MONIQUE DEVERE
Μαθήματα Διαζυγίου
Tίτλος πρωτοτύπου: DIVORCE ETIQUETTE by Monique DeVere Copyright © 2009 by Monique DeVere Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Άννα Παπασωτηρίου ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Άννα Σταυροπούλου ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS GOLD – 13 ISBN: 978-960-497-530-3 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Στον ήρωά μου, Ντέιβ, την αγάπη της ζωής μου και αρχηγό της προσωπικής ομάδας μου μαζορετών. Στην υπέροχη μαμά μου που μου θύμιζε διαρκώς όταν ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω: «Αν δεν μπεις στον αγώνα, μην περιμένεις να τερματίσεις!». Κοίτα, μαμά, επιτέλους τερμάτισα! Σ’ όλα τα παιδιά αυτού του κόσμου που τώρα βρίσκονται στον Παράδεισο και ειδικά σε ένα – Σαντέ, θα ζεις για πάντα στις καρδιές μας.
Κεφάλαιο Ένα Μέχρι να φτάσει ο Άντριου Μπόστον το τηλέφωνο, είχε χτυπήσει ήδη εφτά φορές. Εφτά εκνευριστικά χτυπήματα. Στο επόμενο χτύπημα θα πετούσε από τα τεράστια παράθυρα του δέκατου ορόφου στα Ντόκλαντς τη συσκευή, τον υπολογιστή, την πολυθρόνα και ό,τι άλλο υπήρχε και δεν υπήρχε στο πολυτελές γραφείο του. Η μέρα δεν πήγαινε καθόλου καλά. Δεν ήταν ούτε δέκα η ώρα, και ήδη ασχολούνταν έξι ολόκληρες ώρες με μια βορειοαμερικανική εταιρεία λογισμικού που τη διεύθυναν δυσλεξικοί χιμπατζήδες. Πώς είχε επιβιώσει τόσον καιρό αυτή η εταιρεία, ήταν αδύνατον να καταλάβει. Προφανώς, εκείνος ήταν η τελευταία ελπίδα τους. Η απεγνωσμένη έκκλησή τους για βοήθεια πριν από δυο μέρες τον είχε φορτώσει μ’ ένα ολόκληρο βουνό χαρτιά και φακέλους πελατών. Οι πιθανότητες της εταιρείας για ανάκαμψη ήταν μηδενικές. Παρ’ όλα αυτά, η δουλειά του ήταν να βάζει σε τάξη δυσλειτουργικές εταιρείες. Πού ήταν η Τζούλιετ; Και γιατί οι ιδιοκτήτες της εταιρείας δεν είχαν ζητήσει βοήθεια πριν φτάσουν σ’ αυτά τα χάλια; Έριξε μια ματιά σκεφτικός στα ενισχυμένα παράθυρα και σήκωσε το ακουστικό. «Άντριου Μπόστον.» Ο εκνευρισμός που σήκωνε αυτός το τηλέφωνο αντί για τη γραμματέα του ήταν έκδηλος στη φωνή του. «Μπόστον, θες να μου πεις γιατί η γυναίκα σου προσπαθεί να μου πάρει την εταιρεία;» Η εξοργισμένη αναφορά σε μια σύζυγο που δεν είχε πια αιφνιδίασε τον Άντριου. Στο άκουσμά της, κάτι μέσα του σφίχτηκε. Έτριψε τον αυχένα του προσπαθώντας ν’ ανακουφίσει την ένταση έξι ωρών αυτοσυγκέντρωσης. Είχε να δει τη Μισέλ από το Δεκέμβριο. Ξαφνιάστηκε όταν την είδε στο ετήσιο χριστουγεννιάτικο πάρτι των γονιών του, μα είχαν συμπεριφερθεί κόσμια. Όχι ότι μπορούσε να περιμένει κάτι άλλο από τη Μισέλ εκτός από κοσμιότητα. Δεν του άρεσε η υπενθύμιση της γυναίκας του. Συνήθως ακολουθούσαν τύψεις, και σκέψεις για το πώς θα μπορούσαν να είχαν πάει διαφορετικά τα πράγματα, και δεν του άρεσε να μηρυκάζει τα λάθη του. Παραμέρισε αυτές τις σκέψεις. «Τι εννοείς, Λάιντελ;» Ο Άντριου γύρισε την πολυθρόνα προς τις τζαμαρίες που έπιαναν ολόκληρο τον τοίχο πίσω του. Η τραχιά φωνή του Πάτρικ Λάιντελ κροτάλισε μέσα απ’ τη γραμμή. «Προσπαθείς να μου πεις πως δεν ξέρεις ότι η γυναίκα σου δουλεύει για την Κέρκχαμ & Χαλ και ότι εκπροσωπούν τον Γουίλιαμ Έβανς που προσπαθεί να αρπάξει την εταιρεία μου;» «Φυσικά και ξέρω πού δουλεύει η Μισέλ, μα πρώτη φορά ακούω για εξαγορά.» «Άκου να σου πω κάτι, αγόρι μου» συνέχισε ο Πάτρικ. «Να το πεις και στη γυναίκα σου. Έχω δουλέψει πολύ σκληρά στη ζωή μου για να καθίσω με σταυρωμένα τα χέρια και ν’ αφήσω τον οποιοδήποτε –και ειδικά τον Έβανς– να μου πάρει έτσι την εταιρεία. Αν θέλει πόλεμο, θα τον έχει.» Το βρόντημα του ακουστικού έκανε το αυτί του να βουίξει.
Ο Άντριου αγριοκοίταξε το ακουστικό, το βρόντησε με τη σειρά του και στάθηκε με τους ώμους σφιγμένους. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες αντιστεκόμενος στην παρόρμηση να πετάξει το τηλέφωνο στον τοίχο. Όταν, τα περασμένα Χριστούγεννα, η Μισέλ κατέστησε σαφή τη γνώμη της για εκείνον, ορκίστηκε να μείνει μακριά της. Και, όπως είχε τονίσει με τόση έμφαση εκείνη, δεν τον αφορούσε η ζωή της. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του και έπνιξε μια λέξη που θα έκανε τη μητέρα του να τον χαστουκίσει. Η Μισέλ ήταν ιδιοκτήτρια του 12% των μετοχών της Ηλεκτρονικής Λάιντελ, άρα ήταν εξ ορισμού ύποπτη για αθέμιτη εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών. Η μέρα του γινόταν ολοένα και χειρότερη. Έπρεπε να πάει να δει τη Μισέλ. *** Η Μισέλ περνούσε δύσκολη μέρα. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις ίδιες σελίδες της αναφοράς για πολύ περισσότερη ώρα απ’ όση θα ήθελε να παραδεχτεί. Βασικά, δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τη σημερινή ημερομηνία –21 Ιουλίου– και όλα όσα συμβόλιζε. «Κυρία Μπόστον, ο σύζυγός σας στην αναμονή.» Η Μισέλ σήκωσε τα μάτια από την αναφορά και κοίταξε το ιντερκόμ σαν εξωγήινο ον. Η επίπονη προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης μάλλον είχε επηρεάσει τα εγκεφαλικά κύτταρά της γιατί ήταν σίγουρη πως άκουσε τη βοηθό της να λέει πως ο Άντριου ήταν στην αναμονή. Γιατί να της τηλεφωνεί; Σίγουρα όχι λόγω της ημέρας. Συνοφρυώθηκε και έτριψε τη ράχη της μύτης της κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του γραφείου της στο Σάουθ Μπανκ. Είχαν περάσει εφτά μήνες από την τελευταία φορά που τον είχε δει, και είχε αρχίσει να πιστεύει πως θα έκανε πολύ καιρό να τον δει – μια αιωνιότητα αν περνούσε από το χέρι της. Ήταν ο μόνος τρόπος να ξεπεράσει το λάθος που έκανε όταν τον ερωτεύτηκε, ο μόνος τρόπος να ξεκινήσει καινούργια σχέση και ν’ αποκτήσει τα παιδιά που πάντα επιθυμούσε. Ο ήλιος του μεσοκαλόκαιρου που αντανακλούσε πάνω στο Μάτι του Λονδίνου τής θύμιζε τη ζωή της – ο γιγάντιος τροχός έκανε κύκλους χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει καν να κοιτάξει άλλον άντρα, πόσο μάλλον να σκεφτεί να ξεκινήσει άλλη σχέση με την προοπτική γάμου. Αν ήθελε παιδιά, έπρεπε να ξεκινήσει σύντομα, πριν να είναι αργά. Πήρε μια τρεμάμενη ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει το στομάχι της, που είχε σφιχτεί στην αναφορά και μόνο του ονόματός του. «Κόφ’ το» μουρμούρισε όταν η δεύτερη βαθιά ανάσα δεν έφερε αποτέλεσμα. «Ένας απλός άντρας είναι, όχι θεός, άσχετα με το τι νομίζει.» Τρεις βαθιές ανάσες ακόμα. Χάσιμο χρόνου. «Πρώην σύζυγός μου, Τίφανι. Σε ποια γραμμή;» Παραιτήθηκε από τις βαθιές ανάσες και κράτησε την αναπνοή της.
«Συγγνώμη. Στην τρίτη.» Σήκωσε το ακουστικό και πάτησε το κουμπί για να συνδεθεί με τον Άντριου. «Ναι, Άντριου. Τι θα ήθελες, παρακαλώ;» είπε εκπνέοντας με φούρια. «Πρέπει να μιλήσουμε. Να συναντηθούμε για μεσημεριανό.» Η βαθιά φωνή, όλο ανυπομονησία, αντήχησε στο αυτί της. Χαρακτηριστικό του Άντριου. Κροτάλιζε τα δάχτυλα και περίμενε να παρατήσουν οι υπόλοιποι τις δουλειές του και να σπεύσουν στα θελήματά του. Εκείνη είχε σταματήσει να τρέχει πολύ καιρό πριν, κι αν εκείνος νόμιζε πως μπορούσε ακόμα να τη διατάζει, έκανε μεγάλο λάθος. «Έχω δουλειά.» Βρόντηξε το ακουστικό με δύναμη. Τα σαγόνια της κρέμασαν μόλις κατάλαβε τι είχε κάνει. Κανείς δεν τολμούσε να κλείσει το τηλέφωνο στον Άντριου Μπόστον. Άρπαξε το ακουστικό, το κόλλησε στο αυτί. Η γραμμή είχε κλείσει. Το άφησε στη θέση του. «Αυτό θα κοστίσει.» Το ιντερκόμ βούιξε πάλι και η φωνή της Τίφανι μαζί με το μακρινό ήχο των τηλεφώνων και του φωτοτυπικού γέμισε το δωμάτιο. «Ο κύριος Έβανς στην πρώτη γραμμή.» Η Μισέλ αναστέναξε και βύθισε το κεφάλι στα χέρια της. Αυτό της έλειπε μόνο. Τώρα δεν ανησυχούσε πια για την αντίδραση του Άντριου. Το ακουστικό ήταν απίστευτα απωθητικό καθώς το σήκωνε, πατούσε το κουμπί για να συνδεθεί με τον Γουίλιαμ Έβανς και έπαιρνε μια βαθιά ανάσα. «Καλημέρα, κύριε Έβανς» είπε με προσποιητό κέφι. «Καλημέρα, Μισέλ.» Η τραχιά φωνή του ερέθιζε το αυτί της. Όποτε της μιλούσε, της ερχόταν να καθαρίσει το λαιμό της. «Αναρωτιέμαι αν θέλεις να γευματίσουμε μαζί σήμερα.» Βόγκηξε σιωπηλά και έπλεξε τα δάχτυλα στα μαλλιά της βγάζοντας το κλιπ που τα συγκρατούσε στο χαλαρό σινιόν που ήταν το χτένισμα της δουλειάς. Καθώς τα μαλλιά έπεσαν στους ώμους της παρατήρησε αδιάφορα πως το μολύβι που είχε στερεώσει νωρίτερα στα μαλλιά της κύλησε στα πόδια της. Η επιμονή του τύπου ήταν απίστευτη. Ήταν παντρεμένος, κι όμως της ριχνόταν με κάθε ευκαιρία. «Καλοσύνη σας που με σκεφτήκατε.» Έβαλε το ακουστικό στο άλλο αυτί, το στήριξε με τον ώμο και συνέχισε να κρατάει σημειώσεις. «Όμως είμαι ήδη κλεισμένη.» Μετά από ενός λεπτού σιγή, εκείνος αποκρίθηκε: «Ακούγεσαι εκνευρισμένη. Συμβαίνει τίποτα;» «Όχι, είμαι μια χαρά.» Αγριοκοίταξε την πόρτα μπροστά της. Επίτηδες της είχε τηλεφωνήσει σήμερα ο Άντριου; Μόνο και μόνο για να την τσιτώσει; «Χαίρομαι που το ακούω.» Η φωνή του Γουίλιαμ διέκοψε τις σκέψεις της. «Μπορώ να ρωτήσω με ποιον θα γευματίσεις;» Έσφιξε το τηλέφωνο στον ώμο και διέταξε τον εαυτό της να φερθεί ευγενικά. Ήταν ο πιο ενοχλητικός άνθρωπος που είχε γνωρίσει, μα, αν τον έχαναν από πελάτη, σ’ εκείνη θα έριχνε το φταίξιμο η εταιρεία. Είχε προσλάβει τη δικηγορική εταιρεία για να αναλάβει την εξαγορά μιας μικρής μα επικερδούς εταιρείας ηλεκτρονικών που ήθελε να προσθέσει στον όμιλό του. Γιατί επέμενε τόσο πολύ, εκείνη δεν είχε ιδέα. Γνώριζε μόνο πως είχαν αναθέσει σ’ εκείνη την εξαγορά. Αν δε φαινόταν προσεκτική, θα κατέληγε να τον χάσει από πελάτη και μαζί θα έχανε τη δουλειά
της. Αγαπούσε τη δουλειά της. Ήθελε να την κρατήσει, μα είχε αρχές, και μάλιστα αυστηρές. Ήταν αρκετά άσχημο που τον είχε χτυπήσει αμυνόμενη μόλις δύο βδομάδες μετά τη γνωριμία τους. Όταν του θύμισε διακριτικά πως ήταν παντρεμένος στη δεύτερη συνάντησή τους, εκείνος την έκοψε κουνώντας το χέρι, της έκλεισε το μάτι και της είπε: «Είμαστε ενήλικοι και οι δύο. Δεν μπορεί να είναι η πρώτη φορά που κάνεις κάτι τέτοιο. Άλλωστε, εγώ και η κυρά έχουμε μια άλφα συνεννόηση, με πιάνεις;» Έπρεπε να βρει τρόπο να του στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα χωρίς να τον προσβάλει ή να ρισκάρει τη θέση της στην Κέρκχαμ & Χαλ. Ο βόμβος του ιντερκόμ κόντεψε να τη ρίξει απ’ την καρέκλα. «Με συγχωρείτε μια στιγμή, κύριε Έβανς.» Όταν η Μισέλ άνοιξε το ιντερκόμ, η φωνή της Τίφανι ακουγόταν διστακτική και λίγο κουρασμένη. «Συγγνώμη, κυρία Μπόστον, μα ο σύζ- εννοώ ο κύριος Μπόστον είναι-» Η Μισέλ έγειρε γρήγορα μπροστά και πάτησε το κουμπί να τη διακόψει. «Ευχαριστώ, Τίφανι. Μπορείς να πεις στο σύζυγό μου ότι θα τον πάρω αμέσως;» Θεέ μου, συχώρα με που λέω τέτοια ψέματα! προσευχήθηκε σιωπηλά, μα ήταν η μόνη της άμυνα ενάντια στον Έβανς. Θα ήταν ηλίθια να μην εκμεταλλευτεί αυτή την υπέροχη ευκαιρία. «Μα-» ξεκίνησε η Τίφανι, αλλά η Μισέλ την έκοψε απλώς κλείνοντας το ιντερκόμ. «Θα βγω για φαγητό με το σύζυγό μου, κύριε Έβανς.» Μασούλισε το νύχι του αντίχειρα. «Νόμιζα πως είχατε χωρίσει.» «Έε» τραύλισε η Μισέλ γυρίζοντας την πολυθρόνα ώστε να βλέπει στο παράθυρο. «Ναι, αλλά τώρα τα ξαναβρήκαμε.» Το κραυγαλέο ψέμα την έκανε να μορφάσει. «Μάλιστα… Μπόστον…» είπε στο τέλος, επαναλαμβάνοντας το όνομα σαν κάτι να του θύμιζε. «Μη μου πεις ότι ο άντρας σου είναι ο Άντριου Μπόστον της Μπόστον, Μπόουμαν & Στιλ;» «Αυτός είναι.» Ένας από τους καλύτερους ειδικούς στη διάσωση εταιρειών και πολύ περιζήτητος. «Κατάλαβα…» Ακουγόταν αμήχανος καθώς έβηξε και μετά επιτέλους καθάρισε το λαιμό του. «Δε θέλω να τον προσβάλω, αλλά ίσως φάμε μαζί μια μέρα – μαζί με τους συζύγους μας, φυσικά.» «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, κύριε Έβανς. Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει ν’ απαντήσω στο τηλεφώνημα του συζύγου μου.» «Ναι, φυσικά.» Τα τσουλούφια στα μάτια τής θύμισαν πως έπρεπε να ψαρέψει το κλιπ της από το πάτωμα πριν τη δει κανείς σ’ αυτά τα χάλια. Έψαξε στα τυφλά με το πόδι κάτω από το γραφείο. «Αντίο, κύριε Έβανς.» Χωρίς να περιμένει την απάντησή του έκλεισε το τηλέφωνο, έπεσε στα γόνατα και σύρθηκε κάτω απ’ το γραφείο. Είχε προβλήματα. Για παράδειγμα, ήταν σίγουρη πως μόλις είχε ξεκινήσει τις φήμες ότι εκείνη και ο Άντριου τα ξαναβρήκαν. Κι ενώ κάποια μέρα θα θυμόταν αυτή τη μέρα με χιούμορ, τώρα δεν έμοιαζε καθόλου αστείο. Βρίσκοντας το κλιπ και το μολύβι στην πλούσια μπλε μοκέτα, άρχισε να κάνει πίσω όταν μια βαθιά αντρική φωνή την έκανε να ριγήσει σύγκορμη. «Ώστε τα ξαναβρήκαμε;»
Ξαφνιασμένη, κοπάνησε το κεφάλι της στο γραφείο και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Βγαίνοντας με τα τέσσερα, σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Άντριου στο άνοιγμα της πόρτας. Το αθλητικό σώμα του, ντυμένο μ’ ένα σκούρο επαγγελματικό κουστούμι, έγερνε νωχελικά στο πλαίσιο της πόρτας, ενώ τα χέρια του ήταν σταυρωμένα στο φαρδύ στέρνο του. Γέμιζε το δωμάτιο με την παρουσία του. Τα μάτια του –μ’ ένα γκριζογάλανο χρώμα που έκανε το βλέμμα του να δείχνει αδιαπέραστο– καρφώθηκαν πάνω της, προκαλώντας της τεράστια αμηχανία για την ατημέλητη εμφάνισή της. Η Τίφανι στάθηκε δίπλα του, με μια ταλαιπωρημένη έκφραση στο όμορφο μαύρο πρόσωπό της, ενώ η Μισέλ έτριβε το κεφάλι της. Αυτά παθαίνεις όταν λες ψέματα. «Συγγνώμη, κυρία Μπόστον. Προσπάθησα να σας προειδοποιήσω.» Τα σκούρα μάτια της Τίφανι πηγαινοέρχονταν από εκείνη στον Άντριου με έκδηλη περιέργεια. Η Μισέλ τού ένευσε με το χέρι να σταματήσει καθώς εκείνος άρχισε να προχωράει προς το μέρος της με τα σκούρα του μαλλιά ελαφρώς ανακατωμένα και τα διαπεραστικά μάτια του καρφωμένα στα δικά της. Η ανάσα της κόπηκε στη θέα αυτού του πρότυπου αντρικής τελειότητας που υπήρξε κάποτε σύζυγός της. «Δεν πειράζει, Τίφανι» είπε πνιχτά, εκνευρισμένη με το καρδιοχτύπι της. «Γύρνα στη δουλειά σου. Χρειάζομαι αυτά τα νούμερα πριν από το μεσημεριανό διάλειμμα.» «Μάλιστα, κυρία Μπόστον.» Η Τίφανι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Η Μισέλ επιτέλους διέκοψε την οπτική επαφή κι άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο όμορφο πρόσωπό του. Είχε χαρακτηριστικά τέλεια, συμμετρικά. Θα ήταν υπερβολικά όμορφος για άντρα χωρίς τα ψηλά ζυγωματικά και το πεισματάρικο τετράγωνο πιγούνι. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο ρηχό χώρισμα στο σαγόνι του. Το στομάχι της σφίχτηκε. Η αλήθεια ήταν πως, όσο κι αν έλεγε στον εαυτό της πως σύντομα έπρεπε να ψάξει για σύζυγο, δεν είχε κοιτάξει καν άλλον άντρα από τότε που ερωτεύτηκε τον Άντριου. Ακόμα και το διαζύγιο δεν είχε λύσει τα δεσμά. Δεν μπορούσε να συγκεντρώσει αρκετό ενδιαφέρον ούτε για να θελήσει να κοιτάξει άλλον άντρα, γιατί τους συνέκρινε όλους με τον Άντριου και τους έβρισκε ανεπαρκείς. Αναστέναξε κακοδιάθετα. «Τι θέλεις;» Το αισθησιακό στόμα του κύρτωσε σ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα. «Εκεί κάτω θα μείνεις;» Η Μισέλ τον αγριοκοίταξε. Η συνάντηση με τον πρώην άντρα της δε θα μπορούσε να την πετύχει σε χειρότερη στάση: πεσμένη στα γόνατα και με τα μαλλιά άνω κάτω. Σηκώθηκε όρθια, έστρωσε το σακάκι και τη στενή φούστα στους γοφούς της, μάζεψε τα μαλλιά της και τα έστριψε ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Πώς έφτασες τόσο γρήγορα;» «Ήμουν στον δρόμο όταν σου τηλεφώνησα από το κινητό.» Καθώς έστρωνε τις πυκνές, απείθαρχες μπούκλες συνειδητοποίησε ξαφνικά πόσο οικεία ένιωθε να φτιάχνει τα μαλλιά της μπροστά στον Άντριου. Έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό της και βυθίστηκε στην καφετιά πολυθρόνα γραφείου. Τράβηξε την πολυθρόνα κοντά στο έπιπλο. «Τι θέλεις εδώ;» «Πρέπει να μιλήσουμε.» Πλησίασε και στάθηκε δίπλα στο γραφείο της. Η στάση του τόνισε τους δυνατούς μηρούς του και τράβηξε το βλέμμα της στους στενούς γοφούς του.
Έστρεψε αλλού τα μάτια. «Ό,τι είχαμε να πούμε μεταξύ μας το είπαμε. Δε μένει τίποτα άλλο.» «Διαφωνώ. Εσύ είπες αυτά που είχες να πεις. Εγώ δεν είπα λέξη.» Επειδή δεν ενδιαφερόταν. Δεν είχε διαμαρτυρηθεί όταν εκείνη τον παράτησε και δεν είχε αντιδράσει καν όταν έκανε αίτηση διαζυγίου. Ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιημένος που τέλειωσε αυτή η ανόητη ιστορία τριών μηνών. Έπιασε ένα στιλό κι άρχισε να σημειώνει στην τύχη στο μπλοκάκι της, σαν να μην την απορροφούσε απόλυτα ο λεπτός άντρας που στεκόταν ακριβώς από πάνω της. Μόνο μια ηλίθια σαν και εκείνη θα πίστευε πως μπορούσε να διαρκέσει γάμος μετά από γνωριμία τριών εβδομάδων. Ήταν βλακώδες να δεσμευτεί χωρίς να τον γνωρίσει καλύτερα. Ο Άντριου πήρε το κοχύλι που χρησιμοποιούσε ως πρες-παπιέ και το στριφογύρισε στα χέρια του. «Μου τηλεφώνησε ο Πάτρικ Λάιντελ της Ηλεκτρονικής Λάιντελ σήμερα το πρωί.» Πόσο καλά μπορεί να γνωρίζεις τον άλλον μετά από τρεις βδομάδες μόνο; Δεν είχε ιδέα τι ζητούσε από τη ζωή του. Ούτε εκείνος γνώριζε τα δικά της όνειρα. Ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. Ακόμα και τώρα, μόλις που γνωρίζονταν. Η Μισέλ σήκωσε το κεφάλι. «Λοιπόν;» «Θέλω να σου μιλήσω γι’ αυτό το τηλεφώνημα και δεν πρόκειται να το κάνω εδώ.» Στεκόταν υπερβολικά κοντά της. Μύριζε το απαλό άρωμα της ακριβής κολόνιας του, ένιωθε τη θέρμη που εξέπεμπε το σώμα του. Και μέσα της έλιωνε. Όμως αυτό ήταν μόνο σωματικό. Το να γνωρίζεις τον άλλον σωματικά ήταν τελείως διαφορετικό από το να τον γνωρίζεις συναισθηματικά. Η Μισέλ ήταν πραγματίστρια και το καταλάβαινε αυτό καλά. Και, αντίθετα από πολλές χωρισμένες φίλες της, δεν ήταν πικραμένη. Γιατί να είναι; Έκαναν ένα λάθος, το αναγνώρισαν και το διόρθωσαν. Ήταν ένα μάθημα ζωής κι ας της έλειπαν οι παθιασμένες νύχτες φλογερού έρωτα. Αν ξαναπαντρευόταν ποτέ, θα επέμενε σε μακροχρόνιο αρραβώνα. Ή, τουλάχιστον, όσο μακροχρόνιο επέτρεπε η ιατρική της κατάσταση. «Είμαι απασχολημένη, Άντριου. Δεν είναι κατάλληλη στιγμή. Ό,τι κι αν σου είπε, δε με αφορά.» Άφησε το κοχύλι στο γραφείο. «Ασφαλώς και σε αφορά.» Η εκνευρισμένη χροιά της φωνής του την έκανε να σηκώσει το κεφάλι. «Τι εννοείς;» «Δουλεύεις στην εξαγορά της Ηλεκτρονικής Λάιντελ και πρέπει να σταματήσεις.» «Τι πράγμα;» Η Μισέλ σταμάτησε να προσποιείται πως κρατούσε σημειώσεις και σηκώθηκε όρθια. «Δεν μπορείς να με διατάζεις για τίποτα και ειδικά για τη δουλειά μου. Ποιος νομίζεις πως είσαι;» «Ο άνθρωπος που προσπαθεί να σε γλιτώσει από τη φυλακή.» Ήταν τόσο εξοργισμένη, που σχεδόν δεν πρόσεχε την καυτή φλόγα στο δέρμα της. «Φύγε απ’ το γραφείο μου. Πώς τολμάς να με απειλείς; Η επαγγελματική ηθική μου υπήρξε πάντα άμεμπτη!» «Μέχρι τώρα.» «Τι είπες;» «Δε σκοπεύω να το συζητήσω εδώ, Μισέλ. Είναι πολύ μοντέρνο κτίριο με λεπτούς τοίχους. Ξέρεις πως ό,τι λέμε ακούγεται έξω.» Τίναξε τον αντίχειρα πίσω απ’ τον ώμο του. «Πάμε κάπου πιο
απομονωμένα.» «Αν νομίζεις πως θα πάω οπουδήποτε μαζί σου, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος.» Απομακρύνθηκε από τον Άντριου και προχώρησε στην άλλη άκρη του γραφείου. «Βγες έξω.» *** Το αδιαπέραστο γαλανό βλέμμα της Μισέλ συνάντησε το δικό του καθώς άνοιγε την πόρτα. Ο Άντριου έκρυψε την αντίδρασή του στη θέα του εχθρικού βλέμματος και των σφιγμένων χειλιών. Έδειχνε να θέλει να του πετάξει την πόρτα στο κεφάλι κι απ’ τον τρόπο που έσφιγγε το πόμολο δε φαινόταν και απίθανο. Οι ατημέλητες χρυσαφένιες μπούκλες στην κορυφή του κεφαλιού της του γεννούσαν την επιθυμία να της βγάλει το πιαστράκι και να δει τα μαλλιά της να ξεχύνονται στους ώμους της. Ήθελε να της βγάλει το επαγγελματικό ταγιεράκι και να ελευθερώσει το θεσπέσιο σώμα που κρυβόταν από κάτω. Να νιώσει τα μεταξένια μαλλιά πάνω στο στήθος του, να μπλέξει τα δάχτυλά του μέσα τους ενώ θα έκαναν παθιασμένο έρωτα όπως όταν ήταν παντρεμένοι. Πριν αρχίσει η Μισέλ να μιλάει για παιδιά και πάνε όλα στραβά. «Είπα, βγες έξω.» Το στήθος της ανεβοκατέβαινε από οργή. Ξεφύσηξε. Ήταν πεισματάρα, όπως τη θυμόταν. Εφόσον δεν έφερνε αποτελέσματα αυτή η μέθοδος πειθούς, έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο. Ο Άντριου προχώρησε προς την πόρτα, αναμφίβολα έτοιμος να την κοπανήσει φεύγοντας. Κανείς, μα κανείς δεν έδιωχνε τον Άντριου Μπόστον. Χωρίς να ανακόψει το ρυθμό του, ο Άντριου έσκυψε, τη σήκωσε, την έριξε στον ώμο και βγήκε από την πόρτα.
Κεφάλαιο Δύο «Έι!» κραύγασε η Μισέλ, που βρέθηκε ξαφνικά κρεμασμένη στο φαρδύ ώμο του Άντριου. Το πιαστράκι προσγειώθηκε στη μοκέτα αφήνοντας τα μαλλιά της σε πλήρη αταξία. «Τι νομίζεις πως κάνεις;» «Εσύ και εγώ πρέπει να μιλήσουμε.» Ο Άντριου έδειχνε να το διασκεδάζει καθώς περνούσε μπροστά από την αποσβολωμένη Τίφανι. «Είσαι τρελός;» φώναξε αφρίζοντας η Μισέλ, που το αίμα της είχε ανέβει στο κεφάλι και γέμιζε τα αυτιά της μ’ ένα βουητό που θύμιζε ωκεανό. «Δεν μπορείς να μπαίνεις εδώ μέσα και να με ρίχνεις στον ώμο! Άσε με κάτω!» Του έριξε ένα γερό μπάτσισμα στον πισινό. Δεν κούνησε βλέφαρο. «Άντριου! Άσε με κάτω!» «Τς-τς.» Της χτύπησε χαϊδευτικά τον πισινό. «Νόμιζα πως με προτιμούσες αυθόρμητο.» Μια δυνατή, εξοργισμένη κραυγή ανέβηκε στο λαρύγγι της Μισέλ. Του το είχε πει μια φορά, πολύ καιρό πριν. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως το θυμόταν ακόμα ή πως χρησιμοποιούσε κάτι που είχε εκείνη πει στην έξαψη της στιγμής για να δικαιολογήσει τις πράξεις του τώρα. Πώς έφτασε η ζωή της από ήρεμη –προβλέψιμη– σ’ αυτό το σημείο; «Κυρία Μπόστον, τι να κάνω με την αναφορά όταν τελειώσω;» Η Τίφανι πετάχτηκε από το θάλαμό της. Οι άλλες γραμματείς έβγαζαν τα κεφάλια έξω με αχόρταγο ενδιαφέρον, ενώ η Τίφανι τους ακολουθούσε στο διάδρομο, με τις κοντές μπούκλες της να αναπηδούν πίσω της. Ο Άντριου σταμάτησε, και με το ελεύθερο χέρι του έβγαλε μια επαγγελματική κάρτα από την τσέπη του σακακιού του. Η Μισέλ σήκωσε το κεφάλι και τον είδε να την αναποδογυρίζει, ν’ αρπάζει το στιλό της Τίφανι και να μουντζουρώνει μερικά νούμερα, όσο εκείνη πάλευε να ελευθερωθεί αναθεματίζοντάς τον. «Πέρασέ τη με φαξ σ’ αυτό το νούμερο.» Έδωσε την κάρτα και το στιλό στην Τίφανι. Η Μισέλ κάρφωσε με δυσπιστία το βλέμμα στην μπλε μοκέτα κάτω από τα μαύρα, γυαλιστερά παπούτσια του Άντριου. Δεν μπορεί να της συνέβαινε αυτό. Η Τίφανι έτρεξε να τους προλάβει. «Τι να πω στο ραντεβού στη μία η ώρα;» «Πες του πως με απήγαγε ένας φρενοβλαβής και κάλεσε την αστυνομία.» Η Μισέλ χτύπησε τον Άντριου όσο πιο δυνατά μπορούσε με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο προσπαθούσε να απομακρύνει τα μαλλιά από τα μάτια. Το βραχνό γέλιο τη διαπέρασε ολόκληρη, γρατζουνώντας τα απείθαρχα συναισθήματά της και πλημμυρίζοντας με επιθυμία σημεία που δεν μπορούσε ν’ αναφέρει χωρίς να ντρέπεται. «Η κυρία Μπόστον αστειεύεται. Ακύρωσε τα υπόλοιπα ραντεβού της και πάρε ρεπό την υπόλοιπη μέρα.» «Μην τον ακούς, Τίφανι. Δεν πάω πουθενά μ’ αυτό τον άνθρωπο.» Ο ώμος του είχε σφηνωθεί ανυπόφορα στο στομάχι της. «Αν δεν είμαι πίσω σε πέντε λεπτά, τηλεφώνησε στην αστυνομία και δώσ’ τους την κάρτα του.» Η Μισέλ στριφογύρισε για να δει το πρόσωπο της βοηθού της. Η Τίφανι έσφιγγε τα χείλη παλεύοντας μάταια να κρατήσει το στόμα κλειστό, και τα φρύδια της ανεβοκατέβαιναν στην προσπάθεια να μην ξεσπάσει σε γέλια. «Με άκουσες;» Εκείνη ένευσε και η Μισέλ ήταν σίγουρη πως είδε ένα ονειροπόλο χαμόγελο στο πρόσωπο της
Τίφανι καθώς ο Άντριου έστριβε στη γωνία. «Δεν είναι αστείο, Άντριου» ξέσπασε καθώς έκλειναν οι πόρτες του ασανσέρ. Ένιωθε μαζί εκνευρισμό και έξαψη. «Ποιος γελάει;» Όλοι, ανακάλυψε καθώς ο Άντριου περνούσε από την είσοδο της εταιρείας. Περιέργως, για πρώτη φορά από τότε που η Μισέλ άρχισε να δουλεύει εδώ πριν από δυο χρόνια, δεν έβλεπε ούτε ένα μέλος του προσωπικού ασφαλείας. Τους ακολουθούσαν γυναικεία χάχανα, αντρικές επευφημίες και χειροκροτήματα. Ζάρωσε και έκρυψε το πρόσωπό της. Ποια γυναίκα με σώας τας φρένας θα δεχόταν τέτοια συμπεριφορά; Ο Άντριου διέσχισε την αίθουσα, άνοιξε τις διπλές γυάλινες πόρτες και κατευθύνθηκε ήρεμα προς το πάρκιν. Όταν επιτέλους σταμάτησε, στάθηκε δίπλα σ’ ένα τερατώδες μαύρο τζιπ. Πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί, εκείνος άνοιξε την πόρτα και την πέταξε στο πολυτελές εσωτερικό. Το αίμα κατέβηκε τόσο γρήγορα από το κεφάλι της, που ζαλίστηκε. Αν δεν την έπιανε ζαλάδα, θα είχε βγει από την άλλη πόρτα στο μισό χρόνο που είχε χρειαστεί εκείνος για να την πετάξει στον ώμο του σαν κούκλα. «Όχι.» Τα μεγάλα χέρια του τυλίχτηκαν στη μέση της πριν προλάβει να φτάσει στο κάθισμα του οδηγού. Γραπώθηκε από το τιμόνι μ’ όλη τη δύναμή της παλεύοντας να ελευθερωθεί από τη λαβή του. Εκείνος άφησε ένα βογκητό και την τράβηξε. Άφησε το τιμόνι από τα χέρια της και προσγειώθηκε πάνω του μ’ ένα γδούπο που της έκοψε την ανάσα. «Παίξε όμορφα.» Ο Άντριου τής πέρασε τη ζώνη προσπαθώντας να αποφύγει τις γροθιές της. «Δε μ’ εντυπωσιάζεις, Άντριου» του είπε με λύσσα καθώς εκείνος καθόταν πίσω από το τιμόνι. «Δεν είμαι ο τύπος της γυναίκας που λιγώνεται με τις πρωτόγονες επιδείξεις ανδρισμού. Μ’ εξευτέλισες. Δε θα τολμήσω να ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί μέσα.» Έδειξε με τον αντίχειρα το γυάλινο κτίριο. Φανταζόταν τους ανθρώπους που κοιτούσαν πίσω από τα φιμέ τζάμια – σίγουρα γελούσαν σαν τρελοί. Τίναξε τα μαλλιά μακριά από τα μάτια, ύψωσε το πιγούνι και του έριξε ένα βλέμμα που θα έκανε τους περισσότερους να τρέξουν για κάλυψη. Εκείνος την κοίταξε σιωπηρά, με ανεξιχνίαστη έκφραση, μ’ ένα μικρό μυ να τινάζεται στο σαγόνι. Μετά έβαλε μπροστά τη μηχανή. «Πρέπει να μιλήσουμε και στο γραφείο σου δεν είναι αρκετά απομονωμένα.» Του έστειλε θανατηφόρες ακτίνες. «Πού με πας;» «Ηρέμησε. Δεν είμαι φρενοβλαβής…» Βγήκε από το πάρκιν με την όπισθεν. «Ό,τι κι αν λες στον κόσμο.» «Επίτρεψέ μου να διατηρώ τις αμφιβολίες μου.» Η Μισέλ έστρωσε τη μαύρη φούστα της. Δε φαινόταν τόσο κοντή όταν τη φόρεσε το πρωί. Ο Άντριου γέλασε. «Αυτό σημαίνει πως δε με θεωρείς πια τρελό;» «Σημαίνει» ξεκίνησε να λέει με όσο πιο γλυκιά φωνή μπορούσε «πως είσαι τρελός μέχρι ν’ αποδείξεις το αντίθετο, και με τα σημερινά σου καμώματα θα χρειαστείς πολλή δουλειά για να το
αποδείξεις.» Χαμογέλασε, μα ο μυς στο σαγόνι του συνέχισε να παίζει. Η Μισέλ τράβηξε το βλέμμα απ’ το σαγόνι του και έστρεψε την προσοχή στο πολυτελές εσωτερικό της Cadilac Escalade. «Τι έγινε η DB9;» «Την έστειλα για σέρβις.» Ο Άντριου σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι. «Αυτό εδώ είναι δανεικό. Αν και πρέπει να παραδεχτώ πως έχω αρχίσει να δένομαι μαζί του.» Τα δυνατά χέρια του χάιδεψαν το τιμόνι και η Μισέλ προσπάθησε να μη σκέφτεται αυτά τα χέρια στο κορμί της. «Σκέφτομαι ν’ αγοράσω ένα.» Του έστειλε ένα φαρμακερό χαμόγελο. «Πάντα θεωρούσα την Aston Martin πολύ μικρή για να χωρέσει το εγώ σου.» Έπαιξε τις βλεφαρίδες και προσπάθησε να δείξει αθώα όταν γύρισε να την κοιτάξει. Εκείνος έβαλε τα γέλια. Η αναπάντεχη ζεστασιά του αρρενωπού ήχου τής προκάλεσε ένα κύμα λαχτάρας. Έστρεψε ξανά το βλέμμα της στο δρόμο. Σταμάτα αμέσως, διέταξε τον εαυτό της καθώς το φανάρι έγινε πράσινο και ξεκίνησαν. Τέρμα τα γλυκανάλατα συναισθήματα γι’ αυτό τον άνθρωπο. «Πού με πηγαίνεις, Άντριου;» «Για μεσημεριανό.» «Σου είπα ότι δεν έχω χρόνο.» «Δηλαδή σκόπευες να μείνεις νηστική όλη μέρα;» «Όχι. Μ’ αρέσει το φαγητό. Θα έτρωγα ένα σάντουιτς στο γραφείο μου.» Της έριξε ένα εριστικό βλέμμα. «Τώρα δε θα χρειαστεί.» «Δε θέλω να φάω μαζί σου. Ούτε να σου μιλάω δε θέλω.» «Ωραία, θα μιλάω εγώ και εσύ θ’ ακούς.» Της έριξε ένα σοβαρό βλέμμα. «Πίστεψέ με, θέλεις ν’ ακούσεις αυτό που θα σου πω.» «Και γιατί δεν το λες να τελειώνουμε αντί να με σέρνεις στην άλλη άκρη της πόλης;» Ένας ηλίθιος οδηγός πετάχτηκε μπροστά τους την ώρα που ο Άντριου έμπαινε σε μια κυκλική διασταύρωση. Φρενάρισε απότομα για να μη χτυπήσει το μαύρο σπορ αυτοκίνητο που μαρσάρισε και εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα, που η Μισέλ περίμενε ν’ ακούσει σειρήνες πίσω του. «Όπως βλέπεις, πρέπει να είμαι πλήρως συγκεντρωμένος για να φτάσουμε σώοι στον προορισμό μας. Όλοι οι τρελοί βγήκαν στους δρόμους σήμερα.» «Το ξέρω» μουρμούρισε η Μισέλ μέσα από τα δόντια. «Κάθομαι δίπλα σ’ έναν από αυτούς.» «Το άκουσα αυτό.» Όταν επιτέλους ο Άντριου παρκάρισε το τζιπ στο υπόγειο πάρκιν ενός από τους πιο εντυπωσιακούς ουρανοξύστες στο Ντόκλαντς του Λονδίνου, η Μισέλ ανακουφίστηκε που ξέφυγε από τη μεσημεριανή κυκλοφοριακή συμφόρηση της πόλης. «Πού είμαστε;» Κοίταξε γύρω της στο ασβεστωμένο πάρκιν. Ο Άντριου έσβησε τη μηχανή και βγήκε έξω. «Καλώς ήρθες στο σπίτι μου.» Τράβηξε το βλέμμα από το σφιχτό πισινό του.
«Στο σπίτι σου;» Έκανε το γύρο ως τη θέση του συνοδηγού, άνοιξε την πόρτα και της πρόσφερε το χέρι του. Η Μισέλ το αγνόησε. «Δεν είπες πως θα με πας για φαγητό;» «Ακριβώς. Θα φάμε στο διαμέρισμά μου.» Συνοφρυώθηκε, έσπρωξε το χέρι του και βγήκε απ’ το Escalade. Τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπό της πριν του υψώσει ένα προειδοποιητικό δάχτυλο. «Είπες πως ήθελες να μιλήσουμε. Το καλό που σου θέλω, να έχεις μόνο αυτό στο μυαλό σου. Ξέρω τα κόλπα σου.» Ο Άντριου σήκωσε το χέρι, κόβοντάς την. «Αυτό που συνέβη τα Χριστούγεννα δεν ήταν μονόπλευρο» είπε ντροπιάζοντας τη Μισέλ με την ανάμνηση της τελευταίας τους συνάντησης. Του έριξε ένα φονικό βλέμμα και, παρ’ όλο που δεν αντέκρουσε το καρφί του, δεν κουνήθηκε ρούπι. «Πρέπει να μιλήσουμε για μια σοβαρή περιπλοκή στη δουλειά σου. Στο γραφείο σου ίσως ακουγόμασταν. Το διαμέρισμά μου ήταν η καλύτερη επιλογή.» Και πάλι δεν κουνήθηκε. «Τι περιπλοκή;» Ο Άντριου ξεφύσηξε. «Υπόσχομαι να μη σε αγγίξω. Θα μου κάνεις την τιμή να φας στο διαμέρισμά μου για να μη μας ακούσει το μισό Λονδίνο;» Έσπρωξε τα μαλλιά πίσω από τα αυτιά της. Η πεισματάρικη έκφραση στο πρόσωπο του Άντριου έδειχνε πως δεν υπήρχε περίπτωση να ενδώσει και να της μιλήσει για την «περιπλοκή» αν δεν ανέβαινε πάνω. «Σκόπευες να ετοιμάσεις εσύ μεσημεριανό;» Η σκέψη του Άντριου να καταπιάνεται με τέτοια δουλειά του νοικοκυριού την έκανε να νιώσει παράξενα. Είχε την ευπρέπεια να ομολογήσει την αλήθεια: «Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να ετοιμάσω κάτι που να τρώγεται. Συνήθως παραγγέλνω στο πεντάστερο εστιατόριο του ουρανοξύστη.» Δεν ήθελε να βρεθεί πουθενά μόνη της με τον Άντριου. Κοίταξε δεξιά και αριστερά. «Δεν είναι κανείς εδώ τώρα. Μπορούμε να μιλήσουμε ελεύθερα.» Ο Άντριου γέλασε. Ρίγησε σύγκορμη. Δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον εαυτό της αν έμενε μόνη μαζί του. «Δεν είμαστε και τόσο μόνοι, 007.» Έδειξε τη μικρή κάμερα μισό μέτρο μακριά. «Πιάνει τους θορύβους…» Μιμήθηκε τη ματιά που έριξε εκείνη δεξιά και αριστερά. «Και τις συζητήσεις.» Ένιωσε εντελώς ηλίθια. Το προσωπικό ασφαλείας κάπου μέσα στο υπερσύγχρονο κτίριο σίγουρα αυτή τη στιγμή γελούσε μαζί της. «Ωραία, ας συντομεύουμε τότε.» Την οδήγησε στο ιδιωτικό ασανσέρ με το χέρι του να χαράζει ένα αρχέγονο μήνυμα στη μέση της. Είμαι άντρας και είσαι γυναίκα. Είμαστε πλασμένοι για να γίνουμε ένα. Πέρασε έναν κωδικό στον πληκτρολόγιο δίπλα στο ασανσέρ που άνοιξε αμέσως. Μπήκαν μέσα και περίμεναν βυθισμένοι σε αμήχανη σιωπή. Η Μισέλ παρακολουθούσε την ψηφιακή οθόνη καθώς το ασανσέρ σκαρφάλωνε στο διαμέρισμα του Άντριου, τόσο επηρεασμένη από την παρουσία του, που ξεχνούσε ν’ ανασάνει. Ακολούθησε τον Άντριου στη χλιδή. Ο ενιαίος χώρος ήταν τεράστιος με τζαμαρίες που έπιαναν ολόκληρο τον τοίχο προσφέροντας πανοραμική θέα στον Τάμεση, στο Κάναρι Γουάρφ και στην πόλη. Σταμάτησε έκθαμβη και κοίταξε γύρω της. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο ρετιρέ. Ήταν παλάτι στα σύννεφα. Κομψό και στιλάτο, το είδος του διαμερίσματος που μπορούσε ν’ αγοράσει ένας πετυχημένος άντρας σαν τον Άντριου.
«Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε τελικά εκείνος αφήνοντας το σακάκι του στην κοντινότερη καρέκλα. Η Μισέλ ζύγιασε την ερώτηση. «Πολύ… γυάλινο.» Έκανε μια αργή περιστροφή. «Δεν έχω ξαναδεί τόσο γυαλί.» Ακόμα και τα σκαλοπάτια ήταν γυάλινα. «Δε σου αρέσει;» Ο Άντριου σήκωσε τα μανίκια του, στρέφοντας εκεί όλη την προσοχή του και δείχνοντας ν’ αδιαφορεί για το αν της άρεσε η όχι. «Πώς θα μπορούσε να μη μου αρέσει;» Τράβηξε το βλέμμα από τους δυνατούς, ελαφρώς μαυρισμένους βραχίονές του. Τα τακούνια της αντήχησαν στο ξύλινο πάτωμα από μπαμπού καθώς πλησίασε το γυάλινο τοίχο. Το μπαλκόνι ήταν φαρδύ, με τζακούζι σε μια προφυλαγμένη γωνία. Το βλέμμα της έπεσε στα σκούρα νερά του ποταμού και στον καθαρό γαλανό ουρανό. Η αντανάκλαση του ήλιου στραφτάλισε στα νερά για μια ειδυλλιακή στιγμή. «Εκπληκτικό! Σαν να ζεις σε γυάλινο παλάτι.» Ο Άντριου στάθηκε δίπλα της. «Είναι συγκλονιστικά τη νύχτα. Το νερό, τα φώτα από τα κτίρια απέναντι...Ένιωσα δέος όταν πρωτοείδα τη θέα.» «Το φαντάζομαι.» Δεν ήθελε να το φαντάζεται όμως. Δεν ήθελε να σκέφτεται τον Άντριου σε τόσο ρομαντικό περιβάλλον, με μια ωραία γυναίκα, να πίνουν κρασί και να χαζεύουν το συγκλονιστικό νυχτερινό τοπίο αγκαλιασμένοι. Μια σκηνή τόσο ρομαντική, που η μοναδική κατάληξη θα ήταν να κάνουν έρωτα. Τα νεύρα της τεντώθηκαν και το στομάχι της δέθηκε κόμπος καθώς τη βασάνισαν εικόνες υπερβολικά αληθινές για να μπορέσει να τις αρνηθεί. «Είπες πως ήθελες να μου μιλήσεις» του θύμισε, ευγνώμων που η φωνή της δεν πρόδιδε την εσωτερική αγωνία της. «Ανέφερες μια περιπλοκή στη δουλειά μου. Γιατί;» Η Μισέλ απομακρύνθηκε από το διεισδυτικό βλέμμα του Άντριου και κάθισε σ’ ένα μεγάλο βελούδινο άσπρο καναπέ. «Δεν πεινάς;» Κάθισε δίπλα της, τραβώντας την προσοχή της στους δυνατούς, μυώδεις μηρούς του, που τονίζονταν από το απαλό, ακριβό ύφασμα του παντελονιού του. «Όχι ιδιαίτερα.» Ήταν γελοίο. Ένας άντρας ήταν μόνο, για όνομα του Θεού. «Αν δε σε πειράζει, θα προτιμούσα να πεις ό,τι έχεις να πεις και να με γυρίσεις στο γραφείο μου. Έχω πολλή δουλειά, ειλικρινά.» «Τουλάχιστον να σου προσφέρω κάτι να πιεις.» Ο Άντριου σηκώθηκε. «Τσάι ή καφέ;» Και μόνο για να προχωρήσουν κάπως τα πράγματα, θα ενέδιδε και θα δεχόταν να πιει κάτι. Όσο πιο σύντομα της έδινε τις πληροφορίες τόσο πιο σύντομα θα έφευγε. «Έναν καφέ.» Έμεινε να παρακολουθεί καθώς εκείνος τραβούσε τα γυάλινα διαχωριστικά που χώριζαν την κουζίνα από τους χώρους του καθιστικού και της τραπεζαρίας. Αδυνατώντας να περιμένει άπρακτη όσο ο Άντριου έφτιαχνε τον καφέ, η Μισέλ τον ακολούθησε στην ευρύχωρη κουζίνα, όπου αντίκρισε κι άλλο αστραφτερό λευκό. Γυάλινοι πίνακες με κρυφό φωτισμό φώτιζαν τοίχους και ντουλάπια. Οι αδιαφανείς γυάλινοι πάγκοι κατέληγαν σε μια μικρή γωνιά για πρωινό στην άκρη της κουζίνας, όπου δύο ψηλά σκαμνιά από χρώμιο κοιτούσαν προς μια ακόμα τεράστια τζαμαρία – ένα εντελώς στείρο περιβάλλον. Ο Άντριου πρέπει να αντιλήφθηκε τις σκέψεις της γιατί κοίταξε πάνω από τον ώμο του καθώς έβαζε φρέσκο καφέ φίλτρου στην καφετιέρα. «Τι συμβαίνει; Ούτε αυτός ο χώρος σ’ αρέσει;»
Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Δεν είπα τίποτα.» «Δε χρειάστηκε.» Γύρισε να την κοιτάξει. «Νιώθω την αποδοκιμασία σου από δω που βρίσκομαι.» «Πώς θα μπορούσα να αποδοκιμάσω ένα τέτοιο μέρος;» «Εσύ να μου πεις.» Έβαλε τα χέρια στις τσέπες. «Σε ξέρω. Κάτι δε σου αρέσει σ’ αυτό το διαμέρισμα. Εμπρός, πες το.» «Εντάξει. Δεν υπάρχει χρώμα. Καμία ζωντάνια. Όπου και να κοιτάξεις, βλέπεις λευκό, γυαλί ή χρώμιο. Δεν έχεις ούτε φυτά να δώσουν λίγη ζωή σ’ αυτό το μέρος. Πώς το αντέχεις;» «Μου αρέσει έτσι.» Έγειρε στον πάγκο και έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. «Είναι καθαρό.» «Αποστειρωμένο είναι. Πώς αντέχεις όταν έρχονται ο Γκόρντον και ο Κόρι;» Ο Άντριου γύρισε και άρχισε να ψάχνει για κάτι πολύ σημαντικό από τον τρόπο που ανοιγόκλεινε τα ντουλάπια. «Δεν έρχονται.» «Τι είπες; Δεν άκουσα.» «Είπα» επανέλαβε μονότονα ο Άντριου «πως τα ανίψια μου δεν έχουν έρθει ποτέ εδώ.» Έμεινε έκπληκτη και ήξερε πως αυτό φαινόταν στο πρόσωπο και στη φωνή της. «Θες να πεις πως δεν τους έχεις φέρει ποτέ εδώ;» «Ναι, αυτό θέλω να πω.» Πώς ήταν δυνατόν να μη θέλει να περνάει χρόνο με τα παιδιά της οικογένειάς του; Τα δυο αγόρια της αδελφής του ήταν αξιολάτρευτα και ένας από τους λόγους που διατηρούσε επαφή με την οικογένεια του Άντριου. «Γιατί;» Γύρισε, άνοιξε ξανά το ντουλάπι μπροστά του και έβγαλε δυο λευκές κούπες. Προφανώς, δεν τις είχε δει στο πρώτο άνοιγμα. «Ξέρεις πώς νιώθω για τα παιδιά, Μισέλ.» Όχι, δεν ξέρω. Ποτέ δεν μπήκες στον κόπο να μου πεις. *** Ο Άντριου πέρασε τα χέρια μέσα από τα μαλλιά του και έπνιξε μια βλαστήμια. Ένα κομμάτι του ήθελε να της πει την αλήθεια, να την ικετεύσει να καταλάβει γιατί δεν ήθελε να γίνει πατέρας. Ένα άλλο κομμάτι ήθελε να τη ρίξει πάλι στον ώμο του, να την ανεβάσει στη γυάλινη σκάλα, να την πετάξει στο τεράστιο κρεβάτι και να της θυμίσει πώς ήταν κάποτε τα πράγματα μεταξύ τους. Ένα ήταν σίγουρο: δε θα τον κοιτούσε μ’ αυτό το παγερό βλέμμα όλο μίσος όταν τέλειωνε. Κυρίως, όμως, ήθελε να βεβαιωθεί πως ο Γουίλιαμ Έβανς δε θα έβαζε στα χέρια του την Ηλεκτρονική Λάιντελ, έτσι αγνόησε το βλέμμα και σερβίρισε τον καφέ. Είχε σχολιάσει την έλλειψη φυτών στη μεζονέτα, μα πώς να της εξηγήσει την απροθυμία του να βρίσκεται κοντά σε οτιδήποτε μπορεί να πεθάνει; «Ευχαριστώ.» Η Μισέλ πήρε την κούπα προσέχοντας να μην ακουμπήσει τα δάχτυλά του. Εκείνος πήρε τη δική του και της ένευσε να περάσει πρώτη στο καθιστικό. «Τι ήθελες να μου πεις λοιπόν;» Ο εκνευρισμός ήταν ακόμα εμφανής στη φωνή της καθώς καθόταν στην καρέκλα αντί να απλωθεί στον άνετο καναπέ. «Πρέπει να αποσυρθείς από την εξαγορά της Ηλεκτρονικής Λάιντελ.» Ο Άντριου απλώθηκε
στον καναπέ. Θα ήταν τέλεια αν μπορούσε να μείνει εδώ με τη Μισέλ για την υπόλοιπη μέρα. Εκείνη κοντοστάθηκε, με τα χείλη σουφρωμένα, έτοιμα να φυσήξουν τον καυτό καφέ. «Τι πράγμα;» «Δεν μπορείς να είσαι στην ομάδα δικηγόρων που θα χειριστεί την εξαγορά.» «Και γιατί όχι;» Έπιασε την κούπα από το γυάλινο τραπεζάκι και ήπιε μια γουλιά. Το σκοτεινό βλέμμα που του έριξε φανέρωνε ολοένα αυξανόμενο εκνευρισμό, μα εκείνος σκεφτόταν μόνο πόσο όμορφη ήταν με τον ήλιο να φωτίζει τα χρυσαφένια μαλλιά της. «Αυτό έχεις μόνο να πεις;» Έγειρε τόσο μπροστά, που η κούπα κοπάνησε στο γυάλινο τραπέζι. «Γιατί;» Ήταν συγκλονιστική ακόμα κι όταν έδειχνε έτοιμη να του πετάξει την κούπα στο κεφάλι. Ένιωσε να τον κατακλύζει η επιθυμία και ήπιε μια γουλιά καφέ για να κρύψει τα συναισθήματά του. «Έχεις μετοχές στην Ηλεκτρονική Λάιντελ.» Τα φρύδια της Μισέλ σηκώθηκαν στα ύψη. Το μέτωπό της ζάρωσε από το σοκ. «Μα τι είναι αυτά που λες; Θα το ήξερα αν είχα μετοχές σ’ αυτήν την εταιρεία.» «Προφανώς, όχι.» Ανακάθισε και εκείνος, με την κούπα ανάμεσα στα χέρια καθώς έφερνε τους αγκώνες στα γόνατα. «Δεν έχεις κοιτάξει το χαρτοφυλάκιό σου;» «Δεν έχω χαρτοφυλάκιο. Δεν έχω αγοράσει ποτέ μετοχές.» «Αφού επιμένεις ν’ ακριβολογείς, δεν κοίταξες ποτέ το χαρτοφυλάκιο που έστειλα εγώ στο δικηγόρο σου;» «Όχι.» Χαμήλωσε το βλέμμα. «Είπα στον Χάρβι να σ’ το στείλει πίσω.» «Κι όταν υπέγραψες τα χαρτιά του διαζυγίου; Σίγουρα σου είπε ότι σου ανήκει το 12% των μετοχών της Ηλεκτρονικής Λάιντελ.» Η Μισέλ αναστέναξε. Σηκώθηκε όρθια και προχώρησε προς την τζαμαρία. «Άρχισε να φλυαρεί για τίτλους ή κάτι τέτοιο. Δεν τον άκουγα. Ήθελα να τελειώνουμε με το διαζύγιο και του είπα να μου δώσει τα χαρτιά να υπογράψω για να σηκωθώ να φύγω.» Τα λόγια της έξυσαν μια οδυνηρή πληγή κάπου στο στήθος του. «Δε σε ενημέρωσε πως το χαρτοφυλάκιο ήταν μέρος του διακανονισμού του διαζυγίου;» «Όπως είπα, δεν τον άκουγα. Όταν με ρώτησε τι να τα κάνει όλα αυτά, του είπα να σ’ τα στείλει όλα πίσω. Αν και αργότερα έμαθα πως τα επέστρεψες.» Γύρισε να τον κοιτάξει, με μια πονεμένη έκφραση. «Και τώρα, λόγω της επιμονής σου, απειλείται η καριέρα μου.» Η φωνή της ακουγόταν ύποπτα πνιχτή, στέλνοντάς τον κοντά της. Τα χαρακτηριστικά της συσπάστηκαν σαν να ήθελε να αποτρέψει την επαφή με τον έξω κόσμο, σημάδι πως δεν ήθελε να την αγγίξει. Ο Άντριου τής άφησε χρόνο να ολοκληρώσει τις σκέψεις της, να χωνέψει το πλήγμα που μόλις της είχε καταφέρει. Μόλις λίγα εκατοστά μακριά της, έβλεπε τα μάτια της ν’ ανοιγοκλείνουν για να διώξουν τα δάκρυα. «Ούτε ζήτησα ούτε χρειαζόμουν τίποτα από σένα, Άντριου.» Η φωνή της ήταν βραχνή από τους λυγμούς που κόμπιαζαν στο λαιμό της. Την πήρε στην αγκαλιά του. «Μπορούμε να το διορθώσουμε αυτό.» Εκείνη τον έσπρωξε. «Πώς;»
«Σου είπα ήδη.» Συνέχισε να σπρώχνει το στέρνο του μέχρι που την ελευθέρωσε. «Δεν είναι επιλογή.» Ήταν επώδυνη η συνειδητοποίηση πως δεν ήθελε παρηγοριά από εκείνον, πως έστελνε σινιάλα να μείνει μακριά της. Της είχε δώσει ό,τι είχε θελήσει, συμπεριλαμβανομένου του διαζυγίου. Δεν άξιζε να του φέρεται σαν εχθρό. «Προσπαθώ να σε βοηθήσω. Δεν είχα λόγο να έρθω να σε βρω. Μετά τα Χριστούγεννα ήξερα ακριβώς πώς αισθάνεσαι για μένα. Πίστεψέ με, είχα σκοπό να μείνω μακριά σου. Δεν είμαι εχθρός σου.» Τώρα έδειχνε ακόμα πιο θυμωμένη. «Έφυγα χωρίς να πάρω τίποτα. Αρνήθηκα το σπίτι, το αυτοκίνητο, τα λεφτά σου – όλα όσα μού πρόσφερες.» «Πώς μπορώ να το ξεχάσω;» «Γιατί δεν μπορούσες να το αφήσεις έτσι;» Κοίταξε τα θολωμένα μάτια της, σκέπασε τους λεπτούς ώμους της με τα χέρια του και ανταμείφθηκε όταν εκείνη δεν τραβήχτηκε μακριά του. «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις χωρίς τίποτα, Μισέλ.» Εκείνη άφησε την ανάσα της να βγει. «Γιατί δεν μπορείς να δεχτείς πως δε θέλω τίποτα από σένα;» Θα μπορούσε να της θυμίσει πως κάτι ήθελε από κείνον, μα αποφάσισε να μην ξανανοίξει τον καβγά των Χριστουγέννων. Η Μισέλ είχε αρκετά προβλήματα χωρίς να της ξύνει παλιές πληγές. Έσπρωξε απογοητευμένη τις μακριές, γυαλιστερές μπούκλες της πίσω από τα αυτιά. «Τι καταστροφή! Αυτό σημαίνει πως μιλάμε για σύγκρουση συμφερόντων.» «Αυτό προσπαθούσα να σου πω.» Ένιωσε την παρόρμηση να την τραβήξει στην αγκαλιά του και να μετατρέψει την έκφραση δυστυχίας σε έκφραση πάθους, μα τα κύματα έντονης εχθρότητας που εξέπεμπε τον απέτρεψαν. Έτσι τράβηξε τα χέρια από τους ώμους της και τα έχωσε στις τσέπες του. Έστρεψε το βλέμμα της στο ποτάμι, βυθισμένη στις σκέψεις της. «Μπορώ να πουλήσω τις μετοχές.» «Θα καταστρέψεις την καριέρα σου αν το κάνεις.» Επικράτησε σιωπή. Με το οβάλ πρόσωπό της στραμμένο αλλού, εκείνος είχε την ελευθερία να την παρακολουθεί χωρίς να γίνει αντιληπτός. Τα χαρακτηριστικά της ήταν ντελικάτα και δυνατά μαζί, με ψηλά ζυγωματικά και ένα αποφασιστικό πιγούνι που την έκανε πολύ εντυπωσιακή. Το φως του ήλιου έκανε το απαλό δέρμα της να λάμπει χρυσαφένιο καθώς κοίταζε απορροφημένη το ποτάμι μασουλώντας το νύχι του αντίχειρα. Το μόνο που ήθελε ήταν να βυθίσει τα χέρια του στα στιλπνά μαλλιά της και να τη φιλήσει. Το σαγόνι του σφίχτηκε καθώς αντιστεκόταν στον πειρασμό. Ο Άντριου αγνόησε την καυτή επιθυμία στα σωθικά του, το μικροσκοπικό μυ στο σαγόνι που παλλόταν πάντα όταν προσπαθούσε να καταπνίξει την παρόρμηση να τη φιλήσει μέχρι λιποθυμίας. «Θέλεις να ρισκάρεις ποινή φυλάκισης για απάτη; Η Επιτροπή Δεοντολογίας θα σε μηνύσει για χρήση προνομιακών πληροφοριών προς προσωπικό όφελος.» Εκείνη γύρισε απότομα με τα μάτια της να πετάνε φλόγες. «Ξέρεις πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο.» «Ας εξετάσουμε τα γεγονότα.» Άρχισε να τα μετράει με τα δάχτυλα. «Εργάζεσαι στην εξαγορά μιας εταιρείας στην οποία είσαι μέτοχος. Η μετοχική αξία της Ηλεκτρονικής Λάιντελ αυξήθηκε από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι φήμες για εξαγορά.»
