ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΆΓΙΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ Ο ΌΣΙΟΣ ΑΒΕΡΚΙΟΣ Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΑΠΟΛΗΣ - Σ. 5 2. ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ -Σ. 6 3. ΑΓΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΖΙΚΟΥ -Σ.13 4. Ὁ ἍΓΙΟΣ ἈΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ἹΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ἹΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ -Σ.15 5. ὍΣΙΟΣ ἈΛΕΞΙΟΣ ὁ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓὸΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΟΣΧΑΣ -Σ.16 6. ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ -Σ.21 7. Ο ΆΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΚΟΝΙΟΥ -Σ.24 8. Ὁ ἍΓΙΟΣ ἈΝΑΝΙΑΣ ὁ ἹΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΑΣ -Σ. 25 9. ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ -Σ.27 10. Ο ΆΓΙΟΣ ΆΝΘΙΜΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ -Σ.29 11. ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΙΠΑΣ -Σ.31 12. Ὁ ἍΓΙΟΣ ἈΡΣΕΝΙΟΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ἘΛΑΣΣῶΝΟΣ -Σ.33 13. Ο ΑΓΙΟΣ ΑΥΞΙΒΙΟΣ -Σ.34 14. Ὁ ἍΓΙΟΣ ἈΧΙΛΛΙΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ -Σ.38 15. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ -Σ.39 16. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ὁ ὉΜΟΛΟΓΗΤὴΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΡΙΟΥ -Σ.51 17. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ ὁ ἹΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ἈΜΑΣΕΙΑΣ -Σ.52 18. Ο ΆΓΙΟΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ -Σ.56 19. 0 ΑΓΙΟΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ Ο Α' Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ. -Σ.64 20. Ο ΆΓΙΟΣ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΙΕΒΟΥ -Σ.65 21. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ -Σ. 67 22. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ Β΄ Ο ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ -Σ.74 23. ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ -Σ. 79 1.
1
ἍΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ὁ ΣΗΜΕΙΟΦΟΡΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ -Σ.83 25. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ -Σ.84 26. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ -Σ.87 27. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ -Σ.89 28. ΆΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΑΠΑΣ ΡΩΜΗΣ -Σ.92 29. ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ -Σ.95 30. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΣΣΟΥ -Σ.103 31. Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ -Σ.107 32. Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΝΟΣ ΤΗΣ ΤΑΜΑΣΟΥ, Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ -Σ.130 33. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΩΤΙΚὴΣ ΤῆΣ ΠΑΛΑΙᾶΣ ἨΠΕΙΡΟΥ -Σ.134 34. ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ -Σ.137 35. ΆΓΙΟΣ ΔΟΝΑΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΥΡΟΙΑΣ -Σ.140 24.
36.
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
-Σ.141 Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΖΗΛΩΝ Ο ΕΚ ΠΑΡΑΚΟΙΛΩΝ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ -Σ.149 38. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΕὐΘΥΜΙΟΣ ὁ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓὸΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΟΒΓΚΟΡΟΝΤ -Σ.163 39. Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΛΑΛΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΜΠΟΥΣΑΣ -Σ.164 40. ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΩΣΑΤΩΝ -Σ.171 41. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΕὐΤΥΧΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ -Σ.173 42. Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΙΟΣ -Σ.176 43. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΘΕΟΔΟΤΟΣ ὁ ἹΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ -Σ.182 44. Ὁ ὍΣΙΟΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ -Σ.188 45. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΘΕΩΝᾶΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ -Σ.190 46. Ο ΑΓΙΟΣ ΘΥΡΣΟΣ -Σ.193 47. ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ -Σ.198 48. Ὁ ἍΓΙΟΣ ἸΓΝΑΤΙΟΣ(ΜΠΡΙΑΝΤΣΙΑΝΙΝΩΦ) ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ -Σ.204 49. Ὁ ἍΓΙΟΣ ἸΝΝΟΚΕΝΤΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΚΑὶ ἹΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ἈΛΑΣΚΑΣ -Σ.206 50. Ὁ ἍΓΙΟΣ ἸΣΙΔΩΡΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ -Σ.208 51. Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ -Σ.210 52. Ο ΆΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ -Σ.217 37.
2
Ο ΆΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΓΓΑΗΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ -Σ. 221 53. Ὁ ἍΓΙΟΣ ἸΩΝὰΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΚΑὶ ΠΑΣῶΝ ΤῶΝ ΡΩΣΙῶΝ -Σ.233 54. ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ , ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ -Σ.235 55. ΑΓΙΟΣ ΚΛΗΜΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΩΜΗΣ -Σ.239 56. Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΑΣ -Σ.242 57. ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ -Σ.269 58. ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ -Σ.272 59. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ἹΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ -Σ.275 60. Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΙΑΤΡΟΣ, ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝ ΤΟΥ ΦΕΛΙΞ ΒΟΪΝΟ-ΓΙΑΣΕΝΕΤΣΚΙ, ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 14/27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1877 ΣΤΟ ΚΕΡΤΣ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΗΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ -Σ.276 61. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ -Σ.285 62. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΟΣ Β’ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ -Σ.292 63. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΜᾶΡΚΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ἈΡΕΘΟΥΣΙΩΝ-Σ.296 64. ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ -Σ.298 65. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ἈΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΤῆΣ ΜΕΓΑΛΗΣ -Σ.305 ΆΓΙΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΣ -Σ.307 ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846 – 1920) -Σ.309 66. ΆΓΙΟΣ ΝΗΦΩΝ Ο Β΄ , ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ( +1508 ) -Σ.313 67. Ο ΌΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ -Σ.338 68. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ -Σ.340 ΒΙΟΣ ΤΟῦ ὁΣΙΟΥ ΠΑΤΡὸΣ ἡΜῶΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ἘΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΥΡΩΝ ΤῆΣ ΛΥΚΙΑΣ -Σ.343 ΆΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΑΤΚΙΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΑΠΩΝΙΑΣ -Σ.355 ΆΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ -Σ.357 ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΜΨΑΚΟΥ-Σ.361 69. ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΆΡΓΟΥΣ -Σ.364 70. ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ -Σ.370
3
Ὁ ἍΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΖΗΣ -Σ.373 Ὁ ἍΓΙΟΣ ΠΡΟΤΕΡΙΟΣ ὁ ἹΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ἈΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ἈΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ -Σ.373 73. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΡΗΓΙΝΟΣ ὁ ἹΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ –Σ.381 74. ΡΟΥΦΟΣ, ἐΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (406/7-434)[ἐΚ ΤῶΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤῆΣ Γ΄ ΟἰΚΟΥΜΕΝΙΚῆΣ ΣΥΝΟΔΟΥ] –Σ.383 75. ΟΣΙΟΥ ΣΑΒΒΑ, ΠΡΩΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΕΡΒΙΑΣ – Σ.395 76. Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ –Σ.432 77. Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ –Σ.434 78. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΛΑΝΤΙΜὶΡ –Σ.437 79. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠὲΡΜ –Σ.439 80. O ΑΓΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ – Σ.442 81. ἍΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΜΟΣΧΑΣ –Σ.451 82. ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ –Σ.442 83. Ὁ ἍΓΙΟΣ ΦΩΤΙΟΣ ὁ ἸΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑὶ ὉΜΟΛΟΓΗΤὴΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ –Σ.451 84. ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ –Σ.459 71. 72.
4
Ο Όσιος Αβέρκιος ο Ισαπόστολος και θαυματουργός επίσκοπος Ιεράπολης
Έζησε στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Η άμεπτη ζωή του και η καρποφορία της διδασκαλίας του, παρακίνησαν το ποίμνιο να τον αναγκάσει να γίνει επίσκοπος Ιεραπόλεως στη Φρυγία. Το αξίωμα δε μείωσε το ζήλο του Αβερκίου. Έλεγε, μάλιστα, ότι δεν αρκεί κάποιος να φαίνεται άρχων, αλλά και να είναι πραγματικά. Δηλαδή να αυξάνει τη διακονία και τους κόπους του. Διότι κατά το Ευαγγέλιο "ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος", που σημαίνει, αν κανείς θέλει να είναι πρώτος κατά την τιμή, οφείλει με την ταπείνωση του απέναντι στους άλλους, να γίνει τελευταίος από όλους και υπηρέτης όλων με την άσκηση της αγάπης. Και ο Αβέρκιος την εντολή αυτή έκανε πράξη στη ζωή του. Γι' αυτό και ο Θεός του έδωσε το χάρισμα να κάνει πολλά θαύματα. Θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Ρώμης, από πονηρό δαιμόνιο. Θερμά νερά από τη γη εξέβαλε και άλλα πολλά θαύματα έκανε. Επίσης, ο Αβέρκιος κήρυξε σε όλες τις πόλεις της Συρίας και Μεσοποταμίας. Έπειτα πήγε στη Λυκαονία, την Πισιδία και στην επαρχία των Φρυγών. Ονομάστηκε ισαπόστολος, διότι περιόδευσε και κήρυξε όπως οι κορυφαίοι Απόστολοι του Χριστού. Πέθανε ειρηνικά, 72 χρονών. Απολυτίκιο. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον. Αποστόλων τον ζήλον εκμιμησάμενος, τη Εκκλησία εκλάμπεις ως εωσφόρος αστήρ, την θεόσδοτον ισχύν φαίνων τοις έργοις σοι· συ γαρ θαυμάτων ιερών, τας δυνάμεις ενεργών, Αβέρκιε Ιεράρχα, προς ευσέβειας εισόδους, τους πλανωμένους καθωδήγησας.
5
Kοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Ως απαρχάς. Ως Ιερέα μεγιστον, και Αποστόλωv σύσκηνον, η Εκκλησία γεραίρει σε άπασα, η των πιστών Αβέρκιε, ηv ταις σαις ικεσίαις περιφύλαττε μάκαρ, ακαταγώνιοτον, εξ αιρέσεως πάσης, και άσειστοv πολυθαύμαστε.
Αθανάσιος Αλεξανδρείας Ο Μέγας Αθανάσιος ή Άγιος Αθανάσιος ή Αθανάσιος Αλεξανδρείας, (περ. 298[1] – 2 Μαΐου 373) ήταν Χριστιανός επίσκοπος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον 4ο αιώνα. Αποτέλεσε τη σημαντικότερη θεολογική μορφή της εποχής του, o οποίoς λόγω της ανεκτίμητη θεολογικής συνεισφοράς και τηςαμετακίνητης ορθοδόξου θεολογίας του, αποκλήθηκε Στύλος της Ορθοδοξίας. Εκδιώχτηκε μάλιστα πολλάκις για την αμετακίνητη θέση του σχετικά με την υπεράσπιση του ορθού δόγματος, αλλά επίσης και για τη σκληρή κριτική που ασκούσε στους άρχοντες της εποχής την εκκλησιαστική ανάμιξη που επεδίωκαν. Τιμάται ως άγιος τόσο από την Ανατολική Ορθόδοξη και από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και αποτελεί έναν από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας και έναν από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Από πολύ νέος έδειξε την πνευματική κλίση του, με αποτέλεσμα σε ηλικία 25 ετών να χειροτονηθεί Διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας και σε ηλικία 33 ετών εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ο βίος του Γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αφού κατά τον ιστορικό Σωκράτη τον Σχολαστικό, εκεί είχε πατρικό και οικογενειακό τάφο[2]. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και από μικρή ηλικία έδειξε την ιερατική κλίση του, αφού παρίστανε τον ιερέα που βάπτιζε πιστούς. Από τα συγγράμματα του και τις περιγραφές του Γρηγορίου Θεολόγου συμπεραίνουμε, ότι ανατράφηκε θεολογικά και πως απέκτησε και εγκύκλιες γνώσεις, ενώ τη θεολογική του μόρφωση την απέκτησε στη θεολογική Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση για τη διαμόρφωση του ήθους του και της πορείας του, συνέβαλε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο του οποίου και συνέγραψε τον «Βίο και Πολιτεία». Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα όταν προκλήθηκε η 6
μεγάλη Αρειανική διαμάχη στην Εκκλησία, λίγο καιρό μετά την κατάπαυση του κύματος διωγμών από τους Ρωμαίους των οποίων τα 17 τα πέρασε στην εξορία. Μετά την καταδίκη του από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ο Άρειος δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της, μολονότι καθαιρέθηκε και εξορίστηκε. Την ομολογία της πίστεως του Αρείου την έκανε δεκτή και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από τον πρωτοστάτη των απόψεων του αρειανισμού, τον Ευσέβιο Νικομήδειας, διατάσσοντας ο Άρειος να γίνει δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία. Ο Αθανάσιος εναντιώθηκε, διότι ερχόταν σε σύγκρουση με τα επιχειρήματα και τις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Αυτό είχε αποτέλεσμα την μήνη των αρειανιστών επισκόπων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να εκδιώξουν τον Αθανάσιο λόγω της μαχητικότητας και της αποτελεσματικότητάς του εναντίον τους. Οι επίσκοποι που συντάχθηκαν με τις θέσεις του Αρείου συνασπίστηκαν με άλλους επισκόπους, τους λεγόμενους Μελιτιανούς, στέλνοντας αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα, κατηγορώντας τον Αθανάσιο για επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας, για μαγεία και πορνεία. Αρχικά συγκλήθηκε σύνοδος στην Καισάρεια, την οποία και δεν παραβρέθηκε, γνωρίζοντας ότι ήταν προμελετημένη σκευωρία των αντιπάλων επισκόπων. Ο Αυτοκράτορας όμως συγκάλεσε και δεύτερη σύνοδο στην Τύρο, διαμηνύοντάς του, ότι αν δεν παρευρισκόταν, θα ασκούνταν βία προκειμένου να παραστεί. Έτσι εμφανίστηκε, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες. Ο Αθανάσιος βρέθηκε μετά τη σύνοδο, σε δύσκολη θέση παίρνοντας μηνύματα σε βάρος της ζωής του. Γι'αυτό το λόγο πήρε το δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη, να δει τον Αυτοκράτορα και να του ζητήσει την προστασία του. Οι αντίπαλοί του όμως πέτυχαν όχι μόνο να μην ακροασθεί, αλλά και να εξοριστεί στη Γαλατία, πείθοντας τον Αυτοκράτορα με ψευδής κατηγορίες. O ίδιος δε, φαίνεται να ήταν δυσαρεστημένος σε βάρος του Αθανασίου για τη έντονη κριτική που του ασκούσε[3]. Αυτή ήταν η πρώτητου εξορία που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες, επιστρέφοντας το 337 μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Η επιστροφή του Αθανασίου, συνεχίστηκε με πολλές συκοφαντίες, και στη προσπάθεια να τους αντικρούσει
7
συγκάλεσε σύνοδο, όπου παρευρέθηκαν 100 επίσκοποι, που διακήρυξαν την αθωότητα του. Το ίδιο και Αρειανοί, πράττοντας το ακριβώς αντίθετο και πείθοντας το νέο φιλοαρειανό Αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Έτσι εξορίζεται στη Ρώμη που ο Ιούλιος επίσκοπος Ρώμης, συγκαλεί σύνοδο και κηρύσσει την αθωότητα του. Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος πιέζει τον αδερφό του Κώνστα να παρατείνει την εξορία του, παρά τη συνοδική απόφαση, η οποία γίνεται δεκτή από τους ορθοδόξους επισκόπους. Αποτέλεσμα ήταν η επιστροφή του, το 346, 6 έτη μετά την εξορία του. Ο Αθανάσιος λόγω του ποιμαντικού έργου που διενήργησε, αγαπήθηκε και αγκαλιάστηκε από τους Χριστιανούς της Ρώμης. Το 356, ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται αυτοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας και οι αντίπαλοι εκμεταλλευόμενοι τα φιλοαρειανά αισθήματα του, κινούνται αποφασιστικά. Καλούν σύνοδο, καθαιρούν τον Αθανάσιο και στέλνουν άγημα 5000 στρατιωτών με τον στρατηλάτη Συριανό, με σκοπό να τον εξοντώσουν οριστικά . Την ώρα που τελεί την παννυχίδα σε ναό, με πλήθος πιστών, ο ίδιος φυγαδεύεται στη έρημο, που παραμένει για άλλα έξι έτη. Στην επιστροφή του, μετά το θάνατο του Κωνστάντιου, στο θρόνο ανεβαίνει ο Ιουλιανός. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο θέλω των ανδρών εμφανίζεται άμεσα. Ο Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου, από την άλλη ο Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση της εκκλησίας. Ο Ιουλιανός πληροφορείται για τη δράση του Αθανασίου και διατάσσει νέα εξορία. Το 362 εξορίζεται στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού. Όμως έμελλε να εξοριστεί ακόμα μια φορά ο Αθανάσιος. Ενώ επέστρεψε και αρχικά προχώρησε απρόσκοπτα το έργο του, επί εποχής Ιοβιανού μέχρι το 364 και το θάνατό του, τον διαδέχεται ο Ουαλεντινιανός Α΄, ο οποίος ήταν οπαδός του Αρείου και εκδιώκει τον Αθανάσιο. Ο Αθανάσιος πληροφορούμαστε ότι αυτή την εποχή κρυβόταν «εν πατρώο μνήματι». Μέσα σε τέσσερις μήνες όμως φοβούμενος εξέγερση από την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε από την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στο θρόνο του, χωρίς άλλους διωγμούς. Ιστορική σπουδαιότητα Περίπου το 319 όταν ο Αθανάσιος ήταν διάκονος, ένας πρεσβύτερος που ονομαζόταν Άρειος άρχισε να διδάσκει ότι
8
υπήρχε χρονική περίοδος πριν γεννήσει ο Πατήρ τον Υιό. Μάλιστα διάνθιζε τις διδασκαλίε ς του με περαιτέρω νεωτερισμούς, αφού πέραν από το ότι θεωρούσε το Λόγο κτίσμα, μιλούσε περί γεννήσεως δύο Λόγων, περί ανυπαρξίας ψυχής στον Ιησού, περί της μη σταυρικής θυσίας Του, αλλά μάλιστα προσέθετε και άλλες θεολογικές απόψεις οι οποίες ακρωτηρίαζαν την θεότητα και τη σωτηριολογική προοπτική του ενσαρκωμένου Λόγου. Ο Αθανάσιος διάκονος ακόμα συνόδευσε τον Αλέξανδρο, επίσκοπο Αλεξανδρείας στην Πρώτη Οικουμενική
Σύνοδο της Νικαίας, στην οποία είχε το ρόλο του γραμματέως, από την οποία προέκυψε το Σύμβολο της Πίστεως και κατά την οποία αναθεματίστηκε ο Άρειος και οι ακολουθούντες αυτόν. Στις 8 Ιουλίου 328, ο Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο ως επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ως αποτέλεσμα της δυναμικής απόκρουσης του Αρειανισμού, της ισχυρής θεολογικής θεμελίωσης κατά των αιρετικών διδασκαλιών αλλά και μείωσης της επιρροής του, εξορίστηκε αρχικά από την Αλεξάνδρεια στην Τύρο, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' για να επανέλθει μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου πέντε ακομα φορές. Η κατάσταση αυτή γέννησε την έκφραση "Athanasius contra mundum" ή "Ο Αθανάσιος εναντίον του κόσμου", η οποία του αποδόθηκε από τους αντιπάλους του. Κατά τη διάρκεια μερικών εξοριών του, έμεινε κοντά σε Πατέρες της Ερήμου, μοναχούς και ερημίτες που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Αιγύπτου. Παρά όμως τη δογματική του σταθερότητα, επέδειξε υψηλή διπλωματία,
9
υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία στη Σύνοδο της Αλεξανδρείας το 362. Συγγραφικό έργο Γενικά Το εξαιρετικό στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου, είναι το πλούσιο συγγραφικό έργο, παρά τις διώξεις και εξορίες τις οποίες υπέστη. Δεν σώθηκαν όλα τα έργα του και από τα διασωθέντα, πολλά νοθεύτηκαν απο αιρετικούς και αποδόθηκαν σε αυτόν χώρις να είναι γνήσια. Ανάλογα με το περιεχόμενο τους οι πατρολόγοι κατάσουν τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου σε πέντε (5) ενότητες. Στα απολογητικά, υπέρ του Χριστιανισμού, αντιαιρετικά, ερμηνευτικά -ασκητικα και πρακτικα –επιστολές. Κύρια έργα του Είναι συγγραφέας πολλών έργων όπως "Κατά ειδώλων", "περί ενανθρωπήσεως του Λόγου" και διαφόρων επιστολών με κυριότερη την ΛΘ΄ (39η) όπου υπάρχει κανόνας (κατάλογος) των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Του αποδίδεται επίσης το Σύμβολο του αγίου Αθανασίου ή Symbolum Quicunqve, ένα από τα πρώτα σύμβολα της χριστιανικής πίστης το οποίο πολλοί δυτικοί μελετητές ισχυρίζονται ότι πρωτογράφτηκε στα Λατινικά. Οι ίδιοι θεολόγοι θεωρούν λανθασμένη την άποψη που έχει επικρατήσει ότι ο Αθανάσιος έγραψε το συγκεκριμένο σύμβολο και ο J.N.D. Kelly, σύγχρονος μελετητής των πατερικών κειμένων, θεωρεί ως πιθανότερο συγγραφέα τον Βικέντιο του Λερίν.[4]. Η υπόθεση αυτή ωστόσο δεν έχει γίνει αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα καθότι ο Βικέντιος είχε ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας στην οποία είναι πιο πιθανό να συντάχθηκε αρχικά το κείμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαμάχη γύρω από το Filioque θα είχε ξεκινήσει αμέσως εφόσον οι Ανατολικοί Πατέρες δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δεχτούν άλλη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκτός από αυτή του Πατέρα. Παρόλα αυτά το κείμενο οπωσδήποτε αγνοείτο από την ανατολική εκκλησία για αρκετούς αιώνες και οπωσδήποτε δεν ανήκει στον Μέγα Αθανάσιο. Την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια την έκανε με το έργο Κατά Ελλήνων στρέφοντας τα βέλη του κατά των ειδωλολατρών. Το δεύτερο επιγράφεται Λόγος περί ενανθρωπήσεως του λόγου, συνοψίζοντας τη διδασκαλία της εκκλησίας περί σωτηρίας του
10
ανθρώπου. Μεγάλο τμήμα της συγγραφής του, αφορά την αίρεση των αρειανών με κυριότερα, 4 λόγοι κατά Αρειανών, Απολογητικός κατά Αρειανών, Απολογία προς βασιλέα Κωνστάντιο, Απολογία περί φυγής αυτού που πραγματεύονται τις διδασκαλίες της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, τις απολογίες σε βάρος του, από τους Αρειανούς και τη φυγάδευση του στην έρημο το 356 Από τα ερμηνευτικά, τα περισσότερα έχουν χαθεί, διασώζονται όμως οι ερμηνείες περί ψαλμών. Τέλος απο τα ασκητικά και πρακτικά, διασώζονται τα Βίος και Πολιτεία Πατρός Αντωνίου και Περί Παρθενίας . Απο τις επιστολές διακρίνονται οι εορταστικές, προς μοναχό Αμούν, προς Ρουφινιανό, προς Σαρπίωνα, προς Επίκτητο προς Αδέλφιο, προς Μάξιμο και προς Δρακόντιο. Κανόνας Καινής Διαθήκης Στην 39η Εορταστική Επιστολή του, το 367 μ.Χ., ο Αθανάσιος απαριθμεί τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Από πληροφορίες που μαθαίνουμε από τον Ωριγένη, στα ταξίδια τα οποία διενήργησε σε κατά τόπους Εκκλησίες, ανέφερε ανάγνωση χωρίων, που απαγγέλονταν ως Κανονικά. Το εύρος των βιβλίων που χρησιμοποιούνταν με αυτό τον τρόπο ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τον πυρήνα των βιβλίων που χαρακτηρίστηκαν ως θεόπνευστα και κανονικά. Από τον Ευαγγελιστή Λουκά [1: 1-4] και άλλες έμμεσες ιστορικές πηγές, γνωρίζουμε οτι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια πολλά έργα και προφορικές παραδόσεις είχαν διασωθεί, με αποτέλεσμα η εκκλησία να θεωρεί, πως χάνεται το σωτήριο μήνυμα των Ευαγγελίων. Από την άλλη, πολλοί αιρετικοί χάλκευαν τα ευαγγέλια προσθέτοντας ή απορρίπτοντας κομμάτια τους ή και συντάσοντας νέα κείμενα με τη μορφή Ευαγγελίου, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη δική τους δογματική αντίληψη. Έτσι η Εκκλησία έθεσε κριτήρια επιλογής. Αυτά τα κριτήρια αφορούσαν διάφορες παραμέτρους όπως οτι τα κείμενα πρέπει να'ναι αποδεδειγμένα αποστολικά, το περιεχόμενό τους να χει πνευματικό αντίκρυσμα και να είναι αποδεκτό απο
11
όλες τις Εκκλησίες. Τρείς σύνοδοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης, της Λαοδίκειας, της Ρώμης και Γ΄ Καρθαγένης. Ο κανόνας της πρώτης συνόδου θεωρήθηκε μη γνήσιος, ενώ στις επόμενες πρωτοστατούντων των Ιερονύμου και Αυγουστίνου, έθεσαν ως κανονικό, τον κανόνα του Μεγάλου Αθανασίου. Βεβαίως, ενώ οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες. Η διδασκαλία του Το πιστεύω του Μεγάλου Αθανασίου συνοψίζονται απο τα πεπραγμένα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Δηλαδή «Ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ». Η ψυχή είναι «αυτοκίνητη» και ζεί και μετά το θάνατο του σώματος. Η αθανασία αυτή δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στο θέλημα του Θεού. Με το όρο αυτό εννοεί τόσο την Αγία Γραφή, όσο και την παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων τηςς εκκλησίας, την οποία δίδαξε ο Κύριος και κήρυξαν οι Πατέρες. Σε αυτήν παράδοση θεμελιώδης είναι η ύπαρξη της εκκλησίας του Χριστού και όποιος ξεφεύγει απο αυτή χάνει την ιδιότητα του Χριστιανού. Τη δε δογματική διδασκαλία, έχει τη δυνατότητα , μόνο η εκκλησία να διατυπώνει.Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο «υιοποίησεν ημάς τω Πατρί και εθεοποίησε τους ανθρώπους, γενόμενος αυτός άνθρωπος. Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ινα μάλλον ημάς θεοποίηση» ( Λόγος κατα Αρειανών 1,30 ). Υποστηρίζει οτι όποιος υιοθετεί το δόγμα του Αρείου, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο Χριστός είναι κτίσμα, και καταντάει και αυτός ειδωλολάτρης, όπως οι εθνικοί. Επίσης το Άγιο Πνεύμα «συναριθμείται» και «συνδοξάζεται» αφού «της αυτής Θεότητος εστί και της αυτής ουσίας».
12
Εορτή Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου ετησίως δύο φορές το χρόνο. Στις 2 Μαΐου, που είναι και η ημερομηνία κοίμησης του αγίου, το οποίο το μαθαίνουμα από Κώδικα των Καυσοκαλυβίων. Υπήρχε διάσταση απόψεων κάτα πόσο βέβαιο είναι, αν πρόκευται για την κοίμηση του ή την ανακομιδή των λειψάνων όπως ο Λαυριώτικος Κώδικας υποστηρίζει. Η δεύτερη εορτή του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με τον Άγιο Κύριλλο, χωρίς να είναι ακόμα μέχρι σήμερα γνωστό, το γιατί και πότε καθιερώθηκε αυτή η εο ρτή Παραπομπές 1. ↑ Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ημερομηνία γέννησης του Αθανασίου. Κάποιες πηγές προτείνουν τα έτη 293 (Microsoft Encarta Premium 2006), 296 (The Oxford Illustrated History of Christianity [2001, Oxford University Press], The Early Christian Fathers: A Selection from the Writings of the Fathers from St. Clement of Rome to St. Athanasius [1969, Oxford University Press]), 298 (Christianity in Late Antiquity (300-450 CE), A Reader [2004, Oxford University Press], Zondervan NIV Study Bible [2002, Zondervan]) ή γενικότερα μεταξύ 295-299 (Athanasius: The Early Church Fathers [2004, Routledge]). Ήδη από την εποχή που ζούσε ο Αθανάσιος δεν ήταν γνωστό το ακριβές έτος γέννησής του καθώς υπήρχαν διαφωνίες για το κατά πόσο ήταν όντως 30 ετών όταν χειροτονήθηκε ως επίσκοπος. (The Eusebians: The Polemic of Athanasius of Alexandria and the Construction of the `Arian Controversy' [2007, Oxford University Press]) 2. ↑ Εκκλ. Ιστορία 4,13 3. ↑ Ο Αθανάσιος ασκούσε συχνά σκληρή κριτική για την ανάμειξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Ένας χαρακτηριστικός λόγος που είχε εκφωνήσει ήταν «Μη τίθειν σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρεκελεύου, αλλά μάλλον παρ'ημών συ μάνθανε ταύτα. Και, ώσπερ ο την σην αρχήν υποκλέπτων αντιλέγει το δεξαμένω Θεώ, ούτω φοβήθητι μη και συ τα της Εκκλησίας εις αυτόν ελκών υπεύθυνος εγκλήματι μεγάλω γένη». 4. ↑ J.N.D. Kelly, The Athanasian Creed, NY: Harper&Row, 1964. Πηγές & βιβλιογραφία Athanasius (The Early Church Fathers), Khale Anatolios, 2004, Routledge Ed. . «Μέγας Αθανάσιος» -Ευάγγελος Λέκκος Εκδόσεις Σαΐτης, Αθήνα.
ΑΓΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΖΙΚΟΥ
13
8 Αυγούστου Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Αιμιλιανός έζησε μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα και ήταν Επίσκοπος Κυζίκου, από το 787 μέχρι το 815. Υπήρξε ένθερμος ζηλωτής και ομολογητής της Ορθοδόξου πίστεως. Αγωνίσθηκε με σθένος εναντίον της αιρέσεως των εικονομάχων και πρωτοστάστησε στην αναστήλωση των ιερών εικόνων. Δοκίμασε ποικίλους πειρασμούς, θλίψεις, διωγμούς και εξορίες, αφού οι αιρετικοί τον πολέμησαν με κάθε τρόπο. Ως Επίσκοπος, παράλληλα με τους αγώνες του για την διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίσεως, ασχολήθηκε ουσιαστικά με το λογικό ποίμνιο, που του εμπιστεύθηκε ο Χριστός, δια της Εκκλησίας, και ανέπτυξε μεγάλο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο, το οποίο ήταν καρπός της γνήσιας αγάπης του προς όλους τους ανθρώπους και κυρίως προς τους πάσχοντες και πονεμένους. Επίσης, ενίσχυε παντοιοτρόπως και όλους εκείνους οι οποίοι υπέφεραν εξ αιτίας του σκληρού διωγμού των εικονομάχων. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και κακουχίες, ο άγιος Αιμιλιανός τελείωσε τον επί γης βίο του στην εξορία. Ο βίος και η πολιτεία του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα: Πρώτον. Στο Απολυτίκιο του αγίου αναφέρονται, μεταξύ άλλων και τα εξής «δια τούτο ως ποιμένα και αθλητήν, τιμώμεν σε κραυγάζοντες». Δηλαδή τιμάται ο άγιος, επειδή υπήρξε αληθινός ποιμένας των λογικών προβάτων που του εμπιστεύθηκε ο Χριστός δια της Εκκλησίας, γνήσιος αθλητής του πνευματικού στίβου, αλλά και ομολογητής της Ορθοδόξου πίστεως και μάρτυρας «τη προαιρέσει». Ο αληθινός ποιμένας είναι μιμητής του Χριστού, του «καλού ποιμένος», και συμπεριφέρεται όπως Εκείνος. Δηλαδή, δεν θυσιάζει το ποίμνιό του για να ζήση και να περνά καλά ο ίδιος, 14
αλλά αγαπά αληθινά το ποίμνιό του και εργάζεται, κοπιά και θυσιάζεται γι’ αυτό. Άλλωστε το έργο των Επισκόπων, αλλά και των Πρεσβυτέρων που εργάζονται με την ευλογία τους, είναι το να ποιμαίνουν θυσιαστικά τα λογικά πρόβατα που τους εμπιστεύθηκε η Εκκλησία, να τα στηρίζουν, να τα παρηγορούν και να αγωνίζονται να διατηρούν την μεταξύ τους ενότητα. Επομένως, ο λόγος των ποιμένων δεν πρέπει να είναι προκλητικός και διχαστικός, αλλά εκκλησιαστικός, ήτοι ενισχυτικός, ενωτικός και κυρίως παρηγορητικός. Η διακονία του θείου λόγου είναι ιερουργία και πρέπει να γίνεται με την πρέπουσα σοβαρότητα εκ μέρους των Επισκόπων, αλλά και όλων εκείνων που έχουν την ευλογία τους να καθοδηγούν και να διδάσκουν. Αλλά και εκ μέρους του λογικού ποιμνίου, των πιστών, απαιτείται υπακοή στους πνευματικούς πατέρες, επειδή αυτοί έχουν ευθύνην μόνον για εκείνους οι οποίοι τους υπακούουν, όταν, εννοείται, τους συμβουλεύουν κατά Θεόν. Από τους ποιμένες απαιτείται σοβαρότητα και ευθύνη και από τους ποιμαινομένους υπακοή και σύνεση. Άλλωστε, συνετός άνθρωπος είναι «ο συμβουλής ανεχόμενος και μάλιστα πνευματικού πατρός κατά Θεόν συμβουλεύοντος» ( Όσιος Θαλάσσιος). Το ορθόδοξο κήρυγμα πρέπει να είναι ομολογιακό και παρακλητικό. Δηλαδή, να ομολογή τις αλήθειες της πίστεως, να κατηχή, αλλά και να παρηγορή τις καρδιές των πιστών. Οι πιστοί θα πρέπη να γνωρίζουν αλήθειες της πίστεώς τους, για να μπορούν να προφυλάσσονται από τις ποικίλες αιρέσεις, που αλλοιώνουν τον τρόπο ζωής και σωτηρίας και που κατακλύζουν και σήμερα την κοινωνία. Όπως δηλαδή μαθαίνουμε από την ιατρική επιστήμη να προφυλασσόμεθα, αλλά και να θεραπευόμαστε, από τις λοιμώδεις ασθένειες. Έχουν όμως και ανάγκη παρηγοριάς, επειδή στις μέρες μας υπάρχει πολύς πόνος. Οι άνθρωποι είναι τραυματισμένοι ψυχικά, πονεμένοι και γι’ αυτό πολύ ευαίσθητοι. Δεύτερον. Ο άγιος Αιμιλιανός διώχθηκε από την Επισκοπή του και τελείωσε την επίγεια ζωή του στην εξορία. Το γεγονός αυτό δεν ήταν σπάνιο και παράδοξο για τους αληθινούς ποιμένες, που αγωνίζονται θυσιαστικά για την προκοπή του ποιμνίου τους. Άλλωστε, το προείπε Χριστός, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν η τον λόγον μου ετήρησαν και τον υμέτερον τηρήσωσιν». Και υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα στην Εκκλησιαστική ιστορία. Μεταξύ των Επισκόπων που υπέστησαν
15
διωγμούς και εξορίες συγκαταλέγονται: ο Μέγας Αθανάσιος, ιερός Χρυσόστομος, άγιος Γρηγόριος Νύσσης και πολλοί άλλοι. Ο πολύς κόσμος τους Αγίους δεν τους καταλαβαίνει και δεν τους θέλει. Το γεγονός αυτό καθεαυτό, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί γι’ αυτούς ένα είδος μαρτυρίου. Τους αγίους τους καταλαβαίνουν μόνον οι άγιοι, αλλά, σε κάποιο βαθμό, και εκείνοι οι οποίοι έχουν εντάξει τον εαυτό τους στην προοπτική του πνευματικού αγώνος, για την επίτευξη του προσωπικού τους αγιασμού. Οι άγιοι, κατά την διάρκεια του επιγείου βίου τους, εδοκίμασαν και δοκιμάζουν, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, την περιφρόνηση των ανθρώπων η ακόμη τον διωγμό και την εξορία, με τον έναν η τον άλλον τρόπο. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο διάβολος, «δια διαφόρων μέσων και δι’ ανθρώπων» πολεμά όλους εκείνους που αγωνίζονται να επιτύχουν τον προσωπικό τους αγιασμό και κυρίως τους ποιμένες της Εκκλησίας. Ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνη αυτό, επειδή με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται το φρόνημα και χαλυβδώνεται η θέλησή τους. Παράλληλα, δι’ αυτού του τρόπου ταπεινώνονται, μαθαίνουν να προσεύχονται και γενικώς προοδεύουν πνευματικά και αγιάζονται, αφού όταν υπομένουν τα πάντα αγόγγυστα δοξολογώντας τον Άγιο Τριαδικό Θεό, τους επισκιάζει η άκτιστη θεία Χάρις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ορθοδόξων Χριστιανών πρέπει να είναι όχι η άνεση και η τρυφηλή ζωή, αλλά η αγάπη για την άσκηση, τον πόνο και τον κόπο και κυρίως η διακονία του «πλησίον» μέχρις αυτοθυσίας. Δυστυχώς, στις μέρες μας, η εκκοσμίκευση έχει αλλοιώσει τον τρόπο ζωής πολλών Χριστιανών, ακόμη δε και πολλών πνευματικών πατέρων, ποιμένων και διδασκάλων, με αποτέλεσμα, οι πιστοί να μη βοηθούνται ουσιαστικά στο να θεραπευθούν πνευματικά, αλλά και να προκαλούνται και να σκανδαλίζονται οι ασθενείς στην πίστη. Ο βίος και η πολιτεία των Χριστιανών των πρώτων αιώνων πρέπει να μας προβληματίζη και ταυτόχρονα να μας παρακινή να ανανήψουμε πνευματικά και να πάρουμε στα σοβαρά το θέμα της πνευματικής μας προόδου και της σωτηρίας μας.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων 16
Ἕνωνε μὲ τὴν εὐσέβεια, ἰσχυρὴ θέληση γιὰ ἀνώτερη μάθηση. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνα μέχρι τὰ μέσα τοῦ 3ου καὶ ἔκανε μαθητὴς τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ διακρίθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀργότερα ἀποδείχτηκε ἐπίσκοπός της Φλανιάδος στὴν Καππαδοκία. Ἡ ἐκεῖ δράση του, τὸν λάμπρυνε ἀκόμα περισσότερο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων Νάρκισσος ἦταν ὑπέργηρος (116 ἐτῶν), προσέλαβε βοηθὸ ἐπίσκοπο τὸν Ἀλέξανδρο καὶ συγχρόνως διάδοχό του. Ὅταν λοιπὸν ὁ Νάρκισσος πέθανε μαρτυρικά, ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέλαβε τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο Ἱεροσολύμων. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἀλέξανδρος ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν πίστη, φώτισε καὶ οἰκοδόμησε τὸ λαό, μερίμνησε συγχρόνως γιὰ τὴν ἵδρυση βιβλιοθήκης στὴν Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία μάζεψε πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ συγγράμματα, γιὰ νὰ βοηθήσει τὶς μελέτες τῶν νεοτέρων κληρικῶν. Κατὰ τὸν διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ Δεκίου, συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Παλαιστίνης στὴν Καισαρεία. Αὐτὸς ἀξίωσε ἀπὸ τὸν πιστὸ ἐπίσκοπο ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐκεῖνος ὄχι μόνο δὲν δέχτηκε, ἀλλὰ καὶ παρατήρησε μὲ θάῤῥος καὶ δύναμη τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη. Παραδόθηκε τότε τροφὴ στὰ θηρία, ἀφοῦ προηγούμενα ὑπέστη σκληρὰ βασανιστήρια. Τὰ λιοντάρια τὸν πλησίασαν χωρὶς νὰ τὸν βλάψουν καθόλου, πέθανε ὅμως ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν βασανιστηρίων.
Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Θαυματουργὸς Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Ἐλευθέριος, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ ἔτος 1300 καὶ ἀνῆκε στὴν πλούσια, εὐγενῆ καὶ εὐσεβῆ
17
οἰκογένεια τῶν Πλετσέγιεφ. Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος Βιάκοντ καὶ Μαρία, κατάγονταν ἀπὸ τὸ Τσέρνιγκωφ. Ὅταν ἡ πόλη καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ ζεῦγος κατέφυγε στὴ Μόσχα, ὅπου βρῆκε τὴ φιλοξενία τοῦ Ἁγίου Δανιὴλ Ἀλεξάνδροβιτς τοῦ πρίγκιπα, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ ἔτος 1303 καὶ τιμᾶται ὡς Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεόδωρος κατέλαβε μία σημαντικὴ θέση στὴ διοίκηση τοῦ πριγκιπάτου καὶ ἐκτιμήθηκε δεόντως ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα καὶ τοὺς ἄρχοντες. Ὁ Ἐλευθέριος εἶχε ὡς πνευματικὸ πατέρα τὸ δευτερότοκο υἱὸ τοῦ πρίγκιπα Δανιὴλ καὶ μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ἰωάννη Ντανίλοβιτς Καλίτα (1328-1340). Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια ἀνέπτυξε ἕνα χαρακτῆρα συγκρατημένο καὶ σεμνό. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια ἐνὸς κυνηγιοῦ στὰ λιβάδια, ἀποκοιμήθηκε καὶ στὸν ὕπνο του ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τὸν προστάζει: «Ἀλέξιε, γιατί κουράζεσαι μάταια; Ἐσὺ πρέπει νὰ γίνεις ἁλιεὺς ἀνθρώπων!». Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπιρροὴ στὴν ζωὴ τοῦ νεαροῦ Ἐλευθερίου. Ἀπαρνήθηκε τὰ παιδικὰ παιχνίδια καὶ ἀφιερώθηκε μὲ μεγάλο ζῆλο στὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῶν Θεοφανίων τῆς Μόσχας, στὴν ὁποία ἡγούμενος ἦταν ὁ Στέφανος, μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Πνευματικὸς καθοδηγητής του γίνεται ὁ στάρετς Γερόντιος. Μὲ μεγάλο ζῆλο περατώνει τὰ μοναχικὰ καθήκοντά του, καλλιεργώντας μὲ ξεχωριστὸ πάθος τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μελετήσει τὴν Καινὴ Διαθήκη στὴν πρωτότυπη γλῶσσα μελετάει τὰ ἑλληνικά. Χάρη σὲ αὐτό, ἦταν στὴν συνέχεια σὲ θέση νὰ ἀντιπαραβάλλει τὸ σλαβικὸ μὲ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο καὶ νὰ διορθώσει τὶς ἀνακρίβειες τῶν διαφόρων μεταφραστῶν καὶ ἀντιγραφέων. Ἡ νέα σλαβικὴ ἔκδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθείας ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, ποὺ ἔγινε πράξη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀλέξιο, εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο κείμενο τῆς Ρωσικῆς ἐθνικῆς λογοτεχνίας. Τὰ μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θεολογικὲς ἀρετὲς τοῦ Ἀλεξίου τράβηξαν τὴν προσοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ποὺ τὸν ἐκτίμησε καὶ τὸν ὀνόμασε ἀντιπρόσωπό του γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς Μητροπόλεως καί, κυρίως, γιὰ τὶς περιπτώσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου. Γιὰ μία χρονικὴ περίοδο 12 ἐτῶν, ὁ Ἀλέξιος ἔφερε εἰς πέρας αὐτὸ τὸ διακόνημα 18
ἀποκτώντας σπουδαία ἐμπειρία καὶ μία εὐρεῖα γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, εἰδικότερα στὸ διοικητικὸ καὶ δικαστικὸ τομέα. Προικισμένος μὲ ἀρετὲς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔγινε γρήγορα τοποτηρητὴς τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Μητροπολίτης μετέβαινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἢ στὸ στρατόπεδο τοῦ Χάνου τῶν Τατάρων, ποὺ κυριαρχοῦσαν τότε στὴ Ρωσία, ἢ ἐπισκεπτόταν ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαδιμήρ. Ὅταν ἐνέσκηψε, κατὰ τὸ ἔτος 1344, ὁ τρομερὸς ἐκεῖνος λοιμός, ποὺ ὀνομάσθηκε μέγας θάνατος, προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος προσκλήθηκε τότε ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ τὴν αὐλὴ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας νὰ ἀναλάβει τὴ θέση τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ὁ ὁποῖος ψυχορραγῶντας ἔγραψε πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ μέγας ἡγεμόνας Συμεὼν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347-1354). Ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος (1354-1355, 1364-1376) χειροτόνησε, στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀντὶ ἐνὸς, δύο Μητροπολῖτες, τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο καὶ τὸν Ρωμανό, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀποσταλέντα ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας Ὀλγκὲρτ (1341-1380). Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Πατριάρχου προκάλεσε ἐκκλησιαστικὸ σκάνδαλο. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη, ἀναγόρευσε τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο Μητροπολίτη Κιέβου, τὸν δὲ Ρωμανὸ Μητροπολίτη Λιθουανίας καὶ Βολυνίας. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν εἶχε ἐκταθεῖ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν Τατάρων, ὠφέλησε τὰ μέγιστα τὴ χώρα. Ἡ σύζυγος τοῦ Χάνου Ταϊδούλα, πάσχουσα ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια, ἐπικαλέσθηκε τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τατάρων ἔγραψε πρὸς τὸν ἡγεμόνα Συμεών: «Ἀκούσαμε ὅτι ὁ οὐρανὸς τίποτε δὲν ἀρνεῖται στὶς παρακλήσεις τοῦ παπᾶ σας. Ἂς ζητήσει, λοιπόν, τὴν ὑγεία τῆς συζύγου μου». Πράγματι ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Θεό. Ἡ ἡγεμονὶς Ταϊδούλα ἀνέκτησε τὴν ὑγεία της καὶ θέλησε νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐγνωμοσύνη της πρὸς τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τότε παρακάλεσε νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ Ρώσοι ἀπὸ τοὺς βαρύτατους φόρους ποὺ πλήρωναν στὸν Χάνῃ τῶν Τατάρων. Ἔτσι ᾖλθαν καλύτερες ἡμέρες, ἡμέρες εἰρήνης, γιὰ τὸν λαὸ 19
τοῦ Θεοῦ. Σὰν σημάδι εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία, ὁ Χάνῃς δώρισε στὸν Ὅσιο ἕνα τεμάχιο γῆς ποὺ βρισκόταν στὸ Κρεμλίνο, ὅπου ἀργότερα κτίσθηκε ἡ μονὴ τῶν Θαυμάτων, σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ποὺ ἔκανε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ στὶς Κολοσσὲς (ἢ Χώνια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπίσης, ὁ Χάνῃς δώρισε στὸν Ὅσιο Ἀλέξιο ἕνα πολύτιμο δακτυλίδι, ποὺ φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὸ σκευοφυλάκιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐργάσθηκε σκληρὰ στὸ Κίεβο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ τῆς εὐημερίας τοῦ λαοῦ καὶ μάλιστα σὲ καιροὺς δύσκολους γιὰ τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἐξουσία τοῦ μεγάλου δοῦκα τῆς Μόσχας Ἰωάννου τοῦ Ἐρυθροῦ ἐξασθενοῦσε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα, μέγας δοῦκας ἀναγορεύθηκε ὄχι ὁ νόμιμος διάδοχος Δημήτριος, ἀλλὰ ὁ δοῦκας τοῦ Σούζνταλ. Παρὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ νέου ἡγεμόνα κατὰ τοῦ Πατριάρχου, ὁ Ἅγιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴ Μόσχα καὶ προσπάθησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ ἀποκαταστήσει στὸν θρόνο τὸ νεαρὸ Δημήτριο. Ὑπῆρξε σύμβουλος τοῦ Δημητρίου καὶ ἀνέλαβε ἔργο εἰρηνοποιοῦ μεταξὺ τῶν φιλόδοξων Ρώσων ἡγεμόνων. Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση καὶ στοὺς Μογγόλους, ὥστε οἱ υἱοὶ τοῦ Χάνου Κούλπα ἔγιναν Χριστιανοὶ καὶ ἔλαβαν τὰ ὀνόματα Ἰωάννης καὶ Μιχαήλ. Ὁ Ἅγιος βοήθησε, ἐπίσης, στὴν κατάργηση τῶν κληρουχικῶν ἡγεμονιῶν, τὴ συνδιαλλαγή τους καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας ὡς ἐθνικοῦ ἀρχηγοῦ. Ἀκούραστη ὑπῆρξε ἐπίσης, ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Συνέβαλλε στὴν ἀνέγερση πολλῶν ναῶν καὶ μοναστηριῶν, ποὺ ἦταν ἑστίες τῆς ρωσικῆς κουλτούρας, ἐπάνδρωσε μὲ ποιμένες τὶς ἐπαρχίες, ἐπισκέφθηκε τὶς ἐνορίες καὶ τὶς Ἐπισκοπὲς κηρύττοντας ἀκούραστα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔστειλε ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς πρὸς τὸ ποίμνιό του. Στὴν πρωτεύουσα ἵδρυσε τὴ μονὴ Σπάζο-Ἀνδρόνικωφ, τὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων καὶ τὴ γυναικεία μονὴ Ἀλεξέεφσκι, στὴν ὁποία τοποθετήθηκε ἡγουμένη ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου, Ἰουλιάνα. Μοναστήρια ἀνυψώθηκαν ἀκόμα καὶ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόσχαβα, ὅπως ἡ μονὴ Σιμονώφ, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κλιάζμα καὶ ἀλλοῦ.
20
Ὁ Ἅγιος εἰσήγαγε ἕνα νέο καθεστὼς γιὰ τὰ γυναικεία μοναστήρια, ποὺ μέχρι τότε ἐξαρτῶντο ἀπὸ τὰ ἀνδρικὰ μοναστήρια. Τὸ κανονικό τους καθεστὼς ἐγκρίθηκε, κατὰ τρόπο ὁριστικό, ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῶν «Ἑκατὸ Κεφαλαίων», τὸ ἔτος 1551 καὶ ἔγινε ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα στὴ Μόσχα ἄρχισαν νὰ κατασκευάζονται κτίρια ἀπὸ πέτρα. Μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τὸ Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε ἀπὸ τείχη, πύργους καὶ θύρες διαμορφωμένες μὲ πέτρινα ἐμπόδια. Ὁ Ἅγιος φάνηκε γενναιόδωρος ἀπέναντι στὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ποὺ ἀπευθύνονταν στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ ζητήσουν βοήθεια. Ἔστειλε πίσω μὲ πλούσια δῶρα τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένοι νὰ καταβάλλουν χρηματικὲς εἰσφορὲς στοὺς Μουσουλμάνους. Ὁ γεμάτος ζῆλο ποιμένας ἀπευθυνόταν συχνὰ πρὸς τοὺς πιστοὺς μὲ ἐπιστολὲς καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ ἀκολουθήσουν τὸ χριστιανικὸ βίο. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1378. Ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ ἔγινε στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τίμησε ἐξαιρετικὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ἁγίου, ἀποκαλώντας τὸν «φωστῆρα τῆς Ρωσίας, τιμὴ τῆς Μόσχας, στῦλο καὶ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας». Τὸ 1431 ἡ ξύλινη ἐκκλησία, στὴν ὁποία φυλάσσονταν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, καταστράφηκε καὶ στὴ θέση της ὁ μεγάλος πρίγκιπας διέταξε νὰ ἀνεγερθεῖ πέτρινος ναός. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν βρέθηκε ἄφθαρτο τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Φώτιος, περιστοιχισμένος ἀπὸ τὸν κλῆρο, τέλεσε ἀκολουθία εὐχαριστίας στὸν Θεὸ καὶ τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοποθετήθηκαν μὲ ἐπισημότητα στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἔκτοτε δὲν ἔπαψε ποτὲ ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο, στὸν ὁποῖο ἀποδίδονται πολλὰ θαύματα καὶ πνευματικὲς εὐεργεσίες.
21
Ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος, τὸ ἔτος 1448, προεδρεύοντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωνὰ (1448-1461), καθιέρωσε τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τὴν 12η Φεβρουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καὶ τὴν 20η Μαΐου, ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Τὸ ἔτος 1485, στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ἀνεγέρθη ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καὶ ἐκεῖ μεταφέρθηκαν τὰ λείψανά του. Ἐπὶ Πατριαρχείας Ἰωακεὶμ (1674-1690), τὸ ἔτος 1686, ἔλαβε χώρα μία δεύτερη ἐπίσημη μετακομιδὴ τῶν λειψάνων στὸ καινούργιο ναό, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο. Μὲ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξίου, τὸ ἔτος 1947, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μετεκομίσθησαν στὸν καθεδρικὸ πατριαρχικὸ ναὸ τῶν Θεοφανείων στὴ Μόσχα, ὅπου βρίσκονται ἀκόμα σήμερα, μπροστὰ ἀπὸ τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ, στὴ δεξιὰ πλευρά.
ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ - ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ
(7 Δεκεμβρίου) του Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Αμβρόσιος γεννήθηκε στα Μεδιόλανα γύρω στο 340 μ.Χ. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία και νομικά. Ήταν άνθρωπος ενάρετος και δίκαιος και είχε συμπεριφορά άμεμπτη, ακόμη και πριν την βάπτισή του. Εξασκώντας δε το επάγγελμα του δικαστή προσπαθούσε να αποδίδη δικαιοσύνη χωρίς διακρίσεις σε πρόσωπα και αξιώματα. Η αξιοθαύμαστη και θεάρεστη ζωή και πολιτεία του ήλκυσε το έλεος του Θεού, το οποίο τον «κατεδίωξε» και τον αξίωσε να βαπτισθή και να γίνη ζωντανό μέλος της Εκκλησίας Του. Σε σύντομο, σχετικά, χρονικό 22
διάστημα έλαβε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, ήτοι έγινε Διάκονος, Πρεσβύτερος και Επίσκοπος Μεδιολάνων. Ως Επίσκοπος διακρίθηκε για την θυσιαστική του αγάπη προς το ποίμνιό του, αλλά και για τους αγώνες του εναντίον των αιρέσεων. Το γνωστό από την ιστορία περιστατικό, που έλαβε χώραν ανάμεσα στον άγιο Αμβρόσιο και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, αναδεικνύει την πνευματική ανδρεία του αγίου και την προσήλωσή του στην πίστη των Πατέρων του. Δεν επέτρεψε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο να εισέλθη στον Ιερό Ναό, παρά μόνον όταν εκείνος μετάνιωσε ειλικρινά για τους φόνους τους οποίους έκανε στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης. Ο άγιος Αμβρόσιος είχε ειρηνικό τέλος. «Ετελειώθη εν ειρήνη» το έτος 397, σε ηλικία 57 ετών. Ο βίος και η πολιτεία του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα: Πρώτον. Η απονομή δικαιοσύνης, από τα εντεταλμένα από την νόμιμη πολιτεία όργανα, είναι κάτι το πολύ σημαντικό για την εύρυθμη λειτουργία των ανθρωπίνων κοινωνιών. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη, όμως, αν και είναι απαραίτητη, εν τούτοις διαφέρει κατά πολύ από την δικαιοσύνη του Θεού, η οποία ταυτίζεται με την αγάπη Του και σκοπόν έχει την διόρθωση και σωτηρία του ανθρώπου και όχι την τιμωρία του. Ο ιερός Χρυσόστομος μιλώντας για την δικαιοσύνη του Θεού λέγει ότι αυτή είναι η αγάπη Του, που «εποίησε τον Υιό του αμαρτία και εδικαίωσε τους αμαρτωλούς ανθρώπους. Ενώ η δικαιοσύνη των ανθρώπων ενώπιον του Θεού είναι “ως ράκος αποκαθημένης”». Έπειτα ο Θεός, επειδή είναι απαθής, δεν είναι προσωπολήπτης, δηλαδή δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, ανάλογα με τα υλικά αγαθά η τα αξιώματα που έχουν, αλλά ενώπιόν Του είναι όλοι ίσοι. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται και όλοι εκείνοι που αγαπούν τον Θεόν και προσπαθούν να πολιτεύονται σύμφωνα με το θέλημά Του. Για να είναι κανείς σε θέση να κρίνη και να δικάζη δίκαια, θα πρέπη να είναι ο ίδιος ελεύθερος από τα πάθη, τα οποία προξενούν τις κοινωνικές ανωμαλίες και παρανομίες, και έτσι να μπορή να αγαπά αληθινά. Επειδή όμως αυτό είναι, σίγουρα, δύσκολο, καλόν θα είναι, τουλάχιστον, ο δικάζων, προκειμένου να κρίνη και να αποφασίζη κατά το δυνατόν δικαιότερα, να σκέπτεται και τα δικά του πάθη και λάθη και να τοποθετή τον εαυτό του στην θέση αυτού που δικάζεται. Παράλληλα, θα πρέπη να προσπαθή να τον κρίνη σύμφωνα με το πνεύμα, και όχι με το γράμμα του νόμου.
23
Η απόδοση δικαιοσύνης είναι δύσκολο και υπεύθυνο έργο και θα πρέπη να γίνεται με σοβαρότητα, φόβο Θεού, προσευχή και προσοχή, για να αποφεύγονται μεγάλα και σοβαρά λάθη. Η ανθρώπινη ζωή είναι δώρο του Θεού και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την καταστρέφη με την επιπολαιότητα, τα πάθη και τα λάθη του. Η προτροπή της Αγίας Γραφής «δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης», προς εκείνους που έχουν επωμισθή το σοβαρό και υπεύθυνο έργο της απονομής δικαιοσύνης, παραμένει πάντοτε επίκαιρη. Δεύτερον. Στο Απολυτίκιο του αγίου Αμβροσίου αναγράφονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «δογμάτων ακρίβειαν μυσταγωγείς τους πιστούς...». Δηλαδή διδάσκεις τους πιστούς να τηρούν τα δόγματα της Εκκλησίας με ακρίβεια. Τα δόγματα της Εκκλησίας είναι οι αλήθειες της πίστεως, όπως αποκαλύφθηκαν από τον Τριαδικό Θεό και διατυπώθηκαν από τους αγίους Πατέρας στις Οικουμενικές Συνόδους. «Ονομάζονται δε και όροι, επειδή αποτελούν τα όρια μεταξύ αληθείας και πλάνης» (Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος). Η διδασκαλία των αληθειών της πίστεως είναι ιερουργία και μυσταγωγία, όπως ακριβώς είναι και η ακριβής τήρηση των δογμάτων, αφού συνδέονται άμεσα με την αληθινή λατρεία του Τριαδικού Θεού. Παράλληλα προφυλάσσουν τον πιστό από την πλάνη των αιρέσεων και τον βοηθούν να παραμένη μέσα στην Εκκλησία και επομένως να ευρίσκεται στην σωστή προοπτική για την απόκτηση ζωντανής κοινωνίας με τον Τριαδικό Θεό. Οι άγιοι γνωρίζουν από την πείρα τους ότι κάθε περέκκλιση από τα δόγματα σημαίνει απώλεια της οδού της Θεοκοινωνίας, καθώς και της υπαρξιακής ελευθερίας, ήτοι της κυριαρχίας επί των παθών, που επιτυγχάνεται με την βίωση του τρόπου ζωής που προσφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το δόγμα συνδέεται άμεσα με το ήθος και τον τρόπο ζωής του καθενός, ο οποίος ζη και πολιτεύεται σύμφωνα με αυτά που πιστεύει. Τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ο τρόπος ζωής όλων εκείνων, οι οποίοι αγωνίζονται να επιτύχουν τον προσωπικό τους αγιασμό. Αποτελούν δε πηγή έμπνευσης και αιτία της αυθεντικής αγάπης, η οποία συνδέεται άμεσα με την ακρίβεια των δογμάτων. Γι’ αυτό και σε θέματα πίστεως και λατρευτικής ζωής δεν χωρούν συναισθηματισμοί και διάφορες άλλες αρρωστημένες καταστάσεις, επειδή άλλο πράγμα είναι η αγάπη προς τους
24
αιρετικούς, που πρέπει να υπάρχη, αφού δεν μισεί κανείς τους ασθενείς, αλλά την ασθένειά τους, και άλλο η μετοχή στην λατρεία και την θεία Κοινωνία, που προϋποθέτει το να είναι κανείς μέλος της Εκκλησίας. Τα δόγματα είναι πηγή ζωής και μεταγγίζουν την ζωή εκείνη που νικά τον θάνατο και γεννά την αυθεντική αγάπη, την υπαρξιακή ελευθερία και την αληθινή δικαιοσύνη. Όταν κανείς χάνη τα τρία αυτά μεγάλα αγαθά και κυρίως την αγάπη, τότε ψάχνει να βρη το δίκαιό του, αγνοώντας, βέβαια, ότι το βρίσκει αληθινά, όταν το θυσιάζη χάριν του «πλησίον».
Ο Άγιος Αμφιλόχιος Επίσκοπος Ικονίου
Ήταν Καππαδόκης, σύγχρονος του Μ. Βασιλείου και φίλος του. Διακεκριμένος για τη μεγάλη του μόρφωση και ευσέβεια, αναδείχθηκε επίσκοπος Ικονίου το έτος 344. Υπήρξε άριστος επίσκοπος και μετείχε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και διέπρεψε. Ο Αμφιλοχίας δεν είχε κύρος μόνο στη δική του Εκκλησία, αλλά το ηθικό κύρος του είχε επεκταθεί και σε άλλες περιοχές. Έτσι, παρενέβαινε και σε Εκκλησίες κοντινές, όπου διασφάλιζε την ειρήνη και ορθοτομούσε το λόγο της αληθείας. Διότι στο έργο του, είχε οδηγό τα θεόπνευστα λόγια του Απ. Παύλου: "Σπούδασον σε αυτόν δόκιμον παραστήσαι τω Θεώ, εργάτην ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας". Δηλαδή, λέει ο Απ. Παύλος, προσπάθησε να παραστήσεις τον εαυτό σου στο Θεό δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη, που δεν τον ντροπιάζει το καλοφτιαγμένο έργο του, και διδάσκει ορθά το λόγο της αληθείας. Στην προς Αμφιλοχία επιστολή ο Μ. Βασίλειος φανερώνει τη λαμπρή ηθική φυσιογνωμία του Αμφιλοχίου. Τον 25
παρακαλεί να παραστεί στην τιμητική γιορτή υπέρ των μαρτύρων της Καισαρείας, για να αποβεί αυτή σεμνότερη, διότι ο λαός της Καισαρείας τον αγαπά, όσο κανένα άλλο επίσκοπο. Ο Αμφιλοχίας συνέταξε αρκετούς λόγους για την Ορθοδοξία μας, και πέθανε ειρηνικά το έτος 394. Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε. Σοφίας την έλλαψιν, ως καθαρός μυηθείς, δογμάτων ορθότητος, φωτοειδείς αστραπάς, εκλάμπεις τοις πέρασι συ γάρ την εν Τριάδι, ομοούσιον φύσιν, εκήρυξας ασυγχύτως, καθελώντας αιρέσεις. Διό σε Ιεράρχα Αμφιλόχιε, Χριστός εδόξασε.
Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών. Η θεία βροντή, η σάλπιγξ η του Πνεύματος, πιστών φυτουργέ, και πέλεκυς των αιρέσεων, Ιεράρχα, Αμφιλόχιε, της Τριάδος θεράπον μέγιστε, συν Αγγέλοις πέλων αεί, πρεσβεύων μη παύση υπέρ πάντων ημών.
Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀνανίας γεννήθηκε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, Θεοφίλης, ἦταν συγγενὴς τῶν Λαμπαρδαίων καὶ ἡ μητέρα του, θυγατέρα τοῦ ἐκ Βυζικίου τῆς Γορτυνίας, Συντύχου. Ὁ Ἅγιος σπούδασε στὴ σχολὴ τῆς Δημητσάνης καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδος του. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ ἔτους 1750 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας καὶ συνέγραψε, τὸ 1755, εἰδικὴ πραγματεία περὶ Σπάρτης καὶ τῶν Μητροπολιτῶν αὐτῆς. Διακρινόταν γιὰ τὴν παιδεία, τὶς ὑψηλὲς γνώσεις, τὸ σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα, γιὰ τὴν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία του. Στοὺς μὲν Ἕλληνες προξενοῦσε ἀπαραδειγμάτιστο σέβας, στοὺς δὲ Τούρκους τρόμο καὶ ἔκπληξη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναδείχθηκε πρόεδρος ὅλων τῶν προεστώτων τοῦ Μοριά, ἔχοντας συναδέλφους τὸν Γιαννάκη Κρεββατά, τὸν Πάν. Ζαΐμη καὶ τὸν Πάν. Μπενάκη. Ὅλοι τους ἐνίσχυαν τὸ ἐθνικὸ στοιχεῖο καὶ ὑπεράσπιζαν τοὺς κατὰ τόπους ἁρματολούς. Κατὰ τὸν ἱστορικὸ Μιχαὴλ Οἰκονόμου, ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὅταν προάχθηκε σὲ Μητροπολίτη, διατήρησε καὶ τὴν Ἐπισκοπὴ Δημητσάνης καὶ αὐτὴν τῆς Μεθώνης, στὴν ὁποία ἐξελέγη
26
Ἐπίσκοπος ὁ συγγενής του Ἄνθιμος Καράκαλος καὶ ἀναδείχθηκε φιλελεύθερος, μεγαλεπήβολος καὶ τολμηρός. Κατὰ τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαῖρι καὶ μέρος τοῦ φθινοπώρου διέμενε στὴ Δημητσάνα, ὅπου ἔχτισε ὑδραγωγεῖο, παγίωσε τοὺς ἐτήσιους φόρους τῆς περίφημης σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀνοικοδόμησε στὸ Μιστρά, μεγαλοπρεπῆ Μητρόπολη. Ὅμως ἡ ἰσχὺς τοῦ Ἁγίου ἦταν πέρα τῶν ὁρίων τῆς Πελοποννήσου, διότι εἶχε ἰσχυροὺς δεσμοὺς μὲ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων, κατεῖχε δὲ τότε τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο ὁ ἐκ Δημητσάνης Πατριάρχης Κύριλλος Ε’ ὁ Καράκαλος, φιλορῶσος καὶ ἐχθρὸς τῶν Λατίνων. Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Ε’ ἐξορίσθηκε, ᾖλθε ἀπὸ τὸ Σινὰ στὴ Δημητσάνα καὶ ἐκεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀνανία εὐαγγελιζόταν τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους καὶ ἵδρυε σχολεῖα. Κατὰ τὸ ἔτος 1762 ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ παραστεῖ στὸν μέγα βεζίρη καὶ νὰ περιγράψει τὶς συμφορὲς τῆς Πελοποννήσου. Ἔτσι κατόρθωσε νὰ διατηρηθεῖ ὁ τότε Μώρα – Βαλεςῆς ὡς προστάτης τῶν Χριστιανῶν. Ὁ διάδοχος ὅμως ἐκείνου, ὁ Χαμουζῆ πασάς, ἀφοῦ κάλεσε στὴν Τρίπολη τοὺς τρεῖς προεστοὺς καὶ συνεργάτες τοῦ Ἁγίου, τοὺς ἀποκεφάλισε. Σεβάστηκε μόνο τὸν Ἅγιο, ποὺ ἦταν πανίσχυρος. Ἐκείνη τὴν περίοδο μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἁγίου χτίστηκε καὶ μεγάλο κτήριο γιὰ τὴν σχολὴ τῆς Δημητσάνης, στὸ ὁποῖο διέμεναν οἱ ἄποροι μαθητὲς ποὺ συνέρρεαν ἐκεῖ ἀπὸ ὅλη τὴν Πελοπόννησο. Τότε ἄρχισαν νὰ κατέρχονται στὴν Ἑλλάδα οἱ ἀπόστολοι τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης καὶ μάλιστα ὁ φίλος τοῦ Ὀρλὼφ Παπάζωλης, ὁ ὁποῖος τὸ ἔτος 1766 ᾖλθε καὶ στὴ Μάνη μὲ σκοπὸ νὰ ἐξεγείρει πρώτη τὴν Πελοπόννησο. Στὴν περίφημη συνέλευση, ποὺ ἔγινε στὴν Καλαμάτα, κλήθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνανίας. Μὲ τὴν εὐλογία του καταρτίσθηκε τὸ λεγόμενο «συνυποσχετικόν» τῶν Πελοποννησίων, τὸ ὁποῖο μετέφερε στὴν αὐτοκράτειρα ὁ Παπάζωλης. Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας, μετὰ ἀπὸ αὐτά, συνεννοήθηκε μὲ τοὺς καπεταναίους καὶ ἁρματολοὺς τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς Μάνης, καθὼς καὶ μὲ τοὺς προύχοντες καὶ Ἀρχιερεῖς τῶν 27
ἐπαρχιῶν καὶ τῶν τριῶν νησιῶν Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Ψαρῶν, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδος. Μὲ φροντίδα δὲ καὶ δαπάνη τοῦ Ἁγίου ἱδρύθηκαν στὴ Δημητσάνα καὶ δυὸ πυριτιδόμυλοι. Ἡ κίνηση αὐτὴ προδόθηκε στὸν Μώρα – Βαλεσῆ, στὸν ὁποῖον καταγγέλθηκε ὅτι ὁ Ἅγιος συμμαχεῖ μὲ τὴ Ρωσία γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τῆς Τουρκίας. Πολλοὶ πρότειναν τότε στὸν Ἅγιο τὴν ἔνοπλη ἀντίσταση, ἀλλὰ αὐτὸς ἀντιπρότεινε νὰ πέσει μόνο ὁ ἴδιος θῦμα, γιὰ νὰ μὴν καταλάβουν οἱ Τοῦρκοι τὸ σχεδιαζόμενο κίνημα. Κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἀμέσως δέχθηκε τοὺς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν. Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας γονάτισε καὶ μὲ ἀπίστευτη προθυμία κάλεσε τὸν δήμιο νὰ τὸν πλήξει. Τὸ αἷμα ποὺ ἀναπήδησε ἀπὸ τὴν πληγωμένη καρδιά του ἔχρισε τὴν παραστάδα τῆς μικρῆς πρὸς δυσμᾶς θύρας τῆς Μητροπόλεως Μιστρᾶ. Οἱ Τοῦρκοι ἔσυραν κατόπιν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα στοὺς δρόμους καὶ τὸ ἄφησαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἄταφο. Μόλις οἱ Τοῦρκοι ἔφυγαν, οἱ Χριστιανοὶ τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ μεγαλοπρέπεια.
ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἐγεννήθηκε στή Δαμασκό καί ἤκμασε τόν Ζ΄ αἰώνα μ.Χ. Θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς πλέον ἔξοχους ὑμνογράφους καί ἀσματογράφους τῆς Ἐκκλησίας. Συνέθεσε καί μελοποίησε πολλούς Κανόνες, Στιχηρά, Δοξαστικά, Ἰδιόμελα σ' ὅλες τίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές καθώς καί πολλῶν Ἁγίων μέ τήν ἐπιγραφή «Ανδρέου Κρήτης». Ἀνάμεσα στά πολλά μουσουργήματα τοῦ Ἀνδρέου εἶναι καί τά τροπάρια τῶν Αἴνων τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τά Δοξαστικά τῆς Λιτῆς στήν ἑορτή τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καί ἄλλα. Τό ἔργο ὅμως γιά τό ὁποῖο εἶναι πιό γνωστός εἶναι ὁ Μέγας Κανών ( «Βοηθός καί Σκεπαστής...» ), πού τόν ψάλλουμε τμηματικά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί ὁλόκληρο τήν Πέμπτη τῆς Ε΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν. Ὁ Μέγας Κανών ἀποτελεῖται ἀπό 280 Τροπάρια στά ὁποῖα ἐξιστορεῖται ἡ Παλαιὰ καὶ Καινή Διαθήκη μέ 28
παραδείγματα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας, τῆς μὲν ἀρετῆς ἀμειβομένης, τῆς δὲκακίας τιμωρουμένης ὑπὸ τoυ Θεοῦ. Χορηγεῖ ἄριστες πνευματικές συμβουλές καὶ διδαχές πρὸς ἀπο φυγὴν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπομίμησιν τῆς ἀρετῆς γιά ψυχικὴ σωτηρία. Κατὰ τὴν μαρτυρία δὲ τῶν βυζαντινῶν ἱστορικῶν, τὴν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἐψάλλετο ὁ Μέγας Κανών, οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου μετεκόμιζαν τὴν ὑπὸ Λουκᾶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ζωγραφισθεῖσαν εἰκόνα τῆς Ὁδηγητρίας ἐκ τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν στὰ ἀνάκτορα, τὴν Τρίτη δέ τῆς Διακαινησίμου ἐπανέφεραν αὐτή λιτανεύοντες στό ναό αὐτῆς, ὅπου ὁ Πατριάρχης ἐτελοῦσε καί Λειτουργία
Προσευχή το ῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο «Χαῖρε, καρπέ πρώϊμε τῆς δικῆς μας ἀναγέννησης καί κατάληξη τῶν ὑποσχέσεων καί τῶν προρρήσεων τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Εὐλογημένη σύ μεταξύ τῶν γυναικῶν, ὦ γῆ ἀληθινά ἀξιεπιθύμητη ἀπ' τήν ὁποία ὁ κεραμοποιός, παίρνοντας τή λάσπη ἀπ' τό δικό μας ἀγρό, ξανάκανε τό βάζο ἄρρηκτο. Εὐλογημένη σύ μεταξύ τῶν γυναικών, ὦ Βηθλεέμ πνευματική πού γιά τή θέλησή σου καί μαζί γιά τή φύση σου ἔχεις γίνει καί ἔχεις κληθεῖ οἶκος τῆς ὅλης πνευματικότητας. Μέσα σου, πράγματι, κατοικώντας ὅπως μόνο Ἐκείνος θέλησε, καί ἀναμειγνυόμενος χωρίς σύγχυση στή δική μας μάζα ζύμωσε μέσα του ὅλο τόν Ἀδάμ, γιά νά γίνει ἄρτος ζωντανός καί οὐράνιος. Ἐρευνοῦσε ὁ Θεός τή σκόνη τοῦ Ἀδάμ. Ἐπιτέλους ἐκείνη ἡ σκόνη στήν ὁποία βρῆκε ἐκεῖνο πού ἔψαχνε, ἦταν μιά γῆ ὅμοια μέ τό σῶμα μας καί κείτονταν σ' ἕνα στῆθος πανάγιο καί παρθενικό. Τό δικό μας ζωοποιό Στάχυ (ὁ Χριστός) βρῆκε αὐτό τόν αγρό στόν ὁποῖο χωρίς σπόρο, χωρίς καλλιέργεια, μέ τρόπο θαυμαστό Ἐκεῖνος ξεφύτρωσε. Αὐτή, ἡ σκόνη, αὐτό
29
τό στάχυ, αὐτός ὁ χῶρος ἐκείνης τῆς γῆς, στήν ὁποία μέ τρόπο νέο καί σύμφορο ξαναπλασθήκαμε καί λόγῳ τῆς ὁποίας ἡ ξαναπλασμένη μας σκόνη ἔλαβε ὡς δῶρο τήν ἀρχαία ἀξία! Ὦ ταπείνωση ἀνείπωτη! Ὦ καλοσύνη! Ὅταν ὁ Θεός ἐπάνω ἀπό κάθε φύση καί χάρη, μᾶς παραχώρησε τέτοια πράγματα μέσῳ μιᾶς γυναίκας τῆς ἴδιας φυλῆς καί τῆς ἴδιας τῆς δικῆς μας γενιᾶς, μέσῳ μιᾶς γυναίκας λέω τῆς ὁποίας τό ψυχικό μεγαλεῖο αὐξήθηκε τόσο δυσανάλογα πού ὁ Χριστός ὁ Ἴδιος, τό Ἀτέλειωτο Μεγαλεῖο, ἐπεθύμησε τό μεγαλεῖο της καί θέλησε νά ἔχει ἀπό ἐκείνη χωρίς πατέρα γήϊνο μιά δεύτερη γέννηση».
Ο Άγιος Άνθιμος Ιερομάρτυρας επίσκοπος Νικομήδειας (εορτή Άνθιμος) Έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και πατρίδα του ήταν η Νικομήδεια. Από μικρός διακρίθηκε για τον ευσεβή ζήλο του προς τα θεία. Όταν ενηλικιώθηκε, η ζωή του ήταν υπόδειγμα σωφροσύνης και αγάπης. Επειδή πλούσια κατείχε το θησαυρό των θείων αληθειών, η θερμή του διδασκαλία, εμπνεόμενη από αποστολικό ζήλο, έβρισκε σχεδόν πάντα ανταπόκριση στις ψυχές των πιστών. Η πνευματική ικανότητα του Άνθιμου ώθησε τους χριστιανούς της Νικομήδειας και τον έπεισαν να γίνει Ιερέας και αργότερα επίσκοπος τους. Όταν, όμως, έγινε ο διωγμός επί Διοκλητιανού, τον κυνήγησαν και τον συνέλαβαν. Ο Διοκλητιανός
του πρότεινε να θυσιάσει στους Θεούς για να κερδίσει τη ζωή του, αλλιώς τον περίμεναν φρικτά βασανιστήρια, και του έδειξε το όργανα που θα τον βασάνιζαν. Ο Άνθιμος είπε: Γιατί 30
μου τα δείχνεις; για να με φοβίσεις; Αυτά ας τα φοβούνται εκείνοι, για τους οποίους η παρούσα ζωή είναι μόνο ηδονή και τη στέρηση της θεωρούν μεγάλη απώλεια. Αλλά σε μένα, όπως και σε κάθε χριστιανό, αυτά δεν ασκούν καμιά γοητεία. Το σώμα μου είναι πρόσκαιρο και ευτελές, που μόνη αξία έχει, όταν αγιασθεί δια του Χριστού και δοθεί εις την κατά Χριστόν ζωή. Επομένως, τιμωρίες και βάσανα είναι για μένα πιο ποθητά από του να αρνηθώ το Σωτήρα μου". Τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.
Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε. Ως φοίνιξ εξήνθισας, τη Εκκλησία Χριστού, καρποίς τοις των λόγων σου, των ευσεβών τας ψυχάς, εκτρέφων εν χάριτι όθεν και εναθλήσας, Πάτερ Άνθιμε χαίρων, ώφθης Ιερομάρτυς, ευκλεής του Σωτήρος, ω πρέσβευε δεόμεθα, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον . Ήχος δ' Ο υψωθείς. Εν ιερεύσιν ευσεβώς διαπρέψας, και μαρτυρίου την οδόν διανύσας, τα των ειδώλων έσβεσας σεβάσματα, πρόμαχος γενόμενος, της σης ποίμνης θεόφρον, διό σε και γεραίρουσα, μυστικώς εκβοά σοι, Εκ των κινδύνων ρύσαί με αεί, ταις σαις πρεσβείαις, Πατήρ ημών Άνθιμε.
ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΙΠΑΣ (11 Απριλίου) Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
31
Ο ιερός υμνογράφος τον αποκαλεί θείον μυροβλύτην, σύναθλον των Μαρτύρων, πανευκλεή Ιεράρχην και Περγάμου πρόεδρον και μέγαν ιατρόν της δεινής οδόντων νόσου. Ο ίδιος ο Χριστός στην Αποκάλυψη τον επαινεί αποκαλώντας τον μαρτυρά Του πιστόν? “Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός” (β' 13). Ήταν Επίσκοπος Περγάμου της Μικράς Ασίας, κατά τους αποστολικούς χρόνους. Εργάστηκε με αγάπη και ζήλο εναντίον της ειδωλολατρείας σε μια πόλη, η οποία στην “Αποκάλυψη” αποκαλείται θρόνος του σατανά. Με επιμονή και υπομονή σπέρνει τον λόγο του Θεού μέσα σε πολλές αντιξοότητες και μεγάλους πειρασμούς. Οι ειδωλολάτρες εξεγείρονται με μίσος εναντίον του. Συλλαμβάνεται, ανακρίνεται, βασανίζεται, αλλά μένει όρθιος ως στύλος ακλόνητος και δίνει την καλήν ομολογίαν της πίστεως, την οποία σφραγίζει με το αίμα του μαρτυρίου του. Έζησε σε μια εποχή στην οποία επικρατούσε η λατρεία των ειδώλων, αλλά και η προσπάθεια επιβολής της με την βία. Ο ανελέητος διωγμός εναντίον των Χριστιανών αποτελούσε ρουτίνα της καθημερινότητας. Σήμερα δεν συλλαμβάνονται οι πιστοί, για να υποβληθούν σε βασαντιστήρια προκειμένου να αλλαξοπιστήσουν, ωστόσο όμως και στην δική μας εποχή φτειάχνονται και λατρεύονται είδωλα. Όσοι προβάλλουν αντίσταση και επιμένουν να λατρεύουν τον Θεό των Πατέρων τους και να κάνουν υπακοή στην Εκκλησία, υβρίζονται, συκοφαντούνται, περιφρονούνται, θεωρούνται σκοταδισταί και οπισθοδρομικοί. Αντίθετα, όταν κάποιος αρνείται την πίστη του και υβρίζει τον Χριστό και την Εκκλησία, αυτός θεωρείται
32
από τους πολλούς λογοτέχνης και προοδευτικός. Η κατασκευή ειδώλων συνιστά πνευματική ανωριμότητα. Όταν ο άνθρωπος, που είναι πλασμένος να ζη με τον Θεό, χάση την επικοινωνία μαζί Του, τότε δημιουργεί υποκατάστατα και “λατρεύει την κτίση παρά τον Κτίσαντα”. Πολλές φορές μάλιστα φτάνει στο σημείο να γίνεται αυτείδωλον, δηλαδή να κάνη είδωλο και να λατρεύη τον ίδιο τον εαυτό του. Το να αγωνίζεται κανείς να καθαρίση τον εαυτό του από τα πάθη και παράλληλα να σπέρνη τον λόγο του Θεού, μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς φτειάχνει και λατρεύει είδωλα, είναι σαν να χύνη καθημερινά αίμα. Το κήρυγμα για την αγάπη σε μια κοινωνία, στην οποία επικρατούν αθέμιτοι ανταγωνισμοί και υλικά συμφέροντα, είναι έργο που προκαλεί το μίσος και τον φθόνο και ισοδυναμεί με μαρτύριο. Για να μπορέση κανείς να παραμείνη όρθιος και ακλόνητος στις πεποιθήσεις του, χρειάζεται να διαθέτη ισχυρά πνευματικά αντισώματα, ζωντανή πίστη, που εκφράζεται ως αυθεντική αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον και ως προσωπική κοινωνία με τον ζώντα Θεό της Εκκλησίας, ο οποίος είναι Πρόσωπο. Ο άγιος Αντίπας, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι προστάτης και θεραπευτής όσων πάσχουν από ασθένειες των οδόντων. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι κατά την διάρκεια του μαρτυρίου του προσευχόταν εκ βάθους καρδίας και μεταξύ άλλων ζήτησε από τον Χριστό την εξής χάρη: “Όσοι με επικαλούνται στις προσευχές τους να ανακουφίζονται από τους πόνους από τους οποίους υποφέρουν και ιδιαιτέρως από τον βασανιστικό πόνο των οδόντων”. Οι άγιοι θεραπεύουν σωματικές και ψυχικές ασθένειες στο όνομα του αγίου Τριαδικού Θεού και με την δύναμή Του. Όπου αδυνατεί όμως να προχωρήση η ανθρώπινη δύναμη και γνώση, εκεί ενεργεί η άκτιστη χάρη του Θεού, διότι “τά αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά εστι παρά τω Θεώ”. Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν λατρεύουμε τους Αγίους, αλλά τους τιμούμε. Λατρεία απονέμουμε μόνον στον άκτιστο Τριαδικό Θεό, ο οποίος ενεργεί και δια μέσου των Αγίων Του. Δηλαδή τα θαύματα δεν γίνονται υπό των Αγίων, με την έννοια ότι ενεργούν με την δική τους δύναμη ή δίνουν κάτι δικό τους, αλλά δια των Αγίων, αφού αυτοί είναι το όργανο και το μέσον δια του οποίου χορηγείται το “δώρημα προς το συμφέρον της
33
αιτήσεως”. Επομένως, αυτό που πρέπει να μας εντυπωσιάζη είναι ο βίος και η πολιτεία τους που πρέπει να προσπαθήσουμε να μιμηθούμε και όχι το θαύμα, το οποίο για τον Θεό είναι κάτι το πολύ εύκολο και πού, άλλωστε, δεν μας ωφελεί πάντοτε. Αυτό που μας καταξιώνει ως Χριστιανούς, αλλά και ως ανθρώπους και το οποίο νοηματοδοτεί την ζωή με σωτηριολογικές συνέπειες και προεκτάσεις, είναι το γκρέμισμα των κάθε λογής ειδώλων και η σταθερότητα στην πίστη, που εκφράζεται ως εμπιστοσύνη και υπακοή στον Χριστό και την Εκκλησία Του.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἐλασσῶνος Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὴν Εὐρυτανία, τὸ ἔτος 1548, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Χριστοδούλη. Τὸ συγγραφικό του ἔργο, ἡ γλωσσομάθειά του καὶ ἡ θητεία του ὡς διδασκάλου, δείχνουν ὅτι ἦταν πολὺ μορφωμένος. Ποῦ ἔμαθε τὰ γράμματα δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Τὸ ἔτος 1574 ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος «Δημονίκου καὶ Ἐλασσῶνος» καὶ διαδέχθηκε τὸν Δαμασκηνὸ Β’ (1570-1574). Τὸν ἴδιο χρόνο δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β’ τοῦ Τρανοῦ, ποὺ πραγματοποιοῦσε περιοδεία στὴ Ρούμελη καὶ τὴν Πελοπόννησο. Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας φιλοξενήθηκε στὸ μοναστῆρι τῆς Ὀλυμπιώτισσας. Τὸ γεγονὸς ὅτι περίπου ἀπὸ τὸ ἔτος 1580 λειτουργοῦσε στὴν Ὀλυμπιώτισσα κρυφὸ σχολειό, μᾶς κάνει νὰ θεωροῦμε ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐνδιαφέρθηκε ζωηρὰ καὶ γιὰ τὴν στοιχειώδη μόρφωση τῶν νέων τῆς Ἐπισκοπῆς του. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ συνεννόηση καὶ συνεργασία μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ὀλυμπιώτισσας ὀργάνωσε τὸ σχολεῖο αὐτὸ καὶ παρακίνησε καὶ ἐνθάρρυνε τὰ Ἑλληνόπουλα τῆς Ἐλασσῶνος, ποὺ εἶχαν ζῆλο γιὰ τὰ γράμματα, νὰ ἀνεβαίνουν στὸ μοναστῆρι καὶ ἐκεῖ νὰ μαθαίνουν ἀνάγνωση καὶ γραφὴ ἐπάνω στὰ ἱερὰ κείμενα. Κατὰ τὸ ἔτος 1588 ὁ Ἅγιος συνόδευσε, μαζὶ μὲ τὸν Μητροπολίτη Μονεμβασίας Ἰερόθεο, τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμία Β’ στὴ Μόσχα, ὅπου στὶς 26 Ἰανουαρίου 1589 ἀναγόρευσαν καὶ ἐγκατέστησαν τὸν Μητροπολίτη Ἰὼβ ὡς Πατριάρχη Βλαδιμηρίας, Μόσχας καὶ ἁπάσης Ρωσίας καὶ ἁπασῶν τῶν βορείων Χωρῶν. Τὴν τελετὴ 34
καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτη Ἰὼβ τὶς περιέγραψε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος μὲ στίχους στὴ δημοτικὴ γλῶσσα, μὲ τίτλο «Κόποι καὶ διατριβὴ τοῦ ταπεινοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀρσενίου». Ὁ Ἅγιος δὲν ξαναγύρισε στὴν Ἐπισκοπὴ Ἐλασσῶνος, ἀλλὰ ἔμεινε ὁριστικὰ στὴ Ρωσία, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1625. Σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του στὴ Ρωσία, γνωρίζουμε ὅτι δίδαξε στὸ Κοινοτικὸ Ἑλληνικὸ σχολεῖο τοῦ Λβὼφ τῆς Ρουθηνίας, ὅπου ὑπῆρχε πολυμελὴς καὶ ἀκμαία Ἑλληνικὴ παροικία, κυρίως ἐμπόρων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Κρητικὸς κρασέμπορας Κωνσταντῖνος Κορνιακτός. Ἀργότερα ὁ Ἅγιος διετέλεσε διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Σουζδαλίας, ἀπὸ ὅπου ἀλληλογραφοῦσε συχνὰ μὲ τὸν Πατριάρχη Ἀλαξενδρείας Ἅγιο Μελέτιο τὸν Πηγά. Στὸ διάστημα τῆς πολύχρονης διαμονῆς του στὴ Ρωσία ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος δὲν λησμόνησε τὴν γενέτειρά του καὶ τὰ μοναστήρια, ὅπου μᾶλλον εἶχε περάσει τὰ νεανικά του χρόνια. Ἀφιέρωσε πολλὰ βιβλία, εἰκόνες καὶ ἱερὰ σκεύη στὴ μονὴ Τατάρνης καὶ στὰ Μετέωρα.
Άγιος Αυξίβιος Ο Πρώτος επίσκοπος Σόλων
Του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ.κ. Νεοφύτου
O Άγιος Αυξίβιος πρώτος Επίσκοπος Σόλων και φωτιστής της θεοσώστου επαρχίας Μόρφου, πατρίδα του είχε τη μεγαλούπολη της Ρώμης. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι στα υλικά αγαθά ειδωλολάτρες όμως στη θρησκεία. Ο άγιος είχε αδελφό και τ’ όνομα αυτού Θεμισταγόρας.
35
Ο μακάριος Αυξίβιος ήταν ωραίος στην όψη, πράος στο πνεύμα και σώφρονας στον λογισμό. Όταν, λοιπόν, έφτασε σ’ έννομο ηλικία, ηθέλησαν οι γονείς του να τον συζεύξουν με γυναίκα. Ο νέος στην ηλικία και γέροντας στο φρόνημα Αυξίβιος έχοντας νουν ένθεο και τέλειο λογισμό, στον έρωτα της σαρκός απαντούσε με έρωτα θείο. ΄Ηκουεν περί του Χριστού και πόθον είχε μεγάλο να γενεί χριστιανός. Βλέποντας, λοιπόν, την προαίρεση των γονέων του, να τον δεσμεύσουν με τα δεσμά του γάμου, τον έκαναν ν’ αναχωρήσει από τη Ρώμη για τα μέρη της Ανατολής. Διέπλευσε τη Ρόδο, το πέλαγος της Παμφυλίας και έφθασε στην Κύπρο, στην κώμη του Λιμνίτη. Το χωρίον αυτό ευρίσκεται παρά την θάλασσα, απέχει δε από την πόλη των Σόλων τέσσερα σημεία (στάδια). Εκείνον τον καιρό ήταν η εποχή που ο Απόστολος του Χριστού Βαρνάβας ήλθε στην πατρίδα του την Κύπρο μαζί με τον ανιψιό του Μάρκο κατά τη δεύτερη του περιοδεία, αφού χωρίστηκε από τον Παύλο. Περιερχόμενοι όλη την Κύπρο, ήλθαν στη Σαλαμίνα όπου βρήκαν τον Ηρακλείδιο, τον Αρχιεπίσκοπο της νήσου. Ο Βαρνάβας τέλεσε τον καλό δρόμο της πίστεως και εδέχθη τον στέφανο του μαρτυρίου στην Κωνσταντία. Οι Ιουδαίοι όμως αναζητούσαν και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Αφού κατεδίωξαν αυτόν μέχρι τη Λήδρα – τη σημερινή Λευκωσία – εκρύβη ο Ευαγγελιστής του Χριστού για τρεις μέρες σ’ ένα σπήλαιο. Ήταν μαζί του οι Απόστολοι Τίμων και Ρόδων. Διέβησαν τα βουνά του Χιονώδους όρους – του Τροόδους – και έφτασαν στην παραθαλάσσια κώμη του Λιμνίτη, όπου συνάντησαν εκεί τον μακάριο Αυξίβιο. Τους αποκάλυψε ο άγιος μας ότι πόθον έχει να γίνει χριστιανός. Ο Μάρκος βλέποντας ότι ο Αυξίβιος είναι άντρας πλήρης πίστεως και λόγιος, αφού τον κατήχησε, τον βάφτισε στην πηγή του τόπου εκείνου και τον χειροτόνησε Επίσκοπο Σόλων. Τον δίδαξε δε πώς να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην πόλη των Σόλων: «Επειδή η πόλις είναι γεμάτη από το σκότος των ειδώλων, δεν θα δεχθεί αμέσως το φως του Χριστού. Μην φανερώσεις στην αρχή ότι είσαι χριστιανός, αλλά να υποκριθείς τη θρησκεία των ειδώλων, διαλεγόμενος μαζί
36
τους σαν να είναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Όταν γίνουν τέλειοι, τότε να μετάσχουν και της στερεάς τροφής της πίστεως». Και ο μεν Ευαγγελιστής Μάρκος απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια, ο δε Αυξίβιος ανεχώρησε για την πόλη των Σόλων. Ο σοφός Αυξίβιος όταν έφτασε στους Σόλους, επέλεξε ως τόπο κατοικίας του την έξω της πόλεως περιοχή του Διός. Εφιλοξενείτο στον οίκου τού ιερέως των ειδώλων, υποκρινόμενος τη θρησκεία εκείνου. Πέρασε ικανός χρόνος και με την προσευχή του και τη διάκρισή του, εκατανύχθη ο ιερέας των ειδώλων και εφωτίσθη πρώτος την αλήθεια του Χριστού. Με τούτον τον τρόπο συνέχισε αρκετό χρόνο και σε άλλους κατοίκους της πόλεως, έως έφτασε ο αρχιεπίσκοπος της νήσου Ηρακλείδιος. Εκείνες τις μέρες περιήρχετο ολόκληρη τη νήσο ο αγιότατος Αρχιεπίσκοπος αυτής Ηρακλείδιος και εγκαθιστούσε επισκόπους στις πόλεις κατόπιν γραπτής εντολής του Αποστόλου των εθνών Παύλου. Το μεν Επαφρά στην Πάφο, τον δε Τυχικόν στη Νεάπολη – Λεμεσό. Εις τους Σόλους δεν έπρεπε να χειροτονήσει τον Αυξίβιο, γιατί αυτός κατηξιώθη της αρχιεροσύνης από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο να εισέλθει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Εκεί ο Ηρακλείδιος «διεχάραξεν τύπον εκκλησίας επί της γης». Μικρά στο μέγεθος, μεγάλη όμως σε χάριν του Χριστού. Αφού τον δίδαξε κάθε εκκλησιαστικό κανόνα, όπως αυτός διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάσθηκε «εν φιλήματι αγίω» και επορεύθη στη δική του πόλη. Ο Άγιος Αυξίβιος ευθέως, χωρίς ν’ αμελήσει, άρχισε την οικοδομή της εκκλησίας. Μετά την τελείωση αυτής εισήλθε και έρριψε τον εαυτό του εις το έδαφος και άρχισε να βοά στον Χριστό μετά δακρύων: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον και εμέ τον σον οικέτην και δος μοι μετά παρρησίας αφόβως κηρύξαι τον σον λόγον. Έμβαλε, Δέσποτα, εις την καρδίαν του λαού τούτου τον φόβον σου, φώτισον
37
αυτούς τη ση χάριτι, όπως επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου επιγνώσουσιν δε τον μόνον αληθινόν Θεόν. Και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν... Τελείωσεν την προσευχή του και επορεύθη σε δημόσιον τόπον της πόλεως και άρχισε να διδάσκει την καλήν αυτού διδασκαλία. Εδόθη δε σ’ αυτόν η χάρις της ιάσεως των ασθενών και εξεδίωκεν τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Όσοι δε είχον αρρώστους, τους έφερον προς αυτόν και τους εθεράπευε με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Εξήλθε η αγία φήμη του εις τα περίχωρα των Σόλων και μετέφερον τους ασθενείς των χωρίων εις την πόλη και, αφού τους εθεράπευε τας νόσους, επίστευαν και τους εβάπτιζε εις τ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ένας τέτοιος αγαθός άνθρωπος από το χωριόν Σολοποτάμιον, που ονομάζετο και αυτός Αυξίβιος, ήλθε και έρριψε τον εαυτό του στα πόδια του Αγίου Ιεράρχου, ζητώντας του τη σφραγίδα του Χριστού. Εβαπτίσθη, εφωτίσθη και έμεινε για πάντα στον Επίσκοπο του, προκόπτοντας σε σοφία και χάρη, μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλό του. Αργότερα, η κατά Θεόν προκοπή του νεότερου Αυξιβίου, φανερώθηκε στον μεγάλο ιεράρχη με τούτο το σημείο. Ενώ ύπνωσε στο ύπαιθρο ο νεότερος να ξεκουρασθεί στη σκιά ενός δέντρου, πέρασε ο Επίσκοπος Αυξίβιος και είδε πλήθος μυρμήγκων να έχουν σχηματίσει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του νεότερου Αυξιβίου. Εθαύμασε ο ιεράρχης το γεγονός και αντελήφθη ότι ο στέφανος των μυργήκων προεμήνυε την αξία της ιεροσύνης, ότι έμελλε ο μαθητής να καθίσει εις τον θρόνο του καλού διδασκάλου. Μετά από αυτά έφτασαν από τη μεγάλη πόλη της Ρώμης ο Θεμισταγόρας – αδελφός του αγίου Αυξιβίου – μαζί με τη γυναίκα του τη μακαρία Τιμώ. Αφού τους βάπτισε και αυτούς, τους χειροτόνησε και τους δύο διακόνους της Εκκλησίας. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των Σόλων επίστευσαν στον Θεόν του Αυξιβίου και έβλεπε ο άγιος ότι ο πρώτος ναός ήταν μικρός για το μεγάλο του ποίμνιο. Συνεργούντος του Θεού, ανήγειρε ναό μέγα και θαυμαστό, που έγινε ονομαστός σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Αφού όλα καλώς τα έκανε και την αρχιεροσύνη ετίμησε για
38
πενήντα ολόκληρα χρόνια, έφτασε ο Μέγας Αυξίβιος στο τέλος του βίου του. Ο μεγάλος φωτιστής της επαρχίας των Σόλων και κατοπινής Θεομόρφου – Μόρφου, εκάλεσε κοντά του τον θεοτίμητο Αυξίβιο, τον πιστό μαθητή του, στον οποίο ανέθεσε την επισκοπή των λογικών προβάτων λέγοντας: «Σε εξελέξατο ο θεός ιερέα. Συ έση ποιμαίνων την ποίμνην του Χριστού». Την Τρίτη ημέρα «ακοή εγένετο εις πάσαν την πόλιν ότι Αυξίβιος ο πατήρ ημών μέλλει καταλύειν τον ανθρώπινον βίον». Συναθροίσθησαν όλοι στην Επισκοπή μετά κλαυθμού και οδυρμού μεγάλου και, αφού ασπάσθηκε έναν έκαστο, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριον και Θεό του Ιησού Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος Ἐπίσκοπος Λαρίσης
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἔτυχε εὐσεβοῦς παιδείας, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴ συνέχεια τὴ Ρώμη, ὅπου τὰ λείψανα καὶ οἱ τάφοι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου προσείλκυαν τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς. Ἀσπάσθηκε τὸ
39
μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐπιδόθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, περιεχόμενος τὶς διάφορες χῶρες καὶ ἀψηφώντας τὶς ταλαιπωρίες καὶ τοὺς κινδύνους. Ἡ θεοφιλὴς δράση του καὶ τὰ πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν στολισμένος, τὸν ἀνέδειξαν Ἐπίσκοπος Λαρίσης. Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου. Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴ Λάρισα, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ ποιμνίου του, μὲ τὴν ὑποστήριξη δὲ τοῦ αὐτοκράτορα κατόρθωσε νὰ καταστρέψει τοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἱδρύσει στὴ θέση τοὺς Χριστιανικούς. Ἔτσι θεοφιλῶς ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος καὶ ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε. Λαρίσης σὲ πρόεδρον, καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν ὡς Ἱεράρχην σοφόν, παμμάκαρ Ἀχίλλιε, σὺ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος, ὁμοούσιον κράτος, θαύμασι τε καὶ λόγοις, κατετράνωσας κόσμω. Ἣν πάτερ ἐξευμενίζου, τοὶς σὲ γεραίρουσι
B Μέγας Βασίλειος Καταγωγή Ο Μέγας ανάμεσα στους Αγίους Βασίλειος, γεννήθηκε περί το 329μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς, ευσεβείς και Ορθόδοξους γονείς. Ο πατέρας του ονομαζόταν επίσης Βασίλειος και καταγόταν από τον Πόντο μας, ενώ η μητέρα του Εμμελεία από την αγιοτόκο Καππαδοκία μας. Ο Βασίλειος είχε και άλλα αδέλφια: το Γρηγόριο, που έγινε Μητροπολίτης Νύσσης (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης), το Ναυκράτιο που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, τον Πέτρο που έγινε Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας και τη Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) που 40
το θαυμαστό της βίο τιμούμε στις 19 Ιουλίου! Αυτός όλος ο ευάρεστος και σπουδαίος καρπός, αποδεικνύει ότι είναι μοναδικός ο ρόλος των γονέων στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, διότι “από του καρπού θα γνωρίσετε το δέντρο”...
Σπουδές Ο μικρός Βασίλειος έμαθε τα χριστιανικά γράμματα από τον ίδιο τον πατέρα του το Βασίλειο, αλλά ζήτησε να σπουδάσει και την αρχαία ελληνική παιδεία όταν μεγάλωσε, την οποία επαινεί ως βοήθημα χρήσιμο ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, διότι δεν είναι η γνώση εκείνη που κάνει αιρετικό τον άνθρωπο, αλλά η προαίρεση (χάρη σ΄ αυτή τη θέση των Αγίων Ιεραρχών, διασώθηκε όλη η αρχαία κληρονομιά μας και η ελληνική παιδεία και γλώσσα, που συνέχισε στα χρόνια της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας μας την υπέρλαμπρη πορεία της!!!)... Έτσι ο Άγιος πήγε στο Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη), διότι εκεί ήταν τότε πολλοί σοφοί, αλλά κάτι περισσότερο αναζητώντας ο Βασίλειος, έφτασε τελικά στην Αθήνα, όπου βρίσκονταν οι κορυφαίοι. Τότε μάλιστα σπούδαζαν στην Αθήνα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιουλιανός ο παραβάτης (η προαίρεση που λέγαμε...), ο σοφιστής Λιβάνιος και άλλοι. Υπόδειγμα αρετής εκεί ο Βασίλειος, όσο έμεινε, ούτε κρέας έφαγε, ούτε ψάρι, ούτε κρασί ήπιε, τρώγοντας ψωμί και νερό και λάχανα, περνώντας με σωφροσύνη και εγκράτεια τόση, ώστε και αυτός ο σπουδαίος δάσκαλός στην αρχαία φιλοσοφία, ο Εύβουλος, λέγεται ότι έγινε μαζί του Χριστιανός! Αφού λοιπόν ο Άγιος σπούδασε την αρχαία γνώση, θέλησε κατόπι να πάει και στα 41
Ιεροσόλυμα, ώστε να πληρώσει και τη Χριστιανική, πρώτον για να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού και δεύτερο για να βαπτισθεί στον Ιορδάνη ποταμό, διότι έτσι γινόταν τότε στα πρώτα βήματα της εκκλησίας την εποχή που σταματούσαν οι διωγμοί και πολλοί είχαν σκοπό της ζωής τους να βαφτιστούν στον Ιορδάνη! Το ίδιο όνειρο είχε και ο Μέγας Κωνσταντίνος. Γι΄ αυτό δεν είχε βαπτισθεί, περιμένοντας να πάει στον Ιορδάνη. Όμως δεν πρόλαβε, αρρώστησε και βαπτίστηκε έτσι στη Μικρασία, λίγο πριν το τέλος του... Εφ΄ όσον λοιπόν ο Άγιος βαπτίστηκε όπως ήθελε στα τριάντα του χρόνια και επέστρεψε στην Αντιόχεια, χειροτονήθηκε Διάκονος από τον εκεί Πατριάρχη. Τότε λέγεται πως έγραψε ο Βασίλειος την εξήγηση των Παροιμιών του Σολομώντα.
Αρχιεπίσκοπος Στην Αντιόχεια έμαθε ο Διάκονος Βασίλειος ότι ο πατέρας του αρρώστησε και θέλησε να πάει στην πατρίδα του την Καισαρεία, για να λάβει την ευχή των γονιών του και έτσι αναχώρησε. Τότε φάνηκε Άγγελος Κυρίου στον Μητροπολίτη Καισαρείας Ευσέβιο και του είπε: “Ταύτην την ώρα έρχεται ο άξιος διάδοχος του θρόνου σου. οπότε απέστειλε τους Κληρικούς σου και τους άρχοντες να τον προϋπαντήσουν στην πύλη της πόλεως”!!! Αμέσως ξεκίνησαν λοιπόν Κληρικοί και Άρχοντες και είδαν πράγματι τον Άγιο Βασίλειο να έρχεται και θαύμασαν την πρόρρηση του Αγγέλου και ευφράνθηκαν που θα αποκτήσουν ως δώρο Θεού τέτοιον ποιμένα και δάσκαλο, περιφανή για την αρετή και τη φήμη που ήδη είχε! Έτσι μετά από λίγο καιρό, χειροτονήθηκε ο Βασίλειος Ιερέας του Θεού του Υψίστου και όταν θελήματι Κυρίου κοιμήθηκε ο Μητροπολίτης Ευσέβιος, συνάχθηκαν οι Επίσκοποι της επαρχίας και χειροτόνησαν τον Άγιο Βασίλειο Αρχιερέα και ποιμένα τους! Εάν ως απλός Χριστιανός αγωνιζόταν έτσι ο Βασίλειος, μπορεί ο καθένας να καταλάβει πως αγωνιζόταν ως Αρχιεπίσκοπος! Μόλις που έτρωγε και μόλις που κοιμόταν, πολεμώντας με εγκράτεια και αρετή, με σωφροσύνη, διδάσκοντας και θαυματουργώντας κάθε ημέρα! Η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου
42
Μέχρι τα χρόνια του Αγίου, η Λειτουργία που έκαναν οι Χριστιανοί, ήταν εκείνη που είχε αρχικά γράψει στα εβραϊκά ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο και πρώτος Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Η Λειτουργία εκείνη περιελάμβανε ευχές και ικεσίες προς τον Κύριο που τις έγραψε ο Άγιος για να τις λένε οι Ιερείς όταν τελούνταν η θεία Μυσταγωγία, που τους παρέδωσε ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο. Αυτή τη Λειτουργία τη μετέφρασε στα Ελληνικά όπως είναι μέχρι τώρα, ο Άγιος Κλήμης -μαθητής του Αποστόλου Πέτρου και μετέπειτα Πάπας Ρώμης -και ενομοθέτησε όπως όλοι οι Χριστιανοί επιτελούν έτσι πια τη Θεία Λειτουργία. Και έτσι την τελούσαν για τριακόσια πενήντα περίπου χρόνια. Όμως επειδή η ακολουθία του Αγίου Ιακώβου ήταν πολύ μεγάλη σε διάρκεια και άλλοι την αμελούσαν, άλλοι βιαζόταν, άλλοι δεν άντεχαν και από τον κόπο τότε το μεγάλο των χωραφιών, είδε ο Άγιος Βασίλειος την κατάσταση και παρακάλεσε και δέονταν στο Θεό να του δείξει σημείο, για να καταλάβει εάν ήταν θέλημα του Θεού να γίνει μια πιο σύντομη σχετικά Λειτουργία για τον κόσμο! Μέρες και νύχτες παρακαλούσε το Θεό, με νηστεία και με δάκρυα, διότι έβλεπε τη μεγάλη αταξία που υπήρχε τότε, ώσπου ήρθε σημείο εξ ουρανού. Συγκεκριμένα, μια νύχτα, είδε θαυμαστή οπτασία: ο ίδιος ο Χριστός να κατεβαίνει μαζί με τους Αποστόλους και κατά την Αρχιερατική τάξη -ως Μέγας Αρχιερεύς-να τελεί τη θεία Μυσταγωγία με τους Αγίους Αποστόλους!!! Με μία όμως διαφορά! Ο Κύριος δεν έλεγε τις ευχές όπως ήταν γραμμένες στη Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, αλλά συντομευμένες, κατά τον τρόπο ακριβώς που τις συνέθεσε κατόπι ο Άγιος Βασίλειος!!! Ο Άγιος συγκλονισμένος ευχαρίστησε το Θεό που άκουσε τη δέησή του και συνέγραψε τη Θεία Λειτουργία πιο σύντομη, όπως του αποκάλυψε ο ίδιος ο Χριστός!!! Η ευχή του Αγίου Κάποτε, ο Διοικητής της Καισαρείας είχε αδικήσει χρηματικά μια χήρα. Και εκείνη προσέτρεξε στον Άγιο Αρχιεπίσκοπο, παρακαλώντας τον να γράψει επιστολή στον άρχοντα για να της αποδώσει το δίκιο της. Πράγματι ο Μητροπολίτης έγραψε στο Διοικητή και εκείνος απάντησε: “δια την αγάπη σου Πάτερ, θέλησα να τη συμπαθήσω, αλλά Δε μπόρεσα, διότι χρωστά 43
πραγματικά χρήματα”. Και ο Μακαριότατος Βασίλειος ανταπάντησε προφητικά: “Εάν μεν όπως λέγεις, θέλησες να τη συμπαθήσεις και δε μπόρεσες έχει καλώς. Εάν όμως μπορούσες και δε θέλησες, να φέρει και σένα ο Θεός στην τάξη των δεομένων, ώστε όταν έχεις ανάγκη να σε συμπαθήσουν, να μη μπορέσεις”. Δεν πέρασαν από τότε πολλές ημέρες και τόσο οργίστηκε ο βασιλιάς με εκείνο τον άρχοντα-διοικητή, που έστειλε και τον συνέλαβαν και τον γυρνούσαν σιδηροδέσμιο από πόλη σε πόλη για να πληρώνει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε θυμήθηκε ο άρχοντας την πρόρρηση του Αγίου και τον παρακάλεσε να κάνει δέηση προς τον Θεό, για να τον λυπηθεί ο βασιλιάς. Και ο Άγιος τότε Βασίλειος, γεμάτος καλοσύνη, με μία μονάχα ευχή του προς το Θεό, ημέρωσε την καρδιά του βασιλιά και σε έξι μονάχα ημέρες από τότε, ήρθαν βασιλικά γράμματα που πρόσταζαν να ελευθερωθεί ο άρχοντας από την καταδίκη του!!! Ταπεινός υπηρέτης Μια άλλη φορά πάλι έγινε μεγάλη πείνα στην επαρχία του Αγίου και οι πλούσιοι για να κερδίσουν περισσότερα, κρατούσαν το σιτάρι στις αποθήκες και δεν το πουλούσαν στους φτωχούς. Βλέποντας αυτό το απάνθρωπο γεγονός, άρχισε με κάθε τρόπο να τους διδάσκει για την αρετή της ελεημοσύνης, τους νουθετούσε, τους έγραψε λόγους, ώσπου στο τέλος κατάφερε να ανοίξει τις καρδιές και τις αποθήκες τους και να σωθούν οι φτωχοί και να αντιμετωπισθεί η φοβερή πείνα. Και μάλιστα ο ίδιος, ο Δεσπότης Καισαρείας, ο Μέγας Βασίλειος, ως ταπεινός υπηρέτης μόνος διακονούσε στη διανομή του σιταριού, μόνος έβραζε τα όσπρια, μόνος μοίραζε στους φτωχούς το ευλογημένο φαγητό τους, τον άρτο αυτών τον επιούσιον!.. Αναμέτρηση με τον Ιουλιανό Στα χρόνια που βασίλευε ο Ιουλιανός ο παραβάτης και αποστάτης, που ήθελε να ζωντανέψει την ειδωλολατρία -όπως κάποιοι προσπαθούν να την αναβιώσουν στις ημέρες μας (νεοειδωλολατρία)-και να ξαναχτίσει το Ναό του Σολομώντα (στην προσπάθειά του όμως έβγαιναν φοβερές φλόγες από τον τόπο εκείνο, που κάναν αδύνατο το πλησίασμα!!!), έχοντας
44
σκοπό να τραβήξει για τα μέρη της Περσίας, ήρθε κοντά στην Καισαρεία. Ο Άγιος γνώριζε τον Ιουλιανό από την Αθήνα, όταν σπούδαζαν και οι δύο εκεί, αλλά τι διαφορετικό δρόμο πήρε ο καθένας... Ο Μητροπολίτης της πόλης λοιπόν έβγαινε τώρα να προϋπαντήσει τον βασιλιά και εκείνος ζήτησε ως δώρο τρεις άρτους από εκείνους που έτρωγε ο Άγιος. Βέβαια ο Άγιος έτρωγε κριθαρένιο ψωμί και από εκείνο ακριβώς πρόσφερε στον Ιουλιανό. Ο Ιουλιανός δέχθηκε το δώρημα και διέταξε να γίνει ανταμοιβή και να δώσουν εκείνοι στον Άγιο χόρτο από το λιβάδι! Βλέποντας ο Άγιος την καταφρόνηση αυτή είπε: “Εμείς ω βασιλιά, από εκείνο που τρώγουμε, καθώς εζήτησες, σου προσφέραμε. Και η βασιλεία σου, όπως αρμόζει, μας αντάμειψε τη δωρεά από εκείνο που τρώγεις”... Μόλις άκουσε αυτά ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και λέει απειλητικά στον Άγιο: “Τώρα δέξου τη δωρεά αυτή και όταν επιστρέψω από τη Περσία νικητής, τότε, την μεν πόλη σου θα κατακάψω, τον δε από σένα απατώμενο μωρό λαό θα αιχμαλωτίσω, διότι τους θεούς τους οποίους εγώ προσκυνώ αυτοί ατιμάζουν, εσύ δε θα λάβεις την πρέπουσα αμοιβή”! Και αφού ξεστόμισε αυτές τις φρικτές απειλές ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, τράβηξε για την Περσία. Ο δε Άγιος επέστρεψε με τη σειρά του μέσα στην Καισαρεία και κάλεσε όλο τον κόσμο. Αφού τους είπε τις απειλές του βασιλιά για την καταστροφή της πόλης και την αιχμαλωσία, τους συμβούλευσε να μη λυπηθούν τα χρήματά τους, αλλά να φροντίσουν για τη ζωή τους και ό,τι χρήματα έχουν να τα μαζέψουν σε ένα τόπο και όταν μάθουν ότι επιστρέφει ο βασιλιάς, να τα ρίξουν σωρούς στους δρόμους, μην και εκείνος ως φιλοχρήματος βλέποντάς τα ειρηνεύσει και δεν πράξει το κακό που σκέπτεται. Οι Χριστιανοί πράγματι, πήγαν και έφεραν έναν αμέτρητο πλούτο: χρυσάφι, ασήμι, και πολύτιμους λίθους! Ο Άγιος, τα τοποθέτησε όλα στο Σκευοφυλάκιο, γράφοντας το καθενός το όνομα για να φυλαχτούν, μέχρι να μάθουν για την επιστροφή του Ιουλιανού. Ο Άγιος Μερκούριοσ
45
Όταν λοιπόν μαθεύτηκε ότι επιστρέφει, μάζεψε τους Χριστιανούς με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τους είπε να νηστεύσουν τρεις ημέρες. Έπειτα τους πήρε όλους και ανέβηκαν στο βουνό της Καισαρείας που ονομαζόταν Δίδυμο, επειδή είχε δύο κορυφές. Στο βουνό αυτό υπήρχε Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου όλοι οι Χριστιανοί σαν έφτασαν, άρχισαν με συντετριμμένη καρδιά να παρακαλούν τον εύσπλαχνο Χριστό και την Υπέραγνη Μητέρα Αυτού, όπως μεταλλάξει την απόφαση του ασεβέστατου βασιλιά. Τότε και ενώ συνεχιζόταν η προσευχή, είδε ο Άγιος Βασίλειος πλήθος στρατιάς ουρανίου να κυκλώνει το όρος και ανάμεσά τους μια γυναίκα να κάθεται σε θρόνο με πολλή δόξα, η οποία είπε στους Αγγέλους που βρισκόταν γύρω της: “Καλέσατέ μου το Μερκούριο, όπως μεταβεί και φονεύσει τον εχθρόν του Υιού μου Ιουλιανό”! Είδε τότε ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας ότι ήλθε ο Μάρτυς Μερκούριος ενδεδυμένος με τα όπλα του και λαβών προσταγή από τη γυναίκα εκείνη η οποία ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος, έφυγε αμέσως! Έπειτα, η Βασίλισσα των Αγγέλων, η Παναγία, προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του παρέδωσε βιβλίο που περιείχε γραμμένη όλη τη δημιουργία της Κτίσεως και κατόπι τον άνθρωπο πλασμένο υπό του Θεού. Και στην αρχή του βιβλίου ήταν επιγραφή που έλεγε “Ειπέ”, ενώ στο τέλος του βιβλίου όπου και έλεγε για την πλάση του ανθρώπου έγραφε “Τέλος” (αυτό εσήμαινε ότι επειδή ο Άγιος έγραφε ένα βιβλίο ερμηνευτικό στην Εξαήμερο του Μωυσή σχετικά με τη δημιουργία του Κόσμου, το κεφάλαιο περί της πλάσεως του ανθρώπου από το Θεό δε θα το τελείωνε. Το τελείωσε όμως μετά την κοίμησή του, ο αδελφός του Άγιος Γρηγόριος Νύσσης). Αυτή την οπτασία αφού είδε ο Άγιος ευθύς εξύπνησε και μαζί με κάποιους Κληρικούς κατέβηκε αμέσως στην πόλη της Καισαρείας, όπου και βρισκόταν Ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, στον οποίο βρισκόταν το λείψανο και τα όπλα του, επειδή ο Άγιος Μερκούριος είχε μαρτυρήσει εκεί προ εκατό ετών. Σ΄αυτό το Ναό μπήκε λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Βασίλειος και μη βρίσκοντας το λείψανο και τα όπλα, ρωτούσε τον Σκευοφύλακα της Εκκλησίας τι απέγιναν. Εκείνος βέβαια δε γνώριζε τίποτα. Τότε κατάλαβε ο Μέγας Βασίλειος ότι ήταν αληθινό το όραμα και ότι κατά τη νύχτα εκείνη εφονεύθη ο ασεβέστατος Ιουλιανός!
46
Αμέσως, ο Άγιος Μητροπολίτης ξανανέβηκε στο βουνό και λέει στους Χριστιανούς: “Χαίρετε και αγαλλιάσθε σήμερον, αδελφοί. Εισακούσθηκε η δέησή μας, διότι ο μιαρός βασιλεύς υπέστη την πρέπουσα τιμωρία. Οπότε ευχαριστούντες το Θεό, ας πάμε στην πόλη, για να λάβει ο καθένας τα χρήματα που έδωσε”. Μόλις άκουσαν αυτά οι Χριστιανοί, είπαν όλοι δυνατά με μια φωνή: “Σκεφθήκαμε να τα δώσουμε στον ασεβή βασιλιά για τη ζωή μας. Τώρα να μην τα προσφέρουμε στον Βασιλέα του ουρανού και της γης, ο οποίος μας εχάρισε τη ζωή;”... Ο Άγιος, επαίνεσε τότε την προθυμία τους και όρισε να λάβουν το ένα τρίτο από ό,τι έδωσε ο καθένας και με τα υπόλοιπα να χτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία (σ.σ. όλα αυτά που απετέλεσαν αργότερα το θαυμαστό χριστιανικό, φιλανθρωπικό συγκρότημα της Βασιλειάδας). Ο σίδηρος και ο Βασίλειος Αφού λοιπόν φονεύτηκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης από τον Άγιο Μερκούριο κατά τρόπο θαυματουργικό, βασίλεψε για ένα χρόνο ο θεοσεβής Ιοβιανός και μετά οι Ουαλεντιανός και Ουάλης, ο οποίος και ήταν Αρειανός. Οι Αρειανοί, οπαδοί του Αρείου, πρέσβευαν τη μέγιστη βλασφημία, πώς δήθεν ο Χριστός ήταν “κτίσμα του Θεού”. Το ίδιο πρεσβεύουν εκτός των άλλων σήμερα και οι Ιεχωβάδες, που λένε “Χριστός”, αλλά εννοούν κτίσμα, άγγελο-κτίσμα και όχι Θεό!.. Επόμενο ήταν επομένως να σηκωθεί μεγάλος διωγμός εναντίον των Ορθοδόξων Χριστιανών στην Ανατολή, όπου και βασίλεψε ο Ουάλης. Ο Άγιος Βασίλειος, ο γίγας ο αλύγιστος της Πίστης, παρρησία κήρυττε στον κόσμο της Καισαρείας ότι ο βασιλιάς ήταν αιρετικός! Αυτό όταν το έμαθε ο Ουάλης, θέλησε ο ίδιος να μεταβεί στην Καππαδοκία και καθοδόν έστειλε εμπρός του τον αρχιμάγειρά του Δημοσθένη για να απειλήσει τον Αϊ Βασίλη, αλλά δεν κατάφερε να αλλάξει τη γνώμη του Αγίου και επέστρεψε άπρακτος. Ο Ουάλης έστειλε τότε ένα σπουδαίο άρχοντά του, τον Μόδεστο, να απειλήσει τον Άγιο με μεγάλες τιμωρίες, εάν δεν δεχθεί την αιρετική γνώμη του βασιλιά! Αλλά και αυτός εν τέλει επέστρεψε άπρακτος, χωρίς να μπορέσει να εκτρέψει τον 47
Αρχιεπίσκοπο από την Ορθοδοξία, λέγοντας χαρακτηριστικά στον βασιλιά: “Ευκολότερο είναι να μαλάξει κάποιος το σίδηρο, παρά τη γνώμη του Βασιλείου”!!! Θαυματουργικές θεραπείες Μόλις άκουσε αυτά ο Ουάλης, θαύμασε την ανδρεία της ψυχής του Αγίου και θέλησε να πάει μόνος του στην Εκκλησία, να ακούσει τον Άγιο Βασίλειο πώς δίδασκε! Ήταν τότε η εορτή των Θεοφανίων και αντίκρισε ο βασιλιάς αναρίθμητο πλήθος λαού να κάθεται με κάθε τάξη και να ακούει τη διδασκαλία του Επισκόπου του και τον Άγιο να στέκεται με κάθε σεμνότητα και να διδάσκει ως άλλος Απόστολος, κατενύγη την ψυχή! Και τότε, εκείνη την ημέρα, μίλησε με σωφροσύνη στον Άγιο και έφυγε. Μετά όμως από μερικές ημέρες, πηγαίνοντας σε αυτόν οι “επίσκοποι” που προσχώρησαν στην αίρεση, άλλαξαν τη γνώμη του Ουάλη και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο! Οπότε και διατάχθηκε η γραφή της αποφάσεως εξορίας... Άλλες όμως οι βουλές του Κυρίου... Διότι θαυμαστά ενήργησε και πάλι ο Χριστός μας, αφού την ώρα που ο γραφέας θα έγραφε την απόφαση, παρέλυσε το χέρι του! Αλλά και του βασιλιά ο γιος τόσο βαριά αρρώστησε, που κόντευε να πεθάνει! Βλέποντας αυτά λοιπόν ο Ουάλης, κατάλαβε ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να εξοριστεί ο Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας και μάλιστα διεμήνυσε στον ίδιο τον Αϊ Βασίλη, να πάει να κάνει προσευχή πάνω από το παιδί! Και ω του θαύματος! Και μόνο που το είδε ο Άγιος εκείνο αμέσως γιατρεύτηκε!!! Αλλά και τον έπαρχο Μόδεστο, που κινδύνευε να πεθάνει, μετά από λίγο ιάτρευσε από την ασθένειά του ο Μέγας Βασίλειος! Βλέποντας όλα αυτά ο βασιλιάς και θαυμάζοντας την αρετή του Αγίου, επέστρεψε τελικά πίσω, αφήνοντας ανενόχλητο τον Άγιο... ...Η βασιλεία να ακολουθεί την Εκκλησία. Αργότερα, ο Ουάλης θέλησε να μοιράσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επάρχους και ο ένας να έχει έδρα της Καισαρεία, ο άλλος τα Τύανα. Μαθαίνοντας αυτό όμως κάποιοι Επίσκοποι στα Τύανα και ιδιαίτερα κάποιοι αιρετικοί, ερχόταν σε αντίθεση με τον Αρχιεπίσκοπο Καππαδοκίας και Μητροπολίτη Καισαρείας Βασίλειο, θέλοντας να χωρίσουν την Καππαδοκία σε δύο Μητροπόλεις, όπως θα ήταν και οι έπαρχοι. Όμως ο Άγιος έλεγε σε αυτούς με ταπείνωση ότι η Εκκλησία 48
δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί τη βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία και ότι δεν είναι πρέπον να χωρίσουν οι Μητροπολίτες, επειδή χώρισαν οι έπαρχοι. Όμως εκείνοι δεν άκουσαν και χειροτόνησαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμο και άρπαξαν και το Ναό του Αγίου Ορέστου στους πρόποδες του Ταύρου. Αλλά με την υπομονή του Αγίου και τη δικαιοσύνη του Θεού, ο Άνθιμος τιμωρήθηκε και σύντομα ενώθηκαν και πάλι εκκλησιαστικά οι επαρχίες. Τότε λέγεται πως ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Βασίλειος, χειροτόνησε τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο Επίσκοπο, σε μικρή Επισκοπή που λεγόταν Σάσιμα. Ο Δεσπότης και ο Ιερέας Κάποτε ο Άγιος, θέλησε να πάει σε μια πόλη την οποία υπηρετούσε κάποιος Ιερέας Αναστάσιος, ενάρετος και δίκαιος. Ο Ιερέας αυτός εκτός από την εγκράτεια και τη νηστεία που μεταχειριζόταν, είχε και σύζυγο, τη Θεογνωσία, την οποία καθόλου δε γνώρισε σαν γυναίκα επί σαράντα ολόκληρα χρόνια και την είχε ως αδελφή του! Οι άνθρωποι της πόλεως, χωρίς να ξέρουν, έλεγαν ότι είναι στείρα και δε γεννά παιδιά... Αλλά και άλλη κρυφή αρετή είχε εκείνος ο Ιερέας, διότι φιλοξενούσε στο σπίτι του άνθρωπο ασθενούντα από λώβη (λέπρα!), τον οποίο περιποιούνταν και φρόντιζε αυτός και η πρεσβυτέρα του, χωρίς να το γνωρίζει κανένας!.. Όταν λοιπόν ξεκίνησε ο Άγιος Βασίλειος να πάει εκεί, ο Ιερέας Αναστάσιος το πληροφορήθηκε δια Πνεύματος Αγίου και είπε στην πρεσβυτέρα του: “Αδελφή μου, εγώ θα πάω στον αγρό μας επειδή είναι ανάγκη. Σήμερα δε έρχεται ο Δεσπότης μας και την τάδε ώρα να εξέλθεις με θυμίαμα και λαμπάδες για να τον προϋπαντήσεις”! Όταν λοιπόν βγήκε η Θεογνωσία, την ώρα που της είπε ο Αναστάσιος, έφτανε πράγματι και ο Αϊ Βασίλης και της είπε: “Πώς έχεις κυρία Θεογνωσία”; Αυτή εξεπλάγη στο άκουσμα του ονόματός της και απάντησε: “Καλώς, Δέσποτα Άγιε”. “Πού είναι ο κύριος Αναστάσιος, ο πρεσβύτερος αδελφός σου”; “Σύζυγός μου είναι Δέσποτα και έχει μεταβεί εις τον αγρό για να εργασθεί” απάντησε εκείνη. “Αυτός ήλθε και είναι εντός της οικίας, μη στείλεις λοιπόν ανθρώπους να τον καλέσουν” την πληροφόρησε τότε ο Άγιος!
49
Όταν άκουσε λοιπόν η Θεογνωσία τις προφητείες του Αγίου, έπεσε στα πόδια του με δάκρυα λέγοντας: “Εύχου υπέρ εμού της αμαρτωλής Δέσποτα Άγιε, διότι βλέπω σε σένα μεγάλα και θαυμαστά”! Ευχήθηκε τότε για αυτή ο Δέσποτας Βασίλειος και ξεκίνησε για το σπίτι, όπου έξω από την πόρτα τον προϋπάντησε πράγματι ο Ιερέας Αναστάσιος. Και όταν κάθισαν, ζήτησε από αυτόν ο Αρχιεπίσκοπος να διηγηθεί τις αρετές του, για την ωφέλεια των παρισταμένων Χριστιανών. “Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι Δέσποτα Άγιε, αποκρίθηκε ο Αναστάσιος. Ποια αρετή ζητάς από μένα; Τούτο δε λέγω στην αρχιερωσύνη σου. Ότι έχω δύο άροτρα και το μεν ένα εργάζομαι εγώ, το δε άλλο ο δούλος μου. Από το προϊόν κρατούμε όσο αρκεί για να περάσουμε το χρόνο και το υπόλοιπο το δίνουμε στους πτωχούς. Έχω δε και τη σύζυγό μου και δούλη σου η οποία με υπηρετεί”. “Μην τη λες σύζυγό σου, είπε τότε ο Άγιος, αλλά να τη λες αδελφή σου, καθώς πράγματι είναι και πες μου και τις άλλες αρετές σου”. “Καμιά αρετή δεν έχω Δέσποτά μου, απάντησε ο Ιερέας και είμαι έρημος πάσης αγαθοεργίας”. “Σήκω και έλα μαζί μου” του ζήτησε τότε ξαφνικά ο Αϊ Βασίλης και τον οδήγησε στο κελί, όπου ήταν ο ασθενής λεπρός και του λέει: “Άνοιξε αυτή την πόρτα”. “Μη μπεις Άγιε του Θεού, διότι ο τόπος είναι μολυσμένος” είπε ο Ιερέας. “Και εγώ τέτοιο τόπο χρειάζομαι” απάντησε ο Άγιος και επειδή ο Πρεσβύτερος δε θέλησε να ανοίξει την πόρτα για να μη γίνει φανερή η αρετή του, δια μόνης της προσευχής του την άνοιξε ο Άγιος και αφού μπήκε μέσα είπε στον Αναστάσιο: “Γιατί αποκρύπτεις από εμένα αυτό το θησαυρό”; “Είναι οργίλος και οξύθυμος Δέσποτά μου και φοβήθηκα να σας τον παρουσιάσω μήπως σας πει λόγο κάποιο βλάσφημο”. “Καλά αγωνίσθηκες για αυτόν επί τόσους χρόνους, αλλά άφησε και εμένα αυτή τη νύχτα να τον υπηρετήσω” είπε ο Άγιος και κάθισε μαζί με τον λεπρό όλη τη νύχτα προσευχόμενος θερμά προς το Θεό. Και ω του θαύματος! Το πρωί έβγαλε αυτόν από το κελί τελείως θεραπευμένο, χωρίς να έχει ούτε το ελάχιστο σημάδι της λέπρας!!!
Ο Όσιος Εφραίμ και η στήλη πυρός
50
Τον καιρό εκείνο, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος (εκ Συρίας) βρίσκονταν στην έρημο και ησύχαζε. Σαν άκουσε για τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρεκάλεσε το Θεό να του αποκαλύψει τι και ποιος είναι ο Βασίλειος. Είδε τότε στήλη πυρός, η οποία υψωνόταν μέχρι του ουρανού και άκουσε φωνή που έλεγε: “Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πύρινη ταύτη στήλη, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος”!!! Τότε χωρίς καθόλου να αμελήσει, παρέλαβε μαζί του διερμηνέα που γνώριζε την Ελληνική και τη Συριακή γλώσσα και πήγε στην Καισαρεία. Ήταν τότε η εορτή των Φώτων και μπαίνοντας στην Εκκλησία ο Όσιος Εφραίμ, είδε τον Άγιο Βασίλειο ενδεδυμένο λαμπρά και πολύτιμα άμφια, να τελεί με μεγάλη παρρησία τη Θεία Λειτουργία και κατηγόρησε τον εαυτό του και είπε προς τον διερμηνέα “ματαίως κοπιάσαμε αδελφέ. Διότι αυτός, αν και εις τοιαύτη δόξα ευρίσκεται, δεν είναι καθώς τον είδα”... Αυτά που έλεγε ο Όσιος Εφραίμ, τα πληροφορήθηκε ο Άγιος εκ Πνεύματος Αγίου και αφού κάλεσε ένα Διάκονο, του είπε να πάει στη δυτική θύρα της Εκκλησίας, θα βρει δύο Μοναχούς, τον ένα αγένειο ψηλό και λεπτόσαρκο, τον άλλο με μαύρη γενειάδα και να πει τότε στον αγένειο: “Να έλθεις στο Άγιο Βήμα, διότι σε καλεί ο πατήρ σου ο Αρχιεπίσκοπος”... Πράγματι πήγε ο Διάκονος και αφού με το ζόρι διέσχισε το πλήθος, είπε προς τον Όσιο Εφραίμ τα λόγια του Βασιλείου. Τότε εκείνος δια του διερμηνέως απάντησε: “Επλανήθεις αδελφέ, διότι εμείς είμαστε ξένοι και άγνωστοι. Πώς λοιπόν μας γνωρίζει ο Αρχιεπίσκοπος”; Γύρισε ο Διάκονος πίσω στον Άγιο Δέσποτα και του τα ανέφερε, αλλά πάλι ο Άγιος τον έστειλε πίσω λέγοντάς του “πήγαινε και πες “Κύριε Εφραίμ, ελθέ στο Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος””. Πήγε λοιπόν ο Διάκονος δεύτερη φορά και αφού ασπάσθηκε τα άκρα των ποδών του Οσίου του είπε τα λόγια του Αγίου Βασιλείου. Τότε ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος προσέφερε μετάνοια στο Διάκονο και είπε: “Αληθώς στήλη πυρός είναι ο Μέγας Βασίλειος, αλλά τον παρακαλώ για να μιλήσουμε μόνοι μας στο σκευοφυλάκιο”. Χάρισμα των γλωσσών
51
Όταν λοιπόν τέλειωσε η Θεία Λειτουργία, προσκάλεσε ο Άγιος Βασίλειος τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο και αφού τον ασπάσθηκε, συνομίλησε μαζί του για πνευματικά και θεία νοήματα και τον παρακάλεσε στο τέλος εάν έχει κάποιο ζήτημα κρυμμένο στην καρδιά του να το πει. Τότε ο Όσιος Εφραίμ είπε δια του διερμηνέα: “Μία χάρη ζητώ από την αρχιεροσύνη σου, δούλε του Θεού”. “Ό,τι επιθυμείς ζήτησε, αποκρίθηκε ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος, διότι πολλά σου οφείλω, για τον κόπο τον οποίο κατέβαλες για την ταπεινότητά μου”. Είπε τότε ο Όσιος Εφραίμ: “Γνωρίζω, Δέσποτα Άγιε, ότι εάν παρακαλέσεις για κάτι το Θεό, σου το προσφέρει. (!!!) Επιθυμώ λοιπόν να παρακαλέσεις να μιλήσω στα Ελληνικά, διότι καθόλου δε γνωρίζω τη γλώσσα αυτή τη δική σας”. Και απάντησε ο Άγιος Βασίλειος: “Υπέρ τη δύναμή μου είναι το αίτημά σου πάτερ Άγιε και της ερήμου καθηγητά. Αλλά επειδή εζήτησες τούτο μετά πίστεως, ας δεηθούμε και οι δύο στο Θεό και είναι σε Εκείνον δυνατό να πραγματοποιήσει την επιθυμία σου. Διότι, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαβίδ, (ο Θεός το) θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς”. Αφού λοιπόν είπε αυτά, μαζί με το Όσιο Εφραίμ το Σύρο -που μιλούσε μέχρι τότε μόνο τη μητρική του γλώσσα, τα Συριακά -στάθηκαν για πολλή ώρα σε προσευχή και μόλις την τέλειωσαν, είπε ο Μέγας Βασίλειος μεγαλοφώνως: “Η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να είναι μαζί σου και λάλησε Ελληνικά”!!! Και ευθύς ως είπε αυτό ο Άγιος, ο Αϊ Βασίλης, ω του θαύματος! Ανοίχθηκε το στόμα του Οσίου Εφραίμ και μίλησε Ελληνικά, όπως ακριβώς ο Άγιος Βασίλειος και όλοι οι Έλληνες Χριστιανοί!!! ( σημ. Όχι όπως οι λεγόμενοι Πεντηκοστιανοί, που λαλούν άναρθρες και ακαταλαβίστικες κραυγές και ανύπαρκτες λέξεις οι καημένοι και ζουν σε βαρύτατη πλάνη, αφού ούτε καν καταλαβαίνουν αυτά που λένε ακόμη και οι ίδιοι, ούτε γνωρίζουν καμιά απολύτως “άλλη” γλώσσα, αφού και για να μάθουν τα απλά αγγλικά πηγαίνουν σε φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών... Όμως Χάρισμα Γλωσσών όπως φαίνεται και εδώ και στο βίο του Αγίου Χριστοφόρου και στο βίο των Αποστόλων, σημαίνει ότι δίνεται στον άνθρωπο, τον Ορθόδοξο Χριστιανό, τον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δίνεται άλλη υπαρκτή 52
γλώσσα τέλεια, όπως ακριβώς η μητρική γλώσσα και σε όλες της τις εκφάνσεις. Σκέψη, ομιλία, γραφή, συζήτηση, κατανόηση. Κάτι που είναι παντελώς άγνωστο και αδύνατο στις νεοπεντηκοστιανές αιρέσεις, που τα θύματά τους την ώρα της επήρειας του πονηρού πνεύματος, κράζουν ανύπαρκτα και ακαταλαβίστικα πράγματα)...
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς Ἐπίσκοπος Παρίου
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων. Ἐπειδὴ ἀγάπησε τὸν Θεὸ ἀπὸ βρέφος καὶ ἄσκησε κάθε ἀρετή, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Παρίου. Αὐτός, σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο, τὸν θεῖο καὶ μεγάλο Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, δὲν πείσθηκε νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν ἀσεβῆ αἵρεση ὅσων ἀθετοῦσαν τὴν πάνσεπτη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ ὑπογράψει στὸν ἄδικο τόμο γιὰ τὴν κατάλυση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ διωγμοὺς καὶ πειρασμοὺς καὶ θλίψεις καὶ στεναχώριες, μεταβαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ μετακινούμενος συνεχῶς. Ἀναφέρεται δὲ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.) καὶ τοῦ Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.) διέμενε ἐξόριστος σὲ κάποιο μικρὸ νησὶ πρὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀφοῦ ὑπεράσπισε τὰ πατρικὰ δόγματα καὶ μισώντας μέχρι τέλους τὶς διδασκαλίες τῶν κακόδοξων, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος χειροτόνησε διάκονο καὶ πρεσβύτερο τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰγνάτιο A’ (τιμᾶται 23 Ὀκτωβρίου).
53
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. Ὡς ἱερεὺς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ὁμολογίας διαλάμπεις τὴ αἴγλη, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε Βασίλειε, τῶν εἰκονομάχων γάρ, τὴν ἀπάτην ἐλέγχων, πόνοις προσωμίλησας, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ μεταστᾶς ἐν δόξῃ πρὸς Θεόν, τῶν σὲ τιμώντων, ἀπαύστως μνημόνευε.
Ὁ Ἅγιος Βασιλέας ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀμασείας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασιλεὺς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.) καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμασείας τοῦ Πόντου. Ὁ Ἐπίσκοπος Βασιλεὺς διακρινόταν γιὰ τὸν ζῆλο του ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀκοίμητη δραστηριότητα στὴν ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων του. Ἐπειδὴ παντοῦ ὑπῆρχαν καὶ πλάνες καὶ κίνδυνοι, ἔσπευδε παντοῦ καὶ ὁ ἴδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ἐνισχύοντας, στηρίζοντας, ἐλκύοντας, πυκνώνοντας καὶ ἐγκαρδιώνοντας τὶς Χριστιανικὲς τάξεις καὶ ἀναδεικνύοντας αὐτὲς ὅσο τὸ δυνατὸν ἰσχυρότερες πνευματικὰ ἔναντι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν εἰδωλολατρῶν, ἔτρεφαν ἐναντίον του σφοδρὴ ἔχθρα. Καὶ ὅταν ὁ Λικίνιος, τὸ ἔτος 322 μ.Χ., προέβη στὰ δυσμενῆ καὶ διωκτικὰ μέτρα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, κατήγγειλαν πρὸς αὐτὸν τὸν Ἐπίσκοπο Ἀμασείας, Βασιλέα. Ἕνα ἰδιαίτερο περιστατικὸ κορύφωσε τὴν ὀργὴ τοῦ Λικινίου ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Κοντὰ στὴν αὐτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε ἄλλοτε ὡς ἀκόλουθος μία νεαρὴ καὶ ὡραιότατη κόρη, ποὺ ὀνομαζόταν Γλαφύρα. Ἐξαιτίας τῆς
54
ὀμορφιᾶς της ὁ Λικίνιος ἀνεφλέγη ἀπὸ ἁμαρτωλὸ πάθος, ὡς δοῦλος σαρκικῶν παθῶν, καθὼς ἦταν. Ἡ κόρη ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν τιμή της. Ὡς γνήσια Χριστιανὴ ὅμως δὲν δελεάσθηκε καθόλου ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ἔρωτα, ἀλλὰ ἔφριξε καὶ ζήτησε τὴν σωτηρία της στὴν φυγή. Ἐνδύθηκε λοιπὸν μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα καὶ κάποια νύχτα, βοηθούμενη ἀπὸ τὴν βασίλισσα ποὺ ἔμαθε ὅσα συμβαίνουν, ἄφησε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔφθασε στὴν Ἀμάσεια, ὅπου παρουσιάσθηκε στὸν Ἐπίσκοπο Βασιλέα καὶ ζήτησε τὴν ἠθική του προστασία. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπαίνεσε τὴν γνήσια εὐσέβεια καὶ τὴν ἀδούλωτη σύνεση τῆς νέας, τὴν τοποθέτησε δὲ κοντὰ σὲ ἡλικιωμένη Χριστιανὴ γυναῖκα ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἀφοσιωμένη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ καὶ βοηθοῦσε σημαντικότατα τὸν Ἐπίσκοπο στὸ ἔργο τῶν γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Γλαφύρα ἐξέφρασε τὴν βαθιὰ εὐγνωμοσύνη της καὶ χάρηκε ἰδιαίτερα ποὺ τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ αὐτὴ μὲ θεάρεστες ἀσχολίες. Βοηθοῦσε λοιπὸν στὴν κατήχηση γυναικῶν καὶ νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀσπασθοῦν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εὐεργετοῦσε φτωχὰ καὶ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ ἐπιπλέον κατέβαλε ὅλη τὴ δαπάνη ποὺ προϋπολογίσθηκε γιὰ τὴν οἰκοδομὴ Χριστιανικοῦ ναοῦ στὴν Ἀμάσεια. Μάταια ὁ Λικίνιος τὴν εἶχε ἀναζητήσει σὲ ὅλη τὴν πρωτεύουσα καὶ στὰ περίχωρα. Ὅμως οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τὸν Λικίνιο ὅτι ἡ κόρη ἐκείνη εἶχε καταφύγει κοντὰ στὸν Ἱεράρχη τῆς Ἀμάσειας καὶ ὅτι τὴν προστάτευσε καὶ κατόρθωσε νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὰ πλούτη της ὑπὲρ τῶν σκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἴδηση ἄναψε πυρκαγιὰ στὴ σαρκοβόρα καὶ μοχθηρὴ ψυχὴ τοῦ Λικινίου. Ὑπέθετε ὅτι ἡ Γλαφύρα ζοῦσε ἀκόμη καὶ ὅτι θὰ τὴν ἔφερνε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. Ἀλλὰ ἡ σεμνὴ κόρη, εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ ὁ τάφος ματαίωσε γιὰ πάντα τοὺς χυδαίους πόθους του. Τότε ἡ μανία του ἔγινε σφοδρότερη κατὰ τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, νὰ τὸν φέρουν σιδηροδέσμιο στὴ Νικομήδεια. Ἡ διαταγὴ ἐκτελέσθηκε καὶ ὁ Ἅγιος κλείσθηκε στὴ φυλακή. Τὸν Ἅγιο ἀκολούθησαν δυὸ ἀπὸ τοὺς διακόνους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμάσειας, ὁ Θεότιμος καὶ ὁ Παρθένιος, τοὺς ὁποίους φιλοξένησε ἕνας εὐσεβὴς καὶ φιλάνθρωπος Χριστιανός, ὀνόματι Ἐλπιδοφόρος. Οἱ παρεχόμενες ἀγαθοεργίες τοῦ Ἐλπιδοφόρου 55
πρὸς ὅλους εἶχαν καταστήσει φίλους του ἀκόμα καὶ τοὺς φρουροὺς τῶν φυλακῶν. Μποροῦσαν λοιπὸν οἱ δυὸ διάκονοι νὰ εἰσέρχονται ὁρισμένη ὥρα στὴ φυλακή, ὅπου ἀπολάμβαναν τὴν εὐχαρίστηση νὰ συνδιαλέγονται μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους, νὰ ἀκοῦνε ἀπὸ τὸ στόμα του τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ δέχονται ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά. Λίγες ἡμέρες μετά, ὁ Λικίνιος διέταξε νὰ φέρουν τὸν φυλακισμένο Ἐπίσκοπο ἐνώπιόν του. Τὸν ἔλεγξε μὲ δριμύτητα ὡς ἔνοχο γιὰ τὴν ἀπόκρυψη τῆς Γλαφύρας καὶ γιὰ τὸν ζῆλο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπεράσπιζε τὴν χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τὰ βασιλικὰ διατάγματα. Ὁ Ἐπίσκοπος γιὰ τὴν Γλαφύρα, ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ μὴν παράσχει ἄσυλο καὶ προστασία στὴ χριστιανικὴ κόρη, ἡ ὁποία ἦταν ἐξόριστη καὶ ἤθελε ἡ ἴδια νὰ περισώσει καὶ νὰ διαφυλάξει τὴν τιμή της, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ἴδια ἀπὸ εὐσεβῆ διάθεση χρησιμοποίησε τὴν περιουσία της ὑπὲρ τῶν φτωχῶν καὶ γιὰ τὴν ἀνέγερση ναοῦ, πράγματα γιὰ τὰ ὁποία ἕνας Ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ προτρέπει τοὺς πιστοὺς καὶ ὄχι νά τοὺς ἐμποδίζει. Καὶ γιὰ τὴν περιφρόνηση τῶν βασιλικῶν διαταγῶν, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν στὴν ἐξόντωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ βασιλέας Λικίνιος ἄλλοτε εἶχε ἀναγνωρίσει μαζὶ μὲ τὸν Κωνσταντῖνο τὸ καθῆκον του νὰ ἐπιτρέψουν στοὺς Χριστιανοὺς τὴν πλήρη ἐλευθερία τῆς λατρείας τους καὶ τοῦ δόγματός τους καὶ ὅτι αὐτὸς (ὁ Ἐπίσκοπος) ἐξακολουθεῖ νὰ θεωρεῖ ὀρθὸ καὶ ἔγκυρο τὸ παλαιότερο ἐκεῖνο βασιλικὸ διάταγμα, διότι ἦταν ἀξιότερο σὲ ὅλα. Ἐν τέλει δέ, παρακάλεσε τὸν Λικίνιο, στὸ ὄνομα τῆς ἴδιας τῆς δικῆς του σωτηρίας καὶ τοῦ μέλλοντος τοῦ κράτους του, νὰ ἀνακαλέσει τὰ νέα μέτρα καὶ νὰ ἀναγνωρίσει στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνειδήσεως. Ὁ βασιλέας Λικίνιος ἀπέπεμψε τὸν Ἐπίσκοπο, κρατώντας ἐπιφυλακτικὴ στάση καὶ ἀνέθεσε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές του νὰ τὸν δεῖ κατ’ ἰδὶαν καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη του. Ἡ συγκεκριμένη ἀποστολὴ ἀπέτυχε καὶ διατάχθηκε ἔτσι ἡ καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου. Αὐτὸς ἄκουσε ἀτάραχος τὴν ἀπόφαση καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ μὲ ἔλεος τὴν ψυχή του. Προσευχήθηκε, ἐπίσης, ὑπὲρ τῆς ἀσφάλειας τοῦ ποιμνίου του καὶ γιὰ τὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας. Ὕστερα ἀσπάσθηκε καὶ εὐλόγησε τοὺς δυὸ διακόνους καὶ τὸν Ἐλπιδοφόρο, τοὺς παρηγόρησε στὴν θλίψη τους καὶ τοὺς ἐπιτίμησε γιατί ἔκλαιγαν, λέγοντας τὸν ἔξοχο ἐκεῖνο λόγο ὅτι 56
σὲ τέτοιου εἴδους κινδύνους οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ φυλᾶνε τὰ δάκρυά τους καὶ νὰ χύσουν μὲ προθυμία τὸ αἷμα τους. Ἔπειτα μὲ προθυμία ἔκλινε τὴν τίμια κεφαλή του στὸν δήμιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀπέκοψε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἡ τίμια κεφαλὴ καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ρίχθηκαν στὴ θάλασσα μὲ βασιλικὴ διαταγή. Ἀλλὰ ἕνα ἁλιευτικὸ πλοῖο, ποὺ ἔριχνε τὰ δίχτυά του στὸν κόλπο τῆς Σινώπης, ἀνέσυρε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ Ἐλπιδοφόρος, καθὼς πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς σὲ ὄνειρο, ᾖλθε μὲ τοὺς διακόνους Θεότιμο καὶ Παρθένιο καὶ ἀφοῦ παρέλαβαν τὸ Ἅγιο λείψανο, τὸ ἔφεραν στὴν Ἀμάσεια, στὴν ἱερὴ αὐτὴ ἀκρόπολη τῶν Ἁγίων του κόπων καὶ ἀγώνων καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ προσφιλές του ἔδαφος. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἴσως φυλασσόταν μέρος τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. Ὡς Λειτουργὸς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, τῷ παρανόμῳ βασιλεῖ ἀντετάξω, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Βασιλεῦ, ὅθεν τὸν αὐχένα σου, ἐκτμηθεῖς διὰ ξίφους, χαίρων προσεχώρησας, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, ἧς καὶ ἠμᾶς δυσώπει μετασχεῖν, τοὺς εὐφημούντας τὴν ἔνθεον μνήμην σου.
