ΣΕΙΡΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
& 2003 Εκδόσεις θύραθεν Βασ. Ηρακλείου 40 - θεσσαλονίκη 54<>23 τηλ. 2310 24Ι9Ι7 - 244609 θ Classical Skepticism, Issues and Problems·. Peter Suber, Philosophy Department Eatham College 6 ελληνικής µετάφρασης: Εκδόσεις θύραθεν
ISBN 960 - 8097 - 15-Ο
Τις "Πιφρώνειες υποτυπώσεις" του Σέξτου Εµπειρικού (Ι.Ι-Ι.208, σελ. 239-331) µετέφρασε ο Στυλιανός Δηµόπουλος Τα χωρία «πό τον Κικέρωνα (Aeademiea κ.α.) µετέφρασε από τα λατινικά η Δήµητρα Τσιτσικλή Οι υπόλοιπες µεταφράσεις είναι του Γ. Αβραµίδη Οι διορθώσεις έγιναν από την Κατερίνα Καούκη.
ΟΙ ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΚΕΠΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
~ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΚΛΑΣΙΚΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ~
mm
Εισαγωγή Peter Subcr Μετάφραση Γ. Αβραµίδης, Στυλιανός Δηµόπουλος Δήµητρα Τσιτβιχλή Επιµέλεια Γ. Αβραµίδης
ΘΥΡΑΘΕΝ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ
19
ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ Αρχαία κείµενα - µεταφράσεις
«3
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ Πυρρών Τιµών ο Φλιάσιος
8
5
&7 99
Επίγονοι
ι°3
Πολεµιχή ποιητική του Τίµωνα
Ι°5
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ
"7
Αρχεσίλαος
121
Καρνεάδης
131
Κλειτόµαχος
133
Κικέρων, Academica
135
Το «εδλογον» και το «πειστικό»
IÖ5
Η διαφορά µεταξύ Πυρρώνειων και Ακαδηµεικών
183
ΝΕΟΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ
IM
Αινησίδηµος
197
Οι δέκα τρόποι του Αινησίδηµου
205
Οι πέντε τρόποι του «Αγρίππα»
215
Αντιδογµατική επιχειρηµατολογία
217
Περισσότερα περί αιτίων
231
ΥΣΤΕΡΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ. ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Οι γενικές αρχές
237 239
Οι δέκα τρόποι
251
Οι δυο τρόποι
315
Η σκεπτική φρασεολογία
317
Ηθική
333
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Λέξείί - Όροι - Έννοιες
tfl 361
Οι φιλόσοφοι
}6/
Σηµειώσεις
)Sl
ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
392 395
I
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι Ελληνιστικές Φιλοσοφίες
Π ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ -που είναι
συνάµα και η γοητεία της-, είναι η ισορροπία µεταξύ συνέχειας και αλλαγής. Οι άθλοι της προσωκρατικής περιόδου της ελληνικής σκέψης, όπως και τα επιτεύγµατα που είχε να επιδείξει ο τέταρτος αιώνας (προπάντων το έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη), ουδέποτε βρέθηκαν µακριά από το ενδιαφέρον των µεγάλων στοχαστών της ελληνιστικής εποχής. Κάθε τόσο ανακαλύπτουµε αδιάσειστες µαρτυρίες ότι ο Επίκουρος, ο Ζήνων και οι άλλοι εργάζονταν πάνω σε προβλήµατα που έθεσαν οι προκάτοχοι τους, και έβρισκαν τα εννοιολογικά εργαλεία τους στις ιδέες των προηγούµενων φιλοσόφων. Εντούτοις η πρωτοτυπία τους παραµένει αδιαµφισβήτητη. Μετά από τις φιλότιµες διερευνήσεις του ιδεαλισµού του Πλάτωνα και της εργώδους αναθεώρησης της πλατωνικής σκέψης από τον Αριστοτέλη, οι Ελληνιστές φιλόσοφοι χάραξαν ένα καινούργιο µονοπάτι. Για να µπορέσουµε να περιγράψουµε αυτή την ισορροπία µεταξύ συνέχειας και αλλαγής, θα ήταν ίσως αποτελεσµατικό να καταφύγουµε στο παραδοσιακό εκείνο δεκανίκι των ιστοριογράφων της φιλοσοφίας, τους -ισµούς. Είναι πάντα επικίνδυνο να σχηµατοποιούµε έτσι τις φιλοσοφικές ιδέες, στριµώχνοντας τες κάτω από γενικές και εποµένως παραπλανητικές ταµπέλες. Ελάχιστα φωτίζει τον πλούτο της σκέψης του Πλάτωνα, για παράδειγµα, το να την περιγράψουµε ως «µια 9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ µορφή ιδεαλισµού»" µε τίποτα δεν αναπληρώνει την εκ του σύνεγγυς µελέτη της ζωντανής ανάπτυξης του λόγου, που κάνει την θεωρία των Ιδεών να είναι αυτό που είναι. Όµως τέτοιες γενικεύσεις έχουν πράγµατι ένα ρόλο να παίξουν, όταν χρειάζεται να δοθούν κατευθύνσεις στον µελετητή που θέλει να βρει τον προσανατολισµό του µέσα σε νέο υλικό. Έχοντας λοιπόν υπ' όψη τις συστηµατικές τάσεις της ίδιας της ελληνιστικής περιόδου, µπορούµε να πούµε ότι τρεις -ισµοί οριοθετούν καλύτερα την συνέχεια και την πρωτοτυπία της περιόδου εκείνης: υλισµός, εµπειρισµός, νατουραλισµός. Αυτές οι τρεις ταµπέλες αντιστοιχούν στις τρεις υποδιαιρέσεις της φιλοσοφίας, όπως καθιερώθηκαν στον ελληνιστικό κόσµο: φυσική, λογική και ηθιχή. Πρώτος ο Ακαδηµεικός Ξενοκράτης ισχυρίστηκε πως τούτη η τριµερής διαίρεση περιγράφει τη δοµή της φιλοσοφίας µε τον καλύτερο τρόπο. Η παραδοσιακή κατάταξη των έργων του Αριστοτέλη σε: Όργανον, Φυσικά, Μεταφυσικά και Ηθική/πολιτική φιλοσοφία (που ως παραρτήµατα της είχε πρακτικά θέµατα όπως η ποιητική και η ρητορική), οφείλεται τόσο στη συστηµατικότητα του ίδιου του έργου του όσο και στις διαθέσεις των Περιπατητικών επιγόνων του που οργάνωσαν το αριστοτελικό coipus όπως το έχουµε σήµερα. Οι Στωικοί υιοθέτησαν την ξενοκράτεια διαίρεση, ενώ οι Επικούρειοι απάλειψαν την λογική εν ονόµατι αυτού που ονόµαζαν «κανονική» (µελέτη της αισθητηριακής αντίληψης και της επιστηµονικής µεθοδολογίας)* αρχικά υπέταξαν την κανονική στην φυσική' όµως κατοπινά, Επικούρειοι και Περιπατητικοί υποχρεώθηκαν να δεχτούν την καθιερωµένη τριµερή διαίρεση. Οι Σκεπτικοί (τόσο οι Ακαδηµεικοί όσο και οι Πυρρώνειοι), φυσικά δεν προώθησαν δικές τους θεωρίες, κι έτσι η διαίρεση της φιλοσοφίας δεν παίζει κανένα σοβαρό ρόλο ως προς το έργο τους' όµως στην κριτική τους προς τους µη σκεπτικούς, τους οποίους ονόµαζαν «δογµατικούς» (που σηµαίνει «αυτούς που ασπάζονται συγκεκριµένες πεποιθήσεις»), οι Σκεπτικοί φυσικά ακολουθούσαν το οργανωτικό σχήµα των αντιπάλων τους. Αποτέλεσµα: ίο
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ουσιαστικά, όλη η ελληνιστική φιλοσοφία µπορεί κατά ένα χρήσιµο τρόπο να διαιρεθεί σε Λογική (που συµπεριλαµβάνει επιστηµολογία και µελέτη της ερευνητικής µεθόδου), Φυσική (όπου συµπεριλαµβάνεται η λεγόµενη «µεταφυσική» του Αριστοτέλη), και Ηθική (µια κατηγορία αρκετά ευρεία ώστε να αγκαλιάζει όλες τις λεγόµενες «πρακτικές επιστήµες», και ιδιαίτερα την πολιτική). Για να επιστρέψουµε στους τρεις -ισµούς: Η γενική τάση της ελληνιστικής φυσικής είναι καταφανώς ο υλισµός: η απόρριψη, µε τη µία ή την άλλη µορφή της πίστης στην ύπαρξη ασώµατων οντοτήτων. Η απόρριψη, φυσικά, δεν είναι απόλυτη' οι Επικούρειοι υποστήριζαν ότι υπάρχει το «κενόν»" οι Στωικοί βρήκαν ότι χρειάζονταν τέσσερα είδη ασώµατης οντότητας: το κενό, τον χώρο, τον γρόνο και τα «λεκτά»,* ένα νέο ασώµατο είδος, απαραίτητο για τη στωική φιλοσοφία του νου, τη θεωρία τους για τη γλώσσα και την ανάλυση της αιτιότητας. Τούτος ο πολλαπλασιασµός των ασωµάτων ίσως κάνει τον «υλισµό» να µοιάζει φτωχός ως όρος που, υποτίθεται, προσανατολίζει τον µελετητή της ελληνιστικής φυσικής και µεταφυσικής' όµως µια τέτοια εντύπωση θα ήταν εσφαλµένη -αν µη τι άλλο, οι ίδιοι οι Στωικοί όρισαν ρητά πως µόνο ενσώµατες οντότητες υπάρχουν, και ότι τα ασώµατα, αν και «υφίστανται» δεν είναι -υπό την αυστηρή έννοια της λέξης- υπαρκτά. Έπειτα, στα κρίσιµα ζητήµατα, Στωικοί και Επικούρειοι, συνειδητά και ηθεληµένα, τοποθετούνταν ενάντια σε ό,τι εκλάµβαναν ως απόψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Τον τέταρτο αιώνα, κύριοι «εκπρόσωποι» της ασώµατης κατάστασης ήταν οι Ιδέες (στη θεωρία του Πλάτωνα, ίσως και του Αριστοτέλη), το Κινούν 'Αχίνητσοτου Αριστοτέλη, και η ψυχή (ή νους). Και ακριβώς επειδή Στωικοί και Επικούρειοι απορρίπτουν την ιδέα ότι είναι άυλες αυτές οι ♦Παραδοσιακά -αλλά και παραπλανητικά- τα λεχτά (ev. το λεχτόν) µεταφράζονται ως «νοήµατα» ή κάτι παρόµοιο, και όχι ως «πράγµατα που έχουν ειπωθεί». Στα αγγλικά, οι Long και Sedley πρόσφατα επινόησαν τη λέξη sayable. II
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
οντότητες, δικαιούνται να ονοµάζονται υλιστές. Επικούρειοι και Στωικοί σταΒερά και ψύχραιµα απέρριψαν την ασώµατη κατάσταση των Ιδεών και της ψυχής. Αµεσες µαρτυρίες για την απόρριψη του Κινούντος Ακίνητου δεν υπάρχουν πολλές, όµως είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτό είναι αποτέλεσµα της γενικότερης απόρριψης της θεωρίας αυτής ακόµα και από οπαδούς του Αριστοτέλη. Σε όλη την πορεία της µετα-αρκττοτελικής φιλοσοφίας, η δογµατική ένταξη ενός φιλοσόφου κρινόταν από τη θέση που έπαιρνε στο ζήτηµα περί ασώµατης Ιδέας και ψυχής -ήταν η λυδία λίθος. Εποµένως, η ολοκληρωτική απόρριψη της ασώµατης ψυχής και των άυλων Μορφών από τις σχολές αυτές είναι ένα καθαρό σηµάδι του «υλισµού» τους, µε τη σηµερινή έννοια της λέξης. Αυτή ήταν η καινοτοµία σε σχέση µε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη -αν και πριν από τους Στωικούς και τους Επικούρειους υπήρξαν και αρκετοί άλλοι που θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν υλιστές. Αυτό που διακρίνει τις δύο σχολές από τους προκατόχους τους είναι, νοµίζουµε, η συστηµατικότητα µε την οποία υπερασπίστηκαν τον υλισµό από την αντι-υλιστική επιχειρηµατολογία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο εµπειρισµός των ελληνιστικών σχολών είναι πιο σύνθετος. Βεβαίως βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση µε την επιστηµολογία (γνωσιολογία) του Πλάτωνα" όµως, εξίσου ξεκάθαρα, αποτελεί εξέλιξη του -µάλλον διστακτικού και αβέβαιου- εµπειρισµού του Αριστοτέλη. Ο τελευταίος πίστευε, για να χρησιµοποιήσουµε την κοινότοπη φράση, πως «τίποτα δεν µπορεί να υπάρχει στο νου αν δεν έχει υπάρξει προηγουµένως στις αισθήσεις»" όµως θεωρούσε επίσης πως, σε ό,τι αφορά στη διαµόρφωση αφηρηµένων εννοιών, ο εµπειρισµός του παρέµενε ατελής χωρίς ένα απαραίτητο τελικό στάδιο κατά το οποίο θα προσδιοριστούν µε επάρκεια και ακρίβεια οι επαγωγικά συναγόµενες έννοιες, ώστε να χρησιµεύσουν ως βασικές αρχές των επιστηµών. Η εύλογη αυτή πεποίθηση, που δείχνει πως ο Αριστοτέλης είχε επίγνωση των περιορισµών από τους οποίους πάσχει η εµπειριοκρατική µέθοδος θεµελίωσης σταθερής και αδι12
ΠΡΟΛΟΓΟΣ αµφισβήτητης γνώσης, απορρίφθηκε από τις ελληνιστικές σχολές. Ο εµπειρισµός των τελευταίων, εποµένως, είναι πολύ πιο αδιάλλακτος και πιο ευάλωτος στις επιθέσεις των Σκεπτικών. Μπαίνουµε στον πειρασµό να φανταστούµε πως τούτη η ακαµψία του ελληνιστικού εµπειρισµού υπήρξε ένας από τους παράγοντες που πυροδότησαν τον σκεπτικισµό. Στην ηθική σκέψη, η συνέχεια των Ελληνιστών φιλοσόφων µε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είναι ακόµα πιο εντυπωσιακή. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι ο «νατουραλισµός»: η πεποίθηση ότι µια ορθή σύλληψη περί του ευ ζην πρέπει να βασίζεται σε µια σαφή και ακριβή κατανόηση της φύσης του ανθρώπου. Τούτη η πεποίθηση θεωρείται δεδοµένο πως ήδη επικρατούσε και στην προ-φιλοσοφική ελληνική ηθική, και πως εκφράστηκε µε σαφήνεια και από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Στην ελληνική σκέψη ανέκαθεν η άποψη για την ανθρώπινη ψυχή και τις φυσικές λειτουργίες της ήταν στενά δεµένη µε την ιδέα της ανωτερότητας των δραστηριοτήτων της. Και οι Επικούρειοι και οι Στωικοί όχι µόνο διατήρησαν αυτήν την ιδέα αλλά και την υποστήριξαν θεωρητικά µε πολύ πιο συγκεκριµένη επιχειρηµατολογία. Οι απόψεις των ελληνιστικών σχολών για τη φύση της ανθρώπινης ψυχής σηµατοδοτούν ακόµα µία πολύ σηµαντική αντίθεση µε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Και για να αποτολµήσουµε έναν ακόµα -ισµό, ας τις ονοµατίσουµε σωχρατισµό του Επίκουρου και των Στωικών, Στους πρώιµους διάλογους του Πλάτωνα, εκείνους που συµβατικά θεωρούµε πως εκφράζουν πολύ πιο ξεκάθαρα τις απόψεις του ίδιου του Σωκράτη, ο τελευταίος πιστεύει σοβαρά ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι θεµελιωδώς και αποκλειστικά µια λογική οντότητα. Για λόγους ηθικούς, στους πρώιµους διάλογους εκλαµβάνεται ως δεδοµένο ότι ο λόγος κυριαρχεί στη ζωή της ψυχής, σε τέτοιο βαθµό που οι έλλογες αποφάσεις για τον άριστο βίο καθορίζουν πλήρως την συµπεριφορά του ανθρώπου. Αυτή η άποψη απορρίφθηκε τελικά από τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη: και οι δύο επέµειναν πως υπάρχουν στην ψυχή επιθυµητικές δυνάµεις θεµελι13
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ωδώς ά-λογες, οι οποίες δρουν σχεδόν αυτόνοµα, έστω κι αν επιδέχονται τον έλεγχο του λόγου. Ο αγώνας για τον άριστο βίο, εποµένως, δεν ήταν απλά θέµα λογικής απόφασης για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος συµπεριφοράς και ζωής για τον άνθρωπο' η επιτυχία του εξαρτάται από την καθυπόταξη ή την εξηµέρωση των άλογων µερών της ψυχής' αν δεν καταστούν υπάκουες στον ανθρώπινο λόγο, παρεµβαίνουν και αλλοιώνουν λογικές αποφάσεις και σχέδια. Πάντα υπάρχει απειλητική η προοπτική αυτού που ο Πλάτων ονόµαζε «εµφύλιος πόλεµος µες στην ψυχή». Οι Επικούρειοι και οι ορθόδοξοι Στωικοί επανήλθαν στην άποψη του Σωκράτη: συνολικά η ανθρώπινη ψυχή είναι έλλογη, όλες οι επιθυµητικές καταστάσεις και δυνάµεις είναι κατά κάποιο τρόπο εκφράσεις πεποιθήσεων, επιλογών και αποφάσεων. Κατά συνέπεια, η αδύναµη βούληση, «ο εµφύλιος πόλεµος µες στην ψυχή», είναι κάτι το αδύνατο. Τα ηθικά σφάλµατα, εποµένως, είναι ακριβώς αυτό: λάθη του νου σχετικά µε το τι συνιστά τον άριστο βίο. Τούτη είναι µια πολύ πιο αισιόδοξη άποψη για τη φύση της ανθρώπινης ζωής. Ο λόγος και µόνον ο λόγος είναι υπεύθυνος για την ευτυχία ή τη δυστυχία µας. Αυτή η κατά βάση σωκρατική πεποίθηση, η οποία ίσως να µην είναι σωστή, δεν χωρά αµφιβολία πως καθορίζει το γενικό χαρακτήρα της ελληνιστικής ηθικής σκέψης. Επαναλαµβάνεται συχνά πως Επικούρειοι και Στωικοί επιδίωκαν την ευδαιµονία του ανθρώπου µέσα από µια τυφλή άρνηση της σπουδαιότητας σηµαντικών εξωτερικών περιστάσεων και συνθηκών, κι αυτό ως συνέπεια µιας γενικότερης απόγνωσης, που είχε να κάνει µε την αδύναµη θέση του ατόµου στις νέες κοινωνικές συνθήκες της ελληνιστικής εποχής. Εµείς, ωστόσο, Βεωρούµε πολύ πιθανότερο πως η αδιάλλακτη και ίσως υπερβολική έµφαση στην αυτονοµία του ανθρώπινου λόγου όσον αφορά στην ευδαιµονία, είναι αποτέλεσµα ενός πολύ προσγειωµένου σωκρατισµού στον τρόπο µε τον οποίο αντιλαµβάνονταν τη φύση της ανθρώπινης ψυχής.
Μ
ι
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΟΙ ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ του ελληνιστικού κόσµου απέρριπταν κάθε απόπειρα εξήγησης του µη προφανούς µέσω του προφανούς (πράγµα που δεν είναι παρά µια γενικευµένη απόρριψη κάθε απόπειρας να εξηγηθεί το υλικό δια του µη υλικού). Και οι δύο σκεπτικισµοί, ο Ακαδηµεικός και ο Πυρρώνειος, έστρεψαν τα πυρά τους ενάντια στις πρωτοπόρες δογµατικές σχολές του καιρού τους, και πρώτα και κύρια ενάντια στους Στωικούς' φυσικά, επιθέσεις δέχονταν και οι Επικούρειοι, και ο Σέξτος στα εκτενέστατα συγγράµµατα του αφιερώνει αρκετό χώρο σε επιθέσεις ενάντια στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη αλλά και προγενέστερους. 'Οµως η ίδια η επιτυχία των ελληνιστικών δογµατικών σχολών, που κατόρθωσαν να εκτοπίσουν από τη σκηνή τους γίγαντες του 4ου αιώνα, ώθησε τους Σκεπτικούς και των δύο τάσεων να εστιάσουν πάνω στις θεωρίες των συγκαιρινών τους. Παρά τη µεγάλη οµοιότητα µεταξύ των δύο Σκεπτικών σχολών που παρουσιάζονται στο βιβλίο, θα πρέπει να γίνει προσεκτική διάκριση. Οι Ακαδηµεικοί, που στράφηκαν στο σκεπτικισµό την εποχή που διευθυντής της Ακαδηµίας ήταν ο Αρκεσίλαος (στις αρχές του 3°" αι. π.Χ.), είχαν ως κύρια πηγή έµπνευσης τον Σωκράτη. Για τον Αρκεσίλαο και τον Καρνεάδη (που ήταν και ο σηµαντικότερος διάδοχος του), το πνεύµα του σωκρατισµού θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια την ανατρεπτική πρακτική του Σωκράτη. Η προσπάθεια του να υποβάλει σε έλεγχο τις κάθε λογής πεποιθήσεις των συνοµιλητών του και ο τρόπος που τις ανασκεύαζε, έδωσαν έµπνευση στους Ακαδηµεικούς, οι οποίοι έκτοτε επιδόθηκαν στην αναζήτηση της απόλυτης πνευµατικής καθαρότητας µε όπλο την επιχειρηµατολογία ενάντια στα κύρια φιλοσοφικά δόγµατα του καιρού τους. Η διαλεκτική δύναµη ενός Αρκεσίλαου και ενός Καρνεάδη έβρισκε διέξοδο αποκλειστικά µέσα από τον προφορικό λόγο" όπως και ο Σωκράτης, κανείς από τους δυο δεν καταπιάστηκε µε τη συγγραφή έργων -θαρρείς και η ίδια η πράξη του παγώµατος του ζωντανού διαλόγου σε γραπτή µορφή θα πρόδιδε τον διαλεκτικό 15
ΠΡΟΛΟΓΟΣ του χαρακτήρα. Όλη αυτή η δραστηριότητα εξασκούνταν προς χάριν του εαυτού της' όσοι αναφέρονται στους Ακαδηµεικούς σκεπτικούς αφήνουν να εννοηθεί ότι πιστεύουν πως οι τελευταίοι δεν ενδιαφέρονταν για κανένα σκοπό πέρα από την άσκηση της διαλεκτικής. Δεν είναι διόλου ξεκάθαρο αν οι Ακαδηµεικοί στην πραγµατικότητα έκρυβαν κάποιο µυστηριώδη ηθικό ή µεταφυσικό σκοπό πίσω από την ανατρεπτική τους δραστηριότητα. Φυσικά, στον υπόλοιπο κόσµο δεν εµφάνιζαν παρά το αινιγµατικό πρόσωπο διαλεκτικών έτοιµων να επιχειρηµατολογήσουν υπέρ ή κατά οποιασδήποτε δεδοµένης θέσης. Μ' αυτή την πρακτική τους βοήθησαν να αποκαλυφθούν οι λανθάνουσες αδυναµίες του δογµατισµού των άλλων ελληνιστικών σχολών και τις υποχρέωσαν να ενισχύσουν τις θεωρίες τους µε πιο ακριβή επιχειρηµατολογία και πιο προσεκτικές διατυπώσεις. Το λεπτό παιχνίδι ανάµεσα στη δογµατική θεωρητικολογία και στον διαλεκτικό έλεγχο -παλιό όσο και η ελληνική φιλοσοφία-, ζει και βασιλεύει στον ελληνιστικό κόσµο. Με τον Πυρρώνειο σκεπτικισµό τα πράγµατα διαφέρουν κατά ένα πολύ σηµαντικό τρόπο. Ο Πυρρωνισµός όπως τον γνωρίζουµε ξεκίνησε, καταπώς φαίνεται, τον πρώτο αιώνα π.Χ., µε τον Αινησιδηµο, έναν Ακαδηµεικό που αντέδρασε στον αυξανόµενο δογµατισµό της ίδιας του της σχολής. (Υπέρµαχος και εκφραστής της νέας εκείνης ακαδηµεικής τάσης ήταν ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης). Για να καταδείξουν τον ανανεωµένο χαρακτήρα του σκεπτικισµού τους, οι Πυρρωνιστές στράφηκαν έξω από την σωκρατική/ακαδηµεική παράδοση προς ανεύρεση του αρχαίου «ιδρυτή», τον οποίο κάθε σχολή ευχόταν να έχει ώστε να διαθέτει κύρος. Στην περίπτωση αυτή, ο ιδρυτής που επιλέχθηκε ήταν ο Πύρρων από την Ηλεία, µια θολή φυσιογνωµία του τέταρτου· αιώνα. Η ζωή και η σκέψη του Πύρρωνα εξακολουθούν να παραµένουν ένα µυστήριο" ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, και οι µόνες πηγές µας για τη δράση του είναι οι ύστεροι Πυρρωνιστές και ο διανοούµενος σατιρικός Τίµων ο Φλιάσως, συγκαιρινός του Πύρρωνα και νεώτερος του, ποιήµατα του οποίου σώζονται σε αποσπασµατική µορψτ\. Όσο βέβαιο είναι ι6
ί
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ότι ο Πύρρων υπήρξε ένας Σκεπτικός, άλλο τόσο είναι αδύνατο να προδιοριστεί ο ακριβής χαρακτήρας και η πρακτική διάσταση του σκεπτικισµού του. 'Οµως αυτό που είναι ξεκάθαρο, είναι ότι οι ύστεροι Πυρρωνιστές διέφεραν σηµαντικά από τους Ακαδηµεικούς σκεπτικούς: η σκεπτική τους δραστηριότητα είχε έναν σαφή ηθικό στόχο. Ο χαλκέντερος και πολυγραφότατος γιατρός Σέξτος Εµπειρικός -η κύρια πηγή µας για τον Πυρρωνισµό όλων των εποχών-, ξεκαθαρίζει ότι σκοπός του σκεπτικισµού είναι η ελευθερία από κάθε ψυχική ταραχή. Κι έτσι το κίνητρο για τη διαφύλαξη της ελευθερίας από τα δογµατικά δεσµά έγινε πολύ πιο σαφές απ' ό,τι ήταν για τους Ακαδηµεικούς. Και ίσως µια από τις συνέπειες αυτού είναι η -ουσιωδώς διαφορετική από των Ακαδηµεικών- επιστηµολογική στάση των Πυρρώνειων σκεπτικών. Παύει να είναι απλώς η άρνηση κάθε συγκατάθεσης' ο νους του Σκεπτικού ισορροπεί προσεκτικά πάνω στις λογικά ισοδύναµες όµως αντιτιθέµενες απόψεις -και εδώ βρίσκεται το κλειδί της ψυχικής αταραξίας του Πυρρώνειου σκεπτικού. Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας στην ελληνιστική περίοδο είναι ένα θέµα µεγάλης ιστορικής σπουδαιότητας' όµως τελικά θα πρέπει επίσης να σχηµατίσουµε µια άποψη για τη φιλοσοφική της αξία' και αυτό αναπόφευκτα θα εξαρτηθεί από το πώς θα κρίνουµε τη σχέση ανάµεσα στην ελληνιστική και στην κλασική ελληνική φιλοσοφία, και από το πώς θα αποτιµήσουµε τα προτερήµατα της συνέχειας και των καινοτοµιών της. Bradlnwood
17
Peter Suber
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ
ΙίΎΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ, ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΕΣ λέµε τους µονίµως δύσπιστους που σε όλους, και για ο,τιδήποτε, λένε, «Όχι» ή «Αµφιβάλλω» ή «Πώς το ξέρεις;» ή «Δεν σε πιστεύω» ή «Απόδειξε το». Πάντως, σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της φιλοσοφίας, η φήµη των σκεπτικιστών κατά καιρούς υπήρξε ακόµα χειρότερη. Οτιδήποτε είναι δυνατό κανείς να πιστέψει, κάποιος άλλος µπορεί να µη το πιστέψει' άλλος, πάλι, µπορεί να παραµείνει αβέβαιος ή αδιάφορος. Για έναν πιστό, οτιδήποτε έξω από την πίστη του είναι απιστία -και τούτη η «απιστία» περιλαµβάνει ολόκληρη εκείνη την ενδιαφέρουσα περιοχή που ξεκινά από την απερίφραστη άρνηση και εκτείνεται στον δισταγµό και τα ανάµικτα συναισθήµατα, µέχρι και στην πλήρη αδιαφορία. 0 «σκεπτικισµός» κατέληξε να είναι ένας όρος που κλείνει µέσα του όλες αυτές τις διαφορετικές στάσεις. Σε µια δογµατική κουλτούρα, ήταν φυσικό ο όρος να αποκτήσει σηµασία µειωτική" αναφερόταν σε κείνους που αµφέβαλαν, σε εποχές που η αµφιβολία προκαλούσε αγανάκτηση και αντιδράσεις.1 Κι όµως, για τους αρχαίους εφευρέτες του, τους Έλληνες Σκεπτικούς, ο «σκεπτικισµός» είχε µια ξεκάθαρη και ακριβή σηµασία -κάθε άλλο παρά µειωτική. Συγκρινόµενος µε µη σκεπτικιστικές φιλοσοφικές θέσεις, ο σκεπτικισµός είναι πολύ απλός. Ευκολονόητος, αν και συνήθως συγχέεται µε πράγµατα άσχετα µ' αυτόν. Λόγου χάρη, θρησκευτικός 19
PETER SUBER σκεπτικισµός δεν είναι η αθεΐα. Ούτε καν ο αγνωστικισµός. Κανένας γνήσιος Σκεπτικός δεν είναι αρνητικός ούτε απορριπτικός προς οποιαδήποτε θεωρία, οποιαδήποτε υπόθεση, οποιαδήποτε πεποίθηση. Μάλιστα, αυτό είναι και το µόνο εµπόδιο στο να καταλάβουµε σωστά τον σκεπτικισµό: το ότι νοµίζουµε πως ήδη ξέρουµε περί τίνος πρόκειται' όµως πέφτουµε έξω. Και για τους Σκεπτικούς, τούτη η αβάσιµη αξίωση µας ότι κατέχουµε κάτι, είναι από µόνη της ένα από τα µεγαλύτερα αµαρτήµατα, και ονοµάζεται ποικιλοτρόπως, απερισκεψία, έπαρση, περηφάνεια, προπέτεια, δογµατισµός, θράσος και αξιοκατάκριτη άγνοια. Για τους Έλληνες, «σκεφις»* σήµαινε εξέταση, και ο Σκεπτικός ήταν ένας ερευνητής. Αυτοαποκλήθηκαν Σκεπτικοί διότι η ουσία της θέσης τους δεν ήταν η αµφιβολία ή η άρνηση ή η απιστία, µα η συνεχής διερεύνηση. Λόγου χάρη, δεν πίστευαν ότι θεός υπάρχει πραγµατικά, αλλά ούτε και το αρνούνταν. Ούτε υποστήριζαν -όπως οι αγνωστικιστές- ότι κανείς δεν θα µπορέσει ποτέ να µάθει µε βεβαιότητα. Ο Σκεπτικός έλεγε: «(Προσωπικά, και προς το παρόν, δεν το γνωρίζω - προσπαθώ όµως να το διαπιστώσω.» Οι διαφορές ανάµεσα σ' ετούτη τη θέση και στην αθεΐα, τον αγνωστικισµό και την απλή αδιαφορία δεν έχουν αποτρέψει τη σύγχιση. Και οι τρεις συνιστώσες της δήλωσης του Σκεπτικού είναι σηµαντικές: (α) Μιλά µόνο εξ ονόµατος του και οµολογεί µόνο τη δική του άγνοια, (β) Μιλά µόνο για το παρόν και δεν ισχυρίζεται ότι η άγνοια του είναι κάτι αναπόδραστο. Και (γ) πάντα προσθέτει ότι παρά την -επί του παρόντος- άγνοια του, ερευνά την αλήθεια πάνω στο ζήτηµα. Δεν έχει εγκαταλείψει' είναι αισιόδοξος τουλάχιστον, τρέφει ελπίδες- ή, τουλάχιστον, δεν το βάζει κάτω, δεν έχει καµφθεί. Ας πιστέψουµε τα λεγόµενα του' άλλωστε, σ' αυτά συνίσταται ο γνήσιος σκεπτικισµός. (Όποιος είναι ανειλικρινής έστω σε έναν α*σ.τ.µ.: σχέιζτοµαε. εξετάζω µε προσοχή, ερευνώ, παρατηρώ, κρίνω. Δευτερευόντως, σήµαινε -όπως και σήµερα-, συλλογίζοµαι, διανοούµαι. 20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ πό τους παραπάνω ισχυρισµούς, απλώς δεν είναι γνήσιος Σκεπτικός). Ή ας φανταστούµε µία Σκεπτική που είναι ειλικρινής όσον αφορά στους ισχυρισµούς αυτούς και ας την ονοµάσουµε Nescio («Δεν ξέρω»). Πολλοί φιλόσοφοι που έχουν χαρακτηριστεί Σκεπτικοί δεν µοιάζουν µε τη Nescio. Θα τους θεωρήσουµε δευτερεύοντες τύπους. Αρχέτυπο µας θα είναι ο σκεπτικιστικός τύπος της Nescio -ο πιο έντιµος, ο πιο ριζοσπαστικός και προκλητικός. Ο Σέξτος Εµπειρικός -όπως θα δούµε µελετώντας τον προσεκτικά-, στην πραγµατικότητα µας παρουσιάζει δύο λογιών Σκεπτικούς. Η Nescio είναι το ένα πρότυπο. Ο δεύτερος τύπος προτιµά την άγνοια από τη γνώση. Θα την ονοµάσω Nesciam (: «Δεν θα µάθω»). Ενώ η Nescio προβάλλει τους τρεις ισχυρισµούς της σε µια ειλικρινή προσπάθεια να περιγράψει τις συνθήκες της αναζήτησης της, η Nesciam τους εκφέρει περισσότερο σαν ένα πρόγραµµα που πρέπει να ακολουθήσει και να εκπληρώσει. Η ειλικρίνεια της Nescio στην αναζήτηση της γνώσης κάνει ώστε οι αποτυχίες τής αναζήτησης να προκαλούν έκπληξη και απογοήτευση. Ενώ η Nesciam, αποφασισµένη να µηχανευτεί την άγνοια, µετατρέπει το ίδιο αποτέλεσµα σε ένα είδος επιτυχίας. Η Nescio, από εντιµότητα, περιγράφει την άγνοια της, ελπίζει να την ξεπεράσει και την υποµένει µε ταπεινοφροσύνη. Η Nesciam το κάνει µε ένα είδος προγραµµατικής επιµονής, ελπίζει να την διατηρήσει, και την βιώνει µε ένα είδος υπερηφάνειας. (Στο εξής, όταν θα αναφέροµαι χωρίς άλλο ιδιαίτερο προσδιορισµό στους Πυρρώνειους ή τους Σκεπτικούς, έχω κατά νου τον τύπο της Nescio και όχι της Nesciam). Η Nescio ίσως να µην επιτύχει να βρει αυτό που πρόθυµα θα ονόµαζε αλήθεια" ή µπορεί και να επιτύχει. Αν αποτύχει, θα συνεχίσει να ψάχνει: αυτό εννοούµε όταν λέµε Σκεπτικός-στην κυριολεξία, ερευνητής. Αν επιτύχει, θα πάψει να δηλώνει άγνοια προβάλλοντας τους τρεις ισχυρισµούς, θα πάψει να είναι Σκεπτική, και θα αποφανθεί ότι το τάδε πράγµα είναι οριστικά αληθινό.