Είχε κάνει έρευνα αγοράς πριν φύγει από το γραφείο του το πρωί και γνώριζε ότι η Ηλεκτρονική Λάιντελ είχε ανεβάσει την αξία των μετοχών της για να καταστήσει την εξαγορά πιο επώδυνη και πιο δαπανηρή για τα αρπακτικά. «Σκέφτεσαι να πουλήσεις τις μετοχές, βγάζοντας ένα καλό κέρδος. Αμφιβάλλω αν θα το δουν ανάλαφρα ο Δικηγορικός Σύλλογος και η Επιτροπή Δεοντολογίας.» Η Μισέλ χλώμιασε. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως θα λιποθυμούσε. «Τι επιλογές έχω;» Έτριψε τους κροτάφους της. «Έπρεπε να το ξέρω ήδη, μα δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά.» «Η μόνη επιλογή σου είναι να αποσυρθείς από την εξαγορά.» «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.» «Δεν έχεις άλλη επιλογή.» «Δεν πρόκειται να το κάνω.» Ο Άντριου ξεφύσηξε απαυδισμένος, πέρασε τα χέρια μέσα από τα μαλλιά και τα χτύπησε δυνατά στους μηρούς. Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή τη γυναίκα. «Προτιμάς να δικαστείς για αθέμιτη εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών παρά να παραιτηθείς από την εξαγορά;» Είδε πως σκεφτόταν τα λόγια του. Κατάλαβε πως είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί την κατάσταση και συνέχισε: «Αν πουλήσεις τις μετοχές για να κόψεις τους δεσμούς με την Ηλεκτρονική Λάιντελ, θα θεωρηθεί πως εκμεταλλεύτηκες εμπιστευτικές πληροφορίες για προσωπικό όφελος. Ίσως δεν ξαναδουλέψεις ποτέ ως δικηγόρος αν καταδικαστείς για απάτη.» Το βλέμμα της πηγαινοερχόταν πάνω του. «Η δουλειά μου είναι σημαντική για μένα.» Κατάπιε επανειλημμένα, έσφιξε τα χείλη και συνοφρυώθηκε. «Τότε πρέπει να κάνεις την επιλογή σου. Και νομίζω πως μπορώ να σε βοηθήσω.» Ο Άντριου κάθισε στον καναπέ. «Θέλω να γνωρίσεις κάποιον. Έλα να φάμε μαζί αύριο το βράδυ.» Η Μισέλ τού έριξε μια καχύποπτη λοξή ματιά. «Ποιον;» «Έλα αύριο για δείπνο, και θα το μάθεις.»
Κεφάλαιο Τρία O Άντριου πρόσεξε πως ήταν η δεύτερη φορά που τον κοίταζε η Μισέλ καθώς περπατούσαν στην πλούσια κόκκινη μοκέτα προς το τραπέζι τους. Του είχε πει μόνο οχτώ λέξεις από την ώρα που πέρασε να την πάρει από το σπίτι της. «Γεια. Μια στιγμή να πάρω την τσάντα μου.» Τώρα ήταν παγερά σιωπηλή αγνοώντας τις λιγωμένες αντρικές ματιές καθώς περπατούσε δίπλα του με τους γοφούς να λικνίζονται σαγηνευτικά. Ήταν σίγουρος πως ήξερε τι σκέφτονταν οι θαυμαστές της. Διάβολε, και αυτός το ίδιο σκεφτόταν. Πολύ θα ήθελα να της βγάλω αυτό το μαύρο φουστανάκι. Ο Άντριου άρχισε ν’ αναρωτιέται αν ήταν τόσο καλή ιδέα να την πείσει να δειπνήσει μαζί του. Είχε λόγο γι’ αυτή τη συνάντηση – αν και δεν τον πείραζε καθόλου να βλέπει τη Μισέλ. Ήθελε να της γνωρίσει τον Πάτρικ Λάιντελ. Αν εκείνη σκόπευε να παραδώσει την Ηλεκτρονική Λάιντελ στον Γουίλιαμ Έβανς, ήθελε να γνωρίσει τον άνθρωπο που θα ζημίωνε. Έτσι, διατήρησε κι αυτός τη σιωπή του μέχρι που έφτασαν στο γωνιακό τραπέζι όπου περίμενε ένας ψηλός αξιοσέβαστος άντρας γύρω στα εξήντα. «Το τραπέζι σας.» Ο σερβιτόρος τράβηξε μια καρέκλα για τη Μισέλ καθώς ο άνθρωπος στο τραπέζι σηκωνόταν όρθιος. «Πάτρικ.» Ο Άντριου έπιασε το περίεργο βλέμμα της Μισέλ καθώς άπλωνε το χέρι. «Χαίρομαι που κατάφερες να έρθεις. Μισέλ, να σου συστήσω τον Πάτρικ Λάιντελ.» Η αυτοκυριαρχία της τον εντυπωσίασε. Ο Άντριου ήθελε να την ταρακουνήσει. Να παρατηρήσει το ξάφνιασμά της όταν τη σύστηνε στον Λάιντελ. Ατάραχη, χαμογέλασε και έσφιξε το χέρι του ηλικιωμένου άντρα. «Πώς είστε, κύριε Λάιντελ; Ομολογώ πως βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση. Δεν ήξερα πως θα σας συναντούσαμε απόψε.» Ίσως δεν έπαιζε δίκαια, μα, όταν ο Πάτρικ είχε απευθυνθεί σ’ εκείνον το περασμένο καλοκαίρι, είχε υποσχεθεί να τον βοηθήσει να σώσει την εταιρεία του από τη χρεοκοπία και δε σκόπευε να τον απογοητεύσει τώρα. Άγγιξε το μπράτσο της Μισέλ. «Η πρώην σύζυγός μου, Μισέλ.» Ανάμεσά τους άναψε ένας ηλεκτρικός σπινθήρας. Ο Άντριου έπιασε τη ματιά της και αναρωτήθηκε αν είχε νιώσει και εκείνη το ίδιο. Αν το είχε νιώσει, το έκρυβε καλά. Ο Λάιντελ έσφιξε στιγμιαία το χέρι της Μισέλ ενώ την κοίταζε σαν να έβλεπε φίδι έτοιμο να επιτεθεί. Έριξε μια ερευνητική ματιά στον Άντριου, με τα φουντωτά φρύδια του υψωμένα. «Ελπίζω να έχεις σοβαρό λόγο, αγόρι μου.» Πράγματι. Ο Άντριου του έκανε νόημα να καθίσει. Ο σερβιτόρος μοίρασε τους καταλόγους. «Θα ειδοποιήσω την Γκάμπι πως είστε εδώ.» «Ευχαριστούμε.» Ο Άντριου μόλις που έριξε μια ματιά στο μενού. Με την άκρη του ματιού παρακολουθούσε τη Μισέλ να τοποθετεί το μαύρο τσαντάκι στο βαθυκόκκινο τραπεζομάντιλο και να απλώνει στα γόνατά της την μπορντό πετσέτα.
Χωρίς να κοιτάξει το μενού, χαμογέλασε στο νεαρό σερβιτόρο. «Θα πάρω φακές.» Σημείωσε την παραγγελία. Το βλέμμα του χρονοτρίβησε πάνω στη Μισέλ πριν στραφεί στον Άντριου και στον Πάτρικ. Ο Άντριου δεν τον αδικούσε – το θέαμα ήταν εξαιρετικό. «Θα πάρω το μοσχαρίσιο εσκαλόπ», είπε ο Λάιντελ. «Εγώ θέλω μαριναρισμένο τόνο.» Ο Άντριου έδωσε πίσω τους καταλόγους. «Κι ένα μπουκάλι κόκκινο Torres Mas Rabell.» Όταν έφυγε το γκαρσόνι, ο Πάτρικ πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να είχε πάρει μια απόφαση που δεν του άρεσε. «Είσαι έτοιμος να μου πεις τι συμβαίνει;» Ο Άντριου ξεδίπλωσε την πετσέτα με την ησυχία του. Γύρω τους, ο ήχος από τα μαχαιροπίρουνα πάνω στην πορσελάνη μαρτυρούσε τη νοστιμιά του φαγητού. Ένα χαμηλόφωνο βουητό από τις συζητήσεις των θαμώνων γέμιζε το Alejandro’s. «Ήθελε να γνωρίσει η Μισέλ τον άνθρωπο από τον οποίο επιχειρεί να πάρει την Ηλεκτρονική Λάιντελ.» Η Μισέλ έμεινε άναυδη. Τα λόγια του Άντριου έπεσαν βαριά ανάμεσά τους. Τον κοίταξε με μάτια διάπλατα. Ήταν σαν να άκουγε σχεδόν το αγωνιώδες «Τι πας να κάνεις;» που στάθηκε στα χείλη της. Δεν πρόφερε τις λέξεις, αλλά στράφηκε προς τον Πάτρικ, που την παρακολουθούσε με παγερά μάτια πλαισιωμένα από βαριά φρύδια, εκπληκτικά μαύρα σε σχέση με τα κατάλευκα μαλλιά του. Άνοιξε το στόμα της, το έκλεισε, κατάπιε και ξαναπροσπάθησε. «Είναι αλήθεια ότι μου ανατέθηκε η εξαγορά της Ηλεκτρονικής Λάιντελ» είπε με σταθερή, επαγγελματική φωνή μετά από σιγή ενός λεπτού. Έριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα προς την κατεύθυνση του Άντριου. «Όμως, υπέπεσε στην προσοχή μου πρόσφατα πως έχω μετοχές στην εταιρεία σας και ως εκ τούτου δεν μπορώ να εκπροσωπήσω τον Γουίλιαμ Έβανς.» «Υπέπεσε πρόσφατα στην προσοχή σου; Πώς είναι δυνατόν να μην ξέρεις ότι έχεις μετοχές στην εταιρεία μου;» «Είναι μεγάλη ιστορία.» Ξανακοίταξε τον Άντριου. Το στομάχι του σφίχτηκε βλέποντας την έκκληση στα γαλανά μάτια της Μισέλ. Όταν ξεκίνησαν το απόγευμα, ήθελε να της δείξει τη ζημιά που προκαλούσε στον Πάτρικ Λάιντελ. Σχεδόν ήθελε να την τιμωρήσει που συμμετείχε σ’ αυτή την εχθρική εξαγορά, κι αν ήθελε να είναι ειλικρινής, ήθελε να τη λιώσει σαν σκουλήκι. Τώρα, το μόνο που ήθελε ήταν να τη σώσει από το σκληρό, επιτιμητικό βλέμμα του Πάτρικ. «Η Μισέλ δεν το ήξερε γιατί δεν της το είπα.» Ο Λάιντελ φάνηκε να μαλακώνει λίγο, αν και το γεμάτο κατηγόρια βλέμμα του δεν έφυγε από πάνω της. «Τι θα κάνεις;» «Εγώ-» Η άφιξη του γκαρσονιού καθυστέρησε την απάντηση της Μισέλ. Σερβίρισε το βαθυκόκκινο κρασί σ’ ένα ποτήρι να δοκιμάσει ο Άντριου. Μετά το καταφατικό νεύμα του σερβίρισε και τα άλλα δύο κολονάτα ποτήρια. «Έρχεται και το φαγητό σας.» *** Η Μισέλ ήπιε μια γουλιά από το δυνατό μεσογειακό κρασί. Φτιαγμένο από τις ποικιλίες Garnacha και Cariñera, είχε μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Ο Άντριου το είχε διαλέξει για τη γεμάτη
παλέτα του που το καθιστούσε ιδανικό συνοδευτικό για όλα τα παραδοσιακά ισπανικά πιάτα. Εισέπνευσε το μεθυστικό άρωμα βατόμουρου και μυρωδικών, γεύτηκε το απαλό βελούδινο υγρό, άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και απάντησε. «Δεν έχω άλλη επιλογή από το ν’ αποσυρθώ.» Ο Πάτρικ έσπρωξε στην άκρη το ανέγγιχτο ποτήρι του. «Αυτό δε θα σταματήσει τον Γουίλιαμ.» «Πράγματι.» «Πώς σώζεται η εταιρεία μου λοιπόν;» Ένιωθε την οργή του Πάτρικ να ξεχειλίζει. Ένα μπουκάλι κρασί δε θα ήταν αρκετό για ν’ αντέξει αυτό το δείπνο. Προσπάθησε να μη μορφάσει καθώς εκείνος συνέχισε τραχιά: «Μου είσαι άχρηστη. Με το να αποσυρθείς σώζεις μόνο τον εαυ-» «Όπως εξήγησε ήδη η Μισέλ, δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν είναι δική της ευθύνη να σώσει την εταιρεία σου.» Η φωνή του Άντριου ήταν τόσο ψυχρή, που στο μικρό εστιατόριο επικράτησε σιγή. Η Μισέλ ένιωσε μια ζεστασιά μέσα της και ήταν σίγουρη πως δεν οφειλόταν στο κρασί. «Ίσως αυτή η συνάντηση πρέπει να γίνει κατ’ ιδίαν.» Έριξε μια ματιά γύρω της καθώς έπιανε το ποτήρι ελπίζοντας πως το βαθυκόκκινο υγρό θα έδιωχνε την ένταση. «Δεν υπάρχει λόγος.» Ο Πάτρικ πέταξε στο τραπέζι την πετσέτα του. «Νομίζω πως τελειώσαμε.» Σηκώθηκε όρθιος και τους αγριοκοίταξε. Ο απαλός φωτισμός και οι μεγάλες γλάστρες ελάχιστα τους έκρυβαν από τις περίεργες ματιές. Ο Άντριου έγειρε στο κάθισμά του. «Αν θέλεις να σώσεις την εταιρεία σου, κάθισε κάτω.» Η Μισέλ προσευχήθηκε να μην ακολουθήσει ο Λάιντελ την παρόρμηση που έδειχναν οι σφιγμένες γροθιές του. Τι θα έκανε ο Άντριου αν του ορμούσε ο Πάτρικ; Ο Πάτρικ κάθισε κάτω. Η Μισέλ ελευθέρωσε την ανάσα που βαστούσε. «Κύριε Λάιντελ, μπορεί να χάσω τη δουλειά μου και μόνο που κάθομαι εδώ και σας μιλάω.» Θα έφευγε αμέσως μόλις ανακάλυψε ποιος ήταν, μα κάτι μέσα της, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς, την έκανε να μείνει. Ίσως διαισθάνθηκε τη θλίψη πίσω από αυτό το τραχύ προσωπείο. Ό,τι κι αν ήταν, ένιωθε να μαλακώνει. «Γιατί θέλει τόσο πολύ την εταιρεία σας ο Γουίλιαμ;» «Δουλεύεις γι’ αυτό τον ηλίθιο. Δε σου εξήγησε τα κίνητρά του;» Η Μισέλ μόρφασε. Πώς μπόρεσε να της το κάνει αυτό ο Άντριου; Γιατί να τη ρίξει στα δόντια του Πάτρικ και να κάθεται να παρακολουθεί το θέαμα; Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να σκεφτεί. Δικηγόρος ήταν, για όνομα του Θεού, δε θα ήταν πρόβλημα να πείσει τον Λάιντελ πως δεν ήταν εχθρός του. Ήταν άνθρωπος που δεν είχε υπομονή με τους ανόητους, και εκείνη δεν ήταν ανόητη. Αν ήθελε τον σεβασμό του, έπρεπε να τον κερδίσει. Ο σερβιτόρος έφερε τα ορεκτικά τους. Το στομάχι της Μισέλ βούλιαξε. Δεν ένιωθε καμία όρεξη για φαγητό κάτω από το ατσάλινο βλέμμα του Πάτρικ, στο οποίο αντέταξε το καλύτερο δικηγορικό της ύφος. Αφήνοντας το ποτήρι της, έπιασε το πιρούνι. «Ο Γουίλιαμ θέλει απεγνωσμένα την Ηλεκτρονική Λάιντελ. Γιατί;» Δε θα τον άφηνε πια να την τρομάζει. Ο Πάτρικ έστρεψε το ατσάλινο βλέμμα του στον Άντριου. «Πες της εσύ.» Ο Άντριου έδειχνε πολύ πιο χαλαρός απ’ όσο θα έπρεπε, αντιμέτωπος με τέτοια ένταση. Ο Πάτρικ έκοψε το εσκαλόπ του. «Θέλει όλα όσα έχω. Από μικρά παιδιά, αν είχα κάτι, το ήθελε.
Δεν του έφτανε ένα αντίγραφο. Έπρεπε να είναι το δικό μου.» «Έχετε συγγένεια;» Δεν υπήρχε η παραμικρή ομοιότητα. Ο Πάτρικ ήταν ψηλός και γεροδεμένος, με μεγάλα χέρια που είχαν δουλέψει σκληρά, και πυκνά κάτασπρα μαλλιά, ενώ ο Γουίλιαμ ήταν κοντός, πλαδαρός, με καράφλα. «Αυτός ο καιροσκόπος είναι ετεροθαλής αδελφός μου. Μου έκλεψε τη γυναίκα που αγαπούσα και δεν υπάρχει περίπτωση να τον αφήσω να μου κλέψει και την εταιρεία.» «Αδελφός σας;» «Με συγχωρείτε, κύριε Λάιντελ» είπε ο σερβιτόρος πίσω από τον Πάτρικ. «Σας ζητούν στο τηλέφωνο.» «Επιστρέφω αμέσως.» Ο Πάτρικ σηκώθηκε, έριξε την πετσέτα στο τραπέζι και ακολούθησε το σερβιτόρο. Η Μισέλ σταμάτησε να προσποιείται πως έτρωγε. Ακούμπησε τα μαχαιροπίρουνα στο πιάτο ήρεμα και με ακρίβεια, ενώ αυτό που επιθυμούσε πραγματικά ήταν να τα πετάξει στον Άντριου. «Τι ήταν όλα αυτά;» Της έριξε ένα μετρημένο βλέμμα, με το στόμα του σφιγμένο. «Ήθελα να συνειδητοποιήσεις τι θα έκανες αν βοηθούσες τον Έβανς.» «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό;» Η σύγχυση μετατράπηκε σε οργή. «Πώς μπόρεσες να με ρίξεις σε εμπόλεμη ζώνη χωρίς να με προειδοποιήσεις καν;» Το βλέμμα του Άντριου δεν πρόδιδε τίποτα, μα ο αναθεματισμένος μυς στο σαγόνι άρχισε πάλι να πάλλεται δείχνοντας πως προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του. «Ήταν απαίσιο.» Τον κοίταξε με δυσπιστία. «Μόνο αυτό έχεις να πεις;» «Αυτή τη στιγμή, ναι. Δεν είναι το κατάλληλο μέρος να μιλήσουμε και δεν έχεις διάθεση ν’ ακούσεις.» «Κι όμως, το θεώρησες κατάλληλο μέρος για να με φέρεις αντιμέτωπη μ’ έναν άνθρωπο που με θεωρεί εχθρό του! Δεν μπορούσες απλώς να μου μιλήσεις για κείνον; Γιατί με έφερες εδώ για να με εξευτελίσεις;» Προς μεγάλη της ταπείνωση, η φωνή της έσπασε. Ύψωσε το πιγούνι καρφώνοντας το βλέμμα στα μάτια του Άντριου. «Με συγχωρείς. Ήταν αναισθησία εκ μέρους μου να σε αναγκάσω να συναντήσεις τον Πάτρικ.» «Έτσι νομίζεις;» «Η Ηλεκτρονική Λάιντελ είναι το μόνο πράγμα που του έχει απομείνει, Μισέλ.» Ήξερε πως ο Άντριου έκανε έκκληση στην ευαισθησία της απέναντι στην αδικία. «Αν βοηθήσεις τον Έβανς να την πάρει, δε θα του μείνει τίποτα.» Τον κοίταξε λοξά, με κριτικό βλέμμα, πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε. Η κατάσταση ήταν καταστροφική. «Γίνε εσύ ο λευκός ιππότης του» πρότεινε μετά από σκέψη. «Κάνε μια φιλική προσφορά στον Λάιντελ.» «Το έχω προτείνει ήδη.» Το βλέμμα του Άντριου διείσδυσε στο δικό της αναγκάζοντάς τη να χαθεί στα νεφελώδη βάθη του. «Δεν πουλάει – ούτε καν σ’ εμένα.» Όταν την κοίταζε έτσι, η Μισέλ ξεχνούσε το όνομά της. Ήπιε μια γουλιά κρασί για να σπάσει τη μαγνητική έλξη που ασκούσε πάνω της και ευχήθηκε να αποδώσει εκείνος τη βραχνάδα της φωνής της στο κρασί και όχι στην επίδρασή του πάνω της. Έγειρε μπροστά, ακουμπώντας τους βραχίονες
στο τραπέζι, με το ποτήρι ανάμεσα στα χέρια της. «Θα πρέπει να παλέψει με νύχια και με δόντια για ν’ αποφύγει την εξαγορά. Ο Γουίλιαμ είναι αποφασισμένος για όλα.» Ο Πάτρικ επέστρεψε ακριβώς την ώρα που ολοκλήρωνε τη φράση της η Μισέλ. Μίλησε χαμηλόφωνα στον Άντριου, που ένευσε, σηκώθηκε και του έσφιξε το χέρι. «Δυστυχώς, πρέπει να φύγω.» Ο Πάτρικ στράφηκε στη Μισέλ. «Λυπάμαι που δε γνωριστήκαμε υπό ευνοϊκότερες συνθήκες.» Κατέφερε να του χαρίσει ένα χαμόγελο, αν και αδύναμο, σηκώθηκε και έσφιξε το χέρι που της πρότεινε. «Παρομοίως, κύριε Λάιντελ.» Ο Πάτρικ ένευσε. «Καληνύχτα.» Περίμενε μέχρι που εκείνος απομακρύνθηκε. «Με μισεί.» Ο Άντριου τής έστειλε ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. «Δε σε μισεί.» Ο σερβιτόρος ήρθε να μαζέψει τα πιάτα. Η Μισέλ τού χάρισε μισό χαμόγελο νιώθοντας τύψεις που δεν είχε τιμήσει τις υπέροχες φακές. Μετά από ένα σημείο είχε παραμελήσει το φαγητό της, εστιάζοντας στο κρασί, για να μουδιάσει τις αισθήσεις της απέναντι στην ακαταμάχητη έλξη του Άντριου. Την έκανε να νιώθει πράγματα που δεν ήθελε. «Μισεί το γεγονός πως δουλεύεις για τον άνθρωπο που προσπαθεί να του πάρει το μοναδικό πράγμα που του έχει απομείνει.» Η Μισέλ κατάπιε μια ακόμα γουλιά και άρχισε να μασουλάει το νύχι του αντίχειρα. Τι θα έκανε; Ο Άντριου έφταιγε για όλα. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι – και σύντομα. «Θα μας φέρεις λίγο καφέ;» Ο σερβιτόρος ένευσε στον Άντριου και απομακρύνθηκε. «Λέω να παραλείψω τον καφέ και να φύγω. Χωρίς τον Πάτρικ δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε άλλο.» «Έχω κάτι για σένα.» Ο Άντριου αγνόησε την πρότασή της και έβαλε το χέρι στο εσωτερικό τσεπάκι του. Έβγαλε ένα λεπτό φάκελο. Τα φρύδια της έσμιξαν. «Τι είναι;» Το σταθερό του βλέμμα τη διαπέρασε. «Ένα καθυστερημένο δώρο για την επέτειό μας.» Ακούμπησε το λευκό φάκελο στο τραπέζι, και με το ένα δάχτυλο τον έστειλε προς το μέρος της. Η ανάσα της αρνήθηκε να βγει από το λαρύγγι της. «Μου πήρες δώρο;» «Άνοιξέ το.» Η Μισέλ δίστασε, διχασμένη ανάμεσα στην προσμονή και στη θλίψη. «Μάλλον σου διαφεύγει το νόημα του διαζυγίου.» Το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στο φάκελο, κάτασπρος πάνω στο βαθυκόκκινο τραπεζομάντιλο. «Συνήθως η ανταλλαγή δώρων σταματά μόλις βγει η απόφαση. Είναι μάλλον εκτός τόπου.» Άπλωσε το χέρι στα δεξιά της. «Να δίνεις δώρα χωρίς να έχεις κάτι να γιορτάσεις.» «Η σχέση μας ήταν πάντα λίγο “εκτός”.» Χτύπησε ελαφρά το φάκελο με το δάχτυλο. «Δε θα έπρεπε να ξαφνιάζεσαι που σου κάνω δώρο για την επέτειό μας.» «Ήταν χθες.» «Το ξέρω.»
«Δεν το θέλω.» «Ναι, το θέλεις.» «Πραγματικά δεν το θέλω.» «Άνοιξέ το. Δε θα το μετανιώσεις.» «Αυτό είναι γελοίο.» «Άνοιξέ το.» «Τι είναι;» «Άνοιξέ το.» Το γκαρσόνι τούς έφερε τον καφέ ενώ η Μισέλ κοίταζε συλλογισμένη το λεπτό φάκελο. Έμοιαζε ειρωνικό που ο γάμος της με τον Άντριου δεν είχε διαρκέσει αρκετά για ν’ ανταλλάξουν έστω ένα δώρο επετείου. Το μοναδικό δώρο που της έκανε ήταν δύο χρόνια μετά τη λήξη του γάμου τους. Το πλούσιο άρωμα φρεσκοκομμένου καφέ ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό, μα η Μισέλ άφησε τον καφέ ανέγγιχτο. Σήκωσε το βλέμμα από το φάκελο και κοίταξε τον Άντριου μην μπαίνοντας στον κόπο να κρύψει τον πόνο της. «Γιατί παντρευτήκαμε;» Είχε και εκείνος εστιαστεί στο φάκελο, μέχρι που άκουσε τη σιγανή ερώτησή της. Την κοίταξε έντονα, το βλέμμα του χαϊδευτικό. «Σ’ ερωτεύτηκα τρελά στο πάρτι της Ντέμι Λι και δεν άντεχα τη σκέψη ότι θα έφευγες απ’ τη ζωή μου.» Η γυμνή παραδοχή τη συντάραξε. Κάτι έντονο έλαμψε στα μάτια του, κάνοντας την καρδιά της να βροντοχτυπήσει. Σίγουρα έλεγε ψέματα. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει τον εαυτό της να πιστέψει οτιδήποτε άλλο. Την περνούσε για ηλίθια; Θα πίστευε πως την είχε ερωτευθεί τρελά με την πρώτη ματιά, αλλά δεν άντεχε τη σκέψη να κάνει παιδιά μαζί της; Κατέπνιξε την έντονη επιθυμία να τον χαστουκίσει για το αισχρό αυτό ψέμα. Εξοργισμένη με την μπλαζέ χειρονομία του επετειακού δώρου τη στιγμή που δεν ήταν πια παντρεμένοι, θα του πετούσε άνετα κάτι στο κεφάλι. «Ήταν το πιο ανεγκέφαλο, παρορμητικό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου.» Έτρεμε ολόκληρη από την οργή και την αδρεναλίνη. «Μετανιώνω φρικτά που σ’ άφησα να με πείσεις να παντρευτούμε μόλις τρεις βδομάδες μετά τη γνωριμία μας.» Μια έκφραση που θύμιζε πόνο διέτρεξε το πρόσωπό του, μα εξαφανίστηκε υπερβολικά γρήγορα για να βεβαιωθεί. «Ήταν πράγματι παρορμητικό.» Η άνεσή του ήταν βασανιστική. «Αλλά δε συμφωνώ πως ήταν λάθος και, για την ακρίβεια, δε χρειάστηκε να σε πείσω. Απ’ όσο θυμάμαι, ήσουν εξίσου πρόθυμη.» Το πρόσωπό της πήρε φωτιά στη θύμηση. Ναι, ήταν πρόθυμη να τον παντρευτεί, αλλά ποια γυναίκα θ’ αντιστεκόταν αν μετά από έναν υπέροχο έρωτα, και πριν προλάβει ν’ ανακτήσει την ανάσα της, εκείνος τη φιλούσε νωχελικά και της έλεγε: «Παντρέψου με τώρα!»; Πόσες γυναίκες θα έλεγαν όχι όταν εκείνος τηλεφωνούσε σ’ ένα ληξίαρχο φίλο του και υποσχόταν να φτάσει σπίτι του το συντομότερο δυνατό; «Γιατί μου το κάνεις αυτό;» Η οργή μετατράπηκε σε θλίψη και ένιωθε τα δάκρυα να συσσωρεύονται. «Γιατί δεν μπορώ να σε ξεφορτωθώ;» «Προσπαθείς;»
«Ναι.» Μα η φωνή της ήταν υπερβολικά σιγανή για να φανεί πειστική. Ένα νεύμα ειδοποίησε το σερβιτόρο να φέρει το λογαριασμό. Το σταθερό βλέμμα του χάραζε μέσα της ένα φλογερό αποτύπωμα. «Νιώθω πως ανήκουμε ο ένας στον άλλον.» Σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια της προς το μέρος του. «Τι προσπαθείς να μου κάνεις;» Έκλεισε τα μάτια δυστυχισμένη. Μέσα της σπάραζαν η αγωνία και η απελπισία. Τελικά, σηκώθηκε από το τραπέζι έχοντας απελπισμένα ανάγκη να απομακρυνθεί από αυτόν και τα βασανιστήρια που της έκανε. Ο σερβιτόρος επανεμφανίστηκε. «Ο λογαριασμός» είπε δίνοντάς τον στον Άντριου. «Άσε εμένα.» Η Μισέλ τον άρπαξε από τον Άντριου και σήκωσε την τσάντα από το τραπέζι. Τραβώντας έξω τη θήκη των πιστωτικών καρτών, έδωσε μία στον αποσβολωμένο σερβιτόρο χωρίς να κοιτάξει το λογαριασμό. «Χαρά μου να πληρώσω για το υπέροχο κρασί και το θεσπέσιο εξευτελισμό. Ευχαριστώ, Άντριου. Δεν έχω λόγια.» Ο σερβιτόρος κοίταξε την κάρτα σαν να περίμενε να τον δαγκώσει. Η Μισέλ την άφησε στο τραπέζι. «Φώναξέ μου ένα ταξί. Πάω να φρεσκαριστώ.» Καθάρισε τα δακρυσμένα μάτια της ανοιγοκλείνοντάς τα κι έτρεξε στην τουαλέτα. Δάκρυα έτσουζαν στο λαιμό της καθώς έσπευδε στον πλησιέστερο ελεύθερο θάλαμο. Το στήθος της κόντευε να σπάσει. Εθισμένη. Έτσι ένιωθε. Μαγεμένη από τον Άντριου και ανίκανη να σπάσει τα μάγια. Νιώθω πως ανήκουμε ο ένας στον άλλον. Δεν είχε δικαίωμα να της πει κάτι τέτοιο. Δεν της χρειαζόταν να μάθει πώς ένιωθε εκείνος. Δεν την ενδιέφερε. Είχαν χωρίσει και δεν μπορούσαν ποτέ να ξανασμίξουν. Ήθελαν διαφορετικά πράγματα. Κανένας από τους δυο δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει. Η Μισέλ θα ήθελε πάντα παιδιά και αρρώσταινε στη σκέψη πως εκείνος δεν ήθελε. Κάθισε στο κλειστό κάθισμα της τουαλέτας και πάλεψε να διώξει τα δάκρυα που τελικά ήρθαν έτσι κι αλλιώς. Καθώς έψαχνε για χαρτομάντιλο, κάτι έτριξε στο χέρι της. Δεν είχε καταλάβει πως μαζί με την τσάντα είχε πάρει και το φάκελο. Αφήνοντάς τον να πέσει, φύσηξε τη μύτη και προσπάθησε να καταπιεί άλλο ένα κύμα δακρύων. Ο φάκελος την κοίταζε κοροϊδευτικά μέχρι που τον σήκωσε από το πάτωμα, τον έσκισε και κοίταξε μέσα. Κατάπιε με δυσκολία καθώς καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, ενώ οι λυγμοί σπάραζαν το κορμί της. Ο Άντριου τής είχε χαρίσει εισιτήρια για τη φιλανθρωπική συναυλία του αγαπημένου της ποπ κουαρτέτου. «Είσαι καλά;» ρώτησε απαλά μια μητρική φωνή έξω από το θάλαμο. Η Μισέλ προσπάθησε να σταθεροποιήσει το τρέμουλο που είχε πάντα στη φωνή της όταν έκλαιγε. «Ναι.» «Είσαι σίγουρη, γλυκιά μου;» «Ναι.» Φύσηξε τη μύτη στο χαρτομάντιλο. «Δεν ακούγεσαι και τόσο καλά, αλλά, αν θες να μείνεις μόνη, καταλαβαίνω.» «Ευχαριστώ.» «Εντάξει, λοιπόν... Να προσέχεις.» Η εξωτερική πόρτα έκλεισε. Δύο λεπτά μετά, η Μισέλ έριξε μια ματιά έξω από το θάλαμο για να
βεβαιωθεί πως ήταν μόνη και βγήκε έξω. Δεν ήταν σίγουρη πόση ώρα βρισκόταν στο μπάνιο, μα σίγουρα το ταξί θα κόντευε να φτάσει και σε λίγο αυτή η φρικτή βραδιά θα έπαιρνε τέλος. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της μα ήταν μάταιο – ήταν ακόμα πρησμένη. Αναψοκοκκινισμένη και με ροζ μύτη εγκατέλειψε την προσπάθεια και προσπάθησε να διορθώσει το μακιγιάζ της αρκετά ώστε να κρύψει τις φακίδες της. Ο Άντριου ήταν γερμένος στον τοίχο έξω από τις γυναικείες τουαλέτες όταν βγήκε. Αμέσως τινάχτηκε. «Μισέλ-» «Μη χάνεις τα λόγια σου. Δεν έχω πολλά να σου πω. Και δε θέλω ν’ ακούσω ό,τι κι αν έχεις να μου πεις εσύ.» Τον προσπέρασε και βγήκε έξω, στην πνιγηρή καλοκαιρινή νύχτα. «Έκλαιγες. Ζητώ συγγνώμη.» «Όπως είπα – μη χάνεις τα λόγια σου.» Κοίταξε αριστερά και δεξιά ψάχνοντας για το ταξί της. «Θα σε πάω εγώ σπίτι.» «Αυτή τη στιγμή δε θέλω να μοιραστώ ούτε το πεζοδρόμιο μαζί σου, πόσο μάλλον το αυτοκίνητο.» Γύρισε και προχώρησε προς την είσοδο του Alejandro’s. Ο Άντριου αιχμαλώτισε το μπράτσο της με μια ελαφριά λαβή, ανακόπτοντας την πορεία της. «Έχεις κάθε δικαίωμα να είσαι θυμωμένη μαζί μου. Ήταν αισχρό που σε ανάγκασα να συναντήσεις τον Πάτρικ μ’ αυτό τον τρόπο. Ήταν μεγάλη χοντράδα και ζητώ συγγνώμη που σε έκανα να κλάψεις. Σε παρακαλώ, άσε με να σε πάω σπίτι σου.» Το αψύ άρωμα της κολόνιας του εισέβαλε στις αισθήσεις της κι έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν ενώ η θέρμη του κορμιού του την προκαλούσε να τον τραβήξει κοντά της. Ίσως ήταν καλύτερα που εκείνος πίστευε πως η αναστάτωσή της οφειλόταν στον Πάτρικ και όχι στο γεγονός πως τη δίχαζε η επιθυμία της –η αγάπη της– και η οργή που έτρεφε για κείνον. Της ξέφυγε μια αγανακτισμένη κραυγή και τραβήχτηκε. «Κατάφερες να μείνεις μακριά μου εφτά μήνες, Άντριου. Κάνε μου τη χάρη και εξαφανίσου. Δε σε θέλω!»
Κεφάλαιο Τέσσερα Η Μισέλ ήταν ακόμα πικαρισμένη από το τέχνασμα του Άντριου στου Alejandro’s όταν, δυο μέρες μετά, άνοιξε την πόρτα και τον βρήκε να στέκεται στο κατώφλι της στην Μπάλβερντ Πλας, με την πλατινένια πιστωτική κάρτα της στο χέρι. Το γκρίζο βλέμμα του άστραψε για μια στιγμή καθώς την τσεκάρισε από την κορυφή ως τα νύχια, κάνοντάς την να αισθανθεί άβολα που ήταν ξυπόλυτη, μ’ ένα βρεγμένο μπλουζάκι και χακί σορτσάκι, ενώ εκείνος ήταν να τον πιεις στο ποτήρι. Του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Εξαιτίας του είχε υποστεί άπειρα πειράγματα και πλάκες από τους συναδέλφους της εδώ και λίγες μέρες. Ο επόμενος που θα την πλησίαζε και θα της έλεγε: «Κούκλα, να σε πάω στη σπηλιά μου;» θα έτρωγε γροθιά στη μύτη. Κι αν της έφερναν ένα ακόμα πλαστικό ρόπαλο, θα έβαζε τις φωνές. Το κουδούνι ξαναχτύπησε. Γύρισε εκνευρισμένη, άνοιξε την πόρτα και αγριοκοίταξε τον Άντριου. «Ήμουν σίγουρος πως θα μου έκλεινες την πόρτα στα μούτρα» είπε αργόσυρτα μ’ αυτή τη βαθιά φωνή του καθώς ξεδιπλώθηκε από το κατώφλι και της έδωσε την πιστωτική που είχε αφήσει στο εστιατόριο. Έριξε μια ματιά στο οχτάμηνο αγοράκι στον γοφό της. «Η Γκάμπι μού ζήτησε να περάσω να πάρω τα παιδιά» της είπε κοιτάζοντας τον ανιψιό του επιφυλακτικά. «Θα δουλέψει μέχρι αργά και μου ζήτησε να τα πάω στη μαμά.» Ο Άντριου σήκωσε επιδέξια τον Κόρι από τα χέρια της Μισέλ πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί. Σκόπιμα ή αθέλητα η ράχη του χεριού του ακούμπησε το στήθος της και η Μισέλ δεν μπόρεσε να καταπνίξει το ρίγος της. Γιατί το σώμα της ανταποκρινόταν τόσο έντονα σ’ αυτό τον άντρα; Καθάρισε το λαιμό της για να κρύψει την αμηχανία της. Προφανώς, το σώμα της δε συμφωνούσε μαζί της όταν του δήλωνε πως δεν τον ήθελε. Τα μάτια της επιθεώρησαν μαγνητισμένα το κορμί του καθώς περνούσε από μπροστά της, χρονοτριβώντας στους γυμνασμένους μηρούς του και σε άλλα πράγματα που εξείχαν κάτω από το ξεθωριασμένο τζιν. Δεν μπορούσε να μην προσέξει πώς το μαύρο μπλουζάκι εφάρμοζε στο γραμμωμένο στομάχι του και στις φαρδιές πλάτες του. Ο Άντριου είχε το είδος παρουσιαστικού που έκανε κεφάλια να γυρίζουν, το είδος της αρρενωπής ομορφιάς που χάζευαν οι γυναίκες. Προσπάθησε να μην τον χαζεύει. «Αν φέρεις τα πράγματά του, θα ξεκουμπιστώ.» Έμοιαζε υπερβολικά πειραγμένος από τα όσα τού είχε σύρει το βράδυ της Πέμπτης. «Δεν μπορείς να τα πάρεις ακόμα.» Κοίταξε το παχουλό μωρό με το λευκό μπλουζάκι που έγραφε Είμαι γλύκα. «Ο Κόρι είναι ακόμα άντυτος.» Γιατί τα μωρά έμοιαζαν μικροσκοπικά στα χέρια των αντρών; «Μόλις τον είχα βγάλει απ’ το μπάνιο όταν χτύπησε το κουδούνι.» «Θα περιμένω να τελειώσεις.» Θύμιζαν αμήχανους ξένους, παγιδευμένους σε μια άβολη κατάσταση, που προσπαθούν να κουβεντιάσουν ευγενικά. Η Μισέλ δεν το άντεχε.
«Κοίτα…» Μετακινήθηκε αμήχανα κάτω από το ψυχρό, εξεταστικό βλέμμα του. «Γιατί να μην κρατήσω λίγο ακόμα τον Κόρι και τον Γκόρντον; Έτσι κι αλλιώς σκόπευα να τους γυρίσω πίσω αργότερα. Γιατί ν’ αλλάξουμε το σχέδιο;» Της έριξε ένα ανέκφραστο βλέμμα. Ήταν χειρότερα από τότε που μέθυσε και κοιμήθηκε μαζί του τα Χριστούγεννα. Η Μισέλ δεν ήξερε πού να κοιτάξει. Πάει ο ανέμελος τύπος με τον οποίο δειπνούσε πριν από δυο νύχτες. Τη θέση του είχε πάρει ένας λακωνικός ξένος. Εκείνη έφταιγε. Στα αυτιά της αντηχούσαν οι λέξεις: Εξαφανίσου. Δε σε θέλω. Που δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου αλήθεια. Ήθελε τον Άντριου. Περισσότερο απ’ όσο φανταζόταν ποτέ – περισσότερο από κάθε άλλο άντρα που είχε γνωρίσει. Το πρόβλημα ήταν αυτή καθεαυτή η επιθυμία της. Ήθελε να είναι μαζί του, μα περισσότερο ήθελε να κάνει παιδιά και, αφού αυτός αρνήθηκε ακόμα και να συζητήσει την πιθανότητα, σκέφτηκε την ανόητη ιδέα να ξεκινήσει οικογένεια με κάποιον που θα ήθελε να γίνει πατέρας. «Αν έχεις πρόβλημα, βρες τα με την Γκάμπι.» Ακουγόταν περισσότερο βαριεστημένος παρά ενοχλημένος. «Δεν έχω πρόβλημα.» Πήρε τον Κόρι από τα χέρια του και προχώρησε προς το καθιστικό. Γιατί συνέχιζε να τη συγκλονίζει τόσο αφού δε βλέπονταν σχεδόν καθόλου; «Εφόσον έχω εγώ τα παιδιά, θα έπρεπε να ενημερωθώ για κάθε αλλαγή στο αρχικό σχέδιο, αυτό εννοώ.» «Όπως είπα…» Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του τζιν και η ματιά του την ακολούθησε όσο εκείνη έσκυβε να βάλει τον Κόρι στο πάρκο του. «Συνεννοήσου με την Γκάμπι.» Τα χέρια στις τσέπες τράβηξαν την προσοχή της στο τσιτωμένο ύφασμα μπροστά… Συνήλθε απότομα. «Περίμενε εδώ. Θα φέρω τον Γκόρντον» του είπε και βγήκε από το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας. Της είχε κοπεί η ανάσα, για όνομα του Θεού. Έκανε μια νοερή υπενθύμιση στον εαυτό της να μιλήσει στην Γκάμπι, γιατί ήταν σίγουρη πως επρόκειτο για μια ακόμα πλεκτάνη της κουνιάδας της για να τους φέρει κοντά. Από τότε που χώρισαν, η Γκάμπι είχε δοκιμάσει κάθε λογής κόλπα για να τους κάνει να συναντηθούν. Είχε την ψευδαίσθηση πως ήταν ζήτημα χρόνου να καταλάβουν πως δεν μπορεί ο ένας να ζήσει χωρίς τον άλλον. Άμοιρη, παραπλανημένη Γκάμπι… *** Ο Άντριου σήκωσε τον Κόρι και τον ακούμπησε στο στέρνο του. Του φάνηκε μικροσκοπικός και υπερβολικά εύθραυστος για τη δική του αγκαλιά. Δεν τον ξετρέλαιναν τα παιδιά. Αγαπούσε τα ανίψια του, αλλά συνήθως δεν ήξερε τι να κάνει μαζί τους. Η ενασχόλησή του με τα παιδιά της αδελφής του άρχιζε και τέλειωνε με τις περιστασιακές παραλαβές-παραδόσεις. «Γεια σου, ανθρωπάκι. Νομίζω πως η θεία σου είναι ακόμα θυμωμένη μαζί μου. Τι λες εσύ;» Ο Κόρι τού έριξε ένα βλέμμα που δεν άρεσε καθόλου στον Άντριου και μ’ ένα χαρακτηριστικό ήχο γέμισε την πάνα του μ’ ένα πακέτο που δεν είχε καμία σχέση με δώρα. Μετά, έδειξε τα τέσσερα μπροστινά δόντια του μ’ ένα πλατύ χαμόγελο με λακκάκια. «Ήρθε η ώρα να πάμε στη θεία σου.»
*** «Γκόρντον, ήρθε να σε πάρει ο θείος Άντριου» είπε η Μισέλ στον οχτάχρονο που καθόταν στο πάτωμα κι έδινε εργαλεία στον άνθρωπο που επισκεύαζε το νιπτήρα την ώρα που εκείνη μπήκε στο ευρύχωρο μπάνιο. «Πώς πάει, Ράιαν;» «Τελειώσαμε» είπε ο Ράιαν επανατοποθετώντας το σωλήνα κάτω από το νιπτήρα. Ανακάτεψε τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του Γκόρντον. «Σωστά, φιλαράκο;» «Ναι.» Το αγόρι χαμογέλασε αποκαλύπτοντας κενά στα σημεία που έβγαιναν τα καινούργια δόντια. Ο Ράιαν σηκώθηκε και ο Γκόρντον ακολούθησε ρίχνοντας ένα κλειδί στην εργαλειοθήκη. «Θα σε βοηθήσω ξανά την επόμενη φορά;» ρώτησε σηκώνοντας το κεφάλι προς τα πάνω για να δει τον Ράιαν. «Και βέβαια, φιλαράκο. Αν και δε νομίζω να σε ξαναφήσει η θεία σου να πλησιάσεις παιχνίδι στο νιπτήρα.» Γέλασε με το ένοχο βλέμμα που έριξε ο Γκόρντον στη Μισέλ. «Αυτό είναι σίγουρο.» Σήκωσε ψηλά τη φιγούρα από τα δημητριακά που είχε ρίξει ο Γκόρντον στο νιπτήρα όσο εκείνη έπλενε τον Κόρι. «Συγγνώμη, θεία Μίκι. Δε θα το ξανακάνω.» Του ζούληξε τη μύτη και του έκλεισε το μάτι. «Το καλό που σου θέλω, νεαρέ μου.» Ο Γκόρντον γέλασε και την αγκάλιασε. «Σ’ αγαπώ, θεία Μίκι. Είσαι η καλύτερη.» Η Μισέλ τον αγκάλιασε σφιχτά πλημμυρισμένη από ένα κύμα μητρικής στοργής. Ήθελε τόσο πολύ να κάνει παιδιά, που πονούσε η καρδιά της, και, μετά την επιβεβαίωση του γιατρού πριν από ένα μήνα πως το οικογενειακό ιστορικό επαναλαμβανόταν και στη δική της περίπτωση, όλα έδειχναν πως δε θα αποκτούσε ποτέ δικό της παιδί – εκτός αν βιαζόταν. «Γκόρντι» του είπε μ’ έναν κόμπο στο λαιμό, κουνώντας τον παιχνιδιάρικα, «κόφ’ το. Θα με κάνεις να κλάψω και ο Ράιαν δεν έχει καμιά όρεξη να με βλέπει να κλαίω σαν χαζή.» Ο Γκόρντον την άφησε. «Δεν κλαις ποτέ, θεία Μίκι. Είσαι πολύ πιο σκληρή από όλα τα κορίτσια. Έτσι δεν είναι, Ράιαν;» Ο Ράιαν ένευσε. «Πήγαινε να πάρεις τα πράγματά σου. Σε περιμένει ο θείος σου.» Τη θεωρούσε σκληρή; Μόνο εκείνη ήξερε πόσο είχε κλάψει τελευταία. «Εντάξει.» Ο Γκόρντον έτρεξε προς την πόρτα. «Γκόρντι» τον φώναξε η Μισέλ σταματώντας τον πριν περάσει έξω. Ξεφύσηξε απαυδισμένος. «Σ’ το έχω πει εκατό φορές, Φλας Γκόρντον με λένε.» Οι μικροί ώμοι του τσιτώθηκαν με αγανάκτηση. «Συγγνώμη, Φλας.» Χαμογέλασε. «Και εγώ σ’ αγαπώ.» Της έσκασε ένα ξεδοντιάρικο χαμόγελο και βγήκε τρέχοντας από το μπάνιο σταματώντας μόνο για να πει ένα «γεια σου, θείε Άντριου» πριν τρέξει στο υπνοδωμάτιο που προόριζε η Μισέλ για τα δύο παιδιά. Η Μισέλ τσιτώθηκε αυτόματα στο άκουσμα του ονόματος του Άντριου και έκανε μια γκριμάτσα στον Ράιαν, που σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε χωρίς να τη λυπάται καθόλου. Ο Άντριου προχώρησε κρατώντας τον Κόρι στον αέρα. Πόση ώρα παραμόνευε έξω από την
πόρτα; «Χρειάζεται άλλαγμα.» Έτσι που κρατούσε τον Κόρι θα έλεγε κανείς πως το παιδί ήταν μολυσμένο. Η Μισέλ τον πήρε από τα απλωμένα χέρια του Άντριου. Αν αυτή ήταν η αντίδρασή του μπροστά σε μια λερωμένη πάνα, τότε ευτυχώς που δε θα έκανε δικά του παιδιά. «Θα τον αλλάξω εγώ, Μίκι.» Ο Ράιαν τής πήρε το μωρό και το κράτησε ψηλά. «Χριστέ μου, Κόρι! Πρέπει να φταίει αυτός ο βρομοαρακάς που σε τάισε η θεία σου.» Ο Άντριου σήκωσε τα φρύδια. «Μίκι;» Η Μισέλ σιχαινόταν το συγκαταβατικό του βλέμμα, σαν να ήταν απείθαρχο παιδί και εκείνος σοβαρός ενήλικος. Ήταν καιρός να καταλάβει πως ήταν ίση του. «Έτσι με φωνάζει ο Ράιαν. Βρίσκει πως μου ταιριάζει.» Μετά βίας κατάφερε να μην τρεμοπαίξει τις βλεφαρίδες. «Σε κάνει να μοιάζεις με ποντίκι» της είπε, κάτι που ήταν μεγάλη ειρωνεία γιατί περιέγραφε τέλεια τη Μισέλ την εποχή που ήταν παντρεμένη μαζί του. Το σίγουρο ήταν πως δεν ένιωθε πια έτσι. Ήταν ελεύθερη να είναι ο εαυτός της – μια γυναίκα με φιλοδοξίες. Όταν παντρεύτηκε τον Άντριου, ήταν απλώς η σύζυγος του Άντριου Μπόστον. Ένα μηδενικό που δεν έκανε τίποτα. Προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει την ανάγκη της να δουλέψει όταν εκείνος αρνήθηκε να ξεκινήσουν αμέσως οικογένεια. Την ανάγκη της να νιώσει ότι ήταν ξεχωριστή προσωπικότητα – κι όχι απλώς σύζυγός του. Μα εκείνος είχε επιμείνει πεισματικά να είναι ελεύθερη για να μπορεί να τον συνοδεύει στα ατέλειωτα επαγγελματικά ταξίδια του. Η αγάπη δεν ήταν αρκετή για να την κρατήσει στο πλευρό του. Από δικηγόρος ειδικευμένη στο εταιρικό δίκαιο έφτασε να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Αν την είχε αφήσει να προσφέρει στην εταιρεία του τις γνώσεις της, θα ήταν κι αυτό κάτι. Σίγουρα θα υπήρχε στη ζωή της κάτι περισσότερο από παθιασμένες νύχτες και μοναχικές ημέρες, με μόνη ενασχόληση τα ψώνια. Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως αυτή ήταν η μοίρα της. Στο τέλος θα αναγκαζόταν να ξεφύγει πριν χάσει την αυτοεκτίμησή της. Αντάμωσε το παγερό βλέμμα του για ένα δευτερόλεπτο πριν ανταποκριθεί στην ειρωνεία του. «Εμένα μου αρέσει.» Ο τόνος της έλεγε «για να μάθεις» καθώς έκλεινε την εργαλειοθήκη και την έσπρωχνε στην άκρη για να την επιστρέψει στην αποθήκη ο Ράιαν. «Πολύ χαριτωμένο» είπε ο Άντριου κοιτάζοντάς την από την πόρτα. «Ο φίλος σου δεν ξέρει μόνο από υδραυλικά, αλλάζει και πάνες.» Ο Άντριου είχε περάσει τον Ράιαν για φίλο της; Άλλη μια υπενθύμιση του πόσο λίγο γνώριζαν ο ένας τον άλλον. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν είχε μιλήσει ποτέ για το παρελθόν της στον Άντριου. Δεν του είχε πει για την οικογενειακή τραγωδία που είχε δώσει τέλος στο γάμο των γονιών της. Ούτε ότι την είχαν στείλει να μείνει με τη θεία Βιβ και το θείο Μπράντεν στο Λος Άντζελες για τρία χρόνια, όσο η μητέρα της ανάρρωνε από νευρικό κλονισμό. Αν του είχε μιλήσει, ο Άντριου θα καταλάβαινε αμέσως πως ο ημίγυμνος άντρας στο σπίτι της ήταν εξάδελφός της και όχι εραστής της. Ο εξάδελφος που της πρόσφερε έναν ώμο να κλάψει όταν της έλειπε τόσο πολύ ο Άντριου, που νόμιζε πως θα πεθάνει. Μετά το διαζύγιο ο Ράιαν την επισκεπτόταν συχνά για συμπαράσταση όποτε ο Άντριου εμφανιζόταν στον Τύπο με κάποια γυναίκα. Χωρίς τη δύναμη του εξαδέλφου της θα είχε καταρρεύσει καιρό πριν. Αν και ήταν σίγουρη πως οι επισκέψεις του Ράιαν τελευταία δεν γίνονταν
για την ίδια, μα για να μην απογοητεύσει τον Γκόρντον. Η σκηνή που είδε ο Άντριου πρέπει να έμοιαζε οικογενειακή μ’ εκείνη ξυπόλυτη και τον Ράιαν ντυμένο μόνο μ’ ένα κομμένο τζιν. Υπέθετε πως κάποιος που δεν τους γνώριζε θα μπορούσε να τους περάσει για ζευγάρι. «Αν λάβω υπόψη τα δημοσιεύματα, επέστρεψες αμέσως στις κατακτήσεις σου. Γιατί να μην προχωρήσω κι εγώ;» «Μην πιστεύεις όσα διαβάζεις, Μισέλ. Ξέρεις πολύ καλά πόσο αδίστακτοι είναι μερικοί δημοσιογράφοι.» Ναι, ήξερε πολύ καλά. Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια καθώς θυμήθηκε ένα ταπεινωτικό γεγονός. Έβγαιναν μόλις δύο βδομάδες όταν ένας φωτογράφος σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι του ισόγειου διαμερίσματός της ρισκάροντας σοβαρό τραυματισμό ανάμεσα στις τριανταφυλλιές της σπιτονοικοκυράς της για να τους τραβήξει φωτογραφία. Δεν ήξερε πόση ώρα παραμόνευε στο παράθυρο. Εκείνη και ο Άντριου ήταν υπερβολικά απορροφημένοι ο ένας από τον άλλον για να τον προσέξουν – μέχρι λίγες μέρες αργότερα, όταν η Μισέλ βγήκε από το μετρό και είδε δεκάδες εφημερίδες σ’ ένα σταντ. Είχε μείνει άναυδη βλέποντας τον εαυτό της πάνω από τον Άντριου καθώς αντάλλασσαν ένα φιλί. Είχε καταντροπιαστεί από την κοντινή φωτογραφία των χεριών του Άντριου να ζουλάνε τον πισινό της ενώ ο τίτλος έγραφε: ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΕΠΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΟΥ! Είχε ντραπεί τόσο πολύ, ώστε την είχε κυριέψει ένα μόνιμο άγχος πως την παρακολουθούσαν και φρόντιζε πάντα να τραβάει τις κουρτίνες της. Είχε παντρευτεί τον Άντριου και είχε μετακομίσει μια βδομάδα μετά. Ακόμα και τώρα ένιωθε να γίνεται κατακόκκινη γιατί ήξερε πως κι ο Άντριου θυμόταν το ίδιο άρθρο. «Μερικές φορές γράφουν την αλήθεια» είπε προσπαθώντας να τον προσπεράσει. Έπιασε τον καρπό της ανάβοντας μικροσκοπικές σπίθες μέσα της, κόβοντάς της την ανάσα. Μερικές φορές ξεχνούσε πόσο σέξι ήταν αυτός ο άντρας. «Και μερικές φορές γράφουν ψέματα» απάντησε παγερά. Η Μισέλ ελευθέρωσε τον καρπό της με κάποια προσπάθεια, πέρασε από μπροστά του και κατευθύνθηκε προς το παιδικό δωμάτιο. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει τον εαυτό της ν’ αναλογιστεί τη δήλωση του Άντριου. Ήδη η παρουσία του την καθιστούσε υπερβολικά ευάλωτη. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, ο Ράιαν μιλούσε απαλά στον Κόρι ενώ κούμπωνε το τελευταίο κουμπί στο κορμάκι του. Ο Γκόρντον καθόταν στο κρεβάτι και έπαιζε με το διασωθέν πλαστικό παιχνίδι. Ένα απαλό αεράκι ανέμιζε τις γαλάζιες κουρτίνες, δροσίζοντας το δωμάτιο. Ο Άντριου ακολούθησε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Το υπνοδωμάτιο ήταν αρκετά μεγάλο για να κοιμούνται και να παίζουν άνετα τα παιδιά, μα όχι και για τρεις ενήλικους, ειδικά όταν ο ένας είχε τη φτιαξιά του Άντριου. «Θα τον αναλάβω εγώ.» Η Μισέλ σήκωσε το γαλάζιο φορμάκι που είχε βγάλει για να ντύσει τον Κόρι μετά το μπάνιο του. «Εσείς πηγαίνετε να πιείτε κάτι.» Δεν τους ήθελε στο δωμάτιο. Αισθανόταν υπερβολικά έντονα την παρουσία του Άντριου στον περιορισμένο χώρο. «Καλή ιδέα» είπε ο Ράιαν. «Εμπρός, φίλε. Πάμε να σου βάλω ένα αναψυκτικό.» «Εντάξει» συμφώνησε ο Γκόρντον, καθώς ο Ράιαν τον πήρε στους ώμους.
