ΜΑΡΙΑ ΝΑΣΙΑΚΟΥ Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
1. ΓΕΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΘΗΝΑ 1982
Digitized by 10uk1s
Περιεχόμενα ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ...................................................................................................................... 4 Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ............................................................................................... 6 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ........................................................................................................................ 7 Η γέννηση της ψυχολογίας ............................................................................................................. 7 Η εξέλιξη της ψυχολογίας ............................................................................................................... 8 ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ......................................................................................... 12 Πειραματική ψυχολογία ............................................................................................................... 12 Ψυχοφυσιολογία ........................................................................................................................... 12 Εξελικτική ψυχολογία ή ψυχολογία της ανάπτυξης ..................................................................... 12 Κοινωνική ψυχολογία ................................................................................................................... 12 Κλινική ψυχολογία ........................................................................................................................ 13 Εκπαιδευτική ψυχολογία .............................................................................................................. 13 Βιομηχανική ψυχολογία ‐ Ψυχολογία της τεχνολογίας και του περιβάλλοντος .......................... 13 ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ .............................................................................................. 15 Νευροψυχολογική θεωρία ............................................................................................................ 15 Θεωρία της συμπεριφοράς ........................................................................................................... 15 Γνωστική θεωρία ........................................................................................................................... 16 Ψυχαναλυτική θεωρία .................................................................................................................. 17 Φαινομενολογική ή ανθρωπιστική θεωρία .................................................................................. 17 Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ .............................................................................................. 19 ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ .................................................................................................................................. 22 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ........................................................................................................................................ 23 Τι είναι η προσωπικότητα ............................................................................................................. 23 Η ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ‐ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ....................................... 25 Γενετική προικοδότηση ή ο ρόλος της κληρονομικότητας στην ανάπτυξη .................................. 26 Δυνατότητες φυσικής ανάπτυξης ................................................................................................. 26 Δυνατότητες ανάπτυξης της συμπεριφοράς ................................................................................ 26 Το περιβάλλον ............................................................................................................................... 27 Κοινωνικοποίηση .......................................................................................................................... 29 Η κοινωνική ένταξη αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης. Status ‐ Ρόλος .................................... 31 ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ........................................................................................................................................ 33 Η ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ................................................................................................................................. 34 Η δοκιμασία νοημοσύνης ............................................................................................................. 35 ΚΙΝΗΤΗΡΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ............................................................................................................................. 38 Η ΚΙΝΗΤΗΡΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ...................................................................................................................... 39 Η θεωρία των ενστίκτων ............................................................................................................... 40 Η ψυχαναλυτική θεωρία ............................................................................................................... 41 Οι θεωρίες της μάθησης ............................................................................................................... 42 Η γνωστική θεωρία ....................................................................................................................... 44 ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ....................................................................................................................................... 47 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ .................................................................................................................. 48 ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ........................................................................................................ 50 Η αποστέρηση ............................................................................................................................... 50 Η σύγκρουση ................................................................................................................................. 51
Digitized by 10uk1s
Η πίεση (στρες) .............................................................................................................................. 52 Η αντίδραση στο στρες ................................................................................................................. 53 ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΓΩ ...................................................................................................... 56 Η απώθηση .................................................................................................................................... 57 Η προβολή ..................................................................................................................................... 58 Η αντιθετική συμπεριφορά ή συμπεριφορά από αντίδραση....................................................... 59 Η μετάθεση ................................................................................................................................... 59 Η παλινδρόμηση ........................................................................................................................... 60 Η εκλογίκευση ............................................................................................................................... 61 Η ταύτιση ....................................................................................................................................... 62 Η άρνηση της πραγματικότητας ................................................................................................... 62 Η εξιδανίκευση .............................................................................................................................. 63 Η ματαίωση ................................................................................................................................... 63 Ποια είναι η αποτελεσματική προσαρμογή ................................................................................. 64
Digitized by 10uk1s
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
Ορισμένοι κλάδοι των κοινωνικών επιστημών και κυρίως η ψυχολογία έχουν ως αντικείμενό τους τον άνθρωπο τόσο ως βιολογικό όσο και ως κοινωνικό ον, πράγμα που κάνει ευρύτατα τα μεθοδολογικά και θεωρητικά τους όρια και μεγάλες τις δυσκολίες προσέγγισής τους. Οι δυσκολίες πάντως αποτελούν από μιαν άποψη και το μεγάλο ενδιαφέρον της ψυχολογίας. Ψυχολογία είναι η επιστήμη που ερευνά τις ψυχικές λειτουργίες, τον ανθρώπινο ψυχισμό.1 Είναι δηλαδή ο κλάδος εκείνος που στόχο του έχει να ερευνήσει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ψυχολογία έχει επομένως ως αντικείμενό της τις εμπειρίες της ανθρώπινης ζωής από τις πιο ειδικές και πρακτικές (όπως π.χ. η δυσκολία που μπορεί να προξενεί στις διαπροσωπικές σχέσεις ενός ατόμου ένα φυσιολογικό σωματικό ελάττωμα, μια ανεπάρκεια ή έλλειψη) ως τις συνθετότερες και γενικότερου ενδιαφέροντος (όπως π.χ. ο φόβος της αποτυχίας σε μια ανταγωνιστική κοινωνία που μπορεί να εμποδίζει το άτομο να αναπτύξει τις ικανότητές του και να επιτύχει ικανοποιητικότερη προσαρμογή). Η ψυχολογία, επειδή έχει ένα τέτοιο αντικείμενο, πρέπει απαραίτητα να συνεργάζεται με επιστήμες όπως η νευρολογία, η φυσιολογία, η βιολογία, η γενετική, η βιοχημεία και άλλες, αλλά επίσης και με επιστήμες όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η πολιτική επιστήμη, η ιστορία, η οικονομία, η φιλοσοφία. Κάθε απόπειρα κατανόησης μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς δεν μπορεί, όπως είναι φανερό, να μη λαβαίνει υπόψη της το βιολογικό π.χ. παράγοντα. Ας υποθέσουμε ότι προσπαθούμε να κατανοήσουμε την αϋπνία ενός ενήλικου ατόμου, ή την άρνηση ενός παιδιού να δεχθεί τροφή. Είναι ολοφάνερο ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι δυνατό να παραμελήσουμε την υπόθεση για ενδεχόμενα βιολογικά αίτια του φαινομένου που αντιμετωπίζουμε, τις οποιεσδήποτε ενδεχόμενες βιολογικές, νευρολογικές, οργανικές ή λειτουργικές διαταραχές. Λιγότερο φανερή είναι η σχέση της ψυχολογίας με την ιστορία2 καθώς και με το σύνολο των κοινωνικών επιστημών. Είναι ωστόσο το ίδιο απαραίτητη η εγρήγορση του ψυχολόγου και η συνεχής προσπάθειά του να μην απομονώνει τα προβλήματα που μελετά από την κοινωνική τους διάσταση, από την αυτονόητη, που όμως ξεχνιέται πολύ εύκολα, πρισματική εικόνα που συνεχώς δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι συγχρόνως (αν όχι πριν απ' όλα) ον κοινωνικό. Ας υποθέσουμε ότι προσπαθούμε να κατανοήσουμε την εγκληματικότητα των ανθρώπων σε μια ορισμένη ηλικία, την εφηβεία. Είναι αδύνατη η ορθή κατανόηση του φαινομένου χωρίς τη βαθιά ανάλυση των κοινωνικών και οικονομικών στοιχείων, τη διερεύνηση ενδεχόμενων αξιολογικών συγκρούσεων και άλλων αποκλειστικά κοινωνιογενών δεδομένων, τα οποία συναποτελούν τα αίτια της εγκληματικότητας. Τελειώνοντας τις εισαγωγικές αυτές διευκρινίσεις, θα θέλαμε να δώσουμε τον ορισμό μερικών βασικών εννοιών, που θα χρησιμοποιήσουμε συχνά και που έχουν ως πρώτο συνθετικό τους την ελληνική λέξη ψυχή, ώστε να μη συγχέονται μεταξύ τους: Ψ υ χ ι α τ ρ ι κ ή : κλάδος της ιατρικής επιστήμης, ιατρική ειδικότητα, που απασχολείται με τα ψυχικά νοσήματα, την αιτιολογία τους, την παθογένειά τους και τη θεραπεία τους. Ψ υ χ α ν ά λ υ σ η : ψυχολογική θεωρία, που αναπτύχθηκε από τον Sigmund Freud. Η ιδιαιτερότητά της συνίσταται στο ότι έχει αντικείμενό της τη διερεύνηση και την ερμηνεία του ασυνειδήτου και πάνω σ' αυτή τη διερεύνηση στηρίζει την ομώνυμη ψυχοθεραπευτική μέθοδο.
Digitized by 10uk1s
Ψ υ χ ο θ ε ρ α π ε ί α : κάθε μέθοδος θεραπείας ψυχικών ή ακόμη και σωματικών διαταραχών, που χρησιμοποιεί ψυχολογικά θεραπευτικά μέσα (και όχι φαρμακευτική αγωγή) και ιδιαίτερα το λόγο, την ικανότητα δηλαδή του ανθρώπου να χρησιμοποιεί σύμβολα. Ψ υ χ ο σ ω μ α τ ι κ ή : δεν είναι ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος, ούτε ειδικότητα. Είναι, θα λέγαμε, «στάση» ή «αντίληψη», που αφορά κυρίως την ιατρική. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ο άνθρωπος δρα και αντιδρά σαν ενιαίο σύνολο ως προς τη βιολογική και ψυχολογική του διάσταση, σε αδιάκοπη δηλαδή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό, και σαν τέτοιο ενιαίο σύνολο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη αν παραβλέψει κανείς μια πλευρά αυτού του ενιαίου συνόλου κινδυνεύει να οδηγηθεί σε λάθη με μεγάλες συνέπειες. Η αντίληψη αυτή οδηγεί τελικά στην αμφισβήτηση των απόψεων εκείνων που παραμελούν να εξετάσουν μία ολόκληρη κατηγορία από νοσογόνα ερεθίσματα, τα οποία μπορούν να μεταβάλουν τη συγκινησιακή κατάσταση του ατόμου και περιορίζονται στους ιούς, τα μικρόβια και τους άλλους φυσικούς νοσογενείς παράγοντες.
Digitized by 10uk1s
Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ
Digitized by 10uk1s
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Ψυχολογία είναι ο κλάδος εκείνος στο χώρο των κοινωνικών επιστημών που μελετά την ανθρώπινη προσωπικότητα και συμπεριφορά. Η ψυχολογία είναι αρκετά πρόσφατος κλάδος. Τα τελευταία εβδομήντα περίπου χρόνια μόνο, αφού αποσπάστηκε από τη φιλοσοφία, άρχισε να εξελίσσεται σε αυτόνομη επιστήμη.3 Αντίθετα, το αντικείμενό της, ο άνθρωπος και η συμπεριφορά του, είναι πολύ παλιό αντικείμενο προβληματισμού και έχει απασχολήσει τους περισσότερους φιλοσόφους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι έννοιες ψυχή, θυμικό, διάθεση, συνείδηση, ασυνείδητο, πραγματικό και μη πραγματικό, και άλλες, όπως ύπνος, όνειρα κλπ. προβλημάτισαν τους μελετητές και αναλύθηκαν σε όλες τις εποχές. Η γέννηση της ψυχολογίας Στις αρχές του 19ου αιώνα, η ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση και την επικράτηση του θετικισμού, φιλοσοφικού ρεύματος που σφράγισε όλους τους τομείς της ανθρώπινης σκέψης. Οι ανακαλύψεις και ο θρίαμβος των φυσικών επιστημών επέδρασαν τόσο ισχυρά στη σκέψη των διανοητών, ώστε, κατά το πνεύμα της εποχής, οι ανθρώπινες επιστήμες για να θεωρηθούν επιστήμες, προσαρμόστηκαν στη μεθοδολογία και τις ερευνητικές αρχές των φυσικών επιστημών. Έτσι σχεδόν αντέγραψαν τις φυσικές επιστήμες και, για να ερμηνεύσουν τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του, υιοθέτησαν τις αρχές και τις μεθόδους του «φυσικού» προτύπου. Έψαχναν ακόμη να βρουν νόμους αντίστοιχους με τους φυσικούς και αντιμετώπιζαν τον άνθρωπο ως έναν από τους βιολογικούς οργανισμούς σε σχέση με το φυσικό του περιβάλλον. Από την αντίληψη αυτή της θετικιστικής προσέγγισης επηρεάζεται έντονα η ψυχολογία, από τη στιγμή που αυτονομείται και τείνει να εξελιχθεί σε επιστήμη. Η τάση προσαρμογής της ψυχολογίας στις φυσικές επιστήμες διαμορφώθηκε επηρεασμένη από τις απόψεις του ακαδημαϊκού θετικισμού∙ σύμφωνα μάλιστα με τη γνώμη του ιδρυτή του και ιδρυτή της κοινωνιολογίας αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας «ενιαίας» επιστήμης. Η θετικιστική4 επιρροή εξακολουθεί ακόμα σήμερα να χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος της ψυχολογικής έρευνας. Η θετικιστική δηλαδή τάση των πρώτων μελετητών ν' ανεξαρτητοποιήσουν την ψυχολογία, αποδεσμεύοντάς την από τη φιλοσοφία, και η έντονη επιθυμία τους να τη νομιμοποιήσουν ως επιστήμη με βάση το πρότυπο των φυσικών επιστημών, οδήγησε σε μια αντιμετώπιση που παρέβλεψε την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης φύσης,5 την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες βιολογικές κατηγορίες των όντων. Η παραγνώριση αυτή της ιδιαιτερότητας του ανθρώπου είχε πολλές και ιδιαίτερα ανθεκτικές στο χρόνο αρνητικές συνέπειες. Η θετικιστική ωστόσο προσέγγιση οδήγησε σε μια αντίφαση. Ενώ υποστήριζαν αρχικά πως ο στόχος της ψυχολογίας ήταν η διερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού, οι θετικιστές ψυχολόγοι οδηγήθηκαν σιγά ‐ σιγά, καθώς δανείστηκαν όχι μόνο τον τρόπο σκέψης αλλά και τις μεθόδους των φυσικών επιστημών, σε μια μονομερή αντιμετώπιση του αντικειμένου τους, ανάγοντας τελικά τον άνθρωπο, για επιστημονικούς λόγους βέβαια, σε «πράγμα». Και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ψυχολόγος McLeod, «η ψυχολογία έφτασε να περιορίζει τον άνθρωπο σε πράγμα και να καταστρέφει έτσι ό,τι ανθρώπινο έχει μέσα του»,6 να ασχολείται μόνο με την καταμέτρηση των παραγόντων εκείνων που προέρχονται από το περιβάλλον, θεωρώντας τους σαν τα μόνα αίτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς, να παρατηρεί τις αντιδράσεις του ανθρώπου σε εξωτερικά ερεθίσματα, και τέλος να προτείνει την περιγραφή τής παρατήρησης σαν αποτίμηση και συμπέρασμα. Έτσι οι πρώτες αυτές έρευνες των λεγόμενων ψυχοφυσικών (E.H. Weber, G.T. Fechner, και αργότερα W. Wundt), που πρέπει να τονιστεί ότι ερεύνησαν συστηματικά και συνέβαλαν ουσιαστικά στη γνώση της φυσιολογίας των αισθητηρίων οργάνων, είχαν ως στόχο την πειραματική διερεύνηση των σχέσεων ανάμεσα στα ανθρώπινα αισθήματα και εξωτερικά ερεθίσματα. Με βάση τα Digitized by 10uk1s
αποτελέσματα αυτών των διερευνήσεων προσπάθησαν να οδηγηθούν σε συμπεράσματα σχετικά με την υφή και λειτουργία της «ανθρώπινης φύσης». Προσπάθησαν μ' άλλα λόγια να λύσουν το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή με τρόπο πειραματικό. Μελέτησαν και επιχείρησαν να μετρήσουν πειραματικά, εγκαινιάζοντας έτσι μια ψυχολογία των αισθήσεων (της όρασης, της ακοής κ.ο.κ.), τις αντιδράσεις του ανθρώπινου οργανισμού στις μεταβολές του περιβάλλοντος, πράγμα που δεν έχει σχέση με τη θεωρητική τους αφετηρία να μελετήσουν τον ανθρώπινο ψυχισμό. Η παραπάνω διάσταση ανάμεσα στους πρακτικούς και στους θεωρητικούς στόχους της ψυχολογίας στα πρώτα της βήματα οδήγησε στη δημιουργία και το θρίαμβο του μπηχεβιορισμού. Το αντικείμενο της ψυχολογίας, αντί να είναι η ψυχική ζωή του ανθρώπου, περιορίστηκε στις προσαρμοστικές του αντιδράσεις στο περιβάλλον. Οι εκπρόσωποι της νεαρής ψυχολογίας είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν έδαφος σταθερό κάτω από τα πόδια τους, να χειρίζονται μεθόδους που να κάνουν την ψυχολογία «ισάξια» με τις άλλες, τις πραγματικές, δηλαδή τις φυσικές επιστήμες. Το αντικείμενο της ψυχολογίας μπορούσε πια να ερευνηθεί πειραματικά, να μετρηθεί και να καταταχθεί. Ο προσανατολισμός αυτός επέδρασε στην εξέλιξη της ψυχολογίας και οι αρνητικές τους συνέπειες έχουν αποτελέσματα ακόμη και σήμερα. Το κυριότερο αρνητικό χαρακτηριστικό της ταύτισης της ψυχολογίας με τις φυσικές επιστήμες στάθηκε η ακραία αντιμετώπιση που εξομοιώνει τον άνθρωπο με κάθε ζώντα οργανισμό, η αντιμετώπιση που μελετά χωρίς διάκριση τον άνθρωπο και τους οργανισμούς που ανήκουν αποδεδειγμένα σε κατώτερη βιολογική μορφή με τον ίδιο τρόπο, χρησιμοποιώντας τις ίδιες αρχές και την ίδια μέθοδο και μάλιστα μεταφέροντας τα συμπεράσματα της παρατήρησης από τη ζωή των οργανισμών αυτών στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος έτσι «πραγμοποιείται» (με τη φιλοσοφική σημασία της reification) αυθαίρετα, οι αντιδράσεις πειραματόζωων θεωρούνται ότι μπορούν να αποδοθούν στον άνθρωπο και να στηρίξουν θεωρίες για τη συμπεριφορά του. Ο παραπάνω τρόπος μελέτης, όπως ξέρουμε πια σήμερα, είναι αντιεπιστημονικός, γιατί βασίζεται σε αυθαίρετες, ελλιπείς υποθέσεις και συμπεράσματα, στηρίζεται σ' ένα μηχανιστικό τρόπο προσέγγισης της σχέσης αίτιο προς αποτέλεσμα. Αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν να ήταν κάτι παθητικό και άψυχο, που κινητοποιείται μόνο από τη δράση μιας δύναμης εσωτερικής ή εξωτερικής. Εξηγεί τη συμπεριφορά του ανθρώπου με μια σειρά από αίτια, πάνω στα οποία δεν έχει κανέναν έλεγχο. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η ταχεία αντίδραση, π.χ. σε ένα εξωτερικό ερέθισμα, καταλήγει ν' αξιολογείται σαν απόδειξη μεγαλύτερης και η αργή αντίδραση σαν απόδειξη μικρότερης ικανότητας για δράση και αντίστοιχα μια ορισμένη βιολογική ή σωματική κατασκευή καταλήγει να σημαίνει ψυχικές τάσεις ή προκαθορισμούς της συμπεριφοράς. Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν αποδειχθεί σήμερα λαθεμένοι. Η ταύτιση τέλος των αντιδράσεων του ανθρώπου με τις αντιδράσεις κάθε ζωντανού οργανισμού οδήγησε στην παραγνώριση και την υποτίμηση της κατεξοχήν ιδιότητας του ανθρώπου, που τον διαφοροποιεί από τα άλλα όντα, δηλ. της ικανότητάς του για συμβολοποίηση7 η οποία επιτρέπει την ανάπτυξη του λόγου, της γλώσσας, και επομένως την ικανότητα της αναπαράστασης, της αφαίρεσης και της πρόβλεψης, που βρίσκεται στη βάση των τεράστιων και ανεξάντλητων δυνατοτήτων του ανθρώπου, δηλαδή εκείνων των χαρακτηριστικών που του επιτρέπουν να ζει οργανωμένα σε κοινωνία, να κοινωνικοποιείται και να εξελίσσεται αδιάκοπα. Το βασικό θεωρητικό μειονέκτημα σ' αυτή την προσέγγιση είναι, με άλλα λόγια, η αδυναμία να συλλάβει τον ανθρώπινο οργανισμό ως κέντρο επεξεργασίας των ερεθισμάτων και η παραγνώριση της κοινωνικής διάστασης που έχει η ανθρώπινη προσωπικότητα και συμπεριφορά, κοινωνική διάσταση που είναι παράγοντας συστατικός της ανάπτυξής της και καθοριστικός των δυνατοτήτων του ανθρώπου για δημιουργία. Η εξέλιξη της ψυχολογίας Ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στη φυσική επιστήμη και την ανθρώπινη επιστήμη που είναι η
Digitized by 10uk1s
ψυχολογία, είναι ότι η φυσική επιστήμη παρατηρεί, καταμετρά και ερμηνεύει την κίνηση, ενώ η ψυχολογία, όπως γενικά οι επιστήμες οι λεγόμενες του ανθρώπου, εξετάζει και διερευνά την πράξη. Η διαφορά είναι καθοριστική. Η πράξη δεν είναι απλή κίνηση, αντίθετα εμπεριέχει την έννοια της εμπειρίας, του συλλογισμού, της προετοιμασίας, του χρόνου, είναι πάντοτε εμπρόθετη, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα∙ είναι αποτέλεσμα σωρευμένης εμπειρίας, και μάλιστα βιωμένης μέσα σ' ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο για να λειτουργήσει έχει δημιουργήσει θεσμούς, κανόνες, νόμους και αξίες, που επιδρούν πάνω στην πράξη. Ο θετικισμός, αντίθετα με το παραπάνω, σήμερα πια επιστημονικά κατακτημένο συμπέρασμα, δεν μπόρεσε να συλλάβει ιστορικά τον άνθρωπο και τις πράξεις του. Όπως ήταν φυσικό, τόσο ο θετικιστικός προσανατολισμός όσο και οι απότοκες θεωρίες του, όπως ο μπηχεβιορισμός, έγιναν αντικείμενο κριτικής και πολεμικής κατά τη σταδιακή ανάπτυξη άλλων θεωριών, που αποτιμώντας τα αποτελέσματα του θετικιστικού προτύπου χάραξαν τη διαχωριστική γραμμή τους και ανέλαβαν να ερευνήσουν τον άνθρωπο ως σύνολο, που δρα και αντιδρά σε αίτια εξωτερικά, εσωτερικά, συνειδητά και ασυνείδητα, βιολογικά και κοινωνικά, εσωτερικευμένες εμπειρίες, αποθηκευμένες μνήμες, συγκινησιακά ερεθίσματα, πολιτιστικές αξίες, ηθικές απαγορεύσεις, λησμονημένες (απωθημένες) εμπειρίες και τόσα άλλα. Άρχισαν λοιπόν οι οπαδοί άλλων θεωριών να διερευνούν τον άνθρωπο ως σύνολο, χωρίς να αρκούνται στην αποσπασματική και περιγραφική μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι διάφορες και διαφορετικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν κατέληξαν σε ορισμένα γενικά και κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα, τα οποία, ανεξάρτητα από τη σχολή στην οποία ανήκει ο κάθε επιστήμονας, ή από τις παραφυάδες της κάθε σχολής και τις παραλλαγές της κάθε θεωρίας, συγκλίνουν προς την κατεύθυνση ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου αποτελεί φυσικά την πρώτη ύλη για τον ψυχολόγο, αλλά ότι η συμπεριφορά αυτή δεν είναι μόνο κινητική. Σύμφωνα μάλιστα με τους εκπροσώπους της πιο συγγενικής τάσης στη μπηχεβιοριστική θεωρία που είναι η Γνωστική ψυχολογία, υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπινης συμπεριφοράς: α) η κινητική συμπεριφορά και β) η λεκτική συμπεριφορά.8 Η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι λοιπόν η βάση εκκίνησης για την ψυχολογική προσέγγιση. Ο ψυχολόγος πρέπει να εργάζεται με υλικό του τους δύο τύπους συμπεριφοράς, την κινητική, τη συμπεριφορά δηλαδή εκείνη με την οποία το άτομο ενεργεί πάνω στο φυσικό του περιβάλλον (σκάβει τη γη, οδηγεί αυτοκίνητο, παίρνει ενα αντικείμενο) και τη λεκτική, τη συμπεριφορά δηλαδή εκείνη με την οποία το άτομο επενεργεί πάνω στα άλλα άτομα (παρακαλεί, διατάσσει, απειλεί, υπόσχεται, καλεί), ή στον ίδιο τον εαυτό του (κάνει εσωτερικό μονόλογο, ετοιμάζεται να ενεργήσει). Αυτούς τους δύο τρόπους συμπεριφοράς θα πρέπει ο ψυχολόγος να καταγράφει, να ανατέμνει και να προσπαθεί να ερμηνεύσει. Οι δύο τύποι συμπεριφοράς του ανθρώπου, η κινητική και η λεκτική, γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας μέσα από δύο διαφορετικά συστήματα που επεμβαίνουν σε διάφορα επίπεδα τόσο στις κινητικές, όσο και στις λεκτικές συμπεριφορές. Το ένα βασίζεται στα άμεσα κυκλώματα και λειτουργεί με το πρώτο σύστημα σήμανσης. Δηλαδή, στα άμεσα κυκλώματα δρουν τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος με τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τους. Δρουν πάνω στον οργανισμό, ο οργανισμός δέχεται το ερέθισμα και «απαντάει» με την κινητική συμπεριφορά. Τόσο τα ερεθίσματα, όσο και η αντίδραση των άμεσων κυκλωμάτων γίνονται αμέσως αντιληπτά. Π.χ. ένα δυσάρεστο συναίσθημα πόνου, ψύχους μου προκαλεί την αυτόματη αποφυγή του. Η δράση των ερεθισμάτων στα άμεσα κυκλώματα προκαλεί συμπεριφορά κατεξοχήν κινητική ή αυτόματη, δηλαδή συμπεριφορά που δεν προϋποθέτει λογικές επεξεργασίες για να υπάρξει, Η δράση των ερεθισμάτων στα άμεσα κυκλώματα και η κινητική συμπεριφορά χαρακτηρίζει τόσο τον άνθρωπο όσο και όλα τα ζώα. Το άλλο σύστημα βασίζεται στα συμβολικά κυκλώματα και λειτουργεί με το δεύτερο σύστημα
Digitized by 10uk1s
σήμανσης. Το δεύτερο σύστημα σήμανσης, που περνάει από τα συμβολικά κυκλώματα, είναι λιγότερο άμεσο και πολύ πιο περίπλοκο. Για να γίνει δεκτό το ερέθισμα, για να δράσει στα συμβολικά κυκλώματα καθώς και για να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, έχει προηγηθεί η μετατροπή του ερεθίσματος, δηλ. η μετατροπή της πληροφορίας μέσα από έναν πρωτότυπο κώδικα, το συμβολικό κώδικα. Στο δεύτερο αυτό σύστημα, το συμβολικό, η επεξεργασία των απαντήσεων βασίζεται κυρίως στη χρήση των συμβόλων που είναι εργαλεία και που η συνδυαστική τους ικανότητα επιτρέπει την ανάπτυξη της γνώσης. Δηλαδή, όταν ο άνθρωπος χρησιμοποιεί σύμβολα και γενικότερα όταν χρησιμοποιεί σήματα, η επεξεργασία αυτή δεν γίνεται μόνο με βάση τα αντιληπτικά δεδομένα και η δραστηριότητά του αυτή δεν προσανατολίζεται άμεσα προς τα πράγματα, άσχετα βέβαια αν το κάθε τί ξεκινάει από το περιβάλλον και αν ο άνθρωπος σε τελευταία ανάλυση είναι έτοιμος να επενεργήσει σ' αυτό. Το βασικό χαρακτηριστικό της συμβολικής ή σημειωτικής επεξεργασίας είναι ότι πρόκειται για επεξεργασία που γίνεται με σύμβολα και αφορά σύμβολα. Τα σύμβολα αντικαθιστούν βέβαια κάτι άλλο και παρουσιάζουν όπως λένε οι γλωσσολόγοι μια «αναφορά», δηλαδή μια άλλη πραγματικότητα στη θέση της πραγματικότητας που συμβολίζουν. Τα σύμβολα είναι παρόντα, ενώ η πραγματικότητα στην οποία παραπέμπουν μπορεί να είναι παρούσα ή και απούσα, μπορεί να αναφέρεται στο παρελθόν ή στο μέλλον, να υπάρχει ή να είναι μονάχα πιθανή. Παράδειγμα: ένα ζώο ή ένα παιδί προσχολικής ηλικίας μπορούν και τα δύο να μάθουν να ξεχωρίζουν ένα τρίγωνο από ένα τετράγωνο ή ακόμη να μάθουν να ξεχωρίζουν δύο διαφορετικά ως προς το μέγεθος και τον προσανατολισμό τους τρίγωνα. Ένα παιδί όμως 14 ετών (περίοδος κατά την οποία στον άνθρωπο έχει εδραιωθεί το συμβολικό σύστημα) μπορεί να αναπαραστήσει στο μυαλό του το τρίγωνο αν του ειπωθεί: «έστω ένα τρίγωνο από τα σημεία Α, Β και Γ», γιατί το σύμβολο, το σημαίνον «τρίγωνο», τον παραπέμπει στην έννοια τρίγωνο, της οποίας τις ιδιότητες έχει μάθει να αναλύει. Η εικονική αποτύπωση του οχήματος τρίγωνο, όπως γίνεται στα ζώα ή στα μικρά παιδιά είναι διαφορετική από την έννοια του τριγώνου στον ενήλικα στον όποιο έχει γίνει η μετατροπή μιας πραγματικότητας σε μια άλλη πραγματικότητα, το «σύμβολο». Αυτό το γεγονός του επιτρέπει να μπορεί να γενικεύει την έννοια και να την προεκτείνει όταν του χρειάζεται. Ενώ το ζώο ή το μικρό παιδί δεν είναι σε θέση να αναφέρεται στην έννοια, μπορεί μόνο να αναγνωρίζει το αντικείμενο και φυσικά όταν τούτο είναι παρόν. Αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ψυχολογίας με βάση τη διάκριση των δύο κυκλωμάτων, άμεσων και συμβολικών, διαπιστώνουμε ότι οι περισσότερες ψυχολογικές έρευνες, και κυρίως στις ΗΠΑ, είχαν αντικείμενό τους τη μελέτη της συμπεριφοράς ως προς τις προσαρμοστικές της διαδικασίες. Δηλαδή η έρευνα ήταν προσανατολισμένη στη δράση των άμεσων κυκλωμάτων (μπηχεβιοριστικός προσανατολισμός). Από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα το ενδιαφέρον των μελετητών στρέφεται όλο και περισσότερο προς το δεύτερο σύστημα σήμανσης και πολλαπλασιάζονται οι έρευνες που μελετούν τις συμβολικές λειτουργίες, από Αμερικανούς ψυχολόγους, όπως ο J. Bruner9 και ο G. Miller,10 και Ευρωπαίους ψυχολόγους, όπως ο Vygotsky11 και ο J. Piaget.12 Σήμερα που η αλλαγή προσανατολισμού της ψυχολογίας έχει επιτευχθεί και έχει ήδη δώσει αρκετά και πειστικά αποτελέσματα, μπορούμε εύκολα να υποστηρίξουμε ότι η ψυχολογία δεν μπορεί παρά να βαδίζει προς μια επιστήμη του «ψυχισμού» και δεν είναι δυνατό να περιορίζεται στην αναζήτηση των νόμων S‐R, δηλαδή του πλέγματος stimulus‐response = ερέθισμα ‐ αντίδραση. Για να γίνει το βήμα από τη μελέτη των νόμων των αντανακλαστικών στην προσπάθεια να μελετηθεί ο άνθρωπος ως σύνολο, δηλ. ως ψυχοσωματική οντότητα που ζει και αναπτύσσεται σε κοινωνία, χρειάστηκε η ψυχολογία και τη συνεργασία άλλων επιστημών, όπως της νευρολογίας, της βιολογίας, της φυσιολογίας, της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας.13 Η συνεργασία ήταν και είναι απαραίτητη, καμιά όμως, έστω και πολύ συγγενική ειδικότητα, δεν μπορεί ν' αντικαταστήσει την ψυχολογία. Ούτε η νευρολογία ούτε η φυσιολογία π.χ. επαρκούν για Digitized by 10uk1s
να ερμηνευθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι αλήθεια ότι η έρευνα στη βιολογία, τη φυσιολογία κλπ., βοήθησε πολύ και την ψυχολογία. Είναι πράγματι μια θεμελιώδης επιστημονική στάση να ερμηνεύεται το πιο περίπλοκο με βάση το πιο απλό. Δεν μπορούμε όμως να εξηγήσουμε τη συμπεριφορά του ανθρώπου με βάση τις αντιδράσεις π.χ. της αμοιβάδας. Δεν πρέπει δηλαδή το μεθοδολογικό αξίωμα να ξεκινάμε από το πιο απλό να παρασύρει το μελετητή ώστε να ξεχνάει ότι σε κάθε επιστήμη υπάρχει πάντα ένα μακροσκοπικό επίπεδο, από όπου φαίνεται ότι η δομή είναι το αποτέλεσμα της ισορροπίας των επί μέρους τμημάτων της οργάνωσης. Δεν θα πρέπει η μελέτη των επί μέρους τμημάτων του συνόλου της οργάνωσης που μπορεί να φτάσει ως τα μόρια και τα κύτταρα, να κάνει το μελετητή να ξεχνάει το σύνολο και το γεγονός ότι το σύνολο έχει μια ειδική οργάνωση. Μέσα στη φύση υπάρχουν διάφορα ιεραρχημένα επίπεδα οργάνωσης: τα μόρια, τα κύτταρα, οι οργανισμοί και οι πληθυσμοί. Κάθε επιστήμη έχει αντικείμενό της ένα από τα επίπεδα οργάνωσης. Μεταξύ των επιπέδων και της μελέτης των επιπέδων μπορεί να υπάρχει συνέχεια ή ασυνέχεια. Κάθε επιστήμη στην επί μέρους μελέτη των τμημάτων της μπορεί να δεχτεί τις εφαρμογές και τις μεθόδους της μελέτης ενός κατωτέρου επιπέδου οργάνωσης. Δεν μπορεί όμως ποτέ να τις δεχτεί στην ειδική οργάνωσή της. Δηλαδή, η ψυχολογία δεν μπορεί να περιοριστεί στη φυσιολογία. Μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιήσει έννοιες της φυσιολογίας που αναφέρονται σε ορισμένες λειτουργίες του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ), δεν μπορεί όμως να περιοριστεί σ' αυτές. Δεν μπορεί ν' αναλύσει και να ερμηνεύσει μια συγκεκριμένη ανθρώπινη πράξη με μόνη αναφορά στο ΚΝΣ. Γιατί η συγκεκριμένη ανθρώπινη πράξη στοιχειοθετείται τόσο από τις λειτουργίες του ΚΝΣ όσο και από τις σχέσεις τις κοινωνικές μέσα στις όποιες πραγματώνεται. Η ιστορική πείρα του ανθρώπου δεν έχει καμιά άμεση σχέση με τη λειτουργία των νόμων της φυσιολογίας. Θα μπορούσαμε λοιπόν να καταλήξουμε λέγοντας ότι η ψυχολογία σήμερα έχει αντικείμενό της την ανθρώπινη «ψυχή», δηλαδή το κέντρο οργάνωσης και επεξεργασίας των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος και τις πράξεις του ανθρώπου, των περίπλοκων σχέσεων ανάμεσα στη στιγμή που το περιβάλλον προτρέπει τον άνθρωπο και του δίνει ερεθίσματα και τη στιγμή που ο ίδιος ο άνθρωπος εκδηλώνει την πράξη. Οι σχέσεις αυτές, που είναι η βάση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γεννούν στον άνθρωπο παραστάσεις του κόσμου και του εαυτού του και συγκροτούν τη λειτουργική ενότητα που ονομάζομε «εγώ» ή «προσωπικότητα». Οι παραστάσεις αυτές που μπορούν να είναι επιφανειακές ή και περιορισμένες, που μπορούν να είναι μερικές ή και μονομερείς όταν το «εγώ» βρίσκεται υπό αμφισβήτηση (π.χ. όταν το «εγώ» δεν έχει ακόμα πλήρως σχηματιστεί), είναι το πρώτο αντικείμενο του ψυχολόγου. Δεν είναι όμως οι παραστάσεις αυτές ούτε οι πρώτες αιτίες, ούτε μόνο τα επιφαινόμενα της συμπεριφοράς, αν και αποτελούν συστατικό στοιχείο της ερμηνείας της. Ο δρόμος επομένως της μελέτης για τον ψυχολόγο είναι να καταλάβει και να εξηγήσει την επεξεργασία, την ανάλυση και τη σύνθεση της υποδοχής από το άτομο των απαιτήσεων του περιβάλλοντος και των παραστάσεων και να διερευνήσει την αλληλεξάρτησή τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά.14
Digitized by 10uk1s
ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Η ψυχολογία σήμερα διαιρείται σε διάφορους κλάδους ειδικοτήτων, συγγενικούς μεταξύ τους, που ο καθένας δίνει περισσότερη έμφαση σε μια από τις πλευρές της πολυεδρικής μελέτης που απαιτεί το αντικείμενό της, ή επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε ορισμένους τομείς της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής. Οι κλάδοι αυτοί είναι οι παρακάτω: Πειραματική ψυχολογία Ο όρος είναι αδόκιμος γιατί λειτουργεί παραπλανητικά και μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση, καθώς πειράματα γίνονται σε όλους τους τομείς, σε κάθε κλάδο της ψυχολογίας. Πειραματική ψυχολογία πάντως αποκαλείται ο κλάδος στον οποίο χρησιμοποιούνται πειραματικές μέθοδοι για να διερευνηθεί ο τρόπος με τον όποιο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο (π.χ. μάθηση, μνήμη) και ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν συγκινησιακά (π.χ. χαρά, λύπη). Οι πειραματικοί ψυχολόγοι εργάζονται συνήθως με ζώα, γιατί είναι προφανώς αδύνατο να εφαρμοστούν πειράματα σε ανθρώπους. Ο βασικός στόχος των πειραματικών ψυχολόγων είναι να αναπτύξουν με τα πειράματά τους μεθόδους που να μπορούν με ακρίβεια, αξιοπιστία και εγκυρότητα να καταμετρούν και να ερμηνεύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Βασική αδυναμία του κλάδου είναι ότι τα συμπεράσματα των πειραμάτων σε ζώα δεν μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες έγκυρες και για τον άνθρωπο εξαιτίας της θεμελιακής, όπως αναφέραμε παραπάνω, διαφοράς του ανθρώπου, που είναι βέβαια ζώο αλλά έναρθρο και έλλογο. Ψυχοφυσιολογία Είναι κλάδος της ψυχολογίας πολύ συγγενικός τόσο με την πειραματική ψυχολογία όσο και με τη βιολογία. Βασικό αντικείμενο μελέτης των ψυχοφυσιολόγων είναι οι σχέσεις της βιολογικής διαδικασίας με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αδελφές της ψυχοφυσιολογίας επιστήμες, που τα τελευταία χρόνια έχουν μεγάλη ανάπτυξη, είναι η νευροφυσιολογία και η ψυχοφαρμακολογία. Εξελικτική ψυχολογία ή ψυχολογία της ανάπτυξης Η εξελικτική ψυχολογία μελετά την πορεία της νοητικής και συναισθηματικής ανάπτυξης του ανθρώπου από τη γέννηση ως την ενηλικίωση. Ερευνά τα στάδια της ανάπτυξης και τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Διαιρείται συνήθως σε εξειδικευμένους τομείς που μελετούν μια μεμονωμένη περίοδο της ανάπτυξης, π.χ. τη νηπιακή ή την εφηβική ηλικία, ή μια ειδική ικανότητα, π.χ. τη γλώσσα. Το αντικείμενό της δεν περιορίζεται στην παιδική ηλικία εφ' όσον ενδιαφέρεται για τις αλλαγές της συμπεριφοράς σε συνάρτηση με την ωρίμανση και την ανάπτυξη του οργανισμού. Μελετάει ιδιαίτερα τη σχέση ανάμεσα στην πρώιμη και την ώριμη συμπεριφορά. Παραπλήσιος με την εξελικτική κλάδος είναι η γνωστική ψυχολογία, που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το δυναμικό ρόλο των γνωστικών διαδικασιών δίνοντας έμφαση στη γνώση, νόηση, αντίληψη. Η γνωστική ψυχολογία αναπτύχθηκε κυρίως ως αντίδραση στην αντανακλαστική θεωρία της μάθησης. Κοινωνική ψυχολογία Καθώς η ανάπτυξη του ανθρώπου πραγματοποιείται μόνο μέσα στο κοινωνικό σύνολο, δεν είναι δυνατό να μη μελετηθούν και οι κοινωνικοί παράγοντες που την επηρεάζουν. Κοινωνική ψυχολογία, όπως και ο όρος το δείχνει, είναι ο κλάδος που μελετά τη διαμόρφωση και τους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσονται οι διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, καθώς επίσης και την επίδραση που οι σχέσεις αυτές ασκούν με τη σειρά τους στην προσωπικότητα και στην τροποποίηση των Digitized by 10uk1s
στάσεων και της συμπεριφοράς. Ιδιαίτερο αντικείμενο της κοινωνικής ψυχολογίας είναι η δυναμική των ομάδων, π.χ. η αλληλεπίδραση των μελών μιας ανθρώπινης ομάδας, οι μηχανισμοί εξουσίας, η ηγεσία και η λήψη αποφάσεων, η συνοχή και συμμόρφωση ή η σύγκρουση των μελών της ομάδας. Αντικείμενό της δηλαδή είναι η μελέτη της δημιουργίας και της θεσμοθέτησης των σχέσεων στο εσωτερικό μιας ανθρώπινης ομάδας, καθώς και της δυναμικής τους επίδρασης στη συμπεριφορά των ατόμων που την απαρτίζουν. Η κοινωνική ψυχολογία προσπαθεί να εντοπίσει τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των αντιλήψεων, των πεποιθήσεων, των αξιών και γενικότερα των στάσεων που τα άτομα έχουν ή ακολουθούν. Ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους κοινωνικούς ψυχολόγους παρουσιάζει η έρευνα για την προπαγάνδα, τη διαφήμιση και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την καθοδήγηση της κοινής γνώμης. Κλινική ψυχολογία Η κλινική ψυχολογία είναι ο κατεξοχήν τομέας της εφαρμοσμένης ψυχολογίας, δηλαδή της εφαρμογής των ψυχολογικών θεωριών με στόχο τη διάγνωση και τη θεραπεία των συγκινησιακών προβλημάτων, των ψυχικών και σωματικών επιπτώσεων που έχουν οι συγκινησιακές διαταραχές και γενικά των προβλημάτων της συμπεριφοράς, όπως είναι η ψυχική ασθένεια, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η πνευματική καθυστέρηση, οι διαπροσωπικές συγκρούσεις και γενικά τα προβλήματα της προσαρμογής. Στην κλινική ψυχολογία χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση των προβλημάτων διάφορες μέθοδοι μετρήσεων, π.χ. οι δοκιμασίες της προσωπικότητας ή της νοημοσύνης, το ατομικό αναμνηστικό καθώς και η παρατήρηση. Η θεραπευτική προσέγγιση εξαρτάται από την ψυχολογική θεωρία που έχει υιοθετήσει ο ψυχολόγος, μια και δεν υπάρχει μια ενιαία συνθετική θεωρία προσωπικότητας. Η κλινική ψυχολογία βρίσκεται συχνά σε δύσκολη θέση όταν είναι υποχρεωμένη ν' αντιμετωπίζει πρακτικά ένα πρόβλημα χωρίς να κατέχει τις απαιτούμενες πειραματικές και θεωρητικές γνώσεις που να βεβαιώνουν αποδεικτικά τα εγχειρήματά της. Εκπαιδευτική ψυχολογία Πρόκειται για εφαρμογή της ψυχολογίας στα ιδιαίτερα προβλήματα που πηγάζουν από τον εκπαιδευτικό θεσμό, τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας του, τη δυναμική της ομάδας ‐τάξης, τις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων, τα προβλήματα της μάθησης, των αμοιβών, της βαθμολογίας, της τιμωρίας, των εξετάσεων κτλ. Οι εκπαιδευτικοί ψυχολόγοι ειδικεύονται στην εξελικτική ψυχολογία και την παιδαγωγική, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της μάθησης και της διδασκαλίας και στην προσαρμογή των διδακτικών μεθόδων στους νόμους της ανάπτυξης και της σκέψης. Βιομηχανική ψυχολογία Ψυχολογία της τεχνολογίας και του περιβάλλοντος Η βιομηχανική ψυχολογία και η ψυχολογία της τεχνολογίας και του περιβάλλοντος είναι αμερικανικής προελεύσεως κλάδοι της ψυχολογίας. Οι βιομηχανικοί ψυχολόγοι εργάζονται ως σύμβουλοι σε επιχειρήσεις και έχουν ως έργο τους να συμβουλεύουν τους διευθυντές στις αποφάσεις που αφορούν τους εργαζόμενους, και να μεσολαβούν ανάμεσα στους εργαζόμενους και τη διεύθυνση με στόχο την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της εργασίας. Οι ψυχολόγοι της τεχνολογίας προσπαθούν να συμφιλιώσουν τον άνθρωπο με το συνεχώς αναπτυσσόμενο τεχνολογικό περιβάλλον και καλούνται όχι μόνο να μετριάσουν τους κινδύνους που απορρέουν από αυτό, αλλά και να συμβάλουν στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις για νέες προσαρμογές των ανθρώπων. Ο ταυτόσημος όρος «περιβαλλοντική ψυχολογία» προσδιορίζει τον κλάδο εκείνο που ασχολείται με το τεχνολογικό περιβάλλον, δηλ. τη μόλυνση, το θόρυβο, τις τοξικές ουσίες, τον υπερπληθυσμό των αστικών κέντρων κτλ. και μελετάει τρόπους για ν' αντιμετωπιστούν Digitized by 10uk1s
σ' ένα μελλοντικό σχεδιασμό οι αρνητικές επιπτώσεις της τεχνολογίας.