21
PETER SOBER
Η λογική και τα κίνητρα του Σκεπτικού
Η Nescio έχει οδηγηθεί στην θέση τή εν µέρει από απλή εντιµότητα. Αν δεν γνωρίζει µε βεβαιότητα την ύπαρξη του θεού, ή το αν υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες, ή αν όλα τα γεγονότα έχουν αίτια, ή αν θα πρέπει η πλειοψηφία να επιβάλει την ηθική της πάνω στη µειοψηφία, τότε η εντιµότητα την ωθεί να οµολογήσει την άγνοια της. Το θεωρεί απερισκεψία και ανεντιµότητα, να πει ότι ξέρει πώς έχει το πράγµα, τη στιγµή που στην πραγµατικότητα δεν ξέρει. Όπως επίσης θεωρεί απερισκεψία το να πει ότι αφού η ίδια δεν γνωρίζει την αλήθεια για κάτι, τότε κανείς δεν πρόκειται ποτέ να τη µάθει. Ενδέχεται, άλλοι να ξέρουν ήδη την απάντηση. Έτσι, όταν µιλούν οι άλλοι, η Nescio θα ακούει προσεκτικά. Όµως δεν αποκλείεται, οι άλλοι να µιλούν απερίσκεπτα" γι' αυτό θα τους ακούει µε κριτική διάθεση. Κι αν η αλήθεια τη δεδοµένη χρονική στιγµή είναι πράγµατι άγνωστη, εντούτοις µπορεί µελλοντικά να µαθευτεί' ίσως η αλήθεια να είναι προσιτή. Αν η Nescio αφοσιωθεί στην πειθαρχηµένη έρευνα, ίσως να ανακαλύψει η ίδια την αλήθεια. Το τελευταίο σηµείο περιέχει µια σηµαντική διαφορά. Η εντιµότητα υπαγορεύει στη Nescio να οµολογεί την άγνοια της όταν δεν γνωρίζει, και να παραδέχεται ότι πιθανόν η άγνοια να είναι µόνο δική της, προσωρινή και θεραπεύσιµη. Αλλά η εντιµότητα από µόνη της δεν της υπαγορεύει να κάνει προσπάθεια να ξεφύγει από την άγνοια. Εκτός από την εντιµότητα, η Nescio οδηγείται και από αγάπη για την αλήθεια και -κάτι που είναι ελαφρώς διαφορετικόαπό το φόβο του λάθους. Το γιατί ο Σκεπτικός αγαπά την αλήθεια και φοβάται το λάθος είναι ένα σηµαντικό ερώτηµα. Πάντως, το γεγονός ότι οι Σκεπτικοί έχουν αυτά τα κίνητρα δεν δίνει λαβή για ενστάσεις κατά του σκεπτικισµού, εκτός αν το να έχεις οποιοδήποτε κίνητρο είναι κάτι που µπορεί να εγείρει ενστάσεις (πράγµα που θα ερευνήσουµε αργότερα). Το γιατί οι µη Σκεπτικοί αγαπούν την αλήθεια και φοαυ
22
ί
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ βούνται το λάθος, είναι ένα εξίσου θεµιτό xat σηµαντικό ερώτηµα. Μπορούµε να είµαστε ικανοποιηµένοι µε την άγνοια; Το ερώτηµα έχει εξεταστεί σοβαρά από το Σωκράτη, τον Έρασµο, τον Μονταίν, τον Κάµπελ και άλλους που είτε υπήρξαν Σκεπτικοί, είτε επηρεάστηκαν από τους Σκεπτικούς. Τα κατώτερα ζώα είναι συγκριτικά αδαή, και ωστόσο δείχνουν πιο ευχαριστηµένα µε την µοίρα τους απ' ό,τι οι άνθρωποι, και δεν φαίνεται να ταράζονται από τις ανησυχίες και αγωνίες που ταλαιπωρούν εµάς. Λέµε βέβαια -και αυτό ύστερα από µακρόχρονη εµπειρία-, ότι η λίγη γνώση είναι επικίνδυνο πράγµα, αλλά, όπως και να 'χει, καλό είναι να µη δυσαρεστούµαστε µε τα όσα βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο µας και τη δυνατότητα µας να τα αλλάξουµε" και η άγνοια µας πάνω στα πολλά και µεγάλα ερωτήµατα µάλλον εµπίπτει σ' αυτήν την κατηγορία. Αν σε τελευταία ανάλυση η άγνοια είναι καλύτερη από τη γνώση -και εφ' όσον το ξέρουµε αυτό-, τότε η εντιµότητα θα µπορούσε επίσης να µας ωθήσει να παραµείνουµε στην άγνοια µας και να µην την ενοχλούµε µε την έρευνα. Όµως δεν µπορούµε να ξέρουµε αν η άγνοια είναι καλύτερη απ' τη γνώση, µέχρι να αποκτήσουµε τη γνώση. Οποιαδήποτε αστήριχτη επιλογή µεταξύ αυτών των δύο θα ήταν αλόγιστη και ανέντιµη. Αλλά πιο σηµαντικό είναι πως, αν δεν ερευνούσαµε για την αληθινή γνώση όντας ανικανοποίητοι µε την άγνοια, τότε θα καταντούσαµε θύµατα της ευφυούς επιχειρηµατολογίας που στηρίζει το ψεύδος. Και τότε θα εγειρόταν το ερώτηµα, αν είναι καλύτερο να πιστεύει κανείς σε ψεύδη από το να εφησυχάζει στη µη πίστη. Μήπως πιστεύουµε (ή: µήπως θα έπρεπε να πιστεύουµε) σε οτιδήποτε, προκείµενου να µη πιστεύουµε σε τίποτα; Αυτό το θεµελιώδες ερώτηµα έχει επίσης απασχολήσει σοβαρά τους Πασκάλ, Έρασµο, Χιουµ, Νίτσε, και Κάµπελ. Ίσως µε την πειθαρχία θα µπορούσαµε να αντισταθούµε στα ψεύδη που στηρίζονται σε έξυπνη επιχειρηµατολογία. Αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να αντισταθούµε σε όλα τα έξυπνα επιχειρήµατα, γιατί, χωρίς να γνωρίζουµε την αλήθεια, δεν θα µπορούσαµε να διακρίνουµε τις έξυπνα διατυ23
PETER SUBER πωµένες αλήθειες από τα έξυπνα διατυπωµένα ψεύδη. Θα έπρεπε να αυτοδεσµευτούµε, να µείνουµε µακριά από κάθε πεποίθηση. Όµως αυτό δεν είναι ριζοσπαστικός σκεπτικισµός' είναι µηδενισµός και αγάπη της άγνοιας. Οι Σκεπτικοί δεν αγαπούν την άγνοια' αγαπούν την αλήθεια και φοβούνται το λάθος. Με όλα αυτά θέλουµε να πούµε ότι, ενώ η εντιµότητα της Nescio λειτουργεί ως κίνητρο για την αναζήτηση της αλήθειας, συνεπικουρείται από µία αδέσµευτη αγάπη για τη αλήθεια και την επιθυµία να την κατακτήσει. Το να επιλέξουµε ανάµεσα στην άγνοια και τη γνώση, και ανάµεσα στο ψευδές και το αληθές, δεν µπορεί να γίνει έντιµα παρά µόνο αν κατέχουµε αληθινή γνώση που θα µας επιτρέψει να κάνουµε συγκρίσεις. Όµως η γνώση φαίνεται πως είναι από τα πράγµατα που δύσκολα ξεχνιούνται και δύσκολα προσπερνιούνται σε περίπτωση που αποφασίσουµε, κατόπιν συγκρίσεως, ότι προτιµότερη είναι η άγνοια ή το ψεύδος. Προβλέποντας το αυτό (χωρίς να το γνωρίζουν), οι Σκεπτικοί άνετα παραδέχονται πως θα µείνουν κολληµένοι στη γνώση, αν ποτέ ανακαλύψουν κάποια γνώση. Παρ' ότι σκεπτικιστές, δεν ενοχλούνται από αυτό το ενδεχόµενο, επειδή αγαπούν την αλήθεια και θέλουν να τη γνωρίζουν. Φυσικά, δεν θα τους ενοχλούσε ούτε και αφού θα έπαυαν να είναι Σκεπτικοί. Οι Σκεπτικοί αναζητούν την αλήθεια µε ειλικρίνεια. Δεν λένε απερίσκεπτα ότι είναι δυνατή η γνώση της αλήθειας ούτε -εφ' όσον είναι προσιτή η αλήθεια- ότι είναι προτιµότερη από την άγνοια ή το ψεύδος. Αλλά αναζητούν την αλήθεια µε ειλικρίνεια ωσάν να ίσχυαν και τα δύο, δηλαδή ωσάν να ήταν και προσιτή και προτιµητέα. (Όπως όλοι όσοι ερευνούν, ελπίζουν ότι ο σκοπός της έρευνας τους είναι εφικτός και ότι αξίζει να επιτευχθεί). Επειδή οι Σκεπτικοί δεν καταφέρνουν να βρουν κάποια αλήθεια, η ειλικρίνεια τους έχει αµφισβητηθεί από εκείνους που νοµίζουν πως δεν είναι και τόσο δύσκολο να γνωρίσουµε κάποια αλήθεια, ή τουλάχιστον δεν είναι αδύνατο, θα εξετάσουµε αυτή την κριτική αργότερα. Αλλά για 24
ΕίΣΑΓΟΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ
την ώρα ας συγκρατήσουµε αυτό το κοµµάτι -το κυριώτερο κοµµάτι— του ορισµού του Σκεπτικού: ότι είναι ένας έντιµος και αφοσιωµένος ερευνητής της αληθινής γνώσης. Η εντιµότητα της Nesάο την οδηγεί να οµολογήσει την τωρινή άγνοια της για κάποιο πράγµα, ενώ ο έρωτας για την αλήθεια την καθοδηγεί στην υπόλοιπη διαδροµή της και την κάνει να προσπαθεί τουλάχιστον να θεραπεύσει την άγνοια της µέσω της έρευνας. Μπορούµε να φανταστούµε ότι οι Σκεπτικοί αναζήτησαν την αλήθεια για καθένα από τους πολλούς λόγους που ωθούν και τους µη Σκεπτικούς στην αναζήτηση της αλήθειας, γιατί ο Σκεπτικός προσπαθεί να γίνει µη Σκεπτικός. 0 ουσιωδέστερος λόγος µπορεί να έχει δυσοίωνο και επιτακτικό χαρακτήρα. Είπε ο Πασκάλ: «Αν πεθάνεις χωρίς να δοξάσεις την αληθινή πρώτη αιτία, είσαι χαµένος».2 Ή µπορεί να είναι αόριστος, όπως ο εξής: «Από µια άποψη, είναι πάρα πολύ σπουδαίο να γνωρίζει κανείς την αλήθεια»' και επιπροσθέτως ότι, «θα αναγνωρίσουµε αυτή την σπουδαιότητα, όταν θα φτάσουµε στην αλήθεια». Παραδοσιακά θεωρήθηκε σηµαντική η γνώση της αλήθειας, γιατί η αληθινή γνώση, ή τουλάχιστον η πεποίθηση που βασίζεται στην αλήθεια, είναι ένας αναγκαίος όρος για την ευτυχία, την ικανοποίηση, την αρετή, τη δικαιοσύνη, τη σοφία, τη µακαριότητα, τη σωτηρία, ή για οτιδήποτε έχει θεωρηθεί ως υπέρτατος σκοπός και τέλεια εκπλήρωση της ζωής. Πόρρων και Πυρρωνισµός
Ιστορικά, ξέρουµε πως για ένα τέτοιο λόγο -και κατά ειρωνεία της τύχης-, η έρευνα για την αλήθεια απόκτησε αποφασιστική σπουδαιότητα για τον σκεπτικισµό. Οι Έλληνες κάποιες φορές ονόµαζαν 7ωρρωνισµό τον σκεπτικισµό -από τον Πύρρωνα, έναν σοβαρό δάσκαλο της γαλήνιας απεξάρτησης από κάθε λογής πεποιθήσεις. Ο ίδιος ο Πυρρών ίσως να µην ήταν γνήσιος Σκεπτικός µε την επιστηµολογική (γνωσιολογική) σηµασία' όµως οι διδασκαλίες του οδήγησαν κατευθείαν σε ό,τι σήµερα ονοµάζουµε σκεπτικισµό. 25
PETER SUBER Όταν γεννήθηκε ο Πυρρών -κάπου εκατό χρόνια µετά τη γέννηση του Σωκράτη-, ο Πλάτων ήταν περίπου εξήντα ετών και ο Αριστοτέλης γύρω στα είκοσι, και όσο ζούσε είδε να πεθαίνουν και οι δυο. Έζησε για να δει την άνοδο και το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τους εµφυλίους πολέµους στην αυτοκρατορία του και το άνοιγµα του Ανατολικού κόσµου στη Δύση. Που σηµαίνει ότι ο Πυρρών υπήρξε µάρτυρας του κατακερµατισµού της φιλοσοφίας σε πολλές αντιµαχόµενες σχολές. Ταξίδεψε στην Ινδία µε το στρατό του Αλέξανδρου και γνώρισε από κοντά τα καινοφανή για τους Έλληνες ανατολίτικα έθιµα -ολωσδιόλου διαφορετικά από τα ελληνικά αλλά επίσης πολιτισµένα και αλληλένδετα µε µια στοχαστική φιλοσοφική παράδοση. Υπήρξε µάρτυρας του κοινωνικού και πολιτικού χάους, του πολέµου και της διαµάχης που ακολούθησαν το θάνατο και τη διαδοχή του Αλέξανδρου. Κάποιοι µελετητές βρίσκουν ότι ο σκεπτικισµός του Πύρρωνα έχει πολιτική προέλευση, βασιζόµενοι στη θεωρία ότι οι τραυµατικές εποχές φέροι>ν απογοήτευση, απώλεια των ψευδαισθήσεων και παραίτηση, την αποσύνθεση και το πάλιωµα παραδοσιακών πεποιθήσεων' παράλληλα επικρατεί ένας επίµονος σχετικισµός ως προς τις πεποιθήσεις, τις αρετές και τις συνήθειες -σε καµία από τις οποίες δεν εκχωρεί απόλυτη υπεροχή-, και γεννιέται η ανάγκη να βρεθούν νέοι τρόποι αντιµετώπισης των προβληµάτων σ' έναν πολυτάραχο κόσµο. Πιθανό να υπάρχει κάποια αλήθεια σ' αυτό, και φαίνεται πράγµατι ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας ο σκεπτικισµός επανεµφανίζεται σε περιόδους µεγάλων ανακατατάξεων και διάλυσης. Όµως είναι άδικο για το σκεπτικισµό να τον υποβιβάσουµε σε ένα επίπεδο παιχνιδιού των ιστορικών δυνάµεων και να ξεχνούµε ότι έχει τους «εγγενείς λόγους» του, που προβάλλουν αξιώσεις στη ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ: Σωκράτης, 470-400 π.Χ." Πλάτων, 428-348 π.Χ.' Αριστοτέλης, 384-322 *-Χ-' Πύρρων, 3Ö0-270 π.Χ.' Αλέξανδρος, 356-323 «·Χ·
26
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ζωή όλων µας, ασχέτως των συνθηκών στις οποίες ζούµε. Με άλλα λόγια, οί φιλοσοφίες έχουν βάσεις, όχι µόνο αιτίες. Η ίδια η βιογραφία του Πύρρωνα, παρ' ότι ελλιπής, δίνει µια εικόνα του τρόπου µε τον οποίο οι «εγγενείς» αυτοί λόγοι επέδρασαν στη ζωή του. Ο Πύρρων ξεκίνησε µαθητής των Στωικών, που δίδασκαν ότι η ψυχική γαλήνη ήταν ο υπέρτατος σκοπός στη ζωή και ότι χρειάζεται γνώση της αλήθειας για να επιτευχθεί και να διατηρηθεί τούτος ο σκοπός. Ο Πύρρων συνεπώς αναζητούσε την αλήθεια. Άκουσε όµως τους Στωικούς να λένε πως το τάδε πράγµα ήταν αληθές, τους Πυθαγόρειους να λένε πως κάτι άλλο ήταν αληθές, και τους Ατοµικούς φυσικούς φιλοσόφους πάλι κάποιο άλλο. Άκουσε πολλές εκδοχές της πλατωνικής και αριστοτελικής αλήθειας. Άκουσε διαφωνίες µεταξύ των µαθητών του Αναξαγόρα, του Ηράκλειτου, του Παρµενίδη, του Εµπεδοκλή, του Πρωταγόρα. Για κάθε φιλοσοφικό ζήτηµα άκουσε να αντικρούεται η στωική θεωρία από µια ντουζίνα άλλες θεωρίες, που επίσης διέφεραν όλες µεταξύ τους. Και το χειρότερο απ' όλα: κάθε µία είχε επιχειρήµατα και αποδείξεις, που στήριζαν τη δική της άποψη και ανέτρεπαν και αναιρούσαν τις απόψεις των αντιπάλων της. Για τον Πύρρωνα, αυτό παραπήγαινε. Τα παράτησε απεγνωσµένος και παραδέχτηκε ότι δεν µπορούσε να επιλέξει ανάµεσα σ' αυτές τις θεωρίες και ότι δεν γνώριζε ποια έλεγε την αλήθεια. Voila! Ανακάλυψε ότι µε την οµολογία της άγνοιας του γαλήνευσε ο νους του! Κατά µία ειρωνεία της ιστορίας, πέτυχε το σκοπό όλων των Στωικών παραιτούµενος και αντιστρέφοντας τη µέθοδο τους. Βρήκε την γαλήνη της ψυχής οµολογώντας έντιµα την άγνοια του. Επιπλέον, η δική του γαλήνη έµοιαζε το ίδιο ανθεκτική και διαρκής µε την στωική -όρος της οποίας υποτίθεται ότι ήταν η αληθινή γνώση, που εξαιτίας της, µάλιστα, οι Στωικοί εµπλέκονταν σε ατελείωτες διαµάχες και συγκρούσεις. Ο Σέξτος Εµπειρικός παροµοιάζει αυτή την ειρωνεία µε την περίπτωση του ζωγράφου Απελλή ο οποίος, ενώ ζωγράφιζε ένα ά27
PETER SUBER λόγο, δεν κατάφερνε να πετύχει σωστά τον αφρό στο στόµα του (Ι.28).4 Δοκίµασε µε λεπτολογία τις τεχνικές που γνώριζε, αλλά δεν είχε το αποτέλεσµα που ήθελε. Απελπισµένος, εκσφενδόνισε J το σφουγγάρι του πάνω στη ζωγραφιά, και εκεί, στο στόµα του α-» λόγου είδε να αποτυπώνεται η τέλεια απεικόνιση του αφρού. Το ότι ο Πυρρών πέτυχε την αταραξία τυχαία και αναπάντεχα µπορεί να µην ήταν από µόνο του τυχαίο. Όπως θα δούµε, για να αποφύγει την ασυνέπεια ή για να µη σταθεί απερίσκεπτος ένας Σκεπτικός ίσως χρειαστεί να δηλώσει ότι η σύνδεση της οµολογίας άγνοιας µε τη γαλήνη του νου είναι ad hoc συµπτωµατική, απροσδόκητη -µια συνεχής έκπληξη. Με άλλα λόγια, η Nescio δεν θα περιµένει ποτέ την αταραξία ως επακόλουθο της οµολογίας άγνοιας (1.29), ακόµη κι αν πάντα διαπιστώνει ότι αυτό συµβαίνει. Ενώ αντίθετα η Nesciam προσδοκά µετά την επίτευξη της άγνοιας να επακολουθήσει η ψυχική αταραξία, και ακολουθεί το σκεπτικισµό για να την πετύχει (1.12,1.190,1.205,1.232). Όµως ούτε και η Nesciam δεν θα βιαστεί να οµολογήσει άγνοια αν της είναι προσιτή η γνώση, απλώς για να κοροϊδέψει τον εαυτό της µε µια ψεύτικη οµολογία και µε την ελπίδα ότι θα βρει τη γαλήνη. 0 Πύρρων µπορεί να είχε πετύχει την ψυχική ηρεµία αναπάντεχα, ως συνέπεια του ότι οµολόγησε την άγνοια του, όµως άλλοι το είδαν αυτό ως µια πνευµατική αγωγή που θα µπορούσε κανείς να µιµηθεί. Η Nesciam φαίνεται ότι παρακινείται να ακολουθήσει τα ίχνη του Πύρρωνα από την ανάποδη, δηλαδή χωρίς το στοιχείο της έκπληξης. Η Nescio µπορεί να αναζητά τη γνώση και να βρίσκει την άγνοια και την ψυχική γαλήνη µέσω της αποτυχίας' αλλά η Nesciam αναζητά τη γαλήνη µέσω της επίτευξης της άγνοιας. Έτσι η αποφυγή του δογµατισµού γίνεται ένα πρόγραµµα, όχι µια αποτυχία στην πορεία προς τη γνώση. Ο Πύρρων ήξερε πως η άγνοια που οµολόγησε στον εαυτό του ήταν πολύ διαφορετική από την άγνοια που έχουν τα παιδιά, οι σκύλοι και οι πέτρες. Ήταν αγνοία εν γνώσει. Ήταν το αποτέλεσµα ευφυίας και έρευνας ενός πνεύµατος που προσπαθεί να µάθει 28
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ και που αποτυγχάνει, ενός λόγου που θέτει ερωτήµατα στον εαυτό του τα οποία δεν µπορεί να απαντήσει. Ήταν µια αναγνώριση των ορίων του και του εαυτού του, που έγινε µε κόπο' 8εν ήταν η στείρα άγνοια που ποτέ δεν προσπάθησε να ξεπεράσει τον εαυτό της. Από τότε που ο Σωκράτης δίδαξε ότι όλη η σοφία του ήταν η γνώση της άγνοιας του, οι Σκεπτικοί αξιολόγησαν την εν γνώσει άγνοια ως το πρώτο βήµα στις έντιµες έρευνες µε σκοπό την αλήθεια. Η εν γνώσει άγνοια δεν είναι καθαυτή ένας τελικός σκοπός. Εντούτοις, σύµφωνα µε την πείρα των Σκεπτικών, η έρευνα συνήθως αποτυγχάνει και, όταν αποτυγχάνει, οι έντιµοι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι αποτέλεσµα είναι η εν γνώσει άγνοια. Αλλά πριν µπορέσουµε να ξεκινήσουµε οποιαδήποτε σοβαρή έρευνα, πρέπει να παραδεχτούµε ότι δεν γνωρίζουµε. Η εν γνώσει άγνοια είναι ταπεινότητα, σεµνότητα και εντιµότητα, είναι το αντίθετο της απερίσκεπτης προκατάληψης, το θεµέλιο τουλάχιστον -αν όχι η συνέπεια- κάθε γνήσιας έρευνας. Οι επίγονοι του Πύρρωνα συνειδητοποίησαν ότι η ψυχική γαλήνη (ή αταραξία) ήρθε µόνο µέσω της αναζήτησης της αλήθειας. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που συνέχιζαν πάντα να αναζητούν την αλήθεια" γιατί θα µπορούσαν να παραιτηθούν από την αναζήτηση της αλήθειας, µόλις θα κατακτούσαν την αταραξία. Όµως κανένας Σκεπτικός δεν το έκανε αυτό. Ένας άλλος λόγος µπορεί να ήταν το γεγονός ότι η ηρεµία που επιτυγχάνεται µέσω της εν γνώσει άγνοιας, ίσως να φαινόταν -ή πράγµατι να ήταν- ανέντιµη, αν δεν την προκαλούσαν ακατάπαυστα και δεν την έτρεφαν µε την αναζήτηση της αλήθειας. Είναι επίσης πιθανό ο Πυρρών και οι άλλοι Σκεπτικοί να έλπισαν ή να παραδέχτηκαν ότι είναι δυνατό να επιτευχθεί µια πιο σταθερά εδραιωµένη αταραξία µέσω της αληθούς γνώσης αντί µέσω της εν γνώσει άγνοιας. Όπως και να 'χει, ο κλασικός σκεπτικισµός έχει δυο σκοπούς: την αλήθεια και τη γαλήνη της ψυχής. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι η αληθής γνώση ήταν ο θεωρητικός σκοπός του σκεπτικισµού, και η ψυχική γαλήνη 29
PETER SUBER ο πρακτικός σκοπός -αν και οι ίδιοι οι Σκεπτικοί ποτέ δεν έκαναν αυτή τη διάκριση. Ο Σέξτος περιστασιακά εµφανίζει τον πρακτικό σκοπό ως πρωταρχικό για πολλούς Πυρρωνιστές, όπως ήταν για τον ίδιο τον Πύρρωνα (1.12,1.25,1.215)· Ακόµη και µες στα πλαίσια της θεωρητικής και επιστηµολογικής αναζήτησης, παροµοίως, κάποιοι Πυρρωνιστές προτιµούσαν την αποτυχία (δηλαδή τον συνεχιζόµενο σκεπτικισµό) από την επιτυχία (τον δογµατισµό) στις έρευνες τους, στο µέτρο που η οµολογία άγνοιας είχε ως παρεπόµενο την άταφαξίαν (1.30,1.ioo, Ι.204). Άλλοι πάλι παραδέχτηκαν ότι είναι πρόθυµοι να συναινέσουν σε ένα καλό επιχείρηµα, αν τύχαινε να ακούσουν ένα καλό επιχείρηµα (Π.251). Η Nescio ανήκει στους τελευταίους και προτιµά την αλήθεια από την αταραξία. Η Nesciam ανήκει στους πρώτους, προτιµά την αταραξία από την αλήθεια και πιστεύει ότι η άγνοια ή/και το να µην ισχυρίζεσαι ο,τιδήποτε οδηγεί στην αταραξία. Σε ένα χωρίο που εµπεριέχει κάποια ειρωνεία αλλά και ειλικρίνεια, ο Σέξτος λέει ότι υπάρχει και ένας τρίτος σκοπός: «0 Σκεπτικός, από αγάπη για τους ανθρώπους, θέλει, όσο περνάει από το χέρι του, να θεραπεύει µε τον λόγο την οίηση και την προπέτεια των δογµατικών» (ΙΠ.280-1).6 Οι σύγχρονοι σκεπτικιστές έχουν παραιτηθεί από τον πρακτικό σκοπό (την ψυχική αταραξία) και επιζητούν την αλήθεια επίµονα. Γίνονται σκεπτικιστές εξαιτίας ενός αισθήµατος επιστηµολογικού καθήκοντος και ακολουθούν την έρευνα, ασχέτως πού θα οδηγηθούν συναισθηµατικά. Τυπικό τους επίτευγµα είναι η απελπισία, όχι η γαλήνη. Κάποιοι απ' τους λόγους που οδτγγούν σ' αυτό το αποτέλεσµα θα ερευνηθούν αργότερα.
3°
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ Μερικοί τεχνικοί όροι των Σκεπτικών είναι απαραίτητοι για τη βαθύτερη κατανόηση της θέσης τους και των προβληµάτων της. Η πολύ µεγάλη -και µοναδική- συστηµατική πηγή που έχουµε για αυτές τις θέσεις και τα λεπτά σηµεία τους είναι η τετράτοµη επιτοµή του Πυρρωνισµού, γραµµένη από τον Σέξτο Εµπειρικό, έναν Έλληνα γιατρό που γεννήθηκε πάνω από πέντε αιώνες µετά τον Πύρρωνα. Πολλοί αρχαίοι Έλληνες Σκεπτικοί -όπως ο Σωκράτης, ο Πυρρών, ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης- δεν έγραψαν απολύτως τίποτε' άλλων, πάλι, τα κείµενα δεν σώθηκαν, όπως αυτά του Τίµωνα του Φλιάσιου και του Κλειτόµαχου. 0 Σέξτος είχε πρόσβαση σε πολλά από τα κείµενα που είναι χαµένα σήµερα και κάτι που είναι σηµαντικότερο- στις προφορικές διδασκαλίες των κληρονόµων και µαθητών των Σκεπτικών, η επιχειρηµατολογία των οποίων είχε τελειοποιηθεί εξαιρετικά µέχρι την εποχή του. Ο Σέξτος αρχίζει λέγοντας ότι το φυσικό αποτέλεσµα κάθε έρευνας για την οποιαδήποτε αλήθεια είναι: ο ερευνητής ισχυρίζεται ότι την έχει ανακαλύψει' είτε ισχυρίζεται ότι δεν µπορεί να ανακαλυφθεί από κανέναν' είτε ισχυρίζεται ότι προσωπικά έχει αποτύχει µέχρι τώρα να την ανακαλύψει και συνεχίζει την αναζήτηση.7 Αυτός που ισχυρίζεται ότι βρήκε κάποια αλήθεια ονοµάζεται δογµατικός' αυτός που αρνείται ότι µπορεί να την ανακαλύψει κανείς ονοµάζεται Ακαδηµεικός σκεπτικός' και ο γνήσιος ή Πυρρώνειος σκεπτικός είναι αυτός που συνεχίζει την αναζήτηση. ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ: Πύρρων από την Ηλίδα, 360-270 π.Χ.
Τίµων ο Φλιάσιος, 3*5-
230 π.Χ' Αρ κεσίλαος από την Πιτάνη, 315-241 π.Χ' Καρνεάδης 213-129 π.Χ.· Κλειτόµαχος, I57-HO π.Χ.' Αινηοίδηµος, Ioj αι. µ.Χ.ο πειριχος, περ. ι60-210 µ.Χ
31
Κυρηναίος, Σέξτος Εµ-
PETER SUBER
Ακαδηµεικός σκεπτικισµός
Σύµφωνα µε τη δεύτερη θέση, τουλάχιστον κάποιες αλήθειες είναι τελείως αδύνατο να τις γνωρίσουµε εµείς οι άνθρωποι. Οι Ακαδηµεικοί σκεπτικοί ονοµάστηκαν έτσι επειδή ανήκαν στην πλατωνική Ακαδηµία, η οποία σταδιακά υιοθέτησε αυτή την άποψη, µετά το θάνατο του Πλάτωνα. Οι γνήσιοι ή Πυρρώνειοι σκεπτικοί δεν είναι Ακαδηµεικοί σκεπτικοί. Οι Πυρρώνειοι σκεπτικοί δεν αρνούνται ότι η γνώση είναι δυνατή" στην πραγµατικότητα, ελπί-\ ζουν ότι είναι δυνατή. Οι Ακαδηµεικοί αρνούνται µε έµφαση, και κάποιες φορές δογµατικά, ότι η γνώση είναι εφικτή' πράγµα που τους καθιστά ευάλωτους στην εξής ανταπάντηση: «Γνωρίζετε ότι η γνώση είναι ανέφικτη; Ή δεν µπορείτε να το γνωρίζετε αυτό, ή κάποια γνώση είναι εφικτή». Τούτη η ανταπάντηση και οι παραλλαγές της είναι η πιο συνηθισµένη αντίρρηση του δογµατισµού στο σκεπτικισµό. Ισχύει, όµως, για πολύ λίγους Ακαδηµεικούς σκεπτικούς και για κανέναν απολύτως Πυρρώνειο. Κι όµως, οι περισσότεροι µορφωµένοι δογµατικοί (µη Σκεπτικοί) πιστεύουν ότι ο σκεπτικισµός αυτοαναιρείται* ότι η µορφή του διαψεύδει το περιεχόµενο του' ότι ο σκεπτικισµός αυτοεπιβεβαιώνεται µε δογµατικό τρόπο' ή τέλος, σύµφωνα µε την καρτεσιανή εκδοχή της αντίρρησης, ότι η αµφιβολία δεν µπορεί να αµφιβάλλει για τον εαυτό της. Οι Ακαδηµεικοί σκεπτικοί είχαν υπ' όψη τους τούτες τις ενστάσεις και δεν ήσαν µήτε θρασείς µήτε ανόητοι ώστε να παίζουν µ' αυτές ανυπεράσπιστοι. Μερικοί -σε συµφωνία µε τον Κικέρωνα-, ισχυρίζονταν ότι καµία γνώση δεν είναι δυνατή εκτός απ' αυτή τη µοναδική αλήθεια ότι καµιά άλλη γνώση δεν είναι δυνατή. Τούτη η εξαίρεση µπορεί να είναι δύσκολο να στηριχτεί' τουλάχιστον όµως, το να την υποστηρίζεις δεν φαίνεται να είναι αντιφατικό. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι αρκετή γνώση είναι εφικτή, δυστυχώς όµως, η τεράστια σφαίρα αυτών που δεν µπορούµε να γνωρίσουµε περικλείει όλα τα πραγµατικά σηµαντικά ζητήµατα, όπως η φύση των ανθρώπινων όντων και η ψυχή, οι θεοί, η αλλαγή, η πραγµα32
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ τικότητα, η ελευθερία, η αθανασία, το γιατί βρισκόµαστε εδώ και τι θα 'πρεπε να κάνουµε. Σύµφωνα µε τον Κικέρωνα, τουλάχιστον τέσσερις αρχαίοι ενστερνίστηκαν την πεποίθηση ότι τίποτε δεν µπορούµε να γνωρίζουµε εκτός από την πρόταση ότι τίποτε (άλλο) δεν µπορούµε να γνωρίζουµε. Αυτοί ήταν ο Σωκράτης, ο Βάρρων, ο Αντίπατρος και ο ίδιος ο Κικέρων.8 Άλλοι, είτε από σκανταλιά είτε από κακώς εννοούµενη συνέπεια είτε από αφέλεια, υποστήριξαν ότι τίποτε δεν µπορούµε να γνωρίσουµε, συµπεριλαµβανοµένης και της πρότασης ότι τίποτε δε µπορούµε να γνωρίσουµε. Αυτοί ήταν ο Αρκεσίλαος, ο Καρνεάδης και ο Μητρόδωρος από τη Χίο.9 Η τελευταία θέση µοιάζει πολύ µε αυτή που ο Σενέκας αποδίδει στον Πρωταγόρα:10 Ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι πάνω σε οποιοδήποτε ζήτηµα µπορεί κανείς να υιοθετήσει είτε τη µία είτε την άλλη άποψη και να την υπερασπιστεί εξίσου µε επιτυχία -και αυτό ισχύει και για το ίδιο το ζήτηµα, δηλαδή το αν µπορεί κανείς πάνω σε κάθε ζήτηµα να υποστηρίξει δυο διαφορετικές απόψεις. Αυτό σηµαίνει ότι όλες οι θέσεις είναι ισοδύναµες µε τις αντίθετες τους, συµπεριλαµβανοµένης και αυτής της θέσης. Είναι φανερό πως δεν πρόκειται για αντιφατική θέση' η συνέπεια της διατηρείται µέσω της αυτο-ακύρωσής της, όπως συµβαίνει µε πολλά πυρρώνεια επιχειρήµατα (βλ. παρακάτω). Οι περισσότεροι Ακαδηµεικοί υιοθέτησαν µία απ' αυτές τις δύο θέσεις µαζί µε µια τρίτη' περιορίστηκαν στην άρνηση της δυνατότητας της πλήρους βεβαιότητας, και όχι της γνώσης καθ' αυτής. Θα µπορούσαµε ίσως κάποτε να βρεθούµε κατά τύχη µπρος στην αληθινή εξήγηση κάποιου σηµαντικού πράγµατος, όµως δεν θα το αντιλαµβανόµασταν γιατί θα ήταν αβέβαιη και µε κανέναν τρόπο δεν θα ξεχώριζε από τις ανταγωνιστικές της ψευδείς εξηγήσεις. Μερικές από τις αισθητηριακές εντυπώσεις και τις αντιλήψεις µας µπορεί να είναι ακριβείς, όµως δεν περιέχουν καµία εσωτεριχη εν33
PETER SUBER δειξη που να τις διακρίνει από τις αναληθείς και απατηλές.11 Και επίσης καµία εξωτερική ένδειξη δεν είναι αξιόπιστη. (Η έννοια υπό την οποία και οι Πυρρώνειοι και οι Ακαδηµεικοί σκεπτικοί µετατρέπουν την έρευνα για την αλήθεια σε αναζήτηση της απόλυτης βεβαιότητας, και το τίµηµα αυτής της µετατροπής, θα συζητηθούν αργότερα). Οι γνήσιοι ή Πυρρώνειοι σκεπτικοί δεν αρνούνται κατηγορηµατικά τη δυνατότητα της γνώσης ή της πλήρους βεβαιότητας -είτε πάνω στα µεγάλα ζητήµατα είτε για τα µικρά... Αλλά ούτε και την επιβεβαιώνουν κατηγορηµατικά. Για την ακρίβεια, ο Πυρρώ-νειος ισχυρίζεται ότι, προς το παρόν, προσωπικά δεν γνωρίζει αν είναι ή δεν είναι εφικτή η γνώση ή η βεβαιότητα. Έτσι δεν είναι ευάλωτος σε καµία ανταπάντηση εκτός από την εξής: «Γνωρίζεις ότι δεν γνωρίζεις, προσωπικά και προς το παρόν, αν είναι ή δεν είναι κλπ ...;». Η απάντηση του σ' αυτό είναι σύνθετη και θα εξεταστεί σε λίγο. 0 Πυρρώνειος αναζητά την πλήρη βεβαιότητα και τη γνώση σαν να ήταν εφικτές, πράγµα που µπορεί και να είναι η µονή έντιµη στάση. Μια δεύτερη µεγάλη διαφορά µεταξύ των Πυρρώνειων και των Ακαδηµεικών είναι ότι οι τελευταίοι δέχονται την άποψη που ονοµάστηκε «πιθανοκρατία». Ο Ακαδηµεικός επιτρέπει στον εαυτό του να πει ότι κάποιες προτάσεις, αν και «δεν το γνωρίζουµε», είναι «πιο πειστικές» {πιθαναί) από τις αντίθετες τους, ενώ ο Πυρρώνειος δεν αποδέχεται την πιθανοκρατία. (Ι.222,1.226 κ.ε., Ι. 231). (0 Σέξτος αντιπαραθέτει τον πυρρώνειο και τον ακαδηµεικό σκεπτικισµό στα χωρία 1.3,1.193,1.2θο, 1.220-235» ειδικότερα στο 1.226. Αν λέµε ότι η Nesciam είναι πιο κοντά στον ακαδηµεικό σκεπτικισµό απ' ό,τι στον πυρρώνειο, είναι µόνο γιατί αποφασίσαµε ότι η Nescio θα είναι το πυρρώνειο µοντέλο µας. Ο Σέξτος παραθέτει τον διττό χαρακτήρα Nesrio-Nesdam ως πυρρώνειο, προβάλλοντας τον κατ' αντιδιαστολή προς τον Ακαδηµεικό σκεπτικό).
34
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ
*
/
0 επόµενος σηµαντικός όρος είναι ο δογµατισµός, το αντίθετο του σκεπτικισµού. Προέρχεται από τη λέξη «δόγµα» -που σηµαίνει γνώµη, πεποίθηση, θεωρία, έννοια, απόφαση, κρίση ή δηµόσιο θέσπισµα. Ο δογµατικός είναι βέβαιος ότι η γνώση είναι εφικτή, γιατί είναι βέβαιος ότι κατέχει κάποια γνώση. Κάποιος παραµένει δογµατικός ακόµη κι αν δεν είναι βέβαιος, αλλά συνεχίζει να υποστηρίζει ότι κάποια πράγµατα αληθεύουν, είτε από προαίσθηµα είτε από διαίσθηση είτε από µια αφθονία ενδείξεων είτε από µυστικιστική παρόρµηση είτε από κραυγαλέα προκατάληψη είτε από βλακεία είτε από κεκτηµένη ταχύτητα. Για να είναι δογµατικός ένας στοχαστής, απλώς δεν χρειάζεται να πιστεύει ότι η γνώση προϋποθέτει την απόλυτη βεβαιότητα ή ότι οι περί της αληθείας ισχυρισµοί προϋποθέτουν τη γνώση. Δεν χρειάζεται επίσης να πιστεύει, όπως ο Χέγκελ, ότι τα πάντα µπορούν να γίνουν γνωστά' µπορεί απλώς να πιστεύει, όπως ο Χιουµ και ο Καντ, ότι σχετικά πολύ λίγα πράγµατα µπορούν να γίνουν γνωστά, και να παραµένει δογµατικός. 0 δογµατικός δεν χρειάζεται να είναι ερευνητής' µπορεί να έχει αποκτήσει τις πεποιθήσεις του από οποιαδήποτε πηγή, χωρίς καµιά απολύτως έρευνα. Έτσι, δογµατικός είναι όποιος έχει οποιαδήποτε πεποίθηση. Για τον Σέξτο δογµατικός είναι όποιος πρόθυµα υποστηρίζει ότι τουλάχιστον µια πρόταση αληθεύει (Ι.223). Ο Σέξτος κάποιες φορές δίνει έναν κάπως ευρύτερο ορισµό, τον εξής: δογµατικός είναι κάποιος που υποστηρίζει πως µια πρόταση είναι αληθής λόγω κάποιας αναλογίας ή απόδειξης (1.147), την οποία δέχεται ηθεληµένα (Ι.230, πρβ. 1.197) και η οποία αφορά σε κάτι «µη οφθαλµοφανές» (άδήλφ συγχατάθεσις) (Ι.197.1-208,1. 233). Κάποιοι απ' αυτούς τους όρους θα συζητηθούν παρακάτω. Έτσι, φυσικά, όλοι είµαστε δογµατοωί. Καλύτερα λοιπόν να µη δίνουµε πολύ µειωτικές σηµασίες στη λέξη. Οι Σκεπτικοί χρησιµοποίησαν τη λέξη µε µιαν ουδέτερη, περιγραφική σηµασία. Όµως οι περισσότεροι φιλόσοφοι -οι περισσότεροι δογµατικοί φιλόσοφοι κα35
PETER SUBER τ« τη σκεπτική έννοια— χρησιµοποιούν τη λέξη µε µία κανονιστική και υποτιµητική σηµασία, για να καταδείξουν τους στοχαστές εκείνους που αναγγέλλουν τις δήθεν αλήθειες τους χωρίς λογική επιχειρηµατολογία ή αποδείξεις ή χωρίς να λαµβάνουν υπ' όψη τους αντιτιθέµενους λόγους ή αποδείξεις περί του αντιθέτου- ή για να τους προσάψουν αλαζονεία, προπέτεια και αδικαιολόγητη βεβαιότητα. Αυτή η σηµασία του «δογµατισµού» προφανώς δεν είναι άσχετη µε την έννοια που του έδιναν οι Σκεπτικοί. Όµως θα χρησιµοποιήσουµε εδώ τον όρο χωρίς ίχνος υποτίµησης. Για να αποσαφηνίσουµε ακόµη περισσότερο τη λέξη, θα πρέπει να έχουµε υπ' όψη ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας σχεδόν όλοι οι µεγάλοι προπαγανδιστές, υποκινητές, κοινωνικοί µεταρρυθµιστές και µάρτυρες υπήρξαν µ' έναν ακραίο τρόπο δογµατικοί. Αυτό είναι αλήθεια, ακόµη κι αν ένα µεγάλο µέρος της επίδρασης που άσκησαν προήλθε από τα ανατρεπτικά ερωτήµατα ή τις αµφισβητήσεις τους. Στη σκηνή της παγκόσµιας ιστορίας, ο Σωκράτης είναι µια έξοχη αλλά σπάνια περίπτωση, που όλη σχεδόν η επίδραση του οφειλόταν σε µια σκεπτική ιδιοσυγκρασία. Ταυτόχρονα όµως θα πρέπει να έχουµε υπ' όψη ότι οι Σκεπτικοί είναι το ίδιο αποτελεσµατικοί στο εξίσου σηµαντικό έργο καταστροφής των επικίνδυνα λανθασµένων ιδεών. Όσο για το ότι τελικά είναι ατελέσφοροι και ανίσχυροι, οι Σκεπτικοί θα έλεγαν ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι γι' αυτό. Ο περιθωριακός του Ντοστογιέφσκι είπε πως πρέπει να 'ναι κανείς πολύ ηλίθιος για να πιστεύει πως οι πράξεις µας βασίζονται απαρέγκλιτα στην σκέψη.12 Είτε χρειάζεται ηλιθιότητα είτε πνευµατική ανεντιµότητα, πάντως το κατηγορητήριο του Σκεπτικού εναντίον του δογµατικού ανθρώπου της δράσης µπορεί να εξισορροπηθεί από την αντέγκληση του δογµατικού -για παράδειγµα τα λόγια του Edmund Burke- ότι το µόνο που χρειάζεται το χαχό γι« να θριαµβεύσει, είναι το να µην χάνουν τίποτα οι καλοί άνθρωποι. Φυσικά, αυτή η διαµάχη δεν θα πάψει ποτέ. Αλλά πριν επικρίνουµε το σκεπτικισµό για σχετική αδράνεια, θα πρέπει να καταλάβουµε ότι οι Σκεπτικοί µπορούν και ?6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ αυτοί να δρουν (όπως θα δούµε), και θα πρέπεν επίσης να θυµόµαστε ότι η κριτική αµφισβήτηση είναι µια δύναµη στην ιστορία εξίσου ισχυρή µε την στρατιωτική δράση" και τέλος θα πρέπει να ανιχνεύσουµε την µακρά ιστορία των καλών και κακών αποτελεσµάτων που επέφεραν στον κόσµο οι δογµατικοί. Εποχή Ο δογµατικός ισχυρίζεται πως κατέχει κάποια αλήθεια. Διατυπώνει κρίσεις που είναι πρόθυµος να υποστηρίξει. Ο Σκεπτικός αναστέλλει την χρίση του' δεν τοποθετείται και περιµένει µέχρι να βεβαιωθεί, πράγµα που µπορεί και να µη συµβεί ποτέ. Η αναστολή της χρίσης, η -προς το παρόν- µη τοποθέτηση (στα αρχαία ελληνικά^^οκπ). και όχι η αµφιβολία και η άρνηση, είναι η χαρακτηριστική στάση του Σκεπτικού. Πρόκειται για σηµαντικό τεχνικό όρο. Η αρχαία λέξη εποχή σηµαίνει: ανακόπτω, διακόπτω, αναστέλλω, συγκρατώ, σταµατώ ή παύω κάποια δραστηριότητα που διαφορετικά ή κανονικά θα συνεχιζόταν. Οι Σκεπτικοί χρησιµοποιούσαν τη λέξη εποχή για τη διατύπωση κρίσης, ενώ αλλού οι Έλληνες τη χρησιµοποίησαν για τρ"φως τ)ρυ ήλιου (στη διάρκεια των εκλείψεων), για την Β^ην^οΐα^ρτη δι-άρκεια της εγκυµοσύνης), για την αποπληρω^ή^χρτίό13ς~|παράλει-ψη πληρωµής), για τις µουσικές δονήσεις µιας χορδής (στο νεκρό σηµείο δόνησης) και για το πέρασµα του(χρόνου (στις µεταβατικές φάσεις ή τις «εποχές»). Η φράση «αναστολή της κρίσης» (αγγλ, suspension of judgement) συλλαµβάνει την ουσία της σκεπτικής έννοιας σωστά, αλλά χάνει το άρωµα που έχει µια κοινή λέξη µε πολλές εφαρµογές, που αποκτά και φιλοσοφική χρησιµότητα. Ο Σέξτος χρησιµοποιεί και δύο άλλους όρους στενά συνδεδεµένους µε την έποχήν. Ο πρώτος είναι η άρρεφία (Ι.190): η ισορροπία µιας ζυγαριάς που δε γέρνει (δεν ρέπει) προς καµιά πλευρά. Ο δεύτερος είναι η αοριστία (1.198): το να µην έχεις οριστικές απόψεις και να παραµένεις διστακτικός, αναποφάσιστος, αβέβαιος. Δηλώνοντας αναστολή ή παύση µιας δραστηριότητας που διαφορετικά θα συνεχιζόταν, η εποχή υπαινίσσεται µια κατάσταση avail
PETER SUBER µονής έως ότου διατυπωθεί µια κρίση. Έτσι φαίνεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες που χρησιµοποίησαν αυτή τη λέξη αντί για κάποια άλλη (όπως π.χ. την απορία), έλπιζαν πως η αλήθεια ήταν εφικτή. Αυτό στηρίζει την ερµηνεία µας, ότι δηλαδή ο γνήσιος πυρρώνειος τύπος ταιριάζει περισσότερο στη Nesdo παρά στη Nesciam, γιατί τοποθετεί την αλήθεια υπεράνω της αταραξίας ως τελικό σκοπό του σκεπτικισµού. Ο Σκεπτικός απέχει από κάθε κρίση. Δεν τοποθετείται και συνεχίζει να ερευνά. Η αµφιβολία διαφέρει από την εποχήν, καθώς υποδηλώνει µια κλίση προς την άρνηση. Η εποχή δεν κλίνει προς καµιά συγκεκριµένη κατεύθυνση. Η εποχή είναι η χαρακτηριστική πνευµατική στάση του Σκεπτικού. Ο Σέξτος δεν θα πει ότι είναι καλύτερη από τη συναίνεση, αν και θα πει ότι φαίνεται να είναι καλύτερη. Η αµφιβολία φαίνεται να χρειάζεται βάσεις ή λόγους που να δικαιώνουν τον αρνητικό της χαρακτήρα. Η αµφιβολία µπορεί κάλλιστα να είναι η κρίση εκείνη που λέει ότι κάτι είναι αµφισβητήσιµο ή αβέβαιο. Το αν η εποχή είναι «αβάσιµη» είναι ένα µπερδεµένο ερώτηµα, όπως φαίνεται από τη δογµατική αντιρρητική: Κάποιοι δογµατικοί αντιτάσσουν ότι οι Σκεπτικοί πρέπει να έχουν ορισµένους λόγους ή ότι κάπου θα πρέπει να στηρίζονται για να αναστέλλουν την κρίση τους σε ένα δεδοµένο ζήτηµα" αλλιώς, ο δισταγµός τους είναι σηµάδι ξεροκεφαλιάς και αυθαιρεσίας, είναι ανέντιµος. Όµως -συνεχίζουν οι δογµατικοί-, οι Σκεπτικοί, αν όντως αναστέλλουν την κρίση τους, δεν µπορούν να αποδέχονται κανέναν απολύτως λόγο. Αυτό όµως το δίληµµα είναι πλαστό για τον γνήσιο Σκεπτικό. Εξετάζοντας ένα ζήτηµα και αρκετές αλληλοσυγκρουόµενες θέσεις επ' αυτού, ένας Ακαδηµεικός σκεπτικός θα έλεγε (για κάποιο λόγο) ότι το ζήτηµα δεν µπορεί να κριθεί, όχι µόνο απ' αυτόν και όχι µόνο προς το παρόν, αλλά και από κανέναν άλλον ποτέ. Θα µπορούσαµε να του ζητήσουµε το λόγο µιας τόσο αξιοσηµείωτης δήλωσης. Αν µας έδινε ένα λόγο, θα µπορούσαµε να τον κατηγορήσουµε για την πίστη του σ' αυτόν το λόγο, 3»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ακόµη κι αν µπαίναµε στον πειρασµό να συµφωνήσουµε µαζί του. Γιατί θα ήταν ασυνεπής µε την ακραία θέση του περί γνώσης και απόλυτης βεβαιότητας. Η Nescio όµως δεν πιάνεται σε τέτοιο δίχτυ. Η εποχή της δεν είναι αυθαίρετη και δεν οφείλεται σε ξεροκεφαλιά, ούτε βασίζεται σε λόγους µε τους οποίους θα µπορούσε να βρεθεί αντιµέτωπη και εξ αιτίας των οποίων να κατηγορηθεί για δογµατισµό και ασυνέπεια. Πρώτ' απ' όλα, όπως όλοι οι Πυρρώνειοι, αναστέλλει την κρίση της µόνο αφού εξετάσει όλες τις προτεινόµενες απαντήσεις που µπορεί να βρει. Θυµηθείτε, αναζητά την αλήθεια και θέλει να τη βρει. Εξετάζει όλα τα επιχειρήµατα και τις µαρτυρίες που στηρίζουν τις jfc- απαντήσεις ώστε να µπορέσει να αποφασίσει ανάµεσα σ' αυτά, µε τρόπο νοήµονα. Αν βρει µια απάντηση που να υποστηρίζεται καλύτερα από τις άλλες, και αφού πρώτα εξετάσει τα πλεονεκτήµατα των εναλλακτικών προτάσεων και τις αντιρρήσεις των αντιπάλων, τότε θα συναινέσει και θα γίνει δογµατική. Οποιαδήποτε άλλη τακτική θα ήταν πνευµατικά ανέντιµη. Όµως αν βρει ότι όλα τα επιχειρήµατα και οι αποδείξεις ισορροπούν και καταργούν το ένα το άλλο, έτσι ώστε να µη µπορεί να δεχτεί µόνο ένα απ' αυτά χωρίς να είναι αυθαίρετη και ανέντιµη, τότε και µόνο τότε θα αναστείλει την κρίση της. Θα πει: «Δεν ξέρω ποια απ' αυτές τις απαντήσεις λέει την αλήθεια, αν κάποια λέει την αλήθεια. Εξακολουθώ να αγνοώ και πρέπει να συνεχίσω την έρευνα.» Ο Σκεπτικός αναστέλλει την τοποθέτηση του, επειδή βρίσκει πως δεν υπάρχει ισχυρός λόγος που να του επιτρέπει να τοποθετηθεί. Επειδή κανένας από τους λόγους που θα επικαλούνταν δεν θα µπορούσε να είναι αδιαφιλονίκητος και απρόσβλητος, αρνείται να εκφέρει κρίση. Δεν υπάρχει εδώ µήτε πείσµα µήτε αυθαιρεσία, αντίθετα, η διαδικασία είναι πολύ λογική. Κι αν δεχτούµε ότι ο Σκεπτικός δεν θα δίσταζε να τοποθετηθεί σε περίπτωση που πράγµατι µπορούσε να θεµελιώσει την τοποθέτηση του -δηλαδή ότι µε ειλικρίνεια αναζητά την αλήθεια και είναι πρόθυµος και ανυποµονεί 39
PETER SUBER (κάποιες φορές απελπισµένα) να γίνει δογµατικός-, τότε, και πάλι, το ότι αναστέλλει την τοποθέτηση του έχοντας µπροστά του επιχειρήµατα που εξισορροπούνται, είναι η µόνη έντιµη στάση. Ισοσθένεια Ο' Σκεπτικοί ονοµάζουν αυτή την ισορροπία ίσοσθένεια, δηλαδή ίση δύναµη. Η ισοσθένεια δεν ορίσθηκε και τόσο καλά από τον Σέξτο Εµπειρικό, ίσως γιατί είναι από τη φύση της µια άτυπη και ανακριβής έννοια. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η ισοσθένεια έχει να κάνει µόνο µε δογµατικούς ισχυρισµούς (1.193) ή «ν αφορά εξίσου και στις εντυπώσεις των αισθήσεων, τις απλές σκέψεις, τις θεωρίες και τα επιχειρήµατα (1.8 χ.ε., Ι.Ι97,1.ζοι). Μπορούµε να πούµε ότι η ισοσθένεια είναι η προφανής ισορροπία βεβαιότητας, πιθανότητας, ευλογοφάνειας, αξιοπιστίας και λογικότητας δύο ή περισσοτέρων συγκρουόµενων ιδεών -ή η προφανής ισορροπία αβεβαιότητας, απιθανότητας, ατοπίας, αναξιοπιστίας και παραλογισµού. Ισοσθένεια είναι η προφανής ισοδυναµία όλων των όρων που θέτουµε προκειµένου να αποδεχτούµε µια ιδέα. Για τους Σκεπτικούς αρκεί η ισοσθένεια ώστε να κρατηθούν σε απόσταση και να αναστείλουν την κρίση τους, να τηρήσουν στάση αναµονής αναζητώντας συγχρόνως περισσότερα στοιχεία που ίσως ανατρέψουν την ισορροπία. Σηµειώστε ότι η ισοσθένεια δεν σηµαίνει µια πραγµατική ή αντικειµενική ισορροπία δύναµης, αλλά µόνο µια ισορροπία που -επί του παρόντος- φαίνεται σ' εµάς ως τέτοια (1.196). Για τον ίδιο λόγο που η ισοσθένεια δεν µπορεί να είναι αντικειµενική, δεν µπορεί να είναι και ακριβής. Ο Σέξτος λέει ότι τα ευλογοφανή (πιθανά) επιχειρήµατα και των δυο πλευρών αρκούν. Μια τέλεια ή ακριβής ισορροπία δεν θα µπορούσε ίσως να ανακύψει ή ακόµη και να αναγνωριστεί. Όµως είναι αρκετό να δηλώνουµε ότι οι ιδέες είναι ισοδύναµες, κάθε φορά που είµαστε ανίκανοι να προχωρήσουµε σε µία και µόνη αποκλειστική επιλογή, χωρίς προκατάληψη, χωρίς απερισκεψία ή χωρίς κάποιο βαθµό αυθαίρετης προτίµησης. Στην πράξη, λοιπόν, η ισοσθένεια για µ«?-ή για µένα και επί του παρό40
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ντος- είναι εκ των πραγµάτων πιο ακριβής και πιο χρήσιµη από την ισοσθένεια ^>er se. Είναι πολύ σηµαντικό αυτή τη στιγµή να σηµειώσουµε ότι δεν θα µπορούσαµε ποτέ να πούµε πως η ισοσθένεια εξουδετερώνει ή δεν εξουδετερώνει ένα σύνολο θεωριών, αν πρώτα δεν τις έχουµε εξετάσει όλες αµερόληπτα και αν δεν το έχουµε ερευνήσει από µόνοι µας, Η ισοσθένεια πρέπει να αναζητηθεί' δεν θα ξεπηδήσει από µόνη της. Θα ήταν απερισκεψία και ανεντιµότητα να θεωρούµε ως δεδοµένο ότι µια συγκεκριµένη άποψη είναι το ίδιο αποδεκτή µε όλες τις εναλλακτικές της. Για να είναι κανείς έντιµος ερευνητής, θα πρέπει να είναι ανοιχτός, πρόθυµος να διαπιστώσει κάποια ανισορροπία, να δει ότι κάποια πρόταση στηρίζεται καλύτερα από τις εναλλακτικές της. (Περιττεύει να το πούµε αυτό στους δογµατικούς ερευνητές, οι οποίοι είναι υπέρ το δέον πρόθυµοι για τέτοιες διαπιστώσεις. Είναι όµως µια απαραίτητη συµβουλή για τον Σκεπτικό ερευνητή, που µπορεί πολύ εύκολα να αδιαφορήσει πεισµατικά για τις λεπτές διαφορές που υπάρχουν ανάµεσα στους τύπους επιχειρηµατολογίας, τις µαρτυρίες, τα αποδεικτικά στοιχεία και την στήριξη απόψεων). Προκατάληψη δεν είναι µόνο το να θεωρείς ως δεδοµένο, πριν το ερευνήσεις, ότι µόνο µια συγκεκριµένη θεωρία αληθεύει' είναι και το να θεωρείς ως δεδοµένο, πριν το ερευνήσεις, ότι υπάρχει ισοσθένεια. Έτσι η Nescio ερευνά και επέχει, αν και µόνο αν ανακαλύπτει την ισοσθένεια των αντιτιθέµενων απόψεων, που φρενάρει κάθε έντιµη κρίση. Καταπιάνεται µε την έρευνα θέλοντας και επιζητώντας να κρίνει' αν τελικά δεν κρίνει, αυτό οφείλεται µόνο στο ότι εµποδίστηκε. Η ίδια δεν έχει καµιά ιδιαίτερη κλίση στην άρνηση ή στην κατάφαση. Ούτε αµφισβητίας είναι ούτε εύπιστη. Είναι πνευµατικά έντιµη και οµολογουµένως αδαής. Αν οι λόγοι και τα στοιχεία που έχει στη διάθεση της δεν την ωθούν προς την συναίνεση ή την άρνηση, τότε ούτε θα συναινέσει ούτε θα αρνηθεί' θα αναστείλει την κρίση της και θα συνεχίσει να ερευνά.