«Εσύ τι θα πιεις, Άντριου;» Ο Ράιαν στάθηκε στο κατώφλι περιμένοντας απάντηση. Η Μισέλ διαισθάνθηκε μάλλον παρά είδε το σφίξιμο του Άντριου. «Δε θυμάμαι να έχουμε συστηθεί.» Έριξε ένα ανταγωνιστικό βλέμμα στον άλλο άντρα. «Μάλλον όχι» είπε ο Ράιαν, που ακουγόταν πολύ Αμερικανός δίπλα στην καλλιεργημένη προφορά του Άντριου. Ο εξάδελφός της πρόσφερε το δεξί χέρι στον Άντριου ενώ συγκρατούσε τον Γκόρντον με το αριστερό. «Ράιαν Τζέιμς, ο-» «Σύντροφος-» τον έκοψε αυθόρμητα η Μισέλ. «Σύντροφος της Μισέλ» συνέχισε με άνεση ο Ράιαν αποδεικνύοντας πως άξιζε και την τελευταία δεκάρα που κέρδιζε ως ηθοποιός. Θα μπορούσε να τον φιλήσει. «Μου έχει πει πολλά για σένα κι είναι σαν να σε ξέρω ήδη.» Ο Άντριου κοίταξε τη Μισέλ με στενεμένα μάτια. «Τίποτα αρνητικό, ελπίζω.» Επιτέλους, έσφιξε το χέρι του Ράιαν σε μια κοφτή, σύντομη χειραψία που έδειξε ότι οι δύο άντρες δε θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν φίλοι. «Τίποτα τέτοιο.» Ο Ράιαν έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στη Μισέλ κάτω από τα ατημέλητα ξανθά τσουλούφια του καθώς έβγαινε απ’ το δωμάτιο. Εκείνη χαμογέλασε. «Τα λέμε σε ένα λεπτό, γλυκέ μου» είπε για να την ακούσει ο Άντριου χρησιμοποιώντας μια από τις αγαπημένες προσφωνήσεις του Ράιαν. Τους φώναζε όλους γλύκα και αγάπη μου. Η Μισέλ ήξερε πως δεν ήταν σωστό ν’ αφήνει τον Άντριου να πιστεύει πως ο Ράιαν ήταν εραστής της. Κάποια στιγμή θα μάθαινε την αλήθεια, έτσι καλύτερα θα ήταν να ρίξει τα μούτρα της και να τον διορθώσει από τώρα. «Άντριου…» «Δώσε μου έναν κουβά.» Το ειρωνικό σχόλιο εκνεύρισε την Μισέλ. Αφού φερόταν έτσι, θα τον άφηνε να το ανακαλύψει μόνος του. Ξάπλωσε τον Κόρι στην αλλαξιέρα, φιλώντας το απαλό μάγουλό του ενώ προσπαθούσε να τον κάνει να ελευθερώσει τα τσουλούφια που είχαν ξεφύγει από την αλογοουρά της. «Λυπάμαι που η ευτυχία μου σου προξενεί ναυτία, Άντριου.» Τελικά χαλάρωσε τα δάχτυλα του Κόρι. «Αλλά είμαι πολύ ευτυχισμένη με τον Ράιαν» συμπλήρωσε σκανδαλιάρικα. «Και δεν ήσουν ευτυχισμένη μαζί μου;» Ήρθε πλάι της. Ένιωθε τα μάτια του να τη διαπερνούν, τη θέρμη του κορμιού του να την καίει σαν καμίνι, και πίεσε τον εαυτό της να συγκεντρωθεί στο φορμάκι του μωρού. Για μια τρομαχτική στιγμή φοβήθηκε πως θα την άγγιζε. Δεν πίστευε πως θα μπορούσε να του αντισταθεί, κι έτσι ξεφούρνισε τα επόμενα λόγια: «Όχι, δεν ήμουν ευτυχισμένη, Άντριου. Γι’ αυτό έφυγα.» Ήταν σιωπηλός για τόση ώρα, που αναγκάστηκε να τον κοιτάξει. Ναι, την παρακολουθούσε. Όταν μίλησε, ο τόνος του ήταν σαρδόνιος. «Και εγώ που νόμιζα πως έφταιγε που δεν ήθελα παιδιά.» «Δεν αρνούμαι πως ήταν η τελευταία σταγόνα.» Ο Κόρι είχε αρχίσει να κουράζεται από την ακινησία. «Ο Ράιαν θέλει παιδιά;» Η Μισέλ προσπάθησε ν’ αποσπάσει την προσοχή του μωρού με το αγαπημένο του αρκουδάκι.
«Ναι, θέλει.» Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα κοφτό γελάκι όταν ο Κόρι πέταξε το αρκουδάκι χτυπώντας τον Άντριου στο στήθος. «Τουλάχιστον έξι, μου είπε.» Κάτι που ήταν αλήθεια. Ο Ράιαν ήθελε παιδιά. Όχι μαζί της, φυσικά, αλλά πάντως ήθελε παιδιά. Ο Άντριου σήκωσε το μαλακό παιχνίδι από τη γαλάζια μοκέτα και το έδωσε πίσω στον Κόρι. «Αν θυμάμαι καλά, και εσύ τόσα ήθελες.» Η Μισέλ ένιωθε το βλέμμα του να την καίει. Αστειευόταν ότι ήθελε έξι παιδιά όταν παντρεύτηκαν, μα στην πραγματικότητα ήθελε μόνο τέσσερα και θα συμβιβαζόταν ευχαρίστως με ένα. «Τέσσερα ήθελα.» Γιατί το συζητούσε αυτό τώρα; Ποτέ πριν δε θέλησε να το συζητήσουν. Μάλιστα, η παραμικρή αναφορά στο παρελθόν τον έκανε να εξαφανίζεται και να επιστρέφει τα χαράματα. «Τέσσερα, έξι, ποια η διαφορά;» «Δύο παιδιά.» «Φυσικά» παραδέχτηκε μ’ ένα αμυδρό νεύμα καθώς έβαζε τα χέρια στις τσέπες. Αισθανόταν άβολα, συνειδητοποίησε η Μισέλ. Ο πολύς Άντριου Μπόστον στριφογύριζε σαν σκουλήκι. Αυτός ο άνθρωπος αντιμετώπιζε εταιρικές κρίσεις καθημερινά. Μπορούσε να εξαφανίσει έναν άνθρωπο μ’ ένα βλέμμα μόνο, μα δεν άντεχε ούτε να συζητάει για παιδιά. Η Μισέλ δάγκωσε το χείλος της για να μη γελάσει. Τι θα σκέφτονταν οι ανταγωνιστές του αν το ήξεραν; «Ορίστε» είπε, σηκώνοντας τον Κόρι στον αέρα. «Ποιος είναι όμορφο παιδί;» «Δε νομίζω να σου απαντήσει.» Ο Άντριου άρπαξε τα δύο σακ-βουαγιάζ από το κρεβάτι και άπλωσε το χέρι να πιάσει την τσάντα του Κόρι. «Ποιος το λέει;» Η Μισέλ έβαλε τον Κόρι στο μηρό της και κράτησε το χέρι του σαν να σκόπευε να χορέψει μαζί του. «Είμαι όμορφο παιδί, θεία Μίκι. Είμαι υπέροχος, απαλός και γλυκός.» Κάτω, άκουγαν τον Ράιαν και τον Γκόρντον να παίζουν. Σίγουρα πάλευαν. Από τότε που γνωρίστηκαν είχε γεννηθεί ένας δεσμός ανάμεσά τους που γινόταν βαθύτερος κάθε φορά που βλέπονταν. Το αγόρι λάτρευε τον Ράιαν και ανυπομονούσε για τις επισκέψεις του από την Αμερική. Η Μισέλ υποπτευόταν πως και ο Ράιαν ένιωθε εξίσου δεμένος με τον Γκόρντον. «Αυτά είναι όλα;» Ένευσε καταφατικά. «Ναι.» Ο Άντριου έδειχνε τσιτωμένος και εκνευρισμένος με τα χείλη σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή. «Τότε θα πάρω τα παιδιά και θα σ’ αφήσω να περάσεις τη βραδιά τεκνοποιώντας.» Γύρισε απότομα και βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη ακολούθησε με τον Κόρι. «Θα φέρω το μπιμπερό του από το ψυγείο» είπε η Μισέλ κατεβαίνοντας τις σκάλες κι άφησε μόνο του τον Άντριου στο διάδρομο. Όταν επέστρεψε, εκείνος έλειπε και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Είχε μεταφέρει τα σακ-βουαγιάζ στο αυτοκίνητο και προφανώς είχε κάνει δυο τρεις διαδρομές όσο εκείνη ζέσταινε το γάλα του Κόρι. Ο Ράιαν και ο Γκόρντον βοηθούσαν να τακτοποιηθεί η υπόλοιπη προίκα του Κόρι στην Aston Martin DB9, στο χρώμα του τιτανίου. Η Μισέλ έδεσε τον Κόρι στο καθισματάκι του, τοποθετώντας δίπλα του το ζεστό γάλα. «Άκου, Κόρι» μουρμούρισε στο μωρό, που της έριχνε χαμόγελα όλο λακκάκια ενώ της γράπωνε τους αντίχειρες. «Όχι ρουκέτες στο αστραφτερό αυτοκίνητο του θείου Άντριου, αλλιώς θα σε βάλει να γυρίσεις σπίτι μπουσουλώντας.» Του έδωσε ένα αποχαιρετιστήριο
φιλάκι. «Άκου τη θεία σου, νεαρέ μου.» Η βαθιά φωνή του Άντριου ακούστηκε πίσω της, ξαφνιάζοντάς την. «Είμαι έτοιμος να κάνω αυτό ακριβώς.» Η Μισέλ καθάρισε το λαιμό της και του έδωσε το καθισματάκι με το μωρό μέσα. «Θα σε συνοδέψω στο αυτοκίνητο.» «Πες στο φίλο σου να φορέσει κανένα ρούχο» συμβούλεψε ο Άντριου. «Μοιάζει με αφίσα του Playgirl.» Η Μισέλ ήξερε πως το σχόλιο ήταν προσβλητικό, μα προσποιήθηκε πως δεν το πρόσεξε. «Ευχαριστώ» είπε μ’ ένα αθώο χαμόγελο, παίζοντας και λίγο τις βλεφαρίδες. «Θα ενθουσιαστεί με το κομπλιμέντο σου.» Βγήκε έξαλλος από το σπίτι σηκώνοντας τον Κόρι σαν να ήταν φτερό. Κρύβοντας ένα χαμόγελο, η Μισέλ αγκάλιασε σφιχτά τον Γκόρντον και του έδωσε μερικά φιλιά πριν τον αφήσει να σκαρφαλώσει στο αυτοκίνητο, όπου τα άκουσε από το θείο του γιατί «χοροπηδούσε σαν τρελός». Ο Ράιαν έβαλε το χέρι στους ώμους της Μισέλ, όπως συνήθιζε, μα αυτή τη φορά εκείνη φώλιασε κοντά του και αγκάλιασε τη γυμνασμένη μέση του. «Αντίο, Φλας» φώναξε, χαιρετώντας τον Γκόρντον. Ο Άντριου ένευσε κοφτά και έφυγε. «Θες να μου πεις τι στην ευχή σήμαιναν όλα αυτά;» ρώτησε ο Ράιαν καθώς το αυτοκίνητο έστριβε στη γωνία. Η Μισέλ τράβηξε το χέρι από τη μέση του κι επιτέλους ανάσανε. *** Ο Άντριου απομακρύνθηκε αφήνοντας τη Μισέλ κολλημένη πάνω στον Ράιαν σαν να μην άντεχε ν’ απομακρυνθεί από δίπλα του ούτε ένα δευτερόλεπτο. Η ζήλια κατέτρωγε τα σωθικά του. Ήταν φρικτό ν’ αντιμετωπίζεις τον καινούργιο σύντροφο της πρώην σου. Το σαγόνι του πονούσε από το πολύ σφίξιμο. Πήρε το πόδι από το γκάζι. Δεν ήταν ώρα να ενδώσει στον πειρασμό για ταχύτητα. Όταν έπεσε πάνω στην οικογενειακή σκηνή στο μπάνιο, χρειάστηκε όλη τη δύναμη της θέλησής του για να μην πασάρει τον Κόρι στη Μισέλ κι αρχίσει στις γροθιές τον ημίγυμνο άντρα που στεκόταν τόσο κοντά στη γυναίκα του. Μόλις και μετά βίας κατάφερε ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την πρωτόγονη παρόρμηση, μα λόγω της οργής του είχε πασάρει τον Κόρι με μάλλον άστοργο τρόπο να του αλλάξει πάνα ο εραστής της Μισέλ. Η σκέψη αυτών των δύο μαζί έκανε το στομάχι του να δεθεί κόμπος. Θα μπορούσε ν’ αντέξει τη σκέψη ότι η Μισέλ είχε ξαναφτιάξει τη ζωή της, αν τον είχαν προειδοποιήσει. Δε θα τον είχε κατακλύσει αυτή η δολοφονική οργή αν δεν έβλεπε την οικεία σκηνή μεταξύ του Γκόρντον, της Μισέλ και του εραστή της. Το πόδι του πίεσε το γκάζι ενώ οι κρόταφοί του πάλλονταν από καταπιεσμένη οργή. Ή μήπως ήταν απλώς ζήλια; «Θείε Άντριου, τρέχεις πολύ» σχολίασε ο Γκόρντον από το πίσω κάθισμα. Ο Άντριου άφησε αμέσως το γκάζι. Μια γρήγορη ματιά στο καθρεφτάκι αποκάλυψε πως ο Γκόρντον δεν είχε ανησυχήσει και τόσο ώστε να πάρει τα μάτια του από το ηλεκτρονικό. Έμοιαζε
ανενόχλητος, έτσι που ήταν φωλιασμένος στο επενδυμένο κάθισμα, ασφαλισμένος με τη ζώνη. Ο Άντριου κοίταξε τον Κόρι. Το μωρό μασουλούσε ένα πράσινο οδοντικό δακτύλιο σιλικόνης σε σχήμα ψαριού, χαρίζοντάς του όλη του την προσοχή καθώς του μιλούσε ανάμεσα στις δαγκωματιές. Ο Άντριου σκέφτηκε να ρωτήσει τον Γκόρντον για τη σχέση της Μισέλ με τον Ράιαν Τζέιμς. Όχι. Ο Γκόρντον ήταν παιδί και δεν έπρεπε να τον ανακατεύουν σε τέτοια θέματα. Άλλωστε, η Μισέλ το είχε πει ευθέως την Πέμπτη το βράδυ. «Εξαφανίσου. Δε σε θέλω.» Δε σε θέλει, φίλε. Έχει κάποιον άλλον. Τότε γιατί του ήταν τόσο δύσκολο να το δεχτεί; Θ’ άφηνε τα παιδιά στους γονείς του και θα περνούσε από το Alejandro’s, όπου η αδελφή του ήταν επικεφαλής σεφ, να της πει ένα δυο λογάκια. Ήταν σίγουρος πως το σημερινό οφειλόταν σε δική της ανάμειξη. Δε χρειαζόταν να πάει να πάρει τα παιδιά εκείνος. Η Μισέλ θα φρόντιζε για την ασφαλή επιστροφή τους, όπως κάθε φορά. «Ο Ράιαν είναι φοβερός» είπε ο Γκόρντον, σαν να συνειδητοποιούσε πως ο θείος του ήθελε να στρέψει τη συζήτηση στο θέμα. «Αλήθεια;» Ο Άντριου εστιάστηκε στο δρόμο. Αν και η φωνή του ακούστηκε ουδέτερη, κρατούσε τόσο σφιχτά το τιμόνι, που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει. «Τον συμπαθώ πολύ.» «Αλήθεια;» «Ναι… Μ’ αφήνει να κάθομαι μαζί του και με μαθαίνει να παίζω αμερικάνικο ποδόσφαιρο.» Τα συνεχή ηχητικά εφέ από τη μικρή ηλεκτρονική συσκευή έδειχναν στον Άντριου πως η προσοχή του Γκόρντον δεν έφευγε δευτερόλεπτο από το παιχνίδι. «Είναι καλύτερος απ’ τον μπαμπά μου.» Ο Άντριου δεν μπορούσε να πει τίποτα προς υπεράσπιση του Τζεφ. Ο άνθρωπος ήταν εντελώς άχρηστος. Περνούσε περισσότερο χρόνο στην παμπ παρά στο σπίτι με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Γιατί η Γκάμπι τον δεχόταν πίσω κάθε φορά, δεν μπορούσε να καταλάβει. «Και η θεία Μισέλ; Πιστεύεις πως τον συμπαθεί κι εκείνη;» Ο Άντριου ήξερε πως δεν ήταν σωστό να ρωτάει το παιδί, μα έπρεπε να μάθει. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν καθώς ο Γκόρντον συνέχιζε να εστιάζεται στο παιχνίδι. Ο Άντριου έβρισε νοερά συνειδητοποιώντας πως κρατούσε την ανάσα του, ενώ ο Γκόρντον σήκωσε το κεφάλι με την ησυχία του. Κοίταξε τον Άντριου σαν να ήταν εξωγήινος. «Μα φυσικά. Τον αγαπάει.» Ο Άντριου ένιωθε λες και του ξερίζωναν την καρδιά απ’ το στήθος. Ήταν δυνατό να υποφέρει περισσότερο από τη μέρα που τον άφησε η Μισέλ; Ήξερε πως μια μέρα εκείνη θα έφτιαχνε ξανά τη ζωή της, θα ξαναπαντρευόταν. Θα έκανε τα παιδιά που λαχταρούσε απεγνωσμένα – και που εκείνος αρνήθηκε να της χαρίσει. Αλλά δε φανταζόταν πως θα χρειαζόταν να το δει με τα μάτια του – μέχρι σήμερα. Ο πόνος ήταν συντριπτικός. Ο κόμπος στο στήθος του ολοένα και σφιγγόταν μέχρι που του κόπηκε η ανάσα στη σκέψη της Μισέλ ν’ αγαπάει άλλον άντρα. Το βουητό της κίνησης και του ηλεκτρονικού του Γκόρντον εξαφανίστηκε. Και τότε, σαν από πολύ μακριά, άκουσε τον Γκόρντον να λέει: «Είναι εξάδελφός της.» Έμεινε άναυδος. Συνειδητοποίησε πως είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό σαν χρυσόψαρο καθώς προσπαθούσε να χωνέψει την αποκάλυψη του Γκόρντον. «Η Μισέλ κι ο Ράιαν είναι ξαδέρφια;»
«Ναι.» Ξαφνικά μπορούσε ν’ ανασάνει ξανά. Το βουητό της κυκλοφορίας και τα ηχητικά εφέ του ηλεκτρονικού είχαν επιστρέψει. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει το χαμόγελο που ξεκινούσε από τα σωθικά του και απλωνόταν στο πρόσωπό του. Μια ακόμα ματιά στο καθρεφτάκι έδειξε τον Γκόρντον απορροφημένο στο ηλεκτρονικό του και τον Κόρι στην αγκαλιά του Μορφέα. Ο Άντριου συνέχισε να χαμογελάει σαν ηλίθιος. Ναι… Ήταν φρικτό να έρχεσαι αντιμέτωπος με τον καινούργιο εραστή της πρώην σου. Και εκείνος θα φρόντιζε να μην το πάθει ποτέ.
Κεφάλαιο Πέντε Η Μισέλ αναρωτήθηκε ποιος θόρυβος ήταν πιο εκκωφαντικός: το σφυροκόπημα στο κεφάλι της ή το ανυπόμονο χτύπημα στην πόρτα; «Ξύπνα, Μίκι.» Η φωνή του Ράιαν διαπέρασε επιτέλους το ναρκωμένο από τον ύπνο εγκέφαλο της Μισέλ, αναγκάζοντάς τη ν’ ανοίξει τα μάτια και να τα ξανακλείσει καθώς ήρθε αντιμέτωπη με το άπλετο φως του κυριακάτικου πρωινού. «Άααα…» Έπιασε το κεφάλι της καθώς σύρθηκε πάλι στα μαξιλάρια. Είχε πολύ καιρό να ξυπνήσει με πονοκέφαλο. Είχε να νιώσει τέτοιο σφυροκόπημα από την εποχή που είχε δώσει τέλος στο γάμο της και είχε περάσει άπειρες νύχτες αγωνιώντας για το αν είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Την περασμένη νύχτα αγωνιούσε για το ψέμα που είχε αφήσει τον Άντριου να πιστεύει. Αγωνιούσε επίσης για τη δουλειά της όταν πληροφόρησε τον Μάθιου Κέρκχαμ πως δε θα δούλευε στην εξαγορά της Λάιντελ. Ξαφνιάστηκε που δεν την είχαν απολύσει επιτόπου. Ακόμα περίμενε την αντίδρασή τους. «Τι τρέχει, Ράιαν;» Μόρφασε από τον πόνο. «Έλα μέσα.» Έχωσε το κεφάλι μέσα. «Πρέπει να γυρίσω στο Λος Άντζελες. Ο μπαμπάς έπαθε έμφραγμα και είναι άσχημα.» «Όχι! Πότε; Πώς;» «Πριν από μια ώρα περίπου, μεσάνυχτα, ώρα Λ.Α.» «Θα έρθω μαζί σου.» Η Μισέλ σηκώθηκε από το κρεβάτι και ευχήθηκε να μην είχε φανεί τόσο βιαστική καθώς ο πόνος εντάθηκε. Κάθισε παίρνοντας το κεφάλι στα χέρια της ενώ την κυρίευε η ναυτία. «Δώσε μου ένα λεπτό… μόνο.» «Γλυκιά μου, ούτε από το κρεβάτι δεν μπορείς να σηκωθείς. Η πτήση των έντεκα θα είναι μαρτύριο. Άλλωστε, δεν μπορείς να τα παρατήσεις όλα και να τρέξεις στο Λος Άντζελες.» Μισόκλεισε τα μάτια για ν’ αποφύγει το πρωινό φως. Το δωμάτιο παραήταν φωτεινό για το πονεμένο κεφάλι της. Ένιωθε ένα πλάκωμα στο στήθος στη σκέψη πως θα έχανε τον αγαπημένο της θείο Μπράντεν. «Τι συνέβη;» Ο Ράιαν διέσχισε το δωμάτιο και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της. «Η μαμά λέει πως είχαν πάει σε μια τελετή βράβευσης κι εκείνος παραπονέθηκε πως τον πονούσε το αριστερό χέρι του. Μετά κατέρρευσε στη σκηνή όταν παραλάμβανε το βραβείο για τη ρομαντική κωμωδία που σκηνοθέτησε πέρυσι το καλοκαίρι. Το νοσοκομείο επιβεβαίωσε έμφραγμα πριν από λίγο.» «Το Take a Hike» είπε η Μισέλ αφηρημένα, ενθυμούμενη την ταινία που σκηνοθέτησε ο θείος της και που ο Ράιαν είχε απορρίψει γιατί ήταν ρομαντική κωμωδία και εκείνος έπαιζε αυστηρά σε ταινίες δράσης. «Ναι, αυτή.» Ο Ράιαν τής έσφιξε τον ώμο καθώς σηκωνόταν και εκείνη ένιωσε το τρέμουλο στο χέρι του. «Δεν ξέρω λεπτομέρειες και πρέπει να φύγω. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις μάθω
περισσότερα, εντάξει;» «Πρέπει να το πω στη μαμά.» Έπιασε το τηλέφωνο. «Το ξέρει;» Κοντοστάθηκε στην πόρτα. «Μόνο σ’ εσένα το είπα. Πρέπει να φύγω τώρα.» Πρόσεξε πόσο χλωμό ήταν το πρόσωπό του κάτω από το μόνιμο μαύρισμά του. Η ένταση χάραζε βαθιές γραμμές στα πλαϊνά του στόματός του, ενώ οι αυλακιές στο μέτωπο τον έκαναν να δείχνει πιο σοβαρός από ποτέ. «Μην ανησυχείς, θα ειδοποιήσω εγώ την οικογένεια.» Η πόρτα άρχισε να κλείνει. «Ράιαν;» Ξανάβαλε το κεφάλι μέσα στο δωμάτιο. «Πες στη θεία Βιβ και στο θείο Μπράντεν πως τους αγαπώ πολύ.» Ο Ράιαν κατάπιε κι ένευσε σαν να μην εμπιστευόταν τη φωνή του. Η Μισέλ άφησε κάτω το ακουστικό καθώς εκείνος έκλεινε την πόρτα του υπνοδωματίου. Ήταν καλύτερα να μιλήσει στη μητέρα της από κοντά για την κατάσταση του γαμπρού της. Είκοσι λεπτά αργότερα είχε πάρει παυσίπονο, είχε πλυθεί και είχε φορέσει ένα ξεθωριασμένο χαμηλοκάβαλο τζιν και μια ανοιχτοκίτρινη μπλούζα. Φόρεσε και μια ζώνη, που ήταν ο καλύτερος τρόπος να μη φαίνεται το εσώρουχο όταν έσκυβε. Τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα, μα δεν ήθελε να χάσει χρόνο στεγνώνοντάς τα. Τους πέρασε μάσκα και λίγο αφρό για να στεγνώσουν με κάποια τάξη. Η Μισέλ οδήγησε ως το σπίτι της μητέρας της στο Λίτλετον του Χάμσαϊρ. Έπεσε στην αγκαλιά της με το που άνοιξε η πόρτα. «Γλυκιά μου.» Η μαμά της έκανε πίσω, χάνοντας την ισορροπία της. «Τι συμβαίνει;» Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι της Μισέλ από τον ώμο της, μα εκείνη φώλιασε ακόμα πιο βαθιά στο λαιμό της μητέρας της. «Μαμά, ο θείος Μπράντεν έπαθε έμφραγμα και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει.» «Μιλάς μέσα από τα δόντια σου, καλή μου. Μετά βίας σ’ ακούω. Είπες πως ο Μπράντεν έπαθε έμφραγμα και δεν τα κατάφερε;» «Όχι, μαμά!» Η Μισέλ δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα τώρα που ξεκίνησαν. «Είπα πως δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει.» «Πότε έγινε αυτό;» «Χθες τη νύχτα –δική τους ώρα– σε μια τελετή βράβευσης. Κατέρρευσε ενώ παραλάμβανε το βραβείο.» «Πρέπει να τηλεφωνήσω στη Βιβ. Να δω αν με θέλει εκεί για συμπαράσταση.» Η Ντι, όπως φώναζαν όλοι τη μητέρα της, μπήκε στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα πριν σηκώσει τη Μισέλ από τον ώμο της. «Έλα στην κουζίνα, θα φτιάξω τσάι.» Πήρε τη Μισέλ από το χεράκι σαν να ήταν ξανά πέντε χρονών και την οδήγησε σε μια φωτεινή ρουστίκ κουζίνα. Η Ντι τής έδωσε ένα κουτί χαρτομάντιλα. «Ή, μάλλον, χαμομήλι, που είναι καταπραϋντικό.» Η Μισέλ πήρε το κουτί, τιμώντας τα χαρτομάντιλα καθώς καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας κι άρχισε να χαζεύει τη μαμά της όσο εκείνη γέμιζε το βραστήρα και έπιανε από το ντουλάπι δυο κούπες και μια πήλινη τσαγιέρα. Ο θαυμασμός για τη μητέρα της τη ζέστανε περισσότερο από κάθε ρόφημα. Η Ντι είχε κάνει πολύ δρόμο τα τελευταία χρόνια. Τώρα ήταν δυνατή και ανεξάρτητη και, γνωρίζοντας τι είχε περάσει, η Μισέλ ένιωθε υπερήφανη. Δεν είχε ξεπεράσει μόνο το θάνατο ενός παιδιού, έναν
κατεστραμμένο γάμο και ένα νευρικό κλονισμό, μα είχε καταφέρει να σπουδάσει βοτανολογία και ομοιοπαθητική. Τώρα διεύθυνε μια μικρή φυσιοπαθητική κλινική σε μια επέκταση στο πίσω μέρος του σπιτιού. Η Ντι έριξε βραστό νερό στην τσαγιέρα. «Τι βραβείο ήταν;» Η Μισέλ έριξε τα χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα στον κάδο κάτω από το νεροχύτη. «Για το Take a Hike» είπε καθώς έπλενε τα χέρια. «Αυτό με τη Φιλίπα Γουάιλντ και τον Χέιντεν Τσάντλεϊ. Γελούσες από την αρχή ως το τέλος και ο Χέιντεν σού φάνηκε “ονειρεμένος”.» Η Ντι γέλασε. «Ναι, το θυμάμαι. Κι εσένα ονειρεμένος σου φάνηκε.» Η Μισέλ της χαμογέλασε αδύναμα. Της ήταν δύσκολο να βρίσκεται κοντά στη μητέρα της. Η Ντι ήταν τόσο ήρεμη και στοργική, που όλοι αισθάνονταν δέος που τη γνώριζαν. «Ο Ράιαν έφυγε για το Λος Άντζελες το πρωί» είπε η Μισέλ πιο σοβαρά καθώς η Ντι έφερνε τις κούπες με το αχνιστό χαμομήλι στο τραπέζι και της έδινε το μέλι. «Θα τηλεφωνήσω στη Βιβ να μάθω τα τελευταία νέα» υποσχέθηκε η Ντι καθώς καθόταν απέναντι από τη Μισέλ στο μικρό τραπέζι. «Μην ανησυχείς, γλυκιά μου. Θα τα καταφέρει.» Η Μισέλ έσφιξε το στόμα για να σταματήσει το τρέμουλο του σαγονιού της. «Δεν το ξέρεις αυτό.» «Όχι» συμφώνησε η Ντι, χαϊδεύοντας με τα δροσερά της δάχτυλα το μάγουλο της κόρης της. «Όμως πιστεύω στο Θεό και στη δύναμη της προσευχής.» Η Μισέλ ήταν σκεφτική καθώς ανακάτευε το χαμομήλι της. «Ο θείος Μπράντεν μού στάθηκε σαν πατέρας.» Η Ντι έκλεισε τα μάτια. Το μέτωπό της πτυχώθηκε. «Ξέρω πόσο τους αγαπάς. Στάθηκαν στο πλευρό σου όταν εγώ κι ο πατέρας σου δε σταθήκαμε ικανοί. Ένας Θεός ξέρει πόσο θα τραυματιζόσουν ψυχικά αν δε σε έπαιρναν μαζί τους ο Μπράντεν και η Βιβ.» Η Μισέλ έσφιξε τα χέρια γύρω από την καυτή κούπα και μασούλισε το κάτω χείλος της. «Στο σπίτι παραήταν στενάχωρα τότε.» Όταν η μητέρα της σήκωσε το κεφάλι, τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. «Συγγνώμη, καρδιά μου. Με είχε συντρίψει τόσο πολύ ο θάνατος του Τρίσταν, που δεν καταλάβαινα πως δεν πονούσα μόνο εγώ. Δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που έχασα τρία χρόνια από τη ζωή σου.» Φρέσκα δάκρυα έπνιξαν τη Μισέλ στη θέα των τρεμάμενων χειλιών της μητέρας της. «Μη, μαμά.» Έπιασε τα χέρια της μητέρας της. Είχαν ξεπεράσει το τραύμα με συμβουλευτική υποστήριξη και τώρα ήταν πιο δεμένες απ’ όσο τολμούσε να ελπίζει. «Ήταν χρόνια πριν. Τώρα είσαι η καλύτερη φίλη μου.» Η Ντι τής χάρισε ένα αχνό χαμόγελο. «Θέλω να ξέρεις πως ποτέ δε θέλαμε να σε πληγώσουμε – εγώ κι ο πατέρας σου.» Στην αναφορά του πατέρα της, η Μισέλ έστρεψε το βλέμμα αλλού. Ο πατέρας της δεν είχε ξεπεράσει ποτέ το θάνατο του αγοριού που τόσο λαχταρούσε να αποκτήσει, και είχε αρνηθεί να διατηρήσει επαφή μαζί της. «Μην τον κρίνεις τόσο αυστηρά, γλυκιά μου. Η θλίψη τον τσάκισε. Δεν ήταν πια ο ίδιος μετά τον Τρίσταν.» Η αίσθηση πως εκείνη δεν του ήταν αρκετή ήταν απίστευτα επώδυνη.
«Είδα τη Δρα Νέχταν την περασμένη βδομάδα» είπε η Μισέλ σπάζοντας τη σιωπή. Κάρφωσε το βλέμμα στην κούπα, κι άρχισε να την κάνει κύκλους ανάμεσα στα χέρια. Κατάπιε για να διώξει τον κόμπο από το λαιμό της. «Επιβεβαίωσε αυτό που πίστευες. Έχω ινομυώματα.» Η Ντι σκέπασε τα χέρια της Μισέλ με τα δικά της. «Δε σημαίνει τίποτα.» «Βρήκαν τέσσερα.» «Σκέψου θετικά.» Η Ντι έσφιξε τα χέρια της. «Αυτό έκανες εσύ;» «Όχι, αλλά θα έπρεπε. Θα είχα ψάξει την πάθησή μου και τώρα θα είχα τον Τρίσταν.» Στην κουζίνα ακουγόταν το σταθερό τικ-τακ του ρολογιού. Η Μισέλ αναρωτήθηκε αν θα της εξηγούσε επιτέλους η μητέρα της τι ακριβώς είχε συμβεί. «Πρέπει να ήταν φρικτό για σένα» είπε μαλακά. Η Ντι ένευσε και άφησε τα χέρια της Μισέλ, το σώμα της άκαμπτο στη ράχη της καρέκλας. «Ήταν.» Σήκωσε την κούπα και ήπιε μια γουλιά χαμομήλι. «Δε μου έχεις πει ποτέ τι συνέβη, μαμά» την παρότρυνε η Μισέλ μαλακά, ελπίζοντας να της μιλήσει η μητέρα της. Η Ντι άφησε την ανάσα της να βγει και κράτησε την κούπα μπροστά της σαν ασπίδα καρφώνοντας το βλέμμα στο κενό σαν να έψαχνε πίσω στο χρόνο να βρει τις σωστές λέξεις. «Ήμουν στη δωδέκατη βδομάδα της εγκυμοσύνης όταν άρχισα να νιώθω έντονους πόνους στη λεκάνη. Τα τεστ έδειξαν οχτώ ινομυώματα, σε διαφορετικό μέγεθος το καθένα.» Η φωνή της ήταν θλιμμένη. «Δεν είναι ειρωνικό το γεγονός ότι στη δωδέκατη βδομάδα οι περισσότερες γυναίκες χαλαρώνουν γιατί έχει περάσει το δύσκολο κομμάτι της εγκυμοσύνης;» Η Μισέλ δοκίμασε το χαμομήλι της και περίμενε να συνεχίσει η μητέρα της. «Στην εικοστή βδομάδα της εγκυμοσύνης κάναμε έναν υπέρηχο. Έδειξε πως το μωρό ήταν αγόρι.» Η φωνή της Ντι έσπασε. «Ο πατέρας σου είχε ενθουσιαστεί.» Το ρούφηγμα της μύτης εξελίχθηκε σε αναφιλητό και, για πρώτη φορά μετά την εφηβεία, η Μισέλ είδε τη μητέρα της να κλαίει. Κατάπιε έναν κόμπο στο λαιμό της και έμεινε να την κοιτάζει με δακρυσμένα μάτια. Έπιασε μια στοίβα χαρτομάντιλα και της τα έβαλε στο χέρι. «Ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι» συνέχισε η Ντι. «Όλα έδειχναν μια χαρά, μας είπαν, εκτός απ’ τα ινομυώματα. Δυο μέρες αργότερα με έπιασαν πρόωρα οι πόνοι της γέννας. Ο Τρίσταν πέθανε στη μήτρα και εγώ έπρεπε να τον γεννήσω γνωρίζοντας πως δε θα γύριζε σπίτι μαζί μου. Δε θα άκουγα ποτέ το κλάμα του. Δε μου τον έδειξαν καν. Τον πήραν από το δωμάτιο τη στιγμή που γεννήθηκε. Δεν είχα την ευκαιρία να κρατήσω στην αγκαλιά μου το αγοράκι μου. Να το αποχαιρετήσω.» Η θλίψη βάρυνε το πρόσωπό της δείχνοντας την ηλικία της. «Αν μ’ άφηναν μόνο να τον κρατήσω…» Η Μισέλ σηκώθηκε και πήρε τη μητέρα της στην αγκαλιά της. «Δεν το ζήτησες;» «Εκείνη την εποχή δε σε άφηναν καν να δεις τα νεκρά έμβρυα, πόσο μάλλον να τα κρατήσεις. Δεν ήξερα πώς να ρωτήσω. Μετανιώνω καθημερινά που δεν το ζήτησα. Τότε θωρούσαν σωστό να λένε στους γονείς να το ξεχάσουν και να προχωρήσουν τη ζωή τους. Εγώ εύχομαι να είχα κρατήσει το αποτύπωμα της πατούσας του, μια τούφα μαλλιά, κάποιο ενθύμιο.» Η Μισέλ κοίταξε μέσα απ’ το παράθυρο της κουζίνας τη μανόλια που είχαν φυτέψει οι δυο τους
στη μνήμη του αδελφού της. «Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως η διάρκεια ζωής ενός μωρού δεν αποτελεί κριτήριο για την αίσθηση απώλειας.» Μόνο τώρα, με την οπτική ενός ενήλικου, μπορούσε ν’ αντιληφθεί τι είχαν περάσει οι γονείς της εκείνη τη φρικτή μέρα πριν από είκοσι χρόνια. Το κεφάλι και το σώμα της Ντι κουλουριάστηκαν σε αμυντική στάση. «Αργότερα έμαθα πως ένα ινομύωμα μεγάλωνε παράλληλα με τον Τρίσταν και έπιανε τόσο χώρο, που τον σύνθλιψε.» Το στόμα σφιγμένο, τα φρύδια της σμιγμένα, τα ρουθούνια ορθάνοιχτα καθώς τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Εστιάστηκε στο κουρελιασμένο χαρτομάντιλο. «Πάλευε για χώρο σ’ ένα περιβάλλον όπου έπρεπε να είναι ασφαλής, και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον προστατέψω.» Η συμπόνια έφερε έναν κόμπο στο στήθος της Μισέλ και ένα λυγμό στα χείλη της. «Μαμά...» Η Ντι την αγκάλιασε σφιχτά. «Χρόνια μετά, τα μπράτσα μου πονούσαν από την ανάγκη να τον σφίξω στην αγκαλιά μου.» Η Μισέλ δεν ήταν σίγουρη ποια παρηγορούσε ποια καθώς αγκάλιαζε η μία την άλλη. Κάποια στιγμή αργότερα, όταν τα δάκρυα στέγνωσαν και είχαν χαλάσει ολόκληρο κουτί χαρτομάντιλα, η Ντι είπε: «Μπορείς να κάνεις παιδιά, Μισέλ. Σήμερα υπάρχει κάθε βοήθεια.» Δεν ήταν σίγουρη πως ήταν αρκετά γενναία ώστε να ρισκάρει αυτό που είχε περάσει η μητέρα της. «Είδα πώς επηρέασε εσένα και τον μπαμπά. Πώς διέλυσε έναν ευτυχισμένο γάμο και κατέστρεψε τις ζωές σας. Δε νομίζω πως μπορώ να υποβάλω τον εαυτό μου κι έναν ακόμα άνθρωπο σε τέτοια δοκιμασία, μαμά.» Η Μισέλ αναστέναξε βαθιά. «Άλλωστε, είμαι τριάντα και δεν έχω ούτε σύντροφο, πόσο μάλλον σύζυγο. Μέχρι να γνωρίσω κάποιον, να κάνω σχέση και να παντρευτώ, θα είμαι γύρω στα σαράντα – υπερβολικά μεγάλη για να κάνω παιδιά, με τόσα ινομυώματα.» Θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν ήθελε να είναι ειλικρινής, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ξεπερνούσε τον Άντριου σε τέτοιο βαθμό ώστε ν’ αρχίσει να βγαίνει με άλλους άντρες. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Εσύ ήσουν σαράντα πέντε όταν έχασες τον Τρίσταν.» «Αυτό δε σημαίνει πως θα σου συμβεί το ίδιο. Εσένα σε γέννησα στα τριάντα πέντε και δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα.» Η Μισέλ έσφιξε μια τελευταία φορά τη μητέρα της και της χάρισε ένα τρεμάμενο χαμόγελο πριν σηκωθεί όρθια. Όσο υπήρχε πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο, θα ήταν επιπολαιότητα να το ρισκάρει. Επιθεώρησε το βουνό χρησιμοποιημένων χαρτομάντιλων πάνω στο τραπέζι. «Χύσαμε ολόκληρο ωκεανό δάκρυα.» «Μάλλον» χαμογέλασε η Ντι καθώς μάζευαν τα χαρτομάντιλα. «Ένα καλό κλάμα σε κάνει να νιώθεις ζωντανή.» Καθώς η Ντι σερβίριζε φρέσκο χαμομήλι, η Μισέλ αναλογίστηκε τη φρικτή πιθανότητα να μην πραγματοποιηθεί ποτέ το όνειρό της. Ίσως δε γεννούσε ποτέ δικά της παιδιά. Κάτι βαθιά μέσα της επαναστάτησε. Ακόμα κι αν αποδεικνυόταν επιπόλαιο ρίσκο, εκείνη ήθελε να γεννήσει ένα δικό της παιδί. ***
Ο Άντριου αγνόησε το ανυπόμονο χτύπημα στην πόρτα. Τι νόημα είχε να κρύβεται το απόγευμα της Κυριακής αν τον έβρισκε ο κόσμος; Ήπιε μια γουλιά μπίρα. Δεν είχε όρεξη για επισκέψεις. «Άνοιξε, Άντριου. Ξέρω ότι είσαι μέσα. Μου το είπε η μαμά.» Η Γκάμπι! Ήθελε να της πει δυο λογάκια. Χθες παραήταν απασχολημένη στο εστιατόριο για να του μιλήσει όταν πήγε να της τα ψάλει. Έτσι ήταν αναγκασμένος να καταπιεί το θυμό του μέχρι να την ξαναδεί, και να που ήρθε! Κοπάνησε το παγωμένο μπουκάλι στο ξύλινο τραπέζι της βεράντας και μπήκε εκνευρισμένος στην κουζίνα του σπιτιού που κάποτε μοιραζόταν με τη Μισέλ. Έπρεπε να το είχε πουλήσει όταν βγήκε το διαζύγιο, μα δεν του έκανε καρδιά – ακόμα. Άνοιξε απότομα την πλαϊνή πόρτα. «Γεια σου, αδερφούλα» είπε βλέποντας την όμορφη μελαχρινή γυναίκα στο κατώφλι. «Ο άνθρωπος που ήθελα να δω. Πέρνα μέσα.» Γύρισε και προχώρησε στην κουζίνα αφήνοντας την Γκάμπι να τον ακολουθήσει. «Άντριου, πριν εκραγείς, άσε με να σου εξηγήσω.» Όταν έφτασαν στη βεράντα, γύρισε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. Η Γκάμπι έσκυψε κι άφησε κάτι στο ξύλινο πάτωμα δίπλα στα πόδια του. Ο Άντριου κοίταξε και είδε τον Κόρι κοιμισμένο στο καθισματάκι του αυτοκινήτου, με τον αντίχειρα στο στόμα. «Τι να μου εξηγήσεις δηλαδή;» Η φωνή του ήταν παραπλανητικά ήρεμη – το λευκό μπλουζάκι του τσιτωνόταν από τα νεύρα του. Χρειαζόταν να επιστρατεύσει όλη την αυτοσυγκράτησή του για να μη στραγγαλίσει την αδελφή του. «Πιστεύεις πως σ’ την έστησα με τη Μισέλ για να σας φέρω κοντά, μα έχεις το λόγο μου πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο.» «Αλήθεια;» «Δεν υπάρχει λόγος να δείχνεις τόσο απειλητικός, Άντριου. Θα σκίσεις την μπλούζα σου.» «Θ’ αγοράσω καινούργια» είπε μέσα από τα δόντια του. «Δε με τρομάζεις.» Η Γκάμπι μιμήθηκε τη στάση του και σήκωσε το πιγούνι ψηλά. «Σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει, και ο Κόρι κοιμάται, άρα δεν μπορείς να γαβγίσεις.» Κοίταξε το μωρό της με μητρική περηφάνια και ξανάστρεψε το βλέμμα πάνω του. «Θέλω μια χάρη. Ο μπαμπάς και η μαμά θα βγουν με κάτι φίλους. Ο Τζεφ πήγε με τον Γκόρντον σ’ ένα παιχνίδι 5x5 για πατέρες και γιους και η Μισέλ αντιμετωπίζει κάποιου είδους οικογενειακή τραγωδία και δεν είναι διαθέσιμη για-» «Τι οικογενειακή τραγωδία;» την έκοψε ο Άντριου, ξεχνώντας εντελώς τον εκνευρισμό του με τη μικρή αδελφή του. «Είπε πως ο πατέρας του Ράιαν έπαθε έμφραγμα και εκείνος έφυγε εσπευσμένα. Ήταν πολύ αναστατωμένη και δεν ήθελα να της φορτώσω τον Κόρι.» «Πότε έγινε αυτό;» «Πριν από λίγες ώρες.» Του Άντριου δεν του άρεσε καθόλου να νιώθει αποκλεισμένος από τη ζωή της Μισέλ. Ένιωθε πως τώρα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που χρειαζόταν εκείνη, και όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αυτό τον έτσουζε. «Τέλος πάντων» συνέχισε η Γκάμπι «θέλω να κρατήσεις τον Κόρι μέχρι τις εφτά. Υπάρχει
πρόβλημα στο εστιατόριο και πρέπει να πεταχτώ για λίγο.» Ο Άντριου αποτράβηξε τις σκέψεις του από τη Μισέλ και κοίταξε την αδελφή του. «Τι πρόβλημα;» Η Γκάμπι έβγαλε την παραφορτωμένη τσάντα του μωρού από τον ώμο της και την παράτησε πάνω στο τραπεζάκι. «Τίποτα το τρομερό.» Έσκυψε να φιλήσει τον Κόρι στο παχουλό μαγουλάκι του. «Κάποιος θαλάσσωσε μια παραγγελία. Τώρα έχουμε υπερβολικά πολύ ψάρι και όχι αρκετό μοσχάρι. Θα πρέπει ν’ αλλάξω τα αυριανά σπέσιαλ.» Ο Άντριου ήξερε πως ήταν χρονοβόρα υπόθεση, που απαιτούσε ολόκληρη απογραφή συστατικών πριν αποφασιστεί αλλαγή στο μενού. Πόσο δύσκολο θα ήταν να φροντίσει τον Κόρι για λίγες ώρες; Μετά από αρκετή σκέψη, είπε: «Εντάξει.» Η Γκάμπι είχε πρόβλημα κι είχε στραφεί σ’ εκείνον για βοήθεια. Αισθάνθηκε απαραίτητος σε κάποιον, όσο αξιοθρήνητο κι αν ακουγόταν. «Άφησέ τον εδώ.» Ο Άντριου κοίταξε το κοιμισμένο μωρό. Σε παρακαλώ, μείνε κοιμισμένος μέχρι να γυρίσει η μητέρα σου. Η Γκάμπι γύρισε να φύγει και ο Άντριου ένιωσε κάτι που έμοιαζε ύποπτα με πανικό. Θα έμενε μόνος μ’ ένα μωρό. Σαν να διάβαζε τις σκέψεις του, η Γκάμπι γύρισε και άρπαξε το καθισματάκι. Ο Άντριου ανάσανε. Δόξα τω Θεώ, είχε αλλάξει γνώμη. «Θα τον βάλω εγώ στο κρεβάτι. Μπορεί να ξυπνήσει αν τον βγάλεις εσύ, και, πίστεψέ με, δεν αντέχεται με τίποτα αν του χαλάσεις τον ύπνο.» Ο Άντριου έκανε πέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει πως δε θα έπαιρνε τον Κόρι μαζί της. Έτρεξε πίσω της νιώθοντας πιο ανεπαρκής από ποτέ. «Θα τον βάλεις στο κρεβάτι μου; Κι αν πέσει κάτω;» «Θα βάλω μαξιλάρια γύρω του. Θα είναι εντάξει όσο κοιμάται, αλλά πρέπει να τρέξεις γρήγορα όταν ξυπνήσει.» Ο Άντριου έμεινε να κοιτάζει καθώς η Γκάμπι έβγαζε επιδέξια τον Κόρι από το καθισματάκι και τον τοποθετούσε στη μέση του τεράστιου κρεβατιού. Τινάχτηκε και έτρεξε να βοηθήσει όταν εκείνη άρχισε να βάζει μαξιλάρια γύρω απ’ το μωρό. «Έχω ένα πάρκο στο αυτοκίνητο» ψιθύρισε η Γκάμπι. «Μπορείς να το στήσεις και να τον μεταφέρεις αν φοβάσαι να τον αφήσεις εδώ.» Έδωσε ένα τελευταίο φιλί στον Κόρι και έτρεξε στην πόρτα. «Πρέπει να φύγω, αλλιώς αποκλείεται να έχω τελειώσει ως τις εφτά.» Ο Άντριου άρχιζε να το ξανασκέφτεται. Η Γκάμπι έπιασε το πάρκο από το πορτ-μπαγκάζ του Audi και το έβαλε στα χέρια του. «Αν έχεις πρόβλημα, πάρε τη Μισέλ. Είναι στη μαμά της και θα είναι εδώ σε δέκα λεπτά.» Μπήκε στο αμάξι και έβαλε μπρος τη μηχανή. «Μη στέκεσαι έτσι, σαν απολιθωμένος. Υπάρχει βοήθεια.» Καθώς απομακρυνόταν, ο Άντριου ήταν σίγουρος πως είδε ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο στα χείλη της αδελφής του. ***
Η Μισέλ στεκόταν στο κατώφλι του Άντριου στο Σλίπερς Χιλ με μια επιφυλακτική έκφραση στο πρόσωπό της, με τα μαλλιά της να ξεχύνονται σε χρυσαφένιες μπούκλες στους ώμους της. Ήταν συγκλονιστική. Το ξεθωριασμένο χαμηλοκάβαλο παντελόνι και η απαλή ανοιχτοκίτρινη μπλούζα αγκάλιαζαν τις καμπύλες της μ’ έναν τρόπο που τρέλαινε τη λίμπιντό του. «Φέρε τον Κόρι. Θα τον πάρω σπίτι μαζί μου» είπε με άκαμπτους ώμους και ράχη στητή σαν μπαλαρίνας. Το σαγόνι του σφίχτηκε. Ίσως δεν ήταν σωστή η απόφαση να της τηλεφωνήσει και να ομολογήσει πως ήταν εντελώς ανίκανος να φροντίσει ένα μικρό παιδί. Ένα κομμάτι του ήθελε να πάρει η Μισέλ τον Κόρι, κι ας μην το είχε πει όταν της τηλεφώνησε. Απλώς της είχε ζητήσει να έρθει να τον βοηθήσει με το παιδί. Ο Άντριου θα δεχόταν με χαρά να της δώσει τον Κόρι και να ξεφορτωθεί την ευθύνη, μα το επιτιμητικό, αποδοκιμαστικό βλέμμα της Μισέλ τον έκανε να νιώθει πώς έπρεπε κάτι ν’ αποδείξει. Δεν ήξερε τι ακριβώς, μα θα το αποδείκνυε ο κόσμος να χαλάσει. «Η Γκάμπι τον άφησε σ’ εμένα. Θα μείνει εδώ.» Άνοιξε περισσότερο την πόρτα. «Είσαι ευπρόσδεκτη να μείνεις να βοηθήσεις, μα δε θα τον πάρεις.» Η Μισέλ έδειχνε αναποφάσιστη για τουλάχιστον τριάντα δευτερόλεπτα καθώς έστρεφε το βλέμμα από εκείνο στο διάδρομο πίσω του και μετά στο κόκκινο Mazda RX-8. Τελικά, είπε: «Εντάξει, θα σου δείξω πώς να αλλάζεις πάνα και θα σου αφήσω γραπτές οδηγίες για τα υπόλοιπα. Μετά θα φύγω.» Προχώρησε πίσω του στον ευρύχωρο διάδρομο. «Θεωρείς πως είναι σωστό να πίνεις όσο φροντίζεις ένα μωρό;» Από την αδιαφορία της για το χώρο θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως η Μισέλ δεν είχε ξανάρθει σ’ αυτό το σπίτι. Στην πραγματικότητα, εκείνη είχε χοροπηδήσει ενθουσιασμένη όταν ο κτηματομεσίτης τούς είχε δείξει το τεράστιο σπίτι πέντε υπνοδωματίων νεογεωργιανής αρχιτεκτονικής το επόμενο πρωί της νύχτας που είχαν ξυπνήσει το φίλο του Άντριου, τον Ρότζερ Ντέιβις, για να τους παντρέψει. Κατάπιε ένα καυστικό σχόλιο. «Έπινα πριν τον φέρει εδώ η Γκάμπι.» Γιατί ένιωθε την ανάγκη να απολογηθεί για τις πράξεις του; Είχε πιει μόλις μισή μπίρα, κι άλλωστε είχε δικαίωμα να χαλαρώνει πού και πού. Είχε κάνει διαδρομή μιας ώρας ως το Γουίντσεστερ για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να καταλήξει σ’ ένα σχέδιο δράσης. Συγκεκριμένα, να σκεφτεί πώς θα έπειθε τη Μισέλ ότι αυτό που υπήρχε μεταξύ τους ήταν κάτι σπάνιο. Ήταν εκπληκτικοί μαζί, απίστευτα ταιριασμένοι. Η Μισέλ ήταν πνευματώδης και ιδιαίτερα ευφυής. Τον συνάρπαζε. Έπρεπε να βρει τρόπο να την πείσει να δώσει άλλη μια ευκαιρία στο γάμο τους και να της αποδείξει πως η σχέση τους μπορούσε να λειτουργήσει μια χαρά χωρίς παιδιά. Έτριψε με το χέρι τον αυχένα του. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει τρόπο να κάμψει αυτή την πέτρινη έκφραση στο πρόσωπό της καθώς προχωρούσε στο σπίτι τους με τους γοφούς της να λικνίζονται σαγηνευτικά. Την ήθελε τόσο, που πονούσε.
*** Ο Κόρι δεν ήταν στο διάδρομο όπως φανταζόταν. Η Μισέλ σταμάτησε ξαφνικά. «Πού είναι το μωρό;» Ο Άντριου έμοιαζε βυθισμένος στις σκέψεις του και άργησε τόσο πολύ ν’ απαντήσει, που νόμιζε πως δεν την άκουσε. «Άντριου;» Σήκωσε το κεφάλι. «Συγγνώμη. Είναι στην κύρια κρεβατοκάμαρα.» Η Μισέλ ήταν σίγουρη πως σταμάτησε ν’ αναπνέει. Ο Άντριου έμοιαζε να ξεχνάει πως κάποτε είχαν μοιραστεί αυτό το σπίτι. Συμπεριφερόταν σαν να μη σήμαινε τίποτα. Εκείνη κοκκίνιζε ακόμα καθώς θυμόταν τι είχαν κάνει – σ’ όλο το σπίτι. Τώρα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει και την κύρια κρεβατοκάμαρα. Και μόνο η σκέψη, της έφερνε ρίγος. Πίστευε πως δε θα την επηρέαζε το σπίτι; Ήξερε πως ήταν λάθος όταν της τηλεφώνησε ο Άντριου στο κινητό και της ζήτησε βοήθεια. Το σπίτι ξυπνούσε υπερβολικά πολλές αναμνήσεις. Υπερβολικά πολλά γλυκόπικρα συναισθήματα. Έτσι είχε αποφασίσει πως η καλύτερη επιλογή θα ήταν να πάρει τον Κόρι σπίτι της, όπου δε θα χρειαζόταν ν’ αντιμετωπίσει τον Άντριου ή το σκηνικό της μεγαλύτερης αποτυχίας της. Η κύρια κρεβατοκάμαρα ήταν όπως τη θυμόταν. Τα ίδια απαλά χρώματα που είχαν επιλέξει μαζί. Οι εντοιχισμένες ντουλάπες στον υπερυψωμένο χώρο της τουαλέτας, κάτω από δεκάδες φώτα οροφής. Το τεράστιο κρεβάτι των δυόμισι μέτρων, ειδική παραγγελία, με τον Κόρι να κοιμάται πάνω του, περιστοιχισμένος από μαξιλάρια. Το παχουλό κορμάκι του φώλιαζε τόσο όμορφα ανάμεσά τους, που έμοιαζε ν’ ανήκει εκεί. Το θέαμα την έκανε να λιώσει. Χαμογέλασε καθώς πλησίασε το κρεβάτι. «Είναι κρίμα να τον ξυπνήσουμε» ψιθύρισε. «Γιατί να τον ξυπνήσουμε;» απάντησε ο Άντριου επίσης ψιθυριστά καθώς στάθηκε πίσω της. «Κοιμάται απ’ όταν τον άφησε εδώ η Γκάμπι, πριν από μισή ώρα. Εγώ λέω να τον αφήσουμε. Με λίγη τύχη θα μείνει έτσι μέχρι να έρθει να τον πάρει στις εφτά.» Η Μισέλ έπνιξε μια τσουχτερή απάντηση. Πώς μπορούσε να είναι τόσο ψυχρός με τα παιδιά; Πώς γινόταν να μη θέλει κάποιος να ομορφύνει τη ζωή του μ’ αυτά τα θεία δώρα; «Θα ξυπνήσει όταν τον βάλω στο καθισματάκι του» είπε καταπίνοντας τα λόγια που ήθελε να του πει. Δεν αξίζεις να είσαι κομμάτι της ζωής αυτών των υπέροχων παιδιών. «Σου είπα, θα μείνει εδώ. Αν θέλεις ν’ αφήσεις οδηγίες, ελεύθερα. Αλλά δε θα τον πάρεις.» Το ύφος του Άντριου έδειχνε πως δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσει. Εκείνη, πάντως, προσπάθησε. «Θα μου πάρει όλη νύχτα να σου γράψω τις οδηγίες» είπε. «Θα ένιωθα πιο ήσυχη αν τον έπαιρνα μαζί μου.» Το σαγόνι του Άντριου σφίχτηκε, τα μάτια του στένεψαν. «Υπονοείς πως είμαι ανίκανος να τον φροντίσω;» Συνάντησε ατάραχα το παγερό βλέμμα του. «Γι’ αυτό δε μου τηλεφώνησες; Και δεν το υπονοώ, σ’ το λέω καθαρά. Δεν είσαι και η καλύτερη επιλογή. Δεν έχεις ιδέα από παιδιά, πόσο μάλλον από μωρά. Δεν τα συμπαθείς καν.» «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως αντιπαθώ τα παιδιά;» «Εσύ το είπες.»