Digitized by 10uk1s
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ Αν κοιτάξουμε μέσα από την ιστορική οπτική τη μελέτη και την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θα διαπιστώσουμε ότι κάθε εποχή και κάθε κοινωνία διαμορφώνει τις δικές της θεωρίες και προτείνει τις δικές της ερμηνείες για τη συμπεριφορά. Σ' αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι το πρισματικό αντικείμενο της ψυχολογίας, δηλαδή ο άνθρωπος, και ειδικότερα η σκέψη, η πράξη, τα συναισθήματα, η συμπεριφορά του, μπορεί να περιγραφεί, να ερευνηθεί και να διερευνηθεί από διάφορες σκοπιές. Οι θεωρίες που κατά καιρούς αναπτύχθηκαν για να ερμηνεύσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, προσδιορίστηκαν, όπως είναι φυσικό, από τη γενικότερη κοσμοαντίληψη που κυριαρχούσε τη συγκεκριμένη περίοδο στη συγκεκριμένη κοινωνία. Προσδιορίστηκαν επίσης από τις ιδιαίτερες ανάγκες που δημιουργούσε κάθε εποχή και τέλος από τα μέσα που διέθετε σε κάθε στιγμή η επιστήμη για τη σύλληψη ενός προβλήματος και για τη μελέτη του. Θα αναφερθούμε σύντομα στις πέντε κυριότερες θεωρητικές προσεγγίσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Στις δύο σημαντικότερες (την ψυχαναλυτική και την μπηχεβιοριστική) θ' αναφερθούμε ακόμα συντομότερα, γιατί οι δύο αυτές θεωρίες θα μάς απασχολήσουν ως θεραπευτικές μέθοδοι στο δεύτερο τόμο αυτής της εργασίας, την κλινική ψυχολογία. Νευροψυχολογική θεωρία Η νευροψυχολογική προσέγγιση έχει αντικείμενό της να εντοπίσει τις ειδικές νευροβιολογικές διαδικασίες, στις οποίες υπόκειται η συμπεριφορά και γενικά οι ψυχικές καταστάσεις. Η θεωρία στηρίζεται κυρίως στη μελέτη της λειτουργίας του Ανώτατου Νευρικού Συστήματος (ΑΝΣ). Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο, που ανήκει στις νευρολογικές επιστήμες και μελετάει τις ανώτερες ψυχονοητικές λειτουργίες σε αυστηρή συσχέτιση με τις ανατομολειτουργικές δομές του εγκεφάλου. Πρόσφατες ανακαλύψεις, συμπεράσματα από πειράματα σε ζώα και τυχαίες παρατηρήσεις σε ανθρώπους (π.χ. σε τραυματισμένους από σοβαρά ατυχήματα) έδειξαν ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην εγκεφαλική ενέργεια και τη συμπεριφορά. Η βασική θέση της θεωρίας στηρίζεται σ' αυτές τις ανακαλύψεις και υποστηρίζει ότι οι διαταραχές της συμπεριφοράς έχουν υπόστρωμα μορφολογικές ή λειτουργικές ανωμαλίες του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ). Η θεωρία έχει ακόμα πολλά κενά, γιατί ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ιδιαίτερα περίπλοκος και γιατί η μελέτη του εμποδίζεται από τη δυσκολία να γίνουν πειραματισμοί πάνω σε ανθρώπους. Η νευροψυχολογική θεωρία δεν μπορεί μόνη της να ερμηνεύσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, είναι όμως απαραίτητη για την κατανόησή της. Η οργανική αρτιότητα του εγκεφάλου είναι προϋπόθεση για τις νοητικές ικανότητες. Θεωρία της συμπεριφοράς Η θεωρία της συμπεριφοράς ή αλλιώς μπηχεβιορισμός (από την αγγλική λέξη behaviour = συμπεριφορά) έχει στόχο της την πρόβλεψη και τον έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Στηρίζεται στην άμεση παρατήρηση των ερεθισμάτων που προκαλούν και ενισχύουν την αντίδραση της συμπεριφοράς καθώς και των συνθηκών που μπορούν να την ελέγχουν και να την επηρεάζουν. Οι μπηχεβιοριστές ψυχολόγοι συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους στη συλλογή στοιχείων με στόχο να εντοπίσουν ποια είναι εκείνα τα ερεθίσματα και οι συνθήκες του περιβάλλοντος που συνδέονται άμεσα με τις απαντήσεις και προκαλούν τις παραλλαγές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Digitized by 10uk1s
Η θεωρία της συμπεριφοράς αναφέρεται συχνά με την επωνυμία S‐R, που σημαίνει stimulus‐ response, γιατί ενδιαφέρεται ειδικά για το ερέθισμα (= stimulus) και την αντίδραση που το ερέθισμα προκαλεί στον οργανισμό, δηλαδή την απάντηση (= response) του οργανισμού στο ερέθισμα. Η θεωρητική αυτή άποψη είναι ακόμα γνωστή και με το όνομα: «μαύρο κουτί», γιατί υποστηρίζει ‐ παρόλο που δέχεται τη συμβολή του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος ‐ ότι τη μεγαλύτερη σημασία για τον καθορισμό της συμπεριφοράς έχει ο προσδιορισμός της σύνδεσης του εισερχόμενου (input) ή S (= stimulus) με το εξερχόμενο (output) ή R (= response) που μπορούν να παρατηρηθούν και όχι οι διαδικασίες που συντελούνται στον οργανισμό: «το μαύρο κουτί». Η θεωρία αυτή ξεκινάει από την κλασική εξάρτηση, τη δημιουργία δηλαδή του εξαρτημένου αντανακλαστικού, που ανακαλύφθηκε από το Ρώσο φυσιολόγο Πάβλοφ, και εξελίσσεται στη θεωρία της συντελεστικής μάθησης, η οποία στηρίζεται στο νόμο του αποτελέσματος. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, η συμπεριφορά που έχει συνέπειες θετικές και ικανοποιητικές για τον οργανισμό επαναλαμβάνεται, ενώ εκείνη που έχει συνέπειες αρνητικές ή βλαβερές αποφεύγεται. Τα πειράματα που έγιναν βασισμένα στο νόμο του αποτελέσματος και που επεξεργάστηκε ο Thorndike οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι με τη μέθοδο της ανταμοιβής και της τιμωρίας μπορεί να ελεγχθεί και να τροποποιηθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά. Η έρευνα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της στη μελέτη και την εξειδίκευση των μεταβλητών που συμβάλλουν στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εκμάθηση μιας συμπεριφοράς και κατά συνέπεια στην τροποποίησή της. Σήμερα οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν την αρχική θεωρία της συμπεριφοράς περιορισμένη και μηχανιστική και λίγοι επιστήμονες την ακολουθούν πιστά. Ο Watson και Thorndike υπήρξαν οι ιδρυτές της∙ τα τελευταία χρόνια κυριότερος εκπρόσωπός της είναι ο Β. Skinner το όνομα του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις θεραπευτικές τεχνικές που βασίζονται στην ομώνυμη θεωρία. Πρέπει να σημειωθεί ότι από τον μπηχεβιορισμό πήγασε και αναπτύχθηκε η περίφημη γνωστική θεωρία. Γνωστική θεωρία Θα μπορούσε κανείς ν' αποκαλέσει τη γνωστική θεωρία εξέλιξη του μπηχεβιορισμού, μετά από τη διαπίστωση της αδυναμίας να ερμηνευθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά μόνο με τη σχέση S‐R. Διαπιστώθηκε δηλ. από τις έρευνες ότι ανάμεσα στο S (stimulus), ερέθισμα, και στο R (response) απάντηση του οργανισμού, συντελούνται περίπλοκες διεργασίες μέσα από μηχανισμούς όπως η σκέψη, η αντίληψη, το συναίσθημα, που αποδεικνύουν ότι η συμπεριφορά δεν αποτελεί καθόλου μηχανική απάντηση του οργανισμού στο ερέθισμα. Τα λογικά και συμβολικά συστήματα παίζουν αποφασιστικό ρόλο, και το αισθητηριακό ερέθισμα μπορεί να κωδικοποιείται, να τροποποιείται ή ν' αποθηκεύεται στη μνήμη για να ανακληθεί όταν χρειαστεί αργότερα. Ο εγκέφαλος, δηλαδή, δεν δέχεται απλώς το ερέθισμα, αλλά το επεξεργάζεται και το μετατρέπει σε νέα μορφή ή κατηγορία. Ανάμεσα στο S και το R συμβαίνουν πλήθος μεταβολές. Η γνωστική θεωρία λοιπόν έχει αντικείμενό της τη μελέτη των λογικών και συμβολικών συστημάτων. Περιγράφει, αναλύει και ερμηνεύει την αντίληψη, τη φαντασία, τον τρόπο και τη διαδικασία επίλυσης των προβλημάτων, τη σκέψη γενικά. Κατά τη γνωστική θεωρία, το εισερχόμενο (input) η πληροφορία, το ερέθισμα, μπορεί ν' ακολουθήσει πολυσήμαντες και περίπλοκες διαδικασίες, που εξαρτώνται π.χ. από τον τρόπο που γίνεται η επιλογή της πληροφορίας, από τον τρόπο που θα ενταχθεί η νέα πληροφορία στις ήδη υπάρχουσες ‐ αποθηκευμένες στη μνήμη ‐ και από τη μετατροπή που μπορεί η πληροφορία να υποστεί με την επέμβαση του συναισθήματος. Έτσι αποδεικνύεται ότι το εξερχόμενο (output) η απάντηση, δεν καθορίζεται από το ερέθισμα αλλά εξαρτάται κυρίως από τις εσωτερικές αυτές διαδικασίες που ακολουθεί το εισερχόμενο (input). Αυτές οι διαδικασίες ευθύνονται για την επεξεργασία και ερμηνεία του μηνύματος και αυτές
Digitized by 10uk1s
οργανώνουν την απάντηση που δίνεται σ' αυτό. Ψυχαναλυτική θεωρία Ιδρυτής και πατέρας της θεωρίας είναι ο εβραϊκής καταγωγής ψυχίατρος Sigmund Freud, που εργάστηκε στη Βιέννη στο μεσοπόλεμο. Η μεγάλη προσφορά του Freud στην πρόοδο της ανθρώπινης σκέψης είναι ότι ανακάλυψε πως, δίπλα στο συνειδητό και λογικό επίπεδο του ανθρώπινου ψυχισμού, υπάρχει κι ένα άλλο επίπεδο, το ασυνείδητο, που καθορίζει εξίσου, αν όχι περισσότερο από το λογικό, την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, η ανθρώπινη συμπεριφορά στο μεγαλύτερό της μέρος καθορίζεται από ασυνείδητες διαδικασίες. Το ασυνείδητο είναι εκείνο που χειρίζεται τις συνειδητές εμπειρίες του ανθρώπου και κατευθύνει ουσιαστικά τη συμπεριφορά του. Η φροϋδική θεωρία της προσωπικότητας, αποτέλεσμα χρόνων επίπονης εργασίας, μελέτης και παρατήρησης, θα μπορούσε να συνοψιστεί στις παρακάτω αδρές κατευθυντήριες γραμμές: Ο Freud πίστευε ότι οι βιολογικές και ψυχολογικές διαδικασίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η ικανοποίηση των ενστικτωδών αναγκών είναι η βάση της ανάπτυξης της προσωπικότητας και η κύρια πηγή των κινήτρων είναι το ένστικτο της ηδονής (όχι με την αυστηρά σεξουαλική αλλά με την ευρύτερη σημασία). Υποστήριζε ακόμη πως η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από ασυνείδητες διαδικασίες. Σύμφωνα με τη θεωρία του, η ανάπτυξη της προσωπικότητας παρουσιάζει μια αλληλουχία και συνίσταται από πέντε σημαντικά στάδια. Τέλος, θεωρούσε πως οι ανάγκες της ανθρώπινης προσωπικότητας συγκρούονται με τις ανάγκες της κοινωνίας και πως η συμπεριφορά γίνεται κατανοητή ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στην ενστικτώδη εγγενή ορμή προς την ηδονή και την απαγόρευσή της, στον έλεγχό της από την κοινωνία. Η προσωπικότητα είναι η συνισταμένη ενός συμβιβασμού: συμβιβασμού ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, συμβιβασμού ανάμεσα στα μέρη που απαρτίζουν τη δομή της ‐ασυνείδητο ‐ εγώ ‐ υπερεγώ ‐ και συμβιβασμού ανάμεσα στις στερήσεις που το άτομο είναι αναγκασμένο να αποδέχεται και στις ικανοποιήσεις που έχει τη δυνατότητα να απολαμβάνει. Στο χώρο της θεραπευτικής, η ψυχαναλυτική θεωρία έφερε πραγματικά επανάσταση, αποδεικνύοντας όχι μόνο πως η οργανική παθολογία δεν αρκεί για να ερμηνεύσει τις ψυχικές διαταραχές, αλλά ότι οι ψυχικές διεργασίες μπορούν να προκαλέσουν τόσο ψυχικές όσο και σωματικές διαταραχές. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ανακάλυψη του ασυνείδητου και η έμφαση που δόθηκε σ' αυτό είναι σημαντικός σταθμός στην πορεία της ανθρώπινης γνώσης. Φαινομενολογική ή ανθρωπιστική θεωρία Η φαινομενολογική θεωρία είναι περισσότερο μια φιλοσοφική προσέγγιση του θέματος παρά μια κατευθυντήρια θεωρία και μια θεραπευτική μέθοδος όπως οι άλλες. Οι φαινομενολόγοι‐ψυχολόγοι πιστεύουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να μελετήσει κανείς την ανθρώπινη φύση είναι να προσπαθήσει να καταλάβει τις απόψεις και αντιλήψεις που τα ίδια τα άτομα έχουν για τον εαυτό τους και για τον κόσμο, και να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο το καθένα βιώνει τις εμπειρίες του. Η ανάπτυξη αυτής της θεωρητικής προσέγγισης μπορεί να ερμηνευτεί ως μια αντίδραση απέναντι στη μηχανιστική θεωρία της συμπεριφοράς, όσο και απέναντι στην ψυχαναλυτική θεωρία. Οι οπαδοί της υποστηρίζουν ότι δεν κατευθύνονται ούτε από τα εξωτερικά ούτε από τα εσωτερικά ερεθίσματα. Αντιπαραθέτουν στον ντετερμινισμό την ελεύθερη βούληση. Οι φαινομενολόγοι δεν ενδιαφέρονται για την πρόβλεψη και τον έλεγχο της συμπεριφοράς. Το ενδιαφέρον τους συγκεντρώνεται στο πώς το άτομο αντιλαμβάνεται τον κόσμο και γενικά πώς τον «βιώνει» σε μια δεδομένη στιγμή. Μερικές απ' αυτές τις φαινομενολογικές απόψεις ‐ θεωρίες αποκαλούνται και ουμανιστικές, γιατί τονίζουν τις ουσιαστικές διαφορές του Digitized by 10uk1s
ανθρώπου από τα ζώα: την ελεύθερη βούλησή του και την ανάγκη του για αυτοπραγμάτωση. Θεωρούν σπουδαιότερο κίνητρο την έμφυτη τάση που υπάρχει στον άνθρωπο ν' αξιοποιεί το δυναμικό που φέρει μέσα του. Η θεωρία αυτή εξακολουθεί να συνδέεται με τη φιλοσοφία και σχεδόν απορρίπτει την «επιστημονική» προσέγγιση της σημερινής ψυχολογίας. Δεν δέχεται π.χ. πως τα πειράματα που γίνονται για την ανακάλυψη των νόμων της συμπεριφοράς μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο. Όπως όμως ισχυρίζονται οι επικριτές της, δεν μπορούμε να δεχτούμε μια ουμανιστική άποψη σε βάρος βέβαια της επιστήμης, αλλ' ούτε φυσικά και την επιστημονική άποψη σε βάρος του ανθρώπου. Οι παραπάνω θεωρίες δεν είναι οι μόνες που υπάρχουν ή που έχουν διατυπωθεί. Είναι όμως, μέσα στο σύνολο των θεωριών και των παραλλαγών των θεωριών που υπάρχουν, οι πιο σημαντικές ως προς την απήχηση που είχαν και που εξακολουθούν να έχουν, είναι οι θεωρίες που σφράγισαν την ψυχολογική σκέψη και δίνουν στη σύγχρονη ψυχολογία τους βασικούς προσανατολισμούς της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάφορες θεωρίες δεν αλληλοαναιρούνται πλήρως. Η διαφορά ανάμεσά τους βρίσκεται κυρίως στην έμφαση του παράγοντα που η κάθε θεωρία υιοθετεί ως πρωτεύοντα στην όλη διαδικασία της συμπεριφοράς. Είναι μεγάλο το κέρδος για τη γνώση και την εξέλιξή της από την ύπαρξη πολλών και διαφορετικών θεωριών. Η μια θέτει τα όρια της άλλης, η μια αναγκάζει στην εμβάθυνση και σε συνεχή κριτικό έλεγχο των προϋποθέσεων και αξιωμάτων της άλλης. Η ύπαρξη μιας μόνο θεωρίας θα περιόριζε την αντίληψη μας για τα φαινόμενα που μελετάει, καθώς θα τα φώτιζε από μια μόνο οπτική γωνία. Αν όλοι οι ειδικοί εργάζονταν στα πλαίσια ενός και μόνο προτύπου, η γνώση θα καθυστερούσε πολύ περισσότερο.
Digitized by 10uk1s
Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (Μερικές διευκρινίσεις για την καλύτερη κατανόηση των ψυχολογικών θεωριών)
Η ψυχολογία, όπως είναι προφανές και όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ένας κλάδος που ανήκει στις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου. Είναι ένα είδος ανθρωπολογίας, θα μπορούσαμε να πούμε, που εξετάζει τη σχέση του ανθρώπου με το κοινωνικό και το φυσικό περιβάλλον του, την επήρεια και την αντανάκλαση των στοιχείων του περιβάλλοντος πάνω στον άνθρωπο και την αντίδραση και επέμβαση του ανθρώπου σ' αυτό. Η ψυχολογία ασχολείται με τον άνθρωπο ως άτομο, εξετάζει δηλαδή τα ανθρώπινα προβλήματα σε ατομικό επίπεδο, την προσωπική, θα λέγαμε, ιστορία του κάθε ατόμου καθώς και τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ ατόμων. Κάθε άτομο χαρακτηρίζεται από τον προσωπικό του ιδιοστασιακό εξοπλισμό, αλλά ζει, κινείται και δα μέσα σ' ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, ανήκει σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, ασκεί διάφορους κοινωνικούς ρόλους, ανήκει σε μία οικογενειακή, μία εθνική, πολιτισμική και φυλετική ομάδα, δέχεται τις επιδράσεις όλων αυτών των στοιχείων, όπως και τις επιδράσεις της οργανωμένης κοινωνίας με τη μορφή των θεσμοθετημένων κανόνων. Έτσι ο άνθρωπος, η φύση, ο οργανισμός και το ψυχικό φαινόμενο, το άτομο και η κοινωνία συνυπάρχουν, αλληλεπηρεάζονται και αλληλοδιαμορφώνονται. Με την έννοια αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε κοινωνικό φαινόμενο έχει τις ψυχολογικές του παραμέτρους, που μπορεί να παίζουν ρόλο από ασήμαντο έως πάρα πολύ σημαντικό. Έτσι η διερεύνηση ενός κοινωνικού φαινομένου και από ψυχολογική σκοπιά έχει σημασία για την καλύτερη κατανόηση και εκτίμησή του. Μια από τις μεγάλες δυσκολίες της ψυχολογίας, όπως και άλλων επιστημών του ανθρώπου, είναι ότι ο άνθρωπος αποτελεί συγχρόνως τον παρατηρητή και το αντικείμενο της παρατήρησης, υποκείμενο που επεξεργάζεται αυτή την επιστήμη και αντικείμενο της επιστήμης: ο άνθρωπος με την κατακτημένη γνώση μιας ορισμένης εποχής σε μια συγκεκριμένη κοινωνία μελετάει τον άνθρωπο αυτής της ορισμένης εποχής στη συγκεκριμένη κοινωνία. Και βέβαια για κάθε επιστήμη μπαίνει το πρόβλημα των ορίων της δυνατής ουδετερότητας και το ερωτηματικό της αντικειμενικότητας. Σε κάθε επιστήμη η νοητική καθαρότητα όρασης του μελετητή επηρεάζεται από κοινωνικά δεδομένα, εσωτερικευμένες αξίες, προκατασκευασμένες ιδέες και αντιλήψεις, ηθικές, φιλοσοφικές, ιδεολογικές. Επηρεάζεται ακόμα και άθελα από την πρόθεση του μελετητή. Σε όλες τις επιστήμες είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς απόλυτα τον επιστημονικό λόγο από την ανθρώπινη πρόθεση, να διαχωρίσει δηλαδή το αποτέλεσμα αντικειμενικών διερευνήσεων που μπορούν να επαληθευτούν από το αποτέλεσμα των a priori αντιλήψεων του ερευνητή. Στην ψυχολογία ίσως αυτή η δυσκολία να είναι ακόμα μεγαλύτερη. Στην ψυχολογία, όπως και σε άλλες ανθρώπινες επιστήμες, δεν υπάρχουν απόλυτα, γενικά παραδεκτά, αντικειμενικά κριτήρια για τη στοιχειοθέτηση της βεβαιότητας ως προς το ποιο είναι το σωστό και ποιο το λαθεμένο συμπέρασμα. Έτσι ο κλάδος υπήρξε συχνά πεδίο σφοδρών ιδεολογικών συγκρούσεων. Η ψυχολογία για παράδειγμα έχει κατηγορηθεί, και πράγματι μπορεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, ως εργαλείο για την άσκηση της εξουσίας από την κυρίαρχη τάξη σε μια κοινωνία. Πράγματι μπορούν να δοθούν αποτελέσματα κατάλληλα προσχεδιασμένων ερευνητικών προγραμμάτων, με στόχο την παραπλανητική ερμηνεία ή την εκτόνωση κοινωνικών συγκρούσεων. Μπορεί να δοθούν φαινομενικά αθώες αλλά σφαλερές ερμηνείες που να έχουν στόχο την αντιμετώπιση κοινωνικών κρίσεων. Μπορεί πράγματι η ψυχολογία να δώσει επιστημονικοφανή χροιά στην προσπάθεια της εξουσίας να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχό της πάνω στις διάφορες κοινωνικές ομάδες.15
Digitized by 10uk1s
Αυτή η άμεσα ορατή πολιτική λειτουργία της ψυχολογίας είναι πολύ πιο σαφής σε ορισμένους κλάδους της λεγομένης εφαρμοσμένης ψυχολογίας, όπως στην κλινική ψυχολογία, την εκπαιδευτική ψυχολογία, τη βιομηχανική ψυχολογία. Η κλινική ψυχολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διαμορφώσει τους ανθρώπους σύμφωνα μ' ένα αυθαίρετο πρότυπο. Η εκπαιδευτική ψυχολογία να εμποδίσει τις νέες γενιές να αντιπαρατεθούν κριτικά στα αρνητικά χαρακτηριστικά του σχολικού θεσμού.16 Η βιομηχανική ψυχολογία μπορεί να αναστέλλει διεκδικήσεις των εργαζομένων. Μπορεί, με άλλα λόγια, η εφαρμοσμένη ψυχολογία να χρησιμοποιείται ώστε να ελέγχει τη ζωή των ανθρώπων προς όφελος κάποιας εξουσίας. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα επέμβασης της ψυχολογίας με στόχο τον έλεγχο της ζωής των ανθρώπων είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς που αποπειράται μια μερίδα ψυχολόγων με την τεχνολογία της μπηχεβιοριστικής θεωρίας του Skinner. Βασική ιδέα του Skinner είναι ότι η συμπεριφορά διαπλάθεται και σταθεροποιείται από τις συνέπειές της. Δηλαδή τα αποτελέσματα που προκαλεί μια ορισμένη συμπεριφορά λειτουργούν ως κίνητρα για την επανάληψη ή την αποφυγή της συμπεριφοράς αυτής. Επομένως αρκεί οι «επιστήμονες» να ρυθμίσουν και να οργανώσουν την κοινωνία με τέτοιο τρόπο ώστε τα άτομα να υποχρεώνονται να έχουν την «κατάλληλη», δηλαδή επιθυμητή από τους επιστήμονες, συμπεριφορά. Ο Skinner όχι μόνο δεν αρνείται την αυταρχική πολιτική διάσταση της θεωρίας του, αλλά περιέγραψε κιόλας ένα ουτοπιστικό όραμα μελλοντικής κοινωνίας στην οποία θα εφαρμόζονται οι αρχές του.17 Είναι προφανές από τη σύντομη αυτή μνεία ότι μια τέτοια αντίληψη θέτει το τεράστιο ηθικό και πολιτικό ερώτημα: ποιος έχει δικαίωμα να κρίνει, ποιος έχει δικαίωμα ν' αποφασίζει για το ποια είναι η «κατάλληλη» ανθρώπινη συμπεριφορά και ποια η «ακατάλληλη». Κι ακόμα ποια επιστημονική δεοντολογία επιτρέπει στον όποιο επιστήμονα να παρεμβαίνει με τρόπο αποφασιστικό στην ελεύθερη βούληση; Η τροποποίηση της συμπεριφοράς είναι ήδη επέμβαση. Για την ψυχολογία γενικά η επέμβαση αυτή (που αλλιώς θα ήταν αδικαίωτη) δικαιώνεται από το γεγονός ότι η ψυχολογία επεμβαίνει εκεί όπου το λεγόμενο πρόβλημα κάνει το άτομο δυστυχισμένο, σωματικά άρρωστο ή ανίκανο για όποια δημιουργική δραστηριότητα και για την επίτευξη ανθρώπινων σχέσεων. Αλλά η τροποποίηση της συμπεριφοράς με στόχο τη συμμόρφωση του ατόμου σε κάποιους κανόνες «καταλληλότητας», που κάποιος έχει οπωσδήποτε αυθαίρετα αποφασίσει ή θεσμοθετήσει, αποτελεί βίαιη παρέμβαση επιστημονικά απαράδεκτη. Εδώ οι οπαδοί του Skinner θα απαντούσαν ότι «κατάλληλη», άρα επιθυμητή, είναι η συμπεριφορά εκείνη, που σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτείας είναι η «ομαλή», η συμβατική, η «σωστή». Μόνο που αυτό σημαίνει την αναγκαστική συμμόρφωση των ατόμων στους κανόνες ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, ενώ γνωρίζουμε από άλλες επιστημονικές προσεγγίσεις ότι οι κανόνες πηγάζουν από κοινωνικά συμφέροντα. Η καταλληλότητα λοιπόν δείχνει απλώς την τάση ορισμένων να διαιωνίσουν το συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα. Επιπλέον, «ομαλή» και «σωστή» συμπεριφορά είναι έννοιες ιστορικές και κοινωνικές, που αλλάζουν και εξελίσσονται αδιάκοπα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Επομένως, μια τεχνική που θα μπορούσε να προσαρμόσει όλα τα άτομα μιας κοινωνίας σε μια ορισμένη, με κάποια κοινωνικά κριτήρια της στιγμής εκείνης, «κατάλληλη» συμπεριφορά, θα σταματούσε και την εξέλιξη σε όλα τα επίπεδα. Τα παραπάνω μας οδηγούν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η ψυχολογία, όπως και κάθε επιστήμη, δεν είναι ουδέτερη.18 Η ιδεολογική χρήση της ψυχολογίας με τη θεωρία και μεθοδολογία της είναι ευρύτατη, όπως φαίνεται π.χ. και στην καθημερινή ζωή από την πληθώρα «ερευνών», που τα συμπεράσματά τους επηρεάζουν τη λεγόμενη κοινή γνώμη μέσα από τα έντυπα πλατιάς κυκλοφορίας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πρέπει άραγε να συμπεράνουμε ότι η αντικειμενικότητα και η επιστημονική ψυχολογία είναι αδύνατες; Σαφώς όχι. Η τεχνολογική εποχή μας δίνει τεράστιες δυνατότητες για την επεξεργασία όλο και τελειότερης και πιο αντικειμενικής ερευνητικής μεθοδολογίας, έξω από τα δεσμά του Digitized by 10uk1s
θετικισμού. Επιπλέον, προοδευτικοί ψυχολόγοι σε ολόκληρο το κόσμο, βάζοντας ερωτηματικά στο δικαίωμά τους να παρεμβαίνουν στην ανθρώπινη συμπεριφορά και στα όρια αυτού του δικαιώματος, θέτουν το πρόβλημα του αν πρέπει να ασκείται κοινωνικός έλεγχος στο δικαίωμα των κατόχων ορισμένης επιστημονικής γνώσης να τη χρησιμοποιούν με πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους. Από μιαν άλλη σκοπιά, τέλος, η ψυχολογία μπορεί αντίθετα να παίξει ρόλο απελευθερωτικό. Αν αναπτύξει τρόπους έρευνας ώστε να βοηθήσει ανθρώπους να φθάσουν σε υψηλότερο σημείο κατανόησης και ελέγχου του ίδιου του εαυτού τους, των εμπειριών τους, της συμπεριφοράς τους, των σχέσεών τους με τους άλλους ανθρώπους και της θέσης τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο, να συνδέσουν, με άλλα λόγια, το ατομικό παρόν τους με τη γενική κίνηση της κοινωνίας, τότε η ψυχολογία μπορεί να παίξει ρόλο ευεργετικό, εμπλουτιστικό της ανθρώπινης δημιουργικότητας και τελικά προοδευτικό.
Digitized by 10uk1s
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
Digitized by 10uk1s
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Η μελέτη της προσωπικότητας είναι εξαιρετικά ευρύ κεφάλαιο στην ψυχολογία, γιατί αγγίζει συγχρόνως πάρα πολλούς τομείς και ειδικότητες. Η εμπειρική και θεωρητική έρευνα για την προσωπικότητα είναι τόσο πλούσια και ποικίλη, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι μελετώντας κανείς την προσωπικότητα απ' όλες τις σκοπιές μελετάει ολόκληρη την ψυχολογία. Η παρουσίαση της προσωπικότητας είναι ίσως το δυσκολότερο θέμα, για να μπορέσει να δοθεί μία συνοπτική αλλά και ολοκληρωμένη εικόνα του ευρύτατου αντικειμένου. Θα επιλέξουμε εδώ τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, παραλείποντας όσα θέματα ανήκουν σε άλλες επιστήμες και επομένως προϋποθέτουν κάποιες άλλες βασικές γνώσεις για να γίνουν κατανοητά. Επίσης, θα δώσουμε το βάρος στους παράγοντες εκείνους που η κατανόηση της λειτουργίας τους είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όχι στον ειδικό ψυχολόγο, αλλά π.χ. στο φοιτητή ή τον καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης για την ορθή προσέγγιση και ερμηνεία της συμπεριφοράς. Θα αναπτύξουμε λοιπόν τους δύο βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, την κληρονομικότητα και το περιβάλλον, καθώς και τη μεταξύ τους σχέση και την αλληλεπίδρασή τους. Θα αναφερθούμε ακόμα στη λ λειτουργία της νοημοσύνης, καθώς και στην κινητήρια δύναμη και τα κίνητρα, που η γνώση τους αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Θα προσπαθήσουμε επίσης να παραθέσουμε με την πιο μεγάλη δυνατή αντικειμενικότητα τα αλληλοαναιρούμενα και συγκρουόμενα συμπεράσματα που προβάλλουν οι διάφορες μελέτες και τα πειράματα στον τομέα αυτό. Αν ο όρος «προσωπικότητα» σημαίνει την κοινότητα χαρακτηριστικών και τις διαφορές των ανθρώπων μεταξύ τους, η μελέτη των κοινών χαρακτηριστικών και των ατομικών διαφορών μας οδηγεί αυτόματα στη μελέτη των κινήτρων τους και των νοητικών τους ικανοτήτων, που η γνώση τους αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση των περίπλοκων λειτουργιών της προσωπικότητας. Ας προσθέσουμε ότι η επιλογή δε σημαίνει πως άλλες λειτουργίες είναι λιγότερο σημαντικές, θεωρούμε απλώς ότι άπτονται λιγότερο της γενικής ψυχολογίας. Παραδοσιακά άλλωστε η πειραματική ψυχολογία είναι εκείνη που ασχολείται με τις ιδιαίτερες διαδικασίες όπως η αντίληψη, η μάθηση, η μνήμη, η συγκίνηση, και που συνεργάζεται περισσότερο με τη φυσιολογία και τη στατιστική, ενώ η γενική ψυχολογία προσπαθεί να δώσει μια πιο ολοκληρωμένη άποψη της προσωπικότητας τονίζοντας ιδιαίτερα τις κοινωνικές συνέπειες των θεωριών και των ευρημάτων που οι άλλοι κλάδοι της ψυχολογίας έχουν επισημάνει. Τι είναι η προσωπικότητα Η προσέγγιση της ανθρώπινης προσωπικότητας απαιτεί την αντιμετώπιση του ανθρώπου ως συνόλου με το περιεχόμενο που δώσαμε ως τώρα στον όρο σύνολο. Ορισμοί της προσωπικότητας υπάρχουν πολυάριθμοι. Οι προσπάθειες των μελετητών να την κατανοήσουν και να την τυποποιήσουν είναι πολύ παλιές, απασχόλησαν επί αιώνες τους φιλοσόφους, τους θεολόγους, και τους φυσιολόγους. Από τους ορισμούς που οι ψυχολόγοι έδωσαν τις τελευταίες δεκαετίες, ο σχετικά πληρέστερος είναι εκείνος που ορίζει την προσωπικότητα ως «ττην ενότητα και ακεραιότητα του ατόμου: το σύνολο των διακριτικών του χαρακτηριστικών και της ιδιοτυπίας της συμπεριφοράς του». 19 Η κατανόηση της ανθρώπινης προσωπικότητας και της έκφρασής της, που είναι η συμπεριφορά, η κατανόηση των ομοιοτήτων και των διαφορών της προσωπικότητας, προϋποθέτει να μη θεωρούμε τα χαρακτηριστικά της σαν κάτι βιολογικά ή υπερβατικά δεδομένο, σταθερό και αναλλοίωτο. Για την κατανόησή της δηλαδή πρέπει να μελετηθούν οι βασικές ιδιότητες του ανθρώπινου συστήματος ως βιολογικοφυσιολογικού οργανισμού με τις συμβολικές του λειτουργίες, να μελετηθούν ακόμα οι
Digitized by 10uk1s
παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξή του και τον τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο σύστημα μεταβάλλεται και εξελίσσεται μέσα στην κοινωνία.20 Γνωρίζουμε πια σήμερα επιστημονικά πως οι μορφολογικές, λειτουργικές και γενικά οι ιδιότητες του ανθρώπινου συστήματος, παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίζονται από «συνέχεια», ωστόσο δεν είναι σταθερές, αλλά μεταλλάσσονται και τροποποιούνται, τόσο στο ίδιο το άτομο, όσο και από γενιά σε γενιά. Αυτό σημαίνει ότι τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τροποποιούνται, αναπτύσσονται, εξελίσσονται μέσα από τις περίπλοκες διαδικασίες της ωρίμανσης και της μάθησης, που υπόκεινται στις συνδυασμένες επιδράσεις του εξωτερικού και του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Μετά από μακρόχρονη απασχόληση πάνω στο θέμα οι ερευνητές απομόνωσαν και τυποποίησαν τους παράγοντες που θεωρούνται υπεύθυνοι για την ανάπτυξη, τη διαμόρφωση και την τροποποίηση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Οι παράγοντες αυτοί είναι ουσιαστικά δύο: ο γενετικός και ο περιβαλλοντικός.