4ΐ
PETER SUBER Μέχρις εδώ, ο σκεπτικισµός µοιάζει να 'ναι η πιο ακίνδυνη και πιο καλόβουλη απ' όλες τις προσεγγίσεις σ' ένα φιλοσοφικό ζήτηµα. Κανείς δεν θα είχε δικαίωµα να διαµαρτυρηθεί για τον κανόνα, να οµολογούµε την άγνοια µας όταν αγνοούµε και να µην παριστάνουµε ότι έχουµε κάποια γνώση ή βεβαιότητα την οποία δεν έχουµε. Το να αγαπάς την αλήθεια και να φοβάσαι το λάθος, και να ενεργείς αναλόγως, είναι µια υγιής στάση. Πολύ λίγοι θα διαφωνούσαν ότι πρέπει να αναστέλλουµε την κρίση µας όταν δεν µπορούµε να τη στηρίξουµε επαρκώς. Μάλιστα, τέτοιες πρακτικές που εκφράζουν πνευµατική εντιµότητα, είναι όχι απλώς παραδεκτές αλλά αξιέπαινες.13 Το βασικό θέµα
Ωστόσο, αυτό που έχει ανησυχήσει κάποιους πολύ έντιµους δογµατικούς είναι η συνήθης κατάληξη αυτής της ταπεινής αφετηρίας. Η υιοθέτηση της πρακτικής του Σκεπτικού, µοιάζει να είναι το µόνο καθήκον όλων %. των φιλοσόφων, όλων των επιστηµόνων και κάθε λογής ερευνητών' και το 'χουν πει πολλοί. Όµως πολλοί δογµατικοί θα ήθελαν να γράψουν πάνω απ' αυτό το µονοπάτι την προειδοποίηση που βρήκε ο Δάντης γραµµένη στην είσοδο της Κόλασης: Εγχαταλείφτε κάθε ελπίδα όσοι µπαίνετε εδώ. Κι αυτό διότι συµβαίνει απλώς να καταλήγουν οι Πυρρώνειοι σκεπτικοί στο να µη πιστεύουν σε τίποτα εκτός από το ότι τα φαινόµενα φαίνονται (Ι.ιρ) -που κι αυτό µπορεί να µην αποτελεί καν πεποίθηση. Μερικές φορές εµφανίζονται να αναστέλλουν την κρίση τους ακόµα και για το αν τα φαινόµενα φαίνονται (ΙΙ.50, ΙΙ.γό), αλλά σε κάθε περίπτωση λένε ότι µόνο οι ψυχικές καταστάσεις γίνονται αντιληπτές (1.215: τα πάθη µόνα χαταλαµβάνεαθαι. πρβ. II.72). Δεν αντιτίθενται στα ίδια τα φαινόµενο^αλλά µόνο στις ερµηνείες πουδίνονταΓγιατα φαινόµενα (Ι.15,1.ιρ» 1-22,1.59.Ι·78,1.87,1-93.κλπ). Και απλώς συµβαίνει να αναστέλλουν την κρίση τους (επειδή διαπίστωσαν ισοσθένεια) πάνω σε κάθε ερµηνεία και εξήγηση των 42
____________ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ______________
φαινοµένων. Θα πρέπει ίσως να πιστέψουµε τους αρχαίους, ότι αυτό τους οδηγούσε σε µια βαθιά ψυχική γαλήνη. Δεν συνέβη το ίδιο και µε τους µοντέρνους. Κάτι έχει αλλάξει στην κουλτούρα µας, και αυτή η ριζοσπαστική εν γνώσει άγνοια έχει οδηγήσει τους σύγχρονους στοχαστές -τουλάχιστον από τον Πασκάλ, από τον ι γο αι. και µετά-, στην απελπισία. Απ' όλες τις αλλαγές που σηµειώθηκαν στο πνεύµα των καιρών, µια από τις πιο ενδεικτικές είναι το ότι η α^ βεβαιότητα των πραγµάτων, µε την οποία κάνουν τη δουλειά τους οι Σκεπτικοί, δεν είναι πια ένα θέµα απλής µελέτης, αλλά αιτία Ύΐα θρήνρ. Κανείς δεν εφησυχάζει στην αβεβαιότητα. Αντί για αταραξία, η αβεβαιότητα φέρνει ανησυχία' αντί για γαλήνη, αµηχανία' δεν είναι κάθαρση αλλά ατέλεια. Είπα ότι «απλώς συµβαίνει» ο Σκεπτικός να οδηγείται σε µια ουσιαστικά καθολική έποχήν. Γιατί, ακριβώς όπως η Nescio δεν θα περιµένει σώνει και καλά ύστερα από την έποχήν της να επακολουθήσει η αταραξία, µε τον ίδιο τρόπο δεν θα περιµένει, η έρευνα να της- αποκαλύψει οπωσδήποτε την ισοσθένεια ανάµεσα σε όλες τις απαντήσεις που είναι δυνατό να δοθούν σε κάθε ερώτηµα. Απλώς συµβαίνει έτσι. Το να λες εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να βρεθεί καµία πρόταση πιο βέβαιη από τις αντίθετες της, είναι ανεντιµότητα και απερισκεψία. Όµως, κοιτάζοντας πίσω, διαπιστώνουµε πως αυτή είναι η εµπειρία των Σκεπτικών. (Στην περίπτωση της Nescio, απλώς συµβαίνει η προσεκτική εξέταση να οδηγεί στην έποχήν' στην περίπτωση της Nesdam, βλέπουµε ότι η θέληση και η ευρηµατικότητα δίνουν αγκωνιές και σπρώχνουν σ' αυτή την κατεύθυνση). Αυτό που θέλουν να ξέρουν οι δογµατικοί, είναι: γιατί η έρευνα της Nescio χαρακτηριστικά οδηγεί στην ισοσθένεια και στην έποχήν, ενώ οι δικές τους έρευνες οδηγούν σε ανακαλύψεις και κρίσεις και παραδοχές και προτιµήσεις; Η απάντηση βρίσκεται στην αγάπη της Nescio για την αλήθεια και στον ταυτόχρονο φόβο της για 43
____________________ PETER SUBER _____________________ το λάθος -και στην εντιµότητα της. Όπως είδαµε, η Nescio ειλικρινά θέλει την αλήθεια και τη βέβαιη γνώση, κι έτσι δίνει προσοχή σ' αυτούς που ισχυρίζονται ότι τις κατέχουν, και τους κατανοεί' έτσι λειτουργεί η αγάπη της για αλήθεια. Αλλά ο φόβος της για το λάθος την κάνει να ακούει κριτικά. Είναι κάτι σαν πνευµατική της υποχρέωση να ελέγχει αυστηρά τις ιδέες: όχι να τις καταρρίπτει ή να τις ανασκευάζει, αλλά να τις τοποθετεί απέναντι στις αντίθετες τους και να συγκρίνει τις δυνάµεις των επιχειρηµάτων και των αποδείξεων που τις στηρίζουν. Θέλει την αλήθεια, και αν κάποιος προσπαθήσει να της διδάξει µια κίβδηλη αλήθεια, η Nescio έχει υποχρέωση απέναντι στον εαυτό της να αφήσει τη µατιά της να την διαπεράσει' να ελέγξει κάθε παρόρµηση της που την ωθεί να συναινέσει' να εξετάσει τα υπέρ και τα κατά των άλλων εκδοχών να βρει αν υπάρχει ισοσθένεια' να αναστείλει την κρίση της' και να συνεχίσει να ερευνά. Οι τρόποι
Η παραπάνω τακτική είναι αβλαβής όσο και αξιέπαινη. Όµως, οι Σκεπτικοί, για να βοηθηθούν στο κριτικό τους έργο, ανέπτυξαν σταδιακά ένα οπλοστάσιο επιχειρηµάτων, που ανατρέπουν σχεδόν όλες τις θέσεις που θα εύχονταν ποτέ να διατυπώσουν επί οιουδήποτε θέµατος οι φιλόσοφοι και οι επιστήµονες. Αυτά τα επιχειρήµατα ονοµάστηκαν Τρόποι. Το πολύτοµο χρονικό του αρχαίου σκεπτικισµού, γραµµένο από τον Σέξτο Εµπειρικό, είναι σχεδόν ολόκληρο αφιερωµένο σ' αυτά τα επιχειρήµατα. Για πολλούς αυτό το έργο είναι µια εγκυκλοπαίδεια της άρνησης. Αν χρειάζεσαι γερές βάσεις για να αρνηθείς µια πεποίθηση την οποία δεν µπορείς να ανασκευάσεις από µόνος σου, αναζήτησε τις στο έργο του Σέξτου Εµπειρικού. Δογµατικοί όλων των εποχών το έχουν χρησιµοποιήσει επιλεκτικά και το βρήκαν χρήσιµο για την καταστροφή των αντιπάλων. Το πρόβληµα είναι η ακεραιότητα των τρόπων και η ευλογοφάνειά τους. Από τη µια απαιτούν την αποδοχή µας, και από την άλλη εξολοθρεύουν όλες τις πεποιθήσεις µας. 44
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ Τι είναι αυτοί οι σκεπτικοί τρόποι της καθολικής ερήµωσης; Διάφοροι Σκεπτικοί οργάνωσαν τους τρόπους σε διάφορες οµάδες µε ποικίλο µέγεθος και περιεχόµενο, αλλά σε κάθε περίπτωση το σύνολο ήταν µια ολοκληρωτική επίθεση ενάντια σε κάθε ισχυρισµό περί γνώσης και βεβαιότητας. Κάποιες οµάδες τρόπων είναι µεγάλες και παραθέτουν πολλά παραδείγµατα (διαφόρων ζώων µε διαφορετικές αισθήσεις, διαφόρων πολιτισµών µε διαφορετικά έθιµα, διαφόρων καταστάσεων υγείας που παράγουν διαφορετικές ψυχολογικές διαθέσεις και αντιλήψεις). Κάποιοι τρόποι υπογραµµίζουν τη σχετικότητα ως προς τη σκοπιά απ' την οποία βλέπει κανείς κάποια πράγµατα, που κάνει ώστε όλες οι αντιλήψεις, οι κρίσεις και οι αξιολογήσεις να ακυρώνονται από άλλες που γίνονται από διαφορετικές σκοπιές. Άλλοι πάλι επεισέρχονται σε οδυνηρές λεπτοµέρειες συγκεκριµένων θεµελιωδών ζητηµάτων, όπως ο νους και η ύλη, η αλλαγή και η αιτιότητα, η ελευθερία, η αρετή και ο θεός. Όµως οι πιο ενδιαφέροντες είναι εκείνοι που (αυτο)περιορίζονται στις λογικές της στήριξης και της δικαιολόγησης, και χωρίς τίποτα να ισχυρίζονται ρητά ή δογµατικά, φέρνουν όλους τους δογµατικούς αντιµέτωπους µε το παράδοξο και βυθίζουν στην αβεβαιότητα τόσο εκείνους που έχουν να προβάλουν λογικά επιχειρήµατα όσο και τους υπόλοιπους. Για παράδειγµα, υπάρχει το παράδοξο του κριτηρίου: του γνώµονα µε τον οποίο ελπίζουµε να αναγνωρίσουµε την αλήθεια όταν τη συναντήσουµε, ή να απορρίψουµε κάποια ενδεχόµενα ως ψευδή. Πολλοί δογµατικοί λένε ότι υπάρχει κριτήριο της αλήθειας, άλλοι, πάλι, λένε ότι δεν υπάρχει. Αυτό είναι το πρώτο πρόβληµα. Για να αποφασίσουµε ανάµεσα στα δύο, προφανώς χρειαζόµαστε πρώτα ένα κριτήριο. Δεν µπορούµε λοιπόν ν' αποφασίσουµε, χωρίς πρώτα να δεχτούµε ως αληθή µία µη αποδειχθείσα πρόταση. Η κυκλική συλλογιστική δεν είναι αναγνωρίσιµα άκυρη" αλλά κάθε τι που υποστηρίζεται από αυτήν, υποστηρίζεται µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα µπορούσε να υποστηριχθεί και το αντίθετο 45
PETER SUBER του, πράγµα που δηµιουργεί ισοσθένεια, η οποία απαιτεί να αναστείλουµε την κρίση µας. Αλλά αν δεχτούµε, «χάριν συζήτησης», πως υπάρχουν κριτήρια, τότε πρέπει να ρωτήσουµε ποιο κριτήριο αληθεύει. (Παρεµπιπτόντως, ο Σέξτος αρέσκεται να υποχωρεί «χάριν συζήτησης» µπροστά σε δογµατικές προτάσεις -για να τις καταρρίπτει µε κύµατα αντιρρήσεων' επίσης ισχυρίζεται ότι δεν ξέρει αν αρκεί µία οποιαδήποτε µεµονωµένη αντίρρηση). Μπορούµε µόνο να επικυρώσουµε ή να πιστοποιήσουµε ένα κριτήριο ως το σωστό κριτήριο, ή ακόµη ως εύλογο ή χρήσιµο κριτήριο, χρησιµοποιώντας ένα άλλο κριτήριο για το τι σηµαίνει καλό κριτήριο. 'Οµως εδώ αντιµετωπίζουµε ένα κλασικό και επαναλαµβανόµενο σκεπτικό δίληµµα. Είτε το πρώτο µας κριτήριο αυτοεπιβεβαιώνεται (κυκλική συλλογιστική), είτε ένα δεύτερο κριτήριο επιβεβαιώνει το πρώτο -οπότε θα χρειαστούµε ένα τρίτο για να επιβεβαιώσει το δεύτερο, και ούτω καθ' εξής επ' άπειρον (η λεγόµενη εΐςαπεφον εκβολή). Όπως φαίνεται, είτε θα πρέπει να χρησιµοποιήσουµε την κυκλική συλλογιστική είτε θα πέσουµε στην εις οίτζεφον έχβολψ. Δε µένει παρά να παραιτηθούµε από κάθε στήριξη και απλά να ισχυριστούµε (να συνοµολογήσουµε ή να υποθέσουµε) ότι το κριτήριο είναι σοβαρό. Όµως κι άλλοι θα κάνουν το ίδιο µε διαφορετικά κριτήρια, και η διαφωνία που θα προκύψει θα είναι οριστική, θα υπάρξει σαφής ισοσθένεια, και θα οδηγηθούµε στην έποχήν. Αν το δεχτούµε υποθετικά, απλώς για να δούµε πού οδηγεί και πώς λειτουργεί, τότε όλες οι προτάσεις τις οποίες θα επικυρώνει ως κριτήριο θα είναι εξίσου υποθετικές. Ή επίσης, το κριτήριο µπορεί να ελεγχθεί από τους καρπούς του. Αν επικυρώνει συγκεκριµένες θέσεις και όχι άλλες, τότε θα πούµε ότι είναι ένα σωστό κριτήριο. Αλλά αυτός είναι ακόµη ένας τρόπος να αφήσουµε το ζήτηµα ανοιχτό, γιατί δέχεται ως προϋπόθεση κάτι που µένει ακόµα να αποδειχθεί, δηλαδή προϋποθέτει το ότι ξέρουµε ποιες προτάσεις αληθεύουν, ή ότι το κριτήριο είναι 46
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ καλό και επικυρώνει µόνο τις προτάσεις που αληθεύουν. Ή πάλι, σηµαίνει πως χρησιµοποιούµε ως κριτήρια τις προτάσεις που προκύπτουν, οπότε το πρόβληµα επανεµφανίζεται. Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι ένα κριτήριο δεν στηρίζεται καθόλου, ή στηρίζεται από µια κυκλική συλλογιστική ή δια της εις άπειρον έχβολής. Σε κάθε περίπτωση, η στήριξη του δεν επαρκεί για να έχουµε αληθινή βεβαιότητα για το κριτήριο. Πιο συγκεκριµένα: πάντα µπορούν να τίθενται κάποια άλλα κριτήρια µε ισοδύναµη στήριξη. Οπότε, για λόγους εντιµότητας, πάνω στο ζήτηµα «ποιο είναι το αληθές κριτήριο» -αν υπάρχει τέτοιο-, επιβάλλεται εποχή. Αλλά αν κανένα κριτήριο δεν είναι ποτέ βέβαιο, τότε καµία πρόταση δεν είναι ποτέ βέβαιη, διότι οι προτάσεις επιβεβαιώνονται από τις µαρτυρίες ή τα επιχειρήµατα τα οποία τις στηρίζουν και τα οποία είναι διακριτά δυνάµει κριτηρίων. Φυσικά, ακόµη και αυτός ο ισχυρισµός είναι αβέβαιος. Μετά, υπάρχει το παράδοξο της απόΒειξτκ. Μια -φερόµενη ωςαπόδειξη µπορεί να είναι έγκυρη σύµφωνα µε κάποιους δεδοµένους κανόνες περί έγκυρης συλλογιστικής -και οι Σκεπτικοί επιτίθενται σε όλους τους κανόνες εγκυρότητας, γενικά όσο και µεµονωµένα-, αλλά το συµπέρασµα της είναι ευαπόδεικτα αληθές µόνο αν οι προκείµενες της είναι αληθείς. 'Οµως ξέρουµε ότι οι προκείµενες είναι αληθείς µόνο αν είναιαποδεδειγµενες. Σαφώς λοιπόν εµπλεκόµαστε ξανά στο δίληµµα της κυκλικής συλλογιστικής και της εις άπειρον εκβολής. Αν αποδείξουµε την προκείµενη, τότε η απόδειξη της θα έχει τις δικές της προκείµενες που θα χρειάζονται απόδειξη, και µπλέκουµε σε µια ατέρµονη διαδικασία αποδείξεων τις οποίες δεν µπορούµε ποτέ να παρέχουµε. Το αποτέλεσµα είναι ότι τίποτε δεν αποδεικνύεται ποτέ τελεσίδικα. Αν οι αναπόδεικτες προκείµενες µπορούν να αποτελέσουν επαρκείς αποδείξεις, τότε µπορούµε να επινοήσουµε αναπόδεικτες προκείµενες από τις οποίες θα µπορούσαµε να συνάγουµε οποιαδήποτε πρόταση, και έτσι να θεωρήσουµε όλα τα πιθανά συµπεράσµατα ως ισοσθενή. Αν το συµπέρασµα απλώς επαναθέτει ταυτολογικά τις προκεί47
PETER SUBER µενες -πράγµα που, όπως λένε οι σύγχρονοι λογικοί, είναι ο µόνος έγκυρος τύπος απόδειξης-, τότε αποδεχόµενοι ότι ένα συµπέρασµα αληθεύει διότι εξάγεται µε τρόπο έγκυρο, αποδεχόµαστε την κυκλική συλλογιστική που κάλλιστα θα µπορούσε να αποδείξει ένα αντίθετο συµπέρασµα. Βέβαια, τίποτε απ' αυτά δεν αποδεικνύει ότι οι αποδείξεις είναι πράγµα αδύνατο, γιατί τότε θα έχει δοθεί µια απόδειξη για το αντίθετο, ότι δηλαδή η απόδειξη είναι κάτι το δυνατό. Ή, αν έχει δοθεί µια τέτοια απόδειξη, τότε «καταργεί τον εαυτό της» (αυτό εξετάζεται παρακάτω). Αυτό οδηγεί σε µια παρατήρηση που συχνά παραβλέπεται: Οι Σκεπτικοί δεν πίστευαν ότι οι τρόποι αποδεάνυαν πως κάποια συµπεράσµατα ήταν ψευδή ή ότι κάποια είδη συλλογιστικής ήταν άκυρα. Σε χέρια δογµατικών, οι τρόποι θα µπορούσαν να γίνουν όπλα για τέτοιες ανασκευές, όσο παράδοξες κι αν ήταν κάποιες απ' αυτές. Αλλά οι Σκεπτικοί χρησιµοποιούσαν τους τρόπους µόνο για να επιτύχουν τις απαραίτητες ανατροπές που θα τους επέτρεπαν να αναδείξουν την ισοσθένεια και να αναστείλουν την κρίση τους, κι όχι για να επιβεβαιώσουν ή να αρνηθούν κατηγορηµατικά κάτι. Ένα κάπως ζαλιστικό παράδειγµα λογικού τρόπου που κινείται σ' αυτή την κατεύθυνση στοχεύοντας στην βεβαιότητα -παρά στην αλήθεια-, θα µπορούσε να ονοµάζεται ο «κανείς-δεν-µπορεί-νακρίνει» τρόπος. Αν ένας δογµατικός προσπαθήσει να αποκριθεί στην σκεπτική πρόκληση επιστρατεύοντας κάποιον ισχυρισµό που υποτίθεται ότι είναι γνωστός µε βεβαιότητα, τότε θα αποτύχει. Γιατί η Nescio µπορεί να απαντήσει ότι ο ισχυρισµός του δογµατικού είναι προς επιβεβαίωση, και ως τέτοιος υπόκειται σε κρίση και είναι ακατάλληλος να αποφασίσει σε µια διαµάχη περί βεβαιότητας. (1.48,1.59,1-9°. Ι-ΙΙ2-Π3, Π.36-37, ΙΠ.182). Αν του επιτρέπαµε να παίξει και τους δυο ρόλους, θα ήταν σαν να αφήναµε ένα διάδικο να γίνει δικαστής στην εκδίκαση της δικής του υπόθεσης' ή θα σήµαινε πως εκλαµβάνουµε ως αληθές κάτι το αναπόδεικτο, ακριβώς όπως θα µπορούσαµε να εκλάβουµε ως αληθή κάθε άλλη θέση 48
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ
και µάλιστα «ισοσθενώς». Ας δούµε πώς κάποιοι από αυτούς τους τρόπους αντιµετωπίζουν έναν τυπικό δογµατικό ισχυρισµό. Αν κάποιος λέει ότι υπάρχει θεός, τότε η Nescio από αγάπη για την αλήθεια θα δώσει προσοχή. Από φόβο για το λάθος, θα ρωτήσει γιατί θα πρέπει να το πιστέψει. Πώς ξέρεις ότι υπάρχει θεός; Ποια είναι τα επιχειρήµατα σου; Πώς ξεπερνάς τις αντιρρήσεις; Σ' αυτά τα ερωτήµατα οι απαντήσεις µπορούν να είναι πολλές. Για παράδειγµα: «Έτσι λέει η Βίβλος.» Εποµένως, η Βίβλος είναι το κριτήριο σου, θα πει η Nescio. Ή: «Η αρµονία των πραγµάτων προϋποθέτει έναν υπέρτατο νου.» Εποµένως, κριτήριο σου είναι η αρµονία των όντων. Ή: «Η εναλλακτική πρόταση στην λογική θέση για το θεό αντιφάσκει προς τον εαυτό της.» Εποµένως, κριτήριο σου είναι η αρχή της µη αντίφασης. Η Nescio ίσως θα ξεκινήσει την κριτική της µε συγκεκριµένες ερωτήσεις, όπως, γιατί θα πρέπει να πιστεύω αυτά που λέει η Βίβλος και τι ακριβώς λέει, και γιατί θα πρέπει να εµπιστευτώ τη δική σου ερµηνεία των βιβλικών κειµένων' γιατί πιστεύεις ότι υπάρχει αρµονία των πραγµάτων, και γιατί η αρµονία τους προϋποθέτει έναν υπέρτατο νου. 'Οµως η Nescio δεν χρειάζεται να το κάνει αυτό. Αργά ή γρήγορα θα φτάσει στο κριτήριο του δογµατικού. Και τότε θα τον ρωτήσει γιατί θα πρέπει να εµπιστευόµαστε το κριτήριο του. Οι δογµατικοί -θα έπρεπε να- έχουν µάθει ότι, προς αιώνια απογοήτευση τους, όλες τις απαντήσεις σ' αυτό το ζητούµενο οι Σκεπτικοί τις παίζουν στα δάχτυλα. «Το κριτήριο θα πρέπει να το εµπιστευτούµε διότι ... διότι το τάδε και το τάδε (µια πρόταση), που υποτίθεται ότι αληθεύει, και αληθεύει σύµφωνα µ' ένα κριτήριο, ένα κριτήριο που θα πρέπει να εµπιστευόµαστε διότι...» Αν και αυτή η γραµµή επίθεσης αρκεί για κάθε δογµατική πρόταση, απέχει πολύ από το να είναι το µοναδικό τραγούδι των Σκεπτικών. Με παρόµοια επιχειρήµατα η Nescio µπορεί να δείξει ότι δεν θα έπρεπε να εµπιστευόµαστε καµία µέθοδο, ότι κανένα ση49
PETER SUBER µείο εκκίνησης δεν είναι βεβαιωµένα επαρκές (1.166), ότι η εµπειρική επαλήθευση δεν τελειώνει ποτέ (Ι.177) και ότι η λογική επιβεβαίωση δεν έχει αρχή (Ι.ι66: ώς µη εχόντων ηµών πόθεν όφξόµεθα της κατασκευής). Οι Σκεπτικοί αναλύουν τους τρόπους µε τους οποίους δογµάτισαν οι δογµατικοί ή δικαιολόγησαν τη βεβαιότητα τους" οι Σκεπτικοί δεν βρήκαν κακούς όλους αυτούς τους δογµατικούς τρόπονς' απλώς βρήκαν πως δεν στηρίζουν την όποια ιδέα καλύτερα απ' ό,τι θα µπορούσε να στηριχτεί µια αντίθετη της (l-i6g). Πιστεύει ο Σκεπτικός δογµατικά ότι ένα κριτήριο (για παράδειγµα) δεν θα πρέπει να το εµπιστευτούµε, αν µπορούµε να το υποστηρίξουµε µόνο δια της εις άπειρον εκβολής; Αυτό είναι ένα ερώτηµα που οι δογµατικοί έχουν θέσει από καιρό. Πιστεύει ο Σκεπτικός ότι η κυκλική συλλογιστική είναι παραπλανητική και ότι δεν πρέπει να την εµπιστευόµαστε; Πιστεύει ο Σκεπτικός δογµατικά στους τρόπους; Η απάντηση είναι όχι. Προς µεγάλη αγανάκτηση πολλών, οι Σκεπτικοί δεν επιβεβαιώνουν ούτε αρνούνται την ορθότητα των επιχειρηµάτων που χρησιµοποιούν όταν εξετάζουν τις θεωρίες (Ι. 35)· Όπως δείχνουν τα παραδείγµατα, οι Σκεπτικοί δεννρειάζεται να πιστεύουν ότι οι αποδείξεις βάσει κυκλικής επιχειρηµατολογίας ή της εις άπειρο εκ3oλήc δεν είναι έγκυρες" χρειάζεται µόνο να παρατηρήσουν ότι τέτοιες µέθοδοι επιτρέπουν την εξίσου ισχυρή υποστήριξη αντίθετων δογµάτων. Ένα κριτήριο που στηρίζεται µόνο στην αυτο-επιβεβαίωση ή στη συνοµολόγηση εκείνου που το προτείνει, δεν πρέπει να το εµπιστεύεται κανείς. Όµως ο λόγος δεν είναι ότι η αυτο-δικαίωση και το ipse dixit των πιστών είναι αναξιόπιστα" ο λόγος είναι ότι η στήριξη του κριτηρίου θα ήταν τότε ισοδύναµη µε τη στήριξη άλλων κριτηρίων που το αντικρούουν. Θα µπορούσε ίσως να είναι το αληθές κριτήριο" όµως τα αντίθετα του είναι ισοσθενή. Ο διανοητικά έντιµος, λοιπόν, πρέπει να αναστέλλει την κρίση του. Οι Σκεπτικοί ούτε βεβαιώνουν ούτε αρνούνται ότι έχουν κατανοήσει τη θέση του δογµατικού ή ότι οι τρόποι έχουν διαβρώσει 5ο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ τους περί αληθείας ισχυρισµούς του ή ακόµη ότι τους τρόπους πρέπει να τους εµπιστευόµαστε (Ι.35). Κατά µία έννοια, ο Σκεπτικός δεν µιλά εξ ονόµατος του -πράγµα που θα προϋπέθετε κάποιες δογµατικές δεσµεύσεις από πλευράς του. Μπαίνει στον κόσµο του δογµατικού και τον ανατινάσσει εκ των έσω. Συνήθως, αυτό λέγεται επιχειρηµατολογία (ή συζήτηση) ex concessit ή εκ παραδοχής. Όταν κάποιος επιχειρηµατολογεί ex concessis, τότε υποθετικά ή προσωρινά υιοθετεί τη συλλογιστική βάση του αντιπάλου. Ο Σκεπτικός προσωρινά υιοθετεί τις αρχές και τα κριτήρια και τη σκοπιά του δογµατικού. Αν βρει µια αντίφαση την επισηµαίνει, όχι γιατί Ι πιστεύει ότι οι αντιφάσεις διαψεύδουν τις ιδέες, αλλά γιατί αυτό / πιστεύουν οι δογµατικοί. Αν αναγάγει το κριτήριο ή τη µέθοδο του δογµατικού σε µία µη αποδειχθείσα πρόταση ή στην εις άπειρον εκβολή, δεν είναι επειδή ο ίδιος πιστεύει ότι αυτό θα υπονοµεύσει τη θεωρία, αλλά επειδή έτσι πιστεύει ο δογµατικός. Όταν, πάλι, δεν επιχειρηµατολογεί ex concessis, ο Σκεπτικός αντιπαραθέτει τις αντικρουόµενες θεωρίες και ανακαλύπτει ισοσθένεια. Ο Σκεπτικός µιλά εξ ονόµατος του όταν έχει πια τελειώσει µε την εφαρµογή των τρόπων και ερευνά τα ερείπια. Τότε λέει ότι η δογµατική πρόταση µπορεί να αληθεύει, αλλά δεν είναι πιο πιθανό ή βέβαιο ότι αληθεύει περισσότερο απ' ό,τι οι εναλλακτικές της. Θεµελιώνει την ισοσθένεια εµφανίζοντας τις θεωρίες πάνω σ' ένα συγκεκριµένο ζήτηµα ως εξίσου αβέβαιες και αστήρικτες. Και τότε λέει: «Για την ώρα εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω ποια θεωρία αληθεύει, αν βέβαια αληθεύει κάποια, κι έτσι η έρευνα µου δεν τελείωσε ακόµη.» Τώρα καταλαβαίνουµε γιατί κάποιοι έχουν θεωρήσει ανειλικρινή τον ισχυρισµό του Σκεπτικού ότι συνεχίζει να ερευνά. Τι περιµένει να βρει; Μπορεί για µας να είναι προφανές ότι χρησιµοποιώντας τους τρόπους αµείλικτα θα είναι σε θέση να γκρεµίσει την βεβαιότητα οποιασδήποτε θεωρίας. Όµως δεν είναι προφανές για τον ίδιο. Μόνο ένας Ακαδηµεικός σκεπτικός θα κοιτάξει τους τρόπους και το ι5ΐ
PETER SUBER στορικό της προσπάθειας µας να κατανοήσουµε τη φύση των πραγµάτων και θα πει εκ των προτέρων ότι όλες οι θεωρίες θα είναι τρωτές, και ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο εκτός από τ' ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ένα µέρος του προβλήµατος δηµοσίων σχέσεων του Πυρρώνειου είναι ότι εµείς οι δογµατικοί τείνουµε να πιστεύουµε ότι κατά βάθος ο Πυρρώνειος είναι ένας Ακαδηµεικός σκεπτικός που αρνείται ότι θα αποκτήσουµε ποτέ οποιαδήποτε βεβαιότητα πέρα από τη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο. Όµως ο έντιµος Πυρρώνειος δεν είναι Ακαδηµεικός σκεπτικός. Δεν θα βεβαιώσει ότι οι τρόποι µπορούν να καταστήσουν όλες τις θεωρίες ισοσθενείς και αβέβαιες. Εφ' όσον δεν έχει εξετάσει όλες τις θεωρίες, η εντιµότητα του τον περιορίζει να συζητά µόνον εκείνες που έχει εξετάσει (1.198-99. 1-200,1.202-03,1.208), και συνεχίζει να ερευνά. Έτσι είναι πιο αισιόδοξος από µας που βγάζουµε αυθαίρετα συµπεράσµατα για λογαριασµό του. Όµως είναι επίσης πολύ απαισιόδοξος ως προς το ενδεχόµενο να αυτοαποδειχτεί µε απόλυτη βεβαιότητα οποιαδήποτε θεωρία. Αυτή η απαισιοδοξία του έντιµου Πυρρώνειου που δεν έχει γίνει Ακαδηµεικός σκεπτικός, δεν θα µετριαστεί µε περιστασιακές ανακαλύψεις, αλλά ούτε και θα σηµάνει το τέλος της έρευνας. Όπως είπε ο Πασκάλ: «Δεν µπορώ παρά να επιδοκιµάσω εκείνους που αναζητούν αγκοµαχώντας.» Το αποτέλεσµα αυτής της απαισιοδοξίας θα εξεταστεί λίγο παρακάτω. Αυτοί οι προβληµατισµοί δείχνουν ότι µπορεί να υπάρχουν και έντιµοι Ακαδηµεικοί σκεπτικοί: Ο Πυρρώνειος, µολονότι γίνεται απαισιόδοξος, ερευνώντας µια ζωή, κρατά πάντα την πόρτα ανοιχτή και δεν το αποκλείει, αύριο, µε καινούρια µέσα, να αποκτήσει µία απόλυτη βεβαιότητα. Ο Ακαδηµεικός σκεπτικός σπανιώτατα είναι ο απλοϊκός αµφισβητίας ο οποίος θα πρέπει να το ξανασκεφτεί και να γίνει ΙΊυρρώνειος. Ακαδηµεικοί είναι εκείνοι που παραδέχονται ότι η απαισιοδοξία τους για το ότι θα βρουν ποτέ την βεβαιότητα έχει σβήσει κάθε τους ελπίδα. Εκείνοι που νοµίζουν πως ο Πυρρώνειος είναι στην πραγµατικό52
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ τητα και µυστικά ένας Ακαδηµεικός σκεπτικός, δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι η πνευµατική εντιµότητα, η ταπεινότητα, και η απροθυµία να γενικεύουµε απερίσκεπτα είναι δυνατό να κυρίαρχη- ' σουν πάνω σε όλες τις άλλες κλίσεις του ανθρώπινου όντος. Μπορεί να έχουν δίκιο' πάντως ένας Σκεπτικός θα µπορούσε εύκολα να αναστείλει την κρίση του πάνω σ' αυτή την ψυχολογική θεωρία' και η έντιµη αναζήτηση της αλήθειας -της επιστητής αλήθειας-, ίσως να απαιτεί από εµάς να κάνουµε το ίδιο.
Ιστορικό
ιντερλούδιο
Στην Ευρώπη, το οπλοστάσιο του Σέξτου Εµπειρικού ανασύρθηκε από τη λήθη την εποχή που η επίθεση του Λούθηρου ενάντια στην Καθολική Εκκλησία ταρακουνούσε κάποιες παλιές βεβαιότητες. Στη Δύση, σε όλο το Μεσαίωνα, το έργο του Σέξτου ήταν άγνωστο, διασκορπισµένο καθώς ήταν και αµετάφραστο από τα ελληνικά. Το 1562 ένα µέρος του µεταφράστηκε στα λατινικά και εκδόθηκε στο Παρίσι, και µέχρι το 1569 το σύνολο του έργου του Σέξτου Εµπειρικού κυκλοφορούσε στα λατινικά. Διαδόθηκε ταχύτατα, χρησιµοποιήθηκε τόσο από τους Μεταρρυθµιστές όσο και από τους Αντιµεταρρυθµιστές, κι ήταν σε µεγάλο βαθµό υπεύθυνο για τη διανοητική αναρχία που ακολούθησε τα γραπτά του Λούθηρου -και για την οποία έχει κατηγορηθεί ο Λούθηρος. Ο Λούθηρος άνοιξε το δρόµο για την ευρεία αποδοχή των γραΧΡΟΝΟΛΟΠΕΣ: Μοφτίνος Λούθηρος 1483-1546' ο Λούθηρος τοιχοκόλλησε τις ο$ θέσεις στην πόρτα της Εκκλησίας των Αγίων Πάντων στο Wittenberg, 31 Οκτωβρίου 1517' αφορίστηκε και κηρύχθηκε αιρετικός από τον Πάπα Λέοντα Χ, 1520. Michel de Montaigne, 1533-1592' Ά λατινική µετάφραση του Σέξτου Εµπειρικού ολοκληρώθηκε το 1569' πρώτη αγγλική µετάφραση του Σέξτου, το 1591' Rene Descartes 1596-1650" η πρώτη ελληνική ανατύπωση των έργων του Σέξτου έγινε το ι62ΐ' Blaise Pascal 1623-1662' Pierre ßayle 1647-1706.
53
PETER SUBER πτών του Σέξτου, αλλά κι αυτά µε τη σειρά τους έκαναν τις µεταρρυθµίσεις του Λούθηρου να φαίνονται ασήµαντες (και γι' αυτό το λόγο πιο αποδεκτές για τους νέους µετριοπαθείς σκεπτικιστές και λιγότερο αποδεκτές σ' αυτούς που είδαν το Σέξτο ως τον Διάβολο και τον Λούθηρο ως τον κήρυκα του). Για τους «Νεο-Πυρρωνιστές» (όπως ονοµάστηκαν), ακόµη και ο Λούθηρος ήταν πολύ δογµατικός' ενώ για κείνους που είχαν κάποια πίστη να διαφυλάξουν, ο Λούθηρος άφησε λυτά τα λαγωνικά της αµφιβολίας και της καθολικής δυσπιστίας. Αποτέλεσµα: ο Σέξτος σκλήρυνε τις γραµµές µάχης που είχε χαράξει ο Λούθηρος" χάρη στον πρώτο, η αµφισβήτηση επεκτάθηκε, από την παπική αυθεντία και κάποια -λίγα- άλλα ζητήµατα στην αυθεντία -ή το αλάθητο- του οποιουδήποτε και στην επικύρωση κάθε είδους πίστης. Ο Pietre Bayle, ο µεγαλύτερος Σκεπτικός του 17<>υ αι., είπε ότι η σύγχρονη φιλοσοφία δεν ξεκίνησε µε τον Καρ-& τέσιο ή τον Μονταίν, αλλά µε την κυκλοφορία των έργων του Σέξ-του Εµπειρικού.15 Κέρδη και ζηµίες Χρειάζεται να πούµε ότι η απαισιοδοξία του έντιµου Σκεπτικού δεν συµβιβάζεται µε την ειλικρινή, συχνά διακαή επιθυµία του να γνωρίσει την αλήθεια. Δεν µας είναι σαφές µε τι τρόπο επιλυνόταν το πρόβληµα αυτό από τους αρχαίους Σκεπτικούς, γιατί δεν γνωρίζουµε τις βαθύτερες σκέψεις τους. Μπορεί να χρησιµοποιούσαν την απαισιοδοξία τους προς όφελος τους, διασφαλίζοντας την έποχήν τους -και µαζί µ' αυτήν, την αταραξία τους-, από το ενδεχόµενο µιας δογµατικής νίκης. Αλλά αυτό θα σήµαινε πως οι Έλληνες Σκεπτικοί προτιµούσαν την αταραξία από την αλήθεια. Πάντως, στην περίπτωση των σύγχρονων σκεπτικιστών, το ασυµβίβαστο ανάµεσα στην απαισιοδοξία και στην επιθυµία γνώσης της αλήθειας έχει συµβάλει σε µια βαθιά πνευµατική κρίση. Μπορεί ο Σκεπτικός να διατηρεί την ψυχική άταραξίαν, ενώ ανα-*^ στέλλει την κρίση του πάνω σε σοβαρά ζητήµατα όπως η ύπαρξη 54
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ του θεού, ή σε δόγµατα περί σωτηρίας της ψυχής που εµφανίζουν τον σκεπτικισµό ως ένα απόλυτο σφάλµα; Το µεγαλύτερο πρόβληµα ως προς αυτό είναι ότι η αγάπη του Σκεπτικού για την αλήθεια και η επιθυµία του για γνώση είναι ειλικρινής και έντονη. 'Οµως το ίδιο ειλικρινής και έντονος είναι και ο φόβος του για το λάθος, και αυτό προφανώς απαιτεί την αµείλικτη και καθολική εφαρµογή των τρόπων. Αλλά αυτό µε τη σειρά του οδηγεί στην απαισιοδοξία, καθώς η γνώση, η αλήθεια και η βεβαιότητα µοιάζουν ανέφικτες. Κι αυτό έκανε κάποιους σχολιαστές να πουν -µε το δίκιο τους, νοµίζω-, ότι Σκεπτικός είναι αυτός που αναζητά το απόλυτο. Σύµφωνα µε τον John Owen, ο Σκεπτικός είναι «ο ερευνητής που πρέπει να βρει -αν ποτέ βρει- όχι απλώς το ευαπόδεικτο και το αλάθητο, αλλά την άνευ όρων τέλεια αλήθεια».16 Γιατί οι τρόποι θα κατέρριπταν οτιδήποτε λιγότερο απ' αυτό. Ο Σκεπτικός πρόθυµα θα παραδεχτεί ότι στη µακρόχρονη ερευνητική εµπειρία του ίσως βρέθηκε µπροστά σε πολλές αλήθειες και ωστόσο ανέστειλε την κρίση του, απλώς και µόνο επειδή δεν ήταν απολύτως βέβαιες. Το να χαλαρώσει τα κριτήρια του για να επιτρέψει περιστασιακά στον εαυτό του να προχωρήσει σε µία συγκατάθεση -στηριγµένη γερά αλλά πάντως όχι οριστικά-, θα οδηγούσε το δίχως άλλο στην αποδοχή πολλών αληθειών αλλά και πολλών λαθών. Όπως είπε ο Πασκάλ, «Είναι αναγκαίο να χαλαρώνει λίγο το µυαλό, αλλά αυτό ανοίγει την πόρτα στις µεγαλύτερες υπερβολές.» 7 Οι Πυρρώνειοι που αποζητούν την αλήθεια περισσότερο από την ασφάλεια δεν θα χαλαρώσουν ηθεληµένα. Αυτό έκανε τον William James να πει ότι στον Σκεπτικό ο φόβος για το λάθος κυριαρχεί πάνω στην αγάπη για την αλήθεια.18 Πράγµα που παραδέχεται, ουσιαστικά, ο Κικέρων εκ µέρους των Ακαδηµεικών σκεπτικών.19 Για τον James αυτό είναι µια φτωχή επιλογή που δικαιολογείται -αν δικαιολογείται- µόνο από την ελπίδα ότι η ζηµία (η µη παραδοχή αληθειών) θα καλυφθεί από τα κέρδη (τα λάθη που αποφεύχθηκαν). Ο ερευνητής στον οποίο υπερισχύει η αγά55
PETER SUBER πη για την αλήθεια, θα αποδεχόταν το ρίσκο του λάθους αν αυτό σήµαινε επίσης µια ευκαιρία για την εύρεση της αλήθειας. Αλλα, για τον James, ο Σκεπτικός τελικά αφήνει να υπερισχύσει ο φόβος για το λάθος και δεν ρισκάρει. Θα µπορούσαµε να δώσουµε άλλη βαρύτητα στην παρατήρηση του James, και να πούµε πως ο Πυρρώνειος αγαπά την αλήθεια υπερβολικά ώστε να δώσει τη συγκατάθεση του επιπόλαια. Έτσι ο λεγόµενος «φόβος για το λάθος» µπορεί να ιδωθεί ως µια άλλη συνέπεια της αγάπης για αλήθεια και των έντιµων υψηλών προδιαγραφών της αναζήτησης. Φαίνεται πως όλοι οι ριζοσπάστες Σκεπτικοί είναι απρόθυµοι Σκεπτικοί, και ότι όσο πιο ριζοσπάστες είναι τόσο λιγότερο επιθυµούν να παραµείνουν Σκεπτικοί. Όµως ο αυστηρός και άτεγκτος κώδικας πνευµατικής εντιµότητας, η ιδιόµορφη αγάπη τους για την αλήθεια και ο φόβος του λάθους, τους αφήνουν χωρίς δυνατότητα επιλογής. Ένα στοίχηµα όπως του Πασκάλ ή ένα άλµα προς την πίστη όπως του Κίρκεγκωρ, µοιάζουν πάρα πολύ ελκυστικά, ιδιαίτερα όταν τους είναι κλειστός ο δρόµος µιας λιγότερο αιφνίδιας και πιο βαθµιαίας µετάβασης προς την πίστη. Αλλά τέτοια άλµατα είναι για τον Σκεπτικό ολισθήµατα' δεν µπορεί να τα κάνει, γιατί γι' αυτόν σηµαίνουν έλλειµµα ετοιµότητας και κριτικής επαγρύπνησης. Το αδιάσειστο Αυτό εγείρει το πιο ενδιαφέρον ζήτηµα, και το αναπόφευκτο °<ν δηλαδή ο ριζοσπαστικός σκεπτικισµός είναι όχι µόνο λογικά αδιάσειστος, αλλά και ψυχολογικά αναπόφευκτος. Με οπλοστάσιο του τους τρόπους, ένας Σκεπτικός κανονικά έχει τη δυνατότητα να βρει γερές βάσεις για να αναστείλει την κρίση του πάνω σε οποιαδήποτε θεωρητική πρόταση. Οι ριζοσπάστες Σκεπτικοί δεν θα το πουν οι ίδιοι (Ι.200, 1.208, βλ. επίσης 1.169,1.178), κι έτσι το λέω εγώ γι' αυτούς, ότι πάντα θα βρίσκουν τέτοιες βάσεις. Η έντιµη και φοβερή ανάπτυξη των τρόπων που στόχο έχει να αποτρέψει τη συναίνεση τους σε οποιοδήποτε λάθος, αυτοµάτως τους αποκλείει και από κάθε αλήθεια. 56
