ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΝΕΜΕΑΣ της Αγκάθα Κρίστι
Μετάφραση Μαρίνας Αννίνου Ελένης Δόνα
Εκδόσεις Ερμείας.
Μ εδώ νης 4 8 Α 3ήνα 10681
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΝΕΜΕΑΣ 1
- Τ ι καινούργιο έχουμε σήμερα, μις Λέμον; ρώτη σε ο Ηρακλής Πουαρώ, μπαίνοντας ένα πρωί στο γρα φείο του. Μπορούσε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στη μις Λέμον. Βέβαια, της έλειπε εντελώς η φαντασία, αλλά το ένστικτό της, της επέτρεπε, πάντα, να βρίσκει την ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Ήταν μιά γεννημένη γραμματέας. -Τίποτε το σπουδαίο, κύριε Πουαρώ. Υπάρχει όμως ένα γράμμα που ίσως να σας ενδιαφέρει. Το το ποθέτησα πάνω-πάνω στη στοίβα της αλληλογρα φίας. Ο Πουαρώ έκανε ένα βήμα μπροστά. -Κ α ι περί τίνος πρόκειται; — Είναι από έναν κύριο, που επιθυμεί ν'αναλάβετε να κάνετε μια έρευνα για την εξαφάνιση του πεκι νουά της γυναίκας του. Ο Πουαρώ διέκοψε απότομα την κίνηση που ετοι μαζόταν να κάνει κι έμεινε με το ένα του πόδι, μετέω ρο. Έριξε στη μις Λέμον ένα βλέμμα κριτικό και γε μάτο αμφιβολία. Εκείνη όμως δεν το πρόσεξε γιατί δακτυλογραφούσε με τόση προσήλωση και τόση γρη γοράδα, που νόμιζε κανείς πως η γραφομηχανή θα έβγαζε σπίθες. Ο Πουαρώ ήταν έκπληκτος. Κι όχι μόνο έκπληκτος αλλά και θλιμμένος. Η μις Λέμον, η απαραίτητη μις
6
Αγκάθα Κρίστι
Λέμον τον εγκατέλειπε. Ένα σκυλί. Ένα πεκινουά! αυτό, μετά από κείνο το χαρούμενο όνειρο που του ομόρφηνε τη χθεσινή νύχτα του. Εγκατέλειπε τ'ανάκτορα του Μπάκινχαμ, όπου τον συνεχάρηκαν θερμά, όταν μπήκε ο υπηρέτης του, φέρνοντάς του το πρωινό του ρόφημα, μια ζεστή σο κολάτα. Λόγια σκληρά και σαρκαστικά του ήρθαν στα χεί λια. Δεν τα πρόφερε. Η μις Λέμον ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένη στη δουλειά της που δεν θα τον άκουγε. Με μια κίνηση, γεμάτη αηδία, άρπαξε το γράμμα που έστεφε τη στοίβα του ταχυδρομείου, που ήταν θαλμένη πάνω στο γραφείο του. Η μις Λέμον δεν είχε αστειευτεί. Το γράμμα αφο ρούσε την εξαφάνιση ενός πεκινουά. Ένα απ'αυτά τα τερατάκια, με τα γουρλωμένα ολοστρόγγυλα μάτια, που η πολύ πλούσια γυναίκα του το είχε κακομάθει. Ο Ηρακλής Πουαρώ στραβομουτσούνιασε με περιφρό νηση. Τίποτε το αξιοπρόσεχτο. Ένα κοινό γράμμα, που θύμιζε εμπορική επιστολή. Πάντως η μις Λέμον είχε δίκιο. Μια μικρή λεπτομέρεια έκανε το πράγμα ασυ νήθιστο. Ο Ηρακλής Πουαρώ, κάθησε και ξαναδιάβασε προ σεχτικά το γράμμα. Δεν ήταν από τις υποθέσεις που αναλάμβανε ο Πουαρώ... κι όμως... Τ'αποφάσισε. -Σας παρακαλώ, να τηλεφωνήσετε, σ’αυτόν το σερ Τζόζεφ Χόγγιν, και να του ζητήσετε ένα ρα ντεβού για μένα, είπε με δυνατή φωνή για να σκεπά σει το θόρυβο της γραφομηχανής. Για μια ακόμα φορά, η μις Λέμον είχε δει σωστά! -Είμαι ένας απλός άνθρωπος, κύριε Πουαρώ, ήταν οι πρώτες λέξεις του σερ Τζόζεφ Χόγγιν. Ο Ηρακλής Πουαρώ, έκανε με το δεξί του χέρι, μια
Το λιοντάρι της Νεμέας
7
κίνηση που θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν βουβός θαυμασμός για την κατάσταση του σερ Τζόζεφ και για τον τρόπο που είχε στην παρουσίαση των πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, σκέφτηκε, ο σερ Τζόζεφ ήταν απλός, με μια απλότητα που πλησίαζε την ασχήμια. Το κριτικό του βλέμμα έπεσε πάνω στα κρεμασμένα μά γουλα και στα μικρά γουρουνίσια μάτια. Κάτι του θύ μιζε αυτό το πρόσωπο, ή κάποιο; αλλά, τούτη τη στιγ μή, η μνήμη του τον πρόδινε. Τι ήταν; Στο Βέλγιο...μια υπόθεση που είχε κάποια σχέση με σαπούνι... -Π ολλοί άνθρωποι, κύριε Πουαρώ, συνέχισε ο σερ Τζόζεφ, δε θάδιναν συνέχεια σ’αυτήν την ιστορία. Τραβούν μια γραμμή, διαγράφουν και ξεχνούν. Αλλαυτοί δεν ανήκουν στο είδος του Τζόζεφ Χόγγιν. Είμαι πολύ πλούσιος κι οι διακόσιες λίρες, για μένα, δεν εκπροσωπούν τίποτε. -Σας συγχαίρω. -Ε ; Ο σερ Τζόζεφ για μια στιγμή σταμάτησε. Τα μικρά γουρουνίσια μάτια του, μίκρυναν ακόμα περισσότε ρο, μετά συνέχισε: -Αυτό, όμως, δε σημαίνει, πως έχω τη συνήθεια να πετώ τα χρήματά μου από τα παράθυρα. Όταν επι θυμώ κάτι τ'αγοράζω. Πάντοτε όμως σε λογικές τιμές. -Γνωρίζετε πως είμαι πολύ ακριβός; παρατήτησε ο ντέτεκτιβ. -Ν αι, αλλά πρόκειται για μια ασήμαντη υπόθεση. Ο Πουαρώ σήκωσε τους ώμους του. -Δ ε συζητώ ποτέ. Είμαι ένας πραγματογνώμονας. Κι οι πραγματογνώμονες αμείβονται. -Τ ο ξέρω, κύριε Πουαρώ, πως γι'αυτήν την υπό θεση είστε ο πιο ενδεδειγμένος. Έχω πάρει τις πλη ροφορίες μου. Θέλω να ξεκαθαρίσω αυτήν την ιστο ρία κι η δαπάνη δε μ ενδιαφέρει. ΓΓαυτό σας ζήτησα να έρθετε
8
Αγκάθα Κρίστι
— Είστε πολύ τυχερός. -Ε ; -Π ολύ τυχερός, επανέλαθε ο Ηρακλής Πουαρώ. Βρίσκομαι, και το λέω, χωρίς ίχνος μετριοφροσύνης, στην ακμή της σταδιοδρομίας μου. Πολύ σύντομα, σκοπεύω ν’αποσυρθώ. Θέλω να ζήσω στην εξοχή. Θα ταξιδέψω σ’όλο τον κόσμο, ή θα καλλιεργήσω τον κή πο μου. Μ’ενδιαφέρει πολύ να βελτιώσω τα κολοκύ θια. Είναι εξαιρετικά λαχανικά που τους λείπει όμως η νοστιμιά. Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Θέλω να ξέρετε πως πριν αποσυρθώ θα τακτοποιήσω μερικά πράγμα τα που προγραμμάτισα. Θα λύσω δώδεκα υποθέσεις. Ούτε μία παραπάνω. Ούτε λιγότερη. Οι «Αθλοι του Ηρακλή», αν μου επιτρέπετε να εκφραστώ έτσι. Η υπόθεση σας, σερ Τζόζεφ, θα είναι η πρώτη από τις δώδεκα κι η ασημαντότητα της με κάνει να δεχτώ, τε λείωσε ο Πουαρώ. -Σημαντικότητα; — Είπα «ασημαντότητα». Μ'έχουν καλέσει για διά φορες αιτίες. Για δολοφονίες, γι’ανεξήγητους θανά τους, για ληστείες και κλοπές κοσμημάτων. Είναι η πρώτη φορά που μου ζητούν να λύσω το μυστήριο της εξαφάνισης ενός πεκινουά. -Μ'εκπλήσσετε. Νόμιζα πως αρκετές γυναίκες θα σας είχαν απασχολήσει, κατά καιρούς, με τα μικρά τους σκυλάκια. -Έ χετε δίκιο. Αλλά είναι η πρώτη φορά, που σε μια τέτοια περίπτωση με ζητά ο σύζυγος. Ο σερ Τζόζεφ άκουσε την παρατήρηση κι ανοιγόκλεισε συνθηματικά, το ένα του μάτι. — Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί έχετε τόσο καλές συστάσεις, κύριε Πουαρώ. Είστε πολύ λεπτολόγος. — Αν θα θέλατε, τώρα, θα μπορούσατε να μου διηγηθείτε τα γεγονότα. Πότε εξαφανίστηκε το σκυλί; -Ακριβώς, πριν μιά βδομάδα.
Το λιοντάρι της Νεμέας
9
-Κ α ι σίγουρα, από τότε η γυναίκα σας, θα είναι πολύ ταραγμένη. Ο σερ Τζόζεφ κύτταξε, προσεχτικά, τον Πουαρώ. -Δ ε με καταλάβατε. Το σκυλί επέστρεψε. -Επέστρεψε; Τότε γιατί σπεύσατε να ζητήσετε τις υπηρεσίες μου; Το πρόσωπο του σερ Τζόζεφ κοκκίνισε. -Επειδή μισώ να κάνουν αισχροκέρδεια σε βάρος μου. Πριν μια βδομάδα, το σκυλί αυτό, το έκλεψαν — το άρπαξαν μέσα στους κήπους του Κένσινγκτον, όπου έκανε τον περίπατό του, με τη συνοδό της γυ ναίκας μου. Την επομένη, η γυναίκα μου έλαβε ένα γράμμα στο οποίο της ζητούσαν διακόσιες λίρες! Μάλιστα, διακόσιες λίρες για ένα βρώμικο, φωνακλάδικο ζωάριο που μπερδευόταν πάντοτε στα πόδια μου! -Και, φυσικά, δε συμφωνούσατε να καταβληθεί το ποσό; -Βέβαια, όχι! Και δε θα το είχα κάνει, αν ήξερα! Η Μίλλυ, η γυναίκα μου, το ήξερε αυτό πολύ καλά. Δε μου μίλησε. Έστειλε το ποσό, όπως της το ζήτησαν, σε χαρτονομίσματα της μιας λίρας. -Κ α ι το σκυλί το επέστρεψαν; -Ναι, το ίδιο βράδυ, χτύπησε το κουδούνι, και βρήκαμε το βρωμερό ον, καθισμένο στο κεφαλόσκα λο. Δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο. -Κ α ι μετά; -Λοιπόν, όπως ήταν φυσικό, η Μίλλυ, μου τα ομο λόγησε όλα κι εγώ εξοργίστηκα. Στο τέλος κατάφερα να ηρεμήσω. Το κακό είχε γίνει. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει μια λογική πράξη από μια γυναίκα. Ομολο γώ πως θα είχα εγκαταλείψει την υπόθεση, αν δε συναντούσα στη Λέσχη μου το γέρο Σάμουελσον. -Ναι; -Σίγουρα πρόκειται για οργανωμένη σπείρα! Του
Αγκάθα Κρίστι
10
είχε συμβεί ακριβώς το ίδιο πράγμα! Μάλιστα από τη γυναίκα του, απαίτησαν τριακόσιες λίρες! Αποφάσισα να κάνω κάτι κι απευθύνθηκα σ'εσάς. -Αλλά, σερ Τζόζεφ, το μόνο πράγμα, που έχετε να κάνετε — και μάλιστα θα σας στοιχίσει πολύ λιγώτερο - είναι ν'απευθυνθείτε στην αστυνομία. -Κύριε Πουαρώ, είστε παντρεμένος; ρώτησε ο σερ Τζόζεφ. — Δυστυχώς, όχι! Δεν είχα την ευτυχία. -Χουμ! Ας μη μιλάμε για ευτυχία, αλλά, αν θα είσαστε, θα ξέρατε, πως οι γυναίκες είναι πολύ παράξε να όντα. Η γυναίκα μου, τρομάζει, μόλις ακούσει τη λέξη «αστυνομία». Της μπήκε στο κεφάλι, πως αν απευθυνθεί στο νόμο κάποιο κακό θα πάθει ο πολύτι μος Σαν Τουγκ της. Δε θέλησε ούτε να τ'ακούσει. Κι όταν της είπα την ιδέα μου, να σας παρακαλέσουμε ν'ασχολειθείτε εσείς με την υπόθεση, το δέχτηκε με μισή καρδιά. Ήμουν όμως σταθερός και κατάφερα να συγκατανεύσει. Αλλά πρέπει να ξέρετε, πως δεν είναι ευχαριστημένη. -Καταλαβαίνω πως η περίπτωση είναι λεπτή, είπε ο Πουαρώ, με σιγανή φωνή. Ίσως νάναι καλύτερα να ρωτήσω εγώ ο ίδιος τη γυναίκα σας, για να μάθω πε ρισσότερες λεπτομέρειες, και για να τη διαβεβαιώσω, συγχρόνως, για την ασφάλεια του σκύλου της, στο μέλλον. -Θ α σας συνοδεύσω, είπε ο σερ Τζόζεφ και σηκώ θηκε.
2
Δυό γυναίκες, ήταν καθισμένες, στο μεγάλο σα λόνι, με τα βαριά έπιπλα. Το σερ Τζόζεφ και τον Ηρακλή Πουαρώ ήλθε να
Το λιοντάρι της Νεμέας
11
τους προϋπαντήσει ένα μικρό πεκινουά που γάβγιζε λυσσασμένα. — Σαν, εδώ! — Έλα στη μαμά σου, καρδιά μου. Μις Κάρναμπυ, θέλετε να το πάρετε. — Ένα αληθινό λιοντάρι, μουρμούρισε ο Πουαρώ. — Ακριβώς, είπε η δαμάστρια του Σαν Τουγκ. Είναι ένας καταπληκτικός φύλακας. Δε φοβάται τίποτε. — Σας αφήνω τώρα, κύριε Πουαρώ, είπε ο σερ Τζόζεφ, αφού έκανε τις συστάσεις. Και με μια κίνηση του κεφαλιού βγήκε από το σα λόνι. Η Λαίδη Χόγγιν ήταν μια πελώρια, πολύ ζωντανή γυναίκα με μαλλιά βαμμένα με χέννα. Η συνοδός της, η μις Κάρναμπυ, πρέπει να ήταν καμμιά πενηνταριά χρονών, στρογγυλούτσικη και συμπαθητική. Έδειχνε μεγάλο σεβασμό στην κυρία της, τη Λαίδη Χόγγιν, και έδειχνε να τη φοβάται. -Τώρα, κυρία, διηγηθείτε μου, όλες τις συνθήκες του δράματος, ζήτησε ο Πουαρώ. Η Λαίδη Χόγγιν κοκκίνισε. — Πόσο χαίρομαι να σας ακούω να μιλάτε έτσι. Γιατί είναι ένα έγκλημα, δεν είναι; Τα πεκινουά είναι πά ρα πολύ ευαίσθητα όντα, όπως τα παιδιά, κύριε Πουα ρώ. Ο κακόμοιρος ο Σαν Τουγκ θα μπορούσε να πεθάνει από το φόβο του. -Ν αι! Τι σκληρότητα, πρόσθεσε η μις Κάρναμπυ. -Σας παρακαλώ, να μου διηγηθείτε τι συνέθηκε. — Να! Ο Σαν Τουγκ, έκανε τον περίπατό του, μέσα στο πάρκο, με τη μις Κάρναμπυ... -Θ εέ μου! Για όλα φταίω εγώ! Ήμουνα ηλίθια, ασυγχώρητη, είπε η μις Κάρναμπυ, έτοιμη να θάλει τα κλάματα. -Δ ε σας κατηγορώ για τίποτε, μις Κάρναμπυ, αλ λά έπρεπε να προσέχατε! παρατήρησε με φωνή αυ
12
Αγκάθα Κρίση
στηρή η Λαίδη Χόγγιν. Ο Πουαρώ γύρισε προς τη μεριά της συνοδού. - Τ ι συνέβηκε; επανέλαβε. Εκείνη άρχισε τη διήγηση. — Κάναμε τον περίπατό μας. Κρατούσα το λουρί του Σαν Τουγκ, γιατί διαφορετικά θα έμπαινε να κάνει βόλτα μέσα στ’ανθισμένα παρτέρια και κατευθυνόμουνα προς το σπίτι, όταν είδα ένα μωρό μέσα στο κα ρότσι του. Ένα καταπληκτικό μωρό! Μου χαμογέλα σε. Είχε ρόδινα μαγουλάκια κι όμορφες μπούκλες. Δεν μπόρεσα να μη ρωτήσω τη γκουθερνάντα του πόσο ήταν. Δεκαεπτά μηνών, μου είπε εκείνη. Είμαι σίγουρη πως δε μίλησα μαζί της, περισσότερο από ένα ή δύο λεπτά. Όταν γύρισα να δω, ο Σαν Τουγκ εί χε εξαφανιστεί. Κάποιος είχε κόψει το λουρί. -Α ν είχατε κάνει τη δουλειά σας με σοβαρότητα, κανένας δε θα μπορούσε να σας πλησιάσει και να κό ψει το λουρί, διέκοψε η Λαίδη Χόγγιν, κι η συνοδός φάνηκε πάλι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο Πουαρώ είπε ζωηρά: -Κ α ι μετά; -Έψαξα παντού...Τον φώναζα! Ρώτησα το φύλα κα του πάρκου, αν είχε δει κάποιον να φεύγει μ’ένα πεκινουά, τίποτε...Δεν ήξερα τι να κάνω. Συνέχισα να ψάχνω, αλλά κάποια ώρα, έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι. Η μις Κάρναμπυ σταμάτησε απότομα. Ο Πουαρώ δε δυσκολεύτηκε να φανταστεί τη σκηνή που θα επα κολούθησε. -Κ α ι λάβατε ένα γράμμα; Η Λαίδη Χόγγιν άρχισε να μιλά: -Ναι. Με το πρωινό ταχυδρομείο την επομένη. Αν ήθελα να ξαναδώ τον Σαν Τουγκ ζωντανό, έγραφε το γράμμα, έπρεπε να στείλω διακόσιες λίρες, σε χαρτο νομίσματα της μιας λίρας, σ'ένα κοινό φάκελο, που ναπευθύνεται στο λοχαγό Κέρτις, στο 38 της πλα
Το λιοντάρι της Νεμέας
13
τείας Μπλούμσμπερυ. Αν τα χαρτονομίσματα ήταν σημειωμένα, ή ειδοποιούσα την αστυνομία, τότε...τό τε θα έκοβαν την ουρά και τ'αφτιά του Σαν Τουγκ. -Ε ίνα ι φριχτό! μουρμούρισε η μις Κάρναμπυ, μ'ένα λυγμό! Πόσο βάρβαροι μπορούν να γίνουν οι άν θρωποι! -Μ ε διαθεθαίωναν, συνέχισε η Λαίδη Χόγγιν, πως αν έστελνα αμέσως τα χρήματα, θα μου έφερναν πί σω τον Σαν Τουγκ, το ίδιο εκείνο απόγευμα. Αλλά αν μετά ειδοποιούσα την αστυνομία, ο Σαν Τουγκ θα πλήρωνε. -Φοβάμαι, τώρα...διέκοψε η μις Κάρναμπυ. Βέ βαια, ο κύριος Πουαρώ δεν είναι ακριβώς αστυνομι κός, αλλά... -Π ρέπει να είστε πολύ προσεχτικός, πρόσθεσε η Λαίδη Χόγγιν. Ο Ηρακλής Πουαρώ τις καθησύχασε με λίγες λέ ξεις. -Δ ε ν ανήκω στην αστυνομία. Θα κάνω την έρευνα μου, με πολύ τακτ και διακριτικότητα. Σας βεβαιώνω κυρία, πως ο Σαν Τουγκ, δε διατρέχει κανένα κίνδυνο. Σας δίνω το λόγο μου. Μήπως έχετε ακόμα το γράμ μα; Η Λαίδη Χόγγιν, έκανε μια κίνηση άρνησης. — Όχι. Μου είχαν υποδείξει πως έπρεπε να το στείλω πίσω, μαζί με τα χρήματα. -Τ ο κάνατε; -Ναι. -Κρίμα. -Ναι, αλλά έχουμε ακόμα το λουρί, διέκοψε η μις Κάρναμπυ. Να πάω να το βρώ; Βγήκε αμέσως από το δωμάτιο. Ο Πουαρώ επωφε λήθηκε από την απουσία της για να ρωτήσει τη Λαίδη Χόγγιν, μερικά πράγματα, σχετικά με τη συνοδό της. -Η Έημυ Κάρναμπυ; Είναι τέλεια. Έχει καλή ψυ
Αγκάθα Κρίση
14
χή, είναι πολύ αφοσιωμένη στο Σαν Τουγκ και πραγ ματικά ή υπόθεση αυτή την τάραξε. Βέβαια, πήγε κι έχασε την ώρα της, πάνω στο καρότσι ενός παιδιού κι αμέλησε την καρδούλα μου, αλλ'αυτές οι ηλικιωμέ νες υπηρέτριες είναι όλες ίδιες. Γίνονται ηλίθιες μό λις δουν ένα βρέφος. Όχι, είμαι σίγουρη πως δεν έχει καμμιά ανάμειξη σ’αυτήν την ιστορία. -Βέβαια, αυτό είναι τελείως απίθανο. Αλλ’επειδή το σκυλί εξαφανίστηκε την ώρα που ήταν εκείνη απα σχολημένη μαζί του, πρέπει να βεβαιωθώ εντελώς για την τιμιότητά της. Με καταλαβαίνετε; Πόσο καιρό ερ γάζεται εδώ; -Έ ν α χρόνο. Είχε θαυμάσιες συστάσεις. Έμεινε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, νομίζω πως ήταν δέκα χρόνια, στη Λαίδη Χάρντενφηλντ, μέχρι που εκείνη πέθανε. Μετά ασχολήθηκε για λίγο καιρό με την ανάπηρη αδελφή της. Είναι μια πολύ άξια γυναί κα. Η Έημυ Κάρναμπυ, γύρισε και με μια κίνηση, έδω σε το κομμάτι του λουριού και περίμενε γεμάτη ελπί δες. -Μ α, ναι, αυτό το λουρί κόπηκε, είπε ο Πουαρώ. Θα το κρατήσω. Όταν εκείνος έφυγε, οι δύο γυναίκες έμοιαζαν ανακουφισμένες. Είχε κάνει την κίνηση που περίμεναν απ αυτόν.
3 Ο Πουαρώ από συνήθεια δεν άφηνε τίποτε στην τύχη. Όλα έτειναν ν'αποδείξουν πως η μις Κάρναμπυ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια επιπόλαιη κι όχι ιδιαί τερα έξυπνη γυναίκα. Όμως εκείνος φρόντισε να δει, για να την ρωτήσει, μια ηλικιωμένη γυναίκα, ανηψιά
Το λιοντάρι της Νεμέας
15
της μακαρίτισσας της Λαίδης Χάρντενφηλντ. — Η Έημυ Κάρναμπυ; τον ρώτησε η κυρία Μαλτράβερς. Τη θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν μια εξαιρετική γυναίκα, που έμεινε κοντά στη θεία Τζούλια, μέχρι το θάνατο της. Λάτρευε τα σκυλιά κι ήξερε να διαβάζει πολύ ωραία. Είχε πολύ τακτ και δεν αντιμιλούσε ποτέ σε μια άρρωστη. Ελπίζω να μη βρίσκεται σε άσχημη θέση, την είχα συστήσει, πριν ένα περίπου χρόνο, σε μια ηλικιωμένη κυρία, που τ'όνομα της άρχιζε από X... Ο Πουαρώ της εξήγησε, πως η μις Κάρναμπυ, εξα κολουθούσε να εργάζεται στο ίδιο μέρος, κι ότι τον τελευταίο καιρό είχε μερικές δυσκολίες, εξ αιτίας ενός σκύλου που χάθηκε. - Η Έημυ Κάρναμπυ, αγαπούσε πολύ τα σκυλιά. Η θεία μου είχε ένα πεκινουά. Όταν πέθανε το άφησε στη μις Κάρναμπυ. Αυτή το περιποιήθηκε πολύ. Νομί ζω πως το σκυλί πέθανε κι εκείνη ταράχτηκε πολύ. Ναι, είναι μια εξαιρετική κυρία. Δεν είναι μια δια νοούμενη όμως. — Όχι, σκέφτηκε ο Πουαρώ, σίγουρα δεν είναι μια διανοούμενη. Η επόμενη επίσκεψη του Πουαρώ, ήταν ο φύλακας του πάρκου. Στον φύλακα που είχε απευθυνθεί η μις Κάρναμπυ. Τον βρήκε εύκολα. Ο άνθρωπος θυμόταν το επεισόδιο πολύ καλά. -Μ ια γυναίκα, μάλλον χοντρή, μεσήλικας. Είχε χάσει ένα πεκινουά. Τη βλέπω να πηγαίνει το σκύλο της βόλτα κάθε απόγευμα. Την είδα να φτάνει μ αυτό. Μετά ήταν σ'απελπιστική κατάσταση. Είχε έρθει, τρέχοντος να με ρωτήσει, αν είδα το σκύλο της να φεύγει με κάποιον! Σας ρωτώ, είναι δυνατό; Οι κήποι είναι γεμάτοι σκύλους. Τερριέ, πεκινουά, γερμανικά σκυλιά που μοιάζουν με λουκάνικα. Ακόμα και λεθριέ έχει. Μπορείτε να με φανταστείτε ικανό να δω τη δια φορά, ανάμεσα σε δύο πεκινουά;
16
Αγκάβα Κρίστι
Ο Ηρακλής Πουαρώ τον ευχαρίστησε και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Μπλούμσμπερυ, σκεφτι κός. Το ξενοδοχείο Μπαλακλάβα ήταν χτισμένο στους αριθμούς 38,39 και 40. Η μυρωδιά καπνιστής ρέγγας που έφτανε από την κουζίνα, ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Στο χολ, αριστερά, πάνω από ένα τρα πέζι από ακαζού, βρισκόταν μια πελώρια θήκη για την αλληλογραφία. Ο Πουαρώ σταμάτησε για λίγο και με τά έσπρωξε μια πόρτα, που βρισκόταν στα δεξιά του, και που άνοιγε σ’ένα σαλόνι γεμάτο μικρά τραπεζάκια και πολυθρόνες καλυμμένες με ύφασμα κρετόν. Τρεις ηλικιωμένες κυρίες κι ένας κύριος γύρισαν το κεφάλι τους, κι έριξαν εχθρικά βλέμματα, στον Πουα ρώ, που βγήκε κοκκινίζοντας. Περπάτησε στο μακρύ διάδρομο κι έφτασε στη σκάλα. Στα μισά του διαδρόμου βρισκόταν μια πόρτα, με μια πινακίδα, που έγραφε «Γραφείο». Ο Πουαρώ χτύπησε κι όταν δεν πήρε καμμιά απά ντηση, γύρισε το πόμολο κι έσπρωξε την πόρτα. Ένα μεγάλο γραφείο γεμάτο χαρτιά, βρισκόταν στη μέση του άδειου δωματίου. Ο Πουαρώ ξανάκλεισε την πόρτα και πήγε προς την τραπεζαρία. Ένα μελαγχολικό κορίτσι, με μια βρώμικη ποδιά κι ένα καλάθι γεμάτο πετσέτες και μαχαιροπήρουνα έστρωνε τα τραπέζια. -Μ ε συγχωρείτε, δεσποινίς, μπορώ να δω τη διευθύντρια; τη ρώτησε. -Αυτό δεν το ξέρω! -Δ εν είναι κανείς στο γραφείο. -Εγώ δε ξέρω πού βρίσκεται. -Μήπως, θα μπορούσατε να τη βρείτε; συνέχισε υπομονετικά, ο Πουαρώ. Η κοπέλα έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. Οι μέ
Το λιοντάρι της Νεμέας
17
ρες της εκεί δεν περνούσαν πολύ ευχάριστα κι αυτή η επιπρόσθετη εργασία την ενοχλούσε. -Θ α πάω να δω, είπε με δυστυχισμένο ύφος. Ο Πουαρώ την ευχαρίστησε και ξαναγύρισε στο χολ, καθόλου επιθυμητός, αφού τα βλέμματα των αν θρώπων του σαλονιού έπεσαν ξανά πάνω του εχθρι κά. Παρατηρούσε τη μεγάλη θήκη αλληλογραφίας, πάνω από το τραπέζι, όταν ένας ελαφρύς θόρυβος κι ένα δυνατό άρωμα βιολέτας, του ανακοίνωσαν την άφιξη της διευθύντριας. -Συγχωρέστε με, αλλά δεν ήμουν στο γραφείο μου. Μήπως θέλετε ένα δωμάτιο; τον ρώτησε η καινουργιοφερμένη επιστρατεύοντας όλη της τη γοη τεία. — Όχι, ακριβώς, κυρία. Ήθελα να ξέρω αν ένας από τους φίλους μου έμεινε τον τελευταίο καιρό εδώ. Ο λοχαγός Κέρτις. -Κέρτις; Κάτι μου λέει αυτό το όνομα... Ο Πουαρώ αφού την άφησε να σκεφτεί, είπε: -Κανένας λοχαγός Κέρτις δε μένει εδώ; επέμεινε. -Τ ο ν τελευταίο καιρό, σίγουρα όχι. Εντούτοις έχω ξανακούσει να προφέρουν αυτό τ'όνομα. Μήπως μπορείτε να μου τον περιγράφετε, αυτόν τον φίλο σας; -Θ α είναι αρκετά δύσκολο...Φαντάζομαι θα λαμ βάνετε καμμιά φορά γράμματα που απευθύνονται σ’ανθρώπους που δε ζουν πια εδώ. -Βέβαια, αυτό συμβαίνει. -Σ ε τέτοιες περιπτώσεις τι κάνετε; -Τ α φυλάμε γιά λίγο καιρό, μέχρι να τα ζητήσει ο παραλήπτης. Αλλά, φυσικά, αν περάσει αρκετός και ρός και δεν έρθουν να πάρουν τα γράμματα ή τα δέ ματα, τότε τα επιστρέφουμε στο ταχυδρομείο. Ο Ηρακλής Πουαρώ, κούνησε το κεφάλι του.
Αγκάθα Κρίση
18
-Καταλαβαίνω πολύ καλά. Γιατί, βλέπετε, έχω απευθύνει εγώ ο ίδιος ένα γράμμα στο φίλο μου και το έστειλα εδώ. Το πρόσωπο της κυρίας Χαρτ, φωτίστηκε. -Αυτό τα εξηγεί όλα. Τ'όνομα αυτό το διάβασα σ ένα φάκελο. Αλλά έρχονται εδώ τόσοι παλιοί στρα τιωτικοί. Σταθείτε ένα λεπτό, να δω... Έσκυψε πάνω στη θήκη αλληλογραφίας. -Φαίνεται, πως θα επέστρεψα το γράμμα στο τα χυδρομείο. Λυπάμαι, κύριε. Ελπίζω να μην ήταν ση μαντικό; — Όχι, καθόλου. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Η κ. Χαρτ και το αρωματισμένο σύννεφό της, τον ακολούθησαν. — Αν ερχόταν ο φίλος σας... -Δ εν το πιστεύω. Νομίζω πως έκανα λάθος. -Ο ι τιμές, κύριε, είναι πολύ προσιτές. Ο καφές με τά το δείπνο, δε χρεώνεται. Μήπως θα θέλατε να ρί ξετε μια ματιά στα δώματιά μας;... Μετά από πολύ κόπο, ο Πουαρώ, κατάφερε να φύ γει.
4 Το μεγάλο σαλόνι της κυρίας Σάμουελσον ήταν πιο καλά επιπλωμένο και με καλύτερη θέρμανση απ'αυτό της Λαίδης Χόγγιν. Ο Ηρακλής Πουαρώ, κι νήθηκε με προσοχή ανάμεσα σ'ένα λαβύρινθο από κονσόλες κι αγάλματα. Κι η κυρία Σάμουελσον, ήταν πιο μεγάλη από τη Λαίδη Χόγγιν. Τα μαλλιά της ήταν ξεθαμμένα. Το πεκινουά της, τ'ονόμαζε Νάνκη Που. Αυτό παρακολουθούσε με τα κακά σφαιρικά του μά τια όλες τις κινήσεις του Πουαρώ. Η μις Κεμπλ, η συνοδός της κυρίας Σάμουελσον,
Το λιοντάρι της Νεμέας
19
αντίθετα από τη μις Κάρναμπυ, ήταν αδύνατη και λε πτοκαμωμένη. Αλλά μιλούσε πάρα πολύ γρήγορα. Κι αυτή είχε ταραχτεί πολύ από την εξαφάνιση του Νάνκη Που. -Ε ίναι απίστευτο, κύριε Πουαρώ. Αυτό δεν κράτη σε πάνω από μια στιγμή. Είμαστε στο Νανό! Μια γκουθερνάντα με ρώτησε τι ώρα είναι... Ο Πουαρώ τη διέκοψε. -Μ ια γκουθερνάντα; Μια υπηρέτρια για παιδιά; -Ναι. Μ ένα καταπληκτικό μωρό. Ένας μικρός άγ γελος. Είχε κόκκινα μάγουλα. Λένε πως στο Λονδίνο, τα παιδιά δε μεγαλώνουν καλά, αλλά... -Έ λεν! τη σταμάτησε η κ. Σάμουελσον. Η μις Κεμπλ κοκκίνισε κι η κ. Σάμουελσον αποτε λείωσε μόνη της την ιστορία, με σκληρή φωνή. - Κ ι ενώ η μις Κεμπλ - αναρωτιέμαι γιατί - ήταν σκυμμένη πάνω ο αυτό το παιδί, ένας άτιμος έκοψε το λουρί κι ο Νάνκη Που εξαφανίστηκε. -Ό λ α έγιναν τόσο γρήγορα, μουρμούρισε η μις Κεμπλ, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Γύρισα και το μι κρό αγαπημένο είχε εξαφανιστεί. Δε μου είχε μείνει παρά ένα μικρό κομμάτι από το λουρί, στο χέρι. Μή πως θα θέλατε αυτό το λουρί, κύριε Πουαρώ; -Δ ε χρειάζεται, σας ευχαριστώ! (Ο Πουαρώ, δεν είχε καμμιά διάθεση ν αρχίσει να κάνει συλλογή τέ τοιου είδους). Και αμέσως μετά, αν δεν κάνω λάθος πήρατε ένα γράμμα; Το σενάριο ήταν ακριβώς το ίδιο - το γράμμα, οι απειλές που αφορούσαν την ουρά και τ’αφτιά του Νάνκη Που. Μόνο δύο πράγματα ήταν διαφορετικά: το ποσό που ζητήθηκε — τριακόσιες λίρες — κι η διεύθυνση. Αυτή τη φορά ήταν κάποιος στρατιωτικός διοικητής Μπάκλη, στο ξενοδοχείο Χάρρινγκτον, στο 76, της οδού Κλούμελ Γκάρντενς, στο Κένσινγκτον. -Ό τα ν ο Νάνκη Που γύρισε σώος, συνέχισε η κ.
20
Αγκάθα ΚρΙστι
Σάμουελσον, πήγα εγώ η ίδια στο ξενοδοχείο αυτό κ. Πουαρώ. Τριακόσιες λίρες, είναι τριακόσιες λίρες! -Βέβαια. -Τ ο πρώτο πράγμα που αντίκρισα, όταν πήγα στο ξενοδοχείο, ήταν ο φάκελός μου, μέσα στη θήκη για το ταχυδρομείο. Περιμένοντας την ιδιοκτήτρια, τον έβαλα μέσα στην τσάντα μου. Δυστυχώς... -Δυστυχώς, δεν περιείχε τίποτε άλλο, εκτός από φύλλα άσπρου χαρτιού. -Πώς το ξέρετε; φώναξε έκπληκτη η κ. Σάμουελ σον. Ο Πουαρώ, σήκωσε τους ώμους. — Ήταν επόμενο, κυρία. Πήραν τα χρήματα πριν σας επιστρέφουν το σκυλάκι σας. Ο κλέφτης αντικα τέστησε τα χαρτονομίσματα με κομμάτια χαρτί και ξανάβαλε το φάκελο στη θέση του για να μην προσέ ξουν την εξαφάνισή του. -Κ α ι κανένας διοικητής Μπλάκλη δεν πήγε ποτέ σ’αυτό το ξενοδοχείο. Ο Πουαρώ χαμογέλασε. -Ο σύζυγός μου έγινε έξαλλος. Τον έπιασε τρε λός θυμός. — Δεν τον είχατε ενημερώσει, πριν στείλετε τα χρήματα; ρώτησε προσεχτικά, ο Πουαρώ. -Βέβαια όχι. Οι άντρες είναι τόσο παράξενοι όταν πρόκειται για χρήματα. Ο Τζάκομπ θα καλούσε την αστυνομία. Φοβόμουνα μην πάθει κάτι κακό ο Νάνκη Που. Δεν ήθελα να το ριψοκινδυνέψω. Θα μπορούσε να του συμθεί οτιδήποτε. Αναγκάστηκα να εξηγήσω όλ’αυτά στο σύζυγό μου μετά. Θα ανακάλυπτε το έλ λειμμα στο λογαριασμό μου στην Τράπεζα... Ποτέ δεν τον είδα σε τέτοια κατάσταση. Οι άντρες δε σκέφτο νται τίποτε άλλο, εκτός από τα χρήματα, κατέληξε η κ. Σάμουελσον, χαϊδεύοντας με τα φορτωμένα με δαχτυλίδια δάχτυλά της, το διαμαντένιο βραχιόλι της.
Το λιοντάρι της Νεμέας
21
5
Ο Ηρακλής Πουαρώ, πήρε τον ανελκυστήρα που τον ανέβασε στο γραφείο του σερ Τζόζεφ Χόγγιν. Ο σερ Τζόζεφ ήταν απασχολημένος αλλά θα τον δεχό ταν γρήγορα. Αν ήθελε ας περίμενε. Λίγα λεπτά αρ γότερα, μια εκθαμβωτική ξανθιά, βγήκε από το γρα φείο του, φορτωμένη με φακέλους. Βλέποντας τον κοντό άνθρωπο του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα. Ο σερ Τζόζεφ καθόταν πίσω από ένα τεράστιο γραφείο από ακαζού. Στο σαγόνι του είχε κοκκινάδια. -Καθήστε κύριε Πουαρώ. Έχετε τίποτε νέα για την υπόθεσή μου; - Η ιστορία είναι εξαιρετικά απλή. Σε κάθε περί πτωση τα χρήματα τα έστειλαν σε μια οικογενειακή πανσιόν, ή σε ξενοδοχείο μ'επιπλωμένα διαμερίσμα τα, όπου ο θυρωρός, οι ρεσεψιονίστ και οι πελάτες, παλιοί στρατιωτικοί οι περισσότεροι, μπαινόβγαιναν ελεύθερα. Δεν υπάρχει ευκολώτερο πράγμα, από το να μπεις σ’ένα απ’αυτά τα ξενοδοχεία, και να πάρεις το φάκελο που περιμένεις από τη θήκη με την αλλη λογραφία ή ν'αδειάσεις το περιεχόμενό του και να τον ξαναβάλεις στη θέση του. -Δ ε ν ξέρετε ποιός είναι ο ένοχος; — Έχω κάνει κάτι σκέψεις σχετικά μ’αυτό! Σε λίγες μέρες θα έχω καταλήξει. Ο σερ Τζόζεφ τον κύτταξε μ'έκπληξη. -Καλή δουλειά! Αν μάθετε κάτι... — θάρθω να σας δω. — Δεν υπάρχει περίπτωση να μην την τελειώσω, είπε ο Ηρακλής Πουαρώ, αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. — Είστε πολύ σίγουρος για τον εαυτό σας, απ'ότι φαίνεται, είπε γελώντας ο σερ Τζόζεφ.