«Τίποτα τέτοιο. Είπα πως δεν τα θέλω, αυτό δε σημαίνει πως τα αντιπαθώ.» Αντάλλαξαν ένα σκληρό βλέμμα για κάμποσες στιγμές. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, αγαπώ τα ανίψια μου. Με όποιον τρόπο κι αν σου μπήκε η ιδέα πως δε συμπαθώ αυτά ειδικότερα ή τα παιδιά γενικότερα, φοβάμαι πως κάνεις λάθος.» Εκείνος της είχε βάλει την ιδέα. Για ποιον άλλο λόγο να μη θέλει παιδιά μαζί της; Ο χρόνος σταμάτησε καθώς η Μισέλ συνειδητοποίησε κάτι. Μήπως ήθελε παιδιά, αλλά όχι μαζί της; Ήταν δυνατόν να είχε ανακαλύψει, όπως εκείνη σήμερα, ότι πολλές συγγενείς από την πλευρά της μητέρας της είχαν υποστεί αποβολές λόγω ινομυωμάτων; Φοβόταν να ρισκάρει τις ζωές των παιδιών του μαζί της; Ένιωσε να καίει ξανά ο λαιμός της από αγωνία. Αρνήθηκε να το σκεφτεί άλλο. Σήμερα έκλαιγε όλη μέρα για τον έναν ή τον άλλο λόγο και δεν είχε σκοπό να ξαναρχίσει μπροστά στον Άντριου. Ο γάμος τους είχε τελειώσει. Αυτό έπρεπε να το δεχτεί. Όποια κι αν ήταν η αιτία, είχε τελειώσει για τα καλά. Ήταν μάταιο ν’ αναλύει τους λόγους, τη στιγμή που έπρεπε να είχαν ξεπεράσει προ πολλού αυτή τη φάση. «Όλα αυτά δεν αναιρούν το γεγονός πως δεν ξέρεις να φροντίζεις ένα μωρό οχτώ μηνών.» Ο Κόρι άρχισε να στριφογυρίζει όταν οι φωνές τους εξελίχθηκαν από ψιθύρους σε οργισμένα μουρμουρητά. Ο Άντριου έβαλε το δάχτυλο στα χείλη κάνοντάς της νόημα να σιωπήσει. «Γι’ αυτό σου τηλεφώνησα» είπε όταν βγήκαν κι έκλεισαν την πόρτα. «Δεν υπήρχε κάποιος άλλος να τηλεφωνήσεις;» «Εκτός από σένα, μόνο η μαμά κι ο μπαμπάς, κι έχουν βγει με φίλους.» Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του τζιν. «Αν είναι πρόβλημα, είσαι ελεύθερη να φύγεις.» Έγνεψε προς την κατεύθυνση της μπροστινής πόρτας. Ω, μα και βέβαια, είχε τεράστιο πρόβλημα, γιατί μπαίνοντας σ’ αυτό το σπίτι μαζί του είχε πάει δυο χρόνια πίσω συναισθηματικά. Πώς ήταν δυνατόν να μην τη βασανίζει το γεγονός ότι βρισκόταν σ’ ένα σπίτι που λάτρευε, μ’ έναν άντρα που δεν μπορούσε να ξεχάσει κι ένα μωρό που θα σκότωνε για ν’ αποκτήσει; Σταύρωσε τα χέρια και προέταξε το γοφό της. «Και ο Τζεφ; Είναι ο πατέρας του Κόρι.» «Μπορεί αυτό να το ξεχνάει πού και πού, μα σήμερα έχει πάει με τον Γκόρντον σ’ ένα παιχνίδι για πατέρες και γιους.» Ξεφύσηξε. Ο Άντριου είχε κολλήσει με το μωρό, άρα και εκείνη το ίδιο. Δε σκόπευε να της δώσει τον Κόρι και δεν μπορούσε να τους παρατήσει και να γυρίσει στο Λονδίνο. Άλλωστε, ήταν μόνο μέχρι τις εφτά. Θ’ άντεχε να μείνει εδώ με τον Άντριου για –κοίταξε το ρολόι της– τέσσερις ώρες. Θα το άντεχε, ήταν σίγουρη. Ή μήπως όχι;
Κεφάλαιο Έξι Δεν άργησε να στήσει το πάρκο στην κύρια κρεβατοκάμαρα και να μεταφέρει εκεί το μωρό. Κάποια στιγμή, ο Άντριου είχε ψιθυρίσει κάτι για ένα τηλεφώνημα και είχε αφήσει τη Μισέλ να τον τακτοποιήσει μόνη της. Καθώς τα λεπτά περνούσαν, εκείνη χάζευε τον Κόρι. Λαχταρούσε να γίνει μητέρα, ν’ αποκτήσει δικό της μωρό. Η μυρωδιά του νεογέννητου ήταν χαραγμένη τόσο βαθιά στη μνήμη της, που αρκούσε να κλείσει τα μάτια για να νιώσει τη βρεφική τρυφεράδα, τόσο απτή, που της σφιγγόταν ο λαιμός. Ένα απαλό αεράκι πέρασε από τις μισάνοιχτες συρόμενες πόρτες ανεμίζοντας τις κουρτίνες και αγκαλιάζοντάς τη σαν φίλος που προσφέρει παρηγοριά. Την άγγιξε απαλά σαν χάδι και έσβησε. Όμως η αγωνία πως μπορεί να μην έκανε ποτέ της παιδιά είχε ριζώσει για τα καλά μέσα της. Έστρωσε με το χέρι της τα απαλά μαλλιά του Κόρι. Το μωρό και ο αδελφός του ήταν πολύ σημαντικοί για εκείνη. Υποπτευόταν πως θα βίωνε τη μητρότητα μόνο μέσα από τα ανίψια του πρώην συζύγου της. Μια και η σκέψη της στράφηκε στον πρώην σύζυγό της, έπρεπε να τον αντιμετωπίσει, και μάλιστα χωρίς τον Κόρι για ασπίδα. Απέφευγε να κατέβει κάτω. Δεν ήθελε να μείνει μόνη με τον Άντριου. Δεν ήταν σίγουρη πως είχε το συναισθηματικό σθένος να μείνει σ’ αυτό το σπίτι μαζί του μετά από τα σημερινά πλήγματα. Εκείνον δεν φαινόταν να τον ενοχλεί που την τελευταία φορά που βρέθηκαν μαζί σ’ αυτό το σπίτι ήταν παντρεμένοι. Οι αναμνήσεις την έκαναν να νιώθει άβολα. Συγκεντρώνοντας το κουράγιο της, πήρε την ενδοεπικοινωνία και κατέβηκε τη σκάλα συναντώντας τον στη μεγάλη μοντέρνα κουζίνα. Ήταν γερμένος στην κεντρική νησίδα με τα χέρια στο στήθος και κοίταζε την πόρτα σαν να την περίμενε να βρει τα κότσια να κατέβει. «Κοιμάται ακόμα;» Ο Άντριου ξεδίπλωσε τα χέρια και στάθηκε όρθιος καθώς εκείνη μπήκε στην κουζίνα. Η Μισέλ ένευσε. «Θα κοιμάται για καμιά ώρα ακόμα. Πάντα ξυπνάει κατά τις πέντε.» Ο Άντριου έδειξε το μεγάλο ψυγείο αμερικανικού τύπου. «Να σου βάλω κάτι να πιεις;» Ακούμπησε την ενδοεπικοινωνία στον πλησιέστερο πάγκο. «Ένα ποτήρι νερό, ευχαριστώ.» Η ματιά της τον ακολούθησε καθώς πήρε ένα ποτήρι από το ντουλάπι και το τοποθέτησε στην παροχή του ψυγείου. Μπορούσε να το κάνει αυτό. Να το παίξει άνετη. Της έδωσε το ποτήρι. «Πρέπει να είναι κρύο. Το γέμισα με φιλτραρισμένο νερό το πρωί.» Πήρε το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά δροσερό νερό. «Ευχαριστώ.» Ένιωθαν και οι δύο τόσο άβολα… Πώς λαχταρούσε να σπάσει αυτό τον τοίχο ευγενείας… Άφησε το νερό να κυλήσει στο λαρύγγι της, ικανοποιώντας τη δίψα της. Όταν άνοιξε τα μάτια, ο Άντριου την κοίταζε μ’ ένα μάλλον πρωτόγονο βλέμμα. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. «Θέλεις κι άλλο νερό;» ρώτησε ο Άντριου με φωνή πιο μπάσα απ’ όσο συνήθως. Καθάρισε το λαιμό του.
Η Μισέλ άφησε κάτω το ποτήρι. Όχι, αν ήταν να την κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. «Όχι, ευχαριστώ.» Πίεσε τον εαυτό της για ένα χαμόγελο καθώς εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει, με έκφραση τόσο προσεκτικά συγκρατημένη που την τρόμαζε. «Έχω λίγη δουλειά στο αυτοκίνητο που καλό θα ήταν να προχωρήσω.» Έδειξε με τον αντίχειρα πίσω από την πλάτη της και υποχώρησε προς την πόρτα της κουζίνας. «Μπορείς να επιστρέψεις στις ασχολίες σου. Θα έχω εγώ το νου μου στον Κόρι.» «Προτιμώ να μείνω μαζί σου.» Αιφνιδιασμένη, έκοψε το βήμα της στα μισά. Τι συνέβαινε με τον καινούργιο, άμεσο Άντριου; «Μπορούμε να καθίσουμε στη βεράντα και να μου πεις τι σ’ έκανε να κλάψεις.» Το έκανε ν’ ακούγεται αθώο, μα στην πραγματικότητα ήταν πολύ επικίνδυνο να μοιράζεται τα προβλήματα και τις στενοχώριες της μαζί του. Κοίταξε τα γκριζογάλανα μάτια του. Αν δεν ήταν προσεκτική, θα έχανε για άλλη μια φορά τον εαυτό της. Γιατί δυσκολευόταν τόσο πολύ να ξεκόψει οριστικά απ’ αυτό τον άνθρωπο; Ήρθε κοντά της, τα χέρια του καυτά καθώς έσφιγγαν τα δικά της. «Μισέλ, μπορείς να μου μιλήσεις.» Λύγισε τα γόνατα και έσκυψε το κεφάλι ώστε να φέρει τα μάτια του στο ίδιο ύψος με τα δικά της. «Άλλωστε» χαμογέλασε διαβολικά «το παιχνίδι χάθηκε. Ξέρω πως ο Ράιαν είναι εξάδελφός σου και πως ζει στο Λος Άντζελες.» Η Μισέλ παραήταν ζαλισμένη από το πλησίασμά του ώστε να προσέξει τα λόγια του. Για δύο εκατοστά, τα χείλη τους θ’ αγγίζονταν. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε νιώσει το στόμα του στο δικό της, τα χέρια του να ταξιδεύουν στο κορμί της, να την κάνουν να νιώθει πως ήταν η μοναδική γυναίκα που ποθούσε. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που είχε βυθιστεί στην έκσταση – «Μισέλ;» Τινάχτηκε, τράβηξε τα χέρια της και προσπάθησε να μη δείχνει ένοχη καθώς έκανε πίσω, βάζοντας τη νησίδα ανάμεσά τους. «Δε χρειάζεται να δείχνεις τόσο ένοχη.» Την ακολούθησε σταματώντας λίγα εκατοστά μακριά της. «Υπέθεσα πως ήταν εραστής σου. Και ξέρεις τι λένε για τις υποθέσεις.» Αν και ένιωθε ευγνώμων που ο Άντριου δεν είχε μαντέψει τι σκεφτόταν, η Μισέλ δεν μπορούσε να βγάλει τα χείλη του από το μυαλό της. «Γελοιοποιείς τον εαυτό σου κι εμένα.» Η φωνή της ήταν ένας ξέπνοος ψίθυρος ακόμα και στα δικά της αυτιά. Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα της από την αισθησιακή καμπύλη των χειλιών του. «Πρέπει να σταματήσεις να με κοιτάζεις έτσι.» Τα μάτια της τινάχτηκαν πάνω. «Εσύ φταις. Πλησιάζεις υπερβολικά. Δεν μπορώ να σκεφτώ.» Το πλούσιο αρρενωπό γέλιο του γέμισε την κουζίνα και ανέβασε στα ύψη τους παλμούς της Μισέλ. «Αυτό ίσως είναι καλό» είπε εκείνος, με τη φωνή τραχιά καθώς έγερνε ακόμα πιο κοντά. «Σκέφτεσαι υπερβολικά πολύ.» Αυτή η υπέροχη τραχύτητα στη φωνή του την έκανε να λιώσει κι όταν το στόμα του κάλυψε το δικό της πιέστηκε πάνω του, με τα χείλη μισάνοιχτα – πρόθυμα. Σκόπευε να τον σπρώξει μακριά, μα, όταν σήκωσε τα χέρια, τα δάχτυλά της ακούμπησαν το ελαφρώς αξύριστο δέρμα του και πήρε το πρόσωπό του στις παλάμες της, απολαμβάνοντας το φιλί που βάθαινε. Αυτό ήταν που της έλειπε, που δεν μπορούσε να ξεχάσει. Αυτή η πληρότητα – όταν τη φιλούσε,
ένιωθε πως όλα ήταν δυνατά. Όμως αυτό δεν ίσχυε. Δεν μπορούσε να έχει τον Άντριου χωρίς να προδώσει τα όνειρά της. Και δεν μπορούσε να εκπληρώσει τα όνειρά της αν δεν τον ξεχνούσε. Και τίποτα από τα δύο δε θα γινόταν πραγματικότητα αν συνέχιζε να τον φιλάει σαν να τον χρειαζόταν περισσότερο κι από το οξυγόνο. Τα μάτια της άνοιξαν ορθάνοιχτα την ίδια στιγμή που το μυαλό της προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Αποτράβηξε τα χείλη της, κι η αναπνοή της ήταν ακανόνιστη σαν τη δική του καθώς το βλέμμα της βυθιζόταν στα μάτια του που είχαν σκουρύνει από επιθυμία. Την κοίταξε και εκείνος, με το βλέμμα του εξεταστικό. Αυτή δεν ήταν πράξη λογικής γυναίκας. Ήταν ο λάθος άντρας, κι όμως, ήταν ο μόνος που ήθελε να φιλήσει. Τα μωρουδιακά γουργουρητά διαπέρασαν επιτέλους τον εγκέφαλό της, μια ακόμα υπόμνηση πως δεν μπορούσε να έχει τον Άντριου. «Ο Κόρι ξύπνησε» κατάφερε να πει. Εκείνος κοίταξε την ενδοεπικοινωνία σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Μετά την ελευθέρωσε κι η φυγή έμοιαζε πολύ δελεαστική. *** Ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του που την είχε αφήσει να φύγει. Δε σκόπευε να το επιτρέψει να συμβεί ξανά. Κρίνοντας από την έκφρασή της μετά το φιλί, σκόπευε να πάρει τον Κόρι και να τρέξει στο σπίτι της, στο Λονδίνο. Ο ίδιος σκόπευε να φροντίσει να μη συμβεί τίποτα τέτοιο. Είχε πει ψέματα πως δεν τον ήθελε. Το έδειχνε καθαρά η ανταπόκρισή της στο φιλί του και σκόπευε να μάθει ακριβώς πού πατούσαν. Ποτέ δεν είχε κρύψει το γεγονός πως την ήθελε πίσω. Ούτε μία φορά μετά τον τελευταίο μεγάλο καβγά, όταν εκείνη τον εγκατέλειψε. Ούτε όταν πίεσε τον εαυτό του να υπογράψει το διαζύγιο υποκινούμενος από λανθάνοντα αλτρουισμό. Ούτε τα περασμένα Χριστούγεννα, όταν την έβλεπε να συζητάει με την αδελφή του, με το κολονάτο ποτήρι στα χέρια, τα μάτια της ν’ αστράφτουν από το γέλιο και τη σαμπάνια, μ’ αυτό το υπέροχο στόμα που έμοιαζε έτοιμο να φιληθεί. Και δε σκόπευε ούτε τώρα να κρύψει τα συναισθήματά του. Η αλήθεια ήταν πως δεν του άρεσε καθόλου η εργένικη ζωή. Δεν του άρεσε να μη γυρίζει σπίτι στη Μισέλ. Παρά τα όσα πίστευε εκείνη, δεν είχε βγει ραντεβού μετά το διαζύγιο. Τα επαγγελματικά δείπνα δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να βαφτιστούν ραντεβού και είχε προ πολλού διαβολοστείλει τους καλοθελητές φίλους του με τα προξενιά τους. Εκείνη ήταν η μόνη γυναίκα που ήθελε και σκόπευε να της το πει. Τα απαλά βήματά της στις σκάλες τον ειδοποίησαν για την επιστροφή της. Όπως είχε μαντέψει, ο Κόρι βρισκόταν στο καθισματάκι του και η βρεφική τσάντα ήταν περασμένη στον ώμο της. «Μη νομίζεις πως θα σ’ αφήσω να πάρεις τον Κόρι» της είπε από το σημείο που στεκόταν ακριβώς κάτω από τις σκάλες. Η Μισέλ σταμάτησε στα μισά, στρέφοντας το βλέμμα οπουδήποτε αλλού εκτός από κείνον. «Καλύτερα να τον πάρω μαζί μου. Έτσι η Γκάμπι δε θα χρειαστεί να οδηγήσει μέχρι εδώ για να τον πάρει.» «Ήρθε ως εδώ για να τον αφήσει. Ας κάνει τον κόπο να έρθει να τον πάρει.» Αυτό ακούστηκε
κακιασμένο ακόμα και στα δικά του αυτιά. Το ίδιο πρέπει να σκέφτηκε και η Μισέλ γιατί του έριξε ένα τσουχτερό βλέμμα καθώς κατέβαινε. «Είμαι σίγουρη πως αυτό σου φαίνεται απόλυτα αποδεκτό.» Σταμάτησε στο τελευταίο σκαλί μπροστά του. «Συγγνώμη…» Περιεργάστηκε τα μάτια της που άστραφταν από θυμό και έπνιξε την παρόρμηση να μπλέξει τα χέρια του σ’ αυτές τις υπέροχες μπούκλες και να συνεχίσει απ’ το σημείο που είχαν μείνει. Συγκράτησε την παρόρμηση και τα λόγια του. «Θα προτιμούσα να μείνει εδώ ο Κόρι.» Εκείνη δίστασε. Η εσωτερική πάλη της φαινόταν καθαρά. Ο Άντριου έλπιζε να επιλέξει να μείνει. *** Τα αποφασιστικά μάτια στο χρώμα του κασσίτερου την κοίταζαν διαπεραστικά. Η Μισέλ ύψωσε λίγο ακόμα το πιγούνι. Γιατί συμφώνησε να έρθει εδώ; Τώρα ένιωθε υποχρεωμένη να μείνει για χάρη του μωρού, που κούρνιαζε αναπαυτικά στο καθισματάκι του αυτοκινήτου. «Εντάξει.» Πέρασε δίπλα του και άφησε κάτω το καθισματάκι. «Αλλά θα πρέπει να θέσουμε μερικούς κανόνες.» «Τέλεια» είπε καθώς εκείνη ξέδενε τον Κόρι και τον έβγαζε από το καθισματάκι. «Κανόνες.» «Ας τους αποκαλέσουμε πρωτόκολλο διαζευγμένων» συνέχισε εκείνη καθώς μετέφερε τον Κόρι στην κουζίνα, με τον Άντριου ν’ ακολουθεί με τη βρεφική τσάντα. Ο Κόρι άρχισε να δυσφορεί. Μάλλον πεινούσε μετά τον υπνάκο του. «Θα τον κρατήσεις μέχρι να ετοιμάσω το μπιμπερό;» Η Μισέλ άπλωσε τα χέρια να του δώσει το μωρό κι απογοητεύτηκε όταν εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. «Θα ετοιμάσω εγώ το μπιμπερό.» Άρπαξε την τσάντα κι άρχισε να ψάχνει. Η Μισέλ τον κοίταξε με στενεμένα μάτια κρατώντας τον Κόρι στην αγκαλιά της. Τα απαλά, μαύρα μαλλιά του γαργαλούσαν τη μύτη της ενώ το άρωμα βρεφικού σαμπουάν και πούδρας γέμιζε τα ρουθούνια της. Έτριψε το μάγουλό της στα μαλλιά του και αναστέναξε. Πώς ήταν δυνατόν να μην αποζητά κανείς την απόλαυση ενός μωρού στην αγκαλιά του; Την πλημμύρισε εκνευρισμός στην απόρριψη του Άντριου. «Κανόνας πρώτος» είπε με σφιγμένα χείλη. «Όχι φιλιά.» Ο Άντριου σταμάτησε να ψάχνει στην τσάντα για μπιμπερό. Άνοιξε το ψυγείο και βρήκε αυτό που είχε ετοιμάσει ήδη η Γκάμπι. Κάρφωσε το βλέμμα στο δικό της – λίγο ξαφνιασμένος. Ωραία – είχε τραβήξει την προσοχή του. «Όταν λες “όχι φιλιά”, τι ακριβώς εννοείς; Η Μισέλ παραήταν ενοχλημένη με τον Άντριου για ν’ απολαύσει το συντετριμμένο του βλέμμα. «Μη βάζεις τα χείλη σου στα δικά μου.» «Χμ...» Γύρισε να ζεστάνει το γάλα του μωρού. Ωραία, το έπαιρνε καλά. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να διατυπώσει συγκεκριμένους κανόνες για να τους ακολουθήσουν. Πριν καλά καλά το καταλάβει, ο Άντριου θα ήταν παρελθόν. Θα είχε πίσω τη ζωή της και θα είχε κάνει ένα βήμα προς την εκπλήρωση των ονείρων της.
«Κανόνας δεύτερος. Δεν πλησιάζουμε σε απόσταση αναπνοής.» «Χμ…» μούγκρισε εκείνος από απέναντι με την πλάτη γυρισμένη έτσι ώστε δεν έβλεπε την έκφρασή του. «Τρίτον, επιτρέπονται μόνο επαγγελματικά τηλέφωνα. Όχι προσωπικά.» Οι φαρδιές πλάτες έτρεμαν. Γελούσε; Ο Άντριου καθάρισε το λαιμό του. «Όχι τηλεφωνήματα. Κατάλαβα» είπε χωρίς ίχνος γέλιου στη φωνή του. «Τέταρτον, όχι δώρα. Πέμπτον, όχι αγγίγματα.» Ο Άντριου γύρισε προς το μέρος της με σηκωμένα τα φρύδια. «Τίποτα άλλο;» Της έτεινε το μπιμπερό. «Δεν είμαι σίγουρη.» Η Μισέλ το πήρε κι έσταξε λίγο να δοκιμάσει τη θερμοκρασία, ευχαριστημένη με το μεγαλοφυές σχέδιό της. «Το αφήνω ανοιχτό. Μόλις σκεφτώ κάποιον καινούργιο κανόνα, θα σε ενημερώσω.» Φίλησε το παχουλό μαγουλάκι του Κόρι και βγήκε σεινάμενη κουνάμενη στην ξύλινη βεράντα. Το μόνο που κατέστρεψε την έξοδό της ήταν το βαθύ αρρενωπό γέλιο του Άντριου. Διόλου περιέργως, την ακολούθησε έξω. Κάθισε στο τραπεζάκι κάτω από την κρεμ ομπρέλα, προφυλαγμένη από τον ήλιο, και άρχισε να ταΐζει τον Κόρι. Ένα απαλό αεράκι ανέμιζε στα μαλλιά της καθώς παρακολουθούσε τον Άντριου να έρχεται δίπλα της. Έσκυψε δίπλα στην καρέκλα της, έγειρε πέντε έξι εκατοστά προς το μέρος της για να δώσει ακόμα πιο οικείο τόνο στη βαθιά, γουργουριστή φωνή του. «Έχω και εγώ μερικούς κανόνες.» Η Μισέλ ξεροκατάπιε. Θα ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο νόμιζε. «Παραβιάζεις το δεύτερο κανόνα.» «Αλήθεια;» Ήταν τόσο κοντά, που το στομάχι της σφίχτηκε. Ήθελε να βυθιστεί σ’ αυτά τα υπέροχα μάτια. «Έθεσες πέντε κανόνες. Θέλω κι εγώ πέντε.» «Θέλεις;» Τι περιορισμούς θα μπορούσε να θέσει εκείνος; Ήταν εντελώς αθώα. Αν κρατούσε την απόστασή του, όλα θα πήγαιναν καλά. «Κανόνας έκτος» ξεκίνησε, με το βλέμμα του να σαρώνει το πρόσωπό της. «Σταμάτα να με κοιτάζεις σαν να θέλεις να γλείψεις κρέμα από πάνω μου.» Το τολμηρό σχόλιο έκοψε την ανάσα της Μισέλ. Σφίχτηκε ολόκληρη στην ανάμνηση αυτής της πράξης. Πριν προλάβει να συνέλθει, εκείνος συνέχισε. «Κανόνας έβδομος. Απαγορεύονται τα σέξι χαμηλοκάβαλα παντελόνια που όταν σκύβεις φαίνεται το εσώρουχό σου.» Αυτό ήταν. Η Μισέλ άρχισε να τραυλίζει. Το πρόσωπό της φούντωσε μ’ ένα χρώμα που δεν οφειλόταν ούτε κατά διάνοια στον ήλιο. «Κανόνας όγδοος» συνέχισε εκείνος, λες και δεν κόντευε ήδη να πεθάνει απ’ την ντροπή της. «Μην αφήνεις κάτω τα μαλλιά σου. Μου έρχεται να βάλω τα χέρια μου μέσα τους. »Κανόνας ένατος. Όχι μαύρα φορεματάκια – με κάνουν να θέλω να σε γδύσω.» Η φωνή του αντηχούσε βαθιά μέσα της μέχρι που κάθε νεύρο του κορμιού της λύθηκε, τα σωθικά της έλιωσαν, ένας τρεμουλιαστός αναστεναγμός τής ξέφυγε. «Κανόνας δέκατος, τέρμα τα δάκρυα.» Δεν έμοιαζε να είχε προσέξει πως εκείνη είχε γίνει ήδη
σκόνη. «Πρήζονται τα χείλη σου και μου έρχεται να τα φιλήσω.» Σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε την καρέκλα από ξύλο σφένδαμου απέναντί της, με τα γόνατά του ν’ αγγίζουν τα δικά της καθώς καθόταν. Προφανώς, ο πέμπτος κανόνας δε σήμαινε τίποτα για εκείνον. *** Ο Άντριου κατά βάθος περνούσε υπέροχα. Δε φανταζόταν πως οι κανόνες θα ήταν τόσο διασκεδαστικοί. Κι ακόμα πιο διασκεδαστικό ήταν να τους παραβιάζει. «Προς ενημέρωσή σου» είπε η Μισέλ χαμηλόφωνα, καλύπτοντας τα αυτιά του μωρού όσο εκείνο κρατούσε το μπιμπερό του κι έπινε, «φόρεσα ζώνη για να μη φαίνεται το…» Σταμάτησε, αδυνατώντας να πει τη λέξη «στριγκάκι». Ο Άντριου πήρε μια ουδέτερη έκφραση. Η Μισέλ δε θα εκτιμούσε ιδιαίτερα το γέλιο του. «Αυτό το πράγμα.» Κούνησε το κεφάλι, διατηρώντας τη σοβαρότητά του. «Δεν έπιασε.» Ξεφύσηξε εκνευρισμένα. «Μπορούμε ν’ αλλάξουμε θέμα;» Ήταν να την πιεις στο ποτήρι. Καθόταν μπροστά του με τα μάγουλα ξαναμμένα, με τον απογευματινό ήλιο να χρυσίζει τα μαλλιά της και να κάνει την μπλούζα της διάφανη. Δεν του έκανε καρδιά να της το πει. Η αλήθεια ήταν πως ο Κόρι έκρυβε τα καλύτερα σημεία. Η Μισέλ κρατούσε το μωρό σφιχτά και εκείνο κούρνιαζε στην αγκαλιά της λες και ήξερε πως θα το προστάτευε με τη ζωή της. Με κάθε ανοιγοκλείσιμο του ματιού τα βλέφαρα έμεναν χαμηλωμένα για όλο και μεγαλύτερο διάστημα. Ο Άντριου ένιωσε αλλόκοτα παρακολουθώντας τη να φροντίζει τον ανιψιό του. «Εντάξει» συγκατατέθηκε. «Τι θέλεις να συζητήσουμε;» Η ματιά που του έριξε πάνω από το κεφάλι του μωρού έλεγε: οτιδήποτε εκτός από το τωρινό θέμα. Η Μισέλ πήρε το μπουκάλι από τα χέρια του Κόρι και τον σήκωσε στον ώμο της. Ένα μόνο χτυπηματάκι στην πλάτη προκάλεσε ένα γιγάντιο ρέψιμο που έκανε τη Μισέλ να γελάσει. «Καλό παιδί.» Ο λαιμός του Άντριου έκλεισε. Η σκηνή τον άγγιξε σ’ ένα σημείο που δεν είχε ξεγυμνώσει ποτέ. Όταν η Μισέλ κοίταξε προς το μέρος του, προσπάθησε να φορέσει το χαμόγελο που παίρνουν οι ενήλικοι μπροστά σ’ ένα χαριτωμένο μωράκι, μα του βγήκε κάτι σαν γκριμάτσα. Η Μισέλ δάγκωσε το χείλος της για να μην ξεστομίσει τη γνώμη της για εκείνον. Τον κοίταξε με οίκτο κι έστρεψε την προσοχή της στο περιβολάκι που είχε ξεκινήσει παλιά, και που πλέον το φρόντιζε ένας κηπουρός. Τέλεια – η γκριμάτσα του ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την πεποίθηση της Μισέλ ότι μισούσε τα παιδιά. «Η Γκάμπι ανέφερε κάποιο είδος οικογενειακής τραγωδίας» είπε ο Άντριου, διακόπτοντας την αμήχανη σιωπή ανάμεσά τους. Κοίταξε τα πόδια του Κόρι, φωλιασμένα στο στομάχι της. Πρόσεξε πως για μια ακόμα φορά εκείνη έστρεφε το βλέμμα οπουδήποτε εκτός από πάνω του. «Περισσότερο άσχημα νέα παρά τραγωδία.» Έστρωσε με το χέρι τα μαλλιά του μωρού, αρνούμενη να κοιτάξει τον Άντριου. Δεν μπορούσε να την αφήσει να πιστεύει πως αντιπαθούσε τα παιδιά. Δεν ήταν καθόλου
αλήθεια. «Δε μισώ τα παιδιά.» Πώς θα την έπειθε πως ήταν ιδανικοί ο ένας για τον άλλον αν ξεπερνούσαν αυτό το πράγμα; «Δε σου φαίνεται.» Κουράστηκε να μιλάει στην κορυφή του κεφαλιού της και στο προφίλ της. «Κοίταξέ με.» Γιατί ήταν τόσο περίπλοκη η ζωή; Και γιατί ήταν τόσο δύσκολο να ξεπεράσει τα τραύματα της παιδικής ηλικίας; Όταν επιτέλους σήκωσε το κεφάλι και συνάντησε το βλέμμα του, αυτό που αντίκρισε τον έκανε να αισθανθεί ντροπή και ταπείνωση. Ανείπωτη λαχτάρα και συντετριμμένα όνειρα του ανταπέδιδαν το βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή ο Άντριου συνειδητοποίησε πως έπρεπε να παλέψει με όλη τη δύναμή του για να την κερδίσει, κι αν ήταν ειλικρινής, δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε με τη λαχτάρα που είχε εκείνη να γίνει μητέρα. «Λατρεύω τον Κόρι και τον Γκόρντον.» Έπιασε το χλιαρό πλέον, μισογεμάτο μπουκάλι μπίρας στο τραπεζάκι. Ήθελε να απασχολήσει κάπως τα χέρια του, γιατί ξεκινούσε ένα θέμα που τον έκανε να νιώθει πως πατάει σε αναμμένα κάρβουνα. «Γιατί αρνήθηκες να τον κρατήσεις πριν;» Του έριξε το δικηγορίστικο βλέμμα της. Έμοιαζε έτοιμη να τον τραβήξει από το γιακά και να του πει με ύφος δικαστή: Είστε δειλός, κύριε. Και θα είχε δίκιο. «Πετρώνω όταν τον παίρνω στην αγκαλιά μου.» Η ομολογία του ξάφνιασε και τον ίδιο. Σήκωσε με δυσπιστία το φρύδι. «Μα τον κράτησες χθες.» Ήταν ανάγκη να δείχνει τόσο επικριτική; Εκ μέρους ολόκληρης της ανθρωπότητας, ήταν βαθιά ευγνώμων που εκείνη δεν ήταν δημόσια κατήγορος. Πριν το καταλάβει, του ξέφυγε άλλη μια ομολογία. «Ήταν πρόφαση για να σε αγγίξω.» Δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται. Τα είχε κάνει θάλασσα. Στο μεταξύ, ο Κόρι είχε βυθιστεί σε τόσο βαθύ ύπνο, που τα ροχαλητά του έφταναν ως τον Άντριου. Και πάλι, ένιωσε το ίδιο πρωτόγνωρο σφίξιμο όπως όταν είδε τον Κόρι στα προστατευτικά χέρια της Μισέλ. «Θα βάλω τον Κόρι στο πάρκο του.» Σηκώθηκε, ξαφνιάζοντάς τον με την απότομη αλλαγή θέματος. Περίμενε ατσαλωμένος τις άμεσες ερωτήσεις που συνήθιζε η Μισέλ. Όταν δεν έγιναν, ένιωσε μαζί ματαίωση και ανακούφιση. «Θα είναι πιο άνετα εκεί.» Ο Άντριου μάντεψε πως αυτό που εννοούσε πραγματικά η Μισέλ ήταν πως εκείνη θα ένιωθε πιο άνετα μακριά από αυτόν και τις αξιοθρήνητες εξομολογήσεις του.
Κεφάλαιο Επτά Χριστέ μου! Αυτό θα πει νοκ-άουτ. Η Μισέλ δεν ήξερε πώς κατάφερε να φτάσει από την ξύλινη βεράντα στην κύρια κρεβατοκάμαρα με τόσο ασταθή γόνατα. Ποτέ στο διάστημα της γνωριμίας τους δε θυμόταν να είναι τόσο ευθύς ο Άντριου. Την τρόμαζε. Μόλις άφησε τον Κόρι στο πάρκο, εκείνος έβαλε τον αντίχειρα στο στόμα. Τον σκέπασε με μια ελαφριά παιδική κουβερτούλα και προσπάθησε να μη νιώθει θλίψη. Μια μέρα θα φρόντιζε το δικό της μωρό. Τουλάχιστον, αυτό ευχόταν. Θα είχε καλύτερη εικόνα μετά το επόμενο ραντεβού της με τη Δρα Νέχταν αυτή τη βδομάδα. Δίσταζε να ξαναπάει κοντά στον Άντριου. Ένας Θεός ήξερε τι άλλο θα ξεστόμιζε. Κάποιες στιγμές την είχε σοκάρει σε σημείο εμφράγματος. Τουλάχιστον πριν είχε ασπίδα τον Κόρι και το θυμό της. Τώρα ένιωθε παράξενα γυμνή. Όταν ο Άντριου ομολόγησε πως πέτρωνε όταν κρατούσε τον Κόρι, συγκρατήθηκε και δε ρώτησε το λόγο. Υποπτευόταν πως η απάντηση δε θα της άρεσε καθόλου. Τα λεπτά περνούσαν καθώς η Μισέλ χάζευε τον Κόρι να κοιμάται. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο. Ο Άντριου θα καταλάβαινε πως κρυβόταν. Κοίταξε το ρολόι της, διαπιστώνοντας έκπληκτη πως ήταν ήδη πεντέμισι. Ίσως αν προσφερόταν να ετοιμάσει κάτι για δείπνο ν’ απέφευγαν τις επικίνδυνες συζητήσεις. Όταν η Μισέλ έφτασε στην κουζίνα, δεν ήταν σίγουρη πως δεν είχε εξαντλήσει την αποφασιστικότητά της ν’ αντισταθεί στον Άντριου. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν… να μην τον κοιτάζει. Κράτησε την ανάσα της. Μπορούσε να τα καταφέρει. Λίγη ώρα έμενε ακόμα. Ο Άντριου κοίταξε πάνω από την πλάτη του καθώς εκείνη σταμάτησε στη μέση της μεγάλης κουζίνας. «Σκέφτηκα ότι ίσως πεινάς» είπε, γυρίζοντας προς το ανοιχτό ψυγείο. «Λέω να ετοιμάσουμε κάτι να φάμε.» Ο δικέφαλός του τσιτώθηκε καθώς κρατούσε ανοιχτή την πόρτα του ψυγείου, σφίγγοντας το μανίκι της λευκής μπλούζας του. Γιατί είχε θεωρήσει καλή ιδέα την ετοιμασία του δείπνου με τον Άντριου; Έκανε και την πιο κοινότοπη οικιακή ενασχόληση να μοιάζει αισθησιακή. Η ιδέα ότι θα έτρωγε μαζί του έσφιξε το στομάχι της τόσο πολύ, που της φαινόταν πως δε θα μπορούσε να φάει ποτέ ξανά. «Δεν πεινάω.» Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του τζιν πριν ενδώσει στον πειρασμό να τα απλώσει στα αντρίκεια μπράτσα του. «Εσύ φάε κάτι όμως. Λέω να δουλέψω λίγο.» Οτιδήποτε για να βάλει λίγη απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνον και την έλξη που υπέβοσκε ανάμεσά τους. «Ούτε εγώ πεινάω.» Πήρε μια παγωμένη μπίρα από το ψυγείο. «Μπορείς να μείνεις εδώ και να μου μιλήσεις για την οικογενειακή κρίση σας.» Πήρε ένα ποτήρι από το ντουλάπι, το γέμισε κρύο νερό και το άφησε στον πάγκο μπροστά της. «Δε σου προσφέρω μπίρα, ξέρω πως την απεχθάνεσαι.» Η πρόσκληση έμοιαζε άκακη. Η Μισέλ κάθισε σ’ ένα σκαμνί στο τραπέζι του πρωινού κι άρχισε
να παίζει με το ποτήρι της. Θα τα κατάφερνε. Δεν έβλαπτε σε τίποτα να μιλήσουν. «Σήμερα το πρωί έμαθα πως ο θείος μου έπαθε έμφραγμα.» Το χέρι που έφερνε το μπουκάλι στο στόμα σταμάτησε στα μισά. «Είναι εντάξει;» «Σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση, διέφυγε τον κίνδυνο, μα είναι ακόμα στην εντατική.» Η Μισέλ άρχισε να χαλαρώνει καθώς μιλούσε στον Άντριου για το θείο της, το βραβευμένο σκηνοθέτη. Του μίλησε για τις ταινίες που είχε σκηνοθετήσει ο θείος Μπράντεν. Η Μισέλ χαμογέλασε όταν ο Άντριου έδειξε αρκούντως εντυπωσιασμένος. Δεν παραξενεύτηκε που δεν είχε ακουστά τον Μπράντεν Τζέιμς. Ο θείος Μπράντεν σκηνοθετούσε κυρίως ρομαντικές και εφηβικές κωμωδίες. Κανένα από αυτά τα είδη δεν ενδιέφερε τον Άντριου. Ως εργασιομανής, έτρεφε ελάχιστο ενδιαφέρον για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Όταν ήταν μαζί, η Μισέλ το έβρισκε διασκεδαστικό. Συνήθιζε να τον πειράζει γιατί έδειχνε να μη γνωρίζει καν τις διασημότητες. Ήταν ξεκαρδιστικό, καθώς ήταν κι ο ίδιος διασημότητα όταν γνωρίστηκαν. Είχε ισχυριστεί πως ήταν χάσιμο χρόνου να κάθεσαι ακίνητος τόση ώρα χαζεύοντας την οθόνη. Από την αδυναμία του ν’ αναγνωρίσει τον Ράιαν μάντευε πως ακόμα προτιμούσε να αξιοποιεί τον ελεύθερο χρόνο του ασχολούμενος με την αναρρίχηση, το ράγκμπι, και διάφορες άλλες αθλητικές δραστηριότητες. Η σκέψη των «άλλων» αθλητικών δραστηριοτήτων έκανε τη Μισέλ να κοιτάξει αλλού, φοβούμενη πως εκείνος θα διάβαζε τη σκέψη της. «Για να καταλάβω» είπε ο Άντριου εγκαταλείποντας την μπίρα του. Είχε πιει μόνο μια γουλιά και όση ώρα μιλούσαν εκείνος απλώς μαδούσε την ετικέτα. «Ο εξάδελφός σου, ο ημίγυμνος Ράιαν, είναι ο Ράιαν Τζέιμς, ο ηθοποιός δράσης που έχω ακουστά;» Η Μισέλ γέλασε και ένευσε. «Αυτός είναι. Βέβαια, είναι πολύ πιο γνωστός στην Αμερική απ’ ό,τι εδώ.» Ο Άντριου άπλωσε το χέρι, έπιασε ένα τσουλούφι της και το έστρωσε με τα δάχτυλα πριν τα σύρει στο μάγουλό της. Το άγγιγμά του έστειλε μέσα της ένα κύμα έξαψης και έμεινε να τον κοιτάζει αποχαυνωμένη όταν της είπε: «Θα μπορούσα να ακούω το γέλιο σου για όλη την υπόλοιπη ζωή μου.» Έμεινε ασάλευτη, μαγνητισμένη από το άγγιγμά του. Η ατμόσφαιρα έβραζε καθώς τα λόγια του αιωρήθηκαν ανάμεσά τους. «Άντριου.» Δεν μπορούσε ούτε το όνομά του να προφέρει. «Χμ;» Τα μάτια του κρατούσαν τα δικά της αιχμάλωτα. «Παραβιάζεις τον πέμπτο κανόνα.» «Αλήθεια;» Έγειρε πιο κοντά. «Θύμισέ μου. Ποιος κανόνας ήταν αυτός;» «Όχι αγγίγματα.» «Και αυτός εδώ;» ρώτησε λίγα εκατοστά από το στόμα της. Ποιος φανταζόταν πως το αμυδρό άρωμα μπίρας στην ανάσα ενός άντρα θα ήταν αφροδισιακό; «Ο δεύτερος» ψιθύρισε με την καρδιά της να βροντοχτυπά και μια φλέβα να πάλλεται στο λαιμό της. Η αναπνοή της πιάστηκε και βγήκε ακανόνιστη. «Άντριου!» φώναξε μια γυναικεία φωνή από το διάδρομο. «Πού είσαι;»
Η Μισέλ τινάχτηκε απότομα. Αν δεν την έπιανε εκείνος, θα είχε πέσει στο πάτωμα. Η Γκάμπι μπήκε στην κουζίνα. «Ώστε εδώ είσαι! Είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν ήταν κανείς στο σπίτι.» Αν είχε προσέξει κάτι, δεν το έδειξε. «Κοιμάται ο Κόρι;» Η Μισέλ ένευσε, μην έχοντας εμπιστοσύνη στη φωνή της. «Ξύπνησε μια φορά, μα κοιμήθηκε πίνοντας γάλα.» Από την απάντηση του Άντριου θα πίστευε κανείς πως δεν είχε λόγο να ντρέπεται. «Τέλεια.» Άρπαξε το ποτήρι της Μισέλ, το γέμισε με νερό από το ψυγείο και το ήπιε μονορούφι. «Έτρεχα σαν τρελή γιατί δεν ήξερα πώς θα τα έβγαζε πέρα ο Άντριου με το μωρό.» Το βλέμμα της πήγε από τη Μισέλ στον Άντριου και πάλι πίσω. Ένα μικροσκοπικό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της καθώς άφηνε το ποτήρι στο νεροχύτη. «Πάω να πάρω τον Κόρι.» Προχώρησε ως την πόρτα. «Μην ξεχάσεις το πάρτι της επετείου των γονιών μας το επόμενο Σαββατοκύριακο. Η μαμά είναι σίγουρη πως θα προσπαθήσεις να το αποφύγεις. Της υποσχέθηκα να φροντίσω να εμφανιστείς. Μην την απογοητεύσεις λοιπόν.» «Δε θα τολμούσα να ξεφύγω από αυτό το βασανιστήριο.» Η ειρωνεία του Άντριου έμοιαζε να μην αγγίζει την αδελφή του. Όταν η Γκάμπι ξέφυγε από το βλέμμα του, γύρισε και έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο στη Μισέλ και της έκανε το σήμα της νίκης πίσω από την πλάτη του. «Θα σε βοηθήσω.» Η Μισέλ έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Άντριου για να βεβαιωθεί πως δεν είδε τα καμώματα της αδελφής του, κατέβηκε άτσαλα από το ψηλό σκαμνί, άρπαξε τη βρεφική τσάντα και έτρεξε πίσω από την Γκάμπι. Την πρόλαβε στη φαρδιά σκάλα. «Θέλω να σου μιλήσω. Τι ήταν αυτό το χθεσινό κόλπο;» «Νομίζω ότι κάτι διέκοψα» γουργούρισε η Γκάμπι μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, σκουντώντας τη Μισέλ στα πλευρά. Σκαρφάλωναν τις σκάλες δίπλα δίπλα και η Μισέλ δεν μπορούσε να κρύψει το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. «Το πρόβλημά σου είναι πως είσαι ρομαντική» είπε στην Γκάμπι, ελπίζοντας να μην προσέξει η μικρή αδελφή του Άντριου πως το λαχάνιασμά της δεν είχε σχέση με τα σκαλιά. «Δεν μπορείς να δεχτείς πως εγώ κι ο Άντριου τελειώσαμε για τα καλά.» «Αλήθεια;» Η Γκάμπι σήκωσε με προσοχή το γιο της κρατώντας τον σφιχτά. «Δεν είμαι η μόνη ρομαντική εδώ μέσα, γλυκιά μου.» Ακούμπησε απαλά το κεφάλι του κοιμισμένου Κόρι στον ώμο της. «Σε παρακαλώ...» Η Μισέλ δίπλωσε την κουβερτούλα κρατώντας το κεφάλι χαμηλά για να μη βλέπει η Γκάμπι το πρόσωπό της. «Αλήθεια; Τότε πες μου, με πόσους άντρες έχεις βγει ραντεβού μετά το διαζύγιο;» Το στόμα της Μισέλ ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές. «Με αδικείς. Μετά από μια τόσο τραυματική εμπειρία πώς ν’ αντέξω να ξαναμπλέξω;» Προσπάθησε να σβήσει από τη μνήμη της το καυτό φιλί που μοιράστηκε με τον Άντριου, γνωρίζοντας καλά πως, αν δεν ερχόταν η Γκάμπι, τώρα θα συνέχιζαν τα ίδια. «Μου προκάλεσε αποστροφή για τους άντρες.» Η Γκάμπι έβγαλε ένα σκανταλιάρικο γελάκι. «Εννοείς δε σου άφησε μάτια γι’ άλλους άντρες.» «Σταμάτα.» Η Μισέλ έπνιξε το γελάκι που της προκαλούσε το σκανταλιάρικο χαμόγελο της Γκάμπι. «Θα νομίζει πως μιλάμε για κείνον.»
«Αυτό κάνουμε» ψιθύρισε η Γκάμπι, με το χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό της. «Είσαι σε άρνηση, κορίτσι μου. Μόλις βρεθεί κάποιος στο ίδιο δωμάτιο μ’ εσάς τους δύο, καταλαβαίνει πως κάτι υπάρχει ανάμεσά σας. Νομίζω πως τον αγαπάς.» «Ξέχνα το, Γκάμπι.» Η Μισέλ ξέστησε το πάρκο του Κόρι με την άνεση που χαρίζει η πείρα. «Ο Άντριου και εγώ χωρίσαμε. Δεν πρόκειται να ξανασμίξουμε ποτέ. Πρέπει να το δεχτείς αυτό.» Η Μισέλ αγριοκοίταξε την Γκάμπι. «Θέλουμε διαφορετικά πράγματα. Είτε τον αγαπώ είτε όχι, έχουμε τελειώσει. Σταμάτα ν’ ανακατεύεσαι λοιπόν.» «Τον αγαπάς ακόμα;» Η Μισέλ κοκάλωσε όπως έσκυβε να πιάσει την τσάντα του Κόρι. Η ερώτηση ήταν σαν γροθιά στο στομάχι – οδυνηρή και σοκαριστική. Ποτέ δεν είχε πάψει ν’ αγαπάει τον Άντριου, αλλά, αν το παραδεχόταν, θα ενθάρρυνε την Γκάμπι να συνεχίσει τις ίντριγκες. «Όχι. Μάλιστα, ένα κομμάτι μου τον μισεί.» Η Γκάμπι πήρε την τιγκαρισμένη βρεφική τσάντα από τα χέρια της Μισέλ και την πέρασε στον ώμο. Κοίταξε με νόημα το αριστερό χέρι της Μισέλ. «Τότε γιατί φοράς ακόμα το δαχτυλίδι του;» *** Ο Άντριου παρακολουθούσε καθώς η Μισέλ έκανε αναστροφή και έφευγε σπινάροντας στο δρόμο. Έτρεχε να ξεφύγει από κείνον, κι αυτή τη φορά την άφησε. Υπήρχαν και όρια στην ανθρώπινη αντοχή. Η Γκάμπι τον χαιρέτησε ξέγνοιαστα και έφυγε επίσης. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του τζιν και αγριοκοίταξε τα ξυπόλυτα πόδια του. Η Μισέλ τού έστελνε τα πιο μπερδεμένα σινιάλα που είχε λάβει ποτέ. Τη μια στιγμή ανταπέδιδε το φιλί του με κομμένη την ανάσα και την επόμενη έτρεχε στην πόρτα. Ήταν ωραίο να την έχει πάλι στην αγκαλιά του, ν’ ακούει το γέλιο της. Πού θα έφταναν αν δεν τους διέκοπτε η Γκάμπι; Κόντευε να τρελαθεί από επιθυμία. Έκλεισε την πόρτα και ξαναγύρισε στην κουζίνα. Καθώς περπατούσε στο άδειο σπίτι, τα βήματά του αντηχούσαν τη μοναξιά του. Χωρίς τη Μισέλ το μεγάλο σπίτι ήταν ψυχρό και άψυχο. Γιατί στην ευχή το κρατούσε ακόμα; Ήταν χτισμένο για θαλπωρή και παιδικά γέλια. Ένα σπίτι για οικογένεια. Για να μοιραστείς αγάπη. Έπρεπε να το είχε πουλήσει πολύ καιρό πριν. Ο Άντριου σταμάτησε στο κατώφλι της κουζίνας. Η συσκευή της ενδοεπικοινωνίας στεκόταν στον πάγκο, εκεί πού την είχε αφήσει η Μισέλ, με τα φώτα να ανοιγοκλείνουν περιφρονητικά. Άπλωσε το χέρι και την έκλεισε, μα τα λόγια της Μισέλ έμειναν χαραγμένα μέσα του. Δε θα ξανασμίξουμε ποτέ… Ένα κομμάτι μου τον μισεί. *** Μπορεί να είχε ενορχηστρώσει μια βιαστική υποχώρηση, μα η επιθυμία της Μισέλ για τον Άντριου την παγίδευε περισσότερο από ποτέ. Γιατί να μην προφασιστεί κάποια δικαιολογία όταν της τηλεφώνησε ζητώντας τη βοήθειά της; Θα γλίτωνε από πολλά προβλήματα. Βυθιζόταν σε μια δίνη όταν βρισκόταν με τον Άντριου, ένα μέρος όπου δεν υπήρχε κανένας
άλλος εκτός από τους δυο τους. Τίποτα δεν είχε σημασία εκτός από την ένταση που υπέβοσκε ανάμεσά τους. Ήταν τρέλα. Δυστυχώς, τα συναισθήματά της την μπέρδευαν και την κρατούσαν αλυσοδεμένη κοντά στον Άντριου. Όλα όσα ήθελε ήταν συνδεδεμένα μαζί του. Τη διέλυε το γεγονός πως εκείνος δεν ήθελε παιδιά και δεν της εξηγούσε το λόγο. Είχε δικαίωμα να μάθει και θα τον ρωτούσε την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε. Αυτή τη φορά, δε θα του επέτρεπε να ξεφύγει από τις ερωτήσεις της. Δε θα του επέτρεπε να τη φιλήσει και να την κάνει άνω κάτω αφήνοντάς την πάλι στο σκοτάδι. Τα μάτια της έπεσαν στα χέρια της στο τιμόνι. Τα πέντε διαμάντια την κοίταζαν επικριτικά. Είχε πει στην Γκάμπι πως η πλατινένια βέρα είχε σφηνώσει και δεν είχε ασχοληθεί να πάει να της τη βγάλουν. Ήταν αλήθεια, είχε πάρει λίγο βάρος από τότε που χώρισε με τον Άντριου, μα όχι τόσο που να μην μπορεί να βγάλει τη βέρα με σαπούνι και λίγο τράβηγμα. Ποτέ δεν είχε αναλύσει τους λόγους που τη φορούσε ακόμα. Στην αρχή, έλεγε στον εαυτό της πως έδειχνε στους άντρες πως δεν ήταν διαθέσιμη. Δεν ήταν έτοιμη να βγει ραντεβού και βγάζοντας τη βέρα ένιωθε σαν να έχανε ένα κομμάτι του εαυτού της, έτσι αποφάσισε πως ήταν η τέλεια ασπίδα απέναντι στους άντρες. Αργότερα, είχε συνηθίσει τόσο πολύ το διαμαντένιο δαχτυλίδι, που είχε γίνει κομμάτι του εαυτού της. Τώρα που το ανέφερε η Γκάμπι, αναρωτιόταν και η ίδια γιατί φορούσε ακόμα τη βέρα της. Ο Άντριου δε φορούσε τη δική του. Έβαλε το χέρι πάνω στο σφιγμένο στήθος της, προσπαθώντας να διώξει τον πόνο. Ο λαιμός της σφίχτηκε, και πάλεψε να ανασάνει για να μη λιποθυμήσει. Ήταν επώδυνη η σκέψη πως ο Άντριου είχε πετάξει με ευκολία το σύμβολο της αγάπης και της δέσμευσης, ειδικά όταν εκείνη δυσκολευόταν τόσο πολύ να κάνει το ίδιο. Τώρα αναγκαζόταν να ομολογήσει στον εαυτό της πως δεν ήταν έτοιμη να αποχωριστεί το μοναδικό στοιχείο που μαρτυρούσε την αγάπη που κάποτε μοιραζόταν με τον Άντριου – την αγάπη που δεν μπορούσε ακόμα να ξεχάσει. Ναι, εκείνη είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στο γάμο τους. Όμως, ειλικρινά, περίμενε πως ο Άντριου θα ενέδιδε στο μοναδικό όρο που του έθεσε, και θα συμφωνούσε να κάνουν παιδιά. Είχε γίνει κομμάτια όταν συνειδητοποίησε πως εκείνος συμφώνησε στο διαζύγιο και υπέγραψε τα χαρτιά χωρίς κανένα δισταγμό. Μετά ήταν πολύ αργά να κάνει πίσω, έτσι διατήρησε την αξιοπρέπειά της και το άφησε να συμβεί. Από εκείνη την ημέρα μόνος σύντροφός της στο κρεβάτι ήταν η θλίψη. Τώρα ο Άντριου είχε επιστρέψει παίζοντας ένα παιχνίδι με κανόνες που γνώριζε μόνο ο ίδιος. Η Μισέλ κατέβασε το αριστερό χέρι από το στήθος της και κοίταξε το μεσαίο της δάχτυλο. Το σφίξιμο στο στήθος δεν υποχώρησε. Μανουβράρισε τα χέρια στο τιμόνι και άρχισε να παλεύει να το βγάλει. Τα διαμάντια με το τελειότερο κόψιμο στον κόσμο αρνήθηκαν να βγουν. Τράβηξε ξανά, βάζοντας όση περισσότερη δύναμη μπορούσε χωρίς ν’ αφήσει το τιμόνι από τα χέρια της. Το δεξί χέρι γλίστρησε και χτύπησε στο παράθυρο. «Άουτς!» Έτριψε τις αρθρώσεις στο μηρό της και αγριοκοίταξε το προσβλητικό αντικείμενο καθώς το χέρι της είχε μουδιάσει από τον πόνο. Τα διαμάντια άστραψαν κομψά, εξεζητημένα και προκλητικά. Σίγουρα ο Άντριου δεν είχε δυσκολευτεί να βγάλει τη δική του βέρα.
Έσφιξε το τιμόνι και έτριξε τα δόντια στη σκέψη. Γιατί ήταν τόσο εύκολο για εκείνον; Γιατί να της ζητήσει να τον παντρευτεί αφού ήξερε πως δεν ήθελε παιδιά; Τι είδους άντρας θα έκανε κάτι τέτοιο; Σκόπευε να το μάθει. Ήταν καιρός να της δώσει μια εξήγηση. Μετά θα έβγαζε τη βέρα ακόμα κι αν χρειαζόταν να την κόψει πάνω στο δάχτυλό της. Η Μισέλ έκανε αναστροφή και γύρισε προς το Σλίπερς Χιλ. Είχε βαρεθεί να παίζει παιχνίδια, είχε βαρεθεί τις εικασίες. Ο Άντριου έπρεπε να δώσει εξηγήσεις. Πάτησε απότομα φρένο συνειδητοποιώντας κάτι φρικτό. Είχε αφήσει τη συσκευή ενδοεπικοινωνίας στην κουζίνα όταν ακολούθησε την Γκάμπι. Τσεκάροντας καθυστερημένα τον πίσω καθρέφτη, ανακουφίστηκε που είδε το δρόμο άδειο. Έσφιξε το τιμόνι με αγωνία. Γιατί δεν το είχε προσέξει; Η καρδιά της βούλιαξε. Ολόκληρο το σώμα της φλογίστηκε τόσο πολύ από ντροπή, που ούτε το ερκοντίσιον του αυτοκινήτου δεν τη βοήθησε να κατεβάσει θερμοκρασία. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά. Ο Άντριου είχε ακούσει κάθε λέξη που είχε ανταλλάξει με την Γκάμπι.