Ο Άγιος Βησσαρίων Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης
57
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΣΑΓΚΑΡΗ Θεολόγου Μυτιλήνη 2001
Ένας γνωστός, άγνωστος άγιος. Πασίγνωστος, ο άγιος Βησσαρίων, στη Θεσσαλία -Ήπειρο -Στερεά Ελλάδα -Ιόνια νησιά, ακόμα και στην Ούγγροβλαχία (Ρουμανία), όπου έφτασε η Θαυματουργική του χάρη, άγνωστος όμως σε πάρα πολλούς χριστιανούς τής υπόλοιπης Ελλάδας, Το ανά χείρας συνοπτικό συναξάρι του επιθυμεί και επιχειρεί: να τον γνωρίσει σ' εκείνους πού τον αγνοούν, να τον Θυμίσει σ' όσους ήδη τον γνωρίζουν, και σ' όλους να τονίσει πως «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ 67,36) 0 άγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στην Πύλη ή Μεγάλη Πόρτα ή Πόρτα Παναγιά Τρικάλων της Θεσσαλίας το 1490. Πανέξυπνος ο μικρός Βησσαρίων και γεμάτος αγάπη για το Θεό και την εκκλησία Του, σε ηλικία (10) δέκα μόλις ετών, κατεβαίνει στα Τρίκαλα και γίνεται μαθητής ενός αγίου Γέροντα. του Μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκου, εγκαταλείποντας: γονείς (το Σωτήριο και τη Μαρία), αδέλφια, σπίτι, συγγενείς, φίλους, παιχνίδια, "απολαύσεις" της ζωής Πόσο πολύ πρέπει να αγαπούσε τον Χριστό ο μικρός Βησσαρίων! Εμείς ως γονείς. Αλήθεια, τα δικά μας παιδιά, αγαπάνε τον Χριστό τόσο όσο ο μικρός Βησσαρίων; Κι εμείς ως γονείς τι κάνουμε γι' αυτό; Εμείς θα δίναμε την ευχή μας στα παιδιά μας, όπως έκαναν οι γονείς του μικρού Βησσαρίωνα, όταν εκείνα αποφάσιζαν να αφιερωθούν στο Θεό ή θα τα αποτρέπαμε από κάτι τέτοιο; Και, τι θα είχαμε ν' απαντήσουμε στον Χριστό όταν εκείνος μας ρωτούσε: «Γιατί δεν αφήσατε τα παιδιά σας να έλθουν σε μένα; 58
Δεν γνωρίζατε ότι σ' αυτά ανήκει ή Βασιλεία των Ουρανών;» (Μαρκ.10,14). Μακάρια τα παιδιά που από μικρά έχουν ζήλο Θεού. Ευλογημένοι οι γονείς που απέκτησαν τέτοια βλαστάρια. Τρισευλογημένοι εκείνοι που ανατρέφουν τα παιδιά τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφεσ. 6,4). Υπακοή σε πνευματικό. Αν και παιδί ακόμη ο Βησσαρίων είχε γεροντική φρονιμάδα να ψάξει, να βρει και να υποταχθεί σε πνευματικό πατέρα οδηγό πεπειραμένο που να τον κατευθύνει σωστά στο δρόμο του Θεού, γλιτώνοντάς απ' τις παγίδες του μισάνθρωπου και ανθρωποκτόνου δαίμονα. «Και τον πνευματικό του: -Τον αγαπούσε βαθειά. -Του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. -Τού έκανε υπακοή σε όλα. -Του έλεγε σε όλα την αλήθεια. -Δεν του έκρυβε κανένα λογισμό. -Δεν του αντιμιλούσε ποτέ σε τίποτε. -Πίστευε, ότι υπακούοντας σ' αυτόν, υπακούει στον ίδιο τον Χριστό.» Και έτσι πρόκοβε πνευματικά ο Άγιος. Εμείς; Επίσκοπος ετών 27. Ναι, 27 μόλις ετών (!), εκτιμώντας τον ζήλο του, την υπακοή και τα υπόλοιπα χαρίσματα τού αγίου, ο πνευματικός του Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης Μάρκος, (τότε ή Λάρισα ήταν Αρχιεπισκοπή με (7) επτά επισκοπές στη δικαιοδοσία της) και αφού τον έχει ήδη κάνει διαδοχικά μοναχό, διάκονο και πρεσβύτερο, τον χειροτονεί το 1517 επίσκοπο 'Ελασσώνος και Δομενίκου. Στην Ελασσώνα όμως δεν τον δέχθηκαν, επειδή τον επίσκοπο τους ήθελαν να τούς τον στέλνει το Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης και όχι ο Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης, Γι' αυτό οι κάτοικοι τής Ελασσώνας δημιουργούν επεισόδια σε βάρος του, τον κυνηγούν και τον κατατρέχουν.. Η αντίδραση του αγίου: Αδιαφορεί για την εξουσία, φροντίζει για την ενότητα της Εκκλησίας. Μιμείται τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο και χωρίς θυμούς, πικρίες και ψυχοφθόρους δικαστικούς αγώνες, αποχωρεί από τον επισκοπικό του θρόνο για να επέλθει ή ειρήνευση στην τοπική 'Εκκλησία κι επιστρέφει στον πνευματικό του πατέρα. Πρώτη προτεραιότητα του αγίου ήταν ή ενότητα και ή ειρήνη τής 'Εκκλησίας. Μήπως Θα έπρεπε αύτη να ήταν και για μάς σήμερα, κληρικών και λαϊκών, η κύρια μέριμνα μας; Υπομονή -Μακροθυμία – Ανεξικακία. Το 1521 όμως, διαδέχεται ως Αρχιερατικός Επίτροπος, στον επισκοπικό θρόνο Σταγών 59
(Καλαμπάκας) τον Θανόντα επίσκοπο Νικάνορα.Ο λαός τής Καλαμπάκας γνωρίζοντας το ποιον του άνδρα τον καλοδέχεται και ο άγιος ποιμαίνει θεοφιλώς το λογικό ποίμνιο πού του εμπιστεύθηκε ο Κύριος (μεριμνώντας ιδιαίτερα για τις Μονές των Μετεώρων), για (6) έξι συναπτά χρόνια αν και όχι πάντα χωρίς πειρασμούς και δυσχέριες. Ένας δύστροπος και εριστικός ιερέας ο Δομέτιος, του δημιουργεί προβλήματα, τον συκοφαντεί, τον σέρνει ακόμη και στα δικαστήρια. '0 άγιος γνωρίζει τον λόγο του Κυρίου: «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε άλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ίωάν, 16,33). Γνωρίζει πως «διά πολλών θλίψεων δει εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού»(Πραξ. 14,22) Και γι ' αυτό ο άγιος επίσκοπος ανεξικακεί, μακροθυμεί, υπομένει, συγχωρεί και ειρηνεύει, μιμούμενος τον τέλειο αρχιποιμένα, τον Κύριο και Θεό μας πού από τον Σταυρό επάνω συγχωρεί τούς σταυρωτές του λέγοντας: .Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. (Ίωάν, 23,24). Εμείς άραγε πώς αντιμετωπίζουμε εκείνους πού μας στεναχωρούν; 0 λύχνος επί της λυχνίας. Όταν το 1527, ο Κύριος καλεί κοντά Του, τον πνευματικό πατέρα του αγίου, Μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκο. ο άγιος ψηφίζεται, με τη θέληση κλήρου και λαού, Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης ως Βησσαρίων ο Β. «Σαν λυχνάρι Του ο Θεός ανάβει τον αρχιερέα και τον τοποθετεί στην λυχνία Του (Όχι για να περηφανεύεται αλαζονικά δαιμονικά, ζαλισμένος από το ύψος της θέσης του αλλά…). Για να φωτίζει την 'Εκκλησία Του, με το καλό έργα του και τη διδασκαλία Tου. Για να βλέπει ο κόσμος την ακτινοβολία του και να δοξάζει τον Θεό, τον Πατέρα των Φώτων» Το γνωρίζει αυτό ο Βησσαρίων και μοχθεί να φανεί άξιος της κλήσης και τής τιμής πού του έγινε. Ας προσευχόμαστε να το θυμόνται αυτό και οι επίσκοποί μας σήμερα. Άξιοι συνεργάτες. Πρώτη του προτεραιότητα ως Αρχιεπισκόπου είναι ή εκλογή ικανών, ανεπίληπτων, συνετών, ειρηνικών, εργατικών, συνεργατών – επισκόπων. Oταν τούς επιλέγει, τούς παίρνει μαζί του στα Τρίκαλα, όπου μεταφέρει την έδρα της μητρόπολης του. Όλοι μαζί πλέον, σαν μιά οικογένεια: ζουν στην μητρόπολη, έχουν τα πάντα κοινά, διαθέτουν τα πάντα για ελεημοσύνη, είναι αγαπημένοι και μονιασμένοι, συμβουλεύονται ο ένας τον άλλον για κάθε Θέμα πού προκύπτει. Συνεργάζονται άψογα, τέλεια, δηλαδή χριστιανικά και τα αποτελέσματα φαίνονται άμεσα. 60
Στα ίχνη του Ιωάννη του Ελεήμονα. Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης πλέον ο Βησσαρίων και μπροστά του ανοίγεται ένα ευρύ πεδίο κοινωνικής δράσης Ασκεί νυχθημερόν τα (7) επτά έργα της υλικής ελεημοσύνης Δηλαδή: Τρέφει τους πεινασμένους. Ποτίζει τους διψασμένους. Φιλοξενεί τους ξένους. Ντύνει τους γυμνούς. Επισκέπτεται τους αρρώστους. Φροντίζει για τους Φυλακισμένους και για όσους έχουν ανάγκη. Ενταφιάζει πρόθυμα και αγόγγυστα τους φτωχούς όταν εκείνοι πεθαίνουν. Αυτό ήταν το κοινωνικό έργο του αγίου. Η δική μας σήμερα κοινωνική προσφορά ποία είναι άραγε; Πνευματική ελεημοσύνη. Παράλληλα ο άγιος εξασκεί και τα (7) επτά έργα τής πνευματικής ελεημοσύνης ή όποια είναι ανώτερη της υλικής, δηλαδή: Προσκαλεί σε μετάνοια τούς αμαρτωλούς. Κηρύττει την πίστη στους αμαθείς και ανίδεους. Συμβουλεύει τούς αμελείς και τεμπέληδες στα πνευματικά. Παρακαλεί το Θεό υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Παρηγορεί τούς πονεμένους και απελπισμένους. Συγχωρεί εκείνους πού τον αδικούν. Υπομένει τις Θλίψεις και τις αρρώστιες, δίνοντας παράδειγμα ιώβειας υπομονής σε όλους μας. Σ' αυτά τα έργα οφείλουμε να καταγινόμαστε κι εμείς αν θέλουμε να βρούμε έλεος και χάρη παρά Θεού. Ταπείνωση.Οι σωματικοί κόποι ταπεινώνουν το σώμα.«Και όταν ταπεινώνεται με επίγνωση το σώμα, ταπεινώνεται και η ψυχή». Γι' αυτό «ταπεινωθείτε ενώπιον του Κυρίου και υψώσει υμάς» (Ιακ.4,10).Ας ταπεινωθούμε, λοιπόν, όπως ταπεινωνόταν και ο άγιος Βησσαρίων , ο οποίος αν και ήταν δεσπότης, περιποιόταν ο ίδιος τούς αρρώστους και μόνος του έπλενε τα βρώμικα και"κοπρισμένα" ρούχα τους, κατά τις βραδινές μάλιστα ώρες για να μην τον δει κανείς, επαινέσει το έργο του και έτσι χάσει την ανταμοιβή πού επιφυλάσσει για τούς ακενόδοξους και σπλαχνικούς ο αγωνοθέτης Κύριος μας; ο όποιος έχει πει: «σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω ή αριστερά σου τι ποιεί ή δεξιά σου, όπως n σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. (ΜατΘ. 6,4). «Αιχμαλώτων ελευθερωτής» Ως καλός ποιμένας ο άγιος φροντίζει: 61
-κι ελευθερώνει τις ψυχές των ανθρώπων πού του έχει εμπιστευθεί ο Θεός, αρπάζοντας τες από την αγκαλιά του αόρατου εχθρού, του δαίμονα. -άλλά και γλιτώνει ανθρώπους από τα νύχια του ορατού εχθρού, του Τούρκου κατακτητή. Κάποτε οι Τούρκοι είχαν συλλάβει (40) σαράντα αιχμαλώτους και τούς έκλεισαν στο φρούριο τής Λάρισας -Άμεσα ενεργεί ο σπλαγχνικός και δραστήριος ποιμένας. εξαγοράζει τούς σκλάβους και τούς ελευθερώνει Κι αυτό γινόταν συχνά, διότι ο Τούρκος όποτε ήθελε άρπαζε και πουλούσε ως δούλους όσους άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήθελε. Γεφυροποιός. Μεγάλο και το εθνικά έργο του αγίου. Κατά την Τουρκοκρατία, Υπουργεία Πρόνοιας και Δημοσίων Έργων δεν υπήρχαν. 'Η 'Εκκλησία φρόντιζε για όλα αυτά. «Και έρχονται σήμερα οι άθεοι υλιστές και ρωτάνε τι έκανε η Εκκλησία τα χρόνια εκείνα!» Έτσι ο άγιος μας, πέρα από τούς πνευματικούς δρόμους πού ανοίγει και τα πνευματικά γεφύρια πού χτίζει, για να περάσει στη σωτηρία ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος τής εποχής του, φροντίζει να φτιάξει και δημόσια έργα, όπως δρόμους και γεφύρια (π.χ. Πορταικού, Σαρακίνας και άλλα) για να εξυπηρετούνται στις μετακιvήσεις και στις μεταφορές τους οι κάτοικοι τής Μητρόπολής του. Ονομαστό και Θαυμαστό μέχρι και σήμερα είναι το γεφύρι πού έφτιαξε στη θέση .Κόρακα. για να διευκολυνθούν οι άνθρωποι στο πέρασμα του 'Αχελώου ποταμού. Κτίτορας μοναστηριού. Φιλομόναχος από παιδί ο άγιος επιδιώκει και με την βοήθεια του Θεού κατορθώνει να κτίσει την δική του μοναχική φωλιά -ασκητική παλαίστρα. Ανεγείρει, λοιπόν, το 1527 στις πλαγιές του Κόζιακα, σε υψόμετρο 700μ. και κοντά στη γενέτειρα του, μεγάλο και περίλαμπρο μοναστήρι, του Δούσικου, όπως ονομάζεται μέχρι σήμερα, με 366 κελλιά όσες και οι μέρες του χρόνου, όπου στεγάζει τα πνευματικοπαίδια του. Το μεγαλόπρεπο Καθολικό του, (ο κεντρικός ναός πού βρίσκεται στο μέσο της αυλής του μοναστηριού) είναι 62
αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Από εκεί και η προσωνυμία του άγιου, Βησσαρίων ο Β' ο του Σωτήρος, για να διακρίνεται από τον άγιο Βησσαρίων τον Α' τον ηγιασμένο. Με σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα για την αποπεράτωση του Θεάρεστου έργου του, ταξιδεύει (1529) στην Κωνσταντινούπολη και στην Ουγγροβλαχία (Ρουμανία). Στο έργο της ανοικοδόμησης του μοναστηριού βοηθούν επίσης και ο αδελφός του αγίου, Ιγνάτιος, επίσκοπος Καπούας και Φαναρίου και ο ανεψιός του, Νεόφυτος ο Β', ο και διάδοχος του κατόπιν, στην Αρχιεπισκοπή Λαρίσης . «Κατά τον πολυκύμαντο μακραίωνα βίο της ή Μονή ανέπτυξε πλουσιότατη εθνική, κοινωνική και φιλανθρωπική δράση και εξελίχθηκε σ' ένα σπουδαίο πνευματικό κέντρο με την βιβλιοθήκη της και τούς λογίους μοναχούς της. Στα ζοφερά χρόνια τής τουρκοκρατίας ίδρυσε ιατρείο και ανέλαβε την διεύθυνση τής Ελληνικής Σχολής στα Τρίκαλα». Στο μοναστήρι λειτούργησε και Κρυφό Σχολειό. «Απόφοιτοι του σχολείου αυτοί διακρίθηκαν αργότερα ως επιφανείς κληρικοί, δάσκαλοι του Γένους, αγωνιστές της Ελευθερίας». Το ΄Αβατον. Με εντολή του αγίου, ή Μονή είναι άβατος για τις γυναίκες. Το 1740 όταν οι Πατέρες της Μονής έβαλαν μέσα στο μοναστήρι, τα γυναικόπαιδα των διπλανών χωριών , για να τα προφυλάξουν από τη δολοφονική μανία των 'Αλβανών ληστών, έγινε τρομερός σεισμός και μια ξαφνική αστραπή έσχισε το κυπαρίσσι πού ήταν στο μέσον του μοναστηριού. Άλλοτε πάλι, όταν μια Τουρκάλα αρχόντισσα Θέλησε να μπει στο μοναστήρι, έγινε σεισμός και χίσθηκε το κάστρο απ' έξω, ή δε Τουρκάλα πού έφυγε βρίζοντας, ξεψύχησε προτού προλάβει να πάει στα Τρίκαλα. Έτσι προστάτεψε το άβατο του μοναστηριού του ο άγιος. Οφείλουμε όλοι να σεβόμαστε τις επιθυμίες των αγίων. Στην αγκαλιά του Θεού. O άγιός μας, όμως, από μικρός ήταν φιλάσθενος. Τυραννιόταν από χρόνια ασθένεια ή οποία και τελικά τον κατέβαλε. Αξιώθηκε όμως του προορατικού χαρίσματος και αφού προείδε τον Θάνατό του, συγκέντρωσε και συμβούλεψε κατάλληλα τούς υποτακτικούς του. Έφυγε στον ουρανό, για να συναντήσει Αυτόν πού αγάπησε τόσο όσο τίποτε άλλο στην σύντομη επί 63
γης παρουσία του, στις 15 Σεπτεμβρίου 1540, σε ηλικία 50 μόλις ετών. Τον ενταφίασαν στο ναό τού 'Αγίου Νικολάου πού ο ίδιος είχε χτίσει. Το 1798, ο τάφος του, βρέθηκε να ευωδιάζει, άλλά ήταν άδειος. Ένας Τούρκος έκλεψε και πούλησε σε Γάλλους παπικούς, το λείψανο τού αγίου. Ευτυχώς βρέθηκε ή αγία κάρα του ή όποία και φυλάσσεται ως Θησαυρός πολύτιμος και πηγή δωρημάτων στο μοναστήρι του Αστείρευτη πηγή Θαυμάτων. α) Η λιτάνευση τής αγίας κάρας του: -Σώζει από πανώλη (πανούκλα) άλλα και από την μάστιγα της ακρίδας την Ούγγροβλαχία (Ρουμανία). -Από τη φοβερή πανώλη σώζει και την Φιλιππιάδα το Ν. Πρεβέζης. Από τότε τιμάται ως πολιούχος άγιος τής Φιλιππιάδας. -Γλιτώνει από τη θανατηφόρα δυσεντερία τούς Καλαρήτες. 'Αλλά, και πολλούς άλλους από πολλές αρρώστιες θεραπεύει. -Σταματάει μακροχρόνια ανομβρία και αφορία της γης -Διασώζει, δυό φορές, το μοναστήρι του, από την καταστροφική μανία των Γερμανών κατακτητών. Επίσης θαυματουργεί: β)Η αγία ράβδος του, την βουτούν στο νερό και όσοι πίνουν απ' αυτό το αγιασμένο νερό Θεραπεύονται από διάφορες ασθένειες από τις οποίες πάσχουν. γ)Η άγία σιαγόνα του. Ένας πνευματικός ο Χρύσανθος, πού τη μετέφερε με πλοίο από την Κωνσταντινούπολη, κατά τη διάρκεια φοβερής τρικυμίας, για να γλιτώσει από βέβαιο πνιγμό, επικαλείται τη βοήθεια τού άγίου, βουτάει την άγία σιαγόνα του στα τρικυμισμένα νερά της Θάλασσας κι αμέσως γίνεται γαλήνη. δ) Τα άγια άμφιά του. Έτσι δοξάζει ο Θεός εκείνους πού τον δοξάζουν επί της γης. «Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α' Βασιλ. Β'32). Πιστοί στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά τού Ιονίου, άλλά και την Ουγγροβλαχία (Ρουμανία), είδαν ζωντανή την δύναμη τού αγίου Βησσαρίωνα να τούς λυτρώνει «εκ παντοίων δεινών», κι έχουν πολλά να λένε για τι χάρη του. «Άγιε τού Θεού πρέσβευε στον Κύριο και Θεό μας και υπέρ ημών των αμαρτωλών». Θαυμάτων συνέχεια. Επίσης ο άγιος: 64
-γλιτώνει από βέβαιο πνιγμό ένα μικρό παιδί πού παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του ποταμού καθώς τον περνούσε για να πάει φαγητό στο τσοπάνο πατέρα του. Παρουσιάζεται ο άγιος κατά την ώρα του κινδύνου στον μικρό, του δίνει την πατερίτσα του να πιαστεί και τον τρα6αει έξω -Έπειτα του λέει: «Πήγαινε στο σπίτι σου κι εκεί θα με βρεις». Το παιδί πήγε στο σπίτι του και ανεγνώρισε το σωτήρα του στην εικόνα του αγίου Βησσαρίωνα. Ακόμα και οι Τούρκοι τιμούσαν τον άγιο Βησσαρίωνα, καθώς πολλούς πιστούς αγαρηνούς, πού με ασέβεια βλασφήμησαν κατά του αγίου, παραδειγματικά φοβέρησε και τιμώρησε. Φανερώνεται επίσης σε θλιμμένους λαϊκούς και μοναχούς, σε ασθενείς, σε φυλακισμένους και τούς ενισχύει ποικιλοτρόπως. Υποθήκες ζωής. 0 άγιος με τη διαθήκη του, το 1535τήν συνέταξε, παραγγέλνει προς τους πατέρες και αδελφούς τής Μονής του αλλά και προς όλους μας: Έχετε αγάπη μεταξύ σας, την κορωνίδα όλων των αρετών, την πηγή και ρίζα και κορυφή πάντων των αγαθών. Έχετε ομόνοια για να έχετε το Θεό ανάμεσα σας. Γίνετε μιμητές και φίλοι και οπαδοί του Δεσπότη Χριστού. Αντισταθείτε σ' εκείνον πού μας πολεμάει νυχθημερόν με χίλιες δυό δια6ολές και ενέδρες. Θυμηθείτε, «ο μεν γαρ καιρός ολίγος και οι κόποι πρόσκαιροι, αλλ' οι στέφανοι και ή ουράνιος Βασιλεία αιώνιος». Mελετάτε τις θείες γραφές. Μη μνησικακείτε, μη ραθυμείτε, μη καταλαλείτε, μη φιλονικείτε, μη φιλοδοξείτε, μη φιλαργυρείτε, μη περηφανεύεστε, μη σκανδαλίζετε, μη θυμώνετε, μην αγαπάτε την πολυτέλεια και την πρωτοκαθεδρία, «ίνα και της βασιλείας των Ουρανών μέτοχοι γένησθε, και της xαράς των εκλεκτών αξιωθήτε εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών».Αμήν. Απολυτίκιον Αγ. Βησσαρίωνος. Ήχος δ΄. Κανόνα πίστεως Της Πύλης το βλάστημα, της Θεσσαλίας φωστήρ, της Τρίκκης το σέμνωμα και των θαυμάτων πηγή εδείχθης τρισόλβιε΄ πάσαν δοκιμασίαν εν Χριστώ υπομείνας, δόξη ηγλαισμένος συν Αγγέλοις αγάλλη. Άγιε Βησσαρίων πανάριστε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών. Έτερον Απολυτίκιον Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης Τον ποιμένα Λαρίσης και Τρικκαίων τον έφορον, τον θαυματουργόν Ιεράρχην, του Χριστού Βησσαρίωνα, τιμήσωμεν εν ύμνοις οι πιστοί΄ ιάσεις γαρ πηγάζει δαψιλείς, και
65
λυτρούται νοσημάτων φθοροποιών τους ευσεβώς κραυγάζοντας΄ Δόξα τω σε δοξάσαντι λαμπρώς, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Μεγαλυνάριον. Χαίροις ο της Λαρίσης θείος ποιμήν΄ χαίροις ο Τρικκαίων αντιλήπτωρ και αρωγός΄ χαίροις ο πηγάζων, θαυμάτων θεία ρείθρα, παμμάκαρ Βησσαρίων, τοις προσιούσι σοι.
0 άγιος Βησσαρίων ο Α' ο ηγιασμένος. Υπάρχει και άλλος άγιος Βησσαρίων Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης, του οποίου δεν γνωρίζουμε όμως τον τόπο και τον χρόνο τής γέννησης και του Θανάτου του. Εκείνο πού είναι γνωστό, είναι ότι παραιτήθηκε λόγω γήρατος από το Θρόνο του και εφησύχαζε. Η ύπαρξη αυτού του αγίου έγινε γνωστή από μια τοιχογραφία πού αποκαλύφθηκε το 1920, στον Ι.Ν. Αγίων Αναργύρων Τρικάλων, όπου εικονίζονται (7) επτά άγιοι Αρχιεπίσκοποι Λαρίσης και μεταξύ αυτών και ο «Άγιος Βησσαρίων Β' ο του Σωτήρος» και ο «Άγιος Βησσαρίων ο πρώην» ο οποίος για την αγιότητα του βίου του καλείται και «Ηγιασμένος» για να ξεχωρίζει από τον συνονόματο του άγιο. Και του αγίου Βησσαρίωνα του Α' του ηγιασμένου ή μνήμη τιμάται την 15η Σεπτεμβρίου.
Απολυτίκιον των δύο Αγίων. Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης. Τους κλεινούς ποιμενάρχας της Λαρίσης τιμήσωμεν, τους ομωνυμία και βίω ισαγγέλω εκλάμποντας, τον πρώτον Βησσαρίωνα πιστοί, ομού και τον συνώνυμον αυτώ, Βησσαρίωνα τον δεύτερον εν ωδαίς, συμφώνως ανακράζοντες΄ δόξα τω στεφανώσαντι ημάς, δόξα τω θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι΄ υμών, πάσιν ιάματα.
Μεγαλυνάριον των δύο Αγίων. Χαίροις Βησσαρίων Πάτερ σοφέ, Πρόεδρε Λαρίσης και Οσίων ο μιμητής. Χαίροις Βησσαρίων συνώνυμε του πρώτου, ποιμένες Λαρισαίων αξιοθαύμαστοι.
Βιβλιογραφία 1) . 0 Μέγας Συναξαριστής. Ματθαίου Λαγγή, ΑΘήνα 1990. 2) . Θρησκευτική και ΗΘική Εγκυκλοπαίδεια. 3) . Νέα Ελληνική 'Εγκυκλοπαίδεια. Χάρη Πάτση. 4) . «0 Άγιος Βησσαρίων (ΔΟΥΣΙΚΟΝ)», Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου, 'Αθήναι 1966. 5) . «0 Άγιος Βησσαρίων». Αρχιμ. Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, «Εκδ. Ορθοδόξου Τύπου», Αθήνα. 6) Ημερολόγια τσέπης 1992, Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπολέως και Πρεβέζης και 7) Εορτολόγιο τσέπης 2001, Ιεράς Μητροπόλεως 'Ελασσώνας, αφιερωμένα στον άγιο Βησσαρίωνα .
66
Ο Άγιος Βλαδίμηρος ο Ιερομάρτυρας Μητροπολίτης Κιέβου Ο Άγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1848 στο χωριό Μάλιε Μορόσκι της επαρχίας του Ταμπώφ της Ρωσίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο εκκλησιαστικό σχολείο και έπειτα σπούδασε στη θεολογική σχολή του Κιέβου. Όταν το 1874 αποπεράτωσε τις σπουδές του, διορίσθηκε ως καθηγητής στην εκκλησιαστική σχολή του Ταμπώφ, όπου και νυμφεύθηκε. Από μικρό παιδί είχε κλήση προς την ιεροσύνη. Έτσι, το έτος 1882, χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται στο ναό του Κοζλώφ. Η πρώτη δοκιμασία δεν άργησε να έλθει. Στην αρχή της ιερατικής του διακονίας, μαζί με τον σταυρό της ιεροσύνης, σηκώνει και τον σταυρό της χηρείας. Το 1886 απεβίωσε η πρεσβυτέρα σύζυγός του και λίγο αργότερα το μονάκριβο παιδί του.
Η υπομονή του Αγίου ήταν όμοια με αυτή του πολύπαθου Ιώβ. Φεύγει πλέον από τον κόσμο και ακολουθεί τη μοναχική οδό. Εγκαταβιώνει σε μονή του Κοζλώφ και στις 6 Φεβρουαρίου 1886 κείρεται μοναχός με το όνομα Βλαδίμηρος. Το έτος 1888 εκλέγεται Επίσκοπος της πόλεως Σταρορούσκϊυ και καλείται να διακονήσει το λαό του Θεού. Αφιερώνεται ολόψυχα στο πολύπαθο και ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον αληθινό ποιμένα και πατέρα και του φιλανθρώπου Χριστού τον γνησιότατο μιμητή. 67
Στις 19 Ιανουαρίου 1891 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Σαμάρα, το 1892 Αρχιεπίσκοπος Καρτάλιν και Καχεζίας και στις 21 Φεβρουαρίου 1898 Μητροπολίτης Μόσχας. Το ποιμαντικό, φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο είναι τεράστιο. Διακόπτεται, όμως και πάλι, όταν εκλέγεται, στις 23 Νοεμβρίου 1912, Μητροπολίτης της Αγίας Πετρουπόλεως. Το 1915 η Εκκλησία του αναθέτει τα καθήκοντα του Μητροπολίτη Κιέβου. Σε κάθε τόπο που διακονούσε ο Άγιος Βλαδίμηρος άφηνε τα ίχνη της αγιότητάς του. Κυριολεκτικά δαπανούσε τον εαυτό του για την σωτηρία των ανθρώπων. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Το επαναστατικό κίνημα άρχισε να φουντώνει. Ο Άγιος προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλώντας προς τους σπουδαστές του εκκλησιαστικού σεμιναρίου της Μόσχας, έλεγε: «Ίσως να πιστεύετε ότι ο Πνευματικός άρτος που δίδει η Εκκλησία στον κόσμο έχει γίνει πολύ σκληρός, για να φαγωθεί από τους ανθρώπους. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για το ποιοι εμείς είμαστε και τι κάνουμε για τους πτωχούς αδελφούς μας. Οι αδελφοί μας πεινάνε. Είναι στο σκοτάδι. Και εμείς οφείλουμε να εργασθούμε, για να φωτίσουμε την ζωή τους με το φως του Χριστού, την πίστη, την ελπίδα». Τα γεγονότα της Οκτωβριανής επαναστάσεως (1917) αποτέλεσαν, για τους κατοίκους του Κιέβου, την αφορμή για να επιχειρήσουν την ανεξαρτησία τους. Το Ουκρανικό συμβούλιο πίεσε τον Άγιο να προβεί σε εκκλησιαστική αυτονομία. Εκείνος δεν το έπραξε και τον εκθρόνισαν. Έτσι κατέφυγε στη μονή των Σπηλαίων. Δεν θέλησε να υποχωρήσει παρά τις απειλές. Τα γεγονότα της επαναστάσεως των Μπολσεβίκων δεν άφησαν ανεπηρέαστο το Κίεβο, το οποίο καταλήφθηκε από τον επαναστατικό στρατό. Στις 23 Ιανουαρίου 1918 οι επαναστάτες έφθασαν στη μονή των Σπηλαίων. Τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν. Το μόνο που ζήτησε, πριν τον εκτελέσουν, ήταν να του χαρίσουν λίγη ώρα, για να προσευχηθεί.
Ο άγιος Γεννάδιος (17 Νοεμβρίου)
68
«Πολλοί τον πλούτον εμίσησαν, την δε δόξαν ουδείς» λένε κι επανα λαμβάνουν συνήθως οι άνθρωποι, σαν θέλουν να τονίσουν την τεράστια δύναμη που τα κοσμικά μεγαλεία κι η αγάπη της δόξας έχουν πάνω στήν ανθρώπινη καρδιά. Κι όμως ο άγιος Γεννάδιος, με τη βοήθεια του Χρι στού που αγάπησε με την ψυχή του, ξεπέρασε το μεγάλο κι αχόρταστο τούτο πάθος και νίκησε. Μια γρήγορη ματιά στούς πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής του θα μας το αποδείξει. Αλλά και μια προσεκτική μελέτη τούτων θα μας βοηθήσει να εκτιμήσουμε περισσότερο το ψυχικό μεγαλείο του. Ποια ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του αγίου δεν γνωρίζουμε ούτε και ποια η καταγωγή του. Εκείνο, που γνωρίζουμε είναι, πως αυτός ήκμασε στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Λέοντος Α' του γνωστού και με το επώνυμο του Μακέλλη (457-474 μ.Χ.). Επίσης ότι ήταν σύγχρονος των μεγάλων ασκητών Δανιήλ του Στυλίτη, που έζησε τριαν τατρία χρόνια πάνω σ' ένα στυλό, και του Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού, δηλαδή ανόητου, μωρού. Ο σεμνός εγκωμιαστής του, ο γλυκύτα τος της Κύπρου άγιος, ο μακάριος Νεόφυτος αναφέρει πως ο «γενναίος Γεννάδιος ην πρεσβύτερος της μεγάλης Εκκλησίας». Κι ακόμη πως στην έδρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την ξακουστή Πόλη όπου ζούσε απο νωρίς διακρίθηκε για την ταπεινοφροσύνη και τη σεμνότητα του βίου του, μα και τη μεγάλη του εξυπνάδα κι αρετή. Το παράδειγμα της ζωής των αγίων πατέρων και οσίων της Εκκλησίας μας που παρακολου θούσε και με προσοχή μελετούσε, πολύ τον συγκινούσε και με πόθο βαθύ αγωνιζόταν να το μιμηθεί. Η ψυχή του φλεγόταν απο την ιερή επι θυμία να αφιερωθεί κι αυτός στον Θεό και να βαδίσει τον δρόμο που οδηγεί στην ηθική τελειότητα. Το ευαγγελικό «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. ε', 48), δηλαδή αγωνισθείτε να γίνετε τέλειοι, όπως τέλειος είναι κι ο Πατέρας σας ο ουράνιος, κυκλοφορούσε διαρκώς κι έντονα στη σκέψη του. Και τον συγκινούσε. Και τον γοήτευε. Και τον παρορμούσε να 'ναι προσεκτι κός και ν' αγωνίζεται σκληρά, για να προχωρεί κάθε μέρα και πιο πετυχη μένα στην καλλιέργεια του χαρακτήρα του. Και το αποτέλεσμα των κόπων και των προσπαθειών του παρουσιαζόταν κάθε τόσο και πιο πλού σιο σ' ευλογίες. Η προκοπή του στην άσκηση μεγάλωνε σταθερά κι η αρετή του σαν πολύεδρο διαμάντι σκορπούσε γύρω και παντού τη λάμψη και τη μαρτυρία μιας λαμπρής και ζηλευτής πολιτείας. Μιας πολιτείας τόσο υπέροχης, ώστε ο χρονογράφος 69
Ευφραίμιος να τον χαρακτηρίζει «τύπον ευσέβειας και παντός κάλου». Αυτή η λάμψη της αρετής του που ακτινοβολούσε τον υπέροχο χαρακτήρα του και την εξαίρετη ανθρωπιά του, έγινεν αιτία, (ώστε Βασι λιάς και Σύγκλητος και κλήρος και λαός σ' αυτόν να στραφούν μόλις πέθανε ο τότε Πατριάρχης Ανατολίας, κι αυτόν να υποδείξουν και να καλέσουν ως τον μόνο κατάλληλο, για ν' αναλάβει στα στιβαρά χέρια του το πηδάλιο της χειμαζόμενης Εκκλησίας. Και δικαιώθηκαν. Στήν άγια μορφή του ιερού Γενναδίου ο πιστός λαός της Βασιλεύου σας βρήκε τον άξιο και στοργικό ποιμένα του. Για δέκα τρία χρόνια και δύο μήνες (458-471) ο συνετός και φλογερός Ιεράρχης ανέλαβε και διε ξήγαγε ένα σταθερό κι ασταμάτητο αγώνα για την πνευματική άνοδο του ποιμνίου του, τη φύλαξη του απο τις αιρέσεις και την προσήλωση του στην ορθή πίστη των Πατέρων. Στό πρόσωπο του είδαν και βρήκαν όλοι τον ακούραστο κι άγρυπνο πατέρα, που ήξερε να αναλίσκεται σαν λαμ πάδα για να φωτίζει με το παράδειγμα του, να θερμαίνει με την αγάπη του και να γλυκαίνει με τα λόγια και τις περιποιήσεις του τον πόνο του λαού του. Το χριστιανικό και βιβλικό κήρυγμα του απευθυνόταν προς όλους. Κι ήταν άλλοτε ειρηνικό και γαλήνιο κι άλλοτε ελεγκτικό: Ειρηνικό και γαλήνιο προς τον πιστό κι αφοσιωμένο λαό, που με δίψα έτρεχε ν' ακού σει και να ωφεληθεί απο τα λόγια οικοδομής και παρηγοριάς, που του πρόσφερε ο φιλόστοργος πατέρας. Ελεγκτικό κι αυστηρό σ' εκείνους που παρανομούσαν, οποιοιδήποτε κι αν ήταν αυτοί, και ζητούσαν να κατασκανδαλίσουν τον αθώο και πονεμένο λαό. Η μέριμνα κι η φροντίδα του για το ποίμνιο του τον συνείχε μέρα και νύχτα. Η διακήρυξη του θείου Παύλου «τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και ουκ εγώ πυρούμαι» (Β' Κορινθ. ία', 29), ήταν και δική του. Πολλές φορές ο ύπνος αρνιόταν να τον επισκεφθεί και να κλείσει τα βλέφαρα του, σαν θυμόταν πως μερικά απο τα πνευματικά παιδιά του δεν είχαν το ανάλογο φόρεμα της πίστεως και της χριστιανικής ελπίδος και αγάπης. Ή σαν άκουε πως κάποιος αιρετικός είχε γλιστρήσει ανά μεσα στους χριστιανούς του κι απειλούσε να τους παρασύρει και τους αποκόψει απο τη μάνδρα της Ορθοδοξίας. Γνώριζε ο άγρυπνος και πολύπειρος ιεράρχης, πως ο χρόνος που πέρασε είχε σκορπίσει πολλά ξένα σώματα στο καθαρό κι άδολο χρυσάφι της διδασκαλίας του Χρι στού. Οι αιρετικοί με 70
πείσμα και φανατισμό, μα κι έντεχνα είχαν κατορ θώσει απο καιρό να σπείρουν τα ζιζάνια της πλάνης τους στον αγρό της «μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας». Όμως ο φρόνιμος και φιλόπονος οικονόμος των Μυστηρίων του θεού, που είχε βαθιά επίγνωση της αποστολής και των υποχρεώσεων του έναντι των ψυχών του ποιμνίου του, ακούραστος πάντα και με ζήλο αποστολικό δίδασκε κάθε μέρα και νουθετούσε τον λαό του στην ορθή πίστη. Ως δόκιμος και καλός γεωργός φρόντιζε να περιποιείται και να κρατά το «γεώργιόν» του μακρυά απο τις επιβουλές των κακών γεωργών, που σαν λύκοι με ένδυμα προβάτου ερχόντουσαν να σκορπίσουν τα ζιζάνια των αιρέσεων τους στον ορθόδοξο χριστιανικό αγρό. Τέτοιοι κακοί γεωργοί την εποχή αυτή υπήρξαν μαζί με άλλους οι οπαδοί της παλαιάς αιρέσεως του μονοφυσιτισμού κι οι σιμωνιακοί. Οι πρώτοι με τρόπο ύπουλο αγωνιζόντουσαν να νοθεύσουν το ορθό δόγμα. Οι δεύτεροι, για να ικανοποιήσουν το αχόρταγο πάθος της φιλαργυρίας τους, πωλούσαν και αγόραζαν το ατίμητο αξίωμα της ιερωσύνης με χρή ματα. Για τους πρώτους ο καλός ποιμένας ανέλαβε συνέχειες κηρυγμά των για να διαφωτίσει το ποίμνιο του για την ορθή θέση της Εκκλησίας απέναντι στην αίρεση αυτή. Για τους δεύτερους κυκλοφόρησε τη γνωστή θεόσοφο Συνοδική εγκύκλιο επιστολή του με την οποία καταδικάζει την πράξη κι απαγορεύει στους επισκόπους να χειροτονούν κατόπιν πληρω μής αναξίους εργάτες για τον αγρό του Κυρίου. Η επιστολή αυτή είναι στ' αλήθεια υπέροχη, μα και πολύ αυστηρή. Σ' αυτήν μεταξύ άλλων αναφέρονται και τούτα. «Ημείς εν τούτη τη νέα Ρώμη και βασιλίδι μετά της ενδημούσης ημίν αγίας συνόδου ορίζομεν..., ώστε δίχα πάσης επινοίας και προφάσεως και σοφίσματος την ασεβή ταύτην νόσον καί βδελυράν (εννοεί την σιμωνία), παντελώς εκκοπήναι των αγιωτά των εκκλησιών του Θεού, όπως ακαπηλεύτου και καθαρός της του χειροτο νούντος χειρός γινομένης, άνωθεν και η καθαρά του Αγίου Πνεύματος Χάρις επιφοιτώσα εκπληροί τον χειροτονούμενον, και μη συστέλλεσθαι μάλλον ως ήδη δια χρημάτων της χειρός μολυνθείσης1 δει γαρ τους χειρο τονούντας υπηρέτας είναι του Πνεύματος και μη πράτας του Πνεύματος και χάριν είναι την χάριν και μηδαμώς μεσιτεύειν αργύριον. Διό έστω τοί νυν και έστω αποκήρυκτος (αφορισμένος) και πάσης ιερατικής αξίας αλλό τριος και τη κατάρα του αναθέματος υποκείμενος ό 71
τε κτώμενος και ο διδούς αυτήν (την ιερατική εξουσία) δια χρημάτων»... Λόγια φοβερά. Αλλά και λόγια αξιοπρόσεκτα. Υπηρέτες του Αγίου Πνεύματος είναι οι επίσκοποι που τελούν τις χειροτονίες. Υπηρέτες και όχι έμποροι... Ώ! και να τα θυμόντουσαν τούτα τα λόγια οι διοικούντες την Εκκλησία... Να θυμόντου σαν ότι είναι αφορισμένοι και ξένοι απο κάθε ιερατικό αξίωμα, αλλά και αναθεματισμένοι ακόμη, κι εκείνοι που παίρνουν το χάρισμα της ιερωσύνης δίδοντες χρήματα μα κι εκείνοι που το προσφέρουν... Μεγάλη υπόθεση το μυστήριο της ιερωσύνης. Πολύ μεγάλη. Όπως λέγει και κάποιος σύγχρονος θεολόγος, ξεχωριστός δάσκαλος του θείου λόγου και δόκιμος χειριστής του καλάμου2 «Η ιερωσύνη δεν είναι αξίω μα, που προμηθεύει ματαίαν δόξαν δεν είναι θέσις που εξασφαλίζει προ σόδους1 δεν είναι επάγγελμα βιοτικόν, αλλά κλήσις του Χριστού εις την οποίαν καλεί τους αγαπώντας Αυτόν. Είναι παρακαταθήκη ιερά, την οποίαν εμπιστεύεται εις εκείνους, πού αναλαμβάνουν το βαρύ και κοπιώδες αυτό έργον εις ένδειξιν της προς Αυτόν αγάπης». Κι οι εκκλη σιαστικοί άρχοντες, όπως λέγει ο ίδιος, «είναι οι δούλοι οι διωρισμένοι από τον Χριστόν, και καθιερωμένοι, δια να κυβερνούν την Έκκλησίαν. Να την κυβερνούν όχι ως απόλυτοι δεσπόται, αλλ' ως οικονόμοι, ως υπε ρούσιοι και εξηρτημένοι εκ του Χριστού' όχι ως κύριοι, αλλ' ως οδηγοί όχι δια να χαράξουν νέους δρόμους είτε εις την διδασκαλίαν, είτε εις την διαγωγήν και ζωήν των πιστών, αλλά δια να τους καθοδηγήσουν εις τον ένα και μοναδικόν δρόμον που εχάραξεν ο Χριστός». Τον δρόμο πού θα τους εξασφαλίσει τη σωτηρία. Έτσι είδαν οι Πατέρες της Εκκλησίας την ιερωσύνη. Έτσι την είδε κι ό ευλαβής ιεράρχης. Κλήση Χριστού. Διακονία χάριν του λαού. Διακο νία μέχρι Θυσίας. Θυσίας όχι μόνον κόπων κι υλικών αγαθών, αλλά θυσίας κι αυτής της ζωής τους για το καλό των χριστιανών. 1. Η λέξη προήλθε απο κάποιο Σίμωνα μάγο. Αυτός, όπως μας αναφέρουν αι Πράξεις (η', 14-24), σαν είδε εκεί στη Σαμάρεια όπου ζούσε τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να μεταδίδουν με την επίθεση των χειρών τους επάνω στους νεοθβπτισθέντας χριστιανούς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, πλησίασε και πρόσφερε χρήματα πολλά στους αποστόλους, για να δώσουν και σ' αυτόν τούτο το χάρισμα. Στήν πρόταση του ο απόστολος Πέτρος απήντησε με καυστική δριμύτητα καί τον έδιωξε. Από τότε όσοι ζητούν με χρήματα ν' αγο ράσουν τη δωρεά του θεού, καλούνται «σιμωνιακοί» και η πράξη τους «σιμωνία».
72
Για τον πνευματικό εφοδιασμό των χριστιανών ο αφοσιωμένος στο καθήκον ιεράρχης εκτός από την αξιόλογη συγγραφική του παραγωγή3 φρόντισε κι ιδρύθηκε τούτο τον καιρό (463) στην Πόλη η ξακουστή αργότερα Μονή του Στουδίου κι ο πάνσεπτος ναός της Θεοτόκου, ο γνωστός μας με τ' όνομα Ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Για τούτο τον ναό οι δύο πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και ένα πέθεσαν σ' αυτόν την ιερή εσθήτα της Θεομήτορος. Ετσι ο ευσεβής λαός της Βασιλίδος των πόλεων με τη βοήθεια και τον ζήλο του στοργι κού ποιμένα του εξασφάλιζε δύο ακόμη πολύτιμα μέσα πνευματικής καλ λιέργειας και ψυχικής ανατάσεως κι οικοδομής. Ή υποχρεωτική όμως από τη γόνιμη αρχιερατεία του προβολή, εντελώς ξένη προς την ιδιοσυγκρασία του και τον αυστηρό τρόπο ασκήσεως με τον οποίο ήθελε να ζει ο καλός ποιμήν, τον οδήγησαν στην ηρωική απόφαση να ανταλλάξει κάποτε την αίγλη και τα μεγαλεία του προκαθη μένου της Μεγάλης Εκκλησίας και επισκόπου του πρώτου θρόνου της Οικουμένης με την απλή κι αθόρυβη ζωή του μονάχου. Έτσι, αφού κατά παραχώρηση Θεού προαισθάνθηκε το τέλος του, έσπευσε να χειροτονή σει και ν' αφήσει για διάδοχο του στον πατριαρχικό θρόνο τον πρεσβύ τερο Ακάκιο, άνθρωπο αναγνωρισμένης ικανότητος κι αρετής και να αποσυρθεί. Φόρεσε τον δερμάτινο σάκκο του ασκητή, έβαλε κατάσαρκα στο κορμί του σίδερα κι αναχώρησε νύχτα απ' την Πόλη. Με συνοδό ένα ευλαβή μοναχό, τον Νείλο, τράβηξε για τους Αγίους Τόπους. Εκεί αφού είδε και προσκύνησε τον φρικτό Γολγοθά και τον Ζωοδόχο Τάφο προχώ ρησε για την Κύπρο. Έφτασε στην Πάφο και χωρίς καμιά χρονοτριβή αφήκε εκεί τον συνοδό του Νείλο κι αυτός μόνος ξεκίνησε για το όρος, όπου παλιά είχε στήσει την ασκητική του παλαίστρα ο γίγας της μοναστι κής ζωής, Ιλαρίων ό Μέγας. Η απόσταση απ' την πόλη ήταν μεγάλη. Κουρασμένος ό σεβάσμιος γέροντας απ' τα χρόνια περπατούσε σιγά. Έτσι πριν να φτάσει, άρχισε να νυκτώνει και να πέφτει χιονόνερο. Για να φυλαχθεί απ' τη θύελλα, τάχυνε το βήμα του προς το χωριό Κισσόπτερα, πού είναι κοντά και ζήτησε καταφύγιο σ' ένα σπίτι στο όποιο κατοικούσε μια χήρα με τα δύο παιδιά της. Κτύπησε την πόρτα του σπιτιού πολλές φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μα κανένας δεν του άνοιξε. Αλήθεια! «Δεν ειν' εύκολες οι θύρες, λέγει κι ό ποιητής, όντας ή χρεία τις κουρταλή». Το αποτέλεσμα δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε. Από το δυνατό κρύο ό άγιος πάγωσε και τη νύχτα εκείνη παρέδωκε το πνεύμα.
73
Την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν οι χωριανοί νεκρό. Την άπονη δε χήρα και τα παιδιά της μισοπεθαμένους και ξεπαγιασμένους. Ένας από το χωριό μετέφερε στον επίσκοπο της Πάφου το μήνυμα. Κι ό επίσκοπος Υπερόριος έστειλε ένα Ιερέα κι ένα λαϊκό μαζί, για να κανονίσουν τα της ταφής του 2. Σεραφείμ Παπακώστα. Θαύματα του Κυρίου σελ. 501. Παραβολαί του κυρίου σελ. 330.
3. Συνέταξε υπομνήματα στην Αγία Γραφή και μάλιστα στις Επιστολές του Παύλου, ομι λίες, έργα δογματικά και εγκυκλίους επιστολές. Της εργασίας αυτής δυστυχώς ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται.
μοναχού. Αυτή την εντύπωση έδινε ό νεκρός ιεράρχης. Ο λαϊκός πού έφτασε πρώτος ανήγγειλε στους εκεί παρευρισκομένους, τον ερχομό του ιερέα τον όποιο και περίμεναν. Ο ιερέας όμως, όταν έφτασε έξω από το χωριό, όπου βρισκόταν ή βρύση του νερού, αναγκάστηκε να σταματήσει και φοβισμένος να γυρίσει πίσω, γιατί αντί της βρύσης έβλεπε μπροστά του ένα μεγάλο κι απέραντο ποταμό. Σέ λίγο άλλος απεσταλμένος από το χωριό έτρεξε προς τον επί σκοπο και του ανέφερε, πώς ό ιερέας δεν είχε πάει και του ζήτησε να ενδιαφερθεί για την κηδεία του μοναχού. Τη στιγμή εκείνη προσήλθε κι ό ιερέας πού είχε σταλεί κι εξήγησε πώς ό λόγος πού δεν πήγε στο χωριό ήταν ή ύπαρξη ενός πολύ μεγάλου ποταμού, πού βρισκόταν μπρο στά στο χωριό. Τα λόγια αυτά κίνησαν την περιέργεια του επισκόπου, ό οποίος αφού κάλεσε όλους τους ιερείς της πόλεως ξεκίνησε μ' αυτούς και με πλήθη λαού προς το χωριό. Πραγματικά, όταν έφτασαν κοντά στη βρύση του νερού, είδαν με μεγάλη έκπληξη τους αντί της βρύσης όχι μόνο τον τεράστιο ποταμό, αλλά και σκοτάδι πάνω απ' το νερό. Ο Επί σκοπος κατάλαβε, πώς ο νεκρός για τον οποίο του μίλησαν δεν μπο ρούσε να 'ναι ένας κοινός μοναχός, αλλά κάποιος μεγάλος άγιος κι ότι αυτοί από αναξιότητα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Ύστερα από εκτενή και κατανυκτική παράκληση ο ποταμός εξαφανίστηκε, το σκοτάδι διαλύθηκε και φάνηκε ή βρύση του νερού. Αυτήν ό επίσκοπος ονόμασε Όμορον Ύδωρ (δηλ. κοντινό νερό) το γνωστό σήμερα με τ' όνομα Μωρόν Νερόν. Μετά την εξαφάνιση του ποταμού ό επίσκοπος με τους ιερείς και τον λαό προχώρησε προς το μέρος πού βρισκόταν ό νεκρός. Σάν έφτασε προσκύνησε με ευλάβεια το δερμοφόρο και σιδηροφόρο
74
σκήνωμα και διέταξε να φέρουν και να βάλουν κοντά σ' αυτό την ακίνητη και μισοπα γωμένη χήρα με τα παιδιά της. Τότε ο ευλαβής επίσκοπος Υπερόριος γονάτισε μπροστά στο λείψανο και προσευχήθηκε. Από μέρους της γυναίκας ζήτησε απ' τον ξένο μοναχό να την συγχωρήσει και να της χαρίσει πάλι την υγεία της. Το θαύμα έγινε με μιας. Η μισοπεθαμένη γυναίκα και τα παιδιά της ζωντάνεψαν στη στιγμή. Κινήθηκαν, σηκώθηκαν, περπάτησαν. Μικροί και μεγάλοι ξέσπασαν σε φωνές και με δάκρυα χαράς δόξασαν τον Πανά γαθο Θεό και τον άγνωστο άγιο του. Σέ λίγο πλήθη λαού απ' την πόλη και τα γειτονικά μέρη πού άκουσαν τα γενόμενα, άρχισαν να καταφθά νουν στο μικρό χωριό, για να ιδούν και να προσκυνήσουν τον θαυμα τουργό μοναχό. Ανάμεσα σ' αυτούς πού ήρθαν ήταν κι ό συνοδός του αγίου, ό Νείλος. Σκηνή πολύ συγκινητική διαδραματίστηκε την ώρα πού αυτός άντίκρυσε τον νεκρό ιεράρχη. Έπεσε πάνω στο άγιο λείψανο και με κλάματα και φωνές θρηνούσε τον κύριο του. Έτσι αποκαλούσε τον νεκρό. Ο επίσκοπος Υπερόριος κάλεσε ιδιαίτερα τον Νείλο και ζήτησε απ' αυτόν να του πει την ταυτότητα του νεκρού. Ο μοναχός Νείλος αρνιόταν στην αρχή. Ύστερα όμως του φανέρωσε το μυστήριο: -Δέσποτα μου, του είπε, ό μοναχός αυτός, ό ξένος και ταπεινός, εί ναι ό Γεννάδιος, ό άλλοτε αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως. Στό άκουσμα του ονόματος ό επίσκοπος Υπερόριος σηκώθηκε και βαθιά συγκινημένος έδωσε εντολή να ετοιμάσουν για τον νεκρό το ανά λογο φέρετρο. Ύστερα, αφού τοποθέτησαν εκεί το άγιο λείψανο, με ύμνους και θυμιάματα, το σήκωσαν και με λαμπάδες κι άλλην ιερή δορυ φορία το μετέφεραν για να το θάψουν στην επισκοπή. Μόλις οι άνθρωποι πού κρατούσαν το φέρετρο προχώρησαν κι έφτασαν εκεί πού κτίσθηκε αργότερα ό ομώνυμος ναός, ένοιωσαν μεγάλη κούραση κι απέθεσαν το φέρετρο για να ξεκουραστούν λίγο. Όταν ύστερα δοκίμασαν να το σηκώσουν πάλι και να προχωρήσουν, στάθηκε αδύνατο. Το φέρετρο δεν μετεκινείτο. Νόμιζε κανείς πώς είχε ριζώσει στη γη. Το γεγονός αυτό τους έκαμε να καταλάβουν, πώς ό άγιος ήθελε στον τόπο εκείνο να ταφεί. Αυτό και έγινε. Εκεί τον έθαψαν κι εκεί αργότερα ή ευλάβεια των πιστών έκτισε ένα ναό4 στη μνήμη του. Στήν κηδεία του οσίου πολλοί άρρωστοι έγιναν καλά. Και για πολλούς άλλους ό τάφος του στάθηκε πηγή ιαμάτων. Ειδικά ό άγιος έλαβε τη χάρη από τον Θεό να θεραπεύει όσους υποφέρουν από κρυολογή ματα κι από τον βήχα, επειδή κι 75
αυτός από το πολύ κρύο απέθανε. 5 Άν και ό Βηχιανός αναφέρεται μεταξύ των τοπικών αγίων του νησιού μας, μερικοί φρονούν ότι το όνομα τούτο είναι μάλλον επίθετο του αγίου Γενναδίου κι ότι ό άγιος Βηχιανός και ό άγιος Γεννάδιος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο άγιος Βηχιανός και Βησσιανός έχει ως κέντρο σεβασμού το μικρό χωριά Ανάγια, πού βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ της Λευκωσίας και την Κισσούσα της έπ. Λεμεσού. Τοιχογραφίες του αγίου Βρίσκουμε σε εκκλησίες της Γαλάτας, του Ιδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητές εικόνες στα Ανάγια, σε ναούς της Λευκωσίας (άγ. Σάββα, Τρυπιώτη), της Λάρνακος και αλλαχού. Αυτή με αδρές γραμμές υπήρξε ή ζωή κι ή δράση του μεγάλου τούτου τέκνου της Εκκλησίας μας. Ζωή αγωνιστική. Μα και ζωή ταπεινοφροσύνης και θυσίας. Ταίς του αγίου Γενναδίου πρεσβείαις Χριστέ, ό Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Απολυτίκιο Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον... Αρετών ταίς ιδέαις κατακοσμούμενος, της Εκκλησίας εδείχθης Αρχιεράρχης σοφός, και ποιμήν αληθινός, πάτερ Γεννάδιε, ως θεράπων του Χριστού, και οσίων κοινωνός, εν πάση δικαιο σύνη. Και νυν δυσώπει απαύστως, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών. Μεγαλυνάριο Βίω διαπρέψας αγγελικώ ώφθης Βυζαντίου, ποιμενάρχης θεοειδής, και εν Κύπρω, Πάτερ, Κυρίω εκδημήσας, Γεννάδιε, εδέξω, δόξης τον στέφανον. 4. Σέ τούτο τον ναό ό συνοδός του αγίου Νείλος, χειροτονήθηκε υποδιάκονος Kι απέθανε σε λίγο. Αυτού του ναού τα ερείπια σώζονται και σήμερα. 5. Ο άγιος Νεόφυτος, πού διηγείται τα του αγίου Γενναδίου προσθέτει και τούτο. «Επεί δε και ό κατάρρους πολλάκις από πολλής ψυχρότητας είωθε γίνεσθαι, και αυτός (ό Γεννάδιος) από πολλής ψυχρότητας τέθνηκεν, ιαματικήν προς τούτο το πάθος κέκτηται χάριν».
ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ Β΄ Ο ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
76
Θεολόγος, συγγραφέας καί πρῶτος μετά τήν Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας (1453) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (14541456). Ἐξέχουσα φυσιογνωμία τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος, ἐσφράγισε μέ τήν πολύπλευρη δράση του τήν πορεία καί τήν ἐξέλιξη τοῦἙλληνισμού καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικής Ἐκκλησίας. Γόνος εὔπορης οἰκογένειας ἀπό τήν Θεσσαλία, ἐγεννήθηκε, ἐμορφώθηκε καί ἔδρασε στήν Κωνσταντινούπολη σέ μία ἐποχή βαθειά σημαδεμένη ἀπό ἔντονες ἐκκλησιαστικοπολιτικές μεταλλαγές. Ὁ χρόνος τῆς γεννήσεώς του τοποθετεῖται μεταξύ τῶν ἐτῶν 1398 και 1405. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Γεώργιος, τό δέ ἐπώνυμο Κουρτέσης ἤ Κορτέσης, τό ὁποῖο σημαίνει καί τόν αὐλικό καί εἶναι συνώνυμο τοῦ Σχολαρίου. Ἡ ἐπωνυμία Σχολάριος θεωρεῖται οἰκογενειακή καί προέρχεται πιθανότατα ἀπό ἀξίωμα μέλους τῆς οἰκογένειάς του στόν στρατό ἤστά ἀνάκτορα ἤἐπειδή πιθανῶς ἐνωρίς ἤδη κατά τή νεότητα αὐτοῦἐπιτελοῦσε χρέη σχολαρίου, δηλαδή φύλακος τῶν ἀνακρόρων. Τό γεγονός ὅτι ἡοἰκογένειά του ἦταν εὔπορη, τοῦ ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἀποκτήσει εὐρύτατη μόρφωση. Ἔτσι, σέ πολύ νεαρά ἡλικία ἐπέτυχε νά διακριθεῖ γιά τήν ἐξαίρετη παιδεία του καί συνδέθηκε μέ ὅλες σχεδόν τίς ἐξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς του. Ἰδιαίτερο πνευματικό δεσμό ἐκαλλιέργησε μέ τόν Μητροπολίτη Ἐφέσου Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό , τοῦ ὁποίου ἔγινε πνευματικό τέκνο καί τόν διαδέχθηκε στόν ἀγῶνα κατά τῆς ἑνώσεως μέ τή Δυτική Ἐκκλησία ὡς ἀρχηγός τῶν ἀνθενωτικῶν. Πρῶτο ἐπάγγελμα πού ἄσκησε ὁ Σχολάριος ἦταν τοῦ διδασκάλου. Ἀπό πολύ ἐνωρίς ἵδρυσε στήν οἰκία του ἰδιωτική σχολή, ὅπου ἐδίδασκε γραμματική, ρητορική καί φιλοσοφία. Ἡ φήμη του ὡς διδασκάλου, ἡ ἐξαίρετη μόρφωση καί ἡ σύνδεσή
77
του μέ τό παλάτι ἔδωσαν τή δυνατότητα στόν Σχολάριο νά καταλάβει σημαντικές διοικητικές θέσεις. Τό 1444, μετά ἀπό προτρεπτική ἐπιστολή τοῦ φίλου καί καθοδητη τοῦτου περί τά πνευματικά Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐμφανίζεται στό προσκήνιο καί λαμβάνει ἐνεργό μέρος στόν ἀνθενωτικό ἀγῶνα. Τό 1450 ὁ Σχολάριος ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τά κοσμικά ἀξιώματα καί τίς ἀπoλαυές τους καί νά ἐνδυθεῖτό μοναχικό σχῆμα, σέ στιγμή μάλιστα πού, ὅπως ὁἴδιος μαρτυρεῖ, οἱ σχέσεις του μέ τά ἀνάλτορα ἦσαν ἄριστες. Ἡ ἀπόφασή του αὐτή ἀποτελοῦσε ἐκπλήρωση παλαιᾶς του ἐπιθυμίας, ἀλλά καί συμμόρφωση πρός σχετική προτροπή τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἐγκατέλειψε τή μονή τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου διέμενε μετά τό θάνατο τῶν γονέων του, καί εἰσῆλθε στήν κοινοβιακή μονή τοῦ Χαρσιανείτου, ὅπου ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Γεννάδιος. Ἐν τῷ μεταξύ, τά πολιτικά καί ἐκκλησιαστικά πράγματα στήν Κωνσταντινούπολη ἐξελίσσονταν ἄσχημα. Μπροστά στόν καθημερινά αὐξανόμενο τουρκικό κίνδυνο, ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ἐδέχθηκε, σέ μιά ὕστατη προσπάθεια νά ἐξασφαλίσει βοήθεια ἀπό τή Δύση, τή μετά ἀπό ἐνέργειες τῶν μετριοπαθῶν ἀνθενωτικῶν ἐπανάληψη τῶν διαπραγματεύσεων γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Παρά τό γεγονός ὅμως ὅτι ἐπεκράτησαν καί τότε οἱ ἀπόψεις τῶν ἀνθενωτικῶν καί προτάθηκε ἡ σύγκληση νέας Συνόδου στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 12 Δεκεμβρίου 1452, ἐτελέσθηκε ἑνωτική Λειτουργία στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀπό τόν καρδινάλιο Ἰσίδωρο καί μέ τήν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος καί τῶν πολιτικῶν ἀξιωματούχων. Στήν ἐνέργεια αὐτή ὁ Γεννάδιος ἀντέδρασε ἔντονα, καί σέ ἔνδειξη διαμαρτυρίας, γιά τήν ἔναντι τῆς οὐδέποτε ἀποσταλείσης βοηθείας νέα προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐθυροκόλλησε στήν πόρτα τοῦ κελλίου του κείμενο μέ ὀξύτατη κατά τῶν ἑνωτικών προκήρυξη. Ἀπό τότε καί μέχρι τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους, ἀπομονώθηκε στή μονή τῆς μετανοίας του. Στήν προσπάθεια του νά διαφύγει μετά τήν κατάληψη τῆς Πόλεως, συνελήφθη αἰχμάλωτος καί ὁδηγήθηκε στήν Ἀδριανούπολη ὡς δοῦλος στήν ὑπηρεσία ἀξιωματούχου μουσουλμάνου. Σύντομα ὅμως ἀναζητήθηκε ἀπό τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή καί ὁδηγήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐδέχθηκε ὡς πρώτη εὔνοια τοῦσουλτάνου τήν ἄδεια νά θέσει σέ ἐπαναλειτουργία τή μονή του. Στίς 6 Ἰανουαρίου 1454 ἐξελέγη ἀπό Σύνοδο πλησιοχώρων Ἀρχιερέων πρῶτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά τήν 78
Ἅλωση καί ἐνθρονίσθηκε μέ ἐπίσημη τελετή ἀπό τόν σουλτᾶνο, ὁὁποῖος τοῦπαραχώρησε τό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, γιά νά ἐγκαταστήσει ἐκεῖτό Πατριαρχεῖο. Ἄν καί ὀλιγόχρονη, ἱπατριαρχεία τοῦΓενναδίου θεωρεῖται σημαντικότατη γιά τήν ἱστορία τόσο τοῦΝεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, ὅσο καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡπαραχώρηση σέ αὐτόν τῶν προνομίων ἀπό τόν Μωάμεθ ἀποτέλεσε τήν ἀφετηρία γιά τήν ἐξασφάλιση τῶν ἀναγκαίων προϋποθέσεων ἐπιβιώσεως τοῦΓένους καί τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ἐπακολουθήσασα μακραίωνη δουλεία. Παράλληλα, ἡἵδρυση ἀπό τόν Γεννάδιο τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς ἔθεσε τά θεμέλια τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦὑπόδουλου Γένους. Τό 1456 ὁΓεννάδιος ἀναγκάσθηκε, κάτω ἀπό τό βάρος τῶν ἀνυπέρβλητων προβλημάτων καί τῆς ἐπισφαλοῦς ὑγείας του, νά παραιτηθεῖκαί νά μεταβεῖστή μ ονή Βατοπεδίου στό Ἅγιον Ὄρος . Ἀργότερα ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στή μονή τοῦΤιμίου Προδρόμου, στό ὄρος Μενοίκιον, κοντά στίς Σέρρες, ὅπου ἐκοιμήθηκε μετά το 1472. Ἄν καί μετά τήν παραίτησή του ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη δύο φορές, δέν ἔχει ἀποδειχθεῖμέ βεβαιότητα ὅτι ἐπανῆλθε στόν πατριαρχικό θρόνο. Ὁ Γεννάδιος ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα μία ἀπό τίς ἐξοχότερες φυσιογνωμίες τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος. Συγχρόνως ὅμως ὑπῆρξε καί ἡ τραγικότερη προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς του. Μέ τόν ἀναντίρρητο πλοῦτο τῶν γνώσεών του καί τό τεράστιο συγγραφικό του ἔργο καταλαμβάνει δικαιωματικά μία ἀπό τίς πρῶτες θέσεις στή Βυζαντινή Γραμματεία. Εὐθύς μετά τό θάνατο αὐτοῦ, κατά τήν Κυριακή τῆς Ὁρθοδοξίας, ἐγράφη στό Συνοδικόν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἀλόλουθο χαρακτηριστικό μνημόσυνο αὐτοῦ, ὡς τοῦτο διέσωσε ὁΠαρσινός Κῶδιξ 1294: «Γενναδίου τοῦσοφωτάτου καί ΟἰκουμενικοῦΠατριάρχου, μέγιστον δέ κράτος ἀραμένου ἐπι σοφίᾳπαντοδαπῇκαί δυνάμει λόγον ἀνυπερβλήτῳκαί λαμπρόν μέν ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀγωνισαμένου καί λόγοις καί συγγράμμασι καί διαλέξεσι καί διδασκαλίαις, παρρησιασαμένου δέ τήν εὐσέβειαν πολλάκις ἀπαραμίλλῳψυχῆς γενναιότητι ἐνώπιον βασιλέων καί δυναστῶν καί λαῶν καί δήμων ὅλων καί ἐπί πάντων ἁπλῶς τήν ἱεράν τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὁμολογίαν καί ἀλήθειαν ἀναδιδάξαντός τε καί ἀποδείξαντος καί κήρυκος παντός ἀνακηρύξαντος γεγωνότερόν τε καί εὐσημότερον, εἶτα τήν ἡσυχίαν ἀντί πάντων ἀσπασαμένου τε καί ἑλομένου διαγωγήν καί τόν βίον ἐν αὐτῇμεταλλάξαντος ὁσίωςε καί μακαρίως καί οὕτω τήν πολυειδῆἐπισφραγισμένου ἑαυτῷἀρετήν ἀοιδίμως, αἰωνία ἡμνήμη» . 79
Ἀπό τά ἔργα του ἀναφέρουμε τά σπουδαιότερα: Ρητορικά ἔργα ( Ὁμιλίαι καί Λόγοι): Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, Ἐπί τῇ παραβολῇ τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, Τοῦ ἀσώτου καί περί μετανοίας, Τῇ πρώτῃ τῶν νηστειῶν καί περί νηστείας, Περί ἐλεημοσύνης, Περί τοῦ μυστηριώδους σώματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἸησοῦΧριστοῦ, Τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ ἐν τῷ Παλατίῳ, Τῇ ἑορτῇ τῶν Εἰσοδίων, ἐν τῇ μονῇ τῆς Περιβλέπτου , Εἰς τήν Μεταμόρφωσιν, ἐν τῷ Παλατίῳ, Εἰς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους , Ἐπί τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου καί τῆς μετανοίας αὐτοῦ, Ἐπί τῇ μεταστάσει τῆς Θεοτόκου, Ἐπί τῇ μνήμῃ τῆς ἀποτομῆς τοῦ Προδρόμου, Εἰς τήν κατά σάρκα Γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ἀπόσπασμα ὁμιλίας εἰς τόν Ἅγιον Δημήτριον, Ἀπόσπασμα εἰς Ἅγιον Λεόντιον Ἀχαῒας, Ἐπιτάφιος ἐπί τῷ μακαριωτάτῳ πατρί καί διδασκάλῳ κυρῷ Μάρκῳ τῷ Ἐφέσῳ κατά κόσμον Εὐγενικῷ, καί ἄλλα. Δογματικά ἔργα: Περί θείας προνοίας καί προορισμοῦ, Περί θείου προορισμοῦκαί θανάτου, κατά τόν Μ. Βασίλειον, τῷ Ἰωσήφ τῷ ἐν Θεσσαλονίκῃ, Περί τοῦ θείου προορισμοῦ, τῷ αὐτῷ πατρί , Περί τοῦ καιροῦ καί τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως τῶν νοερῶν καί ἀθανάτων ψυχῶν , Ἐκ τοῦ πρώτου περί ψυχῆς, κατά τόν Γρηγόριον Νύσσης, Περί τῆς λογικῆς καί ἀνθρωπίνης ψυχῆς, δεύτερον, τῷ πανιερωτάτῳ Μητροπολίτῃ Μηδείας Θεοφάνει, Περί τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, τί αὐταῖς γίνεται μετά τήν τῶν σωμάτων ἀπαλλαγήν, Περί ψυχῶν καί σωμάτων καί πουργατορίου, τῷ Ἰωάννῃ, Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (α. Περί τῶν αἰτίων τοῦσχίσματος. β. Περί τοῦ μακαρίου Αὐγουστίνου, καί καθόλου περί τοῦπῶς δεῖ χρῆσθαι ἑκάστῳτῶν διδασκάλων ἡμᾶς κατά ἀντιπαράστασιν. Ἐν ᾧκαί περί τῶν κτιστῶν εἰκόνων καθολική θεωρία. γ. Διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων. δ. Ἐπιχειρήματα τῶν Λατίνων. ε. Ἐκ Πατρός δι' Υἱοῦ. στ΄. Συμφωνία Ἑλλήνων καί Λατίνων Πατέρων. Πίναξ ἀρίστης συγγραφῆς τῆς ἐνθάδε... τοῦθείου Σχολαρίου), Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βιβλίον δεύτερον, Ὅτι ἀδύνατον ἐστι καί τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ προβολέα εἶναι τοῦ Πνεύματος, Ἀπολογία σύντομος ὑπέρ τοῦ μή δέχεσθαι τούς ὑγιαίνοντας τῶν Γραικῶν τήν ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδον καί τήν ἐκεῖ κακῶς ὁρισθεῖσαν ἕνωσιν , καί ἄλλα Ἀπολογητικά ἔργα ἀπευθυνόμενα πρός Μουσουλμάνους, Πολεμικά κατά ΓεμιστοῦΠλήθωνος, Ποιμαντικά καί Ἀσκητικά , Μεταφράσεις καί Σχόλια , Φιλοσοφικά καί Σύμμεικτα.
80
Ἀπό τά Λειτουργικά ἔργα τοῦΓενναδίου Σχολαρίου ἀναφέρουμε: Εὐχαί μετανοιῶν καί μερικαί τῶν ψαλμῶν ἐπιτομαί ἐν συνόψει, Εὐχή εἰς τόν Πατέρα, Ἡ ἑπτάριθμος εὐχή μετά ἀναπτύξεως, ἡδιδαχθεῖσα ὑπό τοῦ Δεσπότου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Εὐχή εἰς τόν ἄναρχον Πατέρα καί οὐράνιον Βασιλέα ὑπέρ σωτηρίας τῆς Πελοποννήσου, Εὐχή εἰς τόν ἕνα καί τρισυπόσταστον Θεόν, Ἑτέρα εὐχή, Εὐχή ἑτέρα πρωϊνή, Εὐχή εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν , Εὐχή ἐν τῇἀρχῇτῆς νυκτός, Εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον εὐχή, Εἰς τούς μακαρίους Πάντας, εἴτε Ἀγγέλους, εἴτε ἀνθρώπους. Ἀπό τίς ἔμμετρες εὐχές ἀναφέρουμε: Εἰς Πατέρα, Χριστόν, Θεοτόκον, Τίμιον Σταυρόν, Ἰωάννην τόν Πρόδρομον καί εἰς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, Ἐπιτάφιον ἐπίγραμμα εἰς Δημήτριον Λάσκαρην, τόν ὡς μοναχόν θανόντα ὑπό τό ὄνομα Δανιήλ, Ἐπί τῆς ματαιότητος τοῦ κόσμου, Εἰς τό σωτήριον πάθος, Ὕμνος εἰς τόν Θεόν μετά δεήσεως, Εἰς τόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν καί θαυματουργόν Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης, τόν Παλαμᾶν κανών , Ἐπιτάφιοι στίχοι εἰς Μᾶρκον τόν Ἐφέσου, καί ἄλλα.
ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Ὁ Ἅγιος Γερμανός ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη περί τό ἔτος 640 μ.Χ. καί ἦταν υἱός τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ τόν Πωγωνᾶτο (668-685 μ.Χ.) θεωρούμενος ὡς ἐνεχόμενος στή 81
δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β΄. Τόν Γερμανό, ἀφοῦ τόν εὐνούχησε, τόν κατέταξε στόν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδοθείς μετά ζήλου στή μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθύς γνώστης αὐτῶν καί διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα του βίου καί τήν ἀρετή του. Στή συνέχεια ἐπισκέφθηκε τά Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τούς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐχειροτονήθηκε ἱερεύς. Τό ἔτος 709 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπό τόν Πατριάρχη Κῦρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου. Ἀπό τήν ὑψηλή αὐτή θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρά κατά τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Καθαιρεθέντος τοῦ Πατριάρχου Κύρου καί ἀποθανόντος τοῦ διαδόχου αὐτοῦ Ἰωάννου ΣΤ΄, στίς 9 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 715 μ.Χ., ἐξελέγη, μέ τήν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τίς πνευματικές καί ἠθικές του δυνάμεις στή διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καί νουθετώντας αὐτό μέ τά ἐμπνευσμένα κηρύγματά του. Ὅταν ἀνῆλθε στό θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος (717-741 μ.Χ.), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανός ἀπό αὐτόν, γιά νά τόν βοηθήσει γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλά τόν μέν Λέοντα ἔλεγξε γιά τίς ἀνίερες πράξεις του, τόν δέ λαό παρότρυνε σέ ἀντίσταση κατά τῶν εἰκονομάχων. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων, ὅτι τίποτε δέν κατόρθωνε, διά πραξικοπήματος ἀνάγκασε τόν Ἅγιο νά παραιτηθεῖ. Ἔτσι, στίς 6 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 730 μ.Χ., ἀφοῦ κατέθεσε τό ὠμοφόριό του ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ παλατίου, ἀποσύρθηκε στήν πατρική του οἰκία στό Πλατάνι, ὅπου ἔζησε μέ ἀσκητεύοντας καί συνθέτοντας ἐκκλησιαστικούς ὕμνους. Ἀ νάμεσα στά πολλά μελωδήματά του ἀναφέρουμε : Τό Δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς Ἰνδίκτου, τά Ἰδιόμελα τοῦ Ἑσπερινοῦ στή Γέννηση τῆς Θεοτόκου, τήν Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων, τά Ἰδιόμελα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καί τά Ἰδιόμελα τῆς Λιτῆς τῆς Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τό ἔτος 718 μ.Χ. διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπλη ἀπό βαρβαρική ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Ὁ Ἅγιος Γερμανός ἐκοιμήθηκε, μετά σύντομη ἀσθένεια, τό ἔτος 740 μ.Χ. καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῆς Χώρας. Ὁ Ἅγιος Γερμανός καθαιρέθηκε καί ἀναθεματίσθηκε ἀπό τήν ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας, τό ἔτος 754 μ.Χ., ἐδικαιώθηκε καί 82
ἐξυμνήθηκε ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό ἔτος 787 μ.Χ., ἡ ὁποία κατεδίκασε τούς εἰκονομάχους καί ἀναστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες. Ὁ Ἅγιος Γερμανός κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικό καί συγγραφικό ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τά περισσότερα ἔργα του κατεκάησαν μέ διαταγή τοῦ Λέοντος. Περιεσώθησαν δέ ἀπό μέν τούς ὕμνους 104 Στιχηρά καί 22 Κανόνες, ἀπό δέ τά συγγράμματά του τά ἑξῆς: α) «Περί Αἱρέσεων καί Συνόδων» , β) «Τρεῖς δογματικαί ἐπιστολαί ἐπί τῶν εἰκονομάχων» (πρός Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνάδων, πρός Κωνσταντῖνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καί πρός Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτώ λόγοι» (δύο στήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατά τήν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καί τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δυό στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἕνας στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου), δ) «Ὁμιλία» (στά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καί στά ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ). Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία καί ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 12 Μαῒου. Ὕμνος τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἅπλωσε τὸ ἔλεος τῆς ἀμετάβλητης προστασίας σου Μετάφραση: Ἀρχιμ. Ἰγνατίου Σωτηριάδη ἀπὸ τὸ βιβλίο: Georges Gharib: Οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας. Ἱστορία καὶ λατρεία. Ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1997.
«Μητέρα τοῦ Θεοῦ, σὲ μᾶς ποὺ εἴμαστε χριστιανοὶ καὶ μὲ πίστη χριστιανικὴ σὲ τιμοῦμε, ἐμπρός, ἅπλωσε τὸ ἔλεος τῆς ἀμετάβλητης προστασίας σου... Ζητώντας σὲ ὅταν ἡ θλίψη πλησιάζει, ἐλευθερωνόμαστε, κι ὅταν πάλι εἶναι o καιρὸς τῆς χαρᾶς, σὺ εἶσαι ποὺ τὴν προμηθεύεις. Κι ἀπ' τὴ στιγμὴ ποὺ σ' ὅλα τὰ πράγματα βρισκόμαστε κάτω ἀπ' τὴν παρακίνησή σου, ἀποκτοῦμε τὴν ἐμπιστοσύνη ὅτι ζεῖς μαζί μας... Ἂν κάποτε ὁ Ναὸς τοῦ Σολομώντα συμβόλιζε τὸν οὐρανὸ πού σκεπάζει τὴ γῆ, πόσο περισσότερο δὲ θὰ ταν δίκαιο νὰ ἐξυμνήσουμε ὡς γήινους οὐρανοὺς τὶς δικές σου ἐκκλησίες, ἐσένα πού ἔγινες ὁ ζωντανὸς ναὸς τοῦ Χριστοῦ; Τ' ἀστέρια μιλοῦνε φωτίζοντας στὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ τοὺς ὑλικοὺς χρωματισμοὺς τῶν εἰκόνων σου, ὦ Θεοτόκε, καὶ δείχνουν 83
ἀπαστράπτοντας τὶς πλούσιες δωρεές σου πρὸς ἐμᾶς. Ὁ ἥλιος κι ἡ σελήνη φωτίζουν τὸ μόνο τροχὸ τῆς ρόδας, τὸ δικό σου τὸ φῶς, ποὺ ἔρχεται ἀπ' τὸ Φῶς ποὺ ἐσὺ γέννησες, κάνει νὰ λάμπει κάθε σπίτι, κάθε πόλη, κάθε γῆ. Κι ἑπομένως εὐτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἂν καὶ ἁμαρτωλός, γιατί τοῦ ἔτυχε νὰ εἶναι ὅμοιός σου κατὰ τὴ φυσικὴ οὐσία κι ἀκόμη νὰ ναι μέτοχος τῆς θείας φύσης μέσω σοῡ. «Εὐτυχής» πραγματικὰ καὶ καλό του συνέβη ἢ μᾶλλον «καλὸ θὰ τοῦ συμβεῖ» (Ψαλμ. 128, 1). Πράγματι ἐσὺ δὲν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θεωροῦνται ἄξιοι νὰ χουν τὴ βοήθειά σου μέχρι τὸ τέλος. Ἄς ὑποχωρήσει ὁ θάνατος στὴ δύναμή σου, ὦ Θεοτόκε, γιατί ἐσὺ χάρισες τὴ ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους! Ἄς ὑποχωρήσει στὴ δύναμή σου ὁ τάφος, γιατί ἐσὺ ἔγινες θεῖο θεμέλιο ἀνεξήγητου ὕψους! Ἄς ὑποχωρήσει στὴ δύναμή σου ἡ σκόνη! Πράγματι, ἐσὺ εἶσαι ἡ ἀναγέννηση, γιατί ἔγινες Κυρία γιὰ κείνους ποὺ εἴχανε φθαρεῖ στὴ λάσπη τῆς ὕλης. Μὲ πίστη, λοιπόν, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε ὅτι ἐσὺ εἶσαι ἡ σύντροφος τῆς ζωῆς μας: πράγματι, ἂν δὲν εἴχαμε αὐτὴ τὴν παρηγοριά, τότε τὸ πνεῦμα μας θὰ σβηνε ἀπὸ ἐπιθυμία γιὰ σένα. Μὲ πίστη σκεφτόμαστε ὅτι, ὅπως εἶναι γραμμένο, οἱ οὐρανοὶ ἔχουν τοποθετηθεῖ στὴ θέση τους. Ἔτσι πιστεύουμε νὰ σὲ ξαναδοῦμε, ἐσένα ποὺ στέκεσαι ἀνάμεσά μας ὡς σύντροφος τοῦ ταξιδιοῦ ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ σώματός σου».
Ἡ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Σημειοφόρος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης
84
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων καὶ ἐξορίσθηκε σὲ κάποιο νησὶ τῆς Προποντίδος, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες τὸ ἔτος 821 μ.Χ. σὲ ἡλικία σαράντα πέντε ἐτῶν. Τὸ τίμιο λείψανό του παρέμεινε ἐνταφιασμένο ἐπὶ εἴκοσι χρόνια στὸν τόπο τῆς ἐξορίας. Ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (842847 μ.Χ.), μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ πολλῶν ἱερῶν λειψάνων Ἁγίων ποὺ πέθαναν στὴν ἐξορία, ὅπως τοῦ Θεοφύλακτου Νικομηδείας, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καὶ τοῦ Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως. Τότε, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὰ ἔτη 846-847 μ.Χ., ἀνεκομίσθηκε στὴ Μυτιλήνη μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Νὰ πῶς περιγράφεται στὸ Βίο του τὸ γεγονὸς αὐτό: «Πάντες οἱ τῆς νήσου Μυτιλήνης οἰκήτορες, ἅμα πρεσβυτέροις καὶ παντὶ τῷ κλήρῳ παρεγένοντο ἔνθα κατέκειτο τὸ σῶμα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἠμῶν καὶ ὁμολογητοὺ Γεωργίου, καὶ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἀγρυπνήσαντες, τὴ ἐπιούση ἡμέρα λαβόντες τὸ σῶμα μετὰ ψαλμῶν καὶ ὕμνων ἀπεκόμισαν αὐτὸ εἰς τὴν ἰδὶαν νῆσον καὶ κατέθεικαν αὐτὸ μετὰ καὶ τῶν λοιπῶν πατέρων, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι». Εὐλαβὴς παράδοση, ποὺ διασώθηκε μέχρι τὶς ἡμέρες μας, θεωρεῖ ὡς τόπο ταφῇς τοῦ Ἁγίου τὴ θέση «Τρία Κυπαρίσσια» (Σαρὴ Μπαμπά), κοντὰ στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα μ.Χ. ἐσώζετο καὶ τιμόταν στὴ Μυτιλήνη ἡ χεῖρα τοῦ Ἁγίου. Αὐτὴ πιθανῶς εἶναι ἡ δεξιὰ χεῖρα ποὺ σῴζεται σήμερα στὸ Σκαλοχώρι καὶ φέρει ἐπιγραφὴ «Ἅγιος Γιόργις» καὶ κοινῶς θεωρεῖται ὡς χεῖρα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
85
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. Θείου Πνεύματος, καρποφορήσας, ὡς θεόφυτος λειμὼν τὴν χάριν, Ἱεράρχα τῶν ἀρρήτων Γεώργιε, τᾶς τῶν ψυχῶν ἐγεώργησας αὔλακας, ὡς ἐπιπνοίας ἄθλου γεώργιον. Πάτερ Ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Εορτή: 25 Ιανουαρίου Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος καταγόταν από την Ναζιανζό της Μικράς Ασίας. Η μητέρα του Νόννα ήταν ευσεβής Χριστιανή, ενώ ο πατέρας του ήταν αρχικά οπαδός του συστήματος των Υψισταρίων, ενός κράματος από ιουδαϊκά και εθνικά θρησκευτικά στοιχεία, και στο οποίο η λατρεία του υψίστου Θεού συνδυαζόταν με την λατρεία του πυρός. Η σύζυγός του με την προσευχή και την καθημερινή παρακίνησή της κατόρθωσε την επιστροφή Ο άγιος Γρηγόριος κλήθηκε να αναλάβη την ηγεσία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως σε μια εποχή δύσκολη, κατά την οποία είχαν επικρατήσει οι αιρετικοί Αρειανοί για σαράντα χρόνια και η αυτοκρατορική
86
αυλή ευνοούσε την αίρεση. Εκεί, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, έλαμψε το θεολογικό του χάρισμα, αλλά και το μεγαλείο της ψυχής του. Εξεφώνησε τις περίφημες περί θεολογίας ομιλίες του και ο μικρός Ναός στον οποίο ομιλούσε και λειτουργούσε ονομάσθηκε Αναστασία, επειδή ανέστησε τον θείο λόγο. Τελικά, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος του παρέδωσε τον καθεδρικό Ναό και η Β' Οικουμενική Σύνοδος τον ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Οι εχθροί του όμως έθεσαν θέμα αντικανονικότητος της εγκαταστάσεώς του στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή τάχα κατείχε άλλην έδρα. Η καταγγελία όμως αυτή δεν ευσταθούσε, διότι στην πόλη Σάσιμα δεν εγκαταστάθηκε ποτέ. Όμως για να μη δημιουργηθή σχίσμα στην Εκκλησία, ανεχώρησε από την Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα εξεφώνησε από την προεδρικήν έδρα της Συνόδου έναν συγκινητικό λόγο, με τον οποίο απεκάλυπτε όλο το μεγαλείο της πνευματικής του δυνάμεως. Είπε ότι εάν ήταν αυτός αίτιος της διαιρέσεως, ας ερρίπτετο στην θάλασσα όπως ο Ιωνάς, για να παύση η τρικυμία. Και απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Ο βίος και τα συγγράμματά του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε πολλά και σημαντικά, αλλά η στενότης του χώρου μας επιτρέπει να αναφέρουμε, εντελώς τηλεγραφικά, τα ακόλουθα: Πρώτον. Ο άγιος Γρηγόριος ήταν όνομα και πράγμα Θεολόγος, επειδή είχε προσωπική γνώση και εμπειρία του Θεού. Οι ομιλίες του, και κυρίως οι εορταστικοί του λόγοι στις μεγάλες Δεσποτικές Εορτές, έχουν θεολογικό περιεχόμενο, επειδή το Ορθόδοξο κήρυγμα είναι κατήχηση και ταυτόχρονα μύηση στο μυστήριο της θεολογίας. Η Ορθόδοξη θεολογία είναι τρόπος ζωής και βοηθά τον άνθρωπο να καθαρθή από τα πάθη, για να μπορέση να αποκτήση προσωπική κοινωνία με τον Θεό, ο οποίος δεν είναι απλώς ανώτερη δύναμη ή αφηρημένη ιδέα, αλλά Πρόσωπο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όπως όλοι οι άγιοι Πατέρες, έτρεφε και τρέφει τον λαό του Θεού με τα νάματα της Ορθοδόξου Θεολογίας, η οποία προσφέρει λύσεις στα μεγάλα υπαρξιακά του προβλήματα. Το Ορθόδοξο κήρυγμα σήμερα, έχει επηρεασθή, δυστυχώς, από ξένα πρότυπα και από την εκκοσμίκευση. Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, αλλά ως επί το πλείστον ακούει κανείς 87
κηρύγματα κοινωνικά, ηθικίστικα, του στην Χριστιανική πίστη. Βαπτίσθηκε από Επισκόπους της περιοχής και έλαβε το όνομα Γρηγόριος. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ναζιανζού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος παρομοιάζει τους γονείς του με τον Αβραάμ και την Σάρραν, επειδή απέκτησαν τρία παιδιά σε προχωρημένη ηλικία, ήτοι την Γοργονία, τον Γρηγόριο και τον Καισάριο. Ο άγιος Γρηγόριος χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον πατέρα του και Επίσκοπος από τον φίλο του Βασίλειο. Υπήρξε μεγάλος Θεολόγος. Στην υμνογραφία εξυμνείται κυρίως ως “των θεολόγων ο νους ο ακρότατος”. Η Εκκλησία τον ετίμησε απονέμοντάς του τον τίτλο του Θεολόγου, τον οποίο άχρωμα, και άγευστα της Ορθοδόξου θεολογίας, που αφήνουν τον άνθρωπο ασυγκίνητο και αθεράπευτο. Οι άγιοι Πατέρες, ως ποιμένες, καταπιάνονταν ασφαλώς και με τα διάφορα κοινωνικά θέματα και προβλήματα, αλλά το έκαναν ως Θεολόγοι. Δηλαδή μελετούταν τα θέματα και πρότειναν λύσεις μέσα από την προοπτική της Ορθοδόξου θεολογίας. Δεύτερον. Ευρισκόμαστε στον πρώτο μήνα του χρόνου και όπως είναι γνωστό, συνηθίζουμε να ευχόμαστε ο ένας στον άλλο “χρόνια πολλά”. Και αυτό το κάνουμε, επειδή αγαπούμε την ζωή και επιθυμούμε να ζήσουμε όσο γίνεται περισσότερο. Κανείς δεν επιθυμεί τον θάνατο, επειδή δεν έχει δημιουργηθή για να πεθάνη, αλλά για να ζη αιώνια. Ο θάνατος είναι κάτι το ξένο και παρείσακτο στην ζωή μας. Είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας, της ανυπακοής μας στο θέλημα του Θεού. Η ανθρώπινη ζωή έχει ύψιστο σκοπό και ως εκ τούτου μεγάλη σπουδαιότητα και αξία. Αξίζει να μελετήσουμε την αξία και τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου μέσα από την θεολογία του αγίου Γρηγορίου.Θα μας πη ο Άγιος ότι ο άνθρωπος “είναι ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς τον Θεόν νεύση θεούμενον”. Δηλαδή, ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για το ενταύθα, αλλά για την αιωνιότητα. Στην παρούσα ζωή οικονομείται, ήτοι ζη, αναπνέει, τρώει, πίνει, εργάζεται, γίνεται μοναχός, παντρεύεται, αλλά ο σκοπός της ζωής του είναι άλλος. Είναι η θέωση, ήτοι η κοινωνία με τον άγιο Τριαδικό Θεό, που επιτυγχάνεται με την σωστή χρήση της ελευθερίας του και την υπακοή του στο θέλημα του Θεού. Η αληθινή μας πατρίδα δεν είναι ενταύθα, αλλά αλλαχού. Είναι η βασιλεία του αγίου
88
Τριαδικού Θεού. Ζούμε ενταύθα, αλλά πρέπει να μεθιστάμεθα αλλαχού, ήτοι να πολιτευόμεθα στον ουρανό. Αξίζει να εντρυφήσουμε στην Ορθόδοξη θεολογία, η οποία προσφέρει λύσεις στα καθημερινά μας προβλήματα, αλλά και βοηθά στην υπέρβαση του ενταύθα, δηλαδή του θανάτου και την απόλαυση της ζωής, όχι απλώς για πολλά χρόνια, αλλά αιώνια.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
(17 Νοεμβρίου) Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία του 3ου μ.Χ. αιώνος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τον Άγιο, τον ονομάζει Μέγα. Λόγω της εσωτερικής του καθαρότητος, της βαθειάς του ταπείνωσης, καθώς και της μεγάλης του αγάπης προς τον Θεόν και τους ανθρώπους, έλαβε το χάρισμα της θαυματουργίας “εκ νεαράς εισέτι ηλικίας”. Το μεγαλύτερο όμως θαύμα είναι αυτό που συνέβη στον ίδιο, δηλαδή η μεταστροφή του από την ειδωλολατρεία στον Χριστιανισμό. Γεννήθηκε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον. Οι πλούσιοι γονείς του, μετά τις πρώτες γνώσεις που έλαβε στην πατρίδα του, τον έστειλαν να σπουδάση νομικά στην Βηρυτό. Καθ’ οδόν, και κατά αγαθή συγκυρία, γνώρισε στην Καισάρεια τον μεγάλο διδάσκαλο Ωριγένη και κυριολεκτικά μαγεύτηκε από τον λόγο και την ρητορική του ικανότητα. Η συνέχεια της ζωής του είναι όπως την θέλησε η αγαθή πρόνοια του Θεού. 89
Έγινε Χριστιανός και αντί για νομικά σπούδασε Θεολογία στην Αλεξάνδρεια. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, την Νεοκαισάρεια του Πόντου, η Εκκλησία βρήκε στο πρόσωπό του τον κατάλληλο ποιμένα για την Επισκοπή Νεοκαισαρείας. Η Νεοκαισάρεια όμως τότε ήταν ειδωλολατρική πόλη και αριθμούσε 17 μόνον Χριστιανούς. Αυτό ήταν όλο κι’ όλο το ποίμνιό του, όταν χειροτονήθηκε. Όμως, όταν κλήθηκε από τον Θεό να εγκαταλείψη τα γήϊνα, η πόλις εκατοικείτο εξ ολοκλήρου σχεδόν από Χριστιανούς, αφού είχαν απομείνει μόνον 17 ειδωλολάτρες! Και ο βιογράφος του σημειώνει ότι έφυγε από την ζωή αυτή στενοχωρημένος, επειδή δεν πρόλαβε να βαπτίση και αυτούς. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει ότι μεγάλωσε ακούοντας διηγήσεις και περιγραφές περιστατικών της ζωής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, καθώς και τους θεοπνεύστους λόγους του, από την γιαγιά του Μακρίνα. Η Μακρίνα ήταν μαθήτρια και πνευματικό παιδί του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας και ανέθρεψε τα εγγόνια της “εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου”, κατά τον λόγο του Απ. Παύλου, γαλουχώντας και τρέφοντάς τα με τον λόγο και το φωτεινό παράδειγμα του Αγίου. Θέλοντας να τα διδάξη, τους ανέφερε το πώς εκείνος αντιμετώπιζε τους ποικιλώνυμους πειρασμούς, τις δυσκολίες, τις συκοφαντίες, τους διωγμούς και τον πόλεμο εκ μέρους των ειδωλολατρών. Το πώς με την υπομονή, την προσευχή και τον φλογερό του ζήλο μετέστρεψε όλους σχεδόν τους κατοίκους της πόλης από το σκοτάδι της ειδωλολατρείας στην φωτεινή πίστη του Χριστού. Τα περιστατικά του έκαναν τόση εντύπωση που τα θυμόταν ως το τέλος της ζωής του και αισθανόταν μεγάλη ευγνωμοσύνη για την γιαγιά του που τους μεγάλωσε με αυτόν τον τρόπο. Αντί για παραμύθια με μάγισσες, δράκους και ανύπαρκτα πρόσωπα, που αρρωσταίνουν την φαντασία και δημιουργούν τρόμο στα παιδιά, τους μετέδωσε ζωντανό λόγο, αληθινές ιστορίες και γεγονότα πραγματικά, που έχουν άμεση σχέση με την αλήθεια και την ζωή και προσφέρουν στα παιδιά σωστά πρότυπα. Ο Τριαδικός Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν είναι απλώς μια ανωτέρα δύναμη, μια απρόσωπη ύπαρξη και μια αφηρημένη ιδέα, αλλά είναι “ο Θεός των Πατέρων ημών”. Είναι Πρόσωπο και ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να έχη μαζί του προσωπική κοινωνία, όταν φυσικά εναρμονίζη την ζωή του με τον τρόπο ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν κατοικεί στους ουρανούς, αλλά είναι και στον ουρανό και στην γή, αφού είναι “ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών”. Είναι
90
“ο έχων θρόνον ουρανόν και υποπόδιον την γήν”, που όμως χωρείται μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, κατά τον λόγο Του “ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω” και κατά τον λόγο του Χριστού “η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί”. Όπως το Δεύτερον Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Χριστός, “ο αχώρητος παντί”, “εχωρήθη εν μήτρα γυναικός”, της Αγίας Θεοτόκου, κατά τον ίδιο τρόπο, μπορεί να χωρηθή και στην ανθρώπινη καρδιά, όταν αυτή έχη καθαρθεί από τα πάθη. Και αυτό δεν είναι ουτοπία, διότι το βλέπουμε να αποδεικνύεται και να επαληθεύεται στην ζωή των Αγίων. Οι Άγιοι βίωσαν έντονα στην ύπαρξή τους την αληθινή μετάνοια, η οποία οδηγεί στην ταπείνωση και την έλευση της θείας Χάριτος αισθητά σε όλη τους την ύπαρξη. Γι’ αυτό και ο λόγος τους, που είναι “δοσμένος άνωθεν”, είναι αναγεννητικός, θεραπευτικός και ζωοποιός. Οι γονείς, που επιθυμούν να δώσουν στα παιδιά τους σωστή ανατροφή, θα πρέπη να τα μεγαλώνουν προσφέροντάς τους την αλήθεια και όχι παραμύθια. Μια αγράμματη γιαγιά, πλην όμως αγιασμένη ύπαρξη, έλεγε στα πεντάχρονα έως επτάχρονα εγγονάκια της: “Τώρα μεγαλώσατε. Δεν θα μου λέτε γιαγιά πές μας παραμύθια, αλλά θα λέτε, γιαγιά πές μας περί Χριστού και πίστεως”. Ο λόγος αυτός θυμίζει εκείνον, τον γεμάτο ευνωμοσύνη λόγο, του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την γιαγιά του Μακρίνα. “Την μακαρίαν εκείνην λέγω Μακρίναν, παρ’ ής εμάθομεν τα του μακαρίου Γρηγορίου ρήματα”. Τα ρήματα, δηλαδή τα θεόπνευστα εκείνα λόγια, που έχουν την δυνατότητα να προσφέρουν αληθινή παρηγοριά και να μεταγγίζουν “ζωήν και περισσόν ζωής”.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ
91
(10 Ιανουαρίου) του Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Γρηγόριος ήταν Επίσκοπος Νύσσης, μιας μικρής Επισκοπής, την οποία όμως ανέδειξε μεγάλη και περιφανή με την αγιότητα της πολιτείας του. Γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου το 335 μ. Χ. από γονείς ευσεβείς, τον Βασίλειο και την Εμμέλεια. Σπούδασε στην Νεοκαισάρεια η την Καισάρεια. Λόγω του θανάτου του πατέρα του δεν μπόρεσε να συνεχίση τις σπουδές του σε Σχολές εκτός της πατρίδας του, όπως ο αδελφός του Μέγας Βασίλειος. Μαθήτευσε κοντά στον σοφιστή Λιβάνιο, αλλά την συστηματικότερη παιδεία την έλαβε από τον αδελφό του Μέγα Βασίλειο, την μητέρα του Εμμέλεια, την αδελφή του Μακρίνα, και την γιαγιά του Μακρίνα, η οποία ήταν μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, ο οποίος φανερώθηκε «εν οράματι» στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και του απήγγειλε το Σύμβολον της πίστεως που συνέταξε. Νυμφεύθηκε την Θεοσεβεία, την πρόωρη κοίμηση της οποίας αντιμετώπισε με μεγάλη ανδρεία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ήταν ισχυρή προσωπικότητα. Έλαβε μέρος στην Β Ο?κουμενική Σύνοδο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ. Χ. και με την θεολογική του κατάρτιση, αλλά και την ρητορική του δεινότητα ανεσκεύασε την διδασκαλία των Πνευματομάχων και συνεπλήρωσε το Σύμβολον της πίστεως που συνέταξε η Α Οικουμενική Σύνοδος, προσθέτοντας τα άρθρα περί του Αγίου Πνεύματος και τα υπόλοιπα. Ήταν ο εισηγητής της Συνόδου και ο λόγος του, καθώς και η εν γένει παρουσία του, προξένησαν μεγάλη εντύπωση. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας, εκφράζοντας τον θαυμασμό και την εκτίμησή του, τον απεκάλεσε στύλο της Ορθοδοξίας. Τέσσερεις αιώνες αργότερα η Ζ Οικουμενική Σύνοδος, «για να δείξη την ακεραιότητά του στην έκθεση και την υποστήριξη της Ορθοδόξου πίστεως», τον ονόμασε «πατέρα πατέρων». Πρόκειται για σπάνιο τιμητικό τίτλο. Εξορίσθηκε από τους Αρειανούς, αλλά μετά τον θάνατο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη, το 378, και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ορθόδοξο αυτοκράτορα Γρατιανό, επέστρεψε και πάλι στην Επισκοπή του. Την χαρά του όμως αυτή διαδέχθηκε η θλίψη για την κοίμηση του αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου. 92
«Ετελειώθη εν ειρήνη» το έτος 395 μ. Χ. Κατέλιπε πλούσιο συγγραφικό έργο με κείμενα ερμηνευτικά, δογματικά, κατηχητικά, λόγους ηθικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικούς, επιταφίους και επιμνημόσυνο λόγο στον αδελφό του Βασίλειο. Μεταξύ των σπουδαιοτέρων έργων του είναι οι λόγοι «περί Παρθενίας», «εις τον βίον του Προφήτου Μωϋσέως», που στην πραγματικότητα είναι πραγματεία για τον βίο της αρετής και της τελειότητος, ο βίος της αδελφής του οσίας Μακρίνας, ο Μ. Κατηχητικός λόγος κ. α. Ο βίος και η πολιτεία του αγίου Γρηγορίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα. Πρώτον. Ο 4ος αιώνας μ. Χ. αποκαλείται χρυσούς αιώνας της Εκκλησίας εξ αιτίας των μεγάλων Πατερικών μορφών που έλαμψαν τότε στο πνευματικό στερέωμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και τότε προβλήματα και μάλιστα σοβαρά, κυρίως εξ αιτίας της προσχωρήσεως Επισκόπων στην αίρεση του Αρείου, με αποτέλεσμα να προκαλούνται σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Αλλά και εξ αιτίας της διώξεως Ορθοδόξων Επισκόπων, οι οποίοι εξορίζονταν από τους φιλαρειανούς κρατικούς άρχοντες, και την θέση τους κατελάμβαναν πειθήνια όργανα της κοσμικής εξουσίας, άνθρωποι κατώτεροι των περιστάσεων. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει ο Μέγας Βασίλειος σε επιστολή του προς τον εξόριστο Επίσκοπο Σαμωσάτων Ευσέβιο: «Και το αξίωμα της Επισκοπής προσφέρεται τώρα σε ανθρώπους ταλαίπωρους, σε δούλους... Ο διορίσας αυτόν τον άνθρωπο (Επίσκοπο) άφησε στις Εκκλησίες ένα κακό εφόδιο για τον εαυτό του προς την μέλλουσαν ζωή. Αυτοί οι άνθρωποι τώρα εξεθρόνισαν τον αδελφό μου από την Νύσσαν και αντί αυτού ετοποθέτησαν άνδρα, μάλλον ανδράποδο, που αξίζει ολίγους μόνον οβολούς και που είναι εφάμιλλος με τους εγκαταστήσαντας αυτόν κατά την διαφθοράν της πίστεως» (Ε.Π.Ε. τομ. 1, σελ. 301-302). Ήταν όμως μεγάλη ευλογία για την εποχή εκείνη η παρουσία στο πηδάλιο της Εκκλησίας προσώπων του πνευματικού αναστήματος του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Μεγάλου Αθανασίου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και πολλών άλλων, επειδή συνέβαλαν τα μέγιστα στην αποσόβηση οριστικού σχίσματος μεταξύ των πιστών και στην ορθή επίλυση των αναφυομένων προβλημάτων χωρίς σοβαρές 93
παρενέργειες για την πνευματική υγεία και την σωτηρία των πιστών. Δεύτερον. Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος είχε την ευθύνη της τοποθετήσεως του αδελφού του αγίου Γρηγορίου στην Επισκοπή Νύσσης, έγινε αποδέκτης παραπόνων ότι η εν λόγω Επισκοπή είναι μικρή για Επίσκοπο του πνευματικού αναστήματος του αγίου Γρηγορίου. Ο Μέγας Βασίλειος, σε επιστολή του προς τον άγιο Ευσέβιο Σαμωσάτων, απαντά γράφοντας τα εξής αξιομνημόνευτα: «Ήθελα και εγώ ο αδελφός μου Γρηγόριος να διοική Εκκλησία σύμμετρη με τα προσόντα του. Αυτή θα ήταν η σε όλη την υφήλιο συγκεντρωμένη σε μία. Επειδή δε αυτό είναι αδύνατο, «έστω Επίσκοπος, μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων εφ’ εαυτού». Δηλαδή, ας είναι Επίσκοπος ο οποίος δεν θα λαμβάνη αξία από τον τόπο, αλλά θα δίνη αξία στον τόπο από τον εαυτό του. Διότι γνώρισμα του μεγάλου δεν είναι μόνον να επαρκή στα μεγάλα, αλλά και τα μικρά να μεταβάλλη σε μεγάλα με την ικανότητά του». Οι αξιόλογοι και σημαντικοί άνθρωποι δεν λαμβάνουν αξία από το αξίωμα, αντίθετα μάλιστα, με την προσωπικότητα και το κύρος τους, προσδίδουν αξία στο αξίωμα. Άλλωστε οι σημαντικές θέσεις και τα όποια αξιώματα δεν είναι ικανά να τιμήσουν τον άνθρωπο εάν δεν είναι άξιος τιμής. Το σοβαρότερο όμως είναι ότι εκείνος ο οποίος δεν διαθέτει αξία μεγαλύτερη η έστω ανάλογη με το αξίωμα που κατέχει, αργά η γρήγορα θα εξευτελισθή, επειδή τα αξιώματα (ιδιαίτερα εκείνο του Επισκόπου, και του Κληρικού γενικότερα) έχουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα όχι να καλύπτουν τις ελλείψεις, τα λάθη και τα πάθη, αλλά να τα αποκαλύπτουν.
Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος Πάπας Ρώμης
94
(12 Μαρτίου) Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος γεννήθηκε και έζησε στην Ρώμη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Ακολούθησε την μοναχική ζωή και αποδείχθηκε αληθινός ασκητής και «στο έπακρον ελεήμων». Αξιώθηκε να γίνη Επίσκοπος και πάπας Ρώμης, τότε που η Ρώμη ήταν Ορθόδοξη. Ονομάσθηκε Διάλογος, επειδή τα περισσότερα έργα του τα έγραψε με διαλογικό τρόπο, δηλαδή με ερώτηση και απόκριση.Όταν ήταν ακόμη μοναχός, τον επισκέφθηκε στο κελλί του ένας ηλικιωμένος ναυαγός, και ζήτησε την βοήθειά του. Ο άγιος Γρηγόριος τον φιλοξένησε και του έδωσε έξι αργυρά νομίσματα. Ο γέροντας μετά από λίγο ξαναήλθε και ο άγιος του έδωσε άλλα έξι. Ύστερα, ήλθε και πάλι για τρίτη φορά και, επειδή ο Όσιος δεν είχε άλλα χρήματα, του έδωσε ένα αργυρό σκεύος, που ανήκε στην Μονή. Καί παρά το ότι ο κανονισμός δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο, εν τούτοις δεν δίστασε να προβή σε αυτή την ενέργεια, επειδή δεν μπορούσε να λυπήση άνθρωπο. Όταν έγινε πάπας της Ρώμης, προσκαλούσε κατά διαστήματα τούς πιό πτωχούς της πόλεως και έτρωγε μαζί τους. Κάποτε, έδωσε εντολή να έλθουν στην Επισκοπή δώδεκα πτωχοί για να τούς φιλοξενήση. Τήν ώρα που έτρωγαν, ο άγιος έβλεπε δεκατρείς προσκεκλημένους και ο ένας από αυτούς ήταν διαφορετικός στην όψη. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πότε έμοιαζε με γέροντα στην ηλικία, πότε με νέο. Όταν οι άλλοι 95
έφυγαν, τον ερώτησε ποιός είναι και εκείνος απάντησε: «Είμαι άγγελος Κυρίου. Σέ έχω επισκεφθή και άλλη φορά, όταν ήσουν μοναχός, και μού έδωσες ελεημοσύνη δώδεκα αργυρά νομίσματα και ένα αργυρό σκεύος. Ο Θεός, θέλησε να δοκιμάση την προαίρεσή σου και με το παράδειγμά σου να διδάξη και άλλους. Μάλιστα, από τότε έλαβα εντολή να είμαι πάντα μαζί σου, για να σε προστατεύω. Ό,τι θελήσης από τον Θεό να μού το πής και θα το μεταφέρω». Είδαμε, λοιπόν, ότι αξιώθηκε να φιλοξενήση άγγελο Κυρίου, και να συνομιλήση μαζί του. Στήν συνέχεια, με αφορμή το περιστατικό αυτό, θα δούμε τηλεγραφικά τα σχετικά με την ύπαρξη και το έργο των αγγέλων. Οι άγγελοι δημιουργήθκαν πρίν από τον ορατό κόσμο και τον άνθρωπο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεός «έπλασε τούς αγγέλους πρίν από εμάς για χάρη μας για να αποστέλλονται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στούς μέλλοντας να κληρονομήσουν την σωτηρία» (Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 80, 81) Σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, όπως συνοψίζεται στην διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, οι άγγελοι είναι υπάρξεις πνευματικές, αεικίνητες, ελεύθερες, ασώματες, που υπηρετούν τον Θεόν και είναι κατά χάριν αθάνατες. Τό σχήμα και την κατάσταση των υπάρξεων αυτών, μόνον ο Θεός τα γνωρίζει. Είναι όμως ασώματοι και αεικίνητοι οι άγγελοι σε σχέση με τούς ανθρώπους. Σέ σύγκριση με τον Θεό, τον μόνον ασώματο, είναι δυσκίνητοι και υλικοί. Είναι πλασμένοι από λεπτή ύλη. Μόνον ο Θεός είναι αληθινά άϋλος και ασώματος. Δέν έχουν ανάγκη από γλώσσα και ακοή, αλλά πληροφορούνται μεταξύ τους τα προσωπικά διανοήματα και τις αποφάσεις τους, χωρίς τον προφορικό λόγο. Όταν επικοινωνούν με τούς ανθρώπους, τότε λαμβάνουν σχήμα και μορφή για να μπορούν οι άνθρωποι να τούς βλέπουν. Η θέα τους είναι φωτεινή και τα ρούχα τους είναι συνήθως λευκά, πράγμα που φανερώνει την καθαρότητά τους. Τροφή τους είναι η θέα του Θεού, τον Οποίο βλέπουν, κατά το μέτρο της δυνατότητός τους. Οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, διαφυλάττουν τα μέρη της γής, είναι άρχοντες των λαών και των χωρών, όπως τούς όρισεν ο Δημιουργός, τακτοποιούν τα ανθρώπινα και προστατεύουν όσους τούς επικαλούνται, κυρίως από το μίσος και την μανία του διαβόλου. «Όπου επισκιάσει η χάρις σου Αρχάγγελε, 96
εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις, ου φέρει γάρ τώ φωτί σου προσμένειν ο πεσών εωσφόρος...». (Δοξαστικό των αίνων, 8ης Νοεμβρίου). Σέ κάθε θεία Λειτουργία, η οποία είναι Σύναξη ουρανού και γής, συλλειτουργούν με τον Αρχιερέα ή τον Ιερέα άγγελοι. Στήν μικρή είσοδο, ο Λειτουργός παρακαλεί τον Κύριο να στείλη αγγέλους, για να συλλειτουργήσουν μαζί του και θα συνδοξολογήσουν την αγαθότητα του Θεού. Ο Διάκονος, επίσης, δέεται: «άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα». «Εννέα είναι τα ουράνια τάγματα και τρείς τάξεις ή τρία συστήματα, που το καθένα αποτελεί τριάδα. Η πρώτη τριάς είναι αυτή που είναι πάντοτε γύρω από τον Θεό και είναι έτοιμη να ενωθή με αυτόν αμέσως, χωρίς την μεσολάβηση κανενός. Είναι η τάξη των εξαπτερύγων Σεραφίμ και των πολυομμάτων Χερουβίμ και των αγιοτάτων Θρόνων. Δευτέρα τάξη είναι εκείνη των Κυριοτήτων, των Δυνάμεων και των Εξουσιών. Έργο της είναι οι διευθετήσεις των μεγάλων πραγμάτων, οι ενέργειες των θαυμάτων και ο Τρισάγιος ύμνος, το Άγιος, Άγιος, Άγιος. Τρίτη και τελευταία είναι η τάξη των Αρχών, των Αρχαγγέλων και των Αγγέλων, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι το "λειτουργικόν εν διακονίαις και τέλος ο ιερός ύμνος του Αλληλούϊα"» (Φιλοκαλία, τόμ. 3ος, σελ. 354, 355). Από την ώρα που βγήκαμε από την μήτρα της Εκκλησίας, την Κολυμβήθρα του βαπτίσματος, μάς παραστέκει ένας άγγελος, ο οποίος είναι φύλακας των ψυχών και των σωμάτων μας. Δέν φεύγει από κοντά εάν εμείς δεν τον διώξουμε με την αμαρτωλή ζωή μας. Εκείνο που τον ξαναφέρνει κοντά μας είναι η αληθινή μετάνοια. Οι άγγελοι χαίρονται και πανηγυρίζουν, όταν κάποιος μετανοή ειλικρινά. Στό τέλος του «Μικρού Αποδείπνου», μιάς κατανυκτικής ακολουθίας που θα πρέπει να την διαβάζουμε όλοι μας κάθε βράδυ, υπάρχει μιά θαυμάσια προσευχή στον φύλακα άγγελό μας. Ο π. Παϊσιος έλεγε ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε φιλία με τούς αγίους και τούς αγγέλους.
97
Ιδαίτερα, με τον άγιο του οποίου φέρουμε το όνομα και με τον φύλακα άγγελό μας. Καί αυτό μπορεί να γίνη με την οργανική ένταξή μας στην πνευματική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, με την αδιάλειπτη προσευχή, την μυστηριακή ζωή και την άσκηση, ήτοι την βίωση των εντολών του Χριστού.
Βίος Αγίου Γρηγορίου Παλαμά.
Τη ΙΔ' του μηνός Νοεμβρίου μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του θαυματουργού του και Παλαμά, του διαπρέψαντος εν έτη 1340..
Φωτός λαμπρόν κήρυκα νυν όντως μέγαν, Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296. Οι γονείς του κατάγονταν από την Ανατολή και ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, ήταν φίλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, δάσκαλος του μετέπειτα αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ και μέλος της Συγκλήτου· λίγο πριν πεθάνει έγινε μοναχός. Αργότερα και η μητέρα του Καλλονή έγινε και αυτή μοναχή.Ο Γρηγόριος ήταν το μεγαλύτερο παιδί τους. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, φιλοσοφία, ρητορική, φυσική και λογική. Σε ηλικία 20 χρονών αναχώρησε για το Άγιο Όρος με τα αδέλφια του Μακάριο και Θεοδόσιο. Το φθινόπωρο του 1316 παρέμειναν για να ξεχειμωνιάσουν στο Παπίκιο όρος. Εκεί τους πλησίασαν 98
Μασσαλιανοί μοναχοί (Βογόμιλοι) με σκοπό να τους προσηλυτίσουν αλλά κατόρθωσε να μεταστρέψει πολλούς από αυτούς προς την Ορθοδοξία. Κάποιοι από αυτούς τους αιρετικούς προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν. Την άνοιξη του 1317 έφθασαν στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στην Λαύρα του Βατοπεδίου κοντά στον έμπειρο μοναχό Νικόδημο από τον οποίο εκάρη μοναχός. Μετά 3 χρόνια αφού πέθανε ο γέροντας του έφυγε για την Λαύρα του Αθανασίου. Υπηρέτησε εκεί 3 χρόνια. Έφυγε από εκεί και πήγε στις ανατολικές πλαγιές του Άθωνα, στην Προβάτα. Οι πειρατές ήταν μεγάλο πρόβλημα για τους ασκητές και αφού έμεινε εκεί 2 χρόνια αναχώρησε με άλλους 12 για τη Θεσσαλονίκη. Το 1326 εγκαταστάθηκαν κοντά στην Βέροια, αφού χειροτονήθηκε ιερέας. Αυτή την εποχή πέθανε η μητέρα του στην Κωνσταντινούπολη και πήγε για να συμπαρασταθεί στις αδελφές του. Τελικά τις πήρε μαζί του και τις εγκατέστησε σε ησυχαστήριο μέσα στην πόλη της Βέροιας. Το 1331 δυσκόλεψε η κατάσταση και στην Βέροια εξαιτίας της εισβολής του Στέφανου Ντουσάν και ο άγιος Γρηγόριος έφυγε για το Άγιο Όρος. Πήγε στην Μεγίστη Λαύρα και εγκαταστάθηκε σε κελί, στο “φροντιστήριο του θείου Σάββα”. Μετά από όραμα άρχισε να γράφει δογματικά έργα ενώ μέχρι τότε έγραφε ασκητικά. (Είδε ότι κρατούσε στα χέρια του σκεύος γεμάτο γάλα το οποίο ξαφνικά φούσκωσε και άρχισε να ξεχειλίζει ενώ ταυτόχρονα μεταβαλλόταν σε εύγευστο ευωδιαστό κρασί. Εμφανίστηκε τότε κάποιος επιφανής άνδρας και τον επιτίμησε λέγοντας του: “Γιατί δεν μεταδίδεις και σε άλλους το θεϊκό αυτό ποτό το οποίο αναβλήζει με θαυμαστό τρόπο αλλά το αφήνεις να χάνεται άδικα;” Κατάλαβε ότι έπρεπε να αρχίσει να γράφει δογματικά). Με ψήφο του πρώτου του Αγίου Όρους τοποθετείται ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου μάλλον το 1333. Το 1334 επέστρεψε στο ερημητήριο του στη Λαύρα. Το 1330 ήρθε από την Καλαβρία (Νότιο Ιταλία) ο ελληνόφωνος φιλόσοφος μοναχός Βαρλαάμ. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός του έδωσε καθηγητική έδρα στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Έκανε μεγάλη εντύπωση αλλά φερόταν με μεγάλη υπεροψία προς τους συναδέλφους του. Σε λίγο καιρό έκανε πολλούς εχθρούς μεταξύ των οποίων και τον Νικηφόρο Γρηγορά και επειδή στην Κωνσταντινούπολη το κλίμα έγινε βαρύ γιαυτόν ο Βαρλαάμ εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη. Ο Βαρλαάμ, που ήταν πλατωνικός, ονόμαζε τους 99
Ησυχαστές ομφαλοψύχους επειδή αρνιόταν την δυνατότητα συμμετοχής του σώματος στην πνευματική ζωή. Το 1337 κάλεσαν στην Θεσσαλονίκη τον άγιο Γρηγόριο και παρέμεινε εκεί γράφων και ομιλών για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών. Από το 1338 μέχρι το 1341 ο άγιος Γρηγόριος απαντά στις κατηγορίες του Βαρλαάμ εναντίων των Ησυχαστών με τους λόγους του Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων.(Ο Βαρλαάμ αποκαλούσε τους Ησυχαστές Μασσαλιανούς [δηλαδή Ευχίτες ή Βογομίλους. {Αραβικά, μασ + Αλλάχ=φύλαττε Θεέ, ελέησον Θεέ, δηλαδή "Κύριε ελέησον", εξού και η ευχή που λέγεται στην Βόρειο Ελλάδα τουλάχιστον, απομεινάρι της Τουρκοκρατίας, προς τα όμορφα μικρά παιδιά: "Μασαλά", εβραϊκά μιχ εξου και το όνομα Μιχαήλ=μιχ+ηλ=ο Θεός προστατεύει}. {Σλαβικά, Μπογκ + πομίλουϊ = Θεέ ελέησον, δηλαδή "Κύριε ελέησον"}. Ελληνικά Ευχίτες. Επειδή απολυτοποιούσαν την χρήση της "Ευχής" και υποβάθμιζαν την θέση των Μυστηρίων). Οι αγιορείτες επικύρωσαν τις απόψεις του και υπέγραψαν τον Αγιορειτικό Τόμο. Το 1341 έγινε Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη η οποία εξέτασε τις κατηγορίες του Βαρλαάμ κατά των Ησυχαστών. Η Σύνοδος συνεδρίασε στις 10 Ιουνίου 1341. Πρόεδρος ήταν ο Ανδρόνικος Γ’. Συμμετείχαν ο Πατριάρχης, επίσκοποι, αρχιμανδρίτες, ηγούμενοι, ο μεγάλος δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός, συγκλητικοί και λαός της πόλεως. Η Σύνοδος έληξε αυθημερόν και ο Πατριάρχης γνωστοποίησε με εγκύκλιο του τις αποφάσεις της, σύμφωνα με τις οποίες καταδικάζονταν οι ισχυρισμοί του Βαρλαάμ κατά των Ησυχαστών. Ο Βαρλαάμ έφυγε για την Ιταλία από όπου είχε έρθει πριν 15 χρόνια. Δίδαξε στον Πετράρχη ελληνικά και τοποθετήθηκε από τον Πάπα στην επισκοπή Ιέρακος αυτός ο άλλοτε πολέμιος των παπικών αξιώσεων. Την σκυτάλη του αντιησυχασμού πήρε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος ο οποίος συμφωνούσε με τον άγιο Γρηγόριο στο θέμα της ησυχαστικής προσευχής αλλά διαφωνούσε στο θέμα της διάκρισης ουσίας και ενέργειας στο Θεό. Παρά την αντίθεση του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα τον Αύγουστο του 1341 Σύνοδος δικαίωσε πάλι τους Ησυχαστές. Έτσι αυξήθηκε πολύ το κύρος του άγιου Γρηγορίου και του πρότειναν την επισκοπή Μονεμβασιάς που όμως αρνήθηκε. Ο Ανδρόνικος Γ’ πέθανε και στο κράτος ξέσπασε διαμάχη μεταξύ του Αλέξιου Απόκαυκου και του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα από την μια και του Ιωάννη Καντακουζηνού από την άλλη μεριά. Υπέρ του Καντακουζηνού ήσαν οι περισσότεροι ηγετικοί παράγοντες της
100
αυτοκρατορίας, οι “πνευματικοί” ηγέτες της εποχής Νικηφόρος Γρηγοράς, Δημήτριος Κυδώνης, Νικόλαος Καβάσιλας, η εκκλησιαστική ηγεσία εκτός από την ομάδα του Καλέκα και οι Ησυχαστές που είχαν την πεποίθηση ότι ο Καντακουζηνός θα υπερασπιζόταν την Ορθοδοξία καλύτερα. Με τους αντίπαλους ήταν οι περιφεριακοί μεγαλοκτηματίες. Μετά την οργανωμένη λεηλασία των περιουσιών των οπαδών του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη πήραν με το μέρος τους και το μεγαλύτερο μέρος του λαού. Ο άγιος Γρηγόριος έχασε την εύνοια του Πατριάρχη Καλέκα και της αυτοκράτειρας Άννας. Τον Απρίλιο του 1343 συνελήφθη και κλείστηκε στην φυλακή των ανακτόρων για σχεδόν 4 χρόνια με άλλους πολιτικούς κρατούμενους. Αυτή ήταν η πολυγραφότερη περίοδος της ζωής του. Ο Καντακουζηνός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Φεβρουαρίου 1447. Ο άγιος Γρηγόριος εργάστηκε για την συμφιλίωση των δύο παρατάξεων. Το 1347 ο άγιος Γρηγόριος εκλέγεται μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και ο φίλος και μαθητής του Ισίδωρος, Πατριάρχης. Δεν έγινε δεκτός στην Θεσσαλονίκη επειδή υποστήριζε τον Καντακουζηνό και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος. Εκεί ο Στέφανος Ντουσάν του ζήτησε να τον χρίσει αυτοκράτορα ώστε να καταλάβει την Θεσσαλονίκη και να την κάνει πρωτεύουσα του. Ο άγιος δεν δέχτηκε.Στην Θεσσαλονίκη μπόρεσε να πάει το 1350 μετά παρέμβαση του Καντακουζηνού. Συμφιλίωσε τις πολιτικές μερίδες της πόλης, εξύψωσε το φρόνημα του κλήρου και αναζωογόνησε την λειτουργική ζωή. Έμεινε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης μέχρι τον θάνατο του το 1359. Ο Γρηγόριος Ακίνδυνος πέθανε και την ηγεσία της αντιησυχαστικής μερίδας ανέλαβε ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Στις 28 Μαΐου 1351 συνεκλήθη νέα Σύνοδος. Ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου και δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο. Συνετάχθη τόμος ο οποίος συμπεριελήφθη στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας και έγινε δεκτό από ολόκληρη την Εκκλησία. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος, γιος της Άννας, συνεννοήθηκε με τον Στέφανο Ντουσάν και δεν επέτρεψε στον άγιο Γρηγόριο να επιστρέψει στην Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς όμως η μητέρα του τον έπεισε να ακυρώσει την συμφωνία και προσκάλεσαν τον οι δυο τους, μητέρα και γιος, τον άγιο Γρηγόριο στην Θεσσαλονίκη. Ο Παλαιολόγος τον παρακάλεσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για πετύχει νέα 101
συμφιλίωση με τον Καντακουζηνό. Καθυστέρησε όμως να φτάσει, ένα χρόνο, επειδή στην Καλλίπολη πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους τον Μάρτιο του 1354. Συζήτησε τότε και με μουσουλμάνους θεολόγους τους Χιόνας. Ο μουλάς Τασιμάνης προέβλεψε ότι κάποτε θα έρθει καιρός που οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί θα συμφωνήσουν και ο άγιος ευχήθηκε ο καιρός εκείνος να έρθει το συντομότερο δυνατόν. Μετά ένα χρόνο ο Ορχάν τον άφησε ελεύθερο αφού πήρε πολλά λύτρα ή από τον Στέφανο Ντουσάν ο οποίος ακόμα ήλπιζε, ή από τον Καντακουζηνό. Μόλις ελευθερώθηκε πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καντακουζηνός πλέον είχε παραιτηθεί και είχε καρεί μοναχός. Πατριάρχης ήταν πλέον ο φίλος και βιογράφος του Φιλόθεος Κόκκινος. Οργανώθηκε δημόσια συζήτηση με τον αντιησυχαστή Γρηγορά ενώπιον του αυτοκράτορα και υπερίσχυσε ο άγιος Γρηγόριος. Το φθινόπωρο του 1355 επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη όπου παρέμεινε για τέσσερα χρόνια χωρίς προβλήματα πλέον μέχρι την κοίμησή του. Δυο μαθητές του, οι Μάρκος και Δωρόθεος Βλατής ίδρυσαν κοντά στην ακρόπολη της πόλης την μονή Βλατάδων. Μετά βαρειά ασθένεια εκοιμήθη στις 14 Νοεμβρίου του 1359. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Νοεμβρίου και την δεύτερη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία, μας υπενθυμίζει ότι η σχέση μας με τον Τριαδικό Θεό περνάει μέσα από τα αγιασμένα υλικά πράγματα, τα σύμβολα, μέχρι να φτάσουμε στη θέωση (σύμβολο = υλικό πράγμα, τελετή ή λέξη + θεία Χάρη). Την Κυριακή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μας θυμίζει ότι αυτή η θεία Χάρη που φορείς της είναι τα σύμβολα (Μυστήρια, Σώμα και Αίμα Χριστού, Σταυρός, λείψανα αγίων, αγιασμός, εικόνες, αγία Γραφή, κείμενα και λόγια αγίων κ.λπ.) δεν είναι κάτι κατώτερο του Θεού, γινόμενο και απογινόμενο κτίσμα, αλλά είναι άκτιστη, είναι η άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού που η μακρόχρονη εν μετανοία (με πόνο και θλίψη), με άσκηση, αφομοίωσή της οδηγεί τον θνητό στη θέωση, την ένωση με το Θεό, τον κάνει κατά χάρη θεό. Αφού λοιπόν μας προετοιμάσει κατάλληλα μας καλεί την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, εν γνώση και όχι μαγικά, να προσκυνήσουμε τον Τίμιο Σταυρό αιτούμενοι το μέγα έλεος δηλαδή την ύψιστη δωρεά της θέωσης για τον εαυτό μας προσωπκά και για τον κόσμο όλο ώστε να έρθη ως ιστορική πραγματικότητα και επί γης το πολίτευμα του Σταυρού, η
102
Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Χαίρε Πατέρων καύχημα,Θεολόγων το στόμα,της ησυχίας σκήνωμα, οίκος ο της σοφίας,των διδασκάλων το κράτος,πέλαγος το του λόγου· πράξεως χαίρε όργανον,θεωρίας ακρότης, θεραπευτά των παθών και νόσων των ανθρωπίνων· Πνεύματος χαίρε τέμενος, και θανών και ζων, Πάτερ.
"Αλλά και εί τις έτερος των απάντων τα αυτά ποτε
φωραθείη ή φρονών ή λέγωνή συγγραφόμενος κατά του ειρημένου τιμιωτάτου ιερομονάχου κυρού Γρηγορίου του Παλαμά και των συν αυτώ μοναχών, μάλλον δε κατά των ιερών θεολόγων και της Εκκλησίας αυτής, τα αυτά και κατ' αυτού ψηφιζόμεθα και τηαυτή καταδίκη καθυποβάλλομεν (αφορισμόν και αποκήρυξιν), είτε των ιερωμένων είη τις, είτε των λαϊκών. Αυτόν τούτον τον πολλάκις ρηθέντα τιμιώτατον ιερομόναχον κύρ Γρηγόριον τον Παλαμά και τους αυτώ συνάδοντας μοναχούς ... ασφαλεστάτους της Εκκλησίας και της ευσεβείας προμάχους και προαγωνιστάς και βοηθούς ταύτης αποφαινόμεθα ... Και η ένθεσμος δια πάντων και κανονική αύτη ψήφος και απόφασις ακίνητος εις αιώνας, Χριστού χάριτι, τον σύμπαντα διατηρηθήσεται". Συνοδικός Τόμος του 1347.
Τά κυριότερα σημεία της διδασκαλίας του, εντελώς τηλεγραφικά, είναι τα ακόλουθα: Πρώτον, ότι οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες, όπως και η ουσία Του. Ο κτιστός άνθρωπος δεν μπορεί να μεθέξη της ουσίας του Θεού, δύναται όμως να μεθέξη των ενεργειών Του, δηλαδή μπορεί να γνωρίση τον Θεό και να δή το άκτιστον Φώς Του. Δεύτερον, ότι η Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι εγκεφαλική, αλλά εμπειρική και δεν μπορεί να την αποκτήση κανείς μόνον με την μελέτη. Τά βιβλία σίγουρα βοηθούν, αλλά η αληθινή 103
γνώση του Θεού είναι υπαρξιακή. Ο Θεός αποκαλύπτεται ως φώς στούς κεκαθαρμένους και “διά Πνεύματος Αγίου γνωρίζουν τον Θεό και δύνανται να ομιλούν περί Αυτού”. Οι φιλόσοφοι ομιλούν στοχαστικά μέσα από την λογική και την φαντασία και γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να είναι ανώτεροι από τούς Προφήτες, οι οποίοι βλέπουν τον Θεό και ομιλεί δι’ αυτών το Άγιον Πνεύμα. Τρίτον, ότι ο άνθρωπος φθάνει στην θέωση, ήτοι στην θεωρία του Θεού, αφού καθαρθή η καρδιά του από τα πάθη και φωτισθή ο νούς του. Ο τρόπος ζωής διά του οποίου φθάνει κανείς στην κάθαρση και τον φωτισμό ονομάζεται ησυχαστικός. Μέ τον όρο ησυχία και ησυχαστική ζωή δεν νοείται απλώς το να ζή κανείς σε ήσυχο μέρος. Μπορεί να ευρίσκεται κάποιος στον πιό ήσυχο τόπο και να μή μπορή να βρή ησυχία, επειδή τα πάθη οργιάζουν μέσα του και οι λογισμοί τον τρελλαίνουν. Η ησυχία είναι κυρίως εσωτερική κατάσταση και ονομάζεται από τούς αγίους Πατέρας επιστήμη των λογισμών. Η ησυχαστική ζωή είναι στην πραγματικότητα η ευαγγελική ζωή και με την καθοδήγηση διακριτικού πνευματικού πατρός μπορεί να βιωθή από όλους ανεξαιρέτως. “Μόνον διά της ησυχίας αποκτά κανείς γνώση Θεού και γίνεται ορθόδοξος θεολόγος. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ της ορθοδόξου θεολογίας και της σχολαστικής θεολογίας”.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, ο Ορθόδοξος Μοναχισμός, σελ. 116, 117).
Στήν εποχή μας, που ομοιάζει πολύ με εκείνη του αγίουΓρηγορίου, πνέει αντιησυχαστικός λίβας, και γι’ αυτό η διδασκαλία του περί του ησυχαστικού τρόπου ζωής είναι σήμερα κάτι περισσότερο από επίκαιρη. Διά της ησυχίας ο άνθρωπος αποκτά αυτογνωσία, η οποία τον οδηγεί στην μετάνοια, την ταπείνωση και την θεογνωσία. Ο σύγχρονος άνθρωπος αρνείται πεισματικά να έρθη αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Η ησυχία τον τρομάζει και γι’ αυτό μόλις βρεθεί για λίγο μόνος, ανοίγει το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση ή αποζητά 104
την ανθρώπινη συντροφιά. Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει. Χωρίς την παρουσία της άκτιστης Θείας Χάριτος, η οποία δημιουργεί εσωτερική πληρότητα και νοηματοδοτεί την ζωή, ο άνθρωπος αισθάνεται αβάστακτη μοναξιά, έστω και αν περιστοιχίζεται από χιλιάδες ανθρώπους. Τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ὑπῆρξε πολύ μεγάλο καί σέ ὄγκο καί σέ βάθος. Ἡ θεολογία του δέν ξεκινάει ἀπό φιλοσοφικές ἔννοιες, ἀλλά ἀπό τήν προσωπική ἐμπειρία. Αὐτό δέν ὑπονοεῖ καμιά ἀπολυτοποίηση τῆς γνώσεως, ἀντίθετα τονίζει ὅτι ἡ θεολογία καί ἡ πίστη δέν ἔχουν βάση τή γνώση πού πηγάζει ἀπό τήν αἴσθηση, ἀλλά βασίζονται στή γνώση πού ξεκινάει καί τρέφεται μέ τή διόραση. Μ᾽ ἄλλα λόγια ἡ μελέτη τῶν ὄντων μόνο δέν ὁδηγεῖ στή θεογνωσία, ἀλλά ἡ θεγνωσία γεννιέται στήν ψυχή ἀπό τόν Ἴδιο τό Θεό, πού «αὐτοαποκαλύπτεται», κοινωνεῖ μέ τόν ἄνθρωπο καί τοῦ διδάσκει τήν «ἄνωθεν σοφία». Στά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου διδάσκεται καθαρά καί ἐπίμονα ἡ διάκριση μεταξύ τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι «αὐθύπαρκτος, αὐτοπάτωρ καί ἀκατάληπτος», ἐνῶ οἱ ἐνέργειες εἶναι «ἐνυπόστατα στοιχεῖα» πού κοινωνοῦν μέ τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι συγκεφαλαίωση τῆς κτίσεως, πού ὑποδουλώθηκε ὅμως σ᾽ αὐτή μετά τήν πτώση του. Μέ τό βάπτισμα «ἐκβάλλεται» ὁ Σατανᾶς ἀπό τήν ψυχή καί τήν πολεμάει πλέον «ἐκ τῶν ἔξω». Γι᾽ αὐτό, ὡς βασικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, θεωρεῖ τό βάπτισμα καί τή Θ. Εὐχαριστία. Ἡ Θ. Εὐχαριστία μαζί μέ τή βίωση τῆς μετανοίας καί τῆς ἀσκήσεως ὁδηγοῦν στή «μέθεξι» τοῦ Θεοῦ καί κάνουν τόν ἄνθρωπο «ἐν τῷ Χριστῷ ἄναρχον καί ἀτελεύτητον». Αὐτό δέν εἶναι φιλοσοφική θεώρηση, ἀλλά πραγματικότητα, τήν ὁποία βίωσαν, κατά κάποιο τρόπο, ἀπόλυτα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν πλέον καί τά ἀρχέτυπα ὅσων ἐπιθυμοῦν νά ἁγιαστοῦν καί νά ζήσουν αἰώνια. Τό συγγραφικό του ἔργο ἔχει τά ἑξῆς μέρη: Α' Ἐπιστολές: Κατά τή Β' φάση τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδας, πρός «οἰκείους καί ἀντιπάλους». Β' Πραγματεῖες: Ἀναφέρονται στήν ἡσυχαστική ἔριδα καί εἶναι:
105
α) Περί ἑνώσεως καί διακρίσεως β) Διάλεξη ὀρθοδόξου καί Βαρλααμίτου γ) Ἀπολογία περί διθεΐας δ) Περί τῆς θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως ε) Περί διχοτομήσεως τοῦ Θεοῦ ὑπό Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κτλ. Γ' Συγγράμματα: Περί Ἁγίου Πνεύματος Δ' Ἐπιστολές: Εἰς Ἀκίνδυνον καί Βαρλαάμ Ε' Συγγράμματα: Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων ΣΤ' Ὁμολογιακά: α) Ἁγιορείτικος τόμος β) Ὁμολογία Πίστεως γ) Ἀναίρεση διαφόρων ἐπιστολῶν τῶν ἀντιπάλων του Ζ' Ἀντιρρητικοί κατά Ἀκινδύνου Η' Κείμενα σχετικά μέ τό ποιμαντικό του ἔργο Θ' Ἀσκητικά καί πνευματικά συγγράμματα Ι' Ὁμιλίες Ὁ συγγραφικός πλοῦτος, πού κληροδότησε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, εἶναι ἀνεκτίμητος. Δίκαια ὁ ὑμνογράφος του τόν ἀποκαλεῖ «λύρα τοῦ Πνεύματος». Ἔζησε μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τράφηκε ἀπό τό Ἄκτιστο Φῶς καί ἄφησε τήν ἐμπειρία του στήν Ἐκκλησία, ὡς ὁδηγητική στήλη στή «ζοφερά νύχτα τοῦ παρόντος αἰῶνος».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΣΣΟΥ
106
Ο άγιος Γρηγόριος είναι από τους αγίους που γεννήθηκαν στη Λέσβο και πέθαναν σ’ αυτή. Γεννήθηκε στο χωριό Ακόρνη, που δεν υπάρχει σήμερα. Βρισκότανε στην περιφέρεια Γέρας, όπου σήμερα η αγροτική περιοχή, που λέγεται «Κουρκούτα». Οι γονείς του Γεώργιος και Μαρία ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί και αυτή τη θερμή πίστη μετέδωκαν στο παιδί τους, που το ονόμασαν και αυτό Γεώργιο. Φαίνεται ότι είχαν και τα υλικά αγαθά, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι έστειλαν το παιδί τους σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, στην Κωνσταντινούπολη, ο Γεώργιος, χωρίς να επηρεασθεί από το περιβάλλον και να στραφεί σε διασκεδάσεις και άλλες αμαρτωλές συνήθειες, φρόντισε να πλουτίσει τις γνώσεις του, να γνωρισθεί με σοφούς και αγίους ανθρώπους και να ωφεληθεί όσο μπορούσε περισσότερο πνευματικά, στη μεγάλη αυτή πόλη. Τότε γνωρίστηκε με τον γέροντα και πνευματικό Αγάθωνα, που τον αγάπησε σαν πατέρα του και τον ακολούθησε στο μοναστήρι του, που βρισκόταν κάπου στη Μ. Ασία. Ο Γεώργιος έμεινε τρία χρόνια στο μοναστήρι. Έπειτα, συνοδεύοντας τον Αγάθωνα, πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τους αγίους Τόπους και να γνωρίσει από κοντά αγίους ασκητές. Εκεί έγινε μοναχός, πήρε το όνομα Γρηγόριος και παρέμεινε σαν ασκητή ς δεκαπέντε χρόνια. Επέστρεψε πάλι στο μοναστήρι του Αγάθωνα, αλλά συνηθισμένος από τα Ιεροσόλυμα στην ασκητική ζωή, δεν έζησε μέσα στο μοναστήρι, αλλά σ’ ένα απόμερο ερημικό κελί μόνος του. Η ταπείνωσή του, η αγάπη του για όλους, η αγιότητα του βίου του, η διδασκαλία του, έκαμαν τους χριστιανούς να τον αναζητούν και να έρχονται κάθε μέρα όλο και περισσότεροι κοντά του. Όταν χήρευσε η Επισκοπή Άσσου, όλοι ζήτησαν για επίσκοπό τους τον Γρηγόριο. Τον κάλεσαν τότε εσπευσμένως στην Κωνσταντινούπολη και τον χειροτόνησε επίσκοπο Άσσου ο Μητροπολίτης Εφέσου, στου οποίου την περιφέρεια υπαγότανε η Άσσος, που βρισκότανε στη Μ. Ασία, περίπου στην περιοχή της Τροίας. Ο Γρηγόριος ανέλαβε τα καθήκοντά του με ζήλο και φόβο Θεού, χρησιμοποιώντας αυστηρότητα αλλά και πραότητα, αγάπη αλλά και δικαιοσύνη. Σαν επίσκοπος ήταν αληθινός καλός ποιμένας.
107
Ήταν επόμενο να συναντήσει και αντιδράσεις. Οι ενάρετοι δέχονται, κατά κανόνα, τα βέλη των κακών και φθονερών ανθρώπων, όπως και στην περίπτωση του Κυρίου, που γράφει το Ευαγγέλιο του Ιωάννου, «το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, αλλά οι άνθρωπoι ηγάπησαν το σκότος μάλλον ή το φως, ην γάρ πονηρά αυτών τα έργα». Έτσι και τώρα βρέθηκαν άνθρωπoι φθονεροί, άνθρωπoι συκοφάντες που εναντιώθηκαν στο έργο του Αγίου. Και βέβαια οι συκοφαντίες τους δεν στάθηκαν. Το φθόνο των συκοφαντών τον περιφρόνησε ο κόσμος που αγαπούσε τον επίσκοπο, όμως ο Γρηγόριος πικράθηκε και προτίμησε τη ζωή που ζούσε σαν ασκητής. Εγκατάλειψε την επισκοπή και με τον υποτακτικό του Λεόντιο έφυγε από τη Μ. Ασία, παίρνοντας μόνο το Ευαγγέλιό του και το ράσο του, και ήλθαν στην Τένεδο, όπου παρέμειναν αρκετά χρόνια. Από την Τένεδο ήλθαν στη Λέσβο και πήγε ο Γρηγόριος στο χωριό του, την Ακόρνη, θέλοντας να ίδει τους γονείς του. Κατά τύχη συνάντησε τη μητέρα του στο δρόμο, που τον χαιρέτησε, σαν ιερέα, χωρίς να τον γνωρίσει. του ζήτησε την ευχή του και εκείνος, που τη γνώρισε, της είπε: «Ο Θεός να σε ευλογεί και να σε αξιώσει να ιδείς, αν έχεις κάποιο στη ξενητειά». Αφού έτσι εκπληρώθηκε η επιθυμία του ανέβηκε στο βουνό «Πρίαντος» και εκεί βρήκε ένα τόπο ερημικό - Λευκοπέδι λεγότανε - και ζήτησε απ’ τους κατοίκους την άδεια να του επιτρέψουν να ζήσει εκεί με τον Λεόντιο. Ο τόπος αυτός ήταν τελείως ακατάλληλος για καλλιέργεια, δασωμένος και άγριος και μάλιστα τον θεωρούσαν σαν τόπο που μαζευότανε εκεί οι δαίμονες. Του έδωκαν την άδεια, αφού ήταν άχρηστος γι’ αυτούς. Ο Γρηγόριος με τη βοήθεια του Λεοντίου, καθάρισε τον τόπο, με την προσευχή του βρήκε νερό, τον καλλιέργησε, έδιωξε με προσευχή και νηστεία τα πονηρά πνεύματα και τον έκαμε από τόπο κολάσεως, παράδεισο. Όταν είδαν τον τόπο καλλιεργημένο και αξιοζήλευτο οι κάτοικοι θέλησαν να διώξουν τον Άγιο και μάλιστα τον έσπρωξαν από κάποιο ύψωμα με σκοπό να τον σκοτώσουν. Ο Άγιος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα, αλλά στο μέρος πού έπεσε ξηράθηκε η βλάστηση και δεν φύτρωνε τίποτα. Τότε οι ιδιοκτήτες του τόπου ζήτησαν να τους συγχωρήσει και του παρεχώρησαν το κτήμα τους. Εκεί λοιπόν έχτισε ναό στο όνομα της Παναγίας και μοναστήρι, στο οποίο μαζεύτηκαν πολλοί μοναχοί.
108
Ο Άγιος πέθανε σε μεγάλη ηλικία το έτος 1150 ή 1185. Παρέδωκε την ψυχή του προσευχόμενος, αφού έδωσε τις τελευταίες εντολές και την ευχή του στους μοναχούς του μοναστηριού του. Στα συναξάρια αναφέρονται θαύματα που έκαμε ο Άγιος, Όπως ότι το ραβδί του βλάστησε και έγινε δένδρο του οποίου οι καρποί θεράπευαν αρρώστους, Ότι ο Θεός τον οδήγησε να βρει νερό στο χώρο που ήθελε να χτίσει το μοναστήρι, ότι κάποιος ασεβής έκοψε τα κλαδιά του δέντρου του Αγίου και «κατέπεσε ωσεί νεκρός», αλλά θεραπεύτηκε από τον Άγιο που του έδωκε να πιει νερό από το αγίασμα και άλλα. Είχαν περάσει περίπου 750 χρόνια από το θάνατο του Αγίου, όταν οι χριστιανοί της Λέσβου αξιώθηκαν κατά το έτος 1935 να προσκυνήσουν τα σεπτά λείψανά του. Τα συναξάρια ανέφεραν, αλλά και η προφορική παράδοση συμφωνούσε, ότι ο Άγιος σαν κτήτορας του μοναστηριού ενταφιάσθηκε σ' αυτό και μάλιστα, όπως ήταν η συνήθεια, στο νάρθηκα του ναού. Οι χριστιανοί της Γέρας επί αιώνες ερχότανε να προσκυνήσουν σ' αυτόν τον τόπο των ερειπίων της μονής, όπου υπήρχε ένα εξωκκλήσι, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να ερευνήσει για την ανέρευση του τάφου. Την έρευνα αυτή έκαμε και έφερε εις πέρας ο τότε ακόμη γραμματέας της Μητροπόλεως Μυτιλήνης Ευάγγελος Κλεόμβροτος, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης και από το 1958 Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος. Με την άδεια και την βοήθεια του Μητροπολίτου Ιακώβου του από Δυρραχίου, ανέσκαψε τον τόπο και βρήκε τον τάφο και τα οστά του Αγίου, όπως έλεγε η παράδοση, στο νάρθηκα του ναϋδρίου, κατά το έτος 1935. Στις 17 Νοεμβρίου του ιδίου έτους με εκκλησιαστική λαμπρότητα και μεγάλη κατάνυξη έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του Αγίου στον ενοριακό ναό του Αγ. Γεωργίου της Κοινότητος Σκοπέλου, όπου και βρίσκονται. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έπειτα από πρόταση του Μητροπολίτου Μυτιλήνης, όρισε σαν ημέρα εορτής μετακομιδής των Λειψάνων του αγίου Γρηγορίου την 1η Κυριακή μετά τη 10η Νοεμβρίου, που τελείται κάθε χρόνο με κάθε λαμπρότητα. Την ακολουθία της μετακομιδής συνέθεσε ο λόγιος θεολόγος πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Μυτιληναίος και το απολυτίκιο του Αγίου ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
109
Γέρα σήμερον πανηγυρίζει και εν άσμασιαν εγκωμιάζει τον Γρηγόριον Άσσου Επίσκοπον. Ιεραρχίας τιμήεν αγλάϊσμα και εαυτής ευκλεές εγκαλώπισμα∙ αυτού τα λείψανα ευλαβώς κομίζουσα, αιτείται πάσι το θείον έλεος.
Ο Ιερομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε΄ Ο Οικουμενικός Πατριάρχης του Γένους (Δημητσάνα Αρκαδίας 1745 -Κωνσταντινούπολη 10-4-1821)
Εορτή: 10 Απριλίου
Μεγάλος άγιος της Εκκλησίας, πλήρης φιλανθρωπιών, κρυφός βοηθός της Φιλικής Εταιρίας για την απελευθέρωση των Χριστιανών από τους Μουσουλμάνους δυνάστες. Όμως προφανώς αυτό το τελευταίο έγινε γνωστό από τους Οθωμανούς, και ο Γρηγόριος είχε το τιμημένο τέλος των αγίων του Θεού μαρτύρων, αφού μέσα σε φριχτά βασανιστήρια,
110
αρνήθηκε να προδώσει τον Χριστό, και να ασπασθεί το Ισλάμ. Ακόμα και μετά, κάποιοι Εβραίοι, φρόντισαν να αγοράσουν το σώμα του, για να το ρίξουν με πέτρες στα βαθιά νερά. Και ως σήμερα ακόμα, οι Νεοπαγανιστές προδότες του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, συκοφαντούν τον άγιο, άξιοι σύμμαχοι των Τούρκων και των Εβραίων, ενάντια στη δικαιοσύνη. Ας έχουμε τις του αγίου. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ, ήχος Δ΄. «Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος, των Αποστόλων γενόμενος, την πράξιν εύρες θεόπνευστε, εις θεωρίας επίβασιν. Δια τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομών, και πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος, Ιερομάρτυς Γρηγόριε. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ,σωθήναι τας ψυχάς ημών».
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ Α. Γέννηση -ανατροφή
Ο διαπρεπής αυτός Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως γεννήθηκε στην Δημητσάνα Αρκαδίας το 1745 από πτωχούς γονείς. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Αγγελόπουλος και η μητέρα του Ασημίνα (το γένος Παναγιωτόπουλου). Βαφτίστηκε και πήρε το όνομα Γεώργιος. Είχε έναν αδελφό και δύο αδελφές. Το μικρό αυτό τσοπανόπουλο έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Δημητσάνα, στη Σχολή που λειτουργούσε εκεί από το 1764 από τον θείο του και ανάδοχό του ιερομόναχο Μελέτιο και τον ιερομόναχο Αθανάσιο Ρουσόπουλο. Β. Σπουδές
Το 1765 (σε ηλικία 20 ετών) φτάνει στην Αθήνα και μαθητεύει κοντά στον μεγάλο δάσκαλο Δημήτριο Βόδα. Το 1767 από την Αθήνα πηγαίνει στην Σμύρνη, όπου ήταν Εκκλησιάρχης και δίδασκε στην Ευαγγελική Σχολή ο θείος του Μελέτιος. Εκεί φοιτούσε, αλλά και εργαζόταν ως… καντηλανάφτης! Το 1770, μετά την αποτυχία του κινήματος του Ορλώφ, προσφυγικό κύμα από την Πελοπόννησο φτάνει στην Σμύρνη. Ο νεαρός Γρηγόριος παίζει σημαντικό ρόλο για το άσυλο και την τύχη των κατατρεγμένων και η ψυχή του σημαδεύεται βαθιά. Αναφέρεται πως το 1772 (27 ετών) συνέχισε τις σπουδές του στην Πάτμο. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφικής κοντά στον Δανιήλ Κεραμέα. Από εκεί μεταβαίνει σε Μονή των 111
Στροφάδων, όπου έμεινε μεν λίγο καιρό, αλλά πρόλαβε να καρεί μοναχός με το νέο όνομα Γρηγόριος. Η ασκητική του ζωή και η επιρροή της Ι. Μ. Φιλοσόφου στην πατρίδα του τον είχαν σημαδέψει. Επιστρέφει λοιπόν στην Πάτμο. Γ. Οι χειροτονίες του
Το 1775 (30 ετών) καλείται από τον Μητροπολίτη Σμύρνης Προκόπιο (που καταγόταν από την Μεσσήνη) και χειροτονείται διάκονος. Η υπερβολική αγάπη του Μητροπολίτη τον αναδεικνύει σύντομα σε Αρχιδιάκονο. Την εποχή αυτή μετέφρασε και εξέδωσε με δαπάνη του λογίου Σμυρναίου Ιω. Πιττακού τους «περί Ιερωσύνης λόγους» του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Αργότερα χειρονήθηκε και Πρεσβύτερος και έκανε χρέη Πρωτοσυγγέλου. Το διάστημα αυτό μετέβη και στην ιδιαίτερη πατρίδα του Δημητσάνα, όπου δώρισε 1500 γρόσια για να κτισθούν δωμάτια για στέγαση των απόρων σπουδαστών της σχολής της . Το 1785οΜητροπολίτης Προκόπιος εκλέγεται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και στις 19/8/1985 ο Γρηγόριος χειροτονείται Μητροπολίτης Σμύρνης σε ηλικία 40 ετών, μετά από απαίτηση των Σμυρναίων! Κατά την εγκατάστασή του έτυχε μεγάλης υποδοχής. Η θητεία του αυτή διήρκεσε 12 έτη. Η ποιμαντική του δράση πήρε και πρακτική μορφή. Βοήθησε σημαντικά για την ίδρυση ναών και σχολείων. Παρείχε με πολλούς τρόπους προστασία σε άπορους μαθητές και στην ανακούφιση του κλήρου από την φορολογία των Τούρκων. Στο τέλος της θητείας του συμβαίνει στη Σμύρνη η μεγάλη σφαγή με το όνομα «ρεμπελιό της Σμύρνης».Τότε ήταν συνοδικός στο Πατριαρχείο και μαθαίνοντας το φοβερό γεγονός σπεύδει κοντά στο ποίμνιό του για να εκπληρώσει το πνευματικό του χρέος. Εκεί τον βρίσκει η είδηση της εκλογής του σε… Πατριάρχη στις 19-41797!!!! Δ. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Τον Απρίλιο του 1797 (52 ετών) μεταβαίνει στην Πόλη κατηφής και γεμάτος πίκρα, αλλά αποφασισμένος να στηρίξει μέχρι θανάτου το δούλο γένος. Ενθρονίζεται στις 9 Μαΐου 1797. Ιδιαίτερο ζήλο επέδειξε για την παιδεία του Γένους. Ανακαίνισε τα κτίρια του πατριαρχείου (θεωρούσε απαράδεκτη την στέγαση τουΟικουμενικού Πατριάρχη σε μισθωτό ιδιωτικό σπίτι) και ίδρυσε μεγάλο τυπογραφείο. Για τις εργασίες της 112
Πατριαρχικής Συνόδου καθιέρωσε τακτικές ημέρες συνεδριάσεων, καθόρισε τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συνοδικών αρχιερέων -ένα είδος καταστατικού χάρτη -ρύθμισε τα προβλήματα των εμπερίστατων αρχιερέων (των μανζήληδων), δεν επέτρεπε την χειροτονία απαίδευτων ή ανήλικων ή μη εχόντων την «έξωθεν καλήν μαρτυρίαν» ιερέων. Ήταν αντίθετος με την χειροτονία αρχιερέων εκ του εγγάμου βίου, λόγω της δύσκολης εποχής του γένους. Εξέδωσε πολλά συγγράμματα, ανάμεσά τους περιλαμβάνεται και η «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης». Στις 17 Δεκεμβρίου 1798 η Πύλη επέτυχε την καθαίρεσή του, διότι θεωρήθηκε… ανίκανος για την διατήρηση της υποταγής στον τούρκικο ζυγό των Ορθοδόξων λαών της Βαλκανικής! Εξορίζεται λοιπόν στο Άγιο Όρος. Εκεί έγινε δάσκαλος, σύμβουλος και διαιτητής των μοναχών. Ε . Δεύτερη και τρίτη Πατριαρχία
Ανακαλείται στο θρόνο από τον Σουλτάνο Σελήμ στις 23 Σεπτεμβρίου 1806. Κατά την διάρκεια της δεύτερης Πατριαρχίας του συνέχιζε το προηγούμενο έργο του. Μάλιστα «η περί παιδείας» εγκύκλιός του έφερε συγκίνηση σε όλο το γένος. Τέθηκε μάλιστα το 1808 επικεφαλής του εράνου για την ανίδρυση και πάλι του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα, που αποτεφρώθηκε. Μετά τον θάνατο του Σελήμ, ο νέος Σουλτάνος νεαρός Μαχμούτ τον απέλασε και πάλι στις 10 Σεπτεμβρίου του 1808. Πήγε σαν εξόριστος στην Πριγκηπόνησο, όπου ασχολήθηκε με διάφορες μελέτες. Κατόπιν έφτασε στο Άγιο Όρος όπου έγινε πάλι πνευματικός οδηγός των μοναχών, αλλά και πολλών λογίων. Στις 14 Δεκεμβρίου του 1818 (μετά δηλαδή από 10 χρόνια) εκλήθη και πάλι στον Πατριαρχικό θρόνο. Σε αυτή τη θητεία ίδρυσε το «κιβώτιο του ελέους», αναδιοργάνωσε το Πατριαρχικό τυπογραφείο και μερίμνησε για την ανόρθωση της παιδείας, η οποία έχανε το κέντρο βάρους της και απέκλινε στα ορθολογιστικά ρεύματα. Αποβλέποντας στην παραδοσιακή τάξη, προσπάθησε να εισαγάγει την λιτότητα του βίου και την αυστηρότητα. Βρήκε όμως μεγάλη αντίδραση. Για την ανόρθωση των οικονομικών της Μ. Εκκλησίας διέταξε την ανανέωση των σταυροπηγιακών προνομίων. Έλυσε το δύσκολο ζήτημα του κολλυβαδικού κινήματος οριστικά. Έλαβε μέτρα για την λειτουργία των ναών, αποφάσεις για τα ληξιαρχικά βιβλία τις προικοδοσίες 113
και αρραβώνες, διατάξεις για γάμους και διαζύγια. Απαγόρευσε την ανάμειξη των τότε λαϊκών στα εκκλησιαστικά πράγματα και των κληρικών στα πολιτικά. Απέναντι στο Σουλτάνο κρατούσε στάση αξιοπρεπή και υπολογισμένη, ώστε να μην κάνει παρεμβάσεις στα εκκλησιαστικά η τουρκική διοίκηση. ΣΤ. Η στάση του στην Ελληνική Επανάσταση Οι δοκιμασίες του 1770 και του 1797 με τις οποίες έζησε τις θηριωδίες των Τούρκων, τον έκαναν επιφυλακτικό σε βίαιη εξέγερση, διαισθανόμενος τον κίνδυνο για την Ρωμιοσύνη. Παρ’ όλα αυτά θεωρείται ότι έγινε μέλος της «Φιλικής Εταιρίας» από τον πρώην Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, ενώ ο Αρχιεπ. Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος έχει άλλη γνώμη. Τις προετοιμασίες του αγώνα τις γνώριζε, αφού βοηθούσε τους Φιλικούς οικονομικά, αλλά δεν είχε πεισθεί ότι είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Πιεζόμενος από τους κρατούντες Τούρκους «κατεδίκασε» με κείμενο την επανάσταση, ώστε να δείξει σ’ αυτούς ότι δεν είχε ως Πατριαρχείο ανάμειξη, αλλά γνώριζε ότι δεν επηρέαζε τις καρδιές των επαναστατών καθόλου. Η σύλληψη και φυλάκιση του Μητροπολίτη Εφέσσου Διονυσίου, η αποκεφάλιση όλων των πλουσίων Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη, η φυλάκιση την τρίτη εβδομάδα των νηστειών του 1821 των συνοδικών αρχιερέων Νικομηδείας Αθανασίου, Δέρκων Γρηγορίου και Αγχιάλου Ευγενίου, η αποκεφάλιση το πρωί της Μ. Δευτέρας (2 Απριλίου) του μεγάλου διερμηνέα Μιχάλη Μουρούζη, ο σφαγιασμός των επισήμων της Κωνσταντινούπολης που καταγόντουσαν από την Πελοπόννησο δεν δημιούργησαν πανικό στον Πατριάρχη!!! Σαν έτοιμος από καιρό αρνήθηκε να δραπετεύσει από ασφαλή δρόμο την Μεγάλη Εβδομάδα αποφασισμένος να ιερουργήσει το Πάσχα…. Ζ. Το Πασχάλιο Μαρτύριο Την ημέρα του Πάσχα, πηγαίνοντας να ιερουργήσει είπε στους Αρχιερείς και Πρεσβυτέρους: «ίωμεν επί το θυσιαστήριον». Η πασχαλιάτικη Θ. Λειτουργία τελείωσε και στις 10 το πρωί – ήταν 10 Απριλίου 1821 – συνελήφθη από τους Τούρκους. Οι δήμιοι τον οδήγησαν με μικρό καράβι στις φυλακές, όπου τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια… Μάλιστα τον πίεζαν να δεχθεί τον εξισλαμισμό του για να… σωθεί! Ο Γρηγόριος τους 114
απάντησε κατηγορηματικά: «εις μάτην κοπιάζετε. Ο Πατριάρχης των Χριστιανών, Χριστιανός εγεννήθη, Χριστιανός θα αποθάνει». Τις ώρες του βασανισμού του οι Τούρκοι με φιρμάνι ανάγγειλαν ψευδώς ότι ήταν εξόριστος στην Χαλκηδόνα και πίεσαν για άμεση εκλογή νέου Πατριάρχη εκ των παρόντων αρχιερέων. Όταν ο Πισιδείας Ευγένιος επευφημήθηκε στο ναό, τότε οι δήμιοι έβγαλαν τον πατριάρχη από την φυλακή. Ο Κεράτιος κόλπος γέμισε πλοία. Στην αποβάθρα του Φαναρίου ο Γρηγόριος έκλινε τον αυχένα για την αποκεφάλιση προσευχόμενος, αλλά οι δήμιοι (2.00μ.μ.) με λακτίσματα και ύβρεις τον οδήγησαν υποβασταζόμενο στην πύλη του Πατριαρχείου… Εκεί η φρίκη κατέλαβε τον λαό. Ο δήμιος κατανάλωσε μια ώρα για την κατασκευή της αγχόνης και τον απαγχόνισαν με αλαλαγμούς Τούρκων και Ιουδαίων και στεναγμούς και δάκρυα των Ρωμιών… Τρεις ολόκληρες ημέρες το άγιο Λείψανο του Πατριάρχη αιωρούταν, φέρνοντας στο στήθος του το διάταγμα της εις θάνατον καταδίκης του. Στο διάταγμα αυτό καμία βάσιμη κατηγορία δεν γράφτηκε, απλά η Πύλη θεωρούσε ότι είχε ενδείξεις για την «προδοσία»… Ο Πατριάρχης Ευγένιος μάταια προσπάθησε να εξαγοράσει το άγιο λείψανο και να το θάψει. Στις 13 Απριλίου όμως 20-μελής αντιπροσωπεία Εβραίων το αγόρασε με 800 γρόσια και το παρέδωσε στον Εβραϊκό όχλο… Η σατανική πομπή έφτασε μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, όπου προσδέσανε πολλούς λίθους μέχρι να το βυθίσουν!!! Παρά την πρόθεσή τους όμως, ο Ρωμιός πλοίαρχος Μαρίνος Σκλάβος από την Κεφαλονιά με το πλοίο «ο άγιος Νικόλαος» υπό Ρωσική σημαία, στο Γαλατά αναγνώρισε το λείψανο που δεν… βυθιζόταν και το πήγε στην Οδησσό, όπου και ετάφη μεγαλοπρεπώς. Επικήδειο εκφώνησε ο γνωστός αρχιμ. Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ οικονόμων. Η. Η λάρνακα και η αγιότητά του Το 1871, με την επέτειο της πεντηκονταετηρίδας του αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας μας, μετεφέρθη το άγιο λείψανο από την Οδησσό στην Αθήνα, και με τιμές αποτέθηκε στο ναΐσκο του αγίου Ελευθερίου. Το επόμενο έτος μάλιστα τοποθετήθηκε σε ειδική λάρνακα στο Ι. Ν. της Μητροπόλεως. Στις 10-4-1921 (εκατό χρόνια από το μαρτύριό του) αναγνωρίσθηκε ως Άγιος και Ιερομάρτυρας από σύνοδο 25 αρχιερέων.
115
Ακολουθία συντάχθηκε στην Ζάκυνθο από τον Ιερομόναχο Νικόλαο Κοκκίνη το 1822, μετέπειτα Μητροπολίτη Ζακύνθου (1838-1867). Το 1853 εκδόθηκε «Βίος και πολιτεία» του. Το 1871 διασκευάστηκε η ακολουθία του από τον Αρχιμ. Αβέρκιο Λ. Λαμπίρη. Το 1968 κυκλοφόρησε δεύτερη ακολουθία, που ποιήθηκε από το μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαναννίτη με επιμέλεια του Πρωτοπρεσβύτερου Αιδ. Ευάγγελου Μπονώρη. Θ. Ο πρόλογος του αγίου Ιερομάρτυρα σε έκδοση μετάφρασής του ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης. Προς τους αναγνώστας. Τα αναγνώσματα των θείων Αποστόλων καθ’ ημέραν και κατά πάσαν Κυριακήν, υπάρχουν περικοπαί εκ των πράξεων των θείων Αποστόλων και επιστολών αυτών, περισσότερον δε του θείου Αποστόλου Παύλου, τα οποία θεοπνεύστως προσηρμόσθησαν παρά των θείων Πατέρων κατά τινα έννοιαν εις την ημέραν και εορτήν σύμφωνον. Δια τούτο κάθε ακροατής να καταλάβη καλώς την έννοιαν του αναγνώσματος δεν δύναται, μάλιστα οι αγύμναστοι εις την ελληνικήν διάλεκτον. Επειδή όμως ο εν αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης Χρυσόστομος, φωτισθείς παρά Θεού, εξηγήσατο τας τε πράξεις των θείων Αποστόλων και τας επιστολάς του θείου Αποστόλου Παύλου, τα συγγράμματα δε εκείνου εις όλους δεν είναι εύκολα, εις δε τους ιδιώτας πλέον δύσκολα δια την ελληνικήν διάλεκτον, εστοχάσθημεν ωφέλιμον εις τους χριστιανούς, καν τα αναγνώσματα των Κυριακών όλου του ενιαυτού και τινων δεσποτικών εορτών, να μεταφράσωμεν εις την κοινήν διάλεκτον, καθώς τα εξηγεί ο θείος Πατήρ απαράλλακτα. Και εις κάθε ανάγνωσμα συνάπτει μίαν ηθικήν ομιλίαν πολλά ωφέλιμον, δια να μην υστερούνται τοιούτων χρυσών διδαγμάτων τέλεον, όσοι δεν δύνανται να αποκτήσουν τας ιεράς βίβλους του θείου Πατρός, ή να τας κατανοήσουν δια το της γλώσσης αγύμναστον. Και αγκαλά μετά την τοιούτων εξήγησιν ηκούσαμεν, ότι ο εν μακαρία τη λήξει κυρ Θεοτόκης τοιούτον πόνημα εις φως έδωκεν, δεν έχει όμως και αύτη η εξήγησις την ασυντέλειαν. Διότι εκείνος μεν ο αοίδημος, ως έργω και λόγω φιλόσοφος, τα πλείονα δια της δοθείσης αυτώ χάριτος και σπουδής εγυμνάσατο. Ημείς δε απλά τα νοήματα και τας εξηγήσεις του θείου Πατρός Χρυσοστόμου χωρίς 116
προσθήκην ή αφαίρεσιν μετεφράσαμεν συντομώτατα, προσαρμόζοντες και από τας ηθικάς ομιλίας όσας εδυνήθημεν από το πέλαγος των συγγραμμάτων του. Είθε ουν δια πρεσβειών των Θεοκηρύκων Αποστόλων και του Χρυσορρήμονος αξιωθείημεν οι αναγινώσκοντες εγκρατείς γενέσθαι των Θεοπνεύστων τούτων νοημάτων και υπήκοοι εις τας πατρικάς διδασκαλίας του δια την σωτηρίαν ημών, και την των μελλόντων επίτευξιν. Αμήν.
Ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος. Βιβλιογραφία 1). Γρηγόριος ο Ε΄, Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, ΘΗΕ , τομ.4, σελ. 736-741. 2). ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘ. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Τόμος Δ΄, ΑΠΡΙΛΙΟΣ, ΣΕΛ. 189203. 3). Σ .Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Οι νεομάρτυρες και το δούλον Γένος , Αθήνα 1974. 4). ΛΕΞΙΚΟΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΩΑ. Μ. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗ, ΑΘΗΝΑ 1990. 5). ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ (1400-1900μ. Χ.), ΑΓΙΩΝ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ -ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΧΙΟΥ, σελ.437-443. 6). ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΩΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ Ε΄, σε πονήματα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1984.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και οι επιστήμες Οι εχθροί της Εκκλησίας είναι πλούσιοι σε… συνθήματα. Και πολύ φτωχοί σε αλήθεια. Απελπιστικά μάλιστα φτωχοί .Ορίστε λοιπόν το σύνθημα: «Αφορίζει τα μαθηματικά ο Γρηγόριος ο Ε΄». Και πιο κάτω παραθέτουν και την εγκύκλιό του (αποσπασματικά εννοείται). Από αυτή παίρνουν όλα τους τα επιχειρήματα. Επιδίωξή τους: να κλονιστεί η εκτίμηση που έχει ο Γρηγόριος στις καρδιές των Ρωμιών. Ας δούμε λοιπόν, αν έχουν δίκιο, όχι από κάπου αλλού, αλλά μόνο μέσα από το κείμενο της εγκυκλίου αυτής, που είναι τόσο σαφής και τόσο φωτισμένη. Γράφει λοιπόν ο όντως σοφός Πατριάρχης: «Επιπολάζει ΕΝΙΑΧΟΥ μία καταφρόνεσις περί τα Γραμματικά μαθήματα και διόλου παράβλεψις… και περί αυτήν επί πάσι την υψηλοτάτην ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ, προερχομένη εκ της ολοτελούς αφοσιώσεως μαθητών και διδασκάλων εις ΜΟΝΑ τα μαθηματικά και τας επιστήμας, και μία ΨΥΧΡΟΤΗΣ περί τα της αμωμήτου ημών πίστεως και αδιαφορία εις τας παραδεδομένας νηστείας, προκύπτουσα εκ τινών διεφθαρμένων ανδραρίων, τα οποία καθώς τα ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου, όντα και αυτά ΜΕΤΑΞΥ των πεπαιδευμένων του Γένους, ανεφύησαν
117
πλανώμενα εαυτούς και πλανώντα τους αφελεστέρους.» Από το κείμενο αυτό συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι: α) Τα μαθηματικά εδιδάσκοντο σε όλα τα πατριαρχικά σχολεία, τα μόνα άλλωστε που λειτουργούσαν. β) Διδάσκαλοι και μαθητές (όχι όλοι αλλά ολίγοι και ενιαχού) αδιαφορούσαν για την θρησκευτική διδασκαλία, την υψηλοτάτη Θεολογία. γ) Αυτό εκδηλωνόταν έμπρακτα στην αδιαφορία για τη νηστεία και όλα «τα της αμωμήτου πίστεως», δηλαδή: ηθική ζωή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία κλπ. δ) Εισηγητές αυτής της νόθης τακτικής δεν ήσαν οι διδάσκαλοι του Γένους, αλλά διεφθαρμένα ανδράρια, που χώθηκαν ανάμεσά τους στα σχολεία. ε) ΔΕΝ καταδικάζονται τα μαθηματικά και οι επιστήμες, αλλά η ολοτελής αφοσίωση εις ΜΟΝΑ τα Μαθηματικά. στ) Δεν καταδικάζονται οι «πεπαιδευμένοι του Γένους», αλλά τα διεφθαρμένα ανδράρια, δηλ, οι ανήθικοι και αδιάφοροι. Αυτά λέει το κείμενο της εγκυκλίου. Ερωτώ: ήταν επιτρεπτό, να ανεχτεί ο Πατριάρχης την καταφρόνηση της Θεολογίας; Ας μου απαντήσει ο φανατικότερος αντικληρικαλιστής και άθεος. Ερωτώ: Είναι σκοταδιστής ο Πατριάρχης, όταν ενώ είχε εξουσία, δεν διέταξε την διακοπή κάθε διδασκαλίας μαθηματικών, αλλά απλώς συμβούλευσε να μην ασχολούνται μόνο με αυτά; Σκοταδιστής ήταν ή φωτισμένος; Ο Πατριάρχης Γρηγόριος δεν ήταν μόνο φωτισμένος. Ήταν και άνθρωπος πρακτικός. Μισούσε τους ανεδαφισμούς. Επιδίωκε το πρακτικό και το ωφέλιμο. Και για αυτό ερωτά: «Τις ωφέλεια, προσκολλώμενοι οι νέοι εις τας παραδόσεις αυτάς να μανθάνωσι αριθμούς και άλγεβρας, και κύβους και κυβοκύβους και τρίγωνα και τριγωνοτετράγωνα και λογαρίθμους, κλπ. κλπ... και έπειτα να είναι εις τας ομιλίας των βάρβαροι, εις τας γραφάς των σολοίκοι, εις τα ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ των ΑΝΙΔΕΟΙ, εις τα ήθη τους παράφοροι και 118
διεφθαρμένοι (δηλ. βρωμεροί και άσωτοι), εις τα πολιτεύματα ΕΠΙΒΛΑΒΕΙΣ» δηλ. στην εν γένει συμπεριφορά τους, και όχι για τα πολιτικά καθεστώτα όπως ίσως πολλοί θα προσπαθήσουν να το εξηγήσουν, κοινωνικά επιζήμιοι. Αν επρόκειτο για τα πολιτικά φρονήματα, δεν θα χρησιμοποιούσε πληθυντικό. Το πολιτικό σύστημα, στο οποίο οι Ρωμιοί επαναστάτες ήσαν επιβλαβείς, ήταν ένα και μοναδικό: το σουλτανικό. Και μη ξεχνάμε: στην εκκλησιαστική γλώσσα, πολιτεία και πολίτευμα σημαίνει πάντοτε «συμπεριφορά». Αλλά ασχολείται κανείς να το δει; Ερωτώ: Τι ωφελούνται σήμερα τα παιδιά που μαθαίνουν λογαρίθμους, διαφορικούς λογισμούς, ν-οστές δυνάμεις, πόσα είναι τα άστρα και πόσο κάνει το φως να φτάσει από τον ήλιο στη γη; Τι θα ζημιωνόντουσαν αν αυτά δεν τα είχαν μάθει ποτέ αφού τα έχουν σε ποσοστό πιο μεγάλο από 999 τοις χιλίοις ξεχάσει μια για πάντα; Τι μας μένει από το σχολείο; Συνήθως μόνο η γραμματική και το συντακτικό! Πόσο δίκιο είχε ο Πατριάρχης! Τι υποδεικνύει; Βαθμό προτεραιότητας. Και αποφυγή της μονομέρειας. Αλλά είπαμε οι εχθροί της Εκκλησίας μας κάνουν την προπαγάνδα τους. Από πού θα πιανόντουσαν, αν όχι από κάτι τέτοια; Και πώς να μην εστρέφετο εναντίον εκείνων «των διεφθαρμένων ανδραρίων» ο Πατριάρχης, αφού με το παράδειγμά τους (φαντάσου σοβαρότητα που είχαν!…) δίδασκαν όχι μόνο την κατάλυση της νηστείας, αλλά και τους κύβους (τυχερά παιχνίδια), τας χαρτοφορίας (χαρτοπαιξία), πανουργοδιπλωματικούς τρόπους (δηλ. ιησουϊτισμό) και μακιαβελισμό; Όλα αυτά τα γράφει στην εγκύκλιό του ο Πατριάρχης. Φαίνεται όμως πως οι κατήγοροι της Εκκλησίας δεν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν την εγκύκλιο αυτή μια δεύτερη φορά. Θα είχαν αλλάξει γνώμη. Και θα είχαν σωθεί από το αυτορεζίλεμα που έπαθαν! Και μια ερώτηση: Μήπως, θα έπρεπε σε εκείνα τα «διεφθαρμένα ανδράρια» ο Πατριάρχης να έλεγε «μπράβο»; Δεν θα ήταν άξιος τότε να τον φτύσουμε; Και προχωρώντας πιο κάτω ο Πατριάρχης (σε πείσμα και έλεγχο των κατηγόρων του, που – το επαναλαμβάνουμε – ή δεν κατανοούν το κείμενο της εγκυκλίου από… περισσή σοφία, ή το παρουσιάζουν όπως τους καπνίζει από την σκοπιμότητα αντιεκκλησιαστικής προπαγάνδας) συμβουλεύει να μεθοδεύεται η διδασκαλία των διαφόρων μαθημάτων έτσι, ώστε να μη παραμελείται η διδασκαλία των 119
θρησκευτικών. Και η καταδίκη των μαθηματικών; Και ο αφορισμός τους; Τι γίνεται με αυτόν; Υπάρχει μόνο στην νοσηρή διάνοια των κατηγόρων του Πατριάρχη. Πουθενά αλλού. Και δείχνει, το πώς ξαναγράφουν την ιστορία και το πώς προσπαθούν να μας... φρονηματίσουν. Ο Πατριάρχης δεν έκανε ούτε σκέψη καταδίκης των μαθηματικών. Ούτε καν περιορισμού τους. Απλώς προσπάθησε να διορθώσει ένα κακό. Και γι’ αυτό περιορίστηκε να συμβουλεύσει: «Αναγκαιότατον είναι να διαιρεθώσι τα Γραμματικά Σχολεία από τα Επιστημονικά και Μαθηματικά, και να γίνωνται κεχωρισμενως αι παραδόσεις», έτσι ώστε η διδασκαλία του ενός μαθήματος να μη παρακωλύει την παρακολούθηση του άλλου. Δηλ. επέβαλε να συνταχθεί ωρολόγιο πρόγραμμα διδασκαλίας μαθημάτων! Ήταν αυτό σκοταδισμός; Υπήρχε πιο φωτισμένη τοποθέτηση; Μπορούσε να γίνει αντιμετώπιση πιο σωστή και υγιής; Μπορούμε να μη θαυμάσουμε τον Πατριάρχη Γρηγόριο, που με την εγκύκλιό του αυτή έβαλε τόσο σωστά τα πράγματα στη θέση του το καθένα; Νομίζει κανείς ότι την εξέδωσε με ένα και μοναδικό σκοπό: Να υπερασπιστεί τα μαθηματικά και τις επιστήμες από την εναντίον τους αντίδραση ορισμένων ανθρώπων με στενή οπτική γωνία, στην οποία τους οδηγούσε το… άπλετο φως που έβγαινε από το στόμα, τα ήθη και την διαγωγή ορισμένων ανδραρίων με νεκρωμένη την χριστιανική πίστη μέσα τους, που συνέβη να διδάσκουν φυσικά όχι την θεολογία αλλά τα μαθηματικά και τη χημεία, και τα οποία ανδράρια οι Ρωμιοί δεν ήθελαν ούτε να τα βλέπουν στα μάτια τους. Ο Πλάτωνας φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοί μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. (Πολιτ. 368Α-383C). Ο Γρηγόριος προσπαθεί να σώσει τα μαθηματικά στη συνείδηση του απλού λαού και να τα προστατεύσει από την μολυσματική σκιά ορισμένων αναξίων «εκπροσώπων» τους. Πώς λοιπόν – με την λογική των συκοφαντών του Γρηγορίου – ο ένας είναι σκοταδιστής και ο άλλος όχι; Τα «διεφθαρμένα αυτά ανδράρια» είχαν ρίξει σε τόση ανυποληψία τις επιστήμες στο λαό, ώστε, όπως μας πληροφορεί ο Κ. Κούμας, μόνη η διδασκαλά τους εθεωρείτο πηγή αθεΐας. Γι’ αυτό όμως δεν έφταιγαν οι Παπάδες. Έφταιγε το γεγονός ότι οι Ρωμιοί δεν ήθελαν τα παιδιά τους άθεα. Η πείρα τους είχε διδάξει πως οι άθεοι τούρκευαν αράδα. Όχι μόνο δηλαδή έπαυαν να είναι 120
Έλληνες και Χριστιανοί, αλλά γίνονταν εχθροί του γένους μας και καταπιεστές των Χριστιανών. Τελικό συμπέρασμα: Εκδίδοντας την Εγκύκλιό του αυτή ο Άγιος Γρηγόριος απέδειξε ότι ήταν όχι μόνο φωτισμένος, αλλά και ότι ήξερε να πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα. Ήταν ήρωας. Λάτρης και υπέρμαχος των επιστημών. Και δραστήριος σκαπανέας του φωτισμού του Γένους. Είχε απόλυτο δίκιο ο Αδ. Κοραής στο σημείο αυτό, που έγραφε το 1819, ότι ο Πατριάρχης είχε δοθεί «όλος δι’ όλου» στην εκστρατεία για τον φωτισμό του Γένους μας. Η Εγκύκλιος αυτή ήταν το πιο γερό πλήγμα που μπορούσε ποτέ να δοθεί, κατά του ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΥ της μονομερούς αφοσιώσεως στις θετικές επιστήμες. Ήταν η αποδυνάμωση και συντριβή του ΑΘΕΪΣΤΙΚΟΥ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΥ, που προσπαθούσαν να εισάγουν στη Ρωμιοσύνη οι γελοίοι εκείνοι λόγιοι, που από τη δημιουργία της Γαλλικής Επανάστασης έπαιρναν μόνο τα λάθη της: την αθεΐα και την ηθική διαφθορά. Αλλά φίλοι αναγνώστες, θα σας ρωτήσω: Μήπως περιμένατε να είναι δυνατό ή έστω πιθανό, να είναι τα έργα ανθρώπων που δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν τον Κύριο της Δόξης, τον Σωτήρα Χριστό, σαν «ΘΕΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ», φωτεινά; Ποιος είναι σκοταδιστής; Ποιος συγκαλύπτει την αλήθεια και το φως; Ποιος ταυτίζει τον εαυτό του με τα διεφθαρμένα εκείνα ανδράρια κατά τών οποίων έγραφε ο άγιος Γρηγόριος; Τι όμως να περιμένει κανείς από τους Νεοπαγανιστές, που όχι μόνο δεν φοβούνται τον Θεό, αλλά ονομάζουν «Θεό του Μίσους» τον θεό της Αγάπης, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστό; Από τους Νεοπαγανιστές μόνο ψεύδη και διαστροφή μπορεί κάποιος να περιμένει. Η κατασυκοφάντηση του ΣΩΤΗΡΑ των Ελλήνων Φανατικοί ιδεολογικοί ψευδοκατήγοροι Οι εχθροί της εκκλησίας χαλάνε τον κόσμο, φωνάζοντας ότι ο Πατριάρχης ήταν ο χειρότερος «Τουρκόφιλος», «μισέλληνας», «προδότης του γένους» κλπ., αφού αφόρισε την Επανάσταση και ιδίως τους πρώτους ηγέτες της Αλέξανδρο Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσο. Και το μεν αφοριστικό είναι αυθεντικό. Γεννάται όμως το ερώτημα: Το αξιολογούν οι κατήγοροι σωστά; Και το ερώτημα γίνεται πιο σοβαρό όταν βλέπουμε 121
τους Έλληνες, τόσες γενεές, και μάλιστα τους ίδιους τους αφορισμένους, να το αξιολογούν εντελώς διαφορετικά. Και γι’ αυτό τον τιμούν σαν την ιερότερη εθνική μορφή. Και του έστησαν ανδριάντα στο Πανεπιστήμιο. Περί της σωστής αξιολόγησης του θέματος αυτού, απάντηση πρέπει να δώσει όχι η ιδεολογία, αλλά τα ιστορικά δεδομένα. Γιατί αυτοί που κατηγορούν τον άγιο, το κάνουν μόνο και μόνο από αντιχριστιανική προκατάληψη, και μίσος για τον Χριστιανισμό, και όχι για ιστορικούς λόγους. Ας δούμε λοιπόν ένα -ένα τα γεγονότα, για να βγάλουμε στο τέλος ένα καθαρό συμπέρασμα, πέρα από τις ιδεολογικές φωνασκίες των εχθρών της Εκκλησίας. Τα ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης 1. Λίγα χρόνια πριν από το 1821 είχε συσταθεί με πρωτοβουλία του Τσάρου Αλεξάνδρου Παύλοβιτς η περίφημη Ιερή Συμμαχία, που στόχο είχε την πρόληψη και καταστολή κάθε επανάστασης. Μετείχαν: Ρωσία, Αυστρία, Αγγλία, Γαλλία, κλπ. Κόκκινο πανί για την Ιερή Συμμαχία ήταν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Συμπέρασμα πρώτο: Κάθε επανάσταση, ακόμη και η πιο καλά οργανωμένη, κινδύνευε να αποτύχει λόγω εχθρικότητας των τότε μεγάλων δυνάμεων. 2. Η Ελληνική Επανάσταση ευθύς εξ αρχής στιγματίστηκε, διότι φαινόταν έντονη η επίδραση των αρχών της Γαλλικής Επαναστάσεως. Και το κίνημα του Ρήγα, και η οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας και ο τρόπος διακυβέρνησης του Μοριά, έκαναν ακόμη και σε τυφλό φανερή την γαλλική επίδραση. Συμπέρασμα δεύτερο: Η Ελληνική Επανάσταση ήταν βέβαιο, ότι εκτός από την οργή του Σουλτάνου θα αντιμετώπιζε και την μήνη των τότε υπερδυνάμεων. 3. Η Επανάσταση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Βλαχία εξόργισε τον Σουλτάνο σε αφάνταστο βαθμό, διότι: α) ο αρχηγός της ήταν πρίγκιπας της Ρωσίας. β) ο ηγεμών της Βλαχίας Μιχαήλ Σούτσος ήταν Φαναριώτης, γ) συνθήκη απαγόρευε στον Σουλτάνο να παρεμβαίνει στις παραδουνάβιες ηγεμονίες χωρίς άδεια του Τσάρου.
122
Συμπέρασμα τρίτο: Ο θυμός του Σουλτάνου δεν ήταν καλό πράγμα. Οι Τούρκοι μέχρι και σήμερα αλλού πονούν και αλλού χτυπούν (βλέπε Κύπρος-Κωνσταντινούπολις). 4. Πρώτα απ’ όλα ο Σουλτάνος ξέσπασε στους Ρωμηούς της Πόλης. Τα γεγονότα του 1956 ωχριούν μπροστά στις θηριωδίες που υπέμειναν οι Έλληνες της Πόλης του 1821. Έπειτα ο Σουλτάνος ζήτησε εξηγήσεις από τον Μιλέτ-μπασή, δηλ. εθνάρχη των Ρωμιών, Γρηγόριο Ε΄ και τον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α΄ Παύλοβιτς. Ο μεν Γρηγόριος προσπάθησε να τον καλμάρει με ψέματα: ότι τάχα δεν ήξερε τίποτε (ενώ τα ήξερε όλα, όπως μας λένε όλοι οι σύγχρονοί του ιστορικοί, άσχετα αν ο ίδιος δεν ήταν σύμφωνος). Ο δε Τσάρος έσπευσε να δώσει τις εξής πληροφορίες στον «εν τυραννία αδελφό» του Σουλτάνο: α) Ο πρίγκιπας Αλ. Υψηλάντης επαύθη απ’ όλα του τα εν Ρωσία καθήκοντά του και απεκηρύχθη. β) Ο Τσάρος δεν είχε καμία ανάμειξη. γ) Ο Σουλτάνος αφήνεται απόλυτα ελεύθερος να αντιδράσει όπως ξέρει και να συγυρίσει τους στασιαστές. (Το έγγραφο του Τσάρου μας το διέσωσε πλήρες ο Σπ. Τρικούπης στον Α΄ Τόμο της Ιστορίας της Ελλην.Επαναστάσεως). Συμπέρασμα τέταρτο: Άρα οι Έλληνες έπρεπε να αντιμετωπίσουν μόνοι τους, αβοήθητοι, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι αστείο να πιστεύει κανείς, ότι μπορούσαν οι Ρωμιοί να νικήσουν τότε την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αυτό το έδειξε περίλαμπρα, δυστυχώς, η εκστρατεία του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο, που διέλυσε σαν ιστούς αράχνης όλες τις αμυντικές γραμμές των Ελλήνων. Και αλίμονο αν δεν επενέβαιναν οι ξένοι! 5. Η ιστορία μας μιλάει για την οξύτητα, με την οποία ο Σουλτάν Μαχμούτ Β΄ αντέδρασε στην Επανάσταση. α) Έπαυσε δύο μεγάλους Βεζίρηδες σε διάστημα ολίγων ημερών με μόνο αιτιολογικό την επιεική τους στάση έναντι των Ρωμηών. Το γεγονός είναι πολύ ενδεικτικό.
123
β) Κάλεσε τον Σεϊχουλισλάμη, δηλ. τον υπέρτατο θρησκευτικό αρχηγό όλου του Ισλάμ, και τον διέταξε να εκδώσει φετβά, δηλ. διακήρυξη, με την οποία να καλεί τους Μουσουλμάνους να εξαφανίσουν κάθε ίχνος χριστιανών από την Αυτοκρατορία ολόκληρη, που έτσι θα γινόταν αμιγώς ισλαμική. Ο Σεϊχουλισλάμης όμως ήταν άνθρωπος δίκαιος και εύσπλαχνος. Και γι’ αυτό ζήτησε διορία να το σκεφτεί. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος το πληροφορήθηκε. Και συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο, που προς τιμήν του βλέπουμε την υπογραφή του σε όλα τα αφοριστικά εκείνα, τους μεγάλους δραγουμάνους Κωνσταντίνο και Νικόλαο Μουρούζηδες, και τον αυθέντη Καλλιμάχη, επισκέφτηκε τον Σεϊχουλισλάμη. Και τον έπεισε να αρνηθεί να εκδώσει τον φετβά, αναλαμβάνοντας και αυτός κάποια υποχρέωση έναντι του εύσπλαχνου και φιλανθρώπου εκείνου μουσουλμάνου, που πίστευε με όλη του την καρδιά, ότι – όπως γράφει το Κοράνι - «μια ώρα δικαιοσύνης είναι πολυτιμότερη ενώπιον του Θεού από εξήντα χρόνια προσευχής». Ο Σεϊχουλισλάμης αρνήθηκε να εκδώσει τον φετβά. Και ο σουλτάνος έγινε θηρίο εναντίον του: Τον καθαίρεσε και τον κρέμασε. Συμπέρασμα πέμπτο: Πόσος φόβος έπρεπε να ρίχνει την καταθλιπτική του σκιά στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο Σουλτάνος έπαυε λόγω ευνοίας τους προς τους Ρωμηούς δύο πρωθυπουργούς του και κρεμούσε έναν Σεϊχουλισλάμη; 6. Ταυτόχρονα άρχισαν οι κατ’ εντολή του Σουλτάνου εκτελέσεις των επιφανών Ρωμηών με έναρξη από τους Μουρούζηδες και Μητροπολίτες, που εθεωρούντο σαν τα πιο απαραβίαστα πρόσωπα. 7. Διορίστηκε άλλος Σεϊχουλισλάμης, ο Φεΐζ. Αυτός εξέδωσε χωρίς πολλούς δισταγμούς και συζητήσεις τον φετβά που όριζε ότι ιερό χρέος των μουσουλμάνων ήταν να μη μείνει στην οθωμανική αυτοκρατορία ζωντανός ούτε ένας Χριστιανός. 8. Οι Δυτικοί ήταν και πάλι με τους Τούρκους. 9. Η επανάσταση έφτασε στο «αμήν» τόσο, ώστε ο ατρόμητος Γέρος του Μοριά «εμβήκεν εις την Εκκλησίαν, έκαμε τον σταυρόν του, έμεινε πολλήν ώραν σύννους και ασπασθείς την εικόνα της Θεοτόκου είπε: "Παναγία μου, βοήθησε τους
124
Χριστιανούς. Τους επήραμε στο λαιμό μας"» (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, τόμος Α΄, σελ.206). 10. Η εκστρατεία του Ιμπραήμ διέλυσε σαν ιστό αράχνης τους Έλληνες. Και γέμισε την Πελοπόννησο θρήνους, αίματα, ερείπια και συμφορές. Για να τα προδεί κανείς αυτά δεν χρειαζόταν να έχει μυαλό πιο πολύ από το μέτριο. Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος τάχθηκε με σταθερότητα και αποφασιστικότητα εναντίον της Επαναστάσεως για να σωθεί η Ρωμηοσύνη από την ολοκληρωτική εξόντωση. Και ενεργώντας φαναριώτικα έριξε στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου: αφοριστικά κατά της επανάστασης. Τα έγραψε και για τους Έλληνες, να ησυχάσουν. Και κυρίως για τον Σουλτάνο να τα διαβάσει και να καλμάρει. Και κάλμαρε με πολύ λίγες – σχετικά -σφαγές στην Πόλη. Οι Πατριάρχες Θεόληπτος και Ιερεμίας Α΄ έκαναν για την σωτηρία του Γένους μας ψεύτικους όρκους. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος έβγαζε ψεύτικα αφοριστικά -στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου -για τον ίδιο λόγο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης παρότι ήταν ευσεβέστατος δεν τα έλαβε καθόλου υπ’ όψιν του. Δεν ταράχτηκε. Ούτε κάκιωσε εναντίων του Πατριάρχη. Τον συμπόνεσε. Ορίστε τι έγραφε στους Σουλιώτες: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρείται αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου». Αλλά και αργότερα, όταν το στράτευμά του είχε πλέον διαλυθεί, ο Αλ. Υψηλάντης όχι μόνο δεν απέδωσε την καταστροφή του στον αφορισμό, αλλά με ημερήσιά του διαταγή 8.6.21 απεκύρηξε τους στρατιώτες του, που δεν επέμειναν στον αγώνα, να εκδικηθούν «το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων "υπουργών" της θρησκείας: πατριαρχών (Γρηγορίου Ε΄ και Κυρίλλου ΣΤ΄), αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών» (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, τόμος Α΄, σελ.128). […] Στην Ιστορία του Τρικούπη (Τομ. Α΄) όποιος θέλει μπορεί να δει: Α) Το πλήρες κείμενο των αφοριστικών, όπου ο Πατριάρχης αναφέρει ξεκάθαρα, ότι ο πρέσβης της Ρωσίας του απέκλεισε ρητά κάθε ενίσχυση προς τους επαναστάτες.
125
Β) Τα κείμενο του διατάγματος του Τσάρου, που καταδίκαζε την Επανάσταση και άφηνε τον Σουλτάνο ελεύθερο να σφάξει τους Ρωμηούς. Γ) Το διάταγμα του Σουλτάνου, με το οποίο επαύθη ο τρίτος κατά σειρά μέγας Βεζύρης Μπεντερλή Αλήπασας, «επειδή ηθέλησε να φεισθή της ζωής των Ελλήνων», και διορίστηκε ο Σαλήχπασας. Γιατί επαύθη ο Αλήπασας; «Επειδή ετόλμησε να εναντιωθεί εις την τιμωρίαν του αξιοκαταφρόνητου τούτου Έθνους (των Ρωμηών)»! Και μετά, σου λένε έκανε άσχημα ο Πατριάρχης που κοπάνησε μερικές κατάρες στον αέρα και έβαλε τον Σουλτάνο να κυνηγάει μόνο τους "ενόχους" (άντε πιάσε τους αν μπορείς!) Και αντί να του στήσουν και άλλο ένα άγαλμα, στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτου αυτή τη φορά, ζητούν να φύγει το άγαλμα του από τον χώρο του Πανεπιστημίου! Ανεύθυνοι και ακαταλόγιστοι φανατικοί! Γιατί; Επειδή είχε την ατυχία να είναι Πατριάρχης. Και τι; Πατριάρχες θα έχουμε για πρότυπα; Αστείο πράγμα! Έξω λοιπόν! […] 13. Στον Πατριάρχη Γρηγόριο ο πρέσβης της Ρωσίας και οι Φαναριώτες που έβλεπαν για πού βάδιζαν τα πράγματα πρότειναν να τον φυγαδεύσουν, ή στη Ρωσία ή στην Πελοπόννησο για να τεθεί επικεφαλής της επαναστάσεως. Ο Γρηγόριος όμως δεν λύγισε να δεχτεί λύσεις που θα σήμαιναν την αρχή της σφαγής των Ελλήνων. Εμείς θα μείνουμε εδώ και θα σφαγούμε, τόνισε στους άλλους αρχιερείς του Θρόνου. Αλλά τα Χριστιανικά Έθνη θα εκδικηθούν τον θάνατό μας και θα ελευθερώσουν το Γένος μας. Ο θάνατός μας θα είναι η σωτηρία. Ίσως για τους κατηγόρους της Εκκλησίας και ο εκούσιος θάνατος να είναι δειλία και προδοσία. Οι κατήγοροι αυτοί θα χαιρόντουσαν αν ο Γρηγόριος αντί να αφορίσει τον Υψηλάντη, είχε κατακεραυνώσει τον Σουλτάνο. Τότε θα ήταν «ήρωας». Μαζί του θα ήταν «ήρωες» και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμηοί, που θα σφάζονταν σαν αρνιά εξ αιτίας της… ηρωικής παρρησίας του. Θα ήταν ήρωας τότε. Ο Θεός όμως δεν θα του συγχωρούσε ποτέ τη σφαγή των αθώων. Και οι φιλογενείς θα τον καταριόντουσαν, σαν αίτιο του ολέθρου της σκλάβας Ρωμηοσύνης, που έπρεπε να την περιφρουρεί, έως αν παρέλθη η οργή του Κυρίου. Γι’ αυτό οι Ρωμηοί αξιολόγησαν πολύ διαφορετικά την ενέργειά του. α) Οι αφορισμένοι Ρωμιοί επαναστάτες δεν έβγαλαν το συμπέρασμα των πολεμίων του Γρηγορίου. Όχι μόνο δεν τον μίσησαν αλλά τον ανακήρυξαν 126
μέγιστο συμπολεμιστή τους! Για τον αφορισμό έλεγαν: Το στόμα καταριόταν. Η καρδία ευλογούσε. Οι αφορισμοί εγράφησαν με βία και δυναστεία. β) Ο αφορισμένος Αλέξανδρος Υψηλάντης έγραφε στους Σουλιώτες: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρείται αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου». γ) O Γάλλος BRUNET λέει ότι «όφειλε» να το κάνει. δ) Ο Πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη το 1821 Μιχαήλ Στρόγονωφ δήλωσε, ότι η Υψηλή Πύλη του είπε πως «είχε το δικαίωμα και την δύναμιν να εξολοθρεύση άπαν το Ελληνικόν έθνος, αλλά αντί τούτου, μακροθύμως φερόμενη διέταξε τον Πατριάρχην να καταπνίξη την επανάστασιν δι’ αφορισμού» (Μ.Ε.Ε. τομ. Η΄ σελ.725) Το ίδιο αναφέρει και ο Ζαχ. Μαθάς στο βιβλίο του «Κατάλογος ιστορικός» με την επεξήγηση ότι του υποδείχτηκε και το περιεχόμενο του αφοριστικού. Οι κατήγοροί του τον βγάζουν «προδότη και τουρκόφιλο»! Ποιος κρίνει αντικειμενικά; 14. Σήμερα απολαμβάνουμε όλα τα αγαθά που μας παρέχει η κοινωνία μας. Ζούμε με όλη μας την ησυχία. Ούτε ευθύνη έχουμε, ούτε αγωνία, φυσικά, για την καταταλαιπωρημένη Ρωμηοσύνη. Και οι κατήγοροί του, κατηγορούν εκ του ασφαλούς! Ο Πατριάρχης Γρηγόριος καθόταν στα κάρβουνα. Η οργή του Σουλτάνου ήταν μια τρομερή πραγματικότητα. Οι σφαγές, που άρχιζαν από την κορυφή και έφθαναν στην βάση, ήταν μια άλλη φρικαλέα πραγματικότητα. Η απειλή της σφαγής των Χριστιανών μια τρίτη, απαίσια ακόμη και σαν πιθανότητα μία τοις χιλίοις! Η ευθύνη για ό,τι γινόταν ΤΟΝ ΒΑΡΥΝΕ σε απόλυτο βαθμό, αφού ήταν Μιλετ-μπασής (εθνάρχης), αναγνωρισμένος και υπεύθυνος έναντι του Σουλτάνου. Τι θα έπρεπε να έκανε; «Ώφειλε», λέγει ο BRUNET που ίσως ποτέ του δεν χώνεψε Ρωμηό. Ασυγκίνητοι όμως μένουν οι «Ρωμηοί» κατήγοροί του συνεπαρμένοι από μία «ιδανική» θεώρηση των πραγμάτων. Έκανε κακό στην επανάσταση, λένε.
127
Έτσι… πάει, καταστραφήκαμε, ενώ μπορούσαμε να είχαμε σωθεί. Κρίμα που δεν ζούσαν τότε. Θα τους είχε ο πατριάρχης «συμβούλους» επί θεμάτων παιδείας και εθνικής πολιτικής. Και δεν θα γινόταν τίποτε στραβό. Και το έθνος θα είχε μεγαλουργήσει. Θα είχε πιο πολλούς ήρωες. Ίσως όμως δεν θα είχαν οι ήρωες αυτοί Ρωμηούς υμνητές, αλλά μόνο Φράγκους. Ίσως να μην υπήρχαν πια στον κόσμο Ρωμηοί. 15. Τι όμως προσπάθησε ο άγιος ιερομάρτυς Γρηγόριος Ε΄ να πετύχει με τον αφορισμό αυτό; Πολλά πράγματα. Και συγκεκριμένα: α) Να κατευνάσει το Σουλτάνο. Να του ρίξει στάχτη στα μάτια, όπως και τόσες άλλες φορές. Γι’ αυτό ο Πατριάρχης μας μιλάει: 1) για κάποια τερατώδη αχαριστία προς την ευεργετική προστασία, που οι Έλληνες απόλαυαν εκ μέρους των Οθωμανών, 2) για το βασίλειο Κράτος του Σουλτάνου, και 3) για τη μομφή που η επανάσταση προκαλούσε εις βάρος της ομόδοξου Ρωσίας (τα λόγια αυτά είχαν θέση μόνο εφ’ όσον λεγόντουσαν για τον Σουλτάνο. Δεν είχαν πέραση για κανέναν άλλο). β) Να καλμάρει τους Έλληνες, που τους έβλεπε με τα μάτια της ψυχρής λογικής, να βαδίζουν σ’ ένα βέβαιο χαμό. Γι’ αυτό μιλάει με χρώματα πολύ ζωηρά για τον κίνδυνο αφανισμού του γένους κα χαρακτηρίζει τους επαναστάτες ΜΙΣΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ. γ) Να πείσει τους αρχιερείς να κινηθούν με ευθύνη, να ξαναφέρουν τους Ρωμηούς στην υποταγή, αφού, όπως γράφει στα αφοριστικά του. 1) Το Ρωσικό κράτος ουδεμία είδηση ή συμμετοχή έχει. 2) Ο Τσάρος αποτροπιάζεται του πράγματος την βδελυρίαν. 3) Ο Τσάρος άφηνε ελεύθερο τον Σουλτάνο να κάνει ό,τι καταλάβαινε. 4) Οι ίδιοι οι αρχιερείς ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι για την τύχη του λαού. Γι’ αυτό και τους τονίζει την τρομερά μεγάλη ευθύνη τους με τα λόγια: «εκ χειρός σου ζητηθήσεται το αίμα» των αθώων Ρωμηών, για τους οποίους ο Πατριάρχης πονούσε πολύ, αν εγκαταλελειμμένοι στην τύχη τους σφάζονταν από τους Οθωμανούς. 16. Θα πουν μερικοί. Δεν έπρεπε να λυγίσει! Δεν έπρεπε να αφορίσει! Όμως τους πρόλαβαν άλλοι! Ο μητροπολήτης 128
Δερκών Γρηγόριος πρότεινε παραπείθοντας τον Σουλτάνο να πάει ο Πατριάρχης στην Πελοπόννησο να τεθεί επί κεφαλής της Επαναστάσεως! Ο Γρηγόριος απάντησε. Και εγώ σαν κεφαλή του Έθνους και εσείς σαν Σύνοδος οφείλουμε να μείνουμε εδώ κι να αποθάνωμε για την κοινή σωτηρία. Ο θάνατός μας θα δώσει δικαίωμα στην Χριστιανοσύνη να υπερασπιστεί το έθνος μας. Αν πάμε να ενθαρρύνουμε την Επανάσταση θα δώσουμε το δικαίωμα στον Σουλτάνο να εξολοθρεύσει όλο το έθνος μας όπως ήδη απεφάσισε. (Βλέπε Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα της Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Αγγελοπούλου, Τα κατά Πατριάρχην Γρηγόριον Ε΄, σελ. 169). Ο θάνατος του Γρηγορίου ήταν εκούσιος. Σαν του Κυρίου. Και υπέρ το λαού. Ελάτε τώρα και πείτε μου από πού συμπεραίνετε ότι ήταν «μισέλληνας και προδότης»; 17. Και επειδή πολλοί διερωτώνται, πως και το Πατριαρχείο δεν θυμήθηκε να άρει τον αφορισμό του Υψηλάντη, ενώ ήρε το ανάθεμα του 1054 (κατά του Πάπα), ας μάθουμε επί τέλους ότι ο αφορισμός αυτός ήρθη την Μεγάλη Δευτέρα του 1821 σε μυστική τελετή στο Πατριαρχείο. Γι’ αυτό μέχρι τώρα δεν απασχόλησε κανένα. Το θέμα είναι ιστορικά λυμένο. Η συνεργασία του Γρηγορίου του Ε΄ με τη Φιλική Εταιρία Στην πραγματικότητα, ο άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ ήταν «στο κόλπο» της επανάστασης, και δρούσε σε συνεργασία με τη Φιλική Εταιρία, και απλώς έριχνε στάχτη στα μάτια των Τούρκων για να σώσει χιλιάδες ψυχές, και τον ίδιο τον Αγώνα. Ας δούμε συνοπτικά μερικά στοιχεία, που δείχνουν τους λόγους των ενεργειών του, αλλά και τη σχέση του με τη Φιλική Εταιρία: 1. Ο Πατριάρχης ήταν συγχρόνως και εθνάρχης και συνεπώς η σωφροσύνη και η σύνεση προείχαν του αυθορμητισμού (π.χ. Παπαφλέσσας). Επιβαλλόταν λοιπόν αναγκαστικά μια μετριοπαθής πολιτική. 2. Το αποτέλεσμα των πιθανών αστοχιών ή λαθών του, θα είχαν αιματηρή επίπτωση στον λαό της Κωνσταντινούπολης και σε ολόκληρο το Γένος. 3. Υπήρχε η πικρή εμπειρία τού αποτυχημένου κινήματος τού 1770 και τού «ρεμπελιού τής Σμύρνης» (1797), με την
129
επακολουθήσασα σφαγή τών Ελλήνων, γεγονότα που καθιστούσαν τη στάση τού Πατριάρχη ιδιαιτέρως επιφυλακτική. 4. Η μυστική προετοιμασία του Αγώνα, επέβαλε μια στάση εξευμενισμού μάλλον του Τουρκικού θηρίου, παρά πρόκλησης και ερεθισμού του. 5. Ο αφορισμός του αγώνα από τον Πατριάρχη, απομάκρυνε την υποψία της συμμετοχής του Γένους στην εξέγερση των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, και αποσόβησε τη σφαγή (Θ. Ζήσης, «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ στη συνείδηση τού Γένους», Θεσσαλονίκη 1986). 6. Άλλωστε ο ίδιος ο Α. Υψηλάντης, απευθυνόμενος γραπτώς προς τους Σουλιώτες, αναγνωρίζει την εξασκηθείσα στον Πατριάρχη βία εκ μέρους τής Τουρκίας, σχετικά με τον αφορισμό. 7. Από την αλληλογραφία του Φιλικού Π. Σέκερη, πληροφορούμαστε ότι ο Γρηγόριος συνεργαζόταν με την Εταιρία, αν και δεν είχε ορκισθεί (Τ. Γριτσόπουλος Γρηγόριος ο Ε΄ ΘΗΕ τ. 4, 1964, στ. 739). 8. Είχε μάλιστα μεταξύ τών Φιλικών, και το συνθηματικό προσωνύμιο: «παλαιότερος». Υπήρχε επίσης το λεγόμενο «κιβώτιο του ελέους», με σκοπό να συγκεντρώνει χρήματα για τον Αγώνα του Έθνους, κατά τη μαρτυρία τού Ι. Φιλήμονα (Τ. Γριτσόπουλος Γρηγόριος ο Ε΄ ΘΗΕ τ.4, 1964, στ. 739). 9. Τα ίδια παραδέχονται ο Α. Παπάς σε σχετική επιστολή του και ο Α. Λασκαράτος σε επιστολή του, το 1872, προς τον Α. Βαλαωρίτη, στην οποία προβάλλει το ακούσιο της πατριαρχικής ενέργειας και την πρόθεση διαφύλαξης της ζωής των πολιτών. 10. Άλλωστε, η θυσία τού Πατριάρχη, και η κατηγορία τών Τούρκων ότι δρούσε κρυφά υπέρ τής Επανάστασης, δεν ήταν δυνατόν να παραθεωρηθούν (Τ. Γριτσόπουλος, Γρηγόριος Ε΄ «Μνημόσυνη», Σ΄ 1976 – 1977, σ. 299 – 332).
130
11. Πέρα από κάθε αμφιβολία, «το σχοινί του Πατριάρχη» εμψύχωσε και ώθησε το επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα (Ν. Ζαχαρόπουλος «Γρηγόριος Ε΄, Σαφής έκφρασις της Εκκλησιαστικής πολιτικής επί Τουρκοκρατίας» Διατριβή επί υφηγεσία, Θεσσαλονίκη 1974. Τι έχει γραφεί για το θέμα Για το ζήτημα αυτό, έχουν γραφεί πολλά. Ας δούμε μερικά: 1. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ', σ. 32 και 36 (Α. Δεσποτόπουλος) γράφει σχετικά: "...Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το ΄Εθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. Άλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών". 2. Κατά την "Προκήρυξη" του Σουλτάνου (YAFTA), "ο δόλιος Ρωμηός Πατριάρχης, καίτοι κατά το παρελθόν είχε δώσει πλαστά δείγματα αφοσιώσεως, όμως κατά την περίπτωσιν ταύτην, μη δυνάμενος να αγνοή την συνωμοσίαν της επαναστάσεως του έθνους του [...] γνωρίζων δε ο ίδιος και υποχρεωμένος να γνωστοποιήση και εις όσους το ηγνόουν, ότι επρόκειτο περί επιχειρήσεως ματαίας, ήτις ουδέποτε θά επετύγχανε [...], όμως ένεκα της εμφύτου διαφθοράς της καρδίας του, ου μόνον δεν ειδοποίησε, ουδέ επετίμησε τους αφελείς [...], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των παρασκηνίων, έδρα κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως.…" (Γ. Ζώρα, όπ. π., σ. 9). Ο Σουλτάνος, γνώστης των πραγμάτων, δίνει την ερμηνεία του, που αποδεικνύεται σοβαρότερη από εκείνη νεωτέρων, όπως ο Γ. Καρανικόλας ή ο Αλ. Τσιριντάνης... 3. Ο Th. Gordon, ιστορικός του Αγώνα (Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, μετάφρ. Φ. Βράχα, τομ. Α', σ. 134) γράφει: "Δεν τολμούμε να βεβαιώσουμε, πως ο Πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα 131
αθώοι συνωμοσίας κατά του κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε, ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της". 4. Πλησίον εις τον Ιερέα -έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης -ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι". Ο ιστορικός του 19ου αιώνα Χρ. Βυζάντιος σημειώνει: "Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας” 5. Υπάρχει η μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθοδόξου Κλήρου στον Αγώνα του '21(a). 'Ετσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι "τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν oι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, oι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικως oι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή oι πραγματικοί ηγέται του Εθνους" (b). Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: "Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων" (c). Σημειώσεις: a). Βλ. τις μελέτες: Νικηφ. Μοσχοπούλου, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους, Αθήναι 1960. Ι. Παπαϊωάννου, Ιστορικές Γραμμές, τ. Α', Λάρισα 1979. b). Ν. Μοσχοπούλου, ό. π., σ. 167. Ι. Παπαϊωάννου, όπ. π., σ. 240. c). Ν. Μοσχοπούλου, σ. 107. Ι. Παπαϊωάννου, σ. 240.
6. Ενίοτε τον 19ο αιώνα εγείρονταν αντιδράσεις όχι για την μη συμμετοχή των Κληρικών μας στον απελευθερωτικό Αγώνα, αλλά αντίθετα για τη συμμετοχή τους σ' αυτόν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή Κοσμά Φλαμιάτου (1786 -1852). Κατά τον Φλαμιάτο η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε τον Αγώνα του '21. Με την εμπλοκή του Κλήρου σ' αυτόν επεδίωξε "ίνα διεγείρη την παγκόσμιον, ει δυνατόν, περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά του Κλήρου, τόσον την εκ των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι' αυτόν τον σκοπόν 132
προς τοις άλλοις εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας και εισήχθησαν εν αυτω ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής, και εφάνησαν τινες εξ αυτών οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν..." ( Κοσμά Φλαμιάτου, "Απαντα" εκδόσεις "Σπανός"), Αθήναι 1976, σ. 96/7 ) 7. ΄Ενα απο τα επισημότερα θύματα της παρατεινόμενης ιδεολογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, Άγιος Γρηγόριος Ε' (a). Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της εποχής (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός). Ο σοφός εκείνος Γενάρχης, πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οικτρές αποτυχίες, π. χ. 1790); Γιατί να απαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη του Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως; Και όμως, σε καμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του στα σχέδια της Φιλικής (b). Θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αντίδραση του Γρηγορίου; Ετσι, άλλωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα από την αρνητική κριτική. Μπορεί όμως να "έρμηνευθεί" ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το κλίμα, μέσα στο οποίο έγινε; Καί ποιο ήταν το κλίμα αυτό; -΄Εκρηξη της οργής του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο)-΄Αμεσος κίνδυνος γενικής σφαγής των Ρωμηων (ομολογία εκθέσεων τών Ξένων της Κων/πόλεως (c)) Απερίγραπτες θηριωδίες, πού προοιώνιζαν τη συνέχεια-Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων, με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών -Απαγχονισμός του Σεϊχουλισλάμη (Θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών(d )) Εκτελέσεις Φαναριωτών (Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ. Σημειώσεις:
133
a.Τις νεώτερες μελέτες για το πρόσωπο βλ. στη Βιβλιογραφία. ( http://pub88.ezboard.com/ffinalfrontiersdicsusionboard45123frm29.showMessage? topicID=108.topic ) b. Βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, οπ. π. c. Βλ. Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε' εις την έκθεσιν του Ολλανδου Επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1976, σ. 4 έ. d. Μπορεί να αποκληθεί πρώτος μάρτυρας του Αγώνος της Ανεξαρτησίας μας.
Μετα απο τα παραπάνω στοιχεία, θεωρούμε ΑΥΤΑΠΟΔΕΙΚΤΗ, όχι μόνο την βοήθεια που η εκκλησία παρείχε, αλλά και το γεγονός πως ο Πατριάρχης ήταν ο πραγματικός ηγέτης της επανάστασης. Ο δε ψετο-αφορισμός, στην πραγματικότητα ΕΣΩΣΕ τον Ελληνισμό από βέβαιη σφαγή, και έδωσε έτσι τη δυνατότητα να πετύχει η επανάσταση. Μια επανάσταση που δεν ήταν επανάσταση απλώς "Ελλήνων", αλλά ήταν ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ. Αυτό πρέπει να το σκεφθούν σοβαρά όλοι αυτοί που φωνάζουν σήμερα για απογύμνωση της χώρας από τη Χριστιανική πίστη. Γιατί η χώρα αυτή, υφίσταται χάριν ακριβώς των Χριστιανών. Δεν ντρέπεστε όλοι εσείς οι ειδωλολάτρες να συκοφαντείτε και να διαβάλλετε ψευδώς κάποιον που πέθανε για την ελευθερία σας; Αλλά θα μου πείτε, εδώ διαβάλλετε και συκοφαντείτε τον ίδιο τον Χριστό. Στον άγιο Γρηγόριο τον Ε΄ θα ντραπεί το υψηλό «Ελληνικό» σας ήθος;
Ο άγιος Δημητριανός της Ταμασού, ο θαυματουργός
134
(27 Ιανουαρίου)
Είπεν ο Κύριος: «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν... Πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν» (Ματθ. ζ', 13-14). Τούτα τα λόγια του Κυρίου μας βρίσκουν απόλυτα την εφαρμογή τους στή ζωή όλων μας. Είναι στενή η θύρα και γεμάτος δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπο στη χαρούμενη και ευτυχισμένη ζωή! Αντίθετα πλατιά η θύρα και χωρίς εμπόδια και δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί τον άνθρωπο στην καταστροφή. Από την αλήθεια αυτή βγαίνει εύκολα και το συμπέρασμα. Ολίγοι, πολύ ολίγοι γι' αυτόν τον λόγο, είναι εκείνοι που εισέρχονται από τη στενή θύρα και βαδίζουν τον πρώτο δρόμο. Αντίθετα εκείνοι που εισέρχονται από την ευρύχωρη θύρα και βαδίζουν τον ανάλογο δρόμο είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Τη στενή θύρα και το σχετικό δρόμο βάδισαν και βαδίζουν όλοι της εκκλησίας μας οι Άγιοι πατέρες και μάρτυρες. Αυτή τη θύρα και το δύσκολο δρόμο βάδισαν και της Κύπρου μας οι Άγιοι, Αυτήν κι ο άγιος Δημητριανός της ξακουστής και πολυάνθρωπης Ταμασού ο θαυματουργός Επίσκοπος. Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν. Από τις πολύ ολίγες πληροφορίες που έχουμε γι' αυτόν μανθάνουμε ότι γεννήθηκε στην Ταμασό κι έζησε σ' αυτήν τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού. Ήταν τότε ακόμη που η ειδωλολατρία κι η ειδωλομανία προέβαλλε δυνατά της Αφροδίτης
135
το άστρο και τη λατρεία. Το κήρυγμα του Ιησού που έφεραν στην Κύπρο οι τρεις απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος και Μάρκος άρχισε σιγά-σιγά να προχωρεί σ' όλο το νησί. Στήν Ταμασό με κέντρο μια σπηλιά που υπάρχει ως σήμερα και που χρησίμευε στην αρχή ως κατοικία και εκκλησία και επισκοπή αγωνίζονται οι πρώτες εκείνες μορφές ο Ηρακλείδιος, ο Μύρων, ο Μνάσων κι οι άλλοι συνεργάτες τους να ανάψουν και να προβάλουν παντού το φως του Χριστού, το ιλαρόν φως της νέας ζωής. Σ' αυτή τη σπηλιά στην οποία οι πρώτοι χριστιανοί όχι μονάχα παρακολουθούσαν το κήρυγμα για τον Χριστό, αλλά και βαφτίζονταν και προσεύχονταν και τελούσαν τις διάφορες ακολουθίες τους, σ' αυτήν ακόμη βρίσκεται κι ο τάφος του αγίου Ηρακλειδίου. Κάποια μέρα που ο γηραιός επίσκοπος βρισκόταν άρρωστος στο σπήλαιο του με πυρετό, μια ομάδα μανιασμένων ειδωλολατρών ώρμησαν μέσα στο σπήλαιο, έσυραν έξω τον άγιο και τον σκότωσαν. Ο άγιος απέθανε προσευχόμενος για τους δήμιους του στην ηλικία των 60 χρόνων. Οι χριστιανοί μαθητές με θλίψη βαριά πήραν το άγιο λείψανο και το έθαψαν μέσα στη σπηλιά. Τα θαύματα που έκανε, όταν ήταν στη ζωή, συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του και συνεχίζονται και σήμερα. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού». Η θρησκεία του Ιησού Χριστού, με τις ενέργειες του Ηρακλειδίου, τον ζήλο του και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του προχωρούσε καθημερινά. Μετά τον θάνατο του την ευθύνη του όλου έργου ανέλαβε ο Μνάσωνας. Αυτόν είχε χειροτονήσει ο Ηρακλείδιος επίσκοπο, όταν ακόμη ζούσε. Αυτός συνέχισε το έργο του Ηρακλειδίου μέχρι τα βαθιά του γηρατειά. Πολλά θαύματα έκαμε όσο ζούσε. Πολλά κι όταν απέθανε. Πριν πεθάνει χειροτόνησε επίσκοπο της Ταμασού τον Ρόδωνα. Με γοργά βήματα η διδασκαλία του Χριστού χάρη στόν φλογερό ζήλο των πρώτων χριστιανών προχωρεί με ενθουσιασμό στης Ταμασού την πόλη. Πολλοί οι άγιοι που παρουσιάσθηκαν σ' αυτή, Ένας τέτοιος άγιος είναι κι ο
136
Δημητριανός. Πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν γνωρίζουμε. Ο πανδαμάτορας χρόνος έσβησε από της μνήμης το βιβλίο τη σχετική χρονολογία. Αυτό που συμπεραίνουμε από την όλη ζωή του είναι τούτο: Γνώρισε τον Χριστό, όπως λέγει κι ο υμνογράφος του, από τη βρεφική του ηλικία. «Εκ βρέφους εγένου του Κυρίου εραστής». Γνώρισε τον Χριστό και τον αγάπησε με όλη την ψυχή του. Μπροστά του ένα και μόνο πράγμα βλέπει κι ένα ποθεί και θέλει παντού και πάντοτε. Του Κυρίου το θέλημα. Μ' αυτό μεγαλώνει. Μ' αυτό ζει κι αυτό προβάλλει τόσο με τα λόγια του, όσο και το παράδειγμα του. Κάποτε που είχε αρρωστήσει ο πνευματικός πατέρας της κοινότητας ο ιερέας, ο τότε επίσκοπος του οποίου ο Δημητριανός ήταν σε όλα το δεξί του χέρι, τον κάλεσε και κατά παράκληση των πιστών Χριστιανών τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Οι αγνές ψυχές πανηγυρίζουν. Γιατί ο Δημητριανός με ζήλο φλογερό εργαζόταν πάντοτε για την πνευματική πρόοδο του λαού. Στό πρόσωπο του βρήκαν οι πιστοί τον πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή, τα ορφανά τον προστάτη, οι άρρωστοι τον στοργικό αδελφό και «οι εν θλίψεσι την παρηγορίαν». Κι όταν μετά από καιρό ο τότε επίσκοπος κοιμήθηκε, ολόκληρος ο λαός και πάλι κάλεσε και ανέβασε στον επισκοπικό θρόνο της ξακουστής πόλεως τον άξιο σε όλα Δημητριανό. Στήν καινούργια αύτη θέση η αγία του μορφή προβάλλει παντού, ώστε ο ιερός υμνογράφος να τον υμνεί: «Της Ταμασού βλάστημα, καύχημα των Περάτων, πηγήν των θαυμάτων, ιαμάτων ταμείον άσυλον και των Κυπρίων αγλάϊσμα». Αλλά και του λαού η παράδοση κι ο σεβασμός μένει ως σήμερα πολύ υψηλά. Αυτό μαρτυρεί α) η ευρυχωρία του ναού που η ευσέβεια των παλαιοτέρων κατοίκων των Περάτων αφιέρωσε στ' όνομα του σε μια μαγευτική θέση και του οποίου τα ερείπια προβάλλουν επιβλητικά μέχρι σήμερα. Και β) η χειρόγραφος φυλλάδα που περιέχει την ακολουθία του και στην οποία αναγράφεται κι η μέρα της μνήμης του, 27 Ιανουαρίου. Η όλη του πνευματική ζωή συνέβαλε τα μέγιστα στήν εξάπλωση του χριστιανισμού όχι μόνο στην πόλη της Ταμασού, αλλά και στά γύρω χωριά. Τύπος υπομονής ο ίδιος και πρότυπο αρετής
137
βοήθησε στα χρόνια εκείνα στην ειρηνική ζωή του πιστού λαού του και στήν πνευματική του άνοδο. Αλλά και θαύματα πολλά αναφέρεται ότι έκαμε όταν ζούσε, μα και όταν κοιμήθηκε. Οι γυναίκες των Περάτων τον θεωρούν πολύ θαυματουργό και συχνά επισκέπτονται τα ερείπια του ναού του, ανάβουν καντήλια στο βαθούλωμα των ερειπίων και εκζητούν τις πρεσβείες του στα προβλήματα και τις ανάγκες τους. Ένα τέτοιο θαύμα που έγινε προ καιρού είναι και τούτο: Ένας χριστιανός από τα Πέρα, για το κτίσιμο του σπιτιού του πήγε και πήρε από τα ερείπια του ναού του αγίου τις πελεκητές πέτρες με τις οποίες ήταν φτιαγμένο το ανώφλι του ναού, για να φτιάξει με αυτές το ανώφλι του ιδικού του σπιτιού. Είχε δε στη σκέψη να πάει την επομένη να πάρει και τις άλλες πελεκητές πέτρες με τις όποιες ήταν κατασκευασμένες οι παραστάδες της θύρας του ναού για να τις χρησιμοποιήσει κι αυτές για το δικό του σπίτι. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο άγιος και του έκαμε αυστηρή παρατήρηση. Αυτός όμως δεν έλαβε ύπ' όψη τη σύσταση του αγίου και την επόμενη νύχτα πήγε πάλι και κουβάλησε και τις υπόλοιπες πέτρες. Τη νύχτα παρουσιάστηκε και πάλι ο άγιος στον ύπνο του και του έκανε ξανά αυστηρή παρατήρηση για την παρακοή του. Για να μην επαναλάβει δε άλλη φορά την κακή του πράξη, του έδωκε και δύο μπάτσους· τον ένα από τη δεξιά μεριά και τον άλλο από την αριστερά. Το αποτέλεσμα της τιμωρίας αυτής ήταν από το βράδυ εκείνο να μείνει κουφός, καθ' όλον τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Κι ακόμη τις υπόλοιπες πέτρες δεν τόλμησε να πάει να τις πάρει. Γι' αυτό κι οι πέτρες με τις οποίες κτίστηκαν οι παραστάδες της θύρας του σπιτιού είναι πολύ διαφορετικές και ξεχωρίζουν ως σήμερα. 138
Στενή η θύρα και γεμάτος δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη χαρούμενη και ευτυχισμένη ζωή. Αυτή την αλήθεια που ο ίδιος ο Κύριος συνιστά σ' εμάς είναι καιρός κι εμείς μιμούμενοι τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας μας να κάνουμε βίωμα και ζωή μας. Τόπος αμαρτίας ήταν το νησί μας. Σάν χείμαρρος η διαφθορά έσπρωχνε τους δυστυχισμένους κατοίκους στην καταστροφή. Όταν όμως η θρησκεία του γλυκύτατου Ιησού με τους ευλογημένους φορείς της, τους τρεις αποστόλους, τον Βαρνάβα, τον Παύλο και τον Μάρκο έφθασε και κηρύχτηκε στο μαρτυρικό νησί μας, τα πράγματα άλλαξαν αμέσως. Πώς ξεκίνησαν οι πρώτοι χριστιανοί! Από μια σπηλιά! Τί δυσκολίες, τί διωγμούς και τί κινδύνους πέρασαν! Με το θάρρος όμως που εναποθέτει στις αγνές καρδιές ο Χριστός δυναμωμένοι προχώρησαν. Το αποτέλεσμα μαρτυρεί και βεβαιώνει η Ιστορία. Σε λίγα χρόνια το νησί της Αφροδίτης και της διαφθοράς γίνεται νησί της Παναγίας και των αγίων. Η προσφορά σ' αυτό του αγίου Λαζάρου, του Ηρακλειδίου, του Μύρωνος και Μνάσωνος, του αγίου Δημητριανού κι όλων των άλλων εργατών της αρετής είναι ανυπολόγιστη. Δύσκολοι οι καιροί κι οι κίνδυνοι πολλοί. Όμως δεν δείλιασαν, πήραν το στενό το μονοπάτι κι έγραψαν την ωραιότερη ιστορία. Άς τους μιμηθούμε. Μόνον έτσι θα χαρούμε την εδώ ζωή μας, αλλά και θα αξιωθούμε να ιδούμε την αγαπημένη μας Κύπρο στού Χριστού το φως λουσμένη, ελεύθερη κι ευτυχισμένη, και από όλους τιμημένη. Αμήν. Απολυτίκιο Ήχος α' Των Κυπρίων το κλέος, Ταμασέων ο Πρόεδρος, φύλαξ και φρουρός των Περάτων, Δημητριανέ Πατήρ ημών, αναδειχθείς· διό τυφλόν εφώτισας ποτέ, το φως ενεδίδου τηλαυγώς, και ανέκραξε δε ούτως, τω δια σου με φωτίσαντι Δόξα σοι. Δόξα τω ούτως ευδοκήσαντι Θεώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου τοιαύτα τέρατα. Απολυτίκιο Ήχος α'. Της ερήμου πολίτης... Από βρέφους Κυρίω εκολλήθης, μακάριε Δημητριανέ Ταμασέων, ποιμενάρχα πανάριστε, συγκλείσας εν ψυχή σου θησαυρόν, της πίστεως Δεσπότου αληθούς, και ωδήγησας τα τέκνα σου θαυμαστός, προς γνώσιν της θεότητας· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω αγιάσαντι, δόξα τω δεδωκότι σοι ημίν, προστάτην ακαταίσχυντον.
139
Κοντάκιο Ήχος δ'. Ο υψωθείς... Ηρακλειδίου διεδέξω τον θρόνον, και των θαυμάτων ειλη φώς θείαν χάριν, την Κύπρον κατεφώτισας, ώ Δημητριανέ, θεσπεσίω βίω σου και γλυκύτητι λόγων, όθεν πλάνην έτρεψας, των ειδώλων γενναίως, και τον Χριστόν ενώκησας ψυχαίς, ως ιεράρχης φωτί αυγαζόμενος.
Μεγαλυνάριο Χαίροις Ταμασέων, αρχιερεύ, ο ολέσας πλάνην, των ειδώλων λόγοις σοφοίς, και την του Κυρίου, φυτείαν επαυξήσας, τοίς ρείθροις των θαυμάτων, θεομακάριστε.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος Ἐπίσκοπος Φωτικὴς τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος, Ἐπίσκοπος Φωτικής, εἶναι μία μεγάλη πατερικὴ καὶ μοναχικὴ φυσιογνωμία τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. Τὸ ἔτος 458 μ.Χ. ὑπογράφει, ὡς Ἐπίσκοπος Φωτικής, μαζὶ μὲ ἄλλους Ἠπειρῶτες Ἐπισκόπους, ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα τὸν Α’ περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Προτερίου Ἀλεξανδρείας, τὴν ὁποία ἐπιστολὴ πιθανῶς συνέταξε ὁ ἴδιος. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἀναδείχθηκε σὲ Ἐπίσκοπο Φωτικὴς μεταξὺ τῶν ἐτῶν 451-458 μ.Χ. Ὁ ἱερὸς Φώτιος διασῴζει πληροφορία τῆς συνοδικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, κατὰ τὴν ὁποία μεταξὺ τῶν κυριοτέρων ἀντιπάλων τῶν Μονοφυσιτῶν ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Διάδοχος, ἂν καὶ ἡ ἀρχιερατεῖα του τοποθετεῖται στὴν μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος ἐποχή. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίτης Βίκτωρ, κατὰ τὸ ἔτος 486 μ.Χ., στὴν Ἱστορία τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἀφρικανικῆς Ἐπαρχίας χαρακτηρίζει τὸν Ἅγιο «ὡς ἄξιο παντὸς εἴδους ἐπαίνου, διότι σῴζονται πολυάριθμα μνημεῖα λόγου του ὑπὲρ τοῦ καθολικοῦ δόγματος». Ἀπὸ αὐτὸ ὑποθέτουμε ὅτι ὁ Ἅγιος Διάδοχος πρέπει νὰ κοιμήθηκε πρὸ τοῦ 486 μ.Χ., ποῦ ἦταν τὸ ἔτος συγγραφῆς τῆς Ἱστορίας τοῦ Βίκτωρος. Ὁ Ἅγιος Διάδοχος εἶναι κὰτ ἐξοχὴν ἀσκητικὸς συγγραφέας, πλαισιώνει ὅμως τὴν ἀσκητική του μὲ τὴ θεολογία. Καὶ ἐνῷ παρουσιάζει τὸ δικό του πρωτότυπο τρόπο ἐκφράσεως, δὲν 140
ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ παραδεδεγμένα. Ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ ἔκφραση διακρίνεται γιὰ τὴ λεπτότητα, τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴ θέρμη. Εἶναι ἄγνωστος ὁ ἀριθμὸς τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, ἀλλὰ ἔχουν διασωθεῖ τρία: «Ὅρασις», Λόγος εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου» καὶ «Λόγος ἀσκητικὸς γνώσεως πρακτικῆς καὶ διακρίσεως πνευματικῆς». Τὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Τὰ ἑκατὸν γνωστικὰ κεφάλαια» εἶναι τὸ σπουδαιότερο βιβλίο τοῦ Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς. Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος, στὸ βιβλίο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὑπαρξιακὴ καὶ ὄχι ἐγκεφαλικὴ – στοχαστική. Ὁ Ἅγιος Διάδοχος στὸ προοίμιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἐκθέτει τοὺς «δέκα ὅρους», ποὺ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο τὰ κύρια σημεῖα τοῦ βιβλίου καὶ θὰ μπορούσαμε κατ’ ἐπέκταση νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἶναι οἱ δέκα ὄροι τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Συγκεκριμένα γράφει: Πρῶτος ὅρος τῆς πίστεως: Ἔννοια περὶ Θεοῦ ἀπαθής. Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπαθὴς ἔννοια περὶ Θεοῦ. Δεύτερος ὅρος τῆς ἐλπίδος: ἐκδημία τοῦ νοῦ ἐν ἀγάπῃ πρὸς τὰ ἐλπιζόμενα. Μετὰ τὴν πίστη ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐλπίδα. Τὰ ἐλπιζόμενα εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τρίτος ὅρος τῆς ὑπομονῆς: Τὸν ἀόρατον ὡς ὁρατὸν ὀρώντα τοὶς τῆς διανοίας ὀφθαλμοὶς ἀδιαλείπτως καρτερείν. Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, γιατί ἡ πορεία αὐτὴ συνεπάγεται πολλὲς μεταβολὲς καὶ ἀλλοιώσεις. Τέταρτος ὅρος τῆς ἀφιλαργυρίας: Οὕτω θέλειν τὸ μὴ ἔχειν ὡς θέλειν τὶς τὸ ἔχειν. Ἡ πορεία πρὸς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀπαθῆ τρόπο. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ τίθεται καὶ ἡ ἀφιλαργυρία – ἀκτημοσύνη. Πέμπτος ὅρος τῆς ἐπιγνώσεως: Ἁγνοεὶν ἐαυτὸν ἐν τῷ ἐκστήναι τὸν Θεόν. Ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων μας εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πορείας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου.
141
Ἕκτος ὅρος τῆς ταπεινοφροσύνης: Λήθη τῶν κατορθουμένων προσευχῆς. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Ἕβδομος ὅρος τῆς ἀοργησίας: Ἐπιθυμία πολλὴ τοῦ μὴ ὀργίζεσθαι. Ἡ πνευματικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι πορεία ἀγάπης καὶ πρὸς τὴν ἀγάπη, ὁπότε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει κατάσταση ὀργῆς, ὡς παρὰ φύση ἐνέργεια τοῦ θυμικοῦ τῆς ψυχῆς. Ὄγδοος ὅρος τῆς ἁγνείας: Αἴσθησις ἀεὶ κεκολλημένη Θεῶ. Ὅταν μεταμορφώνονται οἱ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς δυνάμεις ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, τότε ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν καθαρότητα καὶ αἰσθάνεται ὁλοκληρωτικὰ παραδομένος στὸν Θεό. Ἔνατος ὅρος τῆς ἀγάπης: Αὔξησις φιλίας πρὸς τοὺς ὑβρίζοντας. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνδυνάμωση τῆς φιλίας πρὸς αὐτοὺς ποὺ μᾶς ὑβρίζουν. Δέκατος ὅρος τῆς τελείας ἀλλοιώσεως: Ἐν τρυφῇ Θεοῦ χαρὰν ἠγείσθαι τὸ στυγνὸν τοῦ θανάτου. Ὁ τελευταῖος ὅρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῆς προσωπικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται στενότατα μὲ τὴν τέλεια ἀλλοίωση. Ἡ ἀλλοίωση εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὶς μεταπτωτικὲς ἐνέργειες καὶ ἡ πλήρωσή του ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
142
Ο Άγιος Διονύσιος Ιερομάρτυρας ο Αρεοπαγίτης είναι προστάτης των Δικαστικών και του Δικαστικού Σώματος. Η μνήμη του εορτάζεται στις 3 Οκτωβρίου και αποτελεί έναν από τους πρώτους Άγιους της χριστιανικής Εκκλησίας.
Ο Άγιος Διονύσιος ήταν διάσημος Αθηναίος, με φιλοσοφικότατο νου και μέλος του ανώτατου Δικαστηρίου, του Άρειου Πάγου. Γεννήθηκε το ένατο έτος μετά από τη γέννηση του Χριστού στην Αθήνα και επί βασιλείας Αυγούστου (27 π.Χ. - 14 μ.Χ.) από εύπορη οικογένεια και έλαβε πολυδύναμη μόρφωση. Η αγάπη του για τη γνώση και τη φιλοσοφία τον ώθησε να επισκεφθεί την Αίγυπτο και τη Μακεδονία. Κατά την παράδοση, όταν γινόταν η Σταύρωση του Χριστού και σκοτίστηκε ο Ήλιος, βρισκόταν στην Ηλιούπολη με το φιλόσοφο Απολλοφάνη και, μετά τη βεβαίωση ότι το φαινόμενο ήταν ανεξήγητο, αναφώνησε: «Ή η φύση αλλοιώνεται ή ο Θεός πάσχει». Στο Χριστιανισμό τον προσηλύτισε το 52 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος (Πράξεις ιζ 34), όταν επισκέφτηκε την Αθήνα. Ο Διονύσιος θεωρείται συγγραφέας αρκετών θεολογικών συγγραμμάτων και επιστολών και τιτλοφορείται ως ο πρώτος Χριστιανός ιεράρχης της Αθήνας. Πρώτος το βίο του Διονυσίου αναφέρει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος, γράφοντας προς τον Πάπα Ονώριο. Μαρτύρησε με την πυρά μάλλον στην εποχή του Δομετιανού (81-96 μ.Χ) ή του Τραϊανού (98-117 143
μ.Χ.). Δυστυχώς, εκτός από τα πιο πάνω, ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του Αγίου. Ο Άρειος Πάγος πήρε το όνομά του από το πρώτο δικαστήριο "ανδροφονιών" (εγκλημάτων φόνου) που ιδρύθηκε μεταξύ 1500 και 1300πΧ, κατά τους χρόνους της βασιλείας του Κέκροπα και του Θησέα, με έδρα τον βραχώδη λόφο του Θεού Άρεως που βρίσκεται βορειοδυτικά της Ακρόπολης της Αθήνας Πάνω στo λόφο αυτό, κατά την παράδοση, έγινε η πρώτη "φονική δίκη", κατά την οποία οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου δίκασαν τον Άρη. Το ανώτατο αυτό δικαστήριο της αρχαιότητας συγκροτείτο από ισόβια μέλη: τους Αρεοπαγίτες, είχε όλες τις εξουσίες και ονομαζόταν "η εξ Αρείου Πάγου Βουλή". To 462 πΧ μέγα μέρος των διοικητικών και δικαστικών εξουσιών του περιήλθε στην "Ηλιαία" (που την αποτελούσαν 6.000 αιρετοί δικαστές), τη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου. Μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους το κύρος τoυ Αρείου Πάγου παρέμεινε αμείωτο. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, όταν ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε την Αθήνα και κήρυξε στον Άρειο Πάγο, «τινές δε άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οις και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτεροι συν αυτοίς» (Πράξ. 17, 34). Κατά την παραπάνω μαρτυρία ο άγιος Διονύσιος ήταν άνδρας υψηλής κοινωνικής μόρφωσης και θέσης και απολάμβανε τιμής στην αθηναϊκή κοινωνία. Γεννήθηκε σύμφωνα με άλλες πηγές «Επί Καίσαρος Αυγούστου, έτος ένατον από γεννήσεως του Ιησού Χριστού» (Γαλανού Μιχαήλ, οι βίοι των Αγίων, Μην Οκτώβριος, Αθήναι 1951, σελ. 21). Όταν Σταυρώθηκε ο Χριστός, και την στιγμή, που σημειώθηκε έκλειψη ηλίου, ο Διονύσιος «εξεπλήττετο λέγων «ή Θεός πάσχει ή το παν απόλυται» (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Γ, Μην Οκτώβριος, σελ. 67). Όλα τα μετέπειτα βιογραφικά στοιχεία τού Αγίου είναι πολύ συγκεχυμένα. Σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη μετέβη στην Ρώμη «εξαπλόνων πανταχού της ευσέβειας το κήρυγμα» (Νικόδημου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών τού ενιαυτού, τόμος πρώτος, σελ. 95) και στη συνέχεια με προτροπή τού Αγίου Κλήμεντος Ρώμης «υπήγεν εις τους δυτικούς Γαλάτας, ήτοι εις τους Γάλλους, ους η κοινή γλώσσα Φρανσέζους καλεί, ομού με τους δύω μαθητάς του Ρουστικόν και Ελευθέριον»
144
(Νικόδημου Αγιορείτου, έ.ά., σελ. 95) και έμεινε στο Παρίσι, που ευρίσκετον διδάσκων και ελκύων εις την ευσέβειαν» (Νικόδημου Αγιορείτου, έ.ά., σελ. 95). Κατά τον Μέγα Συναξαριστή, ο αυτοκράτορας Δομετιανός «εθυμώθη και έστειλεν επίτροπόν του εις Παρισίους να εξετάση διά τον Άγιον, και όσους άλλους εύρη Χριστιανούς να τους τιμωρήσω εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα». (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκδοσις τρίτη, Αθήναι 1971, σελ. 72). Μετά από στιχομυθία ανάμεσα στον τύραννο (επίτροπο του αυτοκράτορα) και τον άγιο, ο πρώτος «προσέταξε να κόψουν τας κεφαλάς και των τριών Αγίων, ήτοι τού Διονυσίου και των δύο μαθητών του Ρουστικού και Ελευθερίου». (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκδοσις τρίτη, έ.ά., σελ. 72). Κατά τον παραπάνω Συναξαριστή «αρπάσαντες τους Αγίους οι δήμιοι... τους απεκεφάλισαν» (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκδοσις τρίτη, έ.ά., σελ. 72). Κατά την άποψη τού Μιχαήλ Ι. Γαλανού «εις τα συναξάρια όμως, και εις το Μηναίον αυτό εν τω εορτολογίω της τρίτης Οκτωβρίου, τελείται ανατροπή της ιστορικής... αληθείας» (Γαλανού Ι. Μιχαήλ, Οι βίοι των άγιων, μην Οκτώβριος, Αθήναι 1951, σελ. 22). Σύμφωνα με τον παραπάνω συγγραφέα, η άποψη, κατά την οποία ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μαρτύρησε στο Παρίσι, είναι εσφαλμένη. Όπως αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας «από τού 17ου αιώνος Γάλλοι κριτικοί, θέτοντες υπέρ τους θρύλους και τους αυθαιρέτους ισχυρισμούς την ιστορικήν αλήθειαν, προέβησαν εις αμερόληπτον έρευναν περί τού ζητήματος» (Γαλανού Ι. Μιχαήλ, οι βίοι των άγιων, έ.ά., σελ. 23). Από την παραπάνω έρευνα «εβεβαιώθη ότι υπό Διονυσίου μεν ιδρύθη η Εκκλησία Παρισίων, Διονυσίου όμως άλλου, ακμάσαντος κατά τον γ' μ.Χ. αιώνα». (Γαλανού Ι. Μιχαήλ, ε.α., σελ. 23). Στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη αποδίδεται μία συλλογή
145
συγγραμμάτων, τα οποία συντέθηκαν με ιδιότυπο τρόπο, και εκτάθηκαν σε συναφές σύστημα σκέψεων και ιδεών. Όπως παρατηρεί ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ «έως των χρόνων της Αναγεννήσεως, το ότι συγγραφεύς ήτο ο Αρεοπαγίτης επιστεύετο γενικώς τόσον εις την Ανατολήν όσον και εις την Δύσιν» (Γ. Φλορόφσκυ, Ψευδο-Διονυσίου έργα, άρθρον εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, 12ος τόμος, στήλη 473). Ωστόσο από την αρχή της εμφάνισης των συγγραμμάτων διατυπώθηκαν αμφιβολίες για την γνησιότητα τους. Όπως παρατηρεί ο ανωτέρω μνημονευθείς π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, «κατά τους νεώτερους χρόνους, η τε γνησιότης και η παραδεδομένη χρονολογία των Αρεοπαγιτικών εδοκιμάσθησαν κριτικώς πρώτον υπό τού Λαυρεντίου (1457), ιδίως δε υπό τού Εράσμου (1504). Ουδεμία υπάρχει αμφιβολία ότι τα Αρεοπαγητικά δεν εναρμονίζονται με την συνάφειαν της αποστολικής περιόδου» (Γεωργίου Φλορόφσκυ, ΨευδοΔιονυσίου έργα, έ.ά., στήλη 474). Ως δύο βασικοί λόγοι, για τους οποίους τα συγγράμματα αυτά πρέπει να αναχθούν στα τέλη του Ε' αιώνα προβάλλουν η μνημόνευση «του Πιστεύω ή Ομολογίας, κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, έθος το οποίον το πρώτον εισήχθη μόλις το 476 υπό τού μονοφυσίτου πατριάρχου Αντιοχείας Πέτρου» (Γεωργίου Φλορόφσκυ, έ.ά., στήλη 474), καθώς και το ότι «η γλώσσα τού τεκμηρίου προδίδει μυχίαν γνωριμίαν με την φιλοσοφίαν τού οψιαιτέρου νεοπλατωνισμού, ιδίως με την τού Πρόκλου» (Γεωργίου Φλορόφσκυ, έ.ά., στήλη 474).
Άγιος Δονάτος Επίσκοπος Ευροίας
146
O Άγιος Δονάτος είναι ο Πολιούχος της Πόλης της Παραμυθιάς. Έζησε την εποχή της βασιλείας του Αυτοκράτορα Μέγα Θεοδόσιο και υπήρξε επίσκοπος της πόλης Ευροίας που ήταν μια από τις 12 πόλεις της Ηπείρου και ήταν χτισμένη στην θέση όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Χόικα. Γεννήθηκε γύρω στο 310 και απεβίωσε το 387. Τις πρώτες 3 τετραετίες της ζωής του, τις έζησε στο Βουθρωτό της Ηπείρου όπου και δίδασκε. Λίγα χρόνια αργότερα, χειροτονείται Επίσκοπος Ευροίας. Δένεται με τον κόσμο και σύντομα γίνεται πολύ αγαπητός. όπου ανέπτυξε πολυσχιδή δραστηριότητα υπέρ του ποιμνίου του. Παροιμιώδης παρέμεινε η μέριμνά του για τούς πτωχούς και αδυνάτους της επαρχίας του. Για όλες αυτές τις αρετές ο Θεός του έδωσε το χάρισμα να θαυματουργεί. Έκτισε με βασιλικά χρήματα ναό, τον οποίο και διακόσμησε μεγαλόπρεπα. Οι κινήσεις του και τα έργα του ήταν πάντα προς το καλό των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι των εμπιστευόταν. O Άγιος Δονάτος εκτός από την Ευροία, δραστηριοποιείται στην πόλη Ισορεία, οπού βρισκόταν στην θέση της σημερινής Γλυκύς στις πήγες του Αχέροντα, και στην πόλη Ομφάλιον όπου η ιστορία αναφέρει, πως στο σημείο αυτό ήταν η πύλη του Άδη. Το σημείο όπου από την Αχερουσία λίμνη, οι ψυχές των νεκρών ανθρώπων μεταφερόταν από τον Χάροντας στο Νεκρομαντείο. Στα αξιοθαύμαστα, ύστερα από δικές του παρακλήσεις στον θεό, είναι η διακοπή μιας παρατεταμένης ξηρασίας που απειλούσε με μεγάλη καταστροφή.
147
Γύρω στο 360 η κόρη του του Μέγα Θεοδοσίου είχε αρρωστήσει βαριά από σεληνιασμό και ο Αγ. Δονάτος, την θεράπευσε, απλά με την παρουσία του και με τις επικλήσεις του στον Θεό. Σε μια πηγή στον ποταμό Αχέροντα στην Γλυκή, όπου η ιστορία μας λέει πως ήταν καταραμένη και το νερό δεν πινόταν, ο Άγιος Δονάτος, σκότωσε ένα τερατώδες φίδι, και εξόρκισε το κακό με αποτέλεσμα η πηγή να ξαναβγάλει καθαρό νερό. Ο Άγιος Δονάτος ανάστησε κάποιο νεκρό, για να πιστοποιήσει την αποπληρωμή ενός δανείου σε έναν τοκογλύφο, που προσπάθησε να εξαπατήσει την γυναίκα του μετά τον θάνατο του. Σήμερα, η χάρη του εορτάζεται στις 30 Απριλίου και στην Παραμυθιά η οποία τελεί υπό αργία γίνεται λιτανεία της εικόνας του καθώς και ορισμένων οστών που σώζονται στον ομώνυμο Ιερό Ναό στο κέντρο της πόλης.
Ο άγιος Επιφάνιος επίσκοπος Σαλαμίνας (12 Μαΐου)
Πρόμαχος της Ορθοδοξίας. Θιασώτης του ασκητισμού. Αντιαιρετικός συγγραφέας με αγιότητα βίου και αγωνιστικό φρόνημα ασυνήθιστο. Να τι χαρακτηρίζει τη ζωή του μεγάλου τούτου πατέρα της Κυπριακής Εκκλησίας, που σύμφωνα με τον άγιο Ιερώνυμο είναι «το τελευταίο λείψανο της αρχαίας ευσέβειας». Γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Δυτικής Παλαιστίνης τη Βησανδούκη (Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει, πώς ο άγιος Επιφάνιος
148
γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη της Κύπρου, ένα χωριό της Μαραθάσας και μεγάλωσε στη Βησανδούκη.), που ήταν κοντά στην Ελευθερούπολη, τέσσερα μίλια μακριά, γύρω στο 315 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν Ιουδαίοι κι είχαν δύο παιδιά. Τον Επιφάνιο και μια κόρη την Καλλίτροπο. Στην ηλικία των 10 χρόνων ο πατέρας πέθανε και τα παιδιά έμειναν ορφανά. Η μητέρα, που είχε να φροντίσει για τη συντήρηση όλων, κάλεσε μια μέρα τον μικρό Επιφάνιο και του έδωκε ένα γαϊδούρι που είχαν, να πάει στην πανήγυρη να το πωλήσει, και να φέρει τα χρήματα να περάσουν. Το γαϊδούρι ήταν ατίθασο κι είχε κι άλλα πολλά ελαττώματα. Γι' αυτό το παιδί δίσταζε. Οι προτροπές της μητέρας κι οι παρακλήσεις της βοήθησαν το παιδί να νικήσει τους δισταγμούς και να πάει. Στην πανήγυρη ένας καλοντυμένος Εβραίος πλησίασε κάποια στιγμή τον Επιφάνιο και ζήτησε να μάθει, αν το ζώο το είχε για πώληση και πόσο ήθελε γι' αυτό. Το παιδί είπε την τιμή, τρία νομίσματα, αλλά πρόσθεσε, πώς το ζώο ήταν ατίθασο και με πολλά ελαττώματα. Η ειλικρίνεια του παιδιού έκαμε εντύπωση στον αγοραστή, ο οποίος, σαν έμαθε πώς το παιδί ήταν κι ορφανό, του έδωσε τα τρία νομίσματα και του συνέστησε να γυρίσει σπίτι του. -Κράτησε, του είπε και το γαϊδούρι, αν φρονιμέψει, για τις ανάγκες σας. Αλλιώς να πεις στη μητέρα σου να το απομακρύνει από κοντά σας, μήπως και σας κάμει κακό. Ο μικρός Επιφάνιος πήρε τα χρήματα και τραβώντας το ζώο απ' το σχοινί ξεκίνησε, να γυρίσει πίσω στο χωριό. Στο δρόμο τον συνήντησε ένας χριστιανός, που λεγόταν Κλεόβιος, και ρώτησε κι αυτός να μάθει, αν πωλούσε το γαϊδούρι. Ο Επιφάνιος με ειλικρίνεια πάλι ομολόγησε, πώς το ζώο το είχε για πώληση, αλλά δεν τολμούσε να το συστήσει, γιατί ήταν ιδιότροπο. Προτού ακόμη το παιδί τελειώσει τη φράση του, το ζώο αφήνιασε, του έδωκε μια κλωτσιά στο πόδι και τον πέταξε κάτω. Ύστερα απομακρύνθηκε με γρηγοράδα. Ο Κλεόβιος που είδε το επεισόδιο, πλησίασε τον Επιφάνιο, έκαμε πάνω στο κτυπημένο μέρος του ποδιού τρεις φορές το σημείο του σταυρού με αποτέλεσμα να γίνει αμέσως καλά. Μετά στράφηκε προς το ζώο που έτρεχε και φώναξε: Ώ ατίθασο ζώο, που θέλησες να σκοτώσεις τον αφέντη σου. Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου να μην κινηθείς από τη θέση σου. Με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου το 149
γαϊδούρι έπεσε και ψόφησε. Τα θαύμα έκαμε τεράστια εντύπωση στο παιδί, που πρώτη φορά άκουσε για τον Ιησού Χριστό. Σαν έφτασε στο σπίτι, διηγήθηκε στη μητέρα του τα όσα έγιναν. Κι από την ήμερα εκείνη άρχισε με ζήλο να αναζητά κάποιο πρόσωπο, που να του μιλήσει περισσότερα για τον Εσταυρωμένο Ιησού. Κι η ευκαιρία δόθηκε. Ο Παντοδύναμος Θεός, που θέλει όλων των ανθρώπων τη σωτηρία, τακτοποίησε τα πράγματα. Ο Επιφάνιος, ύστερα από έξη χρόνια, συναντήθηκε με κάποιο μοναχό Λουκιανό, γνωστό για τα γνήσια φιλανθρωπικά του αισθήματα κι από αυτόν άκουσε ό,τι η ψυχή του ζητούσε. Αφού κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη, πώλησε τα υπάρχοντα του, κράτησε για την αδελφή του και τον εαυτό του μερικά χρήματα για βιβλία -η μητέρα τους είχε αποθάνει-, μοίρασε τα υπόλοιπα στους φτωχούς και γεμάτος χαρά κι αγαλλίαση προχώρησε με την αδελφή του στο Βάπτισμα. Το μυστήριο τέλεσε ο ίδιος ο επίσκοπος. Την ήμερα εκείνη και την ώρα που ο Επιφάνιος ανέβαινε τα σκαλοπάτια, για να μπει μέσα στον ναό συνέβηκε κάτι το παράδοξο. Μόλις ο κατηχούμενος έβαλε το πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι του ναού, του έπεσε το παπούτσι του αριστερού ποδιού. Όταν δοκίμασε να ανέβει το δεύτερο σκαλοπάτι, τότε του βγήκε και το παπούτσι του δεξιού. Από τότε ο μακάριος πατήρ δεν δέχθηκε να φορέσει άλλα παπούτσια. Μα και κάτι άλλο. Τη στιγμή που διαβαζόταν η ευαγγελική περικοπή, ο επίσκοπος είδε το πρόσωπο του Επιφανίου να φωτίζεται από ένα ιλαρό φως και το κεφάλι του να 'ναι στεφανωμένο με ένα λαμπρό στεφάνι. Ήταν και τα δύο αγγελικά του κατοπινού του μεγαλείου. Επτά μέρες ύστερα από το βάπτισμα ο νεοφώτιστος τακτοποίησε την αδελφή του σ' ένα γυναικείο μοναστήρι κι έφυγε κι αυτός σ' ένα άλλο. Σε τούτο ήταν δέκα καλλιγράφοι μοναχοί κι ηγούμενος ο γνωστός άγιος Ιλαρίωνας. Κοντά στον μεγάλο αυτό ασκητή, που έτρωγε μια φορά κάθε δύο ή τρεις ή και περισσότερες μέρες προσκολλήθηκε ο δεκαεξάχρονος νέος. Και τον μιμήθηκε πιστά. Η υπομονή κι επιμονή του, η ταπείνωση και φιλομάθεια του, αλλά κι η αυστηρή εγκράτεια του ήταν υπόδειγμα σ' όλους. Γι' αυτό και νωρίς τον χαρίτωσε ο Κύριος. Και να! Στον τόπο που βρισκόταν το μοναστήρι δεν είχε νερό. Οι μοναχοί το κουβαλούσαν τη νύχτα από μια πηγή, που ήταν κάπου πέντε μίλια μακριά. Μια φορά έτυχε να περάσουν από εκεί μερικοί οδοιπόροι, που είχαν τα ζώα τους φορτωμένα με κρασί και τους ζήτησαν λίγο νερό, για να πιουν κι αυτοί και τα
150
ζώα τους. Οι μοναχοί δυστυχώς δεν είχαν κι έτσι όλοι κινδύνευαν να. πεθάνουν απ' τη δίψα. Την έλλειψη έμαθε κι ο Επιφάνιος. Χωρίς να χάσει καιρό, πλησίασε τους ξένους πήρε στα χέρια του τα ασκιά με το κρασί και κάμνοντας μια προσευχή είπε: -Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που έκανες στην Κανά της Γαλιλαίος το νερό κρασί, κάνε τώρα κι εδώ το κρασί νερό για τα πλάσματα σου. Και ω του θαύματος! Το κρασί έγινε νερό. Κι ήπιαν οι άνθρωποι. Ήπιαν και τα ζώα. Και ξεδίψασαν. Και συνήλθαν. Οδοιπόροι και μοναχοί κατασυγκινημένοι δόξασαν τον Θεό κι έκαμαν το θαύμα γνωστό παντού. Γι' αυτό κι ο άγιος έφυγε από το μέρος εκείνο και πήγε σε τόπο αγριότερο. Μια μέρα εκεί που προσευχόταν -κι ήταν τρεις μέρες νηστικός και διψασμένος -έτυχε να περνούν από κοντά σαράντα Σαρακηνοί. Σαν τον είδαν μόνο, να ζει σε τέτοιο τόπο, άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. Ένας μάλιστα απ' αυτούς ο πιο άγριος που είχε χαλασμένο το ένα μάτι, έτρεξε και τράβηξε το μαχαίρι να τον κτυπήσει. Ο άγιος, χωρίς να φοβηθεί, έκαμε μια επίκληση, και στη στιγμή το τυφλό μάτι του βάρβαρου Σαρακηνού άνοιξε κι αυτός ταραγμένος απ' το θαύμα στάθηκε ακίνητος κι άφησε το μαχαίρι να πέσει απ' το χέρι του. Οι συνοδοιπόροι του απορημένοι πλησίασαν τον άγιο και σαν είδαν τον τυφλό σύντροφο τους θεραπευμένο στάθηκαν κι αυτοί με φόβο χωρίς να ξέρουν τι να κάμουν. Ο άγιος που είδε την ταραχή τους άρχισε να τους μιλά με ταπείνωση κι έμεινε μαζί τους τρεις ολόκληρους μήνες. Και τους δίδασκε. Και τους νουθετούσε. Και τους εμπόδιζε από του να κάμουν το κακό. Ύστερα τους αφήκε και γύρισε πάλι στο μοναστήρι του με ένα απ' αυτούς, που κατηχήθηκε απ' τον άγιο και βαπτίστηκε από τον Μέγα Ιλαρίωνα. Πολλά θαύματα έκανε ο άγιος την περίοδο αυτή, αλλά κι αργότερα προπαντός θεραπείες δαιμονιζομένων. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά. -Θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Περσίας από το δαιμόνιο που την βασάνιζε. -Ανάστησε το νεκρό παιδί ενός άρχοντα της Περσίας. -Θανάτωσε ένα λέοντα που έβγαινε από το δάσος κι έτρωγε τους ανθρώπους που περνούσαν από εκεί κοντά.
151
-Εξεδίωξε το δαιμόνιο από κάποιο Κάλλιστο που ήταν γιος του πρώτου Έπαρχου της Ρώμης. -Θεράπευσε τον Μ. Θεοδόσιο, τον αυτοκράτορα, από παράλυση των κάτω άκρων. Αυτά είναι ελάχιστα από τα πολλά θαύματα του αγίου. Ν' αναφερθούμε σ' όλα δεν μας είναι δυνατό. Ένα μόνο σημειώνουμε. Τα θαύματα του μεγάλου πατρός ήταν όλα πολύ φιλάνθρωπα. Από το μέρος αυτό ο ιερός πατήρ ταξίδεψε αργότερα στην Αίγυπτο όπου γνώρισε κι εδώ μεγάλες ασκητικές μορφές και πλούτισε τις γνώσεις του στη θρησκευτική θεολογία. Μετά γύρισε και πάλι στην Παλαιστίνη όπου ίδρυσε δικό του μοναστήρι, το οποίο και διηύθυνε για πολλά χρόνια. Οι πολλές αρετές του Επιφανίου και το πλούσιο θαυματουργικό του χάρισμα έκαμαν τον άγιο κι εδώ πολύ γνωστό. Άρρωστοι από πολύ μακρινά μέρη που έπασχαν από διάφορες αγιάτρευτες αρρώστιες, ερχόντουσαν συχνά κοντά του για να πάρουν τη θεραπεία τους. Ο πόθος του οσίου να ξαναδεί τον μεγάλο ασκητή Ιλαρίωνα που είχε αναχωρήσει προ καιρού για την Κύπρο, αλλά κι η επιθυμία του να αποφύγει όλους εκείνους, που τον πολιορκούσαν και τον πίεζαν να γίνει επίσκοπος, τον ώθησαν να ταξιδέψει κι αυτός στην Κύπρο. Ήταν τότε περίπου 57 χρόνων. Αφού ο άγιος πήρε μαζί του δύο συνοδούς πήγε πρώτα στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό και μετά μπήκε σ' ένα πλοίο που τους έφερε στην Πάφο. Εδώ συνήντησε τον άγιο Ιλαρίωνα κι έμεινε μαζί του δύο μήνες. Όταν αργότερα αποφάσισε ν' αναχωρήσει, για να επιστρέψει στο μοναστήρι του στην Παλαιστίνη ο γέρο ασκητής τον κάλεσε και του είπε: -Πού θέλεις να πάς, τέκνον; Ο Επιφάνιος αποκρίθηκε, πώς ήθελε να πάει στη Γάζα. Ο ιερός ασκητής του είπε πάλι: Όχι, τέκνον. Μην πάς στη Γάζα. Πήγαινε καλύτερα στη Σαλαμίνα. (Η Σαλαμίνα, που κτίστηκε από τον ήρωα του Τρωικού πολέμου Τεύκρο, τον γιο του Τελαμώνα, προς τιμή της πατρίδας του Σαλαμίνας. καταστράφηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. από σεισμό. Η πόλη ξανακτίστηκε από τον γιο του Μ. Κων/τίνου, τον Κωνστάντιο κι ονομάστηκε Κωνσταντία. Έγινε έδρα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, όταν νήσος είχε 14 152
επισκόπους κι έμεινε τέτοια μέχρι το 1191 που η Κύπρος κατακτήθηκε απ' τους Φράγκους. Σήμερα έδρα του Αρχιεπισκόπου είναι η Λευκωσία.) Εκεί θα βρεις κατάλληλο τόπο να κατοικήσεις. Πήγαινε και μη παρακούσεις στα λόγια μου μήπως κινδυνέψεις απ' την θάλασσα. Ο Επιφάνιος δεν άκουσε. Ήθελε να γυρίσει στην Παλαιστίνη. Κατέβηκε λοιπόν στην παραλία όπου ήταν δύο πλοία. Το ένα θα πήγαινε στη Σαλαμίνα και το άλλο στην Παλαιστίνη. Μπήκε στο δεύτερο. Μόλις όμως το πλοίο ξεκίνησε σηκώθηκε τρομερή τρικυμία. Τρεις μέρες η άγρια θαλασσοταραχή τους παίδευε. Τρεις μέρες το πλήρωμα του πλοίου απηλπισμένο περίμενε από στιγμή σε στιγμή την καταστροφή του. Επιτέλους την τέταρτη μέρα το πλοίο με πολύ κόπο και ζημιές έφτασε στη Σαλαμίνα για να γλιτώσει. Εκεί σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και να επισκευάσουν τις βλάβες που έπαθαν. Μια από τις μέρες αυτές που το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο στη Σαλαμίνα, ο Επιφάνιος πήρε τους δύο συνοδούς του και βγήκε να πάει στην αγορά για ν' αγοράσει λίγα σταφύλια. Διάλεξε μερικά και την ώρα που ετοιμαζόταν να τα πληρώσει, ένας γηραιός κληρικός, ο επίσκοπος των Χυτρών Πάππος, που υποβασταζόταν από δύο διακόνους στάθηκε μπροστά του. Δύο άλλοι κληρικοί επίσκοποι κι αυτοί, ακολουθούσαν ξωπίσω του. -Ώρα καλή, Αββά! Άφησε τα σταφύλια κι έλα μαζί μας Στην εκκλησία, του είπε ο γηραιός επίσκοπος. Τα λόγια του ψαλμωδού «ευφράνθην επι τοις ειρηκόσι μοι, εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλ. ρκα', 1) πέρασαν με μιας από το μυαλό του. Και ακολούθησε. Όταν έφτασαν, ο γηραιός επίσκοπος Πάππος του είπε: «Κόψε ευλογητόν. Πάτερ». Ο Επιφάνιος συγχυσμένος απήντησε: «Συγχώρησέ με, Δέσποτα. Δεν είμαι ιερωμένος». Τότε ο Πάππος έβαλε ευλογητό. Κι αμέσως ένας διάκονος πήρε τον Επιφάνιο από την κεφαλή και τον οδήγησε στο Άγιο Βήμα. Εκεί ήταν κι άλλοι κληρικοί που βοηθούσαν τον γηραιό επίσκοπο, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο διάκονο. Την άλλη μέρα έγινε η χειροτονία του σε πρεσβύτερο και την τρίτη σε επίσκοπο. Έτσι ο ευλαβής ασκητής χωρίς να το θέλει και χωρίς να το επιδιώξει ανέλαβε όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης 153
και ενθρονίστηκε επίσκοπος Σαλαμίνας, της οποίας ο επίσκοπος είχεν αποθάνει πριν αρκετές μέρες. Το υψηλό έργο του επισκόπου κι η γρηγοράδα με την οποίαν ο Επιφάνιος ανέβηκε στο αξίωμα αυτό δημιούργησαν στην ψυχή του μια τέτοια θλίψη που του έφερνε συνέχεια δάκρυα. Τότε ο γηραιός Πάππος για να τον ενισχύσει αναγκάστηκε να του αποκαλύψει τα γεγονότα. -Τέκνον μου, του είπε με αγάπη. Δεν είχα σκοπό να ομιλήσω. Με αναγκάζεις όμως με τη στάση σου. Όλοι αυτοί οι κληρικοί,διάκονοι, πρεσβύτεροι, επίσκοποι, που βρίσκονται εδώ, μαζεύτηκαν από όλο το νησί και ανέθεσαν σ' εμένα να διαλέξω τον άξιο κληρικό, που θα αναλάβει τη θέση του Αρχιεπισκόπου της Σαλαμίνας. Κλείστηκα λοιπόν, κι εγώ στο δωμάτιο μου και με δάκρυα παρακαλούσα τον Θεό να μου φανερώσει τον κατάλληλο. Ξαφνικά εκεί που προσευχόμουνα ένα φως άστραψε στο δωμάτιο και μια φωνή ακούστηκε να λέει: -Πάππε, Πάππε, άκουσε! Πήγαινε αμέσως στην αγορά. Και τον μοναχό που θα βρεις να αγοράζει σταφύλια, πάρε τον και χειροτόνησε τον επίσκοπο. Το όνομα του είναι Επιφάνιος. Και το πρόσωπο του ομοιάζει με τον προφήτη Ελισσαίο. Μη του φανερώσεις αμέσως για ποίο πράγμα τον θέλεις, για να μη σου φύγει. Αυτός είναι ο διαλεκτός. Αυτόν προορίζω. Αυτός θα τιμήσει την Εκκλησία μου. Τα λόγια του γηραιού επισκόπου έκαμαν μεγάλη εντύπωση σ' όλους. Ο Επιφάνιος παρηγορήθηκε. Συγκινημένοι ανέβηκαν όλοι στο επισκοπείο, όπου δείπνησαν και δόξασαν τον Θεό. Την άλλη μέρα αναχώρησε ο καθένας στην επισκοπή του. Με τη χειροτονία του ο Επιφάνιος έγινε η πόλη η «επάνω ορούς κειμένη» κι ο λύχνος που τοποθετήθηκε «επί την λυχνίαν» για να λάμπει «πάσι τοις εν τη οικία». Και πέτυχε στο δύσκολο και βαρύ έργο του. Πέτυχε χάρη στο ζήλο του και την ταπεινοφροσύνη του. Πέτυχε χάρη στην αρετή και την αγιότητα του. Στα 36 χρόνια της αρχιερατείας του ο χειμαζόμενος λαός του νησιού βρήκε στο πρόσωπο του τον στοργικό πατέρα, τον ζηλωτή ιεραπόστολο, τον φωτεινό καθοδηγητή, τον ακούραστο προστάτη κι οδηγό.
154
Με τις αδιάκοπες ενέργειες του, το παράδειγμα και τη μόρφωση του -γνώριζε πέντε γλώσσες, την Ελληνική, τη Συριακή, την Εβραϊκή, την Κοπτική και λίγο τη Λατινική -και προ παντός με τη δράση του έγινε αφορμή ο χριστιανισμός να διαδοθεί παντού στην Κύπρο κι η Εκκλησία της να γίνει ζηλευτή. Όταν ο άγιος τελούσε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, κατά την ώρα της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων αναφέρεται πώς ο ευλαβής επίσκοπος έβλεπε αυτό τούτο το Άγιο Πνεύμα να καταβαίνει επάνω στα Άχραντα Δώρα και να τα ευλογεί. Φυσικά ο εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων, ο «αντίδικος ημών διάβολος», πολλές φορές την ολόλαμπρη δράση του φλογερού εργάτη της Εκκλησίας του Χριστού, προσπαθούσε να ανακόψει με ποικίλα εμπόδια και δυσκολίες. Η ταπεινοφροσύνη όμως του επισκόπου κι η πλούσια αγάπη, που ήταν θρονιασμένη στην ψυχή του, σκορπούσε τα εμπόδια και διέλυε τις πλεκτάνες. Ο Επιφάνιος έγραψε και πολλά βιβλία. (Τα σπουδαιότερα συγγράμματα του Επιφανίου είναι ο «Αγκυρωτός»· και το «Πανά ριον». Το πρώτον σε 120 παραγράφους περιλαμβάνει μια επιτομή της σύγχρονης προς τον άγιο Επιφάνιο Θεολογίας. Το «Πανάριον» δηλαδή κιβώτιο, όπως το εξηγεί ο ιερός συγγραφέας, περιέχει σωτηριώδη φάρμακα δηλαδή επιχειρήματα για την ανασκευή των αιρέσεων που υπήρχαν τότε. Τέτοιες αιρέσεις αναφέρει κάπου 80.) Πολέμησε με σταθερότητα τις αιρέσεις και προάσπισε με πάθος την Ορθοδοξία. Ο ζήλος κι η αγάπη του γι' αύτη τον έσπρωχναν μερικές φορές σε υπερβολές. Η προσφορά του όμως υπήρξε μεγάλη κι ανιδιοτελής. Μαζί με τέσσερις άλλους Κυπρίους επισκόπους ο Επιφάνιος έλαβε μέρος και στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο. Πέθανε σε βαθιά γηρατειά, σαν επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη όπου είχε μεταβεί για υποθέσεις της Εκκλησίας. Ο διάδοχος του αγίου και μαθητής του, ο Σαβίνος έκτισε προς τιμή του στη Σαλαμίνα μέγιστο ναό, του οποίου τα ερείπια σώζονται ως τα σήμερα. Το σεπτό του σκήνωμα μετακόμισε στην Κων/πολη ο αυτοκράτορας Λέων Στ' ο Σοφός, μαζί με 155
άλλα κειμήλια του νησιού. Ο άγιος Επιφάνιος είναι μια από τις πιο φωτεινές μορφές της Εκκλησίας του νησιού μας. Έζησε με τον Χριστό και για τον Χριστό. Κήρυξε το άγιο όνομα Του και θαυματούργησε στ' όνομα Του. Ζει στη συνείδηση των χριστιανών που αγαπούν πραγματικά τον Εσταυρωμένο Ιησού, κι εξακολουθεί και σήμερα να διδάσκει και να εμπνέει όλους εκείνους που ποθούν και ζητούν να ιδούν μια αληθινή χριστιανική κοινωνία γύρω τους. Μια κοινωνία χωρίς μίση και φυλακές και κάτεργα. Μια κοινωνία ειρήνης, ομόνοιας κι αγάπης. Μια κοινωνία Χριστού. Θα θελήσουν οι σημερινοί ιθύνοντες τα της Εκκλησίας, να τον αντιγράψουν και να τον μιμηθούν; Αλήθεια! Θα θελήσουν; ΚΛΑΨΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ «Τα φτερά κάνουν το παγώνι πανέμορφο και πολύ χαριτωμένο. Κι αυτό, που λες και το καταλαβαίνει, σαν περπατά, αγάλλεται και καμαρώνει για την ομορφιά του. Αν όμως τύχει και δει τα πόδια του που είναι άσχημα, ξεφωνίζει άγρια, σαν να θέλει να το φωνάζει. Έτσι κι εσύ, χριστιανέ. Όταν σκέφτεσαι τι και πόσα σου χάρισε ο Θεός, να χαίρεσαι και να αγάλλεσαι. Όταν όμως δεις τις αμαρτίες σου, κλάψε μπροστά στον Θεό».
Απολυτίκιο Ήχος α'. Του λίθου σφραγισθέντος... Της Φοινίκης ο κλάδος και Κυπρίων το στήριγμα κα' Κωνστάντιας ανεδείχθης, Επιφάνιε, Πρόεδρος· δι' ο Ασσυρίων βασιλεύς πίπτει ποδών σου προσκυλινδούμενος· το πνεύμα διωκόμενον εξ αυτού δια της σης δεήσεως· δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν, πρέσβυν ακοίμητον. Απολυτίκιο Έτερο Ήχος γ', θείας πίστεως... θείας Πίστεως, έγνως την χάριν, και θεόφθογγον, έσχηκας γλώσσαν, Ιεράρχα σοφέ Επιφάνιε· όθεν δογμάτων ορθαίς αναπτύξεσιν, αιρετικών θριαμβεύεις την άνοιαν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγας έλεος. Εξήγηση: Άγιε και σοφέ Ιεράρχα Επιφάνιε, έχεις γνωρίσει τη χάρη της θείας πίστεως κι έχεις αποκτήσει γλώσσαθεόφθογγο. Γι' αυτό με την ορθή ανάπτυξη των χριστιανικών δογμάτων που έκαμες αντικρούεις και διαλύεις τα ανόητα επιχειρήματα των αιρετικών. Όσιε πατέρα μας, ικέτευε, σε παρακαλούμε τον Χριστό και Θεό μας ναχαρίζει και σ' εμάς τη μεγάλη του ευσπλαγχνία. Μεγαλυνάριο Φύλαττε και σκέπε ταις σαις ευχαίς, Επιφάνιε θείε, εκ κινδύνων και χαλεπών νόσων τους τιμώντας, την ένδοξόν σου μνήμην και λύτρωσαι του Άδου φρικτών κολάσεων.
Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΖΗΛΩΝ ο εκ Παρακοίλων της Λέσβου 156
Η Ζωή του Α) ΚΑΤΑΓΩΓΗ - ΜΟΡΦΩΣΗ:
Ο Εθνομάρτυρας επίσκοπος Ζήλων-Αμασείας Ευθύμιος Αγριτέλλης γεννήθηκε στα Παράκοιλα το 1876. Τον πατέρα του τον έλεγαν Ανάσταση και τη μητέρα του Μαρίνα. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Ευστράτιος (Στρατής). Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο σχολείο του χωριού του. Σε ηλικία εννιά χρονών πήγε κοντά στο νονό του, Άνθιμο Γεωργέλλη, που ήταν ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιγνατίου. Εκεί έμεινε σαν «καλογεροπαίδι». Αργότερα γράφτηκε στη Λειμωνιάδα Σχολή η οποία λειτουργούσε στην περιοχή «άγιος Ισίδωρος» κοντά στο νεκροταφείο της Καλλονής μέσα σε ιδιόκτητο κτήμα του μοναστηριού σαν Σχολαρχείο. Παρακολούθησε τα μαθήματα έντεκα χρόνια και αποφοίτησε το 1892. Β) ΜΟΝΑΧΟΣ: Ζώντας μέσα στο μοναστήρι θέλησε να γίνει μοναχός. Σε ηλικία 15 χρονών, το 1887, ενώ ακόμα φοιτούσε στη Λειμωνιάδα Σχολή, γράφτηκε στην τάξη των Δοκίμων αδερφών. Παρέμεινε δόκιμος μέχρι το 1899 οπότε και έγινε Μοναχός από τον τότε Ηγούμενο Κυπριανό και πήρε το όνομα Ευθύμιος έχοντας στο Μοναχολόγιο της Μονής τον αύξοντα αριθμό 43. Σε ηλικία 27 χρόνων αφού εκπλήρωσε τους όρους των ιερών κανόνων «περί δοκιμής και κούρας των Μοναχών» πήρε το Αγγελικό Σχήμα. Σαν μοναχός υπηρέτησε στο Καθολικό αναλαμβάνοντας το διακόνημα του Εκκλησιάρχου. Άνοιγε τις μεταμεσονύκτιες ώρες το Ναό, άναβε τα καντήλια και κτυπούσε την καμπάνα στις 3 το ξημέρωμα καλώντας τους άλλους αδερφούς της Μονής να κάνουν τις διάφορες ακολουθίες. Γ) ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΣ: Με δαπάνη του μοναστηριού αφού είχε τελειώσει το Σχολαρχείο με Άριστα γράφεται το 1900 στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με απαράμιλλο ζήλο κρατάει σημειώσεις από τους καθηγητές του. Πολλές από αυτές βρίσκονται στη βιβλιοθήκη χειρογράφων της Ιεράς Μονής Λειμώνος. Υπάρχει εργασία του πάνω σε κάποιο χωρίο του Πλούταρχου: «Η των γεγεννημένων 157
πράξεων μνήμη της περί των μελλόντων ευβουλίας γίγνεται παράδειγμα». Αξίζει τον κόπο να αντιγράψουμε λίγες γραμμές από την εργασία του: «Και πάντων μεν ένεκα δίκαιον επαινέσαι Πλούταρχον ος πλείστων ημίν ωφελειών αίτιος γέγονε, εν ταις συγγραφαίς αυτού πολλά της λύπης του Πανδαμάτορος χρόνου διασώσας μάλιστα δε ων περί της από της ιστορίας ωφελείας απεφθέγξατο. Τι δε; Το προσκείσθαι φησίν, τη μελέτη και μεμνήσθαι τους επιγιγνομένους των τοις προγενεστέροις ειργασμένων παράδειγμα τούτο εκείνοις του περί των μελλόντων ευ βουλεύεσθαι γίγνεται». Το 1906 χειροτονήθηκε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Χάλκης από τον Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελο Διάκονος σε ηλικία 34 ετών. Αποφοίτησε από τη Σχολή αριστούχος το 1907 υποβάλλοντας την απαραίτητη για το πτυχίο του διατριβή με τίτλο: «Σκοπός του μοναχικού βίου εν τη Ανατολή μέχρι του θ' αιώνος». Μετά επέστρεψε στη Λέσβο. Δ) ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ: Μόλις επέστρεψε στη Μονή Λειμώνος διορίστηκε ιεροκήρυκας της επαρχίας Μηθύμνης από τον τότε Μητροπολίτη Στέφανο Σουλίδη. Από τη θέση αυτή διακρίθηκε για τη ρητορική και επιβλητική φωνή του και το πλούσιο περιεχόμενο του λόγου του. Πάνω στο άλογο του γύριζε όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά της επαρχίας και μιλούσε για το Χριστό, εκήρυτε την αγάπη αλλά και την ανάγκη της απελευθέρωσης της πατρίδας. Ε) ΣΧΟΛΑΡΧΗΣ: Στις 10 Αυγούστου 1907 μετά από πρόταση του Μητροπολίτη Στέφανου Σουλίδη και με ομόφωνη απόφαση της Εφορείας Λειμωνιάδος Σχολής διορίστηκε Σχολάρχης και Διευθυντής της. Το ετήσιο επίδομα του Σχολάρχη Ευθυμίου ανέρχεται σε τέσσερις χιλιάδες γρόσια όπως φαίνεται από σχετικό πρακτικό. Πολλοί από τους μαθητές του αναφέρουν ότι ήταν πολύ καλός σαν δάσκαλος και εφάρμοζε την επαγωγική μέθοδο. Άρτιος και σοβαρός επιστήμονας, μειλίχιος δάσκαλος, οξυδερκής διευθυντής απέσπασε το θαυμασμό όλων. Δύο σχολικά έτη εδίδαξε ο Εθνομάρτυρας και διεύθυνε την Σχολή. Σε ερώτηση της εφορίας Λειμωνιάδος αν ήθελε να είναι 158
Σχολάρχης κατά το Σχολικό έτος 1908-1909 απάντησε μόνο προφορικά. Αυτό θεωρήθηκε από τον Πρόεδρο της Εφορείας περιφρόνηση της επιτροπής αυτής (έλλειψη σεβασμού) γι' αυτό και απελύθη. Μετά από επιστολή που έστειλε ο Ευθύμιος λύθηκε η παρεξήγηση και ξαναπροσλήφθηκε. Αφού δικαιώθηκε για λόγους και μόνο αξιοπρέπειας και γιατί δεν ανεχόταν η πνευματική του εργασία να είναι κάτω από τον έλεγχο μη ειδημόνων και φίλαρχων ανθρώπων υπέβαλλε την παραίτηση του. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1908 προσελήφθη από τον Μητροπολίτη της Μυτιλήνης και διορίστηκε Σχολάρχης εις τον Σκόπελο της Γέρας. Επέστρεψε όμως και πάλι στη Μονή Λειμώνας και ανέλαβε ξανά τα καθήκοντα του Ιεροκήρυκα της επαρχίας Μηθύμνης. ΣΤ) ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ - ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΟΣ: Το Σεπτέμβριο του 1909 έγινε πρεσβύτερος και πρωτοσύγκελος. Έδειξε ήθος σεμνότατο, ακαταπόνητη εργατικότητα και μεγάλη ευστροφία. Ζ) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ: Τον Ιούλιο του 1911 απομακρύνεται από τη θέση του βοηθού επισκόπου Αμασείας της Ιεράς Μητροπόλεως του Πόντου, ο επίσκοπος Ευγένιος. Η φήμη του Ευθυμίου από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια είχε διαδοθεί και είχε φτάσει στα αυτιά του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ'. Η δράση του σαν κληρικού είχε εκτιμηθεί από τον Μητροπολίτη Αμασείας-Πόντου, Γερμανό Καραβαγγέλη. Έτσι στις 27 Ιουνίου 1912 κλήθηκε ο Ευθύμιος να χειροτονηθεί στην Κων/πολη βοηθός του Μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου. Λέγεται ότι όταν του ακοινώθηκε η θέση αυτή δεν είχε δεκάρα για να αγοράσει τα άμφια του και για το λόγο αυτό ζήτησε δανεικά από το Μοναστήρι. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και από τα χέρια του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ' παίρνει τον τίτλο του επισκόπου της παλιάς γνωστής Επισκοπής της πόλης Ζήλε του Πόντου και χειροτονείται Επίσκοπος Ζήλων. Η Μητρόπολη Αμασείας είχε έδρα την Αμισό (Σαμψούντα) και όχι την Αμάσεια γιατί στην περιοχή αυτή ήταν συγκεντρωμένος ο περισσότερος Ελληνικός και Χριστιανικός πληθυσμός. Έτσι ο Επίσκοπος Ευθύμιος έρχεται στις 6 Αυγούστου 1912 στην Αμισό και αναλαμβάνει τα 159
καθήκοντα του. Επειδή ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης σαν συνοδικός απουσίαζε πολύ συχνά στους ώμους του Ευθυμίου έπεφτε όλο το βάρος και η ευθύνη των 340 περίπου ενοριών και των 150.000 Ελλήνων - Χριστιανών. Μέρα και νύχτα επισκέπτετο όλες τις ενορίες δίνοντας θάρρος στους Έλληνες. Όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Ευθυμίου το σοφό δάσκαλο, το φιλόστοργο πατέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό. Του έλεγαν όλα τα προβλήματα του και τις προσδοκίες τους. Τον υποδεχόταν με σεβασμό και αγάπη και ήταν έτοιμοι να ανταποκριθούν σε όλες τις προτάσεις και εντολές του. Η) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΦΡΑΣ - ΠΟΝΤΟΥ: Στις 14 Ιανουαρίου του 1913 τοποθετείται ο Ευθύμιος Επίσκοπος Πάφρας ή Αλύας. Λεγόταν έτσι από τον ποταμό που βρίσκεται κοντά (Άλυς Κιζίλ Ιρμάκ) που εκβάλει στον Εύξεινο Πόντο. Η επισκοπή της Πάφρας είχε καταργηθεί το 1461 όταν ο Μωάμεθ Β' ο εκπορθητής κατέλαβε την Τραπεζούντα και ολόκληρο τον Πόντο. Ο Επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος έχει αναλάβει τώρα διπλή ευθύνη. Να αναπληρώνει τον συχνά απουσιάζοντα από την έδρα του Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη και να είναι Επίσκοπος της Πάφρας. Στην περιοχή αυτή της Πάφρας εργάστηκε περίπου 10 χρόνια. Βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την Παιδεία και την Κοινοτική οργάνωση. Επισκέπτεται όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής Πάφρας τα οποία ανέρχονται σε 130 και είναι όλα αμιγή ελληνικά. Υπάρχουν βέβαια και 80 αμιγή τουρκοχώρια. Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Πάφρας, κατά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Πατριαρχείου, είναι 58.000 άτομα. Αρχίζει να κτίζει μέσα στην πόλη της Πάφρας διάφορα σχολεία, Αρρεναγωγεία και Παρθεναγωγεία και φροντίζει για την τοποθέτηση σ' αυτά των κατάλληλων δασκάλων. Κτίζει το κτίριο της Επισκοπής που σώζεται μέχρι σήμερα. Εκεί η τουρκική κυβέρνηση του Κεμάλ εγκατέστησε πρόσφυγες Τούρκους με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κοντά στην επισκοπική έδρα ήταν κτισμένη η Μητρόπολη της Πάφρας η Αγία Μαρίνα, την οποία οι Τούρκοι αρχικά(μέχρι το 1928) χρησιμοποίησαν σαν Θέατρο (αίθουσα) και αργότερα κατεδάφισαν με την ελπίδα μήπως και βρουν στους τοίχους κρυμμένο θησαυρό των πλουσίων εμπόρων της Πάφρας. Ο Δεσπότης Ευθύμιος όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν έκτισε 160
σε 40 περίπου χωριά εκκλησίας και χειροτόνησε δεκάδες ιερείς. Ήθελε να μη στερείται και το μικρότερο χωριό το δάσκαλο και τον παπά που θεωρούσε ότι ήταν πρωτεργάτες στην Εθνική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής. Με κάθε τρόπο προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους Έλληνες ώστε μέσα στις εσχατιές της απέραντης εχθρικής αυτοκρατορίας να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Η Δράση του Α) ΒΑΡΔΟΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ: Είναι η εποχή των Νεότουρκων και ακολουθεί η εποχή των Κεμαλικών. Τότε κηρύσσεται διωγμός κατά των Ελλήνων. Γενοκτονία φοβερή ξεσπά ενάντια των Χριστιανών του Πόντου με ιδιαίτερη βαρβαρότητα στην περιοχή Πάφρας - Σαμψούντας. Η δράση του Ευθυμίου μεταβάλλεται από προσπάθεια ανάπτυξης σε προσπάθεια περισυλλογής. Κινδυνεύοντας επισκέπτεται όλες τις περιοχές για να προσφέρει βοήθεια σε όσους βρίσκονται σε απόγνωση από τους διωγμούς. Το 1917 αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε ένοπλες ομάδες ανταρτών. Επισκέπτεται συχνά τον περίφημο Γενικό Αρχηγό του Δυτικού ΠόντουΑΝΤΩΝ ΠΑΣΑ ή Αντών Καραμπέγ (δηλ. Ελευθερίου Αντώνη) στο βουνό Νεπιέν Νταν. Μαζί με όλους τους άλλους οπλαρχηγούς κατευθύνει τις επιχειρήσεις των ανταρτών κατά του τακτικού τουρκικού στρατού και των Τουρκολα-ζών ενόπλων που δρούσαν σαν έμμισθοι των Τούρκων κατά των Ελλήνων. Στις επισκέψεις του στα χωριά όπως αφηγούνται δεκάδες Παφρηνοί έλεγε: «Ξυπνάτε ραγιάδες να βρείτε λευτεριά». Την περίοδο 1914 με 1916 αλλά και 1918 με 1919 με την υπογραφή της ανακωχής παρότρυνε όλα τα Δημοτικά Σχολεία, τα Αστικά Γυμνάσια καθώς και το λαό να παραστούν σύσσωμοι στην αναπαράσταση της αυτοκτονίας των 30 νεαρών κοριτσιών του Ασάρ Πάφρας που πέσανε ψηλά από το Κάστρο του Άλυ και αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια του Τερέμπεη Χασάν Αλήμπεη το 1680, που γινόταν στις 25 Μαρτίου. Από τις δραστηριότητες του Δεσπότη Ευθυμίου και την αύξηση του αριθμού των ανταρτών στα βουνά οι Τούρκοι ανησύχησαν. Αποφάσισαν να στείλουν μια επιτροπή από Έλληνες διανοουμένους και εμπόρους της Πάφρας στον αρχηγό Αντών Πασά και να ζητήσουν με όρους τη διάλυση των αντάρτικων 161
ομάδων. Ήταν μια εποχή που οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να διαλύσουν τους αντάρτες και για να κερδίσουν χρόνο έκαναν αυτόν τον ελιγμό. Ζήτησαν από το Γερμανό Καραβαγγέλη να συγκροτήσει μια επιτροπή. Για να μη θεωρηθεί ότι ο Καραβαγγέλης είχε σχέση με τους αντάρτες η επιτροπή έγινε και αποτελείτο από: Το Δεσπότη της Πάφρας Ευθύμιο, σαν Πρόεδρο, τον καπνέμπορα της Πάφρας Πλάτωνα Χ" Γιάννη, τον Αλέξανδρο Ααρών, γιατρό, τον έμπορο Λάζαρο Εφραίμογλου. Η επιτροπή μετέφερε τις προτάσεις των Τούρκων στον αρχηγό των ανταρτών, ο οποίος τις απέρριψε και γύρισαν άπρακτοι. Την παραμονή της Παναγίας του 1919 ο Ευθύμιος συγκεντρώνει 12.000 αντάρτες έξω από την κωμόπολη Τσασούρα που κατοικούσαν μόνο Τούρκοι. Θέλει να πάρει εκδίκηση για το θάνατο πολλών γυναικόπαιδων και ανταρτών Ελλήνων από τους Τούρκους του χωριού αυτού όταν το 1917 τους περικύκλωσαν μέσα σε μια σπηλιά όπου είχαν κρυφτεί και άλλους σκότωσαν, άλλους κακοποίησαν. Το εγχείρημα της καταστροφής της κωμόπολης έγινε στις 15 Αυγούστου. Πριν πάρουν τις τελικές τους θέσεις οι αντάρτες έδωσε εντολή στο ζουρνατζή Ιωάννη Σαρόγλου να παίξει τον αντάρτικο χορό Μονό (Τεκ καϊτέ) και πρώτος έσυρε το χορό ακολουθούμενος από τους καπεταναίους και τους άλλους αντάρτες. Η κωμόπολη κατεστράφη τελείως. Ο Δεσπότης Ευθύμιος ήταν πια ο επίσημος αρχηγός των ανταρτών και έδινε τις εντολές για τη δράση κατά των Τούρκων. Από την ημέρα αυτή της καταστροφής του Τσα-σούρ οι Τούρκοι αποκαλούσαν τον Ευθύμιο «Καρά Παπάς», μαύρος παπάς προφανώς από τα μαύρα ράσα που φορούσε. Από αφηγήσεις συνεργατών του μαθαίνουμε πως μέσα στο επισκοπικό του μπαστούνι υπήρχε τρύπα, μέσα στην οποία είχε φυλαγμένα σχέδια και εντολές για δράση των ανταρτών κατά των Τούρκων. Όπως υποστηρίζουν πολλοί Παφρηνοί ένας από τους λόγους που τον ήθελαν οι Τούρκοι ήταν ο ηγετικός του ρόλος μέσα στους αντάρτες του Δυτικού Πόντου, οι οποίοι τον υπάκουαν τυφλά και τον σεβόντουσαν. Το 1920 επισκέπτεται όλους τους εμπόρους της Πάφρας, της Σαμψούντας και του Αλατζάμ και ζητά να βοηθήσουν οικονομικά τους αντάρτες για να προμηθευτούν όπλα και σφαίρες. Δυστυχώς αυτοί αρνούνται για να μην τα χαλάσουν με τους
162
Τούρκους γιατί νομίζουν πως έτσι θα σωθούν. Εκείνο τον καιρό (30 Μαΐου 1920) τον επισκέπτεται στο Επισκοπικό του Γραφείο ο απεσταλμένος του Στρατηγείου της Μικράς Ασίας Λοχαγός Χρυσόστομος Καρα'ίσκος για να εξετάσουν τη δυνατότητα ενίσχυσης των ανταρτών του Πόντου από την Ελληνική Κυβέρνηση. Η ενίσχυση όμως αυτή ποτέ δεν ήρθε και οι αντάρτες αφέθηκαν στην τύχη τους. Στο τέλος ο Δεσπότης Ευθύμιος δίνει στον Καράίσκο έγγραφο για να το δείξει στις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Β) ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ: Ο Δεσπότης της Πάφρας άρχισε να παρακολουθείται στενά από Τούρκους αστυνομικούς αλλά και από πολίτες γι' αυτό και οι επισκέψεις του στα λημέρια των ανταρτών γινόταν με μεγάλη μυστικότητα. Στις 6 Ιανουαρίου 1921 ημέρα των Θεοφανίων οι Τούρκοι δεν μπορούν να εμποδίσουν τους Έλληνες Χριστιανούς να πάνε στην εκκλησία. Βρίσκουν την ευκαιρία οι υπεύθυνοι των ανταρτών να 'ρθουν στο Μητροπολιτικό ναό της Αγίας Μαρίνας και μπαίνουν στο Ιερό. Μέσα εκεί στο Ιερό και παρά την παρακολούθηση των μυστικών πρακτόρων γίνεται σύσκεψη και παίρνουν την απόφαση μια δύναμη από 600-800 άνδρες να πάει να συναντήσει τον Ελληνικό Στρατό στην περιοχή του Σαγγάριου για να υπάρχει άμεση επαφή μεταξύ των ανταρτών και του προελαύνοντας ελληνικού στρατού. Μετά από αυτή τη σύσκεψη ο Ευθύμιος πήγε στην έδρα της Μητροπόλεως την Αμισό (Σαμψούντα) γιατί όπως είπαμε αναπληρούσε τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε εξορισθεί και είχε φύγει από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους πέντε μητροπολίτες. Με απόφαση της Κεμαλικής Κυβέρνησης όφειλαν όλοι οι Μητροπολίτες, οι επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες του Πόντου να εγκαταλείψουν το έδαφος του Πόντου. Από όλους τους παραπάνω οι μόνοι που παράκουσαν την κυβερνητική απόφαση των Τούρκων ήταν: ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, ο επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλλης, ο Αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Αμασείας Αμισού Πλάτων Αϊβαζίδης. Γ) Η ΣΥΛΛΗΨΗ - Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ - ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ: 163
Όπως ήταν φυσικό για τη μεγάλη και εκπληκτική του δράση αλλά ακόμα από απερισκεψία, υπερβολικό ζήλο και αγάπη για το ποίμνιο του, έπεσε στα χέρια των Κεμαλικών όταν στις 21 Ιανουαρίου 1921 μπήκαν στην Μητρόπολη Αμασείας και τον συνέλαβαν μαζί με προύχοντες της πόλης και τον Αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβατζίδη. Οδηγήθηκε στις φυλακές Σούγια της Αμασείας όπου βασανίστηκε. Μέσα στις φυλακές, μαζί με τους άλλους συμπατριώτες του, δεχόταν τη μεγαλύτερη ταπείνωση, αλλά δεν έπαυε να ενδιαφέρεται για τους πιστούς του. Με επιστολή του στην κυβέρνηση της Άγκυρας αναλάμβανε όλες τις ευθύνες προσωπικά για την αντίσταση και την οργάνωση των Ελλήνων κατά των Τούρκων. Ήθελε να απαλλάξει από κάθε ευθύνη τους συγκατηγορούμενούς του. Στη φυλακή οι Τούρκοι προσπαθούσαν να βρουν ευκαιρία να τον τιμωρήσουν. Έτσι, το Πάσχα (18 Απριλίου 1921) όταν βγήκε στο προαύλιο των φυλακών, τον είδαν εκεί και για να τον τιμωρήσουν τον οδήγησαν στα ανήλια και σκοτεινά υπόγεια μπουντρούμια των φυλακών. Μέσα σ' αυτό το κολαστήριο τον άκουγαν να ψάλλει την παράκληση της Παναγίας και τη νεκρώσιμη ακολουθία κηδεύοντας τον εαυτό του. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να συντομέψουν το θάνατο του γιατί φοβόταν μήπως επέμβει κάποια μεγάλη δύναμη και μέσα από το Πατριαρχείο τον ελευθερώσουν. Γι' αυτό τον βασάνιζαν. Μη μπορώντας να αντέξει ο Ευθύμιος πέθανε στις 29 Μαΐου 1921. Οι Τούρκοι διάδωσαν ότι πέθανε γιατί προσβλήθηκε από τύφο. Τον έθαψαν στον περίβολο εκκλησίας που ήταν κοντά. Σαν ειρωνεία της τύχης μετά το θάνατο του ήρθε η απόφαση του Υπάτου δικαστηρίου που τον καταδίκαζε «εις τον δι' αγχόνης θάνατον». Έτσι πέθανε ο ηρωικός και γενναίος αυτός πατριώτης. Εδώ θα μπορούσαμε να καλέσουμε τους μεγάλους του Γένους Ιεράρχες Πολύκαρπο και Χρυσόστομο Σμύρνης, Παρθένιο και Γρηγόριο Κυδωνιών Αμβρόσιο Μοσχονησίων για να ευλογήσουν το σεπτό σκήνωμα του Επισκόπου Ευθυμίου Αγριτέλλη και να αφιερώσουν όλοι σ' αυτόν τους στίχους: «Κι έγινε σίφουνας κι οργή το πέρασμα σον, το ράσο σον τρομάρα και απειλή, το αποστολικό και θείο κήρυγμα σον, αστροπελέκι στον εχθρού τη κεφαλή».
164
Όλα όσα αναφέραμε προηγουμένως για τη δράση τον Επισκόπου Ευθυμίου Αγριτέλλη τεκμηριώνονται και από γραπτές μαρτυρίες ανθρώπων που γνώρισαν το Δεσπότη. Μερικές από αυτές παραθέτουμε παρακάτω: Ιστορικά στοιχεία από μαρτυρίες Α) ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΡΤΕΜΙΣΙΑΣ ΣΑΡΑΦΟΓΛΟΥ - δασκάλας στο Παρθεναγωγείο Πάφρας (Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη). «...Ήμουν δασκάλα στο Παρθεναγωγείο της Πάφρας και το σπίτι μας ήταν κοντά στην Επισκοπική Εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας. Εκεί γνώρισα τον Επίσκοπο Ευθύμιο Αγριτέλλη. Πολλές φορές έφευγε από την Πάφρα και πήγαινε στη Σαμψούντα αλλά και πολύ συχνά επισκεπτόταν τα χωριά της Επαρχίας του και εμψύχωνε τους Ελληνορθόδοξους και τους συμπαραστεκόταν... ...Θα χρειαζόμουν πολύ χαρτί και μελάνι για να καταγράψω με κάθε λεπτομέρεια τη δράση και τον πατριωτισμό αυτού του ρασοφόρου. ...Με πρωτοβουλία του Επισκόπου Πάφρας Ευθυμίου, επαναλήφθηκαν την περίοδο 1913-1915 και 1918-1919 οι τελετές που εγίνοντο και είχαν διακοπεί για να τιμήσουν τις 30 κοπέλες των χωριών Ασάρ. Μας κάλεσε όλα τα Σχολεία τα Ελληνικά, να πάμε τους μαθητές μας στο Κιζ Καλεσί (Κάστρο Κοπέλας), που απείχε από την Πάφρα 20 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουμε την αναπαράσταση της αυτοκτονίας. Στη διάρκεια της αναπαράστασης έβγαζε πύρινους και φλογερούς εθνικούς λόγους που έκανε όλους εμάς να κλάψουμε... ...Για τη σύλληψη του Δεσπότη μας Ευθυμίου στη Μητρόπολη της Σαμψούντας μάθαμε την επομένη της συλλήψεως του και εμείς που διαμέναμε στην πόλη της Πάφρας δεχτήκαμε την είδηση μουδιασμένοι και απογοητευμένοι. Υποχρεωθήκαμε κι εμείς να καταφύγουμε στα γύρω βουνά και ν' ακολουθήσουμε τους αντάρτες. ...Τον επίσκοπο Πάφρας Ευθύμιο εμείς οι Παφραίοι τον λατρεύαμε σα Θεό. Όλοι οι καπεταναίοι και οι αντάρτες όταν τον έβλεπαν εκδήλωσαν την αγάπη και τόσο σεβασμό στο πρόσωπο του. Θυμάμαι ένα περιστατικό που έγινε με τον καπετάνιο Ακ Τεκελί Αλέκο, ο οποίος κάπνιζε και όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά του ο Δεσπότης έκρυψε το αναμμένο τσιγάρο 165
του στην τσέπη του σακακιού του και λίγο έλειψε να καεί. Υπήρχε μεγάλος σεβασμός στο πρόσωπο του και ενώ αυτός έφερνε τσιγάρα για τους καπεταναίους και τους αντάρτες στα βουνά, κανένας τους δεν κάπνιζε μπροστά του γιατί το θεωρούσαν ασέβεια και ντροπή. Β) ΑΦΗΓΗΣΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ από το χωριό Μαησλού της Πάφρα, Ιεροψάλτης του χωριού (αρχείο Γ.Θ. Αντωνιάδη). «...Ήμουν Ιεροψάλτης και λόγω αυτής της ιδιότητας μου είχα συλλειτουργήσει πολλές φορές μαζί με τον Επίσκοπο ΠάφραςΖήλων Ευθύμιο Αγριτέλλη, σε διάφορα χωριά της περιοχής μας όπου ερχόταν για να διαπιστώσει ο ίδιος προσωπικά το κατά πόσο καταδιώκουν οι Τούρκοι Έλληνες, τι ανάγκες έχουν οι κάτοικοι των χωριών, ακόμη αν έχουν εκκλησίες ή σχολεία άρα δασκάλους και παπάδες...». ...Το 1917 κατόρθωσα και έφυγα στο βουνό με το γιο μου Στέφανο τότε 18 χρονών, ενώ οι Τούρκοι συνέλαβαν την κόρη μου Σεβαστή, 16 ετών και τη σύζυγο μου, και αφού την πρώτη την ατίμασαν και την βίασαν στη συνέχεια την σκότωσαν και την έκαψαν στην Εκκλησία του χωριού Καράπουναρ μαζί με άλλες εκατοντάδες Παφρηνούς, η γυναίκα μου οδηγήθηκε στην εξορία στην Κασταμανή. Επειδή όλα αυτά τα έμαθε ο Δεσπότης Ευθύμιος και παρά το σοβαρό κίνδυνο που διέτρεχε, ήρθε στα βουνά όπου μέναμε για να με συλλυπηθεί για το κακό που είχα πάθει. Κάναμε ένα μεγάλο σταυρό από ξύλα και έναν μικρότερο τον στήσαμε όρθιο και κάναμε λειτουργία. Ήταν παρόντες πολλοί παπάδες από τα γύρω χωριά που είχαν ανεβεί και αυτοί για να μη συλληφθούν και θανατωθούν, αλλά και πολύς κόσμος. Τον θυμάμαι που γονάτισε και έτσι υποχρεωθήκαμε κι εμείς να γονατίσουμε και όλος ο κόσμος. Έβγαλε μια φωνή τόσο δυνατή, που διαπερνούσε τα ουράνια, παρακαλώντας το Θεό να βοηθήσει εμάς τους δυστυχισμένους. ...Έτρεχε παντού, σε όλα τα χωριά, όχι μόνο της περιοχής της Πάφρας που ήταν επίσκοπος, αλλά και στα χωριά της Σαμψούντας, Αμάσειας, Χάβζας, Βε-ζίρ, Κιοπρού γιατί ήταν βοηθός του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη. Ήταν υποχρεωμένος αυτός να έχει τη φροντίδα των 400 και πλέον χωριών καιπόλεων. Ήταν ακούραστος μαχητής και αγωνιστής της μεγάλης ιδέας της Χριστιανοσύνης και Ρωμιοσύνης. Κουράστηκε μαζί μας, έζησε μαζί μας, στα χωριά και τα βουνά κι έγινε το ίνδαλμα μας, ήταν ο ίδιος ο Θεός μας...».
166
Γ) ΑΦΗΓΗΣΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ από το χωριό Ουγιούζ Σουγιού του Καράπουναρ του Πόντου (Αρχείο Γ.Θ. Αντωνιάδη). «...Το 1912 έγινα νύφη στο χωριό Κουρλεντάμι της Πάφρας του Πόντου και παντρεύτηκα Ιερέα τον Παπαβραάμ Κολεΐδη. Από το 1917 γνώρισα στο σπίτι μου το Δεσπότη Ευθύμιο. Θα σας πω ένα περιστατικό που έγινε με μένα και το Δεσπότη μας Ευθύμιο Αγριτέλλη, που όπως έμαθα ήταν από κάποιο νησί της Ελλάδας. Επειδή είχε έρθει πολλές φορές στο σπίτι μας ήξερε όλα τα κατατόπια Το σπίτι μας ήταν διώροφο, με μια μεγάλη αυλή μπροστά και ασφαλιζότανε με μια ξύλινη μεγάλη αυλόπορτα, που όταν άνοιγε κουδούνιζε ένα κουδούνι. Μια μέρα θαρρώ πως ήταν το 1918 και ήταν και χειμώνας ήμουν μόνη στο σπίτι σαν άκουσα το κουδούνι. Υπέθεσα πως ήταν ο άνδρας μου ή ο πεθερός μου και χωρίς να περιμένω φώναξα από πάνω: Όποιος κι αν είσαι ανεβαίνοντας φέρε και μια αγκαλιά ξύλα γιατί τελείωσαν τα ξύλα. Περίμενα ν' ανέβει όποιος ήταν και να μου φέρει τα ξύλα και ξάφνου βλέπω το Δεσπότη με μια αγκαλιά ξύλα και να τα φέρνει. Ντροπιάστηκα και του λέγω, μα Δέσποτα πήγαινε τα πίσω δεν μπορώ να δεχτώ εσύ να κουβαλάς τα ξύλα μας. Νόμισα πως ήταν κάποιος δικός μου. Εκείνος με ένα χαμόγελο μου είπε και εγώ είμαι του σπιτιού και δεν πειράζει. Υπάρχουν και άλλες πολλές μαρτυρίες και όλες δείχνουν πόσο αγαπητός ήταν ο Ευθύμιος στην ενορία του και τον σκιαγραφούν σαν άνθρωπο και Δεσπότη. Εκδηλώσεις τιμής Α) Από ΤΗ ΜΟΝΗ ΛΕΙΜΩΝΟΣ: Στις 30 Μαΐου 1936 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Εθνομάρτυρας στον περίβολο του μοναστηριού όπου δεσπόζει μέχρι σήμερα. Παρέστησαν όλες οι αρχές και ο διάδοχος Παύλος, ο οποίος έκανε τα αποκαλυπτήρια. Β) Από το ΧΩΡΙΟ του: Στις 30 Μαΐου 1971 με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από το μαρτυρικό θάνατο του Ευθυμίου στην αυλή της εκκλησίας των Ταξιαρχών έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του. Ο Σύλλογος των Παρακοιλιωτών της Αθήνας φέρει το όνομα του: Ζήλων Ευθύμιος. Ο δρόμος που περνά από το σπίτι του φέρει το όνομα του. Στις 9 Αυγούστου 1992 έγιναν τελετές στις οποίες τιμήθηκε ο Ευθύμιος μετά την απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την 167
Αγιοποίηση του. Γ) Η Κεντρική Επιτροπή Ποντίων, ο Σύλλογος Ποντίων Αγωνιστών και η Ένωση Λεσβίων έστειλαν στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία την εικόνα του Ιεράρχη. ΑΓΙΟΣ Μετά από πρόταση του Κορινθίας Παντελεήμονος προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας, ο Επίσκοπος Ευθύμιος ανακηρύχθηκε Άγιος και η μνήμη του γιορτάζεται στις 29 Μαΐου κάθε χρόνο από το 1992. Στο δίπτυχο της εκκλησίας της Ελλάδος 2000 διαβάζουμε: «Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου: ...Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, Μοσχονησίων Αμβροσίου, Κυδωνιών Γρηγορίου, Ικονίου Προκοπίου, Ζήλων Ευθύμιο Αγριτέλλη και πάντων των αναιρεθέντων κατά τη Μικρασιατική καταστροφή. Η εορτή σύμφωνα με τον υπ' αριθμό 255615/7.1993 εγκυκλίω της Ιεράς Συνόδου τιμάται κάθε έτος την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού». Παρεκκλήσι προς τιμή του Αγίου βρίσκεται στο Μοναστήρι του Λειμώνος Ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη του Στη φυλακή τη σκοτεινή που σ' έκλεισαν Δεσπότη σαν τι πικροί συλλογισμοί περνούσαν απ' το νου Σου; Αλλά ένα φως αλλιώτικο σου 'φεγγε μες στα σκότη κι έτοιμος για το θάνατο μιλούσες του Θεού Σου. Όχι για Σε, για δυστυχείς, για εκείνους εδεόσουν για όσους στα χέρια των εχθρών έχασαν το κουράγιο. Εσένα σαν το Λυτρωτή μπορούν να σε σταυρώσουν. Εσέ κατόπι οι Χριστιανοί θα σε τιμούν σαν Άγιο. Πατέρας ήσουν στοργικός για του Λαού το πλήθος και στ' Όνομα Σου ορκίζονταν παντού τα Ρωμιοχώρια, ο πόνος, ασυγκίνητο δε Σου άφηνε το στήθος ήξερες η φτωχολογιά πως θέλει παρηγοριά. Και σαν καλός πολεμιστής, στρατιώτης του Κυρίου Βαγγέλιο στο 'να κράταγες κι αρμάτωνες με τ' άλλο. Μ' αγκάθια κάπου σου έπλεκαν στεφάνι μαρτυρίου μα Εσύ δεν έλεες το σκοπό ν' αφήσεις το Μεγάλο. Πήρες στον ώμο το σταυρό καθώς ο Ναζωραίος, δοκίμασες τα βάσανα κι εσύ στην εξορία, μα δεν ελιγοθύμησες ήσουν πολύ γενναίος αδάκρυτος εδόθηκες υπέρτατη θυσία. Ψαλμοί νεκρώσιμοι ήτανε τα λόγια τα στερνά Σου γιατί προμάντεψες σωστά το τι σε περιμένει. Σε τύλιξαν στο σάβανο του ματωμένου ράσου και σε μιαν άκρη σ' έβαλαν 168
ακόμα φοβισμένοι. Σε εχθρού χώμα αν ήτανε γραφτό σου να πεθάνεις μα η χώρα που τ' αδέρφια σου πατούν δεν είναι σκλάβα. Ο άνθρωπος μοιάζει μ' όνειρο, σε μια στιγμή τον χάνεις, μόνο τα έργα αφήνουνε για θύμηση στο διάβα. Ευθύμιος Αγριτέλλης Γεώργιος Κοτζιούλας (1936) Έμμετρος λόγος στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ευθυμίου (εκφωνήθηκε από το Χρήστο Γεωργιάδη 1936) Είναι φτωχή η Μούσα μου κι αραχνιασμένη η Αύρα πολύ μικρός και ταπεινός ως ποιητής να ψάλλω ένα μεγάλο μάρτυρα και ήρωα μεγάλο μια δόξα που 'ναι αθάνατη μια τιμημένη μοίρα. Ήθελα να 'χα δύναμη και έμπνευση μεγάλη ένας Τυρταίος να 'μουνα και Όμηρος ακόμα να εξυμνήσω, Δέσποτα, με το δικό τους στόμα τον Ήρωα και μάρτυρα και λίγο να 'ναι πάλι. Σαν όραμα Βλέπω μπροστά την φυλακή του Άδη με σίδερα στα χέρια σου, στα πόδια αλυσίδες και τι βασανιστήρια υπέφερες και είδες τυράννων τα μαρτύρια στο μαύρο το σκοτάδι, αλλά μέσ' τα μαρτύρια, δε σ' έπληξαν οι πόνοι, παρά μια σκέψη μοναχά. Πώς τη ζωή να δώσεις αυτοθυσία να γενείς, το ποίμνιο να σώσεις και θα 'ρθουν πάλι οι καιροί και θα 'ρθουνε οι χρόνοι. Το ποίμνιο Σου σκέφτηκες· Σ' ακούω Δέσποτα μου εις τους τυράννους Σου να λες με τη γλυκεία φωνή Σου με το γλυκό χαμόγελο και μέσ' απ' την ψυχή Σου Εγώ είμ' ο υπεύθυνος, αφήστε τα παιδιά μου. «Εμένα τιμωρήσετε, εμένα 6ασανίστε, σκοτώστε με αν θέλετε, σπαράξτε την καρδιά μου, χύστε το αίμα όλο μου, δε φταίνε τα παιδιά μου, κι ελευθέρα να φύγουνε, ελεύθερα αφήστε». Είπες, και βλέπω χαλασμό, βλέπω μεγάλη αντάρα, ακούω θρήνους κι οδυρμούς, χριστιανούς να καίνε οι βάρβαροι, να σφάζουνε, μάνες, παιδιά να κλαίνε φωνάζοντας στον τύραννο: ανάθεμα! κατάρα! Βλέπω... Μα όχι σιωπώ. Θα πει η Ιστορία τα τρομερά μαρτύρια, σ' αυτόν το θάνατο Σου όπου υπέστεις να σωθεί ο Χριστιανισμός Σου απ' τη Φυλή την άγρια, του Γένους τυραννία. Σαν ποιμενάρχης άξιος την κεφαλή Σου κλίνεις 169
στο Γολγοθά, Ευθύμιε, απάνω στο Σταυρό Σου και μ' ένα φωτοστέφανο πετάς στο πάνθεο Σου με ήρωες, με μάρτυρες, αιώνια να μείνεις. Τιμή μεγάλη άφησες και δόξα στην πατρίδα τιμή εις τα Παράκοιλα που 'ναι γεννέτειρά Σου. Θα σ' έχουνε για καύχημα μια φωτεινή αχτίδα που θα φωτίζει το χωριό η θεία η μορφή Σου, όταν σε λίγο στήσουμε και κει την προτομή Σου. Έμεινες το αγλάισμα εδώ εις το Λειμώνα εδώ που γαλουχήθηκες και οι Άγιοι Αδελφοί Σου υπέρ της αναπαύσεως θα δέονται της ψυχής Σου. Το όνομα Σου αθάνατο θα μείνει στον αιώνα και δίνοντας μας άνωθεν τη θεία ευλογία φωνώ, ω εθνομάρτυρα, η μνήμη Σου αιωνία. Από τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Λειμώνος έχει γραφεί ασματική ακολουθία. Αντιγράφουμε μερικά κομμάτια: Ουχ ειρκτή ουδέ μάστιγες, ουδέ κόλαφοι Αγιε της ψυχής εσάλευσον το στερέμνιον αλλ' απαράτρωτος έμεινας, παμμάκαρ Ευθύμιε προσευχόμενος Θεώ και σαυτού τα εξόδια ψάλλων ότι σίτος υπάρχει Θεού Λόγου και ηλέσθης τοις 6ασάνοις ιν' άρτος γένη γλυκύτατος. Χαίρε και ευφραίνου η Μηθυμναίων ποίμνη άπασα τέρπου και αγάλλου τον Αγριτέλλην ηγεννήσασα Παρακοίλων μυροβόλος Ενορία, και Λειμωνος η Αγία Συνοδεία και δοξάσατε Θεόν τον εν εσχάτοις χρόνοις εθνοϊερομάρτυρα τη Εκκλησία χαρισάμενον. Παράκοιλα τε και Πόντος νυν εορτάζουσι την πάμφωτόν Σου μνήμην Ιεράρχα Κυρίου Ευθύμιε τρισμάκαρ Ζήλων κλεινέ, ω Επίσκοπε κράτιστε και εκθειάζουν μώλωπας τουν εν Σοι και αλύσεις μαρτυρίου Σου. Μεγαλυνάριον Τον εκ Παρακοίλων θείον βλαστόν και τον εκ Μηθύμνης εξορμώμενον γεραρόν
170
ποιμένα τον μέγαν Ευθύμιον των Ζήλων υμνήσωμεν Εύθυμης χαίρε βοώντες Αυτώ. (Αρχιμανδρίτου Νικόδημου Παυλόπουλου) Επίλογος Με την εργασία μας αυτή γνωρίσαμε και πιστεύουμε ότι τιμήσαμε έναν σπουδαίο Άνθρωπο, έναν ηρωικό Εθνάρχη που κατάγεται από το χωριό μας, τα Παράκοιλα. Ίσως να μην αναφέραμε περιοχές της κοντινής μας Μικράς Ασίας αλλά πόλεις και χωριά του μακρινού της Πόντου, αφού εκεί έδρασε και πέθανε ηρωικά ο Ευθύμιος Αγριτέλλης. Είναι σίγουρο όμως ότι αν ήταν επίσκοπος σε μια από τις πιο γνώριμες ακουστικά σε εμάς πόλεις της Μικράς Ασίας την ίδια ηρωική και ηγετική δράση θα είχε. Τότε ίσως οι αφηγήσεις γι' αυτόν και το έργο του θα ήταν από το στόμα των προπαπούδων και προγιαγιάδων μας που ήρθαν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, το Αϊβαλί, την Πέργαμο... Μακάρι μορφές σαν τον Ευθύμιο να υπάρχουν όχι για να σέρνουν το χορό του πολέμου και της προσφυγιάς αλλά για να σέρνουν το χορό της συμφιλίωσης και της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Η θυσία όμως πολλών γνωστών και αγνώστων ηρώων, αφανών και επιφανών μαζί και του Ευθυμίου Αγριτέλλη μας υπενθυμίζει να μην ξεχνάμε. Έχουμε χρέος να τους θυμόμαστε και να τους τιμάμε.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργὸς Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης, ἦταν υἱὸς ἐνὸς ἱερέα τοῦ Νόβγκοροντ, τοῦ Θεοδώρου καὶ τῆς Ἄννας. Καθὼς εἶχε συλληφθεῖ μετὰ ἀπὸ χρόνια στειρότητας, οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν στὸν Θεὸ πρωτοῦ γεννηθεῖ. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης μεγάλωσε μὲ εὐσέβεια, ἀφιερωμένος στὴν μελέτη καὶ σὲ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν εἰσήχθη στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Βγιαζίσκι, κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ὅπου ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὀνομάσθηκε Εὐθύμιος.
171
Ἔπειτα ἀσκήτεψε ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Βαρλαὰμ τοῦ Τσυτύν. Νωρίς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ Συμεών, θαυμάζοντας τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου, τὸν διορίζει γενικὸ οἰκονόμο καὶ τὸ ἔτος 1429 ἐπιλέγεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως. Συνέχισε, παρ’ ὅλα αὐτά, νὰ ζεῖ αὐστηρὴ μοναστικὴ ζωὴ προσευχῆς καὶ μετάνοιας, παρέχοντας μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια βοήθεια στοὺς ἄπορους καὶ ἐπιδεικνύοντας καλλιτεχνικὴ εὐαισθησία μὲ τὴν ἀνέγερση καὶ ἁγιογράφηση ναῶν, τὴν ἀντιγραφὴ ἱερῶν κωδίκων καὶ βιβλίων. Λίγο καιρὸ προτοῦ πεθάνει ἔγραψε μία ἐπιστολὴ στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰωνά, ἐπικαλούμενος τὴ συγχώρηση γιὰ τὴ «μεγάλη ἀνυπόφορη ἀδυναμία» του στὸν κόσμο καὶ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Βγιαζίσκι, ὅπου κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1458. Ἡ ἁγιοποίησή του ἔγινε τὸ ἔτος 1547. Τὸ εἰκονογραφικὸ ἐγχειρίδιο τὸν ἀπεικονίζει «γκριζομάλλη, μὲ γενειάδα σὰν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀλλὰ πιὸ ἀραιή, μὲ τὸν σκοῦφο καὶ τὴν ἐπισκοπικὴ ἐνδυμασία, τὸ ὠμοφόριο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο».
Ο άγιος Ευλάλιος Επίσκοπος Λάμπουσας
(παλιά βυζαντινή πολιτεία)
(22 Οκτωβρίου)
172
Στόν πνευματικό ορίζοντα της Εκκλησίας της «Νήσου των Αγίων» σαν άστρο φωτεινό έλαμψε κι ο επίσκοπος της παλιάς βυζαντινής πολι τείας, της ονομαστής Λάμπουσας, 1 ο άγιος Ευλάλιος. 2 Σε μια τοπική παράδοση πολύ διαδεδομένη αναφέρεται, πως ο άγιος αυτός ποιμένας ήταν επίσκοπος στην Έδεσσα της Συρίας. Στην πόλη αυτή φυλασσόταν με πολύ σεβασμό η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου, της οποίας η ιστορία έχει περίπου ως εξής: Κατά την εποχή που στην Παλαι στίνη ζούσε και θαυματουργούσε ο Κύριος, στην Έδεσσα ήταν ένας βασιλιάς που λεγόταν Αύγαρος. Κάποια μέρα ο βασιλιάς αρρώστησε απο λέπρα. Οι γιατροί που τον επισκέφθηκαν στάθηκαν ανίκανοι να του προσφέρουν και την πιο μικρή βοήθεια. Η λύπη του άρχοντα ήταν μεγά λη. Σ' αυτή την κατάσταση την απελπιστική μια αχτίνα ελπίδας χύθηκε στην καρδιά του, σαν έμαθε πως στη γειτονική χώρα, την Παλαιστίνη, ήταν ένας άνδρας, πρότυπο αρετής και καλωσύνης, που γιάτρευε όλες τις αρρώστιες. Ακόμα ανάσταινε και νεκρούς μ' ένα και μόνο λόγο του. Να μπορούσε να πάει ως εκεί, θα εύρισκε οπωσδήποτε την υγεία του. Η απόσταση όμως ήταν τόσο μακρινή κι η αρρώστια του τόσο βαριά κι οδυ νηρή, που του ήταν αδύνατο ν' αναλάβει ένα τέτοιο ταξίδι. Τι να κάμει λοιπόν; Κάθησε και σκέφθηκε κι αποφάσισε. Έγραψε μια επιστολή και την έδωσε σε μερικούς ανθρώπους δικούς του, να την πάνε στην Παλαι στίνη και να την δώσουνε προσωπικά στον μεγάλο θεραπευτή. Σ' αυτή 1. Λάμπουσα λεγόταν η παλιά Λάπηθος που ήταν κτισμένη κοντά στη θάλασσα. Στήν Ελληνική και Ρωμαϊκή εποχή, όσο και στα χρόνια τα Πρωτοβυζαντινά η πόλη φημιζόταν για τα πλούτη της γι' αυτό και Λάμπουσα. Την πόλη κατέστρεψαν αι Σαρακηνοι με τις αλλεπάλ ληλες επιδρομές τους κι έτσι οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να αποτραβηχθούν ψηλότερα, εκει που είναι σήμερα. 2. Το όνομα του μας το έχουν παραδώσει οι χρονικογράφοι Λεόντιος Μαχαιράς και Φλώριος Βουστρώνιος. Για τον βίο και τη δράση του ως επισκόπου δεν μας αναφέρεται τίπο τα. Άγνωστα μας είναι και τα χρόνια που ήκμασε. Ό,τι εκθέτουμε εδώ, είναι ο,τι μας λένε δύο τοπικές παραδόσεις και ο,τι κατορθώσαμε να βρούμε στην ακολουθία του, που δημο σίευσε για πρώτη φορά ο Βυζαντινολόγος ερευνητής κ. Κ. Χατζηψάλτης, στον Θ' τόμο του Δελτίου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.