Αγκάθα ΚρΙστι
22
— Απόλυτα και δίκαια. — Τέλεια. Αλλά να μην πουλάτε το δέρμα της αρ κούδας πριν τη σκοτώσετε.
6
Ο Ηρακλής Πουαρώ, καθόταν, μπροστά στην ηλε κτρική του θερμάστρα και παρατηρούσε το μηχάνημα με έκδηλη ικανοποίηση. Του άρεσαν τα καθαρά και γεωμετρικά σχήματα. -Κατάλαβες, Τζωρτζ; ρώτησε τον καμαριέρη του, που ήταν άνθρωπος της απόλυτης εμπιστοσύνης του και που μόλις του είχε δώσει ορισμένες οδηγίες. — Τέλεια, κύριε. -Πρόκειται για ένα διαμέρισμα ή ένα μικρό σπίτι. Αυτό πρέπει να θρίσκεται σε μια περιορισμένη περι φέρεια. Να περικλείεται: νότια από το πάρκο, ανατο λικά από την εκκλησία του Κένσινγκτον, δυτικά, από το Νάιτσμπριτζ και βόρεια από την οδό Φούλλαμ. -Π ολύ καλά, κύριε. -Ε ίναι μια πολύ παράξενη περίπτωση. Αυτός που διοργάνωσε όλη αυτήν την επιχείρηση διαθέτει πολύ ταλέντο. Η βεντέτα αυτής της μικρής βιομηχανίας μου φαίνεται πως βρήκε τον τρόπο να είναι αόρατη, σαν το Λιοντάρι της Νεμέας. Ναι, είναι πολύ ενδιαφέ ρον. Θα προτιμούσα να είχα να κάνω μ’ένα συμπαθέ στερο πελάτη. Γιατί, αυτός που έχω, μοιάζει, δυστυ χώς, μ ένα βιομήχανο σαπουνιών, στη Λιέγη, που είχε δηλητηριάσει τη γυναίκα του για να παντρευτεί την ξανθιά του γραμματέα. Αυτή η υπόθεση ήταν μια από τις πρώτες μου επιτυχίες. — Αυτές οι ξανθιές, κύριε, πάντοτε κάνουν κακό, είπε ο Τζωρτζ με πολλή σοβαρότητα.
Το λιοντάρι της Νεμέας
23
7
-Ορίστε, κύριε, η διεύθυνση, ανήγγειλε ο αναντι κατάστατος Τζωρτζ, τρεις μέρες μετά! Ο Ηρακλής Πουαρώ πήρε το χαρτί που του έτεινε. -Τ ην Πέμπτη, κύριε. -Δηλαδή σήμερα. Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Είκοσι λεπτά, αργότερα, ο Ηρακλής Πουαρώ, ανέ βαινε τα σκαλιά ενός κτιρίου σ'ένα μικρό, μελαγχολι κό δρόμο μιας κομψής περιοχής. Το διαμέρισμα, αριθμός δέκα, του Ρόσολμ Μάνσιον ήταν στον τρίτο και τελευταίο όροφο. Το κτίριο δεν είχε ανελκυστήρα κι η στριφογυριστή σκάλα ήταν πολύ απότομη. Ο ντέτεκτιβ σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα, στο τελευταίο σκαλί, μπροστά στην πόρτα με τον αριθμό δέκα. Την ησυχία τη διέκοψε το γάβγισμα ενός σκύλου. Ο Ηρακλής Πουαρώ χαμογέλασε και χτύπησε το κουδούνι. Τα γαβγίσματα διπλασιάστηκαν. Ακούστη καν βήματα κι η πόρτα άνοιξε... Η μις Έημυ Κάρναμπυ, οπισθοχώρησε βιαστικά, με το χέρι, πάνω στο στήθος της. -Μπορώ να μπω; ρώτησε ο Πουαρώ. Και χωρίς να περιμένει απάντηση πέρασε το κατώφλι. Μια άλλη πόρτα, δεξιά, άνοιγε σ'ένα μικρό σαλόνι. Ο ντέτεκτιβ μπήκε ακολουθούμενος από τη μις Κάρναμπυ που περπατούσε με ασταθές βήμα κι έμοιαζε να ζει ένα κακό όνειρο. Το δωμάτιο ήταν μι κρό και φορτωμένο έπιπλα. Μια πολύ ηλικιωμένη γυ ναίκα ήταν καθισμένη στον καναπέ μπροστά σε μια θερμάστρα γκαζιού. Μπαίνοντας, ο Πουαρώ, ένα πε κινουά που ήταν ξαπλωμένο πάνω στον καναπέ, πήδηξε κάτω και τον πλησίασε μ'άγριες διαθέσεις. -Ν α, λοιπόν, είπε ο Πουαρώ. Να ο κύριος δρά
24
Α γκάθα Κρίση
στης. Καλημέρα, φίλε μου. Έσκυψε κι έτεινε το χέρι του. Ο σκύλος το μύρισε. Είχε καρφωμένα τα έξυπνα μάτια του πάνω στο πρό σωπο του νεοφερμένου. — Λοιπόν, τα ξέρετε όλα, μουρμούρισε αδύναμα η μις Κάρναμπυ. -Ν αι. Γύρισε προς την καθισμένη γριά κυρία. Σί γουρα, η αδελφή σας. -Ν αι. Έμιλυ, να ο κ. Πουαρώ. -Ω , έκανε εκείνη, φοβισμένα. -Κ α ι να ο Ώγκαστ, πρόσθεσε η μις Κάρναμπυ. Το πεκινουά, την κύτταξε και κούνησε την ουρά του. Η εξέταση του χεριού του Πουαρώ φαίνεται πως τον ικανοποίησε. Ο ντέτεκτιθ πήρε, γλυκά, το σκυλί, κάθησε σε μια καρέκλα και το εγκατέστησε στα πόδια του. -Αιχμαλώτισα το Λιοντάρι της Νεμέας. Η δουλειά μου τελείωσε. — Πραγματικά τα ξέρετε όλα; ρώτησε με στεγνή φωνή η μις Κάρναμπυ. -Έ τσ ι τουλάχιστον, νομίζω. Αναπτύξατε αυτήν την «επιχείρηση» με τη βοήθεια του Ώγκαστ. Βγήκα τε με το σκύλο της προϊσταμένης σας, για τη συνηθι σμένη του βόλτα. Τον φέρατε εδώ και μετά πήρατε τον Ώγκαστ και τον πήγατε περίπατο στο πάρκο. Ο φύλακας σας είδε μένα πεκινουά, όπως σας βλέπει πάντα. Και την γκουβερνάντα αν τη συναν τούσαμε θα μπορούσε να μας βεβαιώσει, πως σας εί δε να πηγαίνετε βόλτα ένα πεκινουά. Την ώρα που της μιλούσατε, κόψατε το λουρί του Ώγκαστ, που τον έχετε εκπαιδεύσει να γυρίζει ολομόναχος στο σπίτι σας. Μερικά λεπτά αργότερα, δηλώνατε πως κάποιος σας έκλεψε το σκύλο σας. Έγινε σιωπή. Η μις Κάρναμπυ σηκώθηκε κι έκανε
Το λιοντάρι της Νεμέας
25
μια παθητική χειρονομία. -Ν αι, όλ'αυτά είναι σωστά. Εγώ...δεν έχω τίποτε να πω. Η γριά κυρία, που ήταν στον καναπέ, άρχισε να κλαίει σιγανά. -Πραγματικά, δεσποινίς, δεν έχετε τίποτε να πεί τε; -Τίποτε... Έκλεψα και μ'ανακάλυψαν. -Δ εν έχετε να προσθέσετε τίποτε για την υπερά σπισή σας; μουρμούρισε ο Πουαρώ. Τ'άσπρα μάγουλα της μις Κάρναμπυ κοκκίνισαν. -Δ ε μετανιώνω για όσα έκανα. Έχω την εντύπωση πως είστε καλός άνθρωπος, κύριε Πουαρώ. Ίσως με καταλάβετε. Ο φόβος μ’έκανε να φερθώ έτσι. - Ο φόβος; -Ναι, ξέρω πως ένας άντρας δεν είναι εύκολο να το κατανοήσει αυτό. Δεν είμαι έξυπνη, δεν έχω καμμιά ιδιαίτερη μόρφωση και γερνώ. Το μέλλον με φο βίζει. Ποτέ δεν μπόρεσα να βάλω στην άκρη ένα πο σό, γιατί πάντα ήμουν απασχολημένη με την Έμιλυ. Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να βρεθεί ένας που πραγματικά να με θέλει. Οι άνθρωποι προτι μούν τους νέους κι έξυπνους. Δεν είμαι η μόνη που βρίσκομαι σ'αυτή την κατάσταση. Ξέρω κι άλλες. Πα ραγκωνίζονται από τον κόσμο, και ζουν σ’ένα δωματιάκι, χωρίς θέρμανση. Σχεδόν δεν έχουν να φάνε και στο τέλος δεν έχουν ούτε το ενοίκιο να πληρώ σουν...Βέβαια υπάρχουν τα άσυλα, τα γηροκομεία, αλλά για να μπεις, χρειάζεσαι φίλους με μέσα κι εγώ δεν έχω. Γνωρίζω γυναίκες, που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση μαζί μου - φτωχές συνοδοί, χωρίς επάγ γελμα - άτομα αχρείαστα που γι'αυτά το μέλλον είναι σκοτεινό... Η φωνή της έσπασε. — Λοιπόν, συνέχισε ύστερα από λίγα δευτερόλε
26
Αγκάθα Κρίση
πτα, ενωθήκαμε, μερικές και χάρη στον Ώγκαστ είχα αυτήν την ιδέα. Για τους περισσότερους ανθρώπους όλα τα πεκινουά είναι ίδια, σαν τους Κινέζους. Στην πραγματικότητα αυτό είναι ηλίθιο. Αυτός που τα ξέ ρει καλά, δεν μπορεί να μπερδέψει τον Ώγκαστ, με το Σαν Τουγκ, ή το Νάνκη Που. Έπειτα είναι πολύ πιο έξυπνος και πολύ πιο όμορφος. Αλλά, για να συνεχίσω αυτό που έλεγα πριν, οι πιο πολλοί άνθρωποι δε βλέ πουν καμμιά διαφορά. Λοιπόν, καθώς πολλές πλού σιες γυναίκες διαθέτουν πεκινουά... Ο Πουαρώ έμοιαζε να διασκεδάζει. - Η μηχανή σας, θα σας έχει αποφέρει πολλά χρή ματα! Πόσα έχει το ταμείο σας; Ή μάλλον πόσες επι χειρήσεις έχετε στο ενεργητικό σας; - Ο Σαν Τουγκ ήταν η δέκατη έκτη, απάντησε με πολύ φυσικό τρόπο η μις Κάρναμπυ. Ο Ηρακλής Πουαρώ, έριξε ένα θαυμαστικό βλέμμα στη γεροντοκόρη. -Σας συγχαίρω. Η οργάνωσή σας είναι πραγματι κά αξιοθαύμαστη. Η Έμιλυ Κάρναμπυ μπήκε στη συζήτηση. - Η Έημυ ήταν πάντα καλή στην οργάνωση. Ο πα τέρας μας - ήταν εφημέριος στο Κέλλινγκτον, στο Έσσεξ, έλεγε πάντα πως η Έημυ είναι μεγαλοφυία στην κατάστρωση σχεδίων. Κατάφερνε ν'ασχοληθεί με όλα. Ο Πουαρώ υποκλίθηκε. -Δ εν αμφιβάλλω. Είστε μια εγκληματίας πρώτης τάξης, δεσποινίς. Η Έημυ Κάρναμπυ άρχισε να κλαίει. -Εγκληματίας! Θεέ μου. Είμαι σίγουρα, αλ λά...μέσα μου, εγώ η ίδια δεν ένιωσα ποτέ έτσι. -Πώς νιώθετε; -Κατά μια έννοια, έχετε δίκιο. Είμαι εκτός νόμου, αλλά πώς να σας το εξηγήσω; Οι περισσότερες γυ
Το λιοντάρι της Νεμέας
27
ναίκες στις οποίες εργαζόμαστε είναι κακές και δυ σάρεστες. Παραδείγματος χάρη η Λαίδη Χόγγιν, είναι ικανή να πει οτιδήποτε. Τις προάλλες βρήκε πως το δυναμωτικό της είχε μια πικρή γεύση και με κατηγό ρησε πως πρόσθεσα κάτι. Όλα είναι έτσι. (Η μις Κάρναμπυ κοκκίνισε). Είναι πολύ δυσάρεστο. -Καταλαβαίνω, είπε ο Πουαρώ. -Ό σ ο τις βλέπουμε να πετάνε τα χρήματα από το παράθυρο..! Είναι ντροπή. Κι ο σερ Τζόζεφ καμμιά φο ρά διηγείται το τελευταίο του «χτύπημα» που έκανε στο Σίτυ. Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά από χρηματι στήριο αλλά ξέρω πως αυτά που κάνει είναι ανέντιμα. Όλ'αυτά, κύριε Πουαρώ, μου κάνουν κακό κι όταν παίρνω λίγα χρήματα απ’αυτούς τους ανθρώπους που δεν θα τους λείψουν, και τα έχουν κερδίσει χωρίς κόπο - δεν είναι κακή πράξη. -Ο μοντέρνος Ρομπέν των Δασών! Πείτε μου, δε σποινίς, θα εκτελούσατε τις απειλές που αναφέρατε στα γράμματά σας; -Απειλές; -Ν αι. Θα κακοποιούσατε αυτά τα μικρά ζώα; -Ποτέ! Τι ντροπή. Ήταν απλώς για να γίνει πιο πειστικό το γράμμα. -Π ολύ πειστικό. Κι αυτό απέδιδε; -Α ν τύχαινε αυτό στον Ώγκαστ ξέρω πως θα αντιδρούσα. Έπειτα δεν ήθελα να το πούνε στο σύζυγό τους. Όλα πήγαιναν πολύ καλά. Εννιά φορές στις δέ κα, τα χρήματα τα έστελνε η συνοδός. Ανοίγαμε το φάκελο με ατμό κι αφού παίρναμε τα χρήματα τ'αντικαθιστούσαμε με φύλλα χαρτιού. Μιά δυό γυναίκες έστειλαν τα χρήματα μόνες. Οπότε αναγκαστήκαμε να πάμε στο ξενοδοχείο να πάρουμε το φάκελο από τη θήκη. - Κ ι η παρουσία της γκουβερνάντας; Βρισκόταν πάντα κι αυτή εκεί;
28
Α γκάβα Κρίση
-Ν αι. Είναι γνωστή η αγάπη που τρέφουν οι γε ροντοκόρες για τα μωρά. Έσκυβαν πάνω στο καρο τσάκι και θαύμαζαν το παιδί. Αυτό κανένα δεν εξέπληττε. -Είστε καλή ψυχολόγος και καταπληκτική διοργανώτρια. Επιπλέον παίζετε πολύ καλό θέατρο. Τη φορά που σας είδα στο σπίτι της Λαίδης Χόγγιν ήσα στε τέλεια. Καθόλου δεν σας υποπτεύτηκα. Μπορεί να μην είστε πολύ μορφωμένη αλλά έχετε μυαλό και πολύ κουράγιο. Η μις Κάρναμπυ δοκίμασε να χαμογελάσει. — Εντούτοις μ'ανακαλύψατε, κύριε Πουαρώ. -Μ όνο εγώ. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όταν ρώτησα την κυρία Σάμουελσον, κατάλαβα αμέσως πως η απαγωγή του Σαν Τουγκ ήταν μέρος μιας ολό κληρης σειράς. Έμαθα πως θα είχαν προσφέρει ένα πεκινουά και πως είχατε μια ανάπηρη αδελφή. Ζήτη σα από τον καμαριέρη μου (είναι καταπληκτικός) να βρει ένα μικρό διαμέρισμα που το κρατά μια ηλικιω μένη γυναίκα, που έχει ένα πεκινουά και που η αδελ φή της την επισκέφτεται μια φορά τη βδομάδα. Τίπο τε το πιο απλό. Η Έημυ Κάρναμπυ ανασηκώθηκε. -Είστε πολύ ευγενικός. Μπορώ να σας ζητήσω μια χάρη; Δεν μπορώ να γλιτώσω απ’αυτό που μου αξίζει. Θα με φυλακίσουν. Αλλά θέλω ν’αποφύγω τη δημο σιότητα. Θα ήταν πολύ λυπηρό για την Έμιλυ και για μερικούς γέρους φίλους που μας έχουν απομείνει. Δε θα μπορούσα να μπω στη φυλακή μ ένα ψεύτικο όνο μα; Είναι πολύ δύσκολο αυτό που σας ζητώ; -Νομίζω, πως θα κάνω κάτι καλύτερο για σας. Αλ λά θέλω να καταλάβετε πως η υπόθεση αυτή θα στα ματήσει. Για πάντα. -Ναι, ναι, ναι. -Κ α ι θα πρέπει να επιστρέψετε τα χρήματα στη
Το λιοντάρι της Νεμέας
29
Λαίδη Χόγγιν. Η Έημυ Κάρναμπυ, άνοιξε ένα συρτάρι του γρα φείου και γύρισε στον Πουαρώ κρατώντας ένα ποσό χρημάτων. — Επρόκειτο να τα καταθέσω σήμερα στην οργά νωση. -Ελπίζω να πείσω τον κύριο Χόγγιν να μη δώσει συνέχεια στην υπόθεση, μις Κάρναμπυ. -Ό χ ι; Η Έημυ Κάρναμπυ χτύπησε τα χέρια της. Η Έμιλυ έβγαλε μια χαρούμενη φωνή κι ο Ώγκαστ γαύγισε κουνώντας την ουρά του. — Όσο για σένα, φίλε μου, είπε ο Πουαρώ απευθυ νόμενος στο σκυλί, θα ήθελα να μου δώσεις αυτό το παλτό, που σε κάνει αόρατο, γιατί το έχω ανάγκη. Σε καμμιά περίπτωση δε σκέφτηκε κανείς, πως υπάρχει δεύτερο σκυλί. Ο Ώγκαστ διαθέτει το δέρμα του λιονταριού, που τον κάνει αόρατο. — Εξάλλου, κύριε Πουαρώ, όπως λέει η παράδοση, τα πεκινουά ήταν κάποτε λιοντάρια. Έχουν ακόμα την καρδιά τους! — Σίγουρα, ο Ώγκαστ, είναι το σκυλί που σας άφη σε η Λαίδη Χάρντενφηλντ. Μου είχαν πει πως το σκυ λί πέθανε. Μα πείτε μου, δε φοβάστε μήπως το πατή σει κανένα αυτοκίνητο, καθώς γύριζε μόνο στο σπίτι; -Ω , όχι, κύριε Πουαρώ. Τα καταφέρνει πολύ καλά παρ’όλη την κυκλοφορία. Τον εκπαίδευσα με πολλή επιμέλεια. Μάλιστα ξέρει και τους δρόμους μονής κα τεύθυνσης. -Σ'αυτή την περίπτωση είναι ανώτερος από τους περισσότερους ανθρώπους.
Α γκάθα Κρίστι
30 8
Ο σερ Τζόζεφ δέχτηκε τον Ηρακλή Πουαρώ, μέσα στο γραφείο του. -Λοιπόν, κύριε Πουαρώ. Πάντα το ίδιο ευχαριστη μένος με τον εαυτό σας; -Επιτρέψτε μου, να σας κάνω πρώτα μια ερώτηση, απάντησε ο Πουαρώ και κάθησε. Γνωρίζω τον ένοχο, έχω αρκετές αποδείξεις ώστε να τιμωρηθεί. Αλλά αν το κάνω, αμφιβάλλω αν θα πάρετε ποτέ τα χρήματά σας. -Ν α μην πάρω τα χρήματά μου! -Δ εν είμαι μέλος της αστυνομίας, συνέχισε ο Πουαρώ, και κύτταξα το δικό σας συμφέρον. Νομίζω πως θα μπορέσω να σας ξαναβρώ τις διακόσιες λίρες σας, αν δε δοθεί καμμιά συνέχεια σ’αυτήν την ιστορία. -Χεμ! Αφήστε με να σκεφτώ. -Εσείς θ'αποφασίσετε. Το φυσικό είναι, για το δη μόσιο συμφέρον, ν’αφήσετε τη δικαιοσύνη να διεκπεραιώσει αυτήν την υπόθεση. Πολλοί άνθρωποι θα αποφάσιζαν αυτό. -Η γνώμη του κόσμου! διέκοψε απότομα ο σερ Τζόζεφ, δεν αφορά τα δικά μου λεφτά! Απεχθάνομαι να μεκμεταλλεύονται. -Λοιπόν τι αποφασίζετε; -Τ α θέλω πίσω! φώναξε ο σερ Τζόζεφ χτυπώντας τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. Κανένας δεν μπορεί να μου πάρει διακόσιες λίρες. Ο Πουαρώ έβγαλε το καρνέ των επιταγών του, συμπλήρωσε ένα φύλλο και το έδωσε στον συνομιλη τή του. -Θ α ήθελα να ξέρω ποιος είναι αυτός ο παλιάν θρωπος, που... Ο Πουαρώ κούνησε το κεφάλι του. -Α ν πάρετε την επιταγή δεν θα κάνετε καμμιά ερώτηση.
Το λιοντάρι της Νεμέας
31
Ο σερ Τζόζεφ πήρε την επιταγή και την έθαλε στην τσέπη του. — Τέλος πάντων, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα. Επιτέλους πήρα τα χρήματά μου πίσω. Ποιά είναι η αμοιβή σας, κύριε Πουαρώ; -Λίγα πράγματα. Όπως σας έχω ήδη πει, η περί πτωση ήταν ασήμαντη. Εντούτοις σε όλες οι υποθέ σεις τις οποίες αναλαμβάνω υπάρχουν εγκλήματα. — Αυτό πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρον! είπε ο σερ Τζόζεφ. -Καμμιά φορά. Εξάλλου μου θυμίζετε πάρα πολύ, έναν άνθρωπο, του οποίου την υπόθεση είχα αναλάθει πριν πολλά χρόνια στο Βέλγιο. Έναν πολύ πλού σιο θιομήχανο σαπουνιών. Δηλητηρίασε τη γυναίκα του για να μπορέσει να παντρευτεί τη γραμματέα του... Ναι. Η ομοιότητα είναι συγκλονιστική, δεν είναι; Τα χείλια του σερ Τζόζεφ απέκτησαν ένα παράξε νο μπλε χρώμα. Τα μάγουλά του έχασαν τελείως το χρώμα τους και τα μάτια του που κυττούσαν επίμονα τον Πουαρώ, έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Απότομα, με χέρι που έτρεμε, έβγαλε από την τσέπη του την επιταγή και την έκοψε σε άπειρα μικρά κομμάτια. -Ορίστε, αυτό τα ρυθμίζει όλα. Ας πούμε πως αυ τό είναι η αμοιβή σας. -Μ α σταθείτε, κύριε, ποτέ δε θα ζητούσα τόσα. -Κρατήστε τα όλα! -Σ'αυτήν την περίπτωση, θα κάνω κι εγώ μια δω ρεά...Νομίζω, πως δε χρειάζεται να σας υπενθυμίσω, πως στην περίπτωσή σας, πρέπει να φανείτε πολύ προσεχτικός, δεν είναι; -Δ εν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Θα προσέχω. «Άρα είχα δίκιο» μουρμούρισε ο Ηρακλής Πουα ρώ, κατεβαίνοντας τα σκαλιά.
Αγκάθα Κρίστι
32
9
Η Λαίδη Χόγγιν φλυαρούσε με το σύζυγό της. — Είναι περίεργο, αλλά το δυναμωτικό μου δεν έχει πια την ίδια γεύση. Δεν έχει εκείνη την πικρή γεύση που μου ήταν τόσο δυσάρεστη πριν...Αναρω τιέμαι γιατί. -Φταίνε οι φαρμακοποιοί. Είναι ανίκανοι να κά νουν δυό φορές το ίδιο πράγμα. -Ίσω ς, είπε η λαίδη Χόγγιν. Αυτός ο άνθρωπος που ασχολήθηκε με την υπόθεση του Σαν Τουγκ έβγαλε κανένα συμπέρασμα; -Ναι. Μου επέστρεψε τα χρήματα. -Ποιος ήταν ο ένοχος; -Ε ίναι παράξενος, αυτός ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος, δεν είναι; Ο σερ Τζόζεφ ανατρίχιασε κι έριξε πίσω ένα φοβι σμένο βλέμμα. Ένιωθε την παρουσία του αόρατου Ηρακλή Πουαρώ, πίσω από το δεξιό του ώμο. Σίγουρα αυτή η παρουσία δε θα τον εγκατέλειπε ποτέ. -Διαβολικός τύπος, είπε και μετά σκέφτηκε: «Όσο για τη Γκρέτα, ας πάει να πνιγεί. Δεν πρό κειται να ριψοκινδυνέψω το τομάρι μου για μια ξανθιά με πλατινένια μαλλιά!»
10
-Ω ! Η Έημυ Κάρναμπυ, κοίταξε την επιταγή των διακοσίων λιρών, χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Έμιλυ! Έμιλυ! φώναξε. Αγαπητή μις Κάρναμπυ
33
Το λιοντάρι της Νεμέας
Επιτρέψτε μου να συμμετάσχω κι εγώ στην οργάνωσή σας, πριν πάψει, να λειτουργεί.
Με τιμή Ηρακλής Πουαρώ -Έ η μυ! Είχαμε τρελή τύχη. Σκέψου σε τι κατά σταση θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε αυτή τη στιγ μή! -Η φυλακή...για να μην πω τίποτε χειρότερο, μουρμούρισε η Έημυ. Αλλά ο κίνδυνος πέρασε. Όλα τελείωσαν. Έτσι δεν είναι Ώγκαστ; Τέρμα οι περίπα τοι στο πάρκο με τη μαμά ή με μια από τις φίλες της. Δε θα ξανακόψουμε το λουρί... Μια σκιά πέρασε από τα μάτια της...
34
Αγκάθα Κρίστι
Η ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ 1
Ο Ηρακλής Πουαρώ, έριξε ένα ενθαρρυντικό βλέμμα στον άνθρωπο που καθόταν απέναντι του. Ο γιατρός Τσάρλς Όλντφηλντ ήταν περίπου σαράντα χρονών. Τα μαλλιά του άρχισαν να γκριζάρουν στους κροτάφους και τα γαλανά του μάτια, εί χαν μια ανήσυχη έκφραση. Διέκοπτε τις φράσεις του στη μέση, δίσταζε, έδει χνε πως δυσκολευόταν πολύ να εξηγήσει την αιτία της επίσκεψής του. -Ή ρ θ α να οας δω, κύριε Πουαρώ, ξανάρχισε, για να σας ζητήσω κάτι. Και, τώρα, που βρίσκομαι εδώ, επιθυμώ να τα εγκαταλείψω όλα, γιατί αναλογίζομαι, πως πρόκειται για ένα από κείνα τα πράγματα, για τα οποία, κανείς, δεν μπορεί να κάνει τίποτε. - Κ ι αν αφήνατε εμένα να κρίνω; μουρμούρισε ο Πουαρώ. -Δ εν ξέρω, αλλά μου φαίνεται πως, ίσως... — Ίσως, μπορώ να σας βοηθήσω, συμπλήρωσε ο ντέτεκτιβ. Ε, λοιπόν, πείτε μου, το πρόβλημά σας. Ο Όλντφηλντ, ανακάθησε κι ο Πουαρώ παρατήρη σε για μια ακόμη φορά πόσο καταβεβλημένη ήταν η όψη του. -Καταλάθετέ με, είπε ο γιατρός, με μια χροιά απογοήτευσης στη φωνή του, δε θα με βοηθούσε σε τίποτε το να πάω να βρω την αστυνομία...Εκείνη...δε θα μπορούσε να κάνει τίποτε. Κι εντούτοις...καθημε
ΗΛερναία Ύδρα
35
ρινά χειροτερεύει. Δεν... δεν ξέρω τι να κάνω... — Και τι είναι αυτό που καθημερινά χειροτερεύει; - Ο ι θόρυβοι..,Ω, είναι πολύ απλό! Η γυναίκα μου, πέθανε πριν ένα χρόνο περίπου. Ήταν άρρωστη για πολλά χρόνια. Και λένε...όλος ο κόσμος λέει πως εγώ τη σκότωσα...πως τη δηλητηρίασα! -Α ! Και είναι αλήθεια; Ο γιατρός πετάχτηκε όρθιος. -Κύριε Πουαρώ! -Ηρεμήστε και ξανακαθήστε. Παραδεχόμαστε λοιπόν πως δεν δηλητηριάσατε τη γυναίκα σας. Αλλά φαντάζομαι πως το ιατρείο σας βρίσκεται στην εξοχή. — Ναι, στο Μπέρκσαίρ. Στο Μάρκετ Λονγκμπόροου. Οι άνθρωποι εκεί είναι φλύαροι, από καιρό το είχα καταλάβει, αλλά ποτέ δε φαντάστηκα πως οι φλυαρίες θα έπαιρναν τέτοιες διαστάσεις. Μετακίνησε την καρέκλα του, πιο κοντά στο γρα φείο. — Δεν έχετε, ιδέα, κύριε, τι πέρασα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Παρατήρησα πως οι άνθρωποι έδει χναν λιγότερο συμπαθητικοί. Έδειχναν να με απο φεύγουν... νόμιζα πως αυτό οφειλόταν στο πρόσφατο πένθος μου. Μετά, όμως, αυτό χειροτέρευε. Στο δρόμο οι άνθρωποι άλλαζαν πεζοδρόμιο για να με αποφύγουν. Η πελατεία μου άρχισε να λιγοστεύει. Ό που πηγαίνω, αμέσως ο τόνος της φωνής του κόσμου κατεβαίνει. Μ’εξετάζουν με την άκρη του ματιού τους, και νομίζω πως με κατηγορούν πίσω από την πλάτη μου. Έλαβα και γράμματα...φριχτά! Για μια στιγμή σταμάτησε. -Και...και δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν έχω καμμιά ιδέα. Πώς να αμυνθώ σόλα αυτά τα ψέματα και τις υποψίες. Πώς ν'αρνηθώ μια κατηγορία, όταν δε μου την καταλογίζουν απ'ευθείας. Αργά - αργά καταστρέφομαι. Χωρίς οίκτο.
36
Αγκάθα Κρίστι
Ο Πουαρώ σήκωσε το κεφάλι του, σκεφτικός. -Ν αι, είπε, Οι φήμες είναι σαν τη Λερναία Ύδρα. Είναι αδύνατο να την καταστρέφεις. Αν της κόψεις ένα κεφάλι, στη θέση του θα φυτρώσουν δύο. -Ακριβώς, συγκατένευσε ο δόκτορ Όλντφηλντ. Δεν μπορώ πια, να κάνω τίποτε, απολύτως τίποτε! Ήρθα να σας βρω σαν τελευταία ελπίδα... αλλά ούτε για μια στιγμή, δεν πίστεψα πως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε. Για ένα δύο λεπτά, ο Ηρακλής Πουαρώ δε μίλησε. — Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Το πρόβλημά σας μ’ενδιαφέρει γιατρέ. Θέλω να καταστρέψω αυτό το πολυ κέφαλο τέρας. Αλλά, πριν απ' όλα, θέλω να μου εξη γήσετε τι είναι αυτό που έγινε αιτία να ειπωθούν όλες αυτές οι κακοήθεις φλυαρίες. Είπατε πως η γυναίκα σας πέθανε πριν από ένα χρόνο. Από τι πέθανε; -Α πό έλκος στο στομάχι. -Έ γινε αυτοψία; -Ό χ ι. Από πολύ καιρό υπέφερε από γαστρικές ανωμαλίες. Ο Πουαρώ σήκωσε το κεφάλι του. — Ναι, τα συμπτώματα μιας γαστρικής φλεγμονής και της δηλητηρίασης από αρσενικό μοιάζουν πολύ. Σήμερα όλος ο κόσμος το ξέρει αυτό. Τα τελευταία δέκα χρόνια, μίλησαν, για τέσσερεις περιπτώσεις δο λοφονιών, που τα θύματα τα έθαψαν, χωρίς καμμιά υπόνοια, με πιστοποιητικό θανάτου που έγραφε για γαστρικές διαταραχές. Η γυναίκα σας ήταν πιο νέα ή πιο μεγάλη από σας; -Ή τα ν πέντε χρόνια μεγαλύτερη μου. -Πόσο καιρό ήσαστε παντρεμένοι; -Δ έκα πέντε χρόνια. -Ε ίχε καμμιά περιουσία; -Ναι. Άφησε, τριάντα χιλιάδες λίρες, περίπου. -Καλό ποσό. Περιήλθαν σ’εσάς;
ΗΛερναία Ύδρα
37
-Ναι. -Ο ι σχέσεις σας με τη γυναίκα σας ήταν καλές; -Βέθαια. - Ό χ ι καβγάδες; Όχι σκηνές; -Ε , καλά. (Ο Τσαρλς Όλντφηλντ δίστασε για λί γο). Η γυναίκα μου είχε αυτό που λένε δύσκολο χαρα κτήρα. Ήταν άρρωστη, την απασχολούσε πολύ η υγεία της και ήταν πολύ δύσκολο να ικανοποιήσει κα νείς τις απαιτήσεις της. Υπήρχαν μέρες, που τίποτε απ'ό,τι έκανα δεν της άρεσε. -Ναι, είπε ο Πουαρώ, το ξέρω αυτό το είδος. Σί γουρα θα γκρίνιαζε πως ήταν παραμελημένη.,.πως ο άντρας της θα γινόταν ευτυχισμένος αν εκείνη πέθαινε. Το πρόσωπο του γιατρού, έδειχνε πως ο Πουαρώ είχε δίκιο. -Ακριβώς έτσι ήταν, είπε και χαμογέλασε πικρά. -Ε ίχε καμμιά νοσοκόμα που την πρόσεχε; Ή καμμιά συνοδό, ή αφοσιωμένη καμαριέρα; -Μ ια νοσοκόμα - συνοδό! Μια έξυπνη και ικανή γυναίκα. Αληθινά δεν πιστεύω πως θα φλυαρούσε. -Ο καλός Θεός, έδωσε και σ’αυτό το είδος γυναι κών, μια γλώσσα όπως έδωσε και σ'όλες τις άλλες. Και δεν τη χρησιμοποιούν πάντα με φρόνηση. Είμαι πε πεισμένος πως η νοσοκόμα μίλησε, η υπηρέτρια μίλη σε κι όλος ο κόσμος μίλησε! Έχετε το υλικό που χρειάζεται για να ξεσπάσει ένα υπέροχο σκάνδαλο σ ένα χωριό. Και τώρα ακόμα μια ερώτηση. Ποιά είναι η γυναίκα; -Δ ε σας καταλαβαίνω, απάντησε ζωηρά ο Ό λ ντφηλντ. -Μ α, ναι, επέμεινε ο Πουαρώ, γλυκά. Σας ρωτώ ποιά είναι η γυναίκα με την οποία ένωσαν τ’όνομά σας. Ο γιατρός σηκώθηκε με το πρόσωπο αυστηρό και
38
Αγκάβα Κρίση
παγερό ύφος. -Δ ε ν υπάρχει γυναίκα σ’αυτήν την ιστορία! Λυ πάμαι πολύ, κύριε Πουαρώ, που σας έκανα να χάσετε το χρόνο σας. Ύστερα κατευθύνθηκε προς την πόρτα. - Κ ι εγώ λυπάμαι, είπε ο ντέτεκτιθ. Η περίπτωση σας μ'ενδιαφέρει. Θα ήθελα να σας βοηθήσω. Αλλά δε μπορώ να το κάνω, πριν μάθω ολόκληρη την αλήθεια. -Σας την είπα. -Ό χι... Ο γιατρός σταμάτησε, έκανε στροφή. — Αλλά γιατί επιμένετε πως υπάρχει μια γυναίκα σ’αυτήν την ιστορία; — Αγαπητέ μου, γιατρέ! Νομίζετε πως αγνοώ τη γυναικεία νοοτροπία; Όλες αυτές οι φλυαρίες στα χωριά, βασίζονται, πάντα, χωρίς καμμιά εξαίρεση, στις σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Αν ένας άντρας δηλητηριάσει τη γυναίκα του για να πάει να εξερευνήσει το βόρειο πόλο ή για να ζήσει μια μοναχική, εργένικη ζωή, αυτό πιστέψτε με, δεν ενδια φέρει και δεν απασχολεί ούτε για μια στιγμή τους γείτονες! Αλλά αν υποψιαστούν πως το έγκλημα έγινε για να μπορέσει ο άντρας να παντρευτεί μια άλλη γυ ναίκα, τότε είναι που οι φλυαρίες δίνουν και παίρ νουν. Αυτό είναι στοιχειώδης ψυχολογία. -Δ εν είμαι υπεύθυνος για όσα λέει μια βρώμικη ομάδα κουτσομπόληδων! διαμαρτυρήθηκε ο γιατρός. -Κ α ι βέβαια όχι! Αλλά σίγουρα μπορείτε να γυρί σετε και να ξανακαθήσετε στο κάθισμά σας για ν'απαντήσετε στις ερωτήσεις μου. Αργά και σχεδόν με μισή καρδιά, ο γιατρός κάθησε. -Φαντάζομαι, άρχισε και κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών του, πως μίλησαν για την μις Μόνκρηφ. Η Τζόαν Μόνκρηφ είναι συνεργάτριά μου, μια πολύ κα-
Η Λερναία Ύδρα
39
θώς πρέπει κοπέλα. -Πόσο καιρό εργάζεται μαζί σας; — Τρία χρόνια. -Η γυναίκα σας την αγαπούσε; -Ε , όχι, πολύ. -Ζήλευε; -Ή τα ν γελοίο. Ο Πουαρώ χαμογέλασε. — Η ζήλεια των παντρεμένων γυναικών είναι παροιμιώδης. Αλλά αφήστε με να σας πω κάτι. Όσο πα ράλογη, όσο φανταστική κι αν φαίνεται η ζήλεια, σχε δόν πάντα βασίζεται στην πραγματικότητα. Λένε πως ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, δεν είναι; Το ίδιο συμβαί νει και μ'έναν ζηλιάρη σύζυγο. -Αυτό δεν ευσταθεί, απάντησε ο γιατρός. Ποτέ δεν απηύθυνα μια λέξη στην Τζόαν Μόνκρηφ, που να μην μπορεί να την ακούσει η γυναίκα μου. -Ε ίναι πολύ πιθανό. Αλλά αυτό δεν αλλάζει αυτό που είπα. Είμαι έτοιμος, γιατρέ, να κάνω, ό,τι είναι δυ νατό για σας, αλλά πρέπει να είστε ειλικρινής απέναν τι μου. Είναι αλήθεια, δεν είναι, πως είχατε πάψει να ενδιαφέρεστε για τη γυναίκα σας, πολύ καιρό πριν το θάνατό της; Ο Όλντφηλντ δεν απάντησε αμέσως. -Αυτή η ιστορία με σκοτώνει, είπε τελικά. Πρέπει να ελπίζω. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έχω την εντύπωση πως κάτι μπορείτε να κάνετε για μένα. Θέλω να είμαι τίμιος μαζί σας, κύριε Πουαρώ. Πιστεύω, πως ήμουν ένας καλός σύζυγος για τη γυναίκα μου, αλλά, ποτέ δεν την αγάπησα πραγματικά. -Κ ι αυτό το όμορφο κορίτσι, η Τζόαν; -Α ν δεν υπήρχαν αυτές οι τρομερές διαδόσεις, θα της είχα ζητήσει να με παντρευτεί. — Α!, να λοιπόν που λέτε τα πράγματα όπως είναι, είπε ο Πουαρώ κι ακούμπησε στην πλάτη του καθί-
Αγκάβα Κρίστι
40
σματός του. Να θυμάστε ένα πράγμα: θα βρω την αλήθεια. -Δ ε με φοβίζει! απάντησε ο Όλντψηλντ. (Δίστασε για λίγο πριν συνεχίσει). Σκάφτηκα να κάνω μήνυση για συκοφαντία. Καμμιά φορά, λέω πως αν πιέσω κά ποιον να με κατηγορήσει ανοιχτά...θα μπορέσω ν’αμυνθώ.,.και μετά σκέφτομαι πως αυτό θα χειροτερέ ψει την κατάσταση, πως οι άνθρωποι θα πουν: Δεν μπόρεσαν ν'αποδείξουν τίποτε, αλλά ποτέ δεν υπάρ χει καπνός χωρίς φωτιά. Σήκωσε τα σοβαρά του μάτια. — Πείτε μου, ειλικρινά κύριε Πουαρώ, υπάρχει τρόπος να βγω απ'αυτόν τον εφιάλτη; -Πάντα υπάρχει ένας τρόπος, απάντησε ο ντέτεκτιβ.