Digitized by 10uk1s
Η ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ Από τη διαπίστωση ότι οι παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη και την τροποποίηση της προσωπικότητας είναι ο γενετικός και ο περιβαλλοντικός, οι μελετητές προχώρησαν στην απόπειρα αξιολόγησης των δύο παραγόντων με σκοπό να αποδείξουν ποιος είναι ο ισχυρότερος. Η σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς της γενετικής και τους οπαδούς της περιβαλλοντικής ερμηνείας είναι παλιά, παίρνει όμως μεγάλες διαστάσεις από τη δεκαετία του 1920. Ως σήμερα αναρίθμητες σελίδες έχουν γραφτεί και πολυπληθέστατα αποτελέσματα ερευνητικών παρατηρήσεων έχουν επιστρατευθεί για να υποστηρίξουν τη μια ή την άλλη άποψη. Για να κατανοηθεί πλήρως αυτή η σύγκρουση πρέπει να μην παγιδευόμαστε σε μία ιδεολογικής προέλευσης υπεραξιολόγηση του πειράματος και της αντικειμενικής αλήθειας ενός ερευνητικού συμπεράσματος και να μην ξεχνάμε ότι η επιστήμη της ψυχολογίας έχει αντικείμενο τής μελέτης αλλά και μελετητή της τον άνθρωπο.21 Είναι δηλαδή δυσκολότατο να μην επηρεάζεται το επιστημονικό συμπέρασμα από τις αντιλήψεις, τις εσωτερικευμένες αξίες, την ιδεολογία που έχει ο επιστήμονας και την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει και διαμορφώνει τη σκέψη του. Η δυσκολία αυτή γίνεται ακόμα πιο φανερή, αν στο συγκεκριμένο θέμα συλλογιστούμε πόσο μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις μπορεί να έχει το συμπέρασμα για το ποιος είναι ο καθοριστικός ή ο ισχυρότερος παράγοντας στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι οι συνέπειες της άποψης που επικρατεί ως σήμερα στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος του δυτικού κόσμου, της άποψης δηλαδή ότι ο γενετικός παράγοντας είναι ο σπουδαιότερος, ότι αυτός είναι ο βασικός ρυθμιστής της ανθρώπινης προσωπικότητας και της συμπεριφοράς, είναι ήδη πολύ σημαντικές και έχουν και σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Η άποψη αυτή, διαμορφούμενη σε πεποίθηση με τη μορφή αξιώματος, διαδόθηκε πλατιά και είχε ως επακόλουθο την επικράτηση μιας ασύστατης, επιστημονικά λαθεμένης και κοινωνικά αντιδραστικής θέσης, που ερμηνεύει τη γένεση και την εξέλιξη ορισμένων σπουδαίων ανθρώπινων ιδιοτήτων, όπως π.χ. της νοημοσύνης, με αποκλειστική αναφορά στον καθορισμό τους από το γενετικό κυρίως παράγοντα. Η θέση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την αυθαίρετη διάκριση των ανθρώπων σε «εκ γενετής» ανώτερους και σε «εκ γενετής» κατώτερους. Το πόσο έντονα κοινωνιογενής είναι αυτή η άποψη φαίνεται και από το γεγονός ότι εξακολουθεί σήμερα, παρά τα πολλά και πειστικά αντίθετα ευρήματα πολλών σύγχρονων επιστημονικών κλάδων, να πρεσβεύεται και να διαδίδεται με φανερές αρνητικές και καμιά φορά ολέθριες συνέπειες για ορισμένες ανθρώπινες ομάδες ή και ολόκληρες κοινωνίες. Αν κοιτάξει κανείς το θέμα από άλλη σκοπιά, θα μπορούσε να πει ότι η σύγκρουση αυτών των απόψεων είχε και θετικά αποτελέσματα γιατί με τη διάρκειά της και τη βιαιότητα που πήρε ορισμένες στιγμές, κυρίως εξαιτίας των κοινωνικών επιπτώσεων της γενετικής άποψης, (όταν π.χ. χρησιμοποιείται εναντίον των Εβραίων, που υποτίθεται ότι ανήκουν σε κατώτερη φυλή), έδωσε αφορμή σε σημαντικές διακλαδικές έρευνες, που πλούτισαν κατά πολύ τη γνώση πάνω στο θέμα. Σήμερα, επιστήμες όπως η βιολογία, η βιοχημεία, η ψυχολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία, εργάζονται η καθεμία στον ειδικό τομέα της αλλά και συνεργάζονται. Γίνονται έρευνες διακλαδικές με αποτέλεσμα η πολύπλευρη αντιμετώπιση του προβλήματος να μας έχει ήδη προσφέρει ουσιαστικά εχέγγυα αντικειμενικότητας και ισχυρές αποδείξεις, οι οποίες αποκλείουν ορισμένους ισχυρισμούς που με τη μορφή αξιωμάτων καλλιεργούν λαθεμένες αντιλήψεις. Οι διακλαδικές αυτές έρευνες έχουν ήδη αποδείξει ότι η ανθρώπινη προσωπικότητα και κατά συνέπεια η συμπεριφορά βρίσκεται κάτω από το γενετικό έλεγχο. Έχουν δηλαδή αποδείξει ότι ο γενετικός παράγοντας είναι εκείνος που προικοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη με ορισμένες δυνατότητες, δυνατότητες και όχι ικανότητες. Έχουν ακόμα αποδείξει ότι οι δυνατότητες αυτές για να βλαστήσουν, να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν, ή για να περιοριστούν, να συρρικνωθούν, να εξαφανιστούν, χρειάζεται να δεχτούν την επίδραση και συνεργασία του εξίσου σημαντικού περιβαλλοντικού παράγοντα (εξίσου, επαναλαμβάνω, σημαντικού). Θα ήταν λάθος να καθορίζαμε την ανθρώπινη φύση είτε εξ
Digitized by 10uk1s
ολοκλήρου ως προϊόν του πολιτισμού είτε εξ ολοκλήρου ως φυσικό προϊόν. Οι προσπάθειες των επιστημόνων σήμερα προσανατολίζονται στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι παράγοντες επιδρούν ο ένας στον άλλο και του ποσοστού με το οποίο η αλληλεπίδρασή τους και η επίδραση του καθενός καθορίζουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Δηλαδή, το βασικό αντικείμενο της μελέτης για την προσωπικότητα σήμερα είναι το πρόβλημα της δυναμικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην προγραμματισμένη αλλά τροποποιήσιμη εξέλιξη του γονότυπου22 και στο εξωτερικό περιβάλλον. Γενετική προικοδότηση ή ο ρόλος της κληρονομικότητας στην ανάπτυξη Ο ανθρώπινος οργανισμός γεννιέται με μόνη αποσκευή το ιδιαίτερο γενετικό υλικό, που του επιτρέπει (δυνάμει) να διατηρηθεί στη ζωή. Το υλικό αυτό δεν είναι μόνο του υπεύθυνο για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των προσωπικότητας. Τα χαρακτηριστικά που κάθε άτομο αναπτύσσει είναι συνδυασμός, είναι αποτέλεσμα της παράλληλης επίδρασης και αλληλεπίδρασης των κληρονομικών δυνατοτήτων, των ερεθισμάτων και εμπειριών που το άτομο δέχεται από το περιβάλλον του, τόσο το φυσικό όσο και το κοινωνικό και πολιτισμικό.23 Επειδή οι βασικές έννοιες και γνώσεις που είναι προϋπόθεση για την κατανόηση ορισμένων λειτουργιών ανήκουν σε κλάδους όπως η βιοχημεία και η βιολογία, δεν είναι δυνατό ν' αναφερθούμε σε όλες τις πιθανές δυνατότητες που η γενετική προικοδότηση προμηθεύει στον άνθρωπο, γι' αυτό θα περιοριστούμε στις κυριότερες, που είναι οι παρακάτω: Δυνατότητες φυσικής ανάπτυξης Η πορεία της φυσικής ανάπτυξης από τη σύλληψη του εμβρύου έως τη βιολογική ωριμότητα του ανθρώπου είναι ιδιαίτερα σύνθετη.24 Αυτό σημαίνει ότι από τις πρώτες μέρες της ζωής του εμβρύου η γενετική προικοδότηση καθορίζει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της φυσικής τους ανάπτυξης, π.χ. τον ιδιαίτερο ρυθμό της. Από τις πρώτες όμως και πάλι μέρες της ζωής του εμβρύου η περιβαλλοντική επίδραση ακόμα και η ενδομήτρια, από την ψυχολογική κατάσταση της μητέρας ως τους εξωτερικούς όρους, επηρεάζει το γενετικό υλικό και επηρεάζεται απ' αυτό. Δηλαδή οι όποιες ατομικές διαφορές σε σχέση με το πρότυπο ανάπτυξης οφείλονται τόσο στις δυνατότητες με τις οποίες είναι εφοδιασμένο το άτομο όσο και στην επίδραση πάνω σ' αυτές των περίπλοκων περιβαλλοντικών παραγόντων, δίχως να είναι δυνατή η καταμέτρηση του ποσοστού με το οποίο ο κάθε παράγοντας καθορίζει την ανάπτυξη, δηλαδή τη βιολογική, οργανική, λειτουργική, τη φυσική τέλος διαμόρφωση, τις πιθανότητες μακροζωΐας και υγείας, τις ροπές και προδιαθέσεις του οργανισμού, ακόμα και τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά, όπως π.χ. το ύψος.25 Δυνατότητες ανάπτυξης της συμπεριφοράς Το γενετικό υλικό προμηθεύει ακόμη πολλές και καθοριστικές δυνατότητες, όπως η δυνατότητα αυτόματης απάντησης σε ερεθίσματα, η δυνατότητα μάθησης, η δυνατότητα ανάπτυξης της σκέψης, η δυνατότητα συναισθηματικής ανάπτυξης κλπ. Φυσικά, οι περισσότερες από τις δυνατότητες αυτές παρατηρούνται ως γενετική προικοδότηση και σε ανώτερα είδη ζώων. Πάντως, οι κληρονομικές δυνατότητες του ανθρώπου είναι πολύ ευρύτερες και μεγαλύτερες απ' ό,τι των ανώτερων ζώων, γιατί ο άνθρωπος έχει σε πολύ ψηλότερο βαθμό ανεπτυγμένο και διαφοροποιημένο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα. Η διαφορά αυτή σημαίνει ότι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο ον έχει απεριόριστες δυνατότητες μάθησης, καθώς μπορεί να συμβολοποιεί, να συλλογίζεται, να φαντάζεται και να προϊδεάζεται και το συγκινησιακό του δυναμικό μπορεί να αναπτύσσεται σε συνεχώς ανώτερες μορφές. Με αυτή την έννοια, μόνο ο άνθρωπος ανάμεσα σε όλα τα ζώα προικοδοτημένος με τις ιδιαίτερες δυνατότητες ανάπτυξης του λόγου, της λογικής και Digitized by 10uk1s
της συνείδησης, μπορεί δυναμικά να τροποποιεί τη συμπεριφορά του μπροστά στις καινούριες εμπειρίες που του προσφέρει το περιβάλλον του, κι ακόμα να επεμβαίνει σ' αυτό και να το μεταβάλλει.26 Κάθε άνθρωπος είναι όμοιος με τους συνανθρώπους του, αλλά και κάθε ανθρώπινη προσωπικότητα είναι μοναδική. Η ιδιαιτερότητά της δημιουργείται από την εμβρυακή περίοδο της ζωής και εξελίσσεται παραλλασσομένη σε ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου. Τα ιδιοσυστασιακά27 όμως χαρακτηριστικά, που θεωρούνται εγγενή, είναι τάσεις, είναι δυνάμει χαρακτηριστικά, και δεν έχουν την ίδια σταθερή εξέλιξη στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου, εφ' όσον ο περιβαλλοντικός παράγοντας μπορεί να είναι διάφορος. Ιδιοσυστασιακές τάσεις μπορούν να αλλοιωθούν σε μεγάλο βαθμό από διορθωτικές ή από τραυματικές εμπειρίες. Μπορούν ν' αναπτυχθούν και να ενισχυθούν ή να ατονίσουν και να ωχριάσουν ανάλογα με τις ευνοϊκές ή στερητικές συνθήκες του περιβάλλοντος.28 Δηλαδή είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεχωρίσει κανείς τα χαρακτηριστικά εκείνα της συμπεριφοράς που οφείλονται στους καθαρά γενετικούς παράγοντες, από εκείνα που οφείλονται στο περιβάλλον, με την πιο γενική έννοια του όρου: από τη μήτρα της μητέρας έως την κοινωνία. Η σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα δεν ισχύει ούτε μπορεί να βοηθήσει στην αποτίμηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν μπορούμε δηλαδή να θεωρήσουμε αίτιο τους ιδιοσυστασιακούς παράγοντες και αποτέλεσμα τη συμπεριφορά. Ούτε όμως μπορούμε να θεωρήσουμε το περιβάλλον μόνο καθοριστικό παράγοντα της συμπεριφοράς.29 Παρά το γεγονός ότι το συμπέρασμα αυτό μοιάζει κάπως προφανές, πρόκειται για επιστημονικά τεκμηριωμένο πόρισμα, που έχει μεγάλη επιπλέον κοινωνική σημασία. Το συμπέρασμα αυτό είναι ότι η αλληλεπίδραση των δύο παραγόντων είναι εκείνη που από τη στιγμή της σύλληψης διαμορφώνει τη συμπεριφορά αλλά και τη διαφοροποιεί.30 Το περιβάλλον Η ανθρώπινη προσωπικότητα δεν έχει, ας το επαναλάβουμε, κανένα χαρακτηριστικό καθαρά εγγενές και αποκλειστικά εξαρτώμενο από την κληρονομικότητα, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξή της. Το περιβάλλον επηρεάζει τα φυσικά, και ακόμα περισσότερο τα πνευματικά, νοητικά, συγκινησιακά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.31 Περιβάλλον εδώ αποκαλούμε όλους τους εξωτερικούς στον ανθρώπινο οργανισμό παράγοντες, κατ' αρχήν το φυσικό περιβάλλον, τον φυσικό κόσμο μέσα στον οποίο γεννιέται και ζει το άτομο, το έδαφος, το κλίμα, τα παραγόμενα αγαθά, τα μικρόβια που κυκλοφορούν, τις άλλες νοσογόνες πηγές. Οι διαφορετικές φυσικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος επιδρούν στη φυσική ‐ βιολογική του διαμόρφωση. Οι συνθήκες αναγκάζουν τον οργανισμό του ανθρώπου να αναπτύσσει προστατευτικούς μηχανισμούς για να προσαρμόζεται στο φυσικό περιβάλλον. Το κυκλοφοριακό σύστημα των Εσκιμώων, για παράδειγμα, περιβάλλεται από ένα στρώμα λίπους ανύπαρκτο στον οργανισμό άλλων φυλών, το οποίο επιτρέπει τη διατήρηση της σωματικής θερμοκρασίας σε βαθμούς που εξασφαλίζουν την υγεία στο μεγάλο ψύχος. Οι Ινδιάνοι ιθαγενείς των οροπεδίων της Βολιβίας, που ζουν και εργάζονται σε πολύ μεγάλο υψόμετρο, άρα σε ατμόσφαιρα πολύ αραιότερη και με λιγότερο οξυγόνο, έχουν μεγαλύτερο από το συνήθη αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων και αναπνευστική ικανότητα διπλάσια σε αποτελεσματικότητα απ' ό,τι οι άλλοι άνθρωποι. Οι διαφορετικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος επιδρούν και στην ψυχολογική ανάπτυξή του. Δεν έχουν όμως αυτές ερευνηθεί αρκετά και μόνο υποθέσεις αναπόδεικτες υπάρχουν ως σήμερα γι' αυτό το θέμα. Η πολύ διαδεδομένη άποψη για τον αυθορμητισμό και την ευσυγκινησία των νοτιοευρωπαίων και την ψυχραιμία και φλεγματικότητα των Σκανδιναβών που αποδίδονται στο αντίστοιχο φυσικό τους περιβάλλον, δεν είναι εξακριβωμένη, στηρίζεται σε εντυπώσεις ατεκμηρίωτες και υποθέσεις δίχως αποδεικτική αξία. Υπάρχουν διάφορες άλλες παρόμοιες αντιλήψεις, όπως π.χ. ότι η μεγάλης διάρκειας χειμερινή περίοδος των αρκτικών χωρών
Digitized by 10uk1s
επιδρά καταθλιπτικά στην ψυχική διάθεση των κατοίκων τους, ή ότι ορεινοί πληθυσμοί που ζουν σε απομονωμένα ψηλά βουνά, ένα είδος φυσικών οχυρών, αισθάνονται ασφαλέστεροι και γι' αυτό είναι λιγότερο επιθετικοί από πληθυσμούς περιοχών προσιτών σε απειλές: όλες αυτές οι θεωρίες δεν έχουν ελεγχθεί και δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε παρά μόνο σαν ερευνητικές υποθέσεις προς απόδειξη.32 Αν και δεν έχουμε αποδείξεις, μπορούμε όμως να θεωρούμε δεδομένο ότι το φυσικό περιβάλλον επιδρά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας τόσο των ατόμων όσο και των κοινωνικών ομάδων. Επιστημονικά σωστότερο θα ήταν να αναφερθούμε και εδώ στη διαρκή αλληλεπίδραση των παραγόντων. Οι φυσικές συνθήκες δεν μπορούν ν' απομονωθούν από παράγοντες πολιτισμικούς, κοινωνικούς και άλλους που επιδρούν παράλληλα και ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, οι αντίξοες φυσικές συνθήκες, η σπανιότητα των αγαθών, η ξηρασία, οι αρρώστιες επιδρούν αναμφισβήτητα στον τρόπο ζωής μιας κοινωνικής ομάδας και, έστω έμμεσα, επηρεάζουν τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των μελών της. Θα είναι όμως οπωσδήποτε λαθεμένη η ερμηνεία της συμπεριφοράς, που θ' αποδώσει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας αποκλειστικά στις φυσικές αντίξοες συνθήκες. Μια υπόθεση αντίστοιχη με αυτές που αναφέρονται παραπάνω εξηγεί την ιδιαίτερα εγωιστική και επιθετική (σύμφωνα βέβαια με δυτικοευρωπαϊκά κριτήρια) συμπεριφορά μιας φυλής Ινδιάνων της Βολιβίας, των Σορόνο, με τις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν: τέτοιες συνθήκες είναι η άγονη και βαλτώδης ζούγκλα, όπου το κυνήγι είναι σπάνιο και οι καρποί εποχιακοί. Η πείνα μαστίζει τη φυλή. Νομίζουμε παρ' όλ' αυτά ότι η ερμηνεία δεν μπορεί ν' απομονώσει τον φυσικό περιβαλλοντικό παράγοντα και να του αποδώσει την επιθετικότητα. Γιατί αλλού η σπανιότητα των αγαθών γέννησε εφευρετικότητα και οι αντίξοες φυσικές συνθήκες έσπρωξαν τους ανθρώπους να βρουν τρόπους αντιμετώπισης. Οι Ινδιάνοι αυτοί, αντίθετα, δεν έχουν έναν τρόπο συσσώρευσης ή αποθήκευσης των καρπών και γενικά της τροφής, αγνοούν ακόμα και την πρωτόγονη καλλιέργεια και κυνηγούν όταν πεινάνε, με αποτέλεσμα να μην έχουν πάντα τροφή. Ούτε η πείνα τους λοιπόν ούτε η επιθετικότητά τους μπορούν ν' αποδοθούν στις φυσικές και μόνο συνθήκες. Η ανθρωπολογία μας δίνει πολλά παραδείγματα λαών σε παρόμοιες αντίξοες συνθήκες που εμφανίζουν συμπεριφορά τελείως διαφορετική.33 Περιβάλλον, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αποκαλούμε όλους τους εξωτερικούς παράγοντες, επομένως, εκτός από το φυσικό, και το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον έχει ως χαρακτηριστικό ότι είναι εξ ολοκλήρου έργο του ανθρώπου. Στο φυσικό περιβάλλον ο άνθρωπος δρα και το μεταμορφώνει, αλλά το κοινωνικό και πολιτισμικό το δημιουργεί από την αρχή. Κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον ονομάζουμε την κοινωνική οργάνωση, με τους κανόνες και τους θεσμούς της, αλλά και την ιστορία της, τις αξίες που ο άνθρωπος έχει αναπτύξει, αλλά και την ιστορία τους, τα έργα των πολιτισμών, τις πεποιθήσεις, τις κατακτημένες γνώσεις, την τέχνη, τις ιδέες και την εξέλιξή τους.34 Όπως υπάρχει βιολογική προικοδότηση, υπάρχει και κοινωνικοπολιτισμική κληρονομιά. Παρόλο που η κληρονομιά αυτή διαφέρει έντονα από τη μια ανθρώπινη ομάδα στην άλλη, οι διάφοροι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά ώστε να μπορούμε να μιλάμε για «ανθρώπινο πολιτισμό», που επιδρά πάνω στη διαμόρφωση και την εξέλιξη των ιδεών. Το κάθε κοινωνικοπολιτισμικό σύνολο έχει δικούς του κανόνες, κοινωνικούς θεσμούς, αντιλήψεις και ερμηνείες του κόσμου, δικές του αξίες, ιδέες, τέχνη. Όλα τούτα μεταβιβάζονται εμπρόθετα και μεθοδευμένα, αλλά και ανεπαίσθητα και ασυνείδητα στα μέλη της κοινωνικής ομάδας.35 Αυτή η συστηματική και συγχρόνως ανεπαίσθητη μετάδοση των προτύπων συμπεριφοράς διαμορφώνει την προσωπικότητα των ατόμων στο εσωτερικό των ανθρώπινων ομάδων.36 Η προσωπικότητα επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τους κανόνες και τους θεσμούς του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, αλλά και από τις αξίες, ιδέες, αντιλήψεις, νοοτροπίες των ομάδων ή υποσυνόλων. Το άτομο δηλαδή επηρεάζεται και διαμορφώνει τη συμπεριφορά του από την οικογένεια, την ομάδα ηλικίας, το φύλο, την κοινωνική τάξη, το επάγγελμα, το έθνος, τη φυλή, το θρήσκευμα, το Digitized by 10uk1s
πολιτισμικό σύνολο (π.χ. δυτικός χριστιανικός πολιτισμός, ασιατικός πολιτισμός).37 Οι επιδράσεις του περιβάλλοντος, όπως είναι φανερό, είναι άπειρες και η σημασία τους πάνω στη διαμόρφωση της προσωπικότητας καθοριστική τόσο όσο και οι επιδράσεις των γενετικών παραγόντων.38 Κοινωνικοποίηση Η διαδικασία μέσα από την οποία το άτομο διαμορφώνει τη συμπεριφορά του, μαθαίνει τους τρόπους ζωής που η κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει τού μεταβιβάζει άμεσα και έμμεσα, ονομάζεται κοινωνικοποίηση και είναι βασικής σημασίας για τον άνθρωπο.39 Η κοινωνικοποίηση είναι η ικανότητα και το αποτέλεσμα της πολλαπλής συναλλαγής του ατόμου με τα άλλα άτομα. Είναι μια διαδικασία που αρχίζει από τη γέννηση, διαρκεί σε ολόκληρη τη ζωή του ατόμου (δεν περατώνεται σε κάποια ηλικία) και επομένως διαμορφώνει συνεχώς την προσωπικότητά του.40 Η κοινωνικοποίηση, σε όλες τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης, από τις πιο απλές ως τις πιο περίπλοκες, γίνεται με κοινωνικά θεσμοθετημένους τρόπους. Στις κοινωνίες υπάρχουν φορείς της κοινωνικοποίησης με ρόλο τους την αναπαραγωγή και μετάδοση των αξιών, των αντιλήψεων, των αρχών και των προτύπων συμπεριφοράς που είναι κυρίαρχα στην κάθε κοινωνία.41 Στην τεχνολογική δική μας κοινωνία οι σημαντικότεροι φορείς της κοινωνικοποίησης είναι η οικογένεια, το σχολείο, οι ομάδες ομηλίκων, τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, το επάγγελμα.42 Σε ορισμένες φάσεις της ζωής των ατόμων μπορούν και άλλοι θεσμοί να διδάξουν τρόπους συμπεριφοράς, όπως ο στρατός, τα νοσοκομεία, τα ψυχιατρεία, οι φυλακές, τα γηροκομεία, είτε άμεσα στα άτομα που βρίσκονται μέσα σ' αυτά, είτε έμμεσα στα άλλα μέλη της κοινωνίας στην οποία υπάρχουν τέτοιοι θεσμοί και ιδρύματα.43 Η οικογένεια είναι η πρώτη κοινωνική ομάδα της οποίας ο άνθρωπος γίνεται μέλος μόλις γεννηθεί. Η σημασία της ομάδας αυτής για την ανάπτυξη της προσωπικότητας είναι σχεδόν αυταπόδεικτη. Η οικογένεια, ανάμεσα στις πιθανές ομάδες ένταξης του ατόμου, είναι μέχρι σήμερα η σημαντικότερη απ' όλες, γιατί παίζει στρατηγικό ρόλο στην κοινωνικοποίησή του, κυρίως κατά τη νηπιακή και την πρώτη παιδική ηλικία.44 Τα πρότυπα των διαπροσωπικών σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια είναι τόσο ισχυρά για το νήπιο και το παιδί, ώστε καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την κατοπινή συμπεριφορά του.45 Μέσα στην οικογένεια μαθαίνει πριν απ' όλα τους τρόπους συμπεριφοράς που ανήκουν στο αντίστοιχο φύλο. Πράγματι οι συμπεριφορές που αφορούν το φύλο διδάσκονται έμμεσα και άμεσα από τη στιγμή της γέννησης, παρά το γεγονός ότι οι βιολογικές διαφορές των δύο φύλων μπορεί να εξηγούν ορισμένες συμπεριφορές. Η αγωγή στην οικογένεια είναι εκείνη που διαφοροποιεί κυρίως τη συμπεριφορά του αγοριού και του κοριτσιού, μεταφέροντας έμμεσα και άμεσα διαφορετικά πρότυπα συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα το κάθε φύλο ν' αποκτά ψυχολογική ταυτότητα αντίστοιχη στο πολιτισμικό αρσενικό και θηλυκό πρότυπο.46 Το σχολείο47 είναι ένας από τους βασικότερους, μετά την οικογένεια, θεσμούς της κοινωνικοποίησης. Εισάγει το παιδί για πρώτη φορά σ' έναν ευρύτερο από την οικογένεια κοινωνικό κύκλο, όπου του παρουσιάζονται καινούρια πρόσωπα κύρους και καινούριες δυνατότητες για ανάπτυξη νέων σχέσεων. Στo σχολείο το παιδί μαθαίνει ότι αξιολογείται γι' αυτό που κάνει κι όχι γι' αυτό που είναι, πράγμα πολύ σημαντικό για την κοινωνική διάσταση της προσωπικότητας. Μέσα στο σχολείο τοποθετείται σ' ένα ηλικιακά καθορισμένο πλαίσιο, πράγμα που δεν είναι οπωσδήποτε σωστό. Μπαίνει το παιδί σε μια ομάδα με μόνο γνώμονα την ημερομηνία και χρονολογία της γέννησής του, σε μια άνιση πολλές φορές ως προς τα ενδιαφέροντά του ομάδα συνομηλίκων, με την οποία αναπτύσσει σχέσεις που οπωσδήποτε θα επηρεάσουν την προσωπικότητα και θα διαμορφώσουν τη συμπεριφορά του.48 Στο σχολείο το παιδί αποκτά μια θέση μέσα στο κοινωνικό σύστημα, αλλά και την ικανότητα να τροποποιήσει αυτή τη θέση. Η συναισθηματική εμπλοκή στις διαπροσωπικές του σχέσεις μέσα στο σχολείο, ο συναγωνισμός και ανταγωνισμός με τους συμμαθητές του, η ανάγκη του για κοινωνική δύναμη, η ικανότητά του να επηρεάζει τους άλλους,
Digitized by 10uk1s
όλα αυτά αποτελούν τους σπουδαιότερους παράγοντες που μπορούν να διαμορφώσουν την προσωπικότητα. Στο σχολείο διαμορφώνονται οι σχέσεις ατόμου και κοινωνικής εξουσίας, μέσα από τις σχέσεις δασκάλου και μαθητή.49 Έχει αποδειχτεί πειραματικά η δύναμη του δασκάλου και η σημασία της μέσα στην τάξη, καθώς και η ισχυρή επίδραση που ο δάσκαλος ασκεί στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των μαθητών. Σήμερα ο θεσμός του σχολείου στην παραδοσιακή του μορφή, ως κοινωνικοπολιτισμικός θεσμός έχει αμφισβητηθεί. Θεμελιωμένος στην επιβολή ενός ορισμένου συστήματος αξιών και εξουσιών, εξαναγκάζει στην υποταγή, πνίγει την ανάγκη ανεξαρτησίας, επιβάλλει τη συμμόρφωση στα «καθιερωμένα», εξαίρει την ευταξία και ευπρέπεια, ιδιαίτερα στα κορίτσια (ενισχύοντας και ενθαρρύνοντας τη διάκριση), τα οποία και προτρέπει σ' ένα ιδιότυπο «θηλυκής» συμπεριφοράς. Υπάρχουν βέβαια οι επικριτές του50 αλλά και οι υπερασπιστές του.51 Οι ομάδες ομηλίκων είναι ένας από τους σημαντικούς εξωοικογενειακούς παράγοντες που επιδρά ουσιαστικά στην ανάπτυξη ορισμένων τάσεων και κυρίως εμφανίζεται στην ηλικιακή περίοδο της εφηβείας.52 Όπως έχει διαπιστωθεί, η εφηβική ηλικία είναι η περίοδος που τα παιδιά επιχειρούν να αποδεσμευτούν συναισθηματικά από την οικογένεια και στρέφονται προς τις ομάδες των ομηλίκων. Οι ομάδες αυτές έχει δειχτεί με μελέτες ότι ασκούν ουσιαστική επιρροή στα μέλη τους και ότι οι άξιες τους έχουν ειδικό βάρος για τη συμπεριφορά των νέων. Έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στον έφηβο ενίσχυση ‐ με την αλληλεγγύη και την προστασία που του παρέχουν ‐ και να τον βοηθήσουν ν' αντισταθεί στις πιέσεις των ενηλίκων (γονέων ή δασκάλων ή εκπροσώπων της κοινωνικής εξουσίας).53 Κατά κανόνα οι έφηβοι επηρεάζονται ευκολότερα από τις αξίες των συνομηλίκων τους. Ο βαθμός όμως και η διάρκεια της επήρειας αυτής έχει στενή σχέση με το επίπεδο των οικογενειακών αξιών και τις ιδιαίτερες ανάγκες του εφήβου. Στο βαθμό που η οικογένεια ‐ είτε από την αυταρχική δομή της είτε από κοινωνικούς λόγους ‐ του έχει στερήσει την ατομική του ταυτότητα, ο έφηβος αναζητώντας την ταυτότητά του καλύπτει την ανάγκη της δανειζόμενος (συνήθως προσωρινά) την ταυτότητα της ομάδας. Αυτό τον προστατεύει και τον ανακουφίζει γιατί αναβάλλει προσωρινά το πρόβλημα της αναζήτησης της προσωπικής του ταυτότητας. Στις κοινωνίες που βρίσκονται σε διαρκή μετασχηματισμό, η ομάδα των ομηλίκων παίζει ουσιαστικό ρόλο για την κοινωνική ένταξη του εφήβου.54 Η ομάδα τον ενισχύει, δίνοντάς του τη δυνατότητα και ενθαρρύνοντάς τον να αναλάβει νέους ρόλους, που δεν μπόρεσε να του προσφέρει η οικογένεια και που αποτελούν εκμάθηση και εμπειρία ιδιαίτερα χρήσιμη για την ενήλικη ζωή.55 Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο τύπος, η διαφήμιση. Αποτελεί στην κοινωνία μας και την εποχή μας κοινό τόπο να μνημονεύσει κανείς την εξουσιαστική δύναμη που ασκούν τα μέσα αυτά (ιδιαίτερα τα οπτικοακουστικά όπως η τηλεόραση) στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων αξιών και ιδεών.56 Πολυάριθμες έρευνες έχουν δείξει ότι στις βιομηχανικές χώρες σήμερα οι ισχυρότεροι φορείς κοινωνικοποίησης είναι δύο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κυρίως η τηλεόραση, και το σχολείο.57 Το πιο ενδιαφέρον κοινωνικά είναι ότι ο βαθμός επηρεασμού δεν εξαρτάται μόνο από το περιεχόμενο της πληροφόρησης ή ψυχαγωγίας, αλλά και από το επίπεδο αξιών του ατόμου καθώς και από τον τύπο των συναισθηματικών αναγκών και επιθυμιών του. Δηλαδή η επίδραση των μέσων ενημέρωσης είναι πολύ ισχυρότερη, στις νεαρές ηλικίες, σε άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και σε άτομα έντονα εξαρτημένα, που το συγκινησιακό επίπεδό τους έχει ανάγκη από την ταύτιση ‐ εκτόνωση, δηλαδή τη συναισθηματική συμμετοχή που προσφέρει το θέμα ‐ θέαμα.58 Το επάγγελμα. Είναι γνωστό σήμερα και έχει αρκετά μελετηθεί πόσο το θεσμοθετημένο επάγγελμα, με τις ειδικές διαπροσωπικές σχέσεις και τις γενικότερες δραστηριότητες που απαιτεί από το άτομο στην πορεία της άσκησής του, επηρεάζει τις στάσεις του ατόμου και τροποποιεί τη συμπεριφορά του. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και την ιδιάζουσα κατάσταση που προκύπτει όταν το άτομο δεν μπορεί, εξαιτίας κυρίως των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα του, να ασκήσει το επάγγελμα για το οποίο ετοιμάστηκε και είναι αναγκασμένο να δεχτεί μια οποιαδήποτε άλλη εργασία, ασυμβίβαστη πολλές φορές με τα ενδιαφέροντά του. Είναι τότε υποχρεωμένο να
Digitized by 10uk1s
υιοθετήσει καινούργιες στάσεις, τέτοιες που να ανταποκρίνονται στο νέο του επάγγελμα, όταν μάλιστα αυτό αποτελεί προϋπόθεση για να το αναλάβει, να δεχτεί συμβιβασμούς που οι συνέπειές τους θα έχουν οπωσδήποτε επιπτώσεις στην προσωπικότητά του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες χώρες όπου τα περισσότερα επαγγέλματα είναι ειδικευμένα. Θα ήταν όμως παράλειψη ν' αγνοήσουμε και έναν άλλο ισχυρότατο αλλά απρόσωπο φορέα της κοινωνικοποίησης, το χρήμα, που επεμβαίνει μαζί με άλλους παράγοντες στην επιλογή του επαγγέλματος. Στην οικονομική απολαβή, που το άτομο προσδοκεί από την άσκηση του επαγγέλματος που τελικά θ' αποφασίσει να ακολουθήσει, θα στηρίξει τη μελλοντική του κοινωνική ανέλιξη. Έτσι το χρήμα καθίσταται έμμεσα στις εμπορευματικές κοινωνίες σημαντικός και ισχυρός φορέας κοινωνικοποίησης. Μπορεί και κατευθύνει τη συμπεριφορά.59 Η κοινωνική ένταξη αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης. Status60 Ρόλος61 Όλοι οι φορείς που αναφέραμε αποβλέπουν στην ανάπτυξη, διάπλαση και διαμόρφωση της προσωπικότητας. Προετοιμάζουν, εξοπλίζουν σταδιακά κάθε άτομο, ώστε να είναι ικανό να ενταχθεί στην κοινωνία, να φτάσει να έχει ένα status και να ασκήσει ρόλους. Αν θεωρήσουμε πως η ζωή σε μια κοινωνία διέπεται από ένα πλέγμα θεσμών και οργανώσεων, όπως π.χ. η εκπαίδευση, η υγεία, η βιομηχανία, η οικογένεια κ.ά., τη θέση που το άτομο κατέχει σ' αυτές τις κοινωνικές οργανώσεις, σε σχέση με τα άλλα μέλη της ίδιας κοινωνίας, ονομάζουμε συνήθως status‐κοινωνική θέση και την αντίστοιχη συμπεριφορά που αναμένεται να αναπτύξει, ρόλο. Κάθε status‐θέση στο κοινωνικό σύστημα έχει δική του δυναμική: προϋποθέτει προνόμια και υποχρεώσεις. Η κοινωνία έχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει τους βασικούς κανόνες συμπεριφοράς, απονέμοντας ή αποσύροντας προνόμια που η ίδια έχει ορίσει για κάθε status. Για να γίνει σαφέστερο αυτό που η κοινωνία προσδοκεί από ένα άτομο με ορισμένο status, καθιερώνει ορισμένους ρόλους καθένας από τους οποίους αντιστοιχεί σ' ένα πρότυπο συμπεριφοράς, όπως τούτο διαμορφώνεται από το σύνολο των κανόνων και των αξιών που η κοινωνία πρεσβεύει και ακολουθεί. Ο ρόλος, μπορούμε να πούμε, είναι η συμπεριφορά που οι άλλοι περιμένουν από το άτομο να αναπτύξει, ενώ το status οριοθετεί τη συμπεριφορά που το άτομο δικαιούται να απαιτήσει από τους άλλους. Ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που επικρατεί, γίνεται και η αξιολόγηση του status, της κοινωνικής θέσης. Π.χ. στη δυτική κοινωνία το status του γιατρού θεωρείται ανώτερο από το status του εργάτη. Σύμφωνα με το status, το μορφωτικό επίπεδο και το εισόδημά του, κάθε άτομο εντάσσεται σε μια κοινωνική τάξη, ένα υποσύνολο που έχει δύναμη να επηρεάζει τη συμπεριφορά του ατόμου, ανάλογα με τις ιδέες, απόψεις, δοξασίες, συμφέροντα και γενικά αξίες που διαμορφώνονται μέσα σ' αυτό. Έτσι ο τρόπος που υποκειμενικά βιώνεται κάθε ρόλος έχει σχέση και με την τάξη62 στην οποία ανήκει το άτομο. Μετά τη σύντομη ανάπτυξη των φορέων κοινωνικοποίησης, στους οποίους τώρα συνυπολογίζουμε και την κοινωνική τάξη,63 οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας, της δυναμικής αλληλεπίδρασης των βασικών παραγόντων: της κληρονομικής ιδιοσυστασίας με όλες τις ιδιομορφίες που παρουσιάζει κατ' άτομο και των κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων που η ποικιλία των μορφών τους είναι άπειρη, έτσι ώστε να είναι αδύνατο να μιλάμε για προσωπικότητα χωρίς να τονίζουμε την ιδιαιτερότητά της και τη μοναδικότητά της. Τέλος κάθε άτομο έχει θεωρητικά και ως ένα βαθμό την ευκαιρία να διαμορφώσει την εξέλιξή του. Η ελευθερία του όμως περιορίζεται από δυνάμεις που λειτουργούν μέσα στην ομάδα στην οποία ανήκει και από το συνολικό πρότυπο των θεσμών της κοινωνίας του. Οι θεσμοί σε μια κοινωνία μπορούν να παρουσιάζουν πολλές σημαντικές παραλλαγές. Όταν ένα άτομο δεν μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις απαιτήσεις του κοινωνικού
Digitized by 10uk1s
συνόλου μέσα στο οποίο ικανοποιεί τις ανάγκες του, είτε διότι οι εξωτερικές δυσκολίες και πιέσεις είναι ισχυρές, είτε διότι οι προσωπικές του δυνάμεις είναι ανεπαρκείς για την αντιρρόπησή τους, τότε το άτομο κινδυνεύει να μην μπορέσει να ενταχθεί κοινωνικά και να βρεθεί σε ατομικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Τότε δεν του μένουν άλλες λύσεις παρά η αναζήτηση άλλων τρόπων ικανοποίησης των αναγκών του που μπορεί να τον οδηγήσουν ακόμη και σε αντικοινωνική συμπεριφορά, δηλαδή, είτε ν' αλλάξει ομάδα ή ακόμη να εκδηλώσει συμπεριφορά που να χαρακτηρίζεται ως παθολογική, αρρωστημένη.