Κεφάλαιο Οκτώ Η πόρτα άνοιξε πριν χτυπήσει. «Με άκουσες, σωστά;» Ένας μυς τινάχτηκε στο σαγόνι του Άντριου κι άκουσε τα δόντια του να τρίζουν. «Εσύ τι νομίζεις;» Ότι ήταν καλύτερα να τρέξει στο αυτοκίνητο και ν’ απομακρυνθεί αμέσως. Έπρεπε να επιστρέψει στο Λονδίνο αντί να κάνει κύκλους επί δύο ώρες και μετά να γυρίσει εδώ. «Μπορώ να περάσω;» Πίεσε τον εαυτό της να μη ζαρώσει μπροστά στο παγερό βλέμμα του. Της έκοψε την είσοδο. «Γιατί γύρισες;» Τα μάτια του στένεψαν και εκείνη πρόσεξε στο χέρι του το μισογεμάτο ποτήρι κεχριμπαρένιου υγρού που έμοιαζε ύποπτα με ουίσκι. «Ήθελα να σου μιλήσω.» «Άκουσα όλα όσα είχες να πεις χάρη στην ενδοεπικοινωνία.» Αυτό την έτσουξε. Πέρασε μπροστά, ρουφώντας τη μύτη της. «Είσαι μεθυσμένος;» Γέλασε άκεφα. «Αυτόν το σκοπό είχα πριν έρθεις. Τι θέλεις;» Η κοφτή ερώτηση και το παγωμένο βλέμμα του σκόρπισαν το κουράγιο της. «Ίσως δεν είναι η καλύτερη στιγμή για τη συζήτηση που είχα στο μυαλό μου. Ίσως πρέπει να περιμένω…» «Ωραία.» Η πόρτα έκλεισε με τόση δύναμη, που η Μισέλ έσκυψε ενστικτωδώς. Το στόμα της άνοιξε από έκπληξη και το έκλεισε εκνευρισμένη. Ο Άντριου τής είχε κλείσει την πόρτα στα μούτρα. Η αντίδρασή του δεν ήταν καλός οιωνός για μελλοντικές συζητήσεις. Δε θυμόταν τα λόγια της ακριβώς, μα ήταν αρκετά για να κάνουν τον Άντριου έξαλλο. Αμφιταλαντεύτηκε για λίγο και μετά έσπρωξε την πόρτα, ανακουφισμένη που τη βρήκε ξεκλείδωτη. Βρήκε τον Άντριου στο σαλόνι, μ’ ένα μισοάδειο μπουκάλι ουίσκι στο τραπεζάκι μπροστά του και το ποτήρι του γεμισμένο. «Ακόμα εδώ είσαι;» Σήκωσε το ποτήρι κι ήπιε μια γερή γουλιά. «Δεν το έπιασες ακόμα; Δε σε θέλω εδώ.» «Το κατάλαβα όταν μου έκλεισες την πόρτα στα μούτρα.» Διέσχισε το δωμάτιο και κάθισε στον καναπέ απέναντί του. Εκείνος την αγριοκοίταξε, και η αγριεμένη όψη του της φάνηκε τρομακτική. Με κάποια δυσκολία, κατάφερε να μην αποστρέψει το βλέμμα. «Λυπάμαι που άκουσες αυτή τη συζήτηση.» Εκείνος κοίταξε στο παράθυρο και το βλέμμα της ακολούθησε το δικό του. Έξω φαινόταν το αυτοκίνητό της, κι αυτός ήταν ο λόγος που της άνοιξε πριν χτυπήσει. «Μην ανησυχείς, μωρό μου. Τώρα ξέρω πού πατάω. Δε φαντάζομαι να είχες τα κότσια να μου πεις κατάμουτρα πως με μισείς.» Μόρφασε. «Εγώ…» Τολμούσε να το πει; «Δε σε μισώ.» «Το σίγουρο είναι πως δε μ’ αγαπάς.» Γύρισε το κεφάλι του, καρφώνοντάς τη μ’ ένα βλέμμα όλο κατηγορία. «Γιατί μου επέτρεψες να πιστέψω πως είχα ελπίδες να σε ξανακερδίσω; Γιατί έβγαλες αυτούς τους προκλητικούς κανόνες που είχαν σκοπό να με τρελάνουν; “Μη βάζεις τα χείλη
σου στα δικά μου”» τη μιμήθηκε. «Έχεις ιδέα πόσα σημεία αφήνει στη φαντασία αυτή η δήλωση; Κόντεψα να τρελαθώ και μόνο που το σκεφτόμουν.» Άρχισε να τρέμει καθώς το μυαλό της γέμισε καυτές εικόνες. Η αναπνοή της πιάστηκε. «Ίσως ήταν κακή ιδέα να γυρίσω πίσω.» «Δε φαντάζεσαι πόσο.» Άδειασε το ποτήρι και το βρόντηξε δίπλα στο μπουκάλι. Όταν τα μάτια του έπεσαν στα χέρια της, συνειδητοποίησε πως έπαιζε με τη βέρα της. Περίμενε να τη ρωτήσει γιατί τη φορούσε ακόμα, μα εκείνος δε μίλησε. «Πες ό,τι έχεις να πεις και μετά τελειώσαμε.» Η Μισέλ δείλιασε μπροστά στην οριστικότητα της βαθιάς φωνής του. Γιατί να τη ρωτήσει για τη βέρα, άλλωστε; Δεν είχε ενδιαφερθεί δυο χρόνια τώρα, κι άλλωστε την άκουσε να λέει στην Γκάμπι πως είχε σφηνώσει. Κοίταξε το μπουκάλι. «Δε σε είχα δει να πίνεις σκληρά ποτά.» Ξαναγέμισε το ποτήρι. «Αυτό ήθελες να μου πεις;» Το αναπόφευκτο του οριστικού χωρισμού τους έκανε το κουράγιο της να ξαναγυρίσει. «Ήρθα να σε ρωτήσω γιατί δε θέλεις παιδιά.» Κοίταξε τα χέρια της, πλέκοντάς τα μεταξύ τους. «Κατόπιν ωριμότερης σκέψης, θεωρώ ότι η επιλογή του χρόνου ήταν μάλλον άκαιρη.» Εκείνος κατάπιε, μορφάζοντας. «Ή μάλλον ιδανική.» Συνάντησε το θυμωμένο βλέμμα του. «Δηλαδή;» «Αν πιστεύεις πως το αλκοόλ κάνει τη γλώσσα να λύνεται, δε θα μπορούσες να διαλέξεις καλύτερη στιγμή.» Έγειρε ν’ ακουμπήσει στο μπράτσο του καναπέ, κοιτάζοντάς την. «Τώρα που τα έχω κοπανήσει, ποιος ξέρει τι θα ξεράσω;» Η Μισέλ αναλογίστηκε τα λόγια του για μια στιγμή. Ίσως ήταν πράγματι καλύτερα με τον Άντριου πιωμένο, ειδικά όταν επρόκειτο για ένα θέμα από το οποίο έτρεχε πάντα να ξεφύγει. Τον κοίταξε εξεταστικά –το κοφτερό βλέμμα του, τη νοημοσύνη στα βάθη των ματιών του– και συνειδητοποίησε πως, ακόμα και πιωμένος, είχε πλήρη επίγνωση. Δε θα της έλεγε κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε αργότερα. Έστω κι έτσι, χρειαζόταν μια εξήγηση για να μπορέσει να προχωρήσει η ζωή της. «Γιατί είσαι τόσο εναντίον των παιδιών;» «Δεν είμαι εναντίον των παιδιών. Για τους άλλους, είναι μια χαρά.» «Άντριου.» Έκανε μια γκριμάτσα κι άφησε κάτω το ποτήρι, σαν να μην άντεχε να βάλει άλλο ποτό στο στόμα του. Πέρασε τα χέρια μέσα από τα μαλλιά, ξεφυσώντας. Μέσα από τα μαύρα τσουλούφια πετάγονταν οι φλέβες στις ράχες των χεριών. «Αν σου πω, θα φύγεις;» Η καρδιά της Μισέλ λίγο έλειψε να σταματήσει. Μετά από τόσο καιρό, επιτέλους ο Άντριου θα της μιλούσε. Καταλάβαινε τι εννοούσε ο κόσμος όταν έλεγε «περιμένω με κομμένη την ανάσα». Δεν τολμούσε ούτε ν’ ανασάνει. «Ναι.» «Όταν ήμουν στην ηλικία του Γκόρντον, είχα έναν αδελφό.» Φάνηκε να ξανασκέφτεται το εγκαταλειμμένο ουίσκι και άπλωσε το χέρι να το πιάσει, καθαρίζοντας το λαιμό του. Η αγωνία της Μισέλ εντάθηκε όταν εκείνος δε συνέχισε. «Αυτό είναι όλο;» Δεν ήπιε ούτε απάντησε. Απλώς κρατούσε το ποτήρι χαζεύοντας το κεχριμπαρένιο υγρό σαν να
έβλεπε μέσα του όλες τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Χαμογέλασε άκεφα. «Μακάρι να ήταν.» «Άντριου, η αγωνία με πεθαίνει.» «Τον έλεγαν Τζόσουα. Ο Κόρι μού τον θυμίζει απίστευτα – μέχρι και στο μασούλημα του αντίχειρα.» Η Μισέλ κυριεύτηκε από τρόμο. Ένα κρύο ρίγος την περιέλουσε στο άκουσμα του παρατατικού «τον έλεγαν». «Τι συνέβη;» Τα μάτια του κοίταξαν τα δικά της για μια φευγαλέα στιγμή, οι αρθρώσεις του άσπρες καθώς έσφιγγε το ποτήρι. «Αρρώστησε στην αρχή των καλοκαιρινών διακοπών. Ένα πρωί ξύπνησε και δε φαινόταν καλά. Ακούγεται περίεργο που το πρόσεξε αυτό ένας οχτάχρονος, μα συνήθως έσκαγε ένα τεράστιο χαμόγελο μόλις με έβλεπε. Εκείνη τη μέρα δε χαμογέλασε και κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Του έκανα διάφορα κόλπα για να γελάσει. Κρυβόμουν πίσω από την κούνια του και πεταγόμουν έξω ουρλιάζοντας. Ο Τζόσουα γελούσε μέχρι που του κοβόταν η ανάσα.» Η Μισέλ σκέπασε το στόμα με παγωμένα δάχτυλα. «Γιατί δεν το είχες αναφέρει; Η Γκάμπι δε μου είπε ποτέ λέξη.» Αυτή τη φορά, όταν το ασημένιο βλέμμα του Άντριου συνάντησε το δικό της, είδε τις πληγές – ανοιχτές και ματωμένες. Πληγές που έκρυβε από τον κόσμο μέχρι τώρα. «Δεν είναι κάτι που συζητάμε.» Άφησε κάτω το ποτήρι, σηκώθηκε και περπάτησε ως το παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο. «Εκείνη τη μέρα ήταν δύστροπος. Δεν μπορούσα να τον κάνω να χαμογελάσει. Η μαμά κατέληξε να τον έχει συνέχεια αγκαλιά – ούρλιαζε όποτε τον άφηνε στην κούνια. Θυμάμαι που τηλεφώνησε στον μπαμπά να έρθει σπίτι. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση, φώναζε στο τηλέφωνο πως ο Τζος ψηνόταν από πυρετό.» Κοιτάζοντάς τον, η καρδιά της γέμισε θλίψη. Πρέπει να ήταν τρομακτική εμπειρία για ένα μικρό αγόρι. Ο Άντριου στεκόταν σφιγμένος στην άλλη άκρη του δωματίου, με το κεφάλι ριγμένο πίσω, να κοιτάζει το ταβάνι λες και έκρυβε την απάντηση στη θλίψη του. Νιώθοντας την ανάγκη να τον παρηγορήσει, η Μισέλ στάθηκε πίσω του, έγειρε ελαφρά πάνω του, ακούμπησε το πρόσωπο στους σφιγμένους μυς της πλάτης του και τύλιξε τα χέρια γύρω από τη γυμνασμένη μέση του. Έκλεισε τα μάτια, αδυνατώντας να μιλήσει, και τον περίμενε να συνεχίσει. Ένιωσε τα χέρια του να σκεπάζουν τα δικά της, τα δάχτυλά του εξίσου παγωμένα. «Συνέχιζε να τσιρίζει διαπεραστικά» συνέχισε ο Άντριου, σαν να του είχε δώσει δύναμη να ξαναζήσει την τραγωδία. «Η μαμά δεν οδηγούσε και μου φάνηκε πως πέρασαν αιώνες μέχρι να έρθει ο μπαμπάς να τους πάει στο γιατρό. Δεν πρέπει ν’ άργησε να έρθει, μα το κλάμα δε σταματούσε κι ένιωθα πως το άκουγα μέρες.» Έσκυψε το κεφάλι, έσφιξε τα χέρια της κάτω από τα δικά του. Τον αγκάλιασε πιο σφιχτά. «Ο γιατρός τον έστειλε αμέσως στο νοσοκομείο. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον αδελφό μου.» Η Μισέλ κράτησε τα χέρια της σφιχτά τυλιγμένα γύρω του. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της ποτίζοντας το λευκό μπλουζάκι του. «Η Γη σταμάτησε να γυρίζει όταν οι γονείς μου είπαν σ’ εμένα και στην Γκάμπι ότι ο Τζος είχε πεθάνει από μηνιγγοκοκκική σηψαιμία.» Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να χρειαζόταν τη δύναμη. Η Μισέλ κρατούσε τον Άντριου και τον περίμενε να συνεχίσει. Ευχόταν να μπορούσε ν’ ανακουφίσει τη θλίψη που φανέρωναν τα λόγια του.
«Το κορμάκι του καταβλήθηκε τόσο πολύ από την αρρώστια, που λίγες ώρες μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο σταμάτησε ν’ αναπνέει. Ήταν εννέα μηνών.» Η καρδιά της ράγισε για το αδικοχαμένο μωρό, για το μικρό αγοράκι που ήταν τότε ο Άντριου, για χίλιους λόγους. Μα το πιο συντριπτικό ήταν η γνώση πως, όταν θα έφευγε απόψε, θ’ άφηνε τον Άντριου για τα καλά. Τώρα καταλάβαινε. Δεν ήταν ότι ο Άντριου δεν ήθελε παιδιά. Φοβόταν την απώλεια. Και η ειρωνεία ήταν πως, αν έκανε παιδί μαζί της, κινδύνευε στ’ αλήθεια να το χάσει. Αυτό ήταν το τέλος, αλλιώς θα κατέληγε να μισεί ο ένας τον άλλον όπως οι γονείς της, κι αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει. «Ο Κόρι είναι σχεδόν εννέα μηνών» είπε, αναγνωρίζοντας το λόγο που ο Άντριου ένιωθε μεγαλύτερη νευρικότητα με τον Κόρι παρά με τον Γκόρντον. «Και πεθαίνω από το φόβο μου.» Η οργή αντηχούσε στη φωνή του. Αιφνιδιάστηκε όταν ξαφνικά γύρισε να την κοιτάξει. Σοκαρίστηκε βλέποντας τα δάκρυα στα μάτια του για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν βυθίσει τα χέρια του στα μαλλιά της και τη φιλήσει. Τα χείλη του, καυτά και οργισμένα, πίεσαν τα δικά της με καταπιεσμένη ένταση. Την ελευθέρωσε ξαφνικά, όπως την είχε αρπάξει. «Δεν αντέχω ούτε φυτό ν’ αγοράσω χωρίς να φοβάμαι ότι μπορεί να πεθάνει.» Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του τζιν. Εκείνη κοίταξε τα μαύρα γένια που φύτρωναν στο σαγόνι του και θυμήθηκε την αίσθησή τους στις παλάμες της. Μακριές βλεφαρίδες πλαισίωναν τα βασανισμένα μάτια του. Τα γκριζογάλανα βάθη αντανακλούσαν τη θλίψη στην ψυχή του. Το στήθος της σφίχτηκε από συμπόνια. Ευχόταν να μπορούσε να διώξει τον πόνο του. «Τώρα που ξέρεις γιατί δε θέλω παιδιά, μπορείς να φύγεις.» Η παγερή φωνή διέκοψε τις σκέψεις της. Εκείνος γύρισε και βγήκε από το σκοτεινό δωμάτιο χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Η Μισέλ άκουσε τα βήματά του λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Ανέβαινε τις σκάλες λες και έτρεχε να ξεφύγει από τους δαίμονες της κόλασης. Για μια υπέροχη στιγμή είχε βρεθεί εκεί που λαχταρούσε – στην αγκαλιά του Άντριου. Δυστυχώς, η αγκαλιά του δεν αποτελούσε πια επιλογή – όχι μετά από όσα άκουσε. Γέλασε άκεφα. Είχε γυρίσει για να πάρει απαντήσεις ώστε να μπορέσει να φύγει, μα οι απαντήσεις την έκαναν να λαχταράει να μείνει. *** Ο Άντριου την άκουσε να πλησιάζει την κύρια κρεβατοκάμαρα ένα δευτερόλεπτο πριν η Μισέλ πει: «Είχα και εγώ έναν αδελφό.» Η ψιθυριστή φωνή της είχε μια χροιά που τον έκανε να ξεχάσει πως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι τους παλεύοντας με τους δαίμονες του παρελθόντος. Άνοιξε τα μάτια και είδε τη Μισέλ να στέκεται στην πόρτα, με τα μάτια να γυαλίζουν και τα μαλλιά ανακατεμένα. Έγειρε στο κούφωμα, με το σώμα της να διαγράφεται στο αχνό φως του διαδρόμου. Έμοιαζε με φαντασίωση. Ήταν δέκα η ώρα και ο βρετανικός θερινός ήλιος έδυε, αφήνοντας το σπίτι στο ημίφως. Ο Άντριου δεν είχε μπει στον κόπο ν’ ανάψει φώτα. Έμοιαζε ταιριαστό να έχει το σπίτι τη σκοτεινιά της ψυχής του.
Κι άλλο μυστικό. Αυτό ήταν το δεύτερο. Πόσα ακόμα του έκρυβε; «Ένας εξάδελφος κι ένας αδελφός για τους οποίους δεν ήξερα τίποτα. Δε μιλούσαμε καθόλου;» Η Μισέλ κινήθηκε στο δωμάτιο με την άνεση που χαρίζει η οικειότητα και κάθισε στην άλλη πλευρά του κρεβατιού – την πλευρά που κάποτε ήταν δική της. «Και εγώ αναρωτιέμαι το ίδιο και, δυστυχώς, συμπεραίνω πως όχι.» Έβγαλε τα παπούτσια και ξάπλωσε πλάι του, στην άκρη του κρεβατιού. Το κορμί του Άντριου ζωντάνεψε. Ήταν κακή ιδέα να ξαπλώσει η Μισέλ δίπλα του, μα εκείνη δε φάνηκε να προσέχει τίποτα, και ένιωσε ανακούφιση που τουλάχιστον τα φώτα ήταν σβηστά. Έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι σε στάση παρόμοια με τη δική του. Όταν ανέβασε τα πόδια στο κρεβάτι και λύγισε τα γόνατα, λίγο έλειψε να βογκήξει. Τον τρέλαινε αυτή η στάση. «Πέθανε πριν γεννηθεί.» Η φωνή της ήταν απαλή και υπερβολικά αισθησιακή για να μπορέσει να συγκρατηθεί. Ήταν καλύτερα να συγκεντρωθεί στη συζήτηση. «Η Ντι απέβαλε;» «Κατά κάποιον τρόπο.» Η βραχνάδα στη φωνή της οφειλόταν στα δάκρυα, συνειδητοποίησε ο Άντριου. Ήταν κόπανος που είχε φερθεί με αντρικό οπορτουνισμό. «Είχε πρόωρο τοκετό όταν ήταν πέντε μηνών έγκυος.» Για λίγα λεπτά, ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι ανάσες τους και το αυτοκίνητο ενός γείτονα που γύριζε σπίτι. Το δροσερό αεράκι έκανε την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας να κυματίσει. Κι εκείνη ήξερε πώς ήταν να χάνεις έναν αδελφό. Προσπαθούσε να μοιραστεί τη θλίψη της μαζί του και εκείνος μετάνιωσε που δεν της είχε μιλήσει νωρίτερα για τον Τζόσουα. «Ήταν μεγαλύτερος ή μικρότερος;» Η Μισέλ έπαιζε με το στρίφωμα της μπλούζας της με το ένα χέρι, ενώ το άλλο ήταν διπλωμένο πίσω από το κεφάλι της επιτρέποντας στην μπλούζα να σηκωθεί και ν’ αφήσει να φανεί το σφιχτό στομάχι της. Έπνιξε την παρόρμηση ν’ απλώσει το χέρι στο απαλό, μαυρισμένο δέρμα. «Δέκα χρόνια μικρότερος.» Γύρισε το κεφάλι στο μαξιλάρι και τον κοίταξε. Καθώς δεν είχαν ανάψει τα φώτα, η όρασή του είχε προσαρμοστεί στο ημίφως. Την έβλεπε καθαρά, διέκρινε τα δάκρυα στα μάτια της. Η απόσταση ανάμεσά τους ήταν ένα μέτρο και κάτι. Ο Άντριου λαχταρούσε να την καλύψει, μα πίεσε τον εαυτό του να μείνει ακίνητος. «Πρέπει να ήταν δύσκολο.» «Όχι τόσο όσο να βλέπω την οικογένειά μου να διαλύεται.» «Τι συνέβη;» «Ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να το αντέξει και η μαμά έπαθε νευρικό κλονισμό. Εγώ πήγα να μείνω στο Λος Άντζελες, στους θείους μου.» Έστρεψε το βλέμμα στο ταβάνι. «Πέρασαν τρία χρόνια μέχρι να συνέλθει αρκετά ώστε να με πάρει πίσω. Ως τότε ο πατέρας μου την είχε εγκαταλείψει και δε θέλησε να με ξαναδεί ποτέ.» Η φωνή της έσπασε. Ο Άντριου έγινε έξαλλος. Ήθελε να βρει αυτό τον άνθρωπο και να τον κάνει να πληρώσει που πλήγωσε τη Μισέλ. Μα, αφού δεν μπορούσε να το κάνει αυτή τη στιγμή, άπλωσε τα χέρια και την τράβηξε κοντά του. Καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του χαϊδεύοντας τα μαλλιά της όσο εκείνη έκλαιγε, υποσχέθηκε στον εαυτό του ν’ αρχίσει να ψάχνει τον πατέρα της αύριο πρωί πρωί. «Δεν το αξίζει, μωρό μου.» Σήκωσε το πιγούνι της και την κοίταξε στα μάτια. «Εκείνος χάνει. Τα κατάφερες
μια χαρά και χωρίς εκείνον. Δεν τον χρειάζεσαι.» Ένα δάκρυ έπεσε στο χέρι του. «Το ξέρω.» Ρούφηξε τη μύτη της. «Αλλά με πληγώνει που δεν του ήμουν αρκετή. Γιατί δε μ’ αγαπούσε όπως τον Τρίσταν;» «Δεν ξέρω.» Έθαψε το πρόσωπό της στο λαιμό του, με το δέρμα της καυτό πάνω στο δικό του. Κάθε εκατοστό του κορμιού της τον τρέλαινε. Ευχόταν να μπορούσε να την κρατήσει εκεί, να την προστατεύσει από τον κόσμο. Μα αυτό ήταν τρέλα, απόρροια της υπερβολικής ποσότητας αλκοόλ στο αίμα του. «Γιατί οι άντρες που αγαπώ μ’ εγκαταλείπουν;» Η απεγνωσμένη ερώτηση ήταν ψυχρολουσία για τον Άντριου. Έσβησε τη συμπόνια απ’ το μυαλό του. Πριν, ήθελε να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να διώξει τον πόνο της. Μόνο που είχε ξεχάσει πως οφειλόταν και σ’ εκείνον. Πρέπει να τον ένιωσε να τσιτώνεται γιατί σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε με τα μάτια διάπλατα, το πρόσωπο ξαναμμένο. «Δεν μπορώ να σου απαντήσω σ’ αυτό» της είπε, με το βλέμμα κλειδωμένο στο δικό της. Περίμενε να δει οργή, ακόμα και πικρία. Αυτό που δε φανταζόταν ήταν η αντανάκλαση της επιθυμίας στις διασταλμένες της κόρες. Το βλέμμα του έπεσε στο στόμα της. «Αυτό είναι τρέλα.» Οι μακριές, σκούρες ξανθές βλεφαρίδες χαμήλωσαν κρύβοντας τα μάτια της. «Κι όμως, δεν μπορούμε να σταματήσουμε.» Η φωνή της ήταν ένα χάδι, απαλό και ξέπνοο. Το βλέμμα του Άντριου ακολούθησε τη γλώσσα της καθώς ύγρανε τα χείλη της. Μ’ ένα βογκητό, δέχτηκε την πρόσκληση των μισάνοιχτων χειλιών της. Δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί και να ήθελε – και δεν ήθελε καθόλου. Το παιχνίδι της γλώσσας της πάνω στη δική του κόντεψε να τον τρελάνει. Την τράβηξε κοντά του θέλοντας να την προφυλάξει από τον κόσμο. Η διακριτική, πικάντικη μυρωδιά του αρώματός της τον τύλιξε σαν μανδύας. Αναστενάζοντας, εκείνη έλιωσε στην αγκαλιά του, τα χέρια της γλίστρησαν στο στέρνο του, στα αξύριστα μάγουλά του και έφτασαν να τραβούν απαλά τα μαλλιά του. Διέκοψε το φιλί, φώλιασε στο λαιμό της και της ψιθύρισε: «Θέλω να σου κάνω έρωτα.» Η Μισέλ πήρε μια κοφτή ανάσα, μα δεν πετάχτηκε από το κρεβάτι όπως περίμενε εκείνος. Το στόμα του σφράγισε το δικό της για άλλη μια φορά πνίγοντας την έκπληκτη κραυγή της μ’ ένα διψασμένο φιλί καθώς εκείνη ένευε σχεδόν ντροπαλά. Πριν καν τελειώσει το φιλί, της είχε βγάλει την μπλούζα και την είχε γυμνώσει ως τη μέση. Το λαχάνιασμά της φούντωνε την επιθυμία του. «Ήθελα να το κάνω αυτό όλη μέρα» είπε με τραχιά φωνή πετώντας την ανοιχτοκίτρινη μπλούζα και το στηθόδεσμο στο ίδιο χρώμα στην άλλη άκρη του δωματίου. Την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του, σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του και άρχισε να της θυμίζει πόσο συγκλονιστικά ήταν κάποτε όταν βρίσκονταν μαζί. *** Η Μισέλ δεν ήθελε να σκεφτεί τις συνέπειες. Είχε ανάγκη από την παρηγοριά που της πρόσφερε ο
Άντριου. Και εκείνη ήθελε να τον παρηγορήσει με τη σειρά της, να σβήσει τον πόνο που έκρυβε τόσα χρόνια μέσα του. Κόλλησε τα χείλη της στα δικά του και δάγκωσε απαλά το κάτω χείλος του μέχρι που του ξέφυγε ένα βογκητό. Εκείνος τραβήχτηκε κι άρχισε να περιπλανιέται από το λαιμό στο στήθος της κάνοντάς τη να ριγεί από επιθυμία και τεντώνει το κορμί της σαν τόξο. Η Μισέλ αρνήθηκε να σκεφτεί τις αναπόφευκτες συνέπειες. Θα τις αντιμετώπιζε αργότερα. Αυτή η στιγμή ανήκε στον Άντριου… και σ’ εκείνη.
Κεφάλαιο Εννέα Ένα δροσερό αεράκι στην πλάτη της ξύπνησε τη Μισέλ. Ήταν ακόμα σκοτεινά κι εκείνη κούρνιασε σ’ ένα υπέροχα ζεστό μέρος και μετά τινάχτηκε ξυπνώντας απότομα. Το αντρικό κορμί ήταν εντελώς γυμνό. Ο Άντριου. Οι μνήμες την κατέκλυσαν. Σύρθηκε από το κρεβάτι και προσγειώθηκε στην παχιά μοκέτα μ’ έναν πνιχτό γδούπο. Έριξε μια ματιά να σιγουρευτεί πως δεν τον είχε ξυπνήσει και ανακάλυψε πως την κοιτούσε απ’ το πλάι του κρεβατιού μ’ ένα νυσταγμένο χαμόγελο. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε, με τη φωνή βραχνή από τον ύπνο και την όψη τραχιά από τα αξύριστα γένια. «Είσαι ξύπνιος!» Γυμνή πάνω στη μοκέτα προσπαθούσε να τραβήξει το πανωσέντονο από το κρεβάτι, ενώ εκείνος την κάρφωνε μ’ ένα υπερβολικά σέξι βλέμμα. Καταντροπιασμένη όταν το σεντόνι δεν κουνήθηκε, συνειδητοποίησε από το διαβολικό χαμόγελο του Άντριου πως το τραβούσε εκείνος. Η Μισέλ το άφησε, τινάχτηκε όρθια και άρχισε να ψάχνει μανιασμένα για τα ρούχα της. «Η διαδρομή ως το Λονδίνο είναι μεγάλη και η μέρα μου ξεκινάει νωρίς.» Οι δύο ανώτεροι εταίροι ήθελαν να τη δουν και δεν ανυπομονούσε καθόλου για τη συνάντηση. Το γκριζογάλανο βλέμμα του Άντριου γλίστρησε πάνω της στο αχνό φως που περνούσε μέσα από τις τραβηγμένες κουρτίνες. Κάθε εκατοστό του κορμιού της μούδιαζε σαν να την είχαν χαϊδέψει τα χέρια του. Ένιωσε να κατακλύζεται από επιθυμία, να πλημμυρίζει από επίγνωση και αναμνήσεις. Έπρεπε να φύγει αμέσως. «Όχι και τόσο μεγάλη ώστε να φύγεις στις τρεις το πρωί.» Τον κοίταξε. Μεγάλο λάθος. Ο Άντριου ήταν γερμένος στα μαξιλάρια, λουσμένος στο φεγγαρόφωτο, με τα χέρια του πίσω από το κεφάλι. Το σεντόνι έπεφτε χαμηλά στο μυώδες στομάχι του. Έδειχνε προετοιμασμένος να μείνει εκεί ολόκληρη τη μέρα. Η Μισέλ δεν ήθελε να σταθεί σ’ αυτήν την εικόνα, ειδικά καθώς με τα μάτια της φαντασίας της μπορούσε να δει ολοζώντανα τον εαυτό της να κουρνιάζει δίπλα του κάτω από τα σκεπάσματα για να του κρατήσει συντροφιά. «Έχω να κοιτάξω κάτι χαρτιά που δεν πρόλαβα να δω το Σαββατοκύριακο.» Τράβηξε τα ρούχα της απελπισμένη, αγωνιώντας να βάλει λίγη απόσταση ανάμεσα τους. «Μια με το ένα, μια με το άλλο, δεν κατάφερα να τα δω.» Το βαθύ γουργουρητό του Άντριου πυροδότησε μια φλόγα που κοκκίνισε ολόκληρο το κορμί της. «Εννοούσα με το έμφραγμα του θείου μου και το μπέιμπισίτινγκ.» «Ξέρω τι εννοούσες.» Το φοβόταν αυτό, γιατί δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί πως ο μεγαλύτερος περισπασμός ήταν εκείνος. Το χαμόγελό του την καλούσε πίσω στο κρεβάτι, μα εκείνη αντιστάθηκε στον πειρασμό. «Δεν υπάρχει λόγος να δείχνεις τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό σου.»
Η Μισέλ περίμενε ένα από τα χαρακτηριστικά υπονοούμενά του, ή ακόμα και μια ελάχιστα συγκαλυμμένη σπόντα σε ανταπόκριση. Αυτό που δεν περίμενε ήταν το σοβαρό ύφος του καθώς την κοιτούσε από απόσταση δύο μέτρων. «Γιατί το βάζεις στα πόδια;» Η αναπάντεχη ερώτηση της δημιούργησε ένα μείγμα τρόμου και της αίσθησης του αναπόφευκτου. Ήξερε πως θα υπάρξουν επακόλουθα. Το ίδιο συνέβη και τα Χριστούγεννα, όταν είχε ζαλιστεί από τη σαμπάνια και είχε περάσει τη νύχτα μαζί του σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Μόνο που τότε είχε δικαιολογία. Αυτή τη φορά ήταν εντελώς νηφάλια. Όποτε έφτανε σε σημείο να πιστεύει πως κόντευε να τον ξεπεράσει, ο Άντριου κατάφερνε να τρυπώσει ξανά στην καρδιά της καταφέρνοντας να κρατάει ζωντανή την αγάπη της για εκείνον. Όμως η ιστορία με τον Άντριου τής είχε δώσει ένα σημαντικό μάθημα. Η αγάπη δεν ήταν αρκετή. Δεν ήταν θαυματουργό φάρμακο – δεν ήταν πανάκεια. Και, προφανώς, δεν ήταν λύση για όλα. «Σ’ το είπα, Άντριου. Πρέπει να προλάβω κάποια πράγματα.» Κοίταξε γύρω της, ψάχνοντας για τα παπούτσια της. «Ο Ρόμπερτ και ο Τζον με κάλεσαν σε συνάντηση στις δέκα το πρωί. Πρέπει να φύγω.» Εντάξει, έτρεχε γιατί δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει. Να προσποιηθεί πως δε σήμαινε τίποτα για εκείνη ο έρωτας που έκαναν; Ή να τον αφήσει να δει πως σήμαινε το παν; Και εκείνος; Πώς ένιωθε για όσα έκαναν; Ήθελε να τον ρωτήσει, μα δε θα το άντεχε αν επιβεβαίωνε τις υποψίες της – πως ήταν μια στιγμή αντρικού οπορτουνισμού. Έτσι έκανε το μόνο πράγμα που ήξερε – το έβαλε στα πόδια. *** Σκούπισε τα υγρά χέρια της στο ριγέ παντελόνι, έστρωσε το σακάκι του ταγέρ και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοιτάζοντας πίσω απ’ την πλάτη είδε την Κρουέλα ντε Βιλ με αμφίεση γραμματέως να την κοιτάζει ενοχλημένη. Μια ακτίνα φωτός τόνιζε την γκρίζα τούφα της. «Σου είπα πως σε περιμένουν, καλή μου.» Στα αυτιά της Μισέλ, το «καλή μου» μεταφράστηκε σε «ηλίθια», καθώς η Κρουέλα συνέχισε να τη στραβοκοιτάζει πάνω από τα μικροσκοπικά γυαλιά της. Ήταν σίγουρη πως η γυναίκα περίμενε να δει αν θα συγκέντρωνε αρκετό κουράγιο ώστε να γυρίσει το πόμολο και να μπει στο ευρύχωρο γραφείο. Και μόνο για να γλιτώσει από το βλέμμα της, η Μισέλ άνοιξε την πόρτα. Η υποδοχή δεν ήταν καλύτερη από την άλλη πλευρά της πόρτας. «Χαίρετε, κύριε Κέρκχαμ, κύριε Χαλ.» Την υποδέχθηκε ένα άρωμα κεριού και καφέ καθώς οι ανώτεροι εταίροι την κοίταζαν βλοσυρά πίσω από ένα τεράστιο σκαλιστό χειροποίητο δρύινο γραφείο. «Καθίστε, κυρία Μπόστον.» Ο Ρόμπερτ Χαλ έδειξε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο. «Απ’ όσο καταλάβαμε, αποσύρεστε από την εξαγορά της Λάιντελ.»
Νιώθοντας μειονεκτικά, η Μισέλ κάθισε στην άκρη της καρέκλας. «Όπως είπα στον Μάθιου την Πέμπτη, έχω μετοχές στην Ηλεκτρονική Λάιντελ. Για να αποφύγω κάθε υπόνοια σύγκρουσης συμφερόντων, δεν έχω άλλη επιλογή από το να αποσυρθώ και να μην έχω καμία ανάμειξη στη συγκεκριμένη υπόθεση.» Ο Τζον Κέρκχαμ έτριψε το πιγούνι του εκνευρισμένος. «Πόσο καιρό το γνωρίζατε αυτό, κυρία Μπόστον;» «Από την Τετάρτη το απόγευμα, κύριε. Ενημέρωσα τον προϊστάμενό μου το συντομότερο δυνατό.» «Αυτό που σας ρωτάμε, κυρία Μπόστον, είναι πότε επενδύσατε στην Ηλεκτρονική Λάιντελ. Πριν ή αφότου αρχίσατε να εργάζεστε στην εξαγορά;» Γνώριζε τον πραγματικό λόγο που ρωτούσαν. Τη θεωρούσαν ύποπτη για εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών; Ένα ρίγος την διαπέρασε. «Πριν.» Η Μισέλ ένιωσε ανακούφιση που μπόρεσε να καθησυχάσει τους δύο άντρες λέγοντάς τους πως είχαν να κάνουν με μια απλή σύγκρουση συμφερόντων. Παρά τη διαβεβαίωσή της, ο Τζος έμοιαζε έτοιμος να εκραγεί. Οι κορυφές των αυτιών του είχαν πάρει ένα βαθυκόκκινο χρώμα και η Μισέλ παρακολουθούσε με μαζοχιστική προσήλωση το πρόσωπό του να κοκκινίζει τόσο πολύ, που έγινε μπλαβί. Και ο Ρόμπερτ δεν έδειχνε καλύτερα. Κάθισε πιο ευθυτενής. «Είχατε επενδύσει σ’ αυτή την εταιρεία πριν αρχίσετε να χρεώνετε ώρες;» Η Μισέλ μόρφασε, σίγουρη πως ολόκληρο το κτίριο είχε ακούσει τη φωνή του Τζον. Έγειρε μπροστά και ύψωσε ένα δάχτυλο κόβοντάς τον. «Μόνο τυπικά. Η επένδυση έγινε από το σύζυγό μου και συμπεριλήφθηκε στην αποζημίωση του διαζυγίου πάνω από δύο χρόνια. Δεν το γνώριζα μέχρι που με πληροφόρησε την Τετάρτη. Όπως είπα, ενημέρωσα αμέσως τον Μάθιου Κέρκχαμ.» «Συνειδητοποιείτε για πόσες ώρες εργασίας μιλάμε;» Φυσικά και το συνειδητοποιούσε. Ήταν ώρες που είχε ξοδέψει εκείνη, πάνω από στοίβες εταιρικών αναφορών, με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση. «Τριακόσιες, κύριε.» «Τριακόσιες ώρες.» Ο Τζον τινάχτηκε όρθιος σαν να μην άντεχε να μείνει άλλο καθισμένος. Αρκετά νευρώδης για άνθρωπος των διαστάσεών του, βημάτισε προς τον υπολογιστή που ήταν στημένος σ’ ένα τραπέζι στην άλλη άκρη του γραφείου. Στο μεταξύ, ο Ρόμπερτ, εμφανώς οργισμένος, την κοίταζε με έντονη αποδοκιμασία. «Προτίθεμαι να μη χρεώσω αυτές τις ώρες στον πελάτη.» Στην πραγματικότητα, η Μισέλ δεν είχε κανένα σκοπό να χρεώσει τον Γουίλιαμ αφού δε θα ολοκλήρωνε τη δουλειά. Καθώς ο Τζον πληκτρολογούσε στον υπολογιστή, ο Ρόμπερτ σκέφτηκε την προσφορά της. «Οι ώρες θα χρεωθούν στον πελάτη, κυρία Μπόστον. Δεν είμαστε κοινωφελές ίδρυμα.» Σήκωσε το χρυσό στιλό του. «Κι εφόσον δε διακόπηκαν οι διαδικασίες, δε βλέπουμε για ποιο λόγο να δημιουργηθεί θέμα. Όμως εσείς δε θα πληρωθείτε γι’ αυτές τις ώρες.» Ήξερε πως θα υπάρξουν συνέπειες. Η αλλαγή θα έφερνε σίγουρα καθυστέρηση όσο ο αντικαταστάτης της θα ενημερωνόταν για την υπόθεση. Τουλάχιστον είχε φανεί διεξοδική. Όλα ήταν εντάξει και σωστά ταξινομημένα. Ο αντικαταστάτης της δε θα δυσκολευόταν.
Ο Τζον γύρισε κοντά τους με τα βήματα βαριά, τα ατημέλητα φρύδια του σμιχτά πάνω από μάτια σαν σχισμές. Από την έκφρασή του, η Μισέλ κατάλαβε πως δεν είχε ξεμπερδέψει ακόμα. «Αυτό σημαίνει πως αυτή τη στιγμή είστε μείον τριακόσιες ώρες» διέκοψε ο Τζον. Κάθισε βαριά στην καρέκλα που είχε αδειάσει. «Θα πρέπει να τις αναπληρώσετε.» Η Μισέλ κράτησε την ανάσα της και περίμενε. Όλοι γνώριζαν πως οι ανώτεροι εταίροι είχαν πολιτική μηδενικής ανοχής. Γνώριζε επίσης πως η αγαπημένη τους μορφή τιμωρίας ήταν η χαμαλοδουλειά. Ο Ρόμπερτ πάτησε το κουμπί και είπε στο ιντερκόμ: «Δεσποινίς Μάκιντος, φέρτε τους φακέλους.» Όχι! Ας μην είναι χαμαλοδουλειά, Θεούλη μου! Η πόρτα άνοιξε και η Κρουέλα μπήκε με την πλάτη στο δωμάτιο. Γύρισε και χαμογέλασε, κρατώντας μια στοίβα φακέλους στα χέρια. Η Μισέλ έκλεισε τα μάτια για ν’ αποφύγει τη φρίκη που θ’ αντίκριζε και ελευθέρωσε την ανάσα που κρατούσε. «Υπάρχουν κι άλλα κουτιά στο αρχείο.» Η Κρουέλα παράτησε τη στοίβα στα γόνατα της Μισέλ. Προσπάθησε να μη ριγήσει καθώς άνοιγε τα μάτια και κοιτούσε τους παραφορτωμένους, ακατάστατους φακέλους που βάραιναν στα γόνατά της, ελπίζοντας να μην πρόδιδε αποστροφή η έκφρασή της. Η Κρουέλα γύρισε και έφυγε, μα όχι πριν δει η Μισέλ το κακιασμένο χαμόγελο. Υπήρχε κάτι το νοσηρό στην ικανοποίηση αυτής της γυναίκας. Νόμιζε πως είχε τελειώσει με τη χαμαλοδουλειά μετά τον πρώτο χρόνο στη φίρμα. Ήταν σχεδόν ο χειρότερος χρόνος της ζωής της. Ένα σταθερό διαιτολόγιο αδιάφορης, ανεγκέφαλης ανειδίκευτης εργασίας που δεν ήταν καθόλου της αρεσκείας της. Τώρα της έρχονταν όλα στο μυαλό σαν εφιάλτης. Ημέρες που αναγκαζόταν να μελετήσει χιλιάδες έγγραφα. Να διαβάζει ατέλειωτα e-mail. Να ξεψαχνίζει εταιρικά πρακτικά και να ψειρίζει σκίτσα προϊόντων. Ατέλειωτες ώρες έρευνας μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψει ένα ασήμαντο γεγονός ή μια μικρή απόδειξη. Δεν μπορούσε να αποτρέψει το τρέμουλο. Η χαμαλοδουλειά ήταν ειδεχθής. Ο Τζον χαμογέλασε. «Αυτό θα σας βοηθήσει ν’ αναπληρώσετε τις ώρες, κυρία Μπόστον. Δε συμφωνείτε;» *** Καθώς η Μισέλ έφτανε στην μπροστινή πόρτα του σπιτιού της μεταφέροντας τους ασήκωτους φακέλους, κάποιος ήρθε πίσω της. «Μάλλον χρειάζεσαι βοήθεια.» Στράφηκε προς τα πίσω. «Άντριου. Δεν άκουσα το αυτοκίνητο.» Προφανώς, είχε πάει σπίτι να πλυθεί και ν’ αλλάξει μετά τη δουλειά γιατί τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα και μύριζε υπέροχα – όχι ότι δε μύριζε πάντα όμορφα. Ήταν εντυπωσιακός, ακόμα και με το απλό μαύρο τζιν και το μαύρο μπλουζάκι που τόνιζε τους φαρδιούς ώμους και τους γυμνασμένους δικέφαλους. Οι μνήμες της προηγούμενης νύχτας την κατέκλυσαν, απειλώντας να την ντροπιάσουν. Πήρε τους φακέλους από τα χέρια της. «Επειδή ήσουν στον κόσμο σου.»
Το βλέμμα της ακολούθησε το δικό του στο σημείο όπου είχε παρκάρει πίσω από το αυτοκίνητό της. Πράγματι, ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Σκεφτόταν εκείνον και την υπόσχεση που της πέταξε καθώς έφευγε τρέχοντας απ’ το δωμάτιο με τσαλακωμένα ρούχα. Δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω να φύγεις μακριά μου. Μόνο αυτό είχε στο μυαλό της όλη μέρα. Ακόμα και η προοπτική τριακοσίων ωρών χαμαλοδουλειάς δεν αρκούσε για να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της. Ο Άντριου ήταν άνθρωπος της δράσης. Αν έβαζε κάτι στο μυαλό του, δεν τα παρατούσε εύκολα. Η Μισέλ ανησυχούσε βλέποντας πως είχε γίνει ο καινούργιος στόχος του. «Αυτή ήταν η δουλειά που έπρεπε να προλάβεις;» Ισορρόπησε επιδέξια τους φακέλους ενώ εκείνη ξεκλείδωνε την μπροστινή πόρτα. «Όχι, εκείνη την τελείωσα.» Μπήκε στο δροσερό διάδρομο και κοίταξε την αλληλογραφία της. Μια γρήγορη ματιά τής έδειξε πως δεν υπήρχε τίποτα επείγον. Παράτησε τα κλειδιά, την τσάντα και την αλληλογραφία στο ημικυκλικό τραπεζάκι του διαδρόμου και έβγαλε τα παπούτσια. «Αυτό είναι χαμαλίκι.» «Άουτς.» «Ναι.» Προχώρησε προς την κουζίνα. Δεν είχε νόημα να θυμώνει με τον Άντριου για την τιμωρία της. Το λάθος ήταν κυρίως δικό της. Εκείνος δεν μπορούσε να ξέρει πως θα εργαζόταν στην εξαγορά της Ηλεκτρονικής Λάιντελ όταν επένδυε σ’ αυτή την εταιρεία. Ο Άντριου άφησε τους φακέλους στο τραπέζι της κουζίνας όπως του υπέδειξε. «Τι έκανες για ν’ αξίζεις τέτοια τιμωρία;» «Αποσύρθηκα από την εξαγορά της Λάιντελ. Τώρα πρέπει ν’ αναπληρώσω τριακόσιες ώρες εργασίας.» Έδειξε προς τους φακέλους. «Οι ανώτεροι εταίροι σκέφτηκαν πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος. Έχω κι άλλους στο αμάξι.» Ο Άντριου έδειξε αρκούντως μεταμελημένος καθώς καβαλούσε μια καρέκλα. «Να σε βοηθήσω να τους βάλεις σε τάξη;» Ακούμπησε τα χέρια στη ράχη της καρέκλας παρακολουθώντας τη να ρίχνει βραστό νερό στα φακελάκια τσαγιού. «Όχι, δεν πειράζει.» Η Μισέλ έριξε μια ματιά στον Άντριου που είχε βολευτεί στην κουζίνα της ενώ εκείνη έφτιαχνε τσάι σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Κάποτε ήταν. Εκείνος γύριζε σπίτι μετά από πολλές ώρες δουλειάς. Ετοίμαζε το τσάι όσο της μιλούσε για την ημέρα του στον κόσμο των επιχειρήσεων και πίεζε τον εαυτό της να του μιλήσει για τα πιο χαριτωμένα παπούτσια που είχε δει στα μαγαζιά. Η εγκεφαλικά νεκρή ύπαρξή της την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Συνοφρυώθηκε, αναρωτώμενη γιατί είχε εμφανιστεί απόψε ο Άντριου. «Θέλεις τσάι;» Όταν χαμογελούσε, τα μάτια του έκαναν πτυχές στις γωνιές με τον πιο σκανταλιάρικο τρόπο. «Γιατί όχι;» Το στομάχι της αναπήδησε από ευφορία και ευχαρίστηση. Όποτε της χαμογελούσε, ήταν σαν να της έκαναν ένα δώρο. Βάλθηκε να ανακατεύει το τσάι παλεύοντας να τιθασέψει την ταραχή της. Επιτέλους, κατάφερε να συναντήσει το βλέμμα του Άντριου. «Γιατί είσαι εδώ;» Το χαμόγελό του πλάτυνε θυμίζοντας αρπακτικό. «Νόμιζα πως δε θα ρωτούσες ποτέ.»
Ξεδιπλώθηκε από την καρέκλα με μια ευλύγιστη κίνηση και ήρθε να σταθεί μπροστά της. Τα χέρια του αγκάλιασαν τους γοφούς της κάνοντάς τη να νιώσει εύθραυστη – λατρεμένη. Το βλέμμα του έκρυβε σκανδαλιά και κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, μα την τρόμαζε. «Σου έφερα κάτι που ξέχασες στο σπίτι το πρωί.» Η Μισέλ παρέμεινε συνοφρυωμένη καθώς σκεφτόταν τα πράγματα που είχε μαζί της χθες – τα ρούχα της δηλαδή, τα οποία τα είχε ξαναβάλει όλα. Έτσι δεν ήταν; «Αλήθεια;» Κατάφερε να ρωτήσει. «Τι ξέχασα;» «Αυτό.» Τα καυτά χείλη του σφράγισαν τα δικά της. *** Το άρωμά της τον μεθούσε. Οι απαλές καμπύλες της κόλλησαν στο σώμα του σαν δυο μισά που μαζί δημιουργούσαν ένα τέλειο σύνολο. Ένα βογκητό διαμαρτυρίας ξέφυγε από το λαρύγγι της παρά την εκρηκτική ανταπόκρισή της. Κι επίσης, όταν τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της, είχε τυλίξει τα χέρια στο λαιμό του και είχε «κλειδώσει» πάνω του. Ένα δευτερόλεπτο ακόμα… ικέτεψε σιωπηλά ο Άντριου καθώς τα χέρια της άρχισαν να σπρώχνουν το στήθος του. Τελικά, υπάκουσε απρόθυμα το μήνυμα που έστελναν τα χέρια της και την ελευθέρωσε. Εκείνη υποχώρησε με ξαναμμένο πρόσωπο και ακανόνιστη αναπνοή. Ήταν απίστευτα ερεθιστική – και ήταν δύσκολο να της αντισταθεί. Τα θολωμένα γαλανά της μάτια καρφώθηκαν στα δικά του, αντανακλώντας την ίδια επιθυμία. Κατάπιε με δυσκολία. Εκείνη αναστέναξε και έτριψε με τα χέρια το πρόσωπό της. «Παραβιάζεις τον πρώτο κανόνα.» Ό,τι κι αν περίμενε να πει εκείνη, πάντως δεν ήταν αυτό. «Δεν είναι λίγο αργά να μου θυμίζεις τους “κανόνες”;» Δάγκωσε το κάτω χείλος, τα μάτια της ένα αντιφατικό μείγμα επιθυμίας και θλίψης. Ο Άντριου έκανε πίσω πριν ενδώσει στον πειρασμό να τη φιλήσει ξανά. Κάθε φορά που νόμιζε πως έφταναν κάπου, εκείνη τον αιφνιδίαζε. «Δεν καταλαβαίνεις πως δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε μαζί;» Η ψιθυριστή ερώτηση ράγισε την καρδιά του. Προχώρησε μπροστά – ένα βήμα και ήταν πάλι κοντά της. «Διαφωνώ. Μπορούμε να τα βρούμε.» Επέστρεψε στις ετοιμασίες της και άρχισε να βάζει γάλα σ’ ένα φλιτζάνι τσάι που εκείνος δεν ήθελε πια. «Άλλαξες γνώμη για τα παιδιά;» Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του να δώσει την απάντηση που επιθυμούσε εκείνη. «Όχι.» Η πλάτη της καμπούριασε και της ξέφυγε ένας αναστεναγμός που μαρτυρούσε ήττα. «Ούτε και εγώ. Σταμάτα να με πιέζεις να δώσω στο γάμο μας μια ευκαιρία.» Πήρε μία από τις κίτρινες κούπες και την κοπάνησε με δύναμη μπροστά του γεμίζοντας τον πάγκο καυτό τσάι. «Σε ικετεύω να τηρήσεις τους κανόνες, ώστε αυτός ο παραλογισμός ανάμεσά μας να μπορέσει επιτέλους να σβήσει.»
Αν είχε λίγη αξιοπρέπεια, θα έφευγε. Θα την άφηνε να βρει έναν άντρα που θα την έκανε ευτυχισμένη. Πού θα της χάριζε ένα σπίτι γεμάτο παιδιά. Το στομάχι του σφίχτηκε οδυνηρά. Η σκέψη της με το παιδί ενός άλλου άντρα ήταν πολύ πιο επώδυνη απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί, και η ζήλια τον σάρωσε. Θα πέθαινε αν την έβλεπε παντρεμένη με άλλον, αν ήξερε πως κάποιος άλλος άντρας είχε την ίδια ελευθερία να την αγγίζει –να της κάνει έρωτα– που είχε κάποτε αυτός. Θ’ αγαπούσε τα παιδιά της. Θα τα ανάθρεφε με μητρικό καμάρι. Και εκείνος δε θα είχε θέση εκεί. Ο Άντριου άφησε την ανάσα του να βγει. Δεν είχε τη δύναμη ν’ αφήσει τη Μισέλ να φύγει. Θα έπρεπε να τον διώξει εκείνη. Κι αν τον έδιωχνε; Θα κατάφερνε να μείνει μακριά της; Άπλωσε το χέρι και την ανάγκασε να τον κοιτάξει πιέζοντας απαλά το πιγούνι της προς τα πάνω. «Πες μου πως δε μ’ αγαπάς. Πως δε με θέλεις στη ζωή σου, και θα εξαφανιστώ. Δε θα χρειαστεί να με ξαναδείς.» Το βασανισμένο βλέμμα της ταλαντεύτηκε. «Αν σ’ το έλεγα αυτό, θα ήταν ψέμα.» Ο Άντριου πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του, με τα μαλλιά της μαζί. «Μη με διώχνεις. Δώσε μου μια ευκαιρία.» Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, τα δάχτυλά της παγωμένα καθώς έσφιγγαν τους καρπούς του. «Δεν μπορώ.» «Πώς μπορείς να το λες αυτό μετά από τη χθεσινή νύχτα;» «Ήταν μια πολύ φορτισμένη, θεότρελη μέρα. Θα ήταν ανόητο να βασιστείς στη χθεσινή νύχτα. Ήσουν ταραγμένος – ήμουν ταραγμένη. Είχες πιει – ένιωθα ένοχη και ήθελα…» «Τι πράγμα;» Τραβήχτηκε και έστρεψε το βλέμμα αλλού. «Να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα.» «Δηλαδή σκέφτηκες πως θα ένιωθα καλύτερα αν με άφηνες-» «Ναι!» Απομακρύνθηκε από κοντά του, με το θυμό έκδηλο σε κάθε της βήμα καθώς διέσχιζε την κουζίνα. «Αυτό ακριβώς συνέβη. Αυτό σημαίνει η χθεσινή νύχτα. Δεν άλλαξε τίποτα.» Τα λόγια της τον πλήγωσαν και τον εκνεύρισαν ταυτόχρονα. Θα ήταν πιο πειστική αν δεν ήταν δακρυσμένα τα μάτια της. «Αρνούμαι να πιστέψω πως δε σημαίνω τίποτα για σένα.» Έκλεισε το κενό ανάμεσά τους. Εκείνη άπλωσε το χέρι να τον κρατήσει μακριά. Μα η επόμενη φράση της του έκοψε τη φόρα πολύ πιο αποτελεσματικά από τα σινιάλα που έστελνε το σώμα της. «Σε τελική ανάλυση, δεν έχει σημασία αν ήταν για μένα το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο αφού αφήνεις ένα παιχνίδι της μοίρας να ορίζει τη ζωή σου. Δεν μπορείς να βασίζεις την απόφασή σου στη μακρινή πιθανότητα να χάσεις ένα παιδί.» Σκούπισε ένα δάκρυ με τη ράχη του χεριού της, μια χειρονομία οργής και απογοήτευσης. «Όλοι οι γονείς αντιμετωπίζουν αυτή την πιθανότητα κάθε στιγμή της ημέρας. Μόνο οι δειλοί επιλέγουν την εύκολη λύση!»
Κεφάλαιο Δέκα Έκανε λάθος. Η απόφασή του να μην κάνει παιδιά δε βασιζόταν σ’ ένα παιχνίδι της μοίρας, μα σε βάσιμους λόγους. Ο Άντριου σανίδωσε την DB9. Είχε ανάγκη από σωματική άσκηση για να διώξει την ένταση και, αφού ήταν πολύ αργά για να οδηγήσει ως την πλησιέστερη απόκρημνη πλαγιά, θ’ αρκούνταν στον τοίχο αναρρίχησης στην τοπική αθλητική λέσχη. Καθώς είχε μόνιμα τον εξοπλισμό αναρρίχησης στο πορτ-μπαγκάζ, κατευθύνθηκε ίσια προς τη λέσχη. Έβγαλε το σάκο του από το πορτ-μπαγκάζ και το έκλεισε με δύναμη. Ανυπομονούσε ν’ αναρριχηθεί στο δεκαπεντάμετρο τοίχο που είχε υφή βράχου. Μπροστά στη Μισέλ, η κατάκτησή του θα ήταν παιχνιδάκι. «Γεια σου, φίλε.» Ο άντρας ρεσεψιονίστ τού ένευσε μέσα από την περιστροφική πύλη. «Πώς ήταν η Κοιλάδα Γιοσεμάιτ;» Η αναφορά στο ταξίδι του στην Καλιφόρνια τον περασμένο μήνα λειτούργησε σαν βάλσαμο για τον εκνευρισμό του Άντριου. «Εκπληκτική, μεγάλε.» «Λένε πως είναι ο μεγαλύτερος βράχος στον κόσμο» φώναξε πίσω του ο υπάλληλος. «Εσύ τι λες;» «Δεν έχουν πάει στο Μεγάλο Τράνγκο στο Πακιστάν.» «Υπάρχει βράχος που να μην έχεις ανέβει;» Η φωνή του ρεσεψιονίστ τον ακολούθησε στα αποδυτήρια. Ο Άντριου κοίταξε τα εξακόσια τετραγωνικά μέτρα τεχνητού βράχου που τον περίμεναν. Κάποτε, όταν πρωτοξεκίνησε την αναρρίχηση, το στομάχι του πέτρωνε από φόβο όταν ατένιζε το κενό από ψηλά. Μα τότε, στα δεκάξι του, μια παράτολμη αυτοπεποίθηση τον ωθούσε ακόμα πιο ψηλά, κυνηγώντας τον πυρετό της αδρεναλίνης. Τώρα έπαιρνε τη δόση του σε μικρές πλαγιές ή σε μοναχικές αναρριχήσεις σε θαλάσσιους βράχους όπου ήξερε πως, σε περίπτωση πτώσης, θα έπεφτε στο νερό και όχι στο σκληρό έδαφος. Έβαλε κιμωλία στα χέρια και πέρασε πάνω από τα στρώματα ασφαλείας προχωρώντας προς τον τοίχο. Ήταν κρίμα που ο έρωτάς του για τη Μισέλ δεν περιλάμβανε στρώμα ασφαλείας. Μετά από τόσα χρόνια αναρρίχησης, οι μύες του είχαν αποκτήσει μνήμη. Ο καθένας ήξερε τη δουλειά του και συνεργαζόταν με άνεση. Καθώς τοποθετούσε το δεξί πόδι σ’ ένα πάτημα στη βάση ενός από τα πιο απαιτητικά τμήματα του βράχου, πίεσε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί στην αναρρίχηση. Κρέμασε το αριστερό πόδι κάτω ώστε το κέντρο βάρους να είναι ακριβώς πάνω από το δεξί πόδι και να μπορέσει να στηρίξει το βάρος. Η λαβή του στο πάτημα πάνω από το κεφάλι του τον βοήθησε να ισορροπήσει και να μεταφέρει το βάρος στο δεξί πόδι. Η αδρεναλίνη ξεχύθηκε στις φλέβες και σ’ ολόκληρο το σώμα του. Ήταν όμορφα να αναρριχάται, να νιώθει τους μυς του να τσιτώνονται από την προσπάθεια. Να δοκιμάζει τη δύναμη, την αντοχή του, την ευκινησία και την αυτοσυγκέντρωσή του. Επίσης, τον ανάγκαζε να εστιαστεί σε κάτι πέρα από τη Μισέλ. Χίμηξε στον τοίχο σαν τρελός. Πήρε μια βαθιά ανάσα εισπνέοντας ιδρώτα και κιμωλία. Αν ήταν
γραφτό τους να είναι μαζί, θα είχαν παλέψει περισσότερο. Η Μισέλ δε θ’ άφηνε την απόφασή του για τα παιδιά να καταστρέψει τη σχέση τους. Κρατήθηκε από ένα πάτημα και αιωρήθηκε σε μια προεξοχή, δυο τρία μέτρα από το έδαφος. Η περίπτωσή τους ήταν ένα θεότρελο «μαζί δεν κάνουμε, χώρια δεν μπορούμε» – νοσηρό και βασανιστικό. Ήταν οδυνηρό να βρίσκεται κοντά της, αλλά πέθαινε μακριά της. Ήξερε πως δεν μπορούσε να της χαρίσει το ευτυχισμένο τέλος που ονειρευόταν εκείνη και πως, αν και τον έφερνε στα όριά του, δεν μπορούσε να την αφήσει – του ήταν αδύνατον να απομακρυνθεί. Πώς θα ήταν να παραιτηθεί εντελώς από εκείνη; Να μην την αγκαλιάσει ποτέ ξανά; Να κάνει στην άκρη και να την αφήσει να συνεχίσει τη ζωή της; Θα έπρεπε να φύγει μακριά γιατί παραήταν αδύναμος σε ό,τι την αφορούσε. Θα κατέληγε να γελοιοποιηθεί. Το στήθος του σφίχτηκε στη φρικτή σκέψη πως δε θα την ξανάβλεπε. Πώς ήταν δυνατόν να βρει τη δύναμη όταν διψούσε για τη ζεστασιά και το γέλιο που είχε φέρει στη ζωή του; Ακόμα αγωνιζόταν να συνηθίσει να ζει χωρίς εκείνη – και είχαν περάσει δύο χρόνια. Κάθε φορά που ενέδιδε στη μαγνητική έλξη, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να απομακρυνθεί για τα καλά. Είχε αναρριχηθεί σε απόκρημνες πλαγιές στις πέντε ηπείρους. Συχνά, σε παρθένες ορθοπλαγιές, σε απόμερες γωνιές της υφηλίου. Είχε ταξιδέψει σε μονοπάτια αμμόλιθου στα χρωματιστά τοιχώματα του Ρεντ Ροκς. Είχε ανέβει γκρεμούς και μεγάλες ορθοπλαγιές στο Μαλί, στη Μαδαγασκάρη, στη Βενεζουέλα, στη Σαρδηνία. Οι κανόνες της Μισέλ δεν τον πτοούσαν. Όχι όταν ανταποκρινόταν και φορούσε ακόμα τη βέρα. Την είχε περάσει στο δάχτυλό της μ’ ένα παρατεταμένο φιλί και την υπόσχεση «ενωμένοι για πάντα». Ήταν πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός πως τη φορούσε ακόμα, δυο χρόνια μετά το διαζύγιο. Για εκείνον υπήρχε μόνο μία γυναίκα. Η Μισέλ ήταν η μόνη που ήθελε. Όπως κι αν το έβλεπε, αυτό δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει. *** Η Μισέλ κοίταξε το περιοδικό στο γραφείο της, ανοιγμένο σ’ ένα έγχρωμο σαλόνι με τη φωτογραφία του Άντριου να τη βγάζει από το κτίριο της Κέρκχαμ & Χαλ πάνω στον ώμο του. Διάβασε ξανά τους τίτλους και έφριξε. ΞΑΝΘΙΑ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ! Ακόμα μια περιπλοκή στη ζωή της. Αποστρεφόταν τη σκέψη πως είχε γυρίσει ξανά σ’ αυτό το στάδιο. Ήταν μεγάλη ανακούφιση όταν ο Τύπος την είχε αγνοήσει μετά το διαζύγιό της με τον Άντριου. Η παρουσία του στη ζωή τους ήταν σχεδόν συνεχής ως τότε. Όταν γνώρισε τον Άντριου στο πάρτι μιας φίλης, τον είχε ήδη ακουστά από τη χρηματοοικονομική στήλη του σε μεγάλη εφημερίδα. Είχε τραβήξει την προσοχή των ταμπλόιντ όταν οι επαγγελματικές συμβουλές του γλίτωσαν από τη χρεοκοπία έναν κατασκευαστή αυτοκινήτων υψηλού προφίλ, με αποτέλεσμα να σωθούν έξι χιλιάδες θέσεις εργασίας. Έγινε δημόσιο πρόσωπο μέσα σε μια νύχτα. Σύντομα, οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες άρχισαν ν’ αντλούν ειδήσεις από την εργένικη ζωή του. Η ρομαντική ζωή του Άντριου είχε μεγάλη απήχηση, καθώς ήταν περιζήτητος σε όλες τις γυναίκες, ελεύθερες και μη.
