Ε Λ Λ Η ΝΙΚ Ο
Α ΝΟΙΚ Τ Ο
Π Α Ν Ε ΠΙΣΤ Η ΜΙΟ
Αρχαιολογία στον Ελλnvι κό Χώρο ·
ΤΟΜΟΣ Α
Ιστορική Διαδρομή τns Αρχαιολογίαs. Ορισμόs, Αντικείμενο, Βασικέs Αρχέs, Κλάδοι και nροβλnματικri
Σημείωση Οι εικόνες οι οποίες έχουν περιληφθεί στον παρόντα τόμο χρησιμοποιούνται για καθαρά εκπαιδευ τικούς σκοπούς και υποκαθιστούν την προβολή εικαστικού υλικού στο πλαίσιο μιας διάλεξης. Πα ρατίθενται μόνο για προσωπική χρήση των φοιτητών του ΕΑΠ και συνοδεύονται από αναφορά της πηγής ή/και του δημιουργού τους. Οι εικόνες έχουν αναπαραχθεί σε τέτοιο μέγεθος ώστε αυτό να επαρκεί για την κατανόηση του περιεχομένου τους. Απαγορεύεται η ανατύπωση και κάθε μορφής αναπαραγωγή του παρόντος τόμου, ο οποίος προορί ζεται αποκλειστικά για τη διδασκαλία και τις εξετάσεις των φοιτητών του JΞΑΠ Διανέμεται δωρεάν μόνο στους δημιουργούς του διδακτικού υλικού, στους εγγεγραμμένους φοιτητές του ΕΑΠ και στο αντίστοιχο διδακτικό προσωπικό και δεν διατίθεται προς πώληση.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
Ιστορική Διαδρομή της Αρχαιολογίας. Ορισμός, Αντικείμενο, Βασικές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική
Σημείωση Το ΕΑΠ είναι υπε1Jθυνο για την επιμέλεια έκδοσης και την ανάπτυξη των κειμένων σύμφωνα με τη Μεθοδολογία της εξ Αποσrάσεως Εκπαίδευσης. Για την επιστημονική αρτιότητα και πληρότητα των σvγJιραμμάτων την αποκλεισrι κή ευθύνη φέρουν οι συγγραφείς, κριτικοί αναγνώστες και ακαδημαϊκοί υπεύθυνοι που ανέλαβαν το έργο αυτό.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
Ιστορική Διαδρομή της Αρχαιολογίας. Ορισμός, Αντικείμενο, Βασικές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική
Σημείωση Το ΕΑΠ είναι υπε1Jθυνο για την επιμέλεια έκδοσης και την ανάπτυξη των κειμένων σύμφωνα με τη Μεθοδολογία της εξ Αποσrάσεως Εκπαίδευσης. Για την επιστημονική αρτιότητα και πληρότητα των σvγJιραμμάτων την αποκλεισrι κή ευθύνη φέρουν οι συγγραφείς, κριτικοί αναγνώστες και ακαδημαϊκοί υπεύθυνοι που ανέλαβαν το έργο αυτό.
Copyrίght © 2003 Για την Ελλάδα και όλο τον κόσμο
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Οδός Παπαφλέσσα & Υψηλάντη, 262 22 Πάτρα Τηλ.: (2610) 314 094, 314 206, Φαξ: (2610) 317 244
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ του Τόμου
Ιστορική Διαδρομή της Αρχαιολογίας Ορισμός, Αντικείμενο, Βασικές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος για την Επιστημονική Επιμέλεια του Υλικού
Μιχάλης Τιβέριος Επιμέλεια Έκδοσης του Τόμου
Αγγελία Παπαγιαννοπούλου Επιμέλεια στη Μέθοδο της Εκπαίδευσης από Απόσταση
Αιμιλία Μπάνου Συγγραφή
Ελένη Μανακίδου Αλεξάνδρα Κουκουζέλη Κωνσταντίνος Σμπόνιας
Κριτική Ανάγνωση
Κωνσταντίνος Σμπόνιας Κωνσταντίνος Σμπόνιας Αλεξάνδρα Κουκουζέλη
Γλωσσική Επιμέλεια Γιάννα Κατσιαμπούρα Φιλολογικός Έλεγχος
Παναγι
τα Διδάχου Καλλιτεχνική Επιμέλεια
Κωνσταντίνος Νικολάου
Ηλεκτρονική Σελιδοποίηση
Πέτρος Ηλιάδης
Συντονισμός Διδακτικού Υλικού του Προγράμματος Σπουδών
Βάσω Βασιλού-Παπαγεωργίου
Συντονισμός ανάπτυξης εκπαιδευτικού υλικού και γενική επιμέλεια των εκδόσεων ΟΜΑΔΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΡΓΟΥ ΕΑΠ/1997-2003
ISBN: 960-538-489-2 Στiμφωvα με το Ν. 2121/1993 απαγορε15εται η συνολική ή αποσπασματική αναδημοσίευση του βιβλίου αυτού 1j η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη.
Ε
Λ Λ Η ΝΙΚ Ο
Α
ΝΟΙΚ Τ Ο
Π
Α ΝΕ ΠΙΣΤΗ ΜΙΟ
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΣΠΌΥΔΩΝ
Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό ΘΕΜΑΤΙΚΉ ΕΝΌΤΗΤΑ
Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο
ΤΟΜΟΣΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ, ΚΛΑΔΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
ΠΑΤΡΑ 2003
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝ 14
Εισαγωγή στη Θεματική Ενότητα
Α. Παπαγιαννοπούλου
16
Πρόλογος
Α. Παπαγιαννοπούλου
ΚΕ Α Λ\ Α·, i Γ') 1 Ι
1
'.J
Ε. Μανακίδου
Ιστορική διαδρομή της επιστήμης της Αρχαιολογίας στην Ευρώπη
17
Σκοπός ................................................................................................................................17 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .......................................................................................17 Έννοιες-Κλειδιά ...............................................................................................................17 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ............................................................................................. 18
Ενότητα 1.1 Το στάδιο της «αρχαιοδιφίας»: αρχαιολατρία και αρχαιοδίφες στην Ευρώπη κατά τους νεότερους χρόνους (15ος-17ος αι.) ...............................................................20
Ενότητα 1.2 Η γένεση της κλασικής Αρχαιολογίας: η εποχή του κλασικισμού (1750-1820) και η συμβολή του Johann Joachim Winckelmann ......................................................23
1.2.1 Η μελέτη της αρχαίας τέχνης και η αρχαιογνωσία κατά το 180 αιώνα ................23 1.2.2 Οι πρώτες μεγάλες ανασκαφές και αρχαιολογικές αποστολές ...........................28 1.2.3 Η συμβολή του Winckelmann ..................................................................................29
Ενότητα 1.3 Η κλασική Αρχαιολογία κατά το 190 αιώνα: η συμβολή του ρομαντισμού και του θετικισμού ..........................................................31
1.3.1 Η επίδραση του ρομαντισμού στην αρχαιολογική σκέψη .....................................31 1.3.2 Εθνικισμός και αρχαιογνωσία ................................................................................32 1.3.3 Η επίδραση του θετικισμού στην αρχαιολογική σκέψη ........................................35
7
Ενότητα 1.4 (σε συνεργασία με τον Κ Σμπόνια) Η ανά πτυξη της πvο'ίστορικής Αvχαιολογίας: η ανακάλυψη των ΠQο'ίστορικών πολιτισμών της Ανατολής και της Ευρώπης ................................37 1.4.1 Η εξελικτική οπτική της ανθρώπινης ιστορίας ......................................................37 1.4.2 Η συμβολή των Σκανδιναβών ερευνητι:ί)ν ...............................................................38 1.4.3 Η έρευνα της Παλαιολιθικής περι6δου ..................................................................38 Ενότητα 1.5 Μεγάλες αQχαιολογικές ανασκαφές και ίδρυση μουσείων κατά το 190 και τις αρχές το_υ 20ού αιώνα ......................................................................41 1.5.1 Η ανασκαφική δραστηριότητα στην Ιταλία και στην Ελλάδα ..............................41 1.5.2 Η πολιτική των μεγάλων ανασκαφών .....................................................................44 1.5.3 Κρατικά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές το 190 αιώνα ...................................... .46 Ενότητα 1.6 Η Αρχαιολογία στις αρχές του 20ού αιώνα και στα χρόνια του Μεσοπολέμου: νεοουμανισμός και ιστορισμός ......................................................48 Ενότητα 1.7 Θεωρητικές και ερευνητικές κατευθύνσεις της αρχαιολογικής επιστήμης από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ως τις μέρες μας ...........................................................52 Σύνοψη ...............................................................................................................................54 Παράρτημα .........................................................................................................................56 Βιβλιογραφία ..................................................................................................................... 58 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη .......................................................................................62
Λ Λ,,, /1 1 u n r\
2
Αλ. Κουκουζέλη
Ορισμό; και αντικείμενο της Αρχαιολογίας: μύθος και πραγματικότητα
65
Σκοπός ................................................................................................................................65 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .......................................................................................65 'Εννοιες-Κλειδιά ............................................................................................................. :.65 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις .............................................................................................66
8
Ενότητα2.1 Ο μύθος: τι δεν είναι Αοχαιολογία ...................................................................................67
Ενότητα2.2 Η ΠQΟέλευση του μύθου ...................................................................................................74
Ενότητα2.3 Η ποαγματικότητα: τι είναι ΑQχαιολογία .......................................................................83 Σύνοψη ...............................................................................................................................86 Παράρτημα .........................................................................................................................87 Βιβλιογραφία ..................................................................................................:·········..·······88 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη .......................................................................................90
Κ.ΕΦΑ/\ΑΙ
3
Αλ. Κουκουζέλη
Η αρχαιολογική μαρτυρία. Βασικές αρχές της Αρχαιολογίας 91 Σκοπός ................................................................................................................................91 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .......................................................................................91 Έννοιες-Κλειδιά ...............................................................................................................91 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις .............................................................................................92
Ενότητα3.1 Η αοχαιολογική μαρτυοία ................................................................................................93 3.1.1 Τι είναι αρχαιολογική μαρτυρία; ............................................................................93 3.1.2 Οι βασικές μορφές της αρχαιολογικής μαρτυρίας ................................................93 3.1.3 Η φύση της αρχαιολογικής μαρτυρίας: απλή ή σύνθετη; ......................................96
Ενότητα3.2 Οι καθοοιστικοί παιιάγοντες διαμόιιφωσης της αοχαιολογικής μαρτυρίας ..............97 3.2.1 Παράγοντες διάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας ........................................98 3.2.2 Παράγοντες μετάπλασης της αρχαι-0λογικής μαρτυρίας .................................... 100
Ενότητα3.3 Βασικές αιαές της Αιιχαιολογίας ..................................................................................110 3.3.1 Το αρχαιολογικό πλαίσιο .......................................................................................110 3.3.2 Οι αρχές της συσχέτισης και της επαλληλίας ....................................................... 112
9
##&&
;:;ιm.m
W\\!!$�
/4� �ww:
%.i&
&miWI
3.3.3 Στρωματογραφία ....................................................................................................114 Σύνοψη .............................................................................................................................117 Παράρτημα .......................................................................................................................118 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................119 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη .....................................................................................120
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Αλ. Κουκουζέλη
Μέθοδοι ανεύρεσης και χρονολόγησης της αρχαιολογικής μαρτυρίας
121
Σκοπός ..............................................................................................................................121
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .....................................................................................121 'Εννοιες-Κλειδιά .............................................................................................................121 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ...........................................................................................121
Ενότητα4.1 Μέθοδοι ανεύρεσης της αρχαιολογικής μαρτυρίας ....................................................124 Σκοπός ..............................................................................................................................124 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .....................................................................................124 Έννοιες-Κλειδιά .............................................................................................................124 4.1.1 Τα βασικά στάδια στη διαδικασία ανεύρεσης των αρχαιολογικών δεδομένων .........124 4.1.2 Ο εντοπισμός και ο καθορισμός θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοίπων .......126 4.1.3 Η αρχαιολογική ανασκαφή ...................................................................................147 Σύνοψη Ενότητας .............................................................................................................164
Ενότητα4.2 Μέθοδοι χρονολόγησης της αρχαιολογικής μαρτυρίας .............................................166 Σκοπός ..............................................................................................................................166 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .....................................................................................166 Έννοιες-Κλειδιά .............................................................................................................166 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ...........................................................................................166 4.2.1 Σχετική χρονολόγηση .............................................................................................166 4.2.2 Απόλυτη χρονολόγηση ...........................................................................................170 Σύνοψη Ενότητας .............................................................................................................175 Σύνοψη Κεφαλαίου .........................................................................................................176
10
Παράρτημα .......................................................................................................................177 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................178 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη .....................................................................................180
ΚΕΦ/\/\Ρ,10 5 ΚΣμπόνιας
Οι μέθοδοι ταξινόμησης, ανάλυσης και ερμηνείας της αρχαιολογικής μαρτυρίας
181
Σκοπός ..............................................................................................................................181 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .....................................................................................181 'Εννοιες-Κλειδιά .............................................................................................................181 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ...........................................................................................182
Ενότητα5.1 Οι μέθοδοι ταξινόμησης των αρχαιολογικών δεδομένων ..........................................184 5.1.1 Στόχοι και είδη ταξινόμησης .................................................................................186
Ενότητα5.2 Οικιστικά σχήματα .........................................................................................................193 5.2.1Ηθέση ......................................................................................................................193 5.2.2Ηευρύτερη γεωγραφική περιοχή .........................................................................193 5.2.3 Αναγνώριση σχημάτων κατανομής οικισμών ......................................................194
Ενότητα5.3 Το φυσικό περιβάλλον ....................................................................................................201 5.3.1Ηκατανομή των θέσεων σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον .............................201 5.3.2 Μελέτες ανασύστασης του παλαιοπεριβάλλοντος ..............................................202 5.3.3 Γεωμορφολογικές μελέτες .....................................................................................203 5.3.4 Παλαιοοικολογικές μελέτες ..................................................................................205 5.3.5 Μελέτες πανίδας .....................................................................................................207
Ενότητα5.4 Η κοινωνική οργάνωση ...................................................................................................209 5.4.1 Μορφές κοινωνικής οργάνωσης ...........................................................................209 5.4.2 Ανάλυση του χώρου (spatial analysis) ....................................................................212 5.4.3Ηκοινωνική Αρχαιολογία της ταφής ....................................................................216
11
�����
5.4.4 Ο κοινωνικός ρόλος του φύλου ..............................................................................219
Ενότητα5.5 Η οικονομική ΟQγάvωση .................................................................................................220 5.5.1 Οικολογικές μελέτες Οικονομικής Αρχαιολογίας ..............................................220 5.5.2 Κοινωνικοπολιτικές μελέτες Οικονομικής Αρχαιολογίας .................................223
Ενότητα5.6 Η γνωστική και συμβολική δομή ...................................................................................228 5.6.1 Η ανάπτυξη της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου .......................................229 5.6.2 Κοσμολογία .............................................................................................................230 5.6.3 Θρησκεία .................................................................................................................230 5.6.4 Ιδεολογία .................................................................................................................232 5.6.5 Εικονικός συμβολισμός ..........................................................................................233 5.6.6 Τα νοήματα του υλικού πολιτισμού .......................................................................235 Σύνοψη .............................................................................................................................237 Παράρτημα .......................................................................................................................239 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................240
ΚΕΦ/\ΛΑ!Ο 6 Αλ. Κουκουζέλη
Κλάδοι και προβληματική της Αρχαιολογίας. Η ερμηνεία της πολιτισμικής αλλαγής
245
Σκοπός ..............................................................................................................................245 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .....................................................................................245 Έννοιες-Κλειδιά .............................................................................................................245 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ..........................................................................................lΔ.� Εισαγωγή ..........................................................................................................................248
Ενότητα6.1 Πολιτισμική Εξελικτική ΑQχαιολογία (Cultural Evolutionary Arcbaeology) .........251 6.1.1 Η γένεση της πολιτισμικής εξελικτικής προσέγγισης ..........................................251 6.1.2 Η προβληματική της Πολιτισμικής Εξελικτικής Αρχαιολογίας .........................252
12
Ενότητα6.2 Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία (Culture-historical Archaeology) ....................254
6.2.1 Η γένεση της πολιτισμικής ιστορικής προσέγγισης ............................................. 254 6.2.2 Η προβληματική της Πολιτισμικής Ιστορικής Αρχαιολογίας .............................255
Ενότητα6.3 Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία (New or Processual Archaeology) ........................260
6.3.1 Η γένεση της διαδικαστικής προσέγγισης ...... :.....................................................260 6.3.2 Τα κύρια σημεία της θεωρίας της Νέας ή Διαδικαστικής Αρχαιολογίας ..........261
Ενότητα6.4 Μεταδιαδικαστική Aρχαιoλoγία(Post-processual Archaeology) ..............................269
6.4.1 Τα κύρια σημεία της θεωρίας της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας και η κριτική της στη Νέα Αρχαιολογία ......................................269 6.4.2 Η ερμηνευτική προσέγγιση στη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία και η σημασία της ............................................................................274
Ενότητα6.5 Οι προοπτικές της αρχαιολογικής θεωρίας .................................................................281 Σύνοψη .............................................................................................................................285
Παράρτημα .......................................................................................................................288 Γλωσσάρι ..........................................................................................................................289 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................293 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη .....................................................................................296 Κατάλογος εικόνων .........................................................................................................297
13
��[§!!&�Ύ
����$':ι,�
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η Θ.Ε. «Αρχαιολογία στον Ελληνικό-Χώρο» είναι ένα έργο συλλογικό και αποσκοπεί στο να συγκεντρώσει μέσα σε τρεις τόμους τρεις βασικές πτυχές της επιστήμης, τη θεωρητική υποδομή, το πραγματολογικό υλικό και τη μουσειακή του έκθεση. Στον πρώτο τόμο, μετά την ανασκόπηση της ιστορικής διαδρομής της επιστήμης της Αρχαιολογίας στην Ευρώπη από την εποχή της αρχαιοδιφίας μέχρι σήμερα, αναλύονται οι μέθοδοι και τα εργαλεία της, από τον καθορισμό της αρχαιολογικής μαρτυρίας και τον τρόπο συσχέτισής της στο χώρο και το χρόνο, μέχρι τις μεθό δους ανασκαφής αλλά και μελέτης, της ταξινόμησης και της δημοσίευσης των αρ χαιολογικών δεδομένων. Δίδεται έμφαση στην τεχνογνωσία που απαιτεί η συγκε κριμένη επιστήμη, στα διάφορα γνωστικά πεδία που ανιχνεύονται μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα αλλά και στον τρόπο με τον οποίο επηρεάστηκε η αρχαι ολογική σκέψη στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των πολιτιστικών φαινομένων από τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις που επήλθαν με την αλλαγή των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών από τον 160 ως τον 20ό αι. Στο δεύτερο τόμο συνοψίζονται τα επιτεύγματα του κλάδου της Αρχαιολογίας κατά περιόδους, την Προϊστορική περίοδο (εποχή Λίθου και Χαλκού ), την περίο δο των ιστορικά)ν χρόνων (κλασική μέχρι ρωμαϊκή περίοδος), την περίοδο του Μεσαίωνα (παλαιοχριστιανική, βυζαντινή περίοδος ). Οι μελέτες-οδηγοί, που οι συγγραφείς του έργου αυτού έχουν συνθέσει, δεν καλύπτουν όλα τα ευρήματα, τους αρχαιολογικούς χώρους και γενικά το πολιτισμικό παρελθόν στο οποίο ανα φέρονται. Αφορούν τα πιο χαρακτηριστικά υλικά κατάλοιπα, (οικισμούς, νεκρο ταφεία, ιερά, αγορές, οχυρώσεις κ.λπ.), δείγματα αντιπροσωπευτικά του οικιστι κού παρελθόντος, των ταφικών εθίμων, της κοινωνικής οργάνωσης, της τέχνης και της θρησκείας. Με τον τρόπο αυτό ο φοιτητής θα έχει τη δυνατότητα να διακρίνει τις ιδιαιτερότητες κάθε περιόδου αλλά και την εξέλιξη των κοινωνιών. Η έρευνα καλύπτει τον τομέα της οικιστικής οργάνωσης, από τα σπήλαια μέχρι τις μεσαιωνι κές πόλεις, τον τομέα της οικονομίας και των παραγωγικών διαδικασιών, από την κατασκευή των πρώτων εργαλείων μέχρι την εμφάνιση των βιοτεχνιών, και τον το μέα των συμβολικών δομών, από τα νεολιθικά φυλακτά μέχρι τις καστρομοναστη ριακές μονάδες. Ο τρίτος και τελευταίος τόμος της Αρχαιολογίας, που αφορά τη Μουσειολογία, χωρίζεται σε δύο μέρη. Το Πρώτο Μέρος πραγματεύεται την επιστήμη της Μου σειολογίας, από τον ορισμό και την καταγωγή του όρου μέχρι τη διαχείριση και τις εκθεσιακές πρακτικές των μουσειακών αντικειμένων. Το Δεύτερο Μέρος αναφέ ρεται ειδικότερα στις συλλογές και τα μουσεία στον ελλαδικό χά>ρο από την Αρ χαιότητα μέχρι σήμερα. Οι τρεις τόμοι αποτελούν εμπεριστατωμένες μελέτες των θεμάτων που ανα φέρθηκαν και συμπληρώνονται από πλούσια βιβλιογραφία, Παράλληλα Κείμενα
14
και Συνοδευτικά Βιβλία για περαιτέρω μελέτη. Πρέπει να τονιστεί, όμως, ότι η επιλογή της ύλης ήταν δεδομένη και οι συγγραφείς έχουν την ευθύνη των απόψε ων που εκφράζονται στα κείμενά τους. Τέλος, με την επιφύλαξη ότι ένα συλλογικό έργο τόσο εκτεταμένο θεματικά και με περιορισμούς χώρου δεν μπορεί να ανα πτύξει ενιαία και ισάξια όλα τα θέματα που πραγματεύεται, πιστεύουμε ότι ο προ σεκτικός αναγνώστης, αν και θα διατρέξει τον κίνδυνο της απώλειας του ρομαντι σμού, που παραδοσιακά συνοδεύει τον κλάδο, θα ανταμειφθεί από τις δυνατότη τες και τα επιτεύγματα της επιστήμης της Αρχαιολογίας σε όλους τους τομείς της έρευνας των καταλοίπων του ανθρώπινου παρελθόντος. Αγγελία Παπαγιαννοπούλου
15
�������w;�����R����
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η Αρχαιολογία αποτελεί σήμερα βασικό τομέα έρευνας και προστασίας του ανθρώπινου παρελθόντος και εξελίχθηκε σε συνεργασία με άλλες κοινωνικές επιστήμες, όπως τη Φιλολογία, την Ιστορία, την Εθνογραφία και την Κοινωνιολο γία. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, έχει υιοθετήσει μεθόδους και από κλάδους των θετικών επιστημών. Ο πρώτος τόμος λοιπόν αποτελεί μια εισαγωγή σε αυτές τις εξελίξεις. Στο πρώτο κεφάλαιο του παρόντος εγχειριδίου ο αναγνώστης κατατοπίζεται για την ιστορική εξέλιξη της επιστήμης. Τονίζεται η σημασία του Διαφωτισμού για την αφύπνιση του ενδιαφέροντος ως προς το ανθρώπινο παρελθόν και κατα γράφεται η εξέλιξη από το στάδιο της αρχαιοδιφίας, τις πρώτες συλλογές και τις ταξιδιωτικές εμπειρίες μέχρι την εμφάνιση θεμελιωδ(ί>ν συγγραμμάτων τόσο για την τεκμηρίωση της κλασικής Αρχαιολογίας (J. Joachim Winckelmann), όσο και για την ταξινόμηση των προϊστορικών συλλογό)ν (Chr. Jurgensen Thomsen). Συ νοπτικά αναφέρονται ορισμένες μεγάλες ανασκαφές στην Ελλάδα και η ίδρυση των πρώτων μουσείων, τομείς που θα αναπτυχθούν διεξοδικότερα στους άλλους δύο τόμους. Στη συνέχεια (κεφάλαιο 2) αναλύεται η διαφοροποίηση της ψευδοαρχαιολο γίας από τη σύγχρονη έγκυρη επιστήμη της Αρχαιολογίας. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην ανάλυση που ακολουθεί (κεφάλαιο 3) με αντικείμενο τον καθορι σμό της έννοιας της αρχαιολογικής μαρτυρίας και τη σημασία της κατανόησης των συνθηκών διάπλασης και μετάπλασης, καθώς και των αρχών συσχέτισης και στρω ματογραφίας στην αρχαιολογική έρευνα Αφού καθοριστούν οι έννοιες αυτές, στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφονται οι βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι για την ανεύρεση των αρχαι ολογικιδν δεδομένων, από το στάδιο του σχεδιασμού της έρευνας μέχρι την ανα σκαφ11, την ταξινόμηση και τη δημοσίευση των δεδομένων. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο διαχωρίζονται τα γνωστικά πεδία στα οποία οδη γούν οι ταξινομήσεις, οι αναλύσεις και οι ερμηνείες των δεδομένων, ενώ παρου σιάζονται οι τομείς και η προβληματική (κεφάλαιο 6) της Αρχαιολογίας σε ερμη νευτικό επίπεδο, στην προσπάθεια ανασύστασης του ανθρώπινου παρελθόντος και της πολιτισμικής αλλαγής. Αγγελία Παπαγιαwοπούλου
16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
ΙΣΤΟΡΙΚ Δ ΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Τ Σ Χ ΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝΕΥΡΩΠΗ Ε. Μανακίδου
Το κεφάλαιο αυτό πραγματεύεται την εμφάνιση , τη διαμόρφωση και τη σημα σία της Αρχαιολογίας ως ανεξάρτητης και πολυσχιδούς επιστήμης, από τον 180 αιώνα μέχρι τις μέρες μας, παρακολουθώντας τους κυριότερους ιστορικούς σταθ μούς, τιςιδεολογικές-θεωρητικές αρχές, τιςκατευθύνσειςτης έρευναςκαι τις προ σωπικότητες που καθόρισαν την πορεία της σε αυτό το διάστημα.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού , θα είστε σε θέση να: • περιγράφετε το ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο τηςεπιστήμης τηςΑρχαι ολογίαςμέχρι και το 180 αιώνα· • εξηγείτε συνοπτικά τη συμβολή του Winckelmann στη διαμόρφωση της νεό τερηςαντίληψηςγια την ιστορία τηςαρχαίαςτέχνης • αναφέρετε τα ιδεολογικά κινήματα που επηρέασαν το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία της επιστήμης της Αρχαιολογίας κατά τον 190 αιώνα· • παρουσιάζετε τις κυριότερες προσωπικότητες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη των διαφόρων κλάδων τηςΑρχαιολογίας • περιγράφετε και να αξιολογείτε τις κυριότερες θεωρητικές και ερευνητικές τάσειςπου επικράτησαν στο χώρο τηςΑρχαιολογίαςκατά τον 20ό αιώνα.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• •
•
• • •
•
• • • • • • •
Αρχαιοδίφες Ανθρωπιστικέςσπουδές Κλασικισμός Πρώτεςσυλλογέςμε αρχαιότητες Αρχαιογνωστικά συγγράμματα Κλασικιστική αρχιτεκτονική Ιστορία τηςαρχαίαςτέχνης Τεχνοτροπική (στυλιστική) ανάλυση Ρομαντισμός Θετικισμός Κρατικά αρχαιολογικά μουσεία Ιδιωτικέςσυλλογές έργων αρχαίας τέχνης Συλλογέςεκμαγείων Μεγάλεςανασκαφές
• • • • • • • • • • • • • •
Προϊστορική Αρχαιολογω. Κλασική αρχαιολογία Σύστημα των «τριών εποχών» Συνευρήματα Ιστορική-πολιτισμική προσέγγιση Τυπολογική ταξινόμηση ευρημάτων Στρωματογραφική ανάλυση Νεοουμανισμός Αισθητικέςθεωρίες Νέα (διαδικαστική) Αρχαιολογία Μέθοδοι χρονολόγησηςευρημάτων Ιστορισμός Ιστορία του πολιτισμού Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία
Έννοιες Κλειδιά
17
ro������'W:��1.c���1��iϊ�41�;tt'½i:t::t1@:\11:,4ε;(1'o'*Jtiw•
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
18
Η ΑQχαιολογία είναι μια ανθρωπιστική επιστήμη, κύρια επιδίωξη της οποίας είναι η ανασύνθεση και η κατανόηση του ανθρώπινου παρελθόντος τόσο του απι:δτερου όσο και του πιο κοντινού- μέσα από τη μελέτη των κάθε λογής υλικών καταλοίπων της ανθρώπινης δραστηριότητας, δηλαδή των κινητών και ακίνητων αντικειμένων που έχουν διασωθεί ή έρχονται στο φως με τις ανασκαφές. Μέσα από τη μελέτη αυτή αναδεικνύεται ο αρχαίος πολιτισμός ως σύνθεση των απτών μαρτυριών, των επινοήσεων, των αντιδράσεων και των συμπεριφορών των ανθρώπων που έζησαν σε ένα δεδομένο χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Επειδή το υπό εξέταση πεδίο είναι ευρύτατο, θα περιοριστούμε εδώ στο χώρο της προϊστορικής και της κλασικής Αρχαιολογίας με σημείο αναφοράς τις προϊστορικές και ιστορικές κοινωνίες της ανατολικής Μεσογείου. Η Αρχαιολογία είναι σχετικά νέα επιστήμη και άρχισε να αναπτύσσεται γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού, του αυξανό μενου εθνικισμού-ιδιαίτερα της μεσαίας αστικής τάξης- και της συνεχούς ανά πτυξης του αρχαιογνωστικού ενδιαφέροντος της ανώτερης και της μεγαλοαστικής τάξης στην Ευρώπη. Η πρώτη της εμφάνιση συνδέεται στενά με την ιστορία και την αισθητική της αρχαίας τέχνης, την εντατικοποίηση των αρχαιογνωστικών σπουδών αλλά και το ενδιαφέρον των νεοεμφανιζόμενων εθνικών κρατών για την ιστορία τους. Οι αλλαγές στο ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο κατά τον 190 αιώνα, κυρίως στην Ελλάδα και την Ιταλία, ευνόησαν την περαιτέρω διαμόρφωση και εδραίωση της αρχαιολογικής επιστήμης τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Τότε δια χωρίστηκαν οι επιμέρους κλάδοι της προϊστορικής, της κλασικής και της μεσαιωνι κής Αρχαιολογίας και τέθηκαν οι βάσεις για τη συστηματική μελέτη των διαφόρων περιόδων της Αρχαιότητας. Το κέντρο βάρους εξακολουθούσε να πέφτει στα με μονωμένα μνημεία, ιδίως ως αποτέλεσμα της στενής σχέση της κλασικής Αρχαιο λογίας με την κλασική φιλολογία μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Σταδιακά, και παράλληλα με τη μελέτη του υλικού πολιτισμού και των έργων τέχνης, η Αρχαιολογία προχώρησε στη σφαιρική εξέταση των ανθρώπινων κοινωνιών, άρχισε να αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως οργανική ενότητα και έδωσε έμφαση στις λειτουργικές αλληλεξαρτήσεις των κοινωνικών-πολιτισμικών φαινομένων. Ιδιαίτερα στο β' μισό του 20ού αιώνα οι αρχαιολόγοι συνεργάζονται στενά με επιστήμονες διαφόρων θετικών και κοινωνικών επιστημών (τοπογράφους, αρχι τέκτονες, φυσικούς, χημικούς, γεωλόγους, ανθρωπολόγους, εθνολόγους κ.ά.). Η Αρχαιολογία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών ενδιαφερόντων που άπτονται και άλλων συγγενών με αυτήν ειδικοτήτων, όπως η Ιστορία της Τέχνης, η Εθνολογία, η Λαογραφία, η Κοινωνιολογία και η Ανθρωπογεωγραφία. Εξίσου εκτεταμένες είναι η γεωγραφική και η ιστορική κατανομή των υλικών καταλοCπαιv που αποτελούν αντικείμενο μελέτης των διαφόρων κλάδων της σύγχρονης αρχαιολογικής επιστήμης. Για τον ελληνικό χώρο περιοριζόμαστε να αναφέρουμε εδώ την προϊστορική (αιγαιακή), την κλασική και τη βυζαντινή Αρχαιολογία, μόνο τρεις βασικούς τομείς με πλήθος άλλες υποδιαιρέσεις, οι οποίοι ασχολούνται με την πολυδιάστατη μελέτη του αρχαίου και μεσαιωνικού ελληνικού πολιτισμού. Για να κατανοήσουμε, ωστόσο, τη σημασία και τις διαστάσεις που έχει λάβει σήμερα η αρχαιολογική έρευνα, με τις εξειδικεύσεις και τις συγγένειές της με άλλα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
επιστημονικά πεδία, είναι σκόπιμο να γνωρίσουμε την αφετηρία, τους σταθμούς και τα επιτεύγματα της Αρχαιολογίας από τη στιγμή που άρχισε να διαμορφώνεται σε αυτόνομη επιστήμη μέχρι τις μέρες μας. Το παρόν κεφάλαιο χωρίζεται σε επτά ενότητες, στις οποίες εξετάζονται οι εξελίξεις από το 150 μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με έμφαση στο χό)ρο της κλασικής Αρχαιολογίας, ενώ μία από αυτές (ενότητα 1.4) είναι αφιερωμένη στην ανάπτυξη της προϊστορικής Αρχαιολογίας.
19
"1
Ενότητα 1.1
ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ «ΑΡΧΑΙΟΔΙΦΙΑΣ»: ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΔΙΦΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΙΙΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ (15ος-17ος ΑΙ.) Στη διάρκεια του Μεσα(ωνα επικράτησε σtην Ευρώπη η αντίληψη της εξαρτη μένης από τη θεϊκή βούληση γνώσης και αυτή η πίσtη ρίζωσε σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης. Η ίδια αντ(ληψη κυριάρχησε και στη σχέση των ανθρώ πων εκείνων των χρόνων προς το παρελθόν τους, κοντινό ή απώτερο. Κατάλοιπα της μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας διαπιστώνονται και στους επόμενους αιώνες. Κυ ριότερα γνωρίσματά της είναι η βασισμένη στη Βίβλο πίστη για την πρόσφατη δη μιουργία του κόσμου από τον Θεό (το 4004 π.Χ.) και μια «εκφυλιστική» οπτική για την πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων που εμπόδιζε τη μελέτη της απώτατης ιστορίας της ανθρωπότητας (βλ. σχετικά στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτλο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», υποενότητα 2.2.3, σ.143-4). Στο χώρο της κλασικής Αρχαιολογίας, ωστόσο, το κίνημα της Αναγέννησης έφερε, παράλληλα με τις κοινωνικές και τις οικονομικές εξελίξεις, σημαντικές αλ λαγές στη νοοτροπία και τις αντιλήψεις των Ευρωπαίων. Ήδη από τον 150 αιώνα εμφανίστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μια τάξη μορφωμένων ανθρώπων με ευρέα ενδιαφέροντα και κριτικό πνεύμα. Αυτοί οι «ουμανιστές;» στράφηκαν <ΠΤJ μελέτη της κλασικής λογοτεχνίας και τέχνης (ρωμαϊκής/λατινικής και αρχα(ας ελ ληνικής) και προχώρησαν συνειδητά στην ΚQιtική αξιολόγηση των αιααίων πη γών και των μνημείων. Επιμέρους αρχαιογνωστικοί τομείς, όπως η επιγραφική, η νομισματική, η ιστοριοδιφία και η ιστορική τοπογραφ(α, προστέθηκαν στα γνω στικά ενδιαφέροντα των λογ(ων της εποχής. Στην Ιταλία, η ενασχόληση με τις κλασικές (ρωμαϊκές) αρχαιότητες πήρε στα διακά χαρακτήρα «επιδημίας», ιδιαίτερα στη Ρώμη, όπου πολλά μνημεία διατη ρούνταν ακόμη, έστω και τροποποιημένα για σύγχρονες χρήσεις. Η παπική Αυλή προσέδιδε μάλιστα «συμβολικό περιεχόμενο» στις ρωμαϊκές αρχαιότητες, καθώς ο έλεγχος και η κατοχή τους θεωρούνταν σημάδι της δύναμης και κυριαρχίας του πάπα και των καρδιναλίων. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα, κυρίως από το β' μισό και εξής, τέθηκαν οι βάσεις για τη συστηματική παρατήρηση των μνημείων, η οποία απέβλεπε όχι μόνο στην ταύτιση αλλά και στη συνολική αποτίμησή τους. Αυτό επιτυγχανόταν με σύνθετες μεθόδους, όπως η σχεδίαση, η μέτρηση και η πε ριγραφ11. Παράλληλα, και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η κλασική παράδοση άρ χισε να ανεξαρτητοποιείται από την κηδεμονία των μοναστηριών, όπου καλλιερ γούνταν ως τότε τα κλασικά γράμματα. Συντελέσtηκε μια εθνικ11 αφύπνιση και οι τοπικές εθνότητες, με την καθοδήγηση των τοπικών αρχόντων και λογίων, στρά-
20
ΕΝ
1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
φηκαν στα ίδια τα μνημεία, που σώζονταν σε κάθε περιοχή, για να γνωρίσουν την ιστορία του τόπου τους. Εξάλλου αρκετές σύγχρονες πόλεις ήταν χτισμένες πάνω σε προϋπάρχουσες ρωμαϊκές (όπως η Κολωνία, το Mainz, το Παρίσι, η Λυών, το Λονδίνο κ.ά.). Από τα τέλη του 16ου και σε όλο τον 170 αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες συλλογέ; με αQχαιότητε;, στις οποίες περιλαμβάνονταν κυρίως προγονιι κά κειμήλια, εκκλησιαστικά είδη και αξιοπερίεργα αντικείμενα, προερχόμενα από διάφορους πολιτισμούς και διαφορετικών εποχών. Αυτές οι ετερόκλητες συλ λογές φέρουν χαρακτηριστικά ονόματα, όπως «θάλαμοι των θαυμάτων» (αγγλικά: Cabίnets of Curίosίties, γερμανικά: Wunderkammer), και ήταν δημοφιλείς τόσο στην Ιταλία (με γνωστότερες τις συλλογές των Francesco Calzolarί, Manfredo Settala και Athanasius Κirchner) όσο και στη ΒΔ Ευρώπη (συλλογή του Ole Worm στη Δανία). Οι συλλέκτες ήταν κυρίως ευγενείς ή πλούσιοι αστοί και κληρικοί, οι πράκτορες των οποίων ταξίδευαν στις περιοχές της Μεσογείου και αγόραζαν διά φορα έργα τέχνης της ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας αρχικά, αλλά και των τοπι κών ευρωπαϊκών πολιτισμ<.δν στη συνέχεια.
Παράλληλο Κείμενο Στο Παράλληλο Κείμενο που προέρχεται από τον τόμο του Ρ. Bahn (επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, Καίμπριτζ 1996, σ. 34, εξιστορείται η δράση ενός από τους πρώτους συλλέκτες αρχαιοτήτων το 170 αιώνα, του Άγγλου Thomas Howard, κόμη του Arundel. Ο τρόπος απόκτησης και η ιστορία της συλλο γής του είναι ενδεικτικά της σχέσης των ανθρώπων εκείνης της εποχής με τα έργα της αρχαίας τέχνης. Δημιούργημα του 17ου αιώνα είναι και οι αιααιοδίφε;, δηλαδή οι ερευνητές που ανήγαγαν το ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες σε ξεχωριστή επιστήμη και ασχολήθηκαν επισταμένως με αυτές. Σε αντίθεση με τους ουμανιστές της Αναγέν νησης, οι αρχαιοδίφες προχώρησαν πέρα από την απλή παρουσίαση των μνημείων και ενδιαφέρθηκαν για την ερμηνεία τους. Εκτός από τις ελληνορωμαϊκές αρχαιό τητες, το βλέμμα τους στράφηκε εξίσου στα λείψανα των τοπικών ευρωπαϊκών κοινωνιών του παρελθόντος. Καθώς οι περισσότερες από αυτές δεν είχαν αφήσει γραπτά κείμενα, η παρουσία τους μπορούσε να ανιχνευθεί μόνο μέσα από την αναζήτηση και τη μελέτη των υλικών καταλοίπων τους. Κατά τις έρευνές τους, είτε αυτές αφορούσαν τα αντικείμενα μιας συλλογής είτε μια αρχαιολογική τοποθεσία είτε μεμονωμένα μνημεία, οι αρχαιοδίφες χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά μια συγκεκριμένη μεθοδολογία που είναι απαραίτητη για τη μελέτη των αρχαίων υλι κών μαρτυριών. Στη διάρκεια του 17ου αιώνα ριψοκίνδυνοι περιηγητές επισκέφθηκαν για πρώ τη φορά ορισμένα από τα μεγάλα κέντρα των χαμένων πολιτισμών της Ανατολής (Περσέπολις, Βαβυλώνα, Ουρ, Μπααλμπέκ, πόλεις της Δυτικής Ινδίας κ.ά.) και μας άφησαν τις ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις από εκείνα τα μακρινά ταξίδια. Στα γραπτά τους περιέχονται οι πρώτες πληροφορίες για τα σωζόμενα μνημεία των
21
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
περιοχών που επισκέφτηκαν. Ορισμένοι έφεραν μαζί τους και ενθύμια από αυτά τα ταξίδια, όπως πλάκες με επιγραφές και άλλα αρχαία αντικείμενα, που προκά λεσαν μεγάλη εvruπωση. Στον ίδιο αιώνα χρονολογείται και η πρώτη «συνειδητή» ανασκαφή που έγινε το 1685 στο Cocherel της Νορμανδίας από τον ευγενή Robert Le Prevόt, με αφορ μή την αναζήτηση οικοδομικού υλικού για την ανέγερση ενός υδραγωγείου. Ο Le Prevot ανέσκαψε έναν συλλογικό τάφο της ύστερης Νεολιθικής εποχής και περισυνέλεξε το περιεχόμενό του (λίθινους πελέκεις, πήλινα αγγεία και σωρούς από στάκτη), το οποίο κατέγραψε με προσοχή. Στην πλειοψηφία τους, ωστόσο, παρόμοιες ανασκαφικές προσπάθειες της εποχής δεν αποτελούσαν παρά τυχοδιωκτικές δραστηριότητες για συλλογή αντικειμένων και κυνήγι θησαυρών.
22
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1.2
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙ()ΛΟΓΙΑΣ: Η ΕΙΙ()ΧΗ ΤΟΥ ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΥ (1750-1820) ΚΑΙ Η ΣΥΜΒ()ΛΗ J()HANN JOACHIM WINCKEI.JMANN 1.2.1
Η μελέτη της αρχαίας τέχνης και η αρχαιογνωσία κατά το 180 αιώνα
Ο 18ος αιώνας σηματοδοτεί μια καμπή στη μελέτη της κλασικής Αρχαιότητας, ελληνικής και ρωμαϊκής, και ιδιαίτερα της αρχαίας τέχνης. Θα πρέπει να σημειω θεί εξαρχής ότι τόπος συγκέντρωσης των αρχαιόφιλων περιηγητών και επίκεντρο του εμπορίου αρχαιοτήτων και κάθε αρχαιογνωστικής δραστηριότητας ήταν μέχρι τότε η Ρώμη. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έλειπαν οι περιηγητές που επισκέπτο νταν τις αρχαιότητες της Ελλάδας και της Εγγύς Ανατολής. Ωστόσο, οι κίνδυνοι που ελλόχευαν σε τέτοιου είδους «εξωτικά» ταξίδια στις περιοχές οι οποίες βρί σκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία αποθάρρυναν τους περισσότερους αρχαιοδί φες ταξιδιώτες τουλάχιστον έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Παράδειγμα 1 Οι ελληνικές αρχαιότητες, με κορυφαία τα μνημεiα της κλασικής Αθήνας, περι λαμβάνονrαν μαζί με ορισμένες αρχαιολογικές θέσεις της Ιταλίας Ο'ΤΟUς κύριους σταθμούς του λεγόμενου «μεγάλου ηπειρωτικού ταξιδιο.ύ» (Contlnental Grand Tour). Πρόκειται για επιμορφω11κ:ά ταξίδια nou απpτελούσαν, κατά κάποιον τρό πο, μέρος της παιδείας των γόνων της βρετανικής αριστοκρατίας και της εύπορης αστικής τάξης και είχαν στόχο τη.μύηση των αρχαιόφιλων ν�ρών σrους αρχαίους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν κuρrως σπιν •]αλιkή)(�fσ�ησο και την Ελλάδα. Σε πολλούς μάλισrα .από αυτούς η πα μ()νή στις ){ώρες της (ΙVΟΤΟλικής Μεσογεί ρα ου έδωσε το έναυσμα και την ευκαιρfα να δημιουργησοιιν αξrόλογες. ιδιωτικές συλλογές με έργα της αρχαίας τtχνης. Ανάμεσα 01;οιις διοργανωτές αυτών των περιοδειών ξεχωρίζει η Εταιρεία των Dllettanti (Soclety of Dnettami), που ιδρύθη� κε σrο Λονδίνο το 1732. Εκεί, είχε ήδη συατοθεί.το 1707 η Εταιρεία των Αρχαιοφί λων (London Society ofAntiquarlans), με σκοπό τη μελέτη και τη δημοσίευση των σωζόμενων κλασικών αρχαιοτήτων. Γύρω σrα μέσο rou 18ου αιώνα εγκαινιάστηκε στην ίδια πόλη το Βρετανικό Μουσείο, οι συλλοyέςΎου οποίου εμπλουτίζονrαν διαρκώς με την αγορά μεμονωμένων ή συνόλων έργων από τις αρχαιολογικά πρό σφορες περιοχές (Ιταλία, Αίγυπτος, Ελλάδα, Μέση AVOTOAφ.""'-·,is,=
23
ΕΝ
ΗΤΑ1.2
Στο σημείο αυτό δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η επιστήμη της κλασικής ΑQχαιολογίας γεννήθηκε ακQιβώς εξαιτίας του θαυμασμού και του εν διαφέQΟντος που έτQεφαν για τον αQχαίο ελληνικό και τον Qωμαϊκό πολιτισμό τα μέλη της ευQωπαϊκής αQιστοΚQατίας, της αστικής τάξης, καθώς και οι εκn:Qόσω ποι του πνεύματος στην ΕυQώπη ήδη από την Αναγέννηση. Βέβαια η απόσταση ανάμεσα στις πρώτες μιμήσεις αρχαίων έργων τέχνης, τις πρώτες ιδιωτικές συλλο γές αρχαιοτήτων και τα πρώτα αρχαιογνωστικά συγγράμματα του 15ου αι. μέχρι την εμφάνιση μιας συστηματικότερης και πιο «επιστημονικής» ενασχόλησης με την Αρχαιότητα κατά τον 180 και κυρίως κατά τον 190 αι. είναι αρκετά μεγάλη, ωστόσο η κινητήρια δύναμη παραμένει η ίδια: η αρχαιολατρία με τα ποικίλα κάθε φορά συμφραζόμενά της, ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες της εποχής και την κοινωνική και επαγγελματική τάξη στις οποίες ανήκαν οι φορείς της. Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο όρος ΑQχαιολογία (Archaeologia) εμφανίζεται για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια στα τέλη του 17ου αιώνα, σε ένα αρχαιογνωστικό σύγγραμμα του Γάλλου γιατρού Jacques Spon (Mίscellanea eruditae antίquitatis, Λυών 1685), όπου του αποδίδεται η σημασία της σπουδ11ς της Αρχαιότητας σε αντιδιαστολή με τον συνηθισμένο μέχρι τότε όρο της «τέχνης του αρχαιοδίφψ (Antiquaria). Υπό αυτή την έννοια συγγράφηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα πλήθος αρχαιογνωστικών έργων ποικίλου περιεχομένου από μελετη τές διαφόρων ειδικοτήτων. Σε ένα από τα πιο αξιόλογα συγγράμματα αυτού του είδους, ο Γάλλος φιλόλογος και παλαιογράφος Bernard de Montfaucon (τίτλος έργου: L Άntίquίte explίquee et representee en figures, Παρίσι 1722) επεδίωξε να πα ρουσιάσει συνολικά την ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα μέσα από επιμέρους θεματι κές ενότητες (π.χ. θεοί, λατρείες, δημόσιος και ιδιωτικός βίος, ταφικά έθιμα και μνημεία) και με πλούσια εικονογράφηση. Ξεχωριστά αξίζει να μνημονεύσουμε το επτάτομο έργο του κόμη Αππe Claude Philippe de Caylus, με τίτλο Recueil d'antίquίtes egyptiennes, etrusques, grecques, romaίnes etgauloίses, Παρίσι 1752-1768, στο οποίο επιχειρείται για πρώτη φορά η τυπολογική παρουσίαση και η ερμηνεία των αντικειμένων της πλούσιας συλλογής του συγγραφέα με τη βοήθεια κριτηρίων όπως ο τόπος και ο χρόνος κατασκευής τους, η εικονογραφία, καθώς και η καλλιτεχνική τους ποιότητα. Αν και λίγο πα λαιότερος από τον Βίνκελμαν, ο Caylus υπήρξε πρωτοπόρος στη μελέτη και την παρατήρηση όχι μόνο των έργων της αρχαίας τέχνης αλλά και λιγότερο εντυπω σιακών αρχαίων τεχνουργημάτων, γεγονός που μας επιτρέπει να τον αναφέρουμε ως έναν από τους προδρόμους της αρχαιολογικής έρευνας. Μόλις από τα μέσα του 18ου αιώνα άρχισαν να διαφαίνονται νέες τάσεις και ιδέες στο χώρο των αρχαιολογικών σπουδών. Εκείνα τα χρόνια εμφανίζονται οι πρώτες απόπειρες μελέτης και σχεδίασης των αρχιτεκτονικών λειψάνων αρχαίων ελληνικών μνημείων, που σώζονταν τόσο στη μητροπολιτική Ελλάδα (Στερεά, Πε λοπόννησος, Κυκλάδες) όσο και στις αρχαιοελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας, της Σικελίας και της Μικράς Ασίας. Για τη γνώση των μνημείων της Αθήνας ιδιαί τερη σημασία έχουν τα σχέδια και οι περιγραφές του ζωγράφου James Stuart και του αρχιτέκτοναΝicοlas Revett (1751-1753), που χαρακτηρίζονται από ακρίβεια και καλλιτεχνική ευαισθησία. Αυτοί οι δύο φιλάρχαιοι Άγγλοι ταξίδεψαν στις Κυ-
24
ΕΝ
1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κλάδες, τη Μικρά Ασία αλλά και τη Βόρεια Ελλάδα ( όπως στη Θεσσαλονίκη) απεικονίζοντας διάφορα μνημεία και είναι από τους πρώτους που εμπνεύστηκαν στην πράξη από τα κλασικά κτίρια για να σχεδιάσουν κτίσματα βασισμένα στους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της Αρχαιότητας. Περίπου την ίδια εποχή άρχισαν να γίνονται γνωστοί και οι πολύ καλά διατη ρημένοι ναοί της Κάτω Ιταλίας, κυρίως της Ποσειδωνίας (Paestum) στην Καμπα νία και του Ακράγαντα στη Σικελία, χάρη στα σχέδια Ιταλών ζωγράφων, όπως του κόμη Gassola (1754) και κυρίως του Giovanni Batista Piranesi (1777), και αργότε ρα άλλων Ευρωπαίων καλλιτεχνών-αρχιτεκτόνων, όπως των Άγγλων WilHam Wi1kins (1807) και Charles Robert Cockerell (1812). Ο αντίκτυπος αυτών των εργασιών ήταν άμεσος στην ευρωπαϊκή αλλά και την αμερικανική αρχιτεκτονική. Οι κλασικοί ναοί και άλλα δημόσια κτίσματα της Αρ χαιότητας ( στοές, θέατρα κ.ά.) αποτέλεσαν το πρότυπο για την κατασκευή πολλών νεοκλασικών κτιρίων με μνημειακές διαστάσεις, καθαρές και συμμετρικές αναλο γίες, κίονες, αετώματα και γλυπτό διάκοσμο στην πρόσοψη. Τα επιβλητικά κτίρια στις μεγαλύτερες ευρωπα'ί"ιι.ές πόλεις σηματοδοτούν την κλασικιστική αρχιτεκτο νική κυρίως των αρχών του 19ου αιώνα. Αυτή η κίνηση του κλασικισμού ερχόταν σε φανερή αντίθεση με την υπερεκτίμηση που γνώρισαν τα ρωμαϊκά κτίσματα στα χρόνια της Αναγέννησης (14ος-15ος αι.) και του μπαρόκ (1550-1750). Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα από αυτά τα κτίρια σε διάφορα κράτη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, τα οποία δίκαια θεωρούνται σταθμοί στην ιστορία της νεότε ρης αρχιτεκτονικ11ς και έχουν τις ρίζες τους στον κλασικισμό του 18ου αιώνα. Παράδειγμα 2 Γερμανία
Στο Μόναχο, πρωτεύουσα του βαυαρικού κράτους, ξεχωρίζουν η Γλυπτοθή κη και τα Προπύλαια στην Konigplatz (1816-1830), έργα του βασιλικού αρχιτέ κτονα Leo νοn Klenze. Απομονωμένη μέσα στο ήμερο βαuαρικ6 τοπίο, χτίστηκε η λεγόμενη Βαλχάλα (Walhalla, 1830-1842, αρχιτέκτονας Leo νοn Klenze), ένα μνημείο για τους διάσημους άνδρες της Γερμανίας που μιμε{ται αρχαίο δωρικό ναό και συγκεκριμένα τον Παρθενώνα. Σύνχρονο με τα προαναφερθέντα είναι και το κλασικιστικό κτίσμα του πρώτου Αρχαιολογικού Μοιισείου pτο Βερολίνο {αρχιτέκτονας Friedrich Schinkel).
Παράδειγμα 3 Μ. Βρετανία
Στο Λονδίνο, εκτός από τα επιβλητικά κτίρια του Κοινοβουλίου και του Βρετανι κού Μουσείου (1823-1847, αρχιτέκτονας Robert Smirke), αξίζει να αναφερθεί η νέα εκκλησία του Αγfου Παγκρατίου (1817-1822, αρχιτέκτονας W.H. lmwood) που αντιγράφει το Ερέχθειο.
25
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Παράδειγμα 4 Γαλλία Στο Παρίσι, κατά παραγγελία του Ναπολέοντα χτίστηκε η βασιλική της Madeleine (1806-1824, αρχιτέκτονας Vignon), ως μνημείο στη μνήμη των Γάλ λων νεκρών στρατιωτών.
Παράδειγμα 5 Ελλάδα Και στην Αθήνα, τα κλασικιστικά κτίρια της Ακαδημίας, της Εθνικής Βιβλιο θήκης και του Πανεπιστημίου {αρχιτέκτονες Θεόφιλος και Χριστιανός Hansen), χτισμένα στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862), εντάσσονται ακρι βώς στο ίδιο κλίμα.
Παράδειγμα 6
ΗΠΑ
Τέλος, στις ΗΠΑ παλαιότερο δείγμα θεωρείται το Καπιτώλιο του Tennessee (1845-1859, αρχιτέκτονας Willlam Strickland), ενώ εκεί οι κλασικιστικές τάσεις συνεχίστηκαν μέχρι και το πρώτο μισό του 2Οού αιώνα.
Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 1 Παραθέτουμε απεικονίσεις δύο κλασικιστικών κτισμάτων του 19ου αιώνα στην Αθήνα (εικ. 1: Ακαδημία, εικ. 2: Εθνική Βιβλιοθήκη) και ενός αρχαίου ναού των κλασικών χρόνων (5ος αι. π.Χ.) στην ίδια πόλη (εικ. 3: ο Παρθενώνας). Προσπαθήστε να εντοπίσετε τις ομοιότη τες και τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά τα κτίρια με βάση όσα διαβάσατε μέ χρι τώρα και όσα γνωρίζετε για την αρχιτεκτονική της κλασικής περιόδου. Μια ενδεικτική απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Εικόνα 1 Η Ακαδημία Αθηνών
26
Εικόνα2 Η Εθνική Βιβλιοθήκη
Εικόνα 3 Ο Παρθενώνας
1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Οι κλασικιστικές τάσεις δεν περιορίστηκαν στην αρχιτεκτονική αλλά επεκτά θηκαν σε διάφορους τομείς της καλλιτεχνικής και βιοτεχνικής παραγωγής, καθώς και της πνευματικής και κοινωνικής ζωής (βλ. σχετικά στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτ λο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», ενότητα 1.3, σ. 81-3). Εκείνα τα χρόνια παρατηρείται πληθώρα αρχαιολογικών ανακαλύψεων στην Ιταλία, εισάγοντας νέ ες μόδες σε καθημερινά θέματα. Η μαζική αποκάλυψη πήλινων αρχαίων ελληνι κών αγγείων σε τάφους της Ετρουρίας και η αξία που άρχισαν σταδιακά να απο κτούν ως συλλεκτικά αντικείμενα είχαν ως αποτέλεσμα αυτά τα αγγεία να γίνουν από νωρίς όχι μόνο αντικείμενο μελέτης των ειδικών αλλά και μίμησης για την κά λυψη των σύγχρονων χρηστικών αναγκών.
Παράδειγμα 7 Ο Άγγλος πρόξενος στη Νεάπολη Sir William Hamilton δημιούργησε στο τρί το τέταρτο του 1βου αιώνα τις δύο πρώτες μεγάλες συλλογές που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από απικά αγγεία προερχόμενα από τις περιοχές της Καμπα νίας και της Νότιας Ιταλίας. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα αγγεία αυτά ορθώς θεωρήθηκε ότι ήταν εισαγμένα προϊόντα ελληνικών κεραμικών ερ γαστηρίων και όχι ντόπια ετρουσκικά έργα, όπως γενικά επικρατούσε έως τότε. Αξιοσημείωτο είναι ότι και οι δύο συλλογές δημοσιεύθηκαν (δύο τόμοι το 1767 και το 1770 από τον P.F. d'Hancarvllle και άλλοι δύο ανάμεσα στο 1791 και το 1795 από τον M.W. Tlschbein) με υποδειγματικό για την εποχή τρόπο, προτού πωληθούν στο Βρετανικό Μουσείο. Τα πιστά σχέδια των αγγείων επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις καλλιτεχνικές αντιλήψεις της εποχής και όχι μόνο στην Αγγλία.
Παράδειγμα 8 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις μίμησης των ελληνικών αγγείων ως προς το σχήμα και την εικονογραφία τους από βιοτεχν{ες κατασκευής πορ σελάνινων σκευών στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, που συνtβαλαν στη δια μόρφωση κλασικιστικού γούστου στην καθημερινή ζωή. Μεγάλη διάδοση γνώρι σαν τα λεγόμενα «ετρουσκικά σερβίτσια» από μαύρο βασάλτη, μπλε ίασπη και πορσελάνη, διακοσμημένα με την εγκαυστική μέθοδο, που παράγονταν στο ερ γοστάσιο του Josiah Wedgwood στο Shaffordshire της Αγγλίας (από το 1769). Η φίρμα του εργαστηρίου «Etruria» και το διαφημιστικό σλόγκαν «Artes Etruriae renascuntur» (Οι τέχνες της Ετρουρίας ξαναγεννιούνται) μαρτυρούν την κυ ρίαρχη αντίληψη για την ετρουσκική προέλευση αυτών των αγγείων.
Παράδειγμα 9 Ανάλογα πορσελάνινα σκεύη, που μιμούνταν πιστό τα αρχαία ελληνικά αγ γεία, παράγονταν και στο εργαστήριο Real Fabbrlca Ferdinandea, που λειτουρ γούσε στην Cortona της Ιταλίας (από το 1771). Εκεί κατασκευάζονταν και ολό-
27
ΕΝ
1.2
. Κλη�. tJ�lf)��cιiaλJl.aτιiSίtίJV !0 Q�Ofό CJvrέypaφaν ΠΙΟ1"α.διάcpοp(1 tpya1Joυ φU• η ί ι α λ�ΟΟ'Ο�9'1",'1Clj))(Ωf�λοy ιςή αυ1'λ�γή της Νεάπολ ς. Αξ ζει ν σημειώσουμε • ό.Π ,kΟΙ στ{�9 OUW, �pycιmήpιa Π nηyιια� �Π()U (1VTJypaφoν:rαv QΙηαραστά , οε"ιςτων αyyεlω\f ηταν κuρίωςτα σχtδια απ6 τη δημ9 ίeυση της πρC:,της συλλο σ yήςτων οyyείων του λόpδQU Χάμιλτον.
1.2.2
Οι πρώτες μεγάλες ανασκαφές και αρχαιολογικές αποστολές
Σημαντικό σr:αθμό στην πορεία των εξελίξεων αποτέλεσε επίσης η έναρξη των συστηματικών ανασκαφών ανάμεσα στο 1738 και το 1748 στο Ηράκλειον (Herculaneum) και την Πομπηία της Καμπανίας, δύο ρωμαϊκές πόλεις κοντά στη Νεάπολη, οι οποίες θάφτηκαν το 79 κάτω από τη λάβα του Βεζουβίου και γι' αυτό το λόγο διατηρήθηκαν σχεδόν ανέπαφες. Για την επιστημονική παρακολούθηση των εργασιών και τη δημοσίευση των πλούσιων ευρημάτων ιδρύθηκαν αρχαιολο γικές εταιρείες με έδρα τη Νεάπολη (η «Accademia degli Ercolanesi» το 1755 για το Ηράκλειον και η «Scuola Archeologica dj Pompei» το 1866 για την Πομπηία). Αξίζει να τονιστεί ότι τότε άρχισαν να τηρούνται για πρώτη φορά ακριβή ημερο λόγια όπου καταγράφονταν όλες οι ανασκαφικές εργασίες και να σχεδιάζονται τα ακίνητα και κινητά ευρήματα. Αν και οι προαναφερθείσες ανασκαφές ξεκίνη σαν με την υποστήριξη του γαλλικού οίκου των Βουρβόνων, που βασίλευε στη Νε άπολη, συνεχίστηκαν με εντατικό ρυθμό από Ιταλούς αρχαιολόγους και μετά την ίδρυση του ιταλικού κράτους το 1860. Περίπου την ίδια εποχή άρχισε να διαφαίνεται και ένα ολοένα αυξανόμενο εν διαφέρον για τους πολιτισμούς της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Άγγλοι περιη γητές έφτασαν γύρω στα μέσα του 18ου αι. μέχρι τη Συρία και απεικόνισαν τα μνημεία της Παλμύρας και της Ηλιοπόλεως. Άλλοι ερευνητές ταξίδευσαν μέχρι την Περσία, το Ιράκ και την Αραβία πραγματοποιώντας περιστασιακές ανακαλύ ψεις και καταγράφοντας τις ταξιδιωτικές τους εμπειρίες. Επίσης, οι πρώτες εξε ρευνητικές αποστολές στην Αίγυπτο χρονολογούνται στα χρόνια της εκστρατείας του Ναπολέοντα (1797-1801). Τον Γάλλο στρατηγό συνόδευαν πολλοί επιστήμο νες διαφόρων ειδικοτήτων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο αιγυπτιολόγος φιλόλογος Jean-Franςois Champollion, που αποκρυπτογράφησε τα ιερογλυφικά, και ο βα ρόνος Vivant Denon που συνέγραψε την πρώτη «Περιγραφή της Αιγύπτου» (Descriptίon de l'Egypte ή Recueil des observations et des recherche,s qιιί ont ete faίtes en Egypte pendant l'Expedίtίon de l'Aπnee Franςaί.se, δημοσιευμένο μεταξύ 1809 και 1830) με λεπτομερείς περιγραφές των σωζόμενων μνημείων και των κινητών ευ ρημάτων της αποστολής από την Άνω και την Κάτω Αίγυπτο. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι κλασικές σπουδές 1 αποτέλεσαν το 1 Με τον όρο «κλασικές σπονδές» εννοούμε τις θεωρητικές, κυρίως φιλολογικής κατεύ(}υνσης, επιστή μες που ασχολοιίνται με τη μελέτη της κλασικής Αρχαιότητας.
28
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πρότυπο για την έρευνα των πολιτισμ(ί>ν της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, βά ζοντας τα θεμέλια για την ανάπτυξη νέων κλάδων της αρχαιολογικής επιστήμης, όπως η αιγυπτιολογία, η ασσυριολογία κ.ά.
1.2.3
Η συμβολή του Winckelmann
Ωστόσο, στη διαμόρφωση των θεωρητικά>ν αντιλήψεων για το χαρακτήρα, τις προϋποθέσεις ανάπτυξης και την αισθητική της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που έμελλε να σφραγίσουν την πορεία της αρχαιολογικής έρευνας για περισσότερο από έναν αιώνα, πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η προσωπικότητα του Johann Joachim Winckelmann (Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν). Γεννημένος το 1717 στην πόλη Στε ντάλ της βόρειας Γερμανίας, αυτός ο θεολόγος, αυτοδίδακτος βιβλιοθηκάριος αλ λά και λαμπρός αρχαιογνώστης, θεωρείται δίκαια ο πατέρας της κλασικής Αρχαι ολογίας ως ανεξάρτητης επιστήμης, αυτονομημένης από τη μέχρι τότε καταδυνά στευση των φιλολογικών σπουδών. Για την ακρίβεια, θα ήταν προτιμότερο να λέμε ότι θεωρείται ο θεμελιωτής της επιστημονικής ενασχόλησης με την ιστορία της αρ χαίας ελληνικής τέχνης, που αποτελεί έναν από τους τομείς τους οποίους καλύπτει σήμερα η αρχαιολογική έρευνα. Λίγο πριν αναχωρήσει από τη Δρέσδη για τη Ρώμη, τον κύριο χά>ρο δράσης του, ο Winckelmann εξέδωσε το 1755 το πρώτο, αδόκιμο ακόμη, σύγγραμμά του με τον ενδεικτικό τίτλο Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική ( Gedanken uber die Nachahmung der griechischen Werke ίn deι Malerei uncl Bildhauerkunst). Σε αυτό το σύντομο κείμενο εκφράζει με ενθουσια σμό τις απόψεις του για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης απέναντι σε κάθε άλλη μορφή τέχνης όλων των εποχών και προτρέπει τους συγχρόνους του καλλιτέχνες να διδαχθούν από αυτή και να τη μιμηθούν. Αυτή η μίμηση, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να είναι δουλοπρεπής και μηχανική αλλά δημιουργική, ώστε να αποφέρει ουσιαστικούς καρπούς. Παροιμιώδης έμεινε η φράση του για την ανε πανάληπτη «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο» («edle Einfalt und stille Grδbe») των έργων τέχνης της κλασικής Αρχαιότητας. Την ίδια άποψη εκφράζει και στο Δοκίμιο για την ικανότητα αντίληψης του ωραίου στην τέχνη, γραμμένο το 1763. Ως προς τα βασικά της σημεία η θεώρηση του Winckelmann δεν διέφερε από εκείνη των μέχρι τότε αρχαιόφιλων. Ωστόσο, αυτά τα δύο έργα δεν θα ήταν υπερ βολή να πούμε ότι επηρέασαν τις αισθητικές αντιλήψεις ολόκληρης της εποχής του ύστερου Διαφωτισμού και του κλασικισμού στην Ευρώπη. Για την ιστορία της Αρχαιολογίας, όμως, μεγαλύτερη αξία έχει η συνθετική με λέτη του για την Ιστορία της τέχνης της Αρχαιότητας (Geschichte der Kunst des Alterthums ), έργο ωριμότητας που πρωτοεκδόθηκε το 1764 στη Δρέσδη. Στο τέταρ το κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου αυτής της μελέτης ο Winckelmann καταπιάνεται για πρώτη φορά με την τεχνοτροπική (στυλιστική) εξέλιξη των αρχαίων έργων τέ χνης. Σε κάθε εποχή προσιδιάζει και μια διαφορετική τεχνοτροπία (ύφος, στυλ), που σηματοδοτεί το επίπεδο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ειδικότερα ο Winckelmann διακρίνει:
29
"1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
• το «αρχαίο» ή «αρχαϊκό» ύφος, που χαρακτηρίζει την τέχνη μέχρι τα χρόνια των Περσικών Πολέμων, δηλαδή περιλαμβάνει κυρίως τη λεγόμενη αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.)· • το «υψηλ6» ή «μεγαλοπρεπές» ύφος, που εκφράζει την καλλιτεχνική ολοκλή ρωση της κλασικής τέχνης του 5ου αι. π.Χ. με κορυφαίο της εκπρόσωπο τον Φειδία· • το «ωραίο» ύφος του 4ου αι. π.Χ. με έμφαση στο έργο του Πραξιτέλη. Ως ιδιαί τερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των τεχνών στη διάρκεια του 5ου και του 4ου αι. αναφέρονται ρητά το ιδανικό κλίμα καθώς και οι συνθήκες ευημερίας και πολιτικής ελευθερίας που επικρατούσαν στις ελληνικές πόλεις-κράτη· • το ύφος «της μίμησης» και «της παρακμής» της τέχνης, η οριστική κατάρρευση της οποίας επήλθε με τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας. Η ουσία της προσφοράς του Winckelmann στην κλασική αρχαιολογική επιστή μη βρίσκεται στο ότι εισήγαγε τις έννοιες της τεχνοτροπίας (ύφους) και της καλλι τεχνικής εξέλιξης στη μελέτη των έργων τέχνης. Έτσι πρόσφερε στην αρχαιολογι κή έρευνα ένα πολύτιμο εργαλείο για να προχωρήσει στη συνολική θεώρηση των αρχαίων δημιουργιών και κατ' επέκταση του αρχαίου πολιτισμού. Επίσης, διατύ πωσε το εξελικτικό σχήμα «γένεση, ανάπτυξη, ακμή και παρακμή» το οποίο εφάρ μοσε στη στυλιστική ανάλυση της αρχαίας ελληνικής τέχνης προσεγγίζοντας δια φορετικές εικαστικές κατηγορίες από διάφορες χρονικές περιόδους. Βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το κύριο βάρος των αισθητικών του αναλύσεων και εκτιμήσεων βασίστηκε σε έργα της μεγάλης πλαστικής και κυρίως σε αγάλματα που ήταν αντίγραφα χαμένων κλασικών πρωτοτύπων του 4ου αι. π.Χ., όπως ο Απόλλων του BeJvedere (τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα ως αθάνατο πρότυπο τελει ότητας και κλασικής ομορφιάς) ή πρωτότυπα έργα των ελληνιστικών χρόνων, όπως το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα και των γιων του. Η επιρροή του Winckelmann είναι ιδιαίτερα εμφανής όχι μόνο στο έργο των μελετητών της αρχαίας ελληνικής τέχνης -κυρίως στη Γερμανία- αλλά και στα κεί μενα πολλών μεγάλων πνευματικών μορφών του 19ου αιώνα, όπως ο Γκαίτε, ο Σίλλερ και ο Μπάυρον. Ο απόηχος των θεωριών του έφθασε μέχρι την πολιτική επικαιρότητα της εποχής του. Έτσι οι απόψεις του για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε το δημοκρατικό πολίτευμα των πόλεων-κρατών στην ανάπτυξη της αρχαί ας ελληνικής τέχνης βρήκαν ευνοϊκό έδαφος στην ιδεολογία της Γαλλικής Επανά στασης (1789) αρχικά και αργότερα ανάμεσα στους οπαδούς του Ναπολέοντα.
Ι>
30
Δραατηριότητα 2/Κεφάλαιο 1 Αφού διαβάσετε από τα Παράλληλα Κείμενα το απόσπασμα που παρατίθεται από το πρω τόλειο έργο του Winckelmann, Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική (σ. 22-23, 32-35), προσπαθήστε να εντοπίσετε τα σημεία όπου διαφαίνεται η αισθητική του θεωρία για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης καθώς και τα επιχειρήματα με τα οποία την αιτιολογεί. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος τοu κεφαλαίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ 190 ΑΙΩΝΑ: Η ΣΥΜΒ()ΛΗ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ 'ΙΌΥ f)Ε'Ι'ΙΚΙΣΜΟΥ 1.3.1
Η επίδuαση του uομαντισμού στην αuχαιολογική σκέψη
Σε αντιδιαστολή με τις κυρίαρχες νεοκλασικιστικές τάσεις και ως αντίδραση στον αυξανόμενο ακαδημαϊκό χαρακτήρα της κλασικιστικής παιδείας και των εφαρμογών της στον καλλιτεχνικό και τον επιστημονικό χώρο διαμορφώθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα το κίνημα του ρομαντισμού, που δέσποσε στην πνευματική ζωή της Ευρώπης σε όλο τον επόμενο αιώνα. Εδώ θα μας απασχολή σει μόνον η επίδραση που είχαν ορισμένες από τις όψεις αυτού του κινήματος στην κλασική Αρχαιολογία, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση νέων τάσεων και στη διεύ ρυνση των οριζόντων της αρχαιολογικής σκέψης. Στη ζωγραφική οι ρομαντικές τάσεις εκδηλώθηκαν με την απεικόνιση ειδυλ λιακών τοπίων, συχνά με ερείπια και αρχαία μνημεία, που αποπνέουν μια αίσθηση μελαγχολίας και νοσταλγία για το παρελθόν. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι σκηνές κατόρθωσαν να κινήσουν ένα γενικότερο ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες στους φιλότεχνους της εποχής και κατά συνέπεια να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για τις τύχες των λαών όπου αυτές βρίσκονταν. Στην ποίηση και τη λογοτε χνία επικράτησε ανάλογος «εξωτισμός», με τη μεταφορά του αναγνώστη σε περα σμένες εποχές ή σε μακρινούς τόπους. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε άνθησε ένα λογο τεχνικό είδος, το ιστορικό μυθιστόρημα, που πληρούσε τις προαναφερθείσες προ ϋποθέσεις και έδινε τροφή για αναδρομές στο απώτερο ή το πρόσφατο παρελθόν. Για την αρχαιολογική έρευνα ιδιαίτερη σημασία έχει η στροφή που συντελέ στηκε τότε προς τις ρίζες της ανθρωπότητας και συνδυάστηκε με την αναζήτηση των αρχέγονων δομών στη φύση και την κοινωνία. Ο ρομαντισμός άσκησε έντονη επίδραση στον τρόπο με τον οποίο ο κ6σμος αντιμετώπιζε το παρελθ6ν με σεβα σμό, ενδιαφέρον και ένα είδος πρωτόγνωρου ενθουσιασμού. Επηρεασμένοι από τη ρομαντική σκέψη οι κλασικοί αρχαιολόγοι του 19ου αιο'>να (με κυριότερους εκ προσώπους τους Γερμανούς Κarl Ottfried Miiller και Eduard Gerhard) άρχισαν να ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των ελληνικών μύθων, αναζητώντας τις συμβο λικές τους προεκτάσεις στις μυστηριακές λατρείες και σε άλλες πανάρχαιες τελε τουργίες. Οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι αυτές οι τάσεις είχαν τη θετική αλλά και την αρνητική τους πλευρά. Κατ' αρχήν οδήγησαν την Αρχαιολογία στις απαρχές της
31
1
ΕΝ ιστορίας και των αρχαίων κοινωνιών. Θετικό ήταν το όtι το ενδιαφέQον �ων εQευ νηtών σtQάφηκε στη συνολική μελέtη �ων «Qχαίων πολιτισμών ως; πολυσχιδών φαινομένων (ανάμεσά tους και tου ελληνοQωμα"ίκού) και όχι απλώς �ων μεμο νωμένων έQγων tέχνης, όπως γινόταν μέχρι τότε. Θετική χαρακτηρίζεται ακόμη η ανακάλυψη της αρχαϊκής Ελλάδας, που είχε μείνει στη σκιά της κλασικής εποχής, και η αναζήτηση των σχέσεών της με τον κόσμο της Ανατολής. Επιπλέον, η ενα σχόληση με την αρχαιοελληνική θρησκεία οδήγησε στη διατύπωση διαφόρων θε ωριών, όπως για παράδειγμα την αρχή της μητριαρχίας στους αρχέγονους πολιτι σμούς από τον Johann Jakob Bachofen ή τη διατυπωμένη από τον Friedrich Nietzsche θεωρία για τη συνύπαρξη του ορθολογιστικού «απολλώνειου» στοιχεί ου με το εξωλογικό «διονυσιακό» στην αρχαία λατρεία. Βέβαια η ίδια τάση οδήγησε και σε υπερβολές, όπως στην επίμονη προσπάθεια ορισμένων μελετητών (Eduard Gerhard, Theodor Panofka κ.ά.) να ερμηνεύσουν τις παραστάσεις των αρχαιοελληνικών αγγείων και των ρωμαϊκών τοιχογραφιών στο σύνολό τους επηρεασμένοι από τις αρχές του συμβολισμού και βασισμένοι στις κυρίαρχες δοξασίες για τα αρχαία μυστήρια. Μια άλλη λανθασμένη άποψη που επικράτησε στην έρευνα προς τα τέλη του 19ου αιώνα 11tαν η λεγόμενη θεω ρία του «πανιωνισμού», η οποία, επηρεασμένη από την ανεύρεση πολλών σημα ντικών έργων, κυρίως της μεγάλης πλαστικής, στις ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας, πρότεινε την πρωτοπορία της ιωνικής τέχνης και την κυριαρχία της στην καλλιτεχνική παραγωγή του υπόλοιπου αρχαιοελληνικού κόσμου.
1.3.2
Εθνικισμό; και αρχαιογνωσία
Ο 19ος αιώνας ήταν επίσης η εποχή της εντατικοποίησης των αρχαιολογικών σπουδών τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Η δημιουργία νέων κρατών στην Ευρώπη, βασισμένων στην αρχή των εθνοτήτων, οδήγησε στη δημι ουργία τοπικών αρχαιολογικών σχολών με εθνικιστικά ενδιαφέροντα (π.χ. μελέτη ταυ πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίων, Κελτών, Σλάβων, Γερμανών και άλλων λαών από τους σύγχρονους «απογόνους» τους. Βλ. σχετικά και στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτλο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό» τις υποενότητες 2.1.1, σ. 108 και 2.2.3, σ. 144-5). Στα νεοσύστατα ευρωπαϊκά κράτη, η Αρχαιολογία έγινε εργαλείο με ιδιαίτερη σημασία για την επανασύνδεση των ντόπιων κοινωνιών με τους προγόνους τους και την ανάδειξη των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων των τελευταίων. Στο χώρο της κλασικής Αρχαιολογίας διαμορφώθηκε μια καθαρά αρχαιογνω στική επιστήμη ( αυτό εκφράζεται πολύ εύστοχα με τον γερμανικό όρο «Altertum swissenschaft», δηλαδή «επιστήμη της αρχαιότητας»), που στηριζόταν ιδιαίτερα στα αρχαία κείμενα. Ο επιστημονικός χαρακτήρας της Αρχαιολογίας τονίζεται πλέον με τη διεξαγωγή ανασκαφών (βλ. αναλυτικά στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτλο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», κεφάλαιο 3) αλλά και με την αυξανόμενη εξειδίκευση της έρευνας. Η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού από τους αρχαιολό γους, οι περισσότεροι από τους οποίους διέθεταν γερά θεμελιωμένη κλασική παι-
32
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
δεία, γινόταν κατά εικαστικές κατηγορίες (π.χ. αρχιτεκτονική, γλυπτική, κεραμι κή) ή θεματικές ενότητες (π.χ. μυθολογικές σκηνές, ταφικά έθιμα, δημόσιος και ιδιωτικός βίος). Αλλά και επιμέρους διαπιστώσεις, που προήλθαν από την επανε κτίμηση γνωστών δεδομένων και συνόλων αντικειμένων, είχαν ιδιαίτερη βαρύτη τα για την πορεία της αρχαιολογικής έρευνας (π.χ. η αναγνώριση της γεωμετρικής περιόδου ως ξεχωριστής φάσης που αποτελεί το προοίμιο της αρχαίας ελληνικής τέχνης των ιστορικών χρόνων από τον Alexander Conze με τα δοκίμιά του Zur Geschίchte derAnfdnge gι·ίechίscher Kunst, Βιέννη 1870-1873).
Παράδειγμα 10 Αρκετά επιμέρους θέματα που απασχολούσαν την έρευνα άρχισαν να βρί σκουν τη λύση τους. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά το ζήτημα της προέλευσης των πήλινων διακοσμημένων αγγείων που βρίσκονταν στους τάφους της Ετρουρίας και θεωρούνταν έως τότε ετρουσκικά προϊόντα. Η αποκάλυψη εκα τοντάδων εικονογραφημένων αγγείων, μελανόμορφων και ερυθρόμορφων, στο Vulci (1829) στάθηκε η αφορμή να προσεχθούν και να διαβαστούν οι ελληνικές επιγραφές που υπήρχαν πάνω σε πολλά από αυτά. Προφανής ήταν και η σύ γκρισή τους με παρόμοια αγγεrα ή θραύσματα που έρχονταν στο φως στην κυ ρίως Ελλάδα ή προέρχονταν από εκεί, όπως τα απικά ερυθρόμορφα όστρακα που βρήκε ο Ludwig Ross στην Ακρόπολη των Αθηνών στη δεκαετία του 1830 ή μια κορινθιακή πυξίδα που αγοράστηκε στην Κόρινθο από τον Eduard Dodwell για το Μουσείο του Μονάχου. Όλ αυτά οδήγησαν πρώτο τον Γερμανό μελετητή Gustav Kramer (iiber den Styl und die Herkunft der bemalten griechischen Gefaben, Βερολίνο 1837) στο σωστό συμπέρασμα ότι αυτά τα αγγεία κατασκευ άζονταν σε ελληνικά εργαστήρια. Παράλληλα, με βάση τα ιστορικά δεδομένα και τα νέα αρχαιολογικά ευρήματα, άρχισαν να αναθεωρούνται οι λανθασμένες απόψεις που χρονολογούσαν τα ελληνικά αγγεία στα ελληνιστικά, ακόμη και στα ρωμαϊκά χρόνια.
Παράδειγμα 11 Εξίσου ενδιαφέρουσα υπήρξε επίσης η διαπίστωση της πολυχρωμίας των αγαλμάτων, των αρχιτεκτονικών γλυπτών (π.χ. μετόπες, αετώματα) ή άλλων τμη μάτων (γείσα, σίμες) των αρχαίων ναών και των κοσμικών κτισμάτων μέσα από την παρατήρηση των ίδιων των μνημείων, κυρίως των καλά διατηρημένων ναών της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία και Σικελία). Τις παρατηρήσεις αυτές ήρθαν να εδραιώσουν και οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις, όπως το άγαλμα του Αυγού στου (τύπος Primaporta) από την έπαυλη της Λιβίας στη Ρώμη (1869) και προς το τέλος του αιώνα (1885-1891) τα ευρήματα από την αθηναϊκή Ακρόπολη, δη λαδή οι αρχαϊκές Κόρες και τα αετωματικά γλυπτά, που διατηρούσαν σε αρκετές περιπτώσεις την πολύχρωμη διακόσμησή τους.
33
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
:�;τηδιόρκέια του 19ου αιώνα αναγνωρίστηκαν πόλλά αντίγραφα των διάση μι.J� τίρωiότυπων ερyων της κλασικής Αρχαιότητας, που είχαν χαθεί στο μετα ξύ ) Αναφεροuμε ενδεικτικά τον Μαρσύα του Μύρωνα, τον Δορυφόρο και τον Διαδούμενο του Πολuκλείτου, τον Αποξυόμενο του Λυσίππου, την Ειρήνη με τον Πλούτο του Κηφισοδότου.
Η ταύτιση και η απόδοση των έργων της μεγάλης πλαστικής και ζωγραφικής σε γνωστούς δημιουργούς ή καλλιτεχνικές σχολές της Αρχαιότητας γινόταν με βάση τις γραπτές πηγές ( όπως τα κείμενα του Παυσανία, του Αθήναιου, του Φιλόστρα του, του Πλίνιου, του Κοϊντιλιανού κ.ά.) και τα σωζόμενα αντίγραφα που κατα σκευάστηκαν σε μεταγενέστερες περιόδους (κυρίως στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια). Αυτή η μέθοδος του συνδυασμού μνημείων και λογοτεχνικής παράδοσης είναι γνωστή με τον όρο «μνημειακή φιλολογία» και καθιερώθηκε από τον Γερ μανό αρχαιολόγο Otto Jabn. Με την υιοθέτησή της άρχισε να συστηματοποιείται η έρευνα της αρχαίας τέχνης, αποκτώντας επιστημονικό χαρακτήρα και κερδίζο ντας πλέον την εκτίμηση των ακαδημαϊκών κύκλων. Ορισμένοι από τους σημαντι κότερους κλασικούς αρχαιολόγους του 19ου αιώνα ακολούθησαν αυτή τη μέθοδο, όπως ο Karl Friederichs, ο Johannes Overbeck, ο Heinrich Brunn και στις αρχές του 20ού ο Adolf Furtwangler. Σταδιακά, όμως, η μελέτη των αρχαίων κειμένων και η αναζήτηση, μέσα από αυτά, των χαμένων πρωτοτύπων κυριάρχησε στο έργο των κλασικών αρχαιολόγων και έγινε αυτοσκοπός. Το κέντρο βάρους του αρχαιολογικού έργου έπεφτε στις συλλογές των μουσείων και τη σύνταξη λεπτομερ<ί>ν καταλόγων των εκθεμάτων τους, με αποτέλεσμα τα έργα τέχνης και τα άλλα αντικείμενα να απομονώνονται από τα αρχαιολογικά τους συμφραζόμενα. Έτσι, για μεγάλο διάστημα η κλασική αρχαιολογική έρευνα μετατράπηκε σε θεραπαινίδα της φιλολογίας ( «φιλολογική «Qχαιολογία» την αποκαλεί ο Ranuccio Bianchi BandinelH και κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Eduard Gerbard με έδρα του το Ινστιτούτο της Ρώμης). Επιπλέον, αυτή η ερευνητική μέθοδος οδήγησε σε μια ιδεαλιστική αντίληψη για την αρχαία τέχνη. Στην ανάπτυξη και την εξειδίκευση της αρχαιολογικής έρευνας συνέβαλαν κυ ρίως: • τα τότε πρωτοεκδιδόμενα αρχαιολογικά περιοδικά, όπου δημοσιεύονταν τα πορίσματα των ανασκαφών και μελέτες σχετικές με σύνολα έργων τέχνης ή με μονωμένα αντικείμενα.Ανάμεσα στα παλαιότερα ξεχωρίζουν οι τρεις περιοδι κές εκδόσεις του Instituto di Corrispondenza Archeologica (1829-1870) στη Ρώμη: τα Monumentί ίnedίtί, ταΑnnαlί και το Bulletίno, πρόδρομοι των μεταγε νέστερων περιοδικών εκδόσεων του ίδιου ιδρύματος, που μετατράπηκε το 1874 σε Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο· • οι κατάλογοι των νεοϊδρυμένων αρχαιολογικών μουσείων και των ιδιιοτικών συλλογών, στους οποίους εξέχουσα θέση κατείχαν ακόμη τα έργα της μεγάλης πλαστικής
34
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
• οι επιστημονικές σειρές που είχαν στόχο τους τη συστηματική και πλήρη δημο σίευση των ανασκαφικών πορισμάτων ή και ολόκληρων κατηγοριών ομοειδών μνημείων, όπως σαρκοφάγων, επιτύμβιων στηλών, αγγείων και έργων μικροτε χνίας (νομισμάτων, σφραγιδόλιθων, κατόπτρων και άλλων)· • τα κάθε λογής εγχειρίδια που αφορούσαν είτε επιμέρους εικαστικές κατηγο ρίες (τοιχογραφίες, αγάλματα, αγγεία κ.ά.) είτε το σύνολο της αρχαίας τέχνης (με σημαντικότερο το Handbuch der Archaologίe de1· Kunst του Ottfried Mϋller, το οποίο εγκαινιάζει το 1830 τη μακρά σειρά παρόμοιων έργων).
1.3.3
Η επίδραση του θετικισμού στην αρχαιολογική σκέψη
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι θετικιστικές τάσεις, που σημάδεψαν την πορεία των φυσιογνωστικών επιστημών, δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την αρχαι ολογική έρευνα. Αυτό γίνεται προφανές από την εξονυχιστική ανάλυση -και εδώ αναφερόμαστε στη στυλιστική ανάλυση- στην οποία υποβάλλονταν τα εξεταζόμε να έργα και την κριτική προσέγγιση της γραπτής παράδοσης που τυχόν σχετιζόταν με αυτά. Από μεθοδολογική άπσψη οι μελετητές προσπαθούσαν τώρα να ελέγξουν με διάφορους τρόπους την ορθότητα των απόψεών τους και να καταλήξουν σε συ γκεκριμένα συμπεράσματα υπό το πρίσμα των μεθόδων που εφαρμόζονταν με επι τυχία στις πρακτικές επιστήμες. Ένα αποτελεσματικό μέσο ήταν η ανασκαφική έρευνα, που επέτρεπε τον έλεγχο παλαιότερων θεωριό>ν -επομένως την ενίσχυση ή την κατάρριψή τους- και τη στήριξη νέων απόψεων με χειροπιαστά επιχειρήμα τα (βλ. στα επόμενα, ενότητα 1.5). Σύμφωνα μάλιστα με τον ανασκαφέα της Ολυ μπίας Ernst Curtius (1876) η ανασκαφή ήταν για τον αρχαιολόγο ό,τι και το πείρα μα για τον θετικό επιστήμονα. Η στροφή των μελετητών στην αναλυτική μελέτη της τεχνοτροπίας ( στυλ) των αρχαίων έργων τέχνης και των λοιπών δημιουργιών εντάσσεται σε ανάλογο πλαί σιο. Η θεωρητική τεκμηρίωση αυτής της ερευνητικής τάσης βρίσκεται στο έργο δύο ιστορικών της μεσαιωνικής και νεότερης τέχνης που προέρχονται από τη λε γόμενη «Σχολή της Βιέννης»: του Alois Riegl (8tilfragen, Βερολίνο 1893) και του Franz Wickhoff (Dίe Wίener Gene.sίs, Βιέννη 1895). Αυτοί εισήγαγαν τις έννοιες της «καλλιτεχνικής βούλησης» και του «καλλιτεχνικού γούστου», που είναι φαινό μενα διαφορετικά και καθοριστικά για κάθε περίοδο. Ωστόσο, η μονομερής εξέ ταση του στυλιστικού περιεχομένου των έργων οδήγησε σε ιδεαλιστικές συλλή ψεις και στην απλ11 μελέτη της καλλιτεχνικής τους αξίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλες ουσιαστικές παράμετροι- όπως, π.χ., η ιστορική ένταξη των έργων τέ χνης και η κοινωνική τους αποδοχή. Από αυτή την άποψη, η ιδεολογία της αρχαιο λογικής έρευνας εξακολουθούσε να διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τον 180 αιώνα. Ανάλογους στόχους εξυπηρετούσαν στην ουσία και οι συλλογές εκμαγείων από έργα της αρχαίας τέχνης, κυρίως της πλαστικής, που δημιουργήθηκαν στα πε ρισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστ11μια. Μία από τις παλαιότερες συλλογές, που ορ γαν(δθηκε ειδικά για τη διδασκαλία της ιστορίας της αρχαίας τέχνης και αποτέλε-
35
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
σε πρότυπο για τη δημιουργία παρόμοιων συλλογών σε άλλες πόλεις, είναι εκείνη του Πανεπιστημίου της Βόννης, σύγχρονη με την ίδρυση του αρχαιολογικού μου σείου (Akademisches Kunstmuseum). Τα εκμαγεία-πιστά αντίγραφα των αρχαί ων έργων-ήταν πολύτιμα βοηθήματα και εργαλεία άσκησης για τους σπουδαστές αλλά και για τους μελετητές-αρχαιολόγους, σε μια εποχή μάλιστα που δεν υπήρχε η δυνατότητα φωτογράφισης ή εύκολης πρόσβασης στα υπό μελέτη αντικείμενα. Τη σημασία που είχαν τα εκμαγεία ως μέσο γνωριμίας με την αρχαία τέχνη σε μια εποχή που ανήγαγε σε αντικείμενο θαυμασμσύ την κλασική Αρχαιότητα φανερώ νει και η πληροφορία ότι ο Ναπολέων είχε δωρίσει εκμαγεία από εκθέματα του Λσύβρου στην αμερικανική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πενσuλβάνιας ως δείγ μα εκτίμησης και φιλίας. Στην προσπάθεια διεύρυνσης και οργάνωσης του ερευνητικού της χώρου εντάσσεται επίσης η ανάπτυξη επιμέρους κλάδων της αρχαιολογικής επιστήμης (όπως η σπηλαιολογία, η παλαιοντολογία, η μνημειακή τοπογραφία, η νομισματι κή και η επιγραφική). Σε γενικές γραμμές, εκτός από την προσέγγιση των μεμονω μένων έργων, εκείνο που ενδιέφερε πλέον ήταν οι αρχαίοι πολιτισμοί στο σύνολό τους μέσα από την τεκμηρίωση της ιστορικής τους παρουσίας σε όλα τα πεδία της πνευματικής, καλλιτεχνικής και τεχνολογικής δημιουργίας. Αραατηριότητα 3/Κεφάλαιο 1 Αναφέρετε δύο τρόπους με τους οποίους ο ρομαvrισμός και ο θετικισμός επηρέασαν την κατεύθυνση της αρχαιολογικής επιστήμης. Για να ελέγξετε την απάvrησή σας μπορείτε να ανατρέξετε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου, όπου δίνεται η δική μας απάντηση.
36
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 1.4
..
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΙJΙ>ΟΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓ1ΑΣ: Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΙΙΡΟΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΙΙΟΛΙΤΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΙΙΗΣ (σε συνεργασία με τον Κ Σμπόνια)
Στην ενότητα 1.1 αναφερθήκαμε στη βιβλική αντίληψη της πρόσφατης δημιουρ γίας του κόσμου από τον Θεό, η οποία μάλιστα τον 170 αιώνα προσδιοριζόταν με ακρίβεια στο 4004 π.Χ. με βάση τις βιβλικές γενεαλογίες. Οι αντιλήψεις αυτές εμπόδισαν την αναγνώριση της παλαιότητας του ανθρώπου και τη μελέτη των προϊστορικών πολιτισμών. Εξάλλου η στροφή στη μελέτη της κλασικής Αρχαιότη τας δεν κλόνιζε το μεσαιωνικό οικοδόμημα για την πρόσφατη δημιουργία του κό σμου, καθώς οι κλασικοί πολιτισμοί και οι μεγάλοι πολιτισμοί της Ανατολής, όπως ο αιγυπτιακός, ήταν συμβατοί χρονικά (με βάση τις γραπτές πηγές στις οποίες βα σιζόταν η χρονολόγησή τους) με τη βιβλική χρονολογία.
1.4.1
Η εξελικτική οπτική της ανθρώπινης ισtορίας
Η δημιουργία μιας νέας εξελικτικής και όχι εκφυλιστικής οπτικής του παρελ θόντος προήλθε όχι από τη συσσώρευση αρχαιολογικών δεδομένων αλλά από μια γενική αλλαγή της σκέψης που άρχισε στη ΒΔ Ευρώπη ήδη κατά τον 170 αιώνα. Οι νέες αντιλήψεις έγιναν ιδιαίτερα αισθητές γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα με το κί νημα του Διαφωτισμού (με εκπροσό>πους τον Βολταίρο, τον Τζον Λοκ, τον Νταίη βιντ Χιουμ κ.ά.). Τότε διαμορφό>θηκαν ρηξικέλευθες απόψεις σχετικά με τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, οι οποίες έβαλαν τη σφραγίδα τους στις πολιτι κές, τις κοινωνικές και τις οικονομικές δομές της Ευρώπης. Από αυτή τη γενικότε ρη αλλαγή σκέψης και νοοτροπίας επηρεάστηκε άμεσα και η στάση των ανθρώ πων απέναντι στο παρελθόν. Δημιουργήθηκε έτσι μια εξελικτική οπτική της αν θρώπινης ιστορίας και των επιτευγμάτων της. Βέβαια, οι ίδιοι οι διαφωτιστές δεν ασχολήθηκαν με τα αρχαιολογικά αντικείμενα αλλά ενθάρρυναν μια πιο συνολική και ορθολογιστική σύλληψη της ιστορίας (βλ. σχετικά στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτ λο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», υποενότητα 2.2.3, σ. 144). Στον πρώιμο 190 αιό>να αρχίζει η εννοιολογική διαμόρφωση της Αρχαιολο γίας, η οποία εδραιώνεται ως επιστήμη μόλις στα μέσα του ίδιου αιώνα. Μετά το 1850 διαπιστώνεται ταχεία εννοιολογική ανάπτυξη υπό την εξελικτική οπτική της ανθρώπινης ιστορίας, η οποία ακολούθησε δύο συμπληρωματικές πορείες. Η μία ξεκίνησε από τη Δανία το 1816 και είχε αντικείμενο τη μελέτη της πολιτισμικής
37
'1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.4
εξέλιξης στη Νεολιθική, την εποχή του Χαλκού και την εποχή του Σιδήρου. Αυτή η σκανδιναβική προσέγγιση ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τα ίδια τα αρχαιολογι κά δεδομένα. Η δευτερη πορεία ξεκίνησε 50 χρ6νια αργότερα, στην Αγγλία και τη Γαλλία, και αναπτύχθηκε γύρω από τη μελέτη της Παλαιολιθικής, έχοντας ως βά ση περισσότερο τις θετικές επιστήμες και τη Γεωλογία. Και οι δύο βρίσκονταν, ωστόσο, κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού και στο πλαίσιο της αναπτυσ σόμενης μεσαίας τάξης που αρεσκόταν να βλέπει τον εαυτό της ως τμήμα της αν θρώπινης προόδου που ήταν τμήμα της ανθρώπινης φύσης.
1.4.2
Η συμβολή των Σκανδιναβών ερευνητών
1.4.3
Η έρευνα της Παλαιολιθικής περιόδου
θεμελιώδης για την πρόοδο της αρχαιολογικής έρευνας υπήρξε η συμβολή δύο Σκανδιναβών προϊστορικών αρχαιολόγων με θετικιστικό προσανατολισμό. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο Δανός Christian Jurgensen Thomsen εισήγαγε το «σύστημα των τριών εποχών» --δηλαδή των περιόδων του λίθου, του χαλκού και του σιδήρου- που αποτελεί μέχρι σήμερα τον κορμό για τη χρονολόγηση της ευρωπαϊ κής προϊστορίας. Κίνητρο του Thomsen ήταν ο πατριωτισμός και πλαίσιο η αρχαιο διφία του 18ου αιόwα και οι εξελικτικές έννοιες του Διαφωτισμού. Το νέο στοιχείο ήταν η ανάπτυξη μιας τεχνικής για τη χρονολόγηση των αρχαιολογικών δεδομένων. Έτσι, τέθηκαν οι βάσεις για την ταξινόμηση των αρχαιολογικών ευρημάτων ανάλο γα με το υλικό τους και για τη συσχέτισή τους με τα άλλα ευρήματα μιας ανασκαφής. Γύρω στα μέσα του αιώνα, ο Δανός Jens Jacob Worsaae έδωσε έμφαση στη ση μασία των συνευρημάτων, δηλαδή στις ομάδες των αντικειμένων που βρίσκονται μαζί, και όχι στα μεμονωμένα αντικείμενα. Λίγο αργότερα, ο Σουηδός Oskar Montelius ανέπτυξε την τυπολογική μέθοδο, με βάση την οποία μπορούσε να προσδιορίσει τη σχέση, τη χρονική ακολουθία, τη γεωγραφική διάδοση και την εξέλιξη ανάμεσα σε σειρές ομοειδών αντικειμένων. Ο ίδιος προχώρησε στο δια χωρισμό των επιμέρους φάσεων της Νεολιθικής και της εποχής του Χαλκού. Η θεωρία του για τη «διάδοση» (diffusion) ως αιτία των πολιτιστικών αλλαγών επηρέασε την αρχαιολογική σκέψη για μεγάλο διάστημα, κυρίως σε σχέση με την ερμηνεία ιστορικόw φαινομένων στις προϊστορικές και πρωτοϊστορικές περιόδους. Αυτή η ανάπτυξη της Αρχαιολογίας στη Σκανδιναβία αποτέλεσε μοντέλο για παράλληλες εξελίξεις και σε άλλες χώρες. Έτσι η προϊστορική Αρχαιολογία αναπτύχθηκε ως μια καλά προσδιορισμένη επιστήμη, εκτός από τη Σκανδιναβία, στη Σκωτία, την Ελβετία κ.α. Κινητήρια δύναμη αυτού του μοντέλου ήταν η προώθηση μιας τεχνικής σχετικής χρονολόγησης με βάση το αρχαιολογικό υλικό, χρησιμοποιώντας δεδομένα που είχαν συλλεχθεί από τους αρχαιοδίφες και με γνώση της στυλιστικής αλλαγής.
Βασικά σημεία για τη μελέτη της Παλαιολιθικής περιόδου στην Ευρώπη ήταν οι εξελίξεις:
38
Ε
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
• στη νέα επιστημη tης Γεωλογίας: η μελέτη των πετρωμάτων και της διάταξής τους σε στρώματα (στρωματογραφία) (Hutton, 1778) οδήγησε στη διατύπωση αρχών που φάνηκαν αργότερα χρήσιμες στην Αρχαιολογία. Παράλληλα, δια τυπώθηκε η θεωρία του ομοιομορφισμού, που πρεσβεύει ότι τα γεωλογικά φαι νόμενα γίνονται κατανοητά μέσω της παρατήρησης σύγχρονων διεργασιών που έδρασαν και στο παρελθόν. Έτσι, έγινε αντιληπτό ότι οι γεωλογικές αλλα γές συμβαίνουν σε μεγάλα διαστήματα χρόνου και με τον ίδιο ρυθμό όπως και οι σημερινές • στον προσδιορισμό tης αρχαιότητας της ανθρωπότητας: οι διαπιστώσεις της Γεωλογίας υπήρξαν βασικές για ένα σημαντικό γεγονός στην πνευματική ιστο ρία του 19ου αιώνα και στην ιστορία της Αρχαιολογίας, την απόδειξη της αρ χαιότητας του ανθρώπου μέσα από τη μελέτη της Παλαιολιθικής περιόδου. Η ύπαρξη σπηλαίων στην Αγγλία και τη Γαλλία με κατάλοιπα ανθρώπινων δραστηριοτήτων που ανάγονταν στην Κατώτερη Παλαιολιθική έδωσε τη δυνατό τητα μελέτης των πρωιμότερων σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτές οι εξελί ξεις βασίστηκαν στη Γεωλογία και την Παλαιοντολογία. Για τον προσδιορισμό, δηλαδή, των προϊστορικών φάσεων χρησιμοποιήθηκαν οι στρωματογραφικές χρο νολογήσεις του γεωλογικού χρόνου. Ήδη από τις πρόπες δεκαετίες του 19ου αιώνα άρχισε η έρευνα της απώτερης ευρωπαϊκής προϊστορίας με την ανασκαφή των σπηλαίων όπου βρέθηκαν ίχνη αν θρώπινων καταλοίπων και εργαλείων σε συσχετισμό με ζώα που είχαν εξαφανι στεί. Πρωτοπόρος σε αυτόν τον τομέα υπήρξε ο Γάλλος δάσκαλος Franςois Vatard de Jouannet (ανασκαφές σε σπ11λαια της ΝΔ Γαλλίας) και σύντομα τον ακολούθησαν αρκετοί άλλοι. Βασική μορφή ήταν και ο Γάλλος Jacques Boucher de Perthes (κυρίως με το τρίτομο έργο του Celtic andAntedίluvianAntiquίties, 1847-1864). Οι προσεκτικές παρατηρήσεις του κατά την εύρεση πελέκεων της Κα τώτερης Παλαιολιθικής μαζί με οστά μαμούθ και ρινόκερου τον οδήγησαν στο συ σχετισμό των ανθρώπινων εργαλείων με τα οστά εξαφανισμένων ζώων, υποδηλώ νοvι:ας την ανθρώπινη ύπαρξη πολύ πριν από τον βιβλικό Κατακλυσμό. Έτσι, βαθμιαία αναγνωρίστηκε ότι η προέλευση του ανθρώπου πήγαινε πολύ πιο πίσω στο παρελθόν και επομένως η βιβλική άποψη για τη δημιουργία του κό σμου δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Με τη δημιουργία, λοιπόν, των εννοιόw των προϊστορικών περιόδων, των συνευρημάτων σε ένα κλειστό σύνολο και της τυπολο γίας, η εννοιολογι:;(ή βάση της Αρχαιολογίας άρχισε να αναπτύσσεται σημαντικά. Τόσο τις φυσιογνωστικές επιστήμες όσο και τις αρχαιολογικές έρευνες επηρέ ασε σημαντικά το έργο του Κάρολου Δαρβίνου για την Καταγ(Jηή των ειδών (Origin ofSpecίes) που εκδόθηκε το 1859. Ο Δαρβίνος έθεσε την έννοια της εξέλι ξης (evolution) ως την καλύτερη ερμηνεία για την προέλευση και εξέλιξη φυτών και ζώων. Παράλληλα, έδειξε τον μηχανισμό μέσω της φυσικής επιλογής των ει δών και της προσαρμογής τους. Η έννοια της εξέλιξης γρήγορα χρησιμοποιήθηκε και στο πολιτισμικό παρελθόν. Το 1871 δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο του για την Καταγωγή του ανθρώπου (Descent ofΜαn) στο οποίο αποδείκνυε ότι το ανθρώπινο είδος προέκυψε μέσω της ίδιας διαδικασίας. Η βασική ιδέα της εξελικτικής πορεί ας των πολιτισμών και γενικότερα της ανθρώπινης δράσης κάτω από την επίδραση
39
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.4
των θεωριών του Δαρβίνου και των επιγόνων του οδήγησε στη διαμόρφωση της θεωρίας; του εξελικτισμού και την εφαρμογή της στην έρευνα των απαρχών του ανθρώπου και του υλικσύ πολιτισμού του. Αποτέλεσμα του ανασκαφικού οργασμού που παρατηρείται στο τελευταίο τέ ταρτο του 19ου και τις αρχές του 20σύ αιώνα 11tαν όχι μόνο η α.,,:οκάλυψη πολλών σπουδαίων κέντρων της κλασικής και ρωμαϊκής Αρχαιότητας αλλά και η εξερεύ νηση άγνωστων ως τότε πολιτισμών των προϊστορικών χρόνων, όπως ο κυκλαδι κός, ο μινωικός και ο μυκηναϊκός στην Ελλάδα, ο ασσυριακός, ο βαβυλωνιακός και ο σουμεριακός στη Μέση Ανατολή, ο χετιτικός στην Τουρκία (Ανατολία). Ταυτόχρονα αφυπνίστηκε το ενδιαφέρον και για τις ακόμη αρχαιότερες περιό δους της προϊστορίας κυρίως των λαών που έδρασαν στην Κεντρική και τη Νότια Ευρώπη και στη λεκάνη της Μεσογείου, όπως την Παλαιολιθική, τη Νεολιθική, τη Χαλκολιθική και τα πρώτα στάδια της εποχής του Χαλκού. Επιπλέον, η επαφή μέ σω των ανασκαφών με νέες κατηγορίες ευρημάτων οδήγησε σε σημαντικές επι στημονικές ανακαλύψεις (π.χ. η αποκρυπτογράφηση της σουμεριακής σφηνοει δούς γραφής από τον Sir Henry Creswicke Rawlinson, η τεκμηρίωση και καθιέ ρωση των όρων «παλαιολιθικός» και «νεολιθικός» από τον Sir Jobn Lubbock, η εισαγωγή στην «ανθρωποπαλαιοντολογία» με τη μελέτη των σπηλαιολογικών ευ ρημάτων από τον Edouard Lartet κ.ά. ). Η αυξανόμενη επιστημολογική κατεύθυνση της έρευνας στο χώρο της προϊστο ρίας γέννησε και την έννοια της Παλαιοεθνολογίας; (στο Α' Διεθνές Συνέδριο Προϊστορικής Ανθρωπολογίας και Αρχαιολογίας το 1865) με στόχο τη συγκριτική μελέτη των αρχαίων πολιτισμών.
40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 1.5 ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΗ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 190 ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙ!}ΝΑ Παράλληλα με τη συστηματοποίηση των θεωρητικών αρχών και των ερευνητι κών μεθόδων που έγιναν αναπόσπαστα εργαλεία των αρχαιολόγων για τη μελέτη, την ταξινόμηση και την ερμηνεία των αρχαίων πολιτισμών, ο 19ος αιώνας υπήρξε η εποχή της ίδρυσης των μεγάλων ευρωπαϊκών μουσείων και της τέλεσης ανασκα φών σχεδόν σε όλα τα σημεία του γνωστού αρχαίου κόσμου. Τόση ήταν η έκταση αυτών των φαινομένων, ώστε οι ιστορικοί της Αρχαιολογίας να κάνουν λόγο για μια «στρατευμένη» και «ηρωική περίοδο» της έρευνας, ιδίως κατά το δεύτερο μισό του αιώνα.
1.5.1
Η ανασκαφική δραστηριότητα στην Ιταλία και στην Ελλάδα
Η αρχή έγινε φυσικά από την Ιταλία, όπως ήδη αναφέραμε (βλ. υποενότητα 1.2.2), γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα. Οι ανασκαφικές έρευνες συστηματοποιή θηκαν, όμως, κυρίως από τις αρχές του 19ου και έφεραν στο φως πλήθος κινητών ευρημάτων αλλά και σημαντικών μνημείων του ετρουσκικού (Tarquinia, Vulci, Chiusi, Caere, Veii), του ελληνικού (Ακράγας, Σελινούς) και του ρωμαϊκού (Forum Romanum, Παλατίνος λόφος και επαύλεις στη Ρώμη, συνέχιση των ερευ νών στην Πομπηία από τον Giuseppe Fiorelli, έπαυλη στο Boscoreale) πολιτισμού. Σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή αυτών των ανασκαφών και την επιστημονική δη μοσίευση των πορισμάτων τους έπαιξαν τα αρχαιολογικά ινστιτούτα και οι ακαδη μίες που έδρευαν στη Ρώμη. Αρχαιότερη είναι η παπική Pontificia Accademia Romana di Archeologia, που ιδρύθηκε το 1740 και ανακαινίστηκε το 1816. Ακο λουθεί το αρχικά διεθνές Instituto di Corrispondenza Archeologica, που άρχισε να λειτουργεί το 1829/30 και είχε ως μέλη επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων και εθνοτήτων. Ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανασύσταση του ιστορικού της παρελθόντος έδωσε η ιταλική πολιτεία από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ενοποίησης της Ιταλίας (1860). Αρκεί να αναφέρουμε ότι το κράτος μερίμνησε από νωρίς για την οργάνωση ειδι κής αρχαιολογικής υπηρεσίας (Sop,·ίntendenza αί benί archeologίcί) και χρηματοδό τησε γενναία πολλές ανασκαφές με Ιταλούς αρχαιολόγους, απαγορεύοντας πα ράλληλα την ανασκαφική εργασία ξένων αρχαιολόγων στη χό)ρα και την εξαγωγή αρχαιοτήτων χωρίς κρατική έγκριση. Πραγματική έκρηξη σημειώνεται στις πρώ τες δεκαετίες του 20ού αιώνα σε όλη την ιταλική επικράτεια, με συστηματικές ανα-
41
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.5
wt����Άt-4�!:1i¾iE:P,uJ�sW�i'½���{Ί?½-��r;f'i:�"\-{;";ι,1;�;;,ψ¾1\WΔ,�
σκαφές τόσο στους οικισμούς της Ετρουρίας (Vetulonia, Bologna, Falerii, Orvieto, Cerveteri) όσο και στις ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας (στην Απουλία, την Καλαβρία και τη Σικελία, με πρωτοπόρο τον Paolo Orsi) και φυσικά στις ρω μαϊκές πόλεις (όπως στην Όστια, το λιμάνι της αρχαίας Ρώμης). Στην Ελλάδα, η πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αύ ξηση του αριθμού των ξένων περιηγητών και των επίδοξων ανασκαφέων γνωστών αρχαίων θέσεων, παράλληλα με τη λεηλασία πολλών αρχαιολογικών θησαυρό)ν που κοσμούν σήμερα διάφορα ευρωπαϊκά μουσεία (βλ. σχετικά στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτλο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», υποενότητα 3.1.1).
Παράδειγμα 13 Δύο από τις γνωστότερες παράνομες ανασκαφές στον ελλαδικό χώρο πριν από την Επανάσταση του 1821 έγιναν από ομάδα Γερμανών και Άγγλων καλλιτε χνών και αρχιτεκτόνων στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα το 1811 και στο ναό του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες (Φιγάλεια Αρκαδίας) το 1812. Αποτέλεσμα είχαν την ανεύρεση των ολόγλυφων μορφών από τα αετώματα του πρώτου ναού και των ανάγλυφων πλακών της ζωφόρου του δεύτερου ναού. Αξίζει να σημειώ σουμε, ότι, παρά τον τυχοδιωκτικό τους χαρακτήρα, οι συγκεκριμένες έρευνες είχαν και επιστημονικό υπόβαθρο, καθώς μας άφησαν τις πρώτες δημοσιεύσεις αυτών των μνημείων με σχέδια και περιγραφές. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα ευρήματα -ιδιαίτερα εντυπωσιακά και σημαντι κά για τη μελέτη της κλασικής γλυπτικής τέχνης- δεν μπc>ρούσαν να παραμεί νουν στους τόπους όπου βρέθηκαν. Από τη μία η ανυπαρξία επίσημης ελληνι κής αντίδρασης αλλά και η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των τοπικών οθω μανικών αρχών, και από την άλλη η αυξημένη ζήτηση ελληνορωμαϊκών αρχαιο τήτων στην κλασικιστική Ευρώπη είχαν προδιαγράψει την τύχη τους. Έτσι, τα γλυπτά από το ναό της Αφαίας αγοράστηκαν το 1815 για λογαριασμό του βασι λιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου και εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, ενώ οι πλάκες της ζωφόρου από το ναό του Απόλλωνα κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, όπου και βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια, η Επανάσταση του 1821 υπήρξε ανασταλτικός παράγοντας για τη διενέργεια συστηματικών ανασκαφών και άλλων ερευνών στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα μέχρι την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1828. Αντίθετα, εκείνο το διάστημα, αλλά και αργότερα, δεν έλειψαν οι λαθρανασκαφές και η πα ράνομη εξαγωγή κάθε είδους αρχαιοτήτων από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Η πορεία και η πρόοδος της ανασκαφικής έρευνας στην Ελλάδα στη διάρκεια του 19ου αιό)να συνδέεται στενά με την πορεία και τις κοινωνικοπολιτικές δομές της νεοελληνικής κοινωνίας αλλά και τις διεθνείς εξελίξεις. Σε αυτό το διάστημα κα θιερώθηκαν σημαντικοί νέοι θεσμοί και δραστηριοποιήθηκαν πολλοί αρχαιολογι κοί φορείς, ελληνικοί και ξένοι, συντελώντας αποφασιστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης αρχαιολογικής φυσιογνωμίας (βλ. αναλυτικά στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτλο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», υποενότητες 3.1.1 και 3.1.2).
42
Γ ΕΝΟΤΗΤΑ 1.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Παράδειγμα 14 Ιδιαίτερα δραστήρια ήταν η Αρχαιολογική Εταιρεία (βλ. στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτλο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», σ. 180, 182-3), με τη φροντίδα και χρηματοδότηση της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες ελληνικές ανασκαφές κατά τον 190 αιώνα. Ήδη το 1882 πραγματοποιήθηκε η μεταφορά του σύγχρονου οικισμού της Ελευσίνας σε γειτονική θέση και άρχισε αμέσως η ανασκαφή του ιερού της Δή μητρας από τον δραστήριο αρχαιολόγο Δημήτριο Φίλιο, ο οποίος τη διηύθυνε χωρίς διακοπή μέχρι το 1894. Ο λόγος που μνημονεύουμε ξεχωριστά τη συγκε κριμένη ανασκαφή είναι γιατί πρόκειται για μία από τις πρώτες και σχετικά λιγο στές συστηματικές, μακροχρόνιες και άκρως αποδοτικές ανασκαφές που διεξή χθησαν από Έλληνες αρχαιολόγους σε αρχαιοελληνικά ιερά και μάλιστα παρέ μεινε έκτοτε στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Σχεδόν σύγχρονη ήταν η εκτεταμένη ανασκαφή στο Ασκληπιείον της Επι δαύρου, που πραγματοποιήθηκε για μεγάλα διαστήματα από τον γενικό έφορο Αρχαιοτήτων και γραμματέα της Εταιρείας Παναγιώτη Καββαδία (1881-1903 και 1916-1927). Ακολούθησαν οι έρευνες στο ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό, στον Ραμνούντα και στο Σούνιο από άλλους Έλληνες αρχαιολόγους και πάντα με την οικονομική και ηθική συνδρομή της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Παράδειγμα 15 Αξίζει να συγκρίνουμε τις προαναφερθείσες ανασκαφές με μια άλλη, που ξε κίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα (1896) και διεξάγεται από τα μέλη μιας ξένης αρχαιολογικής αποστολής στην Ελλάδα. Πρόκειται για την ανασκαφή της Αμερι κανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην αρχαία Κόρινθο, της οποίας τιμήθηκαν προσφάτως τα εκατό χρόνια από την έναρξή της. Η πόλη είχε καταστραφεί ολο κληρωτικά από τους Ρωμαίους και τα αρχαία λείψανα ήταν θαμμένα κάτω από τεράστιες επιχώσεις. Ωστόσο, η Κόρινθος τράβηξε το ενδιαφέρον της νεοσύ στατης τότε Αμερικανικής Σχολής, με την ελπίδα ότι ο ανασκαφικός χώρος της δεύτερης σε μέγεθος πόλης-κράτους της αρχαίας Ελλάδας θα έκρυβε θησαυ ρούς ανάλογους με εκείνους της Ολυμπίας και των Δελφών. Η οικονομική ευρω στία της Σχολής ήταν από τότε δεδομένη, καθώς σrα ιδρυτικά της μέλη συγκατα λέγονταν όχι μόνον ορισμένα από τα γνωστότερα αμερικανικά πανεπιστήμια αλ λά και διάφοροι οικονομικοί παράγοντες, όπως όμιλοι εταιρειών και πλούσιοι ιδιώτες. Η άδεια που παραχωρήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 1896 κάλυπτε όλη την επαρχία Κορινθίας, σε σημείο να γίνεται λόγος ήδη εκείνα τα χρόνια για <ιΠpαγματικό ανασκαφικό μονοπώλιο» των Αμερικανών σε αυτό το τμήμα της Πε λοποννήσου. Εκτός από τα αξιόλογα ευρήματα και τον υποδειγματικό τρόπο
43
ΕΝΟΤΗΤΑ 1
διεξαγlδvι\c; της, η ανασκαφή αυτή έχει σημασία και για δύο επιπλέον λόγους. τις πρώτες ερευνητικές αποστολές που ενδιαφέρ ήρ�rov{"(iaiϊirvaι;μfrι θηκε ειrt6ς:τ;νόλλωvyια την προϊστορία μιας περιοχής και ασχολήθηκε από
αn6
νωρίς με τον εντοπισμό και τη μελέτη των προϊστορικών οικισμών και, δεύτε
τα
ρον, γιατί μέλη της αφιέρωσαν και εξακολουθούν να αφιερώνουν μεyόλο μέ ρος της ερευνητικής τους δραστηριότητας στη διερεύνηση της αρχαίας κοριν
θιακής τοπογραφίας (Λεχαιον, Κεγχρεαί, Ισθμία).
Στην αρχαιολογική σκηνή διαμορφά>θηκαν σταδιακά δύο κατευθύνσεις που ρύθμιζαν και το είδος του έργου που παραγόταν από τους αρχαιολόγους. Από τη μία έχουμε τους ακαδημαϊκούς μελετητές, που εργάζονταν σε πανεπιστημιακά και άλλα ερευνητικά ιδρύματα, καθώς και σε μεγάλα μουσεία, και συνέχιζαν κατά κά ποιο τρόπο τις αισθητικές και στυλιστικές αναζητήσεις των προκατόχων τους. Από την άλλη, η αναζήτηση νέου υλικού προς μελέτη και τεκμηρίωση της Αρχαιότητας ώθησε τους αρχαιολόγους στην εμπειρία της ανασκαφής. Αυτό είχε αποτέλεσμα την υιοθέτηση νέων αντιλήψεων για το ρόλο και την προσφορά της Αρχαιολογίας καθό>ς και τη διεύρυνση της συνεργασίας των αρχαιολόγων με επιστήμονες και επαγγελματίες άλλων ειδικοτήτων (αρχιτέκτονες, τοπογράφους, γεωλόγους, σχε διαστές, φωτογράφους, εργατοτεχνίτες κ.ά.).
