόταν κουρασμένο και τραβηγμένο. «Είσαι άρρωστος;» Θεέ μου, κι αν ήταν κάτι απαίσιο; Αγωνία την πλημμύρισε και άπλωσε το χέρι της για να τον αγγίξει, πριν θυμηθεί ότι δεν ήταν δικός της για να το κάνει. Τράβηξε πίσω το χέρι της, και ο πόνος σκέπασε τα μάτια του. «Όχι. Ναι. Όχι, όχι με τον τρόπο που εννοείς. Απλώς πρέπει να ξέρω την απάντηση στην ερώτηση. Είναι πολύ αργά;» «Αργά για ποιο πράγμα;» ρώτησε ανόητα, ψάχνοντας ακόμα το πρόσωπό του για να ανακαλύψει στοιχεία. «Για εμάς; Για μένα, για να το καταλάβω;» Γονάτισε στο ένα του πόδι μπροστά της και το στομάχι της σφίχτηκε. Συμβαίνει πραγματικά αυτό; «Λίντι, τα θαλάσσωσα. Τα θαλάσσωσα άσχημα. Δεν το ήξερα, όχι πραγματικά, μέχρι που έφυγες. Όλα ήταν γκρίζα. Ήταν σαν αυτό που συνέβη στη μητέρα μου, από την αρχή. Τρομοκρατήθηκα, μέχρι που συνειδητοποίησα κάτι: μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα. Θα έπεφτα με τα μούτρα στη δουλειά, θα έβγαινα με κόσμο και θα δημιουργούσα κάποιου είδους ζωή για μένα. Και, κάποια μέρα, όταν η θύμησή σου θα έσβηνε λίγο, θα ήμουν ικανοποιημένος με αυτά που θα είχα.» Τα μάτια του την ικέτευαν. «Έπειτα συνειδητοποίησα ότι δεν θέλω. Θέλω το πρόσωπό μου να φωτίζεται όταν μπαίνεις στο δωμάτιο. Θέλω να μαλώνουμε, και να θυμώνω όταν κατεβαίνεις την πλαγιά πολύ γρήγορα. Θέλω να το ρισκάρω. Επειδή σε αγαπάω.» Έβγαλε ένα μικρό βελούδινο κουτί από την τσέπη του και το κράτησε μπροστά της. «Ξέρω ότι δεν είμαι τόσο γενναίος όσο εσύ, αλλά είμαι πρόθυμος να το παλέψω κάθε μέρα. Αν με δεχτείς, δηλαδή.» Άνοιξε το κουτί και την κοίταξε στα μάτια. «Παντρέψου με, Λίντι. Σε παρακαλώ.» Εκείνη κοίταξε το κουτί, με δάκρυα να εμποδίζουν την όρασή της. «Κρατάω μια πίτα.»
Λίγο χρώμα επέστρεψε στο τέλειο πρόσωπό του με την ανόητη δήλωσή της. «Το βλέπω.» «Μπορώ να την αφήσω κάτω;» Εκείνος πήρε απαλά το κουτί από τα χέρια της και το πέταξε στο έδαφος. «Ρώτησέ με ξανά. Χωρίς την πίτα» απαίτησε, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια της και φτιάχνοντας τα μαλλιά της. Ένα αργό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Λίντι, θα με παντρευτείς;» «Ναι. Σίγουρα ναι.» Έπεσε στα γόνατά της και τύλιξε τα χέρια της γύρω του με ένα λυγμό. «Κι εγώ σε αγαπάω. Πάρα πολύ.» «Συγγνώμη που είμαι τόσο αργόστροφος. Αυτή η εβδομάδα ήταν μια κόλαση, και μπορώ μόνο να φανταστώ πώς θα ήταν για σένα.» Έδειξε με το βλέμμα του την κατεστραμμένη πίτα στο έδαφος. «Δεν έχει σημασία τώρα. Τίποτα δεν έχει σημασία.» Έγειρε πίσω και κράτησε ξανά μπροστά της το κουτί. «Δεν θέλεις να δεις το δαχτυλίδι;» Εκείνη ένευσε και είδε ένα απλό χρυσό δακτυλίδι. «Είναι πανέμορφο, αλλά δείχνει λίγο μεγάλο. Δεν με νοιάζει, όμως. Μπορούμε να του