του μιλούσε με πόνο για τη δοκιμασία του και τον παρακαλούσε να πάει ο ίδιος στην Έδεσσα, να τον δει και να τον γιατρέψει. Οι απεσταλμένοι έκαναν όπως τους διέταξε ο βασιλιάς τους. Πήγαν στην γειτονική κι ευλογημένη χώρα, βρήκαν τον θείο Θεραπευτή και Δάσκαλο, τον Ιησού και του 173
επέδωσαν την επιστολή. Κι Αυτός αντί να σηκωθεί να πάει στην Έδεσσα, όπως του ζητούσε ο άρρωστος βασιλιάς Αύγαρος, πήρε ένα μαντήλι και μ' αυτό σπόγγισε τον ίδρωτα απο το άγιο πρόσωπο Του. Την ίδια στιγμή στο μαντήλι απάνω αποτυπώθηκε η θεϊκή μορφή Του. Δείχνοντας στους ανθρώπους του βασιλιά την Αχειροποίητη εκείνη εικόνα του, τους έδωσε το μαντήλι και τους είπε να το πάνε στον άρχοντα τους, κι αυτός μόλις θα 'βλεπε την εικόνα Του, θα γινόταν αμέ σως καλά. Κι έτσι πράγματι έγινε. Τούτο το Μανδήλιο, με την Αχειροποίητο εικόνα του Κυρίου Ιησού, φυλασσόταν για πολλά χρόνια στην Έδεσσα μέσα στο βασιλικό παλάτι. Μετά τον θάνατο όμως του βασιλιά ένας απο τους διαδόχους του, φανα τικός ειδωλολάτρης αποφάσισε να καταστρέψει το ιερό τούτο κειμήλιο. Την ανίερη απόφαση του έκαμε γνωστή στον τότε επίσκοπο της Έδεσ σας Ευλάλιο. Κι αυτός για να σώσει την Αχειροποίητη εικόνα, χωρίς να χάσει καιρό παρέλαβε τη νύχτα κρυφά το Άγιο Μανδήλιο, κι έφυγε απ' την Έδεσσα. Περπάτησε όλη νύχτα. Την άλλη μέρα έφτασε στην ακρο γιαλιά. Εκεί βρήκε ένα καράβι, το οποίο ταξίδευε για την Κύπρο, κι ανέ βηκε πάνω σ' αυτό. Όταν όμως πλησίαζε στην Κύπρο, σηκώθηκε δυνατή τρικυμία. Τα κύματα βουνά πελώρια απειλούσαν να το βουλιάξουν. Οι επιβάτες τρομαγμένοι έτρεχαν εδώ κι εκεί μη ξέροντας τι να κάμουν. Κάποια στιγμή ο επίσκοπος Εύλάλιος βγάζοντας απο τον κόρφο τον πολύτιμο θησαυρό του, έκαμε το σημείο του σταυρού, άνοιξε με ιερή ευλάβεια το Άγιο Μανδήλιο, το άπλωσε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και κάθησε απάνω του. Την ίδια ώρα η θάλασσα γαλήνεψε και τα κύματα έφεραν τον επίσκοπο στη Λάμπουσα. Σάν έφτασε και βγήκε στη στεριά, ο Ευλάλιος φρόντισε κι έκτισε εκεί ένα μοναστήρι, στο όποιο κι αφιέρωσε το Άγιο Μανδήλιο με την Αχειροποίητη εικόνα του Χριστού. Γι' αυτό και το μοναστήρι κλήθηκε Μονή της Αχειροποιήτου, μια κι η εικόνα του Χριστού που ήταν αποτυπωμένη σ' αυτό, δεν είχε γίνει απο χέρια ανθρώπου. Μια άλλη όμως και πάλι Κυπριακή παράδοση μας λέγει, πως ο Ευλά λιος ο επίσκοπος της Λάμπουσας δεν έχει καμιά σχέση με τον ιερό Ευλάλιο τον επίσκοπο της Έδεσσας. Πρόκειται για ένα άλλο άσχετο πρόσωπο, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάμπουσα. Ο άγιος αυτός απο μικρό παιδί υπήρξε άνθρωπος του Θεού. Γεννή θηκε απο θεοσεβείς γονείς, οι όποιοι και του φύτεψαν στην ψυχή απο αυτή την παιδική ηλικία την αγάπη προς τα ιερά Γράμματα και την αρετή. Και τα αποτελέσματα αυτής της ανατροφής δεν
174
άργησαν να φανούν. Νέος ακόμη ο Ευλάλιος άρχισε να διακρίνεται μέσα στην κοινότητα της Λάμπουσας τόσο για την αγία και παραδειγματική ζωή του, όσο και για την αρετή του. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του, οι πιστοί χριστιανοί της πόλεως που θαύμαζαν το σεμνό ήθος και την όλη του προσεκτική και ζηλευτή συμπεριφορά, ζήτησαν απο τον τότε επίσκοπο τους να προωθή σει τον πιστό νέο σε διάκονο και πρεσβύτερο. Ακόμη και να του αναθέ σει ενεργό κι υπεύθυνο θέση στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ο ζηλωτής νέος έχοντας πάντα στη σκέψη του τη σύσταση του προφήτου Ιερεμίου «αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εκ νεότητας αυτού», έσπευσε ν' αποδε χθεί. Γνωρίζει πως το ψυχοσωτήριο έργο της Εκκλησίας του Χριστού, απαιτεί πολλούς κόπους και θυσίες, αλλά κι αρκετές ευθύνες. Πολλές φορές ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία των ψυχών εργάτης θα αντιμετω πίσει πικρίες απο την αχαριστία εκείνων τους οποίους κλήθηκε να καθο δηγήσει στον δρόμο της σωτηρίας, αλλά και τον φθόνο και τον διωγμό των εχθρών του Χριστού. Τα λόγια του θεοφώτιστου Αποστόλου «ουκ εστίν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ', 12), αντηχούν συνεχώς στ' αυτιά του. Όμως δεν φοβάται. Δεν υποχωρεί μπροστά στό ύψος των ευθυνών. Αλλα με απόλυτη εμπιστοσύνη στον αρχηγό της πίστεως «και τελειωτήν Ιησούν», αποδέχεται την πρόταση του αγίου επισκόπου της Λάμπουσας, και χειροτονείται διάκονος και μετά ιερέας. Στη θέση του αυτή ο φλογερός εργάτης αφήνει να λάμψουν όλα τα πνευματικά και ηθικά του χαρίσματα. Κηρύττει τακτικά και με ζήλο. Οργανώνει υποδειγματικά τη φιλανθρωπική ζωή και γίνεται η ψυχή και το κέντρο κάθε πνευματικής δράσεως. Δεν πρόφτασε όμως ο ιερός πατήρ να αναπτύξει όλη του τη δράση, όταν ο θάνατος του γέροντα επι σκόπου της δοξασμένης πόλεως τον αναγκάζει να αναλάβει το έργο του επισκόπου. Κληρικοί και λαϊκοί με μια φωνή καλούν τον φιλόθεο ιερέα να αποδεχθεί το υψηλότατο στην εκκλησία υπούργημα, το του επισκόπου. Με ταπείνωση και φόβο Θεού ο ευλαβής κληρικός κύπτει τον αυχένα και μ' ευγνωμοσύνη αποδέχεται το θείο χάρισμα του αρχιερέα. Το δέχεται και το καλλιεργεί με όλη τη δύναμη και τη φλόγα της αγνής ψυχής του. «Παραδοθείς τη χάριτι του Θεού» ολοκληρωτικά, επέδειξε «σύνεσιν εν πάσι», ζήλο θερμουργό και δράση θαυμαστή. Με έργα και λόγια κινεί ται 175
παντού κι αναδεικνύεται πραγματικά δάσκαλος της ευσέβειας και πρόμαχος της ορθοδόξου πίστεως. Το κήρυγμα του υπήρξε Χρυσοστομι κό. Ευλάλιος ήταν τ' όνομα του. Ευλάλιος όμως αναδείχθηκε και στην πράξη. Η ομιλία του ήταν αληθινά μαγευτική. Τα λόγια του διακρινόν τουσαν όχι μονάχα σε γλυκύτητα και καλλιέπεια, αλλά προ παντός σε περιεχόμενο. Οι Γραφικές έννοιες ακολουθούσαν η μια την άλλη με μια χάρη κι απλότητα ζηλευτή. Ποταμοί θεολογίας ξεχυνόντουσαν από τα χείλη του που συνήρπαζαν κι οδηγούσαν σε έργα χριστομίμητα και θεά ρεστα. Σε έργα αγάπης και φιλανθρωπίας και σε εκδηλώσεις χριστιανικής ανωτερότητας και ζηλευτού ιερού ενθουσιασμού. Ως θεοφώτιστος ποιμένας προβάτων λογικών ακολουθεί με ταπεινο φροσύνη καί πραότητα το παράδειγμα του μοναδικού Ποιμένα των ψυχών και με αυτοθυσία αποστολική εργάζεται μέρα και νύχτα, για να τα οδηγήσει στον δρόμο της σωτήριας. Τα διδάσκει τακτικά. Πολεμά την απιστία και κακοπιστία όπου τη βρίσκει. Με υπομονή καταφωτίζει τους πιστούς και απομονώνει τους αιρετικούς. Προστατεύει τα ορφανά και τους αδικούμενους. Φροντίζει τους πτωχούς και τους άρρωστους. Παρη γορεί τους Θλιμμένους. Γίνεται «τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντως τινός σώσει» (Α' Κορ. θ', 22). Έτσι κινήθηκε κι έδρασε ο ιερός Ευλάλιος ως ιερέας στην αρχή και μετά ως επίσκοπος. Τα λόγια της Γραφής, που μελετούσε καθημερινά και δίδασκε με τόση σοφία και χάρη, φρόντιζε πρώτα ο ίδιος να τα εφαρμόζει στη ζωή του.ΈΕτσι και το του σοφού της Παλαιάς Διαθήκης «όσω μέγας ει, τοσούτω ταπεινού σεαυτόν, και έναντι Κυρίου ευρήσεις χάριν» (Σοφ. Σειράχ γ', 18) το είχε πάντα μπροστά στα μάτια του. Καμιά καύχηση δεν παρουσίαζε για τις επιτυχίες του. Κανένα εγωισμό. Καμιά ιδιοτέλεια ή υστεροβουλία. Μαζί με τον απόστολο Παύλο μπορούσε κι αυτός να ανα φωνεί: «Χάριτι Θεού ειμί ο είμι» (Α' Κορ. ιε', 10). Στο πρόσωπο του αγίου τούτου ιεραάχου που με υπομονή κι επιμονή διατήρησε μέχρι τέλους και το σώμα και τον νου και την ψυχή καθαρά, μπορούσε στ' αλήθεια να πούμε, πως ξεπληρώθηκε της Γραφής ο λόγος: «ό,τι χάρις και έλεος εν τοις εκλεκτοίς αυτού και επισκοπή εν τοις οσίοις αυτού» (Σοφ. Σολ. δ', 15). Όσιος και εκλεκτός του Θεού αναδείχθηκε σε όλα ο μακάριος επί σκοπος. Ελεύθερος απο αδυναμίες και πάθη κι ακούραστος κήρυκας της αλήθειας κατώρθωσε με την αγνότητα της ζωής του να γίνει ένας άγγε λος σε ανθρώπινο σώμα, τύπος και υπογραμμός μιας ανώτερης ζωής κι αληθινός
176
και γνήσιος φίλος του Δεσπότου Χριστού «άκακος, όσιος, αμίαντος». Στό ιερό πρόσωπο του τα πνευματικά παιδιά του βλέπουν πάντα τον γνήσιο «στρατιώτη του Ιησού Χριστού». Τον στρατιώτη που με τις ολο νύκτιες προσευχές και δεήσεις, κατακτά μιά-μιά τις υψηλές κορυφές της αρετής, αλλά κι αγωνίζεται με το υπέροχο παράδειγμα της αγάπης και αγιότητας του, να διαφυλάξει και τα πνευματικά παιδιά του. Να τα διαφυ λάξει από τα ποικίλα κακά που τα προσβάλλουν. Να τα διαφυλάξει αλώ βητα απο την απιστία, τις αιρέσεις, το πνεύμα του ευδαιμονισμού, που τα απειλούσε εξ αιτίας του πλούτου, που καθημερινά συνέρρεε στην πόλη τους. Δίκαια ο ιερός υμνογράφος του ψάλλει: «Σάρκα καθυπέταξας, τω λογισμω στερρώς πάνσοφε, και ως ποιμήν, λογικών προβάτων, όντως μάλα εποίμανας». Η διακήρυξη του Κυρίου «ο Ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωάν. ι΄, 11) κυκλοφορεί πάντα στη σκέψη του. Γι' αυτό ουδέποτε έδινε «ύπνον τοις όφθαλμοίς του και ανά παυσιν τοις κροτάφοις του» σαν εμάνθανε, πως μερικοί απο τους χρι στιανούς του κινδύνευαν απο τον ένα ή τον άλλον πειρασμό. Μια τέτοια ζωή, ζωή «πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωαν. α', 14) δεν μπορούσε να μη ελκύσει προς αυτήν την εύνοια και την ευλογία του ουρανού. Ο Κύριος προσφέρει πάντα πλούσια τη χάρη και τις δωρεές Του σ' εκείνους που Τον αγαπούν. «Τους δοξάζοντας με δοξάσω» διακηρύττει αυτό το Πνεύμα του Θεού. Και στ' αλήθεια. Η αγάπη του Κυρίου πολύ δόξασε τον άξιο εργάτη και ποιμένα της λογικής μάνδρας του. Πλούσια τον χαρίτω σε, όταν ακόμη βρισκόταν στη γη. Πολλά είναι τα θαύματα που ενήργησε και ενεργεί μέσο του αγίου ο των θαυμασίων Θεός. Θαύματα που προκα λούν το θάμβος. Θαύματα καταπληκτικά. Θαύματα που έχουν ως σκοπό τους την παρηγοριά όσων υποφέρουν και την απαλλαγή τους από τα κακά και λυπηρά. Θαύματα ακόμη που αποβλέπουν στη δόξα του Θεού. Από τον Κύριο των Δυνάμεων ο πιστός εργάτης του χριστιανικού αμπελώνας πήρε τη χάρη, να αποδιώκει δαίμονες. Να θεραπεύει διάφορα νοσήματα ψυχής, αλλά και αρρωστήματα του σώματος. Να βοηθά καθημε ρινά εκείνους που ταξιδεύουν και ταλαιπωρούνται στη θάλασσα. Να προσ τατεύει όσους κινδυνεύουν από πειρατίες κι επιθέσεις 177
απάνθρωπες. Και γενικά να λυτρώνει από τα δεινά καθένα, που επικαλείται τη μεσιτεία του. Πολλές φορές με τις προσευχές του σε τόπους άνυδρους και ξηρούς ανέβλυσαν πηγές, που εξακολουθούν ως την εποχή μας, να προσφέρουν τα δροσερά τους νάματα, για να ξεδιψούν και να δροσίζουν τους οδοιπόρους. Τέτοια πηγή με γάργαρο νερό είναι και το άγιασμα του κοντά στόν ιερό ναό του. Αυτό το άγιασμα του θεόφρονα πνευματικού και φιλάνθρωπου αρχιποιμένα της Λάμπουσας, θεραπεύει κάθε αρρώστια και απαλλάσσει, όπως ομολογούν πολλοί και από τη συχνή ενόχληση του συναχιού. Τη θεραπευτική του προσφορά ο άγιος με το άγιασμα του την προσφέρει αφειδώλευτα όχι μονάχα σε πιστούς προσκυνητές, αλλά και σε άπιστους αλλόφυλους. Ένας απ' αυτούς, δεν είναι πολλά χρόνια, με όλως διόλου κατεστραμμένα δόντια, πήγε με πίστη και με θερμή προ σευχή ζήτησε απο τον άγιο τη βοήθεια του. Ύστερα λούστηκε με το θαυ ματουργό νερό, κι έπλυνε καλά και το στόμα του. Το αποτέλεσμα υπήρξε θαυμαστό.Ο άρρωστος θεραπεύτηκε τελείως κι έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και τον όσιο του. Σε αρκετά προχωρημένη ηλικία ο μακάριος ποιμήν της Εκκλησίας του Χριστού, έλαια κατάκαρπος, έκλινε την κεφαλή μπροστά στη θεία βουλή και απεδήμησε για τη βασιλεία του Θεού. Ο θάνατος του σήμανε συγκλονισμό σε όλη την περιφέρεια και θλίψη σε ολόκληρη τη νήσο. Οι άνθρωποι, που ευεργετήθηκαν από την αγάπη και την καλωσύνη του, έτρεξαν από όλα τα μέρη για να τον ιδούν έστω και νεκρό ακόμη μια φορά, και να τον ασπασθούν και να πάρουν την ευλογία του. Αργότερα η ευλάβεια των κατοίκων της δοξασμένης πόλεως έκτισε κοντά στη θάλασσα και σε μικρή απόσταση από την ιερά Μονή της Αχει ροποιήτου ένα ναό στ' όνομα του. Ο ναός αυτός με τον καιρό, και τις τόσες επιδρομές που δοκίμασε η πλούσια πόλη καταστράφηκε. Πάνω στα ερείπια του πρώτου ναού ξανακτίστηκε τον δέκατο έκτο αιώνα άλλος ναός, που διατηρείται εξωτερικά σε πολύ καλή κατάσταση. Τον ναό έκτισε σε ρυθμό Φραγκοβυζαντινό «όοΝεόφυτος της Λευκωσίας Ποιμήν» και «νεύσει θείας χάριτος», για να λάβει με τις πρεσβείες του αγίου «λύ τρωσιν συμφορών τε και θλίψεως». Ο ναός ήταν ένα όμορφο μνημείο ακέραιο και πολύ καλά διατηρη μένο, μέχρι την τούρκικη εισβολή. Το εσωτερικό του μόνο ήταν γυμνό, χωρίς πάτωμα, χωρίς τοιχογραφίες και φορητές εικόνες, και μ' ένα τέμπλο φθαρμένο. Το λαμπρό παράδειγμα κι η αγνή ζωή του φλογερού και μακάριου επισκόπου της Λάμπουσας, ας φωτίσουν
178
τον δρόμο της πρόσκαιρης ζωής όλων μας. Κι αν για οποιουσδήποτε λόγους οι πειρασμοί μας νίκησαν και μας απεμάκρυναν απο τα καθήκοντα μας ως χριστιανών, με αποτέλεσμα να θρηνούμε σήμερα «τα περασμένα μεγαλεία», το πάν δεν χάθηκε για μας. Άς μετανοήσουμε και με συντριβή ψυχής, ας ζητήσουμε με τις πρε σβείες του αγίου πατρός Ευλαλίου το έλεος του Θεού. Σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν βρισκόμαστε, η αντίστοιχη ηλικία της ενάρετης ζωής του Αγίου, πολλά έχει να μας πει και να μας διδάξει. Κάτι περισσότερο. Με την ειλικρινή μετάνοια μας θα επιτύχουμε αυτό που ποθούμε και μ' όλη μας την ψυχή λαχταρούμε: Τη λύτρωση απο τα δεινά και την ελεύθερη μετακίνηση και διακίνηση μας στα αγιασμένα χώματα της πατρικής γης. Πρωί και βράδυ, ας κλείνουμε λοιπόν νοερά της ψυχής τα γόνατα μπροστά στη σεβάσμια μορφή του θεόφρονος Αγίου, κι απο τα τρίσβαθα της καρδιάς, ας του λέμε κι εμείς με πίστη φλογερή και ακλόνητη. Θεόφρον Ευλάλιε, την σήν, ποίμνην περιφύλαττε, εκ πάσης βλάβης και θλίψεως, και περιστάσεως, και εκ πάσης ρύσαι, συμφοράς, θεσπέσιε, και της αιχμαλωσίας πρεσβείαις σου, ίνα δοξάζωμεν, ποιμένα αληθέστα τον, και Τριάδος, μέγιστον συνήγορον.
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΩΣΑΤΩΝ
(22 Ιουνίου) Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
179
Ο ιερομάρτυς Ευσέβιος, Επίσκοπος Σαμωσάτων, υπήρξεν υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως και ευσεβείας. Ήταν όνομα και πράγμα Ευσέβιος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σε επιστολή που του απευθύνει, τον αποκαλεί “στύλον και εδραίωμα της ευσεβείας? φωστήρα της Εκκλησίας και Κανόνα πίστεως”. Έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, τότε που η Εκκλησία ταλανιζόταν από την αίρεση του Αρείου, οποίος υποστήριζε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, δεν είναι τέλειος Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα του Θεού δημιουργηθέν εν χρόνω. Εάν όμως συνέβαινε αυτό, τότε θα ήταν αδύνατη η σωτηρία, αφού μόνον ο Θεός έχει την δύναμη να σώζη. Εμείς, όμως, γνωρίζουμε από την Αγία Γραφή και την ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας ότι ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να τον σώση και για να καταργήση τα έργα του διαβόλου. Και την έλευσή του ως Μεσσία και Σωτήρα την επιβεβαίωσε με τα θαύματα που τελούσε και εξακολουθεί να τελή. Η Εκκλησία, όπως ήταν φυσικό αντέδρασε αμέσως, όπως αντιδρά ένας υγιής οργανισμός στην παρουσία ενός ξένου σώματος, το οποίο μπορεί να επιφέρη στον οργανισμό διάφορες ανωμαλίες ή ακόμα και τον θάνατο. Και εάν από κάποια αρρώστια μπορεί να επέλθη ο σωματικός θάνατος, από την αλλοίωση του δόγματος, που είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον τρόπο ζωής και την πνευματική υγεία, μπορή να επέλθη ο αιώνιος θάνατος. Γιατί πραγματικός θάνατος είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από την ζωοποιό Χάρη του Τριαδικού Θεού. Η Εκκλησία, λοιπόν, συνήλθε σε Σύνοδο την οποία συνεκάλεσε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και κατεδίκασε την παραπάνω αίρεση. Αυτή η καταδίκη δεν ήταν αποτέλεσμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας, αλλά πράξη αγάπης της Εκκλησίας προς τα μέλη της, και προς αυτούς ακόμα τους αιρετικούς, τους οποίους δεν τους θεωρεί εχθρούς της, αλλά άρρωστα μέλη της. Όμως, αυτή η γνήσια και ανιδιοτελής αγάπη της Εκκλησίας προκαλεί όλους εκείνους που δεν έχουν διάθεση να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, έστω και εάν έχουν πεισθεί γι’ αυτά, με αποτέλεσμα να προκαλούνται αντιδράσεις. Οι αμετανόητοι αιρετικοί, έχοντες και την κάλυψη των κρατούντων της εποχής εκείνης, χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, για να φιμώσουν την Εκκλησία. Όσοι Κληρικοί, και κυρίως Επίσκοποι, αγωνίζονταν για να παραμείνη αναλλοίωστη και ανόθευτη η πίστη, υπέμειναν διωγμούς, εξορίες ή και μαρτυρικό θάνατο, όπως και ο άγιος Ευσέβιος, ο οποίος 180
θανατώθηκε από μια αιρετική γυναίκα, που τον κτύπησε με κεραμίδα στο κεφάλι. Η πλούσια ρωμαίϊκη παράδοσή μας, που διασώζεται στα ήθη και τα έθιμα του λαού μας ενοχλεί, κατά καιρούς, κάποιους, που δεν έχουν ζυμωθεί μαζί της και δεν γνωρίζουν τον πλούτο και την αξία της και ενσυνείδητα ή ασυνείδητα την πολεμούν. Ο αγώνας, για να διαφυλαχθή ανόθευτη, δεν αποτελεί πράξη μισαλλοδοξίας και σκοταδισμού. Αντίθετα, είναι προσπάθεια για την διάσωση του τρόπου απόκτησης του φωτισμού και της θέωσης. Τα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας τις ημέρες αυτές, έφεραν στον νού μου τα λόγια του μεγάλου μας λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που γράφονται στον πρόλογο του διηγήματός του “Λαμπριάτικος Ψάλτης”. Επειδή είναι επίκαιρα, αντιγράφω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα: “Μη θρησκευτικά προς Θεού! Το Ελληνικόν έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, εννοήσατε; ... Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης, ότι ο Χριστός δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού και ότι πτωχός ιερεύς προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως; Και να περιγράφης το εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς μορφάς των αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν ημείς αυτά. Ημείς θέλομεν διήγημα, το οποίον να είναι όλο ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης ... Όταν συγγραφεύς άλλος και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών ιστορικοφανταστικόν δράμα προέτασσε “χυδαία” αληθώς προλεγόμενα, δι’ ών ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του, τότε ουδείς λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις, διότι το πράγμα ήτο της μόδας ... Αλλά ο Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας ...”. Και καταλήγοντας τονίζει: “Το ελληνικόν έθνος ... έχει και θα έχη ανάγκην δια παντός της θρησκείας του. Το επ’ εμοί, ενόσω ζώ και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά έθη. “Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ””. Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
181
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 512 μ.Χ. καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεία Κώμη τῆς Φρυγίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Βελισσάριο καὶ τῆς Συνεσίας. Διδάχθηκε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἠσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παππούς του καὶ λειτουργοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως. Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι ὁ Ἠσύχιος εἶχε τὸ ὀρφίκιο τοῦ σκευοφύλακος καὶ λόγω τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Ἀμασείας στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ εἰσῆλθε σὲ μονὴ τῆς Ἀμασείας, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καὶ Σέλευκο, τῆς ὁποίας ἀργότερα ἀνεδείχθη καὶ ἡγούμενος. Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν δὲν ἦταν εἰρηνικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λόγω τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν ποὺ δίδασκαν νέοι Ὠριγενιστὲς καὶ κρυπτομονοφυσίτες. Οἱ ἔριδες τῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης περὶ τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν τὴν Τρίτη καὶ τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων. Προοίμιο αὐτῶν ὑπῆρξε ἡ κατὰ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. διάσταση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης Λαύρας πρὸς τὸν ἡγούμενο αὐτῆς, τὸν Ὅσιο Σάββα τὸν Ἠγιασμένο, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Λαύρα καὶ ἵδρυσαν περὶ τὸ 514 μ.Χ. τὴ Νέα Λαύρα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρο τοῦ ὠριγενισμοῦ. Οἱ ἀντιωριγενιστὲς μοναχοὶ ἔκαναν ἔκκληση πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ νὰ καταδικάσει τὸν Ὠριγένη. Τὴν αἴτηση αὐτὴ ὑποστήριξε ὁ Πατριάρχης Μηνᾷς. Ἔτσι, τὸ ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη 182
Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾷ, μὲ σκοπὸ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Διὰ διατάγματος ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 543 μ.Χ. ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστράφη κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους, θεώρησε τὰ συγγράμματα αὐτοῦ κακόδοξα καὶ καταδίκασε αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους. Διὰ τρίτου διατάγματος ὁ Ἰουστινιανός, τὸ ἔτος 544 μ.Χ., καταδίκασε τὰ «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ α) τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας καὶ τὰ αἱρετικά του συγγράμματα, β) τὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὑπὲρ τοῦ Νεστορίου συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καὶ γ) τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς τὸν Πέρση Μάρη. Ὅταν τὸ ἔτος 552 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Μηνᾷς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ᾖλθε ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια στὴ Βασιλεύουσα καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ ταραχὲς ὅμως τῶν αἱρετικῶν συνεχίζονταν καὶ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Η Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καὶ προέβη στὴν καταδίκαση τῶν «Τριῶν Κεφαλάιων». Ὁ σκοπὸς ὅμως τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» δὲν ἐπετεύχθη, διότι οἱ μονοφυσῖτες ἐνέμεναν στὴν ἀπόσχιση καὶ στὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ ἔτος 564 μ.Χ. ἐξέδωσε διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τὸν ἀφθαρτοδοκητισμό. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν καταφυγόντα στὴν Αἴγυπτο μονοφυσίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα ὁ Ἰουλιανὸς δίδασκε ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως Αὐτοῦ, ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καὶ ἑπομένως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας, δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κ.τ.λ) – τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν» - καὶ μόνο «κατ’ οἰκονομίαν» καὶ «κατὰ χάριν» φαινόταν ὑποκείμενο σὲ αὐτά. Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς τοὺς ὁποίου ἀπευθύνθηκε, δὲν δέχθηκαν τὸ δυσσεβὲς διάταγμα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἅγιος, τὸ ἔτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὑπὸ Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ καὶ ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴν Πρίγκηπο. Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μετὰ κατέφυγε σὲ μοναστῆρι τῆς Ἀμασείας στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
183
Μετὰ ἀπὸ δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος ὁ Β’, τὸ ἔτος 577 μ.Χ., ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου τοῦ Γ’, ἐπανέφερε μὲ τιμὴ καὶ δόξα τὸν Ἅγιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του ἔσωσε τὸν λαὸ ποὺ μαστιζόταν ἀπὸ θανατηφόρα ἐπιδημία. Τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ὁ ἀγῶνας του γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀποκρισάριο τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τὸν μετέπειτα Πάπα, λόγω τῶν δοξασιῶν του περὶ ἀναστάσεως σαρκός. Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 582 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐναποτέθηκε στὸ θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μετὰ τὴν κρηπῖδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἀνδρέου, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ τῶν Ἀποστόλων. Σῴζονται ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καὶ «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα ἔργα του χάθηκαν, ἤτοι τὸ «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», τὸ «Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν» καὶ τὸ «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ μαθητής του Εὐστράτιος. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα. Βίον οὐράνιον, Πάτερ κτησάμενος, σκεῦος ἐπάξιον, ὤφθης τῆς χάριτος, λόγω καὶ πράξει βέβαιων, τὴν θείαν σοὶ χορηγίαν ὅθεν ἱεράτευσας, ἰσαγγέλως τῷ Κτίσαντι, ἔνδοξε Εὐτύχιε, Ἐκκλησίας ὡράισμα, ἣν φύλαττε ταὶς σαὶς προστασίαις, πάσης ἀνάγκης ἀνωτέραν.
Ο άγιος ιερομάρτυς Ηρακλείδιος (17 Σεπτεμβρίου)
184
«Τις
σου τον βίον ισχύσει εκδιηγήσασθαι;... Χαίρε ότι εχρίσθης Ιεράρχης θεόθεν. Χαίρε ότι εφάνης οδηγός παιδιόθεν»... Δικαιολογημένη η απορία. Δίκαιος και ο έπαινος. Γιατί ο άγιος Ηρακλείδιος, που γιορτάζουμε στίς 17 του Σεπτέμβρη, δεν είναι μόνο ο πρώτος Ιεράρχης της ξακουστής Ταμασού, αλλά κι ένας απ' τους πρώτους και πιο σπουδαίους Ιεράρχες της Νήσου των Αγίων, της ευλογημένης Κύπρου. Γεννήθηκε στη Λαμπαδού η Λαμπαδιστό,ένα χωριό κοντά στο σημερινό Μιτσερό, κι ήταν γιος ειδωλολάτρη ιερέα. Κάποια μέρα που πατέρας και γιος καταγινόντουσαν με την προσφορά θυσίας στους θεούς, δύο ξένοι πλησίασαν, κι αφού χαιρέτησαν με καλωσύνη, ζήτησαν να μάθουν απ' αυτούς τον δρόμο που θα τους οδη γούσε προς την Πάφο. Οι δύο ξένοι, που φαινόντουσαν να έρχονται απο μακρυά, ήταν οι απόστολοι Βαρνάβας και Μάρκος που είχαν έρθει στο νησί με τον απόστολο Παύλο για την πρώτη τους αποστολική περιοδεία, γύρω στο 45-46 μ.Χ. Ο ειδωλολάτρης ιερέας Ιεροκλής η Ιερόκλεως, ο πατέρας του Ηρακλειδίου, με την ευγένεια και τη φιλοξενία που διακρί νει τους Έλληνες, έσπευσε να καλέσει τους ξένους να παραμείνουν στό σπίτι του, εκεί στο χωριό τη Λαμπαδού, για να ξεκουραστούν. Οι Από στολοι όμως επέμεναν να προχωρήσουν κι αυτός, για να τους διευκολύ νει, έστειλε τον γιο του τον Ηρακλέωνα, να τους συνοδεύσει ως έξω απο το χωριό, και να τους δείξει τον δρόμο. Ευλογημένη συνάντηση.! Και τρι σευλογημένη απόφαση! Μόλις οι Απόστολοι απομακρύνθηκαν απ' εκεί, άρχισαν τη συζήτηση με τον νεαρό. -Τι εκάμνατε, παιδί μου, εκεί που σας συναντήσαμε, ρώτησε ο ένας απ' αυτούς, ο Βαρνάβας. -Προσφέραμε θυσία στους θεούς μας, απήντησε ο Ηρακλείδιος.
185
— Θεοί οι πέτρες και τα ξύλα; Όχι, παιδί μου. Αυτά δεν είναι θεοί. Εί ναι δημιουργήματα. Είναι έργα χειρών ανθρώπων. Ο Θεός είναι ένας. Αυτός, που εδημιούργησε «τον ουρανόν και την γήν, την Θάλασσαν και πάντα τα εν αύτοις». Ο Θεός, ο αληθινός Θεός, δεν κατοικεί μέσα σε χειροποίητους ναούς, ούτε και υπηρετείται απο χέρια ανθρώπων, γιατί δεν έχει ανάγκη απο τίποτα. Αντίθετα! Αυτός είναι που δίδει σε όλα ζωή κι αναπνοή κι όλα όσα τους χρειάζονται για τη συντήρηση τους. Αυτός, απο ένα ζευγάρι, έκανε όλα τα έθνη των ανθρώπων που κατοικούν πάνω στη γη. Κι Αυτός, όταν οι άνθρωποι πλανηθήκαμε, από αγάπη άπειρη έστειλε σ' εμάς τον γιο του, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για να μας σώσει... Ο Ηρακλέων με κατάνυξη άκουε τα λόγια των Αποστόλων. Η ψυχή του, σαν τη διψασμένη γη, ρουφούσε κυριολεκτικά τη διδασκαλία γύρω από το πρόσωπο του Ιησού. Και το αποτέλεσμα; Ευλογημένο! Ο νεαρός προσήλυτος, όταν έφθασαν στον ποταμό Σέτραχο1 που τρέχει κάτω απο το χωριό της Μαραθάσας, τον Καλοπαναγιώτη, σαν τον Ευνούχο της Κανδάκης της βασίλισσας των Αιθιόπων, ρώτησε με λαχτάρα: —Ποιος με εμποδίζει να βαπτιστώ; —Κανένας, ήταν η απάντηση. Αρκεί να το θελήσεις. —Το θέλω! φώναξε ο Ηρακλέων. Το θέλω με την καρδιά μου! Τότε οι Απόστολοι, γεμάτοι χαρά, κατέβηκαν στον ποταμό, τον βάφτισαν «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και του έδωκαν το όνομα Ηρακλείδιος. Μετά προχώρησαν σε μια σπηλιά κοντά στον ποταμό, στην οποία παρέμειναν μερικές μέρες συνε χίζοντες τη διδασκαλία. Εκεί ένα πρωί ήρθε απροσδόκητα και τους συνήντησε κι ο απόστολος Παύλος. Την επόμενη έφτασε κι ο Μνάσων, τον όποιο ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων ονομάζει «αρχαίον μαθητήν» (Πράξ. κα', 16). Αφού συμπληρώθηκε η κατήχηση του νεοφώτιστου οι τρεις απόστολοι τον χειροτόνησαν επίσκοπο της Ταμασού και του ανέθεσαν υστέρα απο θερμή προσευχή να συνεχίσει το έργο της αλιείας ψυχών στην πολυάνθρωπο πόλη. Μαζί του έμεινε κι ο Μνάσων. Οι δύο μαθητές αφού αποχαιρέτησαν τους Αποστόλους και με δάκρυα στα μάτια κατευόδωσαν για την Πάφο, ρίφθηκαν με φλογερό ζήλο στο έργο τους. Το ιερό έργο 186
της σωτηρίας ψυχών. Τόπος συνάξεων ένα υπόγειο. ένα υπόγειο σπήλαιο, που σώζεται και σήμερα και που βρίσκεται μέσα στο ομώ νυμο μοναστήρι. Το σπήλαιο αυτό χρησίμεψε όχι μονάχα ως εκκλησία στην οποία ο Ηρακλείδιος συγκέντρωνε τους πιστούς του, αλλά και σαν κατοικία κι ασκητήριό του. Κάτι περισσότερο. Το σπήλαιο αυτό έγινε ακόμη και τάφος του, μα και τάφος της ειδωλολατρίας. Εδώ θεμελιώθηκε η πρώτη Εκκλησία που σιγά-σιγά απλώθηκε σ' όλη την πόλη. Ανάμεσα στους πρώτους πού κλήθηκαν να χαρούν το φως της 1. Μερικοί φρονούν πώς ό ποταμός στον όποιο βαπτίσθηκε ό Ήρακλείδιος είναι ό Καρκώτης, ό ποταμός της Σολέας.
νέας ζωής, υπήρξαν οι γονείς του φλογερού και ζηλωτή εργάτη του χρι στιανικού αμπελώνα. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «εί τις των ιδίων και μάλιστα των οικείων ου προνοεί, την πίστιν ήρνηται και εστίν απίστου χειρών» (Α' Τιμ. ε' 8), Βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου ένα πιστό και ενθουσιώδη εκτελεστή. Με τις στοργικές του νουθεσίες και τις θερμές του παρακλήσεις τόσο ο πατέρας, όσο κι η μητέρα του ασπάσθηκαν με χαρά κι ευγνωμοσύνη την καινούργια θρησκεία και βαφτίστηκαν. Πόση χριστιανική αγαλλίαση κι ικανοποίηση δοκίμασε ο νεαρός ιεραπόστολος την ήμερα εκείνη! Την ήμερα που οι γονείς του φόρεσαν τον λευκό του βαπτίσματος χιτώνα. Καλότυχοι γονείς. Ευτυχισμένος γιος! Με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του Αγίου το μικρό ποίμνιο που σχηματίστηκε στην αρχή γύρω του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, ώστε σε λίγο καιρό η πόλη της Ταμασού να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο. Στήν αύξηση αυτή μαζί με την αρετή και τον φλογερό ζήλο του πολύ συνέβαλε και το θαυματουργικό χάρισμα με το οποίο πλούσια τον χαρίτωσε ο Κύριος. Πολλά, πάρα πολλά θαύματα αναφέρονται στον Άγιο και παλαιά, μα και στην εποχή μας. Θα σημειώσουμε εδώ μερικά. Μια μέρα, ένα φίδι φαρμακερό (κουφή) δάγκασε το μονάκριβο παιδϊ κάποιας γυναίκας που ήταν συγγενής της συζύγου του κοινοτάρχη της Ταμασού, της Μακεδονίας, την οποία οι άγιοι έσωσαν νωρίτερα απο βέβαιο Θάνατο. Η Τροφίμη -έτσι λεγόταν η μητέρα -μαζί με μερικούς άλλους φανερούς πιστούς έτρεξαν και κάλεσαν τους δύο Αγίους στο σπίτι που ήταν το παιδί. Οι Άγιοι με προθυμία έσπευσαν να ανταποκριθούν στην παράκληση. Σάν έφθασαν, ο όσιος Ηρακλείδιος γονάτισε μπροστά στο άτυχο παιδί και 187
σήκωσε τα χέρια. Τη στιγμή που με κατάνυξη προσευχόταν και ζητούσε απο τον Κύριο να αναστήσει το νεκρό παιδί, η μητέρα έξαλλη απ' τη λύπη κτύπησε το κεφάλι στον τοίχο κι έπεσε κι αυτή κάτω νεκρή. Ο όσιος χωρίς να ταραχθεί, συνέχισε την προσευχή του. Σάν τέλειωσε, έκαμε το σημείο του σταυρού πάνω στο παιδί, το πήρε απο το χέρι και το τράβηξε. Ο Αέτιος — αυτό ήταν το όνομα του -άνοιξε τα μάτια και σηκώθηκε σαν να ξυπνούσε απο βαρύ ύπνο. Την ίδια στιγμή ο όσιος Μνάσων ανέστησε και την Τροφίμη, τη νεκρή μητέρα και της παρέδωσε το παιδί της. Οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε ουρανομήκεις δοξολογίες. Αμέσως η Τροφίμη, αφού ντύθηκε την πιο καλή της φορεσιά κι έντυσε λαμπρά και το παιδί της, ξεχύθηκε μαζί με τους Αγίους, τη συγγενή της Μακεδο νία και το πλήθος στον δρόμο και φώναξε με πίστη και παλμό: -Πιστεύω στον Ιησού Χριστό, που κηρύττουν ο Ήρακλείδιος κι ο Μνάσων. Με συγκίνηση η πομπή προχώρησε στον ναό του Θεού κι εκεί τετρακόσια νέα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες βαπτίσθηκαν κι έγιναν χριστιανοί. Άλλη φορά ενώ ο Ηρακλείδιος και ο Μνάσων ιερουργούσαν στον ναό και τα πλήθη των πιστών έψαλλαν με κατάνυξη τους ιερούς ύμνους, ένας δαιμονισμένος απο τα Πέρα, που υπέφερε απο πνεύμα πονηρό, που τον βασάνιζε για καιρό, μπήκε στην εκκλησία, ώρμησε πάνω στον Ηρα κλείδιο και του ξέσχισε το ένδυμα. Αμέσως όμως γιατρεύθηκε κι άρχισε να δοξάζει τον Θεό. Στό άκουσμα του Θαύματος, πλήθη λαού απο τους ειδωλολάτρες έφεραν στους Αγίους διάφορους αρρώστους, κι αυτοί τους γιάτρεψαν κι υστέρα τους βάπτισαν. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Άγιος θεράπευσε ένα τυφλό κι ένα κουτσό κι έκανε καλά ένα παράλυτο. Επίσης έγινε αιτία να πιστέψει ένας αγαλματοποιός και να βαπτισθεί με τα τρία παιδιά του και με πολλούς άλλους. Το ευεργετικό έργο των Αγίων στην πόλη της Ταμασού ήρθε να διακόψει αυτό τον καιρό μια επιστολή απο μέρους των δύο Αποστόλων, του Παύλου και του Βαρνάβα. Την έφερε απο την Πάφο κάποιος Νικόλαος. Στό «γράμμα» αυτό οι Απόστολοι έγραψαν στον Ηρακλείδιο όσα τους συνέβησαν εκεί, και του
188
ζητούσαν να σπεύσει να τους συναντήσει και να βοηθήσει κι αυτός στο κήρυγμα. Ο όσιος αφού ανήγγειλε στα πνευματικά του παιδιά το περιεχόμενο της επιστολής και ζήτησε απο αυτά τις προσευχές τους, τέλεσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, χειροτό νησε τον γιό της Μακεδονίας Γρηγόριο σε πρεσβύτερο και του ανέθεσε να κατηχεί τον λαό, και ξεκίνησε να εκπληρώσει την αποστολική εντολή. Μαζί του πήρε τον Μνάσωνα και κάποιον άλλο, τον Ροδώνα. Στόν δρόμο προς την Πάφο, εκεί στο χωριό Ανώγυρα, ο άγιος Ηρα κλείδιος έκαμε καλά ένα τυφλό, αφού του άγγιξε τα μάτια κι επικαλέ σθηκε το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι αυτός, γεμάτος ευγνωμο σύνη, έπεσε στα πόδια του θεραπευτή του κι άρχισε να φωνάζει: — Σ' ευχαριστώ, καλέ μου άνθρωπε. Σ' ευχαριστώ, και πιστεύω με την καρδιά τον Θεό, που κηρύττεις. Στό άκουσμα της θεραπείας του τυφλού μαζεύτηκαν πολλοί από τα γύρω χωριά, για να δουν και τον θεραπευθέντα και να γνωρίσουν και τους ξένους. Στο αντίκρυσμα του τυφλού που ξανάβλεπε και δοξολογούσε τον Θεό των οσίων με έκσταση, άρχισαν κι αυτοί να φωνάζουν: Ελέησε μας, Κύριε. Ελέησε μας, σε παρακαλούμε, τους δούλους σου. Οι Άγιοι μίλησαν και σ' αυτούς για τον Ιησού και την σωτηρία που έφερε στον κόσμο και στο τέλος βάπτισαν περί τους δεκαπέντε άνδρες. Ένας μάλιστα απο τούς νεοφώτιστους, που είχε και το χέρι του ακίνητο, σαν ξεραμμένο θεραπεύθηκε με το βάπτισμα. Οί ιερείς των ειδωλολατρών που άκουσαν κι είδαν όσα έγιναν, ξεσή κωσαν τα πλήθη ενάντια στούς Αγίους κι έτσι αυτοί έφυγαν το ταχύτερο για την Πάφο. Αφού για ένα διάστημα συνέδραμαν το έργο των αποστόλων, ξαναγύρισαν στην Ταμασό περνώντας απο το Κούριο, που βρισκό ταν κοντά στο σημερινό χωριό Επισκοπή. Στήν επιστροφή τους, μετά το Κούριο, γιάτρεψαν μια δαιμονισμένη που έτρεχε ξωπίσω τους και τους σωνα μπροστά ώρμησε, διάλυσε τους ειδωλολάτρες, έσβησε τη φωτιά, κι αφού μάζεψε με ευλάβεια το άγιο λείψανο, το πήρε και τ 'θαψε μέσα στην υπόγεια σπηλιά με δάκρυα στοργής κι ευγνωμοσύνης. Τα θαύματα που έκανε, όταν ήταν στη ζωή, συνεχίστηκαν και μετά τον Θάνατο του, και συνεχίζονται και σήμερα. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού».
189
Η θρησκεία του Ιησού Χριστού με τις ενέργειες του Ηρακλειδίου και τον ζήλο του, μα και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες μιας μικρής ομάδας ανθρώπων σκόρπισε το φως της νέας ζωής σ' όλη την πολυάνθρωπη πόλη, κι αναγέννησε μυριάδες ψυχές. Αξίζει να σημειωθούν εδώ μερικά ονόματα της Ιεραποστολικής αυτής ομάδας. Ηρακλείδιος, Μνά σων, Ρόδων, Θεόδωρος, Προκλιανή διακόνισσα, Γρηγόριος, Μακεδόνιος, Μακεδονία, Ηρακλειδιανή. Τα ονόματα αυτά αντιπροσωπεύουν μερικές απο τις άγιες μορφές που εργάστηκαν με πίστη φλογερή κι αυταπάρνηση για την πνευματική αναγέννηση του τόπου μας. Πόσα δεν χρωστάμε σ' αυτούς! Αλήθεια! Πόσα; Αλλά και ποια καλύτερα παραδείγματα και πρό σωπα μπορούμε, όσοι πονούμε ειλικρινά τον τόπο αυτό, να προβάλουμε και σήμερα στη νεολαία μας από τους ιερούς αυτούς αγωνιστές της πίστεως τους αγωνιστές, που μέσα σ' ένα κόσμο σάπιο απ' την ειδωλολα τρία ύψωσαν το ανάστημα τους «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχού μενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γης» (Εβρ. ια' 37-38) κι αγωνίσθηκαν κι έδωσαν τα πάντα για το ευγενέ στερο Ιδανικό, για τη θρησκεία του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Χρι στού. Αξίζει στους νέους ν' αγωνίζονται και να πεθαίνουν για τα ιδανικά τους. Κι ο άγιος Ηρακλείδιος νέος έδωκε στον Χριστό την καρδιά του, την υγεία του, τη ζωή του. Οι αιώνες θα ξεθωριάζουν μέσα στον χρόνο. Ένα όμως θα μένει άφθαρτο κι ανέγγιχτο από την καταλύτρια δύναμη των καιρών. Το όνομα εκείνων που υπέταξαν τη ζωή τους στον Χριστό και ταύτισαν το θέλημα τους με το δικό Του. Ο άγιος Ηρακλείδιος είναι ένας απ' αυτούς. Άς μιμηθούμε το παράδειγμα του. Αυτός είναι κι ο καλύτερος τρόπος να δείξουμε σ' αυτόν τον σεβασμό μας και τη γνήσια αγάπη μας. Γύρω στα 400 μ.Χ. πάνω απο το υπόγειο σπήλαιο, που περικλείει τον τάφο του Αγίου κτίστηκε η μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Η μονή αυτή ανακαινίστηκε τα τελευταία χρόνια κι έγινε γυναικεία. Στόν ναό της κάθε Κυριακή και γιορτή πλήθη ευλαβών χριστιανών συνέρχονται απο τα διάφορα μέρη της νήσου, για να παρακολουθήσουν τη θεία Λειτουργία και τις άλλες ιερές ακολουθίες. Συγχρόνως όμως και να προσκυνήσουν μ' ευλάβεια την κάρα του Αγίου και να τονωθούν ψυχικά. Είθε η χάρη του να σκέπει και να φυλάει πάντα το μαρτυρικό νησί μας κι όλους μας. Απολυτίκίο Ήχοςδ'.
190
Ταχύ προκατάλαβε... Την ποίμνην εποίμανας, την του Σωτήρος Χριστού, και θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχάς πλουσίως κατήρδευσος· όθεν των Σε τιμώντων ο χορός αναμέλπει, ύμνους Σοι και γεραίρει, την αγίαν Σου μνήμην ικέτευε ούν αεί υπέρ ημών, ιεράρχα Ηρακλείδιε. Απολυτίκιο Ήχος γ΄ Ποίημα του Μακ. Αρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου. Μέγαν εύρατο των Ταμασέων, πόλις κήρυκα και ποιμενάρ χην, της εκκλησίας Χριστού και διδάσκαλον. Των γαρ ειδώλων την πλάνην κατήργησας, φως αληθείας κηρύξας τοις έθνεσιν. Όθεν, άγιε ιεράρχα Ηρακλείδιε, Χριστόν τον Θεόν Ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κυρήνειας Κύπρου
Ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. τότε ποὺ τὸ νησὶ τῆς Κύπρου βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴ βαριὰ Ρωμαϊκὴ σκλαβιά. Ὁ ἐπίσκοπος Θεόδοτος, ἄνθρωπος ταπεινὸς καὶ φλογερὸς στὴν πίστη, μὰ καὶ δραστήριος καὶ φιλάνθρωπος σὲ ὅλους, ἦταν ἕνα ἀληθινὸ δῶρο Θεοῦ γιὰ τὸ πολυβασανισμένο νησί. Οἱ χριστιανοὶ πολὺ τὸν ἀγαποῦσαν. Κι οἱ εἰδωλολάτρες ἐπίσης ἰδιαίτερα τὸν ἐκτιμοῦσαν. Στὸ ἱερὸ πρόσωπό του ἔβλεπαν ὅλοι τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ τὸν ἀληθινὸ προστάτη. Μὲ τὰ λόγια του τὰ εὐαγγελικὰ ἁπάλυνε τὸν πόνο τοῦ λαοῦ του καὶ μὲ τὰ ἔργα του τὰ καθημερινά, ἔργα ἀγάπης καὶ καλοσύνης, ἀνακούφιζε τὴ δυστυχία ὅπου τὴν ἔβρισκε. Ἤρεμα κι ὄμορφα κυλοῦσε ἡ ζωὴ στὴν Κύπρο, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ξέσπασε ὁ νέος διωγμός. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προχωροῦσε ὁλοένα στὴ νίκη καὶ τὴ δόξα. Ἡ εἰδωλολατρία ἀντίθετα μέρα μὲ τὴ μέρα ἔφθινε. Βάδιζε πρὸς τὸν θάνατο. Δὲν 191
τῆς ἔμενε παρὰ λίγη ζωή. Κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὴν ὕστατη σὰν τὸ πληγωμένο θηρίο ὁ πονηρὸς συγκέντρωσε ὅση δύναμη μποροῦσε κι ὄρμισε γιὰ τὴν τελευταία μάχη: Γιὰ τὴν ἐξόντωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡγεμόνας στὸ νησὶ ἦταν ὁ Σαβίνος. Ἡ Ἱστορία τὸν περιγράφει σὰν ἄνθρωπο σκληρὸ κι ἀδίστακτο στὰ σχέδια καὶ τὶς ἐπιδιώξεις του. Φανατικὸς εἰδωλολάτρης ἐκμεταλλεύεται τὴν εὐκαιρία, γιὰ νὰ ἁρπάξει, νὰ φυλακίσει, νὰ ἐξορκίσει, νὰ θανατώσει κάθε ὀπαδὸ τοῦ Ναζωραίου Ἰησοῦ. Πόνος βαρὺς εἶχε πλακώσει τότε τὶς χριστιανικὲς καρδιές. Οἱ πιστοὶ «διωκόμενοι, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ τοὶς ὀπαὶς τῆς γῆς" κινδυνεύουν νὰ ἀποκάμουν, νὰ κλονιστοῦν, νὰ πέσουν». Τὰ μαρτύρια εἶναι τρομερά. Πῶς νὰ τὰ ἀντέξουν; Τὴ στιγμὴ αὐτὴ παρήγορος ἄγγελος προβάλλει ὁ ἱεράρχης τοῦ Θεοῦ. Ἀκούραστος, ἀτρόμητος, ἀλύγιστος τρέχει παντοῦ. Νὰ παρηγορήσει, νὰ τονώσει, νὰ ἐνισχύσει, νὰ ἀτσαλώσει τὴ θέληση γιὰ ἀγῶνα, νὰ ἐνθουσιάσει. Τῆς προσφορᾶς του αὐτῆς τὰ ἀποτελέσματα γίνονται σὲ λίγο παντοῦ αἰσθητά. Οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη καὶ μὲ ψαλμῳδίες ἱερὲς βαδίζουν στὴν ὁμολογία, τὸ μαρτύριο, τὸν θάνατο. Οἱ εἰδωλολάτρες κατάπληκτοι μπροστὰ στὸ θάρρος τῶν χριστιανῶν καὶ τὴν παρρησία τους ὁμολογοῦν κι αὐτοὶ Θεὸ τοὺς τὸν Χριστὸ καὶ πεθαίνουν μὲ τ' ὄνομά του στὸ στόμα τους. Ὁ Σαβίνος, ἄνθρωπος πονηρὸς κι ἔξυπνος, δὲν δυσκολεύεται νὰ ἀναγνωρίσει τὸν τροφοδότη αὐτοῦ τοῦ πνεύματος τῶν χριστιανῶν. Κι ἀποφασισμένος νὰ συντρίψει ὁπωσδήποτε τὴν πίστη τὴ χριστιανική, διατάζει νὰ συλλάβουν τὸν ἐπίσκοπο Θεόδοτο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν μπροστά του. Σὲ λίγο ὁ πολιὸς ἱεράρχης σύρεται δέσμιος μπροστὰ στὸν σκληρὸ ἄρχοντα. Ἡ αἴθουσα εἶναι γεμάτη ἀπὸ εἰδωλολάτρες ἐπισήμους καὶ πάνοπλους στρατιῶτες. Σὲ λαμπρὸ θρόνο κάθεται ὁ ἡγεμόνας. Ἡ ματιά του σκληρὴ καὶ διαπεραστικὴ καρφώθηκε πάνω στὸν ἐπίσκοπο. Καὶ μία φωνὴ βαριὰ κι ἄγρια ἀκούεται νὰ τοῦ λέει:
192
- Καιρὸς νὰ ξεκαθαρίσεις τὴ θέση σου, γέρο. Καιρὸς νὰ ἔρθεις μαζί μας καὶ νὰ προσφέρεις κι ἐσὺ θυσία στοὺς μεγάλους θεούς μας. Ἀλλιῶς...Γαλήνιος ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος σπεύδει νὰ δώσει τὴν ἀπάντησή του. - Ἄρχοντα, τὴν πίστη μου δὲν τὴν ἀρνοῦμαι. Τὸ χρυσάφι ποτὲ δὲν τὸ ἀνταλλάζει ἕνας μὲ τὸ χῶμα. Χρυσάφι ἄδολο εἶναι ἡ πίστη μου. Χῶμα ἄχρηστο τὰ εἴδωλα κι οἱ πέτρες ποὺ λατρεύετε σεῖς. Λίγος καιρὸς θὰ περάσει κι ἡ βασιλεία τῶν θεῶν σου θὰ ἐκλείψει ἀπὸ τὴ γῆ μας. Τοῦ Χριστοῦ μου ἡ βασιλεία ἄφθαρτος καὶ αἰωνία θὰ ξαπλωθεῖ σ' ὅλο τὸν κόσμο. Σ' αὐτὴ τὴ βασιλεία ὑπάρχει θέση καὶ γιὰ σένα καὶ γιὰ ὅλους. Ἐλᾶτε ὅλοι στὸν Χριστό.. Ἡ φωνὴ τοῦ γέροντα ἐπισκόπου, γλυκιὰ καὶ σταθερὴ βγαίνει ἀπ' τὰ στήθη του καὶ καταπλήσσει ὅσους τὸν ἀκοῦνε. Οἱ ἐπίσημοι, οἱ στρατιῶτες καὶ τὰ πλήθη ποὺ παρευρίσκονται τὰ ἔχουν χαμένα. Ποτὲ δὲν περίμεναν ἀπὸ ἕνα γέροντα ἱεράρχη τόσο θάρρος καὶ τόση ἀφοβία. Ὁ ἡγεμόνας σὰν πληρωμένο θεριὸ πετάχτηκε ἀπ' τὴ θέση του καὶ μὲ μανία διατάσσει: - Στὰ βασανιστήρια. Ἐμπρός! Ἀρχίστε τὰ βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι ξεσηκώνονται κι ἀρχίζουν. Μπροστὰ στὸν μαινόμενο ἡγεμόνα ἀφαιροῦν τὰ ἐνδύματα τοῦ ἐπισκόπου καὶ κτυποῦν μὲ τὰ μαστίγια τους. Τὸ γυμνὸ κορμὶ ξεσχίζεται. Τὸ αἷμα τρέχει ἄφθονο καὶ ποτίζει τὴ μαρτυρικὴ γῆ. Ὁ ἐπίσκοπος σιωπηλὸς κι ἀτάραχος δὲν ἀφήνει οὔτε ἕνα στεναγμὸ νὰ ξεφύγει ἀπ' τὸ στόμα του. Μὲ τὰ μάτια ὑψωμένα στὸν οὐρανὸ προσεύχεται καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου "μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινάντων τὸ σῶμα τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι" γίνονται γι' αὐτὸν ἀσπίδα καὶ "τεῖχος ἀπροσμάχητον". Ἀλύγιστος δέχεται τὰ κτυπήματα. Οὔτε ἕνα παράπονο δὲν βγαίνει ἀπ' τὰ στήθη του. Μὰ οὔτε κι ἕνα δάκρυ δὲν κυλᾷ ἀπὸ τὰ μάτια του. Τὴν ἡρωικὴ αὐτὴ στάση του ὑπέροχα ψάλλει κι ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοῦτα τὰ λόγια! - "Καὶ βουνεύροις τυπτόμενος καὶ ἐν ξύλῳ τεινόμενος καὶ πικρῶς ξεόμενος, ἀξιάγαστε, καὶ φυλακὴ συγκλειόμενος, καὶ ἤλοις τοὺς πόδας σου καθηλούμενος δεινῶς πυρωθέντι
193
κραββάτω τὲ προσκλινόμενος, ἀπερίτρεπτος ὤφθης τὸν ἐν πάσι, δυναμούντα σὲ δοξάζων, ἱερομάρτυς Θεόδοτε". Ἡ σιωπὴ κι ἡ καρτερία τοῦ μάρτυρος ἐξοργίζει περισσότερο τὸν ἀνάλγητο ἡγεμόνα, ποὺ δίνει ἐντολὴ γιὰ δεύτερο βασανιστήριο. Μὲ τρεμάμενα χέρια παίρνουν οἱ δήμιοι τὰ σιδερένια νύχια. Μὲ δυσκολία τὰ βυθίζουν στὸ σῶμα τοῦ ἁγίου καὶ τὸ ξεσχίζουν. Τὸ αἷμα τώρα τρέχει σὰν ποτάμι. Τὸ κορμὶ σφαδᾴζει. Οἱ πόνοι συγκλονίζουν τὸν μάρτυρα. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄλλοι δήμιοι μὲ λαμπάδες καῖνε τὶς ἀνοιγμένες πληγές. Τὰ πλήθη, ποὺ μὲ συγκρατημένη ἀναπνοὴ παρακολουθοῦν τὸ μαρτύριο, κλαίγουν καὶ θρηνοῦν. Ὁ ἅγιος καὶ πάλιν γενναῖος καὶ καρτερικὸς δὲν κάμπτεται. Κάποια στιγμὴ μονάχα ἀνοίγει τὸ στόμα του. Ὄχι γιὰ νὰ ὑβρίσει. Οὔτε καὶ νὰ καταραστεῖ. Αὐτά, οἱ ὕβρεις κι οἱ κατάρες, δὲν εἶναι γνωρίσματα τῶν μεγάλων ψυχῶν. Κι ὁ ἐπίσκοπος Θεόδοτος εἶναι μία μεγάλη ψυχή. Εἶναι ἕνα πιστὸ ἀντίγραφο τοῦ Πρωτομάρτυρας τοῦ Γολγοθά. Τί ἔκανε ὁ Κύριος, ὅταν ἦταν καρφωμένος στὸν σταυρό; Ἄνοιξε τὸ στόμα γιὰ νὰ πεῖ: "Πάτερ ἅφες αὐτοὶς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι". Κι ὁ ἱεράρχης μας ἀνοίγει τὸ στόμα γιὰ νὰ ψελλίσει: "Κύριέ μου, συγχώρησέ τους..." Τὰ λόγια τοῦ μάρτυρα συγκλονίζουν τὶς καρδιὲς τῶν δημίων. Ὁ λαμπάδες πέφτουν ἀπὸ τὰ χέρια τους. Μὲ δειλία στὴν ἀρχὴ μὲ ἐνθουσιασμὸ στὸ τέλος κραυγάζουν καὶ λένε: «Εἴμαστε κι ἐμεῖς χριστιανοί». «Κι ἐμεῖς», φωνάζουν κι ἄλλοι ἀπ' τὸ πλῆθος. Ὁ ἡγεμόνας χλωμὸς καὶ σαστισμένος βλέποντας τὸν λαὸ ἀγανακτισμένο κι ἕτοιμο νὰ ξεσπάσει σ' ἐπανάσταση φεύγει δειλά - δειλὰ δίνοντας ἐντολὴ νὰ κλείσουν τὸν καταπληγωμένο μάρτυρα στὴ φυλακή. Ὁ ἐπίσκοπος στὴ φυλακή. Ἀνάμεσα στοὺς κακούργους. Ἀνάμεσα στοὺς κλέφτες καὶ τοὺς λῃστές. Μὲ τὸ κορμὶ ματωμένο καὶ πληγιασμένο. Μὰ μὲ τὸ πρόσωπο ὅλο καλοσύνη καὶ στοργὴ κι ἀγάπη. Ἀπὸ τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς μία σιγανὴ μελῳδία ἀκούεται κάπου-κάπου. "Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἤμιν..." Κι ὅταν ἡ βαριὰ πόρτα ἀνοίγει κι ὁ ἱεράρχης μὲ δυσκολία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ μορφὴ γαλήνια σέρνει τὰ πόδια του, γιὰ νὰ πλησιάσει
194
τοὺς ἄλλους κρατουμένους νὰ τοὺς χαιρετήσει καὶ νὰ τοὺς μιλήσει, ἐκεῖνοι πρόθυμα τρέχουν κοντά του μὲ θαυμασμό, γιὰ ν' ἀκούσουν τὰ σωστικὰ λόγια του, Τοῦ Θεοῦ τὰ λόγια. Καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ τὰ ἱερά, τοῦ Εὐαγγελίου τὰ λόγια πέτυχαν σὲ λίγες μέρες νὰ μεταλλάξουν τὴ φυλακὴ σὲ μία μικρὴ ἐκκλησία. Οἱ φωνὲς κι οἱ βρισιὲς κι οἱ βλαστήμιες ποὺ ἀκουόντουσαν ἐκεῖ μέσα ὡς τὴν ἥμερα ποὺ φυλακίστηκε ὁ ἅγιος, ἀντικαταστάθηκαν τώρα μὲ τὴν ἱεραποστολική του προσπάθεια. Μὲ προσευχές, ὑμνῳδίες κι ἱερὲς δοξολογίες. Οἱ ἄγριες μορφὲς τῶν φυλακισμένων ἔχουν ἡμερέψει πιά. Οἱ καρδιὲς ἄνοιξαν στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ συντριβὴ ζήτησαν τὴ συγχώρηση. Τὰ μάτια κλαῖνε ἀπ' τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ ἔχει φέρει στὶς ψυχὲς ἡ ἀληθινὴ μετάνοια. Μία οἰκογένεια ἔχουν γίνει τώρα ὅλοι οἱ φυλακισμένοι. Μία ἀγαπημένη, μονιασμένη, εὐλογημένη οἰκογένεια. Ἀρχηγός της ὁ ἐπίσκοπος. Μέλῃ της οἱ φυλακισμένοι. Οἱ ἀναγεννημένοι κι ἐλεύθεροι αὐτοὶ κρατούμενοι. Ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ ταπείνωση καὶ πίστη καὶ ἐπιμονὴ κατορθώνει κι ἐκεῖνα, ποὺ φαινομενικὰ παρουσιάζονται σὰν ἀκατόρθωτα. Αὐτὸ πέτυχαν κι οἱ χριστιανοὶ τῆς Κερύνειας. Ἀφοῦ μὲ τὶς φωνὲς καὶ τὶς διαμαρτυρίες τους ἔσωσαν τὸν ἱεράρχη τους, ὕστερα κατέφυγαν στὸ μέσο ποὺ τοὺς ἀπέμεινε: Τὴν προσευχή. Καὶ νά! Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει. Μία μέρα τρανή, μία μέρα ἅγια καὶ κοσμοϊστορική, ἡ εἰδωλολατρία κτυπήθηκε. Ο Μ. Κωνσταντῖνος, τῆς Ἁγίας Ἑλένης ὁ εὐλογημένος γιὸς κι ἰσαπόστολος, νίκησε τὸν εἰδωλολάτρη Λικίνιο κι ἀνακήρυξε ὡς ἐπίσημη θρησκεία τῆς ἀπέραντης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Τότε κι ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Θεόδοτος ἀποφυλακίστηκε. Πόσο συγκινητικὴ ἦταν ἐκείνη ἡ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλακῆς κτύπησαν τὴν πόρτα γιὰ νὰ ἀνοίξουν. Ὁ ἅγιος γονατιστὸς προσευχόταν καὶ μὲ λαχτάρα περίμενε τὸν ἐρχομό τους. Περίμενε γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ μαρτυρίου. Τὴν εὐλογημένη συνέχεια, ὅπως τὴν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Κι ὅταν οἱ δήμιοι μπῆκαν στὸ κελὶ καὶ τοῦ εἶπαν: «Γέρο, εἶσαι ἐλεύθερος. Τέλειωσαν τὰ βάσανά σου...» καὶ μὲ λίγα λόγια τοῦ ἐξήγησαν αὐτὸ ποὺ ἔγινε, 195
ὁ ἀτρόμητος ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ σήκωσε τὰ χέρια καὶ μὲ φωνὴ τρεμάμενη ἀπὸ συγκίνηση φώναξε: - Δοξασμένο τὸ Πανάγιο Ὄνομά σου, Ἰησοῦ μου! Δοξασμένο εἰς τοὺς αἰῶνας. Καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ φωνὴ χαμηλή, ψιθυριστά, πρόσθεσε: - Καὶ τὸ εὐλογημένο μαρτύριο... Ἡ ἀπόλαυση ποὺ ἔνοιωθα, σὰν ὑπέφερα γιὰ τὴν ἀγάπη σου... Ὕστερα ἀπ' τὴν ἀποφυλάκιση ὁ ζηλωτὴς ἐπίσκοπος γύρισε στὸ ποίμνιό του. Οἱ χριστιανοί του τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ δοξολογίες τοῦ Μεγάλου Θεοῦ. Δυὸ χρόνια ἔζησε κοντά τους. Πατέρας τους στοργικός, ἀκατάβλητος, φλογερός. Οἱ κόποι ὅμως καὶ τὰ βάσανα τῆς φυλακῆς τὸν εἶχαν καταβάλει. Κάποιο δειλινὸ τοῦ ἔτους 315 μ.Χ., ἡ ἅγια ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό. Ἄγγελοι τὴν παρέλαβαν, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ χριστιανοὶ μ' εὐλάβεια κήδευσαν τὸ σῶμα του καὶ στὴ μνήμη τους διατήρησαν πάντα ἄσβηστη τὴν παρουσία του.
Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομήδειας
Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Δ’ (775-780 μ.Χ.). Λόγω τῆς μεγάλης του παιδείας καὶ πρὸς συνέχιση τῶν 196
σπουδῶν του ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γρήγορα ἀπέκτησε φήμη σοφοῦ καὶ δημιούργησε φιλικὲς σχέσεις μὲ ἀνώτερους κρατικοὺς λειτουργοὺς καὶ ἀξιωματούχους, καθὼς καὶ μὲ τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Ταράσιο, ποὺ ἦταν τότε πρωτοσηκρίτης. ‘Όταν τὸ ἔτος 784 μ.Χ. ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ταράσιος, εἰς διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχου Παύλου, ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος μαζὶ μέ τὸν Μιχαήλ, ποὺ ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος Συνάδων, ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ταράσιο σὲ κάποια μονὴ τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Λίγο ἀργότερα, πιθανὸν περὶ τὸ ἔτος 800 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Νοκομήδειας. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος διέπρεψε σὲ ἔργα ἐκκλησιαστικῆς φιλανθρωπίας καὶ κοινωνικῆς πρόνοιας. Ἀνήγειρε ναούς, τὸ μέγα νοσοκομεῖο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, γηροκομεῖα, πτωχοκομεῖα καὶ δημιούργησε λογία γιὰ τὶς ἄπορες χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Μάλιστα δὲ ὁ ἴδιος διακονοῦσε καὶ περιποιόταν τοὺς πάσχοντες ἀδελφούς του. Ὅταν πέθανε ὁ Πατριάρχης Ταράσιος, ἐξελέγη στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Α’ (806-815 μ.Χ.). Στὴ βασιλεία ὑπερίσχυσε ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813-820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κινήθηκε κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τότε παρέλαβε ὁ Ἅγιος Νικηφόρος τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο, τὸν Ἅγιο Αἰμιλιανὸ Κυζίκου, τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο Σάρδεων, τὸν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης, ἀνέβηκε στὸ παλάτι καὶ ἔλεγξε μὲ εἰκονογραφικὰ χωρία τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὰ δυσσεβὴ διδάγματα καὶ τὴν εἰκονομαχική του διάθεση. Ἐπειδὴ ὁ ἀτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος, ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος ἔλαβε τὸν λόγο καὶ τοῦ εἶπε μὲ παρρησία: «Γνωρίζω ὅτι καταφρονεῖς τὴν ἀνοχὴ καὶ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ θὰ ἔλθει σὲ σένα ξαφνικὰ ὄλεθρος καὶ ἡ καταστροφὴ θὰ εἶναι ὅμοια μὲ καταιγίδα». Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριώθηκε καὶ τοὺς καταδίκασε ὅλους σὲ ἐξορία. Τὸν μὲν Πατριάρχη Νικηφόρο στὴ Χρυσούπολη, τοὺς ἄλλους Ἀρχιερεῖς σὲ διαφορετικὰ μέρη καὶ τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο στὸ Στρόβιλο, ὅπου ἐπὶ τριάντα ἔτη παρέμεινε μὲ καρτερία καὶ ἐκεῖ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 845 μ.Χ. Μετὰ τὴν κατάπαυση τοῦ διωγμοῦ, ἐπὶ τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης Θεοδώρας (842-857 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πατριάρχου 197
Μεθοδίου (842-846 μ.Χ.), τὸ ἱερὸ σκήνωμα αὐτοῦ ἀνακομίσθηκε στὴ Νικομήδεια, τὸ ἔτος 846 μ.Χ. καὶ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε οἰκοδομήσει. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀποκαλεῖ τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο στῦλο ἀληθείας, Ὀρθοδοξίας ἑδραίωμα, φύλακα τῆς εὐσεβείας, στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας. Μικρὸς ναὸς τοῦ Ὁσίου Θεοφύλακτου ἀνεγέρθη στὸ παλάτι κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. ἴσως ἐπὶ αὐτοκράτορα Ρωμανοὺ Α’ τοῦ Λεκαπηνοῦ (920-944 μ.Χ.), πατέρα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θεοφυλάκτου (931-956 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. Φύλαξ ἄγρυπνος, τῆς Ἐκκλησίας, καὶ καθαίρεσις, τῆς δυασεβείας, Ἱεράρχα Θεοφύλακτε πέφηνας, τοῦ γὰρ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, ὑπερορίας καὶ θλίψεις ὑπέμεινας, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς Α’, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Νεομάρτυρα, «τίνα μὲν εἶχε πατρίδα ἐπὶ τὴ γῆ, ἢ τίνας γονεῖς, ἢ μὲ ποὶον τρόπον ἐγένετο ἀρχιερεὺς τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ ἱστορίαν ἔγγραφον ἢ παραδοσὶν τινά, δὲν ἐμάθομεν» μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, συγγραφέας τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου. Μία παράδοση θέλει τὸν Ἅγιο Θεωνὰ Μυτιληναῖο καὶ γι’ αὐτὸ πολλοὶ νεότεροι ἐρευνητὲς τὸν ἀποκαλοῦν Λέσβιο, εἴτε γιατί καταγόταν ἀπὸ
198
τὴν Λέσβο, εἴτε γιατί παρέμεινε ἐκεῖ ὡς πνευματικός, στὸ Πλωμάρι. Ὁ Ἅγιος Θωνᾶς ἴσως νὰ γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀγνοοῦνται ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ζωή του πρὶν ἀπὸ τὴν μετάβασή του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κατ’ ἀρχὴν ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ Παντοκράτορος, ὡς Πρεσβύτερος. Ἀργότερα ὅμως ἐγκατέλειψε, γιὰ νὰ συγκαταριθμηθεῖ στὴ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Νεομάρτυρα (τιμᾶται 1 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος μόναζε σὲ μία τοποθεσία πάνω ἀπὸ τὴ Μονὴ Ἰβήρων, στὸ μονύδριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Κατὰ τὸ ἔτος 1518 ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος μὲ τὴν συνοδεία ἕξι μαθητῶν του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Θεωνᾶ, ἐγκατέλειψε τὴν Σκήτη τοῦ Προδρόμου καὶ κατέφυγε στὰ ἐνδότερα τοῦ Ἄθωνος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μία ὀπτασία ὁ Γέροντας ἀποφάσισε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1518, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καὶ ἡ συνοδεία του ἐγκατέλειψαν τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀφοῦ διῆλθαν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀκολούθησαν τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Θεσσαλία, πέρασαν ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς Πέτρας (Πλαταμῶνος) καὶ τὰ Μετέωρα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὴ Δερβεκίστα (Ἀνάληψη) τῆς Αἰτωλίας, ὅπου καὶ διέμειναν ἐπὶ ἕνα ἔτος. Ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς ἦταν ὁ πιστότερος καὶ καλύτερος μαθητὴς τοῦ Ἰακώβου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐστάλη πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἄρτᾳς, Ἀκάκιο, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει ἐνταλτήριο γράμμα γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη πνευματικὴ ἐργασία στοὺς Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος σύντομα κατέστη λαοφιλὴς καὶ σημειοφόρος, ὁ Ἐπίσκοπος Ἄρτᾳς Ἀκάκιος τὸν φθόνησε. Ἔτσι ἀποδέχθηκε τὶς συκοφαντίες κάποιων ψευδομοναχῶν καὶ διέβαλε τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο στοὺς Τούρκους ὡς ἐπαναστάτη. Ὁ μπέης τῶν Τρικάλων ἀπέστειλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι συνέλαβαν τὸν Ἰάκωβο καὶ δυὸ μαθητές του, τὸν διάκονο Ἰάκωβο καὶ τὸν μοναχὸ Διονύσιο καὶ τοὺς μετέφεραν στὰ Τρίκαλα, ὅπου παρέμειναν στὴ φυλακὴ γιὰ σαράντα ἡμέρες. Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκαν τὸν Ἰάκωβο καὶ δυὸ ἄλλοι μαθητές του, ὁ Θεωνᾶς καὶ ὁ Μαρκιανὸς καὶ τὸν ρώτησαν γιὰ τὴν τύχη τῆς μονῆς καὶ τῶν ἀδελφῶν μετὰ τὸν θάνατό του. Τότε ὁ Ἰάκωβος προφήτευσε ὅτι αὐτοὶ θὰ ἐγκαταλείψουν τὴ μονὴ καὶ θὰ συγκεντρωθοῦν σὲ κάποιο μοναστῆρι κοντὰ στὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ ἐπιστολὴ στοὺς μαθητές
199
του, μὲ τὴν ὁποία ὅριζε τὸν Ἅγιο Θεωνὰ ὡς διάδοχο καὶ ἡγούμενο τῆς μονῆς Προδρόμου. Τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1519 ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καὶ οἱ δυὸ μαθητές του, Ἰάκωβος καὶ Διονύσιος, ἀφοῦ βασανίσθηκαν φρικτὰ στὸ Διδυμότειχο καὶ στὴν Ἀδριανούπολη ἀντίστοιχα, ἀπαγχονίστηκαν. Τὰ ἱερὰ σκηνώματα τῶν τριῶν Νεομαρτύρων ἀγοράσθηκαν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκαν στὸ χωριὸ Ἀρβανιτοχῶρι, πέντε χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη. Σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς καὶ ἡ συνοδεία τῆς Δερβεκίστας ἐγκατέλειψαν τὸ ἑπόμενο ἔτος τὴ μονὴ καὶ μετέβησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας. Ἀπὸ κάποιο Ἀρτινὸ ἱερέα πληροφορήθηκαν γιὰ τοὺς τάφους τῶν Ἁγίων καὶ φρόντισαν γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τους. Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ἔτος 1522, «οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου καὶ διὰ τὴν ἔνδειαν τῶν ἀναγκαίων, καὶ μᾶλλον διὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ἁγίου ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Σιμωνόπετραν», μαζὶ μὲ τὰ ἅγια λείψανα τῶν τριῶν Νεομαρτύρων καὶ ᾖλθαν στὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐγκαταστάθηκαν στὸ μοναστῆρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, «τὸ ὁποῖον ἦτο τότε, μονύδριον μικρότατον, παλαιότατον καὶ σεσαθρωμένον, ἀνοικοδόμησαν ἐκ βάθρων καὶ ἱκανὰ κελλία ἔκτισαν διὰ τοὺς ἀδελφούς, χάριτι Θεοῦ συνήχθησαν ἕως ἑκατὸν πεντήκοντα ἀδελφοί, οἵτινες διῆγον κοινοβιακὴν ζωήν». Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας μαρτυρεῖται ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς σὲ διάφορες πηγές, μέχρι τὸ 1535. Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης θὰ πρέπει νὰ συνέβη μετὰ τὸ ἔτος αὐτό, διότι μέχρι τὸ 1535 Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Ἰωάσαφ καὶ σὲ ἔγγραφο τοῦ ἔτους 1538 ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος Θεωνᾶς ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης δὲν ἦταν πολύχρονη, διότι μαρτυρεῖται ὡς Μητροπολίτης τὸ Μάιο τοῦ 1541, ἐνῷ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1542 ἀναφέρεται ὡς κεκοιμημένος πλέον. Συνεπῶς θὰ πρέπει νά κοιμήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ ἔτους 1541.
200
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ, ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή του, μεταφέρθηκε μὲ τρόπο θαυμαστὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Τὸ ἔτος 1821 μεταφέρθηκε στὴ Σκόπελο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐκ νέου στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια μέχρι σήμερα. Ἡ μνήμη του στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἑορτάζεται τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Ο άγιος Θύρσος
(23 Ιουλίου)
Είναι ένας από τους τρεις Ιεράρχες της Καρπασίας στην Κύπρο. Στον χριστιανικό κόσμο είναι περισσότερο γνωστός με το λαϊκό όνομα «Αης Θέρισσος». Κι είναι ένας πολύ σεβαστός κι αγαπητός Άγιος. Δυστυχώς και γι' αυτόν οι πληροφορίες που έχουμε από το συναξάρι και την ακολουθία του, είναι πολύ φτωχές και περιορισμένες. Λίγα πράγματα μας λένε για τη ζωή και τη δράση του. Μερικοί μάλιστα αμφισβητούν, αν αυτός υπήρξε ιεράρχης ή όσιος ή μάρτυρας. Και τούτο, γιατί με το ίδιο όνομα είναι κι ένας άλλος άγιος, που έζησε στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Δεκίου και που μαρτύρησε στον Ελλήσποντο.Όμως ο άγιος Θύρσος της Καρπασίας είναι ιεράρχης. Τέτοιο τον παρουσιάζουν οι εικόνες του, όσο κι οι σχετικές παραδόσεις. Πότε γεννήθηκε και που, μα και ποια 201
υπήρξε η δράση του δεν γνωρίζουμε. Από την ακολουθία του μανθάνουμε πώς υπήρξε «θρέμμα κάλλιστον των Καρπασέων» Μία παράδοση θέλει τον Άγιο σαν ένα από τους τριακόσιους Αλαμανούς. κι ότι «εκ Βρέφους» πόθησε επιμελώς την αρετή. Τα λόγια αυτά του υμνογράφου μας βοηθούν να δεχτούμε τον Άγιο μας σαν ένα πρόσωπο που γεννήθηκε στην όμορφη επαρχία της Κύπρου, την Καρπασία. Κι αφού «εκ βρέφους» δηλαδή από την παιδική του ηλικία πόθησε την αρετή, θα πρέπει και οι γονείς του να ήταν ευσεβείς κι ενάρετοι. Και σαν τέτοιοι, αυτοί θα έρριψαν στην ψυχή του για πρώτη φορά τα σπέρματα μιας αγνής, ανώτερης πνευματικής ζωής. Επίσης από νωρίς αυτοί θα φρόντισαν να συνδέσουν το παιδί τους με την πηγή της χαράς και της δυνάμεως, τον Χριστό και την Εκκλησία.. Η κατοπινή εξέλιξη του μεγάλου Πατέρα μας υποχρεώνει να δεχτούμε τη θεοσεβή οικογένεια, σαν μια «κατ' οίκον Εκκλησία», που κέντρο των ενδιαφερόντων της είχε μόνο τον Χριστό και το θέλημα του. Με της φαντασίας τη συνδρομή προχωρούμε να δούμε μερικές σκηνές από τη ζωή της ευλογημένης αυτής οικογενείας. ΣΚΗΝΗ 1. Χειμωνιάτικο Βράδυ. Μαζεμένα γύρω από τη φωτιά όλα τα πρόσωπα, ύστερα από την βαριά δουλειά της ημέρας, κάθονται και συνομιλούν. ο πατέρας κρατάει στα χέρια ένα πάπυρο. Τι να 'ναι τάχα; Μερικές σελίδες απ' την Κ. Διαθήκη. Στο λιγοστό φως του λύχνου παίρνει και διαβάζει. Κι ύστερα το τυλίγει πάλι κι αρχίζει η συζήτηση: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών». Μακάριοι οι πτωχοί στο πνεύμα. Καλότυχοι εκείνοι που έχουνε ταπεινή γνώμη για τον εαυτό τους. Γιατί η ταπείνωση είναι η πρώτη αρετή. Η θρησκεία του Χριστού είναι η θρησκεία της ταπεινώσεως. Οι μυστηριώδεις αλήθειες του Θεού ξεσκεπάζονται μόνο στους ταπεινόφρονες... Μιλά ο ένας, ακούν οι άλλοι. Κάτι προσθέτει ο καθένας. Στο τέλος σηκώνονται. Κάνουν την προσευχή τους κι ύστερα με την ψυχή γαληνεμένη πάνε να κοιμηθούν. ΣΚΗΝΗ 2. Καλοκαιριάτικη νύχτα. Η οικογένεια κάθεται στην αυλή. Σ' ένα κάθισμα πεσμένο είναι ένα κάνιστρο με μερικά κομμάτια ψωμί και λίγα χόρτα. Η οικογένεια έκαμε την προσευχή της και παίρνει το δείπνο της. Τα πρόσωπα μιλούν με αγάπη μεταξύ τους. Κάποια στιγμή ο πατέρας αρχίζει ένα ύμνο: 202
«Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών αινείτε αυτόν εν τοις υψίστοις. Αινείτε αυτόν πάντες οι άγγελοι αυτού-αινείτε αυτόν πάσαι αι δυνάμεις αυτού. Αινείτε αυτόν ήλιος και σελήνη• αινείτε αυτόν πάντα τα άστρα και το φως...» (Ψαλμ. 148). Στο τέλος η οικογένεια σηκώνεται. Οι ψυχές λουσμένες απ' το φως της χριστιανικής πίστεως και της ελπίδας καληνυχτίζουν η μια την άλλη και πηγαίνουν στο κρεβάτι. ΣΚΗΝΗ 3. Κυριακάτικο πρωινό. Η οικογένεια είναι έτοιμη. Το κάθε πρόσωπο είναι ντυμένο με τα πιο καθαρά του ρούχα. Τα παιδιά προχωρούν μπροστά. Πίσω οι γονείς. που πάνε; Για την εκκλησία. Φτάνουν. Κάνουν τον σταυρό τους κι εισέρχονται με ευλάβεια. Με προσοχή παρακολουθούν το Μυστήριο της ζωής κι ακούν του Χριστού τα λόγια. Τα λόγια που στ' αλήθεια είναι τα μόνα ικανά να μορφώσουν πραγματικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία. Τρεις σκηνές! Σκηνές γεμάτες νόημα, ειρήνη, ευλογία! Ποιος μπορεί να μη τις ζηλέψει και να μη τις νοσταλγήσει; Μπορεί να συγκριθούν αυτές με τον σημερινό τρόπο ζωής τόσων και τόσων αυτοκαλουμένων χριστιανικών οικογενειών; Εδώ του κόσμου τα αγαθά. Εκεί η λιτότης, η φτώχεια. Εδώ οι φωνές, τα νεύρα, η απογοήτευση, το άγχος. Εκεί η αγάπη, η γαλήνη, η χαρά... Γιατί τόση και τέτοια διαφορά; Γιατί εκεί βασίλευε ο Χριστός, που είναι η οδός, η αλήθεια, η ζωή. Ναι! ο Χριστός που είναι η πηγή της χαράς και η ειρήνη του κόσμου! Στο χωριό του ο Θύρσος θα πρέπει να 'μαθε και τα λίγα γράμματα, τα παπαδογράμματα των χρόνων εκείνων. Η μελέτη όμως της Γραφής η τακτική και προσεκτική πλούτιζε καθημερινά τις γνώσεις του και καλλιεργούσε πλούσια την αγνή ψυχή του. Την καλλιεργούσε τόσο, ώστε μικροί και μεγάλοι με τον καιρό να τρέχουν σ' αυτόν με λαχτάρα, για ν' ακούσουν από το στόμα του τα φρόνιμα λόγια, τα αγνά, τα γεμάτα από χάρη «τα αλάτι ηρτυμένα» (Κολασ. δ', 6) κατά τον θείο Απόστολο. Έτσι έζησε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια ο Άγιος. Με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και τον αγώνα να επιτύχει τον αγιασμό του σώματος. Όταν έφτασε στη νεανική ηλικία, τότε προσήλθε στις τάξεις του κλήρου κι υπηρέτησε ως διάκονος κι ιερέας τη γενέτειρα του την Καρπασία. Αργότερα, όταν χήρεψε ο επισκοπικός θρόνος, δεν δίστασε μπροστά στις παρακλήσεις όλων να αποδεχθεί την κλήση και 203
να αναλάβει και το υψηλό υπούργημα του επισκόπου. Το ανέλαβε και το τίμησε. Η δράση του ως επισκόπου πρέπει να υπήρξε αξιόλογη. Η εποχή της χειροτονίας του συμπίπτει με περίοδο «πολιτικών ανωμαλιών» για το μαρτυρικό νησί μας. Οι διωγμοί κι ο πόνος πλάκωνε τις καρδιές. Χρειαζόταν ο ενισχυτής, ο παρηγορητής, ο δυνατός κήρυκας που θα φλόγιζε και πάλι τις ψυχές και θα τις ξεκούραζε. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο Δεσπότης. Με τις επισκέψεις του στα χωριά και την ύπαιθρο, τις συνεχείς επισκέψεις του, μα και τη συμπεριφορά του την πατρική, διασκέδασε τον πόνο κι έδωκε πάλι στις πονεμένες καρδιές την παρηγοριά, την ελπίδα, τη χαρά. Στο πρώτο τροπάριο της ακολουθίας του, του Εσπερινού, διαβάζουμε: «Και Καρπασέων πόλεις εφαίδρυνας, δια του τρόπου της πολιτείας σου, ω παμμακάριστε...» Η φράση αυτή μας βοηθά πολλά να νοήσουμε και να φανταστούμε. Τις πονηρές εκείνες μέρες ο μακάριος αθλητής πρέπει να έγινε του ποιμνίου του η ψυχή κι ο παρήγορος άγγελος. Η πόρτα του επισκοπείου του ήταν πάντα ανοικτή. Εκεί οι πεινασμένοι βρίσκανε το ψωμί, οι κατατρεγμένοι την ασφάλεια, οι πονεμένοι την παρηγοριά, οι ορφανοί τον πατέρα κι ο καθένας ό,τι είχε ανάγκη. Σύνθημα της ζωής του είχε βάλει ο σπλαγχνικός και θεοφιλής επίσκοπος τα λόγια του θείου Παύλου: «Τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω». Α' Κορ. θ, 22. . Κι αυτός έγινε «τοις πάσι τα πάντα». Έγινε για όλους τα πάντα, χωρίς μονάχα να παραβεί ποτές το θέλημα του Θεού, Όταν οι εσωτερικές ανωμαλίες συγκλόνιζαν τις κοινότητες, ο φλογερός επίσκοπος έτρεχε κοντά στα φοβισμένα και πονεμένα παιδιά του, πότε πεζοπορώντας μίλια μακριά, πότε καβάλα σε κανένα γαϊδουράκι -τι πολυτέλεια αλήθεια!-για να ενισχύσει και ξεκουράσει και τονώσει. -Παιδιά μου, τους έλεγε συχνά. «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι». Ας κάμνουν επιδρομές οι εχθροί του Χριστού. Κι ας αρπάζουν τις περιουσίες και το ψωμί των παιδιών μας. ο Κύριος δεν θα μας εγκαταλείψει. Μας το υπόσχεται! «Μη επιλήσεται γυνή του παιδιού αυτής του μη ελεήσαι τα εκγονα αυτής; Ει δε και ταύτα επιλάθοιτο γυνή, αλλ' εγώ ουκ 204
επιλήσομαί σου, λέγει Κύριος». Ησαΐας μθ, 15. . Μήπως είναι δυνατόν, η μητέρα να λησμονήσει ποτέ τα σπλάγχνα της, τα παιδιά της; Αλλά κι αν υπάρξει τέτοια μητέρα, εγώ όμως ποτέ δεν θα σε ξεχάσω, λέγει και βεβαιώνει ο Κύριος. Ναι! δεν θα μας ξεχάσει ο άγιος Θεός. Μας δοκιμάζει μόνο. «Μας δοκιμάζει προς το συμφέρον! Να 'στε βέβαιοι, πώς κάποια μέρα και πολύ σύντομα θα εξαλείψει τα δάκρυα μας και θα μας δώσει πάλι τη χαρά. Το Έθνος μας, θα ζήσει και θα θριαμβεύσει...» Πόσο επίκαιρα είναι τα λόγια τούτα του αγίου επισκόπου και για τους σημερινούς χριστιανούς του αναξιοπαθούντος μαρτυρικού νησιού. Τα προφητικά λόγια του ουρανόσταλτου ιεράρχου πραγματοποιήθηκαν κι οι προβλέψεις του επαλήθευσαν. Οι Άραβες διατήρησαν κάποιο έλεγχο πάνω στο νησί μέχρι τον καιρό του Νικηφόρου Φωκά. ο μεγάλος αυτός στρατηγός κι αργότερα αυτοκράτορας κατά το 965 λευτέρωσε την Κύπρο από την εξουσία τους και την έκαμε ξανά επαρχία της μεγάλης μας Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο φλογερός πόθος του Αγίου να ζει απερίσπαστα κοντά στον Θεό, τον έκαμε μόλις βρήκε τον κατάλληλο διάδοχο να παραιτηθεί από το αξίωμα του Αρχιερέα. Ναι! να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σε μια σπηλιά στη βόρεια ακτή της Καρπασίας κι εκεί να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ως ασκητής. Στο ησυχαστήριο του πλήθη πιστών τον επεσκέπτοντο καθημερινά, για ν' ακούσουν τα λόγια και τις συμβουλές του και να πάρουν την ευλογία του. Στη σπηλιά αυτή έμεινε μέχρι τέλους. Με την προσευχή και την αυστηρή άσκηση «εκάθηρε τας αισθήσεις» και αναδείχθηκε «κανών, ασκητών το καύχημα, Κυπρίων το μέγα ευχος, και Καρπασέων αγλάισμα». Ο θάνατός του καταλύπησε τους πάντας. Με δάκρυα τα πνευματικά του παιδία κήδεψαν το άγιο σκήνωμα του και δίπλα στη σπηλιά που ασκήτεψε, έκτισαν ένα όμορφο ναό μέσα στον οποίο σε μια λάρνακα φύλαξαν τα Ιερά λείψανα του. Τα θαύματα που έκανε, όταν ζούσε, συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και τούτο: Ένας χριστιανός απ' το Καρπάσι πόνεσε πολύ τα μάτια του. Υπέφερε για καιρό' το ένα μάλιστα από τα μάτια κατέβασε μέσα άσπρο και δεν έβλεπε τίποτα. Μη έχοντας τι να κάμει θυμήθηκε τον Άγιο. Ετοίμασε τα απαραίτητα για μια λειτουργία και
205
παρακάλεσε τον ιερέα να πάνε μαζί να λειτουργήσει και να τον κονωνήσει. Πήγαν από το βράδυ. Όλη τη νύχτα σχεδόν ο άρρωστος την πέρασε άγρυπνος, γονατιστός και προσευχόμενος. Κατά τα ξημερώματα οι πόνοι μαλάκωσαν κι ο άνθρωπος κοιμήθηκε λίγο. Το πρωί έγινε η θεία λειτουργία και κοινώνησε κι όλας. Αφού ξεκουράστηκαν, ξεκίνησαν για το χωριό. Όταν έφτασαν κοντά στο γεφύρι, που βρίσκεται έξω από το Καρπάσι, στον άνθρωπο μας ήρθε μια επιθυμία να βγάλει από το κεφάλι το μανδήλι με το οποίον είχε δεμένο το μάτι του. Το έκαμε. και ώ του θαύματος! Το μάτι του ήταν τελείως καλά κι έβλεπε θαυμάσια! Στ' αλήθεια! «Τοις αγίοις τοις εν τη γη εθαυμάστωσεν ο Κύριος». Χιλιάδες πιστών επισκέπτονται κάθε χρόνο τον ομώνυμο ναό του για να ζητήσουν με ευλάβεια τη χάρη του. Το αγίασμα του θεραπεύει τον ομματόπονο και τα δερματικά νοσήματα. Πιστεύεται όμως πώς οι άρρωστοι, μετά που θα πλυθούν με το αγίασμα του αγίου, πρέπει να ξεπλυθούν με θαλασσινό νερό. Επίσης σαν το αγίασμα μεταφερθεί, λέγεται πώς χάνει τη θεραπευτική του ιδιότητα. Η ζωή του μεγάλου ιεράρχου είναι μια υπόμνηση του τι μπορεί να επιτύχει ένας ενάρετος άνθρωπος. Ας μη γνωρίζει πολλά πράγματα. Ας μην κρατά διπλώματα. Ας έχει μόνον αρετή. Ας είναι ενάρετος! Τότε έχει το πάν. Κι η αρετή, όπως ξέρουμε επιτυγχάνεται μόνο με τον Χριστό. Την ποθούμε; Την θέλουμε; Την ζητούμε; Εάς είν' ο δρόμος κι ένας ο τρόπος να την κερδίσουμε. Να γίνουμε άνθρωποι του Χριστού. Απολυτίκιο Ήχος δ' Τοις πίστει προστρέχουσι, Θύρσε τρισόλβιε, σορώ των λειψάνων σου, και προσκυνούσα πιστώς, του είδους εμφέρειαν, άφεσιν των πταισμάτων, και σωμάτων την ρώσιν, δώρησε ιεράρχα, εκ παντοίων κινδύνων, και παθών αρρώστιας, πάντας εκλύτρωσε. Απολυτίκιο Έτερον Ήχος α' Καρπασέων το κλέος και Κυπρίων αγλάϊσμα, και θαυματουργός ανεδείχθης, Θύρσε ιεράρχα αοίδιμε, νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τους νοσούντας, και τάς ψυχάς των πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύ ν, δόξα τω σε στεφάνωσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Ιγνάτιος ο Θεοφόρος 206
«Καλόν το διδάσκειν, εάν ο λέγων ποιεί».«Καλόν μοι αποθανείν εις Χριστόν Ιησούν ή βασιλεύειν των περάτων της γης». Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ή Ιγνάτιος Αντιοχείας, είναι ο δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, διάδοχος του Ευοδίου και ἀνήκει στοὺς λεγομένους ἀποστολικοὺς πατέρες, δηλαδή, στοὺς πατέρες ποὺ γνώρισαν καὶ διαδέχθηκαν τοὺς ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας. Συνεπῶς ἔδρασαν τὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ πρώτου αἰῶνα μ.Χ. καὶ τὶς μετέπειτα τοῦ δευτέρου αἰῶνα μ.Χ. Τὸ ὄνομά του εἶναι λατινογενὲς -ἀπὸ τὸ ignis ποὺ σημαίνει πῦρκαὶ συνεπῶς θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ὀνομάσουμε Πυρφόρο, ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα μὲ τὸν χαρακτῆρα του, ἀφοῦ ἡ φωτιὰ ποὺ ἔκαιγε μέσα τοῦ γιὰ τὸν Κύριό μας ἦταν ἄνευ προηγουμένου. Ἐπίσης ἐπονομάσθηκε καὶ Θεοφόρος, προφανῶς γιὰ τὸν ζῆλο ποὺ ὑπηρέτησε τὸν Κύριο καὶ γιὰ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε νὰ βρίσκεται συνεχῶς ἑνωμένος μ’ αὐτόν. Η περίοδος της επισκοπής του, άρχισε περίπου το 70 και άκμασε κατά τα τέλη του πρώτου αιώνα, με αρχές δευτέρου. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές ο Ιγνάτιος διετέλεσε μαθητής του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, που αν και από πολλούς αμφισβητείται, σήμερα θεωρείται βέβαιο. Το περιβάλλον που γεννήθηκε και μορφώθηκε, ήταν Ελληνικό, όπως μαρτυρεί το αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των επιστολών του. Στις επιστολές του αυτοαποκαλείται και Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ενώ κατά το μαρτύριό του ονομάζεται ως «τον Χριστόν έχων εν στέρνοις», προφανώς λόγω της αφοσίωσής του σ' Αυτόν. Κατά τον Συμεώνα τον μεταφραστή, συγγραφέα του 10ου αιώνα και άλλους μεταγενέστερους, ονομάσθηκε έτσι διότι αυτός ήταν 207
πιθανώς το παιδί που ο Ιησούς κράτησε και έστησε μπροστά στους αποστόλους: «Και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν: αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Κατά τον διωγμό του Τραϊανού (98-117), μεταφέρθηκε από στρατιωτική συνοδεία από την Αντιόχεια στη Ρώμη «Δεδεμένος δέκα λεοπάρδοις, ό εστι στρατιωτικόν σώμα», ενώ λεοπάρδους αποκαλεί τους στρατιώτες που τον ακολουθούσαν ένεκα της βάναυσης συμπεριφοράς τους. Ο Άγιος Ιγνάτιος τελικώς μαρτύρησε στη Ρώμη, αφού τον έριξαν εν μέσω λεόντων, όπως μαθαίνουμε από το μαθητή του, Ειρηναίο Λουγδούνου, τον Ωριγένη και τον Ευσέβιο Καισαρείας. O χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας, κατά τον 6ο αιώνα, ισχυρίστηκε ότι ο Άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στην Αντιόχεια, κάτι που σήμερα όμως θεωρείται αβάσιμο. Σύμφωνα με το (μεταγενέστερο) μαρτυρολόγιό του, δηλαδή το Μαρτυρολόγιο του Ιγνατίου, (7: 1), ο Ιγνάτιος μαρτύρησε την 20ή Δεκεμβρίου του 107. Γι' αυτό και η Εκκλησία μας τελεί τη μνήμη του σε αυτή την ημερομηνία, ενώ η Λατινική την 1η Φεβρουαρίου. Μαρτύρησε γύρω στὸ 113, κατὰ τὸ Ἀντιοχειανὸ Μαρτυρολόγιο, ὅταν αὐτοκράτωρ στὴ Ρώμη ἦταν ὁ Τραϊανός. Ἐὰν δὲν μαρτυροῦσε καὶ πέθαινε εἰρηνικὰ σὰν ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, θὰ ἦταν ἄγνωστος καὶ ἄσημος. Οὔτε κὰν θὰ τὸν τιμούσαμε σὰν ἅγιο. Θὰ γνωρίζαμε μόνο τὸ ὄνομά του ἀπὸ τοὺς ξηροὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας. Οὔτε οἱ περίφημες, γιὰ τὸ θεολογικὸ περιεχόμενό τους, ἐπιστολὲς πρὸς Ἐφεσίους, Μαγνησιεῖς, Τραλλιανούς, Φιλαδελφεῖς, Σμυρναίους, Ρωμαίους, καὶ πρὸς Πολύκαρπον, ποὺ ἔγραψε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς συλλήψεώς του θὰ ἦταν γνωστές· καὶ συνεπῶς ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας θὰ ἦταν πιὸ φτωχή. Πόσο μεγάλη ἡ εὐλογία τοῦ μαρτυρικοῦ του τέλους καὶ γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρη! Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος δικάσθηκε στὴν Ἀντιόχεια καὶ καταδικάσθηκε νὰ φαγωθεῖ ἀπὸ τὰ λιοντάρια μέσα στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Ρώμης. Οἱ Ρωμαῖοι, προφανῶς θέλανε νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς λαοὺς τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Ἑλλάδας, ποὺ πρόθυμα δεχόταν τὸν χριστιανισμό, καὶ γι’ αὐτὸ διοργανῶσαν τὴν πανηγυρικὴ μεταγωγή του στὴ Ρώμη -συνοδεία στρατιωτῶν καὶ ἄλλων συλληφθέντων- μὲ πολύμηνη πορεία στὴν Μ. Ἀσία καὶ τὴν Ἑλλάδα. Τὸ μήνυμα ἦταν προφανές· 208
προσέξτε δὲν ἀστειευόμαστε ἡ τιμωρία σας θὰ εἶναι παραδειγματική, σκληρή, καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο σας. Κι ὅμως τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τῶν Ρωμαίων ἔγινε boomerang καὶ στράφηκε ἐναντίον τους. Τὸ θάρρος τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ἡ αὐτοθυσία του, ὁ πόθος γιὰ μαρτύριο, οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψε καὶ μάλιστα ἡ πρὸς Ρωμαίους -ὅπου παρακαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ κάνουν ἐνέργειες γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, νὰ μὴ τοῦ κάνουν τὸ κακὸ καὶ δὲν τὸν ἀφήσουν νὰ πεθάνει ὡς μάρτυρας- συντελέσαν νὰ ἀναζωογονηθεῖ τὸ φρόνημα τῶν χριστιανῶν καὶ νὰ καταισχυνθοῦν οἱ εἰδωλολάτρες. Ἂς ἀφήσουμε ὅμως, τὸν Ἀντιοχειανὸ ἅγιο Χρυσόστομο, νὰ μᾶς περιγράψει μὲ τὴ χρυσὴ τοῦ γλῶσσα τὴν ἐξέλιξη τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ὅπως παρουσιάζεται σὲ σχετικὴ ὁμιλία του. «Διωγμὸς μέγας ξέσπασε. Αὐτοὺς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπαινοῦν, γιατί ἀφῆσαν τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων, τὶς ἀνθρωποθυσίες, τὴν ἀνηθικότητα, αὐτοὺς κυνηγοῦσαν. Καὶ εἰδικώτερα κυνηγοῦσαν τοὺς ποιμένες. Πίστευαν ὅτι ἂν τοὺς ἐξοντώσουν θὰ ἐξοντωθοῦν καὶ τὰ ποίμνια. Δὲν γνώριζαν ὅτι ὁ Θεὸς διοικεῖ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν τοὺς ἔσφαζε ὁ διάβολος στὶς πόλεις τοὺς ἀλλὰ ἐκτὸς ἕδρας, γιὰ νὰ τοὺς ταλαιπωρήσει ἐπιπλέον καὶ γιὰ νὰ τοὺς σπάσει τὸ ἠθικό. Δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ ἔχουν τὴ συμπαράσταση τοῦ ποιμνίου τους, οὔτε καὶ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἐπευφημία. Κι ὅμως αὐτὸ τοὺς ἔκανε δυνατοὺς καὶ διάσημους. Δυνατούς, γιατί συνοδοιπόρο εἶχαν τὸν Χριστὸ καὶ τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες. Διάσημους, γιατί τοὺς γνώριζαν καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ γιατί γινόταν ἱεραπόστολοι παγκόσμιοι. Ὅταν ἔστελναν τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη πίστευαν ὅτι τὸν ἐξόντωναν. Κι ὅμως στὴν πραγματικότητα ὁ Θεὸς τὸν ἔστελνε ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς κατηχήσει. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ἡ αὐτοθυσία του καὶ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἄφησαν ἔκπληκτους καὶ ἄφωνούς τους πάντες. Ὁ Ἰγνάτιος ἀνέτειλε ὡς ὁ ἥλιος στὴν ἀνατολὴ (Ἀντιόχεια) καὶ ἔδυσε στὴ δύση (Ρώμη). Μᾶλλον ἀνώτερος ἀπὸ ἥλιος, διότι δὲν ἔδινε φῶς αἰσθητὸ ἀλλὰ τὸ νοητὸ φῶς τῆς διδασκαλίας. Καὶ ὅταν «ἔδυσε» δὲν ᾖρθε νύχτα ἀλλὰ ὁλόλαμπρη πνευματικὴ ἡμέρα. Ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος, ὁ Ἰγνάτιος, θυσιάστηκαν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ καθαρίσουν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὴ πόλη ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν εἰδώλων καὶ γιὰ ν’ ἀποδείξουν ἔμπρακτα τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν ζοῦσε ὁ Χριστὸς οἱ μαθητὲς τοῦ φοβόταν τὸν θάνατο· ὅταν ὅμως πέθανε δὲν τὸν φοβόταν ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιζητοῦσαν τὸ μαρτύριο. Ἡ θεία πρόνοια τὸν ἔφερε νὰ μαρτυρήσει στὸ μέσο του θεάτρου μπροστὰ σ’ ὅλη τὴ
209
Ρώμη. Πέθανε ὄχι μόνο γενναία ἀλλὰ καὶ μὲ εὐχαρίστηση, διότι πήγαινε σὲ κάτι καλύτερο. Τέτοιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἐρωτευμένοι. Ὅ,τι κι ἂν πάθουν ὑπὲρ ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν τὸ δέχονται μὲ ἡδονή. Ὁ Ἰγνάτιος μιμήθηκε τοὺς ἀποστόλους ὄχι μόνο στὴν προθυμία ἀλλὰ καὶ στὴ χαρὰ ποὺ νοιώθανε μετὰ τὰ μαρτύρια (Πράξ. 5,41). Ἡ Ρώμη δέχθηκε τὸ αἷμα του καὶ ἡ Ἀντιόχεια τὰ λείψανά του. Γύρισε τὸ ποσὸ μὲ τόκο στὸν κάτοχό του. Τὸν ἀποστείλατε ἐπίσκοπο καὶ τὸν δεχθήκατε ὡς μάρτυρα. Τὸν προπέμψατε μὲ εὐχὲς καὶ τὸν δεχθήκατε μὲ στεφάνια. Ἃς ἐρχόμαστε καθημερινὰ ἐδῶ στὰ λείψανά του κι ὄχι μόνο στὴ γιορτή του. Ὅταν ἔχουμε λῦπες γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ’ αὐτὲς κι ὅταν ἔχουμε χαρὲς γιὰ νὰ τὶς διατηρήσουμε. Ὄχι μόνο τὸ λείψανο τοῦ ἔχει χάρη ἀλλὰ καὶ ἡ λάρνακά του. Ἐὰν τὸ σῶμα τοῦ Ἐλισσαίου ἀνέστησε νεκρὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Δ΄ Βάσ. 13.21) πολὺ περισσότερο αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸ καιρὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀφήνει τὰ λείψανα τῶν ἁγίων γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε τὸ ζῆλο τους. Νὰ ἔχουμε λιμάνι γιὰ τὰ κακὰ πού μας συμβαίνουν. Ἃς προτιμᾶμε ἀπὸ κάθε εὐχαρίστηση καὶ ἡδονὴ τὴν προσέλευση στὰ ἅγια λείψανα». Ἀναφέραμε προηγουμένως, ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἂν δὲν μαρτυροῦσε θὰ πέθαινε ἄγνωστος καὶ ἄσημος. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅμως τὸν ἐξυμνεῖ καὶ πρὶν γίνει μάρτυρας. Ἃς ἀκούσουμε τὸ σκεπτικό του. Α΄ Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν ἀνέγκλητος, χωρὶς αὐθάδεια, ὀργή, μέθη, αἰσχροκέρδεια. Δὲν ἦταν πλήκτης, ἀλλὰ φιλόξενος, φιλάγαθος, σώφρων, δίκαιος, ὅσιος, ἐγκρατής, διδακτικός, ἀντιαιρετικός, ἀπολογητής, ἐπιεικὴς ἄμαχος. Ἀπὸ ποῦ τὸ ξέρουμε αὐτό; Ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ Παῦλος γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἐπίσκοποι (Ἅ΄ Τῖμ. 3,1-3 καὶ Τίτ. 1,7-9). Ἀναφέραμε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος ἦταν ἀποστολικὸς πατέρας καὶ συνεπῶς τὸν χειροτόνησαν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ φυσικὸ ἦταν νὰ τηρήσουν τὶς προδιαγραφὲς ποὺ οἱ ἴδιοι ἔβαλαν (πρβλ. Ἅ΄Τῖμ.5,22 «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις). Ὅταν χειροτονεῖς ἐπίσκοπο ἕνα ἀνάξιο, εἶναι σὰν νὰ δίδεις ἕνα ξίφος σ’ ἕνα παράφρονα. Ὅτι φόνους κάνει ἐκεῖνος, ὑπεύθυνος εἶναι αὐτὸς ποὺ τοῦ τὸ ἔδωσε. Β΄ Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος σὲ καιρὸ διωγμῶν καὶ πολέμου ἀνηλεοῦς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης ἦταν ἡ περίοδος ποὺ οἱ χριστιανοὶ ἦταν νεόφυτοι στὴ πίστη καὶ γι’ αὐτὸ πλήρεις ἀτελειῶν καὶ χρειαζόταν οἱ ἀπόστολοι νὰ ἔχουν πολὺ ὑπομονὴ καὶ νὰ δείχνουν μεγάλη συγκατάβαση. Κι αὐτὸ τοὺς κούραζε 210
περισσότερο ἀπὸ τοὺς διωγμούς. «Τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι (Β΄Κόρ.11,29); Πόσο θάρρος καὶ γενναιότητα ἀλλὰ καὶ ὑπομονὴ καὶ ὑποχωρητικότητα ἔπρεπε νὰ ἔχει ἕνας ἐπίσκοπος ἐκείνης τῆς περιόδου. Γ΄ Ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῆς Ἀντιοχείας, μιᾶς ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πόλεις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Εἶχε, ὅπως ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος, 200.000 κατοίκους καὶ μαζὶ μὲ τοὺς δούλους, ὑπολογίζουν οἱ ἱστορικοί, ἔφθανε τὶς 500.000. Πόσο ἱκανὸς καὶ ἅγιος ἐπίσκοπος χρειαζόταν γι’ αὐτὴ τὴ πόλη; Δ΄ Διαδέχθηκε τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπός της Ἀντιοχείας. Ὅταν βγάζεις ἕνα μεγάλο λίθο ἀπὸ τὰ θεμέλια ἐνὸς οἰκοδομήματος, φροντίζεις νὰ τὸν ἀντικαταστήσεις μὲ ἄλλον ἰσοδύναμο. Λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν ἰσοδύναμος μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, στὸν ὁποῖο -ὡς ἐκπρόσωπο ὅλων τῶν μαθητῶν- ὁ Θεὸς ἔδωσε τὰ κλειδιὰ τὴ βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Πόσο μέγας λοιπὸν ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ὁ Θεοφόρος, ὁ ἀποστολικὸς πατήρ, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μάρτυρας! Οι επιστολές του Ιγνατίου Ο Ιγνάτιος συνέταξε 7 γνήσιες επιστολές, οι οποίες ήταν: Προς Εφεσίους , Προς Μαγνησιείς , Προς Τραλλιανούς Προς Ρωμαίους ,Προς Φιλαδελφείς, Προς Σμυρναίους Προς Πολύκαρπον Οι 6 από τις 7 Γνήσιες αυτές επιστολές του Ιγνατίου, έχουν ως κύριο στόχο: Την ομόνοια μεταξύ των πιστών ["Χρήσιμον ουν εστιν υμάς εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα και Θεού πάντοτε μετέχετε" (Προς Εφεσ. 4, 1), κλπ] Την υπακοή στον Επίσκοπο, ως το κέντρο της Εκκλησιαστικής εν Χριστώ ζωής και ενότητας της Εκκλησίας, καθώς και τον σεβασμό στο Πρεσβυτέριο και τους Διακόνους. Αποφυγή των ετεροδοξιών, και Εμμονή στην αρετή και την πίστη. Η προς Ρωμαίους επιστολή συντάχθηκε με σκοπό να πείσει τους Χριστιανούς της Ρώμης να μη αποπειραθούν να προβούν σε ενέργειες για τη διάσωσή του από το μαρτύριο, επειδή επιθυμούσε το ταχύτερο, να επιτύχει δια
211
του μαρτυρικού θανάτου του, την τελείωση. Η επιστολή αυτή έχει διαφορετική θεματολογία και του ύφος, λόγω των ειδικών συγκινησιακών συνθηκών κάτω από τις οποίες γράφτηκε. Η προς Ρωμαίους ανευρέθηκε στον κώδικα Paris. gr. 1475 τού 10ου αιώνα. Η σημαντικότητα των επιστολών του Ιγνατίου Οι πληροφορίες για το βίο του Ιγνατίου που σήμερα διασώζονται είναι ελάχιστες και κατά βάση προέρχονται από τις επιστολές του. Η σημαντικότητα των επιστολών του όμως είναι σπουδαία διότι μέσα από την επιστολογραφία του, διακρίνουμε τη σαφή αποστολική διαδοχή από τον Προφήτη στον επίσκοπο, που από την προτεσταντική θεολογία αμφισβητείται, ώστε να εκφραστεί είτε το φαινόμενο της έκπτωτης εκκλησίας, είτε το φαινόμενο μιας εκκλησίας, χωρίς ιερατείο, καθώς καθαυτές τις ομολογίες ο Χριστός ουδέποτε παρέδωσε ιερατείο και σίγουρα οι απόστολοι ποτέ δεν έδωσαν το ιερατικό χρίσμα στους προφήτες μια ιερατική ομάδα, που αποτέλεσε διάδοχο των αποστόλων και πρόγονο των επισκόπων. Η έννοια προφήτης στηρίχθηκε καθαυτούς σε διάφορα επιχειρήματα, πως αντιστοιχεί μόνο προς το χάρισμα. Ο Ιγνάτιος όμως, φορέας της αποστολικής διδαχής, μέσω των επιστολών, σαφώς επιβεβαιώνει το κύρος της αποστολικής διαδοχής μέσα από τις επιστολές του, μια διαδοχή, η οποία ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται προοδευτικά τόσο από την επιστολή Κλήμεντα Ρώμης, ο οποίος απαριθμεί ως επισκοπή το προφητικό αξίωμα, δηλαδή έχουμε μια πρώτη διαδοχή των όρων, αλλά και στον Ποιμένα του Ερμά, που παρατηρήται επίσης αντικατάσταση των όρων. Οι επιστολές είναι επίσης σημαντικές διότι συγκρινόμενες με άλλα αρχαιότερα πρωτοχριστιανικά συγγράμματα, μας δείχνουν περίπου το χρονικό σημείο, στο οποίο είχε εκκινήσει η μετάβαση από την ηγεσία των Αποστόλων και Προφητών, προς τους Επισκόπους, μια και λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, όπως εξάγεται από το πρωτοχριστιανικό Σύγγραμμα της Διδαχής των 12 Αποστόλων, λειτουργούσε ακόμα σε εκτεταμένη έκταση ο θεσμός των Προφητών, που ήταν και οι άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων. Από τον Άγιο Ιγνάτιο, διασώζονται 7 γνήσιες συνοπτικές επιστολές. Οι επιστολές αυτές διασώζονται σε δύο μορφές, μια συνοπτική και μια πιο μακροσκελή, που όμως αξιολογείται σήμερα πως είναι
212
ψευδεπίγραφη, μεταξύ 2ου και 4ου αιώνα. Πιθανότερος πλαστογράφος φέρεται ο Νεοαρειανός Ιουλιανός, υπεύθυνος και για πλαστογράφηση πολλών άλλων πρωτοχριστιανικών κειμένων. Οι πρώτες τέσσερις επιστολές παραδόθηκαν από τον ίδιο στη Σμύρνη κατά τη σύλληψή του στην Αντιόχεια, ενώ άλλες τρεις όταν έληξε ο διωγμός και βρισκόταν στην Τρωάδα. Από εκεί μεταφέρθηκε από το Δυρράχιο πιθανότατα, δια θαλάσσης, στο Βρινδήσιο, και από εκεί πεζός ως τη Ρώμη, όπου και μαρτύρησε.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος(Μπριαντσιανίνωφ) Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε τὸ ἔτος 1807 μ.Χ. στὴν κωμόπολη Ποκρὸφκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντᾶ τῆς Ρωσίας ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Δημήτριος. Ὁ τόπος ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἅγιος ἦταν γεμάτος ἀπὸ μονὲς καὶ σκῆτες καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὀνομαζόταν «Θηβαΐδα τῆς Ρωσίας». Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ περιβάλλον ἐπέδρασε πολὺ στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου καὶ στὴν καλλιέργεια τῆς εὐσέβειάς του. Ὁ πατέρας του τὸν ἔγραψε στὴν αὐτοκρατορικὴ σχολὴ πολέμου στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Παρὰ τὴν πρόοδό του στὴ σχολή, ἐκεῖνος ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἔδωσε μία σοβαρὴ ἀσθένειά του τὸ ἔτος 1827, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν σχολὴ παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῶν ἀξιωματικῶν. Ἀμέσως ἐγκαταβιώνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβὶρ στὴν Πετρούπολη. Ἐκεῖ συνδέεται πνευματικὰ μὲ τὸν Στάρετς Λεωνίδα, τῆς Ὄπτινα ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὴ μονή. Στὴν συνέχεια πῆγε 213
στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, ὅπου γνώρισε τὸν Στάρετς Θεοφάνη. Ἐκεῖ ἔμεινε τέσσερα ἀκόμη χρόνια, γιὰ νὰ καταλήξει κοντὰ στὸν γέροντά του Λεωνίδα στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα. Κείρεται μοναχὸς τὸ 1831 μ.Χ. καὶ ὀνομάζεται Ἰγνάτιος. Λίγο καιρὸ ἀργότερα χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ὁ Ἅγιος ἀρχίζει τὸν ἔντονο πνευματικὸ ἀγῶνα. Σὲ αὐτὸν ἀναφέρεται σχετικὰ ὁ γέρων Σωφρόνιος, ποὺ γράφει: «Ἡ χριστιανικὴ τελειότητα ἔγκειται στὴν ἐσωτερικὴ (ἐγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στὴν ὁποία ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς νὰ ἀποκαλύπτει τὴ διαμονή Του μέσα στὴν καρδιά, μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα χαρίσματα τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τὴν τελειότητα αὐτὴ γίνεται φορεὺς φωτός, ἐκπληρώνοντας τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον ὄχι μὲ σωματικὴ ὑπηρεσία, ἀλλὰ μὲ τὴ διακονία τοῦ Πνεύματος, καθοδηγώντας τοὺς σῳζομένους, ἐγείροντας αὐτοὺς ἀπὸ τὴν πτώση, θεραπεύοντας τὶς ψυχικὲς τους πληγές. Ὁ χορὸς τῶν μοναχῶν ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία Ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μὲ ἐπιτηδευμένους λόγους ἀνθρώπινης σοφίας ἀλλὰ μὲ τοὺς λόγους τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἐπικυρώνονταν μὲ θαύματα, ποίμαναν καὶ στερέωναν τὴν Ἐκκλησία. Ἰδού, γιατί ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὴν περίοδο τῶν Μαρτύρων ἐπεκτάθηκε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ τελειότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πηγὴ τοῦ φωτός της καὶ ἡ κύρια δύναμη τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας». Μὲ ἐντολὴ τοῦ τσάρου Νικολάου καλεῖται στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ ἀναλαμβάνει ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Προηγουμένως ὅμως, παραιτεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ ἀξιώματα ποὺ εἶχε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποσύρεται στὴν ἡσυχία τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Στὸ μεταξὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν καλεῖ νὰ τὴν διακονήσει ὡς Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου καὶ Εὐξείνου Πόντου. Ἡ πνευματική του δραστηριότητα δὲν σταματᾷ. Κατὰ ἐκείνη τὴν περίοδο θὰ γράψει καὶ τὸ περίφημο ἔργο του «Προσφορὰ εἰς τὸν σύγχρονον μοναχισμόν», στὸ ὁποῖο ἀποτυπώνεται ἡ ἁγιότητα τῆς ὑπάρξεώς του. Λόγοι ἀσθενείας τὸν ἀναγκάζουν νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι, ἀποσύρεται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Μπαμπάεβο.
214
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἀφοῦ ἔζησε ἐκεῖ ὡς ἁπλὸς μοναχός, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1867, σὲ ἡλικία ἑξήντα ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας καὶ Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ιρκουτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ (τιμᾶται 2 Σεπτεμβρίου). Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ. Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ. Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει». Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς κόλπους της ὅλη τὴ 215
Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα στὸ Γιακουτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες. Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστῆρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος Ἐπίσκοπος Σεβίλλης Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 565-570 μ.Χ. στὴν Καρθαγένη τῆς Ἱσπανίας, στὴν ὁποία ἡ οἰκογένειά του εἶχε καταφύγει ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἀρειανοῦ Γότθου βασιλέως Ἁγίλα (549-554 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἀδελφούς του Λέανδρο καὶ Φουλγέντιο καὶ τὴν ἀδελφή του Φλωρεντίνη. Ὁ ἀδελφός του, Λέανδρος, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος Σεβίλλης, φρόντισε μὲ περισσὴ φροντίδα γιὰ τὴν μόρφωση τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἐργάσθηκε κοντὰ στὸν δάσκαλο καὶ ἀδελφό του Λέανδρο βοηθώντας τὸ θεολογικὸ καὶ ποιμαντικό του ἔργο. Κυρίως ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μεταστροφὴ τῶν Βησιγότθων ἀπὸ τὸν ἀρειανισμὸ καὶ ἀντιστάθηκε καὶ αὐτὸς σθεναρὰ στὸν κακόδοξο τότε βασιλέα Λέβεγκιλτ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου ὁ Ἰσίδωρος σήκωσε στοὺς ὤμους του, μόνο αὐτός, τὸ βάρος τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνα καὶ ὑπεράσπισε μὲ θάρρος τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς Ἱσπανικῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἀργότερα
216
στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ ὀρθόδοξος υἱὸς τοῦ Λεβιγκίλτ, ὁ Ρεκαρέντ, ὁ λαὸς ἐπέστρεψε στὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἀναχώρησε σὲ ἕνα μοναστῆρι, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ὁλόψυχα στὴν ἡσυχία, τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Αὐτὸ ὅμως δὲν κράτησε γιὰ πολύ. Ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου ἀνάγκασε τὸν Ἰσίδωρο νὰ ὑπακούσει στὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ καὶ νὰ ἀναλάβει τὸ ἔτος 600 μ.Χ., ὡς Ἐπίσκοπος τὸν θρόνο τῆς Σεβίλλης. Στὴν Β’ Τοπικὴ Σύνοδο τῆς Σεβίλλης, τὸ ἔτος 619 μ.Χ., στὴν ὁποία προήδρευε, κατατροπώθηκε ἕνας αἱρετικὸς μονοφυσίτης μαθητὴς τοῦ Σεβήρου, ἐνῷ ὁ Ἅγιος θεράπευσε ἕναν τυφλὸ μὲ τὸ ἁπλὸ ἄγγιγμά του. Τὸ ἔτος 633 μ.Χ. ὁ Ἅγιος προήδρευσε καὶ τῆς Συνόδου τοῦ Τολέδο. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὑπῆρξε ἔξοχος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κόσμημα αὐτῆς. Λίγοι δύνανται νὰ παραβληθοῦν μὲ τὸν Ἅγιο ὡς πρὸς τὴν πολυμάθεια καὶ τὴ γνώση. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τὸν μεγάλο διαμορφωτή. Πίστευε ὅτι οἱ ἱερὲς τελετὲς καὶ οἱ Ἀκολουθίες πρέπει νὰ ἀντικατοπτρίζουν ὅσο πιὸ πολὺ γίνεται τὴν μεγαλοπρέπεια τῆς οὐράνιας ἱεραρχίας. Θεωρεῖται ὁ θεμελιωτὴς τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ ποὺ ἐπιζεῖ μέχρι σήμερα, τὴν μοζαραβικὴς λειτουργίας. Πλήθη συνέρρεαν στὴ Σεβίλλη γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο του. Λεγόταν ὅτι ἡ σοφία του ὑπερέβαινε τὴ σοφία καὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. Τὰ θεία κηρύγματά του συνοδεύονταν συχνὰ ἀπὸ θαύματα ποὺ πιστοποιοῦσαν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ὁ μοναχικὸς βίος βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τὸν θερμὸ ὑποστηρικτὴ καὶ βοηθό του. Ἵδρυσε καὶ ὀργάνωσε πολλὰ μοναστήρια καὶ ἔχτισε θεολογικὴ σχολὴ γιὰ τὴν μόρφωση τῶν κληρικῶν, στὴν ὁποία σχολὴ καὶ ὁ ἴδιος συχνὰ δίδασκε. Ἡ ἐκπαίδευση καὶ ὄχι μόνο ἡ ἐκκλησιαστική, ἀποτέλεσε μέλημα καὶ φροντίδα τοῦ καλοῦ ποιμένα. Καμία πτυχὴ τῆς γνώσεως δὲν τοῦ ἦταν ἀδιάφορη ἢ ξένη, γι’ αὐτὸ καὶ δίδαξε καὶ ἔγραψε ἐντυπωσιακὰ κείμενα ὅλων τῶν τότε γνωστῶν ἐπιστημῶν, ὅπως τὸ ἔργο «Ἐτυμολογίες ἢ περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν πραγμάτων».
217
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὅταν ἦταν πλέον πλήρης ἡμερῶν καὶ ἔργων εὐσεβείας, ἀσθένησε. Αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ πορεία του ἐδῶ στὴ γῆ ἔφθασε στὸ τέλος της. Μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ προετοίμασε τὴν ἔξοδό του μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια. Προφήτεψε ἀκόμη τὴν θλιβερὴ ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἱσπανικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ δεινὰ ποὺ τὴν περίμεναν. Τέσσερις ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ζήτησε νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ κέντρο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ καὶ νὰ τὸν τοποθετήσουν, ἐνδεδυμένο μὲ ἕνα ἁπλὸ στιχάριο, ἐπάνω σὲ στάχτη. Τότε προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν συγχωρέσει. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 636 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐναποτέθηκε μεταξὺ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου καὶ τῆς ἀδελφῆς του Φλωρεντίνης στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Σεβίλλης. Ἀργότερα μετὰ τὸ σχίσμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Μίας, Ἁγίας καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ τίμιο σκήνωμά του Ἁγίου Ἰσιδώρου μεταφέρθηκε στὴν πόλη Λεόν.
Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων (12 Νοεμβρίου)
«Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» λέει ο Κύριος στην «επί του Όρους» ομιλία. Και τα λόγια του αυτά βρίσκουν πλήρη την εφαρμογή τους στο υπεράξιο τέκνο της Κύπρου μας, τον άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, τον Αρχιεπίσκοπο της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας. Φυσικά η φιλανθρωπία είναι
218
χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των αγίων. Γιατί, η αρετή αυτή, η αγάπη προς τους άλλους ανθρώπους είναι κι η πιο τρανή πιστοποίηση της αγάπης μας προς τον μεγάλο μας Πατέρα, τον Θεό, όπως ξεκάθαρα τονίζει κι ο ιερός ευαγγελιστής. Ο άγιος Ιωάννης όμως τη φιλανθρωπία την έκαμε κύριο μέλημα της ζωής του, ώστε η Εκ κλησία μας να του δώσει και το τιμητικό προσωνύμιο του Ελεήμονος. Τη ζωή του μεγάλου ατού φιλάνθρωπου, μια ζωή αληθινά χαριτωμένη και ρωμαλέα, θα εκθέσουμε στις γραμμές που ακολουθούν. Είναι τόσο διδα κτική, μα και τόσο ενδιαφέρουσα ειδικά για την εποχή μας, που είναι μια εποχή άκρατου ατομισμού. Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Άμαθούντα1 της Κύπρου μας τον 6ο αιώνα μ.Χ., τότε που το όμορφο νησί μας αποτελούσε μια επαρχία της μεγάλης μας ελληνικής αυτοκρατορίας της γνωστής με το όνομα Βυζαν τινή αυτοκρατορία. Οι γονείς του Επιφάνιος και Ευκοσμία είχαν μεγάλη κοινωνική θέση κι ήταν άνθρωποι ενάρετοι. Ο πατέρας του ήταν ο φημι σμένος κυβερνήτης της νήσου κι είχε μεγάλα διοικητικά χαρίσματα. Γι' αυτό κι ο λαός του πολύ τον εκτιμούσε και τον αγαπούσε και τον σεβόταν. Η μητέρα του πάλι διακρινόταν όχι μόνο για τα σωματικά της χαρί σματα, αλλά και για τα ψυχικά. Κοντά σ' αυτούς και σ' ένα περιβάλλον πλούσια χριστιανικό είδε το φως της ζωής και μεγάλωσε το ευτυχισμένο παιδί. Αμφότεροι οι γονείς ποτισμένοι με τα νάματα της πίστης του Χρι στού, φρόντισαν με ιδιαίτερη επιμέλεια απ' την πρώτη στιγμή να ανα θρέψουν τον Ιωάννη τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Και το πέτυχαν. Οι τόσες φροντίδες τους γι' αυτόν είχαν και τους ανάλογους καρπούς. Άλλωστε το «ό εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίση» είναι του Κυρίου μας διαβεβαίωση. Και οι καλοί γονείς έσπειραν στην ψυχή του παιδιού τους με προσοχή και προσευχή τα σπέρματα της ευσέβειας. Δικαιολογημένα στον κατάλληλο καιρό καμαρώνουν τους όμορφους καρ πούς των κόπων τους. Ευσεβείς κι ενάρετοι οι γονείς. Θαυμαστός και τιμημένος ο καρπός, το παιδί τους. Ο Ιωάννης κοντά στους γονείς του απέκτησε μια μόρφωση αληθινά αξιόλογη. Από τα μαθήματα του πιο πολύ αγαπούσε και μελετούσε τα Ιερά γράμματα. Μέσα στις σελίδες των ιερών βιβλίων εντρυφούσε για ώρες κάθε μέρα. Μέσα σ' αυτές βρήκε τον «πολύτιμον μαργαρίτην». Και για τον μαργαρίτη αυτόν δεν δίστασε να θυσιάσει τα πάντα, για να τον κάμει κτήμα του αναφαίρετο. Και τον έκαμε. Η συνέχεια της περιγραφής της ζωής του θα μας το δείξει.
219
1. Η Αμαθους, ήταν η σημερινή Παλαιά Λεμεσός. Η τωρινή πόλη της Λεμεσού λεγόταν τότε Νεάπολις. Με τον καιρό η Νεάπολις έγινε η κύρια πόλη της περιοχής, η γνωστή Λεμε σός, ενώ η αρχαία Αμαθους έμεινε στις ήμερες μας ένας άμορφος αρχαιολογικός χώρος.
Όταν ο Ιωάννης πέρασε το κατώφλι της εφηβικής ηλικίας και μπήκε στη νεανική, οι γονείς του, μετά απο αρκετές πιέσεις, τον έπεισαν, παρά τον βαθύ του πόθο να αφιερωθεί σε έργα υψηλότερα, έργα υπηρεσίας της Εκκλησίας, να δεχθεί και να αναλάβει τον ζυγό της οικογενειακής ζωής. Η υποχώρηση του αυτή δεν υπήρξε πράξη αδυναμίας. Τουναντίον υπήρξε μια πράξη δυνάμεως. Ήταν μια θυσία του εαυτού του για τη χαρά εκείνων που τον έφεραν στον κόσμο. Για την αγάπη των γονιών του. Η οικογενειακή ζωή του αγίου μας υπήρξε πρότυπος. Η ειρήνη του Θεού «η υπερέχουσα πάντα νουν» είχε θρονιαστεί στο σπίτι τους. Δύο αγγελούδια με τη σειρά, δώρα του Θεού κι αυτά ήρθαν να αυξήσουν τη χαρά στην ευλογημένη οικογένεια. Η ανέφελη όμως ζωή δεν έχει κάτι το μόνιμο στον κόσμο αυτό. Ο γαλανός ουρανός της οικογενειακής ευτυχίας συννέφιασε κάποια μέρα. Πρώτα η σύζυγος κι ύστερα τα δύο παιδιά αρπάχτηκαν απο το δρεπάνι του θανάτου κι έφυγαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Στό σπίτι που βασίλευε το γέλιο κι η χαρά, έχει στήσει τώρα το σκιάχτρο του ο πόνος κι ο σπαραγμός. Στό κτύπημα αυτό το βαρύ κι ασήκωτο για πολλούς, ο Ιωάν νης έδειξε όλο το ψυχικό του μεγαλείο. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ «ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο... είη το όνομα Κυρίου εύλογημένον» στριφογυρίζουν συνέχεια στόν νου του. Και παρηγορείται. Και δοξολογεί τον Θεό. Και παίρνει την απόφαση σταθερά κι ηρωικά να αφιερωθεί πια αποκλειστικά στη διακονία του θελήματος του Θεού και των αδελφών του Χριστού. Κι η απόφαση έγινε έργο. Η αγάπη και το ενδιαφέρον του στη σύντροφο του και τα σαρκικά του παιδιά διοχετεύονται τώρα πλού σια στη μεγάλη «οικογένεια του Θεού», την Εκκλησία. Οι πονεμένοι και οι βασανισμένοι, οι χήρες και τα ορφανά, οι φτωχοί και απόκληροι της ζωής γίνονται πια οι προστατευόμενοι του μεγάλου φιλάνθρωπου. Η φήμη του διαδίδεται παντού. Το παράδειγμα του φωτίζει τις καρδιές. Κι η αγάπη του, η ανιδιοτελής και πλούσια αγάπη του, διδάσκει και συγκινεί μικρούς και μεγάλους. Οι χριστιανοί καμαρώνουν. Κι οι ειδωλολάτρες θαυμάζουν και ζητούν να τον γνωρίσουν και να τον ακούσουν. Ο λύχνος όμως πρέπει να τεθεί και στον ανάλογο λυχνοστάτη. Είναι ανάγκη ν' απλώσει και να σκορπίσει το φως του πλατύτερα. Κι η ευκαιρία δόθηκε. Τον 220
καιρό εκείνο ο πατριαρχικός θρόνος της Αλεξανδρείας είχε χηρέψει. Πρόκριτοι και λαός με μια φωνή καλούν στην ιστορική θέση τον Ιωάννη. Ο πατρίκιος Νικήτας, έπαρχος της Αιγύπτου και εξάδελφος του αυτοκράτορας Ηρακλείου, μεταφέρει σ' αυτόν τη λαϊκή παράκληση. Ο αυτοκράτορας συγκατατίθεται, αλλά και κατατοπίζεται, πως για να πει σθεί ο Ιωάννης να αποδεχθεί την προσφερόμενη θέση, πρέπει να αντι ληφθεί, πως ο βασιλιάς στην περίπτωση αυτή ερμηνεύει του Θεού το θέλημα. Οι μικροί μόνο, βλέπετε, επιδιώκουν και κυνηγούν τα αξιώματα. Οι μεγάλοι, καιι όταν τους προσφέρονται, τα αφήνουν και φεύγουν. Αυτό ίσχυσε και στην περίπτωση του Ιωάννου. Ο αυτοκράτορας όμως είναι κατατοπισμένος κι αποφασισμένος «και άκοντα προς τον θρόνον αναγαγείν τον Ιωάννην». Και το έκαμε. Κάλεσε τον Ιωάννη και του ανήγγειλε την επιθυμία του. Κι ακόμη τον πιέζει ν' αποδεχθεί το υψηλό αξίωμα κι υπούργημα. Ο Ιωάννης αντι στέκεται. Το ιερό έργο με τις τόσες ευθύνες τον συνέχει. Προβάλλει διάφορες αντιρρήσεις για να ξεφύγει. Τελικά όμως υποχωρεί. Κι υποχω ρεί γιατί αισθάνεται, πως η απαίτηση του βασιλιά κι η θέληση του λαού δεν είναι κάτι το ανθρώπινο. Τα βλέπει σαν ένα μήνυμα του ουρανού προς αυτόν. Κλίνει τον αυχένα με ταπείνωση και παραδίδεται άνευ όρων στην τιμητική κλήση που του γίνεται. Στήν κλήση του Θεού. Υποτάσσε ται στο μήνυμα του Ουρανού κι αναδεικνύεται για την πόλη του Αλεξάν δρου, μα και για ολόκληρη την Αίγυπτο ένας άλλος Νείλος. Ένας Νείλος πνευματικός. Ένας Νείλος που ξεχύνει το ρεύμα της αγάπης του πλού σια παντού, για να ποτίσει και να δροσίσει τ'ις φλογισμένες από τη φτώ χεια καρδιές. Κάτι περισσότερο. Ο ποταμός ο Νείλος αρδεύει μόνο τη γη της Αιγύπτου. Ο πατριάρχης Ιωάννης ξεχύνει άφθονα τα ελέη της φιλανθρωπίας του και πέραν απο τη χώρα της Αιγύπτου. Γίνεται ποταμός που μεταδίδει την αγάπη σε κάθε ύπαρξη, όπου κι αν βρίσκεται. Το φιλανθρωπικό έργο του αγίου ιεράρχου μπορεί να γεμίσει πολλές-πολλές σελίδες. Δεν υπάρχει πτυχή ανέχειας και δυστυχίας που να μην αντιμετωπίστηκε με ανιδιοτελή και φλογερή αγάπη. Μόλις ανέβηκε στον θρόνο, η πρώτη του πράξη ήταν να συγκαλέσει σε σύσκεψη τους οικονόμους της Εκκλησίας και τους άλλους κληρικούς κι αφού τους μίλησε με τον ίδιο τρόπο, που ένας στοργικός πατέρας μιλά στα παιδιά του, τους ζήτησε. Τί νομίζετε; Να γυρίσουν όλη την πόλη και να καταγράψουν με το όνομά τους «όλους τους 221
κυρίους και δεσπότας του». Κύριοι και δεσπόται του Πατριάρχου ποιοί νομίζετε πως ήταν; Την εξή γηση δίνει ο ίδιος. — Εκείνους που σεις έχετε τη συνήθεια να τους ονομάζετε φτωχούς και ζητιάνους, αυτοί για μένα είναι «οι κύριοι και δεσπόται» μου. Γιατί αυτοί είναι που θα μας βοηθήσουν-να κληρονομήσουμε τη βασιλεία των ουρανών. Έτσι ο πονόψυχος ιεράρχης ξεκινά για το μεγάλο έργο του. Με τη βοήθεια των αφοσιωμένων συνεργατών του κληρικών και λαϊκών μελε τώνται προσεκτικά τα διάφορα προβλήματα. Ύστερα προγραμματίζεται η εργασία. Ανοίγουν οι καρδιές. Ανοίγουν τα χέρια. Ανοίγουν τα ταμεία. Τα σχέδια υλοποιούνται. Και σε λίγο καιρό η Αλεξάνδρεια γίνεται αγνώ ριστη. Νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ξενώνες για τους περαστικούς, μαιευ τήρια για τις άπορες μητέρες, ορφανοτροφεία για τα ορφανά κι απροστάτευτα παιδιά, συσσίτια για τους φτωχούς κι ένα σωρό αλλά έργα αγά πης προβάλλονται παντού... Η φιλανθρωπία οργανώνεται υποδειγματικά. Οι βοηθοί του Πατριάρχου δεν είναι υπάλληλοι που πάνε να μοιράσουν «βοηθήματα» για να ξεφορτωθούν κάποιους οχληρούς επισκέπτες. Με τη φωτισμένη και εμπνευσμένη καθοδήγηση του είναι ένας στρατός, ένας ειρηνικός στρατός -στρατός αγάπης -που αυθόρμητα κι εθελον τικά δίνει κάθε μέρα τη μάχη ενάντια στον πόνο και τη δυστυχία. Και του στρατού αυτού κινητήριος μοχλός, πρωτοστάτης και καθοδηγητής ο ποι μήν ο καλός. Ο ποιμήν που ξέρει να θυσιάζει καθημερινά και χρήμα και κόπο κι ανάπαυση για το ποίμνιο του, τους χριστιανούς του. Ο ποιμήν που τίποτα άλλο δεν βλέπει μπροστά του παρά τη σωτηρία των ψυχών «υπέρ ων Χριστός απέθανε». Γι' αυτό και περίπατος του, ξεκούρασμα του, ψυχαγωγία του είναι οι επισκέψεις του στα πονεμένα παιδιά του κι η παρουσία του εκεί που «εφιλοσοφείτο ο πόνος» κι η αγάπη του είχε στήσει τρανό το βασίλειο της. Καινούργιοι ναοί. Οργάνωση του κηρύγματος. Οι φροντίδες του καλού και φλογερού ποιμένος δεν περιορίστηκαν μόνο στην ανακούφιση της φτώχειας και της δυστυχίας. Πιο επικίνδυνος εχθρός απο την ανέχεια για τον άνθρωπο είναι «ο λιμός του ακούσαι λόγον Κυρίου» με όλα τα επακόλουθα του. Για τη θεραπεία κι αυτής της ανάγκης μεριμνά ο στοργικός πατέρας. Κτίζει ναούς. Όταν ανέλαβε στα χέρια το πηδάλιο της 222
Εκκλησίας των Αλεξανδρέων υπήρχαν μόνον επτά ναοί. Σε λίγο χρονικό διάστημα ο φλογερός ιεράρχης τους δεκαπλασία σε. Εβδομήντα ορθόδοξοι ναοί έχουν υψωθεί σε διάφορα μέρη της ξακουστής πόλεως, αληθινά στολίδια και λιμάνια παρηγοριάς και σωτη ρίας ψυχών. Οι ναοί επανδρώνονται ανάλογα. Ευλαβείς κι αφοσιωμένοι ιερείς αναλαμβάνουν τη διδασκαλία και καθοδήγηση των πιστών. Η δια φώτιση προσφέρεται με ζήλο. Τα ζιζάνια του κακού, των αιρέσεων και της αμαρτίας ξερριζώνονται το ένα μετά το άλλο. Η αδικία των δυνατών της ημέρας καταπολεμείται. Τα πάντα διατίθενται με σύστημα και προ σοχή για τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας. Μιας κοινωνίας στην οποία να βασιλεύει το θέλημα του Χριστού. Για τη δημιουργία αυτής της κοινωνίας ο φλογερός Πατριάρχης προσ φέρει τα πάντα. «Όλα για τους άλλους». Να το σύνθημα της ζωής του. Για τον εαυτό του δεν ξέρει να κρατήσει, παρά ό,τι του ήταν απαραίτητο για μια ζωή πολύ απλή και φτωχική. Ασκητικό το κελλί του. Φτωχικό το φαγητό του. Πρόχειρο το στρώμα του. Κοινά τα σκεπάσματα του. Τριμμένο το ράσο του. Ό,τι καλό και φανταχτερό το μοιράζει στους άλλους. Κάποτε ένας πλούσιος που τον είχε επισκεφθεί κι είδε τη φτώχεια που επικρατούσε στο κελλι του φιλάνθρωπου Επισκόπου, έσπευσε να αγοράσει πολύτιμο πάπλωμα και του το πήγε με την παράκληση να το κρατήσει και να προσεύχεται γι' αυτόν κάθε φορά, που θα το χρησιμοποιούσε. Η λεπτή ψυχή του Πατριάρχου συγκινήθηκε απο την εύγενικιά και πλούσια προσφο ρά. Να το στείλει πίσω, δεν το θέλει. Η καλοκάγαθη ψυχή του δεν δέχεται να λυπήσει τον πονετικό εκείνο άνθρωπο. Το κρατά. Το βράδυ δοκιμάζει να το χρησιμοποιήσει. Ξάπλωσε και το 'ριξε επάνω του. Η ζεστασιά που του προσφέρει δεν τον αφήνει να κλείσει μάτι. Η σκέψη του στρέφεται συνέχεια στους φτωχούς του. Μπροστά του παρε λαύνουν όλες οι πονεμένες μορφές. Άγρυπνος σχεδόν όλη τη νύχτα στρι φογυρίζει στο κρεββάτι του. Το πρωί χωρίς να χάσει καιρό, παίρνει το πάπλωμα και το στέλλει στην αγορά για να πουληθεί. Κατά μια αγαθή σύμ πτωση, απο το κατάστημα που ήταν εκτεθειμένο το πάπλωμα για πώληση, πέρασε ο καλός δωρητής. Το είδε και το αναγνώρισε. Αντελήφθηκε τον σκοπό του πονόψυχου πνευματικού πατέρα. Αγοράζει και πάλι το σκέπα σμα και το ξαναστέλνει στον άγιο. 223
Κι αυτός πρόθυμα το δέχεται τούτη τη φορά. Όχι για να το κρατήσει και το χρησιμοποιήσει. Αλλά για να τα που λήσει και τα χρήματα να τα διαθέσει για τους φτωχούς του. Την άλλη μέρα το πολύτιμο πάπλωμα στάλθηκε και πάλι στην αγορά. Ό πλούσιος δωρητής το βλέπει, το αγοράζει και το ξαναστέλνει για τρίτη φορά στον Πατριάρχη με την βαθιά παράκληση να το κρατήσει για να μην κρυώνει τη νύχτα. Κι ο καλοκάγαθος ιεράρχης τότε του απαντά με τη γνωστή χαριτωμένη διάθεση του: — «Για να δούμε, αδελφέ μου, ποιος απ' τους δύο μας θα κουρασθεί και θα παραιτηθεί πρώτος. Συ να τ' αγοράζεις και να μου το στέλνεις η εγώ να το παίρνω και να το πουλώ». Το ψυχικό μεγαλείο του αγίου μας το βλέπουμε σ' όλα τα κατορθώ ματα της ηρωικής αγάπης του. Μα η περίπτωση της αλώσεως της πόλεως των Ιεροσολύμων απο τους Πέρσες προβάλλει κατά ένα μοναδικό τρόπο τον πλούτο της καλωσύνης της υπέροχης ψυχής του, και την απίστευτη ικανότητα του να αντιμετωπίζει και να λύει κατά τον πιο φυσικό τρόπο και τα δυσκολώτερα φιλανθρωπικά προβλήματα και έργα. Στίς αρχές του 7ου αιώνα (614 μ.Χ.) ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης με πολύ στρατό πέρασε τον Ευφράτη, κατέλαβε πόλεις και χωριά και έφτασε μπροστά στην Αγία Πόλη. Απο όπου περνούν τα στρατεύματα του σκορπούν παντού την ερήμωση και την καταστροφή. Εκεί όμως που η μανία τους ξέσπασε ασυγκράτητη ήταν στην Ιερουσαλήμ. Η πόλη του Θεού παραδόθηκε χωρίς έλεος στη φωτιά και το μαχαίρι. Η εβραϊκή κακία κι αναλγησία συμπλήρωσε το έργο του έξολοθρεμού. Χιλιάδες πιστοί φονεύθηκαν. Σαράντα τέσσερις μοναχοί της Ιστορικής μονής του αγίου Σάββα, «οι αγιοσαββίτες» σφάχτηκαν σαν αρνιά. Ο τάφος του Κυρίου κι ο περίπυστος ναός της Αναστάσεως λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στη φωτιά. Τα ιερά σκεύη μαζί με τον Τίμιο Σταυρό αρπάχτηκαν απο τα βέβηλα χέρια. Κι ο πατριάρχης Ζαχαρίας αιχμάλωτος σέρνεται στην εξορία. Τα απομεινάρια της θλιβερής καταστροφής με τον τρόμο ζωγραφι σμένο στο πρόσωπο τους παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς με σύν τροφο το δάκρυ και το κλάμα. Ποιος θα φροντίσει γι αυτούς; 224
Ποιος θα αναλάβει την περίθαλψη και τη φιλοξενία τους; Ο ελεήμων Πατριάρχης. Ο στοργικός πατέρας. Χωρίς να χάσει καιρό πνίγει τον ασήκωτο πόνο και ρίχνεται μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του στο έργο. Οργανώνει συνεργεία και κατά ένα τρόπο εκπληκτικό δέχεται τους πρόσφυγες, τους παρηγορεί, τους ενισχύει, τους τακτοποιεί. Κοντά του οι ναυαγοί αυτοί της ζωής βρήκαν περίθαλψη, αγάπη, λιμάνι στοργής. Ο μεγάλος μας ιστορικός και ακαδημαϊκός Κ. Άμαντος για τη δρα στηριότητα αυτή του Αγίου μας τονίζει; «Περιέθαλψε τους πρόσφυγας κατά τρόπον μοναδικόν, άγνωστον μέχρι τότε εις την ιστορίαν». Θαυμαστή υπήρξε ολόκληρη η ζωή του αγωνιστού Πατριάρχη. Υπά κουος στην εντολή του Κυρίου απαρνήθηκε τα πάντα στον κόσμο αυτό, για να Τον υπηρετήσει. Όσο καιρό ζούσε στη γη, η ματιά του ήταν προ σηλωμένη στον ουρανό και γι' αυτόν κτυπούσε συνέχεια η καρδιά του. Κίνητρο του σε όλα είχε τη βαθιά αγάπη του στον Θεό και τα παιδιά του Θεού. Με την αγάπη άρχισε την αρχιερατεία του. Με την αγάπη τη φλο γερή και αγία συμπληρώνει τη ζωή του και παραδίδει την ψυχή του στον Θεό στον τόπο που γεννήθηκε κι είδε το φως για πρώτη φορά, στην Αμαθούντα της Κύπρου. Ύστερα απο πολλές παρακλήσεις του πατρικίου Νικήτα, εξάδελφου του αυτοκράτορας, ο άγιος μας δέχτηκε να τον συνοδεύσει ως την Πόλη, για να προσφέρει τις ευλογίες του στον αυτοκράτορα που πολύ τις ζητούσε. Με δάκρυα αποχαιρέτησε τ' αγαπημένα παιδιά του, μπήκε στο πλοίο και ξεκίνησε. Όταν έφτασαν στη Ρόδο, ένα όραμα τον καλεί στην Κύπρο. «Έλα, μην αργείς, του είπε, ένας μεγαλόπρεπος και φωτεινός άν δρας. Έλα! Ο βασιλεύς των βασιλέων σε προσκαλεί». Ο άγιος αντιλήφθηκε. Δεν ήταν ανάγκη να πολυβασανίσει το μυαλό του. Τον καλούσε ο Κύριος. Φώναξε τον άρχοντα καί του φανέρωσε το όραμα: «Άρχοντα μου, του είπε. Συ θέλησες την αναξιότητά μου να παρου σιάσεις στον βασιλιά της γης. Ο Βασιλιάς του Ουρανού όμως δεν το θέλει. Με προσκαλεί κοντά του». Με βαθιά συγκίνηση ο άρχοντας αποχαιρέτησε τον πνευματικό του πατέρα. Με τιμές τον προπέμπει στην Κύπρο. Έξω απο τη σημερινή Λεμεσό έγραψε τη διαθήκη του. Το κείμενο της είναι σύντομο, μα πολύ περιεκτικό. Σ' αυτήν μεταξύ άλλων αναφέρει: «Σ' ευχαριστώ, Κύριε και Θεέ μου, γιατί με αξίωσες, τα δώρα που Συ μου έδωσες, να σου τα προσφέρω πίσω. Σ' ευχαριστώ, ακόμη που άκουσες την προσευχή μου και στην κατοχή μου τώρα που πεθαίνω δεν έμεινε παρά «ένα 225
τρίτον νομίσματος», το οποίον προστάζω να δοθεί στους φτωχούς αδελφούς μου. Όταν με τη χάρη του Θεού έγινα επίσκο πος της Αλεξανδρείας, βρήκα στα ταμεία της επισκοπής μου οκτώ χιλιά δες περίπου λίτρες χρυσού. Με τις γενναιόδωρες προσφορές φιλοχρίστων ανθρώπων, κατώρθωσα να συγκεντρώσω αμύθητα ποσά. Τα ποσά αυτά, επειδή ήξερα, πως είναι δώρα του βασιλιά των όλων Χριστού, τα επέστρεψα με επιμέλεια και προσοχή στον Θεό, στον οποίο και ανήκουν. Σ' Αυτόν παραδίδω τώρα και την ψυχή μου». Υπέροχα λόγια αληθινού αγίου. Σε λίγο έκλεισε τα μάτια κι έφυγε για την αιωνιότητα. Οι χριστιανοί της Αμαθούντος κήδεψαν το άγιο λεί ψανο με δάκρυα και τιμές στον ιερό ναό του αγίου Τύχωνος. Να τι πέτυχε μια αγνή χριστιανική καρδιά. Τα χρόνια θα εναλλάσσον ται, μα το παράδειγμα του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος θα μείνει πάντα ολοζώντανο και φωτεινό, για να διαλαλεί ανά τους αιώνες τι μπο ρεί να πετύχει στή ζωή ένας και μόνον άνθρωπος, όταν αυτός είναι γνή σιος χριστιανός «θείω ζήλω πεπυρωμένος». Στήν εποχή αυτή του υλισμού και ατομισμού θερμή ας αναβαίνει καθημερινά απο κάθε χριστιανική καρδιά η προσευχή: Το παράδειγμα του φλογερού επισκόπου να βρει και σήμερα μιμητές. Πολλούς της ελεημοσύνης εργάτες και του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος γνήσιους μιμητές. Απολυτίκιο Ήχος πλ. δ' Εν τή υπομονή σου εκτήσω τον μισθόν σου, πάτερ όσιε, ταίς προσευχαίς αδιαλείπτως εγκαρτερήσας, τους πτωχούς αγα πήσας και τούτοις επαρκέσας. Αλλα πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών. Μεγαλυνάριο Ελεημοσύνης ο ποταμός, ο της ευσπλαγχνίας, διανέμων επιρροάς και καταπιαίνων απόρων τας καρδίας, ο μέγας Ιωάν νης υμνολογείσθω μοι.
Ο Άγιος ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Ο ιερός Χρυσόστομος, από τους πιο γνωστούς αγίους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354, από γονείς ευσεβείς. Πατέρας του ήταν ο αρχιστράτηγος Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του φρόντισε να τον 226
αναθρέψη με τα ιερά νάματα του Ευαγγελίου. Σπούδασε στην Αντιόχεια ρητορική και φιλοσοφία. Σε ηλικία 18 ετών βαπτίσθηκε και σπούδασε τρία χρόνια στην Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Μετά την κοίμηση της μητέρας του αποσύρθηκε στην έρημο, όπου παρέμεινε για έξι χρόνια. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ασκητικής του ζωής τα πέρασε κοντά σε ένα γέροντα ασκητή και τα δύο επόμενα έμεινε μόνος του σε μια σπηλιά. Ο βιογράφος του, ο Ελενοπόλεως Παλλάδιος, γράφει: “Τον περισσότερο καιρό τον πέρασε χωρίς ύπνο, μαθαίνοντας την Αγία Γραφή. Δεν ξάπλωσε να κοιμηθή κατά το διάστημα των δύο ετών, ούτε νύκτα, ούτε ημέρα”. Ο κλονισμός της υγείας του από την υπερβολική άσκηση τον αναγκάζει να επανέλθη στην Αντιόχεια, όπου το 381, χειροτονείται Διάκονος και Πρεσβύτερος. Ως Πρεσβύτερος υπηρέτησε στην Αντιόχεια μέχρι το 397, έτος κατά το οποίο εκλέχθηκε και χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Από το “μετερίζι” αυτό διεξήγαγε μεγάλους αγώνες εναντίον των ειδωλολατρών, αλλά και των αιρετικών, που διασπούσαν την ενότητα της Εκκλησίας. Οργάνωσε την φιλανθρωπία καθώς και την ιεραποστολή στην Γοτθία, την Σκυθία, την Περσία και την Φοινίκη. Σταθερός και αταλάντευτος καθώς ήταν στην πίστη και στον αγώνα εναντίον της αμαρτίας και της κάθε είδους αδικίας, εξορίσθηκε τρεις φορές και τελικά εκοιμήθη εξόριστος στην Κουκουσό της Αρμενίας στις 14 Σεπτεμβρίου του 407. Η μνήμη του λόγω της ημέρας της εορτής του Σταυρού, που ισοδυναμεί με την Μ. Παρασκευή, μετετέθη στις 13 Νοεμβρίου, για να πανηγυρίζεται λαμπρά και χαρμόσυνα. Τα έργα του είναι διαχρονικά, γιατί είναι θεόπνευστα. Όταν τα μελετά κανείς, νομίζει ότι έχει μπροστά του έναν συγγραφέα σύγχρονο και πολύ επίκαιρο. Είναι άριστος ερμηνευτής της Αγίας Γραφής (η οποία ερμηνεύεται όχι από οιονδήποτε, αλλά από τους θεοπνεύστους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας, οι οποίοι ως κεκαθαρμένοι και “πεπληρωμένοι των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος” είναι οι αλάνθαστοι ερμηνευτές των Αγίων Γραφών). Κανένας δεν εξήγησε όπως αυτός, με τόσο πλούτο και τόση σαφήνεια τα νοήματα των θείων Γραφών, ούτε υπήρξε εφάμιλλός του στην ετοιμολογία, στην απλότητα στη ρητορία. Βαθύτατος και διεισδυτικώτατος, ψυχολόγος και καταπληκτικός κοινωνιολόγος.. Ο ιερός υμνογράφος τον χαρακτηρίζει “χρυσύλατον σάλπιγγα και θεόπνευστον όργανον, νουν ουράνιον και βυθόν της σοφίας”. Για τον χρυσορρήμονα
227
άγιον μπορεί κανείς να ομιλή ώρες πολλές ή να γράψη ολόκληρους τόμους. Στο σύντομο αυτό άρθρο θα τονίσουμε τρία μόνο σημεία, τα οποία έχουν σχέση με την εκρηκτική και μεγαλειώδη αυτή προσωπικότητα: Πρώτον, υπήρξε μεγάλος θεολόγος, αλλά και αληθινός ποιμένας. Όπως τονίζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, “εποίμαινε θεολογών και θεολογούσε ποιμαίνων”. Από πολλούς χαρακτηρίζεται κοινωνικός, επειδή ασχολήθηκε με τους ανθρώπους και τα κοινωνικά προβλήματα. Ήταν πράγματι κοινωνικός, ακριβώς επειδή ήταν νηπτικός και ασκητικός. Ήταν ο αδιαλείπτως προσευχόμενος. Οι λόγοι του και τα κηρύγματά του είχαν ζωντάνια και αμεσότητα και εύρισκαν μεγάλη απήχηση, γιατί αγαπούσε αληθινά τον λαό και ένδιαφερόταν γι’ αυτόν(Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξε κατά τους ειδικούς ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορας στο κόσμο και μάλιστα ο γλαφυρότερος. Συγκλόνιζε και συγκινούσε το λαό με τα κηρύγματά του, γι' αυτό και ονομάσθηκε Χρυσόστομος). Για την πνευματική του προκοπή, αλλά και για τις υλικές του ανάγκες, αφού ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ύπαρξη. Επεδίωκε όμως και να θεραπεύη από τα σωματικά και ψυχικά πάθη. Για παράδειγμα, ομιλώντας για την φιλαργυρία προτρέπει τους πλουσίους να μη κρατούν τα αγαθά του Θεού μόνο για τον εαυτό τους, αλλά να βοηθούν και τους πτωχούς. Δεν μένει όμως εκεί, προχωρεί βαθύτερα προσπαθώντας να θεραπεύση και τους μεν και τους δε από το φοβερό αυτό πάθος, γιατί υπάρχουν και πτωχοί που είναι φιλάργυροι, όπως και πλούσιοι που δεν είναι. Δεύτερον, Είχε ως κέντρο της ζωής του την λατρευτική ζωή και σε αυτή την προοπτική αγωνιζόταν να εντάξη το “λογικό του ποίμνιο”. Δίνει μεγάλη σημασία στην Λατρείαν γιατί πιστεύει ότι, όταν μετέχουμε της Θ. Λειτουργίας και κοινωνούμε των αχράντων Μυστηρίων, μετέχουμε στο πασχαλινό Δείπνο μαζί με τους μαθητές του Χριστού και τρώγουμε από τον ίδιο άρτο και πίνουμε από το ίδιο ποτήριο και όσων οι καρδιές, σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, καίγονται από την αγάπη του Χριστού, τον γνωρίζουν, όπως τον γνώρισαν οι μαθητές “εν τη κλάσει του άρτου”. Η θεία Λειτουργία που συνέγραψε είναι η πιο γνωστή αφού τελείται σχεδόν όλο τον χρόνο. Βέβαια, στο πέρασμα των αιώνων υπέστη κάποιες αλλαγές στην μορμή και κάποιες προσθήκες, όμως οι ευχές είναι οι ίδιες, όπως τις απήγγελλε ο ίδιος ως Αρχιεπίσκοπος Κωσταντινουπόλεως. Φρόντισε να επανδρώση τα ιερά Θυσιαστήρια με αξίους Ιερείς, 228
οι δε λόγοι του “περί Ιερωσύνης” είναι ανεπανάληπτοι και αξίζει να μελετηθούν από όλους τους πιστούς, Κληρικούς Λαϊκούς. Τρίτον, αυτό που τον απασχολεί και τον συνέχει κυριολεκτικά είναι η πνευματική προκοπή του ποιμνίου του, καθώς και η δόξα του Τριαδικού Θεού και της Αγίας Του Εκκλησίας. Δόξα για τον εαυτό δεν λαμβάνει, γιατί δεν τον θεωρεί άξιο τιμής. Άλλωστε το θεωρεί αποστασία και αμαρτία. Και δεν μπορούσε να γίνη διαφορετικά, αφού ήταν στο έπακρο ταπεινός και με την συμπεριφορά του διδάσκει και υποδεικνύει σε όλους μας το ύψος της ταπεινοφροσύνης.