Digitized by 10uk1s
ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
Digitized by 10uk1s
Η ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ «Δεν υπάρχει ίσως άλλο θέμα στην ιστορία της επιστήμης που να προκάλεσε μια τόσο σφοδρή διαμάχη στο νοηματικό, μεθοδολογικό, ψυχολογικό, ηθικό, πολιτικό και κοινωνιολογικό επίπεδο όσο το θέμα του γενετικού καθορισμού της νοημοσύνης. Οι λόγοι είναι ευνόητοι, οι επιπτώσεις κυρίως κοινωνικές και πολιτικές. Τα ερωτήματα που έθεσε το θέμα στους ερευνητές του είναι τόσο πλούσια σε προβληματισμό αλλά και πολυπλοκότητα, που θεωρητικά θα ήτανε δυνατό να αναπτυχθεί μια ολόκληρη παιδεία γύρω απ' αυτό».64 Οι ορισμοί και οι εκδοχές για τη νοημοσύνη είναι πάρα πολλοί, όλοι όμως ανεπαρκείς και συζητήσιμοι∙ άλλωστε είναι γνωστή και χρησιμοποιείται συχνά, ακριβώς για να δείξει την αδυναμία ορισμού της νοημοσύνης, η παραδοξολογία «νοημοσύνη είναι αυτό που μετρούν οι δοκιμασίες νοημοσύνης». Εκτός από το γεγονός ότι η κατεξοχήν ανθρώπινη αυτή δραστηριότητα ‐ που ονομάζεται νοημοσύνη ή νοητικές ικανότητες ‐ απασχόλησε τους στοχαστές από τον καιρό της αρχαιότητας, οι συγκρουόμενες ερμηνείες ως προς τη φύση της πήραν τέτοια έκταση ώστε το ερώτημα αν είναι εγγενής ή επίκτητη, από αντικείμενο της επιστήμης έγινε συχνά πεδίο ιδεολογικών συγκρούσεων και δικαιολογία πολιτικών και οικονομικών επιχειρήσεων εκμετάλλευσης ή και εξόντωσης ανθρώπινων ομάδων.65 Σήμερα με την πρόοδο των θετικών επιστημών και κυρίως της βιολογίας και της γενετικής66 γνωρίζουμε ότι, αντίθετα με τις απλουστευτικές και μονομερείς ερμηνείες που έχουν ως τώρα υπάρξει, η νοημοσύνη (όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο χαρακτηριστικό) και η ανάπτυξη της νοημοσύνης, εξαρτώνται από τη δυναμική και συνεχή αλληλεπίδραση ενός ποσοστού του κληρονομικού παράγοντα με ένα ποσοστό του περιβαλλοντικού παράγοντα και ένα ποσοστό της αλληλεπίδρασης των δύο.67 Η αλληλεπίδραση αυτή έχει δυναμικό χαρακτήρα και όχι αθροιστικό. Με τον όρο αλληλεπίδραση δεν εννοούμε απλώς ότι ο κληρονομικός παράγοντας συνεργάζεται με τον περιβαλλοντικό και παράγουν τον παρατηρούμενο φαινότυπο ‐ όπως ισχυρίζεται ο Eysenk. Οι περισσότεροι γενετιστές της συμπεριφοράς, με τον όρο αλληλεπίδραση εννοούν το διαφορικό των φαινοτυπικών αποτελεσμάτων. Θεωρούν δηλαδή τον διαφοροποιημένο φαινότυπο σαν αποτέλεσμα των ποικίλων και αναρίθμητων συνδυασμών των γονοτύπων με το διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον. Πόση από τη φαινοτυπική διαφορά (variance) ανήκει σε καθέναν από τους παράγοντες που είναι υπεύθυνοι; Αυτό είναι το ζητούμενο. Κανείς δεν είναι σε θέση να καθορίσει το βαθμό στον οποίο τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου είναι γενετικά καθορισμένα. Κάθε χαρακτηριστικό επηρεάζεται από τα γονίδια, επηρεάζεται όμως συγχρόνως και από το περιβάλλον του. Οι γενετικοί μηχανισμοί επενεργούν ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες του περιβάλλοντος. Μπορεί ακόμα να μην μπορούν να επενεργήσουν καθόλου σε ορισμένου τύπου περιβάλλον. Π.χ. καθένας από μας θα μπορούσε να έχει το μισό ύψος από αυτό που έχει ή ακόμη τα... μισά από τα άκρα του, αν είχε ένα γενετικό ελάττωμα ή αν είχε αναπτυχθεί σ' ένα μειονεκτικό περιβάλλον π.χ. το περιβάλλον της μήτρας που προσβάλλεται από τη θαλιδομίδη. Κανένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό δεν κληρονομείται απλώς. Κανένα όμως χαρακτηριστικό επίσης δεν μπορεί να αναπτυχθεί δίχως τη γενετική προικοδότηση, που προμηθεύει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξή του. Δεν υπάρχουν γόνοι της νοημοσύνης. Δεν υπάρχει ποσότητα της νοημοσύνης που μεταβιβάζεται στο άτομο. Υπάρχουν γόνοι που περιέχουν τη δυνατότητα, μια γενική προδιάθεση για τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη ικανοτήτων που μορφοποιούνται και εξελίσσονται μέσα στο περιβάλλον και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τα πορίσματα της βιολογίας και της γενετικής, ο μύθος της καθαρά κληρονομικής νοημοσύνης έχει πια καταρριφθεί. Τα πρόσφατα συμπεράσματα που στοιχειοθετούν την καινούργια βιολογική άποψη68 είναι πολύ σημαντικά για την ερμηνεία των διαφορετικών χαρακτηριστικών του ατόμου μέσα σ' ενα περιβάλλον. Ανοίγουν την προοπτική για να μελετηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν
Digitized by 10uk1s
καθοριστικότερα ορισμένα χαρακτηριστικά και την ανάπτυξή τους, και μάλιστα να μελετηθεί πώς μπορεί να βελτιωθούν οι παράγοντες εκείνοι που οι κοινωνίες μπορούν να ελέγξουν, επηρεάζοντας θετικά την εξέλιξη. Γι' αυτό και θα πρέπει να μάθουμε πώς να εκτιμούμε τις ανθρώπινες διαφορές μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία. Η δοκιμασία νοημοσύνης Η μακρόχρονη προσπάθεια των μελετητών να ερμηνεύσουν τη νοημοσύνη, γέννησε και την επιθυμία τους να την καταμετρήσουν και εφευρέθηκαν διάφορες δοκιμασίες και μετρητές με στόχο την αποτίμηση της νοημοσύνης των ατόμων. Η πρώτη δοκιμασία νοημοσύνης δηλαδή το πρώτο εργαλείο ανίχνευσης και μέτρησης των νοητικών ικανοτήτων κατασκευάστηκε από τον Alfred Binet και μάλιστα για να εξυπηρετήσει ορισμένες ανάγκες της εκπαίδευσης. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για το χωρισμό των παιδιών με κανονική σχολική νοημοσύνη από τα παιδιά με γνωστική καθυστέρηση. Ο αρχικός όμως αυτός και πρακτικός σκοπός της δοκιμασίας του Binet ξεχάστηκε, η δοκιμασία μεταβλήθηκε σε κριτήριο για την αξιολόγηση των μαθητών και στη συνέχεια σε κριτήριο για την αξιολόγηση των ανθρώπων γενικά, με αποτέλεσμα τον αθέμιτο διαχωρισμό τους και την κατηγοροποίησή τους σε «έξυπνους» και «κουτούς», «ικανούς» και «ανίκανους».69 Από τότε, άρχισαν να κατασκευάζονται και να πληθαίνουν οι κλίμακες για την καταμέτρηση της νοημοσύνης με αποτέλεσμα να υπάρχουν σήμερα διάφορες δοκιμασίες70 που εμφανίζονται σαν αντικειμενικοί μετρητές. Η αντικειμενικότητα όμως όλων των δοκιμασιών είναι πολύ συζητήσιμη και δεν αποδεικνύεται.71 Ένας λόγος είναι η τεράστια δυσκολία να διατυπωθεί ένας πειστικός και πλήρης ορισμός της νοημοσύνης, να καταγραφούν η υφή και τα χαρακτηριστικά της, ώστε να μπορούν ενδεχομένως να μετρηθούν. Πώς όμως είναι δυνατό να μετρηθεί κάτι που δεν μπορεί να οριστεί; Στην ερώτηση τί είναι νοημοσύνη δίνονται διάφορες και διαφορετικές μεταξύ τους απαντήσεις, πράγμα που είναι φυσικό, γιατί κάθε ισχυρισμός για την περιγραφή «άυλων» και «αόρατων» χαρακτηριστικών δεν μπορεί ούτε ν' αποδειχθεί ούτε να διαψευστεί πειραματικά. Επίσης, πολλά από τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στη νοημοσύνη είναι πολιτισμικά ή κοινωνικά ή και ταξικά καθορισμένα, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι μετρήσεις δεν έχουν παγκόσμια αξία.72 Οι περισσότεροι ψυχολόγοι σήμερα βασιζόμενοι συγχρόνως και στα πορίσματα της βιολογίας, συμφωνούν για την ύπαρξη δύο ειδών νοημοσύνης. Το πρώτο είδος Α είναι η εγγενής δυνατότητα, που δεν μπορεί να καταμετρηθεί. Το άλλο είδος Β είναι η ικανότητα που αναπτύσσεται, με προϋπόθεση την Α εγγενή δυνατότητα και χάρη στην αλληλεπίδραση της με το περιβάλλον. Επομένως το Β είδος της νοημοσύνης είναι εκείνο που καταμετρούν οι δοκιμασίες και δίνουν ενα αποτέλεσμα λιγότερο η περισσότερο πραγματικό.73 Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι είναι οπωσδήποτε σχετική η αξία όλων των μετρήσεων της νοημοσύνης. Το αποτέλεσμα των δοκιμασιών, ο Δ.Ν. (δείκτης νοημοσύνης) δεν αποτελεί παρά μόνο ένδειξη ορισμένων ικανοτήτων που το άτομο έχει κάποια στιγμή της ζωής του. Ακριβώς όμως επειδή η ένδειξη αφορά τη συγκεκριμένη στιγμή και τη συγκεκριμένη ηλικία και δεν είναι ούτε σταθερή ούτε αμετάκλητη, η επιλογή των ατόμων με βάση το Δ.Ν., το ξεχώρισμά τους σε κατηγορίες, είναι κοινωνικά πολύ συζητήσιμη διαδικασία.74 Η αντικειμενικότητα των δοκιμασιών είναι λοιπόν σχετική. Η σχετικότητα αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι ερωτήσεις που οι δοκιμασίες θέτουν για να μετρήσουν τη νοημοσύνη επηρεάζονται από την «θεωρία» για την υφή, φύση της νοημοσύνης που πρεσβεύει ο κατασκευαστής τους, σε τελευταία ανάλυση από την «ιδεολογία» της οποίας είναι φορέας. Άλλος ένας παράγοντας που σχετικοποιεί την αντικειμενικότητα των δοκιμασιών είναι το γεγονός Digitized by 10uk1s
ότι οι απαντήσεις που δίνουν τα εξεταζόμενα άτομα καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη δοσμένη κοινοτική πραγματικότητα. Διάφορες έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι ικανότητες που χαρακτηρίζουν τη νοημοσύνη ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με το φυλετικό πολιτισμικό περιβάλλον και με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν τα εξεταζόμενα άτομα. Το γεγονός ότι οι φυλές75 διαφέρουν φυλετικά δεν είναι θέμα διαμάχης. Μπορεί όμως κάθε φυλετική διαφορά να θεωρηθεί απαραίτητα γενετική; Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί στη διαφορά του Δ.Ν. ανάμεσα σε δύο ανθρώπους διαφορετικών φυλών είναι: πού θα αποδώσουμε αυτή τη διαφορά, τα κριτήρια δηλαδή που θα χρησιμοποιήσουμε για να εξηγήσουμε τη διαφορά που μελετούμε. Οι προσπάθειες άλλωστε να εξουδετερωθούν οι κοινωνικοί και μορφωτικοί παράγοντες, ώστε η δοκιμασία να μπορεί να μετρήσει ακριβώς τη νοημοσύνη, δεν πέτυχαν, για τον επιπλέον λόγο ότι δεν είναι ίσως νόμιμος ένας τέτοιος χωρισμός. Οι έρευνες διαπιστώνουν άπειρους κοινωνικούς και μορφωτικούς παράγοντες μέσα στις δοκιμασίες. Και οι δοκιμασίες αποδεικνύουν συστηματικά στενή σχέση ανάμεσα στο Δ.Ν. και το σχολικό επίπεδο, όπως ανάμεσα στο Δ.Ν. και την κοινωνική και οικονομική προέλευση του ατόμου. Το στατιστικό αυτό αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο, εφόσον οι δοκιμασίες εμπεριέχουν μεγάλο βαθμό αποκτημένων γνώσεων. Το αποτέλεσμα όμως αυτό αποδεικνύει συγχρόνως ότι οι δοκιμασίες οι ίδιες είναι κοινωνικές κατασκευές και δεν μπορούν να μετρήσουν την «καθαρή» νοημοσύνη, αν σημαίνει κάτι αυτή η λέξη. Τα αποτελέσματα ερευνών σε πολλές χώρες δείχνουν τόσο τη σχετική αξία των δοκιμασιών, όσο και την ισχυρή επίδραση των κοινωνικών παραγόντων σ' αυτό που ονομάζεται νοημοσύνη. Ο Β. Bernstein και οι συνεργάτες του μετά από πολύχρονες έρευνες στα αγγλικά σχολεία καταλήγουν σε μια σειρά συμπερασμάτων που αποδεικνύουν πειραματικά την παραπάνω κοινωνική διαφοροποίηση. Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές τα παιδιά που προέρχονται από την εργατική τάξη αποδεικνύονται με λιγότερη φαντασία και λιγότερη περιέργεια από τα παιδιά των ανωτέρων και μεσαίων στρωμάτων.76 Άλλη πειραματική απόδειξη της διαπίστωσης αυτής αποτελεί μια έρευνα που έγινε στην Αγγλία σε γυμνασιόπαιδα και που εξέτασε τις πιθανότητες του κάθε μαθητή να φτάσει ως το απολυτήριο. Το ενδιαφέρον είναι ότι διαπιστώθηκαν μεγάλες διαφορές σε παιδιά που είχαν ίδιο Δ.Ν. και ίδιους βαθμούς στις δοκιμασίες, ανάλογα με την κοινωνική τάξη που ανήκαν. Οι πιθανότητες για τα παιδιά αυτά ταξινομημένα κατά Δ.Ν. κυμαίνονται από τέσσερις πιθανότητες στις πέντε έως μια στις δέκα κατά την κοινωνική τους προέλευση. Οι λιγότερες πιθανότητες διαπιστώνονται στα παιδιά με γονείς εργάτες χειρώνακτες. Στις ΗΠΑ,77 πολυάριθμες έρευνες πάνω στα ίδια θέματα καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα. Διαπιστώνουν ότι η σχολική επιτυχία καθορίζεται από τη δυνατότητα και την ευκολία με την οποία το παιδί χειρίζεται τη γλώσσα των οικονομικά προνομιούχων τάξεων. Διαπιστώνουν επίσης στενή σχέση ανάμεσα στο Δ.Ν. και την κοινωνική προέλευση, το Δ.Ν. και τη φυλετική προέλευση, το Δ.Ν. και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, το Δ.Ν. και το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας. Στη Γαλλία, το Institut National D' Etudes Démographiques (INED) έκανε έρευνες σε εθνική κλίμακα με μεγάλο δείγμα και κατέληξε τρεις φορές με διαφορά περίπου δέκα χρόνια από την μια έρευνα στην άλλη, στα ίδια συμπεράσματα. Καί οι τρεις αυτές έρευνες δηλαδή δίνουν παρόμοια αποτελέσματα: όσο ανεβαίνουμε στην κοινωνική κλίμακα τόσο οι βαθμοί των παιδιών είναι ψηλότεροι (η μέτρηση έγινε με δοκιμασίες νοημοσύνης).78 Τα παραπάνω ενδεικτικά στατιστικά αποτελέσματα αποδεικνύουν οπωσδήποτε την αναμφισβήτητη και καθοριστική επίδραση που ασκεί η κοινωνική προέλευση στην επίδοση των ατόμων στις δοκιμασίες που δείχνουν τις διανοητικές ικανότητες, στη σχολική επιτυχία, καθώς και στην κοινωνική επιτυχία, που σχετίζεται με τη σχολική επίδοση και την απόκτηση διπλωμάτων. Με άλλα λόγια ο Δ.Ν. ή η εξυπνάδα και η σχολική επιτυχία καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική προέλευση.79 Δίχως να αμφισβητούμε τη σχετική χρησιμότητα των δοκιμασιών, ούτε ν' απορρίπτουμε όλα τα λεγόμενα tests νοημοσύνης, τα αποτελέσματα των παραπάνω ερευνών μας βοηθούν να Digitized by 10uk1s
καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η χρησιμότητα των δοκιμασιών κρίνεται τελικά από τον τρόπο χρήσης τους και από τον τρόπο ερμηνείας τους. Οι δοκιμασίες νοημοσύνης είναι χρήσιμες για να εντοπίζουμε τις ελλείψεις και τις αδυναμίες των παιδιών σε σχέση με τις απαιτήσεις του σχολείου. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν στο να διαπιστώσουμε τις διαφορές ανάμεσα σε άτομα της ίδιας ομάδας, για να μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτές τις διαφορές. Υπάρχει πάντως διαρκώς ο κίνδυνος: ο δείκτης νοημοσύνης από ένδειξη δυνατότητας να αντιμετωπιστεί σαν απόδειξη ικανότητας ή ανικανότητας, και ακόμα χειρότερα, όπως συχνά συμβαίνει, ν' αντιμετωπιστεί σαν απόδειξη κάποιας εγγενούς και αμετάκλητης ανικανότητας. Ακόμη και ο βρετανός ψυχολόγος H.J. Eysenk που υποστήριζε τη σημασία της κληρονομικότητας στη νοημοσύνη, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που το παραδεχόταν ο Α. Jensen στις Η.Π.Α., παρατηρεί με ειλικρίνεια ότι: «οι δοκιμασίες νοημοσύνης δεν στηρίζονται σε γερές επιστημονικές αρχές και φυσικά δεν υπάρχει συμφωνία των ειδικών ως προς τη φύση της νοημοσύνης» και συνεχίζει: «Η κοινωνία βέβαια, που πάντα ενδιαφέρεται για την άμεση εφαρμογή της τεχνολογικής προόδου, πρέπει να αναλάβει την ευθύνη που της ανήκει για τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί».80 Ίσως μια από τις «κρυφές» προκαταλήψεις της ψυχολογίας να είναι η πίστη πως τα χαρακτηριστικά και οι ικανότητες των ατόμων είναι αμετάβλητα. Δεν υπάρχει όμως καμιά σταθερή απόδειξη που να αποκλείει τη μεταβολή τους. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο θα ήταν ίσως σκόπιμο να υποδειχθούν καινούργιες δοκιμασίες που να λαβαίνουν υπόψη τους και τις πιθανές μεταβολές των χαρακτηριστικών που αποτιμούν. Τέλος όταν μελετάμε ψυχολογικές διεργασίες των ατόμων είτε σε μικρές ομάδες είτε σε μεγαλύτερα κοινωνικά σύνολα, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι οι διεργασίες αυτές διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση μεγάλου αριθμού παραγόντων που έχουν σχέση με την προϊστορία και την εξέλιξη του κάθε ατόμου, τις διαπροσωπικές του σχέσεις κατά το παρελθόν και το παρόν του, τις προσωπικές του εμπειρίες και τις συνθήκες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει τη στιγμή της διερεύνησης. Θα επισημάνουμε τους κύριους συντελεστές, όσους μπορούμε να απομονώσουμε και να εκτιμήσουμε τη συμβολή τους με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και αξιοπιστία. Πλάι σ' αυτούς τους κύριους ενεργούς συντελεστές, που κατά μεγάλο μέρος προσδιορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων, θα πρέπει να επισημάνουμε και τους άλλους παράγοντες που αποτελούν το πλαίσιο και το έδαφος πάνω στο όποιο δρουν οι πρώτοι, μόνη δυνατότητα για να αποφύγουμε τον κίνδυνο τεράστιων παραποιήσεων και παρερμηνειών.
Digitized by 10uk1s
ΚΙΝΗΤΗΡΙΑ ΔΥΝΑΜΗ
Digitized by 10uk1s
Η ΚΙΝΗΤΗΡΙΑ ΔΥΝΑΜΗ81 Αν εξετάσουμε ιστορικά τη διαδρομή και τα διάφορα στάδια από τα οποία πέρασε η μελέτη και η έρευνα των προβλημάτων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θα διαπιστώσουμε ότι σε κάθε εποχή, σε κάθε ιστορική περίοδο, οι μελετητές συγκεντρώνουν την προσοχή τους σε μια ιδιαίτερη πλευρά της συμπεριφοράς σε μια ιδιαίτερη ανθρώπινη λειτουργία, που τη χαρακτηρίζουν πρωτεύουσα και που η εξονυχιστική της μελέτη προσφέρει τα στοιχεία για την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η επιλογή αυτή προσδιορίζεται από πολλούς παράγοντες, από τις συγκεκριμένες συνθήκες ζωής που επικρατούν σε κάθε περίοδο, από τις ιδιαίτερες ανάγκες που κάθε εποχή δημιουργεί και από το επίπεδο των επιστημονικών γνώσεων και των δυνατοτήτων που υπάρχουν για τη μελέτη και τον εντοπισμό των προβλημάτων. Υπήρξαν περίοδοι που το κύριο αντικείμενο όσων μελετούσαν την ανθρώπινη συμπεριφορά ήταν το ένστικτο, ενώ άλλοτε ήταν η νοημοσύνη και άλλοτε η μάθηση. Η δική μας εποχή θα μπορούσε, με την παραπάνω έννοια, να χαρακτηριστεί ως η εποχή της κινητήριας δύναμης και των κινήτρων της συμπεριφοράς. Το ενδιαφέρον των μελετητών συγκεντρώνεται στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τα αίτια ή όπως θα λέγαμε αλλιώς το «γιατί» της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αντικείμενο των ερευνητών είναι το ερώτημα: τί κινητοποιεί τους ανθρώπους να «δρουν» μ' έναν ορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, τί κινητοποιεί τους ανθρώπους να εργάζονται σκληρά και για πολλές ώρες για να πετύχουν έναν επιδιωκόμενο σκοπό, τί κινητοποιεί τους ανθρώπους να διακινδυνεύουν ακόμη και τη ζωή τους κάτω από ορισμένες συνθήκες; Ποια είναι η δύναμη που ωθεί τους ανθρώπους σε πράξη; Κινητήρια δύναμη είναι, όπως ορίζεται από τους περισσότερους μελετητές, η δύναμη που ενεργοποιεί τη συμπεριφορά ενός οργανισμού για να πετύχει την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών του.82 Δηλαδή, η κινητήρια δύναμη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η αρχή (principe) της ενέργειας που ωθεί όλους τους ζωντανούς οργανισμούς να πετύχουν ένα στόχο. Κινητήρια δύναμη, κατά την εύστοχη διατύπωση του Βέλγου ψυχολόγου Nuttin, είναι ο εγγενής δυναμισμός της συμπεριφοράς, η έμφυτη δυνατότητα που διαθέτει κάθε οργανισμός να κινητοποιείται, να αντιδρά, γενικά να συμπεριφέρεται όταν δέχεται ένα εσωτερικό ή εξωτερικό (από το περιβάλλον) ερέθισμα. Άρα, η κινητήρια δύναμη είναι μια διεργασία που αρχίζει από τη στιγμή που το άτομο δέχεται ένα εξωτερικό ή εσωτερικό ερέθισμα. Το ερέθισμα προκαλεί τη δημιουργία μιας ανάγκης, που μετατρέπεται σε σύλληψη και διαμόρφωση ενός σκοπού. Το άτομο θέτει το σκοπό αυτό στον εαυτό του και επιδιώκει να τον πετύχει. Ο ρόλος της κινητήριας δύναμης τελειώνει τη στιγμή που η συμπεριφορά του ατόμου προσανατολίζεται προς αυτό το σκοπό και μετατρέπεται σε μέσο για την πραγματοποίησή του. Με άλλα λόγια, κινητήρια δύναμη είναι μια ψυχική διαδικασία που δημιουργεί μία ορισμένη συμπεριφορά, ή τροποποιεί την υπάρχουσα συμπεριφορά. Η κάθε συμπεριφορά πηγάζει, «κινητοποιείται» από μια επιθυμία ή και από ένα σκοπό∙ (ας σημειωθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να είναι ορατός αλλά ενδέχεται να μη φαίνεται). Για να κατορθώσει μια επιθυμία να κινητοποιήσει τη συμπεριφορά πρέπει να είναι επιθυμία ισχυρή, κυριαρχική. Πρέπει δηλαδή η επιθυμία να μετατραπεί σε ανάγκη, μετατροπή που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να τεθεί η συμπεριφορά σε κίνηση. Όταν η επιθυμία δεν είναι αρκετά ισχυρή, η κινητήρια δύναμη προσανατολίζεται πάντα προς το σκοπό, αλλά με τρόπους τους οποίους χαρακτηρίζει η ασυνέχεια. Για παράδειγμα, επιθυμώ να γίνω γιατρός, αλλά τα κίνητρά μου δεν είναι ισχυρά και οι εξωτερικές συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερα προτρεπτικές. Στην περίπτωση αυτή ή θα αλλάξω στόχο (εγκαταλείποντας την ιατρική), ή για να πετύχω τελικά το σκοπό μου θα μου χρειαστούν πολύ περισσότερα χρόνια από όσα απαιτεί η κανονική φοίτηση. Η κινητήρια εγγενής δύναμη πηγάζει από τις ανθρώπινες ανάγκες και εκδηλώνεται με την αναζήτηση μεγάλης ποικιλίας αντικειμένων, διαφορετικών ως προς όλα τα στοιχεία τους, αλλά όμοιων ως προς τη λειτουργία τους.83 Τα αντικείμενα αυτά καλούνται κίνητρα. Κίνητρο λοιπόν ονομάζεται μια αποκτημένη από τη μάθηση (την εμπειρία) μορφή που παίρνει η κινητήρια δύναμη.
Digitized by 10uk1s
Ένας τρόπος ικανοποίησης των βασικών αναγκών ‐τρόπος που πηγάζει από τη μάθηση, από τη γνώση‐και είναι διαφορετικός κάθε φορά για τον κάθε άνθρωπο. Κίνητρο είναι η μορφή που παίρνει ο βασικός προσανατολισμός της συμπεριφοράς. Η διαφορά ανάμεσα στην κινητήρια δύναμη και τα κίνητρα είναι ότι τα κίνητρα μαθαίνονται, ενώ ο δυναμισμός της συμπεριφοράς είναι εγγενής.84 Ο οργανισμός διαθέτει συχνά ορισμένα «σχήματα εγγενή» που του επιτρέπουν να αναπτύξει άμεσα μια «κατευθυνόμενη» αντίδραση, που του επιτρέπουν δηλαδή ν' αντιδράσει χωρίς την προϋπόθεση της μάθησης. Τέτοιες αντιδράσεις είναι π.χ. η αποθήκευση τροφής στα κατώτερα ζώα ή η ομαδική αποδημία των πουλιών ή το χτίσιμο της φωλιάς ή η επιθετικότητα στον άνθρωπο κατά ορισμένους θεωρητικούς. Η κινητήρια δύναμη παίζει το ρόλο της όταν ο οργανισμός δεν διαθέτει σχήματα εγγενή για να πετύχει το συγκεκριμένο σκοπό, οπότε η κινητήρια δύναμη σύμφωνα με ορισμένους μελετητές όχι μόνο κινητοποιεί τον οργανισμό, αλλά μπορεί ακόμη να ορίζει την κατεύθυνση της συμπεριφοράς του.85 Βασικό πρόβλημα που απασχολεί τους μελετητές είναι κατά πόσον η κατεύθυνση της συμπεριφοράς είναι κι αυτή εγγενής και προδιαγραμμένη. Οι απόψεις των ειδικών διαφέρουν. Υπάρχει και η αντίθετη από την παραπάνω άποψη, που λέει ότι η κινητήρια δύναμη κινητοποιεί χωρίς να κατευθύνει τη συμπεριφορά και ότι η κατεύθυνση οφείλεται στις ενδείξεις που το άτομο προμηθεύεται από τα εξωτερικά ερεθίσματα και κυρίως από τις εμπειρίες του (εμπειρίες ‐ μάθηση). Ο δυναμισμός της συμπεριφοράς είναι, επαναλαμβάνουμε, εγγενής, ενώ τα κίνητρα, τα συγκεκριμένα σχήματα που παίρνει η συμπεριφορά μαθαίνονται. Το πρόβλημα είναι κεφαλαιώδες γιατί αγγίζει το θεμελιακό ερώτημα ποιο ακριβώς μέρος της συμπεριφοράς είναι εγγενές και ποιο το επίκτητο. Για την εξήγηση του φαινομένου αναπτύχθηκαν πολλές θεωρίες και δεκάδες επιστημόνων σε όλο τον κόσμο, αξιολογώντας τη σπουδαιότητά του, ερευνούν πειραματικά από διάφορες πλευρές το πρόβλημα των κινήτρων. Καθώς η κινητήρια δύναμη και τα κίνητρα είναι μια επιμέρους ψυχολογική διεργασία πολυσήμαντη και πολύμορφη με πλευρές βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές, οι έρευνες που αφορούν τη λειτουργία της, και την έκβασή της, οδήγησαν σε διακλαδική αντιμετώπιση. Έτσι χρειάστηκε από θεωρητική άποψη να συγκλίνει η προσοχή του ψυχολόγου, του ψυχαναλυτή και άλλων, όπως βιολόγων, νευρολόγων κλπ. Η πολύπλευρη αυτή αντιμετώπιση είχε ως θετικό αποτέλεσμα ένα μεγάλο εχέγγυο αντικειμενικότητας. Συγχρόνως όμως η κινητήρια δύναμη και τα κίνητρα έλαβαν ένα ποικίλο εννοιολογικό περιεχόμενο, ανάλογα με την ειδικότητα του ερευνητή, τη μέθοδο που ακολουθούσε, ακόμη και τον ιδεολογικό του προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να γίνει περίπλοκο το θέμα. Οι διάφορες θεωρίες, που αναπτύχθηκαν, προσπαθούν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά, τα αίτια που την προκαλούν, τις δυνάμεις που την ελέγχουν και την καθοδηγούν και γενικά το μηχανισμό της. Ας σημειωθεί ότι «κινητήρια δύναμη», «κίνητρο» είναι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν μόνο από την αρχή του 20ού αιώνα. Οι λέξεις αυτές αντικατέστησαν άλλες όπως: το λογικό, ο νους, ο λόγος, η ελεύθερη βούληση. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα οι στοχαστές πίστευαν ότι πολλές από τις πράξεις μας καθορίζονται από εσωτερικές δυνάμεις που δεν μπορούμε να τις ελέγξουμε. Ο Hobbes, π.χ. οπαδός της ηδονιστικής θεωρίας, υποστήριζε ότι η συμπεριφορά μας κατευθύνεται από την ανάγκη αποφυγής του πόνου και την αναζήτηση της χαράς. Οι διάφορες θεωρίες που ως τώρα αναπτύχθηκαν για να εξηγήσουν τη συμπεριφορά είναι οι παρακάτω: Η θεωρία των ενστίκτων86 Το σύγχρονο ενδιαφέρον για τα ένστικτα εξακολουθεί να υπάρχει έντονο στους ηθολόγους, που προσπαθούν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά των ζώων με το ένστικτο και να μεταφέρουν τα
Digitized by 10uk1s
συμπεράσματά τους στον άνθρωπο. Η θεωρία των ενστίκτων ή της ενστικτώδους συμπεριφοράς φαίνεται ότι έλκει την καταγωγή της από τις πρώτες προσπάθειες της αρχαίας σκέψης να καθορίσει τις ανθρώπινες ιδιότητες σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά των ζώων. Κατά την αρχαία σκέψη, τα ζώα κινούνται με το ένστικτο και ο άνθρωπος με τη λογική. Ο λόγος αποτελεί την καθοριστική διαφοροποίηση ανθρώπου και ζώου. Τη θεωρία του ενστίκτου διατηρεί και η χριστιανική φιλοσοφία, γιατί την αντιμετωπίζει σαν πρακτικά χρήσιμη, σαν ενισχυτική της συμπεριφοράς με την υπογράμμιση: ο άνθρωπος είναι «έλλογον ον», δηλαδή ικανό να αντιστέκεται στα ένστικτα. Σήμερα τα ένστικτα θεωρούνται εγγενείς δυνάμεις (ορμή ‐ ενέργεια), που τείνουν στην ικανοποίησή τους προκαλώντας ενός ορισμένου τύπου συμπεριφορά, τη μη καθορισμένη από τη μάθηση. Οι ηθολόγοι προσπαθούν να μελετήσουν τη μη μαθημένη συμπεριφορά έχοντας ως αντικείμενο έρευνας τα ζώα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι παρ' όλο που οι παρατηρήσεις των ηθολόγων δεν είναι απορριπτέες, είναι ωστόσο ελλιπείς. Δεν επαρκούν για να εξηγήσουν ορισμένες σημαντικές ανθρώπινες συμπεριφορές, εφόσον δεν δέχονται τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, που όχι μόνο επηρεάζει την κατεύθυνση της συμπεριφοράς του ανθρώπου, αλλά οργανώνει και την ίδια τη δομή του.87 Όπως αναφέρει ο Κ. Lewin, κάθε κίνητρο πηγάζει τόσο από το άτομο, που τείνει προς ένα αποτέλεσμα όσο και από το αντικείμενο που προκαλεί την κινητήρια ελκτική δύναμη. Η ψυχαναλυτική θεωρία Η θεωρία του Freud έδωσε έμφαση στα ένστικτα και ιδιαίτερα στην ιδέα της ασυνείδητης κινητήριας δύναμης, άποψη που δεν έχει απορριφθεί από κανένα. Η ψυχαναλυτική θεωρία λοιπόν, στην κλασική της μορφή, στη μορφή με την οποία διατυπώθηκε από τον ιδρυτή της, βασίζεται στην αντίληψη για τις ενστικτώδεις ορμές και την αποκάλυψη των ασυνείδητων κινήτρων, που ερμηνεύουν πολλές μορφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο Freud88 ξεκινάει από την ανάλυση των ορμών, αλλά αργότερα η θεωρία του εξελίσσεται σε μια πολύ πιο εύπλαστη και διαλεκτική θεωρία των ενστίκτων, που δέχεται την αλληλεπίδραση του βιολογικού και του κοινωνικού στοιχείου και μας επιτρέπει να κατανοούμε την κοινωνική δραστηριότητα του ατόμου. Έτσι, η ανάλυση των ορμών από τις οποίες η θεωρία αυτή ξεκινάει, παρουσιάζεται να έχει πολύ περισσότερες ομοιότητες με τις «ορμές» της θεωρίας της μάθησης89 παρά με την έννοια του ενστίκτου των ηθολόγων. Η ψυχαναλυτική θεωρία αποτελεί την πληρέστερη βάση για τη μελέτη της κινητήριας δύναμης γιατί επεκτείνεται τόσο, που να καλύπτει ευρύτατο φάσμα της διαδικασίας αυτής. Η μεγαλύτερη πάντως προσφορά της θεωρίας αυτής στον τομέα των κινήτρων είναι η ανακάλυψη της έννοιας της υποσυνείδητης «κινητήριας δύναμης», που θεωρείται υπεύθυνη για ειδικές εκδηλώσεις της συμπεριφοράς και που δίχως να μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά έχει ωστόσο γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους θεωρητικούς. Με τον όρο υποσυνείδητη κινητήρια δύναμη εννοούμε τα κίνητρα που υπάρχουν «εν σπέρματι», ασυνείδητα μέσα στη φαντασία ενός ατόμου, καθώς και τις επιθυμίες και τις ορμές (impulses) που σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία βρίσκονται στο ασυνείδητο. Αυτές οι ορμές και επιθυμίες δεν συνειδητοποιούνται από το άτομο παρά ίσως πολύ συγκεχυμένα, είναι όμως πολύ ισχυρές και κινητοποιούν το άτομο να ενεργεί, να δρα, χωρίς να γνωρίζει τις αιτίες της συμπεριφοράς του. Ο Freud υποστήριξε ότι η «υποσυνείδητη κινητήρια δύναμη» εκφράζει την ενέργεια του υποσυνείδητου που λειτουργεί με τη μορφή των ορμών, επιθυμιών μέσα από κάθε ανοιχτό κινητήριο αγωγό. Όταν οι επιθυμίες δεν μπορούν εύκολα να ικανοποιηθούν, δηλαδή να εκφορτιστούν να εκτονωθούν άμεσα, τότε η ψυχική ενέργεια παράγει ελεύθερα μέσα από το σύστημα της μνήμης νοητικές εικόνες, αναπαραστάσεις του επιθυμητού
Digitized by 10uk1s
αντικειμένου και ικανοποιεί μ' αυτόν τον τρόπο την επιθυμία (μέσα από τη διαδικασία της κάθεξης). Τις ορμές αυτές, τις επιθυμίες που εκφράζονται και εκδηλώνονται στις νοητικές εικόνες μπορούμε, σύμφωνα με τον Freud πάντα, να τις παρατηρήσουμε στα όνειρα, στις παραδρομές της γλώσσας, στα παιγνίδια των παιδιών, στη φαντασία των ενηλίκων καθώς και στις ψευδαισθήσεις των ψυχωτικών. Επειδή η σημασία της κινητήριας δύναμης για τη συμπεριφορά παίζει σπουδαίο ρόλο, οι μελετητές οδηγήθηκαν στη δημιουργία μεθόδων έρευνας, που ονομάστηκαν προβλητικές και που μπορούν να την αποκαλύψουν, να τη σταθμίσουν και να τη μετρήσουν κατά κάποιο τρόπο. Πρέπει να σημειώσουμε τη συμβολή της ψυχαναλυτικής θεωρίας, όχι τόσο σε ό,τι αφορά τις πειραματικές αποδείξεις των θέσεων που υποστηρίζει ‐ λίγες είναι εκείνες που έχουν πειραματικό υπόβαθρο ‐ αλλά για την ανυπολόγιστη συμβολή της, την άμεση και έμμεση, στην αναζήτηση των αιτίων που καθορίζουν τη συμπεριφορά και τον τρόπο που την κινητοποιούν.90 Οι θεωρίες της μάθησης Ένας από τους λόγους που στον αιώνα μας έκαναν την κινητήρια δύναμη (motivation) να γίνει το κέντρο της ψυχολογικής σκέψης είναι η πληθώρα των μελετών γύρω από τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν για να εξηγήσουν τη μάθηση (learning) της συμπεριφοράς, οι γνωστές γενικότερα με το όνομα θεωρίες των «ορμών» (drives).91 Από τη στιγμή που η εξέλιξη της επιστήμης αποδεικνύει ότι η θεωρία των ενστίκτων και η μη μαθημένη συμπεριφορά δεν αποτελούν αξιόπιστα στοιχεία για να εξαχθούν επιστημονικά πορίσματα, δίνεται, όπως είναι φυσικό, πολύ λιγότερη έμφαση σ' αυτές τις θεωρίες και συγχρόνως δημιουργείται η ανάγκη να επινοηθούν νέες εναλλακτικές ερμηνείες και έρευνες. Η αμφισβήτηση των ενστίκτων και της μη μαθημένης συμπεριφοράς οδήγησε στην πλήρη άρνησή τους. Υπήρξαν έτσι θεωρητικοί που άρχισαν να ισχυρίζονται ότι τα κίνητρα μαθαίνονται, αποκτούνται, και πως πολλά από τα «εγγενή πρότυπα» της συμπεριφοράς είναι κι αυτά μαθημένα, κεκτημένα. Τις νέες αυτές εναλλακτικές ερμηνείες ανέπτυξαν οι θεωρητικοί που βασίστηκαν σ' ένα μηχανιστικό τρόπο προσέγγισης για την εξήγηση της συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά κατά τους θεωρητικούς αυτούς αντιμετωπίζεται α) ως λειτουργία της ορμής που απορρέει από βιολογικές ανάγκες και οδηγεί τυφλά τον οργανισμό σε δράση και β) ως λειτουργία της συνήθειας που σχηματίζεται από τη συχνή επαναληπτική ενίσχυση μιας πράξης. Ο Hull υποστήριξε μάλιστα πως ο έλεγχος της συμπεριφοράς γενικά προέρχεται από το εσωτερικό του οργανισμού, πηγάζει από την ορμή (drive). Θεωρούσε την ορμή σαν το κέντρο όλων των άλλων μεταβλητών που εμπλέκονται στην ανάπτυξη της κινητήριας δύναμης. Οι περισσότερες από τις θεωρίες αυτές αντιμετώπισαν μηχανιστικά τον έλεγχο της συμπεριφοράς, αποδεχόμενες γενικά πως η συμπεριφορά είναι συνάρτηση της ορμής και της συνήθειας. Η ποικιλία των μορφών με την οποία η συμπεριφορά μπορεί να παρουσιαστεί (ιδιαίτερα η ανθρώπινη συμπεριφορά) εξηγείται σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης με βάση τα αποκτημένα κίνητρα. Από τους θεωρητικούς της ομάδας της μάθησης, παρά τις επιμέρους διαφορές ως προς τις απόψεις (π.χ. Hull,92 Tolman,93 Lewin),94 κανείς τελικά δεν θεώρησε την εγγενή μεταβλητή, το εγγενές κίνητρο, δηλαδή την ορμή (drive), ως τη μόνη υπεύθυνη, τη μεταβλητή, τη μόνη ικανή να ενεργοποιήσει και να κατευθύνει τη συμπεριφορά ώστε να δημιουργήσει κίνητρα. Αντίθετα, όλοι πιστεύουν πως η αλληλεπίδραση (interaction) ανάμεσα στο βιολογικό παράγοντα και τους εξωτερικούς παράγοντες είναι αυτή που δημιουργεί τα κίνητρα. Έτσι, ως προς τα συμπεράσματα, όλοι σχεδόν συμφωνούν πως τα κίνητρα μαθαίνονται και λειτουργούν σε συνδυασμό με τη βιολογική κινητήρια δύναμη (motivation), επίσης θεωρούν ότι, ως ένα βαθμό, εξακολουθούν να εξαρτώνται από αυτήν.