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ Η µόνη διαφυγή που βλέπουν για τον εαυτό τους είναι η τυχαία συνάντηση µε µια απολύτως βέβαιη αλήθεια. Αν αποκλείσουµε κι αυτή τη δυνατότητα, τότε η µόνη διαφυγή είναι µια χαλάρωση της επαγρύπνησης, κάποια περίοδος αµέλειας, κάποια ρωγµή στην πανοπλία της προσοχής. Πράγµα που µπορεί φυσικά να συµβεί. Ot ανάγκες της προσωπικότητας δεν ακολουθούν τις ίδιες διαδροµές µε τις ανάγκες της έρευνας. Ο Σκεπτικός µπορεί να πιαστεί στον ύπνο εξαιτίας της ανάγκης του να πιστέψει. ~~ Επιθυµώντας την αλήθεια (βεβαιότητα) αποφεύγοντας την πίστη (σιγουριά)
Όµως η Nescio έχει ένα θεµιτό φόβο ότι κάποτε µπορεί να συµβεί αυτό. Γιατί συνειδητοποιεί πως όλες οι σταθερές πεποιθήσεις πιστεύεται ότι αληθεύουν ακόµη κι αν είναι ψευδείς. Όπως είπε ο Pekce: «Νοµίζουµε πως καθεµιά από τις πεποιθήσεις µας αληθεύει, και πράγµατι είναι σκέτη ταυτολογία να το λέµε αυτό.» Με δυο λόγια, ανησυχεί ότι η βεβαιότητα είναι ένα σηµάδι χαζοµάρας. Αντιλαµβάνεται, ή φοβάται, ότι µετά από ένα ολίσθηµα δεν έχει σηµασία πόσο ευκολότερη ή πιο ήρεµη θα γίνει η ζωή της, και δεν έχει σηµασία πόσες αλήθειες θα επιβεβαιώσει τελικά-, δεν θα είναι ικανή να διακρίνει τη διαφορά ανάµεσα σε^ια^ορθή και µια ψευδή πεποίθηση, αν πρόκειται για δικές της παγιωµένες πεποιθήσεις. Άπαξ και παγιωθεί, µια πεποίθηση θα χρησιµοποιεί τον εαυτό της για να ερµηνεύει τις µαρτυρίες, για να χρωµατίσει τις κρίσεις της και να δοµεί (ή να φιλτράρει) την υπόλοιπη εµπειρία της, ακόµη κι αν η πεποίθηση είναι ψευδής ή ατελής.23 Οι άλλοι µπορεί να είναι σε θέση να πουν ποιες παγιωµένες πεποιθήσεις µας είναι ψευδείς" αλλά για µας, όπως για κάθε πιστό, είναι εξ ορισµού αλήθειες που δεν επιδέχονται πια αµφισβητήσεις, ή τουλάχιστον δεν είναι πια εύκολο να αµφισβητηθούν. Με δυο λόγια, η σιγουριά θεραπεύει την αµφιβολία όχι όµως την άγνοια. Και όταν υποτάσσεται η αµφιβολία, η άγνοια είναι ανίκητη. 57
PETER SUBER Έτσι οι Σκεπτικοί τρέµουν µήπως αποκτήσουν µια σκέτη πίστη ή σιγουριά, φοβούµενοι πως η απάτη της θα καλυφτεί πίσω από τον ενθουσιασµό τους. Μόνη η ψυχολογική πίστη όχι απλώς δεν αποκλείει την δυνατότητα λάθους, µα την αποκρύπτει και την συντηρεί. 0 Σκεπτικός θέλει να µάθει την αλήθεια µε απόλυτη βεβαιότητα. Θέλει να πάψει να είναι Σκεπτικός, όχι όµως και να πιστεύει τυφλά. Αντίθετα µε τον αλκοολικό που ξέρει πως το πιοτό δεν λύνει τα προβλήµατα, αλλά συµφιλιώνεται µε την ιδέα να παραµείνουν άλυτα, ο Σκεπτικός τους φοβάται τέτοιους συµβιβασµούς. Θέλει να δώσει ένα τέλος στον σκεπτικισµό του, αλλά µε τρόπο που θα έχει εξαλείψει τη δυνατότητα λάθους και θα του είναι γνωστό ότι τούτη η δυνατότητα έχει εξαλειφθεί οριστικά -και όχι απλώς καταδυθεί και ξεχαστεί, ή αποκτήσει ακίνδυνη όψη. Όπως είπε ο Benson Mates: «Δεν θέλουµε απλώς να τον "ξεπεράσουµε" [το σκεπτικισµό], είτε µέσω ενός φυσικού εκφυλισµού είτε µε κάποια "θεραπευτική αγωγή". Αντίθετα απαιτούµε µια λίγο ως πολύ λογική εξήγηση για το πού και πώς ακριβώς το τραίνο της σκεπτικής συλλογιστικής πάει λάθος».24 Εκείνος που έχει απωθήσει την αµφιβολία αντί να την αντιµετώπισες γίνεται δογµατιχηΓ τη» χΕίρότ^ρου pjftniw^V.veMirv; που παραβλέπει την πιθανότητα λάθους ή υποβαθµίζει την απειλή του, είναι ο λιγότερο ταπεινός στις πεποιθήσεις του, περιφρονεί περισσότερο από κάθε άλλον την πρόκληση του σκεπτικισµού, κι είναι ίσως ο %να εθελότυφλος µπρος στις δυνατότητες καταστροφής -και όπως θα συµπλήρωνε ο W.K. Clifford, είναι ο πιο ανήθικος, ο πιο αδιάφορος για τις ηθικές συνέπειες της ευπιστίας. Ο σκεπτικισµός ως προετοιµασία για το µη σκεπτικισµό
Κάποιοι σχολιαστές, όπως ο Καρτέσιος και ο Σπινόζα, που πιστεύουν ότι ο σκεπτικισµός µπορεί να ανατραπεί, κι άλλοι -όπως ο Nicholaus Cusanus, ο Χιουµ xxtl Ή Μάργκαρετ Γουίλεϋ-, που θεωρούν ότι µπορεί να εγκαταλειφθεί, λένε ότι η φυσική διαφυγή από το σκεπτικισµό είναι 58
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ο δογµατισµός. 0 σκεπτικισµός είναι µια πολύτιµη προετοιµασία για την καλή και έντιµη αφοσίωση σε κάποια πεποίθηση, γιατί διδάσκει αµεροληψία, αποκλείει το λανθασµένο ξεκίνηµα και πειθαρχεί τη διάνοια. Η προσεκτική χρήση του σκεπτικισµού, που έχει σκοπό να εξαγνίσει και να βελτιώσει ή να θεµελιώσει κάποιο δογµατισµό ονοµάζεται συχνά µεθοδολογικός σκεπτικισµός. Ο Καρτέσιος χρησιµοποίησε το σκεπτικισµό, ή κάτι πολύ παρόµοιο, για να καθαρίσει τον πίνακα απ' όλες τις αµφισβητήσιµες γνώµες, ώστε να βρει µια ιδέα την οποία δεν θα µπορούσε να αµφισβητήσει. Έπειτα δογµάτισε ελεύθερα στη βάση αυτής της υποτιθέµενης βεβαιότητας. Ο Αινησίδηµος πίστευε πως η σκεπτική θέση, ότι τα αντϋΐεχα-προφανώς ενυπάρχουν στα πράγµατα, οδήγησε στην ηρακλείτεια θέση ότι όντως ενυπάρχουν στα πράγµατα. Παροµοίως, η Μάργκαρετ Γουίλεϋ πιστεύει ότι η σκεπτική πρακτική, που δεν επικυρώνει κανένα από τα δύο αντίθετα, οδηγεί µέσω του δυϊσµού και του παράδοξου στη µυστικιστική θέση της επικύρωσης και των δύο (πρβ. 1.21 θ). Οι Edmund Spenser και Ralph Waldo Emerson είναι δύο από τα πολλά παραδείγµατα της. Γι' αυτήν ο σκεπτικισµός είναι η προετοιµασία για τη µυστικιστική θρησκεία.25 Για τον Joseph Glanvill και τον W.K. Clifford ο σκεπτικισµός είναι η προετοιµασία για επιστήµη. Για τον Hegel είναι η προετοιµασία για τη µετάβαση από ένα ανεπαρκές δόγµα σε κάποιο πιο επαρκές (πάλι, ωστόσο, ανεπαρκές).26 Για τον Καντ, βοηθά τις δογµατικές µεθόδους να βρίσκουν λύσεις σε προβλήµατα. Για πολλούς σχολιαστές (και συµµάχους) του Σωκράτη ο σκεπτικισµός είναι προετοιµασία για κάθε αλλαγή και πρόοδο, για τον προσωπικό διαφωτισµό και την κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική και επιστηµονική επανάσταση. Για ανθρώπους όπως ο Μπέρτραντ Ράσελ, είναι προετοιµασία για το -πάντα χρήσιµο- καθαρό µυαλό και την απροκατάληπτη κρίση. Αυτοί οι άνθρωποι θα 'πρεπε να ερωτηθούν: πώς εγκαταλείπει κανείς το σκεπτικισµό, άπαξ και τον ενστερνιστεί; Δε νοµίζω ότι ο σκεπτικισµός θα ξεσκεπάσει µια βεβαιότητα που θα τον µπερδέψει 59
PETER SUBER και θα τον υποχρεώσει να γίνει δογµατισµός. Και οι καταφυγές στην πίστη για λόγους ψυχολογικούς είναι αδύναµες, όσο ο Σκεπτικός είναι σε εγρήγορση' η Nescio -έστω και απρόθυµα- πάντα θα βρίσκει επιχειρήµατα για να αναστείλει την κρίση της όταν πάνω σ' ένα ζήτηµα δεν υπάρχει τέλεια βεβαιότητα. Άλλωστε για τον Σκεπτικό είναι ανεντιµότητα να παρατήσει το σκεπτικισµό προτού ή χωρίς να βρει την βεβαιότητα. Σηµαίνει πως υποβιβάζει την κρίση του και πως υποκαθιστά το στόχο της βεβαιότητας και της αλήθειας βάζοντας στη θέση του την πιθανότητα και τη συναισθηµατική ασφάλεια' ως εκ τούτου, µένει εκτεθειµένος στην εξαπάτηση' παραβλέπει τη δυνατότητα του λάθους, και προσβάλλει την ταπεινότητα και εντιµότητα της γνήσιας έρευνας. Και λοιπόν
Πολλοί δογµατικοί αρέσκονται να υπογραµµίζουν ότι αυτή η αλάθητη, η αµετάκλητη, η µη επιδεκτική βελτίωσης, η τελειωτική απόλυτη βεβαιότητα -η µόνη που θα µπορούσε να αποδεχθεί ο Σκεπτικός-, είναι άχρηστη για τους σκοπούς της έρευνας, της σκέψης, της δράσης και της ζωής' ότι η αµφιβολία έχει φονικές ικανότητες πέραν του αναγκαίου. Η αβεβαιότητα είναι θέµα βαθµού' η ακραία αβεβαιότητα θα ήταν εξουθενωτική, όµως είµαστε σε θέση να αποκτήσουµε επαρκή βεβαιότητα ώστε να δρούµε µε αυτοπεποίθηση και να ανταποκρινόµαστε σ' όλες τις ανάγκες που προκύπτουν στην πράξη. Και µόνο το ότι ζήσαµε µέχρις εδώ µε αυτή τη σχετική επιτυχία και χωρίς την απόλυτη βεβαιότητα που αναζητά ο Σκεπτικός, είναι ένα σηµάδι που δείχνει ότι οι δογµατικοί έχουν δίκιο σ' αυτό. Όµως είναι πολύ σηµαντικό να καταλάβουµε ότι αυτή η θέση παραχωρεί τα πάντα στον Σκεπτικό. Με κανένα -τρόπο δεν αποτελεί ανατροπή του σκεπτικισµού. Ο δογµατικός εδώ αποδέχεται και επικυρώνει όλα τα ερωτήµατα του Σκεπτικού, και προσθέτει µόνο ένα µικρό: «Και λοιπόν;» Η απάντηση της Nescio στο «και λοιπόν;» είναι χαρακτηριστική. Λέει: «Μπορεί εσένα µια µικρή ή µεγάλη αβεβαιότητα να σε αφή6ο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ νει ικανοποιηµένο, εµένα όµως όχι. Ακόµη κι αν µπορούµε xat οι δυο να ζήσουµε πετυχηµένες ζωές χωρίς την πλήρη βεβαιότητα, εγώ ποτέ δενισχυριστηκα οτι η αβεβαιότητα στέκεται εµπόδιο g'. αυτό/Ενα µονό πράγµα εµποδίζει η~αβεβαιότητα, αν είµαστε έντιµοι µε τον εαυτό µας: τον οποιονδήποτε ισχυρισµό µας ότι γνωρίζουµε ότι αληθεύει κάποια δεδοµένη ιδέα. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το αβέβαιο». Με δυο λόγια, ο δογµατικός µπορεί να οδηγήσει το Σκεπτικό να παραδεχθεί ότι η πλήρης βεβαιότητα δεν είναι αναγκαία στη ζωή' αρκεί να γίνει επίσης παραδεκτό ότι η βεβαιότητα είναι αναγκαία όταν θέλουµε να ισχυριστούµε ότι κατέχουµε κάποια γνώση. Πολλοί δογµατικοί προσπάθησαν να παρεκτρέψουν την σκεπτική πρόκληση υποστηρίζοντας ότι µπορεί κάποιος να 'ναι σωστός στην κρίση του, ακόµη κι αν του λείπει η πλήρης βεβαιότητα. Όµως οι Σκεπτικοί ουσιαστικά το παραδέχονται αυτό' και το παραδέχονται ex concessit, όταν οµολογούν ότι δεν αποκλείεται να έχουν αναστείλει την κρίση τους πάνω σε πολλές αλήθειες, µόνο και µόνο επειδή δεν ήταν απόλυτα βέβαιοι. Αντίθετα, ο δογµατικός είναι υποχρεωµένος να εξηγήσει µε επιχειρήµατα για ποιο λόγο η αναζήτηση της αλήθειας δεν χρειάζεται να µετατραπεί -όπως τη µετατρέπει ο Σκεπτικός- σε αναζήτηση της τέλειας βεβαιότητας. Γ
"* ν« βάλουµε τα πράγµατα στη θέση τους: ο «φιντεϊσµός» (από το λατινικ07&&=πίστη) είναι το συνηθισµένο όνοµα για εκείνους που συνοµολογούν µε τον Σκεπτικό την αβεβαιότητα όλων των ισχυρισµών περί αληθείας -ή πολλών, τελοσπάντων-, αλλά που παρατηρούν επίσης ότι οι αληθείς ιδέες δεν είναι λιγότερο αληθείς εξαιτίας του ότι είναι αβέβαιες. Ο Φιντεϊστής θα υποστηρίξει ότι κάτι είναι αληθινό, αλλά δεν θα προσποιηθεί ότι έχει απόλυτα βέβαιη απόδειξη. Επιπλέον δε, ο Φιντεϊστής θα δεχτεί ότι µια πρόταση που επιβεβαιώνεται από την πίστη είναι ισοσθενής µε τις αντίθετες της. Ο Φιντεϊστής µοιάζει µε Σκεπτικό που αγαπά την αΦιντεϊσµός και Φιξιοναλισµός
6ι
PETER SUBER λήθεια περισσότερο από ό,τι φοβάται το λάθος, και διακινδυνεύει την επικύρωση κάποια? αλήθειας. «Φιξιοναλιστής» λε'γεται εκείνος που απέχει από κάθε επικύρωση της αλήθειας -συνήθως στηριζόµενος σε σκεπτικές βάσεις-, µα που ωστόσο πρεσβεύει ιδέες και δρα σύµφωνα µε αυτές. Επιλέγει µια ιδέα ανάµεσα σε άλλες, όχι γιατί υποτίθεται ότι είναι αληθινή, αλλά γιατί είναι χρήσιµη, ωραία, παρηγορητική, τονωτική, ζωτική ή κάτι άλλο. Ο Φιξιοναλιστής θα συµφωνήσει ότι δεν µπορούµε να είµαστε βέβαιοι ποιες ιδέες αληθεύουν, αλλά θα επιµείνει ότι µπορούµε να είµαστε βέβαιοι για το ποιες ιδέες είναι λ.χ. χρήσιµες. Μπορεί οι ιδέες να 'ναι και εσφαλµένες -θα πει ο Φιξιοναλιστής-, αφού οι ιδέες χρησιµοποιούνται και επιβεβαιώνονται µόνο ως προς την αρετή που τους αναγνωρίζεται, λ.χ. την οµορφιά τους, την χρησιµότητα, την ζωτικότητα ή την παρηγοριά. Εκείνοι που συνθηκολογούν µε το σκεπτικισµό αλλά λένε, «και λοιπόν;», είναι συνήθως Φιντεϊστές ή Φιξιοναλιστές. Καµιά φορά είναι χρήσιµο το να βλέπουµε τον σκεπτικισµό, τον ηρακλειτισµό, τον φιντεϊσµό και τον φιξιοναλισµό ως διαφορετικές απαντήσεις στην αβεβαιότητα (ή την ίσοσθένεια). Αντιµετωπίζοντας δυο αντίθετες προτάσεις που φαίνεται να στηρίζονται σε επιχειρήµατα ισοδύναµα, ο Σκεπτικός δεν θα πιστέψει καµία από τις δυο και θα συνεχίσει την έρευνα' ο Ηρακλειτικός (µυστικός, διαλεκτικός) θα πιστέψει και τις δυο' ο Φιντεϊστής θα πιστέψει τη µία, αλλά θα αποφύγει να ισχυριστεί ότι κατέχει κάποια βεβαιότητα' και ο Φιξιοναλιστής θα κρατήσει τη µία, και τις δυο ή καµία από τις δυο, αναλόγως των περιστάσεων, αλλά δεν θα τις ενστερνιστεί ως αληθείς. Είναι διαφωτιστικό να αναγνωρίζουµε άλλες φιλοσοφικές θέσεις ως µέλη της οικογένειας, και άλλους τρόπους απόκρισης στην Ισοσθενεια. Ο πραγµατισµός, για παράδειγµα, θα µπορούσε να θεωρηθεί ως ένας τρόπος αποφυγής της παράλυσης την οποία θα επέβαλλε η αβεβαιότητα (ή η ίσοσθενεια), κάτω από άλλη επιστηµολογική προσέγγιση. Όταν δεν έχει επαρκείς βάσεις για να αποφασίσει για την 62
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ αλήθεια ενός ισχυρισµού, ο Πραγµατιστής θα πειραµατιστεί και θα παραµείνει σταθερός στον ισχυρισµό εκείνο ο οποίος -όπως λέει ο Peirce- «θα µας πάει εκεί όπου σκοπεύουµε, και δεν θα µας βγάλει από το δρόµο µας». Αυτή η πραγµατιστική συγκατάθεση µπορεί να συνδυαστεί µε την έποχψ επί της αληθείας του ισχυρισµού -της «αληθείας» µε την κλασική έννοια-, ή µπορεί να ειδωθεί ως ένα νέο µοντέλο αλήθειας που προτίθεται να εκτοπίσει τα κλασικά µοντέλα. Στην πρώτη περίπτωση, η ίσοσθενεια εµποδίζει µεν να ισχυριστούµε ότι κατέχουµε την αλήθεια, αλλά δεν εµποδίζει την συγκατάθεση ή τη δράση' στη δεύτερη περίπτωση, απέχει πολύ από το να αποτελεί εµπόδιο. Ο υπαρξισµός, για να φέρουµε ακόµη ένα παράδειγµα, µπορεί, από µια άποψη, να περιγραφεί ως η θέση ότι οι πεποιθήσεις και η δράση µας απλώς επιλέγονται µέσα σε καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας. Το να ισχυριστείς ότι υπάρχουν κριτήρια που καθοδηγούν την όποια επιλογή, σε υποβάλλει στο σκεπτικό δίληµµα της απόδειξης ή µη των κριτηρίων. Σε κάθε περίπτωση, επιστρέφεις είτε στην αρχική αβεβαιότητα είτε στην προσωπική ευθύνη τού να επιλέγεις παρ' όλη την αβεβαιότητα. Το να πεις ότι σπανίως προκύπτει ίσοσβε'νεκχ (διότι οι µαρτυρίες και τα επιχειρήµατα συνήθως ευνοούν τη µια πλευρά µιας διαµάχης), σηµαίνει ότι ξεχνάς τον ρόλο σου να επιλέξεις τα κριτήρια της µαρτυρίας και του επιχειρήµατος. Εποµένως, ή επιλέγουµε θέσεις σε πείσµα της αβεβαιότητας, ή ακολουθούµε τα κριτήρια που επιλέξαµε προηγουµένως. Αν έχουµε θέσεις και αρνούµαστε ότι επιλέχτηκαν σε κάποιο από αυτά τα επίπεδα, τότε, κακή τη πίστει, αρνούµαστε την ελευθερία µας. Ο σκεπτικισµός, στη συγκεκριµένη µορφή υπό την οποία τον υιοθετούν οι Σκεπτικοί -και όχι ως µία αφηρηµένη επιστηµολογική θέση-, συχνά ολισθαίνει προς τον φιντεϊσµό, τον φιξιοναλισµό, τον πραγµατισµό, τον υπαρξισµό ή την διαλεκτική ή µυστικιστική θέση περί συµφωνίας των αντιθέτων. Αυτό δεν αναιρεί τον σκεπτικισµό, γιατί πρόκειται για γεγονός που ανήκει στο χώρο της βιογραφίας, όχι της γνωσιολογίας. Όµως δεν µπορεί κανείς παρά να αναρω63
PETER SUBER τηθεί, µέχρι ποιο σηµείο είναι συµβατός ο σκεπτικισµός µε αυτές τις γειτνιάζουσες θέσεις, και µέχρι ποιο σηµείο τις ενστερνίζεται κανείς ταυτόχρονα µε τον σκεπτικισµό. Η βιογραφία και η ιστορία, αν όχι η λογική, µας δίνουν την απάντηση ότι πολύ συχνά είναι συµβατές και πολύ συχνά είναι ταυτόχρονες, συνάλληλες δυνάµεις µε αµοιβαία επίδραση, στην ανήσυχη σκέψη ενός στοχαστή. Μπορεί να δρα ο Σκεπτικός;
Μερικοί δογµατικοί προχωρούν πιο πέρα από το «και λοιπόν;» στην αντιπαράθεση τους µε τον σκεπτικισµό, και λένε πως µια επιτυχηµένη ζωή, ακόµη και µε τη βιολογική έννοια, δεν είναι δυνατή χωρίς κάποια σταθερή πίστη στην αλήθεια µερικών ιδεών. Εδώ πρέπει να κάνουµε πιο ξεκάθαρη τη διάκριση µεταξύ βεβαιότητας χαι σιγουριάς -όρους που έχουµε χρησιµοποιήσει. Η βεβαιότητα θα ήταν το αποτέλεσµα µιας αλάνθαστης και τελειωτικής απόδειξης. Εµπεριέχει την έννοια του µη επιδεχόµενου διόρθωση, την έννοια του αµετάκλητου και της αναγκαιότητας. Ενώ η σιγουριά δεν είναι παρά η ψυχολογική κατάσταση κάποιου που είναι πεπεισµένος ή δεν έχει αµφιβολίες ή επιφυλάξεις. Σχεδόν εξ ορισµού, η σιγουριά µπορεί να είναι εσφαλµένη,29 αλλά η βεβαιότητα πρέπει υποχρεωτικά να αληθεύει. Η βεβαιότητα ανήκει στην κατηγορία του «όλα ή τίποτα»' µια θεωρία είναι εδραιωµένη µε βεβαιότητα ή δεν είναι. Η σιγουριά ανήκει στην κατηγορία του «λίγο ως πολύ»' οι θεωρίες µπορεί να εµπνέουν στους οπαδούς διαφόρων βαθµών «σιγουριές». Η βεβαιότητα έχει να κάνει µε προτάσεις και αποδείξεις, ενώ η σιγουριά έχει να κάνει µε πρόσωπα. Η σιγουριά και η βεβαιότητα είναι ανεξάρτητες και µπορούν να προκύψουν ξεχωριστά (αν τελοσπάντων προκύψουν). Η σιγουριά υπάρχει χωρίς τη βεβαιότητα, οποτεδήποτε πιστεύουµε κάτι µε σταθερότητα, αλλά λανθασµένα ή στηριζόµενοι σε ανεπαρκείς αποδείξεις. Όµως και η βεβαιότητα θα µπορούσε να υπάρχει χωρίς την σιγουριά' για παράδειγµα, κάποιος που δεν πίστεψε στην ύ64
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ παρξη του θεού (ή στο πυθαγόρειο θεώρηµα), τη στιγµή που του παρουσιάζονταν οριστικές αποδείξεις. Οι περισσότεροι δογµατικοί, ενώ δεν αποκλείεται να συµφωνήσουν µε τον σκεπτικό ότι η απόλυτη βεβαιότητα δεν είναι αναγκαία στη ζωή, θα επιµείνουν ότι η σιγουριά είναι αναγκαία. Για να το πούµε πιο απλά, η αποδείξιµη γνώση µπορεί να µην είναι αναγκαία για να ζήσουµε, όµως οι σταθερές πεποιθήσεις -ή αυτό που ο Santayana ονόµασε «ζωώδικη πίστη»—, ίσως είναι αναγκαίες.30 Οι δογµατικοί λένε ότι κάθε πράξη προδίδει την πίστη ή τη σιγουριά αυτού που ενεργεί, και ότι κάθε οµιλία προδίδει την πεποίθηση και τη σιγουριά του οµιλητή ότι ισχύει ετούτο ή το άλλο. Δεν θα µπορούσα να γράψω αυτές τις λέξεις αν δεν είχα τη σιγουριά ότι η πένα µου δεν είναι µια βόµβα που θα εκραγεί µόλις αρχίσω να τη χρησιµοποιώ. Δεν θα έγραφα αν δεν είχα την σιγουριά ότι τα µάτια µπορούν να δουν και τα µυαλά να καταλάβουν τι λέω. Κι ούτε θα µπορούσα να πω πολλά, ακολουθώντας τους κανόνες της αγγλικής γραµµατικής, χωρίς να κρύβω την παραδοχή ενός γεγονότος ή µιας πεποίθησης. Αυτές είναι δυο από τις πιο διαδεδοµένες αντιρρήσεις στο σκεπτικισµό, ότι δηλαδή ένας εκατό τοις εκατό Σκεπτικός πρέπει να ζει σε µια σιωπηλή παράλυση, αν βέβαια ζει τελοσπάντων: δεν µπορεί να δρα ή να µιλά χωρίς να προδίδει µια κάποια δογµατική δέσµευση, ή χωρίς να µεταστρέφεται έµπρακτα στο δογµατισµό. Αν ο σκεπτικός µιλά αλλά δεν λέει ότι είναι δογµατικός, είναι υποκριτής. Η απάντηση του Σκεπτικού είναι πολύπλοκη και επιδέξια. Εδώ θα τη δώσω σύντοµα, προσπαθώντας να µην επαληθεύσω τον Cabell που λέει πως η διχοτόµηση της τρίχας είναι άγονη ενασχόληση. Η Nescio επιτρέπει στον εαυτό της να συγκατατεθεί σ' εκείνα τα πράγµατα που τα δέχεται ακούσια. Δεν έχει άλλη επιλογή. Το ότι τα φαινόµενα φαίνονται είναι κάτι που δεν επιδέχεται αµφισβήτηση, λένε οι Σκεπτικοί. Συγκατατίθεσαι υποχρεωτικά, σύµφωνα µε τον Σέξτο (Ι.Ι93' πρβλ· Ι·ΐ3. ΪΜ. 1-22,1.230). Τι βρίσκεται, εντούτοις, πίσω ή πέρα ή κάτω από τα φαινόµενα; Τι τα δηµιουργεί; 65
PETER SUBER Πώς πρέπει να είναι ο κόσµος για να φαίνεται έτσι; Ποια είναι η φύση των φαινοµένων και του φαίνεσθαι; Όλα τούτα τα ερωτήµατα είναι ανοιχτά προς συζήτηση και ο Σκεπτικός αναστέλλει την κρίση του πάνω στις προτεινόµενες απαντήσεις. Θα παραδεχτεί ότι βλέπει, ακούει, µυρίζει, αγγίζει και γεύεται, και είναι επίσης πρόθυµος να περιγράψει αυτές τις αισθήσεις όπως τις βιώνει επί του παρόντος. Αλλά όλες οι θεωρίες ή υποθέσεις περί των άδηλων -δηλαδή για το τι βρίσκεται πίσω από τα φαινόµενα ή για το τι &ν φαίνεται-, είναι ευάλωτες στους τρόπους και στην ισοσθένεια µε µια αντίθετη θεωρία. Αν νοµίζετε πως το παραπάνω αξίωµα της υποχρεωτικής συγκατάθεσης µένει εκτεθειµένο σε δογµατική κακοποίηση, θα πρέπει να σηµειώσετε ότι µόνο µία ρήση µπορεί να ανήκει σ' αυτή την κατηγορία, δηλαδή η ρήση «τα φαινόµενα φαίνονται». Σ' ένα σηµείο ο Σέξτος υπαινίσσεται ότι τα συµπεράσµατα κάποιων επιχειρηµάτων µπορεί να είναι από κείνα που είµαστε υποχρεωµένοι να αποδεχτούµε (IL251). Τα συναισθήµατα είναι ακούσια, αλλά προφανώς δεν προϋποθέτουν ή δεν συνεπάγονται τη συγκατάθεση (1.29, Ι.23β). Έτσι ο Σκεπτικός κάνει διάκριση µεταξύ προφανούς και µη προφανούς, αν και δεν δογµατίζει ως προς την ίδια την διάκριση ούτε ως προς το τι ανήκει σε οποιαδήποτε πλευρά αυτής της διάκρισης. Και βέβαια, ακόµη και πράγµατα που ανήκουν στην κατηγορία των «προφανών» µπορεί να είναι αµφιλεγόµενα (Ι.185-186) ή να υπόκεινται σε έποχήν (ΙΙ.95)· Ο Σέξτος λέει για το προφανές, ότι οι Σκεπτικοί «ενδίδουν» σε αυτό «χωρίς να συγκατατίθενται» (Ι. 230: µη άνχιτείνειν αλλ' απλώς επεσθαι άνευ σφοδρας προσχλίσεως χαί συµπαθείας), πράγµα ουσιωδώς διαφορετικό από τη δογµατική συναίνεση ή παραδοχή. Σ' ένα διαφορετικό επίπεδο, ο Σκεπτικός κάνει το ίδιο και µε τα έθιµα, τις συνήθειες και τις αρετές. Οι Σκεπτικοί ζουν σε συγκεκριµένους χρόνους και τόπους, όπως κάθε άλλος άνθρωπος, όπου επικρατούν συγκεκριµένα ήθη και κώδικες συµπεριφοράς. Και ακριβώς όπως ορισµένα φαινόµενα είναι δεδοµένα, έστω κι αν δεν εί66
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ναι αληθινά, έτσι και συγκεκριµένοι νόµοι, ήθη και παραδόσεις είναι δεδοµένα, ακόµη κι αν δεν είναι τα καλύτερα. Για να προφυλάξει την ψυχική γαλήνη του και για να αποφύγει την αλόγιστη κρίση για το ποια ήθη είναι καλύτερα, ο Σκεπτικός θα συµπεριφερθεί όπως συµπεριφέρονται οι φίλοι και οι συµπολίτες του. Γι' αυτό το λόγο, οι περισσότεροι Σκεπτικοί δεν θα γίνουν «ενοχλητικές αλογόµυγες» σαν τον Σωκράτη. Όµως, συχνά ο ρόλος τους είναι εξίσου ανατρεπτικός, καθώς διατείνονται ότι οι συγκαιρινοί τους δεν µπορούν να θεµελιώσουν την ανωτερότητα της συµπεριφοράς και των ηθών τους έναντι συµπεριφορών και ηθών άλλων εποχών και τόπων. Οι Σκεπτικοί συµπεριφέρονται σύµφωνα µε τα τοπικά ήθη επειδή, προσωπικά και προς το παρόν, δεν έχουν καλύτερους κανόνες να ακολουθήσουν, και γιατί οι εξόφθαλµες αποκλίσεις φαίνεται να συνοδεύονται από ανεπιθύµητες_αναστατώσεκ:. 'Οπωί λέει ο Σέξτος, «εµµένοντας, λοιπόν, στα φαινόµενα (τοΐς φαινοµένοιςοδν·προσέχοντες), ζούµε σε συµφωνία µε τους φυσιολογικούς κανόνες της ζωής, αδογµάτιστα, (χατά τηνβιωτίχην τήρησιν άδοξάστως βωΰµεν) αφού δεν γίνεται να µένουµε ολότελα ανενεργοί» (Ι.23' πρβ. \.ιι6227,1-231 )· Εναπόκειται στον σηµερινό αναγνώστη να αποφασίσει, αν εδώ κρύβεται µια λύπη που ot Σκεπτικοί δεν µπορούν να µένουν ολότελα ανενεργοί, ή µια µεγάλη όρεξη για δραστήρια ζωή. Ο τετραµερής κανόνας
° Σέξτος περιγράφει τον κοινό τρόπο ζωής που ακολουθούν οι Σκεπτικοί ως τετραµερή (Ι.23,1. 237)· Ο Σκεπτικός επιτρέπει στον εαυτό του να καθοδηγείται από (ι) τις δυνάµεις της φύσης, και (2) από τα πάθη (αισθήµατα)" και τα δύο βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο του" (3) από παραδοσιακούς νόµους και έθιµα του τόπου του, και (4) από την συσσωρευµένη πρακτική σοφία για το πώς µπορούν να επιτευχθούν συγκεκριµένοι στόχοι. Ακολουθώντας έναν από τους τέσσερις αυτούς οδηγούς, «ακολουθούµε τα φαινόµενα» και αποφεύγουµε το δογµατισµό. Οπότε, δεν είναι δογµατικό (ι') το να αισθάνε67
PETER SUBER σαι µε τις αισθήσεις ή να χάνεις σκέψεις, (2') το να νιώθεις πείνα και να αντιδράς στο αίσθηµα της πείνας τρώγοντας, (3) το να µη κάνεις έρωτα µε τα αδέρφια σου, ίσως ακόµη και το να πηγαίνεις στην εκκλησία της γειτονιάς, και (4) το να πίνεις νερό από ποτήρι, αντί να προσλάβεις έναν υπηρέτη για να σου στύβει ένα µουσκεµένο πανί στο στόµα. Οι περισσότεροι δογµατικοί που ισχυρίζονται ότι δεν µπορεί να υπάρξει δράση του Σκεπτικού που να µην προδίδει µια δογµατική πεποίθηση του, φαίνεται να λένε κάτι περισσότερο από το ότι κάθε δράση «προϋποθέτει κάτι». Όµως αυτό το κάτι δεν είναι πάντα δηλωτικό µιας δογµατικής πεποίθησης. Όταν δρα ένας Σκεπτικός, θα µπορούσε ένας δογµατικός ψυχολόγος ή φιλόσοφος να προχωρήσει σε συµπεράσµατα ως προς το τι προϋποθέτει αυτή η δράση. Όµως το ίδιο θα κάνει και ο Σκεπτικός ο οποίος, ως ερευνητής, θέλει να ξέρει ποιος είναι στην πραγµατικότητα. Η δράση του Σκεπτικού µπορεί να προϋποθέτει πραγµατικότητες, όµως όχι απαραίτητα πεποιθήσεις. Η ενέργεια του µπορεί να υποδηλώνει ότι εκπληρώθηκαν όλοι οι όροι που την έκαναν δυνατή (για να χρησιµοποιήσουµε καντιανή φρασεολογία), αλλά δεν υποδηλώνει κατ' ανάγκη ότι ο Σκεπτικός έχει µια δογµατική πεποίθηση για κάποιον από αυτούς τους όρους. Ένας Πυρρώνειος µπορεί να πει -χωρίς να είναι ασυνεπής-, πως το τι κάνει κάποιος και το πώς εµφανίζεται αποτελούν χρήσιµες ενδείξεις για το τι άνθρωπος πραγµατικά είναι. «Ας ακολουθήσουµε αυτή την ένδειξη», θα έλεγε. «Τι θεωρίες προτείνεις ή έχεις ακούσει, και πού βασίζονται;» Αν η δράση «προϋποθέτει κάτι», τότε πρέπει να ρωτήσουµε τι προϋποτίθεται και πώς. (ι) Θα µπορούσε αυτό να είναι µια πραγµατικότητα κι όχι µια πεποίθηση για την πραγµατικότητα, όπως ειπώθηκε προηγουµένως. (2) Θα µπορούσε να γίνει δεκτό ex concessit από τον Σκεπτικό, σκόπιµα αλλά εν είδει υποκατάστατου ή µιµητικω τω τρόπω. (3) Θα µπορούσε να είναι κάτι οφθαλµοφανές και όχι &δηλον, ή να πρόκειται για µία ακούσια παρά ηθεληµένη συγκατάθεση. (4) Ή θα µπορούσε να είναι µία αυτο-αναιρετική 68
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ (και εποµένως µη δογµατική) θέση (βλέπε επόµενο θέµα, για το «αν µπορεί ο Σκεπτικός να µιλά). (5) Τέλος, θα µπορούσε να είναι µια δογµατική πεποίθηση την οποία ο Σκεπτικός δεν πρόσεξε ή δεν εξέτασε από µόνος του. Αν θέλουµε να τον κατηγορήσουµε για υποκρισία ή ασυνέπεια, πρώτα πρέπει να ξέρουµε αν του είχε δοθεί η ευκαιρία να την κρίνει. Σύµφωνα µε τον Wittgenstein: «το να µη µπορείς... να µη πεις ετούτο ή το άλλο' το να σου 'ρχεται να το πεις χωρίς να µπορείς να κρατηθείς, δεν σηµαίνει πως υποχρεωτικά δέχεσαι ένα αξίωµα, ούτε ότι έχεις µια άµεση αντίληψη ή γνώση µιας κατάστασης πραγµάτων.»31 Πολλοί φιλόσοφοι παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι ανατρέφονται ώστε να γίνουν δογµατικοί, ή να πιστεύουν ό,τι πιστεύουν οι γονείς τους και ο πολιτισµός τους.32 Όπως έλεγε ο Νίτσε:33 «...Στο κάτω-κάτω, κάθε υψηλός βαθµός προσοχής στην εξαγωγή συµπερασµάτων και κάθε σκεπτική τάση συνιστούν µεγάλο κίνδυνο για τη ζωή. Κανένα ζωντανό ον δε θα είχε επιζήσει, αν η αντίθετη τάση -το να επιβεβαιώνει αντί να αναστέλλει την κρίση, το να χάνει λάθος και να επανορθώνει αντί να περιµένει, το να παραδέχεται αντί να αρνείται, το να επιβάλλει την κρίση του αντί να εµµένει στην αµεροληψία- δεν είχε αναπτυχθεί σε σηµείο ώστε να γίνει εξαιρετικά ισχυρή.» Αν είναι έτσι, τότε εκείνοι που αργότερα στη ζωή τους θα γίνουν Πυρρώνειοι, θα θελήσουν να εξαγνιστούν από τη δογµατική τους κληρονοµιά. Όταν ο δογµατικός παρατηρεί ότι η Nescio «προϋποθέτει κάτι», εκείνη ακούει προσεκτικά. Αν εκείνος εννοεί κάποια θεωρία, η Nescio θα θελήσει να την αποσαφηνίσει και να ερευνήσει τις αρετές της" µέχρι να την επιβεβαιώσει, µε µεγάλη επιφύλαξη, θα την διατηρεί υπό µορφή µη δογµατική. (Αν αυτό που «προϋποθέτει» είναι µια «πραγµατικότητα» όπως την διευκρινίσαµε παραπάνω, ή αν δείξει ότι «έχουν εκπληρωθεί µια σειρά όροι», τότε θα θελήσει να µάθει τι νοµίζει επ' αυτού ο δογµατικός). Αλλά από τη στιγµή που η Nescio έχει θέσει ως αποστολή της την έντιµη £69
PETER SUBER ρευνα, η εξέταση των δογµατικών θέσεων των άλλων δεν είναι παρά το µισό καθήκον της, πλάι στην εσωτερική της κάθαρση. Τυχαίνει πολλές δογµατικές ενστάσεις να πέφτουν στο κενό, καθώς δεν λογαριάζουν πως κάποιοι Σκεπτικοί έχουν προχωρήσει περισσότερο στη διαδικασία της εσωτερικής κάθαρσης απ' ό,τι άλλοι. Μπορεί -αν και ο Σέξτος δεν προσφέρει καµιά τέτοια ένδειξη, η διαδικασία της κάθαρσης να αφαιρεί την πρωτογενή (κληρονοµηµένη από τους Στωικούς ή άλλους δογµατικούς δασκάλους) επιθυµία για αναζήτηση της αλήθειας, και τελικά ο Σκεπτικός να βρίσκει ότι η αξία της αλήθειας είναι ισοδύναµη µε αυτή της άγνοιας και του λάθους. Αυτό ίσως εξηγεί την ύπαρξη των φιντεϊστών και φιξιοναλιστών Σκεπτικών. Το ότι οι Έλληνες Σκεπτικοί έζησαν συνηθισµένες -αν και αυστηρές- ζωές είναι αναγνωρισµένο. Το ερώτηµα είναι, αν µόνος του ο τετραµερής κανόνας επέτρεψε όλες τις δραστηριότητες των Σκεπτικών, και αν ο ίδιος ο τετραµερής κανόνας είναι επιτρεπτός στους Σκεπτικούς. Ο Paul Feyerabend αυτοχαρακτηρίζεται αναρχικός της επιστηµολογίας. Δεν είναι βέβαια το ίδιο πράγµα µε τον Πυρρώνειο Σκεπτικισµό, όµως συγγενεύει. Κι η απάντηση του στην αντίρρηση ότι οι επιστηµολογικοί αναρχικοί δεν µπορούν να δράσουν, ταιριάζει και στους Πυρρώνειους, έστω κι αν η Nescio δε θα τη χρησιµοποιούσε ως υπεράσπιση. Γιατί ο επιστηµολογικός αναρχικός δεν ρίχνεται από το παράθυρο του πεντηκοστού ορόφου; Η περίπτωση του αναρχικού που αποφεύγει να πέσει από το παράθυρο, δείχνει ότι οι αναρχικοί συχνά συµπεριφέρονται µε έναν προβλέψιµο τρόπο. Δεν δείχνει ότι αυτοί, ή όσοι άλλοι αποφεύγουν να πέσουν από το παράθυρο, καθοδηγούνται από µια ορθολογική θεωρία, για παράδειγµα ότι έχουν επιλέξει τη συµπεριφορά που προτείνεται από το πιο προχωρηµένο ερευνητικό πρόγραµµα που γνωρίζουν. Τα γατάκια όταν πλησιάζουν µια ζωγραφισµένη άβυσσο τραβιούνται πίσω, ακόµη κι αν αυτό είναι το πρώτο πράγµα που βλέπουν. Η συµπεριφορά τους -το πιο πιθανόν- είναι έµφυτη. Οι άνθρω70
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ποι τραβιούνται πίσω, γιατί εκπαιδεύτηκαν να στέκονται µακριά από τα παράθυρα και γιατί πιστεύουν σταθερά κάτι το οποίο για τους περισσότερους απ' αυτούς δεν είναι παρά φήµες, δηλαδή αναφορές για τα θανάσιµα αποτελέσµατα που έχουν οι πτώσεις από ψηλά. Ακόµη και οι µηχανικές και φυσικές θεωρίες στις οποίες θα κατέφευγαν οι πιο φλύαροι εξ όσων δεν πηδούν για να αιτιολογήσουν τη συµπεριφορά τους, δεν έχουν αποδειχθεί µέχρι τώρα ότι είναι σε συµφωνία µε τη µεθοδολογία των ερευνητικών προγραµµάτων και αµφιβάλλω αν θα είναι ποτέ δυνατό να θεραπευτεί αυτή η κατάσταση. 0 επιστηµολογικός αναρχικός, από την άλλη πλευρά, δεν είναι υποχρεωµένος να συµπεριφέρεται αντίθετα απ' ό,τι συνηθίζεται. Μπορεί πρόθυµα να παραδεχτεί ότι είναι ένας δειλός, ένας που δεν µπορεί να ελέγξει το φόβο του, και ότι ο φόβος του τον κρατά µακριά από τα παράθυρα... Εκείνο που αρνείται είναι ότι µπορεί να προβάλει αίτια για το φόβο του, τέτοια που να συµφωνούν µε τους κανόνες κάποιας ορθολογικής θεωρίας, έτσι ώστε να ενεργεί στην πραγµατικότητα σύµφωνα µε αυτούς τους κανόνες. Αυτό είναι το ζήτηµα και όχι το τι κάνει ή δεν κάνει.34 « πΡ°< TJ1V 0^α'οι ίδι°ι οι Σκεπτικοί απαρίθµησαν τουλάχιστον τρεις τρόπους να µιλά κανείς χωρίς να περιέχεται στο λόγο του Μπορεί ο Σκεπτικός ν« µιλά;
Ω
κανένας δογµατικός ισχυρισµός. Ο πρώτος είναι το να αναφέρει απλώς τι έχει στο νου του την ώρα εκείνη' όπως το ότι βλέπει κίτρινο χρώµα ή θυµάται ότι ο Σωκράτης είπε αυτό κι αυτό (1.4,1.Ι9-20 κ.ε., l.igy, I.203). Ο δεύτερος, είναι ο χαλαρός λόγος (1.191.1.195.1.207* πρβ. 1.9). Ένας Σκεπτικός όπως η Nescio, θα µιλά τον περισσότερο καιρό, ό*ι.ΐ9ΐ: ή γοΰν "ούδεν µάλλον" φωνή χάν εµφαίνη χαραχτήρα ουγχαταθεσεως η αρνήσεως, ήµεϊς ούχ ούτως αυτήχρωµεθα, αλλ 'άδιαφόρως αυτήν παραλαµβάνοµενχα'ι χαταχρηστιχως, ήτοι άντι πύσµατος η αντί τοΰ λέγειν "αγνοώ τίνιµεν τούτων χρή σνγχατατίθεσθαι, τίνι δε µη" [συγχατατιθεσθαί]. 1.195; πάλιν δι ενταύθα ού φωνοµαχοϋµεν, ούδε ει φύσει ταύτα δηλοΰσιν α'ι φωναί, ζητοΰµεν, αλλ' άδιαφόρως αύτάς, ώς εΐπον, παραλαµβάνοµεν. ότι µεντοι αύται αϊ φωναί αφασίας slat δηλωτιχαι, πρόδηλον, οίµαι.