Ήταν δραστήριος, κοινωνικός, εργατικός, ευφυής, μνήμονος, θαρρετός και δίκαιος. Είχε μέσο ανάστημα, αραιές τρίχες, βαθουλωμένο πρόσωπο, πλατύ μέτωπο. Δεν ήταν τόσο ωραίος. Είχε όμως μια χρυσή γλώσσα και καρδιά, αληθινά Χρυσόστομος και χρυσόκαρδος. Λέγουν, αυτοί που ξέρουν, ποτέ δεν βλαστήμησε, δεν είπε ψέματα, δεν κακολόγησε, δεν χλεύασε κανένα. Φιλάρετος, φιλάδελφος και φιλόθεος. Αυστηρός στον εαυτό του κι επιεικής στους άλλους. Κατάφερε να προσηλώνει τη διάνοιά του από νέος μόνο εκεί που ήθελε. Μόνο στο αγαθό. Όταν αργότερα στις ομιλίες του ύψωνε τη φωνή του δεν ήταν από θυμό και γιατί έχανε τον έλεγχο του, αλλά ήθελε να προκαλέσει την προσοχή και τη διόρθωση. Ήταν πάντως κάπως νευρικός ως χαρακτήρας. Ανοικτός τύπος, με ωραία οράματα, προγράμματα και σχέδια. 229
Οργάνωνε τη φιλανθρωπία, ασχολούνταν με τον καθένα προσωπικά και με τόλμη υποστήριζε άφοβα τους αδικημένους. Εκεί όμως που αναδείχθηκε άριστος ποιμένας και διδάσκαλος ήταν ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως. Απτόητος στιγμάτισε την αδικία, την υπερπολυτέλεια και την υποκρισία. Δίνοντας το καλό παράδειγμα εκποίησε τον πλούτο της αρχιεπισκοπής, για την ανέγερση πτωχοκομείων, νοσοκομείων και ξενώνων. Στάθηκε αυστηρός στους απρόσεκτους κληρικούς. Ένας όσιος ελέγχει τους ανόσιους κι όταν ακόμη σιωπά. Δεν άργησε να έλθει ο φθόνος και η εχθρότητα κατά τού αγίου αρχιεπισκόπου. Συνεργάσθηκε η κακία με τη ζήλεια και τη συκοφαντία και τον εξόρισαν μακριά. Ο λαός πήγε να ξεσηκωθεί. Ο Χρυσόστομος δεν τον άφησε. Υπέμεινε την αδικία με αταραξία και σιωπή. Ασυμβίβαστος με την έπαρση της εξουσίας ακολούθησε τον δρόμο της πικρής εξορίας. Σώζονται υπέροχες επιστολές του προς τους πιστούς μαθητές του από τον τόπο της εξορίας και ιδιαίτερη προς την εξαίρετη διακόνισσα Ολυμπιάδα. Εξέπνευσε περίπου πενήντα ετών στα παγωμένα μάρμαρα μιας εκκλησίας στα Κόμανα τού Πόντου λέγοντας: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!» στις 14.9.407. Λόγω της εορτής του Τιμίου Σταυρού η εορτή του μετατέθηκε τη 13η Νοεμβρίου. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε μετά από τριάντα χρόνια στις 27 Ιανουαρίου το 438 όταν ήταν πατριάρχης ο μαθητής του Πρόκλος και αυτοκράτορας ο Θεοδόσιος Β'. Πλήθος κόσμου υποδέχθηκαν το άγιο λείψανό του και το τοποθέτησαν στο πατριαρχικό θρόνο. Επίσης συνεορτάζεται στις 30 Ιανουαρίου, των τριών Ιεραρχών
Ο ΆΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΓΓΑΗΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ
230
(1896 - 1966)
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου το 1896 στο χωριό Αντάμοβκα της επαρχίας Χαρκώβ της Νότιας Ρωσίας. Ήταν απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας Μαξίμοβιτς που ένα μέλος αυτής της οικογένειας ανακηρύχτηκε Άγιος του 1916 και είναι ο ιεράρχης Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ που το λείψανό του παραμένει άφθαρτο μέχρι σήμερα στο Τομπόλσκ. Ο Άγιος αυτός Ιεράρχης Ιωάννης εκοιμήθη στις αρχές του 18ου αιώνος αλλά μεταλαμπάδευσε την χάρη του στον μακρινό του ανηψιό, το Μιχαήλ (γιατί αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Ιωάννη και όταν έγινε αργότερα μοναχός πήρε το όνομά του θείου του. Ο πατέρας του, ο Μπόρις ήταν στρατάχης των ευγενών σε μία επαρχία του Χαρκώβ και ο θείος του ήταν πρύτανις Πανεπιστημίου Κιέβου. Η σχέση του με τους γονείς του ήταν πάντα άριστη. Κατά την παιδική του ηλικία ο Μιχαήλ ήταν φιλάσθενος και έτρωγε λίγο. Ήταν ήσυχο παιδί και πολύ ευγενικός και είχε βαθειά θρησκευτικότητα. Όταν έπαιζε, έντυνε τα στρατιωτάκια του μοναχούς, μάζευε εικόνες, θρησκευτικά βιβλία και του άρεσε να διαβάζει βίους Αγίων. Τα βράδια στεκόταν όρθιος για πολλή ώρα προσευχόμενος. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια του ήταν αυτός που γνώριζε τόσο καλά τους βίους των Αγίων και έγινε και ο πρώτος δάσκαλος τους στην πίστη. Ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων. Τόσο πολύ εντυπωσίασε την παιδαγωγό του που ήταν Γαλλίδα και καθολική που επηρεάστηκε από την χριστιανική ζωή του μικρού Μιχαήλ και βαπτίστηκε Ορθόδοξος. Είχαν μια εξοχική κατοικία κοντά σ' ένα Μοναστήρι που το επισκεφτόταν τακτικά ο μικρός Μιχαήλ. Σε ηλικία 11 ετών οι γονείς του Μπόρις και Γλαφύρα τον έστειλαν στην Στρατιωτική σχολή της Πολτάβα που συνέχισε να ζει με ριζωμένη βαθειά την πίστη του γιατί όταν τα παιδιά λείπουν για αρκετό καιρό από το σπίτι τους επηρεάζονται εύκολα οι νέες τους ψυχές. Αυτός όμως έμεινε σταθερός στην πίστη του. Εκεί συνάντησε και τον Επίσκοπο της Πολτάβα τον Θεοφάνη που ήταν ένας πολύ αγαπητός Ιεράρχης που επηρέασε τον Μιχαήλ. Σε μια στρατιωτική παρέλαση ενώ περνούσαν από τον Καθεδρικό Ναό ο μικρός Μιχαήλ (ήταν τότε 13 ετών) έκανε τον σταυρό του, οι συμμαθητές του γελούσαν και τον κορόιδευαν, τιμωρήθηκε από τις αρχές για την πράξη του αυτή, όμως ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος που ήταν προστάτης της Σχολής είπε να μην 231
τιμωρηθεί ο δόκιμος Μιχαήλ γιατί με την πράξη του αυτή δηλώνει βαθειά και υγιή θρησκευτικά αισθήματα. Το 1914 τελείωσε την Στρατιωτική σχολή και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Κιέβου αλλά οι γονείς του επέμεναν να πάει στην Νομική σχολή και ο Μιχαήλ κάνει υπακοή στους γονείς του. Και όπως παρατηρούσαν οι συμμαθητές του αυτός περισσότερο διάβαζε τους βίους των Αγίων από τα μαθήματα του, ωστόσο όμως ήταν καλός μαθητής. Τα χρόνια πέρασαν και τελείωσε τις σπουδές του. Τότε άρχισε ένα αντιχριστιανικό ρεύμα ν' απλώνεται στην Ρωσία, όμως ο Μιχαήλ είχε βαθειά μέσα του την πίστη και ήταν τολμηρός. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Χάρκων συζητούσε να ξεκρεμάσουν την ασημένια καμπάνα του Ι. Ναού και να την λιώσουν. Όλοι συμφώνησαν, άλλοι φοβόντουσαν ν' αντιδράσουν και ετοιμάζονταν να το κάνουν αυτό, όμως ο Άγιος διαφώνησε μαζί με λίγους και άρχισαν οι συλλήψεις. Οι γονείς του είπαν να φύγει να κρυφτεί, όμως ο Μιχαήλ τους είπε: «Δεν υπάρχει τόπος που μπορεί κανείς να κρυφτεί από το θέλημα του Θεού και ότι χωρίς το θέλημα του Θεού δεν γίνεται τίποτα, δεν πέφτει ούτε μία τρίχα από το κεφάλι μας». Έτσι φυλακίστηκε και μετά από 1 μήνα τον άφησαν ελεύθερο, ξανά συλλαμβάνεται και αφού διαπίστωσαν ότι δεν τον ενδιέφερε εάν θα ήταν ελεύθερος ή φυλακισμένος, τον έβγαλαν από την φυλακή. Ο Μιχαήλ ζούσε σε άλλο κόσμο και ποθούσε τον Θεό. Το 1921 φεύγει όλη η οικογένεια του (αφού ξέσπασε στη Ρωσία εμφύλιος πόλεμος) και πάνε στην Γιουγκοσλαβία όπου σπούδασε στο Βελιγράδι στην Θεολογική σχολή και για να μπορεί να τα βγάζει πέρα πουλούσε εφημερίδες. Το 1924 χειροτονήθηκε αναγνώστης στην Ρωσική Εκκλησία του Βελιγραδίου από τον Επίσκοπο Αντώνιο και το 1926 χειροτονήθηκε διάκος και εκάρη μοναχός με τ' όνομα Ιωάννης στο Μοναστήρι του Μίλκοβ. Αργότερα μέχρι το 1934 διορίστηκε στην Ιερατική σχολή στην πόλη Βιτώλ της Σερβίας και τελούσε λειτουργίες και στα Ελληνικά για τους Έλληνες της περιοχής που τον αγαπούσαν πολύ. Εκεί στην Ιερατική σχολή φρόντιζε πολύ για τους μαθητές του, πήγαινε στα δωμάτια τους τα βράδια και τους σκέπαζε, τους σταύρωνε και έφευγε. Αυτός δεν κοιμόταν καθόλου σε κρεβάτι και τις λίγες ώρες που ξεκουραζόταν τα βράδια κοιμόταν σε καθιστή στάση ή γονατιστός στο πάτωμα μπροστά στα εικονίσματα. Όταν έφευγαν οι μαθητές για διακοπές στα σπίτια τους
232
μιλούσαν με θαυμασμό για τον καθηγητή τους τον Βλαντίκα Ιωάννη που πάντα προσευχόταν, που ποτέ δεν είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι, που νήστευε αυστηρά και λειτουργούσε και κοινωνούσε καθημερινά. Το 1934 αποφασίζουν να τον εκλέξουν Επίσκοπο, ο Άγιος αρνείται και τους λέει ότι έχει πρόβλημα στην ομιλία του, αυτοί του λένε ότι και ο Μωυσής είχε πρόβλημα και τον εκλέγουν και τον χειροτονούν Επίσκοπο για την Σαγγάη. Φτάνει στις 21 Νοεμβρίου το 1934 στην Σαγγάη και βρίσκει μια μισοκτισμένη Εκκλησία και με κάποια προβλήματα στους κατοίκους εκεί που προσπάθησε να τους βοηθήσει ώστε να ‘ρθει η ειρήνη, οργάνωσε ορφανοτροφείο και το αφιερώνει στον Άγιο Τύχωνα του Ζαντόσκο που αγαπούσε τα παιδιά. Μάζευε άρρωστα φτωχά και πεινασμένα παιδιά από τους δρόμους και τα στενά της Σαγγάης και ξεκίνησε με 8 παιδιά και στο τέλος έφτασε τα 3.500 παιδιά. Όταν ήρθαν και εκείνοι οι κομουνιστές πήρε τα παιδιά και τα μετέφερε στις Φιλιππίνες και μετά στην Αμερική. Έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ. Κατά την διάρκεια της πρώτης και της τελευταίας εβδομάδας της Μ. Σαρακοστής δεν έτρωγε απολύτως τίποτα και την υπόλοιπη νηστεία όπως και στην νηστεία των Χριστουγέννων έτρωγε μόνο πρόσφορο. Τις νύχτες προσευχόταν πολύ και όταν αισθανόταν εξάντληση, όπως ήταν γονατιστός, έβαζε το κεφάλι του στο πάτωμα και κοιμόταν λίγο μέχρι να πάει το πρωί στην Θεία Λειτουργία και άρρωστος να ήταν θα λειτουργούσε. Δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ασκητής αλλά ο Θεός του είχε δώσει και το προορατικό χάρισμα και οι προσευχές του έφερναν την θεραπεία. Καθημερινά επισκεπτόταν τους ασθενείς του, τους εξομολογούσε και τους κοινωνούσε. Σε σοβαρά ασθενείς σκεκόταν ώρες δίπλα τους προσευχόμενος και γονατιστός και γινόταν πολλές φορές το θαύμα. Όταν ήρθαν στην Κίνα οι κομμουνιστές έφυγαν οι Ρώσοι για την Αμερική και φεύγει και ο Άγιος το 1951 στην Αμερική μεταφέροντας το ποίμνιο του. Οι Επίσκοποι της Συνόδου αποφασίζουν και τον στέλνουν στην Επισκοπή του Παρισιού και των Βρυξελλών. Έτσι ο Άγιος τελούσε θείες λειτουργίες στα Γαλλικά, στα Ολλανδικά, όπως τελούσε πρώτα στα Ελληνικά, στα Κινέζικα και στα Αγγλικά. Δεν επέτρεπε στις γυναίκες που είχαν κραγιόν να ασπαστούν τις εικόνες και τον Τίμιο Σταυρό. Μια πνευματική του κόρη η Ζηναίδα Ζουλιέμ, που τον υπηρέτησε στην Γαλλία μας αναφέρει μερικά περιστατικά από την προορατικότητα του Αγίου.
233
Γνώρισα λέει για πρώτη φορά τον Άγιο πηγαίνοντας στο σπίτι του στις Βερσαλλίες, ένα κελλί που ήταν ένα μικρό δωμάτιο με μικρά κουτιά με γράμματα μέσα, ένα τραπέζι, ένα καναπέ και μια σακούλα με ξερά πρόσφορα. Φορούσε πέδιλα ή παντόφλες και πολλές φορές ήταν και ξυπόλητος γιατί τα έδινε στους φτωχούς. Κάλτσες δεν φορούσε, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Του ζήτησε να πάει να εργαστεί σε κάποια περιοχή και ήρθε να της δώσει ευλογία, όμως ο Άγιος της είπε να πάει σε κάποια άλλη περιοχή να εργαστεί και όπως πράγματι έτσι και έγινε λες και το πρωτογνώριζε. Τον γνώρισε το 1958 και ο πατέρας της πείθανε τον 1957, πριν πεθάνει της είπε: «απόψε μ' επισκέφθηκε ένας μοναχός κοντός με μαύρα» και αναρωτιόταν, ποιος να ήταν τότε δεν ήξερε τον Άγιο Ιωάννη. Όταν τον γνώρισα λοιπόν λέει η Ζηναίδα, μια μέρα ενώ ήμουνα στο σπίτι του σκεφτόμουν, κρίμα, εάν τον είχα γνωρίσει τότε που ήταν άρρωστος ο πατέρας μου θα προσευχόμουν και θα γινόταν καλά τότε ο Άγιος στράφηκε και της λέει: ξέρεις, επισκέφτηκα τον πατέρα στου όταν ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο και άνοιξε τον μικρό του κατάλογο και βρήκε στην σελίδα τ' όνομα του πατέρα μου «Βασίλειος Ζουλιέμ». Πως είναι δυνατόν να γνώριζε τις σκέψεις μου εάν δεν ήταν προορατικός, άρα δεν ήταν θέλημα Θεού να ζήσει ο πατέρας μου. Πολλές φορές ήθελα να τον ρωτήσω πολλά αλλά ήταν απασχολημένος και το βράδυ που θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον ρωτήσω εγώ τα είχα ξεχάσει και εκείνος ενώ έτρωγε την σούπα του σιγοψιθύριζε και άκουγα όλα όσα ήθελα να μάθω από τις ερωτήσεις που σκεφτόμουν να του κάνω και ο Άγιος σαν να τις γνώριζε και μου τις απαντούσε. Όταν αργότερα θα έφευγε για το Σαν Φρανσίσκο στεναχωριόμουν πολύ και ενώ μας μιλούσε στην Εκκλησία εγώ έκλαιγα και τότε γυρίζει και μου λέει: «οι άνθρωποι που έχουν τους ίδιους στόχους και αγωνίζονται για την κατάκτηση του ιδίου πράγματος έχουν ενότητα ψυχής και δεν αισθάνονται την απόσταση του χωρισμού, η απόσταση δεν μπορεί να γίνει εμπόδιο στην πνευματική ενότητα των ανθρώπων σε μία ψυχή». Και αμέσως ηρέμησα. Όταν προσευχόταν στην Αγία Τράπεζα το Άκτιστο Φως τον έλουζε και δεν πατούσε στην γη. Πάντοτε ράντιζε με αγιασμό τον Ναό και το γραμματοκιβώτιο που έριχνε τα γράμματα του μόνος του αφού τα σταύρωνε πήγαινε ξυπόλητος στο χιόνι και στην βροχή και τα έριχνε. Όταν έφυγε στην Αμερική άλλαξαν το γραμματοκιβώτιο με άλλο
234
καινούργιο, εγώ στεναχωρέθηκα και όταν αργότερα ήρθε πάλι για λίγο στην Γαλλία ο Άγιος τον είδα να παίρνει τον αγιασμό και να πηγαίνει να ραντίσει το νέο γραμματοκιβώτιο χωρίς εγώ να του έχω πει τίποτα. Μια μέρα περνώντας από τον Ναό άκουσε κλάματα, προχώρησε μέχρι το ιερό κοιτώντας μέσα είδε τον Άγιο να είναι γονατιστός πίσω από την Αγία Τράπεζα και να κλαίει γοερά για τα προβλήματα των άλλων, Δεν άντεχε η ψυχή της να τον ακούει που έκλαιγε και έφυγε αθόρυβα από τον Ναό. Πριν φύγει για την Αμερική της είχε πει: όταν εσύ Ζηναίδα είσαι άρρωστη ή κάποιος άλλος να με ειδοποιείτε να έρθω και πράγματι μόλις διάβαζαν την Παράκληση θεραπευόταν. Το 1962 στις 21 Νοεμβρίου τον στέλνουν στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπο στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς. Γύρω στο λαιμό του είχε δέσει μια δερμάτινη θήκη με την εικόνα της Παναγίας μέσα, που είχε φέρει από την Ρωσία. Όταν πήγαινε στους ασθενείς διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και γινόταν το θαύμα. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τα κοιτούσε με το στοργικό του βλέμμα, όλοι δεν ξεχνούσαν το ζεστό του βλέμμα, όταν σε κοίταζε ήξερες ότι εκείνη την στιγμή ήσουν το πιο αγαπημένο πρόσωπο στον κόσμο. Συνήθιζε να περπατά ξυπόλητος ακόμα και στο πιο άγριο τσιμέντο στο πάρκο στις Βερσαλίες, έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ και μόνο όταν κάποιος φρόντιζε γι' αυτό, αλλιώς το παρέλειπε και αυτό. Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία και το Άγιο Δισκάριο ήταν πάντοτε γεμάτο γιατί μνημόνευε πλήθος ονομάτων από κάθε τσέπη του έβγαζε χαρτάκια με ονόματα και κάθε μέρα προστίθενται και άλλα ονόματα από τα γράμματα που του έστελναν και του ζητούσαν να κάνει προσευχή. Στην Μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων ξαναδιάβαζε πάλι τα ονόματα που εντωμεταξύ του είχαν δώσει και άλλα και αργούσε πολύ. Μετά την θεία Λειτουργία παρέμενε για ώρες στην Εκκλησία. Με περισσή φροντίδα καθάριζε το Άγιο Δισκοπότηρο και το Άγιο Δισκάριο, την Αγία Τράπεζα και την Αγία Πρόθεση. Παράλληλα έτρωγε λίγο πρόσφορο και έπινε άφθονο ζεστό νερό. Τα γράμματα που λάβαινε τα διάβαζε το απόγευμα μετά τη θεία λειτουργία αφού έβαζε ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης και τα άνοιγε μην τυχόν και υπάρχει σε κάποιο γράμμα επείγουσα ανάγκη. Πολλές φορές έλεγε το περιεχόμενο των γραμμάτων πριν ακόμα τα διαβάσει, είχε το χάρισμα της προορατικότητας. Πολλές φορές εκεί στην Σαγγάη που ήτα
235
γύριζε έξω τι νύχτες και έδινε ψωμί και χρήματα στους αστέγους και ζητιάνους, ακόμη και σε μεθυσμένους. Το Σάββατο στις 2 Ιουλίου το 1966 ο Άγιος έφυγε από αυτή την ζωή. Είχε πάει στο Σιάτλ μαζί με την θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Κούρση. Μόλις τελείωσε την Θεία Λειτουργία και αφού πέρασε 3 ώρες προσευχόμενος μέσα στο ιερό πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί, κάθισε στην πολυθρόνα του και στις 4 παρά δέκα το απόγευμα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο ήρεμα χωρίς πόνο. Ακούστηκες ένας θόρυβος και όταν μπήκαν μέσα τον βρήκαν κάτω πεσμένο από την πολυθρόνα του και όπως λένε προγνώριζε την ημέρα του θανάτου του εκ των προτέρων και ήξερε ότι ο θάνατος του πλησιάζει και είχε προετοιμαστεί όπως οι μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό και εκείνη την ημέρα του θανάτου του έστειλε ένα γράμμα στέλνοντας για τελευταία φορά την ευλογία του στις μοναχές της Λέσνα στην Γαλλία που τόσο πολύ τον είχαν βοηθήσει και εξυπηρετήσει. Σχεδόν 24 ώρες αργότερα το σώμα του έφθασε στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο που ο ίδιος είχε ολοκληρώσει. Τον προϋπάντησαν οι κληρικοί, έγινε ολονύχτια αγρυπνία που κράτησε 4 ώρες, όλη την νύχτα διάβαζαν το ψαλτήρι και όλοι αγρυπνούσαν για τελευταία φορά μαζί του. Ο κόσμος ερχόταν για να προσκυνήσει και να χαιρετήσει για τελευταία φορά τον Δεσπότη τους. Όλοι οι Ιεράρχες που τον γνώριζαν μιλούσαν για την ασκητική του ζωή. Μια ζωή όλο αγώνα πνευματικό που δεν είχε ξαπλώσει για 40 χρόνια σε κρεβάτια από τότε που έγινε μοναχός, που κοιμόταν μόνο μία ή δύο ώρες το βράδυ είτε όρθιος, είτε γονατιστός και σκυφτός στο πάτωμα, πολλές φορές κοιμόταν για λίγο απαντούσε κανονικά στο τηλέφωνο, όπως μαρτυρεί κάποιος που έτυχε να' ναι μπροστά του στο δωμάτιο του, ενώ μιλούσε του έπεσε το ακουστικό λίγο πάνω στα γόνατα και κοιμισμένος, όπως ήταν, απαντούσε σαν ν' άκουγε τον συνομιλητή του. Όλοι ένοιωσαν ότι είχαν μείνει ορφανοί γιατί ο Άγιος έδειχνε κατανόηση στον καθένα τους και πολλή αγάπη. Τον κήδεψαν στις 7 Ιουλίου το απόγευμα. Το σώμα του τόσες μέρες δεν είχε κανένα σημάδι αποσύνθεσης και όλοι ακουμπούσαν επάνω του σταυρούς λουλούδια και νήπια για να πάρουν την ευλογία και μερικοί Ιεράρχες τα εγκόλπιά τους. Ο Ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, «στην Χαρά όλων των θλιβομένων». Εδώ υπηρέτησε τον Θεό και τους 236
ανθρώπους και εδώ αναπαύεται ο Άγιος. Μετά το τελευταίο ασπασμό έγινε 3 φορές η λιτάνευση του Ιερού λειψάνου του γύρω από τον Ναό. Το φέρετρο το βάσταζαν ορφανά που ο Άγιος είχε σώσει και μεγαλώσει στην Σαγγάη. Ένας Ιεράρχης παρομοίασε την λιτάνευση του Αγίου με την λιτάνευση του Επιταφίου του Χριστού την Μεγ. Παρασκευή. Ετάφη σ' ένα μικρό υπόγειο παρεκκλήσιο κάτω από το Ιερό. Όλοι έφερναν στην μνήμη τους τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ που τους είχε υποσχεθεί ότι και μετά την κοίμηση του θ' άκουγε τις προσευχές τους και τις θλίψεις τους όπως συμβαίνει σ' έναν ζωντανό άνθρωπο. Έτσι πήγαιναν τακτικά στον τάφο τους. Το φθινόπωρο του 1993 η Σύνοδος των Επισκόπων της Αμερικής με υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο του Σαν Φρανσίσκο, αφού έγινε μία παννυχίδα στον τάφο του Αγίου, αποφάσισαν να τον ανοίξουν. Μόλις άνοιξαν την λάρνακα, είχε σκουριάσει λίγο το φέρετρο γιατί ήταν μεταλλικό, άνοιξαν με φόβο Θεού και προσευχή το φέρετρο. Το πρόσωπο του Αγίου ήταν σκεπασμένο με τον αέρα (κάποιο πανί) και η ματιά τους έπεσε στ' άφθαρτα χέρια του Αγίου. Ξεσκέπασαν και το πρόσωπο του και αποκαλύφθηκε και το άφθαρτο πρόσωπο του. Μια υπερκόσμια πνευματική γαλήνη, μια ευλαβική σιωπή απλώθηκε παντού. Βίωναν όλοι στιγμές θείας Χάριτος μπροστά στον Άγιο του Θεού. Αποφασίστηκε και την επόμενη χρονιά το 1994 στις 2 Ιουλίου να γίνει η ανακήρυξη του Αγίου επίσημα πλέον. Ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε και μας έστειλε ένα μεγάλο Άγιο να πρεσβεύει για εμάς δίπλα στον Θρόνο του Θεού στα χρόνια αυτά της γενικής αποστασίας μας από τον Θεό. Ο Καθεδρικός Ναός με τους χρυσούς τρούλους και που είναι αφιερωμένος στην Παναγία, στην χαρά των θλιβομένων, βρίσκεται στη λεωφόρο Γκίρι μεταξύ 26ης και 27ης λεωφόρου και είναι το κτίριο που δεσπόζει στην βορειοδυτική πλευρά του Σαν Φρανσίσκο. Ο Ναός είναι ορατός από πολλά σημεία της πόλης, ή έρχεσαι από τη θάλασσα ή από την γέφυρα Χρυσή πύλη. Το κουβούκλιο του τάφου βρίσκεται δύο πατώματα κάτω από το Ιερό. Κατεβαίνει σ' ένα υπόγειο παρεκκλήσιο με χαμηλό αγιογραφημένο ταβάνι με τον Παντοκράτορα και με αγιογραφίες στους τοίχους και γυαλιστερό μαρμάρινο δάπεδο. Εδώ έρχονται καθημερινά, μετά την κοίμηση του οι πιστοί και προσεύχονται στον τάφο του. Χιλιάδες πιστοί επισκέπτονται τον Άγιο, άλλοι του στέλνουν γράμματα και ζητούν την βοήθεια του και τις προεσβείες του. Ζητούν το νήμα από τα κεριά που ανάβουν στον τάφο του και λίγες σταγόνες λάδι από 237
την καντήλα που καίει εκεί. Κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου τελείται η Θεία Λειτουργία και καταφθάνουν εκεί στο παρεκκλήσιο του τάφου του πλήθους κόσμου. Στο κέντρο βρίσκεται η λάρνακα που είναι σκεπασμένη με τον μανδύα του Αγίου, γύρω υπάρχουν μανουάλια με κεριά αναμμένα. Στην κεφαλή της λάρνακας βρίσκεται τοποθετημένη η Επισκοπική μίτρα του Αγίου και η ποιμαντορική του ράβδος βρίσκεται στο κάτω μέρος της λάρνακας. Και εκεί βρίσκεται ένα αναλόγιο με το Ψαλτήρι που το διαβάζουν οι πιστοί όταν πηγαίνουν στο Άγιο και μετά του λένε τα προβλήματα τους. Σ' ένα άλλο αναλόγιο δίπλα είναι η εικόνα των Εισοδίων της Παναγίας που την αφιέρωσε μια οικογένεια από την Κίνα στον Άγιο ως ευγνωμοσύνη που τους είχε βοηθήσει και έδωσε ένα ιερό όρκο η κυρία αυτή μαζί με την μητέρα της να δωρίσουν την εικόνα τους αυτή, το κειμήλιο τους στον Άγιο Ιωάννη στον τάφο του. Αυτή η εικόνα είχε έναν ιδιαίτερο νόημα για τον Άγιο, χωρίς αυτοί να το ξέρουν, γιατί στην ζωή μας τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία. Αυτή την γιορτή των Εισοδίων της Παναγίας μας ο Άγιος την αγαπούσε πολύ, η κουρά του έγινε σε Μοναστήρι της Γιουγκοσλαβίας που ήταν αφιερωμένο στην εορτή των Εισοδίων. Επίσης την ημέρα των Εισοδίων πήγε ως Επίσκοπος στην Σαγγάη στον Ναό της Παναγίας μας που ονομαζόταν; «η αμαρτωλών Σωτηρία» και πάλι την ημέρα των Εισοδίων έρχεται στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπος. Όταν παντρεύτηκε η κυρία αυτή πήγε στην Αμερική στον Σαν Φρανσίσκο και απέχτησαν έναν αγόρι των Ιωάννη. Όταν αργότερα κατατάχτηκε στο στρατό και θα τον έστελναν στον πόλεμο στο Βιετνάμ, το αγόρι που ευλαβείτο πολύ τον Άγιο Ιωάννη πήγε στον τάφο του και του άφησε μια φωτογραφία που είχε του Αγίου πάνω στην Επισκοπική του μήτρα, που βρίσκεται πάνω στην Λάρνακα και μετά από λίγες μέρες την πήρε ως ευλογία, την έβαλε στην τσέπη της στολής του στο μέρος της καρδιάς και πήγε στον πόλεμο. Και από ότι έγραφε στην μάνα του ο αξιωματικός γιος της ο Άγιος τον προστάτεψε και καμία σφαίρα δεν τον χτύπησε. Κάποτε το απόσπασμα του αιχμαλωτίστηκε και αυτός γλύτωσε, μία βόμβα έπεσε δίπλα τους, άλλοι τραυματιστήκαν σοβαρά και αυτός έμεινε αβλαβής. Η καντήλα πάνω από τη Λάρνακα του Αγίου καίει συνεχώς. Έρχονται εδώ όλοι με μια παιδική πίστη να μιλήσουν στον Άγιο, να παραπονεθούν για τις θλίψεις τους και ο Άγιος τους ακούει και τους βοηθάει. Ο Άγιος θέλει να προσευχόμαστε και να μην
238
ξεχνάμε να μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους από ένα περιστατικό που φανερώθηκε στον ύπνο κάποιου ανθρώπου και του είπε: «να προσεύχεσαι για τους κεκοιμημένους». Επίσης και σ' ένα διάκο φανερώθηκε και του είπε ότι: «είμαι πολύ ευτυχής που προσεύχεσαι για τους αρρώστους, πάντα να προσεύχεσαι και να επισκέφτεσαι τους αρρώστους». Σε κάποια γυναίκα που τον είδε στον ύπνο της, της είπε: «πείτε στον κόσμο παρόλο που έχω πεθάνει είμαι ακόμα ζωντανός» μία νοσοκόμα διηγείται ότι ένα βράδυ ένας σοβαρά άρρωστος ζητούσε τον Άγιο να πάει εκεί ένοιωθε ότι θα πέθαινε, είχε όμως ξεσπάσει μια καταιγίδα και με τον αέρα που φυσούσε κόπηκε το ρεύμα, δεν λειτουργούσαν και τα τηλέφωνα και η νοσοκόμα του είπε ότι τώρα δεν μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε το πρωί θα πάει κάποιος στον Επίσκοπο. Σε μισή ώρα ακούστηκαν κτύποι στην είσοδο του Νοσοκομείου και όταν ρώτησε ο μισοκοιμισμένος φύλακας, ποιος είναι; - Ανοίξτε την πύλη, είμαι ο Επίσκοπος Ιωάννης, με κάλεσαν και με περιμένουν. Άνοιξε ο φύλακας και ο Άγιος διέσχισε γρήγορα τον διάδρομο και ρώτησε την νοσοκόμα: «ποιος είναι ο άρρωστος που με περιμένει, πήγαινε με σε αυτόν». Πως ο Άγιος διάβασε την σκέψη του αρρώστου και πήγε μέσα στην καταιγίδα στο νοσοκομείο δίπλα του; ήταν προορατικός και τα αψηφούσε όλα για τους ασθενείς του. Επειδή ταξίδευε συχνά αεροπορικώς και η σωρός του πάλι αεροπορικώς ήρθε από το Σιάτλ στο Σαν Φρανσίσκο, θεωρείται προστάτης των ταξιδευόντων αεροπορικώς, αλλά επειδή γλύτωσε κάποιος από τροχαίο θεωρείται και προστάτης των ταξιδιωτών. Μια δασκάλα φωνητικής, η Άννα, είχε βοηθήσει τον Άγιο στην Σαγγάη που ήταν. Του μάθαινε να προφέρει σωστά τα φωνήεντα, γιατί είχε πρόβλημα με το κάτω σιαγόνι του και δεν μπορούσε να προφέρει τις λέξεις. Από την πολλή νηστεία ήταν εξαντλημένος ο οργανισμός του και κρεμόταν πολύ το κάτω σιαγόνι του. Αυτός πάντα της έδινε σε κάθε επίσκεψη 20 δολλάρια. Μόλις άρχιζε την νηστεία, άρχιζε πάλι το ελάττωμα αυτό και τον επισκεφτόταν συχνά. Το 1945 τραυματίστηκε στον πόλεμο σοβαρά και ζητούσε να ‘ρθει στο νοσοκομείο ο Άγιος να την κοινωνήσει. Όμως είχε άσχημο καιρό με ανεμοθύελλα. Ήταν 10 με 11 την νύχτα, οι γιατροί της είπαν δεν μπορεί να γίνει αυτό, επειδή ήταν περίοδος πολέμου και το νοσοκομείο έκλεινε μετά την δύση του ηλίου. Το πρωί θα ειδοποιούσαν τον Επίσκοπο. Εγώ φώναζα: έλα Βλαντίκα, και
239
ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του θαλάμου και μπαίνει μέσα ο Άγιος μουσκεμένος από την βροχή. Τον άγγιξα γιατί νόμισα πως ήταν το πνεύμα του, εκείνος χαμογέλασε, με κοινώνησε και εγώ κοιμήθηκα. Όταν αργότερα ξύπνησα τους είπα ότι ήρθε ο Άγιος και με κοινώνησε, αυτοί όμως δεν με πίστεψαν το νοσοκομείο κλείνει μετά την δύση μου είπαν, οι πόρτες είναι κλειστές. Μία άλλη ασθενής τους είπε ότι πράγματι είχε έρθει ο Άγιος εκεί, αλλά ούτε εκείνη την πίστεψαν. Και ενώ η νοσοκόμα που δεν την πίστευε της έφτιαχνε το προσκέφαλο, βρήκε 20 δολλάρια. Ο Άγιος όταν ήρθε της άφησε και λεφτά γιατί δεν είχε τίποτα εκείνο το διάστημα. Τα χρόνια πέρασαν, όταν έφυγε ο Άγιος για το Σαν Φρανσίσκο, ήρθε και εκείνη εκεί και ήθελε να την ψάλλει και να την κηδέψει ο Άγιος. Και πράγματι το 1968 πέθανε το βράδυ της Μεταμορφώσεως από αέριο από γκάζι του σπιτιού της και μία άλλη κυρία, η Όλγα, είδε στον ύπνο της εκείνο το βράδυ τον Άγιο μέσα στον Ναό να θυμιάζει ένα φέρετρο με την Άννα μέσα και να της ψέλνει τόσο ωραία την νεκρώσιμη ακολουθία. Έτσι ο Άγιος της εκπλήρωσε την επιθυμία της. Το πρωί έμαθε η Όλγα ότι εκείνο το βράδυ πέθανε η Άννα. Της Ζηναίδας της είχε αναθέσει τα δωρεάν γεύματα για πτωχούς, έπαιρνε λεφτά από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου, ένα ποσό των 20 δολαρίων κάθε μήνα για το σκοπό αυτό. Μια μέρα της έκανε δώρο 10 γαλλικά φράγκα, εγώ λέει η Ζηναίδα, τα ξόδεψα όλα για το σκοπό αυτό και ειδικά αυτόν τον μήνα έκανα πολλά έξοδα και χρώσταγα 70 δολλάρια. Δεν ήξερα τι να κάνω, έκανα προσευχή στον Άγιο (γιατί έλειπε στην Αμερική), του ζητούσα να με βοηθήσει, κάνω αυτό που μου είπες, αλλά τώρα έχω πολλά προβλήματα, βοήθησε με. Και το πρωί ο ταχυδρόμος της έδωσε ένα γράμμα από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου. Νόμισε πως θα ήταν τα συνηθισμένα 20 δολλάρια μέσα, όταν όμως το άνοιξε βρήκε 70 δολάρια, ακριβώς όσα χρωστούσε. Πήγε λοιπόν και ξεχρέωσε, έγραψε και ένα ευχαριστήριο γράμμα και τον επόμενο μήνα ήταν πάλι τα καθιερωμένα 20 δολλάρια. Εκείνα τα λεφτά της τα είχε στείλει ο Άγιος. Πριν φύγει της ανέθεσε να φροντίζει ένα ορφανό παιδί, τον Βλαντιμίρ. Αλλά κάτι με τα δωρεάν γεύματα, κάτι με την ηλικιωμένη μητέρα της και τον θείο της έσπασαν τα νεύρα της και άρχισε να παρακαλεί τον Άγιο να τη βοηθήσει να τα βγάλει πέρα. Θα τα παρατήσω, έλεγε, δεν αντέχω άλλο. Και το βράδυ είδε στον ύπνο της τον Άγιο να έρχεται σπίτι της και να πηγαίνει σε αυτήν μόνο και να την ευλογεί. Το πρωί ο
240
ταχυδρόμος της έφερε ένα δέμα, ένα περιοδικό που είχε την μορφή του Αγίου όπως τον είχε δει στον ύπνο της και στο εξώφυλλο ένα σημείωμα: «Στην Ζηναίδα». Αμέσως πήρε χαρά και δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα της αυτό. Άλλη μια φορά την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Μια μέρα ενώ θα έβγαινε έξω, κοιτώντας από το παράθυρο τον κόσμο είχε ανάμεσα σε κάτι αυτοκίνητα κάτι σαν μια μικρή σωλήνα, την κυρίεψε η περιέργεια και άρχισε να ντύνεται για να πάει κάτω να δει να το κλωτσήσει. Τότε κτυπάει η πόρτα, ανοίγει ήταν ο Άγιος. Μπήκε μέσα, κάθισε στην πολυθρόνα 5 λεπτά και έφυγε χωρίς να της πει τίποτα. Τότε ξανακτυπά στο παράθυρο και είδε αστυνομικούς στο δρόμο να παίρνουν με πολλή προσοχή αυτό το παράξενο πράγμα. Κατέβηκε γρήγορα κάτω και έμαθε ότι ήταν βόμβα και θα ήτα νεκρή που σκεφτόταν να το κλωτσήσει εάν δεν την καθυστερούσε ο Άγιος Ιωάννης. Μια κυρία άρρωστη με πρόβλημα καρδιάς, φορούσε μια κονκάρδα με τον Άγιο Ιωάννη και μια μέρα λιποθύμησε στην Εκκλησία, τότε ο ψάλτης την σταύρωσε με την κονκάρδα, προσευχήθηκε στον Άγιο Ιωάννη να την κάνει καλά και πράγματι αμέσως συνήλθε. Μια μέρα λέει η Ζηναίδα είχε μαγειρέψει η μητέρα της ένα φαγητό, τα βαρενίκι, που το τρώνε πολύ στην Ρωσία είναι ένα είδος ζυμαρικών με τυρί και θα πήγαινε στον Επίσκοπο Ιωάννη. Τα είδε στο τραπέζι ο θείος της και τα λαχτάρησε, πήγε η Ζηναίδα στον Άγιο μετά το φαγητό μαζί με τα βερανίκι και ο Άγιος έφαγε πολύ λίγο από τα τρόφιμα που του πήγε, τα βερενίκι όμως δεν τα άγγιξε καθόλου, τον πίεζε να φάει η Ζηναίδα, όμως αυτός δεν έφαγε καθόλου λες και προγνώριζε ότι τα είχε λαχταρήσει ο θείος της. Κάποτε σκεφτόταν να πάει να του ζητήσει ευλογία να πάει σε Μοναστήρι. Το βράδυ τον είδε στον ύπνο της και δεν της έδινε ευλογία και κοιτώντας στον τοίχο της λέει: για χάρη του μείνε, και άνοιξε ο τοίχος και βγήκε ένα μωρό. Εκείνη έκλαιγε και ξύπνησε και σε λίγες μέρες γέννησε η γυναίκα του αδελφού της, αλλά αρρώστησε από φυματίωση και πάνω στον μήνα πέθανε, και ο αδελφός της της έδωσε να μεγαλώσει το μωρό. Γι΄ αυτό τότε της είχε πει ο Άγιος αυτά τα λόγια. Τον νοιώθει τόσο κοντά της τον Άγιο Ιωάννη η Ζηναίδα ακόμη και τώρα που έχει πεθάνει. Κάποτε θα πήγαινε με τον ανηψιό της, τον Φιλίπ, στην Αμερική και ο ανηψιός της τα χάλασε τα λεφτά του, θα ‘χει η θεία μου, έλεγε, και δεν τους έφταναν για τα εισιτήρια. Της είχε στείλει και λίγα χρήματα κάποιος γνωστός
241
της αρχιμανδρίτης εις μνήμη του αγαπημένου Επισκόπου Ιωάννη. Και αποφάσισαν να πάνε, αλλά τα χάλασε ο ανηψιός της τα δικά του και άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο να την βοηθήσει. Έλεγε. Εάν νομίζεις πως αυτό το ταξίδι θα ‘ναι για το καλό του Φιλίπ, βοήθησε μας. Και εκείνη την ημέρα πήρε ένα σημείωμα από το ταχυδρομείο 7.700 φράγκων στ' όνομα της, ακριβώς το ποσό που χρειάζονταν για τα εισιτήρια. Πήγε στο ταχυδρομείο και της είπαν ότι μπορεί να πάρει αμέσως σήμερα τα χρήματα και τα πήρε χωρίς να χει μαζί της ούτε καν την ταυτότητά της. Ευχαρίστησα τον Άγιο που πάντα με βοηθάει. Ήθελε να πάρει κόκκινες κρυστάλλινες καντηλόκουπες από την Αμερική (γιατί στην Γαλλία δεν έβρισκε) και όλο το ξεχνούσε εκεί που γύριζε στην Αμερική, και μόλις πήγαν στον τάφο του Αγίου, αμέσως το θυμήθηκε και πήγε μετά και αγόρασε, ο Άγιος την βοήθησε να τις θυμηθεί. Την ευλογία του Αγίου Ιωάννη να έχουμε όλοι μας. Απολυτίκιον. Ήχος πλ. Α' Τον συνάναρχον Λόγον. Ιωάννη Μαξίμοβιτς, αγγελόμορφε, ιεραρχών θεοφόρων και διδασκάλων σοφών εκλαμψάντων άρτι σάπφειρε πολύτιμε, ως Ορθόδοξων ασκητών καλλονήν και ποταμόν αστείρευτον θαυμασίων, σε ανυμνούντες ευχάς σου θερμάς προς Κύριον αιτούμεθα. Κοντάκιον Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω Τον ταπεινόν, απλούν, φιλόθεον, φιλάρετον, σεμνόν, μακρόθυμον, πραυν και ευμπάθητον, ευφημήσωμεν Ορθόδοξον ιεράρχην, Ιωάννην τον Μαξίμοβιτς, μελίσμασιν ως θαυμάτων φρέαρ όντως ακεσώδυνον, πόθω κράζοντες, Χαίροις, χάριτος σκήνωμα.
Μεγαλυνάριον. Χαίροις, ιεράρχα νεοφανές, μάκαρ Ιωάννη, ταπεινώσεως κορυφή, χαίροις, ο ανύσας ουρανοδρόμον άρτι πορείαν και θαυμάτων κρήνη γενόμενος.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν
242
Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σολιγκαλὶτς τῆς ἐπαρχίας Κοστρόμα τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του Θεόδωρος Ὀπουάσεβ φρόντισε γιὰ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ καὶ διαπαιδαγώγηση τοῦ υἱοῦ του καὶ τὸν ἔστειλε στὴ μονὴ τοῦ Γκαλίτς. Ἐκεῖ ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν στάρετς Βαρθολομαίου, Ἰωάννου καὶ Ἰγνατίου τοῦ εἰκονογράφου. Τὸ ἔτος 1433 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μούρωμα καὶ Ριαζᾶν καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδόμηση τοῦ ποιμνίου του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας Γερασίμου (1433-1435), ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς προεβλήθηκε ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς ὡς διάδοχός του. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας ὑπὸ τοπικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε ἐσπευσμένα, δὲν μετέβη ὅμως στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει τὴν Πατριαρχικὴ εὐλογία κατὰ τὸ κανονικὸ ἔθος. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διαμάχης τῶν ἡγεμόνων Βασιλείου καὶ Γεωργίου Δημητρίεβιτς, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1436, ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἡ προγενέστερη καθυστέρηση ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πελοποννήσιου Ἰσιδώρου, ὡς Μητροπολίτου Ρωσίας. Ὁ Ἰσίδωρος μετέβη στὴ Ρωσία μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωνά. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας εἶχε κάθε λόγο νὰ εἶναι δυσαρεστημένος μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκτίμησε τὸν Μητροπολίτη Ἰσίδωρο γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν πολυμάθειά του. Οἱ λόγοι τῆς ἐνέργειας αὐτῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρέπει νὰ ἦταν σχετικοὶ εἴτε πρὸς τὴν γενικότερη προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πειθαρχίας τῶν ὑπαγομένων σὲ αὐτὸ Μητροπόλεων, εἴτε γιατί ἀποσκοποῦσαν στὴν τοποθέτηση Ἕλληνα Ἱεράρχη σὲ τέτοια ἐπίκαιρη θέση, ὅπως ἦταν ἡ Μητρόπολη Ρωσίας.
243
Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Μόσχα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος ἔπεισε τὸν Ρῶσο ἡγεμόνα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας. Ὁ ἡγεμόνας πείσθηκε μὲ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἐπιτυγχανόταν καὶ ἡ αὐτοκρατορία θὰ διασῳζόταν, διατηρούμενης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας δέχθηκε, χορήγησε δὲ ἀξιόλογο χρηματικὸ ποσὸ καὶ πολυπρόσωπη ἀκολουθία. Ὁ Ἰσίδωρος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μόσχα στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1437 καὶ ἔφθασε στὴ Φερράρα στὶς 18 Αὐγούστου 1438. Ἡ Σύνοδος, ἂν καὶ οἱ Βυζαντινοὶ εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὸν μῆνα Μάρτιο, δὲν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη τὶς ἐργασίες της. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἰσιδώρου στὶς συζητήσεις δὲν ἦταν μεγάλη, ἂν καὶ ὁ ρόλος αὐτοῦ στὴν καθόλου ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός. Γενικῶς ἀκολουθοῦσε τὶς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ζυμώσεις καὶ ὑπὸ ἀπειλὴ πάντοτε τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως ἔγινε δεκτὸς στὶς 5 Ἰουλίου 1439, ὁ δὲ Ἰσίδωρος ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὴν ἕνωση. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν ἐξελίχθηκαν ὅπως ἀνέμενε ὁ Ἰσίδωρος. Ἡ κατάληξη ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἰσιδώρου ἀπὸ Σύνοδο καὶ ὁ ἐγκλεισμός του στὴ μονὴ Τσουντώφ. Στὶς 15 Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καὶ ἔφθασε στὸ Νόβγκοροντ. Ἀπὸ ἐκεῖ κατέφυγε στὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο στὴν Ρώμη. Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς ἀπεστάλη πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἔμαθε ὅτι καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθεῖ τὴν ἕνωση, διέταξε τὴν ἀποστολὴ νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς καταστάθηκε Μητροπολίτης ὑπὸ Συνόδου τὸ ἔτος 1448 καὶ ἀπέστειλε στὸν Πατριάρχη ἐπιστολή, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του. Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς ἀναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ἦταν πνευματικὸς πατέρας, θαυματουργὸς καὶ προορατικός. Ὅταν οἱ Ἀγαρηνοὶ περικύκλωσαν τὴν Μόσχα, ὁ Ἅγιος τοὺς ἀπώθησε μὲ τὴν προσευχή του. Στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του εὐχόταν νὰ βασανισθεῖ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, γιὰ νὰ λιώσει σὰν τὸ χρυσὸ στὸ χωνευτῆρι. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἐπέτρεψε τὴ δοκιμασία. Τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου γέμισαν πληγές.
244
Ἔτσι, δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1461.
ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ , ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ, ἀδελφὸς τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐγεννήθηκε λίγα χρόνια ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν , τὸ 762 μ.Χ., σὲ μία εὐγενή καὶ εὐσεβή οἰκογένεια, ποὺ εἶχε ἄλλα δύο παιδιά, τὸν Εὐθύμιο καὶ τὴ νεώτερη Θεοκτίστη . ῾Ο πατέρας τους Φωτεινὸς ἦταν ἀνώ τε ρος ἐφοριακὸς ὑπάλληλος, ἡ δὲ μητέρα τους Θεοκτίστη ἦ ταν ἀδελφὴ τοῦ Πλάτωνος, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ κατα στεῖ διά σημος ὡς θεμελιωτὴς τῆς μονῆς Συμβόλων στὴ Βιθυνία, καὶ ἀργότερα ἄλλων μοναστηριῶν, ἀλλὰ καὶ ὡς μο ναστικὸς ἡγέ της γεμάτος σοφία καὶ ἀρετή. Συμμερίσθηκε μὲ τὸν Θεόδω ρο τὶς περιπέτειές του λόγῳ τῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησια στικῶν περιστάσεων. Σταθμὸ στὴν ἱστορία τῆς οἰκογένειας ἀπετέλεσε ἡ ἐπὶ Λέοντος Δ ¢ κατάπαυση τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν εἰκονοφί λων (775 μ.Χ .). Τότε, μαζὶ μὲ πλῆθος μοναχῶν ποὺ ἐπέστρεφαν στὴν πρωτεύουσα, εὑρισκόταν καὶ ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος ἐκί νησε τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας τῆς ἀδελφῆς του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Τὸ 780 μ.Χ . διένειμαν μέ ρος τῶν ἀγα θῶν τους, ἀπελευθέρωσαν τοὺς ὑπηρέτες τους καὶ ἀποσύρθηκαν , ἡ μὲν Θεοκτίστη μὲ τὴν κόρη της σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς Πόλεως, ὁ δὲ πατέρας μὲ τὰ ἀγόρια στὸ κτῆμα ποὺ εἶχε στὸ χωρίο τῆς Βιθυνίας Σακκουδίων , ὅπου ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Πλάτωνος συστήθηκε μοναστήρι ποὺ μετατράπηκε σὲ σπουδαῖο μοναστικὸ κέντρο. Τὴν ἡγεσία του, τὸ 794 μ.Χ ., ἀνέλαβε ὁ Θεόδωρος μετὰ τὴν παραίτησι τοῦ Πλάτωνος γιὰ λό γους ὑγείας , ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν ἐπρόλαβε νὰ ἐπιφέρει τὴν κοινοβιακὴ
245
μεταρρύθμιση, διότι κατὰ τὸ χρό νο τῆς ἐμφανίσεως τοῦ λεγομένου μοιχειανοῦ ζητήματος παρουσιάσθηκε ὡς ἑ στία τῆς ἀντιστάσεως τῆς ζηλωτικῆς κινήσεως κατὰ τοῦ γά μου τοῦ νεαροῦ αὐτοκράτορος Κων σταντίνου ΣΤ΄ ¢ μὲ τὴν αὐ λικὴ Θεοδότη, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἐ ξαδέλφη τοῦ ᾿Ιωσὴφ μάλιστα. ῾Η μονὴ καταδιώχθηκε καὶ διαλύθηκε, ἐνῶ ὁ ᾿Ιωσὴφ μαζὶ μὲ τὸν Θεόδωρο ἀποστάλθηκαν στὶς φυλακὲς τῆς Θεσσαλονί κης τὸ 795 μ.Χ . Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσι τοῦ Κωνσταντίνου ἀπὸ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς μητέρας του Εἰρήνης οἱ ζη λωτές ἐπῆραν ἱκανοποίηση. ῾Ο ᾿Ιωσήφ , ἐλεύθερος πλέον, με τέβηκε μὲ τὸν ἀδελφό του στὴ μονὴ Σακκουδίωνος , ἀλλὰ λόγῳ τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν μετέφεραν τὴ δραστηριότη τά τους στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου τοὺς παραχωρήθηκε ἡ ἡμιέρημη λόγω τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων μονὴ Στουδίου , τὴν ὁποία ὡς ἡγούμενος ἀναδιοργάνωσε ὁ Θεόδωρος καὶ κατέστησε τὸ εὐρωστότερο μοναχικὸ ἵδρυμα τοῦ Βυζαντίου καὶ μέγα κέντρο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου καὶ τῆς παιδείας . Τέλη τοῦ 806 ἢ ἀρχὲς τοῦ 807 μ.Χ . ἐκλέχθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Πατριάρχου Νικηφόρου , ἀλλὰ παρέμεινε ἐκεῖ μόνο γιὰ λίγο χρόνο, διότι κατὰ τὴν ἐπανεμφάνιση τοῦ θέματος τοῦ ἱερέως ποὺ εἶχε ἱερολογήσει τὸ γάμο τοῦ Κωνσταντίνου οἱ ἀδελφοὶ ἐτάχθηκαν ἐναντίον τῆς συμβιβαστικῆς πολιτικῆς τοῦ Πατριάρχου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑποχρεώθηκαν νὰ περιορισθοῦν στὶς πριγκηποννήσους χωριστὰ (809 μ.Χ .). ῾Ο ᾿Ιωσὴφ κατὰ τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο τοῦ Μιχαὴλ Ραγκαβὲ (811 μ.Χ .) ἀφέθηκε ἐλεύθερος , συνεργάσθηκε ὁμαλῶς μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ εἶναι πιθανό, ἀλλ᾿ ὄχι βέβαιο, ὅτι ἀποκαταστάθηκε στὴν ἕδρα του, ἂν καὶ κατὰ τὸ νέο διωγμὸ ἀπὸ τὸν Λέοντα Ε ¢ (815) εὑρισκόταν στὸν ῎Ολυμπο τῆς
246
Βιθυνίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Λέοντος Ε ¢ , τὸ 820 μ.Χ ., ἀφέθηκε ἐλεύθερος , ἀλλὰ δὲν τοῦ ἐπιτράπηκε οὔτε στὴν ἕδρα του στὴ Θεσσαλονίκη νὰ ἐπιστρέψει οὔτε στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἐγκατασταθεῖ . ᾿Εκοιμήθηκε στίς 15 ᾿Ιουλίου . Τὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν ἐπὶ πατριαρχείας Μεθοδίου, τὸ 844 μ.Χ ., στὴν Κωνσταντινούπολη καί , ὅπως τὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Θεοδώρου , κατατέθηκαν στὴ μονὴ Στουδίου δίπλα στὰ τοῦ θείου του Πλάτωνος. Οἱ σωζόμενες ὁμιλίες τοῦ ᾿Ιωσήφ, ἂν καὶ λίγες, εἶναι ἐκλεκτὲς σὲ ὕφος καὶ περιεχόμενο. ῎Ερχονται πρῶτα οἱ δύο πανηγυρικοὶ στοὺς πάτρωνες τῆς μητροπολιτικῆς του ἕδρας «Εἰς ἅγιον Δημήτριον» τὸν πολιοῦχο καὶ «Εἰς ἅγιον Νέστορα» τὸ μαθητή του, ποὺ ἐκφωνήθηκαν κατὰ τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς του στὴν πόλη. ᾿Απὸ τὶς δύο ὁμιλίες του» Εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ τὴν νηστείαν», ἡ μὲν πρώτη, «Σταυροῦ ἑορτὴ πρόκειται», παραδίδεται καὶ ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὄχι βέβαια ὀρθῶς, ἡ δὲ δευτέρα, «Πάλιν ἡμῖν», παραμένει ἀνέκδοτη. Σώζεται ἰδιαίτερο Τριώδιο τῆς μονῆς τοῦ Στουδίου χαρακτηριζόμενο ὡς « ποίημα τοῦ ᾿Ιωσὴφ καὶ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου τῶν αὐταδέλφων» (Cod. Vat. gr. 786). Περιέχει διπλὰ τριώδια καὶ ἐνίοτε τετραώδια στὶς καθημερινὲς τῆς ἑβδομάδος τῆς Τυρινῆς καὶ τῆς Τεσσαρακοστῆς μέχρι τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, κατὰ τὸ παράδειγμα Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε συνθέσει ὀλιγοωδίους κανόνες στὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος. Σώζονται δὲ σ᾿ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ὅπως καὶ τοῦ Θεοδώρου, πολυάριθμα προσόμοια, πιθανῶς καὶ ἰδιόμελα, ποὺ φέρουν ἐπιγραφὴ «Ποίημα τοῦ Κυρίου ᾿Ιωσήφ» ἢ «Ποίημα ᾿Ιωσὴφ Θεσσαλονίκης». Οἱ Κανόνες του στὴν Κυριακὴ τοῦ ᾿Ασώτου καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς Τυρινῆς εἶναι πλήρεις ὀκταώδιοι. ῾Ο πλήρης ὅμως ὀκταώδιος κανὼν στὴν Παρασκευὴ τῆς Τετάρτης ῾Εβδομάδος, ποὺ φέρει τὴ συνήθη ἰαμβικὴ ἀκροστιχίδα τοῦ ᾿Ιωσὴφ ῾Υμνογράφου, στὸ τέλος της δὲ τὸ ὄνομα ᾿Ιωσήφ, ἀνήκει ἀναμφιβόλως στὸν Σικελιώτη, ἐφ᾿ ὅσον μάλιστα καὶ γι᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέρα ὑπάρχουν τὰ δύο τριώδια τῶν αὐταδέλφων. Οἱ Κανόνες τῶν δύο ἀδελφῶν στὸ Πεντηκοστάριο, οἱ ὁποῖοι εἰσήχθηκαν στὸν κώδικα τοῦ Στουδίου γιὰ τὸ Τριώδιο, ποὺ περιελάμβανε τότε καὶ τὸ Πεντηκοστάριο, δὲν ἔγιναν δεκτοὶ στὰ γενικὰ βιβλία τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ περισώθηκαν στὰ 247
βιβλία τῆς Κρυπτοφέρρης. ῎Ετσι σὲ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς Διακαινησίμου ὑπάρχουν πλήρεις ἐννεαώδιοι κανόνες διπλοί, ἀπὸ ἕνα τοῦ ᾿Ιωσὴφ καὶ τοῦ Θεοδώρου. ᾿Επὶ πλέον τοῦ ᾿Ιωσὴφ ὑπάρχουν ὀκταώδιοι κανόνες στὶς Κυριακὲς τοῦ Παραλύτου, τῆς Σαμαρείτιδος καὶ τοῦ Τυφλοῦ, τὴν Τετάρτη τῆς ΣΤ΄ ῾Εβδομάδος τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τὴν ᾿Ανάληψη. Οἱ Κανόνες τοῦ ᾿Ιωσὴφ τοῦ Στουδίτου δὲν ἔχουν γενικὴ ἀκροστιχίδα, πλὴν τῆς θ ¢ ὠδῆς, ὅπου σχηματίζεται ἁπλῶς τὸ ὄνομα ΙΩΣΗΦ, μὲ ἐξαίρεση τὸν κανόνα τῆς ᾿Αναλήψεως, στὸν ὁποῖο σχηματίζεται ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίς, στὶς ὠδὲς δὲ η ¢ καὶ θ ¢ , ἡ φράση ΩΔΗ ΙΩΣΗΦ· κατὰ τοῦτο μάλιστα διαφέρουν ἀπὸ τοὺς κανόνες τοῦ Σικελιώτου ᾿Ιωσήφ, ποὺ ἔχουν στὴν ἀρχὴ ἰαμβικὴ ἀκροστιχίδα καὶ στὴν θ ¢ ὠδὴ τὸ ὄνομα ΙΩΣΗΦ. ῎Ετσι διευκρινίζεται ὅτι ὁ ᾿Ιωσὴφ ὁ Στουδίτης μόνο τοὺς σ᾿ αὐτὸν ἐπιγραφομένους κανόνες, πλήρεις ἢ ἐλλιπεῖς, τοῦ Τριωδίου καὶ τοῦ Πεντηκοσταρίου συνέθεσε, ἐνῶ οἱ ἄλλοι κανόνες ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα ᾿Ιωσὴφ ἀνήκουν στὸν Σικελιώτη ὑμνογράφο. ῾Ο ᾿Ιωσὴφ Θεσσαλονίκης, λόγῳ τῆς συνδέσεώς του μὲ τὴ Μονή Στουδίου καὶ τῆς κυρίας ἐνασχολήσεώς του μὲ τὸ Τριώδιο ὑπερτονίζει τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτωλότητος, τῆς μετανοίας καὶ τῆς νηστείας, ἂν καὶ τελικῶς ἡ προοπτικὴ εἶναι αἰσιόδοξη. ῾ Η καλλίστη νηστεία τρέφει καρδίας, πιαίνουσα λογισμοὺς θεαρέστους καὶ παθῶν ἄβυσσον ἀποξηραίνουσα· ὄμβροις κατανύξεως ἀποκαθαίρει τοὺς πίστει αἴνεσιν προσάγοντας τῷ Παντοκράτορι. Τὸ 818 μ.Χ. ὁ ᾿Ιωσὴφ ἔγραψεν ἰάμβους κατὰ τῶν εἰκονομάχων, τοὺς ὁποίους ἐξόριστος ὄντας ἀπέστειλε πρὸς τὸν σὲ ἄλλον τόπο ἐξόριστο ἀδελφό του Θεόδωρο· ἀλλ᾿ αὐτός, ὅπως δηλώνει, δὲν τοὺς ἔλαβε. Μιὰ σειρὰ κοντακίων ποὺ φέρονται ὑπὸ τὸ ὄνομα ᾿Ιωσὴφ δὲν εἶναι τοῦ Στουδίτου, ἀλλὰ τοῦ Σικελιώτου, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Γρηγόριο Δεκαπολίτη, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἦταν διδάσκαλος τοῦ Σικελιώτου ᾿Ιωσήφ, ἀλλὰ καὶ ἀπέθανε μετὰ τὸν Στουδίτη, ὁ ὁποῖος ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ ἀφιερώσει κοντάκιο.
ΑΓΙΟΣ ΚΛΗΜΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΡΩΜΗΣ 248
Ο Κλήμης Ρώμης ή Άγιος Κλήμης υπήρξε επίσκοπος Ρώμης και μία από σημαντικότερες προσωπικότητες της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας. Σήμερα θεωρείται Αποστολικός πατέρας διότι μαθήτευσε δίπλα σε αποστόλους, αλλά και διότι θεωρήθηκε πως χειροτονήθηκε από αυτούς. Υπήρξε εκκλησιαστικός ηγέτης με σημαντικό κύρος, ενώ η γραμματεία του από πολύ νωρίς εξελήφθη από την εκκλησία ως ισαποστολικού κύρους, με αποτέλεσμα τα έργα του από μερικές εκκλησίες να τοποθετηθούν ακόμα και στον Κανονα της Καινής Διαθήκης. Εκκλησιαστικοί συγγραφείς μάλιστα ταύτιζαν τον Κλήμη, με το συνεργάτη του Αποστόλου Παύλου, που αποκαλείται με το ίδιο όνομα στην «Προς Φηλιππησσίους επιστολή». Ο βίος του Για το βίο του Αγίου Κλήμεντος υπάρχουν πενιχρές και συγκεχυμένες πληροφορίες. Το πού και πότε γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Με βάση τη μαρτυρία των Κλημεντείων, κατεβλήθη η προσπάθεια να ταυτιστεί με το γόνο της τότε βασιλευούσης οικογένειας της Ρώμης, ύπατο Φλάβιο Κλήμεντα, ο οποίος φονεύτηκε από τον εξάδελφό του Δομιτιανό για έγκλημα αθεότητος, δηλαδή ως χριστιανός. Κάτι τέτοιο όμως φαίνεται απίθανο διότι αφενός «αν συνέβαινε τούτο, αι σοβαραί χριστιανικαί πηγαί δε θα το ηγνόουν» και αφετέρου «ο επίσκοπος επέζησε του διωγμού του Δομιτιανού». Βάση της δαψιλούς στην επιστολή χρήσεως της Παλαιάς Διαθήκης, εικάζεται πως πιθανώς ήταν Ιουδαϊκής καταγωγής, αν και κάτι τέτοιο δε δύναται να επιβεβαιωθεί. Θεωρείται ο πρώτος Αποστολικός Πατέρας και ταυτίζεται από εκκλησιαστικούς συγγραφείς προς το μαθητή του Αποστόλου Παύλου, που κατονομάζεται Κλήμης στην «Προς Φιλιππησίους Επιστολή». Ο 249
Ειρηναίος Λουγδούνου διασώζει αορίστως πως ήταν μαθητής των αποστόλων, αλλά πως υπήρξε και ο τρίτος Επίσκοπος Ρώμης, που διαδέχθηκε τον Ανέγκλητο Ρώμης. Υποστηρίζεται επίσης πως υπήρξε μαθητής του Λίνου, θεωρούμενου πρώτου επισκόπου Ρώμης, επίσης μαθητή του Αποστόλου Παύλου. Ο Τερτυλλιανός μας αναφέρει πως χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Πέτρο και πως ήταν ο πρώτος επίσκοπος Ρώμης, κάτι που όμως ελέγχεται για την αξιοπιστία του. Οι πληροφορίες περί της σειράς επισκοπείας του είναι γενικώς συγκεχυμένες. Έτσι υποστηρίζεται η άποψη πως είναι ο δεύτερος επίσκοπος Ρώμης μετά το Λίνο, πως είναι πρώτος επίσκοπος Ρώμης, διότι οι άλλοι δύο θεωρούμενοι επίσκοποι ήταν απλοί επίτροποι στην περιοδεία του Αποστόλου Πέτρου, αλλά και πως υπήρξε ο πρώτος και ο τρίτος επίσκοπος Ρώμης, αφού αρχικώς είχε παραιτηθεί της θέσεώς του, χάρη ομονοίας στην τοπική εκκλησία. Πιθανώς βέβαια όλη αυτή η σύγχηση να προκλήθηκε, λόγω του μη σαφούς διαχωρισμού των ρόλων πρεσβυτέρου και επισκόπου κατά την αποστολική εποχή και μέχρι το θάνατό τους.Εν πάση περιπτώσει, ο Κλήμης Ρώμης υπήρξε αδιαμφισβήτητα η πλέον σημαντική φυσιογνωμία στην εκκλησία της Ρώμης κατά την μεταποστολική περίοδο. Διετέλεσε επίσκοπος από το 12ο έτος της βασιλείας του Δομιτιανού, μέχρι και του τρίτο έτος βασιλείας του Τραϊανού, δηλαδή μεταξύ των ετών 92 και 101. Η μαρτυρία μάλιστα κρίνεται αξιόπιστη αφού μαρτυρείται και από τον Ερμά. Ο ίδιος φέρεται από κάποιες πηγές πως μαρτύρησε, αν και οι πληροφορίες φαίνεται να προέρχονται από μεταγενέστερες πηγές του δ΄ αιώνος. Σύμφωνα με αυτές ο Κλήμεντας είχε εξορισθεί στην Χερσώνα, όπου μαρτυρικώς παρέδωσε τη ζωή του, αφού ερρίφθη στη θάλασσα με κρεμάμενη άγκυρα στον τράχηλό του. Όμως παραμένει απορίας άξιον πως ο Ειρηναίος δεν αναφέρει κάτι παρόμοιο, αλλά και οτι οι επισκοπικοί κατάλογοί του φέρουν μόνο επίσκοπο μάρτυρα μέχρι του Ελευθέρου επισκόπου Ρώμης τον Τελέσφρο, τη στιγμή που ο Ευσέβιος μας πληροφορεί πως ο Κλήμης απεβίωσε φυσικώς. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Νοεμβρίου. Η διδασκαλία του Ο Κλήμης στη θεολογία του αρχικώς τονίζει πως οι εκκλησιαστικοί θεσμοί δεν αντλούν την δύναμή τους από το λαό, αλλά από το Θεό. Πηγή της αληθείας είναι Αυτός, ο οποίος διαμέσου του Ιησού και των Αποστόλων κατέστησε τους κληρικούς στην εκκλησία του. Έτσι προτάσσει αφενός το θείο χαρακτήρα των εκκλησιαστικών αξιωμάτων, 250
αλλά και την αποστολική διαδοχή, αρχές που «παρέμειναν θεμελιώδεις στο Κανονικό Δίκαιο». Μέσα από τις επιστολές του ο Κλήμης, καταδεικνύει την φυσική τάξη και αρμονία που υπάρχει στην πλάση, μια αρμονία που όλα γίνονται με μέτρο από το Δημιουργό, ενώ ταυτόχρονα την αντιπαραβάλει προς την κοινωνία των ανθρώπων, η οποία πρέπει να διέπεται από τις ίδιες αρχές. Ο Κλήμης μέσω της επιστολής του κρίνει πως αρχή και ρίζα και του κακού είναι το συναίσθημα της ζήλειας, αφού λόγω της ζήλειας διαπράχθησαν όλα τα εγκλήματα της ιστορίας. Γι'αυτό καταβάλει προσπάθεια να θέσει στη βάση της θεραπείας των ψυχών την αγάπη, όπου παραθέτει και ύμνο, παράλληλα προς αυτόν του Παύλου. Ταυτόχρονα όμως δεν παραλείπει να τονίσει την ανάγκη της μετανοίας, έτσι ώστε μέσω της πίστεως να επέλθει ή «αθάνατη γνώσις», που είναι καρπός της πίστεως. Η σωτηρία προκύπτει σε μια αξεδιάλυτη ενότητα στη ροή της ιστορίας από την εποχή του Αδάμ, μέσα στην οποία ο ιστορικός χώρος δράσης του άσαρκου Λόγου δεν είναι μόνο ο Ισραήλ, αλλά και οι εθνικοί, έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Ο Χριστός περιγράφεται με χριστολογική ορολογία παρόμοια με του Αποστόλου Παύλου της «Προς Εβραίους Επιστολής». Ο Θεός πάλι κατά τον Κλήμη είναι ύψιστος, σοφός δημιουργός, δεσπότης του κόσμου, ενώ ιδιαίτερο βάρος αποδίδει στο γεγονός της ανάστασης. Η εκκλησία για τον Κλήμη αντιπαραβάλλεται με δύο μορφές. Αυτή της πόλεως και του κράτους, τη στιγμή που προτάσσει την αναγκαία ενότητα των μελών του σώματός της, στα πρότυπα μιας ιδανικής πολιτείας. Η χαρακτηριστική αυτή επιστολή του Κλήμεντος, που παρέχονται οι πληροφορίες για τη διδασκαλία του, είναι η «Προς Κορινθίους» επιστολή του, που αποστέλλεται στην οικεία εκκλησία, λόγω της προσπάθειας κάποιων χριστιανών να αντικαταστήσουν τους χειροτονημένους κληρικούς με άλλους της αρεσκείας τους. Η προβληματική αυτή αναπτύσσεται στην εποχή του, καθώς φαίνεται πως «κάποιοι αμφέβαλλαν για το αν οι πράξεις των μονίμων λειτουργών ήσαν τόσο έγκυρες, όσο και οι πράξεις των χαρισματούχων», δηλαδή του μονίμου ιερατείου προς τους Αποστόλους και τους Προφήτες. Ο Κλήμης αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει πως η ιδιότητα των κληρικών πηγάζει από το Θεό και όχι από ην ανθρώπινη θέληση, διότι άλλωστε αυτούς τους κληρικούς τους κατέστησαν άξιους οι ίδιοι οι χαρισματούχοι φορείς της ιεροσύνης. Ο ίδιος έτσι 251
προτάσσει υπακοή, ταπεινοφροσύνη, υποταγή, δικαιοσύνη και αγνότητα, διότι ο σκοπός της εκκλησίας είναι η ειρήνη και η ομόνοια. Η επιστολή αυτή σε αυτό το σημείο γίνεται μάλιστα πολύ σημαντική διότι προτάσσεται ο φορέας της ιεροσύνης, που παρότι δεν απαντάται άμεσα το ζήτημα της Αποστολικής διαδοχής, ζήτημα το οποίο θα ξεκαθαρίσει λίγα έτη αργότερα ο Ιγνάτιος, φέρει μια πρώτη φάση προτάσεως της αποστολικής διαδοχής και του κύρους των χειροτονιών.
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Επίσκοπος Καρχηδόνας ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Αρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Εκδόσεις Ορθοδόξου τύπου Αθήναι 1986
1.Ο ΜΑΓΟΣ Ο Άγιος Κυπριανός γεννήθηκε το 211μ.Χ. περίπου στην Καρχηδόνα. Η Καρχηδόνα ήτανε παράλια πόλη της Βόρειας Αφρικής. Ο Κυπριανός κατάγετο από μεγάλη και πλούσιαν οικογένεια Συγκλητικών. Ήτανε και πολύ έξυπνος και επιμελής στα γράμματα. Πήρε γι' αυτό το λόγο σπουδαίαν μόρφοση και είχε κάνει λαμπρές σπουδές. Διακρίθηκε στη φιλοσοφία και τη ρητορική. Εξάσκησε το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα και απόκτησε μεγάλη φήμη και πολλά χρήματα. Δυστυχώς όμως τα χρήματα τα πολλά τον έκαμαν να ζη ζωή άνετη, ελεύθερη, αχαλίνωτη, απολαυστική και ηθικώς επιλήψιμη. Ήτανε ειδωλολάτρης και μάλιστα πολύ αφοσιωμένος στη λατρεία των ειδώλων. Το ειδωλολατρικό περιβάλλον τον έσπροχνε στην άτακτη εκείνη ζωή. Το χειρότερο όμως ήταν, οτι είχεν επιδοθή και στη μαγεία. Ασχολείτο πολύ με την μαγική τέχνη, η οποία είχε πέραση την εποχή εκείνη, λόγο της ειδωλολατρίας. Είχε καταστή διάσημος μάγος της εποχής του. Πήγε μάλιστα και στη Αντιόχεια, που άκμαζε τότε στα γράμματα και με την ονομασία " Συριάδες Αθήναι", έδειξε τις ικανότητες του. Πως όμως από ειδωλολάτρης και μάγος, έφτασε να γίνη Χριστιανός και Άγιος; Σ' αυτό συντέλεσε το παρακάτω γεγονός... 252
2.Η Παρθένος Ιουστίνα Από την Αντιόχεια κατήγετο η Αγία Ιουστίνα. Αυτή ήτανε κόρη ενός ιερέα των ειδώλων που ονομαζότανε Αιδέσιος. Η Ιουστίνα είχε μεν καλή καρδιά και προαίρεση, αλλά σαν ειδωλολάτρισσα, που ήτανε κι εκείνη στην αρχή, είχε πολλά αγκάθια, διότι ακολουθούσε την ασέβεια των γονιών της. Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο γινώτανε και πιό γνωστική. Επειδή δε ήτανε καλοπροαίρετη, ο Θεός τη φώτισε, ώστε να βρή την πραγματική θεογνωσία, να πιστέψη στον μόνο Αληθινό Θεό και να περιφρονή την ειδωλολατρική θρησκεία. Την βοήθησε σ' αυτό πολύ κι ένας διάκονος από την Αντιόχεια, που ονομαζόταν Πραΰλιος. Από αυτόν άκουσε για την ενανθρώπιση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός εξηγούσε το Μυστήριο της ένσαρκου οικονομίας, το πως δηλαδή οικονόμησε ο Θεός τα πράγματα, για να σώση τον κόσμο απο τον θάνατο της αμαρτίας, με το να γίνη άνθρωπος και να πάρη στον ώμο τους τους μετανοημένους. Εξηγούσε ακόμη πως γεννήθηκε, πως έζησε ο Κύριος, τι δίδαξε, ποιά ήταν τα θαύματα Του, πως σταυρώθηκε, πως ετάφη και τέλος πως αναστήθηκε. Τ' άκουσε αυτά η Ιουστίνα και στερεώθηκε στην Πίστη του Χριστού. Επιθυμούσε όμως να διδαχθή φανερά την χριστιανική θρησκεία, αλλά επειδή έταν νέα και παρθένα, ντρεπότανε. Γι' αυτό πήγαινε κρυφά στην Εκκλησία, να ακούει θεία λόγια. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και είπε στην μητέρα της την Κληδονία: - Δεν μου λες μητέρα, γιατί πιστεύουμε σ' αυτούς τους θεούς, που είναι αναίσθητοι και χειροποίητοι; Ξέρεις τους Γαλιλαίους ( Χριστιανούς); Αυτοί είναι σπουδαίοι και δυνατοί, διότι μόλις κανείς από αυτούς φανεί, οι δικοί μας θεοί τρέμουν και φεύγουν, σαν κλέφτες. Και είναι πράγματι κλέφτες, διότι κλέβουν την τιμή, που πρέπει να προσφέρουμε στον Θεό και κολάζουν τις ψυχές μας. Η μητέρα της τ' άκουσε αυτά, αλλά δεν σκόπευε ν' αφήση τα είδωλα. Τα είπε όμως στον άντρα της. Κι' αυτό, γιατί φοβότανε μήπως εκείνος το μάθη ξαφνικά και σκοτώση την κόρη του. Ο πατέρας της, ο Αιδέσιος, όταν τ' άκουσε, άρχισε να αμφιβάλλη για τους θεούς του. Ήταν νύκτα και όταν κοιμήθηκε, είδε τον 253
Χριστό μέσα σ' Αγγέλους. Του έκαμε νεύμα και του είπε: - Έλα σε Μένα και θα σου χαρίσω την Βασιλεία των Ουρανών. Όταν ξύπνησε, δεν ήθελε καμμιά άλλη απόδειξη, για να πιστέψει στον Χριστό. Πήρε, λοιπόν, την γυναίκα του και την κόρη του Ιουστίνα και πήγε στον Επίσκοπο, που τον λέγανε Όκτατο. Ο Επίσκοπος σαν άκουσε την οπτασία του, τον δέκτηκε και έπειτα από λίγο τους βάπτισε όλους. Ο Αιδέσιος, ο πατέρας της Ιουστίνας, χειροτονήθηκε. Και από ιερέας των ειδώλων, έγινε Ιερέας του Θεού του Υψίστου και Ιερουργός των θείων Μυστιρίων. Έζησε έπειτα καθαρή και θεάρεστη ζωή. Έζησε δε έτσι ενάμισυ χρόνο και πήγε στον Κύριο, τον Οποίο αγάπησε ολόψυχα. Έπειτα από λίγο καιρό κοιμήθηκε και η μητέρα της Ιουστίνας. 3. Τα μάγια του Κυπριανού δεν πιάνουν στην Ιουστίνα Η παρθένος Ιουστίνα, έμεινε, βεβαίως, ορφανή από πατέρα και μητέρα, αλλά επρόκοπτε κάθε ημέρα στις αρετές. Αφωσιώθηκε ολόψυχα στον Χριστό και το έργο Του. Έτρεχε στους αρρώστους, που προσπαθούσε ν' ανακουφίζη. Εργαζόταν μαζί με άλλες κοπέλλες για να τις κατηχή και να τις φέρει κοντά στον Χριστό. Διέδιδε παντού τον λόγον Του Θεού. Από όλες τις αρετές περισσότερο υπερείχε η σεμνότητα και η αγνότητα της. Αγωνιζότανε να κρατηθή αμόλυντη και καθαρή από κάθε σαρκικό ρύπο και ένοχο λογισμό. Ο φθονερός διάβολος δεν μπορούσε να την αφήση απολέμητη. Και να τι της έκαμε: Υπήρχε την εποχή εκείνη κάποιος νέος γραμματισμένος. Ήταν από ευγενή οικογένεια και αρκετά πλούσιος. Δυστυχώς όμως ήτανε ακόλαστος και ακράτητος στις σαρκικές ηδονές. Αυτός είδε επανειλημμένος την παρθένα Ιουστίνα, που πήγαινε Εκκλησία. Πληγώθηκε τότε η καρδιά του από το κάλλος της, αν και η μακαρία εκείνη παρθένος, αγωνιζότανε να μαραίνη την ομορφιά της. Ο νέος αυτός της έκανε νεύματα, της έλεγε επαίνους και γλυκόλογα, της πρότεινε να την πάρη γυναίκα του. Αλλά η Ιουστίνα είχε δοθή στον Νυμφίο Χριστό και απέκρουσε μ' επιμονή τον νεαρό Αγλαΐδα.
254
Ο Αγλαΐδας δεν σταμάτησε ως εκεί. Μαζί με μερικούς φίλους του, επεχείρησε να την απαγάγη βιαίως. Έτρεξαν όμως οι συγγενείς της οπλισμένοι και εκείνος, όταν τους είδε φοβήθηκε, κι έφυγε ντροπιασμένος. Η παρθένος, στην επιμονή του τον έφτυνε και τον απέκρουε. Αλλά ο Αγλαΐδας και πάλι δεν απογοητεύτηκε. Από το πάθος του έρωτα έκανε κι άλλες πανουργίες κρυφά. Τέλος κατέφυγε στον μεγάλο τότε μάγο Κυπριανό, ο οποίος, όπως είπαμε, είχε σπουδάσει την φιλοσοφία και την μαγική τέχνη στην εντέλεια, και ο οποίος βρισκόταν στην Αντιόχεια για να δείξη τις ικανότητες του. - Σε παρακαλώ, του είπε ο Αγλαΐδας, θέλω να κάμης μάγια, για να πετύχω τον σκοπό μου. Θέλω η Ιουστίνα να γίνη δική μου, και γω θα σου δώσω, όσα χρήματα και χρυσάφι θέλεις. Αλλοιώτικα θ' αυτοκτονίσω ( Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραψε εγκώμιο στον Μέγα Κυπριανό. Εκεί αναφέρει οτι εραστής της Ιουστίνης ήταν αυτός ο ίδιος ο Κυπριανός και όχι άλλος) . Ο Κυπριανός του το υποσχέθηκε. Πήρε τότε τα μαγικά του βιβλία και έκαμε τα μάγια του, καλώντας μαγικά πνεύματα. Κατόπιν, με ένα δοχείο γεμάτο, ραντίσανε απ' έξω το σπίτι της παρθένου Ιουστίνης. Ήτανε δε βέβαιος, πως τα μάγια θα πιάσουν. Άλλωστε πίστευε οτι δεν υπήρχε κανένα έργο που να μην μπορεί να το κάνει. Το να κάμη λοιπόν μια κοπέλλα να αγαπήση ένα νέο, το θεωρούσε ευκολώτατο. Κι όμως την Ιουστίνα δεν την πιάσανε τα μάγια του. Τα μεσάνυχτα η Χριστιανή παρθένος, όπως είχε συνήθεια κάθε βράδυ, ξύπνησε, για να προσευχηθή. Αισθανότανε όμως κάτι περίεργες επιθυμίες. Και οι κακές αυτές επιθυμίες μέσα της άναβαν και φούντωναν. Τότε αυτή αντιστάθηκε στις επιθυμίες και πολεμούσε με την προσευχή. Έκαμε και το σημείο του Σταυρού, που είναι φοβερό όπλο εναντίον των δαιμόνων. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπον, απαλλάχτηκε και ηρέμησε η Χριστιανή κοπέλλα από τους λογισμούς και τις πονηρές επιθυμίες. Επειδή όμως είδε ο Κυπριανός, οτι δεν πέτυχε τον σκοπό του, μεταχειρίσθηκε κι άλλες μαγείες. Έκαμε δηλαδή και άλλα μάγια δυνατώτερα. Αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να κάμη τίποτε. 255
Στο τέλος έβαλε όλες του τις μαγικές δυνάμεις. Κάλεσε τα μεγαλύτερα πονηρά πνεύματα και ισχυρότερα, χωρίς πάλι να επιτύχη τίποτε. Τελευταίο απ' όλα ο σατανάς με τον οποίον είχεν συνεργασίαν και επικοινωνία ο Κυπριανός, μεταχειρίσθηκε τον εξής πανούργον τρόπον: Παρουσιάσθηκε στην Ιουστίνα σαν καλή και ευσεβής γυναίκα. Κατάφερε δε να πάρη την παρθένο και να πάνε στο σπίτι της, για να αλληλοβοηθούνται στην πνευματική ζωή και στην αρετή, σαν καλές πνευματικές αδελφές. Σε μιά όμως συζήτηση περί παρθενίας της είπε με τρόπο η γυναίκα εκείνη: - Για πες μου σε παρακαλώ, αν όλες οι γυναίκες έμεναν παρθένες, τότε κατ' ανάγκη δεν θα χανόντανε οι ανθρώποι από τον κόσμο; Μόλις άκουσε αυτά η Ιουστίνα, κατάλαβε την πλεκτάνη του δαίμονα και με την προσευχή και το σημείο του Σταυρού, τον έκαμε να εξαφανισθή!! 4. Ο Κυπριανός μετανοεί Η αποτυχία αυτή του Κυπριανού, τον έκανε να εξετάση τι ήτανε αυτή η κοπέλλα η Ιουστίνα, που δεν την πιάνανε τα μάγια. Τότε έμαθε, οτι ήτανε Χριστιανή και με τη δύναμη του Σταυρού συνέτριβε κάθε δαιμονική ενέργεια. Τότε λοιπόν, εννόησε, οτι οι Χριστιανοί, έχουν μεγαλύτερη δύναμη από την δική του. Και οτι τους πιστούς Χριστιανούς δεν τους πιάνουν τα μάγια. Παρακολούθησε κατόπιν και αυτός την Ιουστίνα και θαύμασε την αρετή της. Τέλος αποφάσισε κι αυτός να προσέλθη σ' αυτή την θρησκεία, η οποία είχε τέτοια δύναμη και η οποία αναδεικνύει τόσον ενάρετους ανθρώπους. Ο Κυπριανός, έβλεπε, οτι η Εκκλησία και πριν δια μέσου των οργάνων Της, έρριχνε τα δίχτυα Της, για να τον τραβήξει στην Πίστη του Χριστού και την αντέκρουε. Τώρα όμως που είδε οτι η δύναμη των πονηρών πνευμάτων, με τα οποία συνεργαζόταν, ήταν ανίσχυρη μπροστά στους Χριστιανούς, αποφάσισε να αρνηθή την ειδωλολατρία και την μαγική τέχνη και να
256
προχωρήση οριστικά στον Χριστιανισμό. Τον βοήθησε κι ένας Ιερέας ο Καικίλιος, από τον οποίον και πήρε το ίδιο όνομα κατά την βάπτιση του σαν Χριστιανός τώρα. Μάζεψε έπειτα όλα τα μαγικά του βιβλία και όλα τα είδωλα, τα αγάλματα των ειδωλολατρικών θεών. Τα έφερε και τα έκαψε μπροστά στον Επίσκοπο. Πώλησε έπειτα τα υπάρχοντα του και τα χρήματα τα έδωσε στην Εκκλησία για τους φτωχούς και για τις ανάγκες Της. Αποτραβήχτηκε στη συνέχεια αμέσως στην μοναξιά. Δόθηκε στην μελέτη των Αγίων Γραφών και των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Περισσότερο προτιμούσε τον Τερτυλλιανό. Πέρασε έτσι το στάδιο του κατηχούμενου. Αναστέναζε και έκλαιε για την προηγούμενη του αμυαλωσύνη. Προσευχότανε ακατάπαυστα στο Θεό. Μούσκευε το προσκέφαλο του από τα δάκρυα της μετανοίας. Δεν τολμούσε ν' αναφέρη τ' όνομα του Θεού από ταπεινοφροσύνη, διότι σκεπτόταν τις αμαρτίες του, που είχε κάνει μπροστά στα μάτια του Θεού. Το Μέγα Σάββατο του 246 μ.Χ. όλη τη νύχτα προσευχόταν και έκλαιε. Το πρωί πήγε στην Εκκλησία. Στον όρθρο άκουσε το ψαλμικό " Είδες Κύριε, μη παρασιωπήσης Κύριε, μη φύγεις απ' εμένα και να καταλαβαίνει το παιδί μου το αγαπητό, το οποίο ευαρέστησα". Επίσης άκουσε κι εκείνο που λέει " Ο Χριστός μας εξαγώρασε απο την κατάρα του νόμου, αφού έγινε ο ίδιος κατάρα για χάρη μας". Αυτά που άκουσε, του δώσανε θάρρος, οτι ο Θεός τον δέχεται. Τότε ειρήνευσε η ψυχή του. Την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου αξιώθηκε να βαπτισθή. Ήτανε 35 χρονών τότε, και η χαρά που αισθάνθηκε ήταν απερίγραπτη. 5. Χειροτονείται Έπειτα από ένα μήνα, χειροτονήθηκε με τη σειρά αναγνώστης, υποδιάκονος και διάκονος. Δέχθηκε από τον Θεό θείαν έμπνευση και δύναμη εναντίον των παθών. Του δόθηκε από τον Θεό και ειδική Χάρη εναντίων των δαιμόνων, να λύνη δηλαδή τα μάγια και να διώχνη τους δαίμονες, τους οποίους είχε υπηρετήσει προηγουμένος.
257
Οι ειδωλολάτρες προσπαθήσανε με τους ιερείς τους και τους λόγιους τους να τον αποσπάσουνε από την νέα Πίστη του, αλλά η Πίστη του στο Χριστό ήτανε τόσο μεγάλη, που του είχε γεμίσει όλη του τη ζωή και όλη του την ύπαρξη. Ήταν έτοιμος, για την Πίστη του Χριστού ν' αγωνισθή και να πεθάνη. Εργαζότανε εντατικά, για την εξάπλωση και πιό πέρα. Μέσα στην πόλη της Καρχηδόνας δίδασκε τους νέους που ποθούσαν μιά ανώτερη επιστημονική μάθηση. Σε συναθροίσεις, που γινόντανε μέσα στα σπίτια, ακουγότανε η φωνή του Κυπριανού, που παρακινούσε τους πιστούς να δοθούν ολόψυχα στην Πίστη του Χριστού. Ένα έτος μετά το άγιο Βάπτισμα δέχεται, έπειτα από επίμονη απαίτηση όλων, να γίνει ιερέας. Τότε λοιπόν έγινε και ο καθημερινός διδάσκαλος του ποιμνίου του. Ο άμβωνας αστράπτει και βροντά. Κατακτά και στερεώνει τις ψυχές με τα λόγια του, αλλά και με την πύρινη πίστη του. Έπειτα από δύο χρόνια, το 248 μ.Χ., πέθανε ο Επίσκοπος Καρχηδόνος Δονάτος. Όλοι ζητούσανε, για επίσκοπο τον Κυπριανό. Ο Κυπριανός αισθανότανε, οτι υπήρξε αμαρτωλός προτήτερα και οτι πολύ του ήτανε που έγινε και Ιερέας. Βεβαίως, το Βάπτισμα τον είχε καθαρίσει τελείως. Εκείνα τ' αμαρτήματα, που είχε κάμει τότε, ήτανε ασφαλώς κωλύματα για την Ιερωσύνη και για την Αρχιερωσύνη. Αλλά επειδή γίνανε πριν από το Βάπτισμα ήτανε καθαρός από αυτά. Για να αποφύγη, λοιπόν, κρύφτηκε σ' ένα φιλικό του σπίτι. Μαθέφτηκε όμως το σπίτι εκείνο και ο λαός ώρμησε και το περικύκλωσε. Απαιτούσε επίμονα από τον Κυπριανό να δεχτή την Επισκοπική χρειροτονία. - Εγώ τους έλεγε, είμαι νεόφυτος. Μόλις πριν δύο χρόνια βαπτίστηκα. Άλλωστε υπάρχουν άλλοι, που είναι αρχαιότεροι και καλύτεροι από μένα. Αυτούς να κάνετε. Ο λαός όμως απειλούσε να τον αρπάξη δια της βίας. Αναγκάστηκε στο τέλος να ενδώση. Και σε ηλικία 37 χρονών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Καρχηδόνας. 6. Η δράση του
258
Καραγίνεται τώρα, σαν Επίσκοπος, και εκτελεί με πολύ ζήλον τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Με τη δύναμη των λόγων του, με τις επιστολές του, και με τον θεοφιλή και ενάρετο βίον του οδήγησε αναρίθμητους άπιστους στον Χριστό. Τότε και την ευγενή παρθένον Ιουστίνα, την έκαμε διάκονο της Εκκλησίας του Χριστού. Αυτή προτήτερα λεγόταν Ιούστα, αλλά κατά την χειροτονία της, της δόθηκε το όνομα Ιουστίνα και την συναρίθμησε με τους διακόνους της Εκκλησίας. Την έκαμε μάλιστα και ηγουμένη των ασκητριών της Καρχηδόνας, κι αυτή τους φερότανε σαν μητέρα τους. Η φήμη του Κυπριανού ξαπλώθηκε, όχι μόνο στην Καρχηδόνα, αλλά και σ' όλη τη Δύση και την Ανατολή. Έπειτα από δύο χρόνια, από τότε που έγινε Αρχιερέας, το 250μ.Χ. ξέσπασε εντίων των Χριστιανών της Καρχηδόνας ο Διωγμός από τον Δέκιο. Στα αμφιθέατρα της Καρχηδόνας έριχναν τους Χριστιανούς οι ειδωλολάτρες στα άγρια θηρία για να τους εξαλείψουν μ' αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο. " Και ο Κυπριανός να ριχτή στα λιοντάρια". Οι αρχές τον ζητούσανε παντού, αλλά δεν τον εύρισκαν. Ο Κυπριανός κατέφυγε κάπου και από εκεί έδινε τις οδηγείες του. Κρύφτηκε όχι διότι φοβότανε τον θάνατο που θα του έδινε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου, αλλά διότι είχε υπόψιν του εκείνο που είπε ο Κύριος " Όταν από μιά πόλη σας καταδιώκουν να φεύγετε στην άλλη". Από εκεί, όπως είπαμε, σαν καλός ποιμένας, φρόντιζε για το ποίμνιο του. Το στήριζε συνεχώς με τις επιστολές του. Από εκεί επίσης αγωνιζόταν για να εξαλείψη εξ ολοκλήρου το πνεύμα της ειδωλολατρίας. Ο Κυπριανός μετά από περισσότερο από ένα χρόνο επέστρεψε στην Καρχηδόνα, το 251 μ.Χ. μετά το Πάσχα. 7. Στον καιρό της πανώλης Το 252 μ.Χ. εξερράγη νέος διωγμός εναντίον των Χριστιανών, από τον αυτοκράτορα Γάλλο. Οι Χριστιανοί φυλακίζονταν και βασανίζονταν σε σκληρά μαρτύρια. Ο Κυπριανός νουθετούσε τους πιστούς και τους παρακινούσε να σκέφτονται μόνο την ουράνια δόξα και να θέλουν τα μαρτύρια από τα ξίφη, τις
259
φωτιές και τα θηρία. Αυτά, έλεγε, μας φέρνουν την μακαριότητα. Με μεγάλο, αλλά πρόσκαιρο πόνο, μας χαρίζουν την αιώνια Βασιλείαν των Ουρανών. Συγχρόνως με τον διωγμό, προέκυψε και η επιδημία της ανίατης τότε ασθένειας πανώλης. Συμφωρά μεγάλη! Πέθαιναν κατά χιλιάδες στην Καρχηδόνα. Οι ανθρώποι φεύγανε από την πόλη για να σωθούνε. Άλλοι πέφτανε στους δρόμους και στα σπίτια τους μισοπεθαμένοι. Κανένας δεν τους κοίταζε. Κανένας δεν φρόντιζε τους ασθενείς. Κανένας δεν έθαβε τα πτώματα, τα οποία σάπιζαν μέσα στην πόλη και την γεμίζανε με φρίκη και μολυσμό. *** Τότε ο Κυπριανός, μάζεψε τους Χριστιανούς και τους είπε να δείξουν την χριστιανική τους Αγάπη. Να την δείξουν όχι μόνο στους άλλους Χριστιανούς αλλά και στους διώκτες και εχθρούς τους, τους ειδωλολάτρες. Πράγματι οι Χριστιανοί συγκέντρωσαν χρήματα και προμήθειες και με αυτοθυσία ριχτήκανε στην περιποίηση των αρρώστων και την ταφή των νεκρών, χωρίς να φοβούντε μην κολλήσουν κι αυτοί την ανίατη αυτή αρρώστια. Και όπως τους είπε ο Κυπριανός, περιποιούνταν όχι μόνο τους Χριστιανούς, αλλά και τους διώκτες τους, τους ειδωλολάτρες. Κινούμενοι από την αγάπη του Χριστού δεν φοβούνταν τον θάνατο. Βοηθούσανε όλους ανεξαιρέτος πιστούς και άπιστους. Τι ύψος αγάπης! Αυτή την αγάπη μόνο στους οπαδούς του Χριστού τη βρίσκει κανείς. Πουθενά αλλού! Αυτή η στάση των Χριστιανών έκαμε και αυτούς τους εθνικούς να θαυμάσουν και να τους εκτιμήσουνε. *** Κάποτε πολλοί ληστές μπήκανε στην χώρα της Νομαδικής. Συλλάβανε πολλούς Χριστιανούς και τους πήρανε αιχμαλώτους. Οι Επισκόποι ειδοποίησαν για τούτο το συμβάν τον Κυπριανόν στην Καρχηδόνα. Εκείνος τότε παρακίνησε τους Χριστιανούς και όλοι συνείσφεραν για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Συγκεντρώθηκε έτσι ένα μεγάλο ποσό. Με αυτό εξαγοράσανε τους αιχμαλώτους. 8. Αντιμέτωπος με τον Πάπα
260
Ο Κυπριανός αντιστάθηκε και στον Πάπα Στέφανο. Ο Πάπας υποσύριζε, οτι το Βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο. Οι Επίσκοποι όμως της Ανατολής υποστηρίζανε, οτι είναι άκυρο και οτι, όσοι είναι βαπτισμένοι από αιρετικούς, να ξαναβαπτίζωνται. Ο Κυπριανός συμφωνούσε με την γνώμη των Ανατολικών και όχι του Πάπα. Ο Πάπας ήθελε να αφορίση τον Κυπριανό. Τότε ο Κυπριανός συγκάλεσε τρείς τοπικές Συνόδους στην Καρχηδόνα: Την πρώτη, το 255μ.Χ. την δεύτερη το 258μ.Χ. και την τρίτη πάλι το ίδιο έτος. Η κάθε μια με συμμετοχή 30, 79 και 87 Επισκόπων αντίστοιχα. Στην τρίτη Σύνοδο βγήκε κανόνας, που ορίζει, οτι όλοι οι βαπτισμένοι από αιρετικούς πρέπει να ξαναβαπτίζωνται. Διότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι άκυρο. Αυτό ήταν αντίθετο από εκείνο που υπεστήριζε ο Πάπας, αλλά ο Κυπριανός κοίταζε την Ορθοδοξία και όχι τι θα πη ο Πάπας. Δεν τον αναγνώριζε βλέπετε, από τότε αλάθητο τον Πάπα ούτε σαν παγκόσμιο Επίσκοπο. Τον ελέγχει μάλιστα για " το σκληρόν πείσμα του αδελφού μας Στεφάνου". 9. Ο Κυπριανός και η Ιουστίνα απτόητοι στα μαρτύρια Το 257 μ.Χ. ο αυτοκράτωρας Ουαλεριανός κίνησε νέον διωγμό εναντίων των Χριστιανών. Τον Κυπριανόν τον εξώρισε στην επαρχιακή πόλη Κούροβιν. Μόλις άλλαξε ο ανθύπατος της Καρχηδόνας, ο Κυπριανός επανήλθε από την εξορία, προς μεγάλη χαρά του ποιμνίου του. Έπειτα από λίγο μερικοί σατανοκίνητοι και ασεβείς καταγγείλανε τον Άγιο. " Ο Κυπριανός είπαν, με τις μαγείες του, με τους λόγους του και με τα γραφόμενα του, πείθει τους ανθρώπους ν' αρνούνται τους μεγάλους θεούς. Αυτός πιστεύει στο Χριστό και βρίζει άφοβα και περιγελά τους θεούς μας." Ο ανθύπατος διέταξε τότε να φέρουν τον Κυπριανό στην πόλη Ιτήκην, όπου βρισκόταν, για να τον δικάση. Ο Κυπριανός όμως κρύφτηκε και δεν πήγε. Ήθελε να χύση το αίμα του στην Καρχηδόνα, στην Εκκλησία και στον τόπο, όπου έχυσε τόσους ιδρώτες και εκοπίασε για την πίστη του Χριστού τόσο πολύ. Γι' αυτό, όταν κατόπιν γύρισε ο ανθύπατος στην Καρχηδόνα, ο Κυπριανός παρουσιάσθηκε αυθορμήτως μπροστά του.
261
Μαζί του επίσης παρουσιάσθηκε και η παρθένος Ιουστίνα. Ήτανε αποφασισμένοι να μαρτυρίσουν. Η Ιουστίνα με την καθοδήγηση του Κυπριανού είχε αναλώσει την ζωή της στην υπηρεσία του Χριστού και του πλησίον. Ιδιαίτερα είχε εργασθεί για την αγνότητα των παρθένων και την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Ο Τύραννος κάθισε στο βήμα και είπε στον Κυπριανό: - Εσύ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών; Και αφού ήσουνα Εθνικός προτήτερα, πως τώρα κηρύττεις τον Εσταυρωμένον; - Εγώ, του αποκρίθηκε ο Άγιος, είχα μεγάλο ζήλο προτήτερα στη σπουδή. Διάβασα πολύ την φιλοσοφία και όλες τις άλλες επιστήμες, καθώς και τα μαγικά βιβλία. Δεν βρήκα όμως καμμιά ωφέλεια πραγματική από όλα αυτά. Στη συνέχεια του διηγήθηκε πως έγινε Χριστιανός με την υπόθεση της Ιουστίνας. Επειδή λοιπόν, του είπε, οι δαίμονες φοβούνται τον Εσταυρωμένον και επειδή τα είδωλα σας είναι απάτη και ψέμα και ένας μόνο είναι ο Αληθινός Θεός, ο Χριστός, που μπορεί να σώση τον άνθρωπο, γι' αυτό και γω, πίστεψα και πιστεύω στο Χριστό! Και η Ιουστίνα επίσης, ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Ο Άρχοντας τότε θύμωσε. Και επειδή δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίση με τα λόγια και να τους κάνει ν' αρνηθούνε, διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο και να του ξεσχίσουν τις σάρκες. Την δε Αγία την κτυπούσανε στο πρόσωπο μανιασμένα. Την ώρα όμως, που την κτυπούσανε, αυτή έλεγε δυνατά: - Δόξα Εσύ ο Θεός. Σ' ευχαριστώ που με αξίωσες να βασανίζωμαι, για το Όνομα Σου το Άγιο. Του Αγίου Κυπριανού του ξεσχίσανε το σώμα. Αυτός όμως στεκότανε γενναίος και μιλούσε με τέτοια ανδρεία και μακαριότητα, ώστε οι παριστάμενοι άπιστοι φωτίζονταν στην Πίστη του Χριστού. Μεταξύ των άλλων έλεγε, ο Κυπριανός στον κόμη και τα εξής: - Ανόητε, και ανάξιε της Βασιλείας των Ουρανών, για την οποίαν εγώ θέλω να πάσχω! Γιατί δεν βλέπεις το Αληθινό Φως και γιατί δεν αφήνεις το σκοτάδι;
262
- Επειδή, αποκρίθηκε ο τύραννος, νομίζεις τα βάσανα κέρδος, εγώ θα σου τα πολλαπλασιάσω για να ευγνωμονής πιο πολύ και για να χαρής περισσότερο. Τότε διέταξε να κλείσουνε στη φυλακή τον Κυπριανό και την Ιουστίνα, στο Φροντιστήριο το λεγόμενο της Τερεντίνης. Οι Χριστιανοί, εκείνη την νύκτα μείνανε άγρυπνοι γύρω από την οικία εκείνη. 10. Μέσα στο πυρακτωμένο τηγάνι Την άλλη μέρα φέρανε τους Αγίους, για δεύτερη εξέταση. Ο τύραννος τώρα τους μίλησε με ημερότητα και καλωσύνη. - Μην θελήσετε να πιστεύετε άνθρωπο νεκρόν και να θυσιάσετε την ζωή σας για Εκείνον που δεν μπόρεσε να φυλάξη την δική Του ζωή. - Εσύ, του είπαν οι Άγιοι, δεν ξέρεις, οτι χωρίς θάνατο δεν έρχεται η αθανασία. Ούτε μπορείς να καταλάβης το Μυστήριο Του Χριστού, που με την τριήμερη ταφή Του νίκησε τον θάνατο. Αλλά εσύ είσαι τυφλός και σκοτεισμένος στο μυαλό, ώστε να μην καταλαβαίνεις τα μεγάλα και τα υψηλά. Και αφού είσαι εγωιστής, δεν θέλεις να καταλάβεις. Έπειτα από αυτά άναψε η οργή του τυράννου και διέταξε να κάψουν πολύ ένα μεγάλο τηγάνι και να τους πετάξουν μέσα. Πρώτος ο Άγιος Κυπριανός πήδησε άφοβα μέσα σ' αυτό. Είδε όμως την Ιουστίνα, που δείλιαζε. Το κατάλαβε από το αργό της περπάτημα. Τότε την δυνάμωνε από μέσα από το πυρακτωμένο τηγάνι λέγοντας της: - Θυμίσου, παιδί μου, τα προηγούμενα κατορθώματα σου. Θυμίσου, πως νίκησες τους δαίμονες και πως και μένα ελευθέρωσες από την απιστία. Θάρρος, για να μην τα χάσης όλα. Από τα λόγια αυτά, πήρε θάρρος η Ιουστίνα, έκαμε τον σταυρό της και πήδησε πάνω στο κατακόκκινο από τη φωτιά σιδερένιο τηγάνι. Ο Θεός όμως τους φύλαξε και δεν καήκανε. Λες και πατούσανε πάνω σε τριαντάφυλλα δροσερά. Βλέποντας αυτά ο τύραννος, έλεγε, οτι πρόκειται περί μαγείας. Ένας δε συγκάθεδρος του κριτού, ονομαζόμενος Αθανάσιος είπε: - Εγώ θα αποδείξω τώρα την αδυναμία του Χριστού σου.
263
Αμέσως προσευχήθηκε στον Δία και στον Ασκληπιό, για να τον βοηθήσουνε και πήδησε ο ανόητος στη φωτιά. Αλλά ψήθηκε ο δυστυχής και έχασε έτσι και τούτη τη ζωή. Οι Άγιοι μείνανε αρκετή ώρα μέσα στο τηγάνι, χωρίς όμως να πάθουν τίποτε. Η φωτιά σεβότανε τον Δεσπότη και Δημιουργό, για τον Οποίον έπασχαν οι Άγιοι. Ο κριτής τώρα έβλεπε από το ένα μέρος αυτά τα παράδοξα. Αλλά και από το άλλο λυπόταν πολύ, για τον θάνατο του Αθανασίου. Γι' αυτό κάλεσε ένα συγγενή του, που τον λέγανε Τερέντιο και τον συμβουλεύτηκε ιδιαιτέρως, τι να κάμη. Εκείνος του είπε: - Μακρυά απ' αυτούς. Διότι η δύναμη του Χριστού είναι ακατανίκητη. Εκείνο που σε συμβουλεύω είναι να αναφερθής στο βασιλιά. 11. Στον τόπο του μαρτυρίου Στο τέλος ο ανθύπατος Γαλέριος έβγαλε την εξής απόφαση: " Ο Κυπριανός και η Ιουστίνα αυθαδίασαν προς τους θεούς και ούτε με δώρα ούτε με τιμωρίες δεν αλλαξοπίστησαν,. θανατώθηκαν με ξίφος" Μόλις ακούσανε την απόφαση οι Άγιοι, χάρηκαν πολύ. Ο Κυπριανός μάλιστα φώναξε: " Με την χάρη του Θεού". Κατόπιν τους πήραν έξω από την πόλη, κοντά σ' ένα ποτάμι για να τους θανατώσουν. Έτρεξε και πολύ πλήθος, για να δουν το τέλος αυτών των φημισμένων Αγίων. Από τον τόπον όμως της εκτελέσεως, περνούσε καβάλα στ' άλογο του τότε, τυχαίως, κάποιος, που λεγότανε Θεόκτιστος. Αυτός ήτανε καλόψυχος και μόλις είδε τον Άγιο που τον πηγαίνανε για θάνατο, φώναξε: - Άδικα θανατώνετε άνθρωπο καθαρό και ενάρετο. Σαν άκουσε αυτό ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, που λεγότανε Φέλβιο και ήταν συγκάθεδρος του ηγέμονος, θύμωσε. Ώρμησε επάνω του και τον έρριξε κάτω από το άλογο του και τον σκότωσε. Έτσι εκείνη την ημέρα αναδείχτηκε και τρίτος μάρτυρας του Θεού. Μόλις φθάσανε στον τόπο της εκτελέσεως προσευχήθηκε ο Άγιος για την ειρήνευση της Εκκλησίας και όλου του κόσμου. Ο σοφός Κυπριανός φοβήθηκε την γυναικεία αδυναμία και
264
παρακάλεσε τους δήμιους να αποκεφαλίσουν πρώτα την Ιουστίνα. Πράγματι, πρώτη έλαβε το μακάριο τέλος η Αγία Ιουστίνα. Κατόπιν ο Άγιος Κυπριανός έδωσε εντολή να δώσουν στον δήμιο εικοσι πέντε χρυσά νομίσματα. Στη συνέχεια του δέσανε τα χέρια και τα μάτια και ο δήμιος του έκοψε την τίμια κεφαλή του. Ήτανε 14η Σεπτεμβρίου του 268 μ.Χ. Το τίμιο αίμα του χύθηκε πάνω σε σεντόνια, τα οποία οι Χριστιανοί επίτηδες τα είχανε απλώσει. Με αυτόν τον τρόπο οι τρισμακάριστοι έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου και τώρα ευφραίνονται για πάντα στην Βασιλειά του Θεού. Τα λείψανα των Αγίων φυλάγανε με προσοχή για να μην τα πάρουνε οι Χριστιανοί. Μερικοί όμως ευλαβείς, που είχαν έλθει από τη Ρώμη, παραμονέψανε και μόλις είδαν, οτι αποκοιμήθηκαν οι φρουροί, τα πήρανε κρυφά και γυρίσανε στη Ρώμη. Εκεί τα δωρήσανε σε κάποια επίσημη γυναίκα, που είχε συγγένεια με τον Κλαύδιο Καίσαρα. Αυτή λεγότανε Ματρώνα και το επώνυμο της ήταν Ρουφίνα, εκείνη επίσης μεγάλωσε τον Άγιο Μάμα. Κατόπιν το λείψανο δόθηκε σ' άλλη γυναίκα. Έκαμνε αναρίθμητες θεραπείες σ' όσους καταφεύγανε με πίστη στον Άγιο. Μετά το θάνατο του, το όνομα του Αγίου Κυπριανού ήτανε σεβαστό όχι μόνο στους Χριστιανούς αλλά και στους ειδωλολάτρες. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΛΥΝΕΙ ΜΑΓΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΑΣ Ο Αγιος Κυπριανός ήτανε, όπως είπαμε, μάγος και υπηρέτισε με την μαγεία τον Σατανά. Τώρα όμως έλαβε την χάρη από τον Θεό, για την μετάνοια του και την αγία του ζωή, να διώχνει τους δαίμονες και να λύνη τα μάγια. Ο Άγιος Κυπριανός έγραψε πολλά συγγράμματα και 87 επιστολές. Αρχιεράτευσε 10 χρόνια, τα οποία ήταν σε μιά εποχή τρικυμιώδη και δύσκολη. Έγραψε μάλιστα και την πασίγνωστη προσευχή "για λύση μαγίων". Μου έλεγε ένας, αξιωματικός, που υπέφερε και πονούσε από την επήρεια των μαγιών, οτι η μόνη ανακούφιση του ήτανε, όταν διάβαζε τις ευχές αυτές.
265
Ο ερωτας του Σατανά Στη Λαμία υπήρχε μια οικογένεια ευκατάστατη. Τον γιό της ζήτησε κάποια γαμπρό για την κόρη της. Δεν ταίριαζαν όμως οι οικογένειες και η κόρη είχε κακό χαρακτήρα. Η οικογένεια του νέου την απέκρουε και ο νέος ούτε να την ακούση ήθελε. Η μητέρα την νέας αυτής κατέφυγε τότε στα μάγια. Ξαφνικά ο νέος κατελήφθη από παράφορον έρωτα προς την κοπέλλα και επέμεινε να την πάρη. Ο παρέρας του τον εμπόδιζε. Αλλά εκείνος, χωρίς να ακούση κανένα, την πήρε. Την εποχή εκείνη πρωτοεξέδόθη το βιβλίον " Υπάρχουν Μάγια;" και έπεσε στα χέρια κάποιου από τη Λαμία. Όταν διάβασε σκέφτηκε αμέσως το ανωτέρο γεγονός. Πήγε και το έδωσε στον πατέρα του νέου. Όταν ο πατέρας το διάβασε, κάλεσε Ιερέα, και έκαμε Αγιασμό στο σπίτι του και διάβασε τις ευχές στο γιό του. Και το αποτέλεσμα: Αμέσως ο νέος απαλλάχτηκε από την σατανική επηρεια! Λυθήκανε τα μάγια. Εμίσησε την κοπέλλα και την έδιωξε! Από τα δόντια του Χάρου Το 1966, ένας νεαρός 29 ετών, αθλητής ποδοσφαίρου, από την Αθήνα, έφθασε στο χείλος του τάφου. Ήταν θύμα μαγείας. Ο νέος αυτός ζήτησε σε γάμο μιά σεμνή και καλήν κόρην. Άλλη όμως αντίζηλος που είχε σατανικό φθόνο, κατέφυγε σε μάγισσα για να τρελλάνη και να θανατώση τον νέον. Τα μάγια έπιασαν στον νέον. Κι αυτό, διότι δεν είχε δεσμό ο νεαρός με τα Μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άρχισε πρώτα να μην θέλη την εργασία του και διέλυσε το μεγάλο του κατάστημα. Δεν ήθελε να βλέπη τους οικείους του και στο τέλος υπέφερε από φρικτούς πονοκεφάλους. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να επιχειρήση ν' αυτοκτονήση. Έτρεχαν οι δικοί του σε γιατρούς για δυό μήνες. Αλλά τίποτε δεν μπορούσαν να κάμουν. Πράγματι! Σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί να προσφέρη τίποτα η επιστήμη. Στην απόγνωση της η μητέρας του νέου, κακώς βέβαια, τρέχει σε μέντιουμ. Το μέντιουμ τις είπεν οτι πάσχει από μάγια. Της 266
ανέφερε και το πρόσωπο, που τα έκανε, καθώς και το μέρος της αυλής όπου βρίσκονταν θαμμένα τα οστά που χρησιμοποιήθηκαν στα μάγια. Πράγματι σκάψανε και τα βρήκανε. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε οτι ο Σατανάς κάνει μερικές περίεργες αποκαλύψεις μόνο και μόνο για να στερεώση τον άνθρωπο στην πλάνη. Δεν μπορεί όμως να θεραπεύση τίποτα... Πέρασαν δύο μήνες από τότε, που ο νέος άρχισε να υποφέρη. Δεν μπορούσε να κοιμηθή στο διάστημα αυτό. Για δεκαπέντε ημέρες δεν έφαγε τίποτα. Στις 16 Ιουλίου, ημέρα Σάββατο, έφθασε στα πρόθυρα του θανάτου. Άρχισε να μην αισθάνεται και μελάνιασε το πρόσωπο του. Θρήνος, κλάμα και κοπετός στο σπίτι του δυστυχισμένου νέου. Η χήρα μητέρα του λιποθύμησε βλέποντας πως χάνει το παιδί της. Σ' αυτή την φοβερή κατάσταση το βάζουν σε ένα γρήγορο αυτοκίνητο και τον πήγανε σχεδόν αναίσθητο στο Μοναστήρι του Αγίου Κυπριανού, που είναι στη Φυλή Αττικής. Ήταν ηλιοβασίλεμα και μια απέραντη ησυχία απλωνότανε στο Μοναστήρι. Η ησυχία αυτή διαλύεται από το φρενάρισμα του γρήγορου αυτού αυτοκινήτου, τους θρήνους των φίλων του νέου και της αδελφής του που τον συνώδευαν. Λέγουν το ιστορικό του και το Ησυχαστήριο βυθίστηκε σε θλίψη από την τραγική αυτή κατάσταση. Τον φέρνουν μέσα στον Ναό και ο Ιερέας της Μονής αρχιζει την ανάγνωση των ευχών. Άρχισε η πάλη με τον διάβολο. Αχ, πόσο αυτή την στιγμή θα έπρεπε να ήταν εκεί όλοι οι άπιστοι! Με την αντίδραση που δημιουργούσε ο διάβολος από τους εξορκισμούς ο ασθενής κραύγαζε: " Φθάνει πια... Δεν αντέχω..." Αυτό συνέχιζε κατά την διάρκεια των εξορκισμών, που κράτησαν μιά και μισή ώρα. Προτού ακόμη γίνη η απόλυση, ο Άγιος Κυπριανός έκαμε το θαύμα του. Ξαφνικά υποχωρεί η μαυράδα από το πρόσωπο του νέου. Ησυχάζει και ζητάει να κοιμηθεί. Άγνωστος του ήταν ο ύπνος εδώ και δύο μήνες τώρα. Κοιμήθηκε μέχρι το πρωί της Κυριακής που τον ξύπνησαν οι καμπάνες της Μονής, χτυπώντας
267
χαρμόσυνα για το θαύμα του Αγίου που έγινε για δόξαν του Θεού. Έγινε τελείως καλά και όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Διότι εξωμολογήθικε. Για πρώτη δε φορά στη ζωή του και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Την 22αν Ιουλίου, έφυγε υγιέστατος για το σπίτι του δοξάζοντας τον Θεό, τιμώντας τον Άγιο Του και καταισχύνοντας τους μιαρούς δαίμονας. Μετά από μιά εβδομάδα έκαμε επισήμως τους αρραβώνες του με την κοπέλα, που είχε δώσει λόγον προτού ασθενήση. Μετά από ένα μήνα περίπου παντρεύτηκαν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΩΣ ΛΥΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΜΑΓΙΑ Στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, όταν άκουγα για μάγια, τα θεωρούσα ανοησίες. Έλεγα, οτι αυτά τα παραδέχονται μόνο οι προληπτικοί άνθρωποι και οι δεισιδαίμονες και οι βλαμμένοι στο νου. Όταν όμως χειροτονήθηκα και έγινα πνευματικός, είδα πολλά γεγονότα μαγείας αδιαμφισβήτητα, που μ' έκαναν ν' αναθεωρήσω και να παραδεχτώ, οτι υπάρχουν και παραϋπάρχουν μάγια. Για να διαφωτίσω και να προφυλάξω τους πιστούς από την τυραννία των μαγιών, έγραψα πριν από τρία χρόνια το βιβλίο " Υπάρχουν Μάγια;". Ε, λοιπόν! κανείς δεν φανταζόταν, οτι το βιβλίο αυτό θα έπιανε τόσο. Η κυκλοφορία του είναι καταπληκτική και η ωφέλεια, που έφερε, μεγάλη. Αυτό αποδεικνύει οτι υπάρχει πολύς πόνος από τα μάγια. Δεν λύνονται με τον Σατανά Τα μάγια είναι ομολογουμένως μια μεγάλη πληγή της κοινωνίας από την οποία υποφέρει πολύς κόσμος. Αλλά το δυστύχημα είναι, οτι οι ανθρώποι δεν καταφεύγουν εκεί που μπορούν να σωθούν. Δυστυχώς, είναι γνωστό, οτι πολλοί ανόητοι, καταφεύγουνε, όχι στην Εκκλησία, που μπορεί να τους λύση τα μάγια, αλλά στο σατανά, στους μάγους, στις μάγισσες, στα μέντιουμ κ.τ.λ. που μ' αυτούς δένονται περισσότερο με τα μάγια τους. Διότι τα 268
πρόσωπα στα οποία πηγαίνουν στις μάγισσες, τα μέντιουμ, είναι τέλεια όργανα του σατανά. Τα σπίτια τους είναι κατοικίες του πονηρού. Ξεγελιώνται βεβαίως μερικοί που βλέπουν εκεί μέσα εικώνες θρησκευτικές, οι οποίες βρίσκονται εκεί για να τους ξεγελούν και να τους παραπλανήσουν. Και ενώ οι δυστυχείς πηγαίνουν για να λυθούν από τα μάγια, δένονται χειρότερα με μάγια. Μεγαλύτερη φυσικά βλακεία, από το να πάη κανείς στο σατανά για να τον λύση, δεν υπάρχει. Γιατί ο σατανάς ποτέ δεν κάνει καλό. " Αν ένα βασίλιο μοιρασθεί, ερημώνεται, και αν ο σατανάς βγάζει έξω τον σατανάν, τότε σιμαίνει ήλθε το τέλος του", είπεν ο Κύριος. Και, εάν προς στιγμή φανή, πως κάνει καλό, και φέρνει κάποιαν ανακούφιση, αυτό είναι για δόλωμα, για να σου πάρει την καρδιά και την ψυχή. Θα σου κάμη κάποιαν ανακούφιση προς στιγμή, για να του δώσεις την εμπιστοσύνη σου. Και τότε θα σου πάρη την ψυχή και θα σε βασανίζη και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη την μεγάλη, την αιώνια. Μόνο με την Εκκλησία λύνονται τα μάγια Ε, λοιπόν! Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να καταφεύγει κανείς, όχι στον σατανά, αλλά μονάχα στην Εκκλησία. Διότι μόνο η Εκκλησία μας έχει την δύναμη να λύνη τα μάγια και κανείς άλλος. Η αγία μας Εκκλησία έχει τις σχετικές ευχές, και τις οποίες διαβάζουνε οι Ιερείς. Οι Ιερείς άλλωστε είναι ταγμένοι σ' αυτό ακριβώς το έργο και είναι μεσίτες μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Είναι διάδοχοι των Αποστόλων και οι αντιπρόσωποι του Θεού. Τους έδωσε ο Θεός κατά την ώρα της χειροτονίας τους την Θείαν Χάρη Του. Αυτή ακριβώς η Θεία Χάρις, που έχουν μέσα τους οι Ιερείς, είναι αυτή που " τα ελλειπή αναπληρή και τα ασθενή θεραπεύη". Μπροστά σ' αυτή φεύγει ο σατανάς. Αυτές οι ευχές, του Αγίου Κυπριανού και τις άλλες τις Εκκλησίας μας, θα τις βρούνε οι Ιερείς μας και όποιος άλλος θέλει, στο τέλος αυτού του κειμένου.
269
Προσοχή, όμως! Ουδέποτε πρέπει να πάη κανείς σε άλλα πρόσωπα, εκτός από τον Ιερέα, για να τις διαβάση. Με την έλληψη του Ιερέα, αν τις διαβάσετε από μόνοι σας κάτι είναι κι αυτό. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση, για να λυθούν τα μάγια, είναι η πίστη στον Θεό. Όταν παίρνεις τον Ιερέα του Θεού, για να σε διαβάση, και συγχρόνως πηγαίνεις και στη μάγισσα του διαβόλου, μην περιμένης άνθρωπε, να σε βοηθήση ο Θεός. Είναι σαν να λέεις: " Καλός είναι βέβαια, ο Θεός, αλλά θα μπορέσει άραγε να με βοηθήση; Ας δοκιμάσω και την μάγισσα, μήπως πετύχω με εκείνην εκείνο που θέλω. Γιατί εκείνη καμμιά φορά μπορεί να κάνει μερικά που δεν μπορεί να κάμη ο Θεός"! Ε! λοιπόν! Αυτή δεν είναι πίστη. Ας μην περιμένη αυτός καμμιά βοήθεια και θεραπεία. Διότι είναι δίψυχος. " Ας μην νομίση αυτός, οτι θα πάρη κάτι από τον Κύριον" λέει ο θείος Ιάκωβος. " Εάν έχετε πίστη και δεν υπερυφανευθήτε", τονίζει ο Κύριος, και θαύματα θα κάνετε. Και αλλού μας είπε " Ότι Μου αιτηθήτε στην προσευχή σας, με πίστη, θα το πάρετε". Το ακούς; " Οτιδήποτε". Δεν έχει εξαιρέσεις. Αρκεί να το ζητάς με πίστη και να είναι συμφέρον σου και θα το λάβης ασφαλώς. Έχω παρατηρήσει κατά την διάρκεια της πολυετούς πείρας μου, οτι όταν οι άνθρωποι δεν έχουν πάει σε μάγισσες και σε μέντιουμ να τους λύσουν τα μάγια, τότε με τις ευχές τις Εκκλησίας μας λύονται αμέσως. Όταν όμως έχουν πάει σε τέτοιες πόρτες, δεν τα λύνει ο Θεός, παρ' όλα τα διαβάσματα και τις προσευχές. Είναι, σαν να λέει ο Θεός: " Αφού πίστεψες στον σατανά περισσότερο, από Εμένα, πήγαινε, να σε κάνη καλά ο σατανάς". Αλλά ο σατανάς δεν μπορεί να κάνη ποτέ του το καλό. Κακό μόνο κάνει. Τότε χρειάζεται μεγάλος κόπος, πολύ διάβασμα, μεγάλη επιμονή, για να δείξη ο άνθρωπος την πίστη του στον Μόνο Δυνάμενον σωτήρα.
270
Χρειάζεται λοιπόν πίστη, και πίστη ακράδαντη. Αυτή η πίστη μεταφράζεται σε μετάνοια, εξομολόγηση και απόφαση να ζήση κανείς τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του με τον Θεόν. Τότε ασφαλώς με τις ευχές αυτές, δεν έχει να φοβηθή κανείς τίποτα. Θα έχη τον Παντοδύναμο Θεό βοηθόν και προστάτη του. Τότε, με το διάβασμα, των ευχών αυτών του Αγίου Κυπριανού και των λοιπών της Εκκλησίας, διαλύονται όλα τα τεχνάσματα και τα δεσίματα του σατανά, σαν καπνός και σαν τον ιστό της αράχνης. Αυτές οι ευχές όπως είπαμε θα πρέπει ο Χριστιανός να τις έχει σαν εγκόλπιο και φυλαχτό εναντίον του σατανά. Αυτές και όχι εκείνα τα φυλαχτά που δίνουν οι μάγισσες που δένουν περισσότερο τον άνθρωπο αυτά τα δαιμονικά φυλαχτά με τον σατανά αφού γίνεται υπακοή σε όργανα του σατανά αυτά τα όργανα είναι οι διάφοροι μάγοι. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΛΥΣΙΝ ΑΠΟ ΜΑΓΙΑ ( Καλείται ο Ιερέας και τελεί πρώτα αγιασμό. Στο τέλος διαβάζει και τις παρούσες ευχές " Για λύσιν μαγιών". Με τον αγιασμό αυτόν ραντίζεται ο πάσχωντας, όλο το σπίτι και τα πράγματα του. Πίνει απο αυτόν τον αγιασμό καθημερινά καθώς λέγει η ευχή του αγιασμού " δια μεταλήψεως και ραντισμού") Ευλογητός. Βασιλεύ Ουράνιε. Τρισάγιο. Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημάς. Της ευσπλαγχνίας την πύλην. Τον Ν Ψαλμό. Ελέησον με ο Θεός.. Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου.. Ήχος ΄δ. Ως γενναίον εν μάρτυσιν. Ιερέων εν χρίσμασι και μαρτυρίων εν αίματι, τω Θεώ προσύγγισας τελειώτατα, Κυπριανέ παναοίδιμε, το άνθος της πίστεως, η των λόγων καλλονή, της σοφίας ακρόπολις, της ορθότητος των δογμάτων, η στάθμη, των κανόνων παναρμόνιος ευθύτης, Εκκλησιών η ευπρέπεια. Των αθλούντων την εύκλειαν, των Μαρτύρων τον στέφανον, υπογράφων, έπεισας τους θεόφρονας κατατολμών γενναιότητα ποικίλων κολάσεων και δεσμών και φυλακών και σωμάτων γυμνώσεως και στρεβλώσεων και κρυμού δριμυτάτου και μαστίγων και θανάτου τελευταίον, Κυπριανέ πανσεβάσμιε.
271
Επωδαίς ταις του δαίμονος τας ωδάς τας του Πνεύματος και Σταυρού το τρόπαιον αντιτάξασα, την παρθενίαν ετήρησας και Μάρτυς αήττητος προσηνέχθης τω Χριστώ ιερώτατον σφαγίον· όθεν έτυχες των στεφάνων της νίκης, Ιουστίνα, των Παρθένων και Μαρτύρων κεκοσμημένη φαιδρότησιν. Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Κύριε, όπλον κατά του διαβόλου, τον Σταυρόν σου ημίν δέδωκας. Φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν, οτι νεκρούς ανιστά, και θάνατον κατήργησε. Διά τούτο προσκυνούμεν την ταφήν Σου και την έγερσιν. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης. Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας. Σταυρός βασιλέων κραταίωμα. Σταυρός πιστών το στήριγμα. Σταυρός αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα. Συντριβήτωσαν υπό την σημείωσιν του τύπου του Σταυρού Σου πάσαι αι ενάντιαι δυνάμεις (τρίς). Η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην. ( Και βάζοντας το χέρι του ο Ιερέας στο κεφάλι του πάσχοντος λέει): ΕΥΧΗ Α Του Αγίου Κυπριανού Του Κυρίου δεηθώμεν Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο τα πάντα κρατών και κυβερνών, Άγιος και δεδοξασμένος υπάρχεις. Δι' ο Βασιλεύ των Βασιλευόντων και Κύριε των Κυριευόντων, δόξα Σοι. Ο καθήμενος εν τω φωτί τω απείρω και απροσίτω βροτοίς, διά προσευχής εμού του ταπεινού και αναξίου δούλου Σου, φυγάδευσον τους δαίμονας και κατάργησον τας πονηρίας αυτών, ίνα τα νέφη δώσωσι υετόν επί πάσαν την γην και η γη δώση τα γεννήματα αυτής εν τω καιρώ αυτών, τα δένδρα καρποφορήσωσιν, και οι άμπελοι ευφορήσωσι πλήρεις βοτρύων, 272
αι γυναίκες λυθώσι και ελευθερώσιν από του κακού των μητρών, αυτών και πας ο κόσμος άρχων και αρχόμενος, και πάσα η κτίσις λυθή από παντός δεσμού του δαίμονος. Ο δε δούλος Σου (το όνομα του πασχόντος), συν παντί τω οίκο αυτού και τοις πράγμασι αυτού, λυθήσεται εκ παντός δεσμού σατανικού, μαγείας, μαγγανίας και αντικείμενικής δυνάμεως. Δεόμεθα Σου, Κύριε ο Θεός των Πατέρων ημών, δος, ίνα λυθώσι τα εκ μαγείας, μαγγανίας, βασκανίας και πάσης σατανικής ενεργείας δεσμά αυτού και αφανισθώσι πάντα τα πονηρά έργα, διά της επικλήσεως του Παναγίου Πνεύματος Θεού Σαβαώθ. Ναί! Κύριε του παντός, επάκουσον μου δεομένου Σου και λυθήτω ο δούλος (όνομα πασχόντος) ει έστι δεδεμένος εν ουρανώ ή εν γη ή εν ανωφλίω ή εν δέρματι αλόγων ή εν σιδήρω ή εν λίθω ή ξύλω ή εν γραμματίω, δ' αίματος ανθρώπου, ζώου, πτηνού, ή ιχθύος ή δια μελάνης ή δι' άλλου τινός, προς βλάβην αυτού ή του οίκου αυτού, και ει κατέχωσαν ή διέσπειραν αυτά εν αυλαίς, εν θαλάσση, εν φρέατι, εν μνήματι ή εν οιωδήποτε τόπω. Και ει δι' ονύχων ανθρώπων, ζώων, πτηνών, ερπετών, ( ζώντων ή τεθνεώντων), ή δια χώματος τεθνεώντων εγένοντο και ει δια πασάλου ή καρδίου, ή βελόνης διεπεράσθησαν, λύσον εν τη ώρα ταύτη. Κύριε, διά παντός, τη κραταιά δυνάμει Σου. Συ Κύριε, ο Θεός ημών, ο γινώσκων τους τόπους, τους τρόπους και τους ανθρώπους, διάλυσον και διάρρηξον και αφάνισον τα της μαγείας έργα, ένθα κείνται, τον δε δούλον Σου (όνομα πασχόντος) διαφύλαξον συν παντί τω οίκω αυτού. Συντριβήτωσαν υπό την σημείωσιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού πάσαι αι εναντίαι δυνάμεις (τρις). Αναχωρήτωσαν και διαλυθήτωσαν δια παντός πάντα τα της μαγείας, μαγγανίας και βασκανίας έργα, εκ του δούλου του Θεού (...). Ναι Κύριε, δεομένου Σου, επάκουσον μου και ελευθέρωσον τον δούλον Σου και τον οίκον αυτού από συμπτώματος και δαιμονίου μεσυμβρινού, από πάσης ασθενείας αναθέματος, οργής, κατάρας, συσπραγίας, καταλαλιάς, φθόνου, βασκανίας, αμελείας, νωθρότητος, λαιμαργίας, αδυναμίας, βλακείας, αφροσύνης, υπερηφάνειας, ασπλαχνίας, αδικίας, αλαζονείας και πάσης πλάνης και απάτης, δια το Όνομα Σου το Άγιον και δεδοξασμένον εις τους αιώνας. Αμήν. 273
ΕΥΧΗ Β Του Κυρίου δεηθώμεν Εξορκίζω υμάς, δαιμόνια πονηρά, δια του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και διά πασών των αγγελικών και θείων δυνάμεων των τω Θεώ υπηρετουσών και των Αγίων Αυτού μαθητών και Αποστόλων του έχειν δύναμιν και εξουσίαν επί του πλάσματος του Θεού ( το όνομα του πασχόντος) ή του οίκου αυτού. Φυγαδευθήτε, άθλιοι και πονηροί, εντεύθεν. Εκλείπειν υμάς, ποιήσαι, Κύριος ως εκλείπει καπνός από προσώπου πυρός, και μη έχειν εξουσίαν πόνους και φόβους επιφέρειν, ζημιάν ή κακόν τι έτερον εν τω σώματι και ταις σαρξίν και τοις μέλεσι τούτου του πλάσματος του Θεού (όνομα πασχόντος), ή του οίκου αυτού διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του ελευσομένου κρίναι ζώντας και νεκρούς. ΕΥΧΗ Γ Του Κυρίου δεηθώμεν Κύριε ο Θεός ημών ο παντοκράτωρ και παντοδύναμος, ο ποιητής του ουρανού και της γης και κτίστης πάντων, συγγνώμην παράσχου μοι και τω δούλω Σου τούτω, εις όσο Σοι ημάρτομεν, ως άνθρωποι. Ναι ο Θεός του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, ο Θεός των Αγγέλων Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ, Χερουβίμ, Σεραφείμ, Εξουσιών, Δυνάμεων και πάντων των Προφητών, Πατριαρχών, Μαρτύρων, Ομολογητών, φύλαξον τον δούλο Σου ( όνομα πασχόντος) του μη αδικήσαι αυτόν ή βλάψαι τι κακόν ή μαντικόν ή τον αρχαίκακον διάβολον και τους υπουργούντας αυτώ, ή κακόν άνθρωπον, ή γυναίκα, εν νυκτί και ημέρα, εν γη, εν θαλάσση, εν οδώ, ή περιπάτω, εν σπηλαίω, εν οίκω, εν χώρα, εν χωρίω, εν αγρω και εν οιωδήποτε τινί τόπω, εν οράσει ή εν ακοή, πίνοντα, τρώγοντα, αναγινώσκοντα, καθεύδοντα, αγρυπνούντα, εργαζόμενον, εν γέλωτι, εν οφθαλμοίς, εν νώτω, εν μικτήρσιν, εν στόμασι εν φάρυγγι, εν οδούσι, εν γλώσση, εν στήθεσι, εν χερσί, εν βραχίονι, εν δακτύλοις, εν κοιλία, και υπογαστρίοις, εν ύπατος και εντοσθίοις πάσιν, εν χολή και αίματι, εν σαρκί και δερματίδι και πάσι τοις μέλεσι του ανθρώπου τούτου, ένδοθεν και έξοθεν, από ποδών εώς κεφαλής. Ναι Παντοκράτορ Κύριε, ελευθέρωσον τον δούλον Σου ( όνομα πασχόντος ), από πάσης μαγείας, μαντείας, δεσμού και παντός κακού. 274
Και ώς ηλευθέρωσας τον Αδάμ εξ, Άδου, τον μακάριον Πέτρον εκ της φυλακής, τον Παύλον, το σκεύος, της εκλογής, εκ των δεσμών, δια του Αγίου Πνεύματος, τον παραλυτικόν εκ του κρεββάτου, τον Λάζαρον εκ του τάφου, τον Ισραηλιτικόν λαόν εκ της θαλάσσης, τον Ιωνάν εκ της κοιλίας του κήτους, τον Λώτ εκ Σοδόμων, τους τρείς παίδας εκ της καμίνου του πυρός, τον Δανιήλ εκ των λεόντων, Νώε εκ του κατακλυσμού, Μαρίαν την Μαγδαληνήν εκ των επτά ακαθάρτων πνευμάτων, ούτως Δέσποτα ελευθέρωσον και τον δούλον Σου ( όνομα πάσχοντος ) εκ του δεσμού πάσης μαγείας, μαντείας, φαρμακείας και εκ πάσης πονηράς επιβουλής των εχθρών ημών, ορατών τε και αοράτων και μη εχέτωσαν δύναμιν, μηδέ εξουσίαν επηρεάζειν. Και η ειρήνη του Μονογενού Σου Υιού έστω μετ' αυτού. Αμήν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Εκ του κατά Ματθαίον (΄θ 32-34, ί 1-2,5-9) Τω καιρώ εκείνω προσήνεγκον τω Ιησού άνθρωπον κωφόν δαιμονιζόμενον και εκβληθέντος του δαιμονίου ελάλησεν ο κωφός και εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες, οτι ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ. Οι δε Φαρισαίοι έλεγον, εν τω αρχόντι των δαιμόνων εκβάλλει τα δαιμόνια. Και προσεκαλεσάμενος τους δώδεκα μαθητάς αυτού, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν, αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Τούτους τους δώδεκα απέστειλεν ο Ιησούς παραγγείλας αυτοίς λέγων: εις οδόν εθνών μη απέλθητε και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθητε, πορεύεσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. Πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες, οτι ήγγικεν η Βασιλεία των ουρανών. Ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε. Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε. ΕΥΧΗ Δ Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε των δυνάμεων και πάσης κτίσεως Δημιουργέ, πρόσδεξαι τας δεήσεις, ας προσήξαμέν Δοι δια τον δούλον Σου ( όνομα πάσχοντος) και δίωξον τους εχθρούς ημών τους αοράτους και πάντας τους εν αυτώ υπουργούντας και πάσαν αυτών
275
πανουργίαν, αλαζονείαν και πονηράν ασθένειαν του μηδέποτε έχειν δύναμιν ή εξουσίαν κατ' αυτού, του καταδυναστεύειν αυτόν. Επί Σοι γαρ, Κύριε, ήλπιζεν αυτός τε και ημείς και μη καταισχυνθείημεν εις τον αιώνα, αλλ' εν τη δικαιοσύνη Σου και τη δυνάμει Σου, ελευθέρωσον τούτον, πρεσβείας και ικεσίας της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων. Αμήν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Εκ του κατά Ματθαίον (ιζ 14-21) Τω καιρώ εκείνω άνθρωπος τις προσήλθε τω Ιησού γονυπετών αυτώ και λέγων: Κύριε, ελέησον μου τον υιόν, οτι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει, πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ. Και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς Σου και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι. Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν, ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη. Εώς πότε έσομαι μεθ' ημών; εως πότε ανέξομαι υμών; φέρετε μοι αυτόν ώδε και επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς και εξήλθεν απ' αυτού το δαιμόνιον και εθεραπεύθη ο παις από της ώρας εκείνης. Τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω Ιησού κατ' ιδίαν είπον: διατί υμείς ουκ ηδυνήθημεν εκβάλειν αυτό; Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς: διά την απιστία υμών. Αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, έρειτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται και ουδέν αδυνατήσει υμίν. Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται, ει μη εν προσευχή και νηστεία. ΕΥΧΗ Ε Γρηγορίου του Δεκαπολίτου Του Κυρίου δεηθώμεν. Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, ο διοικών και κυβερνών την πάσαν κτίσιν και φυλάσσων τας ψυχάς και τα σώματα των ανθρώπων από του νοητού και δολίου δράκοντας και αποστείλας τον Μονογενή Σου Υιόν, Υπεράγιε, διά την ημετέραν σωτηρίαν, γεννηθέντα εκ της Αειπαρθένου Μαρίας, Αυτός Πανάγαθε Βασιλεύ, αποδίωξον παν πονηρόν και ακάθαρτον και εβδελυγμένον πνεύμα και πάσαν μαγείαν, φαρμακείαν, μαντείαν και πάσαν ασέβειαν και πονηράν
276
ασθένειαν από του δούλου Σου ( όνομα πάσχοντος) και παν πνεύμα επιβουλεύον και αδικούν αυτό. Εξαλειφθήτω δε πάσα πονηρία και ακαθαρσία αυτού. Ορκίζω σε εις τον ορατόν και Υψιλότατον Θρόνον του Παντοκράτορος Θεού, παν ακάθαρτον και πονηρόν, ερχόμενον και εμφωνεύον και αδικούν αυτόν. Ορκίζω σε εις τον ανεξιχνίαστον και ακατάληπτον Θεόν, Ον τρέμουσιν οι Ουρανοί και η γη και η θάλασσα και δοξολογούσιν οι άγιοι, Φεύγε ανεμόπους και άνομε, φεύγε ανεμόφορε και ανεμόστροφε, φεύγε δαιμόνιον το εγείραν την δεξιάν επί την αριστεράν, φεύγε ο χαλεπός δαίμων, ο απτόμενος των καρδιών των ανθρώπων, ο ερχόμενος εις τα οστά και εις τους οφθαλμούς αυτών, ο δαμάζων τα σώματα των ανθρώπων και την σάρκα αυτών, ο απτόμενος των νεύρων και των αρτηρίων αυτών, φεύγε από τον δούλον του Θεού (όνομα πασχόντος) και αναχώρησον από του πλάσματος του Χριστού του Θεού ημών. Ορκίζω σε και αυθίς εις τον επουράνιον Θεόν και Βασιλέα πάντων των ποιημάτων Αυτού και κτισμάτων, και μη εμμείνης, πονηρέ και μιαρέ δαίμων εις τον δούλον του Θεού ( όνομα πασχόντος) και μη ψυχήν και καρδίαν κρατήσης, μη άψη συ εις ήπαρ ή εις πνεύμονα ή εις νεφρούς, μηδέ οστά αυτού διασείσης, μη σάρκα παραλύσης, μη δακτύλους ή αστραγάλους, ή κνήμας, ή μηρούς, ή πήχεις, ή ώτα, ή εγκέφαλον αυτού ή οφθαλμούς, μηδέ έτερον εκ των μελών του σώματος αυτού αδικήσης ή υπογάστριον βαρύνης, μή ενδυθής την τάξιντων στοιχείων και διαφθείρης την τάξιν αυτού. Αλλ' έξελθε συν πάση πονηρά ασθενεία, και αναχώρησον από του δούλου του Θεού ( όνομα πασχόντος) δια τους αφορκισμούς και εξορκισμούς, ους επιτιμά σοι Κύριος ο Θεός, ο Μέγας τη βουλή και αινετός τοις έργοις. Φεύγε παν κακόν και ακάθαρτον πνεύμα, και αναχώρησον από του δούλου του Θεού ( όνομα πασχόντος) εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Εκ του κατά Ματθαίον (έ 23-25) Τω καιρώ εκείνω περιήγεν ο Ιησούς όλην την Γαλλιλαίαν, διδάσκων εν ταις συναγωγαίς και κηρύσσων το Ευαγγέλιον της Βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν 277
τω λαώ. Και απήλθεν η ακοή Αυτού εις όλην την Συρίαν και προσήνεγκαν Αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους και δαιμονιζομένους και παραλυτικούς και εθεράπευσεν αυτούς. ΕΥΧΗ ΣΤ Γρηγορίου του Δεκαπολίτου Του Κυρίου δεηθώμεν. Βασιλεύ Ουράνιε Παράκλητε το Πνεύμα της Αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών, και ζωής χορηγός, ο ποιητής των άνω και των κάτω και πάντων των όντων εμφανών και αφανών ο δους εξουσίαν και δύμαμιν τοις Σοις μαθηταίς και Αποστόλοις, θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν επειγενομένην τοις ανθρώποις, επάκουσον και εμού του αμαρτωλού εν τη ώρα ταύτη και δίωξον και εξάλειψον εκ του δούλου Σου ( όνομα πασχόντος) παν πονηρόν και ακάθαρτον και πάσαν πονηράν ασθένειαν και επιβουλήν του αντικειμένου δι' ευχών και δεήσεων των αγίων Σου ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, Μάρκου και Λουκά, Φιλίππου και Ματθαίου, Ιωάννου και Θωμά, Ανδρέου και Ιακώβου και πάντων των Αγίων Αποστόλων και των εβδομήκοντα των καταβαλόντων τον άρχοντα του αιώνος τούτου, τουτέστι τον διάβολον, όπως δραπετεύση και εκκρύβη εις τόπον ητοιμασμένον αυτώ και πάσι της μετ' αυτού και ουδέν της αδικίας αυτού αδικήσει τον δούλον Σου τούτον. Επακούσατε ουν, Άγιοι Απόστολοι, εμού του δεομέμου εν τη ώρα ταύτη και περιφυλάξατε τον δούλον υμών ( όνομα πασχόντος) από πάσης επηρείας δαιμονικής, διά του ονόματος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είτα το Απολυτίκιον του Αγίου Κυπριανού Ήχος δ. Και τρόπων μέτοχος, και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων γενόμενος, την πράξιν εύρες θεόπνευστε εις θεωρίας επίβασιν, διά τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομών, και τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος, ιερομάρτυς Κυπριανέ, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών. Και το Κοντάκιον Ήχος ά. Χορός αγγελικός. Εκ τέχνης μαγικής, επιστρέψας θεόφρον, προς γνώσιν θεϊκήν, ανεδείχθης τω κόσμω ακέστωρ σοφώτατος, τας ιάσεις δωρούμενος, τοις τιμώσι σε, Κυπριανέ συν Ιουστίνη μεθ' ης πρέσβευε τω φιλανθρώπω Δεσπότη σωθήναι τους δούλους σου.
278
Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φευγέτωσαν από προσώπου Αυτού οι μισούντες Αυτόν. Ως εκλείπει καπνός εκλειπέντωσαν, ως τήκεται κήρος από προσώπου πυρός. Ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν.
ΑΠΟΛΥΣΙΣ Δόξα Σοι ο Θεός, η ελπίς ημών, δόξα Σοι. Χριστός ο αληθινός Θεός ημών, πρεσβείαις της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, δυνάμει του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, προστασίας των τιμίων επουρανίων Δυνάμεων Ασωμάτων, του τιμίου ενδόξου Πραφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, των αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων, των εν Αγίοις Πατέρων και οικουμενικών μεγάλων διδασκάλων και ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθανασίου και Κυρίλλου, Ιωάννου του Ελεήμονος, Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Νικολάου του εν Μύροις, Σπυρίδωνος επισκόπου Τριμυθούντος των θαυματουργών, του αγίου Αποστόλου Πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, των οσίων, και θεοφόρων Πατέρων ημών Αντωνίου, Ευθυμίου, Σάββα του ηγιασμένου, Θοδοσίου του Κοινοβιάρχου, Ονουφρίου, Αρσενίου, Γερασίμου του νέου ασκητού και πάντων των οσίων, των αγίων και ιαματικών Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου και Ιωάννου, Παντελεήμονος και Ερμολάου, Σαμψών και Διομήδους, Μωκίου και Ανικήτου, Θαλλαίου και Τρύφωνος και Παγκρατίου του αρχιεπισκόπου, των αγίων ενδόξων και καλλινίκων μαρτύρων των οσίων και θεοφόρων Πατέρων ημών, των αγίων ενδόξων μεγάλων μαρτύρων Γεωργίου του Τραπαιοφόρου, Δημητρίου του Μυροβλήτου, Θεοδώρου Τήρωνος και στρατηλάτου, Μηνά του θαυματουργού και ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, των Αγίων δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, του Αγίου ιερομάρτυρος Κυπριανού, Κοσμά του Αιτωλού, και νεομάρτυρος Ιακώβου και πάντων των Αγίων ελεήσαι και σώσαι ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός. Δι ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. ΑΜΗΝ
279
ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος καταγόταν ἀπό τήν Παλαιστίνη καί ἐγεννήθηκε πιθανῶς τό ἔτος 313 μ.Χ. στά Ἱεροσόλυμα. Ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Μαξίμου τοῦ Γ΄ (333-348 μ.Χ.), τόν ὁποῖο καί διαδέχθηκε στήν ἐπισκοπική ἕδρα κατά τίς ἀρχές τοῦ ἔτους 348 μ.Χ., εἴτε διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς αἱρετικούς Ἀρειανούς, εἴτε διότι ἀπέθανε . Ὁ Ἅγιος ἀρχικά ἀδιαφοροῦσε γιά τίς δογματικές «λεπτολογίες» καί ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τόν ὅρο «ὁμοούσιος» . Γι' αὐτό ὁ Ἀρειανός Μητροπολίτης Καισαρείας Ἀκάκιος ἐνέκρινε τήν ἐκλογή του καί τόν ἐχειροτόνησε εἰς Ἐπίσκοπον. Ἀλλά συνέβη καί ἐδῶ ὅ,τι ἀργότερα καί στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Μελετίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας († 12 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος δέν ἔμεινε ἐκτός τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς ὡς πρός τούς δογματικούς ἀγῶνες καί ἀπό τούς πρώτους μῆνες τῆς ἀρχιερατείας του ἀποδείχθηκε διά τῶν περιφήμων Κατηχήσεών του ὑπερασπιστής τῶν Ἀποφάσεων καί τῶν Ὅρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἐξῆρε καί ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ ἔτους 382 μ.Χ.: « Τῆς δέ γε μητρός ἁπαςῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τόν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τε παρά τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καί πλεῖστα πρός τούς Ἀρειανούς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα» .
280
Ἡ δογματική τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ὑπῆρξε ἡ πρώτη αἰτία ρήξεως μέ τόν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος στή συνέχεια ἐζητοῦσε διάφορες ἀφορμές νά καταστρέψει τόν Ἅγιο. Δεύτερη αἰτία ἦταν ἡ διαφορά περί τή δικαιοδοσία τῶν δύο ἑδρῶν. Ὡς γνωστόν, λόγῳ καταστροφῆς τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ἐκεῖ Χριστιανική κοινότητα διασκορπίσθηκε, μετά δέ τήν ἐπανοικοδόμηση αὐτῆς οἱ Χριστιανοί ἦσαν λίγοι, γι' αὐτό σέ Μητρόπολη ἀναδείχθηκε ἡ πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης Καισάρεια. Μετά ἀπό λίγο, ὅταν ἡ Χριστιανοί τῶν Ἱεροσολύμων ἐπληθύνθησαν, ἡ Ἐπισκοπή Ἱεροσολύμων ἐζήτησε ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς αὐτῆς θέσεως. Ἔτσι δέ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, διά τοῦ 7ου Κανόνος αὐτῆς, ὅριζε νά τιμᾶται ἰδιαιτέρως κατά τά ἄρχαῖα ἔθιμα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰλίας, δηλαδή Ἱεροσολύμων, ἡ δέ Μητρόπολη Καισαρείας νά διατηρεῖ τό οἰκεῖο ἀξίωμα. Ἡ ἀσάφεια τῆς διατυπώσεως τοῦ Κανόνος προεκάλεσε διένεξη μεταξύ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καί τοῦ Ἀκακίου. Ὁ τελευταῖος ἦταν σέ πλεονεκτική θέση λόγῳ τῆς ὑποστηρίξεως αὐτοῦ ἀπό τόν Ἀρειανό αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361 μ.Χ.) , καί ἀφοῦ εὑρῆκε πρόφαση κατά τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι σέ καιρό λιμοῦ ἐπούλησε ἱερά κειμήλια καί ἀναθήματα, γιά νά προσφέρει τροφή στούς ἄπορους, καθαίρεσε τόν Ἅγιο διά Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στά Ἱεροσόλυμα, τό ἔτος 357 μ.Χ., καί τόν ἀπομάκρυνε ἀπό ἐκεῖ . Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξορίσθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας καί ἔγινε δεκτός ὑπό τοῦ ἐκεῖ Ἐπισκόπου Σιλβανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τήν ἀξίωση τοῦ Ἀκακίου νά διακόψει τήν ἐπικοινωνία τοῦ μέ τόν Ἅγιο. Ὡστόσο ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐζητοῦσε νά διερευνηθεῖ ἡ ὑπόθεσή του ἀπό μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 359 μ.Χ., στά Ἱεροσόλυμα, τόν ἀποκατέστησε καί τόν ἀθώωσε, ἀλλά ὁ Ἀκάκιος, ἀφοῦ κατέφυγε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐματαίωσε τίς ἀποφάσεις αὐτῆς δι' ἄλλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 360 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη, καί ἐπεκύρωσε τήν καθαίρεση καί ἐξορία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του, ὅπως καί οἱ λοιποί ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, τό ἔτος 361 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος θέλοντας νά ἔχει κοντά του ὅλους τούς ἐχθρούς τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου, ἀνεκάλεσε τούς ἐξόριστους Ἀρχιερεῖς. Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν τήν 281
ἀνάγκη νά ἐπιδοθεῖ στή διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλά μετά τό θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, στίς 26 Ἰουλίου 363 μ.Χ., ἐξορίσθηκε πάλι ἀπό τόν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364378 μ.Χ.) γιά ἕνδεκα χρόνια καί ἐπανῆλθε στά Ἱεροσόλυμα μετά τό θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος, τό ἔτος 378 μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 387 μ.Χ. Τό κύριο ἔργο του εἶναι οἱ Κατηχήσεις , οἱ ὁποῖες ἐκφωνήθηκαν κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 348 μ.Χ. στή βασιλική τῆς Ἀναστάσεως. Σκοπός τῶν Κατηχήσεων εἶναι ἀφ' ἑνός μέν ἡ εἰσαγωγή τῶν Κατηχουμένων στίς θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς πίστεως καί τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, ἀφ' ἑτέρου δέ ἡ φανέρωση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στούς Νεοβαπτισθέντες. Ἡ ἀξία τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι ἀνυπολόγιστη. Κανένα ἔργο πρό αὐτοῦ δέν ἐμφανίζει μέ τόση παραστατικότητα σχεδόν ὅλο τό τελετουργικό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό μυστηριακό καί ἁγιαστικό σύστημα μέ καταπλήσσουσα ὁμοιότητα πρός τά μέχρι σήμερα τελούμενα στό ναό, ὥστε δικαιολογημένα νά θεωροῦμε ὅτι οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀποτελοῦν ἔκτυπο ἀναπαράσταση καί στήν πράξη διατήρηση αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀποστολικῆς Τελετουργικῆς Παραδόσεως. Ὁ Ἅγιος ἔγραψε, ἐπίσης, διάφορους ὀρθόδο-ξους ὕμνους κατά τῶν Ἀρειανῶν, πού δέν σώζονται. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 18 Μαρτίου
ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
282
(9 Ιουνίου) Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Κύριλλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από επίσημη οικογένεια, γύρω στο 380 μ. Χ., σύμφωνα με όσα αναφέρουν ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο ιστορικός Σωκράτης, και ήταν γιος του αδελφού του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου. Συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι με τον τρόπο της ζωής τους και με την διδασκαλία τους επέδρασαν ουσιαστικά στην διατύπωση της Ορθοδόξου Θεολογίας και την διαφύλαξή της από τις αιρέσεις, που απειλούσαν να την νοθεύσουν. Έτυχε λαμπράς εκπαιδεύσεως, μετά το τέλος της οποίας ασκήτευσε στην Νιτρία κάτω από την καθοδήγηση του Σεραπίωνα. Είναι πιθανόν όμως να μόνασε για κάποιο χρονικό διάστημα και στο Πηλούσιο, κοντά στον άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, προς τον οποίον έτρεφε βαθύτατο σεβασμό. Μετά την επάνοδό του στην Αλεξάνδρεια χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον θείο του Θεόφιλο. Μετά τον θάνατο του θείου του ανήλθε στον ιστορικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, στις 18 Οκτωβρίου του 412. Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας, εκτός από το τεράστιο συγγραφικό του έργο, ανέπτυξε και αξιόλογο κοινωνικό έργο. Οργάνωσε κατά τρόπον υποδειγματικό την κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη, καθώς και την νοσοκομειακή περίθαλψη. Η πατριαρχεία του αγίου Κυρίλλου διήρκεσε 32 χρόνια και χαρακτηρίζεται από έντονους αγώνες κατά των αιρετικών και των ειδωλολατρών.
283
Προήδρευσε των εργασιών της Γ Ο?κουμενικ?ς Συνόδου, το 431, και συνέβαλε τα μέγιστα στο γκρέμισμα των κακοδοξιών του Νεστορίου, ο οποίος δίδασκε ότι στον Χριστό έγινε «ένωση προσώπων κατ’ ευδοκίαν» και ότι «η Μαρία δεν γέννησε Θεόν, αλλά άνθρωπο θεοφόρο, εφ’ όσον με αυτόν ενώθηκε εξωτερικά ο Θεός» και γι’ αυτό ονόμαζε την Θεοτόκο Χριστοτόκο. Ο άγιος Κύριλλος διετύπωσε την Ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο Θεός Λόγος ενοίκησε στην μήτρα της Παναγίας, σαρκώθηκε «εκ των αγνών αιμάτων της» και ενώ είναι τέλειος Θεός έγινε και τέλειος άνθρωπος, ήτοι Θεάνθρωπος. Στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού ενώθηκαν οι δύο φύσεις -θεία και ανθρωπίνη-ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως και επομένως η Παναγία είναι Θεοτόκος. Εκοιμήθη στις 27 Ιουνίου του 444, αλλά η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Ιουνίου, καθώς και στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με την μνήμη του αγίου Αθανασίου. Ο ιερός υμνογράφος, με θαυμάσιο τρόπο, συνοψίζει και αποδίδει ποιητικά την διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου περί των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί του ότι η Παναγία είναι Θεοτόκος: «Ο βασιλεύς των ουρανών δια φιλανθρωπίαν επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη. Εκ Παρθένου γαρ αγνής σάρκα προσλαβόμενος και εκ ταύτης προελθών μετά της προσλήψεως. Εις εστίν Υιός, διπλούς την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν• διο τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον αληθώς κηρύττοντες, ομολογούμεν Χριστόν το Θεόν ημών. Ον ικέτευε μήτερ ανύμφευτε, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (Δογματικό Θεοτοκίο, ήχου πλ. δ ). Επίσης, στο Απολυτίκιο του αγίου Κυρίλλου τονίζεται η αξία της Θεολογίας του: «Ως κύρος ουράνιον, θεολογία η ση, βραβεύει εν Πνεύματι, τη Εκκλησία Χριστού, την χάριν την ένθεον• συ γαρ καθυπογράψας, της Τριάδος την δόξαν, μύστης της Θεοτόκου και υπέρμαχος ώφθης, παρ’ ης λαμπρώς δεδόξασαι, Ιεράρχα Κύριλλε». Στην συνέχεια, θα τονισθούν με συντομία τα ακόλουθα: «Ως κύρος ουράνιον, θεολογία η ση» Η θεολογία του αγίου Κυρίλλου είναι περιβεβλημένη με ουράνιο κύρος, αφού δεν είναι αποτέλεσμα ωραίων σκέψεων και ευσεβών στοχασμών, αλλά καρπός θεοπτίας. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν στοχάζονται γύρω από το μυστήριο του Θεού και τα δόγματα της πίστεως, αλλά διηγούνται την εμπειρία τους, δηλαδή περιγράφουν αυτά που είδαν, άκουσαν και ψηλάφισαν.
284
Εδώ θα πρέπη να τονισθή ότι οι αιρετικοί δεν ήσαν άνθρωποι ασεβείς η ανήθικοι. Αντίθετα μάλιστα, πολλοί από αυτούς ήσαν αυστηροί ασκητές, αλλά και κάποιοι, όπως ο Άρειος και ο Νεστόριος, είχαν σημαντικές θέσεις και αξιώματα μέσα στην Εκκλησία. Ο πρώτος ήταν Ιερέας και ο δεύτερος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Δεν είχαν όμως εμπειρική γνώση του Θεού, αλλά και δεν δέχονταν την εμπειρία των θεοπτών Αγίων και αντί να κάνουν υπακοή στην Εκκλησία και να θεολογούν βάσει της διδασκαλίας της, φιλοσοφούσαν και στοχάζονταν γύρω από το μυστήριο του Θεού. Έτσι, κατέληξαν στην αίρεση και βρέθηκαν εκτός της Εκκλησίας, αλλά και παρέσυραν και πολλούς άλλους στην απώλεια. Βέβαια, στην Ορθόδοξη Θεολογία «υπάρχει και στοχασμός, όπως ακριβώς υπάρχει στοχασμός και στις θετικές επιστήμες. Στις θετικές επιστήμες ο κάθε ερευνητής, για να προχωρήση στην έρευνά του, προβάλλει συνεχώς υποθέσεις και δεν τολμάει να υιοθετήση τις υποθέσεις αυτές και να τις μεταβάλη σε αξιώματα, πριν ελεγχθή η ορθότητά τους από την εμπειρία, δηλαδή την εμπειρική γνώση με βάση τις επιστημονικές μεθόδους. Στις θετικές επιστήμες δεν θα μπορούσε να υπάρξη πρόοδος, αν δεν υπήρχε ο στοχασμός επάνω στις κτηθείσες γνώσεις. Με βάση αυτόν τον στοχασμό οι επιστήμονες δημιουργούν θεωρίες και προβάλλουν υποθέσεις, τις οποίες εν συνεχεία ελέγχουν με την παρατήρηση και το πείραμα αν είναι ορθές. Ο στοχασμός όμως που υπάρχει στην Ορθόδοξο Θεολογία, συνεχώς λιγοστεύει όσο κανείς προχωρεί στην θεογνωσία, διότι ο στοχασμός ελέγχεται και περιορίζεται συνεχώς υπό το φως της αποκαλύψεως της δόξης του Θεού. Οι στοχασμοί και οι υποθέσεις αντικαθίστανται από την γνώση. Προχωρώντας κανείς από την κάθαρση στον φωτισμό, ο στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργησις του στοχασμού συμβαίνει όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωση, όταν δηλαδή, αντικρύση την ίδια την Αλήθεια, η οποία του αποκαλύπτεται και η οποία είναι ο ίδιος ο Θεός» (π. Ιωάννης Ρωμανίδης). Όταν ακολουθούμε την διδασκαλία των αγίων, η οποία είναι αποτέλεσμα εμπειρικής γνώσεως, αποφεύγουμε τα θεολογικά λάθη, τα οποία δημιουργούν πολλά προβλήματα στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Η ταπείνωση είναι πηγή ευλογίας, επειδή δι’ αυτής θεραπεύονται τα λάθη και τα πάθη και ο άνθρωπος τοποθετείται στην προοπτική της προκοπής και της σωτηρίας.– ποιμένες της Εκκλησίας. Ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνη αυτό, επειδή με
285
αυτόν τον τρόπο ενισχύεται το φρόνημα και χαλυβδώνεται η θέλησή τους. Παράλληλα, δι’ αυτού του τρόπου ταπεινώνονται, μαθαίνουν να προσεύχονται και γενικώς προοδεύουν πνευματικά και αγιάζονται, αφού όταν υπομένουν τα πάντα αγόγγυστα δοξολογώντας τον Άγιο Τριαδικό Θεό, τους επισκιάζει η άκτιστη θεία Χάρις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ορθοδόξων Χριστιανών πρέπει να είναι όχι η άνεση και η τρυφηλή ζωή, αλλά η αγάπη για την άσκηση, τον πόνο και τον κόπο και κυρίως η διακονία του «πλησίον» μέχρις αυτοθυσίας. Δυστυχώς, στις μέρες μας, η εκκοσμίκευση έχει αλλοιώσει τον τρόπο ζωής πολλών Χριστιανών, ακόμη δε και πολλών πνευματικών πατέρων, ποιμένων και διδασκάλων, με αποτέλεσμα, οι πιστοί να μη βοηθούνται ουσιαστικά στο να θεραπευθούν πνευματικά, αλλά και να προκαλούνται και να σκανδαλίζονται οι ασθενείς στην πίστη. Ο βίος και η πολιτεία των Χριστιανών των πρώτων αιώνων πρέπει να μας προβληματίζη και ταυτόχρονα να μας παρακινή να ανανήψουμε πνευματικά και να πάρουμε στα σοβαρά το θέμα της πνευματικής μας προόδου και της σωτηρίας μας. Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα. Στολὴν τὴν ἔνθεον, ἀμφιεσάμενος, στῦλος ὁλόφωτος, ὤφθης τῆς πίστεως, τῶν Ἀποστόλων ἐν Σιῶν τὴν χάριν κεκληρωμένος, ὅθεν ἐνδιέπρεψας, εὐσέβειας τοὶς δόγμασι, καὶ πιστῶς ἐσκόρπισας, τῆς σοφίας τὸ τάλαντον. Καὶ νῦν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ἱεράρχα.