1.5.2
Η πολιτική των μεγάλων ανασκαφών
Βέβαια, πολλές από τις πρώτες μεγάλες ανασκαφές του 19ου αιώνα, κυρίως στις επαρχίες της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στις χώρες της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής, δεν έγιναν με απόλυτα επιστημονικά -με τη σημερινή έν νοια- κριτήρια και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μας άφησαν ούτε κάποιες, έστω σύντομες, εκθέσεις των ανασκαφικών πεπραγμένων. Πολύ συχνά επιδίωξη των ανασκαφέων -και επιθυμία των χρηματοδοτών τους- ήταν η εύρεση μοναδικά>ν αρχαιολογικών θησαυρών και η μεταφορά τους (ορισμένες φορές και η πώληση) στα μουσεία της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Κάτι ανάλογο δεν ίσχυε για τις αρχαιό τητες που αποκαλύπτονταν σε περιοχές της Ιταλίας και της Ελλάδας, τουλάχιστον στο πλαίσιο επίσημων ανασκαφών, γιατί αυτό απαγορευόταν ρητά από την οικεία νομοθεσία. Αντίθετα, οι έρευνες στη σημερινή Τουρκία, την Αίγυπτο, τη Συρία, τον Λίβα νο, το Ιράκ και το Ιράν πλούτισαν πολλά κρατικά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης και της Αμερικής με νόμιμο -για τα δεδομένα της εποχής- τρόπο, καθώς οι ανασκαφείς είχαν το δικαίωμα και την άδεια από τις αρχές του τόπου, κυρίως τις οθωμανικές, να πάρουν μαζί τους όσα από τα ευρήματα επιθυμούσαν. Για την προώθηση και την οικονομική υποστήριξη αυτών των πολυδάπανων και μακροχρόνιων αποστολών στην Ανατολή οργανώθηκαν διάφοροι σύλλογοι στην Ευρώπη, στους οποίους συμμετείχαν και συνεισέφεραν ως μέλη γνωστοί οι κονομικοί παράγοντες και άλλες προσωπικότητες της εποχής. Ιδιαίτερα δημοφι-
44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
λής ήταν η αγγλική Εταιρεία για την εξερεύνηση της Αιγύπτου (ιδρύθηκε το 1882 ως Delta Exploration Fund και μετονομάστηκε αργότερα σε Egypt Exploration Society), η οποία αρχικά είχε στόχο «την ανακάλυψη των γραπτών πηγών της βι βλικής ιστορίας που βρίσκονταν θαμμένες γύρω από τον Νείλο». Από τους πιο δραστήριους συλλόγους ήταν επίσης η γερμανική Εταιρεία της Ανατολής (Deutsche Orient-Ge.sell.schaft), στην οποία πρωτοστάτησε ο αρχαιολό γος Theodor Wiegand, ανασκαφέας της Μιλήτου, της Πριήνης και του ιερού του Διδυμαίου Απόλλωνα στη Μικρά Ασία. Ο Wiegand ήταν ένας πολύπλευρος και δραστήριος ερευνητής, που κυριάρχησε στα αρχαιολογικά πράγματα της Γερμα νίας για περισσότερο από μισό αιώνα. Ταυτόχρονα, αποτελεί χαρακτηριστικό πα ράδειγμα της σύνδεσης ανάμεσα στην αρχαιολογική έρευνα από τη μία και τις πο λιτικές φιλοδοξίες και τα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών εκείνης της εποχής από την άλλη. Συχνά την ανάθεση συγκεκριμένων ερευνητικών αποστολών έκαναν οι κρατι κές ακαδημίες, τα υπουργεία Εξωτερικών, οι πρεσβείες ή τα μεγάλα μουσεία (π.χ. το Βρετανικό στο Λονδίνο ή τα κρατικά μουσεία του Βερολίνου). Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι επικεφαλής των ανασκαφών, κυρίως στις περιοχές της Μέσης Ανατολής, ήταν αρκετές φορές οι ξένοι υποπρόξενοι και οι μηχανικοί μεγάλων έργων σε εκείνες τις χώρες παρά επαγγελματίες αρχαιολόγοι. Όπως ήταν αναμε νόμενο, οι χορηγοί αυτών των ανασκαφιδν ενδιαφέρονταν κυρίως για την αντα πόδοση των υπηρεσιών τους και γι' αυτό θεωρούσαν αυτονόητη τη μεταφορά των αρχαιοτήτων από τον τόπο εύρεσής τους στις ευρωπαϊκές χώρες. Υπήρξαν επίσης ορισμένες περιπτώσεις που οι ανασκαφείς χρηματοδότησαν οι ίδιοι τις έρευνές τους, όπως ο Ερρίκος Σλήμαν στην Τροία, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τον Ορχομενό, ο John Turtle Wood στο Αρτεμίσιο της Εφέσου και αρχικά ο Sir Arthur Evans στην Κνωσό. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ολόκληρα αρχαία μνημεία μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη και κυριολεκτικά ξαναστήθηκαν στις αί θουσες των μεγάλων μουσείων.
Παράδειγμα 16 Ανάμεσα στα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ξεχωρίζει ο ελληνιστικός Βωμός της Περγάμου στο κρατικό Μουσείο του Βερολίνου (τότε υπό πρωσική εξουσία), που έλαβε μάλιστα το όνομα Μουσείο της Περγάμου από το εντυπω σιακότερο έκθεμά του. Στο ίδιο μουσείο εκτίθενται ανακατασκευασμένα και άλ λα μεγάλα τμήματα μεμονωμένων κτισμάτων ή ολόκληρων συγκροτημάτων της ελληνιστικής (όπως το πρόπυλο του ιερού της Αθηνάς στην Πέργαμο, η δυτική πρόσοψη του ναού του Διός Σωσιπόλεως στη Μαγνησία, στον ποταμό Μαίαν δρο) και της ρωμαϊκής εποχής (όπως η πύλη της Αγοράς της Μιλήτου). Όλ' αυτά μεταφέρθηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα από αρχαιολογικούς χώρους της Μικράς Ασίας, που ανασκάφηκαν από γερμα νικές αποστολές υπό την αιγίδα των κρατικών μουσείων του Βερολίνου.
45
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.5
Παράδειγμα 17 '
'
Από αυστριακή αποστολή, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Otto Benndorf, εντοπίστηκε και μεταφέρθηκε (1882�1884) τμηματικά το λυκικό Ηρώον της Τρύ σας {σημ. Gjolbaschi), που εκτίθεται σήμερα στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης.
Παράδειγμα 18 Από τα μνημεία των ανατολικών πολιτισμών αξίζει να αναφέρουμε την επι βλητική αναπαράσταση της πομπικής οδού με την πύλη της Ιστάρ και τμημάτων από άλλα μνημειακά κτίσματα της Βαβυλώνας στο Vorderasiatisches Museum του Βερολίνου, προϊόν ανασκαφών που υποστηρίχθηκαν επίσης από τα κρατικά μουσεία του Βερολίνου και την Εταιρεία της Ανατολής.
Παράδειγμα 19 Λίγο νωρίτερα αποκαλύφθηκε στα Σούσα, από γαλλική αρχαιολογική αποστο λή, το ανάκτορο του Δαρείου, ολόκληροι τοίχοι του αποκαταστάθηκαν από χιλιά δες θραύσματα και εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της «ηρωικής» εποχής της Αρχαιολογίας εί ναι η εξάπλωση της ανασκαφικής δράσης και σε περιοχές που βρίσκονταν στην περιφέρεια του ελληνικού και του ρωμαϊκού πολιτισμού. Τότε χρονολογούνται οι έρευνες των Άγγλων W.M. Flinders Petrie και Ernest Α. Gardner στην Αίγυπτο και το Σουδάν {Ναύκρατις, Tell Defeneh, Μέμφις, Φαγιούμ, Μερόη κ.ά.), των Ernst νοη Stern και Farmakowsky σε περιοχές του Εύξεινου Πόντου (Ολβία, Berezan κ.ά.) και οι ανασκαφές σε διάφορες θέσεις της Συρίας (Baalbek, αρχ. Ηλιόπολις), της Βόρειας Αφρικής (Cherchel, αρχ. Καισάρεια), της Ισπανίας (Mιrida, αρχ. Εμέριτα), ακόμη και της Κεντρικής Ευρώπης (Vindonissa στην Ελ βετία, Carnuntum στην Αυστρία, Limes στη Γερμανία), που προσέθεσαν νέα στοιχεία στις γνώσεις για τη ζωή, τους θεσμούς και την καλλιτεχνική παραγωγή στις ελληνικές αποικίες και αργότερα τις ρωμαϊκές επαρχίες.
1.5.3
Κρατικά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές το 190 αιώνα
Η ανασκαφική δραστηριότητα επεκτεινόταν με ταχείς ρυθμούς και τα ευρή ματα που προέρχονταν από τις ανασκαφές γέμιζαν διαρκώς τα μουσεία στις ευ ρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις. Η πολιτική των μεγάλων ανασκαφών και η πολιτική των μεγάλων μουσείων ήταν το 190 αιώνα αλληλένδετες. Δεν είναι τυχαίο ότι στο διάστημα που εξετάζουμε ιδρύθηκαν στην Ευρcδπη πολλά μουσεία με κρατική πρωτοβουλία. Αντίθετα, στη Βόρεια Αμερική η ίδρυση των πρόηων
46
ΕΝ
ΤΑ 1.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αρχαιολογικών μουσείων οφείλεται σε ιδιωτική πρωτοβουλία. Επίσης πολλές ιδιωτικές συλλογές αρχαιοτήτων, που δημιουργήθηκαν κυρίως στην Ιταλία (Castellani, Carnpana, Canino, Feoli, Farnese, Guglielrni, Pourtales, Blacas) αλλά και στην Ελλάδα (Sabouroff, Σλήμαν), διαλύθηκαν και κατέληξαν σε διάφορα κρατικά μουσεία. Αξιοσημείωτος είναι και ο αριθμός επαρχιακών μουσείων που οργανώθηκαν τότε σε πολλούς από τους τόπους όπου διεξάγονταν ανασκαφές ή σε πόλεις όπου υπήρχαν πανεπιστημιακές έδρες Αρχαιολογίας. Εκτός από τις κλασικές αρχαιότητες, που εξακολουθούσαν να κρατούν κυρίαρχη θέση στις προθήκες των μουσείων, έκαναν την εμφάνισή τους συλλογές με προϊστορικά ευ ρήματα και άλλα αντικείμενα εθνολογικού και λαογραφικού ενδιαφέροντος (π.χ. Μουσείο των Εθνικών Αρχαιοτήτων από τον Ναπολέοντα Γ' στο St Gerrnain-en Laye, 1862-1867). Η αντιπαράθεση, εκτός από το πολιτικό και στο επιστημονικό-πολιτιστικό επί πεδο, της Πρωσίας με τη Γαλλία οδήγησε το 1830 στην ίδρυση των μουσείων του Βερολίνου υπό την αιγίδα του Κάιζερ Γουλιέλμου Γ'. Την ίδια χρονιά εγκαινιά στηκε και η Γλυπτοθήκη του Μονάχου από τον Λουδοβίκο Α' της Βαυαρίας. Στην Ισπανία το Μουσείο του Prado ιδρύθηκε το 1830 και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μαδρίτης το 1867 από τη βασίλισσα Ισαβέλλα Β', στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Την ίδια πολιτική ακολούθησαν και οι βασιλείς της Δανίας και της Σουηδίας, βάζοντας τις βάσεις με τις αρχαιολογικές τους συλλογές για την ίδρυση των αντίσι:οιχων Εθνικών Μουσείων στην Κοπεγχά γη το 1848 και τη Στοκχόλμη το 1865. Παράλληλα, παλαιότερα μουσεία, όπως το Βρετανικό (1753-1759) και το Λούβρο (1793), συνέχισαν να εμπλουτίζονται με νέα εκθέματα που προέρχονταν είτε από ανασκαφές (όπως εκείνες του Sir Charles Thornas Newton, κατοπινού διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, την Κνίδο και τα Δίδυμα) είτε από αγορές μεμο νωμένων έργων (όπως η Αφροδίτη της Μήλου, η Νίκη της Σαμοθράκης κ.ά.). Στο πλαίσιο της τόνωσης του λαϊκού εθνικού αισθήματος και της ενίσχυσης των δεσμό>ν με το προγονικό στοιχείο ιδρύθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. τα εθνικά μουσεία της Ελλάδας και της Ιταλίας. Έτσι, στις δεκαετίες 1860-1890 εγκαινιάστηκαν τα κτίρια του Μουσείου της Ακροπόλεως και του Εθνικού Αρχαι ολογικού Μουσείου στην Αθήνα, το οποίο είχε όμως θεσμοθετηθεί ήδη από το 1829 (βλ. σχετικά σι:ον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτλο «Εισαγωγή σι:ον Ελληνικό Πολιτι σμό>>, υποενότητες 3.1.1 και 3.1.2). Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας, το Εθνικό Μουσείο των Θερμών και το Ετρουσκικό Μουσείο της Villa Giulia (τα δύο τελευταία στη Ρώμη) συστάθηκαν στη δεκαετία που ακολούθησε τη δημιουργία του ιταλικού κράτους το 1870, ενώ το Μουσείο των Βουρβόνων, που προϋπήρχε, στη Νεάπολη μετονομάστηκε σε Εθνικό Μουσείο Νεαπόλεως. Το 1870 ιδρύθηκαν στις ΗΠΑ το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης και το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης, ενώ το 1909 η Walter Arts Gallery στη Βαλτιμόρη και το 1912 το Βασιλικό Μουσείο του Ontario στο Τορόντο. Περισσότερες πληροφορίες, όμως, για τις συλλογές και τα μουσεία θα βρείτε στο Γ' τόμο αυτής της Θεματικής Ενότητας.
47
' 7t�
-------------------------"g_,;1-f��f'/""Y�/_,'0\ 0 ?,\;;:\�'c'ff{,';
J0"'.,�,J<-'¾,8'#,"%�'"�@.W{Ξ}):$),�
Ενότητα 1.6 Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Σ'ΙΆ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΙΙΟΛΕΜΟΥ: ΝΕΟΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΣΜΟΣ Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα οι μεγάλες ανασκαφές συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και ερευνητικούς στόχους ανάλογους με εκείνους του προηγούμε νου αιώνα. Σημαντική για τη διεξαγωγή τους υπήρξε η χρηματοδότηση είτε από κρατικούς και ιδωτικούς οργανισμούς (μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία, αρχαιολογι κές εταιρείες κ.ά.) είτε από πλούσιους ιδιώτες (όπως Αμερικανούς μαικήνες στην ανασκαφή της αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα, βλ. σχετικά στον τόμο Α της Θ.Ε. με τίτλο «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», υποενότητα 3.1.3, σ. 201). Η βελτίω ση των ανασκαφικών και εποπτικών μεθόδων (στρωματογραφική ανάλυση, χρήση τεχνολογικών μέσων, αεροφωτογραφία), η υιοθέτηση νέων χρονολογικών τεχνι κών (ραδιοχρονολόγηση) και η τυπολογική κατάταξη όλων των ευρημάτων άρχισαν να κάνουν σταδιακά την εμφάνισή τους. Αν και δεν σταμάτησε η αναζήτηση των μεγάλων μνημείων, των θησαυρών και των επιγραφών, ωστόσο αυξήθηκε το ενδιαφέρον για τα λιγότερο εντυπωσιακά ευρήματα και τα γενικά ανασκαφικά πορίσματα. Βασική θέση στην άντληση των αρχαιολογικών πληροφοριών αποκτά πλέον και η προσεκτική εκτίμηση των συνευρημάτων (c ontext) και των λοιπών δεδομένων της ανασκαφής. Στην καθιέρωση των προαναφερθέντων σημαντικό ρόλο έπαιξαν ορισμένοι επιφανείς αρχαιολόγοι-ανασκαφείς, όπως οι Άγγλοι W.M. Flinders Petrie και Mortimer Wheeler, με τις πρωτοπόρες για την εποχή τους έρευνες σε Αίγυπτο/Παλαιστίνη και Βρετανία αντίστοιχα.
Παράλληλα Κείμενα Διαβάστε στο σημείο αυτό τα Παράλληλα Κείμενα από τον τόμο του Ρ. Bahn (επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, Καίμπριτζ 1996, σ. 148-149 και 200-201, στα οποία σκιαγραφούνται η προσωπικότητα και το έργο των δύο ερευνητών που προαναφέραμε. Έτσι θα μπορέσετε να κατανοήσετε την προσφορά καθενός στην πρόοδο της αιγυπτιολογίας και της επαρχιακής ρωμαϊκής Αρχαιολογίας, αντίστοιχα, τόσο σε θεωρητικό όσο και ανασκαφικό επίπεδο. Παράλληλα, ήδη από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, εντάθηκαν οι θεωρητικές αναζητήσεις των αρχαιολόγων και ιστορικών της αρχαίας τέχνης. Οι μελετητές επεδίωκαν να εμβαθύνουν τώρα στα προβλήματα του αρχαίου πολιτισμού και των καλλιτεχνικών του εκφάνσεων και να κατανοήσουν την εσωτερική αξία των έργων. Ως αλληλένδετα φαινόμενα εξετάζονταν εξίσου 48
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
η ιστορία της τέχνης και το ιστορικό γίγνεσθαι. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ τις καθοριστικές εργασίες του Αυστριακού καθηγητή Αρχαιολογίας Emanuel Lδwy σχετικά με την ουσία της τέχνης, τη σχέση της αρχαίας ελληνικής τέχνης με τη φυσική πραγματικότητα και την υπόσταση των εικονογραφικών σχημάτων (Die Naturwίedergabe ίn der alteren rdmίs·chen Kun.st, Ρώμη 1900, και «Typenwanderungen» στο Jahre!>hefte de.s 6.sterreίchi.schenArchaologί.schen In.stίtut.s, ΧΠ, 1909, σ. 243 κ.ε.). Αυτές οι αναζητήσεις για τους «νόμους» που διέπουν την καλλιτεχνικ11 αντίληψη ήταν απόρροια των θετικιστικών τάσεων που είχαν αναπτυχθεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Σημαντική ήταν και η συμβολή του Ελβετού ιστορικού της τέχνης Heinrich Wδlfflin με την καθιέρωση των διαφόρων «καλλιτεχνικών κατηγοριών» (Kun.stkategorίen ), όπως είναι η σχεδιαστική, η ζωγραφική και η πλαστική φόρμα, η κλειστή και η ανοικτή φόρμα κ.ά. Η λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου επέφερε βαθιά κρίση στις ανθρωπιστικές και ηθικές αξίες, που κλονίστηκαν από την κοσμοταραχή της πολεμικής σύρραξης όσο και από τις καταστροφικές της συνέπειες. Στο πνεύμα των καιρών για νέες αναζητήσεις εντάσσεται και το θεωρητικό κίνημα του «τρίτου ουμανισμού» 2 ή «νεοουμανισμού», με κύριο εκπρόσωπο τον κλασικό φιλόλογο Werner Jaeger. Η σημασία του κινήματος αυτού για τη μελέτη της αρχαίας τέχνης έγκειται στο γεγο νός ότι τονίστηκε η διαχρονική αξία και η επικαιρότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Επίσης, τότε οι αρχαιολόγοι άρχισαν να στρέφονται σε λιγότερο γνωστές πε ριόδους της Αρχαιότητας, τις οποίες ο Α. Andren αποκαλεί «μη υποδειγματικές» («ηοη exemplary»). Για παράδειγμα, εκδηλώθηκε έντονο ενδιαφέρον για τις εικα στικές δημιουργίες και τα άλλα επιτεύγματα της αρχαϊκής και της πρώιμης κλασι κής περιόδου, καθ(ί)ς και της ύστερης Αρχαιότητας. Αυτό είχε αποτέλεσμα οι ερευνητές να στραφούν στην εντατική μελέτη των αρχαίων πρωτοτύπων και όχι μόνο των αντιγράφων, όπως γινόταν κυρίως ως τότε. Πρωτοπόρες ήταν οι μονο γραφίες του Γερμανού αρχαιολόγου Ernst Langlotz για τα πρώιμα εργαστήρια γλυπτικής καθώς και για την υστεροαρχαϊκή αγγειογραφία και πλαστική (Zeitbe.stimmung der s·trengrotfigurίgen Va.senmalaeί und der gleichzeitίgen Pla.stίk, Λειψία 1920, καιFriίhgriechi.sche Bildhauer.schulen, Νυρεμβέργη 1927). Για το συγκεκριμένο διάστημα πρέπει να επισημάνουμε ακόμη ορισμένα στοι χεία που επηρέασαν την πορεία της αρχαιολογικής έρευνας. Κατ' αρχήν πρόκει ται για την ολοένα και πιο συστηματική μορφή που έπαιρνε η Αρχαιολογία ως επι στημονική απασχόληση και ως εργασία. Οι ανασκαφές στην Ελλάδα και την Ιτα λία ελέγχονταν πλέον από το κράτος, τόσο με τη θέσπιση ειδικών νόμων όσο και με την επίβλεψη από αρχαιολόγους-κρατικούς υπαλλήλους. Αυτή η κρατική επο πτεία είχε, ωστόσο, και τις αρνητικές της συνέπειες, όπως συνέβη με την επέμβαση του φασιστικού καθεστώτος και των εθνικοσοσιαλιστών στα αρχαιολογικά πράγ2 Το κίνημα χαρακτηρίστηκε «τρίτος ουμανισμός» σε αντιδιαστολή με τον «Πρ(δτο ουμανισμό» της ρω μαϊκής περιόδου και το «δεt5τερο ουμανισμό» της Αναγέννησης κατά το 150 αιώνα.
49
;
1
r
Η
2+
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.6
KJW&r mm-1 w���wm1m211tr\m§'1t:*��t.�:&.%$ί,�**'�
ματα της Ιταλίας και της Γερμανίας αντίστοιχα (π.χ. ανασκαφές και αναστηλώσεις μνημείων με εντατικούς ρυθμούς για την προβολή και την τουριστική αξιοποίηση της υπό ιταλική κατοχή Λιβύης -περιοχές αρχαίας Κυρηναϊκής και Τριπολίτιδας στις δεκαετίες του '20 και του '30). Το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας εθνοκεντρικής Αρχαιολογίας, όπως αναπτύχθηκε εκείνα τα χρόνια, το συναντάμε στις ακραίες θέσεις του Γερμανού γλωσσολόγου και προϊστοριολόγου Gustav Kossina, ο οποί ος πρόβαλε τη διάκριση ανάμεσα σε δυναμικούς και παθητικούς πολιτισμούς. Επίσης, υπερτόνιζε την παρουσία των γερμανικών φύλων στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη υποσκελίζοντας άλλους λαούς, όπως τους Κέλτες, τους Ρωμαί ους, τους Σλάβους. Από μεθοδολογική άποψη η στρωματογραφία, η προσεκτική περισυλλογή όλων των ευρημάτων -ακόμη και των φαινομενικά ασήμαντων- και γενικά η συ στηματοποίηση των ανασκαφικών δεδομένων άρχισαν να συνιστούν τον κανόνα. Σταδιακά οι αρχαιολογικές έρευνες ανεξαρτητοποιούνταν από τη φιλολογική ερ μηνεία, την κυριαρχία των γραπτών πηγών και των κλασικών προτύπων. Έτσι, συ ντελέστηκε και η στροφή των ερευνητών προς την αναζήτηση των διαφόρων φάσε ων της αιγαιακής προϊστορίας, που είχε ξεκινήσει με τις ανασκαφές του Σλήμαν και του Έβανς. Ορισμένες από τις γνωστότερες ανασκαφές προϊστορικών θέσε ων της Ανατολικής Μεσογείου (ανακτόρων, οχυρώσεων, οικισμών και νεκροτα φείων) με σημαντικά αποτελέσματα χρονολογούνται σε αυτό το διάστημα. Παράλληλα, διατυπώθηκαν απόψεις για την απαρχή των διαφόρων περιόδων και την εμφάνιση νέων φαινομένων στο χώρο της προϊστορίας (π.χ. η θεωρία της καθόδου-εισβολής των Δωριέων στη Νότια Ελλάδα στο τέλος των μυκηναϊκών χρόνων). Το θεωρητικό υπόβαθρο αυτών των θέσεων πρέπει να αναζητηθεί στη λεγόμενη «πολιτιστική-ιστοι1ική ΠQοσέγγιση» του παρελθόντος, που επικράτησε στην αρχαιολογική σκέψη του Μεσοπολέμου αλλά και αργότερα. Βασικό μεθοδο λογικό εργαλείο των ερευνητών ήταν το στοιχείο της «διάδοσης>> ( diffusion) των πολιτιστικών φαινομένων και η ιστορική τους ερμηνεία (οι ρίζες βρίσκονταν ήδη στις απόψεις του Montelius, βλ. υποενότητα 1.4.2). Η προαναφερθείσα προσέγγιση κατηγορήθηκε, ωστόσο, ότι στηρίχτηκε σε εμπειρικού χαρακτήρα παρατηρήσεις, καταφεύγοντας σε «κανόνες» (νόρμες) για τα συμπεράσματά της. Επίσης ότι δεν κατόρθωσε να ερμηνεύσει τα βαθύτερα αίτια των πολιτιστικών μεταβολών. Στο ίδιο διάστημα με την προηγούμενη, στο χώρο της κλασικής Αρχαιολογίας, η γερμανική «πολιτιστική-μορφολογική σχολή» μπορεί να θεωρηθεί επίσης εκ�στής της ιστορικής αντίληψης που επικρατούσε στη δεκαετία του '30. Από αρχαιολογική άποψη έχει σημασία ότι οι εκπρόσωποι αυτής της σχολής προσπάθησαν να εντάξουν τα θεμελιώδη στοιχεία της ιστορίας και του αρχαίου πολιτισμού σε σταθερά συστήματα και προκαθορισμένες εξελικτικές τροχιές (όπως ο Ernst Buschor στο έργο του Vom Sίnn grίechίscher Standbίlder, Βερολίνο 1942). Έτσι, γίνεται προφανές ότι τα ενδιαφέροντα των κλασικών αρχαιολόγων στα χρόνια του Μεσοπολέμου περιορίζονταν κυρίως στην ιστορία της τέχνης (Kunstgeschichte) και τη συνακόλουθη τυπολογικ11 και χρονολογική ταξινόμηση των αρχαίων δημιουργιό)ν. Οι ερμηνευτικές τους απόπειρες κινούνταν επίσης κυρίως στο χό)ρο της εικονογραφίας.
50
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.6
Ανάλογη πρόοδος παρατηρήθηκε και στους ερευνητές που εργάζονταν «εντός των τειχών», δηλαδή εκείνους που ασκούσαν ακαδημαϊκό ερευνητικό έργο μα κριά από το ανασκαφικό πεδίο. Ξεχωριστή θέση στη μελέτη της αρχαίας κεραμι κής κρατά ο Άγγλος Sir John Beazley, ο οποίος ταύτισε τους περισσότερους γνω στούς σήμερα Αθηναίους αγγειογράφους και αγγειοπλάστες των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Οι ογκώδεις κατάλογοι (Attίc Black-figure Va.ι,e-Paίnters,Attίc Red-figure Vase-Paίnters και Paralίpomena: Additίons to Attίc Black-figure Vase Paίnters and toAttίc Red-figure Vase-Paίnters, Οξφόρδη 1956, 1963 και 21971 αντί στοιχα) που κατάρτισε με τα επινοημένα, τις περισσότερες φορές, ονόματα των μελανόμορφων και ερυθρόμορφων αγγειογράφων αποτελούν μέχρι σήμερα ανα πόσπαστο εργαλείο για τους παραδοσιακούς μελετητές της αρχαίας κεραμικής.
Παράλληλο Κείμενο Σε αυτό το σημείο προτείνουμε να διαβάσετε το Παράλληλο Κείμενο από τον τόμο του Ρ. Bahn (επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, Καίμπριτζ 1996, σ. 228, όπου το επίτευγμα του Beazley παρουσιάζεται με σκεπτικισμό και γί νεται κριτική αξιολόγηση της προσφοράς του στην έρευνα της αρχαίας κεραμικής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
't
-----��
m )i:J�'*"t\%"�fiA'«ί,¾¾¾\':{½ΛΨ'&_________
Ενότητα 1.7
θΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΙΙΙΣΤΗΜΗΣ ΑΙΙΟ 1Ό Β' ΙΙΑΓΚΟΣΜΙΟ ΙΙΟΛΕΜΟ ΩΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ Αυτό που χαρακτηρίζει τη μεταπολεμική Αρχαιολογία είναι οι διαρκό>ς διευ ρυνόμενες διεπιστημονικές και θεωρητικές προοπτικές της έρευνας. Στο τέλος του 20ού αιώνα η αρχαιολογική επιστήμη γνωρίζει προβλήματα ανάλογα με εκείνα των κοινωνικών επιστημών, συμμετέχοντας ταυτόχρονα στον προβληματισμό των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών σχετικά με τη φύση, τις δυνατότητες και τη χρη σιμότητά τους σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Σε γενικές γραμμές, η Αρχαιολογία στα τέλη του 20ού αιώνα χαρακτηρίζεται από έναν «ερμηνευτικό πλουραλισμό» (για να δανειστούμε την έκφραση του Roderick Mclntosh, συγγραφέα στον τόμο The Oxford Companίon toArchaeology). Στα πολυσχιδή ερευνητικά της πεδία εκπροσωπούνται διάφορες ερμηνευτικές τά σεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι διαδικαστικές και μεταδιαδικαστικές θε ωρίες των Αγγλοσαξόνων, η στρουκτουραλιστική προσέγγιση των Γάλλων αρχαι ολόγων, η κοινωνιολογική-εθνοαρχαιολογική προσέγγιση των ερευνητών της πα γκόσμιας προϊστορίας και άλλες. Αξιοσημείωτες μεταβολές παρατηρούνται και στο χώρο της έρευνας στο πεδίο. Παράλληλα με τις περιορισμένες πλέον σε έκταση και διάρκεια ανασκαφές κα θιερώθηκε η πρακτική των ερευνών επιφανείας (surveys). Νέες τεχνολογικές εφαρμογές (όπως η αεροφωτογράφιση, η χρονολόγηση με τη μέθοδο του Cl 4 για τα οργανικά υλικά, η παλυνολογική ανάλυση - δηλαδή η εξέταση της γύρης) πέρα σαν στα χέρια των αρχαιολόγων και έχουν πλέον γενικευθεί, αν και αρχικά είχαν περιορισμένη απήχηση. Σήμερα είναι αδιανόητο να προχωρήσει και να ολοκλη ρωθεί μια ανασκαφική έρευνα χωρίς τη συνδρομή της σύγχρονης τεχνολογίας (από την τοπογράφηση μιας περιοχής, τη γεωμαγνητική διασκόπηση του εδάφους μέχρι την επεξεργασία των ανασκαφικών δεδομένων στον ηλεκτρονικό υπολογι στή). Γενικά, διαπιστώνεται η εντατικοποίηση της έρευνας σε όλους τους τομείς, τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Περισσότερες πληροφορίες για τις σύγχρονες εξελίξεις στην αρχαιολογική τεκμηρίωση και ερμηνεία θα βρείτε στα κεφάλαια που ακολουθούν.
52
1.7
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 1 Μελετήστε προσεκτικά το άρθρο του Κ. Κωτσάκη, «Σύγχρονη Αρχαιολογία: ρεύματα και κατευθύνσεις», Αρχαιολογία, τεύχος 20, Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος, 1986, σ. 52-58, που θα βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα, για να αποκτήσετε εποπτεία των θεωρητικών κατευ θύνσεων της αρχαιολογικής σκέψης στη διάρκεια του 20ού αιώνα (μέχρι τα μέσα της δε καετίας του '80), οι οποίες σημάδεψαν και την πορεία της αρχαιολογικής έρευνας σε αυτό το διάστημα. Στη συνέχεια, προσπαθήστε να προσδιορίσετε με δικά σας λόγια (σε ένα κεί μενο περίπου 300 λέξεων): α) από ποια μεθοδολογικά στάδια διήλθε η Αρχαιολογία κατά το 190 αιώνα και β) ποιες θεωρητικές τάσεις σημάδεψαν την πορεία της στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Επιστρέψτε, όμως, και πάλι στη Δραστηριότητα αυτή όταν θα έχετε μελετήσει και τα υπόλοιπα κεφά λαια αυτού του τόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
<Ι
53
'1
ΣtJφWΦ'Π Στο κεφάλαιο αυτό παρακολουθήσαμε συνοπτικά τους κυριότερους σταθ μούς (προσωπικότητες, ιδεολογικές αρχές, γεγονότα) που σημάδεψαν τη δια μόρφωση και την πορεία της αρχαιολογικής επιστήμης από την πρώτη εμφάνι ση της συστηματικής ενασχόλησης με τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος μέ χρι και τον 20ό αιώνα. Μέσα από την παρουσίαση των αρχαιολογικών εξελίξεων διαπιστώσαμε ότι τις περισσότερες φορές αυτές συμβαδίζουν με το γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής στην οποία εμφανίστηκαν. Η αφετηρία της ενασχόλησης με τα κατάλοιπα της Αρχαιότητας σε συστημα τική βάση εντοπίζεται ήδη στα χρόνια της Αναγέννησης. Τότε έγινε η πρώτη συ νειδητή επαφή με την ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα από τους Ευρωπαίους ουμα νιστές και λίγο αργότερα από τους διάφορους αρχαιοδίφες. Ο Διαφωτισμός και ο κλασικισμός σφράγισαν την ιστορία της αρχαίας τέχνης στο 180 αιώνα, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από το έργο του πρωτοπόρου Γ. Βίνκελμαν και των επι γόνων του. Οι κλασικιστικές τάσεις εκείνων των χρόνων βρήκαν έκφραση σε διά φορους τομείς της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς και της καθημερινής ζωής. Η ενασχόληση με τις αρχαιότητες δεν ήταν πλέον μόνο θεω ρητική, αλλά επεκτάθηκε στην προσεκτική παρατήρηση, μελέτη και αξιολόγη ση των σωζόμενων αρχαίων λειψάνων και έργων τέχνης. Ο ρομαντισμός και ο θετικισμός επηρέασαν αποφασιστικά κατά το 190 αιώνα το ιδεολογικό υπόβαθρο των μελετητών, καθώς και τη μεθοδολογία και τις αι σθητικές θεωρίες που εφαρμόστηκαν στη μελέτη των διαφόρων εικαστικών κα τηγοριών της αρχαίας τέχνης και εν γένει των αρχαίων πολιτισμών. Στη διάρ κεια του ίδιου αιώνα άρχισαν οι πρώτες μεγάλες συστηματικές ανασκαφές σε πολλές από τις γνωστότερες περιοχές του αρχαίου κόσμου και ήρθαν στο φως σημαντικά στοιχεία για άγνωστους ως τότε πολιτισμούς, κυρίως από το χώρο της προϊστορίας. Παράλληλα, στα νεοσύστατα ευρωπαϊκά κράτη (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία) η Αρχαιολογία αναπτύχθηκε σε εθνικό επίπεδο, οργανώθηκαν κρατικοί φορείς υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή του αρχαιολογικού έργου και ιδρύθηκαν κρα τικά μουσεία με πλούσιες συλλογές στις μεγαλύτερες πόλεις. Οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα χαρακτηρίζονται από την εντατικοποίη ση της αρχαιολογικής έρευνας σε όλα τα επίπεδα. Η ανασκαφική δράση των αρ χαιολόγων επεκτείνεται και συστηματοποιείται με την εφαρμογή νέων μεθόδων και τη μελέτη των διαφόρων κατηγοριών ευρημάτων. Σε θεωρητικό επίπεδο, με τά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο επικρατούν ουμανιστικά ιδεώδη, ιδιαίτερα στο χώ ρο της κλασικής Αρχαιολογίας. Παράλληλα, αναπτύσσονται νέες αισθητικές θε ωρίες και δημιουργούνται ερμηνευτικές σχολές όχι μόνο για την αξιολόγηση των έργων της αρχαίας τέχνης αλλά και για την κατανόηση του συνόλου της παρα γωγής μιας περιόδου. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αρχαιολογία συμμετέχει στους θεωρητικούς προβληματισμούς που γνωρίζουν και οι άλλες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επι στήμες. Παράλληλα με τις στυλιστικές αναζητήσεις, η παραδοσιακή ιστορία της αρχαίας τέχνης μετατρέπεται σε ιστορία του αρχαίου πολιτισμού και εμφανίζο-
54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νται νέα κριτήρια για την αξιολόγηση και τη μελέτη των ποικίλων πολιτιστικών φαινομένων και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων κατά την Αρχαιότητα. Τέλος, σημαντικές παραμέτρους για την πορεία της Αρχαιολογίας συνιστούν ο διεπιστημονικός χαρακτήρας της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας και η πο λυμορφία των ανασκαφικών και ερευνητικών τεχνικών και μεθόδων που χρησι μοποιούνται σήμερα.
55
��&�#M.½'"Ύ¾¼&Mi¼ii&4J9&�'SfiNH.'W&·::J,@J¾:,"%,'W,'>i¼4���k":t[t<��ii&Jiί!.!W,,§lli:i¼ii&J.,W:,w.&4fu
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Απαντήσεις σε Δραστηριότητες
------------------------------·---------------
Δραστηριότητα 1
Τα κτίρια της Ακαδημίας και της Εθνικής Βιβλιοθήκης στην Αθήνα, επί της οδού Πανεπι στημίου, κτίστηκαν στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, όταν επικρατούσε στην ευρω παϊκή αρχιτεκτονική το κίνημα του κλασικισμού. Οι Δανοί αρχιτέκτονες αυτών των κτιρίων, οι αδελφοί Θεόφιλος και Χριστιανός Hansen, ήταν μέτοχοι των τάσεων της εποχής τους και παράλληλα καλοί γνώστες της αρχιτεκτονικής της κλασικής Αθήνας. Ήταν επομένως φυσικό να επηρεαστούν από τα λαμπρά κτίσματα εκείνης της περιόδου που σώζονταν δί πλα τους και σε σχετικά καλή κατάσταση. Πολλά επιμέρους αρχιτεκτονικά και διακοσμητι κά στοιχεία που χρησιμοποίησαν στις δημιουργίες τους (όπως κίονες, επιστύλια, τρίγλυ φοι και μετόπες, αετώματα με ανάγλυφες μορφές) είναι δάνεια από τα μνημεία της Ακρό πολης. Ανάμεσα στα άλλα οικοδομήματα του ιερού βράχου, κορυφαίο μνημείο του 5ου αι. π.Χ. εί ναι ο Παρθενώνας, τον οποίο μιμήθηκαν ως προς το γενικό σχέδιο και τις λεπτομέρειες διάφοροι αρχιτέκτονες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα κατά το 190 αιώνα (βλ. Παρα δείγματα 1-6). Βέβαια, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Παρθενώνας ήταν ένα λατρευτι κό κτίσμα, συγκεκριμένα ναός προς τιμή της Αθηνάς Παλλάδος, και ότι η ανέγερσή του εντάσσεται στο πλαίσιο ενός μεγάλου οικοδομικού σχεδίου, εμπνευστής του οποίου ήταν ο στρατηγός Περικλής στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Επομένως ο Παρθενώνας αποτε λεί ένα αντιπροσωπευτικό κτίσμα της αθηναϊκής δημοκρατίας και μάλιστα όταν αυτή βρι σκόταν στο απόγειο της πολιτικής και οικονομικής της δύναμης. Αντίθετα, τα κλασικιστικά κτίρια της Ακαδημίας και της Βιβλιοθήκης ανεγέρθηκαν για να εξυπηρετήσουν καθαρά λειτουργικές ανάγκες. Οπωσδήποτε λάμπρυναν με την παρουσία τους την αδιαμόρφωτη ακόμη πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους και αποτελούσαν μέρος των φιλόδοξων σχεδίων του Όθωνα να δώσει στην Αθήνα την όψη ευρωπαϊκής με γαλούπολης.
Δραστηριότητα 2 Ο Winckelmann ήταν ένθερμος υποστηρικτής της κλασικής ελληνικής τέχνης, στις εικα στικές δημιουργίες της οποίας αναγνώριζε δύο αξεπέραστα κατά τον ίδιο χαρακτηριστι κά: «μια ευγενική απλότητα και ένα ήρεμο μεγαλείο στην κίνηση και την έκφραση». Αυτές οι ιδιότητες των αρχαιοελληνικών έργων τέχνης πίστευε ότι αναδεικνύονται ακόμη και μέ σα από τις πλέον πολύπλοκες κινήσεις, τις δραματικές συγκρούσεις ή το πάθος των αν θρώπινων μορφών που απεικονίζουν οι καλλιτέχνες. Ακόμη και όταν οι μορφές πάσχουν (όπως, π.χ., ο Λαοκόων), δεν παύουν να αποπνέουν ψυχική δύναμη και ανείπωτη ομορφιά.
Δραστηριότητα 3
χ,,,,�,οΝ,•, χ•χ•
Ο ρομαντισμός συνετέλεσε στη στροφή της ευρωπαϊκής διανόησης σε παλαιότερες επο χές -επομένως και στην Αρχαιότητα- και στην προσέγγιση των λειψάνων του παρελθό-
56 �-'·
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ντος με μια πρωτόγνωρη ως τότε νοσταλγία. Το ενδιαφέρον των μελετητών στράφηκε όχι μόνο στα μεγάλα έργα τέχνης αλλά και στις κοινωνικές δομές, τις θρησκευτικές δοξασίες και γενικά την ιδεολογία των αρχαίων κοινωνιών. Έτσι τέθηκαν οι βάσεις για μια συνολική θεώρηση των πολιτισμών. Από το θετικισμό η αρχαιολογική επιστήμη υιοθέτησε την κριτική στάση απέναντι στη με λέτη της Αρχαιότητας, τόσο μέσω των αρχαίων γραπτών πηγών όσο και μέσω των έργων της αρχαίας τέχνης. Επίσης οι αρχαιολόγοι χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ως επιστη μονικό εργαλείο τη συστηματική ανασκαφική έρευνα για την εξακρίβωση παλαιών υποθέ σεων και την επίλυση αρχαιολογικών προβλημάτων, κατ' αναλογία προς τα πειράματα των θετικών επιστημόνων.
Δραστηριότητα 4 α) Μεθοδολογικά στάδια της αρχαιολογικής έρευνας κατά τον 190 αιώνα: Προηγήθηκε η διάδοση των διαφόρων εξελικτικών θεωριών (όπως, π.χ., με το έργο του Κ. Δαρβίνου) και της θεωρίας της φυσικής επιλογής. Κάτω από την επίδραση των προαναφερθέντων και με τη συνδρομή των ιδεών του Διαφωτισμού, διαμορφώθηκε το «σύστημα των τριών στα δίων» από τον Δανό Chr. Thomsen (1836) και επιβεβαιώθηκε από τον J. Worsaae με τη διά κριση στις 3 εποχές, του Λίθου, του Χαλκού και του Σιδήρου. Επέκτασή τους αποτελεί λίγο αργότερα το σχήμα του Ο. Montelius, που βασίζεται στην τυπολογική σύγκριση παρόμοι ων αντικειμένων και τη χρονολογική τους ταξινόμηση. Παράλληλα, διαμορφώθηκαν οικο νομικές θεωρίες, όπως από τον Sir Ε. Tylor, οι οποίες επέδρασαν στο χαρακτήρα της αν θρωπολογικής ανάλυσης με βάση οικονομικοκοινωνικά κριτήρια. Κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού, διατυπώθηκε το «στάδιο της πολιτιστικής ομά δας» από τον Fr. Ratzel, που δίνει έμφαση στις ιδιαιτερότητες του πολιτισμού στις διάφο ρες περιοχές. β) Θεωρητικές τάσεις στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής έρευνας κατά τον 20ό αιώνα: Στις αρχές του αιώνα εμφανίστηκε η «πολιτιστική-ιστορική προσέγγιση» (βλ. V. Childe, Η
αυγή του ευρωπαϊκού πολιτισμού , 1925) για την ερμηνεία των πολιτισμικών φαινομένων στο σύνολό τους και των μηχανισμών της πολιτισμικής πολυμορφίας (διασπορά ιδεών, εμπόριο, μετανάστευση πληθυσμών, εισβολή λαών). Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960 διατυπώθηκε από τον L.R. Binford η «διαδικαστική προσέγγιση» για την ερμηνεία της δυναμικής των πολιτισμικών φαινομένων, των αιτίων που τα έχουν προκαλέσει και των συ νεπειών τους στη διαμόρφωση νέων φαινομένων. Με την τάση αυτή συνδέεται άμεσα η «Νέα Αρχαιολογία», όπως εκφράστηκε μέσα από τις αρχές της «συστημικής προσέγγι σης» (L.R. Binford), της «πολιτιστικής οικολογίας» και του «πολιτιστικού υλισμού».
1
57
---------------WM
�����,y.r�:zιe:t:�1t:i,ςt,�iNJWt1i�%f,U:r\W*-1.%k-B->s:'1;.iM!%&Mtmi'ill�
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Ανδρέου Α., «Comte de Caylus ή Johann Joachim Winckelmann: Ένας ή δύο οι πατέρες της Κλασικής Αρχαιολογίας;»,Αρχαιολογία, τεύχος 51, Ιούνιος 1994, σ. 64-67. Γεννάδιος 1., Ο Λόρδος Έλγιν και οι προ αυτού ανά την Ελλάδα και τας Αθήνας ιδίως αρχαιολογήσαντες επιδρομείς 1440-1837, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαι ολογικής Εταιρείας, αρ. 25, Αθήνα 1930. Ζώης Α.,Αρχαιολογία στην Ελλάδα. Πραγματικότητες και προοπτικές, εκδ. Πολύ τυπο, Αθήνα 1990. Κόκκου Α., Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1977. Κουμανούδης Στ.Ν., Η Ελληνική Αρχαιολογία, Τυπογραφείο «Κείμενα», Αθήνα 1984. Κωτσάκης Κ., «Σύγχρονη Αρχαιολογία: ρεύματα και κατευθύνσεις»,Αρχαιολο γία, τεύχος 20, Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 1986, σ. 52-58. Λιανέρης Ν., Προβλήματα θεωρητικής αρχαιολογίας, εκδ. Πολίτης, Αθήνα 1983. Πετράκος Β.Χ., Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία, ΥΠΠΟ-Ταμείο Αρχαιο λογικών Πόρων, Αθήνα 1982. Πετράκος Β.Χ., Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η ιστορία των 150 χρόνων της (1837-1987), Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 104, Αθήνα 1987. Rasmussen Τ., Spivey Ν. (επιμ. ), Προσεκτικές ματιές στα ελληνικά αγγεία, μτφρ. Θ. Ξένος, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997. Renfrew C., Bahn Ρ.,Αρχαιολογία: Θεωρίες Μεθοδολογία και Πρακτικές Εφαρ μογές, μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδα μίτσα, Αθήνα 2001. Spivey Ν.,Αρχαιοελληνική τέχνη, μτφρ. Γ. Τζήμας, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Altekamp St., Tiedemann Ρ., Internet fiίr Archaologen. Eine Praxίs orίentίerte Eίnfiίhrung, Primus Verlag, Darmstadt 1999. Andreae Β. (επιμ.),Archaologie und Gesellschaft. Forschung und offentlίches Interesse, Wissensschaftliche Verlagsgesellschaft ΜΒΗ, Στουτγάρδη, Umwelt & Medizin Verlagsgesellschaft ΜΒΗ, Φραγκφούρτη 1981. Andren Α., BetweenArtίfacts and Text.s. HistoricalArchaeology ίn Global Perspectίve, Plenum Press, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 1998. Arias Ρ.Ε., S'torίa della archeologίa, Casa editrice Dr. Francesco Vallardi, Μιλάνο 1967. Bahn P.G. (επιμ.), The Cambι·idge Illustrated History of Archaeology, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1996.
58
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Btanchί Bandίnelli R.,Archeologia e cultura, Riccardo Ricciardi Editore, Μιλάνο
Νάπολη 1961. Bianchi Bandinelli R., lntroduzione all'archeologia classica come .r;torίa dell' arte antίca, Editori Laterza, Ρώμη 1981. Biers W.R.,Art, Artefact.r; and Chronology ίn Classίca[A,-chaeology, Routledge, Λον
δίνο-Νέα Υόρκη 1992. Borbein Α. (επιμ.), Das alte Grίechenland, C. Bertelsmann Verlag, Μόναχο 1995 Borbein Α., Holscher Τ., Zanker Ρ. (επιμ.), ΚlassίscheArchiίologίe. Eίne Eίniίhnιng,
Reimer Verlag, Βερολίνο 2000. Courbin Ρ., Qu'est-ce-qιιe l'a,-cheologίe?, Payot, Παρίσι 1982. Crawford Μ. (επιμ.), Source!i·Jo,-Ancίent Hίstoιy, Cambridge University Press, Καί μπριτζ 1983 [ιδιαίτερα το κείμενο του Α. Snodgrass, «Archaeology», σ. 137 κ.ε.]. Daniel G.,A Hιιndred and Fίfty Years ofA,-chaeology, Duckworth, Λονδίνο 1978. Daniel G.,A Short Hi!i·toιy ofA1·chaeology, Thames and Hudson, Λονδίνο 1981. Daux G., Ηί.ι;tοί1·e de l'A,-cheologίe (Que sais-je'?, αρ. 54), Presses Universitaires de France, Παρίσι 1966. Deutscbes Arcbaologisches lnstitut (εκδ.),Archaologίsche Entdeckungen. Dίe F01·schιιngen des DeutschenArchaologί.ι;chen Instίtuts im 20. Jahrhundert, Verlag Philipp νοη Zabern, Mainz 2000. Dyson St., «From New to New Age Archaeology: Archaeological Theory and Classical Archaeology - Α 1990s Perspective», Amerίcan Journal ofArchaeology, τεύχος 97, 1993, σ. 195-206. Etienne R. και F., La Grece antίque: aι·cheologie d'une decouverte, Gallimard, Παρί σι 1990 [και σε αγγλική μετάφραση: The Seaι·chJo,-Ancient G,-eece, Thames and Hudson Ltd, Λονδίνο 1992]. Fagan Β. (επιμ.), The Oxford Companion toArcheology, Oxford University Press, Οξφόρδη 1996. Flasbar Η. ( επιμ. ), Altertumswin·enschaft ίn den 20er Jahren: Neue Fragen und Impul!i·e, Teubner Verlag, Στουτγκάρδη 1995 [ιδιαίτερα το κείμενο του Κ. Schefold, Νeιιe Wege der klas.r;ίschenArchiίologίe nach dem ersten Weltkrίeg, σ. 183-198]. Greene K.,Aι-chaeology. An Introduction. The Hίstoιy, P,-ίncίple.ι; and Methods of ModernA,-chaeology, University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια 1983, 31995. Hausmann U. (επιμ.),Allgemeίne Grundlagen der Archaoίogίe. Handbuch der A,-chiίologίe, Beck Verlag, Μόναχο 1969 [ ιδιαίτερα το κείμενο του W. Schiering, «Zur Geschichte der Archaologie», σ. 11-159]. Himmelmann Ν., Utopische Vergangenheit. Archiίologie und moderne Kultur, Gebr. Mann Verlag, Βερολίνο 1976. Hodder 1., Shanks Μ. κ.ά. (επιμ.), Interpι·etίngArchaeology: Findίng Meaning ίn the Past, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1995. Hodder 1.,Archaeological Theoιy ίn Euι·ope. The Last Three Decade.ι;, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1991. Hodder 1. ( επιμ. ), Readίng the Past: Cuπent Approaches to lnteιpretation ίn A1·chaeology, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1991.
59
�
'����ϊί$&1:4't'-ttfu��-@
Jenkins I.,Archaeologists andAesthetes ίn the Sculpture Gallerίes ofthe Brίtίsh Museum 1800-1939, British Museum Press, Λονδίνο 1992. Kohl Ρ, Fawcett C. ( επιμ. ), Natίonalίsm, Polίtίc.s and the Practice ofArchaeology, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1998. Kunze Μ., Grob Μ. (επιμ.),Johannloachίm Wίnckelmann. Neue Forschungen. Eίne Auf,;atz.ςammlung, Stendal 1990 [ιδιαίτερα τα κείμενα του Μ. Kunze, «Winckelmanns Sicht der griechischen Denkmiiler», σ. 8 κ.ε., και της St. Bruer, «Die Wirkung Winckelmanns in der Geschichte der klassischen Archiiologie», σ. 21 κ.ε.]. Marchand S., Down from Olympus. Archaeology and Phίlhellenίsmus ίn Germany, 1750-1970, Princeton University Press, Πρίνστον 1996. Morris 1. ( επιμ.), Classical Greece: Ancίent Hίstorίe.<; and ModernArchaeologίes, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1994 [ιδιαίτερα το κείμενο του 1. Morris, «Archaeologies of Greece», σ. 8-47]. Potratz J., Eίnfόiihrung ίn dίeArchaologίe, Alfred Krδner Verlag, Στουτγάρδη 1962. Potts Α., Flesh and the Ιdeal. Wίnckelmann and the Origίns ofΑ rt Hίstory, Υale University Press, New Haven 1994. Rumpf A.,Archaologie !. Einleίtung. Hίstorischer iίberblίck, Sammlung Gδschen, τεύχος 538, Walter de Gruyter & Co., Βερολίνο 1953. Schnapp Α., La conquete du pas.ςe: aux οrίgίηe.ς de l'archeologie, Editions Carre, Πα ρίσι 1993 [και σε αγγλική μετάφραση: The Dίscovery ofthe Ρα.ςt: the Orίgins of Archaeology, British Museum Press, Λονδίνο 1996]. Schwinge E.R. ( επιμ.), Die Wis.ςenschaften vom Altertum am Ende de.<; 2. Jt.ς., Teubner Verlag, Στουτγκάρδη-Λειψία 1995 [ιδιαίτερα το κείμενο του Τ. Holscher, «Klassische Archiiologie am Ende des 20. Jahrhunderts: Tendenzen, Defizite, Illusionen», σ. 197-228]. Shanks Μ., Classical Aι·chaeology of Greece. Experience.ς ofthe dίscίplίne, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1997. Shanks Μ., Experiencing the Ρα.ςt: On the Character ofAι·chaeology, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1992. Shanks Μ., Tilley Chr. (επιμ.), Re-con,,;tructίngArchaeology. Theo,y and Practίce, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1987. Shanks Μ., Tilley Chr., Socίal Theo,y andArchaeology, Blackwell Polity Press, Καί μπριτζ 1987. Sichtermann Η., Kulturgeschichte der klassischenArchiiologίe, Beck Verlag, Μόνα χο 1996. Snodgrass A.,An Archaeology of Greece: the Pre.ςent State and Future Scope ofα Dίscipline, University of California Press, Berkeley 1987. Sparkes Β., GreekArt, Oxford University Press, Οξφόρδη 1991. Stiebing Jr. W.H., Uncoverίng the Past. Α Hi8to,y ofArchaeology, Oxford University Press, Οξφόρδη 1993. Stupperich R. ( επιμ.), Le!JendigeAntίke. Rezeptίonen der Antίke in Polίtίk, Kun.,;t und Wίs8enschaft der Neuzeίt, Mannheimer historische Forschungen Bd.6, Palatium Verlag im J und J Verlag, Mannheim 1995.
60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Thomson de Grummond Ν. (επιμ.),Αn Encyclopedίa ofthe Hί8tory of Cla88ίcal Archaeology, Fitzroy Dearborn Publishers, Σικάγο 1996. Trigger Β.,Α Hί8tory ofArchaeological Thought, Cambridge University Press, Καί μπριτζ 1989.
61
1
!\!!
��Mi'
�.iZJJ&J/40 %W
MmM&.:i����t,�TW,.�llis."{ff�'\."%m:1TB,,.����m@!
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ Επειδή δεν υπάρχουν ελληνόγλωσσα, πρωτότυπα ή μεταφρασμένα, έργα σχετικά με την ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας σε διεθνή κλίμακα, είμαστε να αναγκα σμένοι να προτείνουμε ορισμένα αντιπροσωπευτικά ξενόγλωσσα μελετήματα και εγκυκλοπαιδικά λεξικά. 1. Andren Α., Between Artίfacts and Texts. HίstoricalArchaeology in Global Perspective, Plenum Press, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 1998.
Ιδιαίτερα περιεκτικό πόνημα, το οποίο, παρά τη μικρή του έκταση, πετυχαίνει να δώσει στον αναγνώστη πλήρη και σαφή εικόνα της πορείας της αρχαιολογικής έρευνας. 2. Bahn P.G. (επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1996.
Πολύ χρήσιμο, κατατοπιστικό και καλογραμμένο συλλογικό έργο στο οποίο πα ρουσιάζονται συνθετικά η πορεία και τα επιτεύγματα της αρχαιολογικής έρευνας σε παγκόσμιο επίπεδο από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας. Με πλούσια εικονο γράφηση, αναλυτικό χρονολόγιο και σύντομη αλλά περιεκτική βιβλιογραφία για περαιτέρω ανάγνωση. 3. Borbein Α. (επιμ.), Das alte Griechenland, C. Bertelsmann Verlag, Μόναχο 1995.
Στον συλλογικό αυτό τόμο διάφοροι τομείς της αρχαιοελληνικής ζωής και τέχνης παρουσιάζονται από ειδικούς ερευνητές με διεξοδικό και τεκμηριωμένο τρόπο. Σε ξεχωριστό κεφάλαιο (συγγραφέας: Α. Borbein «Wirkung und Erforschung der materiellen Kultur der Griechen», σ. 408-439) γίνεται σύντομη αναδρομή στις κυ ριότερες τάσεις που επικράτησαν κατά καιρούς και έως τις μέρες μας στην έρευνα της ελληνικής και ρωμαϊκής Αρχαιότητας. 4. Fagan Β. (επιμ.), The Oxford Companίon toArchaeology, Oxford University Press, Οξφόρδη 1996.
Στα εγκυκλοπαιδικά λήμματα αυτού του τόμου βρίσκει κανείς χρήσιμες πληροφο ρίες για την παγκόσμια ιστορία της αρχαιολογίας - με έμφαση στις εξελίξεις του 20ού αιώνα, τις θεωρητικές αρχές της, τα επιμέρους ερευνητικά πεδία και τις αρ χαιολογικές μεθόδους, καθώς και την ευρύτερη απήχηση της επιστημονικής έρευ νας και τα διάφορα παρααρχαιολογικά πεδία. 5. Morris 1. (επιμ.), Classical Greece:Ancίent HistorieΔ' and ModernArchaeologίes, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1994.
Τις θεωρητικές αναζητήσεις και τους προβληματισμούς της σύγχρονης έρευνας σε διάφορα πεδία της «κλασικής Αρχαιότητας» εκθέτουν οι συγγραφείς αυτού του συλλογικού βιβλίου. Στο κεφάλαιο «Archaeologies of Greece» ο Ι. Morris εξετάζει διεξοδικά και με κριτική διάθεση το ιδεολογικό πλαίσιο και τις δυνατότητες της αρχαιολογικής έρευνας στο παρελθόν και το παρόν.
62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
6. Thomson de Grummond Ν. (επιμ.),Αn Encyclopedia ofthe History ofClassical Archaeology, Fitzroy Dearborn Publishers, Σικάγο 1996. Τα λήμματα αυτής της συνοπτικής εγκυκλοπαίδειας προσφέρουν πληροφορίες για ποικίλα θέματα της κλασικής Αρχαιολογίας, όπως σημαντικές αρχαιολογικές θέ σεις, μνημεία (μεμονωμένα και κατά ομάδες), συλλέκτες αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, αρχαιολογικά μουσεία, μελετητές της αρχαίας τέχνης, αρχαιολόγους και τάσεις της αρχαιολογικής έρευνας.
63
1 1
lli
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ: ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Αλ. Κουκουζέλη Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να δώσει έναν ορισμό της σύγχρονης Αρ χαιολογίας και να περιγράψει το αντικείμενό της μέσα από μια αντιπαράθεση του μύθου και της πραγματικότητας περί Αρχαιολογίας.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρό>σει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • διακρίνετε τι είναι και τι δεν είναι Αρχαιολογία· • περιγράφετε το ακριβές αντικείμενο μελέτης της Αρχαιολογίας και να απα ριθμείτε τους στόχους της • αναφέρεστε στα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά του μύθου που επικρατεί στο πλατύ κοινό για τη φύση της Αρχαιολογίας και τη δραστηριότητα των αρ χαιολόγων· • περιγράφετε τις τρεις κύριες πηγές προέλευσης του μύθου περί Αρχαιολογίας • αναφέρεστε στα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης Αρχαιολογίας, δηλα δή της Αρχαιολογίας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• • • • • •
• • • • •
•
• •
• •
• •
Μύθοι περί Αρχαιολογίας Πραγματικότητα περί Αρχαιολογίας Ψευδοαρχαιολογίες Λαθραίες «ανασκαφές» Αρχαιολογικές ανασκαφές Σύγχρονη Αρχαιολογία Αρχαιογνωσία ή αρχαιολατρία Ανασκαφές κατά στρώματα Πολιτισμικό πλαίσιο ευρημάτων Επιστημονικός χαρακτήρας Αρχαιολογίας Θεωρία και πράξη ή μέθοδος Υλική μαρτυρία Υλικά κατάλοιπα Μορφή υλικής μαρτυρίας Λειτουργία υλικής μαρτυρίας Λειτουργικό νόημα υλικής μαρτυρίας Συμβολικό νόημα υλικής μαρτυρίας Επιστημονική ταυτότητα Αρχαιολογίας
Έννοιες Κλειδιά
65
�1.ϊ���"!c:����"$1WtJi-W¼1Zt?%tf-t\,�;%§���
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
66
Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα πραγματεύ εται τον ορισμό της σύγχρονης Αρχαιολογίας. Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζε ται αναλυτικά το αντικείμενο μελέτης της σύγχρονης Αρχαιολογίας και προσδιο ρίζονται οι στόχοι που απορρέουν από αυτό. Στην τρίτη ενότητα, τέλος, εξετάζο νται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να μπορεί η σύγχρονη Αρχαιολογία να θεωρείται ανεξάρτητη επιστήμη. Ας σημειωθεί ότι για ορισμένες εικόνες του κειμένου θα χρειαστεί να ανατρέ χετε στο Προτεινόμενο Βιβλίο των Renfrew C., Bahn Ρ.,Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές (μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου), εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001. [Η παραπομπή στις εικόνες του βιβλίου αυτού θα γίνεται ως εξής: R&B: (σελίδα).)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
2.1
Ο ΜΥΘΟΣ: ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Εάν επιχειρήσει να δώσει κανείς έναν ορισμό της σύγχρονης Αρχαιολογίας, εί ναι προτιμότερο να αρχίσει με το τι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί Αρχαιολογία σήμερα. Ο λόγος γι' αυτό είναι ότι στο ευρύ κοινό επικρατούν πολλές στερεότυπες και λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με την Αρχαιολογία, οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματική της φύση και συγκροτούν τελικά έναν μύθο. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να απομυθοποιηθούν οι αντιλήψεις αυτές ευθύς εξαρχής. Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 2 Με βάση όσα γνωρίζετε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή τη λογοτεχνία, τι κατά τη γνώ μη σας είναι η Αρχαιολογία και τι κάνουν οι αρχαιολόγοι; Θέστε το ερώτημα αυτό πρώτα στον εαυτό σας και, στη συνέχεια, σε διάφορους φίλους, συνεργάτες ή γνωστούς σας. Πρέπει να τονιστεί ότι το ερώτημα δεν αναφέρεται στο τι οφείλουμε στην Αρχαιολογία. Στο τέλος θα έχετε, εκτός από τη δική σας αποκρυσταλλω μένη γνώμη, μια σημαντική εμπειρία σε σχέση με το τι σκέφτεται το ευρύ κοινό για την Αρ χαιολογία, πράγμα που θα σας βοηθήσει στην πορεία της μελέτης σας. Συγκρίνετε τώρα τα στοιχεία που συλλέξατε με τα ακόλουθα.
<]Ι
1. Η Αρχαιολογία δεν είναι μια ρομαντική και συναρπαστική περιπέτεια που δια δραματίζεται μόνον σε εξωτικά μέρη και οδηγεί πάντοτε σε θεαματικές ανακαλύ ψεις χάρη στον ηρωισμό και τη διορατικότητα χαρισματικών αρχαιολόγων. Αυτός είναι ένας μύθος που διαδόθηκε μέσω του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του μυθιστορήματος.
Παράδειγμα 1 Οι κινηματογραφικtς ταινίες του Χόλuyοuν τ με ήρωες «αρχαιολόγους» όπως ο lndiana Jones, που γυρίζουν.την υφήλιο οnλισμtνοι, tτοιμοι να αντιμετωnί� σοuν με θάρρος και ικανότητες ντετtκτιβ κάθε αντιξοότητα και δολοπλοκία, αναζητώντας μυστηριώδεις θησαυρούς και χαμtνοuς πολιτισμούς.
Παράδειγμα 2 Μυθιστορήματα όπως το Έγκλημα στη Μεσοποταμία της Agatha Christie.
2. Η Αρχαιολογία δεν έχει καμία σχέση με τις διάφορες «ψευδοαρχαιολογίες>> που τα τελευταία χρόνια έχουν κατακλύσει τη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και βρίσκουν μεγάλη απήχηση στο κοινό. Οι
67
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
«ψευδοαρχαιολογίες» παραπλανούν, διότι διαστρεβλώνουν το παρελθόν, προ σπαθώντας να το ερμηνεύσουν με μύθους. Προβάλλουν μυστηριώδεις, μεταφυσι κές «θεωρίες», σύμφωνα με τις οποίες τα μεγάλα επιτεύγματα των προηγμένων πολιτισμών που αναπτύχθηκαν κατά καιρούς στη Γη ήταν το αποτέλεσμα των ευ εργετικών επιδράσεων διαφόρων δυνάμεων της φύσης ή άλλων πολιτισμών και πληθυσμών, είτε πραγματικών είτε φανταστικών, που εξαφανίστηκαν από προσώ που γης μετά από μυστηριώδεις καταστροφές, είτε ακόμη πολιτισμών που προήλ θαν από άλλους πλανήτες.
Παράδειγμα 3 Η ψευδοαρχαιολογία του Erich νοη Daniken (Έριχ φον Νταίνικεν, 1970, 1985). Ο ερασιτέχνης αυτός ερευνητής είναι πεπεισμένος ότι η κινητήρια δύνα μη που ώθησε την ανθρωπότητα στο δρόμο του πολιτισμού προήλθε από επεμ βάσεις εξωγήινων όντων ή «θεών» από το διάστημα. Ο νοη Daniken αναγνωρίζει παντού, σε έργα τέχνης και παντός είδους αρχαία μνημεία και κατάλοιπα, υποτι θέμενα διαστημόπλοια, διαδρόμους προσγείωσης και αστροναύτες από το υπερπέραν.
Παράδειγμα 4 Οι ψευδοαρχαιολογίες που αναφέρονται σε μεγάλους, χαμένους πολιτι σμούς, όπως αυτός της βυθισμένης ηπείρου Ατλαντίδας ή, σύμφωνα με τη θεω ρία του Hancock, ο πολιτισμός που άνθησε επάνω σε μια φανταστική ήπειρο στην εύκρατη ζώνη του νότιου ημισφαίριου της Γης, αλλά που καταστράφηκε πριν από περίπου 12.000 χρόνια, όταν η ήπειρος αυτή μετατοπίσθηκε προς τα νότια σχηματίζοντας την Ανταρκτική (Hancock, 1995). Οι επιζήσαντες των πολι τισμών αυτών υποτίθεται ότι διέσχισαν τους ωκεανούς και διέδωσαν τη σοφία και τις γνώσεις τους, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη των πιο γνωστών πολι τισμών της υφηλίου. Άλλες, παρόμοιες θεωρίες ισχυρίζονται ότι οι πολιτισμοί των Μάγια ή των Αζτέκων προέρχονται απευθείας από τον πολιτισμό των αρχαί ων Αιγυπτίων (παρά την τεράστια χρονική απόσταση που τους χωρίζει).
Παράδειγμα 5 Η ψευδοαρχαιολογία του Hitching, !'(OU επικαλείται τις δυνάμεις της «γήινης μαγείας» για να εξηγήσει τα διάφορα μεγαλιθικά μνημεία της Ευρώπης, όπως π.χ. το Stonehenge της Αγγλίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα μεγαλιθικά μνημεία λειτουργούσαν όχι απλώς ως αστεροσκοπεία ή αστρονομικά ημερολό για, όπως θεωρείται από τους επιστήμονες, αλλά ως κέντρα ψυχοδυναμισμού: οι τεράστιοι λίθοι που τα αποτελούσαν ήταν διαποτισμένοι με μια μαγική δύνα μη -ένα είδος ηλεκτρομαγνητικού πεδίου που προερχόταν από δυνάμεις κάτω από τη γη- και ενεργοποιούνταν κατά τη διάρκεια διαφόρων τελετών που απο-
68
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σκοπούσαν στην αναγέννηση της φύσης απορροφώντας τον ψυχοδυναμισμό τόσο των ανθρώπων που μετείχαν στις τελετές αυτές, όσο και του σύμπαντος (Hitching, 1976).
Αναφερόμενες σε εξωτερικές ή «ανώτερες» δυνάμεις, οι θεωρίες αυτές υποτι μούν την ικανότητα των ανθρά)πων να προσαρμόζονται σε μια μεγάλη ποικιλία από περιβάλλοντα και να δημιουργούν τον δικό τους πολιτισμό και την ιστορία τους. Με άλλα λόγια, οι θεωρίες αυτές δεν διαθέτουν καμία κοινωνικοανθρωπο λογική ή ιστορική προοπτική - μια στάση που μπορεί να αγγίξει τα όρια του αφε λούς φυλετισμού ή κοινώς ρατσισμού, όπως στην περίπτωση της θεωρίας η οποία ισχυρίζεται ότι οι Μάγια ή οι Αζτέκοι έδρασαν κάτω από την επιρροή των Αιγυ πτίων (βλ. Παράδειγμα 4) και είναι εύκολο να ξεγλιστρήσει κανείς σε μια φυλετι κή διάκριση εις βάρος των Ινδιάνων αυτών της Κεντρικής Αμερικής. Επίσης, είναι έκδηλος ο ερασιτεχνισμός και η έλλειψη επιστημονικής βάσης των ψευδοαρχαιο λογικών θεωριών: βρίθουν «συγκλονιστικών αρχαιολογικών μαρτυριών», οι οποί ες υποτίθεται ότι αποδεικνύουν «αδιάσειστες αλήθειες» για «ανεξήγητα μυστή ρια» του παρελθόντος, ενώ στην ουσία γίνεται κακή χρήση των αρχαιολογικών δε δομένων· οι μαρτυρίες επιλέγονται τυχαία και χρησιμοποιούνται μεμονωμένες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γενικότερο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ανή κουν - πράγμα που, αν γινόταν, θα μπορούσε να οδηγήσει σε λιγότερο παράλογες ερμηνείες. (Πράγματι, όλα τα «μυστήρια» με τα οποία ασχολούνται οι ψευδοαρ χαιολογίες εξηγούνται πολύ πιο εύκολα και λογικά από την ίδια την Αρχαιολογία χάρη σε λεπτομερείς και επιστημονικές έρευνες, που αποδεικνύουν σαφώς τον αυτόχθονο χαρακτήρα των πολιτισμών της Γης.)
Μελέτη Περίπτωσης 1 Τα «μυστήρια» των Νήσων του Πάσχα Ο λόγος ύπαρξης και ο τρόπος επεξεργασίας και μεταφοράς των γιγαντιαίων αγαλμάτων των Νήσων του Πάσχα (R&B: 271, 323) υπήρξαν αντικείμενο πολλών παράλογων υποθέσεων εκ μέρους των «ψευδοαρχαιολόγων». Έτσι, ο Ε. νοη Daniken προβάλλει ως μοναδική ερμηνεία των αγαλμάτων αυ τών την επέμβαση εξωγήινων όντων: Μια μικρή ομάδα απ6 διανοητικά ανεπτυγ
μένα 6ντα έφθασε παραπλανημένη απ6 κάποια «τεχνική ανωμαλία» πάνω στη Νή σο του Πάσχα. Οι «ναυαγοί» είχαν πολλές γνώσεις, ήταν εξοπλισμένοι με 6πλα προηγμένης τεχνικής και κατείχαν μια άγνωστη σε μας μέθοδο επεξεργασίας της πέτρας... Οι ξένοι άρχισαν να μαθαίνουν στους ντ6πιους να μιλούν μια γλώσσα, τους διηγήθηκαν για άγνωστους κ6σμους και ήλιους, για άγνωστα άστρα. [...] Ίσως για να αφήσουν στους ιθαγενείς κάποια ανάμνηση απ6 την παρουσία τους, ίσως 6μως κι6λας για να στείλουν σήματα στους φίλους τους που θα τους γύρευ αν, μια μέρα έκαναν οι ξένοι από το πέτρωμα του ηφαιστείου ένα κολοσσιαίο άγαλμα. Ακολούθησαν και άλλοι τέτοιοι πέτρινοι γίγαντες, που στήθηκαν επάνω
69
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
σε πέτρινα βάθρα κατά μήκος της παραλίας, ώστε να είναι ορατοί από μακριά. [...] Υπήρχαν σε προστορικές εποχές ευφυίες με εξελιγμένη τεχνική, για τις οποί ες η κάλυψη μεγάλων αποστάσεων με διαφόρων ειδών ιπτάμενα σώματα δεν αποτελούσε εμπόδιο (φον Νταίνικεν, 1970, σ. 194-197). Για τη F. Maziere, υπάρχει μια άλλη, εξίσου παράλογη εξήγηση, που ανάγει τα πάντα στον υποτιθέμενο ηλεκτρομαγνήτισμό του τόπου: [...] ορισμένοι άν
θρωποι σε μια ορισμένη εποχή είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ηλεκτρο μαγνητικές δυνάμεις ή δυνάμεις ενάντια στη βαρύτητα. Αυτή η ιδέα [ίσως θεω ρηθε� απίθανη, [...] αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί κάτι που ίσως είναι μια πιθα νότητα. [...] Ίσως μια μέρα η παραψυχολογία να pρει μια [...] δόνηση σε αυτό το νησί με τον διαταραγμένο, συγκεχυμένο μαγνητισμό. [Ενας] ιθαγενής μου είπε ° ότι τα αγάλματα μετακινήθηκαν[ ... ] περιστρεφόμενα κατά 180 επάνω στις στρογγυλές βάσεις τους. Αυτό πραγματικά δίνει την εντύπωση ενός ηλεκτρομα γνητικού μηχανισμού εν ενεργεfα μέσα σε ένα περιορισμένο πεδίο. [...] Είτε [...] το μυστήριο θα παραμεfνει άλυτο εfτε η απάντηση βρίσκεται σε ένα εντελώς δια φορετικό επίπεδο, και είναι προσιτή μόνο μέσω της φαντασίας (Orliac and Orliac, 1995, σ. 127-128, μτφρ. συγγρ.) Η άποψη της Αρχαιολογίας για τα «μυστήρια» των Νήσων του Πάσχα είναι ότι τα γιγαντιαία αυτά αγάλματα συνδέονται στενά με την κοινωνική δομή τους στο παρελθόν: ανήκαν στα ιδιωτικά ιερά των γενών μιας ιεραρχικής κοινωνίας, και αντιπροσώπευαν θεούς ή, το πιο πιθανό, θεοποιημένους προγόνους (όπως αρ χηγούς φυλών ή άτομα από υψηλά κοινωνικά στρώματα), εκφράζοντας έτσι τη δύναμη και το γόητρο του κάθε γένους. Τα μισοτελειωμένα αγάλματα στα λατο μεία του νησιού δείχνουν πολλά διαφορετικά στάδια επεξεργασίας, που μαρτυ ρούν πώς οι γλύπτες δούλεψαν το κάθε άγαλμα επί πολλούς μήνες, χρησιμοποι ώντας απλά λίθινα εργαλεία. Όσο για τη μεταφορά των αγαλμάτων από τα λατο μεία στα βάθρα τους, αυτή είναι πολύ πιθανόν να έγινε με χρήση ξύλινων μο χλών, ελκήθρων και κυλίνδρων, αφού, αντίθετα από αυτό που πιστεύουν οι ψευ δοαρχαιολόγοι, στο παρελθόν δεν υπήρξε έλλειψη ξυλείας στο νησί - πράγμα που αποδεικνύει τη δύναμη των ικανοτήτων του ανθρώπου. Η αρχαιολογική μαρτυρία από τη Νήσο του Πάσχα δίνει την εικόνα μιας συνεχούς πολιτισμικής εξέλιξης, χωρίς κανένα ίχνος ξαφνικών εξωτερικών ή εξωγήινων επιρροών (Orliac and Orliac, 1995).
Ίσως θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε επίσης «ψευδοαρχαιολογία» τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η Αρχαιολογία από τον ιστορικό Martin Bernal στο βιβλίο του Η Μαύρη Αθηνά: Οι αφρο ασιατικές ρ{ζες του Κλασικού Πολιτισμού, ένα έργο που είχε τεράστια απήχηση στο κοινό και ιδίως στις μαύρες μειονότητες της Αμερικής (Bernal, 1987). Η μέθοδος, όμως, του Bernal είναι εντελώς ερασιτε χνική και μεροληπτική και, δικαιολογημένα, η αντίδραση των αρχαιολόγων στη θεωρία του ήταν έντονη (Vermeulc, 1996, Lcfkowitz-MacLean, 1996). Διάφορα
70
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αρχαιολογικά δεδομένα, 1 παράλληλα με φιλολογικά και ιστορικά δεδομένα, εξε τάζονται από τον Bernal έξω από το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσο νται, για να στηρίξουν μια απίθανη θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο αρχαίος ελ ληνικός πολιτισμός ψαν αποτέλεσμα της κατάκτησης και του αποικισμού του Αι γαίου σε μεγάλη κλίμακα από τους Αιγύπτιους και τους «Υκσώς», Συροπαλαιστί νιους ή Φοίνικες σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. Στην πραγμα τικότητα, τα δεδομένα που υπάρχουν δεν επιδέχονται παρά μια απλή ερμηνεία, ότι δηλαδή ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα τακτικών διασυν δέσεων και συναλλαγών ανάμεσα στους πολιτισμούς του Αιγαίου από τη μια πλευ ρά και της Αιγύπτου και της ανατολικής Μεσογείου από την άλλη· οι επαφές αυτές θα πρέπει να είχαν αποβεί ωφέλιμες σε όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτό το «διε θνές» κλίμα και βέβαια, αναπόφευκτα, θα επηρέασαν και ορισμένες εξελίξεις στην Ελλάδα. Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 2 Με βάση όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, προσπαθήστε να περιγράψετε επιγραμματικά (σε περίπου 60 λέξεις) τα κύρια χαρακτηριστικά της «ψευδοαρχαιολογίας».
3. Η Αρχαιολογία δεν έχει καμία σχέση με τις «ανασκαφές» που διεξάγονται από ιδιώτες ή από επαγγελματίες αρχαιοκάπηλους. Αυτού του είδους οι ανασκαφές εί ναι παράνομες και εξαιρετικά καταστροφικές για τους αρχαιολογικούς χώρους γίνονται χωρίς κανένα σύστημα και συνίστανται στο τυχαίο άνοιγμα μιας σειράς ορυγμάτων. Μοναδικός σκοπός των «ανασκαφών>> αυτών είναι η ανακάλυψη αρ χαίων έργων τέχνης και αντικειμένων μεγάλης συλλεκτικής αξίας, κατά προτίμηση χρυσών, τα οποία καταλήγουν είτε σε ιδιωτικές συλλογές είτε στο λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων (που δυστυχώς γνωρίζει μεγάλη άνθηση τα τελευταία χρόνια). Το αποτέλεσμα είναι ότι τα αντικείμενα αποσπώνται από το αρχικό τους περιβάλλον, από το γενικότερο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο φυσιολογικά εντάσσονται και έτσι οι πληροφορίες που είναι δυνατόν να μας δώσουν μέσω του πλαισίου τους αυ τού, σχετικά με την κοινωνία και τους ανθρώπους που τα κατασκεύασαν, χάνονται για πάντα.
Παράδειγμα 6 Τα πασίγνωστα κυκλαδικά ειδώλια, τα περισσότερα από τα οποία ήρθαν στο φως μtσω λαθραίων και όχι επίσημων αρχαιολογικών ανασκαφών, είναι από τα πιο συνηθισμtνα αντικείμενα αρχαιοκαπηλίας στην Ελλάδα. Το αποτtλεσμα εί ναι ότι τα ειδώλια αυτά είναι τώρα περισσότερο γνωστά για την τεράστια καλλι-
1 Τα δεδομένα είναι από τη Βοιωτία, τις Μυκήνες (λακκοειδείς τάφοι από τον Βασιλικό Περίβολο Α), τη Θιjρα (οι τοιχογραφίες), την Κρήτη (τα μινωικά ανιiκτορα), καθώς και το ναυάγιο ενι5ς εμπορικο15 πλοίου συριακής προέλευσης, και μερικά αντικείμενα και απεικονίσεις με προέλευση το Αιγαίο που βρέθηκαν στην Αίγυπτο και την Ανατολή ή, αντιστρόφως, αντικε(uενα με προέλευση την Αίγυπτο και την Ανατολή που ανακαλ1Jφθηκαν στο Αιγαίο.
71
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
¾�����'$iί%.s¾'V'rn:\f;i§:W,%';t�jh._��w.-�-.���%"%$�{1:!tt�4.'ιW���¼������f$Wi'»'JJ�'¼§'�
τεχνική τους αξία, παρά για το ρόλο που tπαιξαν μtσα στην κοινωνία που τα φι λοτtχνησε - γεγονός που δείχνει πόσο καταστρεπτικtς και, επομένως, εχθρικές είναι για την Αρχαιολογία οι λαθρανασκαφές.
Ι> Ι>
Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 2 Γνωρίζετε άλλα παραδείγματα αρχαίων αντικειμένων ή «θησαυρών» που έχουν αποκτηθεί και είναι γνωστά στο κοινό μέσα από λαθραίες ανασκαφές ιδιωτών ή αρχαιοκάπηλων; Θα βρείτε τη δική μας ενδεικτική απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 /Κεφάλαιο 2 ii.\¾wl\i
�R&
�--�
Ποιος, κατά τη γνώμη σας, είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι λαθραίες ανασκαφές αρ χαίων ευρημάτων αντιτίθενται στην Αρχαιολογία; Επιλέξτε τη σωστή απάντηση από τις ακόλουθες: Α. Όταν οι λαθραίες ανασκαφές πραγματοποιούνται από επαγγελματίες αρχαιοκάπη λους, τα ευρήματα δεν γίνονται γνωστά στο κοινό, εξάγονται στο εξωτερικό, και μαζί τους «εξάγονται» και χάνονται ταυτόχρονα ο πολιτισμός και η ιστορική ταυτότητα της χώρας προέλευσής τους. Β. Οι λαθρανασκαφές απογυμνώνουν τους αρχαιολογικούς χώρους από το περιεχόμενό τους και προκαλούν ζημιές στα αρχαία μνημεία και στα ευρήματα, π.χ. σπάζουν κατά την ανεύρεσή τους ή κατατεμαχίζονται για να διευκολυνθεί η μεταφορά ή/και η πώλησή τους. Γ. Αυτό που μετράει στις ανασκαφές αυτού του τύπου είναι το ίδιο το αρχαίο εύρημα, για τη χρηματική ή την αισθητική του αξία, και όχι η θέση του μέσα στο περιβάλλον· του το τελευταίο καταστρέφεται και με αυτό τον τρόπο παρακωλύεται η σωστή ανασκαφή των αρχαιολογικών χώρων και, κατ' επέκταση, η γνώση που απορρέει από αυτήν. Δ. Τέτοιου είδους ενέργειες είναι εγωιστικές και αντικοινωνικές: εξυπηρετούν προσωπικά συμφέροντα και όχι το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Θα βρείτε τη σωστή απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
4. Η Αρχαιολογία δεν είναι απλώς μια ανασκαφική δραστηριότητα, στην οποία επιδίδονται άνθρωποι περίεργοι, σχολαστικοί και μονομανείς, οι οποίοι αφιερώ νουν τη ζωή τους στην ανασκαφή των επιμέρους στοιχείων -σπάνιων και μη- που συνθέτουν έναν αρχαίο πολιτισμό. Ο μύθος αυτός της Αρχαιολογίας ως συνώνυ μης με την ανασκαφή προβάλλεται από τα μυθιστορήματα, τα μέσα μαζικής ενη μέρωσης και τις γελοιογραφίες.
Παράδειγμα 7 Είναι γνωστές οι γελοιογραφίες που απεικονίζουν π.χ. συνήθως τον αρχαιο λόγο σαν γηραιό και εκκεντρικό σοφό με ενδυμασία εξερευνητή να ξεθάβει, κα τά προτίμηση μέσα στην αιγυπτιακή tρημο και κάτω από τη σκιά των πυραμί δων, περίεργα αντικείμενα ή ακατανόητες επιγραφές.
72
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 2 Με βάση την ενότητα 2.1, κάντε έναν κατάλογο των μύθων που επικρατούν περί Αρχαιολο γίας (περίπου 100 λέξεις). Θα σας χρησιμεύσει ως βάση που θα μπορείτε να εμπλουτίζετε ενόσω θα μελετάτε το υπόλοιπο κεφάλαιο και ιδίως την ενότητα 2.3. Επίσης, αν έχετε εντοπίσει κάποιο σημείο στο οποίο διαφωνείτε, αιτιολογήστε γραπτώς την άποψή σας με όσο πιο τεκμηριωμένο τρόπο μπορείτε.
<Ι
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 2 Προσπαθήστε τώρα να τοποθετηθείτε κριτικά, σε περίπου 200 λέξεις, απέναντι στη γνώμη που είχατε για την Αρχαιολογία πριν από την ανάγνωση του κειμένου της ενότητας 2. 1. Επίσης, ελέγξτε αν τα στοιχεία που συλλέξατε από φίλους ή γνωστούς σας (Δραστηριότη τα 1/Κεφάλαιο 2) αντιστοιχούν με κάποιον από τους μύθους που αναφέρονται στην ενότη τα αυτή. Εάν έχετε να συμπληρώσετε κάτι, γράψτε το με όσο το δυνατόν πιο σαφή τρόπο.
-----
73
Ενότητα 2.2 Η ΙΙΡ()ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ Ως πηγές προέλευσης των προκαταλήψεων σχετικά με την Αρχαιολογία, που εξετάσαμε στην προηγούμενη ενότητα, μπορούν να αναφερθούν οι εξής τρεις: 1. Η αρχαιολατρία ή αρχαιογνωσία, στην οποία έχει τις ρίζες της η Αρχαιολογία και αναφέρεται στο ζωηρό ενδιαφέρον των Ευρωπαίων ευγενών κατά τον 16ο18ο αιώνα για το αρχαίο παρελθόν και για τη συλλογή αρχαιοτήτων, ιδίως ελληνο ρωμαϊκών. Αυτό είχε συνέπεια τη συστηματική σύληση αρχαιολογικών χώρων εί τε από επαγγελματίες αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι προμήθευαν το εμπόριο αρχαι οτήτων, είτε, πιο σπάνια, από τους ίδιους τους ευγενείς-συλλέκτες οι τελευταίοι προέβαιναν στη σύληση ορατών μνημείων της Αρχαιότητας ή σε ανασκαφές που εκτελούνταν υπό την αιγίδα τους. Στις «ανασκαφές», όμως, αυτές, οι οποίες συνί σταντο στην απλ11 διάνοιξη ορυγμάτων και σηράγγων, δεν καταγράφονταν οι θέ σεις εύρεσης των αντικειμένων ούτε και η σχέση τους με το έδαφος που τα περιέ βαλλε και, κατά συνέπεια, τα ευρήματα δεν ήταν δυνατόν να ενταχθούν στο πολι τισμικό τους πλαίσιο.
Παράδειγμα 8 Η ιδιωτική συλλογή του διάσημου σuλλtκτη γλυπτών της κλασικής Αρχαιότη τας Charles Townley. Το μεγαλύτερο μtρος της συλλογής αγοράστηκε από τον Townιey στην Ιταλία από το 1768 και μετά, συχνά από ανασκαφtς που διεξάγο νταν στα περίχωρα της Ρώμης, και εκτtθηκε στην κατοικία του, η οποία tγινε για το λόγο αυτό tνα από τα αξιοθtατα του Λονδίνου. Μετά το θάνατο του Townley, το 1805, η συλλογή περιήλθε στην ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου.
Παράδειγμα 9 Η παράνομη αφαίρεση, κατά τα πρώτα χρόνια του 19ou αιώνα και ενώ η Ελ λάδα βρισκόταν ακόμη κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, των γλυπτών του Παρθε νώνα στην Αθήνα, αλλά και του γλυπτού διάκοσμοu του «Θησαυρού του Ατρtα)) στις Μυκήνες, από τον διάσημο Άyyλο σuλλtκτη λόρδο Elgin (St. Clair, 1999).
Παράδειγμα 10 Η σύληση της αρχαίας πόλης Ηράκλεια (Κάτω Ιταλία) κατά το 1710 και το 1748 μtσω «ανασκαφών» που εκτελtσθηκαν αντίστοιχα υπό την αιγίδα του πρί γκιπα του Elboeuf (με σκοπό να εμπλουτισθεί η ιδιωτική του συλλογή με tρya τtχνης) και από τον Κάρολο Γ', βασιλιά των Δύο Σικελιώv (με σκοπό να διακο-
74
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σμηθεί το ανάκτορο της Νεάπολης με αρχαία καλλιτεχνικά αριστουργήματα). Κατά τις «ανασκαφές» αυτές δεν έγινε καμία προσπάθεια να καταγραφεί η αρχι κή θέση των ευρημάτων· ιδίως στις ανασκαφές του 1748 (R&B: 23), οι εργάτες, που ήταν βαρυποινίτες, άνοιξαν ορύγματα και κατασκεύασαν σκαλοπάτια και κεκλιμένα επfπεδα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο μέχρι βάθους 8 μέτρων.
Παράδειγμα 11 Η συστηματική σύληση, ήδη από τον 160 αιώνα, των ετρουσκικών νεκροτα φείων, τα οποία περιείχαν μεγάλες ποσότητες κεραμικών αγγείων, πολλά από τα οποία ήταν απικά του 5ου π.Χ. αιώνα.
2. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προβάλλουν συνήθως μόνο τις συγκλονιστικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις και την πιο «χειροπιαστή» πλευρά της Αρχαιολογίας, δηλαδή την ανασκαφή, η οποία θεωρείται και η πιο γοητευτική και άμεση εμπει ρία, αφού «φέρνει στο φως το παρελθόν».
Παράδειγμα 12 Μερικές από τις μεγαλύτερες και τις πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις στην ιστορία της Αρχαιολογίας, που έτυχαν εκτεταμένης κάλυψης από τα διάφορα μέ σα μαζικής ενημέρωσης, ήταν οι εξής: τον 190 αιώνα, ο ασσυριακός πολιτισμός (αρχαία Μεσοποταμία), η αρχαία Τροία, ο μυκηναϊκός πολιτισμός (Μυκήνες και Τfρυνθα) τον 20ό αιώνα, ο μινωικός πολιτισμός (Κρήτη), ο τάφος του Τουταγχα μών (Αίγυπτος), οι βασιλικοί τάφοι της Σαλαμίνας (Κύπρος), οι τάφοι από την αρ χαία Σκυθία, ο τάφος του Φιλίππου (Βεργίνα), το τεράστιο κτίριο της Τούμπας με τον πλούσιο διπλό τάφο στο Λευκαντί (Εύβοια), τα σπήλαια στις θέσεις Altamira και Lascaux και, πιο πρόσφατα, στη θέση Chauvet της Γαλλίας με τις παλαιότε ρες τοιχογραφίες στον κόσμο (30.000 χρόνων), οι προ-Ίνκα πλούσιοι τάφοι στο Sipan και το Sican (Περού), ο τάφος του πρώτου Κινέζου αυτοκράτορα Qin Shihuangdi με τα περίπου 7.000 πήλινα αγάλματα φρουρών, ο «Άνθρωπος των Πάγων,, από τις Άλπεις και άλλες.
3. Η ίδια η Αρχαιολογία ευθύνεται επίσης ως ένα βαθμό για τις εσφαλμένες αντι λήψεις του κοινού γι' αυτήν, που τις συνιστούν ειδικότερα: α) Η έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης του κοινού από τους ίδιους τους αρχαιολό γους για το ακριβές αντικείμενο του έργου τους. Όσο, όμως, το κοινωνικό σύ νολο παραμένει σχετικά απληροφόρητο για την Αρχαιολογία, τόσο είναι εκτε θειμένο στους διάφορους μύθους που κυκλοφορούν γι' αυτήν και είναι δυνατόν να την παρεξηγ11σει. β) Ο ερασιτεχνισμός και ο τυχοδιωκτισμός που χαρακτήριζαν συχνά τη δραστη ριότητα των πρώτων αρχαιολόγων. Μην έχοντας στη διάθεσή τους μεθόδους και τεχνικές που στις μέρες μας θεωρούνται δεδομένες και ξεκιν<[)ντας με κίνη-
75
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
τρα εντελώς διαφορετικά από αυτά των αρχαιολόγων της σημερινής εποχής, πολλοί από τους πρώτους αρχαιολόγους έκαναν πρόχειρες και βιαστικές ανα σκαφές, δίνοντας έμφαση σε ορισμένα μόνο, πιο «προνομιούχα» (πιο «εντυπω σιακά» ή πιο «ενδιαφέροντα»), ευρήματα ή συγκεκριμένες αρχαιολογικές πε ριόδους εις βάρος βέβαια άλλων, που καταστρέφονταν. γ) Η προκατάληψη ή η τάση για εντυπωσιασμό ή ακόμη και η μυθομανία, με έντο να. τα στοιχεία της περιπέτειας, του ηρωισμού, της φαντασίας, καθώς και του αι σθητισμού για την πολύτιμη ύλη ή τη μορφή του ευρήματος και του «συγκινησια κού εκστασιασμού» (Ζώης, 1990, σ. 108), που χαρακτήριζαν πολλούς από τους πρώτους αρχαιολόγους - και που, δυστυχώς, δεν παύουν να χαρακτηρίζουν, αν και βέβαια σε μικρότερο βαθμό, και αρχαιολόγους της εποχής μας. Συχνά, ακό μη και στις μέρες μας, δημοσιεύονται από αρχαιολόγους εντυπωσιακά χρονικά (με ό,τι αυτό συνεπάγεται επιστημονικά), προκειμένου να ικανοποιηθεί το εν διαφέρον της κοινής γνώμης. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται και στη φα ντασία του κόσμου διάφοροι μύθοι για την Αρχαιολογία. και τους αρχαίους πο λιτισμούς. Διαβάστε τώρα τα Παραδείγματα 13-16 και τη Μελέτη Περίπτωσης 2 όσον αφορά τα. σημεία (β) και (γ).
Παράδειγμα 13 Ο Α.Η. Layard, ο πρωτοπόρος της μεσοποταμιακής Αρχαιολογίας, μέσα σε μόνον έξι χρόνια (μεταξύ 1845 και 1851) έφερε στο φως τον ασσυριακό πολιτι σμό. Κατά τις ανασκαφές του, ο Layard δεν προέβη σε καμία συστηματική εξε ρεύνηση των αρχαιολογικών χώρων ούτε σε καταγραφή των ευρημάτων, αλλά συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στην ανακάλυψη, «με μια όσο το δυνατόν μι κρότερη δαπάνη χρόνου και χρήματος», «του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού έρ γων τέχνης» με προορισμό το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Για το σκοπό αυτόν, χρησιμοποίησε εντελώς πρωτόγονες ανασκαφικές μεθόδους: πολυάριθ μες ομάδες εργατών άνοιξαν, με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό, τάφρους ή σήραγ γες κατά μήκος των τοίχων των ασσυριακών ανακτόρων και, από την πληθώρα των ευρημάτων, περισυλλέχθηκαν μόνο τα ανάγλυφα και αγάλματα (R&B: 30), ενώ τα υπόλοιπα ευρήματα εγκαταλείφθηκαν και καταστράφηκαν. Στη συνέ χεια, ο Layard προέβη στην πλωτή μεταφορά των πιο αξιόλογων ασσυριακών γλυπτών επάνω σε σχεδία μέσω του ποταμού Τίγρη (πριν από την αποστολή τους στην Αγγλία), πράγμα που έδωσε στην αρχαιολογική του εκστρατεία ένα έντονο στοιχείο περιπέτειας. Το στοιχείο αυτό τονίσθηκε επίσης ιδιαίτερα μέσα από τις παραστατικές περιγραφές των βιβλίων που έγραψε μετέπειτα ο ίδιος ο Layard και αποτελούσαν εν μέρει αρχαιολογικές δημοσιεύσεις και εν μέρει πε ριπετειώδεις ιστορίες. Τα βιβλiα αυτά προκάλεσαν τον ενθουσιασμό του κοινού και γνώρισαν τεράστια εμπορική επιτυχία.
76
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Παράδειγμα 14 ΟΑ. Evans, ο αρχαιολόγος που, μεταξύ 1900 και 1906, έφερε στο φως τον μι νωικό πολιτισμό της Κρήτης, έδωσε στους διάφορους χώρους του ανακτόρου της Κνωσού φανταστικά ονόματα (όπως Αίθουσα του Θρόνου, Χώρος Καθαρ μών, Αίθουσα των Διπλών Πελέκεων, Διαμέρισμα της Βασίλισσας). Ακολουθώ ντας περισσότερο τα γούστα και τις αρχιτεκτονικές μεθόδους της εποχής του (εποχή της τεχνοτροπίας Art Nouνeau στην Ευρώπη), παρά μια αυστηρά επιστη μονική μέθοδο, ο Evans προέβη στην αναστύλωση εκ βάθρων του μινωικού ανα κτόρου (μέχρι ύψους τριών ορόφων) κάνοντας εκτεταμένη χρήση τσιμέντου και σιδηρών δοκών, καθώς και στη φανταχτερή (και όχι χωρίς βασικά λάθη ερμηνεί ας) αναπαράσταση των τοιχογραφιών του ανακτόρου, επιβάλλοντας έτσι τη δι κή του ειδυλλιακή και ρομαντική εικόνα ενός ειρηνικού πολιτισμού.2 Τέλος, στις δραματικές περιγραφές των οvακαλύψεών του σε ξένες εφημερίδες, ο Evans παρουσίαζε τις συνταρακτικές στιγμές της ανασκαφής, τόνιζε γραφικές λεπτο μέρειες της ζωής των αρχαιολόγων και της ζωής στην Κρήτη γενικά, παραθέτο ντας επίσης εικόνες οπό εξωτικά τοπία του νησιού. Όλ' αυτά είχαν εξάψει τη φαντασία του κοινού και διέγειραν τον ενθουσιασμό του (Farnoux, 1996).
Παράδειγμα 15 Οι περιγραφές δύο μεγάλων ανακαλύψεων από διάσημους αρχαιολόγους έχουν χαραχθεί στη μνήμη του κοινού. 1. Ο αρχαιολόγος Howard Carter περιέγραψε τη στιγμή της ανακάλυψης του τάφου του φαραώ Τουταγχαμών (R&B: 60-61) με τα εξής λόγια: «Για μια στιγμή -που πρέπει να φάνηκε μια αιωνιότητα στους άλλους που περίμεναν στο πλευ ρό μου- έμεινα άναυδος· τότε ο λόρδος Carnarvon ρώτησε με αγωνία: -Βλέπεις τίποτε; -Ναι, απάντησα, καταπληκτικά πράγματα...» (Thomas, 1989). 2. Ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος προέβη σε μια εξίσου εντυπωσιακή περιγραφή του χρονικού της ανακάλυψης του «Τάφου του Φιλίππου» στη Βεργί να. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα: Τότε είδαμε κάτι που ήταν αδύνατο να φαντα
στώ {...]: μια ολόχρυση λάρνακα με ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι στο κάλυμ μά της. Τη βγάλαμε από τη σαρκοφάγο [...] και την ανοι'ξαμε. Τα μάτια όλων άνοι ξαν διάπλατα και η αναπνοή μας είχε κοπεί. [...] Νιώθαμε την ανάγκη να βγούμε στο φως να αναπνεύσουμε καθαρό αγέρα. Όταν βρέθηκα έξω, [...] στάθηκα μο νάχος για μια στιγμή, να συνέλθω από το απίστευτο θέαμα. [..•] Για πρώτη φορά ένιωσα μια δυνατή ανατριχίλα, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά τη ραχο κοκκαλιά μου. Αν λοιπόν η χρονολογία [...] και αν αυτά ήταν βασιλικά λείψανα[...] τότε[...] εί}(α κρατήσει στα χέρια μου τα οστά του Φιλίππου; Ήταν τρομαχτικό, αδύνατο να το αντέξει ο νους μου (Ανδρόνικος, 1984, σ. 73). 2 Η εικόνα αυτή έχει αρχίσει να αμφισβητείται, ιόιώς μετά τις σχετικά πρόσφατες, αν και σε μεγάλο βαθμό α1,απόδεικτες, ανακαλιίψεις σκοτωμένων και σφαγμένων ανθρώπων (ανθρωποθυσίες;) στη θέ σηΑνεμοσπήλια και σε μια κατοικία ΒΔ της Κνωσο1J αvτίοτοιχα.
77
ΕΝ
2.2
Παράδειγμα 16 Στις δεκαετίες 1960-1970, η αρχαιολόγος Μ. Guarducci είχε πεισθεί ότι ανα κάλι.ιψε τον τάφο του Αποστόλου Πέτρου στο Βατικανό, ενώ πιο πρόσφατα, το 1995, μια ερασιτέχνης αρχαιολόγος ανακοίνωσε εσπευσμένα στους δημοσιο γράφους ότι είχε βρει τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέσα σε μια αιγυπτια κή όαση.
Μελέτη Περίπτωσης 2 Οι ανασκαφές του Η. Schliemann Ο Η. Schliemann, ο διάσημος αυτοδίδακτος αρχαιολόγος που έφερε στο φως την αρχαία Τροία (στη θέση του σημερινού Χισαρλίκ, ΒΔ Τουρκία), πάσχισε να ηρωοποιήσει τον εαυτό του πλάθοντας το μύθο ενός στερημένου παιδιού που μεγάλωσε με το όνειρο να ανακαλύψει κάποτε την ομηρική Τροία. Έγινε ένας πλούσιος επιχειρηματίας και, αμέσως μετά, δεν δίστασε να δαπανήσει την περιουσία του σκάβοντας, ως αυτοδίδακτος αρχαιολόγος, στην Ιθάκη, την αρ χαία Τροία και τις Μυκήνες, με πρωτοποριακό πάντα πνεύμα και με οδηγό τον Όμηρο. Με αρκετή προκατάληψη, μελοδραματισμό και φαντασία, που μερικές φορές άγγιζε τα όρια της αφέλειας, ο Schllemann σύντομα ανακοίνωνε ότι εrχε βρει το ανάκτορο και την τεφροδόχο του Οδυσσέα στην Ιθάκη, το θησαυρό και το ανάκτορο του Πριάμου στην αρχαία Τροία, ακόμη και τη (νεκρική) μάσκα του Αγαμέμνονα στις Μυκήνες. Στην κορυφή του 6pους Αητ6ς [στην Ιθάκη], [•..] πρώτα έβαλα τους τέσσερις εργάτες να σκάψουν στη ΒΑ γωνfα, όπου υπέθεσα ότι ορθωνόταν η περfφημη ελιά- το δένδρο από το οποfο ο Οδυσσέας έφτιαξε το νυφικό του κρεβάτι[ ...]. Ενώ 01 εργάτες μου ήταν απασχολημένο, με αυτή την ανασκαφή, εξέτασα όλο το χώρο του ανακτόρου του Οδυσσέα. Ανακάλυψα γύρω στα εfκοσ, αγγεfα [...] αλ λά, δυστυχώς, λόγω της σκληρότητας του εδάφους και της έλλειψης των κατάλ ληλων ερyαλεfων, έσπασα τα περισσότερα από αυτά όπως τα έβγαζα από τη γη, και μπόρεσα να διασώσω μόνο πέντε σε καλή κατάσταση. [ ...] Όλα αυτά τα αγ γεfα ηταν γεμάτα από τη στάχτη καμένων ανθρώπων. [ ••.] Εfναι αρκετά πιθανό 6τι μέσα στα πέντε μου αγγεfα κρατώ τη στάχτη του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, και του παιδιού τους! [.••] Το μεσημέρι [,..] καθήσαμε να φάμε [ .••] στην αυλή του ανακτόρου του Οδυσσέα (Schliemann, 1869, μτφρ. συγγρ.). Προβάλλοντας τον εαυτό του ως αληθινό ήρωα, ο Schliemann περιέγραψε πώς ανακάλυψε το «Θησαυρό του Πριάμου» (μια θεαματική συλλογή από χρυσά και αργυρά σκεύη και κοσμήματα) μέσο σε λίγες ώρες, σκάβοντας μόνος, με κίνδυνο της ζωής του, κάτω από το ετοιμόρροπο τείχος της αρχαίας πόλης και κρύβοντας τα ευρήματα μέσα στο σάλι της γυναίκας του. Ενώ οι άνδρες [δηλ. οι ερyόΤες} έτρωγαν και ξεκουράζονταν, έκοψα τον Θη σαυρό [του Πριάμου] με ένα μεγάλο μαχαfρι, πράγμα που έκανα με τεράστιο κ6·
78
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πο και τρομακτικό κίνδυνο της ζωής μου, διότι το μεγάλο τείχος που ανέσκαπτα απειλούσε να γκρεμιστεί επάνω μου κάθε στιγμή. Αλλά η θέα τόσων αντικειμέ νων, το καθένα ανεκτίμητης αξίας για την Αρχαιολογία, με έκανε παράτολμο, και δεν σκέφθηκα καθόλου τον κίνδυνο. Θα μου είχε, όμως, σταθεί αδύνατο να απο μακρύνω το Θησαυρό χωρίς τη βοήθεια της αγαπημένης μου γυναίκας, που στά θηκε δίπλα μου έτοιμη να τυλίξει στο σάλι της και να απομακρύνει τα πράγματα που αφαιρούσα (Schliemann, 1880, σ. 41, μτφρ. συγγρ.). Όλες αυτές οι περιγραφές του Schliemann πολύ εύκολα δημιούργησαν έναν μύθο στη φαντασία του κοινού της εποχής. Περιείχαν, όμως, διάφορες αναλήθειες. Στην πραγματικότητα, η γυναίκα του Schliemann δεν ήταν παρούσα κατά την ανα κάλυψη του «Θησαυρού του Πριάμου». Επίσης, πιθανολογείται ότι ο Schliemann ανακάλυψε τα αντικείμενα όχι όλα μαζί, όπως ισχυρίσθηκε, αλλά σε διαφορετικά σημεία του αρχαιολογικού χώρου της Τροίας και σε διαφορετικές φάσεις της ανα σκαφής, και ότι τα παρουσίασε συγκεντρωμένα ως θησαυρό εκ των υστέρων, για να εντυπωσιάσει, πράγμα που ίσως επαναλήφθηκε και στις Μυκήνες. Υπάρχουν μάλιστα υποψίες, που είναι όμως αναπόδεικτες, ότι μερικά από τα αντικείμενα τα οποία ο Schliemann ισχυρίσθηκε ότι βρήκε κατά χώραν (in situ) τόσο στην Τροία όσο και στις Μυκήνες είτε είχαν βρεθεί αλλού, σε λαθραίες ανασκαφές από χωρι κούς, και είχαν αγοραστεί από τον ίδιο, είτε ήταν πλαστά, παραγγελίες του Schliemann σε διάσημους χρυσοχόους του εξωτερικού. Επιπλέον, υπήρχαν και άλλες, σοβαρές επιστημονικές ανακρίβειες. Στην πραγματικότητα, το «ανάκτορο και ο τάφος του Οδυσσέα» στην Ιθάκη ήταν κατά επτά αιώνες μεταγενέστερα της χρονολογίας της άλωσης της Τροίας (1250 π.Χ., κατά τον Ηρόδοτο) ο «Θησαυρός» και το «Ανάκτορο του Πριάμου» στην Τροία αποδείχθηκαν τελικά ότι ήταν πάνω από μια χιλιετία προγενέστερα του 1250 π.Χ. ενώ η «Μάσκα του Αγαμέμνονα» ανήκει στις αρχές της μυκηναϊκής εποχής και όχι στο τέλος της, όταν υποτίθεται ότι έζησε ο Αγαμέμνων. Οι ανακρίβειες αυτές οφείλονταν στην έλλειψη επιστημονικής προσέγγισης εκ μέρους του Schliemann. Είναι γνωστό ότι, κατά τις πρώτες του ανασκαφές στην Τροία, μεταξύ 1871 και 1873, ο Schliemann χρησιμοποίησε βάναυσες και αυθαίρετες μεθόδους και τεχνικές, με στόχο να βρει, με όσο το δυνατόν γρηγο ρότερο τρόπο, αυτό που τον ενδιέφερε πάνω από καθετί άλλο, την ομηρική Τροία (R&B: 31 ). Πεπεισμένος ότι η Τροία του Ομήρου ήταν ο αρχαιότερος οικι σμός στο Χισαρλίκ και ότι επομένως βρισκόταν στο κατώτατο σημείο του λόφου, ο Schliemann διάνοιξε μια τεράστια τομή πλάτους 39 μέτρων και βάθους πάνω από 15 μέτρα με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Πολλά λείψανα κτιρίων και οχυρωματικών τειχών που στέκονταν εμπόδιο στην «ορμητική κάθετη διείσδυ ση» που επιχείρησε ο Schliemann (McDonald, 1967, σ. 17) αφαιρέθηκαν διά της βίας, συχνά μάλιστα με τη χρήση πολιορκητικών κριών και μεγάλων σιδερένιων λοστών, χωρίς προηγουμένως να μετρηθούν ή να φωτογραφηθούν. Ο γρήγορος ρυθμός των ανασκαφών αυτών σήμαινε την αφαίρεση 366 κυβικών μέτρων επί χωσης ημερησίως. Ο Schliemann και η σύζυγός του δεν ήταν διόλου σε θέση να
79
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
επιβλέψοι.ιν σωστά την ανασκαφή και να κρfvοuν σε ποια σημεία αυτή μπορού σε ν:α προχωρήσει εις βάθος χωρίς να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στις διάφορες αρχαιότητες; Ο ίδιος ο Schllemann άλλωστε ομολόγησε: «Δυστυχώς, λόγω της μεγάλης έκτασης των ανασκαφών μου, του γρήγορου ρυθμού με τον οποίο διε ξήχθησαν και της σκληρότητας τω.v επιχώσεων, τα πήλινα αγγεία (•.•] ανασύρ θηκαν στη πλειοψηφία τους κατά το μάλλον ή ήπον σπασμένα» (McDonald, 1967, σ. 17), Ειρωνικά, η τακτική αυτή είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που περίμε� νε ο Schliemann, αφού άθελά τοu κατέστρεψε, με τα ίδια του τα χέρια, ακριβώς τα στρώματα εκείνα που αναζητούσε: η ομηρική Τροία δεν βρισκόταν στp βαθύ τερο σημείο της μεγάλης τομής που άνοιξε μέσα στο λόφο ο Schliemann, και όποu τελικά βρήκε αυτά που αποκάλεσε «Θησαυρό» και «Ανάκτορο του Πριά μου,,, αλλά σε πολύ ανώτερο επίπεδο. Κατά τις ανασκαφές του στις Μυκήνες, ο Schliemann.uιoθέτησε την ίδια «μεροληmική» τακτική δίνοντας έμφαση στα μυ κηναϊκά στρώματα και αγνοώντας και καταστρέφοντας ό,τι δεν ήταν μυκηναϊκό.
Παράλληλο Κείμενο Για να λάβετε μια πληρέστερη εικόνα της στάσης και των μεθόδων του 8chliemann κατά τις πρώτες του ανασκαφές, ανατρέξτε τώρα στα Παράλληλα Κείμενα και διαβάστε τις σ. 225-29 και 453-57 από το βιβλίο του D. Traill, Ο Σλίμαν της Τροίας: θησαυρός και απάτη,μτφρ. Κ Κουνινιώτη, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1996. Η προσέγγιση του Schliemann ήταν αρκετά χαρακτηριστική για την Αρχαιο λογία της εποχής. Πριν από τη γενικευμένη υιοθέτηση, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και εξής, της επιστημονικής μεθόδου, η οποία βασιζόταν στη με λέτη των αρχαιολογικών στρωμάτων, οι περισσότερες αρχαιολογικές ανασκαφές χαρακτηρίζονταν από προχειρότητα και γρήγορο ρυθμό, και θα έλεγε κανείς όπ ήταν περισσότερο παραβιάσεις παρά συστηματικές tρευvες. Αξίζει, όμως, να σημειώσουμε εδώ δύο πράγματα: 1) Αν και, ομολογουμένως, η όλη ανασκαφική έρευνα του Schliemann περιστράφηκε, όπως είδαμε, γύρω από ένα συγκεκριμέ νο αρχα19λογικό στρώμα, αυτό της ομηρικής Τροίας, κατά τις πρώτες του αυτές άvασι<αφές, σε αντίθεση με τον Layard, δεν ενδιαφερόταν τόσο για έργα τέχνης, όσο για την ανασκαφή αυτή καθαυτη (per se} και προσπόθησε να καταγράψει λε πτομερως τουλάχιστον κάθε εύρημα του στρώματος που τον ενδιέφερε. 2) Οι πρώτες ανασκαφές του Schliemann στην αρχαία Τροία έρχονται σε αντίθεση με αυτές που διεξήγαγε στον ίδιο χώρο μεταξύ 1882 και1890, και στις οποίες θέλη σε να είναι μεθοδικός: εξέτασε το κάθε αρχαιολογικό στρώμα χωριστά, δηλαδή εφάρμοσε τη στρωματογραφία, που είναι πρωταρχικής σημασίας στη σύγχρονη Αρχαιολογία, και ζήτησε για το σκοπό αυτόν τη συνεργασία ενός ικανού και έμπειρου αρχαιολόγου, του W. Dorpfeld, ο οποίος διακρινόταν για την αυστηρά επιστημονική προσέγγιση. Ήδη στο τέλος των ανασκαφών του 1873, ο Schlie mann είχε αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της συστηματικής ανασκαφής κατά στρώ-
80
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ματα. Τα ακόλουθα δύο αποσπάσματα δείχνουν καθαρά αυτή τη μεταστροφή του Schliemann προς έναν επιστημονικότερο τρόπο ανασκαφής. Καθώς κάθε αντικείμενο που ανήκει στη σκοτεινή νύχτα των προελληνικών χρόνων και που φέρει τα ί)(νη της ανθρώπινης δεξιοτεχνίας είναι για μένα μία σελί δα της ιστορίας, είμαι, πάνω από καθετί άλλο, υποχρεωμένος να φροντίσω ούτως ώστε να μη μου διαφύγει τίποτε. [...] Κάθε αντικείμενο [...]θα φωτογραφηθεί ή θα αντιγραφεί από έναν επιδέξιο σχεδιαστή, και θα δημοσιευτεί[...] και δίπλα στο κάθε αντικείμενο θα αναφέρω το βάθος στο οποίο το ανακάλυψα (McDonald,
1967, σ. 17-18, μτφρ. συγγρ.) Εάν [...] ποτέ οι ανασκαφές μου συνεχισθούν, ικετεύω επιτακτικά αυτούς που θα τις αναλάβουν να πετάξουν τα μπάζα των ανασκαφών τους στην πλαγιά του λόφου και να μη γεμίσουν τις κολοσσιαίες τομές που άνοιξα με τόσο τεράστιο κόπο και τόσα έξοδα, διότι έχουν μεγάλη αξία για την Αρχαιολογία, εφόσον σε αυτές τις τομές μπορούν να εξετασθούν με λίγο κόπο όλα τα αρχαιολογικά στρώ ματα, από το αρχικό έδαφος μέχρι την επιφάνεια του λόφου (McDonald, 1967, σ.
25-26, μτφρ. συγγρ.) Οι μετέπειτα συστηματικές ανασκαφές στη Τροία διέκριναν εννέα διαφορετι κά επίπεδα ή στρώματα γνωστά ως Τροία 1-ΙΧ (εικ. 1). Αξίζει να τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά. Τροία 1: 3000-2500 π.Χ. (εδώ πίστεψε αρχικά ο Schliemann ότι βρισκόταν η ομηρική Τροία). Τροία 11: 2500-2200 π.Χ. (στο επίπεδο αυτό βρήκε ο Schliemann το «Θησαυρό του Πριάμου»). Τροία 111: 2200-2050 π.Χ. Τροία IV: 2050-1900 π.Χ.. Τροία V: 1900-1800 π.Χ. Τροία νι: 1800-1300/1250 π.Χ. (σύμφωνα με τον Dδrpfeld, αυτή ήταν η ομηρική Τροία, αν και καταστράφηκε από σεισμό). Τροία VII: 1300/1250-1000 π.Χ. (καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 1200 π.Χ. ή αργό τερα και, κατόπιν, εγκαταλείφθηκε). Τροία VIII (επανακατοικήθηκε γύρω στο 700 n.X.). Τροία ΙΧ (πόλη ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων).
Εικόνα 1 Οι εννέα φάσεις κατοίκησης της αρχαίας Τροίας '" L -· • !·;
Πηγή: Duchene Η.,
ο ο
n
81
TheGolden Τι·eαsιιι-es of Troy: The Dι·eam of Heinτίch Schlίemann, Thames & Hudson, Λονδίνο 1996, σ. 104-105, ©Edίtίon.s Gallimaι·d
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να παραθέσουμε τη γνώμη που εξέφρασε το 1907 ο Theodore Reinach για τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Στο απόσπασμα αυ τό αντιπαραβάλλονται οι ανασκαφικές μέθοδοι που εφαρμόζονταν πριν και μετά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. «Πολλές φορές έχει εκφραστεί το παράπονο ότι οι Έλληνες περίμεναν πολλά χρόνια πριν αναλάβουν οι ίδιοι ή επιτρέψουν να αναλάβουν οι ξένοι, σε μεγάλο βαθμό, την αρχαιολογική εξερεύνηση της γης τους. Δεν μπορώ να πάρω μέρος σε αυτές τις μεμψιμοιρίες και να γιατί: Η στρατευμένη Αρχαιολογία, η Αρχαιολογία του κασμά και της αξίνας, είναι μια τέχνη που πρέπει να τη μάθεις, ή πιο σωστά μια επιστήμη με δικούς της κανό νες, που δεν έγιναν σαφείς παρά μετά τα μέσα του 20ού αιώνα. Ανασκαφές με επι κεφαλής άπειρους αρχαιολόγους, χωρίς τη συμπαράσταση ενός έμπειρου αρχιτέ κτονα, που είχαν μοναδικό στόχο την αρπαγή και το κρύψιμο σε μέρος σίγουρο όσο το δυνατόν περισσότερων κομψοτεχνημάτων, μοιάζουν, περιέργως, με οργανωμέ νες ληστείες. Είναι προτιμότερο, λοιπόν, που η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε πρόωρες και, ως εκ τούτου, παρακινδυνευμένες επιχειρήσεις. Στο κάτω κάτω, το χώμα που σκεπάζει τα ερείπια είναι μια καλή ασπίδα (Etienne και Etienne, 2000).
Ι>
Ι>
82
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 2 Με βάση τη Μελέτη Περίπτωσης 2 και τα Παράλληλα Κείμενα που μελετήσατε από το βι βλίο του Traίll, προσπαθήστε να εντοπίσετε και να καταγράψετε με τη μορφή καταλόγου (περίπου 300 λέξεις): α) Τα βασικά στοιχεία της αντιεπιστημονικής προσέγγισης του Schliemann κατά τις πρώτες ανασκαφές του· βρίσκετε κοινά σημεία με την προσέγγιση του Layard (βλ. Παράδειγμα 13) και ποια είναι αυτά; β) Τα στοιχεία που συνιστούν μια επιστημο νική προσέγγιση των αρχαιολογικών ανασκαφών και που συνδέονται γενικότερα με τη σύγ χρονη Αρχαιολογία (περίπου 150 λέξεις). Η εκπόνηση της Δραστηριότητας αυτής θα σας βοηθήσει να διαμορφώσετε μια πρώτη εικόνα του επιστημονικού χαρακτήρα της σύγχρο νης Αρχαιολογίας, που θα είναι χρήσιμη για τη μελέτη της ενότητας 2.3 που ακολουθεί.