Digitized by 10uk1s
Υπάρχουν βέβαια πολλές διαφορές ανάμεσα στους φορείς των θεωριών της μάθησης, και οι διαφορές αυτές αφορούν τα ακόλουθα επιμέρους στοιχεία: υπάρχουν α) διαφωνίες ως προς την εννοιολογική σημασία της ορμής (drive) και τον αριθμό των εγγενών ορμών που ο καθένας προτείνει, β) διαφωνίες ως προς τη σημασία της ενίσχυσης και τη φύση του μηχανισμού, γ) διαφοροποιήσεις ως προς το πρόβλημα της ορμής (drive), που θεωρείται από μερικούς παράγοντας ενεργοποιός της συμπεριφοράς και από άλλους υποκινητής ορισμένων άλλων μεταβλητών. Οι αμφισβητήσεις γύρω από τις παραπάνω συγκρουόμενες διάφορες απόψεις οδήγησαν σε πάρα πολλές έρευνες. Τελικά δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε ομοφωνία. Παρ' όλες όμως αυτές τις διαφορές, όλοι οι θεωρητικοί ως ομάδα υποστηρίζουν μιαν αντικειμενική πειραματική άποψη, βιολογικά προσανατολισμένη, που είναι συνεπής με τη σοβαρότητα των προβλημάτων και συμφωνούν σε τούτο: για να προκληθεί το κίνητρο πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν ορισμένες συνθήκες, να συντρέχουν ορισμένοι όροι. Συμφωνούν ακόμη στη διαπίστωση: κινητοποιημένη είναι μια ειδική συμπεριφορά που διαφέρει σαφώς από την ακινητοποίητη. Η προσφορά και η χρησιμότητα των θεωριών της μάθησης παρά τις αντιφάσεις και τη σύγχυση είναι σημαντική, και τούτο για τους παρακάτω λόγους: α) συνέβαλαν στον προσδιορισμό και την επιμέρους απόρριψη της δύναμης των ενστίκτων, β) διευκρίνισαν τη φύση και τη λειτουργία των ορμών (drives) και τις διέκριναν πειραματικά σε βιολογικές και σε αποκτημένες, γεγονός που προώθησε ιδιαίτερα την επιστήμη της συμπεριφοράς και διαφώτισε εξαιρετικά τη διαδικασία προς τον εντοπισμό της κινητήριας δύναμης, γ) τέλος, αναγνώρισαν φυσικά τον απαραίτητο και βασικό ρόλο της νοητικής διεργασίας (Cognition). Τα αποτελέσματα όλων αυτών των ερευνών που έχουν γίνει κυρίως σε ζώα, δεν ισχύουν πάντως «κατ' αναλογίαν» και για τον ανθρώπινο οργανισμό. Δεν μπορούν να εξηγήσουν την ανάπτυξη της κινητήριας δύναμης στο πλαίσιο της κοινωνικής συμπεριφοράς του ανθρώπου, τη σημασία της πνευματικής, της γνωστικής διεργασίας των κινήτρων στους ανώτερους οργανισμούς. Και τούτο διότι η ανθρώπινη συμπεριφορά εκφράζεται σ' ένα κοινωνικό περιβάλλον πράγμα που σημαίνει πως για τον άνθρωπο, οι καταστάσεις (στις οποίες δρα ή συμπεριφέρεται) καθορίζονται από πολιτισμικά στοιχεία, από την παιδεία (με τη γενική έννοια κουλτούρα) στην οποία το άτομο ανήκει. Γενικά η ανθρώπινη κινητήρια δύναμη (motivation) μας φέρνει αντιμέτωπους με προβλήματα εντελώς διαφορετικά από τα προβλήματα που προκαλεί η κινητήρια δύναμη των ζώων. Ο άνθρωπος δεν κινητοποιείται μόνο για να αναπτύξει κινητικές αντιδράσεις, σχετικές με την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού. Για παράδειγμα, δεν κινητοποιείται μόνο με στόχο την ανεύρεση τροφής, αλλά αναπτύσσει ευρεία δημιουργική δραστηριότητα που αφορά ανάγκες νοητικής και κοινωνικής φύσεως. Αυτός ο τύπος συμπεριφοράς στο επίπεδο το συμβολικό και της αναπαράστασης (representation) εκδηλώνεται μόνο στον άνθρωπο.95 Μια άλλη ειδοποιός διαφορά είναι ότι στον άνθρωπο το ερέθισμα (ή μια ανάγκη) μπορεί να έχει παρατεταμένη δράση και να τον δραστηριοποιεί ακόμα και όταν δεν είναι παρόν, γιατί η παρουσία του εξακολουθεί να υπάρχει στο επίπεδο το νοητικό. Ο άνθρωπος είναι επομένως ικανός να επεξεργάζεται σχέδια, προτάγματα (projects), να αναπτύσσει προσδοκίες και επιθυμίες που ενδέχεται να πραγματοποιήσει στο μέλλον.96 Έχει την ικανότητα της προϊδέας, καθώς και της πρόληψης, δεδομένου ότι ο νοητικός τρόπος να συνάπτει σχέσεις με τον κόσμο αρκείται συχνά σε ένα ρόλο προπαρασκευαστικό ή προληπτικό σε σχέση με την εκτελεστική δραστηριότητα.97 Ο άνθρωπος λοιπόν είναι κινητοποιημένος ως προς την παραγωγική δραστηριότητα και μπορεί να κάνει σχέδια όχι μόνον όταν βρίσκεται κάτω από αντίστοιχα ερεθίσματα. Σε τούτο το θέμα οι θεωρίες της συμπεριφοράς και της μάθησης δεν προσφέρουν υλικό γιατί έχουν ως αντικείμενο κυρίως την ανάπτυξη των κινητικών αντιδράσεων επειδή εφαρμόστηκαν σε κατώτερους οργανισμούς. Έτσι, τα έργα που ο άνθρωπος σχεδιάζει, δηλαδή δημιουργεί στο νοητικό επίπεδο και επιβάλλει στον εαυτό του, όσα σχέδια τον οδηγούν στη συγκρότηση οικονομικών και κοινωνικών κανόνων, συστημάτων που ισχύουν σε κάθε πολιτισμό, δεν μελετήθηκαν αρκετά από τις Digitized by 10uk1s
παραπάνω θεωρίες. «Με το πρόσχημα πολλές φορές του χυδαίου υλισμού δηλαδή της εκλαϊκευμένης εξελικτικής αντίληψης (evolutionisme), οι παραπάνω θεωρίες συγχέουν την πάλη για τη ζωή (struggle for life) των ζώων με την πάλη των τάξεων της ανθρώπινης κοινωνίας. Συγχέουν τη βιοκοινωνία, π.χ. τις μέλισσες και την οργάνωση της κυψέλης με την ανθρώπινη κοινωνία, της οποίας όμως οι νόμοι βασίζονται στην εργασία, την παραγωγή και τα μέσα παραγωγής. Από το θαυμασμό της «κοινωνικής οργάνωσης των μελισσών» έως την αντιεπιστημονική αναλογία με την ανθρώπινη κοινωνία, υπάρχει ο κίνδυνος να γλιστρήσουμε απότομα από μια ερμηνεία ενστικτώδη, σε μια ερμηνεία διανοητική. Να ξεχάσουμε δηλαδή ότι η κοινωνικοποίηση των μελισσών δεν εξελίσσεται, αντίθετα εδώ και εκατομμύρια χρόνια μένει πάντα η ίδια, ενώ του ανθρώπου προχωρεί, προοδεύει και έχει προοπτικές απεριόριστες. Το σύμπαν των μελισσών είναι κλειστό, ενώ του ανθρώπου εντελώς ανοιχτό. Να ξεχάσουμε ακόμη ότι ο άνθρωπος δημιούργησε τον πολιτισμό του εργαζόμενος αλλά διαμορφώθηκε και ο ίδιος από αυτόν, δηλαδή κάθε αλλαγή από τον άνθρωπο αντανακλά στον άνθρωπο».98 Η γνωστική θεωρία Η μηχανιστική θεωρία των ορμών, εξελίχθηκε σταδιακά σε «γνωστική» (cognitive). Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι οι θεωρητικοί των ορμών, όπως ο Tolman και αργότερα ο Lewin, συμπεριέλαβαν τη «γνώση» στο σύστημά τους, προκειμένου να ερμηνεύσουν πειστικότερα τη συμπεριφορά, παρ' όλο που τα πειράματα τα οποία έκαναν δεν οδήγησαν σε αναμφισβήτητα συμπεράσματα. Οι οπαδοί της «γνωστικής» θεωρίας για την κινητήρια δύναμη στις τελευταίες εργασίες τους έχουν πειραματικά καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κίνητρα ελέγχονται και ερμηνεύονται από τη γνώση. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ακόμα πως και η πληροφορία που δεχόμαστε από το φυσιολογικό μας οργανισμό υπόκειται στη διαδικασία της γνωστικής ερμηνείας. Η γνώση σε τελευταία ανάλυση διαφοροποιεί τα κίνητρα και μ' αυτήν την έννοια είναι η πηγή της κινητήριας δύναμης. Την άποψη αυτή ενίσχυσε η ανακάλυψη και η μελέτη των παροτρυντικών ερεθισμάτων (incentives). Γύρω στα 1950 οι ψυχολόγοι άρχισαν να αμφισβητούν την ερμηνευτική παντοδυναμία της θεωρίας για την ελάττωση της ορμής. Έγινε φανερό ότι ο οργανισμός δεν ωθείται σε δράση μόνο από εσωτερικές ορμές (drives), αλλά εξωτερικά ερεθίσματα, εξωτερικοί παράγοντες είναι ικανοί να τον ενεργοποιήσουν και να κατευθύνουν τη συμπεριφορά του. Οι εξωτερικοί παράγοντες επομένως έχουν μια ιδιαίτερη αξία, έναν ιδιαίτερο βαθμό δύναμης. Οι παράγοντες αυτοί που θεωρούνται η αποκάλυψη των τελευταίων χρόνων και πάντως φώτισαν γενικότερα το πρόβλημα, είναι γνωστοί ως «παροτρυντικά ερεθίσματα» (incentives) και λειτουργούν ως ενεργοποιοί ή πολλαπλασιαστικοί της κινητήριας δύναμης. Ο όρος incentive σημαίνει βουκέντρα, ερέθισμα ‐ κεντρί, σημαίνει επομένως εκείνο το ερέθισμα που μπορεί καθεαυτό να παίξει ένα ρόλο πολλαπλασιαστικό της κινητήριας δύναμης. Το παροτρυντικό ερέθισμα «incentive», που είναι εξωτερικό ερέθισμα, διεγείρει τον οργανισμό μέσα από τη γνώση, τον κινητοποιεί και τον κατευθύνει για την εκτέλεση μιας πράξης. Μοιάζει πολύ με την «ορμή» (drive) η οποία όμως είναι εσωτερικό ερέθισμα, δηλαδή ανάγκη. Ο συνδυασμός των δύο: ορμή και παροτρυντικό ερέθισμα (drive + incentive) έχει αθροιστική δύναμη. Βασική διαφορά τους είναι ότι ως προς την ορμή (drive), η ανταμοιβή λειτουργεί εκτονωτικά, δηλαδή τη μειώνει, ενώ το παροτρυντικό ερέθισμα (incentive) αντίθετα τη δυναμώνει. Τούτο έχει σημασία για την ιδιαίτερη φύση του παροτρυντικού ερεθίσματος και τους παράγοντες που προκαλούν την ένταση της κινητήριας δύναμης. Τα παροτρυντικά ερεθίσματα είναι έννοια σχετικά πρόσφατη στην ψυχολογία της συμπεριφοράς και οι έρευνες για την εμπέδωσή τους συνεχίζονται. Τα παροτρυντικά ερεθίσματα χαρακτηρίζουν ορισμένες καταστάσεις που έχουν ιδιαίτερη δύναμη να προκαλούν ισχυρό κίνητρο. Καταστάσεις όπως π.χ. η επικείμενη ανταμοιβή, όπως η γνώση του αποτελέσματος μιας πράξης ή των συνεπειών της. Η αναμονή ανταμοιβής ή η γνώση της συνέπειας μιας πράξης μπορεί να προκαλέσει στο υποκείμενο ένταση της κινητήριας δύναμης για την επίτευξη
Digitized by 10uk1s
της πράξης ή την αποφυγή της.99 Τέλος τέτοιου είδους παροτρυντικές καταστάσεις μπορούν να προκληθούν τεχνητά από τον ερευνητή, ώστε να προκαλέσουν πειραματικά, την κινητήρια δύναμη του εξεταζόμενου υποκειμένου. Τα παροτρυντικά ερεθίσματα αποδεικνύονται έτσι από την πειραματική εμπειρία πολύ χρήσιμα για την έρευνα, η οποία με τη σειρά της αποδεικνύει τη δύναμή τους. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι τα παροτρυντικά ερεθίσματα δεν αρκούν πάντοτε για να προκαλέσουν έντονη κινητήρια δύναμη. Και τούτο γιατί η κινητήρια δύναμη εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως π.χ. οι ατομικές προσδοκίες του υποκειμένου. Οι προσδοκίες όμως με τη σειρά τους εξαρτώνται γενικότερα από τις ορμές (drives) του υποκειμένου, αλλά και από παλαιότερες εμπειρίες του, δηλαδή πάλι εδώ επεμβαίνει η «γνώση». Το κατά πόσο θα λειτουργήσει επομένως πάνω στο υποκείμενο το παροτρυντικό ερέθισμα εξαρτάται από την ύπαρξη και το ποσοστό των προσδοκιών. Άρα τα παροτρυντικά ερεθίσματα (incentives) δεν προκαλούν σε όλους τους ανθρώπους τις ίδιες αντιδράσεις από μόνο το γεγονός της δύναμής τους.100 Γενικά από τη μελέτη των παροτρυντικών ερεθισμάτων προκύπτει ότι εκτός από την αντικειμενική τους αξία υπάρχουν πολλές μεταβλητές που επηρεάζουν την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Μία απ' αυτές είναι, όπως είπαμε ήδη, η υποκειμενική προσδοκία που καθορίζεται και από τις αξίες της ομάδας στην οποία το άτομο ανήκει και από τις προσωπικές του εμπειρίες έτσι ώστε η αποδοτικότητα των παροτρυντικών ερεθισμάτων να διαφέρει κατά υποκείμενο και κατά περίπτωση. Παράδειγμα: η θέα ενός βιβλίου που άλλοτε μπορούσε να με κινητοποιήσει για να το αποκτήσω, μπορεί να μη με «διεγείρει» πλέον, επειδή είμαι κατακλυσμένος από μία άλλη επιθυμία και την προσδοκία να την ικανοποιήσω (π.χ. την απόκτηση ενός ρολογιού) ή γιατί η διάθεσή μου δεν μού επιτρέπει καμιά τέτοιου είδους ενέργεια. Άρα η δύναμη του παροτρυντικού ερεθίσματος μπορεί να διαφέρει και ανάλογα με το αντικείμενο αλλά και ανάλογα με την ψυχική διάθεση του ατόμου που επιθυμεί. Στη σύντομη αυτή αναδρομή εξετάσαμε τις σπουδαιότερες από τις θεωρίες για την ερμηνεία της κινητήριας δύναμης, τις θεωρίες δηλαδή που εξετάζουν τους παράγοντες οι οποίοι ελέγχουν τη συμπεριφορά.101 Σύμφωνα με τη θεωρία των ενστίκτων, υπάρχουν σχετικά σταθεροί τύποι συμπεριφοράς εγγενείς στα όντα του κατώτερου βιολογικού επιπέδου. Η φροϋδική αντίληψη για την κινητήρια δύναμη είναι τελικά και μέσα και έξω από τις παραδοσιακές εξελίξεις των θεωριών που αναφέραμε. Είναι μέσα σ' αυτές όταν ο Freud είναι ντετερμινιστής και δέχεται ότι η συμπεριφορά στην πραγματικότητα ελέγχεται. Είναι όμως έξω από την παράδοση όσο θεωρεί ότι η βασική κινητήρια δύναμη είναι ασυνείδητη και οφείλεται κατά κύριο λόγο στις σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις. Οι θεωρίες των ορμών, με τις διάφορες παραλλαγές τους, ερμηνεύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συνάρτηση με τη βιολογική κυρίως ορμή και τη συνήθεια. Το μηχανιστικό σύστημα του Hull και η θεωρία της «ελάττωσης της ορμής» (drive reduction theory) υποστηρίζουν ότι ο έλεγχος της συμπεριφοράς πηγάζει από τον οργανισμό με τη μορφή μιας ενιαίας κατευθυνόμενης δύναμης που δημιουργείται από την έλλειψη ικανοποίησης βασικών φυσιολογικών αναγκών. Αυτή η κατευθυντήρια έννοια αποδείχνεται εξαιρετικά παραγωγική για τη φυσιολογία της κινητήριας δύναμης, αλλά τελικά οι περιορισμένες της δυνατότητες αποκαλύπτονται από τη διαπίστωση της ύπαρξης των παροτρυντικών παραγόντων. Οι πρώτοι οπαδοί της γνωστικής θεωρίας εκτός από την επίκλησή τους στη γνώση, συνέχιζαν να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά σε συνάρτηση πάντα με τους παραδοσιακούς τύπους των μεταβλητών: κίνητρο, προσδοκία, ενίσχυση. Τελευταία όμως συμπεριλαμβάνουν και συνεκτιμούν και τον κοινωνικό παράγοντα. Η συμβολή των κοινωνικών ψυχολόγων αποδείχτηκε σημαντική, Digitized by 10uk1s
ιδιαίτερα μάλιστα μετά από τα πειράματα του Festinger102 που απέδειξαν τη «γνωστική σύγκρουση» (cognitive dissonance), όταν οι αξίες μας η και οι γνώσεις μας έρχονται σε αντίθεση, τότε για να περιορίσουμε τη σύγκρουση, αλλάζουμε όχι μόνο συμπεριφορά, αλλά ακόμα και πεποιθήσεις. Το μέλλον της κινητήριας δύναμης φαίνεται να βρίσκεται στα χέρια των «γνωστικών» ψυχολόγων που πολλά υπόσχονται για τη διασάφησή του. «Ως προς την ανθρώπινη κινητήρια δύναμη είναι βέβαιο ότι η προσωπικότητα αναγνωρίζεται και πάλι στην ψυχολογία και ο άνθρωπος δεν θεωρείται ένας «άδειος οργανισμός».103
Digitized by 10uk1s
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Digitized by 10uk1s
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ Προσαρμογή ονομάζεται η διαδικασία του οργανισμού ν' ανταποκριθεί και ν' αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνθήκες και απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Οι τρόποι συνειδητοί ή ασυνείδητοι και τα μέσα που το άτομο χρησιμοποιεί για να δεχθεί και ν' αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του βιολογικού, του φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η προσαρμογή είναι μια δυναμική και συνεχής διαδικασία και όχι μια παθητική αποδοχή των απαιτήσεων του περιβάλλοντος. Στη διαδικασία της προσαρμογής το άτομο συμμετέχει ενεργητικά και η τάση του είναι να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, συνειδητές ή ασυνείδητες, τις ανάγκες του και να φτάσει τους στόχους του. Είναι συνεχής διαδικασία διότι οι συνθήκες του περιβάλλοντος δεν είναι πάγιες και αναλλοίωτες και διότι η συμπεριφορά του ατόμου, ο τρόπος που το άτομο αισθάνεται, σκέφτεται και ενεργεί δεν είναι ενιαίος και αμετάβλητος.104 Μερικές φορές η προσαρμογή γίνεται αυτόματα, είναι δηλαδή απλή για το άτομο, αλλά αυτό συμβαίνει μόνον όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος είναι βιολογικά και ψυχολογικά αποδεκτές. Τότε τις αντιμετωπίζει εύκολα και ανταποκρίνεται αρμονικά, συνήθως όμως η διαδικασία αυτή είναι δύσκολη, περιπλέκεται και αναγκάζει το άτομο να αναπτύξει ορισμένου τύπου συμπεριφορές. Μολονότι το κάθε άτομο έχει την τάση να αναπτύσσει τον τρόπο εκείνο συμπεριφοράς που του υπόσχεται τη μεγαλύτερη ικανοποίηση με το μικρότερο κίνδυνο ή τη λιγότερη προσπάθεια, παρατηρείται ότι πολλές φορές δεν επιλέγει την αποτελεσματικότερη συμπεριφορά. Αυτό συμβαίνει είτε εξαιτίας των περιορισμών που του επιβάλλουν οι εξωτερικές συνθήκες, οι οποίες προκύπτουν π.χ. από την ανακριβή πληροφόρησή του ή από την έλλειψη των απαραίτητων πληροφοριών προκειμένου να ενεργήσει ή από την πίεση που μπορεί να υφίσταται για την επίτευξη ενός σκοπού, τον οποίο οφείλει να πετύχει με ορισμένο τρόπο ή μέσα σε ορισμένο χρόνο, είτε εξαιτίας εσωτερικών αδυναμιών που το εμποδίζουν ν' ανταποκριθεί με ικανοποιητικό τρόπο στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος.105 Οι αντιδράσεις του ατόμου κατά τη διαδικασία της προσαρμογής στα εξωτερικά ή εσωτερικά εμπόδια, οι τρόποι τους οποίους το άτομο υιοθετεί προκειμένου να τα αντιμετωπίσει και οι τρόποι τους οποίους επιλέγει για ν' αμυνθεί εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες που περιλαμβάνουν: τα κίνητρά του, τις πνευματικές του ικανότητες, το επίπεδο αντοχής του στις πιέσεις, τους περιορισμούς ή και την ενίσχυση που μπορεί να έχει από το περιβάλλον καθώς και τις κοινωνικές απαιτήσεις και προσδοκίες. Άλλοτε οι εσωτερικοί παράγοντες παίζουν το σπουδαιότερο ρόλο για τον καθορισμό του τρόπου αντίδρασης και άλλοτε οι περιβαλλοντικές συνθήκες έχουν τον κύριο λόγο. Πάντως κάθε μορφή αντίδρασης στις δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά τη διαδικασία της προσαρμογής είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας των δύο καθοριστικών παραγόντων, των εσωτερικών και εξωτερικών. Όταν οι εξωτερικές συνθήκες είναι ομαλές, δηλαδή όταν οι δυνατότητες που προσφέρονται είναι επαρκείς, και συγχρόνως το ίδιο το άτομο αισθάνεται ικανό ν' αντιμετωπίσει τα προβλήματα που παρουσιάζονται, τότε ανταποκρίνεται αποτελεσματικά και προσανατολίζεται προς το σκοπό του. Όταν όμως από εξωτερικές ή εσωτερικές δυσκολίες το άτομο εμποδίζεται να πραγματώσει το σκοπό του, τότε αποπροσανατολίζεται, χάνει την ισορροπία του και η προσαρμογή του γίνεται προβληματική. Ως προς τον τύπο των προβλημάτων που παρουσιάζονται και επηρεάζουν άμεσα την προσαρμογή, υπάρχει ομόφωνη γνώμη, οι απόψεις όμως διαφέρουν ως προς την ταξινόμησή τους.106 Αν κριτήριο ταξινόμησης θεωρηθεί η προέλευση των αιτίων, τότε οι δυσκολίες μπορούν σχηματικά να ταξινομηθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α) τις δυσκολίες που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, τις εξωτερικές συνθήκες, και β) σε εκείνες που έχουν πηγή τους τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου. Πρέπει να σημειώσουμε ότι και οι δύο αυτές κατηγορίες συνήθως συνυπάρχουν. Δηλαδή η αντίδραση του ατόμου σ' ένα εξωτερικό, αντικειμενικά τραυματικό γεγονός είναι Digitized by 10uk1s
συνάρτηση και της προσωπικότητάς του και της φυσικής του κατάστασης και των ευκαιριών ακόμη που του παρουσιάζονται και του παρέχουν τη δυνατότητα ν' αντιδράσει. Η παραπάνω ταξινόμηση αποσκοπεί στη διάκριση του τρόπου αντίδρασης. Οι εξωτερικές δυσκολίες γίνονται ευκολότερα συνειδητές και το άτομο επιστρατεύει συνήθως συνειδητούς τρόπους συμπεριφοράς προκειμένου να τις αντιμετωπίσει. Οι εσωτερικές όμως δυσκολίες είναι κυρίως ασυνείδητες και ο τρόπος που το άτομο αντιδρά είναι ασυνείδητος και συχνά μόνο αμυντικός.107 Η διάκριση αυτή θα γίνει φανερή με την ανάπτυξη των αμυντικών μηχανισμών.