2
-Έ λα , Τζωρτζ, φεύγουμε για την εξοχή, είπε ο Ηρακλής Πουαρώ στον καμαριέρη του. -Αλήθεια, κύριε, -Ναι. Ο σκοπός του ταξιδιού είναι να καταστρέ φουμε το τέρας με τα εννιά κεφάλια. -Α ! ναι, κύριε; Ένα τέρας σαν αυτό του Λοχ Νες; -Λιγότερο χειροπιαστό. Δεν μιλώ για ένα ζώο με σάρκα και οστά, Τζωρτζ. -Ομολογώ, κύριε, πως δεν καταλαβαίνω. -Θ α προτιμούσα να είχα να κάνω μ ένα ζώο. Γιατί τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο από το ν'ανακαλύψεις από ποιόν ξεκινά μια φήμη. Ο Ηρακλής Πουαρώ, προτίμησε να μη μείνει στο σπίτι του γιατρού Όλντφηλντ. Εγκαταστάθηκε στο πανδοχείο του χωριού και την επομένη το πρωί, συνά ντησε για πρώτη φορά την Τζόαν Μόνκρηφ
Η Λερναία Ύδρα
41
Ήταν μια ψηλή κοπέλα με χαλκόξανθα μαλλιά και ήρεμα γαλανά μάτια. - Έτσι, λοιπόν, ο γιατρός Όλντφηλντ ήρθε να σας βρει. Το ήξερα πως το σκεφτόταν. Είχε μιλήσει χωρίς ενθουσιασμό. -Δ εν εγκρίνετε τη χειρονομία του; ρώτησε ο Πουαρώ. Τον κύτταξε ίσια μέσα στα μάτια. -Κ αι τι μπορείτε να κάνετε; είπε με παγερό ύφος. -Πρέπει να υπάρχει ένας τρόπος να μπορείς να γίνεις κύριος της κατάστασης, είπε ήρεμα ο Πουαρώ. -Ποιος; Έχετε την πρόθεση να πάτε να βρείτε όλες αυτές τις γριές κουρούνες και να τους πείτε: *<Σας παρακαλώ, σταματήστε να μιλάτε όπως μιλάτε. Αυτό κάνει πολύ κακό στον κακόμοιρο το γιατρό Όλ ντφηλντ.» Και θα σας απαντήσουν όλες: «Φυσικά πο τέ δεν πίστεψα σ'αυτήν την ιστορία!». Κι αυτό είναι χειρότερο! Δεν λένε: «Σκεφτήκατε ποτέ,, αγαπητή φίλη, πως ο θάνατος της κυρίας Όλντφηλντ δεν ήταν ακριβώς αυτός που φαίνεται;»Όχι, θα κουτσομπο λεύουν: «Βέβαια, δεν πιστεύω ούτε μια λέξη απ'αυτήν την ιστορία, του γιατρού Όλντφηλντ και της γυ ναίκας του. Είμαι πεπεισμένη πως ποτέ δεν έκανε κά τι παρόμοιο! Αλλά πρέπει ν'αναγνωρίσω πως την πα ραμελούσε λίγο και δεν είναι φρόνιμο να έχει ένα τό σο νέο κορίτσι μέσα στο ιατρείο του...Ούτε για μια στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ πως υπήρχε κάτι το επι λήψιμο μεταξύ τους. Ω! όχι, είμαι σίγουρη πως όλα είναι για το καλό...» Το πρόσωπο της νέας κοπέλας είχε κοκκινίσει, η αναπνοή της ακουγόταν. -Δείχνετε πως ξέρετε πολύ καλά τι λένε, παρα τήρησε ο Ηρακλής Πουαρώ. -Ω ! Ναι, το ξέρω, απάντησε με πικρό ύφος. -Κ α ι Ποιά λύοη, προτείνετε;
42
Αγκάθα Κρίστι
-Τ ο καλύτερο που έχει να κάνει είναι να πουλήσει το ιατρείο του και ν αρχίσει κάπου αλλού. -Δ ε φοβάοτε μήπως τον ακολουθήσει η ιστορία αυτή; Το νέο κορίτσι, σήκωσε τους ώμους του. -Αξίζει να το ριψοκινδυνέψει. Ο Πουαρώ, δε μίλησε για λίγο. Ύστερα: -Δεσποινίς, έχετε υπ όψη σας να παντρευτείτε το γιατρό; Δεν έδειξε καμμιά έκπληξη. -Δ ε μου το ζήτησε. -Γιατί; -Τ ο ν εμπόδισα. -Α , Τι χαρά είναι για μένα να συναντώ κάποιον τόσο ειλικρινή! -Ω ! Θα είμαι όσο θέλετε. Όταν κατάλαβα τι διηγόταν ο κόσμος, δηλαδή πως ο Τσαρλς απαλλάχτηκε από τη γυναίκα του για να μπορέσει να με παντρευτεί, σκέφτηκα πως αν παντρευόμαστε θα ρίχναμε λάδι στη φωτιά. Είχα την ελπίδα, πως αν δεν υπήρχε θέμα γάμου, σιγά σιγά οι γελοίες αυτές φλυαρίες θα στα ματούσαν. -Αυτό δε βοήθησε σε τίποτε; -Ό χ ι. — Δεν σας φαίνεται λίγο παράξενο; -Εδώ δεν έχουν πολλά πράγματα για να ψυχαγω γηθούν! απάντησε η κοπέλα. — Επιθυμείτε να παντρευτείτε το γιατρό Τσαρλς Όλντφηλντ; — Ναι. Το επιθυμώ, σχεδόν, από την πρώτη στιγμή που τον είδα. — Τότε λοιπόν, ο θάνατος της γυναίκας του ήταν ευπρόσδεκτος; — Η κυρία Όλντφηλντ ήταν μια μισητή γυναίκα. Ενθουσιάστηκα όταν έμαθα πως πέθανε.
Η Λερναία Ύδρα
43
-Πραγματικά, επιβεβαίωσε ο Πουαρώ. Είστε ειλι κρινής! Του χαμογέλασε. -Μ πορώ να σας προτείνω κάτι; -Σας παρακαλώ. -Δ ε ν πρέπει να διστάζετε στην επιλογή των τρό πων...Προτείνω έναν - εσείς, ίσως, μπορείτε να γρά ψετε στο Υπουργείο Εσωτερικών. -Μ α τι θέλετε να πείτε; -Π ολύ απλά, πως ο καλύτερος τρόπος να βάλου με τέλος σ'αυτήν την ιστορία, είναι να γίνει εκταφή του πτώματος, ώστε να γίνει αυτοψία. Η Τζόαν έκανε ένα βήμα πίσω. Άνοιξε το στόμα της κι ύστερα το ξανάκλεισε. -Λοιπόν, δεσποινίς; επέμεινε ο Πουαρώ χωρίς να πάψει να την κυττάζει. -Δ ε συμφωνώ μαζί σας. -Γιατί; Μια γνωμάτευση πως ο θάνατος ήταν φυ σιολογικός, θα κάνει όλο τον κόσμο να σωπάσει. -Α ν γίνει τέτοια γνωμάτευση, ναι. -Αναλογίζεστε τι είπατε, δεσποινίς; -Βέβαια, ναι. Σκέφτεστε τη δηλητηρίαση με αρ σενικό...Μπορούν ν αποδείξουν πως δε δηλητηριά στηκε μ'αυτόν τον τρόπο. Υπάρχουν άλλα δηλητή ρια...Αλκαλοειδή φυτά! Μετά απ'ένα χρόνο, αμφιβάλ λω αν θα τα βρουν, ακόμα κι αν δόθηκαν. Και γνωρίζω τους χημικούς του κράτους. Μπορούν, πολύ καλά, χωρίς να εκτεθούν, να δηλώσουν πως τίποτε δε δεί χνει από τι προκλήθηκε ο θάνατος...κι οι γλώσσες θα ξαναρχίσουν... -Ποιος, είναι κατά τη γνώμη σας ο πιο φλύαρος του χωριού; Η κοπέλα σκέφτηκε για λίγο. -Νομίζω πως η χειρότερη απ'όλες είναι η γριά μις Λάδεραν, είπε τελικά.
Αγκάθα Κρίση
44
-Α ! Μήπως είναι εύκολο να με συστήσετε σ'αυτή τη δεσποινίδα... και να φανεί τυχαίο; -Τ ο πιο εύκολο πράγμα. Αυτή την πρωινή ώρα, όλες οι γριές κουρούνες, κάνουν τις κούρσες τους. Μας αρκεί να κατεθούμε στον κεντρικό δρόμο. Όπως το είχε πει η νέα, αυτό δεν παρουσίασε καμμιά δυσκολία. Σταμάτησε ξαφνικό, μπροστά στο ταχυδρομείο, για να χαιρετήσει μια μεσόκοπη γυναί κα, ψηλή και με μεγάλη μύτη. -Καλημέρα, Τζόαν. Τι όμορφη μέρα που είναι! Μιλώντας, έριχνε βλέμματα στο συνοδό της κο πέλας. — Μου επιτρέπετε να σας συστήσω τον κ. Πουαρώ που είναι εδώ για λίγες μέρες;
3
Μ'ένα μπισκότο στο χέρι, κι ένα φλιντζάνι τσάι να ισορροπεί πάνω στο γόνατό του, ο Ηρακλής Πουαρώ πήρε το θάρρος να κάνει εκμυστηρεύσεις στην οικοδέσποινά του. Η μις Λάδεραν ήταν πολύ καλή, ώστε να τον καλέσει να πάρουν μαζί το τσάι κι έκανε ό,τι μπορούσε για ν'ανακαλύψει την αιτία του ερχο μού, αυτού του παράξενου ξένου ανθρώπου, στην κοινότητά τους. Ο Πουαρώ, φρόντιζε να της μιλά με τέτοιο τρόπο, ώστε να της διεγείρει την περιέργεια και να της εξά πτει τη φαντασία. Έπειτα όταν έκρινε πως ήρθε η κα τάλληλη στιγμή, κι ο καρπός ωρίμασε, έσκυψε προς τη μεριά της. -Α ! Δεσποινίς, ομολογώ πως είστε πολύ επιδέξια. Όπως βλέπω μου εκμαιεύσατε το μυστικό μου. Είμαι εδώ με εντολή του Υπουργείου Εσωτερικών. Μα σας παρακαλώ - χαμήλωσε τη φωνή του - κρατήστε το
ΗΛερναία Ύδρα
45
αυτό για τον εαυτό σας\ -Αλλά, να! φώναξε η μις Λάδεραν, κατενθουσιασμένη. Το Υπουργείο Εσωτερικών;...Θέλετε να πείτε ότι... ω, όχι! Όχι, η κακομοίρα η κυρία Όλντφηλντ; Ο Πουαρώ κούνησε πολλές φορές το κεφάλι του αργά. -Ε , καλά! Κι η γεροντοκόρη κατάφερε να θάλει μέσα σ’αυτή την λέξη ένα πλήθος από διαφορετικά συναισθήματα. -Η υπόθεση είναι πολύ λεπτή, καταλαβαίνετε, επέμεινε ο Πουαρώ. Είμαι επιφορτισμένος ναναφέρω αν τα γεγονότα δικαιολογούν την εκταφή. Η μις Λάδεραν, έθαλε μια φωνή. -Ν α βγάλουν από τον τάφο αυτήν την κακομοίρα! Μα είναι τρομερό. Ακούγοντάς την, να λέει αυτό, πιο πολύ θα κατα λάβαινε κανείς πως έλεγε: ·>Μα είναι υπέροχο!» - Κ ι εσείς, δεσποινίς, τι γνώμη έχετε; -Ω , σίγουρα μίλησαν πολύ. Αλλά ποτέ δεν προσέ χω τις φλυαρίες. Λένε τόσα γελοία πράγματα. Αυτό όμως που δεν αμφισβητεί κανείς είναι πως ο δόκτορ Όλνφηλντ είχε μια πολύ παράξενη συμπεριφορά, αλ λά όπως δεν έπαψα να επαναλαμβάνω, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν αυτό οφείλεται σε τύψεις συ νείδησης. Μπορεί να είναι μόνο από θλίψη. Όχι, δη λαδή πως αυτός και η γυναίκα του είχαν τόσο θαυμά σιες σχέσεις. Αυτό το ξέρω, από πρώτο χέρι, μάλιστα. Από τη νοσοκόμα που περιποιήθηκε την κακομοίρα κ. Όλντφηλντ για τρία ή τέσσερα χρόνια, μέχρι το τέ λος. Πάντα είχα την εντύπωση πως αυτή η μις Χάρρισον υποψιαζόταν κάτι. Όχι πως είπε ποτέ τίποτε σχε τικό. Αλλά μπορούμε να συμπεράνουμε πολλά από την συμπεριφορά κάποιου! -Υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα στα οποία μπο ρείς να βασιστείς, είπε ο Πουαρώ.
46
Αγκάθα Κρίστι
-Ναι, το ξέρω, αλλά αν γίνει εκταφή του σώματος, τότε θα ξέρουμε. Υπήρχαν κι άλλες φορές, παρό μοιες περιπτώσεις, συνέχισε η μις Λάδεραν. Για πα ράδειγμα, ο Άμστρογκ, και αυτή η άλλη...δε θυμάμαι τ’όνομά της. Κι ύστερα, ο Κρίππεν, βέβαια. Πάντα αναρωτιόμουνα αν η Έθελ Λε Νεθ ήταν ανακατεμένη στην υπόθεση. Η Τζόαν Μόνκρηφ, είναι ένα χαριτω μένο νέο κορίτσι, είμαι σίγουρη... Ποτέ δε θα μπο ρούσα να πω πως τον παρακίνησε... Αλλά οι άντρες χάνουν γρήγορα το μυαλό τους όταν πρόκειται για μιά νέα. Κι ήταν πάντα μαζί. Ο Πουαρώ δε μιλούσε. Κύτταζε τη γεροντοκόρη με μια έκφραση αθώου ενδιαφέροντος και περίμενε μια νέα έκρηξη φλυαρίας. -... Και, βέβαια, με μια αυτοψία... Κι οι υπηρέ τριες... που τόσα πολλά γνωρίζουν. Την Μπέατρις των Όλντφηλντ την έδιωξαν σχεδόν αμέσως μετά την κη δεία. Και πάντα αναρωτιόμουνα γιατί... Είναι παράξε νο, ιδιαίτερα στις μέρες μας που είναι τόσο δύσκολο να βρεις μια υπηρέτρια. Είναι να πιστέψει κανείς πως ο γιατρός Όλντφηλντ φοβήθηκε μήπως εκείνη ήξερε κάτι. Η μις Λάδεραν κούνησε το κεφάλι της. — ... Ω, Θεέ μου! είπε, και να σκεφτεί κανείς πως το μικρό μας χωριό, έγινε το επίκεντρο των εφημερίδων κι όλη αυτή η δημοσιότητα! -Αυτό σας φοβίζει; — Λίγο, είμαι ξέρετε παλιομοδίτισσα. - Κ ι όπως είπατε, ίσως να μην είναι τίποτε άλλο παρά σκέτες φλυαρίες! — Ειλικρινά, δεν μπορώ να το βεβαιώσω αυτό. Βλέπετε δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. -Τ ο ίδιο, ακριβώς, λέω, είπε ο Πουαρώ και σηκώ θηκε. Μπορώ να βασιστώ στη διακριτικότητά σας, δε σποινίς;
Η Λερναία Ύδρα
47
-Ω , μα βέβαια! Δε θα πω λέξη σε κανέναν. Ο μικροσκοπικός ντέτεκτιθ χαμογέλασε και βγή κε. Η Γκλάντις, η μικρή υπηρέτρια της μις Λάδεραν, τον περίμενε στο χολ κρατώντας το καπέλο του και το παλτό του. -Βρίσκομαι εδώ για να κάνω έρευνες, γύρω από το θάνατο της κυρίας Όλντφηλντ, της εμπιστεύτηκε ο Πουαρώ. Μα θα σου ήμουν ευγνώμων αν αυτό δεν το έλεγες σε κανένα. -Ω , κύριε! Λοιπόν αυτός ο γιατρός το έκανε; -Τ ο πιστεύεις πολύ καιρό αυτό; -Αλλά κύριε, δεν είμαι εγώ. Είναι η Μπέατρις. Ή ταν εκεί όταν πέθανε η κ. Όλντφηλντ. -Κ α ι κατά τη γνώμη της, επέμεινε ο Πουαρώ δια λέγοντας επίτηδες μελοδραματικές λέξεις, υπήρχε κάποιος δόλος; -Ναι, αυτό είπε. Κι έπειτα αυτό είπε και η μις Χάρρισον που ήταν νοσοκόμα εκεί. Αγαπούσε πολύ την κυρία Όλντφηλντ. Στενοχωρέθηκε πολύ όταν πέθα νε. Και η Μπέατρις είπε έτσι πως η μις Χάρρισον ήξε ρε κάτι, γιατί στράφηκε εναντίον του γιατρού αμέσως μετά, και δε θα το έκανε αν δεν υπήρχε κάτι το ύπο πτο, δεν είναι; -Π ού βρίσκεται τώρα, αυτή η μις Χάρρισον; -Ασχολείται με τη γριά Μπρίστοου, στην άκρη του χωριού. Δε θα μπερδευτείτε.
4
Λίγη ώρα αργότερα, ο Πουαρώ βρισκόταν καθι σμένος απέναντι στη γυναίκα που σίγουρα ήξερε πε ρισσότερα από τον καθένα, τις συνθήκες που έγιναν αφορμή να ξεσπάσει όλος αυτός ο θόρυβος. Η μις Χάρρισον ήταν μια γυναίκα πολύ θελκτική
48
Αγκάβα Κρίστι
που πλησίαζε τα σαράντα. Είχε χαρακτηριστικά ήρε μα και αθώα σαν μαντόνα και μεγάλα καστανά συμπα θητικά μάτια. Άκουγε τον Πουαρώ υπομονετικά και προσεχτικά. -Ναι, είπε μετά, ξέρω πως ειπώθηκαν δυσάρεστες ιστορίες. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τις σταματήσω. Αλλά ήταν αδύνατο. Οι άνθρωποι αγαπούν τα σκάνδα λα. -Ναι, αλλά θα πρέπει κάποιο πράγμα να είναι η αι τία όλου αυτού του θορύβου. Η λυπημένη έκφραση του προσώπου της τονίστη κε περισσότερο αλλά αρκέστηκε να κουνήσει το κε φάλι της. -... Ίοως, πρότεινε ο Πουαρώ, να ήταν αρκετό που ήξεραν πως ο γιατρός Όλντφηλντ κι η γυναίκα του δεν τα πήγαιναν καλά; -Ω , όχι! απάντησε πολύ γρήγορα η νοσοκόμα. Ο γιατρός ήταν πάντα πολύ υπομονετικός και πολύ γλυ κός με τη γυναίκα του. -Τ η ν αγαπούσε πραγματικά πολύ; Δίστασε. — Όχι... Δεν ήθελα να πω αυτό. Ήταν πολύ δύσκο λο να ικανοποιήσεις την κυρία Όλντφηλντ. Απαιτού σε μια προσοχή και μια συμπάθεια που δεν ήταν πά ντα δικαιολογημένες. -Μ αυτό εννοείτε πως ήταν υπερβολική στο θέμα της σοβαρότητας της κατάστασης της; -Ναι... η υγεία της, ως προς το μεγαλύτερο μέρος της, εξαρτιόταν από τη φαντασία της. -Κ α ι εντούτοις, είπε σοβαρά ο Πουαρώ, εκείνη πέθανε... -Ω ! Το ξέρω! το ξέρω! Την κύτταξε, παρατήρησε την ταραχή της. -Σκέφτομαι... Είμαι σίγουρος, πως ξέρετε την αρ χή όλων των ιστοριών.
Η Αερναία Ύδρα
49
Η μις Χάρρισον κοκκίνισε. -Δηλαδή, πώς θα μπορούσα, ίσως... Η Μπέατρις, η υπηρέτρια, άρχισε να μιλάει, και νομίζω πως ξέρω ποιός της έβαλε την ιδέα στο κεφάλι. — Ναι; — Μια μέρα, άκουσα, ένα μέρος, από μια συζήτηση που είχε ο γιατρός Όλντφηλντ με τη μις Μόνκρηφ και είμαι σχεδόν σίγουρη πως και η Μπέατρις επίσης την άκουσε. Αλλά αμφιβάλλω αν ποτέ θα θελήσει να το παραδεχτεί. -Κ α ι περί τίνος επρόκειτο; -Βρίσκονταν στην τραπεζαρία. Κατέβαινα τα σκα λιά, όταν άκουσα την Τζόαν Μόνκρηφ να λέει: «Πόσο καιρό ακόμα θα κρατήσει αυτό; Δεν έχω τη δύναμη να περιμένω περισσότερο.» -Κ αι ο γιατρός της απάντησε: «Όχι πολύ ακόμα, αγάπη μου, στο υπόσχομαι.» Κι εκείνη πρόσθεσε: «Δεν μπορώ ν'αντέξω αυτή την αναμονή. Όλα θα πε ράσουν, δεν είναι;» «Βέβαια», είπε. «Τίποτε δεν μπο ρεί να γυρίσει άσχημα. Την ίδια εποχή, τον επόμενο χρόνο, θα είμαστε παντρεμένοι.» Ήξερα, πως ο γιατρός Όλντφηλντ και η μις Μόν κρηφ, ήταν καλοί φίλοι. Πως εκείνη τον θαύμαζε πο λύ. Αλλά ήταν η πρώτη φορά, που κατάλαβα, πως υπήρχε κάτι μεταξύ τους. Ξανανέθηκα τα σκαλοπά τια. Είχα ταραχτεί... Αλλά πρόσεξα πως η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή. Και, μετά, σκέφτηκα πως η Μπέατρις θα πρέπει να άκουσε. Αυτή τη συζήτηση θα μπορούσαμε να την ερμηνέψουμε με δύο τρόπους. Ί σως ο γιατρός Όλντφηλντ ήθελε πολύ απλά να πει, πως ήξερε πως η γυναίκα του ήταν πολύ άρρωστη και δε θα ζούσε πολύ ακόμα. Όσο για μένα, δεν αμφιβάλ λω καθόλου πως αυτό ήθελε να πει. Αλλά για κάποιον σαν την Μπέατρις, αυτό θα μπορούσε να έχει μια άλ λη έννοια... πως, πως ο γιατρός και η Τζόαν Μόνκρηφ
50
Αγκάθα Κρίστι
ήθελαν... επιτέλους... προγραμμάτιζαν ν’απαλλαγούν από την κυρία Όλντφηλντ. -Εσείς δεν πιστεύετε το ίδιο πράγμα; — Όχι... όχι, σίγουρα όχι... -Δεσποινίς Χάρρισον, ξέρετε κι άλλα πράγματα που μου τα κρύβετε. Κοκκίνισε και διαμαρτυρήθηκε βίαια. — Όχι. Βέβαια όχι. Τι θα μπορούσε να αφορά; — Το αγνοώ. Αλλά υπάρχει κάτι. Κούνησε το κεφάλι. Η έκφραση της αγωνίας, ξαναγύρισε. -Ίσ ω ς το Υπουργείο Εσωτερικών να διατάξει την εκταφή του σώματος της κυρίας Όλντφηλντ, ανήγ γειλε ο ντέτεκτιβ. -Ω ! όχι! φώναξε τρομαγμένη η νοσοκόμα. Τι τρο μερό πράγμα! -Πιστεύετε πως θα είναι κρίμα; -Αλλά θα είναι φρικτό! Σκεφτείτε τι φλυαρίες θ α κολουθήσουν. Θα είναι τρομερό... Τρομερό γι αυτόν το φτωχό γιατρό Όλντφηλντ. — Δεν πιστεύετε πως αυτό το πράγμα θα είναι για το καλό του; - Τ ι θέλετε να πείτε; -Πως αν είναι αθώος... η αθωότητά του θ'αποδειχτεί. Σταμάτησε, παρακολουθώντας τον αντίκτυπο της ιδέας του στο πρόσωπο της νοσοκόμας. Εκείνη έομιξε τα φρύδια της κι ύστερα το μέτωπό της χαλάρωσε. Αναστέναξε βαθιά κι ύστερα τον κύτταξε. -Δ εν το είχα σκεφτεί αυτό, είπε απλά. Οπωσδή ποτε είναι το μόνο που μπορεί να γίνει. Εκείνη τη στιγμή, μιά σειρά από χτυπήματα, ακού στηκαν στο ταβάνι, πάνω στο κεφάλι τους. Η νοσοκό μα σηκώθηκε βιαστικά. -Ε ίναι η κυρία Μπρίστοου. Ξύπνησε από το μέση-
ΗΛερναια Ύδρα
51
μεριανό της ύπνο. Πρέπει να πάω να τη δω, πριν της ανεθάσουν το τσάι της. Ναι, κύριε Πουαρώ, έχετε δί κιο. Η αυτοψία θα δώσει τέλος σ'αυτή την κατάσταση μια για πάντα κι αυτός ο κακόμοιρος γιατρός Όλντφηλντ θα μείνει στην ησυχία του. Έσφιξε το χέρι του ντέτεκτιθ και βγήκε ζωηρά από το δωμάτιο.
5
Ο Ηρακλής Πουαρώ, πήγε στο ταχυδρομείο απ'όπου τηλεφώνησε στο Λονδίνο. Ο συνομιλητής του, στην άλλη άκρη του σύρμα τος, φάνηκε πολύ οργισμένος. -Αλλά, αγαπητέ μου Πουαρώ, είναι τόσο απαραί τητο να πηγαίνεις ν'ανακατεύεσαι σε τέτοιες ιστο ρίες; Είσαι σίγουρος πως είναι μια υπόθεση για μας; Ξέρεις πού βασίζονται οι φλυαρίες στις επαρχιακές πόλεις; Στο τίποτα! -Εδώ πρόκειται για μια ειδική περίπτωση, είπε ο Πουαρώ. -Ε , καλά, αφού το λες. Έχεις τη φρικτή συνήθεια να έχεις πολύ συχνά δίκιο... Αλλά αν έκανες μια ανα κάλυψη που δεν οδηγεί πουθενά, τότε θα πάψουμε να είμαστε πολύ ευχαριστημένοι μαζί σου. Ο Πουαρώ χαμογέλασε. -Ό χ ι, μουρμούρισε. Θα είμαι, αυτό αρκεί. -Τ ι; Τι είπες; Δεν άκουσα τίποτα. -Τίποτα. Απολύτως τίποτα, απάντησε ο ντέτεκτιβ κι έκλεισε τη γραμμή. Όταν βγήκε από τον τηλεφωνικό θάλαμο, μίλησε στην υπάλληλο: -Μήπως, μπορείτε, κυρία, να μου πείτε πού μένει τώρα, η παλιά υπηρέτρια του γιατρού Όλντφηλντ;
52
Α γκάθα Κρίση
Νομίζω πως λέγεται Μπέατρις. -Α ! Η Μπέατρις Κινγκ; Από τότε πήγε και δούλεψε σε δύο σπίτια. Τώρα, είναι στην κυρία Μάρλεϋ της Τράπεζας. Ο Πουαρώ ευχαρίστησε, αγόρασε δύο καρτ - ποστάλ, μια σειρά γραμματοσήμων και ένα δείγμα της ντόπιας κεραμικής. Κάνοντας τις αγορές του, προ σπάθησε να φέρει τη συζήτηση στο θάνατο της κυ ρίας Όλντφηλντ. Η έκφραση που πέρασε από το πρόσωπο της συνομιλήτριάς του, δεν του διέφυγε. -Αυτό έγινε αρκετά ξαφνικά, δεν είναι; τον ρώτη σε. Ίσως ακούσατε πως έγινε αιτία για πολλές φλυα ρίες. Αλλά μήπως γι'αυτό θέλετε να δείτε τη Μπέατρις Κινγκ; Όλος ο κόσμος θρήκε πολύ παράξενο που εγκατέλειψε τόσο απότομα τη δουλειά της. Πολλοί πιστεύουν πως κάτι ξέρει... και ίσως αυτό να είναι αλήθεια. Έκανε μερικούς υπαινιγμούς. Η Μπέατρις Κινγκ ήταν ένα κορίτσι, σωστός κον τοπίθαρος, με ύφος ύπουλο. Έδινε την εντύπωση πως ήταν βλάκας, αλλά τα μάτια της ήταν πιο έξυπνα απ'ότι θα περίμενε κανείς. Πάντως, ήταν αδύνατο να μάθεις απ αυτήν κάτι. -Δ εν ξέρω τίποτα για τίποτα, επαναλάμβανε... Δεν είμαι απ'αυτές που περνούν τον καιρό τους εξηγώντας τι έγινε εδώ κι εκεί... και δεν καταλαβαίνω για ποιά συζήτηση μου μιλάτε. Δεν κρυφακούω πίσω από τις πόρτες, εγώ, και δεν έχετε το δικαίωμα να πείτε το αντίθετο. Δεν ξέρω τίποτα. -Ακούσατε ποτέ να μιλούν για δηλητηρίαση από αρσενικό; τη ρώτησε υπομονετικά ο Πουαρώ. Μια φευγαλέα λάμψη ενδιαφέροντος ζωντάνεψε το σκυθρωπό πρόσωπο του κοριτσιού. -Α ! αυτό είναι, αυτό που είχε μέσα στο μπουκάλι με το φάρμακο; — Ποιό μπουκάλι;
ΗΛερναία Υδρα
53
-Έ ν α απ'αυτά που ετοίμαζε για την κυρία, η μις Μόνκρηφ. Η νοσοκόμα το μύρισε, ύστερα το δοκίμα σε και το έριξε μέσα στο νιπτήρα και γέμισε το μπου κάλι με σκέτο νερό της βρύσης... αυτό δεν έδειχνε διαφορετικό. Και μια φορά που η μις Μόνκρηφ έκανε το τσάι της κυρίας, η νοσοκόμα το έχυσε κι έκανε άλ λο... είπε πως το νερό δεν είχε βράσει. Πίστεψα πως το έκανε για να δείχνει πως ενδιαφέρεται... Αλλά ίσως να ήταν άλλο πράγμα. -Αγαπάτε τη μις Μόνκρηφ, Μπέατρις; -Τ η ν έχω... για λίγο περήφανη, ίσως. Βέβαια, πά ντα ήξερα πως της άρεσε ο γιατρός. Αρκούσε να δεις τον τρόπο που τον κοίταζε. Ο Πουαρώ την ευχαρίστησε και γύρισε στο πανδο χείο, όπου έδωσε αρκετές οδηγίες στον Τζωρτζ.
6 Ο δόκτορ Αλαν Γκαρσία, χημικός του Υπουργείου Εσωτερικών, έτριψε τα χέρια και έκλεισε το μάτι του στον Ηρακλή Πουαρώ. -Φαντάζομαι πως σ'αυτό συμβάλατε εσείς που είστε ο άνθρωπος που έχει πάντα δίκιο; -Μ ε υποχρεώνετε. - Τ ι σας ώθησε σ’αυτό; Οι φλυαρίες; - Όπως το λέτε. Την επομένη, που μαθεύτηκαν ταποτελέσματα της αυτοψίας, το Μάρκετ Λόουμποροου, βομθούσε σαν μελίσσι. Ο Πουαρώ βρισκόταν, εδώ και μια ώρα περίπου, στο πανδοχείο και μόλις τελείωνε ένα καλό γεύμα, όταν του ανακοίνωσαν πως μια κυρία επιθυμεί να τον δει. Ήταν η μις Χάρρισον, που φαινόταν πολύ χλωμή.
54
Ay κάβα Κρίστι
-Ε ίναι αλήθεια; Είναι πράγματι αλήθεια, κύριε Πουαρώ; τον ρώτησε αμέσως. Της έδειξε ένα κάθισμα. -Ν αι. Βρήκαν περισσότερο αρσενικό απ’όσο χρειαζόταν για να προκληθεί ο θάνατος. -Ποτέ δεν πίστεψα, φώναξε η νοσοκόμα. Ποτέ δεν... Έπειτα άρχισε να κλαίει. -Ξέρετε, η αλήθεια έπρεπε να βγει, είπε τρυφερά ο Πουαρώ. -Θ α τον κρεμάσουν; ρώτησε ανάμεσα στ'αναφιλητά της. -Πρέπει να εδραιωθούν μερικά γεγονότα, πρώτα; η ευκαιρία... από πού προήλθε το δηλητήριο... ο τρό πος με τον οποίο διοχετεύτηκε... -Έ πρεπε να σας είχα πει κάτι... πιο πριν, είπε αρ γά η νοσοκόμα. Αλλά δεν ήξερα πως αυτό το πράγμα μπορούσε να είναι σημαντικό... το είχα βρει μόνο πα ράξενο. -Ή ξερα πως υπήρχε και κάτι άλλο. Πείτε το μου τώρα. -Ε ίναι ένα τίποτα, ή σχεδόν τίποτα. Μια μέρα πή γα στο ιατρείο, δε θυμάμαι τώρα πια ποιός ήταν ο λό γος που μ'έκανε να πάω, ξαφνιάστηκα βλέποντας τι έκανε η Τζόαν Μόνκρηφ. -Ναι; -Αυτό μοιάζει τόσο χαζό... γέμιζε την πουδριέρα της... είναι από ροζ σμάλτο. -Ναι; -Α λλά δεν τη γέμιζε με πούδρα. Έριχνε μέσα το περιεχόμενο ενός μπουκαλιού που είχε πάρει από τη ντουλάπα με τα δηλητήρια. Όταν με είδε αναπήδησε, έκλεισε την πουδριέρα, την έριξε στην τσάντα της και ξανάβαλε το μπουκάλι, μέσα στη ντουλάπα, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη μπορώ να δω ποιό ήταν. Βέβαια αυ
ΗΛερναία Ύδρα
55
τό δε λέει τίποτε, αλλά τώρα που ξέρω πως η κυρία Όλντφηλντ δηλητηριάστηκε... -Μ ε συγχωρείτε ένα λεπτό, είπε ο Πουαρώ και βγήκε για να τηλεφωνήσει στο λοχία Γκρέυ της αστυ νομίας του Μπέρκσαϊρ. Ύστερα επέστρεψε στο δωμάτιο που τον περίμενε η νοσοκόμα. Ξανάβλεπε μια κοπέλα με χαλκόξαν θα μαλλιά που με καθαρή φωνή του δήλωνε: «Δεν εί μαι σύμφωνη.» Η Τζόαν Μόνκρηφ δεν ήθελε να γίνει αυτοψία. Είχε δώσει κάποια δικαιολογία, αλλά το γε γονός παρέμεινε. Μια κοπέλα νέα, επιτήδεια, αποφα σισμένη, ερωτευμένη μ'έναν άντρα δεμένο με μια μεμψίμοιρη άρρωστη γυναίκα που θα μπορούσε να ζήσει για πολλά πολλά χρόνια ακόμα. Ο Ηρακλής Πουαρώ αναστέναξε. - Τ ι σκέφτεστε: ρώτησε η μις Χάρρισον. -Αυτά τα πράγματα! -Ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψα πως εκείνος ήξερε! — Όχι. Είμαι σίγουρος πως τα αγνοούσε όλα. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο λοχίας Γκρέυ. Κρατούσε στο χέρι του ένα αντικείμενο, διπλωμένο μέσα σ ένα μαντήλι, που το άνοιξε προσε κτικά. Ήταν μια πουδριέρα από ροζ σμάλτο. -Ε ίναι αυτή που είδα, είπε αμέσως η νοσοκόμα. -Τ η βρήκα, σπρωγμένη στο βάθος του συρταριού, στο γραφείο της μις Μόνκρηφ, εξήγησε ο Γκρέυ. Στο εσωτερικό ενός κουτιού με χαρτομάντηλα. Απ' ό,τι είδα, δεν πρέπει να υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώμα τα πάνω, πάντως πρέπει να είμαστε προσεχτικοί, κοί. Και με τα δάχτυλά του, καλυμμένα με το μαντήλι του, πίεσε το κουμπί της πουδριέρας. Το καπάκι της άνοιξε. — Αυτό το πράγμα εδώ μέσα δεν είναι πούδρα!