Δραστηριότητα 7 /Κεφάλαιο 2 =����-'=��=�----------------------------
Προσπαθήστε να εκθέσετε σε περίπου 100 λέξεις τις διάφορες πηγές προέλευσης του μύθου περί Αρχαιολογίας, παραθέτοντας κάθε φορά ένα παράδειγμα είτε από αυτά που έχουν ήδη αναφερθεί είτε από τη δική σας ενημέρωση ή εμπειρία. Μπορείτε να κρίνετε την ορθότητα της απάντησής σας με βάση τα στοιχεία της Σύνοψης, που παρατίθεται στο τέλος του κεφαλαίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 2 Η ΠΡΑΓΜΚΠΚΟΤΗΤΑ: TililNAI ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΊΑ Οι στερεότυπες αντιλήψεις που επικρατούν στο ευρύ κοινό για την Αρχαιολο γία (ενότητα 2.1) με κανένα τρόπο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Τα ακόλουθα σημεία περιγράφουν συνοπτικά το τι είναι η ( σύγχρονη) Αρχαιολογία. Όλα, εκτός από μέρος μόνον του πρώτου από τα σημεία αυτά, απορρέουν από το γεγονός ότι η σύγχρονη Αρχαιολογία, δηλαδή η Αρχαιολογία όπως αναπτύχθηκε ιδίως από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και μετά, παρουσιάζει, ως προς τα ενδιαφέροντα, τους κανόνες, τις αντιλήψεις της αλλά και τη δομή της, ριζική δια φορά από την Αρχαιολογία στην προγενέστερη, αρχική της μορφή. Έτσι: 1. Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι περνούν τη ζωή τους χωρίς να βρουν κάτι το θεα ματικό. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ότι οι μεγάλες ανακαλύψεις είναι φυσικά σπάνιες, αλλά επίσης στο γεγονός ότι μόνον ένα μέρος των αρχαιολόγων αφιερώ νουν τη ζωή τους ή τον περισσότερο χρόνο τους στην ανασκαφή, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχουν λίγο ή δεν συμμετέχουν καθόλου σε ανασκαφές και ασχολούνται αποκλειστικά με τη μελέτη των αρχαιολογικών δεδομένων ή την έρευνα. 2. Τα στοιχεία του ρομαντισμού, της περιπέτειας ή του ηρωισμού άρχισαν ήδη από τη γέννηση της σύγχρονης Αρχαιολογίας να παίζουν όλο και λιγότερο σημα ντικό ρόλο, μέχρι που στις μέρες μας είναι πλέον μηδαμινά έως ανύπαρκτα (πράγ μα που, όμως, δεν σημαίνει ότι η Αρχαιολογία έχει πάψει να είναι συναρπαστική και να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις). 3. Οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι δεν ενδιαφέρονται πια αποκλειστικά για την ανακά λυψη ωραίων αντικειμένων και έργων τέχνης. Κατά την ανασκαφή, εκείνο που εν διαφέρει πάνω απ' όλα τον αρχαιολόγο είναι το γενικό πλαίσιο των ευρημάτων του -οποιωνδήποτε ευρημάτων, όλων των ευρημάτων (κινητών και μη, εντυπωσιακών και μη, του απώτατου ή του πιο πρόσφατου παρελθόντος). Ο λόγος είναι ότι τα θε ωρεί υλικά κατάλοιπα της αρχαίας ανθρώπινης δραστηριότητας και σημαντικούς φορείς πληροφοριών τόσο για την κοινωνία και τους ανθρώπους που τα κατα σκεύασαν όσο και γενικότερα για την ιστορική διαδρομή του ανθρώπου και των πολιτισμών, και επομένως πραγματικά άξια μελέτης- πρβλ. τη φράση του περίφη μου Άγγλου αρχαιολόγου Sir Mortimer Wheeler (1954, σ. 13): «Ο αρχαιολόγος φέρνει στο φως όχι πράγματα αλλά ανθρώπους». Έτσι, κάθε άλλο παρά ένα κυνή γι θησαυρών ή μυστηρίων, η σύγχρονη Αρχαιολογία είναι η μελέτη των λειψάνων όλου του φάσματος του ανθρώπινου παρελθόντος.3
3 Ο όρος «ανθρώπινο παρελθόν» χρεt(iζεται έμφαση,
δα5τι η Αρχαιολογία δεν μελετά ενr5ργανα όντα που έχουν εκλείφει, απολιθώματα ή πετρώματα - αυτά μελετώνται από την Παλαιοντολογία και τη Γεωλο γία. Η μελέτη της Αρχαιολογίας αρχ[ζ,ει από τα πρώτα αντικείμενα (εργαλε[α) που επεξεργάσθηκε ο άν θρωπος, δηλαδή, σιίμφωνα με την τρέχουσα χρονολογία, τουλάχιστον γι5ρω στα 2. 000. 000 χρ(5νια πριν.
83
J.I
1 t�;
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
t l&�'%-����§�����fιMl§1'β�1W2€f!i&W@Wlζ���
4. Όσον αφορά πιο ειδικά την ανασκαφή (που σίγουρα στις μέρες μας παραμένει ένα αναπόσπαστο μέρος της Αρχαιολογίας, αν και δεν αποτελεί πλέον τη μόνη μέ θοδο αρχαιολογικής έρευνας στο πεδίο), αυτή είναι μια νόμιμη δραστηριότητα και μια απαιτητική διαδικασία που διέπεται από μια σειρά κανόνων και συνίστα ται σε μια συστηματική, προσεκτική και λεπτομερή έρευνα του εδάφους (R&B: 108). Η ανασκαφική έρευνα προχωρεί με αργό ρυθμό, στρώμα με στρώμα (R&B: 43), και οδηγεί σε ανακαλύψεις όχι πλέον χάρη στην προσωπική φιλοδοξία, τον ηρωισμό, την καλή τύχη ή την έμπνευση ενός και μόνο, πολυμαθούς αρχαιολόγου, αλλά χάρη στη μεθοδικότητα ενός επιτελείου ειδικευμένων αρχαιολόγων, οι οποί οι ενεργούν με βάση ένα προκαθορισμένο και καλά οργανωμένο σχέδιο ή μια «στρατηγική» που περιλαμβάνει μια σειρά υποθέσεων εργασίας. 5. Η σύγχρονη Αρχαιολογία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη θησαυ ροθη ρική αντίληψη, καθώς η ανασκαφή έχει πάψει πλέον να θεωρείται η πε μπτουσία της Αρχαιολογίας. Στις μέρες μας, η Αρχαιολογία προχωρεί πέρα από την ανασκαφή (ή οποιαδήποτε άλλη μέθοδο αρχαιολογικής έρευνας στο πεδίο) στοχεύοντας στη μελέτη των αρχαιολογικών καταλοίπων (δηλαδή στην ανάλυση και, πάνω απ' όλα, στην ερμηνεία της αρχαιολογικής μαρτυρίας, ούτως ώστε μεγά λο μέρος της δραστηριότητας των αρχαιολόγων διεξάγεται στους χώρους του ερ γαστηρίου ή του σχεδιαστηρίου, του γραφείου ή της βιβλιοθήκης), καθώς επίσης, κυρίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στην ανάπτυξη της αρχαιολογικής θεωρίας. Η σύγχρονη Αρχαιολογία έχει δύο πλευρές, την πρακτική και τη θεωρητική. Περι λαμβάνει με άλλα λόγια: α) τη μέθοδο (ή πρακτική) και β) τη θεωρία. Η μέθοδος περιλαμβάνει τις τεχνικές και τους κανόνες μέσω των οποίων οι αρ χαιολόγοι ανακαλύπτουν και αναλύουν την υλική μαρτυρία. Η θεωρία παρέχει το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάζονται οι αρχαιολόγοι· προσδιορίζει την επι λογή μεθόδου, δίνοντας στην τελευταία ένα θεωρητικό υπόβαθρο, και είναι ιδιαί τερα χρήσιμη -μερικοί μάλιστα θα έλεγαν απαραίτητη- για τον έλεγχο της ερμη νείας της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Σύμφωνα με ορισμένους σύγχρονους αρχαιο λόγους, μέθοδος και θεωρία βρίσκονται σε μια στενή σχέση αλληλεξάρτησης και διαρκούς αλληλεπίδρασης, σε βαθμό τέτοιο που η Αρχαιολογία είναι ένας συνε χής διάλογος μεταξύ θεωρίας και πράξης. Μπορούμε, επομένως, τώρα να ορίσουμε τη (σύγχρονη) Αρχαιολογία ως τη «συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου». Το ενδιαφέρον για την οργανωμένη, πλήρη και τεκμηριωμένη, υπεύθυνη έρευ να και ερμηνεία και, γενικότερα, γνώση των υλικών καταλοίπων του ανθρώπινου παρελθόντος προσδίδει στη (σύγχρονη) Αρχαιολογία έναν αναμφισβήτητα επαγ γελματικό και επιστημονικό χαρακτήρα, πράγμα που τη διακρίνει σαφώς από τις ψευδοαρχαιολογίες και από τη θησαυροθηρία. Ας εξετάσουμε λοιπόν τώρα τι ακριβ(δς μελετά η Αρχαιολογία, καθώς και Π(δς και γιατί το μελετά, με άλλα λόγια ποιες είναι οι βασικές μέθοδοι και η προβληματική της.
84
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 2 Αναφέρετε τουλάχιστον πέντε χαρακτηριστικά της σύγχρονης Αρχαιολογίας (70 λέξεις). Στη συνέχεια, ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέχοντας στο κείμενο της ενότητας 2.3.
Δραστηριότητα 9/Κεφάλαιο 2
<Ι
��=-��=---------
Προσπαθήστε να αντιπαραβάλετε με επιγραμματικό τρόπο, σε όχι παραπάνω από 60-80 λέξεις, τα κύρια σημεία του μύθου και της πραγματικότητας περί Αρχαιολογίας. Ακολού θως, επιστρέψτε στις ενότητες 2.1 και 2.3 και ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας. Έχοντας αποκρυσταλλώσει μια άποψη σχετικά με το τι είναι η Αρχαιολογία, θα μπορέσετε να προχωρήσετε στη μελέτη των υπόλοιπων κεφαλαίων του τόμου αυτού.
85
Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό εξετάσαμε αρχικά τα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά του μύθου που επικρατεί στο ευρύ κοινό σχετικά με την Αρχαιολογία, δηλαδή α) της Αρχαιολογίας ως ρομαντικής περιπέτειας που διεξάγεται από ηρωικούς αρ χαιολόγους και οδηγεί πάντα σε θεαματικές ανακαλύψεις, β) της Αρχαιολογίας ως ταυτόσημης με την «ψευδοαρχαιολογία», γ) της Αρχαιολογίας ως σχετιζόμε νης με τις λαθρανασκαφές των αρχαιοκάπηλων και δ) της Αρχαιολογίας ως μιας καθαρά ανασκαφικής δραστηριότητας. Στη συνέχεια, είδαμε ότι οι διάφοροι μύθοι που επικρατούν για την Αρχαιο λογία προέρχονται από α) την αρχαιολατρία ή αρχαιογνωσία στην οποία έχει τις ρίζες της η Αρχαιολογία και ευθύνεται για την αντίληψη της ανασκαφής ως θη σαυροθηρικής δραστηριότητας, β) από τον τρόπο προβολής της Αρχαιολογίας στο κοινό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και γ) από τη στάση των ίδιων των αρχαιολόγων, τόσο παλαιών όσο και σύγχρονων - γενική αδιαφορία ενημέρωσης του κοινού, ερασιτεχνισμός και τυχοδιωκτισμός κατά τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες, προκατάληψη, μυθομανία και τάση για εντυπωσιασμό, συχνά προκει μένου να διεγερθεί το ενδιαφέρον και ο ενθουσιασμός της κοινής γνώμης. Ιlερνώντας στην πραγματικότητα, εκθέσαμε τα κύρια σημεία που προσδιορί ζουν την ταυτότητα της (σύγχρονης) Αρχαιολογίας: α) τη σπανιότητα των μεγά λων αρχαιολογικών ανακαλύψεων και την ενασχόληση μόνον ορισμένων αρχαιο λόγων σχεδόν αποκλειστικά με την ανασκαφή· β) την απουσία των στοιχείων του ρομαντισμού και του ηρωισμού στις αρχαιολογικές ανακαλύψεις· γ) το ενδιαφέ ρον των αρχαιολόγων για το γενικό πλαίσιο των αρχαίων υλικών καταλοίπων ως φορέων μιας πληθώρας πληροφοριών για το ανθρώπινο παρελθόν· δ) τον συστη ματικό χαρακτήρα της αρχαιολογικής ανασκαφής ως μιας ομαδικής δραστηριό τητας ειδικευμένων αρχαιολόγων που ενεργούν βάσει μιας «στρατηγικής» και ε) την έμφαση όχι πλέον στην αρχαιολογική ανακάλυψη αυτή καθαυτή, αλλά στη μελέτη των αρχαιολογικών δεδομένων (δηλαδή στην ανάλυση και την ερμηνεία τους) και, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στην αρχαιολογική θεωρία. Τέλος, αφού σημειώσαμε ότι η (σύγχρονη) Αρχαιολογία έχει μια πρακτική και μια θεωρητική πλευρά, καταλήξαμε στον ορισμό της Αρχαιολογίας ως της συστηματικής μελέτης των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου.
86
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Απάντηση στην Άσκηση Αυtοαξιολόγησης Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 1 Η ζητούμενη απάντηση είναι η Γ, διότι είναι η μόνη που αποδίδει τον πιο ουσιαστικό λόγο για τον οποίο οι λαθρανασκαφές αντιτίθενται στην Αρχαιολογία παρακωλύοντας το έργο της. Η απάντηση Α αναφέρεται περισσότερο στο τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή στο μεταγενέ στερο στάδιο του τι συμβαίνει όταν δεν δίνεται η δυνατότητα τα ευρήματα να εξετάζονται από αρχαιολογική σκοπιά. Η απάντηση Β δίνει αποκλειστική έμφαση σε αυτό καθαυτό τον καταστρεπτικό χαρακτήρα των λαθρανασκαφών. Η απάντηση Δ έχει, όπως και η Α, πιο γενικό χαρακτήρα και, σε αντίθεση με την Γ, αναφέ ρεται στα αποτελέσματα και όχι στις αιτίες.
Απάντηση στη Δρασtηριόtηtα Δραστηριότητα 3 Μια διάσημη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας είναι αυτή που έχει σχέση με τον «θησαυρό» των Αίδονιών. Τα Αϊδόνια είναι ένας αρχαιολογικός χώρος κοντά στην αρχαία Νεμέα, όπου ανακαλύφθηκε μυκηναϊκό νεκροταφείο με περίπου είκοσι τάφους. Στο νεκροταφείο αυτό έδρασαν αρχαιοκάπηλοι κατά τα έτη 1976 και 1977, με αποτέλεσμα όταν τελικά η Αρχαιο λογική Υπηρεσία διεξήγαγε επίσημες ανασκαφές, το 1978, μόνο δύο από τους τάφους να βρεθούν άθικτοι, ενώ οι υπόλοιποι είχαν συληθεί. Ήδη από το καλοκαίρι του 1977 μυκηνα κά αγγεία που είχαν εξαχθεί κρυφά από την Ελλάδα προερχόμενα από τα Αϊδόνια έκαναν την εμφάνισή τους στην αγορά αρχαιοτήτων του εξωτερικού, ενώ ένας πλούσιος θησαυ ρός από χρυσά κτερίσματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν μεγάλα χρυσά δαχτυλίδια με ανάγλυφες σκηνές μυκηναϊκού τύπου, κατέληξε στις ΗΠΑ, όπου και εκτέθηκε προς πώλη ση σε γκαλερί τέχνης της Νέας Υόρκης. Τελικά, ο θησαυρός αυτός επεστράφη στην Ελλά δα. Όμως, αποτελεί μόνον ένα μέρος από το πλούσιο περιεχόμενο των δεκαοκτώ συλημέ νων τάφων των Αίδονιών. Αλλά ακόμη και αν επαναπατριζόταν όλο το μυκηναϊκό υλικό που αφαιρέθηκε παράνομα από τα Αϊδόνια, πάλι αυτό δεν θα ήταν αρκετό, διότι θα επρόκειτο απλώς για αντικείμενα που αποχωρίστηκαν από το άμεσο περιβάλλον τους και που δεν πα ρουσιάζουν, επομένως, καμία αρχαιολογική αξία. Όπως συμβαίνει με κάθε αρχαιοκαπη λία, και στην περίπτωση αυτή η αληθινή τραγωδία είναι η απώλεια των αρχαιολογικών πλη ροφοριών που απορρέουν από τα αρχαία αντικείμενα. Μια άλλη γνωστή περίπτωση αρχαιοκαπηλίας, σχετικά πιο πρόσφατη, είναι αυτή που συ νέβη τον Απρίλιο του 1990, όταν 270 αντικείμενα εκλάπησαν υπό το φως της ημέρας από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου.
87
�U&i 23
biZJl&?FOO��;:�*'%:ί,�'¾@W;-φ>'»3�"%N¾�si§�g@.�c\!f:!��
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Ανδρόνικος Μ., Βεργίνα. Οι βασιλικοί τάφοι και άλλες αρχαιότητες, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984. Ζώης Α., Μα0ήματαΑρχαιολογίας. Από την εμφάνιση τον ανθρώπου ως τους αστι κούς πολιτισμούς τηςΑνατολής, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1980. Ζώης Α., Η αρχαιολογία στην Ελλάδα, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1990. Κουμανούδης Σ., Η ελληνική αρχαιολογία, Τυπογρ. «Κείμενα», Αθήνα 1984. Κωtσάκης Κ., «Σύγχρονη Αρχαιολογία. Ρεύματα και Κατευθύνσεις»,Αρχαιολο γία, τεύχος 20, Αύγουστος 1986. Λιανέρης Ν., Προβλήματα θεωρητικής αρχαιολογίας, εκδ. Πολίτης, Αθήνα 1983. Νtαίνικεν φον Ε., Επιστροφή στα άστρα. Επιχειρήματα για το ακατόρθωτο, μτφρ. Δ. Σιδερίδου, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1970. Νtαίνικεν φον Ε., Όταν ήρθαν οι Θεοί. 11Αυγούστου 3114 π.Χ, μτφρ. Φ. Κυρια ζόπουλος-Γ. Κότης, εκδ. Notos, Αθήνα 1985. Χουρμουζιάδης Γ.,Λόγια από χώμα, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 1999. Etienne R., Etienne F.,Αρχαία Ελλάδα. Η αρχαιολογία μιας ανακάλυψης, μτφρ. Λ. Παπαλάσκαρη-Γ. Γέρμνας, εκδ. Δεληθανάση, Αθήνα 2000. Renfrew C., Bahn Ρ. ( επιμ.),Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001. St. Clair W., Ο λόρδος Έλγιν και τα Μάρμαρα, μτφρ. Μ. Περεντάκου-Cοοk, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999. Traill D., Ο Σλίμαν της Τροίας: θησαυρός και απάτη, μτφρ. Κ. Κουνινιώτη, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1996.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bahn P.,Archaeology. Α Veιy 5hort Introductίon, Oxford University Press, Οξφόρδη 1996a. Bahn Ρ. (επιμ.), Cam bridge Il lus t rated Hίs tory of Archaeol ogy, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1996b. Bernal Μ., BlackAthena: The Afι-oasiatic Root8 of Classical Cίvilization, Vol. 1, The Fabn·catίon ofAncίent Greece 1785-1985, Free Association Books, London/Rutgers University Press, New Brunswick 1987. Bernal Μ., BlackAthena: The Afroa.siatic Root:-.· of Cla.s·sical Cίvilization, Vol. 2, The Archaeologίcal and Documentary Evidenc e, Free Association Books, London/ Rutgers University Press, New Brunswick 1987. Duchene Η., The Golden T1·ea.sures of T roy. T/1e Dream of Heinrich 8chlίemann. Thames and Hudson, Λονδίνο, Harry Ν. Abrams, Νέα Υόρκη 1996. Etienne R., Etienne F ., The 5 earch for Ancίeιιt Greece, Thames and Hudson, London, and Harry Ν. Abrams, New York, 1992.
88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Evans Α., The Palace ofMίnos at Knossos, vol. ΠΙ, Macmillan and Co., Λονδίνο 1930. Fagan Β. Μ., In the Begίnnίng. An Introduction to Archaeology, Longman, Καλιφόρ νια 1997. FarnouxA.,Κnossσs. Unearthίng aLegend, HarryN. Abrams, Νέα Υόρκη 1996. Hancock G., Fίngerprints of the god.'ί: α quest fοι· the begίnnίng and the end, Heinemann, Λονδίνο 1995. Hitching F., Earth Magίc, Cassell, Λονδίνο 1976. Lefkowitz M.R., MacLean Rogers G., BlackAthena Revisited, The University of North Carolina Press, Chape1 Hill και Λονδίνο 1996. McDonald W.A., Progress ίnto the Past. The Redίscovery ofMycenaean Cίvίlίzation, Indiana University Press, Bloomington 1967. Orliac C., Orliac Μ., The Sίlent Gods. Mysterίes ofEaster Island, Thames and Hudson, Λονδίνο 1995. Schliemann Η., Ithaque, le Peloponnese, Troie. Recherches archeologίques, Reinwald, Παρίσι 1869. Schliemann Η., Trojanίsche Altertumer. Berίcht uber dίe Ausgrabungen ίn Troja, F.A. Brockhaus, Leipzig 1874. Schliemann Η., Troy and its Remaίns, John Murray, Λονδίνο 1875. Schliemann Η., Ilίos: the Cίty and Countιy ofthe Trojans, John Murray, Λονδίνο 1880. S harer R., Ashmore W., Fundamentals ofArchaeology, Benjamin/Cummings, Καλι φόρνια 1979. Stefoff R., Finding theLost Cίtίes. The GoldenAge ofArchaeology, British Museum Press, Λονδίνο 1997. Thomas D. H.,Archaeology, Holt, Rinehart and Winston, Orlando 1989. Trigger Β. G.,A Hί.'ίtory ofArchaeologίcal Thought, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1989. Vermeule Ε.Τ., «The World Turned Upside Down», στο Lef kowitz M.R., MacLean. Rogers G., BlackAtlιena Revίsίted, The University of North Carolina Press, Chapel Hill και Λονδίνο 1996, σ. 269-279. Wheeler M.,Archaeologyfrom the Earth, Oxford University Press, Οξφόρδη 1954.
89
H��&iH �]Η
Zii!Ulffi�
;
§] �dkW::¾Ji&@��k����'¾-]�f;-%tft:wt¼��-%f<'L����ill!
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ 1. Ζώης Α., Μαθήματα Αρχαιολογίας. Από την εμφάνιση του ανθρώπου ως τους αστικούς πολιτισμούς της Ανατολής, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1980. Μια ενδιαφέρουσα συλλογή κειμένων από πανεπιστημιακές παραδόσεις του συγ γραφέα, που πραγματεύεται ορισμένα βασικά θέματα της Αρχαιολογίας. Ιδιαίτε ρα συναφές με το κεφάλαιό μας είναι το κεφάλαιο 1 του βιβλίου ( «Η έννοια της Αρχαιολογίας»). 2. Χουρμουζιάδης Γ., Λόγια από χώμα, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 1999.
Μια πολύ πρωτότυπη και φιλική προς τον αναγνώστη γενική επισκόπηση της ου σίας της Αρχαιολογίας, της ορολογίας της, των μεθόδων και των προβλημάτων της. 3. Renfrew C., Bahn Ρ. (επιμ.),Λρχαιολογία. θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, μτφρ. 1. Καραλή-Γιαvvακοπούλου, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001.
Ένα εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο, πλήρως εμπεριστατωμένο και με πλούσια ει κονογράφηση, που περιγράφει με αναλυτικό και έγκυρο τρόπο την ιστορία, τις με θόδους και τη θεωρητική πλευρά της Αρχαιολογίας.
90
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Αλ. Κουκουζέλη
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να αναπτύξει την έννοια της αρχαιολογικής μαρτυρίας και να παρουσιάσει τις βασικές αρχές που διέπουν την αρχαιολογία ως επιστημονικό κλάδο.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • ορίζετε την έννοια της αρχαιολογικής μαρτυρίας και να περιγράφετε τις βα σικές μορφές και τη φύση της • περιγράφετε τους καθοριστικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την αρχαι ολογική μαρτυρία, δηλαδή τους παράγοντες διάπλασης και τους παράγοντες μετάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας • εξηγείτε τις βασικές αρχές που διέπουν την αρχαιολογία, δηλαδή τις αρχές της συσχέτισης και της επαλληλίας, καθώς και την έννοια και τη σημασία του αρχαιολογικού πλαισίου και της στρωματογραφίας.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• • • • • • • • • • • • • • • •
Έννοιες Κλειδιά
Αρχαιολογική μαρτυρία Αρχαιολογικά δεδομiνα Τέχνεργα Οικοδεδομένα Αρχαιολογικές θέσεις Παράγοντες διάπλασης αρχαιολογικής μαρτυρίας Παράγοντες μετάπλασης αρχαιολογικής μαρτυρίας Αρχαιολογικό πλαίσιο Πρωτογενές αρχαιολογικό πλαίσιο Δευτερογενές αρχαιολογικό πλαίσιο Περίβλημα, προέλευση, συσχέτιση αρχαιολογικών δεδομένων Αρχή της συσχέτισης Αρχή της επαλληλίας Στρώμα ή απόθεση Διαστρωμάτωση Στρωματογραφία
91
Εισαγωγικtς Παρατηρήσεις
92
�JΦiC\&Ύ
--��---------------------------------
Στο σημείο αυτό της μελέτης σας θα διερωτάστε από τι ακριβώς αποτελείται η αρχαιολογική μαρτυρία και ποιες είναι οι βασικές αρχές που διέπουν την αρχαιο λογία ως επιστημονικό κλάδο. Στο κεφάλαιο αυτό θα προσπαθήσουμε να απαντή σουμε στα δύο αυτά ερωτήματα μέσα από τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα εξηγεί τι ακριβώς είναι η αρχαιολογική μαρτυρία. Η δεύτερη ενότητα ασχολείται με τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Η τρίτη ενότητα εκθέτει τις βασικές αρχές της αρχαιολογίας. Ας σημειωθεί ότι για ορισμένες εικόνες του κειμένου θα χρειαστεί να ανατρέ χετε στο Προτεινόμενο Βιβλίο των Renfrew C., Bahn Ρ., Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές (μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου), εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001. [Η παραπομπή στις εικόνες του βιβλίου αυτού θα γίνεται ως εξής: R&B: (σελίδα).]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα3.1
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ 3.1.1
Τι είναι αρχαιολογική μαρτυρία;
3.1.2
Οι βασικές μορφές της αρχαιολογικής μαρτυρίας
«Αρχαιολογική μαρτυρία» είναι ο γενικός όρος που δίνεται στο σύνολο των αρχαιολογικών δεδομένων. Ένας άλλος ισοδύναμος γενικός όρος, που χρησιμο ποιείται συχνά, είναι «αρχαίος υλικός πολιτισμός», διότι τα αρχαιολογικά δεδομέ να περιλαμβάνουν όλα τα υλικά 1 κατάλοιπα της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφο ράς - από τα πιο μικρά (π.χ. ένα σπασμένο αγγείο, ένα εργαλείο) έως τα πιο επι βλητικά (π.χ. ένας μνημειώδης ναός ή τάφος) και από τα πιο ταπεινά (π.χ. αδιακό σμητα αγγεία, ακτέριστοι τάφοι, πασσαλόπηκτες κατοικίες) έως τα πιο πλούσια (π.χ. σκεύη από πολύτιμα μέταλλα, βασιλικοί τάφοι ή ανάκτορα). Από τη στιγμή που ανακαλύπτονται και καταγράφονται από τους αρχαιολόγους, ως μέρος της έρευνας που διεξάγουν στο πεδίο, τα κατάλοιπα αυτά μετατρέπονται σε αρχαιολο γικά δεδομένα. Επομένως, αρχαιολογική μαρτυρία είναι όλα τα υλικά κατάλοιπα της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφοράς που καταγράφονται από τους αρχαιολόγους.
Οι βασικές μορφές της αρχαιολογικής μαρτυρίας, με άλλα λόγια οι κύριες κα τηγορίες των αρχαιολογικών δεδομένων ή των αρχαίων υλικών καταλοίπων, είναι οι εξής: α) τέχνεργα, β) κατασκευές, γ) κτίσματα, και δ) οικοδεδομένα. Ειδικότε ρα: α) Τα τέχνεργα είναι κινητά ευρήματα, αντικείμενα επεξεργασμένα ή τροποποιη μένα από τον άνθρωπο, όπως εργαλεία, όπλα, αγγεία, αγάλματα κ.λπ. Αποτελούν μια βασικότατη πηγή πληροφοριών για την αρχαιολογία. β) Οι κατασκευές είναι μη κινητά ευρήματα, κατασκευασμένα ή τροποποιημένα από τον άνθρωπο, τα οποία δεν είναι δυνατόν να αποσπασθούν ακέραια από το έδαφος χωρίς τον κίνδυνο να καταστραφούν, όπως πηγάδια, αυλάκια, εστίες, βω1 Υπογραμμ[ζουμε τη λέξη υλικά, διότι εκτός από την υλική πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφοράς υπάρχει και η άλλη, εξίσου σημαντική, συμβολική πλευρά, που δεν αφήνει καμία άμεση, απτή μαρτυ ρία. Οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να κατανοήσουν τα συμβολικά νοήματα που απέδιδαν οι αρχαίοι άνθρωποι στα υλικά αντικείμενα του πολιτισμο1J τους μέσα από τη μελέτη των ίδιων των υλικών κατα λοίπων (βλ. ενότητα 6.4). Ένα υλικό κατάλοιπο μπορεί να θεωρηθεί προϊόν της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφοράς, όταν η θέση του ή οποιοδήποτε άλλο από τα χαρακτηριστικά του δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν ως αποτέλεσμα της ενέργειας των φυσικών δυνάμεων.
93
��
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1
��}��t%wρ�
μοί, κτισtά κιβώτια και έδρανα, τάφοι, λάκκοι (αποθηκευτικού χαρακτήρα, απορ ριμμάτων κ.λπ.), οπές πασσάλων, τάφροι (οχυρωματικοί, θεμελίωσης κ.ά.). γ) Τα κτίσματα είναι αρχιτεκτονικά κατάλοιπα όλων των ειδών, όπως κατοικίες, εργασtήρια, ανάκτορα, δημόσια κτίρια, ναοί, μνημειιδδη ταφικά οικοδομήματα. Αποτελούν μια άλλη σημαντικότατη πηγή πληροφοριών για την αρχαία πολιτισμι κή συμπεριφορά. Όταν δεν αναγνωρίζονται από υπαρκτά ερείπια (κυρίως τοιχο ποιίες, που συνίσtανται από λιθοδομή ή/και ωμές πλίνθους), οι κατοικίες, που θα πρέπει να ήταν χτισμένες από ευτελή υλικά (πασσάλους, κλαδιά ή καλάμια, σε συνδυασμό ή όχι-με πηλό), φανερώνονται από περιγράμματα δαπέδων και από τα σκοτεινά σημάδια που αφήνουν σtο έδαφος οι τάφροι θεμελίωσης, οι οπές πασ σάλων κ.λπ. · όταν τα οργανικά υλικά που περιείχαν έχουν αποσυντεθεί άλλου εί δους κατασκευές ενδεχομένως από το εσωτερικό του κτιρίου (εστίες, έδρανα κ.λπ.) συμπληρώνουν την όλη εικόνα. δ) Τα οικοδεδομένα είναι διάφορα οργανικά κατάλοιπα από το φυσικό περιβάλ λον, που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με την αρχαία πολιτισμική συμπεριφορά, όπως κατάλοιπα αρχαίας χλωρίδας και πανίδας (π.χ. οσtά ζώων, κοχύλια, κάρ βουνο ή σtάχτη, σπόροι και καρποί, γύρη και άλλα φυτικά κατάλοιπα), εδάφη και ιζήματα (π.χ. άμμος ή πηλός που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλι κό), μεταλλεύματα (π.χ. μια ποσότητα μεταλλεύματος που είχε μεταφερθεί σε ένα αρχαίο κέντρο επεξεργασίας μετάλλου).
11>
Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 3 Ανατρέξτε στη κάτοψη της αρχαίας κατοικίας που απεικονίζεται στο βιβλίο R&B: 536 και κάντε έναν κατάλογο που θα περιέχει τρία τέχνεργα, μια κατασκευή, ένα κτίσμα και ένα οι κοδεδομένο. Κατόπιν, κάνετε το ίδιο χρησιμοποιώντας την αναπαράσταση του ανακτόρου της Πύλου στο R&B: 498. Θα βρείτε τις δικές μας ενδεικτικές απαντήσεις στο Παράρτη μα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Τα είδη των αρχαιολογικών δεδομένων που μόλις περιγράψαμε κατανέμονται σtην επιφάνεια της Γης σε εξαιρετικά μεταβλητές πυκνότητες. Τα μέρη όπου τα αρχαιολογικά δεδομένα απαντώνται σε υψηλές πυκνότητες ονομάζονται αρχαιο λογικiς θέσεις. Εφόσον οι αρχαιολογικές θέσεις είναι όλα εκείνα τα μέρη που φέ ρουν ίχνη της αρχαίας ανθρώ3"Ι;ινης δραστηριότητας και συμπεριφοράς, είναι επό μενο αυτές να ποικίλλουν πολύ σε περιεχόμενο, λειτουργία, μέγεθος, μορφή και διάρκεια χρήσης. Όσον αφορά το περιεχόμενο, είναι δυνατόν να αποτελούνται μόνον από μία από τις κατηγορίες αρχαιολογικό)ν δεδομένων που αναφέρθηκαν έως εδώ (δηλαδή ένα σύνολο τεχνέργων, κτισμάτων κ.λπ.) ή από οποιονδήποτε συνδυασμό των κατηγοριών αυτών. Όσον αφορά τη λειτουργία, οι αρχαιολογικές θέσεις μπορούν να διακριθούν σε οικισμούς (π.χ. R&B: 525), σπήλαια και βραχο σκεπές, καταυλισμούς, τελετουργικά κέντρα ή ιερά, ταφικές θέσεις ή νεκροτα φεία, και θέσεις με εξειδικευμένες λειτουργίες ( εμπορικές θέσεις ή αλλιώς «εμπορεία», σtρατιωτικές εγκατασtάσεις, λατομεία, μεταλλεία, διαφόρων ειδών εργασtήρια κ.λπ.). Ως προς το μέγεθος και τη μορφή, μια αρχαιολογική θέση μπο ρεί να αντιπροσωπεύεται εξίσου από έναν.ολόκληρο οικισμό και από ένα μεμο-
94
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νωμένο μνημείο ή άλλο κτίσμα, ή ακόμη και από μερικά αγγεία ή εργαλεία. Όσον αφορά πιο ειδικά τους οικισμούς, όταν αυτοί δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι και τα όριά τους δεν είναι σαφώς καθορισμένα (από οχυρωματικά τείχη, τάφρους, πε ριβόλους, από την εμφανή τοπογραφική τους θέση -π.χ. λόφος, ακρωτήριο- κ.λπ.) ή όταν δεν χαρακτηρίζονται από σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, είναι δυνα τόν να αναγνωριστούν από την κατανομ11 και την πυκνότητα των υλικών καταλοί πων τους στο χώρο. Ως προς τη διάρκεια χρήσης, υπάρχουν αρχαιολογικές θέσεις που χρησιμοποιήθηκαν για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (από μερικές ώρες έως μερικούς μήνες), άλλες που διήρκεσαν για μία ή περισσότερες γενεές και άλλες που χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένως (εκτός ενδεχομένως από πε ριόδους εγκατάλειψης) για αιώνες ή ακόμη και χιλιετίες.
Παράδειγμα 1 Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αλλεπάλληλης χρήσης μιας θέσης είναι. οι διάφοροι τεχνητοί γήλοφοι, γνωστοί ως μαγούλες ή τούμπες, που απαντά κανείς στη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία και είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών φάσε ων κατοίκησης, που καλύπτουν πολλές εκατοντάδες αιώνων έως ακόμη και χι λιετίες. Ο αντίστοιχος τύπος γηλόφου στη Μικρά Ασία και στην Εγγύς ή Μέση Ανατολή είναι γνωστός ως tell (π.χ. R&B: 301).
Οι αρχαιολογικές θέσεις αποτελούν βασικές μονάδες έρευνας στην αρχαιολογία και ποιJ,ές αρχαιολογικές μελέτες στις μέρες μας εξακολουθούν να διεξάγονται στο επίπε δο μεμονωμένων θέσεων. Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, έχει διαπιστωθεί μια όλο και πιο έντονη τάση να μελετώνται οι αρχαιολογικές θέσεις ως μέρος του ευρύτερου φυσι κού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκαν, με αποτέλεσμα να δίνεται έμφαση σε μεγαλύτε ρες και πιο περιεκτικές μονάδες έρευνας, τις (αρχαιολογικές) γεωγραφικές πεeιοχές. Μια (αρχαιολογική) γεωγραφική περιοχή περιλαμβάνει μια σειρά από αρχαι ολογικές θέσεις. Πρόκειται για μια σαφώς οριοθετημένη (με βάση εμφανή τοπο γραφικά στοιχεία όπως θάλασσα, όρη, ποτάμια κ.λπ.) γεωγραφική έκταση, η οποία κατά το παρελθόν αποτελούσε ταυτόχρονα μια σαφώς καθορισμένη οικο λογική και πολιτισμική έκταση, διότι ικανοποιούσε τις ανάγκες διαβίωσης και τις πολιτισμικές ανάγκες ενός συνόλου από αλληλένδετες ανθρώπινες κοινωνίες.2
�-�----------
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 /Κεφάλαιο 3
Κάντε έναν κατάλογο με τις βασικές κατηγορίες της αρχαιολογικής μαρτυρίας και τα κύ ρια χαρακτηριστικά τους, παραθέτοντας για καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές τουλάχι στον ένα παράδειγμα. Στη συνέχεια, επιστρέψτε στην προηγούμενη υποενότητα και ελέγ ξτε την ορθότητα των απαντήσεών σας.
2 Ο ακριβής καθορισμός των γεωγραφικών, οικολογικών και πολιτισμικών ορίων μιας αρχαιολογικής γεωγραφικής περιοχής αποτελεί ένα από τα αντικείμενα της αρχαιολογικής έρευνας και, πιο ειδικά, του κλciδου εκε[νου της αρχαιολογι'ας που είναι γνωστcfς ως «Αρχαιολογία του τοπίου».
95
�
3.1.3
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1
�§l'm%%00ί�YWlliW$W&?&!{'tQ,1$�Wf$(!1W:Wi&σιmfWlm:1®%Ά'WWW¾1@*00iWi'&fOOWlli%WI.mrmrw@ι¾'tWh�
Η φύση της αρχαιολογικής μαρτυρίας: απλή ή σύνθετη;
Στην παραδοσιακή Αρχαιολογία επικράτησε για πολύ καιρό η αντίληψη ότι η αρχαιολογική μαρτυρία είναι απλή και ότι αντικατοπτρίζει πιστά την αρχαία αν θρώπινη συμπεριφορά και τις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη και συγκεκριμένα φυ λετικά στοιχεία ή εθνότητες. Η θεωρία αυτή δεν είναι πλέον αποδεκτή στις μέρες 3 μας. Αντίθετα, πιστεύεται ότι η αρχαιολογική μαρτυρία, στην πραγματική της φύ ση, είναι πολυσύνθετη, πολλές φορές μάλιστα παραπλανητική, και δεν πρέπει πο τέ να εκλαμβάνεται με τη φαινομενική της αξία, διότι είναι το αποτέλεσμα μιας 4 σειράς παραγόντων οι οποίοι την επηρέασαν καθοριστικά σε διάφορα στάδια.
3 Η προβληματική η οποία αφοριi το τι ακριβώς αντιπροσωπεύει στη θεωρητική αρχαιολ ία ο αρχαί ογ ος υλικός πολιτισμός εξετάζεται στο κεφάλαιο 6. 4 Η θεωρία ότι η αρχαιολ ική μαρτυρία διέπεται από μια σειρά καθοριστικών παραγόντων προτά ογ θηκε αρχικά στο πλαίσιο της Νέας ή Διαδικαστικής Αρχαιολογίας (βλ. ενότητα 6.3) και, συγκεκριμέ να, στον κλάδο εκείνο της αρχαιολογίας που ονομάστηκε <'2:υμπεριφορική Αρχαιολογία» (Behavίoral Archaeology) από τον ιδρυτή της Michael Schiffer. Ο Schiffer και οι συνεργάτες του προσπάθησαν να μελετήσουν τη μεγάλη μεταβλητότητα των παραγόντων αυτών. Βασίστηκαν στην «Πειραματική Αρ χαιολογία» και στην «Εθνοαρχαιολογία» (βλ. κεψiλαιο 5) για να κατασκευάσουν διάφορα θεωρητικά πρότυπα (models) και να διατυπώσουν τελικά μια σειρά από επιστημονικούς «νόμους» για τους τρό πους διαμόρφωσης της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Σήμερα, η θεωρία του Schiffer θα μπορούσε να δι ευρυνθεί και να εμπλουτισθεί λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις προτάσεις της Μεταδιαδικαστικής Αρ χαιολογίας (βλ. ενότητα 6.4).
96
__________________,,,,, -�Gffi"�
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα3.2
ΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ Η αναγνώριση της ύπαρξης μιας σειράς παραγόντων που επιδρούν σι:η διαμ6ρ φωση της αρχαιολογικής μαρτυρίας περιπλέκει πολύ το έργο της κατανόησης και ερ μηνείας της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφοράς με βάση την αρχαιολογική μαρτυ ρία. Είναι, συνεπώς, ζωτικής σημασίας οι αρχαιολ6γοι να λαμβάνουν υπόψη τους πα ράγοντες αυτούς κατά τη μελέτη των αρχαιολογικό>ν θέσεων. Πρέπει να είναι σε θέ ση να γνωρίζουν πώς ακριβώς διαμορφώθηκαν οι διάφορες αρχαιολογικές θέσεις που εξετάζουν και ποιες ήταν οι συνθήκες κάτω απ6 τις οποίες υπήρξαν αυτές διαμέ σου του χρόνου μέχρις ότου μετατραπούν σι:ο σύνθετο σώμα υλικών με τη διάταξη κατά σι:ρώματα που ανακαλύπτει η αρχαιολογικ11 έρευνα (εικ.1 και R&B: 104, 117).
ν ΙV ltl 11
ΦΥΣΙΚΟΣ ΒΡΑΧΟΣ ΑΓΟΝΟ ΠΑΡΘΈΝΟ
t',· .: XQ �-� -
ΚΛΙΜΑΚΑ: Ο, 01 "'' � 2 • !JO
ΑΜΜΩΔΕΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ
���
ς• r,';,
.....
ο./ίη "'·
ww J
ΟΣΤΡΑΚΑ
ΧΑΛΙΚΩΔΕΣ ΓΈΜΙΣΜΑ
ΣΤΡΩΜΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
ΧΑΛΑΡΟΧΩΜΑ
ΣΤΡΩΜΑ ΕΚΤΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΣΤΑΧΤΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ • : � ΑΓΟΝΟ ΙΙΑΡΘΕΝΟ � �ΧΩΜΑ
c-
-=
ΔΑΙΙΕΔΟ ΑΙΙΟ ΙΊΑΤΙΙΜΕΝΟ ΧΩΜΑ ΙΙΑΝι1 ΑΙΙΟ ΧΑΛΙΚΩΔΕΣ ΓΕΜΙΣΜΑ ΑΜΜΩΔΕΣ ΣΤΡΩΜΑ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ
Ε· ::.'.":J, ΙΙΑΣΣΑΛΩ ΔΑΙΙΕΔΟΣ ΑΙΙΟ ΙΙΛΙΝΘΟΥΣ ΜΕ ΟΙΙΕΣ Ν .. '·;::::.;
Εικόνα 1 Παράδειγμα βαθιάς στρωματογραφικής τομής με χρήση κωδικοποιημένων συμβόλων για το χαρακτηρισμό της σύστασης των στρωμάτων
Ιlηγή: Προσαρμογή από Joukowϊky, 1980, εικ. 7-5
97
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
@#Wf������Mi������11:1fJ11Ώt"'M'Nl-&:tw.tW��HiliMt��ρ*\"¾��"),.�!�$3.illi
Ας δούμε τώρα τους διάφορους παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση των αρχαιολογικών θέσεων και γενικότερα της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Σύμ φωνα με τη σειρά με την οποία δρουν, οι παράγοντες αυτοί διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: παράγοντες διάπλασης και παράγοντες μετάπλασης.
3.2.1
Παράγοντες διάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας
Οι παράγοντες διάπλασης παίζουν σημαντικότατο ρόλο στη διαδικασία διαμόρ φωσης μιας αρχαιολογικής θέσης, διότι ευθύνονται για την αρχική ή «πρωτογενή» απόθεση των αρχαίων υλικών καταλοίπων. Έχουν σχέση αποκλειστικά με την αρ χαία ανθρώπινη συμπεριφορά, με άλλα λόγια είναι πολιτισμικοί ή ανθρωπογενείς. Η ανθρώπινη συμπεριφορά αφήνει τα σημάδια της στα αρχαία υλικά κατάλοιπα μέ σα από μια μεγάλη ποικιλία από δραστηριότητες, τόσο λειτουργικές όσο και συμβο λικές (πρβλ., αντίστοιχα, «Διαδικαστική» και «Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία», ενότητες 6.3 και 6.4). Οι δραστηριότητες αυτές συνοψίζονται σtον Πίνακα 1.
Πίνακας 1 Πολιτισμικοί παράγοντες διάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας • Δραστηριότητες που σχετίζονται με τα τρία κύρια στάδια στον κύκλο ζωής των τεχνέργων, κατασκευών κ.λπ.: κατασκευή-χρήση-απόρριψη. Τέχνεργα, κατασκευές κ.λπ. μπορούν να γίνουν μέρος της αρχαιολογικής μαρτυρίας σε οποιοδήποτε από τα τρία προηγούμενα στάδια της ύπαρξής τους (π.χ. R&B: 51). • Τελετουργικές δραστηριότητες, κατά τις οποίες τέχνεργα, κατασκευές κ.λπ. αποτίθενται για τελετουργικούς σκοπούς (π.χ. ως μέρος της τελετής θεμελίωσης ενός κτίσματος, συνήθως μέσα σε κρύπτες, ή ως αναθήματα, δηλαδή αφιερώματα, σε ναούς, R&B: 527). • Δραστηριότητες απόκρυψης με σκοπό τη διασφάλιση πολύτιμων τεχνέργων (π.χ. νομισμάτων, R&B: 190) ή οικολογικόw καταλοίπων (π.χ. τροφών). • Δραστηριότητες ενταφιασμού νεκρών, που έχουν αποτέλεσμα την από θεση ταφών ή καύσεων ή άλλων μορφών ταφής (π.χ. R&B: 421). Για την κατανόηση και την όσο το δυνατόν πιο σωσtή ερμηνεία των αρχαιολο γικών δεδομένων και της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφοράς σε μια αρχαιολογι κή θέση είναι πρωταρχικής σημασίας να μπορούν οι αρχαιολόγοι να προσδιορί σουν ποια ή ποιες ακριβώς από τις προαναφερθείσες δραστηριότητες, που είναι υπεύθυνες για την αρχική απόθεση των αρχαίων υλικών, έχει «αποτυπωθεί» σtα τέχνεργα κ.λπ. της θέσης. Όμως, αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό, όπως φαίνεται από το ακόλουθο παράδειγμα.
98
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Παράδειγμα 2 Το τεράστιο και σημαvrικότατο κτίριο του 10ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκε στη περιοχή «Τούμπα» της θέσης Λευκαvrί στην Εύβοια (εικ. 2). Το κτίριο αυτό, που ήταν καλυμμένο με τύμβο, περιέκλειε στο κέvrρο του μια πλούσια διπλή ταφή - ενός πολεμιστή και μιας γυναίκας, καθώς και τεσσάρων αλόγων. Το εσωτερικό του κτιρίου περιείχε διάφορες κατασκευές οικιακού χαρακτήρα (αποθηκευτικούς λάκκους, ιπνούς κ.λπ.), που όμως δεν έφεραν σημάδια χρήσης. Το δάπεδο του κτιρίου έδωσε ελάχιστα κινητά ευρήματα ή τέχνεργα, ενώ υπήρχαν σημάδια δια φόρων οικοδομικών εργασιών και κατάρρευσης τοίχων. Είναι σαφές ότι το κτίριο εγκαταλείφθηκε ξαφνικά, αφού πρώτα κατεδαφίστηκε. Αλλά ποιο στάδιο (κατα σκευής; χρήσης; απόρριψης;) απεικονίζει η κατάσταση στην οποία ανακαλύφθη κε; Σύμφωνα με μια πρώτη θεωρία, τα κατάλοιπα του κτιρίου αvrιπροσωπεύουν το στάδιο χρήσης του (είτε ως ηρώου προς τιμήν του νεκρού πολεμιστή, είτε ως κα τοικίας του τελευταίου, αρχικά, και ως ηρώου αργότερα). Σύμφωνα με μια δεύτερη θεωρία, έχουμε να κάνουμε με το στάδιο απόρριψής του (και, πιο ειδικά, της σκό πιμης κατεδάφισής του αμέσως μετά την κατασκευή του, σύμφωνα με κάποια, ομολογουμένως παράξενη, νεκρική τελετή). Σύμφωνα, όμως, με μια τρίτη θεωρία, το κτίριο εγκαταλείφθηκε στο στάδιο κατασκευής του, πριν προλάβει να κατοικη θεί από τον ιδιοκτήτη του πολεμιστή και ηγεμόνα (που πέθανε και ακολούθως ενταφιάστηκε μέσα σε αυτό) και από την πολυμελή οικογένειά του.
Εικόνα 2 Το κτίριο της Τούμπας στοΛευκαντίΕύβοιας Ιlηγή: Popham, Kalligas και Sackett, 1993, εικ.38, © The Britίsh 8chool atAthens
Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 3 Με βάση τον Πίνακα 1 και επιστρατεύοντας τη φαντασία σας ή χρησιμοποιώντας τις γνώ σεις και τις εμπειρίες σας, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε τον τρόπο με τον οποίο θα μπο ρούσε να διαμορφωθεί μια αρχαιολογική θέση κάτω από την επίδραση υποθετικών πολιτι σμικών παραγόντων διάπλασης.
99
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
�illα"m'��������"tiW1W'n.if&\;i{�'\a"i:&'a31:WU�1¾'&����-�
Αναφερθήκαμε μέχρι τώρα στους παράγοντες διάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Ας δούμε τώρα τους παράγοντες μετάπλασης.
3.2.2
Παράγοντες μετάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας
Οι παράγοντες μετάπλασης ευθύνονται για την τελική μορφή της αρχαιολογι κής μαρτυρίας. Επεμβαίνουν στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή της πρωτογενούς απόθεσης των αρχαίων υλικών καταλοίπων σε μια αρχαι ολογική θέση έως τη στιγμή της ανακάλυψής τους από τους αρχαιολόγους, καθο ρίζοντας το βαθμό στον οποίο αυτά θα καταστραφούν ή θα αλλάξουν μορφή, πε ριεχόμενο, ακόμη και λειτουργία ή θέση και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό «δευτερογενείς» αποθέσεις. Είναι επομένως σε θέση να περιπλέξουν και να δια στρεβλώσουν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της αρχικής απόθεσης της μαρτυρίας του παρελθόντος. Οι παράγοντες μετάπλασης είναι δύο ειδών: α) πολιτισμικοί και β) περιβαλλοντικοί. α) Ιlολιτισμικοί παράγοντες μετάπλασης Οι πολιτισμικοί παράγοντες μετάπλασης σχετίζονται με την ανθρώπινη λει τουργική ή/και συμβολική συμπεριφορά. Είναι σε θέση να προκαλέσουν τη φθορά της αρχαιολογικής μαρτυρίας μέσα από (αρχαίες ή σύγχρονες) δραστηριότητες επαναχρησιμοποίησης ή διαταραχής των υλικών καταλοίπων στις πρωτογενείς τους αποθέσεις. Οι παράγοντες αυτοί είναι, όμως, επίσης σε θέση, αν και σπανιό τερα, να ευνοήσουν τη συντήρηση της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Οι πολιτισμικοί παράγοντες μετάπλασης συνοψίζονται στον Ιlίvακα 2.
Πίνακας 2 Πολιτισμικοί παράγοντες μετάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας Ιlαράγοvτες φθοράς - Δραστηριότητες επαναχρησιμοποίησης των υλικών καταλοίπων στις πρω τογενείς αποθέσεις τους: ολική ή μερική «ανακύκλωση» αρχαίων κτισμά των, τεχνέργων, κατασκευών, οικοδεδομένων ή απορριμμάτων σε μια θέση, από τους ίδιους ή άλλους χρήστες, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, για λειτουργικούς ή συμβολικούς σκοπούς (π.χ. R&B: 568-569). - Δραστηριότητες διαταραχής των υλικών καταλοίπων στις πρωτογενείς αποθέσεις τους: επιφανειακή ή πλήρης διαταραχή τεχνέργων, κτισμάτων κ.λπ. από αρχαίους ή σύγχρονους ανθρώπους, η οποία προκαλείται από πο δοπάτημα, οικοδομικές δραστηριότητες (π.χ. R&B: 104), άροση, εκμετάλ λευση λατομείων και ορυχείων, βιομηχανικές εργασίες, λαθρανασκαφές,
100
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πολεμικές καταστροφές ή άλλες βίαιες ιστορικές πράξεις (6πως η damnatίo memorίae5) κ.ά. Παράγοντες συντήρησης -Περιπτώσεις μουμιοποίησηςτων νεκρών (π.χ. R&B: 446) -Περιπτώσεις εμπρησμού, αφού η φωτιά ψήνει και, επομένως, συντηρεί διάφορες οργανικές ύλες και αντικείμενα απ6 ωμ6 πηλ6 (π.χ. R&B: 190).
Παράδειγμα 3 Μερικά από τα πολύτιμα αντικείμενα που βρέθηκαν στον τάφο του πολεμι στή και της γυναίκας που τον συνόδευε στο εσωτερικό του κτιρίου της Τούμπας στο Λευκαντί (βλ. Παράδειγμα 2} ήταν επαναχρησιμοποιημένα και «εξωτικής» προέλευσης - από την Κύπρο και την Εγγύς Ανατολή. Όταν αποτέθηκαν, είχαν ήδη μια διάρκεια ζωής αρκετών αιώνων, μέχρι και χιλιετίας, και επομένως είτε ήταν οικογενειακά κειμήλια είτε αποκτήθηκαν διαμέσου ανταλλαγών από αυ τούς τους μακρινούς τόπους με σκοπό την επίδειξή τους ως συμβόλων πλούτου και κοινωνικού κύρους (status}.
β) Ιlεριβαλλονtικοί παράγοντες μετάπλασης Τα αρχαιολογικά δεδομένα και το άμεσο περιβάλλον τους ( είτε αυτ6 είναι φυσι κής προέλευσης είτε είναι έμμεσο προ6ν της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αρχαίας ή σύγχρονης) συνδέονται μεταξύ τους με μια στενή σχέση αλληλεπίδρασης. Η σχέση αυτή μπορεί να προκαλέσει τη φθορά των αρχαιολογικών υλικών ή αντίθετα να οδη γήσει στη συντήρησή τους.Υπάρχει τεράστια ποικιλία σrους τρ6πους και τους ρυθ μούς φθοράς ή συντήρησης των αρχαιολογικών υλικών. Όλα εξαρτώνται απ6 τις ιδιότητες των ίδιων των αρχαιολογικό)ν δεδομένων και απ6 τη φύση του περιβάλλο vtός τους (το τελευταίο μάλιστα μπορεί να ποικίλλει πάρα πολύ, ακ6μη και μέσα στην ίδια την αρχαιολογική θέση). Συνήθως, τα αν6ργανα υλικά (λίθος, μέταλλα, ψημένος πηλός) είναι «άφθαρτα» και διασώζονται πολύ καλύτερα, ενώ τα οργανικά ( οστά, δέρμα, μαλλιά και άλλα ζωικά κατάλοιπα, ξύλο, σπ6ροι και άλλα φυτικά κατάλοιπα, ύφασμα, σχοινί κ.λπ.) είναι «φθαρτά» και έχουν έναν χαμηλ6 έως μηδαμιν6 δείκτη επιβίωσης. Αυτ6 συμβαίνει σε θέσεις 6που οι συνθήκες διατήρησης των αρχαίων κα ταλοίπων είναι γενικά δυσμενείς. Κάτω απ6 ειδικές συνθήκες, 6μως, μπορούν ακ6μη και τα ανόργανα υλικά να καταστραφούν, όπως μπορούν και τα οργανικά υλικά να συντηρηθούν κατά έναν εκπληκτικό τρ6πο. Αξίζει να δούμε λίγο πιο αναλυτικά τους παράγοντες φθοράς και τους παράγοντες συντήρησης της αρχαιολογικής μαρτυρίας. 5 Η daιnnatίo ιnemoriae
(λατιν. «καταδ(κη της μνήμης») ήταν μια ποινή των ρωμαϊκr»ν χρ(5νων, η οποία συνίσταται στην απάλειψη με απ(5ξεση απ(5 διάφορα γλυπτά και επιγραφές του ον(5ματος και της απεικ(5νισης αυτοκρατ(5ρων (και συγγενών τους), που είχαν περιπέσει σε δυσμένεια ή θεωρούνταν επικίνδυνοι αντ(παλοι απ(5 τους διαδ(5χους τους.
101
•
ΕΝ
.2
Περιβαλλοντικοίπαqάγοντες φθοράς Οι παράγοντες φθοράς της αρχαιολογικής μαρτυρίας διακρίνονται σε φυσι κούς, χημικούς και βιολογικούς (Πίνακας 3 ) και ενεργούν είτε από μόνοι τους εί τε σε συνδυασμό με άλλους. Οι παράγοντες αυτοί είναι σε θέση να αλλάξουν ριζι κά τη θέση, την εξωτερική εμφάνιση, την υφή, τη χημική σύνθεση, το βάρος, τη σκληρότητα και την αντοχή των αρχαιολογικών καταλοίπων. Επιπλέον, πολλοί πε ριβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να διαμορφώσουν νέα, δικά τους σχήματα, τα οποία μπορούν εύκολα να εκληφθούν ως ενδείξεις πολιτισμικής συμπεριφοράς.
Πίνακας 3 Περιβαλλοντικοί παράγοντες φθοράς της αρχαιολογικής μαρτυρίας Χημικοί • νερό με τη μορφή βροχής ή υγρασίας σε συνδυασμό με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας (οξειδώνει μέταλλα) • νερό σε συνδυασμό με διάφορες χημικές ενώσεις, που περιέχονται στη μολυσμένη ατμόσφαιρα (επιφέρει χημική καταστροφή και μεταβολή των υλικών, επικαλύπτοντας λίθους και μέταλλα με «πατίνα») • νερό σε συνδυασμό με αλάτι, όπως το θαλάσσιο νερό (οξειδώνει μέταλ λα, π.χ. R&B: 56)6 • ηλιακή ακτινοβολία (πρσιtαλεί τη χημική φθορά των οργανικών καταλοίπων) • αλατούχα περιβάλλοντα, όπως αλατούχα εδάφη ή ατμόσφαιρα, αλατού χο νερό, σώματα σε κατάσταση αποσύνθεσης (οξειδώνουν μέταλλα και διαβρώνουν λίθους, κεραμική και τοιχογραφίες) • όξινα περιβάλλοντα, όπως όξινα εδάφη και όξινοι τυρφώνες (προκαλούν οξείδωση μετάλλων και διάβρωση λίθων, κεραμικής και τοιχογραφιών· επι πλέον, διαλύουν τα οστά (π.χ. R&B: 440) και γενικά αποσυνθέτουν τα οργα νικά υλικά· ειδικά οι όξινοι τυρφώνες είναι επίσης σε θέση να καταστρέ ψουν ολοσχερώς, εκτός από τα οστά, την κεραμική ή ακόμη και τον σίδηρο) Φυσικοί • νερό εν κινήσει, όπως διάφορες μορφές υδροδυναμικής ενέργειας-δυνατά ρεύματα υδάτων, κύματα, υδατοπτώσεις, ραγδαίες βροχές, πλημμύρες και η άνοδος ή πτώση της υδατικής στάθμης, φυσική ή ανθρωπογενής- με φράγματα ή αρδευτικά, υδροηλεκτρικά και αποξηραντικά έργα (προκαλεί διάβρ<ΟΟη θέ σεων ή την επικάλυψή τους με ιζηματογενεί,ς αποθέσεις και φθορά τεχνέργων) • ηλιακή θερμότητα (προκαλεί σήψη οργανικών καταλοίπων και θραύση διαφόρων άλλων υλικών, λόγω διαστολής ή συστολής, καθώς και ρωγμές στη γη, που προκαλούν μετατόπιση θαμμένων αντικειμένων) 6 Το θαλάσσιο νερό καλύπτει τα μέταλλα με ένα παχ1J στρώμα από μεταλλικά άλατα. Μόλις τα μέταλ λα αναουρθοιίν στην επιφάνεια, το περίβλημα αυτό αρχ[ζει να εκπέμπει έ1ια οξύ που είναι σε θέση να καταστρέψει όλο το υπόλοιπο μέταλλο εάν δεν υποβληθε[ αμfσως σε χημικό καθαρισμό.
102
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
• συχνή εναλλαγή υγρασίας και ξηρασίας (προκαλεί θραύση των υλικών, λόγω διαστολής και συστολής) • διαδοχική τήξη και πήξη πάγου (προκαλεί θραύση υλικών και μετατόπι ση θαμμένων αντικειμένων) • δυνατός άνεμος (αιολική ενέργεια) και φυσικές καταστροφές (επιφέ ρουν ριζικές μεταβολές στα αρχαία κατάλοιπα, όπως διάβρωση, επικά λυψη με ιζηματογενείς αποθέσεις, κατάρρευση, θραύση και καύση) Βιολογικοί • μικροοργανισμοί, δηλαδή μύκητες και βακτηρίδια, έντομα, θαλάσσιοι οργανισμοί, πτωματοφάγα και άλλα ζώα (προκαλούν τη σήψη ξύλου και άλλων οργανικών καταλοίπων, ιδίως μέσα σε υγρά εδάφη, και την κατα στροφή άλλων υλικών, ακόμη και λίθων και μετάλλων επιπλέον, τα ζώα μπορούν να προκαλέσουν διαταραχή αρχαίων αποθέσεων) Περιβαλλοντικοί παράγοντες συντήρησης Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, χάρη σε ειδικούς παράγοντες του φυσικού περι βάλλοντος, η μαρτυρία του παρελθόντος φθάνει στα χέρια των αρχαιολόγων πολύ λίγο μεταλλαγμένη και «απολιθωμένη» στο χρόνο, μερικές φορές σε έναν εξαιρε τικά εντυπωσιακό βαθμό συντήρησης. Η μεγαλύτερη προσφορά των περιβαλλο ντικών παραγόντων συντήρησης είναι ότι συντηρούν τα οργανικά κατάλοιπα. Οι περισσότεροι από αυτούς το επιτυγχάνουν αναχαιτίζοντας, με χημικό ή φυσικό τρόπο, την ανάπτυξη των μικροοργανισμιί)v, οι οποίοι ζουν επάνω και μέσα στις οργανικές ύλες και προκαλούν την αποσύνθεσή τους. Έτσι, διακρίνουμε ανάμεσα σε χημικούς και φυσικούς παράγοντες συντήρησης (Πίνακας 4).
Πίνακας 4 Περιβαλλοντικοί παράγοντες συντήρησης της αρχαιολογικής μαρτυρίας Χημικοί • οξειδωμένος χαλκός και σίδηρος (είναι τοξικά για τους μικροοργανι σμούς και επομένως ευνοούν τη συντήρηση των οργανικών καταλοίπων) • ασβεστολιθικά περιβάλλοντα, όπως ασβεστολιθικά εδάφη και πολλά σπήλαια (διατηρούν οστά και μέταλλα) • αλατούχα εδάφη, αλάτι σε μεγάλες πυκνότητες, συνδυασμός άλατος και πετρελαίου, φυσική άσφαλτος και άλλες ασυνήθιστες γεωλογικές συνθή κες (διατηρούν οργανικά κατάλοιπα) Φυσικοί • φωτιά (ψήνει και απανθρακώνει, επομένως συντηρεί φυτικές ύλες, σπό ρους και ξύλο, καθιστώντα� τα άτρωτα σε παράγοντες βιολογικής απο-
103
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
• • • •
σύνθεσης, καθώς και αντικείμενα από ωμό πηλό, καθιστώντας τα ανθε κτικά στο χρόνο) «μικροπεριβάλλοντα» σπηλαίων ή βραχοσκεπών (προστατεύονται από εξωτερικές κλιματικές επιδράσεις και, επομένως, συντηρούν τα οργανι κά κατάλοιπα) ξηρά περιβάλλοντα, όπως έρημοι (εμποδίζουν την πρόσβαση των μικρο οργανισμών στο νερό ευνοώντας τη συντήρηση οργανικών υλών· επίσης, συντηρούν καλά τα μέταλλα αποτρέποντας την οξείδωσή τους) ψυχρά περιβάλλοντα, όπως οι αρκτικές περιοχές της Γης, όπου το υπέδαφος, γνωστό ωςpermafrost, είναι μόνιμα παγωμένο (εμποδίζουν την πρόσβαση των μικροοργανισμών στο νερό ευνοώντας τη συντήρηση οργανικών υλών) αναερόβια περιβάλλοντα, όπως εκτάσεις γης με στάσιμα ή λασπώδη νερά έλη, βάλτοι, τέλματα ή βούρκοι,7 ωκεάνια ή λιμναία ιζήματα σιγανά ποτά μια, ιδίως όταν σχηματίζουν τέλματα κοντά στην κοίτη τους μέρη τα οποία καλύφθηκαν από ψιλές ιζηματογενείς αποθέσεις άμμου ή λάσπης ή από απο θέσεις στάχτης και λάβας, οι οποίες «σφράγισαν» τα αρχαία κατάλοιπα, μην επιτρέποντας να τα διαπερνά οξυγόνο· ερμητικά κλεισμένοι χώροι, όπως τά φοι λαξευτοί στο βράχο ή κτιστοί, ιδίως όταν καλύπτονται από τύμβο και όταν στην κατασκευή του έχει ενσωματωθεί συμπιεσμένος πηλός, δημιουρ γώντας επιπρόσθετες αναερόβιες ζώνες8 (εμποδίζουν την πρόσβαση των μι κροοργανισμών σε οξυγόνο ευνοώντας τη συντήρηση οργανικών υλών)
Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα αρχαιολογικών ευρημάτων απ' όλο τον κό σμο σε φανταστική κατάσταση συντήρησης κάτω από ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε μόνο μερικά από αυτά.
Παράδειγμα 4 Ο απίστευτα πλούσιος τάφος του φαραώ Τουταγχαμών (1323 π.Χ.), που ανα καλύφθηκε στην έρημο της Αιγύπτου και απέδωσε, εκτός από το αποξηραμένο σώμα του νεκρού, ξύλινα και δερμάτινα αντικείμενα, υφαντά και ενδύματα, τρό φιμα, ακόμη και τις νεκρικές ανθοδέσμες (R&B: 60-61).
Παράδειγμα 5 Ο «Άνθρωπος των Πάγων» (ή «Otzi,, ή «Άνθρωπος του Similaun»), το αρχαιό τερο στον κόσμο τέλεια διατηρημένο σώμα ενός άνδρα που εγκλωβίστηκε και
7 Τέτοιες εκτάσεις είναι αλλιώς γνωστές ως υγρότοποι. Οι αρχαιολογικές θέσεις που αποτελούν μέρος υγροτόπων εξετάζονται από τον κλάδο που είναι γνωστός ως «Αρχαιολογία των Υγροτόπων». 8 Τέτοιου είδους Ηiφοι ι)ιατρέχουν, όμως, έναν μεγάλο κίνδυνο, που συνίσταται στην αρνητική αντί δραση του περιεχομένου τους κατά την έκθεσή του στον ατμοσφαιρικό αέρα: ανθρώπινα σώματα, που είχαν διατηρηθεί έως τότε, αρχ{ζουν αμέσως να σαπι'ζουν, ξύλο και υφάσματα μετατρέπονται σε σκόνη, τοιχογραφίες εξαφαν[ζ,ονται.
104
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
βρήκε το θάνατο στις Άλπεις πριν από περίπου 5.300 χρόνια. Το σώμα ανακαλύ φθηκε σε μια υψηλή κορυφή των Άλπεων το 1991, μέσα σε στρώμα λιωμένου χιονιού. Διατηρούσε το τατουάζ, τις αρτηρίες, τον εγκέφαλο και όλα τα εσωτερι κά του όργανα και συνοδευόταν από όπλα, εργαλεία και ενδύματα κατασκευα σμένα από ζωικές ή φυτικές ύλες, όλα σε έξοχη κατάσταση. Τα στοιχεία αυτά παρείχαν λεπτομερέστατες πληροφορίες για την ανατομία, την υγεία, την ενδυ μασία και τον εξοπλισμό, καθώς και για τις συνθήκες διαβίωσης και θανάτου αυ τού του προστορικού ανθρώπου. (Για ένα άλλο παράδειγμα διατήρησης σε ψυ χρό περιβάλλον βλ. R&B: 63.)
Παράδειγμα 6 Μια παρόμοια περίπτωση με αυτή του Παραδείγματος 6 αποτελούν τα σώμα τα με τα τατουάζ, που ανακαλύφθηκαν στους ταφικούς τύμβους νομάδων από τις στέπες της Ν. Σιβηρίας (Pazyryk, όρη Altai Μογγολίας, 400 π.Χ.). Οι τάφοι εί χαν διαπεραστεί από νερό που πάγωσε για πάντα, διατηρώντας επίσης σε έξο χη κατάσταση τα ξύλινα φέρετρα των νεκρών, τα άλογα με όλο τον εξοπλισμό τους, κεντήματα και ρούχα από λινό, τσόχα ή δέρμα, τρόφιμα κ.ά. (R&B: 64).
Παράδειγμα 7 Οι ρωμαϊκές πόλεις της Πομπηίας και της Ηράκλειας στη Ν. Ιταλία θάφτηκαν κάτω από ένα παχύ στρώμα στάχτης και λάβας έπειτα από την έκρηξη του Βε ζούβιου τον Αύγουστο του 79 μ.Χ. και διασώθηκαν σε εκπληκτική κατάσταση, με τις παραμικρές τους λεπτομέρειες, τόσο αρχιτεκτονικές όσο και της καθημερι νής ζωής (R&B: 22-23).
Παράδειγμα 8 Η αρχαία πόλη στη θέση Ακρωτήρι της Θήρας (Σαντορίνης) θάφτηκε γύρω στο 1500 π.Χ. κάτω από παρόμοιες συνθήκες με αυτές της Πομπηίας και της Ηράκλειας, και σώζεται επίσης σε πολύ καλή κατάσταση (εικ. 3).
105
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
Εικόνα 3 Άποψη κατοικίας απ6 το Ακρωτήρι της Θήρας Ιlηγή: © Αρχαιολσyική Εταιρεία, Ανασκαφές Ακρωτηρίσυ Θήρας, Χρήστος Ντσύμας
Παράδειγμα 9 Ο κτιστός τόφος του Φιλίππου στο νεκροταφείο της Βεργίνας, ο οποίος κα λυπτόταν επιπλέον με τύμβο, και οι τάφοι από το νεκροταφείο των αρχαίων Φε ρών ήταν όλοι ερμητικό κλεισμένοι, γι' αυτό και διέσωσαν διάφορες οργανικές ύλες. Ιδίως στις αρχαίες Φέρες διατηρήθηκαν κλαδιά ελιάς, μάλλινοι πορφυροί χιτώνες, μαξιλάρι, δερμάτινα παπούτσια, καλάθια, ξύλινα προσωπικό αντικείμε να, φρούτα και καρποί.
Παράδειγμα 10 Τα μοναδικό για το είδος τους κατάλοιπα της ξύλινης γέφυρας του Στρυμόνα της κλασικής εποχής, την οποία αναφέρει ο Θουκυδίδης, ανακαλύφθηκαν στο αμμώδες έδαφος της όχθης ή της κοίτης του ποταμού στην αρχαία Αμφίπολη.
106
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 2/Κεφάλαιο 3 Προσπαθήστε να αντιστοιχίσετε καθεμιά από τις ακόλουθες σημαντικές ανακαλύψεις (δε ξιά στήλη) με το είδος περιβάλλοντος που συντέλεσε στη διατήρηση των οργανικών κατα λοίπων (αριστερή στήλη). Η δική μας απάντηση δίνεται στο Παράρτημα, στο τέλος του κε φαλαίου. Είδος περιβάλλοντος
ξηρό αναερόβιο ψυχρό
<Ι
Ανακάλυψη
Τάφος Φιλίππου, τάφοι Φερών Πόλεις Πομπηίας/Ηράκλειας/Ακρωτηρίου Θήρας Τάφος Τουταγχαμών «Άνθρωπος των Πάγων» Τάφοι Pazyryk Ξύλινη γέφυρα Στρυμόνα
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 3/Κεφάλαιο 3 Με βάση τους Πίνακες 3 και 4, και εν μέρει την υποενότητα 3.1.2, σημειώστε ποιες από τις ακόλουθες ερωτήσεις είναι σωστές και ποιες λάθος. Θα βρείτε τις σωστές απαντήσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Σωστό Λάθος 1. Χάλκινα ή σιδερένια όπλα σε τάφους πολεμιστών οξειδώνονται όταν βρίσκονται σε άμεση επαφή με το σώμα του νεκρού;
<Ι
2. Η διαταραχή των πρωτογενών αποθέσεων, για παράδειγμα με την εκσκαφή θεμελίων για νέα κτίσματα, αποτελεί ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα στις «τούμπες»; 3. Οι πάσσαλοι από τα τοιχώματα μιας κατοικίας, οι οποίοι είχαν στερεωθεί σε υγρό έδαφος, έχουν τις ίδιες πιθανότητες να συντηρηθούν με τους πασσάλους μιας κατοικίας οι οποίοι είχαν βυθιστεί εντελώς στο νερό μιας λίμνης; 4. Οι αρχαίοι πάπυροι συντηρούνται ή όχι μέσα στο έδαφος της αιγυπτιακής ερήμου; 5. Η ξύλινη λαβή ενός χάλκινου μαχαιριού θα διατηρηθεί σε καλή κατάσταση μέσα σε υγρό ή όξινο έδαφος; 6. Ένας τάφος που ανοίχτηκε σε όξινο έδαφος έχει πολλές πιθανότητες να συντηρήσει τα οστά του νεκρού;
Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 3 Πριν προχωρήσετε στη μελέτη σας, επιχειρήστε να κάνετε, με βάση τους Πίνακες 1-4, έναν πολύ συνοπτικό κατάλογο των βασικών παραγόντων που επιδρούν στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής μαρτυρίας (150-200 λέξεις). Θα σας χρησιμεύσει ώστε να εκτιμήσετε τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι παράγοντες αυτοί. Επίσης, θα σας βοηθήσει να εκπονή σετε την επόμενη Δραστηριότητα. Συγκρίνετε κατόπιν το κείμενό σας με τον Πίνακα 5.
<Ι
107
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
Πίνακας 5 Καθοριστικοί παράγοντες διαμόρφωσης της αρχαιολογικής μαρτυρίας 1. ΠαQάγοντες (αQχικής) διάπλασης αQχαιολογικής μαQtυ@ίας (πολιτwμικοί) • Δρασιηριότητες σχετικές με τα τρία κύρια σtάδια σtον κύκλο ζωής τεχνέργων, κατασκευών κ.λπ. (κατασκευή-χρήση-απόρριψη) • Τελετουργικές δρασιηριότητες • Δρασιηριότητες απόκρυψης • Δρασtηριότητες ενταφιασμού νεκρών 2. Πα@άγοντες μετάπλασης της α@χαιολογι κής μαQtυ@ίας • Πολιτισμικοί - Παράγοντες φθοράς: δρασιηριότητες επαναχρησιμοποίησης ή διατα ραχής αρχαίων υλικών καταλοίπων -Παράγοντες συντήρησης: μουμιοποίηση, εμπρησμός
• Μη πολιτισμικοί ή περιβαλλοντικοί -Παράγοντες φθοράς χημικοί (νερό και οξυγόνο/ χημικές ενώσεις ατμόσφαιρας/ αλάτι, ηλιακή ακτινοβολία, αλατούχα και όξινα περιβάλλοντα) φυσικοί (νερό εν κινήσει, ηλιακή θερμότητα, εναλλαγή υγρασίας ξηρασίας, τήξη-πήξη πάγου, αιολική ενέργεια) βιολογικοί (μικροοργανισμοί) - Παράγοντες συντήρησης χημικοί (οξειδωμένα μέταλλα, ασβεm;ολιθικά περιβάλλοντα, αλατούχα εδάφη ) φυσικοί ( φωτιά, «μικροπεριβάλλοντα», ξηρά/ ψυχρά/ αναερόβια περιβάλλ.οντα)
Ι>
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 3 Χρησιμοποιώντας τη φαντασία σας σε συνδυασμό με όσα αναφέρθηκαν στην ενότητα αυτή για τους καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της αρχαιολογικής μαρτυρίας, εκπονή στε ένα αρχαιολογικό «σενάριο» σε μια εικονική θέση, όπου θα παρουσιάζετε τέσσερις πε ριπτώσεις μετάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας από παράγοντες φθοράς (δύο πολι τισμικούς και δύο περιβαλλοντικούς) και τέσσερις περιπτώσεις συντήρησης τεχνέργων ή οικοδεδομένων (χάρη σε έναν πολιτισμικό και δύο περιβαλλοντικούς παράγοντες).
Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο πολυσύνθετη είναι η φύση της αρχαιολογικής μαρτυ ρίας και πόσο ιδιάζοντες είναι οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στις διάφορες κατηγορίες των αρχαιολογικcδν δεδομένων. Είναι, επομένως, αποφασι σtικής σημασίας οι αρχαιολόγοι, σtη προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν και να κα ταν011σουν την αρχαία ανθρώπινη συμπεριφορά, να μην εκλαμβάνουν την αρχαιο λογική μαρτυρία με τη φαινομενική της αξία, αλλά να αναζητούν, να εντοπίζουν
108
ΕΝΟΤΗΤΑ
3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
και να προσδιορίζουν τους ακριβείς παράγοντες διάπλασης ή μετάπλασης, οι οποίοι συνέβαλαν διαχρονικά στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής μαρτυρίας στην κάθε αρχαιολογική θέση ξεχωριστά, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη διάκριση ανά μεσα σε πολιτισμικούς ή ανθρωπογενείς και μη πολιτισμικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες.
109
00,
.�
���
Ενότητα 3.3
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ 3.3.1
Το αQχαιολογικό πλαίσιο
Τι είναι αρχαιολογικό πλαίσιο; Τα αρχαιολογικά ευρήματα (τέχνεργα, κτίσμα τα, κατασκευές, οικοδεδομένα) δεν υφίστανται ως μεμονωμένες, ανεξάρτητες μο νάδες, εκτός τόπου και χρόνου, αλλά το καθένα από αυτά εντάσσεται σε ένα αρ 9 χαιολογικό πλαίσιο. Το αρχαιολογικό πλαίσιο είναι η ακριβής θέση ενός αρχαιολογικού ευρήμα τος στο χώρο και στο χρόνο, μαζί με το άμεσο περιβάλλον του. Δημιουργείται με την επίδραση των παραγόντων διάπλασης ή μετάπλασης της αρχαιολογικής μαρ τυρίας στον τρόπο απόθεσης του ευρήματος. Η σημασία του ΟQχαιολο'γικού πλαwίου. Η μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου είναι πρωταρχικής σημασίας. Είδαμε στα προηγούμενα (ενότητα 2.1) μέχρι ποιου σημείου το ενδιαφέρον της αρχαιολογίας για το αρχαιολογικό πλαίσιο των ευρημάτων προσδιορίζει την ίδια την ταυτότητά της και χρησιμεύει ως βάση για τη διαφοροποίησή της από την «ψευδοαρχαιολογία» και τις ερασιτεχνικές ανασκαφές ή τη θησαυροθηρία. Πολλά από τα αρχαία αντικείμενα, που εκτίθενται στην αγορά έργοw τέχνης και στα μουσεία, δεν προέρχονται από χώρους ανασκαφής uJJ..fJ. είναι τα προϊόντα λαθρανασκαφών και βρί σκονται, επομένως, «εκτός αρχαιολογικού πλαισίου». Όμως, μεμονωμένα τα ευρήματα μας δίνουν μόνον ορισμένες πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στην τεχνολογία, τη χρήση τους ή απλώς την αξία τους ως έργων τέχνης, και επομένως έχουν περιορισμένη ως μηδαμινή πολιτισμική και αρχαιολογική αξία. Αντίθετα, η μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου των ευρημάτων μπορεί να μας δώσει λεπτομερείς ενδείξεις σχετικά με το νόη μά τους, συμβάλλοντας έτσι στην κατανόηση και ερμηνεία της αρχαίας ανθρώπινης συ μπεριφοράς και του αρχαίου υλικού πολιτισμού, που είναι το κύριο μέλημα της σύγχρο νης Αρχαιολογίας (βλ. κεφάλαιο 6). Για το λόγο αυτόν, μπορεί εύκολα να πει κανείς ότι το αρχαιολογικό πλαίσιο απσtελεί τον κεντρικό πυρήνα της Αρχαιολογίας. Πρωτογενές και δευτερογενές αρχαιολογικό πλαίσιο. Όπως αναφέραμε ήδη, το αρχαιολογικό πλαίσιο ενός ευρήματος είναι το αποτέλεσμα των παραγόντων διά πλασης ή των παραγόντων μετάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας (βλ. ενότητα 3.2), που ευθύνονται για την απόθεση του ευρήματος. Γι' αυτό, διακρίνουμε ανάμε σα στο πρωτογενές και το δευτερογενές αρχαιολογικό πλαίσιο. Το πρωτογενές πλαίσιο είναι το πλαίσιο ενός αρχαιολογικού ευρήματος όπως αυτό δημιουργήθηκε Ο όρος «πλαίσιο» έχει χρησιμοποιηθεί συχνά έως τώρα απ6 τους Έλληνες αρχαιολό,;ους, εναλλακτικά με τους 6ρους «τα συμφραζόμενα» ή «η συνάφεια», για να αποδώσει στην ελληνική γλώσσα τον ξένο όρο «context». Ένας άλλος όρος που θα μπορούσε να υιοθετηθεί, διότι είναι η ακριβής μετάφραση του όρου «context» (ο οποίος προέρχεται απι5 το λατινικ6 ρήμα cοηteχere=σιινυφαίνω), εiναι «η σννυφή». 9
11 Ο
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
από τους παράγοντες διάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας (βλ. υποενότητα 3.2.1), με άλλα λόγια είναι το προϊόν της πρωτογενούς απόθεσης του ευρήματος.
Παράδειγμα 11 Αρχαίοι τάφοι, οι οποίοι διασώθηκαν άθικτοι μέχρι τη στιγμή της αvακόλυ ψής τους από τους αρχαιολόγους, βρίσκονται στο πρωτογενές αρχαιολογικό τους πλαίσιο.
Το δευτερογενές πλαίσιο είναι το πλαίσιο ενός αρχαιολογικού ευρήματος του οποίου το πρωτογενές πλαίσιο διαταράχθηκε κάποια στιγμή στη συνέχεια από πα ράγοντες μετάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας (βλ. υποενότητα 3.2.2), με άλ λα λόγια είναι το προϊόν μιας δευτερογενούς απόθεσης του ευρήματος.
Παράδειγμα 12 Αρχαίοι τάφοι, οι οποίοι είτε επαvαχρησιμοποιήθηκαv για μεταγενέστερες ταφές είτε παραβιάστηκαν από τη δράση τυμβωρύχων, όπως πολλοί ετρουσκι κοί ή αρχαίοι αιγυπτιακοί (π.χ. ο τόφος του Τουταγχαμώv, R&B: 60-61), ανήκουν σε ένα δευτερογενές αρχαιολογικό πλαίσιο.
Είναι σημαντικό οι αρχαιολόγοι κατά το έργο τους να είναι σε θέση να διακρί νουν ανάμεσα στ ο πρωτογενές και το δευτερογενές αρχαιολογικό πλαίσιο ενός ευρήματος. Προσδιορισμός αρχαιολογικού πλαισίου. Το αρχαιολογικό πλαίσιο ενός ευρή ματος προσδιορίζεται με βάση τρεις παραμέτρους: το περίβλημα και την προέλευ ση του ευρήματος, καθώς και τη συσχέτισή του με άλλα ευρήματα. Οι παράμετροι αυτές καταγράφονται προσεκτικά από τους αρχαιολόγους κατά την ανασκαφή (βλ. υποενότητα 4.1.3). Το περίβλημα (matrίx, λατιν. «μήτρα») είναι το υλικό (απόθεση ή στρώμα) που περικλείει και συγκρατεί τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις το περίβλημα του ευρήματος είναι φυσικό (π.χ. χώμα, άμμος, λάσπη, άργιλος, χαλίκια, νερό, εφόσον τα υλικά αυτά οφείλονται σε φυσικά φαινόμενα), μπορεί όμως επίσης να είναι πολιτισμικό, το προϊόν μιας ανθρώπινης δραστηριό τητας (π.χ. διάφορα οικοδομικά υλικά, πρό>τες ύλες, απορρίμματα που εγκαταλεί πουν οι άνθρωποι σε μια αρχαιολογική θέση). Η χημική σύνθεση και τα φυσικά χαρακτηριστικά του περιβλήματος των αρχαιολογικών ευρημάτων συνήθως απο τελούν σημαντικές ενδείξεις για την κατανόηση των κινήτρων ή των αιτιό>ν που οδήγησαν στην πρωτογενή ή δευτερογενή απόθεσή τους.
Παράδειγμα 13 Στη θέση Olduvai της Τανζανίας, και συγκεκριμένα στις στρώσεις που είναι γνωστές ως Bed I και έχουν ηλικία 1,8-1,2 εκατομμυρίων χρόνων, ανακαλύφθη-
111
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
�m�111&:1>:tt'dk�'τ��'S.'§W��������Ώ:Wmm:c:l�t�tίlmfct-1tro;,t{RWWΚ����
καν μερικά από τα πρωιμότερα κατάλοιπα ανθρώπινης δραστηριότητας στον κόσμο. Ανήκαν σε δύο είδη ανθρωπιδών (τον Australopithicus boisei και τον Homo habilis) και περιλάμβαναν, εκτός από ανθρώπινα οστά, εργαλεία, κατά λοιπα πανίδας και δάπεδα κατοικίας. Το περίβλημα που διατήρησε τα κατάλοι πα αυτά στην αρχική τους θέση (ίn sίtu) 10 για χιλιάδες χιλιετίες ήταν ένα στρώ
μα ψιλής άμμου, το οποίο τα είχε καλύψει μετά από την άνοδο της στάθμης μιας λίμνης που βρισκόταν τότε στην περιοχή αυτή (και αποξηράνθηκε κατόπιν). Η σύνθεση αυτού του περιβλήματος των ευρημάτων έδειξε καθαρά ότι οι ανθρω πίδες αυτοί είχαν ζήσει, ή τουλάχιστον σύχναζαν, στην άκρη της λίμνης.
Η προέλευση (provenance) είναι η ακριβής οριζόντια και κάθετη θέση ενός αρχαιο λογικού ευρήματος μέσα στο περίβλημα όπου ανακαλύφθηκε και, κατ' επέκταση, μέ σα σε μια αρχαιολογική θέση. Η καταγραφή της προέλευσης ενός ευρήματος (η οποία γίνεται με βάση δύο οριζόντιες και μια κάθετη διάσταση- βλ. υποενότητα 4.1.3) επι τρέπει στους αρχαιολόγους να καθορίσουν καλύτερα τη συσχέτιση (ωssociatίon), δη λαδή τη σχέση του ευρήματος με άλλα, παρακείμενα ευρήματα, συνήθως μέσα στο ίδιο περίβλημα, με άλλα λόγια την (οριζόντια) σχέση των ευρημάτων στο χώρο (χωρι κό πλαίσιο)· τους επιτρέπει επίσης να καθορίσουν τη σχέση του ευρήματος με άλλα ευρήματα, που βρίσκονται στα στρώματα επάνω και κάτω από το δικό του στρώμα, με άλλα λόγια την (κάθετη) σχέση των ευρημάτων στο χρόνο (χρονικό πλαίσιο).
3.3.2
Οι αρχές της συσχέτισης και της επαλληλίας
Η (οριζόντια) σχέση χώρου που διατηρεί ένα αρχαιολογικό εύρημα με άλλα ευ ρήματα σε μια αρχαιολογική θέση βασίζεται στην αρχή της συσχέτισης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ένα αρχαιολογικό εύρημα είναι σύγχρονο (δηλαδή κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα) με άλλα ευρήματα που βρί σκονται στο ίδιο περίβλημα με αυτό. Η εικόνα 4α δείχνει τη συσχέτιση ενός ανθρώ πινου σκελετού με ένα ξίφος, ενώ η εικόνα 4β δείχνει την έλλειψη συσχέτισης ανά μεσα σε ένα αγγείο και έναν λίθινο πέλεκυ, διότι ανήκουν σε δύο διαφορετικά αρ χαιολογικά στρώματα, τα οποία χωρίζονται από ένα στρώμα χωρίς ευρήματα, που αντιπροσωπεύει ένα στρωματογραφικό ή χρονολογικό κενό (hίatu:;·). 11
10 Ένα εύρημα θεωρείται ότι είναι ίn sίtu όταν παραμένει στη θέση της αρχικής του απόθεσης ή στη θέ ση όπου ανακαλύφθηκε από τους αρχαιολόγους. 11 Η βασική αυτή αρχή της αρχαιολογίας είναι επίσης γvωστή ως «vόμος του Wor.1·aae», από το όνομα του διάσημου Δαν015 αρχαιολόγ011 που τη διατύπωσε πρώτος κατά την αvασκαφιj προί"στορικών τάφων, το 1843, ως εξής: «Τα αντικείμενα τα οποία συνοδεύουν μια ανθρώπινη ταφή είναι τις περισσότερες φορές πράγματα που είχαν χρησιμοποιηθεί σιrιχρόνως» (η έκφραση «συγχρr5νως» cπην αρχαιο)Uyία αναφέρεται σε μια περίοδο 10 ή 15 ετών ή ακόμη και σrη μέση διάρκεια ζωής το1, αρχαί011 ανθρώπου, δηλαδή περίπου 30 έτη. Υπάρχουν, φυσικά, εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό, όπως, π.χ., η περίπτωση επαναχρησιμοποίησης παλαιών αντικειμένων ή κτισμάτων, τα οποία έρχονται τελικά να αποτεθούν μαζί με πιο πρόσφατα ευρή ματα - πρβλ. υποενότητα 3.2.2).
112
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΛΑΚΚΟΣ ΣΚΑΜΜΕΝΟΣ ΑΙΙΟ AYfO ΤΟ ΣΤΡΩΜΑ
\
ΛΙΘΙΝΟΣ β
ΙΙΕΛΕία'Σ �
-----;��-,;>"'
,_.,..------
Εικόνα 4α,β Η αρχή της συσχέτισης Πηγή: Προσαρμσγή από Fagan, 1997, εικ. 6.1
Παράδειγμα 14 Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα έρευνες σε διάφορες θέσεις -κυρίως σπή λαια- της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης οδήγησαν στην ανακάλυψη από επιστήμονες αρχαίων λίθινων (πελεκημένων) εργαλείων σε συσχέτιση με οστά ζώων που είχαν εκλείψει (μαμμούθ, μαλλιαρός ρινόκερως) και, σε ορισμένες πε ριπτώσεις, επίσης με απολιθωμένα ανθρώπινα οστά και στάχτη ή με οστά ζώων που έφεραν εγχαρά ξεις από κοφτερά εργαλεία. Η ανακάλυψη της συσχέτισης αυτής απέδειξε τη συνύπαρξη μεγάλων εκλιπόντων ζώων και ανθρώπων που εί χαν τη γνωστική ικανότητα να κατασκευάζουν εργαλεία και ήταν ίσως σε θέση -αν δεν ήταν απλοί καταναλωτές θνησιμαίων- να κυνηγούν αυτά τα μεγάλα ζώα (R&B: 49). Κατ' επέκταση, η συσχέτιση αυτή απέδειξε τη μεγάλη αρχαιότητα του ανθρώπινου είδους. 12
Η (κάθετη) σχέση χρόνου ενός αρχαιολογικού ευρήματος με άλλα ευρήματα σε μια αρχαιολογική θέση στηρίζεται στην αρχή της επαλληλίας, η οποία διατυπώ θηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της γεωλογικής επιστήμης. Σύμφωνα με την αρ12 Έως τότε πιστευόταν, με βάση τη Βίβλο, ότι το ανθρώπινο είδος δεν ανέρχεται πέρα από 6000 χρό νια πριν. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι τα πρώτα μέλη του ανθρώπινου γένους στη Γη, γνωστού ως Homo habili.5, εμφανίστηκαν πρι11 από περίπου 2 εκατομμ1Jρια χρόνια στην Αφρική, σε θέσεις όπως το 0/dιιναί, όπου βρίσκονταν σε συσχέτιση με μια σειρά απλών λίθινων εργαλείων (πρβλ. Παράδειγμα 13), Τα πρώτα μέλη του ανθρώπινου γένους στην Ευρώπη, γνωστού ως Homo aectu.1·, βρίσκονταν σε συσχέτιση με πιο σύνθετα λίθινα εργαλεία και χρονολογούνται πριν από περίπου 800- 700. 000 έτη.
113
3
a��M¾&Wl&ktt�iii'λ�
-
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
&s,���t-��&i\�%:©�1§;,'%%fn-%1',¼$�.¾'%"1fM&JkL@Π:J!W&
χή αυτή, τα στρώματα της Γης είναι διατεταγμένα το ένα πάνω στο άλλο διαδοχι κά, με τα κατώτερα στρώματα να έχουν αποτεθεί πριν από τα ανώτερα. Η αρχή της επαλληλίας είναι βασικότατη για την αρχαιολογική στρωματογραφία.
3.3.3
Στρωματογραφία
Στρωματογραφία (stratigraphy) είναι η μελέτη της επάλληλης διάταξης των αποθέσεων ή στρωμάτων, με μια λέξη της διαστρωμάτωσης (stratίfication), σε μια αρχαιολογική θέση. Συνήθως, τα στρώματα σε μια αρχαιολογική θέση είναι συγ χρόνως φυσικά, δηλαδή γεωλογικά, και πολιτισμικά, αλλά μπορούν να είναι και καθαρά γεωλογικά (όπως, για παράδειγμα, αυτά που διαμορφώνονται σε μια πε ρίοδο εγκατάλειψης της θέσης). Ανάλογα με τις φυσικές ή πολιτισμικές μεταβολές που λαμβάνουν χώρα σε μια θέση και τη διάρκειά τους, τα στρώματα ποικίλλουν σε πάχος, σύσταση, χρώμα και περιεχόμενο (R&B: 104, 117). Μια βασική διάκριση μεταξύ αρχαιολογικών στρωμάτων έχει να κάνει με το αν είναι «κλειστά» ή «διαταραγμένα». Τα κλειστά στρώματα είναι το αποτέλεσμα αδιατάρακτης «πρωτογενούς δραστηριότητας»· πρόκειται για στρώματα τα οποία παρέμειναν άθικτα από τη στιγμή της αρχικής τους διάπλασης και είναι σαφώς διαχωρισμένα το ένα από το άλλο (R&B: 146). Τα διαταραγμένα στρώματα είναι το αποτέλεσμα «δευτερογενούς δραστηριότητας», δηλαδή στρώματα τα οποία, με τά από την αρχική τους διάπλαση, υπέστησαν διαταραχές που προκλήθηκαν από ανθρώπινη ή φυσική δράση -για παράδειγμα, μεταγενέστερες «παραβιάσεις» (από τη διάνοιξη τάφρων, λάκκων παντός είδους, πηγαδιι:ί)ν κ.λπ. ή από βαριά αντικείμενα, όπως νομίσματα, τα οποία μπορούν να διαπεράσουν πορώδη στρώ ματα και να μετακινηθούν προς τα κάτω μέχρις ότου συναντήσουν σκληρότερα στρώματα)· άλλες διαταραχές μπορεί να προξενήθηκαν από το χώμα που αφαιρέ θηκε κατά την εκσκαφή τάφρων, λάκκων κ.λπ. ή από φυσικά φαινόμενα, όπως διάβρωση ή σεισμό, με αποτέλεσμα μια ανεστραμμένη διαστρωμάτωση (δηλαδή μια επαναπόθεση των γεωλογικών ή/και πολιτισμικών στρωμάτων σε αντίστροφη σειρά από αυτή με την οποία αποτέθηκαν αρχικά). Τα διαταραγμένα στρώματα είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο σε σύνθετες θέσεις με βαθιά διαστρωμάτωση. Η «ανάγνωση» μιας διαστρωμάτωσης με διαταραγμένα στρώματα είναι ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτεί μεγάλη προσοχή εκ μέρους των αρχαιολόγων. Θεωρητικά, με βάση την αρχή της συσχέτισης (βλ. υποενότητα 3.3.2), ένα στρώμα περιέχει πο λιτισμικά και γεωλογικά κατάλοιπα που συσχετίζονται μεταξύ τους. Όμως, στην περίπτωση των διαταραγμένων στρωμάτων, υπάρχουν αποθέσεις οι οποίες αποτε λούν μια αυτοτελή στρωματογραφική ενότητα· οι αρχαιολόγοι αποχωρίζουν τις αποθέσεις αυτές από το υπόλοιπο στρώμα στο οποίο βρέθηκαν ή από το αμέσως υπερκείμενο ή υποκείμενο στρώμα και τις μελετούν χωριστά, ως ένα ενιαίο σύνο λο, θεωρά)ντας ότι τα περιεχόμενά τους ανήκουν στο ίδιο αρχαιολογικό πλαίσιο και αποτελούν μια ομάδα. Το βάθος της διαστρωμάτωσης σε μια θέση είναι ανάλογο με τη φύση της θέ σης και το χρονικό διάστημα της χρήσης της. Πολλές αρχαιολογικές θέσεις χρησι-
114
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μοποιήθηκαν επανειλημμένως για πολλούς αιώνες ή χιλιετίες και παρουσιάζουν, συνεπώς, μια πολύ βαθιά διαστρωμάτωση - για παράδειγμα, στη περίπτωση των θέσεων που είναι γνωστές ως τούμπες ή tells (βλ. υποενότητα 3.1.2) η διαστρωμά τωση μπορεί να φθάσει τα 30 μέτρα σε βάθος. Με βάση τον γενικό κανόνα, που στηρίζεται στην αρχή της επαλληλίας (βλ. υποενότητα 3.3.2), ότι ένα στρώμα που βρίσκεται πάνω από ένα άλλο είναι νεότερο, τα υψηλότερα στρώματα είναι και τα νεότερα και περιέχουν, επομένως, ευρήματα πιο πρόσφατης χρονολογίας από τα κατώτερα και αρχαιότερα στρώματα. Αυτή η χρονική σχέση των στρωμάτων παρέ χει μια σχετική χρονολόγηση για τα στρώματα και τα περιεχόμενά τους, ενώ για την πιο ακριβή, «απόλυτη» χρονολόγηση του κάθε στρώματος χρησιμοποιούνται τα ίδια τα περιεχόμενά του -δείγματα εδάφους, οικοδεδομένα, κτίσματα, κατα σκευές, τέχνεργα (κυρίως αγγεία)- με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτά δεν απο τελούν «παραβιάσεις» από υπερκείμενα στρώματα και το στρώμα είναι «κλει στό» 13 (πιο αναλυτικά για την αρχαιολογική χρονολόγηση βλ. ενότητα 4.2). Η απόλυτη χρονολογία που προκύπτει είναι αυτή κατά την οποία ή μετά από την οποία δημιουργήθηκε το εξεταζόμενο στρώμα, με άλλα λόγια είναι το λεγόμενο terminus post quem (λατιν. «όριο μετά από το οποίο») του στρώματος.
Παράδειγμα 15 Η παρουσία ενός νομίσματος του αυτοκράτορα Αυγούστου μέσα σε ένα «κλειστό» στρώμα παρέχει ένα terminus post quem του 1ου οι. μ.Χ. για το στρώ μα αυτό, δηλαδή το στρώμα δεν θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί νωρίτερα από τη χρονολογία αυτή αλλά θα μπορούσε να είναι σύγχρονο με το νόμισμα ή μεταγενέστερο. 14
Από τα προηγούμενα έπεται ότι σε ένα («κλειστό») στρώμα, στο οποίο υπάρχει ένας αριθμός ευρημάτων διαφόρων χρονολογιά)ν, το εύρημα με την πιο πρόσφατη χρονολογία είναι αυτό που παρέχει τελικά το termίnus post quem του στρώματος. Όταν υλικά, στρώματα ή ευρήματα, τα οποία μ:ιtορούν να χρονολογηθούν, βρί σκονται επάνω από ένα στρώμα ή αποτελούν «παραβιάσεις» μέσα σε αυτό, τότε παρέχουν μια χρονολογία κατά την οποία ή πριν από την οποία το κατώτερο στρώ μα πρέπει να είχε αποτεθεί, με άλλα λόγια ένα terminus ante quem (λατιν. «όριο πριν από το οποίο») για το στρώμα αυτό.
13 Με την εξαίρεση νομισμάτων ή επιγραφών που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα ή πρr5σωπα και που μπορούν για το λι5γο αυτι5 να χρονολογήσουν ένα στρώμα με μεγάλη ακρίβεια, μερικές φορές ακόμη και σε ένα συγκεκριμένο έτος, σε γενικές γραμμές τα περιεχι5μενα των αρχαιολογικιίJν στρω μάτων δίνουν ένα χρονολογικι5 διάστημα cίχι μικριiτερο απr5 25 έτη. 14 Εδώ θα πρέπει να σημειωθεi ι5τι <5σον αφορά ειδικά τα νομίσματα, αυτά μποΙJ01Jν να <<ταξιδέψουν» μέσα στο χρι5νο και να αποθησαυριστο1Jν για πολλούς αιώνες μέχρις <5του τελικci εναποτεθούν στο χώ μα σε μια μεταγενέστερη εποχή και, επομένως, ι5ταν βρίσκονται μέσα σε ένα «κλειστι5» στροΊμα, το σrρώμα αυτι5 μπορεί να είναι κατri πολ1J μεταγενέστερr5 τους.
115
νν,\Ξ�W!i,U'$1WΙ[email protected]&Wi!!%RiW%$1W&Nill��
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
, �Ί'�Μ-Η¾::�•$&¾%�Ά:t\���
Παράδειγμα 16 Αν υποθέσουμε ότι ένα στρώμα μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια στον 60 αι·ώνα π.Χ. με βάση την κεραμική του, τότε το στρώμα ή τα στρώματα που βρίσκονται κάτω από αυτό χρονολογούνται στον ίδιο αιώνα ή νωρίτερα. Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν ένα κτίριο χρονολογείται από την κεραμική του στον 60 αιώ να n.X., τότε το στρώμα ή τα στρώματα που τέμνονται από τα θεμέλια του κτιρί ου αυτού αποκτούν ένα terminus ante quem στον 60 αιώνα n .Χ.
ι:>ι:->
116
Η στρωματογραφία αποτελεί τη βασική αρχή της αρχαιολογικής ανασκαφής και το σημαντικότερο εργαλείο της αρχαιολογίας. Η μελέτη των στρωμάτων ή αποθέσεων και των πολιτισμικών καταλοίπων που περιέχουν -με την προϋπόθεση ότι αυτά έχουν καταγραφεί με ακρίβεια κατά την ανασκαφή (βλ. υποενότητα 4.1.3)- δίνει τη δυνατότητα στους αρχαιολόγους να διακρίνουν τις διάφορες πολι τισμικές αλλαγές που έλαβαν χώρα σε μια θέση διαμέσου του χρόνου και, κατ' επέκταση, τις διάφορες φάσεις χρήσης της θέσης, με λίγα λόγια να ανασυνθέσουν την ιστορία του πολιτισμού σε μια αρχαιολογική θέση. Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 3 Αναφερθήκαμε στη μεγάλη σημασία του αρχαιολογικού πλαισίου. Περιγράψτε τώρα σε περίπου 100 λέξεις τον τρόπο προσδιορισμού του. Στη συνέχεια, ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέχοντας στην προηγούμενη παράγραφο.
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 3 Αφού λάβετε υπόψη σας όσα είπαμε σχετικά με την αρχαιολογική μαρτυρία, προσπαθή στε να απαντήσετε στο ερώτημα: «Τι είναι και από τι εξαρτάται η αρχαιολογική μαρτυ ρία;», σε ένα κείμενο περίπου 150 λέξεων. Συγκρίνετε κατόπιν την απάντησή σας με το κεί μενο της Σύνοψης, που ακολουθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Η αρχαιολογική μαρτυρία είναι το σύνολο των αρχαιολογικών δεδομένων και περιλαμβάνει τέχνεργα, κατασκευές, κτίσματα, οικολογικά κατάλοιπα, θέσεις και γεωγραφικές περιοχές. Επίσης, η αρχαιολογική μαρτυρία, της οποίας η φύση δεν πρέπει να θεωρείται απλή, εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων που είναι όλοι εξίσου σημαντικοί για τη σωστή ερμηνεία της: α) από τη συμπεριφορά των ανθρώπων, οι οποίοι της έδωσαν την πρώτη της μορφή (πολιτισμικοί παράγο ντες διάπλασης)· β) από τη συμπεριφορά των ανθρώπων και από τις διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες, που επενέβησαν μεταγενέστερα (πολιτισμικοί ή πε ριβαλλοντικοί παράγοντες μετάπλασης, είτε αυτοί είναι παράγοντες φθοράς είτε είναι παράγοντες συντήρησης)· γ) από το ενδιαφέρον και την ικανότητα των αρ χαιολόγων να εντοπίσουν και να κατανοήσουν τους παράγοντες αυτούς, κυρίως μέσα από τη μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου των ευρημάτων. Αναφερθήκαμε και στις βασικές αρχές της αρχαιολογίας. Αρχίσαμε από το αρχαιολογικό πλαίσιο, που είναι η ακριβής θέση ενός αρχαιολογικού ευρήματος στο χώρο και το χρόνο, μαζί με το άμεσο περιβάλλον του. Είδαμε ότι, ανάλογα με τους παράγοντες (διάπλασης ή μετάπλασης της αρχαιολογικής μαρτυρίας) που το δημιούργησαν, το αρχαιολογικό πλαίσιο μπορεί να είναι πρωτογενές ή δευτε ρογενές. Το αρχαιολογικό πλαίσιο ενός ευρήματος προσδιορίζεται με βάση το πε ρίβλημά του, την προέλευσή του και τη συσχέτισή του με άλλα ευρήματα μέσα στο ίδιο στρώμα. Είδαμε επίσης ότι η οριζόντια σχέση των αρχαιολογικών ευρημά το)ν στο χώρο (χωρικό πλαίσιο) και η κάθετη σχέση των αρχαιολογικών ευρημά των στο χρόνο (χρονικό πλαίσιο) στηρίζονται σε δύο βασικές αρχές της αρχαιολο γίας, στην αρχή της συσχέτισης και στην αρχή της επαλληλίας αντίστοιχα. Στην αρχή της επαλληλίας βασίζεται και η στρωματογραφία, που αποτελεί τη βασική αρχή της αρχαιολογικής ανασκαφής και το σημαντικότερο εργαλείο της αρχαιο λογίας, αφού δίνει τη δυνατότητα στους αρχαιολόγους να ανασυνθέσουν τις διά φορες πολιτισμικές φάσεις μιας αρχαιολογικής θέσης. Ανάλογα με τη θέση, τα στρώματα ποικίλλουν σε πάχος, σύσταση, χρώμα και περιεχόμενο, και μπορούν να είναι πολιτισμικά ή/και φυσικά. Διακρίναμε ανάμεσα σε «κλειστά» και «δια ταραγμένα» στρώματα. Τέλος, εξετάσαμε τις έννοιες του terminus post quem και του terminu.v ante quem, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για τη χρονολόγηση των στρωμάτων και των περιεχομένων τους.
117
¾h��'ffiw"'Wt.%iKW@¼1ft$.����-:%'8t1�Ws�tM.�-«:4..'Ψ-.:XW-1��
ΙΙΑΡΑΡΤΗΜΑ Απαντήσει; σε Ασκήσει; Αυτοαξιολόγηση; Άσκηση Αυτοαξιολόγησηc; 2 Είδος περιβάλλοντος
Ανακάλυψη Τάφος Φιλίππου, τάφοι Φερών ξηρό--Πόλεις Πομπηίας/Ηράκλειας/Ακρωτηρίου θήρας ς::�:::::: ---=;.:::-' Τάφος του Τουταγχαμών αναερόβιο «Άνθρωπος των Πάγων» Τάφοι Pazyryk ψυχρό --=:::::::::::::::::::::::.-....:::.:::::,....c:::::::::::::=: Ξύλινη γέφυρα Στρυμόνα
Άσκηση αυτοξιολόγησηc; 3/Κεφάλαιο 3 1. ΣΩΣΤΟ. Ανθρώπινα σώματα σε κατάσταση αποσύνθεσης δημιουργούν ένα αλατούχο
περιβάλλον, το οποίο οξειδώνει μέταλλα όπως ο χαλκός και ο σίδηρος. 2. ΣΩΣΤΟ. Οι «τούμπες» αποτελούνται εξολοκλήρου από πολιτισμικά κατάλοιπα (σειρά επάλληλων οικισμών) και η εκσκαφή θεμελίων για νέα κτίσματα αναπόφευ�α διαταράσ σει και μεταθέτει προγενέστερες αποθέσεις. 3. ΛΑΘΟΣ. Όταν είναι σε επαφή με υγρό έδαφος, το ξύλο (όπως και κάθε άλλη οργανική ύλη) αποσυντίθεται. Η αποσύνθεση του ξύλου δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα υγρών συν θηκών, αλλά συμβαίνει λόγω της δράσης των μικροοργανισμών (μυκήτων και βακτηρι δίων, σκαθαριών κ.λπ.), που ζουν μέσα σε υγρά εδάφη. Αντίθετα, αυτοί οι καταστρεπτικοί μικροοργανισμοί απουσιάζουν εντελώς από τα λιμναία ιζήματα, διότι το νερό σε τόσο βά θος είναι αναερόβιο, γεγονός που δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για τη διατήρηση του ξύ λου. 4. ΣΩΣΤΟ. Μια σειρά από παπύρους με αρχαία κείμενα, πολλά από τα οποία είναι ελληνι κά, διασώθηκαν μέσα στην έρημο της Αιγύπτου, χάρη στην παντελή απουσία υγρασίας από αυτό το είδος περιβάλλοντος. 5. ΣΩΣΤΟ. Ο χαλκός οξειδώνεται σε υγρά ή όξινα εδάφη και στην κατάσταση αυτή είναι ικανός να διατηρήσει το ξύλο (και όλα τα άλλα οργανικά κατάλοιπα), εξολοθρεύοντας όλους τους βλαβερούς μικροοργανισμούς που αναπτύσσονται επάνω του. 6. ΛΑΘΟΣ. Τα όξινα εδάφη μπορούν να καταστρέψουν τα οστά, ορισμένες μάλιστα φορές ολοσχερώς.
Απάντηση στη Δραστηριότητα Δραστηριότητα 1 *
�-=--�-��-�-��-------
Για την πρώτη εικόνα (R&B: 536): Τέχνεργα: οστέινες βελόνες, σφονδύλι, λεπίδες οψια νού. Κατασκευή: οπή πασσάλου. Κτίσμα: κατοικία. Οικοδεδομένο: οστά ζώων. Για τη δεύτερη εικόνα (R&B: 498): Τέχνεργα: αγγείο, ασπίδα, δόρυ. Κατασκευή: εστία. Κτί σμα: ανάκτορο. Οικοδεδομένο: στάχτη ή κάρβουνα εστίας.
118
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Ζώης Α., Μαθήματα Αρχαιολογίας. Από την εμφάνιση του ανθρώπου ως τους αστι κούς πολιτισμούς της Ανατολής, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1980. Καραλή Α.,Λεξικό αρχαιολογικών-περιβαλλοντικών όρων, εκδ. Ελληνικά Γράμ ματα, Αθήνα 1998. Χατζή-Βαλλιάνου Δ.,Συντήρηση μνημείων. Τεχνικές ανασκαφών, υπουργείο Πο λιτισμού-Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο-Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, Βώροι 1985. Χουρμουζιάδης Γ.,Λόγια από χώμα, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 1999. Renfrew C., Bahn Ρ. (επιμ.),Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Doumas C.G., Thera: Pompeίί of theAncίentAegean. Excavatίons atAkrotίrί 196769, Thames and Hudson, Λονδίνο 1983. Doumas C.G., The Wall-paίntίngs of Thera, The Thera Foundation, Kapon Editions, Αθήνα 1992. Fagan Β. Μ.,Archaeology. Α BrίefIntroductίon, Longman, Νέα Υόρκη 1997. Fagan Β. M.,In the Begίnnίng.An I,:ιtroductίon toArchaeology, Longman, Νέα Υόρ; κη 1997. Joukowsky Μ.,Α Complete Manhal of FίeldArchaeology, Prentice-H all Inc., Englewood Cliffs-New Jersey 1980. Grant Μ., Cίties of Vesuviu.5: Pompeίi and Herculaneum, Michael Gr ant Publications, Λονδίνο 1971. Popham Μ. R. et al., Lefkandί ΙΙ: The Protogeometrίc Building at Toumba. Part 2: The Excavatίon, Archίtecture and Finds, The British School of Archaeology at Athens, Οξφόρδη 1993. Rudenko S., Frozen Tomb.ς of Sίberίa. The Pazyryk Βurία/.ς of IronAge Horsemen, J.M. Dent and Sons Ltd., Λονδίνο 1970. SchitTer Μ.Β., Formatίon Processes of theArchaeologίcal Record, University of New Mexico Press, Albuquerque 1987. Sharer R.J., Ashmore W., Fundamental.ς ofArchaeology, The Benjamin/Cummings Publishing Company, Menlo P ark 1979. Spindler Κ., The Man ίn the Ice, P hoenix, Λονδίνο 1995. Thomas D. H.,Archaeology, Holt, Rinehart and Winston Inc., Orlando 1989.
i
119
�%���'%1-%%::;$$.tf%%miώ��m}ι;:$�-------------------
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ Renfrew C., Bahn Ρ. (επιμ.),Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, μτφρ. 1. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001. Ένα εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο, πλήρως εμπεριστατωμένο και με πλούσια ει κονογράφηση, που περιγράφει με αναλυτικό και έγκυρο τρόπο την ιστορία, τις με θόδους και τη θεωρητική πλευρά της Αρχαιολογίας.
120
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΕΥΡΕΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΙΗΣΗΣ ΠΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΑΡΊΥΡΙΑΣ Αλ. Κουκουζέλη Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να περιγράψει τις βασικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι για την ανεύρεση των αρχαιολογικών δεδομένων στο πεδίο και τη χρονολόγησή τους.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρι6σει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • απαριθμείτε τα διάφορα στάδια της αρχαιολογικής έρευνας και να περιγρά φετε τη διεπιστημονική φύση της • παρουσιάζεται τις βασικές μεθόδους ανεύρεσης των αρχαιολογικών δεδομέ νων στο πεδίο· • εξηγείτε τις κυριότερες μεθόδους που χρησιμοποιεί η Αρχαιολογία για τη χρονολόγηση των δεδομένων της.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• •
•
• • • • • • •
Αρχαιολογική έρευνα Σχέδιο έρευνας Διεπιστημονική ερευνητική ομάδα Ανεύρεση δεδομένων Εντοπισμός θέσεων Καθορισμός θέσεων Αρχαιολογική έρευνα επιφανείας Αρχαιολογική ανασκαφή Σχετική χρονολόγηση Απόλυτη χρονολόγηση
� Εισαγωγικά στο κεφάλαιο αυτό, θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας: � στο γεγονός ότι η αρχαιολογική έρευνα περνά από μια σειρά στάδια και β) στη οι πιστημονική φύση της αρχαιολογικής έρευνας. \
Έννοιες Κλειδιά
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
α) Τα διάφορα στάδια της αρχαιολογικής έρευνας Τα στάδια της αρχαιολογικής έρευνας είναι τα ακόλουθα: 1. Διατύπωση ενός σχεδίου έρευνας 2. Προετοιμασία για την εκτέλεση του έργου 3. Ανεύρεση δεδομένων στο αρχαιολογικό πεδίο
121
4. Ταξινόμηση δεδομένων 5. Ανάλυση δεδομένων 6. «Τελική» ερμηνεία δεδομένων 7. Δημοσίευση αποτελεσμάτων Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα προαναφερθέντα στάδια αντιπροσωπεύουν μια εξιδανικευμένη διαδικασία. Στην πραγματικότητα, πολλά από τα στάδια αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν συγχρόνως. Το αρχικό σχέδιο έρευνας αναπροσ διορίζεται συνεχώς για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και τις νέες συνθήκες έρευνας στο πεδίο. Επιπλέον, υφιστάμενες θεωρητικές ερμηνείες μπορούν να υπεισέλθουν ήδη στο στάδιο της διατύπωσης του σχεδίου έρευνας, νέ ερμηνείες εμφανίζονται διαρκώς κατά τα επόμενα στάδια της ανεύρεσης, ταξιν�'μησης και ανάλυσης των δεδομένων, και μόνο μετά από αυτή τη συνεχή παλινδρόμ ση μεταξύ θεωρίας και δεδομένων φθάνει κανείς στην «τελική» ερμηνεία,1 η οπ� ρουσιάζεται στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της αρχαιολογικής έρευνας. Όσον αφορά το πρώτο στάδιο, αυτό συνίσταται στη διατύπωση ενός σχεδίου έρευνας, το οποίο προσδιορίζει: α) τη θεωρία ή το πρόβλημα που θα αποτελέσει το υπόβαθρο της αρχαιολογικής έρευνας, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των αρχαιολόγων-ερευνητών· β) τους πιο ειδικούς στόχους της έρευνας (συγκε κριμένα θεωρητικά ερωτήματα που χρειάζονται απάντηση, στρατηγικές και μέθο δοι που θα πρέπει να υιοθετηθούν στο πεδίο) και γ) τους καλύτερους δυνατούς τρόπους για την επίλυση των θεωρητικών προβλημάτων, την απόκτηση μιας μέγι στης ποσότητας πληροφοριών και την αξιοποίηση του διαθέσιμου χρόνου, χρήμα τος και ανθρώπινου δυναμικού. Πρέπει, όμως, το σχέδιο έρευνας να είναι αρκετά ελαστικό, ώστε να επιτρέπει τη συνεχή αναθεώρηση και τροποποίηση των αρχι κc:ί>ν θεωριών, υποθέσεων και στόχων με βάση τα νέα δεδομένα που έρχονται διαρκώς στο φως κατά τη διάρκειά της. Για τη σωστή προετοιμασία του σχεδίου έρευνας, είναι πολύ σημαντικό οι αρχαιολόγοι να έχουν μελετήσει προσεκτικά οποιεσδήποτε μαρτυρίες ή πληροφορίες υπάρχουν σχετικά με τη γεωγραφική πε ριοχή ή τη θέση που πρόκειται να ερευνήσουν: φιλολογικά, ιστορικά, εθνογραφι κά, τοπογραφικά, γεωλογικά, περιβαλλοντικά και προηγούμενα αρχαιολογικά δεδομένα, παλιούς και πρόσφατους χάρτες, παλιές εικόνες, στρατιωτικές αερο φωτογραφίες κ.λπ. Το δεύτερο στάδιο, αυτό της προετοιμασίας για την εκτέλεση του έργου, συνί σταται στην κατάρτιση της ομάδας εργασίας, την εξεύρεση χρημάτων και την εξα σφάλιση αδειών για πρόσβαση σε ιδιωτική γη καθώς και του απαραίτητου εξοπλι σμού. Το τρίτο στάδιο εξετάζεται στο κεφάλαιο αυτό, ενώ το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο στάδιο αποτελούν το αντικείμενο του επόμενου κεφαλαίου (βλ. κεφάλαιο 5). Τέλος, όσον αφορά το έβδομο και τελικό στάδιο, αυτό της δημοσίευσης, θα 1 Αναφερόμαστε στην «τελική» ερμηνεία, διότι σύμφωνα με τη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία (βλ. ενότητα 6.4) η ερμηνεία που δίνεται στα δεδομένα κατά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων είναι στην ουσία είτε σχετική είτε προσωρινή, μέχρις ότου νέα δεδομένα έλθουν οτο φως.
122
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πρέπει να πούμε ότι είναι ίσως το βασικότερο, αφού γενικά κανένα ερευνητικό πρόγραμμα σε οποιονδήποτε επιστημονικό κλάδο δεν μπορεί να θεωρηθεί ολο κληρωμένο μέχρι την τελική δημοσίευση των αποτελεσμάτων του· εάν τα αρχαιο λογικά δεδομένα δεν δημοσιευτούν και παραμείνουν άγνωστα στους άλλους ερευ νητές, τότε δυστυχώς σχεδόν καταστρέφονται. β) Η διεπιστημονική φύση της αρχαιολογικής έρευνας Η σύγχρονη Αρχαιολογία έχει ανάγκη από μια σειρά ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι βοηθούν τους αρχαιολόγους σε όλα τα στάδια της αρχαιολογικής έρευνας. Ο ακόλουθος κατάλογος δεν είναι πλήρης, αλλά δίνει μια εικόνα της διεπιστημονι κής φύσης της αρχαιολογικής έρευνας: γεωμορφολόγοι, περιβαλλοντολόγοι, βο τανολόγοι, παλαιοντολόγοι, ζωολόγοι, βιολόγοι, χημικοί, φυσικοί, γεωλόγοι, με ταλλειολόγοι, γεωγράφοι, χαρτογράφοι, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, ιστορικοί, αν θρωπολόγοι, εθνογράφοι, εθνολόγοι, κοινωνιολόγοι, στατιστικολόγοι, προγραμ ματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών. Όλοι μαζί συγκροτούν μια διεπιστημονική ερευνητική ομάδα. Το κεφάλαιο αυτό χωρίζεται σε δύο ενότητες, από τις οποίες η πρώτη ασχολεί ται με τις μεθόδους ανεύρεσης των αρχαιολογικών δεδομένων, ενώ η δεύτερη πραγματεύεται τις διάφορες μεθόδους χρονολόγησης που χρησιμοποιεί η Αρχαιο λογία σήμερα. Ας σημειωθεί ότι για ορισμένες εικόνες του κειμένου θα χρειαστεί να ανατρέ χετε στο Προτεινόμενο Βιβλίο των Renfrew C., Bahn Ρ.,Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001. [Η παραπομπ11 στις εικόνες του βιβλίου αυτού θα γίνεται ως εξής: R&B: σελίδα.]
123
�QWJλλ'JiiHX�����
��
Ενότητα 4.1 ΜΕΘΟΔΟΙΑΝΕΥΡΕΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Σκοπός
Σκοπός της ενότητας αυτής είναι να περιγράψει τις μεθόδους που χρησιμοποι εί η σύγχρονη Αρχαιολογία για την ανεύρεση των αρχαιολογικών δεδομένων στο πεδίο.