Ἕτερο Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξε σὲ τὴ ποίμνη σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια, Διὰ τοῦτο ἐκτήσω τὴ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τὴ πτωχεία τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Κύριλλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ὁ Ἅγιος Λεόντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τιβεριούπολη τῆς Φρυγίας καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς περὶ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνα μ.Χ. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν γενέτειρά του καὶ φοίτησε κοντὰ σὲ εὐλαβῆ ἱερέα, προσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Πτελιδίου, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἀργότερα μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Μητροπολίτη Τιβεριάδος, στὸν ὁποῖο καὶ 286
ὑπετάγη. Ἀφοῦ ἀκολούθησε τὸν γέροντά του, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεφε στὴν Ἐπισκοπή του, κατέπλευσε μαζί του στὴν Πάτμο, γιὰ νὰ προσκυνήσει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ξεκίνησε τὸ ταξίδι του γιὰ τὴν Κύπρο, ἀλλὰ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδήγησε καὶ πάλι πίσω στὴν Πάτμο. Ἐκεῖ, μὲ πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Θεοκτίστου, ἀνδρὸς ἔμπειρου στὰ πνευματικά, κατέστη ὑπόδειγμα ἀδελφικῆς ἀγάπης καὶ ταπεινοφροσύνης. Ὅταν ὁ ἡγούμενος Θεόκτιστος πέθανε, ὁ Λεόντιος ἐξελέγη διάδοχός του μὲ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῶν μοναχῶν. Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἐπισκεπτόταν γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τῆς μονῆς καὶ τὴ νῆσο τῆς Κρήτης. Εἶχε δὲ ὁρμητήριο στὴν Κρήτη τὸ μονύδριο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου, ἐντὸς τῆς ἀρχαίας πόλεως Ἄπτερα, ἐπάνω ἀπὸ τὸ τουρκικὸ φρούριο Ἰσδεζὶν (Καλάμι), ποὺ ἦταν τότε μετόχι τῆς μονῆς Πάτμου. Μεριμνώντας γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, ὁ Ἅγιος Λεόντιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ εἵλκυσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορα Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ (11431180 μ.Χ.) γιὰ τὸ πρόσωπό του, κατὰ σύσταση καὶ ὑποστήριξη τοῦ ὁποίου ἐξελέγη Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ 1170, σὲ καιροὺς κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ Σιωνίτιδα Ἐκκλησία δοκιμαζόταν ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Λατίνων. Ὁ Ἅγιος Λεόντιος, ἀφοῦ διέπρεψε σὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἀποστολικὸ ζῆλο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1190.
Ο Αγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς ο Ιατρός, κατά κόσμον Βαλεντιν του Φέλιξ Βόϊνο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κερτς της χερσονήσου της Κριμαίας
287
Ο Αγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς, έζησε ίσως στήν χειρότερη περίοδο της νεώτερης Ευρωπαικής ιστορίας, μέσα σε ένα καθεστώς εχθρικό προς κάθε θρησκεία αλλά και ελευθερία. Εζησε σαν Ιατρός και πολίτης σε 2 παγκόσμιους πολέμους και δεκάδες κινήματα η επαναστάσεις. Τα βάσανα, οι φυλακές της Υπερ Σιβηρίας και το πολικό κρύο θα έπρεπε να τον είχαν σκοτώσει δεκάδες φορές. Και μόνο το γεγονός της επιβίωσης του σε τόσο ακραίες συνθήκες επί μήνες συνεχώς, πρέπει να αποδοθεί σε σωρεία θαυματουργικών παρεμβάσεων. Η εξουσία με τις δολοπλοκίες της, θα έπρεπε με την σειρά της να τον είχε εκτελέσει, και τελικά ο β' παγκόσμιος πόλεμος και ο Στάλιν θα περίμενε κανείς οτι θα έσβηναν ότι πιθανόν είχε απομείνει απο αυτόν τον άνθρωπο.Ο Αγιος Λουκάς αποτελεί ενα παγκόσμιο φαινόμενο, απόλυτα καταγεγραμμένο. Ελάχιστες φορές στην Νεώτερη Χριστιανική Ιστορία, θείες δυνάμεις κάνουν τόσο εμφανή την παρουσία τους σε ανθρώπινο όν και παραμένουν μαζί του προστατεύοντας το μέχρι τον φυσικό θάνατο. Η Θεική παρουσία συνεχώς παρεμβαίνει και ενεργεί στην ζωή του Αρχιεπισκόπου. Για δεκαετίες ολόκληρες το θείο τον φωτίζει και τον ενδυναμώνει ψυχικά και πνευματικά .Του χαρίζει πνευματικές δυνάμεις και ιατρικές ικανότητες πολύ πέρα απο τα όρια του φυσιολογικού και ταυτόχρονα τον προστατεύει εμφανώς θαυματουργικά μέχρι τέλους. Στα χρόνια του το κόμμα εκτελούσε χωρίς δίκη όποιον τολμούσε να κάνει ακόμα και το σημείο του Σταυρού. Χιλιάδες μοναχοί εκτελέστηκαν χωρίς δίκη. Χιλιάδες άνθρωποι θανατώθηκαν χωρίς λόγο, απλά διότι ο γείτονας ( μέλος του κόμματος ) τους κατέδιδε στην Επιτροπή Εκτέλεσης. Ο Αγιος Λουκάς αντιμετώπισε δεκάδες κορυφαία κομματικά στελέχη και τις πιέσεις τους. Δεν κατέβασε την εικόνα της Παναγίας απο το Χειρουργικό θάλαμο. Οταν τον ανάγκασαν να το κάνει, απλά σταμάτησε να χειρουργεί . Χειρούργησε μόνο όταν ανέβηκε στον τοίχο η εικόνα Της πάλι. Αντιμετώπισε τον ίδιο τον Στάλιν με απίστευτο τρόπο, χαρίζοντας το χρηματικό ποσόν απο το βραβείο Στάλιν στους πτωχούς.
288
Για 55 ολόκληρα χρόνια προκαλούσε με την ζωή, την πίστη και τα λόγια του, τις δυνάμεις του κακού και τις νικούσε καθημερινά, αποδεικνύοντας το μεγαλείο της Θείας προστασίας. Ο Αγιος Λουκάς αποδεικνύει περίτρανα πως όποιον ο Θεός αποφάσισε να διατηρήσει, ούτε δεινά πόλεμων, ούτε εξορίες σε πολικές θερμοκρασίες αλλά ούτε κάν οι φυλακές της ΥπερΣιβηρίας μπορούν να λυγίσουν. Στις 11 Ιουνίου εορτάζεται η μνήμη του αρχιεπισκόπου Κριμαίας Λουκά. Μετά την κοίμηση του, πλήθος θαυμάτων και θαυμαστών θεραπειών καταγράφονται σε όλον τον κόσμο. Πιστοί που επικαλούνται το όνομα του και προσεύχονται σε αυτόν, βρίσκουν θεραπεία. Η Εκκλησία τον ανακηρύσσει άγιο, αφού ήδη εν ζωή είχε αναγνωριστεί ως τέτοιος από τον πιστό λαό. Μια εμβληματική μορφή της σύγχρονης Ορθοδοξίας, ο ιατρός και επίσκοπος Κριμαίας Λουκάς συνιστά έναν ζώντα μάρτυρα της αλήθειας της πίστης αφενός, και ένα πρότυπο του αληθινού κεχαριτωμένου επιστήμονα αφετέρου. Ενωμένες στο αυτό πρόσωπο, η πίστη και η επιστήμη δοξάζουν τον Θεό και θεραπεύουν τον άνθρωπο. Το επιστημονικό έργο του
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας. Το 1920 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης στην έδρα της τοπογραφικής Ανατομίας και Χειρουργικής. Δημοσίευσε σημαντικότατες επιστημονικές μελέτες, και απέσπασε τα ανώτατα κρατικά βραβεία. Ο άγιος Λουκάς ως ιατρός δημοσίευσε σαράντα επιστημονικά έργα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα 12 χρόνια της δραστηριότητάς του είχε ήδη δημοσιεύσει τα δεκαεννέα από τα σαράντα έργα του. Τον απασχολούσε πολύ η γενική 289
αναισθησία, που όπως έλεγε, την εποχή εκείνη «ήταν πολύ πιο επικίνδυνη από την ίδια τη χειρουργική επέμβαση». Γύρω στο 1909 κατάφερε να βρει έναν απλό και σίγουρο μαζί τρόπο να γίνεται ένεση στο σημείο εξόδου του ισχιακού νεύρου από τον κλωβό της λεκάνης, και τρόπο εφαρμογής της μεθόδου αυτής της τοπικής αναισθησίας στην άκρα χείρα. Με τη δική του μέθοδο έκανε 538 εγχειρήσεις με μεγάλη επιτυχία. Τότε ήταν 33 ετών. Εκανε μεγάλες ανακαλύψεις σε αντίξοες συνθήκες. Το επαρχιακό νοσοκομείο του χωριού Ρομάνοφκα - οι κάτοικοι του οποίου μεθούσαν συχνά δημιουργώντας αιματηρά επεισόδια, ενώ ασθένειες σύφιλης και πνευμονίας θέριζαν τον πληθυσμό δεχόταν κάθε χρόνο 31.640 ασθενείς, σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα. Οι γιατροί δέχονταν 25-30 ασθενείς την ώρα, και πολλές φορές παραπάνω. Οι χώροι ήταν φρικτοί, μικροί και αποπνικτικοί, ώστε πολλοί λιποθυμούσαν, και στο ίδιο δωμάτιο τρεις γιατροί δέχονταν ταυτόχρονα τρεις διαφορετικούς ασθενείς. Έπειτα από τη βάρδια στο νοσοκομείο έπρεπε να επισκέπτονται με το άλογο τα χωριά, να εξετάζουν ασθενείς και να κάνουν επιτόπου χειρουργικές επεμβάσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Βαλεντίν εργαζόταν εντατικά στα εξωτερικά ιατρεία, περιόδευε στα χωριά και ανέλαβε και το χειρουργικό τμήμα. Μέσα σ' ένα χρόνο έκανε 300 χειρουργικές επεμβάσεις, την εμπειρία από τις οποίες δημοσίευσε σε μια μικρή μελέτη. Παράλληλα κατά την περίοδο των αδειών του στη Μόσχα συνέχιζε τις μελέτες του για την τοπική αναισθησία. Πρωτοποριακή επέμβαση Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο Επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ. Στο νοσοκομείο του Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Η κατάστασή του ήταν απελπιστική.
290
Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Για αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία. Ένα κλασικό έργο του, το οποίο εκδόθηκε το 1934 είναι το βιβλίο Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων, το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Στάλιν, την κορυφαία διάκριση της προπολεμικής Ρωσίας. Το βιβλίο άνοιγε νέους ορίζοντες στην ιατρική της εποχής, και παρότι στις τρεις πρώτες εκδόσεις κυκλοφόρησε σε 60.000 αντίτυπα, κάθε φορά χρειαζόταν να ανατυπωθεί. Ο καθηγητής Ζήκωφ έγραφε το 1954: «Τα βιβλία του Βόινο-Γιασενέτσκι είχαν μεγάλη σημασία για μας τους μελλοντικούς επιστήμονες. Είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι συνοδεύονταν από σκίτσα και φωτογραφίες κι έτσι είχαμε καλύτερη εικόνα για το πώς εφαρμόζονται στην πράξη οι μέθοδοί του. Ο ίδιος είχε φωτογραφική μηχανή και φωτογράφιζε την πορεία της εγχείρησης όταν χρειαζόταν. Τα σκίτσα του ήταν αξιοθαύμαστα. Εδώ έβλεπες πόσο καλός ζωγράφος ήταν και με πόση ακρίβεια ζωγράφιζε τα διάφορα όργανα του ανθρώπου.»
Ο γιατρός ως Χριστιανός
291
Ο άγιος Λουκάς ήταν πάντοτε πιστός Χριστιανός. Δεν έχανε λειτουργία και παρακολουθούσε όρθιος όλες τις παννυχίδες και τους όρθρους, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις ημέρες των ορθοδόξων γιορτών. Στο χειρουργείο είχε πάντα την εικόνα της Παναγίας μπροστά στην οποία προσευχόταν για λίγα λεπτά πριν από κάθε επέμβαση. Επειτα, μ' ένα βαμβάκι ποτισμένο στο ιώδιο, έκανε το σημείο του σταυρού στο σώμα του ασθενούς, εκεί που θα γινόταν η τομή. Μόνο μετά από αυτά έλεγε με επισημότητα «το νυστέρι». Οι άθεοι συνάδελφοί του γρήγορα τον συνήθιζαν και δεν έδιναν σημασία, ενώ οι θρησκευόμενοι τα έβρισκαν αυτά πολύ φυσικά. 0μως στις αρχές του 1920 μια από τις επιτροπές ελέγχου του νοσοκομείου όπου εργαζόταν τότε, έδωσε εντολή να ξεκρεμάσουν την εικόνα της Παναγίας, με αποτέλεσμα ο άγιος Λουκάς να αρνείται να μπει στο χειρουργείο. Παράλληλα η σύζυγος ενός από τα στελέχη του κόμματος εισήχθη στο νοσοκομείο ως έκτακτο περιστατικό, και ζητούσε να χειρουργηθεί μόνο από τον Βόινο-Γιασενέτσκι, κι έτσι ο σύζυγός της του υποσχέθηκε ότι αν η εγχείρηση γινόταν, την επόμενη μέρα η εικόνα θα ήταν στη θέση της. Η εγχείρηση έγινε κι ήταν επιτυχής, και ο σύζυγος της άρρωστης κράτησε την υπόσχεσή του. Διωγμοί και Ιεροσύνη Το 1921 ο Βαλεντίν Βόινο-Γιασενέτσκι χειροτονήθηκε ιερέας και αργότερα (1923) Επίσκοπος Τασκένδης. Από τότε συνδύαζε ποιμαντικά και ιερατικά καθήκοντα. Παρέμεινε αρχίατρος του Γενικού Νοσοκομείου Τασκένδης, χειρουργούσε καθημερινά και παρέδιδε μαθήματα στην Ιατρική Σχολή, πάντα με το ράσο και το σταυρό του. Από το 1922 και μέχρι την τελευταία του πνοή γνώρισε συλλήψεις, βασανιστήρια, εξορίες και κακουχίες. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε συνολικά έντεκα χρόνια. Σε όλο αυτό το διάστημα εξασκούσε την ιατρική βοηθώντας όσους είχαν ανάγκη. Οι λόγοι των διώξεών του ήταν, οι γενικοί διωγμοί κατά των Ορθοδόξων και η ιδιαίτερη άρνηση του επισκόπου Λουκά να 292
υποστηρίξει τη «Ζωντανή Εκκλησία», ένα εκκλησιαστικό πραξικόπημα μέσω του οποίου το σοβιετικό καθεστώς προσπαθούσε να ελέγξει τους πιστούς. Σοβαρό λόγο έπαιξε και η αντιπάθεια ενός κομματικού στελέχους ονόματι Πέτερς, ο οποίος ήθελε να καταδικάσει σε θάνατο κάποιους γιατρούς που αντιμετώπιζαν κατηγορίες αδιαφορίας απέναντι σε ασθενείς, αλλά στην πολύκροτη δίκη που ακολούθησε δεν τα κατάφερε, εξαιτίας της κατάθεσης του επισκόπου Λουκά. Οι ταλαιπωρίες αυτές ουσιαστικά κατέστρεψαν την υγεία του αγίου Λουκά, ο οποίος τα τελευταία 9 έτη της ζωής του ήταν τυφλός από γλαύκωμα. Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου διεύθυνε το στρατιωτικό νοσοκομείο του Κρασνογιάρσκ, ενώ ήταν και επίσκοπος της πόλης αυτής. Από το 1946 μέχρι το 1961 που πέθανε, ήταν μητροπολίτης της Συμφερούπολης. Παράλληλα το 1947 του απαγορεύθηκε να μιλά στους φοιτητές, σταμάτησαν να τον καλούν στα ιατρικά συμβούλια και τον απέλυσαν από ιατρικό σύμβουλο, επειδή «γνώριζαν ότι δεν είχε καθαρό παρελθόν: φυλακές, εξορίες, κηρύγματα» κι επειδή αρνιόταν να πηγαίνει χωρίς το ράσο και το σταυρό του στην εργασία του και σε αυτές τις εκδηλώσεις Καθώς όμως εκείνος ενδιαφερόταν για τον ανθρώπινο πόνο έβγαλε ανακοίνωση ότι «δέχεται καθημερινά εκτός Κυριακών και εορτών, κάθε άνθρωπο που θέλει τη βοήθειά του» με αποτέλεσμα να καταφθάνουν στο διαμέρισμά του καθημερινά αμέτρητοι άνθρωποι απ' όλη την Κριμαία. Ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς φέρεται από τους πιστούς να εμφάνισε πολλά πνευματικά χαρίσματα όσο ακόμα ζούσε. Υπάρχουν καταγεγραμμένες μαρτυρίες ασθενών, ότι έκανε ορθή διάγνωση της ασθένειάς τους με το που τους έβλεπε, ενώ άλλοι γιατροί που τους είχαν εξετάσει τους έβρισκαν υγιείς. Πολλοί έχουν επίσης δηλώσει ότι διαπίστωσαν ότι είχε διορατικό χάρισμα, κι άλλοι ότι τους θεράπευσε με την προσευχή του, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του που δεν έβλεπε πλέον για να χειρουργεί. Η κοίμηση και η αγιοποίησή του
293
Σε μεγάλη ηλικία ευλογεί τους πιστούς. Εκοιμήθη στις 11 Ιουνίου του 1961. Οι αρχές απαγόρευσαν την εκφορά του νεκρού με τα πόδια από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, πράγμα που προκάλεσε τη λαϊκή αγανάκτηση ακόμα και των αλλοδόξων. Τελικά οι αρχές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, η εκφορά έγινε στην κεντρική λεωφόρο της Συμφερούπολης και διήρκεσε τρισήμιση ώρες.Τη νεκρική πομπή ακολούθησε πλήθος κόσμου, η κυκλοφορία σταμάτησε, ενώ τα μπαλκόνια, οι ταράτσες και τα δέντρα ακόμα, ήταν γεμάτα ανθρώπους. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του Αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντήλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά-σιγά μπροστά από τη σωρό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντήλια, ο ύμνος: Αγιος ο Θεός, Αγιος Ισχυρός, Αγιος Αθάνατος, ελέησον υμάς. Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία: -Κηδεύουμε τον Αρχιεπίσκοπό μας». Παράλληλα φέρεται να σημειώθηκε ένα παράδοξο γεγονός, με ένα σμήνος περιστεριών που έκανε επί ώρες κύκλους πάνω από το λείψανο μέχρις ότου η πομπή έφτασε στο νεκροταφείο.Τον Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχτηκε άγιος με απόφαση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού πρώτα ειδική επιτροπή ασχολήθηκε με τη ζωή, τα έργα και τα θαύματά του τα οποία καταγράφονταν και μετά τον θάνατό του. Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του που τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα μπροστά σε 40.000 περίπου παρευρισκόμενους.στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων.Λέγεται ότι βρέθηκαν η καρδιά του και τμήματα του εγκεφάλου του αδιάφθορα ενώ άρρητος ευωδία εξερχόταν από τα λείψανά του. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος. 294
Το ίδιο έτος αποφασίστηκε να διοργανώνεται κάθε χρόνο Ιατρικό Συνέδριο στην Συμφερούπολη σε συνεργασία της Ιερά Μητροπόλεως με το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Κριμαίας προς τιμήν του. Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχθηκε Αγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Τελευταία λόγια του Αγίου Λουκά ( μαγνητοφωνήθηκαν σε video και παρουσιάζουμε την ακριβή μετάφραση τους )
Παιδιά μου πολύ σας παρακαλώ, Ντυθείτε με την πανοπλία που δίνει ο θεός για να μπορέσετε να αντιμετωπίσετε τα τεχνάσματα του διαβόλου. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο πονηρός είναι. Δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους, αλλά με αρχές και εξουσίες δηλαδή με τα πονηρά πνεύματα. Προσέξτε! "Τον διάβολο δεν τον συμφέρει να δέχθεί κανείς την ύπαρξη του να σκέφτεται και να αισθάνεται οτι είναι κοντά στον άνθρωπο. Ενας κρυφός και άγνωστος εχθρός είναι πιό επικίνδυνος από έναν ορατό εχθρό. Ο πόσο μεγάλος και τρομερός είναι ο στρατός των δαιμόνων. Πόσο αμέτρητο είναι το μαύρο τους πλήθος! Αμετάβλητα,ακούραστα,μέρα και νύχτα,επιδιώκουν να σπρώξουν όλους εμάς
295
που πιστεύουμε στο όνομα του Χρηστού,να μας παρασύρουν στό δρόμο της απιστίας της κακίας και της ασέβειας. Αυτοί οι αόρατοι εχθροί του Θεού,εχουν βάλει ως μοναδικό τους σκοπό μέρα και νύχτα να επιδιώκουν την καταστροφή μας. Όμως μη φοβάστε,πάρτε δύναμη απο το όνομα του Ιησού"
Ιατρόν και ποιμένα, Λουκά τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Αρχιερέα λαμπρόν, τον βαστάσαντα Χριστού τα θεία στίγματα, τας εξορίας, τα δεινά, εγκλεισμούς εν φυλακαίς, τας θλίψεις και τα ονείδη, τον επ εσχάτων φανέντα, εν Ρωσία νέον Αγιον. (απολυτίκιον Αγίου Λουκά Κριμαίας).
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Ὁ Ἅγιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Μιχαὴλ Νοταρᾶς, ἦταν ὁ πέμπτος κατὰ σειρὰ υἱὸς τοῦ Γεωργαντᾶ καὶ τῆς Ἀναστασίας καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας αὐτῆς. Γεννήθηκε στὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας τὸ 1731. Ὁ βιογράφος του Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, σημειώνει: «Κόρινθος εἶναι πόλις τῆς Πελοποννήσου, εἰς τὸ λεγόμενον Ἐξαμίλιον εὑρισκόμενη. Πόλις ἀρχαιότατη κι ὀνομαστή… Ἀπὸ αὐτὴν κατάγεται καὶ ταύτης ἐστάθη γέννημα καὶ θρέμμα ὁ θεῖος οὗτος Μακάριος… Ἐκ τούτων λοιπὸν (ἐνν. τῶν γονέων) γεννᾶται ὁ θεῖος οὗτος… κατὰ τὸ 1731». Ἀνάδοχος τοῦ νεαροῦ Μιχαὴλ ἦταν ὁ τότε Μητροπολίτης καὶ πρόεδρος Κορίνθου Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ὀνόμασε αὐτὸν Μιχαήλ. Ὁ Παρθένιος διατηροῦσε οἰκογενειακὲς σχέσεις μὲ τὸν
296
Γεωργαντά. Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Μιχαὴλ ἀναπτυσσόταν μέσα στὴ θεοσεβῆ καὶ εὐλογημένη οἰκογένειά του, μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν μεγάλη πολιτική της δύναμη καὶ μὲ τὴν ἀκοίμητη φροντίδα τῶν γονέων του. Ὁ Μιχαὴλ εἶχε κάτι ἰδιαίτερο σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἄλλα του ἀδέλφια. Ἀκτινοβολοῦσε καλοσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς συμπολῖτες του, ἔδειχνε ταπεινοφροσύνη καὶ ἔμφυτη σεμνότητα καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν Τρικάλων. Ὅταν ᾖλθε ὁ κατάλληλος χρόνος, διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀπὸ τὸν ἀκμάζοντα τότε Κεφαλλήνιο διδάσκαλο Εὐστάθιο. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του, ὁ Μιχαήλ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πατέρα του, ὁρίστηκε ἐπιστάτης μερικῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς πρὸς εἴσπραξη χρημάτων, «ἀλλ’ οὗτος ὁ ἀοίδιμος μὴ ἔχοντας κλίσι εἰς τοιαύτας ματαιότητας ὄχι μόνον δὲν ἐσύναξε χρήματα, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε διεσκόρπισε καὶ ζημίαν ἐπροξένησεν εἰς τὸν πατέρα του». Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε τὰ ἀξιώματα οὔτε ἡ πολιτικὴ δύναμη τοῦ πατέρα του ἄσκησαν ἐπιρροὴ ἢ ἕλξη ἐπάνω του. Ἀντίθετα τὰ ἀποστρεφόταν. Ἤδη «ἀπὸ τᾶς πρώτας ἀρχὰς τῆς νεότητός του» ἔγινε σαφὴς ἡ κλίση του πρὸς τὰ πνευματικὰ θέματα, ἀφοῦ ζοῦσε μὲ ταπείνωση, μεταβαίνοντας συχνὰ στὴν ἐκκλησία καὶ συμμετέχοντας μὲ κατάνυξη στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἀποστρεφόμενος τὶς συναναστροφὲς τῶν συνομηλίκων του και γενικὰ τὴν ἐγκόσμια ματαιότητα. Ἐγκαταλείπει κρυφά, λοιπόν, μὲ τὴν βοήθεια καὶ τῆς μητέρας του ὅλα αὐτὰ καὶ μεταβαίνει μὲ θεῖο ζῆλο στὸ Μέγα Σπήλαιο, στὴ μέγιστη καὶ ἱστορικὴ καὶ παλαιότατη αὐτὴ μονὴ τῆς Πελοποννήσου, γιὰ νὰ καθαίρει καθημερινὰ τὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὶς ἀλλότριες καὶ ἐφάμαρτες προσμείξεις τῆς ἐγκοσμίου βιοτῆς. Ἦταν μία ἐπαινετὴ καὶ θεάρεστη ἀπόφαση καὶ προσπάθεια νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή του στὴν Κόρινθο καὶ ἀπὸ τὶς παντὸς εἴδους ἀπασχολήσεις του, γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος τῆς χάριτος ἀκολουθώντας τὸν μοναχικὸ βίο. Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν ἐνάρετο Μιχαὴλ ἡ ἀπόφασή του ἐκείνη δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθεῖ. Οἱ θερμὲς παρακλήσεις δὲν εἰσακούσθηκαν ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς, διότι τὸ αἴτημά του δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τοῦ πατέρα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μιχαὴλ ἦταν τότε περίπου εἴκοσι ἐτῶν.
297
Μετὰ τὴν ἀποτυχία του νὰ περιβληθεῖ τὸ ἰσαγγελικὸ σχῆμα, ὁ ἐνάρετος Μιχαὴλ ἐπέστρεψε στὴν πατρική του οἰκία. Ἀρχικὰ παρέμενε σὲ αὐτὴν ἀσχολούμενος μὲ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διαφόρων πατερικῶν κειμένων, βίων Ἁγίων καὶ ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων. Ἡ μελέτη αὐτὴ τὸν βοήθησε νὰ ἰσχυροποιήσει ἀκόμη περισσότερο τὴν πίστη του καὶ νὰ εἰσχωρήσει βαθύτερα στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πέθανε ὁ Εὐστάθιος καὶ ἡ σχολὴ τῆς Κορίνθου στερεῖτο διδασκάλου. Ὅλοι στράφηκαν νοερῶς πρὸς τὸ νεαρὸ Μιχαὴλ καὶ ἐνδόμυχα εὔχονταν καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπέβλεπαν, πιστεύοντας ὅτι ἦταν ἱκανὸς νὰ διαδεχθεῖ τὸν διδάσκαλό του. Ὁ ἐνάρετος Μιχαὴλ Νοταρᾶς προσέφερε ἐπὶ ἕξι ἔτη τὶς ὑπηρεσίες του ὡς διδάσκαλος τῆς Σχολῆς τῆς Κορίνθου χωρὶς μισθό, διαπαιδαγωγώντας μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὸ ὑψηλό του ἦθος, κυρίως τοὺς νεαροὺς μαθητές. Παράλληλα μὲ πολὺ ὑπομονὴ ἀναζητοῦσε κατάλληλο διδάσκαλο γιὰ τὴν Σχολή. Ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», εἶχε ἤδη ἐπιλέξει τὸν Μιχαὴλ ὡς σκεῦος τῆς θείας χάριτος καὶ τὸν εἶχε ἤδη προορίσει γιὰ ὑψηλότερο καὶ ἁγιότερο ἔργο. Θεία λοιπὸν εὐδοκία ὁ νεαρὸς καὶ ἐνάρετος Μιχαὴλ καθίσταται ποιμενάρχης τῆς Κορίνθου κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακό. Ἡ θεία εὐδοκία ἐκδηλώνεται σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Τὸ ἔτος 1764 κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ γέροντας Μητροπολίτης Κορινθίας Παρθένιος, ποὺ εἶχε ἀναδεχθεῖ τὸν Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ θρόνος χήρευσε. Ἡ θεόσδοτη αὐτὴ εὐκαιρία διάνοιξε γιὰ τὸν ἐνάρετο καὶ εὐσεβῆ διδάσκαλο Μιχαὴλ τὴν εὐλογημένη λεωφόρο γιὰ τὸ εὐρὺ καὶ ἐπίπονο στάδιο τῆς θεαρέστου διαποιμάνσεως ψυχῶν καὶ ποικίλης προσφορᾶς. Μετὰ τὴν κοίμηση λοιπὸν τοῦ Παρθενίου σύμπας ὁ Χριστεπώνυμος λαὸς τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ οἱ λοιποὶ τῆς Κορινθίας Ἐπίσκοποι, μὲ μία φωνὴ καὶ γνώμη, σὰν νὰ κινήθηκαν ἀπὸ θεία προτροπὴ καὶ προσταγὴ θεώρησαν τὸ νεαρὸ Μιχαὴλ Νοταρὰ κατὰ πάντα ἄξιο νὰ ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας τους καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Ὁ Πατριάρχης, ἔχοντας ἐνώπιόν του τὸ καθολικὸ αἴτημα κλήρου καὶ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, ἀποδέχθηκε τὴν πρόταση. Ὁ λαϊκὸς ἀκόμη Μιχαὴλ Νοταρᾶς, ἔλαβε διαδοχικὰ ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης, ὀνομασθεῖς 298
Μακάριος καὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 1765 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου σὲ ἡλικία τριάντα τεσσάρων ἐτῶν. Καθημερινὰ ὁ ἁγιότατος πατὴρ βίωνε τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου περὶ τῶν δεσποτικῶν ταλάντων καὶ μὲ ἀγάπη πολὺ ἐνεργώντας ἤθελε κατὰ τὸν χρόνο τῆς θείας εὐδοκίας νὰ «συναίρῃ λόγον» μὲ τὸ λαό του γιὰ πολλαπλασιασμὸ τῶν καρπῶν καὶ καλλικαρπία τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν ἐναρέτων πράξεων. Ἔθεσε λοιπὸν σὲ πλήρη ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιό του πρὸς ἀνακαίνιση καὶ ἀναμόρφωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐπαρχίας του, τὴν ὁποία ὅπως λέγει ὁ βιογράφος του, «εἴτε ἐξ ἀμελείας εἴτε ἐξ ἀπαιδευσίας εἴτε καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀνόματα τῶν προκατόχων του ποιμένων ἐξηχρειωμένη ηὖρε τὴν Ἐκκλησίαν ὅλην, τουτέστι τὴν ἐπαρχίαν, καὶ γεμάτη ἀπὸ ἀταξίαν καὶ παρανομίας σπουδὴν μεγάλην καὶ ἐπιμέλειαν ἔβαλε… νὰ τὴν ἀνακαινίση καὶ εἰς τὸ κρεῖττον νὰ τὴν ἀναμορφώση». Ἐπιδοτήθηκε σὲ ἕναν ἐπίπονο ἀγῶνα διδασκαλίας τοῦ θείου λόγου στὶς ψυχὲς τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Μὲ τὰ συχνὰ κηρύγματά του σὲ ὅλη τὴν ἐπαρχία παρεῖχε τὴν πνευματικὴ αὐτὴ τροφὴ πλούσια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ταπείνωση καὶ ἠθικότητα βίου, γιὰ κάθε ἡλικία καὶ τάξη ἀνθρώπων. Ἐπιδιώκοντας τὴν ἐπιμόρφωση τῶν ὑπηρετούντων κληρικῶν διένειμε σὲ ὅλους τοῦ ἱερεῖς, Ἱερὲς Κατηχήσεις, γιὰ νὰ ἐνδιατρίψουν βαθύτερα τὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ βάθος τους. Τέλος, ἐπεδίωκε μὲ πολὺ πόθο τὴν ἵδρυση σχολείων κοινῶν καὶ ἑλληνικῶν μαθημάτων στὴν ἐπαρχία του, γιατί γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν σημασία τῶν σχολείων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀναγέννηση. Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, τὸ ἔτος 1770, ἀποφεύγοντας ὁ Ἅγιος τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἀλβανῶν, πέρασε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Ζάκυνθο. Ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο μετέβη στὰ Ὁμαλὰ τῆς Κεφαλληνίας γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ τίμιο λείψανο τοῦ συγγενοῦς του Ἁγίου Γερασίμου. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, μετὰ παραμονὴ μερικῶν μηνῶν, ἐπέστρεψε στὴ Ζάκυνθο, ὅπου παρέμεινε γιὰ τρία περίπου ἔτη.
299
Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν Ὕδρα, ὅπου ὡς φιλοξενούμενος ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου. Κατὰ τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς του στὴν Ὕδρα συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὸν Ἀνδρέα Μάμουκα ὁ κλεινὸς Μακάριος χειροτόνησε ἀργότερα ἱερέα τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο. Ἡ Πύλη, ἐπιθυμώντας τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως καὶ τῆς ἠρεμίας, τὴν ἐπανάκαμψη τῶν κατοίκων στὶς ἑστίες τους καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ κανονικοῦ ρυθμοῦ ζωῆς στὴν ἐξεγερθεῖσα περιοχή, διέταξε τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Β’ (1769-1773) νὰ ἐκλέξει νέους Μητροπολῖτες στὶς ἐπαρχίες τῆς Πελοποννήσου. Ὁ Πατριάρχης προέβη στὴν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτικῶν θέσεων τῆς Πελοποννήσου διὰ χειροτονίας κληρικῶν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, «ἀπέστειλε δὲ καὶ ἄλλους διὰ βασιλικῶν γραμμάτων συνιστῶν εἰς περιποίησιν τοῦ ὑπολειφθέντος εὐσεβοῦς λαοῦ». Μητροπολίτης Κορίνθου χειροτονήθηκε ὁ Γαβριήλ, μέχρι τότε πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως Νικαίας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1771. Στὴν ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο Β’ (1174-1780) μὲ ἡμερομηνία 6 Μαΐου 1771, προφανῶς ἀπὸ τὴ Χῖο, ὁ Ἅγιος Μακάριος μὲ βαθύτατο σεβασμὸ δηλώνει ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ ὑποβάλει τὴν παραίτηση ποὺ τοῦ ζητήθηκε, διότι τὸν ἐμποδίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ἀφοῦ κατ’ αὐτοὺς θὰ «συναποβάλῃ» καὶ τὴν ἀρχιερωσύνη. Ἀναφέρεται καὶ σὲ ἄλλα συναφῆ ζητήματα καὶ τέλος ζητᾷ ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία νὰ τοῦ παράσχει τὴν συγγνώμη της καὶ νὰ τὸν ἀφήσει ἥσυχο. Διαβεβαιώνει ὅτι δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὴν ἐνοχλήσει ἢ νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ ζητᾷ μόνο τὶς εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες της. Μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια τῆς Μητροπόλεώς του διανοίγεται γιὰ τὸν πάνσεπτο Ἱεράρχη ἕνα εὐρύτερο στάδιο χριστιανικῆς προσφορᾶς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὡς φλογερὸς ἀπόστολος τοῦ Κυρίου δὲν περιόριζε πλέον τὴ δράση του μέσα στὰ ὅρια μιᾶς ἐπισκοπικῆς ἐπαρχίας ἢ μιᾶς περιοχῆς, ὅπως ἔπραττε ὡς Μητροπολίτης Κορίνθου. Τώρα πλέον ἐπεκτείνει τὴ θεάρεστη ποιμαντική του δραστηριότητα σὲ εὐρύτερους ὁρίζοντες. Ξεχύνεται λοιπὸν στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων καὶ τοῦ εὐρύτερου Αἰγαίου, σὲ πόλεις τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας καὶ 300
στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ ἦθος του διαπότιζε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν κηρύσσοντας τὰ σωτηριώδη διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπισκέπτεται τὴν Ὕδρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὴ Χῖο. Ἀπὸ τὴ Χῖο ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκπληρώνοντας τὴν διακαῆ του ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία καὶ νὰ βιώσει ὅσα καλὰ περὶ αὐτῆς εἶχε ἀκούσει καὶ μελετήσει. Ὅταν ὁ θεῖος Μακάριος ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1777, ἐγκαταστάθηκε στὸ κελλίο «Ἅγιος Ἀντώνιος» τοῦ συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ. Ἐκεῖ συναντήθηκε καὶ πάλι μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Ἀθωνικὴ πολιτεία σπαρασσόταν ἀπὸ ἔριδες καὶ διαμάχες σχετικὰ μὲ τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα. Αἰτία τῆς ἔριδος ἦταν ἡ ἡμέρα τελέσεως τῶν μνημοσύνων. Οἱ μὲν ἀκολουθώντας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή, οἱ δὲ δέχονταν τὸ ἀντίθετο. Ἐξ αὐτῆς λοιπὸν τῆς διαφωνίας προέκυψαν σφοδρὲς ἔριδες καὶ ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπεκτάθηκαν καὶ σὲ ἄλλα θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπικρατοῦσα ἐκεῖ κατάσταση ἀπογοήτευσε τὸ θεῖο Ἱεράρχη. Λόγω τῶν ταραχῶν καὶ τῶν ἐκτροπῶν ποὺ σημειώθηκαν ἐκεῖ, φοβούμενος γιὰ τὴν ἴδια του τὴ ζωή, ἐπέστρεψε στὴ Χῖο. Καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη παραμονὴ ἐκεῖ, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Πάτμο. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Πάτμο, ἀποσκοπώντας σὲ μόνιμη διαμονὴ καὶ ἔχοντας δελεασθεῖ προφανῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον, ἵδρυσε τὸ Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων. Μετὰ τὴ διανομὴ τῆς πατρικῆς περιουσίας ὁ εὐκλεὴς Ἱεράρχης ἐπανῆλθε στὴ Χῖο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴ Σμύρνη πρὸς συνάντηση τοῦ Ἰ. Μαυροκορδάτου, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἐφοδιασθεῖ μὲ ἐπιστολὴ ἀπὸ τοὺς Χίους προύχοντες πρὸς αὐτόν. Ἀπὸ τὴ Σμύρνη ὁ ἁγιότατος πατὴρ ἐπέστρεψε στὴ Χῖο, ὅπου διῆλθε τὰ τελευταία 10-12 ἔτη τῆς ζωῆς του, πιθανῶς ἀπὸ τὸ 1793-1805. Ἐπέλεξε ὡς τόπο κατοικίας του τὸ ναΐσκο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὶς βόρειες – βορειοδυτικὲς παρυφὲς τοῦ Βροντάδου, στὶς ὑπώρειες τοῦ Αἴπους. Ἐκεῖ διέμεινε ἐπὶ δώδεκα περίπου ἔτη, μέχρι τὴ θεία κοίμηση, τὸ ἔτος 1805.
301
Στὸ ἀσκητήριό του καὶ στὸ ναό, μακριὰ ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς πόλεως, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν πολύμορφη, πολύαθλη καὶ ἐπίπονη πνευματική του ἄθληση. Κατὰ τὸν ὑποτακτικό του Ἰάκωβο, γράφει ὁ βιογράφος του, συνήθιζε νὰ τελεῖ «τεσσαρακοστᾶς μεγάλας τὸν χρόνον, ἤγουν μὲ ὅλα τὰ συνακόλουθα, μὲ ὅλη τὴν ἀκρότατην ἐπίτασιν, μὲ ὅλην τὴν ἀπαιτούμενην ἀκρίβειαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς». Φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα μὲ τοὺς ἀτελεύτητους καὶ ἐξαντλητικοὺς ἀγῶνες του ἀνερχόταν συνεχῶς καὶ ὑψηλότερα τὴ θεάρεστη κλίμακα τῶν θεοφιλῶν ἀρετῶν καὶ ἀναδεικνυόταν καθημερινὰ θεοειδής. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἐργώδη προσπάθεια, σὲ περίοδο πλήρους ἐκδαπανήσεώς του χάριν τοῦ Κυρίου καὶ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, προσβλήθηκε ἀπὸ ἡμιπληγία τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς. Ἡ ἡμιπληγία ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο Μακάριο νὰ παραμείνει στὸ κρεβάτι ἐπὶ ὀκτὼ μῆνες μέχρι τῆς κοιμήσεώς του. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, «ὀδυνώμενος καὶ πάσχων καὶ τὸν στέφανον ἐαυτῶ πλέκων τὸν διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Δεσπότην καὶ Κύριον», παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ τὶς «πηγὲς τῶν δακρύων» του. Συχνὰ ἔλεγε ὅτι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του τὸν «παιδεύει» ὁ Θεὸς καὶ ὅτι παρὰ ταῦτα αὐτὸς δὲν μετανοεῖ: «καὶ πολλάκις τοῦτο ἔλεγε μὲ ροᾶς δακρύων. Δὲν μετανοῶ». Ἡ εἴδηση περὶ τῆς ἀσθένειας τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε ταχύτατα στὴ Χιακὴ κοινωνία, βαθιὰ δὲ λύπη καὶ ἀγωνία κατακυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερα τότε κατὰ τὸ ὀκτάμηνο διάστημα τῆς κλινήρους ζωῆς του οἱ πιστοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες κάθε τάξεως καὶ ἡλικίας, φίλοι καὶ γνωστοὶ τοῦ Ἁγίου, ἀκόμη οἱ λιγότερο συνδεδεμένοι μὲ αὐτὸν ἢ καὶ μέχρι τότε ἀδιάφοροι, ἔσπευδαν στὸ ἀσκητήριό του γιὰ νὰ λάβουν «τᾶς ἁγίας του εὐχᾶς καὶ εὐλογίας». Ὁ Ἅγιος ἐξομολογοῦνταν συχνὰ καὶ μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων «πρώτον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὕστερον πρὸς τὸ τέλος καθ’ ἑκάστην». Ὁ Ἅγιος Μακάριος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 1805. Τὸ τίμιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὴ νότια πλευρά του. Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ ἔτος 1808. 302
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης. Τὸν Κορίνθου ποιμένα τὸν τῷ ὄντι Μακάριον, τὸν Θεοῦ πρόνοια τῆς Χίου, ἀναφανέντα κοσμήτορα, ἐν πράξεσιν ὁμοὺ καὶ διδαχαίς, τιμῶμεν σε ἐν ὕμνοις καὶ ὠδαίς, θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ ἀπελαύνεις ἀκάθαρτα πνεύματα. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ τὰ ὀστᾶ σου πηγὴν θαυμάτων ἀναδείξαντι.
Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ὑπηρέτησε προηγουμένως ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ ἀνατροφή του ἔγινε μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ θείου του, Πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Α’ (458-471 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ὁ χρονογράφος Ἐφραίμιος ἀποκάλεσε τύπο εὐσέβειας καὶ κάθε καλοῦ. Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β’ διαδέχθηκε τὸν Πατριάρχη Εὐφήμιο (489496 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος καθαιρέθηκε στὰ μέσα τοῦ 496 μ.Χ. ἀπὸ Σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε μὲ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου. Μολονότι ὁ Εὐφήμιος ἦταν ἄνδρας ποὺ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε ἐπισύρει ἐναντίων του ἄγρια καὶ χωρὶς ἔλεος τὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα, ἐχθροῦ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Χαλκηδόνα. Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β’ δὲν δίστασε νὰ προσέλθει στὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου Εὐφημίου, κατὰ τὴν ἐξορία του στὰ Εὐχάιτα μετὰ τὴν καθαίρεση. Ὁ Ἀναστάσιος ὁ Δίκορος (491518 μ.Χ.) ἄκουσε μὲ δυσαρέσκεια τὴν παράκληση τοῦ Μακεδονίου. Ἔκρινε ὅμως καλὸ νὰ τὴν δεχθεῖ. Καὶ ὁ Μακεδόνιος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγαθὴ ψυχὴ συμμεριζόταν τὴν θλίψη τοῦ ἀδικημένου προκατόχου του, ἔσπευσε ἀμέσως πρὸς τὸν Εὐφήμιο, τὸν ἀγκάλιασε ἀδελφικά, τὸν ἐφοδίασε δὲ καὶ μὲ χρήματα. Συμπεριφορὰ τόσο περισσότερο ἀξιέπαινη, διότι ὁ Μακεδόνιος ἦταν φτωχὸς καὶ τὰ χρήματα ἐκεῖνα τὰ εἶχε δανεισθεῖ. Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου τοῦ Β’ στὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα ἔγινε τὸ 496 μ.Χ. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀνεπίληπτο χαρακτῆρα του, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἄμεμπτη καθαρότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ του βίου, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ εἶναι γενικὴ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἁγιότητάς
303
του. Ἀλλὰ ὡς καὶ πρὸς τὸ δογματικὸ μέρος, ἐπιτέλεσε τὸ καθῆκον του, μολονότι ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος πολλαπλῶς τὸν πίεσε νὰ φανεῖ εὐνοϊκὸς πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀνώτερος ὅμως ὁ Μακεδόνιος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπιρροή, δήλωνε μὲ παρρησία ὅτι καὶ σεβόταν καὶ ἀποδεχόταν τὸ ἔργο τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ἐξέφρασε δὲ τὴ λύπη του γιὰ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι χαριζόμενοι στὸν αὐτοκράτορα ἀποκήρυτταν τὴ Σύνοδο. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ἔφερε βαρύτατα τὴν ἀνεξάρτητη καὶ ἱεροπρεπῆ αὐτὴ διαγωγὴ τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β’, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε ἐλπίσει ὅτι θὰ ἦταν ὑποχείριό του, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του τὴν καθαίρεση καὶ τὴν ἐξορία τοῦ Εὐφημίου. Δὲν φανέρωνε ὅμως τὴν δυσαρέσκεια καὶ τὴν ὀργή του, καθὼς ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν ἀναγκασμένος νὰ μεριμνᾷ γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ τῆς δυναστείας του ἀπὸ ἐπίμονες στάσεις καὶ συχνοὺς κινδύνους. Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἐξέλιπε ἀπὸ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. καὶ τότε ὁ αὐτοκράτορας ποὺ ἐμπνεόταν ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀφοῦ ἀπέρριψε κάθε ἐπιφύλαξη, διατύπωσε ἔντονα καὶ πολὺ ἀπαιτητικὰ τὶς ἀξιώσεις του πρὸς τὸν Πατριάρχη. Ὁ Πατριάρχης ὡστόσο ἀντέδρασε. Ἀπὸ τότε τὰ ἀνάκτορα ἔγιναν συστηματικὸ χαλκεῖο τῶν πλέον εὐτελῶν ἀντιδράσεων κατὰ τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β’. Ἕνας αὐτοκράτορας βρίσκει πάντοτε ὄργανα τῶν σκοπῶν του καὶ τῶν ὀρέξεών του καὶ τέτοιοι ἀσεβεῖς καὶ ἀνόσιοι ὑπηρέτες παρεῖχαν καθημερινὲς ἐνοχλήσεις στὸν Ἅγιο Μακεδόνιο. Πληρωμένοι ἄνθρωποι πείραζαν τὸν Πατριάρχη καθ’ ὁδόν. Ἕνας δέ, ἐπιτέθηκε ἐναντίον του μὲ μαχαῖρι. Ἀκόμη καὶ κατὰ τοῦ ἁγνοῦ καὶ ἀκηλίδωτου βίου τοῦ Πατριάρχη, ζήτησε ὁ αὐτοκράτορας νὰ κινήσει ὑποψίες. Διάφοροι συκοφάντες περιδιάβαιναν, πλάθοντας τὶς πλέον ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίων τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός. Καὶ ἄλλο ἐπεισόδιο ὅμως κατέστησε σφοδρότερη τὴν ἔνταση μεταξὺ τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος Ξεναΐας, ποὺ παρουσιάσθηκε ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἱεραπόλεως καὶ ᾖλθε μὲ πρόσκληση αὐτοκρατορική. Ὁ Ξεναΐας αὐτός, Πέρσης στὴν καταγωγὴ ἀλλὰ καὶ στὸ θρήσκευμα, εἶχε οἰκειοποιηθεῖ τὸ σχῆμα Χριστιανοῦ ἱερέα καὶ ἔτσι περιδιάβαινε τῆς Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιόχειας, διαδίδοντας αἱρετικὰ φρονήματα καὶ κηρύττοντας ὅτι καμιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀγγέλων 304
δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει στοὺς ἱεροὺς ναούς. Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Καλανδίων ἔδιωξε τὸν Ξεναΐα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του. Ὁ Πέτρος ὅμως, ὁ Κναφεὺς χειροτόνησε τὸν ἀβάπτιστο Πέρση, Ἐπίσκοπο Ἱεραπόλεως καὶ τὸν μετονόμασε Φιλόξενο. Καὶ ὅταν ἔμαθε κατόπιν ὅτι ἦταν ἀβάπτιστος ὁ Ἐπίσκοπός του, θέλησε νὰ τὸ δικαιολογήσει διὰ τῆς θεωρίας ὅτι ἡ χειροτονία ἀναπληρώνει τὸ βάπτισμα. Ὁ Φιλόξενος αὐτός, ἐρχόμενος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα ὄργανα τῶν ἐνεργειῶν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου καὶ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Πατριάρχης, γνωρίζοντας τὴν φαυλότητα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ σχέση. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ καὶ τὴν ἄποψη τοῦ Πατριάρχου συμμερίζονταν καὶ οἱ μοναχοί, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός. Παραλίγο δὲ νὰ ἐκραγεῖ στάση. Ὁ Ἀναστάσιος ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἀπομακρύνει τὸν Φιλόξενο ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν ἡσύχασαν. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἡ τυφλότητα τῶν συμβούλων του ἄναβαν καθημερινὰ καὶ κορύφωναν τὴν διάσταση μεταξὺ τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν Ἀνακτόρων. Ἰδίως κατὰ τὸ ἔτος 510 μ.Χ. ἡ ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ καὶ τῶν μοναχῶν κατὰ τοῦ βασιλέως, ἐκδηλώθηκε ἀποφασιστικὴ καὶ ἀσυγκράτητη. Ἄπειρα πλήθη ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν, ὑπὸ τὶς ὁδηγίες τολμηρότατων μοναχῶν, προέβησαν σὲ σφοδρὴ διαδήλωση ὑπὲρ τοῦ Πατριάρχου. Περιεχόμενοι μὲ ἔξαψη καὶ ἀποφασιστικότητα τὴν πόλη φώναζαν: «Εἶναι ἡ ὥρα, Χριστιανοί, γιὰ μαρτύριο. Κανεὶς ἂς μὴν ἐγκαταλείψει τὸν Πατέρα». Καὶ προχωρώντας παρακάτω κατήγγειλαν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Πατριάρχου, ὀνομάζοντάς τους αἱρετικοὺς καὶ ἀνάξιους νὰ κυβερνοῦν. Οἱ προσωπικὲς σχέσεις τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Πατριάρχη ἀπὸ πολὺ καιρὸ βρίσκονταν στὴν μεγαλύτερή τους ἔνταση. Οὔτε κὰν βλέπονταν. Καὶ ὁ αὐτοκράτορας ὁρκιζόταν ὅτι δὲν θὰ ἀνεχόταν νὰ τὸν δεῖ πλέον στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ πρὶν τὴν λαοπλημμύρα ἐκείνη καὶ τὴν τόσο ἀπειλητικὴ ἐξέγερση, προσῆλθε σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Πατριάρχη. Μάταια ὅμως. Ὄργανα τῆς αὐλῆς τοῦ αὐτοκράτορα πῆραν τὴν πρωτοβουλία καὶ ἔπεισαν δυὸ φαύλους νὰ κινήσουν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχη, αἰσχρὲς κατηγορίες. Μάταια ὁ Μακεδόνιος διαμαρτυρήθηκε καὶ ζήτησε νὰ δικασθεῖ. Ὁ Ἀναστάσιος μὲ στρατιωτικὴ βία τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα νύχτα καὶ τὸν ἐξόρισε κατὰ τὸ ἔτος 511 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Εὐχάιτα, ὅπως 305
καὶ τὸν προκάτοχό του Εὐφήμιο. Ἀλλὰ ἡ ἐξορία δὲν ἦταν ἀρκετή, ἡ δὲ ἐκδίωξη τοῦ Μακεδονίου ἀπὸ τὸν θρόνο χωρὶς καθαίρεση ἀποτελοῦσε σκάνδαλο ἐκκλησιαστικό, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ οἰκονομηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας, σὲ σύμπραξη μὲ τὸν Τιμόθεο Α’ (511-518 μ.Χ.) τὸν ἐπονομαζόμενο Κήλωνα, ποὺ ἦταν διάδοχος τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου, συγκάλεσε Σύνοδο Ἐπισκόπων ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια αἱρετικὴ ἄποψη καὶ ἡ ὁποία Σύνοδος, δυστυχῶς, καθαίρεσε τὸν Ἅγιο Μακεδόνιο. Στὰ Εὐχάιτα ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἔμεινε μέχρι τὸ ἔτος 515 μ.Χ. Τότε οἱ Οὗννοι ἔκαναν ἐπιδρομὲς στὴ Γαλατία, τὸν Πόντο καὶ τὴν Καππαδοκία. Ὁ Μακεδόνιος ἀναγκάσθηκε γι’ αὐτὸ νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὰ Εὐχάιτα στὴ Γάγγρα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 516 μ.Χ. Σύμφωνα μὲ κάποια παράδοση, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη, ἕνας ἀπὸ τοῦ ὑπηρέτες του τὸν εἶδε στὸ ὄνειρό του. Ἡ ἐμφάνιση θορύβησε τὸν ὑπηρέτη, ὅταν στὰ αὐτιά του ἀντήχησαν οἱ ἑξῆς λόγοι ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου: «Πήγαινε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πὲς στὸν αὐτοκράτορα ὅτι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τοὺς Πατέρες μου, τῶν ὁποίων τὴν πίστη φύλαξα. Θὰ περιμένω δὲ νὰ ἔλθει ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου μου καὶ νὰ δικασθοῦμε ἀπὸ αὐτόν». Στὰ χρόνια τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου ἄρχισε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ μεγαλοπρεπέστερη τέλεση τῆς ἑορτῆς τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας ἐνάντια στὶς αὐτοκρατορικὲς αὐθαιρεσίες.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων
306
Ἅγιος Μᾶρκος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.). Ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων. Τὸ ἔτος 341 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας. Στὰ Πρακτικὰ μάλιστα αὐτῆς, διασῴζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Τὸ ἑπόμενο ἔτος συμμετεῖχε στὴν ἀντιπροσωπεία Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία μετέβη στὰ Τρέβηρα γιὰ νὰ συναντήσει τὸν αὐτοκράτορα Κώνσταντα. Τὸ ἔτος 343 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο τῆς Φιλιππουπόλεως καὶ τὸ ἔτος 351 μ.Χ. στὴν Σύνοδο τοῦ Σιρμίου, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Φωτεινό, Ἐπίσκοπο Σιρμίου, ὡς ὀπαδὸ τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου Ἀγκύρας, Μαρκέλλου. Τὸν συναντᾶμε, ἐπίσης, στὴν Σύνοδο τῆς Σελευκείας τῆς Ἰσαυρίας, τὸ ἔτος 358 μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναδείχθηκε μεγάλος διώκτης τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ὁδήγησε μὲ τὸν φιλόθεο βίο καὶ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμά του πολλοὺς Ἐθνικοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη. Μὲ τὴν προτροπή του δὲ οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν Ἐθνικῶν, γκρέμισαν ἕναν εἰδωλολατρικὸ ναό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν Ἅγιο ἢ νὰ δώσει ἀποζημίωση γιὰ τὸν κατεστραμμένο ναὸ ἢ νὰ τὸν ξαναοικοδομήσει. Γι’ αὐτό, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν σύλληψη πολλῶν Χριστιανῶν γιὰ τὸ συγκεκριμένο γεγονός, παρουσιάσθηκε μόνος του στὶς ἀρχὲς ποὺ τὸν καταδίωκαν, τὸ 363 μ.Χ. Τὸ μαρτύριο καὶ τὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστη ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Θεοδώρητο Κύρου ὡς πραγματικὴ τραγῳδία. Νὰ πῶς περιγράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου: «Ὁδηγοῦσαν τὸν γέροντα Ἐπίσκοπο, τὸν ἐθελοντὴ ἀθλητή, διὰ μέσου τῆς πόλεως καὶ σὲ ὅλους ἦταν σεβαστὸς γιὰ τὴν πολιτεία του, πλὴν τῶν διωκτῶν καὶ τυράννων, ποὺ ἀγωνίζονταν πῶς νὰ ὑπερβάλλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴν θρασύτητα κατὰ τοῦ πρεσβύτου. Τὸν ἔσυραν διὰ μέσου πλατειῶν, τὸν ὠθοῦσαν πρὸς ὑπονόμους, τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια. Δὲν ὑπῆρχε μέλος τοῦ σώματός του ποὺ νὰ μὴν ὑπέστη μαζὶ μὲ τὶς κακώσεις καὶ ταπείνωση. Τὸν ὕψωναν μετέωρο ἀπὸ τὰ πόδια καὶ μὲ τὶς μυτερὲς γραφίδες ἔκαναν παιχνίδι τους τὴν τραγῳδία. Τοῦ τρυποῦσαν τὰ αὐτιά… Τὸν κρέμασαν ψηλὰ μέσα σὲ δίχτυ καὶ τὸν ἄλειψαν μὲ μέλι καὶ ἁλάτι. Οἱ σφίγγες καὶ οἱ μέλισσες τὸν κεντοῦσαν, ἐνῷ τὸ καταμεσήμερο ὁ ἥλιος μὲ τὶς καυστικές του ἀκτῖνες αὔξανε τὴν φλόγωση».
307
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ καρτερία καὶ ἀνεξικακία. Εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ὕπαρχος τῆς πόλεως Ἀρεθούσης θαύμασε τὴν γενναιότητα καὶ τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ ἐξέφρασε τὴν ἔντονη δυσαρέσκειά του πρός τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ γιὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Ἁγίου. Ζήτησε δὲ μάλιστα τὴν ἀπελευθέρωσή του. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἐλευθερώθηκε, ἀλλὰ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ βάπτισε Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διῶκτες του. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τὴ Φοινίκη δὲ ὢ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τὴ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν, οὖς ὡς ὀπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΓΕΝΙΚΑ
Ὁ῞ Αγιος Μᾶρκος ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μεταξύ τῶν ἐτῶν 1392 καί 1393 «ἔκ τινος πατρωνυμίας Εὐγενικός καλούμενος». ῾Ο πατέρας του Γεώργιος ἦταν διάκονος καί σακελλίων τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, μετέπειτα δέ ἔγινε πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος καί μέγας χαρτοφύλαξ, ἡ δέ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία καί ἦταν θυγατέ ρα τοῦ ἰατροῦ Λουκᾶ. ᾿Εσπούδασε σέ μεγάλους διδασκάλους, στόν Γεώργιο Πλήθωνα, τόν Μητροπολίτη Σηλυβρίας Χορτασμένο, τόν Μανουήλ Χρυσόκκο, τόν ᾿Ιωσήφ Βρυέννιο καί ἄλλους, καί εἶχε ἔξοχη παιδεία. Στή συνέχεια προσῆλθε στό μοναχικό βίο, κατά τό ἔτος 1418, σέ κάποια μονή στά Πριγκηπόννησα, καί ἐτάχθηκε ὑπό τήν πνευματική ἐπιστασία τοῦ ἐνάρετου μοναχοῦ Συμεών,ὁ ὁποῖος τόν ἔκειρε μοναχό καί τόν μετονόμασε ἀπό Μανουήλ Μᾶρκο.᾿Εμόνασε κυρίως στή μονή τοῦ῾ Αγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων στήν Κωνσταντινού πολη.᾿Εκεῖ ἐπιδόθηκε στήν ἱερά μελέτη τῆς ῾Αγίας Γραφῆ ς καί τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας καί συνέγραψε τά πρῶτα, δογματικοῦ ἰδίως περιεχομένου, ἔργα του. Τό ἔτος 308
1437 ἔγινε ᾿Επίσκοπος ᾿Εφέσου καί ἔλαβε μέρος στήν ἑνωτική Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας (1438-1439). Κατά τόν Γεννάδιο Σχολάριο ὁ ῞Αγιος Μᾶρκος ἀναδείχθηκε ῎Εξαρχος τῆς Συνόδου καί ἐκπροσώπησε σέ αὐτή τούς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καί ῾Ιεροσολύμων. Στήν ἀρχή τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου συνέστησε στούς Λατίνους νά ἀποβάλουν τό τραχύ καί ἀνένδοτο τοῦ τρόπου τους καί τῆς διαθέσεώς τους, διότι ἀπέβλεπε στήν εἰρήνευση, τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος καί τήν ἐπανένωση τῆς ᾿Ανατολικῆς καί Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶπε μάλιστα χαρακτηριστικά· «Πρῶτον μέν ὅπως ἐστίν ἀναγκαιοτάτη ἡ εἰρήνη ἥν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστός καί ἀγάπη, δε ύτερον ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία τήν ἀγάπην καί διελύθη καί ἡ εἰρήνη, τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία τήν τότε καταληφθεῖ σαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καί ἐξετάσωμεν τάς μεταξύ ἡμῶν διαφοράς, τέταρτον ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τήν εἰρήνην ἐάν μήλυθῇτό τοῦ σχίσματος αἴτιον, καί πέμπτον, ἵνα καί οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἄνφανῶμεν καί ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καί ἡπαροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος..» . Ἀντιλήφθηκε ὅμως ἐγκαίρως, ὅτι οἱ Λατῖνοι δέν ἐπιθυμοῦσαν τήν ἐξέταση τῶν διαφορῶν καί τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος καί γενικά ἀληθινή ἐκκλησιαστική ἕνωση, ἀλλά ἐπεδίωκαν τήν καθυπόταξη τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας στόν Π άπα καί τήν παραδοχή ἐκ μέρους αὐτῆς τῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν, ἐγκαταλειπομένων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. ῎Ετσι ἐθεώρησε χρέος του νά ἡγηθεῖ τῆς πανορθοδόξου ἀντιδράσεως κατά τῶν λατινικῶν σχεδίων καί ἐτέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἀποκληθέντων Ἀνθενωτικῶν ὄχι μόνο κατά τή διάρκεια τῆς Συνόδου ἀλλά καί μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κωνσταντινούπολη. Γι' αὐτό καί ἀπέκρουσε κατά τή διάρκεια τῶν συνοδικῶν συζητήσεων τίς ἀξιώσεις καί τήν ἐπιχειρηματολογία τῶν Λατίνων καί ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει τόν ὅρο τῆς ἐπιβληθείσης ψευδοενώσεως. ῾Η μή ὑπογραφή τοῦ ἀπαράδεκτου γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική συνείδηση κειμένου ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Μάρκου εἶχε τόσο μεγάλη σημασία, ὥστε μόλις ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ΄ (1431-1447) τό πληροφορήθηκε ἀνεφώνησε περίλυπος·« ᾿Εποιήσαμεν λοιπόν οὐδέν».
309
Λίγο ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας προσέφερε στόν῞Αγιο τόν πατριαρχικό θρόνο, ἀλλά αὐτός ἀρνήθηκε.᾿Επειδή δέ δέν ἐπιθυμοῦσε νά συλλειτουργήσει μέ τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τόν ἀπό Κυζίκου, ἔφυγε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους 1440 καί ἦλθε στήν ῎Εφεσο. Καί ἐκεῖ ὅμως δεχόταν ἐνοχλήσεις ἀπό τούς ἑνωτικούς. Γι' αὐτό ἀνεχώρησε μέ προορισμό τό ῞Αγιον ῎Ορος. Καθ 'ὁδόν, διερχόμενος διά τῆς νήσου Λήμνου, ἐκρατήθηκε καί περιορίσθηκε ἐκεῖ, μέ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορος. Στή Λῆμνο παρέμεινε δύο χρόνια καί ἀπό ἐκεῖ ἐξαπέλυσε τή σπουδαίαἐγκύκλιό του «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένοις ᾿Ορθοδόξοις Χριστιανοῖς» . Μετά ὁ θεοειδής στήν ψυχή καί τήν προαίρεση῞Αγιος ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 23 ᾿Ιουνίου τοῦ ἔτους 1444 μ.Χ. καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων. ῾Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, τό 1456 μ.Χ., ὅρισε διά Συνοδικῆς Πράξεως, νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ῾Αγίου στίς 19 ᾿Ιανουαρίου. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός συνέγραψε μαθήματα στήν Παπαδική καί τό Κρατηματάριον, ἀσματικούς κανόνες καί στιχηρά, καί ἑρμήνευσε τούς ὕμνους τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνoῦ. ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ Το 1436 και ενώ ακόμη ήτο ιερομόναχος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον διορίζει ως αντιπρόσωπο του εις την συγκληθείσαν σύνοδον δια ένωσιν των εκκλησιών. Το ίδιον έτος ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος τον αναγκάζει να δεχθεί τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Εφέσου που είχε χηρεύσει εκείνον τον καιρόν.
310
Ο αυτοκράτωρ δείχνει την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε εις τον άγιον Μάρκον διορίζοντάς τον γενικόν έξαρχον της συνόδου. Ούτως ο άγιος ηναγκάσθη να ακολουθήσει τον Πατριάρχη και την λοιπήν αντιπροσωπία εις την Ιταλία. Ο άγιος Μάρκος πήγε στην σύνοδον με τας καλυτέρας προθέσεις και έδειξε την διαλλακτικότητά του με τον λόγο που συνέθεσε δια τον πάπαν, προτού ακόμη αρχίσουν αι εργασίαι της συνόδου εις την Φερράραν. Μερικοί μάλιστα Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι παρεξήγησαν τον Μάρκον δια την διαλλακτικότητα του ύφους του εις τον διάλογο με τον καρδινάλιο Κεσσαρίνι, και απήτησαν όπως εις το εξής ομιλεί ο Βησσαρίων, Μητροπολίτης Νικαίας. Το πρώτο θέμα των συζητήσεων ήτο το καθαρτήριο πυρ. Του Βησσαρίωνος αδυνατούντος -λόγω ανεπαρκούς θεολογικής καταρτίσεως -να ομιλήσει, ομίλησε δια τους Ορθοδόξους ο άγιος Μάρκος, εκφωνήσας επί του θέματος τέσσαρες αντιρρητικούς λόγους. Αι κρυστάλλιναι ορθόδοξοι απόψεις, ως επαρουσιάσθησαν από τον άγιο μας, ενθουσίασαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος προσέβλεπε εις τον Μάρκον ως τον μόνον Ορθόδοξο θεολόγο που ηδύνατο να απαντά ευχερώς εις τους λόγους των παπικών. Αλλά ο περί τα θεία άσχετος βυζαντινός αυτοκράτωρ ήλπιζε ότι αι ορθόδοξοι απόψεις θα επεκράτουν, μη γνωρίζων ότι οι παπικοί θα επέμεναν αμετακίνητοι εις τας πλάνας των. Δι΄αύτόν τον λόγο, όταν είδε ότι η παράλογος επιμονή των λατίνων θα ναυαγούσε τον πολιτικό του σκοπό -ήτοι την ένωση των δύο εκκλησιών και την εξ αυτής αναμενόμενη παπική βοήθεια δι αντιμετώπισιν των Τούρκων -άρχισε να πιέζει τους Ορθοδόξους να ακολουθήσουν μία ηπιότερη η καλύτερα ενδοτική γραμμή. Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ Οι λατίνοι άρχισαν να εφαρμόζουν την γνωστή τακτική των ψιθύρων, ψευδών και εκβιασμών, και ούτω κατ εκείνη την εποχή διένειμαν εις την Φερράραν εκατοντάδας φυλλαδίων, τα οποία περιείχαν 54 αιρετικές δοξασίας των Ορθοδόξων!!! Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει εις βάρος των Ορθοδόξων, δύο εκ των εγκρίτων μελών της Βυζαντινής αντιπροσωπείας, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου και ο αδελφός του Μάρκου Ιωάννης, προσπάθησαν να αποδράσουν 311
από την Φερράραν, αλλά ημποδίσθησαν από τον αυτοκράτορα. Και επειδή ο Ιωάννης συνοδευόταν μέχρι τον λιμένα από τον αδελφό του, ο αυτοκράτωρ και ο Πατριάρχης φοβούμενοι τυχόν άλλας απόπειρας αποδράσεως -εν συνεννοήσει μετά των παπικών -μετακίνησαν τις εργασίες της συνόδου από την Φερράραν, που ήτο πλησίον της θαλάσσης, εις την Φλωρεντία. Όταν δε επανήρχισαν αι εργασίαι της συνόδου ο Εφέσου ήτο ο κύριος ομιλητής των Ορθοδόξων. Αι σαφείς όμως απαντήσεις του και αι ανατροπαί των λατινικών κακοδοξιών προκάλεσαν το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων, οι οποίοι με την σιωπηρά συγκατάθεση και ανοχή του αυτοκράτορος προσπάθησαν να διαβάλουν τον άγιο Μάρκο, κυκλοφορούντες μάλιστα και την είδηση ότι ο Εφέσου είχε τρελαθεί. Εις μίαν δε συνεδρίαση της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας, όταν ο Μητροπολίτης Εφέσου απεκάλεσε τους παπικούς «αιρετικούς» οι Μητροπολίτες Λακεδαίμονος και Μυτιλήνης ύβρισαν τον άγιο και προσπάθησαν τον κτυπήσουν. Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ Διαπιστώνων ο άγιος ότι όλες οι προσπάθειές του να πείσει τους Ορθόδοξους να μην προχωρήσουν εις την ένωση -γενόμενοι θύματα των παπικών -ήσαν μάταιοι, απεσύρθη από του να συμμετέχει ενεργώς εις τας εργασίας της συνόδου. Τελικώς την 5 Ιουλίου 1439 υπεγράφη η ένωση και ως αναφέρει ο Συρόπουλος οι περισσότεροι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι υπέγραψαν χωρίς την θέληση των και φοβούμενοι τον αυτοκράτορα. Όταν δε ο πάπας ηρώτησεν εάν υπέγραψε ο Μάρκος και έλαβε απάντηση αρνητική είπε προφορικώς «λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν».Ο υπερόπτης και δεσποτικός πάπας ζήτησε ανερυθριάστως από τον άβουλο βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως στείλει τον Μάρκον εις αυτόν δια να τον δικάσει ενώπιον συνοδικού δικαστηρίου, αλλ' ευτυχώς ο αυτοκράτωρ ηρνήθη. Αργότερα όμως παρεκάλεσε τον Μάρκον, αφού είχε πάρει προφορικές διαβεβαιώσεις δια την ασφάλειάν του από τον πάπα, να εμφανισθεί ενώπιον του ποντίφικα και να εξηγήσει την στάση του. Ο Μάρκος υπακούοντας εις το αυτοκρατορικό πρόσταγμα επήγε εις τον πάπαν. Μάταια όμως προσπάθησε ο αρχιαιρεσιάρχης της δύσεως να τον πείσει να δεχθεί την εκτρωματική ένωση. Όταν δε είδε ότι ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος εις τας απόψεις του, κατέφυγε εις εκβιασμούς και απείλησε ότι θα καταδίκαζε τον άγιό μας ως αιρετικό. Αλλ΄ ο άγιος Μάρκος μη πτοηθείς απήντησε μετά 312
παρρησίας λέγων. «Αι σύνοδοι κατεδίκαζον τους μη πειθωμένους τη Εκκλησία, αλλ' εις δόξαν τινά εναντίον αυτής ενισταμένους και ταύτη κηρύττοντας και υπέρ αυτής αγωνιζόμενους, διό και αιρετικούς εκάλουν αυτούς...Εγώ δε ου κηρύττω ιδίαν μου δόξαν ουδέ τι εκαινοτόμησα, ουδέ υπέρ αλλοτρίου τινός δόγματος και νόμου ενίσταμαι, αλλ' εις την ακραιφνή δόξαν, τηρώ εμαυτόν». Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας -Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλίαν δια την επιστροφήν των εις την πολιορκουμένην Πόλιν. Ο αυτοκράτωρ παρέλαβε τον άγιον Μάρκον εις το αυτοκρατορικόν πλοίον. Ύστερα από ταξίδι τριών και ήμισυ μηνών έφθασαν τελικώς εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί οι κάτοικοι εδέχθησαν με αισθήματα εχθρικά και απεδοκίμασαν τους υπογράψαντας την ένωση, αλλ' επεδοκίμασαν και ετίμησαν τον άγιόν μας και ως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν»( PG 159, 992). Ο απλός λαός του Θεού προσέβλεπε εις τον άγιον Μάρκον ως τον μόνον ιεράρχη που είχε το θάρρος και την ικανότητα να υπερασπίσει την Ορθόδοξον πίστη του. Εγνώριζεν ήδη ότι αρκετοί που υπέγραψαν την ένωση είχαν δωροδοκηθεί από τον πάπα, ενώ τα χέρια του Μάρκου ήταν καθαρά. Όταν ο αυτοκράτωρ απεφάσισε να πληρώσει τον πατριαρχικό θρόνο, έστειλε αντιπροσώπους του εις τον άγιον Μάρκον παρακαλών αυτόν να δεχθεί το υψηλόν αξίωμα του Πατριάρχου, αλλ' ο άγιός μας ηρνήθη. Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ Την 4ην Μαΐου 1440 ο άγιος Μάρκος ηναγκάσθη να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσαν, διότι εκινδύνευε η ζωή του, και να πάει εις την μητροπολιτική του περιφέρεια, την Έφεσον που ήτο κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού εποίμανεν έπ' ολίγον το λογικόν του ποίμνιον ηναγκάσθη πάλιν, τώρα υπό των Τούρκων και των ενωτικών, να εγκαταλείψει την Έφεσον
313
και εμπήκεν εις πλοίον που επήγαινεν εις το Άγιον Όρος, όπου απεφάσισε να διέλθει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό εις την Λήμνο ο άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και εφυλακίσθη εκεί επί διετία. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά ως έγραψε εις τον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως...». Από την Λήμνο ο άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που απεδέχθησαν την ένωσιν και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και δι' αυτό λέγει : «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι». ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ Μετά την αποφυλάκισίν του άγιος Μάρκος πιεζόμενος υπό της ασθενείας του δεν ηδυνήθη να αποσυρθεί εις το Άγιον Όρος, αλλ' επέστρεψεν εις την εν Κωνσταντινουπόλει μονήν του, όπου εγένετο δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής υπό του πιστού λαού. Από το μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφων επιστολάς εις μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνων αυτούς να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται μετά των ενωτικών. Οι διωγμοί, αι εξουδενώσεις και αι πιέσεις επεδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του οσίου πατρός, και ούτω την 23ην Ιουνίου τω 1444, αφού είχε καλέσει πλησίον του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε εις τον Γεώργιον Σχολάριον την αρχηγίαν του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο δε τότε 52 ετών. ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ 314
Ο πιστός λαός του Κυρίου απορφανισθείς, εθρήνησε πολύ δια την απώλειαν του πνευματικού του πατέρα. Ο δε Γεώργιος Σχολάριος, εξεφώνησεν επικήδειον λόγον εις τον οποίον ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν...νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι». Πνευματικός καρπός του αγίου είναι οι δύο άγιοι μαθηταί του Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος και Διονύσιος. Αμέσως μετά την οσίαν κοίμησίν του ο Μάρκος ετιμήθη ως άγιος και ομολογητής. Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ' άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357). Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του αγίου συνέθεσε ο αδελφός αυτού Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ' αρχάς η μνήμη του εορτάζετο την 23ην Ιουνίου, αλλά βραδύτερον ωρίσθη η 19η Ιανουαρίου -ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού εις την μονήν του Λαζάρου εις τον Γαλατά. Οι αγώνες του Μάρκου όσον και του μαθητού αυτού Γενναδίου ανεγνωρίσθησαν και εδικαιώθησαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 και κατέγραψε τα ονόματα αυτώ, ως πατέρων αγίων, εις το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.
Ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης
315
Ὁ Ἅγιος Μελέτιος γεννήθηκε περὶ τὸ 310 μ.Χ. στὴ Μελιτηνὴ τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας. Ἡ μαρτυρία περὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεώς του στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας, λίγο μετὰ τὸ ἔτος 357 μ.Χ., τὸν καταδεικνύει ὡς ἀντίπαλο τῶν αἱρετικῶν Ὁμοιουσιανῶν καὶ ὀπαδὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος διὰ Συνόδου, τὸ ἔτος 358 μ.Χ., ἐκλέγει τὸν Ἅγιο Μελέτιο ὡς Ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Λόγω ὅμως τῆς σφοδρῆς ἀντιδράσεως τῶν ὀπαδῶν τοῦ προηγούμενου Ἐπισκόπου Σεβαστείας Εὐσταθίου, παραιτεῖται καὶ μεταβαίνει στὴ Βέροια τῆς Συρίας. Τὸ ἔτος 360 μ.Χ. ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἀντιοχείας, μετατεθέντος τοῦ Πατριάρχου Εὐδοξίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴν Ἀντιόχεια, ὅλοι οἱ πιστοὶ βγῆκαν στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Στὴ νέα ὅμως ἕδρα ὁ Ἅγιος Μελέτιος παρέμεινε ἕνα μόνο μῆνα, ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ ἔπεισαν τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337361 μ.Χ.) νὰ τὸν ἐξορίσει στὴν Ἀρμενία καὶ νὰ ἐκλέξει στὴν θέση του τὸν παλαιὸ συνεργάτη τοῦ Ἀρείου, Εὐζώιο. Τὰ ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ Ἁγίου, ὡς καὶ ἡ ἐξορία του καὶ ἡ ἀντικατάστασή του, συνετέλεσαν στὴ δημιουργία μεγάλης παρατάξεως ὀπαδῶν του, ποὺ ὀνομάσθηκαν «Μελετιανοί». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑξαιρεῖ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἁγίου Μελετίου στοὺς πιστοὺς τῆς Ἀντιόχειας σὲ τόσο λίγο χρονικὸ διάστημα. Καὶ ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ Ἅγιος Μελέτιος θεμελίωσε τόσο καὶ ἐνέβαλε τέτοιο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη στοὺς Χριστιανούς, ὥστε, παρὰ τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισαν ἀργότερα, ἡ διδασκαλία του παρέμεινε ἄσειστη. Ἐπίσης, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διηγεῖται τὸ ἀκόλουθο ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο συνέβη κατὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια: Ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια μὲ ἅμαξα τὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ τὸν θέσει στὸ δρόμο τῆς ἐξορίας. Τὰ 316
πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων τὸ πληροφορήθηκαν καὶ ἀμέσως ἔτρεξαν, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν εὐχή του. Στὴ θέα ὅμως τοῦ διοικητοῦ τόσο πολὺ ἀγανάκτησαν γιὰ τὴν ἄδικη ἐξορία τοῦ Ἁγίου, ὥστε ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ αὐτοκράτορα. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος Μελέτιος, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἐμποδίσει μὲ λόγια τὴν παραφορὰ τοῦ λαοῦ, σηκώθηκε καὶ προστάτευσε μὲ τὸ σῶμα του τὸν διώκτη του. Ἡ ἐξορία τοῦ Ἁγίου τερματίσθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 362 μ.Χ. διὰ τοῦ διατάγματος τοῦ νέου αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ) περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅλων τῶν ὑπηκόων. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε καὶ πάλι τὴν ἄνοιξη τοῦ 365 μ.Χ. καὶ τὸ 371 μ.Χ. ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364-378 μ.Χ.) στὴν περιοχὴ Γήτασα τῆς Ἀρμενίας, κοντὰ στὰ σύνορα τῆς Καππαδοκίας καὶ εἶχε συχνὴ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ ἔτος 379 μ.Χ. Ἀμέσως συνεκάλεσε Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁμολογοῦσε τὴν πίστη στὶς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καταδίκασε ὅλες τὶς αἱρέσεις. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-395 μ.Χ.), συνεκάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 381 μ.Χ., τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὁ Ἅγιος Μελέτιος κλήθηκε νὰ λάβει μέρος στὴ Σύνοδο καὶ μάλιστα ὡς πρόεδρος αὐτῆς. Δυστυχῶς ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε, λόγω ἀσθένειας, πρὶν ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Στὴν κηδεία του συμμετεῖχε καὶ ὁ αὐτοκράτορας, τὸν δὲ ἐπικήδειο ἐξεφώνησε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης (τιμᾶται 10 Ἰανουαρίου), ὁ ὁποῖος μίλησε γιὰ τὸν ἀπορφανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Συνόδου καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ τὴ γλυκύτητα καὶ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου Μελετίου, ὡς καὶ γιὰ τοὺς διωγμοὺς τοὺς ὁποίους ὑπέστη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε ἀργότερα μὲ μεγάλη πομπὴ στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἐναπετέθη στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βαβύλα, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας (τιμᾶται 4 Σεπτεμβρίου), στὸν ὁμώνυμο ναό.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως. Νόμον ἔνθεον, ἐμμελετήσας, τὴν οὐράνιον, γνῶσιν ἐκλάμπεις, τὴ Ἐκκλησία Ἱεράρχα Μελέτιε, τὴν γὰρ Τριάδα κηρύττων ὁμότιμον, αἱρετικῶν διαλύεις τᾶς φάλαγγας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
317
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τοὶς τῶν αἱμάτων σου ρείθροις. Ὀρθοδοξίας τοὶς τρόποις κοσμούμενος, τῆς Ἐκκλησίας προστάτης καὶ πρόβολος, ἐδείχθης παμμάκαρ Μελέτιε, καταπυρσεύων τὰ πέρατα δόγμασι, λαμπτὴρ Ἐκκλησίας φαεινότατε.
Άγιος Μόδεστος
Ο Άγιος Μόδεστος γεννήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. στην πόλη της Μικράς Ασίας, Σεβάστεια. Οι γονείς του ήταν χριστιανοί και, για τον λόγο αυτό, κατά την διάρκεια των διωγμών του Διοκλητιανού, φυλακίστηκαν. Σε εκείνη την φυλακή παρέδωσαν και οι δύο το πνεύμα τους στον Κύριο. Ο γιος τους, ο Άγιος Μόδεστος, βρέφος ακόμα παραδόθηκε σε έναν άρχοντα ο οποίος ανέλαβε να τον αναθρέψει. Ο άρχοντας αυτός, όμως, ήταν ειδωλολάτρης και έτσι ο Άγιος τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε σε ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον. Ήταν παιδί ακόμα όταν ο Άγιος Μόδεστος έμαθε για την φυλάκιση και τον θάνατο των γονιών του. Το ότι και οι δύο του γονείς έδωσαν την ζωή τους για την χριστιανική τους πίστη τον έκανε να γίνει και ο ίδιος Χριστιανός, κρυφά από τον άρχοντα που τον μεγάλωνε. Με την βοήθεια του Θεού, κάποια στιγμή την κηδεμονία του Αγίου ανέλαβε ένας ευσεβής χρυσοχόος από την Αθήνα. Οι νέοι θετοί γονείς του Αγίου ήταν χριστιανοί και έτσι ο Άγιος ζούσε πλέον μαζί με ευσεβείς ανθρώπους. Ο Άγιος Μόδεστος ανέπτυξε, καθώς περνούσαν τα χρόνια, μεγάλο φιλανθρωπικό έργο, βοηθώντας ηθικά και υλικά όποιον είχε ανάγκη. Αυτή του η δράση τον έκανε γνωστό στην 318
Αθήνα ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε το μίσος που είχαν γι’ αυτόν τα εξ αίματος παιδιά του χρυσοχόου. Όταν ο ευσεβής χρυσοχόος πέθανε, τα παιδιά του ταξίδεψαν με τον Άγιο Μόδεστο στην Αίγυπτο όπου και τον πούλησαν ως σκλάβο. Με την βοήθεια του Θεού ο Άγιος εκχριστιάνισε τον «αφέντη» του, ο οποίος τελικά του χάρισε την ελευθερία. Όταν ελευθερώθηκε ο Άγιος, πήγε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους στην Ιερουσαλήμ. Προσευχόμενος στον Πανάγιο Τάφο, άνοιξαν με θαυμαστό τρόπο οι πύλες του Τάφου. Το θαύμα αυτό ήταν και η αιτία που ο λαός αγκάλιασε τον Άγιο Μόδεστο και τον εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων. Ο Άγιος διαδέχθηκε στο αξίωμα αυτό τον Άγιο Ιάκωβο και στάθηκε υποδειγματικός ποιμένας για τους χριστιανούς της Ιερουσαλήμ. Βρισκόταν στο πλευρό όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των ζώων τους. Εν ζωή ακόμα έκανε πολλά θαύματα θεραπεύοντας τόσο τους ανθρώπους όσο και τα ζώα που αυτοί έτρεφαν, τα οποία ήταν υψίστης σημασίας για την επιβίωση τους. Έζησε πολλά χρόνια βοηθώντας το ποίμνιο του και σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Μόδεστος, αποκεφαλίστηκε από τους Εβραίους οι οποίοι πριν τον αποκεφαλίσουν τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Ο Άγιος Μόδεστος θεωρείται από την Εκκλησία μας προστάτης των ζώων και την μνήμη του τιμούμε στις 18 Δεκεμβρίου. Την ημέρα αυτή συνηθίζουν οι χριστιανοί να ραντίζουν με αγιασμό τόσο τα σπίτια τους όσο και τους στάβλους των ζώων. Απολυτίκιο Αγίου Μοδέστου Οσίως τον βίον σου διαπεράσας σοφέ, ποδήρει κεκόσμησαι Ιερωσύνης φαιδρώ, ιερόαθλε Μόδεστε· όθεν και εναθλήσας προθυμότατα πάτερ, νυν εν αγαλλιάσει τω Χριστώ συναγάλλη, πρεσβεύων υπέρ πάντων ημών των ευφημούντων σε.
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846 – 1920)
319
Ήταν δεν ήταν 8 χρονών. Κάθε μέρα προσευχόταν μαζί με τη γιαγιά του. Όταν εκείνη έλεγε τον Ν΄ ψαλμό και έφτανε στο σημείο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί Σε επιστρέψουσι», ο μικρός έκλεινε με το χεράκι του το στόμα της γιαγιάς και το έλεγε αυτός. Έχουν περάσει μόλις 84 χρόνια από την κοίμησή του (1920) και 43 από την επίσημη ανακήρυξή του ως αγίου (1961) και όμως μόνο στην Αττική έχουν ήδη χτιστεί 11 εκκλησίες στη μνήμη του. Πρόκειται για το μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκτάριο (Κεφαλά), που είναι γνωστος ως Άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός. Ο Άγιος Νεκτάριος αποτελεί πραγματικά ένα δώρο του Θεού στον κόσμο στις πενιχρές μέρες του εικοστού αιώνα. Απόδειξη της ισχύος της υπόσχεσης του Θεού «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α΄ Βας.Β΄30). Στο πρόσωπό του ανακαλύπτει κανείς έναν μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, όπου η αγιότητα του βίου του συνδυάζεται με τη χάρη της θαυματουργίας. Η ζωή του ήταν μια ιερή πορεία εβδομηντατεσσάρων χρόνων κατάφορτη από καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Μια πορεία πάντως που κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. Ο Άγιος βρέθηκε από ξενιτεμένο φτωχό παιδί, Επίσκοπος της Εκκλησίας, από εξόριστος,διευθυντής Εκκλησιαστικής Σχολής. Γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1846. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην πατρίδα του, στο σχολείο της Σηλυβρίας. Όμως ο Αναστάσιος, αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομά του, δεν ξεχνούσε την υπόσχεση που είχε δώσει στο Θεό από όταν ήταν ακόμη μικρό παιδάκι: «Διδάξω ανόμους τας οδούς Σου και ασεβείς επί Σε επιστρέψουσι» (Ψαλμ. Ν΄). Ήθελε να μορφωθεί, να μάθει τα λόγια του Θεού, να Τον αγαπήσει πιο πολύ ώστε να αφοσιωθεί στο έργο Του, να διδάξει το θέλημά Του και να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, μια υπόσχεση ζωής. 320
Στη Σηλυβρία δεν υπήρχε ανώτερο σχολείο, αλλά ούτε και χρήματα είχε ο Αναστάσιος για να σπουδάσει αλλού. Έτσι πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί. Με την ευχή των γονέων του, σε ηλικία 14 χρονών, ξεκινά για την Κωνσταντινούπολη με σκοπό να αντιμετωπίσει πλέον μόνος του το μέλλον του. Πέρασαν 5 χρόνια που τον βρίσκουν στην Πόλη να εργάζεται τη μέρα και να μελετά τη νύχτα, να εντρυφεί στην Αγία Γραφή. Έπειτα τον συναντούμε στη Χίο, όπου διετέλεσε δημοδιδάσκαλος επί επταετία. Στη Νέα Μονή της Χίου κείρεται μοναχός, σε ηλικία 30 χρονών, παίρνοντας το όνομα Λάζαρος. Για τρία ολόκληρα χρόνια ασκητεύει στη μονή αυτή. Νηστεύει, αγρυπνεί, προσεύχεται, μελετά τις Θείες Γραφές. Το 1877 χειροτονείται διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος.
Όλοι όσοι τον γνωρίζουν τον θαυμάζουν και τον αγαπούν λόγω του εμφανούς ψυχικού του κάλλους και των ποικίλων αρετών του. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Ι. Χωρέμης, ο οποίος βοηθά οικονομικά τον διάκονο Νεκτάριο ώστε να μεταβεί στην Αθήνα και να ολοκληρώσει καταρχήν τις γυμνασιακές του σπουδές. Δαπάνη του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας φοιτά στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Στο Πανεπιστήμιο διαπρέπει τόσο στην επίδοσή του στα μαθήματα, όσο και στο ήθος και τη χριστιανική διαβίωσή του. Πανάξια, λοιπόν, κερδίζει από το δεύτερο κιόλας έτος υποτροφία. Αμέσως μετά την απόκτηση του πτυχίου της Θεολογικής Σχολής (1885) αναχωρεί για την Αλεξάνδρεια, κοντά στον πνευματικό του πατέρα Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος τον χειροτονεί πρεσβύτερο τον Μάιο του επόμενου έτους (1886). Ο πρεσβύτερος, πλέον, Νεκτάριος αναλαμβάνει καθήκοντα ιεροκήρυκα και γραμματέα του Πατριαρχείου.
321
Το έργο του αποδίδει πλούσιους καρπούς και γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στους πιστούς. Στις 15 Ιανουαρίου 1899 χειροτονείται επίσκοπος Πενταπόλεως. Και ως Επίσκοπος, ο Άγιος εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία ταπεινά και με πολύ ζήλο, δείχνοντας τις σπάνιες αρετές του και κερδίζοντας καθημερινά όλο και περισσότερο την αγάπη του ποιμνίου του. Εργαζόταν ακατάπαυστα, κήρυττε το λόγο του Θεού, εξομολογούσε, συμβούλευε τους πιστούς. Το πολυδιάστατο έργο του και η συνεχώς αυξανόμενη αίγλη του αγίου Νεκταρίου προκάλεσαν το φθόνο εναντίον του, γι’ αυτό συκοφαντείται και απομακρύνεται από το Πατριαρχείο. Ο κατάφωρα αδικούμενος Άγιος αναγκάζεται να εγκαταλείψει οριστικά πλέον την Αίγυπτο και να επιστέψει στην Αθήνα. Χρήματα δεν είχε, μιας και ουδέποτε σκέφτηκε να διαφυλάξει οικονομίες, εφαρμόζοντας πρώτος εκείνα που δίδασκε: «το υμών περίσσευμα εις εκείνων υστέρημα» (Β΄Κορ. η΄14). Διωγμένος, λοιπόν από την Αλεξάνδρεια, ο Άγιος έρχεται στην Αθήνα. Όλη του η ζωή αλλάζει ξαφνικά. Από μητροπολίτης μέσα σε λίγες μέρες γίνεται ένας σαραντάχρονος πάμπτωχος άνεργος. Επί έναν ολόκληρο χρόνο αναζητεί εργασία χωρίς να βρίσκει. Τελικά διορίστηκε απλός ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Ο μέγας ιεράρχης, πράος και ταπεινός στη ψυχή, δέχεται πρόθυμα τη θέση αυτή προκειμένου να εργαστεί στην Εκκλησία του Χριστού. Η ταπεινοφροσύνη του δείχνει για άλλη μια φορά το μεγαλείο του ψυχικού του κόσμου. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην ελληνική επαρχία, ο Νεκτάριος κατάφερε γρήγορα να ξεχωρίσει για το άμεμπτο ήθος του και την ανιδιοτελή και πρόθυμη προσφορά των υπηρεσιών του. Έτσι το 1892 διορίστηκε διευθυντής της Εκκλησιαστικής Ριζαρείου Σχολής, η οποία με τη βοήθειά του γνώρισε μεγάλη άνθιση. Όπως αναγνώρισε ο διάδοχος του Αγίου στη διεύθυνση της Σχολής, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: «Ο διευθυντής αποκατέστησε τελείως τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της Σχολής... Ιδιαιτέρως κατέβαλε προσπάθειες όχι μόνο για την εκκλησιαστική μόρφωση, ηθική διαπαιδαγώγηση των τροφίμων, αλλά και για τις λεπτομέρειες του σχολικού βίου περιποιούμενος συν τοις άλλοις και τον κήπο της Σχολής». Εξάλλου, τα θετικά αποτελέσματα της διεύθυνσης της Σχολής 322
από τον Νεκτάριο διαβεβαιώνεται από τη μετέπειτα εξέλιξη των μαθητών της, πολλοί από τους οποίους κατέλαβαν υψηλά αξιώματα της ιερωσύνης και της κοινωνίας. Η δράση του Αγίου δεν περιοριζόταν μόνο στη διοίκηση της Σχολής, αλλά και εκτός αυτής. Η πολιτεία του ανέθετε το έργο του κριτή σε διάφορα θέματα της παιδείας, η Ιερά Σύνοδος δεν έπαυε να τoν συγχαίρει κατά καιρούς για τις συνεχείς συγγραφικές ψυχωφελείς του εργασίες, ενώ πολλοί σύλλογοι εκπαιδευτικοί, φιλανθρωπικοί και κοινωνικοί τον προσκαλούσαν ή του ανέθεταν την προεδρία τους. Δεκάξι χρόνια διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής. Το 1908, για λόγους υγείας, παραιτείται και αποσύρεται στην Αίγινα, στη γυναικεία μονή της Αγίας Τριάδος, που ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1904. Από τότε ο Άγιος έζησε ως αληθινός ασκητής. Ο ίδιος είχε πει: «Ο ασκητής είναι υπέρτερος του αρχιερέα». Καλούνταν να αποδείξει την ισχύ του λόγου του. Παρά την εκτέλεση των καθηκόντων του εφημερίου της Μονής και το πλούσιο συγγραφικό του έργο, ασχολούνταν ακόμη με χειρωνακτικές εργασίες και μάλιστα βαριάς μορφής. Απλός στους τρόπους, όταν έρχονταν επισκέπτες στη Μονή και τον συναντούσαν έξω από αυτή να εργάζεται, ήταν πολύ δύσκολο να τον αναγνωρίσουν λόγω του φθαρμένου και απέριττου ράσου του. Με τον τρόπο της ζωής του και τη δυνατή προσωπικότητά του, κερδίζει το σεβασμό, το θαυμασμό και την αγάπη του κόσμου. Η φήμη του διαδίδεται παντού. Στις 8 Νοεμβρίου του 1920, γαλήνιος και προσευχόμενος , έφυγε για τον ουρανό στο Αρεταίο Νοσοκομείο της Αθήνας, σε ένα δωμάτιο τρίτης θέσης για απόρους. Πολλά ήταν τα θαύματα που έγιναν και γίνονται από τον Άγιο, τόσο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, όσο και μετά την κοίμησή του, έως σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι εκείνο που έγινε τη ημέρα που άνοιξαν το φέρετρό του και είδαν μύρο να ρέει από το πρόσωπό του. Το λείψανό του έμεινε άφθαρτο επί 33 χρόνια, ενώ ο θάλαμος όπου κοιμήθηκε ο Άγιος στο Νοσοκομείο ευωδίαζε επί 6 μήνες. Η επίσημη ανακήρυξη του ως Αγίου έγινε το 1961. Όμως για τους πιστούς αποτελεί φάρο ελπίδας και άντλησης δύναμης και
323
πίστης για τον πνευματικό τους αγώνα από πολύ νωρίτερα, όταν ακόμα ζούσε στον κόσμο. Θανάσης Χούπαςφοιτητής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Ε.Μ.Π. Απολυτίκιο «Σηλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον, τον εσχάτοις χρόνοις φανέντα, αρετής φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ως ένθεον θεράποντα Χριστού· αναβλύζει γαρ ιάσεις παντοδαπάς, τοις ευλαβως κραυγάζουσι· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστω, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργουντι δια σου, πασιν ιάματα».
Ο Όσιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής
Άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Η ζωή του βρίσκεται στους αρχαίους Κώδικες και μεταγενέστερους, όπως στους Λαυριωτικούς Β81 φ. 1-155,1 23 φ. 228α-278, Λ. 66 φ. 32α -58 και στον Βατοπεδινό 618 φ. 143α-159. Η επιγραφή της βιογραφίας του έχει ως εξής: "Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Νήφωνος του εν Κωνσταντινουπόλει μεν 324
ασκήσαντος, γενομένου δε επισκόπου Κωνσταντιανής κατά Αλεξάνδρειαν". Στον Λαυριωτικό Κώδικα Β 81, λέγεται επίσκοπος Αλμυρουπόλεως και ότι απεβίωσε 23 Δεκεμβρίου. Ακολουθία του βρίσκεται στον Κώδικα Δ. δ. II της Κρυπτοφέρης (Βλ. Κατάλογο Roechi σελ. 389). Η μαύρη φυλή και η Βασιλεία των ουρανών Από τον βίο του αγίου Νήφωνα Πάντα είχα την απορία, άν οι άνθρωποι που ανήκουν στη μαύρη φυλή έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις με τους λευκούς να ευαρεστήσουν το Θεό. Γιατί δεν ήξερα κανένα μαύρο που να έγινε γνωστός για τους πνευματικούς του αγώνες και την αγιότητά του. Μήπως, σκεφτόμουνα, το χρώμα του σώματός τους έχει επιπτώσεις στην ψυχή τους; ή μήπως ο Θεός τους έχει αποδοκιμάσει; Αλλά γιατί; Κάποτε λοιπόν, που βρέθηκα στο κελλί του μακάριου Νήφωνα, σκέφτηκα να τον ρωτήσω γι' αυτό το ζήτημα. Ο δίκαιος με βεβαίωσε, ότι και από τους μαύρους ο Θεός κάλεσε πολλούς στη βασιλεία Του, αφού κι αυτοί είναι πλάσματά Του, αφού κατάγονται γενεαλογικά από τον Σήμ και τον Χάμ, τους γιούς του Νώε (Βλ. Γέν. 10: 6-31). Αρκετοί μάλιστα, είπε, έλαμψαν με τις αρετές και τα θαύματά τους. Και για να μου αποδείξει τα λόγια του, μου διηγήθηκε δυο-τρεις σχετικές περιπτώσεις. Ζούσε, λέει, παλαιότερα στα μέρη της Πανεφώς (Σημαντική πόλη της Κάτω Αιγύπτου, όχι μακριά από τη θάλασσα. Στη θέση της βρίσκεται σήμερα η πόλη Μεντζάλα [Menzaleh]), στην Αίγυπτο, ένας ληστής μαύρος σαν το κάρβουνο, θεόρατος, θηριόμορφος και αιμοβόρος. Τόσο φοβερός ήταν, που ένα βρουχητό του - γιατί βρυχιόταν σα λιοντάρι - έφτανε για να κόψει το αίμα και του πιο θαρρετού ανθρώπου. Μία νύχτα όμως είδε όνειρο τρομακτικό: Σα να βρέθηκε ξαφνικά στη μέση μιας απέραντης πεδιάδας. Στρέφοντας ολόγυρα τα μάτια του, βλέπει ένα πύρινο ποτάμι, που κυλούσε ορμητικά, κάνοντας δυνατό θόρυβο και τρώγοντας στο πέρασμά του ακόμα και τις πέτρες και το χώμα. Με βήματα μικρά και διστακτικά ο ληστής σίμωσε καντύτερα για να δει. Μόλις όμως έφτασε στην ακροποταμιά, τέσσερα φλόγινα πνεύματα τινάχτηκαν μέσ' από' τη φωτιά, τον άρπαξαν απ' τα
325
μαλλιά κι έκαναν να τον ρίξουν στο ποτάμι. Καθώς τον τραβούσαν, έν' από τα πνεύματα του είπε: "Ταλαίπωρε, αν γινόσουν μοναχός, δεν θα σε καταποντίζαμε εδώ μέσα". Ξύπνησε αλαφιασμένος. Με ίλιγγο και φρίκη αναθυμόταν το φοβερό θέαμα. Όσο κι αν προσπάθησε όμως να το εξηγήσει, δεν μπόρεσε. Σκέφτηκε τότε και είπε: "Ας πάω σε έναν αναχωρητή, να του πω τι είδα. Οι καλόγεροι ξέρουν απ' αυτά. Ίσως θα μου φανερώσει τι είν' αυτός ο ποταμός που ονειρεύτηκα". Την ίδια κιόλας στιγμή πέταξε τα ληστρικά του όπλα και πήρε το δρόμο για τη Πανεφώ. Μετά από λίγο, διέκρινε σε κάποιαν απόσταση ένα κελλί αναχωρητικό. Τράβηξε βιαστικά για κει. Χτύπησε την πόρτα. Ένας γέροντας του άνοιξε αμέσως, λες και τον περίμενε. - Καλώς ήρθες! Καλώς ήρθες, παλικάρι μου! Πώς από δω; Μήπως αναστατώθηκες μ' εκείνο το πύρινο ποτάμι και με τα τέσσερα πονηρά πνεύματα, που σ' έσερναν απ' τα μαλλιά για να σε ρίξουν μέσα στη φωτιά; Αλήθεια, παιδί μου, τι φοβερή η απειλή του ποταμιού εκείνου! Μέχρι και τις πέτρες έτρωγε!... Αν όμως εσύ θέλεις να γλυτώσεις από τις φλόγες του, υπάρχει τρόπος: Μετανόησε για της ληστείες και όλες τις ανομίες σου και γίνε μοναχός. Έτσι θα σωθείς. Γιατί το ποτάμι εκείνο έχει ετοιμαστεί για τους αμαρτωλούς, που δεν μετανοούν... Δεν πρόλαβε καλά-καλά να τελειώσει τα λόγια του ο γέροντας, και ο ληστής βρέθηκε πεσμένος στα πόδια του, κλαίγοντας σα μικρό παιδί. - Ελέησέ με, τίμιε πάτερ, τον μαύρο και στο σώμα και στη ψυχή, φώναξε μέσα στους λυγμούς του. Ελέησέ με, τον άθλιο, και κάνε με ό,τι σε προστάξει ο Θεός. Πραγματικά, μετά από λίγο καιρό ο άγιος εκείνος γέροντας κούρεψε το ληστή μοναχό. Αφού έμεινε μαζί του αρκετό καιρό και τον δίδαξε όλη την τάξη της μοναχικής ζωής, του άφησε το κελλί του και ο ίδιος αναχώρησε στη βαθύτερη έρημο, για να ασκητέψει ανάμεσα στα θηρία. Ο μαύρος λοιπόν εκείνος έφτασε με την άσκηση σε τέτοια μέτρα αρετής, ώστε, την ώρα που προσευχόταν, φαινόταν ν' αστραποβολάει ολόκληρος σα σπιθοβόλο σύφλογο κι ολόφωτη
326
στήλη. Αναρίθμητοι δαίμονες έπεφταν πάνω του, μα αυτός με την προσευχή του τους έκαιγε και τους αφάνιζε ολότελα. Τόση σοφία μάλιστα του έδωσε ο Θεός, που και πνευματικές διδαχές έγραφε και συμβουλευτικές επιστολές έστελνε συχνά στους πατέρες της σκήτης και σε πολλούς άλλους. Τελικά, όταν πέθανε, το τίμιο λείψανό του, όπως διηγούνται όσοι ζούσαν στα μέρη εκείνα, ανάβλυσε μύρο πολύ, που θεράπευε τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους. Ένας άλλος μαύρος, γέρος και φτωχός, ζούσε σε μία πόλη, που λεγόταν Υσία. Αυτός περιπλανιόταν εδώ κι εκεί, σιγοψιθυρίζοντας πάντα κάτι, άγνωστο τι. Γι' αυτό πολλοί νόμιζαν ότι δεν ήταν στα καλά του. Κάποτε έπεσε μεγάλη ξηρασία στα μέρη εκείνα. Τα ζώα ψοφούσαν, η γη έσκαζε, τα φυτά ξεραίνονταν. Κλήρος και λαός, με τον επίσκοπο επικεφαλής, έκαναν πολλές δεήσεις και αγρυπνίες για να σταματήσει το κακό, αλλά μάταια. Μία νύχτα λοιπόν ο επίσκοπος βλέπει στον ύπνο του έναν άγγελο, που του λέει: "Να τι προστάζει ο Θεός: Πάρε τους κληρικούς σου και πήγαινε αύριο πρωί-πρωί στη νότια πύλη της πόλης. Τον πρώτο που θα δεις να μπαίνει μέσα, σταμάτησέ τον και παρακάλεσέ τον να προσευχηθεί στο Θεό, για να σας στείλει βροχή". Πραγματικά, την αυγή της άλλης μέρας, μετά τον όρθρο, παίρνει ο επίσκοπος τον κλήρο του και πηγαίνει στην πύλη που του είχε πει ο άγγελος. Δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Σύντομα ένας μαύρος φάνηκε να πλησιάζει. Ήταν πολύ γέρος, και στους κυρτωμένους ώμους του κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα. Ο επίσκοπος τον σταμάτησε και τον βοήθησε να κατεβάσει τα ξύλα στη γη. - Γέροντα, τον παρακάλεσε, προσευχήσου στο Θεό να κάνει έλεος και να στείλει βροχή σ' εμάς και σ' αυτή τη γη! Παρευθύς, χωρίς καμιάν αντίρρηση, το μαύρο γεροντάκι ύψωσε τα κοκαλιάρικα χέρια του σε προσευχή. Μέσα σε λίγα λεπτά - τι θαυμαστό! - άρχισε ν' αστράφτει και να βροντά! Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν, ο ουρανός σκοτείνιασε κι έπιασε ραγδαία βροχή. Μα τι βροχή ήταν αυτή!
327
Κατακλυσμός! τα σπίτια άρχισαν να πλημμυρίζουν και οι αγροί να γίνονται θάλασσα! Ο επίσκοπος τώρα αναγκάστηκε να ικετέψει το γέροντα για το σταμάτημα της βροχής. Εκείνος, ταπεινά και υπάκουα, σήκωσε πάλι τα χέρια του στον ουρανό. Και στη στιγμή η μπόρα έπαψε! Κατάπληκτος ο επίσκοπος με το διπλό θαύμα, παρακαλούσε επίμονα το άγνωστο εκείνο γεροντάκι, να του φανερώσει ποια ήταν η πολιτεία του, ποια η πνευματική εργασία που του χάριζε τόση παρρησία στο Θεό. Ο γέροντας όμως αρνιόταν με συστολή ν' απαντήσει στον επίσκοπο. - Βλέπεις, δέσποτα, πώς είμαι ένας μαύρος, ένας αράπης. Τι αρετή ζητάς σ' εμένα; έλεγε με σκυμμένο το κεφάλι. - Για το Θεό του ουρανού και της γης! φώναξε επιτακτικά ο επίσκοπος. Φανέρωσέ μου όλη την αλήθεια, για να δοξαστεί έτσι το όνομα του Κυρίου μας! - Συγχώρεσέ με, δέσποτά μου! Να, τίποτα σπουδαίο δεν έχω κάνει. Μόνο που, αφόταν βαπτίστηκα χριστιανός, χαράμι ψωμί δεν έφαγα ούτε έγινα βάρος σε κανένα. Πάω κάθε μέρα στο βουνό, μαζεύω ένα δεμάτι ξύλα, τα φορτώνομαι και κατεβαίνω στην πόλη. Εδώ τα πουλάω, και από το αντίτιμό τους κρατάω μονάχα δύο οβολούς, ίσα για το φαΐ της ημέρας. Τα υπόλοιπα τα μοιράζω στους φτωχούς σαν κι εμένα. Όταν χαλάει ο καιρός και δεν μπορώ να πάω στο βουνό, νηστεύω μέχρι να καλοσυνέψει. Και τότε ανεβαίνω πάλι στο βουνό και κατεβάζω το μικρό μου φορτίο, για να το πουλήσω και να οικονομηθούμε κι εγώ και οι φτωχοί μου. Χωρίς άλλη λέξη ο γέρος χαιρέτησε με σεβασμό τον επίσκοπο και τους άλλους κληρικούς, ξαναφορτώθηκε τα ξύλα του και μπήκε στην πόλη για να τα πουλήσει. Για να με βεβαιώσει όμως απόλυτα ο θείος Νήφων, ότι ο πανάγαθος Θεός έχει καλέσει και πλήθη μαύρων στη βασιλεία των ουρανών, μου διηγήθηκε άλλη μία σχετική περίπτωση, που την έζησε ο ίδιος.
328
Ήταν ακόμα βασιλιάς ο φιλόχριστος Κωνσταντίνος, όταν επισκέφθηκε έν' από τα βορεινά παραθαλάσσια κοινόβια. Βρέθηκε ανάμεσα σε μια συντροφιά αδελφών, που συζητούσαν για τη σωτηρία της ψυχής. Κάποια στιγμή έγινε λόγος και για τους μαύρους. Όλοι παραδέχτηκαν, ότι κι απ' αυτούς πολλοί έχουν ευαρεστήσει το Θεό. Ένας αδελφός μάλιστα, που λεγόταν Χαρισήθης, είπε: - Σας βεβαιώνω, αδελφοί, ότι εγώ ο ίδιος γνώρισα κάποιον μαύρο, που ήταν μεγάλος ασκητής. Κι επειδή όλοι ζητούσαν να μάθουν περισσότερα για τον μαύρο εκείνο, ο Χαρισήθης συνέχισε: - Δούλευα ένα διάστημα στ' αμπέλι του κοινοβίου μας, αυτό ήταν το διακόνημά μου. Μια μέρα βλέπω κάποιον μαύρο καθισμένο κάτω από ένα μεγάλο κλήμα. Δεν τον ήξερα, πρώτη φορά τον έβλεπα. Μπροστά του είχε ένα φλασκί με νερό για να πίνει, και λίγα άγρια χόρτα για να τρώει. Μου έκανε πολλή εντύπωση. Δεν τον ενόχλησα ούτε τον έδιωξα. Έμεινε εκεί, στο ίδιο μέρος, έναν ολόκληρο μήνα. Όλη τη μέρα κρατούσε το στόμα του κλειστό, σε απόλυτη σιωπή, και όλη τη νύχτα έψαλλε και προσευχόταν. Το νερό του φλασκιού δεν το άλλαξε σ' όλο αυτό το διάστημα ούτε πρόσθεσε φρέσκο. Έτσι γλίτσιασε και βρωμούσε. Παρ' όλα μου τα παρακάλια, δεν δέχτηκε να του αλλάξω εγώ το νερό ή να του φέρω λίγο ψωμί. Τις μέρες που έκανε αφόρητη ζέστη, πήγαινε στην ακτή, καθόταν πάνω σε ένα βράχο και ψηνόταν ολημερίς μέσα στο λιοπύρι. Κι αν τον πλησίαζε κανείς για να δει τι κάνει, παρίστανε τον τρελό. "Ναι, ναι", έλεγε, "ήρθες να με σκοτώσεις! Μα ο Θεός από πάνω σε βλέπει!", κι έδειχνε τον ουρανό.Μ' αυτά τα παραδείγματα, που μου διηγήθηκε ο εξαίσιος Νήφων, βεβαιώθηκα πραγματικά ότι η βασιλεία των ουρανών είναι ανοιχτή και για τους μαύρους, αφού κι αυτοί είναι παιδιά του Κυρίου. - Όπως το αμπέλι κάνει και μαύρα κι άσπρα σταφύλια, είπε ο όσιος τελειώνοντας, έτσι κι ο Θεός δημιούργησε ανθρώπους και μαύρους και ερυθρόδερμους και κίτρινους και λευκούς, ανάλογα με τον τόπο, όπου ζούνε. Γιατί και η γη είναι πολύμορφη.
329
Αυτά μου είπε ο δούλος του Θεού, και αποσύρθηκε για να προσευχηθεί. "ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ", Έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, σελ 113-120
Όραμα της μέλλουσας κρίσης Του αγίου Νήφωνα Επισκόπου Κωνσταντιανής Λίγα οράματα έχουν καταγραφεί με τόση σαφήνεια για τη μέλλουσα κρίση. Το όραμα αυτό που έδωσε ο Θεός στον άγιο, (που είναι ένα "ζουμ" του σχετικού σημείου της Αποκάλυψης), έχει αγαπηθεί από τους Χριστιανούς, όσο λίγες Θείες αποκαλύψεις. Και με χαρά το παρουσιάζουμε στην ιστοσελίδα μας, γνωρίζοντας ότι θα οδηγήσει τους δικαίους σε περισσότερο αγώνα και μετάνοια, και τους ασεβείς σε μεγαλύτερη κατάκριση και αφορμή απιστίας. Γιατί τα αληθή νοήματα των οράσεων και των συμβολισμών, δίνονται από τον Κύριο, μόνο σε όσους με αγαθή προαίρεση, είναι πρόθυμοι να αγνισθούν για τον ουράνιο νυμφώνα. Μια βραδιά, αφού τελείωσε την καθιερωμένη νυχτερινή του προσευχή, ξάπλωσε να κοιμηθεί πάνω στις πέτρες του, όπως πάντα. Ήταν μεσάνυχτα και αγρυπνούσε ακόμη κοιτάζοντας το φεγγάρι και τα αστέρια στον ουρανό. Μόνος καθώς ήταν, αναλογίσθηκε τις αμαρτίες του και θρηνούσε γοερά, γιατί έφερνε στον νου του τη φοβερά ώρα της Κρίσεως. Έξαφνα βλέπει να αποτραβιέται το στερέωμα του ουρανού σαν σεντόνι. Και να παρουσιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε πελώριες διαστάσεις. Στεκόταν στους αιθέρες περικυκλωμένος απ’ όλες τις ουράνιες στρατιές: άγγελοι, αρχάγγελοι, τάγματα φοβερά και εξαίσια, παραταγμένα με κάθε συστολή. Ο Κύριος ένευσε στον στρατηγό του ενός τάγματος και εκείνος πλησίασε λαμπρός, φοβερός, μα και συνεσταλμένος: «Μιχαήλ, Μιχαήλ, άρχοντα της διαθήκης, παράλαβε με το τάγμα σου τον πυρίμορφο θρόνο της δόξης μου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί θα τον εγκαταστήσεις σαν πρώτο σημάδι της παρουσίας μου. Γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λάβει καθένας κατά τα έργα του. Κάνε γρήγορα, έφτασε η στιγμή. Θα δικάσω αυτούς που προσκύνησαν τα είδωλα κι αρνήθηκαν Εμένα τον δημιουργό τους. Αυτούς που λάτρεψαν τις πέτρες και τα ξύλα που τους έδωσα για τις ανάγκες τους. 330
Όλοι τους θα συντριβούν ως σκεύη κεραμέως. Καθώς και οι εχθροί μου οι αιρετικοί που τόλμησαν να με χωρίσουν από τον Πατέρα μου. Που τόλμησαν να υποβιβάσουν σε κτίσμα το Παράκλητον Πνεύμα. Αλλοίμονό τους, ποια κόλαση τους περιμένει!. Τώρα θα εμφανισθώ και στους Ιουδαίους που με σταύρωσαν και δεν πίστεψαν στην θεότητά μου. Mου δόθηκε κάθε εξουσία, τιμή και δύναμη. Είμαι δικαιοκριτής. Τότε που ήμουνα πάνω στον Σταυρό έλεγαν: Ουά! Ο καταλύων τον ναόν… σώσον σεαυτόν. Τώρα, εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω. Εγώ θα κρίνω, θα ελέγξω και θα τιμωρήσω σκληρά το πονηρό και διεστραμμένο γένος, γιατί δεν μετάνοιωσε. Τους έδωσα ευκαιρίες να μετανοήσουν, αλλά τις περιφρόνησαν. Θα λάβω λοιπόν τώρα την εκδίκηση. Το ίδιο θα κάνω και στους Σοδομίτες, που βρώμισαν τη γη και τον αέρα με την δυσωδία τους. Τους έκαψα τότε. Και πάλι θα τους ξανακάψω, γιατί μίσησαν την ηδονή του Αγίου Πνεύματος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου. Θα τιμωρήσω και τους μοναχούς, τους άφρονες και σκοτισμένους, που μοιάζουν σαν θηλυμανή άλογα. Δεν αρκέσθηκαν στη νόμιμη συζυγία τους, αλλά στράφηκαν ανόητα στην μοιχεία και ο σατανάς τους έριξε δεμένους στην άβυσσο του πυρός. Δεν άκουσαν ότι φοβερό το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος; Δεν φοβούνται το εγώ το εμβρίμημά μου αποτελέσω εις αυτούς; Τους κάλεσα να μετανοιώσουν κι όμως δεν μετάνοιωσαν. Θα καταδικάσω και τους κλέφτες που έκαναν ένα σωρό κακά, ακόμη και φόνους! Και όλους όσοι έπραξαν πλήθος αμαρτιών. Εγώ τους χάρισα ευκαιρίες για να αλλάξουν αλλά δεν έδωσαν καμιά σημασία. Που είναι τα καλά τους έργα; Τους έδειξα τον άσωτο σαν τύπο και υπογραμμό – και πολλούς άλλους – για να μην αποθαρρύνονται στις αμαρτίες τους. Αλλ’ αυτοί καταφρόνησαν τις εντολές μου και με αρνήθηκαν. Αποστράφηκαν Εμένα και υποδουλώθηκαν στην αμαρτία. Ας πορευθούν λοιπόν στη φλόγα που οι ίδιοι άναψαν. Αλλά κι όσους πέθαναν μνησίκακοι, θα τους παραδώσω σε φοβερό κλύδωνα. Γιατί δεν πόθησαν την ειρήνη μου, αλλά στάθηκαν στη ζωή τους θυμώδεις, πικρόχολοι και οργίλοι. 331
Τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους και τους φιλάργυρους θα τους εξολοθρεύσω και θα ξεχύσω πάνω τους όλη μου την οργή, γιατί στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι κι Εμένα με αγνόησαν σαν να μη φρόντιζα γι’ αυτούς. Κι εκείνους τους ψευτοχριστιανούς, που ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών ή ότι γίνεται μετεμψύχωση, θα τους λειώσω στη γεέννα σαν το κερί. Τότε θα πεισθούν για την ανάσταση των νεκρών. Οι δηλητηριαστές, οι μάγοι κι όλοι οι όμοιοί τους θα βασανιστούν ανελέητα. Αλλοίμονο και σ’ αυτούς που μεθάνε, γλεντοκοπάνε με κιθάρες και τύμπανα, που τραγουδάνε, χορεύουν, αισχρολογούν και φαντάζονται πονηρά. Τους κάλεσα και δεν με άκουσαν, αλλά με καταγελούσαν. Τώρα το σκουλήκι θα τους κατατρώει την καρδιά. Σ’ όλους χάρισα έλεος και μετάνοια, μα κανένας δεν έδινε τότε προσοχή. Θα βυθίσω στο σκοτάδι κι όσους περιφρόνησαν τις Αγίες Γραφές, που τις έγραψε το Πνεύμα μου δια μέσου των αγίων. Θα κρίνω ακόμη κι αυτούς που ασχολούνται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες και στηρίζουν τις ελπίδες τους σε μαχαίρια, αξίνες, δρεπάνια κι άλλα παρόμοια. Τότε θα μάθουν ότι έπρεπε να ελπίζουν στον Θεό κι όχι στα δημιουργήματά Του. Θα ταράζονται και θ’ αντιλέγουν τότε, μα δεν θα έχουν πια καμιά δύναμη, γιατί εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω. Θα τιμωρήσω και τους βασιλείς και τους άρχοντες που με πίκραιναν αδιάκοπα με τις αδικίες τους. Έκριναν άδικα και περήφανα περιφρονώντας τους ανθρώπους. Και αυτοί μεν πληρώνονταν. Η δική μου όμως εξουσία δεν δέχεται δωροδοκίες. Για την αδικία τους θα τους αφανίσω. Τότε θα καταλάβουν ότι εγώ είμαι ο φοβερός που αφαιρώ τις εξουσίες των αρχόντων. Θα καταλάβουν ότι είμαι φοβερότερος απ’ όλους τους βασιλείς της γης. Ουαί σ’ αυτούς! Τι κόλαση τους περιμένει! Γιατί έτριξαν τα δόντια τους κι έχυσαν αθώο αίμα, το αίμα των παιδιών τους και των θυγατέρων τους. Αλλά σε ποιαν οργή θα παραδώσω τους μισθωτούς, που δεν ήταν γνήσιοι ποιμένες; Που ρήμαξαν τον αμπελώνα μου και
332
σκόρπισαν τα πρόβατά μου; Που ποίμαιναν χρυσάφι κι ασήμι – όχι ψυχές – και ζήτησαν την ιεροσύνη από συμφέρον; Πόση θα είναι η τιμωρία τους; Πόσος ο οδυρμός; Θα ξεχύσω πάνω τους όλο το θυμό και την οργή μου και θα τους συντρίψω. Πρόβατα και βόδια φθαρτά φρόντισαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά μου λογικά πρόβατα δεν τα νοιάσθηκαν. Θα τιμωρήσω με ράβδο τις ανομίες τους και με μαστίγιο τις αδικίες τους. Αλλά και τους ιερείς που γελούν η φιλονικούν μέσα στις αγίες εκκλησίες μου, τι θα τους κάνω; Θα τους συμμορφώσω στο πυρ και στον τάρταρο. Ήρθα κι έρχομαι. Όποιος έχει τη δύναμη ας με αντιμετωπίσει. Αλλά ουαί κι αλλοίμονο σ’ αυτόν που όντας αμαρτωλός θα πέσει στα χέρια μου! Γιατί καθένας θα εμφανισθεί ενώπιόν μου γυμνός και τετραχηλισμένος. Πού θα τολμήσει να φανερωθεί τότε η αναίδεια των αμαρτωλών; Πώς θ’ αντικρίσουν το πρόσωπό μου; Πού θα βάλουν τη ντροπή τους; Θα καταισχυνθούν μπροστά στις άχραντες Δυνάμεις μου. Θα κατακρίνω όμως κι όσους μοναχούς αμέλησαν τα καθήκοντά τους και πρόδωσαν τις υποσχέσεις που έδωσαν ενώπιον Θεού, αγγέλων και ανθρώπων. Αλλά υποσχέθηκαν κι άλλα έπραξαν. Απ’ το ύψος των νεφελών θα τους γκρεμίσω στην άβυσσο. Δεν τους έφτανε η δική τους απώλεια, αλλά προξένησαν ολέθριο σκάνδαλο και σ’ άλλους. Ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να μην απαρνηθούν τον κόσμο παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αισχρά, ανακατεμένοι με την ασωτία. Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω σ’ όσους δεν θέλησαν να μετανοιώσουν. Εγώ θα τους κρίνω σαν δίκαιος Κριτής!...» Τα λόγια αυτά που βροντοφώνησε ο Κύριος στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ, γέμισαν δέος τις αναρίθμητες Δυνάμεις των αγγέλων. Έπειτα πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσμου. Ο Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής. Γι’ αυτό πήγε αμέσως στο οίκο της διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν μεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε μπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε παράμερα παρατηρώντας με ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την ιστορία των αιώνων. Πήρε Εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και διάβασε:
333
«Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός και δημιουργός των αιώνων. Διότι με τον Λόγο του Πατρός, τον Υιό, έγιναν οι Αιώνες, δημιουργήθηκαν οι ασώματες Δυνάμεις και στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταμοί και πάντα τα εν αυτοίς.» Έπειτα διάβασε λίγο παρακάτω: «Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάμ δόθηκε μια εντολή από τον παντοκράτορα Θεό και δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι ένας νόμος που πρέπει να τηρηθεί με κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυμάται τον δημιουργό του, και να μην ξεχνάει ότι υπάρχει Θεός από πάνω του». Πάλι προχώρησε λίγο: «Παράβαση στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη η μάλλον από απροσεξία και αμέλεια. Αμάρτησε ο άνθρωπος και διώχθηκε απ’ τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού. Δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!». Πιο κάτω διάβασε: «Ο Κάιν ρίχθηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά την βουλή του διαβόλου. Οφείλει να καεί στη φωτιά της γεέννας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ενώ ο Άβελ θα ζήσει αιώνια». Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία των Αιώνων. Πήρε τέλος το έβδομο και διάβασε: «Η αρχή του εβδόμου Αιώνα σημαίνει το τέλος των αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η πονηρία κι η ασπλαχνία. Οι άνθρωποι του έβδομου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, με υποκριτικήν αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωμένοι στις σοδομίτικες αμαρτίες». Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε αμέσως θλιμμένο το βλέμμα του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, με το άλλο σκέπασε το πρόσωπο και τα μάτια κι έμεινε συλλογισμένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:
334
«Αλήθεια τούτος ο έβδομος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους προηγούμενους». Διάβασε παρακάτω: «Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεμίσθηκαν με το ξύλο, την λόγχη και τα καρφιά που έμπηξαν οι σταυρωτές στο ζωηφόρο Σώμα μου». Σώπασε μερικές στιγμές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο. «Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόμωσαν θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους και φτώχεψαν πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ο μισθός τους!...». κι έπειτα από λίγο: «Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και μάρτυρες αθλοφόρους για χάρη μου. Η φιλία τους έφτασε ως τον ουρανό και η αγάπη τους ως τον θρόνο μου! Ο πόθος τους ως την καρδιά μου και η λατρεία τους με φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος μου είναι μαζί τους!...». Αφού γύρισε αρκετά φύλλα, ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως: «Ω πανέμορφη και πολύτιμη Νύμφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε μολύνουν! Μα δεν πρόδωσες Εμένα το Νυμφίο σου!... Αμέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεμελιωμένη δεν σαλεύθηκε, γιατί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Πιο κάτω ήταν γραμμένες όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων, όσες βρήκε ο θάνατος να μην έχουν ξεπλυθεί στη μετάνοια. Κι ήταν τόσες πολλές, σαν την άμμο της θάλασσας!... Τις διάβασε ο Κύριος δυσαρεστημένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας. Το αμέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν περίτρομο από το φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού. Όταν ο Κύριος έφτασε στη μέση του Αιώνα αυτού, παρατήρησε: 335
«Τούτο το έσχατο βιβλίο είναι γεμάτο από τη δυσωδία των αμαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που είναι όλα ψεύτικα και βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φθάνει πια! Θα το σταματήσω στη μέση. Να πάψει η κυριαρχία της αμαρτίας. Και λέγοντας αυτά τα οργισμένα λόγια ο Κύριος έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για την Κρίση. Αυτοστιγμεί εκείνος με το τάγμα του πήραν τον υπέρλαμπρο και απερίγραπτο θρόνο κι έφυγαν. Ήταν το τάγμα τόσο πολυπληθές, ώστε η γη δεν το χωρούσε. Φεύγοντας βροντοφωνούσαν: «Άγιος, άγιος, άγιος, φοβερός και μέγας, υψηλός, θαυμαστός και δεδοξασμένος ο Κύριος στους αιώνες των αιώνων.» Έπειτα αποχώρησε ο Γαβριήλ με το τάγμα του ψάλλοντας: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού»! Και απ’ αυτούς τους φοβερούς όρκους συγκλονίζονταν ο ουρανός και η γη. Ακολούθησε ο τρίτος μέγας αρχιστράτηγος, ο Ραφαήλ, με το τάγμα του αναπέμποντας τον ύμνο: «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.» Τέλος ξεκίνησε και η τέταρτη παράταξη. Ο άρχοντάς της ήταν λευκός και λαμπερός σαν το χιόνι, με όψη γλυκειά. Φεύγοντας άρχισε κι αυτός να ψάλλει δυνατά: «Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια τη ωραιότητος αυτού. Ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών και ου παρασιωπήσεται. Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα.» Και συνέχεια τον υπόλοιπο ψαλμό. Ενώ οι αξιωματούχοι του αποκρίνονταν: «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι.»
336
Ο αρχηγός αυτού του τάγματος ονομαζόταν Ουριήλ. Σε λίγο έφεραν ενώπιον του Κυρίου τον δοξασμένο Σταυρό του, που έλαμπε σαν φοβερή αστραπή και σκόρπιζε άρρητη ευωδία. Τον συνόδευαν με εξαιρετικές τιμές δύο τάγματα Εξουσιών και Δυνάμεων. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικά μεγαλόπρεπο. Οι πολυάριθμες δυνάμεις έψαλαν αρμονικά. Άλλοι έλεγαν με μεγάλο δέος: «Υψώσω σε ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω ο όνομά σου εις τον αιώνα». Άλλοι έλεγαν: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιος εστί. Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια!». Έπειτα δόθηκε θεία διαταγή να έρθει πάλι ο κραταιός άρχοντας Μιχαήλ για να παρουσιαστεί δίπλα στον θρόνο του Κυρίου. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάσθηκε ένας άγγελος που κρατούσε μία βροντερή σάλπιγγα. Την πήρε ο Κριτής στα χέρια του, σάλπισε τρεις φορές κι είπε τρεις λόγους. Μετά την παρέδωσε στον Μιχαήλ: «Σε προστάζω να πάρεις το θείο σου τάγμα και να σκορπισθήτε σ’ όλο τον κόσμο, για να μεταφέρετε πάνω σε νεφέλες τους αγίους, απ’ την ανατολή και τη δύση, τον βορρά και τον νότο. Θα τους συγκεντρώσεις όλους για να υποδεχθούν την παρουσία μου, μόλις ηχήσει η σάλπιγγα». Ύστερα απ’ όλα αυτά έρριξε ένα βλέμμα στη γη ο δίκαιος Κριτής και είδε… Ομίχλη και σκοτεινά, θρήνος και ουαί και κοπετός πολύς. Φοβερή η τυραννία του σατανά! Μανίαζε και φρίαττε ο δράκοντας, κατέστρεψε τα πάντα συντρίβοντάς τα σαν χορτάρι, γιατί έβλεπε τους αγγέλους του Θεού να του ετοιμάζουν το αιώνιο πυρ. Μόλις τα είδε ολ’ αυτά ο Κύριος, κάλεσε ένα πύρινο άγγελο με αυστηρή και φοβερή όψη, χωρίς λύπηση – ήταν αρχηγός των αγγέλων που επιβλέπουν το πυρ της κολάσεως – και του είπε:
337
«Πάρε μαζί σου τη ράβδο μου που δένει και συντρίβει. Πάρε κι αμέτρητους αγγέλους απ’ το τάγμα σου, τους πιο φοβερούς, που τάχθηκαν τιμωροί των κολασμένων. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, για να βρείτε τα ίχνη του ζοφερού άρχοντα. Άρπαξέ τον με ισχύ και κραταιότητα και χτύπα τον αλύπητα με τη ράβδο μου ώσπου να παραδώσει το τάγμα των πονηρών πνευμάτων. Κι αφού τους δέσεις όλους γερά με την ισχύ της ράβδου, κατά τη διαταγή μου, θα του ρίξεις στις πιο άσπλαχνες και άγριες κολάσεις!... Και τότε πια, όταν όλα ήταν έτοιμα, έγινε νεύμα στον αρχάγγελο που κρατούσε τη σάλπιγγα να σαλπίσει ηχηρά. Αμέσως απλώθηκε απότομα νεκρική σιγή, σαν να ηρέμησαν τα σύμπαντα. Με το πρώτο σάλπισμα συναρμολογήθηκαν όλα τα σώματα των νεκρών. Με το δεύτερο, Πνεύμα Κυρίου επανέφερε τις ψυχές μέσα στα νεκρά σώματα. Δέος και φρίκη κατέλαβε τα σύμπαντα. Τα ουράνια και τα επίγεια έτρεμαν. Και τότε αντήχησε το τρίτο και φοβερότερο σάλπισμα, που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Οι νεκροί αναστήθηκαν από τα μνήματα εν ριπή οφθαλμού. Φοβερό θέαμα! Ξεπερνούσαν σε αριθμό και την άμμο της θάλασσας. Συγχρόνως σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν απ’ τα ουράνια προς τον θρόνο της ετοιμασίας τ’ αγγελικά τάγματα βροντοφωνώντας: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη φόβου και τρόμου». Στεκόταν όλος ο λαός και το αναρίθμητο σύνταγμα των αγγέλων περιμένοντας. Έτρεμαν και φρικιούσαν μπροστά στη φοβερή θεία εξουσία που κατέβαινε στη γη. Ενώ όμως όλοι κοίταζαν ψηλά, ξαφνικά άρχισαν να γίνονται σεισμοί, βροντές και αστραπές στην κοιλάδα της Δίκης και στον αιθέρα, ώστε κατατρόμαξαν όλοι. Τότε αποσύρθηκε σαν βιβλίο το στερέωμα του ουρανού και φάνηκε ο Τίμιος Σταυρός να λάμπει σαν το ήλιο και να σκορπίζει θείες μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν οι
338
άγγελοι μπροστά από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και Κριτή της οικουμένης, που ερχόταν. Σε λίγο ακούγεται ένας ύμνος, ένα τραγούδι πρωτάκουστο: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Θεός Κύριος, κριτής εξουσιαστής, άρχων ειρήνης». Μόλις τελείωσε η βροντερή τούτη δοξολογία, εμφανίζεται ο Κριτής επί των νεφελών, καθισμένος σε θρόνο πύρινο. Με την πολλή του καθάρια λαμπρότητα πυρπολούσε τον ουρανό και την γη. Έξαφνα, μεσ’ απ’ το πλήθος των αναστημένων νεκρών άρχισαν μερικοί ν’ αστράφτουν σαν ήλιοι! Αμέσως αρπάζοταν από τις νεφέλες στον αέρα για να συναντήσουν τον Κύριό τους. Οι περισσότεροι όμως απόμειναν κάτω. Κανείς δεν τους πήρε στον ουρανό!... θρηνούσαν πικρά που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχθούν κι αυτοί από τις νεφέλες κι ήταν φαρμάκι η λύπη και η οδύνη στις ψυχές τους. Έπεσαν όλοι γονατιστοί μπροστά στον Κριτή και πάλι σηκώθηκαν. Είχε πια καθήσει στον θρόνο «θρόνος της ετοιμασίας» ο φοβερός Κριτής και μαζεύτηκαν γύρω του όλες οι δυνάμεις των ουρανών με φόβο και τρόμο. Όσοι είχαν αρπαχθεί απ’ τα σύννεφα προς απάντησή του, τοποθετήθηκαν στα δεξιά του. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στ’ αριστερά του Κριτού. Ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλείς και πολύ πλήθος μοναχών και λαϊκών. Στέκονταν καταντροπιασμένοι, ελεεινολογώντας τον εαυτό τους και θρηνώντας την απώλειά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν εξαθλιωμένα και αναστέναζαν βαθιά συντριμμένοι. Σ’ όλους είχε απλωθεί νεκρικό πένθος. Και πουθενά δεν φαινόταν καμμιά παρηγοριά. Όσοι όμως στέκοταν στα δεξιά του Κριτού ήταν όλοι φαιδροί, φωτεινοί σαν ήλιοι, σεμνοί, δοξασμένοι, λευκοί σαν το φως, πυρπολημένοι, λες, από μία θεόφωτη αστραπή. Έμοιαζαν – αν δεν είναι τολμηρό να το πει κανείς – σαν τον Κύριο και Θεό τους. Παρευθύς έρριξε το βλέμμα του και απ’ τη μία και απ’ την άλλη μεριά ο φοβερός Κριτής. Στα δεξιά κοίταξε ευχαριστημένος και
339
χαμογέλασε. Όταν όμως γύρισε στ’ αριστερά του, ταράχθηκε, οργίσθηκε πολύ και απέστρεψε αμέσως το πρόσωπό του. Τότε με δυνατή και επίσημη φωνή λέει στους «εκ δεξιών» του: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με.» Παραξενεύτηκαν εκείνοι και ρώτησαν! «Κύριε πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.» Στρέφεται τότε προς τους «εξ ευωνύμων» και τους λέει με δριμύτητα: «Πορεύεσθαι απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατε με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με.» «Κύριε», τον ρώτησαν κι αυτοί απορημένοι, «πότε σε είδομεν και εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι; «Αμήν λέγω υμίν», τους απάντησε ο Κύριος, «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Χαθείτε απ’ τα μάτια μου, καταραμένοι της γης! Στον τάρταρο, στον βρυγμό των οδόντων! Εκεί θα 'ναι ο θρήνος και ο οδυρμός, ο ατελείωτος. Μόλις έβγαλε αυτή την απόφαση ο Κριτής, αμέσως ξεχύθηκε απ’ την ανατολή ένας τεράστιος πύρινος ποταμός, που κυλούσε ορμητικά προς την δύση. Ήταν πλατύς σαν μεγάλη θάλασσα. Οι 340
αμαρτωλοί απ’ τ’ αριστερά βλέποντάς τον κατατρόμαξαν κι άρχισαν να τρέμουν φρικτά απ’ την απελπισία τους. Μα ο αδέκαστος Κριτής πρόσταξε να περάσουν όλοι – δίκαιοι και άδικοι – μέσ’ απ’ τον φλεγόμενο ποταμό, για να τους δοκιμάσει το πυρ. Άρχισαν πρώτα οι «εκ δεξιών», που πέρασαν όλοι και βγήκαν λαμπεροί σαν ατόφιο χρυσάφι. Τα έργα τους δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο φωτεινά και διαυγή με τη δοκιμασία. Γι’ αυτό γέμισαν αγαλλίαση. Έπειτα απ’ αυτούς ήρθαν και οι «εξ ευωνύμων» να περάσουν μέσ’ απ’ τη φωτιά, για να δοκιμασθούν τα έργα τους. Αλλά, επειδή ήταν αμαρτωλοί, η φλόγα άρχισε να τους καίει και τους κράτησε μέσα στη μέση του ποταμού. Και τα μεν έργα τους κατακάηκαν σαν άχυρα, ενώ τα σώματά τους έμειναν σώα να φλέγονται επί χρόνια και αιώνες ατέλειωτους μαζί με τον διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας δεν κατόρθωσε να βγει από κείνο το πύρινο ποτάμι! Όλους τους αιχμαλώτισε η φωτιά, γιατί ήταν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας. Αφού παραδόθηκαν στην κόλαση οι αμαρτωλοί, σηκώθηκε απ’ το θρόνο του ο φοβερός Κριτής και ξεκίνησε για το θεϊκό ανάκτορο μ’ όλους τους αγίους του. Τον περικύκλωναν, πάντα με πολύ φόβο και τρόμο, όλες οι ουράνιες δυνάμεις ψάλλοντας: «Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης, ο Κύριος και Θεός των θεών μαζί μ’ όλους τους αγίους του, που θ’ απολαύσουν αιώνια κληρονομιά». Άλλο τάγμα απαντούσε και έλεγε: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου μ’ όσους αξίωσε η χάρη του να ονομασθούν υιοί Θεού, Θεός Κύριος, μαζί με τους υιούς της Νέας Σιών, και επέφανεν ημίν». και οι αρχάγγελοι, που προπορεύονταν απ’ τον Κύριο, τον δοξολογούσαν ψάλλοντας ένα ουράνιο μέλος αντιφωνικά: «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών. Προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ». Ενώ άλλο τάγμα αντιφωνούσε μελωδικά: 341
«Ότι Θεός μέγας Κύριος και Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν!» Αυτά και άλλα πολλά παναρμόνια μέλη έψαλλαν οι άγιοι άγγελοι, ώστε να ευφραίνονται απερίγραπτα όσοι τ’ άκουγαν. Έτσι ψάλλοντας μπήκαν οι άγιοι με τον Κύριο Ιησού Χριστό στον επουράνιο θάλαμο του θεϊκού παλατίου με καρδιές που σκιρτούσαν από χαρά. Και αμέσως κλείσθηκαν οι πύλες του νυμφώνα. Τότε κάλεσε ο ουράνιος Βασιλεύς τους κορυφαίους αγγέλους. Πρώτοι παρουσιάσθηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ και οι άρχοντες των ταγμάτων. Ακολούθησαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσμου, οι απόστολοι. Τους έδωσε ο Κύριος δόξα αστραφτερή και δώδεκα πυρίμορφους θρόνους για να καθίσουν κοντά στον διδάσκαλό τους Χριστό με μεγαλειώδεις τιμές. Η όψη τους ακτινοβολούσε ένα απερίγραπτο αιώνιο φως και τα ενδύματά τους ήταν λαμπερά και διάφανα σαν το κεχριμπάρι. Ακόμη κι οι άρχοντες των αγγέλων τους θαύμαζαν. Τέλος τους έδωσε και δώδεκα υπέροχα κριστάλλινα στεφάνια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους, που έλαμπαν εκτυφλωτικά, καθώς τα κρατούσαν πάνω από τα κεφάλια τους ένδοξοι άγγελοι. Έπειτα οδηγήθηκαν ενώπιον του Κυρίου οι εβδομήκοντα απόστολοι. Έλαβαν κι αυτοί όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα στεφάνια των δώδεκα ήταν πιο θαυμαστά. Και τώρα ήρθε η σειρά των μαρτύρων. Αυτοί πήραν τη θέση και τη δόξα της μεγάλης αγγελικής στρατιάς, που γκρεμίσθηκε απ’ τον ουρανό μαζί με τον Εωσφόρο. Έγιναν δηλαδή οι μάρτυρες άγγελοι και άρχοντες των ουρανίων ταγμάτων. Τους έφεραν αμέσως πλήθος στεφάνια και τα τοποθέτησαν στα αγιασμένα κεφάλια τους. Όσο λάμπει ο ήλιος, τόσο έλαμπαν κι αυτά. Έτσι οι άγιοι μάρτυρες θεώμενοι ευφραίνονταν και αγάλλονταν ανέκφραστα. Μετά μπήκε ο θείος χορός των ιεραρχών, ιερέων, διακόνων και λοιπών κληρικών. Στεφανώθηκαν κι αυτοί μ’ αιώνια κι αμαράντινα στεφάνια, ανάλογα με τον ζήλο, την υπομονή και την ποιμαντική τους δράση. Στεφάνι από στεφάνι ήταν
342
διαφορετικό κατά τη δόξα, όπως αστέρι από αστέρι. Έτσι πολλοί ιερείς και διάκονοι ήταν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι από πολλούς αρχιερείς. Τους έδωσαν ακόμη και από ένα ναό, για να προσφέρουν στο νοερό θυσιαστήριο αγία θυσία και τέλεια, ευάρεστη στο Θεό. Έπειτα μπήκε ο όσιος χορός των μοναχών. Η όψη τους ξέχυνε μυστικήν ευωδία και σαν ήλιοι σκόρπιζαν θείες μαρμαρυγές. Ο Κύριος τους στόλισε με έξι φτερούγες και έγιναν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος σαν τα φρικτά Χερουβίμ και Σεραφίμ. Άρχισαν τότε να βροντοφωνούν. «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού. Ήταν η δόξα τους μεγάλη, αφάνταστη και το στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο και λαμπερό. Ανάλογα με του αγώνες και τους ιδρώτες τους απολάμβαναν και τις τιμές. Ακολούθησε ο χορός των προφητών. Τους δώρησε ο Βασιλεύς το άσμα των ασμάτων, το ψαλτήρι του Δαβίδ, τύμπανα και χορούς, άυλο φως αστραφτερό, άφραστη αγαλλίαση και τη δοξολογία του Αγίου Πνεύματος. Τότε τους ζήτησε ο Δεσπότης του θεϊκού νυμφώνα να ψάλλουν κάτι. Και έψαλλαν ένα τόσο μελωδικό ύμνο, ώστε σκίρτησαν όλοι από ευφροσύνη. Αφού έλαβαν αυτά τα δώρα οι άγιοι απ’ τα άχραντα χέρια του Σωτήρος, περίμεναν ακόμη εκείνα, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη. Τότε μπήκε όλος ο χορός των ανθρώπων, που σώθηκαν μέσα στον κόσμο: Φτωχοί και άρχοντες, βασιλείς και ιδιώτες, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι ενώπιον του Κυρίου κι εκείνος ξεχώρισε απ’ ανάμεσά τους τους ελεήμονες και τους αγνούς και τους έδωσε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάτια ουράνια και φωτεινά, στεφάνια πολυτελή, αγιασμό και αγαλλίαση, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους να τους υπηρετούν. Μετά ήρθαν όσοι έγιναν δια την αγάπη του Χριστού «πτωχοί τω πνεύματι». Τώρα υψώθηκαν πάρα πολύ. Τους δόθηκε απ’ το χέρι του Κυρίου στεφάνι περίλαμπρο και κληρονόμησαν τη βασιλεία των ουρανών. 343
Έπειτα «οι πενθούντες» τις αμαρτίες τους, που έλαβαν τη μεγάλη παρηγοριά της Αγίας Τριάδος. Έπειτα «οι πραείς» και άκακοι, που κληρονόμησαν την ουράνια γη, όπου αποστάζει γλυκασμό και ευωδία το Πνεύμα του Θεού. Και αυτοί δοκίμασαν ανέκφραστη τέρψη και ηδονή βλέποντας να τους χαρίζεται η μακάρια γη. Τα στεφάνια τους ροδόμορφα σκόρπιζαν μαρμαρυγές. Ακολούθησαν «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην». Τους δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης, για να χορτάσουν. Και η αγαθή τους πρόθεση ευφράνθηκε βλέποντας τον Βασιλέα Χριστό να υψώνεται και να υπερδοξάζεται απ’ τους αγίους αγγέλους. Έπειτα «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης». Τους χαρίσθηκε θεία δοξολογία και πολυθαύμαστη ζωή. Στήθηκε μάλιστα για χάρη τους και άφραστος θρόνος για να καθίσουν στη βασιλεία των ουρανών. Τα στεφάνια τους ήταν από θείο κι άυλο χρυσάφι που τόσο έλαμπε, ώστε απ’ την δόξα τους να χαίρονται οι χοροί των αγγέλων. Μετά μπήκε ο χορός «των ονειδισθέντων» για τον Χριστό, τον μεγάλο Θεό και σωτήρα των ψυχών μας. Τους ανέβασαν σε θρόνους χρυσοποίκιλτους και απολάμβαναν τον έπαινο του Θεού. Μετά απ’ αυτούς μπήκε πολύ πλήθος ειδωλολατρών, που δεν γνώρισαν τον νόμο του Χριστού, αλλά εκ φύσεως τον τήρησαν υπακούοντας στη συνείδησή τους. Πολλοί σαν ήλιοι απ’ την αγνότητα και την καθαρότητά τους. Και ο Κύριος τους χάρισε τον παράδεισο και φαιδρά στεφάνια πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Επειδή όμως είχαν στερηθεί το άγιο βάπτισμα, ήταν τυφλοί. Δεν έβλεπαν καθόλου τη δόξα του Θεού. Γιατί το άγιο βάπτισμα είναι φως και μάτι της ψυχής. Γι’ αυτό όποιος δεν το λάβει κι αν άπειρα καλά εργασθεί, κληρονομεί βέβαια την παραδείσιαν άνεση και κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητα της αλλά δεν βλέπει τίποτε. Έπειτα και από αυτούς βλέπει ο δίκαιος Νήφων ένα τάγμα αγίων που ήταν τα παιδιά των χριστιανών. Όλοι τους έμοιαζαν
344
να είναι περίπου τριάντα ετών. Τους κοίταξε με βλέμμα ιλαρό ο Νυμφίος και είπε: «Ο μεν χιτώνας του βαπτίσματός σαν άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τι να σας κάνω λοιπόν εσάς;» Τότε με θάρρος του απάντησαν κι αυτοί: «Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά σου, τουλάχιστον μη μας στερήσεις τα επουράνια». Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα ουράνια αγαθά. Πήραν και τα στεφάνια της αγνότητος, της ακακίας και όλες οι άυλες στρατιές τους θαύμαζαν. Ήταν θαύμα ν’ ακούει κανείς τους αγίους αγγέλους που, κατευχαριστημένοι καθώς έβλεπαν τα τάγματα όλων των αγίων, τραγουδούσαν άσματα γλυκά. Ύστερα απ’ όλα αυτά βλέπει ο Νήφων να έρχεται μπροστά στον Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Γύρω της σκόρπιζε ουράνιες ευωδίες και θεϊκά μύρα. Στο πανέμορφο κεφάλι της φορούσε ασύγκριτο βασιλικό στέμμα, που ακτινοβολούσε. Οι άγγελοι την ατένιζαν κατάπληκτοι κι οι άγιοι θαμπωμένοι. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος συγκρατούσε πάνω στην άχραντη κορυφή το ουράνιο εκείνο διάδημα. Μπαίνοντας στον θείο νυμφώνα την ακολουθούσε αναρίθμητο πλήθος παρθένων που υμνούσαν με δοξολογίες και άσματα τα μεγαλεία του Θεού. Όταν έφτασε κοντά στον Νυμφίο η μεγάλη βασίλισσα, προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις αγίες παρθένες. Τότε ο «ωραίος κάλλει» την είδε και ευφράνθηκε. Έσκυψε το κεφάλι του και την τίμησε σαν άχραντη Μητέρα του. Εκείνη πλησίασε με πολλήν ευλάβεια και χάρη και ασπάσθηκε τα αθάνατα και ακοίμητα μάτια του, καθώς και σπλαχνικά του χέρια. Μετά το θείο φίλημα ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά φορέματα και πάμφωτα φορέματα και πάμφωτα στεφάνια. Κι έπειτα ήρθαν όλες οι νοερές δυνάμεις υμνώντας, μακαρίζοντας και δοξάζοντάς την.
345
Τότε σηκώθηκε απ’ τον θρόνο του ο Νυμφίος και έχοντας στα δεξιά τη Μητέρα του και στ’ αριστερά τον μέγιστο και πολυθαύμαστο προφήτη και Πρόδρομό του, βγήκε απ’ τον νυμφώνα και πήγε στον θεϊκό θάλαμο, όπου βρίσκονται τα αγαθά «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν τον Θεό. Ακολουθούσαν και όλοι οι άγιοι. Μόλις είδαν τ’ αγαθά, πλημμύρισαν από άφατη αγαλλίαση και άρχισαν να κυκλοφορούν πανηγυρίζοντας μέσα στον έκπαγλο θάλαμο. Αλλ’ αυτά δεν μπόρεσε ο δούλος του Θεού Νήφων να μου περιγράψει, αν και πολλές φορές τον πίεσα, δεν μου είπε το παραμικρό. «Δεν μπορώ παιδί μου», έλεγε αναστενάζοντας, «ν’ απεικονίσω με την γλώσσα μου ή να παρομοιάσω με οποιοδήποτε επίγειο πράγμα τα εκεί. Ήταν πέρα από κάθε σκέψη και φαντασία, πέρα απ’ όλα τα βλεπόμενα και μη βλεπόμενα. Όταν λοιπόν μοίρασε ο Κύριος στους αγίους του όλα τα άφραστα και ανήκουστα αγαθά, πρόσταξε τα Χερουβίμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο. Πρόσταξε έπειτα τα Σεραφίμ να κυκλώσουν τα Χερουβίμ, οι Θρόνοι τα Σεραφίμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και τέλος οι Δυνάμεις των ουρανών τις Εξουσίες. Όπως το τείχος κυκλώνει μία πόλη έτσι τα ουράνια τάγματα κυκλώνουν το ένα το άλλο. Δεξιά απ’ τον θάλαμο των αιώνων στάθηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια ο Μιχαήλ με το τάγμα του. Αριστερά ο Γαβριήλ με το δικό του. Ο Ουριήλ εγκαταστάθηκε στα δυτικά και ο Ραφαήλ στα ανατολικά. Ήταν οι τέσσερις αυτές παρατάξεις πολύ μεγάλες. Και μαζί με τα τάγματα των αχράντων δυνάμεων έζωναν τον θάλαμο του Θεού με πολλή λαμπρότητα. Ολ’ αυτά έγιναν με το πρόσταγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος όλων των αγίων. Στο τέλος όλων των μυστηρίων που είδε ο άγιος Νήφων, είδε και την πιο φοβερή αποκάλυψη: «Ο ίδιος ο Πατέρας του μονογενούς Υιού, ο Γεννήτωρ, το φως το απρόσιτο και
346
ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά λάμποντας «συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι» πάνω από κείνο τον απέραντο θάλαμο, πάνω από τις άχραντες δυνάμεις, πάνω απ’ όλους τους κύκλους και τις παρατάξεις τους. Φώτιζε του καθαρότατο θάλαμο, όπως φωτίζει ο ήλιος τον κόσμο. Έτσι έλαμπε ο Πατέρας των οικτιρμών. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το κρασί, έτσι κι’ οι άγιοι πλημμύριζαν απ’ το άρρητο τρισήλιο φως της θεότητας και βασίλευαν αδιάκοπα μαζί της στους αιώνες. Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Μόνο υπήρχε ο Θεός Πατέρας, Υιός και Πνεύμα – φως και τρυφή, ζωή και φέγγος, τέρψη και ηδονή. Έπειτα έγινε βαθειά σιγή. Σε λίγο το πρώτο τάγμα, το θείο και φοβερό που κύκλωνε τον θάλαμο, δόθηκε σαν συνεχής και ατέλειωτη κληρονομιά. Ευφρόσυνο άσμα κι ανέκφραστη δοξολογία, ασύγκριτα και υπέρκαλλη ήταν η ηδονή τους. Οι καρδιές των αγίων σκιρτούσαν απ’ τη χαρά και την απόλαυση. Απ’ το πρώτο τάγμα μεταδόθηκε ο υπέροχος δοξολογικός ύμνος στο δεύτερο τάγμα των Σεραφίμ. Άρχισαν τότε εκείνο να ψάλλει ύμνο περίτεχνο και ακατάληπτο. Σαν εφτάγλυκο μέλι ηχούσε η δοξολογία του στ’ αυτιά των αγίων που ευφραίνονταν απέραντα μ’ όλες τους τις αισθήσεις: «Τα μάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Η όσφρησή τους οσφραινόταν την ευωδία της θεότητος. Τ’ αυτιά τους άκουγαν τον θείον ύμνο των αχράντων δυνάμεων. Το στόμα τους γευόταν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, καινούριο στη βασιλεία των ουρανών. Τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά και τα πόδια τους χόρευαν στον θάλαμο. Έτσι λοιπόν μ’ όλες τους τις αισθήσεις χόρταιναν την άφατη αγαλλίαση. Σε λίγο μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το τρίτο και απ’ το τέταρτο, ως το τελευταίο προκαλώντας με το γλυκύτερο απ’ το μέλι μέλος του, τέρψη και ηδονή στις καρδιές των αγίων. Και ήταν υπέροχο ότι δεν ψαλλόνταν ένας ύμνος συνεχώς από τα τάγματα αλλά υπήρχε απερίγραπτη ποικιλία και πρωτοτυπία στην ωδή που έψαλλαν. Όταν οι εφτά κύκλοι των ταγμάτων ολοκλήρωσαν την καθαρή τους δοξολογία, τότε άρχισαν και τα τάγματα των αρχαγγέλων 347
τον τρισάγιο ύμνο: Έψαλλε ο Μιχαήλ και αντιφωνούσε ο Γαβριήλ. Και πάλι υμνούσε ο Ραφαήλ και συμπλήρωνε ο Ουριήλ. Άκουγε κανείς πρωτάκουστες αρμονίες. Οι τέσσερις πύρινοι στύλοι, οι αρχάγγελοι, ξεχώριζαν και ήταν ο ύμνος τους φοβερός και βροντερός. Παρακινούμενοι απ’ την άπειρη εκείνη τρυφή άρχισαν τότε και οι άγιοι Πάντες μεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλουν τα μεγαλεία του Θεού. Έτσι μέσα αντηχούσε ύμνος, ύμνος κι έξω, ύμνος και παντού. Άσματα πανίερα. Που φλόγιζαν τις αγίες καρδιές με μακάρια ηδονή στους ατελεύτητους αιώνες. Όταν τα είχε δει πια όλα αυτά ο τρισμακάριος Νήφων και ενώ βρισκόταν σε μεγάλη έκσταση και θεωρία, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει: «Νήφων, Νήφων, ωραία ήταν ο προφητική σου οπτασία. Όλ’ αυτά λοιπόν που είδες και άκουσες γράψε τα με κάθε λεπτομέρεια, γιατί έτσι και θα γίνουν. Τα φανέρωσα σε σένα, γιατί είσαι πιστός φίλος, αγαπητό μου παιδί και κληρονόμος της βασιλείας μου. Βεβαιώσου λοιπόν, τώρα που σε αξίωσα να γίνεις αυτόπτης των φρικτών μυστηρίων, για τη μεγάλη μου φιλανθρωπία προς όλους εκείνους που προσκυνούν με ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί Εγώ ευφραίνομαι να επιβλέπω επί τον πράον και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους.» Αφού του είπε αυτά ο Κύριος, τον απέλυσε από τη φοβερή και πολυθαύμαστη οπτασία, που επί δύο εβδομάδες τον είχε απορροφήσει. Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, καθόταν τρομοκρατημένος και θρηνούσε και οδυρόταν. Τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι κι έλεγε: «Αλλοίμονο σε μένα τον άσωτο! Τι περιμένει την άθλια ψυχή μου! Αλλοίμονο μου του ελεεινού! Σε ποια κατάσταση άραγε θα βρεθώ εκεί εγώ ο αμαρτωλός! Τι θ’ απολογηθώ προς τον Κριτή; Τι λόγο θα δώσω για τις αμαρτίες μου; Και που θα κρύψω το πλήθος των ανομιών μου; Αχ, ο βέβηλος και άθλιος!... Στεναγμό δεν έχω ούτε δάκρυα. Αλλά και μετάνοια δεν μου
348
βρίσκεται. Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Αγάπη μηδέν! Η ακακία κι η πραότητα στέκουν πολύ μακριά μου! Αλλοίμονο! Τι να κάνω ο ελεεινός και ρυπωμένος; Από που ν’ αρπαχθώ για να σωθεί η ψυχή μου τη βύθισα στον βούρκο. Τον νου μου τον σκότισα, τη ζωή μου την επιβάρυνα με κραιπάλη και μέθη. Αχ! Ο αμαρτωλός δεν ξέρω τι να κάνω! Τα μάτια μου βλέπουν τα αίσχη. Το πρόσωπο μου είναι καταντροπιασμένο. Τ’ αυτιά μου ηδύνονται σε δαιμονικά τραγούδια. Η όσφρησή μου ζητάει ευωδίες. Το στόμα μου ρέπει στην πολυφαγία. Αλλοίμονο μου του ταλαίπωρου! Τα χέρια μου τέρπονται στην αμαρτία. Το σώμα μου ποθεί να κυλισθεί στον βόρβορο της ανηθικότητας και κυνηγάει τα μαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία… Ωχ, ο παράνομος και σκοτεινιασμένος και ρυπαρός! Που να πάω δεν ξέρω. Ποιος θα με γλυτώσει απ’ το σκότος το εξώτερο του φρικτού ταρτάρου; Ποιος θα μ’ απαλλάξει από τον βρυγμό των οδόντων; Αλλοίμονο, μου του σιχαμερού, του παράνομου! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!... Αχ, τι δόξα πρόκειται να στερηθώ ο μαύρος! Τι τιμή, τι στεφάνια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θα χάσω, επειδή υποδουλώθηκα στην αμαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Που είναι λοιπόν η κατάνυξή σου; Που είναι οι αγώνες σου; Που είναι οι αρετές σου; Αλλοίμονό σου βέβηλη και θλιβερή! Που θα είναι η θέση σου την ημέρα εκείνη; Έπραξες κανένα καλό που ν’ αρέσει στον Θεό; Θα μπεις στο καμίνι. Πως όμως θ’ αντέξεις το ουαί και τον οδυρμό; Ω ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που αδιάκοπα υπηρετούσες το στομάχι!... Άνομη και διεφθαρμένη, τι ντροπή θα δοκιμάσεις στο βλέμμα του Ιησού! Με ποια μάτια θ’ ατενίσεις το γλυκύτατό του πρόσωπο; Πες μου, πες μου! Τα είδες εκείνα τα θαυμάσια, που ο Κύριος θα πραγματοποιήσει κάποτε. Πες μου λοιπόν ψυχή, έχεις έργα αντάξια για κείνη τη δόξα; Πως θα εισέλθεις εκεί, αφού μίανες το θείο βάπτισμα; Αλλοίμονό σου τότε, μολυσμένη ψυχή μου! Σου μέλλει να κληρονομήσεις το αιώνιο πυρ, και που θα είναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της για να σε σώσουν; Κύριέ μου, Κύριε, σώσε με από τη φωτιά, από τον βρυγμό των οδόντων,
349
κι από τον τάρταρο…» Μ’ αυτά τα λόγια έλεγχε τον εαυτό του ο μακάριος προσευχόμενος. Τις κατοπινές μέρες τον έβλεπες να περπατάει σέρνοντας τα βήματά του με πικρούς στεναγμούς, θρήνους και δάκρυα. Αναλογιζόταν τα θαυμάσια που είδε, κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τα κατακτήσει. Συχνά – όταν στοχαζόταν πιο βαθιά και πιο καθαρά το όραμά του – γινόταν εκτός εαυτού. Φλεγόταν απ’ την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και αναφωνούσε: «Ω τι χαρά, τι δόξα, τι λαμπρότητα περιμένει τους αγίους στους ουρανούς! Πόσο φοβάμαι μήπως στερηθώ!» Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε: «Κύριε, βοήθησε και σώσε τη σκοτισμένη ψυχή μου.