Digitized by 10uk1s
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ Αποστέρηση ‐ σύγκρουση ‐ πίεση
Όταν το άτομο εμποδίζεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του, οδηγείται σε μια ψυχική κατάσταση ανικανοποίητου και ανασφάλειας, σε μια κατάσταση που την ονομάζουμε αποστέρηση (frustration) και που μπορεί να κινητοποιήσει και συναισθήματα επιθετικότητας.108 Άλλοτε όταν το περιβάλλον εγείρει απαιτήσεις πάνω στο άτομο που το υποχρεώνουν να αναπτύξει επιπρόσθετες δυνάμεις για να τις αντιμετωπίσει, το άτομο δέχεται πίεση (το λεγόμενο στρες)109 που του προκαλεί άγχος. Όσο ισχυρότερη είναι η πίεση τόσο μεγαλύτερο γίνεται το άγχος, και μπορεί όταν είναι πολύ ισχυρό να αποδιοργανώσει την οργανική και ψυχική ισορροπία του ατόμου και να το οδηγήσει σε παθολογικές καταστάσεις.110 Αν και διαχωρίζουμε το στρες από την αποστέρηση, πρέπει να σημειώσουμε πόσο φανερή είναι η στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ τους. Το στρες μπορεί να περιέχει στοιχεία αποστέρησης, αλλά κυρίως το στρες είναι η κατάσταση που προκαλείται από την πίεση που δέχεται το άτομο, πίεση για την επίτευξη ενός ορισμένου σκοπού που θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με συγκεκριμένο τρόπο ή ακόμα μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα ο φοιτητής που πρέπει να πιεστεί ιδιαίτερα μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια προκειμένου να πετύχει καλούς βαθμούς για να πάρει υποτροφία. Γενικά η πίεση, το στρες, υποχρεώνει το άτομο να επιταχύνει το ρυθμό ή να εντείνει τις προσπάθειές του για ν' ανταποκριθεί στο σκοπό του. Κάθε άτομο μέσα στην κοινωνία δέχεται καθημερινά πιέσεις και μερικές τις αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη δυσκολία. Όταν όμως οι πιέσεις είναι πολλές και διαρκείς, τότε επιβαρύνουν εξαιρετικά το άτομο και μπορούν, όπως αναφέραμε, να το οδηγήσουν στην αποδιοργάνωσή του. Τέτοια πίεση ασκούν π.χ. ο έντονος κοινωνικός ανταγωνισμός, η εκπαιδευτική επιλογή, οι κανόνες του γάμου, οι δυσκολίες και οι απαιτήσεις του επαγγέλματος κτλ. Η αποστέρηση Αποστέρηση111 λέγεται η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο, όταν ισχυρά επιθυμητά κίνητρα απειλούνται με ματαίωση, ή γενικά εμποδίζεται η πραγμάτωσή τους. Αποστέρηση υπάρχει όχι μόνο όταν οι προσπάθειες του ατόμου απειλούνται να ματαιωθούν, αλλά ακόμη και όταν το άτομο δεν έχει ένα συγκεκριμένο σκοπό. Παράδειγμα, αποστέρηση προκαλεί η έλλειψη νερού στην έρημο, ή η απαγόρευση σ' ένα κορίτσι εφηβικής ηλικίας να πάρει μέρος σε μια συνάντηση (εκδρομή, χορός) που πολύ έντονα επιθυμεί, ή όταν ένα άτομο έχει προετοιμαστεί με πολλούς κόπους και θυσίες και με μακρόχρονες σπουδές για μια συγκεκριμένη επιστημονική και επαγγελματική δραστηριότητα και δεν του δίνεται η δυνατότητα να την ασκήσει. Το συναίσθημα της αποστέρησης δηλαδή προέρχεται από τη ματαίωση των επιθυμιών του ατόμου ή τη διάψευση της δυνατότητας ικανοποίησής τους ή ακόμη από την έλλειψη κάθε προσδοκίας, κάθε προβολής στο μέλλον. Η ματαίωση των επιθυμιών μπορεί να προέλθει από περιβαλλοντικά εμπόδια, όπως π.χ. ο πόλεμος, ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου, μια ανίατη αρρώστια, οι οικονομικές κρίσεις, ο σκληρός κοινωνικός ανταγωνισμός, η απουσία ευκαιριών για την επίτευξη κοινωνικών στόχων (ανεργία, έλλειψη σχολείων), η κοινωνική αδιαλλαξία ως προς τις αξιολογικές αρχές (φυλετική, θρησκευτική, πολιτική αδιαλλαξία), ο ταχύς ρυθμός ζωής, η ταχεία αλλαγή των πολιτισμικών αξιών και αρχών και γενικά η κοινωνική αβεβαιότητα. Συνθήκες όπως οι παραπάνω μπορούν να προκαλέσουν έντονη πίεση (στρες) και δημιουργούν συχνά το αρνητικό αίσθημα του ανεκπλήρωτου, της μοναξιάς και της ανασφάλειας.112
Digitized by 10uk1s
Η ματαίωση των επιθυμιών μας μπορεί να προέλθει ακόμη από τα περιβαλλοντικά εμπόδια που δημιουργούν οι κοινωνικές απαγορεύσεις, οι διάφορες δηλαδή απαγορεύσεις που επιβάλλει η κοινωνική εξουσία στα άτομα ‐ πολίτες. Η εκπλήρωση των επιθυμιών και η επίτευξη των στόχων, τους οποίους κάθε άτομο επιδιώκει οφείλουν να έχουν κατευθύνσεις παραδεκτές κοινωνικά. Κάθε παρέκκλιση από τις κοινωνικές επιβολές επιφέρει άμεση ή έμμεση κοινωνική τιμωρία, από τις ποινές που προβλέπουν οι νόμοι για τους παραβάτες τους μέχρι την κοινωνική αποδοκιμασία. Δηλαδή κάτω από ορισμένες συνθήκες, η ίδια συμμόρφωση προς τους κοινωνικούς κανόνες, τους νόμους και τα θεσμοθετημένα ήθη, μπορεί να προκαλέσει αποστέρηση, όταν η συμμόρφωση υποχρεώνει το άτομο να αναστείλει την εκπλήρωση μιας μεγάλης επιθυμίας. Για παράδειγμα, η ανύπαντρη γυναίκα που αισθάνεται σφοδρή επιθυμία να γίνει μητέρα και έχει όλες τις οικονομικές δυνατότητες να αναθρέψει μόνη της ένα παιδί, διστάζει να εκπληρώσει την επιθυμία της, αναγκασμένη να συμμορφωθεί στους κοινωνικούς κανόνες που καταδικάζουν τη μητρότητα σε μια άγαμη γυναίκα. Άλλο παράδειγμα είναι ο νέος που εγκαταλείπει τις σπουδές του γιατί είναι υποχρεωμένος να πάει στρατιώτης.113 Η ματαίωση των επιθυμιών μας και η δημιουργία του συναισθήματος της αποστέρησης μπορεί να προέλθουν και από εσωτερικά εμπόδια πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι εμφανίζεται άγχος, αλλαγές στα συναισθήματα ή τη συμπεριφορά ενός ατόμου, δίχως να μπορούν τα φαινόμενα να αποδοθούν σ' ένα ουδέτερο εξωτερικό γεγονός. Δηλαδή, αποστέρηση μπορεί να προκληθεί και από εσωτερικές πηγές, αντικειμενικές ή υποκειμενικές. Εσωτερικά εμπόδια αντικειμενικά μπορούν να θεωρηθούν οι αναπηρίες, ή οι ασθένειες ή η έλλειψη ορισμένων ικανοτήτων ή χαρακτηριστικά που ανήκουν στα αξιολογικά στερεότυπα της συγκεκριμένης κοινωνίας, όπως π.χ. η απόκλιση από το αισθητικό πρότυπο που κυριαρχεί. Τα εσωτερικά εμπόδια όμως μπορεί να μην οφείλονται καθόλου σε πραγματικά χαρακτηριστικά, μπορεί δηλαδή απλώς να νομίζει το άτομο ότι έχει κάποιες ανικανότητες. Τέτοια εμπόδια, όπως π.χ. η πεποίθηση που έχει κάποιος ότι του λείπει η κοινωνική γοητεία, ή η χαμηλή ιδέα που έχει για τον εαυτό του είναι δυνατό να γίνουν αιτίες για τη διάψευση επιθυμιών και στόχων, κυρίως σε μια κοινωνία όπου υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για κοινωνική αναγνώριση, κοινωνική επιτυχία και κατάκτηση μιας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία. Τα εσωτερικά εμπόδια, είτε αντικειμενικά είτε όχι, προκαλούν αποτυχίες. Οι αποτυχίες αυτές, που οφείλονται είτε σε ατομικές ελλείψεις και ανικανότητες είτε σε προσωπικά λάθη, οδηγούν το άτομο σε υποτίμηση του εαυτού του, υποτίμηση που είναι γενεσιουργός έντονης αποστέρησης.114 Η αποστέρηση μπορεί να οφείλεται ακόμη στους ηθικούς και ψυχολογικούς φραγμούς που συνειδητά ή όχι το άτομο θέτει στον εαυτό του, είτε εξαιτίας της πραγματικότητας, είτε με το πρόσχημα της πραγματικότητας και της ηθικής. Μπορεί δηλαδή το άτομο να απέχει από την ολοκληρωμένη ερωτική πράξη, επειδή φοβάται την εγκυμοσύνη, μπορεί όμως ν' απέχει επειδή τη θεωρεί ανήθικη. Η αποχή προκαλεί αποστέρηση. Η παράβαση όμως των ηθικών κανόνων προκαλεί την αυτοκατηγορία και την ενοχή, γενεσιουργές αιτίες άγχους. Όλοι οι άνθρωποι κάνουν πράξεις για τις οποίες μέμφονται εκ των υστέρων τον εαυτό τους, πράγμα που οδηγεί σε αυτοϋποτίμηση, συναίσθημα στερητικό και βασανιστικό με ιδιαίτερα δυσάρεστες για το άτομο συνέπειες115. Η σύγκρουση116 Η επιλογή ενός σκοπού (επιλογή ενός ανάμεσα σε περισσότερους) μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον μπορεί επίσης πολλές φορές να είναι στερητική. Η αποστέρηση δηλαδή μπορεί συχνά να μην είναι αποτέλεσμα ενός εσωτερικού ή εξωτερικού εμποδίου, αλλά να πηγάζει από τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο επιθυμίες, δύο αξίες, ή σε δύο σκοπούς που το άτομο επιδιώκει. Κάθε επιλογή είναι και μια παραίτηση, γιατί μας υποχρεώνει να παραιτηθούμε από άλλες επιθυμητές δραστηριότητες, ακόμα κι όταν αυτό που επιλέξαμε δεν είναι δυσάρεστο και είναι έντονα επιθυμητό, όπως π.χ. η εγκατάλειψη των διακοπών για την
Digitized by 10uk1s
προετοιμασία εισαγωγικών εξετάσεων σ' ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα όπου ο υποψήφιος επιθυμεί πολύ να εισαχθεί. Η επιλογή της εκπλήρωσης της μιας από τις δύο επιθυμίες σημαίνει υποχρεωτικά τη στέρηση της άλλης. Π.χ. μια κοπέλα επιθυμεί να παντρευτεί, αλλά ο γάμος προϋποθέτει να εγκαταλείψει τις σπουδές της. Ή π.χ. σ' ένα νέο προσφέρεται μια ιδιαίτερα ελκυστική επαγγελματική θέση, αλλά η αποδοχή της προϋποθέτει να εγκατασταθεί σε άλλο τόπο, άρα να εγκαταλείψει κάποια ιδιαίτερα προσφιλή πρόσωπα. Οι ασυμβίβαστες μεταξύ τους επιθυμίες απαιτούν από το άτομο μια απόφαση, που μπορεί να προκαλέσει μεγάλη αποδιοργάνωση της οργανικής και ψυχικής του ισορροπίας. Στην πραγματικότητα η σύγκρουση δεν είναι καθαυτή μια πηγή άγχους διαφορετική από την αποστέρηση. Το βασικό χαρακτηριστικό της σύγκρουσης είναι η προϊδέαση της αποστέρησης που θα προκληθεί από την απόφαση, εφόσον προϋποθέτει εγκατάλειψη μιας επιθυμίας για την ικανοποίηση μιας άλλης. Αυτό δηλαδή που διαφοροποιεί εδώ την κατάσταση αυτή από την άλλη πηγή της αποστέρησης είναι ότι στη σύγκρουση το άτομο υποφέρει κυρίως από την ιδέα της αποστέρησης που θα προκύψει. Η σύγκρουση είναι κυρίως σύγκρουση δύο επιθυμιών και όχι μόνο δύο στόχων αλληλοαναιρούμενων, πράγμα που σημαίνει ότι το άτομο παρακινείται ταυτόχρονα από δύο ασυμβίβαστες επιθυμίες για δράση, ή ενέργεια. Η σύγκρουση μπορεί να επέλθει από ασυμβίβαστα και γι' αυτό συγκρουόμενα συναισθήματα ως προς τον ίδιο στόχο. Παράλληλη επιθυμία της ερωτικής σχέσης και φόβος γι' αυτή τη σχέση, είναι ενα παράδειγμα. Το τρακ, ένα άλλο παράδειγμα, προκαλείται από τη μεγάλη επιθυμία και το μεγάλο φόβο της αποτυχίας που λειτουργούν ταυτόχρονα. Ο Κ. Lewin117 και ο Ν. Miller118 κατηγοροποίησαν τις διάφορες μορφές σύγκρουσης σ' ένα γενικό πρότυπο που περιλαμβάνει τρεις βασικούς τύπους: α) Τη σύγκρουση που προκαλείται από την ταυτόχρονη προσέγγιση και αποφυγή τον ίδιου σκοπού. Το άτομο θέλει αλλά συγχρόνως δε θέλει να επιλέξει τη διέξοδο που του παρουσιάζεται. Π.χ. ένας υπάλληλος θέλει, επιθυμεί να αναλάβει έναν ρόλο προϊσταμένου, αλλά φοβάται συγχρόνως τις ευθύνες που προκύπτουν απ' αυτή τη θέση. Ή, ένα παιδί επιθυμεί αλλά συγχρόνως φοβάται ν' αγγίξει και να χαϊδέψει ένα σκυλάκι. Ένας φοιτητής επιθυμεί να πάρει μέρος στη συζήτηση των φίλων του, αλλά ντρέπεται να μιλήσει. β) Τη σύγκρουση που προκαλείται από την ταυτόχρονη προσέγγιση δύο αλληλοσυγκρουόμενων επιθυμητών σκοπών. Βρίσκεται το άτομο μπροστά σε δύο προοπτικές ή διεξόδους που του προσφέρονται και δεν ξέρει ποια να επιλέξει, γιατί επιδιώκει συγχρόνως δύο επιθυμητούς σκοπούς που όμως ο ένας αναιρεί τον άλλο. Π.χ., ένα παιδί αδρανεί γιατί δυσκολεύεται να διαλέξει ανάμεσα σε δυο εξίσου επιθυμητά παιγνίδια. Ή, ένας νέος θα ήθελε να γίνει γιατρός, αλλά τον γοητεύει η ιδέα μιας καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας. Ή ακόμα, ένας άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με τη δυσκολία να θυσιάσει κάτι από το παρόν για να ικανοποιηθεί μελλοντικά. γ) Τη σύγκρουση που προκαλείται από την αποφυγή και των δύο σκοπών. Η δυσκολία επιλογής οδηγεί το άτομο στο ν' αποφεύγει να επιλέξει οποιαδήποτε από τις προοπτικές που έχει μπροστά του, όταν κανένας από τους δύο στόχους δεν του είναι αρεστός. Πρόκειται βασικά για δυσκολία απόρριψης. Π.χ. το άτομο αποφεύγει να διαλέξει ανάμεσα στο να μείνει άγαμο ή να συνάψει γάμο με σύντροφο που δεν του είναι αρεστός. Ο απόφοιτος του λυκείου που δεν επιθυμεί ούτε να σπουδάσει ούτε να βρει δουλειά. Ή, ο ψηφοφόρος που απέχει μ' έναν τρόπο από τις εκλογές γιατί κανείς από τους υποψήφιους δεν τον ικανοποιεί. Η πίεση (στρες)119 Η πίεση, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είναι δύο μορφών,120 α) εσωτερική και β) εξωτερική. Εσωτερική είναι η πίεση που το ίδιο το άτομο ασκεί πάνω στον εαυτό του και που προέρχεται από
Digitized by 10uk1s
τα ιδανικά του, τα κίνητρά του, την ηθική του. Εσωτερική πίεση ασκεί π.χ. η επιθυμία να επιδείξει το άτομο θάρρος και ηρωισμό, ή ακόμη ηθική αναστολή σε μια επιθυμία. Όταν αυτές οι εσωτερικές πιεστικές απαιτήσεις δεν ικανοποιηθούν, τότε είναι δυνατό να προβάλουν απειλητικά συναισθήματα άγχους.121 Εξωτερική είναι η πίεση που προέρχεται από το κοινωνικό περιβάλλον και τις απαιτήσεις του. Τέτοια πίεση ασκούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, π.χ. ο έντονος ανταγωνισμός, η εκπαιδευτική επιλογή, οι κανόνες του γάμου, οι δυσκολίες και οι απαιτήσεις του επαγγέλματος κτλ.122 Οι εξωτερικοί αντικειμενικοί παράγοντες του στρες μπορούν να συνοψιστούν: α) στη διάρκειά του: όσο περισσότερο διαρκεί τόσο πιο σοβαρό και παθογενές μπορεί να αποβεί. Όλοι στην καθημερινή ζωή αντιμετωπίζουμε οξείες καταστάσεις άγχους, όπως π.χ. η διαδικασία των εξετάσεων, όταν όμως η διάρκειά της δεν είναι μεγάλη δεν κινδυνεύουμε. β) Στη σημασία του: αν αφορά δηλαδή ζωτικά προβλήματα ή λιγότερο σημαντικά θέματα της ζωής του ατόμου ‐ αν και η σημασία παραλλάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό ανάλογα με την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου. Π.χ. το ίδιο γεγονός μπορεί να πάρει τεράστιες διαστάσεις και να προκαλέσει ισχυρότατο άγχος όταν το άτομο βρίσκεται σε περίοδο αποστέρησης, ενώ μπορεί να περάσει σχεδόν απαρατήρητο όταν το άτομο βρίσκεται σε στιγμές ευτυχίας. γ) Στην πολλαπλότητά του: αν προέρχεται από μια πηγή ή περισσότερες, γιατί πολλά στρες συγχρόνως μπορούν να έχουν πολύ σοβαρότερες συνέπειες για το άτομο. Π.χ. ο έμπορος που χρεοκοπεί και που χάνει και τη γυναίκα του. Τέλος, ο βαθμός της έντασης του στρες καθορίζεται όπως ήδη αναφέραμε, και από τις υποκειμενικές προσαρμοστικές ικανότητες του οργανισμού που δέχεται το άγχος. Οι εσωτερικοί, υποκειμενικοί παράγοντες του στρες, δηλαδή η ένταση και η επήρειά του, εξαρτώνται: α) από την ατομική εκτίμηση του κάθε προβλήματος (το άτομο δεν αντιδρά σύμφωνα με την κατάσταση, αλλά σύμφωνα με το πώς εκτιμά, πώς δέχεται ή «εισπράττει» μια δεδομένη κατάσταση). Είναι γνωστό ότι όλοι αντιδρούμε όχι απλώς σ' ένα εξωτερικό γεγονός αλλά σ' ένα γεγονός όπως εμείς οι ίδιοι το εκτιμούμε. β) από το βαθμό αντοχής του ατόμου απέναντι στο στρες: μπορεί ένα άτομο να είναι λιγότερο ή περισσότερο «ευπαθές» στο στρες γενικά, ή να είναι ανθεκτικό σε μια μορφή στρες και να αδυνατεί να αντιμετωπίσει μιαν άλλη έκφρασή του. Η αντίδραση στο στρες Το στρες οδηγεί γενικά το άτομο σε αυτόματες και έμμονες προσπάθειες για τη λύση του. Έντονα αρνητικό, όπως γίνεται αισθητό από το άτομο, είναι συγχρόνως αρκετά δύσκολο στην αντιμετώπισή του, γιατί κάθε αντίδραση κατά του στρες απαιτεί από τον οργανισμό περίπλοκες και συνδυασμένες προσπάθειες. Οι αντιδράσεις στο στρες είναι σύμφωνα με την ψυχολογική ορολογία, «ολικές», που σημαίνει ότι ο οργανισμός, επειδή λειτουργεί ως ενότητα, αντιδρά στο στρες ως «όλο», ως σύνολο ανεξάρτητα από την πηγή του στρες και από το σημείο του οργανικού συνόλου που θίγει, το άτομο δηλ. αντιδρά στο στρες ως βιοψυχολογική μονάδα. Παρά το γεγονός ότι ο οργανισμός αντιδρά οπωσδήποτε και πάντοτε ως σύνολο, συχνά οι ερευνητές για τις ανάγκες της μελέτης κάνουν μια τεχνική διάκριση του στρες σε τρία επίπεδα, το βιολογικό, το ψυχολογικό και το κοινωνικό. Την παρουσίαση εδώ ενδιαφέρουν, όχι οι κατηγοροποιήσεις αυτές, αλλά κυρίως οι ψυχολογικές αντιδράσεις, οι άμυνες, και αυτές θα απομονώσουμε για να τις αναπτύξουμε. Αντίδραση είναι η ικανότητα που έχει το άτομο ν' αλλάξει τα κίνητρά του και να υιοθετεί νέους
Digitized by 10uk1s
τρόπους συμπεριφοράς. Είναι δηλ. τρόποι συμπεριφοράς που υιοθετεί για ν' αντιδράσει, ν' αντιμετωπίσει μια κατάσταση που του παρουσιάζεται.123 Οι αντιδράσεις έχουν στόχο τους ν' αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις δυσκολίες προσαρμογής, τις καταστάσεις δηλαδή που προκαλούν άγχος (αποστέρηση, σύγκρουση, πίεση) και συνθέτουν τη συμπεριφορά του ατόμου, όταν προσανατολίζεται προς τη λύση του στρες. Οι τρόποι αντίδρασης δημιουργούνται όταν το άτομο θεωρεί τον εαυτό του ικανό ν' αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις και η στάση του είναι ρεαλιστική, η εκτίμησή του σωστή και ορθολογική, δηλαδή, όταν μπορεί πράγματι, έστω δύσκολα, αλλά πάντως μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις απαιτήσεις. Όταν δεν μπορεί, ή εκτιμάει ότι δεν έχει τη δύναμη ή δεν βρίσκει τρόπους αντίδρασης, τότε αλλάζει στόχο και προσπαθεί να μειώσει τη συγκινησιακή του φόρτιση, πράγμα που σημαίνει ότι ελέγχει την κατάσταση και έτσι η συμπεριφορά του αποδεικνύεται ευέλικτη. Σε άλλη περίπτωση παραιτείται ή αδρανεί, είτε, αν η πίεση είναι ακόμα ισχυρότερη, αποδιοργανώνεται ψυχικά. Οι συνειδητοί τρόποι αντίδρασης στο στρες γεννούν τις παρακάτω συμπεριφορές των οποίων η διαμόρφωση επηρεάζεται από την εκτίμηση της συγκεκριμένης κατάστασης και των δυνατοτήτων του ίδιου του ατόμου.124 α) Την ενεργητική αντιμετώπιση που στοχεύει στην εξάλειψη ή στο ξεπέρασμα των εμποδίων που παρουσιάζονται στο άτομο και προκαλούν στρες. Η ενεργητική αντιμετώπιση κινητοποιεί το άτομο∙ η μορφή που θα πάρει η ενέργειά του μπορεί να εκφραστεί είτε επιθετικά είτε παθητικά. Η ενεργητική αντιμετώπιση δεν είναι μια συμπεριφορά μόνο «επιθετική», μπορεί να είναι και παθητική. Επίθεση μπορεί να είναι μια ανοιχτή ενέργεια αντίδρασης. Π.χ. ο φοιτητής που θεωρεί ότι αδικήθηκε στη βαθμολογία διεκδικεί το δίκιο του με απειλητικούς ή υποτιμητικούς για τον καθηγητή τρόπους, δηλαδή είτε τον απειλεί ή κάνει προσφυγή με τα ένδικα μέσα που του προσφέρονται. Ο παθητικός τρόπος αντίδρασης, δηλαδή η παθητική στάση θα ήταν στο ίδιο παράδειγμα ο φοιτητής, δυσαρεστημένος και θυμωμένος, να μην παρακολουθεί πια το μάθημα ή να το υπονομεύει. β) Την απόσυρση που είναι η συμπεριφορά κατά την οποία το άτομο αντιδρά απομακρυνόμενο από τη δύσκολη κατάσταση που του παρουσιάζεται. Πρόκειται για μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση, δηλ. το άτομο είτε παραδέχεται π.χ. πως ηττήθηκε, ή θεωρεί σκόπιμο ν' αποδεσμευτεί ψυχολογικά από την κατάσταση. Παραδείγματα: ο υποψήφιος σπουδαστής αρνείται να επιλέξει τη σχολή που του αρέσει, γιατί, γνωρίζοντας τις δυνατότητές του, πιστεύει ότι δεν θα τα καταφέρει. Ή επειδή η δουλειά στην οποία ένα άτομο εργάζεται δεν το ικανοποιεί και δεν το καταξιώνει, προτιμάει ν' αναζητήσει μια άλλη απασχόληση που θα του προσφέρει μεγαλύτερη ανταμοιβή. Ή ακόμα ο δευτεροετής φοιτητής του Πολυτεχνείου εγκαταλείπει την επιστήμη που είχε διαλέξει γιατί κατάλαβε πως δεν αντέχει στις πιέσεις που απαιτούνται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο ελέγχει την κατάσταση και με την αντίδρασή του ελαττώνει όλη τη συναισθηματική του εμπλοκή. γ) To συμβιβασμό που είναι η συμπεριφορά που αναπτύσσει το άτομο όταν δεν μπορεί ν' αντιμετωπίσει τη λύση της δύσκολης κατάστασης ούτε με επίθεση ούτε με απόσυρση. Στην περίπτωση αυτή το άτομο καταφεύγει σ' ένα είδος συμβιβασμού, που μπορεί να σημαίνει αλλαγή αρχικού σκοπού μ' έναν άλλο υποκατάστατο σκοπό ή καταφυγή σε συμπεριφορά που το ίδιο άτομο ως τη στιγμή εκείνη θεωρεί κατακριτέα ή αρνητική. Πρόκειται για συμπεριφορά αναγκαστικής επιλογής που εκφράζεται στο ρητό: «μεταξύ δύο κακών, το μη χείρον βέλτιστον». Παραδείγματα: Ο νέος που, επειδή φοβάται να μείνει μόνος, συμβιβάζεται συνειδητά μ' ενα γάμο στον οποίο η σύντροφός του απέχει πολύ από το ιδανικό του. Ή κάποιος που δέχεται από ανάγκη μια δουλειά κατώτερη των ικανοτήτων του γιατί αλλιώς φοβάται πως θα μείνει άνεργος. Ή ο αιχμάλωτος πολέμου που συμμαχεί με τον εχθρό του προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του ή την καλύτερη μεταχείρισή του. Βέβαια το είδος και το μέγεθος των συμβιβασμών που ένα άτομο μπορεί να κάνει εξαρτάται όχι μόνο από την ένταση της πίεσης που δέχεται αλλά και από την προσωπικότητά του: τα κίνητρά του, τις αξίες του, τη δυνατότητα αντοχής του.
Digitized by 10uk1s
Στους παραπάνω τύπους αντίδρασης,125 στη μορφή δηλ. που παίρνει η συμπεριφορά για να οδηγηθεί σε λύση του προβλήματος και αποφυγή του στρες, το άτομο ακολουθεί τα ίδια περίπου στάδια σε κάθε περίπτωση: α) ορίζει και εκτιμάει το πρόβλημα, β) σκέφτεται τις εναλλακτικές λύσεις που του προσφέρονται, γ) αποφασίζει τη λύση που θεωρεί ασφαλέστερη και πιο ικανοποιητική, δ) εκτιμάει εκ των προτέρων τα αποτελέσματα που θα έχει, ώστε ν' αποφεύγει νέες δυσκολίες. Το δυσκολότερο βήμα σε αυτή τη διαδικασία είναι η λήψη της απόφασης, η επιλογή που τελικά το άτομο θα κάνει, καθώς πολλές φορές θα χρειαστεί να βασιστεί μόνο σε πιθανότητες. Όταν το άτομο βρίσκεται κάτω από ένα ισχυρό στρες, μπροστά σ' ένα εμπόδιο που του προκαλεί πίεση ή του ματαιώνει την εκπλήρωση των επιθυμιών του, και επιζητεί συνειδητά λύσεις για να το αντικρούσει με τρόπο ορθολογικό και λίγο πολύ δημιουργικό, όταν δηλαδή το άτομο παλεύει για να ξεπεράσει το εμπόδιο που του φράζει το δρόμο, τότε, όπως είδαμε παραπάνω, οι αντιδράσεις του το οδηγούν σε μια μορφή ισορροπίας, στην προσαρμογή. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του τύπου άμυνας είναι η ρεαλιστική στάθμιση και αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι ένα άτομο μπορεί πάντα και μόνο με τέτοιου είδους αντιδράσεις να αντιμετωπίζει τα προβλήματα που συναντά.126
Digitized by 10uk1s
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΓΩ Είδαμε ότι, όταν το άτομο υφίσταται πίεση που του προκαλεί άγχος, αναπτύσσει τρόπους συμπεριφοράς που το οδηγούν με κάποια διαδικασία στη λύση του προβλήματος και την αποφυγή του στρες.127 Υπάρχουν όμως περιπτώσεις κατά τις οποίες το άτομο χρειάζεται να αναπτύξει άλλου είδους άμυνες και άλλους τρόπους προσαρμογής, όταν είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει όχι αντικειμενικά προβλήματα αλλά εσωτερικές συγκρούσεις των οποίων τα κίνητρα είναι ασυνείδητα. Το άγχος που προκαλείται από τις εσωτερικές συγκρούσεις που τα αίτιά τους παραμένουν ασυνείδητα, γιατί η τυχόν αποκάλυψή τους απειλεί το άτομο με ακόμα περισσότερο άγχος, αντιμετωπίζεται με τρόπους διαφορετικούς απ' ό,τι το άγχος που προέρχεται από τις εξωτερικές δυσκολίες, δηλαδή με «τεχνάσματα» που το Εγώ επινοεί προκειμένου να απαλύνει, να ελαττώσει ή να αποβάλει το δυσάρεστο συναίσθημα του άγχους.128 Ο Freud ονόμασε τα «τεχνάσματα» αυτά αμυντικούς μηχανισμούς του Εγώ129 και εξήγησε ότι σκοπός τους είναι ακριβώς να καλύψουν την πραγματική αιτία, να μεταμφιέσουν τους λόγους της αναταραχής που αισθάνεται το άτομο, γιατί η αποκάλυψή τους είναι πολύ πιο απειλητική από την ταλαιπωρία που υφίσταται με το άγχος.130 Αυτοί οι αμυντικοί μηχανισμοί δε μεταβάλλουν τις εξωτερικές αντικειμενικές συνθήκες, αλλάζουν όμως τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει την πραγματικότητα. Όλοι οι μηχανισμοί άμυνας του Εγώ μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι έχουν ένα στοιχείο εξαπάτησης από το άτομο του ίδιου του εαυτού του και κινητοποιούνται για την αντιμετώπιση του άγχους. Ο Freud επεσήμανε από τους πρώτους τη σημασία του άγχους και διαχώρισε α) το αντικειμενικό άγχος, δηλαδή το φόβο που προκαλεί απάντηση του οργανισμού σ' έναν υπαρκτό κίνδυνο, και β) το νευρωσικό άγχος, δηλαδή εκείνο που προέρχεται από μια ασυνείδητη εσωτερική σύγκρουση.131 Αυτή άλλωστε είναι σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, και η διαφορά του φόβου από το άγχος. Ο φόβος είναι συναίσθημα αρνητικό μπροστά σε υπαρκτούς και συγκεκριμένους κινδύνους, ενώ το άγχος είναι «φόβος» απέναντι σε μια «άυλη», αόρατη και δυσεξήγητη απειλή, που συχνά δεν ξέρει το άτομο από που προέρχεται, Αυτό που αισθάνεται ο φοιτητής που παρουσιάζεται στις εξετάσεις χωρίς να έχει διαβάσει είναι φόβος, ενώ αν οποιαδήποτε δυσκολία προκαλεί σ' ένα άτομο φόβο για το πώς θα τα καταφέρει, το συναίσθημα αυτό είναι συνήθως άγχος. Τα συμπτώματα του φόβου και του άγχους δε διαφέρουν μεταξύ τους, ούτε στο επίπεδο το φυσιολογικό, ούτε στο επίπεδο των περιγραφών που κάνει το άτομο που υποφέρει. Αυτό που ίσως διαφοροποιεί τις έννοιες είναι ο βαθμός συνειδητοποίησης της αιτίας που προκαλεί το άγχος. Το άτομο που υποφέρει από την εσωτερική σύγκρουση δεν έχει συνείδηση των αιτίων που την προκαλούν. Ο Freud πίστευε ότι το νευρωσικό άγχος είναι το αποτέλεσμα μιας ασυνείδητης σύγκρουσης ανάμεσα στις σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις και τους περιορισμούς που βάζει το Εγώ. Πολλές από τις ασυνείδητες επιθυμίες ή ακριβέστερα πολλές από τις επιθυμίες του ασυνείδητου απειλούν το άτομο, γιατί αντιτίθενται στις προσωπικές του αξίες και έρχονται σε αντίθεση με τα επιτρεπτά κοινωνικά πρότυπα. Το Εγώ βρίσκεται σε σύγκρουση με τις ενορμήσεις τού Αυτού, που προσπαθούν να το κατακλύσουν τείνοντας έτσι ν' αποκτήσουν πρόσβαση στη συνείδηση και να ικανοποιηθούν.132 Το Εγώ αμύνεται με την ίδια δύναμη τόσο απέναντι στη συνειδητοποίηση, όσο και απέναντι στα συναισθήματα που συνοδεύουν αυτές τις ενορμήσεις. Μετά την απόρριψη των ενστίκτων, των ορμών, το Εγώ αναλαμβάνει το κύριο έργο να «τακτοποιήσει» τα συναισθήματα που προκαλούνται από αυτές (αγάπη, επιθυμία, ζήλεια, ταπεινώσεις, λύπη και πένθος) καθώς και όλες τις εκδηλώσεις που συνοδεύουν τις σεξουαλικές επιθυμίες (μίσος, θυμό, οργή) και που συνδέονται με τις επιθετικές ενορμήσεις. Αν το Εγώ, οι απαιτήσεις του Εγώ ή των εξωτερικών δυνάμεων τις οποίες εκπροσωπεί δεν ασκούσαν πίεση, τότε οι ενορμήσεις θα είχαν μια και μόνη διέξοδο, την ικανοποίησή τους. Η επανάσταση του
Digitized by 10uk1s
Εγώ απέναντι στις ασυνείδητες ενορμήσεις, οι άμυνες δηλαδή του Εγώ, οι γνωστές από την ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική, έχουν επανειλημμένα και λεπτομερώς περιγραφεί. Η χρήση τους είναι σήμερα τόσο ευρεία, τόσο ενσωματωμένη στην ψυχιατρική και ψυχολογική πρακτική (και όχι μόνο από τους οπαδούς της ψυχαναλυτικής σχολής), που συχνά η αναφορά σ' αυτές δεν θυμίζει πια το όνομα του Freud. Για την εικονογράφηση του ασυνείδητου ρόλου των αμυντικών μηχανισμών χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της νέας κοπέλλας που μισεί τη μητέρα της αλλά που αγνοεί ή δεν συνειδητοποιεί τα εχθρικά της αυτά συναισθήματα γιατί συγκρούονται μ' αυτό που η ίδια πιστεύει για τις σχέσεις κόρης‐μάνας και που θεωρεί σαν αξία: «η καλή κόρη αγαπάει πάντα τη μάνα της». Αν αναγνώριζε τα υποσυνείδητα συναισθήματά της, τότε θα καταστρεφόταν η εικόνα της «καλής κόρης» που είχε για τον εαυτό της και επιπλέον θα φοβότανε και τις συνέπειες, την τιμωρία γι' αυτή τη στάση της, που θα ήταν να χάσει την υποστήριξη και την αγάπη της μάνας της. Όταν η κοπέλλα θυμώνει με τη μάνα της, αρχίζει να αισθάνεται φοβερό άγχος, που δεν είναι τίποτ' άλλο κατά τον Freud παρά ένα «σήμα» για τον πιθανό κίνδυνο που την απειλεί, την αποκάλυψη δηλ. ότι μισεί τη μητέρα της. Για να ελαττώσει το άγχος της, καταφεύγει σε ορισμένα αμυντικά «τεχνάσματα». Κάνει ορισμένες σκέψεις που την απομακρύνουν από τη συνειδητοποίηση των παρορμήσεών της που είναι και η πηγή του άγχους της. Οι άμυνες αυτές είναι ασυνείδητοι μηχανισμοί και γίνονται αυτόματα. Το μέσο τουλάχιστο άτομο δεν ξέρει τι είδους άμυνες χρησιμοποιεί, ούτε και μπορεί εκούσια να σταματήσει να τις χρησιμοποιεί όταν απλώς του το επισημάνουν. Οι αμυντικοί μηχανισμοί του Εγώ διαδραματίζουν ουσιαστικότατο ρόλο αφού μπορούν να ελαττώνουν το υπέρμετρο άγχος να επουλώνουν το ψυχικό τραύμα και να απομακρύνουν το συναίσθημα της αυτοϋποτίμησης από το άτομο, τουλάχιστον έως ότου το άτομο είναι σε θέση ν' αντιμετωπίσει άμεσα την πραγματικότητα.133 Οι αντιδράσεις‐άμυνες του Εγώ χρησιμοποιούνται από κάθε άτομο, γι' αυτό και θεωρούνται φυσιολογικές αντιδράσεις που βοηθούν την προσαρμογή. Στην περίπτωση μόνο που η καταφυγή του ατόμου στις άμυνες του Εγώ είναι τόσο συχνή, ώστε να γίνεται ο κυρίαρχος τρόπος αντίδρασης και να αποδιοργανώνει την προσωπικότητά του, εμποδίζοντάς το να αντιμετωπίσει τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων της ζωής, τότε γίνεται βλαβερή, το οδηγεί σε εξωπραγματική αντίληψη του κόσμου και το αποπροσανατολίζει. Έχει διαπιστωθεί ότι οι φυσιολογικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν διάφορες άμυνες του Εγώ, ενώ οι μη φυσιολογικοί, περισσότερο ανελαστικοί σαν προσωπικότητες, αρέσκονται στον ίδιο τύπο άμυνας ανεξάρτητα από την περίπτωση. Οι κυριότερες άμυνες του Εγώ είναι οι παρακάτω: Η απώθηση Απώθηση134 είναι ο αποκλεισμός των ενορμήσεων και των συναισθημάτων από τη συνείδηση και η αναστολή της πράξης ή της συμπεριφοράς μέσα από την οποία θα εκδηλώνονταν οι επιθυμίες καθώς και οι οργανικές εκδηλώσεις που συνοδεύουν μια πράξη. Το Εγώ απωθεί στο ασυνείδητο σκέψεις ή επιθυμίες που απειλούν την ακεραιότητά του, για να προφυλαχτεί από τις συνέπειες της σύγκρουσης που μπορούν να του προκαλέσουν. Η απωθημένη σκέψη ή επιθυμία δεν ξεχνιέται, δεν χάνεται και μπορεί με διάφορους τρόπους, όπως π.χ. η ύπνωση ή η ψυχαναλυτική θεραπεία, να ανακληθεί στο συνειδητό. Μπορεί ακόμη οι απωθημένες μνήμες και επιθυμίες να αποκαλυφθούν στα όνειρα, στις φαντασιώσεις, ή και κάτω από την επίδραση του οινοπνεύματος. Στην απώθηση επειδή ακριβώς η επιθυμία και το συναίσθημα δεν χάνονται, αλλά είναι παρόντα και έτοιμα να εκδηλωθούν σε μια ανοικτή συμπεριφορά, το άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορα «οχυρά», ώστε να καλυφθεί από τον κίνδυνο που το απειλεί, δηλαδή από την εκδήλωσή τους. Π.χ. ένα άτομο απειλείται από την εχθρότητα που αισθάνεται για συγγενικό του πρόσωπο και αποκτάει μια γενική απάθεια και αδιαφορία. Ή ξεχνάει κάποιος συστηματικά το όνομα του ανθρώπου που κάποτε τον
Digitized by 10uk1s
είχε πληγώσει υπέρμετρα. Το παιδί ονειρεύεται ότι σκοτώνει το δάσκαλό του, γιατί απωθεί, καταχωνιάζει στο ασυνείδητο τα επιθετικά συναισθήματα απέναντι στον πατέρα του, απώθηση που του επιτρέπει να μη φοβάται τον πατέρα του και να μπορεί να έχει καλές σχέσεις μαζί του. Ο Freud είχε τονίσει άλλα δύο σημαντικά στοιχεία στο μηχανισμό της απώθησης. Το πρώτο είναι ότι διέκρινε την πρωτογενή από την μεταγενέστερη (after repression) απώθηση. Η πρωτογενής απώθηση, όπως υποστήριζε, είναι η διαδικασία μέσα από την οποία απωθούνται στο ασυνείδητο αναπαραστάσεις (σκέψεις, επιθυμίες, συναισθήματα καθώς και οι μνήμες που τα συνοδεύουν) που συνδέονται με τις ενορμήσεις. Στη μεταγενέστερη απώθηση, απωθείται ‐ δευτερογενώς ‐ οτιδήποτε έχει σχέση, «θυμίζει» (ασυνείδητα βέβαια) τις απωθημένες ήδη μνήμες ή επιθυμίες. Π.χ. κάποιος ξεχνάει το όνομα του προσώπου Α γιατί είναι το ίδιο με το όνομα του προσώπου Β που έχει απωθήσει, και όχι γιατί θέλει να απωθήσει το όνομα του Α. Το καινούργιο αυτό «ξέχασμα» είναι η μεταγενέστερη απώθηση, ενώ η παλιότερη απώθηση του ονόματος του Β είναι η πρωτογενής απώθηση. Το δεύτερο είναι ότι η πρωτογενής απώθηση παρουσιάζεται στην παιδική ηλικία ‐ απωθήσεις σεξουαλικών αιμομικτικών επιθυμιών ‐ και είναι η προϋπόθεση για τη μεταγενέστερη απώθηση. Η πρωτογενής δηλαδή απώθηση προετοιμάζει το άτομο για την άμυνα που θα χρησιμοποιήσει στην ενήλικη ζωή του. Δεν απωθούμε μόνο τις ενορμήσεις και το συναίσθημα ή τις μνήμες που τις συνοδεύουν αλλά και σκέψεις αγχώδεις ή ένοχες. Μπορεί μάλιστα ν' απωθήσουμε άλλοτε τις σκέψεις, άλλοτε τα συναισθήματα, άλλοτε και τα δύο. Π.χ. μπορεί ν' απωθήσουμε τη σκέψη που μάς προκαλεί άγχος, αλλά να διατηρήσουμε το συναίσθημα του άγχους. Γι' αυτό πολλές φορές το άγχος υπάρχει χωρίς αντικείμενο. Ή, ακόμα, μπορεί ν' απωθήσουμε όχι μόνο το αντικείμενο που μάς προκαλεί το άγχος αλλά και τα συναισθήματα. Π.χ. στην περίπτωση του μικρού Hans135 (τη γνωστή ανάλυση μιας φοβίας σ' ένα πεντάχρονο αγόρι που δημοσιεύτηκε το 1904 από τον Freud), το παιδί ενώ φοβόταν ότι θα ευνουχιστεί από τον πατέρα του, και είχε φυσικά γι' αυτό εχθρικά συναισθήματα απέναντί του, είχε απωθήσει και το φόβο προς τον πατέρα του, εκτός από την απειλή του ευνουχισμού, και έτσι μπορούσε να κάνει περιπάτους με τον πατέρα του στην εξοχή, όπου όμως, όπως εξηγεί ο Freud, το απωθημένο σύμπλεγμα εκφραζόταν έμμεσα με το μεγάλο τρόμο του παιδιού, τη φοβία του στη θέα μεγάλων ζώων και κυρίως μάλιστα αλόγων. Η προβολή Προβολή136 είναι ένας αμυντικός μηχανισμός απέναντι στις ενορμήσεις και στην ενοχή και συχνά, κατά τον Freud, η προεξέχουσα μορφή άμυνας στην ομοφυλοφιλία. Είναι δηλ. η απόδοση σε άλλον των προσωπικών ασυνείδητων συναισθημάτων. Όταν το Εγώ δυσκολεύεται να συμβιβάσει τις πράξεις και επιθυμίες του με τις φιλοδοξίες του ή τις ηθικές αρχές του, αποδίδει σε άλλον είτε τα λάθη του, είτε τις επιθυμίες που θεωρεί ανήθικες ή τις πράξεις του που απορρίπτει. Το άτομο που καταφεύγει σ' αυτή την άμυνα, δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο στον οποίο αποδίδει τις δικές του απαγορευμένες επιθυμίες, εκείνες που η κοινωνία τον εμποδίζει να αισθανθεί και να ζήσει. Όπως παρατηρεί ο Freud, όταν το άτομο προβάλλει τα συναισθήματά του σε άλλον, στηρίζεται στις ελάχιστες ενδείξεις της συμπεριφοράς του άλλου που είναι ανάλογες με τις δικές του ασυνείδητες επιθυμίες στις οποίες αμύνεται, μεγεθύνει εξωπραγματικά τις ενδείξεις αυτές και τις αποδίδει στην προσωπικότητα του άλλου σαν τα κύρια χαρακτηριστικά της. Ο Freud περιέγραψε αναλυτικά τον τύπο αυτό της άμυνας ονομάζοντάς τον νευρωσικό μηχανισμό. Ο μηχανισμός της προβολής διαλύει το σύνδεσμο ανάμεσα στις επικίνδυνες ενορμήσεις και το Εγώ και σ' αυτό μοιάζει με την άμυνα της απώθησης. Δηλαδή το Αυτό (id) στην απώθηση όσο και το Εγώ στην προβολή εμποδίζουν τις απειλητικές ενορμήσεις να συνειδητοποιηθούν. Με την απώθηση η ανεπιθύμητη σκέψη «απωθείται», καταχωνιάζεται στο ασυνείδητο, ενώ στην προβολή αποδίδεται στον έξω κόσμο. Το μηχανισμό της προβολής τον παρατηρούμε συχνά στη νηπιακή ηλικία, όταν το παιδί επιρρίπτει την ευθύνη σ' ένα άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο στην περίπτωση που θα απειληθεί,