Προσδοκώμενα
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη της ενότητας αυτής, θα είστε σε θέση να: • αναφέρετε τα τρία στάδια στη διαδικασία ανεύρεσης αρχαιολογικών δεδο μένων στο πεδίο, δηλαδή αυτά του εντοπισμού και του καθορισμού των θέσε ων και άλλων χαρακτηριστικών του αρχαίου τοπίου και αυτό της ανασκαφής • αναφέρετε τα τρία είδη έρευνας που χρησιμοποιούνται στον εντοπισμό και τον καθορισμό αρχαιολογικών θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοίπων, δη λαδή την έρευνα από τον αέρα και το διάστημα, την έρευνα επιφανείας και την έρευνα υπεδάφους • γνωρίζετε τις βασικές μεθόδους της έρευνας από τον αέρα και το διάστημα, της έρευνας επιφανείας και της έρευνας υπεδάφους • εξηγείτε τη διαδικασία της αρχαιολογικής ανασκαφής.
Αποτελέσματα
Έννοιες Κλειδιά
•
1
• • • • • • • • • • •
Εντοπισμός θέσεων Καθορισμός θέσεων Αεροφωτογράφιση Τηλεπισκόπηση από ραντάρ και δορυφόρους Έρευνα επιφανείας Γεωφυσικές μέθοδοι Μέθοδος μαγνητικής διασκόπησης Μέθοδος ηλεκτρικής αντίστασης Μέθοδος ηχητικής διερεύνησης Γεωχημικές μέθοδοι Ανάλυση φωσφορικού άλατος Ανάλυση ιχνοστοιχείων μετάλλων
4.1.1
• • • • • • • • • • •
Γεωτρητικές μέθοδοι Αρχαιολογική ανασκαφή Σωστικές ανασκαφές Συστηματικές ανασκαφές Γενικός κάνναβος θέσης Ανασκαφικός κάνναβος Κάθετη ή στρωματογραφική ανασκαφή Οριζόντια ανασκαφή Τεκμηρίωση ανασκαφής Επεξεργασία κινητών ευρημάτων Γενικό αρχείο ανασκαφής
Τα βασικά στάδια στη διαδικασία ανεύρεσης αρχαιολογικών δεδομένων
Αν εξαιρέσουμε τις ανακαλύψεις θέσεων, κατασκευιδν, τεχνέργων κ.λπ. που βασίζονται στην τύχη ( εξαιτίας της φυσικής διάβρωσης του εδάφους, της βαθιάς άροσης ή της σύγχρονης οικοδομικής δραστηριότητας), στην προφορική ή γραπτή
124
ΕΝ
4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
παράδοση (π.χ. η ανακάλυψη της αρχαίας Τροίας από τον Schliemann με βάση την Ιλιάδα του Ομήρου - βλ. ενότητα 2.2, Μελέτη Περίπτωσης 2), στα τοπωνύμια (π.χ. αυτά που εμπεριέχουν λέξεις όπως «κάστρο», «τούμπα», «παλαιά/ό» κ.ά.) ή απλώς στην υψηλή ορατότητα ορισμένων τύπων θέσεων, η διαδικασία ανεύρεσης των αρχαιολογικών δεδομένων διεξάγεται με συστηματική έρευνα στο πεδίο. Η αρχαιολογική έρευνα στο πεδίο περιλαμβάνει τρία βασικά στάδια: α) το στάδιο του εντοπισμού αιααιολογικών θέσεων και άλλων χαρακτηριστικών του αρχαίου τοπίου το στάδιο αυτό συνίσταται στην εξέταση της επιφάνειας μιας γεωγραφικής περιοχής και είναι αλλιώς γνωστό ως αναγνωριστική έρευνα (reconnaissance) β) το στάδιο του καθορισμού αρχαιολογικών θέσεων και άλλων χαρακτηριστικών του αρχαίου τοπίου συνίσταται στη λεπτομερή εξέταση της επιφάνειας των θέσε ων και των άλλων αρχαίων καταλοίπων που εντοπίστηκαν κατά το προηγούμενο στάδιο, ώστε να καθοριστεί η ακριβής γεωγραφική θέση, το μέγεθος, η μορφή, η λειτουργία και η χρονολογία τους γ) το στάδιο της ανασκαφής. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 τα τρία προαναφερθέντα στάδια θεωρούνταν αλ ληλεξαρτώμενα. Ο εντοπισμός και ο καθορισμός θέσεων ήταν μάλιστα δευτερεύ ουσας σημασίας, αφού ο απώτερος σκοπός τους ήταν πάντοτε η ανασκαφή. Όμως, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, πολλοί αρχαιολόγοι, ιδίως στη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ άρχισαν να δίνουν μεγάλη σημασία στον εντοπισμό και τον καθορι σμό θέσεων, θεωρώντας ότι αυτά τα δύο στάδια πρέπει να είναι εντελ(6ς ανεξάρ τητα από την ανασκαφή. Το αποτέλεσμα είναι ότι, στις μέρες μας, ο εντοπισμός και ο καθορισμός θέσεων έχουν διευρύνει τις προοπτικές τους και αποσκοπούν να εντοπίσουν και να καταγράψουν μια πληθώρα χρήσιμων πληροφοριών· οι πληρο φορίες αυτές αφορούν πλέον όχι μόνον ορισμένες -τις σημαντικότερες- θέσεις αλλά όλο το φάσμα των αρχαιολογικών θέσεων και μια σειρά από άλλα στοιχεία του αρχαίου τοπίου (π.χ. αρχαία οδικά δίκτυα, συστήματα καλλιέργειας, αρδευτι κά έργα) σε μια γεωγραφική περιοχή πριν από την ανασκαφή ή ακόμη αντί αυτής. Η τάση αυτή ξεκίνησε με τη διακήρυξη της Νέας ή Διαδικαστικής Αρχαιολογίας (ενότητα 6.3), στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ότι η έρευνα στο πεδίο πρέπει να συμπεριλαμβάνει «τη λεπτομερή και συστηματική μελέτη των γεωγραφικών περιο χών, οι οποίες θεωρείται ότι παρείχαν τα μέσα συντήρησης στα πολιτισμικά συ στήματα» (Binford, 1964). Στις μέρες μας, στη ΒΔ Ευρώπη και τη Β. Αμερική, αλ λά όλο και πιο συχνά και σε άλλες χώρες, ο εντοπισμός και ο καθορισμός θέσεων αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία εις βάρος της ανασκαφής, λόγω και της επιτακτικής ανάγκης να καταγραφούν, με όσο το δυνατόν πιο ανέξοδα, γρήγορα και ανώδυνα (δηλαδή μη καταστρεπτικά) μέσα, όλο και περισσότερες αρχαιολογι κές θέσεις που κινδυνεύουν από τη σύγχρονη ανάπτυξη και λόγω των όλο και πιο περιορισμένων οικονομικών πόρων που υπάρχουν για ανασκαφή. Ας εξετάσουμε τώρα συνοπτικά τις βασικές μεθόδους που χαρακτηρίζουν τα τρία κύρια στάδια ανεύρεσης των αρχαιολογικών δεδομένων στο πεδίο.
125
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
4.1.2
Ο εντοπισμός και ο καθορισμός θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοίπων
Για τον εντοπισμό και τον καθορισμό θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοίπων σε μια γεωγραφική περιοχή χρησιμοποιούνται τρεις μέθοδοι έρευνας, που qυ μπληρώνουν η μια την άλλη: α) έρευνα από τον αέρα και το διάστημα, β) έρευνα επιφανείας και γ) έρευνα υπεδάφους. Ας τις εξετάσουμε.
Α. ΕΡ ΕΥΝΑΑΠΟ ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΆΣΤΗΜΑ Η έρευνα από τον αέρα και το διάστημα περιλαμβάνει κυρίως 1. την αεροφω τογράφιση και 2. την τηλεπισκόπηση από εναέρια ραντάρ και δορυφόρους (� ακόλουθο σκιασμένο κείμενο). Η αεροφωτογράφιση είναι πολύ χρήσιμη για τον εντοπισμό και, κυρίως, για τον καθορισμό αρχαιολογικ(ί)ν θέσεων και άλλων αρ χαίων καταλοίπων σε μια γεωγραφική περιοχή· αποτελεί ένα πολύτιμο συμπλή ρωμα της έρευνας επιφανείας και συχνά προετοιμάζει το έδαφος γι' αυτή. Η τηλε πισκόπηση από εναέρια ραντάρ και δορυφόρους είναι, προς το παρόν τουλάχι στον, χρήσιμη μόνο για τον εντοπισμό θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοίπων.2
Μέθοδοι CΣQχαιολογική; έρευνα; από τον αέρα και το διάστημα
1. Αεροφωτογράφιση - Δίνει μια πανοραμική άποψη μιας ολόκληρης γεωγραφικής περιοχής και μπορεί α) να βοηθήσει στον καθορισμό των ορίων της εξεταζόμενης γεωγραφικής περιοχής και του αριθμού των θέσεων που περιέχει β) να δώσει προκαταρκτικές πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος, τη μορφή και το σχέδιο, μερικές φορές ακόμη και τη λειτουργία των θέσεων στην υπό εξέταση περιοχή γ) να εντοπίσει άλλα χαρακτηριστικά του αρχαίου τοπίου, όπως οδούς, μο νοπάτια, γέφυρες, αρδευτικά έργα, αναβαθμίδες και όρια αγρών, ακόμη και σημάδια άροσης κ.λπ. - Διεξάγεται συνήθως σε λοξή γωνία, από χαμηλό ύψος και με το πλάγιο φως του ήλιου. - Οι αρχαιολογικές θέσεις και τα άλλα αρχαιολογικά χαρακτηριστικά μιας γεωγραφικής περιοχής φανερώνονται κατά την αεροφωτογράφιση με τρεις διαφορετικούς τρόπους: ως σκιές, ως σημάδια εδάφους και ως σημάδια βλά στησης. Ως σκιές φανερώνονται αρχαιολογικές θέσεις μεγάλου μεγέθους, οι οποίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από την επιφάνεια του εδάφους, λόγω βαθιάς άροσης ή διάβρωσης, και έχουν καταλήξει να αποτελούν μια χαμηλή ανω μαλία του εδάφους (τύμβοι, τάφροι και αναχ<δματα, συστήματα αγρά)ν 2 Ας σημειωθεί ότι, παρ' όλο που αυτό το είδος έρευνας, και ιδίως η αεροφωτογράφιση, χρησιμοποιεί ται στη Δ. και Β. Ευρώπη και στη Β. Αμερική, δεν συνηθ{ζ,ετα.ι σrην Ελλάδα.
126
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κ.λπ.). Η αεροφωτογράφιση δίνει έμφαση στην ανάγλυφη μορφή των θέσε ων αυτών και τις κάνει να φαίνονται πολύ καθαρά (R&B: 80). Ως σημάδια εδάφους και ως σημάδια βλάστησης φανερώνονται θέσεις σε επίπεδες περιοχές έντονης γεωργικής εκμετάλλευσης, οι οποίες είτε είναι θαμμένες κοντά στην επιφάνεια του εδάφους είτε έχουν ισοπεδωθεί. Τέτοι ου είδους θέσεις δεν είναι ορατές από το επίπεδο του εδάφους και θα ήταν επομένως σχεδόν αδύνατο να εντοπισθούν κατά την έρευνα επιφανείας. Όμως, τόσο τα σημάδια εδάφους όσο και τα σημάδια βλάστησης είναι αρ κετά εφήμερα και η ορατότητά τους εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν το έδαφος ή τη βλάστηση αντίστοιχα. Πιο ειδικά: -Τα σημάδια εδάφους φανερώνονται είτε με την απόξεση της άνω επιφά νειας των αρχαίων τοίχων από βαθιά άροση (οπότε είναι ανοιχτόχρωμα και διαρκούν μόνο μία εποχή του έτους) είτε σε γυμνό και επίπεδο έδαφος χάρη στην προνομιακή συγκράτηση υγρασίας από θαμμένες κατασκευές που πε ριέχουν λεπτότερα εδάφη, όπως ο άργιλος, ή χάρη στη διαφορική τήξη του πάγου ή του χιονιού λόγω της θερμικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τα θαμμένα αντικείμενα στο έδαφος (οπότε είναι σκουρόχρωμα3 και διαρ κούν μόνον από λίγες ώρες μέχρι μερικές ημέρες) (R&B: 81). -Τα σημάδια βλάστησης εμφανίζονται όταν η παρουσία αρχιτεκτονικών λειψάνων ή κατασκευών κάτω από την επιφάνεια αγρών προξενεί διαφορε τικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ωρίμανσης των καλλιεργειών ( οπότε είναι πιο σκουρόχρωμα όταν οι καλλιέργειες αναπτύχθηκαν σε μεγάλο ύψος και παρέμειναν πράσινες, δηλαδή δεν ωρίμασαν, λόγω της ύπαρξης μεγαλύτε ρης ποσότητας υγρασίας στις ρίζες τους από την παρουσία κατασκευών με ένα ορισμένο βάθος, όπως λάκκοι, τάφροι κ.λπ., και πιο ανοιχτόχρωμα όταν η ανάπτυξη των καλλιεργειών εμποδίστηκε και αυτές κιτρίνισαν, δηλαδή ωρίμασαν, γρήγορα λόγω της ύπαρξης μικρότερης ποσότητας υγρασίας στις ρίζες τους από την παρουσία υπερυψωμένων κατασκευών, όπως τοίχοι κ.λπ. ). Η παρατήρηση των σημαδιών βλάστησης είναι η πιο ευαίσθητη και αποτελεσματική μέθοδος για την εντόπιση θαμμένων κατασκευών μέσω της αεροφωτογράφισης (R&B: 79, 81). Όμως, η ορατότητα των σημαδιών αυ τών δεν διαρκεί περισσότερο από μία έως δύο εβδομάδες και αυτό όχι στα θερά κάθε έτος, διότι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: τα είδη καλλιερ γειών και εδάφους, τη φορά της άροσης και άλλες γεωργικές μεθόδους, το στάδιο ανάπτυξης των καλλιεργειών καθώς και τις κλιματικές συνθήκες κα τά την εποχή της ανάπτυξής τους. Λόγω της έλλειψης σταθερότητας και προβλεψιμότητας των περισσότερων από τα σημάδια εδάφους και βλάστησης, οι αρχαιολογικές θέσεις που πα3 Οι αποκλίσεις που δημιουργο1ίνται στη θερμοκρασία του εδιiφους απι5 την ακτινοβολία αντικειμέ νων στο έδαφος μπορ01Jν στην πραγματικότητα να μετρηθο1Jν από αεροσκάφη με τη χρήση ραδιόμε τρων ως μέρος μιας riλλης μεθόδου εντοπισμού αρχαιολογικών θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοί πων από τον αέρα, η οποία είναι γνω(π1j ως θερμική αναγνωριστική έρευνα.
127
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ρουσιάζουν κάποια πολυπλοκότητα φωτογραφίζονται από αεροσκάφος επί πολλά χρόνια, κάτω από διαφορετικές συνθήκες έτσι συντάσσεται ένα σω ρευτικό αρχείο των χαρακτηριστικών τους και με βάση αυτό μπορούν κατό πιν να καταρτιστούν οι χάρτες των θέσεων αυτών για αρχαιολογικούς σκο πούς (R&B: 82).
Παράδειγμα 1 Η αεροφωτογράφιση αποδείχθηκε εξαιρετικά πολύτιμη για την ανακάλυψη της αρχαίας ελληνικής πόλης του Μεταπόντιου στη Σικελία, του πολεοδομικού καννά βου της, καθώς και των υποδιαιρέσεων της αγροτικής περιοχής (Χώρας) της πό λης αυτής, που είχαν τη μορφή αρδευτικών τάφρων σε παράλληλες γραμμές.
2. Τηλεπισκόπηση από εναέρια ραντάρ και δορυφόρους Οι μέθοδοι αυτές άρχισαν να χρησιμοποιούνται από την Αρχαιολογία σχε τικά πρόσφατα με αρκετά ενθαρρυντικά αποτελέσματα για το μέλλον. Πιο ειδικά: -Εναέρια ραντάρ τοποθετημένα σε αεροσκάφη (π.χ. ραντάρ τύπου SLAR) ή σε διαστημόπλοια και δορυφόρους (π.χ. ραντάρ τύπου SIR ή SAR) μπο ρούν να εντοπίσουν την παρουσία αντικειμένων στο έδαφος της Γης και να προσδιορίσουν την απόσταση (θέση) τους εκπέμποντας στη Γη σύντομους παλμούς μικροκυμάτων και καταγράφοντας την καταγωγή και την ένταση (χρόνο επιστροφής) των σημάτων ή «ανακλάσεων» που δημιουργούνται. Σκληρά ή προεξέχοντα αντικείμενα (όπως ανωμαλίες του εδάφους, κτίρια κ.λπ.) ή αντικείμενα με υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία (υδατικές επιφά νειες, βλάστηση) προξενούν σήματα μεγάλης έντασης. Οι γραμμές των παλ μών συλλαμβάνονται από τα όργανα με τη μορφή ανοιχτόχρωμων ή σκου ρόχρωμων αντιθέσεων δημιουργά)ντας εικόνες. Τα εναέρια ραντάρ προ σφέρουν μεγάλες δυνατότητες στην Αρχαιολογία. Σε σύγκριση με την αερο φωτογράφιση, έχουν το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι μπορούν να διαπε ράσουν την ατμόσφαιρα κάτω από σχεδόν οποιεσδήποτε καιρικές συνθή κες, την πυκνή βλάστηση, ακόμη και τα εξαιρετικά ξηρά εδάφη. Μπορούν να αποκαλύψουν διάφορες μεταβολές στο αρχαίο τοπίο, όπως αλλαγές στην τοπογραφία ή διαταραχές στο υπέδαφος μεγάλων θέσεων και είναι χρήσιμα στην υποβρύχια Αρχαιολογία για την εντόπιση αρχαίων ναυαγίων.
Παράδειγμα 2 Ένα πείραμα, που διεξήχθη από το διαστημόπλοιο Κολούμπια το 1981 με
128
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στόχο τη μελέτη της ιστορίας της ανυδρίας στη Γη με τη χρήση ενός ραντάρ SIR, αποκάλυψε σε βάθος μεγαλύτερο από 1-2 μtτρα κάτω από την επιφάνεια της Σαχάρας πολυάριθμες τάφρους άγνωστες μέχρι τότε, οι οποίες είχαν ανοιχτεί μέσα στο βράχο και φαίνεται να συνδέονταν με ένα αρχαίο αποστραγγιστικό σύ στημα. Επίσης, αποκάλυψε θαμμένες κοίτες ποταμών, οι οποίες επαληθεύτη καν αργότερα με έρευνα επιφανείας και βρέθηκαν να συσχετίζονται με λίθινους πελέκεις ηλικίας περίπου 200.000 χρόνων - απόδειξη ότι η περιοχή είχε κατοι κηθεί κατά την εποχή του Λίθου από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες.
- Οι δορυφόροι καταγράφουν την ένταση της υπέρυθρης ακτινοβολίας που εκπέμπεται σε διαφορετικά μήκη κύματος από τα διάφορα συστατικά της γή ινης επιφάνειας και ακολούθως μετατρέπουν με ηλεκτρονικό τρόπο τα δεδο μένα που έχουν καταγράψει σε φωτογραφικές εικόνες. Η δορυφορική τηλε πισκόπηση είναι χρήσιμη στην Αρχαιολογία, αλλά παρουσιάζει ακόμη ορι σμένους περιορισμούς: είναι εξαιρετικά ακριβή, οι χάρτες που παράγει έχουν μια τεράστια και επομένως αρκετά ανακριβή κλίμακα για αρχαιολογι κούς σκοπούς - η χρησιμότητά τους περιορίζεται έτσι σε πολύ γενικές έρευ νες επιφανείας μεγάλων γεωγραφικών περιοχών, οπότε είναι απλώς συ μπληρωματικοί της αεροφωτογράφισης και, τέλος, η καθαρότητα των εικό νων από δορυφόρους του τύπου LANDSAT και SPOT, που είναι διαθέσιμες προς το παρόν στο ευρύ κοινό, δεν είναι ικανοποιητική - μόνον αντικείμενα πλάτους 18-27 μέτρων είναι δυνατόν να εντοπιστούν στο έδαφος της Γης.
Παράδειγμα 3 Σε ένα από κοινού πρόγραμμα (τέλη δεκαετίας 1970-αρχές δεκαετίας 1980) αρχαιολόγοι και επιστήμονες της ΝΑΣΑ χρησιμοποίησαν δορυφόρους LANDSAT, σε συνδυασμό με ραντάρ SAR από δορυφόρους και αεροσκάφη, για να διαπεράσουν την πυκνή ζούγκλα της χερσονήσου Γιουκατάν/Υucataη (Β. Γουατεμάλα και Μεξικό) και να εξερευνήσουν την αρχαιολογική περιοχή των Μάγια. Εκτός από έναν μεγάλο αριθμό αρχαιολογικών θέσεων άγνωστων έως τότε και σχεδόν καθόλου ορατών από το επίπεδο του εδάφους, ανακαλύφθηκε ένα εκτεταμένο δίκτυο μεγάλων αρδευτικών τάφρων των Μάγια, οι οποίες ήρ θαν να συμπληρώσουν την εικόνα των μικρότερων τάφρων αυτού του τύπου που είχαν ανακαλυφθεί προηγουμένως χάρη στην αεροφωτογρόφιση (R&B: 84). Η παρουσία των περισσότερων από τις κατασκευές αυτές επαληθεύτηκε στη συνέχεια με έρευνες επιφανείας.
129
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
�1*-��Ps"%3/l
ι::>.
Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 4 Με βάση όσα μελετήσατε μέχρι τώρα, περιγράψτε τους στόχους και τις μεθόδους της έρευνας από τον αέρα και το διάστημα και τα κύρια οφέλη που αποκομίζει η Αρχαιολογία από αυτό το είδος έρευνας (150 λέξεις). Στη συνέχεια, επιστρέψτε στα προαναφερθέντα και ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας.
Β. ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ
Η έρευνα επιφανείας (.surface survey ή απλώς .survey) χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαιολογία από πολύ νωρίς και σήμερα αποτελεί το κύριο μέσο εντοπισμού και καθορισμού αρχαιολογικών θέσεων και άλλων καταλοίπων σε μια γεωγραφική περιοχή. Αρχικά, διεξαγόταν χωρίς σύστημα και εθεωρείτο προπαρασκευαστική της ανασκαφής. Όμως, στις μέρες μας η έρευνα επιφανείας είναι όλο και πιο συ στηματική και σύνθετη, ενώ σε ορισμένα μέρη του κόσμου (κυρίως ΒΔ Ευρώπη και Β. Αμερική) θεωρείται εξίσου σημαντική με την ανασκαφή και πολλές φορές διεξάγεται αντί της ανασκαφής, για τους λόγους που προαναφέραμε (βλ. υποενό τητα 4.1.1 ). Η σύγχρονη έρευνα επιφανείας μπορεί να αποκαλύψει λεπτές διαβαθμίσεις στην ένταση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε όλη την επιφάνεια μιας γεωγρα φικής περιοχής, από το κέντρο μιας πόλης μέχρι την πιο απομακρυσμένη αγροτική τοποθεσία, πράγμα που δεν είναι εφικτό με την ανασκαφή, εφόσον η έρευνα επι φανείας καλύπτει μια πολύ μεγαλύτερη περιοχή από αυτή που μπορεί να καλύψει ακόμη και η πιο εκτεταμένη ανασκαφή. Αποτελεί, έτσι, το πιο πρόσφορο μέσο που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχαιολόγοι σήμερα για να διαμορφώσουν μια λεπτο μερή εικόνα του τρόπου κατοίκησης και του τρόπου χρήσης της γης μέσα στο το πίο (τόσο το αστικό όσο και το αγροτικό) μιας ολόκληρης γεωγραφικής περιοχής, και αυτό διαμέσου όλων των εποχών. Στην Ελλάδα, ειδικά, η έρευνα επιφανείας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας όσον αφορά τον αγροτικό τομέα (χώρα) των πόλεων-κρατών της κλασικής εποχής και τη χρήση του γεωγραφικού τοπίου σε πρωιμότερες, «περιφερειακές» περιόδους της ελληνικής ιστορίας.4
4 Επικεντρώνοντας την προσοχή στην ιστορία της χρήσης της υπαίθρου και του αγροτικού τοπίου από τον άνθρωπο η σύγχρονη έρευνα επιφανείας επομένως επιτρέπει στους αρχαιολόγους να κινηθούν σε άλλα επίπεδα ιστορικού χρόνου, αυτά που η Σχολή των Annales ονομάζει «Μέση διάρκεια ή συγκυ ρίες» και «Μακρά διάρκεια» και να ανασυνθέσουν, αντίστοιχα, την κοινωνική-οικονομική ιστορία, η οποία περιλαμβάνει τους οικονομικούς, αγροτικούς και δημογραφικούς κύκλους, τα κοινωνικοπολι τικά συστήματα, τους θεσμο1Jς, τις νοοτροπίες και τις ιδεολογίες σε μια γεωγραφική περιοχή διαμέσου των γενεών, καθώς και την ιστορία των γrωγραφικών παραγόντων, των πολιτισμών και των λαών σε μια ολόκληρη γεωγραφική περιοχή διαμέσου των αιώνων. Αυτά τα δύο είδη ιστορίας έρχονται σε αντιδιαστολή με το επίπεδο ιστορικοι5 χρόνου που η Σχολή των Annales ονομάζει «Μικρή διάρκεια ή Γεγονδτα», με άλλα λδγια με την παραδοσιακή αφηγηματική-πολιτική ιστορία, η οποία ασχολε{ται απλώς με τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα και τις ιστορικές προσωπικότητες και, κατ' επέκταση, αποκλειστικά με την ιστορι'α και την κοινωνία των πόλεων. Βλ. Bίntlίff, 1991, Snodgrass, 1982 και 1991, τδμος Α, σ. 158-159 της Θ.Ε. «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό».
130
ΕΝ
4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η έρευνα επιφανείας συνίσταται στην απευθείας εξέταση της επιφάνειας του εδάφους μιας προκαθορισμένης περιοχής από ομάδες ερευνητών με στόχο την εντόπιση ορατών αρχαίων πολιτισμικών καταλοίπων (τεχνέργων - συνήθως κερα μικής με τη μορφή οστράκων, οικοδεδομένων, κτισμάτων ή κατασκευών). Διακρί νουμε ανάμεσα στην έρευνα επιφανείας μιας γεωγραφικής περιοχής και την έρευ να επιφανείας μιας αρχαιολογικής θέσης. Η πρώτη αποτελεί στις μέρες μας τη βα σικότερη μέθοδο εντόπισης αρχαιολογικό)ν θέσεων σε μια γεωγραφική περιοχή και την κυριότερη πηγή πληροφοριών για τη μελέτη γεωγραφικών περιοχών. Η δεύτερη μπορεί να διεξαχθεί ανεξάρτητα, με στόχο τον καθορισμό μιας θέσης πριν από την ανασκαφή της ή την ένταξή της στην έρευνα επιφανείας μιας γεω γραφικής περιοχής. Στο κείμενο που ακολουθεί, θα εξετάσουμε πρόnα τις βασικές μεθόδους της έρευνας επιφανείας5 και, στη συνέχεια, την αξιοπιστία της έρευνας αυτής ως μέσου ανεύρεσης αρχαιολογικών δεδομένων. 1. ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΙΙΦΑΝΕΙΑΣ Οι βασικές μέθοδοι της έρευνας επιφανείας, και πιο ειδικά της έρευνας επιφανείας μιας γεωγραφικής περιοχής, έχουν σχέση με τις διάφορες αποφάσεις που αφορούν το σχεδιασμό και την εκτέλεσή της, οι οποίες είναι οι εξής: α) επιλογή τομέα έρευνας, β) βαθμός έντασης, γ) βαθμός κάλυψης, δ) μονάδες δειγματοληψίας, ε) στατιστικές μέ-. θοδοι δειγματοληψίας και στ) περισυλλογή υλικού. Ας τις δούμε πιο αναλυτικά. α) Επιλογή τομέα έρευνας. Για πολύ καιρό, η επιλογή του τομέα έρευνας, δη λαδή της περιοχής όπου επρόκειτο να διεξαχθεί η έρευνα επιφανείας, γινόταν με βάση χρονολογικά κριτήρια. Στις μέρες μας, όμως, προτιμώνται τομείς που ορίζο νται με βάση απλά γεωγραφικά κριτήρια (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
Επιλογή τομέα έρευνας επιφανείας
1. Χρονολογικά κριτήρια -Πολιτισμικά (που αναφέρονται σε μια τεχνοτροπία - π.χ. συγκεκριμένοι τύποι τεχνέργων ή κτισμάτων, γραφή ή γλώσσα, που θεωρούνταν χαρακτη ριστική μιας γεωγραφικής περιοχής σε μια συγκεκριμένη εποχή). -Ιστορικά (που βασίζονται σε αναφορές των αρχαίων γραπτών στα πολιτικά ή διοικητικά όρια ενός κράτους ή βασιλείου μέσα σε μια γεωγραφική περιοχή).
Παράδειγμα 4 Στις έρευνες επιφανείας που αφορούσαν την Εύβοια της Νεολιθικής εποχής και της εποχής του Χαλκού ή τη Μεσσηνία της μυκηναϊκής εποχής (University of Minnesota Messenia Expedition, δεκαετία του 1960) η επιλογή του τομέα έγινε
5
Πιο ειδικά, θα αναφερθοιJμε στην έρευνα επιφανείας μιας γεωγραφικής περιοχής. Οι αρχές και οι μέθοδοι της επιφανειακής έρευνας μιας αρχαιολογικής θέσης είναι, σε μικρότερη κλίμακα, παρόμοιες με αυτές της έρευνας επιφανε(ας μιας γεωγραφικής περιοχής.
131
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
με βάση πολιτισμικά χρονολογικά κριτήρια, ενώ στην επιφανειακή έρευνα της αyροτικής περιοχής {Χώρας) της κλασικής και ελληνιστικής Κορίνθου η επιλογή του τομέα στηρίχθηκε σε ιστορικά χρονολογικά κριτήρια.
2. Γεωγραφικά κριτήρια Επιλέγεται μια σαφώς οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή (π.χ. μια φυσική γεωγραφική ενότητα, όπως ένα νησί, ένα οροπέδιο, μια πεδιάδα ή μια κοι λάδα, μια ζώνη κλιτύων, το δέλτα ενός ποταμού, μια λεκάνη απορρο11ς φυσι κών ρείθρων), ιδίως όταν η περιοχή αυτή έχει κάποια πολιτισμική συνάφεια (δηλαδή χρησιμοποιήθηκε σιο παρελθόν για να ορίσει έναν πολιτισμό ή μια σειρά πολιτισμών).
Παράδειγμα 5 Στις έρευνες επιφανείας που διεξήχθηκαν στα νησιά της Μήλου (R&B: 75) και της Κέας, στο δέλτα του ποταμού Στρυμόνα και στις συλλεκτήριες λεκάνες υδάτων της Αργολίδας (βλ. Παράδειγμα 10) η επιλογή του τομέα βασίστηκε σε γεωγραφικά κριτήρια.
Ο λόγος προτίμησης στις μέρες μας τομέων που επιλέγονται με βάση γεω γραφικά κριτήρια είναι ότι τέτοιου είδους τομείς μπορούν να προσδιορι σtούν πιο εύκολα και, πάνω απ' όλα, προσφέρουν μια διαχρονική άποψη της εξεταζόμενης γεωγραφικής περιοχής, δηλαδή μια άποψη διαμέσου όλης της διάρκειας κατοίκησης και χρήσης της (σε αντίθεση με τη συγχρονική, οριζόντια σιο χρόνο άποψη, την οποία προσέφεραν οι τομείς έρευνας που είχαν επιλεγεί με βάση χρονολογικά κριτήρια). Υπάρχουν μάλισtα αρχαιο λόγοι που θεωρούν ότι η αποκλεισtική έμφαση σε μόνο μία χρονική περίο δο κατά την έρευνα επιφανείας μιας περιοχής εις βάρος των υπόλοιπων πε ριόδων, τις οποίες αντιπροσωπεύει αυτή, είναι κάτι το εντελώς ανέντιμο, που πρέπει πάση θυσία να αποφεύγεται. β) Βαθμός έντασης. Ο βαθμός έντασης, δηλαδή λεπτομέρειας, που μπορεί να χαρακτηρίσει την έρευνα επιφανείας μιας γεωγραφικής περιοχής ποικίλλει σημα ντικά. Σήμερα διακρίνουμε ανάμεσα στην εκτεταμένη και την εντατική έρευνα επιφανείας. Η τελευταία προτιμάται όλο και περισσότερο στις μέρες μας (βλ. το ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
132
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Βαθμός έντασης έρευνας επιφανείας
1. Εκτεταμένη έρευνα επιφανείας Χρησιμοποιήθηκε από τις πρώτες κιόλας μέρες της Αρχαιολογίας και ειδι κά στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Είναι ελάχιστα εντατική και λεπτο μερής και εξαιρετικά απλή - μπορεί να διεξαχθεί μόνον από έναν αρχαιο λόγο. Στόχος: Η κάλυψη μιας όσο το δυνατόν μεγαλύτερης επιφάνειας σε όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο με απλό περπάτημα και, όταν υπάρχει ανά γκη, με διάφορα οχήματα, ώστε να εντοπιστούν οι σημαντικότερες αρχαιο λογικές θέσεις, συνήθως με απώτερο στόχο την ανασκαφή τους. Ως οδηγοί για την ανεύρεση αρχαιολογικών θέσεων κατά την εκτεταμένη έρευνα επιφανείας μπορούν να χρησιμεύσουν: • τα ίδια τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που είναι ορατά στην επιφάνεια του εδάφους, • οι σχετικές αρχαίες γραπτές πηγές (με κυριότερη ανάμεσά τους για τη χώρα μας την Ελλάδος Περιήγηση του Παυσανία), • παλιές ανασκαφές στην περιοχή και αρχαίες επιγραφές, • παλιοί χάρτες και τοπωνύμια, • προφορικές πληροφορίες από τους ντόπιους κατοίκους. Η εκτεταμένη έρευνα επιφανείας μπορεί επίσης να εντοπίσει άλλα εμφανή χαρακτηριστικά του αρχαίου τοπίου: λατομεία, ορυχεία, σπήλαια, στέρνες, πηγάδια, αλώνια, γέφυρες, οδούς, όρια ή αναβαθμίδες αγρών κ.λπ. Μειονέκτημα: αφήνει ανεξερεύνητες τις μικρότερες και μη εξέχουσες από την επιφάνεια του εδάφους θέσεις, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέ ρος της επιφάνειας μιας γεωγραφικής περιοχής (βλ. στα ακόλουθα, εντατι κή έρευνα επιφανείας). Παρέχει έτσι μια εκλεκτική και ελλιπή, και ενδεχο μένως παραπλανητική, εικόνα του τρόπου κατοίκησης του αρχαίου τοπίου.
Παράδειγμα 6 Η έρευνα επιφανείας που διεξήγαγε ο Σλήμαν (Schliemann) στην πεδιάδα του ποταμού Σκαμάνδρου κατά τη δεκαετία του 1870, στην προσπάθειά του να εντοπίσει τη θέση της αρχαίας Τροίας.
Παράδειγμα 7 Η έρευνα επιφανείας που είναι γνωστή ως University of Minnesota Messenia Expedition (δεκαετία 1960) και είχε θέμα τη Μεσσηνία της μυκηναϊκής εποχής. Αντιπροσωπεύει το απόγειο της εκτεταμένης έρευνας επιφανείας στην Ελλάδα, διότι με έναν εντελώς πρωτοποριακό για την εποχή τρόπο επιχείρησε επίσης να ερευνήσει τα οικιστικά σχήματα και τη σχέση των οικισμών με την τοπογραφία και το περιβάλλον της εξεταζόμενης περιοχής.
133
ΕΝ
4.1
Στις μέρες μας, η εκτεταμένη έρευνα επιφανείας χρησιμοποιείται κατά προτί μηση ως προκαταρκτική ή συμπληρωματική της εντατικής έρευνας επιφανείας. 2. Εντατική έρευνα επιφανείας Προτιμάται όλο και περισσότερο από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και εξής. Στόχος: η κάλυψη μιας πολύ μικρότερης περιοχής αλλά με έναν πολύ πιο λεπτομερή τρόπο σε σύγκριση με την εκτεταμένη έρευνα επιφανείας. Είναι άκρως συστηματική και εξονυχιστική και διεξάγεται από μεγάλες ομάδες αρχαιολ6γων και ειδικών επιστημόνων. Πιο ειδικά, ένας αριθμός ατόμων σε τακτές αποστάσεις (5-15 μέτρων) μεταξύ τους περπατούν στη σειρά με τον ίδιο ρυθμό και σε ευθείες γραμμές, ερευνώντας την επιφάνεια του εδάφους για οποιαδήποτε αρχαιολογικά κατάλοιπα (συνήθως, όμως, τέχνεργα και ιδίως κεραμικά όστρακα) εμπίπτουν στο οπτικό τους πεδίο (εικ. 1 ). Πλεονέκτημα: Περισυλλογή αρχαιολογικών δεδομένων που είναι πολύ πλούσια σε ποσότητα και σε είδος: • Ένας πολύ μεγάλος αριθμός και, επομένως, μια μεγάλη ποικιλία αρχαι ολογικών θέσεων6 : εκτός από τις «κύριες» αρχαιολογικές θέσεις (αρχαί ες πόλεις και χωριά), μικρότερες επιφανειακές θέσεις, πιθανόν αγρσn� κής φύσης (χωριουδάκια, αγροικίες, κονάκια αγρών, μάνδρες ζώων, αποθήκες και εργαστήρια, μικρά ιερά κ.λπ.). • Χώροι «εκτός θέσεων»,7 που βρίσκονται γύρω από γνωστές ή συναγόμε νες «κύριες» αρχαιολογικές θέσεις ή και ανάμεσά τους και είναι δυνα-. τόν να αντιπροσωπεύουν: -τόπους λιγότερο εντατικών αρχαίων δραστηριοτήτων (π.χ. τόπους ερ γασίας γεωργών και κτηνοτρόφων ή τόπους κατοίκησης νομάδων ή κυ νηγών-τροφοσυλλεκτών)· -τόπους εκμετάλλευσης φυσικών πόρων (λατομεία, ορυχεία ή τόπους κατασκευής λίθινων εργαλείων ή όπλων)· - τόπους απώλειας ή θραύσης αντικειμένων· - τόπους διάθεσης απορριμμάτων ή απόθεσης σωρών κοπριάς που προορίζονταν για λίπασμα στο πλαίσιο εντατικής καλλιέργειας.
Ως «θέσεις» στην έρευνα επιφανείας χαρακτηρ[ζ,ονται οι περιοχές εκείνες που επιδεικνύουν σαφώς καθορισμένες και υψηλής πυκνότητας συγκεντρώσεις τεχνέργων στην επιφάνειά τους και συνοδειίο νται ενδεχομένως από ορατά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος θέση έχει μια στενότερη σημασία στην έρευνα επιφανείας σε σύγκριση με τον ευρύτερο όρο (αρχαιολογική) θέση που ει'δαμε στην υποεν(iτητα 3. 1.2 και είναι καθαρά αντικείμενο ερμηνείας χρησιμοποιείται απλώς για να περιγράψει ένα επιφανειακό φαινόμενο, αφού η παρουσία και μόνον επιφανειακών συγκε ντρώσεων τεχνέργων σε μια θέση δεν συνεπάγεται αναγκαστικά μια σχέση ανάμεσα στα επιφανειακά αρχαιολογικά κατιiλοιπα και αυτά που ενδεχομένως βρίσκονται Κ(iτω από την επιφ(iνεια του εδά φους (π.χ. υπιΊ.ρχει η πιθανότητα οι επιφανειακές συγκεντρώσεις να οφείλονται σε κάποιον τυχαίο παράγοντα) - με λίγα λόγια, οι επιφανειακές θέσεις δεν υποδηλώνουν πάντα θαμμένες θέσεις. 7 Οι χώροι αυτοί χαρακτηρίζονται από συνεχόμενες διασπορές τεχνέργων, οι οποίες είναι, όμως, χα μηλής πυκν(5τητας και δεν έχουν σαφώς καθορισμένα όρια. 6
134
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
..
:,e,:;,o....,...,.....,.....,_____________________=
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
�---�---------------------------------, • Διαχρονικές μεταβολές στην κατανομή και την πυκνότητα των θέσεων και των χώρων «εκτός θέσεων» μέσα σε μια γεωγραφική περιοχ11 ( οι εντατι κές έρευνες επιφανείας έχουν κατά κανόνα μια διαχρονική προοπτική).
Εικόνα 1 Έρευνα επιφανείας Προσαρμογή από 8noιl a8!>� 1987, εικ. 19 --------- ----- -...._-ΙΙηγή: --gr
Παράδειγμα 8 Κατά τη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα ένα «νέο κύμα» εντατικών ερευνών επιφανείας κυρίως από Βρετανούς και Αμερικανούς αρχαιολόγους εντόπισε μια πληθώρα θέσεων ακριβώς επειδή οι επιφανειακές αυτές έρευνες ήταν εντατι κές. Ιδιαίτερα η έρευνα επιφανείας στη Βοιωτία, που είναι γνωστή ως Cam bridge/Bradford Boeotian Expedition, κατόρθωσε να επισημάνει, εκτός από τις αρχαιολογικές θέσεις που αντιστοιχούν σε αρχαίες πόλεις και κώμες γνωστές από τις αρχαίες πηγές, ένα πλήθος αγροτικών θέσεων· οι περισσότερες από αυ τές τις αγροτικές θέσεις περιβάλλονταν, εν είδει «φωτοστέφανου» (ha/o), από κεραμικό υλικό μικρότερης πυκνότητας, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις σχημάτιζε ένα συνεχές στρώμα απόθεσης και το οποίο ερμηνεύτηκε από τους διευθυντές της επιφανειακής έρευνας ως κατάλοιπα σωρών κοπριάς, που είχαν χρησιμεύσει ως λίπασμα στο πλαίσιο εντατικής καλλιέργειας (εικ. 2).
135
4
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
'
./
-.
•••• ,.• rr.l'Ι·ι.κι
\,;.\
.,-/VT1
.Τ v• -·· .. .
. 1 , ,. .1..ι-"' . � -��. .!···· .,, •. . / ........ "· �, � ·�·.·�-. ,.·· , �-. '\ ... :· ·;1ι-:-.' '-,:,' ___,../-
..-� .J. � .' !>1 "·�• :: '""�":: � ·,·: - · --"'7--.•• •,. · ·�
/
.
1
'
�
..... ,!"
• -';:--·
' ,.'\
,.• "'\�οι"
'.
,
�-.}'..
"""''
.
.,· Μιωcιιι,=
.,.... '\r� ,�- �/,'
-
eP
� .. -,,;
,
, - ...
L
1
.=,. '/ - .,
'
-
·
..
•,
-.
\( }\.-' . .. ,.. . ' ' ,/ -�· i • "" .' •,
·�
.,
10
,
..
'4
",
"'
.. -�
,,J.,,-·-.,,,,• .. ""'' '\" • ., �.. \: ••
""'"""'m,.•rno Β:UλW..ιΙQUΙ
....�
._-,...,..uι
�':"1.
- - !Υ"
1,__,
�
ι..-ΠΙΑΙΜΙUfl
Α
Ν
Εικόνα 2 Έρευνα επιφανείας Cambrίdge/Bι·adford Boeotia Expedition.
Χάρτης πυκν6τητας τεχνέργων στην Κοιλάδα των Μουσών και στις περιοχές Παλαιοπαναγιάς και Θεσπιών (Βοιωτία) Πηγή: Προσαρμογή απ6 Snodgrass, 1987, εικ. 30
γ) Βαθμός κάλυψης. Η ιδανική κατάσταση για μια έρευνα επιφανείας είναι, βέβαια, να καλύψει πλ11ρως την εξεταζόμενη περιοχή. Δεδομένου, όμως, ότι η εντατική έρευνα επιφανείας είναι μια αρκετά ακριβή και χρονοβόρα εργασία, πο λύ πιο συχνά η περιοχή που έχει επιλεγεί προς έρευνα καλύπτεται μόνο εν μέρει και στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται δειγματοληψία (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
Βαθμός κάλυψης κατά την έρευνα επιφανείας
Πλήρης κάλυψη έναντι δειγματοληψίας.
Δειγματοληψία
1. Στατιστική δειγματοληψία Χρησιμοποιούνται τεχνικές από τον τομέα της στατιστικής, που βασίζονται στη θεωρία των πιθανοτήτων (πιο ευρέως γνωστές από τη χρήση τους στις δημοσκοπήσεις).
Παράδειγμα 9 Ας υποθέσουμε ότι η δειγματοληψία έδωσε ένα στατιστικό δείγμα που αντι προσώπευε το 20% μιας γεωγραφικής περιοχής. Εκεί, η έρευνα επιφανείας μπόρεσε να εντοπίσει 10 θέσεις από τις οποίες η μία ήταν ένα μεγάλο κέντρο και οι άλλες εννέα περιφερειακές θέσεις-«δορυφόροι», που εξαρτώνταν άμεσα από αυτήν. Τότε μπορεί κανείς να παρεκτείνει το αποτέλεσμα αυτό σε ολόκλη-
136
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρη τη γεωγραφική περιοχή και να υπολογίσει έναν αριθμό 50 θέσεων με 5 μεγά λα κέντρα και 45 θέσεις-«δορυφόρους» μέσα στην περιοχή εκείνη.
2. Μη στατιστική δειγματοληψία Χρησιμοποιούνται ως δείγματα διάφορες τοπογραφικές ή περιβαλλοντικές μονάδες, οι οποίες, κατά την προσωπική κρίση του αρχαιολόγου, μπορού σαν να είχαν κάνει μερικές περιοχές πιο ελκυστικές για κατοίκηση απ' ό,τι άλλες, όπως λεκάνες απορροής (φυσικών ρείθρων), περιοχές γενικά πιο ευ πρόσιτες κ.λπ.
Παράδειγμα 10 Στην πέρίπτωση της αμερικανικής έρευνας επιφανείας στη Νότια Αργολίδα (Stanford University Archaeological and Environmental Survey of the Southern Argolid), ένα δείγμα 20% (περίπου 44 τ. χλμ.) επιλέχθηκε με βάση περιβαλλο ντικά κριτήρια. Πιο ειδικά, δόθηκε έμφαση στις διάφορες συλλεκτήριες λεκά νες (φυσικών ρείθρων) στην περιοχή (τόσο στα προσχωματικά μέρη τους όσο και στις περιβάλλουσες κλιτύες λόφων) και έγινε προσπάθεια ώστε σε κάθε λε κάνη να επιλεγεί ένα δείγμα που να περιέχει όλα τα γεωμορφολογικά χαρακτη ρι.στικά της, από τις παραθαλάσσιες πεδιάδες μέχρι τα οροπέδια. Ο γενικός στόχος ήταν οι περιοχές που είχαν επιλεγεί να είναι όσο το δυνατόν πιο αντι προσωπευτικές του συνόλου, ώστε στο τέλος οι αρχαιολόγοι να είναι σε θέση να εφαρμόσουν με κάποια βεβαιότητα τα συμπεράσματά τους σε ολόκληρη τη νότια Αργολίδα.
δ) Δειγματοληπτικές μονάδες. Για την ακριβ11 καταγραφή και περισυλλογή των ευρημάτων, η περιοχή που έχει επιλεγεί για να καλυφθεί με εντατική έρευνα επιφανείας χωρίζεται σε έναν αριθμό δειγματοληπτικών μονάδων, οι οποίες είναι δύο βασικών ειδών: τετράγωνα ή διαδρομές (λωρίδες εδάφους). Οι μονάδες αυτές μπορεί να αποτελούν μέρος ενός καννάβου που καλύπτει όλη την εξεταζόμενη πε ριοχή ή να χρησιμοποιούν υπάρχοντες χωρισμούς του τοπίου, όπως για παράδειγ μα αγροτεμάχια, περιβόλια κ.λπ. Από τα δύο είδη δειγματοληπτικών μονάδων, τα τετράγωνα παρέχουν πιο ακριβείς πληροφορίες όσον αφορά την ακριβή προέλευ ση των ευρημάτων, αφού εκθέτουν κάθε φορά μια πιο πλατιά επιφάνεια της εξε ταζόμενης περιοχής, αλλά οι διαδρομές είναι πιο πρόσφορες ιδίως σε επιφανεια κές έρευνες μεγάλης κλίμακας, διότι επιτρέπουν στους αρχαιολόγους να καλύ πτουν μεγάλες αποστάσεις ταχύτερα και, επομένως, να εντοπίσουν ένα μεγαλύτε ρο ποσοστό θέσεων. ε) Στατιστικές μέθοδοι δειγματοληψίας. Ο απαιτούμενος αριθμός και η θέση των δειγματοληπτικών μονάδων μέσα στη γεωγραφική περιοχ11 που πρόκειται να
137
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
εξεταστεί καθορίζονται με βάση τέσσερις βασικές μεθόδους στατιστικής δειγμα τοληψίας (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
Σtατιστικές μέθοδοι δειγματοληψίας
Από την πιο απλή μέχρι την πιο σύνθετη, οι στατιστικές μέθοδοι δειγματολη ψίας που χρησιμοποιούνται στην έρευνα επιφανείας είναι οι εξής (R&B: 77): 1. Απλή τυχαία δειγματοληψία. Τυχαία τοποθέτηση ενός προκαθορισμένου αριθμού δειγματοληπτικών μονάδων. 2. Συστηματική δειγματοληψία. Τοποθέτηση των δειγματοληπτικών μονά δων σε κανονικά διαστήματα η μία από την άλλη. 3. «Στρωματοποιημένη» τυχαία δειγματοληψία. Τοποθέτηση των δειγματο ληπτικών μονάδων όχι πλέον με βάση μαθηματικούς παράγοντες, όπως στις δύο προηγούμενες μεθόδους, αλλά τυχαία και σε άνισους, κατ' αναλογία αριθμούς μέσα σε μια σειρά από οριζόντια «στρώματα» ή ζώνες, η καθεμιά από τις οποίες αντιπροσωπεύει έναν από τους κυριότερους τύπους φυσικού περιβάλλοντος που υπάρχουν μέσα στην εξεταζόμενη γεωγραφική περιοχή, ενώ ταυτόχρονα μπορεί ναληφθεί υπόψη οποιαδήποτε ιστορική ή αρχαιο λογική μαρτυρία υπάρχει σχετικά με την περιοχή αυτή.
4. «Στρωματοποιημiνη» και συστηματική δειγματοληψία με μη ευθυγραμμf ομένες δειγματοληπτίκές μονάδες. Σύνθετη δειγματοληπτική προσέγγιση, η
οποία συνδυάζει τις αρχές όλων των προηγουμένων και είναι επίσης ελα στική και ακριβής.
Παράδειγμα 11 Η περιοχή της Βοιωτίας που καλύφθηκε με εντατική tρευνα επιφανείας από την Cambridge/Bradford Boeotia Expedition είχε επιλεγεί χρησιμοποιώντας μια στρωματοποιημtνη δειγματοληψία. Αντιπροσωπεύει το 1,5% (γύρω στα 40 τ. χλμ.) ενός «ορίζοντα» tκτασης 2.580 τ. χλμ. και περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικό τμήματα των πtντε κύριων τύπων εδάφους που χαρακτηρίζουν τη Βοιωτία, ενώ ταυτόχρονα περικλείει τις ιστορικtς πόλεις των Θεσπιών και της Αλιόρτου, κα θώς και μtρος των αγροτικών περιοχών τους.
στ) Περισυλλογή υλικού. Όσον αφορά την περισυλλογή του υλικού κατά την έρευνα επιφανείας, διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο βασικές προσεγγίσεις: μια πα λαιότερη προσέγγιση που σχετίζεται με την εκτεταμένη έρευνα επιφανείας και μια πιο πρόσφατη που οφείλεται στο «νέο κύμα» εντατικών ερευνών επιφανείας (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
138
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Περισυλλογή υλικού κατά την έρευνα επιφανείας;
1. Παλαιότερη προσέγγιση Μη συστηματική περισυλλογή ενός δείγματος τεχνέργων απ' όλη την επιφά νεια μόνον των «κύριων» θέσεων. Το δείγμα συνίσταται στα πιο διαγνωστι κά τέχνεργα, δηλαδή τα πιο χρήσιμα για τον προσδιορισμό της λειτουργίας ή της χρονολογίας της εξεταζόμενης θέσης ( συνήθως γραπτά όστρακα κε ραμικής και τμήματα από χείλη, λαβές ή βάσεις αγγείων). 2. Νεότερη προσέγγιση Συστηματική, λεπτομερής καταγραφή (με βάση καννάβου) και, συχνά, περισυλ λογή όλων ή τουλάχιστον των πιο διαγνωστικών τεχνέργων τόσο από τις περιο χές των «κύριων» θέσεων όσο και από τους χώρους «εκτός θέσεων». Στόχοι: α) ο καθορισμός των ορίων των θέσεων, ειδικά σε τοπία με υψηλή πυκνότητα τε χνέργων όπως τα μεσογειακά, β) ο προσδιορισμός της κατανομής και της πυκνό τητας των θέσεων μέσα στην εξεταζόμενη γεωγραφική περιοχή σε διαφορετικές περιόδους, και γ) η μελέτη των χρήσεων της γης στην υπό εξέταση περιοχή. Στις ιδανικές (και επομένως σπανιότερες) περιπτώσεις η επιφάνεια μιας θέσης ερευνάται πλήρως και καταγράφεται η κατανομή όλων των τύπων τε χνέργων αυτό επιτρέπει στους αρχαιολόγους να ανασuνθέσqvν.όχι μόνον όλες τις φάσεις χρήσης της θέσης, αλλά ακόμη και τόπους συγκεκριμένων δραστηριοτήτων μέσα σε αυτή, και να προβλέψουν επομένως τι κρύβεται κάτω από την επιφάνειά της. Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, η θέση ερευνά ται δειγματοληπτικά, όπως στην περίπτωση των μεσογειακών θέσεων, και μετά από τη συστηματική περισυλλογή των τεχνέργων από τις δειγματολη πτικές μονάδες που έχουν καθοριστεί, περισυλλέγεται επίσης ένα δείγμα τους απ' όλη την επιφάνεια της θέσης, ώστε να μπορέσουν να προσδιορι στούν όλες οι περίοδοι χρήσης της τελευταίας. 2. Η ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΑΝΕΥΡΕΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Η δυνατότητα της έρευνας επιφανείας να δώσει μια «αληθινή», αντιπροσωπευ τική εικόνα της πλήρους χρήσης του τοπίου μιας γεωγραφικής περιοχής από τους ανθρώπους του παρελθόντος, με άλλα λόγια η αξιοπιστία της έρευνας επιφανείας ως μεθόδου ανεύρεσης αρχαιολογικών δεδομένων, αποτέλεσε το θέμα πολλών έντονων συζητήσεων κατά τα τελευταία χρόνια. Τα κύρια σημεία αμφισβήτησης της ποιότητας των δεδομένων που απορρέουν από την έρευνα επιφανείας παρου σιάζονται στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο.
Σημεία αμφισβήτησης; της; έρευνας; επιφανείας;
• Μια σειρά από παράγοντες -φυσικά εμπόδια (πυκνή βλάστηση, σύγχρο να κτίρια κ.λπ.), γεωμορφολογικά ή κλιματολογικά φαινόμενα (προξε νούν διάβρωση, φθορά ή ενταφιασμό των καταλοίπων), άροση (προκα λεί μετατόπιση και φθορά των ευρημάτων) και μεταβλητότητα στην άρο-
139
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
•
•
• •
ση και τις καλλιέργειες (προκαλεί αστάθεια στην έκθεση των θέσεων ανάλογα με την εποχή ή το έτος)- μπορούν να περιορίσουν την ορατότη τα των αρχαίων καταλοίπων κατά την έρευνα επιφανείας και να απο κρύψουν υπάρχουσες θέσεις, δυσκολεύοντας έτσι τον προσδιορισμό της σχέσης των θέσεων με κατασκευές που ενδεχομένως υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και εμποδίζοντας τους αρχαιολόγους να αποκτήσουν μια ακριβή εικόνα της φύσης των θέσεων ή της κατανομής και της πυκνότητάς τους διαμέσου των διαφόρων εποχών σε μια γεωγρα φική περιοχή. Τα τέχνεργα, που περισυλλέγονται από την επιφάνεια μιας θέσης η οποία παρουσιάζει βαθιά στρωματογραφία (για τη στρωματογραφία, βλ. υποενότητα 3.3.3), δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν όλο το χρονικό διάστημα χρήσης της θέσης. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει τον προσδιορι σμό της σχέσης ανάμεσα στα επιφανειακά ευρήματα και τα ευρήματα που είναι δυνατόν να υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Είναι συχνά δύσκολο να διακρίνει κανείς τις εφήμερες και πολύ μικρές θέσεις μέσα στις συνεχόμενες διασπορές τεχνέργων που χαρακτηρίζουν τους χώρους «εκτός («κύριων») θέσεων» (βλ. στα προηγούμενα, στο σκιασμένο κείμενο με τίτλο «Βαθμός έντασης έρευνας επιφανέίας»). Η κεραμική ορισμένων περιόδων δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμη στην επιφάνεια του εδάφους, λόγω του ότι δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Η αξιοπιστία και η προβλεπτική δύναμη των στατιστικών δειγματοληπτι κών μεθόδων που χρησιμοποιούνται στην έρευνα επιφανείας είναι αμφι σβητήσιμες.
Όμως, πολλά από τα προαναφερθέντα εμπόδια μπορούν να μειωθούν σε μεγά λο βαθμό, ακόμη και να υπερνικηθούν, χάρη στην όλο και μεγαλύτερη μεθοδολο γική ακρίβεια που χαρακτηρίζει πλέον την (εντατική) έρευνα επιφανείας. Οι μέ θοδοι που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας από όλο και περισσότερες εντατικές έρευνες επιφανείας συνοψίζονται στο ακόλουθο πλαίσιο. • Συστηματικ11 και ακριβής καταγραφή δεδομένων που αφορούν την ορα τότητα της επιφανείας του εδάφους και τις τοπικές γεωμορφολογικές ή κλιματολογικές διακυμάνσεις. • Έρευνα υπεδάφους (βλ. στα ακόλουθα). • Διεξαγωγή διαφόρων μελετών -εθνοαρχαιολογικών (με θέμα τα κατά λοιπα που αφήνουν στην επιφάνεια του εδάφους οι διάφορες σύγχρονες πολιτισμικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην ύπαιθρο) ή πει ραματικών (με θέμα τις συνέπειες της άροσης στο τοπικό επιφανειακό υλικό ή τη σχέση ανάμεσα στα ευρήματα επιφανείας και αυτά που υπάρ χουν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους)- και πειραμάτων (με στόχο να υπολογισθεί η προβλεπτική δύναμη των στατιστικών μεθόδων δειγ-
140
ΕΝ
ΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
-
____________ ____
"-
,
,
__
,_,,,,,,,,,,,_,,
,_,
τοληψίας- με αρκετά θετικά αποτελέσματα). ανάληψη της επιφανειακής έρευνας προκειμένου να αντιμετωπιστεί πρόβλημα της ασcάθειας σcην έκθεση των θέσεων. Βέβαια, αυτές οι νέες, σύνθετες μέθοδοι, όσο αποτελεσματικές και αν είναι, δεν εφαρμόζονται ακόμη σcο πεδίο με καθολικό τρόπο και, επιπλέον, είναι δύσκολο να αναλύσει και να ερμηνεύσει κανείς τα αποτελέσματα της έρευνας επιφανείας. Έτσι, ενώ μερικοί αρχαιολόγοι είναι ενθουσιώδεις οπαδοί της έρευνας επιφανείας θεωρώντας ότι πρόκειται για μια μέθοδο ανεύρεσης αρχαιολογικών δεδομένων εντελώς έγκυρη και αξιόπισcη, άλλοι διατηρούν μια πολύ επιφυλακτική σcάση. Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 4 Προσπαθήστε να περιγράψετε με συντομία τις κυριότερες αποφάσεις που διέπουν την (εντατική) έρευνα επιφανείας μιας γεωγραφικής περιοχής στις μέρες μας (200 λέξεις). Στη συνέχεια, επιστρέψτε στην προηγούμενη παράγραφο και ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας.
<Ι
Γ. ΕΡΕΥΝΑ ΥΙΙΕΔΑΦΟΥΣ Μια σειρά από μεθόδους που ερευνούν το υπέδαφος απευθείας από την επιφά νεια του εδάφους χρησιμοποιούνται σήμερα κατά τον εντοπισμό και κυρίως κατά τον καθορισμό αρχαιολογικών θέσεων και άλλων χαρακτηριστικών του αρχαίου τοπίου σε μια γεωγραφική περιοχή συμπληρώνοντας και επεκτείνοντας τις γνώ σεις που αποκτώνται από την αεροφωτογράφιση και την έρευνα επιφανείας.8 Οι μέθοδοι αυτές προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες σcην Αρχαιολογία, διότι είναι σε θέση να προσδιορίσουν τη σχέση ανάμεσα σcα ευρήματα που βρίσκονται σcην επιφάνεια του εδάφους και σε αυτά που βρίσκονται κάτω από αυτήν, να αποσαφη νίσουν την ακριβή μορφή και την έκταση των θαμμένων θέσεων και να αποκατα στ11σουν το σχέδιό τους - μερικές φορές μάλισcα με κάποια λεπτομέρεια, και ενίο τε να μας πληροφορήσουν για μερικές από τις δρασcηριότητες που συνδέονται με τις θέσεις αυτές. Όλ' αυτά τα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν πριν από την ανασκαφή ή ακόμη και αντί της ανασκαφής. Πράγματι, το κύριο πλεονέκτημα των περισσότερων από αυτές τις τεχνικές είναι ότι, σε αντίθεση με την ανασκαφή, δεν κατασcρέφουν την αρχαιολογική μαρτυρία ενώ την ερευνούν και η εφαρμογή τους μπορεί μερικές φορές να απαλλάξει τους αρχαιολόγους από πολλές εβδομά δες ανασκαφής.9 8 Οι περισσότερες από τις μεθόδους αυτές απαιτο1Jν αρκετό κόπο και χρόνο, και για το λόγο αυτό δεν εφαρμόζονται «τυφλά» σε μεγάλες περιοχές, αλλά είναι καταλληλότερες για τον καθορισμό ήδη γνω ιπών ή συναγόμενων θέσεων. 9Στο προανασκαφικό (Πάδιο, αυτές οι τεχνικές μπορο1Jν να βοηθήσουν στη διατι5πωση ενός ακριβο1Jς σχεδίου έρευνας: μποροιίν να υποδείξουν ακριβώς τα μέρη όπου πρέπει να γίνει η ανασκαφή για να είναι αυτή περισσότερο αποδοτική-ειδικά σε περιπτώσεις ανασκαφών μικρής κλίμακας, όπως οι σω ιπικές ανασκαφές (βλ. υποενότητα 4.1.3)-και τα μέρη που δεν χρειάζεται να ανασκαφο1Jν.
141
Ε
4.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η Αρχαιολογία για την έρευνα του υπεδάφους εί ναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικές και χωρίζονται σε τρία βασικά είδη: 1. γεω φυσικές, 2. γεωχημικές και 3. γεωτρητικές (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
Μέθοδοι αρχαιολογικής έρευνας υπεδάφους 1. Γεωφυσικές μέθοδοι Οι γεωφυσικές μέθοδοι μπορούν να εντοπίσουν ανωμαλίες που προξενήθη καν από τον άνθρωπο μέσα σε ένα κατά τα άλλα ομοιογενές υπέδαφος ή στο βυθό της θάλασσας. Χρησιμοποιούν μια μεγάλη ποικιλία ανιχνευτικών συσκευών, ο σχεδιασμός των οποίων βελτιώνεται συνεχώς με στόχο την επί τευξη μεγαλύτερης ταχύτητας και καθαρότητας εικόνας. Οι κυριότερες γεωφυσικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από την Αρχαιο λογία είναι οι ακόλουθες: α) Μέθοδος μαγνητικής διασκόπησης. Καταμετρά ανώμαλίεςστο μαγνητι κό πεδίο της Γης που οφείλονται στην παρουσία αρχαίων στρωμάτων ή λί θων με αυξημένη μαγνητική χωρητικότητα (ή επιδεκτικότητα) είτε λόγω του ότι τα ίδια ή τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένα είχαν εκτεθεί σε φωτιά (π.χ. κεραμικά και μεταλλικά αντικείμενα, εστίες, φούρνοι, κατα σκευές ή κτίσματα από οπτές πλίνθους) είτε λόγω του ότι είναι πλούσια σε αποσυντιθέμενες οργανικές ύλες (π.χ. χουμώδη στρώματα ή στρώματα φυ τικής γης -humus- που συνδέονται με την ανθρώπινη κατοίκηση, λάκκοι απορριμμάτων κ.λπ. ). 10 Υπάρχουν δύο είδη μαγνητικής διασκόπησης: • Μαγνητική διασκόπηση αρχαιολογικών καταλοίπων θαμμένων βαθιά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χρησιμοποιούνται δύο ειδών συ σκευές: το μαγνητόμετρο (εκπέμπει σήματα και μετρά την ένταση του μα γνητικού πεδίου της γης σημείο προς σημείο ακολουθώντας είτε έναν κάνναβο, που καλύπτει όλη την επιφάνεια της εξεταζόμενης θέσης, είτε μια σειρά από γραμμικές διαδρομές, που ορίζονται σε κανονικά διαστή ματα επάνω στην επιφάνεια της θέσης μειονέκτημα: επηρεάζεται από ηλεκτροφόρα καλώδια, ηλεκτρικά τρένα και από γειτονικά μεταλλικά αντικείμενα οποιουδήποτε μεγέθους, όπως μεταλλικούς φράχτες, σιδε ρένιες γέφυρες, οχήματα κ.ά. και είναι, επομένως, ακατάλληλο για το περιβαλλον της πόλης)· ο μετρητής μαγνητικής ροής ( έχει αντικαταστή σει σε μεγάλο βαθμό το μαγνητόμετρο, διότι έχει το πλεονέκτημα ότι δεν παρουσιάζει το πρόβλημα των παρεμβαλλόμενων ανωμαλιών που
10 Όλα τα εδάφη και όλοι οι λίθοι έχουν μαγνητική χωρητικότητα (ή επιδεκτικότητα) ως έναν ορισμέ νο βαθμό, διότι περιέχουν ενώσεις σιδήρου. Η χωρητικότητα αυτή μπορεί να ενταθεί είτε με τη φωτιά (η οποία.. εκτός του ότι αυξάνει το μαγνητισμι5 των ενώσεων σιδήρου, σε θερμοκρασία 700° C και άνω κάνει τα εδάφη και τους λίθους να αποκτήσουν παραμένοντα μαγνητισμό, δηλαδή το δικό τους μα γνητικό πεδίο, με κατε1J&υνση παρόμοια με αυτή του επικρατούντος γήινου μαγνητικού πεδίου) είτε με την αποσύνθεση φυτικών ή ζωικών οργανικών υλών. Τα μεταλλικά αντικείμενα έχουν επιπρόσθετη μαγνητική χωρητικl>τητα λόγω του παραμένοντος μαγνητισμο1i τον οποίο συγκρατούν.
142
ΕΝ
4.1
ΚΕΦΑΛΑ\0
συνδέεται με το μαγνητόμετρο και, επιπλέον, παρέχει συνεχείς ενδεί ξεις). Το τελικό αποτέλεσμα είναι χάρτες όπου οι περιοχές υψηλής μα γνητικής χωρητικότητας σημειώνονται με γραμμές, στίγματα, «κορυφώ σεις» κ.λπ. (R&B: 97). • Μαγνητική διασκόπηση σε βάθος μικρότερο του ενός μέτρου, γνωστή ως διασκόπηση μαγνητικής χωQητικότητας. Χρησιμοποιούνται συσκευές οι οποίες ανιχνεύουν είτε την ίδια την επιφάνεια του εδάφους είτε λίγο βαθύτερα σε συνδυασμό με σωληνωτά γεωτρύπανα, εκπέμποντας σήμα τα και μετρώντας τις διαφορές που υπάρχουν στην εκ φύσεως αυξημένη μαγνητική χωρητικότητα του επιφανειακού στρώματος του εδάφους. Η διασκόπηση μαγνητικής χωρητικότητας παρουσιάζει το πλεονέκτημα της ανεξαρτησίας από τις καιρικές συνθήκες. Είναι πολύ χρήσιμη στην Αρ χαιολογία, διότι μπορεί να επισημάνει θέσεις οι οποίες διασώζονται μό νο στο επιφανειακό στρώμα του εδάφους, παρέχοντας μάλιστα μερικές φορές λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις περιοχές έντονης ανθρώ πινης δραστηριότητας ή διάθεσης απορριμμάτων στις θέσεις αυτές και καθορίζοντας με ακρίβεια τα όριά τους. β) Μέθοδος ηλεκτQικής αντίστασης. Εξαιρετικά ευαίσθητη κcιι χρήσιμη μέθοδος. Μετρά τις μεταβολές στην ηλεκτρική αντίσταση του εδάφους, οι οποίες οφείλονται στην παρουσία θαμμένων αρχαίων καταλοίπων. Η συ σκευή που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό είναι ο μετρητής ηλεκτρικής αντίστασης (εισάγει στο έδαφος τέσσερα ηλεκτρόδια κάθε φορά σε ίσα δια στήματα ακολουθώντας τις γραμμές ενός καννάβου ή έναν αριθμό παράλ ληλων γραμμών που καλύπτουν την εξεταζόμενη θέση· τα ηλεκτρόδια διοχε τεύουν ηλεκτρικό ρεύμα μέσα στο έδαφος και μετρούν την αντίσταση που προβάλλεται σε αυτό 11 (R&B: 96, 101). Πλεονέκτημα: δεν επηρεάζεται από γειτονικά ηλεκτροφόρα καλώδια ή μεταλλικά αντικείμενα - γι' αυτό και η μέθοδος αυτή συχνά προτιμάται από τη μαγνητική έρευνα επιφανείας. Μειονέκτημα: εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες (σε εύκρατα κλίματα, οι �ερινοί μήνες είναι οι πιο πρόσφοροι για την εφαρμογή της μεθόδου ηλε κτρικής αντίστασης). γ) Ραντάρ εδάφους. Το ραντάρ εδάφους, γνωστό ως SIR (Subsurface Interface Radar) μετρά τις αντιθέσεις που υπάρχουν στις ηλεκτρικές και μα γνητικές ιδιότητες του υπεδάφους λόγω της παρουσίας αρχαίων καταλοί πων. Η συσκευ·ή τοποθετείται κάτω από ένα καροτσάκι και σύρεται με αργό ρυθμό σε μικρή απόσταση από την επιφάνεια του εδάφους ή απευθείας επά νω σε αυτήν κατά μήκος μιας διαδρομής ή μιας γραμμ1iς καννάβου, εκπέ-
11 Το ηλεκτρικ6 ρε1�uα όεν βρίσκει αντίσταση μέσα απ6 υγρri ή πορώδη εδl1φη, τ(iφρους και λάκκους γεμάτους απ6 χαλαρ6 χώμα ή εΜφη με συγκεντρώσεις ι6ντων (6πως αργιλώδη ή χουμώδη εδάφη), αλλά συναντά μεγαλύτερη αντίσταση μέσα απ6 ξηρότερα, συμπαγή υλικά (6πως πέτρινοι τοίχοι, λιθό στρωτες επιφάνειες ή δάπεδα κατοικιών από πατημένο χώμα).
143
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
μποντας ηλεκτρομαγνητικά σήματα ή παλμούς (ραδιοκύματα). Οι ανακλά σεις που προξενούνται στα σήματα ή τους παλμούς από τις ανωμαλίες του υπεδάφους καταγράφονται με γρήγορο και συνεχή ρυθμό από έναν υποτυ πωτή (plotter), παρέχοντας πληροφορίες σχετικές με το βάθος και τη φύση των ανωμαλιών αυτών. Το ραντάρ εδάφους προσφέρει τεράστιες δυνατότη τες στην Αρχαιολογία και είναι συμπληρωματικό της μαγνητικής διασκόπη σης και της μεθόδου ηλεκτρικής αντίστασης, διότι: • μπορεί να φθάσει σε πολύ μεγαλύτερα βάθη· • παρέχει σχετικά καθαρές εικόνες των θαμμένων αρχαιολογικών κατα λοίπων (με την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτά παρουσιάζουν σαφή περι γράμματα - όπως είναι πέτρινα κτίσματα, κατοικίες με καλά συμπιεσμέ να δάπεδα, λάκκοι, μεταλλικά αντικείμενα ή τα διάφορα στρώματα μιας στρωματογραφικής ακολουθίας)· • παρέχει από άκρο σε άκρο της εξεταζόμενης θέσης πολλαπλές εγκάρ σιες τομές του υπεδάφους, οι οποίες είναι εξαιρετικά χρήσιμες για να διαμορφώσει κανείς μια ιδέα της στρωματογραφίας της θέσης (βλ. υποε νότητα 3.3.3) και να έχει μια τρισδιάστατη εικόνα των καταλοίπων της • είναι σε θέση να εντοπίσει μια μεγάλη ποικιλία υλικών, καθώς επίσης και μικροαντικείμενα. Μειονεκτήματα: εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες, 13 το ραντάρ είναι ακριβό και ο χειρισμός του δύσκολος, ενώ η ερμηνεία των αποτελεσμάτων είναι αρκετά πολύπλοκη. δ) Μέθοδος ηχητικής διερεύνησης. Η μέθοδος αυτή, αλλιώς γνωστή ως μέ θοδος ακουστικής ανάκλασης ή μέθοδος ηχοβόλησης, χρησιμοποιείται κυ ρίως στην υποβρύχια Αρχαιολογία. Μια ανιχνευτική ηχητική συσκευή στέλ νει έναν ηχητικό παλμό και μετρά την ταχύτητα με την οποία ανταποκρίνε ται ο παλμός σε διάφορες αντιθέσεις που τυχόν υπάρχουν στις μηχανικές (σε αντίθεση με τις μαγνητικές ή ηλεκτρικές) ιδιότητες του υπεδάφους λόγω της παρουσίας αρχαίων καταλοίπων (R&B: 93). 2. Γεωχημικές μέθοδοι Οι γεωχημικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά στην Αρχαιο λογία. Συνίστανται στη συλλογή κυλινδρικών δειγμάτων χώματος, που απο σπώνται με γεώτρηση σε κανονικά διαστήματα επ.άνω σε έναν κάνναβο από το επιφανειακό στρώμα του εδάφους μιας θέσης και της ευρύτερης περιοχής της τα δείγματα χώματος υποβάλλονται κατόπιν σε χημική ανάλυση για την
Το βάθος είναι τρία μέτρα σε συνηθισμένα εδάφη, αλλά μπορεί να φθάσει τα οκτώ ή και περισσότε ρα μέτρα σε εΜφη με υψηλή ηλεκτρική αντίδραση. 13 Σε ειίκρατα κλίματα, λειτουργεί καλύτερα κατά τους θερινοιίς μήνες, όταν η ηλεκτρική αντίσταση του εδάφους είναι υψηλή (έδαφος χαμηλό σε υγρασία). 12
144
Ε
4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ανίχνευση στοιχείων που να υποδηλώνουν ανθρώπινη κατοίκηση και αγροτι κές δραστηριότητες, ιδίως φωσφορικού άλατος,14 χαλκού ή μολύβδου. Με την ανάλυση φωσφορικού άλατος και την ανάλυση ιχνοστοιχείων μετάλλων, οι οποίες αποτελούν τις δύο βασικές γεωχημικές μεθόδους που χρησιμοποιού νται από την Αρχαιολογία, είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια τα ευρύτερα όρια μιας θέσης, καθώς επίσης οι περιοχές συμπυκνωμένης κατοίκη σης μέσα σε αυτήν και η λειτουργία τους - κάτι που δεν είναι δυνατόν να απο καλυφθεί με άλλες μεθόδους εκτός της ανασκαφής και είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για θέσεις χωρίς αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Έτσι τα αποτελέσματα της γεωχη μικής ανάλυσης μπορούν να συνδυαστούν με τα δεδομένα της αεροφωτογρά φισης, της γεωφυσικής έρευνας (ιδίως της έρευνας μαγνητικής χωρητικότητας) και πάνω απ' όλα της έρευνας επιφανείας, για να συνθέσουν μια πληρέστερη εικόνα του ευρύτερου χώρου μιας θέσης, ανεξάρτητα από το αν αυτή θα ανα σκαφεί ή όχι. Ένα μειονέκτημα της ανάλυσης φωσφορικού άλατος είναι το γε γονός ότι το φωσφορικό άλας που περιέχεται στο επιφανειακό στρώμα εδά φους μιας θέσης μπορεί να αποστραγγιστεί και να χαθεί όταν το υπέδαφος της θέσης είναι αμμώδες ή τυρφώδες.
Παράδειγμα 12 Κατά την έρευνα επιφανείας της Λακωνίας (Laconia Survey), περισυλλέχθη καν δείγματα χώματος από την επιφάνεια θέσεων που πιθανόν αντιπροσωπεύ ουν αγροικίες. Όταν αναλύθηκαν για το περιεχόμενό τους σε φωσφορικό άλας και συγκρίθηκαν με την κατανομή των ευρημάτων από την έρευνα επιφανείας (κεραμικά όστρακα και κεραμίδια), τα δείγματα έδειξαν ότι οι περιοχές με τη συ γκέντρωση φωσφορικού άλατος συνέπιπταν με αυτές που καλύπτονταν από τα κτίρια της αγροικίας, αλλά επίσης επεκτείνονταν σε μια πολύ μεγαλύτερη ακτί να, πράγμα που ίσως υποδήλωνε περιφερειακές περιοχές οι οποίες σχετίζο νταν με αγροτικές δραστηριότητες (όπως μάνδρες ζώων, αποθ ή κες και άλλα βοηθητικά κτίσματα μιας αγροικίας, χώροι συγκέντρωσης απορριμμάτων, σωροί κοπριάς κ.λπ.). Μπόρεσαν, έτσι, να προσδιοριστούν τα ευρύτερα όρια των θέσε ων που είχαν εντοπισθεί με την έρευνα επιφανείας, πέρα από τα αρχιτεκτονικά και γενικότερα τα απτά κατάλοιπα.
Παράδειγμα 13 Στην επιφανειακή έρευνα που διεξήχθη στη Βοιωτία από την Cambrίdge/Bradford Boeotia Expedition, η συμπληρωματική χρήση γεωχημικής και γεωφυσικής έρευνας
Τα απορρ(uματα που παράγονται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες (κυρίως οργανικές ύλες σε αποσύνθεση, όπως σκουπίδια, οστά και περιττώματα ή κοπριά) προξενοιiν μια αύξηση στη συγκέ ντρωση του φωσφορικού riλατος σε μια θέση. 14
145
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
μπόρεσε να υποδείξει τρεις διαφορετικές ζώνες δραστηριότητας για μια συγκεκρι μένη θέση (εικ. 3). Η έρευνα επιφανείας (η οποία κατέγραψε επιφανειακές δια σπορές κεραμικής και κεραμιδιών) προσδιόρισε τη ζώνη της καθημερινής κατοί κησης - επρόκειτο για το κτίριο μιας μικρής αγροικίας. Η γεωφυσική έρευνα (με τη μέθοδο της ανάλυσης της ηλεκτρικής αντίστασης του εδάφους) υπέδειξε ότι το κτίριο περιλάμβανε δύο δωμάτια και έναν περίβολο, και πιθανόν έναν χώρο διάθεσης απορριμμάτων (σε λάκκους) λίγο πιο μακριά. Τέλος, η γεωχημική έρευ να (με τη μορφή ανάλυσης ιχνοστοιχείων μετάλλων) έδειξε σαφή όρια συγκε ντρώσεων χαλκού και μολύβδου τόσο επάνω στη θέση όσο και σε μια μεγάλη ζώ νη γύρω από αυτή· οι συγκεντρώσεις αυτές φαίνονται ότι ήταν το επίκεντρο εντατικής ανθρώπινης δραστηριότητας, διάθεσης απορριμμάτων και σωρών κο πριάς κατά την Αρχαιότητα - ίσως ένας καλλιεργήσιμος τομέας γύρω από την αγροικία, ο οποίος είχε δεχθεί έντονη λίπανση.
ftιq,J._�
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΓΕΩΦ\'ΣΙΚΕΣ ΑΝΩΜΛΛΙΕΣ
1αm
.......,. n
Εικόνα 3 Έρευνα επιφανείας Caιnbridge/Bπιdf01·ιl Boeotίa Expedίtion Πηγή: Προσαρμογή από Bίntlίff, 1992, εικ. 45
3. Γεωτρητικές μέθοδοι Η γεωτρητική ανίχνευση του υπεδάφους με μεταλλικές ράβδους ή γεωτρύ πανα και τρυπάνια είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για πάρα πολύ καιρό στην Αρχαιολογία για την ανεύρεση θαμμένων αρχαιολογικών κατα λοίπων, τον υπολογισμό του βάθους τους, την εξέταση της συνοχής τους και τη διαμόρφωση μιας ιδέας για τη στρωματογραφία τους. Μια πολύπλοκη τε χνική γεωτρητικής ανίχνευσης, την οποία επινόησε στη δεκαετία του 1950 ο Carlo Lerici για να εξερευνήσει το εσωτερικό χιλιάδων κτιστών ετρουσκι-
146
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κών τάφων, συνίσταται στην εισαγωγή μέσα σε ένα θαμμένο αρχιτεκτονικό κτίσμα ενός μεγάλου σωλήνα, επάνω στον οποίο έχουν προσαρτηθεί ένα ηλεκτρικό φως και η κεφαλή ενός περισκόπιου με μια φωτογραφική μηχανή ή ένα ενδοσκόπιο με μια μικροσκοπική κάμερα τηλεόρασης. Ένα μειονέ κτημα της γεωτρητικής ανίχνευσης είναι ότι μπορεί να αποδειχθεί ελαφρά καταστρεπτική για θαμμένες κατασκευές ή εύθραυστα τέχνεργα. Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 4 Ποια είναι τα κύρια οφέλη που μπορεί να αποκομίσει η Αρχαιολογία από τις μεθόδους έρευνας του υπεδάφους; Περιγράψτε τις μεθόδους αυτές και τις αρχές στις οποίες βασί ζονται με όχι παραπάνω από 100 λέξεις. Στη συνέχεια, επιστρέψτε στα προαναφερθέντα και ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας.
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 4 "'�
"*
�
���w��----m,,-"'�
Περιγράψτε με συνοπτικό τρόπο (περίπου 150 λέξεις) τα σύγχρονα μέσα που χρησιμοποι ούν οι αρχαιολόγοι στο πεδίο για τον εντοπισμό και τον καθορισμό των θέσεων και άλλων
<Ι <Ι
χαρακτηριστικών ενός αρχαίου τοπίου. Στη συνέχεια, επιστρέψτε στα προαναφερθέντα και ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας.
Είδαμε, επομένως, τις βασικές μεθόδους που χρησιμοποιεί η Αρχαιολογία στα δύο κύρια στάδια ανεύρεσης αρχαιολογικών δεδομένων στο πεδίο - αυτά του εντοπισμού και του καθορισμού των αρχαιολογικών θέσεων και άλλων αρχαιολο γικών χαρακτηριστικών μιας γεωγραφικής περιοχής. Οι μέθοδοι αυτές είναι συ μπληρωματικές η μια της άλλης (π.χ. R&B: 100). Ας δούμε τώρα το τρίτο στάδιο ανεύρεσης αρχαιολογικού υλικού, αυτό της αρχαιολογικής ανασκαφής.
4.1.3
Η αρχαιολογική ανασκαφή
Η ανασκαφή αποτελεί το κυριότερο και το πιο αξιόπιστο μέσο ανεύρεσης αρ χαιολογικών δεδομένων. Σε αντίθεση με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και τον καθορισμό αρχαιολογικών θέσεων (βλ. υποενότητα 4.1.2), η αρχαιολογική ανασκαφή αποκαλύπτει κατάλοιπα που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, όπου οι πιθανότητες να διατηρούνται σε καλύτερη κατά σταση είναι πολύ μεγαλύτερες. Έτσι, παρέχει επίσης στους αρχαιολόγους την ευ καιρία να δουν απευθείας και να ελέγξουν τα δεδομένα που προκύπτουν από τον εντοπισμό και τον καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων (βλ. R&B: 101). Η ανασκαφή συνίσταται στην αφαίρεση των επάλληλων οριζόντιων στρωμά των μιας αρχαιολογικ11ς θέσης και την καταγραφή τους μαζί με τα ευρήματα που περιέχουν και τα αρχαιολογικά πλαίσια (βλ. υποενότητα 3.3.1) των ευρημάτων. Στόχος της ανασκαφής είναι η μετέπειτα ανασύνθεση, με βάση τις πληροφορίες αυτές, μιας τρισδιάστατης εικόνας της θέσης και, κατ' επέκταση, η κατανόηση και
147
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ερμηνεία της κάθετης, χρονολογικής σειράς των δραστηριοτήτων ή γεγονότων που έλαβαν χώρα σε αυτή, με άλλα λόγια των διαδοχικών χρονολογικών φάσεων του πολιτισμού στη θέση αυτή. Στην υποενότητα αυτή θα εξετάσουμε τις κύριες πλευρές της αρχαιολογικής ανα σκαφής. Πιο ειδικά, θα μας απασχολήσουν τα εξής θέματα: α) η ιδανική ανασκαφή, β) τα είδη ανασκαφών, γ) η συγκρότηση της ανασκαφικής ομάδας, δ) η σχεδίαση και τοπογράφηση της αρχαιολογικής θέσης, ε) οι μέθοδοι ανασκαφής, στ) οι τρόποι και τα εργαλεία ανασκαφής, ζ) η τεκμηρίωση της ανασκαφής και ο εξοπλισμός της, η) η επεξεργασία των κινητών ευρημάτων και θ) το γενικό αρχείο της ανασκαφής. α) Η ιδανική ανασκαφή Η ιδανική ανασκαφή διεξάγεται με αργό ρυθμό και είναι εξαιρετικά συστημα τική: τα διάφορα στρώματα της αρχαιολογικής θέσης αφαιρούνται προσεκτικά το ένα μετά το άλλο και καταγράφονται λεπτομερώς και με ακρίβεια. Αυτό γίνεται όχι μόνον επειδή οι περισσότερες αρχαιολογικές θέσεις είναι εξαιρετικά σύνθετες αλλά, και πάνω απ' όλα, διότι η ανασκαφή είναι από τη φύση της μια διαδικασία καταστροφής: όλα τα στρώματα που αφαιρούνται στη διάρκεια μιας ανασκαφής καταστρέφονται ολοσχερώς και ο μόνος τρόπος να ανασυσταθεί αργότερα η σειρά των διαφόρων αρχαιολογικών πλαισίων από άκρου εις άκρον της ανασκαμμένης θέσης είναι με βάση λεπτομερείς καταγραφές που έγιναν στη διάρκεια της ανα σκαφής. Η ιδανική ανασκαφή είναι, βέβαια, επίσης η πλήρης ανασκαφή. Ιδίως στις μέρες μας, η ανασκαφή απαιτεί όλο και πιο αναλυτικές πληροφορίες και είναι όλο και πιο πολύπλοκη. Από την άλλη πλευρά, όμως, η εξονυχιστική καταγραφή όλων των ευρημάτων μέχρι τον παραμικρό σπόρο ή λίθο είναι σαφώς αδύνατη, λόγω του τεράστιου κόστους που θα απαιτούσε σε κόπο, χρόνο και χρήμα· επιπλέον, η πα ντελής αφαίρεση όλων των στρωμάτων είναι ανεπιθύμητη, διότι καταστρέφει εντε λώς την αρχαιολογική θέση και δεν αφήνει κανένα σημείο της άθικτο για μελλοντι κή έρευνα. Μια συμβιβαστική λύση στο πρόβλημα αυτό είναι οι απαιτούμενες ανα λυτικές πληροφορίες να αποκτώνται με επιλεκτικό τρόπο κάνοντας χρήση δειγμα τοληψίας και ανασκάπτοντας μόνο τα καίρια σημεία μιας αρχαιολογικής θέσης. β) Είδη ανασκαφών Υπάρχουν δύο βασικά είδη ανασκαφών: σωστικές και συστηματικές (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
Είδη ανασκαφών 1. Σωστικές ανασκαφές Οι σωστικές ανασκαφές λαμβάνουν χώρα σε θέσεις που κινδυνεύουν άμεσα από φυσική ή ανθρώπινη καταστροφή (βιομηχανικές και οικοδομικές δραστη ριότητες, βαθιά άροση, λαθρανασκαφές) και είναι όλο και πιο διαδεδομένες στις μέρες μας λόγω του γρήγορου ρυθμού ανάπτυξης στον πλανήτη μας. Οι ανασκαφές αυτού του είδους διεξάγονται με βιασύνη, συνήθως κάτω από την πίεση του εκσκαφέα, και απαιτούν επομένως από τους αρχαιολόγους εγρήγορ-
148
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ση και άκρα επιτηδειότητα, ώστε να καταγράψουν και να διασώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα πριν από την ολοσχερή καταστροφή της θέσης.15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
2. Συστηματικές ανασκαφές Οι συστηματικές ανασκαφές πραγματοποιούνται σε θέσεις οι οποίες συνή θως δεν απειλούνται από καταστροφή και επιλέγονται προσεκτικά από τους ίδιους τους αρχαιολόγους με βάση τις προτεραιότητες της επιστημονικής έρευνας. Γίνονται χωρίς πίεση χρόνου και με συστηματική καταγραφή των ανασκαφικών δεδομένων.
Τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι αρχαιολόγοι, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και τη Β. Αμερική, εξέφρασαν έντονα την αντίθεσή τους στη συστηματική ανασκα φή. Το επιχείρημα που προβάλλουν είναι ότι, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τα διαθέσιμα ποσά είναι πολύ περιορισμένα για να αντεπεξέλθουν σε αυ τό το όλο και πιο απαιτητικό και ακριβό είδος ανασκαφής, ενώ ο αριθμός των αρ χαιολογικών θέσεων που πέφτουν καθημερινά θύματα της αλματώδους σύγχρονης ανάπτυξης είναι πολύ μεγάλος για να αγνοηθεί. Προτείνουν, συνεπώς, οι συστη ματικές ανασκαφές να περιοριστούν στο ελάχιστο και να πραγματοποιούνται μό νον όταν υπάρχει σοβαρός λόγος ή ακόμη να σταματήσουν εντελώς και να ανα βληθούν για το μέλλον ( όταν οι περιστάσεις θα είναι πιο ώριμες και οι τεχνικές πιο προηγμένες για την άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών) και η ανεύρεση των δεδομένων να γίνεται μόνο με σωστικές ανασκαφές, παράλληλα με την πλήρη εκμετάλλευση των μεθόδων εντοπισμού και καθορισμού αρχαιολογι κών θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοίπων (βλ. υποενότητα 4.1.2).
�------------------------------Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 4
Προσπαθήστε να εκφράσετε σε περίπου 100 λέξεις τη γνώμη σας σχετικά με αυτό το σο βαρό δίλημμα της σύγχρονης Αρχαιολογίας.
γ) Συγκρότηση της ανασκαφικής ομάδας Από τη στιγμή που μια ανασκαφή έχει αποφασιστεί, ακόμη και μετά από την εξέ ταση όλων των ηθικών διλημμάτων που τίθενται στην Αρχαιολογία σήμερα (βλ. στα προαναφερθέντα), χρειάζεται να συγκροτηθεί μια ομάδα εργασίας για την πραγμα τοποίηση του ανασκαφικού έργου. Τη γενική εποπτεία και το συντονισμό όλης της ανασκαφικής ομάδας αναλαμβάνει ο διευθυντής της ανασκαφής. Ο αριθμός και η ει δικότητα των ανθρώπων που απαρτίζουν την ανασκαφική ομάδα έχει άμεση σχέση με το μέγεθος της ανασκαφής και τα μέσα που διαθέτει και γενικότερα με τους στό χους της, όπως αυτοί καθορίζονται από το σχέδιο έρευνας που πρέπει απαραίτητα να έχει καταρτιστεί προηγουμένως από τον διευθυντή της ανασκαφής (βλ. «Εισαγωγι κές Παρατηρήσεις» κεφαλαίου). Κάτω από ιδανικές συνθήκες, η ανασκαφική ομάδα 15
Αν, όμως, τα ευρήματα αποδειχθούν εξαιρετικά σημαντικά, ο κίνδυνος καταστροφής μπορεί να ανα(παλεί, έ(Πω και προσωριν(i, για να διεξαχθο15ν συστηματικές ανασκαφές.
149
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
περιλαμβάνει, εκτός από τους έμπειρους ανασκαφείς-αρχαιολόγους ως επόπτες το μών, άλλους αρχαιολόγους και διάφορους άλλους επισtήμονες που απαιτούνται ανά λογα με τη φύση της θέσης που πρόκειται να ανασκαφτεί (βλ. «Εισαγωγικές Παρα τηρήσεις» κεφαλαίου), άτομα μιας σειράς άλλων ειδικοτήτων: σχεδιασtές, χειρισtές ηλεκτρονικών υπολογιστών, φωτογράφους, γραμματείς-λογιστές, συντηρητές και βοηθούς για την επεξεργασία των ευρημάτων, έμπειρους τεχνίτες και εργάτες. δ) Σχεδίαση και τοπογράφηση της αρχαιολογικής θέσης Ένα βασικό προπαρασκευασtικό βήμα πριν από την ανασκαφή μιας θέσης είναι η σχεδίαση ενός γενικού καwάβου σε όλη την επιφάνειά της και η κατασκευή ενός γενικού τοπογραφικού σχεδίου της. Τα σtοιχεία που περιλαμβάνει το γενικό τοπο γραφικό σχέδιο μιας θέσης παρουσιάζονται σtο παρακάτω σκιασμένο κείμενο.
Στοιχεία του γενικού τοπογραφικού σχεδίου μιας θέσης
• Όρια της θέσης. • Φυσικά ή ανθρωπογενή χαρακτηριστικά σtοιχεία της θέσης. • Υψομετρικές καμπύλες και υψόμετρα πάνω από την επιφάνεια της θά λασσας. • Γενικός κάwαβ()ς της θέσης. Πρόκειται για ένα δίκτυο από παράλληλες και κάθετες μεταξύ τους γραμμές, το οποίο καλύπτει όλη τη θέση και εί ναι απαραίτητο για τη μέτρηση και καταγραφή, κατά την πρόοδο της ανασκαφής, των σχέσεων που υπάρχουν στο χώρο ανάμεσα σε όλα τα στοιχεία, τόσο τοπογραφικά όσο και αρχαιολογικά (εικ. 4). Ο γενικός κάνναβος μιας θέσης κατασκευάζεται με βάση μια «γραμμή αναφοράς» (datum lίne-νοητή γραμμή με κατεύθυνση Β-Ν, η οποία ταυτίζεται με έναν μεσημβρινό γεωγραφικού μήκους) και μια «γραμμή βάσης» (base Zίne - νοητή γραμμή κάθετη προς την προηγούμενη, η οποία ταυτίζεται με έναν παράλληλο γεωγραφικού πλάτους). Ένα από τα σημεία του γε νικού καννάβου που βρίσκονται πάνω στη «γραμμή αναφοράς» επιλέγε ται για να χρησιμεύσει ως αφετηρία ή ως «σταθερό σημείο 0,00» (datum point) της ανασκαφής. Το σημείο αυτό, του οποίου το υψόμετρο γίνεται γνωστό σε όλους τους επόπτες της ανασκαφής, είναι το σημαντικότερο σημείο του γενικού καννάβου, διότι χρησιμεύει ως σταθερό σημείο ανα φοράς για όλες τις μrτρήσεις που διεξάγονται κατά την ανασκαφή.
150
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΗΜΕΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟΙ ,;. ΚΑΝΝΑΒΟΙ ΣΗΜΕΙΟ ΕΑΕΓΧΟΥ
ΓΡΑΜΜΗ ΒΑΣΗΣ 0.00
ΚΑΝΝΑΒΟΣ θΕΣΗΣ
(χλίμα χαννάpου: 2SX251EfQ, ιιtrιιαJ
Εικόνα 4 Γενικός κάwαβος μιας αρχαιολογικης θέσης Πηγή:Προσαρμογηαπόlοukοwsky, 1980, εικ. 5-79
ε) Μέθοδοι ανασκαφής; Υπάρχουν δύο βασικές μέθοδοι ανασκαφής: η κάθετη ή στρωματογραφική μέ θοδος και η οριζόντια μέθοδος ή μέθοδος ανοικτού χώρου. Οι μέθοδοι αυτές περι γράφονται στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο.
Βασικές μέθοδοι ανασκαφής
1. Κάθετη η στρωματογραφικ�μέθοδος Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, που είναι επίσης γνωστή ως μέθοδος Wheeler από το όνομα του αρχαιολόγου που την τελειοποίησε, η περιοχή της αρχαιο λογικής θέσης που πρόκειται να ανασκαφεί διαιρείται από ένα κάνναβο σε τετράγωνα ομοιόμορφου μεγέθους (συνήθως 5 χ5μ). Αυτός ο ανασκαφικός κάwαβος (εικ. 5) εγγράφεται στον γενικό κάνναβο της θέσης (βλ. στα προη γούμενα). Μεταξύ των τετραγώνων αφήνονται άσκαφτοι χωμάτινοι διάδρο μοι ή μάρτυρες (baulks) ομοιόμορφου πλάτους ( συνήθως, σε τετράγωνα 5 μέτρων οι μάρτυρες έχουν πλάτος 0,50 μ, οπότε τα τετράγωνα αποκτούν κα θαρές διαστάσεις 4 χ 4μ.). Εκτός του ότι διευκολύνουν την κυκλοφορία μεταξύ των τετράγωνων τομών, αυτοί οι διάδρομοι-μάρτυρες ή κύριοι μάρτυ ρες παρέχουν στις τέσσερις όψεις της κάθε τομής μια κάθετη εικόνα των
151
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
-W.HL--W.l '*'��-���1'$&i@§.� ' !IJ�*Wili®$�&@WMi&Wf::!@
ε'Πάλληλων στρωμάτων που έχουν ανασκαφτεί (στρωματογραφία). Άλλοι, .δευτερεύοντες μάρτυρες χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό των τετραγώνων για τον συνεχή έλεγχο των στρωμάτων· πρόκειται για τμήματα της στρωμα τογραφίας που αφήνονται άθικτα, καθώς η ανασκαφή γύρω τους προχωρεί σε βάθος με τη σταδιακή αφαίρεση των στρωμάτων (εικ. 6). Κατά μήκος των πλευρών ή στις γωνίες των τετραγώνων ανοίγονται μικρές δοκιμαστικές το μές (tnal trenches, controlpίts), οι οποίες παρέχουν στους αρχαιολόγους εν δείξεις σχετικά με τη διαδοχή, το πάχος και τη σύσταση των στρωμάτων πριν αυτά αφαιρεθούν οριζοντίως από ολόκληρη την επιφάνεια του τετρα γώνου ( εικ. 7). Το κάθε τετράγωνο του ανασκαφικού καννάβου φέρει τον δικό του (αραβικό) αριθμό και συνήθως το δικό του γράμμα (π.χ. Al, Β4) · τα στοιχεία αυτά αναγράφόνται σε χαμηλούς πασσάλους που στερεώνονται στις τέσσερις γωνίες του τετραγώνου. Το υψόμετρο των πασσάλων από την αφετηρία ή το «σταθερό σημείο 0,00» καταγράφεται, ώστε να μπορούν αυ τοί να χρησιμοποιηθούν ακολούθως για τη μέτρηση της θέσης και του υψο μέτρου όλων των αντικειμένων που ανακαλύπτονται μέσα στο τετράγωνο. Το πλεονέκτημα αυτής της ανασκαφικής μεθόδου είναι ότι φανερώνει την κάθετη, διαχρονική σχέση των στρωμάτ,ων σε μια αρχαιολογική θέση. Όμως, μερικοί αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι η καθετη ανασκαφή μπορεί να οδηγήσει σε ελλιπή ή ακόμη και παραπλανητικά αποτελέσματα, επειδή δεν παρέχει ένα γενικό, συνεχόμενο σχέδιο των κτισμάτων ή κατασκευών που αποκαλύ πτονται και γενικά της περιοχής που ανασκάπτεται, λόγω της παρεμβολής των διαδρόμων-μαρτύρων, και υπάρχει πιθανότητα αυτοί οι διάδρομοι-μάρ τυρες να αποκρύπτουν βασικά χαρακτηριστικά της αρχαιολογικής θέσης. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να ξεπεραστεί με την αφαίρεση ορισμένων διαδρό μων κατά την πρόοδο της ανασκαφής για την έκθεση στοιχείων που παρου σιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αφαιρούνται όλοι ή οι περισσότεροι διάδρομοι στο τελικό στάδιο της ανασκαφής.
152
ΕΝΌΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΣΑ
t
• ----- ·---------
ΑtΕΤΗΡΙΑ Ή Σ'fΑθΕΡΟ ΣΗΜΕΙΟ 0.00
Α
Γ
Δ
ΜΑΡΊΥΡΑΣ
1
[]·· � •
[] •
ΜΑΡΊΥΡΑΣ
. [] [Ξ] []
Ι[Ξ]Ι[Ξ]Ι.__ ΙDΙ •
�1: •
D
[]
ΜΑΡΊΎΡΑΣ __ •
n
· DCΞJ[JC:J . [:] [Ξ] [] D ΜΑΡΤΥΡΑΣ
,
'
•
--
ΚΛ\Μι\ΚΑ :
ΜΑΡΊΎΡΑΣ
•
ΓΡΑΜΜΗΒΑΣΗΣ . ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣΓΕΩΓΡΑΨΙΚΟΥΠΛΑΤΟΥΣ
---- .
4ME'fPA
1
153
4
Εικόνα 7 Δοκιμαστικές τομές Πηγή: Προσαρμογή απ6 Χατζή-Βαλλιάνου, 1985, εικ. 4
2. Οριζόντια μέθοδος ή μέθοδος ανοικτού χώρου Η μέθοδος αυτή εκθέτει στο φως εκτεταμένες περιοχές μιας αρχαιολογικής θέσης χρησιμοποιώντας μεγάλες, ορθογώνιες τομές ομοιόμορφου μεγέ-
154
ΕΝΌΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θους, οι οποίες τοποθετούνται παράλληλα προς τον γενικό κάνναβο της θέ σης. Μέσα στις τομές αυτές, τα στρώματα αι-ιοκαλύπτονται πλήρως σε όλη τους τηνέκταση, χωρίς τη μεσολάβηση διαδρόμων-μαρτύρων (αν και χρησι.:. μοποιείται ανασκαφικός κάνναβος) και μετά την καταγραφή τους αφαιρού νται διαδοχικά. Για τη μελέτη της στρωματογραφίας χρησιμοποιούνται κυ ρίως οι όψεις της τομής, αλλά όταν η στρωματογραφία είναι ιδιαίτερα σύν θετη χρησιμοποιούνται επίσης μικρότερες, δοκιμαστικές τομές ή (πολύ λε πτοί) δευτερεύοντες μάρτυρες (R&B: 106). Το πλεονέκτημα της οριζόντιας μεθόδου είναι ότι φανερώνει τιςοριζόντιες σχέσεις που διατηρούν τα ευρήματα στο χώρο, χωρίς οι σχέσεις αυτές να παραβλέπονται ή να διαστρεβλώνονται από τ ην παρουσία διαδρόμων-μαρ τύρων. Εξασφαλίζεται έτσι η συνοχή του σχεδίου της περιοχής που ανασκά πτεται (συμπεριλαμβανομένου και του σχεδίου κτισμάτων ή κατασκευών) στρώμα προς στρώμα. Το μειονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι τα στρώ ματα δεν φαίνονται ποτέ όλα μαζί ταυτοχρόνως και οι κάθετες σχέσεις με ταξύ τους είναι δυνατόν να ελεγχθούν μόνον αργότερα μέσω των σωρευτι κών τομών, που προκύπτουν από την ανασύσταση στο χαρτί ή στον ηλεκτρο νικό υπολογιστή της διαδοχής των στρωμ�ων με βάση την προσε;ιτική τρι<.1διάστατη ωτοτύπωση του καθένα από αυτά·κατά την α.νασκαφή του. Όσον αφορά το ερώτημα ποια από τις δύο αυτές ανασκαφικές μεθόδους θα έπρεπε να εφαρμόζεται, δεν υπάρχει γενικός κανόνας. Μια καλή ανασκαφή θα πρέπει να προσπαθεί να αποκαλύψει τόσο την οριζόντια όσο και την κάθετη διά σταση μιας αρχαιολογικής θέσης. Όπως είδαμε, οι δύο προαναφερθείσες μέθοδοι ανασκαφής προσπαθούν να συνδυάσουν και τα δύο, δίνοντας έμφαση η πρώτη στην κάθετη διάσταση, η δεύτερη στην οριζόντια. Ας σημειωθεί, όμως, ότι η οριζό ντια μέθοδος ανασκαφής είναι ιδανική για αρχαιολογικές θέσεις που παρουσιά ζουν πολύ μικρό βάθος διαστρωμάτωσης και βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, και ιδίως για θέσεις των οποίων το σχέδιο δεν είναι προβλέψιμο, οπότε η πλήρης αποκάλυψή τους είναι απαραίτητη για την κατανόηση της μορφής και της εξέλιξής τους (π.χ. θέσεις με πασσαλόπηκτα κτίρια, των οποίων τα σχέδια είναι δυσνόητα, διότι οι πάσσαλοι αφήνουν αχνά σημάδια στο έδαφος). Η κάθετη ανα σκαφική μέθοδος, από την πλευρά της, ευνοεί θέσεις με προβλέψιμο σχέδιο (π.χ. οχυρωμένες θέσεις) και θέσεις που παρουσιάζουν μια βαθιά διαστρωμάτωση. Για ειδικές περιπτώσεις θέσεων, όμως, χρησιμοποιούνται άλλες, ιδιαίτερες ανασκαφικές μέθοδοι (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
Ειδικές μέθοδοι ανασκαφής 1. Μέθοδος τεταqτημορίων. Με τη μέθοδο αυτή μπορούν να ανασκαφούν μικροί τε χνητοί λόφοι ή τούμπες/tel!s (βλ. υποενότητα 3.1.2). Ο λόφος διαιρείται σε τέσσερα τεταρτημόρια κυκλου αφήνοντας με ταξύ τους διαδρόμους-μάρτυρες (R&B: 108).
155
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
, -· : .·
.
.
·-
--·· .
·:
-._.;, .· : . ' .
.
__, .,_
. , . .· · ...... ·.... .·..· . . ;�tΨ4��τf!{ν}ομαιν.•.F{ΙΑ:?{)�δ&ς α�τή3fRψι μάτ�ι για θέσεις με . . ��t� (Χθ;ιι1 δι<ΧΟ'tQJομ�uψη .�ιιι συνίσταται ι;τη. δι�οιξ!) ςϊρχικά μιαςμεγά
};ης���ζ�ντι<Χς1:ομήψ � ο.π()ία <,tενευει ο,;ιχδια�ά καθΟ)ς η ανασκαφή προ χΟJρεί σε. βtχθ<>ς με τη μ ορφή ;ιάθετων κλιμακωτών τομwν (R&B: 107). 3. Μέθοδος απόξεσης.Εφαρμόζεται όταν οι τοίχ9ι κτισμάτων ή κατασκευών σε μii,ι αρχαιολογικη θέση βρίσκονται (ΧΚριβώς·κάτφ από την επιφάνεια του ε�ς και, επιπ�εον, υπάρχ<>υν περιορισμοίχρqνου και χρηματος. Συνί στιιτc:ιι στην αφαίρεση το-ι, επιφανειακού στρώματος με. απόξεση μέχρις ότου .εμφα-νιστούν οι τοίχοι (R&B: 91). Ακολουθεί η καταγραφή και περι . συλλογή του εnιφανειακού αρχαιολογικού υλικόν.
σ1) Τ@όποι και εQΎαλεία ανασκαφής Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η ανασκαφή και τα εργαλεία που χρησιμοποιού νται εξαρτώνται από το είδος της αρχαιολογικής θέσης. Σε θέσεις οι οποίες παρου σιάζουν μια βαθιά διαστρωμάτωση, τα ανώτατα στρώματα, που στερούνται αρχαιο λογικών ευρημάτων, αφαιρούνται αρκετά γρήγορα με σκαπάνες και φτυάρια ( στην περίπτωση θέσεων με πολύ βαθιά διαστρωμάτωση, όπως οι τύμβοι ή οι μαγούλες, εί ναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και μικροί εκσκαφείς). Μόλις, όμως, φανούν τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα, τότε αρχίζει μια πολύ προσεκτική ανασκαφή, κα τά την οποία κάθε στρώμα αφαιρείται αργά το ένα μετά από το άλλο -ιδίως στην πε ρίπτωση μικρών σπηλαίων ή τάφων, που ανασκάπτονται εκατοστό προς εκατοστό (R&B: 108)- χρησιμοποιώντας πιο λεπτά εργαλεία, όπως σκαλιδάκια, μυστριά, σκου πάκια και βούρτσες διαφόρων ειδών, πινέλα, σπάτουλες, μαχαίρια και κουταλάκια, ακόμη και οδοντιατρικά εργαλεία, οδοντογλυφίδες, καρφιά και βελόνες για την απο μάκρυνση του χώματος από λεπτά ευρήματα. Λεπτά δικτυωτά πλέγματα (κν. κόσκι να) χρησιμεύουν για την ανακάλυψη μικροσκοπικών τεχνέργων ή ζωικών και φυτι κών καταλοίπων (R&B: 109). Για τα φυτικά κατάλοιπα χρησιμοποιούνται επίσης ει δικές μηχανές νεροκοσκινίσματος (μηχανές «επίπλευσης»/flοtαtίοn machίnes) -μι κρές δεξαμενές γεμάτες με νερό ή κάποια χημική ουσία- με τη βοήθεια των οποίων τα κατάλοιπα αυτά διαχωρίζονται από το χώμα που τα περιβάλλει (R&B: 249,536). Επειδή ο χώρος της ανασκαφής λειτουργεί ως ένα είδος εργαστηρίου, είναι επί σης σημαντικό να διατηρείται πάντα καθαρός για την επίτευξη μιας όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ακρίβειας. Έτσι, γίνεται προσπάθεια τα όρια των ανασκαπτόμενων τε τραγώνων ή τομών να διατηρούνται πάντοτε σαφή και οι όψεις τους ίσιες, ενώ τα πε ριττά χώματα απομακρύνονται από το χώρο, ώστε να μην εμποδίζουν τους ανασκα φείς στο έργο τους (R&B: 111).
ζ) Η τεκμη@ίωση της ανασκαφής και ο εξοπλισμός της Η τεκμηρίωση της ανασκαφής συνίσταται: • στην καθημερινή λεπτομερή καταγραφή της προόδου της σε ειδικά ημερο λόγια της ανασκαφής· • στην πλήρη φωτογραφική κάλυψη της ανασκαφ11ς, προϊόντα της οποίας είναι τα ημερολόγια φωτογραφιών και διαφανειών·
156
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στην πλήρη σχεδιαστική αποτύπωση του ανασκαπτόμενου χο)ρου, από την οποία προκύπτουν τα σχέδια της ανασκαφής και ο κατάλογός τους. Τα ημερολόγια της ανασκαφής είναι εξαιρετικά πολύτιμα, διότι αποτελούν τον πυρήνα του αρχείου της ανασκαφής και ένα μόνιμο στοιχείο αναφοράς για τη με τέπειτα ανάλυση, τελική ερμηνεία και δημοσίευση της θέσης. Στο κάθε ημερολό γιο καταχωρείται καθημερινά από τον επόπτη του τετραγώνου ή της τομής μια σει ρά πληροφορι{6ν (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο). •
Πληροφορίες ημερολογίων ανασκαφής
• Συνθηκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται η ανασκαφη (καιρικές συνθή κες, ανθρώπινο δυναμικό). • Ονόματα και διαστάσεις των ανασκαφικών τομών. • Περιγρα φή του κάθε αρχαιολογικού στ ρ ώματος ή τύπου περιβλήματος όπου βρέθηκαν τα τέχνεργα, κτίσματα, κατασκευές κ.λπ.· πιο ειδικά, πα ρατίθενται τα εξής: αύξων αριθμός στρώματος, βάθη, έκταση, περιγράμ ματα , πάχος, τυχόν διαταραχές από μεταγενέστερες «παραβιάσεις » (όπως τάφοι, λάκκοι ή πηγάδια), χρώμα (με βάση τους Πίνακες Χρώμα τος Εδαφών του MunseH /Munsell Soil Colour Charts), τύπος και σύσταση (ό1ιως «στρώμα στάχτης», «στρώμα καταστροφής», «πατημένοχώμαδg.,; πέδου », «στρώμα εγκατάλειψης», « χαλικώδης επίχωση»)- μετά' τη� �ο;... · ταγραφή τους, τα στρώματα αφαιρούνται ένα ένα οριζοντίως προσέχο ντας ώστε να γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ τους. • Σημειώσεις που αφορούν την συσχέτιση των ευρημάτων μεταξύ τους μέ σα στο ίδιο στρώμα. • Περιγραφές των κινητών ευρημάτων και της προέλευσής τους , μαζί με τον αύξοντα αριθμό τους και τη σχεδιαστική αποτύπωση τους. Σχέδια υπό κλίμακα: γενικές ή επιμέρους κατόψεις των κτισμάτων, κατα� • σκευών και σημαντικότερων κινητών ευρημάτων ίn sίtuσε κιiθε στριδμα (οριζοντωγραφίες)· τομές των κτισμάτων� κατασκευών κ.λπ.. σε κάθε στρό)μα· στρωματογραφικές τομές (όπου για τον χαρακτηρισμ ο της σύστασης των στρωμάτων χρησιμοποιούνται διεθνη κωδικοποιημένα σύμβολα). • Φωτογραφίες των στρωμάτων και των περιεχομένωy τους in sίtqr καθώς και των στρωματογραφικών τομών. • Σχόλια, ερμηνείες και συμπεράσματα για την κάθε ανακάλυψη,καθως και οποιαδηποτε προβλήματα ή ερωτήματα προκύπτουν στον ανα.σκα.φί;.; κό χc:.δρο, όσο υποκειμενικά και πρόσκαιρα και αν είναι αυτά. Στις μέρες μας, είναι εφικτό, αντί για χειρόγραφο ημερολόγιο, να χρησιμοποι ούνται για τον ίδιο σκοπό φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, οι οποίοι συνδέο νται με το εργαστήριο της ανασκαφής, δίνοντας έτσι σε όλη την ομάδα ελεύθερη και άμεση πρόσβαση σε όλες τις τελευταίες εξελίξεις από το χώρο της ανασκαφής. Ένα καλό παράδειγμα καταγραφής μέσω ηλεκτρονικών ημερολογίων προέρχεται από την ανασκαφή που διευθύνει ο διάσημος καθηγητής Ian Hodder στο Catal
157
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
Hϋyίik της Τουρκίας και όπου, εκτός από φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, χρησιμοποιούνται επίσης βιντεοκάμερες υψηλής ποιότητας, οι οποίες προσφέ ρουν μια πρόσθετη καταγραφή όλων των πλευρών της ανασκαφής. Ο Ian Hodder είναι ο εισηγητής μιας «στοχαστικής» ανασκαφικής μεθοδολογίας, η οποία δίνει μεγάλη έμφαση στην υποκειμενική γνώμη και στη συζήτηση: όλα τα τρέχοντα ζη τήματα και δεδομένα της ανασκαφής συζητούνται διαρκώς από τους ειδικούς επι τόπου και μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση στο Διαδίκτυο (lnternet), δίνοντας την ευχέρεια στον καθένα, ειδικό και μη, να έρθει σε διάλογο με τους ανασκαφείς και να εκφράσει την προσωπική του άποψη.16 Τα ημερολόγια φωτογραφιών και διαφανειών συμπληρνουν τα ημερολόγια ανασκαφής (και τις φωτογραφίες που περιέχουν). Έτσι, καταρτίζεται το αρχείο φωτογραφιών της ανασκαφής (βλ. το ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
· .·. :./ . .··· ... . Αρχείο φ(1)tογραφu6ν της; ανασκαφής
Το α�χείσφωτογραφιών περιλαμβάνει: • φόπογραφίες από την καθημερινή φωτογραφική κάλυψη της "'�"·,rr,c,N,.,.,.,..,.. • φwτογραφίες.από τη λεπτομερή φωτογράφιση των στρωμάτων •· ευρημάτων in sίtu, καθώς και των στρωματογραφικών τομών· • πα:yορ(Ι��κές φωτογραφίες και διαφάνειες της θέσης σε όλες ..·..· -ιη{αν�σκαφής . ....· . . • φφ-cογραφίεςτωVκινητών ευρημάτων· (προστίθενται αργότερα, σtάδιο της εργαστηριακήςεπεξεργασίας, βλ. υποενότητα 4.1.4 ). Τα σχέδια της ανασκαφής και ο κατάλογός τους ολοκληρώνουν την τεκμηρίωση της ανασκαφής. Εκτός από τα υπό κλίμακα σχέδια των διαφόρων τμημάτων της ανασκαπτόμενης θέσης, τα οποία καταχωρούνται καθημερινά στα ημερολόγια ανασκαφής, κατασκευάζονται επίσης πιο γενικά σχέδια (κατόψεις και τομές) της θέσης για καθεμιά από τις φάσεις χρήσης της. Τα σχέδια αυτά παίρνουν έναν αύ ξοντα αριθμό και καταχωρίζονται σε ειδικό κατάλογο. Επίσης, το γενικό τοπο γραφικό σχέδιο της θέσης ενημερώνεται αναλόγως, δηλαδή εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία κάθε φορά (νέες δοκιμαστικές τομές, νέα δεδομένα για την εσωτερική διάταξη ή το αρχιτεκτονικό σχέδιο της θέσης). Η κατασκευή των επιμέρους σχεδιαστικών αποτυπώσεων και, τελικά, της πλή ρους σχεδιαστικής αποτύπωσης μιας ανασκαφής βασίζεται σε λεπτομεQείς με τQήσεις, οι οποίες προσδιορίζουν την ακριβή θέση στρωμάτων, τεχνέργων, κτι σμάτων, κατασκευών κ.λπ. μέσα στην ανασκαπτόμενη αρχαιολογική θέση. Οι με τρήσεις διακρίνονται σε αυτές που σχετίζονται με τις οριζοντιογραφίες και αυτές 16 Η μέθοδος της υποκειμενικής καταγραφής της α�1ασκαφής σε χειρόγραφα ή ηλεκτ{}Qνικά ημερολό για είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή της «αντικειμενικής» καταγραφής, που ήταν αρκετά διαδεδο μένη κυρίως στη δεκαετία του 1970, κάτω από την επίδραση των θετικιστικών τάσεων της Νέας Αρ χαιολσyίας (βλ. ενότητα 6.3). Σιίμφωνα με αυτή την τελευταία μέθοδο, (>λες οι π),ηροφορίες, που Π{}Qέ κυπταν από την ανασκαφή, καταχωρούνταν σε τυποποιημένα έντυπα με συγκεκριμένες ερωτήσεις προς συμπλήρωση, με σκοπό να μεταφερθούν αργότερα με πιο γρ1jγορο και αποτελεσματικό τρόπο στον ηλεκτρονικό υπολογιcπή.
158
ΕΝ
4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
που σχετίζονται με τις στρωματογραφικές τομές. Οι τρόποι με τους οποίους διεξά γονται συνοψίζονται στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο. ΤQόποι διεξαγωγής μετQήσεων κατά την ανασκαφή • Μετοήσεις για οοιζοντιοηιαφίες Α. Μετοήσεις για την προέλευση των ευοημάτων. Οι μετρήσεις αυτές γίνο νται με βάση τρεις διαστάσεις, δύο οριζόντιες και μια κάθετη διάσταση ή βάθος. Οι οριζόντιες διαστάσεις17 δίνουν την ακριβή θέση του ευρήματος πάνω σε μια οριζόντια επιφάνεια, δηλαδ11 πάνω στο στρώμα στο οποίο βρέ θηκε, και μετρώνται είτε με τριγωνομέτρηση (από δύο σημεία του ανασκα φικού καννάβου, δηλαδη δύο πασσάλους του τετραγώνου ή τηςτομής που ανασκάπτεται, των οποίων η ακριβής θέση και το υψόμετρο είναι γνωστά εικ. 8) είτε με συντεταγμένες ( από δύο κάθετα τεμνόμενους άξονες, που ορίζονται μέσα στο τετράγωνο ή την τομή). Η κάθετη διάσταση ή βάθος υποδεικνύει την ακριβή θέση του ευρήματος στην ακολουθία των στρωμά των και μετράται από ένα σταθερό σημείο -έναν από τους πασσάλους- του ανασκαφικού τετραγώνου ή της ανασκαφικής τομής και, τελικά, από την αφετηρία ή το «σταθερό σημείο 0,00» της θέσης.18 Για τιςμετρήσεις αυτές χρησιμοποιούνται είτε απλές τεχνικές μέτρησης (μ�:: μετροταινία, αλφάδι, βαρίδι και νήμα της στάθμης, εικ. 9, ή με χωροβάτη, R&B: 111) είτε ηλεκτρονικά όργανα, που συντομεύουν θεαματικά τον χρό νο καταγραφής (θεοδόλιχοι εξοπλισμένοι με ακτίνες λέιζερ, οι οποίοι συν δέονται με μικρούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο χώρο της ανασκαφής). Σε περιπτώσειςσημαντικών στρωμάτων, οι οριζοντιογραφίες αποδίδονται λεπτομερώς με βάση μετρήσεις που προκύπτουν από τη χρήση μιας μικρής μεταλλικής σχάρας με αριθμημένες τετράγωνες υποδιαιρέσεις (εικ. 10). Β. Με�οήσεις; για τα pάθη των στοωμάτων. Οι μετρήσεις αυτές γίνονται με βάση την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των κινητών ευρημάτων (βλ. παραπάνω).