56
Ay κάβα Κρίστι
-Μ ε την άκρη του δακτύλου του, πήρε λίγη από τη σκόνη που βρισκόταν μέσα στην πουδριέρα και την έβαλε στη γλώσσα του. Καμμιά ιδιαίτερη γεύση. -Τ ο άσπρο αρσενικό δεν έχει γεύση, είπε ο Πουαρώ. -Θ α κάνουν ανάλυση στη σκόνη. Μπορείτε να ορ κιστείτε πως πρόκειται για την ίδια πουδριέρα; ρώτη σε ο λοχίας απευθυνόμενος στη νοσοκόμα. -Ναι, είμαι σίγουρη. Αυτό ήταν το αντικείμενο που είδα να κρατάει η μις Μόνκρηφ, στο ιατρείο, πε ρίπου μια βδομάδα, πριν το θάνατο της κυρίας Όλντφηλντ. Ο λοχίας αναστέναξε, ύστερα έκανε νόημα με το κεφάλι του στον ΓΊουαρώ. Ο κοντός ντέτεκτιβ χτύπη σε το κουδούνι. -Στείλτε μου, τον καμαριέρη μου, είπε στον υπη ρέτη που εμφανίστηκε αμέσως. Ο Τζωρτζ, ο τέλειος υπηρέτης, ο διακριτικός, εμ φανίστηκε και κύτταξε τον κύριό του, με ύφος ερωτη ματικό. — Ταυτίσατε αυτή την πουδριέρα, μις Χάρρισον, μ'αυτήν που είδατε να κρατάει η μις Μόνκρηφ, πριν από ένα χρόνο. Θα σας εξέπληττε αν μαθαίνατε πως αυτή η ίδια η πουδριέρα αγοράστηκε από τον Γούλγουερθ πριν μερικές βδομάδες κι ότι αυτό το μο ντέλο κυκλοφόρησε μόλις πριν τρεις μήνες; Η νοσοκόμα έβγαλε μια κραυγή και στύλωσε πάνω στον ντέτεκτιβ το βλέμμα των γουρλωμένων ματιών της. -Έ χεις ξαναδεί, Τζωρτζ, αυτή την πουδριέρα; ρώτησε ο Πουαρώ. Ο καμαριέρης έκανε ένα βήμα μπροστά. -Ναι, κύριε. Είδα αυτό το πρόσωπο να την αγορά ζει, από τον Γούλγουερθ την Παρασκευή στις 18. Ακο
ΗΛερναία Ύδρα
57
λουθώντας τις οδηγίες του κυρίου μου, ακολούθησα αυτήν την κυρία, σε όλες της τις μετακινήσεις. Τη μέρα που σας είπα, πήρε την πουδριέρα στο σπίτι της. Ύστερα, λίγο αργότερα, την ίδια μέρα, πήγε στο σπίτι όπου ζει η μις Μόνκρηφ. Βρισκόμουν ήδη εκεί και την είδα να μπαίνει στο δωμάτιο της μις Μόνκρηφ και να κρύβει αυτό το αντικείμενο, στο βάθος του συρτα ριού του γραφείου. Μετά η κυρία ξαναθγήκε. Πρέπει να σας πω, πως εδώ κανένας δε σκέφτεται να κλειδώ σει τις πόρτες, και η νύχτα έπεφτε. — Μπορείτε, μις Χάρρισον, να μας εξηγήσετε αυ τά; ρώτησε ο Πουαρώ με φωνή σκληρή και απότομη. Δεν το πιστεύω. Αυτή η πουδριέρα δεν περιείχε αρσε νικό στον Γούλγουερθ αλλά γέμισε στο σπίτι της κυ ρίας Μπρίστοου. Ήταν πολύ αδέξιο εκ μέρους σας να διατηρήσετε μια ποσότητα αρσενικού, συμπλήρωσε μ ένα ύφος πιο γλυκό. Η νοσοκόμα έκρυψε το πρόσωπο της, μέσα στα χέρια της. -Ναι, είναι αλήθεια... Ναι, τη σκότωσα. Κι όλα αυ τά για το τίποτε... τίποτε! Ήμουν τρελή\
7 -Κύριε Πουαρώ, θα ήθελα να σας ζητήσω συγνώ μη, είπε η Τζόαν Μόνκρηφ. Ήμουν τόσο δυσάρεστη απέναντι σας. Είχα την εντύπωση πως το μόνο που θα καταφέρνατε θα ήταν να κάνετε ακόμα πιο σοβαρή την κατάσταση. -Στην αρχή, παραδέχτηκε ο Πουαρώ μ ένα ευγε νικό χαμόγελο. Είναι όπως στο μύθο με τη Λερναία Ύ δρα. Κάθε φορά που της έκοβαν ένα κεφάλι, στη θέση του.φύτρωναν δύο. Αλλά, όπως και ο διάσημος συνονόματός μου, περίμενα να χτυπήσω το κύριο κεφάλι
58
Α γκάθα ΚρΙστι
Ποιός είχε αρχίσει το θόρυβο; Δε μου πήρε πολύ και ρό για να καταλάβω πως επρόκειτο για τη μις Χάρρισον. Μοιάζει να είναι μια χαριτωμένη γυναίκα, έξυπνη και συμπαθητική. Αλλά πολύ γρήγορα έκανε ένα χο ντρό λάθος. Μου επανέλαβε, μια συζήτηση που άκουσε να κάνετε ο γιατρός Όλντφηλντ κι εσείς. Κι αυτή η συζήτηση ήταν από ψυχολογική πλευρά τελείως ανα ληθής. Αν εσείς οι δύο, είχατε αποφασίσει, να σκοτώ σετε την κυρία Όλντφηλντ, θα ήσαστε πολύ προσε κτικοί και ισορροπημένοι, ώστε να μη συζητάτε για το πρόγραμμά σας μέσα σένα δωμάτιο μ'ανοιχτή την πόρτα, απ’όπου ο καθένας θα μπορούσε να σας ακούσει. Έπειτα, οι κουβέντες που είπε πως είχατε πει, δεν ανταποκρινόντουσαν καθόλου στην προσω πικότητά σας. Ήταν κουβέντες μιας πολύ μεγαλύτε ρης γυναίκας και με τελείως διαφορετικό χαρακτήρα, τέτοιες όπως θα τις είχε φανταστεί η μις Χάρρισον, αν βρισκόταν σε μια τέτοια περίσταση. -Α πό κείνη τη στιγμή, κατάλαβα. Η μις Χάρρισον ήταν μια γυναίκα νέα ακόμα και θελκτική... έζησε πο λύ κοντά στο γιατρό Όλντφηλντ τρία ολόκληρα χρό νια. Τον αγαπούσε πολύ, της άρεσε η διακριτικότητα και η ευγένειά του. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως αν η κυρία Όλντφηλντ πέθαινε, προφανώς θα της ζητού σε να τον παντρευτεί. Αλλά, αντί να συμθεί αυτό, με τά το θάνατο της κ. Όλντφηλντ μαθαίνει πως αγαπά εσάς. Οργισμένη και γεμάτη ζήλεια αρχίζει να διαδί δει πως εκείνος σκότωσε τη γυναίκα του. -Έ τσ ι είδα την κατάσταση στην αρχή. Ύστερα άρχισα ν'αναρωτιέμαι, μήπως είχε κάνει κάτι περισ σότερο από το να τροφοδοτεί τα κουτσομπολιά. Πολ λά απ'αυτά που μου είπε μου φάνηκαν παράξενα. Μου είπε, για παράδειγμα, πως η ασθένεια της κυρίας Όλ ντφηλντ ήταν φανταστική κι ότι δεν υπέφερε τόσο πολύ. Αλλά, ο ίδιος ο γιατρός Ολντφηλντ δεν αμφέ-
Η ΛερναΙα Ύδρα
59
θάλε πως η γυναίκα του υπέφερε. Ο θάνατός της δεν ήταν έκπληξη γι'αυτόν. Κάλεσε ένα συνάδελφό του λίγο καιρό πριν το θάνατό της κι αυτός είχε καταλά βει τη σοβαρότητα της κατάστασής της. Στην αρχή μίλησα για την εκταφή. Αμέσως η μις Χάρρισον τρο μοκρατήθηκε. Έπειτα, πολύ γρήγορα, επικράτησε η ζήλεια και το μίσος. Και να έβρισκαν αρσενικό, κανέ νας δε θα την υποπτευόταν, αυτήν. Ο γιατρός Όλντφηλντ κι εσείς θα υποφέρατε. -Έ μ ενε η ελπίδα, να δω την νοσοκόμα να παίζει το παιχνίδι της. Ήμουν σίγουρος πως αν υπήρχε μια περίπτωση να γλιτώσει η Τζόαν Μόνκρηφ, η μις Χάρρισον θα επιστράτευε όλες της τις δυνάμεις για να την ενοχοποιήσει. Δε γνώριζε τον πιστό μου Τζωρτζ, τον πιο διακριτικό άνθρωπο που υπάρχει, του είπα να την παρακολουθεί. Και... όλα τελείωσαν καλά. -Ή σαστε καταπληκτικός! είπε η Τζόαν Μόνκρηφ. Ο δόκτορ Όλντφηλντ το επανέλαθε αμέσως σαν αντίλαλος. -Ναι, έτσι είναι. Ποτέ δε θα μπορέσω να σας ευ χαριστήσω αρκετά. Τι ηλίθιος τυφλός που ήμουν! - Κ ι εσείς, δεσποινίς, ρώτησε με ενδιαφέρον ο Πουαρό, ήσαστε κι εσείς τυφλή; -Ή μουν τρομαχτικά ανήσυχη, απάντησε αργά η κοπέλα. Η ποσότητα του αρσενικού που υπήρχε στην ντουλάπα δεν ανταποκρινόταν με τη χρήση που κά ναμε... -Τζόαν! φώναξε ο γιατρός... δε σκέφτηκες πως...; -Ό χ ι, όχι, εσένα. Είχα σκεφτεί πως η κυρία Όλ ντφηλντ το είχε πάρει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για να φαίνεται πιο άρρωστη και να μπορεί να παρα πονιέται, και ότι πήρε μεγαλύτερη δόση. Αλλά φοβή θηκα όταν άκουσα για αυτοψία. Γιατί αν έβρισκαν στο πτώμα αρσενικό δε θα πίστευαν πως το πήρε μόνη της και η ενοχή θα έπεφτε σ'εσένα. Γι'αυτό δεν είπα
60
Αγκάθα Κρίστι
τίποτα. Πλαστογράφησα και το βιβλίο με τα δηλητή ρια! Αλλά ποτέ, δε σκάφτηκα πως μπορεί να ήταν η μις Χάρρισον. - Κ ι εγώ το ίδιο, ομολόγησε ο γιατρός. Ένα πλά σμα με τόση αξιαγάπητη θηλυκότητα... κι ένα πρόσω πο μαντόνας. -Ναι, είπε ο Πουαρώ. Θα μπορούσε να γίνει μιά καλή σύζυγος και καλή μητέρα. Αναστέναξε: «Τι κρίμα!» Ύστερα χαμογέλασε βλέποντας το ευτυχισμένο, απελευθερωμένο ζευγάρι που ήταν απέναντι του. -... Κι εγώ, ξεπλήρωσα το δεύτερο άθλο του Ηρα κλή.
Το Ελάφι της Αρκαδίας
61
ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ 1
Ο Ηρακλής Πουαρώ χτυπούσε τα πόδια του, φυ σούσε μέσα στα χέρια του προσπαθώντας να ζεστα θεί. Νυφάδες χιονιού έπεφταν στην άκρη του μου στακιού του. Χτύπησαν την πόρτα και εμφανίστηκε η καμαριέ ρα. Ήταν μια νεαρή γεροδεμένη χωριάτισσα που κύτταξε τον Πουαρώ χωρίς να κάνει καμμιά προσπάθεια να κρύψει την περιέργειά της. Χωρίς αμφιβολία, δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάποιον που να του μοιάζει. -Χτυπήσατε το κουδούνι; τον ρώτησε. -Βέβαια. Έχετε την καλοσύνη νανάψετε το τζά κι; Η υπηρετριούλα βγήκε, για να γυρίσει σχεδόν αμέσως κρατώντας χαρτί και μικρά ξύλα. Γονάτισε μπροστά στο μεγάλο τζάκι κι άρχισε να ετοιμάζει την φωτιά. Ο Ηρακλής Πουαρώ, συνέχισε να χτυπά τα πόδια του και να φυσά τα δάχτυλά του. Ήταν πολύ ενοχλητικό. Το πανάκριβο αυτοκίνητό του - μια Μεσσάρο-Γκρατζ - δεν είχε συμπεριφερθεί με τη μηχανική τελειότητα που περίμενε. Ο οδη γός του, ένας νεαρός άντρας, που απολάμβανε έναν εξαιρετικά καλό μισθό, δεν κατόρθωσε να επισκευά σει τη βλάβη. Τ'αυτοκίνητο, αρνήθηκε να προχωρή σει, σ’ένα μικρό δρόμο, δύο χιλιόμετρα πιο κάτω, την ώρα ακριβώς που άρχισε να πέφτει το χιόνι. Και ο
62
Α γκάθα Κρίστι
ντέτεκτιθ, φορώντας κομψά παπούτσια από λεπτό δέρμα, υποχρεώθηκε να κάνει με τα πόδια την από σταση που τους χώριζε από το Χάρτλυ Ντεν, ένα χω ριό που ενώ το καλοκαίρι παρουσίαζε σημαντική κίνη ση, το χειμώνα έπεφτε σε κώμα. Στο Μαύρο Κύκνο, δέχτηκαν τον απρόσμενο πελάτη, σχεδόν με τρόμο. Ο ξενοδόχος επιστράτευσε όλη του την πειθώ για να δώσει στον κύριο να καταλάβει πως το γκαράζ του χωριού θα μπορούσε να του νοικιάσει ένα αυτοκίνητο με το οποίο θα μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο Ηρακλής Πουαρώ απέρριψε αυτή την πρόταση, την τόσο ασυμβίβαστη με το λατινικό του πνεύμα οι κονομίας. Να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο! Διέθετε ήδη ένα, μεγάλο και πολυτελές. Και μέσα σ'αυτό, κι όχι σε κάποιο άλλο, θα συνέχιζε το ταξίδι του. Πάντως, κι αν ακόμα η επισκευή γινόταν γρήγορα, δεν επρόκειτο να φύγει, μ αυτό το χιόνι, πριν την επομένη το πρωί. Ο πανδοχέας, με μισή καρδιά, του έδειξε το δω μάτιο του, κι έστειλε μια καμαριέρα ν'ασχοληθεί με τη φωτιά και έκανε συμβούλιο με τη γυναίκα του για να θρούν μια λύση στο πρόβλημα του γεύματος. Μια ώρα αργότερα, ο Ηρακλής Πουαρώ, με τα πό δια τεντωμένα μπροστά στο τζάκι, σκεφτόταν το γεύ μα που είχε φάει. Η μπριζόλα ήταν σκληρή και γεμάτη νεύρα, τα λαχανάκια των Βρυξελλών τεράστια, άνο στα κι αναιμικά, και οι πατάτες ήταν σκληρές. Τα μπι σκότα υγρά. Όσο για το επιδόρπιο, καλύτερα ήταν να μην πει τίποτα. Εντούτοις ο Ηρακλής Πουαρώ, κύτταξε με ευτυχία, τις φλόγες και σκεφτόταν πως όλα ήταν πολύ καλύτερα από το να γλιστρά πάνω στο χιό νι, με τα λουστρινένια του παπούτσια. Η πόρτα χτύπησε και μπήκε μέσα η καμαριέρα. -Παρακαλώ, κύριε, είναι εδώ ο άνθρωπος του γκαράζ και επιθυμεί να σας δει. -Πες του ν'ανέβει, απάντησε ευγενικά ο Ηρακλής
Το Ελάφι της Αρκαδίας
63
Πουαρώ. Το κορίτσι βγήκε. Σίγουρα, σκέψτηκε ο ντέτεκτιβ, θ'αποτελούσε το αντικείμενο των συζητήσεων, για αναρίθμητες χειμωνιάτικες μέρες, ανάμεσα στην υπηρετριούλα και τις φίλες της. Η πόρτα ξαναχτύπησε αλλά μ ένα τελείως διαφο ρετικό τρόπο, τούτη τη φορά. -Περάστε! κάλεσε ο Πουαρώ. Ένας νέος άντρας, ανταποκρίθηκε στην πρόσκλη ση. Χωρίς καμμιά άνεση, έμεινε στο κατώφλι γυρίζο ντας και ξαναγυρίζοντας το κασκέττο του, ανάμεσα στα δάχτυλά του. Και θλέποντάς τον ο Πουαρώ, αναλογίστηκε πως ποτέ του, δεν είχε ξαναδεί, ομορφότε ρο δείγμα της ανθρωπότητας. Ένας νέος Έλληνας Θεός, με όλη του τη χάρη. -Γ ια το θέμα του αυτοκινήτου, κύριε, είπε ο νεα ρός άντρας με μια λίγο υπόκωφη φωνή. Βρήκαμε τη θλάθη. Θέλει δουλειά μιας ώρας περίπου. -Π ερί τίνος πρόκειται; Ο νεαρός άντρας, άρχισε να περιγράφει, με ζήλο, τις διάφορες τεχνικές λεπτομέρειες. Ο Πουαρώ κου νούσε το κεφάλι του, αλλά δεν άκουγε. Η τελειότητα, στη φυσική ομορφιά ήταν κάτι που ο Πουαρώ, θαύμα ζε ανεπιφύλακτα: «Ναι, σκεφτόταν, είναι ένας Έλλη νας Θεός, ένας νεαρός βοσκός της Αρκαδίας.» Ο νεαρός σταμάτησε απότομα. Ο Ηρακλής Πουαρώ, σούφρωσε τα φρύδια του. -Καταλαβαίνω, είπε, ναι, καταλαβαίνω πολύ καλά. Ο οδηγός μου ήδη μου τα εξήγησε όλ’αυτά. Είδε τα μάγουλα, του νεαρού, να κοκκινίζουν, τα δάχτυλά του να τσαλακώνουν το κασκέτο. -Ναι, κύριε, μουρμούρισε. Το ξέρω... -Αλλά, απ'ότι καταλαβαίνω, κρίνατε σκόπιμο, να έρθετε εδώ να μου τα εξηγήσετε, εσείς ο ίδιος. -Εμ... ναι, κύριε, σκάφτηκα πως αυτό ήταν το κα
64
Αγκάθα Κρίστι
λύτερο. -Δ είχνει μεγάλη ευσυνειδησία από μέρους σας. Σας ευχαριστώ. Μ'αυτά τα λόγια έδειχνε πως η συζήτηση είχε τε λειώσει. Όμως ο νεαρός δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Στριφογύριζε συνέχεια το κακόμοιρο το κασκέτο του. -Εμ... συγχωρέστε με, κύριε, αλλά είναι αλήθεια, πως είστε ντέτεκτιβ; Πως είστε ο κύριος Ηρακλής Πουαρώ; -Ακριβώς. Ο νέος άντρας έγινε κατακόκκινος. — Διάβασα κάτι για σας στην εφημερίδα. -Α ! ναι; Μπορούσε να διαβάσει την αμηχανία του αγοριού, μέσα στα μάτια του. Ο Ηρακλής Πουαρώ τον λυπήθη κε και προσπάθησε να τον βοηθήσει. -Λοιπόν; του είπε. Τι θέλετε να με ρωτήσετε; -Ίσω ς, κύριε, σκεφτείτε πως είναι αναιδές εκ μέ ρους μου, αλλά, αληθινά, δε θα ήθελα ν'αφήσω να μου φύγει μια τέτοια ευκαιρία. Μετά απ όλα αυτά τα απίθανα πράγματα που έχετε κάνει, είπα, πως θα μπο ρούσα να σας θέσω το ερώτημα. Δεν είναι προσβλητι κό να σας ρωτήσω, δεν είναι; Ο Ηρακλής Πουαρώ κούνησε το κεφάλι του. -Επιθυμείτε, κατά κάποιο τρόπο, να σας βοηθή σω. -Ναι, απάντησε με σιγανή φωνή ο νεαρός. Αφορά μια νέα κυρία... Αν... αν... μπορούσατε να την ξαναβρείτε... -Ν α την ξαναβρώ; Εξαφανίστηκε; -Ναι, κύριε. -Ίσω ς να μπορώ να σας βοηθήσω, παραδέχτηκε ο Πουαρώ. Αλλά νομίζω, πως πρώτα πρέπει ν'απευθυνθείτε στην αστυνομία. Είναι η δουλειά της. Έπειτα
Το Ελάφι της Αρκαδίας
65
αυτή διαθέτει περισσότερα μέσα από μένα. -Δ ε ν μπορώ, κύριε. Είναι ειδική περίπτωση. Ο Ηρακλής Πουαρώ, τον κύτταξε προσεχτικά, κι ύστερα του έδειξε μιά καρέκλα. — Ε, λοιπόν, καθήστε. Πώς λέγεστε; -Ουίλιαμσον, κύριε. Τεντ Ουίλιαμσον. Ευχαριστώ, κύριε. Το αγόρι, καθόταν στην άκρη - άκρη της καρέ κλας, και σήκωσε παρακλητικό, το βλέμμα του προς τον Ηρακλή Πουαρώ. -Μιλήστε, τον παρότρυνε ο ντέτεκτιβ με τρυφε ρή φωνή. Ο άλλος ανέπνευσε βαθιά. -Ε , καλά, ιδού κύριε. Δεν την είδα παρά εκείνη τη φορά. Μάλιστα δεν ξέρω ούτε το πραγματικό της όνομα, και το γράμμα μου επέστρεψε και μετά όλα... -Αρχίστε από την αρχή. Μη βιάζεστε. Διηγηθείτε μου μόνο τι έγινε. -Ν αι, κύριε. Να, ίσως να ξέρετε το Κρασλάουν, κύριε, αυτό το μεγάλο σπίτι, στην όχθη του ποταμού, από την άλλη μεριά της γέφυρας; -Ό χ ι, δεν το ξέρω. -Ανήκει στο σερ Τζωρτζ Σάντερφηλντ. Τους εξυ πηρετεί για τα Σαββατοκύριακα, το καλοκαίρι, και για δεξιώσεις! Έρχονται ηθοποιοί και άλλοι. Λοιπόν ήταν τον Ιούνιο... και το ραδιόφωνό τους χάλασε, με φώνα ξαν να το διορθώσω. Έτσι πήγα. Ο σερ Τζωρτζ, βρι σκόταν με τους καλεσμένους του, στο ποτάμι. Ήταν η μέρα που είχε άδεια η μαγείρισσα και ο μπάτλερ βρισκόταν έξω για να σερβίρει τ’αναψυκτικά. Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε παρά αυτό το νέο κορίτσι... ήταν η καμαριέρα μιας καλεσμένης. Μου έδειξε πού βρι σκόταν το μηχάνημα και κάθησε μαζί μου όση ώρα ερ γαζόμουνα. Μιλήσαμε για διάφορα πράγματα... μου είπε πως τη λέγανε Νίτα και ότι η κυρία της ήταν μια
66
Αγκάθα Κρίστι
Ρωσίδα χορεύτρια. -Π οιά ήταν η εθνικότητά της; Αγγλίδα; — Όχι, κύριε, ήταν Γαλλίδα, νομίζω. Είχε μια φοθερή προφορά. Αλλά μιλούσε καλά αγγλικά. Ήταν... ήταν πολύ συμπαθητική κι ύστερα από λίγη ώρα, τη ρώτησα αν ήθελε να βγει μαζί μου το βράδυ και να πάμε στον κινηματογράφο. Μου είπε πως το βράδυ θα την χρειαζόταν η κυρία της, αλλά θα μπορούσε να κανονίσει να είναι ελεύθερη νωρίς ταπόγευμα γιατί οι άλλοι δε θα γύριζαν, πριν το βράδυ. Και έτσι το απόγευμα περπατήσαμε στην όχθη του ποταμού. Σταμάτησε. Ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλια του, και τα μάτια του έγιναν ονειροπόλα. — Και ήταν όμορφη; ρώτησε γλυκά ο Πουαρώ! — Δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο, κύριε. Τα μαλλιά της έμοιαζαν, με χρυσάφι, κι όπως ήταν χωρι σμένα στη μέση, έμοιαζαν με φτερά... κι ο τρόπος που περπατούσε, τόσο ανάλαφρος, τόσο χαρούμενος. Την, ε, καλά, την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που την είδα, κύριε. Δεν μπορώ να μην τ'ομολογήσω. Ύ στερα, συνέχισε ο νεαρός άντρας, μου είπε πως η κυ ρία της, είχε σκοπό να ξανάρθει, μετά από δεκαπέντε μέρες και μείναμε σύμφωνοι να ξαναϊδωθούμε. (Στα μάτησε). Αλλά δε γύρισε. Την περίμενα στο μέρος που είχαμε ορίσει. Τίποτα. Τότε αποφάσισα, να πάω στο σπίτι και να τη ζητήσω. Η Ρωσίδα κυρία και η κα μαριέρα της ήταν εκεί, μου είπαν. Την φώναξαν. Αλλά όταν κατέβηκε δεν ήταν η Νίτα! Ήταν ένα μελανούρι! «Θέλετε να με δείτε;» με ρώτησε. Φαίνεται πως κα τάλαβε την έκπληξή μου. Της είπα πως δεν επρόκειτο για κείνη αλλά για μια άλλη καμαριέρα, που είχε η Ρω σίδα κυρία. Εκείνη έθαλε τα γέλια. Την άλλη την είχαν διώξει ξαφνικά. «Διώξει;» επανέλαβα. «Αλλά γιατί;». Σήκωσε τους ώμους. «Εγώ δεν ξέρω τίποτα, δεν ήμουν εκεί.» Εκείνη τη στιγμή, δε βρήκα τίποτα να
Το Ελάφι της Αρκαδίας
67
πω. Όμως μετά, το ξανασκέφτηκα, και πήρα το θάρ ρος, να γυρίσω να δω αυτή τη Μαρία, το μελανούρι, να της ζητήσω τη διεύθυνση της Νίτας. Δεν της είπα πως δεν ήξερα το οικογενειακό της όνομα. Της υποσχέθηκα, πως θα της έδινα κάτι αν μου την έφερνε. Δεν ήταν ο τύπος που θα έκανε μια εξυπηρέτηση για το τίποτα. Επιτέλους μου έδωσε μια διεύθυνση στο Λονδίνο. Έγραψα στη Νίτα. Αλλά το γράμμα μου, γύ ρισε πίσω. Στο φάκελο πάνω ήταν γραμμένο με μεγά λα γράμματα δεν μένει πια σ'αυτή τη διεύθυνση. Ο Τεντ Ουίλιαμσον σώπασε και κύτταξε ίσια τον Πουαρώ, με τα σκούρα μπλε μάτια του. -... Είδατε, τί είναι, κύριε; Δεν είναι υπόθεση για την αστυνομία. Αλλά θέλω να την ξαναθρώ. Και δεν ξέρω πώς. Αν... αν μπορείτε να μου την ξαναβρείτε το αίμα ανέβηκε στα μάγουλά του — Έχω... έχω θάλει κάτι χρήματα στην άκρη. Μπορώ να ξοδέψω πέντε λί ρες... ακόμα και δέκα. -Α ς μη μιλήσουμε για οικονομικά, τώρα, είπε ευ γενικά ο Πουαρώ. Ας σκεφτούμε πρώτα: αυτό το νέο κορίτσι, η Νίτα, ήξερε τ'όνομά σας και πού δουλεύε τε; -Ω ! ναι, κύριε. -Α ν ήθελε θα μπορούσε να επικοινωνήσει, μαζί σας; Αυτή τη φορά, ο Τεντ άργησε ν απαντήσει. -Ναι, κύριε. -Λοιπόν δε σκέφτεστε... μήπως... Ο νέος τον διέκοψε. -Θέλετε να πείτε πως μπορεί εγώ να την αγαπώ, αλλά ίσως αυτή να μή με θέλει; Μπορεί αυτό να είναι αληθινό... αλλά της άρεσα... της άρεσα... δεν ήταν μια ιστορία για να διασκεδάσει λίγο... και, κύριε, το σκέφτηκα πολύ καλά το θέμα, και κατάλαβα πως κάτι κρύβεται πίσω απ'αυτό. Ήταν μπλεγμένη με παράξε
Αγκάβα Κρίση
68
νους ανθρώπους. Και ίσως να έχει προβλήματα. -Θέλετε να πείτε πως ίσως περιμένει παιδί; Το δι κό σας; -Ό χ ι, το δικό μου, κύριε! απάντησε κατακόκκινος ο Τεντ. Δεν υπήρξε τίποτε το κακό μεταξύ μας. Ο Πουαρώ τον κύτταξε σκεφτικός. - Κ ι αν είναι αυτό... επιμένετε να τη βρείτε; -Ν αι. Δεν είναι πολύπλοκο. Αν με θέλει, θέλω να την παντρευτώ. Και οι δυσχέρειες που ίσως έχει, δεν πρόκειται ναλλάξουν τίποτα! Μόνο να θέλατε να ψά ξετε λίγο, κύριε, για να μου την ξαναβρείτε; Ο Πουαρώ χαμογέλασε. -Μ αλλιά σαν χρυσές φτερούγες, μουρμούρισε μόνος του. Ναι, νομίζω πως αυτό θα είναι ο τρίτος άθλος του Ηρακλή... κι αν θυμάμαι καλά, αυτός έγινε στην Αρκαδία...
2
Ο Ηρακλής Πουαρώ, σούφρωσε τα φρύδια του, κα θώς μελετούσε το χαρτί, στο οποίο ο Τεντ Ουίλιαμσον, είχε γράψει με πολύ κόπο, ένα όνομα και μία διεύθυνση. Μις Βαλέττα, 17 Αππερ Ρένφριου Λαίην, αριθμός 15. Θα μάθαινε κάτι απ'αυτή τη διεύθυνση; Αμφέβα λε. Αλλά ο Τεντ δεν μπόρεσε να του δώσει καμμιά άλ λη ένδειξη. Η Άππερ Ρένφριου Λαίην, είναι ένας βρώμικος αλ λά καθώς πρέπει δρόμος. Μια χοντρή γυναίκα, απά ντησε στο κουδούνι του αριθμού 17. -Η μις Βαλέττα, παρακαλώ; - Έφυγε. Πριν καιρό. Ο Πουαρώ, έθαλε μπροστά το πόδι του, ακριβώς
Το Ελάφι της Αρκαδίας
69
τη στιγμή που η πόρτα πήγαινε να κλείσει. -Μπορείτε να μου δώσετε τη διεύθυνσή της; -Δ ε ν την άφησε. -Κ α ι πότε έφυγε; -Τ ο καλοκαίρι που πέρασε. — Μπορείτε να μου πείτε πότε ακριβώς; Την ίδια στιγμή, στη φούχτα του Πουαρώ εμφανί στηκαν δύο νομίσματα που η ασημένια λάμψη τους, έκανε τη γυναίκα με τα τσιμπλιάρικα μάτια, ν'αλλάξει «ως δια μαγείας» διάθεση. -Δ εν είναι που δε θέλω να σας βοηθήσω, κύριε, είπε με περίσσια χάρη. Σταθείτε λίγο να καταφέρω να θυμηθώ. Αύγουστος, όχι πριν απ αυτό, Ιούλιος. Ναι, πρέπει να ήταν Ιούλιος, στην πρώτη εβδομάδα. Έφυ γε ξαφνικά. Νομίζω πως γύρισε στην Ιταλία. — Α! ήταν Ιταλίδα; -Ναι, κύριε. - Κ ι εκείνη την εποχή ήταν καμαριέρα μιας Ρωσίδας χορεύτριας, δεν είναι; -Ν αι. Αυτό. Κυρία Σεμουλίνα ή κάτι τέτοιο. Χό ρευε στα μπαλέτα Θέσπις. Ήταν ένα από τ αστέρια. -Ξέρετε γιατί η μις Βαλέττα άφησε τη θέση της; Η γυναίκα δίστασε πριν απαντήσει. -Ό χ ι, δεν ξέρω. -Τ ην έδιωξαν δεν είναι; — Ε, ναι, καλά... νομίζω πως έκαναν λίγο καθαριό τητα! Αλλά ας μη γελιόμαστε. Η μις Βαλέττα δεν έχα σε τίποτα. Δεν ήταν απ'αυτές που τις κάνεις ό,τι θέ λεις. Είχε χαρακτήρα! Δεν σας λέω παρά αυτό... μια πραγματική Ιταλίδα... μαύρα μάτια που έβγαζαν σπί θες και που σε κύτταζαν σαν να ήθελε να σου μπήξει ένα μαχαίρι στην κοιλιά. Ποτέ δε ρισκάριζα να της αντιτεθώ όταν είχε κακή διάθεση! -Κ α ι είστε σίγουρη, πως αγνοείτε τη σημερινή της διεύθυνση;
Αγκάθα Κρίστι
70
Τα δύο νομίσματα ακούστηκαν πάλι. Η απάντηση έμοιαζε αληθινή. -Ω ! θα ήθελα πολύ, κύριε. Θα ήμουν πολύ ευχαρι στημένη να σας εξυπηρετήσω. Αλλά... να έφυγε ξαφ νικά και να ! -Ν αι, και να, επανέλαθε σκεφτικός ο Πουαρώ.
3
Ο Άμπροζ Βάντελ εγκατέλειψε την ενθουσιαστική περιγραφή που έκανε για την σκηνογραφία που ετοί μαζε για ένα μπαλέτο, και χωρίς να τον παρακαλέσουν απάντησε στο ερώτημα που του έθεσαν. - Ο Σάντερφηλντ; Ο Τζωρτζ Σάντερφηλντ; Βρώμι κος τύπος. Κολυμπάει στο χρήμα, αλλά δεν είναι σο βαρό υποκείμενο. Ένα κίβδηλο νόμισμα! Μια σχέση με μια χορεύτρια; Μα βέβαια, αγαπητέ μου... Είχε μία με την Κατρίνα. Κατρίνα Σαμούσενκα. Θα πρέπει να την έχετε δει. Ω! αγαπητέ μου, τι υπέροχο κορίτσι! Τι επαγγελματίας. Πρέπει σίγουρα να την έχετε δει, στον Κύκνο του Τουελέλα κι εκείνο το άλλο του Ντεμπισύ. Το ελάφι στο δάσος; Χόρευε με τον Μιχαήλ Νόθγκιν. Κι αυτός είναι υπέροχος, δεν είναι; Το σκη νικό ήταν δικό μου. -Ή τα ν φίλη του Τζωρτζ Σάντερφηλντ; — Ναι. Συνήθιζε να περνά τα Σαββατοκύριακα στο εξοχικό του σπίτι. Έκανε εντυπωσιακές δεξιώσεις, ε; — Σας είναι εύκολο να μου συστήσετε τη δεσποι νίδα Σαμούσενκα; -Αλλά δεν είναι πια εδώ! Έφυγε ξαφνικά για το Παρίσι, ή κάπου αλλού. Είπαν πως είναι κατάσκοπος των Ρώσων...όχι ότι εγώ ο ίδιος το πιστεύω! Αλλά οι άνθρωποι τρελαίνονται να λένε τέτοια πράγματα. Η Κατρίνα πάντα διατεινόταν πως ήταν Λευκορωσίδα, -
Το Ελάφι της Αρκαδίας
71
ο πατέρας της ήταν πρίγκιπας ή μεγάλος δούκας. Εί ναι πολύ καλύτερο. Σας έλεγα πως για να μπείτε τε λείως στο πνεύμα... και συνέχισε να αναπτύσει με ευ τυχία, το θέμα του.
4 Η συνάντηση που επεδίωξε να έχει ο Ηρακλής Πουαρώ, με τον σερ ΤζωρτζΣάντερφηλντ, δεν ξεκίνη σε κάτω από εξαιρετικούς οιωνούς. Το «κίβδηλο νόμισμα», κατά την έκφραση του Άμπροζ Βάντελ, δεν έμοιαζε άνετο. Ο σερ Τζωρτζ ήταν κοντός και στρογγυλός. Είχε μαλλιά μαύρα και πυκνά. -Λοιπόν, κύριε Πουαρώ, τι μπορώ να κάνω για σας; τον ρώτησε... Αν δεν κάνω λάθος δεν έχουμε ξανασυναντηθεί ποτέ. — Όχι, ποτέ μέχρι τώρα. -Γ ια τι είναι; Είμαι αρκετά περίεργος να μάθω, το ομολογώ... -Ω ! είναι πολύ απλό... θα ήθελα να πάρω μια μικρή πληροφορία. -Α ! για μια γυναίκα! Ο σερ Τζωρτζ ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του. -Νομίζω πως γνωρίζετε την δεσποινίδα Κατρίνα Σαμούσενκα; Ο Σάντερφηλντ γέλασε. -Ναι. Ένα θεσπέσιο πλάσμα. Τι κρίμα που εγκατέλειψε το Λονδίνο. -Γιατί το εγκατέλειψε; -Αυτό, αγαπητέ μου, το αγνοώ. Ίσως κάποια πα ρεξήγηση με την διεύθυνση του θεάτρου, ή κάτι τέ τοιο. Είναι παράφορη. Μια πραγματική -Ρωσίδα. Λυ πάμαι που δεν μπορώ να βοηθήσω, αλλά πραγματικά, δεν έχω την παραμικρή ιδέα, σε ποιό μέρος πήγε και πού βρίσκεται τώρα. Δεν έχω επικοινωνία μαζί της.
72
Αγκάθα Κρίστι
Και ήδη είχε σηκωθεί. Η συνέντευξη, είχε κρατή σει πολύ! -Α λλά δεν ψάχνω τη δεσπονίδα Σαμούσενκα, είπε ο Πουαρώ, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του. -Α λλά τότε...; -Αφορά την καμαριέρα της. -Τ η ν καμαριέρα της\ ρώτησε έκπληκτος ο Σάντερφηλντ. — Ίσως να θυμάστε αυτό το νεαρό άτομο. Ο Σάντερφηλντ, έχασε ξανά όλη του τη σιγουριά! -Κύριε, και γιατί λοιπόν; ρώτησε χωρίς καμμιά πε ποίθηση. Βέβαια, ξέρω πως είχε μια... μια δυσάρεστη κοπέλα. Αδιάκριτη, ν'ανακατεύεται παντού. Στη θέση σας, δε θα πίστευα ούτε μια λέξη απ'όσα διηγείται. Είναι από το είδος των κοριτσιών που γεννιούνται με το ψέμα στο στόμα. -Λοιπόν, τη θυμάστε; μουρμούρισε ο Πουαρώ. -Έ χ ω απλώς την εντύπωση, διόρθωσε ζωηρά ο Σάντερφηλντ. Ούτε τ'όνομά της δεν ξέρω. Σταθείτε, λίγο... Μαρία κάτι τέτοιο... όχι, λυπάμαι, ξέχασα. -Τ ο θέατρο Θέσπις μου έδωσε κιόλας το όνομα της Μαρίας Χέλλιν... καθώς και τη διεύθυνσή της. Αλ λά μιλώ για την καμαριέρα που ήταν με τη δεσποινίδα Σαμούσενκα πριν τη Μαρία Χέλλιν, τη Νίτα Βαλέττα. -Δ ε ν τη θυμάμαι καθόλου αυτή. Τη μόνη που θυ μάμαι είναι αυτή τη Μαρία. Μια κοντή μελαχροινή με κακό βλέμμα. -Τ ο νέο κορίτσι για το οποίο σας μιλώ ήταν στο σπίτι σας, στο Κράσλαουν, τον περασμένο Ιούνιο. -Ε , καλά. Όλα όσο μπορώ να σας πω, είναι πως ξέχασα. Νομίζω πως εκείνη την εποχή η Κατρίνα, δεν είχε καμαριέρα μαζί της. Πρέπει να κάνετε κάποιο λάθος. Ο Ηρακλής Πουαρώ, κούνησε το κεφάλι. Ήταν σί γουρος πως δεν έκανε λάθος.
Το Ελάφι της Αρκαδίας
73
5
Η Μαρία Χέλλιν έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στον Ηρακλή Πουαρώ, ύστερα γύρισε ζωηρά, τα μάτια της που ήταν μικρά αλλά έξυπνα. -Αλλά θυμάμαι πολύ καλά, κύριε, είπε με τόνο ου δέτερο. Η κυρία Σαμούσενκα με προσέλαθε την τε λευταία εβδομάδα του Ιουνίου. Η προηγούμενη κα μαριέρα θα πρέπει να έφυγε πολύ γρήγορα. -Ακούσατε να λένε γιατί έφυγε αυτό το κορίτσι; — Όχι, ίσως να ήταν άρρωστη. Η κυρία δε μου είπε τίποτα. -Η κυρία σας ήταν εύκολη εργοδότισσα; Το νέο κορίτσι σήκωσε τους ώμους. -Ε ίχε τρομερό χαρακτήρα. Μια έκλαιγε και μια γελούσε. Μερικές φορές ήταν τόσο αποθαρρυμένη που ούτε έτρωγε, ούτε μιλούσε. Ή είχε τρελά κέφια. Έτσι είναι οι χορεύτριες. Είναι θέμα ταμπεραμέντου. - Κ ι ο σερ Τζωρτζ; Το κορίτσι ζωντάνεψε αμέσως και στο βλέμμα της έλαμψε μια έκφραση κακίας. -Α ! Ο σερ Τζωρτζ Σάντερφηλντ; Θέλετε να ενη μερωθείτε για λογαριασμό του; Τα υπόλοιπα δεν ήταν παρά μια δικαιολογία, ε; Α! γΓαυτόν, θα μπορούσα να σας μιλήσω! Σταθείτε, όταν... -Ό χ ι, όχι, δεν είναι απαραίτητο, τη διέκοψε ο Πουαρώ. Τον κύτταξε, με τα μάτια γουρλωμένα, το στόμα ανοιχτό, εμφανώς οργισμένη και απογοητευ μένη.