Η Μισέλ θα προτιμούσε να μην είχε δει αυτό το άρθρο. Ειδικά αφού η γυναίκα που είχε επιστήσει την προσοχή της σ’ αυτό καθόταν σ’ έναν καναπέ στο γραφείο της Μισέλ, κρατούσε τα πλευρά της και γελούσε τόσο πολύ, που υπήρχε φόβος να της πέσει ο Κόρι στο πάτωμα. Είχε ενθουσιαστεί από την επίσκεψη της κουνιάδας της, μέχρι που η Γκάμπι ξετρύπωσε δύο αντίτυπα ενός κουτσομπολίστικου περιοδικού και της έδωσε το ένα χαμογελώντας και παροτρύνοντάς τη να το ανοίξει στην πέμπτη σελίδα. Η Γκάμπι τοποθέτησε το μωρό έτσι ώστε η πλάτη του ν’ ακουμπάει στο στομάχι της, ενώ το κεφαλάκι του φώλιαζε ανάμεσα στα στήθη της. Δίπλωσε τη σελίδα του περιοδικού και γέλασε. «Αυτό το κομμάτι με πεθαίνει. »“Κούκλος σύμβουλος επιχειρήσεων μετατρέπεται σε άνθρωπο των σπηλαίων και παίρνει πίσω τη γυναίκα του. »Αφού έδωσε στη Μισέλ τέσσερα χρόνια περιθώριο να έρθει στα συγκαλά της, ο Άντριου είπε: ‘Ως εδώ ήταν’, πήγε στη δουλειά της και την πήρε πίσω”.» «Τι πράγμα;» Η Μισέλ άρπαξε το περιοδικό και το έφερε κοντά στο πρόσωπό της λες και, αν το κοίταζε από απόσταση πέντε εκατοστών, θα έβλεπε καλύτερα τις λέξεις. «Τέσσερα χρόνια; Μόνο δυόμισι έχουν περάσει. Πώς βρίσκουν τα στοιχεία τους; Μαντεύοντας;» Η Γκάμπι σήκωσε τους ώμους και συνέχισε σαν να μην είχε μιλήσει. «“Ίσως θυμόσαστε το αγαπημένο ζευγάρι που δεν μπορούσε να πάρει ο ένας τα χέρια απ’ τον άλλον και μας συγκλόνισε μ’ έναν κεραυνοβόλο έρωτα και ένα γάμο-αστραπή”.» «Κοίτα.» Η Γκάμπι γύρισε τη σελίδα για να δει η Μισέλ, λες και δεν κοίταζε ήδη το δικό της αντίτυπο. «Ξανατύπωσαν τη φωτογραφία όπου ο Άντριου ζουλάει τον πισινό σου.» «Το βλέπω! Λες και δεν ήταν αρκετά εξευτελιστικό την πρώτη φορά!» Η Γκάμπι ξέσπασε ξανά σε γέλια καθώς συνέχιζε την ανάγνωση. «“Οι φήμες για πιθανή εγκυμοσύνη είχαν οργιάσει, μα ο γάμος δε διήρκεσε ούτε όσο μια γρανίτα από χιόνι και η Μισέλ παρέμεινε απογοητευτικά άτεκνη”.» «Μα τι τους ενδιαφέρει ο λόγος που παντρεύτηκα με τον Άντριου;» Η Μισέλ αγριοκοίταξε την Γκάμπι. «Και τι υποτίθεται πως σημαίνει αυτό; “Δε διήρκησε ούτε όσο μια γρανίτα από χιόνι;”» «Η χιονογρανίτα λιώνει γρήγορα.» «Δεν έχουμε τέτοιο πράγμα στην Αγγλία.» «Δεν έχει σημασία. Αυτοί στοχεύουν στην περιγραφική αναλογία.» Η Μισέλ ξεφύσηξε και η Γκάμπι συνέχισε. «“Τώρα όλα δείχνουν πως επίκειται συμφιλίωση. Ο πιο δημοφιλής σωτήρας επιχειρήσεων κατάφερε να σώσει και το γάμο του. Και ποιος τον αδ-”» «Εντάξει!» Κόντευε να πεθάνει από ντροπή. «Έπιασα το νόημα. Δεν μπορώ να καταλάβω πού βρίσκεις το αστείο.» Εκείνη τουλάχιστον δεν μπορούσε να διακρίνει τη χιουμοριστική πλευρά. Αν υπήρχε δηλαδή. Έκλεισε το περιοδικό και το πέταξε στον κάδο πίσω απ’ το γραφείο της. Άλλη μια υπενθύμιση πως η ζωή με τον Άντριου θα ήταν δύσκολη. Δε θα είχαν ιδιωτική ζωή. Η Γκάμπι σοβαρεύτηκε και έριξε στη Μισέλ ένα συμπονετικό βλέμμα. «Είναι σαν να είστε δεμένοι μεταξύ σας με λαστιχάκια. Μπορείτε να απομακρυνθείτε μόνο μέχρι ενός σημείου και μετά
πέφτετε ο ένας πάνω στον άλλο.» *** Η Μισέλ ήταν καθισμένη στο γραφείο της Δρα Νέχταν, όπου τα απαλά ροδακινί χρώματα και τα μεγάλα φυτά στις γλάστρες δημιουργούσαν μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα. Όχι ότι η Μισέλ μπορούσε να χαλαρώσει – θα συζητούσε εναλλακτικές αγωγές με τη γιατρό της. «Έχουν βγει όλα τα αποτελέσματα» είπε η Δρ Νέχταν προσηλωμένη στην οθόνη του υπολογιστή καθώς διάβαζε το φάκελο της Μισέλ. «Δεν είναι τόσο άσχημα όσο νομίζαμε.» Η Μισέλ έστρεφε το βλέμμα της μια στη γιατρό και μια στην οθόνη, μα η ιατρική ορολογία δεν της έλεγε τίποτα. «Όπως συζητήσαμε την προηγούμενη φορά, υπάρχουν τρία είδη ινομυωμάτων» συνέχισε η Δρ Νέχταν μ’ ένα καθησυχαστικό χαμόγελο που διόλου δεν ηρέμησε τη Μισέλ. «Εσύ έχεις υπορογόνια ινομυώματα. Αναπτύσσονται στην εξωτερική επιφάνεια της μήτρας και αναπτύσσονται προς τα έξω.» «Τι σημαίνει αυτό από πλευράς σοβαρότητας;» «Ανησυχούσες μήπως τα είχες στο εσωτερικό της μήτρας. Τελικά, βρίσκονται εξωτερικά. Η ανάπτυξη θα είναι εξωτερική. Αν και μπορεί να μεγαλώσουν πολύ, συνήθως δεν επηρεάζουν το μέγεθος της κοιλότητας της μήτρας. Δεν είναι τόσο σοβαρό.» «Μπορούν να προκαλέσουν στειρότητα;» Η Μισέλ είχε απεγνωσμένα ανάγκη επιβεβαίωσης σ’ αυτή την ερώτηση. Η Δρ Νέχταν τράβηξε μερικά φυλλάδια από τη θήκη τους στο γραφείο της. «Υπάρχει η άποψη ότι τα υπορογόνια ινομυώματα δεν προκαλούν στειρότητα.» Έδωσε στη Μισέλ τα λεπτά φυλλάδια που εξηγούσαν όσα έπρεπε να ξέρει για τα ινομυώματα και την αγωγή τους. Ένιωσε να την πλημμυρίζει η ανακούφιση. «Παρ’ όλα αυτά, στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο ινομύωμα μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τη γονιμότητα. Μερικές φορές πιέζουν τις σάλπιγγες και τις φράζουν. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορούν να προκαλέσουν στειρότητα.» Η ανακούφιση της Μισέλ διήρκεσε ελάχιστα. «Πώς το αποφεύγουμε αυτό;» «Αφαιρούμε τον όγκο.» «Και όσον αφορά την εγκυμοσύνη; Μπορεί να προκαλέσει αποβολή;» Η Μισέλ άρχισε να μασουλάει το νύχι του αντίχειρα, όπως πάντα όταν είχε νευρικότητα. «Η μητέρα μου είχε τα ινομυώματα στο εσωτερικό της μήτρας και απέβαλε σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Σας παρακαλώ. Θέλω να είστε ειλικρινής μαζί μου. Θέλω να ξέρω αν πρέπει να περιμένω τα ίδια σε περίπτωση εγκυμοσύνης.» «Δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς για κάτι τέτοιο. Κατανοώ τους φόβους σου, δεδομένης της εμπειρίας της μητέρας σου.» Το ρεύμα που δημιουργούσε ο ανεμιστήρας έπαιζε με τα σκούρα τσουλούφια της Δρα Νέχταν που είχαν χαλαρώσει από την αλογοουρά της. «Ναι, μπορούν να προκαλέσουν περιπλοκές στην εγκυμοσύνη και δυσκολίες στη γέννα. Κάποιες γυναίκες ανακαλύπτουν πως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τα ινομυώματα αναπτύσσονται παράλληλα με το μωρό. Ως αποτέλεσμα, η μήτρα στριμώχνεται επηρεάζοντας την ανάπτυξη του εμβρύου. Μα αυτό
δε συμβαίνει πάντα. Η δική σου περίπτωση δεν είναι προβληματική. Μάλιστα, δε θα ήξερες καν πως τα έχεις αν δεν το έψαχνες.» «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας;» Η Δρ Νέχταν κούνησε το κεφάλι. «Κανένας.» Η Μισέλ δεν πείστηκε. Ακουγόταν επικίνδυνο, και δεν τολμούσε καν ν’ αναλογιστεί τη χειρότερη προοπτική. «Και η αγωγή; Αναφέρατε κάτι για εμβολιασμό στην προηγούμενη επίσκεψη.» Η Δρ Νέχταν έπιασε τα δύο άκρα του στηθοσκοπίου και το πέρασε στο λαιμό της κρατώντας το σαν να έκρυβε τις απαντήσεις σε κάθε ιατρικό ερώτημα. «Πράγματι. Τα τελευταία χρόνια έχουν εισαχθεί κάποιες νέες αγωγές. Απαιτούν μικρότερο χρόνο ανάρρωσης και είναι λιγότερο περίπλοκες από τις παραδοσιακές.» Της έδωσε κι άλλα φυλλάδια. «Ο Εμβολιασμός Ινομυωμάτων Μήτρας είναι μια τέτοια μέθοδος. Μη χειρουργική διαδικασία με την οποία συρρικνώνονται τα ινομυώματα. Είναι κατάλληλος για γυναίκες με μεγάλα συμπτωματικά ινομυώματα. Τα δικά σου είναι μάλλον μικρά και ασυμπτωματικά. Εγώ προτείνω να τα παρακολουθήσουμε.» Γύρισε και πάτησε μερικά πλήκτρα στο πληκτρολόγιο. «Θα ξανακάνουμε υπέρηχο σε έξι μήνες για να ελέγξουμε την εξέλιξή τους.» «Τι θα γίνει αν αρχίσουν να μεγαλώνουν;» «Θα τα αντιμετωπίσουμε.» Ο πραγματισμός της γιατρού την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Πώς μπορούσε να είναι τόσο ψύχραιμη για κάτι που θα κρατούσε τη Μισέλ ξάγρυπνη πολλές νύχτες στο άμεσο μέλλον; Ίσως διαισθάνθηκε την εσωτερική αναστάτωση της Μισέλ γιατί η Δρ Νέχταν άπλωσε το χέρι και έσφιξε το δικό της. «Καταλαβαίνω πως η αποβολή της μητέρας σου σίγουρα θα σου προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία απ’ όσο θα έπρεπε. Αλλά αυτός ο τύπος ινομυωμάτων είναι πολύ διαδεδομένος σε γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία.» Η Μισέλ θα ήθελε πολύ να της ανταπέδιδε το χαμόγελο με την ίδια αταραξία. Κατάφερε μόνο να νεύσει και ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια για να καθαρίσει τα δάκρυα. «Πολλές γυναίκες με την πάθηση αυτή έχουν φυσιολογικές εγκυμοσύνες. Και ένα υψηλό ποσοστό συνεχίζει να έχει φυσιολογικές εγκυμοσύνες μετά την αγωγή. Δεν έχεις λόγο ν’ ανησυχείς σ’ αυτό το στάδιο.» Πολλές εναλλακτικές αγωγές ήταν διαθέσιμες. Τα φυλλάδια που κρατούσε στα χέρια η Μισέλ τα εξηγούσαν όλα. Μα εκείνη το είχε ψάξει και ήξερε πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα περιπλοκών μετά από ένα υποτιθέμενο επιτυχημένο αποτέλεσμα. Ήταν αρκετά γενναία για να το ρισκάρει;
Κεφάλαιο Έντεκα Το ηλιακό πλέγμα της Μισέλ τραντάχτηκε σαν να είχε φάει γροθιά στο στομάχι στη θέα του Άντριου. Γυμνός από τη μέση και πάνω και μ’ ένα χαμηλοκάβαλο τζιν τής έφερνε στο νου όλα όσα είχε απαρνηθεί όταν αποφάσισε πως η ανάγκη της για παιδιά ήταν πιο σημαντική από την ανάγκη της για κείνον. Ήταν αρκετά αδύναμη ώστε να ενδώσει στον πειρασμό να τον παρακολουθεί αθέατη καθώς τραβούσε από την ντάνα χαλαρές μπάλες σανό και τις ξάνοιγε με το δίκρανο. Ο αέρας ήταν γεμάτος σωματίδια άχυρου και αχτίδες του απογευματινού ήλιου. «Η μητέρα σου ζήτησε να σου φέρω αυτό.» Ο Άντριου κοντοστάθηκε στο άκουσμα της φωνής της, μετά συνέχισε να απλώνει άχυρο στο τσιμεντένιο δάπεδο του στάβλου. Οι γραμμωμένοι μύες στα μπράτσα και στη ράχη τεντώνονταν κάτω από το μαυρισμένο, ιδρωμένο δέρμα του, μαγνητίζοντάς την. Ένα κύμα σεξουαλικής λαχτάρας την πλημμύρισε, μέχρι που ήθελε να πέσει πάνω του. Το βλέμμα του Άντριου αντάμωσε το δικό της πριν στραφεί στο παγωμένο νερό στα χέρια της. «Ευχαριστώ.» Μα δεν το πήρε. Γύρισε και συνέχισε να στρώνει το άχυρο. Ένας τεράστιος τοίχος, σαν αυτούς που του άρεσε να σκαρφαλώνει, υψωνόταν ανάμεσά τους. Εκείνη έφταιγε. Σε ποιον άντρα αρέσει να τον αποκαλούν δειλό; Το βλέμμα του ξαναστράφηκε σ’ εκείνη. «Άσε κάτω το νερό και φύγε.» Ίσως έπρεπε να τον ακούσει, μα η βραχνάδα στη φωνή του την τραβούσε κοντά του. Άφησε το νερό σ’ ένα χαμηλό σκαμνί έξω από την πόρτα. Είχε χρόνο να σκεφτεί μερικές μέρες μετά την επίσκεψη στη Δρα Νέχταν, και είχε σκεφτεί πολύ. Το συμπέρασμα ήταν πως ήθελε τον Άντριου. Ναι, ήθελε παιδιά, μα η γιατρός τη διαβεβαίωσε πως είχε περιθώριο. Δε χρειαζόταν να βιαστεί. Ποιος ξέρει; Μπορεί με τον καιρό ο Άντριου να άλλαζε γνώμη. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρη – δεν είχαν όλες οι γυναίκες μια δεύτερη ευκαιρία να μείνουν για πάντα με τον άντρα που αγαπούσαν. Θα ήταν ανόητη να μη δοκιμάσει να δει πού θα οδηγούσε αυτό που υπήρχε ανάμεσά τους. Τα λόγια του Άντριου λίγες μέρες πριν ήρθαν στο μυαλό της. Μη με διώχνεις. Δώσε μας μια ευκαιρία. Έκλεισε την απόσταση ανάμεσά τους, συνειδητοποιώντας πως το τρίξιμο του άχυρου κάτω από τις γαλότσες της τον προειδοποιούσε ότι τον ζύγωνε. Σταμάτησε μπροστά του. «Γιατί με αγνοείς;» Έσκυψε να διαλύσει με το χέρι ένα κομμάτι που παραήταν πυκνό για το δίκρανο. «Κάνω αυτό που μου ζήτησες.» «Δε θυμάμαι να σου ζήτησα να με αγνοείς.» Ο Άντριου γύρισε από την άλλη πλευρά κι άρχισε ν’ απλώνει άχυρο κοντά στον απέναντι τοίχο. «Μου ζήτησες να τηρήσω τους “κανόνες” ώστε αυτός ο παραλογισμός ανάμεσά μας να σβήσει επιτέλους. Για μένα είναι το ίδιο ακριβώς.» Το γεγονός πως δεν άντεχε να τον πλησιάζει σε απόσταση αγγίγματος ήταν κακό σημάδι. «Άλλαξα γνώμη.» Μασούλισε το νύχι του αντίχειρα και έλπιζε να μην αντιλαμβανόταν αυτός πόσο
τραχιά ακουγόταν η φωνή της. Την κοίταξε εξεταστικά για δέκα δευτερόλεπτα και μετά, όταν κόντευε να λυγίσει κάτω από το σκληρό βλέμμα του, τη ρώτησε σηκώνοντας σαρδόνια το φρύδι, «Για ποιο πράγμα;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, επιτέθηκε ξανά στο άχυρο. Αν δεν πρόσεχε, θα άνοιγε τρύπες στο τσιμέντο. Η Μισέλ περίμενε με προσδοκία καθώς εκείνος έψαχνε να το βρει κάτω από ένα βουνό άχυρο. «Για εμάς.» «Δεν υπάρχει εμάς. Το ξεκαθάρισες τη Δευτέρα το βράδυ.» «Άλλαξα γνώμη.» Σταμάτησε να στρώνει το άχυρο και σκούπισε το μέτωπό του με το βραχίονά του. «Αυτό το είπες ήδη. Θέλω να μάθω γιατί.» Προσπαθώντας να ξεφύγει από το σκληρό βλέμμα του, η Μισέλ πήρε το ποτήρι από το σκαμνί και του το πρόσφερε. «Ευχαριστώ.» Σκούπισε τα χέρια στο τζιν της για να στεγνώσουν καθώς παρακολουθούσε τον Άντριου να σηκώνει το ποτήρι στα χείλη και να κατεβάζει το παγωμένο νερό. Ξαφνικά την κατέκλυσε απέραντη η δίψα για εκείνον. Τα χείλη του θα ήταν δροσερά από το νερό – αναζωογονητικά μετά τη ζέστη της ημέρας. «Παραβιάζεις τον έκτο κανόνα.» Άφησε το ποτήρι στο στενό περβάζι μ’ έναν κοφτό κρότο που ταίριαζε με τα λόγια του. «Αν πρέπει να εμμείνω στους κανόνες σου, να τηρείς και εσύ τους δικούς μου. Δε βοηθάει να με κοιτάς σαν να θέλεις να με γλείψεις ολόκληρο.» Το βλέμμα της τινάχτηκε μακριά. Η ωμότητά του την έκανε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια ξαφνιασμένη. «Εγώ-» Καθάρισε το λαιμό της. «Ήθελα να μας δώσω μια ευκαιρία.» Ο Άντριου άρχισε να καρφώνει πάλι το άχυρο με ζήλο. «Όχι. Είχες δίκιο. Πρέπει να τελειώσει αυτή η ιστορία. Δεν είναι υγιής.» Πανικοβλήθηκε. «Νόμιζα πως θα χαιρόσουν που είμαι έτοιμη να ξαναπροσπαθήσω.» Σταμάτησε και την αγριοκοίταξε. «Τι άλλαξε από το βράδυ της Δευτέρας;» Έχω περιθώρια που δεν περίμενα. Χρόνο να περιμένω ν’ αλλάξεις γνώμη για τα παιδιά. Έφερε τα χέρια μπροστά της, τα σήκωσε στο πιγούνι και έσφιξε τα δάχτυλά της. «Είχα τεσσερισήμισι μέρες να σκεφτώ.» Πέταξε κάτω το δίκρανο και άρπαξε το ντιαγκονάλ πουκάμισό του από ένα γάντζο στην πόρτα. «Και εγώ το ίδιο.» Η Μισέλ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. «Τι σκεφτόσουν;» «Αυτό το δυσλειτουργικό πράγμα μεταξύ μας. Δεν ξέρω καν πώς να το αποκαλέσω.» Έχωσε τα χέρια στα μανίκια τόσο απότομα, που η Μισέλ νόμισε πως θα σκίσει το ύφασμα. «Ξέρω μόνο πως με διαλύει.» Φοβόταν την απάντησή του. Τα στενεμένα μάτια που έβγαζαν σπίθες την τρόμαζαν, μα εκείνη συνέχισε να πιέζει. «Τι αποφάσισες;» «Ότι έχεις δίκιο. Είναι καιρός να σ’ αφήσω να προχωρήσεις.» Την κατέλαβε τρόμος. Η Μισέλ άρπαξε την άκρη του πουκαμίσου του για να τον εμποδίσει ν’ απομακρυνθεί. Η μυρωδιά φρέσκου άχυρου και η διάχυτη οσμή των αρσενικών αλόγων τούς
περικύκλωναν καθώς επικοινωνούσαν σιωπηλά. Τα μάτια του πηγαινοέρχονταν στα δικά της μα δεν της έλεγαν τίποτα. Η Μισέλ φοβόταν πως, αν άφηνε το πουκάμισό του, θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε. «Δεν το θέλω πια αυτό. Θέλω εσένα, Άντριου.» Έπρεπε να φανεί τολμηρή αν ήθελε να περάσει τον τοίχο που εκείνος είχε τοποθετήσει ανάμεσά τους. «Λες ότι η σχέση μας είναι δυσλειτουργική και συμφωνώ. Έτσι ήταν από την αρχή. Ξέρεις τι είπε η Γκάμπι;» Όταν εκείνος γύρισε να φύγει, τον τράβηξε από το πουκάμισο πιέζοντάς τον να την κοιτάξει. «Πως είναι σαν να είμαστε δεμένοι με λαστιχάκια. Απομακρυνόμαστε μόνο μέχρι ενός σημείου και μετά πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον.» «Με κούρασε αυτό το παιχνίδι, Μις.» Το βλέμμα του την έκοψε. «Τελείωσε.» Ακουγόταν τόσο οριστικός, που αναγκάστηκε ν’ αντιμετωπίσει την πιθανότητα να τον χάσει για τα καλά. Βυθίστηκε στην απελπισία. Προσπάθησε να τραβήξει το πουκάμισό του από τα χέρια της. Εκείνη δεν τον άφησε. Ήταν η πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια που ο Άντριου τη φώναξε με το χαϊδευτικό που μόνο εκείνος χρησιμοποιούσε. Ήξερε πως, αν τον άφηνε να φύγει, δεν θα είχε άλλη ευκαιρία μαζί του. Εκείνος προσπάθησε να προχωρήσει προς την πόρτα. «Όχι. Δε θέλω να τελειώσει.» Κράτησε πιο σφιχτά το πουκάμισό του κι αυτή τη φορά άκουσε το ύφασμα να σκίζεται. «Είπες ότι δε θα μ’ αφήσεις να σου φύγω, το ξέχασες;» Έκλεισε τα δάχτυλά του απαλά πάνω από τα δικά της. «Και εγώ δε θα σ’ εμποδίσω άλλο.» Κάτι βαθιά μέσα της ούρλιαξε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Σε παρακαλώ, Ντρου.» Πάγωσε, και μετά έριξε πίσω το κεφάλι με μια πονεμένη έκφραση στο πρόσωπο. «Με είπες Ντρου.» Ένευσε αργά. «Μου ξέφυγε.» «Έχεις δυο χρόνια να με φωνάξεις έτσι.» «Συγγνώμη, ξέρω πως το σιχαίνεσαι.» «Όχι όταν το λες εσύ.» Το χαμόγελό του ξεκίνησε μικρό, μα μεγάλωσε γρήγορα. Την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Ποτέ όταν το λες εσύ.» Η Μισέλ ακούμπησε το πρόσωπο στο λαιμό του και τον αγκάλιασε σφιχτά αδιαφορώντας για τον ιδρώτα που μούλιαζε την μπλούζα της. Εδώ λαχταρούσε να βρεθεί – εδώ ήθελε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της. «Με είπες Μις.» «Σωστά.» Αρκετά δευτερόλεπτα πέρασαν πριν συνειδητοποιήσει η Μισέλ πως ο Άντριου δε σκόπευε να μπει σε λεπτομέρειες. Παρ’ όλα αυτά, χάρηκε που την αποκάλεσε με το χαϊδευτικό που χρησιμοποιούσε στην αρχή της σχέσης τους, όταν όλα ήταν καινούργια και τέλεια. Μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σ’ αυτό το σημείο; Τολμούσε να ελπίζει; Συνοφρυώθηκε και έγειρε πίσω για να βλέπει το πρόσωπό του. «Γιατί καθαρίζεις τους στάβλους στην επέτειο των γονιών σου;» «Έπρεπε να απομακρυνθώ για λίγο. Ένα ζευγάρι που γιορτάζει την τριακοστή όγδοη επέτειο γάμου του και είναι ακόμα ερωτευμένο σού ανακατεύει το στομάχι κι ας είναι οι γονείς σου.» Τύλιξε
μια μπούκλα της στα δάχτυλά του. «Χαίρομαι που δέχτηκες την πρόσκληση. Περίμενα να αρνηθείς γιατί ήξερες πως θα ήμουν εδώ.» «Όπως στο παρελθόν;» Το βλέμμα της Μισέλ στράφηκε στην αυλή πίσω από τον ώμο του Άντριου. «Άλλαξα γνώμη.» Τον κοίταξε απολαμβάνοντας το σκανταλιάρικο χαμόγελό του. «Δεν υπάρχει λόγος να δείχνεις τόση αυταρέσκεια.» «Ποιος δείχνει αυταρέσκεια; Είμαι απλώς ευτυχισμένος.» Προσπάθησε να σοβαρέψει την έκφρασή του, μα στα χείλη του παρέμεινε η υποψία ενός χαμόγελου. Το βλέμμα της πλανήθηκε ξανά πίσω από την πλάτη του καθώς ψηλαφούσε τους ανεπτυγμένους οδοντωτούς μυς του μέσα από το σκίσιμο του πουκαμίσου του. Χρόνια ολόκληρα αναρρίχησης, του είχαν χαρίσει ένα λεπτό, σμιλεμένο σώμα γεμάτο σέξι μυς. «Συγγνώμη που έσκισα το πουκάμισό σου.» «Μην ανησυχείς.» Τα μάτια του δεν άφηναν το πρόσωπό της – τον έβλεπε να την κοιτάζει με την άκρη του ματιού της. «Θα πω σε όποιον ρωτήσει πως δεν μπορείς να πάρεις τα χέρια σου από πάνω μου.» Κάτι που ήταν αλήθεια. Αλλά δε σκόπευε να το ομολογήσει δημοσίως. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, χαμογέλασε. «Η μαμά σου ζήτησε να σου φέρω νερό και μετά εξαφανίστηκε με τον μπαμπά σου. Την τράβηξε μαζί του, λέγοντας πως ήθελε κάτι να της δείξει.» Έστρεψε το βλέμμα στον Άντριου πάνω στην ώρα για να τον δει να κλείνει τα μάτια. «Δε θέλω καν να ξέρω» είπε. «Αρκετά άσχημο είναι που δεν μπορούν να κρατήσουν τα προσχήματα μπροστά στον κόσμο.» «Τριάντα οχτώ χρόνια. Μεγάλο επίτευγμα.» Εκείνη κι ο Άντριου δεν είχαν κλείσει ούτε χρόνο. «Πώς τα κατάφεραν, λες;» Έτσι όπως ήταν πιεσμένη πάνω του, τον ένιωσε να τσιτώνεται. «Μάλλον βοήθησε το γεγονός ότι ήθελαν τα ίδια πράγματα.» *** Οι ώμοι της Μισέλ μαράθηκαν μαζί με το χαμόγελό της καθώς ελευθερώθηκε από την αγκαλιά του. Ο Άντριου ήθελε να την τραβήξει πάλι κοντά του και να φωλιάσει ξανά το κεφάλι της κάτω απ’ το πιγούνι του, εκεί όπου ήταν η θέση του. Ήθελε να θάψει το πρόσωπό του στα μοσχοβολιστά μαλλιά της και να πει τα σωστά λόγια. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε ιδέα ποια ήταν τα σωστά λόγια. Άρχισε να φοβάται πως έχανε έδαφος. Με μια ηλίθια φράση την είχε κάνει ξανά απρόσιτη. Βόγκηξε και έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. «Με συγχωρείς. Δεν ήταν καρφί.» Επιτέλους, γύρισε προς το μέρος του. Κάτι που έμοιαζε με απογοήτευση θόλωνε τα όμορφα μάτια της. «Τότε τι ήταν;» Έστρεψε το βλέμμα αλλού και μετά πάλι σ’ εκείνον, σαν να χρειαζόταν λίγο χρόνο για να πάρει κουράγιο. «Ίσως έχεις δίκιο.» Άρπαξε τον καρπό της καθώς εκείνη στρεφόταν προς την πόρτα. «Στάσου! Θέλω αυτό που πρόσφερες.» Είχε ξοδέψει πολύ χρόνο ικετεύοντας αυτή τη γυναίκα να του επιτρέψει να μπει στη ζωή της. Και τα είχε όλα δικά του πριν από πέντε λεπτά, στην παλάμη του χεριού του. Μετά άνοιξε το μεγάλο στόμα του και τα έκανε θάλασσα.
Την τράβηξε πάνω του, θάβοντας το πρόσωπό του στον αρωματισμένο λαιμό της. «Σε παρακαλώ, μη φεύγεις, Μις.» Κόλλησε πάνω του. «Πάλι με είπες Μις.» «Το ξέρω.» Εισέπνευσε το απαλό άρωμά της κι άφησε να τον πλημμυρίσουν οι μνήμες από το βράδυ του Σαββάτου. «Σκοπεύω να σε φωνάζω συχνά έτσι αν μείνεις μαζί μου.» Έγειρε πίσω για να βλέπει το πρόσωπό του. «Δηλαδή είσαι πρόθυμος να μας δώσεις μια ευκαιρία;» «Πώς θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά όταν με φώναξες Ντρου;» Του χάρισε το αγαπημένο του χαμόγελο, αυτό που φώτιζε ολόκληρο το πρόσωπό της κι έδειχνε τα τέλεια λευκά δόντια της. «Τότε, φίλησέ με, Ντρου.» «Αυτό θα ήταν χαρά μου.» Τα τρεχαλητά που πλησίαζαν σταμάτησαν τα χείλη του μια ανάσα μακριά απ’ τον παράδεισο. Ο Γκόρντον μπήκε τόσο φουριόζος στο στάβλο, που λίγο έλειψε να πέσει πάνω τους. «Θείε Άντριου, θα παίξουμε ποδόσφαιρο κι ο παππούς είπε να σε φωνάξω.» Ο Άντριου έβγαλε ένα χαμηλό γρύλισμα λίγα εκατοστά από τα χείλη της Μισέλ, γέρνοντας μπροστά μέχρι που τα μέτωπά τους ακούμπησαν. «Ο παππούς δε θα μπορούσε να διαλέξει χειρότερη στιγμή.» Κράτησε τη φωνή του χαμηλή έτσι ώστε να τον ακούει μόνο εκείνη. «Πες στον παππού πως καθαρίζω το στάβλο» είπε στον Γκόρντον χωρίς ν’ αφήσει τη Μισέλ. Ο Γκόρντον κοίταξε το στάβλο και το φρεσκοστρωμένο άχυρο. «Δεν καθαρίζεις.» Έσμιξε τα φρύδια. «Φιλάς τη θεία Μίκι.» «Τότε αυτό να πεις στον παππού.» Η Μισέλ γέλασε, μα εκείνος πρόσεξε τα μάγουλά της να φουντώνουν καθώς ελευθερώθηκε από την αγκαλιά του και έδωσε το χέρι στον Γκόρντον. «Μην πεις τέτοιο πράγμα στον παππού σου.» Αγριοκοίταξε τον Άντριου, που ανταποκρίθηκε κουνώντας αδιάφορα τους ώμους. «Ας παίξουμε μπάλα.» Ο Άντριου ήθελε να υψώσει τη γροθιά στον αέρα θριαμβευτικά καθώς παρακολουθούσε τη Μισέλ να οδηγεί τον Γκόρντον μακριά από τους στάβλους. Ήταν μόλις αυτό το πρωί που προετοιμαζόταν να την αποχαιρετήσει για πάντα;
Κεφάλαιο Δώδεκα «Τρέξε!» φώναξε ο Γκόρντον ρίχνοντας μια ψηλοκρεμαστή πάσα στην Γκάμπι, την οποία είχε ορίσει επιθετικό. Τους είχε βάλει όλους να παίξουν φλαγκ φούτμπολ, ένα αμερικανικό παιχνίδι παρόμοιο με το ανεπίσημο ράγκμπι, που του είχε διδάξει ο Ράιαν. Έμεινε αμετακίνητος, ακόμα κι όταν η Μισέλ τού αντέτεινε πως δεν είχαν κορδέλες να κρεμάσουν στις ζώνες τους. Κι όταν οι υπόλοιποι ενήλικοι δήλωσαν πως θα προτιμούσαν να παίξουν κανονικό ποδόσφαιρο, εκείνος τους ικέτευσε να δώσουν μια ευκαιρία στο παιχνίδι. Η Γκάμπι έπιασε την μπάλα και απέφυγε τον Άντριου, που ήταν αμυντικός. Ο Γουόρεν, ο μπαμπάς του Άντριου, ήταν κεντρώος. Ξεκίνησε τον αγώνα σκύβοντας χαμηλά και πετώντας την μπάλα μέσα από τα πόδια του στον Γκόρντον –που ήταν κουάρτερμπακ– φωνάζοντας: «Τώρα!» Η Μισέλ γέλασε όταν ένας παίκτης έκανε βουτιά να πιάσει την Γκάμπι. Λεπτή και αθλητική, εκείνη του ξέφυγε κάνοντάς τον να συγκρουστεί με το συμπαίκτη του. Έπεσαν και οι δύο κάτω ανάμεσα σε κραυγές απογοήτευσης και επευφημίες για την Γκάμπι που έφτασε στη γραμμή του τέρματος. Εκείνη βρόντηξε την μπάλα κάτω και φώναξε: «Γκολ!» Η Μισέλ, μαζί με τους υπόλοιπους καλεσμένους που παρακολουθούσαν επευφημώντας, γέλασε ακόμα πιο δυνατά όταν η Γκάμπι άρχισε να χορεύει ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι και κουνώντας τους γοφούς καθώς φώναζε στον Γκόρντον: «Ποια είναι η μαμά σου;» Όταν ο Γκόρντον έκανε σέντρα στην ομάδα του Άντριου επιχειρώντας να φτάσει την μπάλα όσο πιο μακριά μπορούσε, οι δύο λαχανιασμένες ομάδες ήρθαν αντιμέτωπες καθώς πήραν όλοι θέσεις. Ο Γουόρεν έσκυψε βαθιά με την μπάλα, έτοιμος να την πετάξει στον Γκόρντον. Η Μισέλ στάθηκε πίσω από τον Γκόρντον στη θέση της, ως πίσω επιθετική, με την Γκάμπι στα δεξιά της στην ίδια ευθεία με τον Γουόρεν. «Με αποκάλεσε επιπόλαιη. Επιπόλαιη εγώ, το πιστεύεις;» Η Γκάμπι χαμήλωσε τη φωνή της καθώς έριχνε μια ματιά στον Γκόρντον και τραβήχτηκε ελαφρά από τη θέση της για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη συζήτηση πριν αρχίσει πάλι το τρέξιμο στον τεράστιο κήπο. Η Μισέλ έκανε επίσης λίγα βήματα πίσω βγαίνοντας από την εμβέλεια ακοής του Γκόρντον. «Τι είπες;» Έγειρε μπροστά με τα χέρια στους μηρούς καθώς ξελαχάνιαζε, εκνευρισμένη που η Γκάμπι έμοιαζε ανεπηρέαστη από όλο αυτό το τρέξιμο. «“Είμαι πολύ σοβαρή με την επιπολαιότητά μου, Τζεφ.” Τα μάζεψε κι έφυγε. Σ’ το λέω, Μισέλ, αυτή τη φορά τέλειωσε οριστικά. Καλύτερα να μην ελπίζει πως θα τον ξαναπάρω πίσω μόλις τον βαρεθεί η τελευταία γκόμενά του. Θα κάνω αίτηση διαζυγίου.» Η Μισέλ στάθηκε όρθια και σκούπισε το μέτωπο με τη ράχη του χεριού της. Παλιότερα θα είχε επικροτήσει το γεγονός πως η Γκάμπι ερχόταν επιτέλους στα συγκαλά της και ξεφορτωνόταν τον αχαΐρευτο άντρα της. Τώρα, δε βιαζόταν να βροντοφωνάξει την επιδοκιμασία της. Είχε δώσει τέλος στο δικό της γάμο χωρίς να του δώσει μια ευκαιρία – και κατέληξε να το μετανιώσει πικρά. Το διαζύγιο δεν είχε φέρει την ευτυχία. Συνειδητοποίησε πως ένας άπιστος σύζυγος ήταν διαφορετική υπόθεση. Δόξα τω Θεώ, εκείνη δε
χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο, μα δεν την ενθουσίαζε η διάλυση ενός γάμου. Το βλέμμα της αναζήτησε τον Άντριου, που έπαιρνε τη θέση του στην άλλη ομάδα περιμένοντας να ξεκινήσει το παιχνίδι. Είχε πλυθεί στα γρήγορα και είχε αλλάξει τις γαλότσες με πάνινα παπούτσια. Αλλά είχε αρνηθεί ν’ αλλάξει πουκάμισο λέγοντας πως του άρεσε να έχει πάνω του την απόδειξη του πάθους της. Ήταν ολοφάνερα στο πνεύμα του παιχνιδιού, συγκεντρωμένος και με στόχο τη νίκη – όπως πάντα. «Πάμε!» Κι αν η Γκάμπι έκανε το ίδιο λάθος με εκείνη; «Γκάμπι-» Η μπάλα τη χτύπησε στο στομάχι με αρκετή δύναμη ώστε να τραβήξει την προσοχή της. Γύρισε και είδε τον Γκόρντον να την κοιτάζει, κρατώντας την μπάλα στο διάφραγμά της, περιμένοντας να την πιάσει. Όταν δεν ανταποκρίθηκε αμέσως, ξεφύσηξε με μια ανάσα που έδειχνε ολοφάνερα τον εκνευρισμό του με την ανικανότητά της να δώσει την απαραίτητη προσοχή στο παιχνίδι που εκείνος λάτρευε. «Τρέξε, θεία Μίκι!» Η Μισέλ κοίταξε την μπάλα, το γεμάτο προσδοκία πρόσωπο του Γκόρντον και μετά τη μητέρα του. Ήθελε πραγματικά να ολοκληρώσει τη συζήτηση, μα ούτως ή άλλως θα έτρεχε μία από τις δυο τους, οπότε δεν είχε λόγο ν’ αρνηθεί. Άρπαξε την μπάλα και έτρεξε στα αριστερά, όπου είδε μια ανοιχτή δίοδο προς τη γραμμή του τέρματος. Θα έτρεχε γρήγορα στο τέρμα και θα γύριζε να συνεχίσει τη συζήτηση με την Γκάμπι. Ξαφνικά, κάτι ψηλό και συμπαγές με σκανταλιάρικο χαμόγελο της έκοψε το δρόμο. Ο Άντριου δε σκόπευε να την αφήσει να περάσει κι εκείνη δε σκόπευε να τον αφήσει να τη σταματήσει αυτή τη φορά. Μέχρι αυτή τη στιγμή, είχε αποτρέψει κάθε προσπάθειά της να σκοράρει. Έκανε προσποίηση δεξιά και πήγε αριστερά, μα ήταν λες και διάβαζε τη σκέψη της, κι όταν κινήθηκε αριστερά, ήταν ακριβώς μπροστά, με τα χέρια ορθάνοιχτα. Πάσαρε την μπάλα στον Γκόρντον, που την κράτησε στο στήθος του και προσπέρασε την άμυνα, ενώ ο Άντριου την έπιασε από τη μέση πιέζοντας την πλάτη της στο στήθος του. «Πότε μπορούμε να φύγουμε από δω;» Το σαγηνευτικό γουργουρητό της φωνής του έστειλε ρίγη σε όλο το σώμα της. Το αγκάλιασμά του ήταν απολαυστικό. «Όχι πριν από την πρόποση των γονιών σου. Θα ήταν αγένεια αν φεύγαμε πριν.» Γρύλισε χαμηλόφωνα και φίλησε το λαιμό της. Μετά την άφησε κάτω και τη γύρισε προς το μέρος του. «Είναι μαρτύριο. Θέλω να μείνουμε μόνοι μας.» Οι εικόνες που έστειλαν τα λόγια του στο νου της την έκαναν να φουντώσει ολόκληρη. Τράβηξε το βλέμμα από τα σκοτεινιασμένα από πόθο μάτια του Άντριου, ξαφνικά ντροπαλή μπροστά στο έντονο βλέμμα του. «Κοίτα.» Έδειξε πίσω από τον ώμο του, μα εκείνος κατάλαβε πως προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή αλλού γιατί της αντιγύρισε ένα διορατικό χαμόγελο. Μαζί κοίταξαν τον Γουόρεν, μια πιο διακεκριμένη εκδοχή του γιου του, που βούτηξε τον
Γκόρντον μαζί με την μπάλα και έτρεξε προς το τέρμα. Ψηλός και γυμνασμένος, τραβούσε την προσοχή. Στα εξήντα τρία του, τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Η Μισέλ αναρωτήθηκε αν ο Άντριου θα έμοιαζε με τον πατέρα του γερνώντας. Θα είχε αυτό τον επιβλητικό αέρα; Αυτή την παρουσία; Θα τη συγκλόνιζε ακόμα το άγγιγμά του; Ακόμα και ο ερχομός του; Μπορούσαν ν’ αποκτήσουν αυτό που είχαν ο Γουόρεν και η Σάντι; Ο Γουόρεν, ο Γκόρντον και η μπάλα έφτασαν στο τέρμα εν μέσω ηχηρών επευφημιών. Η οικονόμος των γονιών του Άντριου τον χτύπησε απαλά στον ώμο. «Δώσε μου ένα λεπτό» είπε στο αυτί της Μισέλ καθώς την άφησε, γύρισε και προχώρησε μερικά βήματα πιο πέρα με την Κάρλα. Την άκουσε προσηλωμένος, ένευσε και μετά γύρισε στη Μισέλ καθώς ο Γουόρεν ανακήρυξε τη νίκη. Η σοβαρή έκφρασή του την ξάφνιασε όταν ο Άντριου στράφηκε προς το μέρος της. Δε μίλησε, μόνο χαμήλωσε το κεφάλι και τη φίλησε στη μέση του κήπου μπροστά σε όλους. Αναπάντεχο και υπέροχο, το φιλί του ικανοποίησε τη λαχτάρα που την είχε κατακλύσει από την ώρα που τους διέκοψε ο Γκόρντον στους στάβλους. Κόλλησε πάνω του και τύλιξε τα χέρια στο λαιμό του απολαμβάνοντας την αίσθηση των γυμνασμένων μυών του πάνω στις απαλές καμπύλες της. Τον φίλησε με πάθος καθώς οι φλόγες της επιθυμίας απειλούσαν να εκτοξευθούν εκτός ελέγχου. Οι επευφημίες έγιναν πιο έντονες καθώς ένας καλεσμένος φώναξε: «Μπράβο, αγόρι μου!» Καθώς ο Άντριου τραβιόταν, γύρω τους ξέσπασαν γέλια. «Συγγνώμη, ένα φιλάκι στα γρήγορα πήγα να σου δώσω, μα εσύ ανταποκρίθηκες. Δεν μπορούσα να σταματήσω.» Το πλατύ χαμόγελό του δεν έδειχνε ίχνος μεταμέλειας. Ήταν το χαμόγελο ενός πολύ ικανοποιημένου ανθρώπου. Ήταν ευγνώμων που ο Άντριου την έκρυβε από τους περισσότερους καλεσμένους. «Θα περιμένουν κάποιο είδος ανακοίνωσης από μας.» Έριξε μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο του στα μέλη της οικογένειάς του που κατευθύνονταν ήδη προς τα τραπέζια στο σημείο του μπάρμπεκιου. «Άσ’ τους.» Έσυρε τον αντίχειρά του πάνω στα χείλη της, σφραγίζοντάς τη με το άγγιγμά του. «Θα κινηθούμε με τους δικούς σου ρυθμούς. Όταν έχουμε κάτι να τους ανακοινώσουμε, θα το μάθουν. Προς το παρόν…» Έσφιξε τα χέρια της στα δικά του και την τράβηξε προς το σπίτι. «Σου έχω ένα δώρο.» Κατά κάποιον τρόπο τα λόγια του Άντριου δεν την καθησύχαζαν και τόσο. Τι θα έλεγε στην αδελφή του όταν τη ρωτούσε για το φιλί; Γιατί ήξερε πως η Γκάμπι θα ρωτούσε με την πρώτη ευκαιρία. Ακολούθησε τον Άντριου, με τα δάχτυλά της μπλεγμένα στα δικά του, καθώς άνοιγε δρόμο ανάμεσα στους καλεσμένους των γονιών του που μπαινόβγαιναν για να πλύνουν τα χέρια τους πριν καθίσουν για φαγητό. Τι εννοούσε λέγοντας «όταν έχουμε κάτι να τους ανακοινώσουμε, θα το μάθουν»; Όπως το σκεφτόταν εκείνη, είχαν συμφωνήσει σε μια σχέση. Τι ακριβώς έλεγε λοιπόν; Ότι θα το έπαιζε εκ του ασφαλούς; Ότι περίμενε πως εκείνη θα άλλαζε γνώμη; Ίσως είχε συμφωνήσει υπό την πίεση της απόγνωσής της και τώρα το μετάνιωνε. «Σε προβληματίζει κάτι;» Πίεσε απαλά τα δάχτυλά της, βγάζοντάς την από τις σκέψεις της. «Γιατί ρωτάς;»
«Είχες συνοφρυωθεί.» «Αλήθεια;» Κράτησε το βλέμμα μπροστά της, μην τολμώντας να τον κοιτάξει για την περίπτωση που αντιλαμβανόταν την αγωνία της για την προηγούμενη δήλωσή του. «Σκεφτόμουν.» «Ποιο πράγμα;» «Τίποτα σημαντικό.» «Δηλαδή δε θέλεις να μοιραστείς τους προβληματισμούς σου μαζί μου;» Φόρεσε ένα κεφάτο χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Ίσως αργότερα.» Δεν ήθελε να μοιραστεί τις ανασφάλειές της αυτή τη στιγμή, ειδικά όταν την πήγαινε να δει αυτό το μυστηριώδες δώρο. Κατευθύνθηκαν στην αντίθετη πλευρά από την κουζίνα, προς το τμήμα του σπιτιού που φιλοξενούσε τη βιβλιοθήκη, το γυμναστήριο και το δωμάτιο αναψυχής. Ο Άντριου σταμάτησε έξω από τη βιβλιοθήκη και χάιδεψε απαλά το μάγουλό της. «Πάω ν’ αλλάξω. Στο μεταξύ, πίσω από την πόρτα περιμένει κάποιος που θέλει να σε δει. Θα έμενα, αλλά μετά το καθάρισμα των στάβλων και τον αγώνα δεν είμαι και τόσο ευπαρουσίαστος.» «Ποιος είναι;» Η Μισέλ έκανε πίσω και προσπάθησε να διαβάσει την έκφρασή του. Τη γύρισε έτσι ώστε ν’ αντικρίζει την κλειστή πόρτα. «Γιατί δεν μπαίνεις μέσα να δεις;» Κοίταξε πάνω από τον ώμο της, με το βλέμμα ν’ ακολουθεί τον Άντριου στις σκάλες. Της ένευσε να μπει μέσα και εξαφανίστηκε. Δεν είχε ιδέα ποιον είχε κρύψει ο Άντριου στη βιβλιοθήκη, μα ένα κομμάτι της δεν ήθελε να μάθει. Κι αν σκόπευε να της αποκαλύψει μια άλλη γυναίκα; Μια γυναίκα με την οποία σκόπευε να περάσει τη ζωή του και ήθελε να τη γνωρίσει σ’ εκείνη; Μη γίνεσαι γελοία. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έπιασε το πόμολο. Αν μη τι άλλο, ο Άντριου ήταν έντιμος. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσει σχέση μαζί της αν έβγαινε με άλλη γυναίκα. Τότε ποιος την περίμενε πίσω από την πόρτα; Με την καρδιά να βροντοχτυπάει, γύρισε το πόμολο κι άνοιξε την πόρτα. Το δωμάτιο ήταν πιο σκοτεινό απ’ όσο περίμενε. Κάποιος είχε τραβήξει τις βαριές κουρτίνες και χρειάστηκε λίγες στιγμές να προσαρμοστεί στο αμυδρό φως. Έλεγξε τη μία πλευρά του μεγάλου δωματίου και μετά την άλλη. Όποιον κι αν περίμενε εδώ ο Άντριου, προφανώς είχε βαρεθεί να περιμένει κι είχε φύγει. Καθώς στράφηκε να φύγει κι αυτή, η Μισέλ άκουσε ένα βήχα από την περιοχή της μπερζέρας που ήταν γυρισμένη προς το τζάκι. Γι’ αυτό δεν είχε δει τον καλεσμένο του Άντριου. Τουλάχιστον ο ήχος ήταν ολοφάνερα αντρικός. Η Μισέλ άναψε τα φώτα δίπλα στην πόρτα. «Γεια σας. Ο Άντριου μου ζήτησε να σας κρατήσω συντροφιά. Δε θ’ αργήσει.» Δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, μα τι να έλεγε; Ο Άντριου δεν της είχε δώσει όνομα. Έκανε ένα βήμα μπροστά όταν δεν πήρε απάντηση. «Είμαι η Μισέλ. Φοβάμαι πως δε γνωρίζω το όνομά σας.» Εκείνη τη στιγμή ο καλεσμένος του Άντριου σηκώθηκε και γύρισε να την κοιτάξει. Μεμιάς το αίμα πάγωσε στις φλέβες της. Ένας ψηλός άντρας με ξανθά μαλλιά ξασπρισμένα από τον ήλιο, υπερβολικά μακριά και ατημέλητα, στεκόταν μπροστά της. Ένα κρεμ σπορτίφ παντελόνι κι ένα πουκάμισο με τροπικό μοτίβο έντυναν το λεπτό σώμα του, ενώ το βαθιά μαυρισμένο δέρμα του τον έδειχνε μεγαλύτερο από την ηλικία του. Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο από αγωνία καθώς έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.
Ήταν σίγουρη πως ψιθύρισε το όνομά της. Μόνο που δεν ήταν το όνομά της μα ένα παιδικό χαϊδευτικό. Έμοιαζε οικείος, μα δεν μπορούσε να είναι, γιατί αυτός ο άντρας ήταν γερασμένος. Στη μνήμη της είχε μείνει πάντα ίδιος. Άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, προσκαλώντας την. Ο λαιμός της Μισέλ έκλεισε. Η μόνη λέξη που μπόρεσε να προφέρει πέρα από ένα αγωνιώδες ψέλλισμα καθώς έπεφτε στην αγκαλιά του ήταν: «Μπαμπά!» Μια ενήλικη γυναίκα δεν έπρεπε να αντιδρά έτσι. Αλλά αυτή που έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα της δεν ήταν η ενήλικη Μισέλ. Ήταν ένα εγκαταλειμμένο δεκάχρονο κοριτσάκι που ξαφνικά είχε χάσει τη μεγάλη της αγάπη – τον πατέρα της. «Πού πήγες; Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια;» Οι ερωτήσεις έβγαιναν με λυγμούς από μέσα της καθώς ο πατέρας της την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Ήταν ξανά η πριγκίπισσά του, λατρεμένη και προστατευμένη από τα φανταστικά τέρατα και τις συμφορές της ζωής. «Πριγκίπισσά μου, δεν τολμούσα να ονειρευτώ πως θα ερχόσουν σ’ εμένα. Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα αγκάλιαζα ξανά το κοριτσάκι μου.» Έκλαψαν μαζί μέχρι που η Μισέλ πίεσε τον εαυτό της να τραβηχτεί. Με τα χρόνια είχε παίξει διάφορα σενάρια με τη φαντασία της για την αντίδρασή της αν ξανάβλεπε τον πατέρα της. Ποτέ δεν είχε φανταστεί αυτή την κατάληξη, με το θυμό της να εξατμίζεται στη θέα του. «Πού ήσουν;» ρώτησε ξανά καθώς κάθισε μαζί του στον καναπέ σφίγγοντας τα χέρια του. «Παραείσαι μαυρισμένος για να ήσουν στην Αγγλία όλο αυτό τον καιρό.» Το βλέμμα του πατέρα της ταξίδεψε στο πρόσωπό της σαν να ήταν το πιο υπέροχο θέαμα που είχε δει στη ζωή του. «Ήμουν στα Μπαρμπάντος. Εκεί με βρήκε ο ντετέκτιβ του Άντριου.» Έσφιξε τα χέρια της σαν να την ικέτευε να καταλάβει. «Δεν μπορούσα να μείνω εδώ. Είχα ανάγκη να φύγω κάπου πολύ μακριά.» Προσπάθησε να καταλάβει, μα το κοριτσάκι μέσα της συνέχισε να πονάει. «Κατάφερες να ξεφύγεις απ’ τους δαίμονές σου;» Τα μάτια του πατέρα της, που έμοιαζαν τόσο πολύ με τα δικά της, χαμήλωσαν γεμάτα λύπη. «Όχι απόλυτα, πριγκίπισσα. Πώς μπορούσα να τους ξεφύγω αφού είχα αφήσει πίσω τον άγγελό μου;» «Με αποκαλείς πριγκίπισσα και άγγελο, μα δε σου ήμουν αρκετή μετά τον Τρίσταν.» Έπνιξε ένα λυγμό. «Γιατί δε μ’ αγαπούσες όπως εκείνον;» «Αυτό νομίζεις; Πως σταμάτησα να σ’ αγαπώ λόγω του Τρίσταν;» Κούνησε το κεφάλι. Ως ενήλικη ήξερε πως αυτό ήταν παράλογο, μα το τραύμα της παιδικής ηλικίας δεν άφηνε περιθώριο στη λογική. Ήθελε να την καθησυχάσει ο πατέρας της. Να της πει πως ήταν η αγάπη της ζωής του, πως είχε κάνει τρομερό λάθος που διέλυσε την οικογένειά τους. Μα αυτό που είπε ήταν ακόμα πιο εύγλωττο. «Γλυκιά μου, θα έδινα και τη ζωή μου για σένα. Θα έδινα την ψυχή μου. Θα γύριζα πίσω στο χρόνο να τα κάνω όλα τέλεια για χάρη σου. Ήμουν τρομοκρατημένος πως μπορεί να πάθαινες και εσύ κάτι. Αν πονούσα τόσο για ένα παιδί που δεν είχα κρατήσει ποτέ στην αγκαλιά μου, που δεν είχα γνωρίσει ποτέ, δεν είχα αναμνήσεις από αυτό, πόσο πιο συντριπτικό θα ήταν αν έχανα εσένα; Δεν μπορούσα ν’ αντέξω τη σκέψη και, σαν δειλός, το έβαλα στα πόδια. Μόνο όταν ο Άντριου έστειλε ντετέκτιβ να με βρει άρχισα να ελπίζω πως νοιαζόσουν ακόμα. Ότι μπορούσαμε να
ξαναχτίσουμε μια σχέση. Μα, όταν μου είπε πως δε γνώριζες τίποτα, λίγο έλειψε να το βάλω πάλι στα πόδια. Να ελπίζω πως δεν είναι πολύ αργά;» Πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα και έσφιξε άλλη μια φορά τα χέρια της στα δικά του. «Συγγνώμη, άγγελέ μου. Θέλω να είμαι κομμάτι της ζωής σου.» Ένα πράγμα που της είχε διδάξει η μητέρα της ήταν πως η συγχώρεση είναι ζωτική για την εσωτερική γαλήνη. Το μνησίκακο πνεύμα δεν ηρεμεί ποτέ, συνήθιζε να της λέει. Αγκάλιασε τον πατέρα της. «Και εγώ θα το ήθελα αυτό.» Όταν επιτέλους άφησαν ο ένας τον άλλον, ο πατέρας της σηκώθηκε και άρχισε να στριφογυρίζει, ολοφάνερα αμήχανος. Ίσως ένιωθε πως δε θα τον ενθάρρυνε να μπει στη ζωή της ακόμα. «Είσαι ευπρόσδεκτος να μείνεις στο μπάρμπεκιου.» Συνέχισε να στριφογυρίζει. «Επιμένω, μπαμπά.» Της αντέτεινε ένα συγκινημένο χαμόγελο και μια τεράστια αγκαλιά. «Ευχαριστώ που με είπες μπαμπά. Φοβόμουν πως δε θα με ξανάβλεπες ποτέ σαν πατέρα σου. Ήθελα πολλές φορές να σε πλησιάσω, μα έτρεμα την απόρριψη. Έχω ακόμα γράμματα και κάρτες γενεθλίων που δεν είχα τα κότσια να ταχυδρομήσω.» Ο πατέρας της δεν είχε πάψει ποτέ να νοιάζεται. Ο πόνος και το πείσμα, μαζί με το δικό της φόβο της απόρριψης, την είχαν εμποδίσει να τον αναζητήσει. Αν δεν ήταν ο Άντριου, ίσως δεν ξανάβλεπε ποτέ τον πατέρα της. Η σκέψη την έκανε να ντραπεί. Την άφησε και εκείνη ένιωσε ευγνώμων, γιατί την έσφιγγε τόσο πολύ, που της κοβόταν η αναπνοή. «Αυτό που με απασχολεί δεν είναι το πάρτι σας.» Έστρεψε το πρόσωπο αλλού και μετά στράφηκε ξανά προς το μέρος της, ελαφρώς αναψοκοκκινισμένος. «Πιστεύεις πως η μαμά σου θα δεχτεί να με δει;» Η καρδιά της αναπήδησε στην ιδέα. Αν οι γονείς της αντιμετώπιζαν από κοινού το παρελθόν τους, ίσως κατάφερναν κάποια στιγμή να επιλύσουν τις διαφωνίες τους. Η Μισέλ θυμήθηκε την απαλή χροιά στη φωνή της μητέρας της όταν έλεγε: Μην τον κρίνεις τόσο αυστηρά, γλυκιά μου. Η θλίψη τον τσάκισε. Δεν ήταν πια ο ίδιος μετά τον Τρίσταν. Τώρα ήξερε τη δική του πλευρά. Είχε παρεξηγήσει τους λόγους που τον ώθησαν να φύγει και τώρα μπορούσε να τον συγχωρήσει. Η Μισέλ ήθελε να ξαναχτίσει τη σχέση με τον πατέρα της και προσευχήθηκε να επιθυμούσε το ίδιο και η μητέρα της. «Πιστεύω πως θα χαιρόταν πολύ να σε δει, μπαμπά.»