17 Στα ελληνικά δεδομένα της ανασκαφής, οι δύο αυτές οριζόντιες διαστάσεις είναι γνωστές ως «συ ντεταγμένες». 18 Επειδή η ακριβής θι::ση και το ιrψόμι:τρο του σημείου αυτοιJ (το οποίο εντ(ωσι:ται στο1, ανασκαφικό κάν�•αβο και στον γενικό κάνναβο της θέσης) μποροιiν να υπολογισθούν ανά πάσα στιγμή, κατά την ανασκαφή, για μεγυλιίτερη ευκολtα, το σημείο αυτό αποκαλείται το ,,σταθερό σημείο 0,00» του τετρα γαίνου tj της τομ1jς που ανασκάπτεται.
159
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
,. 1
Εικόνα8 Μετρήσεις για την προέλευση των ευρημάτων 1 (οριζόντιες διαστά σεις) με χρήση τριγωνομέτρησης
ΠΑΣΣΑΛΟΣΙ
ΠΑΣΣΑΛΟΣΙΙ
Πηγή: Προσαρμογή από Joukowsky, 1980, εικ. 9-19
.�. ,ji_./·
/{ r-:r
ΝΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ
. .Α
----e5::5 .......------
��
ΣΤΑΘΕΡΟ ΣΗΜΕΙΟ
"---
J
ΑΛΦΑΔΙ
ΜΕΤΡΟΤΑΙΝΙΑ
--�,''-.,.
"'�J �� � �
,.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ----- -----
Εικόνα 9 Μετρήσεις για την προέλευση των ευρημάτων (κάθετη διάσταση 1j βάθος) με χρήση μετροταινίας, αλφαδιού και νήματος στάθμης Ιlηγή: Προσαρμογή από Joukowsky, 1980, εικ. 9-23
·-�----- ----- - - � -�
160
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
--- --- ----
Εικόνα 10 Μεταλλική σχάρα για τη λεπτομερή απόδοση οριζοντιογραφιών Πηγή: Προσαρμογή από Χατζή -Βαλλαiνου, 1985, σχ. 5
• Μετρήσεις για σχέδια τομών Α. Μετρήσεις για τομές κτισμάτων, κατασκευών κ.λπ. Βασίζονται στις με θόδους που εφαρμόζονται για τις οριζοντιογραφίες. Β. Μετρήσεις για στρωματογραφικές τομές. Διεξάγονται στην κάθετη διά σταση από μια οριζόντια «σταθερή γραμμή» στο επάνω μέρος της στρωμα τογραφικής τομής, και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται μετροταινίες, αλφάδια και βαρίδια (εικ. 11). Εκτός από τον εξοπλισμό που προαναφέρθηκε, άλλα αντικείμενα που χρη σιμοποιούνται στις μετρήσεις και σχεδιαστικές αποτυπώσεις είναι: η μετροτράπεζα, δίμετρα, πινακίδες σχεδιάσεως και πυξίδες.
Γ-===::
- - ··-·--
ΕΙΊΙΠΕΔΟ ΕΙΙΙΦΑΝΕΙΑΣ ΕΔΑΦΟΥΣ
ΜΕΤΡΗΣΗ ΜΕΒΑΡΙΔΙ ΣΤΑΘΜΗΣ
ΑΛΦΛΔΙ
ΜΕΤΡΟΤΑΙΝΙΛ
1 ιl
(ΞΥΛΙΝΟ ΜΕΤΡΟ)
--1
Εικόνα 11 Μέτρηση στρωματο γραφικής τομής Πηγή: ι Προσαρμογή από JoukoHιs/cy, 1980, εικ. 9-12
-- _______. 161
ΕΝΌΤΗΤΑ 4.1
Μετά από την καταγραφή τους, όλα τα κινητά ευρήματα (τέχνεργα, οικοδεδο μένα, ανθρώπινα οστά) καταχωρούνται σε σακούλες και απομακρύνονται από το χώρο της ανασκαφής, ενώ τα κτίσματα και οι κατασκευές είτε παραμένουν όπως είναι είτε καταστρέφονται καθό>ς η ανασκαφή προχωρεί σε άλλο στρώμα. η) Η επεξεργασία των κινητών ευιιημάτων Μια αρχαιολογική έρευνα στο πεδίο, είτε πρόκειται για έρευνα επιφανείας εί τε για ανασκαφή, παράγει συνήθως τεράστιες ποσότητες κινητών ευρημάτων, κυ ρίως τεχνέργων, τα οποία χρειάζονται επεξεργασία για να μπορέσουν ακολούθως να ταξινομηθούν, να αναλυθούν, να λάβουν την τελική τους ερμηνεία και να δημο σιευτούν (βλ. «Εισαγωγικές Παρατηρήσεις» του κεφαλαίου). Εδώ, όμως, θα δού με πιο ειδικά πώς διεξάγεται η επεξεργασία των κινητών ευρημάτων που προκύ πτουν από μια αρχαιολογική ανασκαφή. Κάτω από ιδανικές συνθήκες, αυτή η προκαταρκτική εργασία διεξάγεται σε ένα καλά εξοπλισμένο εργαστι1ριο από έναν βοηθό ή μια μικρή ομάδα βοηθών ήδη κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, έτσι ό)(Πε ο διευθυντής, σε συνεργασία με τους ειδικούς επι στι,μονες της αρχαιολογικής ομάδας, να είναι σε θέση να αξιολογεί καθημερινά τα νέα δεδομένα που προκύπτουν και ανάλογα να τροποποιεί το αρχικό σχέδιο έρευνας (βλ. «Εισαγωγικές Παρατηρήσεις» του κεφαλαίου) και να το αναπροσαρμόζει σε αυτά. Λόγω του ότι είναι πρακτικά αδύνατο οι αρχαιολόγοι να προβούν στην εργα στηριακή επεξεργασία όλων των κινητών ευρημάτων που ανακάλυψαν, συνήθως επιλέγουν μόνον αυτά που θεωρούνται τα πιο διαγνωστικά της αρχαιολογικής θέ σης και του πολιτισμού που αντιπροσωπεύει. Από τη σtιγμή, λοιπόν, που ένα κινη τό εύρημα επιλεγεί με βάση τα κριτήρια αυτά και καταγραφεί στο χώρο της ανα κάλυψής του, μεταφέρεται κατόπιν στο εργαστήριο προς επεξεργασία. Η διαδι κασία που ακολουθείται για την επεξεργασία των κινητών ευρημάτων συνοψίζε ται σtο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο.
Ε3'tεξεργασία κινητών ευρημάτων
Εξέταση του ευρήματος. Καθαρισμός του ευρήματος με βούρτσισμα ή/και πλύσιμο (όταν σι;ασή του το επιτρέπει-το πλύσιμο χρησιμοποιείται γενικά ραμική και τα λίθινα αντικείμενα αλλά όχι για τα μεταλλικά αντικείμενα ).19 Σήμανση («μαρκάρισμα») με αύξοντα αριθμό. Στοιχειώδης συντήρηση ( όταν κρίνεται αναγκαία, όπως συγκόλληση σπασμένων αγγείων, οστών και εύθραυστων αντικειμένων). Τεκμηρf.ωση, δηλαδή καταχώρηση σε κατάλογο, φωrογράφιση και σχεδιαστι� κή απσrοπωση· πιο ειδικά, ο κατάλογος κινητών ευρημάτων αποτελείται από
19 Όμως, κεραμικά όστρακα ή αγyεία και λίθινα εργαλει'α ή όπλα δεν χρειάζεται πάντα να πλένονται εντελώς, διότι είναι πιθανόν ορισμένα από αυτά να διατηρούν οργανικά κατάλοιπα από τις δραστηριό τητες σε σχέση με τις οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί (π.χ. καπiλοιπα τροφίμων, αίματος, δέρματος κ.ά.).
162
ΕΝ
4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
δελτία{καρτέλ ες) τυποποιημένης μορφής, που συμπληρώνονται με τις ακό λουθες πληροφορίες: α) λ ειτουργία, υλικό, κατάσταση, αύξων αριθμός του ευ ρήματος, β) αρ χαιολογικό πλαίσιο του ευρήματος (περιγραφή περιβλήματος, προέλευσης και συσχέτισης του ευρήματος με αΑλα του ίδιου στρό}ματος), γ) περιγραφή ευρήματος (διαστάσεις, βάρος, μορφή, λειτουργία, μέθοδος κατα σκευής, χρώμα- με βάση τους Πίνακες Χρώματος Εδαφών του Munsell, δια κόσμηση, χρονολογία, φωτογραφία, σχεδιαστική αποτύπωση υπό κλίμακα), και δ) σημείο αποθήκευσης (αριθμός κιβωτίου, τόπος αποθήκευσης). • Προσεκτικη συσκευασία με στόχο την αποθήκευση του ευρήματος σε ξη ρό και ασφαλή χώρο (μουσείο ή ειδική αποθήκη). Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται καλά σφραγιζόμενες, διαφανείς πλαστικές σακούλες για τα κεραμικά όστρακα, τα οστά ζώων και άλλα μικρά αντικείμενα, αλ λά μια πολύ πιο προσεκτική συσκευασία ( συνήθως με περιτύλιγμα αντι κειμένων σε χαρτοβάμβακα και τοποθέτηση σε κουτιά «γεμισμένα» με ελαφρύ υλικό συσκευασίας) είναι απαραίτητη για τα αγγεία, τα μεταλλι κά αντικείμενα, τα λίθινα εργαλεία ή όπλα, το γυαλί, τα οργανικά κατά λοιπα (ύφασμα, δέρμα, ξύλο, σπόροι και άλλα φυτικά κατάλοιπα) και άλλ!l εύθραυστα ή ευαίσθητα αντικείμενα. Ας σημειωθεί ότι όλες οι .σα κουλες η τα κουτιά συνοδεύονται από τις καtαλληλες ετικέτες με τασtοι χεία (ημερομηνία, τόπο εύρεσης, αύξοντα αριθμό) των ευρημάτων. Επί σης, σε αυτό το στάδιο, αποστέλλονται στους ειδικούς δείγματα από κα τάλοιπα αρχαίας χλωρίδας και πανίδας (π.χ. σπόροι, καρποί, γύρη, ξύλο, κάρβουνο, οστά ζώων) για χημική ανάλυση και ακριβή χρονολόγηση. θ) Το γενικό «Qχείο της ανασκαφής Με την ακριβή και πλήρη τεκμηρίωση της ανασκαφής και των κινητών ευρημάτων καταρτίζεται το γενικό «Qχείο της ανασκαφή;, το οποίο περιλαμβάνει επομένως τα ημερολόγια της ανασκαφής (ή ενδεχομένως αντίστοιχα δεδομένα που αποθηκεύτηκαν σε δισκέτες ηλεκτρονικού υπολογιστή, ακόμη και σε κασέτες βιντεοκάμερας), τα ημε ρολόγια φωτογραφιών και διαφανειών, τα σχέδια της ανασκαφής και τον κατάλογό τους, καθώς και τον κατάλογο των κινητών ευρημάτων (βλ. το σκιασμένο κείμενο «Επεξεργασία κιvητόw ευρημάτων») και, βέβαια, τα ίδια τα κινητά ευρήματα. Το αρ χείο αυτό θα χρησιμοποιήσουν στη συνέχεια ο διευθυντής και άλλοι αρχαιολόγοι μαζί με ειδικούς επιστήμονες για να ανασυνθέσουν μια τρισδιάστατη εικόνα της ανασκαμ μένης θέσης σε όλες τις φάσεις χρήσης της, όχπε να προχωρήσουν στα επόμενα στάδια έρευνας, που αφορούν την ανάλυση, την τελική ερμηνεία και τη δημοσίευση της θέσης. Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 4 Τώρα που έχετε μελετήσει τις βασικές πλευρές της αρχαιολογικής ανασκαφής, προσπα θήστε να εντοπίσετε σε περίπου 50 λέξεις τι διακρίνει την αρχαιολογική ανασκαφή από τη λαθρανασκαφή. Στη συνέχεια, ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέχοντας στην uποενότητα 4. 1.3 καθώς και στην ενότητα 2.1.
<Ι
163
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
Σύνοψη Ενότητας Στην ενότητα αυτή είδαμε ότι η διαδικασία ανεύρεσης των αρχαιολογικών δεδομένων μέσω της έρευνας στο πεδίο περιλαμβάνει τρία στάδια: α) τον εντοπι σμό θέσεων και άλλων χαρακτηριστικών του αρχαίου τοπίου σε μια γεωγραφική περιοχή, β) τον καθορισμό των θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοίπων στην εξε ταζόμενη γεωγραφική περιοχή και γ) την ανασκαφή. Οι μέθοδοι έQευνας που χρησιμοποιούνται κατά τον εντοπισμό και τον καθορι σμό των θέσεων και άλλων αρχαίων καταλοίπων είναι η έρευνα από τον αέρα και το διάσtημα, η έρευνα επιφανείας και η έρευνα υπεδάφους. Η έρευνα από τον αέ ρα και το διάστημα συνίσταται κυρίως στην αεQοφωτογράφιση (κατά την οποία οι διάφορες θέσεις και άλλα αρχαιολογικά χαρακτηQιστικά φανερώνονται με σκιές, σημάδια εδάφους ή σημάδια βλάστησης) και την τηλεπισκόπηση από εναέρια ραντάρ και δορυφόQους. Όσον αφοQά την έρευνα επιφανείας, είτε αυτή έχει ως; αντικείμενο μια γεωγQαφική περιοχή είτε μια μεμονωμένη θέση, ο σχεδιασμός και η εκτέλεσή της; διέπονται από μια σειρά αποφάσεων που έχουν να κάνουν με την επιλογή ενός; τομέα έρευνας, το βαθμό έντασης; της έ@ευνας;, το βαθμό κάλυ ψης της; εξεταζόμενης πεQιοχής, τις; μονάδες και τις στατιστικές μεθόδους δειγ ματοληψίας;, καθώς και με την πεQισυλλογή του επιφανειακού υλικού. Η έρευνα επιφανείας αποτελεί το προσφοQότερο μέσο για τη διαχρονική μελέτη της α«ααί ας; ανθρώπινης συμπεριφοράς, όσον αφορά τόσο τους τρόπους κατοίκησης, όσο και τους τρόπους χρήσης; της γης και τις; αγροτικές; δραστηριότητες σε μια ολό κληρη γεωγραφική περιοχή. Αν και η αξιοπιστία αυτού του είδους έρευνας; στο πεδίο συχνά αμφισβητείται, κυρίως λόγω προβλημάτων ορατότητας, η όλο και μεγαλύτερη μεθοδολογική ακαίβεια που χαρακτηρίζει τις έρευνες επιφανείας στις μέρες μας για την επίλυση των διαφόρων προβλημάτων υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Τέλος, η έρευνα υπεδάφους περιλαμβάνει γεωφυσικές μεθόδους (μέθο δος μαγνητικής διασκόπησης, ηλεκταικής αντίστασης και ηχητικής διερεύνη σης, καθώς και ραντάρ εδάφους), γεωχημικές μεθόδους (ανάλυση φωσφορικού άλατος και ιχνοστοιχείων μετάλλων) και γεωτρητικές μεθόδους. Η αρχαιολογική ανασκαφή είναι το κυριότερο και πιο αξιόπιστο μέσο ανεύρε σης αρχαιολογικών δεδομένων. Συνίσταται στην αφαίρεση και την καταγραφή των επάλληλων στρωμάτων μιας αρχαιολογικής θέσης με στόχο τη μετέπειτα τρισδιάστατη ανασύνθεση της θέσης και όλων των χρονολογικών της φάσεων. Η ιδανική ανασκαφή είναι αργή και συστηματική και, στις μέαες; μας;, όλο και πιο απαιτητική και πολύπλοκη και όσο το δυνατόν πιο πλήρης. Υπάρχουν σωστικές και συστηματικές ανασκαφές. Οι τελευταίες απαιτούν τη συγκρότηση μιας; διε πιστημονικής ανασκαφικής; ομάδας με μια πληθώρα βοηθών κάτω από την επο πτεία του διευθυντή της ανασκαφής. Για την προετοιμασία της; ανασκαφής απα ραίτητη είναι η σχεδίαση ενός γενικού καvνάβου και η κατασκευή ενός γενικού τοπογραφικού σχεδίου της α«ααιολογικής θέσης. Οι βασικές μέθοδοι ανασκα φής διακαίνονται στην κάθετη ή στρωματογραφική και στην οριζόντια ή ανοι κτού χώρου. Για ειδικές περιπτώσεις θέσεων χρησιμοποιούνται άλλες ανασκα φικές μέθοδοι. Μια σειρά από εργαλεία, κάθε μεγέθους και σχήματος;, διευκολύ-
164
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νουν το έργο των ανασκαφέων. Η τεκμηρίωση της ανασκαφής συνίσταται στη λεπτομερή καταγραφή της καθημερινής προόδου της στα ημερολόγια της ανα σκαφής (ή σε δισκέτες ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ακόμη σε κασέτες βιντεοκά μερας), καθώς και στην πλήρη φωτογραφική και σχεδιαστική αποτύπωση (με βάση ακριβείς μετρήσεις) των στοιχείων που έρχονται στο φως, από τις οποίες προκύπτουν, αντίστοιχα, τα ημερολόγια φωτογραφιών και διαφανειών και τα σχέ δια της ανασκαφής και ο κατάλογός τους. Η πληθώρα των κινητών ευρημάτων που παράγει μια ανασκαφή (όπως και η άλλη μορφή ανεύρεσης αρχαιολογικών δεδο μένων στο πεδίο, η έρευνα επιφανείας) χρειάζεται επεξεργασία - καθαρισμό, σή μανση με αύξοντα αριθμό, στοιχειώδη συντήρηση, τεκμηρίωση και συσκευασία. Ο κατάλογος των κινητών ευρημάτων που προκύπτει από την τεκμηρίωσή τους καθώς και τα ίδια τα κινητά ευρήματα προστίθενται στα ημερολόγια της ανα σκαφής, τα ημερολόγια φωτογραφιών και διαφανειών και τα σχέδια ανασκαφής και τον κατάλογό τους, για να καταρτίσουν το γενικό αρχείο της ανασκαφής. Με βάση το αρχείο αυτό θα μπορέσουν ακολούθως οι αιααιολόγοι σε συνεργασία με τους διάφορους ειδικούς επιστήμονες να προχωρήσουν στα επόμενα στάδια της αρχαιολογικής έρευνας, δηλαδή στην ταξινόμηση, την ανάλυση και την τελική ερμηνεία και δημοσίευση των αποτελεσμάτων της.
165
Ενότητα 4.2
ΜΕθΟΔΟΙΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΑΡΊΎΡΙΑΣ Σκοπός
Σκοπός της ενότητας αυτής είναι να εκθέσει τις κυριότερες μεθόδους που χρη σιμοποιεί η Αρχαιολογία για τη χρονολ6γηση των δεδομένων της.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη της ενότητας αυτής, θα είστε σε θέση να: • παρουσιάζετε τις δύο μεγάλες κατηγορίες αρχαιολογικής χρονολόγησης • περιγράφετε τις μεθόδους σχετικής χρονολόγησης στην Αρχαιολογία· • εξηγείτε τις αρχές και τις μεθόδους των κυριότερων μεθόδων απόλυτης χρονολ6γησης που χρησιμοποιεί η Αρχαιολογία.
Έννοιες Κλειδιά
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
• • • • • • • • •
Σχετική/Απόλυτη χρονολόγηση Χρονολογική ακολουθία ή χρονοσειρά Στρωματογραφική ακολουθία Τυπολογική ακολουθία Κεραμική ακολουθία ή χρονοσειρά Περιβαλλοντική ακολουθία ή χρονοσειρά Ιστορική και ημερολογιακή χρονολόγηση Μέθοδοι φυσικών επιστημών για απόλυτη χρονολόγηση (Ραδιάνθρακας, Δενδροχρονολόγηση, Κάλιο-Αργό, Θερμοφωταύγεια, Ουράνιο/Θόριο) Χρονική κλίμακα ή χρονικό εύρος εφαρμογής
Η μελέτη του παρελθόντος θα ήταν ανώφελη αν δεν ήμαστε σε θέση να γνωρί ζουμε ακριβώς ή τουλάχιστον κατά προσέγγιση την ηλικία των τεχνέργων ή των αρχαιολογικό>ν θέσεων που έρχονται στο φως. Στις μέρες μας, η Αρχαιολογία δια θέτει μια μεγάλη ποικιλία από μεθόδους για τη χρονολόγηση της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε τις κυριότερες από τις μεθόδους αυτές, αφού τις εντάξουμε στις δύο μεγάλες κατηγορίες αρχαιολογικής χρονολόγησης, τη σχετική και την απόλυτη.
4.2.1
Σχετική χρονολόγηση
Η σχετική χρονολόγηση αποτελεί συχνά το πρώτο και ίσως το σημαντικότερο βήμα της αρχαιολογικής έρευνας. Βασίζεται στην αρχή της επαλληλίας (βλ. υποε vότητα 3.3.2) και συνίσταται στη δημιουργία μιας χρονολογικής σχέσης μεταξύ των διαφόρων αρχαιολογικών δεδομένων, με την ταξινόμησή τους σε μια χρονο λογικ11 ακολουθία, όπου μερικά από αυτά είναι αρχαιότερα (ή νεότερα) από άλ-
166
ΕΝ
4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
λα. Αυτή η χρονολογική ακολουθία ή χρονοσειρά αποτελεί ένα βασικό πλαίσιο, το οποίο μπορούν κατόπιν οι αρχαιολόγοι να χρησιμοποιήσουν για να προσδιορί σουν την σχετική ηλικία άλλων, νέων δεδομένων και για να ανασυνθέσουν μια ακολουθία φάσεων και γεγονότων σε μια αρχαιολογική θέση. Οι μέθοδοι σχετικής χρονολόγησης είναι δύο ειδών: αρχαιολογικές μέθοδοι και μέθοδοι φυσικών επιστημών. 1. Αρχαιολογικές μέθοδοι σχετικής χρονολόγησης Αυτές είναι η στρωματογραφία και η τυπολογία, οι οποίες παράγουν αντίστοι
χα στρωματογραφικές και τυπολογικές ακολουθίες. Η στρωματογραφία, δηλαδή η μελέτη καθέτως ( διάσταση του ΕΙΙΙΦΑΝΕΙΑΚΟ χρόνου) μιας σειράς επάλληλων αποθέσεων ή στρωμάτων διατε ΣΤΡΩΜΑ ταγμένων οριζοντίως (διάσταση τ,ου χώρου), αποτελεί τον ακρογω νιαίο λίθο της σχετικής χρονολόγησης. Εί&ιμε ότι, κατά γενιΥ.ό κα νόνα, με βάση την αρχή της επαλληλίας τα κατώτερα στρώματα σε μια αρχαιολογική θέση, μαζί με ευρήματα που περικλείουν, θεω ρείται ότι προηγούνται χρονικά από τα ανώτερα στρώματα και τα περιεχόμενά τους (βλ. υποενότητα 3.3.3). Χρησιμοποιώντας, λοι ΣΤΑΧΤΩΔΕΣ ΣΤΡΩΜΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ πόν, τη στρωματογραφία οι αρχαιολόγοι μπορούν να κατασκευά ΧΑΛΑΡΟ ΧΩΜΑ σουν μια σχετική χρονοσειρά των στρωμάτων και των περιεχομέ νων τους σε μια αρχαιολογική θέση από το πρωιμότερο έως το πιο πρόσφατο (για παράδειγμα, το διάγραμμα σχετικής χρονοσειράς στρωμάτων της εικ. 12 βασίζεται στη στρωματογραφία της εικ. 1/κεφάλαιο 3). Βέβαια, κάνοντας κάτι τέτοιο, θα πρέπει να προσέ χουν όχπε να διακρίνουν αν και σε ποιο βαθμό τα στρώματα είναι «κλειστά» ή, αντίθετα, «διαταραγμένα» (βλ. υποενότητα 3.3.3). Πρέπει, επίσης, να είναι προσεκτικοί ώστε να ξεχωρίζουν σε ορι σμένες περιπτώσεις ανάμεσα στην ηλικία της ανθρι:δπινης χρήσης μιας απόθεσης και την ηλικία της ανθρώπινης χρήσης του περιεχο μένου της-π.χ. στην περίπτωση μιας κρύπτης με αρχαία νομίσματα ή ενός λάκκου απορριμμάτων («αποθέτη») με σπασμένη κεραμική, η ηλικία της απόθεσης δεν είναι αναγγ..αστικά η ηλικία του περιεχο μένου της (δεδομένου ότι τα νομίσματα ή η κεραμική είναι δυνατόν να βρίσκονται σε κυκλοφορία για πολύ καιρό πριν τελικά αποτε θούν), σΜ.ά μπορεί να είναι απλώς η ηλικία της τελικής απόθεσης του περιεχομένου. Η τυπολογία είναι η συγκέντρωση μεμονωμένων αντικειμένων σε ομάδες που αποτελούν τύπους με βάση κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως υλικό κατα σκευής, σχήμα, διακόσμηση ή τεχνοτροπία (βλ. ενότητα 5.1). Η μέθοδος σχετικής χρονολόγησης με βάση την τυπολογία στηρίζεται σε δύο βασικές αρχές ως εξής: • Με βάση μια πρώτη αρχή, ότι δηλαδή τέχνεργα τα οποία προέρχονται από έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο έχουν κοινά χαρακτηριστικά (κυρίως σχήμα και διακόσμηση ή τεχνοτροπία), μια σειρά από τέχνεργα κατατάσσονται σε διάφο ρες ομάδες ή τύπους με βάσι1 τα κοινά χαρακτηριστικά τους.
�ΊΆΦΡΟΣ r-1.:JΗΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΑΧΤΗ ΟΣΤΡΑΚΑ ΣΤΡΩΜΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ι!
ΣΤΡΩΜΑ ΕΓΚΛΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
ι
ΔΑΠΕΔΟΑΠΟ ΙΙΑΊΉΜΕΝΟ ΧΩΜΑΙΙΑΝΩΑΠΟ ΧΑΛΙΚΩΔΕΣΙΕΜΙΣΜΑ ΕΓΚΛΤΑΛΕΙΨΗ
-------·----Βτ-�·
Ο
ΕΝΟΧΩΜΛ
,s ΑΓΟΝ ΔΑΙΙΕΔΟΠΑΡ8 ΑΙΙΟ ΠΛΙΝθΟΥΣ 1
Εικόνα 12 Διάγραμμα σχετικής χρονοαειράς αρχαιολογικών στρωμάτων με βάση τη στρωματογραφία της εικ. 1/κεφάλαιο 3
Ιlηγή: Προσαρμογή από Joulωw.�ky, 1980, εικ. 7-6
167
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
•
Με βάση μια δεύτερη αρχή, ότι δηλαδή τα χαρακτηριστικά (και κυρίως το σχήμα και η διακόσμηση ή τεχνοτροπία) των τεχνέργων αλλάζουν βαθμιαία διαμέσου του χρόνου, δηλαδή εξελίσσονται,2° οι διάφοροι τύποι, άγνωστης χρονολογίας, ενός συγκεκριμένου είδους τεχνέργου, όπως για παράδειγμα ενός αγγείου ή ενός ξίφους, θεωρούνται ότι παραλλάσσουν μεταξύ τους και επομένως τοποθετούνται με βάση τα χαρακτηριστικά τους σε μια εξελικτική σειρά, π.χ. από τον απλούστερο προς τον συνθετότερο (R&B: 120). Προκύ πτει, έτσι, μια τυπολογική ακολουθία ή χρονοσειρά, η οποία μπορεί να χρη σιμοποιηθεί για τη σχετική χρονολόγηση οποιουδήποτε τεχνέργου παρου σιάζει ομοιότητες με ένα άλλο, το οποίο αποτελεί ήδη μέρος της τυπολογικής ακολουθίας. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο χρονολογικός προσδιορισμός της ακολουθίας τύπων (π.χ. ποιος τύπος είναι ο παλαιότερος) πρέπει να προσ διοριστεί με ανεξάρτητα μέσα, όπως, για παράδειγμα, με στρωματογραφικές παρατηρήσεις (βλ. στα προηγούμενα).
ηaράδειγμα 14 Ένας από τους πρωτοπόρουςτης αρχαιολογικής τυπολογίαςήταν ο διάση μος αιγuπηολόyος Flinders Petrie (τtλος 19ου αι.), ο οποίος ήθελε να κατατάξει
σεχρον9λογικ.η σειρά tναν μεγάλο αριθμό ταφων από ένα αρχαίο αιγυπτιακό νεκροταφείο. Γιcι το σκοπό αυτό, ταξινόμησε τις ομάδες αγγείων που περιείχε ο κάθε τiιφος με τρqπο τετοιο, ώστε οι διαφορές που υπήρχαν ανάμεσά τους από άποψη τεχνοτροπίας να αντικατοπτρίζουν μια βαθμιαία εξέλιξη από τον πιο απλό στον πιο σύνθετο τύπο. Για παράδειγμα, ο Petrle ταξινόμησε μια σειρά αγ γείων με κυματοειδείς λαβέςμε βαση τη .,βαθμιαία «αποσύνθεσή» τους από έναν αρχικό τύ"ο: θεώρησε ότι ένας τύπος αγγείου με καθαρά λειτουργικές λαβtς εξελίχθηκε σε.tναν τύπο με πιο διακοσμητικtς λαβtς·και αυτός με τη σειρά του «αtrοσυντέθηκε» στον τύπο με απλtς γραπτtςγραμμtς, οι οποίες αντιπροσώ πευανtις κόποτε λειτουργικές λαβές (R&B: 122). Έτσι, ο Petrle κατασκεύασε μια ακολουθία κ εραμικών τύπων, στον καθένα από τους οποίους έδωσε μια σχετική χρονολογία· με αυτή την τυπολογική χρονοσειρό μπόρεσε ακολούθως σε μια χρονολογικη σειρά τους τάφους του συγκεκριμtνου αιyυνα ταξινομήσει . �. ' .
Π1'ια1<ού νεκροταφείου που μελtrούσε. Αργότερα, αυτή η σχετική χρονολογική
· tιiολουθία επικυρώθηκε με βάση ανεξάρτητες; απόλυτες χρονολογίες. το χρο νολογικό οιίστημα 1Όu Petrle, που αναφέρεται στην προδυναστική εποχή της Αιγύπτου, χρησιμοποιείται (με μικρές μόνο αλλαγές) από τους αιγυπτιολόγους ακόμη και σήμερα: κάθε φορά που έρχεται στο φως ένα αγγείο παρόμοιο με tνα από τα. αyyεfa της τυπολογικής ακολουθίας του Petrie, αυτό -μαζί με τα άλλα ανrικείμενα που βρίσκονταν σε συσχtτιση μαζί του- μπορεί άνετα να χρονολο γηθεί και να ενταχθεί και αυτό με τη σειρά του στην τυπολογική ακολουθία. 20 Στην πραγματικότητα, διαφορετικές τεχνοτροπίες μπορούν να συνυπάρξουν σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, οι αλλαγές στην τεχνοτροπία μποροιiν 1,a είναι απότομες, ενώ μια δεδομένη τεχνο τροπία μπορεί να ανη'ξει πάρα πολtί στο χρόνο.
168
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στις μέρες μας, σχεδόν κάθε αρχαιολογική περιοχή του κόσμου διαθέτει τις δι κές της τυπολογικές ακολουθίες, οι οποίες βασίζονται συνήθως στην κεραμική. Έτσι και στην ελληνική Αρχαιολογία οι κεραμικές τυπολογίες (όπως, για παρά δειγμα, αυτή που αναφέρεται στη μυκηναϊκή εποχή· και που οφείλεται στο έργο του Arne Furumark και των συνεχιστών του) αποτελούν τον κύριο άξονα επάνω στον οποίο στηρίζεται όλο το σύστημα χρονολόγησης. Οι σχετικά απλές μέθοδοι που χρησιμοποίησε ο Petrie εξελίχθηκαν στις μέρες μας σε πολύπλοκες τεχνικές δημιουργίας εξελικτικών σειρών συχνότητας (frequency seιiatίon technίques), οι οποίες βασίζονται στην αρχή ότι κάθε τύπος τε χνέργου φθάνει στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του σε μια ορισμένη χρονι κή στιγμή και κατόπιν πέφτει σε παρακμή, καθώς διαμορφώνεται ένας νέος τύπος. Οι τεχνικές αυτές παριστούν γραφικώς τις συχνότητες του κάθε τύπου τεχνέργου διαμέσου του χρόνου (R&B: 122-123). Όταν αρχαιολογικές θέσεις μέσα σε μια γεωγραφική περιοχή περιέχουν παρόμοιους τύπους τεχνέργων, οι οποίοι επιδει κνύουν μια ισοδύναμη συχνότητα δημοτικότητας, τότε αυτές θεωρούνται ότι έχουν περίπου την ίδια ηλικία. Κατ' επέκταση, μια σειρά από θέσεις, οι οποίες στα διά φορα στρώματα κατοίκησής τους περιέχουν πολλούς διαφορετικούς τύπους τε χνέργων, ο καθένας με μια διαφορετική συχνότητα δημοτικότητας, μπορούν να διαταχθούν σε μια σειρά σχετικής χρονολόγησης. Κάνοντας χρήση αυτής της σει ράς είναι δυνατόν νέες αρχαιολογικές θέσεις να ενταχθούν κατόπιν σε μια σχετι κή χρονολόγηση. Οι τεχνικές δημιουργίας εξελικτικών σειρών συχνότητας είναι επίσης χρήσιμες στη διασταυρωμένη χρονολόγηση, όταν δηλαδή τύποι τεχνέργων μπορούν να χρονολογηθούν με βάση αντικείμενα που χρονολογούνται ασφαλώς, όπως τα νομίσματα (βλ. στα ακόλουθα). 2. Μέθοδοι φυσικών επιστημών για σχετική χρονολόγηση Οι μέθοδοι αυτές είναι οι εξής: α) ανάλυση κλιματολογικών συνθηκών ή πα λαwκλιματολογία και β} ανάλυση πανίδας. α} Η ανάλυση κλιμαtολογικώv συνθηκών ή παλαιοκλιματολογία μελετά τις δραματικές κλιματικές διακυμάνσεις, που έλαβαν χώρα στη Γη τα τελευταία 1, 7 εκατομμύρια χρόνια: κατά την Πλειστόκαινο ή Παγετώδη εποχή, υπήρχε μια συνε χής εναλλαγή περιόδων παγετώνων και μεσοπαγετώνων, ενώ κατά την Ολόκαινο ή Μεταπαγετώδη (περίπου 10.000 χρόνια πριν) επικράτησαν πιο εύκρατες κλιματικές συνθήκες. Οι κλιματικές αυτές διακυμάνσεις επηρέασαν το περιβάλλον, την πανίδα και τη χλωρίδα, της Γης. Πιο ειδικά, η ανάλυση αυτού του είδους βασίζεται σε: • ανάλυση ισοτόπων οξυγόνου για τη χρονολόγηση ωκεάνιων ιζημάτων (που περιέχουν τα ασβεστούχα κελύφη των μικροοργανισμών foramίnifera) και ιζηματογενών οριζόντων τήξης πάγου και στρωμάτων πάγου· • ανάλυση κόκκων γύρεως ή παλυνολογία· • ανάλυση μικροπανίδας (απολιθωμένων οστρακοειδό)ν) χερσαίων εδαφό)ν και γλυκών νερών. Από τις διάφορες αυτές επιμέρους αναλύσεις προκύπτουν, με μορφή διαγραμ μάτων, οι ανάλογες κλιματολογικές και περιβαλλοντικές χρονοσειρές, οι οποίες
169
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
χρησιμοποιούvται από την Αρχαιολογία για τη σχετική χρονολόγηση των αρχαίων πολιτισμών ανά τον πλανήτη (R&B: 127). Όταν τεχνέργα ανακαλύπτοvται σε συ σχέτιση με γεωλογικά στρώματα της Πλειστόκαινου ή της Ολόκαινου εποχής, τότε είναι δυνατόν να συνδέσει κανείς τις αρχαιολογικές θέσεις από τις οποίες προέρ χοvται τα τεχνέργα αυτά με τη σχετική χρονολογία των συγκεκριμένων εποχών. β) Η ανάλυση πανίδας, ως μέθοδος σχετικής χρονολόγησης, βασίζεται στην αρ χή ότι περίπου κατά τα τελευταία δύο εκατομμύρια χρόνια διάφορα είδη ζώων λίχθηκαν σημαvτικά παρακολουθόwτας τις διάφορες κλιματολογικές και περιβαλ λοvτικές μεταβολές στον πλανήτη μας. Η μελέτη των αλλαγών στο κάθε είδος ζώων παράγει τις ανάλογες ακολουθίες σχετικής χρονολόγησης, οι οποίες χρησιμοποιού vται από την Αρχαιολογία κυρίως για κατάλοιπα που ανήκουν στην Πλειστόκαινο.
4.2.2
Απόλυτη χρονολόγηση
Η απόλυτη χρονολόγηση χρησιμοποιεί μεθόδους που είναι σε θέση να τοποθε τήσουν την ηλικία ενός αρχαιολογικού δεδομένου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και να την εκφράσουν σε (ημερολογιακά) έτη - αν και σπάνια με απόλυτη ακρίβεια. Οι μέθοδοι απόλυτης χρονολ6γησης είναι δύο ειδών: ιστορικές και ημεQολογιακές μέθοδοι και μέθοδοι φυσικών επιστημών. 1. Ιστορικές και ημερολογιακές μέθοδοι απόλυτης χQονολόγησης Οι μέθοδοι χρονολόγησης αυτού του είδους βασίζονται σε χρονολογίες και ημερολόγια που απορρέουν από τις προσπάθειες των ίδιων των αρχαίων λαών να γράψουν την ιστορία τους. Οι αρχαίοι Έλληνες κατέγραψαν την ιστορία τους αρ χίζοvτας από τη χρονολογία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων το 776 π.Χ. Πολλοί άλλοι αρχαίοι λαοί (όπως οι λαοί της Μεσοποταμίας, οι Αιγύπτιοι, οι Ρωμαίοι, οι Μάγια) διατηρούσαν ημερολόγια, στα οποία κατέγραφαν διάφορα γεγονότα με βάση τις εκάστοτε δυναστείες ή τα χρόνια εξουσίας των ηγεμόνων τους (R&B: 130-131). Ένα από τα πιο ακριβή ημερολόγια είναι αυτό των αρχαίων Αιγυπτίων, το οποίο περιλαμβάνει 31 δυναστείες και καλύπτει την περίοδο μεταξύ 3000-332 π.Χ. (R&B: 131). Χρησιμοποιώντας τις ιστορικές και ημερολογιακές χρονολογίες -και με την προϋπόθεση ότι τα ημερολόγια μπορούν να συνδεθούν με την ιστορική χρονολογία21 - οι αρχαιολόγοι μπορούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια την ηλικία αντικειμένων, όπως επιγραφών ή νομισμάτων, που αναφέρονται σε ιστορικά γε γονότα ή πρόσωπα· εφόσον τα αvτικείμενα αυτά ανήκουν σε «κλειστά» στρώματα και δεν αποτελούν «παραβιάσεις» από υπερκείμενα στρώματα (βλ. υποενότητα 3.3.3), μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόλυτη χρονολόγηση του στρώμα τος στο οποίο ανήκουν και των άλλων αντικειμένων με τα οποία συσχετίζοvται μέ σα στο στρώμα αυτό, ακόμη και μιας ολόκληρης στρωματογραφικής ακολουθίας. Επιπλέον, οι ιστορικές και ημερολογιακές χρονολογίες είναι χρ11σιμες στη δια21
Οι 31 αιγυπτιακές δυναστείες υπολογίστηκαν με βάση τη χρονολογία που μας δίνουν οι αρχαίοι Έλληνες ιmορικοί για την κατάκτηση της ΑιγtJπτου απδ τον Μέγα ΑΜξανδρο (332 π.Χ ).
170
ΕΝ
4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σταυρωμένη χρονολόγηση. Έτσι, εάν, για παράδειγμα, η τυπολογική ακολουθία μιας αρχαιολογικής θέσης ή περιοχής μπορεί να συνδεθεί με τη στρωματογραφική ακολουθία μιας άλλης, η οποία μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια με βάση έστω και μια ιστορική ή ημερολογιακή χρονολογία, τότε η τυπολογική ακολουθία της πρώτης θέσης ή περιοχής μπορεί και αυτή να αποκτήσει απόλυτες χρονολογίες εκ φρασμένες σε έτη.
Παράδειγμα 15 Η τυπολογική ακολουθία της μυκηναϊκής κεραμικής μπόρεσε να χρονολογηθεί με απόλutο τρόπο α) χάρη στη σύνδεσή της με μια τοιχοyραφfα από τον τάφο του φαραω Ραμσή Γ' που απεικόνιζε μυκηναϊκό αγγείο, β) χάρη στη σύνδεσή της με τη σrρωματοyραφική ακολουθία της αιγυπτιακής πόλης Tell-el-Amarna, όπου είχαν βρεθεί μυκηναϊκά αγγεία εξαγωγής· τόσο η αιγυπτιακή τοιχογραφfα όσο και η στρωματογραφική ακολουθία που αναφέρθηκαν είχαν χρονολογηθεί απόλυτα χά ρη στις ημερολογιακές χρονολογίες της Αιγύπτου, και y) χάρη στην παρουσία σε μυκηναϊκές θέσεις στην Ελλάδα αιγυπτιακών αντικειμένων, τα οποία μπόρεσαν να χρονολογηθούν απόλυτα χάρη στα ονόματα των διαφόρων φαραω που έφεραν.
Αν και τα ιστορικά αρχεία παρέχουν αρκετά ακριβείς χρονολογίες για τα τε λευταία περίπσu 5.000 χρόνια (δηλαδή μέχρι το 3000 π.Χ.) και έχουν τεράστια ση μασία για τις ιστορικές εποχές πσu εξετάζει η Αρχαιολογία, καλύπτουν μόνον ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα (περίπου το 1 %) από το παρελθόν της ανθρωπότητας. Για την απόλυτη χρονολόγηση της πολύ μακράς προϊστορικής περιόδου, οι αρχαι ολόγοι στρέφονται στις φυσικές επιστήμες. 2. Μέθοδοι ,.,;ων φυσικών επισ,.,;ημών για απόλυτη χQονολόγηση Οι φυσικές επιστήμες παρέχουν στην Αρχαιολογία μια σειρά από μεθόδους απόλυτης χρονολόγησης, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: α) Ρα διάνθvακας (C -14), β) ΔενδQΟΧQονολόγηση, γ) Κάλιο/ΑQγό (K-Ar), δ) θεvμοφω ταύγεια και ε) Ουράνιο/θόQιο (U/Tb). Ας τις εξετάσουμε συνοπτικά. α) Ραδιάνθρακας (C-14). Η μέθοδος αυτή ανακαλύφθηκε το 1949 από τον W. Libby και έφερε επανάσταση στην Αρχαιολογία, αφού επέτρεψε για πρώτη φορά τη χρονολόγηση αρχαιολογικών δεδομένων που προηγσuμένως δεν είχαν κανέναν τρόπο να χρονολογηθούν. Βασίζεται στο γεγονός ότι σtη διάρκεια της ζωής του, ο κάθε οργανισμός, φυτικός ή ζωικός, απορροφά ραδιάνθρακα ( αλλιώς γνωστό ως C-14), αλλά μετά την αποβίωση τσu οργανισμού ο ραδιάνθρακας αυτός αρχίζει να διασπάται και να ελαττώνεται σταθερά, μέχρις ότου μετά από 5. 730 χρόνια έχει απομείνει μόνον η μισή από την αρχική του ποσότητα στον νεκρό οργανισμό. Μπο ρεί επομένως κανείς να προσδιορίσει το χρόνο που παρήλθε από το θάνατο του ορ γανισμού μετρώντας την ποσότητα ραδιάνθρακα που διατηρ11θηκε σε αυτόν με το πέρασμα του χρόνου, καθώς και το ρυθμό διάσπασής του. Οι χρονολογίες που προ κύπτουν από τη μέθοδο ραδιάνθρακα δεν είναι απολύτως ακριβείς αλλά παρσuσιά ζουν ένα σταθερό σφάλμα (π.χ. 4200-200 χρόνια). Μπορούν, όμως, να διορθωθούν
171
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
με βάση τις χρονολογίες που παρέχει η δενδροχρονολόγηση (R&B: 143). Παρ' όλα τα περιοριστικά όρια που θέτει η χρονολόγηση με ραδιάνθρακα, η μέθοδος αυτή είναι τεράστιας σημασίας, διότι είναι το βασικότερο εργαλείο που διαθέτει η Αρχαιολογία σήμερα για την κατασκευή μιας παγκόσμιας χρονολογίας, που να καλύπτει τη χρονική κλίμακα από τα 200 μέχρι τα 40-60.000 χρόνια πριν. Όμως, αυτή η χρονική κλίμακα είναι δυνατόν να επεκταθεί στα 80-100.000 χρόνια πριν, χάρη σε μια νέα μέθοδο, τη φασματομετρία μάζας με επιταχυντή (AMS), η οποία χρησιμοποιεί τον επιταχυντή Βαν ντε Γκράαφ (Van de Graaf) για να ανιχνεύει, δηλαδή να μετρά απευθείας, τα άτομα ραδιάνθρακα, αντί να υπολογίζει τις διασπάσεις του ρ(ψιάνθρακα. Σήμερα, το ένα τρίτο απ' όλες τις χρονολογίες ραδιάνθρακα είναι το αποτέλεσμα ανάλυσης με αυτή την πρόσφατη, βελτιωμένη μέθοδο C-14. β) Δενδροχρονολόγηση. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί τους δακτύλιους της ετήσιας ανάπτυξης των δένδρων και πιο ειδικά το εύρος των δενδροδακτυλίων, το οποίο μεταβάλλεται ανάλογα με τις ετήσιες κλιματολογικές διακυμάνσεις (ευρύτεροι δακτύλιοι σε θερμό κλίμα και στενότεροι σε ψυχρό). Δένδρα του ίδιου είδους που αναπτύσσονται στην ίδια γεωγραφική περιοχή ή στο ίδιο φυσικό περιβάλλον παρουσιάζουν γενικά τις ίδιες διακυμάνσεις στη σειρά του εύρους των δενδροδακτυλίων τους, που μπορούν να μετρηθούν και να αποτυπωθούν σε ένα διάγραμμα («καμπύλη αναφοράς») ώστε να αποτελέσουν μια χρονολογημένη δακτυλιοσειρά ή μια χρονοσειρά δακτυλίων. Συνήθως, τα τμήματα αρχαίου ξύλου περιέχουν μόνον ένα τμήμα δακτυλίων και σπάνια τον εξωτερικό δακτύλιο ή φλούδα απ' όπου αρχίζει η μέτρηση για τον υπολογισμό της ηλικίας του δένδρου, γι' αυτό τα τμήματα αυτά δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθούν από μόνα τους συγκρίνονται με αντιστοίχιση («συνταιριάζονται») η δακτυλιοσειρά του με μια ήδη γνωστή χρονοσειρά δακτυλίων ζώντων δένδρων του ίδιου είδους από την ίδια γεωγραφική περιοχή. Συνταιριάζοντας διαδοχικά δακτυλιοσειρές από ζώντα δένδρα και απ' όλο και πιο παλιά δένδρα ή τμήματα ξύλου του ίδιου είδους οι αρχαιολόγοι μπορούν να κατασκευάσουν μεγάλες και συνεχείς χρονοσειρές δενδροδακτυλίων για μια ολόκληρη γεωγραφική περιοχή, οι οποίες να εκτείνονται στο χρόνο μέχρι 10.000 χρόνια πριν (R&B: 136).
Παράδειγμα 16 Η κύρια ελληνική χρονοσειρά που tχει κατασκευαστεί μtχρι σήμερα με βάση δείγματα βελανιδιάς από 45 θtσεις -κυρίως βυζαντινtς εκκλησίες- της Β. Ελλά δας καλύπτει τη χρονική περ!οδο 1116 μ.Χ.-1979 μ.Χ., ενώ υπάρχει μια παλαιό τερη χρονοσειρά από δρυς για το διάστημα 500-200 π.Χ. Ελπίζεται ότι, στο μtλ λον, η κύρια χρονοσειρά θα επεκτα�εί ώστε να συμπεριλ6βει τη μικρότερη χρο νοσειρά της κλασικής Αρχαιότητας.
Η δενδροχρονολόγηση είναί, τεράστιας σημασίας για την Αρχαιολογία, διότι παρέχει εξαιρετικά ακριβείς χρονολογίες. Έτσι είναι χρήσιμη για την επαλήθευ ση και διόρθωση των χρονολογιών που προκύπτουν από τη χρονολόγηση με C-14. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι χρονολογίες ραδιάνθρακα απ' όλη την Ευρώπη μπο-
172
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρούν τώρα να επαληθευτούν με τη δενδροχρονολόγηση μέχρι περίπου το 8000 π.Χ. Το μόνο μειονέκτημα της δενδροχρονολόγησης είναι ότι απαιτεί δείγματα ξύ λου με τουλάχιστον 100 δακτυλίους και ότι περιορίζεται σε σχετικά πρόσφατες αρ χαιολογικές θέσεις (όχι παλαιότερες των 10.000 ετών) και σε γεωγραφικές περιο χές με αισθητές καιρικές μεταβολές από τη μια εποχή στην άλλη. γ) Κάλιο/Αργό (K-Ar). Πρόκειται για μια μέθοδο που εφαρμόζεται στα ηφαι στειογενή πετρώματα και βασίζεται στο γεγονός ότι το κάλιο, που περιέχεται σε πετρώματα τέτοιου είδους με τη μορφή ραδιενεργών ατόμων (Κ-40), διασπάται σε ένα αέριο, το αργό (Ar-40), και φθείρεται με το πέρασμα του χρόνου. Η ηλικία ενός ηφαιστειογενούς πετρώματος μπορεί, επομένως, να προσδιοριστεί με τη μέ τρηση της συσσώρευσης αργού: όσο περισσότερο αργό υπάρχει στο πέτρωμα, τό σο μεγαλύτερη ηλικία έχει αυτό. Η μέθοδος αυτή έχει ένα πολύ μεγάλο χρονικό εύρος εφαρμογής από 100.000 μέχρι 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια και είναι, συνε πώς, ιδιαίτερα χρ11σιμη για τη χρονολόγηση αρχαιολογικών θέσεων από τα πρώι μα στάδια εξέλιξης της ανθρωπότητας. Έτσι, η μέθοδος K-Ar έπαιξε έναν εξαιρε τικά σημαντικό ρόλο στη χρονολόγηση των σκελετικών καταλοίπων των ανθρωπο ειδών, που ανακαλύφθηκαν σε ηφαιστειογενείς περιοχές της Ανατολικής Αφρικής (οι χρονολογίες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα 1,75-3 εκατομμύρια χρόνια πριν, αν6λογα με την περίπτωση). Οι χρονολογίες που προκύπτουν από τη μέθοδο κάλι ου/αργού έχουν ένα σταθερό σφάλμα: για παράδειγμα, το σφάλμα ανέρχεται σε μερικές δεκάδες χιλιάδων ετών για αρχαιολογικές θέσεις της πρώιμης Πλειστό καινου (1,7 εκατομμύρια-730.000 χρόνια πριν)· είναι, όμως, σχετικά μικρό σε σύ γκριση με την τεράστια αυτή χρονική κλίμακα. δ) θερμοφωταύγεια. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται σε ανόργανα υλικά κατά λοιπα που είναι προϊόντα θέρμανσης, όπως αντικείμενα από κεραμική - ειδώλια και, ιδίως, αγγεία, οπτές πλίνθοι, καμένα υλικά από κλιβάνους ή εστίες, μεταλ λουργικές σκουριές, καμένα πυριτολιθικά εργαλεία, λάβα κ.λπ. Βασίζεται στην αρχή ότι όλ' αυτά τα κρυσταλλικά υλικά έχουν την ικανότητα να αποθηκεύουν την ενέργεια της φυσικής ακτινοβολίας που ενυπάρχει σε αυτά (από ραδιενεργές προ σμείξεις και από το περιβάλλον). Από τη στιγμή που τα υλικά αυτά θερμανθούν σε υψηλή θερμοκρασία (όπως όταν η κεραμική ψήνεται), αρχίζουν να εκπέμπουν την αποθηκευμένη ενέργεια με τη μορφή ακτινοβολίας, γνωστής ως «θερμοφωταύγει ας». Έτσι, μπορεί κανείς να χρονολογήσει τα διάφορα κρυσταλλικά υλικά, προσ διορίζοντας το χρόνο που μεσολάβησε αφότου αυτά θερμάνθηκαν για τελευταία φορά σε υψηλή θερμοκρασία (μετρώντας τη θερμοφωταύγειά τους, δηλαδή την αποθηκευμένη ενέργειά τους, καθώς και την επιδεκτικότητά τους να παράγουν θερμοφωταύγεια). Επειδή η θερμοφωταύγεια αυξάνεται συνεχώς με την πάροδο του χρόνου (εκτός εάν τα υλικά αναθερμανθούν), η μέθοδος αυτή παρέχει απεριό ριστη χρονολόγηση όσον αφορά τα γεωλογικά υλικά, όπως η λάβα, αλλά τα κερα μικά και τα πυριτολιθικά εργαλεία θέτουν μέχρι στιγμής ανώτατα περιοριστικά όρια 10.000 και 100.000 χρόνων από σήμερα αντίστοιχα (R&B: 149). Η ακρίβεια των χρονολογιών από τη θερμοφωταύγεια σπανίως είναι μικρότερη από το 10% της ηλικίας του δείγματος. ε) Ουράνιο/Θόριο (U/Th). Η μέθοδος του ουρανίου/θορίου βασίζεται στη ρα-
173
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2 διενεργό διάσπαση των ισοτόπων του ουρανίου σε θυγατρικά προϊόντα, τα οποία αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου, καθώς το ουράνιο διασπάται και εξασθε νεί, και επομένως η συσσώρευσή τους μπορεί να μετρηθεί. Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τη χρονολόγηση υλικών πλούσιων σε ανθρακικό ασβέστιο (CaCo3), όπως τα σταλαγμιτικά υλικά σπηλαίων (R&B: 154-155) και τα δόντια (ζώων και ανθρώπων). Το χρονικό εύρος εφαρμογής της είναι μέχρι στιγμής 50.000-500.000 χρόνια πριν. Ο Πίνακας 1 συνσψίζει τα χρονικά όρια εφαρμογής των κυριότερων μεθόδων απόλυτης χρονολόγησης πσu διαθέτει σήμερα η Αρχαιολογία, δίνοντας ταυτόχρο να σε παρένθεση το είδος μαρτυρίας στην οποία βασίζεται η καθεμία από αυτές.
Πίνακας 1
Οι χρονικές κλίμακες εφαρμογής των κυριότερων μεθόδων απόλυτης χρονολόγησης
Μέθοδος απόλυτης χρονολόγησης ΧQοvολογία παρόν--------------------- ---------------------- --------------- -
. ,t
' ' '1.,οο·π.χ.��----- Ιmορικηκαιημερολογ ερμο α ια -ιακη ------------------------- θt (κερ μική (γραπrέςπηγές) t·
_ι- Δενδροχρονολ6γηση
Ραδιάνθρακας (c.14) (ξύλQ.} 10000π.Χ. ------------------------_{ -------- (οργανι11.άυλικά) - -- -Θερ1μοφωτα' εια (πυριτ. εργαλ ία) 50000π.Χ.•••••---------------------····-. -·-···-··
3ΙΙΟΟ .Χ ----. ---.. ·-_
1
1 !ΙΙΙΧΚΙΟπ.Χ. -·-·········-· ········-· al�o(Ullh) ---· -····· θερμοφιmαιlγεια λικά πλούσια σε CaCo3 ) (ηφαιστ. uλt )
500000π .Χ.- ------------ -------- ---- }__ 4500000π.Χ. _________________
Κάλιο/αργό (K-Ar) (ηφαιστ Ο"/ενήπετρώματα) \
Δραστηριότητα 7 /Κεφάλαιο 4 Ας υποθέσουμε ότι έχετε ανασκάψει μια θέση κατοίκησης σε ένα σπήλαιο με σταλαγμίτες και ανακαλύψατε μια εστία, κατάλοιπα ξύλου από πασσάλους, σπόρους και πuριτολιθικά εργαλεία σε συσχέτιση με απολιθωμένα σκελετικά κατάλοιπα - οστά ανθρώπων και δόντια από μαμούθ. Με βάση τα ευρήματα αυτά, ποιες από τις μεθόδους απόλυτης χρονολόγη σης που προαναφέραμε θα χρησιμοποιούσατε για να χρονολογήσετε τη θέση αυτή; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. 174
ΕΝ
ΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Ενότητας Στην ενότητα αυτή εξετάσαμε τους δύο κύριους τρόπους χρονολόγησης που χρησιμοποιεί η ΑQχαιολογία, τη σχετική και την απόλυτη. Η σχετική χρονολόγη ση βασίζεται στην αρχή της επαλληλίας και συνίσταται στην ταξινόμηση των αρχαιολογικών δεδομένων σε μια χρονολογική σειρά, προσδιορίζοντας γι' αυτά μια σχετική ηλικία· οι μέθοδοι σχετικής χQΟVολόγησης είναι η στρωματογραφία, η τυπολογία και οι τεχνικές δημιουργίας εξελικτικών σειρών συχνότητας, καθώς επίσης η ανάλυση κλιματολογικών συνθηκών ή παλαιοκλιματολογία και η ανά λυση πανίδας. Η απόλυτη χρονολόγηση, από την πλευρά της, είναι σε θέση να εκφράσει την ηλικία των αρχαιολογικών δεδομένων σε έτη· οι κυριότερες από τις μεθόδους απόλυτης χρονολόγησης είναι οι ιστορικές και ημερολογιακές χρονο λογίες και μια σειρά μεθόδων από τις φυσικές επιστήμες, όπως ο ραδιάνθρακα<; (C-14), η δενδgοχρονολόγηση, το κάλιο/αργό (K-Ar), η θερμοφωταύγεια και το ουράνιο/θόριο (U/Th). Καθεμιά από τι<; μεθόδους απόλυτης Χf!ΟVολόγησης βασί ζεται σε ένα διαφορετικό είδος μαρτυρίας και έχει τη δική της χρονική κλίμακα εφαρμογής, αν και οι κλίμακες των περισσότερων από αυτές επικαλύπτονται.
175
Σύνοψη Κεφαλαίου Στο κεφάλαιο αυτό αναφερθήκαμε αρχικά στα διάφορα στάδια και τη διεπι στημονική φύση τηι; αρχαιολογικής; έρευνας;. Στη συνέχεια, ασχοληθήκαμε με τιι; βασικές; μεθόδους; που χρησιμοποιεί η Αρχαιολογία για την ανεύρεση των δε δομένων τηι; στο πεδίο και τη χρονολόγησή τους. Η διαδικασία ανεύρεσης; των αρχαιολογικών δεδομένων στο πεδίο συνίσταται στον εντοπισμό και τον καθορισμό αρχαιολογικών θέσεων και άλλων χαρακτηρι στικών του αρχαίου τοπίου, καθώς επίσης και στην ανασκαφή. Για τον εντοπισμό και τον καθορισμό θέσεων και άλλων α(ααίων καταλοίπων χρησιμοποιούνται τρεις μέθοδοι έρευνας;: η έρευνα από τον αέQα και το διάστημα, η έρευνα επιφα νείας; και η έρευνα υπεδάφους;. Η έρευνα από τον αέρα και το διάστημα βασίζε ται στην αεροφωτογράφιση και την τηλεπισκόπηση από εναέρια ραντάρ και δο ρυφόρους;. Η έρευνα υπεδάφους; χρησιμοποιεί γεωφυσικές;, γεωχημικές; και γεω τρητικές; μεθόδους;. Η έρευνα επιφανείας είναι το πιο πρόσφορο μέσο για τη με λέτη του αστικού και ιδίως; του αγροτικού τοπίου μιας ολόκληρης; γεωγραφικής; περιοχής; διαμέσου των αιώνων και διέπεtαι από μια σειρά αποφάσεων (επιλογή τομέα, βαθμός; έντασης;, βαθμός; κάλυψης;, μονάδες; και μέθοδοι δειγματοληψίας;, περισυλλογή υλικού). Η αξιοπιστία τηι; έρευνας επιφανείας; αυξάνεται διαρκώς; με την όλο και μεγαλύτερη βελτίωση τηι; μεθοδολογίας; που ακολουθείται. Η ανασκαφή, το κυριότερο και το πιο αξιόπιστο μέσο ανεύρεσης; αρχαιολογι κών δεδομένων, βοηθά στην ανασύνθεση, την ανάλυση και την ερμηνεία των αρ χαιολογικών θέσεων μέσω τηι; συστηματικής; αφαίρεσης και καταγραφής; των επάλληλων αρχαιολογικών στρωμάτων και των περιεχομένων τους;. Διακρίνουμε ανάμεσα στις σωστικές; και τιι; συσtηματικέι; ανασκαφές. Η συστηματική ανα σκαφή έχει διεπιστημονικό χαρακτήρα. Προετοιμάζεται με τοποη1άφηση και τη σχεδίαση ενός; γενικού καννάβου σtην επιφάνεια tης; θέσης. Οι βασικές μέθοδοι ανασκαφής διακρίνονται στην κάθετη ή στρωματογραφική και στην οριζόνtια ή ανοικτού χώρου. Η τεκμηQίωση της ανασκαφής είναι μια απαιτητική αλλά απα ραίτητη διαδικασία, η οποία συνίσταται στη λεπτομερή καtαγQαφή τηι; καθημε ρινής προόδου της ανασκαφής, και στη φωτογραφική και σχεδιαστική αποτύπω• ση όλων των στοιχείων που αποκαλύπτονται. Τέλος, με την εργαστηριακή επε ξεργασία των κινητών ευρημάτων συμπληρώνεται το αρχείο της ανασκαφής, το οποίο αποτελεί μασική προϋπόθεση για τη μετέπειτα ταξινόμηση, ανάλυση και τελική ερμηνεία και δημοσίευση των αποτελεσμάτων τηι;. Η ηλικία των αρχαιολογικών δεδομένων που έιαονται στο φι!)ς από την αρ χαιολογική έρευνα στο πεδίο μπορεί να προσδιοριστεί με σχετικό ή με απόλυτο τρόπο χρησιμοποιώντας μια μεγάλη ποικιλία από μεθόδους. Οι μέθοδοι σχετι κής; χρονολόγησης που χρησιμοποιεί η Αρχαιολογία είναι η στρωματογραφία, η τυπολογία και δύο μέθοδοι των φυσικών επιστημών - παλαιοκλιματολογία και ανάλυση πανίδας. Οι κυριότερες μέθοδοι απόλυτης χρονολόγησης είναι οι ιστο ρικές μέθοδοι και οι μέθοδοι των φυσικών επιστημών - ο QαδιάνθQακαι;, η δεν δροχρονολόγηση, το κάλιο/αργό, η θερμοφωταύγεια και το ουράνιο/θόριο.
176
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΙΙΑΡΑΡ'ΓΗΜΑ
Απάντηση στη Δραστηριότητα Δραστηριότητα 7 Οι ακόλουθες μέθοδοι απόλυτης χρονολόγησης θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί ανάλογα με τα υλικά: • Σταλαγμίτες: U!Th • Στάχτη εστίας: C-14 • Σπόροι: C-14 • Κατάλοιπα ξύλου: δενδροχρονολόγηση: C-14 • Πυριτολιθικά εργαλεία: θερμοφωταύγεια • Σκελετικά κατάλοιπα: C-14, U!Th • Δόντια από μαμούθ: C-14, U!Th
177
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Ζώης; Α., ΜαθήματαΑρχαιολογίας. Απ6 την εμφάνιση του ανθρώπου ως τους αστι κούς πολιτισμούς της Ανατολής, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1980. Καραλή Λ.,Λεξικό αρχαιολογικών-περιβαλλοντικών όρων, εκδ. Ελληνικά Γράμ ματα, Αθήνα 1998. Λυριτζής; Γ.,Αρχαιομετρία. Μέθοδοι χρονολόγησης στηνΑρχαιολογία, εκδ. Καρ δαμίτσα, Αθήνα 1994. Χατζή-Βαλλιάvου Δ.,Συντήρηση Μνημείων. Τεχνικές ανασκαφών, Υπουργείο Πολιτισμού-Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο-Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, Βώ ροι 1985. Χουιψουζιάδης; Γ.,Λόγια απ6 χώμα, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 1999. Renfrew C., Bahn Ρ. (επιμ.),Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογ{α και πρακτικές εφαρμογές, μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Barker Ρ., Technίques ofArchaeologίcal Excavatίon, Β. Τ. Batsford Ltd., Λονδίνο 1977. Barker Ρ., UnderstandingArchaeologίcal Excavatίon, Β. Τ. Batsford Ltd., Λονδίνο 1986. Binford L., «Α consideration of archaeological research design», στoAmerican Antiquity, τεύχος 29, 1964, σ. 425-441. Bintliff J.L., Snodgrass Α.Μ., «The Cambridge/Bradford Boeotian Expedition: the first four years», στolournal ofFίeldArchaeology, τεύχος 12, 1985, σ. 123-161. Bintliff J.L., «The contribution of theAnnaliste/structural history approach to archaeology», στο Bintliff J.L., The Annales School ofArchaeology, Leicester University Press, Leicester 1991, σ. 1-33. Bintlίff J.L., «Appearance and Reality: Understanding the buried landscape through new techniques in field survey», στο Bernardi Μ. (επιμ.),Archeologίa del Paesaggίo, All'Insegnia del Giglio, Φλωρεντία 1992, σ. 89-137. Cavanagh W. G., Hirst S., Litton C.D., «Soil Phosphate, Site Boundaries, and Change Point Analysis», στoJoumal ofFieldArchaeology, τεύχος 15, 1988, σ. 67-83. Clark Α., Seeing Beneath the Soil, Batsford, Λονδίνο 1990. Fagan B.M.,Archaeology. Α BnefIntroduction, Longman, Νέα Υόρκη 1997. Fagan Β.Μ., ln the Begίnnίng.An Introduction toArchaeology, Longman, Νέα Υόρ κη 1997. Jameson Μ.Η., Runnels C.N., van Andel Τ.Η.,Α Gι·eek Countιysίde. The S0uthen1 Argolίd fi-om Prehistorγ to the Present Day, Stanford University Press, Stanford 1994. Joukowsky Μ.,Α Complete Μαnιιαl of FieldAι·chaeology, Prentice-Hall Inc., Englewood Cliffs-New Jersey 1980.
178
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Greene K.,Archaeology. An Introductίon, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1995. Hodder 1., TheArchaeological Process. An Introductίon, Blackwell, Λονδίνο 1999. Keller D.R., Rupp D.W., «Archaeological Survey in the Mediterranean Region», στο BAR lnternatίonal Serίe.5 155, Οξφόρδη 1983. Lillesand Τ.Μ., Kiefer R.W., Remote Sensίng and Image Inteφretatίon, John Wiley and Sons, Νέα Υόρκη 1994. McDonald W.A., Rapp G.R., The Minnesota Messenia Expedίtion: Reconstructing α Bronze Age Regional Envίronment, University of Minnesota Press, Minneapolis 1972. Plog S., Plog F., Wait W., «Decision Making in Modern Surveys», στο Schiffer Μ.Β. (επιμ.),Advances ίnArchaeologίcal Method and Theory, Vol. 1, Academic Press, Νέα Υόρκη 1978, σ. 383-421. Reeves Ν., The Complete Tutankhamun, Thames and Hudson, Λονδίνο 1990. Renfrew C., Wagstaff J. (επιμ.),Αn Island Polίty: the archaeology of exploίtatίon ίn Melos, Cambridge University Press, Cambridge 1982. Sbonias Κ., «Introduction to issues in demography and survey», στο Bintliff J.L., Sbonias Κ. ( επιμ.), Reconstructing Past Populatίon Trends ίn Medίteπanean Europe, Oxbow, Οξφόρδη 1999, σ. 1-20. Sharer R.J., Ashmre W., Fundamentals ofArchaeology, The Benjamin/Cummings Publishing Company, Menlo Park 1979. Snodgrass Α.Μ., «La prospection archeologique en Grece et dans l e monde Mediterraneen»,Annales ESC, τεύχος 37, 1982, σ. 800-812. Snodgrass A.M.,AnArchaeology of Greece, University of California Press, Berkeley και Los Angeles 1987. Snodgrass Α.Μ., «Structural history and classical archaeology», στο Bίntliff J. L., TheAnnales School ofArchaeology, Leicester University Press, Leίcester 1991, σ. 57-72. Thomas D. H.,Archaeology, Holt, Rinehart and Winston Inc., Orlando 1989. Weymouth J.W., «Geophysical Methods of Archaeological Site Surveying», στο Scbiffer Μ. ( επιμ. ), Advances ίn Archaeologίcal Method and Theory, V ol. 9, Academic Press, Νέα Υόρκη 1986, σ. 311-395. Zarmati L., Cremin Α., ExperienceArchaeology, Cambridge University Press, Καί μπριτζ 1998.
179
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ 1. Ζώης Α., Μαθήματα Λρχαιολογίας Λπό την εμφάνιση του ανθρώπου ως τους αστικούς πολιτισμούς της Λνατολής, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1980. Μια ενδιαφέρουσα συλλογή κειμένων από πανεπιστημιακές παραδόσεις του συγ γραφέα, που πραγματεύονται ορισμένα βασικά θέματα της Αρχαιολογίας, μεταξύ των οποίων και η χρονολόγηση (κεφάλαια 2-5), που έχει άμεση σχέση με την ενό τητα 4.2 του κεφαλαίου μας. 2. Χουρμουζιάδης Γ.,Λόγια από χώμα, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 1999. Μια πολύ πρωτότυπη και φιλική προς τον αναγνώστη γενική επισκόπηση της ου σίας της Αρχαιολογίας, της ορολογίας της, των μεθόδων και των προβλημάτων της. Το κεφάλαιο 13 («Λόγος δέκατος τρίτος. Η παλαιότητα στην αρχαιολογική σκέψη») είναι μια συνοπτική αλλά χρήσιμη πραγμάτευση των μεθόδων χρονολό γησης που χρησιμοποιεί η Αρχαιολογία και είναι, επομένως, συναφές με την ενό τητα 4.2 του κεφαλαίου μας. 3. Χατζή-Βαλλιάvου Δ., Συντήρηση μνημείων. Τεχνικές ανασκαφών, Υπουργείο Πολιτισμού-Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο-Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, Βώροι 1985. Ένας χρήσιμος οδηγός για την ανασκαφική πρακτική και τη συντήρηση αρχαιοτή των. 4. Renfrew C., Bahn Ρ. (επιμ.),Α(,χαιολογία. θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαvvακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001. Ένα εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο, πλήρως εμπερισrατωμένο και με πλούσια ει κονογράφηση, που περιγράφει με αναλυτικό και έγκυρο τρόπο την ιστορία, τις με θόδους και τη θεωρητική πλευρά της Αρχαιολογίας.
180
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ, ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ Κ.Σμπόνιας
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να παρουσιάσει τις διάφορες μεθόδους τα ξινόμησης, ανάλυσης και ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων, με στόχο να κατανοήσετε πώς προσεγγίζουν οι αρχαιολόγοι τις διάφορες πτυχές της οργάνω σης, δράσης και συμπεριφοράς των αρχαίων κοινωνιών.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • εξηγείτε τις μεθόδους ταξινόμησης των αρχαιολογικών δεδομένων· • αναφέρετε τουλάχιστον πέντε είδη αρχαιολογικής ταξινόμησης • αναγνωρίζετε τρόπους κατανομής των οικισμών στο χώρο και να περιγράφε τε το οικιστικό σχήμα μιας περιοχής • ορίζετε την έννοια του παλαιοπεριβάλλοντος και να αναφέρετε τουλάχιστον τρία αρχαιολογικά ερευνητικά πεδία που σχετίζονται με αυτήν· • περιγράφετε διάφορες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και να παρουσιάζετε τρεις τουλάχιστον αρχαιολογικούς τρόπους μελέτης της • ορίζετε την έννοια της οικονομικής οργάνωσης μιας κοινωνίας και να περι γράφετε δύο κύριους τομείς μελέτης της • αναφέρετε τρόπους μελέτης των γνωστικών και συμβολικών δομών των αρ χαίων κοινωνιών.
Προσδοκώμενα
• • • • • • • • • • • • •
Ταξινόμηση (μορφολογική, στυλιστική, λειτουργική, χρονολογική) Τυπολογία Αρχαιολογικός πολιτισμός Χρονολογική περίοδος, φάση, χρονολογικός ορίζοντας Αρχαιολογική θέση Γεωγραφική περιοχή, γεωγραφικό τοπίο Οικιστικό σχήμα Διάσπαρτη - συγκεντρωτική κατοίκηση Περιβαλλοντική αρχαιολογία Παλαιοπεριβάλλον Γεωμορφολογικές μελέτες Παλαιοοικολογικές μελέτες Κοινωνική οργάνωση
Αποτελέσματα
Έννοιες Κλειδιό
181
�ιw:�m��R¼�ml����s:ntmtwruwr�w���
• • • • • • • • • • • Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
182
Ανάλυση του χ(ί)ρου Ενδοκοινοτική-διακοινοτική οργάνωση Μελέτες κοινωνικού φύλου (gender ,ςtudίes) Οικονομική οργάνωση Οικονομία επιβίωσης (subsίstence economy) Ζωοαρχαιολογικά δεδομένα Αρχαιοβοτανικά δεδομένα Αναδιανομή, αμοιβαιότητα Γνωmική ικανότητα ανθρώπου Θρησκεία Συμβολικό νόημα
Απώτερος mόχος της Αρχαιολογίας, όπως και άλλων ανθρωπιmικών επιmη μών, είναι η κατανόηση και ερμηνεία των πολιτισμών του παρελθόντος. Στην επι mήμη της αρχαιολογίας βάση μας αποτελούν τα αρχαιολογικά δεδομένα, τα υλικά κατάλοιπα των αρχαίων κοινωνιών. Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε τις μεθό δους ανεύρευσης και χρονολόγησης των αρχαιολογικών δεδομένων. Στο κεφά λαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τα επόμενα mάδια της αρχαιολογικής έρευνας, αυ τό της ταξινόμησης, ανάλυσης και ερμηνείας του αρχαιολογικού υλικού. Η ενότη τα 5.1 ασχολείται με τις μεθόδους ταξινόμησης, ενώ οι ενότητες 5.2-5.6 αφορούν την ανάλυση και ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων και εξετάζουν έννοιες που αποτελούν σημαντικούς παράγοντες <Πη διαμόρφωση ενός πολιτισμού: • την οικιmική οργάνωση • το φυσικό περιβάλλον • την κοινωνική οργάνωση • την οικονομία και • τις γνωmικές και συμβολικές δομές, αντίmοιχα. Ας θυμηθούμε ότι η έννοια του πολιτισμού και της κουλτούρας είναι σύνθετη και διαμορφώθηκε κάτω από ποικίλες κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες ενώ προσεγγίζεται από διαφορετικές θεωρητικές σκοπιές (βλ. κεφάλαια 1, 2 και 6 του τόμου Α της Θ.Ε. ΕΛΠ 10). Ανεξάρτητα, όμως, από τη θεωρητική σκοπιά που υιο θετεί κανείς, τα προαναφερθέντα mοιχεία του πολιτισμού τα συναντούμε σε διά φορους ορισμούς του πολιτισμού, αν και ενταγμένα σε διαφορετικό θεωρητικό πλαίσιο κάθε φορά (βλ. κεφ. 6). Πώς μπορούν, όμως, οι αρχαιολόγοι να προσεγγίσουν τις διάφορες πτυχές ενός πολιτισμού; Οι ερευνητές αντιμετωπίζουν τα αρχαιολογικά δεδομένα ως προϊόντα της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφοράς, τα οποία, αν και από τη φύση τους αποσπασματικά, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την κατανόηση των κοινωνιών του παρελθόντος. Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να «ανασκάψει» μια ιδε ολογία, μια κοινωνική τάξη ή μια οικονομική δραστηριότητα, μπορεί, όμως, να ανασκάψει υλικά κατάλοιπα, των οποίων η μορφή, η κατανομή και οι συσχετισμοί στο χώρο έχουν διαμορφωθεί κάτω από την επίδραση κάποιων δοξασιών, ενός τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, μιας οικονομίας και αντανακλούν σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, δραστηριότητες, ιδεολογίες κ.λπ. Με λίγα λόγια, οι αρχαιολόγοι πι-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στεύουν ότι υπάρχει μια στενή, αν και όχι πάντα άμεσα αντιληπτή, σχέση ανάμεσα στα υλικά κατάλοιπα και τη δομή των αρχαίων κοινωνιών. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι για την ταξινόμηση του αρχαιολογικού υλικού και την ανάλυση και την ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων και αποσκοπούν στην περιγραφή της υλικής μαρτυρίας στο χώρο και το χρόνο, και στην ανασύσταση του οικιστικού και φυσικού περιβάλ λοντος, της κοινωνικής οργάνωσης, της οικονομίας και των γνωστικών και συμβο λικών δομών. Ας σημειώσουμε, ωστόσο, πως η μελέτη των προαναφερθέντων θε μάτων στηρίζεται σε μια ποικιλία μεθόδων και τεχνικών ανάλυσης, οι οποίες μερι κές φορές αποτελούν εξειδικευμένα αρχαιολογικά πεδία. Η προσέγγισή τους συν δέεται με σύνθετα θεωρητικά θέματα για τα οποία μόνο απλή νύξη μπορεί να γίνει στο πλαίσιο του κεφαλαίου αυτού. Στις επόμενες ενότητες παραπέμπουμε σε εικόνες από το Προτεινόμενο Βιβλίο των C. Renfrew, Ρ. Βahn,Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001. Η παραπομπή θα γίνεται ως εξής: R&B: σελ.
183
��·�'-¾:!i'!ri@%Wtι?'Mm®ffi'it®;ιW$�.©W:®���-.����t!U
tf111 rmn;JJ rιm
Ενότητα 5.1
ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Ο αρχαιολόγος επιστρέφει από την ανασκαφή στο εργαστήριο με πολύ και ποικίλο αρχαιολογικό υλικό: όστρακα (κομμάτια αγγείων), σκεύη από μέταλλο, οστό ή λίθο, εργαλεία, όπλα, ειδώλια, διάφορα αντικείμενα από ποικίλες ύλες. Πρόκειται για τέχνεργα, δηλαδή αντικείμενα που έχουν πάρει τη μορφή τους ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας και χαρακτηρίζονται από αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, ιδιότητες που τους προσδίδουν μια διακριτή μορφή. Το κύριο ερώτημα που θα μας απασχολήσει στην ενότητα αυτή είναι το πώς βάζουμε τάξη στο υλικό αυτό ώστε να αποτελέσει πηγή πληροφοριών για τις αρχαίες κοινωνίες (Malina, Vasicek, 1990, Adams, Adams 1991). Η προσπάθεια να δημιουργηθεί τάξη στη μεγάλη μάζα του αρχαιολογικού υλι κού, προχωρώντας παράλληλα στην κατανόησή του, επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της ταξινόμησης, δηλαδή της οργάνωσης των τεχνέργων σε κατηγορίες με βάση τα χαρακτηριστικά τους. Η ταξινόμηση, όπως θα δούμε στην υποενότητα 5.1.1, αποτελεί ένα βασικό εργαλείο αρχαιολογικής έρευνας που αντλεί πληροφορίες μέσα από την επεξεργασία και ανάλυση των χαρακτηριστικών των τεχνέργων. Περισσότερες πληροφορίες για τα τ�χνεργα, που συμβάλλουν στην κατανόηση και την ερμηνεία τους, μπορούμε να αντλήσουμε από τη μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου τους. Πρόκειται για πληροφορίες που σχετίζονται με τα ανασκαφικά συμφραζόμενα του τεχνέργου, τις χωρικές συσχετίσεις του με άλλα τέχνεργα από το ίδιο στρώμα ή από τον ίδιο χώρο ανασκαφής. Για παράδειγμα, αν ένα τέχνεργο αποτελούσε κτέρισμα μιας ταφής, θα διακρίνουμε μια ταφική χρήση, ενώ από το είδος του τάφου ή το συσχετισμό με άλλα κτερίσματα μπορούμε να διατυπώσουμε σκέψεις για τη συμβολική του σημασία στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ταφής. Αντίθετα, σε διαφορετικές σκέψεις θα οδηγηθούμε αν αυτό βρέθηκε στο θρανίο ενός ιερού (πιθανή τελετουργική χρήση), στην αποθήκη μιας κατοικίας (αποθηκευτική χρήση) ή στοιβαγμένο μαζί με άλλα παρόμοια τέχνεργα στο ράφι ενός δωματίου (καθημερινή λειτουργική χρήση). Άλλες πληροφορίες προέρχονται από το φυσικό περιβάλλον του τεχνέργου, όπως, για παράδειγμα, η πηγή προέλευσης του υλικού του. Πέρα, όμως, από στοιχεία που αφορούν τα ίδια τα τέχνεργα, οι αρχαιολόγοι μπορούν να αντλήσουν πληροφορίες για την ανάλυση των τεχνέργων και γενικότερα των αρχαιολογικών δεδομένων και από δευτερογενείς βοηθητικές πηγές. Αυτές είναι: • τα αρχαιολογικά παράλληλα, δηλαδή η σύγκριση με τέχνεργα που φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά και προέρχονται από άλλες ανασκαφές • την εθνοαρχ αιολογία, δηλαδή στοιχεία από τις μελέτες σύγχρονων
184
ΕΝΟΤΗΤΑ
.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πολιτισμών από αρχαιολόγους. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν χρήσιμο συγκριτι κό υλικό για την ανασύσταση παρελθόντων πολιτισμών με ανάλογη τεχνολο γία, οικονομία κ.λπ. ή αποτελούν βάση για τη διατύπωση υποθέσεων, μεθόδων, τεχνικών ανάλυσης και θεωρητικών προτύπων χρήσιμων για την αρχαιολογική μελέτη· • την Ιlειραματική Αρχαιολογία, τη δημιουργία δηλαδή σύγχρονων αντίγραφων τεχνέργων, κτισμάτων ή κατασκευών, χρησιμοποιώντας αρχαίες μεθόδους και τεχνολογίες χαρακτηριστικές μιας συγκεκριμένης εποχής. Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία αποτελούν' βοηθητικές γνώσεις και πληρο φορίες που, αν και δεν προέρχονται από ένα συγκεκριμένο τεχνέργο, μπορούν να μας βοηθήσουν στην ερμηνεία του. Για παράδειγμα, πληροφορίες για ένα αγγείο που ανακαλύφθηκε σε μια ανασκαφή μπορούν να βοηθήσουν στην ταύτιση άλλων γνωστών αγγείων του ίδιου τύπου με παρόμοιο σχήμα και διακόσμηση από άλλες ανασκαφές, για τα οποία ίσως γνωρίζουμε περισσότερα όσον αφορά τη χρήση και τη χρονολόγησή τους, λόγω των δικών τους ανασκαφικών συνθηκών ( αρχαιο λογικά παράλληλα). Αγγεία της λαϊκής παράδοσης μπορούν να χρησιμεύσουν ως εθνοαρχαιολογικά παράλληλα δίνοντας ιδέες για την πιθανή χρήση ενός αρχαίου αγγείου με παρόμοιο σχήμα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου υπάρχει συνέχεια του πολιτισμού. Ακόμη, αν προσπαθήσουμε στο πλαίσιο ενός πειράματος να κα τασκευάσουμε το αντίγραφο ενός αρχαίου αγγείου (ως προς το πλάσιμο, τη δια κόσμηση, το ψήσιμο), θα κατανοήσουμε στοιχεία της τεχνοτροπίας και τεχνολο γίας του που πιθανώς δεν ήταν ορατά με την απλή παρατήρηση του αρχαίου πρω τοτύπου.
Παράδειγμα 1 Χαρακτηριστικό παράδειγμα Πειραματικής Αρχαιολογίας είναι η κατασκευή και επάνδρωση αντίyραφων αρχαίων πλοίων και η οργάνωση ταξιδιών στο Αι γαίο, με στόχο τη μελέτη της αρχαίας ναυσιπλοίας, τεχνολογίας και οικονομίας.
Παράδειγμα 2 Άλλο παράδειγμα αποτελεί η κατασκευή ολόκληρων οικισμών που μιμού νται τους προϊστορικούς, κάνοντας χρήση της αρχαίας τεχνολογίας και υλικών παρόμοιων με αυτά των αρχαίων οικισμών, με στόχο την κατανόηση των κοινω νιών του παρελθόντος και του υλικού πολιτισμού τους αλλά και τον εμπλουτι σμό των γνώσεών μας σχετικά με τους τρόπους κατασκευής, φθοράς και κα τάρρευσης των οικισμών και της δημιουργίας των αρχαιολογικών θέσεων (αν έχετε πρόσβαση στο Διαδίκτυο μπορείτε να δείτε στη διεύθυνση http: //super3. arcl.ed.ac. uk/arch/lemba/homepage. html το παράδειγμα ενός πειραματικού χωριού της Χαλκολιθικής Εποχής στη Λέμπα της Κύπρου). Ένα άλλο παράδειγ μα αποτελεί ο προϊστορικός λιμναίος οικισμός στο Δισπηλιό της Καστοριάς (Χουρμουζιάδης, 1999).
185
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
\M,1%����������'1W:ill-¾:1:t121-@:!t:A'&�
5.1.1
Στόχοι και είδη ταξινόμησης
Ας επανέλθουμε τώρα στην ταξινόμηση κι ας εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες από τα τεχνέργα, οργανώνοντάς τα σε κατηγορίες με βάση τα χαρακτηριστικά τους. Η ταξινόμηση των τεχνέργων γί νεται συνήθως με βάση τριών ειδών χαρακτηριστικά: α) μορφολογικά χαρακτηριστικά, δηλαδή χαρακτηριστικά που αφορούν τη μορφή των τεχνέργων (σχήμα, διαστάσεις, συστατικά στοιχεία μορφής - λαβές, χείλος, βάση, οπές ανάρτησης κ.λπ.)" β) στυλιστικά χαρακτηριστικά (διακόσμηση, χρώμα και άλλα χαρακτηριστικά της επιφάνειας)· γ) τεχνολογικά χαρακτηριστικά, όπως, για παράδειγμα, το υλικό (πηλός, μέ ταλλο, γυαλί, οστό κ.λπ.) και η μέθοδος κατασκευής. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό πως τα χαρακτηριστικά των τεχνέργων, που μπορούν να αποτελέσουν βάση μιας ταξινόμησης, ποικίλλουν και μπορεί να σχετίζονται με τη λειτουργία των αντικειμένων, την τεχνολογία τους, με την παρά δοση και το ευρύτερο πολιτισμικό τους πλαίσιο, τη χρονική περίοδο στην οποία κατασκευάστηκαν, τις συγκεκριμένες ιδέες ή συμβολισμούς που μπορεί να μετα φέρουν κ.λπ. τεχνέργα που επιδεικνύουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν έναν τύπο (R&B: 120). Για παράδειγμα, ένας τύπος θα μπορούσε να είναι όλα τα αγ γεία με ίσιες πλευρές και κωνική βάση. Η ταξινόμηση τεχνέργων σε τύπους ονο μάζεται τυπολογία (βλ. υποενότητα 4.2.1). Για να κατασκευάσουμε μια τυπολογία από την πληθώρα των χαρακτηριστι κών που σχετίζονται με ένα τεχνέργο, επιλέγουμε μόνο εκείνα που κρίνουμε κα τάλληλα για το στόχο που επιδιώκουμε μέσα από την ταξινόμηση. Οι στόχοι μας, και γενικότερα τα προβλήματα της έρευνας που μας απασχολούν, μπορεί να είναι ποικίλοι και ο προσδιορισμός τους αποτελεί το πρώτο βήμα στην προσπάθεια τα ξινόμησης ενός υλικού. Μπορεί να μας ενδιαφέρει, για παράδειγμα, απλώς η πα ρουσίαση ενός υλικού σε κατηγορίες με βάση τη μορφή του ή αντίθετα να θέτουμε στόχο την κατανόηση της τεχνολογίας, της χρήσης και λειτουργίας των αντικειμέ νων ή τη μελέτη της διαφοροποίησής τους στο χώρο και το χρόνο. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μόνο μία σωστή ταξινόμηση ενός αρχαιολογικού υλικού αλλά πολλές, ανάλογα με τους στόχους των αρχαιολόγων. Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει μερικά είδη ταξινομήσεων και τους στόχους που επι διώκουν.
186
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πίνακας 1 Είδη αρχαιολογικών ταξινομήσεων και οι στόχοι τους Ταξινόμηση
Στόχοι ταξινόμησης
1. Μορφολογικές
περιγραφή υλικού,σύγκριση,κατανόηση μορφής του,παρουσίαση,αποθήκευση
2. Στυλιστικές
στυλιστική εξέλιξη
3. Λειτουργικές
προσδιορισμός δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη χρήση και λειτουργία των τεχνέργων
4. Χρονολογικές
ιστορική/χρονολογική εξέλιξη υλικού, χρονολόγηση
5. Πολιτισμικές
ορισμός «πολιτισμών»
Πηγή: Προσαρμογή aπόAdams, Adam.ς, 1991, Πίν. 10
Μορφολογικές ταξινομήσεις Οι ταξινομήσεις αυτές βασίζονται στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των τε� χνέργων,και κυρίως σε αυτά που είναι εύκολα ορατά,όπως το μέγεθος,το σχήμα, οι διαστάσεις,το χρώμα,η διακόσμηση και το υλικό. Αποτελούν το πιο συνηθισμέ νο είδος ταξινόμησης για όλες τις κατηγορίες τεχνέργων που ανακαλύπτουν οι αρ χαιολόγοι,όπως τα εργαλεία,η κεραμική,τα κτίσματα,οι τάφοι κ.λπ. Ο συνηθέστερος στόχος των μορφολογικών ταξινομήσεων είναι η βασική περι γραφή και παρουσίαση ενός υλικού,κάτι που παίζει μεγάλο ρόλο στις αρχαιολογι κές δημοσιεύσεις. Η ομαδοποίηση του υλικού σε έναν σχετικά μικρό αριθμό τύ πων διευκολύνει την περιγραφή και την απεικόνιση του αρχαιολογικού υλικού, καθώς και τη σύγκριση με ευρήματα άλλων θέσεων ή χρονολογικών περιόδων. Η ταξινόμηση αυτή αποτελεί επίσης και το πρόηο βήμα για τον προσδιορισμό της λειτουργίας των τεχνέργων,καθώς συχνά πρώτα προσδιορίζονται οι τύποι με βά ση τα χαρακτηριστικά της μορφής και στη συνέχεια επιχειρείται η ερμηνεία της λειτουργίας των τύπων αυτών. Τέλος,στόχος των τυπολογιών αυτών μπορεί να εί ναι η χρονολόγηση,όταν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που αποτελούν βάση για τη διάκριση τύπων (π.χ. σχήμα ή διακόσμηση) αλλάζουν στο χρόνο (βλ. ακο λούθως τις χρονολογικές ταξινομήσεις). Παλαιότερα η αρχαιολογική ταξινόμηση γινόταν με αυθαίρετο τρόπο, διότι επικρατούσε η άποψη πως υπάρχει μια φυσική ή αρχική ταξινόμηση των αντικει μένων, την οποία οι αρχαιολόγοι μπορούσαν να ανακαλύψουν με βάση τη διαί σθησή τους ή την ικανότητά τους να επιλέγουν το σωστό χαρακτηριστικό (αυθαίρε τη ή διαισθητική ή ποιοτική ταξινόμηση). Όμως,από τη δεκαετία του 1960,δηλαδή από την εποχή της Νέας Αρχαιολογίας και μετά, η αναγνώριση ότι απαιτούνται διαφορετικές ταξινομήσεις ανάλογα με τα ερωτήματα που τίθενται, αλλά και η ύπαρξη πληθώρας χαρακτηριστικών σε κάθε τεχνέργο οδήγησαν στη χρήση της
187
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
'mi�¼tf\t�1\%,�'��©W:��g@�i�'τη-��W..WW.®�(M1Wt'@t�.��%�¾Wfw,f&:.Ψm�1%��
αριθμητικής ταξινομίας (δηλαδή στη στατιστική έκφραση των σχέσεων μεταξύ των τεχνέργων με βάση τον αριθμό των κοινών χαρακτηριστικών τους) και διαφό ρων άλλων ποσοτικών μεθόδων ανάλυσης σε συνδυασμό με ηλεκτρονικούς υπολο γιστές. Αυτό επέφερε μια επανάσταση στην αρχαιολογική ταξινόμηση και επέτρε ψε στους αρχαιολόγους να συγκρίνουν τη συσχέτιση διαφόρων χαρακτηριστικών σε εκατοντάδες τεχνέργα συγχρόνως με έναν εξαιρετικά γρήγορο και ακριβή τρό πο (ποσοτική ταξινόμηση). Ας σημειωθεί, τέλος, η άποψη της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας (βλ. κεφ. 1 και 6) πως η ταξινόμηση αντανακλά τα ενδιαφέροντα του ταξινομητή και άρα η άρνηση του κλάδου αυτού της αρχαιολογικής σκέψης στην ταξινόμηση με αντικειμενικό τρόπο του αρχαιολογικού υλικού. Στυλιστικές ταξινομήσεις Οι στυλιστικές ταξινομήσεις βασίζονται σε ένα από τα χαρακτηριστικά της μορφής, την τεχνοτροπία ή το στυλ, και αποτελούν έτσι μια ιδιαίτερη κατηγορία των μορφολογικ(ί>ν ταξινομήσεων. Η συνηθέστερη χρήση τους είναι στην κεραμι κή (R&B: 121). Δεκάδες τυπολογιών από τεχνοτροπίες κεραμικής, που καλύπτουν πολλούς αιώνες ή χιλιετίες, έχουν κατασκευαστεί από αρχαιολόγους ανά τον κό σμο (θυμηθείτε, για παράδειγμα, τον μελανόμορφο και τον ερυθρόμορφο ρυθμό των αρχαίων ελληνικών κλασικών αγγείων), συναντώνται, όμως, και σε πολλές άλλες κατηγορίες του αρχαιολογικού υλικού, όπως π.χ. στα λίθινα εργαλεία, στη γλυπτική (π.χ. αρχαϊκός ρυθμός, αυστηρός ρυθμός, πλούσιος ρυθμός στην αρχαία ελληνική πλαστική), στην αρχιτεκτονική (π.χ. ιωνικός, δωρικός ρυθμός), στις τοι χογραφίες, στην ενδυμασία κ.λπ. Οι στόχοι που επιδιώκονται μέσα από τη στυλιστική ταξινόμηση ποικίλλουν. Οι ταξινομήσεις αυτές μπορούν να εξυπηρετήσουν, εκτός από σκοπούς χρονολό γησης (βλ. ακολούθως, χρονολογικές ταξινομήσεις), σκοπούς όπως η περιγραφή της καλλιτεχνικής εξέλιξης μιας κατηγορίας υλικού ή ο προσδιοριμός αρχαίων καλλιτεχνών, εργαστηρίων ή τοπικών παραδόσεων αλλά και πολιτισμικών αλλα γών στη διάρκεια μεγάλων χρονικών περιόδων. Επίσης, θεωρείται ότι οι στυλι στικές ταξινομήσεις αντανακλούν την πολιτισμική συμπεριφορά και την κοινωνι κή δομή. Για παράδειγμα, η υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου στυλ μπορεί να αντα νακλά ή να μεταδίδει πληροφορίες, που αφορούν την κοινωνική και θρησκευτική ταυτότητα, την ένταξη σε μια ομάδα, το κύρος κ.λπ. Άλλα στυλιστικά χαρακτηρι στικά του υλικού πολιτισμού μπορεί να υιοθετούνται και να αναπαράγονται μη συνειδητά λόγω της συμμετοχής σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο και να αντανακλούν έτσι την ύπαρξη πολιτισμικών ομάδων, γιατί ακριβώς αντιπροσωπεύουν τον πα ραδοσιακό τρόπο κατασκευής, διακόσμησης κ.λπ. που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά μέσα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πολιτισμού. Η ταξινόμηση του υλικού με βάση παρόμοια στυλιστικά χαρακτηριστικά και η διερεύνηση της χωρικής κα τανομής (της διασποράς στο χώρο) επιδιό)κει έτσι να αντλήσει πληροφορίες για την ύπαρξη ορίων, κοινωνικών, πολιτισμικών, γλωσσικών, θρησκευτικών, εθνι κών, φυλετικών κ.λπ. (βλ., για παράδειγμα, Hodder, 1982, Conkey, Harstoff, 1990) (R&B: 193).
188
ΕΝ
5.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Λειτουργικές ταξινομήσεις Οι ταξινομήσεις αυτές αφορούν τη χρήση ή λειτουργία των τεχνέργων και έχουν στόχο την ανασύσταση δραστηριοτήτων που σχετίζονται μαζί τους (π.χ. αγ γεία πόσης, αποθηκευτικά αγγεία, αγγεία παρασκευής τροφής, τελετουργικά αγ γεία, αγροτικά εργαλεία, όπλα, αντικείμενα σε σχέση με την ύφανση κ.λπ.). Είναι προφανές πως για την ταξινόμηση των αντικειμένων σε λειτουργικούς τύπους βασιζόμαστε πρωτίστως σε χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη χρήση ή τη λειτουργία των αντικειμένων (π.χ. σχήμα αλλά και διακόσμηση). Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε πάντα εκ των προτέρων ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά και συχνά στην πράξη πρώτα ορίζονται τύποι με βάση τα χαρακτηριστικά της μορφής ενώ ο καθορισμός της χρήσης είναι αντικείμενο ερμηνείας. Για κάποια αντικείμενα ο προσδιορισμός της χρήσης είναι προφανής (π.χ. όπλα, συγκεκριμένα εργαλεία και σκεύη - πελέκεις, μυλόπετρες, αλέτρια, αντικείμενα σχετικά με την ύφανση κ.λπ.), όμως σε άλλες περιπτώσεις, και κυρίως όταν εμπλέκονται συμβολικές λειτουργίες ή χρήση, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Αναγκαστικά, λοιπόν, οι λειτουργικές ταξινομήσεις είναι περιορισμένες. Χρονολογικές ταξινομήσεις Βασίζονται σε χαρακτηριστικά των τεχνέργων που αλλάζουν διαμέσου του χρόνου, κυρίως δηλαδή μορφολογικά ή στυλιστικά χαρακτηριστικά και στοχεύουν στον ορισμό χρονολογικών τύπων (R&B: 120-121). Στόχος είναι η κατανόηση της διαφοροποίησης του αρχαιολογικού υλικού στο χρόνο καθώς και, με βάση τους ορισθέντες χρονολογικούς τύπους, ο χρονικός προσδιορισμός άλλων συσχετιζόμε νων τεχνέργων, κατασκευών ή θέσεων. Συνήθως η κεραμική προσφέρει τη μεγα λύτερη δυνατότητα δημιουργίας χρονολογικών τύπων, αφού τα μορφολογικά ή στυλιστικά χαρακτηριστικά των αγγείων αλλάζουν στο χρόνο. Αρχαιολόγοι από διάφορα μέρη του κόσμου έχουν χρησιμοποιήσει δεκάδες διαφορετικές χρονολο γικές (μορφολογικές ή στυλιστικές) ταξινομήσεις για να μελετήσουν τα κεραμικά τους όστρακα. Πολιτισμικές ταξινομήσεις. Ο προσδιορισμός σχέσεων μεταξύ τύπων Οι αρχαιολόγοι συγκρίνουν μεταξύ τους διάφορους τύπους τεχνέργων από διαφορετικές θέσεις ή από διαφορετικά στρώματα της ίδιας θέσης διερευνώντας τις σχέσεις μεταξύ των τύπων αυτών. Προσδιορίζουν έτσι ομάδες τύπων τεχνέρ γων στο χρόνο και στο χώρο (υποσύνολα, σύνολα, πολιτισμοί), που, αν και τεχνη τές, μπορούν να συνδέονται και να αντανακλούν την αρχαία ανθρώπινη συμπερι φορά (R&B: 113). • Με τον όρο υποσύνολο εννοούμε μια ομάδα συσχετιζόμενων ευρημάτων που επαναλαμβάνεται σταθερά στο χό)ρο και θεωρείται ότι σχετίζεται με την πολι τισμική συμπεριφορά ή τη δραστηριότητα μεμονωμένων ατόμων ή μικρό)ν ομά δων ατόμων, συχνά ένα σύνολο εργαλείων (π.χ. το εργαστήριο ενός λιθοξόου). • Συσχετιζόμενα ανόμοια υποσύνολα δημιουργούν σύνολα τεχνέργων ή ομάδων τεχνέργων, που θεωρείται ότι αντανακλούν τις κοινές δραστηριότητες και τη
189
ΕΝ
5.1
συμπεριφορά μιας ολόκληρης κοινότητας. Ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη ολό κληρων συνόλων τεχνέργων και στα σχήματα διασποράς τους στις αρχαιολογι κές θέσεις έδωσε η Νέα Αρχαιολογία (βλ. ενότητα 6.3). Τα τεχνέργα μελετήθη καν ως στοιχεία της αρχαιολογικής θέσης στην οποία ανήκαν, ως μέρος ενός σχήματος διασποράς συνόλου (assemblage pattern), το οποίο φανέρωνε τις διά φορες δραστηριότητες που έλαβαν χώρα στην αρχαιολογική θέση. Πιο πρό σφατα η μελέτη των σχημάτων διασποράς συνόλων υιοθετήθηκε από τη Μετα διαδικαστική Αρχαιολογία, στην προσπάθειά της να αποκαλύψει τα συμβολι κά νοήματα των αρχαίων χρηστών σε κάθε αρχαιολογική θέση (βλ. ενότητα 6.4 και Shanks, Tilley, 1992, σ. 155-171).
ι:>,.
• Συσχετιζόμενα σύνολα διαγνωστικών τύπων (π.χ. τύποι σπιτιών, τάφων, μια συγκεκριμένη διακόσμηση κ.λπ.), που επαναλαμβανόμενα εμφανίζονται μαζί σε μια σειρά από θέσεις σύγχρονες μεταξύ τους μέσα σε μια γεωγραφική πε ριοχή ορίζουν αρχαιολογικούς πολιτισμούς. Μια προσπάθεια ορισμού πολιτισμών στον ευρωπαϊκό χώρο έγινε από τον Gordon Chidle (βλ., για παράδειγμα, Θ.Ε., «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτι σμό», τόμος Α, Η έννοια του πολιτισμού, Πάτρα 1999, σ. 113, Σχήμα 1) ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στον συστηματικό ορισμό της έννοιας του αρχαιολογικού πολιτισμού στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στα μέσα του 20ού αιώνα, όταν η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της (βλ. ενότητα 6.2), επικρατούσε η άποψη πως αυτά τα σύνολα των τεχνέργων με τα διακριτά γνωρίσματα αποτελούσαν εκφράσεις πολιτισμικών ιδεών. Αποτελούσαν την υλική έκφραση αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε «λαό», συνδέονταν δηλαδή με ομάδες ανθρώπων που είχαν διακριτά πολιτισμικά γνωρίσματα, και συχνά θεωρούνταν πως ταυτίζονται με εθνοτικές ομάδες και λαούς που ανέφεραν αρχαίοι συγγραφείς ή θεωρούνταν πως αποτελούν προγόνους των σημερινών ευρωπαϊκών λαών. Σήμερα, ωστόσο, είμαστε πιο προσεκτικοί· αναγνωρίζουμε πως οι κατηγορίες αυτές αποτελούν περισσότερο αναλυτικά εργαλεία των αρχαιολόγων που στόχο έχουν να βάλουν τάξη στα αρχαιολογικά δεδομένα και να δώσουν σχήμα στην αρχαιολογική μαρτυρία και δεν πρέπει να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για το παρελθόν. Η μορφή και η κατανομή του υλικού πολιτισμού στο χώρο καθορίζεται από πολλαπλούς παράγοντες και δεν αντανακλά απλώς τις ιδιαίτερες πρακτικές ενός λαού. Έτσι η έννοια του (αρχαιολογικού) πολιτισμού χρησιμοποιείται σήμερα απλώς ως ένα αρχαιο λογικό εργαλείο για την ταξινόμηση του αρχαιολογικού υλικού και ως μέσο σχετικής χρονολόγησης. Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 5 'Μ
¾'
Μπορείτε να αναφέρετε μερικούς πολιτισμούς της εποχής του Χαλκού στον ελλαδικό χώ ρο; Επιλέξτε έναν από αυτούς. Προσπαθήστε να θυμηθείτε από τις εγκύκλιες γνώσεις σας ή τις επισκέψεις σας σε αρχαιολογικούς χώρους με βάση ποια χαρακτηριστικά (π.χ. τύπος ταφής, μορφή οικισμού, κεραμική, ειδώλια κ.λπ.) ορίζεται ο πολιτισμός αυτός. Τη δική μας ενδεικτική απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. ------·--------%\S�._Ws�'*'"ffi�-'>R���&?" : W @\.,"%'»Xl{'ιi\=�'R'1"-=->,,�"��fu�,"'s,';λV,!t�&�-"1>=-�Ym..�
190
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ένας αρχαιολογικός πολιτισμός (με μια περιορισμένη χρήση του όρου) μπορεί να αντιστοιχεί σε μια χρονολογική περίοδο (π.χ. ο πολιτισμός Κέρος-Σύρος στις Κυκλάδες την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, που παίρνει το όνομά του από τις αρχαι ολογικές θέσεις που έδωσαν τυπικό υλικό του πολιτισμού αυτού). Ωστόσο, συνη θέστερα ο όρος χρησιμοποιείται με μια ευρύτερη σημασία για να χαρακτηρίσει ενότητες με τοπικό χαρακτήρα (π.χ. κυκλαδικός πολιτισμός, μινωικός, μυκηναϊ κός) που εκτείνονται σε πολλούς αιώνες και μπορούν να χωριστούν σε ευδιάκριτα χρονικά στάδια. Ένας αρχαιολογικός πολιτισμός πρέπει να ιδωθεί λοιπόν και στη χρονική του διάσταση. Έτσι, βασικό μέλημα της πολιτισμικής-ιστορικής προσέγγι σης στην Αρχαιολογία (βλ. κεφάλαια 1, 6) γίνεται η διάκριση χρονολογικών στα δίων σε έναν πολιτισμό. Στην αιγαιακή προϊστορία, για παράδειγμα, χρησιμοποι είται παραδοσιακά το τριμερές σύστημα χωρισμού εποχών (Πρώιμη, Μέση, Ύστερη εποχή του Χαλκού), που με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε περιόδους (1, 11, 111). Συχνά συναντώνται περαιτέρω υποδιαιρέσεις σε φάσεις που σημειώνο νται με γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου (Α, Β, Γ). Οι διαχωρισμοί αυτοί βασί ζονται ως επί το πλείστον σε στρωματογραφικές παρατηρήσεις στις κύριες ανα σκαφικές θέσεις κάθε πολιτισμού και σε χαρακτηριστικά της κεραμικής που ανευ ρίσκεται στα στρώματα αυτά. Ο ορισμός αυτών των χρονολογικών περιόδων συν δέει διαφορετικές θέσεις της ίδιας περιοχής με παρόμοια χαρακτηριστικά ως προς τον υλικό πολιτισμό στον ίδιο χρονολογικό ορίζοντα. Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 5 Παρατηρήστε τον ακόλουθο χρονολογικό πίνακα που παρουσιάζει διάφορους τοπικούς πολιτισμούς του αιγαιακού χώρου και της ανατολικής Μεσογείου, την υποδιαίρεσή τους σε εποχές, περιόδους και φάσεις, καθώς και τις κύριες ανασκαφικές θέσεις κάθε περιοχής με τις στρωματογραφικές ακολουθίες που παρέχουν τη βάση για τον προσδιορισμό και τη διαίρεση της περιόδου. Στην πρώτη στήλη δίνεται η απόλυτη χρονολόγηση. Επιλέξτε μία γεωγραφική περιοχή και αναφέρετε: 1) τις χρονολογικές υποδιαιρέσεις που περιλαμβάνο νται στον πίνακα αυτό και 2) τις οικιστικές φάσεις σε σημαντικές θέσεις του πολιτισμού, που συσχετίζονται με την κάθε περίοδο. Παρατηρήστε επίσης τις συγχρονίες μεταξύ των φάσεων σε διαφορετικές περιοχές, δίνοντας 2-3 παραδείγματα. Η δική μας ενδεικτική απάντηση δίνεται στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<Ι
191
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
Πίνακας 2 Χρονολογικός πίνακας της εποχής του Χαλκού .,......_..._ι..-........
"'""'l••J-���11:tt
Α-·"°""'••ν.v..1111-•Υ1......111 -..----· -- ιι;'!-'!Ι,�,1 ..r-"C..ι:, JJJ� �;:,r.ι. -.w:... � M!-t � �!t<;l'o, 1:1 � ό�11 �...,_...,., ....,. ιι.11111 ιιιιι•ι. Υι. ••νιιι •.,,.. .. ,...
..
k
., ,, .....,_.,;
:ι::�ι,ι; ,!li: :J, ::0.hX
� �
ΝΞ " � �- -·-·'"� � � ξ� <�
� � ::!��! 1 ::Ο•ό( j
tι:/!ΙR
' :
� Jι
2.ΟΟι:
l � \
�'
1 1
t-·····" �
ι
-ωi:7
r··-
,ι;ιχ 1 ι ,,9M· ;
,
�� 1 1 1 '7{/il , \11!:Ι.ί' 1 !'>oj(,, 1 �.&>S(-1-·,- - - -
,κι;
1 Ι
1ι
:/ιl\ΞΙΙΕ
!Ι
•
\ 1 1 "" :;
1
ΙtιΙ η
,ι
'
--- -�
ι } '
;�
r
� 'nΞ, 1-s:"R � ,., ••• "ΥΥ �Ιt..
''�rι - ......, -� f��ii..
>Ι:.
� 'ιΤ Ιt'
,� r---- · ιa; ''J� � '!'rf.*:�
.......�........... ..,..� .......,, � ;�ΙΑ. A...-.."'!�Cl : �;"Η �11 ."ι.'Γ.ΗΙ.Κ.: � ,.......,,.,.,. ....... -ι; ...,.�,ιι : IW-11
..,..,,f ... ! � ·
'
ι.,
! ι 1 I
: '
� �<
• � �.'1 311 • • •1.ι;ιιi-- --JJ-1� l�:R$1!
,,!,(ο� :
:.
\ 'Ι"ΙΞ 111 :Γ
ι:rοο} -......
ιι.:
}
.
'
ι.. π 'ί,: .....
ι/
�
•1 ι
� '"
�-.... ..:.....-1
t/' 'ι�
ί•v
1
V I
, ...
� �
11 .. � ,
w· .. ., . � r--·
ί:� '
.'Ιη�v, :;. Ι!:
Η j
] ....1 ,
ί
Ί---4
1 1
�
: {
! !
ί
:
ί
Ι
Κ .χ
,
.
.,
\11
�
,.
� •
• l t
/
_,
'
1
ι
i
V
I
.
λΙ
L [ ilJ.;
11-
ΝΥν. ....2� � 'l'Κl ""�t
�
�
J
'Ιό
,«,
� !ll-1' � 1
ι1 , i 1
I
ι -.1.,.,,.
i Ι ι·
l
ι
1
ι·I
1
, - u, ! j '" ... i
1
l
111z,
, "
,
, V
�
1
ΙJΙ.e �
1 •,ι:
.,.12' � L
Η�t
.ΙιιιfΙII
'ii
'
'
1
�
�1Γ,
Γ
�
�
J
,n..ι1ίr, , :"!ι,,.ϊr:-:-W,�
��
'
1
•
1 RΊ' ..
.,
1 .:V ι 1 ,..
ιο:-
k,;1"
,,,
1
�,,
I
ι::-
3
h�O
�1 Α
�-
1
ι-.. -<•:
.1 Ι 'ι
vi �
1{
mιf;
1
Nlϊ-v
.. ---- �
LΞJJ. 1
., rL 'l,ιl!!Q:.,
1'111 lιl Ι'
;
l
'11
�t
...., ...
•, Ι
t J,
r ,
'Μ 1
�
, -� 1 "· ·b'Φ.. 'Ρ
t , 1\1':�· � �:�'
νι.ι ..
ι.;
,._ II
y,..qι:.aJ!
r,'J,r
.!! , .;ij! � • �
1 - .... --..
�
Ξ
Ι
.- . rι ··---- 1 Jtii ι ι �, l!Ι,tιι;!'*!>Ι). . -� ι 1
1f --�-1Η ι----"' !'" o•y Λ
,ι
ι
1
ι
l 1-11- f i i i,: .._.........,
-- -.,
Η ι---�--....,. .. ι
!
:
1
Ι
Μιι.
•1
t·· ·· •·., .,
1
� �Ι'Ι'!
Ι · ι
1
1
,
!!Ιι!,
iι.,.νnι:
1
'llt .&-
�
...... J..,...... ·--- ·-·--------------·-·-·---·-··__] i
Πηγή: προσαρμογή από Treuil κ.ά., 1996, σ. 121, Πίν. ΙΙ
192
i .
; 1,
:: EL. ___L_LU_ - - -1 !
·�.
1. --- -r··. ........-�
r,,ι )!-•'-•� ι.ι Ιι( � Atli!il! λ , · 1 J. .f { J � 'l � L 1 / ] \]ooohoM"•t ) J Ι { • 1 1 � � ) , ι Ι 1ν:;r---i Ι ;�1111 1 1 ,1:1 � L ; l•'ι. w,11, ! J I 1 .,. • ,,. � .... 2 , , .,. : .. __ - � � , .;;; 1 ,} , L �/ �. ι 1'� ... 1 • \1 :J: 1 ΜΜ
"' �-ιl
,�-.:, �,,•• • - • :i
•
!Ι,
ι...�·-r·--·--t ' Ι
1 • ---j 1 r.:t4 1 ' ι.; ;; 1 � : • , ι/! r ι � \' �� 1
l�S,:, 1
.i;1
�t"
�
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 5.2
ΟΙΚΙΣΤΙΚΆ ΣΧΗΜΑΤΑ Ας περάσουμε, όμως, από τα μεμονωμένα αντικείμενα, τεχνέργα, στο περιβάλ λ�ν εύρεσής τους, την αρχαιολογική θέση, καθώς και στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή.
5.2.1
Η θέση
5.2.2
Η ευρύτερη γεωγραφική περιοχή
Οι αρχαιολογικές θέσεις είναι χcδροι οι οποίοι φέρουν ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας, που εντοπίζονται είτε με την ανασκαφική δραστηριότητα είτε με άλλες τεχνικές εντοπισμού (π.χ. επιφανειακή έρευνα, αεροφωτογραφίες, γεωφυ σική έρευνα κ.λπ.) (βλ. υποενότητα 3.1.2). Η μορφή και ο σχεδιασμός μιας θέσης, καθώς και το είδος, η διάταξη και ο συ σχετισμός των τεχνέργων, κατασκευών και κτισμάτων αντανακλούν τις μορφές της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφοράς στη θέση αυτή και αποτελούν τη βάση για τη μελέτη και ανασύνθεση των ποικίλων δραστηριοτήτων (οικονομικών, κοινωνικών, θρησκευτικών κ.λπ.) που έλαβαν χώρα εκεί. Σε αυτές μπορεί να σχετίζονται με τη δράση ατόμων, νοικοκυριό>ν ή ολόκληρης της κοινότητας. Στις δραστηριότητες αυ τές και στη δυνατότητα μελέτης τους με αρχαιολογικά μέσα θα έχουμε τη δυνατό τητα να αναφερθούμε στις ενότητες που ακολουθούν (βλ. ενότητες 5.4-5.6).
Η κατανόηση μιας κοινωνίας προϋποθέτει, πέρα από την ανάλυση μιας μεμο νωμένης ανασκαφικής θέσης και των ευρημάτων της, τη μελέτη του τρόπου διάτα ξης και οργάνωσης των θέσεων στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, δηλαδή τη μελέ τη του οικιστικού σχήματος. Με τον όρο «οικιστικό σχήμα» εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο οι οικισμοί και οι άλλες θέσεις που σχετίζονται με την πολιτισμική δραστηριότητα του ανθρώπου, από την παραγωγή τροφής μέχρι την τέχνη και τη θρησκεία, κατανέμονται στον γεωγραφικό χώρο. Το είδος και η θέση των οικι σμών, το μέγεθός τους, ο αριθμός και η διασπορά στο χώρο, η ποικιλία των θέσεων ως προς τις δραστηριότητες και τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται στη μελέτη ενός οικιστικού σχήματος (R&B: 187). Το οικιστικό σχήμα μπορεί να αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσαρμόζεται στο περιβάλλον και χρησιμο ποιεί τις πηγές που του είναι διαθέσιμες, καθώς και τις δραστηριότητες της καθη μερινής ζωής και την κοινωνική, την οικονομική και τη συμβολική δομή μιας κοι νωνίας. Η μελέτη του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου, του τοπίου (βλ. Wagstaff, 1987), επιτρέπει έτσι στους αρχαιολόγους να προχωρήσουν πέρα από τα όρια μιας συ-
193
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
γκεκριμένης ανασκαφικής θέσης, να τη δουν σε σχέση με άλλες θέσεις της ευρύτε ρης περιοχής καθώς και σε σχέση με το φυσικό της περιβάλλον, και να θέσουν ερωτήματα που αφορούν κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς παρά γοντες. Η προσπάθεια σύνθεσης μιας συμπαγούς εικόνας από τα διαφορετικά εί δη δεδομένων με κέντρο την περιοχή έχει διεπιστημονικό χαρακτήρα, αφού απαι τεί τη συνεργασία ερευνητών από τους ακόλουθους επιστημονικούς κλάδους: πε ριβαλλοντικές σπουδές (για τη μελέτη εδάφους, γεωλογίας, κλίματος, βλάστησης), ιστορική γεωγραφία, ιστορική οικολογία (για τη μελέτη της βλάστησης), πολιτι σμική ανθρωπολογία και εθνοαρχαιολογία, ιστορία (για την ανάλυση των αρχαί ων πηγών, αλλά και των αρχειακών και ταξιδιωτικών πηγ(ί>ν, που σχετίζονται με τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας, βλ., για παράδειγμα, Jameson et al., 1994, Cherry et al., 1991). Ας σημειώσουμε επίσης την άποψη της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας (βλ. κεφάλαια 1 και 6) πως ο χώρος δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι που απλώς υπάρχει και εμπεριέχει, αλλά ως κάτι που δημιουργείται κοινωνικά μέσα από τις δραστηριότητες και τη δράση των ανθρώπων. Σύμφωνα με την οπτική αυτή, η εμπειρία του χώρου δεν είναι ουδέτερη αλλά σχετίζεται με το φύλο, την ηλικία, την κοινωνική θέση του ατόμου και τις σχέσεις του με άλλα άτομα, και πάνω απ' όλα με τη συμβολική δομή της κοινωνίας στην οποία ανήκει (Tilley, 1994).
5.2.3
Αναγνώριση σχημάτων κατανομής οικισμών
Ας έρθουμε, όμως, στη μελέτη της κατανομής των αρχαιολογικών θέσεων στον γεωγραφικό χ(ί>ρο. Πώς μπορούν οι αρχαιολόγοι να συναγάγουν στοιχεία για την οργάνωση των αρχαίων κοινωνιών από την κατανομή των οικισμών στο χώρο; Ένας τρόπος είναι η δημιουργία ενός χάρτη κατανομής των οικισμών και στη συνέχεια η αναγνώριση ενός σχήματος, μιας δομής στον τρόπο με τον οποίο οι θέ σεις κατανέμονται στο τοπίο, καθώς και η κατανόηση των παραγόντων που καθο ρίζουν μια τέτοια κατανομή. Η προσέγγιση αυτή, που συνδέεται με τη Διαδικαστι κή Αρχαιολογία και ανάλογες μελέτες στην επιστήμη της Γεωγραφίας, ενδιαφέ ρεται κατά κάποιο τρόπο για τη γεωμετρία του χώρου, τον τρόπο με τον οποίο κα τανέμονται θέσεις, κάτοικοι, δραστηριότητες. Περαιτέρω, διαμέσου της ανάλυσης των σχημάτων, των πυκνοτήτων και αραιοτήτων επιχειρείται η επεξεργασία «μο ντέλων» (προτύπων) εδαφικής οργάνωσης (πρβλ. Roberts 1996). Ας δούμε, για παράδειγμα, τρία ιδεατά σχήματα κατανομής, το ακανόνιστο ή τυχαίο, το σχήμα σε συστάδες και το κανονικό, καθώς και τους παράγοντες με τους οποίους είναι δυνατόν να συσχετίζονται υποθετικά τα σχήματα αυτά,
194
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
• •• • • • •• • • • •• •
..
•••• •• • • •• ••• • ••
οι:ιι
•• • ••• • •• ••••••• • • • • • • • • • • • •
Μ
•
•
•
.. . •
•
•
•
•
8 ..
•
•
•
•
�
•
•
•
•
Εικόνα 1Σήματα κατανομής οικισμών α) Ακανόνιστο ή τυχαίο σχήμα κατανομής β) Σχήμα με συστάδες γ-δ) Κανονικά σχήματα κατανομής
Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 5 Προσπαθήστε να περιγράψετε τα σχήματα κατανομής οικισμών της εικ. 1. Σε ποιους παρά γοντες πιστεύετε πως μπορεί να οφείλεται μια παρόμοια κατανομή; Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να σχετίζονται με την οικονομική βάση (π.χ. προμήθεια τροφής, παραγωγικότητα, γε ωργία, κτηνοτροφία), το φυσικό περιβάλλον και την εκμετάλλευσή του (π.χ. εγγύτητα σε φυ σικές πηγές, όπως νερό, συγκεκριμένοι τύποι εδάφους), ή μπορεί να είναι πολιτισμικοί και κοινωνικοί παράγοντες (τοπικοί ηγέτες, θρησκευτικά κέντρα), εξωτερικοί παράγοντες κ.ά. Μελετήστε το κείμενο που ακολουθεί για να ελέγξετε την ορθότητα της απάντησής σας.