Αγκάθα Κρίση
74
6
-Πάντα έλεγα πως τα ξέρετε όλα, Αλέξη Παύλοβιτς, μουρμούρισε ο Ηρακλής Πουαρώ. Σκέφτηκα πως ο τρίτος άθλος του Ηρακλή, του εί χε κοστίσει σε μετακινήσεις και συνεντεύξεις περισ σότερα απ'όσα είχε φανταστεί. Η εξαφάνιση μιας απλής νέας καμαριέρας άρχισε να γίνεται δύσκολο πρόβλημα. Όλες οι δίοδοι που ακολούθησε διακόπτοντο ξαφνικά για να μην οδηγήσουν πουθενά. Η τελευταία, τον είχε οδηγήσει, αυτό το βράδυ, στο Παρίσι, Στο Σαμοβάρ, ένα εστιατόριο, του οποίου ο ιδιοκτήτης Αλέξης Παύλοβιτς καυχιόταν ότι ήξερε όλα όσα αφορούσαν τον καλλιτεχνικό κόσμο. Προς το παρόν, κούνησε ικανοποιημένος το κεφάλι. -Ν αι, αγαπητέ μου, είναι αλήθεια. Είμαι ενημερω μένος. Α! αυτή η μικρή Σαμούσενκα, αυτή η υπέροχη χορεύτρια, θέλετε να μάθετε πού έφυγε; Τι απίθανη! (Φίλησε την άκρη των δακτύλων του). Τι φλόγα! Α! θα πήγαινε πολύ ψηλά, θα γινόταν η πρώτη μπαλαρίνα της εποχής της... και μετά, να, ξαφνικά, φεύγει στην άκρη του κόσμου... και αμέσως... α! ναι, αμέσως, την ξέχασαν. -Π ού βρίσκεται; -Στην Ελβετία. Στο Βαγκραί-λεζ Άλπ. Το μέρος συνάντησης όσων ένας μικρός ξερός θήχας τους βα σανίζει και τους κάνει αδύνατους, τόσο αδύνατους. Θα πεθάνει. Ω, ναι! Είναι μοιραίο. Θα πεθάνει σίγουρα. Ο Πουαρώ έβηξε. Η ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται τραγική, του χρειάζονταν πληροφορίες. -Μήπως θυμάστε μια καμαριέρα της; Κάποια Νίτα Βαλέττα; -Βαλέττα; Βαλέττα; Θυμάμαι πως είδα μια καμα ριέρα, με την Κατρίνα, στην αποβάθρα του σταθμού. Μια Ιταλίδα από την Πίζα, δεν είναι; Ναι, τώρα είμαι
Το Ελάφι της Αρκαδίας
75
σίγουρος ότι ήταν Ιταλίδα κι ερχόταν από την Πίζα. -Σ'αυτήν την περίπτωση, παραπονέθηκε ο Πουαρώ, πρέπει να πάω στην Πίζα.
7
Ο Ηρακλής Πουαρώ, στον Κάμπο Σάντο της Πίζας, κύτταξε έναν τάφο. Έτσι εδώ ήταν που θα σταματού σε η έρευνα... εδώ σ’αυτό το ταπεινό υψωματάκι της γης, κάτω από το οποίο αναπαυόταν το χαρούμενο πλάσμα που είχε δονήσει την καρδιά και τη φαντασία ενός απλού Άγγλου μηχανικού. Μήπως αυτή, ήταν η καλύτερη κατάληξη, αυτού του παράξενου και σύντομου ρομάντσου; Τώρα, η κο πέλα θα ζούσε για πάντα στην ανάμνηση του νέου, έτσι όπως την είχε δει, κατά τη διάρκεια των μαζεμέ νων ωρών ενός απογεύματος του Ιουνίου. Έτσι δεν θα υπήρχε θέμα με τις διαφορετικές εθνικότητες, τις χίλιες διαφορές, τις απογοητεύσεις. Ο Πουαρώ σήκωσε το κεφάλι, θλιμμένα. Θυμήθη κε τη συζήτηση που είχε με την οικογένεια Βαλέττα. Η μάνα, με τα χωριάτικα χαρακτηριστικά, ο πατέρας σκυμμένος στον πόνο του, η αδερφή με το σκούρο δέρμα και τα σκληρά χείλια. -Έ γινε τόσο γρήγορα, σινιόρε. Εδώ και χρόνια, είχε πόνους... ο γιατρός δε μας άφησε περιθώριο για να διαλέξουμε... έπρεπε να κάνει αμέσως εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Την πήγα στο νοσοκομείο, και εκεί... πέθανε πριν συνέλθει από τη νάρκωση. Η μητέρα έκλαψε. -Η Μπιάνκα ήταν τόσο έξυπνη, μουρμούρισε. Εί ναι τρομερό που πέθανε τόσο νέα... «Πέθανε νέα» επανέλαθε μόνος, ο Πουαρώ. Αυτό ήταν το μήνυμα, που έπρεπε να μεταφέρει
Α γκάθα Κρίστι
76
στο νέο άντρα που του ζήτησε με τόση εμπιστοσύνη, τη θοήθειά του. Δεν είναι για σας, φίλε μου. Πέθανε νέα. Η έρευνα τελείωσε. Ο «Κεκλειμένος Πύργος» έσχιζε τον ουρανό, τα πρώτα ανοιξιάτικα λουλούδια, έδειχναν το χλωμό τους κεφαλάκι, υποσχόμενα ζωή και χαρά. Μήπως ήταν το ανοιξιάτικο αεράκι που του επέ τρεπε μια τόσο επαναστατική σκέψη; Ή μήπως ήταν κάποιο άλλο πράγμα; Το φάντασμα, μιας ανάμνησης... μια λέξη... μια φράση; Ο ντέτεκτιβ αναστέναξε βαθιά. Δεν έπρεπε να μείνει με την αμφιβολία. Και γι αυτό, έπρεπε να κάνει ακόμα ένα ταξίδι για το Βαγκραί-λεζ Αλπ.
β Ναι, σκέφτηκε, ήταν στ αλήθεια, το τέλος του κό σμου. Όταν είδε την Κατρίνα Σαμούσενκα, με τα σκαμ μένα μάγουλα, τα μήλα του προσώπου της κόκκινα από τον πυρετό και τα όμορφα χέρια της ακουμπι σμένα πάνω στην κουβέρτα, τη θυμήθηκε αμέσως. Δε θυμόταν τ'όνομά της, αλλά την είχε δει να χορεύει. Ήταν προικισμένη με την υπέροχη τέχνη που σε κά νει να ξεχνάς πως πρόκειται για τέχνη. Ξανάβλεπε, τον Μιχαήλ Νόθγκιν, τον κυνηγό, να πηδά και να στριφογυρίζει σ’αυτό το δάσος που γεν νήθηκε στη φαντασία του Άμπροζ Βάντελ. Ξανάβλε πε ακόμα αυτό το καταπληκτικό ελάφι, αιώνια ακο λουθούμενο, αιώνια επιθυμητό... Ένα πλάσμα προικι σμένο, όμορφο με τα μικρά κέρατα στο κεφάλι και τα μπρούντζινα πόδια. Και στο τέλος την πτώση μετά το χτύπημα, την πληγή... και το Μιχαήλ Νόθγκιν, αναστα
Το Ελάφι της Αρκαδίας
77
τωμένο, το πτώμα του μικρού ελαφιού ανάμεσα στα χέρια του. Η Κατρίνα Σαμούσενκα κύτταξε τον ντέτεκτιθ με περιέργεια. -Δ ε σας έχω ξαναδεί, δεν είναι; Τι θέλετε; Ο Ηρακλής Πουαρώ, υποκλίθηκε. -Πρώτα απ'όλα, κυρία, θέλω να σας ευχαριστήσω για μια βραδιά σκέτης ομορφιάς... Του χαμογέλασε αχνά. -... Αλλά έχω έρθει και για μια άλλη υπόθεση. Εί ναι καιρός τώρα, που ψάχνω κάποια καμαριέρα σας... Ονομαζόταν Νίτα. -Νίτα·, Τον κύτταξε με γουρλωμένα μάτια. — ... Τι ξέρετε για τη Νίτα; -Θ α σας το πω. Και της διηγήθηκε την ιστορία με τη βλάβη του αυτοκινήτου του, της περιέγραψε τον Τεντ Ουίλιαμσον, τον έρωτά του, τη λύπη του. Τον άκουγε με υπο μονή. -Ε ίναι συγκινητικό, του είπε όταν τελείωσε. Ναι, είναι συγκινητικό. -Πραγματικά, επιβεβαίωσε ο Ηρακλής Πουαρώ. Ένας μύθος της Αρκαδίας, δεν είναι; Τι μπορείτε να μου πείτε, κυρία, γι αυτό το κορίτσι; Η Κατρίνα Σαμούσενκα αναστέναξε. -Ε ίχα μια καμαριέρα... τη Χουανίτα. Ήταν όμορ φη, ναι... χαρούμενη με ελαφριά καρδιά. Της έτυχε αυτό που τυχαίνει σ'όποιον τον προστατεύουν οι θεοί. Πέθανε νέα. Κι ο ίδιος ο Πουαρώ το είχε πει αυτό, εντούτοις επέμεινε. -Πέθανε; -Ναι. Ο Ηρακλής Πουαρώ για μια στιγμή δε μίλησε. Ύ
78
Αγκάθα Κρίστι
στερα: -Υπάρχει κάτι που δεν το καταλαβαίνω πολύ κα λά. Ρώτησα το σερ Τζωρτζ Σάντερφηλντ για το θέμα της καμαριέρας σας και μου φάνηκε λίγο εξαγριωμέ νος. Γιατί αυτό; Μια ελαφριά έκφραση αηδίας, φάνηκε στο πρόσω πο της χορεύτριας. -Νόμιζε πως μιλούσατε για τη Μαρία... το κορίτσι που προσέλαβα μετά που έφυγε η Χουανίτα. Δοκίμα σε να τον εκβιάσει, για κάποια λεπτομέρεια που είχε μάθει και τον αφορούσε, νομίζω. Ήταν ένα θδελυρό κορίτσι, αδιάκριτο, που διάβαζε τα γράμματα, άνοιγε τα συρτάρια. -Α ! αυτό τα εξηγεί όλα, μουρμούρισε... Το οικογε νειακό όνομα της Χουανίτα, ήταν Βαλέττα και πέθανε μετά από μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Στην Πίζα. Αυτό είναι; Πρόσεξε τον ανεπαίσθητο δισταγμό της χορεύ τριας πριν σκύψει το κεφάλι. -Ναι, έτσι είναι... -Κ α ι εντούτοις, συνέχισε σκεφτικά ο Πουαρώ, οι γονείς της την φώναζαν Μπιάνκα κι όχι Χουανίτα. -Μπιάνκα, Χουανίτα... τι σημασία έχει; Σίγουρα βρήκε πως το Χουανίτα ήταν πιο ρομαντικό όνομα από το πραγματικό της. -Αυτή είναι η εξήγηση σας. Όσο για μένα έχω κά ποια άλλη. -Ποιά; Ο Πουαρώ έσκυψε μπροστά. -Τ ο κορίτσι που είδε ο Τεντ Ουίλιαμσον, είχε μαλ λιά που όπως μου περιέγραψε έμοιαζαν με φτερά αγ γέλου. Σήκωσε το χέρι του κι άγγιξε με τις άκρες των δα κτύλων του, τη χρυσή μάζα των μαλλιών της Κατρίνα...
Το Ελάφι της Αρκαδίας
79
Φτερά χρυσά, ή κέρατα χρυσά; Αγγελος ή δαίμονας; Κατά τις περιστάσεις. Εκτός κι αν δεν αφο ρά τα χρυσά κέρατα του πληγωμένου ελαφιού; -Τ ο πληγωμένο ελάφι... μουρμούρισε η Κατρίνα με φωνή γεμάτη απογοήτευση. -Η περιγραφή του Τεντ Ουίλιαμσον δεν έπαψε να μ'απασχολεί... Ανακαλούσε στη μνήμη μια αόριστη ανάμνηση, άπιαστη... Κι αυτή η ανάμνηση, ήσαστε εσείς, αναπηδώντας στα χρυσόχαλκα πόδια σας, μέ σα στο δάσος. Πρέπει να σας πω τη σκέψη μου, δε σποινίς; Κατά τη διάρκεια μιας βδομάδας, δεν είχατε καμαριέρα. Η Μπιάνκα Βαλέττα είχε γυρίσει στην Ιτα λία και δεν την είχατε ακόμα αντικαταστήσει. Πήγατε μόνη στο Κράσλοουν. Ήδη νιώθατε τα πρώτα συμ πτώματα της αρρώστιας σας και είχατε μείνει στο σπίτι ενώ οι άλλοι πήγαν εκδρομή. Χτύπησαν το κου δούνι της πόρτας και πήγατε ν ανοίξετε... Πρέπει να σας πω τι είδατε-, Είδατε ένα νέο άντρα απλό σαν παι δί και ωραίο σαν Θεό! Και για χάρη του επινοήσατε, ένα νέο κορίτσι, όχι τη-Χουαν/τα, αλλά την Ινκογκνίτα, και... περπατήσατε για λίγες ώρες στην Αρκαδία... Η σιωπή που ακολούθησε, κράτησε πολύ. Ύστερα η Κατρίνα, μίλησε με μια φωνή μπάσσα και υπόκωφη. -Υπάρχει τουλάχιστον ένα πράγμα, για το οποίο σας είπα την αλήθεια. Σας έδωσα την αληθινή κατά ληξη αυτής της ιστορίας. Η Νίτα θα πεθάνει νέα. -Α ! όχι! (Ο Ηρακλής Πουαρώ ξαφνικά μεταμορ φώθηκε. Χτύπησε τη γροθιά του, πάνω στο τραπέζι) Αυτό είναι τελείως άχρηστο. Δεν έχετε καμμία ανά γκη να πεθάνετε\ Μπορείτε να πολεμήσετε και να ζήσετε το ίδιο καλά με οποιαδήποτε άλλη. Κούνησε το κεφάλι της. -Τ ι είναι η ζωή για μένα; -Ό χ ι η ζωή του θεάτρου, βέβαια. Αλλά σκεφτείτε λίγο μια άλλη ζωή. Πείτε μου, τίμια, δεσποινίς, ο πα
80
Αγκάθα Κρίση
τέρας αας ήταν πραγματικά πρίγκιπας, μεγάλος δού κας ή έστω στρατηγός; Ξαφνικά γέλασε. -Οδηγούσε ένα φορτηγό στο Λένινγκραντ. -Τέλεια! Και γιατί να μη μπορείτε να γίνεται η γυ ναίκα ενός μηχανικού σε γκαράζ της εξοχής. Ν' απο κτήσετε όμορφα παιδιά, σαν θεούς, που ίοως να χο ρεύουν όπως εσείς χορέψατε; Η Κατρίνα κράτησε την αναπνοή της. -Αλλά αυτή η ιδέα, δε μοιάζει αληθινή. -Αυτό δεν έχει καμμιά σημασία, απάντησε ο Ηρα κλής Πουαρώ, πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Είμα σίγουρος πως θα πραγματοποιηθεί.
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
81
ΤΟ Α ΓΡΙΟΓΟΥΡΟΥΝΟ ΤΟΥ ΕΡΥ ΜΑΝΘΟΥ 1
Το τελειωμό της τρίτης από τις δουλειές του Ηρα κλή τον έφερε μέχρι την Ελβετία, κι έτσι ο Ηρακλής Πουαρώ αποφάσισε να επωφεληθεί της ευκαιρίας και να πάει να δει μερικές τοποθεσίες που του ήταν ακό μη άγνωστες. Πέρασε δύο μέρες στο Σαμονί, τεμπέλιασε άλλο τόσο στο Μοντρέ και μετά πήγε στο Άντερματ, έχο ντας ακούσει πολλούς από τους φίλους του να παι νεύουν αυτό το μέρος... που τελικά δεν του άρεσε, γιατί ήταν πολύ απόκρημνο για το γούστο του. «Αδύνατο να μείνω εδώ, μονολόγησε. Δεν μπορεί κανείς ν'αναπνεύσει.» Εκείνη τη στιγμή, αντελήφθηκε τον οδοντωτό σιδηρόδρομο και αποφάσισε: «Ανε βαίνω». Ο οδοντωτός σιδηρόδρομος, όπως ανακάλυψε, ανέβαινε αρχικά στις Αβίν, μετά στο Κωρουσέ και τε λικά στο Ρος-Νεζ, σε υψόμετρο πάνω από τρεις χι λιάδες μέτρα. Ο Πουαρώ δεν είχε την πρόθεση να ανέβει τόσο ψηλά. Οι Αβίν ήταν γι'αυτόν ό,τι έπρεπε. Όμως λογάριαζε χωρίς την τύχη που έπαιζε έναν τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Ο οδοντωτός σιδη ρόδρομος είχε ήδη ξεκινήσει, όταν ο ελεγκτής πλη σίασε το ντέτεκτιθ και του ζήτησε το εισιτήριό του. Το εξέτασε, το τρύπησε μ’ένα τρομακτικό εργαλείο
82
Α γκάθα ΚρΙστι
και κάνοντας μία ανεπαίσθητη υπόκλιση, το επέστρε ψε στον κάτοχό του. Μαζί με το εισιτήριο, ο Πουαρώ ένιωσε ότι του έβαζε στο χέρι του κι ένα χαρτί. Ο ντέτεκτιθ ανασήκωσε το φρύδι με έκπληξη. Με τά, διακριτικά, ξετσαλάκωσε το χαρτί. Ήταν ένα ση μείωμα βιαστικά γραμμένο με μολύβι. «Αδύνατο (διάβασε) να μην αναγνωρίσει κανείς αυτά τα μουστάκια! Αγαπητέ μου συνάδελφε, σας χαιρετώ. Αν θα το θέλατε, θα μπορούσατε να είστε πολύτιμη βοήθεια για μένα. Οπωσδήποτε, διαβάσατε τα άρθρα τα σχετικά με την υπόθεση Σάλλεϋ; Ο δολο φόνος Μαρασκώ, πιστεύουμε, έκλεισε ραντεβού σε ορισμένα μέλη της ομάδας του ακριβώς στο ΡοςΝεζ! Βέβαια, όλ'αυτά μπορεί να είναι φάρσα, όμως υπάρχει κάποια πιθανότητα. Είμαστε καλά πληροφορημένοι. Λοιπόν, αγαπητέ φίλε, κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά. Ελάτε σε επαφή με τον επιθεωρητή Ντρουέ που βρίσκεται εκεί. Είναι καλός, αλλά δεν μπορεί να φτάσει το διάσημο Ηρακλή Πουαρώ. Πρέπει να συλληφθεί ο Μαρασκώ και να συλληφθεί ζω ντανός. Δεν είναι άνθρωπος, αλλά ένα εξαγριωμένο αγριογούρουνο. Είναι ένας απ τούς πιο επικίνδυνους δολοφόνους που ζουν σήμερα. Δε θέλησα να διατρέξω τον κίνδυνο να σας μιλήσω στο Αντερματ. Θαμπορούσαν να μας δουν και θα είστε πιο ελεύθερος να ενεργήσετε αν σας θεωρούν έναν απλό τουρίστα. Κα λή τύχη! Ο παλιός σας φίλος Λεμαντέιγ.» Σκεπτικός, ο Ηρακλής Πουαρώ χάιδεψε τα μου στάκια του. Πραγματικά, ήταν ο μοναδικός. Αλλά τι σήμαιναν όλ'αυτά; Είχε διαβάσει στις εφημερίδες τις λεπτομέρειες της υπόθεσης Σάλλεϋ. Η δολοφονία, με κίνητρο τη ληστεία, ενός μπουκμαίηκερ. Ήταν γνω στή η ταυτότητα του δολοφόνου. Ο Μαρασκώ ήταν μέλος μιας ομάδας που σύχναζε στον ιππόδρομο. Τον υποπτευόταν ήδη και γι’άλλα εγκλήματα. Αλλά, αυτή
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
83
τη φορά, η ενοχή του είχε αποδειχτεί. Το είχε σκάσει και τον αναζητούσε η αστυνομία σ'όλη την Ευρώπη. Λοιπόν, θα είχε ραντεβού στο Ρος-Νεζ; Ο Ηρακλής Πουαρώ κούνησε το κεφάλι κατάπλη κτος. Το Ρος-Νεζ βρισκόταν σε μεγάλο υψόμετρο. Υπήρχε εκεί ένα ξενοδοχείο, αλλά βρισκόταν σε κά ποιο στενό, βραχώδες σημείο δεσπόζοντας της κοι λάδας και επικοινωνούσε με τον υπόλοιπο κόσμο μό νο με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο. Ανοιγε τον Ιούνιο αλλά σπάνια έβλεπε κανείς πελότες πριν από τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Αυτό το μέρος υστερούσε σε εισόδους και εξόδους. Το να καταφύγει ένας άνθρω πος εκεί ήταν παγίδα. Φαινόταν πραγματικά ασυνήθι στο να είναι τόπος συνάντησης μιας ομάδας εγκλη ματιών. Κι όμως, ο Λεμαντέιγ έπρεπε να είχε λόγους που να εγγυώνται την αξιοπιστία της πληροφορίας του. Ο Ηρακλής Πουαρώ σεβόταν τον Ελβετό αστυνομικό. Ήξερε ότι ήταν έξυπνος και άξιος εμπιστοσύνης. Ο μικρόσωμος ντέτεκτιθ αναστέναξε. Το να κυνη γήσει έναν αιμοδιψή δολοφόνο ήταν κάτι που δεν ταίριαζε με το πνεύμα του για ευχάριστες διακοπές. Το να σκέπτεται καθισμένος σε μία αναπαυτική πολυ θρόνα, ναι, αλλά το να κυνηγάει ένα εξαγριωμένο αγριογούρουνο στο βουνό... Ένα εξαγριωμένο αγριογούρουνο. Αυτές ήταν οι λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει ο Λεμαντέιγ. Τι πε ρίεργη σύμπτωση... Ο τέταρτος άθλος του Ηρακλή, το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου! Διακριτικά, θάλθηκε να παρατηρεί τους συνταξι διώτες του. Στο κάθισμα, απέναντι του, ήταν ένας Αμερικανός τουρίστας. Όλα σαυτόν έδειχναν ότι ήταν ο υπερατ λαντικός επαρχιώτης στο πρώτο του ταξίδι στην Ευ
84
Αγκάθα Κρίση
ρώπη: η βαλίτσα του, το στυλ των ρούχων του, ο οδη γός που ξεφύλλιζε, ο τρόπος που κυττούσε γύρω του, ακόμα και η απλοϊκή του έκφραση. Λίγο ακόμα και θ'άρχιζε τη συζήτηση, ήταν ολοφάνερο. Στην άλλη πλευρά του στενού διαδρόμου, ένας κομψός άντρας, με γκρίζα μαλλιά και καμπυλωτή μύ τη διάβαζε ένα γερμανικό βιβλίο. Τα δυνατά και ευ λύγιστα δάχτυλά του ήταν δάχτυλα μουσικού ή χει ρουργού. Λίγο μακρύτερα, ήταν συγκεντρωμένα τρία άτομα του ίδιου τύπου. Τα στραβά πόδια τους όπως και όλο το παρουσιαστικό τους έδειχναν ότι είχαν στενή σχέ ση με το είδος των ανθρώπων που ασχολούνται με άλογα. Έπαιζαν χαρτιά. Θα πρότειναν άραγε σ'έναν ξένο να παίξει μαζί τους; Θα τον άφηναν να κερδίσει στην αρχή, και μετά θα γύριζε η τύχη... Τίποτα το παράξενο σ'αυτούς, εκτός από τον τόπο που βρίσκονταν. Θα μπορούσε να τους δει κανείς μέ σα σε οποιοδήποτε όχημα με προορισμό τον ιππόδρο μο. Αλλά μέσα σ'έναν σχεδόν άδειο οδοντωτό σιδη ρόδρομο, όχι! Κι ακόμα υπήρχε μία γυναίκα, ψηλή και μελαχρινή. Είχε ένα πολύ όμορφο πρόσωπο που μπορούσε να φανερώνει τα αισθήματά της, αλλά καθόταν ακίνητη, παράξενα ανέκφραστη. Αγνοώντας τους συνταξιδιώ τες της, κυττούσε σταθερά την κοιλάδα, κάτω. Όπως το είχε προθλέψει ο Πουαρώ, ο Αμερικάνος άρχισε να μιλάει. Ονομαζόταν Σθαρτς. Ήταν το πρώ το τομ ταξίδι στην Ευρώπη. Το τοπίο, είπε, ήταν μεγα λόπρεπο. Ο πύργος του Σιγιόν τον είχε εντυπωσιάσει πολύ. Αλλά το Παρίσι τον είχε απογοητεύσει. Είχε επισκεφτεί τα Φολί Μπερζέρ, το Λούβρο και την Πα ναγία των Παρισίων... Κι οι Παριζιάνοι δεν ήξεραν τί ποτα για την τζαζ. Τα Ηλίσια Πεδία δεν ήταν άσχημα κι οι πηγές του άρεσαν πολύ, κυρίως όταν λειτουργού
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
85
σαν τα συντριβάνια... Κανένας δεν κατέβηκε στις Αθίν, ούτε στο Κωρουσέ. Όλος ο κόσμος πήγαινε στο Ρος-Νεζ, ήταν φανε ρό. Ο κύριος Σβαρτς εξήγησε τους λόγους: πάντα ονειρευόταν να βρεθεί μια μέρα στα αιώνια χιόνια. Φαίνεται ότι δεν μπορεί κανείς να βράσει σωστά έν αυγό μετά από κάποιο ύψος... Με την αφέλεια που τον διέκρινε, επιχείρησε να θάλει στη συζήτηση τον άντρα με τα γκρίζα μαλλιά. Αλλά αυτός αρκέστηκε να του ρίξει ένα ψυχρό βλέμ μα, πάνω απ'τα γυαλιά του, πριν συνεχίσει το διάβα σμα. Μετά, ο κύριος Σβαρτς προσφέρθηκε ναλλάξει θέση με τη μελαχρινή γυναίκα. Από τη δική του θέση θα είχε καλύτερη θέα. Ίσως δεν καταλάβαινε αγγλικά. Εκείνη όμως κού νησε το κεφάλι και σφίχτηκε στο γούνινο παλτό της. -Φαίνεται περίεργο να βλέπει κανείς μια γυναίκα να ταξιδεύει μόνη της, χωρίς κάποιον να τη φροντίζει, είπε εμπιστευτικά, ο Σβαρτς στον Πουαρώ. <Μια γυ ναίκα έχει ανάγκη από φροντίδα όταν ταξιδεύει». Φέρνοντας στο νου του ορισμένες Αμερικάνες που είχε συναντήσει, ο Πουαρώ συμφώνησε. Ο κύριος Σβαρτς αναστέναξε. Ο κόσμος του φαι νόταν εχθρικός κι όμως - το δείχναν τα καστανά του μάτια - δεν κάνει κακό λίγη φιλικότητα.
2
Το να σε υποδέχεται σένα τόσο απομονωμένο μέρος ένας ξενοδόχος με ςράκο και καλογυα/τσμένα παπούτσια, φαινόταν τουλάχιστον γελοίο. Ψηλός, αρ κετά γοητευτικός, με ευγενικές κινήσεις, ζητούσε εν
86
Α γκάθα Κρίση
τούτοις συνέχεια συγνώμη... Τόσο νωρίς αυτή την εποχή..., το ζεστό νερό δε λειτουργούσε..., φυσικά, θα έκανε ότι καλύτερο μπο ρούσε..., αλλά δε βρισκόταν εκεί όλο το προσωπικό... Πραγματικά, δεν περίμενε να έχει τόσους πελάτες. Όλα τούτα τα έλεγε μ’ευγένεια καθαρά επαγγελ ματική, όμως, παρ όλα αυτά ο Πουαρώ νόμισε ότι διέκρινε κάποια στιγμιαία ανησυχία, πίσω απ'αυτήν την ευγένεια. Αυτός ο άνθρωπος είχε ενοχληθεί. Κάτι τον ανησυχούσε. Το γεύμα σερβιρίστηκε σ ένα μακρύ δωμάτιο που έμοιαζε να κρέμεται ψηλά πάνω απ'την κοιλάδα. Ο μο ναδικός σερβιτόρος, ο Γκουστάθ, ήταν ζωηρός και ικανός. Οι τρεις άντρες του ιπποδρόμου ήταν μαζί. Μιλούσαν γαλλικά, γελούσαν δυνατά... Η γυναίκα με το όμορφο πρόσωπο, καθόταν μόνη της σ ένα γωνιακό τραπέζι. Δεν κυττούσε κανέναν. Λίγο αργότερα, ο διαχειριστής του ξενοδοχείου συνάντησε τον Πουαρώ στο σαλόνι και του έκανε εκ μυστηρεύσεις. Συνήθως κανείς δεν ερχόταν πριν απ'το τέλος Ιου νίου. Εκτός απ'αυτή τη γυναίκα, που ο κύριος θα είχε παρατηρήσει. Κάθε χρόνο, εμφανιζόταν την ίδια επο χή. Πριν τρία χρόνια, είχε σκοτωθεί ο άντρας της σε μία ανάβαση. Ήταν πολύ θλιμμένη. Ήταν πολύ δεμέ νη μαζί του... Ερχόταν για προσκύνημα πριν ν'αρχίσει η τουριστική σαιζόν, για να είναι ήσυχη. Όσο για τον ηλικιωμένο κύριο, ήταν ένας διάσημος βιεννέζος επι στήμονας, ο δόκτωρ Καρλ Λουτς. Είχε έρθει για ησυ χία και ξεκούραση. -Ε ίναι πολύ ήσυχα, ναι, παραδέτηκε ο Ηρακλής Πουαρώ. Κι αυτοί εδώ οι κύριοι; ρώτησε δείχνοντας τη λαϊκή ομάδα. Πιστεύετε ότι κι αυτοί ήρθαν για ξε κούραση; Ο διαχειριστής σήκωσε τους ώμους, φανερά ενο
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
87
χλημένος.. -Σ'αυτούς τους τουρίστες, χρειάζεται πάντα κάτι καινούργιο. Απλώς το υψόμετρο... προσφέρει πάντα μία καινούρια αίσθηση. Αίσθηση που δεν είχε τίποτα το ευχάριστο σύμφω να με τον Πουαρώ, που η καρδιά του χτυπούσε πολύ γρήγορα παρά τη θέλησή του. Ο Σθαρτς μπήκε μέσα στην αίθουσα και το πρόσω πό του φωτίστηκε μόλις είδε τον ντέτεκτιθ, τον οποίο έσπευσε να συναντήσει. -Μ ίλησα μ'αυτόν τον επιστήμονα. Μιλάει αγγλικά με παράξενο τρόπο. Είναι Εβραίος... διωγμένος απ'την Αυστρία από τους ναζί. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ανελέητοι! Αυτός εκεί, μου φαίνεται ότι είναι καλός άνθρωπος... ειδικευμένος στις αρρώστιες των νεύ ρων..., ψυχαναλυτής, νομίζω. Το βλέμμα του σταμάτησε στη σιλουέττα της γυ ναίκας που κυττούσε τα άγρια βουνά. Χαμήλωσε τη φωνή του. Ο σερβιτόρος μου έδωσε τ'όνομά της. Ονομάζεται κυρία Γκραντιέ. Ο άντρας της σκοτώθηκε σε κάποια ανάβαση... Νομίζω ότι θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να τη διασκεδάσουμε, να την κάνουμε ν'αλλάξει γνώ μη·
-Στη θέση σας, είπε ο Πουαρώ, δε θα το επιχει ρούσα. Αλλά η προστατευτική τάση του κυρίου Σθαρτς ήταν απεριόριστη. Ο Πουαρώ τον παρατηρούσε στην προσπάθειά του να την πλησιάσει και είδε το πώς εκείνη το δέχτηκε. Η γυναίκα ήταν πιο ψηλή απ’το Σθαρτς. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και τα χαρα κτηριστικά της έμειναν ακίνητα. Ο Πουαρώ δεν άκουσε τι έλεγε στο Σθαρτς, αλλά τον είδε να επιστρέφει με ύφος αποθαρρυμένο. -Τίποτα, βεβαίωσε. Μετά πρόσθεσε, σκεφτικά: Δε
Αγκάθα ΚρΙστι
θθ
βλέπω γιατί δεν θα μπορούσαμε να συμπαθήσουμε ο ένας τον άλλο... έτσι δεν είναι, κύριε... δεν ξέρω ούτε το όνομά σας. -Ονομάζομαι Πουαριέ, απάντησε ο Πουαρώ. Είμαι έμπορος μεταξωτών από τη Λυών. -Θ α σας δώσω την κάρτα μου, κύριε Πουαριέ, και πιστέψτε με, αν ποτέ έρθετε στο Φάουντεν Σπριγκς, θα είστε καλοδεχούμενος. Ο Πουαρώ πήρε την κάρτα, κι έθαλε το χέρι στην τσέπη του. -Ευχαριστώ. Δυστυχώς δεν έχω κάρτα μαζί μου. Εκείνο το βράδυ, την ώρα που πήγαινε να ξαπλώ σει, ο Πουαρώ ξαναδιάβασε με προσοχή το γράμμα του Λεμαντέιγ, μετά το ξανάβαλε στο πορτοφόλι του.. «Είναι περίεργο, μουρμούρισε, αναρρωτιέμαι αν...»
3
Ο Γκουστάθ, το γκαρσόνι, φέρνοντας το πρόγευ μα στον Πουαρώ, του ζήτησε συγνώμη για την ποσό τητα του καφέ. -Ο κύριος θα καταλάβει, ότι σ'αυτό το υψόμετρο είναι αδύνατο να υπάρχει σωστός καφές. Το νερό βράζει πολύ γρήγορα. -Πρέπει κανείς να ξέρει να δέχεται καλόβολα αυ τές τις παραξενιές της φύσης, απάντησε ο Πουαρώ. - Ο κύριος είναι φιλόσοφος, μουρμούρισε ο Γκουστάθ. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, όμως αντί να φύ γει από το δωμάτιο, έριξε μια ματιά έξω, ξανάκλεισε την πόρτα και ξαναήρθε κοντά στο κρεβάτι. -Ο κύριος Ηρακλής Πουαρώ; είπε. Είμαι ο Ντρουέ, αστυνομικός επιθεωρητής. -Είχα μερικές αμφιβολίες.
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
89
Ο Ντρουέ χαμήλωσε τη φωνή του. — Κύριε Πουαρώ, έγινε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα στον οδοντωτό σιδηρόδρομο. -Έ ν α ατύχημα! επανέλαβε ο Πουαρώ που αναση κώθηκε απότομα. Τι είδους ατύχημα; — Δεν υπάρχει τραυματίας. Έγινε χτες τη νύχια. Έπεσε μία χιονοστιβάδα με βράχους και πέτρες. Ί σιος είναι φυσικό, ίσως και να το προκάλεσαν; Οπωσ δήποτε, θα χρειαστούν πολλές μέρες για να διορθω θεί και, περιμένοντας, είμαστε απομονωμένοι απ'όλους. Μέσα στη σαιζόν, όταν το χιόνι είναι ακόμα πυ κνό, είναι αδύνατο να επικοινωνήσουμε με την κοι λάδα. — Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, είπε ο Πουαρώ με χαμηλή φωνή. Ο επιθεωρητής συμφώνησε μ’ένα κούνημα του κε φαλιού. — Ναι, παραδέχτηκε. Αυτό δείχνει ότι η πληροφο ρία του αστυνομικού μας είναι σωστή. Ο Μαρασκώ έχει ένα ραντεβού εδώ, και κανονίστηκε έτσι για να μην τον ενοχλήσει κανείς. -Μ α είναι καταπληκτικό, φώναξε ο Πουαρώ. -Ω ! αυτός ο Μαρασκώ δεν είναι ο πρώτος που έρ χεται. Κατά τη γνώμη μου, είναι τρελός. -Ενας τρελός δολοφόνος! -Α ! αυτό ομολογώ ότι δεν είναι ευχάριστο. — Όμως, σ’αυτή την περίπτωση, αυτό συνεπάγεται ότι, αυτός ο Μαρασκώ είναι ήδη εδώ εφόσον έχει δια κοπεί κάθε επικοινωνία. -Τ ο ξέρω. Οι δύο άντρες σώπασαν για λίγο. Μετά: — Αυτός ο δόκτωρ Λουτς; Μπορεί να είναι ο Μαρα σκώ; ρώτησε ο Πουαρώ. Ο Ντρουέ κούνησε το κεφάλι του. — Δεν το πιστεύω. Έχω δει φωτογραφίες του στις
90
Ay κάβα Κρίστι
εφημερίδες. Είναι όμοιες. -Α ν ο Μαρασκώ ξέρει να μεταμφιέζεται... -Ναι, αλλά ξέρει; Δεν έχω ακούσει να λένε κάτι τέτοιο. Δεν είναι ούτε ικανός ούτε τόσο πονηρός. Ενεργεί σε κρίσεις τυφλής μανίας, σαν αγριογούρου νο. -Ό μως... -Ν αι, παραδέχτηκε ζωηρά ο Ντρουέ, ήξερε πως να το σκάσει. Γι'αυτό, είναι υποχρεωμένος ν'αλλάξει την εμφάνισή του, λίγο — πολύ. -Έ χετε περιγραφή του; Ο άλλος σήκωσε τους ώμους. - Σ ε γενικές γραμμές. Επρόκειτο να λάβω σήμερα τη φωτογραφία του και τα άλλα χαρακτηριστικά του. Είναι περίπου τριάντα χρονών. Είναι λίγο πιο ψηλός απ'το μέσο όρο κι έχει σκούρο δέρμα. Κανένα ιδιαίτε ρο σημάδι. — Αυτά θα μπορούσαν να ταιριάζουν σε οποιονδήποτε. Τι ξέρετε για τον Αμερικάνο, το Σβαρτς; -Θ α σας έκανα την ίδια ερώτηση. Του μιλήσατε και έχετε ζήσει πολύ με Αγγλους και Αμερικάνους. Με την πρώτη ματιά, φαίνεται να είναι ένας κανονι κός τουρίστας. Το διαβατήριό του είναι εντάξει. Το ότι θέλησε να έρθει εδώ μπορεί να φαίνεται λίγο πα ράξενο, αλλά με τους Αμερικάνους... Τι νομίζετε; -Φαίνεται να είναι ένα άτομο αξιαγάπητο κι άκακο. Μπορεί να είναι πολύ ενοχλητικός αλλά μου φαί νεται δύσκολο να τον χαρακτηρίσω επικίνδυνο. Αλλά υπάρχουν και τρεις άλλοι επισκέπτες. Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι του και το πρόσωπό του φάνηκε ξαφνικά πιο ζωηρό. -Ναι. Ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που ψάχνουμε. Θα στοιχημάτιζα μαζί σας, κύριε Πουαρώ, ότι είναι μέλη της ομάδας του Μαρασκώ, αν δεν είναι κάποιος απ'αυτούς ο ίδιος ο Μαρασκώ.