71
PETER SUBER πως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, λέγοντας για παράδειγµα: «Είναι µέρα». Αν κάποιος την αρπάξει από το λαιµό και απαιτήσει από αυτήν να του πει ξεκάθαρα, αν µ' αυτό που λέει ισχυρίζεται ότι κατέχει τη συγκεκριµένη γνώση, τότε η Nescio θα υποχωρήσει µε ψυχραιµία και θα πει ότι µίλησε χαλαρά. «Αν σ' ενδιαφέρει πραγµατικά, προσωπικά δε γνωρίζω, προς το παρόν, αν είναι ή αν δεν είναι µέρα' ας το ερευνήσουµε µαζί.» Ο Arne Naess, σύγχρονος Νορβηγός καθηγητής γλωσσολογίας, πιστεύει ότι η σκεπτική έννοια της «χαλαρής οµιλίας» είναι αρκετά έγκυρη, ξέχωρη από το δογµατικό ισχυρισµό, και ότι αποτελεί µια αναγνώριση των λεπτών διακρίσεων του διαλόγου, αιώνες πριν (λες και οι ευφυείς Έλληνες έπρεπε να περιµένουν τους καθηγητές του 20ου αι. για να καταλάβουν τη γλώσσα). Ο Naess πιστεύει ότι κάθε διάλογος περνά µέσα από φάσεις χαλαρότητας και αυστηρής ακριβολογίας, ανάλογα µε τη σπουδαιότητα που τα συµφραζόµενα δίνουν στη λεπτοµέρεια και στην ακρίβεια.35 Ακόµη κι αν αυτό δεν λέει πολλά, οι Σκεπτικοί έχουν τη µοντέρνα αναλυτική φιλοσοφία µε το µέρος τους, τουλάχιστον ως προς αυτό. Η τρίτη µέθοδος, της άφασίας-·ί\ του µη ισχυρισµού-, είναι ασυγκρίτως η πιο ενδιαφέρουσα. Όταν οι δογµατικοί ρωτούν αν οι Σκεπτικοί γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν, προσπαθούν να δείξουν ότι οι σκεπτικές δηλώσεις αυτοαναιρούνται. Οι Σκεπτικοί το πρόβλεψαν αυτό και, όταν πιέστηκαν να µιλήσουν πέρα από τη χαλαρή οµιλία, έκαναν αντίθετα τις δηλώσεις τους να αυτοδικαιώνονται. Για τον Σκεπτικό, οι περί αβεβαιότητας δηλώσεις ισχύουν και για τις ίδιες τις δηλώσεις' εποµένως κοινοποιούν τη δική τους αβεβαιότητα και έτσι δεν είναι δογµατικές (Ι.14-15.1.ιο6, ΙΙ.Ι88). Ο Σέξτος συγκρίνει τις σκεπτικές εκφράσεις µε τα καθαρτικά φάρµακα (Ι.2θ6), και
1.207: φαµεν δέ και ώς ού κυρίως δηλούντες τά πράγµατα, εφ'ών παραλαµβάνονται, τίθεµεν αύτάς, αλλ' άδιαφόρως χα'ι ει βούλονται καταχρηστικώς' οΰτε γαρ πρέπει τφ σχεχτιχω φωνοµαχεϊν, άλλως τε ήµΐν συνεργείτε µηδέ ταύτας τάς φωνάς ε'ιλυφινώς αηµαίνειν λέγεσθαι, άλλα προς τι χα'ι ώς προς τους σκεπτικούς. 72
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ο Μονταίν36 τις συγκρίνει µε το ραβέντι: ξεπλένει τον οργανισµό και στο τέλος αποβάλλεται και το ίδιο.37 Ακόµη κι αν διαφέρει µόνο η σκοπιά από την οποία κρίνει κανείς ότι οι δηλώσεις αυτο-αναιρούνται ή ότι αντιθέτως αυτο-δικαιώνονται, τούτη η αντίθεση εξισορροπείται (ίσοσθενεια) και οι Σκεπτικοί θα αναστείλουν την κρίση τους. Όπως πάντα, παρατηρεί ο Πασκάλ, αν τηρηθεί µια ίση απόσταση από τον σκεπτικισµό και τον δογµατισµό, νικητής θα είναι ο σκεπτικισµός, γιατί αυτός ο ίδως είναι η απόσταση.38 Και άλλες µορφές αφασίας επίσης αναφέρονται -κάποτε υπαινικτικά- από το Σέξτο Εµπειρικό. Μία είναι η χρήση των λέξεων «µε µια αδογµάτιστη και αδιάφορη σηµασία» (Ι.239-240: » ά8όξα<πόν τ$ χαά άδιάφορον της χρήσεως τών ονοµάτων). Μια άλλη είναι η χρήση ερωτήσεων αντί δηλώσεων, µολονότι οι Σκεπτικοί προβαίνουν και µπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις (1.189). Ο Σέξτος κάνει διάκριση ανάµεσα στην οµιλία και στη διαβεβαίωση (1.196,1.197)· Όµως την σκεπτική οµιλία την έχουν υπερασπιστεί και άλλοι, στην διάρκεια της ιστορίας, υποστηρίζοντας ότι η ειρωνεία µε την οποία µιλούσε Ο Σωκράτης {παίζων προς τινας ή αγωνιζόµενος προς αοφιστάς, γνµναατιχόν τε χαϊ άπορητιχόν φασιν εχειν αυτόν χαραχτηρα...-1.22ΐ, ΙΙ.42) ήταν
ελεύθερη από δογµατικές δεσµεύσεις, ακόµα και ως εργαλείο ακριβείας στη συζήτηση. Μία άλλη -δική µου- ερµηνεία είναι ότι οι Πυρρώνειοι µιλούν και µπορούν να µιλούν ex concessis -ένας ισχυρισµός συµβατός µε το Σέξτο Εµπειρικό, µολονότι ο ίδιος δεν τον υποστήριξε ποτέ. Μια τελευταία υπεράσπιση είναι ο αφορισµός του Βολταιρου και του Ταλλεϋράνδου, ότι η γλώσσα συγκαλύπτει την σκέψη και την πεποίθηση πολύ περισσότερο από ό,τι τις αποκαλύπτει, Σηµειώστε επίσης ότι, αν επιτρέπεται οι Σκεπτικοί να ακολουθούν τα φαινόµενα ή να υποχωρούν αδογµάτιστα σε ορισµένα συναισθήµατα, τότε αυτό αρκεί ώστε να έχουν το ελεύθερο -πέρα από το δικαίωµα της χαλαρής οµιλίας- να µιλούν ex concessis ή δια της αυτο-αναίρεσης. Αν η λογική απόσταση ανάµεσα στη δογµατική 73
PETER SUBER πίστη και τη δογµατική απιστία είναι πολύ µεγάλη -όπως νοµίζω ότι είναι- και όχι πολύ µικρή, τότε το πρόβληµα της σκεπτικής οµιλίας και δράσης παύει να υπάρχει. Μπορεί να υπάρξει ριζοσπάστης Σκεπτικός;
Η τελευταία αντίρρηση στο σκεπτικ'σµό, την οποία θέλω να συζητήσω εδώ, είναι του Μπερτραντ Ράσελ, ότι δηλαδή «ο σκεπτικισµός, αν και είναι λογικά άψογος, είναι ψυχολογικά αδύνατος.»39 Ισχυρίζεται ότι η εποχή επί παντός µη οφθαλµοφανούς ή αυταπόδεικτου πράγµατος, απλούστατα είναι κάτι το αδύνατο, ακόµη και αν θα ήταν το πρέπον. Πρόκειται για παραλλαγή µιας πολύ παλιότερης ιδέας την οποία βρίσκουµε από την εποχή του Αριστοτέλη. Ο Πασκάλ λέει ότι ο νους εκ φύσεως επιθυµεί να πιστεύει, και, όταν δεν µπορεί να βρει την αλήθεια, θα προσκολλάται στο ψεύδος.40 Η Λογική, λέει, αντικρούει τους δογµατικούς υποσκάπτοντας όλες τους τις πεποιθήσεις, όµως η Φύση αντικρούει τους Σκεπτικούς εξαναγκάζοντας τους να πιστεύουν.41 0 Ουίλιαµ Τζέιµς λέει ότι το να πιστεύεις σε κάτι είναι ψυχολογικά αναπόφευκτο, ακόµη και αν, λογικά, είναι προαιρετικό.42 Ο Φ. Σίλλερ υποστηρίζει ότι υπάρχουν «ζωτικά αναγκαίες» πεποιθήσεις, ανάλογες µε την «ζωώδικη πίστη» του Σανταγιάνα.43 0 Χιουµ είναι ακόµη πιο ριζοσπαστικός. Λέει ότι η Φύση «σπάει µε τον καιρό τη δύναµη όλων των σκεπτικών επιχειρηµάτων», ακόµη κι όταν τα επιχειρήµατα είναι έγκυρα.44 Ο Χιουµ έχει πειστεί από τους Σκεπτικούς ότι όλοι οι δογµατικοί είναι τρελοί, έχει πειστεί όµως και από τη Φύση ότι δεν µπορεί να ακολουθήσει το σκεπτικισµό ως τα άκρα. Σε µια όχι τόσο γνωστή παρατήρηση του επιλέγει να είναι τουλάχιστον ένας ευτυχής και φυσικός τρελός,45 και να πιστεύει ό,τι του υπαγορεύει η φύση του.46 Για όλους αυτούς τους στοχαστές, η ανεπαρκώς θεµελιωµένη πεποίθηση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσµα, παρά τις πολύ καλές (και πιθανόν σοφές και δικαιωµένες) προσπάθειες του Σκεπτικού για το αντίθετο. Υπάρχει µακρά παράδοση δογµατικών αντιρ74
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ
ρήσεων που κατηγορούν το σκεπτικισµό ότι, στις πιο ενδιαφέρουσες ή προκλητικές µορφές του, απλώς δεν είναι εφικτός. Αλλά ο Πασκάλ, ο Χιουµ και ο Τζέιµς ανήκουν σε µια µικρότερη παράδοση που προχωρά µακρύτερα από τον ισχυρισµό ότι ο σκεπτικισµός είναι ανέφικτος, και που υποστηρίζει ότι η πίστη είναι πιο «φυσική» από την µη-πίστη, σε βαθµό που να βεβαιώνει ότι η µη-πίστη δεν µπορεί να διατηρηθεί µακροπρόθεσµα, πάνω στις πλατιές εκτάσεις της ανθρώπινης έρευνας. Αλλοι εµπλουτίζουν µε παραλλαγές αυτή την παράδοση, όπως ο Μονταίν, που λέει ότι η πίστη µπορεί να είναι προαιρετική, όµως εκείνοι που επιλέγουν να πιστεύουν κάτι, απλώς για να αποφύγουν να µην πιστεύουν τίποτε, είναι «ανόητοι». Λέει, παρεµπιπτόντως, ότι πολύ συχνά κάθε δογµατισµός ξεπέφτει σ' αυτό το είδος ανοησίας. Είναι σηµαντικό να επισηµάνουµε ότι κάποιοι σπουδαίοι σχολιαστές και φιλόσοφοι έχουν πει ότι ακόµη και ο «πλήρης» σκεπτικισµός είναι εφικτός: ο Αρκεσίλαος, ο Κικέρων48 και, αντιφάσκοντας µε τον εαυτό του, ο Μονταίν.4 Ο Φ. Σίλλερ υποστηρίζει ότι η καθολική αµφιβολία είναι δυνατή, αλλά η καθολική άρνηση της πίστης δεν είναι.50 Ένα πρόβληµα µε τον αντιρρητικό ισχυρισµό περί του ανέφικτου, είναι ότι πρόκειται για δογµατική ψυχολογική άποψη, και ο Σκεπτικός µπορεί επ' αυτής να αναστείλει την κρίση του. Αλλά ο Φιντεϊστής έχει δίκιο όταν λέει πως αυτό δεν σηµαίνει πως ο αντιρρητικός ισχυρισµός είναι ψευδής. Κι ακόµη πιο σηµαντικό είναι το ότι ο Σκεπτικός µπορεί να τον ανασκευάσει, µε το να γίνει ο ίδιος ένα αντι-παράδειγµα -αν µπορεί. Είναι ένα καλό ερώτηµα για περαιτέρω έρευνα. Θα πρέπει πάντως να σηµειώσουµε ότι η ιστορία των ιδεών και οι βιογραφίες των φιλοσόφων δεν µας φωτίζουν καθόλου: δεν γνωρίζουµε καµία αδιαµφισβήτητη περίπτωση κάποιου που να υπήρξε πλήρως Σκεπτικός. (Θα ήταν γοητευτικό να συζητήσουµε τις διφορούµενες περιπτώσεις αλλά θα είµασταν εκτός θέµατος.) Αντίθετα, αν στραφούµε στην ψυχολογία του εγχειρήµατος, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουµε ότι η υποτιθέµενη 75
PETER SUBER στάση του Καρτέσιου, («αµφιβάλλω για όλα εκτός από το ότι αµφιβάλλω»), προφανώς είναι πολύ πιο δύσκολη ψυχολογικά από την µετριοπαθή στάση των Πυρρώνειων, που ανέστελλαν την κρίση τους επί όλων των µη αυταπόδεικτων ισχυρισµών, χωρίς να τους αµφισβητούν και χωρίς να αυτο-υποχρεώνονται εξ αρχής να περικλείσουν ολόκληρο το σύµπαν στην κριτική τους. Υπάρχει µια προκλητική οµοιότητα ανάµεσα στο ερώτηµα αν είναι εφικτός ο άκρατος πυρρωνισµός, και στο ερώτηµα αν είναι εφικτή η βεβαιότητα. Το θέαµα των Πυρρώνειων σκεπτικών να εφαρµόζουν τους τρόπους τους ανελέητα και δίχως προκαταλήψεις, θα έκανε κάποιον να συµπεράνει ότι η βεβαιότητα είναι ανέφικτη. Αν είναι έτσι, θα πρέπει να δούµε τους Πυρρώνειους ως τραγικές φιγούρες, που η καθαρότητα της καρδιάς τους και τα υψηλά τους κριτήρια είναι ακριβώς τα εµπόδια για την επίτευξη του θεωρητικού σκοπού τους' και θα πρέπει να συµπεράνουµε ότι µόνο οι έντιµοι ερευνητές θα αποτύχουν, και θα αποτυγχάνουν πάντα. Και αν το έρµα της ανθρώπινης φύσης θα µας συγκρατεί πάντα από το να ρίχνουµε το ακόντιο µας µακριά όσο το θέλει ο πυρρωνισµός, τότε εκείνοι που τρέψουν υψηλές πυρρωνιστικές φιλοδοξίες είναι τραγικές φιγούρες και κατά µία διαφορετική έννοια. Τα υψηλά πρότυπα είναι εφικτά, µε την έννοια ότι µπορείς να τα υιοθετήσεις και να τα εφαρµόσεις. Αλλά αν η πραγµάτωση τους είναι αδύνατη, τότε αυτός που προσπαθεί να τα πραγµατώσει, πασχίζει να ικανοποιήσει κριτήρια που βρίσκονται πιο ψηλά από την ίδια τη ζωή. Αν καµία δογµατική άποψη δεν αντέχει στη δοκιµασία των Τρόπων, και αν είναι αδύνατη η εποχή επί όλων των δογµατικών προτάσεων, τότε η ίδια η ζωή θα είναι η δεύτερη καλύτερη επιλογή. Σηµειώστε ότι αν κάποιος που ισχυρίζεται ότι είναι Σκεπτικός συλληφθεί να δογµατίζει, αυτό δεν µπορεί να σηµαίνει παρά υποκρισία ή ασυνέπεια από µεριάς του' δεν είναι επιχείρηµα κατά του σκεπτικισµού. Αν προτιµούµε αυτή την γραµµή αντιπαράθεσης, θα πρέπει να δείξουµε ότι κανένας Σκεπτικός δεν µπορεί να αποφύγει το δογµατισµό. 76
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ Για προφανείς λόγους, ο σκεπτικισµός δεν είναι τόσο µια θεωρία η ενα σύστηµα αλλά περισσότερο είναι τρόπος ζωής. Ο Σέξτος το ονοµάζει αγωγή (Ι.4,1.209,1.212,1.232,1.235)· Εποµένως, η βιωσιµότητα του από ψυχολογικής πλευράς είναι το ίδιο σηµαντική όσο η λογική του συνοχή. Νοµίζω ότι ο ριζοσπαστικός ή πυρρώνειος σκεπτικισµός -όπως και το αίσθηµα της πλήρους απόγνωσης-, είναι εφικτός, τουλάχιστον κατά διαστήµατα. Όµως σε κάθε περίπτωση πιστεύω πως ακόµη και αν ο πυρρώνειος σκεπτικισµός είναι ψυχολογικά αδύνατος, ακόµη και αν ποτέ δεν εφαρµόστηκε από κανέναν µε τον πιο ολοκληρωµένο τρόπο, εντούτοις ο µύθος του ριζοσπάστη Σκεπτικού είναι το ίδιο πολύτιµος όσο θα ήταν το υπαρκτό παράδειγµα του. Γιατί ο µύθος του Πυρρώνειου σκεπτικού είναι ο µύθος του ανελέητου ερευνητή που σεβάστηκε την πνευµατική εντιµότητα, που ερεύνησε όλα τα ενδεχόµενα και τις εκδοχές χωρίς προκατάληψη, που αψήφισε την αυθεντία ή τη σεβασµιότητα των πίστεων (ή των πιστών) και εξέτασε τα πάντα -τις µαρτυρίες τους, τις βάσεις, την επιχειρηµατολογία που τα στηρίζει. Μπορεί, η λευκότητα µε την οποία ξεκινά να προκαθορίζει ότι το µόνο που θα βρει θα' ναι λευκότητα. 'Οµως αν δεν χάνουµε από τα µάτια την εικόνα ενός τέτοιου ερευνητή, τότε, στις δικές µας έρευνες, θα έχουµε κάποιον να µας υπενθυµίζει να κρατηθούµε µακριά από τη προπέτεια, την έπαρση και την ανεντιµότητα. Και τούτη η υπενθύµιση είναι επείγουσα, είτε είναι δυνατός ο ριζοσπαστικός σκεπτικισµός είτε όχι. Και πιο σηµαντική από τούτη την υπενθύµιση είναι το ότι προκαλεί στο πεδίο της µάχης κάθε δογµατισµό -φιλοσοφικό, θρησκευτικό, επιστηµονικό, πολιτικό και, φυσικά, τον συνηθισµένο δογµατισµό της κοινωνικής ζωής και της κοινής λογικής. Αν κάποιος δογµατισµός µπορεί να δικαιολογηθεί, τότε το πιθανότερο είναι να προσκολληθούµε σε δικαιολογηµένα δόγµατα, αν τυχόν βρεθούµε πρόσωπο µε πρόσωπο µε την απειλή του σκεπτικισµού. Αν η απειλή είναι πολύ µεγάλη και οι πεποιθήσεις µας καταρριφθούν, τόσο το καλύτερο για µας που το αφήσαµε να συµβεί. Ο 77
PETER SVBER Σκεπτικός µας προκαλεί να εξαγνίσουµε τις πεποιθήσεις και τις έρευνες µας από προκαταλήψεις και προτιµήσεις, από τις επιπόλαιες συµµαχίες και τις τυχαίες και συµπτωµατικές κληρονοµιές' να ξεπεράσουµε την προκατάληψη (κυριολεκτικά, προ-κατάληψη: το να «γνωρίζουµε προτού ερευνήσουµε»)" να εξετάσουµε όλες τις εκδοχές και δυνατότητες µε ενδιαφέρον, κατανόηση και κριτική προσοχή' και να αγαπούµε πιστά την αλήθεια, για να γλυτώσουµε από την αγκαλιά του ψεύδους µες στα σκοτεινά. Μόνο κάποιος που φοβάται την αλήθεια όσο φοβάται ο Σκεπτικός το λάθος, θα απέφευγε την αναµέτρηση µε το σκεπτικισµό απλώς και µόνο γιατί θα µπορούσε να βγει ηττηµένος. Η απειλή του Σκεπτικού ενάντια στο δογµατισµό είναι πραγµατική. Εµείς µε τις πεποιθήσεις µας δεν µπορούµε να πούµε στην Nescio ότι η προσωπική της αποτυχία να βρει µέχρι τώρα την αλήθεια είναι δικό της πρόβληµα. Είναι και δικό µας πρόβληµα, γιατί εκείνη έχει δει τις πεποιθήσεις µας και τις έχει βρει ελλιπείς. Υπάρχουν τρόποι να διατηρήσουµε τις όποιες πεποιθήσεις µας, χωρίς την πλήρη βεβαιότητα. Αλλά δεν υπάρχουν έντιµοι τρόποι χωρίς κριτική έρευνα. Το να δεχόµαστε ότι µπορεί να κάνουµε λάθος, το να είµαστε σεµνοί και χωρίς έπαρση ως προς τις πεποιθήσεις µας, το να διακρίνεται η όποια δέσµευση µας από συνεχή έρευνα και δεκτικότητα, είναι το ελάχιστο µάθηµα του σκεπτικισµού. Απέναντι στην άκαρπη κατάληξη των προσπαθειών του Σκεπτικού -αποτέλεσµα της ακραίας αφοσίωσης του στην πνευµατική εντιµότητα-, δεν θα έπρεπε να αναρωτιόµαστε για τυχόν προτερήµατα της ανεντιµότητας. Αντ' αυτού θα έπρεπε κατ' αρχήν να ρωτάµε τι άλλο, εκτός από την εντιµότητα, πρέπει να καλοδεχτούµε στην έρευνα, και πώς θα µπορούσε αυτό να µη µας ενοχοποιήσει. Και αντί να προσπαθούµε να προασπίσουµε την ελευθερία µας να έχουµε πεποιθήσεις -αναιρώντας ή αγνοώντας τον σκεπτικισµό, δηλαδή καταφεύγοντας σε απίθανα ή ανέντιµα µέσα-, καλύτερα να ρωτήσουµε γιατί εκτιµούµε αυτή την ελευθερία τόσο πολύ. 7«
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ Όσο για τα υπόλοιπα, ακόµη κι αν διατηρούµε ελπίδες περί επιστητού της αλήθειας, καλύτερα να ρωτάµε πώς θα αντεπεξέλθουµε στην αβεβαιότητα δίχως να την έχουµε πλήρως νικήσει' γιατί αυτή, καθώς φαίνεται, είναι η µοίρα µας.
Peter Suber Professor of Philosophy Department of Philosophy, Earlham College
79
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. J.M. Robertson, History of Free Thought, Ancient and Modem, N.Y. 1906, σ. 1.4. 2. Pascal, Pensees, L.158, B.236 (όπου Ι^=αρίθµηση Lafuma' Β=αρίθµηση Brunschwicg). 3. Βλ. "Εισαγωγή" του Bury στη µετάφραση τοιι, Sextos Empiricus, Outlines of Pyrrhonism, σσ.. xxxf ' επίσης Karl Mannheim, Ideology and Utopia, σ. 9. Ο Cioran {The Pall Into Time, University of Chicago Press, 197Ο, σσ. 76, 90, 92), υποστηρίζει, αντίστροφα, ότι οι Σκεπτικοί δεν αντικατοπτρίζουν την αναταραχή των καιρών τους όσο την προκαλούν. 4- Όλες οι παραποµπές στις Πυρρώνειες Υποτυπώσεις του Σέξτου Εµπειρικού θα γίνονται µέσα από το κείµενο. 5. Πλάτων, Απολογία 2id, 23b, 29c!. 6. Βλ. και Πασκάλ, Β.39Ο. 7. Πρβ. Πασκάλ, Pensees, L.160, Β.257' Μονταίν 11:12.371· 8. Κικέρων, Academica, Harvard University Press, 1933 (τόµος 19 Loeb Classical Library, Works ofGcero), σσ. 425' 453 (Σωκράτης)' 5Ο5 (Ουάρρων)' 6θ7 (Αντίπατρο?)' 55It 571. 5*! (ο ίδιος ο Κικέρων)' και 5Ο3 (Ορτένσιος). 9. Κικέρων, Academica, σσ. 453 (Αρκεσίλαος)' 455t 5°3. 609 (Καρνεάδης)' 501 (Μητρόδωρος ο Χίος)' και 659 (Κάτουλος). ΙΟ. Σενέκας, Επιστολή 88.43· 11. Κικέρων, Academica, σσ. 491, 501, 519. 5*9, 543. 553. 557. 5Ö5. 573. 5«3, 595ι 597, 651' Μονταίν, Δοκίµια ("Απολογία για τον Raymond Sebond"), Π: 12. 374, 376, 422. 12. Ντοστογέφσκι, Το υπόγειο. 13- Οι Σκεπτικοί δεν είναι οι µόνοι που βρίσκουν ότι ο σκεπτικισµός είναι πιο έντιµος από το δογµατισµό. Στον Αντίχριστο του ο Νίτσε, καθώς στηλιτεύει τους προηγούµενους φιλοσόφους κάνει µια παύση για να πει: Εξαιρώ λίγους σκεπτικιστές, τον πιο ευπρεπή τύπο στην ιστορία της φιλοσοφίας' όµως οι υπόλοιποι έχουν άγνοια των πρωταρχικών απαιτήσεων της πνευµατικής εντιµότητας. —Αντίχριστος, § 12. 14. Πασκάλ, Pensees, L.4O5, Β.421. 15. Pierre Bayk, Ισνοριχό χαι Κριτικό Λεξικό, "Πυρρών", σηµ. Β. 16. John Owen, Evening With the Skeptics; or, Fret Discussion on Free Thinkers. 2 τόµοι., Longmans, Green <&Co., 1881, σ. I.vii. 17. Πασκάλ, Pensees, L.54O, B.38O. 18. James, William, The Will to Believe, Dover Publications, 1956, σσ. 26, 94.
8o
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ 19. Κικέρων, Academica, σσ. 453. 55L 553. 631, 647· 20. Ντέιβιντ Χιουµ, A Treatise of Human Nature, Oxford University Press, 1968, σ. 218.
21. Peirce, Charles Sanders, "The Fixation of Belief <πο [Pane's] Essays in the Philosophy of Science, εκδ. Bobbs-Merrill, Library of Liberal Arts, 1957, σ. 13. 22. Μονταίν, Δοκίµια, 11:12.404: «Η εντύπωση της βεβαιότητας είναι είναι ένα βέβαιο δείγµα ανοησίας και άκρας αβεβαιότητας». Βλ. επίσης Χιουµ, Treatise..., σσ. 218, 2Ö9- Ο Βίττγκενσταϊν στο Περί Βεβαιότητας, αντιθέτως υποστήριξε ότι η βεβαιότητα δεν είναι πάντα ανόητη' βλ. 150, 344. 358, και ιδιαιτ. 235· 23. Μονταίν, 11:12.327' W.K. Clifford, "The Ethics of Belief," στο Clifford's Lectures and Essays, Macmillan, 1879. σσ. 28-29. 24. Benson Mates, "On Refuting the Skeptic", Proceedings and Addresses of the Ame rican Philosophical Association, 58, I (Sept. 1984) σ. 21-35. 25. Βλ. επίσης Πασκάλ, Pensees, L.177, L.4O4, L.519, L.53Ö, L.576, L.619, L.68i,L.69i,L.786. 26. Χέγκελ, Φαινοµενολογία του Πνεύµατος. 27- Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου. 28. Peirce, ο.π., σσ. 9, 3°· 29Βλ. Μονταίν, II: 12.423. 30. Για µία αποτίµηση της αξίας των πεποιθήσεων και της αλήθειας (σε σχέση µε την επιβίωση), βλ. F.C.S. Schiller, Problems of Belief, εκδ. George Η. Doran, 1924, κεφάλαια XI και ΧΠ. 31. Βίττγκενσταϊν, PhilosophicalInvestigations, µέροζ 299. «γγλ- εκδ. Macmillan, 1958. 32. Κικέρων, Academica II.8' Μονταίν, Π:Ι2.373. πρβ. 325· 33· Νίτσε, Χαρούµενη Επιστήµη, µέρος III. }4· Paul Feyerabend, Against Method, εκδ. NLB, 1975, σσ. 221-222. 35. Arne Naess, Scepticism, εκδ. Routledge, 1968, σσ. ιο-ιι, H3-16, 122. 36. Μονταίν, 11:12.392-393. 37- Πρβ. Χιουµ, Treatise..., σσ. 186-187. 38. Πασκάλ, Pensies, L.131, Β.434· 39· Μπέρτραντ Ράσσελ, Human Knowledge: Its Scope and Limits, εκδ. Allen & Unwin, 1948, σ. 9' πρβ. 196. 40. Πασκάλ, Pensies, L.66i, B.81. 41. Πασκάλ, ο.π. L.I3I, Β.434' πρβ· Bayk, ο.π. "Πυρρών", σ, 205. 42. William James, The Will to Believe, εκδ. Dover, 1956, σσ. 4, 9-11, 14, 21. 43· F.C.S. Schiller, Problems of Belief, εκδ. George H. Doran, 1924, σσ.. 33· 44· Χιουµ, Treatise..., a. 187, πρβ. 269' και Enquiries Concerning the Human Understanding and Concerning the Principles of Morals, Oxford University Press, 21972,
81
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ σ. 160. Για τη γενική θέση ότι ο απόλυτος Σκεπτικισµός δεν µπορεί να βιωθεί, βλ. Treatise..., σα. Ιΐ6, 214, 254· 45· Χιουµ, Treatise..., σ. 27Ο. 46. Βλ. και George Santayana, Scepticism and Animal Faith, Dover Publications, 1955. ft 308. 47. Μονταίν, Π: 12.373. 48. Κικέρων, Academica, σσ. 56y6$ (Αρκεσίλαος), και 6θ7 (ο ίδιος ο Κικέρων). 49· Μονταίν, Π:ΐ2.374· 50. F.C.S. Schiller, Problems of Belief, εκδ. George Η. Doran, 1924, σσ. 2$ κ.ε.
82
ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ι
j
ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
ι
ι
»3
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: 0 αστερίσκος* παραπέµπει στην ενότητα-γλωσσάριο "ΛΕΞΕΙΣ-ΟΡΟΙΕΝΝΟΙΕΣ", σελ. 361. 0 κύκλος0 παραπέµπει στην ενότητα-γλωσσάριο "ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ", σελ. 367. Οι αριθµητικοί εκθέτες παραπέµπουν στις "ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ", σ. 382 κ,ε.
»4
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ
85
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
Ι: Διογένης Λαέρτιος IX 6ΐ-73· Κεφ. ια' ΠΥΡΡΩΝ 9.6ι ΠύρρωνΉλέιος Πλειστάρχου µέν ήν υιός, χαθάχα'ι Διοχλής ιστορεί' ώς φησι δ'Απολλόδωρος εν Χρονιχοϊς, πρότερον ην ζωγράφος, χα'ι ήχοιχτε Βρυσωνος τοϋ Στίλπωνος, ώς 'Αλέξανδρος εν Διάδοχους, εΐτ' Άναξάρχου, ξυναχολουθών πανταχού, ώςχαι τοις γυµνοσοφισταΤς έν 'Ινδία συµµΐξαι χαι τοΐς Μάγοις. όθεν γενναιότατα δοχειφιλοσοφήσαι, το της άχαταληφίας χαι εποχής είδος είσαγαγών, ώς Άαχάνιος ό 'Αβδηρίτης φησίν. ουδέν γαρ ίφασχεν ούτε χαλόν ούτ'α'ισχρόν ούτε δίχαιον ούτ'άδιχον' χαι οµοίως έπ'ι πάντων µηδέν είναι τη αλήθεια, νόµω δέ χαι έθει πάντα τους ανθρώπους πράττειν' ού γαρ µάλλον τάδε η τάδε είναι έχαστον. 9-62 Άχόλουθός δ' ήν χα'ι τω βίω, µηδέν έχτρεπόµενοςµηδέ φυλαττόµενος, άπαντα υφιστάµενος, άµαξας, ει τύχοι, χαι χρηµνούς χαι χύνας χα'ι δσα <τοιαΰτα> µηδέν ταϊς α'ισθήσεσιν επιτρέπων, σώζεσθαι µέντοι, χαθά φασιν ο'ι περί τονΚαρύστιονΆντίγονον, ύπό των γνωρίµων παραχολουθούντων. Αίνεσίδηµος δέ φησι φιλοσοφείν µεν αυτόν χατά τον της εποχής λόγον, µη µέντοι γ' άπροοράτως έχαστα πράττειν. ό δέ προς τα ένενηχοντα έτη χατεβίω. Αντίγονος δέ φησιν ό Καρύστιος έν τφ Περί Πύρρωνος τάδε περί αύτοΰ, δτι την αρχήν άδοξος τε ήνχα'ι πένης χα'ι ζωγράφος, σώζεσθαι 9-63 τε αύτοΰ έν "Ηλιδι έν τφ γυµνασίφ λαµπαδιστάς µετρίως έχοντας, έχπατεΐν τε αυτόν χαι έρηµάζειν, σπανίως ποτ' έπιφαινόµενον τοις
86
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ
ΠΥΡΡΩΝ (360-270 π.Χ.) Ι:
Διογένης Λαέρτιος0, Ένατο Βιβλίο (9.61-73)
0 Πύρρων από την Ηλεία ήταν γιος του Πλειστάρχου, όπως αφηγείται και ο Διοκλής' κι όπως λέει και ο Απολλόδωρος στα "Χρονικά" του, ξεκίνησε ως ζωγράφος. Σύµφωνα µε την αφήγηση του Αλέξανδρου στις "Διαδοχές", είχε δάσκαλο τον Βρύσωνα, το γιο του Στίλπωνα' στη συνέχεια τον Ανάξαρχο0, τον οποίο και ακολούθησε σε όλα τα ταξίδια του φτάνοντας µέχρι την Ινδία, όπου συναναστράφηκε τους γυµνοσοφιστές και τους Μάγους. Κατά πώς φαίνεται, ύστερα από αυτή την εµπειρία αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία µε τον ευγενέστερο τρόπο, και εισήγαγε την ιδέα της άχβταληφίας και της εποχής, όπως αφηγείται ο Ασκάνιος ο Αβδηρίτης. Υποστήριζε δηλαδή πως δεν υπάρχει µήτε καλό µήτε αισχρό, δίκαιο ή άδικο. Κι έτσι, για όλα τα πράγµατα ισχυρίστηκε ότι τίποτε δεν υπάρχει στ' αλήθεια1 και ότι όλες οι ανθρώπινες πράξεις ορίζονται από τη συνήθεια και τις επικρατούσες αντιλήψεις' γιατί τίποτα δεν µπορεί να είναι περισσότερο έτσι απ' ό,τι αλλιώς. Στη ζωή του στάθηκε συνεπής µε τη θεωρία του" τίποτα δεν τον έβγαζε από το δρόµο του µήτε φυλαγόταν από τίποτα, αντιµετώπιζε τα πάντα, θες αµάξια, θες γκρεµούς, σκυλιά' σε τίποτα δεν επέτρεπε να τον καθοδηγούν οι αισθήσεις. Τον γλίτωναν οι φίλοι του που τον είχαν από κοντά -έτσι διαδίδει το περιβάλλον του Αντίγονου από την Κάρυστο. Όµως ο Αινεσίδηµος0 λέγει ότι µόνο στη φιλοσοφία υποστήριζε την εποχήν και ότι στις καθηµερινές του ασχολίες ήταν προνοητικός' µάλιστα, έζησε ενενήντα χρόνια. Να τι γράφει γι' αυτόν ο Αντίγονος ο Καρυστινός, στο βιβλίο του "Περί Πύρρωνος": Στην αρχή ήταν ένας1 άσηµος και φτωχός ζωγράφος. Σώζονται ακόµα κάτι δικοί του -µέτρια ζωγραφισµένοιλαµπαδηδρόµοι, στο γυµναστήριο της 'Ηλιδας. Ζούσε αποτραβηγµένος, έρηµος και µόνος, και σπάνια εµφανιζόταν στους δικούς »7
____________________ οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ _____________________ οίχοι. τοΰτο δε ποιεΐν άχούσαντα Ίνδοΰ τίνος όνειδίζοντοςΆναξάρχω ώς ούχ αν έτερον τίνα διδάξαι οδτος αγαθόν, αυτός αύλάςβασιλιχάς θεραπεύων. αεί χ'είναι εν τφ αΰτφ χαταστηµατι, ώστ'ειχαί τις αυτόνχαταλίποι µεταξύ λέγοντα, αύτω διαπεραίνειν τόνλόγον, χαίτοι χεχινηµένον τε<***> δνταεν νεότητι. πολλάχις, ψησί, χαί άπεδήµει, µηδεν'ι προειπων, χαί αυνερρέµβετο οίστισιν ήθελεν. χαί ποτ'Άνα-ξάρχου εις τέλµα εµπεσόντος, παρήλθεν ού βοηθησας' τινών δε αΐ-τιωµένων, αυτόςΆνάξαρχος έπηνει το άδιάφορονχα'ι άστοργον αϋ-τοΰ. 9Μ Καταληφθείς δέ ποτέ χαι αύτω λαλών χαι ερωτηθείς την α'ιτίαν εφη µελεταν χρηστός είναι, εν τε ταϊς ζητήσεσιν ΰπ' ούδενός χατε-φρονεΐτο δια τό <χαι δι>εξοδιχώς λέγειν χαι προς ίρώτησιν δθεν χαι Ναυσιφάνην ήδη νεανίσχον όντα θηραθήναι. εφασχε γοΰν γίνεσθαι δεΐν της µεν διαθέσεως της Πυρρωνείου, των δε λόγων των έαυτοϋ. ελεγέ τε πολλάχις χαι Έπίχουρον θαυµάζοντα την Πύρρωνος άνα-στροψήν συνεχές αύτοΰ πυνθάνεσθαι περί αύτοΰ. οΰτω δ'αυτόν ΰπό της πατρίδος τιµηθηναι ώστε χαι αρχιερέα χαταστησαι αυτόν χαι δι' έχεΐνον πάσι τοις φιλοσόφοις άτέλειαν φηφίσασθαι. [...] 9-65
'Αθηναίοι δε χαι πολιτεία αυτόν έτίµησαν, χαθά φησι Διοχλής, έπ'ι
9-66
τφ Κότυν τον θρρχα διαχρήσασθαι. εύσεβώς δε χαι τη αδελφή συνεβίω µαία οϋση, χαθά φησιν Ερατοσθένης εν τφ Περί πλούτου χαι πενίας, δτε χαι αυτός φέρων εις την άγοράν έπίπρασχεν όρνίθια, ει τιίχοι, χα'ι χοιρίδια, χαι τα έπ'ι της ο'ιχίας έχάθαιρεν άδιαφόρως. λέ-
88
t
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ του. Το 'κάνε αυτό επειδή είχε, λέει, ακούσει έναν Ινδό να επιπλήττει τον Ανάξαρχο, ότι δεν είναι σε θέση να διδάξει τους άλλους περί του αγαθού, τη στιγµή που ο ίδιος υπηρετεί βασιλικές αυλές. Ο Πυρρών πάντα βρισκόταν στην ίδια ψυχική κατάσταση' τόσο που ακόµα κι αν τον παρατούσε ποτέ κανείς στη µέση της οµιλίας του, εκείνος θα ολοκλήρωνε αυτό που είχε να πει, µιλώντας στον εαυτό του -µολονότι στα νιάτα του υπήρξε και πολύ κινητικός [λείπουν λέξεις]. Πολλές φορές, λέει, εγκατέλειπε την πόλη χωρίς να 'χει προειδοποιήσει κανέναν, και τριγυρνούσε µε όποιον το 'φέρνε η τύχη. Κάποτε που ο Ανάξαρχος έπεσε σ' ένα βάλτο, ο Πύρρων προσπέρασε χωρίς να τον βοηθήσει. Κάποιοι τον κατηγόρησαν γι' αυτό, όµως ο ίδιος ο Ανάξαρχος τον παίνεψε για τούτη την αδιαφορία και έλλειψη συναισθηµατισµού. Κάποτε που τον έπιασαν να µιλά µόνος του και τον ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό, εκείνος αποκρίθηκε ότι εξασκούνταν στην χρηστότητα. Στις συζητήσεις δεν τον περιφρονούσε κανείς, γιατί ο λόγος του ήταν διεξοδικός και δεν ξέφευγε από τα ερωτήµατα. Έτσι, ακόµα και ο Ναυσιφάνης0, που τότε ήταν νεαρός, αιχµαλωτίστηκε από τη διδασκαλία του. Ο τελευταίος συνήθιζε µάλιστα να λέει ότι θα πρέπει κανείς να αποκτήσει την διάθεσιν του Πύρρωνα, µα να ακολουθήσει τη διδασκαλία του Ναυσιφάνη. Και συχνά έλεγε πως ακόµα κι ο Επίκουρος ήταν εντυπωσιασµένος µε τούτη την στροφή του Πύρρωνα σ' έναν νέο τρόπο ζωής, και πως κάθε τόσο ρωτούσε να µάθει γι' αυτόν. Και πως οι συµπατριώτες του τον εκτιµούσαν τόσο που τον έκαναν αρχιερέα" και χάρη σ' αυτόν αποφάσισαν να απαλλάξουν από τη φορολογία όλους τους φιλοσόφους... Όπως λέει ο Διοκλής, η Αθήνα τον αναγόρευσε πολίτη της επειδή σκότωσε τον Κότυ τον Θράκα. Κι όπως γράφει ο Ερατοσθένης στο "Περί πλούτου και πενίας", ο Πύρρων συζούσε ευσεβώς µε την αδελφή του η οποία ήταν µαµµή. Πότε-πότε έφερνε ο ίδιος στην αγορά πουλερικά και γουρουνάκια για πούληµα, και ασχολιόταν και µε την καθαριότητα του σπιτιού, χωρίς να σκοτίζεται διόλου. 89
) οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ γεται δε χα'ι δέλφαχα λούειν αυτός ύπ' αδιαφορίας, χα'ι χολήσας τι περί της αδελφής, Φιλίστα δ' εχαλεϊτο, προς τον έπάαβόµενον ειπείν ώς ούχ εν γυναίω ή έπίδειξις της αδιαφορίας, χαι χυνός ποτ'έπενεχθέντος διασοβηθέντα ειπείν προς τον αϊτιασάµενον, ώςχαλεπόν εϊη ολοσχερώς έχδΰναι τον άνθρωπον διαγωνίζεσθαι δ' ώς οΐόν τε πρώτον µεν τοις εργοις προς τά πράγµατα, ει δε µη, τω γε λόγφ. 9-67
Φασι δε χαι σηπτιχών φαρµάχων χα'ι τοµών χα\ χαύσεων επί τίνος ελχουςαΰτώ προσενεχθέντων, άλλα µηδέ τάς όφρϋς συναγαγεΐν. χα'ι ό Τίµων δε διασαφεί την διάθεσιν αύτοΰ εν οϊς προς Πύθωνα διέξειαιν. άλλα χα'ι Φίλων ό 'Αθηναίος, γνώριµος αύτοΰ γεγονώς, ελεγεν ώς έµέµνητο µάλιστα µεν Δηµοχρίτου, είτα δε χαι Όµηρου, θαυµάζων αυτόν χα'ι συνεχές λέγων, οϊη περ φύλλων γενεή, τοίη δε χα'ι ανδρών'" χα'ι δτι σφηξι χα'ι µυίαις χα'ι όρνέοις εϊχαζε τους ανθρώπους, προφέ-ρεσθαι δε χα'ι τάδε' άλλα, φίλος, Θάνε χα'ι σύ' τίη όλοφύρεαι ούτως; χάτθανε χα'ι Πάτροχλος, δ περ σέο πολλόν άµείνων χα'ι δσα συντείνει εις τό άβέβαιονχα'ι χενόσπουδον άµα χα'ι παιδαρι-ώδες τών ανθρώπων.
9.68 Ποσειδώνιος δε χα'ι τοιούτον τι διέξεισι περί αύτοΰ. τών γάρ συµπλεόντων έσχυθρωπαχότων υπό χειµώνος, αυτός γαληνός ων άνέρρωσε την φυχήν, δείξας έν τώ πλοίω χοιρίδιον έσθίον χα'ι ειπών ώς χρη τον σοφόν εν τοιαύτη χαθεστάναι αταραξία.
Λίά&τΣΤ 146 ΛιάδαΦ ιο6
90
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ Λένε πως από την πολλή αδιαφορία, κάποτε έλουσε ένα γουρουνάκι. Και µια φορά που θύµωσε για ένα ζήτηµα της αδελφής του Φιλίστα την έλεγαν-, είπε σ' εκείνον που τον επέπληξε για το θυµό του ότι δεν ήταν διατεθειµένος να κάνει επίδειξη αδιαφορίας σε βάρος µιας αδύναµης γυναικούλας. Κάποτε που του χύµηξε σκυλί και ο Πυρρών φοβήθηκε, σ' εκείνον που τον σχολίασε είπε ότι είναι δύσκολο να απαλλαγεί κανείς πλήρως από την «ανθρωπινότητά» του, µα θα πρέπει παρ' όλα αυτά να αγωνίζεται ενάντια στις περιστάσεις, έµπρακτα αν µπορεί, αλλιώς µε λόγια. Λένε επίσης πως κάποτε που του θεράπευαν µια πληγή µε αντισηπτικά φάρµακα και καυτηριασµούς και τοµές, εκείνος ούτε που µόρφασε καθόλου. Ο Τίµων δίνει µια σαφή εικόνα του χαρακτήρα του Πύρρωνα, περιγράφοντας τον στον Πύθωνα. Αλλά και ο Φίλων ο Αθηναίος, φίλος του Πύρρωνα, έλεγε πως ο φιλόσοφος περισσότερο από όλους µνηµόνευε τον Δηµόκριτο0, καθώς και τον Όµηρο τον οποίο και θαύµαζε, και συχνά επαναλάµβανε τους στίχους: όµοιες µε τα φύλλα των δέντρων ειν' οι γενιές των ανθρώπων' και ότι παροµοίαζε τους ανθρώπους µε σφήκες, µύγες και πουλιά. Μάλιστα, συνήθιζε να απαγγέλλει και τους στίχους: Μα φίλε µου, πέθανε και συ. Τι κλαίγεσαι έτσι; Εδώ πέθανε ο Πάτροκλος, που 'ταν πολύ καλύτερος από σένα και άλλους παρόµοιους, που αναφέρονται στην αβεβαιότητα, την κενοσπουδία και το παιδαριώδες των ανθρώπων. Κάτι σχετικό διηγείται γι' αυτόν και ο Ποσειδώνιος0: ενώ ταξίδευε στη θάλασσα, έπιασε κακοκαιρία και οι συνεπιβάτες του έδειχναν φοβισµένοι' τότε ο Πύρρων, γαλήνιος και µε ακµαίο ηθικό, έδειξε ένα γουρουνάκι που βρισκόταν πάνω στο πλοίο και έτρωγε κείνη την ώρα, κι είπε ότι και ο σοφός άνθρωπος σε µια τέτοια κατάσταση αταραξίας θα πρέπει να βρίσκεται.
91
( οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ Μόνος δέ Νουµήνιος και δογµατίσαι φησίν αυτόν, τούτου προς τοιςάλλοιςκαιµαθητού γεγόνασινέλλόγιµοι, ών Εύρύλοχος'οδ φέρεται έλάσσωµα τάδε. φασι γάρ ώς ούτω παρωξύνθη ποτέ ώστε τον όβελίσχον άρας µετά των χρεών έως της αγοράς έδίωχε τον µάγει9.69
ρον. χοά έν'Ηλιδι καταπονούµενος ύπό τών ζητούντων έν τοις λόγοις, άπορρίφας θο'ιµάτιον διενήξατο [πέραν] τον Αλφειόν. ή~ν ουν πολεµιώτατος τοις σοφισταΐς, ώςχαΐ Τίµων φησίν. Όδέ Φίλων τα πλείστα διελέγετο <έαυτφ> δθεν χα'ι περί τούτου φησίν ούτως' ή τον άπ'ανθρώπων αύτόσχολον αύτολαλητήν ούχ έµπαζόµενον δόξης ερίδων τε Φίλωνα. Προς τούτοις διήκουσε τοϋ Πύρρωνος 'Εκαταίος τε ό Αβδηρίτης χα'ι Τίµων ό Φλιάσιος 6 τούςΣίλλους πεποιηχώς, περί οΰλέξοµεν, έτι τε Ναυσιφάνης <ό> Τήιος, ου φασί τίνες άχοΰσαι Έπίχουρον. ούτοι πάντες Πυρρώνειοι µεν από τοϋ διδασκάλου, άπορητιχοι δέχαϊ σκεπτικοί και ετι εφεκτικοί και ζητητικο'ι από τοϋ οίον δόγµατος προσ-
9-70 ηγορεύοντο. ζητητικη µεν οΰν φιλοσοφία από τοϋ πάντοτε ζητεΐν την άλήθειαν, σκεπτική δ' άπό τοϋ σκέπτεσθαι άε'ι και µηδεποτε εύρίσκειν, εφεκτική δ'άπό τοϋ µετά την ζήτησιν πάθους'λέγω δε την έποχήν' άπορητική δ'άπό τοϋ τους δογµατικούς άπορεινκαι αυτούς. Πυρρώνειοι δε άπό Πύρρωνος. Θεοδόσιος δ'έν τοΐς Σκεπτικοΐς κεφαλαίοις ου φησι δεϊν Πυρρώνειον καλεΐσθαι την σκεπτικήν ει γάρ τό καθ'έτερον κίνηµα της διανοίας άληπτόν έστιν, οϋκ είσόµεθα την Πύρρωνος διάθεσιν' µη είδότες δε ουδέ Πυρρώνειοι καλοίµεθ' άν.
92
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ 0 Νουµήνιος είναι ο µόνος που ισχυρίζεται ότι ο Πύρρων έχει διατυπώσει δόγµατα. Ο Πύρρων εκτός των άλλων απέκτησε και αξιόλογους µαθητές, µεταξύ τους και τον Ευρύλοχο" η ανεπάρκεια του τελευταίου φάνηκε στο εξής περιστατικό: κάποτε έγινε έξω φρενών µε τον µάγειρα, τόσο που άρπαξε τη σούβλα µε τα κρέατα και τον πήρε στο κυνήγι, φτάνοντας µέχρι την αγορά. Και στην Ήλιδα, µια φορά που τον ζόρισαν οι µαθητές του µε ερωτήµατα, ο Ευρύλοχος πέταξε τα ρούχα του, βούτηξε στον Αλφειό και βγήκε κολυµπώντας στην απέναντι όχθη. Και υπήρξε, όπως λέει και ο Τίµων, σφοδρός πολέµιος των σοφιστών. Ο µαθητής του ο Φίλων, πάλι, την περισσότερη ώρα συνοµιλούσε µε τον εαυτό του, γι' αυτό και ο Τίµων τού σκάρωσε το δίστιχο: µακριά από ανθρώπους, µε την πάρτη του ασχολείται και µόνος παραµιλάει ο Φίλων και µήτε που σκοτίζεται για τις θεωρητικές διαφωνίες. Εκτός από αυτούς, µαθητές του Πύρρωνα υπήρξαν ο Εκαταίος από τα Άβδηρα, ο Τίµων ο Φλιάσιος που έγραψε του "Σίλλους" θα µιλήσουµε γι' αυτόν παρακάτω-, καθώς και ο Ναυσιφάνης από την Τέω, που όπως λένε υπήρξε δάσκαλος του Επίκουρου. 'Ολοι αυτοί πήραν το όνοµα Πυρρώνειοι, από το δάσκαλο τους, αλλά και Απορητικοί χαα Σκεπτικοί, κι επίσης Εφεκτικοί xca Ζητητι-κοί, από τις αρχές που πρέσβευαν, «Ζητητική» ονοµάστηκε η φιλοσοφία τους από το ότι πάντοτε αναζητούν την αλήθεια, «σκεπτική» από το ότι πάντοτε ερευνούν και ποτέ δεν βρίσκουν, «εφεκτική» από αυτό που τους συµβαίνει µετά την αναζήτηση -και εννοώ την εποχήν-, και «απορητική» διότι έφερναν σε αδιέξοδο και τους δογµατικούς αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους. Και βέβαια, Πυρρώνειοι από τον Πύρρωνα. Ο Θεοδόσιος, στα "Σκεπτικά Κεφάλαια" του, λέει ότι δεν πρέπει ο Σκεπτικισµός να λέγεται Πυρρωνισµός. Διότι εφ' όσον µάς είναι δύσκολο να συλλάβουµε την κίνηση του νου προς τη µία ή την άλλη κατεύθυνση, δεν µπορούµε να γνωρίζουµε ποιες ήταν οι διαθέσεις του Πύρρωνα, και χωρίς να 93
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ προς τώ µηδέ πρώτον εύρηχέναι την σχεπτιχήν Πύρρωναµηδ'εχειν ■η δόγµα, λέγοιτο δ'«ν Πυρρώνειος όµοτρόπως. 9·7ΐ Ταύτης δε της οάρέσεως ένιοί' φασιν "Οµηρον χατάρξαι, εκεί περί των αυτών πραγµάτων παρ' όντινοΰν άλλοτ' άλλως αποφαίνεται χαϊ ουδέν όριχώς δογµατίζει περί την άπόφασιν. έπειτα χαϊ τα των επτά σοφών σχεπτιχά είναι, οίον το Μηδέν άγαν, χαϊ Έγγύα, πάρα δ 'άτα' δηλοΰσθαι γαρ τω βεβαίως χαϊ πεπεισµένως διεγγυωµένφ έ-παχολουθεΐν άτην. άλλα xat 'Αρχίλοχον χαϊ Εΰριπίδην σχεπτιχώς εχειν, έν οϊς Αρχίλοχος µεν φησι' τοΐος άνθρώποισι θυµός, Γλαΰχε Λεπτίνεω πάϊ, γίγνεται θνητοΐς όχοίην Ζευς έπ'ήµέρην άγει. Ευριπίδης δέ'" τίδήτα τους ταλαίπωρους βροτούς φρονεΐν λέγουσι; σοΰ γαρ εξηρτήµεθα δρώµέν τε τοιαΰθ'αν σύ τυγχάνης θέλων. 9.72
Ού µην άλλα χα'ι
Ξενοφάνης χα'ι Ζήνων ό Έλεάτης χαϊ Δηµόχρι-τος χατ'αυτούς σχεπτιχοι τυγχάνουσιν' έν οΐς Ξενοφάνης µεν φησι' χα'ι το µέν οδν σαφές οδτις άνηρ ϊδεν ουδέ τις εσται εΐδώς. Ζήνων δέ τήν χίνησιν αναιρεί λέγων, "τό χινούµενον οΰτ'έν φ έστι τόπφχινεϊται ούτ'ένφµή εστί"'Δηµόχριτος δε τάς ποιότητας έχ-βάλλων, ίνα φησι, "νόµω θερµόν, νόµω φυχρόν, έτεη δε άτοµα χα'ι
Eupwr. IxeaStf 734-6
94
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ τις γνωρίζουµε δεν µπορούµε να λεγόµαστε Πυρρώνειοι. Χώρια που δεν ανακάλυψε πρώτος ο Πυρρών τον Σκεπτικισµό, ούτε έχει διατυπώσει κάποια συγκεκριµένη θεωρία. Πυρρώνειος θα µπορούσε να λέγεται κάποιος που είναι όµοιος µε τον Πύρρωνα στον τρόπο ζωής. Μερικοί ισχυρίζονται πως τούτη τη Σχολή την ξεκίνησε ο 'Οµηρος επειδή, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον,για τα ίδια ζητήµατα αποφαίνεται διαφορετικά κάθε φορά, χωρίς να δογµατίζει µε τρόπο απόλυτο για την κρίση που εκφέρει. Κι έπειτα, τα ρητά των Επτά Σοφών είναι κι αυτά σκεπτικού χαρακτήρα, όπως λ.χ. το «Ποτέ υπερβολές» ή το «Ο δεσµευτικός λόγος είναι κατάρα», που θα πει πως αυτόν που εγγυάται κάτι µε βεβαιότητα και πίστη τον περιµένει η καταστροφή. Αλλά και ο Αρχίλοχος και ο Ευριπίδης σκεπτική διάθεση είχαν- ο µεν Αρχίλοχος γράφει: Η ανθρώπινη ψυχή, Γλαύκε του Λεπτίνου, είναι σαν µια από τις µέρες που στέλνει ο Δίας εδώ κάτω Ο Ευριπίδης, πάλι, λέει: Ω Δία, πώς µπορούν και λεν πως οι ταλαίπωροι θνητοί έχουνε νου; Αφού από σένα εξαρτιόµαστε και κάνουµε ό,τι τυχαίνει να θέλεις εσύ. Αλλά και ο Ξενοφάνης κι ο Ζήνων ο Ελεάτης κι ο Δηµόκριτος, σύµφωνα µε τα λεγόµενα τους, είναι κι αυτοί Σκεπτικοί. Ο Ξενοφάνης λέει: Την καθαρή αλήθεια κανείς δεν τη γνωρίζει µήτε και θα υπάρξει κάποιος που θα τη µάθει. Ο Ζήνων πάλι, αναιρεί την ιδέα της κίνησης, λέγοντας: «Το κινούµενο σώµα δεν κινείται, ούτε στο σηµείο όπου βρίσκεται ούτε στο σηµείο όπου δεν βρίσκεται.» Κι ο Δηµόκριτος απορρίπτει τις ιδιότητες των πραγµάτων για να ισχυριστεί: «Το κρύο και το ζεστό είναι συµβατικές ιδιότητες που προσδίδει ο άνθρωπος' στην 95
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ χενόν"'χαΙ πάλιν, "έτεηδέ ουδέν ιδµεν'ένβυθώ γαρ ή αλήθεια." χα'ι Πλάτωνα το µεν αληθές θεοΐς τε χα'ι θεών παισΊν έχχωρεΐν, τον δ' ε'ιχότα λόγον ζητεΐν. χα'ι Εύριπίδηνλέγειν 973
τις δ' οιδεν ει το ζην µεν έστι χατθανεΐν, το χατθανεΐν δέ ζην νοµίζεται βροτοΐς; * άλλα χα'ι Έµπεδοχλέα' οΰτως οΰτ' έπιδερχτά τάδ'άνδράσιν οΰτ'έπαχουστά ούτε νόω περιληπτά' χα'ι επάνω, αυτό µόνον πεισθέντες δτψ προσέχυρσεν έχαστος' έτι µην Ήράχλειτον, "µη είχή περ'ι των µεγίστων συµβαλλώµεθα"' χα'ι Ίπποχράτην έπειτα ένδοιαστώς χα'ι ανθρωπίνως άποφαίνεσθαι' χα'ι πριν "Οµηρον, στρεπτή δέ γλώσσ'έστ'ι βροτών, πολέες δ'ίνι µϋθοι' χα'ι έπέων δέ πολύς νοµός ένθα χα'ι ένθα' χα'ι όππόϊόν χ' ειπησθα έπος, τοΐόν χ' έπαχούσαις' την Ίσοσθένειαν λέγων χα'ι αντίθεσιν των λόγων.