Πηγή: Βίος ενός ασκητή επισκόπου, του Αγίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής – 16η έκδοση Σταυροπηγιακής και Συνοδικής Ι. Μ. Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, εκδοτική παραγωγή ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ Α.Β.Ε.Ε.
Άγιος Νήφων ο Β΄ , πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ( +1508 )
350
Καταγόταν από ευγενική οικογένεια της Πελοποννήσου. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στην πατρίδα του, «είχε δε και τόσον δεξιών νουν, οπού εις ολίγον καιρόν απέρασεν όλους τους συμμαθητάς του εις τα μαθήματα». Στην Επίδαυρο υποτάχθηκε στον ενάρετο Γέροντα Αντώνιο, ο οποίος του φόρεσε το μοναχικό σχήμα και από Νικόλαο τον ονόμασε Νήφωνα. Εργόχειρο είχε την καλλιγραφία και ποτέ δεν άφηνε την προσευχή, τη σιωπή και τη μελέτη. «Ούτε βιβλίον Εκκλησιαστικόν ανέγνωσε χωρίς να χύση δάκρυα». Μετά τον θάνατο του Γέροντός του γνωρίσθηκε με τον σοφό Αγιορείτη Ζαχαρία και, αφού περιόδευσαν διαφόρους τόπους προς στηριγμό των χριστιανών, εγκαταστάθηκαν στην Αχρίδα, στη μονή της Θεοτόκου. Όταν ο Ζαχαρίας εξελέγη αρχιεπίσκοπος Αχριδών, ο Νήφων ήλθε με την ευλογία του στο Άγιον Όρος και επισκέφθηκε διαδοχικά τις μονές Βατοπεδίου, Παντοκράτορος, Μ. Λαύρας και Διονυσίου, όπου χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Ήταν αγαπητός απ' όλους τους Αγιορείτες για τη σπάνια σοφία και την ασυνήθιστη ταπείνωσή του. «Όλοι εθαύμαζαν την σύνεσιν των λόγων του. Ότι τόσον γλυκύς ήτον εις το λέγειν, οπού δεν εδύνατο τινάς να τον χωρισθή αλλά από την γλυκύτητα των λόγων του αλησμονούσε και την σωματικήν τροφήν». Χωρίς τη θέλησή του εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1482) και από εκεί προβιβάσθηκε στον πατριαρχικό θρόνο στα τέλη του 1486, όπου παρέμεινε μέχρι το 1488. Μετά τη δεύτερη εκθρόνισή του το 1498, ύστερα από διετή περίπου πατριαρχεία, προσκλήθηκε από τον ηγεμόνα Ράδουλο (1496-1508) στη Βλαχία για να διοργανώσει την Εκκλησία και να διδάξει τον λαό, και «όλοι τον εδέχθησαν ως απόστολον του Κυρίου». Τον συνόδευαν οι όσιοι μαθητές του Μακάριος και Ιωάσαφ. Αμέσως, με μεγάλο ζήλο επιδόθηκε στο έργο του, σώζοντας τη Ρουμανική Εκκλησία από την έντονη παπική προπαγάνδα, την ηθοφθορία και αμέλεια κλήρου και λαού και «όλοι εδόξαζον τον Θεόν, οπού τους απέστειλε τοιούτον φωστήρα, και τους ωδήγησεν εις την οδόν της αληθείας και τον ωνόμαζον Νέον Χρυσόστομον». Επειδή όμως ο ηγεμόνας στάθηκε ασεβής στους θείους νόμους, αφού τον νουθέτησε ο άγιος, αποσύρθηκε στη μονή του Διονυσίου, όπου μετά από θαυμαστούς αγώνες ανεπαύθη. Είχε επιστρέψει αγνώριστος στη μονή και είχε ζητήσει το διακόνημα του βουρδουνάρη. 351
Το τίμιο λείψανό του πολλά θαύματα τέλεσε, φυλάγεται σε θαυμάσια λάρνακα στη μονή του και η κάρα του με το δεξί του χέρι σε μονή της Ρουμανίας. Ο τάφος του βρίσκεται πλάϊ στο ναό του κοιμητηρίου της μονής. Πρώτος βιογράφος του (1517) ο μαθητής του και Πρώτος του Αγίου Όρους Γαβριήλ (1527-1528). Την ακολουθία του έγραψε ο γνωστός ιατρός Ιωάννης Κομνηνός, ο μετέπειτα μητροπολίτης Δρύστρας Ιερόθεος. Την ακολουθία αυτή αναθεώρησε και βελτίωσε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος συνέταξε τα εγκώμια. Στη μονή Διονυσίου υπάρχει παρεκκλήσιο προς τιμή του Αγίου, κτίσμα του 1782 και έξω της μονής Κάθισμα του αγίου Νήφωνος και το ιστορικό προσκυνητάρι, όπου του έγινε η υποδοχή ως πατριάρχη, ιδιότητα που αποκαλύφθηκε στον ηγούμενο με όραμα, γιατί είχε κρυφθεί. Η ιδιαιτέρα μνήμη του τιμάται πανηγυρικά με ολονύκτιο αγρυπνία στην ασκητική μονή του μεγάλου αγίου στις 11 Αυγούστου. Πηγή: ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
352
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ὁμολογητής, ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 758 μ.Χ. ἀπό περιφανεῖς καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τό βασιλικό γραμματέα καί νοτάριο Θεόδωρο καί τήν Εἰρήνη. Ὁ πατέρας του ἐξορίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ τόν Κοπρώνυμο (741-775 μ.Χ.) στά Μύλασσα τῆς Καρίας καί μετά στή Νίκαια, ὅπου μετά ἑξαετία ἀπέθανε, διότι ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Νικηφόρος εἶχε καλή ἐκπαίδευση καί ἐχρημάτισε βασιλικός γραμματέας, ἀλλά ἐπειδή εἶχε κλίση στή μοναχική πολιτεία, ἐκάρη μοναχός καί ἀποσύρθηκε σέ κάποιο λόφο ἀπέναντι τοῦ Θρακικοῦ Βοσπόρου, ὅπου μαζί μέ ἄλλους μοναχούς διήνυε τήν ὁδό τῆς ἀσκήσεως. Γενόμενος γνωστός γιά τίς ἀρετές του στήν Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε καί ἀνέλαβε τή διεύθυνση κάποιου πτωχοκομείου τῆς πόλεως. Ὅταν ἐκοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Ταράσιος († 25 Φβρουαρίου), ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Α΄τοῦ Λογοθέτου (803-811 μ.Χ.), μέ τήν ψῆφο τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, ἐξελέγη, στίς 5 Ἀπριλίου 806 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί ἐχειροτονήθηκε στίς 12 τοῦ ἰδίου μηνός κατά τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα. Ὅσο ἐζοῦσε ὁ βασιλεύς Νικηφόρος καί οἱ διάδοχοί του Σταυράκιος (811 μ.Χ.) καί Μιχαήλ Α΄ ὁ Ραγκαβές (811-813 μ.Χ.), ἡ πατριαρχεία τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἦταν ὁμαλή καί ἀπερίσπαστη. Ὅταν ὅμως αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Λέων Ε΄ ὁ Ἀρμένιος (813-820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος, ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἦταν ἀντίπαλος καί ἀτρόμητος ἐπιτιμητής τῆς βασιλικῆς ἀσέβειας. Ὁ Πατριάρχης παρέλαβε τόν Ὅσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, τόν Ἅγιο Αἰμιλιανό Κυζίκου, τόν Ἅγιο Εὐθύμιο Σάρδεων, τόν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τόν Ἅγιο Μιχαήλ Συνάδων καί τόν Ἅγιο Ἰωσήφ Θεσσαλονίκης, καί ἐπῆγε στό παλάτι, γιά νά ἐλέγξει τόν αὐτοκράτορα καί νά τόν βοηθήσει νά ἐπιστρέψει στήν ὀρθή πίστη. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος καί τούς κατεδίκασε ὅλους σέ ἐξορία. Ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος ἐξορίσθηκε ἀρχικά στή Χρυσούπολη καί στή συνέχεια στή μονή τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου κοντά στόν Ἀκρίτα. Ἐκεῖ συνδέθηκε περισσότερο μέ τόν Ἅγιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, πού ἦταν καί αὐτός ἐξορισμένος. Ὅταν μετά ἀπό λίγο, δολοφονηθέντος τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος, ἔγινε βασιλέας ὁ Μιχαήλ Β΄ ὁ Τραυλός (820-829 μ.Χ.), 353
ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐπανῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐζήτησε τήν ἀποκατάστασή του. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ ἐδέχθηκε τήν πρόταση αὐτή, ἀλλ' ὑπό τόν ὅρο ὁ Ἅγιος νά ἀναγνωρίσει τήν ὑφιστάμενη ἐκκλησιαστική τάξη καί νά μήν κινήσει τό θέμα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος ἀπέκρουσε τόν ὅρο αὐτό καί ἐπροτίμησε τήν ἐξορία, ὅπου καί ἀπέθανε τό ἔτος 829 μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἐπίσημος στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διότι μέ ἐνθουσιασμό καί ἱερό ζῆλο ἐπολέμησε τούς εἰκονομάχους, ἀλλά καί γιά τή σπάνια αὐτοῦ συγγραφική ἱκανότητα. Ἐπισημότερα τῶν συγγραμμάτων του εἶναι ἡ «Σύντομος Ἱστορία», τό «Χρονολογικόν σύντομον», ἡ «Στιχομετρία», «Λόγοι ἀντιρρητικοί», «Ἐπιστολαί» καί διάφοροι ἐκκλησιαστικοί κανόνες. Ἡ μεγάλη συμβολή τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου στήν ὑπερίσχυση καί ἐπικράτηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων ἔγκειται στήν ὑπ' αὐτοῦ συστηματική ἀνασκευή καί ἀναίρεση τῶν εἰκονοκλαστικῶν θέσεων καί μάλιστα καί τῶν ἀναφερομένων στό Χριστολογικό δόγμα. Οἱ εἰκονομάχοι, ἀθετήσαντες τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀπέβαλαν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς καί τίς εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἀπέδειξε μέ βάση τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις, ἄν καί ἀσώματοι, ἄϋλοι καί (σχετικῶς) ἀπεριόριστοι, εἰκονίζονται καί οἱ εἰκόνες προσαγορεύονται διά τοῦ ὀνόματος τῶν ἀρχετύπων, διά τοῦ ὁποίου μεταβιβάζονται σέ αὐτές ἡ χάρη καί ἠ εὐλογία ἐκείνων, τῶν ὁποίων καί μεταλαμβάνουν οἱ ἀξίως τιμῶντες αὐτές. Ἔτσι, κατά τόν ἱερό Πατέρα, οἱ εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων δέν εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, ἀπό ἄψυχη καί ἄλογη ὕλη, ἐπιτεύγματα ἀνθρωπίνων χειρῶν, δέν εἶναι εἴδωλα, ἀλλά τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων «ἀφομοιώματα τίμια καί ἅγια», «ἱερά ἀπεικάσματα καί ἀπεικονίσματα», τήν κατασκευή τῶν ὁποίων «Θεός ἐστιν ὁ προστάττων, Θεός ὁ κελεύων» . Παράλληλα ὅμως μέ τή θεολογική διδασκαλία του, ὁ Ἅγιος διακρίθηκε καί γιά τίς μουσικές γνώσεις αὐτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 2 Ἰουνίου καί ἑορτάζει τήν ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ στίς 13 Μαρτίου
354
Βίος τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου, Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας Εὐλόγησον, Πάτερ.
Η ζωή του Ο Άγιος Νικόλαος είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της χριστιανοσύνης. Το όνομά του βρίσκεται στο στόμα αναρίθμητων πιστών που ζητούν τη βοήθειά του. Το όνομά του το φέρουν εκατομμύρια Χριστιανοί και πολλοί είναι οι Ναοί που είναι αφιερωμένοι σ΄αυτόν. Είναι μετά την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο, ο περισσότερο γνωστός σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Σ΄ όλη δε την Κύπρο υπάρχουν ενενήντα (90) και πλέον Ναοί αφιερωμένοι στο μεγάλο αυτό Ιεράρχη. Είναι αυτός που προστατεύει τους θαλασσινούς και όλους εκείνους που συναντούν τρικυμίες στη ζωή τους. Γι΄αυτό έχουν κτιστεί πολλές Εκκλησίες προς τιμή του. Όλη του η ζωή ήταν μια θαυμαστή ενσάρκωση της αγάπης και της φιλανθωπίας. Το φωτινό του παράδειγμα ας προσπαθήσουμε να το μιμηθούμε.
355
Πάντως κατά το έτος 300 μ.Χ. την εποχή των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήταν Αρχιερέας των Μυραίων. Έζησε δε και μέχρι τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας, που είναι στη Μ. Ασία, γύρω στα 250 μ.Χ. Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και καλής οικονομικής καταστάσεως. Ακολούθησε τον σκληρό, αλλά άγιο δρόμο της ασκήσεως, από μικρός. Σαν έγινε παιδί του Σχολείου, ήταν επιμελής. Έφευγε μακρυά από συζητήσεις απρεπείς. Δεν ήθελε ποτέ του άτακτες παρέες. Προτιμούσε, αντί των παιγνιδιών, τις συναναστροφές των ηλικιωμένων. Κοντά στους μεγάλους και στους γέροντες άκουε συμβουλές και παραδείγματα, πού τον ωφελούσαν ψυχικά. Άκουε για τους εχθρούς, πού απειλούν την ψυχή και το χαρακτήρα του ανθρώπου. Μάθαινε για τις παγίδες, πού στήνει ο σατανάς στη ζωή των εναρέτων κι έβγαζε πολύτιμα συμπεράσματα. Όταν όμως ήταν αρκετά μικρός, ο ένας μετά τον άλλο πέθαναν οι ευσεβείς γονείς του, αφήνοντάς του αρκετή περιουσία. Μπορούσε τώρα με αυτή να ζήσει και να καλοπεράσει ο Νικόλαος. Μπορούσε να διασκεδάσει και να χαρεί τη ζωή του. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα το δεχόταν ποτέ. Ποτέ δεν έβαζε τον εαυτό του μπροστά. Αυτός σκεπτόταν τους άλλους. Ο νους του έτρεχε στους δυστυχείς, στους ασθενείς, στους φτωχούς, στους αδικημένους και τους πεινασμένους, που ήταν παιδιά του Θεού και αδέλφια δικά του. Πώλησε, λοιπόν, την περιουσία του και την διέθεσε όλη για τις ανάγκες των φτωχών και αδυνάτων. Έθρεψε, με το αντίτιμο της περιουσίας, ορφανά και χήρες.Έντυσε γυμνούς, δυστυχισμένους. Ανακούφισε απελπισμένους. Σώζει τρεις αγνές νέες Στην εποχή του Αγίου Νικολάου, ζούσε στα Πάταρα της Λυκίας, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, που είχε τρεις ωραίες θυγατέρες. Ήρθε όμως κάποια ημέρα, που έχασε τα πλούτη του. Η φτώχεια του έγινε μεγάλη και ανυπόφορη. Στην απελπισία του σκέφτηκε να κλείσει τις θυγατέρες του σε
356
πορνείο, για να εξοικονομεί χρήματα αρκετά, ώστε να περνούν και πάλι μια ζωή άνετη! Την ίδια ημέρα όμως, το πληροφορήθηκε κι ο Άγιος Νικόλαος. Έδεσε τότε σ' ένα μαντήλι τρακόσια χρυσά νομίσματα, τρακόσιες σημερινές λίρες, σαν να πούμε, και μόλις νύκτωσε πλησίασε το σπίτι του άλλοτε πλουσίου, κι από ένα ανοιχτό παραθυράκι πέταξε το μαντήλι με τα νομίσματα μέσα στο δωμάτιο. Το πρωΐ που ξύπνησε ο πτωχεύσας πλούσιος κακόκεφος, βρήκε στη μέση του δωματίου το μαντήλι με τα χρήματα. Γεμάτος τότε χαρά και αγαλλίαση, την ίδια κι όλας ημέρα πάντρεψε την πιο μεγάλη του κόρη με έναν πλούσιο της πόλεως, που την ήθελε. Τους έδωσε για προίκα όλα τα νομίσματα. Ο Θεός, σκέφτηκε, θα βρει τον τρόπο και για την ευτυχία των άλλων κοριτσιών μου... Ο Άγιος, αφού είδε, ότι τα χρήματά του εκείνα πιάσανε τόπο, όπως ήθελε ο Θεός, και έγινε ο γάμος, μια άλλη νύχτα έβαλε άλλα τρακόσια νομίσματα σ' ένα μαντήλι και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας. Ο πατέρας με τα χρήματα αυτά πάντρεψε και την δεύτερη θυγατέρα του. Ο Θεός, έλεγε, που τα εξοικονόμησε, για τις δύο μου κόρες, θα φροντίσει και για την τρίτη. Από την ημέρα όμως εκείνη επρόσεχε πάντοτε τη νύχτα αν ξανάρθει ο άγνωστος ευεργέτης, να τρέξει να τον δει ποιος είναι. Και το κατόρθωσε. Ο Άγιος βλέποντας, ότι πάντρεψε και την δεύτερη κόρη έβαλε πάλι σ' ένα μαντήλι άλλα τρακόσια χρυσά νομίσματα και πήγε κρυφά και προσεκτικά και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι. Ο πατέρας των κοριτσιών είχε όμως τον νου του κι αγρυπνούσε. Μόλις άκουσε τον κτύπο, άνοιξε αμέσως την πόρτα και έτρεξε πίσω από τον Άγιο. Ο Νικόλαος μόλις κατάλαβε, ότι τον αντελήφθησαν άρχισε να τρέχει, θέλοντας να ξεφύγει από τα μάτια του ευεργετουμένου και να μείνει άγνωστος. Εκείνος όμως, που τόσο ευεργετήθηκε από τον άγνωστο σωτήρα του, έτρεξε πιο πολύ και τον έφτασε. Μόλις
357
τον είδε τον γνώρισε. Έπεσε στα πόδια του και τον ευχαρίστησε θερμά. Την άλλη ημέρα πάντρεψε και την μικρότερή του κόρη. Τρεις γάμοι ευτυχισμένοι πήραν την θέση τους, εκεί που άλλοτε απειλούσε ο ξεπεσμός και η διαφθορά. Και ο ευτυχής πλέον πατέρας των κοριτσιών, πέρασε με ευτυχία τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Κι ο Άγιος περνούσε τις ημέρες του με ελεημοσύνες, με προσευχή και νηστεία. Ο ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (ΠΝΙΓΜΟ) ΕΥΣΕΒΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ζούσε κάποιος χριστιανός ευλαβής και πιστός, ο οποίος υπεραγαπούσε τον Άγιο Νικόλαο, όπως και ο Άγιος τον αγαπούσε πολύ. Θέλησε κάποτε να ταξιδέψει με καράβι για ατομική του υπόθεση. Πήγε πρώτα στο ναό του Αγίου Νικολάου στην Κωνσταντινούπολη που τον είχε κτίσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, για να προσκυνήσει προτού ξεκινήσει για το ταξείδι του. Έπειτα, αφού αποχαιρέτησε τους συγγενείς και τους φίλους του, μπήκε στο καράβι. Κατά τη νύχτα οι νάυτες ξύπνησαν για να διορθώσουν τα παννιά γιατί είχε αλλάξει η διεύθυνση του ανέμου. Την ίδια στιγμή ξύπνησε και ο καλός αυτός χριστιανός και πήγαινε για φυσική του ανάγκη. Πέρασε απ' εκεί που κατεγίνοντο οι ναύτες με τα σύνεργά τους και περιπλεχθείς με τα παννιά έπεσε στη θάλασσα. Οι ναύτες πρόσεξαν τον άνθρωπο που έπεσε στη θάλασσα, αλλά δεν μπόρεσαν να τον σώσουν, γιατί ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός. Το μόνο που έκαναν ήταν να τον κλαίνε συνέχεια για τον τραγικό θάνατό του. Ο άνθρωπος αυτός, καθώς ήταν ντυμένος, καταποντίστηκε στο βυθό της θάλασσας, θυμήθηκε και έλεγε νοερά: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ με ". Οι συγγενείς του, που κοιμούνταν εκείνη την ώρα στο σπίτι, ξύπνησαν έντομοι ακούοντας τις φωνές του. Επίσης ξύπνησαν και οι γείτονες του από το θόρυβο και έτρεξαν στο σπίτι του και είδαν και αυτοί τη σκηνή και πρόσεξαν που έτρεχε τον νερό της θάλασσας από τα ρούχα του. Όλοι όσοι ήταν παρόντες και είδαν τα συμβάντα έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί και δεν ήξεραν τιν να πουν. Τότε ο
358
χριστιανός άρχισε να διηγήται αυτό που του σνηνέβξκε και να τους παρακαλεί να του πουν πως βρέθηκε στο σπίτι του σε τέτοιες συνθήκες. Όλοι τότε έκλαιγαν και φώναζαν. "Κύριε, ελέησόν". Αφού ο χριστιανός άλλαξε τα ρούχα του και φόρεσε στεγνά ξεκίνησε για να πάει στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει τον Άγιο για το θαύμα που έκανε. Ο ναός έγινε κατάφωτος και είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος ρωτώντας ο ένας τον άλλο τι είχε γίνει και αμέσως το θαύμα έγινε γνωστό. Μάλιστα δε όταν πλησίασαν τον διασωθέντα πρόσεξαν ότι ευωδίαζε το σώμα του από διάφορα αρώματα, εξέστησαν όλοι και δόξασαν το Θεό ευχαριστούντες τον μέγα Ιεράρχη Νικόλαο. Αυτό το θαύμα του Αγίου έγινε σε λίγες μέρες γνωστό σε όλη την Κωνσταντινούπολη. Έφτασε δε και στα αφτιά του Βασιλιά και του Πατριάρχη. Αμέσως κάλεσαν Ιερά Σύνοδο, καθώς και τον διασωθέντα χριστιανό, ο οποίος στάθηκε μπροστά σε όλους τους συναθροισθέντες Συνοδικούς, που φώναζαν: "Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!" Όλοι οι χριστιανοί έκαμαν λιτανεία και αγρυπνία, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεό, απονέμοντες δε και την πρέπουσα ευχαριστία στον Άγιο Νικόλαο. ΟΙ ΤΑΪΦΑΛΟΙ. Ο ΑΓΙΟΣ ΣΏΖΕΙ ΤΟΥΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΕΣ Κάποτε στην Μικρά Ασία μια μεγάλη περιοχή ονομαζόταν Μεγάλη Φρυγία και μια άλλη περιοχή κοντά στον Ελλήσποντο, την οποία οι Έλληνες ονόμαζαν Τροία ήταν η Μικρά Φρυγία. Στην Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι, και ξένοι, οι οποίοι ονομάζοντο Ταϊφάλοι. Αυτοί, λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρείς σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων. Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρείς στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στος αρπαγές βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ότι εύρισκαν.
359
Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: "Ποίοι είσθε;" Εκείνοι μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα απάντησαν ταπεινά. "Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάμνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός". Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: " Αφού ήλθετε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστητημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί ήλθετε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε "; Μόλις άκουσαν οι χιλίαρχοι εφοβήθηκαν πολύ, γιατί ήταν καλοί χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι είπαν προς τον Άγιο: " Ποίος είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε "; Ο δε Άγιος απάντησε: " Εσείς είστε γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας αρπάζουν από την αγορά ότι θέλουν; Εσείς φταίτε ". Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο. Ο Άγιος Νικόλαος τότε εφιλοξένησε τους τρείς στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας συμβούλευσε και ευχήθηκε σ' αυτούς συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων. Ενώ οι στρατηγοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπούνε στα πλοία για να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος Νικόλαος ξεκίνησε από το λιμάνι επιστρέφοντας στα Μύρα, ξαφνικά βλέπει μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες να κλαίουν και να τον παρακαλούν όπως προφτάσει και ελευθερώσει τρείς συγγενείς τους, τους οποίους άδικα ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος καταδίκασε σε θάνατο δωροδοκηθείς από τους εχθρούς τους. Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι μόλις πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης την τελευτάια στιγμή πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να απικεφαλίσει τους μελλοθάνατους και αφού έλυσε τα δεσμά και δοξάζοντες τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο.
360
Όταν το γογονός διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δούν το γεγονός. Το ίδιο έπραξε και ο Ευστάθιος καβαλλάρης στο άλογό του έτρεξε για να δεί τι συνέβει. Μόλις τον είδε ο Άγιος Νικόλαος του ανέφερε για την δωροδοκία και την άδικη κρίση πού επέβαλε σ'αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Ο Ευστάθιος τότε ομολόγησε ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους. Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Μόλις άκουσε αυτά ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ και αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας του συγχώρεση. Ό Άγιος Νικόλαος τον συγχώρεσε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους. ΤΟ ΛΑΔΙΚΟ Άλλο θαύμα που έκανε ο Άγιος Νικόλαος, είναι όταν μια μέρα παρουσιάστηκε μια γριά γυναίκα, που δεν ήταν άλλος από τον σατανά, στον πολίαρχο ενός καϊκιού, που θα πήγαινε με πολλούς χριστιανούς στα Μύρα για να ποσδκυνήσουν στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου το ιερό του λείψανο. Αυτή, λοιπόν η γριά, του λέει ότι θα ήθελε να πάσε και αυτή να προσκυνήσει μα δεν αντέχει τη θάλασσα γιατί είναι γριούλα και τον παρακάλεσε να πάρει ένα δοχείο λάδι για ν' ανάψουν τα καντήλια. Ο πλοίαρχος το πήρε. Όλη την ημέρα ταξίδευαν καλά, αλλά τα μεσάνυκτα φάνηκε ο Άγιος Νικόλαος στον πλοίαρχο και του είπε να πετάξει το δοχείο με το λάδι που του είχε δώσει η γριά, γιατί εκεί μέσα είναι κρυμμένος ο σατανάς. Την άλλη μέρα ο πλοίαρχος το πέταξε στη θάλασσα, αμέσως μια φοβερή φλόγα βγήκε από μέσα, που μύριζε θειάφι και σηκώθηκε τόσο μεγάλο κύμα, που κόντεψε να βουλίαξει το καϊκι. Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ Κάποτε ο Άγιος Νικόλαος αναχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δει τους Αγίους Τόπους εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Ήθελε να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου. Το βράδυ, είδε στον ύπνο του, ότι είχε πιάσει μεγάλη τρικυμία και ο σατανάς έκοψε τα σχοινιά από το καράβι κι ΄εσπασε το τιμόνι. Το πρωϊ, λέει στον καπετάνιο ότι αν 361
πιάσει τρικυμία να μη φοβηθεί, γιατί θα είναι έργο του σατανά, κι ο Θεός θα τους βοηθήσει. Στο καράβι ήταν πολλοί χριστιανοί που πήγαιναν και αυτοί για να προσκυνήσουν. Στη μέση του ταξιδιού τους, ξέσπασε πολύ μεγάλη φουρτούνα και περίμεναν όλοι τους να βουλιάξουν από στιγμή σε στιγμή. Αμέσως όλοι πήγαν κοντά στον Άγιο και από το βέβαιο πνιγμό. Πράγματι ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο παρακαλώντας τον να καταπαύσει η μεγάλη θαλασσοταραχή και ο πολύ δυνατός άνεμος. Πράγματι ο άνεμος σταμάτησε και η θάλασσα γαλήνεψε. Όμως κάποιος ναύτης την ώρα της φουρτούνας ανέβηκε στο κατάρτι για να φτιάξει το πανί γλύστρισε κι έπεσε στο κατάστρωμα και σκοτώθηκε. Τότε ο Άγιος Νικόλαος πήγε κοντά του, παρακάλεσε το Θεό να τον αναστήσει και το θαύμα έγινε. Ο ναύτης αναστήθηκε, σηκώθηκε σαν να ξύπνησε από τον ύπνο. Μετά από αυτό το γεγονός, πολλοί έτρεξαν κοντά στον Άγιο και βρήκαν τη θεραπεία τους. Σταματάει την τρικυμία Κάποτε ο Άγιος ανεχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι, για τα Ιεροσόλυμα. Μαζί του ήταν και πολλοί Χριστιανοί, που πήγαιναν να προσκυνήσουν τους Αγίους τόπους. Τη νύκτα βλέπει ο Άγιος στον ύπνο του, ότι ο διάβολος έκοβε τα σχοινιά του καταρτιού στο καράβι. Μόλις ξύπνησε το πρωί είπε στους ναύτες: - Σήμερα θα μας βρει μεγάλη τρικυμία και θα υποφέρουμε πολύ. Προσευχηθείτε στο Θεό και θα μας φυλάξει από τα κύματα. Σε λίγο φύσηξε ισχυρός άνεμος και έγινε θαλασσοταραχή μεγάλη. Τα χάσανε όλοι και περίμεναν τον θάνατο. Ο Άγιος προσευχήθηκε τότε θερμά στον Κύριο και ο άνεμος σταμάτησε. Γαλήνεψε η θάλασσα και όσοι ήταν στο πλοίο ανακουφίστηκαν. Ανασταίνει τον ναύτη Την ώρα όμως της μεγάλης τρικυμίας κάποιος ναύτης ανέβηκε στο κατάρτι, για να δέσει τα σχοινιά. Κατεβαίνοντας όμως έπεσε στο κατάστρωμα του πλοίου και έμεινε νεκρός. Ο Άγιος 362
Νικόλαος παρακάλεσε τότε τον Θεό να τον αναστήσει. Και ω του θαύματος! Ο πεθαμένος ναύτης αναστήθηκε σαν να ξύπνησε από ελαφρό ύπνο. Εκλέγεται Αρχιερεύς Κοντά στα Πάταρα ήταν μια πόλη, που την έλεγαν Μύρα. Όταν πέθανε ο Αρχιερεύς της πόλεως εκείνης, ζητούσαν να βρουν ένα καλό και άξιο Αρχιερέα. Συνάχθηκαν λοιπόν οι επίσκοποι και κληρικοί της Επαρχίας των Μύρων, για να εκλέξουν Αρχιερέα. Σαν τέτοιο ομόφωνα εξέλεξαν τον Νικόλαο που ήταν ήδη ιερεύς, φημισμένος για την αγιότητα του βίου του. Ο Άγιος για να φροντίζει την ψυχή του, εκοπίαζε τώρα ως αρχιερεύς πολύ. Πονούσε, αγρυπνούσε, νήστευε, προσευχόταν. Η φιλανθρωπική δράσις του Αγίου μεγάλωσε πολύ όταν έγινε αρχιερεύς. Έκανε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες πάντοτε αθόρυβα. Προσπαθούσε να μη τις ξέρουν ούτε οι κοντινότεροί του. Ίδρυσε πτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα Ιδρύματα. Ήταν πράος, ταπεινός και αγαθός, αλλά έδειχνε, όταν έπρεπε, και την επιβαλλόμενη αυστηρότητα. Στους θρασείς και τους αδίκους ήξερε να χρησιμοποιεί σαν ποιμένας, τη ράβδο. Πολλές φορές έλεγχε και φοβέριζε αδίκους πλουσίους, προκειμένου να υπερασπίσει χήρες, ορφανά και αδυνάτους. Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ραπίζει τον Άρειο Την εποχή εκείνη παρουσιάστηκε στην Αλεξάνδρεια ένας άνθρωπος μορφωμένος, που τον έλεγαν Άρειο. Αυτόν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο άγιος Πέτρος ο μάρτυς, τον χειροτόνησε Διάκονο. Εκείνος όμως άρχισε μετά την χειροτονία του να λέγει πράγματα αιρετικά. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός αλλά κτίσμα του Θεού. «Ην καιρός, ότε ουκ ην ο Υιός...». Όταν το έμαθε ο Αρχιερεύς, τον έδιωξε από διάκονο. Μετά τον θάνατο όμως του Αγίου Πέτρου, ανέλαβε Πατριάρχης, ο Αχιλλάς. Αυτός έφερε τον Άρειο σε θεογνωσία και τον χειροτόνησε Πρωτοπρεσβύτερο Αλεξανδρείας. Και όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλάς, ορθοφρονούσε ο ασεβέστατος Άρειος. Μόλις όμως πέθανε ο Αχιλλάς, κι έγινε Πατριάρχης ο Άγιος
363
Αλέξανδρος πάλιν άρχισε να κηρύττει τις αιρετικές του δοξασίες. Ο Πατριάρχης τότε τον καθήρεσε και τον αναθεμάτισε. Αυτός όμως, εξακολουθούσε να διαδίδει την αίρεσή του. Παρέσυρε μάλιστα με τη μόρφωσή του και την πονηράδα του και μερικούς Αρχιερείς: τον Ευσέβιο Νικομηδείας, τον Παυλίνο Τύρου, τον Ευσέβιο Καισαρείας και πολλούς άλλους κληρικούς. Η αίρεση πλάτυνε σαν κολλητική αρρώστεια από την Αλεξάνδρεια σ' όλη την Αίγυπτο και την Αφρική, στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Άγιος Κωνσταντίνος για να σταματήσει το σάλο και το κακό, συνεκάλεσε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Εκεί μαζεύτηκαν 318 άγιοι Πατέρες. Ακούστηκαν ακαταμάχητα επιχειρήματα και φλογεροί λόγοι, που απογύμνωσαν την πλάνη και την αίρεση του Άρειου. Εκείνος όμως δεν παραδεχόταν τίποτε. Αντίθετα προσπαθούσε με τη ρητορική του δεινότητα να μπερδέψει και να αποστομώσει τους Αγίους Πατέρες. Τότε τον Άγιο Νικόλαο κατέλαβε ιερά αγανάκτησις. Σηκώθηκε από τη θέση του πλησίασε τον Άρειο και από θείο ζήλο πλημμυρισμένος, του έδωσε ένα δυνατό ράπισμα. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή προς τον αυτοκράτορα και τους άλλους αρχιερείς γι' αυτό και αφού του αφαίρεσαν το ωμοφόριον, τον έριξαν στη φυλακή. Την νύκτα όμως μέσα στην φυλακή, φάνηκε ο Χριστός και η Θεοτόκος που του πρόσφεραν ένα Ευαγγέλιο και ένα ωμοφόριο. Την άλλη ημέρα, πήγαν μερικοί και του μετάφεραν φαγητό. Τον βρήκαν όμως λυμένο από τα δεσμά. Φορούσε μάλιστα το ωμοφόριόν του και διάβαζε το Ευαγγέλιον που κρατούσε στα χέρια του. -Πού τα βρήκες αυτά; Τον ρώτησαν. Και ο Άγιος τους είπε όλη την αλήθεια. Αυτό το έμαθε ο βασιλεύς και τον έβγαλε από την φυλακή. Του ζήτησε συγχώρεση, καθώς και οι λοιποί Πατέρες. Η φυλάκισή του, ίσως, ήταν η αιτία για την οποία δεν αναφέρεται τ' όνομά του και η υπογραφή του στα Πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Μετά τη Σύνοδο, επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς στις επαρχίες τους και ο Άγιος Νικόλαος στα Μύρα. Παρ' όλο το βάρος των ετών εξακολουθούσε να εργάζεται εντατικά για την
364
Χριστιανική προκοπή του ποιμνίου του και για τα έργα της φιλανθρωπίας. Ο άγιος σώζει τρεις στρατηγούς από άδικο θάνατο Τρεις γενναίοι στρατηγοί, αφοσιωμένοι στον αυτοκράτορα άγιο Κωνσταντίνο, οι Νεποτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, συκοφαντήθηκαν στον αυτοκράτορα και τον επίτροπό του Αβλάβιο ως στασιαστές. Ρίχτηκαν γι' αυτό το λόγο στη φυλακή. Το βράδυ πριν από την ημέρα της εκτέλεσής τους, παρουσιάζεται ο άγιος Νικόλαος στο όνειρο τόσο του αυτοκράτορα όσο και του επιτρόπου του και απειλώντας τους με τιμωρία αν σκότωναν τους αθώους, πέτυχε την απελευθέρωσή τους. Ήταν ακόμα εν ζωή ο άγιος Νικόλαος. Το περιστατικό αυτό περιγράφεται σε ένα στιχηρό της ακολουθίας του εσπερινού του αγίου: «Ώφθης Κωνσταντίνω βασιλεί, συν τω Αβλαβίω κατ' όναρ και τούτους φόβω βαλών, ούτως αυτοίς είρηκας. Λύσατε δη εν σπουδή της ειρκτής ους κατέχετε δεσμίους αδίκως, αθώους τυγχάνοντας της παρανόμου σφαγής. Όμως αλλ' εάν παρακούσης, έντευξιν ποιήσομαι άναξ, κατά σου προς Κύριον δεόμενος». Η κοίμησίς του Η εσωτερική αγιότης του Αγίου Νικολάου ξεχυνόταν στη μορφή του. Μπορούσε κανείς να τον αναγνωρίσει, μέσα σε πολλούς ανθρώπους έστω και αν πρώτη φορά τον έβλεπε, από την Αγία του μορφή. Τόσο δε το πρόσωπό του έλαμπε και ήταν σοβαρό, στοχαστικό, και επιβλητικό, που πολλές φορές μερικοί, που τον συναντούσαν στο δρόμο επέστρεφαν στη θεογνωσία, χωρίς να τους διδάξει. Η παρουσία του τούς έπειθε. Λυπημένοι, που πήγαιναν να πουν το παράπονό τους σ' αυτόν, μόνο που τον έβλεπαν, τους έφευγε η λύπη και τους ερχόταν η χαρά. Αλλά ήταν κι αυτός άνθρωπος κι έπρεπε να φύγει από τον κόσμο αυτό. Το 330 μ.Χ. αρρώστησε για λίγο και κοιμήθηκε εν ειρήνη. Προτού όμως πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που 365
ήρχοντο να παραλάβουν την αγιασμένη του ψυχή. Τότε είπε τον ψαλμό του Δαβίδ: «Κύριε, επί σοι ήλπισα». Όταν έφθασε στο «εις χείρας Σου, Κύριε, παρατίθημι το πνεύμα μου» έκλεισε τα μάτια του. Ήταν η 6η Δεκεμβρίου του 330 μ.Χ. Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη. Τα δάκρυα χύθηκαν άφθονα. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός στα Μύρα, η δε κηδεία του έγινε πάνδημη και μεγαλοπρεπής. Κάτω στη γη θρηνούσαν γιατί έχασαν τέτοιο ποιμένα και διδάσκαλο. Επάνω στον ουρανό πανηγύριζαν άγγελοι και αρχάγγελοι, όσιοι, μάρτυρες και διδάσκαλοι, γιατί δέχθηκαν τέτοιον Άγιο. Η Εκκλησία στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο κατέταξε τον Άγιο Νικόλαο μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων, ως ισαπόστολον. Γι' αυτό κάθε Πέμπτη συνεορτάζεται με τους Αποστόλους. Και οι άνθρωποι με τα τροπάρια που έχει η Εκκλησία μας, την ημέρα αυτή του ζητούν τη βοήθεια. Το Άγιο λείψανό του Το χαριτόβρυτο σώμα του, εναπετέθη στα Μύρα. Οι χριστιανοί έκτισαν εκεί μεγάλο ναό επ' ονόματι του Αγίου Νικολάου του θαυματουργού. Από δε το σώμα του ανάβλυζε ιαματικό μύρο. Γι' αυτό τον λένε και Μυροβλήτη. Το 1118, επί Αλεξίου Κομνηνού, οι Άραβες ερήμωσαν πολλές πόλεις και μαζί μ' αυτές και τα Μύρα. Έμεινε μόνο η Επισκοπή και ο ναός του Αγίου που παρέμειναν ως μοναστήρι μέχρι το 1460. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ένας παπικός ιερέας, από την πόλη Μπάρι της Ιταλίας, μετέφερε το λείψανο του αγίου εκεί. Στο Μπάρι έκτισαν αργότερα και ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος και σώζεται. Τα λείψανα του Αγίου τα πούλησε αργότερα ο πάπας στους Ρώσους. Κατόπιν στο Κίεβο, οι Ρώσοι το μοίρασαν σε πολλά τεμάχια. Λείψανα του Αγίου Νικολάου, πήραν και οι Άγγλοι οι οποίοι τον θαύμαζαν για τα θαύματα, που έκανε. Ο πάπας είχε κρατήσει το δεξί του χέρι, αλλά αργότερα, το 1520, το
366
πούλησε και αυτό στον ηγεμόνα της Βλαχίας. Σώζεται στο Βουκουρέστι, μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου. Η μνήμη του Αγίου Νικολάου τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου. Στις 20 Μαΐου γιορτάζεται και η ανακομιδή των λειψάνων του. Ο Άγιος Νικόλαος ο Στρειδάς Στο Άγιον Όρος υπάρχει ένα μοναστήρι, που ονομάζεται του Σταυρονικήτα. Ένα μικρό και φτωχό μοναστηράκι τιμημένο στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Το μοναστήρι αυτό, στην αρχή κτίστηκε εις μνήμην του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Στον καιρό των εικονομάχων όμως, οι μοναχοί έρριξαν πολλές εικόνες στη θάλασσα για να μην τις μολύνουν τα χέρια των εικονομάχων. Μια από τις εικόνες εκείνες, ήταν του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα και που είναι μια από τις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Όρους. Το μοναστήρι αυτό το έκαψαν κάποτε οι κουρσάροι. Ο Πατριάρχης, ο Ιερεμίας ο Παλαιός, θέλησε να το ξανακτίσει στο όνομα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κι ενώ οι κτίστες άρχισαν το κτίσιμο, οι μοναχοί έρριψαν τα δίκτυα στη θάλασσα για να πιάσουν ψάρια. Όταν όμως τράβηξαν τα δίκτυα βρήκαν μέσα σ' αυτά το θαυματουργό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου. Στο μέτωπο του ήταν κολλημένο ένα στρείδι. Όταν το τράβηξαν για να το ξεκολλήσουν συνέβη κάτι το συγκλονιστικό. Έτρεξε αίμα από την πληγή που άνοιξε το στρείδι! Απ' αυτό το θαύμα, ονομάσθηκε, Άγιος Νικόλαος Στρειδάς. Και η ονομασία αυτή παραμένει μέχρι σήμερα. Η εικόνα αυτή είναι πολύ παλαιά. Είναι φτιαγμένη όχι με ζωγραφική, είναι ψηφιδωτή. Τέτοιες εικόνες μωσαϊκές, όπως τις λέμε, έχουν φιλοτεχνηθεί σε τοίχους αρκετών ναών. Τέτοιες υπάρχουν στο Δαφνί, στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, στην Αγγελόκτιστη στο Κίτι και αλλού. Φιλοτεχνημένες όμως σε ξύλινα, μικρά εικονίσματα υπάρχουν πολύ λίγες.
367
Μόλις είδε ο Πατριάρχης το θαύμα αυτό του εικονίσματος, αφιέρωσε το καινούριο μοναστήρι που κτιζόταν, στ' όνομα του Αγίου Νικολάου και όχι του Προδρόμου. Το θαύμα αυτό συνέβη στα 1553. Απολυτίκιο του Αγίου Νικολάου Κανόνα Πίστεως καί εικόνα πραότητος, εγκρατείας Διδάσκαλον, ανέδειξέ σε τη ποίμνη σου, η των πραγμάτων αλήθεια, διά τούτο εκτήσω τη ταπεινώσει τά υψηλά, τη πτωχεία τά πλούσια, Πάτερ Ιεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τάς ψυχάς ημών.
ΆΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΑΤΚΙΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΑΠΩΝΙΑΣ
Αρχιμ. Νικόδημος Γ. Αεράκης Ιεροκήρυξ. Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη
Ο Άγιος Νικόλαος εγεννήθη εις Σμολένσκ της Ρωσίας τω 1836. Οι γονείς του είχον βαθυτάτην ευσέβειαν. Ο πατήρ του ήτο διάκονος και η μήτηρ του θυγατέρα διακόνου. Ο Ιβάν, ως ωνομάζετο, εφλογίζετο εκ του πόθου να αφιερωθή εις τον Χριστόν και δη να υπηρετήση τον Κύριον ως Ιεραπόστολος. Εσπούδασεν εις την Θεολογικήν Σχολήν της Πετρουπόλεως. Εκάρη μοναχός, λαβών το όνομα Νικόλαος, και εν συνεχεία εγένετο διάκονος και πρεσβύτερος τω 1860. Η ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας διώρισε τον Άγιον ως εφημέριον του ρωσικού Προξενείου της Ιαπωνίας. Μετά πολλής χαράς ο Άγιος απεδέχθη τον διορισμόν και έφθασε, μέσω Σιβηρίας, εις την Ιαπωνίαν τον Ιούλιον του 1861. Η
368
ανωτέρω ημερομηνία είναι η απαρχή της ιδρύσεως εν Ιαπωνία της Ορθοδόξου τοπικής Εκκλησίας. Επί τέσσαρα έτη εν προσευχή ησχολείτο με την εκμάθησιν της Ιαπωνικής γλώσσης και προετοίμαζε τον τρόπον διακονίας του εκεί. Οι νόμοι της Ιαπωνίας ώριζαν την ποινήν του θανάτου δια τους ασκούντας εκεί προσηλυτισμόν. Η ιεραποστολή ήρχισεν εντός του προξενικού οικήματος. Ο διδάσκαλος της ξιφασκίας του υιού του Προξένου Σαβάμπε Τακουμάρο απεδέχθη την Ορθοδοξίαν. Αυτόν ηκολούθησαν ο ιατρός Σακάϊ και έτερος ευγενής ο Ουράνο. Ούτοι κατηχηθέντες επιμελώς εβαπτίσθησαν τω 1868, και συνέβαλον μεγάλως εις το έργον της ιεραποστολής. Προσετέθησαν και έτεροι ευγενείς εις την πρώτην ομάδα των πιστών. Η ρωσική Εκκλησία ίδρυσεν επίσημον ορθόδοξον Ιεραποστολήν εις την Ιαπωνίαν. Ο Άγιος Νικόλαος εντός του Προξενείου διδάσκων την ρωσικήν γλώσσαν επετέλει το ουσιαστικόν αυτού έργον της ιεραποστολής. Συγχρόνως μετέφραζε την Καινήν Διαθήκην και έτερα λειτουργικά κείμενα εις την Ιαπωνικήν. Ότε επέτρεψαν αι συνθήκαι εγκατεστάθη ο Άγιος εις το Τόκιον και με την κάλυψιν της Πρεσβείας ίδρυσε Σχολείον. Την πρωΐαν εδίδασκε την ρωσικήν γλώσσαν και το εσπέρας επετέλει το ιεραποστολικόν έργον του. Μέχρι το έτος 1872 το έργον της ιεραποστολής εις την Ιαπωνίαν ευρίσκετο υπό στενήν παρακολούθησιν και διωγμόν. Μετά ταύτα ήρθησαν τα απαγορευτικά μέτρα και επετράπη το έργον της ιεραποστολής. Τω 1875 οι Ορθόδοξοι έγιναν 500, τω 1876 1000, τω 1878 4115. Κατ αυτό το έτος υπήρχον 8 ιθαγενείς ιερείς και 78 λαϊκοί ιεροκήρυκες. Τω 1879 η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας ίδρυσε την πρώτην Επισκοπήν και εξέλεξεν ως πρώτον Επίσκοπον τον Άγιον Νικόλαον με το τίτλον του επισκόπου Ραβέλκυ. Το έτος αυτό εκτίσθη ο πρώτος Ναός εις το Τόκιον του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού. Οι Ορθόδοξοι τότε ήσαν 6000. Τω 1906 προήχθη ο Άγιος εις Αρχιεπίσκοπον Ιαπωνίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος εκοιμήθη εν Κυρίω εις τας 2 Φεβρουαρίου του έτους 1912. Η Αρχιεπισκοπή της Ιαπωνίας ηρίθμει τότε 40.000 πιστούς και ήτο θαυμαστώς ωργανωμένη, διηκονείτο δε τότε υπό πλήθους εντοπίων ιερέων και πολλών στελεχών. Κατά την κηδείαν του Αγίου ο αυτοκράτωρ της Ιαπωνίας απέστειλε στέφανον. Χαρακτηρίζεται ο Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν ως εις των
369
σπουδαιοτέρων ιεραποστόλων όλων των εποχών (Ιωάν Μέγεντορφ). Είχεν ένθεον ιεραποστολικόν ζήλον, ηγάπησε τον λαόν των Ιαπώνων, διό και ηρνήθη να γίνη Επίσκοπος Κίνας, διότι έπρεπε να εγκαταλείψη τους Ιάπωνας πιστούς. Είχε θαυμαστήν υπομονήν και επιμονήν. Διεκρίνετο διά την σοφίαν, την σύνεσιν και την διάκρισιν. Εις τον ρωσοϊαπωνικόν πόλεμον (1904 - 1905) ενήργησεν ως Επίσκοπος Ιαπωνίας και όχι ως ρώσος. Συμπαρεστάθη κατά τον πόλεμον εις τον λαόν της επισκοπής του ως αληθής πατήρ1. Προσκυνών ταπεινώς τον μέγαν ιεραπόστολον Άγιον Νικόλαον Κασάτκιν ευγνωμόνως αιτούμαι τας προς Κύριον πρεσβείας αυτού, ώστε διά βίου έργω και λόγω να διακονώ ταπεινώς εις τον ευαγγελισμόν των αδελφών ψυχών.
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΗΡΟΒΙΤΣ Εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ' 33) 1 σημειώνει στο ευαγγέλιο το θεοκίνητο χέρι του ευαγγελιστή Ματθαίου. Πραγματικά το αειθαλές και πολύκαρπο δένδρο της Εκκλησίας αναδεικνύει εδώ και είκοσι αιώνες ευκλεεΐς και εύχυμους καρπούς, δηλαδή αγίους πού επιβεβαιώνουν, υπογραμμίζουν και υπενθυμίζουν ποιος είναι ο πραγματικός στόχος της εν Χριστώ ζωής. Ή Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας καυχάται εν Κυρίω πώς κατά τον αιώνα πού πέρασε έχει αναδείξει μυριάδες αγίων, κληρικών και λαϊκών, ανδρών και γυναικών. Ιθύνουσα θέση σ' αυτή τη θεία παρεμβολή κατέχει επαξίως ο επίσκοπος Ζίτσης και Αχρίδος Νικόλαος Βελιμήροβιτς. Ή Ιεραρχία της Σερβικης Ορθοδόξου Εκκλησίας εξέδωσε στις 19 Μαΐου 2003 έκτακτον ανακοινωθέν επί του θέματος, στο όποιον αναφέρονται και τα πιο κάτω: «Δια της Διακηρύξεως ταύτης εις την πραγματικότητα η Σύνοδος έχει επισήμως αναγνωρίσει την κοινήν συνείδησιν περί της αγιότητας του επισκόπου Νικολάου μεταξύ του λαού του Θεού, όχι μόνον εις την ημέτεραν τοπικήν Έκκλησίαν, άλλ' επίσης και εις αλλάς τοπικάς Εκκλησίας». Ό οσίας μνήμης αρχιμανδρίτης Ίουστίνος Πόποβιτς δεν διστάζει να σημειώσει για τον άγιο "Ιεράρχη: «Τι μας έδωσε ο επίσκοπος Νικόλαος και ποια είναι η σημασία αυτού; Ήταν ένας απόστολος, ένας ευαγγελιστής, ένας φωτιστής και ο 370
μεγαλύτερος διδάσκαλος του σέρβικου λαού μετά τον άγιο Σάββα. Ήταν επίσης ένας μάρτυρας... Πάντοτε θα είμεθα ευγνώμονες στον άγιο απόστολο των Σέρβων, τον επίσκοπο Νικόλαο. Ναι, στον άγιο επίσκοπο Νικόλαο». Ό πολύς Ίουστίνος Πόποβιτς, ο ατρόμητος ομολογητής της Ορθοδοξίας, ο άτεγκτος κατήγορος των κακοδόξων, ο όσιος ασκητής, δεν φείδεται λόγων προκειμένου να επαινέσει τον επίσκοπο Νικόλαο. Και τον ανεβάζει τω όντι πολύ ψηλά. Τον τοποθετεί δίπλα στον ιδρυτή της Σερβικής Εκκλησίας, τον Άγιο Σάββα Νεμάνια. Μήπως έρεπε προς την αμετροέπεια και τις υπερβολές; Κάθε άλλο. Απλώς διεκήρυξε την αλήθεια για όσα γνώριζε εμπειρικά, άκουσε και είδε. Εξέφραζε την κοινή συνείδηση του ορθοδόξου λαού του. Μου έρχεται αυτή τη στιγμή στη μνήμη η επισήμανση του Μητροποίτου Μαυροβουνίου π. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, σχετικά με τον αγιασμένο Ιεράρχη, πού τον χαρακτήριζε ανενδοιάστως ως «Χρυσόστομο της Σερβικής Εκκλησίας». «Έγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αύτω Νικόλαος» (Ίωάν. α' 6). Γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1880, παραμονές Χριστουγέννων, στο χωριό Λέλιτς, κάπου στην κεντρική Σερβία. Ή οικογένεια του δεν κατείχε υλικά πλούτη. Ήταν πολύτεκνη αλλά κι ευλαβική. Τοιουτοτρόπως η πίστη και η αγάπη του Νικολάου προς το Θεό ήταν εμφανής από τα νεανικά του χρόνια Με πολλές στερήσεις και ξεπερνώντας πολλές δυσχέρειες τελείωσε στα 1902 τη Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου και αναχώρησε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελβετία, οπού ανακηρύχθηκε μετά από έξι χρόνια διδάκτορας της θεολογίας. Στα 1909 μεταβαίνει για σπουδές στην Αγγλία και στα 1911 ανακηρύσσεται διδάκτορας της φιλοσοφίας στη Γερμανία . Ή δίψα του για μάθηση οδηγεί τα βήματα του στη Γαλλία και τη Ρωσία. Εκείνο πού διέκρινε τον Νικόλαο από τα νεανικά του χρόνια ήταν το ότι ήταν εξαίρετος δάσκαλος. Είχε τη δυνατότητα να παρουσιάζει και τα δυσκολώτερα θέματα με σαφήνεια και απλότητα και στον πιο απαιτητικό ακροατή του. Δεν χρησιμοποιούσε όμως τα σπάνια του προσόντα για να κερδίσει φήμη, δόξα ή χρήματα. Αφιέρωσε τα πάντα στο Χριστό και την Εκκλησία. Όταν αρρώστησε από δυσεντερία, 371
υποσχέθηκε στο Χριστό, αν θεραπευθεί, να αφιερωθεί σ' αυτόν ψυχή τε και σώματι. Έτσι γίνεται μοναχός στη Μονή Ρακόβιτσας, κοντά στο Βελιγράδι και το Δεκέμβριο του 1909 χειροτονείται ιερομόναχος. Κατά την ταραγμένη περίοδο 1915 -1919, κατά τη διάρκεια κι αμέσως μετά τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, απεστάλη στην Αγγλία και την Αμερική για να βοηθήσει τον εμπερίστατο λαό της Σερβίας. Πραγματικά κατόρθωσε να φέρει εις πέρας την αποστολή του με επιτυχία. Βρισκόμαστε στα 1919 όταν ο Νικόλαος γίνεται επίσκοπος της πόλεως Ζίτσα στην κεντρική Σερβία, ενώ τον επόμενο χρόνο μετακινείται στην πόλη Αχρίδα στο νότιο τμήμα της πατρίδας του, στην περιοχή των Σκοπίων. Όντως τότε ο λύχνος ετέθη «επί την λυχνίαν» (Μάτθ. ε' 15). Ό επίσκοπος Νικόλαος, θείω πυρπολούμενος ζήλω ταξιδεύει ασταμάτητα, λειτουργεί, εγκαινιάζει εκκλησίες και μοναστήρια κατηχεί και φωτίζει τον ορθόδοξο λαό πού μόλις είχε εξέλθει από τη φοβερή εμπειρία του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Εκ παραλλήλου επιδίδεται στη μελέτη των Αγίων Πατέρων και την προσευχή. Αποκτά τη βασίλισσα των αρετών, την ταπείνωση. Επισκέπτεται συχνά το αγίωνυμον ορός του Άθωνος και ιδίως το Χιλανδάρι, την πνευματική μητέρα του σερβικού λαού. Τα κηρύγματα του συνεπαίρνουν τους ακροατές του. Όπου πάει σημαίνει πνευματικός συναγερμός. Την εποχή εκείνη είδαν το φως της δημοσιότητας μερικά από τα αξιολογώτερά του συγγράμματα όπως οι «Προσευχές κοντά στη Λίμνη», οι «Πρόλογοι της Αχρίδος» και οι κα-ταπληκτικές του «Όμιλίες», πού αναφέρονται στα ευαγγέλια των Κυριακών και των μεγάλων εορτών. Καθιερώνεται σαν καλός ποιμένας και πνευματικός πατέρας ενός ολόκληρου λαού με όπλα του την αγάπη και την ασκητική του ζωή. Ό επίσκοπος Νικόλαος, με την οξυδέρκεια πού τον χαρακτήριζε, έθεσε υπό την προστασία του τις αδελφότητες των Θεοευχιτών (λαϊκών χριστιανών) δίνοντας τους ορθόδοξο προσανατολισμό. Επειδή είναι φιλομόναχος έχει συνειδητοποιήσει πλήρως την αξία του ορθόδοξου μοναχισμού. Τα μοναστήρια αναζωογονούνται και ανθούν με ευεργετικά αποτελέσματα για ολόκληρο το σερβικό λαό. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, είχε γνωρίσει καλά τον τρόπο ζωής της αλλοτριωμένης Δύσεως, αφού σπούδασε στην Εσπερία επί έτη πλείστα. Γνωρίζοντας τον χρεοκοπημένο χριστιανισμό της 372
Δύσεως γίνεται αυστηρός, αλλά δίκαιος κριτής του. Ή κριτική του γίνεται οξύτερη μετά το σφαγείο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Δεν χαρίστηκε στον ύπουλο κι επικίνδυνο εχθρό της πίστεως μας, το Μασωνισμό, χαρακτηρίζοντας τον προσφυώς σαν «νέο Αρειανισμό» και καταπολεμώντας τον με ιδιαίτερο σθένος. Στα 1934 επανέρχεται στην επισκοπή της Ζίτσας, αλλά όπως γίνεται με όλους τους μεγάλους, η εκπληκτική του δράση ξεσηκώνει εναντίον του πολλούς μικρούς ανθρώπους πού τον φθονούσαν και τον εχθρεύονταν. Στα 1941 οι Γερμανοί κατακτητές επιβάλλουν κατ' οίκον περιορισμόν στον ατρόμητο ιεράρχη και τρία χρόνια αργότερα τον αποστέλλουν στο φοβερό στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Νταχάου. Εκεί, στα χέρια των ναζιστών, υπέφερε τα πάνδεινα μέχρι την απελευθέρωση του το Μάϊο του 1946. Όμως το κομμουνιστικό καθεστώς του Γιόσιπ Μπρόζ Τίτο τον είχε κηρύξει, για ευνόητους λόγους, ανεπιθύμητο πρόσωπο. Για το λόγο αυτό στα 1946 μεταβαίνει στις ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι η υγεία του δεν ήταν καθόλου καλή ο επίσκοπος Νικόλαος συνεχίζει απτόητος την αποστολική του δράση ανάμεσα στους Σέρβους μετανάστες και γενικά όλους τους Ορθόδοξους ανεξαρτήτως εθνικότητος. Για τρία χρόνια διδάσκει στην ιερατική σχολή του μοναστηρίου του Λίμπρεβιλ της πολιτείας του Ίλλινόις. Το 1951μεταβαίνει στην Πενσυλβανία, στη ρωσική μονή του Αγίου Τύχωνος, οπού διευθύνει το σεμινάριο της Μονής. Δουλεύει ασταμάτητα και η αίσθηση της παρουσίας του θεού του δίνει δύναμη και κουράγιο. Εργάζεται ολημερίς, αλλά κατά τις νύκτες επιδίδεται στο γράψιμο και την προσευχή. Τα συγγράμματα του ανέρχονται σε είκοσι ογκώδεις τόμους και αποπνέουν «οσμήν ευωδίας πνευματικής» αφού είναι «πλήρη χάριτος και αληθείας» (Μωάν. α' 14}. Στο περιοδικό μας έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς πλείστα άρθρα του αγιασμένου ιεράρχη. Θα ήταν καλό αν ελληνομαθείς Σέρβοι η σερβομάθεις Έλληνες προέβαιναν σε μετάφραση όλων των βιβλίων του, εις ωφελείαν των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών. Ήταν πρωί της Κυριακής 18 Μαρτίου 1956 όταν, ενώ προσευχόταν στο κελλί του προετοιμαζόμενος για τη θεία 373
λειτουργία, εκλήθη να αναχωρήσει για την άνω Ιερουσαλήμ για να παρίσταται «ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του Αρνίου» (Αποκ. ς' 9) «συν πασι τοις αγίοις» (Έφεσ. γ' 18). Τ ω όντι σύμπασα η του Χρίστου Εκκλησία τέρπεται και αγάλλεται για τον νέο πολύφωτο αστέρα του νοητού στερεώματος. Σίγουρα μπορεί η Εκκλησία της Σερβίας να καυχάται εν Κυρίω για τον άγιο ιεράρχη Νικόλαο Βελιμήροβιτς. Αλλά σύμπαν το Γένος των Ορθοδόξων, ανεξαρτήτως γλώσσας και εθνικής καταγωγής σεμνύνεται και σκιρτά από χαρά, διότι απέκτησε ακόμα έναν πρέσβυν προς Κύριον, τον όποιον μπορεί να επικαλείται σε περίπτωση περιστάσεων, θλίψεων και αναγκών. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ Θεολόγος, Εκπαιδευτικός Αριθμός 73 Άνοιξη-Καλοκαίρι 2004
Περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»
ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΜΨΑΚΟΥ
(7 Φεβρουαρίου) Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο όσιος Παρθένιος έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου. Καταγόταν από Κωμόπολη της Βιθυνίας και ήταν γιος του Διακόνου Χριστοφόρου. Γράμματα πολλά δεν έμαθε, ήταν όμως 374
ευλαβέστατος και ενάρετος άνθρωπος. Από τον πατέρα του διδάχθηκε την αγάπη προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους, και γι’ αυτό υπήρξε φιλόθεος, φιλάνθρωπος και ελεήμων. Ασχολείτο με το ψάρεμα, στο οποίο είχε θαυμαστές επιδόσεις, και τα ψάρια που ψάρευε τα μοίραζε στους φτωχούς η τα πουλούσε και τους έδινε τα χρήματα. Επίσης, επισκεπτόταν τους θλιμμένους και τους αρρώστους και τους παρηγορούσε με τον εμπνευσμένο λόγο του και με τα έργα της φιλανθρωπίας του. Την διακονία του αυτή και τον όλο τρόπο της ζωής του εξετίμησε ο Επίσκοπος Μελιτοπόλεως Φίλιππος, ο οποίος τον χειροτόνησε Ιερέα. Αργότερα ο Μητροπολίτης Κυζίκου Αχίλλιος τον χειροτόνησε Επίσκοπο Λαμψάκου. Η Λάμψακος ήταν αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας στον Ελλήσποντο. Βρισκόταν απέναντι από την Θρακική Χερσόνησο της Καλλίπολης, αρχαίας πόλης της Καρδίας, από την οποία απείχε γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα και οκτώ χιλιόμετρα από την σημερινή Καλλίπολη. Η πλειοψηφία των κατοίκων της Λαμψάκου επί των ημερών του αγίου Παρθενίου ήταν ειδωλολάτρες, τους οποίους όμως «κέρδισε» με την αγάπη του, τα καλά του έργα, αλλά και με τα θαύματα που επιτελούσε. Αρκετούς ειδωλολάτρες θεράπευσε από ανίατες ασθένειες. Ο όσιος Παρθένιος θεωρείται προστάτης των καρκινοπαθών, επειδή θεράπευσε και θεραπεύει πολλούς καρκινοπαθείς. Όταν έφυγε από την πρόσκαιρη αυτήν ζωή, η πλειοψηφία του ποιμνίου του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, ζωντανά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Ο βίος και η πολιτεία του αγίου Παρθενίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα. Πρώτον. Η αληθινή αγάπη, που είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος, έχει τόση δύναμη που μπορεί να προκαλέση πνευματικό σεισμό στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής και μάλιστα σεισμό πολλών «ρίχτερ», που όμως δεν προκαλεί απογοήτευση και απελπισία, αλλά ελπίδα και πνευματική αναγέννηση, αφού προηγουμένως γκρεμίζει ο,τι σάπιο και παλαιό. Εάν ο όσιος Παρθένιος αντιμετώπιζε τους ειδωλολάτρες ως εχθρούς το πιθανότερο είναι να τους έστρεφε εναντίον του και εναντίον της Εκκλησίας. Επίσης, αν προσπαθούσε να τους 375
πείση με λογικά επιχειρήματα, ότι βρίσκονται στην πλάνη, και πάλι νομίζω ότι τα αποτελέσματα της εργασίας του αυτής θα ήσαν μηδαμινά, επειδή ο λόγος προκαλεί αντίλογο και συνήθως δεν οδηγεί στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Ο όσιος Παρθένιος χρησιμοποίησε την γλώσσα της ταπείνωσης και της αγάπης, που οδηγεί αλάνθαστα στην επικοινωνία και την αλληλοκατανόηση χωρίς προστριβές και άγονες αντιπαραθέσεις, και γι’ αυτό είχε άριστα αποτελέσματα, επειδή όπως λέει μια σοφή λαϊκή παροιμία «το ψωμί τρώγεται καλύτερα με το μέλι παρά με το ξύδι». Δεύτερον. Το θαύμα είναι αποτέλεσμα της φιλανθρωπίας του Αγίου Τριαδικού Θεού. Πολλά θαύματα γίνονται δια μέσου των Αγίων, των φίλων του Θεού, είτε με την προσευχή και τις πρεσβείες τους, είτε με τον λόγο τους, που είναι λόγος Θεού και γι’ αυτό έχει την δύναμη να οδηγήση τον άνθρωπο στην πνευματική αναγέννηση. Μάλιστα, τα θαύματα που έχουν σχέση με την πνευματική θεραπεία και την εσωτερική αναγέννηση είναι ανώτερα από τα θαύματα της θεραπείας των σωματικών ασθενειών, επειδή δεν παρατείνουν απλώς την βιολογική ζωή, αλλά προξενούν την αιώνια ζωή και σωτηρία. Το θαύμα δεν γεννά την πίστη, αλλά είναι αποτέλεσμα της πίστεως. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως μπορεί ίσως να ισχυρισθή κανείς ότι και το θαύμα γεννά την πίστη η την δυναμώνει, όταν πρόκειται για αλλοθρήσκους, οι οποίοι είναι καλοπροαίρετοι και αντιλαμβάνονται σε κρίσιμες περιπτώσεις της ζωής τους ότι ο «θεός» τους αδυνατεί να τους βοηθήση και γι’ αυτό καταφεύγουν στην Εκκλησία. Στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας συναντά κανείς αρκετές περιπτώσεις αλλοθρήσκων, κυρίως ειδωλολατρών, που πίστευσαν εξ αιτίας κάποιου θαύματος, ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό και στην συνέχεια σφράγισαν την ομολογία τους με το αίμα του μαρτυρίου τους. Σε ένα διήγημα, που αναφέρεται στην περίοδο της τουρκοκρατίας, γίνεται λόγος για κάποιον ευλαβή ιερέα, ο οποίος ζούσε στην περιοχή των Ιωαννίνων και τον προσκαλούσαν οι Τούρκοι να διαβάζη ευχές σε αθενείς η σε επίτοκες γυναίκες που βασανίζονταν και δεν μπορούσαν να γεννήσουν. Ο παπαΓιώργης, αυτό ήταν το όνομά του, «διάβαζε» τους ασθενείς και πριν «αποσώση» την ευχή 376
ερχόταν η θεραπεία και η λύση στο πρόβλημα. Το γεγονός αυτό διαδόθηκε αστραπιαία και γι’ αυτό τον προσκαλούσαν να προσευχηθή πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο. Αυτό γινόταν με την ευλογία του Μητροπολίτη της περιοχής. Μετά την «εκδημία» του όμως, ο διάδοχός του Μητροπολίτης πίστεψε τις συκοφαντίες, ότι ο παπαΓιώργης κοινωνούσε τους αλλοθρήσκους, τους μνημόνευε στην αγία Πρόθεση κ.λ.π. και τον έκανε αργό πάσης ιεροπραξίας. Στην πραγματικότητα όμως ο εν λόγω ιερεύς τους διάβαζε ευχή «εις πάσαν ασθένειαν» και ο Θεός τους θεράπευε με θαυμαστό τρόπο. Στην συνέχεια, περιγράφονται οι ταλαιπωρίες του παπαΓιώργη, αφού οι Τούρκοι δεν καταλάβαιναν τι θα πη «αργία πάσης ιεροπραξίας». Μάλιστα, για ικανό χρονικό διάστημα εστερήθη και αυτού του «επιουσίου άρτου». Μετά από καιρό όμως ο Μητροπολίτης μετετέθη και ο νέος Μητροπολίτης εξέτασε προσεκτικότερα τα πράγματα και ανακοίνωσε ότι θα κάνη αργό πάσης ιεροπραξίας όποιον ιερέα αρνείται να διαβάζη ευχές στους αλλοθρήσκους, επειδή με τα θαύματα της θεραπείας που επιτελούνται αποδεικνύεται ότι η δική μας πίστη είναι η αληθινή. «...Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». Συμπερασματικά θα πρέπη να τονισθή ότι αυτό που σώζει τον άνθρωπο δεν είναι το θαύμα, που τελείται από την φιλανθρωπία του Θεού, αλλά η αληθινή μετάνοια και η βαθειά ταπείνωση, που γεννούν την αυθεντική αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο.
Πέτρος Επίσκοπος Άργους Ο Επίσκοπος Άργους Πέτρος (852 - 922),Σημειοφόρος και Θαυματουργός, είναι Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που επιτέλεσε επίσκοπος στην πόλη του Άργους κατά τον 10ο αιώνα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στα 852 και ήταν παιδί επταμελούς οικογένειας, τα μέλη τηςοποίας διακρινόταν για την ευσέβεια και την πίστη στο Θεό. Χαρακτηριστικό είναιπως όλα τα μέλη της οικογένειας ακολούθησαν τομοναχικό βίο[1], ενώ ο Πέτρος έχοντας ως πρότυπο τα μεγαλύτερα αδέλφια του, ήταν τόσο ασκητικός που "όλοι οι άλλοι μοναχοί μετεχειρίσθησαν αυτόν πρότυπον και παράδειγμα εις την αρετήν"[2]. Ο Άγιος Πέτρος είχε αδαμάντινο χαρακτήρα και διακρίνονταν 377
για τη μόρφωση και τη ρητορική του δεινότητα[3], καθώς επίσης και για τα φιλάνθρωπα αισθήματά του. Γι΄ αυτό ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, εκτιμώντας τα προσόντα και την αρετή τουμοναχού Πέτρου, θέλησε να τον χειροτονήσει επίσκοπο Κορίνθου. Ο Πέτρος όμως αρνήθηκε, αναλογιζόμενος τοβάρος της κλήσης του, με αποτέλεσμα Ο θρόνος να δοθεί στοναδελφό του Παύλο. Αργότερα κατέφυγε στην Κόρινθο, για να αποφύγει τον Πατριάρχη, οοποίος ήθελε να τον χειροτονήσει επίσκοπο. Έτσι, όταν χήρεψε ο επισκοπικός θρόνος του Άργους, το 914[4], οι Αργίτες ζήτησαν τον Πέτρο για επίσκοπό τους και μπροστάστη επιμονή τους ο Πέτρος υποχώρησε και δέχτηκε. Το έργο του υπήρξε πολυποίκιλο. Συνέβαλλε καθοριστικά στην προστασία πληθυσμών, κατά την επιδρομή των Βουλγαρικών φύλων[5], ενώ εισήγαγε πλήθος ετεροδόξων στην εκκλησία. Το 920 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να λάβει μέρος σεσύνοδο που είχε συγκαλέσει ο Νικόλαος Μυστικός επί Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Ο βιογράφος του Αγίου μας πληροφορεί ότι κατά τη διάρκεια της επισκοπείας του στο Άργος, πραγματοποιούσε θαύματα, όπως διάσωση του λαού από λιμό, τη λύτρωσηαιχμαλώτων απότους πειρατές, τη διάσωση κόρης διωκόμενης από κάποιο στρατηγό, τη θεραπεία δαιμονιζόμενης γυναίκας, με αποτέλεσμα να λάβει το προσωνύμιοτου θαυματουργού. Κοιμήθηκεστο Άργος σεηλικία 70 ετών και τάφηκε στο Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όμως Φράγκοι και Ενετοί μετακίνησαν τοιερό λείψανο του Αγίουτο 1421 και το μετέφεραν αρχικά στο Ναύπλιο καιαργότερα στο Βατικανό. Ως υπεύθυνος μνημονεύεται ο Λατίνοςεπίσκοπος Σιγουντονάνης.[6] Μετά όμως από προσπάθειες της Μητροπόλεως Αργολίδος και συντονισμένες ενέργειες του Μητροπολίτη Ιακώβου Ά και τουΟικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, τα ΛείψανατουΑγίου, επιστρέφουν στην πόλη του Άργους. Ημνήμη του Αγίου εορτάζεται την 3η τουμηνός Μαΐου.
Τα ιστορικά δεδομένα για την περίοδο που έδρασε ο Άγιος Πέτρος
378
Εισαγωγή Η περίοδος στην οποίαέζησεκαι ανέπτυξε τηνδραστηριότητα τουο Άγιος Πέτρος, είναι η αρχή της περιόδου ακμής του Βυζαντίου που κυρίως στην περίοδο των Μακεδόνων αυτοκρατόρων (867-1059) θα κορυφωθεί. Είχε προηγηθεί ημεγάλη κρίση του 7ου και 8ου αιώνα μετην Εικονομαχία (726843), την εγκατάσταση Σλάβων και Βουλγάρων στη Βαλκανική Χερσόνησο καιτηστέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα στηΔύση (800), γεγονός που σηματοδότησε την απαρχή της υποχώρησηςτης Βυζαντινής δύναμης στην Ιταλία καιέπληξε τηνπολιτική του Βυζαντίου στηνπεριοχή αυτή. Από τον 9οαιώναη προηγούμενη κρίση θα οδηγήσει στη σταδιακή ωρίμανση του Βυζαντίου, στην ανασύσταση καιανόρθωση του κράτους και στη μεγάλη πνευματική αναγέννηση. Η ακμή αυτή εκδηλώνεται σεόλα τα επίπεδα της ζωής της βυζαντινής κοινωνίας και του κράτους. Ταυτόχρονα ηδιαδοχή ικανών αυτοκρατόρωνκαι η αξιόλογη δράση σημαντικών πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών εξασφάλισαν την εδραίωση των δυναστικών θεσμών. Η νομοθετική δραστηριότητα, η σωστή οικονομική καικοινωνική πολιτική καιη προσαρμογή τηςκρατικής μηχανής στις απαιτήσεις της εποχής συνέβαλαν στην άσκηση στιβαρής διοίκησης, ικανής να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά καιεξωτερικά προβλήματα αποτελεσματικά, και στην ανάπτυξη της οικονομίας, βασικής προϋπόθεσης για την οποιαδήποτε πολιτική(κοινωνική, οικονομική, εξωτερική κ.τλ.). Η αναγέννηση των γραμμάτων και η ισχυροποίηση της Βυζαντινής εκκλησίας, μετά την περιπέτεια της Εικονομαχίας εξασφάλισαν τις προϋποθέσειςγια να μπορέσειτο Βυζαντινό κράτος να εντάξει τους νέους λαούς (Βούλγαρους, ΣλάβουςΜοραβούς, Ρώσους),που είχαν εμφανιστεί, στη σφαίρατης πολιτικής και πνευματικής τουεπιρροής. Λίγο μετά τη γέννηση του Αγίου Πέτρου (850) θα αναγορευθεί Πατριάρχηςο Φώτιος (858-867 και 877-886) στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ του Γ΄ (842-867), που είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας του Αμορίου (820-867),και της έντονης παρουσίας του Βάρδα, θείου του Μιχαήλ καιικανότατου πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη. Ο Φώτιος υπήρξε μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία και το σημαντικότερο επίτευγμά του υπήρξε ο εκχριστιανισμός των Σλάβων. Στη διάρκεια της άσκησης των πατριαρχικών καθηκόντων του θα γίνει και τοπρώτο σχίσμα της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (867). Η πνευματική 379
ακτινοβολία του Φωτίου, ο οποίος υπήρξε ο πιο αξιόλογος λόγιος και μελετητής των αρχαίων ελληνικών κειμένων στα πλαίσια της έντονης στροφής που παρατηρείται την περίοδο αυτή προς την αρχαία κληρονομιά, θα επηρεάσει την φυσιογνωμία του Αγίου Πέτρου. Ο μαθητής του Φωτίου Νικόλαος Μυστικός, δύοφορές Πατριάρχης του Βυζαντίου (901907 και 912-925) θα τον επηρεάσει επίσης με την πρότασή του για να αναλάβει τημητρόπολη της Κορίνθου, πρόταση πουθα αρνηθεί αλλά θα ακολουθήσει τον αδελφότου Παύλο΄΄[7] που θα χειροτονηθεί μητροπολίτης Κορίνθου. Η συμβολή του Αγίου Παρά την ακμή αυτή του Βυζαντίου η περιφέρεια δεφαίνεται να ελκύειτο ενδιαφέρον των ιστορικών και χρονογράφων της εποχής. Στα πλαίσια αυτά και οι αναφορές στο Άργος είναι περιορισμένες. Η αναγέννηση του Βυζαντίου, που παρουσιάστηκε παραπάνω, στην Πελοπόννησο εκδηλώνεται κυρίως με την αναζωπύρωση της θρησκευτικής ζωής. Οι εποικισμοί των Σλάβων δε φαίνεται να ήταν σημαντικοί στην περιοχή και δεν επηρέασαν την οικονομικήεξέλιξη της πόλης κατά την περίοδο των Μακεδόνων και των Κομνηνών στη συνέχεια. Τη μόνη πληροφορία και αυτή άκρως συγκεχυμένη για την πόλητου Άργους σε αυτή τηζοφερή περίοδο μαςτη δίδει πάλι το Χρονικόν της Μονεμβάσιας λέγοντας ότι φοβούμενοι τους Σλάβους «οι Αργείοι εν τη νήσω τη καλουμένη Ορόβη… μετώκησαν». Οεκχριστιανισμός των Σλάβων θα συμβάλει στην αφομοίωση τους προς τους ντόπιους. Στηνιεραποστολική αυτή προσπάθεια θα συμμετάσχει και το Άργος με επικεφαλής τον Άγιο Πέτρο Επίσκοπο Άργους και Ναυπλίου. Να σημειωθεί ότι το Άργος πολύ νωρίς ήταν επισκοπή καισύμφωνα με μιαάποψη η ένωσής της μετην επισκοπή του Ναυπλίου πρέπει ναέγινε λίγα χρόνιαμετά το 879. Το 1189 επί Ισαακίου Αγγέλου αποσπάσθηκε από την μητρόπολη της Κορίνθου και αποτέλεσε νέα μητρόπολη. Ταυτόχρονα η ανέγερση πλήθους εκκλησιών επιβεβαιώνει τη θρησκευτική, πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη της περιοχής. Με την πνευματική άνθηση του Άργους συνυφαίνεται και η οικονομική. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912-959), της Μακεδονικής Δυναστείας, στο έργοτου «Περί Θεμάτων» κατατάσσει τοθέμα της Πελοποννήσου έκτο στησειρά ιεραρχήσεως στον Ελλαδικό χώρο και ανάμεσα σεσαράντα 380
πόλεις το Άργος κατέχει μία από τις πέντε σπουδαιότερες θέσεις (τις άλλες κατέχουν η Κόρινθος, η Σικυών, η Σπάρτη και η Πάτρα). Σύμφωνα δε με το Χρονικόν του Μορέως το Άργος ήταν μία από τις δώδεκα καλύτερα οχυρωμένες θέσεις της Πελοποννήσου. Η οικονομική αυτή ανάπτυξη θα συνεχιστεί μέχρι την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204). Από τοΒίο τουΑγίου μαθαίνουμε ότι στη διάρκεια της επισκοπείας του «Λιμός επίεζε την του Πέλοπος. Επί τοσούτω δε ταύτην υπεβόσκετο και κατέτρυχεν ,ως και τας οικίας, και τας στενωπούς, και άμφοδα και πλατείας, έτι δε και τα ύπαιθρα εμπλησθήναι νεκρών, μη των ζώντων εξικνούντων ετι τη γή κατακρύπτειν τα σώματα». Ο λιμόςαυτός διήρκεσε τρία χρόνιαΗ αντιμετώπιση του λιμού από τονΆγιο, που πέτυχετη διατροφή ντόπιων και ξένων, εγγράφεται από τοβιογράφο του στα θαύματά του. Ακόμη στις ομιλίες του Αγίου Πέτρου γίνεται λόγος για επιδρομές «αθέων Αγαρηνών» και «Σκυθών» ενώ στο Βίο του αναφέρονται πειρατικές δραστηριότητες των Κρητών που ανάγκαζαν τον Άγιο να εξαγοράζει με λύτρα τους αιχμαλώτους. Οι προαναφερόμενοι Αγαρηνοί και Κρήτες δεν ήταν άλλοι από τους Σαρακηνούς πειρατές που τρομοκρατούσαν τουςπληθυσμούς των παραλιακών περιοχών της Πελοποννήσου(9ος και 10ος αιώνας). Αποτέλεσμα της δράσης των πειρατών ήτανη ερήμωση των νησιών και των παραλίων αστικών κέντρων, κάμψη της οικονομίας, πολιτιστική παρακμή και ανασφάλεια στηναυσιπλοΐα. Χαρακτηριστικό γεγονός επίσηςτης περιόδου είναι η κατάληψη της Πελοποννήσου από βαρβάρους για τρίαχρόνια. Κατά τις εκτιμήσεις των ερευνητών πρόκειται για ατάκτους Βουλγάρους του Συμεών που μετά την ειρήνευση με τους Βυζαντινούς, το 924, παρέμειναν στην Πελοπόννησο καιαποχώρησαν αργότερα οικειοθελώς είτε εκδιώχθηκαν από βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα. Το γεγονός αυτό αναφέρεται στο Βίοτου Αγίου ως προφητεία πουεπαληθεύθηκε μετά το θάνατό του. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, συνθήκες ανάπτυξης και ακμής του Βυζαντίου, της περιφέρειας και του Άργους, έζησε και έδρασε ο Άγιος Πέτρος. Η Εργογραφία του Αγίου ( Οι επτά λόγοι του Αγίου Πέτρου ) 381
« Οι λόγοι του Πέτρου έχουντονμανδύαν της αρχαίας ελληνικής και Πατερικής ρητορικής, την καλαισθησίαν της εποχής του ( της οποίαςο Άγιος ασφαλώς αποτελεί εν των καλλιτέρων δειγμάτων) οποία υπήρξε, την σοφίανκαιτην δογματικὴνκατάρτισιν τούΕπισκόπου, την έμφυτον ρητορικὴνδύναμιν του έλληνος. Θαυμάσιον είναιτο πλούσιον λεκτικόν του, το ήμερον, αισιόδοξον καιπανηγυρικὸνύφος του, η πλοκὴ τουλόγου και η ευκολία της συζεύσεως πολλών και ποικίλων λογοτεχνικών σχημάτων, τα οποία, και αν φθάνουν ενίοτε εις κατάχρησιν καιυπερβολήν, εντούτοις γενικώς είναιεπιτυχή και ικανὰ να διεγείρουν ποικιλίαν συναισθηματικών αντιδράσεων εις τον αναγνώστην ή τον ακροατή».[8] Οι μέχρι σήμερα γνωστοὶ λόγοι του Αγίου είναι επτά. Εις την Σύλληψιν της Αγίας Άννης. Ευρέθη στην βιβλιοθήκη της μονής του Αγίου Βασιλείου στην Μεσσήνη Σικελίας. ( Αρχιμανδριτικὸ ασκητήριο του Σωτήρος). . Επιτάφιος λόγος εις τον μακάριον Αθανάσιον, Επίσκοπον Μεθώνης. Ευρέθη στηβιβλιοθήκη της μονής του Αγίου Βασιλείουστην Μεσσήνητης Σικελίας. ( Αρχιμανδριτικὸ ασκητήριο του Σωτήρος). . Εις τους Αγίους ΑναργύρουςΚοσμάνκαι Δαμιανόν. Ευρέθη στοΒατικανό. . Εγκώμιον εις την Αγίαν Άννα. Ευρέθη στην μονή του Αγίου Σωτήρος της Μεσσήνης Σικελίας, αλλά και στον κώδικα 317 του Βατικανού μαζὶ με τον λόγο για τους Αγίους Αναργύρους και τέλος στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών ( χειρόγραφο 485) το οποίονπροέρχεται από τηνμονὴ του Αγίου Γεωργίου Μαλεσίνης Λοκρίδος. . Εις τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ευρέθη στην Καστοριά αλλά καιστην μονὴ της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. . Εις τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ευρέθη στην μονὴ τουΑγίου Ιωάννου τουΘεολόγου-υψηλού στην Λέσβο. Ίσως αντίγραφο του, υπάρχει στηνμονὴ της Αγίαςστην Άνδρο. Σε αυτόνόμωςπροηγείται ο Βίος των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού και έπεται ὁ βίος του Αγίου Νικήτα. Ὁ κώδικας της Λέσβου θεωρείται καλλίτερος καιορθογραφικά. . Εγκώμιον εις την Αγίαν Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Βαρβάρα.
382
Ευρέθη στην μονὴ τουΑγίου Ιωάννου του θεολόγου – υψηλού στην Λέσβο.[9] Τέλος, όπως προκύπτει από τοεγκώμιοπροςτονΆγιοΠέτρο τουΘεοδώρου Νικαίας θα πρέπει να υπάρχει ένας ακόμη λόγος του Αγίου ὁ « περί φυγής» στον οποίο αναλύει τουςλόγους της άρνησης Του να αναλάβει την ευθύνη του Αρχιερατικού αξιώματος. Είθε, ὁ Θεός ναβοηθήσειώστεστο μέλλον και άλλοι λόγοι τού Αγίουμαςνα ευρεθούν προς δόξαν Θεού καιΕκκλησίας. Υποσημειώσεις
1 ↑ Δηλ. οι δύο γονείς, τα τέσσερα αγόρια και η αδελφή τους (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 10, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 369). 2 ↑ Νικόδημος Αγιορείτης, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τόμ. Β', Αθήνησι 1868, σελ. 127Β. 3 ↑ λήμμα: "Πέτρος Επίσκοπος Άργους", εγκυκλοπαίδεια Δομή Gold [DVD-ROM]. 4 ↑ εγκυκλοπαίδεια Δομή Gold, ό.π. 5 ↑ εγκυκλοπαίδεια Δομή Gold, στο ίδιο.
0 6.
↑ « Γνωστός Λατίνος Επίσκοπος Άργους κατά τήν Ενετοκρατία, είναι ο Ενετός Secundus Nani. ( 1418-1425). Περί τά τέλη τού 1420, η περιοχή τού Ναυπλίου, εσείστηκε από φοβερή καταιγίδα, η οποία προξένησε πολλές ζημίες στά κτίρια τής πόλης. Στίς 21 Ιανουαρίου 1421, πρωτοστατούντος τού προαναφερθέντος επισκόπου, μεταφέρονται τά 1 ιερά λείψανα τού Αγίου Πέτρου Άργους, από τό Άργος στό Ναύπλιο. Στό ( ανωνύμου συγγραφέα) «Χρονικό Σύντομο» (Βλ. Πατρολογία Migne, τόμ.157, στ.1171-1172) αναφέρεται: «τώ στλκθ΄ νεμήσει ιδ΄ Ιανουαρίου κα΄, ημέρα γ΄, Σιγουντονάνης, επίσκοπος λατίνων, μετεκόμισε τά τίμια λείψανα τού οσιωτάτου Πέτρου, επισκόπου Ναυπλίου καί Άργους, από Άργους εις τήν επισκοπήν Ναυπλίου». 2 ↑ Ημνήμη του Αγίου Πατρός Παύλου, επισκόπου Κορίνθου, εορτάζεται υπό της Αγίας ημών Εκκλησίας, τη 27 Μαρτίου εν τη ιστορία της Βυζαντινής λογοτεχνίας του Κρουμβάχερ, μτφ.Σωτηριάδου τόμ.Α΄σελ.393 αναγινώσκομεν τάδε: « Παύλος ο επίσκοπος Μονεμβασίας (Γράφε Κορίνθου) εν αρχή τουαιώνος, αδελφός του επισκόπου Άργους Πέτρου, κατέλιπεν βραχείαν αφήγησιν περί αναχωρητριών εκ Μικράς Ασίαςκαι περί της Μάρθας ηγουμενίσσης της εν Άργει Μονής της Θεοτόκου». 27.3. Παύλου Κορίνθου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παύλου, επισκόπου Κορίνθου, αδελφού γεγονότος Πέτρου Επισκόπου Άργουςτου Σημειοφόρου. ( Από τοβιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμ.Β΄εκδόσεις Δόμος.2005. 3 ↑ Κων/νοςΚυριακόπουλος. Καθηγητὴς Φιλολογίας. ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΡΓΟΥΣ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ. ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ. ΑΘΗΝΑΙ. 1976. Γενικὴ Εἰσαγωγὴ σ. 7. 4 ↑ Με εντολή τού Μακαριστού κυρού Χρυσοστόμου ( Δεληγιαννόπουλου) εστάλη στην μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Μυτιλήνη ο Θεολόγος π. Δημήτριος Κωστόπουλος ο οποίος και αντέγραψε τους δύο λόγους. Ο ίδιος αντέγραψε και την εις τον Ευαγγελισμόν τής Θεοτόκου ομιλία του Αγίου ο οποίος βρίσκεται στην Εθνική βιβλιοθήκη Αθηνών.
Βιβλιογραφία . Χρήστος Παπαοικονόμος, «Ο Πολιούχος του Άργους Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους ο Θαυματουργός», Τυπογραφείο Σ. Βλαστού, Αθήνα 1908 (δείτε το στο διαδίκτυο, σε αρχείο pdf). . "Πέτρος, επίσκοπος Άργους", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 49, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005. . "Πέτρος, επίσκοπος Άργους", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 10, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 369-371. . Νικόδημος Αγιορείτης, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τόμ. Β', Αθήνησι 1868, σελ. 127-128. . Βασίλης Τσιλιμίγκρας, «Τα ιστορικά δεδομένα για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το Άργος στην περίοδο Που
383
έζησε ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους». Εφημερίδα Αργολίδα (28/04/2006). . Πατήρ Γεώργιος Σελλής, «Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους Σημειοφόρος και Θαυματουργός», Έκδοσις Καθεδρικού Ιερού Ναού Αγίου Πέτρου, Άργος 2008 . λήμμα: "Πέτρος Επίσκοπος Άργους", εγκυκλοπαίδεια Δομή Gold [DVD-ROM]. Επιπρόσθετη βιβλιογραφία . P. Enrico Rickenbach, «Storia e scritti di S. Pietro d΄ Argo», Tipografia del cav. V. Salviucci, Roma 1899. . Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος, «Αγίου Πέτρου Επισκόπου Άργους, Βίος Και Λόγοι», Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος 1976. . Αναστάσιος Τσακόπουλος, «Συμβολαί εις την Ιστορίαν της Εκκλησίας Αργολίδος», Έκδοσις «Χρονικών Του Μοριά», Αθήναι 1953. . Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Η Ανόρθωση 802-945», στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. Η΄, Εκδοτική Αθηνών, 1979, σελ. 46-97. . Βασίλειος Σκουλάτος, «Άργος, τα ίχνη μιας πόλεως στον Ελληνικό Μεσαίωνα», Αργειακή Γη, τεύχος 1, 2003, σελ.67-85.
ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος ἴσως νά
ἐγεννήθηκε περί τό 80 μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Παγκράτιο καί τήν Θεοδώρα, πού εἶχαν ἐγκλεισθεῖ στή φυλακή γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καί ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός σέ νεαρή ἡλικία. Ὑπῆρξε μαζί μέ τόν Ἅγιο ᾿Ιγνάτιο τόν Θεοφόρο μαθητής τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου. Λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τόν πρόσκαιρο αὐτό βίο ὁ Ἅγιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης († 6 Φεβρουαρίου), ἐχειροτόνησε μετά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὡς διάδοχό του, τόν Ἅγιο Πολύκαρπο καί μετά ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ὁ Ἅγιος παρακολούθησε μέ ἀγωνία καί προσευχή τή σύλληψη τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας καί τά μαρτύρια αὐτοῦ. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν θεοφόρο Πατέρα μαρτυρεῖται καί ἀπό τήν Ἐπιστολή τήν ὁποία ἔγραψε πρός τούς Φιληππησίους. Σέ αὐτή τούς συγχαίρει γιά τή φιλοξενία, τήν ὁποία παρεῖχαν στόν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅταν διῆλθε ἀπό τήν πόλη τους. Τό κείμενο αὐτό τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου διακρίνεται γιά τόν ἀποστολικό, θεολογικό καί ποιμαντικό χαρακτῆρα του.
384
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν γιά τή σωφροσύνη, τή θεολογική κατάρτιση, τήν ἀφοσίωση στή διδασκαλία του Εὐαγγελίου, ἀφοῦ ὁμιλοῦσε πάντα σύμφωνα μέ τίς Γραφές. Ἦταν ὁ γνησιώτατος ἐκπρόσωπος τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίας τῆς Ἀσίας. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος παρέχει τήν πληροφορία, ὅτι ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπέστρεψε πολλούς ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ Βαλεντίνου καί τοῦ Μαρκίωνος στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, διηγεῖται μάλιστα καί ἕνα ἐπεισόδιο ἀναφερόμενο στή στάση αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Μαρκίωνος. Ὅταν ὁ αἱρεσιάρχης αὐτός τόν ἐπλησίασε κάποτε καί τοῦ ἀπηύθυνε τήν παράκληση: « »ἐπεγίνωσκε ἡμᾶς», δηλαδή ἀναγνώρισέ μας, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω σε τόν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ». Ἕνα ἄλλο ἐπεισόδιο ἀνάγεται στή γεροντική ἡλικία τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τό Πάσχα στίς 14 τοῦ μηνός Νισάν, σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καί ἔπιπτε τοῦτο. Ἀντίθετα οἱ Ἄλλες Ἐκκλησίες δέν ἑόρταζαν καθόλου τό Πάσχα, ἀλλά ἀρκοῦνταν στόν ἑβδομαδιαῖο κατά Κυριακή ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως, τονίζουσες ἀσφαλῶς περισσότερο τόν ἑορτασμό τῆς πρώτης Κυριακῆς μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδή λόγῳ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐτηροῦσε αὐστηρή στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νά μεταβεῖ στή Ρώμη, γιά νά διευθετήσει τό ζήτημα καί ἄλλα δευτερεύοντα θέματα, μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο. Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Ρώμη, ὑπέργηρος πλέον, συνέχισε τήν ἀποστολική δράση του μέ τόση ἐπιτυχία, ὥστε προκάλεσε τήν ὀργή τῶν εἰδωλολατρῶν. Αὐτή ἡ προδιάθεση ἦταν φυσικό νά προκαλέσει τό μαρτύριό του, πού ἀκολούθησε τήν ἑξῆς πορεία. Ὁ Κόϊντος, ζηλωτής Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἦλθε στή Σμύρνη ἀπό τή Φρυγία, παρεκίνησε ὁμάδα Φιλαδελφέων Χριστιανῶν νά προσέλθουν στόν ἀνθύπατο Στάτιο Κοδρᾶτο, γιά νά δηλώσουν σέ αὐτόν τήν ἰδιότητά τους καί τήν πίστη τους στόν Χριστό, πρᾶγμα τό ὁποῖο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά ἐμαρτύρησαν ὅλοι, ἐκτός ἀπό τόν Κόϊντο, ὁ ὁποῖος δειλιάσας τήν τελευταία στιγμή ἐθυσίασε στά εἴδωλα. Ὁ ὄχλος, ἄν καί ἐθαύμασε τή γενναιότητα τῶν Μαρτύρων, ἀπαιτοῦσε νά ἐκτελεσθοῦν οἱ «ἄθεοι» καί νά ἀναζητηθεῖ ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος πιεζόμενος ἀπό τούς Χριστιανούς εἶχε ἀναχωρήσει σέ κάποιο ἀγρόκτημα. Τελικά ὁ 385
Ἅγιος συνελήφθη τό ἔτος 167 μ.Χ. καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθύπατου. Ὁ γηραιός Ἐπίσκοπος δέν ἐταράχθηκε. Τό πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο καί λαμπερό. Ὁ ἀστυνόμος Ἡρώδης καί ὁ πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν νά πείσουν τόν Ἅγιο νά ἀπαρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὁ Ἅγιος μέ πνευματική ἀνδρεία ἀπάντησε ὅτι ὑπηρετεῖ τόν Χριστό ἐπί 86 ἔτη χωρίς καθόλου νά Τόν ἐγκαταλείψει. Πῶς μποροῦσε λοιπόν τώρα νά Τόν βλασφημήσει καί νά Τόν ἀρνηθεῖ; Ὁ ἀνθύπατος τότε διέταξε νά τόν ρίψουν στή φωτιά. Ὁ Γέρων Πολύκαρπος ἀποδύθηκε μόνος τά ἱμάτιά του καί ἐπερίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ ἀγαπητοῦ καί εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι' Οὗ τήν περί Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, ὁ Θεός τῶν ἀγγέλων καί δυνάμεων, καί πάσης τῆς κτίσεως, καί παντός τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἵ ζῶσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ Σε, ὅτι ἠξίωσάς με τῆς ἡμέρας καί ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν με μέρος ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καί σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἷς προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καί προσδεκτῇ, καθώς προητοίμασας καί προσεφανέρωσας καί ἐπλήρωσας ὁ ἀψευδής καί ἀληθινός Θεός. Διά τοῦτο καί περί πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σύν τῷ αἰωνίῳ καί ἐπουρανίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ,...».
386
Ἡ φωτιά ἐσχημάτισε γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς νά τόν ἐγγίζει. Τότε στρατιώτης ἐκτελεστής ἐτελείωσε τόν Ἅγιο Μάρτυρα διά τοῦ ξίφους. Ἔπειτα τό ἱερό λείψανο ἐρρίφθηκε στή φωτιά, οἱ δέ πιστοί συνέλεξαν τά ἱερά λείψανα αὐτοῦ. ῾ Η Σ ύ ναξη το ῦ Ἁγ ί ου Πολυκ ά ρπου ἐτελε ῖ το στ ή Μεγ ά λη ᾿ Εκκλησ ί α καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 23 Φεβρουαρίου.
Ὁ ἍγιοςΠορφυριος Ἐπίσκοπος Γάζης
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε καὶ γονεῖς καὶ πλούτη, στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο ποὺ ἦταν τότε μεγάλο μοναστικὸ κέντρο καὶ ἔγινε μοναχὸς σὲ σκήτη. Μετὰ πενταετῆ διαμονὴ ᾖλθε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κήρυσσε στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἀσθένησε σοβαρὰ ἀπὸ κίρρωση τοῦ ἥπατος, ἀλλὰ παρὰ τὴν ἀσθένειά του δὲν παρέλειπε καθημερινὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ προσκυνήματα, προκαλώντας τὸν θαυμασμὸ τῶν ἄλλων προσκυνητῶν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μᾶρκος, ὁ μετέπειτα βιογράφος τοῦ Πορφυρίου, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβεῖ, ἐπίσης, γιὰ προσκύνημα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ τότε 387
συνδέθηκαν διὰ βίου. Ὁ Μᾶρκος ἀποδείχθηκε πιστὸς καὶ χρήσιμος συνεργάτης του, ἀνέλαβε μάλιστα νὰ τακτοποιήσει μία σοβαρὴ ἐκκρεμότητα ποὺ εἶχε ἀφήσει στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Πορφύριος, τὸν καταμερισμὸ δηλαδὴ τῆς οἰκογενειακῆς περιουσίας του μὲ τὰ ἐνήλικα πλέον ἀδέλφια του. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀπουσίας τοῦ Μάρκου στὴ Θεσσαλονίκη, ἡ ὑγεία τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου ἀποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν ὁράματος τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ. Ὁ Μᾶρκος διεκπεραίωσε τὴν ὑπόθεση μὲ τὸν καλύτερο τρόπο καὶ ἐπέστρεψε μὲ τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας, ὕψους 4.400 νομισμάτων καὶ μὲ πλῆθος ἀργυρῶν σκευῶν καὶ πολύτιμων ἐνδυμάτων, τὰ ὁποία σύντομα ἐκποίησε καὶ μοίρασε στοὺς πτωχοὺς καὶ στὰ μοναστήρια τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Αἰγύπτου, τὰ ὁποία ἦταν πολὺ πτωχά. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε, τὸ ἔτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Β’ (386-417 μ.Χ.). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου Γάζης Αἰνείου, τὸ 395 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Γάζης καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Ἰωάννη. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, ὁδήγησε καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες καὶ αἱρετικοὺς στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία. Γιὰ νὰ προστατεύσει ὁ Ἅγιος τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς ἀδικίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ τῶν ἀρχόντων, δὲν δίστασε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ζητήσει τὴν συνδρομὴ τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου (395-408 μ.Χ.) καὶ Εὐδοξίας. Ἐκεῖ συνάντησε καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τὸν συνέστησε στὸν Ἀμάντιο τὸν κουβικουλάριο καὶ στοὺς βασιλεῖς καὶ στήριξε μὲ θέρμη τὸ αἴτημά του νὰ καταστήσει γνωστὴ στοὺς βασιλεῖς τὴν τυραννία τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων ποὺ καταπίεζαν τὸν λαό. Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιδράσεις ὁ βασιλέας ἐπείσθη καὶ χορήγησε στὸν Ἅγιο Πορφύριο βασιλικὸ διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο περιόριζε τὴν δράση τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν λοιπῶν αἱρετικῶν καὶ μὲ βασιλικὴ χορηγία ἀνήγειρε ἐκκλησίες ἐκεῖ ὅπου προηγουμένως βρίσκονταν εἰδωλολατρικοὶ ναοί. Κατάφερε δὲ ὁ Ἅγιος τὰ κατεδαφιστεῖ τὸ Μαρνεῖον, ὁ περίφημος ναὸς τῶν Ἐθνικῶν Γαζαίων, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ τὸ ἔτος 129 μ.Χ. Στὴν θέση του ἀνοικοδομήθηκε περικαλλὴς ναὸς μὲ χορηγία τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας, ἡ ὁποία ἀπέστειλε γιὰ τὸν σκοπὸ 388
αὐτὸ στὴν Γάζα τὸν Ἀντιοχέα ἀρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ὁ ναὸς αὐτός, ποὺ ὀνομάστηκε Εὐδοξιανός, εἶχε 32 μεγάλους κίονες ἀπὸ καρυστινὸ μάρμαρο καὶ τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν τὸ Πάσχα τοῦ 407 μ.Χ. Κατὰ τὰ μετέπειτα ἔτη ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐργάστηκε γιὰ τὴν συγκρότηση τῆς Ἐπισκοπῆς του. Μὲ ζωηρὰ χρώματα διασῴζει ὁ βιογράφος του Μᾶρκος, τὴν φιλανθρωπικὴ καὶ ἱεραποστολική του δράση. Τὸ ἔτος 415 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Διοσπόλεως, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰωάννου Β’. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀσχολήθηκε μὲ τὸν θεολόγο Πελάγιο, ὁ ὁποῖος εἶχε καταφύγει στὰ Ἱεροσόλυμα κοντὰ στὸν Ἰωάννη, μετὰ τὴν σύγκρουση ποὺ εἶχε στὴν Ἀφρικὴ μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο, Ἐπίσκοπο Ἰππῶνος (τιμᾶται 15 Ἰουνίου) γιὰ τὰ θέματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τῆς θείας χάριτος. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ ὁ Πελάγιος ἀθῳώθηκε, ἀφοῦ ἀποδέχθηκε τὴ βασικὴ διδασκαλία, ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἅγιος ἀναπαύθηκε τὸ ἔτος 420 μ.Χ. μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, σὲ ἡλικία 72 ἐτῶν, «τὸν καλὸν ἀγῶνα τετελεκῶς πρὸς τοὺς εἰδωλομανεῖς ἕως τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ».
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῳ. Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ, λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας, πάσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύση δεόμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὶς τῶν αἱμάτων σου. Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, Ἱερωσύνης στολαὶς κατηγλάισαι, Παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καὶ ἰαμάτων ἐμπρέπεις ὑψώμασι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Ὁ Ἅγιος Προτέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας 389
Ὁ Ἅγιος Προτέριος ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας. Ἦταν πρεσβύτερος στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε τὸ ἔτος 451 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν μονοφυσίτη Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκουρο. Μετὰ τὴν καθαίρεση τοῦ Διοσκούρου, ἐξελέγη Πατριάρχης ὁ Ἅγιος Προτέριος (452457 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος διέπρεψε στὴ Σύνοδο καὶ ἔφραξε τὰ στόματα τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τοῦ Διοσκούρου προκαλοῦσαν στάσεις καὶ ρήξεις καὶ ἐμπόδιζαν νὰ κατέρχεται τὸ σιτάρι στὴν Ἀλεξάνδρεια μέσῳ τοῦ Πηλουσίου, μὲ σκοπὸ νὰ πεινάσουν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ νὰ στραφοῦν κατὰ τοῦ Ἁγίου. Ὅμως ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου, διέταξε τὴν διέλευση τοῦ σιταριοῦ διὰ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ ἔτσι σώθηκε ἡ πόλη ἀπὸ τὴν πεῖνα. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μαρκιανοῦ οἱ αἱρετικοὶ θρασύνθηκαν καὶ κατέφυγαν σὲ σατανικὲς ἐπινοήσεις, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἀσεβῆ σχέδιά τους καὶ νά ἐκθρονίσουν τὸν Ἅγιο. Ἐπικεφαλῆς αὐτῶν τέθηκε ὁ ἱερεὺς Τιμόθεος ὁ Αἴλουρος, ὁ ὁποῖος μὲ μύρια τεχνάσματα κατόρθωσε νὰ διεγείρει κατὰ τοῦ Ἁγίου Προτερίου τοὺς ἁπλοϊκοὺς μοναχοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας, περιερχόμενος κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας τὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν, λέγοντας ὅτι εἶναι ἄγγελος καὶ προτρέποντας αὐτοὺς νὰ μὴν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο. Οἱ μοναχοὶ παρασύρθηκαν καὶ προκάλεσαν μεγάλη ταραχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀπουσία τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητοῦ τῆς πόλεως Διονυσίου. Ὁ Ἅγιος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει, ἀλλὰ ἐπανῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ κρύφθηκε μέσα στὴν κολυμβήθρα ἐνὸς ναοῦ. Οἱ διῶκτες του τὸν ἀνακάλυψαν καὶ τὸν κατάσφαξαν μὲ ὀξεῖς καλάμους, τὸ ἔτος 454 μ.Χ., ἐνῷ ἀνακηρῦξαν Πατριάρχη τὸν Τιμόθεο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ ἔδεσαν μὲ σχοινὶ καὶ τὸ ἔσυραν στοὺς δρόμους τῆς πόλεως. Τέλος, τὸ παρέδωσαν στὰ ζῷα καὶ τὸ ἐπίλοιπο τὸ κατέκαψαν. Καὶ ὁ νέος Πατριάρχης τολμοῦσε ὅλα αὐτὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, χωρὶς 390
αὐτὸ νὰ τὸν ἐμποδίζει νὰ τελεῖ τὶς Ἀκολουθίες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ὅταν πληροφορήθηκε τὰ γενόμενα ὁ διάδοχος τοῦ Μαρκιανοῦ, αὐτοκράτορας Λέων ὁ Μέγας ὁ Θρὰξ διέταξε νὰ δικασθεῖ ὁ Τιμόθεος ὁ Αἴλουρος κανονικὰ καὶ νὰ ἐξορισθεῖ στὴ Γάγγρα. Ὁμοίως τιμωρήθηκαν καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔλαβαν μέρος στὸ φόνο τοῦ Ἁγίου Προτερίου. Ἀντὶ δὲ τοῦ καθαιρεθέντος Τιμοθέου, Πατριάρχης ἐξελέγη ὁ Ὀρθόδοξος Τιμόθεος ὁ Σαλοφακίολος (460-482 μ.Χ.). Ὁ Λέων ἐπέβαλε τὶς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐξεδίωξε τοὺς μονοφυσῖτες Ἐπισκόπους Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ διόρισε Ὀρθοδόξους στὴ θέση αὐτῶν. Ἔτσι ἔζησε καὶ μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Προτέριος καὶ ἡ μνήμη αὐτοῦ ἀνθεῖ στὸ βίο τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σκοπέλου
Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στὴ Λεβάδεια τῆς Βοιωτίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν βοήθησαν νὰ λάβει τὴ θύραθεν παιδεία ἀλλὰ καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Κύριο καὶ ἡ πνευματική του πρόοδος τὸν μεταμόρφωσαν σὲ σκεῦος ἐκλογῆς καὶ σὲ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Ἅγιος ἔζησε τὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευσαν οἱ δυὸ υἱοὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ μὲν Κωνστάντιος στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἀνατολή), ὁ δὲ Κώνστας στὴ Ρώμη (Δύση). Καὶ οἱ δυὸ διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶχαν ἀνατραφεῖ μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ ὁ μὲν Κωνστάντιος εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Ἀρειανισμό, ὁ δὲ Κώνστας παρέμεινε πιστὸς στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ οἱ δυὸ εἶχαν ὡς κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θρησκευτικῆς τους πολιτικῆς, ἀφ’ ἐνὸς μὲν τὴν καταπολέμηση τῆς ἐθνικῆς θρησκείας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
391
Ἡ ἐκκλησιαστική τους πολιτικὴ εἶχε ὡς συνέπεια ὄχι μόνο τὴ συντήρηση, ἀλλὰ καὶ τὴν διεύρυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διασπάσεως μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ συνεχεῖς παρεμβάσεις, αὐθαίρετες ἢ μή, στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ὑπῆρξαν πηγὴ ἐντάσεως στὶς ἀρειανικὲς ἔριδες τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴ νῆσο Σκόπελο ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἀχίλλειο (τιμᾶται 15 Μαΐου, πολιοῦχος τῆς πόλεως Λάρισας), γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἐξόριστους ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες τοῦ Συναξαριστῆ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, ὁ Ἅγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος 325 μ.Χ. μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀχίλλειο. Ὅμως, μολονότι καταδικάσθηκε ὁμόφωνα ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου δὲν ἐξέλιπαν καὶ συνέχισαν νὰ διαδίδουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἐπικράτησε ἐκ νέου μεγάλη ἀναταραχὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, κρίση καὶ κατὰ συνέπεια χωρισμὸς σὲ δυὸ παρατάξεις, κάτι ποὺ ἀνησύχησε ἰδιαίτερα τοὺς δυὸ αὐτοκράτορες Κωνστάντιο καὶ Κώνστα. Τελικὰ οἱ δυὸ αὐτοκράτορες συμφώνησαν νὰ συγκληθεῖ στὴ Σαρδικὴ (Σόφια). Πράγματι, ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε στὴ Σαρδική, τὸ ἔτος 343 μ.Χ. Στὴ Σύνοδο ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Ἅγιος Ρηγίνος, ὁ ὁποῖος ἐξόντωσε ὅλες τὶς αἱρέσεις μὲ τὸ λόγο του καὶ τὴν τόλμη τῆς γνώμης του. Μετὰ τὴ λήξη τῆς Συνόδου ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ἐπέστρεψε στὴ Σκόπελο. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κλυδωνίσθηκε καὶ ταράχθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361-363 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
392
Στὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν ποὺ διέταξε ὁ βασιλέας, ἔφθασε στὴ Σκόπελο ὁ ἔπαρχος τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν Σποράδων. Ἀμέσως κάλεσε τὸν ποιμενάρχη τῆς Σκοπέλου καὶ τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀλλάξει πίστη καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν εἰδωλολατρία. Ὅμως ὁ Ἅγιος περιφρόνησε τὴν ὑπόδειξή του καὶ ἐνέμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ σταθερότητα στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Στὶς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 362 μ.Χ. ὁδηγήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Στὶς προτροπές του νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ὁ Ἅγιος δὲν ἔδωσε καμία ἀπάντηση. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὸ στάδιο τῆς νήσου, ὅπου ὑπέστη καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἀκολούθως στὴ θέση «Παλαὸ Γεφύρι», ὅπου ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν δήμιο ἡ τίμια κεφαλή του. Τὴν νύχτα οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἐνταφίασαν μέσα στὸ δάσος τοῦ ὑπερκείμενου λόφου, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του.
ΡΟΥΦΟΣ, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης (406/7-434) [ἐκ τῶν πατέρων τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου]
393
῾Ο Ροῦφος διαδέχθηκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τὸν ἅγιο ᾿Ανύσιο (βλ. λῆμμα). Σ᾿ αὐτὸν ἀπευθύνονται παπικὲς ἐπιστολές, τὸ περιεχόμενο τῶν ὁποίων ἔχει βαρύνουσα σημασία γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης. Μὲ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ πάπα ᾿Ιννοκεντίου (402417) στὶς 17 ᾿Ιουνίου τοῦ 412, ἱδρύεται τυπικῶς τὸ Βικαριᾆτο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ καθορίζονται τὰ καθήκοντα τοῦ παπικοῦ βικαρίου, δηλαδὴ τοῦ ἑκάστοτε ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης. Πρὸς τὸ Ροῦφο ἀπευθύνονται καὶ δύο σχετικὲς ἐπιστολὲς τοῦ πάπα Βονιφατίου (418-422), διαδόχου τοῦ ᾿Ιννοκεντίου, α) τὸ 419 μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκλογὴ τοῦ ἐπισκόπου Κορίνθου Περιγένους καὶ β) τὸ 422 κατόπιν πληροφοριῶν γιὰ ἐπικείμενη σύγκληση συνόδου γιὰ τὴν ἐπανεξέταση τῆς ἐπισκοπικῆς ἐκλογῆς τοῦ Περιγένους. ῾Ο διάδοχος τοῦ Βονιφατίου, πάπας Κελεστίνος Α¢ (422-432) ἀπέλυσε τὸ ἔτος 424 ἐπιστολὲς σὲ ἐπισκόπους τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες τοὺς σύστηνε ὑποταγὴ στὸν παπικὸ βικάριο, ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ροῦφο, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐκτιμᾆται πὼς ἀποκαλύπτει μία κρίση στὶς σχέσεις μεταξὺ τοῦ παπικοῦ βικαρίου καὶ τῶν ὑποκειμένων σ᾿ αὐτὸν ἐπισκόπων. ῾Ο Ροῦφος ὑπῆρξε παραλήπτης καὶ δεύτερης ἐπιστολῆς τοῦ πάπα Κελεστίνου στὶς 11 Αὐγούστου τοῦ 430, μὲ τὴν ὁποία τοῦ γνωστοποιοῦνταν ἡ σύγκληση συνόδου στὴ Δύση, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ Νεστορίου.῾Ο ἐπίσκοπος Ροῦφος ὑπῆρξε στενὸς φίλος, ὁμόφρων καὶ ὑποστηρικτὴς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας στὸν ἀγώνα του κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Πρὸς αὐτὸν ἀπευθύνονται δύο ἐπιστολὲς τοῦ Κυρίλλου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὰ γνωστὰ δογματικὰ προβλήματα αὐτῆς τῆς περιόδου καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα ποὺ σχετίζονταν μ᾿ αὐτά. ῞Οπως διαφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς πρώτης ἐπιστολῆς, οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς εἶχαν ἐνημερωτικὸ χαρακτήρα, οὕτως ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας (“...ἀνακοινοῦσθαι τῇ σῇ ὁσιότητι, ἵνα μὴ θρῦλοί τινες ἕτερα ἀνθ᾿ ἑτέρων λέγοντες ἐκταράσσουσι τοὺς αὐτόθι θεοσεβεστάτους ἐπισκόπους”). Καὶ οἱ δύο ἐπιστολὲς διακρίνονται γιὰ τὴ θερμότητα τοῦ ὕφους τους καὶ τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς χαρακτηρισμοὺς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριλλος γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ρούφου (“ἐπειδὴ δὲ πάνσοφός τε καὶ παντέλειος ὤν, ἐκέλευσας πεμφθῆναί τινα τῶν ἐμῶν πονηματίων...”).῾Η τακτικὴ ἐνημέρωση τοῦ Ρούφου γιὰ τὴν ἔκβαση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων διαφαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλη ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας πρὸς τὸν ᾿Ιωάννη ᾿Αντιοχείας: “γεγράφασι 394
γὰρ καὶ τὰ ἴσα καὶ πρὸς τὸν θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον Θεσσαλονίκης ῾Ροῦφον, καὶ πρὸς ἑτέρους τινὰς τῶν κατὰ τὴν Μακεδονίαν θεοσεβεῖς ἐπισκόπους, οἳ καὶ ἀεὶ συντρέχουσι ταῖς παρ᾿ αὐτοῦ ψήφοις”. ῾Ωστόσο, γιὰ ἄγνωστη αἰτία δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ συμμετάσχει ὁ Ροῦφος στὶς συνεδρίες τῆς Γ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε τὸ 431 στὴν ῎Εφεσο, γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρέσεις τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τοῦ Πελαγιανισμοῦ. ῾Ως τοποτηρητής του ὑπογράφει ὁ ἐπίσκοπος Φιλίππων Φλαβιανός: “Φλαβιανοῦ Φιλίππων, ἐπέχοντος καὶ τὸν τόπον ῾Ρούφου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου τῆς Θεσσαλονικέων”.Τὸ 434 πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς τὸ ἔτος θανάτου τοῦ ἐπισκόπου Ρούφου, ἀφοῦ τὸ 435 στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης ἔχει ἤδη ἀνέλθει ὁ ᾿Αναστάσιος (βλ. λῆμμα). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ᾿Αγγελόπουλος, ᾿Α., ῾Η ᾿Εκκλησία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 97, 99, 102, 149. ᾿Ατέσης, Β., ᾿Επισκοπικοὶ Κατάλογοι τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, ᾿Αθῆναι 1975, σ. 79. Θεοχαρίδης, Γ., ῾Ιστορία τῆς Μακεδονίας κατὰ τοὺς Μέσους Χρόνους (285-1354), [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 55], Θεσσαλονίκη 1980, σ. 93, σημ. 1, 109, 112, 113, 115. Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Επιστολὲς 42 καὶ 43, PG 77, 221A-224C. Κωνσταντακοπούλου, Α., ῾Ιστορικὴ Γεωγραφία τῆς Μακεδονίας (4ος-6ος αἰ.), [Διδ. διατριβή], Γιάννενα 1984, σσ. 147-148. Lequien, M., Oriens Christianus in quatuor Patriarchatus digestus, τ. ΙΙ, Parisiis 1740, στ. 33. Mansi IV, 567ἑ. Petit, L., "Les évêques de Thessalonique", EO 4 (1900-1901) 141-142 ἀρ. Χ.
Οσίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας
14 Ιανουαρίου
395
Ο Άγιος Σάββας ήταν υιός του ηγεμόνος της Σερβίας Στεφάνου Α΄ Νεμάνια (στις βυζαντινές πηγές Νεεμάν ) και της πριγκίπισσας Άννας. Το λαϊκό του όνομα ήταν Ρέσκο . Η ίδρυση και η οργάνωση του πρώτου Σερβικού κράτους από το μέγα ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1167-1169), τον πατέρα του Αγίου, είχε ως αποτέλεσμα την συνένωση όλων σχεδόν των Σέρβων σε ενιαίο και ανεξάρτητο από τη βυζαντινή κυριαρχία κράτος με επίκεντρο τη Ρασκία . Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ισαάκιος Β΄Αγγελος (1185-1195) συνήψε, το έτος 1190, ειρήνη με το ζουπάνο των Σέρβων. Η ίδρυση του κράτους ανέδειξε την ανάγκη αναδιοργανώσεως και της Εκκλησίας της Σερβίας, η οποία υπέφερε από την ανεξέλεγκτη δράση των αιρετικών Βογομίλων . Σύμφωνα προς τις ιστορικές ειδήσεις, αν και η παγίωση του χριστιανικού βίου στους Σέρβους ήταν αναντίρρητη, η έλλειψη ενιαίας εκκλησιαστικής οργάνωσης παρέτεινε τη σύγχυση δικαιοδοσιών και διευκόλυνε την δράση των αιρετικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υιός του ζουπάνου των Σέρβων Στεφάνου αποσύρθηκε σε ηλικία μόλις δέκα έξι ετών στο Άγιο Όρος. Εκάρη μοναχός στη μονή Βατοπεδίου και έλαβε το όνομα Σάββας. Αργότερα, περί το 1195, ίδρυσε μαζί με τον πατέρα του Στέφανο, που έγινε μοναχός και ονομάσθηκε Συμεών († 13 Φεβρουαρίου), τη μονή Χιλανδαρίου με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ του Αγγέλου (1195-1203). Στο θρόνο της Σερβίας ανήλθε ο νέος ηγεμόνας Στέφανος ο Πρωτοστεφής (1195-1228), υιός του μοναχού πλέον Συμεών, που είχε νυμφευθεί την Ευδοκία, θυγατέρα του βυζαντινού αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ του Αγγέλου (1195-1203). Ο Άγιος Σάββας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη και το 1204 επέστρεψε στη Σερβία, όπου ασχολήθηκε με την ειρήνευση, τον φωτισμό και την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας. Κατά την περίοδο αυτή ο Άγιος συνειδητοποίησε πληρέστερα τις ανάγκες της Εκκλησίας, αφού ο αδελφός του Στέφανος δέχθηκε αυθαίρετα το στέμμα του κράλη της Σερβίας από τον Πάπα Ονώριο Γ΄(1216-1227) . Όταν επέστρεψε στο Άγιο Όρος, μελέτησε το θέμα της διοικητικής ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Σερβίας. Το 1219 μετέβη στη Νίκαια και παρουσίασε τις σκέψεις του στον αυτοκράτορα Θεόδωρο Α΄ τον Λάσκαρη (1204-1222) 396
και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Α΄ Σαραντηνό (1217-1222). Οι προτάσεις του έγιναν δεκτές αλλά ο αυτοκράτορας επέμενε στην χειροτονία του Αγίου Σάββα ως Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Σερβίας αντί του προταθέντος προσώπου της συνοδείας του Αγίου. Πράγματι, ο Άγιος χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Σερβίας υπό του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Α΄ μετά τη συνοδική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Σερβίας. Σ' αυτήν την ενέργεια αντέδρασε ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματηνός, που αμφισβήτησε όχι μόνο την κανονικότητα της χειροτονίας του Αγίου Σάββα, αλλά και τα κανονικά δίκαια του Πατριαρχείου και της βασιλικής αυθεντίας. Ο Άγιος Σάββας, αφού εργάσθηκε κατά Θεό, εκοιμήθηκε με ειρήνη στο Τύρνοβο το 1236. Το ιερό του λείψανο βρέθηκε άφθορο, αλλά κάηκε το 1594 από το Σινάν πασά στο Βελιγράδι. Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Ιανουαρίου, σελ. 174-177.
397
Ο Βίος και το Μαρτύριον του Αγίου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ
Η παιδική και εφηβική ζωή του Σεραφείμ.
Μια από τας μεγάλας και αγίας μορφάς των Ελλήνων Νεομαρτύρων της Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας είναι και η ιερά φυσιογνωμία του ιερομάρτυρος Σεραφείμ, Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, του Θαυματουργού. Τα Άγραφα δεν ανέδειξαν μόνον "αρματωλούς και κλέφτες" αλλά και μάρτυρας και Αγίους, μεταξύ δε αυτών των ηρώων και μαρτύρων της Πίστεως και της Πατρίδος τήν πρώτην θέσιν κατέχει ο Άγιος Σεραφείμ. Ούτος κατήγετο από εν χωριόν του τεως Δήμου Νεβροπόλεως, τήν Μπεζιούλαν, η οποία κείται παρά τους πρόποδας των Αγράφων και απέχει της Καρδίτσης 42 χιλιόμετρα, έφερε δε τελευταίως το όνομα "Άγιος Σεραφείμ" το οποίον δυστυχώς ήλλαξαν. Σώζονται ακόμη και δεικνύονται τα ερείπια της οικίας του, εκεί ένθα ακριβώς ο πρώην Ηγούμενος της Ι. Μονής Κορώνης μακαριστός Ιερομόναχος Ιάκωβος Κουτρούμπας έκτισεν εικονοστάσιον πρός τιμήν του Αγίου. Πότε ακριβώς εγεννήθη ο Σεραφείμ δεν γνωρίζομεν, πάντως κατά τα μέσα περίπου του ΙΣΤ' μ.Χ. αιώνος το κατά κόσμον ονοματεπώνυμόν του ήτο Σωτήριος Αθανασίου. Οι γονείς του, Σωφρόνιος και Μαρία, ευσεβείς και ενάρετοι χριστιανοί, προσεπάθησαν να αναθρέψουν τον μικρόν Σεραφείμ "εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου" (Εφεσ. στ'4). Χωρίς να γνωρίζουν πολλά γράμματα, έζων συμφώνως με το θέλημα του Θεού και με το καλόν των παράδειγμα έκαμαν το παιδί των ν' αγαπήση με όλην την νεανικήν του φλόγα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Τον εδίδαξαν να μην αγαπά τα πλούτη, να μη ζητή την φθαρτήν δόξαν, ούτε να υποχωρή εις τας ταπεινάς και αμαρτωλάς ηδονάς και απολαύσεις του κόσμου τούτου.
398
Ο μικρός Σεραφείμ μετά προσοχής ήκουε τας συμβουλάς των γονέων του, τους εσέβετο και τους ηγάπα πολύ. Επίσης ήτο υπάκουος και εις τους μεγαλυτέρους του χωριού και πρόθυμος να κάμνη διάφορα θελήματα αυτών. Ιδιαιτέρως εσέβετο τους ιερείς του χωριού του. Εμαθήτευσε το πρώτον εις το σχολείον της μικράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, έξω από το χωρίον του, ανεδείχθη τύπος και υπόδειγμα επιμελούς μαθητού. Εδιδάχθη τα Ιερά Γράμματα, το Ψαλτήριον, την Οκτώηχον και τον Απόστολον. Προ πάντων ηυχαριστείτο την μελέτην των Αγίων Γραφών και ιδιαιτέρως εμελέτα το βιβλίον των βιβλίων, το βιβλίον της ζωής, το Άγιον και Ιερόν Ευαγγέλιον. Ηρέσκετο ακόμη να εντρυφά εις τους βίους των Αγίων της Εκκλησίας και προσεπάθει να μιμήται το παράδειγμα εκείνων. Είχεν εκκλησιαστικόν φρόνημα και η ψυχή του έρρεπε προς τον ησυχαστικόν βίον. Επεθύμει με άλλους λόγους, ν' απαρνηθή τον εαυτόν του, να άρη τον σταυρόν και να ακολουθήση τον Χριστον. Αυτός ο πόθος έκαιε την καρδίαν του. Τον πόθον του και τον ζήλον εκείνον ανεπτέρωνεν η Ιερά Μονή της Κυρίας Θεοτόκου ή της Κρυεράς Πηγής των Αγράφων, όπως άλλως ελέγετο η Ιερά Μονή Κορώνης τότε. Αυτή δεν απείχε πολύ από την Μπεζούλαν. Δι' αυτό αι τακτικαί επισκέψεις των Μοναχών, αι συνομιλίαι αυτού μαζί των και προ παντός το καλόν παράδειγμα αυτών ηλέκτριζον τον φλογερόν Σεραφείμ και τον προπαρασκεύαζον να δοξάση μίαν ημέραν τον Χριστόν. Ο Άγιος σταυρώνεται και βάζεται επάνω του μέγας λίθος και κόπτεται η μύτη του.
399
Ο Σεραφείμ Μοναχός, Ηγούμενος της
Μονής Κορώνας και Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου. Όταν ο Σεραφείμ ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν, οι ευγενείς του πόθοι και τα παιδικά του όνειρα ήρχισαν να πραγματοποιούνται. Λαμβάνει οριστικώς πλέον την μεγάλην απόφασιν, να αρνηθή τον κόσμον και τα του κόσμου όλα. Αφήνει λοιπόν το χωρίον του, αποχαιρετά τους ιδικούς του και αποφασίζει να επισκεφθή τας Ιεράς Μονάς των Αγράφων. Τέλος φθάνει και εις το Μοναστήρι της Κορώνης. Εκεί είδεν ότι αυτό ήτο ένα άξιον Πνευματικόν εργαστήριον, όπου η εργασία, τα Γράμματα και η αρετή έλαμπον. Ταύτα ηλέκτρισαν την ψυχήν του και έμεινε πλέον εκεί, αφού ενεδύθη το αγγελικόν σχήμα και ετάχθη εις τον χόρον των Μοναχών. Ηγάπα την αγρυπνίαν, την νηστείαν, τα δάκρυα, τας ευχάς και ψαλμωδίας, και των Γραφών την μελέτην. Προ πάντων διεκρίθη δια την αγάπην προς τους Μοναχούς και την τελείαν υποταγήν εις τον Ηγούμενον. Όταν ήκουε το σήμαντρον, ως η έλαφος έτρεχεν εις τον Ναόν, όπου προσηύχετο και έψαλλε, δεν εξήρχετο δε απ' εκεί, πριν γίνη η απόλυσις. Ούτω κατώρθωσε να ξεπεράση όλους εις την αρετήν και ν' αποσπάση την αγάπην και την εκτίμησιν πάντων των αδελφών της Ιεράς Μονής.
400
Δι' αυτό με κοινήν ψήφον και απόφασιν, αφού διήλθε τους κατωτέρους βαθμούς της Ιερωσύνης γενόμενος Αναγνώστης και Υποδιάκονος, εχειροτονήθη Διάκονος κατά τους Ιερούς της Εκκλησίας Κανόνας. Όταν διήλθε τα υπό των Ιερών Κανόνων εις τον βαθμόν του Διακόνου έτη, εγένετο Ιερεύς και μετά Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κορώνης. Επί της ηγουμενίας του αι Μοναχικαί αρεταί ως λαμπάδες έκαιον ακαταπαύστως και η καθαρά προσευχή, ως θυμίαμα εύοσμον ενώπιον του θρόνου του Θεού, κατηυθύνετο προς τον Ουρανόν. Οι προσκυνηταί με τα τόσα δεινοπαθήματα, τα οποία υφίστατο εκ μέρους των Τούρκων, εύρισκαν εκεί τον ασφαλή λιμένα και ήρχοντο δια να αντλήσουν δύναμιν, θάρρος και παρηγορίαν. Τα δε σκλαβόπουλα εις τον νάρθηκα της Ιεράς Μονής πολλάκις ήκουον λόγια του Αγίου, παρόμοια με τα λόγια του ποιητού: «...Μη σκιάζεστε στα σκότη: η λευτεριά σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρη» (Ι. Πολέμης) Η φήμη του Σεραφείμ ως Ηγουμένου υπερέβη τα στενά όρια της Κρυεράς Πηγής των Αγράφων. Δι΄αυτό όταν μετ΄ολίγον απέθανεν ο Επίσκοπος Καπού(ας)-Φαναρίου Λαυρέντιος, κατόπιν πολλής σκέψεως, εξελέγη παμψηφεί Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου ο αξιάγαστος Σεραφείμ. Ούτος ως λύχνος φωτεινός ετέθη επί την λυχνίαν, ίνα φωτίση όλους τους υπ΄αυτόν πιστούς. Δεν εποίμανεν επί πολλά έτη το ποίμνιόν του, ανεδείχθη όμως πράγματι ο ποιμήν ο καλός, ο οποίος, όπως είπεν ο Κύριος, την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων (Ιωάν. ε΄11). Η πίστις προς τον Χριστόν, η αφοσίωσις προς την Εκκλησία, η αγάπη προς την Πατρίδα, την ωραιοτέραν πατρίδα του κόσμου, την Ελλάδα, και αι λοιπαί αρεταί του Αγίου εκκίνησαν τον ζήλον και τον φθόνον των Τούρκων. Ούτοι εζήτουν αφορμήν, δια να φονεύσουν τον δίκαιον κατά το Γραφικόν: "ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον αφ΄ημων, ότι δύσχρηστος ημίν εστίν" (Σοφία Σολομ. β΄12). Αφορμήν έλαβον εκ του Επισκόπου Λαρίσης (Τρίκκης) Διονυσίου του Φιλοσόφου.
401
Ούτος, ως ελέχθη ανωτέρω, βλέπων τας πιέσεις και τα δεινά, τα οποία καθ΄εκάστην υφίσταντο οι υπόδουλοι Έλληνες υπό των Τούρκων και συγκρίνων την ζωήν των Χριστιανών της Ευρώπης, ήγειρεν εις επανάστασιν, το φθινόπωρον του 1600, τους Έλληνας της Δυτικής Θεσσαλίας, έχων ως ορμητήριον τα Τρίκαλα. Η επανάστασις εκείνη απέτυχεν, αλλά μεταξύ των άλλων κακών επέφερε και τον μαρτυρικόν θάνατον του Αρχιεπισκόπου Φαναρίου.
Ο Άγιος ξέεται τας σάρκας και χολήν μετά κονιορτού ποτίζεται. Το Μαρτύριον του Αγίου. Το μαρτύριον του Ιερομάρτυρος Σεραφείμ διήρκεσεν επί δύο ημέρας, την 3ην και την 4ην Δεκεμβρίου του έτους 1601. 3η Δεκεμβρίου: Καθ΄ον χρόνον εξερράγη το επαναστατικόν κίνημα του Διονυσίου, ο Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου Σεραφείμ απουσίαζεν εις περιοδείαν ανά τα χωρία των Αγράφων κηρύττων τον Εσταυρωμένον Ιησούν και ενισχύων και νουθετών τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του. Κατά τον ωρισμένον καιρόν ο Άγιος επέστρεψεν εις το Φανάριον φέρων μαζί του διάφορα δώρα (πεσκέσια) προς τας Τουρκικάς Αρχάς, κατά την συνήθειαν. Οι ασεβείς Τούρκοι αγάδες μόλις είδον τον Άγιον ήρχισαν να λέγουν: "Κι αυτός με τον Διονύσιο ήταν και τώρα πως τόλμησε κι ήρθε μπροστά μας;" Ο σεβάσμιος Σεραφείμ, επειδή ήτο τελείως αθώος, μόλις ήκουσε τα λόγια αυτά ηρώτησε: ""Περί τίνος λέγετε ταύτα;" και εκείνοι με θυμόν απήντησαν: "Για σένα, αποστάτη και προδότη...τώρα θα λάβεις και συ εκείνο που σου αξίζει εκτός κι αν αλλάξεις την πίστη σου και γίνεις Τούρκος. Τότε θα σε συγχωρήσουμε και θα σε τιμήσουμε κιόλας".
402
Ο Άγιος, του οποίου την ψυχήν διακατείχεν ο πόθος προς το μαρτύριον, ουδόλως δειλίασεν, αλλά με θάρρος ηρνήθη ότι συμμετέσχεν εις το κίνημα του Διονυσίου ούτε εδελεάσθη από τας επιγείους τιμάς: "Κατ΄ουδένα τρόπον θα αρνηθώ τον Χριστόν μου. Την ιδικήν σας τιμήν ούτε να ακούσω θέλω." Ταύτα όταν ήκουσαν οι Τούρκοι, ώρμησαν κατά του Αγίου και με βίαν οι ασεβείς και απάνθρωποι ωδήγησαν τον αθώον Ιεράρχην εις τον τότε Διοικητήν του Φαναρίου Χαμουζάμπεην εφώναζον δε συκοφαντούντες τον δίκαιον και λέγοντες: "Κι΄αυτός συμμορίτης είναι και συνεργαζόταν με τον καταραμένο Διονύσιο. Εχθρός και φοβερός αντίπαλος μας. Θάνατος στον προδότην." Ο Τούρκος Διοικητής ακούσας ταύτα, εκάλεσε τον Αρχιεπίσκοπον και προσεπάθει να πείση αυτόν ν΄αρνηθή την πίστιν του, υποσχόμενος συγχρόνως πολλάς τιμάς: "Σεραφείμ, εσύ είσαι έξυπνος άνθρωπος. Απορώ, πως τόπαθες και συμφώνησες με τον ανόητο εκείνο Διονύσιο και δεν σκέφθηκες, πως το κίνημα σας ήταν αδύνατο να επικρατήσει, αλλά θα στοίχιζε το κεφάλι σας. Να, πιάστηκες και κινδυνεύεις να τιμωρηθείς παραδειγματικά με φρικτό θάνατο. Το καλό που σου θέλω να γίνεις Τούρκος αν θέλεις να σου χαρίσουμε το κεφάλι ακόμα και μεγάλη θέση σου δίνομε και πλούτη και δόξα σου εξασφαλίζομε."
403
Ο Δεσπότης παρακολουθεί μετά προσοχής τα λόγια του Διοικητού, ενώ παραλλήλως διατηρεί ζωηρώς εις τον νουν τους λόγους εκείνους του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος έγραφε προς τον Τιμόθεον: "Την καλήν παρακαταθήκην φύλαξον δια Πνεύματος Αγίου του ενοικούντος εν ημίν" (Β΄Τιμ. α΄14). Δεν δειλιάζει λοιπόν ούτε πτοείται ενώπιον του Χαμουζάμπεη, αλλ΄απαντά συντόμως και σταθερώς: "Από τον Ιησούν Χριστόν δεν θ΄αποχωρισθώ ποτέ. Αντιθέτως μετά χαράς και ευφροσύνης θα δεχθώ τον θάνατον χίλιες φορές δια το όνομα Του το Άγιον. Δι΄αυτό σφάξε, κόψε, κάμε ότι σου λέγει ο νόμος." Δεν προφθάνει η γλυκεία μορφή του Σεραφείμ να τελειώση τους λόγους τούτους και η αιμοβόρος ψυχή του αδίκου εκείνου κριτού προστάζει να τον δείρουν και να του κόψουν την μύτην εις λεπτά τεμάχια. Και τα δυο αυτά μαρτύρια με την βοήθειαν Σωτήρος Χριστού υπομένει ο Άγιος όχι απλώς αγογγύστως, αλλ΄ ευχαριστών και ευλογών τον θεόν. Η μαύρη ψυχή του Τούρκου Διοικητού δεν ικανοποιείται. Εκδίδει λοιπόν νέαν διαταγήν: "Ρίξτε τον στο μπουντρούμι μωρέ κι αφήστε τον εκεί χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, ίσως και αλλάξει γνώμη." Εις μάτην όμως ο Χαμουζάμπεης ελπίζει. Τοιούτον ήτο αδύνατον να γίνη, διότι οι Έλληνες Ιεράρχαι γνωρίζουν διατί πεθαίνουν. Όλην την νύκτα εκείνην της 3ης Δεκεμβρίου ο Άγιος προσηύχετο ζητών απο τον Θεόν να τον ενισχύση εις το μαρτύριον και έλεγε γονυπετής: "Μεσίτευσον, Δέσποινα, προς τον Υιόν Σου".
404
4η Δεκεμβρίου: Την άλλην ημέραν ο Χαμουζάμπεης, αφού εκάθισε και πάλιν επί του δικαστικού θρόνου, εκάλεσε τον Σεραφείμ εκ νέου, δια να τον συμβουλεύση, ως φίλος του δήθεν τώρα: "Έ, Σεραφείμ. Πιστεύω να σωφρονίσθηκες μεσ΄ στην φυλακή. Έλα, λυπήσου τα γηρατιά σου και πίστευσε στο Μεγάλο Προφήτη". Ο Άγιος με φαιδρόν πρόσωπον ιστάμενος αρνείται να υπακούση εις τας ασεβείς συμβουλάς του Χαμουζάμπεη και να πιστεύση εις τον ψευδοπροφήτην και ασεβή Μωάμεθ. Πριν πάλι τελειώση τους λόγους του ο Σεραφείμ, προστάζει ο Διοικητής να δαρή διά μίαν ακόμη φοράν, αλλά τώρα σφοδρότερον και επί πλέον προσθέτει: "τανύστε του τα χέρια και πόδια και βάλτε στην κοιλιά του μια μεγάλη πέτρα, χωρίς καμμία λύπη κατακόψτε και ξεσχίστε τις σάρκες του". Εν συνέχεια ο Άγιος υφίσταται αγογγύστως όλα τα ανωτέρω μαρτύρια και ως ήτο φυσικον, κατόπιν της φοβεράς αιμορραγίας διψά, αλλά, καθ΄ον τρόπον εδίψησεν ο Κύριος και "έδωκαν εις την δίψαν αυτού χολήν και όξος", τοιουτοτρόπως και τώρα ποτίζουν τον βαρέως τραυματισμένον Αρχιεπίσκοπον λασπώδες ύδωρ μετά χολής αναμεμειγμένον. Τούτο ο Ιερομάρτυς Σεραφείμ εδέχθη με μεγάλην χαράν, διότι του υπενθύμιζε το όξος και την χολήν των σταυρωτών του Κυρίου, τον Οποίον ηξιώθη να μιμηθή. Αλλά η χαρά εκείνη εξώργισεν ακόμη περισσότερον τον Διοικητήν, όστις δια μίαν στιγμήν αισθάνεται "το αίμα του να ανεβαίνη εις το κεφάλι" όπως συνήθως λέγομεν, και ιδού δίδει την τελευταίαν του εγκληματικήν διαταγήν: "Σουβλίστε τον" λέγει. Δέσμιος πλέον ως "πρόβατον επί σφαγήν" οδηγείται ο αθώος Ιεράρχης εις την τότε αγοράν του Φαναρίου και πλησίον μιας κυπαρίσσου όπου τώρα ίσταται μεγαλοπρεπής ο Ναός του Αγίου, δια να υποστή τον φρικωδέστερον πάσης περιγραφής μαρτυρικόν θάνατον. Καθ΄ον χρόνον ο πράος Σεραφείμ εφέρετο εις τον τόπον του μαρτυρίου, μια Αράπισσα "μελανωτέρα εις την ψυχήν παρά εις το σώμα", όπως χαρακτηριστικώς γράφει ο συγγραφεύς του Μαρτυρολογίου, εστηρίζετο εις ένα τοίχον, πλησίον και επάνω από την βρύσιν "Λουτρόν".
405
Μόλις είδε τον Άγιον, ήρχισε να υβρίζη αυτόν με αισχράς και ατίμους φράσεις. Ο Ιερομάρτυς όμως μιμούμενος και εις το σημείον τούτο τον Μεγαλομάρτυρα του Γολγοθά, όστις και υπέρ των σταυρωτών Του ηύχετο λέγων: "Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι" (Λουκ. κγ΄ 34), κατάραν μεν ουδεμίαν είπε κατά της ασεβούς και απίστου εκείνης γυναικός, απλώς μόνον έν βλέμμα οίκτου έρριξεν επάνω της και -ώ, του θαύματος-εστράφη αμέσως η κεφαλή της προς τα οπίσω έμεινε δε εις την κατάστασιν αυτήν επί 15 ολόκληρα έτη. Ολίγα λεπτά της ώρας χωρίζουν τον Ιερομάρτυρα από το φρικτόν του σουβλισμού μαρτύριον. Δι αυτό θερμότερον προσεύχεται. Όταν έφθασεν εις τον τόπον της εκτελέσεως ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, αμέσως εσουβλίσθη παρά των ασπλάγχνων και σκληρών Τούρκων, την 4ην Δεκεμβρίου του 1600 και κατά το Εκκλ. Ημερολόγιον το έτος 1601 αφού παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις τας χείρας του Θεού, ενώ το πρόσωπον του έλαβεν όψιν μεγαλειώδη και αιγλοβολούσαν. Ο Τούρκος Διοικητής ηθέλησε και με το νεκρόν σώμα του Σεραφείμ να τρομοκρατήση τους χριστιανούς δι΄αυτό διέταξε να μείνη πολλάς ημέρας επί του ξύλου. Αλλά "όπου θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις." Το σώμα εκείνο δεν έπαθε τίποτε, ως πάσχουν τα νεκρά σώματα, ούτε εξογκώθη δηλαδή, ούτε δυσοσμίαν τινά εξέπεμπεν, όλως τουναντίον διετήρησε την φυσικήν του δροσερότητα και απέπνεεν ευωδίαν, ήτις εκκίνει τον θαυμασμόν όλων των διαβατών, οι οποίοι διήρχοντο απ΄εκεί, οι δε Χριστιανοί έχαιρον και εδόξαζον τον Θεόν δια το γεγονός. Εν μόνον τους ελύπησε, το ότι δεν επέτρεπαν εις αυτούς να λάβουν το πολυβασανισμένον εκείνο σώμα και να το θάψουν, διότι ο Χαμουζάμπεης ετοποθέτησε σκοπούς ημέραν και νύκτα, δια να φυλάττουν αυτό. Μετά τινας ημέρας όμως απεκόπη η μακαρία κεφαλή κατά διαταγήν του Διοικητού και εστάλη εις Τρίκαλα μαζι με τας κεφαλάς τριών άλλων επαναστατών. Εκεί και εν τω μέσω της πλατείας της πόλεως εστήθησαν αι κεφαλαί εις κοντάρια με μέτωπον προς δυσμάς. Αλλ΄ ενώ αι κεφαλαί όλων των άλλων έμειναν ακίνητοι, η κεφαλή του Αγίου Σεραφείμ ευρέθη την πρωίαν εστραμμένη προς Ανατολάς και έκτοτε επί ημέρας επανελαμβάνετο το θαυμαστόν εκείνο φαινόμενον.
406
Κατά Θείαν οικονομίαν τας ημέρας εκείνας ευρέθη εις Τρίκαλα ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Δουσίκου, όστις, ιδών οφθαλμοφανώς το θαύμα, απεφάσισε να εξεύρη τρόπον και να λάβη εις ο Μοναστήριον την ευλογημένην εκείνην Κεφαλήν, διά να την έχη ως θησαυρόν πολύτιμον. Το σώμα του Αγίου δεν ευρέθη και ερρίφθη, τις οίδε που, κάτωθεν του Βυζαντινού Φρουρίου του Φαναρίου, ως θέλει η παράδοσις των Φαναριωτών. Πολλάκις μερικά αγνά Φαναριοτόπουλα προ πολλών ετών έβλεπον επί συνεχή έτη, όπως μου διηγούντο μερικοί συμπατριώται, κατά την νύκτα της 3ης προς την 4ην Δεκεμβρίου (ότε εορτάζεται ο Άγιος) φωτεινήν στήλην εξ ουρανού να φθάνη εις τον τόπον πλησίον του τζαμίου κάτωθεν και βορείως του φρουρίου, αλλ΄όταν ήρχοντο εκεί, το φως εγίνετο άφαντον. Πριν τεθούν τα θεμέλια του Ναού, έγιναν ανασκαφαί πλησίον του χώρου εκείνου, δια να εύρουν το μαρτυρικόν του Αγίου σώμα, δυστυχώς όμως δεν ευρέθη, όπως και τόσων άλλων μαρτύρων τα σώματα δεν ευρέθησαν (κρίμασιν οις Κύριος οίδεν). Αφού λοιπόν δεν εσώθη το Άγιον του Σεραφείμ σώμα, έπρεπε τουλάχιστον να σωθή η Αγία του Κεφαλή. Και ιδού ο καλός Θεός παρουσίασεν εις τον Ηγούμενον Δουσίκου Αλβανόν τινα χριστιανόν, εις τον οποίον ούτος υπεσχέθη 50 γρόσια, δια να εύρη τρόπον και λάβη την θαυματουργόν Κεφαλήν του Αγίου. Πράγματι την νύκτα εκείνην παραφυλάξας μέχρι πρωίας, και περί τα εξημερώματα, όταν είδε τους φύλακας να παραδίδωνται εις τον ύπνον, ήλθεν όσον ηδύνατο άνευ θορύβου. Αφήρεσε την κεφαλήν του Αγίου, αλλ΄επειδή αφ΄ενός μεν εβιάσθη ,αφ΄ετέρου δε εφοβήθη, αφήκε το ξύλον και έπεσεν. Ούτως ηκούσθη κρότος, όστις και εξύπνησε τους φύλακας, οι οποίοι αντιληφθέντες το γεγονός, έτρεξαν δια να συλλάβουν τον Αλβανόν χριστιανόν.
407
Αλλ΄εκείνος αφ΄ενός υπό ζήλου κινούμενος αφ΄ετέρου δε αποβλέπων και εις τα χρήματα, αφού ήρπασεν από τας τρίχας την Αγίαν Κεφαλήν έρριψεν αυτήν εις τους ώμους του και έτρεχε δρομαίως, ενώ όπισθεν του ηκολούθουν κατεντροπιασμένοι οι φύλακες. Όταν έφθασεν εις την γέφυραν του Πηνειού, τον "Καραβόπορον", βλέπων τους Γενιτσάρους να πλησιάζουν και μη επιθυμών η Ιερά Κεφαλή να πέση πάλιν εις τας χείρας των απίστων, ρίπτει αυτήν εις τον ποταμόν εξαναγκάσας τους στρατιώτας να επιστρέψουν άπρακτοι εις τας θέσεις των.
Ο Άγιος σουβλίζεται. Ανεύρεσις και ανακομιδή της Ιεράς Κεφαλής του Σεραφείμ.
408
Κάτω από την γέφυραν δύο ψαράδες έχουν τοποθετήσει από την μίαν έως την άλλην όχθην όρθια δίκτυα (βρόχια) δια να συλλαμβάνουν ψάρια. Πιθανώς να παρηκολούθησαν αμφότεροι την σκηνήν του Αλβανού, τον οποίον κατεδίωκον οι Τούρκοι και να είδαν αυτόν να ρίπτη εις τον ποταμόν την Ιεράν του Σεραφείμ Κεφαλήν. Το βράδυ ο εις έφυγε δια την οικίαν του εις Τρίκαλα και έμεινεν ο άλλος δια να φυλάξη τα δίκτυα. Αλλά -περίεργον φαινόμενον- ενώ εκάθητο, αίφνης είδεν εκεί φωτεινήν στήλην να υψώνηται μέχρι του ουρανού και συγχρόνως ήκουσε θαυμαστάς ψαλμωδίας. Το γεγονός τούτο, ως ήτο φυσικόν, προξένησεν εις αυτόν πολύν φόβον και τον αφήκε άυπνον καθ΄όλην την νύκτα εις το κούφωμα ενός δένδρου. Μόλις αντίκρυσε το φως της νέας ημέρας, έτρεξεν εις την πόλιν και έντρομος διηγήθη εις τον σύντροφον του το γεγονός. Την δευτέραν νύκτα παρεφύλαξαν και οι δύο μαζί. Τα μάτια των ήσαν εστραμμένα εις τα δίκτυα και με αγωνίαν ανέμενον να ίδουν, εάν και την εσπέραν αυτήν θα επανελαμβάνετο εκείνου φαινομένου. Δέος τότε και ρίγη συγκινήσεως τους κατέλαβον. Και τώρα με πρωτοφανή λαχτάρα περιμένουν την ανατολήν της νέας ημέρας, η οποία θα διελεύκαινε το μυστήριον. Όταν λοιπόν ήρχισε να ροδίζη η ανατολή, μετά πολλού φόβου πλησιάζουν εις το μέρος εκείνο. Αίφνης ο φόβος φεύγει και διαδέχεται αυτόν η χαρά, διότι ευρίσκουν την τίμιαν Κεφαλήν περιπεπλεγμένην εις τα δίκτυα. Με ευλάβειαν λοιπόν λαμβάνουν αυτήν και την φέρουν εις το Μοναστήριον του Δουσίκου, ενώ ο ευτυχής Ηγούμενος σκιρτά από χαράν και ευχαρίστως δίδει εις αυτούς το υποσχεθέν ποσόν, 50 γρόσια. Επέρασεν από τότε αρκετός καιρός, περί τους έξι μήνες περίπου. Το πράγμα εγνώσθη και εις την Ιεράν Μονήν Κορώνης. Οι Μοναχοί της Μονής έστειλαν αμέσως τον Ηγούμενον με τον προεστόν του Νεοχωρίου Παναγιώτην Κωσκολάν, δια να ζητήσουν από την Ιεράν Μονήν Δουσίκου την Αγίαν Κεφαλήν του Κοινοβιάτου και άλλοτε Ηγουμένου αυτών Αγίου Σεραφείμ.
409
Όταν ήλθον εις Τρίκαλα, κατά θείαν πάλιν οικονομίαν, εύρον τον Μητροπολίτην Λαρίσης Θεωνάν, τον οποίον παρεκάλεσαν να μεσολαβήση. Ούτος ευχαρίστως εδέχθη να λάβη η Ιερά Μονή Κορώνης από την Ιεράν Μονήν Δουσίκου την Ιεράν του Σεραφείμ Κεφαλήν, αφού καταβάλη 50 γρόσια, όσα είχεν εξοδεύσει αύτη δια να την αποκτήση. Τούτο και εγένετο, λαβόντες δε την αγίαν Κεφαλήν μετά χαράς μεγάλης εκόμισαν αυτήν εις την Κορώναν και εκεί την εναπέθεσαν εντός ιερού και καταλλήλου κιβωτίου, ένθα ευρίσκεται μέχρι σήμερον, αλλά μόνον η αγία Κάρα, ουχί δε ολόκληρος η αγία Κεφαλή. Όσοι με πίστιν προσέρχονται και επικαλούνται την βοήθειαν του Αγίου,από παντός είδους νοσήματα απαλλάσσονται. Προ παντός ο Άγιος θεραπεύει και πατάσσει την ολεθρίαν πανώλην, όπως δεικνύει μία εικών του Αγίου, η οποία γράφει τα εξής: "Ο Σεραφειμ πατάσσει εμέ, πανώλην την βροτολοιγόν, φεύ μοι φεύ, πως ορώμαι, υπτία, γυμνή, δυσειδής, κτεινομένη." Τιμαί προς τον Ιερομάρτυρα.Το όνομα του Αγίου Σεραφείμ συγκινεί και συναρπάζει τα πλήθη των Θεσσαλών και κάθε Χριστιανόν των Αγράφων, του Φαναρίου και του νομού Καρδίτσης διότι ούτος ανεδείχθη Μάρτυς της πίστεως και της πατρίδος, υπέρ των οποίων και έπεσε γενναίως. Δικαίως όθεν ανεκηρύχθη Πολιούχος της πόλεως και του Νομού Καρδίτσης και μεγαλοπρεπώς εορτάζεται την 4ην Δεκεμβρίου.
410
Την Κυριακήν των Μυροφόρων γίνεται Πανθεσσαλική λιτανεία και περιφορά των Ιερών Λειψάνων του Αγίου εις Καρδίτσαν, από του 1928, χάρις εις την πρωτοβουλίαν του αειμνήστου Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων κυρού Ιεζεκιήλ. Την ημέραν ταύτην η Εκκλησία της Καρδίτσης επί των ημερών του εστεφάνωσε και τον Εθνομάρτυρα Διονύσιον. Επίσης την τελευταίαν Κυριακήν του Σεπτεμβρίου, από του 1936, θεσπισθείσα πάλιν υπό του ιδίου Μητροπολίτου, γίνεται παρομοία λιτανεία εις τον τόπον του μαρτυρίου εν Φαναρίω. Ωσαύτως ιδιαιτέρως εορτάζει και τιμά τον Άγιον η Ιερά Μονή Κορώνης, εις την οποίαν εχρημάτισεν ως Μοναχός και Ηγούμενος. Κατά παρόμοιον τρόπον και πέραν των Θεσσαλικών ορίων τιμάται ο Άγιος, όπως εις τας επαρχίας Ευρυτανίας, Βάλτου κ.λ.π. Εκτός του περικαλλούς Βυζαντινού Ναού του Αγίου Σεραφείμ εις Φανάριον, υπάρχουν επ΄ ονόματι του παρεκλήσια εν Ρεντίνη Καρδίτσης ημικατεστραμμένον και εν Γούρα Αλμυρού με επιγραφήν 1802. Επί πλέον εις Καρδίτσαν ανηγέρθη επί Ιταλο-Γερμανικής Κατοχής ως Μετόχιον της Ιεράς Μονής της Κορώνης έτερος μικρός Ναός επ΄ ονόματι του Αγίου Σεραφείμ, πρωτοβουλία του Καθηγουμένου της ως άνω Ι. Μονής μακαριστού Ιερομονάχου Ιακώβου Κουτρούμπα και ευλογία του τότε αοιδίμου Μητροπολίτου. Ωσαύτως δεικνύονται τα ερείπια των Μητροπολιτικών μεγάρων του Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου εις Φανάριον, απένατι του Ιερού Ναού του Προδρόμου, όντος επί των ημερών του Μητροπολιτικού Ναού,ως θέλει η παράδοσις και εις Νεοχώριον.Την Ακολουθίαν του Αγίου συνέθεσε το 1640 ο συντοπίτης αυτου Ιερομόναχος Αναστάσιος ο Γόρδιος, φημισμένος Θεολόγος της εποχής του, σπουδάσας εν Ευρώπη. Της Ακολουθίας ταύτης ήδη εκυκλοφόρησε μέχρι σήμερον μετά πολλών προσθηκών η ενάτη έκδοσις. Εις πολλούς Ναούς όχι μόνον της Θεσσαλίας,ως εις τοιχογραφίαν του Νάρθηκος του εν Άνω Βόλω Ναού της Επισκοπής,αλλά και άλλων περιοχών υπάρχουν εικόνες του Αγίου ως αφιερώματα. Ούτω εν Θεσσαλονίκη π.χ. η εικών του Αγίου Σεραφείμ φυλάσσεται εις τους Ι.Ναούς του Αγίου Μηνά και της Γοργοεπηκόου (Παναγούδας). Επίσης και εις το Άγιον Όρος.