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
91
Ο Πουαρώ σκεφτόταν. Έφερνε ξανά στο μυαλό του τα τρία λαϊκά πρόσωπα. Ναι, ένας απ'αυτούς μπο ρούσε να είναι ο δολοφόνος. Αλλά γιατί ο Μαρασκώ και δύο από τους συνενόχους του θα είχαν κάνει αυ τό το ταξίδι μαζί, για να συγκεντρωθούν σε μια ποντικοπαγίδα πάνω στο βουνό; Υπήρχαν οπωσδήποτε μέ ρη πιο σίγουρα και πιο προσιτά: ένα καφενείο, ένας σταθμός, ένας κινηματογράφος, ένας δημόσιος κή πος, τέλος πάντων, ένας χώρος απ'τον οποίο θα μπο ρούσαν να βγουν! Ενώ εδώ, σ'αυτή την ερημιά, μέσα στο χιόνι... Εμπιστεύτηκε τη σκέψη του στον επισθεωρητή Ντρουέ κι αυτός πείστηκε εύκολα. — Σ’αυτήν την περίπτωση, πρέπει ν'αντιμετωπίσουμε μία άλλη υπόθεση. Αυτοί οι τρεις άντρες είναι μέλη της ομάδας του Μαρασκώ κι ήρθαν εδώ για να τον συναντήσουν. Ποιός, λοιπόν, είναι ο Μαρασκώ; -Τ ο προσωπικό του ξενοδοχείου; Ο Ντρουέ σήκωσε τους ώμους. -Δ ε ν υπάρχει προσωπικό αυτή τη στιγμή, για να μιλήσουμε ανοιχτά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που ασχολείται με την κουζίνα και ο γέρος άντρας της, ο Ζακ. Κι οι δύο βρίσκονται στο ξενοδοχείο εδώ και πενήντα χρόνια. Κι ακόμα ο σερβιτόρος που πήρα εγώ τη θέση του, τίποτ άλλο. — Ο διαχειριστής ξέρει ποιός είστε; — Φυσικά. Μου χρειαζόταν η συνεργασία του. -Παρατηρήσατε ότι φαίνεται ανήσυχος; Ο Ντρουέ αναλογίστηκε αυτό που άκουσε. -Ν αι, πραγματικά, είπε σκεφτικός. -Ίσ ω ς να οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι είναι ανακατεμένος σε έρευνα της αστυνομίας. — Μα πιστεύετε ότι είναι κάτι περισσότερο απ'αυτό; Πιστεύετε ότι... ξέρει κάτι; — Απλώς, σκέφτηκα κάτι τέτοιο.
92
Αγκάθα Κρίστι
-Αναρρωτιέμαι κι εγώ, είπε ο Ντρουέ ανασηκώνοντας το φρύδι του. Σκέψτηκε λίγο και μετά ρώτησε: Πιστεύετε ότι μπορούμε να του αποσπάσουμε την αλήθεια; Ο Πουαρώ κούνησε το κεφάλι του. -Τ ο καλύτερο, πιστεύω, είναι να μην καταλάβει τις υποψίες μας. Απλώς, ας τον παρακολουθούμε. Ο Ντρουέ συμφώνησε κι ετοιμάστηκε να φύγει. -Δ εν έχετε να προτείνετε τίποτα, κύριε Πουαρώ; Γνω...γνωρίζω τη φήμη σας. -Προς το παρόν, όχι. Όμως, γιατί διαλέξανε αυτό το μέρος για το ραντεβού τους κι ακόμα γιατί να δώ σουν ραντεβού; -Γ ια τα χρήματα, απάντησε κοφτά ο Ντρουέ. -Δηλαδή, τον λήστεψαν κιόλας τον καϋμένο το Σάλλεϋ; -Ναι, είχε μαζί του ένα μεγάλο ποσόν που εξαφα νίστηκε. -Και, κατά τη γνώμη σας, αυτό το ραντεβού ορί στηκε για να γίνει η μοιρασιά; -Ε ίναι η πιο πιθανή υπόθεση. Ο Πουαρώ κούνησε το κεφάλι, στενοχωρημένος. - Ναι, αλλά γιατί εδώ; Είναι το τελευταίο μέρος για μία συνάντηση εγκληματιών. Έρχεται κανείς εδώ για να δει μία γυναίκα... Ο Ντρουέ έκανε ένα βήμα μπροστά. -Νομίζετε... -Η κυρία Γκραντιέ είναι μία πολύ ωραία γυναίκα. Και πιστεύω ότι ο καθένας θα έκανε μια τέτοια ανάβα ση... αν αυτή το είχε έστω προτείνει. -Δ εν θα σκεπτόμουν ποτέ να την ανακατέψω σ'αυτή την υπόθεση. Έρχεται εδώ τακτικά, εδώ και κάμποσο χρόνια. -Ναι, είπε ήρεμα ο Πουαρώ, και, γι ’αυτό η παρου
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
93
σία της δε θα προκαλούσε κανένα σχόλιο.
4
Η μέρα πέρασε χωρίς απρόοπτα. Ευτυχώς, το ξε νοδοχείο, είχε πολλές προμήθειες και δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για τα γεύματα. Ο Ηρακλής Πουαρώ προσπάθησε να ανοίξει συζή τηση με το δόκτορα Καρλ Λουτς, την οποία εκείνος αρνήθηκε. Του δήλωσε, χωρίς περιστροφές, ότι ασχολείτο επαγγελματικά με την ψυχολογία και ότι δε συζητούσε γι’αυτήν με ερασιτέχνες. Καθισμένος σε κάποια γωνιά, διάβαζε ένα χοντρό γερμανικό βι βλίο σχετικό με το υποσυνείδητο. Ο ντέτεκτιθ, τυχαία, κατευθύνθηκε προς την κου ζίνα, όπου συνάντησε το γέρο Ζακ που τον κύτταξε λοξά. Η γυναίκα του, η μαγείρισσα, φάνηκε πιο φιλική. Ευτυχώς, εξήγησε στον Πουαρώ, είχε ένα μεγάλο απόθεμα από κονσέρβες, αν και κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί κανείς να φτιάξει πολλά και νόστιμα φα γητά με τροφή από τα κουτιά. Δεν άξιζε τον κόπο. Εί ναι όμως θρεπτικό; Θα θέλατε να μου μιλήσετε λίγο γι'αυτό; Από τη διατροφή, η συζήτηση πέρασε στο υπηρε τικό προσωπικό του ξενοδοχείου. Οι καμαριέρες και τα γκαρσόνια έρχονταν στις αρχές Ιουλίου, όμως, για τις τρεις επόμενες βδομάδες, δε θα υπήρχε κανείς, ή δε θα χρειαζόταν και πολύ. Οι περισσότεροι πελάτες ανέβαιναν, έτρωγαν και ξανακατέθαιναν. Ο Ζακ, εκείνη κι ένας σερβιτόρος μπορούσαν να τα βολέ ψουν. -Θ α υπήρχε ήδη ένας σερβιτόρος πριν το Γκουστάθ, έτσι δεν είναι; ρώτησε ο Πουαρώ. -Ω ! ναι, αλλά δεν ήταν έξυπνος. Δεν είχε πείρα,
94
Αγκάθα Κρϊστι
ήταν αδέξιος, δεν είχε κάποια ποιότητα. -Πόσο καιρό ήταν εδώ πριν τον αντικαταστήσει ο Γκουστάθ; -Μ όνο λίγες μέρες. Φυσικά, τον έδιωξαν. Αυτό δεν παραξένεψε κανέναν. Ήταν φυσικό. -Δ εν διαμαρτυρήθηκε; -Ω ! όχι! Έφυγε πολύ ήσυχα. Εξάλλου, τι μπορού σε να περιμένει; Είναι ένα ξενοδοχείο με καλή φήμη. Πρέπει να παρέχει και καλή εξυπηρέτηση. -Πού πήγε όταν έφυγε; ρώτησε ο Πουαρώ. -Ο Ρομπέρ; Ανασήκωσε τους ώμους. Χωρίς αμφι βολία ξαναγύρισε στο μικρό μπαρ απ’όπου είχε έρθει. -Έ φ υγε με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο; Η γριά του έριξε ένα έκπληκτο βλέμμα. -Φυσικά, κύριε. Ποιόν άλλο δρόμο θα μπορούσε να πάρει; -Τ ον συνόδεψε κανένας; Αυτή τη φορά, ακόμα κι ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του και τον κύτταξε κατάπληκτος. -Οπωσδήποτε δεν πιστεύω να νομίζετε πως επρόκειτο να ασχοληθούμε με ένα τέτοιο ζώο... Έ χουμε τις δουλειές μας. -Ακριβώς. Ο Ηρακλής Πουαρώ απομακρύνθηκε αργά. Μόνο μία πτέρυγα του ξενοδοχείου, πολύ μεγάλη, ήταν ανοιχτή, αυτή την εποχή. Στην άλλη πτέρυγα, κανείς δεν υπήρχε στα δωμάτια με τα κλειστά παραθυρό φυλλα... Ο Πουαρώ έκανε το γύρο του κτιρίου και παρολίγο να πέσει πάνω στον έναν από τους τρεις χαρτοπαί κτες. Εκείνος κύτταξε κατά πρόσωπο τον ντέτεκτιβ με το ανέκφραστο βλέμμα των ανοιχτόχρωμων μα τιών του. Μετά ανασήκωσε λίγο τα χείλη του, δείχνο ντας τα δόντια του σαν άλογο. Ο Πουαρώ συνέχισε το δρόμο του. Μπροστά του,
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
95
απομακρυνόταν η λεπτή σιλουέττα της κυρίας Γκραντιέ. Τάχυνε το βήμα του για να την προλάβει. -Αυτό το ατύχημα που έγινε στον οδοντωτό σιδη ρόδρομο είναι πολύ ενοχλητικό. Ελπίζω, κυρία μου, ότι δεν σας πειράζει. — Μου είναι τελείως αδιάφορο, απάντησε εκείνη. Είχε πολύ χαμηλή φωνή, κοντράλτα. Χωρίς να κυττάξει τον ντέτεκτιβ, απομακρύνθηκε και μπήκε σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα.
5
Ο Ηρακλής Πουαρώ ξάπλωσε από νωρίς. Ξύπνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Κάποιος προσπαθούσε να παραβιάσει την κλειδα ριά της πόρτας. Ανακάθησε κι άναψε το φως. Εκείνη τη στιγμή, η κλειδαριά υποχώρησε στην εξωτερική πίεση και η πόρτα άνοιξε απότομα, αφήνοντας ελεύθερη την εί σοδο σε τρεις άντρες. Οι τρεις χαρτοπαίκτες. Φαίνο νταν μεθυσμένοι. Ο Πουαρώ είδε να αστράφτει μια λεπίδα. Ο πιο ψηλός απ'τους τρεις έκανε ένα βήμα μπρο στά. -Βρωμερέ ντέτεκτιβ! είπε μπερδεύοντας τα λό για του. Μετά άρχισε ένα χείμαρρο αισχρολογιών. -... Λοιπόν, παιδιά, συνέχισε απευθυνόμενος στους συντρόφους του που, κι αυτοί, είχαν πλησιάσει τον ανυπεράσπιστο ξαπλωμένο άντρα. Λοιπόν, τον κάνουμε κομμάτια; Θα χαλάσουμε τη φάτσα του κυ ρίου ντέτεκτιβ; Δε θα είναι η πρώτη φορά, απόψε... Κρατούσαν όλοι από μια λεπίδα κι ήταν αποφασι σμένοι να τη χρησιμοποιήσουν.
96
Ay κάβα Κρίστι
-Ψ ηλά τα χέρια! Γύρισαν με μια κίνηση. Ο Σβαρτς, φορώντας μια πυζάμα με έντονα χρώματα, στεκόταν στο κατώφλι, κρατώντας ένα μικρό αυτόματο πιστόλι. — Εμπρός, ψηλά τα χέρια! Είμαι πολύ καλός σκο πευτής. Άγγιξε τη σκανδάλη και μια σφαίρα πέρασε ξυστά από το αυτί του πιο μεγαλόσωμου από τους ληστές και καρφώθηκε στην κορνίζα του παραθύρου. Έξι χέρια σηκώθηκαν αμέσως. — Μπορώ να ζητήσω τη θοήθειά σας, κύριε Πουαριέ; Ο Πουαρώ σηκώθηκε μ’ένα πηδημα. Μάζεψε τις λεπίδες και βεβαιώθηκε, ψηλαφώντας τους, ότι οι εκτός χρόνου επισκέπτες του δεν είχαν πάνω τους άλλα όπλα. -Εμπρός, δρόμο τώρα! διέταξε ο Σβαρτς. Υπάρχει ένα μεγάλο ντουλάπι στην άκρη του διαδρόμου. Δεν έχει παράθυρο. Είναι ακριβώς ό,τι μας χρειάζεται. Έκλεισε εκεί μέσα το θήραμά του και κλείδωσε την πόρτα. Μετά γύρισε προς τον Πουαρώ. -Δ εν ήταν κι άσχημα, ε; είπε συγκινημένος και ικανοποιημένος. Ξέρετε, κύριε Πουαριέ, στο Ψάουντεν Σπριγκς, με κοροΐδεψαν όταν είπα ότι θα πάρω μαζί μου το πιστόλι! -Αγαπητέ κύριε, όσον αφορά εμένα, φτάσατε την πιο κρίσιμη στιγμή. Αναρρωτιέμαι πώς θα τελείωναν όλ'αυτά χωρίς τη μεσολάβησή σας. -Παρακαλώ. Όμως τι θα κάνουμε τώρα; Θα έπρε πε να παραδώσουμε αυτό τα άτομα στην αστυνομία και δεν μπορούμε! Το πρόβλημα είναι δύσκολο. Μή πως πρέπει να συμβουλευτούμε το διαχειριστή; — Α, ναι, το διαχειριστή. Καλύτερα πρώτα να ζητή σουμε τη γνώμη του σερβιτόρου του Γκουστάθ, ή αλ λιώς του επιθεωρητή Ντρουέ. Ναι, είναι πραγματικά
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
97
αστυνομικός. Ο Σβαρτς τον κ'ύτταξε κατάπληκτος. — Γι'αυτό τα έκαναν αυτά; — Έκαναν ποιά; — Αυτά τα καθάρματα σας είχαν δεύτερο στη λίστα τους. Μαχαίρωσαν ήδη το Γκουστάθ. - Τ ι έκαναν; -Ελάτε μαζί μου. Αυτή τη στιγμή είναι μαζί του ο γιατρός. Το δωμάτιο του Ντρουέ ήταν ένα μικρό δωμάτιο στον τελευταίο όροφο. Ο δόκτωρ Λουτς, φορώντας τη ρόμπα του, τοποθετούσε επιδέσμους στο πρόσω πο του τραυματισμένου. Γύρισε το κεφάλι με την άφιξή τους. -Α ! εσείς είστε, κύριε Σβαρτς. Πραγματική σφα γή! Τι τέρατα που είναι αυτοί οι άνθρωποι. Ο Ντρουέ ακίνητος, θογγούσε σιγανά. -Κινδυνεύει; ρώτησε ο Σβαρτς. — Δεν θα πεθάνει, αν αυτό είναι που σας απασχο λεί. Όμως δεν πρέπει να μιλήσει ούτε να κουνηθεί. Απολύμανα τις πληγές... Δεν υπάρχει κίνδυνος ση ψαιμίας. Οι τρεις άντρες βγήκαν μαζί από το δωμάτιο. -Δ ε μου είπατε ότι ο Γκουστάθ είναι αστυνομι κός; ρώτησε ο Σβαρτς τον Πουαρώ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι καταφατικά. — ... Και τι κάνει στο Ρος-Νεζ; — Του ανέθεσαν να ψάξει να βρει έναν πολύ επι κίνδυνο εγκληματία. Και με λίγα λόγια, ο Πουαρώ εξήγησε την κατάστα ση. -Τον Μαρασκώ; επανέλαθε ο δόκτωρ Λουτς. Κάτι διάβασα γι'αυτόν. Θα ήθελα πολύ να συναντήσω αυτό τον άνθρωπο, να μάθω λεπτομέρειες για την παιδική του ηλικία... Είναι ένα περίεργο φαινόμενο.
98
Αγκάθα Κρίση
-Ό σ ο για μένα, είπε ο Ηρακλής Πουαρώ, θα ήθε λα να μάθω πού ακριβώς βρίσκεται αυτή τη στιγμή. -Δ εν είναι ένας από τους τρεις τύπους που κλεί σαμε μέσα στο ντουλάπι; ρώτησε ο Σθαρτς. -Μπορεί, απάντησε ο Πουαρώ χωρίς πεποίθηση. Όμως δεν είμαι σίγουρος γι’αυτό... Έχω μια ιδέα. Σταμάτησε απότομα να μιλάει και κάρφωσε το βλέμμα του στο χαλί. Σκούροι καφέ λεκέδες φαίνο νταν στην ανοιχτή μπεζ επιφάνειά του. -... Λεκέδες από βήματα... από αίμα. Γρήγορα, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Η άδεια πτέρυγα! Οι δύο άλλοι άντρες τον ακολούθησαν. Τα ίχνη των ποδιών ήταν ορατά πάνω στην ανοιχτόχρωμη μοκέττα σε όλο το μήκος του διαδρόμου, κι έφταναν μέχρι μία πόρτα που ήταν μισάνοιχτη. Ο Πουαρώ την έσπρωξε και δεν μπόρεσε να συγκροτήσει μια κραυγή τρόμου. Κάποιος είχε κοιμηθεί σ'αυτό το δωμάτιο και στο τραπέζι υπήρχε ένας δίσκος με τ'απομεινάρια ενός γεύματος. Στο πάτωμα, στη μέση του δωματίου, υπήρχε το πτώμα ενός άντρα με φανερά τα σημάδια απίστευτης αγριότητας. Υπήρχαν δώδεκα πληγές στο στήθος του και στα μπράτσα του. Το πρόσωπό του ήταν ένας μα τωμένος πολτός. Ο Σβαρτς άφησε να του ξεφύγει κάτι σαν λυγμός και γύρισε αλλού, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τη ναυτία που ένιωσε. Ο δόκτωρ Λουτς ξεστόμισε μια βλαστήμια στα γερμανικά. -Ποιος είναι; ρώτησε ο Σβαρτς με χαμηλή φωνή. Γνωρίζει κανείς αυτό το αγόρι; -Νομίζω, απάντησε ο Πουαρώ, ότι τον γνωρίζουν όλοι εδώ με το όνομα Ρομπέρ, ήταν ένας σερβιτόρος αρκετά αδέξιος...
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
99
Ο Λουτς πλησίασε το πτώμα. Με το δάχτυλο, έδει ξε ένα χαρτί καρφιτσωμένο πάνω στο πτώμα, στο οποίο υπήρχαν μερικές λέξεις κακογραμμένες. Ο Μαρασκώ δε θα σκοτώσει πια... και δε θα ξανακλέψει τους φίλους του\ Ο Μαρασκώ! ψέλισε ο Σβαρτς. Αυτός είναι. Όμως τι τον έφερε σ'αυτό το απομονωμένο μέρος; Και γιατί μου είπατε ότι τον έλεγαν Ρομπέρ; -Παρίστανε έναν σερβιτόρο... πολύ αδέξιο, όπως φαίνεται. Τόσο αδέξιο που κανένας δεν απόρησε όταν τον έδιωξαν. Έφυγε, τάχα, για να επιστρέφει στο Άντερματ. Όμως κανείς δεν τον είδε να φεύγει. -Α ! είπε ο Λουτς με τη λίγο δυνατή φωνή του. Και τι συνέβη, κατά τη γνώμη σας; -Χωρίς αμφιβολία, αυτό εξηγεί το ανήσυχο ύφος του διαχειριστή. Ο Μαρασκώ θα πρέπει να του πρόσφερε ένα σημαντικό ποσό, για να τον αφήσει να μείνει κρυμμένος στην πτέρυγα αυτή του ξενοδοχείου που δεν χρησιμοποιείται... αλλά αυτή η λύση δεν άρεσε στο διαχειριστή, μάλιστα, δεν του άρεσε καθόλου. -Κ α ι γιατί σκότωσαν το Μαρασκώ; ρώτησε ο Σβαρτς. Και ποιος τον σκότωσε; -Μ α εύκολα το καταλαβαίνει κανείς αυτό! φώνα ξε ο Πουαρώ. Έπρεπε να μοιραστεί τα χρήματα με την ομάδα του. Δεν το έκανε και τους εξαπάτησε. Ήρθε εδώ για ν’αποτραβηχτεί από το κύκλωμα. Πί στευε ότι εδώ θα ήταν το τελευταίο μέρος όπου οι άλ λοι θα τον αναζητούσαν. Όμως, τον πήραν είδηση, με κάποιο τρόπο. Και κανόνισαν, έτσι, τους λογαρια σμούς τους. -Αυτά τα «πώς» και τα «γιατί» είναι πολύ ενδια φέροντα, είπε θυμωμένα ο Λουτς, αλλά εκείνο που μ'ενδιαφέρει εμένα είναι η τωρινή μας κατάσταση. Έ χουμε εδώ ένα πτώμα. Έχω να φροντίσω έναν τραυ ματία, διαθέτω ελάχιστα φάρμακα κι είμαστε αποκομ
Αγκάθα Κρίστι
100
μένοι από τον υπόλοιπο κόσμο! Για πόσο καιρό; — Κι έχουμε τρεις δολοφόνους κλειδωμένους μέ σα σ ένα ντουλάπι, πρόσθεσε ο Σβαρτς. Βρισκόμαστε σ'αυτό που θα ονόμαζα, ενδιαφέρουσα κατάσταση. - Τ ι θα κάνουμε; ρώτησε ο Λουτς. -Πρώτα θα βρούμε το διαχειριστή. Δεν είναι εγ κληματίας, αλλά ένας άνθρωπος που αγαπά τα χρή ματα. Είναι επίσης δειλός. Θα κάνει ό,τι του πούμε εμείς να κάνει. Ο καλός μου φίλος ο Ζακ, ή η γυναίκα του, θα μας δώσουν χωρίς αμφιβολία, λίγο σκοινί. Θα βάλουμε τα τρία καθάρματα κάπου που να μπορούμε να τα παρακολουθούμε εύκολα, περιμένοντας βοή θεια. Το αυτόματο του κυρίου Σβαρτς θα τους πείσει για τα επιχειρήματά μας. - Κ ι εγώ; Τι πρέπει να κάνω; ρώτησε ο Λουτς. -Εσείς, γιατρέ, απάντησε ο Πουαρώ σοβαρά, θα κάνετε ό,τι μπορείτε για τον ασθενή μας. Εμείς οι άλ λοι, θα επαγρυπνούμε και θα περιμένουμε.
6 Τρεις μέρες αργότερα, μια μικρή ομάδα αντρών εμφανίστηκε στο ξενοδοχείο, νωρίς το πρωί. Ο Ηρακλής Πουαρώ τους άνοιξε την πόρτα. -Φίλε μου, καλώς όρισες! Ο αστυνομικός Λεμαντέιγ έπιασε τα δυο χέρια του Πουαρώ. -Α ! φίλε μου, τι συγκίνηση! Δεν μπορείτε να φαν ταστείτε τι αγωνία περάσαμε. Φοβόμαστε τα πάντα, υποθέταμε τα πάντα. Κανένα μέσο επικοινωνίας. Αυ τός ο ηλιογράφος, ήταν κάτι το μεγαλοφυές! -Μ α όχι, μα όχι, διαμαρτυρήθηκε ο Πουαρώ, με μετριοφροσύνη. Ο ήλιος λάμπει πάντα για τους αν θρώπους...
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
101
-Δ εν μας περιμένουν; ρώτησε ο Λεμαντέιγ μ ένα ειρωνικό χαμόγελο καθώς έμπαινε στο ξενοδοχείο. Ο Πουαρώ χαμογέλασε κι εκείνος. -Ό χ ι, πιστεύουν ότι ο οδοντωτός σιδηρόδρομος δεν έχει επισκευαστεί ακόμα. -Α ! τι μεγάλη μέρα! Είστε σίγουρος ότι πρόκειται για το Μαρασκώ; -Απόλυτα. Ελάτε μαζί μου. Ανέβηκαν τη σκάλα, στο τέρμα της οποίας άνοιξε μιά πόρτα και φάνηκε ο Σθαρτς φορώντας τη ρόμπα του και με ύφος έκπληκτο. -'Ακόυσα φωνές, είπε. Περί τίνος πρόκειται; — Η βοήθεια έφτασε! απάντησε ο Πουαρώ με έμ φαση. Συνοδέψτε μας, κύριε, η στιγμή είναι ιστορική. Μετά κατευθύνθηκε προς τον απάνω όροφο. -Πάτε να δείτε τον Ντρουέ; Αλήθεια, πώς είναι; -Κατά το δόκτορα Λουτς, πέρασε ήσυχη νύχτα. Φτάνοντας μπροστά στο δωμάτιο του τραυματι σμένου, ο Πουαρώ άνοιξε απότομα την πόρτα. -/δ ο ύ το εξαγριωμένο αγριογούρουνό σας, κύ ριοι, ανάγγειλε. Πάρτε το ζωντανό και κάντε ο,τι χρειάζεται για να μην ξεφύγει από την καρμανιόλα. Ο άντρας που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι με το πρόσωπο ακόμα σκεπασμένο με επιδέσμους, αναση κώθηκε απότομα. Όμως οι αστυνομικοί τον άρπαξαν από τα χέρια πριν προλάβει να κάνει την παραμικρή κίνηση. -Μ α, φώναξε ο Σβαρτς κατάπληκτος. Είναι ο Γκουστάθ, είναι ο επιθεωρητής Ντρουέ. -Ε ίναι ο Γκουστάθ, ναι, όμως δεν είναι ο επιθεω ρητής Ντρουέ. Ο Ντρουέ ήταν ο πρώτος σερβιτόρος, που τον κρατούσαν φυλακισμένο στην άδεια πτέρυγα του ξε νοδοχείου και που τον κατακρεούργησε ο Μαρασκώ, τη νύχτα που μου επιτέθηκαν.
Αγκάθα Κρίση
102
7 -Καταλαβαίνετε, είπε ο Πουαρώ στον Αμερικάνο που ήταν ακόμα κατάπληκτος, στη διάρκεια του πρωι νού. Όταν ασκεί κανείς ένα επάγγελμα, υπάρχουν μερικά πράγματα που τα ξέρει καλά. Η διαφορά, για παράδειγμα, που υπάρχει ανάμεσα σ'έναν ντέτεκτιβ και ένα δολοφόνο! Ο Γκουστάβ δεν ήταν σερβιτόρος, γι’αυτό αμφέβαλα από την πρώτη στιγμή, αλλά δεν ήταν ούτε αστυνομικός. Αυτό μ’έθαλε αμέσως σε επι φυλακή. Το βράδυ δεν έπινα τον καφέ μου. Τον έχυ να. Και καλά έκανα. Τη νύχτα, ένας άντρας μπήκε στο δωμάτιο μου με τη σιγουριά που έχει κάποιος που ξέ ρει ότι αυτός που βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο, είναι ναρκωμένος. Έψαξε παντού, και βρήκε στο πορτο φόλι μου, που το είχα αφήσει στη διάθεσή του, το γράμμα του Λεμαντέιγ. Το άλλο πρωί, ο Γκουστάβ ήρ θε να μου φέρει το πρωινό μου κι έπαιξε το ρόλο του απόλυτα σίγουρος. Όμως ήταν ανήσυχος, γιατί, με κάποιο τρόπο, η αστυνομία είχε βρει τα ίχνη του. Αυ τό ανέτρεπε όλα του τα σχέδια. Είχε πιαστεί σαν πο ντικός στη φάκα. -Γιατί όμως είχε αυτή την ανόητη ιδέα να έρθει εδώ; ρώτησε ο Σθαρτς. -Δ εν είναι τόσο ανόητη όσο φαίνεται, απάντησε ο Πουαρώ. Του χρειαζόταν οπωσδήποτε, ένα μέρος πο λύ απομονωμένο, όπου θα μπορούσε να συναντήσει κάποιο άλλο άτομο. -Π οιό είναι αυτό; — Ο δόκτωρ Λουτς. -Τ ι; Είναι κι αυτός ληστής; - Είναι πραγματικά ο δόκτωρ Λουτς αλλά δεν είναι ούτε νευρολόγος, ούτε ψυχαναλυτής. Είναι χεφούρ-
Το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου
103
γος, αγαπητέ μου, ειδικευμένος στην πλαστική χει ρουργική. Διωγμένος από τη χώρα του, τώρα είναι φτωχός. Του πρόσφεραν γερή αμοιβή για να συνα ντήσει κάποιον εδώ και να του αλλάξει το πρόσωπο. Χωρίς αμφιβολία, κατάλαβε ότι επρόκειτο για έναν εγκληματία, αλλά έκανε το κορόιδο. Κανένας δεν έρ χεται εδώ αυτή την εποχή, ο διαχειριστής χρειάζεται χρήματα, μπορεί εύκολα να τον εξαγοράσουν. Το μέ ρος φαίνεται ιδανικό. Αλλά ο Μαρασκώ προδόθηκε. Η σωματοφυλακή του, οι τρεις άντρες που είχαν αναλάθει να τον προσέχουν, δεν έφτασαν ακόμα. Ο Μα ρασκώ δεν περιμένει. Εξαφανίζει τον αστυνομικό που παίζει το ρόλο του σερβιτόρου και παίρνει τη θέση του. Κανονίζει ώστε να μη λειτουργεί ο οδοντωτός σι δηρόδρομος. Δεν εχει καιρό για χάσιμο. Το επόμενο βράδυ, σκοτώνει τον Ντρουέ και καρφιτσώνει το χαρ τάκι πάνω στο πτώμα του. Όταν θα επισκευαστεί ο οδοντωτός σιδηρόδρομος και αποκατασταθεί η επι κοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο, θα θάψει ίσως τον Ντρουέ με το όνομα του Μαρασκώ. Ο δόκτωρ Λουτς τον χειρουργεί χωρίς καθυστέρηση. Αλλά πρέπει να εξασφαλίσει τη σιωπή ενός ανθρώπου: του Ηρακλή Πουαρώ. Η ομάδα παίρνει εντολή να μου επιτεθεί. Χί λια ευχαριστώ, φίλε μου... Ο Πουαρώ υποκλίθηκε με χάρη μπροστά στο Σθαρτς που ρώτησε: -Λοιπόν, είσαστε, πραγματικά, ο Ηρακλής Πουα ρώ; Μα, ναι. - Κ ι από την πρώτη στιγμή, ξέρατε ότι το πτώμα δεν ήταν του Μαρασκώ; -Απόλυτα. -Γιατί δεν το είπατε; -Γιατί ήθελα να είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα παραδώσω τον πραγματικό Μαρασκώ στην αστυνο
104
Αγκάθα Κρίση
μία. Οτι θα πιάσω ζωντανό το αγριογούρουνο του Ερυμάνθου, πρόσθεσε χαμηλόφωνα.
Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες
105
ΟΙ ΣΤΥΜΦΑΛΙΔΕΣ ΟΡΝΙΘΕΣ 1
Ο Χάρολντ Γουώριγκ τις παρατήρησε όταν ανέ βαιναν το δρομάκι που ξεκινούσε από τη λίμνη. Είχε ωραίο καιρό, ο ουρανός ήταν γαλάζιος κι ο ήλιος έλα μπε. Ο Χάρολντ, καθισμένος στη βεράντα του ξενο δοχείου, κάπνιζε την πίπα του και σκεφτόταν ότι ζούσε καλά. Η πολιτική του καρριέρα μόλις άρχιζε με πολύ ικα νοποιητικό τρόπο. Υφυπουργός στα τριάντα του, ήταν αρκετό. Μπορούσε να είναι υπερήφανος. Ο Πρωθυπουργός είχε πει ότι <<ο νεαρός Γουώριγκ θα πήγαινε ψηλά.» Η ζωή παρουσιαζόταν με συναρπαστι κά χρώματα. Ο Χάρολντ είχε αποφασίσει να περάσει τις διακο πές του στην Χερζοσλοθακία, για να αποφύγει τα συ νηθισμένα και να ξεκουραστεί πραγματικά μακριά απ'όλα κι απ'όλους. Το ξενοδοχείο, στις όχθες της λί μνης Στέμπκα, αν και μικρό, ήταν άνετο. Οι άλλοι πε λάτες ήταν, οι περισσότεροι, ξένοι κι εκείνοι στην πε ριοχή. Οι μόνοι Άγγλοι, ήταν μια γυναίκα μιας κά ποιας ηλικίας, η κυρία Ράις κι η κόρη της, η κυρία Κλαίητον. Ο Χάρολντ τις έβρισκε και τις δύο συμπα θητικές. Η Έλση Κλαίητον, ήταν όμορφη, μ έναν τρό πο λίγο ξεπερασμένο. Μακιγιαριζόταν ελάχιστα, ή κα θόλου και έδειχνε μεγάλη επιφυλακτικότητα, σχεδόν δειλία. Η κυρία Ράις ήταν αυτό που συνηθίζουμε να λέμε γυναίκα με χαρακτήρα. Ψηλή, με βαθιά φωνή,
106
Αγκάθα Κρίστι
είχε τη συνήθεια να παίρνει αποφάσεις, ήταν όμως πνευματώδης και η παρέα της ήταν ευχάριστη. Ήταν φανερό ότι ζούσε μόνο για την κόρη της. Ο Χάρολντ είχε περάσει πολλές ευχάριστες ώρες με τη μητέρα και την κόρη αλλά αυτές δεν προσπάθη σαν να μονοπωλήσουν την παρέα του. Οι άλλοι πελά τες του ξενοδοχείου έρχονταν συχνά σε ομάδες, σε οργανωμένα ταξίδια. Έμεναν μία ή δύο νύχτες και μετά έφευγαν. Ο Χάρολντ είχε δώσει σ'αυτό ελάχιστη προσοχή μέχρι που... Αυτές ανέβαιναν το δρομάκι που ξεκινούσε από τη λίμνη, πολύ αργά, και ακριβώς τη στιγμή που τις πρόσεξε ο Χάρολντ, ένα σύννεφο έκρυψε τον ήλιο. Ο νεαρός άντρας ανατρίχιασε. Αυτές οι δύο γυναίκες είχαν μία παράξενη όψη. Η μύτη τους ήταν μακριά και κυρτή, σαν το ράμφος ενός πουλιού, και τα χαρακτηριστικά τους είχαν μία παράξενη ακινησία. Έμοιαζαν καταπληκτικά. Κάθε μία απ’αυτές, είχε ρίξει στους ώμους μία κάπα που ανέμιζε σαν τα φτερά ενός μεγάλου πουλιού. Οι δύο γυναίκες κατευθύνονταν ίσια προς τη βεράντα. Δεν ήταν πια πολύ νέες, σχεδόν πενήντα χρονών. Η ομοιότητά τους ήταν πολύ χτυπητή, δεν μπορούσε παρά να είναι αδελφές. Περνώντας δίπλα από το νεαρό άντρα, τον κύτταξαν προσεκτικά και παρατεταμένα. Ο Χάρολντ, ενοχλημένος, γύρισε αλλού τα μάτια του και είδε ένα γαμψό.χέρι, σαν νύχι πουλιού... «Τι φρικτές γυναίκες! Πραγματικά όρνεα...» Η άφιξη της κυρίας Ράις τον έβγαλε από τις σκο τεινές σκέψεις του. Όρμησε βιαστικά να της προσ φέρει ένα κάθισμα. Τον ευχαρίστησε μονολεκτικά, κάθησε, και όπως συνήθιζε άρχισε να πλέκει με γρη γοράδα. -Είδατε αυτές τις γυναίκες που μπήκαν στο ξένο-
Οι Στυμφαλϊδες Όρνιθες
107
δοχείο τώρα; ρώτησε ο Χάρολντ. -Αυτές με τις κάπες; Ναι, διασταυρώθηκα μαζί τους. — Είναι παράξενες, δεν είναι; -Πώς; Ναι, ίσως. Μοιάζουν πάρα πολύ. Θα πρέπει να είναι δίδυμες. -Ίσ ω ς έχω μεγάλη φαντασία, τόλμησε να πει ο νεαρός άντρας, όμως τις βρίσκω διαβολικές. - Τ ι πράγμα; Πρέπει να τις δω από πιο κοντά... Ο θυρωρός θα μας πει ποιές είναι. Δεν πρέπει να είναι Εγγλέζες. -Ω ! όχι. Η κυρία Ράις έριξε μία ματιά στο ρολόι της. -Ε ίνα ι η ώρα του τσαγιού. Θα είχατε την καλωσύνη να χτυπήσετε το κουδούνι, κύριε Γουώριγκ; -Μ α πώς λοιπόν; Υπάκουσε πρόθυμα και μετά κάθησε πάλι στη θέ ση του. -Π ού είναι η κόρη σας, σήμερα το απόγευμα; ρώ τησε. -Η Έλση; Κάναμε μια βόλτα μαζί. Το γύρο της λί μνης και μετά στον πευκώνα. Ήταν υπέροχα. Ένα γκαρσόνι πλησίασε και πήρε παραγγελία για το τσάι. -... Η Έλση έλαβε ένα γράμμα από το σύζυγό της, συνέχισε η κυρία Ράις, όταν απομακρύνθηκε ο σερβι τόρος. Σίγουρα δεν θα κατέθει. -Τ ο σύζυγό της; επανέλαθε έκπληκτος ο Χάρολ ντ. Νόμιζα ότι ήταν χήρα! Η κυρία Ράις του έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα. -Ω ! όχι, είπε ξερά. Η Έλση δεν είναι χήρα. Δυστυ χώς, είπε με έμφαση. Ο Χάρολντ δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή του. -... Ε! ναι, κύριε Γουώριγκ, το ποτό είναι υπεύθυ
Αγκάθα Κρίστι
108
νο για πολλές δυστυχίες. -Πίνει; -Ν αί. Και δε φτάνει αυτό. Έχει μια αρρωστημένη ζήλεια και απίστευτα βίαιο χαρακτήρα - αναστέναξε. Αχ! ο κόσμος είναι σκληρός, κύριε Γουώριγκ. Λα τρεύω την Έλση, είναι το μοναδικό μου παιδί... και το να τη βλέπω δυστυχισμένη μου σπαράζει την καρδιά. -Κ α ι είναι τόσο γλυκιό! είπε με ειλικρίνεια ο Χάρολντ. -Χωρίς αμφιβολία, λίγο υπερβολικά. -Συγνώμη; — Μία ευτυχισμένη γυναίκα είναι πιο υπεροπτική. Η γλυκύτητα της Έλση, προέρχεται, πιστεύω, από ένα αίσθημα ήττας. Η ζωή ήταν πολύ σκληρή γι'αυτήν. -Πώς... πώς τον παντρεύτηκε; -Ο Φίλιπ Κλαίητον ήταν ένας γοητευτικός νέος. Ήταν - και είναι ακόμα - πολύ χαριτωμένος. Είχε μία σεβαστή περιουσία και δε βρέθηκε κανένας να μας προειδοποιήσει για τον πραγματικό του χαρακτήρα. Ήμουνα ήδη χήρα εδώ και πολύ καιρό. Δύο γυναίκες που ζουν μόνες είναι κακοί κριτές... — Ναι, πραγματικά, είπε ο Χάρολντ σκεπτικός. Ένιωθε λύπη και αγανάκτηση. Η Έλση Κλαίητον δεν ήταν σίγουρα πάνω από είκοσι πέντε χρονών. Ξα νάβλεπε το καθαρό βλέμμα των γαλάζιων ματιών της, την τρυφερή καμπύλη των χειλιών της. Και ξαφνικά, κατάλαβε ότι το ενδιαφέρον του γι'αυτήν ξεπερνούσε τα όρια της απλής φιλίας. Και ήταν δεμένη με έναν αγροίκο...