αλλάξουμε μέγεθος.» Πήρε το δαχτυλίδι και έκανε να το φορέσει, σημειώνοντας στο μυαλό της να το βγάλει προτού κοιμηθεί, μέχρι να το μικρύνουν. Πριν το περάσει στο δάκτυλό της, εκείνος έπιασε το χέρι της και τη σταμάτησε. «Αυτό είναι για μένα» μουρμούρισε απαλά, παίρνοντάς το από το δάκτυλό της. Η βαρύτητα των λόγων του δεν πέρασε απαρατήρητη από εκείνη και άρχισε να κλαίει ξανά. «Σ-σε αγαπώ τ-τόσο πολύ.» Οι λυγμοί της μετατράπηκαν σε μισοϋστερικό γέλιο, καθώς έβγαζε το βελούδινο πάτο από το κουτί για να αποκαλύψει ένα οβάλ διαμάντι, με παλιό λευκόχρυσο δέσιμο. Το πέρασε στο δάκτυλό της και το φίλησε. «Έλα τώρα, σου έχω μια έκπληξη.» Τη σήκωσε όρθια και την οδήγησε στο φορτηγό. «Δεν θα μπορούσα να σου ζητήσω να γίνεις βασίλισσα στο κάστρο μου, χωρίς να σιγουρευτώ πως τα βασιλικά παλιόσκυλα δεν θα είχαν ένα δικό τους μέρος.» Τράβηξε το μουσαμά, αποκαλύπτοντας επτά μικρά σκυλόσπιτα, που το καθένα έγραφε το όνομα του κουταβιού το οποίο θα φιλοξενούσε. «Μπορούμε να τα κρατήσουμε; Όλα;» Ήταν τόσο σίγουρη ότι θα μπορούσε να τα αφήσει να φύγουν, όταν ερχόταν η ώρα. Καθώς κοίταζε τα μικρά κόκκινα σπιτάκια, συνειδητοποίησε πως ο Όουεν ήξερε αυτό που δεν γνώριζε εκείνη: αν έδινε έστω και ένα από τα σκυλάκια, αυτό θα την κατέστρεφε. Η καρδιά της ήταν τόσο γεμάτη. Χτύπησε απαλά το στήθος της, μουρμουρίζοντας σιγανά στον εαυτό της, καθώς ο Όουεν την τράβηξε κοντά του. «Όλα είναι καλύτερα από καλά» ψιθύρισε πάνω στα μαλλιά της. «Όλα είναι απίθανα.»
Eυχαριστίες Ευχαριστώ πολύ τους γονείς μου που με στηρίζουν 100%, που ακόμα προσπαθούν να μου δώσουν χαρτζιλίκι ενώ πλησιάζω τα τεσσαρακοστά μου γενέθλια, που με ακολουθούν (εμένα και μόνο) στο Twitter και που είναι τόσο ενθουσιασμένοι μ’ αυτό το ταξίδι όσο κι εγώ. Είστε οι καλύτεροι. Ευχαριστώ πολύ την οικογένειά μου, Chip, Ryan, Allison, Justin, Sean και Spencer, που με ανέχονται όταν τρέχω πανικόβλητη από τις προθεσμίες και τους αναγκάζω να καθαρίζουν τα δωμάτιά τους και να τρώνε φαγητό απ’ έξω. Είστε όλοι υπέροχοι και σας αγαπώ πολύ. (Αλλά εσύ ξέρεις ποιος- είσαι ο αγαπημένος μου). Ευχαριστώ τον υπέροχο φίλο μου, Riley Murphy. Είναι μοναδικό προνόμιο να σε έχω με το μέρος μου. Ας κυριεύσουμε τον κόσμο. Ευχαριστώ την Alethea Spiridon Hopson, επιμελήτρια της τρομερής σειράς Indulgence, για τη δουλειά της σε αυτό το βιβλίο. Είμαι τόσο χαρούμενη και περήφανη που είμαι μέλος αυτής της ομάδας! Και, τέλος, χίλια ευχαριστώ στην καταπληκτική μου επιμελήτρια Kerri-Leigh Grady. Το ταλέντο σου να βρίσκεις τα λάθη με αφήνει άφωνη, η εμπιστοσύνη που μου δείχνεις στο να τα φτιάξω με τιμά αφάνταστα και το χιούμορ σου με ξετρελαίνει. Το διασκεδάζουμε απίστευτα, έτσι δεν είναι;