Naodt, Trug. Gmec. Fngp,., Eup. 638
96
ß
«µηρός IX. Τ 248-250
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ πραγµατικότητα δεν υπάρχουν παρά άτοµα και κενό.» Και πάλι: «Στην πραγµατικότητα δεν γνωρίζουµε τίποτα' η αλήθεια βρίσκεται στο βυθό.» Και για τον Πλάτωνα λένε πως αφήνει τη γνώση της αλήθειας στους θεούς και στα παιδιά των θεών, κι ο ίδιος απλώς αναζητά µια πιθανή ερµηνεία των πραγµάτων. Κι ότι ο Ευριπίδης λέει: Ποιος ξέρει αν το να πεθαίνεις δεν είναι ζωή κι αν αυτό που νοµίζουν οι θνητοί πως είναι ζωή δεν είναι παρά θάνατος; Αλλά και ο Εµπεδοκλής: Κι έτσι, ούτε να τα δούνε µπορούν οι άνθρωποι ούτε να τ' ακούσουν, ούτε να τα συλλάβουν µε το νου' και πριν απ' αυτό: Ανάλογα µε το τι έχει συναντήσει ο καθένας, πιστεύει' Κι ακόµα, ο Ηράκλειτος: «Ας µη συµφωνούµε στην τύχη, πάνω σε ζητήµατα µεγίστης σηµασίας»' και ότι ακόµη κι ο Ιπποκράτης εµφανιζόταν να έχει ανθρώπινες αβεβαιότητες. Και πριν απ' αυτούς ο Όµηρος είχε πει: Ευλύγιστη είναι η γλώσσα των ανθρώπων' χαι µέσα της πλήθος οι οµιλίες' και διάπλατο το λιβάδι των λόγων δώθε κι εκείθε' και Ό,τι λόγο και να πεις, τέτοιον θα σου αντιγυρίσουν -εννοώντας τους αντιτιθέµενους λόγους και την ισοδυναµία τους.
97
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
2: Διογένης Λαέρτιος IX Ι00-Ιΐ6. Κεφ. ιβ' ΤΙΜΩΝ 9-109 Άπολλωνίδης ό Νιχαεύς[...] φησϊ τον Τίµωνα είναι πατρός µεν Τιµάρχου, Φλιάσιον δε το γένος' νέον δε χαταλειφθέντα χορεύειν, έπειτα χαταγνόντα άποδηµήσαι εις Μέγαρα προς Στίλπωνα' χάχεί-νω συνδιατρίφαντα αδθις έπανελθεϊν όϊχαδε χαι γήµαι. είτα προς Πύρρωνα εΐςΉλιν άποδηµήσαι µετά <τής> γυναιχός χάχεΐδιατρίβειν έως αΰτω παίδες έγένοντο, ών τον µεν πρεσβύτερον Ξάνθον έ9-πο χάλεσε χαι ΐατριχήν έδίδαξε χαι διάδοχον τοϋβίου χατέλιπεν. [...] Ήν δε, ψησ'ιν ό Αντίγονος χαι φιλοπότης χαι άπα των φιλοσόφων ε'ισχολάζοι ποιήµατα συνέγραφε" χαι γάρχα'ι επηχαΐ τραγωδίας χαι σατύρους (χαι δράµατα χωµιχά τριάχοντα, τά δε τραγιχά έξηχοντα) 9.111 σίλλους τε χαι χιναίδους. [... ] των δε Σίλλων τρία εστίν, εν οϊς ώς αν σχεπτιχός ών κάντας λοιδορεί χαι σιλλαίνει τους δογµατιχούς εν παρωδίας ειδει. ών το µεν πρώτον αύτοδιήγητον έχει την ερµηνείαν, το δε δεύτερον xai τρίτον εν διαλόγου σχήµατι. φαίνεται γοϋν άναχρίνων Ξενοφάνην τον Κολοφώνιον περί έχάστων, ό δ' αΰτω διηγούµενός έστι' χαι εν µεν τω δευτερω περί των αρχαιοτέρων, εν δέ τω τρίτω περί των υστέρων δθεν δη αΰτω τίνες xai Έπίλογον έπε9.H2 γραφαν. το δέ πρώτον ταύτα περιέχει πράγµατα, πλην στι µονοπρόσωπος εστίν ή ποίησις' αρχή δ'αϋτφ ήδε, έσπετε νΰνµοι όσοι πολυπράγµονες έστε σοφισταί. Έτελεύτησε δ'εγγύς ετών ένενήχοντα, ώς φησιν ό Αντίγονος χαι Σωτίων εν τω ένδεχάτφ. τούτον εγώ χαι έτερόφθαλµον ηχούσα, έπει
98
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ
ΤΙΜΩΝ ο ΦΛΙΑΣΙΟΣ (325-230 ττ.Χ.)
2:
Διογένης Λαέρτιος, 9.109-116
Ο Απολλωνίδης ο Νικαεύς [...] λέει ότι ο Τίµων, γιος του Τίµαρχου, καταγόταν από την Φλειούντα. Ορφάνεψε µικρός και έγινε χορευτής, αργότερα όµως αποδοκίµασε αυτή την ενασχόληση και µετοίκησε στα Μέγαρα, στον Στίλπωνα. Αφού έµεινε κοντά του για ένα διάστηµα, επέστρεψε στην πατρίδα και παντρεύτηκε. Κατόπιν, πήγε στον Πύρρωνα, στην Ήλιδα, µαζί µε τη γυναίκα του. Έµεινε εκεί µέχρι που απόκτησε παιδιά' το πρωτότοκο το ονόµασε Ξάνθο και του δίδαξε ιατρική, και του κληροδότησε το βιός του. [...] Ο Αντίγονος λέει πως του Τίµωνα του άρεσε το πιοτό, και πως όταν δεν καταγινόταν µε τη φιλοσοφία έγραφε ποιήµατα, έπη, τραγωδίες, σατυρικά και κωµικά δράµατα, τριάντα κωµωδίες και εξήντα τραγωδίες, "Σίλλους" και "Κιναίδους".... Οι "Σίλλοι" είναι τρία βιβλία' σ' αυτά, ως Σκεπτικός που ήταν, βρίζει και εµπαίζει -σε ύφος παρωδίας- όλους τους δογµατικούς φιλοσόφους. Στο πρώτο βιβλίο εκφράζει απόψεις µιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, ενώ το δεύτερο και το τρίτο έχουν διαλογική µορφή: εµφανίζει τον εαυτό του να απευθύνει στον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο ερωτήσεις για τον καθένα φιλόσοφο, και τον Ξενοφάνη να του εξηγεί. Στο δεύτερο βιβλίο τον ρωτά για τους παλαιούς φιλοσόφους, ενώ στο τρίτο για τους µεταγενέστερους (γι' αυτό και κάποιοι έδωσαν στο βιβλίο τον τίτλο "Επίλογος"). Το πρώτο βιβλίο µιλά για τα ίδια θέµατα, µόνο που το ποίηµα έχει µορφή µονόλογου. Αρχίζει έτσι: Ακολουθήστε µε τώρα, εσείς οι πολυπράγµονες σοφιστές. Πέθανε κοντά ενενήντα χρονών, όπως γράφει ο Αντίγονος και ο Σωτίων στο ενδέκατο βιβλίο του. Άκουσα για τον Τίµωνα ότι ήταν και µονόφθαλµος -ο ίδιος µάλιστα αυτοαποκαλούνταν Κύ99
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ χα'ι αυτός αυτόν Κύκλωπα έχάλει. γεγονε χα'ι έτερος Τίµων ό µισάνθρωπος. Όδ'οδν φιλόσοφος χαι φιλόχηπος ήν σφόδρα χαι Ίδιοπράγµων, ώς χα'ι Αντίγονος φησι. λόγος γοΰν ειπείν'Ιερώνυµον τον περιπατητιχόν έπ'αυτού, " Ώς παρά τοιςΣχύθαιςχαι οι φεύγοντες τοξεύουσι χ«1 οι διώχοντες, ούτω των φιλοσόφων οίµεν διώχοντες θηρώσι τους µαθητάς, οί δέ φεύγοντες, χαθάπερχα'ι ό Τίµων." 9-113 Ήν δε χα'ι οξύς νοήσαι χα'ι διαµυχτηρίσαι' φιλογράµµατόζ τε χα'ι τοις κοιηταίς µύθους γράφαι ικανός χαι δράµατα αυνδιατιβέναι. µετεδίδου δε των τραγωδιών 'Αλεξάνδρω χα'ι 'Οµήρω. θορυβούµενός θ' ύπό των θεραπαινώνχα'ι χυνώνέποίειµηδέν, σπουδάζων περ'ι το ήρεµάζειν. φασ'ι δε χα'ι Άρατον πυθέσθαι αυτού πώς τήν'Οµήρου ποίησιν ασφαλή χτήσαιτο, τον δε ειπείν, "ει τοις άρχαίοις άντιγράφοις έντυγχάνοι χα'ι µη τοις ήδη διωρθωµένοις." εΐχή τε αΰτφ εκείτο τα 9-H4 ποιήµατα, ενίοτε ήµίβρωτα· ώστε χα'ι Ζωπύρω τωρήτορι άναγινωσχοντά τι έπιτυλίττεινχαι κατά το έπελθόν διεξιέναι'έλθόντα τ'εφ' ηµισείας, ούτως εύρεΐν το απόσπασµα τέως άγνοοΰντα. τοσούτον ήν αδιάφορος, άλλα χα'ι εύρους, ώς µηδ' άρισταν συγχρονείν. φασ'ι δ' αυτόν Άρχεσίλαον θεασάµενον δια τών Κερχώπων Ιόντα, ειπείν, "τι σύ δώρο, ένθαπερ ηµείς οι 'ελεύθεροι;" συνεχές τε επιλέγειν είώθει προς τους τάς αισθήσειςµετ'επιµαρτυρούντος του νοΰ εγκρίνοντας, συνήλθεν Άτταγας τε χα'ι Νουµήνιος. είώθει δε χα'ι παίζειν τοιαύτα, προς ουν τον θαυµάζοντα πάντα εφη, "τίδ'ού θαυµάζεις ότι τρεις δντες τέτταρας έχοµεν οφθαλµούς;" ήν δ' αυτός τε ετερόφθαλµος χα'ι ό Διοσκουρίδης µαθητής αυτού, χαι ό
Ατταγάς και Νουµήνιος: περιβόητοι ληστές της εποχής. Το ευφυολόγηµα του Τίµωνα, που παροµοιάζει µ' αυτούς την αίσθηση και τη λογιχή που εξαπατούν τους ανθρώπους, ίσως µπορούσε να αποδοθεί -όχι όµως και τόβο πετυχηµένα- µε ανάλογες σηµερινές εκφράσεις του τύπου, «κύλισε ο τέντζερης...» ΙΟΟ
ΠΡΩΙΜΟΣ, ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΙ χλωπας. Υπήρξε και ένας άλλος Τίµων, ο µισάνθρωπος. Ο φιλόσοφος, λοιπόν, αυτός, σύµφωνα µε τον Αντίγονο, έτρεφε µεγάλη αγάπη για τους κήπους και προτιµούσε να ασχολείται µε τις ιδιωτικές του υποθέσεις. Λένε πως είπε γι' αυτόν ο Αριστοτελικός Ιερώνυµος: «'Οπως οι Σκύθες που ρίχνουν µε το τόξο είτε όταν τρέχουν να ξεφύγουν είτε όταν επιτίθενται, έτσι και οι φιλόσοφοι' άλλοι καµακώνουν µαθητές κυνηγώντας τους, και άλλοι αποφεύγοντας τους, όπως ο Τίµων». Είχε κοφτερό µυαλό, και εύκολα ξίνιζε τα µούτρα σε ένδειξη περιφρόνησης. Αγαπούσε το γράψιµο, και είχε το ταλέντο να σκαρώνει υποθέσεις έργων για χάρη των ποιητών και να συνεργάζεται µαζί τους στη δραµατουργία' τους τραγωδούς Αλέξανδρο και Όµηρο τους βοηθούσε στο γράψιµο. Όταν τον ενοχλούσαν οι υπηρέτριες του σπιτιού ή τα σκυλιά, διέκοπτε κάθε δραστηριότητα του και έβαζε τα δυνατά του να ηρεµίσει. Λένε πως ο Άρατος τον ρώτησε πώς θα µπορούν να έχει ένα αξιόπιστο κείµενο των Οµηρικών έργων' και ο Τίµων αποκρίθηκε: «Αν βρεις τα αρχαία αντίγραφα και όχι τα διορθωµένα». Τα ποιήµατα του τα παρατούσε εδώ κι εκεί, µερικές φορές µισοτελειωµένα. Κάποτε, διαβάζοντας τα στον Ζώπυρο τον ρήτορα, ξετύλιγε τους κυλίνδρους στην τύχη, χωρίς σειρά' και φτάνοντας στα µισά, ανακάλυψε ένα απόσπασµα του που το είχε για χαµένο. Τόσο αδιάφορος ήταν. Αλλά και τόσο καλόβολος, που δεν τον πείραζε να στερηθεί το γεύµα του. Λένε πως όταν κάποτε είδε τον Αρκεσίλαο0 να περνά από την περιοχή των Κερκώπων, του είπε, «Τι γυρεύεις εσύ εδώ, που συχνάζουµε εµείς οι ελεύθεροι;» Και για όσους αποδέχονταν την µαρτυρία των αισθήσεων µε την ταυτόχρονη επιβεβαίωση της λογικής, διαρκώς επαναλάµβανε τη φράση, «Βρήκε ο Ατταγάς τον Νουµήνιο». Σε τέτοια ζητήµατα, συνήθως το 'ρίχνε στο αστείο. Σε κάποιον που είχε απορίες µε τα πάντα, είπε: «Γιατί δεν απορείς, που είµαστε τρεις και έχουµε τέσσερα µάτια;». 0 ίδιος και ο µαθητής του Διοσκουρίδης ήσαν µονόφθαλµοι, ενώ ο άλλος είχε και τα δυο του ιοί
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ 9. Ι 15 xpöf δν ίλεγεν υγιής, ερωτηθείς δε ποτέ ΰπό του Άρχεσιλάου διά τι παρείη έχ Θηβών, εφη, " ίν' υµάς άναπεπταµένους όρων γελώ." όµως δέ χαθαπτόµενος τοϋΆρχεσιλάου εν τοις Σίλλοις έπ^νεχεν <χΰτόν <έν> τω έπιγραφοµένω Άρχεσιλάου περιδείπνφ. Τούτου διάδοχος, ώς µεν Μηνόδοτός φησι, γεγονεν ουδείς, άλλα διελιπεν ή αγωγή εως αυτήν Πτολεµαίος ό Κυρηναϊος άνεχτήσατο. ώς δ'Ίππόβοτός φησι χα'ι Σωτίων, διήχουσαν αύτοϋΔιοσχουρίδης Κύπριος χαι Νιχόλοχος Ρόδιος χα'ι Εΰφράνωρ Σελευχεύς Πραύλους τ'άπό Τρωάδος, δς ούτω χαρτεριχός εγενετο, χαθά φησι Φύλαρχος Ίστορών, ώστ'άδίχως ύποµεΐναι ώςέπι προδοσία χολασθηναι, µηδέ λόγου τους πολίτας χαταςΊώσας. 9.116 Εϋφράνορος δε διήχουσεν Εΰβουλος Άλεξανδρεύς, οδ Πτολεµαίος, ob" Σαρπηδών χαι Ήραχλείδης, Ήραχλείδου δ'Αινεσίδηµος Κνώσιος, δς χαι Πυρρωνείων λόγων οχτώ συνέγραψε βιβλία' οδ Ζεύξιππος ό πολίτης, οδ 2!εΰξις ό Γωνιόπους, οδ Άντίοχος Λαοδιχεύς άπό Λόχου' τούτου δε Μηνόδοτος ό Νιχοµηδεύς, ιατρός εµπειρικός, χα'ι θειωδάς Λαοδιχεύς' Μηνοδότου δε 'Ηρόδοτος Άριέως Ταρσεύς' 'Ηροδότου δε διήχουσε Σέξτος ό εµπειρικός, οδ χα'ι τά δέχα τών Σχε-πτιχών χα'ι άλλα χάλλιστα' Σέξτου δέ διήχουσε Σατορνϊνος ό Κυ-θηνάς, έµπειριχός χα'ι αυτός.
Ι02
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ µάτια. Κάποτε που ο Αρκεσίλαος ρώτησε τον Τίµωνα, για rt0t λόγο ήρθε από τη Θήβα, εκείνος αποκρίθηκε: «Για να σας βλέπω εδώ όλους απλωµένους και να γελάω.» Πάντως, τον Αρκεσίλαο, παρ' όλο που του έκανε κριτική (στους "Σίλλους"), τον έχει παινεψει στο έργο "Αρκεσιλάου Επικήδειος Δείπνος".
ΕΠΙΓΟΝΟΙ Διάδοχος του, όπως λέει ο Μηνόδοτος, δεν υπήρξε κανείς" η σχολή έπαψε για ένα διάστηµα να υπάρχει, ώσπου ανέλαβε την επανίδρυση της ο Πτολεµαίος από την Κυρήνη. 0 Ιππόβοτος και ο Σωτίων γράφουν ότι µαθητές του υπήρξαν οι: Διοσκουρίδης ο Κύπριος, Νικόλοχος ο Ροδίτης, Ευφράνωρ από τη Σελεύκεια και Πραΰλους ο Τρωαδίτης" ο τελευταίος -όπως µαθαίνουµε από τον Φύλαρχο-, έδειξε τόση καρτερικότητα που υπέµεινε την άδικη τιµωρία του για προδοσία που δεν είχε κάνει, απαξιώντας να πει έστω και ένα λόγο στους συµπολίτες του. Μαθητής του Ευφράνορα ήταν ο Εύβουλος ο Αλεξανδρεύς, του Εύβουλου ο Πτολεµαίος, του Πτολεµαίου οι Σαρπηδών και Ηρακλείδης, του Ηρακλείδη ο Αινεσίδηµος από την Κνωσσό συγγραφέας οχτώ βιβλίων µε Πυρρώνειους λόγους. Μαθητής του Αινεσίδηµου υπήρξε ο Ζεύξιππος που ήταν συµπολίτης του' µαθητής του Ζεύξιππου ο Ζεύξις ο Στραβοπόδης, του οποίου µαθητής ήταν ο Ανχίοχος από τη Λαοδίκεια της Λυκίας' του Αντίοχου ο Μηνόδοτος από τη Νικοµήδεια, εµπειρικός γιατρός, και ο Θειωδάς ο Λαοδικεύς. Μαθητής του Μηνόδοτου ο Ηρόδοτος Αριέως από την Ταρσό' του Ηροδότου ο Σέξτος Εµπειρικός που έγραψε δέκα βιβλία περί Σκεπτικισµού, καθώς και άλλα βιβλία, πάρα πολύ ωραία" µαθητής του Σέξτου ήταν ο Σατορνίνος ο Κυθηνάς, επίσης εµπειρικός γιατρός.
103
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
3<χ: Διογένης Λαέρτιος II 107 ...περί αύτοΰ ταϋτά φησι Τίµων, προσπαρατρώγων χαι τους λοιπούς Σωχρατιχούς' άλλ'οΰµοι τούτωνφλεδόνων µέλει, ουδέ γάράλλου ούδενός, οϋ Φαίδωνος δτις γένετ\ οΰδ'έριδάντεω Εύχλείδεω, Μεγαρεϋσιν δς έµβαλε λύσσαν έρισµοϋ.
3β: 'Αριστοκλής (Εΰσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή 14.18.17) δ γε τοι Τιµών ταύτα χαι λέγει περί τοΰ Πύρρωνος' άλλ Όϊον τον άτυφον εγώ ιδον ήδ'άδάµαστον πασιν δσοις δαµνααθεβροτών άφατοι τε φατοίτε, λαών έθνεαχοΰφα, βαρυνόµεν'ένθα χαι ένθα έχ παθέων δόξης τε χαι εϊχαίης νοµοθήχης,
3f. Σέξτος ό Εµπειρικός Προς Φυσικούς 9-57 µέµνηται δε ταύτης της ιστορίας χαι Τίµων ό Φλιάσιος εν τω δευτερω των Σίλλων ταύτα διεξερχάµενος, <τό>τε χαι µετέπειτα σοφιστών οΰτ' άλιγυγλώσσφ οΰτ'άσχόταρ οδτ' άχυλίστφ Πρωταγόρα' έθελον δε τέφρην συγγράµµατα θεΐναι, ρττι θεούςχατέγραφ'ούτ'εΐδέναι ούτε δόνασθαι όπποΐοί τινές ε'ισι χαι εϊ τίνες άθρήσασθαι, πασαν έχων ψυλαχήν έπιειχείης.
ίο4
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΙΜΩΝ Α 3α: Διογένης Λαέρτιος 2.107 Γι' αυτόν [σ.τ.µ.: τον Ευκλείδη τον Μεγοφέα της Διαλεκτικής σχολής] είπε ο Τιµών, παίρνοντας σβάρνα και τους λοιπούς Σωκρατικούς:
Δεν σκοτίζοµαι γι' αυτούς τους πολυλογάδες, και για κανέναν άλλον, ούτε για τον Φαίδωνα, όποιος κι αν είναι, ούτε για τον Ευκλείδη τον εριστικό, που µετέδωσε τη λύσσα της διαφωνίας στους Μεγαρείς. 3β:
Αριστοκλής (Παράθεση Ευσέβιου, Ευαγγ. προπαρασχευή Ι4· 18.17)
Αυτά λέει και ο Τίµων για τον Πύρρωνα:
Τέτοιον τον γνώρισα" δεν πήραν τα µυαλά του αέρα µήτε τον δάµασαν όλα εκείνα που δαµάζουν τους θνητούς, επώνυµους κι ανώνυµους και πλήθη ανθρώπων ανερµάτιστων, που από παντού ζορίζονται από συναισθήµατα, γνώµες και ανόητες νοµοθεσίες. 3γ:
Σέξτος Εµπειρικός Προς Φυσικούς 9.57
Τούτη την ιστορία µνηµονεύει και ο Τίµων ο Φλιάσιος στο δεύτερο βιβλίο των "Σίλλων" του:
...απ' τους παλιούς και τους µετέπειτα σοφιστές ο Πρωταγόρας, που δεν του 'λείπε η καθάρια γλώσσα, µήτε ο στοχασµός µήτε η ευελιξία. Θέλησαν να αποτεφρώσουν τα γραπτά του γιατί έγραψε για τους θεούς, πως µήτε ήξερε µήτε µπορούσε να παρατηρήσει τι λογής είναι και αν υπάρχουν, περιφρουρώντας στο έπακρο την εντιµότητα του.
105
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ 3δ: Σέξτος δ Εµπειρικός Προς Ή&χούς 11.172 ...τους προσέχοντας αύτοΐς µεταµελοµένους έφ' οίς µάτην έµόχθησαν παρεισάγει διά τούτων φήδε τΐζ α'ιάζων, οίαβροτοι αίάζουσιν, οϊµοι εγώ τίπάθω; τί νοµοί σοφόν ενθ« γένηται; πτωχόςµέν φρέναςεΐµί, νόαυ δε µοι ούχ ένι χόχχος. η µε µάτην φεύξεσθαι όίοµαι αίπύν όλεθρον. τριςµάκαρεςµέντοι χαι τετράχις οι µη έχοντες µηδέ χατατρώξαντες ένϊ σχολή δσσ' επέπαντο. νΰν δε µε λευγαλέαις έριαιν εϊµαρτο δαµηναι χαί πενίηχαϊ δσ'άλλαβροτούςχηφήναςέλαστρεΐ. 3ε: Διογένης Λαέρτιος IV 42 ...εις δε το διαβαλλόµενον αότοΰ φίλοχλον χαι Τίµων τά τ' άλλα φηαίν, άτάρ δη τοΰτον τον τρόπον ως ειπών όχλοιο περίστασιν εΐσχατέδυνεν. ο'ι δέµιν ήύτε γλαυκά πέρι σπίζαι τερατοΰντο ήλέµατον δειχνύντες, όθούνεχεν όχλοάρεσχος, ούµέγα πρηγµα, τάλας' τίπλατύνεαι ηλίθιος ώς; 3στ: Διογένης Λαέρτιος VII 15 ..Jtai ό Τίµων εν τοις Σίλλοις φησιν οΰτω« χαι Φοίνισσαν ϊδον λιχνόγραυν σχιερω έν'ι τύψω πάντων Ίµείρουσαν ό δ'έρρει γυργαθός αύτηςσµικρόςέών... 3ζ: Διογένης Λαέρτιος IX 40 ...δν γε χαι Τίµων τοΰτον έπαινέσας τον τρόπον έχει' οίον Δηµόχριτόν τε περιφρονά, ποιµένα µύθων, άµφίνοον λεσχήναµετά πρωτοισιν άνέγνων.
ΐο6
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ 3Β:
Σέξτος Εµπειρικός Προς Ηθικούς ιι.ηι
...αυτούς που δίνουν σηµασία [στους σοφούς] και µετά µετανιώνουν για τ« ζόρια που τράβηξαν, [ο Τίµων] τους εµφανίζει µε αυτούς τους στίχους:
Κάποιος θρηνολογάει, όπως θρηυολογούν οι θνητοί, και λέει, Ωιµέ και τι θα γίνω; Πού να 'βρω λίγη σοφία; Μυαλό δεν έχω κουκούτσι, ο νους µου είναι φτωχός. Θαρρώ πως µάταια θα τρέξω να ξεφύγω απ' την καταστροφή. Μακάριοι, τρεις και τέσσερις φορές µακάριοι ot µη έχοντες που δεν κατάφαγαν στη σχολή τους ώριµους καρπούς του βίου. Τώρα είναι της µοίρας µου να µε δαµάζουν οι άθλιες έριδες κι η φτώχεια κι ό,τι άλλο κατατρέχει τους κηφήνες. 3e:
Διογένης Λαέρτιος 4-42
Για κείνο που τον κατηγορούσαν [τον Αρκεσίλαο τον Ακαδηµίΐχό], το ότι αγαπούσε τον όχλο, ο Τίµων ανάµεσα στα άλλα γράφει και τα εξής:
Έτσι µίλησε, και χώθηκε µες στο πλήθος που τον τριγύριζε κι εκείνοι τα 'χασαν, σαν σπίνοι γύρω από την κουκουβάγια δείχνοντας πόσο µάταιος ήταν, που 'θελε τον θαυµασµό του όχλου. Σιγά το πράγµα, βρε κακοµοίρη. Τι κορδώνεσαι σαν ηλίθιος; 3στ:
Διογένης Λαέρτιος 7·ΐ5
[Για τον Ζήνωνα" τον Στωικό] ο Τίµων στους "Σίλλους" γράφει:
Είδα και µια λαίµαργη γριά απ' τη Φοινίκη, ζαρωµένη µες στη σκοτεινή της µαταιότητα να λαχταρά τα πάντα' µα το καλάθι της µικρό και δεν άντεξε... 3ζ:
Διογένης Λαέρτιος 9·4θ
...τον οποίο [Δηµόκριτο] ακόµα και ο Τίµωνας τον επαίνεσε ως εξής:
Τέτοιος ήταν ο Δηµόκριτος, συνετός, ποιµένας των λόγων, πολυµήχανος συζητητής, από τους πρώτους που διάβασα. 107
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ 3η: Διογένης Λαέρτιος IX 6ζ όθεν και 6 Τιµών περί αΰτοΰ φησιν οΰτως έν τω Πόθωνι και εν τοις Σίλλοις' Ώ γέρον, ώ Πυρρών, πώς ή πόθεν εχδυσιν έδρες λατρείης δοξών [τε] κενεοφροαύνης τε σοφιστών, χαι πάσης άπατης πειθούς τ'άπελύσαο δεσµά; ούδ'εµελέν σοι ταϋταµεταλλήσαι, τίνες αυραι Έλλάδ' εχουσι, πόθεν τε χαι εις δ τι χύρει έκαστα. χαι πάλιν έν τόΐς'Ινδαλµοΐς' τοΰτόµοι, ώ Πυρρών, Ίµείρεται ήτορ άχοϋσαι, πώς ποτ' άνήρ δτ' άγεις ράστα µεθ' ησυχίης µοϋνος έν άνθρώποισι θεοΰ τρόπον ηγεµονεύων.
30: Σέξτος ό Εµπειρικός Προς 'Ηθικούς 11.19-20 περί µεν γαρ της προς την φύσιν υποστάσεως τών τε αγαθών χαι χαχώνχα'ι ουδετέρων ικανοί πώς ε'ισιν ήµΐν αγώνες προς τους δογµατικούς' κατά δε το φαινόµενον τούτων εχαστον έχοµεν εθος αγαθόν η χαχόν η άδιάφορον προσαγορεύειν, χαθάπερ χαι ό Τίµων έν τοις Ίνδαλµόϊς εοιχε δηλοϋν, όταν φη' ή γαρ έγών έρέω, ώςµοι καταφαίνεται είναι, µΰθον άληθείης ορθόν έχων κανόνα, ως ή τοϋ θείου τε φύσις και τάγαθοϋ α'ιεί, εξ ων Ίσότατος γίνεται άνδριβίος.
ιο8
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ 3η:
Διογένης Λαέρτιος 9-65
...στους "Σίλλους" και στον "Πύθωνα" λέει γι' αυτόν [τον Πύρρωνα]:
Γερο-Πύρρωνα, πώς και πού βρήκες δρόµο διαφυγής και δεν δουλώθηκες στις γνώµες και τις κούφιες ιδέες των σοφιστών κι έλυσες τα δεσµά κάθε απάτης και πειθούς; Ούτε που νοιάστηκες να εξερευνήσεις τι λογής άνεµοι κυκλώνουν την Ελλάδα, από πού µάς έρχεται και πού χτυπάει ο καθένας. και πάλι, στους "Ινδαλµούς":
Αυτό ποθεί η καρδιά µου ν' ακούσω, Πύρρωνα, πώς γίνεται, άνθρωπος σαν και σένα που ζεις ήσυχα µες στη ραστώνη µόνος ανάµεσα στους ανθρώπους να τους καθοδηγείς σαν να 'σουνα θεός. 3θ:
Σέξτος Εµπειρικός Προς Ηθικούς 11.19-20
Όσο για την φύση και την ύπαρξη των αγαθών, των κακών και των ουδέτερων, έχουµε δώσει αρκετές µάχες πάνω σ' αυτό το ζήτηµα µε τους δογµατικούς- όµως, σύµφωνα µε το πώς φαίνοντο» να είναι, έχουµε το συνήθιο να ονοµάζουµε το καθένα «αγαθό» ή «κακό» ή «αδιάφορο», ακριβώς όπως και ο Τίµων φαίνεται να δηλώνει στους "Ινδαλµούς", όταν λέει:
Θα πω µια κουβέντα αληθινή, έχοντας µέτρο σωστό το πώς µου φαίνονται τα πράγµατα πως είναι' πως απ' τη φύση του θείο και αγαθό είναι ό,τι κάνει τη ζωή του ανθρώπου δίκαιη και στρωτή στο έπακρο.
109
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ 4: 'Αριστοκλής (Εύσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή Ι4.18.Ι-5:) ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΠΤΡΡΩΝΑ ΣΚΕΠΤΙΚΟΪΣ ΗΤΟΙ ΕΦΕΚΤΙΚΟΤΣ ΕΠΙΚΛΗΘΕΝΤΑΣ ΜΗΔΕΝ ΚΑΤΑΛΗΠΤΟΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΦΗΝΑΜΕΝΟΤΣ. Άναγκαίως8'έχει προ παντός διασχέφασθαι περί της ηµών αυτών γνώσεως' ei γαρ αΰµηδέν πεφύχαµεν γνωρίζειν, ουδέν ετι δε? 18.2 περί των άλλων σχοπεΐν. έγένοντο µεν οδνχαί των πάλαι τινές οί αφέντες τηνδε την φωνήν, οϊς άντείρηχεν 'Αριστοτέλης, ίσχυσε µεν τοιαύτα λέγων και Πυρρών ό 'Ηλείος' αλλ' αυτός µεν ουδέν έν γραφή χαταλέλοιπεν, ό δε γε µαθητής αϋτοϋ Τιµών φησί δεΐν τον µέλλοντα εΰδαιµονήσειν εις τρία ταϋτα βλέπειν πρώτον µεν, όποια πέφυχε τα πράγµατα' δεύτερον δε, τίνα χρή τρόπον ηµάς 18.3 προς αυτά διαχεΐσθαι' τελευτάϊον δε, τίπεριέσται τοις οΰτως εχουσι. τάµέν οδν πράγµαταφησιν αυτόν άποφαίνειν έπ'ίσης αδιάφορα" xa't αστάθµητα χα'ι άνεπίχριτα, διά τοΰτο µήτε τάς αισθήσεις ηµών µήτε τάς δόξας αληθεύει ή ψεύδεσθαι. διά τοΰτο οδν µηδέ πιστεύειν αύτάΐς δεΐν, αλλ'αδόξαστους χα'ι άχλινεΐςχαι άχραδάνι8.4 τους είναι, περί ενός έχάστου λέγοντας δτι ού µάλλον εστίν ή οϋχ εστίν ή χα'ι εστί και οϋχ εστίν ή οΰτε εστίν ούτε ούχ εστίν, τόϊςµέντοι γε διαχειµένοις ούτω περιέσεσθαι Τίµων φησί πρώτον µεν άφασίαν, έπειτα δ' άταραξίαν, Αϊνησίδηµος δ' ήδονήν. ι8.5
Τα µεν οδν κεφάλαια των λεγοµένων έστι ταϋτα.
γ. 'Ανωνύµου είς θεαίτητον 60.49 χατά γαρ τον άνδρα [Πύρρωνα] ούτε ό λόγος κριτήριον οΰτε αληθής φαντασία οΰτε πιθανή οΰτε χαταληπτιχή οΰτε άλλο τι τ[οιο]ΰτον,
Το αδιάφορα εδώ δεν έχ« την στωική σηµααία (βλ.λ.). 110
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ 4: Αριστοκλής" (Περιπατητικός). Ποφάθεοη Ευσέβιου, Ευαγγΐλιχή προπαρασχευή 14.18, 1-5: ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΥΡΡΩΝΕΙΟΥΣ ΣΚΕΠΤΙΚΟΥΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΕΚΕΙΝΟΤΣ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΑΝ ΕΦΕΚΤΙΚΟΙ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΠΟΦΑΝΘΗΚΑΝ ΟΤΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ.
Είναι ανάγκη, πρώτα απ' όλα να ερευνήσουµε την ικανότητα µας να γνωρίζουµε. Διότι αν εκ φύσεως δεν είµαστε σε θέση να γνωρίζουµε τίποτα, δεν έχει κανένα νόηµα οποιαδήποτε έρευνα πάνω στα άλλα ζητήµατα. Ακόµα και στο παρελθόν υπήρξαν κάποιοι που το διακήρυξαν αυτό, ενάντια στους οποίους στράφηκε ο Αριστοτέλης. Ισχυρός υποστηρικτής µιας τέτοιας άποψης ήταν ο Πυρρών από την Ηλεία. Ο ίδιος δεν άφησε κανένα γραπτό έργο, όµως ο µαθητής του ο Τίµων ισχυρίζεται ότι όποιος έχει σκοπό να κερδίσει την ευδαιµονία, τρία πράγµατα θα πρέπει να προσέξει: πρώτον, το πώς είναι από τη φύση τους τα πράγµατα' heinepo, τι στάση θα πρέπει να τηρηθεί απέναντι τους' και τέλος, ποιο θα είναι το αποτέλεσµα για όσους τηρήσουν αυτή τη στάση. Σύµφωνα µε τον Τίµωνα, ο Πύρρων αποφάνθηκε ότι τα πράγµατα είναι εξίσου µη διακριτά, αστάθµητα και αδύνατο να κριθούν'2 για το λόγο αυτό, µήτε οι αισθήσεις µήτε οι γνώµες µας αληθεύουν ή ψεύδονται" γι' αυτό λοιπόν δεν πρέπει διόλου να τις εµπιστευόµαστε, αλλά αντίθετα να µην έχουµε γνώµες, να είµαστε ουδέτεροι και ακλόνητοι, και για το κάθε τι να λέµε ότι δεν είναι περισσότερο υπαρκτό απ' ό,τι ανύπαρκτο, ή ότι υπάρχει και δεν υπάρχει, ή ότι ούτε υπάρχει ούτε δεν υπάρχει. Ο Τίµων λέει πως το αποτέλεσµα για όσους τηρούν αυτή τη στάση θα είναι αρχικά η άρνηση να προβούν σε ισχυρισµούς και κατόπιν η αταραξία' ενώ ο Αινησίδηµος (λέει πως θα είναι) η ηδονή3. Αυτά είναι τα κύρια σηµεία της διδασκαλία τους.
5:
Ανωνύµου, σχόλιο στον "Θεαίτητο" του Πλάτωνα 60.49
Γιατί σύµφωνα µε τον Πύρρωνα, κριτήριο δεν είναι ο λόγος, ούτε η παράσταση* -είτε αληθής* είτε αληθοφανής είτε καταληπτική* ΠΙ
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ άλλ 'δη νΰν αΰτώ φαίνε[τ]αι. είδε τοιούτον εστίν ή οΰχέστιν, ουκ αποφαίνεται, διά το οϊεσθαι ίσοχρατεΐςείναι τους εις τα εναντία λόγους, xai έξοµαλίζειν τάς φαντασίας, χαι µηδεµίαν εν αύταΐς άπολείπειν διαφοράν χατά το αληθές η φεΰδος, πιθανόν η άπίθανον, εναργές ή άµυδρόν, χαταληπτόν ή άχατάληπτον, άλλα πάσας είναι δµοίας, ουδέ τοΰτο δογµατίζοντος, ώς έπεται, το διεξάγειν χατά την άει προσπίπτουσαν φαντασίαν, ούχ ώς άληθη, άλλ'δτι νΰν αυτω φαίνεται.
6: Λουκιανός, Βίων πρασις 27· Ι -52 ΖΕΥΣ- Τις λοιπός ήµιν; ΕΡΜΗΣ· Καταλείπεται ό Σχεπτιχός οδτος. σύ ό Πυρρίας πρόσιθι xai άποχηρύττου χατά τάχος, ήδη µεν ύπορρέουσιν οι πολλοί xai έν ολίγοις ή πρααις εσται. όµως δε τις xai τούτον ώνήσεται; ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· "Εγωγε. άλλα πρώτον είπεµοι, σύ τίέπίστασαι; ΠΥΡΡΩΝ- Ουδέν. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Πώς τοΰτο εφησθα; ΠΥΡΡΩΝ- "Οτι ουδέν όλως είναί µοι δοχεϊ. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Ουδέ ηµείς άρα έσµέν τίνες; ΠΥΡΡΩΝ· Ουδέ τοΰτο οίδα. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Ουδέ δτι συ τις ων τυγχάνεις; ΠΥΡΡΩΝ" Πολύ µάλλον έτι τοΰτο αγνοώ. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· "Ω της απορίας, τίδέ σοι χά σταθµία ταυτι βούλεται; ΠΥΡΡΩΝ· Ζυγοστατώ έν αύτοΐς τους λόγους xai προς το ίσον απευθύνω, χα'ι έπειδάν άχριβώς οµοίους τε xai ισοβαρείς ιδω, τότε δη
112
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ ή κάτι παρόµοιο—, αλλά αυτό που στην παρούσα στιγµή του φαίνεται. Όσο για το αν το φαινόµενο είναι ή δεν είναι τέτοιο όπως δείχνει, ο Πυρρών δεν κάνει καµία επιβεβαίωση, διότι πιστεύει πως τα επιχειρήµατα περί του αντιθέτου θα είχαν την ίδια δύναµη, και εξισώνει µεταξύ τους τις παραστάσεις και δεν αφήνει τόπο για καµία διαφορά ως προς την αλήθεια* ή το ψεύδος* τους, την πειστικότητα τους ή µη, το αν είναι οφθαλµοφανείς ή αµυδρές, το αν είναι καταληπτές* ή ακατάληπτες' θεωρεί πως όλες οι παραστάσεις είναι όµοιες. Και ούτε υποστηρίζει δογµατικά το επακόλουθο -το να κατευθύνει κανείς τη ζωή του σύµφωνα µε την παράσταση που του παρουσιάζεται κάθε φορά, όχι επειδή αυτή ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, αλλά επειδή τώρα τού παρουσιάζεται.
6:
Λουκιανός0, Δηµοπρασία τρόπων ζωής(απόσπ. 27.1-52)
Ζευς: Ποιος µας έχει αποµείνει; Ερµής: Μας έµεινε τούτος εδώ ο Σκεπτικός. Ε, εσύ, Πυρρωνάκο, έλα να σε παρουσιάσουµε στα γρήγορα, γιατί έχει αρχίσει να φεύγει ο πολύς ο κόσµος και θα µείνουν λίγοι για τον πλειστηριασµό. Λοιπόν, αυτόν εδωπέρα ποιος θα τον αγοράσει; Αγοραστής: Εγώ. Πρώτα όµως, πες µου εσύ τι ξέρεις. Πύρρων: Τίποτα. Αγοραστής: Τι εννοείς, «τίποτα»; Πυρρών: Ότι νοµίζω πως γενικά δεν υπάρχει τίποτα. Αγοραστής: Εποµένως, κι εµείς είµαστε ένα τίποτα; Πύρρων: Ούτε κι αυτό το γνωρίζω. Αγοραστής: Ούτε και το ότι εσύ υπάρχεις; Πυρρών: Αυτό είναι που αγνοώ πάνω απ' όλα. Αγοραστής: Πω, πω, αδιέξοδο κι αυτό. Και τούτη η ζυγαριά τι σου χρειάζεται; Πύρρων: Ζυγιάζω τα επιχειρήµατα και τα εξισορροπώ, και σαν βλέπω ότι είναι ισοδύναµα και ισοβαρή, τότε αγνοώ ποιο απ' τα δυο ιΐ3
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ τότε αγνοώ τον άληθέστερον. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Των άλλων δε τίαν πράττοις έµµελώς; ΠΥΡΡΩΝ· 7er πάντα πλην δραπέτην µεταδιώχειν. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Τί δε τοΰτό σοι αδύνατον; ΠΥΡΡΩΝ- "Ott, ώγαθέ, ού καταλαµβάνω. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ- Είχότως·βραδύς γάρχαϊ νωθής ης είναι δοχεΐς. αλλά τι σοι το τέλος της επιστάσεως; ΠΥΡΡΩΝ- Ή άµαθία χαι το µήτε άχούειν µήτε όράν. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Ούχοΰν χαι τό τυφλός άµα χα'ι χωφός είναι λέγεις; ΠΥΡΡΩΝ- Και άχριτός γε προσέτι χα'ι αναίσθητος χαι όλως τοΰ σχώληχος ουδέν διαφέρων. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ- Ώνητέος ει δια ταΰτα. πόσον τοΰτον άξιον χρή φάναι; ΕΡΜΗΣ' Μνάς'Αττιχής· ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Λάµβανε, τίφής, ώ ούτος; έώνηµαι σε; ΠΥΡΡΩΝ· "Αδηλον. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Μηδαµώς' έώνηµαι γαρ χα'ι τάργύριον χατέβαλον. ΠΥΡΡΩΝ" 'Επέχω περ'ι τούτου xal διασκέπτοµαι. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ- Και µην άχολούθει µοι, χαθάπερ χρή εµόν ο'ιχέτην. ΠΥΡΡΩΝ· Τις οίδεν ει αληθή ταΰτα φής; ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Όχήρυξχαι ήµνάχα'ι οι παρόντες. ΠΥΡΡΩΝ· Πάρεισι γαρ ήµϊν τίνες; ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ- 'Αλλ 'έγωγέ σε ήδη έµβαλών ες τον µυλωνά πείσω είναι δεσπότης χατά τόνχείρω λόγον. ΠΥΡΡΩΝ· "Επεχε περ'ι τούτου. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ· Μα Δι", άλλ 'ήδη γε άπεφηνάµην. ΕΡΜΗΣ- Συ µεν παΰσαι άντιτείνων xai άχολούθει τΰ> πριαµένω, υµάς δε εις αΰριον παραχαλοΰµεν' άποχηρύςειν γάρ τους ίδιώτας χα'ι βάναυσους χα'ι αγοραίους βίους µέλλοµεν.
114
ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΥΡΡΩΝΙΣΜΟΣ αληθεύει. Αγοραστής: Τίποτε άλλο ξέρεις να κάνεις σωστά; Πύρρων: Τα πάντα, εκτός από το να καταδιώξω δραπέτη. Αγοραστής: Και γιατί δε µπορείς να το κάνεις αυτό; Πύρρων: Διότι, καλέ µου κύριε, δεν συλλαµβάνω τίποτα. Αγοραστής: Είναι φυσικό. Φαίνεσαι βραδυκίνητος και νωθρός. Μα ποιος είναι τελοσπάντων ο σκοπός της σοφίας σου; Πύρρων: Η αµάθεια και το να µην ακούω και να µη βλέπω. Αγοραστής: Θες να πεις, το να 'σαι κουφός και τυφλός µαζί; Πύρρων: Και επιπλέον χωρίς κρίση και χωρίς αίσθηση' γενικά, να µη διαφέρω από ένα σκουλήκι. Αγοραστής: Για όλα αυτά, αξίζει να σε αγοράσω. Πόσα λεφτά να πούµε ότι πιάνει ετούτος; Ερµής: Μια αττική µνα. Αγοραστής: Πάρ' την. Τι λες, φιλαράκο, σε αγόρασα; Πύρρων: Άγνωστο. Αγοραστής: Καθόλου άγνωστο. Σε αγόρασα και πλήρωσα και µετρητά. Πύρρων: Επιφυλάσσοµαι και δεν εκφέρω κρίση' το 'χω υπό εξέταση. Αγοραστής: Έλα τώρα, ακολούθα µε σαν καλός µου δούλος. Πύρρων: Ποιος να ξέρει αν είναι αληθινά τα όσα λες; Αγοραστής: Το ξέρει ο πωλητής, το ξέρουν τα λεφτά µου, το ξέρουν κι όσοι είναι παρόντες. Πύρρων: Υπάρχουν, δηλαδή, παρόντες εδώ; Αγοραστής: Άµα σε κλειδαµπαρώσω µες στον µύλο, τότε θα σε πείσω ότι είµαι το αφεντικό σου, µε το χειρότερο επιχείρηµα. Πύρρων: Επ' αυτού να τηρήσεις έποχήν. Αγοραστής: Μα ήδη σου είπα την απόφαση µου, µα τον Δία. Ερµής: Εσύ πάψε να αντιµιλάς και ακολούθα τον αγοραστή σου. [Προς το κοινό:] Κι εσάς σας προσκαλούµε για αύριο' θα βγάλουµε σε δηµοπρασία απλούς ανθρώπους, τεχνίτες και µαγαζάτορες!