2
Μετά το φαγητό, ο Χάρολντ ξανασυνάντησε τη μητέρα και την κόρη. Η Έλση Κλαίητον φορούσε ένα
Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες
109
φόρεμα σε χρώμα ροζ πολύ απαλό. Φυσικά είχε κλάψει, τα μάτια της ήταν κόκκινα. -Ανακάλυψα ποιές είναι οι δύο αρπυιές σας, κύ ριε Γουώριγκ, είπε η κυρία Ράις εύθυμα. Πολωνέζες, από εξαιρετική οικογένεια, μου είπε ο θυρωρός. Ο Χάρολντ κύτταξε προς την κατεύθυνση των δύο Πολωνέζων κυριών. -Αυτές οι δύο γυναίκες εκεί κάτω; ρώτησε η Έλση με ενδιαφέρον. Αυτές με τα θαμμένα μαλλιά; Έ χουν κάποια κακία... δεν ξέρω γιατί. -Αυτό ακριβώς είπα κι εγώ! δήλωσε θριαμβευτικά ο Χάρολντ. Η κυρία Ράις άρχισε να γελάει. -Είσαστε αστείοι και οι δύο. Δεν μπορεί κανείς να σχηματίσει γνώμη για τους ανθρώπους μόνο κυττώντας τους. -Οπωσδήποτε όχι, παραδέχτηκε η Έλση με χάρη. Όμως μου θυμίζουν αρπακτικά όρνεα... -Π ου βγάζουν τα μάτια των πτωμάτων! επέμεινε ο Χάρολντ. -Ω ! όχι! διαμαρτυρήθηκε τρομοκρατημένη η νέα γυναίκα. -Μ ε συγχωρείτε. -Οπωσδήποτε, υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας, είπε η κυρία Ράις. -Δ εν έχουμε κανένα ένοχο μυστικό, δήλωσε η Έλση. -Μ πορεί όμως να έχει ο κύριος Γουώριγκ, είπε η μητέρα, κλείνοντας το μάτι. -Τ ο παραμικρό. Η ζωή μου είναι ένα ανοιχτό βι βλίο. «Πόσο υπερβολικοί είναι οι άνθρωποι που προέρ χονται από τη δεξιά παράταξη, σκέφτηκε ξαφνικά ο Χάρολντ. Μία καθαρή συνείδηση, είναι το μόνο που χρειάζονται στη ζωή τους. Μ'αυτήν, μπορούν ν'αντι-
Αγκάθα Κρίστι
110
μετωπίσουν τον κόσμο και να στείλουν στο διάβολο όλους αυτούς που μπαίνουν εμπόδιο στο δρόμο τους.» Ξαφνικά ένιωσε πολύ δυνατός, απόλυτα κύριος της τύχης του.
3
Όπως και πολλοί άλλοι Άγγλοι, ο Χάρολντ Γουώριγκ ήταν πολύ αδέξιος γλωσσομαθής. Τα γαλλι κά του ήταν άσχημα και είχε έναν τόνο τυπικά βρετα νικό. Δεν ήξερε λέξη γερμανικά ή ιταλικά. Μέχρι τώρα, αυτό δεν τον είχε ενοχλήσει. Στα πε ρισσότερα ξενοδοχεία έβρισκε πάντα κάποιον που μι λούσε αγγλικά. Όμως σ'αυτό το απομονωμένο μέρος που η γλώσ σα ήταν μία παραλλαγή της σλοβακικής και που μόνο ο θυρωρός μιλούσε γερμανικά, ο Χάρολντ ενοχλήθη κε που έπρεπε να καταψύγει σε μία από τις συμπατριώτισσές του για να του κάνει το διερμηνέα. Η κυ ρία Ράις, που ήξερε πολλές γλώσσες, μιλούσε ακόμα και λίγα σλοβάκικά. Ο Χάρολντ αποφάσισε να αρχίσει να μαθαίνει γερ μανικά. Ο καιρός ήταν καλός κι αφού έγραψε μερικά γράμματα, ο νεαρός άντρας διαπίστωσε ότι του έμενε μία ώρα πριν από το γεύμα για να κάνει έναν περίπα το. Κατέθηκε με κατεύθυνση τη λίμνη, μετά γύρισε προς το δάσος με τα έλατα. Περπατούσε ήδη πέντε λεπτά περίπου, όταν το αυτί του έπιασε κάποιο θόρυ βο. Αδύνατο να κάνει λάθος: λίγα μέτρα πιο πέρα, μία γυναίκα έκλαιγε μ'όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ο Χάρολντ σταμάτησε μια στιγμή, μετά κατευθύνθηκε προς το σημείο απ’όπου ερχόταν ο ήχος. Η Έλση Κλαίητον, καθισμένη πάνω στον κορμό ενός δέ
Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες
111
ντρου, με το πρόσωπο μέσα στα χέρια της, έκλαιγε με λυγμούς. -Κυρία Κλαίητον, είπε γλυκά ο Χάρολντ, «Έλση»; Αναπήδησε ζωηρά και σήκωσε τα μάτια της πάνω του. Εκείνος κάθησε δίπλα της. Μπορώ να κάνω τίποτα; πρότεινε τρυφερά. Κούνησε το κεφάλι. -Ό χι... όχι... είστε πολύ καλός. Αλλά δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για μένα. -Είναι... είναι εξαιτίας του συζύγου σας; ρώτησε ενοχλημένος. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Μετά σκούπισε τα μά τια της κι έβγαλε την πουδριέρα της, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία της. — Δε θέλω να ανησυχεί η μητέρα μου, είπε με φω νή που έτρεμε. Αναστατώνεται τόσο πολύ όταν με βλέπει δυστυχισμένη. Έτσι ήρθα εδώ για να κλάψω ελεύθερα. Είναι ανόητο, το ξέρω. Το κλάμα δε χρησι μεύει σε τίποτα. Όμως... καμμιά φορά, η ζωή φαίνεται τόσο ανυπόφορη. -Λυπάμαι πάρα πολύ, είπε ο Χάρολντ. Του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. Μετά είπε πολύ γρήγορα: -Ό λ α είναι δικό μου λάθος. Παντρεύτηκα το Φίλιπ με τη θέλησή μου. Είμαι η μόνη που μπορεί να κα τακρίνει κανείς αν τα πράγματα... εξελίχτηκαν τόσο άσχημα. -Είστε θαρραλέα, αφού μπορείτε να παρουσιάζε τε τα πράγματα μ'αυτόν τον τρόπο. Κούνησε το κεφάλι της. -Ω ! όχι, δεν είμαι θαρραλέα. Δεν είμαι καθόλου γενναία. Είμαι δειλή. Είναι κατά κάποιο τρόπο η στε νοχώρια, με το Φίλιπ. Τρομοκρατούμαι όταν τον πιά νει η κρίση βίας, πεθαίνω απ'το φόβο μου. -Μ α πρέπει να τον εγκαταλείψετε! φώναξε ο Χά-
112
Αγκόθα Κρίστι
ρολντ. — Δεν τολμώ. Δεν... δεν θα με άφηνε να φύγω. -Ε ίναι γελοίο. Γιατί δε χωρίζετε, -Δ ε ν έχω κανένα λόγο. (Ανασηκώθηκε). Όχι, πρέπει να τα καταφέρω μόνη μου. Ξέρετε, περνάω πολύ καιρό με τη μητέρα μου. Ο Φίλιπ δεν το βρίσκει κακό αυτό. Κυρίως όταν ξεφεύγουμε από τα συνηθι σμένα, όπως εδώ. Κοκκίνισε, δίστασε λίγο πριν συνεχίσει. -... Όμως είναι τόσο ζηλιάρης! Αν... αν επιχειρή σω έστω και να μιλήσω μ’έναν άλλο άντρα, μου κάνει τρομερές σκηνές. Η αγανάκτηση του Χάρολντ όλο και μεγάλωνε. Εί χε ακούσει πολλές γυναίκες να παραπονούνται για τη ζήλεια του συζύγου τους και, εκδηλώνοντας απλώς τη συμπάθειά του, στο βάθος, πίστευε ότι ο σύζυγος είχε απόλυτο δίκιο. Όμως η Έλση Κλαίητον δεν ήταν απ’αυτές τις άστατες γυναίκες. Ποτέ δεν του έριξε έστω κι ένα φιλάρεσκο βλέμμα. Η Έλση απομακρύνθηκε από δίπλα του ανατρι χιάζοντας. Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό. -Ο ήλιος κρύφτηκε. Κάνει κρύο. Καλύτερα να επι στρέφουμε στο ξενοδοχείο. Πρέπει να είναι πια η ώρα του γεύματος. Σηκώθηκαν και πήραν το δρόμο για το ξενοδοχείο. Περπατούσαν ένα λεπτό περίπου, όταν διέκριναν μία φιγούρα να προχωράει προς την ίδια κατεύθυνση μ'αυτούς.Την αναγνώρισαν εύκολα απο την κάπα της. Ήταν η μία από τις Πολωνέζες αδελφές. Την προσπέρασαν και ο Χάρολντ τη χαιρέτησε με μιά κλίση του κεφαλιού. Δεν απάντησε αλλά τους κύτταξε και τους δύο με τόση επιμονή που ο νεαρός άντρας κοκκίνισε. Αυτή η γυναίκα τον είχε δει καθι σμένο στον κορμό του δέντρου, δίπλα στην Έλση; Αν ναι, χωρίς αμφιβολία θα νόμιζε ότι...
Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες
113
Οπωσδήποτε, το ύφος της φανέρωνε ότι νόμιζε πως... Ενα κύμα οργής τον πλημμύρισε. Θεέ μου, πό σο βρώμικο μυαλό έχουν ορισμένες γυναίκες! Ο ήλιος είχε κρυφτεί... ανατρίχιασαν κι οι δύο... Α ραγε εκείνη τη στιγμή τους κατασκόπευε; Ξαφνικά ο Χάρολντ ένιωσε άσχημα.
4
Εκείνο το βράδυ, ο Χάρολντ γύρισε στο δωμάτιό του λίγο μετά τις δέκα. Το ταχυδρομείο είχε φτάσει και είχε λάβει πολλά γράμματα, που μερικά απ'αυτά απαιτούσαν άμεση απάντηση. Φορώντας την πυζάμα του και τη ρόμπα του, άρχι σε να δουλεύει. Έγραψε τρία γράμματα και άρχιζε το τέταρτο, όταν η πόρτα άνοιξε απότομα και η Έλση Κλαίητον όρμησε μέσα στο δωμάτιο. Ο Χάρολντ σηκώθηκε βιαστικά. Η Έλση είχε ξανακλείσει την πόρτα πίσω της κι είχε αρπαχτεί από την άκρη της κομόντας. Ήταν άσπρη σαν πεθαμένη και η αναπνοή της έβγαινε κοφτή. Φαινόταν τρομοκρατη μένη. -Ε ίναι ο άντρας μου! ψέλλισε. Έφτασε ξαφνικά! Πι... πιστεύω ότι θέλει να με σκοτώσει. Είναι τρελός... τρελός. Προστατέψτε με. Μην τον αφήσετε να με βρει. Έκανε μερικά βήματα. Έτρεμε τόσο πολύ που παρ ολίγο να πέσει. Ο Χάρολντ άπλωσε το χέρι του για να τη συγκροτήσει. Εκείνη ακριβώς τη ότιγμή, η πόρ τα άνοιξε απότομα κι ένας άντρας φάνηκε στο κατώ φλι. Μέτριου αναστήματος, με φρύδια πυκνά και μαλ λιά καστανά, πολύ στιλπνά. Απειλούσε μ'ένα βαρύ εγ γλέζικο κλειδί. -Λοιπόν, η Πολωνέζα είχε δίκιο! είπε με φωνή που
114
Ay κάβα Κρίστι
ο θυμός την έκανε διαπεραστική. Διασκεδάζεις μ'αυτόν! — Όχι, Φίλιπ, όχι! φώναξε η Έλση. Δεν είναι αλή θεια. Κάνεις λάθος! Ο άντρας προχωρούσε, απειλώντας, και ο Χάρολντ στάθηκε μπροστά από τη νέα γυναίκα. — Κάνω λάθος, ενώ σε βρίσκω στο δωμάτιό του! Μέγαιρα! θα σε σκοτώσω! Και προσπάθησε, με μία γρήγορη κίνηση να απομακρύνει το Χάρολντ, για να φτάσει την Έλση που έβγαλε μία κραυγή. Ο Χάρολντ μετακινήθηκε για να μπορεί να προσ τατεύει με το σώμα του τη νέα γυναίκα. Αλλά ο Φίλιπ Κλαίητον είχε μόνο μία σκέψη: να την πιάσει. Τρομο κρατημένη, η Έλση, έφυγε από την πόρτα που είχε μείνει ανοιχτή και ο σύζυγός της όρμησε πίσω της. Ο Χάρολντ τον ακολούθησε χωρίς να διστάσει ούτε λε πτό. Η Έλση όρμησε προς το δωμάτιό της που βρισκό ταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ο Χάρολντ μπό ρεσε νακούσει το θόρυβο ενός κλειδιού που γύριζε στην κλειδαριά, αλλά, ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Φίλιπ Κλαίητον είχε κιόλα προλάβει να σπρώξει την πόρτα και να μπει στο δωμάτιο. Η Έλση έβγαλε μία τρομαγ μένη κραυγή. Ο Χάρολντ έτρεξε να τη βοηθήσει. Σε απελπιστική κατάσταση, η νέα γυναίκα, στεκό ταν στο παράθυρο, γαντζωμένη στις κουρτίνες. Ο Φί λιπ Κλαίητον όρμησε πάνω της, απειλώντας με το εγ γλέζικο κλειδί. Η Έλση φώναξε από το φόβο της, μετά αρπάζοντας ένα βαρύ πρες-παπιέ, το πέταξε στο κε φάλι του συζύγου της. Ο Κλαίητον έπεσε σαν άμορφος σωρός. Ο Χάρολ ντ έμεινε απολιθωμένος στο άνοιγμσ*της πόρτας. Η νέα γυναίκα γονάτισε δίπλα στον ακίνητο σύζυγό της. Στο διάδρομο, ακούστηκε ο θόρυβος ενός σύρτη.
Οι Στυμφαλίδες Ορνιθες
115
Η Έλση ανασηκώθηκε μ'ένα πήδημα, κι έτρεξε κοντά στο Χάρολντ. — Σας παρακαλώ, μουρμούρισε με φωνή που έτρε με. Γυρίστε στο δωμάτιό σας. Θα έρθουν... θα σας βρουν εδώ... Προς στιγμή, ο Κλαίητον ήταν εκτός μάχης. Αλλά μπορεί να είχαν ακούσει τις φωνές της Έλση. Βρίσκο ντας το Χάρολντ στο δωμάτιό της θα δημιουργείτο σύγχυση και θα έβγαιναν λάθος συμπεράσματα. Για κείνον, όπως και για κείνη, καλύτερα να μην προκαλούσε σκάνδαλο. Μόλις είχε μπει στο δωμάτιό του, όταν άκουσε να ανοίγει μια πόρτα. Δεν ξάπλωσε και περίμενε. Αργά ή γρήγορα, το ήξερε, θα ερχόταν η Έλση. Περίμενε σχεδόν μία ώρα. Μετά άκουσε ένα απαλό κτύπημα στην πόρτα του. Δεν ήταν η Έλση αλλά η μητέρα της και η όψη της τάραξε το Χάρολντ. Φαινόταν σαν να είχε γεράσει ξαφνικά κατά δέκα χρόνια. Τα γκρίζα της μαλλιά ήταν τελείως ξεχτένιστα και είχε μαύρους κύκλους γύρω απ'τα μάτια της. Βιάστηκε να της δώσει ένα κάθισμα. Κάθισε και η αναπνοή της ήταν δύσκολη. -Φαίνεστε αναστατωμένη, κυρία. Μπορώ να σας προσφέρω κάτι; Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. -Ό χ ι. Μην ασχολήστε μαζί μου. Είμαι πολύ καλά. Είναι από το σοκ, κύριε Γουώριγκ, συνέβη κάτι φοβε ρό. -Πληγώθηκε σοβαρά ο Κλαίητον; -Ε ίναι νεκρός.
Α γκάβα Κρίστι
116 5
Του φάνηκε ότι το δωμάτιο άρχιοε να γυρίζει. Για μερικά δευτερόλεπτα ο Χόρολντ δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. -Νεκρός; επανέλαβε τέλος με υπόκωφη φωνή. -Η άκρη του πρες-παπιέ τον πέτυχε ακριβώς στον κρόταφο, είπε η κυρία Ρόις με μονότονη φωνή, εξα ντλημένη, και έπεσε με το κεφάλι στη σχάρα του τζακι ού. Δεν ξέρω ποιο από Τα δύο χτυπήματα τον σκότωσε... όμως είναι νεκρός... γι'αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή... Ο Χάρολντ δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτ'άλλο. -Ε ίναι ατύχημα. Το είδα! είπε με ορμητικότητα. -Οπωσδήποτε! απάντησε η κυρία Ρόις, με τσιρι χτή φωνή. Το ξέρω. Όμως... όμως... θα σκεφτούν όλοι το ίδιο πράγμα; Φο... ειλικρινά, φοβάμαι. Δεν είμαστε στην Αγγλία. -Μπορώ να βεβαιώσω την ιστορία της Έλση, είπε σιγά ο νεαρός άντρας. -Ναι... κι αυτή μπορεί να βεβαιώσει τη δική σας, αυτό είναι! Ο Χάρολντ, εκ φύσεως έξυπνος και προσεκτικός, κατάλαβε αυτό που του πρότεινε εκείνη και την αδυ ναμία της θέσης στην οποία βρισκόταν. Είχε περάσει πολλές ώρες παρέα με την Έλση. Εξάλλου, η μία από τις Πολωνέζες τους είχε δει στο δάσος με τα έλατα, κάτω από συνθήκες λίγο παρακιν δυνευμένες. Αυτές οι γυναίκες δε φαινόταν να μι λούν αγγλικά, αλλά πιθανόν καταλάβαιναν μερικές λέξεις όπως «ζήλεια», «σύζυγος». Οπωσδήποτε, η ζη λότυπη μανία του Κλαίητον είχε ξυπνήσει απ’αυτά που του είχαν πει. κι εκείνος, ο Χάρολντ, βρισκόταν ο το δωμάτιο της Έλση, όταν πέθανε ο άντρας της. Τίποτα δεν αποδείκνυε ότι σκόπιμα είχε επιτεθεί εκείνος στο Φίλιπ Κλαίητον με το πρες-παπιέ... ότι ο
Οι Στυμφαλίδες Ορνιθες
117
ζηλιάρης σύζυγος είχε βρει τη γυναίκα του στην α γκαλιά του. Μόνον εκείνος και η Έλση μπορούσαν να ισχυριστούν το αντίθετο. Θα τους πίστευαν; Ξαφνικά ένιωσε να παγώνει από το φόβο του. Όχι, αδύνατον να παραδεχτεί έστω και για μια στιγμή ότι μπορούσαν να τους καταδικάσουν σε θά νατο, την Έλση κι εκείνον, για ένα φόνο που δεν εί χαν κάνει. Δεν μπορούσαν να τους κατηγορήσουν πα ρά μόνο για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Όμως ίσχυε αυτό, σ'αυτήν την απομονωμένη χώρα, Οπωσδήποτε, αν δεχόταν να αναγνωρίσουν την αθωότητά τους, θα γινόταν κάποια έρευνα... Θα έγραφαν οι εφημερίδες για την υπόθεση... Ένας νέος πολιτικός με μέλλον... ■ Ένας ζηλιάρης σύζυγος, μία όμορφη γυναίκα... Δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την καρριέρα του μετά από ένα τέτοιο σκάνδαλο. — Δεν μπορούμε να ξεφορτωθούμε το πτώμα; ρώ τησε απότομα. Να το βάλουμε κάπου; Κοκκίνισε βλέποντας το σκανδαλισμένο βλέμμα της κυρίας Ράις. -Αγαπητέ μου, Χάρολντ, δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα! Θα ήταν τρέλα να επιχειρήσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. -Ναι, φυσικά, παραδέχτηκε. Μα τι να κάνουμε; Θεέ μου, τι να κάνουμε; Η κυρία Ράις κούνησε το κεφάλι, ζάρωσε τα φρύ δια και σκεπτόταν απελπισμένα. — ... Μπορούμε να κάνουμε τίποτα; επέμεινε ο Χάρολντ. Οτιδήποτε για ν’αποφύγουμε αυτή την κα ταστροφή! -Η Έλση, το κοριτσάκι μου, αναστέναξε η κυρία Ράις. Θα έκανα οτιδήποτε για κείνη. Αυτό θα τη σκο τώσει... Κι εσείς, η καρριέρα σας, όλα. -Μ η σκέφτεστε εμένα, κατάφερε να απαντήσει ο Χάρολντ.
118
Αγκάθα Κρίστι
— Κι όλ'αυτά είναι τόσο άδικα... Ξέρω εγώ, ότι δεν υπήρχε τίποτα μεταξύ σας. Όμως οι άλλοι άνθρωποι! -Ν αι, και δυστυχώς, δεν είμαστε στην Αγγλία. -Μ α... η κυρία Ράις σήκωσε το κεφάλι της. Ακρι βώς, δεν είμαστε στην Αγγλία. Αναρρωτιέμαι μήπως δε θα μπορούσαμε... - Τ ι λοιπόν; είπε ζωηρά ο Χάρολντ. -Πόσα χρήματα έχετε πάρει μαζί σας; ρώτησε η κυρία Ράις απότομα. — Όχι πάρα πολλά. Θα μπορούσα όμως να τηλε γραφήσω να μου στείλουν κι άλλα. -Θ α μας χρειαστούν αρκετά, είπε η ηλικιωμένη κυρία με πίκρα. Όμως νομίζω ότι αξίζει τον κόπο νά δοκιμάσουμε. Ο Χάρολντ ένιωσε πως υπήρχε μία αμυδρή ελπίδα. -Π οιά είναι η ιδέα σας; -Δ ε ν μπορούμε με κανέναν τρόπο να κρύψουμε αυτόν το θάνατο εμείς, όμως πιστεύω ότι μπορούμε να δοκιμάσουμε να σκεπάσουμε την υπόθεση επίση μοί -Τ ο πιστεύετε πραγματικά; ρώτησε ο Χάρολντ γε μάτος ελπίδα αλλά ελαφρά δύσπιστος. -Ν αι, εξάλλου, ο διαχειριστής του ξενοδοχείου θα είναι με το μέρος μας. Δεν έχει κανένα συμφέρον να διαδώσει την υπόθεση. Και, το γνωρίζω εκ πείρας, μπορεί ν αγοράσει κανείς οποιονδήποτε στα Βαλκά νια... Όσο για την αστυνομία, είναι χωρίς αμφιβολία πιο διεφθαρμένη από τους πολίτες... Ευτυχώς, έχω την εντύπωση ότι κανείς, στο ξενοδοχείο, δεν πρόσε ξε τι έγινε. -Ποιός μένει στο δωμάτιο που είναι δίπλα από το δωμάτιο της Έλση; -Ο ι δύο Πολωνέζες. Δεν άκουσαν τίποτα, διαφο ρετικά θα έβγαιναν στο διάδρομο. Ο Φίλιπ έφτασε αρ γά. Κανείς δεν τον είδε, εκτός από το νυκτερινό θυ
Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες
119
ρωρό. Λες να μπορέσουμε να πετύχουμε ένα πιστο ποιητικό φυσικού θανάτου; Όλα εξαρτώνται από ένα ικανοποιητικό λάδωμα... και να βρούμε το σωστό άν θρωπο... χωρίς αμφιβολία τον αρχηγό της αστυνο μίας. -Μ ου φαίνεται πολύ κωμικοτραγικό, είπε ο Χάρολντ χαμογελώντας αχνά. Τελικά, πάντα μπο ρούμε να δοκιμάσουμε.
6 Η κυρία Ράις φάνηκε αφάνταστα ενεργητική. Ά ρ χισε καλώντας το διαχειριστή. Ο Χάρολντ έμεινε στο δωμάτιό του: συμφώνησε με την ηλικιωμένη κυρία να μείνει έξω απτήν υπόθεση. Θα μιλούσαν μόνο για έναν συζυγικό καυγά. Η νιότη και η ομορφιά της Έλση θα κέρδιζαν έτσι τη συμπάθειά τους. Το άλλο πρωί, πολλοί εκπρόσωποι της αστυνομίας έφτασαν στο ξενοδοχείο. Τους οδήγησαν στο δωμά τιο της κυρίας Ράις. Έφυγαν το μεσημέρι. Ο Χάρολντ είχε τηλεγραφήσει για να του στείλουν χρήματα αλλά δεν ανακατεύτηκε σε τίποτ'άλλο... πράγμα που δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτα, γιατί κανένας από τους αστυνομικούς δε μιλούσε αγγλικά. Λίγο μετά το μεσημέρι, η κυρία Ράις ήρθε στο δω μάτιό του. Ήταν χλωμή και φαινόταν κουρασμένη. Ό μως η έκφραση ανακούφισης που διάβαζε κανείς στα μάτια της ήταν εύγλωτη. - Το κόλπο έπιασε! είπε απλά. -Δόξα το Θεό! Ήσασταν καταπληκτική! Μου φαί νεται απίστευτο! -Λοιπόν, βλέποντας την ευκολία με την οποία έγιναν όλα, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι τίπο τα δεν ήταν φυσιολογικό. Άπλωναν, στην κυριολεξία,
Αγκάθα Κρίση
120
το χέρι. Είναι... είναι πραγματικά αηδιαστικό! -Δ εν είναι η κατάλληλη στιγμή για να επικρίνουμε τη διαφθορά των δημοσίων υπηρεσιών, είπε ξερά ο Χάρολντ. Πόσα; -Η ταρίψα είναι αρκετά ψηλή. Διάβασε μία στήλη με αριθμούς απέναντι από μία στήλη με ονόματα: Ο αρχηγός της αστυνομίας. Ο αξιωματικός. Ο αστυνομικός. Ο γιατρός. Ο διαχειριστής του ξενοδοχείου. Ο νυκτερινός θυρωρός. Ο Χάρολντ επέτρεψε στον εαυτό του μόνο ένα σχόλιο. - Ο νυκτερινός θυρωρός δεν πήρε πολλά, είπε. -Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία, ο φόνος δεν έγινε στο ξενοδοχείο. Ο Φίλιπ είχε μία καρδιακή κρίση στο τρένο. Είχε πέσει στις γραμμές... Ξέρετε ότι αφήνουν πάντα τις πόρτες ανοιχτές. Είναι απίστευτα αυτά που μπορεί να κάνει η αστυνομία όταν προσπα θεί! -Ευτυχώς, η δική μας δεν έχει τέτοιες συνήθειες! Και με πλήρη επίγνωση της βρετανικής του ανωτε ρότητας, ο Χάρολντ κατέθηκε για φαγητό.
7
Μόλις τελείωσε το γεύμα, ο νεαρός άντρας συνά ντησε την κυρία Ράις και την κόρη της για να πάρουν μαζί τον καφέ. Είχε αποφασίσει να μην αλλάξουν σε κανένα σημείο τις συνήθειές τους. Δεν είχε δει την Έλση μετά τα γεγονότα της χτεσινής νύχτας. Ήταν πολύ χλωμή κι έτρεμε ακόμα από
Οι Στυμψαλίδες Όρνιθες
121
το σοκ. Έκανε όμως φιλότιμη προσπάθεια, να συμπεριφέρεται όπως συνήθως. Προσπάθησαν να μαντέψουν την εθνικότητα ενός ξένου που μόλις είχε έρθει. Ο Χάρολντ έλεγε ότι ήταν Γάλλος, για να έχει ένα τέτοιο μουστάκι όπως αυτός. Η Έλση Γερμανός και η κυρία Ράις, Ισπανός. Ήταν μόνοι τους στη βεράντα, εκτός από τίς δύο Πολωνέζες. Όπως πάντα, θλέποντάς τες, ο Χάρολντ ένιωσε μία ανατριχίλα. Ένας γκρουμ ήρθε να πει στην κυρία Ράις ότι τη ζητούσαν. Σηκώθηκε, ακολούθησε το παιδί, και συνά ντησε μαζί του, στην είσοδο του ξενοδοχείου, έναν αστυνομικό με στολή. Η Έλση έβγαλε μία φωνή έκπληξης. -Δεν... δεν πιστεύετε ότι κάτι έχει συμβεί; - Όχι, όχι, απάντησε ζωηρά ο Χάρολντ. Όμως ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά του. -... Η μητέρα σας είναι θαυμάσια, πρόσθεσε. -Ναί. Η μητέρα δεν δέχεται ποτέ την ήττα... όμως είναι τρομερό. -Μ η το σκέφτεστε πια! Όλα τέλειωσαν. -Δ εν μπορώ να μη σκέπτομαι ότι... ότι τον σκότω σα. -Διώξτε αυτήν την ιδέα! Ήταν ατύχημα. Το ξέρε τε καλά... Εξάλλου, αυτά ανήκουν ήδη στο παρελθόν. Προσπαθήστε να τα ξεχόσετε όλα. Η κυρία Ράις ξαναγύρισε. -Σχεδόν τρόμαξα, είπε χαρούμενα. Απλές διατυ πώσεις για το θέμα των χαρτιών. Όλα πάνε καλά, παι διά μου. Μου φαίνεται ότι μπορούμε να πιούμε κάτι, αξίζει τον κόπο. Παράγγειλαν κι οι τρεις λικέρ. -Στο μέλλον! είπε η κυρία Ράις σηκώνοντας το ποτήρι της. Ο Χάρολντ χαμογέλασε στην Έλση.
Αγκάθα Κρίστι
122
-Στην ευτυχία σας! Του ανταπέδωσε το χαμόγελο. -Κ α ι στη δική σας, απάντησε, και στην επιτυχία σας. Είμαι σίγουρη ότι θα γίνετε ένας σπουδαίος άν τρας. Μετά το φόβο που πέρασαν, ένιωθαν χαρούμενοι, σχεδόν ανάλαφροι. Ο ίσκιος είχε φύγει. Όλα πήγαι ναν καλά... Στην άλλη άκρη της βεράντας, οι δύο γυναίκες με το γερακίσιο προφίλ σηκώθηκαν. Μάζεψαν με φρο ντίδα τα κεντήματά τους, και πλησίασαν το τρίο. Χαιρέτησαν με μία κλίση του κεφαλιού την κυρία Ράις και κάθησαν δίπλα της. Η μία άρχισε να μιλάει, η άλλη περιορίστηκε στο να κυττάζει την Έλση και το Χάρολντ με επιμονή. Ένα ελαφρό χαμόγελο τρεμόπαιζε στα χείλη της... ένα στριφνό χαμόγελο... Η κυρία Ράις παρακολουθούσε την άλλη που μι λούσε και απαντούσε πότε-πότε μονολεκτικά. Ο Χάρολντ δεν καταλάβαινε λέξη από τη συνομιλία, αλ λά το πρόσωπο της μητέρας της Έλση είχε χάσει τη χαρούμενη έκφρασή του. Οι δύο αδελφές σηκώθηκαν τελικά, έκαναν μία υπόκλιση κι επέστρεψαν στο ξενοδοχείο. -Τ ι συμβαίνει; ρώτησε ζωηρά ο Χάρολντ. -Αυτές οι δύο γυναίκες θέλουν να μας κάνουν να μιλήσουμε. Τα άκουσαν όλα, χτες τη νύχτα. Και λόγω του ότι προσπαθήσαμε να σκεπάσουμε την υπόθεση, αυτό τα κάνει όλα εκατό φορές χειρότερα... απάντησε η κυρία Ράις με φωνή γεμάτη απελπισία.
8 Ο Χάρολν Γουώριγκ βρισκόταν στην όχθη της λί μνης. Εδώ και μία ώρα, περπατούσε βιαστικά, προσ-
Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες
ΐ2 3
ποθώντας να καταπνίξει την απελπισία που τον είχε κυριεύσει. Έφτασε στο σημείο που, για πρώτη φορά, είχε παρατηρήσει αυτές τις δύο άσπλαχνες γυναίκες που κρατούσαν στα νύχια τους τη ζωή της Έλση και τη δική του. — Ο διάβολος να πάρει αυτές τις δύο άρπυιες! είπε δυνατά. Ένας ελαφρός βήχας τον έκανε να γυρίσει και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον άγνωστο με τα πλούσια μουστάκια. Θα πρέπει να είχε ακούσει τα λόγια του νεαρού άντρα, που ενοχλημένος δεν μπόρεσε να πει τίποτ'άλλο, παρά μόνο <·Ε! καλημέρα!» -Δ ε μου φαίνεται ότι είναι και πολύ καλή η μέρα για σας! απάντησε ο άλλος σε άπταιστα αγγλικά. -Δηλαδή... ε ! ... -Είστε στενοχωρημένος, κύριε. Μπορώ να κάνω τίποτα για σας; -Ω ! όχι! Ευχαριστώ πολύ! Ξα... ξαλάφρωνα λίγο! -Ό μω ς έχω την εντύπωση ότι θα μπορούσα να σας βοηθήσω. Δεν κάνω λάθος, συνδυάζοντας τις στενοχώριες σας με τις δύο κυρίες που ήταν στη βεράντα πριν από λίγο, έτσι δεν είναι; Ο Χάρολντ τον κύτταξε πιο προσεκτικά. — Ξέρετε τίποτα γι'αυτές; Μα ποιός είστε στ’αλήθεια; -Ε ίμαι ο Ηρακλής Πουαρώ, απάντησε ο μικρόσω μος άντρας με ύφος σαν να έλεγε ότι είχε βασιλικό αίμα. Ας περπατήσουμε λίγο κάτω απ'τα δέντρα και διηγηθείτε μου την ιστορία σας. Ο Χάρολντ δεν έμαθε ποτέ τι τον έσπρωξε να διηγηθεί όλη την ιστορία σ’αυτόν τον άνθρωπο που τον είχε γνωρίσει μόλις πριν από λίγα λεπτά. Ίσως, η νευ ρική υπερένταση... Ο Πουαρώ τον άκουγε σιωπηλά, κουνώντας ζωηρά το κεφάλι του πότε-πότε.
Αγκάθα Κρίση
124
-Ο ι Στυμφαλίδες όρνιθες, αυτά τα τέρατα με το σιδερένειο ράμφος που τρέφονταν με ανθρώπινη σάρκα... ναι, είναι ακριβώς το ίδιο, είπε, σκεπτικός, όταν ο Χάρολντ τελείωσε τη διήγησή του. Ο νεαρός άντρας τον κύτταξε έκπληκτος. -Συγνώμη; -Απλώς σκέπτομαι. Έχω έναν προσωπικό τρόπο να βλέπω τα πράγματα. Όσο για σας, η κατάστασή σας φαίνεται πολύ άσχημη. -Σ ε ποιόν τα λέτε! -Δ εν είναι αστείο, αυτή η ιστορία του εκβιασμού. Αυτές οι άρπυιες θα σας αναγκάσουν να πληρώσετε, να πληρώνετε συνέχεια! Και τι θα γίνει αν αρνηθείτε; -Ό λ α τέλειωσαν, απάντησε ο Χάρολντ πικρά. Η καρριέρα μου καταστράφηκε και μία δυστυχισμένη που ποτέ δεν έκανε κακό σε κανέναν θα ζήσει σε μιά κόλαση, ο Θεός ξέρει γιατί! -Ναι. Πρέπει να κάνουμε κάτι. -Τ ι; Ο Ηρακλής Πουαρώ μισόκλεισε τα μάτια του κι ακόμα μία φορά, ο Χάρολντ αμφέβαλε για τη διανοη τική του κατάσταση, όταν τον άκουσε να μουρμουρί ζει: -Ή ρ θε η ώρα για τα χάλκινα κρόταλα. -Είστε τρελός, -Μ α όχι. Προσπαθώ μόνο νακολουθήσω το πα ράδειγμα του προγόνου μου, του Ηρακλή. Κάντε υπο μονή λίγες ώρες, φίλε μου. Αύριο, χωρίς αμφιβολία, θα είμαι σε θέση να σας απαλλάξω από τους διώκτες σας.
9
Ο Χάρολντ Γουώριγκ κατέθηκε το άλλο πρωί και
Οι Στυμφαλίδες Ορνιθες
125
βρήκε τον Ηρακλή Πουαρώ, καθισμένο, μόνο του στη βεράντα. Χωρίς να το θέλει, είχε εντυπωσιαστεί από τις υποσχέσεις του. Τον πλησίασε. -Λοιπόν; ρώτησε ανήσυχος. -Ό λ α καλά. - Τ ι εννοείτε μ αυτό; - Όλα τακτοποιήθηκαν με ικανοποιητικό τρόπο. -Μ α, τι έγινε: -Χρησιμοποίησα τα χάλκινα κρόταλα. Ή, αν προ τιμάτε, έθαλα τα σύρματα να δουλέψουν... Απλώς, έστειλα ένα τηλεγράφημα. Οι Στυμφαλίδες όρνιθές σας, κύριε, βρίσκονται σ'ένα μέρος όπου θα τους εί ναι αδύνατο να χρησιμοποιήσουν την εξυπνάδα τους, για κάμποσο καιρό. -Τ ις έψαχνε η αστυνομία; Τις συνέλαβαν; -Ακριβώς. Ο Χάρολντ ανόσανε δυνατά. -Μ α, είναι θαυμάσιο! Δε θα πίστευα ποτέ... (Ση κώθηκε). Πρέπει να ειδοποιήσω την κυρία Ράις και την Έλση! -Τ ο ξέρουν. -Α ! καλά. (Ξανακάθησε). Πέστε μου λοιπόν πώς... Σταμάτησε απότομα. Δύο γυναίκες με γερακίσιο προφίλ ανέβαιναν το μονοπάτι που ξεκινούσε απ’τη λίμνη. — ... Μα, μου είπατε ότι τις συνέλαβαν! Ο Ηρακλής Πουαρώ ακολούθησε το βλέμμα του νεαρού άντρα. -Ω ! Αυτές οι κυρίες; Μα αυτές είναι τελείως ακίν δυνες. Δύο Πολωνέζες από καλή οικογένεια. Ίσως η εμφάνισή τους είναι λίγο αποκρουστική, αλλα αυτό είν ολο. -Μ α δεν καταλαβαίνω! -Ό χ ι, πραγματικά. Τις άλλες γυναίκες έψαχνε η αστυνομία.. Την πανούργα κυρία Ράις και την κλα
126
Αγκάβα Κρίστι
ψιάρα κυρία Κλαίητον. Αυτές είναι πολύ γνωστά αρπακτικά πτηνά! Ζουν από τον εκβιασμό, αγαπητέ μου. Ο Χάρολντ είχε την εντύπωση ότι ο κόσμος χό ρευε γύρω του. — Μα, είπε σιγανά... ο άντρας... αυτός που σκοτώ θηκε; -Κανένας δε σκοτώθηκε. Δεν υπήρξε άντρας. -Τ ον είδα! -Μ α όχι. Η κυρία Ράις, με τη βαριά φωνή της, κρα τά τους ανδρικούς ρόλους πολύ καλά. Παράστησε το σύζυγο, βγάζοντας τη γκρίζα περούκα για την περί πτωση και μεταμφιέστηκε προσεκτικά. Ο Πουαρώ έσκυψε για να δώσει ένα απαλό χτύπη μα στο γόνατο του απέναντι του. -... Δεν πρέπει να είστε τόσο εύπιστος, φίλε μου. Δεν εξαγοράζεται τόσο εύκολα η αστυνομία μιας οποιασδήποτε χώρας, κυρίως όταν πρόκειται για φό νο! Η κυρία Ράις, επειδή μιλούσε γαλλικά και γερμανι κά, ασχολήθηκε με όλα. Η αστυνομία ήρθε στο δωμά τιό της, ναι. Όμως, τι έγινε εκεί μέσα; Το αγνοείτε. Πι θανόν είπε ότι έχασε μία καρφίτσα, ένα οποιοδήποτε κόσμημα. Όμως εσείς την είδατε. Αυτό είναι το βασι κό. Ζητάτε να σας στείλουν χρήματα, πολλά χρήματα, και τα δίνετε στην κυρία Ράις που αναλαμβάνει τα πά ντα! Και να! Όμως αυτά τα αρπακτικά πτηνά δύσκολα χορταίνουν. Παρατήρησαν την αντιπάθεια που δεί χνατε γι'αυτές τις δύο κακομοίρες, τις Πολωνέζες. Είχαν μία μικρή συνομιλία τελείως αθώα με την κυρία Ράις, που δεν μπορεί να αντισταθεί και ξαναρχίζει το παιχνίδι. Θα σας χρειαστούν κι άλλα χρήματα. Ο Χάρολντ κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια. -Κ ι η Έλση... η Έλση; Ο Ηρακλής Πουαρώ απόφυγε να τον κυττάξει. -Έ παιξε πολύ καλά το ρόλο της. Αυτό κάνει πά ντα. Είναι μία θαυμάσια μικρή ηθοποιός. Όλα, πάνω
Οι Στυμφαλϊδες Όρνιθες
127
ιης, φαίνονται πολύ αγνά... πολύ αθώα. Ξέρει να ξυιινά ιπποτικά συναισθήματα... Αυτό αποδίδει πάντα, με τους Άγγλους. -Θ α στρωθώ στη δουλειά και θα μάθω όλες τις ευ ρωπαϊκές γλώσσες που υπάρχουν! αποφάσισε ο Χάρολντ. Είναι η τελευταία φορά που με χρησιμοποι ούν μ'αυτόν τον τρόπο!