<11
Μία ακανόνιστη ή τυχαία κατανομή (εικ. lα) είναι αυτή όπου δεν αναγνωρίζε ται καμία δομή ή τάξη στη διασπορά των οικισμών στο χώρο. Μια παρόμοια κατα νομή μπορεί να έχει προκύψει όντως τυχαία διαμέσου μιας προσθετικής διαδικα σίας. Οι αποφάσεις για την επιλογή των θέσεων έχουν προκύψει στην πάροδο του χρόνου προσθετικά και οι παράγοντες που διαμόρφωσαν το σχήμα είναι τόσοι πολλοί και μικροί, ώστε το σχήμα μοιάζει τυχαίο. Μπορεί, όμως, ένα ακανόνιστο σχήμα να οφείλεται και σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με την αρχαία συμπε ριφορά, όπως, για παράδειγμα, τυχαίες ανασκαφές, μη εντατικές επιφανειακές έρευνες, δημιουργία χαρτών που περιλαμβάνουν ανόμοιες θέσεις κ.λπ. Σε ένα σχήμα σε συστάδες (εικ. lβ) οι οικισμοί μπορεί να είναι συγκεντρωμέ νοι γύρω από μια φυσική ή κοινωνική πηγή. Κοινωνίες κυνηγών και απλές αγροτι κές κοινωνίες έχουν οικιστικά σχήματα που καθορίζονται από την εποχική διαθε-
195
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
1�\%'$ili�:f%:ii1%{�t�qιJ������1%Wfffifu,��W"ί1"1i _____________________
σιμότητα των πηγών διατροφής μέσα στην περιφέρεια. Ιδιαίτερα σε λιγότερο σύν θετες κοινωνίες οι οικισμοί έχουν την τάση συνήθως να συγκεντρώνονται γύρω από κοινωνικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως θρησκευτικά κέντρα, ορισμένους τύπους εδάφους ή βλάσιησης, ζώνες υψομέτρου, πηγές νερού. Διαδι κασίες όπως η συγκέντρωση δορυφορικών θέσεων γύρω από μεγαλύτερα χωριά, η εκμετάλλευση τοπικών πηγών ή η σιαδιακή εξάπλωση χωριόΝ γύρω από μια αρ χική μητρική θέση λόγω αύξησης του πληθυσμού έχουν την τάση να δημιουργούν οικισιικά σχήματα σε συσιάδες. Στόχος των αρχαιολόγων είναι να περιγράψουν αυτές τις σχέσεις, να τις εντάξουν σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο και να αναγνωρίσουν τις σημαντικές παραμέτρους που καθορίζουν τη μορφή του οικισιι κού σχήματος (π.χ. φυσικό περιβάλλον, κατανομή διατροφικών πηγών, ιδεολογία, οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές παράμετροι). Στα κανονικά σχήματα (εικ. 1γ-δ) οι οικισμοί είναι κατανεμημένοι ομοιόμορφα σιην περιοχή και θεωρητικά έχουν ίσες αποσιάσεις μεταξύ τους. Η εικ. lδ παρου σιάζει ένα ιεραρχικό σχήμα κατανομής, στο οποίο οι οικισμοί δεν έχουν το ίδιο μέ γεθος και μπορεί να επαναλαμβάνεται στο χώρο με μια κανονικότητα. Διάφορα θεωρητικά πρότυπα, που προέρχονται από το χώρο της Γεωγραφίας, έχουν χρησι μοποιηθεί σιο παρελθόν για να εξηγήσουν την κανονικότητα στη διασπορά των οι κισμών (R&B: 185). Σύμφωνα με ένα από αυτά οι οικισμοί είναι έτσι κατανεμημέ νοι ώσιε να ελαχισιοποιούν την προσπάθεια προσαρμογής στο περιβάλλον και εκ μετάλλευσής του (αρχή του μικρότερου κόστους). Η θέση των οικισμών αποτελεί έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην ανάγκη πρόσβασης σε φυσικές πηγές και την ανά γκη εγγύτητας σε κοινωνικά κέντρα (π.χ. διοικητικά, στρατιωτικά ή θρησκευτικά κέντρα ή μια κεντρική θέση, όπως μια αγορά). Έχει προταθεί ότι για την πιο απο δοτική εκμετάλλευση των φυσικών πηγών στις αγροτικές κοινωνίες η απόσταση της θέσης από τους αγρούς δεν πρέπει να ξεπερνά τα 3-7 χιλιόμετρα. Το γεγονός αυτό από μόνο του είναι σε θέση να δημιουργήσει μια ομοιόμορφη κατανομή οικισμών. Με παρόμοια επιχειρήματα καθορίζονται οι αποσιάσεις διοικητικών κέντρων ή αγορών μεταξύ τους. Όμως σε περιοχές ανώμαλου εδάφους οι διαδικασίες που παράγουν ομοιομορφία στη χωροκατανομή μπορούν να ανασταλούν από παράγο ντες όπως η ανώμαλη τοπογραφία, η ύπαρξη λιμνών, ποταμών κ.ά. Ιεραρχίες θέσεων Οι θέσεις μιας περιοχής δεν είναι απαραίτητα ομοιόμορφες ως προς το μέγε θος, τη λειτουργία και τη σημασία τους. Σε σύνθετες ανθρώπινες κοινωνίες κάποι οι οικισμοί εξαρτώνται για διάφορους λόγους (π.χ. για πρώτες ύλες, προϊόντα βιο τεχνίας) από άλλους οικισμούς, οι οποίοι είτε είναι μεγαλύτεροι είτε επιδεικνύουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που υπογραμμίζουν αυτή τη διαφοροποίηση (κεντρικά κτίρια, ναούς, τείχη κ.ά.). Η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να πάρει θεσμοποιημένη μορφή μέσω της πολιτικής οργάνωσης (βλ. ενότητα 5.4). Η μελέτη του οικισιικού σχήματος μπορεί να δώσει στους αρχαιολόγους στοι χεία για τη διαφοροποίηση αυτ11. Έτσι, οι θέσεις μπορούν να αξιολογηθούν και να καταταγούν σε μια ιεραρχία οικισμών με διαφορετικά μεγέθη, λειτουργίες, βαθμό εξάρτησης, χρησιμοποιώντας ως κριη1ρια τα ευρήματα, την αρχιτεκτονική και συ-
196
ΕΝ
.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
χνά το μέγεθός τους, το οποίο είναι άμεσα ορατό αρχαιολογικά (R&B: 186). Αυτό γίνεται με βάση την υπόθεση ότι υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στο μέγεθος των οικισμών και τη σημασία τους μέσα σε μια δεδομένη περιοχή, καθώς το μέγε θος των οικισμών θεωρείται συχνά ως το αποτέλεσμα οικονομικών, πολιτικών ή άλ λων παραγόντων. Στο θέμα αυτό, για το οποίο ωστόσο δεν υπάρχει ομοφωνία, θα επανέλθουμε κατά την εξέταση της κοινωνικής οργάνωσης (βλ. υποενότητα 5.4.2). Διάσπαρτη και συγκεντρωτική κατοίκηση Δύο άλλες χρήσιμες έννοιες στην περιγραφή ενός οικιστικού σχ11ματος είναι η διάσπαρτη και η συγκεντρωτική κατοίκηση. Παρατηρώντας το τοπίο του ελλαδι κού χώρου σε διάφορες εποχές (εικ. 2) αναγνωρίζουμε μια εναλλαγή μεταξύ ενός τοπίου γεμάτου με οικισμούς, δηλαδή ενός διdσπαρτον συστήματος κατοίκησης, και ενός τοπίου σχετι χ κά κενού, όπου η κατοίκηση περιο ρίζεται σε λιγοστές θέσεις που συ γκεντρώνουν τον πληθυσμό της πε ριοχής, δηλαδή ενός συγκεντρωτι κού σχήματος κατοίκησης. /•. χ Το διάσπαρτο σχήμα, που χα � ρακτηρίζεται από μεγαλύτερο αριθμό οικισμών και ευρεία κατα ..._______..., � • � •.� •. ιι νομή στο χώρο, μπορεί να αντανα / Χ W_ κλά μεγαλύτερο πληθυσμό (περισ σότερες θέσεις) ή απλώς ένα δια φορετικό και πιο εντατικό σύστη , • • ιc • μα χρήσης γης, στο οποίο οι άν .....__ θρωποι προτιμούν να κατοικούν ίC ./ ••• ·- χ σε μικρά χωριά ή αγροικίες κοντά στην καλλιεργήσιμη γη και όχι σε κάποιο κέντρο. Στο συγκεντρωτι κό σύστημα κατοίκησης ο πληθυ σμός συγκεντρώνεται σε έναν κε ντρικό πυρήνα, μεταβαίνοντας από εκεί στα χωράφια καθημερινά. Η ερμηνεία του σχήματος αυτού δεν είναι μονοδιάστατη. Μπορεί, για παράδειγμα, να αντανακλά μια περίοδο δημογραφικής κρίσης κατά την οποία ο πληθυσμός έχει μαζευτεί σε μικρούς πυρήνες (όπως για παράδειγμα συμβαίνει στους Σκοτει νούς Αιι6νες μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου). Ωστόσο, είναι πολλα πλοί οι παράγοντες που εξηγούν τις προαναφερθείσες μορφές κατανομής, οι οποίες θεωρητικά είναι ανεξάρτητες από την πληθυσμιακή πυκνότητα. Για παρά δειγμα, το οικιστικό σχήμα μπορεί να είναι πιο διάσπαρτο στο βουνό (διασκορπι σμένες επιφάνειες αρόσιμης γης) παρά στην πεδιάδα, ενώ αντίθετα πιο συγκε ντρωτικό σε περιοχές με υδατοπερατά πετρώματα και άρα με σπάνιες πηγές νε-
___,."'
..._·_.... --:-:-. • • • • '-.... _.____._.....ι....,....•__ ,.
__ • •
-
.......
�--
Εικόνα2 Σχηματική αναπαράσταση των οικιστικών σχημάτων της ηπειρωτικής Ελλάδας από τη νεολιθική έως και την κλασική εποχή, όπου φαίνεται η εναλλαγή διάσπαρτης και συγκεντρωτικής κατοίκησης. Πηγή: Προσαρμογή από Bintliff, 1982, σ. 107, εικ. 13.3
197
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
ρού (η κατοίκηση τείνει να συγκεντρώνεται γύρω από τις υπάρχουσες λιγοστές πηγές και τα κοινοτικά πηγάδια). Μπορεί να σημαίνει προτίμηση κατοίκησης σε μεγάλα κέντρα για κοινωνικούς ή ακόμη και για αμυντικούς λόγους (θυμηθείτε ότι στα νησιά του Αιγαίου προτιμούσαν την κατοίκηση στη Χώρα λόγω του φόβου των πειρατών- συγκεντρωτικό σχήμα), να σχετίζεται με τη δομή της γεωργικής κοινω νίας (π.χ. διευρυμένες οικογένειες σε αγροκτήματα- διάσπαρτο σχήμα) ή με πο λιτικούς παράγοντες (π.χ. εξάρτηση φεουδαρχικών χωριών από μια κεντρική εξουσία). Ας δούμε δύο παραδείγματα οικιστικών σχημάτων, ένα από τις προϊστορικές Κυκλάδες και ένα από την κλασική Αρχαιότητα.
ιaι Εικόνα3 Διασπορά οικισμών στη Μήλο α) στην Πρώιμη και β) στη Μέση εποχή το υ Χαλκού Ιlηγή: Προσαρμογή από Renfrew, Wagstaff, 1982, σ. 22, εικ. 2.3 και 2.4
------"-----,---�--
CIIJ
---------------'
Παράδειγμα 3 Ας πάρουμε ως παράδειγμα το οικιστικό σχήμα της Μήλου σε δυο διαφορε τικές περιόδους της προϊστορίας, την Πρώιμη και τη Μέση εποχή του Χαλκού (πρωτοκυκλαδική και μεσοκυκλαδική) (εικ. 3). Ο χάρτης των θέσεων της Πρώι μης εποχής του Χαλκού (εικ. 3α) δείχνει σε πρώτη ματιά ένα διάσπαρτο σχήμα που χαρακτηρίζεται από μικρούς και κατά πάσα πιθανότητα αυτόνομους οικι σμούς (οι οποίοι φαίνεται να συνίστανται σε μερικές οικογένειες ο καθένας με
198
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
βάση στοιχεία από τον αριθμό των νεκρών στα νεκροταφεία). Αν και θα πρέπει να σημειώσουμε πως δεν γνωρίζουμε πόσοι από τους οικισμούς αυτούς ήταν σύγχρονοι, το διάσπαρτο σχήμα σε αυτή την περίοδο καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα καλλιεργήσιμης γης και την ύπαρξη φυσικών πη γών στο άμεσο περιβάλλον. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με το μικρό μέγε θος των θέσεων αντανακλούν μια απλή κοινωνική οργάνωση και μια έλλειψη πο λιτικού και κοινωνικού συγκεντρωτισμού, μια οικονομία που στοχεύει πρωτί στως στην κάλυψη τοπικών αναγκών διατροφής, και ένα νησιωτικό σύστημα που δεν είναι βέβαια εντελώς απομονωμένο αλλά μένει σε μεγάλο βαθμό ανεπη ρέαστο από τον έξω κόσμο. Ωστόσο, στη μετάβαση από την Πρώιμη στη Μέση εποχή του Χαλκού (γύρω στο 2000 π.Χ.) τα διασκορπισμένα αγροτικά νεκροτα φεία εξαφανίζονται για να αντικατασταθούν από το εκτεταμένο νεκροταφείο της πόλης της Φυλακωπής. Επιπλέον, τα εκτεταμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της πόλης αυτής μαρτυρούν έναν οικισμό διαφορετικής κλίμακας και διαφορετικού είδους από τις θέσεις της προηγούμενης χιλιετίας. Το συγκεντρωτικό σύστημα κατοίκησης που εγκαθιδρύεται με μοναδικό οικισμό την πόλη της Φυλακωπής (εικ. 3β) διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας και σχετίζεται με ευρύτερες αλλαγές, όπως τη σημασία των θαλάσσιων επαφών, γεγονός που ευ νόησε την ανάπτυξη μιας πόλης-εισόδου στο νησί, και την ένταξη της Μήλου στη σφαίρα της μινωικής επιρροής (οι πινακίδες Γραμμικής Α που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές της πόλης προσφέρουν ενδείξεις διοίκησης κατά τα μινωικά πρότυπα) (Wagstaff, Cherry, 1981).
Μελέτη Περίπτωσης 1 Η κλασική πόλη
Αυτό που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζει τον ελληνικό χώρο στην κλασική επο χή είναι η ύπαρξη εκατοντάδων πόλεων-κρατών, που αποτελούσαν τη βασική πο λιτική και οικονομική μονάδα, χωρίζοντας το πολιτικό και γεωγραφικό τοπίο σε πολλές αυτόνομες περιοχές. Αξιοσημείωτο είναι το μικρό μέγεθος αυτών των ελ ληνικών πόλεων-κρατών, με εξαίρεση την πόλη-κράτος των Αθηνών. Η πόλη (το άστυ) δεν ορίζεται με βάση το μέγεθος ή τον μνημειακό χαρακτήρα της, αλλά με βάση την πολιτική ανεξαρτησία της υπαίθρου (Χώρας) της πόλης-κράτους - η ελ ληνική πόλη δεν αποτελεί παρά την πολιτική μεταμόρφωση ενός φυσικού οικιστι κού τύπου, αυτού του μεσογειακού χωριού. Το σύστημα θα μπορούσε να χαρα κτηριστεί συγκεντρωτικό, καθώς η πόλη (το άστυ) αποτελούσε το κέντρο περι λαμβάνοντας τα δημόσια κτίρια και ιερά της πόλης-κράτους. Αν κοιτάξουμε, όμως, στην επικράτεια μιας πόλης-κράτους, παρατηρούμε ένα βαθμιαίο γέμισμα της υπαίθρου (χώρας) με χωριά και αγροικίες που έφθασε στο αποκορύφωμά του τον 4ο αι. π.Χ. Το σύστημα των πόλεων-κρατών συνδυάζεται έτσι στην περίο δο ακμής της πόλης-κράτους (5ος και 4ος αι. π.Χ.) με μια διάσπαρτη αγροτική
199
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
κατοίκηση στην ύπαιθρο (Χώρα). Η αρχαιολογική έρευνα αποκαλύπτει ένα πυκνό τοπίο θέσεων, οι οποίες είναι στην πλειονότητά τους μικρές αγροτικές εγκατα στάσεις (αγροικίες) τοποθετημένες δίπλα στον γεωργικό κλήρο που τους αντι στοιχεί και ξεπερνούν σε αριθμό τις θέσεις οποιασδήποτε άλλης εποχής. Η κατοικία στην ύπαιθρο και η κατασκευή αγροτικών εγκαταστάσεων αντα νακλούν το πολυάνθρωπο τοπίο της κλασικής εποχής, το αυξανόμενο ενδιαφt ρον για πιο υψηλή οικονομική παραγωγικότητα (επέκταση της καλλιέργειας ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές και χρήση πιο εντατικών και απο δοτικών μεθόδων καλλιέργειας με κατοίκηση δίπλα στον κλήρο), αλλά και ένα πιο δημοκρατικό σύστημα, στο οποίο οι πολίτες-ιδιοκτήτες γης μπορούσαν να κατοικούν στην ύπαιθρο με εξασφαλισμένα τα δικαιώματα συμμετοχής στην πό λη-κράτος (Snodgrass, 1990). Οι αιώνες της κλασικής πόλης-κράτους αποτέλε σαν το ζενίθ της εκμετάλλευσης της ελληνικής υπαίθρου, ενώ η ύπαιθρος απέ κτησε πολιτική σημασία που δεν την είχε σε κανένα άλλο σύστημα έκτοτε. Οι με γάλες πυκνότητες αρχαιολογικού υλικού και κυρίως οστράκων στην επιφάνεια του εδάφους, που μπορείτε και εσείς να δείτε αν κοιτάξετε το χώμα σε καλλιερ γούμενους αγρούς, αντανακλούν αυτό το σύστημα. Ας σημειωθεί ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα το σύστημα αυτό καταρρέει στο τέλος της πρώιμης ελληνιστικής εποχής, με την κατακόρυφη μείωση του αριθ μού των αγροτικών θέσεων. Το τοπίο της ύστερης ελληνιστικής εποχής όπως και της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου (1ος-3ος αι. μ.Χ.) χαρακτηρίζεται από την αναδιοργάνωση της δημογραφικής συμπεριφοράς, του τρόπου κατοίκησης και του συστήματος κατοχής και χρήσης γης (δημογραφική κρίση, μείωση αγροτι κής παραγωγής, εξαφάνιση του μικρού κλήρου και του πυκνού δικτύου αγροτι κών θέσεων, ανάπτυξη μεγάλων ιδιοκτησιών στην ύπαιθρο, αυξανόμενο χάσμα πλουσίων-φτωχών). Οι προαναφερθείσες αναφορές στη μελέτη της υπαίθρου μας εισάγουν σε ένα σχετικά νέο πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας, που αποσκοπεί στην ανασύ στατη των αγροτικών δομών και της ιστορίας της υπαίθρου κατά το παρελθόν. Ας σημειώσουμε πως η οπτική αυτή εξισορροπεί τη μονομέρεια τόσο της παρα δοσιακής αρχαιολογίας όσο και των ιστορικών πηγών που κοιτάζουν την κοινω νία από την κορυφή προς τα κάτω δίνοντας έμφαση στα μεγάλα μνημεία και σε ένα τμήμα της κοινωνίας της πόλης, συνήθως αυτό των ανώτερων τάξεων (βλ., π.χ., Rich και Wallace-Hadrill, 1991). Άλλες μελέτες αυτού του είδους ασχολού νται με τις περιοχές ή τις ζώνες που κατοικούνταν εποχικά ή ήταν αντικείμενο εποχικής εκμετάλλευσης (π.χ. τα βουνά, βλ. McNeil, 1992) ή ήταν πολιτικά και οικονομικά περιφερειακές στη διάρκεια της ιστορίας τους (π.χ. προγράμματα μελέτης Λασιθίου, Σφακίων, Μεθάνων, Αιτωλίας, Νότιας Ηπείρου, Γρεβενών). Ας σημειώσουμε επίσης τα προγράμματα που αφορούν τη μελέτη της αρχαίας κτηνοτροφίας, καθώς και τη διεξαγωγή εθνογραφικών και εθνοαρχαιολογικών μελετών για την αναγνώριση των υλικών καταλοίπων που συνδέονται με αυτήν (π.χ. Chang, Tourtellotte, 1993).
200
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα5.3 ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΙΙΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Στην προηγούμενη ενότητα είδαμε πως ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος μέσα στον οποίο ζουν οι ανθρώπινες κοινωνίες αποτελεί σημαντικό πεδίο έρευνας στην προσπάθεια ανασύστασης των αρχαίων κοινωνιών. Το τοπίο περιλαμβάνει τόσο χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα, τη λα τρεία, την κατοίκηση και τη χρήση γης, όσο και φυσικά χαρακτηριστικά, όπως το έδαφος, η γεωμορφολογία, η βλάστηση και η πανίδα. Στην ενότητα αυτή θα επι κεντρώσουμε την προσοχή μας στο περιβαλλοντικό τοπίο, στους τρόπους μελέτης του, καθώς και στο συσχετισμό περιβαλλοντικών παραμέτρων (γεωλογικών, βιο λογικών, κλιματικών) με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι τεχνικές και οι των φυσικών μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την ανασύνθεση χαρακτηριστικών των τοπίων του παρελθόντος και τη μελέτη των οικοδεδομένων (δηλαδή των δεδομένων που σχετίζονται με το περιβάλλον, όπως υπολείμματα χλωρίδας και πανίδας, γεωλογικά υλικά κ.λ.π. - βλ. ενότητα 3.1) είναι ποικίλες και συνιστούν ιδιαίτερο πεδίο έρευνας, την περιβαλλοντική αρχαιολογία (Brown, 1999, Eνans, 1978, Shackley, 1982).
5.3.1
Η κατανομή των θέσεων σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον
Ένα πρώτο βήμα στην προσπάθεια ανασύνθεσης του αρχαίου περιβαλλοντικού τοπίου αποτελεί η μελέτη και καταγραφή του σημερινού περιβάλλοντος μιας περιοχής (τοπογραφία, ανάγλυφο, κλίμα, εδάφη, βλάστηση, υδρολογία), με βάση την υπόθεση πως η κατανόηση του σημερινού περιβάλλοντος αλλά και του συστήματος οικισμών και των χρήσεων γης βοηθά στην ανάπτυξη υποθέσεων σχετικά με το παρελθόν. Πολλά αρχαιολογικά ερευνητικά προγράμματα μελέτης του τοπίου (βλ. υποε νότητες 4.1.2 και 5.2.2) θέτουν στόχο την κατανόηση της επίδρασης του περιβάλλο ντος και των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών στη διασπορά των αρχαιολογι κών θέσεων. Έμφαση δίνεται ιδιαίτερα στη μελέτη των εδαφών μιας περιοχής, με στόχο την ανεύρεση συσχετισμών ανάμεσα στον τρόπο κατανομής των αρχαιολο γικών θέσεων και την ποιότητα καλλιεργήσιμης γης. Η σχετική εργασία πεδίου πε ριλαμβάνει δραστηριότητες όπως η αναγνώριση των χωμάτων, η περιγραφή και η ταξινόμηση των εδαφι.6ν, η μελέτη του κλίματος, των φυτών κ.λπ. (βλ. επίσης υποε νότητα 5.5.1 για την ανάλυση της περιοχής τροφοδότησης μιας θέσης, στην οποία βασίζονται οι προαναφερθείσες πρακτικές).
201
ΕΝ
Παράδειγμα 4 Ένα παράδειγμα μελέτης των εδαφών μιας περιοχής σε σχέση με το οικιστι κό σύστημα προσφέρει το αρχαιολογικό ερευνητικό πρόγραμμα που διεξήχθη σχετικά πρόσφατα στις ακτές της Δαλματίας με στόχο τη μελέτη της περιβαλλο ντικής αλλαγής και των οικισμών στην περιοχή τα τελευταία 12.000 χρόνια. Η κατανομή των οικισμών συσχετίστηκε με την ποιότητα των εδαφών και η ερμη νεία στηρίχθηκε στις κλιματικές αλλαγές και στην επίδρασή τους στα εδάφη της περιοχής (Chapman, Shiel, 1993).
Παράδειγμα 5 Ένα παράδειγμα μελέτης της σύγχρονης βλάστησης μιας περιοχής αποτελεί η βοτανολογική έρευνα της πεδιάδας της Μεσσαράς στην Κρήτη, με στόχο την αvασύνθεση των σχέσεων βλάστησης-ανθρώπου στην πεδιάδα στη διάρκεια του χρόνου. Ερευνήθηκε μια λωρίδα μήκους 25 χλμ. και καταγράφηκαν τα ποσοστά διαφορετικών ειδών βλάστησης σε τρεις περιβαλλοντικές ζώνες (βουνό, πεδιάδα και πλαγιές). Στη συνέχεια τα δεδομένα ενσωματώθηκαν σε μια εθνογραφική μελέτη που εξετάζει τη σχέση ανθρώπου-βλάστησης κατά τον 206 αιώνα (Watrous et aι, 1993).
Ωστόσο, η μελέτη των σημερινών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών μιας πε ριοχής δεν επαρκεί και επιβάλλεται η ανασύσταση του παλαιοπεQιβάλλοντος, δη λαδή του περιβάλλοντος που υπήρχε σε μια περιοχή κατά το παρελθόν, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα.
5.3.2
Μελέτες ανασύνθεσης του παλαιοπεριβάλλοντος
Η περιβαλλοντική έρευνα, η οποία στοχεύει στην ανασύνθεση του παλαιοπεριβάλλοντος και την κατανόηση των φυσικών πηγών που είχαν στη διάθεσή τους οι κοινωνίες του παρελθόντος, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία για την ερμηνεία των οικονομικών και κοινωνικών πρακτικών των κοινωνιών αυτών. Τα διάφορα είδη μελέτης που διεξάγει η περιβαλλοντική έρευνα είναι τα ακόλουθα: 1. ΓεωμοQφολογικές μελέτες, οι οποίες περιλαμβάνουν την αναγνώριση των εδαφών και της γεωμορφολογίας. 2. Παλαιοοικολογικές μελέτες, που έχουν ως αντικείμενο τη βλάστηση και αποσκοπούν στην ανασύνθεση των περιβαλλοντικών συνθηκών του παρελθόντος διαμέσου της ανάλυσης παλαιοοικολογικού υλικού. 3. Μελέτες πανίδας με στόχο την ανασύνθεση της πανίδας. 4. Κλιματολογικές μελέτες, οι οποίες συνίστανται τόσο σε γεωμορφολογικές όσο και σε βιολογικές μελέτες (πανίδας και χλωρίδας) και αποσκοπούν στην ανασύνθεση των κλιματικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά το παρελθόν.
202
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ανασύνθεση των ειδικών οικονομικά>ν στρατηγικών ή στρατηγικών δια βίωσης σε μια θέση διαμέσου της μελέτης οστών ζώων (Ζωοαρχαιολογία) ή φυτών (Αρχαιοβοτανολογία) σχετίζονται λιγότερο με το φυσικό περιβάλλον και περισσότερο με την παλαιοοικονομία, δηλαδή με την παραγωγή και κατανάλωση αγαθών από τον άνθρωπο (πολιτισμικό περιβάλλον) και γι' αυτό θα τις εξετάσουμε χωριστά (υποενότητα 5.5.1 ).
5.3.3
Γεωμορφολογικές μελέτες
Οι γεωμορφολογικές μελέτες αποτελούν τη βάση πολλών μελετών περιβαλλο ντικής ανασύνθεσης. Οι στόχοι που τίθενται από μελέτες αυτού του είδους είναι: • η κατανόηση του είδους των εδαφών που ήταν διαθέσιμα σε μια περιοχ11 κατά το παρελθόν. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με τη μελέτη των διαδικασιών ιζη ματογένεσης (της διάβρωσης δηλαδή των εδαφών και της δημιουργίας αλου βίων ή χερσαίων αποθέσεων που έχουν μεταφερθεί σε χαμηλότερες τοπογρα φικά περιοχές όπως κοιλάδες, παράκτιες πεδιάδες κ.λπ.) (R&B: 239)· • η κατανόηση της επίδρασης του ανθρώπου στο τοπίο, που επιτυγχάνεται με τη μελέτη της σταθερότητας ή αστάθειας των εδαφών· • η κατανόηση των ταφονομικών διαδικασιών που έχουν επηρεάσει τη διασπορά του αρχαιολογικού υλικού, δηλαδή πώς και αν η διάβρωση, με τη μεταφορά χώματος, έχει παρασύρει και καταστρέψει αρχαιολογικές θέσεις ή έχει διατη ρήσει μόνο περιορισμένα ίχνη τους ή αντίστροφα κατά πόσο αυτή η πιθανή εναπόθεση υλικού έχει θάψει πεδινές θέσεις κάτω από αρκετά μέτρα αλούβι ου, καθιστά>ντας συχνά την ανακάλυψή τους ένα τυχαίο γεγονός.
203
ΕΝ
1ιάριαιι Ι:.ύjtοιιι Ν. Jψyς.ιλίiw Oi\ι,μ,Ιria ΙΙφΙ'/τη Νάξος � Νψm ιιd. � Ελiι;. Ν.Ιlιλοιιόvνησοt; Μήλιχ,
' :πι;: ,ι,,;;,;, ::!::::• :::;'::':�;:':::;; ';j':ιι> ..
2000
4800
«nιrιn 11.Χ..
Εικόνα 4 Επεισόδια δημιουργίας αλουβίου στον ελλαδικό χώρο Πηγή:ΠροσαρμογήαπόναnΑndeletαl., 1990, σ. 389, εικ.10
Παράδειγμα 6 Ας δούμε το σχεδιάγραμμα της εικ. 4, το οποίο σννοψίζει τα αποτελέσματα μιας σειράς γεωμορφολογικών ερευνών στον ελλαδικό χώρο. Οι έρευνες αυτές προσπά θησαν να μελετήm>υ'Ι τις περιόδουc; σταθερότητας και αστάθειας του τοπίου κατά το παρελθόν κa, να εκτιμήσουν τα κλιματικά ή ανθρωπογενή αίτια των κύκλων αυ τών ιzangger, 1�). Στο σχεδιάγραμμα σημειώνονται (με μαύρες στήλες) επεισό δια δημιουργίας αλουβίου σε διάφορες χρονολογικές περιόδους από το 6000 π.Χ. μέχρι σήμερα, που αντανακλούν περιόδους αστάθειας των εδαφών και περιβαλλο ντικής κρίσης. Ο πρώτος κύκλος παρόμοιων επεισοδίων (που αποδίδεται με δια γράμμιση στο σχεδιάγραμμα) σημειώνεται μεταξύ 5000-2000 π.Χ. (π.χ. Λάρισα, πε διάδα 'Άργους, Νότια Αργολίδα και με αβέβαιη χρονολόγηση στη Μακεδονία, τη Νε μέα και την Εύβοια) και σχετίζεται με την εισαγωγή της καλλιέργειας. Ο καθαρισμός της φυσικής βλάστησης στις πλαγιές, που συνόδευσε την εισαγωγή της εκτεταμέ νης καλλιέργειας, φαίνεται πως είναι και η πιο πιθανή αιτία της πρώτης αστάθειας του τοπίου κατά την Ύστερη Νεολιθική και την Πρώιμη εποχή του Χαλκού.
204
.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο δεύτερος κύκλος, που αποδίδεται με στικτή σκίαση στο σχεδιάγραμμα και που, όπως μπορείτε να παρατηρήσετε, μαρτυρείται σε αρκετές περιοχές, συ σχετίζεται με την αγροτική δραστηριότητα στην προβιομηχανική ε-ηοχή και ση μειώνεται ως αγροτοοικονομικός κύκλος. Αντανακλά επεισόδια διάβρωσης και δημιουργίας αλουβίου που έλαβαν χώρα κυρίως στην ύστερη κλασική/πρώιμη ελληνιστική εποχή και στη μεσοβυζαντινή περίοδο και οφείλονται στην εντατική καλλιέργεια και την επακόλουθη εγκατάλειψη της γης ή τη γρήγορη επέκταση της καλλιεργήσιμης γης.
Οι έρευνες κυρίως των Pope και Van Andel (1984) στην Αργολίδα έδειξαν πως παρόμοια επεισόδια διάβρωσης και εναπόθεσης προσχώσεων σε κοιλάδες παρα τηρούνται σε διάφορες περιόδους της ιστορίας του ελλαδικού χώρου και συσχετί ζονται με εναλλαγές εξαιρετικά πυκν11ς πληθυσμιακής κατοίκησης και επακόλου θης ερήμωσης του τοπίου. Αυτοί οι κύκλοι επέκτασης και μείωσης του ανθρώπινου πληθυσμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρήση γης και τις καλλιέργειες (εντα τικοποίηση-εγκατάλειψη), θεωρήθηκαν βασικές αιτίες των επεισοδίων διάβρω σης και δημιουργίας αλουβίου. Ιδιαίτερα η κατάρρευση του τοπίου στο τέλος της κλασικής εποχής είναι χαρα κτηριστική του υπερπληθυσμού και της ακραίας εκμετάλλευσης του περιβάλλο ντος, που επικράτησε την περίοδο αυτή και οδήγησε σε πολιτιστική και δημογρα φική κατάρρευση πολλών περιοχών μετά το 250 π.Χ. Κατά την ύστερη ελληνιστική και πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο (γύρω στο 250 π.Χ.-300 μ.Χ.) η αρχαιολογική έρευνα αποκαλύπτει σε πολλές περιοχές ένα άδειο από οικισμούς τοπίο, ενώ οι αναλύσεις γύρης (βλ. υποενότητα 5.3.4) μαρτυρούν μια μεγάλη αύξηση της θαμνώδους βλά στησης, δείγμα της εκτεταμένης εγκατάλειψης της γης μετά το 250 π.Χ. Παρόμοια φαινόμενα διάβρωσης και δημιουργίας αλουβίου σημειώνονται κατά τη μεσοβυ ζαντιν11 περίοδο, γύρω στο 1000 μ.Χ., στην περίπτωση αυτή, όμως, οφείλονται στη γρήγορη επέκταση της καλλιεργήσιμης γης κάτω από τον έλεγχο των μεγάλων γαι οκτημόνων και της εκκλησίας και του απρόσεκτου καθαρισμού των πλαγιών και αναβαθμίδων με την καταστροφή των πευκοδασών και των θάμνων που είχαν στα θεροποιήσει τη γη τους προηγούμενους αιώνες. Ας σημειώσουμε, ωστόσο, πως σε μακροχρόνια κλίμακα εξασφαλιζόταν η στα θερότητα του τοπίου, καθώς η καταστροφική επίδραση ήταν αναστρέψιμη και όχι συσσωρευτική, λόγω της ικανότητας της φύσης να αναγεννιέται. Ο τρίτος κύκλος που σημειά)νεται στο σχεδιάγραμμα σχετίζεται με τη σημερινή δραστηριότητα (διάνοιξη δρόμων, πυρκαγιές, κατασκευή αναβαθμίδων σε πλαγιές χωρίς χρήση ξερολιθιάς κ.λπ.).
5.3.4
Παλαιοοικολογικές μελέτες
Στόχος των παλαιοοικολογικών μελετών είναι η ανασύσταση της φυτικής κάλυ ψης και της οικολογίας μιας περιοχής κατά το παρελθόν με βάση διάφορα είδη κα ταλοίπων, όπως απολιθώματα φυτών ορατά με γυμνό μάτι, υπολείμματα ξύλου και
205
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3
κάρβουνου, φυτικά μικροαπολιθώματα που αναγνωρίζονται στο μικροσκόπιο (φυτόλιθοι, σπόρια, γύρη). Η ανάλυση της γύρης ή παλυνολογική ανάλυση αποτελεί την πιο διαδεδομένη τεχνική περιβαλλοντικής ανασύστασης. Οι γυρεόκοκκοι είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι και διακριτοί, καθώς κάθε δέντρο ή φυτό έχει διαφο ., • Ριι4Jιιισ' ρετικό σχήμα κόκ κου, ενώ το εξωτε ρικό τους κέλυφος ΙWιι& μπορεί να διασωθεί για δεκάδες χιλιά -- • --·· •.ιt δες χρόνια (R&B: 244). Η γύρη μετα φέρεται από τον αέ ρα και εναποτίθεται σε στρώματα. Η λή ψη δείγματος χώμα τος σε μια περιοχή και η ανάλυσή του στο μικροσκόπιο .. ..... για αναγνώριση των ... διαφόρων ειδών φυ τών που υπάρχουν 111111'8Α σε κάθε στρώμα μπορούν να μας δώσουν στοιχεία για το είδος της βλάστησης • • • 1 • που υπήρχε σε μια • περιοχή μια συγκε κριμένη περίοδο. Η σύνθεση των στοιχείων όλων των στρωμάτων αναπαρίσταται στο διάγραμμα γύρης, που απεικονίζει τις διακυμάνσεις των τύπων της βλάστησης (π.χ. δασική, καλλιεργήσιμη, ποώδης) στην πορεία του χρόνου (R&B: 245). Οι διακυμάνσεις αυτές μπορεί να οφείλονται στην ανθρωπογενή δραστηριότητα (π.χ. καλλιέργεια, καθαρισμός δασών κ.λπ.), τις κλιματικές αλλαγές, τη μεταβολή της θαλάσσιας στάθμης και άλλους παράγοντες.
...
Εικόνα5 Διάγραμμα γύρης από τη λιμνοθάλασσα Θερμίσι στη νότια Αργολίδα Πηγή: Προσαρμογή από Jame.\·on et al., 1994, σ. 167, εικ. 3.8
...
· · · · ·-·t· · · · · · -. -.... ··-·· -......... ·--·-·-··- .......... .....- .....
_ .......
-ιιιιι.ς-
Παράδειγμα 7 Το διάγραμμα γύρης της εικ. 5 προέρχεται από τη λιμνοθάλασσα Θερμίσι στη νότια Αργολίδα. Ο κάθετος άξονας αριστερό δίνει σε μέτρα το βάθος λήψης του δείγματος χώματος ενώ δεξιό μπορείτε να δείτε την απόλυτη χρονολόγηση των στρωμάτων αυτών, που εκτείνεται από το 3310 π.Χ. έως σήμερα. Οι ενδιό-
206
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μεσες στήλες παρουσιάζουν τα ποσοστά επί τοις εκατό της γύρης διαφόρων φυτών (πεύκου, φυλλοβόλου δρυός, θάμνων ή μακί και ελιάς) που μετρήθηκαν στο δείγμα. Τα ποσοστά αυτά και οι αυξομειώσεις τους στο χρόνο αντανακλούν το είδος της βλάστησης στην περιοχή σε διάφορες χρονολογικtς περιόδους. Παρατηρήστε τη μείωση του ποσοστού της φυλλοβόλου δρυός (δασώδης βλά στηση) στο τtλος της 4ης χιλιετίας και την αύξηση άλλων ειδών που αναπτύσσο νται σε καθαρισμtνη γη (πεύκο και αειθαλείς θάμνοι, άγρια ή ήμερη ελιά), στοι χεία που αντανακλούν τη βαθμιαία επtκταση της καλλιtργειας και τον καθαρι σμό των δασών προς όφελος της καλλιεργήσιμης γης. Παρατηρήστε, επίσης, την εμφάνιση της ελιάς την τρίτη χιλιετία, αλλά και την αύξηση του ποσοστού της κατά την κλασική εποχή αρχικά και κατά την ύστερη Αρχαιότητα στη συνt χεια. Η αύξηση της γύρης των θάμνων μετά το 250 π.Χ. αποτελεί δείγμα εγκατά λειψης της γης και συνδtεται με άλλα φαινόμενα ερήμωσης του τοπίου και απο σταθεροποίησης της γης κατά την ύστερη ελληνιστική και πρώιμη ρωμαϊκή επο χή (βλ. υποενότητα 5.3.3).
5.3.5
Μελέτες πανίδα;
Οι μελέτες πανίδας προσφέρουν πληροφορίες για τους ζωικούς οργανισμούς που αποτελούν μέρος του οικοσυστήματος μιας περιοχής αλλά και έμμεσες ενδεί ξεις για τη βλάστηση και το κλίμα. Η ανάλυση βασίζεται κυρίως στη μελέτη ασπόν δυλων οργανισμών (R&B: 253,256). Τα σπονδυλωτά παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην παλαιοοικονομική έρευνα κυρίως λόγω της σημασίας των εξημερωμένων ζώ ων για τον άνθρωπο (βλ. υποενότητα 5.5.1). Ωστόσο, κατάλοιπα ψαριών, πτηνι:ί>ν και μικρών ή μεγάλων άγριων θηλαστικών συνιστούν στοιχεία του φυσικού περι βάλλοντος και επίσης αποτελούν αντικείμενα της περιβαλλοντικής έρευνας (R&B: 258-259). Από τους ασπόνδυλους οργανισμούς έμφαση δίνεται στην αναγνώριση μικρο απολιθωμάτων και μεγάλων απολιθωμάτων, όπως τα κολεόπτερα (σκαθάρια) και τα χερσαία και θαλάσσια όστρεα. Η παρουσία διαφόρων ειδών σκαθαριών, για παράδειγμα, επηρεάζεται άμεσα από την ανθρι:δπινη δραστηριότητα και αποτελεί τη βάση της μελέτης τοπικών περιβαλλοντικών αλλαγών (π.χ. αποδάσωση). Ιδιαί τερα σημαντική είναι επίσης η ανάλυση καταλοίπων χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων (οστρεοανάλυση) καθώς προσφέρει πληροφορίες για τα εδάφη, το κλίμα και τις συνθήκες βλάστησης μιας περιοχής κατά το παρελθόν (ενδείκνυται ιδιαίτε ρα για περιοχές όπου συνήθως η γύρη δεν διατηρείται). Οι γνώσεις μας για την κατανομή και την οικολογία διαφορετικών ειδών οστρέων που αποικίζουν διαφο ρετικά περιβάλλοντα (π.χ. υγρότοπους, ανοικτή ύπαιθρο, τάφρους, αγροτική γη, δάση) αποτελεί τη βάση για την ερμηνεία της παρουσίας ή της απουσίας τους στο δείγμα χώματος μιας περιοχής και, κατ' επέκταση, για την ανασύσταση του παλαι οπεριβάλλοντος της περιοχής. Ολοκληρώνοντας την ενότητα αυτή ας σημειώσουμε πως η μελέτη του φυσικού
207
________
'""
"'
ΕΝΌΤΗΤΑ 5.3 ���
περιβάλλοντος δεν θα πρέπει να γίνεται μεμονωμένα αλλά σε συνάρτηση με το πολιτισμικό περιβάλλον και με στόχο την κατανόηση της σχέσης του με κοινωνι κές και οικονομικές διαδικασίες, αντιλήψεις του φυσικού κόσμου και ιδεολογι κούς παράγοντες.
Ι(>
208
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 5 Αναφέρετε σε περίπου 100 λέξεις τα στοιχεία του φυσικού τοπίου που έχουν αρχαιολογι κή σημασία και τις μεθόδους με τις οποίες μπορούμε να τα ανακατασκευάσουμε. Στη συ νέχεια επιστρέψτε στην ενότητα 5.3 και ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα5.4
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Στις προηγούμενες ενότητες εξετάσαμε τον γεωγραφικό χώρο, είδαμε τους τρόπους μελέτης του φυσικού περιβάλλοντος και επιχειρήσαμε να περιγράψουμε τα σχήματα κατανομής των οικισμών. Ας έρθουμε τώρα στην εξέταση της κοινω νικής οργάνωσης, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο οι κάτοικοι των οικισμών αρ θρώνονται σε συνεκτικές ομάδες. Η εξέταση της κοινωνικής οργάνωσης σχετίζεται με μια σειρά θέματα. Περιλαμ βάνει ερωτήματα που αφορούν το μέγεθος και την κλίμακα μιας κοινωνίας, καθώς και τη σχέση της με άλλες, θέτοντας ζητήματα κυριαρχίας, άσκησης δύναμης και εξουσίας. Παράλληλα, αφορά ερωτήματα που σχετίζονται με την εσωτερική οργά νωση και δομή των κοινωνιών και τις αμοιβαίες σχέσεις των μελών τους (ισότητα ή ιεραρχία, κοινωνικές τάξεις, μορφές διοίκησης και πολιτειακής οργάνωσης, ρόλος ανδρό>ν-γυναικιί>ν κ.λπ.). Η μορφή της κοινωνικής οργάνωσης επηρεάζει επίσης και άλλους τομείς, όπως το οικιστικό σχήμα, τη λατρευτική συμπεριφορά, καθώς και μια σειρά θεμάτων που σχετίζονται με την οικονομία, για παράδειγματην κατοχή και εκμετάλλευση γης, την κατανομή εργασίας και την εξειδίκευση, τη διαδικασία πα ραγωγής και διάθεσης διατροφικών αγαθών, πολύτιμων αντικειμένων και τεχνουρ γημάτων. Σε πρωιμότερες μάλιστα εποχές, όταν δεν υπήρχε η έννοια της αγοράς ού τε η ύπαρξη αντικειμένων που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατα του σημερινού χρήματος, η παραγωγή και κατανομή των αγαθών ελέγχονταν απο κλειστικά με κοινωνικά μέσα· τέτοια ήταν οι δεσμοί της συγγένειας, η θρησκεία και η πολιτική συγκρότηση (Wason, 1994, Kent, 1987, Renfrew, Shennan, 1982). Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε την κοινωνι κή οργάνωση με αρχαιολογικά μέσα και συγκεκριμένα με τη μελέτη α) της οργάνω σης στο χώρο, στο επίπεδο του οικισμού αλλά και της ευρύτερης περιοχής (ανάλυση του χώρου), β) των ταφικών δεδομένων και γ) του κοινωνικού ρόλου του φύλου.
5.4.1
Μορφές κοινωνικής οργάνωσης
Δείτε τον Πίνακα 3 που παρουσιάζει τέσσερις διαφορετικές μορφές κοινωνι κοπολιτικής οργάνωσης: την ομάδα, τη φυλή, την αρχηγία και το κράτος. Πρόκειται για ένα από τα εξελικτικά σχήματα ταξινόμησης κοινωνιό>ν που έχουν προταθεί στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας (Serνice, 1973) με βάση το βαθμό συνθετότητας των ανθρώπινων κοινωνιών, από τις πιο απλές κοινωνίες των πρώτων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μέχρι τις πιο σύνθετες κοινωνίες των μεγάλων αστικών πολιτισμών (R&B: 180). Αν και μια παρόμοια ακριβής κατάταξη των κοινωνιών σε κατηγορίες είναι μάλλον αυθαίρετη και άκαμπτη, ούτε και υφίσταται πλέον στις μέρες μας, εντούτοις το σχήμα έχει χρησιμοποιηθεί από τη Διαδικαστική Αρχαιολογία ως πλαίσιο αναφοράς για την ταξινόμηση των αρχαίων κοινωνιών.
209
���l'%il!i1�4,Kd
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
&J&¼&�%@llii'¾¾1%1@1¾t®���%1*:%¼���
Πίνακας 3 Εξελικτικό σχήμα μορφών κοινωνικής οργάνωσης ΟΜΑΔΑ
ΦΥΛΗ
ΑΡΧΗΓΙΑ
ΚΡΑΤΟΣ
αυτονομίατοπικής ομάδας εξισωτικό κύρος ----------------------------------------------------εφήμερη αρχηγία οικονομία αμοιβαιότητας
---------------------------------------------
αδιαβάθμητες συγγενικές ομάδες ενώσεις όλης της φυλής -----------------------------------------------------τυπικό λατρείας
--------------------------------------------------------
διαβαθμισμένες συγγενικές ομάδες ---------αναδιανεμητική οικονομία κληρονομική αρχηγία ενδογαμία των .ελίτ -,----------------------------τεχνική ειδfκευσηπλήρους απασχόλησης
1
διαστρωμάτωση βασιλεία θεσμοποιημένος νόμος γραφειοκρατία στρατός φορολογία Πηγή: Προσαρμογή από Flanne,y, 1972, σ. 401, εικ. 1
Ι>
--------------------------------
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 5
Μελετήστε τον Πίνακα 3 και προσπαθήστε να διακρίνετε τις διαφορές μεταξύ των διαφορετικών συστημάτων κοινωνικής οργάνωσης (π.χ. ως προς τη μορφή αρχηγίας, τις σχέ σεις των μελών μεταξύ τους και τους τρόπους διακυβέρνησης, την οικονομική διάρθρωση κ.λπ.). Γράψτε μια μικρή περίληψη. Ας σημειωθεί πως οι θεσμοί που συνδέονται με κάθε μορφή οργάνωσης σημειώνονται στον πίνακα με βάση τη χρονολογική σειρά εμφάνισής τους στην ιστορία της ανθρωπότητας, με μια τάση από τους απλούστερους προς τους συνθετότερους, γι' αυτό και λέμε πως η ταξινόμηση αυτή διέπεται από μια εξελικτική οπτι κή. Στη συνέχεια του κειμένου θα βρείτε τη δική μας άποψη. �&�,,,=�����=���&�'&"ι'&�o)��»-=<''i@=-».=,1o��w---------�
Η ομάδα (band) χαρακτηρίζεται από μικρές συγγενικές ομάδες κυνηγών ή τρο φοσυλλεκτών (λιγότερα από 100 άτομα), με μικρή ή ανύπαρκτη κοινωνική δια στρωμάτωση (εξισωτική κοινωνία) και με διαχωρισμό εργασίας ανάλογα με το φύ-
210
ΕΝΟΤΗΤΑ
.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
λο και την ηλικία. Η ομάδα, της οποίας τα μέλη συνδέονται με συγγένεια και δεν έχουν τυπικό αρχηγό (εφήμερη αρχηγία), ζει σε καταυλισμούς και μετακινείται εποχικά για ανεύρεση τροφής. Οι αρχαιολόγοι υποθέτουν πως οι περισσότερες παλαιολιθικές κοινωνίες ήταν οργανωμένες σε αυτή τη βάση. Η φυλή (tribe) αποτελεί μια κοινωνική ομάδα μεγαλύτερη του γένους (μερικές χιλιάδες άτομα) και περιλαμβάνει πολλές κοινότητες που θεωρούνται ίσες μεταξύ τους και συνδέονται με βάση τη συγγένεια(αδιαβάθμητα συγγενικά γένη). Χαρακτη ρίζεται από μόνιμη κατοίκηση, οικονομία με βάση την καλλιέργεια και την κτηνο τροφία και ισοκατανομή. Όπως και στην προηγούμενη κατηγορία, οι οικονομικές ανταλλαγές διέπονται από την αρχή της αμοιβαιότητας (υποενότητα 5.5.2). Σήμερα αντί του όρου φυλή προτιμάται ο όρος τμηματικές κοινωνίες (.segmented .socίeties ), που υποδηλώνει την ύπαρξη μικρών και αυτόνομων ομάδων, συνήθως γεωργών, που διευθετούν τις υποθέσεις τους και συχνά ενώνονται με άλλες αυτόνομες κοινό τητες για να σχηματίσουν μεγαλύτερες ενώσεις. Ο όρος φυλή, αντίθετα, υποδηλώνει πως οι ομάδες έχουν κάποια κοινή εθνοτική συνείδηση ή ταυτότητα, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα (βλ. παραδείγματά στο Renfrew, Bahn, 2001, σ. 202-211). Οι αρχηγίες (chiefdom.s) βασίζονται κι αυτές στη συγγένεια, όπως και οι φυ λές, λειτουργούν όμως με βάση τη διαστρωμάτωση, δηλαδή την ύπαρξη διαφορετι κής κοινωνικής θέσης μεταξύ των μελών της κοινότητας, που όμως δεν παίρνει τη μορφή πραγματικών τάξεων. Διαφορετικά γένη (ομάδες με κοινή καταγωγή από έναν πρόγονο) διαβαθμίζονται ως προς το κύρος και τη σχέση τους με το γένος που έχει το μεγαλύτερο κύρος, ενώ στην κορυφή βρίσκεται ο αρχηγός, του οποίου η εξουσία είναι κληρονομική και ο ρόλος στην αναδιανομή των αγαθών (υποενό τητα 5.5.2) καθοριστικός. Συνήθως υπάρχει μία κεντρική θέση εξουσίας (ή θρη σκευτικό κέντρο), που αποτελεί συνεκτικό στοιχείο όλης της κοινότητας (βλ. πα ραδείγματα στο Renfrew, Bahn, 2001, σ. 212 κ. εξ.). Τέλος, τα κράτη (state.s) χαρακτηρίζονται από μια πιο περίπλοκη μορφή οργά νωσης, ισχυρή συγκεντρωτική διακυβέρνηση (συχνά συνοδευόμενη από γραφειο κρατική διοίκηση, συγκέντρωση φόρων και αναδιανομή, στρατό και εξειδικευμέ νους τεχνίτες), διαχωρισμό οικονομικών και κοινωνικιδν τάξεων, οικιστική ιεράρ χηση και ύπαρξη πόλεων με μνημειακή αρχιτεκτονική. Ο αρχηγός, που μπορεί να είναι ένας βασιλιάς, έχει την εξουσία να θεσπίζει νόμους και να τους επιβάλλει με τη δύναμη των όπλων, ενώ η κοινωνία δεν βασίζεται πλέον αποκλειστικά στη συγ γένεια αλλά είναι διαστρωματωμένη σε τάξεις. Οι πρώτοι μεγάλοι αστικοί πολιτι σμοί της Μεσοποταμίας, της Εγγύς Ανατολής, της Αιγύπτου, των Μάγια αλλά και οι ανακτορικοί πολιτισμοί του Αιγαίου (μινωικός, μυκηναϊκός) μπορούν να εντα χθούν στην κατηγορία αυτή. Ας σημειώσουμε, ωστόσο, πως στην πραγματικότητα οι κοινωνίες δεν μπορούν να ενταχθούν αυστηρά σε γενικές μονολιθικές κατηγορίες. Το προηγούμενο σχή μα αποτελεί μια γενική ταξινόμηση, που χρησιμοποιήθηκε ως πλαίσιο αναφοράς ιδιαίτερα από τη Διαδικαστική Αρχαιολογία στην προσπάθεια εξήγησης της αυ ξανόμενης συνθετότητας των ανθρώπινων κοινωνιών και της πολιτιστικής αλλα γής (βλ. ενότητα 6.3). Όμως η απαρίθμηση των χαρακτηριστικό)ν στον Πίνακα 3 είναι στην ουσία παραπλανητική, καθώς αποσιωπά διαφορές που μπορεί να υπάρ-
211
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
E��'Will&�'W'm\����ii%��t��>T?&1.§\\½'1%>#%J¼:NΨY¼'i1W&Wf��� :
χουν μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών (βλ. ενότητα 6.4 και Shanks, Tilley, 1992, σ. 149). Επίσης, αγνοεί πως οι κοινωνίες του παρελθόντος μπορεί να είναι σύνθετες με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που προτείνει το συγκεκριμένο σχήμα, το οποίο δίνει έμφαση σrις λειτουργικές πλευρές του κοινωνικού συσrήματος - στην τεχνο λογική εξέλιξη, την κοινωνική διαφοροποίηση, το εμπόριο και τις ανταλλαγές, την οικονομική εξειδίκευση. Η Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία (βλ. ενότητα 6.4) αντιτίθεται σε αυτό τον αναλυτικό χωρισμό του κόσμου και δίνει μεγαλύτερη έμ φαση όχι σε ολικές, γενικευτικές και λειτουργικές ανασυνθέσεις αλλά σε επιμέ ρους όψεις της κοινωνικής ζωής που έχουν να κάνουν με τη συμβολική δομή της κοινωνίας, σrον τρόπο, για παράδειγμα, που διαφορές στο φύλο, την ηλικία, την κοινωνική τάξη ή την κοσμοθεωρία δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης, άσκησης δύ ναμης, κοινωνικές αντιθέσεις κ.λπ. (βλ., για παράδειγμα, υποενότητα 5.4.4) Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι κατά πόσον μπορούν οι αρ χαιολόγοι να μελετήσουν τη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης. Καθώς δεν είναι βέβαια δυνατόν να παρατηρήσουν άμεσα τις αρχαίες κοινωνίες, πρέπει να εργα σrούν συσrηματικά με βάση τα υλικά κατάλοιπα. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό είναι οι οικισμοί (μέγεθος, αρχιτεκτονική, διάταξη κατοικιών, διάταξη οικισμών σrο χώρο), τα νεκροταφεία (σκελετικό υλικό και συσχετισμός με τάφους και κτερίσματα), καθώς και τα ίδια τα τεχνέργα με όποιες πληροφορίες μπορούν να προσφέρουν από τη μελέτη των χαρακτηρισrικών, της κατανομής και της διαφοροποίησής τους σrο χά)ρο και το χρόνο. Το κάθε είδος δεδομένων έχει τα δικά του προβλήματα, που έχουν προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις στην αρχαιο λογική κοινότητα σχετικά με την καταλληλότητά τους αλλά και το βαθμό στον οποίο αντανακλούν κοινωνικά δεδομένα. Πρόσθετες πληροφορίες προέρχονται από τις ιστορικές πηγές καθώς και από την εθνοαρχαιολογία. Ας δούμε μερικά παραδείγματα προσεγγίσεων.
5.4.2
Ανάλυση ιου χώρου (spatial analysis)
Ο τρόπος που οι θέσεις, τα κτίσματα, οι κατασκευές, τα τεχνέργα και τα οικο δεδομένα κατανέμονται σrο χώρο, η χωρική οργάνωση δηλαδή, αποτελεί μια ση μαντική παράμετρο για τους αρχαιολόγους, διότι θεωρείται πως αντανακλά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Όπως έδειξε η Διαδικαστική Αρχαιολογία, η οποία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σrψ ανάλυση του χώρου, η μελέτη των χωρικών σχέσεων και σχημάτων μπορεί να γίνει σε δύο επίπεδα: α) μεταξύ των οικισμών, οπότε εξετάζεται η οργάνωση των θέσεων ή οικισμών στο χώρο (διακοινοτική οργάνωση) και ιδιαίτερα οι χωρικές σχέσεις των οικι σμών στο επίπεδο της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής (βλ. υποενότητα 5.2.3)· β) εντός; του οικισμού, οπότε εξετάζεται η οργάνωση μέσα στο χώρο του οικι σμού-κοινότητας ( ενδοκοινοτική οργάνωση) και ειδικότερα η χωρική κατανομή τεχνέργων, κτισμάτων, κατασκευών και οικοδεδομένων, καθώς και όλη η διάταξη του οικισμού.
212
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μελέτη διακοινοτικής οργάνωσης Στη διακοινοτική οργάνωση, δηλαδή στην οργάνωση των οικισμών στο επίπεδο της περιοχής, αναφερθήκαμε στην υποενότητα 5.2.3, όταν εξετάσαμε την έννοια του οικιστικού σχήματος και είδαμε πώς η κατανομή των οικισμών στο χώρο μπορεί να αντανακλά, μεταξύ άλλων, την κοινωνική οργάνωση. Για παράδειγμα, μικροί διά σπαρτοι οικισμοί, διασκορπισμένοι κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουν πιο αποτελε σματική χρήση της κατάλληλης γης για καλλιέργεια ή βοσκή, μπορούν να συσχετι στούν με μικρής κλίμακας αυτόνομες κοινωνίες, που εξαρτώνται από μια πρωταρχι κή οικονομική δραστηριότητα (π.χ. γεωργία ή κτηνοτροφία). Η διασπορά μικρών οι κογενειακών ή συγγενικών αγροτικών ομάδων καθορίζεται εδώ από τη διαθεσιμό τητα καλλιεργήσιμης γης και από την ύπαρξη φυσικών πηγών στο άμεσο περιβάλλον και αντανακλάται στο οικιστικό σχήμα (πρβλ. εικ. lα-β και κατανομή των πρωτοκυ κλαδικών οικισμών στο Παράδειγμα 3/υποενότητα 5.2.3). Αντίθετα, σε πιο πολύ πλοκες μορφές κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης παρατηρούμε πιο σύνθετα συστήμα τα οργάνωσης και εκμετάλλευσης του γεωγραφικού χώρου. Ευνοημένοι οικισμοί μετατρέπονται σε αναδιανεμητικά ή διοικητικά κέντρα και κεντρικές θέσεις, που αντιπροσωπεύουν την υψηλότερη βαθμίδα της ιεραρχίας και ελέγχουν μια ολόκλη ρη επικράτεια. Συνήθως το κάθε κέντρο βρίσκεται σε κάποια απόσταση από τα γει τονικά και περιστοιχίζεται από ένα δακτύλιο μικρότερων οικισμών σε ένα ιεραρχι κό σχήμα (πρβλ. Εικ. lδ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας πρό)ιμης μορ φής κρατικής οργάνωσης είναι τα τοπικά διοικητικά κέντρα του μυκηναϊκού κό σμου, όπως το ανάκτορο της Πύλου. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα απο κρυπτογραφημένα αρχεία του ανακτόρου (πινακίδες Γραμμικής Β), κάτω από την εξουσία του βρίσκονταν μικρές πόλεις που έλεγχαν μια μεγάλη επικράτεια ( επαρ χίες), όπου πάλι υπήρχαν άλλες μικρότερες εξαρτημένες θέσεις. Μια χρήσιμη τεχνική για τον προσδιορισμό μια παρόμοιας ιεραρχίας οικισμών με αρχαιολογικά μέσα είναι η σύγκριση του μεγέθους των θέσεων μιας περιοχής, που μπορεί να γίνει με τη βοήθεια μιας γραφικής παράστασης (ιστόγραμμα) (R&B: 186). Αν και έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για την αξιοπιστία της μεθόδου αυτής, θε ωρείται πως η διαφορά στο μέγεθος των οικισμών είναι αποτέλεσμα οικονομικών, πολιτικών ή άλλοrν παραγόντων. Για παράδειγμα, σε μια κοινωνία κυνηγών ή σε μια εξισωτική αγροτική κοινωνία μικρής κλίμακας θα περίμενε κανείς οι θέσεις να είναι σχετικά μικρές, χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις ως προς το μέγεθός τους. Αντίθε τα, πιο σύνθετες κοινωνίες εμφανίζουν μια συνθετότερη οικιστική ιεραρχία με κέ ντρο, πόλεις, κώμες και μικρά χωριά ή άλλους εξαρτημένους οικισμούς. Έτσι η ορ γάνωση του οικιστικού σχήματος είναι πιθανόν να αντανακλά την οργάνωση της κοινωνίας. Βέβαια τα προαναφερθέντα είναι απλές υποθέσεις που θα πρέπει να ελεγχθούν με βάση το ίδιο το αρχαιολογικό υλικό. Μας δείχνουν, όμως, τρόπους με τους οποίους οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να διακρίνουν στο αρχαιολογικό υλικό Ο"ι,ήματα και τάσεις που αντανακλούν κάποια κοινωνικ11 οργάνωση. Μελέτη ενδοκοινοτικής οργάνωσης Πέρα από το επίπεδο της περιοχής, που, 6πως είδαμε, προσφέρει στοιχεία για τις σχέσεις των οικισμών μεταξύ τους, πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση
213
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
ill®-:tk.m@t-m?Ά�(½�ttit'm:�s!t�'"'EttM:"��m¾�&��¾W::::�sΙ;Ι.%dt�J,'iir@πtit�#�':Ώiill��-n:���½1*!ill:%%���
μπορούμε να αντλήσουμε επίσης από την εξέταση μιας μεμονωμένης θέσης, μελε τώντας τη μορφή, τη διάταξη και την οργάνωση των κτισμάτων και δραστηριοτή των μέσα στον οικισμό. Η κατανομή των κατοικιών και των νοικοκυριών, των χώ ρων δραστηριοτήτων και των τεχνέργων μπορεί να αντανακλά τη συμπεριφορά όλης της κοινότητας. Έτσι η αρχιτεκτονική (Kent, 19 90), το μέγεθος ή η δαπανη ρή κατασκευή των κτιρίων μερικές φορές θεωρούνται πως συμβολίζουν κοινωνι κές θέσεις ή διαχωρισμό κοινωνικών ομάδων (σκεφθείτε, για παράδειγμα, τα επι βλητικά τείχη των Μυκηνών ως σύμβολα εξουσίας ή την Ακρόπολη των Αθηνών ως σύμβολο της αθηναϊκής δύναμης). Η μελέτη της διασποράς των αντικειμένων στο χιδρο επιτρέπει την αναγνώριση δραστηριοτήτων που σχετίζονται με οικονο μικές, θρησκευτικές, κοινωνικές και τεχνολογικές πτυχές της ζωής του οικισμού. Ασυνήθιστα ή πολύτιμα αντικείμενα, όπως χρυσά κοσμήματα, εξωτικά όστρεα, όπλα, θησαυροί κ.ά., δίνουν στοιχεία για την ύπαρξη διαφοροποίησης σε μια κοι νότητα, εφόσον μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί για στρατηγικές επίδειξης και κοινωνικού διαχωρισμού και για τη νομιμοποίηση της εξουσίας. Εικόνα6
Κατόψεις της Τροίας Jlc (6α) καιg(6β)
,_Μ_______
• _____________________,
Πηγή: Προσαρμογή από Yakar, 1985, σ. 67, εικ. ΙΙ, και σ. 71, εικ. V
�
214
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 5 Ας δούμε ένα παράδειγμα μελέτης της αρχιτεκτονικής και της διάταξης των κτισμάτων. Παρατηρήστε τις δύο κατόψεις της ακρόπολης της Τροίας κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (Τροία 11, 2700-2300/2200 π.Χ), που παρουσιάζουν τον οικισμό σε δύο διαφορετι κές φάσεις, την Τροία llc και llg (Εικ. 6α και β). Συγκρίνετε τις δύο κατόψεις και προσπαθή στε να διακρίνετε διαφορές ως προς τον αριθμό των κτισμάτων, το μέγεθος, την οργάνω ση του χώρου κ.λπ. Μπορείτε να κάνετε ορισμένες παρατηρήσεις για το χαρακτήρα της ακρόπολης σε αυτές τις δύο περιόδους; Ας σημειωθεί βέβαια πως για μια τεκμηριωμένη άποψη θα έπρεπε κανείς να έχει στη διάθεσή του και τα ευρήματα των χώρων αυτών. Τη δική μας άποψη θα τη βρείτε στη συνέχεια του κειμένου.
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στην εικ. 6α (Τροία Ilc) παρατηρούμε την ύπαρξη μιας οχυρωμένης ακρόπολης που περιλαμβάνει έναν μικρό αριθμό μεγάλων αυτόνομων κτισμάτων ίδιου τύπου (μέγαρα). Το μεγαλύτερο από αυτά, με πρόπυλο και εσωτερική εστία, ξεχωρίζει. Παράλληλα προς αυτό βρίσκονται άλλα τέσσερα μέγαρα και ένα πέμπτο έξω από τον εσωτερικό περίβολο. Ο συνολικός αριθμός των κτισμάτων μέσα στην ακρόπο λη παραμένει μικρός και κατά πάσα πιθανότητα δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει τόπο κατοικίας ολόκληρου του πληθυσμού, ο οποίος θα πρέπει να κατοικούσε εκτός της ακρόπολης. Έχει προταθεί πως ο μικρός αριθμός των μεγάρων αλλά και η ύπαρξη οχύρωσης υποδηλώνει το χώρο κατοικίας μια τοπικής ελίτ ή δυναστείας. Στην εικ. 6β (Τροία Ilg) παρατηρούμε, αντίθετα, μια αναδιοργάνωση του χό) ρου της ακρόπολης μέσα στα τείχη, που πιθανώς αντανακλά μια μετατροπή του ρόλου της, του είδους της αρχηγίας και της κοινωνικής οργάνωσης. Υπάρχουν τώ ρα μέσα στα τείχη πολύ περισσότερα κτίσματα, μικρότερου μεγέθους από τα μέ γαρα της προηγούμενης περιόδου, οργανωμένα σε οικοδομικά τετράγωνα με τη μορφή νησίδων. Στη φάση αυτή η ακρόπολη δίνει περισσότερο την εικόνα πραγ ματικού οικισμού, δηλαδή τόπου κατοικίας του συνόλου του πληθυσμού. Όλα τα συγκροτήματα έχουν αποθήκες με αγγεία και σε αρκετά από αυτά βρέθηκαν θη σαυροί (θυμηθείτε το «Θησαυρό του Πριάμου» που ανακάλυψε ο Schliemann και ανάγεται σε αυτή τη φάση, βλ. ενότητα 2.2)· όλ' αυτά παραπέμπουν στην ύπαρξη μιας πλούσιας κοινότητας. Η ομοιομορφία των κτισμάτων στις νησίδες, η ευρεία διασπορά πλούτου αλλά και η παρουσία τεχνέργων που μαρτυρούν πρόσβαση σε πρώτες ύλες και αντανακλούν μια ακμάζουσα βιοτεχνία έχουν ερμηνευθεί από τους αρχαιολόγους ως δείγματα μιας κοινωνίας εμπόρων που κατοικούσε στην ακρόπολη, σε αντίθεση με την τοπική δυναστεία-ελίτ της προηγούμενης φάσης. Όσο για το κεντρικό μέγαρο της προηγούμενης φάσης, αυτό συνέχισε να χρησιμο ποιείται, όπως μπορείτε να δείτε στο σχήμα. Αν και θα μπορούσε κανείς με μια πρώτη ματιά να το θεωρήσει κεντρικό κτίσμα, ίσως κατοικία ενός τοπικού αρχη γού, ωστόσο λόγω της ανυπαρξίας ευρημάτων από το χώρο αυτό ερμηνεύεται από τους αρχαιολόγους ως πιθανός ναός ή αίθουσα συγκεντρώσεων.
Παράδειγμα 8 Ας δούμε τώρα tva παράδειγμα του τρόπου προσδιορισμού της κοινωνικής μονάδας ενός οικισμού, διαμέσου της μελtτης της αρχιτεκτονικής και ιδίως της κατανομής των αντικειμtνων, που μας επιτρtπει να αναγνωρίσουμε τόσο το εί δος όσο και τη διασπορά των δραστηριοτήτων στο χώρο του οικισμού. Πρόκειται για τον πρωτομινωικό οικισμό της Μύρτου στα νότια παράλια της ανατολικής Κρήτης, που κτίστηκε στις αρχtς της ΠΜ 11 περιόδου και καταστράφηκε στο τέ λος της περιόδου από πυρκαγιά. Από την κάτοψη του οικισμού (εικ. 7) γίνεται εμ φανtς πως δεν είναι εύκολη η διάκριση ατομικών οικιών· αντίθετα ο οικισμός δί νει σε πρώτη ματιά την εικόνα ενός ενιαίου συγκροτήματος. Ο Peter Warren, ανασκαφtας της θtσης, είχε προτείνει αρχικά πως επρόκειτο για tvav οικισμό με κεντρική οργάνωση και με εξειδίκευση στην παραγωγή, πιθανώς tδρα κάποιου
215
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
τοπάρχη, και διtβλεπε σε αυτό το παράδειγμα tvav αρχπεκτονικό πρόδρομο των μεταγενtστερων ανακτόρων της μινωικής Κρήτης. Στην εικόνα, ωστόσο, που πα ραθtτουμε εδώ μπορούμε να δούμε τα αποτελtσματα μιας διαφορετικής ανάλυ σης από τον Todd Whitelaw (1983), ο οποfος tδωσε tμφαση στη μελtτη της δια σποράς των ευρημάτων και στον εντοπισμό χώρων δραστηριοτήτων μtσα στον οικισμό. Η προσεκτική μελtτη της κατανομής των ευρημάτων tδειξε την επανα λαμβανόμενη εμφάνιση χώρων που είχαν στεγάσει τις ίδιες δραστηριότητες σε πολλά σημεία του οικισμού, όπως, για παράδειγμα, χώρων μαγειρtματος, απο θήκευσης, κατεργασίας και καθαυτό κατοίκησης. Έτσι ο οικισμός της Μύρτου ερμηνεύεται ως χώρος κατοίκησης 5-6 οικογενειών, οι οποίες μάλιστα προtκυ ψαν από μια αρχική οικογtνεια που μεγάλωσε φυσικά στη διάρκεια μερικών αιώ νων {η αρχιτεκτονική ανάλυση tδειξε την ύπαρξη μιας αρχικής οικίας και τη βαθ μιαία προσθήκη των υπολοίπων). Αυτή η ερμηνεία του οικισμού υποδηλώνει την ύπαρξη μιας κοινωνίας βασισμtνης στη συγγtνεια και συνεπώς οργανωμtνης με tva πολύ πιο απλό τρόπο από αυτόν που είχε υποθtσει ο ανασκαφtας.
ιιιι-c . ........... , 11•==......
ιιιΙιιΕ
• pιpιc......-C
&
'
ι;;
� JΙΙιΙιιΙιΙi _,.. •
__,..,� Εικόνα 7 Κάτοψη του πρωτομινωικού οικισμού της Μύρτου Κρήτης Ιlηγή: Προσαρμογή από Whitelaw, 1983, σ. 332, εικ. 68
5.4.3
Η κοινωνική Αρχαιολογία της ταφής
Πέρα από τα οικιστικά δεδομένα, τα ταφικά δεδομένα αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για τη μελέτη της κοινωνικής δομής μιας κοινωνίας. Για μερι κές εποχές μάλιστα (όπως η πρωτοκυκλαδική ή η πρωτομινωική) οι πληροφορίες που έχουμε προέρχονται σε συντριπτικό βαθμό από τα νεκροταφεία. Η μελέτη
216
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
των νεκροταφείων σε σχέση με την κοινωνική οργάνωση ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τη Διαδικαστική Αρχαιολογία, που συσχέτισε άμεσα την ταφική συμπεριφορά με κοινωνικούς παράγοντες (O'Shea, 1984), υποθέτοντας πως ο βαθμός συνθετότη τας της κοινωνικής δομής και η θέση των ατόμων στο κοινωνικό σύστημα, η ταυτό τητα και οι κοινωνικές τους ιδιότητες εκφράζονται συμβολικά στο χώρο της τα φής (R&B: 222-223). Έμφαση δόθηκε κυρίως στη διαφοροποίηση των στοιχείων που σχετίζονται με την ταφή και στη μελέτη χαρακτηριστικών που είναι ορατά αρχαιολογικά όπως: • ο χειρισμός του νεκρού σώματος (π.χ. πρόθεση νεκρού)· • η μορφή του τάφου (μέγεθος, ποιότητα κατασκευής, προσανατολισμός, θέση μέσα στο νεκροταφείο κ.λπ. )· • ο πλούτος και η μορφή των κτερισμάτων· • βιολογικά στοιχεία του νεκρού (ηλικία, φύλο, ασθένειες, συνθήκες θανάτου, διατροφικές συνήθειες, γενετικές σχέσεις), πληροφορίες που μπορεί να γίνουν προσιτές μέσω της ανάλυσης των σκελετών από την επιστήμη της Φυσικής Ανθρωπολογίας (R&B: 442,443). Ωστόσο η ανασύσταση της κοινωνικής θέσης με βάση ταφικές πρακτικές δεν είναι χωρίς προβλήματα, όπως έχουν τονίσει αρκετοί μελετητές (Chapman et al., 1981 ). Πέρα από πρακτικά προβλήματα που σχετίζονται με τις διαδικασίες μετά πλασης (μακροχρόνια χρήση τάφων, καύσεις νεκρών, πολλαπλές ταφές, ανακάτε μα οστών και κτερισμάτων, βλ. ενότητα 3.2), η Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία (υποενότητα 6.2.5) σημειώνει πως τα ταφικά έθιμα μπορεί να αντανακλούν όχι την πραγματική αλλά μια ιδεατή θέση του νεκρού. Το ιδεατό μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς οι ταφικές πρακτικές μπορεί να εμπλέκονται σε θέματα ιδεολογίας και να διαστρεβλώνουν, να κρύβουν ή να αντιστρέφουν την εικόνα των κοινωνικών σχέσεων. Τα ταφικά έθιμα, σύμφω να με την άποψη αυτή, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως πιστή και παθητική αντα νάκλαση της πραγματικότητας.
Μελέτη Περίπτωσης 2 Η μυκηναϊκή Αργολίδα
Ας δούμε ένα παράδειγμα ανάλυσης ταφικών πρακτικών από τη μυκηναϊκή Αργολίδα (Mee, Caνanagh, 1984, Voutsaki, 1995) που επιχειρεί με βάση τη μορ φή και την οργάνωση των νεκροταφεrων και την κατανομή τύπων τάφων και κτε ρισμάτων στην ευρύτερη περιοχή να διακρίνει διαφοροποιήσεις μεταξύ των θέ σεων της Αργολίδας όπως και διαφορές από εποχή σε εποχή. Κατά τη μεσοελλαδική περίοδο οι ταφικές πρακτικές χαρακτηρίζονται από φτώχεια και απλότητα, με ποικιλία τύπων τάφων αλλά έλλειψη διαφοροποίησης ως προς τον πλούτο των ταφών. Με βάση τα στοιχεία αυτά συμπεραίνεται μια κοι νωνική οργάνωση βασισμένη σε συγγενικές σχέσεις, που δεν χρειάζονταν νομι μοποίηση διαμέσου της έκφρασης πλούτου ή κύρους. Στο τέλος, ωστόσο, της Μέ σης Εποχής του Χαλκού τα νεκροταφεία μεταφέρονται εκτός των τειχών, νέοι τύ-
217
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
ποι τάφων κάνουν την εμφάνισή τους, τα ταφικά έθιμα γίνονται πιο σύνθετα (π,χ. θυσίες ζώων, σπονδές, ταφικά δείπνα) και ο πλούτος των κτερισμάτων αυξάνεται. Η νέα γενική έμφαση στην ταφική σφαίρα αντικατοπτρίζει νέες κοινωνικές ανά γκες. Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο των λακκοειδώv τάφων των Μυκηνών (ταφικοί κύκλοι Α και 8) της μεσοελλαδικής 111/υστεροελλαδικής I εποχής, που δια κρίνονται για την υψηλή συγκέντρωση εξωτικών και πολύτιμων αντικειμένων στο εσωτερικό τους. Καθώς ο ταφικός πλούτος στην Αργολίδα την εποχή αυτή περιο ρίζεται στις Μυκήνες, μπορούμε να διακρίνουμε εδώ μια ομάδα που αποστασιο ποιεί τον εαυτό της από τις υπόλοιπες κοινότητες της περιοχής διαμέσου μιας σει ράς πρακτικών: κατασκευή περιβόλου γύρω από την περιοχή της ταφής, χρήση μεγάλων τάφων, νεκρικών στηλών και σύνθετου τελετουργικού, έμφαση στα εξωτι κά και πολύτιμα αντικείμενα. Βλέπουμε δηλαδή την εμφάνιση μιας εύπορης και κο σμοπολίτικης ελίτ που αποσπάται από την υπόλοιπη κοινότητα, μια εξέλιξη που πρέπει να διατάραξε την παραδοσιακή ισορροπία εξουσίας των μεσοελλαδικώv κοινωνιών που βασίζονταν στη συγγένεια και την καταγωγή. Ωστόσο, δεν παρατη ρείται κάποια κυριαρχία των Μυκηνών στην πεδιάδα της Αργολίδας και, όπως έχει υποστηριχτεί, η απόθεση πολύτιμων κτερισμάτων ίσως πρέπει να ερμηνευθεί ως στρατηγική για τη δημιουργία κοινωνικής διαφοροποίησης και έκφρασης κύρους. Οι ταφικοί κύκλοι των Μυκηνών εγκαταλείπονται στην επόμενη υστεροελλα δική 11 περίοδο. Υιοθετείται ο μνημειώδης θολωτός τάφος που εξαπλώνεται σε αρκετές θέσεις της Αργολίδας, όπως και ο θαλαμοειδής τάφος που επίσης είχε πολύ προσεκτική κατασκευή. Πρόκειται για μια εποχή στην οποία κορυφώνεται η εναπόθεση πλούτου τόσο στους θόλους όσο και στους θαλαμοειδείς τάφους, δημιουργώντας μάλιστα μια εικόνα ομοιόμορφης διασποράς του πλούτου σε αρκετές θέσεις της Αργολίδας. Αυτό υποδηλώνει πιθανότατα πως τοπικές ελίτ της πεδιάδας χρησιμοποιούν την επίδειξη στις ταφές ως στρατηγική κοινωνι κού και πολιτικού ανταγωνισμού, σε μια προσπάθεια νομιμοποίησης του κύ ρους τους στην περιοχή, στο πλαίσιο μιας ασταθούς δομής εξουσίας. Δείχνει επίσης τη δυνατότητα χρήσης εργατικής δύναμης για την κατασκευή αυτών των μνημείων αλλά και την ύπαρξη δικτύων ανταλλαγής δώρων για την προμήθεια των εξωτικών και πολύτιμων αντικειμένων. Ο βαθμιαίος περιορισμός της ταφικής επίδειξης στις επόμενες περιόδους (υστεροελλαδική ΙΙΙΑ και Β), αλλά και η απουσία θολωτών τάφων έξω από τα ανα κτορικά κέντρα (στις Μυκήνες, για παράδειγμα, ο μόνος θολωτός τάφος που χρη σιμοποιείται αυτή την εποχή είναι ο γνωστός «Τάφος του Ατρέα») ερμηνεύεται, αντίθετα, ως στοιχείο επικράτησης ενός πιο αυστηρού ανακτορικού ελέyχου και πιο ιεραρχικών κοινωνικών δομών. Σε αυτή την εποχή ανήκουν άλλωστε οι μεγά λες μυκηναϊκές ακροπόλεις των Μυκηνών ή της Τίρυνθας στη σημερινή τους μορ φή. Ωστόσο, όπως έχει σημειωθεί, οι ταφικές πρακτικές της υστεροελλαδικής ΙΙΙΑ και Β μπορεί να παρουσιάζουν μια εξιδανικευμένη εικόνα συγκεντρωτικού συστή ματος, καθώς οι καταστροφές που σημειώνονται και η ενδυνάμωση των οχυρώ σεων κατά την εποχή αυτή ίσως μαρτυρούν τοπικά προβλήματα.
218
ΕΝΟΤΗΤΑ
5.4.4
.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο κοινωνικό; ρόλο; του φύλου
Οι σχέσεις των φύλων στο παρελθόν αποτελούν ένα άλλο ειδικό αντικείμενο μελέτης της αρχαιολογίας στην προσπάθεια κατανόησης μιας αρχαίας κοινωνίας. Οι μελέτες του κοινωνικού φύλου (gender 8tudie.s) αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο στην αρχαιολογία, που αναπτύχθηκε κυρίως την τελευταία δεκαπενταετία στο πλαίσιο της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας (βλ. ενότητα 6.3) και κάτω από τη γενικότερη επίδραση των φεμινιστικών σπουδών στις ανθρωπιστικές επιστήμες (βλ. Gero, Conkey, 1991, Moore, Scott, 1997, Κοκκινίδου, Νικολαϊδου, 1993). Σύμ φωνα με την οπτική αυτή, το κοινωνικό φύλο δεν αναφέρεται στις βιολογικές δια φορές μεταξύ ανδρών και γυναικών (φυσικό γένος) αλλά στον τρόπο που ιστορικά οι άνδρες και οι γυναίκες προσλαμβάνουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φύ λου τους και σχετίζονται μεταξύ τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά δημιουργούνται πολιτισμικά και διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία. Αγνοώντας τον παράγοντα αυτόν οι αρχαιολόγοι φτάνουν σε υποθέσεις για το ρόλο των δύο φύλων στο πα ρελθόν που δεν αντανακλούν παρά τις δικές τους σύγχρονες αντιλήψεις για τη φύ ση, το ρόλο και την κοινωνική σημασία των ανδρών και των γυναικό)ν. Για παρά δειγμα, η έμφαση που αποδίδεται στο κυνήγι σε μελέτες κοινωνιών κυνηγών-τρο φοσυλλεκτών μπορεί να αντανακλά τις σημερινές αντιλήψεις για το ρόλο και τη σπουδαιότητα των δύο φύλων, καθώς και τη σημασία που δίνει η σημερινή κοινω νία στις διάφορες δραστηριότητες (π.χ. θετικότερη αξιολόγηση του κυνηγιού που αποδίδεται στους άντρες σε σχέση με την τροφοσυλλογή που συνδέεται με τις γυ ναίκες). Έτσι, στόχος των σπουδών αυτών γίνεται: • η αποκάλυψη των προκαταλήψεων και ιδεοληψιών στις αρχαιολογικές μελέτες όσον αφορά το ρόλο των δύο φύλων· • η κατανόηση της ιδεολογίας που αφορά το φύλο (σημασία του άνδρα, της γυ ναίκας, της αναπαραγωγής, της σεξουαλικότητας) στις διάφορες κοινωνίες του παρελθόντος, όπως αυτή αντανακλάται στις διαπροσωπικές σχέσεις και την καθημερινή δραστηριότητα· • η κατάδειξη του ρόλου των γυναικών στις σχέσεις των δύο φύλων, μέσα από τη μελέτη της διαφορετικής συμμετοχής των ανδρών και των γυναικών στους κοι νωνικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς μιας κοινωνίας.
.
..
..J . � � •
-----------------------,,��%$ξ��*�¼%:�� Ενότητα 5.5
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Εκτός από την κοινωνική οργάνωση σημαντικό ρόλο σε μια κοινωνία έχει η οι κονομική της βάση, δηλαδή η χρήση των φυσικών πηγών, και το σύστημα παραγω γής και κατανάλωσης αγαθών. Με τα θέματα αυτά ασχολείται η Οικονομική Αρ χαιολογία, η οποία διακλαδίζεται σε δύο βασικούς τομείς έρευνας. Ο πρώτος τομέας έρευνας υιοθετεί μια οικολογική οπτική και αντικείμενό του είναι οι φυσικές πηγές και η εκμετάλλευσή τους από τον άνθρωπο (Higgs et al., 1972). Εδώ περιλαμβάνεται η τροφοπαραγωγή, η δίαιτα και οι στρατηγικές δια τροφικής διαβίωσης, η αντιμετώπιση των εποχικών ή μακροχρόνιων διακυμάνσε ων, καθώς και η αλληλεπίδραση των παραγόντων αυτών και παραγόντων όπως η διαθέσιμη τεχνολογία, το μέγεθος του πληθυσμού κ.λπ. Έτσι, το κύριο ενδιαφέ ρον εστιάζεται στην οικονομία της επιβίωσης (subsίstence economy), δηλαδή την οικονομία που στοχεύει στην τροφοπαραγωγή για τη συντήρηση της κοινότητας και αντικείμενο μελέτης αποτελούν τα διάφορα ζωικά και φυτικά κατάλοιπα (σπόροι, οστά), καθώς και δεδομένα για τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον των αρχαίων θέσεων. Ο δεύτερος τομέας έρευνας εστιάζεται περισσότερο στην πολιτική οικονομία (Hirth, 1996). Η κύρια έμφαση δίδεται στον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές δραστηριότητες ενσωματώνονται στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Μελετώνται επίσης η διακίνηση των αγαθών, τα συστήματα ανταλλαγής και το εμπόριο αλλά και η βιοτεχνική παραγωγή (κεραμική, λίθινα εργαλεία, μεταλλουργία, υφαντική κτλ). Ας δούμε, όμως, τα θέματα αυτά λεπτομερέστερα.
5.5.1
Οικολογικές μελέτες Οικονομικής Αρχαιολογίας
Μερικά βασικά ερωτήματα για τις ανθρώπινες κοινωνίες αφορούν τη σχέση του ανθρώπου με τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Ο τομέας έρευνας της Οικονομικής Αρ χαιολογίας που υιοθετεί μια οικολογική οπτική (Butzer, 1982) εξετάζει αυτήν ακρι βώς τη σχέση, θεωρώντας τον άνθρωπο αρχικά ως ένα ζώο του οποίου ο οργανι σμός είναι περισσότερο ή λιγότερο προσαρμοσμένος στο φυσικό περιβάλλον και κατόπιν ως στοιχείο της βιολογικής ισορροπίας όλων των έμβιων όντων. Το ενδια φέρον επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι του παρελθόντος δη μιούργησαν παραγωγικά συστήματα που ήταν προσαρμοσμένα στον φυσικό περί γυρο. Οι οικολογικές μελέτες απασχόλησαν ιδιαίτερα τη Διαδικαστική Αρχαιολο γία. Τα επιμέρους αντικείμενά τους είναι: η διατροφ11, ο ρόλος της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, ο ρόλος των οικόσιτων ζ(Δων, οι διαθέσιμοι τροφικοί πόροι, τα
220
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
συστήματα καλλιέργειας και χρήσης της γης ανάλογα με το έδαφος και το κλίμα, η επίδραση της φύσης στον άνθρωπο και, αντίστροφα, οι συνέπειες της ανθρώπινης δράσης, ως παράγοντα μεταβολής, στο φυσικό περιβάλλον (βλ. επίσης υποενότητα 5.3.3). Στις κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, για παράδειγμα, οι οικολογικές μελέτες προσφέρουν πληροφορίες για τις μετακινήσεις των ζώων και την εποχική διαθεσιμότητα των πηγών. Αντικείμενο έρευνας αποτελούν επίσης οι απαρχές της γεωργίας και η εξημέρωση φυτών και ζώων, ενώ σε σχέση με τις αγροτικές κοινω νίες έμφαση δίνεται στη μελέτη των σχέσεων των ανθρώπων με τα φυτά και τα ζώα καθώς και στη μελέτη της ανθρώπινης δίαιτας διαμέσου της εξέτασης κυρίως ζωο αρχαιολογικών και αρχαιοβοτανικών δεδομένων. Πιο ειδικά: Η ανάλυση των ζωοαρχαιολογικών δεδομένων, δηλαδή των ζωικών καταλοί πων (οστών) που ανευρίσκονται σε μια ανασκαφή, δίνει πληροφορίες για τα είδη ζώων και τις ανάγκες που κάλυπταν (π.χ. βόδια για όργωμα, νεαρά ζώα για κρέας, μεγάλα πρόβατα για μαλλί), για τις πρακτικές κυνηγιού και εκτροφ11ς ζώων, την ηλικία και τον τρόπο σφαγής, τα ποσοστά αρσενικών-θηλυκό)ν ζώων, καθώς επί σης για την υγεία των ζώων και τα δευτερεύοντα προϊόντα τους (π.χ. μαλλί, γάλα) (R&B: 257, 295-296). Πληροφορίες για επιλεκτικές πρακτικές ως προς την ηλικία, το είδος ή το φύλο των ζό)ων που θανατ<Δνονταν με στόχο τη βελτίωση απόδοσης κρέατος, την αύξηση της παραγωγής μαλλιού κ.λπ. καθώς και αλλαγές από περιο χή σε περιοχή και από εποχή σε εποχή προσφέρουν στοιχεία για τη μελέτη των συ στημάτων κτηνοτροφίας και τις πρακτικές εκμετάλλευσης των ζώων, για τις χρή σεις γης και το αγροτικό σύστημα, αλλά και ευρύτερες πληροφορίες για τις κοινω νικές σχέσεις και την ανθρώπινη συμπεριφορά (βλ., π.χ., Davis, 1987).
Παράδειγμα 9 Στη Δυτική Κρήτη, στην πρωτομινωική 1/11 θtση Ντtμπλα, η ανάλυση του οστεολογικού υλικού έδειξε αύξηση της ηλικfας θανάτωσης των αιγοπροβάτων (2-5 χρόνων) σε αντfθεση με τη σφαγή σε μικρή ηλικfα που επικρατούσε στην Κρήτη (όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα) κατά τη Νεολιθική εποχή. Η σφαγή αυ τή σε μεγαλύτερη ηλικία, όπως και η αύξηση του ποσοστού των αρσενικών αιγο προβάτων, που από τη φύση τους παράγουν περισσότερο μαλλf, υποδηλώνουν αλλαytς στις στρατηyικtς εκμετάλλευσης των ζώων και συγκεκριμένα έμφαση στην παραγωγή μαλλιού (όταν στόχος είναι πρωταρχικά το κρέας ή το γάλα τα αρσενικά ζώα σφάζονται μικρά, καθώς δεν υπάρχει λόγος να τα κρατούν).
Η εκμετάλλευση των ζώων όχι μόνο για το κρέας τους αλλά και για το μαλλί ή το γάλα τους (δευτερογενή προϊόντα) είναι γνωστή στην αρχαιολογία ως επανά σταση των δευτερογενών προϊόντων (Sherratt, 1981). Πρόκειται για μια σειρά αλ λαγών με διαφορετικές κοιτίδες που διαδόθηκαν βαθμιαία και με διαφορετικούς ρυθμούς (π.χ. στον ελλαδικό χώρο εξαπλώθηκαν κατά την 3η χιλιετία) και αφο ρούν, εκτός από την έμφαση σε δευτερογενή προϊόντα, τη χρήση ζώων για όργωμα ή μεταφορές (στο οστεολογικό υλικό οι αλλαγές εμφανίζονται με την αύξηση των βοοειδών και ιπποειδών).
221
'tOO:-���,..��-------------#§Κ�*�m.._� ΕΝΟΤΗΤΑ 5.5
Η παλαιοβοτανική ανάλυση έχει αντικείμενο την ανάλυση των α(ααιοβοτανι κών δεδομένων, δηλαδή των απανθρακωμένων σπόρων και των άλλων υπολειμμά των φυτών όπως το ξύλο, που συλλέγονται προσεκτικά κατά την ανασκαφή με διά φορες μεθόδους νεροκοσκινίσματος των χωμάτων (βλ. υποενότητα 4.1.3) (R&B: 248-249). Η ανάλυση αυτή δίνει πληροφορίες σχετικά με τη σημασία κάθε είδους φυτού καθώς και την αποθήκευση και κατανάλωσή του, την ανθρώπινη δίαιτα, τις απαρχές της εξημέρωσης και την εισαγωγή διαφόρων ειδών φυτών, το σύστημα καλλιέργειας, τα ζιζάνια, και, σε συνδυασμό με άλλα αρχαιολογικά δεδομένα, πληροφορίες σχετικά με τις τεχνολογίες άρδευσης, τις τεχνικές προστασίας της γης (όπως η κατασκευή αναβαθμίδων) κ.ά. Πρόσθετα στοιχεία για την αρχαία γε ωργία παίρνουμε από τις παλυνολογικές αναλύσεις, δηλαδή τη μελέτη της γύρης, στην οποία αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ενότητα (βλ. υποενότητα 5.3.4).
ι[:>.
Δραστηριότητα 7 /Κεφάλαιο 5 Διαβάστε στα Παράλληλα Κείμενα το απόσπασμα από τον κατάλογο της έκθεσης Μινωι τών και Μυκηναίων Γεύσεις για την αρχαιοβοτανική μελέτη της οικίας «Τζαμπακά» στο Ρέ θυμνο. Σημειώστε σε 50 λέξεις τα στοιχεία που προσφέρει η αρχαιοβοτανική ανάλυση για την οικονομία της περιοχής.
Μελέτη των φυσικών πόρων Ας αφήσουμε, όμως, τις μελέτες των οστών και των σπόρων που μας δίνουν πληροφορίες για τη διαθεσιμότητα και χρήση τροφικών πόρων σε μια θέση και ας έρθουμε στη μελέτη των φυσικών πόρων μιας θέσης, που προσπαθεί να προσδιο ρίσει πώς εντάσσεται ένας οικισμός στον φυσικό του χώρο, την οικονομική του εν δοχώρα, την παραγωγικότητα και τις διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Η πρόσβαση σε καλλιεργήσιμη γη, νερό, ορυκτά, πρώτες ύλες και θαλάσσιες πηγές είναι σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες και η μελέτη τους αποτελεί πηγή πληρο φοριών για την οικονομία των αρχαίων θέσεων. Για παράδειγμα, η εγγύτητα των ελληνικών αποικιών της κλασικής Αρχαιότητας σε καλλιεργήσιμη γη δίνει σημα ντικά στοιχεία για το χαρακτήρα των εγκαταστάσεων αυτών, που ήταν αγροτικές (σε αντίθεση με τους εμπορικούς σταθμούς, που ήταν προσανατολισμένοι στο θα λάσσιο εμπόριο). Η ανάλυση αυτή, όπως ορίστηκε αρχικά από τη λεγόμενη Σχολή Παλαιοοικονομίας του Καίμπριτζ (Vita-Finzi, 1978), ονομάζεται ανάλυση της περιοχής τροφοδότησης μιας θέσης (.site catchment analysί.s) και επικεντρώνεται στη μελέτη της ευρύτερης περιοχής από την οποία προέρχονται τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν σε μια θέση ( πρώτες ύλες, εργαλεία, καύσιμη ύλη κ.λ.π.) καθώς και οι πόροι διατροφής μιας θέσης (R&B: 265). Εναλλακτικά, η ανάλυση μπορεί να περιορίζεται στο άμεσο περιβάλλον μιας θέσης, το οποίο ήταν υπό εντατική εκμετάλλευση σε καθημερινή βάση για την τροφοπαραγωγή, οπότε ονομάζεται ανάλυση της περιοχής εκμετάλλευσης μιας θέσης (site exploitatίon analysίs) και ασχολείται με τον καθορισμό, για παράδειγμα, του ποσοστού καλλιεργήσιμης γης, των βοσκοτόπων κ.λ.π. (R&B: 264). Πρακτικά η τελευταία αυτή μέθοδος περιλαμβάνει α) τον ορισμό ενός κύκλου γύρω από τη θέση
222
ΕΝ
5.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
με διάμετρο την απόσταση που συνήθως περπατούν καθημερινά οι άνθρωποι για να μεταβούν στα χωράφια τους ( συνήθως απόσταση μιας ώρας ή πέντε χλμ.) και β) τη λεπτομερή καταγραφή μέσα στην περιοχή αυτή στοιχείων σχετικών με την τοπογραφία, τα εδάφη και τους τύπους χώματος με στόχο τη δημιουργία χαρτών όπου φαίνονται οι διάφορες κατηγορίες εκμεταλλεύσιμης γης. Η κριτική που έχει ασκηθεί στις προαναφερθείσες μεθόδους των οικολογικών μελετών είναι πως στοχεύουν κυρίως στην κατανόηση και την ανασύσταση της πα ραγωγής των αναγκαίων αγαθών για την επιβίωση και όχι της συνολικής οικονομι κής δομ11ς μιας κοινωνίας. Επιπλέον, η έμφαση στο περιβάλλον, τις φυσικές πηγές, και τη διατροφική διαβίωση οδηγούν σε μια μορφή περιβαλλοντικού ντετερμινι σμού, καθώς ο τομέας της διατροφής θεωρείται πρωταρχικός για τη μελέτη των κοινωνιών και της εξέλιξής τους. Υπολείπεται η επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος και παραγόντων όπως το εμπόριο, η κοινωνική οργάνωση, η βιοτεχνική παραγωγή και η ιδεολογία.
5.5.2
Κοινωνικοπολιτικές μελέτες Οικονομικής Αρχαιολογίας
1. Μορφές αρχαίων οικονομιών Υπάρχουν ποικίλες θεωρητικές προσεγγίσεις που στοχεύουν στην ανασύσταση των αρχαίων οικονομιών. Αναφέρουμε, για παράδειγμα, τη μαρξιστική προσέγγι ση, η οποία ταξινομεί τις κοινωνίες σε πρωτόγονες, αρχαίες, φεουδαρχικές και κα πιταλιστικές με βάση την οικονομία και δίνει έμφαση στην κοινωνική εκμετάλλευ ση και σύγκρουση. Άλλες προσεγγίσεις, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από μια «οικο νομιστική» αντίληψη των αρχαίων οικονομιό)ν, χρησιμοποιώντας αρχές και έννοιες της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας όπως ο ανταγωνισμός, η αποδοτικότητα, το ελάχιστο κόστος, η οικονομική αντίληψη του χρόνου, η προσφορά και η ζήτηση. Οι προσεγγίσεις αυτές αποτελούν τη λεγόμενη φορμαλ ιστική σχολή, η οποία πρε σβεύει πως οι αρχές της οικονομίας εκπορεύονται από την ανθρώπινη φύση και άρα μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε για την ανάλυση των κοινωνιών του παρελθόντος. Ωστόσο, η προσέγγιση που έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επίδραση στη μελέτη των αρχαίων οικονομιών είναι η ουσιο κρατική προσέγγιση (sιιbstantίvίstίc approach), η οποία βλέπει την οικονομία ενσωματωμένη σε ένα κοινωνικό ή πολιτι κό πλαίσιο. Ιδίως για τις κοινωνίες χωρίς αγορά οι οικονομικές σχέσεις θεωρού νται μέρος ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων: παραγωγή, κατανομή και κατα νάλωση πραγματό)νονται μέσα από οικογενειακές, κοινωνικές και πολιτικές σχέ σεις. Ας δούμε τις μορφές των αρχαίων οικονομιό)ν διαμέσου αυτής της οπτικής που συνδέει την οικονομία με την κοινωνία. Δραστηριότητα 8/Κεφάλαιο 5 Επιστρέψτε στον Πίνακα 3 (υποενότητα 5.4.1), που παρουσιάζει διαφορετικά συστήματα κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, καθώς και τα χαρακτηριστικά τους. Προσπαθήστε να
223
ΕΝ
s.s
εντοπίσετε αν πράγματι αυτές οι διαφορετικές μορφές κοινωνίας συνδέονται με διαφορε τικές μορφές οικονομίας. Η Δραστηριότητα αυτή θα σας βοηθήσει να σκεφτείτε κατά πό σο οι οικονομικές σχέσεις σχετίζονται με την κοινωνική οργάνωση. Ανατρέξτε στη συνέ χεια του κειμένου για την επεξήγηση της σχέσης αυτής.
��--=
---·----------------
Η αντίληψη των αρχαίων οικονομιών σε στενή σχέση με τους κοινωνικούς θε σμούς συνδέεται με το έργο του Karl Polanyi, ο οποίος, στον τρόπο θεσμοποίησης της οικονομίας, δηλαδή της ενσωμάτωσής της στο κοινωνικό σύστημα, διέκρινε τρεις μορφές: την αμοιβαιότητα, την αναδιανομή και την αγορά (Dalton, 1968). Η αμοιβαιότητα εκφράζει ανταποδοτικές κινήσεις μεταξύ ατόμων ή ομάδων συμ μετρικών, που έχουν δηλαδή ίδιο κύρος ή θέση και ανταλλάσσουν ως ίσοι ο ένας προς τον άλλο (R&B: 368). Η διακίνηση αγαθών ή υπηρεσιό.>ν γίνεται με βάση την απαίτηση πως η αξία θα αποπληρωθεί με αντίστοιχα αγαθά, με άλλα λόγια η αποδοχή σημαίνει αποπληρωμή με κάτι ανάλογο. Στις αμοιβαίες ανταλλαγές περιλαμβάνεται όλη η κλί μακα των προϊόντων για ανταλλαγή (π.χ. διατροφικά είδη και χρηστικά αντικείμενα), καθώς και όλα τα είδη φιλοξενίας και οι ανταλλαγές δώρων σε επίσημες περιστάσεις που συνοδεύονται από τελετουργία. Στα ανταλλασσόμενα αγαθά περιλαμβάνονται επίσης ειδικά αντικείμενα που προσδίδουν κύρος στον κάτοχό τους, όπως κοσμήματα, όστρεα κ.ά. (αγαθά γοήτρου). Οι κοινωνικές σχέσεις εδραιώνονται με τέτοιες ανταλ λαγές. Το δώρο (Μως, 1999) δεν είναι μια πληρωμή αλλά μια πράξη δεσίματος που σημαίνει υποχρέωση και για τα δύο μέρη και κυρίως για τον λήπτη. Ας σημειωθεί επί σης πως σε μια αμοιβαία οικονομία μπορεί να υπάρχει κοινωνική διαφοροποίηση και ιεράρχηση. Η ικανότητα να επηρεάζει κανείς τους άλλους (κυρίως όταν έχει πρόσβα. ση σε περισσότερα αγαθά ή πρώτες ύλες) βασίζεται στην ικανότητα να δημιουργεί υποχρεώσεις, αυξάνοντας τα οικονομικά ή κοινωνικά πλεονεκτήματά του. Η αναδιανομή, αντίθετα, σημαίνει κινήσεις αγαθών προς ένα κέντρο, απ' όπου και αναδιανέμονται. Συνεπάγεται, επομένως, ένα πιο συγκεντρωτικό κοινωνικό σύστημα, την ύπαρξη κάποιου αρχηγού ή τοπάρχη, μιας αριστοκρατίας και ενός κεντρικού σημείου όπου συγκεντρώνονται τα αγαθά (π.χ. κατοικία αρχηγού, ανά κτορο, ναός) (R&B: 368). Η συγκέντρωση αγαθών μπορεί να πάρει μορφή φορο λογίας, υποχρεωτικής δηλαδή εισφοράς στον κεντρικό θεσμό, ο οποίος τα χρησι μοποιεί για την προσωπική συντήρηση και ασφάλειά του, για να προσφέρει υπη ρεσίες προς όφελος της κοινότητας ή για να αποπληρώσει ειδικευμένες υπηρεσίες (π.χ. τεχνιτών, στρατιωτών κ.λπ.). Μια άλλη μορφή αναδιανομής σχετίζεται με τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα πολλών πρώιμων δικτύων εμπορίου (έλεγχος της πρό σβασης στα εισαγόμενα αντικείμενα και τις πρώτες ύλες).
Παράδειγμα 10 Χαρακτηριστικά παραδείγματα αναδιανεμητικών οικονομιών είναι τα ανα κτορικά συστήματα του μινωικού και του μυκηναϊκού κόσμου. Η αρχαιολογική έρευνα οδήγησε στην αναγνώριση των κέντρων αυτών και στην ανεύρεση στοι χείων που σχετίζονται με τη γραφειοκρατία, όπως αρχείων σφραγισμάτων και ενεπίγραφων πινακίδων, ή χώρων αποθήκευσης.
224
ΕΝΟΤΗΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα αρχεία της Γραμμικής Β από την Κνωσό και την Πύλο μαρτυρούν την εικό να μιας ανακτορικής γραφειοκρατίας, που ήλεγχε τον καταμερισμό της γης, την κτηνοτροφία, την εργασία, τα μερίδια τροφής, τις πρώτες ύλες και τα βιοτεχνικά προϊόντα. Ωστόσο, αυτό το αναδιανεμητικό σύστημα δεν περιλάμβανε ανακατα νομή προϊόντων σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού αλλά συγκέντρωση και κατανάλωση από την κεντρική εξουσία. Ανακατανομή γινόταν μόνο σε αξιωμα τούχους του ανακτόρου, στο ιερατείο, σε υπηρέτες και τεχνίτες που εργάζονταν για το ανάκτορο. Αντίθετα, η λειτουργία των πρώτων ανακτόρων της Κρήτης μπορεί πράγματι να περιλάμβανε κοινωνική αποθήκευση και αναδιανομή σε ευ,, ρύτερα τμήματα του πληθυσμού.
Η ελεύθερη αγορά, τέλος, αποτελεί μια μορφή οικονομίας γνωστή σε εμάς (R&B: 368). Ο θεσμός της αγοράς υπήρχε τόσο στις μεσαιωνικές οικονομίες όσο και στην αρχαία Ελλάδα, όπου τον συναντούμε έξω από τις παραδοσιακές οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις. Καθοριστική είναι η σημασία του νομίσματος ως μέσου εμπορι κής συναλλαγής, στοιχείο το οποίο ανιχνεύεται αρχαιολογικά. Επίσης, η αγορά της αρχαίας ελληνικής πόλης ή η ρωμαϊκή αγορά (fornm) αποτελούν κατεξοχήν αρχιτε κτονικά και πολεοδομικά στοιχεία των πολιτισμόΝ της κλασικής Αρχαιότητας. Δραστηριότητα 9/Κεφάλαιο 5 Μπορείτε να δώσετε παραδείγματα αμοιβαιότητας και αναδιανομής από τη σύγχρονη εποχή; Εστιάστε την προσοχή σας στις καθημερινές σχέσεις καθώς και στην κρατική δρα στηριότητα. Σκεφθείτε ακόμη περιπτώσεις που χρειαστήκατε κάποιο αντικείμενο ή κάποια υπηρεσία που δεν παρέχεται στην αγορά και θυμηθείτε τον κύκλο υποχρεώσεων ή προσω πικής φιλίας που ίσως δραστηριοποιήσατε για την απόκτησή του. Το παράδειγμα αυτό θα σας βοηθήσει να συνειδητοποιήσετε την επιβίωση αρχέγονων στοιχείων της οικονομικής συμπεριφοράς στην εποχή μας. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<Ι
2. Διακίνηση αγαθών, ανταλλαγές, εμπόριο Ας έρθουμε τώρα στη διακίνηση των προϊόντων στις αρχαίες κοινωνίες και στη μελέτη του εμπορίου (Ericson, Earle, 1982). Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν είναι αυτάρκεις, χρειάζονται πρώτες ύλες, βιοτεχνικά προϊόντα που δεν μπορούν να πα ράγουν μόνες τους (π.χ. κεραμική, μεταλλικά αντικείμενα, υφάσματα), τρόφιμα σε περιόδους κρίσης ή ακόμη και εξωτικά αντικείμενα, που προκαλούν το θαυμασμό και υπογραμμίζουν τις κοινωνικές ανισότητες. Οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται με τον αρχαίο κόσμο της Νότιας Ευρώπης αναγνωρίζουν στην ανασκαφή αντικεί μενα που προέρχονται από άλλες περιοχές, μερικές φορές από μακρινούς πολιτι σμούς, όπως την Αίγυπτο ή την Ανατολή, ή ακόμη πρu'nες ύλες (π.χ. οψιανός, πυρι τόλιθος, άργυρος, χρυσός, μόλυβδος, χαλκός, κασσίτερος, ελεφαντόδοντο κ.λπ.) που δεν είναι διαθέσιμες τοπικά. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε αντικείμενα από οργανικές ύλες που δεν αφήνουν υλικά κατάλοιπα (π.χ. υφάσματα, λάδι, κρα σί) αλλά και ιδέες από επαφές που δύσκολα ανιχνεύονται ανασκαφικά.
225
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.5
�������,������"*W�OO'
Κάποιες από αυτές τις διακινήσεις γίνονταν μέσα στον οικισμό ή την τοπική περιοχή, άλλες, όμως, αφορούσαν μετακινήσεις προϊόντων και υλ(ί>ν σε μεγάλες αποστάσεις (εξωτερικό εμπόριο). Οι μορφές θεσμοποίησης της οικονομίας που προαναφέραμε μας δίνουν μερικά στοιχεία για τη μορφή αυτών των ανταλλαγών. Μπορεί να γίνονται στο πλαίσιο αμοιβαίων ανταλλαγών, στο πλαίσιο διευθυνόμε νων ανταλλαγών με τη μορφή δώρων μεταξύ ηγετών (όπως παρουσιάζονται, για παράδειγμα, στις αιγυπτιακές τοιχογραφίες), αναδιανομής (όπως είδαμε στο πα ράδειγμα των πρώτων υλών από τα μινωικά ή μυκηναϊκά ανάκτορα) ή να αποτε λούν αντικείμενα εμπορίου (R&B: 382). Στους τρόπους διακίνησης αγαθών στο εμπόριο μακρών αποστάσεων εκτός από τους προαναφερθέντες θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη δύο (Renfrew, 1975): 1. την ύπαρξη ενδιαμέσων ή μεσαζόντων που αναλάμβαναν τη διεκπεραίωση των ανταλλαγών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κυκλαδίτικα πλοία της Πρώι μης εποχής του Χαλκού (R&B: 382)· 2. τη μεταφορά προϊόντων μέσα από μια αλυσίδα ανταλλαγών, στην οποία ο καθένας κρατούσε ένα ποσοστό του προϊόντος και έδινε το υπόλοιπο στον γείτονά του (R&B: 385). Με παρόμοιες ανταλλαγές «χέρι-χέρι» τα αγαθά μπορούσαν να φθάσουν σε μεγάλες αποστάσεις από την αρχική τους πηγή. Στη Νεολιθική εποχή για παράδειγμα το όστρεο Spondylus gaederopu5� που αποτελούσε πρώτη ύλη για βραχιόλια και κρίκους και είχε προέλευση από το Αιγαίο, συναντάται στην Κε ντρική Ευρώπη, ενώ εργαλεία από οψιανό της Μήλου βρίσκονται σε αρκετές θέ σεις της Β. Ελλάδας, που πιθανότατα δεν είχαν άμεση πρόσβαση στο νησί. Με πα ρόμοιο τρόπο πρέπει να έφθασε το ήλεκτρο της Βαλτικής στους λακκοειδείς τά φους των Μυκηνών, όπου ανευρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες. Η αρχαιολογική έρευνα των ανταλλαγών αυτών και του εμπορίου βασίζεται στη μελέτη των τεχνέργων και της διασποράς τους (R&B: 381). Παλαιότερα η αναγνώριση των συστημάτων ανταλλαγής και της κυκλοφορίας των αντικειμένων βασίζονταν σε στυλιστικά κριτήρια. Σήμερα, όμως, χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές των θετικών επιστημών (πετρογραφικές, φυσικές, χημικές αναλύσεις) που επιτρέπουν μέσω του χαρακτηρισμού του υλικού τη διεξαγωγή ακριβών πα ρατηρήσεων για τη μελέτη των δικτύων ανταλλαγής. Κύριο μέλημα είναι η περι γραφή της χημικής σύνθεσης του υλικού ά>στε να εντοπιστούν στοιχεία (π.χ. ιχνο στοιχεία, ισότοπα) που διακρίνουν μια πηγή υλικού από μια άλλη. Στη συνέχεια γίνεται σύγκριση του υλικού των τεχνέργων με πιθανές πηγές πρώτης ύλης και συ χνά επιτυγχάνεται ο προσδιορισμός της προέλευσής του. Για παράδειγμα, πετρο γραφικές αναλύσεις (μελέτη της πετρολογικής ή ορυκτολογικής δομής του υλικού για αναγνώριση ορυκτών που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη πηγή) χρησιμοποι ούνται για την αναγνώριση της προέλευσης της κεραμικής και των λίθινων εργα λείων (π.χ. Torrence, 1986) ενό> η ανάλυση των ισοτόπων μολύβδου χρησιμοποιεί ται για τον εντοπισμό πηγών μεταλλεύματος (R&B: 374,379). Πρόσθετες πληροφορίες για το εμπόριο προέρχονται από την αναγνό>ριση εμπορικών θέσεων και λιμενικών εγκαταστάσεων, εμπορείων, ναυαγίων κ.λπ. (R&B: 388-9).
226
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Παράδειγμα 11 Ένα εκπληκτικό παράδειγμα ναυαγίου από τον ύσrερο 140 αι. π.Χ. που ανοίγει για εμάς ένα παράθυρο σrον κόσμο του εμπορίου της Ύσrερης εποχής του Χαλ κού σrην ανατολική Μεσόγειο είναι αυτό που ανακαλύφθηκε κοντά σrο ακρωτή ριο Ουλού Μπουρούν των ακτών της Νότιας Τουρκίας. Το κυπριακό ή χαναανιτικό κέδρινο πλοίο μήκους 15-16 μέτρων ξεκίνησε από λιμάνι της ανατολικής Μεσογεί ου με προορισμό το Αιγαίο, φορτωμένο διάφορα είδη πρώτων υλών αλλά και τε χνέρyων από έντεκα διαφορετικούς πολιτισμούς - χαναανίτικα, μυκηναϊκά, κυ πριακά, βορειοβαλκανικά, αρχαία βαβυλωνιακά, κασιτικά, ασσυριακά, ανατολικά και νοτιοϊταλικά. Κάποια από αυτά τα είδη αντικειμένων και πρώτων υλών (ζωό μορφα κύπελλα φαγεντιανής, συλλογές σφραγίδων, ελεφαντόδοντο) αναφέρο νται σε γραπτές πηγές ως πολύτιμα δώρα που ανταλλάσσονταν μεταξύ των βασι λικών αυλών και υποδηλώνουν πως το πλοίο μετέφερε επίσημα βασιλικά δώρα καθώς και αντικείμενα διεθνούς εμπορίου. Το κύριο φορτίο αποτελούσαν δέκα τόνοι χαλκού (με προέλευση την Κύπρο, όπως έδειξε η ανάλυση των ισοτόπων μολύβδου) και ένας τόνος κασσίτερου σε μορφή ταλάντων, ρετσίνι τερεβίνθου (χρησιμοποιούνταν ως λιβάνι σrην Αίγυπτο) μέσα σε 145 χαναανίτικους αμφο ρείς, υαλόμαζα, ελεφαντόδοντο, έβενος και κέδρος καθώς και κελύφη από αυγά στρουθοκαμήλου. Το φορτίο περιλάμβανε επίσης 135 κυπριακά αγγεία, μυκηναϊ κά τεχνέρyα, σφραyιδοκύλινδρους διαφόρων προελεύσεων, αιγυπτιακό αντικεί μενα από χρυσό, άργυρο και ήλεκτρο, όπλα και εργαλεία διαφόρων τύπων, χάλκι νους λέβητες, χιλιάδες χάντρες από ποικίλα υλικά, ζωόμορφα μετρικά βάρη κα θώς και το πρώτο yνωσrό ξύλινο δίπτυχο (σε μορφή βιβλίου) που αλειφόταν με κε ρί και χρησιμοποιούνταν για γράψιμο. Τα κατάλοιπα σπόρων και καρπών που βρέ θηκαν σrο πλοίο (σιτάρι και κριθάρι, αμύγδαλα, σύκα, ελιές, σταφύλια, κύμινο, ρό δια κ.ό.) αποτελούσαν είτε τροφή για το πλήρωμα είτε εμπορεύσιμα αγαθά.
Δραστηριότητα 1 Ο/Κεφάλαιο 5 Διαβάστε στα Παράλληλα Κείμενα το απόσπασμα για την ανασκαφή του ναυαγίου των Ιρίων και προσπαθήστε να καταγράψετε σε 150 λέξεις τις πληροφορίες που αντλούμε για το εμπόριο και τη ναυσιπλοΊα της Ύστερης εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο. Κατόπιν επι στρέψτε στο κείμενο και ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας.
3. Βιοτεχνική παραγωγή Η μελέτη της οικονομίας ολοκληρώνεται με την αποκατάσταση της αλυσίδας παρα γωγ�iς των προϊόντων. Εδι:δ εντάσσονται τα θέματα της εύρεσης και της επεξεργασίας της πρώτης ύλης (R&B: 322-3), καθώς και τα θέματα που αφορούν την κατασκευαστική τε χνο'λ.σγία (R&B: 328,346,357), την τεχνικ11 ειδίκευση (δηλαδή την αποκοπή μιας ομάδας από την παραγωγή τροφής), την οργάνωση της παραγωγής (π.χ. εργαστήρια, εξάρτηση από μια κεντρική εξουσία κ.λπ.) και την κατανομ11 των αντικειμένων στην κοινότητα.
227
���®'λ���wm-���
Ενότητα 5.6
Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΔΟΜΗ Η μελέτη της ανθρώπινης σκέψης και νόησης στο πλαίσιο της αρχαιολογικής επιστήμης αποτελεί ένα σχετικά νέο πεδίο έρευνας. Υπάρχουν βέβαια μελέτες στο πλαίσιο της παραδοσιακής Αρχαιολογίας (βλ. υποενότητα 6.2.2) που αφορούν τη θρησκεία και κυρίως την τέχνη. Έτσι, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως ιδιαίτερα η αρχαιολογία εκείνη που υιοθετεί μια οπτική της ιστορίας της τέχνης επικεντρώνεται στο χώρο των ιδεών, αφού επιχειρεί μια καθαρά ιδεαλιστική προ σέγγιση της γλυπτικής, της κεραμικής, της αρχιτεκτονικής και της εικονογραφίας. Η Νέα Αρχαιολογία, αντίθετα, με την έμφαση που έδωσε στη λειτουργία και τη θετική γνώση (βλ. ενότητα 6.3), έδωσε πολύ μικρό βάρος στην ιδεολογική και συμ βολική διάσταση του πολιτισμού. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ωστόσο, μελέτες στο πλαίσιο της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας (βλ. ενότητα 6.4 και Hodder, 1986, 1989, Shanks, Tilley, 1992, Whitley, 1998) τόνισαν πως όλες οι εκφάνσεις της ζωής των αρχαίων κοινωνιών εντάσσονται σε μια συμβολική δομή, ένα δίκτυο γνωστικών κανόνων, νοημάτων και συμβολισμών που καθορίζουν τα τελικά χαρα κτηριστικά τους. Ο υλικός πολιτισμός συγκροτείται από νοήματα και χρέος του αρχαιολόγου είναι η μελέτη του γνωστικού και συμβολικού περιεχομένου του πο λιτισμού. Έτσι, σήμερα οι προσεγγίσεις για τη μελέτη των νοητικών και συμβολι κών δομών ποικίλλουν, από τις δομικές, συμβολικές και ερμηνευτικές προσεγγί σεις της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας ως την ενσωμάτωση από τη λεγόμενη Γνωστική (Διαδικαστική) Αρχαιολογία στοιχείων για τις ιδέες και το συμβολισμό, με έμφαση όμως πάντα στην επαλήθευση των θεωριών με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα σε ένα θετικιστικό πλαίσιο γνώσης (βλ. ενότητα 6.5 και Renfrew, Zubrow, 1994). Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε τη γνωστική και συμβολική σφαίρα των αρχαίων κοινωνιών θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως όλοι οι σταθμοί στην ιστορία του ανθρώπου, όπως η ανάπτυξη της γνωστικής ικανότητας του αν θρώπινου είδους, από τους ανθρωπίδες ως τον σημερινό άνθρωπο, η εξημέρωση φυτών και ζώων, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της τέχνης, η εμφάνιση της γεωρ γίας, της μόνιμης κατοίκησης, της γραφής και της οργανωμένης θρησκείας εμπε ριέχουν νοητικές διαδικασίες και νοητικά σχήματα. Ωστόσο, μια σειρά στοιχεία του ανθρώπινου πολιτισμού συνδέονται κατεξοχήν με το συμβολισμό και την αν θρώπινη σκέψη. Αυτά είναι: • η κοσμολογία, δηλαδή οι θεωρίες για τον ορατό κόσμο και για τις αρχές και τη δομή του σύμπαντος. Σε πολλούς πολιτισμούς τα στοιχεία αυτά ερμηνεύονται μέσω της φιλοσοφίας και της επιστήμης, σε άλλους όμως ο κόσμος περιλαμβά νει υπερφυσικά όντα, οπότε η κοσμολογία συνδέεται με τη θρησκεία· • η θρησκεία, δηλαδή η αντίληψη του υπερφυσικού, που συνδέεται με τις δοξα σίες, τις θρησκευτικές τελετουργίες και τα ταφικά έθιμα·
228
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
• η ιδεολογία, δηλαδή οι αρχές, αξίες, ιδέες και ηθική με βάση τις οποίες οργα νώνονται οι ανθρώπινες κοινωνίες • ο εικονικός συμβολισμός, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζεται στην τέχνη ο ορατός κόσμος και αντανακλώνται η κοσμοθεωρία, η αντίληψη του υπερφυσικού και η ιδεολογία· • όλα τα στοιχεία του υλικού πολιτισμού ως φορείς ιδεών και νοημάτων (μετα διαδικαστική προσέγγιση). Στη συνέχεια θα εξετάσουμε αυτούς τους τομείς αναλυτικότερα.