ιΐ5
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
117
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
7: Γαληνός Περί φυχής παθώνxat αµαρτηµάτων 6θ-6ι Κατά µεν τους 'Αχαδηµαϊχούς τε χα'ι Πυρρωνείους οΰ συγχωροΰντας ών ζητοΰµεν άπόδειξιν έπιστηµονιχήν ίχειν ηµάς, άπασα συγχατάθεαις εξ άνάγχης µεν έστι προπετήζ, ενδέχεται δε αυτήν είναι χα'ι φευδή, χα'ι <τάς> των αποφαινοµένων φιλοσόφων υπέρ αγαθών τε χα'ι χαχών άλλήλαιςµαχοµένας δόξας ούχ έγχωρεϊν φα-σιν άπάσας αληθείς εΐναι, δύνασθαί γεµήν ίσως είναι φευδεΐς άπά-σας, ώςµήθ' ήδονήν το αγαθόν είναι µήτ'άοχλησίανµήτ'άρετήν ή την χατ'αυτήν ένέργειαν ή όλως ότιοϋν άλλο των ειρηµένων τοις φιλοσόφοις. 8: Γαληνός Περί της αρίστης διδασχαλίας ι Τήν ειςέχάτερα έπιχείρησιν άρίστην είναι διδασχαλίαν ό Φαβωρΐνός φηαιν. όνοµάζουσι δ'οΰτως ο'ι Άχαδηµάίχο'ι χαθ'ην τοις άντιχειµένοις συναγορειίουσιν. ο'ι µεν οΰν παλαιότεροι τελευταν αυτήν εις έποχήν ύπολαµβάνουσιν, έποχήνχαλοϋντες τήν ώς αν είποι τις άοριστίαν, όπερ εστί περ'ι µηδενός πράγµατος όρίσασθαι µηδ'άποφήνασθαι βεβαίως, οί νεώτεροι δ'-ού γάρ µόνος ό Φαβωρϊνος- ενίοτε µεν εις τοσούτον προάγουσι τήν εποχην, ώς µηδέ τον ήλιον όµολογεϊν είναι χαταληπτόν, ενίοτε δ'εις τοσούτον τήνχρίσιν, ώςχαι τοΐςµαθητάΐς έπιτρέπειν αυτήν άνευ τοΰ διδαχθήναι πρότερον έπιστηµονιχόν χριτήριον... χάν τω... γραφέντι βιβλίω, τω " Άλχιβιάδβ" τους 'Αχαδηµα'ύωύς επαινεί' συναγορεύονταςµίν έχατέρω των άντιχειµένων άλλήλοις λόγων, επιτρέποντας δε τοΐς µαθηταΐς αίρεϊσθαι τους αληθέστερους, αλλ' έν τούτω µεν είρηχε πιθανόν έαυτω φαίνεσθαι, µηδέν είναι χαταληπτόν, έν δε τω Πλουτάρχω συγχωρέΐν εοιχεν είναι τι βεβαίως γνωστόν.
Ιΐ8
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
7·
Γαληνός Για της φυχής τα πάθη και τα λάθη 6ο-6ι
Οι Ακαδηµεικοί και οι Πυρρώνειοι σκεπτικοί, οι οποίοι δεν δέχονται ότι µπορεί να υπάρξει επιστηµονική απόδειξη πάνω στα θέµατα που ερευνούµε, λένε πως χάθε συγκατάθεση είναι οπωσδήποτε απερίσκεπτη και ενδέχεται να είναι και λαθεµένη' και επίσης ότι είναι αδύνατο να αληθεύουν όλες οι απόψεις που διατυπώνουν οι διάφοροι φιλόσοφοι για το καλό και το κακό, καθ' ότι αντικρουόµενες µεταξύ τους, και ότι µπορεί να είναι όλες εσφαλµένες, κι έτσι το αγαθό να µην ταυτίζεται ούτε µε την ηδονή ούτε µε την αταραξία ούτε µε την αρετή ούτε µε την ενάρετη δράση ούτε µε οτιδήποτε άλλο έχουν πει οι φιλόσοφοι. 8:
Γαληνός Για την άριστη διδασκαλία ι
Ο Φαβωρίνος0 λέει πως καλύτερη διδασκαλία από όλες είναι η «επιχειρηµατολογία υπέρ και κατά». Έτσι ονοµάζουν οι Ακαδηµεικοί τη συνηγορία υπέρ (όλων) των αντιτιθέµενων πλευρών. Οι παλαιότεροι θεωρούν ότι αυτό καταλήγει στην έποχήν, ονοµάζοντας «εποχή», θα µπορούσαµε να πούµε, το να µην έχει κανείς οριστική άποψη για τίποτα και να µην αποφαίνεται µε βεβαιότητα. Όµως οι νεώτεροι -κι όχι µόνο ο Φαβωρίνος- µερικές φορές τραβούν στα άκρα την έποχήν, τόσο που ακόµα και για τον ήλιο λένε πως δεν µπορεί να τον συλλάβει ο νους του ανθρώπου, κι άλλες φορές πάλι φτάνουν στο σηµείο να επιτρέπουν ως και στους µαθητές να εκφέρουν κρίσεις χωρίς να τους έχουν διδάξει προηγουµένως κάποιο επιστηµονικό κριτήριο... και στο βιβλίο του µε τίτλο "Αλκιβιάδης", επαινεί τους Ακαδηµεικούς που συνηγορούν υπέρ και των δύο αντιτιθέµενων επιχειρηµάτων αλλά συγχρόνως το αφήνουν στην κρίση των µαθητών να επιλέξουν εκείνα που αληθεύουν. Ενώ όµως στο βιβλίο αυτό λέει πως του φαίνεται πειστική η ιδέα ότι δεν υπάρχει τίποτα καταληπτό*, εντούτοις στον "Πλούταρχο" του µοιάζει να δέχεται ότι µπορεί κάτι να γίνει µετά βεβαιότητος γνωστό. ιΐ9
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
9α: Διογένης Λαέρτιος 4-28 4.28 Άρκεσίλαος Σεύθου (ή Σχυθου, ώς Απολλόδωρος εν τφ τρίτφ Χρονικών), Πιταναΐος της Αίολίδος. οδτός εστίν ό της µέσης Άκαδηµείας χατάρξιχς, πρώτος έπισχών τάς αποφάσεις διά τάς έναντιότητας τών λόγων, πρώτος δε και εις έκάτερον επεχείρησε, χαι πρώτος τόν λόγον εκίνησε τόν ύπό Πλάτωνος παραδεδοµένον και έποίησε δι 'ερωτήσεως χαι άποκρίσεως έριστιχώτερον. 9β: Διογένης Λαέρτιος 4-32-3, 4-37 4-32 διά δε τό περί πάντων έπέχειν ουδέβιβλίον, φασίτίνες, συνέγραφεν' οι δε, ότι έφωράθη τινά διορθών, & φασιν οι µεν έκδοΰναι, οι δε κατακαΰσαι. έωχει δη θαυµάζειν και τόν Πλάτωνα χαι τά βιβλία έχε4-33 χτητο αύτοϋ. άλλα χαι τόν Πύρρωνα κατά τινας εζηλώκει και της διαλεκτικής είχετο και τών Έρετριχών ήπτετο λόγων, δθενκαϊ ελέγετο έπ' αύτοϋ ύπ' Άρίστωνος' πρόσθε Πλάτων, δπιθεν Πυρρών, µεσσος Διόδωρος. 4-37 Ήν δε και εύρεσιλογώτατος άπαντήσαι εύστόχως και επι τό προκείµενον άνενεγχεϊν την περίοδον τών λόγων και άπαντι συναρµόσασθαι καιρώ, πειστικός τε ύπερ άπανθ' όντινοϋν παρ'δ και πλείους προς αυτόν άπήντων εις την σχολήνκαίπερ ύπ'όξύτητος αύτοϋ έπιπληττόµενοι. άλλ 'εφερον ήδεως'καί γάµ ήν αγαθός σφόδρα χαι έλ-
120
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
0
ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ
9α:
Διογένης Λαέρτιος 4-28
0 Αρκεσίλαος, γιος του Σεύθου (ή Σκύθου, όπως τον αναφέρει ο Απολλόδωρος στο τρίτο βιβλίο των "Χρονικών" του), καταγόταν από την Πιτάνη της Αιολίδας. Είναι ο ιδρυτής της Μέσης Ακαδηµίας, και ο πρώτος που τήρησε την αναστολή κάθε απόφανσης, λόγω των αντιπαρατιθέµενων επιχειρηµάτων. Είναι ο πρώτος4 που ανέπτυξε την επιχειρηµατολογία των διισταµένων απόψεων [επί παντός ζητήµατος], κι επίσης ο πρώτος που διαφοροποίησε τα δόγµατα που παρέδωσε ο Πλάτων, προσδίδοντας σ' αυτά ένα χαρακτήρα πιο µαχητικό, µε τη χρήση ερωταποκρίσεων. 9β:
Διογένης Λαέρτιος 4-32-3,4-37
Κάποιοι λένε πως λόγω της εποχής επί παντός θέµατος, [ο Αρκεσίλαος] δεν έγραψε ποτέ κανένα βιβλίο. Άλλοι λένε πως τον είδαν να περνά διορθώσεις σε κάποια γραπτά του τα οποία και φρόντισε να εκδοθούν' άλλοι, πάλι, λένε πως τα έκαψε. Φαινόταν να θαυµάζει τον Πλάτωνα και είχε τα βιβλία του' αλλά, όπως λένε µερικοί, θαύµαζε επίσης και µιµούνταν τον Πύρρωνα' επίσης ασκήθηκε στη διαλεκτική και υιοθέτησε την επιχειρηµατολογία της σχολής της Ερέτριας, µε αποτέλεσµα να λέει γι' αυτόν ο Αρίστων0: «Από µπρος είναι Πλάτων, από πίσω Πύρρων και στη µέση Διόδωρος0». Ήταν ευρηµατικότατος, ετοιµόλογος, έδινε εύστοχες απαντήσεις, δεν άφηνε την συζήτηση να ξεστρατίζει από το θέµα και πάντα έλεγε το κατάλληλο πράγµα στην κατάλληλη ώρα' κι ήταν πιο πειστικός από οποιονδήποτε άλλον, πράγµα που τραβούσε πολλούς µαθητές στη σχολή, παρ' όλο που ο ίδιος ήταν απότοµος και τους επέπληττε. Αλλά το ευχαριστιόντουσαν, γιατί ήταν πά121
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ πιδων ύποπιµπλάς τους άχούοντας. εν τε τωβίωχοινωνιχώτατοςέγένετοχαϊ εύεργετησαι πρόχειρος fjvxai λαθεΐν τήνχάριν άτυφότατος. είσελθών γοΰν ποτέ προς Κτησίβιον νοσοΰνταxai ιδών απορία θλιβόµενον, χρύφα βαλάντιον ύπέθηχε τω προσχεφαλαίω' xai ος εύρων, " Άρχεσιλάου," φησί, "το παίγνιον." άλλα χα'ι άλλοτε χιλίας άπέστειλεν. ογ: Διογένης Λαέρτιος 4-42·Π - 42.14 4-42 Ούµήν αλλ'ούτως άτυφος ήν ώστε τοις µαθηταΐς παρηνει xai άλλων άχούειν. χαί τίνος Χίου νεανίσχου µη εύαρεστουµένου τη διατριβή αύτοΰ άλλ' 'Ιερωνύµου τοϋ προειρηµένου, αυτός άπαγαγών συνέστησε τω φιλοσοφώ, παραινέσας εύταχτεΐν. οδ: Διογένης Λαέρτιος 4-44-11 - 44· 13 4-44 Έτελεύτησε δε, ώς φησιν"Ερµιππος, άχρατον εµφορηθείς πολύν xai παραχόφας, ήδη γεγονώς έτος πέµπτον χα'ι έβδοµηχοστον, αποδεχθείς προς 'Αθηναίων ώς ουδείς. 10: Διογένης Λαέρτιος 7-Ι7Ι 7-ΐγι ειπόντος δέ τίνος Άρχεσίλαον µη ποιεϊν τα δέοντα, "παΰσαι," εφη, "xaiµη φέγε'εΐ γάρ xai λόγω το χαθηχον αναιρεί, τοις γοΰν έργοις αυτό τιθεϊ." xai ό Άρχεσίλαος, "ού χολαχευοµαι," φησί. προς δν ό Κλεάνθης, "ναι,"εφη, "σε χολαχεύω φάµενος άλλα µεν λέγειν, έτερα δε ποιεϊν."
122
ΑΚΑΑΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
ρα πολύ καλός άνθρωπος και τους γέµιζε προσδοκίες. Υπήρξε κοινωνικότατος, έτοιµος πάντα να κάνει το καλό, και από υπερβολική µετριοφροσύνη φρόντιζε να µη γίνεται ντόρος για τις ευεργεσίες του. Όταν κάποτε επισκέφτηκε τον Κτησίβιο που ήταν άρρωστος, και τον είδε στριµωγµένο οικονοµικά, έχωσε κρυφά κάτω από το προσκέφαλο του ένα πορτοφόλι. Όταν το βρήκε ο Κτησίβιος, «Παιχνιδάκι του Αρκεσίλαου είναι αυτό», είπε. Κι άλλη µια φορά ο Αρκεσίλαος του 'στείλε χίλιες δραχµές. 9γ:
Διογένης Λαέρτιος 4·42· 11 - 42.14
Τόσο µετριόφρων ήταν, που συµβούλευε τους µαθητές του να παρακολουθούν και τις διδασκαλίες των άλλων. Κι όταν κάποτε ένας νεαρός από τη Χίο φάνηκε να µην είναι ικανοποιηµένος από την διδασκαλία του κι είπε πως προτιµούσε τον Ιερώνυµο -τον οποίο αναφέραµε προηγουµένως-, ο Αρκεσίλαος τον πήγε ο ίδιος και τον σύστησε στον φιλόσοφο, αφού τον συµβούλευσε να συµπεριφέρεται καλύτερα. οδ:
Διογένης Λαέρτιος 4·44·11 - 44· 13
Κατά τα λεγόµενα του Έρµιππου, ο Αρκεσίλαος, έχοντας ήδη κερδίσει την αποδοχή των Αθηναίων όσο κανείς άλλος, πέθανε στα εβδοµήντα πέντε του χρόνια, αφού ήπιε πολύ ανέρωτο κρασί και παραφρόνησε. ΙΟ:
Διογένης Λαέρτιος γ.171
Σε κάποιον που είπε ότι του Αρκεσίλαου οι πράξεις δεν είναι πρέπουσες, εκείνος [ο Κλεάνθης ο Στωικός] αποκρίθηκε, «Σταµάτα να τον κατηγορείς. Μπορεί στα λόγια να απορρίπτει το καθήκον*, όµως τουλάχιστον µε τις πράξεις του το αποδέχεται». Ο Αρκεσίλαος είπε, «Δεν µε κολακεύει αυτό». Και ο Κλεάνθης: «Μα σε κολακεύω, λέγοντας πως άλλα λες κι άλλα κάνεις».
123
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ II: Νουµήνιος (Εύσέβιος, Εϋαγγελιχή προπαρααχευή, 14-6. 4-6, 12): ΠΕΡΙ ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΓ ΤΟΪ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΝ ΥΠΟΣΤΗΣΑΜΕΝΟΥ.
[Άρχεσίλαος] ...πλην της προσρήσεως, ενέµεινε Πυρρωνείως τη πάντων αναιρέσει. Μνασέας γοΰνχαϊ Φιλόµηλοζχα'ι Τίµων οι σχεπτιχο'ι σχεπτιχόν αυτόν προσονοµάζουσιν, ώσπερχα'ι αύτο'ι ήσαν, άναιροϋντα χα'ι αυτόν το αληθέςχαϊ τό ψεϋδοςχα'ι τό πιθανόν, λεχθείς οδν αν αίτια των Πυρρωνείων Πυρρώνειος, αιδόΐ τοϋ έραστοΰ απέµεινε λέγεαθαι Άχαδηµαϊχός έτι. ήν µεν τοίνυν Πυρρώνειος, πλην τοΰ ονόµατος' Άχαδηµα'ιχός δ' οΰχ ήν, πλην τοϋ λέγεσθαι. ού γαρ πείθοµαι τοϋ Κνιδίον Διχαιοχλέους φάσχοντος εν ταΐς έπιγραφοµέναις Διατριβαΐς 'Αρχεαίλαον φόβω των θεοδωρείων τε χα'ι Βίωνος τοΰ σοφιστοΰ έπεισιόντων τοις φιλοσοφοΰσι χαϊ ουδέν όχνούντων από παντός ελέγχει, αυτόν έξευλαβηθέντα, ίνα µη πράγµατα έχη, µηδέν µεν δόγµα ύπειπεΓν φαινόµενον, ώσπερ δέ τό µέλαν τάς ση-πιας προβάλλεσθαι πρό έαυτοΰ την έποχήν. τοΰτ'οδν εγώ ού πείθοµαι. Ι4-6.Ι2: τον δ'οδν Ζήνωνα ό Άρχεσίλαος άντίτεχνονχα'ι άξιόνι-χον υπάρχοντα θεωρών τους παρ' εκείνου άποφεροµένους λόγους χαθηρει χα'ι ουδέν ώχνει. χα'ι περ'ι µέν των άλλων α έµεµάχητο έχείνφ οΰτ'ίσως ειπείν έχω ει τε χα'ι εϊχον ουδέν έδει νΰν αυτών µνησθήναι' τό δέ δόγµα τοΰτο αύτοΰ πρώτου εΰροµένου χαύτό χαι το όνοµα βλέπων εύδοχιµοΰνέν ταΐς Αθήναις, την χαταληπτιχήν φαντασίαν, πάσγι µηχανή έχρήτο έπ'αυτήν.
124
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ II:
Νουµηνιος (Ναφά&σηΕνΰφι.ου, Ευαγγελική προ7πηχχσχιυήΐ4-6.4-6,12): ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΚΕΣΙΛΑΟ, ΠΟΤ ΕΔΡΑΙΩΣΕ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
[Ο Αρκεσίλαος] ... αν εξαιρέσουµε το όνοµα «Ακαδηµεικός», έµεινε πιστός στην πυρρώνεια στάση της αναίρεσης των πάντων. Οι Σκεπτικοί τουλάχιστον, ο Μνάσεας, ο Φιλόµηλος και ο Τίµων, τον έλεγαν Σκεπτικό, αφού και κείνος αρνιόταν ότι υπάρχει αληθές, ψευδές και πειστικό. Παρ' ότι θα µπορούσε να είχε ονοµαστεί Πυρρώνειος λόγω των πυρρώνειων χαρακτηριστικών του, δεχόταν να ονοµάζεται ακόµη Ακαδηµεικός, από σεβασµό στον εραστή του [σ.τ.µ.: τον Κράντορα]. Σε όλα εποµένως ήταν Πυρρώνειος εκτός από το όνοµα - και Ακαδηµεικός δεν ήταν παρά µόνο στην προσωνυµία. Γιατί δεν µε πείθει ο Δικαιοκλής ο Κνίδιος, που στο βιβλίο του µε τον τίτλο "Διατριβές" ισχυρίζεται πως ο Αρκεσίλαος, επειδή φοβόταν τον Θεόδωρο και τους δικούς του και τον Βίωνα τον σοφιστή (οι οποίοι χυµούσαν ενάντια στους φιλοσόφους και δεν δίσταζαν να τους αντικρούουν στο κάθε τι), κράτησε προσεκτική στάση για να µην έχει µπελάδες, και δεν υποστήριξε στα φανερά καµία θεωρία -και πως σαν τις σουπιές που αµολάνε µελάνι, κρυβόταν κι αυτός πίσω από την έποχήν. Αυτό εγώ δεν το πιστεύω. [...] Ο Αρκεσίλαος, βλέποντας πως ο Ζήνων ήταν άξιος ανταγωνιστής ικανός να κερδίζει νίκες, χωρίς τον παραµικρό δισταγµό βάλθηκε να ανατρέψει τα επιχειρήµατα που πρόβαλλε ο αντίπαλος του. Για όλα τ' άλλα ζητήµατα στα οποία του αντιπαρατέθηκε δεν έχω να πω τίποτα, αλλά και να είχα δεν θα άξιζε τον κόπο να τα µνηµονεύσω. Όµως για τη θεωρία της γνωστικής παράστασης*, που πρώτος ο Ζήνων0 ανακάλυψε, έχω να πω ότι (ο Αρκεσίλαος), βλέποντας πως τόσο η θεωρία αυτή όσο και τ' όνοµα της κέρδιζαν έδαφος στην Αθήνα, χρησιµοποίησε εναντίον της κάθε είδους τέχνασµα.
125
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ 12: Πλούταρχος Προς Κολώτην Ii20c, iure-f, H22a-f 1120b Γενόµενος δ'οδν ό Κωλώτης άπο των παλαιών τρέπεται προς τους ι i20c χαθ'εαυτόν φιλοσόφους, ούδενός τιθε'ις όνοµα'καίτοι καλώς είχε χα'ι τούτους ελέγχει ν έπ' ονόµατος ή µηδέ τους παλαιούς, ό δε τον Σωχράτην χα'ι τον Πλάτωνα χα'ι τον Παρµενίδην τοσαυτάχις θέµενος ΰπότο
γραφεΐονδήλοςεστίνάποδειλιάσαςπροςτουςζώντας,
οΰµε-
τριάσας ύπ'αίδοΰς, ην τοΐςχρείττοσιν ούχ ένειµε. βουλεται δε προτέρους µεν, ώς υπονοώ, τους Κυρηνα'ιχούς έλέγχειν, δεύτερους δε τους περί Άρχεσίλαον Άχαδηµα'ιχούς. οδτοι γαρ ήσαν οι περί πάντων επέχοντες [...] ι me τοΰδ' Άρχεσιλάου τον Έπιχούρειον οΰµετρίωςεοιχεν ή δόξα παραλυττεϊν εν τοις τότε χρόνοις µάλιστα των φιλοσόφων άγαπηθέντος. ι i2if µηδέν γαρ αυτόν ίδιον λέγοντα φησιν ύπόληφιν έµποιειν <χαινοτοµίας>χαι δόξαν άνθρώποις άγραµµάτοις... ό δ'Άρχεσίλαος τοσούτον άπέδει τοΰ καινοτοµίας τινά δόξαν αγαπάν και ΰποποιεΐσθαί <τι> των παλαιών, ώστ' έγχαλεϊν τους τότε σοφιστάς, ότι προστρί1122a βεται Σωχράτει χα'ι Πλάτωνι χα'ι Παρµενίδη χα'ι Ήραχλείτω τά περί της εποχής δόγµατα χα'ι της άκαταληφίας ουδέν δεοµένοις, άλλ'οίον άναγωγήν και βεβαίωσιν αυτών εις άνδρας ένδοξους ποιούµενος, υπέρ µεν ουν τούτου Κωλώτη χάρις χα'ι παντ'ι τω τον Άχαδηµαιχόν λόγον άνωθεν ηχεινεις 'Αρχεσίλαον άποφαινονη. την δε περ'ι πάντων έποχήν οΰδ'ο'ι πολλά πραγµατευσάµενοι χα'ι χατατείναντες εις τούτο συγγράµµατα χα'ι λόγους έχίνησαν * αλλ ' έχ τής Στοάς αυτή τεπ 22b λευτώντες ώσπερ Γοργόνα την άπραξίαν έπάγοντες άττηγόρευσαν,
126
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ; ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
12:
Πλούταρχος Εναντίον του Κολώτη5 inoc, ii2ie-f, ima-f
Τελειώνοντας µε τους παλαιούς φιλοσόφους ο Κωλώτης, στρέφεται ενάντια στους συγκαιρινούς του, χωρίς να κατονοµάζει κανέναν -αν και καλό θα ήταν να τους επικρίνει ονοµαστικά' αλλιώς, ας µην αναφερόταν ονοµαστικά ούτε στους παλαιούς. Αυτός που τόσες και τόσες φορές πάτησε κάτω από τη γραφίδα του τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα και τον Παρµενίδη, προφανώς δείλιασε µπρος στους ζωντανούς. Και δεν ήταν από σεβασµό που µετρίασε την ορµτ\ του -σεβασµό που δεν έδειξε στους καλύτερους των φιλοσόφων. Όπως υποψιάζοµαι, θέλει να αντικρούσει πρώτα τους Κυρηναϊκούς και δεύτερους τους Ακαδηµαϊκούς του Αρκεσίλαου. Ot τελευταίοι υιοθετούσαν την εποχήν επί παντός ζητήµατος. [...] Φαίνεται πως τον Επικούρειο (τον Κολώτη) τον στενοχωρούσε πολύ η δόξα του Αρκεσίλαου, που την εποχή εκείνη ήταν ο πλέον αποδεκτός ανάµεσα στους φιλοσόφους. Λέει, λοιπόν, για τον Αρκεσίλαο ότι ενώ τίποτα απ' όσα δίδασκε δεν ήτανε δικό του, έδινε την εντύπωση κι έκανε τους άλλους τους αγράµµατους να νοµίζουν ότι καινοτοµούσε... Όµως ο Αρκεσίλαος απείχε πολύ από κάθε φιλοδοξία να τον θεωρήσουν καινοτόµο κι από το να εµφανίζει ως δικά του, πράγµατα που ειπώθηκαν από τους παλαιότερους, τόσο που τον κατηγόρησαν οι σοφιστές της εποχής του ότι αποδίδει τις θεωρίες του περί εποχής και άχαταληφίας στο Σωκράτη, στον Πλάτωνα, στον Παρµενίδη και στον Ηράκλειτο, χωρίς εκείνοι να τις έχουν ανάγκη" ενώ εκείνος το έκανε για να προσδώσει στις θεωρίες του κύρος, λέγοντας ότι κατάγονται από ένδοξους άνδρες. Εκ µέρους του, λοιπόν, ας ευχαριστήσουµε τον Κολώτη και όποιον άλλον έχει αποφανθεί ότι η ακαδηµεική διδασκαλία ξεκίνησε από το µακρινό παρελθόν για να καταλήξει στον Αρκεσίλαο. Όσο για την εποχήν επί παντός ζητήµατος, δεν µπόρεσαν να την κλονίσουν όλοι εκείνοι που ασχολήθηκαν πολύ µε αυτήν, γράφοντας εναντίον της µακροσκελή επιχειρήµατα και πραγµατείες. Τελευταίοι οι Στωικοί, αφού παροµοίασαν την εποχήν µε τη Γοργόνα 127
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ως πάντα πειρώσι xai στρέφουσα αύτοΓς ούχ ύπήχουσεν ή ορµή γενέσθαι συγχατάθεσις ουδέ της ροπής αρχήν έδέξατο την πρόσθεσιν, αλλ 'έξ εαυτής αγωγός έπϊ τάς πράξεις έφάνη, µη δεοµένη τοΰ προσ-τίθεσθαι. [..] λέγεται δε τοις συνεποµένοις xai άχούουσιν, δτι τριών περί τήν φυχήν χινηµάτων όντων, φανταστικού xai ορµητικού xai συγχαταθετιχοϋ, το µεν φανταστικόν ουδέ βουλοµένοις άνελεΐν έστιν, ii22c άλλ'άνάγχη προεντυγχάνοντας τοις πράγµασι τυποΰσθαι xai πά-σχειν ύπ''αυτών, το δ'όρµητιχόν έγεφόµενον ύπό τοΰ ψανταστιχοΰ προς τά ο'ιχεϊα πραχτιχώς χινεΐτον άνθρωπον, οίον ροπής εν τω ήγε-µονιχω xai νεύσεως γινοµένης, ουδέ τοΰτ' ου ν άναφοΰσιν οι περί πάντων επέχοντες, άλλαχρώνται τη όρµη φυσιχώς άγοόση προς το φαινόµενον ο'ιχεϊον. τίούν φεύγουσι µόνον; ωµόνω ψεΰδος έµφυεται χαι απάτη, το δοξάζεινκάι προπίπτειν τήν συγχατάθεσιν, εΐξιν οδσαν υπ'ασθενείας τω φαινοµένφ, χρήσιµον δ'ουδέν έχουσαν. ή γαρ πρα-ξις δυοιν δέϊται, φαντασίας τοΰ οικείου xai προς το φανέν οιχέϊον όρ-ιΐϊΐά µής, ών ούδέτερον τη εποχή µάχεται, δόξης γάρ, ούχ ορµής ουδέ φαντασίας ό λόγος άφίστησιν. όταν ουν φανή το ηδύ οίχεΐον, ούθέν δεϊπρος τήν έπ' αυτό χίνησιν xai φοράν δόξης, άλλ' ήλθεν ευθύς ή mit ορµή, χίνησις ούσα xai φορά τής ψυχής. [...] "άλλα πώς ούχ εις όρος άπεισι τρέχων ό επέχων άλλ' εις βαλανεΐον, ουδέ προς τον τοϊχον
128
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
που σε ακινητοποιεί -χρησιµοποιώντας το επιχείρηµα της «απραξίας»-, στο τέλος απόκαµαν: παρ' όλες τις προσπάθειες τους και τις στρεβλώσεις, η ορµή δεν τους υπάκουσε και δεν έγινε συγκατάθεσις, ούτε δέχτηκε ως αρχή της την συµβολή άλλων στοιχείων τη στιγµή που γέρνει η πλάστιγγα αλλά, όπως φάνηκε, µόνη της η ορµή οδηγεί στις πράξεις χωρίς να χρειάζεται την προσθήκη της συγκατάθεσης. ... Και για όσους παρακολουθούν και ακούνε, το επιχείρηµα έχει ως εξής: Η ψυχή χαρακτηρίζεται από τρεις κινήσεις"-παράσταση5, ορµή και συγκατάθεση. Την πρώτη, ακόµη και να το θέλαµε, είναι αδύνατο να την αφαιρέσουµε. Αναπόφευκτα, εντυπώνεται και επιδρά µέσα µας η παράσταση των πραγµάτων. Η ορµή, η οποία ενεργοποιείται από την εντύπωση, κινεί τον άνθρωπο, µέσω της δράσης, προς οικείες κατευθύνσεις, καθώς µες στο νου του (στο ηγεµονικού), δηµιουργείται ένα είδος ροπής και κλίσης. Ούτε και την κίνηση της ορµής, λοιπόν, δεν αρνούνται οι επέχοντες που αναστέλλουν την κρίση τους επί παντός ζητήµατος' και απλώς χρησιµοποιούν την ορµή που τους οδηγεί φυσικω τω τρόπω προς αυτό που φαίνεται οικείο. Ποιο είναι, λοιπόν, το µόνο που αποφεύγουν; Αυτό στο οποίο φυτρώνει το ψεύδος κι η απάτη: το να σχηµατίζουν γνώµες, το να συγκατατίθενται προπετώς -πράγµα που θα σήµαινε υποχώρηση, λόγω αδυναµίας, µπρος στα φαινόµενα' µια υποχώρηση ολωσδιόλου ανώφελη. Για την πράξη χρειάζονται δυο πράγµατα: παράσταση του οικείου* πράγµατος, και ορµή προς αυτό που φάνηκε ως οικείο. Κανένα από αυτά τα δύο δεν έρχεται σε αντίφαση µε την έποχήν. Διότι η λογική της έποχή~ς µάς κρατά µακριά από το να σχηµατίζουµε γνώµες' δεν µας στερεί την ορµή και τις παραστάσεις των πραγµάτων. Όταν λοιπόν εµφανιστεί το ευχάριστο σ' εµάς οικείο, δεν χρειάζεται καµιά γνώµη προκειµένου να κινηθούµε και να κατευθυνθούµε προς αυτό' αµέσως έρχεται η ορµή, ως µία από τις κινητικές δυνάµεις, που ωθεί την ψυχή. ...«Μα πώς γίνεται να πηγαίνει κανονικά στα δηµόσια λουτρά και να µη τρέχει στα βουνά, κάποιος που τηρεί την εποχην; Οταν 129
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ άλλα προς τάς θύρας άναστάς βαδίζει, βουλόµενος εις άγοράν προελθείν;" τοϋτ' έρωτβς ακριβή τα αισθητήρια λέγων είναι χα'ι τάς φαντασίας αληθείς; ότι φαίνεται δήπουθεν αύτω βαλανεΐον οΰ το όρος άλλα το βαλανεΐον, και θύρα ούχ ό τοίχος άλλ'ή θύρα, και τώνάλ-ιιΐ2ί λων οµοίως εχαστον. ό γάρ της εποχής λόγος ού παρατρεπει τήναί-σθησιν, ουδέ τοις άλόγοις πάθεσιν αυτής χα'ι χινήµασιν άλλοίωσιν έµποιέί διαταράττουσαν το φανταστιχόν, άλλα τάς δόξας µόνον αναιρεί χρήται δε τοις άλλοις ώς πέφυχεν.
ϊγ. Διογένης Λαέρτιος 4-62, 64-66 4·6ζ Καρνεάδης Έπιχώµου ή Φιλοκώµου, ώς Αλέξανδρος έν Διαδοχάϊς, Κυρηνάίος. ούτος τά των Στωικών βιβλία άναγνούς επιµελώς <και µάλισταο τά Χρυσίππου, επιεικώς αύτοΐς άντέλεγε και ευηµερεί τοσούτον, ώστε εκείνο επιλέγειν ειµή γάρ ήνΧρύσιππος, ούχ αν ή~ν εγώ. φιλόπονος δ'άνθρωπος γέγονεν ει και τις άλλος, ένµέν τοις φυσιχόίς ήττον φερόµενος, εν δε τοις ήθιχόϊςµάλλον, όθεν χα'ι έχόµαχαϊ ετρε-φεν όνυχας ασχολία τη περί τους λόγους, τοσούτον δ' ίσχυσεν έν φιλοσοφία ώστε και τους ρήτορας άπολύσαντας έχ τών σχολών παρ' αυτόν ΐέναι και αυτού άχούειν... 4.64 Δειλότερον δε πως δοχεΐπερι την τελευτήν άνεστράφθαι, ότε συνεχές έλεγεν, "ή συστησασα φύσις κα'ι διαλύσει." µαθών τε Άντίπατρον
130
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
σηκώνεται να πάει στην αγορά, πώς βαδίζει προς την πόρτα κι όχι καταπάνω στον τοίχο;» Και το ρωτάς αυτό εσύ (ο Επικούρειος) που ισχυρίζεσαι πως οι αισθήσεις µας δεν µας ξεγελούν και πως οι παραστάσεις είναι αληθινές! Διότι, βέβαια, ως λουτρό θα του φανεί το λουτρό και όχι το βουνό! Και ως πόρτα δεν θα του φανεί ο τοίχος αλλά η πόρτα -το ίδιο και µε κάθε τι άλλο. Και αυτό διότι η λογική της εποχής δεν διαστρέφει την αίσθηση, ούτε αλλοιώνει τα άλογα πάθη της και τις κινήσεις της ψυχής καθαυτές, διαταράσσοντας έτσι την λειτουργία των παραστάσεων. Απλώς αναιρεί τις γνώµες* και χειρίζεται τα υπόλοιπα, όπως είναι φυσικό να τα χειρίζεται.7
0
ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
\γ.
Διογένης Λαέρτιος 4-62, 64-66.
Καρνεάδης ο Κυρηναίος του Επικώµου ή -συµφωνά µε όσα γράφει ο Αλέξανδρος στις "Διαδοχές"- Φιλοκώµου. Μελέτησε µε προσοχή τα βιβλία των Στωικών, ιδιαίτερα του Χρυσίππου' τα ανασκεύαζε µε τέτοια επιτυχία και τόσο καλά τα πήγαινε, που συνήθιζε να λέει: Αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δεν θα υπήρχα ούτε εγώ. Ήταν φίλεργος όσο κανένας άλλος (µε τη Φυσική ασχολήθηκε λίγο, αλλά διέπρεψε στην Ηθική), κι επειδή συνεχώς καταγινόταν µε τα γράµµατα, είχε µαλλιά µακριά και νύχια άκοπα. Τόσο δυνατός φιλόσοφος ήταν, που ακόµα κι οι ρήτορες έδιωχναν τους µαθητές τους και πήγαιναν να τον ακούσουν... Όταν πλησίαζε το τέλος του, φαίνεται πως δείλιασε" κάθε τόσο έλεγε: «Η φύση που µε συνέθεσε τώρα θα µε αποσυνθέσει». Κι όταν άκουσε πως ο Αντίπατρος ήπιε δηλητήριο και πέθανε, παρα131
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ φάρµαχον πιόντα άποθανεΐν, παρωρµήθη προς το ευθαρσές της απαλλαγής καί φησι, "δότε οδν κάµοί'" των δε είπόντων, "τι;", "οΐνόµελι," εΐπεν. τελευτώντος δ'αότοΰ φασιν εχλειψιν γενέσθαι σελήνης, συµπάθειαν, ώςάνειποι τις, α'ινιττοµένου τοΰ µεθ' ήλιον καλλι'στου των άστρων. 4.65
Φησί δε Απολλόδωρος εν Χρονικοΐς άπελθεΐν αυτόν εξ ανθρώπων ετει τετάρτω της δευτέρας χαϊ εξηκοστής και 'εκατοστής 'Ολυµπιά δος, βιώσαντα ετη πέντε προς τοις όγδοήχοντα. φέρονται δ' αύτοϋ επιστολαι προς Άριαράθην τον Καππαδοκίας βασιλέα, τά δε λοιπά αύτοϋ ο'ιµαθητα'ι συνέγραψαν αυτός δε χατέλιπεν ουδέν.
4.66
Τούτου πολλοί µεν χαι άλλοι γεγόνασι µαθηταί, έλλογιµώτατος δε Κλειτόµαχος' περί ου και λεχτέον.
4-67 Κλειτόµαχος Καρχηδόνιος, ούτος έχαλεΐτο µεν Άσδρούβας χαϊ τή ίδια φωνή χατά την πατρίδα εφιλοσόφει. έλθών δ' εις Αθήνας ήδη τετταράχοντ'έτη γεγονώς ηχούσε Καρνεάδου' χάχεΐνος άποδεξάµενος αύτοϋ το φιλόπονον γράµµατα τ' έποίησε µαθεΐν χαι αννήσχει τον άνδρα, ό δε ες τοσούτον ήλασεν επιµελείας, ώστε υπέρ τά τετρακόσια βιβλία συνέγραψε, χαι διεδέξατο τον Καρνεάδην χαι τά αύτοϋ µάλιστα διά των συγγραµµάτων έφωτισεν. άνήρ εν τάϊς τρισ'ιν αίρέσεσι διατρίψας, έντετή Ακαδηµαϊκή και περιπατητική χαϊ Στωική.
132
ΑΚΑΑΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
κινήθηκε από αυτή τη θαρραλέα αυτοκτονία, και είπε: «Δώστε µου λοιπόν κι εµένα». Τον ρώτησαν: «Τι;», κι εκείνος αποκρίθηκε: «Κρασί µε µέλι». Λένε πως την ώρα που ξεψυχούσε έγινε έκλειψη Σελήνης -θαρρείς για να δείξει πως συµπάσχει ετούτο το άστρο, το πιο λαµπρό µετά τον 'Ηλιο. Ο Απολλόδωρος στα "Χρονικά" του γράφει πως ο Καρνεάδης άφησε τον κόσµο τον τέταρτο γρόνο της εξηκοστής δεύτερης Ολυµπιάδας [ι 29 π.Χ.] σε ηλικία 85 ετών. Υπάρχουν µόνο κάποιες επιστολές του στον βασιλιά της Καππαδοκίας Αριαράθη -άλλο γραπτό δεν έχει αφήσει. Οι θεωρίες του καταγράφτηκαν από τους µαθητές του. Είχε πολλούς µαθητές, όµως ο πιο αξιόλογος ήταν ο Κλειτόµαχος για τον οποίο θα πρέπει να µιλήσουµε.
0
ΚΛΕΙΤΟΜΑΧΟΣ
Ο Κλειτόµαχος ήταν Καρχηδόνιος' τον λέγανε Ασδρούβα και στην πατρίδα του φιλοσοφούσε στη µητρική του γλώσσα. Σαράντα χρονών ήδη, ήρθε στην Αθήνα και παρακολούθησε τη διδασκαλία του Καρνεάδη' ο τελευταίος, παραδέχτηκε την εργατικότητα του και τον έβαλε να µάθει τα ελληνικά γράµµατα, και τον δίδασκε και ο ίδιος. Αποδείχτηκε τόσο επιµελής, που έγραψε πάνω από τετρακόσια βιβλία' διαδέχτηκε τον Καρνεάδη, και µε τα συγγράµµατα του έριξε άπλετο φως στις ιδέες του δασκάλου του. Ασχολήθηκε και µε τις τρεις σχολές, την Ακαδηµία, τους Περιπατητικούς και τους Στωικούς.
133
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
14: Cicero Academica I. 13 Sed de te ipso quid est, inquit, quod audio? "Quanam", in quam, "de re?" "Re/ictam a te ueterem Mam", inquit, "tractari autem nouam". "Quid ergo?" inquam. "Antiocho id magis licuerit, nos-tro familiari, remigrare in domum ueterem e noua quam nobis in nouam e uetere? Certe enim recentissima quaeque sunt correcta et emendata maxime. Quamquam Antiochi magister Philo, magnus uir, ut tu existimas ipse, negat in iibris, quod coram etiam ex ipso audiebamus, duos Academias esse erroremque eorum, qui itaputarunt, coarguit". ^st", inquit, "ut diets: sed ignorare te non arbitror, quae contra ea Philonis Antiochus scripserit". 15: Cicero Academical. 43-46 Tum Varro "Tuae sunt nuncpartes" inquit "qui ab antiquorum rations desciscis et ea quae ab ArcesiL· novata suntprobas, docere quod et qua de causa discidiumfactum sit, ut videamus satisne ista sit iusta defectio." 44 Turn ego "Cum Zenone" inquam "ut accepimus Anesilas sibi ornne certamen instituit, non pertinacia aut studio vincendi utquidem mihi videtur, sed earum rerum obscuritate, quae ad confessionem ignorationis adduxerant Socratem et [vel ut] iam ante Socratem
134
ΑΚΑΛΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤ1Κ1ΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
0
ΚΙΚΕΡΩΝ , "ACADEMICA"
14: Κικέρων Academica 1.13 [Βάρρων:0] «Μα τι είναι αυτά που ακούω για σένα;» [Κικέρων:] «Για ποιο πράγµα, παρακαλώ;» τον ρώτησα. «Ότι εγκατέλειψες την Αρχαία Ακαδηµία», µου απάντησε, «και ότι ασχολείσαι µε τη Νέα». «Και λοιπόν; Ήταν δηλαδή θεµιτό», είπα «ο φίλος µας ο Αντίοχος0 να πηγαίνει από τη Νέα Σχολή πίσω στην Αρχαία, ενώ σ' εµένα να µην επιτρέπεται η αντίστροφη πορεία, από την Αρχαία σχολή στη Νέα; Γιατί, αναµφίβολα, κάθε νεότερη θεωρία είναι βελτιωµένη και ως επί το πλείστον απαλλαγµένη από προηγούµενα λάθη. Αν και ο Φίλων", δάσκαλος του Α-ντίοχου και σηµαντική προσωπικότητα κατά την κρίση σου, αποφαίνεται στα βιβλία του -ως ακροατές του µάλιστα το ακούγαµε από τον ίδιο- ότι δεν υπάρχουν δύο Ακαδηµίες, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι έσφαλαν όσοι πίστεψαν κάτι τέτοιο.» [Βάρρων:] «Έτσι είναι" όµως, νοµίζω, δεν σου είναι άγνωστα τα όσα έγραψε ο Αντίοχος κατά των δηλώσεων του Φίλωνα.» 15:
Κικέρων Academica I. 43-46
Στη συνέχεια ο Βάρρων είπε: «Ως αποσκιρτήσας από την αρχαία Ακαδηµία και υποστηρικτής των αλλαγών που εγκαινίασε ο Αρκεσίλαος, είσαι ο καταλληλότερος για να αναλάβεις να µας εξηγήσεις τη φύση και την αιτία της ρήξης που δηµιουργήθηκε, για να δούµε αν η αποσκίρτησή σου είναι αρκετά δικαιολογηµένη.» 44 [Κικέρων:] «Μας είπαν», του απάντησα, «ότι όλος ο αγώνας του Αρκεσίλαου ξεκίνησε µε τον Ζήνωνα" τον Στωικό, όχι από πείσµα ή επειδή επιθυµούσε διακαώς να επικρατήσει, αλλά -όπως εγώ τουλάχιστον πιστεύω- γιατί του φαίνονταν σκοτεινά όλα εκείνα τα θέµατα που οδήγησαν τον Σωκράτη να οµολογήσει άγνοια. Ήδη και πριν από τον Σωκράτη, ο Δηµόκριτος, ο Αναξαγόρας, ο 135
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ Democritum Anaxagoram Empedociem omnes paene veteres, qui nihil cognosci nihil pereipi nihil sari posse dixerunt, angustos sensus imbeciHos animos brevia curricula vitae et ut Democritus in pro/undo veritatem esse demersam, opinion/bus et institutis omnia teneri nihil veritati relinqui, deinceps omnia tellebris circumfusa esse dixerunt. 45 Itaque Arvesilas negabat esse quicquam quod sciri posset, ne illud quidem ipsum quod Socrates sibi reliquisset, ut nihil scire se scire f, sic omnia latere censebat in occulto neque esse quicquam quod cerni out intellegi posset; quibus de causis nihil oportere neque profited neque affirmare quemquam neque assensione approbare, cohibereque semper et ab omni lapsu continere temeritatem, quae turn esset insignis cum aut falsa aut incognita res approbaretur neque hoc quicquam esse turpias quam cognitioni et perceptioni assensionem approbaüonemque praecurrere. huic rationi quod erat consentaneum fackbat ut contra omnium sententias disserens de sua plerosque deduceret, ut cum in eadem re paria contrariis in partibus momenta rationum invenirenturfacilius ab utraque parte assensio sustinerctur. 46 Hanc Academiam novam appellant, quae mihi vetus videtur, si quidem Platonem ex ilia vetere numeramus, cuius in libris nihil affirmatur et in utramque partem multa disseruntur, de omnibus quaeritur nihil certi dicitur - sed tarnen ilia quam euisti vetus, haec nova
136
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
Εµπεδοκλής, όλοι σχεδόν οι παλαιότεροι, είπαν ότι τίποτε δεν µπορεί να γίνει κατανοητό, τίποτε καταληπτό*, τίποτε γνωστό' υποστήριξαν ότι οι αισθήσεις είναι περιορισµένες, ο νους αδύναµος, σύντοµη η διάρκεια της ζωής, και ότι η αλήθεια, όπως λέει ο Δηµόκριτος, βρίσκεται στον βυθό, ότι όλα στηρίζονται σε γνώµες και θεσµούς, δεν µένει χώρος για την αλήθεια και τα πάντα, το ένα µετά το άλλο, τα περιβάλλει το σκοτάδι. 45 Έτσι ο Αρκεσίλαος έλεγε πως δεν υπάρχει τίποτε που να µπο ρούµε να το γνωρίσουµε, ούτε καν εκείνο που ο Σωκράτης πίστευε ότι κράτησε για τον εαυτό του, δηλαδή το εν olSa οτι ουδέν olSa. Σύµφωνα µε τον Αρκεσίλαο τα πάντα είναι βαθιά κρυµµένα και δεν υπάρχει τίποτε που να µπορούµε να το διακρίνουµε ή να το κα ταλάβουµε. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει κανείς ούτε να δηλώνει κατηγορηµατικά, ούτε να επιβεβαιώνει, ούτε συναινώντας να επι δοκιµάζει ο,τιδήποτε, αλλά πρέπει πάντοτε να συγκρατεί την απε ρισκεψία του και να την εµποδίζει από κάθε ολίσθηµα' και θα ήταν µεγάλη απερισκεψία να επιδοκιµάζει κανείς κάτι εσφαλµένο ή αβέ βαιο, καθώς δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη συγκατάθεση και την επιδοκιµασία που προηγούνται της γνώσης και της κατα νόησης. Η πρακτική που εφάρµοζε ήταν συνεπής µε τη θεωρία του' επιχειρηµατολογώντας ενάντια σε όλες τις απόψεις, οδηγούσε τους περισσότερους ακροατές του να την αποδεχτούν' αποτέλεσµα: όταν διαπιστωνόταν ότι είναι ισοβαρή τα επιχειρήµατα των διισταµένων απόψεων πάνω στο ίδιο θέµα, το ευκολότερο ήταν η κάθε πλευρά να συγκρατεί την συγκατάθεση της. 46 »Αποκαλούν αυτή την Ακαδηµία "Νέα", όµως εµένα µου φαί νεται ότι πρόκειται για την Αρχαία, αφού στην Αρχαία Ακαδηµία ανήκει ο Πλάτων, στα βιβλία του οποίου τίποτε δεν επιβεβαιώνε ται, και επιπλέον υπάρχουν πολλά επιχειρήµατα και για τις δύο πλευρές ενός ζητήµατος, όλα εξετάζονται, τίποτε όµως δεν τίθεται ως δεδοµένο. Παρ' όλα αυτά, ας αποκαλείται Αρχαία η Ακαδηµία που περιγράψατε, και αυτή Νέα. Η Νέα Ακαδηµία ξεκινώντας µε 137
or ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ nominetur. quae usque ad Carneadem perducta, qui quartus ab Arcesila fuit, in eadem Arcesilae ratiane permansit. Cameades autem nullius philosophiae partis ignarus et, ut cognovi ex is qui ilium audierant maximeque ex Epicureo Zenone, qui cum ab eoplurimum dissentiret unum tarnen praeter ceteros mirabatur, incredibili quadam fiatfamltate ... I
16: Gceto Academiea II. 7-8 ...neque nostrae disputationes quicquam aliud agunt nisi ut in utramquepartem dicendo eliciant et tamquam exprimant aliquid, quod aut uerum sit aut ad id quam porximeaccedat. 8 Nee inter nos et eos, qui se scire arbitrantur, quicquam interest, nisi quod illi non dubitant quinea uera sint, quae defendunt, nos probabilia multa habemus, quae sequi facile, adfirmare uix possumus. Hoc autem liberiores et solutions sumus, quod integra nobis est iudicandi potestas, nee ut omnia, quaepraescripta a quibusdam et quasi imperata sint, defendamus necessitate ulla cogimur. Nam ceteri primumante tenentur adstricti quam quid esset optimum iudicare potuerunt: deinde infirmhsimo tempore aetatisaut obsecuti amico cuidam aut una alicuius, quern primum audierunt, oratione captide rebus incognitisiudicant et, adquameumque sunt disciplinam quasi tempestate delati, ad earn tamquam ad saxum adhaerescunt.