128
Αγκόθα Κρίση
Η ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΙΠΠΟΛΥΤΗΣ
Το ένα φέρνει τ’άλλο, όπως έχει τη συνήθεια να λέει ο Πουαρώ, χωρίς να είναι και πολύ πρωτότυπος. Προσθέτει δε σ'αυτό, ότι δεν είχε ποτέ πιο πειστι κή απόδειξη απόσο στην υπόθεση του κλεμμένου Ρούμπενς. Αυτή η υπόθεση δεν τον ενδιέφερε. Αφενός, γιατί ο Ρούμπενς δεν είχε την τύχη να του αρέσει σαν ζω γράφος, αφετέρου, γιατί οι περιστάσεις της κλοπής ήταν πολύ συνηθισμένες. Την ανέλαθε για να ευχαρι στήσει τον Αλεξάντερ Σίμπσον, που θεωρούσε φίλο του κι ακόμα για προσωπικούς λόγους σχετικούς με κάποιες μυθολογικές αναμνήσεις! Μετά την κλοπή, ο Αλεξάντερ Σίμπσον κάλεσε τον Πουαρώ και φανέρωσε όλη του τη μνησικακία. Ο Ρού μπενς, που είχε ανακαλυφθεί πρόσφατα, ήταν ένα αριστούργημα ακόμα άγνωστο που όμως όλα αποδείκνυαν την αυθεντικότητά του. Ήταν εκτεθειμένος στη γκαλερί του Σίμπσον, απ οπού τον έκλεψαν μέρα μεσημέρι. Ήταν την εποχή που οι απεργοί είχαν απο κτήσει τη συνήθεια να ξαπλώνουν καταγής στη μέση του δρόμου ή να κατακλύζουν το Ρίτζ. Μερικοί απ’αυτούς είχαν μπει στη γκαλερί Σίμπσον, είχαν ξαπλωθεί εδώ κι εκεί με μικρά πανώ που διακήρυτταν: « Η τέχνη είναι μία άχρηστη πολυτέλεια. Ταΐστε αυτούς που πει νάνε.» Είχαν καλέσει την αστυνομία, είχε μαζευτεί ένα πλήθος περιέργων και διαπίστωσαν την κλοπή
Η ζώνη της Ιππολύτης
129
ίου Ρούμπενς - τον είχαν κόψει ακριβώς όπως έπρει ic στο εσωτερικό της κορνίζας του - μόνο όταν ηρέ μησαν τα πράγματα. -Ε ίναι ένας μικρός πίνακας, εξήγησε ο Σίμπσον. Οποιοσδήποτε μπορούσε να τον πάρει παραμάσχαλα ιην ώρα που όλος ο κόσμος είχε καρφωμένα τα μάτια ιου σαυτούς τους αποβλακωμένους αργόσχολους! Οι εν λόγω αποβλακωμένοι, είχαν πληρωθεί, το μάθαμε αργότερα, για να κάνουν διαδήλωση ακριβώς μέσα στην γκαλερί. Όμως αγνοούσαν την πραγματι κή αιτία. -Ακούστε με, Πουαρώ, επέμεινε ο Σίμπσον. Ξέρω ποιος έκλεψε τον πίνακα και πού τον φυγάδευσε. Σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη της γκαλερί, μία σπείρα διεθνών κλεφτών είχε δράσει για λογαριασμό ενός εκατομμυριούχου, που δεν είχε ενδοιασμούς προκειμένου ναποκτήσει έργα τέχνης... σε πολύ χαμηλή τι μή. Ο Ρούμπενς, είπε ο Σίμπσον, είχε περάσει λα θραία στη Γαλλία απ'όπου και είχε παραδοθεί στον εκατομμυριούχο. Η αγγλική και η γαλλική αστυνομία είχαν ειδοποιηθεί, αλλά ο Σίμπσον δεν είχε αυταπά τες ως προς ταποτελέσματα των ερευνών τους. -... Κι απ'τη στιγμή που ο γερο-θρωμιάρης θαπαραλάβει τον πίνακα, θα είναι πολύ πιο δύσκολο. Τους πλούσιους ανθρώπους πρέπει να τους μεταχειρίζεται κανείς με σεβασμό. Εδώ είναι που επεμβαίνετε εσείς. Η κατάσταση θα είναι πολύ λεπτή. Είστε ο άνθρωπος που χρειάζεται. Και, τελικά, ο Ηρακλής Πουαρώ, χωρίς κανέναν εν θουσιασμό, αναγκάστηκε να δεχτεί να ασχοληθεί μ αυτή την υπόθεση και να φύγει αμέσως για τη Γαλ λία. Η έρευνα του δεν τον ενδιέφερε, αλλά χάρη σ'αυιήν μπόρεσε να κάνει μία άλλη έρευνα πιο ενδιαφέ ρουσα που του άρεσε πολύ: την έρευνα για τη μαθή τρια που είχε εξαφανιστεί.
130
Α γκάθα Κρίστι
Ο πρώτος που του μίλησε γι'αυτήν ήταν ο αρχι— επιθεωρητής Τζαπ. Έφτασε ξαφνικά στο σπίτι του ντέτεκτιθ τη στιγμή που εκείνος έριχνε μία τελευταία ματιά στις βαλίτσες που είχε ετοιμάσει ο καμαριέρης του. -Α !, είπε ο Τζαπ, φεύγετε για τη Γαλλία; -Μ α είστε πολύ καλά πληροφορημένοι στη Σκότλαντ Γυάρντ, απ'ότι φαίνεται. Ο Τζαπ άφησε να του ξεφύγει ένα κακαριστό γέ λιο. -Έ χουμε τους κατασκόπους μας. Ο Σίμπσον σας ανέθεσε την υπόθεση του Ρούμπενς του. Θάλεγε κα νείς, ότι δε μας έχει εμπιστοσύνη! Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Σκέφτηκα ότι αφού πάτε στο Παρίσι, θα μπορούσατε να πετύχετε μ ένα σμπάρο δύο τριγώνια. Ο επιθεωρητής Χερν βρίσκεται εκεί και συνεργάζεται με τους Γάλλους. Αλλά γνωρίζετε το Χερν. Είναι κα λός, δεν έχει όμως καθόλου φαντασία... Θα ήθελα τη γνώμη σας. -Σ ε ποιό θέμα; -Εξαφανίστηκε ένα παιδάκι. Γράφουν γι’αυτό οι βραδινές εφημερίδες. Όλα δείχνουν ότι την απήγαγαν. Ονομάζεται Γουίννυ Κιγκ. Είναι η κόρη ενός ιε ρέα από το Κράντσεστερ. Η Γουίννυ, φεύγοντας από το Κράντσεστερ, θα πήγαινε στο Παρίσι όπου θα έμενε στο ίδρυμα της Μις Ποπ, ίδρυμα ψηλής κοινωνικής τάξης που χρησι μοποιούν οι Αμερικάνοι και οι Εγγλέζοι. Στο Λονδίνο, μία υπάλληλος της Έλντερ Σίστερ Λίμιτεντ είχε αναλάθει να την οδηγήσει στο σταθμό της Βικτώρια όπου, και την παρέδωσε στις φροντίδες της Μις Μπάρσοου, βοηθού της Μις Ποπ. Και μαζί με δέκα οκτώ άλλες κοπέλες, έφυγε από τη Βικτώρια με το τρένο. Δέκα εννέα κορίτσια, διέσχισαν τη Μάγχη, πέ ρασαν από το τελεωνείο του Καλαί, ανέβηκαν στο
Η ζώνη της Ιππολύτης
131
τρένο για το Παρίσι κι έφαγαν στο εστιατόριο του τρένου. Όμως, όταν, στα περίχωρα του Παρισιού η Μις Μπάρσοου μέτρησε το κοπάδι της, βρήκε μόνο δέκα οκτώ! -Α ! α!, έκανε ο Πουαρώ. Το τρένο σταμάτησε που θενά; -Στην Αμιένη, όμως εκείνη τη στιγμή όλες οι πι τσιρίκες ήταν στο εστιατόριο του τρένου και όλες βε βαιώνουν ότι η Γουίννυ ήταν μαζί τους. Την έχασαν, για να τελειώνουμε, επιστρέφοντας στα διαμερίσματά τους. Τότε δεν έδωσαν σημασία στο γεγονός κι απλώς νόμισαν ότι η μικρή βρισκόταν σε άλλο βαγόνι. ' -Πότε την είδαν για τελευταία φορά; -Περίπου δέκα λεπτά μετά την αναχώρηση από την Αμιένη. Ο Τζαπ ξερόβηξε ελαφρά: «Την είδαν... ε!... να μπαίνει στις τουαλέτες.» -Αυτό μου φαίνεται πολύ φυσικό, σχολίασε ο Πουαρώ. Τίποτ'άλλο; -Ναι. Και κάτι ακόμα. Βρέθηκε το καπέλο της δί πλα στις γραμμές... περίπου είκοσι χιλιόμετρα μετά την Αμιένη. -Δ ε βρέθηκε όμως πτώμα; -Ό χ ι. -Κ α ι ποιά είναι η προσωπική σας γνώμη; -Ε ίναι δύσκολο να πω οτιδήποτε! Εφόσον δεν υπάρχει ίχνος πτώματος... δεν μπορεί να έπεσε από το τρένο. -Τ ο τρένο δε σταμάτησε μετά την Αμιένη; - Όχι. Έκοψε ταχύτητα μιά φορά σε κάποιο σήμα. Όμως αμφιβάλλω αν μειώθηκε τόσο πολύ η ταχύτητά του, ώστε να μπορέσει κάποιος να πηδήξει χωρίς να τραυματιστεί. Μήπως πιστεύετε ότι η πιτσιρίκα φο βήθηκε και θέλησε να το σκάσει; Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε εσωτερική κάπου και ίσως στενοχώριά-
132
Αγκάθα Κρίστι
ταν που άφησε τον τόπο της; Είναι πιθανόν. Οπωσδή ποτε, όμως, ήταν δέκα πεντέμιση χρονών! Και, σ’όλο το ταξίδι είχε καταπληκτική διάθεση και φλυαρούσε σαν κίσσα. — Ψάξατε στο τρένο; -Φυσικά, λίγο πριν φτάσει στο σταθμό του Βορρά. Η μικρή δεν ήταν μέσα. Αυτό είναι βέβαιο. Ο επιθεωρητής έβγαλε έναν αναστεναγμό απελπι σίας: «Εξαφανίστηκε! Είναι ακατανόητο, γελοίο!» - Τ ι τύπος ήταν; -Τελείως κοινός, φυσιολογικός, απ'όσα μπόρεσα να μάθω. -Καταλαβαίνω... Τι εμφάνιση έχει; -Έ χ ω μία φωτογραφία της. Ω! δεν είναι και πολύ όμορφη. Έτεινε την απόδειξη στον Πουαρώ που τη μελέτη σε σιωπηλά. Ο φωτογράφος είχε απαθανατήσει το μο ντέλο του ζωντανά. Έβλεπε κανείς ένα ασουλούπωτο κορίτσι που έτρωγε ένα μήλο. Από τα ανοιχτά της χείλη έβλεπε κανείς δόντια που προεξείχαν λίγο και τα συγκροτούσε κάποιο μηχάνημα. Είχε δύο λεπτές κοτσίδες και φορούσε γυαλιά. -Κοινός, τύπος ε; είπε ο Τζαπ. Όμως όλες το ίδιο είναι σ'αυτήν την ηλικία! Από τη μία μέρα στην άλλη μεταμορφώνονται σε βασίλισσες ομορφιάς. Αναρρωτιέμαι πώς τα καταφέρνουν, αυτό είναι θαύμα. Ο Πουαρώ χαμογέλασε. -Τίποτα δεν είναι απίθανο για μιά γυναίκα! είπε. Κι η οικογένεια αυτού του παιδιού; Είπε τίποτα που μπορεί να χρησιμεύσει; Ο Τζαπ κούνησε το κεφάλι του. -Τίποτα απολύτως. Η μητέρα είναι άρρωστη. Ο πατέρας αναστατωμένος. Ορκίζεται σε θεούς και δαίμονες ότι η μικρή ήταν περήφανη που θα πήγαινε στο Παρίσι. Ήθελε να σπουδάσει ζωγραφική και μου
Η ζώνη της Ιππολύτης
133
σική. Οι μαθήτριες της Μις Ποπ είναι αφιερωμένες στην τέχνη. Η σχολή είναι πολύ γνωστή και πηγαίνουν εκεί τα νέα κορίτσια των καλύτερων οικογενειών. Δεν δέχονται οποιονδήποτε και είναι πολύ ακριβή. Ο Πουαρώ αναστέναξε. — Κατάλαβα τι είδους είναι. Κι αυτή η Μις Μπάρσοου που ανέλαθε τις μαθήτριες στην Αγγλία; -Δ εν ήταν πολύ χρήσιμη από άποψη εξυπνάδας. Είναι τρομοκρατημένη στην ιδέα ότι η Μις Ποπ της άφησε όλη την ευθύνη. -Δ εν υπάρχει κανένας νεαρός στον ορίζοντα; Ο Τζαπ έκανε μία εύγλωτη κίνηση προς τη φωτο γραφία. -Έ χ ε ι εμφάνιση για κάτι τέτοιο; -Φυσικά όχι, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να έχει ίσως ρομαντική καρδιά. Στα δέκα πέντε, δεν είναι πο λύ νωρίς. — Ε, λοιπόν, αν αρκεί μία ρομαντική καρδιά να σας κάνει να εξαφανιστείτε από ένα τρένο που τρέχει, θ'αρχίσω να διαβάζω αισθηματικά μυθιστορήματα! Μετά ο αστυνομικός κύτταξε τον Πουαρώ μ ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα: -... Δε βλέπετε τίποτα; Ο Πουαρώ κούνησε αργά το κεφάλι του. -Μήπως, κατά τύχη, βρέθηκαν τα παπούτσια της, κοντά στις γραμμές; ρώτησε. -Παπούτσια; Όχι, γιατί; -Απλώς, μία ιδέα...
2
Ο Ηρακλής Πουαρώ ήταν έτοιμος να κατέβει, για να πάρει ένα ταξί, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. -Ναι;
134
Αγκύθα Κρίστι
Ήταν ο Τζαπ. -Χαίρομαι που σας βρίσκω! Όλα είναι εντάξει, αγαπητέ μου. Βρήκα ένα μήνυμα από τη Γυάρντ. Το κορίτσι βρέθηκε, στην άκρη του δρόμου, περίπου εί κοσι χιλιόμετρα από την Αμιένη. Είναι τελείως σαστι σμένη. Δεν μπορέσαμε να της πάρουμε κατάθεση που να βγαίνει νόημα... Κατά τα λεγόμενο του για τρού, την είχαν ναρκώσει... Οπωσδήποτε, ξέμπλεξε και είναι καλά. -Ά ρ α , είπε αργά ο Πουαρώ, δε με χρειάζεστε πλέον; -Ε ! λοιπόν, όχι! Λυπάμαι πάρα πολύ που σας ενό χλησα! Ο Τζαπ γέλασε και κατέβασε το ακουστικό. Όμως ο Ηρακλής Πουαρώ, δε γέλασε. Το πρόσω πό του ήταν πολύ σοβαρό, όταν έβαλε το ακουστικό στη θέση του.
3
Ο επιθεωρητής Χερν κύτταξε τον Πουαρώ έκπλη κτος. — Δεν είχα σκεφτεί ότι θα σας ενδιέφερε αυτό τό σο πολύ, κύριε. -Ο αρχι-επιθεωρητής Τζαπ σας είπε, έτσι δεν εί ναι, ότι θα μπορούσα να σας συμβουλεύσω σαυτήν την υπόθεση; -Ν αι. Μου είπε ότι θα ερχόσασταν για κάποια άλ λη υπόθεση, αλλά θα μας δίνατε ένα χέρι βοήθειας για να λύσουμε-αυτό εκεί το αίνιγμα. Αλλά δε σας περίμενα πια, αφού η υπόθεση τελείωσε. Νόμιζα ότι είσαστε ατίασχολημένός με την εργασία σας. -Αυτή μπορεί να περιμένει. Για την άλλη υπόθε ση, αυτή που μ'ενδιαφέρει, το αίνιγμα παραμένει, έτσι
Η ζώνη της Ιππολύτης
135
δεν είναι; — Δηλαδή, το ότι το παιδί βρέθηκε. Δεν είναι τραυ ματισμένο. Αυτό είναι το κυριώτερο. - Όμως αυτό δε λύνει το πρόβλημα. Πώς ξαναγύρισε; Τί είπε; Εξετάστηκε από γιατρό. Τί είπε ο για τρός; -Τ η νάρκωσαν. Ήταν ακόμα λίγο ζαλισμένη. Δε θυμάται τίποτα μετά την αναχώρησή της από το Κράντσεστερ. Ίσως υπέστη έναν ελαφρύ νευρικό κλονισμό. Έχει μία εκχύμωση στη βάση του κρανίου. Κατά τη γνώμη του γιατρού, αυτό θα εξηγούσε την απώλεια της μνήμης της. -Πράγμα πολύ πρακτικό... για κάποιον, παρατή ρησε ο Πουαρώ. -Δ ε ν πιστεύετε ότι παίζει θέατρο, κύριε; - Κ ι εσείς; -Ό χ ι. Είμαι πεπεισμένος, για το αντίθετο. Είναι ένα χαριτωμένο κορίτσι... λίγο ζωηρό για την ηλικία του. -Ε ίναι ειλικρινής, είπε ο Πουαρώ. Όμως, πώς βγήκε από το τρένο\ Θέλω να ξέρω ποιός είναι υπεύ θυνος, και γιατί; -Γι'αυτό, πιστεύω ότι πρόκειται για απόπειρα απαγωγής.. Ήθελαν να την κρατήσουν για να ζητή σουν λύτρα. — Δεν το έκαναν όμως! — Φοβήθηκαν εξ αιτίας του θορύβου που δημιουργήθηκε... και την παράτησαν στο δρόμο. -Κ α ι τι λύτρα ήλπιζαν να πάρουν από έναν ιερέα της μητρόπολης του Κράντσεστερ; ρώτησε ο Πουα ρώ. Οι αξιωματούχοι της Αγγλικής Εκκλησίας δεν εί ναι εκατομμυριούχοι. -Κατά τη γνώμη μου, είναι βρώμικη δουλειά, κύ ριε. -Α ! αυτή είναι η γνώμη σας;
136
Αγκάβα Κρίση
-Κ α ι η δική οας, κύριε; -Θ έλω να μάθω πώς εξαφανίστηκε απ’αυτό το τρένο. Ποιοι ήταν οι άλλοι επιβάτες του βαγονιού οτο οποίο η Μις Ποπ είχε κλείσει τα διαμερίσματα; Ο Χερν κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά κι έβγαλε το σημειωματάριό του. - Η Μις Τζόρνταν και η Μις Μπάττερς, δύο γερον τοκόρες μιάς κάποιας ηλικίας που επέστρεφαν στην Ελβετία. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε γι'αυτές, έχουν πολύ καλή φήμη στο Χαμσάιρ απ'όπου προέρχονται: δύο Γάλλοι έμποροι, ο ένας από τη Λυών, ο άλλος απ τό Παρίσι. Απόλυτα σεβαστοί. Ένας νέος άντρας, ο Τζαίημς Ελιοττ και η γυναίκα του, α! αυτή είναι ωραίο κομμάτι! Ο σύζυγος έχει κακή φήμη. Η αστυνομία υποψιάζεται ότι επιδίδεται σε συναλλαγές πολύ αμφισθητήσιμες. Όμως ποτέ δεν βρέθηκε τίποτα ύποπτο στις αποσκευές του. Και, τέλος μία Αμερικανίδα, η κυ ρία Βαν Σουάιντερ, που επέστρεφε στο Παρίσι. Δεν ξέρουμε τίποτα γι'αυτήν. Αλλά φαίνεται εντάξει. Αυτά είναι όλα. -Τ ο τρένο δε σταμάτησε μετά την Αμιένη, είναι απόλυτα σίγουρο; -Απόλυτα. Έκοψε ταχύτητα, μία φορά, όμως όχι αρκετή για να μπορέσει κανείς να πηδήξει, χωρίς να τραυματιστεί ακόμα και να σκοτωθεί. -Αυτό ακριβώς είναι που κάνει αυτή την υπόθεση τόσο ενδιαφέρουσα. Η μαθήτρια εξαφανίστηκε, ως δια μαγείας, αμέσως μετά την Αμιένη. Και ξαναεμφανίστηκε, ως δια μαγείας, ακριβώς μετά την Αμιένη. Πού βρισκόταν στο μεταξύ; -Ό πω ς το παρουσιάζετε, αυτό φαίνεται τρελό, είπε ο επιθεωρητής, κουνώντας το κεφάλι του. Α! αλήθεια, μου είπαν ότι μιλήσατε για παπούτσια. Η μι κρή φορούσε παπούτσια όταν βρέθηκε, αλλά ένας υπάλληλος της Εθνικής Εταιρείας Γαλλικών Σίδηρο
Η ζώνη της ΙπποΛύτης
137
δρόμων (S.N.C.F.) βρήκε ένα ζευγάρι παπούτσια στις γραμμές. Τα πήρε μαζί του γιατί ήταν σε καλή κατάστα ση. Παπούτσια για περπάτημα, γερά, μαύρα. — Α· είπε ο Πουαρώ, φανερά ικανοποιημένος. Ο Χερν τον κύτταξε με περιέργεια. -Δ εν καταλαβαίνω, κύριε. Αυτά τα παπούτσια είχαν λοιπόν κάποια σημασία; -Επιβεβαιώνω μία θεωρία, απάντησε ο Πουαρώ. 4 Όπως πολλά ιδρύματα της ίδιας κατηγορίας, η σχο λή της Μις Ποπ βρισκόταν στο Νείγύ. Ο Ηρακλής Πουα ρώ σταματώντας μια στιγμή, για να θαυμάσει την πρό σοψη που ήταν επιβλητική, βρέθηκε ξαφνικά μέσα σ ένα κύμα από νεαρά κορίτσια που ξεπετάγονταν από τη με γάλη πόρτα. Μέτρησε είκοσι πέντε, όλα ντυμένα με το ίδιο μπλε φόρεμα και το ίδιο άχαρο καπέλο στο κεφάλι τους. Από δέκα τεσσάρων χρονών μέχρι δέκα οκτώ χρονών, οι μα θήτριες παρουσίαζαν μιά ποικιλία τύπων σε χάρη, αδε ξιότητα, χρώματα καθαρά ή συγκεχυμένα, σώματα λε πτά ή παχουλά. Μία γυναίκα με γκρίζα μαλλιά έκλεινε την πομπή. Έπρεπε να είναι η Μις Μπάροοου. Ο Πουαρώ περίμενε ένα λεπτό ηριν χτυπήσει το κου δούνι και ζητήσει να δει τη Μις Ποπ. Η Μις Λαβίνα Ποπ ήταν πολύ διαφορετική από τη συνεργάτιδά της, τη Μις Μπάροοου. Είχε προσωπικότητα και ενέπνεε σεβασμό. Ήταν χτενισμένη με γούστο, ντυμένη αυστηρά αλλά κομψά. Με μία λέξη είχε ωραίο παρουσιαστικό. Το γραφείο, στο οποίο δέχτηκε τον Πουαρώ, ήταν το γραφείο μιας καλλιεργημένης γυναίκας. Ωραία έπιπλα, λουλούδια, απομιμήσεις έργων μεγάλων ζωγράφων και μερικές όμορφες ακουαρέλλες. Κορνιζαρισμένες, με
138
Αγκάθα Κρίση
αφιέρωση, τις φωτογραφίες ορισμένων από τις μαθήτριές της, που έκαναν καρριέρα ανά τον κόσμο. Η Μις Ποπ δέχτηκε τον Πουαρώ. «Γνωρίζω το όνομά σας, κύριε. Χωρίς αμφιβολία, ήρθατε για το θέμα της άτυχης περιπέτειας της Γουΐννυ Κιγκ; Ένα πολύ θλιβε ρό γεγονός.» Η Μις Ποπ δε φαινόταν να λυπάται καθόλου. Έπαιρ νε την εν λόγω καταστροφή σύμφωνα με τις δικές της αξίες και την κατέβαζε στην πιο απλή της έκφραση... -... Αυτό δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Και δε θα ξαναγίνει! -Αυτό το νέο κορίτσι ήταν μια καινούρια μαθήτρια, έτσι δεν είναι; -Πραγματικά. -Είχατε καμμιά προκαταρκτική συνάντηση με τη Γουΐννυ... και με τους γονείς της; -Ό χι. Όχι πρόσφατα. Πριν από δύο χρόνια έμενα κοντά στο Κράντσεστερ... ακριβώς στο σπίτι του επι σκόπου... (Όλα, στη Μις Ποπ, διακήρυτταν: σημειώστε, παρα καλώ, στον Επίσκοπο!) -... Τότε γνώρισα τον ιερέα και την κυρία Κιγκ, η οποία, αλλοίμονο! είναι ανάπηρη. Είδα τη Γουΐννυ. Ένα καλοαναθρεμμένο νέο κορίτσι που έδειχνε ότι είχε με γάλη κλίση στις τέχνες. Είπα στην κυρία Κιγκ ότι θα ήμουνα ευτυχής να τη δεχτώ εδώ... μετά το τέλος των κανονικών της σπουδών. Διδάσκουμε στις μαθήτριές μας τέχνη, κύριε Πουαρώ. Τις πηγαίνουμε στην Όπερα, στην Κομεντί φρανσέζ, στο Λούβρο, όπου κάνουν μα θήματα. Οι καλλίτεροι καλλιτέχνες, έρχονται εδώ και τους παραδίδουν μαθήματα μουσικής, τραγουδιού, ζω γραφικής. Η Μις Ποπ θυμήθηκε ξαφνικά ότι ο Πουαρώ δεν ήταν κάποιος “Συγγενής». -...Τ ι μπορώ να κάνω για σας, κύριε; -Θ α ήμουνα ευτυχής αν μου λέγατε ποιά είναι η
Η ζώνη της Ιττπολύτης
139
παρούσα κατάσταση όσον αφορά τη Γουϊννυ; - Ο ιερέας Κιγκ ήρθε στην Αμιένη και πήρε την κόρη του μαζί του. Ήταν το πιο σωστό μετά το σοκ που πέρασε το κακόμοιρο το παιδί... Δε δεχόμαστε μαθήτριες με ευαίσθητη υγεία. Δεν είμαστε καλά εξο πλισμένοι για να φροντίζουμε αρρώστους. - Τ ι συνέβη, κατά τη γνώμη σας, δεσποινίς; ρώτηΓ σε ο Πουαρώ χωρίς περιστροφές. -Δ ε ν έχω ιδέα. Η ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκαν, μου φαίνεται απίστευτη. -Σας επισκέφτηκε μήπως η αστυνομία; Η Μις Ποπ ανατρίχιασε ελαφρά. Ο τόνος της έγινε ψυχρός. — Ένας κύριος Λαφάρζ, από το αρχηγείο της Αστυνομίας, ήρθε να με δει με την ελπίδα ότι θα ήμουνα σε θέση να ρίξω λίγο φως σ'αυτήν την υπόθε ση Φυσικά δεν μπόρεσα. Μετά, ζήτησε να επιθεωρή σει το μπαούλο της Γουΐννυ, που είχε φτάσει ήδη μαζί με τα μπαούλα των άλλων μαθητριών. Του είπα ότι αυτό είχε ήδη γίνει από έναν άλλο αστυνομικό. Μετα ξύ μας, δεν έχουν μέθοδο! Λίγο αργότερα, μου τηλε φώνησαν για να με κατακρίνουν, λέγοντας ότι δεν έδωσα όλα τα πράγματα της Γουίννυ. Φάνηκα πολύ σταθερή. Δεν πρέπει να επιβάλλουν κάτι μ'αυτόν τον τρόπο! — Έχετε έντονη προσωπικότητα και σας συγχαί ρω, δεσποινίς. Το μπαούλο της Γουίννυ αδειάστηκε κατά την άφιξή του, υποθέτω; Η Μις Ποπ έχασε λίγη από τη μεγάλη σιγουριά της. -Θ έμα ρουτίνας. Χρειάζεται οπωσδήποτε. Αδειά ζουμε τελείως τα μπαούλα των μαθητριών μας μόλις φτάνουν και τα πράγματά τους τακτοποιούνται με κα θορισμένη σειρά. Τα μπαούλα της Γουίννυ είχαν την ίδια τύχη. Φυσικά, στη συνέχεια, το μπαούλο της ξαναφτιάχτηκε και επιστράφηκε στην ίδια ακριβώς κα
140
Αγκάθα Κρίστι
τάσταση που ήταν όταν έφτασε εδώ. -Ακριβώς; επανέλαβε ο Πουαρώ που σηκώθηκε και πλησίασε στον τοίχο. -... Αυτό είναι, νομίζω, μία άποψη της περίφημης γέφυρας του Κράντσεστερ με τη μητρόπολη στο βά θος; -Έ χετε απόλυτο δίκιο. Η Γουΐννυ, προφανώς, το ζωγράφισε για να μου κάνει έκπληξη. Ήταν μέσα στο μπαούλο της, τυλιγμένο σένα χαρτί στο οποίο είχε γράψει: «Για τη Μις Ποπ, εκ μέρους της Γουΐννυ.» Μιά συγκινητική χειρονομία. — Α! είπε ο Πουαρώ. Και τι πιστεύετε... όσον αφορά τη ζωγραφική; Ο ίδιος, είχε δει πολλές απομιμήσεις της γέφυρας του Κράντσεστερ, φτιαγμένες με λάδι, με ακουαρέλλες, με κάρβουνο, με μολύβι. Όμορφα πράγματα, μι κρά καλλιτεχνήματα. Καλά, λιγότερο καλά, μέτρια, θλιβερά, όμως τόσο φρικτά, ποτέ μέχρι τώρα. Η Μις Ποπ χαμογέλασε με επιείκεια. -Δ εν πρέπει ποτέ να αποθαρρύνουμε ένα παιδί, αγαπητέ κύριε. Η Γουΐννυ θα μάθει να ζωγραφίζει κα λύτερα. -Θ α ήταν πιο φυσικό να έφτιαχνε μία ακουαρέλλα, έτσι δεν είναι; -Οπωσδήποτε. Αγνοούσα ότι επιδίδεται στη ζω γραφική με λάδι. -Μ ου επιτρέπετε, δεσποινίς... Και ξεκρεμώντας τον πίνακα, ο Πουαρώ τον έφερε κοντά στο παράθυρο, όπου τον εξέτασε με πολύ προ σοχή. -... Δεσποινίς, θα σας ζητήσω να μου δώσετε αυ τόν τον πίνακα. -Πράγμα που σημαίνει, κύριε... -Δ εν θα ισχυριστείτε ότι είσαστε δεμένη μ'αυτόν. Είναι απαίσιος.
Η ζώνη της Ιππολύτης
141
-Ω ! δεν έχει καμμιά καλλιτεχνική αξία, το ομολο γώ. Όμως είναι δουλειά μιας μαθήτριας και... -Σας διαβεθαιώνω, δεσποινίς, ότι η θέση αυτού του πίνακα δεν είναι στον τοίχο σας. -Μ α γιατί, κύριε; -Θ α σας το αποδείξω σ ένα λεπτό, όμως ακούστε τη μικρή ιστορία μιας μικρής πονηρής πάπιας που έγι νε κύκνος. Μιλώντας ο ντέτεκτιβ, είχε βγάλει από τις τσέπες ένα μπουκάλι, ένα σφουγγάρι και μερικά κουρέλια και είχε αρχίσει τη δουλειά του. Μια μυρωδιά τερεβινθίνης πλημμύρισε το δωμά τιο. -Μ άλλον δεν πάτε στο θέατρο για να δείτε επι θεωρήσεις; -Φυσικά, όχι. Είναι τόσο λαϊκό... -Ναι, οπωσδήποτε, όμως καμμιά φορά πολύ διδα κτικό. Είδα μία ηθοποιό του βαριετέ ν'αλλάζει προσω πικότητα με τον πιο περίεργο τρόπο. Σε έναν πίνακα, ήταν ένα εκλεκτό αστέρι του καμπαρέ, γεμάτο χάρη. Δέκα λεπτά αργότερα, είναι ένα αδύνατο παιδί με στολή οικοτρόφου, δέκα λεπτά ακόμα κι εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά μιας Τσιγγάνας που λέει τη μοί ρα... -Ε ίναι πολύ πιθανό, όμως δε βλέπω... -Μ α σας αποκαλύπτω την απάτη που έγινε μέσα στο τρένο. Η Γουΐννυ, η μαθήτρια με τις ανοιχτόχρωμες κοτσίδες, τα γυαλιά της, το μηχάνημα στα δόντια που της παραμορφώνει το στόμα, μπαίνει στις τουαλέττες. Βγαίνει από κει, ένα τέταρτο αργότερα, μετα μορφωμένη σε «ένα καλό κομμάτι», σύμφωνα με την έκφραση του επιθεωρητή Χερν. Χέρια λεπτά, ψηλά τακούνια... ένα παλτό από βιζόν για να κρύβει τη στο λή, ένα βελούδινο πραγματάκι καρφωμένο στις μπούκλες της και μάσκαρα, πούδρα και κοκκινάδι στα
142
Αγκάθα Κρΐστι
χείλη! Σε ποιά μοιάζει το πραγματικό πρόσωπο αυτής της νέας κοπέλας, ο Θεός ξέρει. Όμως, εσείς η ίδια, δεσποινίς, έχετε μπορέσει να διαπιστώσετε πως μία αδέξια μαθήτρια γίνεται μία γοητευτική δεσποινίδα. Η Μις Ποπ έβγαλε μία φωνή θαυμασμού. -Θέλετε να πείτε ότι η Γουίννυ Κιγκ μεταμφιέ στηκε; -Ό χ ι. Όχι εκείνη. Την απήγαγαν μεταξύ Κράντσεστερ και Λονδίνου και κάποια την αντικατέστησε. Η Μις Μπάρσοου δεν είχε δει ποτέ τη Γουίννυ Κιγκ. Πώς μπορούσε να ξέρει ότι η μαθήτρια με τις ανοιχτόχρωμες κοτσίδες και το μηχάνημα στα δόντια που ανέλαθε δεν ήταν αυτή; Μέχρι εκεί, όλα πήγαν καλά, αλλά η απάτη δεν μπορούσε να συνεχιστεί μέχρι εδώ. Εσείς γνωρίζετε την πραγματική Γουίννυ. Η ψεύτικη Γουίννυ εξαφανίζεται λοιπόν για να εμφανιστεί ξανά με τα χαρακτηριστικά της γυναίκας του Τζιμ Έλιοττ. Οι ψεύτικες κοτσίδες, οι βαμβακερές κάλτσες... το μηχάνημα των δοντιών... όλα αυτά, δεν πιάνουν πολύ χώρο. Όμως τα χοντρά παπούτσια και το καπέλο πετιούνται απ’το παράθυρο. Λίγο αργότερα, διασχίζει τη Μάγχη η πραγματική Γουίννυ κι ένα αμάξι τη μετα φέρει και την εγκαταλείπει στο δρόμο μεταξύ Αμιένης και Παρισιού. Αν της έδωσαν σκοπολαμίνη, δεν θα θυμάται πρακτικά τίποτα απ'ότι της συνέβη. -Μ α γιατί; ρώτησε η Μις Ποπ που είχε χάσει λίγη από την αξιοπρέπειά της. Ποιος είναι ο λόγος αυτής της μασκαράτας; -Λόγω των αποσκευών της Γουίννυ. Ήθελαν να περάσουν από την Αγγλία στη Γαλλία ένα αντικείμενο που έψαχναν όλα τα τελωνεία... Ένα κλεμμένο αντι κείμενο. Ποιό μέρος είναι πιο σίγουρο από το μπαού λο μιάς οικότροφης κολλεγίου; Η σχολή σας, δεσποι νίς, έχει πολύ καλή φήμη. Στο σταθμό του Βορρά, οι αποσκευές των οικοτρόφων σας μπλοκάρονται! Κι
Η ζώνη της Ιππολύτης
143
ύστερα, μετά την αφαίρεση αυτού του αντικειμένου, τι ποιό λογικό από το να βάλουν έναν αστυνομικό να ψάξει... φανερά το μπαούλο... Όμως, ευτυχώς, οι συ νήθειες της σχολής σας θέλησαν αυτό το μπαούλο να έχει ήδη αδειαστεί από τα πράγματα που περιείχε και που περιελάμθαναν ένα δώρο από τη Γουίννυ... μα όχι αυτό που είχε πάρει μαζί της από το Κράντσεστερ. -Μ ου δώσατε αυτόν τον πίνακα, δεσποινίς; Παρα δέχεστε, έτσι δεν είναι, ότι δεν ταιριάζει στον τύπο του ιδρύματος σας; Κι ο Πουαρώ έτεινε τον πίνακα στη Μις Ποπ. Η «Γέφυρα του Κράντσεστερ» είχε εξαφανιστεί ως δια μαγείας, και είχε αντικατασταθεί από μία σκη νή πολύ κλασσική, φτιαγμένη με συγκεχυμένα χρώ ματα. «Η ζώνη της Ιππολύτης.» Η Ιππολύτη τη στιγμή που έδινε τη ζώνη της στον Ηρακλή, ζωγραφισμένη από το Ρούμπενς. -Έ ν α μεγάλο έργο τέχνης... όμως, οπωσδήποτε, για το γραφείο σας... Η Μις Ποπ κοκκίνισε ελαφρά. Η Ιππολύτη, με το ένα χέρι, ξεκούμπωνε τη ζώνη της, το μοναδικό της ρούχο... Ο Ηρακλής είχε ριγμένη στον ώμο του μία λεοντή. — Είναι πολύ ωραίο, είπε η Μις Ποπ, που είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία της... Όμως... όπως λέτε... πρέπει να προσέχουν την ευαισθησία των γονέων. Ορισμένοι απ’αυτούς δείχνουν μιά κάποια τάση στενότητας πνεύματος... Ο Ηρακλής Πουαρώ μόλις είχε περάσει το κατώφλι της σχολής, όταν στην κυριολεξία αιφνιδιάστηκε από ένα τσούρμο νεαρές κοπέλες όλων των διαστάσεων και όλων των σχημάτων προσώπου. Σε ένα λεπτό ήταν περιτριγυρισμένος και τον πίεζαν από παντού. «Θεέ μου, μουρμούρισε. Η επίθεση των Αμαζόνων είναι;»
144
Αγκάθα ΚρΙστι
Είκοσι πέντε διαπεραστικές φωνές επανελάμβαναν την Ιδια φράση: — Κύριε Πουαρώ, θα θέλατε να μου υπογράψετε ένα αυτόγραφο;