Κεφάλαιο Δεκατρία Ο Άντριου ήξερε πως η Μισέλ τον πλησίαζε κρυφά. Δεν ήταν και τόσο αθόρυβη όσο νόμιζε. Είχε αποφασίσει να την περιμένει κάτω από τον τάξο των γονιών του μετά το ντους. Αν είχε σκοπό να του επιτεθεί για το θέμα του πατέρα της, ήθελε να βρίσκεται όσο πιο μακριά γινόταν από τους άλλους καλεσμένους χωρίς να φανεί αγενής. Ευτυχώς, δεν είχε έρθει κανείς δίπλα του. Έγειρε στον ώμο του και τον φίλησε στο μάγουλο. «Ευχαριστώ» ψιθύρισε στο αυτί του. Ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης να τον πλημμυρίζει καθώς την τράβηξε στα γόνατά του. Δεν ήξερε πώς θ’ αντιδρούσε η Μισέλ όταν έβλεπε τον πατέρα της μετά από τόσα χρόνια. Όταν, όμως, είδε πόσο τής είχε κοστίσει η φυγή του πατέρα της, ήξερε πως έπρεπε να τον βρει. Ο ντετέκτιβ που προσέλαβε ειδικευόταν στους αγνοούμενους και είχε εντοπίσει τον Φαμπιάν Κάλις στην Καραϊβική πριν από δύο μέρες. Ο Άντριου είχε πιάσει αμέσως δουλειά οργανώνοντας τη συνάντηση και από το χαμόγελο της Μισέλ συμπέρανε πως άξιζε τον κόπο. «Αυτό το λες ευχαριστήριο φιλί;» Ακούμπησε παιχνιδιάρικα το δάχτυλο στο μάγουλό του. «Έχω τόσο καιρό να δώσω τέτοιο φιλί, που ξέχασα πώς γίνεται. Θα μου θυμίσεις;» Η απάντηση στο αυθάδικο χαμόγελό της ήταν ένα γρύλισμα καθώς την τραβούσε πάνω του για ένα ιδιαίτερο μάθημα. «Τώρα θυμήθηκα» μουρμούρισε εκείνη πάνω στα χείλη του. Ο Άντριου δε βιαζόταν να τελειώσει το φιλί, μα ήθελε να μάθει την έκβαση της συνάντησης με τον πατέρα της. «Πώς πήγε με τον μπαμπά σου;» Πέρασε το χέρι της από την μπροστινή πλευρά του καθαρού μπλε ντιαγκονάλ πουκαμίσου του. «Ήταν συγκινητικό. Τι θα έκανες αν δεν εμφανιζόμουν σήμερα;» «Θα σου έστελνα με e-mail τη διεύθυνσή του και θα σε άφηνα να αποφασίσεις αν θα τον έβλεπες ή όχι.» Ξέκλεψε ένα φιλί. «Χάρηκα που εμφανίστηκες. Ήθελα να σου κάνω έκπληξη.» «Τα κατάφερες. Αλλά ξέρεις πώς νιώθω για τις εκπλήξεις.» Όταν εκείνη δεν μπήκε σε λεπτομέρειες για τη συνάντηση με τον πατέρα της, άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους καλεσμένους για τον Φαμπιάν. «Δεν τον βλέπω. Τον πέταξες έξω;» «Όχι. Άντριου, δεν είμαι τόσο αγενής.» «Είσαι τόσο αγενής. Μου έκλεισες την πόρτα στα μούτρα πριν από δύο βδομάδες.» «Σου άξιζε, κι άλλωστε και εσύ μου έκλεισες την πόρτα στα μούτρα πριν από μια βδομάδα σχεδόν.» «Κι αυτό μου θυμίζει…» είπε εκείνος τρίβοντας τη μύτη στο λαιμό της. Ευτυχώς η υπενθύμιση έγινε στο αυτί της Μισέλ, και έτσι δεν καταντροπιάστηκε όταν η αδελφή του εμφανίστηκε πίσω τους την ώρα που η Μισέλ άρχισε να χαχανίζει και να του χτυπάει το χέρι. «Τι κάνετε εσείς οι δύο;» Η φωνή της Γκάμπι ήταν ψυχρολουσία. «Φύγε, Γκάμπι. Έχουμε μια προσωπική συζήτηση.» Δεν ήταν η πρώτη φορά που έλεγε αυτή τη φράση στην αδελφή του. Είχε την κακή συνήθεια να εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που άρχιζε να
έχει ενδιαφέρον το πράμα. Όχι ότι μπορούσαν να κάνουν τίποτα εδώ. Αλλά οι γονείς του θα έκαναν σύντομα την πρόποσή τους και μετά εκείνος κι η Μισέλ μπορούσαν να φύγουν. Μόλις τέλειωνε η πρόποση, ήταν δική του. «Πού το έχω ξανακούσει αυτό;» Η Γκάμπι κάθισε δίπλα τους. «Τώρα θυμήθηκα. Εσύ, στα δεκατέσσερά σου, στο δωμάτιό σου με την Τόνι Κοξ, να διαβάζετε μαζί.» Έβαλε παρένθεση με τα δάχτυλά της. Παρακινημένη από το γέλιο της Μισέλ, συνέχισε να τον πειράζει. «Μόνο που η μαμά κι ο μπαμπάς δεν ήξεραν πως η σχολική εργασία τους ήταν η επιστημονική αφαίρεση του στηθόδεσμου μιας δεκαεξάχρονης.» Η Μισέλ γλίστρησε από τα γόνατά του και κάθισε στο γρασίδι ανάμεσα σ’ εκείνον και στην Γκάμπι. «Αλήθεια;» Χαμογέλασε λες και θα μάθαινε όλα τα μυστικά του, στήριξε το σαγόνι με το χέρι και τον αγκώνα στο γόνατο. «Πες μου.» «Δεν έχεις παιδιά να βάλεις για ύπνο, Γκάμπι;» Ήθελε να στραγγαλίσει την αδελφή του από την ώρα που διέκοψε την πρώτη χαλαρή στιγμή που είχε με τη Μισέλ. «Παρεμπιπτόντως» συνέχισε η Γκάμπι και σκούντηξε τη Μισέλ με τον ώμο της «έμαθα πως ήρθε να σε δει ο μπαμπάς σου.» Η Μισέλ τη σκούντηξε κι αυτή παιχνιδιάρικα. «Πώς το ήξερες;» Έριξε ένα βλέμμα στον Άντριου. «Του άνοιξε η Κάρλα και άκουσα να λέει στον Άντριου πως περίμενε στη βιβλιοθήκη.» Ο Άντριου δεν είχε συνειδητοποιήσει πως η Γκάμπι είχε ακούσει τη συζήτησή του με την οικονόμο. Την αγριοκοίταξε πάνω από τον ώμο της Μισέλ. Ακόμα δεν ήξερε πώς ένιωθε η Μισέλ για την εμφάνιση του πατέρα της και έλπιζε εγωιστικά να μην καταστρέψει η Γκάμπι τη βραδιά του. Του ανταπέδωσε το βλέμμα μ’ ένα δικό της. «Σκέφτηκα πως δεν μπορεί να είναι μυστικό αφού ο Άντριου τον έφερε εδώ, σε μια οικογενειακή γιορτή.» Του άρεσε που η Μισέλ τα πήγαινε τόσο καλά με την οικογένειά του από την πρώτη στιγμή. Εκείνη κι η Γκάμπι ήταν περισσότερο σαν αδελφές παρά σαν κουνιάδα και νύφη, μα ευχήθηκε να έπιανε η Γκάμπι το νόημα της σκουντιάς που της έριξε και το κούνημα του κεφαλιού που σήμαινε «εξαφανίσου». Τον αγνόησε, μα μετακινήθηκε αρκετά μακριά ώστε να μην την ξανασκουντήσει. «Σκέφτηκα πως θα ήταν ιδανικό μέρος να συναντήσει η Μισέλ τον Φαμπιάν.» Το βλέμμα του έπεσε στη Μισέλ καθώς μιλούσε κι ο κόσμος μίκρυνε χωρώντας μόνο τους δυο τους. «Δεν είχα ιδέα πώς θα ένιωθες βλέποντάς τον, ή ακόμα, αν ήθελες να τον δεις. Μ’ αυτό τον τρόπο, αν δεν ήθελες να τον ξαναδείς, δε θ’ ανησυχούσες μήπως εμφανιζόταν στο σπίτι σου ή στη δουλειά σου. Δεν του έδωσα τη διεύθυνσή σου. Το άφησα στην κρίση σου.» Η Μισέλ χαμογέλασε. «Σου είμαι ευγνώμων που τον εντόπισες. Είπε ότι προσέλαβες ιδιωτικό ντετέκτιβ τη Δευτέρα. Γιατί δε μου το είπες;» Το βλέμμα του στράφηκε στους καλεσμένους που γέμιζαν τα πιάτα τους με φαγητό στον μπουφέ. «Το είχα σκοπό, μα τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως περίμενα εκείνη τη νύχτα.» Διαισθάνθηκε πως κι εκείνη θυμόταν τον τσακωμό τους τη νύχτα της Δευτέρας που έληξε μ’ εκείνον να φεύγει έξαλλος από το σπίτι της κοπανώντας την πόρτα. «Συγγνώμη.»
Το βλέμμα του στράφηκε πάλι πάνω της, στα ανακατεμένα μαλλιά της. Από την αλογοουρά της ξέφευγαν τσουλούφια, τα μάγουλά της ήταν ακόμα ξαναμμένα. Μάλλον από τον αγώνα ποδοσφαίρου και τη συγκίνηση που είδε τον πατέρα της. Τα χείλη της ήταν πρησμένα, σημάδι πως είχε κλάψει. Ανίκανος να καταπνίξει την παρόρμηση, άπλωσε το χέρι και έπιασε μια μπούκλα φωλιασμένη στον ώμο της. Ένιωσε τα μαλλιά της απαλά ανάμεσα στα δάχτυλά του καθώς έπαιζε μαζί τους. «Μη λυπάσαι. Μου έδωσε την ευκαιρία να σου κάνω έκπληξη.» «Δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις» είπαν ταυτόχρονα. Ήξερε πως ήταν η κλασική απάντησή της. Είχε ξεχάσει την παρουσία της Γκάμπι μέχρι που εκείνη καθάρισε το λαιμό της. «Να σας αφήσω μόνους καλύτερα. Μπορώ να περιμένω μέχρι αργότερα να μάθω τα κουτσομπολιά.» Σηκώθηκε και τίναξε το πίσω μέρος της αθλητικής φόρμας της. Τα μάτια της πηγαινοέρχονταν από τον έναν στον άλλον. «Ή ίσως αύριο.» «Αύριο» διέκοψε ο Άντριου πριν προλάβει ν’ απαντήσει η Μισέλ, σκυθρωπιάζοντας όταν η Γκάμπι τού έβγαλε τη γλώσσα κι έφυγε. Στράφηκε στη Μισέλ. «Πού είναι ο πατέρας σου;» «Τον κάλεσα να μείνει, μα ήθελε να δει τη μαμά. Της τηλεφώνησα και δέχτηκε να τον δει. Τώρα πηγαίνει εκεί με ταξί.» Η Μισέλ μάδησε το κοντοκουρεμένο χορτάρι. «Δεν είχαν πάρει διαζύγιο με τη μαμά, το ήξερες αυτό;» Ένευσε. «Πιστεύεις πως μπορεί…;» Είδε μπροστά του το κοριτσάκι που ήταν εκείνη την εποχή, όταν έφυγε ο πατέρας της. Ανήσυχη, ανασφαλής, να λαχταράει να ενωθεί και πάλι η οικογένειά της. Τύλιξε ένα χέρι γύρω από τους ώμους της και την τράβηξε κοντά του, νιώθοντας την ανάγκη να την προστατεύσει. «Δεν ξέρω. Αλλά είναι ενθαρρυντικό το γεγονός πως κανείς από τους δύο δεν επιδίωξε να κόψει τον τελευταίο συνδετικό κρίκο.» Στο χώρο των τραπεζιών κάποιος χτύπησε ένα ποτήρι με το πιρούνι για να τραβήξει την προσοχή. «Ετοιμάζονται να κάνουν πρόποση.» Η Μισέλ έριξε την αλογοουρά πίσω από τον ώμο και γύρισε προς το μέρος του. «Ευχαριστώ, Ντρου. Αυτό που έκανες σήμερα σημαίνει πολλά για μένα. Δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το ξεπληρώσω.» Επειδή έδειχνε εύθραυστη και υπερβολικά σοβαρή, επιχείρησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα με ένα κρύο αστείο. «Μπορώ να σκεφτώ ένα δυο τρόπους.» Είχε αρχίσει να πιστεύει πως δε θα του χαμογελούσε μέχρι που κούνησε τα φρύδια και εκείνη έβαλε τα γέλια. Η Γκάμπι τούς έφερε από ένα ποτήρι σαμπάνια και πήγε να καθίσει κοντά στους γονείς της. «Ίσως πρέπει να πάμε πιο κοντά.» Η Μισέλ πήγε να σηκωθεί, μα ο Άντριου την ακινητοποίησε σφίγγοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους της. «Μείνε εδώ. Μια χαρά ακούμε.» Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να είναι κοντά στον πατέρα του όταν έκανε την πρόποση. Απλώς, η πρόποση ήταν λίγο πολύ η ίδια από τότε που θυμόταν τον εαυτό του και πάντα τον έκανε να νιώθει άβολα. Ο πατέρας του ανέφερε πάντα τον Τζος και εκείνος ήθελε να φύγει μακριά, νιώθοντας πως θα έσπαγε το στήθος του από τον πόνο. Ήταν θαύμα που κατάφερε να συγκρατηθεί όταν μίλησε στη Μισέλ για τον αδελφό του. Δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να το ξανακάνει.
Ένας από τους εξαδέλφους του έδωσε στον Γουόρεν ένα λεπτό μικρόφωνο. Ο Άντριου περίμενε με αγωνία καθώς ο πατέρας του έσφιγγε το χέρι της γυναίκας του και ξεκινούσε. «Κατ’ αρχήν, πρέπει να πω εκ μέρους μου και εκ μέρους της Σάντι ότι σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε. Ξέρω πως οι περισσότεροι ήρθατε μόνο για το φαγητό.» Γέλασαν όλοι. «Μερικές φορές ο κόσμος μάς ρωτάει πώς καταφέραμε να διανύσουμε τριάντα οχτώ χρόνια γάμου και να παραμένουμε ακόμα ερωτευμένοι. Η απάντησή μου είναι ο θάνατος.» «Ωχ!» μόρφασε η Μισέλ. «Είσαι καλά;» Ο Άντριου συνειδητοποίησε πως το χέρι του έσφιγγε τον ώμο της. «Ναι.» Τράβηξε το χέρι του και το τύλιξε γύρω από το ποτήρι. «Μια χαρά είμαι. Ο μπαμπάς θα μιλήσει για τον Τζος.» «Ωχ.» Αυτή η λέξη τού έδειξε πως εκείνη καταλάβαινε και, ακόμα κι αν δεν είχε βάλει το χέρι της στο δικό του, ακόμα κι αν δεν είχε γείρει κοντά του, ήταν παρηγοριά και μόνο που την είχε δίπλα του. «Όπως πολλοί από εσάς ξέρετε-» συνέχισε ο Γουόρεν. «Ξεκινάει.» «Η Σάντι και εγώ χάσαμε ένα γιο πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια. Ο Τζος θα ήταν άντρας τώρα και σίγουρα θ’ ακολουθούσε τα βήματα του μεγάλου αδελφού του.» Μερικά «ωωω» που ακούστηκαν από το κοινό έδωσαν έμφαση στα λόγια του Γουόρεν. «Ο Τζος λάτρευε τον Άντριου – ακόμα και σε τόσο νεαρή ηλικία. Και μην πιστέψετε τον Άντριου αν το αρνηθεί, γιατί και εκείνος λάτρευε τον Τζος.» Σταμάτησε περιμένοντας να σταματήσουν τα γέλια, και αυτή τη φορά ο Άντριου ανακάλυψε πως γελούσε με τους άλλους καλεσμένους. Η εξομολόγηση της απώλειας και του συναισθηματικού τραύματός του στη Μισέλ κατά κάποιον τρόπο είχε απαλύνει τον πόνο που συνήθως τον σύντριβε κάτι τέτοιες στιγμές. Πλέον, δεν πονούσε όταν σκεφτόταν το μικρό αδελφό του. Μάλιστα, τον παρηγορούσε που οι γονείς του είχαν καταφέρει να διατηρήσουν τη μνήμη του ζωντανή όλα αυτά τα χρόνια. «Τέλος πάντων, όλα αυτά τα είπα για να καταλήξω πως ήταν ο θάνατος ενός από τα αγαπημένα μας παιδιά που έφερε κοντά εμένα και τη Σάντι. Έτσι σας ζητώ να σηκώσετε τα ποτήρια σας σε μια παλιά ιρλανδέζικη πρόποση που έχει γίνει το σύνθημά μας.» Οι καλεσμένοι που ήξεραν την πρόποση άρχισαν ν’ απαγγέλλουν μαζί με τον Γουόρεν και τη Σάντι: «Χόρεψε σαν να μη σε βλέπει κανένας, τραγούδα σαν να μη σ’ ακούει κανένας και ζήσε κάθε μέρα της ζωής σου σαν να είναι η τελευταία.» Δίπλα του, η Μισέλ ύψωσε το ποτήρι της και όλοι οι άλλοι εξαφανίστηκαν καθώς το θερμό βλέμμα της αντάμωσε το δικό του.
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Καθώς οι βδομάδες περνούσαν, η Μισέλ παρατήρησε πως εκείνη και ο Άντριου είχαν μπει σε μια ρουτίνα. Περνούσαν τις καθημερινές παλεύοντας στον κόσμο των επιχειρήσεων και τις νύχτες στον παράδεισο στο διαμέρισμα του Άντριου στο Κάναρι Γουάρφ, ενώ σχεδόν δεν έφευγαν από το κρεβάτι τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι τους στο Γουίντσεστερ. Η Μισέλ χαμογέλασε. Ζούσε για τα Σαββατοκύριακα με τον Άντριου. Κοίταξε τον ψηφιακό πίνακα του ασανσέρ και μετακίνησε το φύλλωμα για να μπορέσει να διακρίνει ανάμεσα στα γυαλιστερά φύλλα. Άλλοι δύο όροφοι ως το διαμέρισμα του Άντριου. Της είχε λείψει τρομερά. Έλειπε από τη χώρα για δουλειές τις τελευταίες πέντε μέρες, σε συνομιλίες με τον Γουίλιαμ Έβανς και τον Πάτρικ Λάιντελ, διαπραγματευόμενος μια συμφωνία ανάμεσα στους δύο ετεροθαλείς αδελφούς. Την είχε σοκάρει η είδηση πως τους είχε πείσει να γίνουν συνεταίροι. Δεν ήξερε πώς τα είχε καταφέρει ο Άντριου ή τι είδους συμφωνία είχαν κλείσει. Ως πρώην δικηγόρος του Γουίλιαμ Έβανς και μέτοχος της Ηλεκτρονικής Λάιντελ, έμενε μακριά από τις διαπραγματεύσεις. Αλλά είχε χαρεί που είχε βρεθεί μια άκρη σ’ αυτό το χάος. Από τις βραδινές συζητήσεις με τον Άντριου ήξερε πως ο Πάτρικ και ο Γουίλιαμ ήταν πρόθυμοι να δώσουν μια ευκαιρία στις ιδέες του, αν και η Μισέλ υποπτευόταν πως η γενναιοδωρία του Πάτρικ οφειλόταν στο γεγονός πως η Τζόαν –η γυναίκα που αγαπούσε από τα παιδικά χρόνια του– η γυναίκα που του είχε κλέψει ο Γουίλιαμ, είχε αφήσει επιτέλους τον Γουίλιαμ και είχε καταθέσει αίτηση διαζυγίου. Αν οι υποψίες που μοιράστηκε ο Άντριου μαζί της είχαν βάση, τότε ο Πάτρικ είχε πάρει πίσω την αγαπημένη του. Το ασανσέρ άνοιξε. Ο Άντριου εμφανίστηκε περιτριγυρισμένος από την πολυτελή χλιδάτη ατμόσφαιρα και το στομάχι της σφίχτηκε. Πάντα την αιφνιδίαζε η ισχυρή παρουσία του. Ήταν να τον πιεις στο ποτήρι με το εφαρμοστό μαύρο τζιν και ένα ανοιχτό λευκό πουκάμισο που αποκάλυπτε το εκπληκτικό μυώδες κορμί του. Ήταν η ενσάρκωση κάθε γυναικείας φαντασίωσης. Μια άγρια επιθυμία την κατέκλυσε καθώς βγήκε από το ασανσέρ. Ένιωθε πως είχε περάσει μια αιωνιότητα μακριά από την αγκαλιά του. Ήταν μεγάλη η έξαψη που ένιωθε γνωρίζοντας πως την περίμενε. Πριν προλάβουν ν’ ανοίξουν εντελώς οι πόρτες, ο Άντριου την είχε τραβήξει στην αγκαλιά του μαζί με τη γλάστρα. Τη φίλησε με σοκαριστική δίψα – μέχρι που τα χείλη του απέσπασαν από το στόμα της έναν αναστεναγμό ικανοποίησης. «Μου έλειψες» είπε όταν επιτέλους τέλειωσε το φιλί. Η Μισέλ αναστέναξε βαθιά ικανοποιημένη. «Καλώς ήρθες στο σπίτι.» Του πρόσφερε τη γλάστρα μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο. «Σου έφερα ένα δώρο.» Ο Άντριου κοίταξε το δώρο ελαφρώς συνοφρυωμένος πριν το πάρει από τα χέρια της. «Ένα θάμνο;»
«Είναι συγκόνιο.» Έκρυψε ένα χαμόγελο και ακολούθησε τον Άντριου, που τοποθέτησε το φυτό στο κοντινότερο τραπέζι, στάθηκε πιο πίσω και το κοίταζε λες και περίμενε ν’ απλώσει πλοκάμια και να τον γραπώσει από στιγμή σε στιγμή. Πίσω του, η Μισέλ επιθεωρούσε το πλούσιο φύλλωμά του. «Είναι πολύ εύκολη η φροντίδα του. Δε χρειάζεται να είσαι βοτανολόγος, κάνει και για αρχάριους.» Σκυθρώπιασε ακόμα περισσότερο. Δάγκωσε το χείλος της για να μη γελάσει. Έμοιαζε τόσο αξιολάτρευτα αβέβαιος! «Είναι το τέλειο φυτό για σένα, Ντρου.» Το άγγιξε, ψηλαφώντας ένα φύλλο με τα δάχτυλά του. «Θα χρειάζεται πολύ νερό για να διατηρηθούν πράσινα τα φύλλα. Θα ξεχνάω να το ποτίζω.» «Γι’ αυτό είναι τέλειο. Πρέπει να στεγνώνει εντελώς ανάμεσα στα ποτίσματα. Άρα, όταν θυμάσαι να το ποτίσεις, θα είναι ακριβώς η σωστή ώρα. Απλώς μη ρίχνεις πολύ νερό για να μη σαπίσουν οι ρίζες.» Η Μισέλ έβγαλε δυο σακουλάκια από την τσάντα της. «Για να μην ψεκάζεις το φυτό καθημερινά με νερό, σου πήρα ένα πιάτο και βότσαλα. Εσύ απλώς θα γεμίσεις το πιάτο με νερό και βότσαλα και θα βάλεις το φυτό πάνω.» Την κοίταξε έντονα. Ένα μικροσκοπικό χαμόγελο στοργής και εκτίμησης εμφανίστηκε στα χείλη του. «Ευχαριστώ» είπε με τέτοια ευγνωμοσύνη, που της κόπηκε η ανάσα. Είχαν περάσει τρεις μήνες από τότε που είχε επιστρέψει ο Άντριου στη ζωή της. Και περίπου τρεις μήνες από τότε που είχε μοιραστεί τους φόβους του μαζί της. Είχε μαλακώσει πολύ τις τελευταίες βδομάδες. Είχε χαλαρώσει αρκετά ώστε να περνάει χρόνο με τον Γκόρντον και τον Κόρι. Έμοιαζε να απολαμβάνει τα δύο αγοράκια, που τα αποκαλούσε «συναρπαστικά». Ένιωσε να την τυλίγει μια ζεστή θαλπωρή στη σκέψη της τρυφερής, σχεδόν ευλαβικής αλληλεπίδρασης του Άντριου με τους ανιψιούς του. Αν και δεν είχαν συζητήσει να ξεκινήσουν δική τους οικογένεια, έλπιζε πως ο Άντριου άλλαζε γνώμη για το θέμα αυτό. Σίγουρα θα συμφωνούσε σύντομα να γίνει πατέρας. «Παρακαλώ.» Έγειρε πάνω του και τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του. «Σκέφτηκα πως ήταν καιρός να προσθέσουμε μερικά φυτά σ’ αυτόν το χώρο. Να ζωντανέψει λίγο.» Έσφιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της, σφίγγοντάς την πάνω του. «Αυτό σημαίνει πως σκοπεύεις να μείνεις κοντά μου και να με βοηθάς να τα φροντίζω;» Η Μισέλ σηκώθηκε στις μύτες και τον φίλησε. «Χμ… Το σκέφτομαι.» Τα ανάλαφρα φιλιά στο λαιμό την έκαναν να βογκήξει απαλά. «Είμαι περίεργος, κυρία Μπόστον. Τι ακριβώς έχεις στο μυαλό σου;» Κύρτωσε το λαιμό της για να του επιτρέψει καλύτερη πρόσβαση. «Τίποτα περισσότερο από την κατάληξη αυτών των φιλιών. Μου έλειψες.» Το χαμόγελό του ήταν αργό, αισθησιακό, αμαρτωλό. «Θες να μου δείξεις πόσο;» Η Μισέλ πήρε τα χέρια από το λαιμό του, έβγαλε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της και άρχισε να ξεκουμπώνει αργά το κόκκινο σακάκι του ταγέρ της. Ο Άντριου σήκωσε τα φρύδια καθώς εκείνη υποχώρησε προς τα σκαλιά, αποκαλύπτοντας το κόκκινο δαντελωτό σουτιέν της. «Μωρό μου… κι εμένα μου έλειψες.»
«Πόσο;» τον ρώτησε, στριφογυρίζοντας τη ζακέτα μια δυο φορές πριν την αφήσει να γλιστρήσει στο μπαμπού πάτωμα λίγα εκατοστά μακριά από τα πόδια του Άντριου. Κινήθηκε σαν αστραπή. Το πείραγμα έδωσε τη θέση του σε μια καυτή σιωπή καθώς τη σήκωσε στα χέρια. «Τι θα έλεγες να σου δείξω;» Το στόμα του σφράγισε το δικό της καθώς την ανέβαζε στον πάνω όροφο στην αγκαλιά του. *** Ο Άντριου άφησε τη Μισέλ να γλιστρήσει κατά μήκος του σώματός του καθώς στεκόταν όρθιος δίπλα στο κρεβάτι. Την έσφιξε παθιασμένα πάνω του και έθαψε το πρόσωπό του στα απαλά, μοσχοβολιστά μαλλιά της μυρίζοντας το άρωμά της. Οι τελευταίες βδομάδες ήταν πολύ καλύτερες απ’ όσο τολμούσε να ελπίζει όταν αποφάσισε να παλέψει για να την πάρει πίσω. Μ’ εκείνη στην αγκαλιά του μπορούσε να αντέξει ό,τι του επιφύλασσε η μοίρα. Εκείνη τον κοίταξε, με τα χείλη απαλά, μισάνοιχτα, πρόθυμα. Δάγκωσε τα χείλη της απαλά, παίζοντας, μέχρι που κανένας απ’ τους δύο δεν άντεχε άλλο. Η ανάσα της ήταν χάδι στο πρόσωπό του καθώς σφίχτηκε πάνω του, τα φιλιά της πιεστικά και ηλεκτρισμένα από επιθυμία. Την άδραξε από τους γλουτούς και εκείνη πίεσε τους γοφούς της πάνω του κάνοντας τον πόθο του να εκτιναχτεί τα ύψη. Η γλώσσα του γλίστρησε στο στόμα της πνίγοντας το βογκητό ηδονής της καθώς τα νύχια της βυθίζονταν στην πλάτη του, εντείνοντας τη φλόγα που τον έκαιγε και κάνοντάς τον να ριγήσει από επιθυμία. Ήταν μαρτύριο που έπρεπε να τραβηχτεί, αλλά έπρεπε, αν ήθελε να είναι τέλεια η βραδιά. Με τη βοήθεια της Γκάμπι είχε ενορχηστρώσει την πιο ρομαντική πρόταση που μπορούσε να ονειρευτεί. Για να της κάνει σωστά την πρόταση γάμου, έπρεπε να την πάει στο σπίτι τους στο Γουίντσεστερ – το ιδανικό μέρος για να της ζητήσει να γίνει γυναίκα του. Αυτή τη φορά ήθελε να το κάνει σωστά. Να πέσει στο ένα γόνατο μπροστά σ’ ένα πλούσιο τραπέζι, μ’ ένα γεύμα προετοιμασμένο από βραβευμένο σεφ. Να της πει πόσο την αγαπούσε. Πόσο ήθελε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του μαζί της. Πως ήθελε να γεράσει μαζί της. Ίσως να κάνει και παιδιά μαζί της κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον. Η ιδέα δεν ήταν πια τόσο τρομακτική όσο κάποτε. Αν περνούσε από το χέρι του, θα ξεκινούσαν την κοινή ζωή τους από απόψε στο Σλίπερς Χιλ. Τραβήχτηκε κι άρχισε να σκορπάει ανάλαφρα φιλάκια στο σαγόνι της και μέχρι το νεύρο κάτω από το αυτί. «Πρέπει να σταματήσουμε, γλυκιά μου.» Οι γροθιές της σφίχτηκαν στο πουκάμισό του. Ψιθύρισε ξέπνοη το όνομά του. «Ντρου…» Η έκκλησή της είχε πολύ πιο ισχυρή επίδραση πάνω του από το τράβηγμα του πουκαμίσου του. Τραβήχτηκε. Όσο κι αν ήθελε να πέσει στο κρεβάτι μαζί της, ήθελε περισσότερο να της κάνει πρόταση γάμου, και μάλιστα με τον τρόπο που της άξιζε. Δεν ήθελε να ρισκάρει να το ξεστομίσει ακριβώς μετά το σεξ, όπως την πρώτη φορά. Αυτή η σκέψη ατσάλωσε την αποφασιστικότητά του. Η Μισέλ θα τον ευχαριστούσε αργότερα γι’ αυτό. Μα όταν τον τράβηξε από το πουκάμισο για ένα φιλί ακόμα, λίγο έλειψε να ξεχάσει ακόμα και το όνομά του. Πάλεψε σκληρά για να τραβήξει το στόμα του από το δικό της. «Εμπρός, γλυκιά μου. Πρέπει να σταματήσουμε. Τώρα.»
«Δε νομίζω ότι μπορώ.» Διέλυε την αποφασιστικότητά του. Την τράβηξε και έκανε πίσω. «Μείνε εκεί» τη διέταξε με αντρική πυγμή, όπως έλπιζε, αλλά εκείνη τον πλησίασε αργά σαν αιλουροειδές που κυνηγούσε το θήραμα του, κόβοντάς του τα γόνατα. «Σου έχω μια έκπληξη, μωρό μου. Αλλά πρέπει να πάμε στο Σλίπερς Χιλ.» «Μπορώ να περιμένω» είπε μ’ ένα ύφος που μόνο ένας ηλίθιος θ’ αγνοούσε. Με κάποιο τρόπον ο Άντριου κατάφερε να φορέσει στη Μισέλ το σακάκι της, να τη σηκώσει στον ώμο του, να τη βάλει στο ασανσέρ και μετά στο αυτοκίνητο χωρίς να χάσει βήμα. Της ξέφυγε ένα γελάκι καθώς ο Άντριου έβγαινε από το υπόγειο γκαράζ. «Αρκούσε να το ζητήσεις, ξέρεις.» «Σ’ το ζήτησα. Είπες ότι μπορούσες να περιμένεις.» «Μπορώ.» Ο Άντριου έριξε μια ματιά στη μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει. Μετά την αποψινή νύχτα θα μπορούσε να βροντοφωνάξει στον κόσμο πως ήταν και πάλι δική του. Η ένταση έκανε το στομάχι του να σφιχτεί, έκανε τη φωνή του να σκαλώσει. «Εγώ δεν μπορώ.» Κατόπιν επιμονής της Μισέλ, σταμάτησαν στο σπίτι της να βρει ένα ζευγάρι παπούτσια ν’ αντικαταστήσει αυτά που έμειναν στο διαμέρισμα όταν τη σήκωσε στον ώμο του. «Επιστρέφω αμέσως» είπε εκείνη μόλις μπήκαν στο διάδρομο που ήταν βαμμένος στο χρώμα της άμμου. Την περίμενε όσο εκείνη ανέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά. Η έξαψη έκανε το αίμα του να βράζει. Ανυπομονούσε να της κάνει την πρόταση που είχε βδομάδες ολόκληρες στο μυαλό του. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε γυρίσει, μ’ ένα ζευγάρι ίσια μαύρα παπούτσια στο χέρι. «Έτοιμη.» Τα σήκωσε στον αέρα πριν τα αφήσει να πέσουν μπροστά στα πόδια της. «Πρέπει να είναι μεγάλη έκπληξη. Έχεις πάρει το ύφος της βαθιάς αυτοσυγκέντρωσης.» Χτύπησε το τηλέφωνο. «Ένα λεπτό θα κάνω.» Έτρεξε στο καθιστικό να το σηκώσει. Καθώς στεκόταν στο διάδρομο με τα χέρια πίσω από τη μέση του για να μην τα απλώσει στη Μισέλ, ο Άντριου άκουγε καθαρά τη συζήτησή της. «Γεια σου, μαμά.» Είδε νοερά το χαμόγελό της καθώς άκουγε. Μετά είπε: «Αλήθεια;» Σιωπή. «Αλήθεια;» Με μεγαλύτερη έμφαση. Καθώς σταμάτησε ν’ ακούσει και μετά έβαλε τα γέλια, ο ήχος έμοιαζε με το τραγούδι των σειρήνων, ασκώντας ακατανίκητη έλξη στον Άντριου. Όταν εκείνη έβγαλε το κεφάλι από το καθιστικό, χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι κρατώντας το ακουστικό, το τελευταίο πράγμα που είχε στο μυαλό του ήταν να φύγει από το σπίτι αμέσως. Το βλέμμα της Μισέλ συναντήθηκε με το δικό του. Πρέπει να διάβασε τις προθέσεις του γιατί είχε ήδη αρχίσει ν’ απομακρύνει το ακουστικό από το αυτί της όταν είπε: «Μαμά, με ζητάνε. Να σου τηλεφωνήσω αύριο;» Ο Άντριου δεν κατάλαβε πώς ακριβώς συνέβη. Τη μια στιγμή η Μισέλ αποχαιρετούσε τη μητέρα της και την άλλη έβγαζε ο ένας τα ρούχα του άλλου. Τα στόματά τους καταβρόχθιζαν άγρια το ένα το άλλο, τα ρούχα τους πετάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις καθώς ανέβαιναν στο δωμάτιο της Μισέλ. Δεν είχε τη δύναμη να σβήσει αυτή τη φωτιά δεύτερη φορά σε μία ώρα…
*** Ο Άντριου άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και μπήκε στο υπνοδωμάτιο με μια πετσέτα πιασμένη χαμηλά στη μέση. Ήταν τόσο σέξι, που η καρδιά της Μισέλ αναπήδησε. Σήκωσε τα μάτια στο πρόσωπό του. Της θύμισε μαύρο σύννεφο καταιγίδας – με μάτια μπουρινιασμένα, φωνή θυελλώδη. «Τι στο διάβολο είναι αυτό;» είπε εκείνος. Η Μισέλ ανοιγόκλεισε τα μάτια και το χαμόγελό της ξεθώριασε κάτω από το βλοσυρό βλέμμα του Άντριου. Ένιωσε μια παράξενη αίσθηση επικείμενης καταστροφής. Για πρώτη φορά στη ζωή της, ντράπηκε που είδε ένα προφυλακτικό να κρέμεται από τα δάχτυλά του. Συνειδητοποίησε πως δεν έφταιγε το ίδιο το αντικείμενο όσο η υπόμνηση της αχαλίνωτης συμπεριφοράς της με τον Άντριου πριν λίγα λεπτά. Νιώθοντας ξαφνικά αμήχανη, κάλυψε με το σεντόνι το στήθος της, υψώνοντας τα φρύδια. «Ξέχασες;» Τα μάτια του Άντριου στένεψαν για ένα δευτερόλεπτο καθώς προχώρησε προς το μέρος της. «Μη μου πουλάς πνεύμα. Δεν έχω καμία απολύτως διάθεση.» «Τι περιμένεις να πω;» Έγειρε μακριά του. «Είναι προφυλακτικό και ελπίζω να το ξέπλυνες πριν το κρεμάσεις μπροστά στα μούτρα μου.» «Είναι σκισμένο προφυλακτικό» διόρθωσε εκείνος. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Σκίστηκε;» Ένα μείγμα αγαλλίασης και τρόμου την κατέλαβε. Δε φανταζόταν πως το πρόσωπό του μπορούσε να σκοτεινιάσει κι άλλο. Έκανε λάθος. «Καλή προσπάθεια.» Σχεδόν γρύλισε. Δεν έβρισκε λόγια. Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν ν’ ανοίξει το στόμα σαν χρυσόψαρο. Τελικά, κατάφερε να προφέρει δύσπιστα: «Πιστεύεις πως το έσκισα εγώ;» «Μου φαίνεται πολύ περίεργο που τη μόνη φορά που σκίστηκε προφυλακτικό το προμήθευσες εσύ και επέμενες να μου το φορέσεις.» Ήξερε πως έμοιαζε πάλι με χρυσόψαρο, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πώς μπορούσε να τη θεωρήσει ο Άντριου ικανή για κάτι τόσο ποταπό; Πέταξε το προφυλακτικό στον κάδο, ένα μέτρο από τα πόδια της, κι άρχισε να ντύνεται. «Γιατί είναι τόσο δύσκολο να σεβαστείς την επιθυμία μου;» Τράβηξε απότομα το τζιν. Η Μισέλ σηκώθηκε στα γόνατα, φροντίζοντας να μείνει καλυμμένη με το σεντόνι καθώς ισορροπούσε στο μαλακό στρώμα. «Μου φαίνεται απίστευτο που νομίζεις πως θα έκανα κάτι τέτοιο.» «Ποιος ξέρει τι είσαι ικανή να κάνεις!» Τράβηξε το φερμουάρ και κουμπώθηκε. «Το βιολογικό ρολόι τρελαίνει τις γυναίκες. Αυτό που μ’ ενοχλεί είναι ο τρόπος που το έκανες. Ύπουλα και δόλια.» Έχωσε τα πόδια στα παπούτσια χωρίς ν’ ασχοληθεί με τις κάλτσες. «Τι έκανες; Έχωσες το προφυλακτικό στο συρτάρι και περίμενες την κατάλληλη ευκαιρία;» Η Μισέλ ξετύλιξε το σεντόνι και πάσχισε να σηκωθεί από το κρεβάτι, σκοντάφτοντας μέσα στη βιασύνη της. Γονατισμένη γυμνή στο κρεβάτι ενώ ο Άντριου την κατηγορούσε για κάτι τόσο ποταπό, ένιωθε υπερβολικά ευάλωτη. Κατάφερε να τυλίξει το μεταξωτό σομόν σεντόνι γύρω της και
μετά έβαλε δύναμη στα πόδια και σηκώθηκε. «Γίνεσαι άδικος. Καταλαβαίνω πως ενοχλήθηκες και ίσως να σοκαρίστηκες. Όμως τόσο λίγη εμπιστοσύνη μού έχεις; Δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις πως θα έκανα κάτι τόσο ύπουλο.» Έσκυψε πάνω της, με μάτια που έλαμπαν επικίνδυνα. Το άρωμά του ήταν μεθυστικό. «Αρχίζω να σε θεωρώ ικανή για όλα. Τη μία στιγμή δέχεσαι πως δε θέλω παιδιά, την επόμενη στιγμή μού φορτώνεις τον Γκόρντον και τον Κόρι και μου κάνεις συζητήσεις για το πόσο χαριτωμένα είναι τα μωρά. Μπορεί αυτό να ήταν το σχέδιό σου από την αρχή. Να με μαλακώσεις με τον Γκόρντον και τον Κόρι και μετά να προχωρήσεις στο σχέδιο με το σκισμένο προφυλακτικό.» Ένα πράγμα ήταν ολοφάνερο από το παραλήρημά του. Ο Άντριου ακόμα δεν είχε αλλάξει γνώμη για τα παιδιά, παρά την υπομονή και τις προσπάθειές της. Δεν μπορούσε να αρνηθεί πως είχε δίκιο εν μέρει. Πίστευε πως εκείνος θα καταλάβαινε πόσο υπέροχα είναι τα παιδιά αν περνούσε αρκετό χρόνο με τα ανίψια του. Πως σύντομα θα λαχταρούσε δικά του παιδιά το ίδιο όσο και εκείνη. Αλλά έκανε λάθος. Ο Άντριου δε θα άλλαζε ποτέ γνώμη, όσο κι αν προσπαθούσε. Κούνησε το κεφάλι, προσπαθώντας να διώξει τα δάκρυά της. «Δεν πιστεύω πως είπες τέτοιο πράγμα.» «Και εγώ δεν πιστεύω πως έκανες τέτοιο πράγμα.» Της γύρισε την πλάτη σαν να μην άντεχε να τη βλέπει. Απηυδισμένος, πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Είσαι το κάτι άλλο, το ξέρεις; Δεν μπορούσες να περιμένεις ν’ αλλάξω γνώμη. Ποιος ξέρει, ίσως κάποια στιγμή να δεχόμουν να κάνουμε παιδιά, μα εσύ δε θέλησες να μου αφήσεις την επιλογή.» Τα φουρτουνιασμένα μάτια του κονταροχτυπήθηκαν με τα δικά της και η καρδιά της βούλιαξε. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τόση συντριβή στα μάτια του Άντριου. Κάθε ίχνος σκανταλιάρικης γοητείας είχε εξαφανιστεί από τα βάθη τους και, όσο απεγνωσμένα κι αν έψαχνε, δεν μπορούσε να βρει την αγάπη που αντανακλούσαν πριν από μία ώρα. Εκείνη τη στιγμή είχε μια τρομερή συνειδητοποίηση. Τον έχανε. Πίστευε πραγματικά πως τον είχε προδώσει. «Δεν μπορώ ούτε καν να σε κοιτάξω.» Ο Άντριου στράφηκε προς την πόρτα. Η Μισέλ κατακλύστηκε από τέτοια απελπισία, που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει, και έκανε ένα ασταθές βήμα μπροστά. «Ντρου, σε παρακαλώ, μη βγεις από την πόρτα.» Έσπρωξε τα μαλλιά για να μην της πέφτουν στα μάτια ενώ ο λαιμός της είχε κλείσει από τους λυγμούς. Συνειδητοποιούσε πως ήταν εντελώς αναμαλλιασμένη, μα δεν την ένοιαζε – είχε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτεί. «Λυπάμαι για το προφυλακτικό. Δε σκεφτόμουν καθαρά. Ήταν εκεί από τον καιρό που ήμασταν παντρεμένοι και δεν το είχα πετάξει. Έπρεπε να είχα κάνει ξεκαθάρισμα σ’ αυτά τα συρτάρια αιώνες πριν, μα ποτέ δεν το έκανα.» Όταν έφυγε από το σπίτι τους, είχε μεταφέρει τα περιεχόμενα των συρταριών σε σακούλες και απλώς τις είχε αδειάσει στο καινούργιο κομοδίνο της, χωρίς να κάνει ξεκαθάρισμα. Δεν είχε σταματήσει να σκεφτεί την ηλικία του προφυλακτικού. Πρόσεξε πως τα μάτια του Άντριου κατηφόρισαν για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και συνειδητοποίησε πως το σεντόνι είχε γλιστρήσει αποκαλύπτοντας το στήθος της. Το τράβηξε και το σφήνωσε κάτω από τις μασχάλες της. Όταν εκείνος δε μίλησε, συνέχισε ανυπομονώντας να του δώσει να καταλάβει πως ήταν αθώα.
«Συγγνώμη που σε πίεσα να συνεχίσεις όταν θέλησες να σταματήσεις γιατί δεν είχες προφυλακτικό. Έχεις το λόγο μου, ήταν ατύχημα. Ίσως ήταν ληγμένο, δεν ξέρω. Πρέπει να με πιστέψεις.» Άπλωσε το χέρι και έπιασε το δικό του, χαϊδεύοντας τις πυκνές τρίχες στη ράχη του. Ένα δάκρυ κύλησε στο χέρι του. Ήξερε πως, αν εκείνος έφευγε, δε θα ξανάσμιγαν ποτέ. «Ντρου, σε παρακαλώ, μη φεύγεις. Σ’ αγαπώ.» Για απάντηση, εκείνος τράβηξε το χέρι του από το δικό της, συνέχισε ως την πόρτα και την άνοιξε απότομα. Καθώς ένα ποτάμι δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, η Μισέλ έκανε άλλο ένα γρήγορο βήμα που την έφερε σε απόσταση τριάντα εκατοστών από την πόρτα. Μέσα της φούντωσαν η οργή και η απελπισία. «Αν βγεις από αυτήν την πόρτα, μην ξαναγυρίσεις ποτέ!» Της έριξε ένα καυστικό βλέμμα και κοπάνησε την πόρτα πίσω του. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο κρότος της μπροστινής πόρτας αντήχησε σ’ όλο το σπίτι, υπογραμμίζοντας την εγκατάλειψή της. Σύντομα ακούστηκε το μαρσάρισμα της DB9 και το οργισμένο σπινάρισμα. Όλα γύρω της έχασαν το χρώμα τους – έγιναν ψυχρά και αφιλόξενα. Η Μισέλ σκέπασε το πρόσωπό της. Ίσως έκανε το δεύτερο μεγαλύτερο λάθος της ζωής της δίνοντας αυτό το τελεσίγραφο στον Άντριου. Έπρεπε να είχε μάθει πως τα τελεσίγραφα δεν λειτουργούσαν στην περίπτωσή του. Ορίστε πού την είχε οδηγήσει το προηγούμενο – μωρό ή διαζύγιο. Τα λόγια της αντήχησαν κοροϊδευτικά στο κεφάλι της. Αν βγεις από αυτήν την πόρτα, μην ξαναγυρίσεις ποτέ! Αμφέβαλλε αν εκείνος θα είχε ποτέ τέτοιο σκοπό. Συντετριμμένη, σχεδόν δεν πρόσεξε την κρύα, σκληρή επιφάνεια της πόρτας καθώς έγειρε πάνω της και σωριάστηκε στο πάτωμα, με τα πόδια υπερβολικά αδύναμα για να στηρίξουν το βάρος της, ενώ σπαρακτικοί λυγμοί συντάρασσαν ολόκληρο το κορμί της.
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Κάποιες μέρες ήταν πιο εύκολες από τις άλλες. Κάποιες άλλες η Μισέλ δεν μπορούσε ούτε ν’ ανασάνει από το πλάκωμα στο στήθος. Αυτή ήταν μια τέτοια μέρα. Το ήξερε από τη στιγμή που ξύπνησε τα χαράματα, ότι η μέρα της θα ήταν τόσο δυστυχισμένη, που θα πάλευε όλη μέρα να κρύψει τα δάκρυά της. Κι όταν ερχόταν η νύχτα, θα ξάπλωνε στο σκοτάδι μόνη, γεμάτη φόβο. Τότε ήταν που της έλειπε περισσότερο ο Άντριου. Το διαζύγιο δεν την είχε συντρίψει έτσι, δεν την είχε αφήσει μ’ έναν τόσο φρικτό πόνο στο στήθος, που ήταν σίγουρη πως η καρδιά της είχε κυριολεκτικά ραγίσει. Πίεσε το χέρι της πάνω στο στήθος της, προσπαθώντας να διώξει τον πόνο. «Συγγνώμη, τι είπες;» Κοίταξε τη γυναίκα που τους τελευταίους μήνες είχε γίνει φίλη της. «Είπα, σταμάτα ν’ ανησυχείς.» Η Δρ Νέχταν έσφιξε το χέρι της Μισέλ, χαμογελώντας ζωηρά. «Είναι όλα εντάξει. Εσύ είσαι καλά, το παιδί τα πάει μια χαρά. Παρακολουθούμε την κατάσταση προσεκτικά. Όλα θα πάνε καλά.» Η Μισέλ ευχόταν να μπορούσε να συμμεριστεί την πίστη της Δρα Νέχταν. Στην πραγματικότητα, ήταν βυθισμένη στο φόβο. Φοβόταν πως θα έχανε το μωρό όπως η μητέρα της. Φοβόταν να πει στον Άντριου πως ήταν έγκυος για την περίπτωση που θ’ αποδείκνυε στα μάτια του πως πράγματι είχε κάνει σαμποτάζ μ’ εκείνο το ηλίθιο προφυλακτικό. Ήταν, πολύ απλά, τρομοκρατημένη. Έξι μήνες ήταν πολύς καιρός για να τον αποφεύγει. Όχι ότι εκείνος τη διευκόλυνε. Το αντίθετο. Μετά από εκείνον τον ταπεινωτικό τσακωμό αρνήθηκε να δεχτεί τα τηλεφωνήματά του. Έφτασε σε σημείο ν’ αλλάξει νούμερα. Δε δεχόταν να τον δει και προειδοποίησε την ασφάλεια στην Κέρκχαμ & Χαλ να μην αφήσουν τον Άντριου να περάσει μέσα. Να μην τον αφήσουν να την πλησιάσει. Μέχρι στιγμής, είχαν κάνει εξαιρετική δουλειά. Είχε νοικιάσει προσωρινά το σπίτι και είχε μετακομίσει σ’ ένα ισόγειο διαμέρισμα, όχι μακριά από τη δουλειά της, μέχρι να πλησιάσει η ημερομηνία της γέννας, οπότε και σκόπευε να επιστρέψει στο σπίτι. Ήταν παράξενο, αλλά μόνο το Σλίπερς Χιλ αισθανόταν πραγματικά σπίτι της. Όταν η Μισέλ έφυγε απ’ το ιατρείο της Δρα Νέχταν, ένιωθε καλύτερα για την ασφάλεια του μωρού, μα όχι για την κατάσταση της ραγισμένης καρδιάς της. Θα συναντούσε την Γκάμπι για μεσημεριανό σ’ ένα απόμερο καφέ που είχαν ανακαλύψει όταν η Μισέλ μετακόμισε προσπαθώντας ν’ αποφύγει τον Άντριου. Η Γκάμπι γνώριζε όλη την ιστορία της νύχτας που ο κόσμος της Μισέλ έγινε συντρίμμια. Είχε ορκίσει την αδελφή του Άντριου να μείνει όλο αυτό μυστικό. Παρά τις αντιρρήσεις της για την απόφαση της Μισέλ να μη μιλήσει στον Άντριου για το μωρό, η Γκάμπι κράτησε τον όρκο της – τουλάχιστον όσον αφορούσε τον Άντριου. Μέχρι στιγμής, δεν είχε αποκαλύψει τη διεύθυνσή της παρά τις προσπάθειές του να της αποσπάσει την πληροφορία. Μπαίνοντας στο καφέ η Μισέλ εντόπισε αμέσως την Γκάμπι. Η γυναίκα ξεχώριζε ανάμεσα στο πλήθος. Η Γκάμπι σηκώθηκε αμέσως όρθια και της έκανε νόημα. «Είσαι υπέροχη!» είπε σφίγγοντας τα χέρια της Μισέλ και φιλώντας το μάγουλό της.
«Νιώθω σαν μπαλόνι.» «Θυμάμαι καλά αυτή την αίσθηση» είπε γελώντας η Γκάμπι και χαϊδεύοντας την κοιλιά της Μισέλ. «Γεια σου, μικρό. Αν δεν ήξερα καλύτερα, θα νόμιζα πως η μαμά σου έχει βάλει καμιά μπάλα μέσα από το φόρεμά της.» Η Γκάμπι είχε αρχίσει να πειράζει τη Μισέλ για την ολοστρόγγυλη κοιλιά της. Το αυθόρμητο γέλιο ήταν ωραία αίσθηση καθώς έβγαινε από το στήθος της Μισέλ. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς από πότε είχε να γελάσει. «Πρόσεξε πώς μιλάς. Εκεί μέσα είναι το ανιψάκι σου.» Καθισμένες στο άνετο γωνιακό τραπέζι τους στο καθαρό, φωτεινό καφέ, άρχισαν τα πειράγματα καθώς παράγγελναν μεσημεριανό και γελούσαν με τα βάσανα της εγκυμοσύνης. «Ο Άντριου ακόμα με πιέζει να αποκαλύψω τη διεύθυνσή σου.» Η Γκάμπι έπαιξε με τη σαλάτα της. «Αναγκάστηκα να τον πείσω να μην προσλάβει ντετέκτιβ να σε βρει.» Η ανάλαφρη διάθεση έδωσε τη θέση της στην αμήχανη σιωπή. Η Μισέλ ένιωθε τις κεραίες που είχε απλώσει η Γκάμπι εκ μέρους του αδελφού της. Πού και πού η Γκάμπι ήταν σίγουρο πως θα έφερνε τη συζήτηση στον Άντριου. Σαν σωστή προξενήτρα που ήταν, ενημέρωνε πάντα τη Μισέλ για το πόσο χρόνο περνούσε ο Άντριου με τα ανίψια του. Προφανώς πίστευε πως η Μισέλ θα εκτιμούσε τις προσπάθειές του και θα του έλεγε πως θα γινόταν πατέρας. Όμως, η Γκάμπι δεν ήταν στο δωμάτιο εκείνο το βράδυ του Οκτώβρη όταν ο Άντριου την είχε κάνει σκουπίδι. Δεν είχε δει πώς την κοίταξε –λες και δε σήμαινε τίποτα για κείνον– πριν φύγει κοπανώντας την πόρτα. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρη η Μισέλ μετά το κατηγορητήριο του Άντριου: δε θα ήθελε να ξέρει για το μωρό. Δεν μπορούσε να τον πείσει πως δεν είχε σκίσει το προφυλακτικό πριν από έξι μήνες. Γιατί ν’ αλλάξει γνώμη τώρα που είχε το παιδί του στην κοιλιά της; Αν μη τι άλλο, θα αποδείκνυε την ενοχή της στα μάτια του. «Τι του είπες;» «Την αλήθεια. Τα χέρια μου είναι δεμένα μέχρι ν’ αλλάξεις γνώμη. Του είπα ότι δεν θα τον ωφελούσε ιδιαίτερα ο ντετέκτιβ και τον συμβούλεψα να περιμένει μέχρι να είσαι έτοιμη να τον δεις.» Η Μισέλ ζούληξε ένα κομμάτι σαλάτα μέχρι που έγινε πολτός. «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.» Έσπρωξε το πιάτο μακριά. Η λιγοστή όρεξή της εξαφανίστηκε με την αλλαγή θέματος. «Τι είπε;» Και η Γκάμπι έσπρωξε το πιάτο στην άκρη. «Δε χάρηκε ιδιαίτερα, όπως φαντάζεσαι. Αλλά τι επιλογή έχει, αν δε θέλει να γίνει πρωτοσέλιδο;» Η Μισέλ εξέπνευσε ανακουφισμένη. Ήταν ευγνώμων που δεν είχαν αντιληφθεί την εγκυμοσύνη της οι εφημερίδες. Υπέμεινε το σπαραξικάρδιο βλέμμα της Γκάμπι. «Πιστεύεις πως τελικά σπάσατε το νοερό λαστιχάκι;» Η Μισέλ προσπάθησε να πνίξει τα δάκρυα που τις προκαλούσαν οι ορμόνες. Δε θα παραδεχόταν ποτέ πως έκλαιγε ακόμα για κείνον. «Μπορεί να το έκλεισε ο Άντριου στην πόρτα, όταν την κοπάνησε φεύγοντας από τη ζωή μου.» ***
Το στομάχι του Άντριου σφιγγόταν από αρρωστημένο φόβο. Ό,τι κι αν έκανε, δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα του Κόρι. Ένιωσε ένα κρύο ρίγος στη σπονδυλική στήλη ακούγοντας τις κραυγές του. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στην αδελφή του. Ταραγμένος, πάτησε τα πλήκτρα του τηλεφώνου, καλώντας την αδελφή του. Δεν περίμενε καν ν’ ακούσει τη φωνή της. «Πού είσαι, Γκάμπι;» «Τρώω μεσημεριανό με…» Σταμάτησε. «Μια φίλη.» «Ο Κόρι είναι άρρωστος.» «Τι συνέβη; Τι θα πει άρρωστος; Μια χαρά ήταν το πρωί.» «Δε σταματάει να κλαίει. Καίει και έχει βγάλει ένα εξάνθημα.» Ο λαιμός του έκλεισε από τις λέξεις που έπρεπε να πει. «Φοβάμαι μήπως έχει μηνιγγίτιδα.» «Τι εξάνθημα ακριβώς;» Η Γκάμπι ακουγόταν σχεδόν εξίσου πανικόβλητη. «Δεν ξέρω. Κόκκινο.» Ο Άντριου ένιωθε χρήσιμος σαν εκχιονιστήρας εν μέσω καύσωνα. «Έκανες το τεστ του ποτηριού;» Αν ο Κόρι έμενε ακίνητος αρκετή ώρα ώστε να πιάσει ένα ποτήρι ο Άντριου και να το κυλήσει πάνω στο εξάνθημα για να δει αν άσπριζε, ο Άντριου θα το είχε επιχειρήσει αιώνες πριν. «Όχι, ουρλιάζει πιο δυνατά και στριφογυρίζει σαν να πονάει μόλις τον αφήσω κάτω.» «Πόση ώρα είναι έτσι;» Η φωνή της τρεμούλιασε από φόβο. Δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του αν πάθαινε κάτι ο Κόρι όσο ήταν στη φροντίδα του. «Δυο ώρες. Θα τον πάω στο νοσοκομείο. Έλα να μας βρεις εκεί.» Χωρίς να περιμένει την απάντηση της Γκάμπι, ο Άντριου έκλεισε το τηλέφωνο. Καθώς ο Γκόρντον θα περνούσε την ημέρα σ’ ένα ράλι Μάνστερ Τρακ με τον εξάδελφο της Μισέλ, ο Άντριου είχε ν’ ανησυχεί μόνο για τον Κόρι. Σε χρόνο ρεκόρ είχε ασφαλίσει το μωρό στο καθισματάκι του και έφευγε για το νοσοκομείο. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά ο Άντριου περνούσε από τις αυτόματες πόρτες του νοσοκομείου στο κρύο, αντισηπτικό περιβάλλον, με το παιδί στην αγκαλιά του, μικροσκοπικό και ευάλωτο. Ο Κόρι δεν είχε σταματήσει το διαπεραστικό κλάμα σε όλο το δρόμο για το νοσοκομείο. Ζαλισμένος και τρέμοντας σύγκορμος, ο Άντριου έτρεξε στα Επείγοντα. Μετά από αυτό, σχεδόν δεν είχε συναίσθηση των εξελίξεων. Κάποιος πήρε τον Κόρι από την αγκαλιά του και τον μετέφερε σε ένα πλαϊνό δωμάτιο, ενώ μια νοσοκόμα εκτόξευε μια ομοβροντία ερωτήσεων στον Άντριου. Ήταν ακόμα ζαλισμένος όταν εμφανίστηκε η Γκάμπι. «Πού είναι το μωρό μου; Κόρι Μπόστον Χέντλι.» Ο Άντριου κόντεψε να λιποθυμήσει καθώς στράφηκε στην αδελφή του. Ευτυχώς, απάντησε η νοσοκόμα στις εναγώνιες ερωτήσεις της Γκάμπι γιατί εκείνος μπορούσε μόνο να κοιτάζει τη γυναίκα που τη συνόδευε. Η καρδιά του αναπήδησε στο στήθος του και μετά άρχισε να τριπλασιάζει ταχύτητα. Ο λαιμός του έκλεισε από τα δυνατά συναισθήματα – που περιλάμβαναν όλη την γκάμα από το σοκ ως την αγαλλίαση. Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από τη Μισέλ. Για την ακρίβεια, δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από τη φουσκωμένη κοιλιά της.