Digitized by 10uk1s
ενοχοποιηθεί για κάτι που έκανε: Π.χ. το παιδί δείχνει την κούκλα του ή το αρκουδάκι του σαν τον ένοχο της ανεπίτρεπτης πράξης που το ίδιο έκανε. Άλλα παραδείγματα προβολής. Ο σύζυγος που αισθάνεται ένοχος για τις εξωσυζυγικές του σχέσεις, μπορεί να κατηγορεί τη γυναίκα του γι' αυτό, ή κάποιος επειδή διστάζει να δεχτεί πως δεν αγαπά ένα πρόσωπο που η συμπεριφορά του είναι άψογη απέναντί του, αποδίδει στο πρόσωπο αυτό την αιτία της δικής του στάσης, λέγοντας: δεν με αγαπάει. Η αντιθετική συμπεριφορά ή συμπεριφορά από αντίδραση Η σπουδαιότερη λειτουργία αυτού του μηχανισμού (reaction formation)137 είναι να ενισχύει, να βοηθάει το άτομο στο ν' αναπτύσσει συμπεριφορά εντελώς αντίθετη από αυτήν που απωθεί. Αν η άμυνα αυτή χρησιμοποιείται συχνά, μπορεί η συμπεριφορά που προκαλεί να γίνει χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του ατόμου που τη χρησιμοποιεί. Στην αντιθετική συμπεριφορά το Εγώ, θέλοντας ν' αποκρύψει επιθυμίες που θεωρεί επικίνδυνες για την ισορροπία του, δεν αρκείται στην απώθησή τους στο ασυνείδητο, αλλά μέσα από μια διαδικασία ενισχυτική της απώθησης, εκφράζει συνειδητά επιθυμίες και συμπεριφορές ακριβώς αντίθετες, πράγμα που το δεσμεύει ακόμα περισσότερο. Παράδειγμα, το παιδί που ζηλεύει και φθονεί το νεογέννητο αδελφάκι του βροντοφωνάζει την αγάπη που νοιώθει γι' αυτό. Ή ο πύρινος λόγος του κήρυκα της ηθικής για τη σεξουαλική συμπεριφορά τον προστατεύει, τον καλύπτει από το να φανερώνει τις σεξουαλικές του επιθυμίες, που απορρίπτει. Στα κλασικά παραδείγματα που αναφέρει ο Freud138 το γενικό χαρακτηριστικό της τάξης και της καθαριότητας θεωρείται σαν άμυνα στις απωθημένες επιθυμίες να είναι κανείς βρώμικος και ακατάστατος. Ή ακόμη, όπως αναλύει η Α. Freud, η γενναιοδωρία μπορεί να εκφράζει μια ασυνείδητη φιλαργυρία. Ή ο ασκητισμός, που πολλές φορές είναι προσφιλής στους εφήβους, αποτελεί μια αντιθετική συμπεριφορά, μια συμπεριφορά αντίδρασης απέναντι στις ενστικτώδεις ικανοποιήσεις που θα επιθυμούσε ένας έφηβος (τις σαρκικές απολαύσεις, το φαΐ, τον ύπνο σ' ένα ζεστό κρεβάτι, τη ζεστασιά). Ή άτομα που χαρακτηρίζονται απάνθρωπα στη συμπεριφορά τους, χωρίς τύψεις και ενοχές, έχουν αποκλείσει την ενοχή από τη συνείδησή τους. Επειδή βέβαια τέτοιου είδους στάσεις (καθαριότητα, τάξη, γενναιοδωρία, ασκητισμός, κ.ά.) επιδοκιμάζονται από την κοινωνία, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, και είναι εύλογο, ότι ο λόγος που μας οδηγεί στην υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς κοινωνικά παραδεκτής είναι απλώς η επιθυμία να μας κρίνουν θετικά οι άλλοι και όχι η ανακούφιση από το άγχος που μας προκαλούν οι σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις. Η ψυχαναλυτική άποψη υποστηρίζει ότι το κέρδος, το όφελος σ' αυτή την περίπτωση είναι διπλό, και ότι η εσωτερική ανακούφιση είναι το πρωτογενές όφελος, γι' αυτό και το σημαντικότερο, ενώ η κοινωνική επιδοκιμασία απλώς διατηρεί το πρωτογενές όφελος. Ο Freud μάλιστα πίστευε ότι η διάκριση ως προς το πρωτογενές και δευτερογενές όφελος ισχύει για όλες τις άμυνες και όλα τα συμπτώματα. Η άποψη οπωσδήποτε δεν είναι αβάσιμη ούτε αστήριχτη όπως αποδεικνύουν τα παραδείγματα συμπεριφοράς από αντίδραση, όπως λ.χ. η απάνθρωπη συμπεριφορά, ή ακόμα και η υπερβολική τάξη και καθαριότητα, που δεν είναι κοινωνικά παραδεκτές ούτως ή άλλως δεν προσφέρουν κανένα όφελος στο άτομο που καταφεύγει σ' αυτές. Πολλές φορές αυτή η άμυνα, η συμπεριφορά από αντίδραση, δεν επιτυγχάνει ν' απωθήσει εντελώς την ενόρμηση και γι' αυτό το άτομο καταφεύγει σε έμμεσους συμβολικούς τρόπους για να εκφράσει τα απωθημένα του συναισθήματα. Η μετάθεση Μιλούμε για μετάθεση όταν το άτομο στρέφει την επιθετικότητά του ή τις σεξουαλικές του επιθυμίες, τις ενορμήσεις, σε άλλο από το πρόσωπο ή το αντικείμενο που του προκαλεί άγχος, κι
Digitized by 10uk1s
αυτό γιατί το πρόσωπο που αναγκάζεται να επιλέξει τού είναι λιγότερο απειλητικό και το αντικείμενο περισσότερο διαθέσιμο ή εύκολο. Ο Freud θεωρούσε τη μετάθεση σαν έναν από τους πιο ικανοποιητικούς και αποτελεσματικούς τρόπους για να χειρίζεται κανείς τα επιθετικά και σεξουαλικά του ένστικτα. Τα βασικά ένστικτα δεν αλλάζουν ενώ το πρόσωπο ή το αντικείμενο προς τα οποία κατευθύνονται μπορεί να αλλάξει και να υποκατασταθεί. Με τον τρόπο αυτό μεταθέτοντάς τα, μπορεί κανείς να τα ικανοποιήσει με μεγαλύτερη ασφάλεια.139 Οι σεξουαλικές τάσεις ενός ατόμου απέναντι στα γονεϊκά του πρόσωπα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο αν μετατεθούν σ' ένα άλλο «κατάλληλο» ερωτικό αντικείμενο. Άλλα παραδείγματα: Ο υπάλληλος που δεν πήρε την αύξηση που ζήτησε από τον προϊστάμενό του και που όμως δεν μπό ρεσε να εκφράσει την επιθετικότητα που του προκάλεσε αυτή η άρνηση γυρίζει σπίτι του και τσακώνεται με τη γυναίκα του για μια ασήμαντη αφορμή. Ή το παιδί που τις τρώει απ' τον πατέρα του και επειδή δεν μπορεί να του επιτεθεί δέρνει με τη σειρά του το αδελφάκι του ή σπάει το παιγνίδι του, ή τυραννάει το αγαπημένο του ζώο. Η μετάθεση δεν εξαλείφει τις βασικές ενορμήσεις, βοηθάει όμως στην καταστολή του άγχους που απορρέει από την αδύνατη εκπλήρωση της επιθυμίας. Σε άλλες περιπτώσεις, η επιθετικότητα του ατόμου μπορεί να μετατοπιστεί και στον ίδιο τον εαυτό του χωρίς φυσικά συνειδητή πρόθεση. Είναι γνωστό το παράδειγμα του παιδιού ή του ενήλικου που παθαίνει συχνά ατυχήματα (ατυχηματίτις). Η μετάθεση των επιθετικών συναισθημάτων στον εαυτό μας εξυπηρετεί την ανακούφιση από την ενοχή που θα προκαλούσε η αρχική επιθυμία προς ένα πρόσωπο, αν είχαμε αφήσει να εκδηλωθούν τα επιθετικά μας συναισθήματα απέναντι σ' αυτό το πρόσωπο που μισούμε. Είναι δηλαδή μια ικανοποίηση με διαφορετική μορφή: Πληρώνω με την αυτοτιμωρία μου την ενοχή που μου προκαλεί η μη παραδεκτή μου σκέψη και πράξη. Για παράδειγμα: τα παιδιά αισθάνονται ευχαριστημένα όταν έχουν τιμωρηθεί από τους γονείς τους για μια αταξία. Ξεχρεώνουν την ενοχή που τους έχει προκαλέσει η πράξη τους. Η παλινδρόμηση Παλινδρόμηση ονομάζεται συνήθως η οπισθοδρόμηση σε προγενέστερα στάδια της ψυχολογικής ανάπτυξης της σκέψης, της σχέσης με το αντικείμενο και γενικά της δομής της συμπεριφοράς. Η ετυμολογία της λέξης είναι άλλωστε σαφής και σημαίνει το περπάτημα προς τα πίσω. Χρησιμοποιείται με την έννοια τη λογική ή την τοπική και με την έννοια τη χρονική.140 Η χρονική έννοια είναι η πιο σημαντική, κατά τον Freud, γιατί υπονοεί την οπισθοδρόμηση του ατόμου σ' ένα προηγούμενο στάδιο της ψυχοσεξουαλικής του οργάνωσης, δηλαδή κατά τη διαδικασία της το άτομο χρησιμοποιεί αρχαιότερους ψυχικούς μηχανισμούς, με την έννοια μιας χρονικής ιεραρχίας των λειτουργιών του ή των δομών του. Κατά την «παλινδρόμηση» το άτομο συμπεριφέρεται γενικά με τρόπους που χαρακτηρίζουν την προγενέστερη ηλικία, καταφεύγει σε γνωστούς, επιτυχημένους από το παρελθόν, τρόπους συμπεριφοράς, κυρίως όταν αντιμετωπίζει στερητικές καταστάσεις ή όταν δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα ένστικτά του ή ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες για την ικανοποίησή τους. Γιά παράδειγμα: το τρίχρονο αγόρι που ενώ είχε αποκτήσει τον έλεγχο των σφιγκτήρων του παλινδρομεί, ξαναρχίζει την ενούρηση, επειδή όπως φαντάζεται, έχει στερηθεί την προσοχή και την αγάπη των γονιών του μετά τη γέννηση του αδελφού του. Υιοθετεί δηλαδή τρόπους συμπεριφοράς που είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν για να τραβήξει την προσοχή των γονιών του. Οι ενήλικες μπορεί να υιοθετήσουν ανώριμους προγενέστερους τύπους συμπεριφοράς, όταν π.χ. φέρονται σαν παιδιά και θέλουν να τους αντιμετωπίζουν οι άλλοι με τον ίδιο τρόπο. Καταφεύγουν πιθανότατα σε μια περίοδο που δεν φοβούνται, γιατί σ' αυτήν δεν ήταν υποχρεωμένοι να έχουν
Digitized by 10uk1s
ευθύνες. Στην παλινδρόμηση το άτομο απομακρύνεται από την πραγματικότητα και καταφεύγει σε μια λιγότερο απαιτητική κατάσταση, με λιγότερες προσδοκίες αλλά και με ελάχιστες υποχρεώσεις. Ένα άλλο παράδειγμα παλινδρομικής συμπεριφοράς κάτω από ιδιαίτερο στρες δίνει η περιγραφή του Β. Bettelheim141 για την οπισθοδρόμηση της συμπεριφοράς όλων σχεδόν των αιχμαλώτων στο Μπούχενβαλντ. «Οι αιχμάλωτοι ζούσαν, όπως τα παιδιά, μόνο στο παρόν... Ήσαν ανίκανοι να σκεφτούν, να σχεδιάσουν για το μέλλον, ή να παραιτηθούν από άμεσες μικρές ικανοποιήσεις για να κερδίσουν μεγαλύτερες στο άμεσο μέλλον. Σαν τα παιδιά, δεν ένοιωθαν (καθόλου) καμιά ντροπή όταν αποκαλύπτονταν τα ψέματα που διηγιόντουσαν γύρω από τα κατορθώματά τους». Στις πιο ακραίες εκφράσεις της παλινδρόμησης, όπως στη σχιζοφρένεια, το άτομο δεν είναι ικανό ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί, αποκτάει δηλαδή συμπεριφορά νηπιακή. Η εκλογίκευση Τον όρο εισήγαγε ο Ε. Jones και όχι ο Freud και σημαίνει, όπως και η λέξη δηλώνει, ότι το άτομο καταφεύγει στη λογική και προσπαθεί με λογικά επιχειρήματα ν' αποδείξει στον ίδιο τον εαυτό του και τους άλλους ότι οι πράξεις του, οι επιθυμίες του και γενικά τα κίνητρα της συμπεριφοράς του είναι ορθά και συνεπώς παραδεκτά. Είναι η διαδικασία μέσα από την οποία το άτομο προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση λογική ή ηθικά παραδεκτή σε μια στάση, ιδέα ή συναίσθημα, που τα αληθινά κίνητρά τους δεν είναι φανερά. Την εκλογίκευση δεν την περιλαμβάνουν συνήθως στις άμυνες του Εγώ παρ' όλη την αμυντική λειτουργία της, επειδή δεν κατευθύνεται άμεσα στην ικανοποίηση των ενορμήσεων, αλλά χρησιμεύει κυρίως για ν' αποκρύπτει με δευτερογενή τρόπο τα διάφορα στοιχεία της σύγκρουσης. Η εκλογίκευση δεν σημαίνει ότι το άτομο σκέφτεται ορθολογικά, σημαίνει ότι επιστρατεύει λογικά επιχειρήματα, «προσχήματα» ικανά να δικαιολογήσουν και να στηρίξουν μια πράξη του ή μία του αποτυχία ή και παράλειψή του. Αποδίδει δηλαδή στη συμπεριφορά του κίνητρα παραδεκτά: «Όμφακες εισίν». Δεν αναφέρεται στην πραγματική αιτία της συμπεριφοράς του, γιατί αυτό θίγει την αυτοεκτίμησή του, αποκαλύπτοντας την αδυναμία του. Έτσι καταφεύγει σε άλλους λόγους, που τους θεωρεί αληθινούς, και που το ανακουφίζουν. Για παράδειγμα: Ισχυρίζεται κάποιος ότι δεν θα λάβαινε μέρος σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση ακόμα κι αν τον καλούσαν. Το περιεχόμενο της εκλογίκευσης ενισχύεται κυρίως από τις διάφορες ιδεολογίες, την κοινή ηθική, τη θρησκεία, τις πολιτικές πεποιθήσεις. Η αμυντική αξία της εκλογίκευσης είναι διπλή: βοηθάει το άτομο να δικαιώνει τις πράξεις και τις σκέψεις του και το βοηθάει συγχρόνως ν' απαλύνει την απογοήτευση που προκαλεί η ματαίωση ενός σκοπού, μιας επιθυμίας. Π.χ. ο φοιτητής που εγκαταλείπει το διάβασμα των εξετάσεων δικαιώνει την απόφασή του, όπως: «το είχα ανάγκη», «ήταν μοναδική ευκαιρία για μένα», «ποιος ζει ποιος πεθαίνει». Ή, ο υποψήφιος που αποτυγχάνει στις εισαγωγικές εξετάσεις ισχυρίζεται πως είναι ικανοποιημένος, γιατί η επιλογή που είχε κάνει δεν ήταν της αρεσκείας του. Το Υπερεγώ είναι εκείνο που τροφοδοτεί την άμυνα αυτή. Δεν θα πρέπει όμως να συγχέουμε τις συνειδητές δικαιολογίες, που συχνά είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε, με την εκλογίκευση που είναι ένας ασυνείδητος μηχανισμός, όπως απέδειξαν τα αποτελέσματα των πειραμάτων των σχετικών με την μεταϋπνωτική υποβολή.142 Μια άλλη παρεμφερής με την εκλογίκευση ασυνείδητη διαδικασία είναι η νοηματοποίηση (Intellectualisation), κατά την οποία το άτομο προσπαθεί να απομακρύνει το συναίσθημα που συνοδεύει μία πράξη του η ενέργεια που του προκαλεί αναστάτωση δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρά νοηματική επεξεργασία. Σ' αυτό το μηχανισμό ο κύριος σκοπός είναι η προσπάθεια εξουδετέρωσης του συναισθήματος. Έτσι πολλοί έφηβοι νοηματοποιούν τα συναισθήματά τους προκειμένου να τα ελέγξουν.143 Π.χ. ο έφηβος που μιλάει για θέματα σεξουαλικά ή επιθετικά μ' έναν εντελώς «ψυχρό» τρόπο, απαλλαγμένο από τη συγκίνηση που ο περισσότερος κόσμος αισθάνεται όταν μιλάει γι' αυτά τα θέματα.
Digitized by 10uk1s
Η ταύτιση Η ταύτιση είναι ένας άλλος ψυχολογικός μηχανισμός μέσα από τον οποίο το άτομο αφομοιώνει τα χαρακτηριστικά ενός προτύπου, προσώπου, θεσμού ή ιδεολογίας, και έτσι μεταβάλλεται μερικά ή ολοκληρωτικά σε αντίγραφο του προτύπου. Η ταύτιση στην ψυχαναλυτική φιλολογία κατέχει σπουδαιότατη θέση, αφού ο ίδιος ο Freud τής αφιέρωσε μεγάλο μέρος στο έργο του144 γιατί εκτός από μηχανισμό άμυνας τη θεωρούσε και λειτουργία μέσα από την οποία το άτομο συγκροτείται και ολοκληρώνεται. Η προσωπικότητα συγκροτείται αλλά και διαφοροποιείται μέσα από μια ατέλειωτη σειρά ταυτίσεων. Η ταύτιση σαν μηχανισμός άμυνας βοηθάει το άτομο στην αυτοαξιολόγησή του. Το Εγώ καταφεύγει στην ταύτιση μ' ένα πρόσωπο, ένα θεσμό ή μια ιδεολογία που του προσδίδει αξία μεγαλύτερη. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά, μερικά πολύ ενδεικτικά, ιδιαίτερα στην εφηβεία. Π.χ. ο οπαδός μιας μεγάλης και ισχυρής αθλητικής ομάδας που ταυτίζεται μαζί της, αναφέρεται στις νίκες σαν να ήταν δικό του επίτευγμα και μ' αυτόν τον τρόπο καταξιώνεται. Ο νέος που ταυτίζεται με ένα μεγάλο πολιτικό κόμμα παίρνει το γόητρο που εκείνο έχει και έτσι αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά∙ ακόμη ο τρόπος που ένας απλός υπάλληλος μεγάλης φίρμας αναφέρεται στο εργοστάσιο όπου εργάζεται, τονίζοντας την κτητική αντωνυμία «το εργοστάσιό μας». Ταύτιση με τον επιτιθέμενο είναι ένας ιδιαίτερος μηχανισμός ταύτισης που περιέγραψε η Anna Freud. Το άτομο όταν απειλείται από έναν εξωτερικό κίνδυνο (επίθεση, κριτική από ένα πρόσωπο κύρους κτλ.), ταυτίζεται με τον επιτιθέμενο είτε μιμούμενο το πρόσωπο του επιτιθέμενου, π.χ. τις πράξεις του ή τις στάσεις του, είτε υιοθετώντας ορισμένα σύμβολα υπεροχής που τον χαρακτηρίζουν, είτε ακόμα με το να συμπεριφέρεται με επιθετικό τρόπο όταν περιμένει την επίθεση του άλλου. Από τα παραδείγματα που δίνει η ίδια η Anna Freud,145 ένα μικρό κοριτσάκι φοβόταν να διασχίσει ένα σκοτεινό διάδρομο γιατί πίστευε ότι θα συναντούσε φαντάσματα. Υπερνίκησε όμως το φόβο του κάνοντας διάφορες απειλητικές κινήσεις όταν διέσχιζε το διάδρομο. «Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι τα φαντάσματα στο διάδρομο» είπε στο αδελφάκι της, «αρκεί να κάνεις ο ίδιος το φάντασμα». Υιοθετώντας τα φυσικά χαρακτηριστικά του επιτιθέμενου υπερνίκησε το φόβο του. Κλασικό παράδειγμα στην παιδική ηλικία είναι το παιδί που φοβάται τον λύκο και τον μιμείται φωνάζοντας «Είμαι ο λύκος, θα σε φάω», κι έτσι λυτρώνεται από την απειλή που το ίδιο αισθάνεται. Παίζοντας το ρόλο του επιτιθέμενου και δανειζόμενος τα χαρακτηριστικά του ή μιμούμενος τον τρόπο που επιτίθεται, το παιδί ή ο ενήλικας μεταβάλλεται από άτομο απειλούμενο σε άτομο που απειλεί. Επίσης, όπως αναφέραμε παραπάνω, το άτομο μπορεί να υιοθετήσει μια επιθετική συμπεριφορά πριν δεχθεί την επίθεση, όταν απειλείται, όταν φοβάται ότι ο άλλος θα του επιτεθεί για μια πράξη που έχει κάνει και ενέχεται γι' αυτήν. Όταν δηλαδή άγχεται, επειδή απειλείται από το γεγονός που πρόκειται να συμβεί. Είναι κοινή άλλωστε η ανακουφιστική προτροπή: η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Η άρνηση της πραγματικότητας Η άρνηση της πραγματικότητας είναι ένας όρος που πρωτοχρησιμοποίησε ο Freud δίνοντάς του μια ιδιαίτερη έμφαση. Ο μηχανισμός αυτός συνίσταται στην άρνηση που προβάλλει το άτομο να αναγνωρίσει την πραγματικότητα ενός τραυματικού γεγονότος ή την οδυνηρή εικόνα της πραγματικότητας. Όταν το άτομο αρνείται ‐ δεν αγνοεί ‐ μια φανερή πραγματικότητα, επειδή του προκαλεί συναισθήματα βασανιστικά που αδυνατεί να τ' αντιμετωπίσει, τη διαγράφει. Για παράδειγμα: η μητέρα π.χ. που αρνείται να δει, να δεχθεί μια εμφανή αναπηρία του παιδιού της. Ή ο στρατιώτης που αρνείται το θάνατο του αγαπημένου του φίλου, παρόλο που συνέβη μπροστά στα μάτια του στα χαρακώματα. Μια άλλη μορφή άρνησης μπορεί να θεωρηθεί και η ασυνείδητη αναβολή μιας πράξης. Όταν αναβάλλει κάποιος μια ιατρική εξέταση, γιατί φοβάται το αποτέλεσμα και βρίσκει διάφορες ασχολίες για να μην έχει χρόνο να την κάνει. Η άρνηση υποκαθιστά τη δυσάρεστη εικόνα της πραγματικότητας με πιο ανώδυνες για το άτομο δραστηριότητες. Η άρνηση που δεν είναι φραστική αντίδραση, τροποποιεί την αντίληψη για την πραγματικότητα.146
Digitized by 10uk1s
Η απάρνηση (denegation), είναι μία άλλη, συγγενής ως προς την ονομασία, αμυντική διαδικασία που, παρόλο που διαφέρει από την άρνηση της πραγματικότητας, ως προς το περιεχόμενό της, εύκολα συγχέεται μ' αυτή. Σύμφωνα με τον Freud147 που έκανε τη διάκριση, απαρνούμαι σημαίνει ότι αρνούμαι την ύπαρξη ορισμένων σκέψεων, συναισθημάτων ή επιθυμιών που έχω προφανώς απωθήσει και γι' αυτό εκφράζομαι αρνητικά γι' αυτά. Υπάρχει μια έντονη αμφιθυμία στο άτομο που απαρνείται μια εσωτερική του κατάσταση: άρνηση και κατάφαση συγχρόνως. Για παράδειγμα: το θυμωμένο άτομο που ωρύεται (και το πιστεύει) «δεν είμαι θυμωμένος», ή ο καταθλιμμένος, απογοητευμένος που διαβεβαιώνει, γιατί το πιστεύει, ότι «δεν είναι λυπημένος» ή το άτομο που έχει απωθήσει την ενοχή του για μια πράξη και όταν αναφέρεται σ' αυτήν επισημαίνει το γεγονός με αρνητικό τρόπο: «Δεν αισθάνομαι καμιά τύψη και ενοχή». Η εξιδανίκευση Ο Freud θέλοντας να εξηγήσει ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες που δεν φαίνονταν να έχουν άμεση σχέση με τις σεξουαλικές ενορμήσεις (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η πηγή τους δεν παραμένει η ίδια) έδωσε το όνομα της «εξιδανικευμένης» πράξης, της «θείας», «έξοχης» και γενικά ανώτερης δραστηριότητας, όπως είναι κυρίως οι καλλιτεχνικές επιδόσεις. Ο Freud πίστευε ότι η σεξουαλική ή επιθετική ενόρμηση εξιδανικεύεται, όταν μετατρέπεται σε μια πράξη που ο σκοπός της δεν φαίνεται να είναι ούτε σεξουαλικός ούτε επιθετικός αλλά που επιδιώκει την κοινωνική επιδοκιμασία. Εξιδανίκευση ονομάζεται η δυνατότητα του ατόμου να μετατρέπει την αρχική σεξουαλική του ορμή σ' έναν άλλο σκοπό που δεν είναι πια σεξουαλικός, αλλά που είναι ψυχικά συγγενικός. Ο Freud δεν επεξεργάστηκε ιδιαίτερα την έννοια της εξιδανίκευσης και πολλά ερωτηματικά ως προς αυτήν έχουν μείνει αναπάντητα (όπως π.χ. το ερώτημα αν η ενέργεια που διοχετεύεται στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες είναι η ίδια η σεξουαλική ενόρμηση, όπως ο Freud υποστήριξε, ή ότι κάθε δημιουργική ενασχόληση μειώνει απλώς τη σεξουαλική ενέργεια, χωρίς να χρειάζεται καμιά μετάθεση, όπως άλλοι υποστηρίζουν). Γι' αυτό ο όρος αυτός έχει παραμείνει σαν απλή ένδειξη. Το θέμα είναι πάντα ανοιχτό. Ο Freud, στη μονογραφία του για τον Λεονάρδο ντα Βίντσι,148 αναλύοντας τις γυναικείες μορφές στα έργα του και ιδιαίτερα στον περίφημο πίνακα «Η Παναγία, το Παιδί και η Αγία Άννα», υποστηρίζει ότι το θέμα του πίνακα και το χαμόγελο των γυναικών είναι μια μορφή εξιδανίκευσης των ασυνείδητων οδυνηρών επιθυμιών που είχε ο ζωγράφος για τη φυσική του μητέρα, καθώς και για την τρυφερή μητρυά του, τις δυο γυναίκες που τον μεγάλωσαν και που τόσο πολύ αγάπησε. Η ματαίωση149 Με αυτή την άμυνα το άτομο προσπαθεί να ματαιώσει την πραγματοποίηση σκέψεων, λόγων ή και πράξεων, αναπτύσσοντας σκέψεις και συμπεριφορές εντελώς αντίθετες από τις προηγούμενες: «Παίρνει το λόγο του πίσω». Πρόκειται για ψυχαναγκαστικές πράξεις με χαρακτήρα «μαγικό» που σύμφωνα με τον Freud γίνονται σε δύο χρονικά διαστήματα. Η μεταγενέστερη πράξη ματαιώνει την προηγούμενη και μ' αυτόν τον τρόπο ελαττώνεται το άγχος και η ενοχή που οι προηγούμενες σκέψεις ή πράξεις είχαν προκαλέσει. Το άτομο ζει σε μια σύγκρουση δύο αντίθετων τάσεων, ίσης σχεδόν έντασης, γεγονός που επισημαίνει την αμφιθυμία ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη. Είναι μια άμυνα πολύ διαδεδομένη στην καθημερινή μας ζωή, είναι μια πράξη μετάνοιας, επανόρθωσης. Ελαττώνεται η δύναμη μιας σκέψης, ενός λόγου ή μιας πράξης με την άρνησή της που μπορεί μάλιστα να προηγείται. Για παράδειγμα η έκφραση: «Δεν θα πιστέψετε βέβαια ότι σας κατηγορώ». Σε κάθε περίπτωση που το άτομο χρησιμοποιεί αυτή την άμυνα ο σκοπός είναι να μειώσει ή να ματαιώσει τη σημασία, την αξία ή τις συνέπειες μιας αρνητικής και ενοχοποιητικής συμπεριφοράς. «Να σε κάψω Γιάννη μ', να σ' αλείψω λάδι», που λέει η λαϊκή παροιμία.150
Digitized by 10uk1s
Όλοι οι άνθρωποι κινητοποιούν οπωσδήποτε και ως ένα σημείο αμυντικούς μηχανισμούς που θεωρούνται προσαρμοστικοί τρόποι συμπεριφοράς, γιατί εκτονώνουν το άγχος που προκαλείται από τις διάφορες αποτυχίες και απογοητεύσεις, βοηθούν το άτομο, έστω και παροδικά, ν' ανακουφίζεται από το υπέρμετρο στρες. Η χρησιμοποίηση όμως αυτών των τρόπων συμπεριφοράς γίνεται επικίνδυνη όταν το άτομο είναι τόσο εξαρτημένο απ' αυτούς ώστε να εμποδίζεται ν' αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, δηλαδή με ένα συντονισμό συνειδητών μηχανισμών, με την προτεραιότητα της λογικής και τον περιορισμό της συναισθηματικής φόρτισης. Στην περίπτωση που η καταφυγή του ατόμου στις άμυνες του Εγώ είναι τόσο συχνή, που να γίνεται ο κυρίαρχος τρόπος αντίδρασης, τότε αποδιοργανώνει την προσωπικότητά του, γιατί εμποδίζει το άτομο να αντιμετωπίσει τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων της ζωής, γίνεται βλαβερή γιατί το αποπροσανατολίζει και το οδηγεί σε εξωπραγματική αντίληψη του κόσμου. Ποια είναι η αποτελεσματική προσαρμογή Πότε είναι άραγε το άτομο προσαρμοσμένο, όταν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας κατάστασης, όπως υποστηρίζεται; Κατ' αρχήν ένα άτομο μπορεί πραγματικά να ανταποκρίνεται στις αντικειμενικές απαιτήσεις, αλλά να μην ικανοποιεί παρ' όλα αυτά τις προσωπικές του ανάγκες. Για παράδειγμα ο νέος που επιθυμεί να γίνει γιατρός, αλλά υποκύπτει στην επιθυμία του πατέρα του και ακολουθεί το επάγγελμα που αυτός διαλέγει, προσαρμόζεται στην πατρική επιταγή και αποφεύγει τις πατρικές πιέσεις, αλλά δεν ικανοποιεί την προσωπική του επιθυμία και αισθάνεται στερημένος. Μια τέτοια απόφαση είναι πιθανό να του δημιουργήσει εσωτερικές συγκρούσεις και φυσικά να του προξενήσει περισσότερα προβλήματα στο μέλλον. Έναν άλλο παράγοντα που πρέπει ακόμα να έχουμε υπόψη μας, όταν θέλουμε να κρίνουμε την αποτελεσματική προσαρμογή, είναι ο κόπος, ο μόχθος που χρειάζεται να καταβάλει το άτομο για την επίτευξη του σκοπού του. Για παράδειγμα, ένα επάγγελμα, όπως του διευθυντή μιας επιχείρησης, μπορεί να ανταμείψει το άτομο πλουσιοπάροχα με χρήματα και γόητρο και να του ικανοποιήσει τις ανάγκες που έχει για καταξίωση, αλλά συγχρόνως αν το επάγγελμα αυτό τον γεμίζει συνέχεια άγχος για το χρόνο και την ενέργεια που πρέπει να καταναλώνει, το κόστος είναι ίσως μεγαλύτερο από το γενικό όφελος, και έτσι η συμπεριφορά του δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική ως προς τη γενικότερη προσαρμογή του. Πιθανότατα άμυνες, όπως η απώθηση, θα μπορούσαν να τον ανακουφίσουν προσωρινά. Η μεγάλη όμως κατανάλωση ενέργειας, που απαιτεί η άμυνα αυτή για να διατηρηθεί, μειώνει τις δυνατότητες του ατόμου να αντιμετωπίσει δημιουργικά τα προβλήματά του. Ιδανική προσαρμογή θεωρείται εκείνη κατά την οποία το άτομο αντιμετωπίζει τα προβλήματα που του δημιουργούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναπτύσσει μια αρμονική σχέση με τους άλλους, με το περιβάλλον του, και παράλληλα να ικανοποιεί τις ανάγκες του και να διατηρεί την ακεραιότητά του. Αν η ικανοποίηση των αναγκών και επιθυμιών του γίνεται σε βάρος των άλλων, τότε η συμπεριφορά του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί προσαρμοσμένη, όχι μόνο γιατί προξενεί κακό στους άλλους, αλλά γιατί μακρόχρονα δεν θα μπορεί ούτε ο ίδιος να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Η ομάδα θα τον απορρίψει, θα τον απομονώσει και πιθανότατα θα τον τιμωρήσει. Η ικανότητα να διατηρεί κανείς καλές σχέσεις τόσο με τον εαυτό του όσο και με το περιβάλλον του, προϋποθέτει ένα «φυσιολογικό» περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι ίδιες οι πράξεις μπορούν να ικανοποιούν και το άτομο και την ομάδα. Όταν όμως η ομάδα είναι καταπιεστική ή νοσεί, τότε θα είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο για ένα άτομο να διατηρήσει την ακεραιότητά του και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του χωρίς να αντισταθεί στις απαιτήσεις της ομάδας. Για παράδειγμα, τα άτομα που πολεμάνε εναντίον μιας δικτατορίας για την ελευθερία τους δεν μπορούν να
Digitized by 10uk1s
χαρακτηριστούν απροσάρμοστα ή εχθροί του κράτους, γιατί η συμπεριφορά τους όχι μόνο δεν είναι επιλήψιμη, αλλά μπορεί σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέραμε να θεωρηθεί προσαρμοσμένη: Κάθε προσπάθεια που έχει σκοπό να ορίσει την αποτελεσματική προσαρμογή θα πρέπει να έχει κριτήριο όχι μόνο τη σωστή και ικανοποιητική ανάπτυξη του ατόμου αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες το άτομο αυτό είναι υποχρεωμένο να ζει και που θα πρέπει να εναρμονίζονται με τις ανάγκες του. Η τέλεια προσαρμογή δεν είναι φυσικά δυνατόν να επιτευχθεί, θεωρούμε όμως ότι η συμπεριφορά είναι αποτελεσματική όταν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά και με ένα γενικά παραδεκτό τρόπο στις βασικές ανάγκες και επιθυμίες του ατόμου. Όταν πάντως μια έντονη κατάσταση πίεσης, στρες, αποστέρησης συνεχίζεται μακροχρόνια και δεν υπάρχει καμιά διέξοδος για το άτομο, όταν και οι άμυνες που έχει κινητοποιήσει δεν τον βοηθάνε να την αντιμετωπίσει, τότε το άτομο, ή εντάσσεται σε άλλες κοινωνικές ομάδες ή καταρρέει και καταλήγει στη νεύρωση ή την ψύχωση. 1 Επειδή πολύ συχνά θ' αναφερθούμε σ' αυτόν τον όρο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η χρησιμοποίησή του δεν παραπέμπει στην παλιά αντίθεση σώμα‐ψυχή και φυσικά δεν έχει την έννοια του διαχωρισμού της ψυχικής ζωής από την ανθρώπινη δραστηριότητα. 2 Όπως υποστηρίζει στο άρθρο του «Ιστορία των νοοτροπιών» ο G. Duby, στην εποχή μας είναι εμφανής η αναγκαιότητα της μελέτης των ιστορικών γεγονότων κάτω από το πρίσμα της επιστημονικής ψυχολογίας, ιδιαίτερα της κοινωνικής ψυχολογίας που έχει ως κύριο στόχο τη μελέτη των ομάδων: Βλέπε G. Duby: «L'histoire des mentalités», in L'histoire et ses méthodes. Encyclopédie de la Pléiade, Editions Gallimard, 1961. 3 Αν και οι ριζοσπάστες ψυχολόγοι αμφισβητούν την επιστημονικότητα της ακαδημαϊκής ψυχολογίας όπως παρουσιάζεται σήμερα και την κατηγορούν ότι δανείζεται το ένδυμα και την ορολογία μιας επιστήμης χωρίς να μπορεί να είναι επιστήμη, εφόσον δεν είναι αντικειμενική, απαλλαγμένη από ιδεολογίες, όπως θέλει να εμφανίζεται. Βλέπε Ν. Heather, Radical Perspectives in Psychology, Methuen, London, 1976 και Ph. Brown (ed.), Radical Psychology, Harper Colophon Books, New York, 1973. 4 Βλέπε D. Bannister and F. Fransella, Inquiring Man, Harmondsworth: Penguin, 1971, και L. Kolakowski, Positivistic Psychology, Harmondsworth: Penguin, 1972. 5 L. Eisenberg: «Η ανθρώπινη φύση της ανθρώπινης φύσης» αναδημοσίευση στα ελληνικά στο περιοδικό Συνέχεια τεύχος 5, Ιούλιος 1973, μετ. Δ. Γαλάτης. 6 R.B. McLeod, «Phenomenology: a Challenge to Experimental Psychology», in T.W. Wann (ed), Behaviourism and Phenomenology, Chicago: University Chicago Press, 36, 1964. Ο συγγραφέας αναπτύσσει μια αντίθετη στη θετικιστική άποψη θέση για την ανθρώπινη συμπεριφορά και υποστηρίζει ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν την ικανότητα να είναι τα ίδια η αιτία της συμπεριφοράς τους, να είναι «ενεργούντα», να μπορούν εμπρόθετα να δραστηριοποιούνται και να συνειδητοποιούν την πρόθεσή τους. 7 Η βιβλιογραφία η σχετική με τις θεωρητικές απόψεις που αναπτύχθηκαν για να ερμηνεύσουν τις λειτουργίες της σκέψης και της γλώσσας είναι τεράστια. Αναφέρουμε τα βιβλία που είναι καταρχήν προσιτά στον Έλληνα αναγνώστη και όσα θεωρούμε βασικά γύρω από το θέμα: Π. Ρίτσμοντ, Εισαγωγή στον Πιαζέ, μετ. Αρ. Κάντας, Εκδόσεις Υποδομή, 1970, Ζ. Πιαζέ, Στρουκτουραλισμός, μετ. Θ. Παραδέλλης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1972, Ζ. Πιαζέ, Προβλήματα Γενετικής Ψυχολογίας, μετ. Φ. Ψελλός, Εκδόσεις Υποδομή, 1979. Βλέπε ακόμη: J. Piaget, La naissance de l'intelligence chez l'enfant, éditions Delachaux‐Niestlé 1968, του ίδιου: La formation du symbole chez l'enfant, éditions Delachaux ‐Niestlé, 1947, τη γαλλική μετάφραση τού Ν. Chomsky: I. Structures syntaxiques. Seuil, 1969 II. Le Langage et la Pensée, Payot, Petite Bibliothèque 1970, και III. Aspects de la Théorie Syntaxique, Seuil, 1971 και Γ. Χειμωνάα, Αφασία και Λόγος, Έκδοση Κοβάνη, 1970, του ίδιου, «Εγκέφαλος και Λόγος», Περιοδικό Σπείρα, τεύχος 7, Νοέμβρης 1978.
Digitized by 10uk1s
8 P. Fraisse, «Psychologie, Science de L'Homme ou Science du Comportement?» in Bulletin de Psychologie, No 325, tome XXIX, Septembre‐Octobre, 1976. 9 J.S.Bruner, R.R. Oliver and P.M. Greenfield (Eds). Studies in Cognitive Growth, New York: John Wiley, 1966. 10 G.A. Miller, Language and Communication, McGraw‐Hill, 1951, του ίδιου, «Some psychological studies of grammar», in American Psychologist, 20, (1965). Επίσης του ίδιου, «Empirical methods in the study of semantics», in D.L. Arm (ed) Journeys in Science: Small steps Great Strides. Alburqueque: University of New Mexico Press, 1967. 11 L.S. Vygotsky, Thought and Language, M.I.T. Press and John Wiley and Sons, New York, 1962. 12 Jean Piaget, Στρουκτουραλισμός, ό.π. Η έρευνα προσανατολισμένη προς αυτή την κατεύθυνση συνεχίζεται σήμερα από αξιόλογους μελετητές όπως ο G.H. Bower και ο Μ. Α. Levine και άλλοι, έχει ονομαστεί γνωστική ψυχολογία και έχει ήδη οδηγήσει σε πολύ ενδιαφέροντα και επιστημονικά αξιόπιστα αποτελέσματα. 13 Σήμερα κοινός στόχος είναι η «ενότητα των επιστημών» εννοώντας την ενότητα ως σύνολο από αλληλεξαρτήσεις και συμπληρωματικότητες ανάμεσα σε διάφορους κλάδους, χωρίς καμιά προσπάθεια για μια τεχνική ομοιομορφοποίηση. Βλέπε J. Piaget, Ψυχολογία και Επιστημολογία, μετ. Γ. Λογοθέτης, Εκδόσεις Υποδομή, 1981. 14 Βλέπε P. Fraisse και J. Piaget, Traité de Psychologie Expérimentale Vol. V, Paris, P.U.F., 1963. 15 Βλέπε στο άρθρο του R.C. Lewontin, «Η πλάνη του βιολογικού ντετερμινισμού» περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, Μάιος 1978, μετ., Γρ. Ανανιάδη και Η. Σαββάκη, την πολιτική συνέπεια που μπορούν να έχουν τα επιστημονικά ψυχολογικά δεδομένα, όπως για παράδειγμα τα αποτελέσματα της μέτρησης της νοημοσύνης σύμφωνα με τα οποία οι βόρειοι Ευρωπαίοι υπερείχαν ως προς τη νοημοσύνη και ηθική από τους Μαύρους, Ανατολίτες και νοτιοανατολικούς Ευρωπαίους και που στάθηκαν η επιστημονική βάση για την έκδοση του απαγορευτικού νόμου της μετανάστευσης το 1924 στις Η.Π.Α. 16 Βλέπε σχετικά στο Réussir à l'école G.F.N. Ouvrage collectif publié par le Groupe Francais d' Education Nouvelle. Editions Sociales, Paris, 1977. 17 B.F.Skinner, Walden II, Ν. York, Macmillan, 1948, και του ίδιου, Beyond freedom and dignity, N. York, Al. Knopf, 1971. 18 R.F.Ulrich. T.J.Stachnick and Mabry, Control of Human Behavior, Glenview III: Foresman, 1970. —A. W. Scheflin and E.M. Opton, Jr., The Mind Manipulators: A Non‐Fiction Account, New York, Paddington Press, 1978. —S. Chavkin, The Mind Stealers: Psychosurgery and Mind Control, Boston, Moughton Mifflin, 1978. —Βλέπε ακόμη L. Sève: Marxisme et Théorie de la Personnalité, Editions Sociales, Paris, 1975. 19 G. Allport, Personality: A Psychological Interpretation, New York: Holt, Rinehart and Winston, Inc., 1957, 1961. —G. Lowe, The Growth of Personality, Harmondsworth: Penguin, 1972. —Βλέπε ακόμη, Eu. A. Southwell and M. Merbaum (Eds), Personality: Reading in Theory and Research, 3rd ed., Monterey, California: Brooks/Cole, 1978. —J.B. Bavelas, Personality: Current theory and Research, Monterey, California: Brooks/Cole, 1978. 20 E.E. Baughman and G.S. Welsh, Personality: A Behavioral Science, Prentice‐Hall, Inc., Englewood Cliffs, New Jersey, 1962. 21 Βλέπε παρ. σ. 32 κ.ε.: Η ψυχολογία μέσα στην κοινωνία.