411
Ο Ιερομάρτυς Σεραφείμ,όχι μόνον εις της ιστορίαν της Εκκλησίας και του Έθνους κατέχει εξέχουσαν θέσιν, αλλά και υπό των χριστιανών δοξάζεται και εκ μέρους του Θεού είναι ευλογημένος. Όντως "μνήμη δικαίου μετ΄ εγκωμίων και ευλογία Κυρίου επί κεφαλήν αυτού", καθώς λέγει η Γραφή (Παροιμ.ι΄8). Δίκαιος και ευλογημένος υπήρξε μετά των άλλων Πολιούχων Θεσσαλών Αγίων Αχιλλείου και Βησσαρίωνος και ο Άγιος Σεραφείμ δικαίως δε προβάλλεται πάντοτε ως στέμμα και στέφανος προ μίμησιν πάντων ημών, λαικών και κληρικών. Υπήρξε πρότυπον Χριστιανού, Μοναχού, Ηγουμένου και Ιεράρχου. Διεκρίθη δια την σταθεράν του πίστην προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και παραδίδων την αγίαν του ψυχήν ηδύνατο να επαναλάβη μετά του Αποστόλου της Ελλάδος Παύλου: "Τον αγώνα γον καλον ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστην τετήρηκα" (Β΄Τιμοθ. δ΄7). Προβάλλεται ακόμη προς μίμησιν δια την υπακοήν προς τους γονείς του, τον Ηγούμενον και ιδιαιτέρως προς τον Χριστόν. Η καλυτέρα τιμή προς τους αγίους είναι ή μίμησις των αρετών αυτών, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καλούμεθα λοιπόν και ημείς να μιμηθώμεν την υπακοήν του Αγίου Σεραφείμ διότι κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η υπακοή είναι ζωή, ενώ η ανυπακοή είναι θάνατος. Εάν λοιπόν θέλωμεν να είμεθα πραγματικοί στρατιώται του Βασιλέως Χριστού, είναι ανάγκη να έχωμεν πειθαρχίαν και υπακοήν απόλυτον. Πρέπει να παραδοθώμεν άνευ όρων εις Αυτόν. Τούτο είναι, όχι μόνον καθήκον, αλλά και συμφέρον μας. Εάν υπακούωμεν εις τον Θεόν και τηρώμεν τας εντολάς Αυτού, θα έχωμεν την ευλογίαν Του εις κάθε μας έργον. "Εάν θελήσετε και εισακούσητε μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε", λέγει το Πνεύμα Θεού. Αντιθέτως δε, "εάν μη θέλητε, μηδε εισακούσητε μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται", προσθέτει (Ησαίου α΄19-20). Διατί πολλάκις, ενώ σπείρομεν, δεν θερίζομεν; Διατί, αφού εργαζόμεθα, δεν απολαμβάνομεν; Διατί ακόμη υποφέρομεν και ως άτομα και ως κοινωνία; Απλούστατα διότι δεν εμάθομεν ακόμη να υποτάσσωμεν το ιδικόν μας θέλημα εις το Θείον. Θέλομεν λοιπόν να έχωμεν την θείαν ευλογίαν και την προστασίαν του Αγίου; 412
Επιθυμούμεν αι εργασίαι μας να πηγαίνουν καλά; Θέλομεν ακόμη η υγεία, η ειρήνη, η ομόνοια να βασιλεύη εις την οικογένειαν και εις την Πατρίδα μας; Ασφαλώς ναι. Τότε οφείλομεν ως Έλληνες και Χριστιανοί να μιμουμεθα εις υπακοήν και την πίστιν τον Ιερομάρτυρος Σεραφείμ λέγοντες και ημείς το "Όχι" εις κάθε εχθρόν του Χριστού, οιονδήποτε όνομα και αν φέρη ούτος. Τότε και το ιδικόν μας όνομα θα είναι ευλογημένον και τιμημένον παρά Θεώ και ανθρώποις όπως είπεν ο σοφός Παροιμιαστής: "Μνήμη δικαίου μετ΄ εγκωμίων και ευλογία Κυρίου επί κεφαλήν αυτού" (Παροιμ. ι΄8).
Ο άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός Το καύχημα των ορθοδόξων
(12 Δεκεμβρίου)
Προσωπικότητα φωτεινή, μορφή οδηγητική, αληθινός κολοσσός αρετής και φυσιογνωμία παγκόσμια είναι της Τριμυθούντος ο επίσκοπος, ο άγιος Σπυρίδων. Η εξηγιασμένη ζωή του πολλά μπορεί να δώσει και να διδάξει και σήμερα στον καθένα, που απροκατάληπτα θα θελήσει να σκύψει και να μελετήσει τη θαυμαστή ζωή του. Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν. Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
413
Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. κι έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) και του γιου του Κωνστάντιου (337361). Γενέθλια πατρίδα του ο άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και που σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσιά, αλλά τη γειτονική της κωμόπολη Άσσια. Αυτό μας λέγει ο άγιος Τριφύλλιος, πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ούν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά. Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου, Και τέτοιος πραγματικά ήταν ο άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι' αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει κι ο θείος Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα κι η μητέρα του Ευνίκη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μόρφωση και ζωή Γράμματα ο άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του θεού, ήταν ο καθημερινός κι αχώριστος σύντροφος του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του κι όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός. Μέσα στο σακκίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιο του. Πόσο συγκινητική, μα κι άξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθεια του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε: Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή 414
πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή κι αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, κι αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης. Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα κι η αγάπη κι η ταπείνωση του τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ήμερες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στόν διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια στους χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη κι ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός κι υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του κι είχε βλαβεί και το ένα του μάτι. Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». (Ρωμ. η', 18), έλεγε κι επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς. Ο άγιος δημιουργεί οικογένεια Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωση του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεως Του στον Χριστό έμεινε αμείωτη κι η αγάπη του πάντα υποδειγματική. Είπα στις ήμερες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε 415
οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α', 21). Παρηγοριά στή θλίψη του βρήκε πάλι στά λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία. Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια κι αρετή του κατέστησε τον άγιο σεβαστό κι αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στό πρόσωπο του ήταν βέβαιοι πώς θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση. Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ία' 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα. Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλωσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθήσει να ξεκουρασθεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό 416
και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σέ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητα του υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό κι ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του θαυματουργού. Μερικά από τα θαύματα θα αναφερθούν κι εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα κι ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους. Θαύματα 1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά. Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του. 2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει 417
την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα». Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν. — «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα». Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να. 3. Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Άς ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν 418
οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. - Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου. Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους. 4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός. Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε: — Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να 419
γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω. Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος! Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια. Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις: Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω 420
τόσες ανάγκες. -Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα; - Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου; - Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ', 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη• με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος. — Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει. - Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του. Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου. Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών. 5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να 421
δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: -«Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού. 6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι. Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: — Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός. - Ναί! παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα 422
φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς. Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». (Μάρκ. β', 27). 7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία. Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος. Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε 423
στο τέλος να λάμψει η αλήθεια. «Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη. Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο. Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια: -Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και 424
το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας. -Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός• Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα. Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε: — «Εις το όνομα του Πατρός». Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω. - «Και του Υιού»,
425
Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω. — «Και του Αγίου Πνεύματος». Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του. - Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός• όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε: - Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος', 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του: -Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα. Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός. Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορ. 6', 4). Δηλαδή όχι με 426
συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος. 8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε, πώς η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει: - Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε: - Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας. Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του. 9. Στά 337 μ.Χ. πέθανε ο δημιουργός της Βυζαντινής μας αυτοκρα τορίας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Στόν δοξασμένο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε τώρα ο γιος του Κωνστάντιος. Αυτός ξανάκτισε και τη Σαλαμίνα της Κύπρου, που είχε καταστραφεί από σεισμό το 343. Από το όνομα του όμως η νέα πόλη ονομάστηκε Κωνστάντια. Ο Κωνστάντιος κυβέρνησε το κράτος του Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337-360 μ.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή - δεν ξέρουμε πότε ακριβώς - ο αυτοκράτορας επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Συρίας την Αντιόχεια και αναγκάστηκε να παραμείνει εκεί για καιρό, γιατί αρρώστησε βαριά. Οι 427
καλύτεροι γιατροί μπαινόβγαιναν στο παλάτι, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν τίποτα. Στις δύσκολες εκείνες ώρες τόσο ο Κωνστάντιος, όσο κι οι δικοί του κατέφυγαν ιδιαίτερα στην προσευχή. Μια βραδυά, εκεί που ο βασιλιάς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ένα άγγελο, ο οποίος αφού του έδειξε μια χορεία αγίων επισκόπων ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν δύο, του είπε, πώς την αρρώστια του μόνο αυτοί θα ημπορούσαν να του την θεραπεύσουν. Ο βασιλιάς, χωρίς να χάσει καιρό έστειλε και κάλεσε στο παλάτι όλους τους επισκόπους. Ανάμεσα σ' αυτούς, όμως, που ήλθαν δεν είχε αναγνωρίσει τα δύο πρόσωπα που του είχε δείξει ο άγγελος. Οι επίσκοποι προσευχήθηκαν και ζήτησαν από τον Μέγα Ιατρό τη θεραπεία του άρχοντα, άλλα τίποτα δεν κατώρθωσαν. Στις δύσκολες εκείνες ώρες κάποιοι υπέδειξαν ότι από την εκεί χορεία έλειπε ο Σπυρίδων της Κύπρου. Χωρίς καθυστέρηση ο βασιλιάς έστειλε στη νήσο άνθρωπο δικό του και τον κάλεσε. Ο ταπεινός ιεράρχης, που κατά παρα χώρηση Θεού γνώριζε τα της αρρώστιας του Βασιλιά, πήρε μαζί του τον μαθητή του Τριφύλλιο, που η αγάπη του Θεού προώριζε για μελλοντικό αρχιερέα, και τον διάκονο του Αρτεμίδωρο και ξεκίνησε για την Αντιόχεια. Όταν έφτασε στην πόλη αυτή, ύστερα από ένα πολύ κουραστικό ταξίδι, ο Σπυρίδων κατευθύνθηκε με τη συνοδεία του στο παλάτι. Στήν είσοδο του παλατιού ο φρουρός που τους είδε έτσι φτωχικά ντυμένους ζήτησε να τους εμποδίσει να εισέλθουν. Τον Σπυρίδωνα μάλιστα, που είχε ήδη προχωρήσει μπροστά, ο φρουρός, νομίζοντας τον για κανένα ζητιάνο, τον άρπαξε από το χέρι και του έδωσε κι ένα χαστούκι στο πρόσωπο. Ο πράος ιεράρχης, χωρίς καθόλου να θυμώσει έστρεψε και την άλλη πλευρά του προσώπου του λέγοντας ότι ο βασιλιάς τον κάλεσε. Όταν ο φρουρός αντιλήφθηκε, ότι μπροστά του δεν είχε ζητιάνο, αλλά ένα αρχιερέα και μάλιστα τον ονομαστό της Κύπρου αρχιερέα Σπυρίδωνα, έπεσε μπροστά του και με δάκρυα τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Ο άγιος, που ήξερε να σκορπά τριγύρω του μονό την καλωσύνη, τον πήρε από το χέρι κι αφού τον ενουθέτησε, του έδωκε τις πατρικές ευλογίες του. Οι άνθρωποι του βασιλιά παρέλαβαν τον άγιο και τον οδήγησαν με τη συνοδεία του μπροστά στον άρχοντα. Στό αντίκρυσμα τους ο βασιλιάς αναγνώρισε αμέσως τα δύο πρόσωπα, που του είχε δείξει την πρώτη φορά ο άγγελος, και 428
με τον πόνο της αρρώστιας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σηκώθηκε από τον βασιλικό θρόνο και προχώρησε προς τον άγιο. Συγκινητική η σκηνή! Ο επίγειος άρχοντας με ταπείνωση σκύβει μπροστά στον αντιπρόσωπο του Ουρανίου Βασιλέως, για να ζητήσει το έλεος και τη χάρη Του. Ο ταπεινός αρχιερέας, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπόνια στον ανθρώπινο πόνο σηκώνει το σεπτό και άγιο χέρι του και το αποθέτει στο κεφάλι του άρχοντα προφέροντας την ίδια ώρα θερμή και άγια προσευχή. Το αποτέλεσμα; Θαυμαστό! Σέ μια στιγμή η αρρώστια υποχωρεί και χάνεται και η υγεία ολοκληρωτικά αποκαθίσταται και παίρνει τη θέση της στο βασιλικό κορμί. Οι καρδιές κτυπούν δυνατά από συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη στον Θεό για τη δωρεά του. Ο άγιος μετά τη θεραπεία είπε και μερικά πνευματικά λόγια, που αφορούσαν στην ψυχική σωτηρία του επίγειου άρχοντα: — Να θυμάσαι πάντοτε, βασιλιά, ότι κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό. Γι' αυτό κι ο κάθε άρχοντας έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία προς το συμφέρον του λαού του. Οδηγός στη ζωή του καθενός μας ας είναι η αγάπη, η καλοσύνη, η φιλανθρωπία. Όποιος έχει αγάπη μέσα του δεν μπορεί παρά να κάμνει το καλό στον συνάνθρωπο του. Με την αγάπη τηρεί και ξεπληρώνει ένας όλο τον νόμο. Φύλαττε ακόμη, βασιλιά μου, την ευσέβεια και μη δεχθείς στην Εκκλησία καμιά διδασκαλία αντίθετη με τα όσα διδάσκει η Αγία Γραφή κι η ιερά Παράδοση. Αυτά είπε ο άγιος και ξεκίνησε να φύγει. Κι όταν ο βασιλιάς για να εκδηλώσει σ' αυτόν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του, του πρόσφερε χρήματα, πολλά χρήματα, ο άγιος αρνήθηκε να τα δεχθεί, λέγοντας πώς πιο πάνω από τα χρήματα είναι η αγάπη. Κι όταν ο βασιλιάς επέμενε, ο άγιος, για να μη θεωρηθεί υπερήφανος και ακατάδεχτος, δέχτηκε τα δώρα και προτού να φύγει από το παλάτι τα διαμοίρασε στους αυλικούς. Την πράξη αυτή του αγίου σαν έμαθε ο βασιλιάς τον ευλαβήθηκε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα εξηγώ και καταλαβαίνω γιατί ο Πανάγαθος Θεός τον έχει τόσο χαριτώσει». Ενθυμούμενος δε τις νουθεσίες του φρόντισε στη ζωή του να κάμνει πολλές φιλανθρωπίες σε κάθε φτωχό 429
και πονεμένο. Κι ακόμη, για την αγάπη του άγιου Σπυρίδωνος, πρώτος αυτός απ' όλους τους βασιλείς ενομοθέτησε, ώστε οι κληρικοί να μη πληρώνουν κανένα φόρο. «Είναι άτοπο και ντροπή, έλεγε, οι υπηρέτες και αντιπρόσωποι του Ουράνιου Βασιλιά να πληρώνουν φόρους σε επίγειους και θνητούς άρχοντες». 10. Όταν ο άγιος αναχώρησε από τα ανάκτορα ευσεβής χριστιανός τον κάλεσε για να τον φιλοξενήσει. Κάποια γυναίκα είδωλολάτρισσα, που δεν ήξερε ούτε Ελληνικά, σαν το έμαθε, πήγε εκεί στό σπίτι μ' ένα παιδάκι νεκρό στην αγκαλιά της και το απέθεσε με κλάματα στα πόδια του αγίου. Με νεύματα και χειρονομίες και δάκρυα ποτάμι προσπαθούσε να του εξηγήσει τί ήθελε. Ο άγιος αντιλήφθηκε φυσικά τον πόθο της, αλλά δίσταζε να ζητήσει από τον Κύριο ένα τέτοιο πράγμα. Συγκλονισμένος, όμως, από τα δάκρυα της ζήτησε κάποια στιγμή από τον διάκονο του Αρτεμίδωρο να του πει τι να κάμει. Κι αυτός, άνθρωπος ευλαβής κι ενάρετος, απήντησε: «Γέροντα μου, κάμε μια δέηση και γι' αυτό το πονεμένο πλάσμα. Ο Υπερούσιος Λόγος που πάντα σε ακούει, θα σου κάμει οπωσδήποτε κι αυτή τη χάρη». Ο άγιος δεν επερίμενε άλλο. Γονάτισε και με δάκρυα ποτάμι ζήτησε από τον Φιλάνθρωπο Χριστό να κάμει το θαύμα του. Να δώσει πίσω τη ζωή στο νεκρό παιδί. Κι η απάντηση δεν βράδυνε. Ένα δυνατό κλάμα παιδιού μαρτύρησε το θαύμα. Η δυστυχισμένη μητέρα, σαν άκουσε το νεκρό παιδί της να κλαίει, ένοιωσε μια τέτοια συγκίνηση κι ένα τέτοιο συγκλονισμό ψυχής, που έπεσε κάτω νεκρή. Ο Αρτεμίδωρος, ο πιστός διάκονος, μόλις αντιλήφθηκε τα γενόμενα με συντετριμμένη την καρδιά στράφηκε προς τον άγιο, και τον παρακάλεσε αυτό που έκαμε για το νεκρό παιδί, να κάμει και για τη μητέρα. Να δώσει με την προσευχή του στο παιδί ζωντανή τη μητέρα, την προστάτιδα του. Ο άγιος την ανάστησε κι αυτή με την προσευχή του και της έβαλε στην αγκαλιά ζωντανό το παιδί της. Μιμούμενος δε σε όλα τον θείο Διδάσκαλο, συνέστησε να μην πουν σε κανένα τα όσα έγιναν. 11. Από την Αντιόχεια ο άγιος με τη βοήθεια του Θεού επέστρεψε και πάλι στην πατρίδα του κοντά στο ποίμνιο του το αγαπημένο. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή του ένας ζωέμπορος τον επισκέφθηκε και ζήτησε να αγοράσει από αυτόν εκατόν αίγες. Ο άγιος, όπως είπαμε, είχε διατηρήσει 430
και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο το ποίμνιο του, για να μπορεί να βοηθά κάθε δυστυχισμένο και πτωχό, που τον επισκεπτόταν. Στήν πρόταση που του έκαμε ο ζωέμπορος, ο άγιος του απήντησε: — Βάλε εκεί τα χρήματα και πήγαινε να πάρεις τα ανάλογα ζώα από τη μάνδρα. Ο ζωέμπορος σαν είδε τον άγιο να συνεχίζει αδιάφορος την εργασία του, νόμισε την ευκαιρία κατάλληλη να τον ξεγελάσει. Έβαλε, λοιπόν στο μέρος που του είπε την αξία 99 ζώων και μπήκε στη μάνδρα. Ξεχώρισε εκατόν αίγες και προσπαθούσε να τις βγάλει για να τις πάρει σπίτι του. Μια από τις αίγες, παρά τις προσπάθειες του, δεν ήθελε να ακολουθήσει τις άλλες. Ο αγοραστής, για να την αναγκάσει να πάει μαζί του, τη σήκωσε στους ώμους του, για να τη μεταφέρει. Το ζώο όμως άρχισε να τον κτυπά με τα κερατά του και να σπαράζει, αρνούμενο να τον ακολουθήσει. Ο επίσκοπος που στο θόρυβο είχε βγει έξω να ιδεί τι γίνεται, σαν είδε τη σκηνή είπε στον αγοραστή: - Παιδί μου, πρόσεξε. Μήπως κατά λάθος δεν έβαλες την αξία αυτού του ζώου μαζί με τα άλλα χρήματα και για τούτο αυτό αρνείται να σε ακολουθήσει; Στα λόγια του επισκόπου ο αγοραστής ομολόγησε την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη, Ύστερα πλήρωσε το τίμημα του ζώου, κι αυτό ακολούθησε ήσυχα και πρόθυμα όπως τα άλλα. Η αγάπη του καλού ποιμένα για το κάθε πλανεμένο πρόβατο υπήρξε απίστευτα συγκινητική. Πόνος και πόθος και παλμός κι αγώνας του ήταν η σωτηρία κάθε μιας ψυχής. Γι' αυτό και φρόντιζε με τα λόγια του και την όλη ζωή του να βοηθήσει τον καθένα, που ερχόταν σε επαφή μαζί του, να αντιληφθεί τα σφάλματα και τις αμαρτίες του. Να τις αντιληφθεί και να θελήσει να μετανοήσει για να σωθεί. Όπως οι ιατροί των σωμάτων χρησιμοποιούν ποικίλα φάρμακα για τη θεραπεία κάποιου ανθρώπινου μέλους που πάσχει, έτσι κι ο στοργικός επίσκοπος. Τα κύρια φάρμακα, που χρησιμοποιούσε, ήταν συνήθως το βάλσαμο, η αγάπη με τα γνωρίσματα της. Αγάπη στον καθένα. Αγάπη και επιείκεια και καλωσύνη και συγχωρητικότητα μέχρι παρεξηγήσεως. Αλλά και καυτήρια. Τον είδαμε στην περίπτωση της αμαρτωλής γυναίκας, που 431
ήθελε να ασπασθεί τα πόδια του κι αυτός τη διέταξε να μη τον αγγίζει προτού μετανοήσει (θαύμα 5ο). 12. Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη• αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4). Τη σωτηρία όλων μας θέλει ο Πανάγαθος Θεός. Τη σωτηρία όμως την προσφέρει μονάχα σ' εκείνους, που αναγνωρίζουν τα σφάλματα τους και με συντριβή ψυχής ζητούν μετανοημένοι τη συγχώρηση των αμαρτιών τους. Αυτό το κάνει κι ο άγιος. Στή μετάνοια και λύπη που δείχνουν οι κλέφτες για την πράξη τους, ο καλόκαρδος επίσκοπος σπεύδει να προσφέρει, όχι μόνο τη συγχώρεση και τις ευλογίες του αλλά και την αγάπη του, την έμπρακτη αγάπη του που εκδηλώνεται με τη γενναιόδωρη προσφορά του. 13. Ένα ζωντανό θαύμα και μια εκδήλωση αγάπης είναι όλη η ζωή του αγίου. Σελίδες πολλές θα μπορούσε να γεμίσει κανείς διηγούμενος με κάθε συντομία τα θαύματα που έκαμε, όταν ακόμη βρισκόταν στη ζωή. Έδωσε την καρδιά του ο άγιος άνευ όρων στον Ουράνιο Δημιουργό και Πατέρα, κι Αυτός επιβραβεύοντας την προσφορά του τον τίμησε και τον δόξασε όσο κανένα άλλο. Ό,τι πιο ωραίο, ό,τι πιο μεγάλο και θαυμαστό υπάρχει στη γη, η αγάπη και παντοδυναμία του Θεού το προσφέρει μέσον του Αγίου σ' εκείνους που το εκζητούν από Αυτόν με θερμή προσευχή και ταπείνωση, μα και συντριβή καρδιάς και πίστη φλογερή. 432
Με θερμή προσευχή και ταπείνωση... Κάποτε ο άγιος, ενώ προσευχόταν το βράδυ στην εκκλησία της επισκοπής του και κόσμος πολύς με έκσταση παρακολουθούσε την προσευχή, που εξ’ όλης ψυχής και καρδίας ανέπεμπε ο ευλαβής επίσκοπος, κάποιος τον πλησίασε και τον διέκοψε λέγοντας του: — Γέροντα, η κανδήλα θα σβήσει. Δεν έχουμε λάδι να της βάλουμε. —Δεν έχει λάδι; είπε ο γέροντας. Και σήκωσε τα άγια του χέρια. Τα σήκωσε για να ζητήσει λίγο λάδι, ώστε να μη διακοπεί η προσευχή. Και ώ του θαύματος! Με το σήκωμα των χεριών, Εκείνος, που υποσχέθηκε ότι «πάς ο αιτών λαμβάνει», έσπευσε να ανταποκριθεί στην αίτηση του καλού και πιστού του δούλου. Η κανδήλα άρχισε, όχι απλώς να γεμίζει από λάδι, αλλά και να ξεχειλά και να τρέχει στη γη. Οι υποδιάκονοι έτρεξαν, έφεραν αγγεία, περισυνέλεξαν το πλεονάζον λάδι κι έτσι για πολλές ήμερες είχαν, ό,τι χρειαζόντουσαν για την ανάγκη των λύχνων. Με την άγια του ζωή ο ευλαβής επίσκοπος είχε τόσο ευνοηθεί από τον Παντοδύναμο Πατέρα, ώστε ήταν αδύνατο σ' αυτόν να υψώσει τα χέρια και να μη λάβει αμέσως το ζητούμενο. 14. Ζούσε ακόμη ο άγιος στην επισκοπή του, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, κινούμενος από θείο ζήλο και επιποθώντας να ιδεί την επαρχία του απαλλαγμένη από τα διάφορα ελληνικά είδωλα και ξόανα με τα οποία ήταν γεμάτος ο τόπος, κάλεσε στην επισκοπή του όλους τους αρχιερείς για μια κοινή δέηση. Ήταν συνηθισμένος τρόπος η συντριβή των ειδώλων με την προσευχή των πιστών. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη έσπευσαν όλοι οι επίσκοποι κι ένας μεγάλος αριθμός πιστών να ανταποκριθούν. Στή μέρα που ορίστηκε άρχισε από όλους θερμή η κοινή προσευχή κι οι παρακλήσεις. Το αποτέλεσμα ευλογημένο. Ένα ένα τα διάφορα ειδωλολατρικά σύμβολα με την προσευχή των άγιων πατέρων κατά παραχώρηση Θεού άρχισαν να γκρεμίζονται και να γίνονται συντρίμματα. Ένα μονάχα άγαλμα, που ήταν στημένο εκεί στο λιμάνι και δέσποζε της γύρω περιοχής έμενε ασάλευτο. Και έμενε, όχι γιατί ο 433
Παντοδύναμος αρνιόταν να ακούσει τις παρακλήσεις των πιστών του. Έμεινε, γιατί ο Κύριος ήθελε με τούτο να δοξάσει περισσότερο τον πιστό δούλό του Σπυρίδωνα. Να τον δοξάσει και να φανερώσει σ' όλους την ιδιαίτερη εύνοια, την οποία έτρεφε σ' αυτόν για την ταπείνωση και την αγιότητα του. Ένα βράδυ που ο πατριάρχης βρισκόταν σε θερμή προσευχή, ένας άγγελος του φανερώθηκε και του είπε τούτα τα λόγια: «Μη λυπάσαι, γιατί το άγαλμα στο λιμάνι δεν έπεσε. Αυτό που ποθείς θα γίνει, όταν έλθει εδώ ο επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Σπυρίδων. Στείλε και κάλεσε τον». Στήν υπόδειξη αυτή του αγγέλου ο πατριάρχης έσπευσε με γράμματα και πρόσωπο δικό του να καλέσει τον άγιο να πάει στην Αλεξάνδρεια το ταχύτερο. Έστειλε μάλιστα και πλοίο να τον παραλάβει. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη και παράκληση ο ταπεινός και πάντα εξυπηρετικός επίσκοπος ετοιμάστηκε και χωρίς αναβολή ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο άγιος δεν σταμάτησε από του να προσεύχεται νοερά και να ζητά τη χάρη του Θεού. Όταν το πλοίο έφτασε στο λιμάνι, ο Σπυρίδων έσπευσε μεταξύ των πρώτων να αποβιβασθεί. Και να. Μόλις τα πόδια του αγίου πάτησαν στη γη, το θαύμα έγινε. Το αμετακίνητο είδωλο, το είδωλο που στις προσευχές τόσων αγίων πατέρων δεν σάλεψε από τη θέση του, στην απλή παρουσία του αγίου επισκόπου Κύπρου στην πόλη του Αλέξανδρου, σείστηκε και μαζί με όλα τα ειδωλολατρικά οικοδομήματα γκρεμίστηκε κι έπεσε σε συντρίμματα. Κάποιοι χριστιανοί που ήσαν εκεί, έτρεξαν κι ανακοίνωσαν στον πατριάρχη με χαρά τα γενόμενα. Κι ο πατριάρχης χωρίς να γνωρίζει την άφιξη του πλοίου αναφώνησε: - Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων της Κύπρου το σεμνό και θειο βλάστημα! Πηγαίνετε να τον υποδεχθείτε. Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων! Στόν τόπο, που πατούσε και περπατούσε ο γνήσιος μαθητής του Παντοδύναμου Ιησού, δεν μπορούσε να έχει πια θέση και δύναμη και εξουσία το σύμβολο του ψεύδους, το είδωλο που συμβόλιζε και αντιπροσώπευε τον Σατανά. Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Κλήρος και λαός βγήκαν να προϋπαντήσουν τον ταπεινό επίσκοπο. Κι αυτός απέριττα 434
ντυμένος προχωρεί ευχαριστώντας και δοξολογώντας Εκείνο, «τον ποιούντα μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα τε και εξαίσια». Το μεγάλο αυτό θαύμα του αγίου κηρύχθηκε παντού. Κλήρος και λαός μαζεύτηκαν στο πατριαρχείο για να τιμήσουν τον άγιο. Οι πιστοί πανηγυρίζουν. Οι ορθόδοξοι στερεώνονται στην πίστη και γίνονται πιο θερμοί. Κι ακόμη πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύουν και βαπτίζονται. Το θαύμα σε λίγο καιρό διαδόθηκε στα πέρατα της αυτοκρατορίας. Έφθασε και στο παλάτι της πόλεως του Κωνσταντίνου. Το έμαθε κι ο βασιλιάς. Με πίστη κι ευλάβεια δοξολογεί κι αυτός τον Θεό μαζί με τον λαό του, «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. θ', 8). Το εξαίσιο αυτό θαύμα μαρτυρούσε και μια πολύ ωραία και μεγάλη εικόνα που βρισκόταν στην Τριμυθούντα μεταξύ του αρχοντικού λεγομένου πυλώνος και της εκκλησίας. Σ' αυτήν την εκκλησία εφημέρευε ο άγιος όσο καιρό ζούσε. Ο άγιος Σπυρίδωνας μαζί με άλλους ένδεκα Κυπρίους επισκόπους έλαβε μέρος και στην τοπική σύνοδο της Σαρδικής (της σημερινής Σόφιας), που συνεκλήθη γύρω στο 342 ή 343 κι η οποία εβεβαίωσε τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Στή Σύνοδο αυτή, όπως ξέρουμε, ανακλήθηκε από την εξορία του κι ο Μ. Αθανάσιος. 15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!
435
Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός. Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών. Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του. Το λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι' αυτό κι ο Πολύευκτος κατέφυγε σ' 436
ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πώς εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος Βρήκε ένα πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το Ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το Ιερό σκήνωμα του αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. Επίσης και τα μάτια του αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο. Της αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας. Είναι ακέφαλο και εορτάζεται η μνήμη της στις 11 Φεβρουαρίου. Η αγία Θεοδώρα είναι αυτή που αναστήλωσε μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τις αγίες εικόνες την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843. Την αναστήλωση έκαμε μετά τον θάνατο του συζύγου της Θεοφίλου. Ο κόσμος του νησιού με βαθύτατο σεβασμό υποδέχθηκε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ' όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. ιέ', 3). Πολλά θαύματα έγιναν κι εδώ στην Κέρκυρα και γίνονται κάθε χρόνο σε όσους με πραγματική πίστη καταφεύγουν στη χάρη του και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση εκζητούν τίς πρεσβείες του, γιατί «ο θαυματουργός καν τέθνηκε 437
Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ εληξεν εισέ τι». Δηλαδή, ο θαυματουργός Σπυρίδων κι αν απέθανε, δεν έπαψε όμως κι από του να θαυματουργεί. Στόν άγιο αυτό επαναλήφθηκε πραγματικά ο λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. 6', 20).
Μερικά από τα θαύματα του αυτά θα αναφερθούν κι εδώ για ψυχική ενίσχυση όλων μας και διδασκαλία.
Θαύματα 1. Βρισκόμαστε στίς αρχές του 17ου αιώνα. Τρομερή ανομβρία κτύπησε και του Ιόνιου Πελάγους τα νησιά. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Ό,τι βρίσκει τα τρώγει. Έλειψαν και του βουνού τα λίγα χορταράκια. Στούς δρόμους και τα σπίτια μια παραπονιάρικη φωνή ακουόταν συνεχώς: «Πεινούμε...» Πεινούσαν τα παιδιά. Πεινούσαν οι νέοι. Πεινούσαν κι οι γέροι. Όλοι πεινούσαν. Κι αυτών των πλουσίων τα κελλάρια άρχισαν να αδειάζουν. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί; Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα»1 φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στήν εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, 1.Ησαΐα, ν', 5. ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Κλαίνε τα παιδιά. Σπαράζει η καρδιά των μητέρων. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα. Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να 438
στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές. - Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα. Τα ιστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωρούν. Σε λίγο νάτα στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και να. Το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο. Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μ. Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα. 2. Γύρω στα 1629-30 καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική 439
παρουσιάζει στ' αλήθεια ολόκληρο το νησί. Εδώ που άλλοτε έσφυζε η ζωή κι αντηχούσαν τραγούδια χαράς και γέλια, τώρα ακούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα από ανθρώπους που λειώνουν από τον πόνο ανάμικτα με κλάματα κουκουβάγιας και κρωγμούς κοράκων. Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του. — Άγιε, λυπήσου μας, κραυγάζουν μικροί και μεγάλοι. Άγιε, σώσε μας. Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια. Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πώς η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πώς ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων. Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους. Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η 440
απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί. Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της. Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου, όπως είπαμε. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Θαύματα που αναφέρονται στη θεραπεία κάποιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και θαύματα που αναφέρονται στη βοήθεια και σωτηρία ολόκληρης πόλεως και λαού. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και το παρακάτω, που αξίζει πολύ να το προσέξουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα οι άρχοντες κι οι αρχόμενοι της μαρτυρικής αυτής νήσου, που φέρει το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων». Ύστερα από την πτώση της βασιλίδος των πόλεων η τούρκικη βουλιμία προχωρεί και ένα - ένα κατακτά όλα τα τμήματα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια για τα οποία ο λαός τραγουδώντας τα θα λέει: «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»... 3. Το 1715 ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα - πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία. Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι 441
αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σάν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία. Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του. Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θά τον εγκαταλείψει. Στόν ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες. -Άγιε Σπυρίδων, πατέρα μας. Λυπήσου μας. Λυπήσου τα παιδιά μας, τους γέροντες μας, τις γυναίκες μας... Λυπήσου τις εκκλησιές μας... Με τέτοιες κι άλλες παρόμοιες επικλήσεις περνά η νύχτα. Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή 442
ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σάν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε; Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντρο πιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να! Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας. Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: -Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου. Τί ευλογία Θεού θα ήταν, αν και οι κάτοικοι της ευλογημένης 443
αυτής νήσου, της μαρτυρικής Κύπρου μας, θυμόντουσαν κάπου - κάπου τις ρίζες τους και ζητούσαν, ναι! και ζητούσαμε όλοι από τις μυριάδες των αγίων μας τις πρεσβείες τους για την ευτυχία και την ελευθερία μας! Τις ζητήσαμε τελευταία το 1955-59 και μας τις πρόσφεραν. Κι η δράκα των πιστών παιδιών μας νίκησε κι εξευτέλισε μια αυτοκρατορία. Σωρεία τα θαύματα που έγιναν τότε. Θαύματα μεγάλα, αφάνταστα, τρανταχτά. Γιατί δεν τις ζητούμε και τώρα; Γιατί δεν μεταβάλλουμε το νησί μας από ένα χώρο αμαρτίας και διαφθοράς σε ένα στρατόπεδο προσευχής; Αλήθεια! Γιατί; Γιατί; Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του. Το θαύμα αυτό της σωτηρίας της νήσου, ακολούθησε κι άλλο θαύμα πολύ μεγάλο κι εξαιρετικό, αλλά και φοβερό στην όλη του εμφάνιση και παρουσία. 4. Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στή σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη 444
γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πώς αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο. Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωίπρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος. Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία. Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την 445
επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο. Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: -Ποιός είσαι; Πού πάς; Μια φωνή του απήντησε. - Είμαι ο Σπυρίδων. Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του. Ή τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
446
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου: Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον... Θα ήταν αληθινή ευλογία από τον Θεό, αν οι λέξεις αυτές τούτου του ύμνου γίνονταν για τον κάθε κάτοικο αυτής της νήσου μήνυμα προσευχής και καθημερινό βίωμα. Μήνυμα προσευχής... Η επανάληψη κάποιων αληθειών, μπορεί να είναι μερικές φορές κουραστική κι ανιαρή. Οπωσδήποτε, όμως, ωφέλιμη. Στήν προς Φιλιππησίους επιστολή του, κεφάλαιο γ' και στίχος 1 ο θείος Παύλος χρησιμοποεί την επανάληψη λέγοντας: «Το λοιπόν, αδελφοί μου, χαίρετε εν Κυρίω' τα αυτά γράφειν υμίν εμοί μεν ουκ οκνηρόν, υμίν δε ασφαλές». Δηλαδή, αδελφοί μου, η προτροπή, που υπολείπεται να σας κάμω, είναι τούτη. Χαίρετε πάντα τη χαρά, που φέρνει στον καθένα η στενή σχέση και επικοινωνία με τον Κύριο. Σάς το είπα και προηγουμένως. Το να σας το ειπώ και πάλι γράφοντας σας τα ίδια, σε μένα τούτο δεν προκαλεί ενόχληση' ούτε και βαριέμαι να το κάμω. Σε σας, όμως, τούτο είναι ασφάλεια. Γράψαμε πιο πάνω πόσο μεγάλη τιμή είναι για την Κύπρο μας να έχει κοντά στον Κύριο ένα τέτοιο πρεσβευτή σαν τον άγιο Σπυρίδωνα. Γεννάται, όμως, το ερώτημα: Συνειδητοποιούμε όλοι οι χριστιανοί αυτή την τιμή; Φροντίζουμε με έργα και την όλη ζωή μας να δείχνουμε τον σεβασμό και την εκτίμηση μας στον μεγάλο άγιο μας και προστάτη μας; Γιορτάζουμε καθώς πρέπει τη μνήμη του; Κι ακόμη φροντίζουμε στις ποικίλες μας περιστάσεις και δυσκολίες να προστρέξουμε με πίστη φλογερή στον Κύριο και να εκζητούμε δια των πρεσβειών των Αγίων της Κύπρου 447
μας κι ιδιαίτερα δια των πρεσβειών του αγίου Σπυρίδωνος το έλεος του Κυρίου; Η πραγματικότητα δυστυχώς, όπως τη ζούμε, μας διαψεύδει. Κι όμως είναι καιρός να συνέλθουμε. Άς είναι και τη δωδέκατη παρά... είναι ανάγκη να συνέλθουμε και να καταφύγουμε στον «δυνάμενον σώζειν» και με καρδία «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» να ζητήσουμε τη βοήθεια του. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Ναι! Θα μας ακούσει. Γιατί, όπως ψάλλει κι ο θεοφώτιστος ψαλμωδός, ο Κύριος είναι πάντα κοντά σ' εκείνους που τον επικαλούνται. «Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αλήθεια. Θέλημα των φοβούμενων αυτών ποιήσει κοίτης δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς» (Ψαλμ. ρμδ', 18-19). Ακούει ο Κύριος εκείνους που τον επικαλούνται με ειλικρίνεια και αγνά ελατήρια. Τους ακούει και τους προσφέρει αυτό που του ζητούν. Κι εμάς θα μας ακούσει και θα μας δώσει αυτό που θα του ζητήσουμε: Τη λύτρωση από τα δεινά, την ποθητή ελευθερία. «Πιστός ο Θεός, ός ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν» (Α' Κορ. ι', 13). Είναι άξιος κάθε εμπιστοσύνης ο Θεός. Και, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του, δεν θα μας αφήσει να δοκι μασθούμε παραπάνω από ό,τι αντέχουμε. Κάτι περισσότερο. Μαζί με τη δοκιμασία θα φέρει και το τέλος της, καθώς και τη δύναμη να την αντέξουμε. Αλλά και κάτι άλλο, που πρέπει πάντα να το θυμόμαστε. Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει πώς πάντα ακούει τις προσευχές των πιστών παιδιών του. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν» μας λέγει. «Ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ', 7). Είναι καιρός το νησί μας, «η Νήσος των Αγίων» να ξαναγίνει ένα στρατόπεδο προσευχής, αν θέλουμε να ιδούμε καλύτερες μέρες. Είναι καιρός να σταματήσει από όλους η ανόητη συνήθεια, που δέρνει τα τελευταία χρόνια τούτο τον μαρτυρικό τόπο• «των οικιών ημών εμπιπραμένων» εμείς να μην έχουμε άλλη έγνοια παρά μόνον τα καρναβάλια και τις δισκοθήκες! Είναι καιρός πια να συνέλθουμε. Είναι καιρός να ανανήψουμε. Είναι καιρός όσοι ποθούμε να ιδούμε καλύτερες μέρες να φροντίσουμε να παραδειγματισθούμε από τη ζωή 448
των άλλων, σε παρόμοιες σαν και τη δική μας περιστάσεις. Αυτό που έγινε στην Κέρκυρα το 1940-41 είναι όχι απλώς ενδεικτικό, αλλά αποδεικτικό της αξίας της μετανοίας και επιστροφής στον Χριστό. Αναφέρουμε το παράδειγμα αυτό, όχι γιατί είναι μοναδικό, άλλα μια και μιλούμε για το καύχημα της Ορθοδοξίας, τον άγιο Σπυρίδωνα και το ευλογημένο νησί που κατέχει το άγιο Σκήνωμά του, το βρίσκουμε επίκαιρο. Όταν στις 28 του Οκτώβρη του 1940 μας κτύπησαν οι Ιταλοί, οι Κερκυραίοι έβαλαν τελεία και παύλα, όπως λέμε στην προηγούμενη ζωή τους. Με συντριβή ψυχής στράφηκαν προς την Εκκλησία και με βαθιά πίστη άρχισαν να επιζητούν από τον Προστάτη τους τον άγιο Σπυρίδωνα, τις ικεσίες και τη βοήθεια του για τη σωτηρία της Ελλάδος μας, και ιδιαίτερα της νήσου των. Το αποτέλεσμα της αλλαγής της ζωής τους, έφερε το ποθούμενο. Μολονότι τρείς μέρες μετά την επίθεση ενάντια στην Ελλάδα μας η Κέρκυρα δεχόταν την πρώτη και επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες. Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Άν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ' ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στόν γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ' αυτή, μα και σ' άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού». Πολύ χαρακτηριστικό είναι το του Παροιμιαστού. Και αξίζει να το ενθυμούμαστε πάντοτε. «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ. οι δε εμέ ζητούντες ευρήσουσι χάριν». Όσους με αγαπούν, δηλαδή, εγώ τους αγαπώ. Κι όσοι με ζητούν θα βρουν μεγάλη χάρη και ευλογία. Καιρός να το καταλάβουμε. Καιρός ακόμη να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ότι αληθινή 449
ευτυχία και χαρά, χαρά ατομική και εθνική, μόνον κοντά στον Χριστό μπορεί να υπάρξει. Οι κάτοικοι της Κέρκυρας σε κάθε δυσκολία δεν παραλείπουν από του να καταφεύγουν στον άγιο και να εκζητούν με πίστη φλογερή τη μεσιτεία του. Σ' αυτή τους τη ζηλευτή συνήθεια ας τους μιμηθούμε κι εμείς. Μεγάλο θα είναι το κέρδος μας. Το μαρτυρεί η πίστη μας. Το βεβαιώνει η ιστορία του αγίου. Άπειρα είναι τα θαύματα του. Γι' αυτό και δεκάδες πολλές τα χρυσά κανδήλια, δώρα ευλαβών ψυχών που κρέμονται πάνω και γύρω από τη λάρνακα, που φιλοξενεί το άγιο λείψανο Του. Όλα αυτά δείχνουν και μαρτυρούν τη βαθιά εκτίμηση κι ευλάβεια στο πρόσωπο του αγίου μας από μέρους των ευεργετηθέντων. Ογδόντα ναοί στην Ελλάδα μας διακηρύττουν τον σεβασμό του φιλόθρησκου Ελληνικού λαού στη μνήμη του. Από όλα τα μέρη του κόσμου χιλιάδες πιστοί αναλαμβάνουν ταξίδια μακρινά κάθε χρόνο για να πάνε στη χάρη του, να προσκυνήσουν το άγιο Σκήνωμά του και να παρακολουθήσουν τις συγκινητικές και θεαματικές λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τον χρόνο. Μια κατά το Μ. Σάββατο σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από τη σιτοδεία. Δεύτερη κατά την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από την τρομερή επιδημία της πανώλους (πανούκλας). Τρίτη η λιτανεία της 11ης Αυγούστου για ανάμνηση της σωτηρίας της νήσου από την τουρκική εκστρατεία. Και τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου για να θυμούνται τη δεύτερη θαυμαστή απαλλαγή της νήσου από την πανώλη. Με πίστη βαθιά κάθε φορά κι ευλάβεια συγκινητική τρέχει ο κόσμος στη χάρη του να προσκυνήσει το άγιο λείψανο του και με δάκρυα να εκζητήσει τη μεσιτεία του. Νοερά ας μεταφερθούμε κι εμείς ως εκεί. Κι αφού με σεβασμό κλίνουμε το γόνυ της ψυχής μπροστά στην άγια μορφή του, ας του ψιθυρίσουμε ικετευτικά:
Άγιε Σπυρίδων Πατέρα μας. Ένα μεγάλο μέρος του νησιού μας, της μαρτυρικής Κύπρου μας, στενάζει σήμερα κάτω από τα πόδια του βάρβαρου Αγαρηνού. Η εκκλησία σου στην Τριμυθούντα, στο χωριό που 450
έζησες και υπηρέτησες δεν λειτουργιέται πια. Είναι κλειστή. Στόν τάφο σου να πάμε και με κλάματα να σε παρακαλέσουμε να μας βοηθήσεις, δεν μπορούμε. Λυπήσου μας. Πατέρα, κι άκουσε την ικεσία μας! Φταίξαμε τ' ομολογούμε. Παρασυρθήκαμε... Όμως, με σπαραγμό ψυχής το συναισθανόμαστε και μετανοούμε. Μετανοούμε και με δάκρυα ζητούμε το έλεος του Κυρίου μας. Δεήσου κι εσύ, Άγιε μας, να μας λυπηθεί Να μας λυπηθεί και για χάρη σου να μας σπλαγχνιστεί Και να μας συγχωρήσει. Ζήτησε του να μας φωτίσει, ώστε στο μέλλον να μη παρασυρόμαστε. Μα να μένουμε μέχρι θανάτου πιστοί στο θέλημα του. Κι όπως άλλοτε για χάρη σου έσωσε την αγαπημένη σου Κέρκυρα,1 έτσι και τώρα για χάρη δικιά σου, να σώσει κι εμάς. Στο ζητούν, Άγιε Πατέρα, οι χαροκαμένες μάνες. Στο ζητούμε τα παιδιά σου! Σε Ικετεύουμε οι πατριώτες σου! Δώσε πια να λυτρωθούμε από τα δεινά, που μας βρήκαν κι από τη σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή. Δώσε ακόμη να ενωθούμε και με τη Μάνα μας, την Ελλάδα, για να μπορούμε όλοι μαζί οι Πανέλληνες να σου ψάλλουμε ευλαβικά: Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή. Χαίροις Κερκυραίων ο σοφώτατος ιατρός. Χαίροις της Τριάδος ο Θείος μυστολέκτης. Κυπρίων μέγα κλέος. Σπυρίδων Άγιε. Απολυτίκιο Ήχος α' Της Συνώδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυ ματουργός, θεοφόρε Σπυρίδων, Πατήρ ημών διό νεκρό; συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν είς χρυσούν μετέβαλες• και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, Αγγέλους έσχες συλλειτουργούν τάς σοι, Ιερωτάτε. Δόξα τω σε δοξάσαντι• δόξα τω σε στεφανώ σαντι• δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα. Μεγαλυνάριο Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός• Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός• Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
451
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Πρέσβευε Σπυρίδων θαυματουργέ, υπέρ Ορθοδόξων, και εμού του αμαρτωλού, όπως των πταισμάτων, την λύτρωσιν λαβόντες, παρά Θεού σε πάντες, πόθω γεραίρομεν.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος Ἐπίσκοπος Βλαντιμὶρ
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου (τιμᾶται 3 Μαΐου) ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ θέση ἦταν πολὺ δραστήριος καὶ φρόντισε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὴν κτηριακὴ ὁλοκλήρωση τῆς μονῆς. Παράλληλα ὅμως φρόντιζε καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ αὔξηση τῶν μοναχῶν. Ὅρισε νὰ τελεῖται καθημερινὰ στὴ μονή, ἡ Θεία Λειτουργία ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν μακαρίων κτητόρων καὶ τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν, καθὼς καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ζώντων ἀδελφῶν καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ ἐπίβουλος διάβολος ὅμως φθόνησε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ ξεσήκωσε μερικοὺς ἀδελφοὺς ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἡγουμένου τους καὶ δημιούργησε ἔτσι μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν ἀδελφότητα. Ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία καὶ ἐκδιώχθηκε ἀναίτια ἀπὸ τὴ μονή. Ὡστόσο τὰ ὑπέμεινε ὅλα ἀγόγγυστα, χωρὶς παράπονο καὶ μνησικακία. Ὁ Θεὸς ὅμως εὐλόγησε τόσο τὸν πιστὸ δοῦλο Του, ὥστε ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀξιώθηκε νὰ χτίσει νέα μονὴ στὸ Κλόβ, μὲ πέτρινο ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Κατάθεση τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος 452
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ ἀρετή του προσείλκυσε πολλὲς εὐσεβεῖς ψυχές, ποὺ ᾖλθαν κοντά του καὶ δέχθηκαν ἀπὸ τὰ τίμια χέρια του τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴ Ρωσικὴ γῆ. Γι’ αὐτό, ὅταν τὸ ἔτος 1091 ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαντιμὶρ κοιμήθηκε, ὁ Ἅγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Ἀρχιερέας καὶ διάδοχός του στὸ Βλαντιμὶρ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Ἰωάννη. Ὁ Ἅγιος Στέφανος ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1094.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος Ἐπίσκοπος Πὲρμ
Ὁ Ἅγιος Στέφανος, Φωτιστῆς τῆς πόλεως Πὲρμ καὶ Ἀπόστολος τῶν Ζυριανῶν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1345 στὴν πόλη Οὔστιουγκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντᾶ τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ ἱερέα Συμεὼν καὶ τῆς Μαρίας. Στὴν διάπλαση τοῦ χαρακτῆρα του, ἐπηρεάστηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του. Προικισμένος μὲ πολλὲς δυνατότητες εἶχε ἤδη δείξει ἕνα ἀσυνήθιστο ζῆλο γιὰ τὸν λειτουργικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ 453
διάστημα εἶχε μάθει νὰ διαβάζει τὰ ἱερὰ βιβλία καὶ βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὸ ναὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν, ἐκτελώντας χρέη κανονάρχου καὶ ἀναγνώστου. Ὁ νεαρὸς Στέφανος ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στὸ Ροστώβ. Τὸ μοναστῆρι ἦταν διάσημο γιὰ τὴν περίφημη βιβλιοθήκη του. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Στέφανος θέλησε νὰ μελετήσει τοὺς Πατέρες στὴν αὐθεντικὴ τοὺς γλῶσσα, σπούδασε τὰ Ἑλληνικά. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεότητάς του, ὅταν βοηθοῦσε τὸν ἱερέα πατέρα του στὴν ἐκκλησία, πολὺ συχνὰ συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ζυριανούς. Τώρα πιά, ἔχοντας ἐντρυφήσει στὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Στέφανος φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ κηρύξει στοὺς Ζυριανοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸν φωτισμὸ τῶν Ζυριανῶν σχεδίασε ἕνα ἀλφάβητο ἀπὸ τὴν γλῶσσα τους καὶ μετέφρασε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Γι’ αὐτὴ τὴν σπουδαία πολιτιστική, ἱεραποστολικὴ καὶ θεολογικὴ ἐργασία ὁ Ἐπίσκοπος Ροστὼβ Ἀρσένιος (1374-1380) τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἔχοντας ἑτοιμασθεῖ γιὰ ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα, μετὰ ἀπὸ παραμονὴ δεκατριῶν ἐτῶν μέσα στὸ μοναστῆρι, ὁ Ἅγιος Στέφανος ταξίδεψε στὴ Μόσχα, τὸ ἔτος 1379, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἐπίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος τότε προΐστατο τῆς διοικήσεως στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια. Ὁ Ἅγιος τὸν ἱκέτευσε: «Εὐλόγησε μέ, Γέροντα, γιὰ νὰ πάω σὲ μία εἰδωλολατρικὴ χώρα, τὸ Πέρμ. Θέλω νὰ διδάξω τὴν Ἁγία Πίστη στοὺς ἄπιστους ἀνθρώπους. Ἔχω ἀποφασίσει εἴτε νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὸν Χριστό, εἴτε νὰ θυσιάσω τὴν ζωή μου γι’ αὐτοὺς καὶ τὸν Κύριο». Ὁ Ἐπίσκοπος μὲ χαρὰ τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Τοῦ πρόσφερε μάλιστα ἕνα ἀντιμήνσιο, Ἅγιο Μύρο καὶ λειτουργικὰ βιβλία, ἐνῷ ὁ μεγάλος πρίγκιπας Δημήτριος τοῦ ἔδωσε ἕνα ἔγγραφο γιὰ ἀσφαλῆ διάβαση. Ἀπὸ τὴν πόλη Οὔστιουγκ, ὁ Ἅγιος Στέφανος, ξεκίνησε γιὰ τὸν βόρειο ποταμὸ Ντβίνα μέχρι τὴ συμβολὴ τοῦ ποταμοῦ Βικέγκντα, περιοχὴ μέσα στὴν ὁποία ὑπῆρχαν οἰκισμοὶ τῶν Ζυριανῶν. Ὁ πρόδρομος τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὑπέφερε πολλὲς μοχθηρίες, ἀγῶνες, στερήσεις καὶ πικρίες, ζωντας 454
ἀνάμεσα σὲ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι τιμοῦσαν εἴδωλα μὲ φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μία χρυσὴ γυναικεία φιγούρα καὶ ἐμπιστεύονταν τὴν ζωή τους σὲ μάγους. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νὰ καρποφορεῖ. Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ὑψωνόταν ἕνα εἴδωλο, οἰκοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητῆ τοῦ σκότους. Ὁ ἱερέας τῶν εἰδωλολατρῶν, μετὰ ἀπὸ μία ἰσχυρὴ δοκιμασία κατὰ τὴν ὁποία ἀποκαλύφθηκε ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων, ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὸ Φῶς τῆς Θεότητας καὶ αὐτοεξορίσθηκε. Καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, ἔχτισε στὸ Βισερὸ μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Τὸ ἔτος 1383 ὁ Ἅγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πέρμ. Ὡς στοργικὸς πατέρας ἀφοσιώθηκε στὸ ποίμνιό του. Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς νεοβαπτισθέντες ἄνοιξε σχολεῖα δίπλα στὶς ἐκκλησίες, ὅπου μελετοῦσαν τὰ ἱερὰ κείμενα στὴν περμιανὴ γλῶσσα. Τοὺς δίδαξε τί ἔπρεπε νὰ ξέρουν προκειμένου νὰ γίνουν ἱερεῖς καὶ διάκονοι γιὰ νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ πῶς νὰ γράφουν στὴν περμιανὴ γλῶσσα. Ὁ Ἅγιος Στέφανος προστάτευε τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς ἀπάτες τῶν διεφθαρμένων ἀξιωματούχων, προσέφερε ἐλεημοσύνη καὶ τὸ βοηθοῦσε στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνάς του ἐναντίων τῶν εἰσβολῶν τῶν ἄλλων φυλῶν. Ἄλλοτε πάλι ταξίδευε στὴ Μόσχα καὶ τὸ Νόβγκοροντ, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὰ συμφέροντα τῶν Ζυριανῶν, ποὺ πολλὲς φορὲς καταπιέζονταν ἀπὸ τοὺς Ρώσους ὑπαλλήλους. Ἡ ἱεραποστολικὴ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ προσευχή του ἀπέδωσαν καρπούς. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Πὲρμ ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν τὸ ἔτος 1390 ὁ Ἅγιος Στέφανος ταξίδευε στὴν Μόσχα γιὰ ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, πέρασε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Τὸ μοναστῆρι ἀπεῖχε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ βρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος περὶ τὰ δέκα χιλιόμετρα. Ὁ Ἅγιος Στέφανος διακαῶς ἀγαποῦσε τὸν Ἅγιο ἀσκητὴ τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἐπιθυμοῦσε πάρα πολὺ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, δὲν εἶχε ὅμως χρόνο γιὰ νὰ τὸ κάνει. Τότε ὁ 455
Ἅγιος Στέφανος γύρισε πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κάνοντας μία ὑπόκλιση εἶπε: «Εἰρήνη σὲ ἐσένα, πνευματικέ μου ἀδελφέ». Ὁ Ἅγιος Σέργιος, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν στιγμὴ γευμάτιζε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, σηκώθηκε, ἔκανε μία προσευχὴ καὶ ὑποκλινόμενος πρὸς τὴν κατεύθυνση ὅπου βρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀπάντησε: «Χαῖρε καὶ σὲ ἐσένα, ἀρχηγὲ τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι μαζί σου». Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἵδρυσε, ἐπίσης, ἀρκετὲς μονὲς γιὰ τοὺς Ζυριανούς: τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὴν ἔρημο τοῦ Οὐλιάνωβ, τὴ μονὴ τοῦ Στεφάνωβ, τὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ ΟὔστΒὶμ καὶ τὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Ἰάρενκ. Τὸ ἔτος 1395 ὁ Ἅγιος Στέφανος πῆγε πάλι στὴ Μόσχα γιὰ ὑποθέσεις τοῦ ποιμνίου του. Ἐκεῖ ἀσθένησε καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τοποθετήθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ Κρεμλίνο τῆς Μόσχας. Οἱ Ζυριανοὶ μὲ πικρία θρήνησαν τὸ θάνατο τοῦ ποιμένα τους. Μὲ εἰλικρίνεια παρακάλεσαν τὸν πρίγκιπα τῆς Μόσχας καὶ τὸν Μητροπολίτη νὰ στείλουν τὸ σκήνωμα τοῦ προστάτου τους, πίσω στὴν Πέρμ, ἀλλὰ ἡ Μόσχα δὲν θέλησε νὰ φύγουν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
Ο άγιος Σωφρόνιος Επίσκοπος Ιεροσολύμων , που η καθαρότητα της καρδιάς του, τον έκανε "νουν ορών τον Θεόν".
Εορτή: 11 Μαρτίου 456
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Η περίοδος της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής που διανύουμε, είναι καιρός μετανοίας, νηστείας, προσευχής και πνευματικών αγώνων. Είναι στάδιο των αρετών στο οποίο όποιος θέλει εισέρχεται ελεύθερα, χωρίς κανείς να τον εκβιάζη, και αθλείται πνευματικά. “Το στάδιον των αρετών ηνέωκται, οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε αναζωσάμενοι τον καλόν της νηστείας αγώνα”. Η νηστεία, όταν συνοδεύεται και από την προσευχή, είναι το ισχυρότερο όπλο εναντίον του διαβόλου, του εχθρού της ανθρωπίνης σωτηρίας, “τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία”, αλλά και πηγή ουρανίων χαρισμάτων, “νηστεία αγρυπνία προσευχή ουράνια χαρίσματα λαβών”. Αληθινή νηστεία σημαίνει εγκράτεια όχι μόνο τροφών, αλλά και “γλώσσης, των παθών αλλοτρίωσις, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους και επιορκίας”. Η εγκράτεια των τροφών και των λεγομένων χονδρών σαρκικών παραπτωμάτων είναι ίσως τα ευκολότερα αγωνίσματα. Χρειάζεται όμως προσπάθεια και για τα δυσκολότερα, όπως είναι η κατάκριση, ο φθόνος, η συκοφαντία κ.λ.π. Ο Προφήτης Δαβίδ παρακαλούσε τον Θεό να τον λυτρώση από την συκοφαντία, για να μπορέση να τηρήση τις εντολές Του: “λύτρωσαί με από συκοφαντίας ανθρώπων και φυλάξω τας εντολάς σου”. Νηστεία “αληθής και ευπρόσδεκτος” στο Θεό είναι όπως αναφέραμε και πιο πάνω και “η των παθών αλλοτρίωσις”, δηλαδή η μεταμόρφωση των παθών, η θεραπεία από τα πάθη. Τα ανθρώπινα πάθη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η παρά φύσιν λειτουργία των δυνάμεων της ψυχής, ήτοι του λογιστικού, του θυμικού και του επιθυμητικού. Όπως και οι αρετές, είναι η φυσιολογική κίνηση των ψυχικών δυνάμεων. Και για παράδειγμα, όταν ο θυμός λειτουργή κατά φύσιν τότε στρέφεται εναντίον του διαβόλου και της αμαρτίας, ενώ στην αντίθετη περίπτωση στρέφεται “εναντίον των ομοφύλων”, δηλαδή των άλλων ανθρώπων, ακόμη και εναντίον αυτής της κτίσεως, ήτοι των ζώων, των φυτών κ.λ.π. Το λογιστικό μέρος της ψυχής στην φυσιολογική του κατάσταση έχει αναφορά στον Θεό, όπως και δια της επιθυμίας επιθυμεί ο άνθρωπος καθετί το οποίο είναι αρεστό στον Θεό. Στην αντίθετη περίπτωση στρέφεται κατά του 457
θελήματος του Θεού και υποδουλώνεται στον διάβολο και στα κτίσματα. Η θεραπεία των ψυχικών δυνάμεων, ή με άλλα λόγια η αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας τους γίνεται με την εγκράτεια, την προσευχή και την αγάπη. Θα μας πη ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: “Το θυμικόν της ψυχής αγάπη χαλίνωσον, το επιθυμητικόν αυτής εγκρατεία καταμάρανον και το λογιστικόν αυτής προσευχή πτέρωσον και το φως του νού ουκ αμαυρούται ποτέ”. Άγιοι είναι όσοι εκαθάρισαν το σκεύος τους, όσοι μεταμόρφωσαν τα πάθη τους και έφθασαν από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση και είδαν τον Θεόν. Αυτοί είναι πλήρεις Πνεύματος Αγίου και τα λόγια τους είναι “ρήματα ζωής αιωνίου”. Είναι οι πρωταθλητές του πνευματικού στίβου και τα αληθινά πρότυπα των αθλητών του πνεύματος. Ένας από αυτούς είναι και ο Άγιος Σωφρόνιος που η μνήμη του εορτάζεται αυτή την περίοδο. Έζησε με εγκράτεια και σωφροσύνη από την νεαρή του ηλικία, αλλά και μετέπειτα όταν έγινε Μοναχός στο Μοναστήρι του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων έγινε “δια την υπερβάλλουσαν αρετήν του”, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, και εποίμανε το ποίμνιό του με το ορθόδοξο ασκητικό και θυσιαστικό ήθος που τον διέκρινε. Ήταν άνθρωπος του πνεύματος με την αληθινή σημασία του όρου. Ήταν, δηλαδή, γεμάτος από την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε πνευματικά μάτια, μάλλον εκαθάρισε τον νου του, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, και είδε τον Θεό, γι’ αυτό και μπορούσε να καθοδηγή το ποίμνιο του απλανώς. Κατά την έκφραση του συγγραφέως του “Μεγάλου Κανόνος”, έγινε “νους ορών τον Θεόν”. Όταν τα Ιεροσόλυμα αλώθηκαν από τους Πέρσας, εφιλοξενήθη στην Αλεξάνδρεια από τον φίλο του τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα και όταν αυτός “απήλθε προς Κύριον” συνέθεσε προς τιμή του εγκωμιαστικό λόγο και “πολλά εθρήνησε την τούτου στέρησιν”. Οι Άγιοι έχουν καθαρή και ευαίσθητη καρδιά. Αγαπούν αληθινά και κλαίνε για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, όπως και ο Χριστός έκλαψε για τον φίλο του Λάζαρο. Αλλά λυπούνται όχι “ώσπερ οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα”, αλλά ως έχοντες ελπίδα ζωής αιωνίου, αφού είναι σταυρωμένοι και αναστημένοι και γεύονται από την παρούσα ζωή την βασιλεία των ουρανών. Εδώ θα πρέπη να αναφέρουμε ότι μεταξύ άλλων συνέγραψε και τον θαυμαστό βίο της ισαγγέλου οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Είθε με τις πρεσβείες του σώφρονος Αγίου Σωφρονίου να μας 458
χαρίση ο Θεός “πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης”, καθώς και μεράκι και όρεξη για αγώνες πνευματικούς.
Ὁ Ἅγιος Τύχων Πατριάρχης Μόσχας Ὁ Ἅγιος Τύχων γεννήθηκε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1865 στὴν πόλη Τοροπιὲτς τῆς ἐπαρχίας Πσκώβ. Τὸ κατὰ κόσμο ὄνομά του ἦταν Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελλάβιν. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν παρακολουθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Πσκὼφ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἐγγράφεται στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἕξι ἐτῶν ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γίνεται μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε στὸ παρεκκλῆσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Πσκώβ, ὅπου ἦταν καθηγητής. Ὡς μοναχὸς ἀπέκτησε τὸ ὄνομα Τύχων, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου τῆς Ρωσίας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ (τιμᾶται 13 Αὐγούστου). Τὸ 1898 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως τοῦ Χὸμκ καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα Ἐπίσκοπος τῶν Ἀλεουτιανῶν Νήσων τῆς Ἀλάσκας. Τὸ 1905 προάγεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πόλεως Ἱεροσλάβ.
Τὸ 1914 ξεσπᾷ ὁ Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἅγιος Τύχων στάθηκε στὸ πλευρὸ τῆς πατρίδος του καὶ τοῦ ποιμνίου του. Ἡ προσφορά του ἦταν μεγάλη. Γι’ αὐτό, δυὸ χρόνια ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ὁ λαὸς ὑποδέχεται θριαμβευτικὰ τὸν νέο ποιμενάρχη του.
459
Τὸ ἔτος 1917 γίνεται ἀνατροπὴ τοῦ καθεστῶτος ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους. Τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Ἅγιος Τύχων καλεῖ Σύνοδο, γιὰ νὰ μελετήσει τὴν κατάσταση καὶ νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κράτους. Στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1917, μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαντιμὶρ ἔγινε ἡ κλήρωση γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ὁ κλῆρος, τὸν ὁποῖο τράβηξε ὁ ἐρημίτης Γέροντας Ἀλέξιος, ἔπεσε στὸν Ἅγιο Τύχωνα. Ὁ διωγμὸς ἀρχίζει. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παραμένει. Ὁ Ἅγιος Τύχων βίωνε τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τὶς ἀντίξοες περιστάσεις. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι παρελθόν, διότι εἶναι αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μουσεῖο, διότι δὲν πεθαίνει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ φυτεία τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως προφήτεψε τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὅπως καὶ ὁ Ἱδρυτής της, ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρει, ὅτι «Ἐκκλησίας οὐδὲν ἴσον. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε γηρά. Τείχη, βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δὲ οὐδὲ δαίμονες περιγίγνονται. Καὶ ὅτι οὐ κόμπος τὰ ρήματα, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε». Τὸ ἀείζωο τῆς Ἐκκλησίας ὑμνεῖ καὶ πάλι ἡ γλῶσσα τοῦ χρυσορρήμονος Πατρὸς ποὺ λέγει: «Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε… Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα. Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ οἱ πολεμήσαντες; Ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπει. Τὰ ἐκείνων ἔσβεσα τὰ ταύτης ἀθάνατα». Τὸ καθεστὼς ἐπέφερε χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, κατήργησε ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ προνόμια, ἐπέβαλε τὸν πολιτικὸ γάμο, ὀργάνωσε τὴν ἀντιχριστιανικὴ προπαγάνδα, δήμευσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, ἐξόρισε καὶ δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανῶν, ἔκλεισε τοὺς ναούς, ἐξαφάνισε ἱερὰ λείψανα Ἁγίων. Στὸ σφοδρὸ διωγμὸ φονεύθηκαν πάνω ἀπὸ 3.500 Ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, περὶ τὶς 2.000 μοναχοὶ καὶ περὶ τὶς 3.000 μοναχές. Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Μόσχα, γίνεται τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία. Μεταξὺ 460
τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούτοβο, ἦταν καὶ δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες. Τὸ Μπούτοβο, ὅπως καὶ ἡ Σιβηρία, τὸ Χαρκὼβ καὶ τόσα ἄλλα μέρη, συμβολίζουν τὸν τόπο μαρτυρίου τῶν Ἁγίων μας ὡς τὸν ἀπεριόριστο χῶρο. Τὸν χῶρο ἐκεῖνο ποὺ τόσο καλὰ περιγράφεται στὴ νουβέλα τοῦ Τσέχωφ «Ὁ Ἐπίσκοπος». Διότι, μετὰ τὸν θάνατό τους , οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς συνειδήσεώς τους, ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τὶς γήινες ἰδιότητές τους καὶ καθετὶ ποὺ τοὺς περιορίζει, δεσμεύει καὶ ἐπιβαρύνει, ξαναγίνονται νέοι καὶ χαρούμενοι, διασχίζουν τὴν κοιλάδα τῆς ζωῆς καὶ ἀναπνέουν βαθιά, μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπεριόριστο. Κάτω ἀπὸ τὸ πρῖσμα αὐτὸ κατανοοῦμε τὴν εἰρηνικὴ ἀντίσταση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνος σὲ κάθε διοικητικὸ μέτρο τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἦταν πάντα ξένο πρὸς τὴν ψυχή, θέλοντας νὰ τὴν περιορίσει καὶ νὰ μειώσει τὶς ἐλευθερίες της. Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐπιτιμᾷ τὸ καθεστώς. Γι’ αὐτὸ καταδικάζεται σὲ θάνατο. Τὸ Μάιο τοῦ 1922 συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐλευθερώνεται, ἀλλὰ καὶ πάλι περιορίζεται στὴ μονὴ Ντονσκόι ὅπου ζοῦσε ὡς ἐλεύθερος πολιορκημένος. Ἡ ἀσθένειά του τὸν καταβάλλει. Στὶς 25 Μαρτίου 1925 ὁ Ἅγιος Πατριάρχης ἔνιωσε ὅτι τὸ τέλος πλησιάζει. Ἔκανε εὐλαβικὰ τὸν σταυρό του, εἶπε «Δόξα σοί, Κύριε» καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Θεό.
ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος, γόνος πτωχῆς οἰκογενείας τῆς Θεσσαλονίκης, ἐγεννήθηκε περί τὸ 1305, ἐσπούδασε φιλολογία ὑπὸ τὸν περίφημο καθηγητὴ Θωμᾶ Μάγιστρο, τοῦ ὁποίου ἦταν ὑπηρέτης. ᾿Αργότερα ἐμφανίζεται ὡς μοναχός. Σύμφωνα μὲ εἰδήσεις τῶν πηγῶν κάποτε ἐμόνασε στὸΣινᾶ, χωρὶ ς νὰ εἶναι εὔκολο νὰ ἐντοπισθεῖ τοῦ το χρονολογικά· ἴσως νὰ μετέβη ἐκεῖ τὸ 1326, ὅταν καὶ ἄλλοι μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη συμπεριλαμβανομένου τοῦ Γρηγορίου Σιναΐτου εἶχαν ἐκδηλώσει τὴν πρόθεσή τους νὰ πράξουν τοῦτο. ῎Επειτα ἐγκαταστάθηκε στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, καὶ μάλιστα στὴ Μονὴ Μ. Λαύρας, ὅπου συνδέθηκε στενὰ μὲ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν ὁποῖο εἶχε συναντήσει γιὰ πρώτη 461
φορά, ἴσως πρὸ τῆς μοναχικῆς ἀναχωρήσεώς του, στὴν Θεσσαλονίκη τὸ 1325-1326. Διαδέχθηκε τὸν Μακάριο στὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς Μ. Λαύρας, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἐθεωρεῖ το ἀντιπρόσωπος τοῦ Παλαμᾶ στὸ῎ Ορος (1342). ῾Η διστακτικότητά του ὁρισμένες στιγμὲς προκαλοῦσε τὰ παράπονα τοῦ Γρηγορίου, οὐσιαστικὰ ὅμως παρέμενε σταθερὰ ἀφοσιωμένος στὶς ἀπόψεις τούτου. ῎Οχι μόνο ἐπρωτοστάτησε στὴν ὑπογραφὴ τοῦ ῾Αγιορειτικοῦ Τόμου τὸ 1341, ἀλλὰ καὶ ἔγραψε δύο ἰδικά του δοκίμια περὶ τοῦ θείου φωτὸς τὸ1346. Μετὰ τὸ θρίαμβο τοῦ Καντακουζηνοῦ (1347) ἐξελέγη Μητροπολίτης ῾Ηρακλείας, ποὺ λόγῳ τῆς θέσεώς του ἦταν πρόεδρος τῶν ὑπερ τίμων καὶ πρῶτος στὴν τάξη τῶν Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. ᾿Απὸ τότε μετέσχε ἐνεργῶς στὰ κοινὰ τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἐπρωτοστάτησε στὶς συζητήσεις γιὰ τὴν εἰρήνευσή της. Στὶς 10 ᾿Ιουνίου 1350 ἐχειροτόνησε τὸν ἱερομόναχο Κάλλιστο ὡς Ἐπίσκοπο, ποὺ εἶχε ἐκλεγεῖ διάδοχος τοῦ ἀποθανόντος ᾿Ισιδώρου. Στὴ Σύνοδο τοῦ 1351 ἔπαιξε τὸν δεύτερο μετὰ τὸν Παλαμᾶ ρόλο ἀνάμεσα στοὺς ὑποστηρικτές τῆς ὀρθόδοξης μερίδος. ᾿Επιμελήθηκε τῆς συντάξεως τοῦ Τόμου τῆς Συνόδου, ποὺ περιέλαβε τὰ πρακτικὰ τῶν συζητήσεων καὶ τὶς ἀποφάσεις. Τὸ ἑπόμενο ἔτος, ἐνῶ αὐτὸς εὑρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ῾Ηράκλεια καταλήφθηκε καὶ ἐλεηλατήθηκε ἀπὸ τοὺς Γενουᾶτες· εὐτυχῶς ποὺ αὐτὸς ἦταν ἐλεύθερος, ὥστε νὰ φροντίσει γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν αἰχμαλώτων μελῶν τοῦ ποιμνίου του μὲ λίγα λύτρα καὶ γιὰ τὴ νἀ να συγκρότηση τῆς πόλεως. Κατὰ τὴ νέα σύγκρουση μεταξὺ τοῦ᾿Ιωαννου τοῦ Καντακουζηνοῦ καὶ τοῦ Ἰωάννου Παλαιολόγου, ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ἐτάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ δευτέρου, μὴ ἐπιθυμώντας νὰ στέψει συναυτοκράτορα τὸν Ματθαῖο Καντακουζηνὸ καὶ νὰ συνεργήσει στὴν ἀνάδειξη ἑνὸςἀκόμη ἀνταγωνιστοῦ τοῦ νομίμου αὐτοκράτορος᾿Ιωάννου Παλαιολόγου, καὶ ἐγκατέλειψε τὸν θρόνο. Τότε ὁ Καντακουζηνὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς προταθέντες ἐκ μέρους τῶν ἱεραρχῶν ὑποψηφίους Φιλόθεο῾Ηρακλείας, Μακάριο Φιλαδελφείας, Νικόλαο Καβάσιλα ἐπέλεξε γιὰ Πατριάρχη τὸν πρῶτο. Παρέμεινε στὸ θρόνο μόνο ἐπὶ ἕνα ἔτος, διότι τὸ φθινόπωρο τοῦ 1354, ὅταν ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἀξίωμα ὁ Καντακουζηνός, ἀναγκάσθηκε νὰ παραιτηθεῖκαί αὐτός. ᾿Ανεχώρησε γιὰ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος καί, μολονότι εἶχε κηρυχθεῖ 462
ἔκπτωτος, ὁ Κάλλιστος τοῦ ἐπέτρεψε ἀργότερα νὰ ἐπανέλθει στὴ μητροπολιτικὴ ἕδρα του, στὴν῾Ηράκλεια. Διαδέχθηκε ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν Κάλλιστο, μετὰ τὸ θάνατό του, καί ἔμεινε στὸ θρόνο μιὰ ὁλόκληρη ἐξαιρετικὰ καρποφόρο δωδεκαετία, μέχρις ὅτου παραιτήθηκε (1376) λόγῳ γήρατος καὶ ἄλλων δυσχερειῶν. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἀνέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα. Καὶ πρῶτα συνέβαλε ἀποτελεσματικά στὴνἐπικράτηση τοῦ ἡσυχασμοῦ. Τὴ συγγραφική του παραγωγὴ ὑπὲρ τῶν ἡσυχαστικῶν ἀπόψεων εἶχε ἀρχίσει κατὰ τὸ ἱερομοναχικό του στάδιο, ἀλλὰ συνέχισεὡς ἀρχιερεὺς ἐντονώτερα. Κατὰ κάποιον τὰ ἔργα του εἶναι παράλληλα πρὸς τὰ τοῦ διδασκάλου του Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ ἀναπαράγουν τὶς ἀπόψεις ποὺἔχει διατυπώσει αὐτός.῞Οπως εἴδαμε, εἶχε λάβει ἐνεργὸμέρος στὴ σύνοδο τοῦ1351, ἐνῶ διὰ τῆς Συνόδου τοῦ 1368, ποὺεἶναι ἔργοἰδικό του, ἐδόθηκε ὁριστικὸ κτύπημα στὴν ἀντιησυχαστικὴ κίνηση καὶ ἐτερματίσθηκε ἡ ἔριδα. Πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Φιλόθεος ἐνήργησε γενικώτερα, ὥστε νὰ διαποτισθεῖ πλήρως ἡ ᾿Εκκλησία μὲ τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα. Σ᾿ αὐτὸν κυρίως ὀφείλεται ἡ προσθήκη τοῦ μακαρισμοῦ τῶν ἡσυχαστῶν καὶ τοῦ ἀναθεματισμοῦ τῶν ἀντιησυχαστῶν στὸ Συνοδικὸν τῆς᾿Ορθοδοξίας ,ἡ ὑπὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα ἀνασύνταξη τῆςὁμολογίας τῶν ὑποψηφίων Ἐπισκόπων, ἡ προσαρμογὴ τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ καὶ τοῦ ὁμιλιαρίου, καθὼς καὶ ἡ ἀλλαγὴ τεχνοτροπίας στὴν ἁγιογραφία, ποὺ παρατηρεῖται ἤδη ἐμφανῶς στὰ ἔργα τοῦ μεγάλου καλλιτέχνη Θεοφάνους τοῦ Γραικοῦ, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔστειλε στὴ Ρωσία.῎Εντονη ὑπῆρξε ἡ δραστηριότης τοῦ Φιλοθέου στὸ πεδίο τῶν σχέσεων τῶν δύο᾿Εκκλησιῶν. ᾿Ενῶ οἱ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ ᾿Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου σχέσεις ὑπῆρξαν πάντοτε ἀδιατάρακτες, οἱ δυὸ ἄνδρες ἀκολούθησαν ἀπόλυτα διάφορη τακτικὴ στὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα, ὅπως παλαιότερα στὰ πολιτικά. ῞Οπως εἶναι φυσικὸ ὁ Παλαιολόγος ἐνδιαφερόταν πρωτίστως γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πολιτείας, ἐνῶ ὁ Φιλόθεος ἐνδιαφερόταν πρωτίστως γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ακολούθησαν ὁ καθένας ἰδιαίτερο δρόμο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ, ὁ ὁποῖος στὸ βάθος καθίστατο κοινός, διότι ἦταν συνδυασμένος ὁ στόχος τῆς διατηρήσεως καὶ τῶν δύο ὀργανισμῶν στὴ ζωή. Προφανῶς γι᾿αὐτὸ δὲν ἦλθαν ποτὲ σὲ σύγκρουση, ἔχοντας ἂν ὄχι σιωπηρὴ συμφωνία, τουλάχιστο ἀξιοθαύμαστη ἀλληλοκατανόηση. Τὴν πρωτοβουλία στὶς σχετικὲς οἰκουμενικὲς συζητήσεις εἶχε ὁ αὐτοκράτορας καὶ κύριος 463
ἐκπρόσωπος τῆς Ἀνατολικῆς᾿Ορθοδοξίας ἦταν ὁ πρώην αὐτοκράτορας ᾿Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, τώρα μοναχὸς ᾿Ιωάσαφ. ῾Ο λατῖνος κληρικὸς Παῦλος ἦλθε ὡς λεγᾶτος τοῦ Πάπα στὴν Κωνσταντινούπολη δυὸ φορές, τὴν δεύτερη μάλιστα φορὰ μὲ τὸν τίτλο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (1367). Φέροντας τέτοιον τίτλο δὲν ἦταν διατεθειμένος νὰ συνομιλήσει μὲ τὸν Φιλόθεο, τὸν ὁποῖο ἐθεωροῦσεὡς ἀντικανονικὸ διεκδικητὴ τοῦ τίτλου, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ Φιλόθεος εἶχε διάθεση νὰ συζητήσει μαζί του.῾Ο Καντακουζηνὸς ἔθεσε τὸ πρόβλημα τῆς ἑνώσεως ἐπάνω σὲ νέα βάση, στὴ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ θὰ ἐξέταζε συνολικά τὰ σπουδαῖα ζητήματα τῆς᾿Εκκλησίας.᾿Ενῶ ὁ Παῦλος ἐδέχθηκε αὐτὴ τὴ βάση, ὁ Πάπας τὴν ἀπέρριψε·ὁ σπόρος ὅμως ποὺἐρρίφθηκε τότε ἐδῶ, ἐφύτρωσε ἀργότερα στὴ Δύση μὲ τὴν σύγκλησι τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντίας καὶ τέλος τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας.῾Ο Πάπας ἀπέρριψε τὴν πρόταση, διότι ἐθεωροῦσε τὰ θέματα λελυμένα κατὰ τὶς δυτικὲς ἀπόψεις καὶ ἐπέμενε νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἕνωση μὲ μόνο ἕνα διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορος. Τότε ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος, διαχωρίζοντας τὴ θέση του ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς Ἀνατολικούς, ὁμολόγησε ἀφοσίωση στὸν Πάπα μὲ αὐτοπρόσωπη ἐμφάνιση ἐνώπιόν του. ᾿Αλλ᾿ ἔμεινε μόνος σχεδόν, διότι τὸ διάταγμά του δὲν εἶχε καμμιὰ ἀπήχηση. Ἀντιθέτως ὁ Φιλόθεος, βλέποντας τὴν ἀντικειμενικὴ ἀδυναμία τῆς Δύσεως νὰ βοηθήσει ἀποτελεσματικά τὸΒυζάντιο, ἐφρόντισε νὰ εὕρει ὑποκατάστατο αὐτῆς τῆς βοηθείας.῎Οχι μόνο ἕνωσε τοὺς ἡγέτες τῆς᾿Ορθοδόξου᾿Εκκλησίας σὲ κοινὸ μέτωπο κατὰ τῆς ἑτεροδοξίας, ἀλλ᾿ ἦλθε σὲ συνεννόηση καὶ μὲ τοὺς ἡγεμόνες τῶν Ὀρθοδόξων Χωρῶν τοῦ βορρᾶ. Θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ σχηματισθεῖ μία συμμαχία ἀρκετὰ ἰσχυρὴ πρὸς ἀπόκρουση τῶν Τούρκων.῾Η προσπάθεια ἐφαινόταν ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει, ἂν ἐνεργοῦσε καὶ ἡ πολιτεία κατάλληλα·ἀλλ᾿ ἦταν πλέον ἀργά. Ὁ Φιλόθεος ἀποκατέστησε τὶς σχέσεις τοῦΠατριαρχείου μὲ τὴν Σερβικὴ ᾿Εκκλησία. ᾿Επειδὴ ὁ Στέφανος Δουσὰν εἶχε ἀλλοιώσει τὴ σύνθεση τῆς ἱεραρχίας τῶν χωρῶν ποὺ εἶχε καταλάβει (Μακεδονίας καὶ᾿Ηπείρου), ὁ Κάλλιστος Α΄ ἀναγκάσθηκε ν᾿ ἀφορίσει αὐτὸν καὶ τὴν᾿Εκκλησία του στὶς ἀρχὲς τοῦ 1353. ῾Ο Φιλόθεος ἦρε τὸ ἀνάθεμα σὲ δυὸ 464
φάσεις·πρῶτα γιὰ τὸ σερβικὸ δεσποτᾶτο τῶν Σερρῶν, κατόπινἐκκλήσεως τοῦ᾿Ιωάννου Οὔγγλεση (1371), ἔπειτα δὲ γιὰ ὁλόκληρη τὴνἐπικράτεια τοῦ Πατριαρχείου τῶν Σέρβων, κατόπιν πρωτοβουλίας Σέρβων ἡσυχαστῶν, μοναχῶν τοῦ κύκλου τοῦ Φιλοθέου, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν ὁ ᾿Ησαΐας, ὁ Νικόδημος, ὁ Νήφων καὶ ὁ Σίλβεστρος. Μετὰ τὴν πρώτη σύντομη πατριαρχεία του συνδέθηκε στενὰ μαζί του ὁ Κυπριανὸς Τσάμπλακ, μέλος τῆς γνωστῆς μεγάλης ἑλληνοβουλγαροβλαχικῆς οἰκογενείας, καὶ ἔγινε ἀπὸ τότε συνεργάτης του. Τὸν συνόδευσε στὸ ῞Αγιον ῎Ορος μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ θρόνο καί ἔμεινε σ᾿ αὐτὸ ἀρκετὸ χρόνο, διότι τὸ ἐθεωροῦσε σχολὴ πνευματικῆς ἀσκήσεως. ῞Οταν ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔμεινε μαζί του ὡς συνεργάτης καὶ σύγκελλος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δευτέρας πατριαρχείας του. Στὴν Οὑγγροβλαχία κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Φιλοθέουὁἡ γεμὼν Βλαδισλάβος Βόδας, αἰσθανόμενος τὴν πίεση τῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας ἀπὸ τὴν Οὑγγαρία, ἐζήτησε τὴν χειροτονία τοῦ ᾿Ανθίμου Κριτοπούλου σὲ Μητροπολίτη μὲ εὐθύνη ποιμαντορικὴ ἐπὶ τμήματος τῆς χώρας ποὺ εἶχε ἕδρα τὸ Σεβερῖνο.῾Ο Φιλόθεος ἐχειροτόνησε τὸν῎ Ανθιμο τὸ1370, ἀργότερα δὲ ἐτοποθέτησε στὴν Κούρτεα Ντὲ ῎Αργκες ὡς Μητροπολίτη τὸν Χαρίτωνα σὲ διαδοχὴ τοῦ ἀποθανόντος῾Υακίνθου (1372). Τὴ διοργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου στὴ Ρουμανία ἀνέλαβε ὁ ἑλληνοσέρβος ἁγιορείτης μοναχὸς Νικόδημος,ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν πορεία του πρὸς τὸν βορρᾶ ἵδρυσε μονὲς στὴν περιοχὴ τῆς Κράϊνας τῆς Βουλγαρίας, κατὰ τὰ ἀθωνικὰ πρότυπα. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ1370, περνώντας τὸν Δούναβη, ἦλθε στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες, προφανῶς ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Φιλοθέου. Μὲ ἔγκριση τοῦ Χαρίτωνος ὁ Νικόδημος ἵδρυσε δυὸ κεντρικὲ ς μονὲ ς κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Μεγίστης Λαύρας· τῆς ἑλληνόφωνης Βοδίτσας καὶ τῆς σλαβόφωνης Τισμάνας. ῞Ιδρυσε βέβαια καὶ ἄλλες μονὲς βορείως τῶν Καρπαθίων, τὶς ὁποῖες ἐπεξέτειναν καὶ αὔξησαν οἱ μαθητές του. ῎Ετσι ἐδημιουργήθηκε ἕναἰ σχυρὸτεῖχος ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ διαπεράσουν εὔκολα οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ προσηλυτιστές . Μαθητές του ὀργάνωσαν τὸ μοναχισμὸ στὴν Μολδαβία, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἵδρυσαν τὶς μονὲς
465
Νεάμτσου καὶ Μαραμοῦρες, ὅπουἐπέβαλαν τὸ βυζαντινὸ τυπικό. Στὰ μέσα τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος μ.Χ. ἐπὶ τοῦ χώρου Ρωσίας, Πολωνίας καὶ Βαλτικῆς εἶχαν διαμορφωθεῖ τρεῖς μείζονες κρατικὲς ἐξουσίες· τῆς Μεγάλης Ρωσίας, τῆς Πολωνίας καὶ τῆς Λιθουανίας. ῏Ηταν εὔλογο νὰ διαμορφωθοῦν ἐπίσης τρεῖς ἐκκλησιαστικὲς περιφέρειες, ἂν καὶ οἱ ἕδρες εἶναι περισσότερες, διότι ἐναλλάσσονται· Κίεβο, Μόσχα, Βλαδίμηρο, Νόβγοροντ, Γαλικία. ῾Η ἡγεμονία τῆς Μόσχας εἶχε ἀναδειχθῆ στὸ ἰσχυρότεροἀ πὸτὰ κράτη τῆς Ρωσίας καὶ ἡ δύναμή της αὐξανόταν συνεχῶς. Τὸ ἔτος 1367 ἀποτελεῖ σταθμὸ στὴν ἱστορία της, διότι τότε ἀνοικοδομήθηκε τὸ λίθινο κρεμλῖνο της, τὸ φρούριό της,ὁ πότε ἡ ἡγεμονία ἀπέκτησε ἀπόρθητη ἑστία. ῾Ο Μητροπολίτης Μόσχας ᾿Αλέξιος, ποὺ εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν Φιλόθεο κατὰ τὴν πρώτη πατριαρχεία του, συντάχθηκε πλήρως στὸ πλευρὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μόσχας Δημητρίου σ᾿ ὅλες τὶς πολιτικές του ἐπιδιώξεις, πρᾶγμα ποὺ δυσαρέστησε καὶ ἄλλους μικροτέρους ἡγεμόνες, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἰσχυροὺς ἡγεμόνες τῆς Πολωνίας Καζίμιρ καὶ Λιθουανίας ῎Ολγκερδ, τῶν ὁποίων μάλιστα ὁ δεύτερος εἶχε καταλάβει τὸ Κίεβο τὸ 1362. Κατόπιν τῶν παραπόνων τους ὁ Φιλόθεος ἔστειλε στὴ Ρωσία τὸ1374, ὡ ς παρατηρητὴ καὶ συντονιστὴ τῆς πολιτικῆς του, τὸν Κυπριανὸ Τσάμπλακ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ κατέβαλε μάταιες προσπάθειες συμφιλιώσεως τῶν ἡγεμόνων αὐτῶν μὲ τὸν ᾿Αλέξιο, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐκθέσει περὶ τῆ ς καταστάσεως. ῾Ο Φιλόθεος τότε τὸν ἐχειροτόνησε Μητροπολίτη Κιέβου (1376) μ᾿ ἐντολὴ νὰ ποιμάνει «ὅσα ἀφῆκε νἀ προνόητα ἐπὶ πολλοῖς χρόνοις ὁ μητροπολίτης κῦρ ᾿Αλέξιος» . ῾Η ἀποστολὴ τοῦ Κυπριανοῦ, μαθητοῦ τοῦ Φιλοθέου, ὅπως εἴδαμε, καὶ πιστοῦ ἡσυχαστοῦ , δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ τριχοτομήσει τὴν ἤδη διχοτομημένη᾿Εκκλησία τῆς Ρωσίας (Μόσχα, Κίεβο, Γαλικία), ὅ πως ἀπὸ πρώτη ὄψη φαίνεται, ἀλλὰ τὴν ἐξοικονόμηση τῶν πραγμάτων ἀπέναντι στὸν κίνδυνο λατινοποιήσεως, ποὺ ἡ ἀπρόσεκτη πολιτικὴ τοῦ ᾿Αλεξίου ἐπέτρεψε νὰ δημιουργηθεῖ, μὲ τοὺς δύο δυσαρεστημένους ἡγεμόνες ἕτοιμους νὰ παραδώσουν τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ᾿Εκκλησία. ῾Ο Φιλόθεος ἐνεργοῦσε μὲ προοπτικὴ νὰ ἑνωθεῖ κάποτε ὁριστικά ἡ ᾿Εκκλησία. ᾿Εκεῖνο ποὺἔ παιξε σπουδαῖο ρόλο 466
στὴν ἀπόφασή του νὰ στείλει τὸν Κυπριανὸ ἦταν ἡ ἡσυχαστικὴ ἰδεολογία του. ῎Επειτα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Κυπριανὸς ἐπετέλεσε σπουδαῖο ἔργο μεταξὺ τῶν ᾿Ορθοδόξων τῆς Λιθουανίας, στὴν ὁποία ὑπαγόταν τότε καὶ ἡ Οὐκρανία, ἀναγνωρίσθηκε τέλος Μητροπολίτης ὅλης τῆς ἑνοποιημένης Ρωσίας μὲ ἕδρα τὴ Μόσχα (1390- 1406). Μιὰ ἑλληνικὴ φυσιογνωμία ποὺ στὴ ρωσικὴ πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ζωὴ κατέχει τὴ θέση ἑνὸς γίγαντος εἶναι ὁ Θεοφάνης ὁ Γραικός, ἕνα παλαιὸπρότυπο τοῦ Δομινίκου Θεοτοκοπούλου. ῾Ο βιογράφος του ᾿Επιφάνιος τὸν ἀποκαλεῖ « σοφὸν καὶ φιλόσοφον», ποὺ σημαίνει ὅτι ἦταν πεπαιδευμένος καὶ ἀσκητικός. Τὸ κύριο ὅμως ἔργο του εἶναι ὅτι μετέφερε στὴν Ρωσία τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα μὲ τὴν τέχνη του ποὺ κοσμεῖ πολλοὺς ναοὺς τῆς χώρας. Εἶχε φθάσει ἐκεῖ τὴν δεκαετία τοῦ 1370, τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τὸν Κυπριανὸ Τσάμπλακ καὶ κατὰ σύσταση τοῦ Φιλοθέου χωρὶς ἀμφιβολία. Τὸ ὅτι ἡ ᾿Ορθοδοξία στὸν χῶρο ἐκεῖ νο κατόρθωσε νά ἀντέξει στὶ ς μεταγενέστερες τρομερὲς πιέσεις εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς πολιτικῆς τοῦ Φιλοθέου. ῍Αν καὶ κατ᾿ ἀρχὴν ἡ εὐρεῖα μόρφωση τοῦ Φιλοθέουἦταν κλασικῆ ς καὶ ἀνθρωπιστικῆς κατευθύνσεως, ὁ σύνδεσμός του μὲ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ τοὺς ἡσυχαστές τὸν ὁδήγησε νὰ διοχετεύσει τὴν πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα στὴν ὑπηρεσία τῆς πίστεως καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας. Α'. Δογματικὰ ἔργα : Τὸ κυριώτερο ἀπὸ αὐτὰ εἶναι οἱ ᾿Αντιρρητικοὶ Λόγοι πρὸς τὰ συγγράμματα τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ. Πρόκειται περὶ μιᾶς μεγάλης συνθέσεως ἐκτεινομένης σὲ δεκαπέντε πραγματεῖες, μὲ τὶς ὁποῖες ἀνασκευάζονται οἱ ἀρνητικὲς ἀπόψεις τοῦ Γρηγορᾶ περὶ τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς θεοφανείας. Οἱ τρεῖς τελευταῖες πραγματεῖες (1315), τῶν ὁποίων ἡ δεκάτη πέμπτη ἀποτελεῖ τὸν ἐπίλογο, εἶχαν γραφεῖ πρῶτες, πρὶν ἀπὸ τὴν κυκλοφόρηση τῶν θεολογικῶν πραγματειῶν τοῦ Γρηγορᾶ, ἐνῶ οἱ πρῶτες (112) ἐγράφησαν ἀργότερα. ῍Αν καὶ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ πιστά, ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Φιλοθέου ἔχει καὶ ὁρισμένα νέα στοιχεῖα. Οἱ δύο σειρὲς πραγματειῶν συνενώθηκαν ἀπὸ τὸν
467
ἴδιο τὸν Φιλόθεο, ὅπως μαρτυρεῖται στὸν πρόλογο τοῦ ἔργου. ῎Αλλα δογματικὰ κείμενα τοῦ Φιλοθέου, ποὺ δὲν ἐκδόθηκαν ἀκόμη, εἶναι ἡ ᾿Ανατροπὴ τῶν 14 κεφαλαίων, τὴν ὁποία συνέταξε ὅταν ἦταν ἀκόμη Μητροπολίτης῾Ηρακλείας, οἱ δύο Δογματικοὶ λόγοι πρὸς τὸν ᾿Ακίνδυνον καὶ τὴν μερίδα αὐτοῦ καὶ ἡ δογματικὴ ᾿Επιστολὴ πρὸς Πετριώτην, προφανῶ ς τὸν πολιτικὸ ἀξιωματοῦχο Μανουὴλ Πετριώτη. Β'.῾ Ομιλίες : ῍Αν καὶ μόνο τρεῖς ὁμιλίες τοῦ Φιλοθέου τυπικῆς μορφῆς ἔχουν ἐκδοθῆ (Εἰς τὴν ῞ Υψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Εἰς τὴν ᾿Αναστήλωσιν τῶν εἰκόνων, Περὶ Φιλαργυρίας), ἡ προσφορά του στὴν ὁμιλητικὴ εἶναι πολὺ σημαντική. Πλὴν τοῦ ὅτι ὑπάρχουν καὶ μερικὲς αὐτοτελεῖς ἀνέκδοτες ὁμιλίες του, σπουδαία εἶναι ἡ προσπάθειά του νὰ ἀνασυντάξει τὸ σύστημα τοῦ Κυριακοδρομίου, ποὺ εἶχε παλαιότερα, τὸν ΙΒ΄ αἰώνα μ.Χ., διαρθρωθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ᾿Ιωάννη Ι΄ ᾿Αγαπητό. ῾Η συμβολὴ τοῦ Φιλοθέου στὴ σύνταξη τῶν ὁμιλιῶν ἀπέβλεπε, ὅπως εἶναι φανερό, στὴν διαπότισή τους μὲ τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα. ῾Η συλλογὴ ὡς σύνολο παραμένει ἀνέκδοτη. Θαυμάσιος εἶναι ὁ Λόγος ἱστορικός, ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς διεσπαρμένους ῾Ηρακλειῶτες μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Λατίνους (1352). Γ'.῾ Αγιολογικὰ Κείμενα : ῾Ο Φιλόθεος ἀφιέρωσε σημαντικὸ μέρος τῆς δραστηριότητός του στὴ σύνταξη ἁγιολογικῶν κειμένων, στὰ ὁποῖ α προβάλλει τὴν καθαρότητα τοῦ βίου τῶν ἡρώων του, τὴ θαυματουργική τους δύναμη, τὴ θεωρία τοῦ θείου φωτός, τὴν ἄνθηση τοῦ γλυκασμοῦ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀπὸ τὸν παρόντα βίο. Δεκαέξι ποικίλης μορφῆ ς κείμενα αὐτῆ ς τῆς κατηγορίας προέρχονται ἀπὸ τὴν γραφίδα του. Στὴν πρώτη θέση ἔρχονται πέντε κείμενα ποὺ ἀναφέρονται σὲ Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη ἢ συνδέονται μὲ αὐτὴν καὶ μὲ τὸν Φιλόθεο. Εἶναι τὰ κατ᾿ἐξοχὴν ἁγιολογικά του ἔ ργα, διότι περιγράφει σ᾿ αὐ τὰ τὸν βίο τῶν ἡρώων του, ὅπως τὸν ἐγνώριζε ὁ ἴδιος μάλιστα, καὶ τὴ θαυματουργική τους δραστηριότητα. Εἶναι ὁ ἐκτενέστατος Βίος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, διδασκάλου καὶ συνεργάτου του, ὁ ἐπίσης ἐκτενέστατος Βίος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ᾿Ισιδώρου Θεσσαλονικέως, καὶ οἱ Βίοι 468
τῶν διαπρεπῶν συγχρόνων ἀσκητῶν Γερμανοῦ Μαρούλη καὶ Σάββα Βατοπεδινοῦ. Τὸ ῾Υπόμνημα εἰς τὸν ὅσιον Νικόδημον τὸν Νέον, τὸν Βερροιώτη ἀσκητὴ ποὺ ἀπέθανε σὲ ἡλικία σαράντα ἐτῶν τὸ 1308, εἶναι σύντομο κείμενο ποὺ θέλει νὰ τονίσει τὴν ἁγιότητα τοῦ Νικοδήμου. Σαφῶς ἁγιολογικὸ χαρακτῆρα ἔχουν καὶ τὰ ᾿Εγκώμια στοὺς Θεσσαλονικεῖς Μάρτυρες τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς Ἅγιο Δημήτριο καὶ Ἁγία ᾿Ανυσία, ἂν καὶ σ᾿ αὐτὰ ὑπερέχει τὸ ἐγκωμιαστικὸ καὶ ἠθικολογικὸ στοιχεῖο. Τὰ ἄλλα ἐγκώμιά του, τὰ περισσότερα ἀνέκδοτα, εἶναι στοὺς ῾Αγίους ᾿Αποστόλους, ῾Αγίους Πάντες, Ἀπόστολο Θωμᾶ, Τρεῖς ῾Ιεράρχες, Ἅγιο᾿Ονούφριο, Ἁγία Φεβρωνία, Ἅγιο Φωκᾶ, Θεόδωρο Τήρωνα, ᾿Ιωάννη Χρυσόστομο. Δ'.῾ Ερμηνευτικὰ Κείμενα : Δύο ὁμιλίες στὸν ψαλμὸ 37, ποὺ ἐκφωνήθηκαν σὲ δύο συνεχόμενες ἡμέρες καὶ ἀφιε ρώθηκαν σὲ φιλικὸ πρόσωπο, ἐπεξεργάζονται τὸ θέμα τῆς μετανοίας. Τρεῖς λόγοι ἐπὶ τοῦ χωρίου τῶν Παροιμιῶν « ῾Η Σοφία ᾠκοδόμησενἑ αυτῇ οἶκον», εἶναι μᾶλλον ἑρμηνευτικὰ δοκίμια. Τρία σημειώματα ἐπὶ τῶν μακαρισμῶν ἀφιερώθηκαν στὴ βασίλισσα ῾Ελένη Καντακουζηνή. Δύο ὁμιλίες στὴν Κυριακὴ τῆς συγκυπτούσης γυναικὸς ἐκφωνήθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση τῆς ῾Ηρακλείας ἀπὸ τοὺς Λατίνους (1352). Ε'.῎ Αλλα Κείμενα : ᾿ Ανάμεσα σ᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ μνημονευθοῦν ἡ Διάταξις περὶ θείας Λειτουργίας καὶ ἡ Διάταξις περὶ τῆς ἱεροδιακονίας, ποὺ ἐγράφησαν ἀπὸ τὸν Φιλόθεο ὅταν ἦταν ἡγούμενος στὴ Μεγίστη Λαύρα. Σ᾿ ἕνα μικρὸ δοκίμιό του καταπολεμεῖται ὁ ἀναθεματισμὸς ποὺ συνέταξε ὁ Κωνσταντίνος ᾿Αρμενόπουλος ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν τὸ 1353 στὴν ἔκπτωση τοῦ ᾿Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου καὶ μεταξὺ τῶν ὁποίων περιλαμβανόταν καὶ ὁ Φιλόθεος. ᾿Απὸ τὶς εὐχὲ ς ποὺ συνέταξε μία ἀναπέμφθηκε κατὰ τὴν χειροτονία του, μία πρὸ τῆς πύλης τῆς ῾Ηρακλείας, ὅταν ἀνελάμβανε τὴν ἕδρα του καὶ μία κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐχθρικῆς ἐπιδρομῆς. ᾿Απὸ τὰ ποιητικά του κείμενα εἶναι γνωστὰ ἡ ᾿Ακολουθία του στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ ἕνας παρακλητικὸς κανόνας σέ αὐτόν, ἕνας παρακλητικὸς κανόνας στὸν Ἅγιο Δημήτριο, ᾿Ακολουθία στὴν μνήμη τῶν Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανὼν στὸν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστό, Κανὼν στὰ θαύματα τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου. 469
῾Ο Φιλόθεος ἀναφέρεται πολὺ ἐνωρὶς ὡς ἅγιος, ἀλλὰ δὲν διασώθηκε ᾿Ακολουθία του οὔτε ἡμέρα ἑορτῆ ς του. Στὰ τέλη τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος μ.Χ. συντάχθηκε ἡ ᾿Ακολουθία του συνοδευομένη ἀπὸ ἐκτενῆ Βίο ὑπὸ τύπο συναξαρίου. ῍Αν καὶ ὁ Βίος ἐγράφηκε τόσο ἀργὰ καὶ ὁ συντάκτης του εἶναι ἄγνωστος τὰ προσφερόμεναἱ στορικὰ στοιχεῖα εἶναι σ᾿ ἕνα μεγάλο μέρος ἀκριβῆ. ῾Ο Βίος καὶ ἡ ᾿Ακολουθία ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὸν Β. Δεντάκη. ῾Η μνήμη αὐτοῦ τελεῖται τὴν 11η ᾿Οκτωβρίου.
Ὁ Ἅγιος Φώτιος ὁ Ἰσαπόστολος καὶ Ὁμολογητὴς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Μέγας Φώτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ βασίλευσαν οἱ αὐτοκράτορες Μιχαὴλ (842-867 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Θεοφίλου, Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδὼν (867-886 μ.Χ.) καὶ ὁ Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886-912 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 810 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐσεβῆ καὶ ἐπιφανῆ οἰκογένεια, ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Σέργιος καὶ Εἰρήνη καὶ καταδιώχθηκαν ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία στὶς 13 Μαΐου, ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784-806 μ.Χ.) καὶ περιπομπεύθηκε δέσμιος ἀπὸ τὸ λαιμὸ ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τὴν περιουσία του καὶ ἐξορίσθηκε μετὰ τῆς συζύγου του καὶ τῶν παιδιῶν του σὲ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής. Ὁ ἱερὸς Φώτιος διέπρεψε πρῶτα στὰ ἀνώτατα πολιτικὰ ἀξιώματα. Ὅταν μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἀπομακρύνθηκε βιαίως ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ 470
Πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀνῆλθε σὲ αὐτόν, τὸ ἔτος 858 μ.Χ., ὁ ἱερὸς Φώτιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν τεράστια μόρφωσή του. Ἡ χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπο ἔγινε τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 858 μ.Χ. ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστά, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαμείας Εὐλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀκολούθως ἔλαβε κατὰ τάξη τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης. Ὁ ἱερὸς Φώτιος μὲ συνοδικὰ γράμματα ἀνακοίνωσε, κατὰ τὰ καθιερωμένα, τὰ τῆς ἐκλογῆς του στοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τόνισε τὴν ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμα προλάβει νὰ τὴν παγιώσει ἐπῆλθε ρήξη μεταξὺ τῶν ἀκραίων πολιτικῶν καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου, τῶν «Ἰγνατιανῶν». Οἱ «Ἰγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀφόρισαν τὸν ἱερὸ Φώτιο καὶ ἀνακήρυξαν Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο. Ὁ Ἅγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε ὡς ἀντικανονικὲς τὶς ἐνέργειες τῶν «Ἰγνατιανῶν» καὶ τόνισε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο, δὲν ἦταν πλέον Πατριάρχης καὶ ὅτι ἐὰν διεκδικοῦσε καὶ πάλι τὴν ἐπιστροφή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τότε αὐτόματα θὰ ὑφίστατο τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἱερούργησε, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως, ποὺ περιφρουρεῖ τὴν πνευματικὴ ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ἀπὸ εἰσαγωγὲς ἐθίμων ξένων πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία τους, μὲ σκοπὸ τὴν ἀλλοίωση τῆς ταυτότητος καὶ τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Διότι γνώριζε ὅτι ὁ μέγιστος ἐχθρὸς ἐνὸς λαοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ἡ φθορὰ τῆς πολιτισμικῆς του ἰδιοπροσωπίας καὶ ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἤθους του. Ὁ ἱερὸς Φώτιος γνώριζε τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ ἀναφέρεται πολλὲς φορὲς στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ μάλιστα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ αὐτὴ στὸ θέμα τῆς χρήσεως τῶν ἐπιτόπιων γλωσσῶν καὶ τῶν μοναχῶν ὡς ἱεραποστόλων. Ἐπὶ ἡμερῶν του ἐκχριστιανίσθηκε τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, τὸ ὁποῖο μυσταγώγησε πρὸς τὴν ἀμώμητη
471
πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀναγέννησε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ θείου Βαπτίσματος. Ὁ ἱερὸς Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους καὶ ἐπιτυχεῖς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐναντίων τῶν Μανιχαίων, τῶν Εἰκονομάχων καὶ ἄλλων αἱρετικῶν καὶ ἐπανέφερε στοὺς κόλπους τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς. «Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ… καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται. Εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζὴ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερον τὲ καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται». Ὁ λόγος αὐτός, ἀπόσταγμα τῆς βαθιᾶς πίστεως καὶ τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας τοῦ Ἰσαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, «μυρίαις ἀρεταὶς ἐξανθήσαντος καὶ πάση γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα ἐφαρμόζεται σὲ αὐτὸν τὸν εἰπόντα, τὸν ὁποῖο ἡ ἀδιάφθορη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους, ὁμολόγησαν αὐτὸν Ἅγιο καὶ Ἰσαπόστολο «τοὶς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ὡς «ἀοίδιμον μὲν τοὶς διωγμοίς, δεδοξασμένον δὲ τοὶς θανάτοις». Τὸ θεολογικό του ἔργο δικαίωνε τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίωνε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐνέπνεε τὴν Ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση γιὰ τὴν συνεχῆ ἐγρήγορση τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση διέκρινε στὸ πρόσωπό του τὸν ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὸν ἐκφραστὴ τοῦ αὐθεντικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ οἱονδήποτε στάδιο τοῦ βίου καὶ ἂν παρακολουθήσουμε τὸν ἱερὸ Φώτιο, εἴτε στὴν βιβλιοθήκη, ἐπιδιδόμενο σὲ μελέτες, εἴτε ὡς καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας στὸ πρῶτο Πανεπιστήμιο τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης τῆς Μαγναύρας σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ Δύση ἦταν ἀκόμη βυθισμένη στὸ τέλμα τῶν σκοτεινῶν αἰώνων, εἴτε ὑπουργούντα σὲ ἀξιώματα μεγάλα καὶ περιφανῆ τῆς Πολιτείας, εἴτε κοσμοῦντα τὸν ἁγιότατο Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, εἴτε ἐξασκούμενο στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία, εἴτε ὑφιστάμενο τὴν παραγνώριση τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς 472
σκληρὲς στερήσεις δυὸ ἐξοριῶν, παντοῦ ἀναγνωρίζουμε τὸν μαχόμενο ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς «ἀποστολικῆς τὲ καὶ πατρικῆς παραδόσεως» καὶ «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πατερικῆς διδασκαλίας αὐτοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς πρώιμης ἁγιοποιήσεως τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου, γράφει: «Φώτιος γὰρ ἣν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτίσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεῖς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορία, τούτοις δὴ τοὶς ἀθλητικοὶς ἐκ προοιμίου ἀγώσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὐ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοὶς θαύμασι μαρτυρουμένη». Ἡ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη πίστη, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ἡ πίστη τῆς ἀληθείας, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Χριστιανικῆς μαςυποστάσεως καὶ ἐπιβάλλει τὴν συνεχῆ προσπάθεια γιὰ τὸ «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοὶς οὐρανοὶς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς «καινῆς κτίσεως», ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ δυναμικὴ γεφύρωση, σύνδεση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ θείου καὶ ἀνθρώπινου στοιχείου. Ὁ Χριστὸς ἑνώνει στὸ πρόσωπό Του τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεότητα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχουν ἐν Χριστῷ ἕνα κοινὸ τρόπο ὑπάρξεως καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἀρχή. Φανερώνεται σὲ ἐμᾶς, ὅπως φανερώνεται πάντοτε ἡ φύση: μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδὴ ὡς δυνατότητα ζωῆς. Εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ζήσουμε, νὰ πληρωθεῖ ἡ ἀπύθμενη δίψα γιὰ ζωὴ ποὺ βασανίζει τὴν ὕπαρξή μας, νὰ ζήσουμε ὅλες τὶς δυνατότητες τῆς ζωῆς νικώντας τὴν ἀναπηρία καὶ τὸν θάνατο τῆς τεμαχισμένης ὑπάρξεως. Ἀρκεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία του καὶ νὰ ζήσει τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ Χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ συνδέει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ, ἡ συνεχὴς πηδαλιούχηση τοῦ πορθμείου ἐκείνου, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Φώτιος, ἔρχεται ἀπὸ 473
τὸν οὐρανὸ καὶ «διαπορθμεύει ἠμὶν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» καὶ Χάρη. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας: ἡ ἀναγέννηση, ἕνωση, μετοχὴ καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ὀρθόδοξο, λοιπόν, ἦθος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ προσώπου μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα ἐν Χριστῷ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει μόνο ὅταν ἔχουμε ὡς προϋπόθεση τὴν ὀρθὴ πίστη, τὴν ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτὸ οὐδέποτε ὁ Ἅγιος ἀνέχθηκε ὁποιαδήποτε παρασιώπηση ἢ παραφθορὰ τῆς ἀλήθειας. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Φώτιος πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο: « τὰ οἰκουμενικαὶς καὶ κοιναὶς τυπωθέντα ψήφοις πάσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διὰ τῆς ἐπιμελοῦς φυλάξεως τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται, τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταὶς εὐσεβούντων ψυχαὶς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Ἔτσι ἡ μία γενεά, μετὰ φόβου Θεοῦ, παραδίδει στὴν ἐπερχόμενη τὰ τῆς πίστεως πολύτιμα κεφάλαια ποὺ ἔλαβε, μὲ πλήρη συναίσθηση ὅτι καὶ ἡ ἐπερχόμενη θὰ διατηρήσει ἀλώβητη τὴν πίστη. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Ἅγιος ἐξαίρει τὴ σπουδαιότητα τῆς συνεχιζόμενης ἀνελλειπῶς διαδοχῆς: «Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τᾶς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταὶς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταὶς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἳ προλαβούσαι διδάσκαλοι». Ἡ ἀπαρίθμηση ἐδῶ τῶν Συνόδων δὲν εἶναι συμπτωματική. Γιὰ τὸν Ἅγιο, τὸν τῆς ἀπλανοῦς γνώσεως κανόνα, τὸ παρελθόν, ἡ παράδοση, τὰ γενόμενα στὸ ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἱστορικὰ γεγονότα. Μᾶλλον ἀποτελοῦν ὑπόδειγμα, τύπο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιμένει μόνο στὴν ἱστορικὴ παράδοση ἢ μετάδοση, οὔτε μόνο γιὰ τὸν κληρονομικὸ χαρακτῆρα τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὴν 474
συνέχεια τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ ζωή της μέσα στὴ χάρη, γιὰ τὸ παρὸν μέσα στὸ ὁποῖο κατοικεῖ ἤδη τὸ μέλλον, γιὰ τὸ μυστήριο τῆς πίστεως. Ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας συμπληρώνονται καὶ καταξιώνονται μὲ τὴν ἀποστολικότητά της. Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ καθολικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν ἀποστολικότητα: «Ἶνα ὁ κόσμος πιστεύση, ὅτι Σὺ μὲ ἀπέστειλας». Ἔτσι ἡ ἀποστολικότητα γίνεται ὀντολογικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζει καὶ τὰ ἄλλα γνωρίσματά της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, γιατί συνεχίζει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων Του μέσα στὸν κόσμο. Ὁ ἱστορικὸς σύνδεσμός της μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἡ βεβαίωση τοῦ συνδέσμου αὐτοῦ μὲ τὴν ἀναγωγὴ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν Ἐπισκόπων στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους ἀποτελοῦν τὰ ἐξωτερικὰ τεκμήρια τῆς ἀποστολικῆς ἰδιότητας καὶ διαδοχῆς. Τὸ ἠθικὸ δὲ αἴτημα τῆς ἀποστολικότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑποχρέωση γιὰ πιστότητα στὴν ἀποστολικὴ παράδοσή της, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν ταυτότητα καὶ ἑνότητα τοῦ ζῶντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα». Ἀγωνιζόμενος ὁ Ἅγιος Φώτιος ὑπὲρ «τῆς πίστεως ἠμῶν τῶν Χριστιανῶν…, τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, τὸ 867 μ.Χ., ποῦ ἀπευθυνόταν πρὸς τοὺς κατὰ Ἀνατολᾶς Ἐπισκόπους καὶ Πατριάρχες, στρέφεται στὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως καλεῖ ὅλους νὰ εἶναι ἄγρυπνοι ἐναντίων κάθε δυσέβειας. Ὁ Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ὅτι κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀληθῆ πίστη ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» καὶ καταδικάζει, ὡς «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ἢ «καταφρόνησιν» ἀπὸ ἐκείνους ποῦ «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Ἐπὶ τῆς βάσεως αὐτῆς ἀντέκρουσε ὄχι μόνο τοὺς εἰκονομάχους ἀλλὰ καὶ τὶς παπικὲς ἀξιώσεις καὶ τὸ γερμανοφραγκικὸ δόγμα τοῦ 475
filioque, τὸ ὁποῖο διασαλεύει τὴν κοινωνία τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καὶ ἐνεργειῶν καὶ δὲν ἔχει θέση μέσα στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κοινότητος τῶν ἀδελφῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸν Ἰούλιο ἢ Αὔγουστο τοῦ 867 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τὸν Πάπα Νικόλαο γιὰ τὶς ἀντικανονικές του ἐνέργειες, ἐνῷ ἀποδοκίμασε τὴ διδασκαλία τοῦ filioque καὶ τὰ ρωμαϊκὰ ἔθιμα. Μάλιστα ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου γιὰ τὰ θέματα αὐτά, μετὰ τὴ συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ περιεχομένου της, κατέστη ἕνα σταθερὸ πλέον κριτήριο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἡ δολοφονία τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Γ’, στὶς 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., ἀπὸ τὸν Βασίλειο Α’ τὸν Μακεδόνα, συνοδεύτηκε καὶ μὲ κρίση στὴν Ἐκκλησία. Ὁ νέος αὐτοκράτορας τάχθηκε ὑπὲρ τῆς προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης καὶ ἀναζήτησε ἐρείσματα στούς «Ἰγνατιανούς». Ὁ ἱερὸς Φώτιος ὑπῆρξε τὸ θῦμα αὐτῆς τῆς νέας πολιτικῆς σκοπιμότητας τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐκθρόνισε τὸν Ἅγιο Φώτιο καὶ ἀποκατέστησε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Ἰγνάτιο, στὶς 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 869 μ.Χ., ποῦ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀναθεμάτισε τὸν Ἅγιο Φώτιο, ὅσοι δὲ Ἐπίσκοποι χειροτονήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν ἢ παρέμεναν πιστοὶ σὲ αὐτὸν καθαιρέθηκαν καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἢ λαϊκοὺς παρέμειναν ὀπαδοί του ἀφορίσθηκαν. Ὁ ἱερὸς Φώτιος καθ’ ὅλη τὴν διαδικασία καὶ παρὰ τὴν προκλητικὴ στάση τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα τήρησε σιγή, τοὺς ὑπέδειξε νὰ μετανοήσουν καὶ ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀντικανονικὴ ποινή. Στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε καὶ ὑποβλήθηκε σὲ ποικίλες καὶ πολλαπλὲς στερήσεις καὶ κακουχίες. Ἐπακολούθησε βέβαια ἡ συμφιλίωση τῶν δυὸ Πατριαρχῶν, Φωτίου καὶ Ἰγνατίου, ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ Ἰγνατίου, στὶς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 877 μ.Χ., ἐπέτρεψε τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἱεροῦ Φωτίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μέχρι τὸ ἔτος 886 μ.Χ. κατὰ τὸν ὁποῖο ἐξαναγκάστηκε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸ διαδεχθέντα τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υἱὸ τοῦ Λέοντα ΣΤ’ τὸν Σοφό. Ὁ Ἅγιος Φώτιος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 891 μ.Χ. ὄντας ἐξόριστος στὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Ἀρμενιανῶν, ὅπως ἄλλοτε ὁ θεῖος καὶ ἱερὸς Χρυσόστομος στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου. Τὸ ἱερὸ καὶ πάντιμο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Φωτίου ἐναποτέθηκε στὴν λεγόμενη μονὴ τῆς Ἐρημίας ἢ Ἠρεμίας, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Χαλκηδόνα. Παλιότερα ἡ 476
Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο, δηλαδὴ στὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ποὺ βρισκόταν στὴ μονὴ τῆς Ἐρημίας, ἐνῷ τώρα τελεῖται στὴν ἱερὰ πατριαρχικὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ νῆσο Χάλκη, ὅπου ἱδρύθηκε καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον. Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγῆς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ Φώτιε μέγιστε, οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἐώας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατηρεῖ Πάτερ ἄσειστον.
Εθνομάρτυς Χρυςόστομος Μητροπολίτης Σμύρνης
Ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 1867 στην κωμόπολη Τρίγλια της Προποντίδος κοντά στα Μουδανιά εκεί όπου στις 30 Σεπτεμβρίου 1922 υπογράφτηκε η ομώνυμη επαίσχυντη ανακωχή, η οποία επεσφράγιζε τη μεγαλύτερη ιστορική τραγωδία του Ελληνισμού: εγκατάλειψη της Μ. Ασίας και της Ανατ. Θράκης. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ' αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865) και ο Χρυσόστομος.Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους 477
συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868, όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας. Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική. Ο βιογράφος του Σπυρίδων Λοβέρδος μας δίνει το ακόλουθο πορτραίτο του Χρυσοστόμου ως μαθητού: «Αγχίνους, τολμηρός, φιλόπρωτος, ενθουσιώδης, φιλότιμος, οξύς, επίμονος, φίλαλος (...). Πάντοτε επέσυρε την αγάπη των διδασκάλων του, οίτινες προθύμως παρέβλεπον τας εξ αγαθής προθέσεως και ευθείας συνειδήσεως παρεκτροπάς του»(2). Ενωρίτατα ο Χρυσόστομος εξεδήλωσε τη διάθεση να γίνει κληρικός. Ο πατέρας του πώλησε το πατρκό κτήμα της συζύγου του, για να τον στείλει «εσωτερικόν» στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (το δικό του πατρικό κτήμα το είχε πωλήσει για να στείλει τον πρωτότοκο Ευγένιο στη Μεγάλη του Γένους Σχολή). Ο Χρυσόστομος έφθασε στη Χάλκη το 1884. Εκεί, όπως λέγει ο ίδιος, «εποτίσθη το άδολον γάλα της θεοσεβείας και τον γλυκύν χυμόν της γνώσεως». Διδάσκαλοί του στη Σχολή υπήρξαν ο διευθυντής Γερμανός Γρηγοράς, ο Φιλάρετος Βαφείδης, μετέπειτα μητροπολίτης Διδυμοτείχου, ο Μιχαήλ Κλεόβουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Σάρδεων, ο Απόστολος Χριστοδούλου, μετέπειτα μητροπολίτης Σερρών, ο Ευμένιος Ξηρουδάκης, αργότερα μητροπολίτης Κρήτης, και άλλοι. Κοντά στους εμπνευσμένους αυτούς διδασκάλους ο Χρυσόστομος ενωτίσθη όχι μόνο τα θεία ρήματα της θρησκείας μας αλλά και τη διαχρονικότητα και υπερχρονικότητα του ελληνικού πνεύματος, του υπό δουλείαν ζώντος, δρώντος και ζωοποιούντος. Όπως έλεγε αργότερα από του άμβωνος ο ίδιος, «το ελληνικόν πνεύμα ελαξεύθη εις το μάρμαρον, εσμιλεύθη εις τους θριγκούς των ναών, εχαράχθη εις τον πάπυρον, έλαμψεν εις τας δέλτους της Ιστορίας, εκράτησε τας επάλξεις του πολιτισμού, περιεσώθη διά της παραδόσεως και κρύπτεται ακόμη εις τα 478
σπλάγχνα της γης αναμένον την σκαπάνην του αρχαιολόγου». Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!» Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, 479
αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα». (Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58). Ο Χρυσόστομος συνένωνε μέσα του σαν δύο αξεδιάλυτα στοιχεία τον ελληνικό λόγο και το χριστιανικό πνεύμα και διαμόρφωνε ένα ελληνοχριστιανικό ήθος, με κύριο συστατικό την αρετή, υπό την διττήν αυτής έννοια, ήτοι την αρχαιοελληνική που δηλώνει την τάση προς ανδροπρεπή τελείωση, αυτό που ο λαός μας λέει «λεβεντιά», και την χριστιανική, που δηλώνει τη διαρκή και σταθερή τάση του να θέλεις και να πράττεις το αγαθόν. Και πέρ' από αυτό: ο Χρυσόστομος εξέφραζε και το ομηρικό ιδεώδες του «λόγων μεν ρητήρ, έργων δε πρηκτήρ». Εξαίρετος ομιλητής αλλά και εκτελεστής. Δεν ήταν άνθρωπος μόνο των ωραίων λόγων αλλά και των ωραίων έργων. Η φύση ακόμη τον είχε προικίσει και με άλλα χαρίσματα: υψηλό και επιβλητικό παράστημα, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Η μορφή του είχε, όταν έγινε κληρικός, κάτι το ιεροπρεπές και αρχαιοπρεπές. Αλλά και η τύχη δεν υπήρξε φειδωλή απέναντί του. Το 1887 επισκέφθηκε τη Σχολή της Χάλκης ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Κωνσταντίνος Βαλιάδης και εζήτησε να γνωρίσει τον πρωτεύοντα σε επιδόσεις σπουδαστή. Ο Γερμανός Γρηγοράς του παρουσίασε τον Χρυσόστομο. Έκτοτε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης έγινε εγγυητής, ήτοι κηδεμόνας του Χρυσοστόμου. Εκάλυπτε τα έξοδά του και παρακολουθούσε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος τελείωσε τις σπουδές του με «άριστα». Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο μέσα στη Σχολή και αμέσως τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και μετά στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Κοντά στον μητροπολίτη Κωνσταντίνο ό Χρυσόστομος εδιδάχθη πολλά. Πέρα από τις χριστιανικές αρετές, καλλιέργησε το οργανωτικό πνεύμα και απέκτησε διοικητική πείρα, στοιχεία που αργότερα τον βοήθησαν σημαντικά. Η θεολογική κατάρτιση αλλά και το επιθετικό πνεύμα του έλαμψαν για πρώτη φορά δημοσίως το 1896. Οι καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της 480
Σμύρνης, αυτοί που κατά την ίδια περίοδο με τον διαβόητο Φαβαιριάλ δημιουργούσαν το «κουτσοβλαχικό ζήτημα» στη Μακεδονία, θέλοντας να προσελκύσουν και να προσηλυτίσουν το χριστιανικό στοιχείο της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας! Ο αρχιδιάκονος Χρυσόστομος τους κατετρόπωσε επιστημονικά, με σειρά δημοσιευμάτων του που εκδόθηκαν σε βιβλίο, με αποτέλεσμα οι Λαζαριστές να υποχωρήσουν και να υποστηρίξουν ότι δεν πρόκειται περί του τάφου αλλά περί του οίκου της Θεοτόκου*.Αρκούσαν στο Χρυσόστομο μερικές περικοπές από εκκλησιαστικούς συγγραφείς για να τους κάνει καταγέλαστους, πράγμα που επέτρεψε στόν Μητροπολίτη Σμύρνης Βασίλειο να πεισει τον Ρώσο πρεσβευτή Ζηνόβιεφ να παρέμβει στην Πύλη και να ματαιώσει το θεατρικό προσκύνημα ενός συρφετού θρησκομανών Καθολικών, υπό την ηγεσία τριών Καρδιναλίων! «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως, αίτιοι είναι οι πολιτικοί και οι προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος [...] Ζήτημα είναι εάν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της ημετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν τη ζωή προοριζόμενοι εις θυσίαν και μαρτύριον.» Απόσπασμα από την τελευταία επιστολή του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 25 Αυγούστου του 1922. Αλλ' ο νεαρός Χρυσόστομος δεν επαναπαύθηκε στις χλωρές δάφνες της πρώτης θεολογικής επιτυχίας του. Μετά από λίγο εκδίδει ένα δίτομο έργο αποτελούμενο από 1.110 σελίδες με τίτλο «Περί Εκκλησίας»! Το έργο χωρίζεται σε 4 βιβλία. Το πρώτο πραγματεύεται τις διαφορές Ορθοδοξίας, Καθολικισμού και Προτεσταντισμού. Το δεύτερο, την Ομολογία του Πέτρου Μογίλα, ήτοι ανάλυση της Ορθοδόξου Πίστεως, το τρίτον έλεγχο του Προτεσταντισμού και το τέταρτο τις πλάνες του Καθολικισμού.Το ογκώδες αυτό 481
σύγγραμμα αποδεικνύει όχι μόνο τη φιλομάθεια, το ερευνητικό πνεύμα, την πλήρη γνώση των Γραφών, αλλά και την ανεξάντλητη αντοχή του νεαρού Ιεροδιακόνου. Όμως εκεί όπου περισσότερο ανεδείχθη και μέχρι της τελευταίας πνοής ελαμπρύνθη ο Χρυσόστομος ήταν το κήρυγμα. Κήρυγμα αρμονικό, με λόγο μεστό από υψηλά θρησκευτικά, ηθικά και εθνικά νοήματα. Μετέτρεψε τον άμβωνα σε έπαλξη. Υπήρξε ο δεύτερος, μετά τον συνώνυμό του Μεγάλο Πατέρα, «χρυσορρόας ποταμός» της Εκκλησίας μας. Ένας νεώτερος Δημοσθένης, αλλά χωρίς την πολιτική μυωπία του αρχαίου. Ο Χρυσόστομος έβλεπε και μακριά και ψηλά. Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος ανεκηρύχθη Οικουμενικός Πατριάρχης. Και στις 18 Μαΐου του αυτού έτους με δική του εισήγηση προς την Ιερά Σύνοδο χειροτονείται πρεσβύτερος ο Χρυσόστομος και αμέσως χειροθετείται σε μέγα πρωτοσύγκελλο του οικουμενικού θρόνου. Αξίωμα σημαντικό και πλήρες ευθυνών, ιδίως κατά την περίοδο αυτή που έχει εκσπάσει η Κρητική Επανάσταση, ο ατυχής πόλεμος του 1897, τό επιδρομικό μένος των Βουλγάρων κομιτατζήδων κατά της Μακεδονίας και έχει αρχίσει ν' αναπτύσσεται η δράση των ρουμανιζόντων και της ουνίας. Από την άλλη, «η πανσλαβιστική παλαιστίνειος εταιρεία υπό τον Ποπεδονότσεφ επεζήτη εις μεν την Βαλκανικήν να αλλοιώση τον ελληνικόν χαρακτήρα του Αγίου Όρους, εις δε την Ασίαν να μεταβάλη το απ' αιώνων εθνολογικόν πνεύμα των θρόνων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων» . Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε', προ της δυσμενούς για τον Ελληνισμό και την Ελληνική Ορθοδοξία τροπής, επέδειξε αξιόλογη διπλωματική επιδεξιότητα και τόλμη. Το Πατριαρχείο επί αιώνες, λόγω πολιτιστικής και θρησκευτικής συγγενείας, είχε μια φιλορρωσική απόκλιση. Αλλ' η Ρωσία, αφ' ότου ενηγκαλίσθη τη Βουλγαρία και η εξωτερική πολιτική της περιήλθε στα χέρια των πανσλαβιστών, άρχισε να ενεργεί εις βάρος των συμφερόντων του Πατριαρχείου και του Ελληνισμού. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε' αναγκάσθηκε τότε να στραφεί προς την Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία είχε θέσει σε σύνοδο επισκόπων της το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών (Ιούλιος 1897 στο Labeth). Επωφελούμενος από το γεγονός αυτό ο Πατριάρχης ετόλμησε να συγκαλέσει 482
επιτροπή από Έλληνες και Άγγλους κληρικούς υπό την προεδρία του πρωτοσύγγελου Χρυσοστόμου για να μελετήσει το ζήτημα της ενώσεως (3) Παράλληλα, η συμμετοχή του Πατριαρχείου στο πένθος για το θάνατο της βασίλισσας Βικτωρίας εξασφάλισε ένα ισχυρό αντιστήριγμα στη χειμαζόμενη Ελληνική Εκκλησία. Ο άγγλος πρεσβευτής O'Konnor βοήθησε σημαντικά τον Πατριάρχη στην επίλυση πολλών εκκρεμών προβλημάτων. Παρά τα πολλαπλά και δυσανάλογα για την ηλικία του καθήκοντα, ο τριακονταετής πρωτοσύγκελλος Χρυσόστομος ουδέποτε ελησμόνησε τα θρησκευτικά του καθήκοντα, κυρίως δε το κήρυγμα. Κλασικά υποδείγματα θρησκευτικού λόγου είναι οι 6 επιμνημόσυνοι λόγοι που εξεφώνησε κατά τα έτη 1900-1902 και ιδιαίτερα ο λόγος προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τέως Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, που ήταν πνευματικός πατέρας του Κωνσταντινου Ε', και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τον οποίο εξεφώνησε την Μεγάλη Παρασκευή του 1901. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αρμένιος επίσκοπος, Γεβόντ Τουριάν, ζήτησε αρχικά άσυλο σε ένα καθολικό εκκλησιαστικό ίδρυμα. Τελικά κατόρθωσε να μεταβεί στις Η.Π.Α. Εκεί όμως εκτελέστηκε από Αρμένιους αγωνιστές, ακριβώς γιατί εγκατέλειψε το ποίμνιό του, αποφεύγοντας να θυσιαστεί μαζί του όπως έπραξε ο Χρυσόστομος. Ο βιογράφος του Χρυσοστόμου Σπυρίδων Λοβέρδος, που έζησε επί έτη πολλά πλησίον του, αφού εξαίρει το ρητορικό τάλαντο του Χρυσοστόμου, παρατηρεί: «Επί του άμβωνος ο Χρυσόστομος είναι χριστιανός προετοιμάζων μάρτυρας, αλλ' είναι περισσότερον παιδαγωγός χαλυβδώνων καρδίας προς μεγάλας και ηρωικάς πράξεις». Και αυτό το θείο χάρισμα της παιδαγωγίας εις ηρωισμόν επεσφράγισε ο Χρυσόστομος με τον ηρωικό θάνατό του. Κι αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τα σχολεία μας σήμερα: η παιδαγωγία εις ηρωισμόν. Γι' αυτό τα παιδιά μας λατρεύουν, όπως το έγραψε στο άρθρο του ο σεβ. Δημητριάδος, τους ήρωες που δεν έχουν ηρωικό ήθος ή κάποιες τενεκεδεκρόταλες δόξες. Το 1901 απομακρύνεται από τον Οικουμενικό Θρόνο ο μετριοπαθής Κωνσταντίνος Ε' και ανέρχεται για δεύτερη φορά στο πατριαρχικό αξίωμα ο δυναμικός Ιωακείμ Γ', που δίνει στην πολιτική του 483
Πατριαρχείου έντονο ελληνικό χαρακτήρα και επιθετικό προσανατολισμό. Αξιοποιεί ό,τι πιό δυναμικό και φλογερό διαθέτει η Μεγάλη Εκκλησία και το στέλλει στις περιοχές που κρίνεται η τύχη του Ελληνισμού. Π.χ. τον εθνομάρτυρα Φώτιο Καλπίδη (1868-1906)**, στην Κορυτσά, τον εθνομάρτυρα Αιμιλιανό στα Γρεβενά*** και τον Χρυσόστομο, παρ' όλο που ανήκε στον κύκλο των αντιπάλων του, προβλέποντας και προλέγοντας την εξέλιξή του, τον κάνει Μητροπολίτη Δράμας. Η εκλογή του τριακονταπενταετούς Χρυσοστόμου έγινε παμψηφεί στις 23 Μαΐου 1902. Όταν πήγε ν' αποχαιρετίσει και ν' ασπασθεί τον Πατριάρχη, αφού άκουσε τις πατρικές συμβουλές του, απάντησε: «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου» Ούτω και εγένετο μετά 20 έτη στις 27 Αυγούστου 1922 (με το παλιό ημερολόγιο). Σημειώσεις: *Πρώτοι αντέδρασαν στη θρησκευτική αγυρτεία των Λαζαριστών ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Ταράσιος και ο καθηγητής Διαμαντόπουλος. ** Δολοφονήθηκε από βουλγαρο-αλβανική συμμορία. *** Δολοφονήθηκε από συμμορία ρουμανιζόντων στο Σνίχοβο (νυν Δεσπότης). 2. Σπυρίδων Λοβέρδος: «Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος», Αθήναι 1929, σς. 13-14. 3. Ιω. Δρούλιας: «Ο Εθνομάρτυρας Σμύρνης Χρυσόστομος και η ενότητα των Εκκλησιών», Έκδοσις Ι. Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης, Αθήναι 1988. Προφητικά λόγια του Χρυσοστόμου κατά την ώρα της χειροτονίας του σε Μητροπολίτη ∆ράμας το 1902 "Ζητώ μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν, καθηλούμενος και μη έχω έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, να δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το έπ' εμοί την ζωήν και την 484
αρχιερωσίνην"... "...και η μίτρα, έλεγε, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται, να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της θα μεταβληθεί εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου". Έτσι κι έγινε. Άγιε και μαρτυρικέ Ιεράρχα πρέσβευε στον Κύριο και Θεό μας υπέρ της σωτηρίας του έθνους μας, Η μαρτυρiα του ακαδημαϊκού Γ. Μυλωνά Από παλαιούς κατοίκους της Σμύρνης, που έζησαν την τραγωδία της Καταστροφής, είχαμε πολλές διηγήσεις για το μαρτύριο του Χρυσοστόμου. Όμως υπήρχε πάντα μια επιφύλαξη ως προς την ακρίβεια των εξιστορουμένων. Ο πόνος και το μέγεθος της συμφοράς μεγεθύνουν ως την υπερβολή τα εξιστορούμενα. Προσωπικά όλες οι επιφυλάξεις μου παραμερίσθηκαν, όταν στις 14 Δεκεμβρίου 1982, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 60 χρόνων από την καταστροφή, σε έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, ο διαπρεπής ακαδημαϊκός Γ. Μυλωνάς, τελείωσε την ομιλία του με μία συγκλονιστική -ίσως την πιο συγκλονιστική απ' όσες έχουμε-περιγραφή του μαρτυρίου και της θανατώσεως του Χρυσοστόμου.ΟΓ. Μυλωνάς ήταν από τη Σμύρνη, μετείχε στην αθλητική και πνευματική ζωή της πόλης και γνώρισε από κοντά τον Χρυσόστομο, από την πρώτη μέρα που έφθασε στην Ιωνία ως τις τελευταίες ώρες της μεγάλης αγωνίας. Η σοβαρότητα, η εγκυρότητα και η διεθνής αναγνώριση της επιστημονικής βαρύτητος του Γ. Μυλωνά, δίνουν στην μαρτυρία του αξία ντοκουμέντου. Την παραθέτουμε: «Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι. »Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ' ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ' αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ' επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο.Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. Είσαι δάσκαλος» με ρωτά. "Αυτήν την τιμή είχα" του απαντώ. "Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;" -"Ναί", του λέγω. "Γρήγορα 485
μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ". - "Ελάτε μαζί μου έξω", λέγω στους συντρόφους μου. "Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος". Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει: "Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος". Και συνέχισε "Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ' εκείνους που τον τύφλωσαν, που του 'βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά,τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες. » Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;" - "Ναι ξέρω" του απήντησα. "Έλεγε: Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι". - "Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυό χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι' αυτό σας χάρισα τη ζωή ". "Και πού τον έθαψαν;" ρώτησαμε αγωνία. "Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί"»*. Και μόνο η περιγραφή αυτή αρκεί για την κατάρριψη κάποιων ενδοιασμών ή δισταγμών ως προς την αγιότητα του Χρυσοστόμου. Ο Χρυσόστομος πέθανε ευλογώντας τους βασανιστές και δημίους του. * Ο ίδιος Τουρκοκρητικός πολύ αργότερα επανέλαβε την περιγραφή αυτή σε Έλληνα Ιεράρχη που είχε επισκεφθεί την Σμύρνη. 486
ΤΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (ΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ Η ΠΙΟ ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΤΕΡΟ∆ΟΞΟΥΣ) Η πιο επίσημη περιγραφή για την τραγική δολοφονία του Εθνάρχηιεράρχη της Σμύρνης Χρυσοστόμου είναι αυτή πού μας δίνει ο ιερωμένος βουλευτής των Παρισίων αββάς Εδουάρδος Σουλιέ. «Το απόγευμα, είπε της 9ης Σεπτεμβρίου δηλαδή 27η Αυγούστου (παλ. ημερολογίου), το γαλλικό προξενείο ειδοποιήθηκε, ότι ο ελληνορθόδοξος μητροπολίτης Χρυσόστομος, διέτρεχε έσχατο κίνδυνο και ότι θα έπρεπε να σταλεί άγημα από Γάλλους ναύτες για να προστατεύσουν την απειλούμενη ζωή του. O επικεφαλής του αγήματος πρότεινε στον ιεράρχη να τον οδηγήσει στην εκκλησία της «Sacre Coeur», ή στο Γαλλικό Προξενείο. O Χρυσόστομος δεν ανήκει στην Εκκλησία της Γαλλίας, αλλά αυτό δεν μ' εμποδίζει να εκφράσω τον βαθύτατο σεβασμό προς την μνήμην του. Με ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε να δεχθεί το προσφερόμενο καταφύγιο λέγων ότι το καθήκον του είναι να μείνει για να συγκακοπαθήσει με το ποίμνιόν του. Όταν το Γαλλικό άγημα απεχώρησε, κατέφθασε με στρατιωτική άμαξα τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες και ζήτησε από τον Χρυσόστομο να τον ακολουθήσει. Οδήγησαν τότε τον ιεράρχη εις τα άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών εμπρός σ' ένα κουρείο. Εκεί του φόρεσαν άσπρη μπλούζα, ίσως για να διακρίνεται καλύτερα και εκεί διαδραματίσθηκε το φρικτό έγκλημα. Του ξερρίζωσαν τα γένεια, τον κτύπησαν με μαχαίρι πισώπλατα και στη συνέχεια λυσσασμένες ανθρώπινες ύαινες του έκοψαν μύτη κι αυτιά. Στο πλευρό των ανδρών συναγωνίζονταν μαινόμενες τουρκάλες πού ενθάρρυναν με άρες και κατάρες τους λυσσασμένους άνδρες τους.Αφού έριξαν χάμω τον ιεράρχη και τον καταπάτησαν ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε χαμάληδες να σύρουν το πτώμα και αφού το πρόσδεσαν σε μια σακαράκα το' βαλαν μπροστά κι άρχισε να τρέχει σβαρνίζοντας το άγιο λείψανο του μάρτυρα ιεράρχη πού σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες του ελληνικού διχασμού και την υπεροψία των λεγόμενων χριστιανικών δυνάμεων πού απεδείχθησαν και του Πόντιου Πιλάτου χειρότεροι!!! Γιατi δολοφονήθηκε ο Χρυσόστομος;
487
Εύλογα, όμως, διερωτάται κανείς, γιατί οι Τούρκοι θανάτωσαν και μάλιστα με τρόπο τόσο φρικιαστικό, τον Χρυσόστομο, μολονότι ήξεραν ότι η πράξη τους θα στιγμάτιζε το περίφημο «κίνημά» τους, μια και ο Χρυσόστομος ήταν μία προσωπικότητα με οικουμενική ακτινοβολία; Θα ήταν αφελές ν' αποδώσουμε την δολοφονία στην εκδικητικότητα του Νουρεντίν ή στη θηριωδία του τουρκικού όχλου. Επρόκειτο για πράξη πολιτική. Η εξόντωση του Χρυσοστόμου ήταν προσχεδιασμένη. Δεν τον τιμώρησαν για όσα έπραξε αλλά για όσα θα έπραττε εναντίον τους, αν φυσικά επιζούσε. Σκότωσαν τον μελλοντικό Ηγέτη της Ελλάδος. Τον άνθρωπο -τον μόνο άξιον-προς τον οποίο θα προσέβλεπε σύσσωμο το Έθνος μετά την Καταστροφή, τον Ηγέτη που σε καμμιά περίπτωση δεν θα εγκατέλειπε την Αν. Θράκη, που θα ενοποιούσε σε βραχύ χρόνο τον προσφυγικό και ελλαδικό πληθυσμό, που με την πυρέσσουσα δραστηριότητά του θ' ανόρθωνε ηθικά και υλικά το κράτος και σε καμμιά περίπτωση δεν θα επέτρεπε να παγιωθεί ως πολιτική νοοτροπία η αντίληψη περί «χαμένων πατρίδων». Σκότωσαν τον άνθρωπο που δεν θα επέτρεπε και νέο διχασμό, τον άνθρωπο που ενδεχομένως θα απέτρεπε αν ζούσε-και τον Εμφύλιο. Οι Τούρκοι εξόντωσαν τον Χρυσόστομο, γιατί στο πρόσωπό του έβλεπαν τον πιο επίφοβο αντίπαλο, σκότωσαν τον άνθρωπο που την επαύριο της καταστροφής, θα γινόταν ο νέος πολιτικός και εν ταυτώ θρησκευτικός ηγέτης του Ελληνισμού. Εύλογα θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς στη σκέψη αυτή το ερώτημα: μα ήταν δυνατό οι Τούρκοι να κάνουν τόσο περίτεχνους μακιαβελλικούς σχεδιασμούς και μάλιστα μακράς προοπτικής; Η πείρα, παλαιά και πρόσφατη, μας έχει διδάξει ότι η Τουρκία δεν σχεδιάζει, προσχεδιάζει*. Όπως σήμερα δεν φοβάται την «φρόνιμη» και «πειθήνια» Ελλάδα του δόγματος «δεν διεκδικούμε τίποτα» αλλά την αυριανή αφυπνισμένη εθνικά πολιτική ηγεσία μας, έτσι και τότε δεν φοβόταν κανέναν Έλληνα στρατιωτικό ή πολιτικό: Φοβόταν τον Χρυσόστομο. Και τον φοβάται. Και έχει δίκιο. Το φάσμα του Χρυσοστόμου θα αιωρείται απειλητικό πάντα πάνω από τα κεφάλια των Τούρκων πολιτικών. Σκότωσαν τον άνδρα και τον έκαναν ιδέα. Και οι ιδέες ούτε πεθαίνουν ούτε νικιούνται ποτέ. Αύριο-μεθαύριο ο Χρυσόστομος είναι αυτός που θα εμπνέει και θα κατευθύνει τον βηματισμό της νέας γενιάς που κάποτε -επί τέλους-θα έλθει. Αρκεί εμείς να μην σκοτώσουμε στην ψυχή των παιδιών μας αυτή την ιδέα. 488
*Άλλωστε ο Ρενέ Πυώ το λέγει σαφώς: η εκτέλεση του Χρυσόστομου ήταν προαποφασισμένη. Ο Αμερικανός πρόξενος Τζώρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας», που προαναφέραμε, γράφει εν είδει requiem για τον Χρυσόστομο: «Πέθανε σαν μάρτυρας και αξίζει να του απονεμηθούν ύψιστες τιμές από την Ελληνική Εκκλησία και την Ελληνική Κυβέρνηση...» Είναι καιρός πιά. Πέρασαν εβδομήντα χρόνια από τον φρικτό θάνατο του Χρυσοστόμου και των άλλων εκατοντάδων Μικρασιατών εθνοιερομαρτύρων. Η Ελληνική Εκκλησία πρέπει να τολμήσει και να προχωρήσει στην επισημοποίηση της αγιότητος του Χρυσοστόμου. Οι περί μασσονίας ψίθυροι έχουν από καιρό αποδειχθεί έωλα και ανυπόστατα post mortem κατασκευάσματα. Ξέρουμε ότι μια τέτοια ενέργεια θα ενοχλήσει τους Τούρκους και θα φέρει σε δύσκολη θέση το Πατριαρχείο που λειτουργεί μέσα στο στόμα του λύκου. Όμως σε καιρούς ακόμη πιο χαλεπούς η εκκλησία μας ανεκήρυξε άγιο τον μάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.Την ώρα που η Τουρκία προσπαθεί να εξαπλωθεί στρατιωτικά και πολιτικά στην Ευρώπη και να μας κυκλώσει από Βορρά και Ανατολή, έχουμε χρέος έναντι των προγόνων και απογόνων μας να υψώσουμε αυτούς που στις πιό τραγικές στιγμές ύψωσαν την υπερηφάνεια και την τιμή του Γένους. Αν η Ευρώπη και η Τουρκία -λόγω προτέρου ατίμου βίουπροσποιούνται ότι δεν θυμούνται, εμείς έχουμε χρέος να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε, να τιμάμε. Γιατί άν δεν τιμάμε τους ήρωες, τους μάρτυρες και τους αγίους μας, θα γίνουμε ένα άτιμον γένος. Όμως υπάχουν και λόγοι εσωτερικοί που καθιστουν επιτακτική την με κάθε τρόπο προβολή του Χρυσοστόμου. Την ώρα που τα νέφη ποικίλων απειλών πυκνώνουν πάνω από τον ελληνικό ουρανό, οι Έλληνες εμφανιζόμαστε βαθειά διχασμένοι, έτοιμοι για νέο εμφύλιο σπαραγμό. Κάποτε από τους κόλπους της χειμαζομένης αλλά διαρκώς μαχομένης Εκκλησίας μας ανεδείχθη ένας Άγιος, που εκήρυσσε στην Κρήτη και στη Λακωνία το «Μετανοείτε». Είναι ο πολιούχος Άγιος της Σπάρτης ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε. Σήμερα χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Άγιο που να κηρύσσει το «Ομονοείτε». Ο Άγιος αυτός υπάρχει. Είναι ο εθνομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης, που 489
εκήρυσσε διαρκώς το «ομονοείτε», γιατί ήθελε δεμένες σφικτά τις πολιτικές, στρατιωτικές, εκκλησιαστικές και πνευματικές δυνάμεις του Γένους. Είναι η στιγμή που όλοι βάλλουν εναντίον μας. Ελπίδα και δύναμη μπορούμε να βρούμε στον εαυτό μας, αν τον υψώσουμε πάνω από τις διαφορές μας. Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος; Πέρα από το πνεύμα της θυσίας, της εθνικής ομοψυχίας, μπορεί να προσφέρει και στη χειμαζόμενη από την έξαψη του εθνικισμού Ευρώπη ένα μήνυμα χριστιανικής ενότητος. Αυτός ο βαθύτατος Έλλην σ' ένα κείμενό του έγραφε ότι πρέπει να ξεφύγουμε από το πνεύμα των καιρών, «το οποίον είναι ακόμη εθνικιστικόν, να αρθώμεν εις το πνεύμα των αιώνων το οποίον είναι αιώνιον και όπου καταργούνται αι διαιρέσεις και αι διαφοραί ανθρώπου από άνθρωπον και έθνους από έθνος». Ο Χρυσόστομος δεν ήταν απλώς ένας απόστολος του χριστιανικού Ελληνισμού, ήταν αληθής Απόστολος των Εθνών.Ο Χρυσόστομος θα είχε προ πολλού ανακηρυχθεί Άγιος από την Ελληνική Εκκλησία, αν επιτηδείως δεν διεδίδετο ότι ήτο Μασσόνος. Πράγματι στο «Τεκτονικό Δελτίο» Ιανουαρίου-Απριλίου 1969 (αριθμ. 83-84, σελ. 26) αναγράφεται ότι μεταξύ άλλων εγκρίτων Σμυρναίων, Ελλήνων αξιωματικών και διοικητικών υπαλλήλων μετείχε της μασσονικής στοάς «Ιωνία» και ο Χρυσόστομος, κατά την τριετία 1919-1922. Όμως ο Π.Γ. Κρητικός, επιφανής Έλλην μασσόνος, αφού ερεύνησε επισταμένως το ζήτημα, σε μία ομιλία του (30/1/1969) που δημοσιεύθηκε στον τόμο «Εκατονταετηρίς της σεπτής στοάς "Μέλης"» (Αθήναι 1969) κατέληξε σε αρνητικά αποτελέσματα. Στη σελ. 73 του προαναφερθέντος τόμου ο Π.Γ. Κρητικός γράφει για τον Χρυσόστομο τα ακόλουθα: «Και διά το θέμα τούτο, ατυχώς, τα αποτελέσματα της ερεύνης, με σκοπόν να συγκεντρώσωμεν πλείονας πληροφορίας, υπήρξαν αρνητικά. Έρευναι ειδικαί γενόμεναι εν προκειμένω, διά λογαριασμόν μας, υπό τον αδελφον Rιnι de Vriθze, τόσον εις τα Αρχεία της Μεγάλης Ανατολής, όσον και εις εκείνα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ακόμη και πληροφορίαι από αξιωματικούς του Ναυτικού, οίτινες, κατά την καταστροφήν της Σμύρνης, επέβαινον των εκεί γαλλικών πολεμικών, απέμειναν, μέχρις ώρας, άνευ αποτελέσματος, ως ο ίδιος μας πληροφορεί δι' επιστολής του, της 2.11.68. Προσωπική μας παλαιοτέρα αλληλογραφία μετά της 490
Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, επί του θέματος, δεν απέληξεν επίσης εις αποτέλεσμα. Ο Μέγας Καγκελάριος, φίλτ. αδ. Legrand, εις φιλόφρονα αδελφικό του πίνακα, δι' ο και τον ευχαριστώ, με επληροφόρησε και πάλιν, ότι ουδέν έχει να με πληροφορήση σχετικώς πλην μιας διαμαρτυρίας, γενομένης τότε υπό επιτροπής, υπό τον αείμνηστον Σιμιτόπουλον,αντίτυπον της οποίας και μοι απέστειλε και εις ην αναφέρεται απλώς και ο Εθνομάρτυς ούτος, ως εν των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφης». Στην παραπομπή 22 γράφει: «Τα ανωτέρω αναφέρω ίνα βεβαιώσω τον Σεβάμιον Σ.Σ. "Μέλης" φίλτατον αδελφόν Φάλμπον, ότι επί μακρόν προσπαθήσαμε να διερευνήσωμεν τα δύο ως άνω θέματα, δι' α τελευταίως ωμίλησεν, άνευ θετικωτέρου ατυχώς αποτελέσματος». Σαράντος Ι. Καργάκος Βέροια Λακωνίας-Άγιος Ιωάννης Πηλίου (ΙούλιοςΑύγουστος1992)
Μνήμη Aγ. Iερομάρτυρος Xρυσοστόμου Σμύρνης ΤΟY ∆HMHTPIOY KΩNΣTANTAPA-ΣTAΘAPA, ΠPΩHN ΣXOΛIKOY ΣYMBOYΛOY Π.E. H μνήμη του "Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου 491
Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή" εορτάζεται εκκλησιαστικά την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και διαβάζεται ιδιαίτερη ασματική ακολουθία. "Η εκκλησία και το Έθνος", σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος, στην εισαγωγή του βιβλίου "Ο εθνομάρτυς Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης, ο Περίβλεπτος" του Σαράντου Καργάκου (έκδ. 1992, σελ. 18), οφείλουν να ενθυμούνται, να μη λησμονούν. Να ενθυμούνται αλλά να μην πενθούν. Γιατί οι άγιοι μάρτυρες πέρασαν στην αθανασία... Με το παρόν σημείωμά μας θα δούμε τη ζωή και το μαρτύριο του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης μέσα από το Συναξάριο του μηνολογίου της ημέρας από την "Ασματική Ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Χρυσοστομου Μητροπολίτου Σμύρνης (+1922), ποιηθείσα υπό του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (Βαλληνδρά), εντολή και εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος", ώστε "με επίγνωση και ενσυνείδητη προσοχή να συντηρούμε την πίστη και την ιστορική μνήμη ξαναχαρίζοντας στους εαυτους μας τα εξαγιασμένα πρότυπα της αρετής και της φιλοπατρίας" (κ. Χριστοδουλος, ο.π., σελ.19), για να συμπληρώσει στην προσφώνησή του ο πρωτοπρεσβύτερος π. Θωμάς Συνοδινός, Γεν. Αρχιερατικός Επίτροπος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ότι: "Εορτασμό (κάνουμε) όχι μνημόσυνο. Γιατί δέν έχουμε να κάνουμε με νεκρούς, αλλά με αθανάτους" (ό.π., σελ. 26). Σημειώνεται στο Συναξάριο: Το μηνολόγιον της ημέρας. Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου ιερομάρτυρος Χρυσοστομου του νέου, επισκόπου Σμύρνης, μαρτυρήσαντος αυτόθι υπέρ πίστεως και πατρίδος, εν έτει 1922. Στίχοι: Τιθείς ψυχήν Χρυσόστομος ομού συμμύσταις, λαού και στρατού τε απαρχή προσηνέχθη. Πρωτομάρτυς Χρυσόστομος αποφράδι ετύθη. Συνάθλων πληθύος επομένης τω πότμω.
492
Ο νέος ούτος της Εκκλησίας ιερομάρτυς εγεννήθη εν Τριγλία της Βιθυνίας (τη 6η Ιανουαρίου του έτους 1868) εκ γονέων ευσεβών, Νικολάου και Καλλιόπης Καλαφάτη (σ.σ. άλλες πηγές αναφέρουν ως έτος γεννήσεως τό 1867). Tην ημέραν των Θεοφανίων του 1868 η μητέρα του τον αφιέρωσε στην Παναγία, όταν επισκέφθηκε την Τρίγλια ο Μητροπολίτης της Προύσας. Εν τη Θεολογική δε Σχολή της Χάλκης σπουδάσας και ανδρωθείς εχειροτονήθη διάκονος και πρεσβύτερος, ενωρίτατα, προαχθείς εις πρωτοσύγκελλον της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, επί πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε. ∆ιατελέσας δ' ακολούθως Μητροπολίτης ∆ράμας, Φιλίππων και Ζιχνών επί οκταετίαν (1902-1910), εξωρίσθη δις διά την εθνικήν αυτού δράσιν και τους υπέρ πίστεως αγώνας του. Εις τους τεταραγμένους δ' εκείνους καιρούς η δυναμικότης του ιερού ανδρός εγίνετο κάρφος εις τους οφθαλμούς των εχθρών του Γένους. Kαι ο εμψυχωτής του χειμαζομένου και αγωνιζομένου λαού εθεωρείτο αποδιοπομπαίος. Πιεζόμενον δε το Πατριαρχείον μετεκίνησεν αυτόν εκ της εξεγηγερμένης Μακεδονίας, ίνα ευρέθη εκτός αμέσου επιβολής, ανέθεσε δ' εις αυτόν την διαποίμανσιν της περιφανούς Μητροπόλεως Σμύρνης. Ουχ ήττον και εκεί ανέμενον αυτόν αγώνες εθνικοί και περιστάσεις κρίσιμοι διά τον ορθόδοξον λαόν. Kαι πάλιν δ' ως καλός ποιμήν προκινδυνεύει υπέρ των προβάτων, ίνα, μετά διπλή και πάλιν εξορίαν, και αλλεπαλλήλους θηριομαχίας, αχθη εν τέλει εις τό μαρτύριον, παραδοθείς ως εξιλαστήριον θύμα εις τον μαινόμενον κατ' αυτου τουρκικόν όχλον, υπό του οποίου δεινώς προπηλακιζόμενος ανεσκολοπίσθη βαναύσως και φρικτώς, τη 27η Αυγούστου 1922, ιερείον άμωμον και εκούσιον (απαξιώσας να δεχθή την προσφερθείσαν αυτώ διάσωσιν διά της φυγης), διότι εβάρυνεν εν τη αρχιερατική αυτού συνειδήσει ο λόγος του Κυρίου "ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ τών προβάτων", μόνον δε "ο μισθωτός φεύγει, ότι μισθωτός εστι, και ου μέλει αυτώ περί τών προβάτων" (Ιωαν. ι΄ 12-13). Kαι το απολυτίκιο του Αγίου : Μέγαν μάρτυρα η Εκκλησία, μέγαν ήρωα το έθνος σύμπαν, τον της Σμύρνης υμνούμεν Χρυσόστομον. Kαι γάρ γενναίως αθλήσας υπέμεινεν υπέρ πατρίδος και πίστεως θάνατον. Ιεράρχου τε υπόδειγμα εαυτον ανέδειξε τον στέφανον λαβών τον αμαράντινον
493
ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΑΓΙΩΝ ΤΟΥ 1922 Μέχρι πέρυσι τέτοιο καιρό -καιρό και μέρες που μας θυμίζουν τη Μικρασιατική Τραγωδία του 1922 -τελούσαμε μνημόσυνα υπέρ των αγρίως φονευθέντων Μικρασιατών αδελφών μας. H Ελλαδική Εκκλησία με μια ιστορική της απόφαση, στην οποία συμμετείχε και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, κατέταξε όλους τους εθνομάρτυρες του '22, θάλεγα τους Χριστιανομάρτυρες μεταξύ των Αγίων της θριαμβεύουσας εκκλησίας. Κι αυτοί ήταν χιλιάδες και μυριάδες, κληρικοί, λαϊκοί, γυναίκες, άνδρες, παιδιά. Ας τους προσκαλέσουμε στη μνήμη μας:
-Χρυσόστομος Μητροπολίτης Σμύρνης, τον κατακρεούργησαν στις 28 Αυγούστου οι Τούρκοι και μαζί του 342 κληρικούς της Μητροπόλεως Σμύρνης και των περιχώρων που άγρια βασανίστηκαν και μαρτύρησαν για την Ελλάδα και το Χριστό! Τα ονόματα τους δεν διεσώθησαν. Θυμίζω μόνο τους: -Ιερεύς Μελέτιος, τον σταύρωσαν στον κορμό ενός πεύκου! -Ιερεύς Ιάκωβος Αρχαντζάκης, άγρια τον παλούκωσαν! -Ιεροδιάκονος Γρηγόριος, τον έκαψαν ζωντανό! -Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιών, τον έθαψαν ζωντανό και μαζί του ένα πλήθος κληρικών και λαϊκών της περιοχής του. -Αμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων, του πετάλωσαν τα πόδια και τον κατατεμάχισαν. Μαζί του 11 ιερείς και 2 αγνώστων στοιχείων μοναχούς τους έσφαξαν άγρια. -Ευθύμιος επίσκοπος Ζήλων, από τα Παράκοιλα της Καλλονής, πέθανε στη φυλακή μετά από βασανιστήρια. -Προκόπιος Μητροπολίτης Ικονίου, κακοποιήθηκε λίγο πριν το 1922.
494