*** Η Μισέλ ήταν σίγουρη πως ο Άντριου θα λιποθυμούσε. Είτε από το σοκ της αναβίωσης του χειρότερου εφιάλτη του είτε επειδή έβλεπε πρώτη φορά την κοιλιά της – ιδέα δεν είχε. Καθώς η νοσοκόμα έβαλε την Γκάμπι στο εξεταστήριο του Κόρι, η Μισέλ κατέβαλε συνειδητή προσπάθεια ν’ αντέξει το βλέμμα του Άντριου. Η καρδιά της απειλούσε να τρυπήσει το στήθος της. Με πρόσωπο σταχτί, πουκάμισο έξω από το παντελόνι, τα χέρια του Άντριου έτρεμαν ελαφρά καθώς τα περνούσε μέσα από τα ήδη ακατάστατα μαλλιά του. Ακούγοντας την Γκάμπι να μιλάει στο τηλέφωνο με τον Άντριου, η Μισέλ δε στάθηκε να σκεφτεί τις πιθανές περιπλοκές αν την έβλεπε εκείνος σ’ αυτή την κατάσταση. Το μόνο που την ενδιέφερε όταν η Γκάμπι έκλεισε το κινητό και τινάχτηκε από το τραπέζι, ήταν ο Κόρι. Τότε συνειδητοποίησε πως ο Άντριου αντιμετώπιζε το χειρότερο εφιάλτη του. Ήξερε πως ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Είχε ακούσει τον πανικό στη φωνή του μέσα από το κινητό της Γκάμπι και ήθελε να τρέξει κοντά του. Να σπεύσει στο πλευρό του, να του συμπαρασταθεί. Ο Άντριου έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, με το βλέμμα τόσο έντονο, που ένιωθε να την καίει, και η Μισέλ έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν ήταν έτοιμη για τα μυριάδες ερωτηματικά που έβλεπε στα μάτια του. Δεν είχε τη δύναμη να παλέψει με τις κατηγορίες που θα της πετούσε στα μούτρα. Και το πολυάσχολο νοσοκομείο δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για να διεξαγάγουν οποιαδήποτε προσωπική συζήτηση. Αυτή τη στιγμή έπρεπε να εστιαστούν στον Κόρι. Ένα κύμα δραστηριότητας τράβηξε την προσοχή του Άντριου. Το βλέμμα της ακολούθησε το δικό του και είδε να καταφθάνουν αρκετά μέλη της οικογένειας του Άντριου. Το βλέμμα του συνάντησε άλλη μια φορά το δικό της καθώς τους πλησίαζε η Σάντι, με τον Γουόρεν ξοπίσω της. Μόλις έφτασε κοντά τους ο Γουόρεν, ρώτησε: «Μάθατε τίποτα;» Ο Άντριου τράβηξε το βλέμμα από τη Μισέλ, αλλά όχι πριν της στείλει ένα ξεκάθαρο βλέμμα – δεν τελειώσαμε. Στράφηκε προς τον πατέρα του. «Όχι ακόμα.» Η Σάντι πήρε τη Μισέλ στην αγκαλιά της. «Πώς είσαι, γλυκιά μου; Μια χαρά φαίνεσαι.» «Είμαι πολύ καλύτερα, ευχαριστώ. Οι ναυτίες έχουν υποχωρήσει.» Διαισθάνθηκε μάλλον παρά είδε την ένταση του Άντριου. «Το ήξερες;» Η ερώτηση απευθυνόταν στη μητέρα του. Ο τόνος του απειλούσε με μια γιγαντιαία έκρηξη. «Το ήξεραν όλοι εκτός από μένα;» Η Μισέλ ζάρωσε νοερά. Εκ πρώτης όψεως φαινόταν σαν να είχε μιλήσει για την εγκυμοσύνη της σε όλους εκτός από τον Άντριου. Στην πραγματικότητα, είχε μιλήσει μόνο στην καλύτερη φίλη της, που τύχαινε να είναι αδελφή του Άντριου. Είχε ορκίσει την Γκάμπι σε μυστικότητα. Η Γκάμπι με τη σειρά της είχε ορκίσει τη μητέρα της σε μυστικότητα και η Σάντι είχε αποσπάσει την ίδια υπόσχεση από τον Γουόρεν. Όταν η Μισέλ ζήτησε το λόγο από την Γκάμπι –όταν της είχε τηλεφωνήσει η Σάντι να της πει πως ήξερε για το μωρό– η μόνη απάντησή της ήταν: «Απ’ ό,τι φαίνεται, η ζωή μου δε σημαίνει τίποτα γι’ αυτή τη γυναίκα.» Η Σάντι στράφηκε στον Άντριου. «Γλυκέ μου, χαμήλωσε τη φωνή σου. Σε νοσοκομείο βρισκόμαστε. Πού είναι η αδελφή σου;» Η Μισέλ δάγκωσε το χείλος της για να πνίξει ένα χαμόγελο. Μόνο η μητέρα του Άντριου
μπορούσε να του μιλάει ακόμα λες και ήταν πεντάχρονο. Η φλέβα στο λαιμό του είχε πεταχτεί έξω. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν έξαλλος και δεν είχε ελπίδες να γλιτώσει την αντιπαράθεση. «Ίσως είναι καλύτερα να φύγω» ψιθύρισε η Μισέλ στη Σάντι. «Όχι βέβαια.» Η Σάντι έσφιξε τα χέρια της. «Είσαι μέλος της οικογένειας και η Γκάμπι θα θέλει να μείνεις.» Ψιθύρισε στο αυτί της Μισέλ: «Αν έχει πρόβλημα μ’ αυτό ο Άντριου, θα έχει να κάνει μαζί μου.» Τους έβαλαν όλους σε μια αίθουσα αναμονής. Η μόνη πληροφορία ήταν πως ο Κόρι έκανε εξετάσεις και πως θα τους κρατούσαν ενήμερους. «Πού είναι ο Τζεφ;» ρώτησε η Σάντι μια ώρα αργότερα, όταν ο άντρας της Γκάμπι δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. «Κανείς δεν ξέρει» απάντησε ο Άντριου. Καθόταν απέναντι και έδειχνε τόσο χαμένος, που η Μισέλ τον λυπήθηκε. «Θα προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί του.» Έριξε ένα παρατεταμένο βλέμμα στη Μισέλ πριν κατευθυνθεί προς την πόρτα. Δε δυσκολεύτηκε να διαβάσει το μήνυμά του. Ήθελε να τον ακολουθήσει έξω, μα δεν είχε πρόθεση ν’ αφήσει τον Άντριου να τη στριμώξει τώρα. Ό, τι κι αν είχε να πει, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να βεβαιωθούν πως ο Κόρι ήταν ασφαλής. Η Μισέλ γύρισε την πλάτη στην πόρτα για να μη χρειαστεί να δει τον Άντριου όταν θα επέστρεφε. Η Σάντι ήρθε να καθίσει δίπλα της και της έπιασε το χέρι. «Είσαι καλά, γλυκιά μου; Φαίνεσαι λίγο χλωμή.» Ο οποιοσδήποτε θα έχανε το χρώμα του κάτω από το βλοσυρό βλέμμα του Άντριου. «Είμαι καλά.» Προσπάθησε να χαμογελάσει πειστικά, μα τα υψωμένα φρύδια της Σάντι τής έδειξαν πως δεν πέτυχε το στόχο. «Αλήθεια, το εννοώ.» «Τώρα ξέρει, καλή μου.» Η Σάντι τής χτύπησε χαϊδευτικά το χέρι. «Δώσε του μια ευκαιρία ν’ αποδείξει την αξία του για τον εαυτό του.» Αυτό ενοχλούσε τη Μισέλ. Έβλεπε εφιαλτικές εικόνες στο μυαλό της με τον Άντριου να επιμένει να τον παντρευτεί από μία εντελώς άστοχη αίσθηση καθήκοντος. Θα επέμενε μέχρι τελικής πτώσεως να κάνουν το «σωστό». Ο Γουόρεν ήρθε να καθίσει δίπλα στη γυναίκα του. Έδειχνε καταρρακωμένος, σχεδόν όσο κι ο Άντριου, με τα μαλλιά άνω κάτω και την αγωνία να βαθαίνει τις ρυτίδες στο πρόσωπό του. «Γιατί αργούν τόσο πολύ;» «Οι εξετάσεις θέλουν χρόνο, αγάπη μου.» Η Σάντι άφησε το χέρι της Μισέλ για να σφίξει καθησυχαστικά τον ώμο του άντρα της. Ο Γουόρεν χτύπησε χαϊδευτικά το χέρι στον ώμο του και μετά, σαν να μην άντεχε να μείνει καθισμένος ούτε δευτερόλεπτο, σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει. «Ο καημένος…» Τα γκρίζα μάτια της Σάντι τον ακολούθησαν. «Ξαναζεί αυτή τη φρικτή ιστορία με τον Τζος.» Η Μισέλ αναρωτήθηκε πώς κατάφερε η Σάντι να γίνει τόσο δυνατή. Ευχόταν να είχε την ίδια δύναμη. «Εσείς όχι;» ρώτησε, ελπίζοντας να μάθει το μυστικό του σθένους της άλλης γυναίκας.
«Όχι τόσο που να φαίνεται.» Η Σάντι πήγε στον Γουόρεν. Την αγκάλιασε σαν να τη χρειαζόταν εκεί. Κάτι μέσα στη Μισέλ ράγισε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Λαχταρούσε αυτή την πληρότητα περισσότερο από καθετί άλλο και το οδυνηρό ήταν πως την είχε γευτεί με τον Άντριου για μια φευγαλέα στιγμή. Όταν επέστρεψε ο Άντριου, η Μισέλ είχε χαλιναγωγήσει τα ευμετάβλητα συναισθήματά της. Σταμάτησε δίπλα στους γονείς του και τους μίλησε χαμηλόφωνα. Τα λόγια του έκαναν τον Γουόρεν να συνοφρυωθεί αποδοκιμαστικά και τη Σάντι να σφίξει τα χείλη. Η Μισέλ προσποιήθηκε πως δεν πρόσεξε την επιστροφή του Άντριου. Άρπαξε το πλησιέστερο στραπατσαρισμένο περιοδικό που αποδείχθηκε περιοδικό για εγκυμονούσες μητέρες. Μόλις είχε αρχίσει να διαβάζει ένα ενδιαφέρον άρθρο για τη χρήση φύλλων σμεουριάς στην καταπράυνση των ωδίνων του τοκετού, όταν ο Άντριου κάθισε στη διπλανή καρέκλα. Σήκωσε το περιοδικό πιο κοντά στο πρόσωπό της και αρνήθηκε να τον κοιτάξει. Έβαλε το δείκτη στην κορυφή της σελίδας και κατέβασε το περιοδικό αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει. «Γιατί δε μου το είπες;» Το άρθρο ξεθώριασε τελείως καθώς πάλευε με την επιθυμία να πέσει στην αγκαλιά του. Χριστέ μου, πόσο τής είχε λείψει! «Θα είχε καμία διαφορά;» Σήκωσε το περιοδικό μπροστά στο πρόσωπό της, κόβοντάς τον από το οπτικό της πεδίο. Το πήρε από τα χέρια της. «Ναι.» Έστρεψε το βλέμμα στο πρόσωπό του. Ο πόνος στα μάτια του λίγο έλειψε να κάμψει τη δύναμή της. Όμως δεν έπρεπε να υποχωρήσει κάτω από το πληγωμένο βλέμμα του. Δεν της είχε αφήσει περιθώριο αμφιβολίας. Δεν την είχε εμπιστευτεί ούτε στο ελάχιστο. Αν είχε δείξει εμπιστοσύνη, θα είχε σταθεί στο πλευρό της και θα είχαν ανακαλύψει μαζί τις συνέπειες εκείνης της νύχτας. «Γιατί;» Άρπαξε το περιοδικό από τα χέρια του. «Το διάβαζα αυτό.» Το άνοιξε σ’ ένα τυχαίο άρθρο. Οτιδήποτε για να μην τον κοιτάζει. «Επειδή έχεις μέσα σου το παιδί μου.» Δε σήκωσε τα μάτια από τη σελίδα. Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει, αλλιώς ποιος ξέρει σε τι θα συμφωνούσε; «Ξεκαθάρισες πως δε σ’ ενδιέφερε στο παραμικρό να γίνεις πατέρας.» «Και πάλι, θα έκανα το σωστό.» «Αλήθεια; Και ποιο θα ήταν αυτό;» Του έριξε μια γρήγορη ματιά μέσα από τις βλεφαρίδες της. Το βλέμμα του εστιάστηκε στον απέναντι τοίχο. «Θα σου ζητούσα να με ξαναπαντρευτείς. Σκόπευα να σ’ το ζητήσω εκείνο το βράδυ.» Αν προσπαθούσε να της ξεσκίσει την καρδιά, τα είχε καταφέρει. Η Μισέλ ξέσπασε σε υστερικά γέλια. Ο ήχος τράβηξε την προσοχή αρκετών μελών της οικογένειας. Ήταν μαρτύριο να κάθεται δίπλα του και να τον ακούει ν’ αναφέρει έτσι αδιάφορα στη συζήτηση μια από τις βαθύτερες επιθυμίες της σαν να ήταν μια περαστική σκέψη. Συνειδητοποίησε πως, αν προσδοκούσε να διαφυλάξει την ψυχική υγεία της, έπρεπε να τον αποκόψει από τη ζωή της. Χαμήλωσε τη φωνή της σε ψίθυρο. «Δε θα σε παντρευόμουν ακόμα κι αν σε επιχρύσωναν και σου έβαζαν τη βασιλική στάμπα.» Σε κάποιο άλλο περιβάλλον η Μισέλ ήταν σίγουρη πως ο Άντριου θα ξέσπαγε. Ακόμα και τώρα, μόλις και μετά βίας κατάφερνε να ελέγξει τα νεύρα του. «Τι υποτίθεται πως σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει πως δε θέλω να σε ξαναπαντρευτώ. Και οπωσδήποτε…» Χτύπησε το περιοδικό στο τραπέζι. «Οπωσδήποτε όχι από κάποια ηλίθια αίσθηση καθήκοντος.» Ήθελε να τον χαστουκίσει για την προβλεψιμότητά του. Άπλωσε το χέρι, με δάχτυλα που έβγαζαν σπίθες πάνω στα δικά της, και έπιασε απαλά το αριστερό της χέρι κρατώντας το ανάμεσά τους έτσι ώστε να φανεί το διαμαντένιο δαχτυλίδι στο τρίτο της δάχτυλο. «Κι όμως, συνεχίζεις να φοράς τη βέρα σου. Γιατί έτσι, Μισέλ;» Τράβηξε πίσω το χέρι της, σφίγγοντας τη γροθιά της για να διώξει το μούδιασμα που της προκάλεσε το άγγιγμα του Άντριου. «Έχει σφηνώσει.» «Θυμάμαι που είχες πει και στην Γκάμπι την ίδια δικαιολογία.» «Αυτή τη φορά έχει σφηνώσει στ’ αλήθεια.» Ό, τι κι αν σκόπευε να πει, ξεχάστηκε όταν μπήκε στην αίθουσα η Γκάμπι. Ο Γουόρεν την πλησίασε πρώτος, την τράβηξε κοντά του και την αγκάλιασε σφιχτά. «Πώς είναι, γλυκιά μου; Τι σου είπαν; Μπορούμε να τον δούμε;» «Δώσ’ της χρόνο ν’ απαντήσει, καλέ μου» διέκοψε τις κοφτές ερωτήσεις του η Σάντι. Η Γκάμπι τραβήχτηκε από την αγκαλιά του πατέρα της. «Δεν έχει μηνιγγίτιδα.» «Δόξα τω Θεώ!» είπαν ταυτόχρονα αρκετοί συγγενείς. «Έχει κάποιον ιό με τα συμπτώματα της μηνιγγίτιδας. Του έδωσαν πενικιλίνη κι αύριο θα τον πάρω σπίτι.» Η Γκάμπι κοίταξε γύρω της με κουρασμένα, στραγγισμένα από κάθε συναίσθημα μάτια, ψάχνοντας ανάμεσα στους συγγενείς. «Πού είναι ο Τζεφ; Του άφησα μήνυμα. Δεν έχει έρθει;» Το βλέμμα της αναζήτησε τον Άντριου. Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Η Μισέλ κατάλαβε το μήνυμα που έστειλε στην αδελφή του. Ο Τζεφ ήταν είτε μεθυσμένος είτε εκτός επικοινωνίας. Όπως κι αν είχε το πράγμα, δε θα ερχόταν να συμπαρασταθεί στη γυναίκα του. Άρχισαν όλοι να μιλάνε ταυτόχρονα, με διάφορα σχόλια για το χαρακτήρα του Τζεφ. Ο Άντριου αγκάλιασε προστατευτικά την Γκάμπι καθώς η οικογένεια την περικύκλωσε. «Πρέπει να νιώθεις φοβερή ανακούφιση για τον Κόρι!» είπε κάποιος. «Δεν μπορώ να διανοηθώ καν πόσο τρομακτικό ήταν» είπε κάποια άλλη. Στο χάος που επικράτησε, η Μισέλ ξεγλίστρησε ήσυχα από την αίθουσα αναμονής.
Κεφάλαιο Δεκαέξι Η Μισέλ κοίταξε το άδειο γραφείο της Τίφανι καθώς περνούσε βιαστικά πηγαίνοντας στο δικό της. Ισορροπούσε μια στοίβα φακέλους, ένα φορητό υπολογιστή, την τσάντα της και τη φουσκωμένη κοιλιά της αναθεματίζοντας μέσα από τα δόντια της τον άστατο βρετανικό καιρό και την κίνηση του Λονδίνου. Είχε έρθει στη δουλειά με καθυστέρηση μίας ώρας και ήταν εκνευρισμένη, ξαναμμένη και ανακατευόταν. Το γεγονός πως ήταν η τελευταία βδομάδα που δούλευε για την Κέρκχαμ & Χαλ, δεν τη χαροποιούσε καθόλου. Αν και ανυπομονούσε να πάρει την άδεια μητρότητας και να χαρεί την εγκυμοσύνη της. Θα ήταν υπέροχα να χαλαρώνει και ν’ απολαμβάνει τον ήλιο περιμένοντας να κάνει την εμφάνισή του το πιτσιρίκι. Ή, έστω, θα ήταν υπέροχα αν κάποια στιγμή έβγαινε ο ήλιος. Οι μετεωρολόγοι είχαν υποσχεθεί μια ηλιόλουστη άνοιξη. Τώρα η άνοιξη είχε φτάσει στα μισά, κι ακόμα δεν είχαν δει ήλιο. Ο καιρός παρέμενε μελαγχολικός και μίζερος, καθρεφτίζοντας τη διάθεσή της, την οποία αντανακλούσε το γκρίζο παντελόνι της. Πασπάτεψε αδέξια το πόμολο μέχρι που υποχώρησε και έπεσε στην κυριολεξία στο γραφείο της βρίζοντας εκνευρισμένη μέσα από τα δόντια της όταν οι φάκελοι γλίστρησαν από τα χέρια της και, παρά τις προσπάθειες να τους ισορροπήσει στο στήθος της, έπεσαν στο πάτωμα. «Τι κάνεις εκεί;» Γύρισε απότομα στο άκουσμα της κοφτής ερώτησης, ξεχνώντας το χάος στο πάτωμα του γραφείου. «Προσπαθείς να με κάνεις να πάθω έμφραγμα; Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» Η παρουσία του Άντριου ήταν σοκ για κείνη και το σφίξιμο στο στομάχι της δεν είχε καμία σχέση με τη ναυτία καθώς αντίκριζε τον άντρα που προσπαθούσε ν’ αποφύγει. Πρέπει να είχε βλάβη στον εγκέφαλο αν πίστευε πως θα κατάφερνε να αποφύγει τον Άντριου μετά το χθεσινό βράδυ. Έπρεπε να ήξερε πως δε θα άφηνε στη μέση τη συζήτηση που ξεκίνησαν. *** Η Μισέλ είχε χλωμιάσει. Το ελεύθερο χέρι της κάλυπτε την κοιλιά της σε μια προστατευτική κίνηση. Τα γαλανά μάτια της ανοιγόκλειναν καθώς προσπαθούσε να καταλάβει πώς κατάφερε να του επιτρέψουν την είσοδο στο κτίριο. Το μόνο που είχε χρειαστεί ήταν να φλερτάρει ξεδιάντροπα με τα κορίτσια στη ρεσεψιόν και να διηγηθεί τη δακρύβρεχτη ιστορία του. Ένας Θεός ξέρει γιατί δεν το είχε δοκιμάσει νωρίτερα. Ειλικρινά, είχε πληγωθεί υπερβολικά βαθιά για να μπορέσει να σκεφτεί σωστά. Ο Άντριου κατέπνιξε την ίδια παρόρμηση που ένιωσε και χθες το βράδυ να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει μέχρι λιποθυμίας. Δεν του ήταν εύκολο ν’ αντικρίσει τη Μισέλ στο νοσοκομείο. Μάλιστα, το σοκ όταν συνειδητοποίησε την εγκυμοσύνη της ήταν τόσο μεγάλο, που έμεινε αποσβολωμένος, ενώ τον κατέκλυζε ένα κύμα κτητικότητας και υπερηφάνειας. Το ύφος της έδειχνε πως ήταν έτοιμη να του προκαλέσει σωματικές βλάβες αν πλησίαζε ένα βήμα ακόμα. Την κοίταξε έντονα ενώ προσπαθούσε να ξεπεράσει την απόρριψη που ήξερε πως άξιζε. «Πρέπει
να μιλήσουμε.» Πάτησε πάνω στους πεσμένους φακέλους ενώ πέταξε τους υπόλοιπους στο παράξενα άδειο γραφείο της. «Αν δε χρειάζεσαι τις επαγγελματικές υπηρεσίες μου, δεν έχουμε τίποτα να πούμε.» «Διαφωνώ. Επιβάλλεται να μιλήσουμε.» «Πολύ καλά.» Η Μισέλ γύρισε προς το μέρος του έτσι που ο πισινός της ακουμπούσε στο γραφείο της. «Πώς είναι ο Κόρι;» ρώτησε, σφίγγοντας τα χέρια κάτω από την κοιλιά της. Η κίνηση αυτή τσίτωσε πάνω της το φαρδύ φόρεμα εγκυμοσύνης υπογραμμίζοντας την ανοησία του. Το ολοκάθαρο θέαμα της φουσκωμένης κοιλιάς τού έδειχνε πόσα είχε χάσει από αυτή την εγκυμοσύνη. «Μια χαρά.» «Δόξα τω Θεώ!» Η Μισέλ έκανε το γύρο του γραφείου, κάθισε στην καρέκλα της και του έδειξε την πόρτα. «Η συζήτηση τέλειωσε. Τώρα μπορείς να φύγεις.» «Όχι πριν μ’ ακούσεις.» Κάθισε στη μία από τις δύο καρέκλες μπροστά στο γραφείο της. «Συμπεριφέρθηκα σαν ηλίθιος.» Εκείνη χειροκρότησε. «Ζητώ συγγνώμη για τις ανοησίες που ξεστόμισα εκείνη τη νύχτα.» Κούνησε το κεφάλι, καταπίνοντας έναν κόμπο πόνου και πικρής μεταμέλειας. «Δε θα μάθεις ποτέ πόσο μετανιώνω για τον τρόπο που σου φέρθηκα.» Η Μισέλ απλώς τον κοίταζε. Έπνιξε την παρόρμηση να βάλει στην άκρη την υπερηφάνεια του και να πέσει στα γόνατα ικετεύοντας να του δώσει την ευκαιρία να γίνει ο πατέρας του παιδιού τους. Μια ευκαιρία που συνειδητοποιούσε πως ήθελε απεγνωσμένα. Ακόμα κι αν δεν τον ήθελε πια, θα του στερούσε το παιδί του; Η Μισέλ σκέπασε την κοιλιά της με τα δύο χέρια σαν να ήθελε να προστατεύσει το παιδί τους από κείνον. «Με πλήγωσες.» Το βλέμμα της καρφώθηκε στο δικό του, τα ρουθούνια της ελαφρά ανοιγμένα. «Μου είπες πως με αγαπάς και μετά με παράτησες!» «Ήμουν ανόητος!» Πήδηξε από την καρέκλα, έκανε το γύρο του γραφείου κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην καφετιά πολυθρόνα γραφείου. Κάλυψε τα χέρια που σκέπαζαν την κοιλιά με τα δικά του και πήρε θάρρος όταν εκείνη δεν τα έσπρωξε μακριά. «Σ’ αγαπάω πραγματικά. Δε σταμάτησα ποτέ να σ’ αγαπώ και θέλω το παιδί μας να γεννηθεί σ’ αυτή την αγάπη, γνωρίζοντας πως το αγαπώ από τα βάθη της ψυχής μου.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και εκείνος κράτησε την ανάσα του. Η ελπίδα τρεμόπαιξε στην ψυχή του. Λαχταρούσε να την ακούσει να λέει «Κι εγώ σ’ αγαπώ», λαχταρούσε τη στιγμή που θα τον συγχωρούσε. *** Συγκεντρώνοντας όση δύναμη της είχε απομείνει, η Μισέλ έκανε πίσω την πολυθρόνα μέχρι που τα χέρια του Άντριου έπεσαν από πάνω της. Χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά της για να μην πέσει στην αγκαλιά του και να του εξομολογηθεί με λυγμούς την αγάπη της. Αν ήταν ηρωίδα μιας από τις ρομαντικές νουβέλες που καταβρόχθιζε στις διακοπές, τώρα θα του απαντούσε με τη σειρά της πως τον αγαπούσε κι αυτή. Θα συμμάζευαν τις εκκρεμότητες και θα
ζούσαν ευτυχισμένοι για πάντα. Αλλά δεν επρόκειτο για νουβέλα. Επρόκειτο για τη ζωή της και τη ζωή του παιδιού της. Ήταν δεδομένο πως αγαπούσε τον Άντριου. Κι εκείνος το γνώριζε καλά. Διαφορετικά, δε θα είχαν δυσκολευτεί να διακόψουν οριστικά μετά το διαζύγιο. Η Γκάμπι είχε πει κάποτε πως αυτοί οι δύο ήταν δεμένοι με λαστιχάκι. Η Μισέλ είχε αποφασίσει έκτοτε πως ήταν ένας παράλογος τύπος αγάπης. Ο τύπος που τα ρομάντζα βάφτιζαν «αιώνια αγάπη» όταν στην πραγματικότητα ήταν απλώς μια κακή συνήθεια. Ο μόνος τρόπος ν’ απαλλαγείς από μια συνήθεια είναι να την κόψεις μαχαίρι, όσο κι αν πονάει. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δίνε του, Άντριου. Δε σε χρειάζομαι ούτε εγώ ούτε το μωρό. Είχες την ευκαιρία σου, και τα έκανες θάλασσα.» Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα καθώς στάθηκε με χάρη στα πόδια του. «Όχι χωρίς μάχη. Δεν πρόκειται να φύγω χωρίς εσένα, ό,τι κι αν λες.» Για να το αποδείξει, ο Άντριου έβγαλε το σακάκι του κοστουμιού του, το έριξε στη ράχη της πλησιέστερης καρέκλας και σήκωσε τα μανίκια. Η Μισέλ έπιασε ένα από τα πλαστικά ρόπαλα που της είχαν φέρει κάποιοι άντρες συνάδελφοι για να την πειράξουν μετά την «απαγωγή» της από τον Άντριου πέρυσι το καλοκαίρι. «Είμαι προετοιμασμένη να το χρησιμοποιήσω.» Σήκωσε το ρόπαλο και τον κοίταξε στα μάτια. «Αν δε θέλεις να σου ανοίξω το κεφάλι, βάλε το σακάκι σου και φύγε.» Εκείνος γέλασε, με τα γκριζογάλανα μάτια του ν’ αστράφτουν από διάθεση για χιούμορ. «Δεν αμφιβάλλω ότι έχεις διάθεση να μου το κοπανήσεις στο κεφάλι, αλλά λέω να το ρισκάρω.» Είχε το θράσος να της στείλει ένα αυτάρεσκο χαμόγελο καθώς προχωρούσε προς το μέρος της. Φυσικά, η απειλή της ήταν κούφια. Τι ζημιά να έκανε ένα πλαστικό παιχνίδι στο χοντροκέφαλό του; «Αγαπώ εσένα και το μωρό. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά, όταν μπήκες χθες στο νοσοκομείο και είδα την εγκυμοσύνη σου, ερωτεύτηκα ακαριαία το παιδί μου.» Σταμάτησε μπροστά της, σε απόσταση αγγίγματος. «Πολύ αμφιβάλλω, Άντριου. Νόμιζα πως θα λιποθυμούσες.» Γιατί χαμογελούσε ακόμα; Έκλεισε τα χέρια στη μέση της, στα πλαϊνά της κοιλιάς. «Και εγώ έτσι νόμιζα.» Έπρεπε να τραβηχτεί μακριά, μα το μόνο που ήθελε ήταν να γείρει πάνω του. Να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να της πει πως όλα θα πάνε καλά. Ούτε τραβήχτηκε ούτε έγειρε πάνω του. Περίμενε να δει τι θα συμβεί. Ήθελε απεγνωσμένα να ενδώσει. Μα πώς μπορούσε, όταν ο Άντριου τής είχε ήδη αποδείξει πως δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί; Δε θα το άντεχε αν κάτι πήγαινε στραβά με την εγκυμοσύνη της κι εκείνος το έβαζε στα πόδια. Λίγο έλειψε να την αποτελειώσει όταν την εγκατέλειψε τον Οκτώβριο αφού είχαν κάνει έρωτα. Ήταν πολύ δύσκολο να παραβλέψει την καχυποψία του. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην του ξαναδώσει ποτέ την ευκαιρία να τη συντρίψει έτσι. «Έπρεπε να είχα θυμώσει που μου το έκρυψες.» Ο Άντριου χάιδεψε απαλά τα πλαϊνά της κοιλιάς της και το μωρό έκανε ένα ακροβατικό. Το βλέμμα του καρφώθηκε κεραυνόπληκτο στο δικό της όταν ένιωσε το μωρό να κινείται, πριν ξαναστραφεί στην κοιλιά της.
Κάτι μέσα της έλιωσε. Από τη στιγμή που είχε μάθει πως ήταν έγκυος δεν είχε σκεφτεί ποτέ τι έχανε ο Άντριου. Τώρα με μεγάλη της ντροπή παραδεχόταν πως είχε φερθεί εγωιστικά όταν έλεγε στον εαυτό της πως εκείνος δεν ήθελε το παιδί τους. Πως αδιαφορούσε για την πιθανή ύπαρξή του. Νοιαζόταν. Φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό του. «Δεν έχεις θυμώσει;» ρώτησε απαλά, φοβούμενη πως θα έσπαγε τα μάγια που είχε κάνει το μωρό στον Άντριου. Κούνησε το κεφάλι. «Όχι.» Η βραχνάδα της φωνής του μαρτυρούσε τα βαθιά συναισθήματά του. «Σ’ αγαπώ, Μις. Θέλω αυτό το μωρό, θέλω να σε ξαναπαντρευτώ.» Η φράση αυτή θα ήταν μουσική στ’ αυτιά της πριν ένα χρόνο. Τώρα της φαινόταν πως κυνηγούσε τον άνεμο. Όση ελπίδα είχε να πιάσει το αεράκι, άλλη τόση είχε να κάνει το γάμο αυτό να λειτουργήσει. Το πρόβλημα ήταν πως η ζωή χωρίς εκείνον θα τη σκότωνε. Μπορεί να ισχυριζόταν πως την αγαπούσε, μα πόσο γρήγορα θ’ άλλαζε γνώμη αν ήξερε πως είχε ένα έμβρυο έξι μηνών κι ένα ινομύωμα επτά εκατοστών; Πόσο ακλόνητος θα έμενε αν ανακάλυπτε πόσο επικίνδυνη μπορούσε να γίνει η κατάσταση τους επόμενους τρεις μήνες; Δε θ’ άντεχε να αλλάξει πάλι γνώμη αν αποδεχόταν την αγάπη του. Αν ήταν να το βάλει στα πόδια, προτιμούσε να γίνει τώρα, πριν χάσει την αποφασιστικότητά της και εκείνος την καταστρέψει για τα καλά. Έκανε ένα βήμα πίσω, νιώθοντας αμέσως την απώλεια του αγγίγματός του. «Τι θα έλεγες αν σου εξηγούσα πως μπορεί να ζωντανέψω το χειρότερο εφιάλτη σου;» Συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή;» Άφησε την ανάσα της να βγει και ακούμπησε το ρόπαλο στο γραφείο. Αυτό θα ήταν το οριστικό τεστ. Η Μισέλ ήθελε να βάλει κάποια απόσταση ανάμεσά τους κι έτσι πήγε να καθίσει στο γωνιακό καναπέ, ακουμπώντας τα χέρια πάνω στο πολυαγαπημένο μωρό της. «Θυμάσαι που σου είπα πως η μητέρα μου έχασε τον Τρίσταν λόγω ινομυωμάτων;» Εκείνος ένευσε, σκυθρωπιάζοντας ακόμα περισσότερο. «Θυμάμαι.» «Δε σου είπα ότι είναι κληρονομικό στην οικογένειά μου. Οι περισσότερες θείες μου είχαν αποβολές ή δυσκολίες στην εγκυμοσύνη.» Ήρθε να καθίσει δίπλα της. «Τι σχέση έχει αυτό με το χειρότερο εφιάλτη μου;» «Έχω κι εγώ ινομυώματα. Γι’ αυτό σε πίεσα να ξεκινήσουμε οικογένεια όταν παντρευτήκαμε. Ήξερα πως ήταν πιθανό να έχω παρόμοια προβλήματα, κι ήθελα να κάνουμε παιδιά πριν να είναι αργά.» «Αυτός είναι ο λόγος που-» «Αν ρωτάς αν αυτός είναι ο λόγος που έκανα σαμποτάζ με το προφυλακτικό σου, μπορείς να φύγεις τώρα.» Έδειξε την πόρτα του γραφείου με τους φακέλους σπαρμένους μπροστά της. «Ορίστε η πόρτα. Να μη σε καθυστερώ.» «Αυτός είναι ο λόγος που συμφώνησες να παντρευτούμε μετά από μόλις τρεις βδομάδες σχέσης;» συνέχισε σαν να μην τον είχε διακόψει. Η Μισέλ γέλασε. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. «Θα ήταν μεγάλη ειρωνεία της τύχης αν είχα κάνει τέτοιο πράγμα. Σε παντρεύτηκα γιατί σε ερωτεύτηκα τρελά.»
«Και τώρα;» «Και τώρα τι;» «Πώς νιώθεις για μένα;» Δεν μπορούσε να μείνει καθισμένη ούτε δευτερόλεπτο ακόμα. «Δεν μπορείς να το ρωτάς αυτό.» Τινάχτηκε όρθια και πήγε απέναντι, στο παράθυρο που έβλεπε στο ποτάμι. Τα δέντρα στις όχθες του Τάμεση ήταν στολισμένα με καινούργια, ανοιξιάτικα φύλλα, κι ένας αδύναμος ανοιξιάτικος ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει μέσα από ένα γκριζωπό σύννεφο. «Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω;» Δεν άκουσε την κίνηση του Άντριου, κι έτσι ξαφνιάστηκε όταν τα χέρια του έσφιξαν τους ώμους της. «Δεν είμαι χαζός, γλυκιά μου. Συνειδητοποιώ ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε το μωρό μας.» «Τότε συμφωνείς πως τα πράγματα είναι καλύτερα όπως έχουν.» Τη γύρισε έτσι ώστε να στέκονται αντικριστά, το βλέμμα του ευθύ καθώς αναζητούσε το δικό της. «Δεν μπορείς να με διώξεις. Θέλω να είμαστε μαζί, ό,τι κι αν συμβεί. Με ή χωρίς μωρό, σε θέλω. Φέρθηκα σαν βλάκας τους τελευταίους μήνες, μα αυτό πέρασε πια.» Τα πράγματα δεν εξελίσσονταν όπως φανταζόταν. «Εσύ δεν είπες πως άφηνα ένα παιχνίδι της μοίρας να ορίζει τη ζωή μου;» Στη φωνή του αντηχούσε ένα μείγμα συναισθημάτων. «Πως δεν έπρεπε να βασίσω την απόφασή μου στη μακρινή πιθανότητα να χάσω ένα παιδί; Αν θυμάμαι καλά, εσύ είπες πως όλοι οι γονείς αντιμετωπίζουν αυτή την πιθανότητα κάθε στιγμή της ημέρας. Και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, μα δεν είχες πει πως μόνο οι δειλοί διαλέγουν τον εύκολο δρόμο;» Την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Η Μισέλ γράπωσε το πουκάμισό του και τον τράβηξε κοντά, στενάζοντας απαλά όταν εκείνος βάθυνε το φιλί. Άνοιξε τα χείλη της και έλιωσε πάνω του, απολαμβάνοντας τις ωθήσεις της γλώσσας του καθώς τα χέρια του ταξίδευαν σ’ όλο το σώμα της. Της είχε λείψει τρομερά. Λαχταρούσε αυτή τη στιγμή, προσευχόταν να μη σταματήσει ποτέ να τη φιλάει, να συνεχίσουν για πάντα αυτό το υπέροχο ιντερλούδιο χωρίς ν’ αντιμετωπίσουν τη φρίκη της πραγματικότητας – μιας πραγματικότητας όπου θ’ αναγκαζόταν να τον διώξει μακριά της. Όταν επιτέλους εκείνος διέκοψε το φιλί, ήταν για να πει: «Μωρό μου, δεν είμαι δειλός!» Άφησε το πουκάμισό του, άπλωσε τα χέρια στο στέρνο του και τραβήχτηκε από την αγκαλιά του. «Μόνο ένας γενναίος άντρας θα ρισκάριζε το πλαστικό ρόπαλο.» Η ματιά της έπεσε στο γραφείο όπου βρισκόταν το πλαστικό ρόπαλο, ακουμπισμένο δίπλα στον υπολογιστή. Ο Άντριου χαμογέλασε. «Δε χρειάζεται να με χτυπήσεις στο κεφάλι μ’ αυτό το πράγμα για να καταλάβω πως νιώθεις όπως κι εγώ. Μ’ αγαπάς. Ποτέ δεν το αρνήθηκες. Βγάλε με από τη μιζέρια μου, λοιπόν, και παντρέψου με.» «Όχι.» «Όχι;» «Ακριβώς. Όχι.» Την κοίταξε μπερδεμένος, εντελώς αιφνιδιασμένος. «Γιατί;» «Δεν μπορώ να ξέρω πως το εννοείς πραγματικά, πως δε θα εξαφανιστείς στο πρώτο ίχνος προβλήματος.» Πήρε τα χέρια της στα δικά του εκλιπαρώντας τη με το ευθύ βλέμμα του. «Έχεις το λόγο μου.
Σου το ορκίζομαι, Μις. Την επόμενη φορά που θα πω “στις χαρές και στις λύπες” θα είναι έτσι ακριβώς.» Ήθελε να τον πιστέψει. Μπορούσε όμως; Να εμπιστευθεί τον Άντριου και να είναι απόλυτα σίγουρη πως θα φρόντιζε την τραυματισμένη καρδιά της γιατί καταλάβαινε πόσο εύθραυστη ήταν; Πήρε μια βαθιά ανάσα για να καλμάρει, μα η φωνή της έτρεμε ακόμα καθώς πνιγόταν από τα δάκρυα. «Κι αν πάθει κάτι το μωρό μας και ανακαλύψουμε πως η αγάπη μας δεν είναι αρκετά δυνατή για να συντηρήσει τη σχέση μας; Αν γίνουμε συντρίμμια, όπως η δική μου οικογένεια; Αν-» Την ξαναφίλησε. «Είναι αρκετά δυνατή.» Την πήρε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το πιγούνι του στο κεφάλι της. «Σ’ αγαπώ, Μις. Ο χειρότερος εφιάλτης μου δεν είναι να χάσω ένα παιδί. Είναι να χάσω εσένα και τον έχω ζήσει ήδη – δύο φορές.» Την έπιασε λόξιγκας απ’ τους λυγμούς. «Και εγώ σ’ αγαπώ, Ντρου.» Τον ένιωσε να συνταράσσεται από το γέλιο και του έμπηξε το δάχτυλο στα παΐδια. «Μη γελάς. Φοβάμαι.» Τραβήχτηκε, η έκφρασή του σοβαρή, τα μάτια του ασημιά από τη συγκίνηση, δίνοντας υποσχέσεις πριν καν μιλήσει. «Έχε μου εμπιστοσύνη, γλυκιά μου. Έχε εμπιστοσύνη σ’ εμάς. Δε φοβάμαι. Σ’ αγαπώ και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Ό,τι κι αν συμβεί, θα το αντιμετωπίσουμε μαζί. Το είπες και μόνη σου, η ζωή είναι απρόβλεπτη. Ποιος ξέρει τι θα συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη; Το επεισόδιο με τον Κόρι μού το έδειξε καθαρά. Ξέρω μόνο πως είμαι ανόητος και δε σου αξίζω, αλλά, όπως και να έχει, θέλω εσένα και το μωρό στη ζωή μου. Έχε πίστη. Το μόνο που επιφυλάσσει η μοίρα είναι μια υπέροχη ζωή για μας και το παιδί μας.» Η ικεσία στη φωνή του μαζί με τις υποσχέσεις του εξασθένησαν την αντίσταση της Μισέλ. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπώ! Και, ναι, θα σε ξαναπαντρευτώ!» Χαμογέλασε και τα μάτια του πτυχώθηκαν πειραχτικά στις γωνίες. «Είπες ναι;» Κάθε φορά που της χαμογελούσε έτσι, ήταν σαν να της χάριζε ένα δώρο. Κούνησε το κεφάλι ζωηρά, χαμογελώντας πλατιά, μ’ ένα παράξενο μείγμα δακρύων και γέλιου. «Ναι, Ντρου. Δε θέλω τίποτα περισσότερο στον κόσμο απ’ το να παντρευτούμε ξανά.» Της χαμογέλασε ευτυχισμένος και με μία κίνηση τη σήκωσε ψηλά και βγήκε από την πόρτα. «Πληροφοριακά» είπε καθώς περνούσε μπροστά από την αποσβολωμένη Τίφανι «το συγκόνιο ζει και βασιλεύει. Θα γίνω εξαιρετικός πατέρας.» Η Μισέλ ήταν σίγουρη πως είδε ένα ονειροπόλο χαμόγελο στο πρόσωπο της βοηθού της καθώς ο Άντριου έστριβε στη γωνία. Κόλλησε πάνω του και τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του, απολαμβάνοντας την αίσθηση των γυμνασμένων αντρικών μυών στο πλευρό της και το σέξι φούσκωμα των δικέφαλων καθώς τη μετέφερε στην αγκαλιά του, αυτή τη φορά σαν πριγκίπισσα, όχι σαν σακί. Σφυρίγματα και χειροκροτήματα τους ακολουθούσαν σε όλη τη διαδρομή μέχρι που πέρασαν τις διπλές κρυστάλλινες πόρτες ξεκινώντας για την καινούργια, τέλεια ζωή τους. Ό, τι κι αν επιφύλασσε το μέλλον, θα το αντιμετώπιζαν μαζί.
Επίλογος Η Μισέλ είχε πάρει αρκετά μαθήματα τα τελευταία δύο χρόνια. Η ζωή δεν ήταν τέλεια, το διαζύγιο δεν ήταν πάντα η λύση στα συζυγικά προβλήματα, η αγάπη χωρίς θυσίες ήταν κακή απομίμηση, ο γιος της απολάμβανε να είναι το επίκεντρο της προσοχής και ήταν παντρεμένη με τον καλύτερο σύζυγο του κόσμου. Ο Ντρου δεν ήταν μόνο κούκλος και περιποιητικός, ήταν όλα όσα θα μπορούσε να ονειρευτεί από ένα σύζυγο. Ήξερε πως την πλησίαζε προσπαθώντας να την αιφνιδιάσει στην κουζίνα των γονιών της αυτή τη στιγμή. Αν και ήταν αθόρυβος, διαισθανόταν την παρουσία του από ένα χιλιόμετρο μακριά. Όταν έκλεισε τα χέρια γύρω από τη μέση της και φίλησε το λαιμό της, απόλαυσε το κύμα επιθυμίας που την κατέκλυσε. «Πού είναι ο Τζος;» Πέρασε τα δάχτυλα του ενός χεριού μέσα απ’ τα μαλλιά του ενώ εκείνος φιλούσε το πλαϊνό του λαιμού της. Οι συγγενείς και οι φίλοι είχαν επιστρέψει στο σπίτι των γονιών της μετά την ανανέωση των όρκων του Φαμπιάν και της Ντι νωρίτερα την ίδια μέρα. Η Μισέλ ήταν εκστατική που έβλεπε τους γονείς της συμφιλιωμένους και ερωτευμένους. Ο δρόμος ήταν μακρύς μέχρι να επιλύσουν τις διαφορές τους. Μια δυο φορές αμφέβαλλε αν θα τα κατάφερναν, μα τελικά όλα είχαν πάει καλά. Η ανανέωση των όρκων τους ήταν η οριστική δέσμευση του ενός απέναντι στον άλλο. «Τον έχει η μητέρα σου. Περνάει από τη μία αγκαλιά στην άλλη από την ώρα που ήρθαμε.» Η Μισέλ γέλασε. «Του αρέσει.» Ο Άντριου τη γύρισε στην αγκαλιά του και πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Κουρασμένη;» Κούνησε το κεφάλι μ’ ένα στεναγμό ικανοποίησης. Ένα μικρό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της. «Όχι… ευτυχισμένη.» Ο Άντριου είχε επιμείνει να ξαναπαντρευτούν αμέσως. Όπως είχε πει, δεν ήθελε να της δώσει ευκαιρία ν’ αλλάξει γνώμη. Λες και υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο... Στο μεταξύ, από μια παράξενη σύμπτωση, ο γιος τους είχε γεννηθεί τρεις μέρες νωρίτερα, στις 21 Ιουλίου, ακριβώς στην επέτειο του πρώτου γάμου τους. Τον ονόμασαν Τζόσουα Τρίσταν από τα δύο αδέλφια τους. Σχεδόν δύο ετών, ο Τζος έκλεβε την παράσταση, όπου κι αν πήγαινε. Μεγαλωμένος με απεριόριστη αγάπη, ήταν η αδυναμία του πατέρα του, που τον θεωρούσε το πιο συναρπαστικό, το πιο εκπληκτικό παιδί που είχε υπάρξει ποτέ. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες του ήταν σχεδόν εξίσου αποβλακωμένοι. Αν έλεγε κανείς δυο χρόνια πριν στη Μισέλ πως η ζωή μπορούσε να είναι τόσο θεσπέσια, θα του είχε γελάσει κατάμουτρα. Τα χείλη του Άντριου σφράγισαν τα δικά της σ’ ένα συγκλονιστικό φιλί.
«Σου έχω πει τελευταία πόσο σε λατρεύω, κυρία Μπόστον;» ρώτησε όταν επιτέλους ολοκλήρωσε το φιλί. Εκείνη έχωσε τα χέρια μέσα από το πουκάμισό του απολαμβάνοντας την αίσθηση των γυμνασμένων μυών του κάτω από τα δάχτυλά της. Το χαμόγελό της έγινε σκανταλιάρικο όταν ο Άντριου γρύλισε και τη φίλησε ξανά. «Όχι έτσι, σύζυγέ μου.» «Πότε μπορούμε να φύγουμε;» «Όχι πριν τις προπόσεις. Άλλωστε, παρακολουθούσα την Γκάμπι και τον Ράιαν να τσακώνονται απ’ το παράθυρο της κουζίνας.» Το βλέμμα του Άντριου στράφηκε στο παράθυρο. «Νόμιζα πως ξετύλιγες τα φαγητά.» «Αυτό έκανα, μέχρι που εντόπισα την Γκάμπι και τον Ράιαν κάτω από τη μανόλια.» Γύρισε στην αγκαλιά του Άντριου, πιέζοντας την πλάτη στο στήθος του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν στη μέση της καθώς οι δυο τους παρακολουθούσαν το ζευγάρι που ολοφάνερα καβγάδιζε. «Για ποιο πράγμα λες να τσακώνονται;» ψιθύρισε η Μισέλ λες και θα την άκουγαν. «Θέλεις να πάμε εκεί να δούμε;» Άκουσε το χαμόγελο στη φωνή του Άντριου. Έβαλε τα γέλια. «Αν ήμουν η Γκάμπι, μάλλον θα ήθελα. Δε φαίνονται ωραίο ζευγάρι; Κοίτα τον Ράιαν, τραχύ και αρρενωπό. Και την Γκάμπι, δυναμική, με τα χέρια στη μέση.» Ο Άντριου έσκυψε να ψιθυρίσει στο αυτί της: «Η Γκάμπι είναι χωρισμένη τώρα. Νομίζω πως της αξίζει να πάρει μια γεύση από το δικό της γιατρικό.» Η Μισέλ στράφηκε και τύλιξε τα χέρια στο λαιμό του συζύγου της καθώς κόλλησε πάνω του ικανοποιημένη όταν εκείνος έβγαλε άλλο ένα χαμηλόφωνο, σέξι γρύλισμα και άγγιξε το ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στο λαιμό και στον ώμο της, διεγείροντάς την πέρα από κάθε λογική. Ένα κρυφό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. «Μμμ… μια και μιλάμε για γεύση...»
Κυκλοφορούν επίσης…
GOLD Δεύτερη Ευκαιρία της Rita Oberlies Ο δυναμικός και επιτυχημένος δικηγόρος Λουκ Μπράντεν είναι βέβαιος πως ο αληθινός έρωτας έρχεται μόνο μία φορά σε μια ολόκληρη ζωή – και ξέρει πως η εκλεκτή της δικής του καρδιάς είναι η Μπρένα Μόργκαν, την οποία είχε γνωρίσει στο πανεπιστήμιο. Η παράφορη σχέση τους τελείωσε άδοξα πριν από αρκετά χρόνια, όμως, τώρα που η Μπρένα έρχεται στην πόλη του, ο Λουκ είναι αποφασισμένος να την κερδίσει και πάλι. H Μπρένα Μόργκαν δεν έπαψε ποτέ να είναι ερωτευμένη με τον Λουκ. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να νιώθει προδομένη από τον τρόπο που εκείνος χειρίστηκε τη σχέση τους. Όμως ο Λουκ ξέρει πια τι διακυβεύεται και δεν πρόκειται να αφήσει τα λάθη του παρελθόντος να μπουν ανάμεσά τους. Θα καταφέρει άραγε να της αποδείξει πως είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για εκείνη και να την πείσει να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία;
Romance Το Καλοκαίρι του Πάθους της Annie Seaton Κατά τη διάρκεια των διακοπών της σε ένα εξωτικό νησί, η Λίσι Μακάιντερ γνωρίζει το γοητευτικό Νικ Ρίτσαρντς και ζει μαζί του λίγες ημέρες παράφορου πάθους, τις οποίες είναι αποφασισμένη να ξεχάσει επιστρέφοντας στην καθημερινότητά της. Εξαιτίας ενός παιχνιδιού της μοίρας, όμως, ο Νικ και η Λίσι βρίσκονται σύντομα να μοιράζονται το ίδιο γραφείο, γεγονός που δυσκολεύει αφάνταστα τη ζωή και των δυο τους. Οι δύο νέοι δεν έχουν τίποτα κοινό. Η Λίσι είναι βέβαιη πως το ερωτικό πάθος είναι ο χειρότερος σύμβουλος σε μια σχέση, ενώ ο παρορμητικός Νικ απέφευγε πάντοτε κάθε είδους δεσμεύσεις. Σύντομα, οι δυο τους θα ανακαλύψουν πως αξίζει να δώσουν μια ευκαιρία στον κεραυνοβόλο έρωτα, καθώς η ακατανίκητη έλξη που νιώθουν ο ένας για τον άλλο, καθώς και όλα αυτά που τους ενώνουν ίσως αρκούν για να γεφυρώσουν διαφορές που με μια πρώτη ματιά έμοιαζαν ανυπέρβλητες...
Forever Ένοχες Απολαύσεις της Elizabeth Hoyt Μέιντεν Λέιν * ΒΙΒΛΙΟ 2
ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΟΥΣ ΗΤΑΝ ΤΕΛΕΙΕΣ… Η Λαίδη Ηρώ Μπάτεν, η γοητευτική αδερφή του Δούκα Γουέικφιλντ, έχει όλα όσα θα ήθελε μια γυναίκα – συμπεριλαμβανομένου του τέλειου μνηστήρα. Είναι αλήθεια πως ο Μαρκήσιος Μάντβιλ είναι κάπως βαρετός και με παντελή έλλειψη χιούμορ, αλλά αυτό δεν ενοχλεί την Ηρώ. Ώσπου γνωρίζει το περιβόητο αδερφό του…
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΝ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ… Ο Λόρδος Γκρίφιν απέχει πολύ από την εικόνα του τέλειου άντρα – πράγμα που και ο ίδιος αποζητά. Είναι μυστήριο το τι ακριβώς κάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά όλο το Λονδίνο γνωρίζει πως τα βράδια επιδίδεται στις πιο ακόλαστες διασκεδάσεις. Η Ηρώ τον αντιπαθεί αμέσως, και ο Γκρίφιν πιστεύει πως η Λαίδη Μπάτεν, με τους άψογους τρόπους και τις αγαθοεργίες της, είναι υπερβολικά τέλεια για την ανώτερη τάξη του Λονδίνου – πόσο μάλλον για τον αδερφό του. Όμως οι συνεχείς καβγάδες τους δίνουν σύντομα τη θέση τους στο πάθος – ένα πάθος που απειλεί να διαλύσει τον προσεκτικά δομημένο κόσμο τους. Καθώς οι εξελίξεις στην περιοχή του Σεντ Τζάιλς παρασέρνουν τους πάντες στο διάβα τους, η Ηρώ και ο Γκρίφιν θα πρέπει να επιλέξουν: να ακολουθήσουν τις επιταγές της κοινωνίας ή το δρόμο της αληθινής αγάπης;
GOLD Μοιραίος Πειρασμός της Jill James H Ιβέτ Γκιαρντίνο είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να οδηγήσει στη χρεοκοπία τη Σεν Ίντεν Στούντιος. Για εκείνη είναι απλά μια δουλειά, από την οποία όμως εξαρτάται η επιβίωση ενός πολυαγαπημένου της προσώπου. Το γεγονός πως ο Άνταμ Σεν Ίντεν θα υποφέρει δεν είναι κάτι προσωπικό – μέχρι τη στιγμή που ο νεαρός επιχειρηματίας κερδίζει τη συμπάθειά της και κάνει τις αισθήσεις της να αντιδρούν με ακατανόητο τρόπο… Ο Άνταμ θέλει μόνο ένα πράγμα, να προστατέψει το όνειρο που ξεκίνησε ο παππούς του. Αλλά όταν το διοικητικό συμβούλιο τον υποχρεώνει να δουλέψει με την Ιβέτ, ο κόσμος του έρχεται τα πάνω κάτω. Δυσαρεστημένοι συνεργάτες, ανεξήγητα υπέρογκα έξοδα και νύχτες έντονου πάθους... και για όλα φταίει η Ιβέτ. Με την εταιρεία του να καταρρέει, θα μπορέσει ο Άνταμ να δει την Ιβέτ γι’ αυτό που πραγματικά είναι: ένα θύμα πλεκτάνης και μια γυναίκα που αναζητά απεγνωσμένα την αγάπη του;
Romance Ριψοκίνδυνο Παιχνίδι της Patti Shenberger Η Φράνκι έχει αφήσει πίσω της την απλή ζωή στο Χάρμονι του Μίτσιγκαν και έχει φτιάξει μια επιτυχημένη καριέρα ως παρουσιάστρια στην τηλεόραση. Η ανακοίνωση του επικείμενου γάμου της με το σερίφη του Χάρμονι είναι ένα απλό διαφημιστικό κόλπο, ένας τρόπος να αυξήσει την τηλεθέαση της εκπομπής της. Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα περίμενε… Ο σερίφης που παρουσίαζε ως μέλλοντα σύζυγό της είναι νεκρός και ο καινούριος σερίφης της πόλης είναι ο Τζέικ Μάξγουελ, ο μοναδικός άντρας που αγάπησε ποτέ και ο οποίος της ράγισε την καρδιά επτά χρόνια πριν… Ο Τζέικ προσπαθεί να ξεχάσει το καλοκαίρι πάθους που έζησε πριν επτά χρόνια και την κοπέλα που τον πλήγωσε βαθιά. Αλλά όταν η Φράνκι επιστρέφει στην πόλη εξαιτίας αυτής της ανόητης ανακοίνωσης, τα παλιά πάθη ξυπνούν… Και οι δυο τους θα μπλεχτούν σε ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι, όπου μόνο ο έρωτας μπορεί να βγει νικητής…