Digitized by 10uk1s
22 Γονότυπο ονομάζουμε το γενετικό δυναμικό κάθε γονιδίου που προσδιορίζει, σε συνάρτηση με το περιβάλλον, τα διάφορα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ενώ φαινότυπος είναι η τελική μορφή, λειτουργία ή συμπεριφορά που αναπτύσσεται από την αλληλεπίδραση του γονότυπου με το περιβάλλον. Ο φαινότυπος δηλαδή αντανακλά και τον γονότυπο και τις εξωτερικές συνθήκες. 23 Ο. Thibault: «Le fait biologique», in Le fait Féminin sous la direction de Ev. Sullerot, Fayard, Paris, 1978. —P.J. Hettema, Personality and Adaptation, Amsterdam: North Holland, 1979. —L.A. Pervin, Current Controversies and Issues in Personality, New York: John Wiley, 1978. 24 V. Barnouw, Culture and Personality, Homewood III, Dorsey press, 1973. 25 J.H. Van der Berg: The Changing Nature of Man, New York: Delta Books, 1961. 26 J. Black, The Dominion of Man, Edinburgh: Edinburgh University Press, 1970. 27 Ο όρος ιδιοσυστασιακό χαρακτηριστικό χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε γενετικό χαρακτηριστικό, καθώς και εκείνο που αποκτήθηκε στο ενδομήτριο περιβάλλον και έχει τόση δύναμη ώστε λειτουργικά να εξισώνεται με το γενετικά καθορισμένο χαρακτηριστικό, π.χ. το επίπεδο κινητικής ή συγκινησιακής προδιάθεσης του οργανισμού. 28 Βλέπε L. Eisenberg, «Η ανθρώπινη φύση της ανθρώπινης φύσης», ό.π. 29 J. Money and A.A. Ehrhardt, «Prenatal hormonal exposure: possible effects on behaviour in Man», in R.B. Michael (Ed): Endocrinology and Human Behaviour, London: Oxford University Press, 1968. —D.S. Lehrman, in Development and Evolution of Behavior, L.R. Aronson, E. Tolbach, D.S. Lehrman, J.S. Rosenblatt (Eds), Freeman, San Francisco, 1970. 30 L.R. Aronson, E. Shaw, (Eds), The Biopsychology of Development, Academic Press, New York, 1971. —B. Neugarten and N. Datan, In P.B. Baltes and K. W. Shaie (Eds), Life Span Developmental Psychology. Personality and Socialization, New York and London: Academic Press, 1973. 31 R. Serpell, Culture's Influence on Behavior, Methuen, London, 1975. 32 Βλέπε J.C. Coleman: Personality Dynamics and Effective Behavior, Scott, Foresman and Company ( 1960: 1971). R.A. Stebbins, «Physical context influences behavior», in Environment and Behavior, No 5, 1973. — J. Shotter, Images of Man, Methuen, London, 1975. 33 C. Lévi‐Strauss, The Scope of Anthropology, London: Jonathan Cape. 1967. 34 T. Parsons, The Social System, Glencoe III: Free Press, 1949. 35 M.E. Goodman, The Individual and Culture, Illinois, Homewood: 1967. M. McGurk, Growing and Changing, Methuen, London, 1975. 36 R. Levine: Cross‐cultural Study in Child Psychology, in P.H. Müssen (Ed) Carmichael's Manual of Child Psychology 2, New York: John Wiley, 1970. 37 F. Musgrove: «The Family, Education and Society», London: Routledge and Kegan Paul, 1966. 38 H.G. Birch and J.D. Gussow, Disadvantaged Children: Health, Nutrition and School Failure, New York: Harcourt Brace, Jovanovich, 1970. N. Zerdoumi, Enfants d' hier, L'éducation de l'enfant en milieu traditionnel algérien, F. Maspero, Paris, 1970. Βλέπε ακόμη και την κλασική έρευνα τη σχετική με την επίδραση του τρόπου ανατροφής στην προσωπικότητα, των: L. Mintum and W.W. Lambert, Mother of Six Cultures: Antecedents of Child Rearing, John Wiley and Sons, Inc., New York, 1964.
Digitized by 10uk1s
39 Ο Freud ήταν από τους πρώτους ψυχολόγους που χρησιμοποίησαν τον όρο κοινωνικοποίηση. Οι σχετικές του αναλύσεις επηρέασαν αργότερα τους κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους. Βλέπε S. Freud, Civilization and Its Discontents, London: Hogarth Press, 1930. 40 I. Child, Socialization, In G. Lindsay (Ed) Handbook of Social Psychology, Reading, Massachusetts: Addison‐ Wesley, 1954. —Βλέπε ακόμη D.A. Goslin (Ed), Handbook of Socialization: Theory and Research, Chicago: Rand McNally, 1969. —K. Danziger, Socialization, Harmondsworth: Penguin, 1971. 41 F. Elkin and G. Handel, The Child and Society: The Process of Socialization, New York: Random House 1972. —M.R.Shaffer, The Growth of Sociability, Harmondsworth, Penguin, 1977. 42 Ε. Έρικσον, Παιδική Ηλικία και Κοινωνία, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1975. —Μ. Richards (Ed), The Integration of a Child into a Social World, Cambridge: Cambridge University Press, 1974. —R. Cairns, Social Development: The Origins and Plasticity of Interchanges, San Francisco: Freeman, 1979. 43 Τα ιδρύματα τείνουν σε θεσμικές αλλαγές όταν δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των μελών τους. Όταν οι «επαγγελματίες» εξακολουθούν να κοινωνικοποιούν τα άτομα σύμφωνα με τις παραδεγμένες αξίες, τότε διαιωνίζουν τον υπάρχοντα κοινωνικό έλεγχο F. Fransella, Needto Change?, Methuen, London 1975 και Ε. Goffman, Asylums, Harmondsworth, Penguin, 1961. 44 Ε.Ε. Maccoby, Social Development: Psychological Growth and the Parent‐Child Relationship, New York: Harcourt Brace, Jovanovich, 1980. —Ν. Βίννικοτ. Το παιδί, η Οικογένεια και ο Εξωτερικός του Κόσμος, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1976. —J. Bowlby, Attachment and Loss, London: Hogarth Press, 1969. 45 O. Brim, Personality as role‐learning, in Iscoe and H. Stevenson (Eds), Personality Development in Children, Austin: University of Texas Press, 1960. —Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει έντονα αμφισβητηθεί ο θεσμός της οικογένειας ως σύστημα ιδιαίτερα αυταρχικό και εξουσιαστικό και απαιτείται ο... θάνατός της, Ν. Κούπερ, Ο θάνατος της Οικογένειας, εκδόσεις Καστανιώτη, 1976 και Ρ. Ντ. Λαιγκ, Η πολιτική της Οικογένειας, εκδόσεις Καστανιώτη, 1975. 46 Την τελευταία δεκαετία οι μελέτες και οι έρευνες γύρω από το θέμα έχουν ιδιαίτερα πληθύνει∙ ενδεικτικά αναφέρουμε τα παρακάτω άρθρα και βιβλία: —Ε.Ε. Maccoby and C.N. Jacklin, The Psychology of Sex Differences, Stanford, California: Stanford University Press, 1974. —Sh. Rowbotham, Woman's Consciousness, Man's World, London: Penguin, 1974. —Βλέπε ακόμη το πλούσιο σε τεκμηριωμένες έρευνες βιβλίο της Rh. Κ. Unger. Female and Male: Psychological Perspectives, New York: Harper and Row, 1979. —E.T. Μπελλότι, Από την πλευρά των κοριτσιών, μετάφραση Λ. Μοσχονά, εκδόσεις Βέργος, Αθήνα, 1977. —Ouvrage Collectif sous la direction de E. Sullerot, Le fait Féminin, ό.π.
Digitized by 10uk1s
—M. Νασιάκου, «Διαφορές των φύλων και ψυχολογική ταυτότητα» στην Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 36‐37, Μάιος ‐Δεκέμβριος, 1979. 47 Σ' ένα προσεκτικά τεκμηριωμένο βιβλίο ο Philippe Ariès περιέγραψε την εμφάνιση της παιδικής ηλικίας σαν επακόλουθο της αύξησης της σχολικής εκπαίδευσης και της αλλαγής των προτύπων της οικογενειακής ζωής. Και καταλήγει: «Τα στάδια της ατομικής ανάπτυξης, που είναι αναγνωρισμένα από πολιτισμικές συμβάσεις, εξαρτώνται από την ύπαρξη ειδικών κοινωνικών θεσμών. Η παιδική ηλικία εμφανίστηκε μαζί με την καθιέρωση του νεώτερου σχολείου και την αστική οικογένεια». —Πρβλ. Ph. Ariès, L' enfant et la vie familiale sous L'Ancien Régime, Editions du Seuil, Paris, 1973. 48 Βλέπε το άρθρο της ψυχαναλύτριας F. Dolto, «Το να βαριέται ένα παιδί στο σχολείο είναι σημάδι εξυπνάδας», μετάφραση Φ. Καλία, περιοδικό Ο Πολίτης, τεύχος 29, Οκτώβριος, 1979. 49 Β. Bettelheim, Psychoanalysis and Education, The School Review, 1969. —Βλέπε ακόμη, D. Medley and H.E. Mitzel, Some behavioral correlates of teacher effectiveness, Journal of Educational Psychology, 1959. —G. Snyders, Vers une pédagogie non directive, P.U.F., 1976. —A. Vasquez et Fr. Oury, Vers une pédagogie institutionelle, Maspero, Paris, 1977. 50 Ι. Ίλλιτς, Κοινωνία χωρίς σχολεία, Εκδόσεις Βέργος, Αθήνα, 1976. Του ίδιου: Μετά την κοινωνία χωρίς σχολεία, τί; Πολιτική αναστροφή, Αθήνα, Σπηλιώτης, 1977, του ίδιου: Να ελευθερώσουμε το μέλλον, Αθήνα, Γραμμή, 1977, μετάφραση Λ. Ζωγράφου. —Α.Σ. Νηλ, Σάμμερχιλ: Το ελεύθερο σχολείο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1976. 51 Σ. Φρενέ, Το σχολείο του λαού, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1971, Ζ. Συντέρς, Σχολείο, Τάξη και Πάλη των Τάξεων, Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1981. 52 F. Redl, Group Emotion and Leadership, Psychiatry, Vol. V, 1942. —A. Freud, Adolescence in Psychoanalytical Study of the Child, Vol. 13, international Universities Press, 1960. —P. Blos The Adolescent Personality, Appleton ‐ Century ‐ Crofts, New York, 1941, του ίδιου: On Adolescence, Free Press, New York, 1962. —F. Musgrove, Youth and the Social Order, Routledge and Kegan Paul, 1964. 53 G. Mandel, La crise des générations, Payot. 1964, του ίδιου, Η αποδυνάστευση του παιδιού, Κοινωνική ψυχανάλυση της ΕΠΙΒΟΛΗΣ, Εκδόσεις Ράππα, 1973. —U. Bronfenbrenner, Two Worlds of Adolescence, Russel Sage Foundation, 1970. —J. Adelson (Ed), Handbook of Adolescent Psychology, New York: John Wiley, 1980. 54 M. Rutter, Changing Youth in a Changing Society: Patterns of Adolescent Development and Disorders, London: Nuffield Provincial Hospital Trust, 1979. 55 R. Lerner, Adolescent Development: A Life‐Span Perspective, New York: McGraw‐Hill, 1980. —Βλέπε ακόμη, Michael Field and Jean Marie Bloch, Νεολαία και Επανάσταση, μετάφραση Δ. Παναγιωτάκος και Ιουλία Ραλλίδη, Εκδόσεις Ι.Γ. Λάππα. 1980. 56 Ζ. Καζενέβ, Ο άνθρωπος τηλεθεατής, εκδόσεις Πύλη. Του ίδιου, Les Pouvoirs de la Télévision, N.R.F. 1970. —L. Porcher, La dictacture des Média, Hatier, 1979.
Digitized by 10uk1s
57 L. Bailyn, Mass Media and Children: a Study of Exposure Habits and Cognitive Effects, Psychological Monograph, 1959. M. Souchon, La Télévision des Adolescents, Ed. Ouvrières, 1968. 58 G. Comstock, St. Chaffee, N. Katzman, M. McCombs and D. Roberts, Television and Human Behavior, New York: Columbia University Press, 1978. —A. Flageul, Télévision et éducation des adolescents en France, Paris O.R.T.F., Service de la Recherche, 1974. 59 Τ. Booth, Growing up in Society, Methuen, London, 1975. 60 T.H. Marshall, «The Nature and Determinants of Social Status» in Sociology and the Crossroads, Heinemann, 1963. 61 R.M. Merton, Social Theory and Social Structure, Free Press, 1968. 62 R. Centers, The Psychology of Social Class, Russel, 1949. 63 Τ. Parsons, «Social classes and class conflict in the Light of Recent Sociological Theory», Free Press, 1964. 64 Με αυτά τα λόγια αρχίζει το περίφημο βιβλίο των N.J. Block και G. Dworkin (Eds), γύρω από τη διαμάχη του I.Q. (Δείκτης Νοημοσύνης), The I.Q. Controversy, Pantheon Books. N. York, 1976. Οι εκδότες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με γνώση του θέματος αλλά και με απόλυτη αμεροληψία προσφέρουν στον αναγνώστη τα σπουδαιότερα κείμενα που γράφτηκαν από εξέχοντες ειδικούς πάνω στο θέμα. Σκοπός τους δεν είναι να υποδείξουν τη «σωστή» άποψη, αλλά να προβληματίσουν τον ενδιαφερόμενο ως προς τα επιστημονικά ευρήματα, και να τον βοηθήσουν να τα κατανοεί, να τα αποτιμά και να τα κρίνει. 65 N.J. Block and G. Dworkin, I.Q. Heritability, and Inequality», from Philosophy and Public Affairs, Vol. 3 No 4 and Vol. 4 No 1, 1974 by Princeton University Press. —«The Children: Their Growth and Development» A raport of the Central Advisory Council, of Education, England, 1966, v. 1, Heredity and Environment. —E.W.D. Green, «An Affluent society's excuse for inequality: Developmental Economic and Educational» in A. Montagu (ed) Race and IQ, Oxford University Press, 1976. —Μίλτος Τύπας ‐ Φώτης Καφάτος, «Η διαμάχη για την κληρονομικότητα της ευφυΐας και η κοινωνική της σημασία στο παρελθόν και σήμερα». Σύγχρονα Θέματα, Περίοδος Β', χρόνος 1ος, τεύχος 1, Μάιος 1978. 66 Βλέπε παραπάνω, σ. 45‐46. 67 J. Thoday, «Limitations to Genetic Comparison of Populations», Journal of Biosocial Sciences, suppl. I (1969). —R.C. Lewontin, «Η πλάνη του βιολογικού ντετερμινισμού». Σύγχρονα Θέματα, Περίοδος β', χρόνος 1ος, Μάιος 1978. Μετάφραση: Γρηγόρης Ανανιάδης‐ Μπάμπης Σαββάκης. 68 Ηλίας Κούβελας, «Ο νέος βιολογικός ντετερμινισμός‐κοινωνιοβιολογία», Σύγχρονα Θέματα, Περίοδος β', χρόνος 1ος, Μάιος 1978. —Ε.Ο. Wilson, Sociobiology: The New Synthesis, Harvard University Press, Cambridge 1979. —A. Montagu (Ed), Sociobiology Examined, New York: Oxford University Press, 1980. 69 Αν και ο Binet διαφωνούσε σοβαρά μ' αυτούς που θεωρούσαν το αποτέλεσμα στη δοκιμασία σαν τη μέτρηση μιας οριστικής ποσότητας και ποιότητας της νοημοσύνης και προδιέγραφαν μεθόδους για τη βελτίωση των ατόμων με χαμηλά επιτεύγματα. 70 Οι πιο γνωστές και διαδεδομένες είναι οι δοκιμασίες των: Terman‐Merril, του Wechsler για ενήλικες:
Digitized by 10uk1s
W.A.I.S. και του ίδιου για παιδιά: W.I.S.C. 71 M. Tort, Le Quotient Intellectuel, Cahiers Libres, F. Maspero, Paris, 1974. —A. Anastasi, Psychological Testing, 3rd ed. New York: Macmillan Co., 1968. —L.J. Kamin, The Science and Politics of IQ, Potomac, Md: Erbaum Associates, 1974. —K. G. Liungman, Ο μύθος της ευφυΐας, μετ. Δ. Κούρτοβικ, εκδόσεις Άλμπατρος, 1981. 72 R. C. Lewontin, «Race and Intelligence», Bulletin of the Atomic Scientists, March, 1970. —A.R. Jensen, «Race and Genetics of Intelligence: A Reply to Lewontin», Bulletin of the Atomic Scientists, May, 1970. —Κ. Eells and al., Intelligence and Critical Differences, University of Chicago Press, 1951. —P.R. Ehrlich and S. Ferdman, The race bomb: Skin, Color, Prejudice and Intelligence, New York: Ballantina Books, 2nd ed., 1978. 73 D.O. Hebb, Organization of Behavior, John Wiley and Sons, Inc., 1949. 74 S. Scarr‐Salapateck, «Unknowns in the IQ Equation» Science. Vol. 174, December, 1971. —L.J. Crowbach, «Five Decades of Public Controversy over Mental Testing», American Psychologigest 30. No I, January, 1975. —D.C. McClelland, «Testing for Competence Rather than for Intelligence» American Psychologist, Vol. 29, January 1973. 75 Βλ. J.M. Thoday, «Limitations to Genetic Comparison of Populations», in N.J. Block and G. Dworkin (Eds), ό.π. 76 Η θεωρία του Β. Bernstein συνοψίζεται στην παρακάτω διατύπωση: Τα χαμηλά στρώματα (εργατική τάξη) χρησιμοποιούν έναν περιορισμένο γλωσσικό κώδικα (resticted linguistic code) ενώ τα μεσαία στρώματα (μεσαία αστική τάξη) έναν επεξεργασμένο γλωσσικό κώδικα (elaborated code). Ο Β. Bernstein υποστηρίζει ότι η γλώσσα που μιλούν τα παιδιά καθορίζει τί μαθαίνουν, καθώς και τον τρόπο της μάθησης και τις μελλοντικές αντιληπτικές ικανότητες. Θεωρεί τη γλωσσική κατάρτιση καθοριστική για τη σχολική επιτυχία. Από την έρευνα συμπεραίνει ότι οι διαφορές στη σχολική επίδοση που παρατηρούνται ανάμεσα στα παιδιά της εργατικής τάξης και της μεσαίας τάξης οφείλονται στους αντίστοιχους γλωσσικούς κώδικες που χρησιμοποιούν οι οικογένειες από όπου προέρχεται το παιδί. Βλέπε Β. Bernstein, «Social Class and Linguistic Development: A Theory of Social Learning» in A.H. Halsey, J. Flond, C.A. Anderson (Eds) Education, Economy and Society, Free Press, New York, 1961. Βλέπε επίσης του ίδιου: «Linguistic Codes, Hesitation Phenomena and Intelligence» Language and Speech, 5, 1962. 77 Οι αμερικανικές έρευνες και μελέτες πάνω στο θέμα είναι τόσο πολλές, που αναφερόμαστε σε ορισμένες μελέτες που συνοψίζουν και παραπέμπουν αναλυτικά στην επιμέρους βιβλιογραφία: «The Lippman Terman Debate», In N.J. Block and Dworkin (Eds) The IQ Controversy, ό.π. 78 Travaux et Documents de L' INED, «Enquête nationale sur le niveau intellectuel des enfants d' âge scolaire». Cahier No 13, P.U.F., 1950. —Travaux et Documents de Γ INED, «Enquête nationale sur le niveau intellectuel des enfants d' age scolaire». Cahier No 14, 1959. —«Travaux et Documents de L' INED, Enquête national sur le niveau intellectuel des enfants d' âge scolaire».
Digitized by 10uk1s
Cahier No 64, P.U.F. 1973. 79 S. Sauvy et A. Girard, «Les diverses classes sociales devant l'enseignement. Mise au point générale des résultats», Population, No 2, Mars‐Avril 1965. 80 H.J. Eysenk, Know your own I. Q. Penguin Books, 1962. 81 Κινητήρια δύναμη: μετάφραση της έννοιας motivation την οποία αποδίδει ελλιπέστατα η λέξη κίνητρο. Έπρεπε η ελληνική λέξη να περιέχει τη σημασία της ενέργειας, της δύναμης, του κινητικού στοιχείου και συγχρόνως τη ρίζα κίνητρο. Καταλήξαμε στην παραπάνω περίφραση μην τολμώντας να κατασκευάσουμε τον κακόζηλο νεολογισμό κινητρότητα. 82 Βλέπε τις απόψεις των: Α. Marzi, P. Fraisse, J. Nuttin, in Motivation, Symposium de l'Association de Psychologie Scientifique de Langue Française, Florence, P.U.F., 1958. 83 «Η συμπεριφορά αυτή καθαυτή ξεκινάει από μια σχέση ανάμεσα σε μια κατάσταση δυναμική του οργανισμού και ορισμένα αντικείμενα τού περιβάλλοντος»: J. Nuttin, Tâche, Réussite et Echec, Théorie de la Conduite humaine, Publications Universitaires de Louvain. 1971. 84 Βλέπε D. McClelland, J.M. Atkinson, R. Clark, E. Lowell, «Towards a Theory of Motivation», in Achievement Motive, Appleton‐ Century‐Crofts, Inc., New York, 1953. 85 J. Nuttin, «Théorie dynamique de la personnalité normale», in Psychanalyse et conception spiritualiste de l'homme, Louvain, Editions Universitaires de Louvain, 1950. 86 Βλέπε κυρίως Ν. Tinbergen,«The Study of Instinct», Oxford, 1951. Κ. Lorenz, «The Comparative Method of Studying Innate Behavior », Symposium of Society for Experimental Biology, Cambridge, C.U.P., 1950. 87 Βλέπε την κριτική του Schneirla που επικρίνει τις ιδέες των Κ. Lorenz και Ν. Tinbergen λέγοντας ότι δεν υπολογίζουν αρκετά την οντογενετική ανάπτυξη των ενστίκτων, τον παράγοντα μάθηση και τις επιδράσεις του περιβάλλοντος P. C. Schneirla, «Aspects of Stimulus and Organization in Approach ‐ Withdrawal Process Underlying Vertebrate Behavioral Development», Advanced Studies in Behavior I, London, 1965. 88 S. Freud. «Sciences des rêves», P.U.F., 1950, του ίδιου, «Introduction à la psychanalyse», Payot, 1970. Βλέπε ακόμη, S. Freud, Unconscious Motivation, in The Psychopathology of Everyday Life, London 1954, του ίδιου, Beyond the pleasure principle, Norton, N. York 1975 και New Introductory lectures on psychoanalysis, Norton, N. York. 1965. 89 Βλέπε αμέσως παρακάτω. 90 Ένα αξιόλογο και εξαιρετικά κατατοπιστικό κείμενο, που εξηγεί τις σημερινές θέσεις της ψυχαναλυτικής θεωρίας για την κινητήρια δύναμη, είναι το ακόλουθο: D. Rapaport, «On the Psychoanalytic Theory of Motivation», in MR. Joves (Ed.), Nebraska Symposium on Motivation, Lincoln, Nebraska: University of Nebraska Press, 1960. 91 Η καλύτερη εισαγωγή στα διάφορα θεωρητικά συστήματα σχετικά με την ψυχολογία της μάθησης ή των όρμων είναι του E.R. Hilgard and G.H. Bower, Theories of Learning, (4th edition), Englewood Cliffs, N. Jersey. Prentice‐Hall Inc., 1975. 92 C.L. Hull, Essentials of Behavior, Conn. Yale University Press, 1951. 93 E.C. Tolman, Purposive Behavior in rats and men, Appleton Century, N. York, 1932. 94 K. Lewin, A dynamic theory of personality, McGraw Hill, N. York, 1935. 95 Υπάρχουν απλώς μερικές ενδείξεις για την υποτυπώδη προεικόνιση (préfiguration) στα ζώα. 96 Η διάσταση του «χρόνου» είναι πολύ σημαντική για τη μελέτη των κ ινήτρων, όπως το έδειξε στο βιβλιο του ο P. Fraisse, Psychologie du Temps, Paris: P.U.F., 1957. Ο σχεδιασμός του μέλλοντος σε σχέση με την
Digitized by 10uk1s
κινητήρια δύναμη έχει ιδιαίτερη σημασία για τα σχέδια και τα προτάγματα του ανθρώπου. 97 «Οι περισσότερες από τις ανθρώπινες ενέργειες δεν παρουσιάζονται ως εκφορτίσεις μιας «τάσης» συσσωρευμένης από μια οργανική ανάγκη, ούτε ως απάντηση σ' ένα ερέθισμα που προέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό που συμβαίνει συνηθέστερα είναι πως ό,τι ο άνθρωπος πράττει έχει ένα χαρακτήρα «έργου» ή αποτελεί εκτέλεση ενός «προτάγματος». Βλέπε J. Nuttin, «Tâche Réussite et Echec», ό.π. 98 H. Salvat, ‐ Intelligence, Mythe et Réalités‐, Ed. Sociales, Paris, 1974, σ. 212 (ol αγγλόφωνες παρενθέσεις είναι του πρωτοτύπου). 99 J.Ο. Raynor, «Future Orientation: The Cognitive Elaboration of Theory of Achievement Motivation», in J.W. Atkinson and J.O. Raynor, Motivation and Achievement, V.H. Winston Sons, Washington, D.C., 1974. 100 R.C. Bolles, Theory of motivation, ( 2nd edition), Ν. York: Harper and Row, 1975. Βλέπε ακόμη: F. P. Valle, Motivation: Theories and issues, Monterey, Calif. Brook/Cole, 1975. 101 R.S. Lazarus, Emotion and Adaptation: Conceptual and Empirical Relations», Nebraska Symposium on Motivation, 1968. Βλέπε ακόμη: Α.Κ. Korman, The Psychology of Motivation, Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice‐Hall, 1974. 102 L. Festinger and J.M. Carlsmith, «Cognitive consequenses of forced compliance» Journal of Abnormal and Social Psychology, 58 (1959). 103 Ph. Evans. Motivation, Methuen, London, 1975. 104 R.Lazarus, Adjustment and personality, McGraw‐Hill, Ν. York, 1961. 105 S.A. Rathus and J.S. Nevid, Adjustment and Growth: the Challenge of Life, N. York: Holt, Rinehart and Winston, 1980. 106 R.D. Whitman, Adjustment: the development and organization of human behavior, N. York: Oxford University Press, 1980. 107 J.C. Coleman, C.L. Hammen, Contemporary Psyohology and Effective Behavior, Glenview, III: Scott, Foresman, 1974. 108 Γύρω στα 1930‐40, μια ομάδα ψυχολόγων υποστήριζε ότι η αποστέρηση (frustration) είχε σαν κύριο αποτέλεσμα την πρόκληση της επιθετικότητας. Στις αρχές όμως του 1960 ο ισχυρισμός αυτός κλονίστηκε και πολλοί από τους ερευνητές επισήμαναν και άλλες γενεσιουργές αιτίες επιθετικότητας. Βλέπε: L. Berkowitz, «The frustration aggression hypothesis revisited», in L. Berkowitz (Ed), Roots of Aggression: A re‐examination of the frustration‐aggression hypothesis, Atherton, N. York, 1969. 109 Η λέξη στρες (stress) σημαίνει απλώς πίεση στην αγγλική γλώσσα, αλλά έχει πάρει, στην κοινή ομιλουμένη, ψυχολογική σημασία και έχει γίνει όρος και σε άλλες γλώσσες. Ο ψυχολογικός όρος σημαίνει τις επιπλοκές που προκαλούν οι δυσκολίες προσαρμογής στον οργανισμό και τον ψυχισμό. Η δύναμη της αποστέρησης και του στρες αναφέρεται σε μια ποικιλία αλλαγών της συμπεριφοράς που προκαλούνται από επώδυνα εξωτερικά γεγονότα και προσωπικές καταστροφές, κρίσεις, ατυχήματα κ.ο.κ. 110 I.L. Janis, G. Mahl, J. Kagan, R.R. Holt, Personality: Dynamics, Development and Assessment, Harcourt, Brace and World, Inc., 1969. 111 N.R.F. Maier. Frustration, N. York: McGraw‐Hill Book Company, Inc., 1949. — D.I. Marquait and P.L. Arnold, «A study in the frustration of human adults». Journal of General Psychology, 47, 1952. 112 Στη σημερινή βιβλιογραφία δεν ξεχωρίζονται οι έννοιες αποστέρηση, πίεση, σύγκρουση. Συναντώνται συνήθως κάτω από το γενικό τίτλο: Στρες ‐ Άγχος.
Digitized by 10uk1s
—C.D. Spielberger, Anxiety: Current trends in theory and research, N. York: Academic Press, 1972. 113 I.L. Janis and Η. Leventhal, «Human reactions to stress», in E. Bogotta and W. Lambert (Eds) Handbook of Personality: Theory and Research, Chicago: Rand McNally, 1968. Βλέπε ακόμη: D. Mechanic, Students under stress, N. York: The Free Press, 1962. 114 Κατά τον Freud, εκείνο που χαρακτηρίζει την κατάσταση αποστέρησης (frustration) δεν είναι κυρίως η απουσία του πραγματικού επιθυμητού αντικειμένου. Είναι η κατάσταση που δημιουργείται στο άτομο από την ανάγκη που του επιβάλλεται να ικανοποιήσει την επιθυμία του μ' έναν ορισμένο τρόπο ή όταν δεν μπορεί να δεχτεί μια οποιαδήποτε μορφή ικανοποίησης. Βλέπε S. Freud, «Εισαγωγικά μαθήματα στην Ψυχανάλυση» στην αγγλική έκδοση των Απάντων του: Standard Edition of the Complete Psychological Works από τον J. Strachey, Hogarth Press, London 1953‐1966, Τόμος 16. 115 Βλέπε το πείραμα που έγινε με παιδιά σχολικής ηλικίας και περιγράφεται στο κείμενο των R.C. Barker. Τ. Dembo and E. Lewin, «Frustration and Regression», University of Iowa, Studies in Child Welfare, 18,No 1, 1941. Βλέπε ακόμη και την κριτική που ασκήθηκε στο πείραμα αυτό από τους: I.L.Child and Ι.Κ.Waterhouse, «Frustration and the Quality of Performance: a Critique of the Barker, Dembo and Lewin experiment», Psychological Review, 59, 1952. 116 Η Ψυχανάλυση από πολύ νωρίς επισήμανε την έννοια της ψυχικής σύγκρουσης, που θεώρησε και τον κεντρικό πυρήνα των νευρώσεων. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία μιλάμε για σύγκρουση όταν στο άτομο αντιτάσσονται εσωτερικές απαιτήσεις, επιθυμίες με αντίθετο περιεχόμενο. Η σύγκρουση μπορεί να είναι έκδηλη (σύγκρουση π.χ. ανάμεσα σε μια επιθυμία και μια ηθική ανάγκη ή ανάμεσα σε δύο αντιφατικά συναισθήματα) ή λανθάνουσα. Η τελευταία μπορεί να εκφράζεται έμμεσα, αλλοιωμένη, και να εκδηλώνεται με συμπτώματα, διαταραχές της συμπεριφοράς, του χαρακτήρα κ.ά. Η ψυχανάλυση θεωρεί τη σύγκρουση σαν συστατικό της ανθρώπινης φύσης και δέχεται ότι σύγκρουση μπορεί να υπάρχει όχι μόνο όταν οι επιθυμίες αντιτίθενται αλλά και όταν οι επιθυμίες αντιμετωπίζουν την απαγόρευση. Η τελική μορφή της ψυχικής σύγκρουσης κατά τον Freud θα μπορούσε να συνοψιστεί στη μυθική σχεδόν αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα σε δυο ισχυρές δυνάμεις αλληλοσυγκρουόμενες και στο ότι ο ένας πόλος της σύγκρουσης είναι πάντα η σεξουαλικότητα, ενώ ο άλλος μπορεί και να αναζητηθεί στην εναλλασσόμενη πραγματικότητα. Βλέπε J. Laplanche et J.Β. Pontalis, Vocabulaire de la Psychanalyse, Paris: P.U.F., 1967. Σήμερα οι ιδέες του Freud για τις ενδοψυχικές συγκρούσεις και τους ασυνείδητους μηχανισμούς άμυνας θεωρούνται από τους περισσότερους ερευνητές οι πιο σημαντικές. 117 Βλέπε Κ. Lewin, «Environmental forces in child behavior and development», in C. Murchison (Ed), A Handbook of Child Psychology Worcester, Massachusetts: Clark University Press, 1931. 118 N.E. Miller, «Experimental studies of conflict», in J. Mc V. Hunt (Ed), Personality and the Behavior Disorders, Ronald Press, N. York, 1944. Βλέπε ακόμη: Ν.Ε. Miller and E.J. Murray, «Conflict and Displacement: Learnable drive as a fase for the steeper gradient of avoidance than of approach», Journal of Experimental Psychology. 1952, 43. Πρέπει να σημειώσουμε ότι και οι Κ. Lewin και Ν.Ε. Miller, ψυχολόγοι με διαφορετικό από την ψυχανάλυση θεωρητικό και μεθοδολογικό προσανατολισμό, συνέβαλαν σημαντικά στη μελέτη των συγκρούσεων. 119 Η πιο συχνή πηγή του στρες στην καθημερινή ζωή δεν είναι ο κίνδυνος καθαυτός αλλά η προϊδέασή του∙ η προϊδέαση του πιθανού κινδύνου ή της πιθανής συνέπειας από την εκτέλεση ή παράλειψη μιας πράξης είναι εκείνη που οδηγεί σε κατάσταση άγχους. 120 Η. Selye, «Stress», Psychology Today, 1969, 3. 121 Πολλοί θεωρητικοί χρησιμοποιούν την έννοια άγχος σαν ένα γενικό όρο που εκφράζει συναισθήματα φόβου, ντροπής και ενοχής. Ο Freud υποστήριζε πως καθένα από τα παραπάνω συναισθήματα διέφερε ως προς την αιτία και τις συνθήκες που το προκαλούσαν και αναγνώριζε ακόμη πως και οι συνέπειές τους ήταν διαφορετικές. 122 J. Gray, The Psychology of Fear and Stress, McGraw‐Hill Company, N. York, 1971.
Digitized by 10uk1s
123 W. MacRuade and A. Aikman, Stress, Dutton, N. York, 1975. Βλέπε ακόμη: J.H. Howard, P.A. Rechnitzer, and D.A. Cunningham. «Coping with Stress», Behavior Today, May, 1976. 124 Ο. Tanner, Stress, Time Life Books, Ν. York, 1976. —H. Selye, «Secret of coping with stress», Interview in U.S. News and World Report, March, 21, 1977. 125 Βλέπε J. Coleman, Abnormal Psychology and Modern Life, 5th edition, N. York: Scott, Foresman, 1976. 126 J.C. Coleman, «Life Stress and Maladaptive Behavior», American Journal of Occupational Therapy, May‐ June, 1973. —H. Benson. «Your innate assets for combating stress», Harvard Business Review, July‐August, 1974. 127 R.S. Lazarus, Psychological stress and the coping process, MacGraw‐Hill, N. York, 1966. 128 Η. Basowitz, S.J. Korchin, M. Persky and R.R. Grinker, Anxiety and stress, MacGraw‐Hill, N. York, 1955. Βλέπε ακόμη: J.L. Katz, H. Weiner, T. Gallagher and L. Hellman, «Stress, distress, and Ego defenses», Arch. Gen. Psychiatry, 1970, 23. 129 Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον Freud πρώτη φορά το 1894 στη μελέτη του «Αμυντικές ψυχονευρώσεις». Αργότερα το 1926, ξαναχρησιμοποίησε αυτόν τον όρο για να χαρακτηρίσει με έναν ενιαίο τρόπο κάθε διαδικασία που χρησιμοποιεί το «Εγώ» στις συγκρούσεις που είναι ικανές να καταλήξουν σε νεύρωση. Βλέπε S. Freud, «The neuropsychoses of defense». Standard Edition ό.π. Vol. 3. Βλέπε ακόμη του ίδιου: «Inhibitions, symptoms and anxiety», Standard Edition, ό.π. Vol. 22. 130 J. C. Speisman, R.S. Lazarus, A.M. Mordkoff, and L.A. Davison, «The experimental reduction of stress of ego‐defense theory» Journal of Abnormal and Social Psychology, 1964, 68. 131 Βλέπε S. Freud, «Inhibitions, symptoms and anxiety», ό.π. Βλέπε ακόμη του ίδιου: «The problem of anxiety», Norton, N. York, 1936. 132 S. Freud, «The Ego and Id», Standard Edition, ό.π. Vol. 19. 133 G. Gleser and M. Sacks. «Ego defenses and reaction to stress: a validation study of the defense mechanisms inventory», Journal of Cons. Clinical Psychology, April 1973, 40. 134 S. Freud, «Repression», Standard Edition, Vol. 14. Βλέπε ακόμη: του ίδιου το τελευταίο μεγάλο έργο «Analysis Terminable and Interminable» Standard Edition, ό.π. Vol. 23, όπου δίνει στην απώθηση εξέχουσα θέση, ενώ θεωρεί τους άλλους μηχανισμούς άμυνας συμπληρωματικούς. 135 S. Freud, «Analysis of a phobia in a five‐year‐old boy», Standard Edition, ό.π. Vol. 10. Βλέπε ακόμη του ίδιου: «From the history of an infantile neuroses», Standard Edition, ό.π. Vol. 17. 136 S. Freud, «Some neurotic mechanisms in jealousy, paranoia, and homosexuality», Standard Edition, ό.π. Vol. 18. 137 Βλέπε Α. Freud, Le Moi et les Mécanismes de défense, Paris: P.U.F., 1952. 138 S. Freud, «Character and anal erotism», Standard Edition, ό.π. Vol. 9. 139 Σύμφωνα με τον Freud ο μηχανισμός της μετάθεσης γίνεται ιδιαίτερα φανερός στα όνειρα και στα ψυχονευρωτικά συμπτώματα. Οι απωθημένες μνήμες ‐τραυματικές εμπειρίες‐ συχνά ξαναζωντανεύουν και παρουσιάζονται σαν εφιάλτες, που διαταράσσουν τον ύπνο του ατόμου, ή ακόμα σαν ψυχαναγκαστικές εικόνες, που εμποδίζουν τη συνειδητή αυτοσυγκέντρωση. —S. Freud, «The interpretation of dreams», Standard Edition, ό.π. Vol. 4, 5. 140 S. Freud, «The interpretation of dreams», ό.π.
Digitized by 10uk1s
141 Β. Bettelheim, The informed heart, London: Thames and Hudson, 1960. 142 E.R.Hilgard, Hypnotic susceptibility, Harcourt Brace Jovanovich, N. York, 1965. 143 Βλέπε A. Freud, Le Moi et les Mécanismes de Défense, ό.π. 144 Βλέπε S. Freud, «Group psychology and the analysis of the Ego». Standard Edition, ό.π. Vol. 18. 145 Α. Freud, Le Moi et les Mécanismes de Défense, ό.π. 146 Ένα πείραμα από τους Κ.Β. και Μ.P. Clark, διαπρεπείς νέγρους ψυχολόγους στη Νέα Υόρκη, έδειξε καθαρά πως τα παιδιά των Νέγρων «αρνούνταν» το ίδιο τους το χρώμα: Racial Identification and Preference in Negro Children», in E.E. Maccoby, T.M. Newcomb and E.L. Hartley (Eds), Readings in Social Psychology, (3rd edition), Holt, Rinehart and Winston, N. York, 1958. 147 S. Freud, «Negation», Standard Edition, ό.π. Vol. 19. 148 S. Freud, «Leonardo da Vinci and a memory of his childhood». Standard Edition, ό.π. Vol. 11. 149 Βλέπε S. Freud. «Notes upon a case of obsessional neurosis», Standard Edition, ό.π. Vol. 10. Στη γνωστή κλινική περίπτωσή του, «Ο Άνθρωπος με τα Ποντίκια», ο Freud εικονογραφεί και ερμηνεύει το μηχανισμό της ματαίωσης. 150 Επειδή ο τομέας αυτός της ψυχολογίας «μηχανισμοί άμυνας του Εγώ» δεν έχει παρουσιάσει ερευνητικά δεδομένα, η εικονογράφησή του περιορίζεται σε κλινικές περιπτώσεις και σε αντικειμενικές παρατηρήσεις συμπεριφοράς.
Digitized by 10uk1s