5.6.1
Η αvάπtυξη tης γvωσtικής ικαvόtηtας tου ανθρώπου
Ένα σημαντικό αντικείμενο μελέτης στην Αρχαιολογία αποτελεί η ανάπτυξη από την εποχή του Πλειστόκαινου και εξής της γνωστικής ικανότητας του ανθρώ πινου είδους, η εμφάνιση της γλώσσας, το πλαίσιο εμφάνισης της κοινωνικής συ μπεριφοράς (όπως το κυνήγι και η διαβίωση σε ομάδες), οι μηχανισμοί ζευγαρ(ί> ματος και η ικανότητα αναπαράστασης του κόσμου. Ας δούμε, για παράδειγμα, τις γνωστικές ικανότητες που συνδέονται με τρεις διαφορετικούς ανθρώπινους τύπους του γένους Homo, τον Homo erectus ( στην Ευρώπη περίπου 1.000.000-500.000 έτη πριν από σήμερα), τον Homo sapiens neandertalensi.') ή Άνθρωπο του Νεάντερταλ (130.000-35.000 έτη πριν), ο οποίος αποτελεί την τελευταία εξελικτική προβαθμίδα προς τον σημερινό άνθρωπο ή Homo sapiens sapίen8. Η γνωστική ικανότητα του Homo Erectus διερευνάται διαμέσου της μελέτης εξέλιξης των λίθινων εργαλείων που συσχετίζονται με το είδος αυτό. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αναγνώQιση τύπων στα εQγαλεία, καθώς η ύπαρξη τύπων υποδηλώνει την ύπαρξη νοητικό)ν προτύπων για την κατασκευή τους (R&B: 404). Αναφέρουμε, για παράδειγμα, τους πελέκεις της αχελαίας λιθοτεχνίας, που χαρακτηρίζονται από τη δίπλευρη κατεργασία και τη δημιουργία συμμετρικών πλευρών στην επιφάνεια του βοτσάλου και μαρτυρούν επομένως την ικανότητα σύλληψης ενός τύπου και σχεδιασμού της κατασκευής, όπως και τη δυνατότητα μάθησης της μορφολογίας του εργαλείου διαμέσου της μίμησης σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Ακόμη, η ικανότητα αποικισμού και εκμετάλλευσης ποικίλων περιβαλλοντικών ζωνών (ο Homo erectu8 είναι το πρώτο είδος που εξαπλώνεται αποικίζοντας διαφορετικές ηπείρους) υποδηλώνει δυνατότητα γνώσης του φυσικού κόσμου. Στον Homo sapiens neandertalensis ή Άνθρωπο του Νεάντερταλ αναγνωρίζονται πρόσθετα χαρακτηριστικά πέρα από αυτά τον Homo erectu.ι,, όπως η ταφή των νεκρό)ν (χωρίς, όμως, κτερίσματα) και η δημιουργία τεχνέργων με εγχαράξεις ή βαφή (χωρίς, όμως, αναπαραστάσεις) που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν την παρουσία συμβολικής σκέψης. Ωστόσο, οι κύριες νοητικές ικανότητες που αναγνωρίζονται στα δύο αυτά ανθρώπινα είδη είναι ή ύπαρξη ξεχωριστών (όχι όμως συνδυαστικών) νοητικών λειτουργιών για την κατασκευή εργαλείων, αλληλεπίδρασης με τον φυσικό κόσμο, και βίου σε σύνθετες κοινωνικές ομάδες (Mithen, Spivey, 1999). 229
�
��
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
�����.&��
Ο σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens sapiens) εμφανίζεται 200.000-100.000 χρόνια πριν αλλά επικρατεί σε όλη τη Γη αντικαθιστώντας αρχαϊκούς πληθυσμούς περίπου 35.000 έτη πριν από σήμερα. Αλλαγές στα αρχαιολογικά δεδομένα που εμφανίζονται πριν από 50.000 έτη, όπως νέες τεχνολογίες, συμβολικά τεχνέργα, εξάπλωση σε ξηρά περιβάλλοντα και η εμφάνιση του εικονικού συμβολισμού μέσω της τέχνης (βραχογραφίες σπηλαίων και γλυπτική) στη Δυτική Ευρώπη πριν από 35.000 χρόνια (στην Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή) μαρτυρούν την ύπαρξη νόησης όμοιας με αυτή του σύγχρονου ανθρώπου. Οι αναπαραστάσεις ζώων στα σπήλαια πρέπει να έχουν ένα μυθολογικό και συμβολικό περιεχόμενο και υποδηλώνουν αφενός την πολιτισμική πρόσληψη του φυσικού κόσμου και αφετέρου την παρουσία γλώσσας.
5.6.2
Κοσμολογία
5.6.3
Θρησκεία
Οι κοσμολογικές δοξασίες αντικατοπτρίζονται στην αρχαιολογική μαρτυρία με ενδείξεις για: τακτικές ιεροτελεστίες (θερισμού, σποράς κ.λπ.) που ρυθμίζο νταν με ημερολόγια, ιδίως αστρονομικά ημερολόγια· τελετουργικά κέντρα και μνημεία που χρησιμοποιήθηκαν (για ιδεολογικούς σκοπούς) από ηγέτες που ταύ τιζαν τους εαυτούς τους με τα υπερφυσικά όντα ή τους θεούς του σύμπαντος κτί ρια ή πολεοδομικά σχέδια προσανατολισμένα σύμφωνα με σημαντικά γεγονότα (όπως, π.χ., η ανατολή του ηλίου στο θερινό ηλιοστάσιο) και εκπονήθηκαν κάνο ντας χρήση μονάδων χρόνου και μήκους που βασίζονταν σε αστρονομικές παρα τηρήσεις, γεγονός που προδίδει μια επιθυμία να εναρμονιστεί η αρχιτεκτονική ή πολεοδομική τάξη με την τάξη του σύμπαντος (για θρησκευτικούς ή και ιδεολογι κούς σκοπούς) (Fagan, 1997, Renfrew, Bahn 2001) (R&B: 415, 418-19).
Η θρησκεία είναι ένας δύσκολος χώρος μελέτης, με διαστάσεις έξω από τα όρια της αρχαιολογικής γνι6σης. Μπορούμε να ορίσουμε τη θρησκεία ως την πί στη σε υπερφυσικές θείες δυνάμεις στις οποίες αποδίδεται η δημιουργία του σύ μπαντος και η κυριαρχία σε αυτό και αποτελούν αντικείμενο λατρείας. Βασικά στοιχεία των θρησκειών είναι: • μια θεολογία ή κοσμοθεωρία για την ερμηνεία του κόσμου και των ανθρώπων σε σχέση με τον Θεό· • ένας κώδικας αρχών, αξιών και ηθικής, ένα ιδεώδες ζωής που προσπαθούν οι άνθρωποι να προσεγγίσουν· • τελετουργικές πρακτικές για την επαφή με το θείο και την επίτευξη της ιδεώ δους ζωής σύμφωνα με τις θείες επιταγές. Σε αντίθεση με τους δύο πρώτους από τους προηγούμενους τομείς, που ανή κουν στη σφαίρα του αφηρημένου, ο τρίτος τομέας, της τελετουργίας, αναφέρεται σε συγκεκριμένες πρακτικές που διέπουν τη θρησκεία και έχει τις περισσότερες δυνατότητες να προσεγγιστεί αρχαιολογικά (R&B: 426-27). Οι τελετουργικές δια δικασίες μπορεί να σχετίζονται με το θάνατο, με τον κύκλο των εποχά)ν και τα και-
230
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρικά φαινόμενα, με τον αγροτικό κύκλο (σπορά-σοδειά), με τον κύκλο της ζωής (γέννηση-ενηλικίωση-θάνατος), με το τελετουργικό της λατρείας διαμορφωμένων θρησκειών. Οι προσπάθειες των αρχαιολόγων στρέφονται στη μελέτη των τεχνέρ γων, κατασκευών, κτισμάτων ή χώρων που συνδέονταν με τη λατρεία (π.χ. λατρευ τικά αντικείμενα, βωμοί, ναοί και τεμένη, υπαίθρια ιερά, χώροι λατρείας) καθό)ς και στα συμφραζόμενά τους. Συχνά συναντά κανείς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τείνουν να συνδέο νται με τη λατρεία, για παράδειγμα η απόδοση αντικειμένων σε μικρογραφική μορφή (ειδcδλια ζώων, ανθρ<δπων, κτιρίων) τα οποία ερμηνεύονται ως αναθηματι κά· τα μεγεθυμένα χαρακτηριστικά του φύλου που συνδέονται με στοιχεία γονιμό τητας γραμμικά σχέδια που μερικές φορές θεωρούνται πως έχουν θρησκευτικό συμβολισμό (για παράδειγμα το τρίγωνο ή το αστέρι στα κυκλαδικά τηγανόσχημα σκεύη)· καθισμένες μορφές, κυρίως όταν συνδυάζονται με άλλες υπερφυσικά ή μειξογενή όντα κ.λπ. Ωστόσο οι ερμηνείες και οι συσχετισμοί κρύβουν παγίδες και συχνά είναι αυθαίρετοι.
Παράδειγμα 12 Στο βιβλίο του The Archaeology of Cult (1985) ο C. Renfrew προσπάθησε να θtσει μια εννοιολογική βάση για την αναγνώριση ιερώv θtσεων, συμβόλων και αναπαραστάσεων που σχετίζονται με τις πρώιμες θρησκείες. Ο ακόλουθος κα τάλογος αναπαράγει μερικά από τα ερωτήματα που πρtπει, σύμφωνα με τον Renfrew, να θtσουν οι αρχαιολόγοι προκειμtνου να ανιχνεύσουν τη θρησκεία μιας κοινωνίας με βάση τα αρχαιολογικά δεδομtνα.
Α. Η πρακτική της λατρείας 1. Ύπαρξη ναών και κτισμάτων για τη λατρεία (αρχιτεκτονική, εξοπλισμός) 2. Άλλοι χώροι λατρείας: σπήλαια, δάση, αγροτικά ιερά 3. Οικιακή λατρεία, οικιακά ιερά 4. Σχέση της λατρείας με τις ταφικές πρακτικές 5. Περιοδικότητα και εποχική εμφάνιση συγκεκριμένων πρακτικών 6. Είδη και ποσότητα προσφορών 7. Εγκαταστάσεις και αντικείμενα για την τέλεση λατρείας 8. Πράξεις κατά την τελετή· θυσίες ρόλος μουσικής χρήση φωτιάς ή νερού 10. Ύπαρξη ειδώλου της θεότητας 11. Αναθήματα 12. Αναπαραστάσεις θεοτήτων, σκηνών λατρείας χρήση θρησκευτικών συμβόλων Β. Δοξασίες σχετικές με τη λατρεία 1. Θεότητες: ανθρωπομορφικές, σύνθετες (άνθρωπος-ζώο), ανεικονική αναπαράσταση, πάνθεον θεοτήτων 2. Ρόλος φύλου - σχέση ανδρικών και γυναικείων θεοτήτων
231
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
3. Ρόλος ζώων (π.χ. ως συνοδεία θεοτήτων)· ρόλος μυθικά>ν ζά>ων 4. Πλαίσιο εμφάνισης ειδικών συμβόλων 5. Σκηνές δράσης που πιθανώς αναπαριστούν έναν μύθο 6. Συμβολισμός ήλιου, σελήνης, άστρων 7. Λατρεία νεκρών Γ. Τόπος λατρείας και ρόλος θρησκείας στην κοινωνία 1. Κλίμακα επένδυσης σε λατρευτικές εγκαταστάσεις πλούτος αναθημάτων 2. Συμμετοχή λαού και διαφορετική συμμετοχή ανάλογα με θέση στην κοινωνία 3. Σύνδεση οργάνωσης της λατρείας με την πολιτική εξουσία και τις μορφές διακυβέρνησης 4. Ρόλος και θέση των ιερέων και ιερειών στην κοινωνία 5. Παρουσία άλλων θρησκειών· αλλαγή θρησκείας 6. Κλίμακα της θρησκευτικής οργάνωσης (π.χ. κρατική λατρεία) 7. Ομοιομορφία και τοπικές παραλλαγές στις θρησκευτικές πρακτικές 8. Συσχετισμός θρησκείας με πολιτισμική ή εθνική περιοχή Πηγή: Renfrew, 1985, σ. 19
5.6.4
Ιδεολογία
Η ιδεολογία αφορά όχι τη θρησκεία αλλά την κοινωνία - αποτελεί το δόγμα ενός ατόμου, μιας ομάδας ατόμων, μιας κοινωνικής τάξης, ενός πολιτικού ή κοινω νικού κινήματος, ενός θεσμού και συμπεριλαμβάνει τις στρατηγικές που εφαρμό ζονται για να τεθεί το δόγμα αυτό σε λειτουργία. Αντικείμενο μελέτης αποτελεί ο τρόπος δημιουργίας διαφορετικών ιδεολογιών και ο ρόλος τους στην κοινωνική, την οικονομική και την πολιτική ζωή μιας κοινωνίας.
Παράδειγμα 13 Η διαφορά μεταξύ εξισωτικών και ιεραρχημένων κοινωνιών αντανακλά μετα ξύ άλλων και μια διαφορά ιδεολογίας. Η εξισωτική ιδεολογία στις πρώτες δεν επιτρέπει τη θεσμοποίηση των κοινωνικών διαφορών που μπορεί να υπάρχουν. Αντίθετα, η εμφάνιση της κληρονομικής ιεράρχησης προϋποθέτει την υιοθέτη ση μιας ιδεολογίας κληρονομικής ανισότητας. Ο Friedman σε μια εθνολογική μελέτη στη Βιρμανία της ΝΑ Ασίας μελέτησε τις ιδεολογικές αλλαγές που επι τρέπουν τη μετάβαση από μια εξισωτική σε μια διαβαθμισμένη κοινωνία (Friedman, 1979). Εδώ η κυριότερη αλλαγή ήταν η μονοπώληση του πνεύματος του χωριού (που προηγουμένως ήταν κοινός πρόγονος όλων των τοπικών διευ ρυμένων οικογενειών) από μια τοπική οικογένεια, που μετατρέπεται σε αρχηγι κή, καθώς γίνεται ο διαμεσολαβητής μεταξύ της κοινότητας και των ουράνιων πνευμάτων. Μια παρόμοια χρήση της ιδεολογίας είδε ο James Wright στην υιο-
232
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θέτηση μινωικών τελετουργικών πρακτικών και δοξασιών από τους Μυκηναίους τοπικούς αρχηγούς, οι οποίοι με την πρόσβαση και υιοθέτηση ξένων (μινωικών) συστημάτων πίστης διαχώρησαv τους εαυτούς τους από τον λαό, εvδυvαμώνο τας παράλληλα την εξουσία τους (Wrlght, 1995, σ. 70).
5.6.5
Εικονικός συμβολισμός
Ο εικονικός συμβολισμός στην τέχνη (βραχογραφίες, τοιχογραφίες, παραστά σεις σε αγγεία, ανάγλυφα, γλυπτά, παραστάσεις σε δαχτυλίδια, σφραγίδες κ.λπ.) αποτελεί ένα μέσο το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους στο παρελθόν για την αναπαράσταση και έκφραση θεμάτων που σχετίζονται με θρησκευτικές, ιδε ολογικές, συμβολικές και κοινωνικές πτυχές της ζωής τους (βλ. επίσης υποενότητα 5.1.2 για το ρόλο της τεχνοτροπίας ως μέσου συμβολισμού). Η ανάλυση παρόμοιων αναπαραστάσεων από τους αρχαιολόγους αποτελεί ένα μέσο προσέγγισης των νοη τικ(ί)ν σχημάτων και αντιλήψεων των αρχαίων χρηστών, αν και θα πρέπει να σημειώ σουμε πως οι μελέτες αυτές μερικές φορές έχουν καταλήξει σε φανταστικά σενάρια με μόνο εργαλείο τη διαίσθηση του συγγραφέα. Αρκετές μελέτες δίνουν έμφαση στην αποκρυπτογράφηση των αναπαραστά σεων. Το προϊστορικό Ακρωτήρι στη Θήρα και οι τοιχογραφίες που κοσμούσαν τους τοίχους των κατοικιών του αποτελούν ένα καλό παράδειγμα απεικόνισης της ζωής στο προϊστορικό Αιγαίο. Εικόνες από τη φύση με εξωτικά ζώα και πουλιά, επιλεγμένες εικόνες της καθημερινής ζωής στην πόλη, ναυτικές γιορτές ή απεικο νίσεις μακρινών θαλάσσιων περιπετειών, σκηνές από τον κύκλο της ζωής ή θρη σκευτικές σκηνές περιλαμβάνονται στα θέματα αναπαραστάσεων που έχουν βρε θεί και συγκολληθεί ως τώρα.
Εικόνα 8 Σχεδιαστική αποκατάσταση της τοιχογραφίας των «κροκοσυλλεκτριών»
από την Ξεστή 3 τον Ακρωτηρίου
Πηγή:
Treuil et al., 1996, σ. 353, εικ. 35ε
233
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
Παράδειγμα 14 Ας εξετάσουμε το παράδειγμα της τοιχογραφίας των <•κροκοσuλλεκτριών» από την Ξεστή 3, ένα από τα σχεδόν πλήρως ανασκαμμένα κτίρια του Ακρωτηρι ού, με ξεχωριστό μέγεθος και επιμελημένη πρόσοψη, που έχει θεωρηθεί δημό σιο κτίριο. Οι τοιχογραφίες της εικ. 8 προέρχονται από το χώρο του δωματίου 3, το οποίο περιλάμβανε μια δεξαμενή καθαρμών και είχε πιθανότατα ιερό χαρα κτήρα. Στα συγκολλημένα τμήματα ενός πιθανού εικονογραφικού προγράμματος περιλαμβάνονται: κροκοσυλλέκτριες τη στιγμή που κόβουν τα λουλούδια του κρόκου σε ορεινό τοπίο· μια κροκοσuλλέκτρια που κρατά καλάθι γεμάτο κρό κους και κατευθύνεται προς τη θεά (καθιστή μορφή με γρύπα πίσω της)· πίθηκος ο οποίος αποτελεί μεσάζοντα ανάμεσα στις κροκοσuλλέκτριες και τη θεά και στην οποία προσφέρει τους στήμονες από τους κρόκους· καθώς και λατρεύτριες σε τοπίο με κρόκους. Η Ίρις Τζαχίλη (1994) συνδέει μια σειρά στοιχεία από τις τοιχογραφίες με θέματα της ελληνικής μυθολογίας (συνομήλικες κοπέλες υπό το βλέμμα θεότητας, νεαρή ηλικία κοριτσιών, ύπαιθρος ως χώρος τελετών μύησης, θρησκευτικό περιβάλλον, κρόκος) και ερμηνεύει τη σκηνή ως μια τελετή μύησης:
Είναι μια γιορτή, ίσως μια τελετή μύησης, αλλά αποτελεί ασφαλώς και μία έκφρα ση της σχέσης της πόλης με την ύπαιθρό της. [.•. ] Οι κροκοσυλλέκτριες, άωρες και χλωρές οι ίδιες, κόβουν λουλούδια, εκτελούν δηλαδή μια κίνηση κοινωνίας, και έτσι συμβολικά την εξημερώνουν, την οικειοποιούνται με τελετουργικές κινήσεις και συμπεριφορές, ελέγχοντας και κοινωνικοποιώντας ταυτόχρονα τη δική τους φύση (Τζαχίλη, 1994, σ. 27).
Άλλες προσεγγίσεις στηρίζονται στη θεωρία του δομισμού ή στρουκτουραλι σμού (βλ. «Γλωσσάρι», του κεφαλαίου 6) και πρεσβεύουν πως οι αναπαραστάσεις του κόσμου στην τέχνη βασίζονται σε υποσυνείδητες βαθιές δομές του ανθρώπι νου νου (R&B: 506).
Παράδειγμα 15 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελεί η προσπά θεια ερμηνείας των βραχογραφιών της Νεότερης Παλαιολιθικής εποχής από τον Α. Leroi-Gourhan (R&B: 408-9). Πρόκειται για εικόνες ζώων και αφηρημένα σχέδια που σώζονται σε τοιχώματα σπηλαίων της Δ. Ευρώπης, κυρίως στη ΝΔ Γαλλία και τη Β. Ισπανία, η πλειοψηφία των οποίων χρονολογείται στο τέλος της Μαγδαλήνιας περιόδου (γύρω στο 10000 π.Χ.) και αποτελούν το πρώτο ση μαντικό βήμα αναπαράστασης του φυσικού κόσμου και γραφικού συμβολισμού που έκανε ο άνθρωπος. Η πρώτη συστηματική μελέτη των βραχογραφιών αυ τών έγινε στη δεκαετία του 1960 από τον Leroi-Gourhan, ο οποίος τις αντιμε τώπισε ως κείμενα. Υποστήριξε ότι οι μορφές των ζώων αποτελούσαν τα στοι χεία μεγάλων συνθέσεων και είχαν κάποια συμβολική σημασία, διότι ήταν διευ-
234
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θετημένα σύμφωνα με μια τάξη την οποία πρόσφερε η μορφολογία της iδιας της σπηλιάς. Μελετώντας έτσι τους συσχετισμούς των ζώων μεταξύ τους και σε σχέση με το τμήμα του σπηλαίου όπου εμφανίζονταν ο Leroi-Gourhan κατέληξε ότι τα συχνότερα είδη, το άλογο και ο βίσονας, συγκεντρώνονταν στις μεγάλες αίθουσες των σπηλαίων, το ελάφι, οι αίγαγροι και το μαμούθ βρίσκονταν σε πιο περιφερειακά σημεία των σπηλαίων, ενώ οι αρκούδες, οι ρινόκεροι και τα αι λουροειδή περιορίζονταν στα βάθη. Ακολούθως ο Γάλλος αρχαιολόγος ερμή νευσε αυτούς τους συσχετισμούς εμφάνισης των ζώων περισσότερο �ς σκελε τό ενός μύθου που αντανακλούσε τον συμβολικό κόσμο των κυνηγών παρά ως αναπαραστάσεις μαγικών πρακτικών για το κυνήγι και τη γονιμότητα, όπως πι στευόταν ως τότε.
5.6.6
Τα νοήματα του υλικού πολιτισμού
Στις προηγούμενες υποενότητες αναφερθήκαμε σε τομείς που η παραδοσιακή Αρχαιολογία συνδέει με τη σκέψη και το συμβολισμό. Ωστόσο, η Μεταδιαδικαστι κή Αρχαιολογία αναγνωρίζει την ύπαρξη συμβολικών νοημάτων σε όλα τα αντι κείμενα που συνιστούν τον υλικό πολιτισμό. Τα νοήματα αυτά δεν σχετίζονται με τα υλικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων αλλά με τις έννοιες;, τις; ιδέες; και το συμβολισμό που συνειδητά ή ασυνείδητα είχαν σχηματίσει οι άνθρωποι γι' αυτά στην καθημερινή τους ζωή. Ο υλικός πολιτισμός και όλες οι εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων εντάσσονται έτσι μέσα σε μια συμβολική δομή, ένα δίκτυο γνωστι κών κανόνων, νοημάτων και συμβολισμών που θα πρέπει να αποτελέσουν αντικεί μενο ανασυγκρότησης και ερμηνείας. Αυτό είναι δυνατό αν τα αντικείμενα τοπο θετηθούν στη συνάφεια, το πλαίσιο και τις συσχετίσεις τους, οι οποίες μπορούν να αποκαλύψουν πώς κάθε φορά χρησιμοποιούνταν και προσλάμβαναν το νόημά τους (βλ. Κωτσάκης, 1998-99, Hodder 1986, 1989, Shanks, Tilley 1992, ενότητα 6.4). Ωστόσο, σύμφωνα με τη μεταδιαδικαστική προσέγγιση, το συμβολικό νόημα των αντικειμένων δεν είναι ίδιο για όλους αλλά ποικίλλει ανάλογα με τη θέση εκείνου που τα ερμηνεύει.
Παράδειγμα 16 Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα αποκρυπτογράφησης των νοημάτων του αρ χαίου υλικού πολιτισμού από την οπτική της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας. Πρόκειται για μια πρωτότυπη μελέτη του Michael Shanks (1993), που αφορά τη λεγόμενη πρωτοκορινθιακή κεραμική (720-640 π.Χ.) και, συγκεκριμένα, τα μι κροσκοπικά αγγεία που ονομάζονται αρύβαλλοι. Η παραδοσιακή αρχαιολογία ερμήνευε την εικονογραφία των αγγείων αυτών ανατρέχοντας στην αρχαία ελ ληνική μυθολογία. Στόχος της ανάλυσης του Shanks είναι η κατανόηση των νοη μάτων που συνδέονται με τους αρυβάλλους και η ένταξη της εικονογραφίας και της τεχνοτροπίας του στυλ τους μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Ο Shanks πα-
235
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
'¼WtϊW-���'VΚ%K%.��1�-'W%%t��*��· ¾Ί:%®1.��--�®'*W%�½1Ι��wrown1'Q½%..¾.½lfJ%,��1Bftw�1
ρατηρεί ιcατ' αρχάς πως οι αρύβαλλοι χρησίμευαν ως δο)(εία αρωματικού λαδιού και, στη συνέχεια, πως η εικονογραφία των αγγείων αυτών κυριαρχείται από το ανδρικό στοιχείο (οπλείς και ιππείς) σε σκηνές κυρίως κυνηγιού και μάχης και σημειώνει πως η βία, η σύγκρουση και ο αγώνας αποτελούν κύρια χαρακτηρι στικά της. Αντίθετα, το γυναικείο στοιχείο είναι εξαιρετικά σπάνιο και ο κόσμος του σπιτιού, τηςτροφοπαραyωγής και της αναπαραγωγής απουσιάζουν. Δημι ουργείται tτσι μια σειρά από αντιτιθέμενεςέννοιες: ανδρικό-γυναικείο, πόλε μος-οίκος, πολυτέλεια-αναγκαία διατροφή, κίνδυνος-κόσμος σπιτιού, θάνατος αναπαραγωγή κ.ά. Η εικονογραφία των αγγείων συνδέεται με το πρώτο σκέλος των προηγούμενων ζευγών· πρόκειται για έννοιες που αντιπροσωπεύουν ένα τμήμα της ανδρικής τάξης της εποχής και αντανακλούν έναν τρόπο ζωής (πολυ τέλεια-χρήση αρωματικών λαδιών, κρασί-κίνδυνος μάχης, κυνήγι, αγώνας) μέ σω του οποίου τα μέλη της αριστοκρατικής ολιγαρχίας της Κορίνθου ανταγωνί ζονται με στόχο την κοινωνική αναγνώριση. Επομένως, συμπεραίνει ο Shanks, οι πρωτοκορινθιακοί αρύβαλλοι εκφράζουν την ιδεολογία της ανταγωνιστικής αριστοκρατίας.
236
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό εξετάσαμε τις μεθόδους ταξινόμησης, ανάλυσης και ερ μηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων. Είδαμε πως οι αρχαιολόγοι, στην προ σπάθειά τους να περιγράψουν και να ανασυνθέσουν το ανθρώπινο παρελθόν, κι νούνται διαδοχικά από τα μεμονωμένα αντικείμενα, τα τεχνέργα, σε πιο σύνθε τες και αφηρημένες έννοιες που αφορούν τον ανθρώπινο πολιτισμό: το οικιστικό σχήμα, το φυσικό περιβάλλον, την κοινωνική οργάνωση, την οικονομία, τον κό σμο των ιδεών και του συμβολισμού. Στην πρώτη ενότητα εξετάσαμε τις μεθόδους ταξινόμησης των αρχαιολογι κών δεδομένων σε κατηγορίες με βάση τα χαρακτηριστικά τους. Η επιλογή των χαρακτηριστικών γίνεται σε συνάρτηση με το στόχο της ταξινόμησης. Τα είδη των ταξινομήσεων που προκύπτουν ποικίλλουν: μορφολογικές ταξινομήσεις με βάση τα χαρακτηριστικά της μορφής, στυλιστικές με βάση την τεχνοτροπία, λει τουργικές με βάση τη χρήση, χρονολογικές ταξινομήσεις και πολιτισμικές ταξι νομήσεις. Ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης του αρχαιολογικού υλικού αποτελεί ο ορι σμός αρχαιολογικών πολιτισμών και χρονολογικών περιόδων και φάσεων. Στη δεύτερη ενότητα εξετάσαμε τον κατοικημένο χώρο. Εδώ, βασική μονάδα ανάλυσης αποτελεί η αρχαιολογική θέση. Η μελέτη των κτισμάτων, κατασκευών, τεχνέργων και άλλων υλικών καταλοίπων σε μια θέση, καθώς και η ανάλυση των χωρικών τους σχέσεων αποτελεί τη βάση για την ανασύσταση των ποικίλων δρα στηριοτήτων που έλαβαν χώρα στη θέση αυτή και που μπορούν να σχετίζονται με τη δράση ατόμων, νοικοκυριών ή ολόκληρης της κοινότητας. Η μελέτη του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου μιας θέσης, του τοπίου, επιτρέπει στους αρχαιο λόγους να δουν τη θέση αυτή στο πλαίσιο της ευρύτερης περιοχής της και να προσδιορίσουν το οικιστικό σχήμα στο οποίο εντάσσεται. Αναφερθήκαμε στην προσπάθεια αναγνώρισης μιας γεωμετρίας στη χωρική κατανομή των οικισμών και επεξηγήσαμε έννοιες που περιγράφουν τα διάφορα οικιστικά σχήματα (ακα νόνιστα, σε συστάδες, κανονικά, ιεραρχικά, διάσπαρτα, συγκεντρωτικά), τα οποία αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται στο χώρο θέσεις, κα τοικίες και δραστηριότητες. Στην τρίτη ενότητα εξετάσαμε το φυσικό περιβάλλον, η μελέτη και ανασύ σταση του οποίου αποτελεί ιδιαίτερο πεδίο στην αρχαιολογική επιστήμη, την Περιβαλλοντική Αρχαιολογία. Από τις μεθόδους που στοχεύουν στην κατανόηση του παλαιοπεριβάλλοντος αναφερθήκαμε στις γεωμορφολογικές μελέτες που έχουν ως αντικείμενο τα διάφορα εδάφη, στις παλαιοοικολογικές μελέτες με αντικείμενο τη βλάστηση (ανάλυση γύρης) και σε μελέτες της πανίδας κυρίως με βάση απολιθώματα ασπόνδυλων οργανισμών και οστρέων (οστρεοανάλυση). Ακολούθως, αναλύσαμε τις μεθόδους μελέτης και ανασύστασης της κοινωνι κής οργάνωσης. Αναφερθήκαμε στην προσπάθεια της Διαδικαστικής Αρχαιολο γίας να κατατάξει τις κοινωνίες του παρελθόντος σε διάφορες κατηγορίες (ομά δα, φυλή, φυλαρχία, κράτος) με βάση το βαθμό της πολυπλοκότητάς τους, ακο λουθώντας μια εξελικτική οπτική στην ανθρωπολογία. Η μεθοδολογία που χρη σιμοποιείται για τη μελέτη της κοινωνικής οργάνωσης περιλαμβάνει: α) την
237
}�'$,,,'°%';%'8 iΙ¼¾1ώ
Ε\2 i Mi,ii&!J
OO!,@l'@
ανάλυση της χωρικής οργάνωσης, δηλαδή του τρόπου που οι θέσεις, τα κτίσμα τα, οι κατασκευές, τα τεχνέργα και τα οικοδεδομένα κατανέμονται στο χώρο τό σο στο επίπεδο του οικισμού (ενδοκοινοτική οργάνωση) όσο και στο επίπεδο της περιοχής (διακοινοτική οργάνωση)· β) την ανάλυση των ταφικών δεδομένων και, συγκεκριμένα, του τρόπου με τον οποίο τα κοινωνικά δεδομένα εκφράζονται συμβολικά στον τρόπο της ταφής. Πραγματευτήκαμε, επίσης, την προσέγγιση της κοινωνικής οργάνωσης από τη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία, η οποία δί νει έμφαση στον τρόπο με τον οποίο διαφορές στο φύλο, την ηλικία, την τάξη, τα νοήματα δημιουργούν διάφορες κοινωνικές μορφές και ανισότητες. Συζητήσαμε ιδιαίτερα την ιδεολογία που σχετίζεται με τα δύο φύλα και αναφερθήκαμε στον κλάδο των μελετών του κοινωνικού φύλου. Κατόπιν, εστιάσαμε την προσοχή μας στην οικονομία μέσα από δύο διαφορε τικές οπτικές. Κατ' αρχήν οι οικολογικές μελέτες εξετάζουν τον άνθρωπο ως ορ γανισμό προσαρμοσμένο στο περιβάλλον. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην οικονομία της επιβίωσης με κύριες μεθόδους τη ζωοαρχαιολογική και παλαιοβο τανική ανάλυση. Αναφερθήκαμε επίσης στην ανάλυση της περιοχής τροφοδότη σης μιας θέσης που εξετάζει την περιοχή από την οποία προέρχονται τα υλικά κατάλοιπα και οι φυσικοί πόροι μιας θέσης. Η δεύτερη οπτική μελετά την οικο νομία μιας κοινωνίας στο πλαίσιο του υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού συστή ματος. Αναφερθήκαμε σε μορφές θεσμοποίησης της οικονομίας (αμοιβαιότητα, αναδιανομή, αγορά), καθώς και σε συστήματα ανταλλαγής και εμπορίου (αμοι βαίες ανταλλαγές, διευθυνόμενες ανταλλαγές, αναδιανομή, ύπαρξη ενδιάμεσων, αλυσίδα ανταλλαγών). Εξαιρετικά χρήσιμες για την κατανόηση και ανασύσταση των ανταλλαγών και του εμπορίου κατά το παρελθόν είναι η μελέτη των τεχνέρ γων και της διασποράς τους, καθώς επίσης η ανάλυση και η ταύτιση της πηγής προέλευσης του υλικού τους (π.χ. πετρογραφικές αναλύσεις, ανάλυση ισοτόπων μολύβδου). Τέλος, αναφερθήκαμε στο χώρο των νοημάτων και των συμβόλων. Παρουσιά στηκαν παραδείγματα από τομείς της αρχαιολογίας που θεωρούνται ότι σχετίζο νται άμεσα με την ανθρώπινη σκέψη και το συμβολισμό, όπως ο τομέας που με λετά την ανάπτυξη της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπινου είδους, από τους ανθρωπίδες ως τον σημερινό άνθρωπο, η κοσμολογία, η θρησκεία, η ιδεολογία και ο εικονικός συμβολισμός στην τέχνη. Είδαμε επίσης παραδείγματα που σχε τίζονται με την άποψη της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας πως ολόκληρος ο υλικός πολιτισμός, και όχι μόνο συγκεκριμένοι τομείς του, συγκροτείται από νοήματα και συμβολισμούς που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης και ερμηνείας.
238
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηριότητα 1 Ας πάρουμε το παράδειγμα του κυκλαδικού πολιτισμού. Σίγουρα σας έρχονται στο νου τα χαρακτηριστικότερα τεχνέργα του πολιτισμού αυτού, τα κυκλαδικά ειδώλια. Πριν προχω ρήσετε, ωστόσο, στην απάντησή σας, σκεφτείτε σε ποια χρονολογική περίοδο αναφέρε στε. Σύμφωνα με το τριμερές χρονολογικό σύστημα ο κυκλαδικός πολιτισμός εκτείνεται στην Πρώιμη, τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού (πρωτοκυκλαδική, μεσοκυκλαδι κή, υστεροκυκλαδική). Αν πάρουμε το παράδειγμα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, μπορούμε να αναφέρουμε ως χαρακτηριστικά με βάση τα οποία ορίζεται ο πολιτισμός: τα μαρμάρινα κυκλαδικά ειδώλια καθώς και τις μαρμάρινες φιάλες, συχνά με ίχνη χρωστικών ουσιών· την κεραμική, με εγχάρακτη και εμπίεστη διακόσμηση και συγκεκριμένα σχήματα όπως οι κρατηρίσκοι ή «καντήλες», οι πρόχοι, οι σφαιρικές φιάλες με πόδι, οι «σαλτσιέ ρες», τα τηγανόσχημα αγγεία· τα νεκροταφεία με κτιστούς και κιβωτιόσχημους τάφους.
--------�·------------
Δραστηριότητα 2
Ας πάρουμε το παράδειγμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η εποχή του Χαλκού χαρακτηρίζεται γενικά «ελλαδική» και υποδιαιρείται σε πρώιμη, μέση και ύστερη (πρωτοελλαδική, με σοελλαδική, υστεροελλαδική). Η καθεμία εποχή υποδιαιρείται σε περιόδους (ΠΕ 1, ΠΕ 11, ΠΕ 111, ΜΕ 1, ΜΕ 11, ΜΕ 111, ΥΕ 1, ΥΕ 11, ΥΕ 111), που με τη σειρά τους, όταν είναι απαραίτητο, υποδιαιρούνται σε φάσεις (π.χ. ΥΕ ΙΙΑ, ΥΕ 118, ΥΕ ΙΙΙΑ, ΥΕ 1118 κ.λπ.) ή και σε ακόμη μικρότε ρες υποδιαιρέσεις (π.χ. ΥΕ ΙΙΙΑ 1, ΥΕ ΙΙΙΑ2). Η διάκριση της πρωτοελλαδικής και μεσοελλα δικής εποχής βασίζεται στις διαδοχικές φάσεις κατοίκησης (δηλαδή στη στρωματογρα φία) σε τρεις κύριες ανασκαφικές θέσεις: τη Λέρνα, τη Κολόνα Αίγινας και το Λευκαντί Ευ βοίας (με λατινικούς αριθμούς σημειώνονται στον πίνακα οι οικιστικές φάσεις στις θέσεις αυτές). Στο διάγραμμα μπορείτε να δείτε επίσης τους συγχρονισμούς των φάσεων της ηπειρωτικής Ελλάδας με αυτές άλλων περιοχών, όπως οι Κυκλάδες, η Κρήτη, η Τροία και η Αίγυπτος (προσδιορίζονται με βάση τα εισηγμένα αντικείμενα). Ο συσχετισμός με τις δυ ναστείες της Αιγύπτου (και την αιγυπτιακή απόλυτη χρονολόγηση) προσφέρει ενδείξεις για την απόλυτη χρονολόγηση και των αιγαιακών περιοχών.
Δραστηριότητα 9 Παραδείγματα αμοιβαιότητας είναι: τα δώρα Χριστουγέννων-εορτών, η ανταπόδοση κεράσμα τος-φιλοξενίας-«χάρης», η επίσημη ανταλλαγή δώρων κατά την επίσκεψη αρχηγών κρατών. Παραδείγματα αναδιανομής είναι: η φορολογία κράτους, ο έρανος της εκκλησίας, το φι λανθρωπικό έργο, οι χορηγίες ιδρυμάτων, το κοινωνικό και ασφαλιστικό σύστημα.
239
@h��[
ffi��
W�'m�
�
i
% �Wf o� 00:&�φumw-;M@�M'&-¾�
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Κοκκινίδου Δ., Νικολciϊδου Μ., Η αρχαιολογία και η κοινωνική ταυτότητα του φύ λου: προσεγγίσεις στην αιγαιακή προϊστορία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993. Κωτσάκης Κ., «Αντικείμενα και αφηγήσεις. Η ερμηνεία του υλικού πολιτισμού στη σύγχρονη αρχαιολογία»,Επτάκυκλος, τόμοςΣεπτ. 98-Ιαν. 99, σ. 11-23. Μως Μ., Το Δώρο. Μορφές και λειτουργίες της ανταλλαγής, μτφρ. Α.Σταματοπού λου-Παραδέλλη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999 (11923-34). Παπαευθυμίου-Παπανθύμου Α., Τελετουργικός καλλωπισμός στο προϊστορικό Αιγαίο, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997. Τζαχίλη 1., «Αρχαίες και σύγχρονες κροκοσυλλέκτριες από το Ακρωτήρι τηςΣα ντορίνης»,Αριάδνη, τόμος 7, 1994, σ. 7-33. Τζεδάκης Γ., Martley Η. (επιμ.), Μινωιτών και Μυκηναίων Γεύσεις, εκδ. υπουρ γείου Πολιτισμού, Αθήνα 1999. Χουρμουζιάδης Γ.,Λόγια από χώμα, εκδ. Νησίδες,Σκόπελος 1999. Derruau Μ.,Ανθρωπογεωγραφία, μτφρ. Γ. Πρεβελάκη, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987. Leroi-GourhanΑ., Οι θρησκείες της προϊστορίας, μτφρ. Ν. Λιανέρης, εκδ. Καρδα μίτσα, Αθήνα 1990 ( 11964). Renfrew C., Bahn Ρ.,Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμο γές, μτφρ. 1. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμί τσα, Αθήνα 2001. Treuil R., D arcque Ρ., Poursat J.-Cl., Touchais G., Οι πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Ο. Πολυχρονοπούλου-Α. Φιλίππα-Τοuchais, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Adams W.Y., Adams E.W.,Archaeologίcal Typology and Practίcal Reality, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1991. Bintlif f J.L., «Settlementent Patterns, land tenure and social structure: a diachronic model», στο Renfrew C., Shennan S. ( επιμ. ), Ranking, Resource and Exchange, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1982. Brown Τ., «Reconstructing the environment and natural landscape», στο G. Barker (επιμ.), Companίon Encyclopedia ofArchaeology, Vol. 2, Routledge, Λονδί νο-Νέα Υόρκη 1999, σ. 222-265. Butzer K.W.,Archaeology as Human Ecology, Cambridge University Press, Καί μπριτζ 1982. Ch ang C., Tourt ellot t e Ρ.Α., «Ethnoarchaeological Survey of Pastoral Transhumance Sites in the Grevena Region, Greece», Jouι·nal ofFίeldArchaeology, Vol. 20, 1993, σ. 29 κ.ε. Chapman J., Shiel R., «Social change and land use in Prehistoric Dalmatia», Pι-oceedings ofthe Prehistoιic Socίety, Vol. 59, 1993, σ. 61-104.
240
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Chapman R., Kinnes 1., Randsborg Κ. (επιμ.), The Archaeology of Death, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1981. Cherry J .F., Davis J .L., Mantzourani Ε., Land5'capeArchaeology α5' Long-Term History. Northern Keos ίn the Cycladic Lslands, UCLA Institute of Archaeology, Los Angeles 1991. Childe G.V., The Dαwn of European Civilίzation, Kegan Paul, Λονδίνο 21950 (1 1925). Clarke D.L.,Analytίca!Archaeology, Methuen, Λονδίνο 1968. Conkey M.W., HarstoffChr. (επιμ.), The ιιses of 5'tyle ίnArchaeology, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1990. Dalton G. ( επιμ.), Prίmitίve, Archaίc and Modern Economίe5': Essays of Karl Polanyί, Beacon Press, Βοστώνη 1968. Davis S.J.M., TheArchaeology ofAnimal.5, Β.Τ. Batsford, Λονδίνο 1987. Ericson J.F., Earle Τ.Κ. (επιμ.), Contexts of Prehί.ςtorίc Exchange, Academic Press, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 1982. Evans J.G.,An Introduction to Environmental Archaeology, Paul Elek, Λονδίνο 1978. Fagan Β.Μ., In the Begίnning, Longman, Νέα Υόρκη 1997. Flannery K.V., The C'ultural Revolutίon of Civilίzatίons, Annual Review of Ecology and Systematics 3, 1972. Friedman J., 8ystem, 8tructure and CΌntradictίon: the evolutίon ofA.sίatίc 8ocial Formation5', National Museum of Copenhagen, Κοπεγχάγη 1979. Gero J.M., C onkey M.W., Engendering Archaeology. Women ίn Prehistory, Blackwell, Οξφόρδη 1991. GosdanCh., «The Organization of Society», στο Barker G. (επιμ.), Companion Encyclopedia ofAι·chaeology, Vol. 2, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1999, σ. 470-504. Higgs E.S. et al. (επιμ.), Papers ίn Economic Prehίstory, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1972. Hirth K.G., «Political Economy and Archaeology: Perspectives οη Exchange and Production», Journal of Archaeological Research, Vol. 4, 1996, σ. 203-239. Hodder 1. (επιμ.), The Meaning of Things: Materίal Culture and Symbolic Expression, Unwin Hyman, Λονδίνο 1989. Hodder 1., Reading the Past, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1986. Hodder 1., Symbol.s ίnActίon. Ethnoarchaeological Studies ίn Materίal Culture, Καί μπριτζ-Νέα Υόρκη 1982. Hodder 1., Theory and Practice inArchaeology, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1992. Jameson Μ.Η., Runnels C.N., van Andel Τ.Η.,Α Greek Countrysίde. The 8outhern Argolίd from Prehistory to the Present Day, Stanford University Press, Stanfrod California 1994. Johnson M.,Archaeological Theory. An Introduction, Blackwell, Οξφόρδη 1999. Kent S. (επιμ.), Method and The01y jor ActivityArea Research, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1987.
241
----------------W������iffi&WWffi.®%.Ψ:\WW�
Kent S., DomestίcArchitecture and the Use of Space. An Interdisciplinary Cross Cultural Study, Cambridge University Press, Cambridge 1990. Malina J., Vasicek Z.,Archaeology yesterday and today, Cambridge University Press, Cambridge 1990. McNeill J.R., The Mountains of the Medίteπanean World, Cambridge University Press, Cambridge 1992. Mee C.B., Cavanag h W .G., «Mycenaean Tombs as Evidence for Social and Political Organisation», Oxfordloumal ofArchaeology, Vol. 3, 1984, σ. 45-64. Mithen S., Spivey Ν., «Cognition. Thought, ideas and belief», στο Barker G. (επιμ.), Companion Encyclopedia ofArchaeology, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1999, σ. 714-753. Moore J ., Scott Ε. ( επιμ.), Invisible People and Pι-oce5·ses. Writing Gender and Childhood into EuropeanArchaeology, Leicester University Press, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1997. Morris 1. (επιμ.), Classίcal Greece. Ancίent Histories and ModernArchaeologίes, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1994. O'Shea J., Mortuary Varίabίlίty. AnArchaeologίcal Investigatίon, Academic Press, Νέα Υόρκη-Λονδίνο 1984. Pope Κ.Ο., van Andel Τ.Η., «Late Quaternary Alluviation and Soil Formation in the Southern Argolid: its History, Causes and Archaeological Implications», Joumal ofArchaeologίcal Science, Vol. 11, 1984, σ. 281-306. Preucel R., Hodder 1. ( επιμ.), ContemporaryArchaeology ίn Theory, Blackwell, Οξφόρδη 1996. Renfrew A.C., «Trade as action at a distance: questions of integration and communication», στο Sabloff J., Lamberg-Karlowsky C.C. (επιμ.),Αncίent Cίvilίsatίon and Trade, Albuquerque 1975. Renfrew C., Wagstaff J. (επιμ.),Αn Island Polity. TheArchaeology ofExploίtation ίn Melos, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1982. Renfrew C., Zubrow Ε. (επιμ.), TheAncient Minds: Elements of Cognitίve Archaeology, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1994. Renfrew C., Shennan S. ( επιμ.), Rankίng, Re.source and Exchange: A.spect,ι; of the Archaeology ofthe Early European Society, Cambήdge University Press, Cambήdge 1982. Renfrew A.C., TheArchaeology of Cult, The Sancturay at Phylakopί, Thames and Hudson, Λονδίνο 1985. Rich J ., Wallace-Hadrill Α. ( επιμ.), City and Country ίn the Ancίent Woι·ld, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1991. Roberts Β.Κ., Landscapes of Settlement, Prehίstoιy to the Present, Routledge, Λονδί νο-Νέα Υόρκη 1996. Service Ε., Ρrίmίtίνe Social Organίzatίon, Random House, Νέα Υόρκη 1973. Shackley Μ, Envίronmenta!Archaeology, Allen and Unwin, Λονδίνο-Βοσtό)νη 1982. Shanks Μ., Tilley C., Recon.structίngAι·chaeology: Theoιy and Practίce, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1992. Shanks Μ., «Style and Design of a Perfume Jar fωm an Archaic Greek City State», Journal ofEuωpeanAι·chaeology, Vol.], 1993, σ. 77-106.
242
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Sheridan Α., Bailey G. (επιμ.), EconomicArchaeology,. BAR International Series 96, Οξφόρδη 1981. Sherratt Α., «Plough and Pastoralism: aspects of the secondary products revolution», στο Hodder 1. et al. (επιμ.), Patterns of the Past, Cambridge University Press, Καί μπριτζ 1981, σ. 261-305. Snodgrass Α.Μ., «Survey Archaeology and the Rural Landscape of the Greek City», στο Murray Ο., Price S. (επιμ.), The Greek cίty fromHomer to Alexander, Clarendon Press, Οξφόρδη 1990, σ. 113 κ.ε. Tilley Chr. (επιμ.), Reading Material Culture: Structurali.sm, Hermeneutic.s and Post Structuι·alίsm, Blackwell, Οξφόρδη 1990. Tilley Chr.,A Phenomenology of Landscape. Places, Paths and Monuments, Berg, Οξφόρδη 1994. Torrence R., Productίon and Exchange of Stone Tools: Prehί.
Cambridge 1989. van Andel Τ.Η., Zannger Ε., Demetrack Α., «Land Use and oil Erosion in Prehistoric and Historical Greece», Journal ofFίeldArchaeology, vol. 17, 1990. Vita-Finzi C.,Archaeological Sites ίn their Settίng.s, Thames and Hudson, Λονδίνο
1978. Voutsaki S., «Social and political processes in the Mycenaean Argolid: the evidence from the mortuary practices», στο Laffineur R., Niemeier W.-D. (επιμ.), Politeίa: Socίety and State ίn theAegean BronzeAge, Aegaeum 12, Λιέγη 1995, σ. 55-66. Wagstaff J .Μ. ( επιμ.), Landscape and Culture: Geographical anclArchaeologίcal Perspectives, Blackwell, Νέα Υόρκη 1987. Wagstaff M., Cherry J.F., «Settlement and Resources», στο Renfrew C., Wagstaff Μ. (επιμ.),An I.sland Polίty. TheArchaeology ofExploίtation in Melos, Cambridge
University Press, Καί μπριτζ 1982, σ. 246-263.
Wason Ρ.Κ., The Archaeology of Rank, Cambridge University Press, Καίμπριτζ
1994. Watrous L.V. et al., «Α Survey of the Western Mesara Plain in Crete: Preliminary Report of the 1984, 1986, and 1987 Field Seasons»,He.sperίa, Vol. 62, 1993, σ. 191-248. Whitelaw Τ., «The settlement at Fournou Koryfi Myrtos and Aspects of Early Minoan Social Organization», στο Krzyszkowska Ο., Nixon L. (επιμ.), Minoan Socίety, Bristol Classical Press, Bristol 1983, σ. 323-345. Whitley D.S. (επιμ.), Reader inArchaeologίcal Theory. Post-Processual and Cognίtive Approache:;;, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1998. Wright J.C., «From Chief to King in Mycenaean Society», στο Rehak Ρ. (επιμ.), The Role of the Ruler ίn the PrehistorίcAegean, Aegaeum 11, Universite de Liege -
University of Texas at Austin 1995, σ. 63-81. Yakar Υ., The Late Prehi.\'tory ofAnatolia, BAR IS 268(i), Οξφόρδη 1985. Zangger Ε., «Neolithic to Present Soil Erosion in Greece», στο Bell Μ., Boardman Ι. ( επιμ.), Past and Pre.sent Soίl Ero.sίon. Archaeological and Geographίcal Perψective.s, Oxbow, Οξφόρδη 1992, σ. 133-147.
243
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
61
ΚΛΑΔΟΙ ΚΑΙ ΙΙΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. ΗΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Αλ. Κουκουζέλη Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να εξετάσει την προβληματική και τις θεω ρητικές προσεγγίσεις της Αρχαιολογίας στην προσπάθειά της να κατανοήσει και να ερμηνεύσει το ανθρώπινο παρελθόν και ειδικά την πολιτισμική αλλαγή.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • αναφέρετε τους κύριους θεωρητικούς κλάδους ή «σχολές» της Αρχαιολογίας • απαριθμείτε τις κύριες χρονικές περιόδους της αρχαιολογικής προβληματι κής και θεωρίας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας • περιγράφετε τις διάφορες μεθόδους προσέγγισης που υιοθέτησε η Αρχαιο λογία διαμέσου της ιστορίας της για την ερμηνεία των αρχαίων πολιτισμών και ειδικά της πολιτισμικής αλλαγής • αναλύετε τους διαδοχικούς στόχους της Αρχαιολογίας διαμέσου της ιστορίας της.
Προσδοκώμενα
• • • • • • • • • • • •
Πολιτισμικός εξελικτισμός (Cultural Evolutίonίsm) Πολιτισμική Εξελικτική Αρχαιολογία (Cultural EvolutίonaιyArchaeology) Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία (Cultural HistorίcalArchaeology) Νέα ή διαδικαστική Αρχαιολογία (New or Processua!Archaeology) Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία (Post-ProcessualArchaeology) Πολιτισμική αλλαγή (Cultuι·al change) Πολιτισμική ιστορία (Cultural histoιy) Πολιτισμική διαδικασία (Cultural process) Πολιτισμικό σύστημα (Cultural sy:ιtem) Συμβολική (κοινωνική) δομή (symbolic (:ιοcίαl) :ιtructure) Ερμηνευτική προσέγγιση (hermeneutίc approach) Γνωστική (Διαδικαστική) Αρχαιολογία (Cognitίve (Proce,'i:ιual)Archaeology)
Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με την αρχαιολογική προβληματική και θεωρία. Η θεωρία συστηματοποιεί και δίνει συνοχή σε ένα σύνολο γνώσεων, γι' αυτό είναι απαραίτητη στην Αρχαιολογία ώστε να μπορέσει αυτή να διαμορφωθεί σε έναν ολοκληρωμένο επιστημονικό κλάδο - κάθε επιστήμη ορίζεται διαμέσου της θεωρίας της. Επιπλέον, η θεωρία αποτελεί ένα απαραίτητο υπόβαθρο για την αρ χαιολογική πρακτική και οι δύο είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους. Τα τελευ-
Αποτελέσματα
Έννοιες Κλειδιά
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
245
.ill:%%�1 tll1������'/t%W?�E&Th%%�'J'�1;,½i6'1&:�1'&%H:<;;��&�W��*W:!�fmi.,_�%tNWJ$:W¾-W@)-m:mt4'"'1ί,Ψ&Ψ��*4
ταία χρόνια η αρχαιολογική θεωρία έχει όλο και μεγαλύτερη απήχηση σε ορισμέ να μέρη του κόσμου, ιδίως στη Μεγάλη Βρετανία και τη Βόρεια Αμερική. Δυστυ χώς, όμως, σε πολλές χώρες υπάρχει σήμερα ένα είδος χάσματος μεταξύ αρχαιο λογικής θεωρίας και πρακτικής: οι περισσότεροι αρχαιολόγοι, ιδίως όσοι ασχο λούνται κυρίως με ανασκαφές (ειδικά σε χώρες με πλούσια κληρονομιά που απει λείται διαρκώς με καταστροφή, όπως η Ελλάδα), δεν ενδιαφέρονται για την αρ χαιολογική θεωρία και μάλιστα συχνά την αντιμετωπίζουν με δυσπιστία, στρέφο ντας εξ ολοκλήρου τη προσοχή τους στα ίδια τα αρχαιολογικά δεδομένα και την αρχαιολογική μέθοδο. Στην ουσία, όμως, η αρχαιολογική πρακτική πάντα εμπε ριέχει θεωρία. Είτε το θέλουν είτε όχι, οι αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν πάντοτε θε ωρία, ακόμη και όταν δηλώνουν ότι προτιμούν να «απέχουν» από αυτήν, αφού η αποχή από τη θεωρία μπορεί να θεωρηθεί και αυτή ως μια θεωρητική θέση. Πιο συγκεκριμένα, η θεωρία είναι για τους αρχαιολόγους ένας τρόπος για να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν, να εξηγήσουν την αρχαιολογική μαρτυρία που φθάνει στα χέρια τους μέσα από τη μακρά ιστορία της ανθρωπότητας και, με τον τρόπο αυτό, να γεφυρώσουν το παρελθόν με το παρόν. Τα τελευταία εκατόν πενή ντα χρόνια, και ιδίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά, η Αρχαιολογία μέσα από διάφορες «σχολές» ή θεωρητικές προσεγγίσεις ανέπτυξε και αναπτύσσει διαρκώς διάφορες ερμηνείες του ανθρώπινου παρελθόντος, η καθεμιά από τις οποίες είναι σαφώς επηρεασμένη από τα διανοητικά ρεύματα της εποχής της. Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει κατ' αρχήν με έναν όσο το δυνατόν σαφέστερο τρόπο τις κυριότερες τάσεις ή «σχολές» της αρχαιολογικής προβληματικής και θεω ρίας, από τον κόσμο της Ευρώπης και της Β. Αμερικής (ενότητες 6.1-6.4). Η τελευ ταία ενότητα (6.5) είναι αφιερωμένη στις προοπτικές της αρχαιολογικής θεωρίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στη Μεταδιαδικαστι κή Αρχαιολογία και στην κριτική που άσκησε η σχολή αυτή στην προκάτοχό της, τη Διαδικαστική Αρχαιολογία (ενότητα 6.4) για τους εξής λόγους: α) λόγω της με γάλης διάστασης που έλαβε η διαμάχη ανάμεσα στις δύο αυτές θεωρητικές σχολές κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, β) λόγω της πληθώρας θεωριών και απόψεων αλλά και των ζωηρών συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους της Μετα διαδικαστικής Αρχαιολογίας, και της μεγάλης επικαιρότητάς τους, και γ) λόγω της δυσνόητης φύσης των θεωριών της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας η απόδοση των θεωριών αυτών στα διάφορα αρχαιολογικά συγγράμματα γίνεται συνήθως με τη χρήση μιας ειδικής φρασεολογίας, με έννοιες και επιχειρήματα που αντλούνται από τη Φιλοσοφία, τις κοινωνικές επιστήμες και άλλους κλάδους των ανθρωπιστι κών επιστημών. (Για την πληρέστερη κατανόηση αυτών των εννοιών και θεωριών, αλλά και άλλων που αναφέρονται στην ενότητα 6.3, παρατίθεται ένα Γλωσσάρι στο τέλος του κεφαλαίου, στο οποίο παραπέμπουν οι λέξεις που σημειώνονται με αστερίσκο.) Τέλος, ας σημειωθεί ότι ο άμεσος και φανερά «εριστικός» τόνος που χαρακτηρίζει την έκθεση των κύριων θεωρητικών θέσεων της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας έναντι αυτών της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας (υποενότητα 6.4.1) είναι σκόπιμος, ώστε να αποδοθεί πιο παραστατικά και με πιο κατανοητό τρόπο η έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο σημαντικότερες σχολές της θεωρητικής Αρχαιολογίας.
246
ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τέλος, ας σημειωθεί ότι, όπως και στα προηγούμενα κεφάλαια, για ορισμένες εικόνες του κειμένου θα χρειαστεί να ανατρέξετε στο Προτεινόμενο Βιβλίο των Renfrew C.-Bahn Ρ.,Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμο γές, μτφρ. 1. Καραλή- Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμί τσα, Αθήνα 2001. Η παραπομπή στις εικόνες του βιβλίου αυτού θα γίνεται ως εξής: R&B: σελίδα.
247
�½
i®@'tt%100UN
1��®'.�t!tffiW�"-'Q, ;;
l
i��''WWW'i&Wt'Θ1t��ί%WJ$s"\�¾®1@{i':.!i1�
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Αρχαιολογία είχε πλέον ξεπεράσει το στάδιο του αρχαιοσυλλεκτισμού, δηλαδή της συλλογής και μελέτης αρχαίων αντικειμένων ή τεχνέργων αποκλειστικά και μόνο για την αξία τους, και είχε αρχίσει να χρησιμο ποιεί συστηματικές και «επιστημονικές» μεθόδους ταξινόμησης αρχαιολογικού υλικού και ανασκαφής (βλ. στο ακόλουθο σκιασμένο κείμενο).
Οι απαQχές της «επιστημονικής» ΑQ:χ;αιολογίας
Η πρώτη συστηματική ταξινόμηση αρχαιολογικού υλικού, η οποία αποτέλε σε ένα επαναστατικό βήμα, διότι έδωσε στην Αρχαιολογία ένα πρώτο ιστο ρικό και χρονολογικό πλαίσιο για την ερμηνεία του παρελθόντος, ήταν το Σύστημα των Τριών Εποχών, το οποίο ανέπτυξε ήδη στις αρχές του 19ου αι ώνα (1836) ο Δανός αρχαιολόγος C.J. Thomsen. Το σύστημα αυτό, του οποίου η εγκυρότητα αποδείχθηκε με τις στρωματογραφικές ανασκαφές του J.J. Worsaae, συνεργάτη του Thomsen, και το οποίο χρησιμοποιείται ακόμη στις μέρες μας για την ταξινόμηση του προϊστορικόύ υλικού, υποστή ριζε ότι η προϊστορική κοινωνία αναπτύχθηκε προοδευτικά περνώντας από τρία στάδια, την εποχή του Λίθου, την εποχή του Χαλκού και την εποχή του Σιδήρου. Οι πρώτες συστηματικές και «επιστημονικές» ανασκαφές, που βα σίζονταν σε μια λεπτομερή και «αντικειμενική» καταγραφή των δεδομένων, διεξήχθησαν το 1894 από τον Άγγλο αρχαιολόγο και στρατηγό Α. L-F. Pitt Rivers (R&B: 32). Χάρη στις μεθόδους αυτές, στην πρόοδο της γεωλογικής επιστήμης και σε μια σειρά από έρευνες, που είχαν διεξαχθεί σε διάφορα μέρη του κόσμου, η Αρχαιο λογία είχε αποκτήσει ένα πλήθος νέων μαρτυριό)ν, που καταδείκνυαν τόσο τη με γάλη αρχαιότητα του ανθρώπινου είδους όσο και την τεράστια ποικιλία της αρχαι ολογικής μαρτυρίας και των ανθρώπινων πολιτισμών (βλ. αντίστοιχα στα ακόλου θα σκιασμένα κείμενα). Η 41Qχαιότητα του ανθQώπινου είδους: Γεωλογία, Βιολογία και ΑQ:χ;αιολογία Η αρχαιότητατου ανθρώπινου είδους αποδείχθηκε το 1859 (απορρίπτοντας έτσι οριστικά την παλιά δοξασία ότι η Δημιουργία του κόσμου έλαβε χώρα στις 23 Οκτωβρίου 4004 π.Χ. με βάση την Παλαιά Διαθήκη) χάρη στην ανά πτυξη της γεωλογικής στρωματογραφίας και την καθιέρωση στη δεκαετία του 1830 της «ομοιομορφιστικής» θεωρίας (unifoπnitarianίsm) στη Γεωλο γία. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η Γη δεν διαμορφώθηκε χάρη στη θεία δη μιουργία αλλά χάρη σε φυσικές διαδικασίες, οι οποίες έδρασαν, κατά τον ίδιο τρόπο που δρουν και σήμερα, για πάνω από 6.000 χρόνια και ευθύνο νται για τα διάφορα γεωλογικά στρώματα. Η θεωρία αυτή εφαρμόστηκε στην Αρχαιολογία προτρέποντας τους αρχαιολόγους στη στρωματογραφική ανασκαφή, γεγονός που βοήθησε να εκτιμηθεί η σημασία μιας σειράς ανα-
248
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
καλύψεων που είχαν γίνει κυρίως στη Γαλλία με πρωτοπόρο τον Boucher de Perthes. Οι ανακαλύψεις αυτές σuνίσταντο στο συσχετισμό απολιθωμένων ζώων, τα οποία ανήκαν σε είδη που είχαν εκλείψει προ πολλού (πτεροδά κτυλοι, μαλλιαροί ρινόκεροι, μαλλιαρά μαμούθ κ.λπ.), και ανθρώπινων ερ γαλείων μέσα στα ίδια γεωλογικά στρώματα - απτή απόδειξη της μεγάλης αρχαιότητας του ανθρώπινου είδους, η οποία έγινε τελικά γενικά αποδεκτή το 1859. Σίγουρα δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι το 1859 ήταν επίσης η χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το περίφημο βιβλίο του Δαρβίνου Περί της Καταγωγής των Ειδών (R&B: 25), το οποίο περιέγραφε τη θεωρία και τον τρόπο λειτουργίας της εξέλιξης των ειδών και περιείχε την υπόθεση ότι τα ανθρώπινα όντα κατάγονται από πιθηκοειδείς προγόνους, παρέχο ντας ταυτόχρονα το θεωρητικό πλαίσιο για μια ιστορία της ανθρωπότητας που έφθανε μακριά στο απώτατο παρελθόν. Στο μεταξύ, όμως, η ίδια η Αρ χαιολογία είχε επίσης εξασφαλίσει την πρώτη επιστημονική μαρτυρία ότι οι άνθρωποι είχαν κάποιους εξελικτικούς δεσμούς με τους πιθήκους, χάρη στην ανακάλυψη ενός κρανίου με πιθηκοειδή χαρακτηριστικά στο σπήλαιο του Νεάντερταλ στη Γερμανία, το 1857.
Η ποικιλία των ανθρώπινων πολιτισμών
Η μεγάλη ποικιλία των ανθρώπινων πολιτισμών ανά τον κόσμο καταδείχτη κε από μια σειρά ανακαλύψεων, οι οποίες άρχισαν ήδη την εποχή της ευρω παϊκής Αναγέννησης (όταν Βορειοευρωπαίοι «αρχαιοδίφες» άρχισαν να επισκέπτονται την Ιταλία και την Ελλάδα με σκοπό να περιγράψουν αρχαία μνημεία και να συλλέξουν κλασικές αρχαιότητες) και συνεχίστηκαν με την πρώτη ανασκαφή στη ρωμαϊκή πόλη της Ηράκλειας (Herculaneum) το 1738 (R&B: 22-23) και με την εκτεταμένη ανασκαφική δραστηριότητα που ακο λούθησε απ' άκρου εις άκρον της Ευρώπης σε όλο τον υπόλοιπο 180 αιώνα. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, άλλες ανασκαφές έφεραν στο φως τους προστορικούς πολιτισμούς της Ελλάδάς (τον μινωικό και τον μυκηναϊκό), καθώς και τους πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, ενώ στην Αμερική αρχαιολόγοι (παράλληλα με εθνολόγους) ανακάλυψαν τους πολι τισμούς της Μεσοαμερικής (των Μάγια και των Αζτέκων) αλλά και τους διάφορους πολιτισμούς των Ινδιάνων (R&B: 28-29). Με όλο αυτό το πλούσιο υλικό στα χέρια τους, ήταν φυσικό οι αρχαιολόγοι να προβληματιστούν και να θέσουν διάφορα ερun11ματα για το ανθρώπινο παρελθόν, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα βασικά ερωτήματα από τα οποία εξαρτά ται γενικά η γνώση: «Τι;», «Πού;», «Πότε;», «Πώς;» και «Γιατί;». 1 Χάρη στο ερώτηΠρβλ. το γνωστό πο(ημα του Rιιdyaι·d Kiρling: Ί�χω έξι τ(μιους υπηρέτες/(Μου έμαθαν όλα όσα ξέ ρω)/Τα ονόματά τους είναι Τι και Γιατί/ και Πότε/Και Πώς και Πού και Ποιος. /Τους στέλνω σε στεριά και θάλασσα, /Τους στέλνω σε δύση και ανατολή/Αλλά μόλις τελειώσουν τη δουλεai τους για μένα, /Τους αφήνω να αναπαυτούν (μτφρ. σιιγyρ.). 1
249
Ε'Ι :m: ο
,Α®!ι;
λ�
�����J&,�
Υ((W'ί,%
J! $ί,, � /4%
@
�'f�4W
μα «Γιατί;», το πιο ουσιαστικό αλλά και το πιο δύσκολο απ' όλα, αναπτύχθηκε κυ ρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά η αρχαιολογική θεωρία. Το ερώτημα αυτό εκφράζει μια προσπάθεια κατανόησης και εξήγησης των πολιτισμών του παρελθό ντος και της εκπληκτικής ποικιλομορφίας τους, με άλλα λόγια της πολιτισμικής αλ λαγής, και μπορεί να τεθεί πιο περιφραστικά ως εξής: «Γιατί υπάρχουν τόσες πολ λές διαφορές και διακυμάνσεις στους πολιτισμο?'Jς απ' άκρου εις άκρον του κόσμου διαμέσου των χιλιετιών;» ή «Γιατί οι πολιτισμοί αλλάζουν διαμέσου του χρόνου;».
Παράδειγμα 1 Ορισμέν_? παραδείγματα από ερωτήματα του τύπου «Γιατί;» στην Αρχαιολογία είναι: «Γιατί ο πολιτισμός της αρχαίας Αιγύπτου χαρακτηρίζεται από πυραμίδες;» «Γιατί υπάρχουν μεγαλιθικά μνημεία στη Δυτική Ευρώπη κατά τη Νεολοθική εποχή;» «Γιατί αναπτύχθηκε η γεωργία;» «Γιατί εμφανίστηκαν τα κράτη;» «Γιατί κατέρρευσε ο (τάδε) πολιτισμός;»
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, την προβληματική και τις θεωρητικές προσεγγίσεις της Αρχαιολογίας διαμέσου της πολύχρονης ιστορίας της, καθώς και τις προοπτικές της αρχαιολογικής θεωρίας στις μέρες μας.
250
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 6.1
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (CULTURAL EVOLUTIONARY ARC1HAEOLOGY) Στα τέλη του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα στις δεκαετίες του 1860 και 1870, η Αρχαιολογία τελούσε υπό την άμεση επίδραση της Εθνολογίας. Έτσι, στην προ σπάθειά της να ερμηνεύσει τους αρχαίους πολιτισμούς και την πολιτισμική αλλα γή, υιοθέτησε την προσέγγιση του πολιτισμικού εξελικτισμού (cultural evolutionίsm), η οποία χαρακτήριζε την Εθνολογία της εποχής.2 Η προσέγγιση αυ τή βασιζόταν στη θεωρία ότι οι ανθριδπινες κοινωνίες εξελίσσονται ακολουθώ ντας μια γραμμική πορεία προς τον πολιτισμό (το ύψιστο ανθρώπινο επίτευγμα) και περνώντας μια σειρά από στάδια, από το απλό (και κατώτερο) στο σύνθετο (και ανώτερο). Πρόκειται για τη θεωρία της μονογραμμικής πολιτισμικής εξέλιξης (unίlinear cultural evolution).
6.1.1
Η γένεση τη; πολιτισμική; εξελικτική; προσέγγιση;
Η πολιτισμική εξελικτική προσέγγιση και η θεωρία της μονογραμμικής πολιτι σμικής εξέλιξης (unίlίnear cultural evolutίon) έχουν τις ρίζες τους στον 180 αιώνα και τις πολιτικές ιδέες των φιλοσόφων του Διαφωτισμού, οι οποίοι πίστευαν στην πρόοδο όλης της ανθρωπότητας προς τον πολιτισμό. Στη μονογραμμική εξελικτική θεωρία του Διαφωτισμού, η ψυχική και φυσική ενότητα, η ομοιογένεια του ανθρώ πινου είδους, ήταν δεδομένη, ώστε οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και των πο λιτισμών, και επομένως η πολιτισμική πρόοδος και εξέλιξη, αποδίδονταν σε φυσι κούς παράγοντες και στην ικανότητα του ανθρώπου να ελέγχει το περιβάλλον του με τον ορθό λόγο, δηλαδή με τη λογική του. Όμως, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής, αυτή η εξελικτική θεωρία εκφυλίστηκε και έλαβε ρατσιστικό χαρακτήρα, λόγω του εθνικιστικού κλίματος που επικράτησε στην Ευρώπη μετά από τις κατα κτήσεις του Ναπολέοντα. Τώρα, η πολιτισμική διαφοροποίηση και αλλαγή αποδί δονταν αποκλειστικά σε βιολογικούς, φυλετικούς παράγοντες. Το 1859 αυτή η ρα τσιστική εξελικτική θεωρία απέκτησε επιστημονική αξιοπιστία με τη θεωρία του Κάρολου Δαρβίνου για τη βιολογική εξέλιξη των ειδών με βάση τη φυσική επιλογή (στο έργο του Περί της Καταγωγής των Ειδών).
2 Δεν μπορο1Jμε να μιλήσουμε ακόμη περί «Κοινωνικής Ανθρωπολογίας», διότι ο επιστημονικός αυτός κλάδος ιδρύθηκε αργότερα, στη δεκαετία του 1920, από τους Β. Malinowski και Α. R. Radclίffe-Brown, σε αντιπαράθεση με την Εθνολογία, η οποία είχε συνδεθεί με τη μονογραμμική εξελικτική οπτική και τις θεωρίες περί διάδοσης του πολιτισμοιJ που θα δο1Jμε στα επόμενα.
251
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.1
6.1.2
Η προβληματική tης Πολιτισμικής Εξελικτικής Αρχαιολογίας
Ο κυριότερος εκπρόσωπος του πολιτισμικού εξελικτισμού στην Αρχαιολογία είναι ο J. Lubbock (1865). Ο Lubbock πίστευε ότι η ταξινόμηση των σύγχρονων κοινωνιών από τους εθνολόγους σε μια σειρά από τις πιο απλές στις πιο σύνθετες έδινε μια εικόνα των σταδίων διαμέσου των οποίων εξελίχθηκαν οι πολιτισμοί του παρελθόντος. Επομένως, αν οι αρχαιολόγοι προσδιόριζαν το στάδιο εξέλιξης στο οποίο είχε φθάσει ένας συγκεκριμένος πολιτισμός του παρελθόντος, θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τον πολιτισμό αυτόν χρησιμοποιώντας εθνογραφικά δεδομένα από σύγχρονους πολιτισμούς ανά τον κόσμο που βρίσκο νταν στο ίδιο εξελικτικό στάδιο. Ο Lubbock διέκρινε ανάμεσα σε «εξελιγμένους» και «πρωτόγονους» αρχαίους πολιτισμούς και πρότεινε, με ένα καθαρά δαρβινι κό πνεύμα, ότι οι πολιτισμικές διαφορές οφείλονται στη διαδικασία της φυσικής επιλογής (δηλαδή της επιβίωσης των ισχυροτέρων), με άλλα λόγια στις διαφορετι κές βιολογικές (διανοητικές, συναισθηματικές) ικανότητες της κάθε κοινωνίας.3 Λίγο αργότερα, ο εθνολόγος Ε.Β. Tylor (1871) κατασκεύασε ένα παγκόσμιο ερμηνευτικό σχήμα μονογραμμικής πολιτισμικής εξέλιξης, το οποίο διέκρινε τρία στάδια: «αγριότητα», «βαρβαρότητα» και «πολιτισμό». Ο εθνολόγος L.H. Morgan (1877), από την πλευρά του, επινόησε ένα ακόμη πιο προκατειλημμένο εξελικτικό σχήμα, το οποίο περιλάμβανε επτά εξελικτικά στάδια και είχε μια ισχυρή επίδρα ση στους αρχαιολόγους της Β. Αμερικής. Οι εξωπραγματικές και καθαρά υποθετικές θεωρίες της Πολιτισμικής Εξελικτι κής Αρχαιολογίας για τους διάφορους πολιτισμούς και την πολιτισμική αλλαγή, οι ιδέες περί βιολογικών, φυλετικών διακρίσεων μεταξύ των λαών της Γης και περί πα γκοσμιότητας (με την αναγκαστική ένταξη όλων των πολιτισμών του κόσμου σε μια και μόνη, ενιαία εξελικτική σειρά) αντανακλούσαν τον εθνοκεντρισμό και την αποι κιοκρατική νοοτροπία των Ευρωπαίων της εποχής και εξυπηρετούσαν τις μεγάλες αυτοκρατορικές δυνάμεις της Ευρώπης. Ένα άλλο σοβαρό μειονέκτημα της Πολιτι σμικής Εξελικτικής Αρχαιολογίας είναι ότι στηριζόταν υπερβολικά στην Εθνολο γία, αποδεχόμενη de facto όλα τα δεδομένα της τελευταίας, χωρίς κανέναν συστημα τικό έλεγχο και αρνούμενη, επομένως, την ίδια την ικανότητά της να κατανοήσει και να ερμηνεύσει το ανθρώπινο παρελθόν. Η κατάσταση αυτ11 δεν βοηθούσε στην ανά πτυξη της αρχαιολογικής θεωρίας και οδηγούσε την Αρχαιολογία σε αδιε'ξοδο.
Ι[:>-
Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο β Μπορείτε να εκθέσετε σε περίπου 50 λέξεις τον τρόπο θεώρησης του πολιτισμού από την Πολιτισμική Εξελικτική Αρχαιολογία; Ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέ χοντας στην εισαγωγική παράγραφο της ενότητας 6.1. 3 Η αντίληψη του Δαρβίνου για την πολιτισμική εξέλιξη
των ανθρώπινων κοινωνιών ήταν μια επέκτα ση της αντίληψής του για τη βιολογική εξέλιξη των ειδών. Έτσι, ο Δαρβίνος τοποθετούσε τις ανθρώπι νες κοινωνίες σε μια εξελικτική κλίμακα, η οποία έβαινε απ6 τις κοινωνίες που λίγο διέφεραν απ6 αυ τές των πιο εξελιγμένων πιθήκων μέχρι τις πολύ εξελιγμένες βιολογικ(i κοινωνίες.
252
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 6 Μπορείτε να εξηγήσετε σε περίπου 80 λέξεις τους λόγους για τους οποίους η εξήγηση που έδωσε η Πολιτισμική Εξελικτική Αρχαιολογία σrην πολιτισμική αλλαγή φαίνεται σήμε ρα εξωπραγματική; Ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέχοντας σrην υποε νότητα 6.1.2.
253
�¾����4:m:����1:����wm!�
Ενότητα 6.2 ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (CUI�TURE-HISTORICAL AllCHAEOLOGY) Η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το νέο αυτό ρεύμα επέφερε ένα οριστικό πλήγμα στην Πο λιτισμική Εξελικτική Αρχαιολογία αντικαθιστώντας τον εξελικτικό προσανατολι σμό της τελευταίας με έναν ιστορικό προσανατολισμό και αντιπαρατάσσοντας στην ιδέα της πολιτισμικής παγκοσμιότητας την ιδέα της πολιτισμικής ιδιαιτερότη τας (cultural partίcularίsm). Η προσέγγιση που υιοθέτησε η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία είναι η λεγόμενη πολιτισμική ιστορική προσέγγιση (culture hίstorίcal approach).
6.2.1
Η γένεση της πολιτισμικής ιστορικής προσέγγισης
Η πολιτισμική ιστορική προσέγγιση διαμορφώθηκε σταδιακά από μια γενική τάση που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1880 μέσα σε μια ατμόσφαιρα αυξανόμενου εθνικισμού στην Ευρώπη και βασιζόταν στη δοξασία ότι ο λαός κάθε ευρωπαϊκού κράτους αποτελούσε μια ξεχωριστή εθνική ομάδα με τη δική της ιδιοσυγκρασία και τα δικά της βιολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία προκαθόριζαν την πολιτισμι κή συμπεριφορά της. Οι αρχαιολόγοι που ακολουθούσαν την τάση αυτή, κυρίως στη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη μελέτη της γεωγραφικής κατανομής και της χρονολόγησης τεχνέργων, τα οποία θεωρού σαν χαρακτηριστικά συγκεκριμένων εθνικών ομάδων ή πολιτισμών του παρελθό ντος, με στόχο να ανασυνθέσουν τον χάρτη της αρχαίας Ευρώπης και να ενισχύ σουν με τον τρόπο αυτό την ιστορία κάθε ευρωπαϊκού κράτους. Γεννήθηκε, έτσι, στην Αρχαιολογία η ιδέα του πολιτισμού (culture) ως ενός συνόλου χαρακτηριστι κών που σχετίζονταν με ιδιαίτερες πολιτισμικές ή εθνικές ομάδες του παρελθό ντος, οι οποίες είχαν τον δικό τους τρόπο ζωής και τις δικές τους ιδέες, που μεταδί δονταν από γενεά σε γενεά διαμέσου της παράδοσης.
Παράδειγμα 2 Η νέα ιδέα του αρχαιολογικού πολιτισμού εμφανίζεται ήδη στο έργο του Η. Schliemann και του Α. Evans. Αναζητώντας αρχαίες υλικές μαρτυρίες που θα επιβεβαίωναν και θα εμπλούτιζαν τις υπάρχουσες ιστορικές γνώσεις για την Τροία και τις Μυκήνες, καθώς και για την Κρήτη αντίστοιχα, αυτοί οι δύο διάση-
254
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μοι αρχαιολόγοι διtκριναν στα τtλη του 19ου αιώνα και στις αρχtς του 20ού ανό μεσα σε δύο πολιτισμούς της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, το μυκηναϊκό και το μινωικό πολιτισμό.
Παράλληλα με την ιδέα του αρχαιολογικού πολιτισμού, γεννήθηκε στη δεκαε τία του 1880 η ιδέα ότι, αφού η συμπεριφορά ενός λαού εξαρτάται άμεσα από τη βιολογική του σύνθεση, η πολιτισμική αλλαγή είναι αντίθετη προς την ανθρώπινη φύση και δεν μπορεί επομένως να προέλθει από τα ίδια τα άτομα αλλά μόνον από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η διάδοση (dίffusion) νέων ιδεών από μια εθνική ομάδα σε μια άλλη και η μετανάστευση, που οδηγεί στην αντικατάσταση ενός λα ού και του πολιτισμού του από έναν άλλο. Μια σημαντική προσωπικότητα της νέας αυτής τάσης, στη μετάβαση από την Πολιτισμική Εξελικτική στην Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία, ήταν ο Oscar Montelius. Ο Montelius ανέπτυξε την τυπολογική μέθοδο (βλ. υποενότητα 4.2.1 και ενότητα 5.1), χάρη στην οποία μπόρεσε να συγκρίνει και να ταξινομήσει σε ομάδες διαφόρους τύπους τεχνέργων και με βάση τις ομάδες αυτές (οι οποίες υπο τίθεται ότι αντιπροσώπευαν διάφορους αρχαίους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς) να κατασκευάσει πολιτισμικές χρονολογικές σειρές ή ακολουθίες (chronological sequences) απ' άκρου εις άκρον της Ευρώπης, συμβάλλοντας έτσι στην ευρωπαϊκή προϊστορία.4 Η εξήγηση που έδωσε ο Montelius για την πολιτισμική εξέλιξη της Ευρώπης ήταν ότι αυτή οφειλόταν στη μετάδοση του πολιτισμού από προηγμένα κέντρα της Εγγύς Ανατολής προς τα δυτικά χάρη σε διαδοχικά κύματα διάδοσης και μετανάστευσης.
6.2.2
Η προβληματική της Πολιτισμικής Ιστορικής Αρχαιολογίας
Θεμελιωτές της πολιτισμικής ιστορικής προσέγγισης, στην οποία στηρίχθηκε η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία, μπορούν να θεωρηθούν οι Franz Boas και Gordon Childe. Ο Franz Boas, εθνολόγος με σημαντική επιρροή στους αρχαιολ6γους της Β. Αμερικής στο μεταίχμιο 19ου και 20ού αιώνα, πίστευε ότι ο κάθε πολι τισμός πρέπει να κατανοείται με τους δικούς του όρους, εφόσον είναι μια συλλογή από ιδιάζοντα κοινά χαρακτηριστικά και γενικά παραδεκτούς κανόνες (unίversal noιms), που διαμορφώθηκαν μέσα από μοναδικές ιστορικές συγκυρίες και μια συ γκεκριμένη πορεία πολιτισμικής εξέλιξης (ιδέα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας/ cultural partίcularίsm ). Επομένως, δεν υπάρχει παγκόσμιο μέτρο που να μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει για να συγκρίνει το βαθμό εξέλιξης των διαφόρων πολι τισμιδν (ιδέα του πολιτισμικού σχετικισμού/cu/tuι·α/ 1-elativίsm ). Με βάση το σκεπτισημειωθεί ότι ο Montelίu.v επεξεργάστηκε την προσέγγιση του C'.J. Thom.ven (βλ. Εισαγωγή) και ότι, χάρη στην τυπολογικ1i μέθοδο που επινόησε, μπόρεσε να υποδιαιρέσει την εποχή του ΧαλκοιJ στην ΕυροΊπη σε έξι περιόδους, τη Νεολιθική σε τέσσερις και την εποχή του Σιδήρου σε δέκα. 4 Ας
255
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.2
'!Jili!����11%'Ftwh�
κό αυτό, ο Boas αντιπρότεινε στην αυθαίρετη και γενικευτική προσέγγιση των οπαδών του εξελικτισμού μια στρατηγική αυστηρής έρευνας, η οποία έδινε έμφα ση στους επιμέρους πολιτισμούς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και συνί στατο στην προσεκτική συγκέντρωση και ταξινόμηση μεγάλων ποσοτήτων δεδο μένων με στόχο την ανασύνθεση της πολιτισμικής ιστορίας κάθε γεωγραφικής πε ριοχής. Επιπλέον, ο Boas πρότεινε ότι ο μόνος τρόπος για να ερμηνεύσει κανείς τους αρχαίους πολιτισμούς και την πολιτισμική αλλαγή είναι να προσδιορίσει τα διαδοχικά ιδιάζοντα επεισόδια διάδοσης ή μετανάστευσης που ευθύνονται για την εξέλιξη κάθε πολιτισμού. Ο Gordon Childe ήταν ο πρώτος που διέκρινε ανάμεσα στην Πολιτισμική Εξελικτική ΑQχαιολογία και την Πολιτισμική ΙσtΟQική ΑQχαιολογία, θεωρώντας την τελευταία ως τη μόνη κατάλληλη για τη μελέτη και ερμηνεία της ποικιλομορφίας των αρχαίων πολιτισμών. Ήταν επίσης ο πρώτος αρχαιολόγος που, από το 1925 και εξής, όρισε και εφάρμοσε συστηματικά σε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή, που κάλυπτε όλη την Ευρώπη, τη νέα έννοια του αρχαιολογικού πολιτισμού.5 Σύμφωνα με τον Childe, αφού τα αρχαία αντικείμενα εξέφραζαν τους διαφόρους πολιτισμικούς κανόνες που ίσχυαν σε έναν ορισμένο τόπο και χρόνο, ένας «αρχαιολογικός πολιτισμός» (archaeological culture) μπορούσε να οριστεί ως «ορισμένοι τύποι καταλοίπων -αγγείων, εργαλείων, κοσμημάτων, ταφικών εθίμων, κατοικιώνπου επανεμφανίζονταν σταθερά μαζί» (Childe, 1929, σ. V-VI) και να ταυτιστεί με μια συγκεκριμένη κοινωνία ή εθνοτική ομάδα του παρελθόντος. Ο Childe τόνισε ότι η χρονική διάρκεια και τα γεωγραφικά όρια του κάθε αρχαιολογικού πολιτισμού έπρεπε να προσδιοριστούν με βάση αντικείμενα (κυρίως τέχνεργα) που θεωρούνταν χαρακτηριστικά ενός πολιτισμού (διότι εμφανίζονταν επανειλημμένως μαζί στο χώρο και το χρόνο) και οι πολιτισμοί να ταξινομηθούν χρονολογικά με τη βοήθεια της στρωματογραφίας και της τυπολογίας (βλ. υποενότητες 3.3.3, 4.2.1 και ενότητα 5.1). Ακολουθώντας τη μέθοδο αυτή και χρησιμοποιώντας τις χρονολογικές σειρές του Montelius και χιλιάδες τέχνεργα, ο Childe μπόρεσε να ανασυνθέσει ένα τεράστιο μωσαϊκό από δεκάδες πολιτισμούς που κάλυπταν όλη την Ευρώπη (βλ. Σχήμα 1 του κεφαλαίου 2 στον τόμο Α της Θ.Ε. ΕΛΠ 10) και να καταρτίσει λεπτομερή διαγράμματα που έδειχναν τη χρονολογική και γεωγραφική κατανομή των αρχαιολογικών πολιτισμών. Το κύριο μέλημα της Πολιτισμικής Ιστορικής Αρχαιολογίας ήταν ακριβώς αυτού του είδους η συστηματική περιγραφή και ταξινόμηση στο χώρο και το χρόνο ενός πλήθους αρχαιολογικών δεδομένων με βάση τη μορφή τους και, στη συνέχεια, η κατάρτιση μιας μακράς χρονολογικής ακολουθίας πολιτισμών σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή (σύμφωνα με τη μέθοδο του Childe). Οι αρχαιολογικοί πολιτισμοί ταυτίζονταν με πολιτισμικές ή εθνοτικές ομάδες του παρελθόντος (στις οποίες δινόταν συνήθως ένα αυθαίρετο όνομα), ώστε η χρονολογική σειρά πολιτισμών έδινε μια εικόνα της ιστορίας Ο U. Kos.sίna είχε εφαρμόσει την έννοια αυτή πριν από τον U. C'hίlde, το 1911, αλλά σε μια περιοριιψέ νη γεωγραφική περιοχή, την Κεντρική Ευρώπη. Ο Kossίna προσπάθησε, με ένα ιδιαίτερα ρατσιaτικό πνεύμα, να οργανώσει μια σειρά από αρχαιολογικά δεδομένα για κάθε περίοδο της γερμανικής προϊ στορίας σε αρχαιολογικούς πολιτισμούς και να ανασυνθέσει έτσι την ιστορία του γερμανικο1J έθνους. 5
256
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
της εξεταζόμενης γεωγραφικής περιοχής, όπως όμως την αντιλαμβάνεται η περιγραφική, γεγονοτολογική Ιστορία. Η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία κατάρτισε έτσι εκατοντάδες διαγράμμα τα (με πρότυπο αυτά του Childe ), που πα ρουσίαζαν τις πολιτισμικές χρονολογίες δια φόρων γεωγραφικών περιοχό)ν ανά τον κό Ί σμο (όπως αυτό του Πίνακα 2/Κεφάλαιο 5, που αναφέρεται στους πολιτισμούς του Αι γαίου). Συνήθως, οι χρονολογικές ακολου θίες βασίζονταν στις τεχνοτροπίες (ή «ρυθ μούς») κεραμικής, που χαρακτήριζαν τον πολιτισμό ή τους πολιτισμούς μιας γεωγρα φικής περιοχής (μια τέτοια κεραμική χρονο λογική ακολουθία είναι αυτή της Εικόνας 1, η οποία σχετίζεται με τον μυκηναϊκό πολιτι σμό της ηπειρωτικής Ελλάδας). Η εξήγηση των πολιτισμών και της πο λιτισμικής αλλαγής απασχόλησε πολύ λιγό τερο την Πολιτισμική Ιστορική ή Κανονι στική Αρχαιολογία (Normatίve Archaeology ), όπως είναι αλλιώς γνωστή. Θεωρώντας τους πολιτισμούς αμετάβλητους (λόγω της ύπαρ ξης των πολιτισμικών κανόνων), η Πολιτι σμική Ιστορική Αρχαιολογία, συνεχίζοντας την τάση στην οποία προαναφερθήκαμε, απέδιδε την αλλαγή (με τη μορφή μεταβολών στους κανόνες) ως επί το πλείστον σε εξωτερικά αίτια, όπως στη διάδοση νέων ιδεών και πολιτισμικών χαρακτηριστι κών συνήθως από ένα ή δύο κέντρα πολιτισμού σε βάρβαρους πολιτισμούς της περιφέρειας, μέσω εμπορικών ανταλλαγών ή άλλου είδους επαφών, ή σε μετακι νήσεις ανθρώπων που είτε με μετανάστευση είτε με εισβολή εισήγαγαν νέα στοι χεία από έναν πολιτισμό σε έναν άλλο.
Εικόνα 1 Κεραμική χρονολογική ακολουθία του μυκηναϊκού πολιτισμού της ηπειρωτικής Ελλάδας Ιlηγή:
Treuil et al., 1996, εικ.38
Παράδειγμα 3 Ο Gordon Childe πίστευε ότι ο πολιτισμός είχε εξαπλωθεί, με τη διαδικασία της διάδοσης, από σημαντικές κοιτίδες πολιτισμού της Εyγύς Ανατολής προς τα δυτικά σε όλη την προϊστορική Ευρώπη (συμφωνώντας έτσι με τον Montelius). Ειδικά όσον αφορά τους μεγαλιθικούς τάφους, που είναι χαρακτηριστικοί της Δ. Ευρώπης, ο Childe τους ερμήνευσε ως μια εκφυλισμένη μορφή πυραμίδας και πρότεινε ότι η ιδέα αυτή είχε διαδοθεί στη Δ. Ευρώπη από Αιγύπτιους εμπόρους οι οποίοι αναζητούσαν ζωογόνες φυσικές ουσίες. Στην τελευταία αυτή ερμηνεία ο Childe επηρεάστηκε από τον εθνολόγο Grafton Elliot Smith (1911), ο οποίος
257
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.2
είχε προτείνει την ακραία θεωρία ότι όλοι οι πολιτισμοί του κόσμου αντλούν την καταγωγή τους από τον αιγυπτιακό πολιτισμό. Σύμφωνα με τον Smith, στην κοι λάδα του Νείλου αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά, το 4000 π.Χ., η γεωργία, η κε ραμική τέχνη, τα ενδύματα, η μνημειώδης αρχιτεκτονική, η θρησκεία και η λα τρεία του ήλιου, αλλά και μια μορφή διακυβέρνησης όπως η θεοκρατική μοναρ χία. Όλες αυτές οι καινοτομίες διαδόθηκαν στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο από Αιγύπτιους εμπόρους, οι οποίοι δεν δίστασαν να ταξιδέψουν παντού αναζητώ ντας πρώτες ύλες (Χρυσό, κοχύλια και πολύτιμες πέτρες) που είχαν τη δύναμη να επεκτείνουν την ανθρώπινη ζωή.
Είναι σαφές ότι οι ερμηνείες που προσέφερε η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιο λογία για την πολιτισμική αλλαγή είχαν έναν υποθετικό και εξωπραγματικό χαρα κτήρα. Στην ουσία, δεν εξηγούσε τους πολιτισμούς και την πολιτισμική αλλαγή. Δεν εξηγούσε γιατί ένας πολιτισμός χαρακτηριζόταν από ένα συγκεκριμένο σύνο λο πολιτισμικών κανόνων κι όχι από ένα άλλο και γιατί είχε αλλάξει (ή αρνήθηκε να αλλάξει) τους κανόνες αυτούς μετά από την υποτιθέμενη επαφ11 με άλλους πο λιτισμούς ή γιατί οι διάφοροι πολιτισμοί σε μια γεωγραφική περιοχή διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλον.
Παράδειγμα 4 Το μήνυμα μιας πολιτισμικής χρονολογικής ακολουθίας όπως αυτή της Εικό νας 1 είναι ότι ένας πολιτισμός διακοσμεί τα αγγεία του με έναν ορισμένο τρό πο, λόγω των πολιτιστικών κανόνων του, αλλά δεν γίνεται καμία προσπάθεια να εξηγηθεί γιατί ο δεδομένος πολιτισμός είχε τους συγκεκριμένους πολιτισμικούς κανόνες. Τα αγγεία χρησιμοποιούνται απλώς ως μέσα χρονολόγησης και δεν μελετάται η σημασία τους.
Η θεωρία περί διάδοσης του πολιτισμού χρησιμοποιείται μηχανικά, σαν κάτι το δεδομένο, και δεν εξετάζεται καθόλου το ενδεχόμενο ότι η πολιτισμική αλλαγή μπορεί να προέλθει μέσα από τον ίδιο τον πολιτισμό. Με τον τρόπο αυτό, η ικανό τητα του ανθρώπου να επιφέρει την πολιτισμική αλλαγή παραβλέπεται ή τουλάχι στον περιορίζεται σε μερικούς προνομιούχους ανθρώπους ή λαούς. Είναι επομέ νως σωστή η παρατήρηση ότι η πολιτισμική ιστορική προσέγγιση «δεν έχει ερμη νευτική αξία, στον βαθμό που δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την πολιτισμική αλ λαγή, αλλά μόνο να τη μεταφέρει σε ένα άλλο επίπεδο αιτιών, που κι αυτό χρειά ζεται εξίσου την ερμηνεία» (Κωτσάκης, 1998-99). Είδαμε, λοιπόν, ότι ο στόχος της Πολιτισμικής Ιστορικής Αρχαιολογίας, η οποία σήμερα ταυτίζεται με την Παραδοσιακή Αρχαιολογία, ήταν καθαρά περι γραφικός - αποσκοπούσε να περιγράψει και να ανασυνθέσει τη μορφή της αρχαι ολογικής μαρτυρίας στο χώρο και στο χρόνο, με άλλα λόγια να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα «Τι;», «Πού;» και «Πότε;» της Αρχαιολογίας (πού και πότε απα ντώνται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός αρχαίου πολιτισμού). Ο
258
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
απι.δτερος στόχος της ήταν η μελέτη και ανασύνθεση της ιστορίας της εξεταζόμε νης γεωγραφικής περιοχής, όπως την αντιλαμβάνεται η παραδοσιακή γεγονοτολο γική Ιστορία. Όμως, η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία δεν κατέβαλε καμία ου σιαστική προσπάθεια να εξηγήσει το παρελθόν, δηλαδή να απαντ11σει στα ερωτή ματα «Γιατί;» της Αρχαιολογίας, με αποτέλεσμα η αρχαιολογική θεωρία να παρα μένει στάσιμη. Η πολιτισμική ιστορική προσέγγιση είχε ευρεία απήχηση και κυριάρχησε στην Αρχαιολογία μέχρι και τη δεκαετία του 1950 ως μέσο μελέτης της εθνικής ιστορίας και προαγωγής της εθνικής ενότητας κάθε κράτους, ενώ σε πολλές χώρες του κό σμου (όπως η Ελλάδα, όπου η Αρχαιολογία εκτιμάται ως πολύτιμο μέσο για την ανάδειξη του ιστορικού παρελθόντος και όπου διάφορα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας καθιστούν αναγκαία την επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας - Diaz Andreu and Champion, 1996, Kotsakis, 1991) εξακολουθεί να αποτελεί την κύρια θεωρητική προσέγγιση. Τέλος, ας σημειωθεί ότι χάρη στην πολιτισμική ιστορική προσέγγιση τελειοποιήθηκαν με θεαματικό τρόπο οι αρχαιολογικές μέθοδοι της στρωματογραφίας και της τυπολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μέθοδοι αυτές ανα πτύχθηκαν πρώτα απ' όλα στον κλάδο της Κλασικής Αρχαιολογίας, η οποία είχε πάντοτε έναν ιστορικό (παρά έναν εξελικτικό) προσανατολισμό.
Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 6 Προσπαθήστε να συνοψίσετε σε περίπου 40 λέξεις τον τρόπο θεώρησης του πολιτισμού από την Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία. Στη συνέχεια, ελέγξτε την ορθότητα της απά ντησής σας ανατρέχοντας στην υποενότητα 6.2.1.
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 6 Προσπαθήστε να αναλύσετε τους λόγους για τους οποίους η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαι ολογία απέτυχε να εξηγήσει με τρόπο ικανοποιητικό την πολιτισμική αλλαγή (70 λέξεις). Ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέχοντας στην υποενότητα 6.2.2.
<Ι <Ι
259
�
���
11®�1@1a:rn1msuιim.ua m't]ill:U&�
Ενότητα 6.3 ΝΕΑ Ή ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (NEW OR PROCΈSSUAL ARCΉAEOLOGY) Η σχολή της Νέας ή Διαδικαστικής Αρχαιολογίας εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ με επικεφαλής τον Lewis Binford. Η σχολή αυτή εγκαινίασε μια εντελώς νέα φάση στην Αρχαιολογία, διότι βελτίωσε και ανέπτυξε όχι μόνο την αρχαιολογική μεθοδολογία, πραγματοποιώντας ένα μεγάλο «άνοιγ μα» προς τις θετικές επιστήμες, αλλά επίσης, και πάνω απ' όλα, την αρχαιολογική θεωρία. Δίνοντας για πρώτη φορά έμφαση στην αρχαιολογική θεωρία, η Νέα Αρ χαιολογία άλλαξε ριζικά τους στόχους και τις προοπτικές της Αρχαιολογίας και την όλη φιλοσοφία της. Εύλογα ο διάσημος αρχαιολόγος της Νέας Αρχαιολογίας David Clarke είχε χαρακτηρίσει τη νέα αυτή φάση ως φάση «απώλειας της αθωό τητας» της Αρχαιολογίας (Clarke, 1973). Η Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία βασίστηκε στη λεγόμενη διαδικαστική προσέγγιση (processual approach).
6.3.1
Η γένεση της διαδικαστικής προσέγγισης
Η διαδικαστική προσέγγιση και, μαζί της, η Νέα Αρχαιολογία δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός, αλλά συνέχισε και ενέτεινε δύο θεωρητικές τάσεις, οι οποίες εί χαν αρχίσει να αναπτύσσονται αργά στην Αρχαιολογία της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Αμερικής, παράλληλα με την πολιτισμική ιστορική προσέγγιση, ήδη από τη δεκαετία του 1930 και ιδίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκει ται για τη φονξιοναλιστ:ική και τη διαδικαστική προσέγγιση, οι οποίες μελετούσαν αντίστοιχα πώς λειτουργούσαν και πώς άλλαξαν οι αρχαίοι πολιτισμοί. Πιο ειδικά, η φονξιοναλιστική προσέγγιση (functionalίst approach) είχε επηρεαστεί α) από την οικολογική προσέγγιση στην Αρχαιολογία της Σκανδιναβίας (η οποία θεω ρούσε ότι ο πολιτισμός συνδέεται στενά με το περιβάλλον του), β) από την Αρχαι ολογία της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έδινε έμφαση στην κοινωνιολογική ερμη νεία των αρχαιολογικών δεδομένων και στη μελέτη των οικισμών, και γενικότερα στην εσωτερική λειτουργία των πολιτισμών, και γ) από τη θεωρία του λειτουργι σμού ή φονξιοναλισμού* στον νέο επιστημονικό κλάδο της κοινωνικής ανθρωπο λογίας. Η νέα αυτή προσέγγιση στην Αρχαιολογία επιδίωκε να ξεπεράσει τα όρια της απλής τυπολογικής μελέτης των τεχνέργων και να προχωρήσει στην ερμηνεία της λειτουργίας τόσο αυτών όσο και όλων των άλλων αρχαιολογικ(δν δεδομένων (ιδίως αυτών που προέρχονταν από οικισμούς και οικιστικά σχήματα), ώστε να αποκτήσει μια πιο γενική εικόνα του πολιτισμού. Έβλεπε τον πολιτισμό ως μια οντότητα, ένα ολοκληρωμένο σύστημα, που αποτελείται από αλληλεξαρτώμενα στοιχεία, όπως η κοινωνική, η πολιτική και η οικονομική οργάνωση, η τεχνολογία,
260
ΕΝ
6.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
το εμπόριο, η διατροφή, η θρησκεία, και λειτουργεί μέσα σε ένα φυσικό περιβάλ λον διατηρώντας με αυτό μια αρμονική σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρα σης. Οι αρχαιολόγοι που υιοθέτησαν τη φονξιοναλιστική προσέγγιση (G. Childe, G. Clark, W. Taylor κ.ά.) προσπάθησαν να ανασuνθέσουν το περιβάλλον και τα διάφορα συστατικά στοιχεία των αρχαίων πολιτισμών, και ειδικά την οικονομική και κοινωνική ζωή και τη διατροφή, σε συνεργασία με διάφορους ειδικούς επιστή μονες και κυρίως με βοτανολόγους, ζωολόγους και παλυνολόγους. 6 Στόχος αυτής της προσέγγισης ήταν, επομένως, να ανασυνθέσει τη λειτουργία του αρχαίου υλι κού πολιτισμού και να απαντήσει στα ερωτήματα «Πώς;» της Αρχαιολογίας: «Πώς ήταν τα διάφορα φυσικά περιβάλλοντα στα οποία αναπτύχθηκαν οι πολιτισμοί του παρελθόντος;», «Πώς ήταν η κοινωνική οργάνωση, η οικονομία, η διατροφή, η τε χνολογία, το εμπόριο και οι ανταλλαγές, οι οικισμοί, τα νεκροταφεία και τα ταφικά έθιμα, η θρησκεία κ.λπ. στους διάφορους πολιτισμούς του παρελθόντος;» Το ενδιαφέρον για τη μελέτη της εσωτερικής μορφής των πολιτισμών στη φον ξιοναλιστική προσέγγιση προκάλεσε ενδιαφέρον για τη μελέτη της πολιτισμικής αλλαγής από την άποψη των εσωτερικών διαδικασιών που έλαβαν χώρα μακρο πρόθεσμα στους πολιτισμούς, απ' όπου και η λεγόμενη διαδικαστική προσέγγιση (proces:,ual approach). Οι αρχαιολόγοι που ακολούθησαν την προσέγγιση αυτή (G. Childe, G. Clark, R. J. Braidwood, R. S. McNeish, G. Willey, J. R. Caldwell κ.ά.) επηρεάστηκαν από τη σκανδιναβική και τη σοβιετική Αρχαιολογία (βλ. στα προη γούμενα), καθώς και από τους οπαδούς της νεοεξελικτικής προσέγγισης στην κοι νωνική ανθρωπολογία της εποχής (Μ. Sahlins, Ε. Service, Μ. Fried κ.ά.), μιας προ σέγγισης η οποία ερευνούσε τις γενικές εξελικτικές διαδικασίες που κρύβονταν πίσω από την ποικιλία των πολιτισμών και προσπαθούσε να διατυπώσει γενικεύ σεις με παγκόσμια ερμηνευτική ισχύ υπό τη μορφή γραμμικών εξελικτικών σχημά των. Απέδωσαν, λοιπόν, τις πολιτισμικές αλλαγές σε περιβαλλοντικούς, οικονομι κούς και τεχνολογικούς, και σπανιότερα σε κοινωνικούς παράγοντες ( όπως οι σχέσεις παραγωγής και οι αντιθέσεις μέσα στην κοινωνία), και κατασκεύασαν γε νικευτικά ερμηνευτικά σχήματα πολιτισμικής εξέλιξης. (Αρχαιολόγοι όπως ο Childe, ο οποίος ήταν ακόμη προσκολλημένος στη θεωρία περί της διάδοσης του πολιτισμού, θεωρούσαν ότι παράγοντες τέτοιου είδους απλώς ευνοούν την υιοθέ τηση νέων ιδεών αντί να την προκαλούν.) Στ6χος αυτής της προσέγγισης ήταν, επομένως, να εξηγήσει το «Γιατί;» της πολιτισμικής αλλαγής. Έτσι, μέσα σε αυτό το επιστημολογικό κλίμα, γεννήθηκε η Νέα Αρχαιολογία.
6.3.2
Τα κύρια σημεία της θεωρίας της Νέας ή Διαδικαστικής Αρχαιολογίας
Η Νέα Αρχαιολογία εξέφρασε ευθύς εξαρχής μια βαθιά δυσαρέσκεια προς την οπτική και τους στόχους της Παραδοσιακής, Πολιτισμικής Ιστορικής Αρχαιο6 Για τη μελέτη, αvrίστοιχα, των αρχαίων φυτικών καταλοίπων, των οστών ζώων και των απολιθωμέ νων κόκκων γιJρεως ή των απανθρακωμένων σπr5ρων.
261
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.3 �
�,-81,,q«&J@U&©i'!t�
��
λογίας και, συγχρόνως, την αισιόδοξη πεποίθηση ότι είναι πράγματι δυνατό να προχωρήσει κανείς πέρα από το καθαρά περιγραφικό στάδιο, πέρα από τα ερω τήματα «Τι;», «Πού», «Πότε;» και «Πώς;» της Αρχαιολογίας και να δώσει ικανο ποιητικές απαντήσεις στα πολύ πιο ουσιώδη ερωτήματα «Γιατί;». Πιο ειδικά, η Νέα Αρχαιολογία πρότεινε στους αρχαιολόγους να προχωρήσουν πέρα από την απλή ανασύνθεση της ιστορίας των αρχαίων πολιτισμών και να προσπαθήσουν να ερευνήσουν με πολύ πιο προσεκτικό και συστηματικό τρόπο τους λόγους για τους οποίους οι πολιτισμοί διαφέρουν ο ένας από τον άλλον, δηλαδή να εξηγήσουν την πολιτισμική αλλαγή. Οι δύο βασικές προποθέσεις για την επίτευξη αυτού του νέου στόχου ήταν ότι η Αρχαιολογία έπρεπε να γίνει 1. «πιο επιστημονική» και 2. «πιο ανθρωπολογική». Η έμφαση στην επιστήμη σήμαινε την απομάκρυνση από τις ιστοριογραφικές και αντεπιστημονικές προσεγγίσεις του παρελθόντος και από τις απλοκές θεωρίες περί διάδοσης του πολιτισμού, ώστε η Αρχαιολογία να γίνει μια ακριβής και ώριμη επι στήμη, η οποία να χρησιμοποιεί όχι μόνον εκσυγχρονισμένες επιστημονικές τεχνι κές, αλλά επίσης, και κυρίως, μια αυστηρή επιστημονική μέθοδο για την ερμηνεία του παρελθόντος, ουδέτερη και αντικειμενική, απαλλαγμένη από (ηθικές ή πολιτι κές) προκαταλήψεις. Πράγματι, η νέα μέθοδος, που συνιστούσε η Νέα Αρχαιολο γία, και που δεν είναι άλλη από την υποθετική-παραγωγική-νομολογική μέθοδο των θετικών επιστημών, έκανε έναν απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στη θεωρία και τα δεδομένα και, κατ' επέκταση, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν ( εικ. 2).
ΔΕΔΟΜΕΝΑ (ΠΑΡΟΝ)
ΜΕΣΗΘΕΩΡΙΑ
(ΕΠΙΧΕΙΡΉΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΥΝ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ)
-
ΘΕΩΡΙΑ (ΠΑΡΕΛΘΟΝ)
·-----
Εικόνα 2 ΔιαδικαστικήΑρχαιολογία Πηγή:ΠροσαρμογήαπόΜ. Johnson, 1999, εικ. 4.1
Εφαρμόζοντας τη μέθοδο αυτή, οι αρχαιολόγοι κατασκεύαζαν αρχικά ένα θε ωρητικό πρότυπο («μοντέλο»/mοdel) με διάφορες εναλλακτικές προτάσεις για την εξήγηση ενός πολιτισμικού φαινομένου, τις οποίες αντλούσαν από μια «δεξαμενή»
262
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
υποθέσεων ή θεωριών, γνωστή ως Μέση Θεωρία (Mίddle-Range Theoιy). 7 Στη συνέ χεια, το «πρότυπο» ελεγχόταν (με στόχο να επαληθευτεί ή να απορριφθεί) έναντι των (σχολαστικά σuλλεχθέντων) δεδομένων - ακριβώς όπως στην περίπτωση ενός εργαστηριακού πειράματος. Τέλος, τα συμπεράσματα από τον έλεγχο του «προτύ που» διατυπώνονταν σε επιστημονικούς «νόμους» παγκόσμιας ισχύος, βάσει των οποίων αναπτύσσονταν γενικευτικές, «καθολικές» και «επιστημονικές» θεωρίες για την εξήγηση του παρελθόντος (που έρχονταν, επομένως, σε πλήρη αντίθεση με τις επιμέρους, ιστοριογραφικές, καθαρά περιγραφικές και υποκειμενικές ερμηνευτι κές θεωρίες, τις οποίες πρότεινε η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία). (Είναι φανερή εδώ η επίδραση του (νεο)θετικισμού* στη Νέα Αρχαιολογία. Ας δούμε ένα παράδειγμα κατασκευής «προτύπου» στο πλαίσιο της Νέας Αρχαιολογίας.
Παράδειγμα 5 Υπόθεση: Οι ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών προσαρμόζονται σε περιθωριακά περιβάλλοντα εν μέρει μέσω μιας μεγαλύτερης οικονομικής εξειδίκευσης και κοινωνικής συνθετότητας (όπως ίσως υποδηλώνεται από σύvχρονες εθνογρα φικές μελέτες).
Έλεγχος: Επιλέγεται ένα περιθωριακό περιβάλλον, όπως αυτό της πρώιμης πα λαιολιθικής Ευρώπης στην τελευταία περίοδο των παγετώνων, και αναζητώνται διάφοροι τύποι αρχαιολογικών θέσεων που να υποδηλώνουν διαφοροποίηση της εργασίας, την παρουσία ή απουσία εμπορικών αγαθών που φανερώνουν κοινωνικές συμμαχίες κ.λπ.
Συμπέρασμα: Η κοινωνική συμμαχία και οι υπολογισμένες στρατηγικές κυνη γιού είναι αντιδράσεις των ανθρώπων σε πιο δριμεία κλίματα.
Νόμος: Υπάρχει μια θετική συσχέτιση ανάμεσα σε όλο και πιο περιθωριακά πε ριβάλλοντα και μια όλο και μεγαλύτερη κοινωνική συνθετότητα. (Johnson 1999, σ. 41, μτφρ. συγγρ.)
Η έμφαση στην ανθρωπολογ{α σήμαινε την απόρριψη δύο βασικών πρακτικών της παραδοσιακής, Πολιτισμικής Ιστορικής Αρχαιολογίας: α) της απλής ταξινό μησης αντικειμένων σε πολιτισμούς, η οποία οδηγούσε συχνά στο να αγνοείται ο ανθρώπινος παράγοντας που κρύβεται πίσω από τα αντικείμενα και β) της απλοϊ κής ταύτισης των «αρχαιολογικών πολιτισμών» με αληθινές ανθρώπινες ομάδες του παρελθόντος. (Πράγματι, ο D. Clarke (1968) τόνισε ότι οι πολιτισμοί, τους οποίους ορίζουν οι αρχαιολόγοι, είναι καθαρά αρχαιολογικές παρά κοινωνικές ή εθνικές οντότητες, έχουμε δηλαδή να κάνουμε απλώς με «αρχαιολογικούς πολιτι7 Η Μέση Θεωρία αντλο1Jσε τις υποθέσεις ή θεωρίες της κυρίως από τον κόσμο της εμπειρίας -από αναλογίες με το εθνογραφικό παρόν (γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη των κλάδων της Πειραμα τικής Αρχαιολογίας και της Εθνοαρχαιολογίας), από τη μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων και των φυτών, από την ταφονομία (δηλαδή τη μελέτη του τρc5που με τον οποίο διαμορφώθηκε η αρχαιολογι κή μαρτυρία από πολιτισμικοιJς ή φυσικούς παράγοντες-πρβλ. ενότητα 3.2-, με άλλα λόγια από την πολιτισμική ή φvσικ1j συμπεριφορά, πράγμα που οδήγησε στην ανιiπτυξη της ΣυμπεριφορικήςΑρχαι ολογίας/Βehανίοηι!Archaeology) - και, κατά δε15τερο λόγο, από ιστορικ(i τεκμήρια κ.λπ.
263
ΕΝ
6.3
σμούς».) Ο Binford πίστευε ότι οι αρχαιολόγοι θα έπρεπε να έχουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες κοινωνικών ανθρωπολόγων, διότι μόνον αν μελετούσαν τους γε νικούς συσχετισμούς ανάμεσα στον υλικό πολιτισμό και την ανθρώπινη συμπερι φορά σε ζωντανές κοινωνίες ανά τον κόσμο θα ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν την αρχαία ανθρώπινη συμπεριφορά απ' όλες τις πλευρές της και να αποκαλύψουν την κανονικότητα που, κατά τη γνώμη του, τη χαρακτήριζε. Έτσι, ο Binford εγκαινίασε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εθνοαρχαιολογικής έρευνας με την ελπίδα ότι σύντομα το πρόγραμμα αυτό θα παρείχε τις γενικεύσεις που απαιτούνταν για την ερμηνεία οποιουδήποτε θέματος αφορούσε την αρχαία ανθρώπινη συμπερι φορά.8 Στοχεύοντας να εξηγήσει την πολιτισμική αλλαγή με βάση τις δύο προαναφερ θείσες προποϋθέσεις, που όριζαν ένα εντελώς νέο μεθοδολογικό και θεωρητικό πλαίσιο, η Νέα Αρχαιολογία του Binford και των οπαδών του υιοθέτησε την ιδέα του πολιτισμικού συστήματος (cultural Δystem) -που ήταν εμπνευσμένη από τη Γε νική Θεωρία των Συστημάτων στις φυσικές επιστήμες- και έδωσε έμφαση στην έννοια της πολιτισμικής διαδικασίας (cultural procest�), γι' αυτό και είναι αλλιώς γνωστή ως «Συστημική» ή «Διαδικαστική Αρχαιολογία». Πιο ειδικά, η Νέα Αρχαιολογία προσδιόρισε τον πολιτισμό ως ένα ενιαίο και αυ τοτελές σύνολο ή σύστημα, οργανωμένο σαν ένα δίκτυο από μονάδες ή υποσυστήμα τα (π.χ. το κοινωνικό, το πολιτικό, το οικονομικό, το τελετουργικό, το ταφικό, το ιδεολογικό, το οικιστικό, το υποσύστημα συγγένειας, το υποσύστημα διατροφής, εμπορίου-επικοινωνίας, τεχνολογίας κ.λπ.). Τα διάφορα υποσυστήματα ήταν αλλη λεξαρτώμενα και αλληλεπικοινωνούσαν· συνδέονταν λειτουργικά μεταξύ τους δια μέσου μηχανισμών ανατροφοδότησης ή ανάδρασης (feedback mechanisms) ανταλ λάσσοντας συνεχώς «ύλη, ενέργεια ή πληροφορίες» και βοηθώντας με τον τρόπο αυ τό στην επιβίωση τον πολιτισμού, όπως ακριβώς τα όργανα ενός σύνθετου οργανι σμού (π.χ. η καρδιά ή το στομάχι) λειτονργονν συλλογικά για να βοηθήσουν τον ορ γανισμό στο σύνολό τον να επιζήσει (R&B: 499). Με βάση αυτή τη βιολογική ανα λογία, τα διάφορα πολιτισμικά υποσυστήματα μπορούσαν να εξηγηθούν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μπορούν να εξηγηθούν τα διάφορα μέρη ενός οργανισμού, δηλαδή με βάση το πόσο καλά απέδιδαν ή πόσο εύρυθμα επιτελούσαν τις λειτουρ γίες τους για την εξασφάλιση της επιβίωσης του όλου πολιτισμικού συστήματος, κα θώς και τον τρόπο που συνδέονταν μεταξύ τους στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Επιπλέον, με τον ίδιο τρόπο που ένας οργανισμός χαρακτηρίζεται από ομοιόστα ση, δηλαδή μια τάση να διατηρεί (ή να αποκαθιστά) τη σταθερότητα ή ισορροπία των στοιχείων που τον αποτελούν και συνδέονται με την επιβίωσή του μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον, διαμέσου της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ τους, έτσι και το πολιτισμικό σύστημα έχει μια σύμφυτη τάση προς ομοιοστατική ισορροπία, τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική, σε σχέση με το γύρω περιβάλλον του -το κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή άλλα συστήματα, και, πάνω απ' όλα, το φυσικό περιβάλλον 8 Έτσι αναπτ1Jχθηκε ο κλάδος της Εθνοαρχαιολογίας (βλ. κεφάλαιο 5 και Παράλληλο Κείμενο Renfrew C., «Η ΝέαΑρχαιολογία», Η ε}ληνική έκδοση του Couπier της Ουνέσκο, Σεπτέμβριος 1985, σ. 7, στη Θ.Ε. «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό»).
264
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.3
���W?M"&�&i®";::1ϊt:W:t�������WJ��--'%¾:&�"\%'fu"\¼.�31'XZW:i:%"%i:-��W;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
(πρβλ. θεωρία του λειτουργισμού ή φονξιοναλισμού*). Η Νέα Αρχαιολογία θεω ρούσε ότι το πολιτισμικό σύστημα, ο πολιτισμός, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ευρύτερου οικολογικού συστήματος (eco,yy.ι,tem) και ότι είναι «προσαρμοστικός», δηλαδή είναι ένα μέσο με τη βοήθεια του οποίου η κοινωνία εξασφαλίζει την ισορρο πία της, την προσαρμογή της και, τελικά, την επιβίωσή της μέσα σε ένα περιβάλλον (όπως στο γνωστό αξίωμα της Ν.Α. «Πολιτισμός είναι το εξωσωματικό μέσο προ σαρμογής για τον ανθρώπινο οργανισμό» - Binford, 1972, σ. 22). Η θεωρητική έμφαση στο φυσικό περιβάλλον οδήγησε τη Νέα Αρχαιολογία σε ένα εκτεταμένο ενδιαφέρον να αποκαταστήσει το όλο οικολογικό υπόβαθρο και την οικονομία διατροφής των κοινωνιών του παρελθόντος. (Για παράδειγμα, ένας «συστημικός» αρχαιολόγος ρωτούσε: «Πώς το οικολογικό ή το οικονομικό υποσύ στημα βοηθά το όλο σύστημα να λειτουργήσει, να προσαρμοστεί καλύτερα, μέσα σε ένα ευρύτερο φυσικό περιβάλλον;».) Μέσα στο ίδιο πνεύμα, η Νέα Αρχαιολο γία ασχολήθηκε επίσης συστηματικά με την ανασύσταση των αρχαίων τρόπων ζω ής. Με το ενδιαφέρον της για την αποκατάσταση του παρελθόντος, το οποίο οδή γησε σε μια έντονη και, συχνά, θεαματική διεπιστημονική δραστηριότητα ανάλυ σης και έρευνας, η Νέα Αρχαιολογία αποσκοπούσε να ανασυνθέσει τη λειτουργία της υλικής μαρτυρίας και να απαντήσει επομένως στα ερωτήματα «Πώς;» της Αρ χαιολογίας. Πέρα, όμως, από αυτή την ουσιαστικά περιγραφική δραστηριότητα, η Νέα Αρχαιολογία προσπάθησε επίσης να εξηγήσει την πολιτισμική αλλαγή. Στις διάφορες διακηρύξεις της, η Νέα Αρχαιολογία είχε δώσει έμφαση στην έννοια της ενδογενούς πολιτισμικής αλλαγής, δηλαδή της αλλαγής που γεννάται στο εσωτερικό ενός πολιτισμικού συστήματος (σε αντιπαράθεση με την αλλαγή που οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η διάδοση ιδεών, στην Πολιτι σμική Ιστορική Αρχαιολογία). Δεδομένου, όμως, ότι η φυσική κατάσταση του κά θε πολιτισμικού συστήματος ήταν η ομοιοστατική ισορροπία με το γύρω περιβάλ λον, οι αλλαγές που θα μπορούσαν να σημειωθούν δεν ήταν δυνατόν παρά να απο τελούν συνέπεια εξωτερικών, μη πολιτισμικών, αιτίων ή ερεθισμάτων. Έτσι, η Νέα Αρχαιολογία κατέληγε, ειρωνικά, σε ένα είδος εξήγησης παρόμοιας με αυτή της Πολιτισμικής Ιστορικής Αρχαιολογίας. (Η μόνη διαφορά ήταν ότι στη Νέα Αρ χαιολογία η πολιτισμική αλλαγή ερμηνευόταν από την άποψη των αντιδράσεων που προκάλεσαν μέσα στο σύστημα οι εξωτερικοί παράγοντες, γινόταν δηλαδή μια προσπάθεια να κατανοηθούν οι λόγοι που έκαναν τους παράγοντες αυτούς καταλυτικούς - να βρεθούν, για παράδειγμα, οι εσωτερικοί παράγοντες που μείω ναν την ικανότητα του συστήματος να αντιδρά στην αλλαγή ή καθιστούσαν το σύ στημα επιδεκτικό της αλλαγής.) Συνήθως, στη Νέα Αρχαιολογία τα εξωτερικά αί τια της πολιτισμικής αλλαγής ήταν περιβαλλοντικά (πρβλ. τη θεά>ρηση του Binford, σύμφωνα με την οποία η πολιτισμική αλλαγή είναι το αποτέλεσμα «συνθηκών έλ λειψης ισορροπίας στο τοπικό οικοσύστημα» - Binford, 1972, σ. 431)· αλλιώς, τα αίτια ήταν εξωτερικοί παράγοντες, όπως το εμπόριο μακρινών αποστάσεων, ο αποικισμός κ.λπ. Μόλις το σύστημα «εβάλλετο» από τέτοιου είδους εξωτερικά ερεθίσματα, η αλλαγή λάμβανε χό>ρα με τη μορφή μιας πολιτισμικής διαδικασίας, η οποία συνίστατο σε μια σειρά διαταράξεων και αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα ίδια τα υποσυστήματα. Η αλλαγή σε ένα υποσύστημα προξενούσε αλλαγή σε ένα
265
___.,,..,,,11,1111_, ,_,,
e 266
--�
άλλο (ή άλλα), γεγονός που με τη σειρά του επέφερε νέα αλλαγή στο αρχικό υπο σύστημα, ώστε τελικά επηρεαζόταν η όλη δομή του συστήματος (Binford, 1972, σ. 21) αλλά και η σχέση του συστήματος με το περιβάλλον. Επομένως, η αλλαγή «πολλαπλασιαζόταν», γι' αυτό και η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως «φαινόμενο πολλαπλασιαστή» (multίplίer effect). Το τελικό αποτέλεσμα ήταν είτε μια νέα κα τάσταση γενικής ισορροπίας, χάρη σε μια διαδικασία αρνητικής ανάδρασης (negatίve feedback) του συστήματος, είτε ευρύτερη αλλαγή (όπως κατάρρευση του συστήματος) διαμέσου ενός μηχανισμού θετικής ανάδρασης (posίtίve feedback). Μπορείτε να δείτε τρία παραδείγματα διαδικασιών πολιτισμικής αλλαγής σύμφω να με τη Νέα Αρχαιολογία στο Προτεινόμενο Βιβλίο (R&B: 491, 498-99, 502-3). Στη διατύπωση της ερμηνείας της πολιτισμικής αλλαγής η Νέα Αρχαιολογία έδωσε μια νέα έμφαση στην ιδέα της πολιτισμικής εξέλιξης και στη γενίκευση. Ακολουθώντας τους οπαδούς του νεοεξελικτισμού στην κοινωνική ανθρωπολογία (βλ. στα προηγούμενα), η Νέα Αρχαιολογία πίστευε ότι δεν υπάρχουν πολλές πα ραλλαγές πολιτισμών: απλώς ο πολιτισμός εξελίσσεται περνώντας από προκαθο ρισμένα στάδια κατά μήκος μιας γραμμικής πορείας από τις πιο απλές στις πιο σύνθετες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όπως στο εξελικτικό σχήμα του Ε. Service, το οποίο περιλάμβανε τα στάδια: ομάδα (bαnd)-φυλή (trίbe)αρχηγία (chίefdοm)-κράτος (state). Με βάση το σκεπτικό αυτό, η Νέα Αρχαιολογία ερμήνευσε τα αρχαία πολιτισμικά συστήματα ανά τον κόσμο εντάσσοντάς τα στα στάδια που πρότειναν τα εξελικτικά σχήματα των ανθρωπολόγων της εποχής. Επιπλέον, η Νέα Αρχαιολογία πίστευε ότι τα διάφορα πολιτισμικά συστήματα (όπως και η ανθρώπινη συμπεριφορά) χαρακτηρίζονταν από μια κανονικότητα και ότι είχαν μεταξύ τους βασικές ομοιότητες, ώστε αν οι αρχαιολόγοι αποκτούσαν (χάρη στη διατύπωση επιστημονικών «νόμων» ή γενικεύσεων) μια λεπτομερή και πλήρη εικόνα των διαδικασιών που οδηγούν σταδιακά από τους πιο απλούς στους πιο πο λύπλοκους πολιτισμούς, θα μπορούσαν στη συνέχεια να συμπληρώνουν την απο σπασματική εικόνα των πολιτισμών που μελετούν, να κατανοούν και να εξηγούν πολλά από τα χαρακτηριστικά τους. Έτσι, βασικά, η μελέτη ενός πολιτισμικού συστήματος σε ένα μέρος του κόσμου μπορούσε να βοηθήσει τους αρχαιολόγους στη μελέτη ενός άλλου συστήματος σε ένα άλλο μέρος του κόσμου. Με τον τρόπο αυτό, η Νέα Αρχαιολογία προέτρεπε ταυτόχρονα τους αρχαιο λόγους να εγκαταλείψουν την εθνοκεντρική θεώρηση του παρελθόντος, η οποία χαρακτήριζε την παραδοσιακή Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία, και να δουν την ιστορία του έθνους τους ως μέρος της ευρύτερης ιστορίας της ανθρωπότητας.
Παράλληλο Κείμενο Στο σημείο αυτό ανατρέξτε στα Παράλληλα Κείμενα της Θ.Ε. «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό» και διαβάστε το κείμενο του CΌlίn Renfrew με τίτλο «Η Νέα Αρχαιολογία», σ. 4 και 6-8. Θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε πληρέστερα την προσέγγιση της Νέας ή Διαδικαστικής Αρχαιολογίας.
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία δέσποσε στην αρχαιολογική θεωρία, κυ ρίως στη Μεγάλη Βρετανία και τη Βόρεια Αμερική, κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Όμως, από ένα σημείο και μετά, η σχολή αυτή άρχισε να μην ικανο ποιεί εντελώς ακόμη και τους ίδιους τους οπαδούς της είτε διότι υπήρχαν φορές που οι «νόμοι» τους οποίους διατύπωνε για την αρχαία πολιτισμική συμπεριφορά ήταν πολύ απλοϊκοί9 είτε διότι δεν «τήρησε» δύο βασικές «υποσχέσεις» της. Έτσι, α) παρ' όλο που στο «μανιφέστο» της Νέας Αρχαιολογίας (Binford, 1962) δίνε ται η υπόσχεση ότι θα μελετηθούν όλες οι πλευρές των πολιτισμικών συστημάτων (πρβλ. στα προηγούμενα), σtην πράξη οι διαδικασtικοί αρχαιολόγοι έδωσαν με γάλο βάρος σtη μελέτη της οικονομίας, ιδιαίτερα της οικονομίας διατροφής, του εμπορίου, της τεχνολογίας και της κοινωνικής οργάνωσης σε σχέση με το περιβάλ λον, δηλαδή σtις υλιστικές και λειτουργικές απόψεις του πολιτισμού, ενώ η μελέτη της ιδεολογικ11ς και συμβολικής διάστασης του πολιτισμού παραμελήθηκε,10 β) παρ' όλο που η Νέα Αρχαιολογία είχε διακηρύξει ότι θα μελετούσε τους εσω τερικούς παράγοντες της πολιτισμικής αλλαγής, τελικά επικαλέσtηκε ως κύριο αί τιο της αλλαγής εξωτερικούς παράγοντες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ικανό τητα των ανθρώπων ενός κοινωνικού συστήματος να επιφέρουν οι ίδιοι την αλλαγή. Αυτά και πολλά άλλα σημεία της θεωρίας της Νέας Αρχαιολογίας αποτέλεσαν τελικά αντικείμενο έντονης κριτικής από τη λεγόμενη Μεταδιαδικαστική Αρχαιο λογία, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Παρ' όλες, όμως, τις αδυναμίες της Νέας Αρχαιολογίας, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι, εκτός από τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε η σχολή αυτή στην ανά πτυξη της αρχαιολογικής μεθοδολογίας (παροτρύνοντας τους αρχαιολόγους να χρη σιμοποιούν κριτικό πνεύμα και να διεξάγουν πιο απαιτητική και πιο πλούσια διεπι στημονική έρευνα και διευκολύνοντας την εφαρμογή τεχνικών που προέρχονταν από τις θετικές επιστήμες), έπαιξε επίσης έναν αποφασισtικό ρόλο σtην ανάπτυξη της αρχαιολογικ11ς θεωρητικής σκέψης. Η προσπάθεια ανάπτυξης της Μέσης Θεω ρίας έκανε τους αρχαιολόγους να έχουν μεγαλύτερη εμπισtοσύνη στην ικανότητά τους να αναπτύξουν την αρχαιολογική θεωρία και άνοιξε το δρόμο για τη συμβολή της Αρχαιολογίας στις κοινωνικές και γενικότερα τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
--
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 6 Προσπαθήστε να συνοψίσετε σε περίπου 60 λέξεις τον τρόπο θεώρησης του πολιτισμού από τη Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία. Στη συνέχεια, ελέγξτε την ορθότητα της απάντη σής σας ανατρέχοντας στην υποενότητα 6.3.2, καθώς και σε όσα αναφέρονται σχετικά στη Σύνοψη του παρόντος κεφαλαίου.
<Ι
Ο ίδιος ο Kent Flanneιy της Νt:ας Αρχαιολογίας τους ον6μασε «ν6μους του Μίκυ Μάους» και ένα απ6 τα παραδείγματά του ήταν ο εξής «ν6μος»: Με την αύξηση του πληθυσμο1J σε μια θέση αυξάνεται και ο αριθμ6ς των αποθηκευτικών λάκκων. 10 Αυτ6 οφειλ6ταν στην πεποίθηση τον Binford (>τt οι ιδέες, τα συμβολικά νοήματα και η ψυχολογία των ανθρώπων ήταν απλά υποπροϊ6ντα της ανθρώπινης δρωπηρι6τητας, της οποίας η κ1Jρια λειτουργία ήταν η διευκόλυνση της προσαρμογής στο περιβάλλον. Υιοθετώντας για τη ΝέαΑρχαιολογία την «επιστημονι κή», θετικιστική προσέγγιση, η οποία ευνοούσε ό,τι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άμεσης παρατήρη σης, ο Binfοι·d αναζητοιίσε ουσιο.στικ(i μια επι<πημολογική αιτιολ(Υyηση της υπ6θεοής του αυτής. 9
267
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.3
Ι[>-
268
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 6 Προσπαθήστε να εξηγήσετε τους λόγους για τους οποίους η Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιο λογία απέτυχε να εξηγήσει με τρόπο ικανοποιητικό την πολιτισμική αλλαγή (50 λέξεις). Κατόπιν ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέχοντας στην υποενότητα 6.3.2.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα ΜΕΤΑΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ (POST-PROCESSUAL ARCHAEOl..ιOGY) Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, και κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Διαδικαστική Αρχαιολογία άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο δημο φιλής, όταν ένας αριθμός αρχαιολόγων στη Μεγάλη Βρετανία, με επικεφαλής τους Ian Hodder, Michael Shanks και Christopher Tilley, άρχισαν να εκφράζουν όλο και μεγαλύτερες αμφιβολίες για την ικανότητα της Νέας Αρχαιολογίας να εξηγήσει τους αρχαίους πολιτισμούς και την πολιτισμική αλλαγή και έτσι να γεφυ ρώσει το παρελθόν με το παρόν. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, οι αρχαιολόγοι αυτοί και πολλοί άλλοι άσκησαν επανειλημμένα έντονη κριτική στη Νέα Αρχαιολογία προτείνοντας νέες θεωρητικές απόψεις και προσεγγίσεις κάτω από την επίδραση πολλών σύγχρονων θεωριών από τις κοινωνικές και γενικότερα τις ανθρωπιστικές επιστήμες, 11 όπως ο μεταθετικισμός* και ο κοινωνικός κον στρουκτιβισμός ή κονστρουξιονισμός*, ο δομισμός ή στρουκτουραλισμός* και ο μεταδομισμός*, η σημειολογία*, η ερμηνευτική*, ο μαρξισμός και ο νεομαρξι σμός*, η κριτική θεωρία*, η θεωρία της δόμησης (structuratίon theoιy)*, η φαινομε νολογία*, ο φεμινισμός κ.ά. Όλες μαζί αυτές οι ποικίλες θεωρητικές προσεγγίσεις ακούν στο όνομα μεταδιαδικαστικές προσεγγίσεις (po,ςt-proce,ςsual apρωache,ς) και συγκροτούν μια χαλαρή ομάδα θεωρητικών σχολών, η οποία είναι γνωστή ως «Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία» (Post-processuaf Archaeology). 12 Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια ματιά στα κύρια σημεία της θεωρίας της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιο λογίας, καθώς και στην κριτική που απηύθυνε στη Νέα Αρχαιολογία.
6.4.1
Τα κύρια σημεία της θεωρίας της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας και η κριτική της στη Νέα Αρχαιολογία
Στο κείμενο που ακολουθεί υποδυόμαστε έναν μεταδιαδικαστικό αρχαιολόγο, ο οποίος έχει να πει τα εξής για το θεωρητικό ρεύμα στο οποίο ανήκει και για τη Νέα Αρχαιολογία. Α. Η θεώρηση του πολιτισμού από τη Νέα Αρχαιολογία ως λειτουργικού και προ σαρμοστικού είναι ελλιπής. Ο πολιτισμός είναι μεστός από συμβολικά νοήματα, έχει δηλαδή συμβολική δομή που δεν είναι άμεσα αντιληπτή. 11
Πιο συγκεκριμέ�'α, οι επιδράσεις προέρχονται από τους κλάδους της Κοινωνιολογίας, της κοινωνι κής και πολιτιστικής Ανθρωπολογίας, της Φιλοσοφίας, της Γεωγραφίας και της Γλωσσολογίας. 12 Πιο πρ6σφατα χρησιμοποιείται η ονομασία «ερμηνευτικt:ς αρχαιολογίες».
269
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
·�����W���*Ψ@f�&���-λ1%¼A½iw!t':'ΩΠ&'tJI1'Ut�������
Η Νέα ΑQχαιολογία, βασιζόμενη στο λειτουργισμό ή φονξιοναλισμό (πρβλ. υπο ενότητα 6.3.2), θεωρεί ότι ο πολιτισμός σχετίζεται απλώς με τη λειτουργική σχέση που μπορεί να παρατηρηθεί ανάμεσα στα υποσυστήματα ενός συστήματος και ότι αποσκοπεί να προσαρμόσει την κοινωνία στο εξωτερικό περιβάλλον. Τα αντικείμε να του αρχαίου υλικού πολιτισμού θεωρούνται απλώς αντικείμενα λειτουργικής χρήσης, που αντικατοπτρίζουν τις δραστηριότητες των ανθρώπων μέσα στο πολιτι σμικό σύστημα, και εργαλεία επιβίωσης σtο φυσικό περιβάλλον του συστήματος. Όμως, ο πολιτισμός δεν είναι λειτουργικός και προσαρμοστικός, αλλά είναι φορτισμένος με συμβολικά νοήματα, τα οποία είναι σύμφυτα μαζί του και δεν εί ναι άμεσα αντιληπτά ( εξάλλου, εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και αυτόν των ζώων).
Παράδειγμα 6 Η λειτουργία είναι σαφώς ανεπαρκής για να εξηγήσει τις σύνθετες κοινωνι κές πράξεις που εμπεριέχουν συμβολισμό, όπως οι τελετουργίες. Πράγματι, στην περίπτωση των τελετουργιών, η Νέα Αρχαιολογία μπόρεσε να εξηγήσει μό νο τους λόγους για τους οποίους αυτές είχαν εκτελεστεί (π.χ. τις ερμήνευσε ως μέσα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ υποσυστημάτων ή ως μέσα διατήρησης της ομοιοστατικής ισορροπίας του συστήματος), αλλά δεν ήταν σε θέση να εξη γήσει γιατί μια συγκεκριμένη μορφή τελετουργίας έλαβε χώρα και όχι μια άλλη.
Πίσω από τη λειτουργική, υλική επιφάνεια των αντικειμένων του πολιτισμού υπάρχει, πάνω απ' όλα, μια εσωτερική λογική, μια συμβολική δομή, ένας κώδικας που αποτελείται από μια σειρά από ν011ματα (έννοιες, ιδέες και σύμβολα 13 ) ή, με άλλα λόγια, μια σειρά από κρυμμένους (γνωστικούς) κανόνες, τους οποίους μπο ρεί κανείς να παρομοιάσει με τους γραμματικούς κανόνες της γλώσσας. Αυτό κά νει τον πολιτισμό να είναι μάλλον σαν ένα «κείμενο», το οποίο χρειάζεται να δια βαστεί, να ερμηνευτεί (εξ ου και «Δομική Αρχαιολογία»/«Structurα/ Archaeology» ή «Συμβολική Αρχαιολογία»/«Symbο/ίcArchaeology»). Η συμβολική δομή ενός πολιτισμού είναι το μέσο καθορισμού της ανθρώπινης συ μπεριφοράς αλλά, ταυτόχρονα, είναι το προόν αυτής της συμπεριφοράς. Κατασκευά ζεται και επιβάλλεται από τις επικρατέστερες ομάδες της κοινωνίας. Οι ομάδες αυτές αποτελούνται από δρώντα άτομα (5·ocίal actor.;'), τα οποία προσπαθούν να αλλάξουν τον συμβολικά δομημένο κόσμο μέσα στον οποίο ζουν ενεργώντας στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής και πολιτικής στρατηγικής (κοινωνική δράση/sοcίαl agency). Β. Η θεώρηση του πολιτισμού από τη Νέα Αρχαιολογία ως ενός σταθερού, παθη τικού και αρμονικού συστήματος απορρίπτεται ως ανεπαρκής για την εξήγηση της πολιτισμικής αλλαγής, ντετερμινιστική και ιδεολογικά συντηρητική. Ο πολιτισμός είναι ρευστός, ενεργός, γεμάτος αντιφάσεις και συγκρούσεις και παράγει ο ίδιος την πολιτισμική αλλαγή. 13 Ως σύμβολο ορ{ζ,εται κάθε οπτικό, ακουστικό κ.λπ. σημείο που εμπεριέχει ένα νόημα (π.χ. μια χει ρονομία).
270
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η συστημική προσέγγιση της Νέας Αρχαιολογίας παρουσιάζει τον πολιτισμό: α) ως σταθερό - ως έναν μηχανισμό που διέπεται από διαδικασίες οι οποίες έχουν στόχο τη διατήρηση (ή αποκατάσταση) της σταθερότητας ή ομοιοστατικής ισορροπίας του συστήματος β) ως παθητικό - η συμπεριφορά των ανθρώπων υπαγορεύεται από τους φυσι κούς νόμους και τους κανόνες λειτουργίας του μηχανισμού, οι οποίοι είναι εξάλ λου πέρα από τον έλεγχό τους (οι διαδικασίες που διέπουν το μηχανισμό του συ στήματος είναι τόσο πολύπλοκες, ώστε να είναι κατανοητές μόνον από μερικούς «ειδήμονες», τους επιστήμονες)· έτσι, οι άνθρωποι δεν έχουν καμία δυνατότητα παρέμβασης στο μηχανισμό και είναι απλά παθητικά αντικείμενα. Όμως, μια τέ τοια θεώρηση των πραγμάτων είναι καθαρός κοινωνικός ντετερμινισμός 14 γ) ως αρμονικό - όλα τα συστατικά μέρη του συστήματος (τα υποσυστήματα) βρίσκονται σε λειτουργική αρμονία μεταξύ τους (εφόσον συνεργάζονται για την επίτευξη της ομοιοστατικής ισορροπίας), γεγονός που εξαλείφει τις συγκρούσεις και προάγει τη συναίνεση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Έτσι, η πολιτισμική αλλαγή εμφανίζεται ως συνέπεια μόνον εξωτερικό)ν αιτίων. Στην ουσία, επομέ νως, η Νέα Αρχαιολογία εξηγεί γιατί ο πολιτισμός επιβιώνει και όχι γιατί αλλάζει. Παρέχει, με άλλα λόγια, μια ανεπαρκή εξήγηση της πολιτισμικής αλλαγής. Η προαναφερθείσα θεώρηση του πολιτισμού από τη Νέα Αρχαιολογία είναι ανεπιφύλακτα συντηρητική:«[ένα τέτοιου είδους] πλήρες σύστημςι[...] απόλυτής αναγκαιότητας και ακρίβειας, όπου όλα τα νοήματα είναι σταθερά, όλες οι πρά ξεις προβλέψιμες και όπου όλες οι προθέσεις πραγματοποιούνται», «είναι ένα πο λιτικό πρόγραμμα, ένα ολοκληρωτικό 15 πρόγραμμα μιας τέλεια καθορισμένης κοινωνίας με τέλεια διακυβέρνηση,[ ... ] που διαρκεί χίλια χρόνια» (Shanks and Tilley, 1992, σ. 121-122). Μια τέτοια άποψη της κοινωνίας είναι ανάλογη με αυτή ενός οικουμενικού, «απολυταρχικού κράτους[... ] συντηρητικού και καταπιεστι κού» (Shanks and Tilley, 1992). Σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται η Νέα Αρχαιολογία, ο (υλικός) πολιτισμός είναι ρευστός, ενεργός και γεμάτος αντίφαση και σύγκρουση. Και αυτό διότι ο πο λιτισμός, ως μια συμβολική τάξη, είναι σε μια διαδικασία μόνιμης παραγωγής, αναπαραγωγής και μεταβολής. Οι φορείς κοινωνικής δράσης, δηλαδή τα δρώντα άτομα (social actors), στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, στην προσπάθειά τους να αλ λάξουν τη συμβολική δομή της κοινωνίας στην οποία ζουν, χρησιμοποιούν τον υλι κό πολιτισμό ενσυνείδητα και επιδέξια, στο πλαίσιο πολιτικό)ν σχέσεων εξουσίας και ελέγχου, για την επίτευξη συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών στόχων. Προξενούν, έτσι, ανταγωνιστικές δοξασίες, αντίφαση και ανοιχτή σύγκρουση με ταξύ των κοινωνικών ομάδων, επιφέροντας την πολιτισμική αλλαγή. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο πολιτισμός δεν είναι διόλου παθητικός, αλλά είναι ενεργός: η συμπερι φορά των ανθρώπων μπορεί να ορ[ζεται από τη συμβολική δομή του πολιτισμού, όμως συγχρόνως η συμβολική δομή μπορει' να χρησιμοποιηθει' από δρώντα άτομα 14 Κοινωνικός ντετερμινισμός είναι η άποψη ότι η ατομική ή συλλογική συμπεριφορά του ανθρώπου προσδιορ[ζεται από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από τα ίδια τα άτομα ως δρώντα πρόσωπα. 15 Έμφαση συγγραφέα.
271
-------------·----ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
με στόχο την αλλαγή. Έτσι, ο πολιτισμός, χάρη στη συμβολική δομή του, μπορεί ο ίδιος να αποτελέσει ένα ισχυρό μέσο κοινωνικής αλλαγής. 16 Γ. Η γενικευτική, ανιστορική και «εξωτερική>> θεώρηση του πολιτισμού από τη Νέα Αρχαιολογία απορρίπτεται. Ο πολιτισμός είναι εξαιρετικά διαφοροποιημένος, ριζωμένος στην ιστορικότητα, και η καλύτερη θεώρησή του είναι η «εσωτερική». Η Νέα Αρχαιολογία χρησιμοποιεί μια σειρά από γενικές κατηγορίες (τα υπο συστήματα, τα διάφορα στάδια της εξελικτικής τυπολογίας κοινωνιών), που είναι υπεραπλουστευμένες, προκαθορισμένες και επομένως τεχνητές και εντελώς θεω ρητικές. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι οι κατηγορίες αυτές εκφράζουν μια αστική και συντηρητική αντίληψη των πραγμάτων, και ότι επιβάλλονται σε συ γκεκριμένους πολιτισμούς του παρελθόντος από καθαρά πολιτικά κίνητρα. Η συστημική θεωρία, την οποία προτείνει η Νέα Αρχαιολογία για τη μελέτη των πολιτισμών, είναι μια εξαιρετικά αφηρημένη, πομπ(δδης, Μεγάλη Θεωρία, η οποία δεν ενδιαφέρεται για την αληθινή κατανόηση του παρελθόντος και προσφέ ρει μια επιφανειακή, «εξωτερική» άποψη των αρχαίων πολιτισμών. Ο μηχανισμός του πολιτισμικού συστήματος λειτουργεί ομοιόμορφα και κατ' αφαίρεση, χωρίς να επηρεάζεται από τυχαία γεγονότα και από την ιστορία, ώστε η κοινωνία που αντι κατοπτρίζει φαίνεται να είναι μια άχρονη κοινωνία. Μια τέτοια πραγμάτευση του χρόνου του παρελθόντος ως ομοιογενούς και αφηρημένου είναι μια πολιτική, παρά μια ουδέτερη, πράξη, μια πολιτικοποίηση του χρόνου, που αντικατοπτρίζει τις συντηρητικές και αστικές αξίες του δυτικού ιμπεριαλισμού (Shanks and Tilley, 1992). Στην πραγματικότητα, οι πολιτισμοί του παρελθόντος, ακόμη και αυτοί που η Νέα Αρχαιολογία θεωρεί ότι βρίσκονται στο ίδιο εξελικτικό στάδιο, είναι εξαιρε τικά διαφοροποιημένοι και σύνθετοι, όσον αφορά τη συμβολική δομή τους, γεμά τοι ιδιομορφίες, αφού σχετίζονται με συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, ώστε ο κα θένας από αυτούς να είναι μοναδικός και να μην μπορεί να αντικατασταθεί από κανέναν άλλον. Οι αρχαιολόγοι που επιθυμούν να ερμηνεύσουν με ρεαλιστικό τρό πο ένα τόσο ετερόκλητο και πολυσύνθετο παρελθόν, οφείλουν να το απελευθερώ σουν από τις γενικεύσεις και την αφηρημένη θεωρία και, με ένα έντονο συναίσθημα ιστορικότητας, παίρνοντας δηλαδή την ιστορία στα σοβαρά, να προσπαθούν να αποκτήσουν μια «εσωτερική» άποψη των πολιτισμών του παρελθόντος: να τους εξετάσουν από τη σκοπιά των ίδιων των δρώντων ατόμων, που συμμετείχαν σε αν16 Αυτό ισχύει όταν ο (υλικός) πολιτισμός, ως συμβολική τάξη, χρησιμοποιείται από τους φορείς κοι νωνικής δράσης στο πλαίσιο πολιτικών σχέσεων παραγωγικήςεξουσίας. Η παραγωγική εξουσία είναι μια θετική δύναμη, που αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε κοινωνικής πράξης και είναι στενά συνδε δεμένη με την αναπαραγωγή ή τη μεταβολή του κοινωνικού καθεστώτος. Αντίθετα, ο πολιτισμός, ως συμβολική τάξη, μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό μέσο νομιμοποίησης του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος, όταν χρησιμοποιείται επιδέξια από τους φορείς κοινωνικής δράσης στο πλαίσιο πολιτικών σχέσεων καταπιεστικής εξουσίας. Η καταπιεστική εξουσία είναι μια αρνητική δύ ναμη, ένα κατασταλτικό στοιχείο, που συνδέεται στενά με την κοινωνική κυριαρχία και τον κοινωνικό έλεγχο, ενώ εδραιώνει τις κοινωνικές ανισότητες. Η καταπιεcπικιf εξουσία είναι σε θέση να αποτρέψει την κοινωνική πάλη χρησιμοποιώντας την ιδεολογία - ένα τέχνασμα που μπορεί να διαστρεβλώσει την κοινωνική αντίφαση και να την παρουσιάσει ως συνοχή προς το συμφέρον της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας (Shank1· and Tilley, 1992, σ. 129-130).
272
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τούς, λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρα σαν τα άτομα αυτά και προσπαθώντας να κατανοήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα νοήματά τους (τις έννοιες, τα σύμβολα και τις ιδέες τους - αξίες, δοξασίες, κο σμοθεωρίες κ.λπ.) ακόμη να επιχειρήσουν να βιώσουν την καθημερινή εμπειρία των συνηθισμένων ανθρώπων, ώστε να αποκτήσουν μια από «κάτω προς τα επάνω» άποψη της κοινωνίας (σε αντίθεση με αυτή την οποία προσφέρει η ΝέαΑρχαιολο γία).17 Με τον τρόπο αυτό, οι ερμηνείες των αρχαιολόγων, οι οποίες θα έχουν τη μορφή αφήγησης σε μια εντελώς ανθρώπινη κλίμακα πλέον, θα είναι σε θέση να μας παρουσιάσουν ένα πολύ πιο ενδιαφέρον παρελθόν, πιο μεστό από νοήματα, ενώ συγχρόνως θα συνιστούν μια κριτική στις γενικευτικές θεωρίες του συντηρητι κού στρατοπέδου. Δ. Η θεώρηση της Αρχαιολογίας ως μιας θετικής επιστήμης από τη Νέα Αρχαιο λογία απορρίπτεται, διότι είναι ψευδής, εξουδετερώνει τη γνώση και υποστηρι'ζει το παρόν κοινωνικό σύστημα. Η Αρχαιολογι'α ει'ναι μια κοινωνική επιστήμη που έχει τη δυνατότητα, διαμέσου της ερμηνευτικής, να προάγει τη γνώση και να ασκήσει κριτι κή στην υφιστάμενη τάξη πραγμάτων. Η θετικιστική προσέγγιση της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας είναι απαράδεκτη. Η Αρχαιολογία δεν μπορεί ποτέ να γίνει μια θετική επιστήμη, διότι ασχολείται με την ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία είναι απρόβλεπτη, γεμάτη νόημα και σκοπι μότητα, και δεν μπορεί, επομένως, να «μετρηθεί» ή να ενταχθεί σε ένα γενικό «πρότυπο» και να αποτελέσει το αντικείμενο άμεσης, επιστημονικής παρατήρη σης. Κατά συνέπεια, η κατασκευή επιστημονικών «νόμων» και θεωριών, που να ισχύουν ταυτόχρονα για όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες σε όλα τα μέρη της Γης είναι πράγμα αδύνατο. Επιπλέον, ο ίδιος ο θετικισμός είναι ένας μύθος. Η επιστημονι κή γνώση, όπως οποιαδήποτε άλλη ακαδημαϊκή γνό)ση, δεν είναι ποτέ απόλυτα ουδέτερη και αντικειμενική, αλλά είναι στην πραγματικότητα (εν μέρει ή εξ ολο κλήρου) ένα κοινωνικό και ιστορικό κατασκεύασμα - η κάθε ιστορική περίοδος έχει τη δική της ιδέα περί «ουσιώδους» αλήθειας. Συγχρόνως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η επιστημονική γνώση είναι ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα: η ιδέα της επιστημονικής γνώσης ή της «επιστημονικής αλήθειας» δεν είναι τίποτε άλλο από μια συγκαλυμμένη πολιτική πράξη από μέρους ενδιαφερόμενων ομάδων που συνδέονται με την εξουσία· το πλέγμα <<εξουσία-γνώση-αλήθεια», όπως το ορίζει ο Foucault, έχει στόχο να ελέγξει την έκφραση της ελεύθερης και υποκειμε νικής γνώμης και να νομιμοποιήσει το καπιταλιστικό παρόν· με δυο λέξεις, «η επι στήμη είναι πολιτική». Συνεπώς, η θετικιστική διάκριση που κάνει η Νέα Αρχαιο λογία ανάμεσα στα (αντικειμενικά και απτά, «σκληρά») δεδομένα και την (υπο κειμενικ11 και αφηρημένη) θεωρία και, κατ'επέκταση, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν είναι ανώφελη και μάλιστα ψευδής. Στην πραγματικότητα, η Αρχαιολογία είναι μια κοινωνική επιστήμη (εξ ου και 17 Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη σε ορισμένους μεταδιαδικαστικούς αρχαιολόγους, όπως οι Μ. Shanks και C'. Tίlley. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, συνιστάται η χρήση της ψυχολογικής μεθό δου της ενσυναίσθησης ή εμβίωσης (δηλ. της κατανόησης της συμπεριφοράς και των συναισθημάτων ενός riλλου και συμμετοχή σε αυτri διαμέσου της ενδοπροβολής), καθώς και της φαινομενολογίας.*
273
�
wmt
li iliU
H�]J
Ι
�\t�@M@!t'(§
� fu m@HrJ!
]])iiJi 2
-
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
m.��¾%'#Ψ.JW��
ο όρος «Κοινωνική Aρχαιoλoγία»/«SocίalArchaeology») και είναι ερμηνευτική, διότι ασχολείται με την ερμηνεία νοημάτων. Τα νοήματα αυτά αφορούν τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Και αυτό διότι διαφορετικοί άνθρωποι σι;ο παρελθόν και το παρόν θα έδιναν διαφορετικά νοήματα σι;ο ίδιο αντικείμενο του αρχαίου υλικού πολιτισμού. Φτάσαμε, όμως, σι;ο σημείο να εξετάσουμε τη βασική θεωρητική προσέγγιση της Μεταδιαδικασtικής Αρχαιολογίας, που είναι γνωσι;ή ως ερμηνευτική προσέγ γιση (hermeneutίc approach) και προέρχεται από το χώρο της ερμηνευτικής*. Σύμ φωνα με τους μεταδιαδικασι;ικούς αρχαιολόγους, η προσέγγιση αυτή προάγει τη γν(ί>ση και δίνει τη δυνατότητα στην Αρχαιολογία να ασκήσει κριτική σι;ο παρόν κοινωνικό σύσtημα.
6.4.2
Η ερμηνευτική προσέγγιση στη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία και η σημασία της
Ας συνεχίσουμε να υποδυόμαστε έναν μεταδιαδικαστικό αρχαιολόγο και ας δούμε τώρα τι έχει να πει για την ερμηνευτική προσέγγιση σι;ην Αρχαιολογία. Κατ' αρχήν, το ερμηνευτικό έργο της Αρχαιολογίας είναι διπλό: 1. Από τη μια πλευρά, η Αρχαιολογία προσπαθεί να ερμηνεύσει το νοηματικό πλαί σιο μέσα στο οποίο έδρασαν τα άτομα που δημιούργησαν τον υλικό πολιτισμό του παρελθόντος. Το πλαίσιο αυτό καθορίσι;ηκε από τη συμβολική δομή του αρχαίου πολιτισμού, η οποία είχε τη δική της λογική και συνοχή, διαφορετική από τη δική μας, και χρειάζεται επομένως να ερμηνευτεί-όπως ήδη αναφέραμε, ο υλικός πο λιτισμός του παρελθόντος είναι ένα «κείμενο» προς ερμηνεία. Αυτή η ερμηνευτι κή προσπάθεια της Αρχαιολογίας ονομάζεται ερμηνευτική του παqελθόντος. 2. Από την άλλη πλευρά, η Αρχαιολογία προσπαθεί να ερμηνεύσει το νοηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι αρχαιολόγοι της σύγχρονης εποχής ερμηνεύουν το «κεί μενο» του αρχαίου υλικού πολιτισμού. Οι ερμηνείες των αρχαιολόγων, οι οποίες σι;ην πραγματικότητα αρχίζουν ήδη από το στάδιο της έρευνας σι;ο πεδίο ( «από την άκρη του μυσtριού», όπως γράφει ο Hodder (1999, σ. 92)-πρβλ. κεφάλαιο 4, Εισαγωγή) κατασκευάζονται (εν μέρει ή εξ ολοκλήρου) σι;ο παρόν, κάτω από την επίδραση των συμβολικών δομών που ισχύουν σι;η σύγχρονη κοινωνία και συμπε ριλαμβάνουν, επομένως, τα νοήματα των ίδιων των αρχαιολόγων. Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η αρχαιολογική ερμηνεία, ως ακαδημαϊκή γνώση, αποτελεί μια πολιτική πράξη (πρβλ. σι;α προηγούμενα), διότι: α) κατασκευάζεται μέσα σε ένα πεδίο σχέσεων πολιτικής (παραγωγικής) εξουσίας 18 ( σαν αυτές που απαντώνται σε όλα τα επίπεδα της ανθρό)πινης συναναστροφής, και που υπάρ χουν σtον κλάδο της Αρχαιολογίας, όπως και σε οποιονδήποτε άλλον ακαδημαϊκό κλάδο-π.χ. σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, καθηγητών-ερευνητών, ερευνητών μεταξύ τους κ.λπ.) και β) χρησιμοποιείται ιδεολογικά ως φορέας μιας τάξης αν18 Βλ. σημ. 16.
274
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θρώπων, οι οποίοι απολαμβάνουν κεκτημένα δικαιώματα μέσα στα σημερινά πλαίσια εξουσίας - πράγματι, μέσα από τα αρχαιολογικά συγγράμματα, το σύστη μα τείνει, κατά έναν πολύ αντιδημοκρατικό τρόπο, να ενισχύει τις παλιές δομές εξουσίας και σχέσεις κυριαρχίας, αφού υποστηρίζει οικονομικά και επιτρέπει μό νο μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων να ασχολείται με την Αρχαιολογία, την ελίτ, αποκλείοντας κατώτερες ανθρώπινες ομάδες ( όπως γυναίκες, εθνικές και φυλετικές μειονότητες κ.λπ.). Συνεπώς, η Αρχαιολογία θα πρέπει να προσπαθεί να ερμηνεύσει το πολιτικό νόημα που κρύβεται πίσω από τις ερμηνείες των σύγ χρονων αρχαιολόγων. Όλη αυτή η ερμηνευτική προσπάθεια της Αρχαιολογίας αποκαλείται ερμηνευτική του παρόντος. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η Αρχαιολογία ασχολείται με μια διπλή ερμηνευτική (double /1ermeneutics). 19 Εφόσον η αρχαιολογική ερμηνευτική διακλαδίζεται και είναι ριζωμένη ταυτό χρονα στο πλαίσιο αναφοράς του παρελθόντος και σε αυτό του παρόντος, έπεται ότι, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην «επιστημονική» Νέα Αρχαιολογία, τα δεδομένα και η θεωρία, το αντικείμενο και το υποκείμενο (ο αρχαιολόγος-ερμηνευτής), το παρελθόν και το παρόν είναι στενά συνυφασμένα και δεν είναι δυνατόν να διαχω ριστούν και να βρίσκονται σε αντιδιαστολή το ένα με το άλλο. Τα αρχαιολογικά δε δομένα δεν είναι ανεξάρτητα από τη θεωρία αλλά, θα λέγαμε, είναι «τυλιγμένα σε ένα σύννεφο θεωρίας» (εικ. 3), αποτελούν ήδη θεωρίες, διότι εκφράζουν ήδη μια θεωρία, και δεν είναι ποτέ εντελώς αντικειμενικά και ουδέτερα. Ο ρόλος των αρ χαιολόγων στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν το παρελθόν είναι να μεσολα βούν ανάμεσα στο νοηματικό πλαίσιο του παρελθόντος και αυτό του παρόντος και να «μεταφράζουν», να ερμηνεύουν το ένα «κείμενο» από την άποψη του άλλου.
Ν Ε
Ε Ω Εικόνα 3 Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία Ιlηγή: Προσαρμογή από Johnson, 1999, εικ. 7.2 19 Οι Μ. 8hanks και C'. Tilley (1992, σ. 107-8) υποσrηρι'ζουν μάλισrα ότι οι αρχαιολόγοι εργάζονται μέσα σε μια τετραπλή ερμηνευτική: 1. την ερμηνευτική του παρόντος, 2. την ερμηνευτική του παρελθόντος, 3. την ερμηνευτική ξένων πολιτισμών και 4. την ερμηνευτική πολιτισμών απομακρυσμένων σrο χρόνο.
275
-
-
�
-
�ί$! IΚ
Η@Η ,�Η
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
Ί Κ�
Η ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να παρομοιαστεί με έναν «εQμηνευτικό κύ κλο» ή, καλύτερα, με έναν «εQμηνευτικό έλικα» (εικ. 4). ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΛΛΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΙΈΝΙΚΗΕΡΜΗΝΕΙΑΊΌΥ 11ADDF}j8AM ΙΙΕΡΙΒΑΛΛΟ ΊΣ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ {
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΗΑDDΕΝΗΑΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ, ΓΝΩΣΕΙΣ, ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ �--eιιιt-ιι. ___,,,..
Εικόνα 4 Η ερμηνευτική προσέγγιση της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας Πηγή: Προσαρμογή από Hodder, 1992, εικ. 22
Σύμφωνα με την προσέγγιση αιπή, οι αρχαιολόγοι αρχίr.,συν με μια (κατ' ανάγκη προ κατειλημμένη) θεωρία (όλοι οι αρχαιολόγοι, ακόμη και αιποί πσu ιοχυρίr.,ονται ότι είναι «επισrημονικοί», προσεγγίr.,συν τα δεδομένα με μια σειρά προκατειλημμένων ιδεών) και προχωρούν ακολουθώντας τις σπεί,ρες τσu έλικα μεταβάλλοντας συνεχώς την αρχική τσuς θεωρία, καθώς έρχονται σε επαφή με τα δεδομένα. Στη διάρκεια αιπήςτης διαδικασίας, ο αρχαιολόγος προσπαθεί να συνταιριάσει τα δεδομένα (μέρη τσu συνόλου) με τη θεωρία ταυ (το σύνολο), ενώ συγχρόνως οικοδομεί τη θεωρία (το σύνολο), συοχετίr.,οντάς την με όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες γύρω ωτό το πλαίσw ή τα συμφQαζόμενα ή τη συνάφεια των δεδομένων (μερών τσu συνόλου) και προσαρμόζοντάς την αν«Ν:rγα (εξ σu «Αρχαιολογία των Συμφραζομένων» ή «Αρχαιολογία των Συναφειών»/Cσnteχtuαl Archaeology, μετην οποία συνδέεται ιδιαίτερα το όνομα τσu Ian Hodder).20 Με τον τρόπο αυτό ο αρχαιολόγος επιχειρεί έναν διάλογο, ένα πέρα-δώθε, ανάμεσα στα δεδομένα και τη θεωρία, το μέρος του συνόλου και το σύνολο, το πα ρελθόν και το παρόν, μέχρις ότου φθάσει σε μια ικανοποιητική ερμηνεία, η οποία δίνει νόημα στα περισσότερα από τα δεδομένα.
276
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Παράδειγμα 7 Η Εικόνα 4 παρουσιάζει μια ερμηνευτική άσκηση που βασίζεται στην ανα σκαφή ενός Νεολιθικού περιβόλου (enclosure) -κτίσματος που αποτελείται από οχυρωματικό φράκτη και τάφρο- στη θέση Haddenham της Βρετανίας. Οι ανα σκαφείς (1. Hodder και C. Evans) ξεκίνησαν την έρευνά τους στο πεδίο με ορι σμένες υποθέσεις, που βασίζονταν σε προηγούμενες ανασκαφές και σε θεωρη τικές γνώσεις σχετικά με τις τελετουργίες και την κοινωνική οργάνωση στη Βρε τανία κατά τη Νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με τις υποθέσεις αυτές, οι νεολιθικοί περίβολοι χρησίμευαν, μεταξύ άλλων, ως κέντρα για ταφές και άλλες τελετουρ γίες και αντιπροσωπεύουν μια κοινωνία αποκεντρωμένη και οργανωμένη κατά μικρές συγγενικές ομάδες που αναδύονταν ίσως σε φυλαρχίες. Όταν οι ανασκαφείς ήρθαν σε επαφή με τα ίδια τα αρχαιολογικά δεδομένα και το αρχαιολογικό πλαίσιο με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, αναγκάστηκαν, με βά ση επίσης τις πάμπολλες ειδικές εμπειρίες και συζητήσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, να προσαρμόσουν τις αρχικές υποθέσεις και θεωρίες τους στα νέα δεδομένα, να τις τροποποιήσουν ελαφρά και να τις εμπλουτίσουν. Έτσι, για παράδειγμα, η αρχική ερμηνεία τους σχετικά με το είδος της κοινωνικής δομής, την οποία αντιπροσωπεύει ο περίβολος του Haddenham, τροποποιήθηκε και αναπτύχθηκε περαιτέρω, χάρη στη μεγαλύτερη λεπτομέρεια που παρείχε η αρ χαιολογική μαρτυρία: οι ανασκαφείς υποστήριξαν ότι επρόκειτο για μια κοινωνική δομή που δεν ήταν σταθερή αλλά άλλαζε συνεχώς, καθώς οι διάφορες συγγενικές ομάδες συναγωνίζονταν η μια την άλλη για την απόκτηση κοινωνικού κύρους μέσω της επίδειξης. Τα μέσα κοινωνικής επίδειξης ήταν η κατασκευή τμημάτων του οχυ ρωματικού φράκτη και της τάφρου του περιβόλου - με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τη δύναμη των διαφόρων ομάδων να κινητοποιούν το απαιτούμενο εργατικό δυνα μικό (πράγματι, το μέγεθος και η δομή των τάφρων παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία), καθώς επίσης η απόθεση τε,ιvέρyων και οι ανθρώπινες ταφές (τα μεγαλύτερα και πιο επιμελημένα τμήματα του οχυρωματικού φράκτη και της τάφρου συνδέονταν με υψηλότερες πυκνότητες τε,ιvέρyων, ως ενδείξεις πλούτου, στο εσωτερικό του περιβόλου και περιλάμβαναν ανθρώπινες ταφές, ενδείξεις τελετουργιών). Τέλος, οι ανασκαφείς πιστεύουν ότι ο ερμηνευτικός κύκλος των ανασκαφών στο Haddenham δεν έχει κλείσει και ότι ο περίβολος στη θέση αυτή μπορεί να κα τανοηθεί πλήρως μόνον εάν τοποθετηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο άλλων νεολιθικών θέσεων στην περιοχή και, γενικότερα, στη Βρετανία (Hodder, 1992, σ. 213-240).
20 Εδώ θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο γενικό νοηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασαν τα riτομα που συμμετείχαν σε έναν αρχαίο πολιτισμό τον παρελθόντος και ιπο οποίο προαναφερθήκαμε, και την πληθώρα των ι)ιαδοχικών, ειδικών πλαισίων ιj συμφραζομένων ή συναφειών μέσα στα οποία τα δρώντα άτομα του παρελθόντος τοποθέτησαν τα διάφορα αντικείμενα του υλικοιί πολιτισμού τους καθώς τα χρησιμοποιοιίσαν (για το πλαίσιο ή τα συμφραζr5μενα ή τη συνάφεια των αρχαιολογικών δε δομt'νων, βλ. υποενότητα 3.3.1). Η Μεταδιαδικαιπική Αρχαιολογία δίνει μεγriλη σημασία στο αρχαιο λογικό πλαίσιο και του αποδίδει μια ερμηνευτικιj λειτουργία πιστειίοντας ότι η συστηματική μελt'τη των αρχαιολογικών πλαισίων είναι σε θt'ση να αποκαλιίψει στους αρχαιολόγους τις ιΜες που είχαν οι άνθρωποι για τα στοιχεία του υλικού πολιτισμο1.ί τους (βλ. σημ. 23).
277
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
��J@h�����M�����'"'U:.'1#;.(%����%���
Η ερμηνευτική προσέγγιση είναι ελαστική, διότι δίνει έμφαση στην ερμηνεία της γενικής γνώσης (δηλαδή μιας γενικής θεωρίας) ανάλογα με την ευαισθησία που δείχνει ο αρχαιολόγος απέναντι σε συγκεκριμένα πλαίσια αρχαιολογικών δε δομένων. 21 (Επομένως, η προσέγγιση αυτή είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την άκαμπτη, «επιστημονική» προσέγγιση της Νέας Αρχαιολογίας, σύμφωνα με την οποία η γενική γνώση ελέγχεται έναντι των δεδομένων επιβάλλοντας στα δεδομέ να, χωρίς καμία απολύτως ευαισθησία, καθολικά, εξωτερικά κριτήρια, που είναι ανεξάρτητα από πολιτισμικά και ιστορικά πλαίσια.) Επίσης, σύμφωνα με τη νέα αυτή προσέγγιση, η αρχαιολογική ερμηνεία δεν εί ναι οριστική, αλλά παραμένει προσωρινή, μέχρις ότου ανακαλυφθούν περισσότε ρα δεδομένα. Μάλιστα, μερικοί μεταδιαδικαστικοί αρχαιολόγοι, μέσα σε ένα πνεύμα άκρας σχετικοκρατίας, θεωρούν ότι η αρχαιολογική ερμηνεία δεν θα μπο ρέσει ποτέ να αποκαλύψει το «αληθινό», αρχικό νόημα του «κειμένου» της αρχαί ας υλικής μαρτυρίας, δηλαδή το τι εννοούσαν οι «συγγραφείς» του όταν το «έγρα φαν», διότι αυτό απλώς δεν υπάρχει: ακόμη και στο παρελθόν, τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού δεν είχαν ένα και μοναδικό νόημα, ένα νόημα «από μόνα τους», αλλά είχαν ποικίλα νοήματα, ανάλογα με τον τρόπο που «διαβάζονταν» από τον «αναγνώστη» τους. Έτσι, τα ποικίλα νοήματα της αρχαίας υλικής μαρτυ ρίας είναι σαν να διαχέονται κατά μήκος αμέτρητων «αλυσίδων» εννοιών ή, καλύ τερα, σαν να ξεγλιστρούν μέσα σε μια ασταμάτητη ροή εννοιών, ώστε είναι αδύ νατον να ακινητοποιηθούν και να προσδιοριστούν με τρόπο οριστικό· η αρχαιολο γική ερμηνεία, επομένως, δεν είναι τίποτε άλλο από τη σταθεροποίηση για μια στιγμή αυτής της συνεχούς ροής εννοιών (Shanks and Tilley, 1992, Ι. Bapty and Τ. Yates, 1990). 22 (Όλ' αυτά έρχονται σε αντίθεση με τον «τεχνικό έλεγχο», τον οποίο ασκεί η Νέα Αρχαιολογία στο παρελθόν χρησιμοποιώντας «νόμους» ή γενι κεύσεις που έχουν οριστικό χαρακτήρα.) Αυτό μας οδηγεί στην αντίληψη της Με ταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας για την αρχαιολογική ερμηνεία ως πολλαπλής και ποικίλης. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, λόγω της μεγάλης δυσκολίας που υπάρ χει στην ερμηνεία του παρελθόντος (αφού το «κείμενο» της αρχαίας υλικής μαρ τυρίας διαβάζεται με διαφορετικό τρόπο από διαφορετικά άτομα στα πλαίσια αναφοράς του παρόντος και του παρελθόντος), δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μια και μόνη, «σωστή» ή «λανθασμένψ>, ερμηνεία γι' αυτό και, επομένως, οι αρχαιο λόγοι θα πρέπει να πειραματίζονται με πολλές και ποικίλες ερμηνείες. Με τον 21 Κατ' επέκταση,
η ερμηνευτική προσέγγιση υπογραμμιi,ει τη μοναδικότητα του κάθε πολιτισμού και δίνει μια διαχρονική άπσψη των πολιτισμών, σε αντίθεση με τη γενικευτική και συγχρονική άποψη του πολιτισμο1J, την οποία προσφέρει η Νέα Αρχαιολογία. 22 Ο Ian Hodder άσκησε κριτική ενάντια στην άκρα σχετικοκρατία προς την οποία τείνουν οι απ6ψεις αυτών των μεταδιαδικαστικών αρχαιολόγων. Ο Hodder πιστεύει ότι υπriρχουν «αληθινά», αρχικά νοήματα στο «κείμενο» του αρχαίου υλικού πολιτισμο1J και ότι αυτά περιέχονται στο αρχαιολογικό πλαίσιο ή τα συμφραζόμενα του κάθε δεδομένου. Υποστηριi,ει, λοιπόν, ότι δίνοντας ιδιαίτερη προσο χή στο αρχαιολογικό πλαίσιο ή τα συμφραζόμενα οι αρχαιολόγοι θα είναι σε θέση να σταματήσουν τη διαφυγή των νοημάτων σε «αλυσίδες εννοιών» ή στη «συνεχιj ροή εννοιών», εφόσον το αρχαιολογικό πλαίσιο έχει την ιδιότητα να συγκρατεί τα «αληθινά» νοήματα της αρχαίας υλικής μαρτυρίας οριi,ο ντας «σταθερές και ευπροσδιόριστες σχέσεις», «οι οποίες επιτρι'πουν στον αναγνώστη να αναγνωρίσει και να κατανοήσει το [αρχικό] νόημα.» (Hodder, 1992, σ. 162).
278
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τρόπο αυτό, η Αρχαιολογία γίνεται ανοιχτή στην πολλαπλότητα των θεωρητικών απόψεων και την επικοινωνία, ενθαρρύνει το διάλογο ανάμεσα σε άτομα, ομάδες και ερμηνευτικές κοινότητες, και αναπτύσσει πολλαπλά παρελθόντα ανάλογα με το πολιτισμικό, το κοινωνικό και το πολιτικό πλαίσιο των ερμηνευτών-αρχαιολό γων. (Μια τέτοια αντίληψη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτή της Νέας Αρχαιο λογίας για την Αρχαιολογία ως μια οντότητα, ένα ενιαίο σύνολο, με μία και μόνη Μεγάλη Θεωρία, όπως συνοψίζεται στην κατηγορηματική δήλωση του Davίd Clarke: «Η Αρχαιολογία είναι Αρχαιολογία είναι Αρχαιολογία» - Clarke, 1968.) Εφόσον, λοιπόν, καθετί στο παρελθόν θεωρείται από τη Μεταδιαδικαστική Αρ χαιολογία ότι υπόκειτο σε μεταβολή και αλλαγή, αντί να είναι ουσιώδες και ορι στικό, και εφόσον στο παρόν υπάρχει μια ποικιλία και έλλειψη σταθερότητας όσον αφορά τις ερμηνείες των αρχαιολόγων, η Αρχαιολογία γίνεται μια ποικίλη και συνεχής διαδικασία (Hodder, 1999). Τέλος, σύμφωνα με την ερμηνευτική προσέγγιση που προτείνει η Μεταδιαδι καστική Αρχαιολογία, η αρχαιολογική ερμηνεία δεν είναι «αντικειμενική» ούτε αυθαίρετη, αλλά είναι στοχαστική (reflexive). Κατά το διάλογο που επιχειρούν ανάμεσα στη θεωρία και τα δεδομένα, οι αρχαιολόγοι δεν προσπαθούν να απαλ λαγούν από τις δικές τους αξίες και προκατειλημμένες ιδέες, αλλά προσπαθούν να τις χρησιμοποιήσουν με παραγωγικό τρόπο, για να μεσολαβήσουν αποτελεσματι κά ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν ακολου θούν τυφλά τις προκατειλημμένες ιδέες τους, αλλά τις αναστοχάζονται, τις εξετά ζουν σε βάθος και τις προσαρμόζουν στην ποικιλία των ερμηνειών, τις οποίες επι δέχεται ένα δεδομένο ανάλογα με το πλαίσιο ή συμφραζόμενα με τα οποία σχετί ζεται. Αυτός είναι, στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος με τον οποίο η επιστήμη μπορεί να προχωρήσει, αφού οδηγεί στην έρευνα και την αμφισβήτηση των πραγ μάτων και, κατ' επέκταση, στην ανακάλυψη νέων δεδομένων και νέας γνώσης. (Αυτός ο στοχαστικός διάλογος ανάμεσα στα δεδομένα και τη θεωρία ως μέρους της διαδικασίας μάθησης αντιτίθεται στον τρόπο με τον οποίο η Νέα Αρχαιολογία καταργεί το διάλογο ανάμεσα στα δεδομένα και τη θεωρία, γεγονός που εξουδε τερώνει την έρευνα και τη γνώση.) Σύμφωνα με τη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία, ο στοχαστικός διάλογος που επιχειρείται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν με βάση την ερμηνευτική προ σέγγιση δεν προσφέρει απλώς μια πληρέστερη κατανόηση του παρελθόντος αλλά, επίσης, επιτρέπει στο παρελθόν να παίξει έναν ενεργό ρόλο στο παρόν. Και αυτό διότι δίνει τη δυνατότητα στους αρχαιολόγους να ασκήσουν κριτική στο παρελθόν και, με τον τρόπο αυτό, να μάθουν για την κοινωνική κατάσταση του ανθρώπου, τις κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις και για τη δυνατότητα κοινωνικής αλλα γής. Μια τέτοια πληροφόρηση μπορεί να αποτελέσει μέρος της σύγχρονης εμπει ρίας των αρχαιολόγων, διαμέσου της οποίας διαμορφώνουν μια αντίληψη για τον κόσμο και για τον ίδιο τους τον εαυτό, και να τους προτρέψει να προβληματιστούν σχετικά με το παρόν, να του ασκήσουν κριτική και, με τον τρόπο αυτό, να το αλλά ξουν συμβάλλοντας στο μέλλον. Μερικοί μεταδιαδικαστικοί αρχαιολόγοι υποστη ρίζουν επιπλέον ότι δίνεται η δυνατότητα στους αρχαιολόγους να δραστηριοποιη θούν για να ανατρέψουν το σύγχρονο καπιταλιστικό καθεστώς, αναπτύσσοντας
279
�JHJ
;&Qi)J:iliil@Ω
Jlli t
@ι,�-------------------ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
μια «δημοκρατική» και κριτική Κοινωνική Αρχαιολογία, η οποία θα ασκεί έντονη κριτική όχι μόνο στο παρελθόν και το παρόν αλλά επίσης στον ίδιο τον εαυτό της ως μικροπολιτικού πεδίου. Αυτή η «Κριτική Aρχαιoλoγία»(«Crίtίca!Archaeology», με την οποία συνδέονται τα ονόματα των Μ. Shanks και C. Tilley) θα αποτελεί ένα σύνολο στρατηγικών για την επέμβαση στο παρόν: α) θα αμφισβητεί την καθιερω μένη και ορθόδοξη Αρχαιολογία (η οποία ασχολείται μόνο με το παρελθόν), κα θώς και τις ιεραρχίες εξουσίας στα αρχαιολογικά ιδρύματα και τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων της Αρχαιολογίας κατ' επέκταση, θα αμφισβητεί την υφιστά μενη κοινωνική τάξη πραγμάτων και τους σύγχρονους τρόπους ζωής β) θα διεξά γει λεπτομερείς κριτικές αναλύσεις («απoδόμηση»/«deconstruction») τόσο της φύ σης των αρχαιολογικών πρακτικών ( ομιλιών, συγγραμμάτων, στρατηγικών ανα σκαφής, μουσειακών εκθέσεων κ.λπ.) όσο και της σχέσης τους με το καπιταλιστι κό παρόν και γ) θα ασχολείται με την «αυτοανακάλυψη», με μελέτες «εμβίωσης» του παρελθόντος (βλ. σημ. 17), που θα αποσκοπούν στην ένταξη του παρελθόντος στην υποκειμενική εμπειρία των αρχαιολόγων, ακόμη και με μελέτες του υλικού πολιτισμού της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας (όπως, για παράδειγμα, η με λέτη των κουτιών μπύρας στον δυτικό κόσμο και του συμβολισμού τους από τους Shanks και Tilley, 1992).23 Βλέπουμε, λοιπόν, ότι στον βασικό στόχο της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολο γίας, να εξηγηθεί η πολιτισμική αλλαγή, προστίθεται ένας επιπλέον στόχος, να ασκηθεί κριτική στο παρελθόν και το παρόν, ακόμη και στην ίδια την Αρχαιολο γία, με απώτερο στόχο την αλλαγή του παρόντος και ένα καλύτερο μέλλον.
ως μιας δύναμης αλλαγής, με βαθιά ανάμειξη στον μεταμοντέρ νο κόσμο και προσανατολισμένης προς το μέλλον, της Αρχαιολογίας ως πολιτικοι; προγράμματος, επικρίθηκε από τον lan Hod{leι-, ο οποίος πιιπεύει 6τι μια τέτοιου είδους Αρχαιολογία είναι καθαρά δογματική και ότι δίνει υπερβολική έμφαση στην κατανόηση τον παρόντος και τον εαυτού μας, ενώ πολύ λιγ6τερη έμφαση στην οικοδόμηση ασφαλούς γνώσης σχετικά με το παρελθόν (Hodder, 1992, pa.1·si1n Ho{fder, 1999, σ. 14). 23 Α υτή η αντίληψη της Α ρχαιολ
ογίας
280
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα6.5 ΟΙ ΠΡΟΟΙΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Απ' όλα όσα είπαμε στην προηγούμενη ενότητα ίσως προκύπτει η εντύπωση ότι στις μέρες μας υπάρχει πολύ μεγάλη διαφωνία και ποικιλία στο χώρο της αρχαιο λογικής θεωρίας και ότι η τελευταία έχει φθάσει σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο σχε τικισμού, μια χαοτική κατάσταση, όπου καμία γνώση ή ερμηνεία δεν θεωρείται απόλυτα αληθινή ή έγκυρη, αλλά όλες είναι σχετικές, και οι αρχαιολόγοι είναι ελεύθεροι να προτείνουν οποιεσδήποτε θεωρίες τούς εξυπηρετούν πολιτικά ή κατ' άλλους τρόπους - ώστε να μην υπάρχει πλέον καμία ελπίδα ότι θα μπορέσει ποτέ η Αρχαιολογία να αναπτύξει ένα ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο, που να την αναδείξει σε έναν επιστημονικό κλάδο με κύρος και εξουσία. Όμως, τα πράγματα είναι λι γότερο απαισιόδοξα απ' όσο φαίνονται και νέες προοπτικές ανοίγονται σήμερα στην Αρχαιολογία. Κατ' αρχήν, υπάρχει η άποψη ότι το «φάντασμα» του σχετικισμού μπορεί να τε θεί υπό έλεγχο με τη σωστή χρήση της ερμηνευτικής προσέγγισης, δίνοντας δηλα δή προσοχή στο πλαίσιο ή τα συμφραζόμενα των αρχαιολογικών δεδομένων.24 Επιπλέον, οι αρχαιολόγοι στις μέρες μας θέτουν περισσότερα ερωτήματα και προτείνουν περισσότερες ερμηνείες για το ανθρώπινο παρελθόν απ' όσο ποτέ άλ λοτε. Αυτή η πολλαπλότητα των απόψεων μπορεί να δημιουργεί πολλές, ασυμβί βαστες αρχαιολογίες, αλλά δημιουργεί, επίσης, μια μεγαλύτερη επίγνωση των προβλημάτων και ένα εποικοδομητικό κλίμα συζήτησης και, συνεπ(Δς, μια πολύ πιο πλούσια και ενδιαφέρουσα εικόνα του παρελθόντος (σε σύγκριση με αυτή που μπορεί να προκύψει από μία και μόνο γενικευτική θεωρία, όπως αυτή της Διαδι καστικής Αρχαιολογίας). Έτσι, αυτή η πολυφωνία προκαλεί τους αρχαιολόγους να κατασκευάσουν μια σφαιρική θεωρία, χάρη στην οποία η Αρχαιολογία θα μπο ρέσει τελικά να ολοκληρωθεί και να αναπτυχθεί ως επιστημονικός κλάδος. Πολ λοί αρχαιολόγοι εκφράζουν σήμερα την αισιοδοξία αυτή. Πώς, όμως, πιστεύουν ότι ι,ιπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια θεωρία; Πολλοί μεταδιαδικαστικοί αρχαιολό �� ότι ο μόνος τρόπος για την επίτευξη μιας σφαιρικής θεωρίας, η οποία όμως θα διατηρεί ταυτόχρονα την ποικιλία και τον πλουραλισμό των απόψεων, εί ναι να προσεγγίσει η Αρχαιολογία τις θεωρίες των κοινωνικών επιστημών. Σύμ φωνα με μια άλλη άποψη (Trigger, 1998), η λύση είναι ένας συνδυασμός διαδικα στικ11ς και μεταδιαδικαστικής προσέγγισης, θεωρώντας ότι οι δύο αυτές προσεγγί σεις συμπληρώνουν, παρά ανταγωνίζονται, η μια την άλλη. Έτσι, η διαδικαστική Όπως είδαμε (βλ. υποενότητα 6.4.2 και σημ. 23), αυτό προτείνει ο Jan Ηοdderστην κριτικιj του ενά ντια στην άκρα σχετικοκρατία προς την οποία τείνουν οι απόψεις ορισμένων μεταδιαδικαστικών αρ χαιολόγων. 24
281
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.5
�����,�JOOJ$§1f
F�
&WfiΙ
προσέγγιση ενδείκνυται για τη μελέτη των υλικών αναγκών, που επηρέασαν τη συμπεριφορά των αρχαίων ανθρώπων και διαμόρφωσαν τη λειτουργία και τον τρόπο αλλαγής των πολιτισμών, ενώ η μεταδιαδικαστική προσέγγιση είναι πιο κα τάλληλη για τη μελέτη των νοητικών σχημάτων, που έκαναν τους ανθρώπους να αι σθάνονται την ανάγκη να συμπεριφερθούν με έναν ορισμένο τρόπο και να δια μορφώσουν ή να αλλάξουν τον πολιτισμό τους. Δίνοντας ίση έμφαση στη μελέτη των υλικών αναγκών και των νοητικών σχημάτων μπορεί κανείς, σύμφωνα πάντα με την άποψη αυτή, να κατασκευάσει μια πιο πλήρη ερμηνεία των πολιτισμών του παρελθόντος και μια πιο ολοκληρωμένη αρχαιολογική θεωρία.25
Αυτή η τελευταία άποψη μας φέρνει, τελικά, στη γενική εντύπωση ότι στις μέ ρες μας η άλλοτε σφοδρή διαμάχη μεταξύ διαδικαστικών και μεταδιαδικαστικών αρχαιολόγων έχει υποχωρήσει και έχει επιτευχθεί ένα είδος συναινετικής συμ βίωσης, καθώς αρχαιολόγοι και από τα δύο στρατόπεδα προσπαθούν να συμπερι λάβουν στις ερμηνείες τους την άλλη άποψη, διατηρώντας έτσι την αρχαιολογική θεωρία σε μια «μέση οδό» ανάμεσα στον ακραίο θετικισμό και τον αχαλίνωτο σχετικισμό. Ειδικά στο χώρο της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας εκδηλώθηκε μια τάση να «απαλυνθούν» και να τροποποιηθούν τα παλιά δόγματα, έτσι ώστε να λη φθούν υπόψη η κριτική και οι θεωρητικές απόψεις της Μεταδιαδικαστικής Αρχαι ολογίας, η βασική εγκυρότητα των οποίων είναι γενικά παραδεκτή (αν εξαιρέσει κανείς τις ακραίες μεταδιαδικαστικές θέσεις). Έτσι, για παράδειγμα, οι περισσό τεροι διαδικαστικοί αρχαιολόγοι τώρα παραδέχονται ότι η επαλήθευση υποθέσε ων είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο απ' ό,τι θεωρούνταν αρχικά· συνιστάται μια Μέση Θεωρία, η οποία θα παίρνει υπόψη της το πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάζονται οι αρχαιολόγοι· δίνεται έμφαση στις ταφονομικές μελέτες 26 παράγοντες όπως τα τυ χαία γεγονότα της ιστορίας, ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση μεταξύ ανθρώπι νων ομάδων, τα δρώντα άτομα και η κοινωνική δράση ενσωματώνονται στη μελέ τη των πολιτισμικών συστημάτων, οδηγώντας σε μια πιο δυναμική ιδέα της πολιτι σμικής αλλαγής ως προερχόμενης μέσα από το σύστημα αντί να είναι το προϊόν εξωτερικών παραγόντων (Marcus and Flannery, 1996) και, γεγονός πιο σημαντι κό, προωθείται μια «Γνωστική (Διαδικαστική) Αρχαιολογία» ((Όgnitiνe (Processual) Archaeology), η οποία αποσκοπεί να εξετάσει τους γνωστικούς παρά γοντες στον πολιτισμό, καθώς επίσης τη γνωστική λειτουργία και τις ιδέες των αν θρώπων του παρελθόντος (Renfrew and Zubrow, 1994 ). Οι τρόποι, τους οποίους χρησιμοποιεί η Γνωστική Αρχαιολογία για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού εί ναι η μελέτη της κοσμολογίας, της θρησκείας, της λατρείας, της ιδεολογίας και της εικονογραφίας των αρχαίων πολιτισμών (αν και, σύμφωνα με την κριτική των με25 Η ίδια αυτή άποψη θεωρεί επίσης ότι η ισrορική Αρχαιολογία,
δηλαδή ηΑρχαιολογία που ασχολεί ται με τα υλικά κατάλοιπα ισrορικών εποχών (σε αντίθεση με την προϊστορικήΑρχαιολογία), ι5πως η Κλασική Αρχαιολογία, είναι εξαιρετικά πολύτιμη για τη μελέτη και κατανόηση των νοητικών σχημά των που εμπεριέχονται στον αρχαίο υλικό πολιτισμό, και συνεπώς για τη κατασκευή μιας πιο ολοκλη ρωμένης θεωρίας, διότι μπορεί να ανατρέξει σrις ιστορικές πηγές (Trigger, 1998, σ. 19). Για πρόσφα τες εξελίξεις προς αυτή την κατε15θυνση σrον κλάδο της ΚλασικήςΑρχαιολογίας, οι οποίες υιοθετούν τη μεταδιαδικασrική προσέγγιση, βλ. Shanks, 1996, Whitley, 1994, Monis, 2000. 26 Βλ. σημ. 7.
282
ΕΝ
6.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ταδιαδικαστικών αρχαιολόγων, δεν πραγματεύεται το κεντρικό ερώτημα, αυτό του νοήματος, ούτε προσπαθεί να εισχωρήσει στο νου των ανθρώπων του παρελ θόντος). Δραστηριότητα 7/Κεφάλαιο 6 Αναφέρετε τα κύρια σημεία της θεωρίας της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας, όπως αυ τά διαφαίνονται μέσω της κριτικής, την οποία άσκησε αυτή η θεωρητική σχολή στη Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία (80 λέξεις). Στη συνέχεια, συγκρίνετε την απάντησή σας με το κείμενο της Σύνοψης, που ακολουθεί.
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 6 Διαβάστε με προσοχή το απόσπασμα «Ερμηνεύοντας τα Ευρωπαϊκά Μεγαλιθικά Μνημεία» από το βιβλίο των R&B, σ. 508-509, και προσπαθήστε να διακρίνετε τον υποθετικό και αποικιοκρατικό χαρακτήρα της ερμηνείας με βάση τη θεωρία της διάδοσης, τον γενικευτι κό χαρακτήρα της διαδικαστικής ερμηνείας και τον συγκεκριμενοποιημένο και συμβολικό χαρακτήρα της μεταδιαδικαστικής ερμηνείας. Στη συνέχεια, συγκρίνετε την απάντησή σας με τη δική μας που δίνεται στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Δραστηριότητα 9/Κεφάλαιο 6 Προσπαθήστε να κάνετε έναν συνοπτικό πίνακα, ο οποίος να περιλαμβάνει α) τις κύριες περιόδους της αρχαιολογικής προβληματικής ή θεωρίας, μαζί με τις κύριες θεωρητικές σχολές ή τους κλάδους της Αρχαιολογίας, β) τις διαδοχικές μεθόδους προσέγγισης που υιοθέτησε η Αρχαιολογία, γ) τους διαδοχικούς στόχους της Αρχαιολογίας και δ) τους τύ πους ερωτήσεων στις οποίες προσπάθησε να δώσει απάντηση η Αρχαιολογία διαμέσου της ιστορίας της. Στη συνέχεια, ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέχοντας στον Πίνακα 1, που ακολουθεί.
<Ι <Ι
283
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.5
Πίνακας 1
Σχηματική απεικόνιση των κύριων θεωρητικών σχολών, μεθόδων προσέγγισης και στόχων της Αρχαιολογίας -
ΧQονική πεQίοδος/ ΘεωQηtική σχολή ή κλάδος ΑQχ/γίας
(16ος αι.-τέλη 19ου αι. /αρχαιοσuλλεκτισμ6ςεμβρυϊκή μορφή Αρχαιολογίας) Τέλη 19ου i αι. /Πολιτισμική Εξελικτική Αρχαιολογω. Αρχές 20ού αι.δεκαετία 1960/Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία
Στόχος
Μέθοδος ΠQοσέγγισης
(Συλλογή τεχνέργων)
1
Κοινή ανθρωπολογική και αρχαιολογική μέθοδος προσέγγισης: πολιτισμική εξελικτική προσέγγιση
Κοιν6ς ανθρωπολογικ6ς και αρχαιολογικ6ς στ6χος: εξήγηση πολιτισμικήςαλλαγής
!
Πολιτισμική ιστορική προσέγγιση
Περιγραφή μορφής αρχαιολογικής μαρτυρίας σrο χώρο και στο χρόνο. Στόχος: προσδιορισμός ακολουθίας πολιτισμόΝ σε μια γεωγραφική περιοχή. Απώτερος στόχος: ανασύσταση πολιτισμικής ιστορίας μιας γεωγραφικής περιοχής
11
1
1
1
Δεκαετία 1960Δεκαετία 1980/ Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία
Συστημική προσέγγιση
1 1
Δεκαετία 1980σήμερα/Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία
Ερμηνευτική προσέγγιση
..
284
Ανασύσταση λειτουργίας αρχαιολογικής μαριυρω.ς (ανασύσταση αρχαίσu φυσικού περιβάλλοντος και αρχαίων τρ6πων ζωής). Κύριος στόχος: εξήγηση αρχαίων πολιτισμών και πολιτισμικής αλλαγής Ανασύσταση νοήματος αρχαιολογικής μαρτυρίας (ανασύσταση συμβολικής δομής αρχαίων πολιτισμών). Κύριοι στόχοι: α) εξήγηση αρχαίων πολιτισμών και πολιτισμικής αλλαγής, β) άσκηση κριτικής στο παρελθόν και το παρόν και κοινωνική αλλαγή
1
--Τύ� αQχ/κής εQώtησης (Τι;)
1
Τι
Πού; Πότε;
ι
1 i
Πώς;
Γιατί;
Πώς;
Γιατί;
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό είδαμε ότι στην αρχική, εμβρυϊκή της φάση μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα η Αρχαιολογία, με τη μορφή του απλού αρχαιοσυλλεκτισμού, εν διαφερόταν για τα τεχνέργα αυτά καθαυτά, χωρίς να έχει αναπτύξει κάποια προ βληματική. Όμως, από τη στιγμή της ανάδειξης της Αρχαιολογίας σε επιστημο νικό κλάδο στα τέλη του 19ου αιώνα, το βασικό ερώτημα που την απασχόλησε ήταν αυτό της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και της πολιτισμικής αλλαγής. Προκειμένου να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό, τα τελευταία εκατόν πενή ντα χρόνια η Αρχαιολογία ανέπτυξε μια συγκεκριμένη προβληματική και, ιδίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά, υιοθέτησε διαδοχικά μια σειρά από θεωρητι κές προσεγγίσεις, που έδωσαν το όνομά τους στους διάφορους κλάδους ή τις διά φορες «σχολές» της. Κατ' αρχήν, στα τέλη του 19ου αιώνα, η Πολιτισμική Εξελικτική Αρχαιολο γία, η οποία έκανε χρήση της προσέγγισης του πολιτισμικού εξελικτισμού από το χώρο της Εθνολογίας, απέδωσε την πολιτισμική διαφοροποίηση σε βιολογι κούς παράγοντες και πρότεινε καθαρά υποθετικές και ρατσιστικές θεωρίες για την πολιτισμική αλλαγή, εντάσσοντας τους πολιτισμούς ανά τον κόσμο σε μια ενιαία εξελικτική σειρά με διάφορα στάδια από την «αγριότητα» προς τον «πολι τισμό». Οι εξελικτικές αυτές θεωρίες, οι οποίες περιείχαν την ιδέα της παγκο σμιότητας, αντανακλούσαν τον ευρωπαϊκό εθνοκεντρισμό και την αποικιοκρατι κή νοοτροπία της εποχής. Όμως, στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα, η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία, χάρη στη νέα, πολιτισμική ιστορι�ή προσέγγιση (η οποία διαμορ φώθηκε σταδιακά από μια γενική τάση που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1880 μέσα σε μια ατμόσφαιρα αυξανόμενου ευρωπαϊκού εθνικισμού) αντικατέστησε τον εξελικτικό προσανατολισμό της Αρχαιολογίας με έναν ιστορικό προσανατολισμό και αντιπαρέταξε στην παλιά ιδέα της πολιτισμικής παγκοσμιότητας την ιδέα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. Στόχος της Πολιτιστικής Ιστορικής Αρχαιολο γίας ήταν η περιγραφή της μορφής της αρχαιολογικής μαρτυρίας στο χώρο και το χρόνο και η κατάρτιση πολιτισμικών χρονολογικών ακολουθιών στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές, με απώτερο στόχο την ανασύσταση της ιστορίας του κά θε ευρωπαϊκού εθνικού κράτους. Η Πολιτιστική Ιστορική Αρχαιολογία, όμως, δεν κατέβαλε καμία ουσιαστική προσπάθεια να εξηγήσει την πολιτισμική αλλα γή, την οποία απέδιδε σε εξωτερικούς παράγοντες, κυρίως στη διάδοση ιδεών ή στη μετανάστευση, με αποτέλεσμα η αρχαιολογική θεωρία να μην είναι ακόμη σε θέση να αναπτυχθεί. Στη δεκαετία του 1960, η Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία εγκαινιάζει μια εντελώς νέα φάση στην Αρχαιολογία, δίνοντας μεγάλη ώθηση όχι μόνο στην αρ χαιολογική μεθοδολογία αλλά, επίσης και πάνω απ' όλα, στην αρχαιολογική θεω ρία. Αυτή η νέα, επαναστατική σχολή στην Αρχαιολογία γεννήθηκε μέσα σε ένα επιστημολογικό ρεύμα, που ανερχόταν στη δεκαετία του 1930 και ιδίως στα χρό νια που ακολούθησαν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και όπου δέσποζαν η φονξιονα λιστική και η διαδικαστική προσέγγιση. Κάτω από την επίδραση του ρεύματος
285
αυτού, η Νέα Αρχαιολογία προσδιόρισε τους νέους στόχους της Αρχαιολογίας, που ήταν η ανασύσταση της λειτουργίας των αρχαίων πολιτισμών (τόσο όσον αφορά το φυσικό τους περιβάλλον όσο και τους τρόπους ζωής) και, πάνω απ' όλα, η εξήγηση της πολιτισμικής αλλαγής. Για την εκπλήρωση αυτών των στό χων, η Νέα Αρχαιολογία επιχείρησε ένα «άνοιγμα» της Αρχαιολογίας προς την επιστήμη (με την υιοθέτηση της υποθετικοπαραγωγικής-νομολογικής μεθόδου για την κατασκευή επιστημονικών «νόμων» παγκόσμιας ισχύος με βάση ειδικά σχεδιασμένα «πρότυπα») και προς την ανθρωπολογία (με την εγκαινίαση ενός προγράμματος εθνοαρχαιολογικής έρευνας, που αποσκοπούσε στην κατασκευή μιας Μέσης Θεωρίας). Για την εξήγηση της πολιτισμικής αλλαγής, η Νέα Αρ χαιολογία υιοθέτησε την ιδέα του πολιτισμικού συστήματος και έδωσε έμφαση στην έννοια της πολιτισμικής διαδικασίας. Είδε τον πολιτισμό ως ένα αυτοτελές σύστημα -ένα δίκτυο από αλληλεξαρτώμενα υποσυστήματα που συνδέονταν λειτουργικά μεταξύ τους διαμέσου ειδικών μηχανισμών- που είχε μια σύμφυτη τάση προς ομοιοστατική ισορροπία και αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του ευ ρύτερου οικολογικού συστήματος. Έτσι, κατά τη Νέα Αρχαιολογία, ο πολιτισμός ήταν ένα μέσο για την εξασφάλιση της προσαρμογής μιας κοινωνίας στο φυσικό της περιβάλλον. Όσο για την πολιτισμική αλλαγή, αυτή είχε τη μορφή μιας δια δικασίας η οποία λάμβανε χώρα στο εσωτερικό του μηχανισμού του πολιτισμι κού συστήματος, μόλις αυτό εβάλλετο από εξωτερικά ερεθίσματα. Όμως, η Νέα Αρχαιολογία δεν ερμήνευσε τη πολιτισμική αλλαγή με τρόπο ικανοποιητικό, διότι, όπως και η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία, έδωσε έμφαση στους εξω τερικούς και όχι στους εσωτερικούς παράγοντες. Επίσης, έδωσε μεγάλη βαρύτη τα στην υλιστική, λειτουργική πλευρά του πολιτισμού, παραμελώντας τη συμβο λική του διάσταση. Από τη δεκαετία του 1980 και εξής, η Νέα Αρχαιολογία έγινε επανειλημμένως στόχος κριτικής από μια σειρά αρχαιολόγων έντονα επηρεασμένων από τις τρέ χουσες θεωρίες των κοινωνικών επιστημών. Οι διάφορες θεωρητικές απόψεις των αρχαιολόγων αυτών αποτελούν τη λεγόμενη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολο γία. Τα κύρια σημεία της θεωρίας της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας, αλλά και της κριτικής που άσκησε στη Νέα Αρχαιολογία, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: α) Ο πολιτισμός είναι μεστός από νοήματα και έχει μια συμβολική δομή (σε αντίθεση με τη θεώρηση του πολιτισμού από τη Νέα Αρχαιολογία ως λει τουργικού και προσαρμοστικού)· β) ο πολιτισμός είναι ρευστός, ενεργός, γεμά τος αντιφάσεις και συγκρούσεις και παράγει ο ίδιος την πολιτισμική αλλαγή (σε αντίθεση με την ντετερμινιστική και ιδεολογικά συντηρητική θεώρηση του πο λιτισμού από τη Νέα Αρχαιολογία ως ενός σταθερού, παθητικού και αρμονικού συστήματος)· γ) ο πολιτισμός είναι εξαιρετικά διαφοροποιημένος, ριζωμένος στην ιστορικότητα, και η καλύτερη θεώρησή του είναι η «εσωτερική» (σε αντί θεση με τη γενικευτική, ανιστορική και «εξωτερική» θεώρηση του πολιτισμού από τη Νέα Αρχαιολογία) και δ) η Αρχαιολογία είναι μια κοινωνική επιστήμη, που έχει τη δυνατότητα, διαμέσου της ερμηνευτικής, να προάγει τη γνώση και να ασκήσει κριτική στην υφιστάμενη τάξη πραγμάτων (σε αντίθεση με τη θεώ ρηση της Αρχαιολογίας ως μιας θετικής επιστήμης από τη Νέα Αρχαιολογία· η
286
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θετικιστική προσέγγιση του παρελθόντος εξουδετερώνει τη γνώση και υποστη ρίζει το παρόν κοινωνικό σύστημα). Εκτός από το στόχο της εξήγησης της πολι τισμικής αλλαγής, η Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία θέτει και έναν επιπλέον στόχο, την άσκηση κριτικής τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν, ακόμη και στην ίδια την Αρχαιολογία, για την αλλαγή της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων και για ένα καλύτερο μέλλον. Τέλος, όσον αφορά τις προοπτικές της αρχαιολογικής θεωρίας, αυτές φαίνο νται αρκετά καλές, εφόσον η πολλαπλότητα των θεωρητικών απόψεων που επι κρατεί στις μέρες μας δημιουργεί ένα θετικό κλίμα συζήτησης και έρευνας, το οποίο, σε συνδυασμό με την προσέγγιση των θεωριών των κοινωνικών επιστημών που επιχειρεί η Αρχαιολογία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός ενιαίου θεωρητικού πλαισίου και, κατ' επέκταση, στην εδραίωση της Αρχαιολογίας ως επιστημονικού κλάδου. Σήμερα, περίπου είκοσι χρόνια μετά από τη σκληρή αντιπαράθεση διαδικαστικών και μεταδιαδι καστικών αρχαιολόγων, φαίνεται ότι έχει επιτευχθεί ένα είδος συναινετικής συμβίωσης. Ειδικά οι διαδικαστικοί αρχαιολόγοι καταβάλλουν διάφορες προ σπάθειες να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, προωθώντας ιδιαίτερα μια Γνωστική (Διαδικαστική) Αρχαιολογία.
287
���NJ����ξ,��t�
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Απάντηση στη Δραστηριότητα Δραστηριότητα 8 Ο υποθετικός και αποικιοκρατικός χαρακτήρας της ερμηνείας με βάση τη θεωρία της διά δοσης φαίνεται από το ότι γίνονται υποθέσεις σχετικά με εμπορικές σχέσεις μεταξύ του πιο «προηγμένου» πολιτισμού της αρχαίας Κρήτης και της Ελλάδας και των πιο «βάρβα ρων» πολιτισμών της Δυτικής Ευρώπης. Ο γενικευτικός χαρακτήρας της διαδικαστικής ερμηνείας έγκειται στο γεγονός ότι βασίζε ται σε γενικές θεωρίες ή «νόμους». Οι «νόμοι» αυτοί είναι οι εξής: α) «στη Νεολιθική εποχή οι άνθρωποι ζούσαν κατά διάσπαρτες εξισωτικές ομάδες, οι οποίες είχαν ανάγκη από "σή ματα" που χρησίμευαν ως κεντρικά σημεία αναφοράς και οριοθετούσαν την επικράτεια της κάθε ομάδας»· β) «σε κοινωνίες όπου υπάρχει ανταγωνισμός για την ιδιοκτησία γης, υπάρχουν επίσης επίσημοι χώροι ταφής για τους νεκρούς, διότι η δυνατότητα να επιδει κνύει κανείς τον τάφο των προγόνων του νομιμοποιεί τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της πα τρογονικής γης». Ο συγκεκριμενοποιημένος και συμβολικός χαρακτήρας της μεταδιαδικαστικής ερμηνείας διαφαίνεται από το γεγονός ότι παίρνει υπόψη της το συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι μεγαλιθικοί τάφοι της Δυτικής Ευρώπης και το οποίο περι λαμβάνει ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, τις κατοικίες της Νεολιθικής εποχής. Ακολούθως προβαίνει σε σύγκριση της μορφής των τάφων και των κατοικιών και συμπεραίνει ότι οι με γαλιθικοί τάφοι συμβόλιζαν τις κατοικίες.
288
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ Δομισμός: ο δομισμός ή στρουκτουραλισμός (με κύριο εκπρόσωπό του τον C. Levi-Strauss) είναι η δοξασία ότι πίσω από τα φαινόμενα της κοινωνικής πραγμα τικότητας, στο επίπεδο του ασυνείδητου, υπάρχει μια συμβολική δομή, η οποία αποτελείται από μη ορατούς (γνωστικούς) κανόνες, που καθορίζουν το νόημα και τη σημασία των πραγμάτων και κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι κα νόνες αυτοί είναι ανάλογοι με τους γραμματικούς κανόνες της γλώσσας, οι οποίοι διέπουν το συνδυασμό ήχων για την παραγωγή νοήματος (πρβλ. δομική γλωσσο λογία του εισηγητή του δομισμού στην επιστήμη F. de Saussure). Έτσι, η ορατή κοινωνική πραγματικότητα είναι ένα «κείμενο», που χρειάζεται να «διαβαστεί» και να ερμηνευτεί. Ερμηνευτική: η ερμηνευτική (με κυριότερους εκπροσώπους τους W. Dilthey, Ρ. Ricoeur και Μ. Heidegger ) μελετά την ερμηνεία ή αποκωδικοποίηση των νοημά των που σχετίζονται με την ανθρώπινη δράση και τα προϊόντα της (γραπτά κείμε να, κοινωνικές πράξεις, αντικείμενα κ.λπ.), με βάση την αντίληψη ότι, ως δεδομέ να, αυτά δεν είναι απολύτως αντικειμενικά ή άμεσα κατανοητά, αλλά αποτελούν ένα «κείμενο» προς ανάγνωση και ερμηνεία (αφού στην ανάγνωση κάθε κειμένου υπεισέρχεται η προοπτική του αναγνώστη). Η μέθοδος, που χρησιμοποιεί η ερμη νευτική, βασίζεται στην αρχή του λεγόμενου «ερμηνευτικού κύκλου», δηλαδή ότι μπορεί κανείς να κατανοήσει το νόημα των επιμέρους στοιχείων ενός κειμένου σε σχέση με το σύνολο του κειμένου, και το σύνολο του κειμένου σε σχέση με τα επι μέρους στοιχεία του. Αυτό σημαίνει ότι ο ερευνητής πρέπει να εξετάσει το νόημα του κειμένου από τη σκοπιά του συγγραφέα του και σε σχέση με το πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκε. Αν και πιστεύεται γενικά ότι η ερμηνευτική δεν μπορεί να φθάσει στο αληθινό νόημα ενός κειμένου -διότι δεν υπάρχει τέτοια οντότητα πολλοί φιλόσοφοι (όπως ο H.-G. Gadamer) υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν να επιτύχει κανείς μια προσέγγιση της αλήθειας-διαμέσου μιας κοινής παράδοσης, ενός κοινού πλαισίου. Τέλος, πιστεύεται ότι, αφού κάθε προσπάθεια κατανόησης είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία ερμηνείας, όλες οι ανθρώπινες γνώσεις και επι στήμες (συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών επιστημών) είναι ερμηνευτικές και ότι, επομένως, η ερμηνευτική μέθοδος μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο όλων των επιστημών. Θεωρία της δόμησης: η θεωρία της δόμησης (structuration theory) είναι μία από τις θεωρίες της κοινωνικής δράσης, οι οποίες μελετούν τη δράση των ανθρώπων, τις σκέψεις τους και τις σχέσεις μεταξύ τους (σε αντίθεση με το (νεο)θετικισμό, που δίνει έμφαση στη μελέτη εξωτερικών, ανεξάρτητων αντικειμένων). Η θεωρία της δόμησης ανήκει στον Α. Giddens και υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι, ως φορείς κοι νωνικής δράσης (s·ocial actors), είναι σε θέση διαμέσου των κοινωνικών πρακτικών τους, της κοινωνικής δράσης τους (social agency), να παράγουν, να αναπαράγουν ή και να μεταβάλουν τη συμβολική δομή μιας κοινωνίας (βλ. παραπάνω, «δομι σμός»). Συνεπώς, η συμβολική κοινωνική δομή δεν είναι μόνο το καθοριστικό μέ τρο της συμπεριφοράς και της κοινωνικής δράσης των ατόμων αλλά είναι ταυτό χρονα το προϊόν της κοινωνικής δράσης. (Με τον τρόπο αυτό, η θεωρία του
289
�
�¾���'&ff@Wf@Wt1!1!.®M!W!1*%$:illi:i!iWYWWιm����·wι
Giddens συμφιλιώνει τις αντίθετες έννοιες της συμβολικής κοινωνικής δομής και της κοινωνικής δράσης.) Η θεωρία της δόμησης υποστηρίζει επίση ς ότι η κοινωνι κή δράση είναι έμφυτα πολιτική δράση και ότι τα δρώντα άτομα ακολουθούν συ γκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά σχέδια. Η αλλαγή στη συμβολική δομή της κοινω νίας γεννά ανταγωνιστικές δοξασίες και ανοιχτή κοινωνική σύγκρουση και, κατ' επέκταση, την κοινωνική αλλαγή. Κοινωνικός κονστρουκτιβισμός ή κονστρουξιονισμός: στο ίδιο πνεύμα με τον με ταθετικισμό, ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός ή κονστρουξιονισμός θεωρεί ότι η επιστημονική γνώση δεν είναι καθαρά ουδέτερη και αντικειμενική, ακριβώς όπως η κοινωνική ζωή δεν είναι προϊόν της φύσης ή κάτι το δεδομένο, αλλά μάλλον εί ναι το δημιούργημα ορισμένων κοινωνικών διαδικασιών και τρόπων σκέψης, τους οποίους ονομάζουμε «επιστημονικούς». Κριτική θεωρία: η κριτική θεωρία (με κύριους εκπροσώπους της τους φιλοσόφους της λεγόμενης Σχολής της Φραγκφούρτης Η. Marcuse, Τ. Adorno, Μ. Horkheimer και L. Lowenthal, καθώς και τους J. Habermas και Ε. Fromm) αντλεί εν μέρει από το μαρξισμό. Υποστηρίζει ότι η γνώση κατασκευάζεται μέσα σε δεδομένα ιστορι κά και πολιτικά πλαίσια και, συνεπώς, δεν είναι «αντικειμενική», αλλά αποτελεί διαστρεβλωμένη πληροφόρηση. Απορρίπτει, έτσι, το (νεο)θετικισμό ως τρόπο σκέψης που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία και συνδέεται στενά με την «ιδεολογία ελέγχου», την οποία χρησιμοποιεί ο καπιταλισμός για να ασκή σει την ολοκληρωτική μορφή κυριαρχίας του στη βιομηχανική κοινωνία. Αντί αυ τού, η Κριτική Θεωρία δηλώνει ότι η γνώση προέρχεται από μια διαδικασία σκέ ψης, όπου υπάρχει διάλογος ανάμεσα στα επιμέρους στοιχεία και το σύνολο και όπου οι προκατειλημμένες ιδέες του ερευνητή και οι αντιφάσεις παίζουν σημαντι κό ρόλο. Στην παραδοσιακή κριτική θεωρία των φιλοσόφων της Σχολής της Φρα γκφούρτης, η ιδανική κοινωνία είναι αυτή όπου όλοι είναι ελεύθεροι να συμμετά σχουν με σκοπό να δημιουργήσουν και να αλλάξουν το περιβάλλον τους (σε αντί θεση με τις σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες αποκλείουν κοινωνικές ομάδες από την οικονομική και πολιτική ζωή ή τις καθιστούν συστηματικά ανίσχυρες). Χρέος των ερευνητών είναι η αποκάλυψη των εσωτερικών λειτουργιών της κοινωνίας, τις οποίες αποκρύπτει η «ιδεολογία ελέγχου» του καπιταλισμού και η εξάσκηση πολι τικής κριτικής στην ιδεολογία αυτή. Λειτουργισμός: ο λειτουργισμός ή φονξιοναλισμός ( ο κύριος εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Τ. Parsons, αλλά με τον οποίο ασχολήθηκαν επίσης οι Α. Comte, Η. Spencer, Ε. Durkheim, Β. Malinowski και Α. R. Radcliffe-Brown) θεωρεί ότι η κοινωνική πραγματικότητα αποτελεί ένα συγκροτημένο σύστημα αλληλοσυνδεό μενων και αλληλοεπηρεαζόμενων επιμέρους συστατικό>ν στοιχείων, τα οποία επι τελούν διάφορες λειτουργίες και συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους, ώστε να επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση και η διατήρηση ολόκληρης της κοινωνίας και του πολιτισμού της. Μαρξισμός/νεομαρξισμός: ο μαρξισμός θεωρεί ότι υπάρχουν αντιθέσεις και συ γκρούσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις της αστικής καπιταλιστικής κοινωνίας, ανάμεσα στις «παραγωγικές δυνάμεις» και τις «παραγωγικές σχέσεις» (έμφαση στον οικονομικό παράγοντα). Αυτή η «πάλη» των ανταγωνιζόμενων τάξεων είναι
290
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αναπόφευκτη και αναγκαία, διότι μπορεί να επιφέρει την κοινωνική εξέλιξη. Ο μαρξισμός υποστηρίζει, επίσης, ότι η ακαδημαϊκή εργασία έχει πολιτικό χαρακτή ρα και δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πολιτική δράση. Ο νεομαρξισμός ή δο μικός μαρξισμός (L. Althusser, Ε. Balίbar, G. Lukacs) προσπαθεί να επεκτείνει βασικές μαρξιστικές έννοιες και να διασαφηνίσει την αντίληψη του Μαρξ για την κοινωνική δομή ανατρέχοντας στο δομισμό ή στρουκτουραλισμό. Δίνει έμφαση στην ιδεολογία -είτε με τη στενή έννοια της κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας είτε με την ευρύτερη έννοια, όπως όταν αυτή σχετίζεται με οποιαδήποτε μορφή επιρ ροής και εξουσίας στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής επαφής (από το απλό και καθημερινό ως το επίσημο και δημόσιο)- και τη θεωρεί σημαντικό παράγοντα κοι νωνικής αλλαγής. Οι νεομαρξιστές θεωρούν ότι η ιδεολογία χρησιμοποιείται από κυρίαρχες ομάδες της κοινωνίας για να νομιμοποιήσουν και να εμφανίσουν ως φυσική την κοινωνική τάξη πραγμάτων και την κοινωνική και οικονομική ανισότη τα στο αστικό καπιταλιστικό καθεστώς. Συνεπώς, οι ερευνητές οφείλουν να εξετά ζουν λεπτομερώς τον τρόπο λειτουργίας της ιδεολογίας και να αποκαλύπτουν τις κοινωνικές σχέσεις που κρύβονται πίσω από την ιδεολογία. Μεταδομισμός: ο μεταδομισμός ή μεταστρουκτουραλισμός ( ο οποίος συνδέεται κυρίως με τους φιλοσόφους του μεταμοντερνισμού ή της μετανεωτερικότητας Μ. Foucault, J. Derrida, R. Barthes, J. Lacan) είναι η δοξασία ότι όλα όσα θεωρούμε δεδομένα είναι δυνατόν να αποδομηθούν, διότι αντλούν το νόημά τους από κά ποια δήθεν μοναδική, «ουσιώδη» Αλήθεια, η οποία δεν υπάρχει. Στην πραγματι κότητα, το κάθε νόημα είναι πολλαπλό και κατατετμημένο, ρευστό και ελεύθερο: έτσι, ένα κείμενο δεν περιέχει ένα μόνο νόημα, αλλά μια πληθώρα νοημάτων, τα οποία μπορεί να φανταστεί κανείς να διαχέονται κατά μήκος αμέτρητων αλυσίδων εννοιών ή να αποτελούν μέρος μιας συνεχούς ροής εννοιών, ώστε να είναι αδύνα τον να σταθεροποιηθούν οριστικά. Επομένως, το «διάβασμα» ή η ερμηνεία ενός κειμένου δεν είναι παρά ένα αυθαίρετο σημείο στην ελεύθερη ροή εννοιών, με άλ λα λόγια αποτελεί μια προσωρινή εξήγηση, ενώ η επιθυμία να φτάσει κανείς στο πρωτότυπο νόημα ενός κειμένου, αυτό που εννοούσε ο συγγραφέας όταν το έγρα φε, είναι μια αυταπάτη (πρβλ. τις δηλώσεις του J. Derrida και του R. Barthes, αντί στοιχα, ότι «δεν υπάρχει τίποτε έξω από το κείμενο» και ότι «η ενότητα ενός κει μένου βρίσκεται όχι στην καταγωγή του αλλά στον προορισμό του.[... ] Η γέννηση του αναγνώστη πρέπει να γίνεται με τίμημα τον θάνατο του Συγγραφέα»). Μεταθετικισμός: ο μεταθετικισμός (με κύριους εκπροσώπους τον Τ. Kuhn και τον Ρ. Feyerabend) είναι η δυσπιστία προς το (νεο)θετικισμό, ο οποίος θεωρείται ως Μύθος της Αλήθειας ή απάτη. Ο μεταθετικισμός αμφισβητεί το θετικιστικό δόγμα ότι η επιστημονική πρόοδος είναι μια συνεχής, ανοδική πορεία και ότι επιτυγχάνε ται με τη μέθοδο της επαλήθευσης υποθέσεων, απορρίπτει τη χρήση μόνο μίας με θόδου, ενθαρρύνοντας μια απεριόριστη ποικιλία από επιστημονικές μεθόδους, και τονίζει ότι η επιστημονική έρευνα διαμορφώνεται από τις υπάρχουσες κοινω νικές και πολιτικές δυνάμεις. (Νεο)θετικισμός: ο (νεο )θετικισμός αποκρούει κάθε μεταφυσική γνc:δση, πιστεύο ντας ότι κάθε έρευνα πρέπει να στηρίζεται στον κόσμο των εμπειριών, και κατ' επέκταση στις μεθόδους των εμπειρικών ή θετικών επιστημών (και κυρίως της φυ-
291
----------------------o,o,o,;_o,_10,;o,...,o,1M1!"'°'"'!HMIO, ..ZM!J--IM!@&\@lli,_��
σικής), αφού αυτές οι επιστήμες προσεγγίζουν περισσότερο από τις άλλες την αλήθεια. Σημειολογία: η σημειολογία (με ιδρυτή της τον F. de Saussure) μελετά τη λειτουρ γία των «σημείων» (λε'ξεων) και των σημειακών συστημάτων (γλωσσών) στο πλαί σιο του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Τονίζει ότι όλες οι κοινωνικές πράξεις εί ναι μεστές από κρυφές σημασίες και ότι ο πολιτισμός είναι ένα είδος κωδικοποιη μένης ομιλίας, ένα ευρύ δίκτυο από μηνύματα, που επικοινωνούν μεταξύ τους και που, σύμφωνα με τον R. Barthes, μπορούν να έχουν ιδεολογικό περιεχόμενο. Συ νεπώς, ο ρόλος του ερευνητή είναι να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα αυτά. Φαινομενολογία: η φαινομενολογία, ως φιλοσοφική θεωρία και μέθοδος, αφορά τη μελέτη της ανθρώπινης εμπειρίας και συνείδησης στην καθημερινή ζωή. Πι στεύει ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί κανείς να κατανοήσει τα νοήματα που εμπε ριέχονται σε όλα τα πράγματα, εφόσον το ανθρώπινο πνεύμα είναι ικανό να προ χωρήσει πέρα από την εμπειρική γνώση στην αληθινή κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων. (Έρχεται, επομένως, σε αντίθεση με το (νεο )θετικισμό, ο οποίος δί νει έμφαση στη φυσική πλευρά των πραγμάτων.)
292
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Δημητρίου-Κωτσώvη Σ., Δημητρίου Σ.,Ανθρωπολογία και Ιστορία, εκδ. Καστα νιώτη, Αθήνα 1996. Κωτσάκης Κ., «Lewis Binford: Στοιχεία για τη θεωρία της Αρχαιολογίας»,Ανθρω πολογικά, τεύχος 2, Ιούνιος 1981, σ. 21-31. Κωτσάκης Κ., «Σύγχρονη Αρχαιολογία: ρεύματα και κατευθύνσεις»,Αρχαιολο γία, τεύχος 20, Αύγ. 1986, σ. 52-58. Κωτσάκης Κ., «Αντικείμενα και αφηγήσεις. Η ερμηνεία του υλικού πολιτισμού στη σύγχρονη Αρχαιολογία»,Επτάκυκλος, Σεπτ. 1998-Ιανουάριος 1999, σ. 11-23. Λιαvέρης Ν., Προβλήματα θεωρητικήςΑρχαιολογίας, εκδ. Πολίτης, Αθήνα 1983. Σμπόvιας Κ., «Πολιτισμικές προσεγγίσεις και ερμηνείες του παρελθόντος» στο Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., Η Έννοια του Πολιτι σμού. Όψεις τουΕλληνικού Πολιτισμού, Θεματική Ενότητα «Εισαγωγή στον Ελλη νικό Πολιτισμό», τόμος Α, σ. 103-171, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 1999. Binford L.R., «Η Αρχαιολογία ως Ανθρωπολογία», μτφρ. Κ. Κωτσάκη,Ανθρωπο λογικά, τεύχος 9, 1981, σ. 24-31. Renfrew C., «Η Νέα Αρχαιολογία», Η ελληνική έκδοση του Couπίer της Ουνέσκο, Σεπτέμβριος 1985, σ. 4, 6-8. Renfrew C., Bahn Ρ. (επιμ.),Αρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές, εφαρμογές, μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bahn P.,Archaeology. Α Ve1y ShoιtIntroductίon, Oxford University Press, Οξφόρδη 1996. Bahn Ρ., The Cambrίdge Illustrated Hίsto,y ofArchaeology, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1996. Bapty and Yates (επιμ.),Archaeology after Structuralίsm, Routledge, Λονδίνο 1990. Barthes R.,Image, Musίc, text, Hill and Wang, Νέα Υόρκη 1977. Binford L.R., «Archaeology as Anthropology»,Amerίcan Antiquίty, τεύχος 28, 1962, σ. 217-22. Binford L.R.,AnArchaeological Per,ψective, Seminar Press, Νέα Υόρκη 1972. Binford L.R., Fo1· Theo,y Buildίng inArchaeology, Academic Press, Νέα Υόρκη 1977. Binford L. R., Working atA1·chaeology, Academic Press, Λονδίνο 1983. Childe V.G., The Dawn ofEuι·opean Cίvίlization, Paul Kegan, Λονδίνο 1925. Childe V.G., The Danube ίn Prehis'f01y, Oxford University Press, Οξφόρδη 1929. Childe V.G., What Happened in Hίst01y, Penguin, Harmondsworth 1942.
293
����/
,ΠΟΟ%�
Clark G., Prehistoιic Europe: The Economic Basis, Methuen, Λονδίνο 1952. Clarke D. L., «Archaeology: the loss of innocence»,Antiquity, τεύχος 47, 1973, σ. 6-18. Clarke D. L.,AnalyticalArchaeology, Methuen, Λονδίνο 1968. Courbin Ρ., Qu'est-ce que l'archeologίe?, Payot, Παρίσι 1982. Dark :Κ. R., TheoreticalArchaeology, Duckworth, Λονδίνο 1995. Diaz-Andreu Μ. and Champion Τ., «Nationalism and Archaeology ίη Europe: Αη introduction», στο Diaz-Andreu Μ., Champion Τ. (επιμ.), Nationalίsm and Archaeology ίn Europe, University College Press, Λονδίνο 1996, σ. 1-23. Fagan Β.Μ., ln the Begίnnίng, Longman, Νέα Υόρκη 1997. Fagan B.M.,Archaeology, Longman, Νέα Υόρκη 1997. Foucault Μ., The Order ofThings: anArchaeology ofthe human sciences, Routledge, Λονδίνο 1989. Foucault Μ., Discipline and Punish: The Bίrth of the Prί.son, Penguin, Harmondsworth and Vintage Books, Νέα Υόρκη 1979. Foucault Μ.,Power/Κnowledge, Harvester Wheatsheaf, Brighton 1980. Fried Μ., The Evolutίon ofPolίtίcal Socίety, Random House, Νέα Υόρκη 1967. Giddens Α., The Con.5tίtutίon ofSocίety, Polity Press, Καίμπριτζ 1984. Hodder 1., Symbol.s ίnActίon, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1982. Hodder 1. (επιμ.), Symbolίc and Structural Archaeology, Cambridge U niversity Press, Καίμπριτζ 1982. Hodder 1., Readίng the Pa.st, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1986. Hodder 1., «Post-modernism, Post-structuralism and Post-processualism», στο Hodder Ι. (επιμ.), The Meanίng ofThίng.s, Unwin Hyman, Λονδίνο 1989, σ. 64-78. Hodder 1., Theoιy andPractίce ίnArchaeology, Routledge, Λονδίνο 1992. Hodderl., TheArchaeologίcalProce.ss, Blackwell, Οξφόρδη 1999. Hodder 1. (επιμ.),Archaeologίcal Theoιy Today, Polity Press, Καίμπριτζ 2001. Johnson M.,Archaeologίcal Theoιy. An Introductίon, Blackwell, Οξφόρδη 1999. Kotsakis Κ., «The powerful past: Theoretical trends in Greek Archaeology», στο Hodder I.,Archaeologίcal Theoιy ίn Europe, Routledge, Λονδίνο 1991, σ. 65-90. Lubbock J ., Prehίstorίc Tίme.s, a.s Illu.strated by Ancίent Remaίns, and the manners and Customs ofModern Savages, Williams and Norgate, Λονδίνο 1865. Marcus J ., Flannery K.V., Zapotec C'ίvίlίzation, Thames and Hudson, Λονδίνο 1996. Morgan L. H.,Ancίent Socίety, Holt, Νέα Υόρκη 1877. Morris 1.,Archaeology a.s Cultural Hίstoιy, Blackwell, Οξφόρδη 2000. Preucel R., Hodder 1. ( επιμ.), Contemporaιy Archaeology ίn Theoιy, Blackwell, Οξφόρδη 1996. Renfrew C ., Zubrow Β. (επιμ.), The Ancίent Mίnd: Elements of Cognitive Archaeology, New Directions in Archaeology, Cambridge University Press, Καί μπριτζ 1994. Service Ε., Prίmίtίve 8ocίal Organίzatίon: An Evolutίonaιy Perspective, Random House, Νέα Υόρκη 1962.
294
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Shanks Μ., «Style and the Design of a Perfume Jar from an Archaic Greek City State», στο Preucel R., Hodder 1. (επιμ.), ContemporaιyArchaeology ίn Theoιy, Blackwell, Οξφόρδη 1996, σ. 364-393. Shanks Μ., «Archaeology/politics», στο Bintliff J. (επιμ.), Blackwell Companίon to Archaeology, Blackwell, Οξφόρδη 2000. Shanks Μ., Tilley C., Re-ConstructίngArchaeology. Theo,y and Practice, Routledge, Λονδίνο 1992. Shanks Μ., Tilley C., Social Theoιy andArchaeology, Polity Press, Καίμπριτζ 1987. Shanks Μ., Tilley C., ClassίcalArchaeology of Greece, Routledge, Λονδίνο 1986. Smith G.E., TheAncient Egyptians, Macmillan, Λονδίνο 1911. Trigger Β.,Α Hi.sto,y ofArchaeological Thought, Cambridge University Press, Καί μπριτζ 1989. Trigger Β., «Archaeology and Epistemology: Dialoguing across the Darwinian Chasm», στoAmericanlournal ofArchaeology, τεύχος 102, 1998, σ. 1-34. Tylor Ε.Β., Primitive Culture, John Murray, Λονδίνο 1871. Watson P.J., Leblanc S.A., Redman C., Explanatίon ίnArchaeology. An Explίcitly ScίentificApproach, Cωlumbia University Press, Νέα Υόρκη 1971. Whitley J., «Protoattic pottery: a contextual approach», στο Morris 1. ( επιμ.), Classίcal Greece: ancίent historίes and modern archaeologίes, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1994, σ. 51-70.
295
���$�����r'�"¾."'W"������1�
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ 1. Binford L.R., «Η Αρχαιολογία ως Ανθρωπολογία», μτφρ. Κ. Κωτσάκη,Λνθρω πολογικά, τεύχος 9, 1981, σ. 24-31. Χρήσιμο άρθρο, που θεωρείται το «μανιφέστο» της Νέας Αρχαιολογίας. 2. Κωτσάκης Κ., «Σύγχρονη Αρχαιολογία: ρεύματα και κατευθύνσεις», Αρχαιολογία, τεύχος 20, Αύγ. 1986, σ. 52-58. Το άρθρο αυτό παρουσιάζει με εύληπτο και συνοπτικό τρόπο τις σχολές και τους στόχους της σύγχρονης Αρχαιολογίας μέχρι και τη Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιο λογία. 3. Renfrew C., Bahn Ρ. (επιμ.),Λρχαιολογία. Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001. Ένα εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο, πλήρως εμπεριστατωμένο και με πλούσια ει κονογράφηση, που περιγράφει με αναλυτικό και έγκυρο τρόπο την ιστορία, τις με θόδους και την προβληματική της Αρχαιολογίας. Όσον αφορά το τελευταίο θέμα, που έχει άμεση σχέση με το κεφάλαιό μας, οι συγγραφείς είναι σαφώς προδιατε θειμένοι ευνοϊκά απέναντι στη Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία και στη Γνωστι κή (Διαδικαστική) Αρχαιολογία. 4. Renfrew C., «Η Νέα Αρχαιολογία», Η ελληνική έκδοση του Courrίer της Ουνέσκο, Σεπτέμβριος 1985, σ. 4, 6-8. Ένα πολύ ενημερωτικό και καλογραμμένο άρθρο για τα επιτεύγματα της Νέας Αρχαιολογίας. Αποτελεί, επίσης, Παράλληλο Κείμενο της Θ.Ε. «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό». 5. Σμπόνιας Κ., «Πολιτισμικές προσεγγίσεις και ερμηνείες του παρελθόντος» στο Βούρτσης 1., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., Η Έννοια του Πολιτισμού. Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, Θεματική Ενότητα «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό», Τόμος Α, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πά τρα 1999, σ. 103-171. Ένα αναλυτικό και εμπεριστατωμένο κείμενο, που θα σας βοηθήσει να εμπεδώ σετε τις γνώσεις που αποκτήσατε από το κεφάλαιο αυτό.
296
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Ευχαριστούμε θερμά τους συγγραφείς, τα ιδρύματα και τους εκδότες που συνέβαλαν στην εικονογράφηση του παρόντος τόμου. Παρά κάθε προσπάθεια εντοπισμού και επικοινωνίας με όλους τους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων, ενδέχεται σε κάποι ες περιπτώσεις αυτό να μην κατέστη δυνατό. Σε περίπτωση που ειδοποιηθεί, ο εκδότης θα προβεί στις απαραίτητες διορθώσεις σε πρώτη ευκαιρία. Όσες φωτογραφίες δεν αναφέρονται παρακάτω προέρχονται από το φωτογραφικό αρχείο των συγγραφέων ή δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες του παρόντος τόμου από τον καλλιτεχνικό επιμελητή. Κεφάλαιο] Φωτογραφικό αρχείο ΕΑΠ: J, 2, 3. Κεφάλαιο2 © Editions Gallimard: 1 Κεφάλαιο3 Μ. Joukowsky: 1. Αναπαράγεται με άδεια της Βρετανικής Σχολής στην Αθήνα: 2. © Αρχαιολογική Εταιρεία "Ανασκαφές Ακρωτηρίου Θήρας", Χρήστος Ντούμας: 3. Fagan, Β. In the Beginnίng. An Introductίon toArchaeology, εκδ. Longman, Νέα Υόρκη 1997: 4α, β. Κεφάλαιο4 © University of CaliforniaPress, Α. Μ. Snodgrass: 1, 2. J.L. Bintliff: 3. Μ. Joukowsky: 4, 5, 8, 9, 11, 12. Χατζή-Βαλλιάνου, Δ. Συντήρηση Μνημείων. Τεχνικές Ανασκαφών, Υπουργείο Πο λιτισμού, Βώροι 1985: 6, 7, 10. ΚΕφάλαιοS J.L. Bintliff: 2. Renfrew C. & Wagstaff J. (eds),An lsland Polίty: TheArchaeology of Exploίtatίon ίn Melos, Cambridge UniversityPress, Cambridge 1982: 3. Van Andel Τ.Η., Zangger Ε. & Demitrack Α., 'Land use and soil erosion in prehistoric and historical Greece', Journal of FieldArchaeology, vol. 17, 1990: 4. Jameson Μ.Η., Runnels C.N. & van Andel Τ.Η. (eds),A Greek Countryside: The SouthernArgolid from Prehi8tory to the Present Day, Stanford University Press, Stanford 1994: 5. Υ akar Υ., The Later Prehistory ofAnatolia, BAR IS 268(i), Oxford 1985: 6. Whitelaw Τ., 'The settlement at Fournou Korifi Myrtos and aspects of Early Minoan social organization', στο Ο. Krzyszkowska & L. Nixon, Mίnoan Society, Bristol Classical Press, Bristol 1983: 7. Εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου -Α. Καρδαμίτσα: Πίνακας 2, εικόνα 8. Κεφάλαιο6 Εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα: 1. Johnson Μ.,Archaeologίcal Tlieory.An lntroductίon, εκδ. Blackwell, Οξφόρδη 1999: 2, 3. Hodder Ι., Tlιeory and Pι·actice ίnArchaeology, εκδ. Routledge, Λονδίνο 1992: 4.
297
----------------------��f§"J
Ω�
!W¼iiJ!
�
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥΥΛΙΚΟΥ ΤΟΥΤΟΜΟΥ Η Βάσω Βασιλού-Παπαγεωργίου σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι διδάκτωρ των Επιστημών της Αγωγής. Διατέ λεσε Καθηγήτρια Παιδαγωγικών στη ΣΕΛΕΤΕ και ανήκει στο ΣΕΠ (Συνεργαζόμε νο Εκπαιδευτικό Προσωπικό) του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Έχει δη μοσιεύσει βιβλία και άρθρα στο χώρο των Επιστημών της Αγωγής. Η Αλεξάνδρα Κοvκουζέλη σπούδασε Ιστορία Τέχνης και Αρχαιολογία στο Ελεύθε ρο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Καί μπριτζ. Εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας του Βελγίου και ως λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Ανήκει στο ΣΕΠ του Ελ ληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Η Ελένη Μανακίδου είναι Αρχαιολόγος, διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιο λογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημ(ου Θεσσαλον(κης. Από το 2001 ε(ναι Λέκτο ρας Κλασικής Αρχαιολογίας στο (διο πανεπιστήμιο. Διατέλεσε επιμελήτρια στο Μουσείο Εκμαγε(ων της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Ανήκει στο ΣΕΠ του Ελλη νικού Ανοικτού Πανεπιστημ(ου. Συμμετέχει σε ανασκαφές, ενώ τα συγγραφικά και ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στην αρχαία κεραμική, τοπογραφ(α, επι γραφική και ιατρική. ΗΑγγελία Παπαγιαννοπούλου ε(ναι Αρχαιολόγος. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστη μίου του Λονδίνου με ειδίκευση στην Προϊστορία. Ανήκει στην Ομάδα Ανασκαφών του Ακρωτηρίου Θήρας και στο ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ο Κωνσταντίνος Σμπόνιας σπούδασε Αρχαιολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Χαϊδελβέργης, όπου και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Έχει εργαστεί ως ειδι κός επιστήμονας στα Πανεπιστήμια Dω·ham, Cambrίdge και Κρήτης και ανήκει στο ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ασχολείται με την αιγαιακή προϊστορία, τις μελέτες του τοπίου, καθώς και με τη χρήση της γεωπληροφορικής στην Αρχαιολογία. Ο Μιχάλης Τιβέριος είναι Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Διευθυντής των πανεπιστημιακών ανασκαφών στη Σίνδο και στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο και έχει πάρει μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Είναι επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βέρνης και μέλος πολλών επιστημονικών ιδρυμάτων.
298
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ & ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Συγχρηματοδότηση: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο
ISBN" 960538489-2