138
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
τον Αρκεσίλαο συνέχισε µέχρι τον Καρνεάδη, τέταρτο στη σειρά, και παρέµεινε πιστή στις θέσεις του ιδρυτή της. Ο Καρνεάδης ήταν γνώστης όλων των τοµέων της φιλοσοφίας, όπως µου είπαν µαθητές του και κυρίως ο Επικούρειος Ζήνωνας, ο οποίος παρά τις έντονες διαφωνίες µαζί του, τον θαύµαζε πάνω απ' όλους, γιατί ο Καρνεάδης είχε µιαν απίστευτη ευκολία ...» ΐ6:
Κικέρων Academica II (ή Lucullus) 7-8
[Κικέρων:] Ο µόνος σκοπός των συζητήσεων µας είναι, παρουσιάζοντας και τις δύο πλευρές ενός θέµατος, να εκµαιεύουν και να εξεικονίζουν, θα έλεγα, κάτι που είτε είναι αληθές, είτε είναι το πλησιέστερο δυνατό στην αλήθεια. Και δεν διαφέρουµε από εκείνους που πιστεύουν ότι είναι κάτοχοι κάποιας γνώσης, παρά µόνο στο ότι εκείνοι δεν αµφιβάλλουν για την αλήθεια των θέσεων τους, ενώ εµείς εκλαµβάνουµε ως «πειστικά» πολλά πράγµατα, τα οποία µπορούµε εύκολα µεν να ακολουθούµε, αλλά µας είναι σχεδόν αδύνατο να επιβεβαιώσουµε. Εποµένως, έχουµε µεγαλύτερη ελευθερία και δεν µας δεσµεύει τίποτε, ακριβώς επειδή διατηρούµε ακέραιη την κριτική µας ικανότητα και επειδή τίποτε δεν µας εξαναγκάζει να υποστηρίζουµε όλες τις θέσεις που κάποιοι υπαγόρευσαν και κατέθεσαν υπό τύπον διατάγµατος. Σε όλους τους άλλους επιβάλλονται κατ' αρχήν περιορισµοί, πριν τους δοθεί ακόµη η δυνατότητα να κρίνουν ποια είναι η καλύτερη θεωρία. Και στο πιο ανώριµο στάδιο της ζωής τους αποφαίνονται για πράγµατα που δεν γνωρίζουν, είτε γιατί ακολούθησαν πειθήνια τις απόψεις κάποιου φίλου τους, είτε γιατί επηρεάστηκαν από µία και µοναδική οµιλία του πρώτου τυχόντα. Έτσι, οδηγηµένοι σαν από καταιγίδα στην οποιαδήποτε διδασκαλία, προσκολλώνται πάνω της λες κι είναι βράχος.
139
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ιγ: Qcero Academka IL 28 Ex hoc Mud est natum quod postulabat Hortensius, ut id ipsum saltern perceptum a sapiente diceretis, nihil posse percipi. Sed Antipatro hoc idem postulanti, cum diceret ei, qui adfirmaret nihil posse percipi, unum tarnen Mud dicere percipi posse consentaneum esse, ut alia non possent, Carneades acutius resistebat. Nam tanturn abesse dicebat, ut id consentaneum esset, ut maxime etiam repugnaret. Qui en im negaret quicquam esse quod perciperetur, eum nihil excipere; ita necesse esse, ne id ipsum quidem, quod exceptum non esset, comprehendi et percipi ullo modo posse 18: Cicero Academica Π. 32 Nee uero satis constituere possum quod sit eorum consilium out quid uelint. Interdum enim cum adhibemus ad eos orationem eius modi: "si ea, quae disputentur, uera sint, tum omnia fore incerta", respondent: "quid ergo istud ad nos? Num nostra culpa est? Naturam accusa, quae in prqfundo ueritatem, ut ait Democritus, penitus abstruserit". Alii autem elegantius, qui etiam queruntur, quod eos innmulemus omnia incerta dicere, quantumque internt inter incertum et id, quod percipi non possit, docere conantur eaque distinguere. Cum his igitur agamus, qui haec distingunt, Mos, qui omnia sic incerta dicunt, ut stellarum numerus par an impar sit, quasi desperates atiquos relinquamus. Volunt enim -et hoc quidem uel maxime uos
140
ΑΚΑΑΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
17'
Κικέρων Academica II. 28
[Λούκουλλος0, ως οπαδός του Αντίοχου:] Γι' αυτό και ο Ορτένσιος απαιτούσε από εσάς τους Σκεπτικούς να παραδεχτείτε τουλάχιστον ότι ο σοφός έχει συλλάβει µία αλήθεια: το ότι τίποτε δεν µπορεί να γίνει καταληπτό. Ο Στωικός Αντίπατρος είχε επίσης την ίδια ακριβώς απαίτηση και υποστήριζε ότι είναι θέµα συνέπειας, εκείνος που βεβαιώνει ότι καµία αλήθεια δεν µπορεί να συλληφθεί, να παραδέχεται εν τούτοις ότι αυτός ο ισχυρισµός του είναι η µόνη αλήθεια που µπορεί να συλληφθεί, ακόµη κι αν για όλα τ' άλλα αυτό θα ήταν αδύνατο. Ο Καρνεάδης ωστόσο αντέκρουε δυναµικά τον Αντίπατρο λέγοντας ότι η πρόταση του όχι µόνο δεν ήταν συνεπής, αλλά επιπλέον ήταν και εντελώς αντιφατική, διότι αυτός που ισχυρίζεται ότι τίποτα δεν έχει γνωστικό χαρακτήρα, δεν κάνει καµία εξαίρεση. Οπότε, αναγκαστικά, ούτε καν αυτός ο ισχυρισµός του που και αυτός ακόµη δεν έχει εξαιρεθεί-, δεν µπορεί να έχει γνωστικό χαρκτήρα. 18:
Κικέρων Academica Π. 32
[Λούκουλλος, ως οπαδός του Αντίοχου:] Δεν µπορώ ωστόσο να προσδιορίσω επαρκώς την πρόθεση και τους στόχους των Ακαδηµεικών. Γιατί, όταν κάποιες φορές τους επισηµαίνουµε ότι αν αληθεύουν τα όσα ισχυρίζονται τότε τα πάντα θα είναι αβέβαια, εκείνοι απαντούν: «Τι σχέση έχει αυτό µ' εµάς; Το λάθος δεν είναι δικό µας. Να κατηγορείτε τη φύση που έθαψε την αλήθεια «ενβυθω», όπως λέει ο Δηµόκριτος». Άλλοι Ακαδηµεικοί βέβαια απαντούν µε µεγαλύτερη λεπτότητα και µάλιστα παραπονούνται επειδή τους ψέγουµε για τη θέση τους ότι τα πάντα είναι αβέβαια. Προσπαθούν λοιπόν να εξηγήσουν και να διακρίνουν τη διαφορά ανάµεσα στο άδηλο και στο µη καταληπτό.* Ας ασχοληθούµε εποµένως µ' αυτούς κι ας παραµερίσουµε σαν απελπιστικές περιπτώσεις εκείνους που λένε ότι τα πάντα είναι τόσο αβέβαια, όσο το αν ο αριθµός των αστεριών είναι ζυγός ή µονός. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι υπάρχει Ι4ΐ
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ animaduertebam motten-probabile aliquid esse et quasi ueri simile, eaque se uti regula et in agenda uita et in quaerendo ac disserendo. 19: Gcero Academica Π. 40-42 Nunc ea uideamus, quae contra ab his disputari solent. Sed prius potestis tonus eorum rationis quasi fimdamenta cognoscere. Componunt igitur primum artem quandam de eis, quae uisa dicimus, eorumque et uim et genera definiunt, in his, quale sit id, quodpercipi et comprehendi possit, totidem uerbis quot Stoic/. Deinde ilia exponunt duo, quae quasi contineant omnem banc quaestionem: quae ita uideantur, ut etiam alia eodem modo uideripossint nee in eis quicquam intersit, non posse eorum alia percipi, alia non percipi: nihil interesse autem, non modo si omni ex parte eiusdem modi ant, sed etiam si discemi nonpossint. Quibus positis unius argumenti conclusion tota ab his caussa comprehenditur. Composita autem ea conclusio sic est: "eorum, quae uidentur, alia uera sunt, aliafaba, et quodfakum est, id percipi non potest: quod autem uerum uisum est id omne tale est, ut eiusdem modi falsum etiam possit uideri". Et "quae uisa sint eius modi, ut in eis nihil intersit, non posse accidere ut eorum alia percipi possint, alia non possint. nullum igitur est uisum quod percipi possit".
142
ΑΚΑΑΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
κάτι το «πειστικόν», δηλαδή κάτι το «αληθοφανές», και αυτό προτείνουν ως κανόνα στη διαβίωση τους και στις φιλοσοφικές έρευνες και συζητήσεις τους (η συγκεκριµένη άποψη βεβαίως -το έβλεπασας ενοχλούσε υπερβολικά). 19:
Κικέρων Academka Π. 40-42
[Λούκουλλος:] Τώρα ας εξετάσουµε τα αντεπιχειρήµατα που συνήθως προβάλλουν οι Ακαδηµεικοί. Προηγουµένως όµως µπορείτε να γνωρίσετε τα «θεµέλια», θα έλεγα, ολόκληρου του συστήµατος τους. Συγκροτούν κατ' αρχήν ένα σύνολο κανόνων για όσα εµείς αποκαλούµε «παραστάσεις»*. Των παραστάσεων αυτών ορίζουν τη φύση και τα είδη, και ειδικότερα ορίζουν τη φύση της γνωστικής παράστασης* -µε τόσα πολλά λόγια, όσα και οι Στωικοί. Έπειτα εκθέτουν τις δύο προτάσεις, που µοιάζει να προσδίδουν συνοχή στο σύνολο αυτής της έρευνας: σύµφωνα µε την πρώτη, όταν οι παραστάσεις κάποιων πραγµάτων είναι τέτοιες ώστε να είναι δυνατόν χοα κάποιες άλλες παραστάσεις να είναι όµοιες µ' αυτές χωρίς να υπάρχει κάποια διαφορά, τότε είναι αδύνατον, οι µεν να έχουν γνωστικό χαρακτήρα και οι άλλες όχι. Όµως, λέει η δεύτερη πρόταση, θεωρούµε πως δεν υπάρχει καµία διαφορά ανάµεσα στις παραστάσεις, όχι µόνον όταν είναι ίδιες σε όλες τις λεπτοµέρειες τους, αλλά ακόµη και στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η µεταξύ τους διάκριση. Κατέθεσαν λοιπόν αυτές τις προτάσεις και συµπεριέλαβαν έτσι όλο το υπό συζήτηση θέµα σε ένα και µόνο συλλογιστικό επιχείρηµα. Αυτό το επιχείρηµα οργανώνεται ως εξής: «Κάποιες παραστάσεις είναι ψευδείς, άλλες όχι. Μία ψευδής παράσταση δεν µπορεί να έχει γνωστικό χαρακτήρα. Όµως κάθε αληθής παράσταση είναι τέτοια ώστε να είναι δυνατό και µία ψευδής παράσταση να εµφανιστεί ακριβώς όµοια µε αυτήν. Και δεν είναι δυνατόν, από τις απαράλλακτες παραστάσεις, άλλες να είναι καταληπτικές* και άλλες όχι. Συνεπώς δεν υπάρχει καµία παράσταση που να µπορεί να είναι καταληπτική*.
143
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ 4ΐ Quae autetn sumunt, ut concludant id quod uolunt, ex bis duo sibi putant concedi: neque enim quisquam repugnat. Ea sunt haec: "quae uisa falsa sint, eapercipi nonposse", et alterum: "inter quae uisa nihil intersit, ex eis non posse alia talia esse, ut percipi possint, alia ut non possint": reliqua uero multa et uaria oratione defendmt, quae sunt item duo, unum: "quae uideantur, eorum alia uera esse, aüafaka", alterum: "otnne uisum, quod sit a uero, tale esse, quale etiam afalsopossit esse". 42 Haec duo proposita non praeteruolant, sed ita dilatant, ut non mediocrem curam adhibeant et diligentiam; diuidunt enim in partis et eas quidem magnas: primum in sensus, deinde in ea, quae ducuntur a sensibus et ab omni consuetudine, quam obscurari uolunt. Tum perueniunt ad earn partem, ut ne ratione quidem et coniectura ulla res percipi possit. Haec autem uniuersa concidunt etiam minutius. Vt enim de sensibus bestemo sermone uidistis, itemfaciunt de reliquis, in singuäsque rebus, quas in minima dtspertiunt, uolunt efficere eis omnibus, quae uisa sint, urns adiuncta esse falsa, quae a ueris nihil differant: ea cum talia sint, non posse comprehendi. 20: Cicero Academica Π. 59-60 59 Mud uero perabsurdum, quod dicitis, probabilia uos sequi, si re nulla impediamini. Primum quipotestis non impediri, cum a ueris
144
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ; ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
4ΐ Θεωρούν ότι δύο από τις προτάσεις που διατυπώνουν για να καταλήξουν στο συµπέρασµα που επιδιώκουν, είναι γενικώς αποδεκτές -και πράγµατι κανείς δεν τις απορρίπτει. Αυτές είναι, πρώτον, ότι οι ψευδείς παραστάσεις δεν είναι επ' ουδενί καταληπτικές" και δεύτερον, ότι ανάµεσα σε απαράλλακτες παραστάσεις είναι αδύνατον άλλες να έχουν γνωστικό χαρακτήρα και άλλες όχι. Τις υπόλοιπες προτάσεις τους όµως οι Ακαδηµεικοί τις υπερασπίζονται µε λόγο διεξοδικό και πολυσχιδή. Αυτές είναι επίσης δύο: πρώτον, ότι από τις παραστάσεις άλλες είναι αληθείς και άλλες ψευδείς" και δεύτερον, ότι κάθε παράσταση που προέρχεται από κάτι το αληθές είναι τέτοια που θα µπορούσε επίσης να προέρχεται και από κάτι το ψευδές. 42 Τις δύο αυτές θέσεις δεν τις προσπερνούν στα βιαστικά, αλλά αντίθετα τις αναπτύσσουν µε εξαιρετική φροντίδα και προσοχή. Τις διαιρούν λοιπόν σε µέρη, και µάλιστα µεγάλης έκτασης. Κατ' αρχάς, οι αισθήσεις. Έπειτα, τα συµπεράσµατα που προκύπτουν από τις αισθήσεις και από την κοινή εµπειρία (η οποία, όπως ισχυρίζονται, οδηγεί σε σύγχυση). Στη συνέχεια φτάνουν στο κοµµάτι εκείνο όπου υποστηρίζουν ότι τίποτε δεν µπορεί να γίνει γνωστό, ακόµη και µε τη βοήθεια της λογικής και των συµπερασµάτων της. Διαιρούν τις γενικές αυτές προτάσεις τους ακόµη αναλυτικότερα, εφαρµόζοντας παντού τη µέθοδο την οποία είδατε να χρησιµοποιούν για τις αισθήσεις, στη χθεσινή οµιλία. Γιατί στην κάθε περίπτωση -και οι υποδιαιρέσεις που κάνουν είναι λεπτοµερέστατες-, θέλουν να αποδείξουν ότι όλες οι αληθείς παραστάσεις συνδέονται µε αντίστοιχες ψευδείς, καθ' όλα όµοιες µε τις αληθείς. Κι αφού λοιπόν είναι τέτοια η φύση των παραστάσεων, δεν µπορεί αυτές να είναι καταληπτικές. 20:
Κικέρων Academica IL 59-60
[Λούκουλλος:] Ύψιστο παραλογισµό όµως συνιστά η δήλωση σας ότι ακολουθείτε τις πειστικές9 παραστάσεις, αν τίποτε δεν σας εµποδίζει. Πρώτα απ' όλα, πώς είναι δυνατόν να µην παρεµποδίζεστε, ό145
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ falsa non distent, deinde quod iudicium est ueri, cum sit commune fain? Ex his iUa necessario nata est εποχή, id est adsensionis retentio, in qua melius sibi constitit Arcesilas, si uera sunt quae de Carneade non nulli existimant. Si enimpercipi nihil potest, quod utrique uisum est, tollendus adsensus est. Quid enim est tarn futile quam quicquam aprobare non cognitum? Carneaden autem etiam heri audiebamus solitum esse eo delabi interdum ut diceret opinaturum, id est peccaturum esse sapientem. Mihi porro non tarn cerium est esse aUquid quod comprehendi possit, de quo iam nimium etiam diu dispute, quam sapientem nihil opinari, id est, numquam adsentiri ret uelfahae uel incoffiitae. 60 Restat Mud, quod dicunt ueri inueniendi caussa contra omnia diet oportere et pro omnibus. Volo igitur uidere quid inuenerint. Non solemus, inquit, ostendere. Quae sunt tandem ista mysteria, aut cur celatis, quasi turpe aliquid, sententiam uestram? Vt qui audient, inquit, ratione potius quam auetoritate ducantur. 21: Qcao Academica Π. 66-7 Visa enim ista cum acritermentem sensumue pepulerunt, accipio eisque interdum etiam adsentior, necpercipio tarnen; nihil enim arbiträr posse perapi. Non sum sapiens; itaque uisis cedo nee possum resistere. Sapientis autem hanc censet Arcesilas uim esse maximam, Zenoni
146
ΑΚΑΑΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
ταν το ψευδές δεν διαφέρει από το αληθές; Έπειτα, ποιο είναι το κριτήριο για την αληθή παράσταση, όταν είναι κοινό και για την ψευδή; Από τις σκέψεις αυτές προέκυψε υποχρεωτικά η ακαδηµεική διδασκαλία για την «εποχήν», δηλαδή την «αναστολή της συγκατάθεσης». Ο Αρκεσίλαος στάθηκε πιο συνεπής σε τούτη την αρχή, αν αληθεύουν τα όσα πιστεύουν µερικοί για τον Καρνεάδη. Αν λοιπόν τίποτε δεν είναι καταληπτό* -πράγµα που και οι δύο υποστήριξαν- πρέπει να αποκλειστεί η «συγκατάθεση». Τι πιο µάταιο από το να επιδοκιµάζουµε κάτι που δεν γνωρίζουµε; Όµως χθες διαρκώς ακούγαµε ότι ο Καρνεάδης παρασυρόταν συχνά και οµολογούσε ότι ο σοφός κάποιες φορές θα διατυπώσει γνώµη, δηλαδή θα διαπράξει σφάλµα. Εντούτοις, για µένα, ακόµη πιο βέβαιο από το ότι υπάρχει κάτι καταληπτό* -αυτό που συζητώ ήδη εδώ και πολλή ώρα-, είναι το ότι ο σοφός δεν διατυπώνει γνώµες*, δηλαδή ο σοφός ποτέ δεν συγκατατίθεται σε κάτι που είναι ψευδές ή άγνωστο. 6ο Αποµένει ο ισχυρισµός τους ότι, για την ανεύρεση της αλήθειας πρέπει σε καθετί να αναπτύσσονται τα υπέρ και τα κατά. Θέλω να δω λοιπόν τι ανακάλυψαν. «Δεν συνηθίζουµε», λέει ο Καρνεάδης, «να εκθέτουµε τις απόψεις µας». Μα ποια τελοσπάντων είναι αυτά τα µυστήρια σας; Γιατί κρύβετε τη γνώµη σας, θαρρείς και ντρέπεστε γι' αυτήν; «Για να οδηγούνται οι ακροατές µας», αποκρίνεται, «από τη λογική και όχι από την αυθεντία». 21:
Κικέρων Academica II. 66-67
[Κικέρων:] 'Οταν οι παραστάσεις σας προσπίπτουν µε δύναµη στο νου ή στις αισθήσεις µου, τις δέχοµαι και κάποιες φορές δίνω ακόµη και τη συγκατάθεση µου, µολονότι δεν τις συλλαµβάνω ως αληθείς γιατί πιστεύω πως τίποτε δεν είναι καταληπτό. Δεν είµαι σοφός* και έτσι υποχωρώ στις εντυπώσεις και δεν µπορώ να αντισταθώ σ' αυτές. Η µέγιστη δύναµη του σοφού όµως, κατά τον Αρκεσίλαο, ο οποίος στο θέµα αυτό συµφωνεί µε τον Ζήνωνα, έ-
147
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ adsentiens, cauere tie capiatur, nefallatur uidere; nihil est enim ab ea cogitatione quam habemus de grauitate sapientis, errore Ieuitate temeritate diiunctius. Quid igitur loquar de firmitate sapientis? Quem quidem nihil opinari tu quoque, Luculle, concedis. Quod quoniam a teprobatur - utpraepostere tecum agam, nox referam me ad ordinem - haecprimum conchtsio quam habeat uim considera. 67 Si ulli ret sapiens adsentietur umquam, aliquando etiam opinabitur. numquam autem opinabitur. nulli igttur ret adsentietur. Hone conclusionem Anesilas pnbabat; confirmabat enim etprimum et secundum. Carneades non numquam secundum illuddabat, adsentiri aliquando. Ita sequebatur etiam opinari, quod tu non uis et recte, ut mihi uideris. Sed Mud primum, sapientem, si adsensurus esset, etiam opinaturum, falsum esse et Stoici dicunt et eorutn adstipulator Antiochus: posse enim eum falsa a ueris et quae non possint percipi ab eis quae possint, distinguere. 22: Gcero Academica Π. 76-78 Anesilan uero non obtrectandi caussa cum Zenone pugnauisse, sed uerum inuenire sic intellegitur. 77 Nemo umquam superiorum non modo expresserat, sed ne dix~ erat quidem posse hominem nihil opinari, nee solum posse, sed ita ne~
148
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΑΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
γκειται στην προσοχή που δίνει ώστε να µην τον ξεγελάσουν, να µην τον εξαπατήσουν, γιατί ως προς την ιδέα που έχουµε για την σοβαρότητα του σοφού, τίποτε δεν είναι πιο παράταιρο από το λάθος, την επιπολαιότητα, την απερισκεψία. Τι να πω εποµένως για τη σταθερότητα του σοφού; Ακόµη και εσύ, Λούκουλλε, παραδέχεσαι ότι ο σοφός δεν διατυπώνει ούτε µία γνώµη*. Εφ' όσον λοιπόν συµφωνείς µ' αυτό -για να ασχοληθώ µαζί σου εκτός σειράς και γρήγορα να επιστρέψω στη σειρά που ως τώρα ακολουθούσα- σκέψου πρώτα τη δύναµη αυτού του συλλογισµού: 67 «Αν ο σοφός* συγκατατεθεί ποτέ σε κάτι, κάποτε θα σχηµατίσει και κάποια γνώµη. Όµως ποτέ δεν θα σχηµατίσει γνώµη. Συνεπώς δεν θα συγκατατεθεί ποτέ σε τίποτα.» 0 Αρκεσίλαος δεχόταν αυτόν τον συλλογισµό επιχειρηµατολογώντας υπέρ και της πρώτης και της δεύτερης πρότασης. Ο Καρνεάδης µερικές φορές δεχόταν ως δεύτερη πρόταση το ότι «ο σοφός κάποτε συγκατατίθεται»" και εποµένως ότι ο σοφός κάποτε σχηµατίζει γνώµες, πράγµα που εσύ (Λούκουλλε), δεν δέχεσαι, και ορθώς κατά τη γνώµη µου. Αλλά η µείζων πρόταση, ότι δηλαδή «αν ο σοφός συγκατατεθεί ποτέ σε κάτι, κάποτε θα σχηµατίσει και κάποια γνώµη», θεωρείται εσφαλµένη από τους Στωικούς και τον Αντίοχο0 που συµφωνεί µαζί τους, µε την αιτιολογία ότι ο σοφός είναι σε θέση να διακρίνει τα ψευδή από τα αληθή και τα καταληπτά* από τα ακατάληπτα*. 22:
Κικέρων Academica II 76-78
[Κυίέρων, εκ µέρους της Νέας Ακαδηµίας:] Ο Αρκεσίλαος δεν πολέµησε τον Ζήνωνα επειδή ήθελε να τον µειώσει, αλλά επειδή θέλησε να ανακαλύψει την αλήθεια, και αυτό το καταλαβαίνει κανείς από τα παρακάτω: 77 Κανένας πριν από τον Αρκεσίλαο δεν διαµόρφωσε ποτέ, µήτε καν ανέφερε την άποψη ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να µη διατυπώνει καµία γνώµη, και επιπλέον, ότι αυτό είναι όχι µόνο δυνα-
149
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ cesse esse sapienti. Visa est Anesilae cum uera sententia tum honesta et digna sapiente. Quaesiuit de Zenane fortasse quidfitturum esset, si nee percipere quicquam posset sapiens nee opinari sqpientis esset. Ilk, credo, nihil opinaturum, quoniam esset, quod percipi posset. Quid ergo id esset? Visum, credo. Quale igitur uisum? Tum ilium ita definisse, ex eo, quod esset, sicut esset, impressum et signatum et effictum. Post requisition etiamne, si eiusdem modi esset uisum uerum, quale uelfalsum. Hie Zenonem uidisse acute nullum esse uisum quod percipi posset, si id tale esset ab eo, quod est, ut eiusdem modi ab eo, quod non est, posset esse. Recte consensit Arcesilas ad deflnitionem additum: neque enim falsum percipi posse neque uerum, si esset tale, quale uelfalsum. Incubuit autem in eas disputationes, ut doceret nullum tale esse uisum a uero, ut non eiusdem modi etiam a falsopossit esse. 78 Haec est una contentio quae adhuc permanserit. Nam Mud, nulli ret adsensurum esse sapientem, nihil ad banc contwuersiam pertinebat. Licebat enim nihil percipere et tarnen opinari, quod a Carneade dicitur probatum: equidem Clitomacho plus quam Philoni aut Metrodoro credens, hoc magis ab eo disputatum quamprobatumputo.
150
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
τόν, αλλά xat υποχρεωτικό για τον σοφό. Η θέση αυτή φάνηκε στον Αρκεσίλαο αληθινή και τιµητική και αντάξια του σοφού. Ίσως να ρώτησε τον Ζήνωνα, τι θα συνέβαινε αν ο σοφός δεν µπορούσε να συλλάβει τίποτε, και αν ήταν γνώρισµα του σοφού το να µη σχηµατίζει απλές γνώµες. Ο Ζήνων, πιστεύω, θα του έλεγε ότι ο λόγος για τον οποίο ο σοφός δεν σχηµατίζει απλές γνώµες, είναι επειδή όντως υπάρχει κάτι που µπορεί να γίνει καταληπτό*. Τι θα µπορούσε, λοιπόν, να είναι αυτό; Νοµίζω ότι θα απαντούσε: «Μία παράσταση*». Τι λογής παράσταση; Ο Ζήνων έδωσε τον εξής ορισµό: ότι πρόκειται για την παράσταση εκείνη που προέρχεται από ένα υπαρκτό πράγµα, και αποτυπώνεται, σφραγίζεται και διαπλάθεται σύµφωνα µε εκείνο το υπαρκτό πράγµα. Ο Αρκεσίλαος στη συνέχεια ρώτησε αν µια αληθής* παράσταση θα µπορούσε να είναι πανοµοιότυπη µε µια ψευδή. Εδώ ο Ζήνων φάνηκε οξυδερκής και είδε ότι δεν µπορεί να είναι καταληπτική* µία παράσταση αν προέρχεται µεν από κάτι το υπαρκτό, είναι όµως τέτοια ώστε να µπορεί να είναι πανοµοιότυπη της µία παράσταση που προέρχεται από κάτι µη υπαρκτό. Ο Αρκεσίλαος συµφώνησε ότι ορθώς έγινε η προσθήκη αυτή στον ορισµό, αφού µήτε η ψευδής παράσταση µπορεί να είναι καταληπτική*, µήτε η αληθής παράσταση, αν είναι πανοµοιότυπη µε την ψευδή. Επικεντρώθηκε ωστόσο σ' αυτές τις συζητήσεις για να δείξει ότι καµία παράσταση που προέρχεται από κάτι πραγµατικό δεν είναι τέτοια που να αποκλείει την ύπαρξη µιας πανοµοιότυπης παράστασης, προερχόµενης όµως από κάτι µη πραγµατικό. 78 Αυτή είναι η µία από τις φιλοσοφικές διενέξεις που διαρκεί ως τις µέρες µας. Ο ισχυρισµός ότι «ο σοφός δεν θα έδινε τη συγκατάθεση του σε κανένα πράγµα», δεν αφορούσε καθόλου τη συζήτηση αυτή, γιατί θα µπορούσε ο σοφός «να µην καταλαµβάνει* τίποτε και παρ' όλα αυτά να διατυπώνει γνώµες» - άποψη που λέγεται ότι αποδέχτηκε ο Καρνεάδης. Εγώ πάντως, έχοντας µεγαλύτερη εµπιστοσύνη στον Κλειτόµαχο απ' ό,τι στον Φίλωνα ή στον Μητρόδωρο, πιστεύω ότι ο Καρνεάδης δεν αποδέχτηκε την άποψη αυτή, αλλά µάλλον την πρόβαλε ως σηµείο προς συζήτηση. Ας το αΙ5ΐ
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ Sed id omittamus. Illud certe opinatione et perception subhta sequitttr, omnium adsensionum retenüo, ut, si ostendero nihil posse percipi, tu comedos numquam adsensurum esse. 23: Qcero Academica II. 98-105 [XXXI] Sed, ut omnis istos aculeos et totum tortuosum genus disputan-di relinquamus ostendamusque qui simus, torn explicata tota Carne-adi sententia Annochi ista corruent uniuersa. Nee uero quicquam ita dicam, ut quisquam id fingt suspicetur. a Ctitomacho sumam, qui usque ad senectutem cum Carneade juit, homo et acutus, ut Poenus, et ualde studiosus ac diligens; et quattuor eius libri sunt de sustinendis adsensionibus. Haec autem, quae iam dicam, sunt sumpta deprimo. 99 Duo placet esse Cameadi genera uisorum, in uno ham diuisionem: "alia uisa esse quae percipi possint, alia quae non possint", in altera autem: "alia uisa esseprobabiUa; alia non probabilia". Itaque, quae contra sensus contraque perspicuitatem dicantur, ea pertinere ad superiorem diuisionem; contra posteriorem nihil diet oportere; qua re itaplacere: tale uisum nullum esse, utpeneptio consequeretur, ut autem probatio, multa. Etenim contra naturam esset probabile nihil esse, et sequitur omnis uitae ea, quam tu, Luculle,
152
ΑΚΑΑΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ φήσουµε λοιπόν αυτό. Αν η γνώµη και η κατάληψη* ακυρωθούν, τότε η εποχή ως προς κάθε συγκατάθεση είναι βέβαιο επακόλουθο' εποµένως, αν σου αποδείξω ότι τίποτε δεν µπορεί να γίνει καταληπτό, εσύ οφείλεις να παραδεχτείς ότι ο σοφός δεν θα συγκατατίθεται ποτέ. 2y.
Κικέρων Academica II. 98-105
[Κικέρων, εκ µέρους της Νέας Ακαδηµίας:] Για να καταδείξω ωστόσο ποιοι είµαστε, παραµερίζω τις δηκτικές σας παρατηρήσεις και ολόκληρη τη βασανιστική οµάδα των συλλογισµών σας, επειδή πιστεύω ότι, αµέσως µόλις παρουσιαστεί ολοκληρωµένη η θέση του Καρνεάδη, η θέση του δικού σας Αντίοχου θα καταρρεύσει ολοσχερώς. Δεν πρόκειται βεβαίως να πω τίποτε που να κινήσει υποψίες ότι το επινόησα εγώ. Θα αντλήσω από τον Κλειτόµαχο, άνθρωπο και έξυπνο -όπως θα περίµενε κανείς από έναν Καρχηδόνιο- και εξαιρετικά µελετηρό και επιµελή, ο οποίος µάλιστα έµεινε κοντά στον Καρνεάδη µέχρι τα γεράµατα του. Υπάρχουν τέσσερα βιβλία του που πραγµατεύονται την έποχήν της συγκατάθεσης, όµως αυτά που πρόκειται να πω τα πήρα από το πρώτο του βιβλίο. 99 Σύµφωνα λοιπόν µε τον Καρνεάδη υπάρχουν δύο κατηγορίες παραστάσεων: στην πρώτη, οι παραστάσεις διακρίνονται σε καταληπτικές και µη καταληπτικές" ενώ στη δεύτερη κατηγορία οι παραστάσεις διακρίνονται σε πειστικές και µη πειστικές.10 Οι αντιρρήσεις των Ακαδηµεικών ως προς τις αισθήσεις και την ενάργεια αφορούν στην πρώτη κατηγορία, ενώ αντιθέτως για τη δεύτερη κατηγορία δεν θα πρέπει να εγείρονται αντιρρήσεις. Κατά συνέπεια, η θέση του Καρνεάδη είναι ότι δεν υπάρχει παράσταση τέτοια που να καταλήγει στην «χατάληφιν», υπάρχουν όµως πολλές που κρίνονται ως πειστικές. Εξάλλου, το να µην υπάρχει τίποτε το πειστικό αντιβαίνει προς τη φύση και, κατά τα λεγόµενα σου, Λούκουλλε, συνεπάγεται την ανατροπή ολόκληρης της 153
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ commemorabas, euersio. Itaque et sensibus probanda multa sunt, teneatur modo iüud, non messe in eis quicquam tale, quale non etiam falsum nihil ab eo differens esse possit. Sic quidquid accident specie probabile, si nihil se offeret quod sit probabiitati Uli contrarius, utetur eo sapiens ac sie omnis ratio uitae gubemabitur. Etenim is quoque, qui a uobis sapiens inducitur, multa sequitur probabilia non comprehensa nequepereepta neque adsensa, sedsimilia ueri; quae nid probet, omnis uita tollatur. ioo Quid enim? Conscendens nauem sapiens num comprehensum animo habet atque pereeptum se ex sententia nauigaturum? Qui potest? Sed si tarn ex hoc hco proßeiscatur Puteolos stadia triginta, probo nauigio, bono gubernatore, hoc tranquillitate, probabile uideatur se illuc uenturum esse saluom. Huius modi igitur uisis consilia capiet et agendi et non agendi, faciliorque erit ut albam esse niuem probet, quam erat Anaxagoras, qui id non modo ita esse negabat, sed sibi, quia sciret aquam nigram esse, unde ilia concreto esset, albam ipsam esse ne uideri quidem. ι Ol Et quaecumque res eum sic attinget, utsituisum iUudprobabile neque ulL· re impeditum, mouebitur. Non enim est e saxo sculptus out e robore dohtus; habet corpus, habet animum, mouetur mente, mouetur sensibus, ut ei multa uera uideantur, neque tarnen habere insignem iUam et propriam percipiendi notam; eoque sapientem non adsentm, quia possit eiusdem modi exsistere falsum aliquod, cuius modi hoc uerum. Neque nos contra sensus aliter dicimus ac Staid, qui
154
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
ζωής. Κατά συνέπεια, πολλές αισθητηριακές εντυπώσεις γίνονται αποδεκτές ως πειστικές' αρκεί µόνο να έχουµε κατά νου ότι καµία αισθητηριακή εντύπωση δεν διαθέτει ένα χαρακτηριστικό τέτοιο, που να µην µπορεί να το διαθέτει, καθ' όλα όµοιο, και µια ψευδής. Ο σοφός λοιπόν θα χρησιµοποιεί οποιαδήποτε φαινοµενικά πειστική παράσταση συναντήσει, µε τον όρο ότι δεν υπάρχει τίποτε που να αντιβαίνει στην πειστικότητα της' και κατ' αυτόν τον τρόπο θα ρυθµίζει συνολικά τη ζωή του. Στην πραγµατικότητα, ακόµη και ο «σοφός», όπως µας τον συστήνετε, ακολουθεί πολλές πειστικές παραστάσεις τις οποίες δεν κατανοεί, δεν του είναι καταληπτές*, και στις οποίες δεν συναινεί, µα που είναι ωστόσο αληθοφανείς' αν δεν τις αποδεχόταν, θα ανατρεπόταν ολόκληρη η ζωή του. ιοο Τι άλλο; Όταν ο σοφός επιβιβάζεται στο πλοίο, µήπως έχει συλλάβει µε το νου και γνωρίζει πως θα ταξιδέψει όπως το έχει αποφασίσει; Πώς είναι δυνατόν; Αν, όµως, ξεκινούσε τώρα από εδώ για τους Πουτεολους, που είναι τέσσερα µίλια απόσταση, µε κατάλληλο πλοίο, καλό κυβερνήτη και µε θάλασσα ήσυχη όπως τώρα, θα το θεωρούσε πιθανό να φτάσει σώος στον προορισµό του. Παραστάσεις αυτού του είδους, λοιπόν, θα καθοδηγούν τον σοφό και όταν ενεργεί και όταν µένει αδρανής, και θα αποδέχεται την πρόταση ότι το χιόνι είναι άσπρο ευκολότερα απ' ό,τι ο Αναξαγόρας (ο οποίος όχι µόνον αρνιόταν ότι το χιόνι είναι άσπρο, αλλά επειδή γνώριζε ότι το νερό από το οποίο προερχόταν ήταν θολό, έλεγε ότι το χιόνι ούτε καν του φαινόταν άσπρο). ιοί Και θα κινηθεί από κάθε πράγµα που θα το αισθανθεί σαν παράσταση πειστική και απαρακώλυτη. Γιατί ο σοφός δεν είναι λαξεµένος σε πέτρα, ούτε πελεκυµένος σε ξύλο. Έχει σώµα, έχει ψυχή, τον κινεί ο νους, τον κινούν οι αισθήσεις, ώστε πολλά να του φαίνονται αληθινά, παρ' ότι δεν διαθέτουν το χαρακτηριστικό και ιδιαίτερο σηµάδι µιας γνωστικής παράστασης' γι' αυτό και λέµε ότι ο σοφός δεν συγκατατίθεται, επειδή µπορεί να παρουσιάζεται κάποια ψευδής παράσταση που δεν διακρίνεται από την αληθινή. Και τα όσα λέµε εναντίον των αισθήσεων δεν διαφέρουν από τη διδασκαλία 155
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ multa falsa esse dicunt, hngeque aUterse habere ac sensibus uideantur. [ΧΧΧΠ] Hoc autem si ita sit, ut unum modo sensibus falsum uideatur,pruesto est qui neget rem ulhm percipi posse sensibus. Ita nobis tacentibus ex uno Epieuri capite, altero uestro perceptio et comprehensio tollitur. Quod est caput Epieuri? "Si ullum sensus uisum falsum est, nihil percipi potest". Quod uestrum? "Sunt falsa sensus uisa". Quid sequitur? Vt taceam, conclusio ipsa loquitur: "nihil posse percipi". Non conceo, inquit, Epicuro. Certa igiturcum illo, qui a te totus diuersus est: noli mecum, qui hoc quidem certe, falsi esse aliquid in sensibus, tibi adsentior. 102 Quamquam nihil mihi tarn mirum uidetur quam ista did, ab Antiocho quidem maxime, cut erant ea, quae pauk ante dixi, notissima. Licet enim hoc quiuis arbitratu suo reprehendat, quod negemus rem uUam percipi posse, certe leuior reprehensio est: quod tarnen dicimus esse quaedam probabilia, non uidetur hoc satis esse uobis. Ne sit: ilia certe debemus effugere, quae a te uel maxime agitata sunt: "nihil igitur cernis? nihil audis? nihil tibi estperspicuom?" Explicauipaulo ante Clitomacho auctore quo modo ista Cameades diceret. Accipe quern ad modum eadem dicantur a Clitomacho in eo tibro, quern ad C. Lucilium scripsit poetam, cum scripsisset isdem de rebus ad L. Censorinum, eum qui consul cum M. Manilla fuit. Scripsit igitur his fere uerbis -sunt enim mihi nota,proterea quodearum ipsarum
156
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
των Στωικών, που ισχυρίζονται ότι πολλά πράγµατα είναι ψευδή και τελείως διαφορετικά απ' ό,τι εµφανίζονται στις αισθήσεις. Ωστόσο, αν έτσι έχει το πράγµα ώστε να είναι δυνατό να δεχτούν οι αισθήσεις έστω και µία ψευδή παράσταση, ετούτος εδώ [ο Λούκουλλος] είναι έτοιµος να αρνηθεί ότι είναι δυνατή η κατάληψη* οποιουδήποτε πράγµατος µε τις αισθήσεις! Έτσι, ακόµη κι αν εµείς δεν πούµε τίποτε, µε µία µοναδική αρχή του Επίκουρου και µε µία δική σας αίρεται η κατάληψη και η γνώση. Ποια είναι όµως η αρχή του Επίκουρου; «Εάν οποιαδήποτε αισθητηριακή εντύπωση είναι ψευδής, τότε τίποτε δεν είναι δυνατό να γίνει καταληπτό». Ποια είναι η δική σας αρχή; «Υπάρχουν ψευδείς αισθητηριακές εντυπώσεις». Αυτό τι συνεπάγεται; Ακόµη κι αν δεν µιλήσω εγώ, το ίδιο το συµπέρασµα δηλώνει ότι τίποτε δεν µπορεί να γίνει καταληπτό. «Δεν συµφωνώ µε τον Επίκουρο», λέει ο Λούκουλλος. Τότε, να τα βάλεις µ' εκείνον, που διαφέρει πλήρως από σένα, κι όχι µ' εµένα που συµφωνώ απολύτως µαζί σου ότι υπάρχει κάτι το ψευδές στις αισθήσεις. 102 Τίποτε, ωστόσο, δεν µου φαίνεται τόσο περίεργο, όσο το ότι αυτά λέγονται από εσάς, και κυρίως από τον Αντίοχο, ο οποίος γνώριζε πάρα πολύ καλά τα επιχειρήµατα που µόλις ανέφερα. Ο καθένας µπορεί να διαφωνεί, κατά την κρίση του, µε τη θέση µας ότι τα πάντα είναι ακατάληπτα -δεν πρόκειται για σοβαρή κριτική. Αλλά αυτό που προφανώς δεν σας ικανοποιεί είναι το ότι υποστηρίζουµε πως κάποια πράγµατα είναι πεισταά. Μπορεί. Όπως και να 'χει, οφείλουµε να ξεπεράσουµε τις δυσκολίες που µε τόση επιµονή πρόβαλες προηγουµένως: «Τίποτε, λοιπόν, δεν διακρίνεις; Τίποτε δεν ακούς; Τίποτε δεν σου είναι ξεκάθαρο;» Προ ολίγου εξήγησα, παραπέµποντας στον Κλειτόµαχο, µε ποιον τρόπο θα απαντούσε ο Καρνεάδης σ' αυτές τις ερωτήσεις. Άκου λοιπόν πώς πραγµατεύτηκε ο Κλειτόµαχος τα ίδια ζητήµατα στο βιβλίο που αφιέρωσε στον ποιητή Γάϊο Λουκίλιο -είχε γράψει τα ίδια και στον Λούκιο Κενσορίνο, τον συνύπατο του Μάνλιου Μανίλιου. Έγραψε λοιπόν µ' αυτά περίπου τα λόγια -µου είναι γνωστά, κυρίως επει157
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ rerum, de quibus agimus, prima institutio et quasi disciplina illo libro continetur— sed scriptum est ita: 103 "Academicis placere esse rerum eius modi dissimiü'tudines, ut atiae probabiles uideantur, aliae contra: id autem non esse satis cur alia posse perdpi dicas, alia non posse, propterea quod muIta falsa probabilia sint, nihil autem falsi perceptum et cognitum possit esse". Itaque ait uehementer errare eos, qui dicant ab Academia sensus eripi, α quibus numquam dictum sit aut colorem aut saporem aut sonum nullum esse, illud sit disputatum, non inesse in his proprium, quae nusquam alibi esset, ueri et certi notam. 104 Quae cum exposuisset, adiungit dupliciter did adsensus sustinere sapientem: uno modo, cum hoc intellegatur, omnino eum rei nullt adsentiri: altera, cum se α respondendo, ut aut approbet quid aut improbet, sustineat, ut neque neget aliquid neque aiat. Id cum ita sit, aiterum placere, ut numquam adsentiatur, alterum tenere, ut sequens probabilitatem, ubicumque haec aut occurrat aut deßciat, aut "etiam" aut "non"responderepossit. Etenim cumplaceat eum qui de omnibus rebus contineat se ab adsentiendo, moueri tarnen et agere aliquid, relinqui eius modi uisa, quibus ad actionem excitemur: item ea quae interrogati in utramque partem respondere possimus, sequientes tantum modo, quodita uisum sit, dum sine adsensu; neque tarnen omnia eius modi uisa approbari, sed ea quae nulla reimpedirentur.
158
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
δή το πρωταρχικό σύστηµα, σα να λέµε η διδασκαλία του για αυτά ακριβώς τα θέµατα τα οποία συζητούµε, περιέχονται σ' εκείνο το βιβλίο του- εν πάση περιπτώσει, έγραψε τα εξής: ΐ03 «Σύµφωνα µε τους Ακαδηµεικούς, τα πράγµατα είναι ανόµοια κατά τρόπο ώστε άλλα να φαίνονται πειστικά και άλλα όχι. Αυτό όµως δεν αρκεί για να µπορέσεις να πεις ότι άλλα έχουν γνωστικό χαρακτήρα και άλλα όχι, επειδή υπάρχουν πολλές ψευδείς παραστάσεις που έχουν πειστικότητα' όµως τίποτα το ψευδές δεν µπορεί να έχει γνωστικό χαρακτήρα.» Έτσι, ο Κλειτόµαχος λέει ότι διαπράττουν µέγα σφάλµα όσοι ισχυρίζονται ότι η Ακαδηµία µάς αφαιρεί τις αισθήσεις' οι Ακαδηµεικοί ποτέ δεν είπαν ότι είναι ανύπαρκτα είτε το χρώµα, είτε η γεύση, είτε ο ήχος, αλλά αυτό που υποστήριζαν ήταν ότι δεν ενυπάρχει στις εντυπώσεις αυτές ένα ιδιαίτερο γνώρισµα που να αποτελεί σηµάδι της αλήθειας και της βεβαιότητας, τέτοιο που να µη µπορεί να βρεθεί πουθενά αλλού. 104 Και αφού προβάλει αυτά τα επιχειρήµατα, προσθέτει ότι η φράση, «Ο σοφός αναστέλλει την κρίση του» έχει διπλή σηµασία: η µία, ότι ο σοφός δεν συγκατατίθεται σε τίποτα' η άλλη, ότι επέχει µη δίνοντας απάντηση στο αν αποδέχεται ή απορρίπτει κάτι, µε αποτέλεσµα, ούτε να αρνείται ούτε να καταφάσκει. Ούτως εχόντων των πραγµάτων, υιοθετεί την πρώτη, ώστε να µην συγκατατίθεται σε τίποτε, και διατηρεί την δεύτερη, µε αποτέλεσµα, ακολουθώντας το τηθανόν να απαντά «ναι» όταν αυτό είναι παρόν και «όχι» όταν είναι απόν. Πράγµατι, εφ' όσον πιστεύουµε ότι αυτός που συγκρατεί την συγκατάθεση του για όλα τα πράγµατα, παρ' όλα αυτά κινείται και προβαίνει σε κάποια πράξη, δεχόµαστε ότι παραµένουν εντυπώσεις που µας ωθούν να ενεργήσουµε. Επίσης αποµένουν εκείνες οι εντυπώσεις για τις οποίες όταν µας θέσουν ερωτήσεις να µπορούµε να απαντούµε είτε θετικά είτε αρνητικά, ακολουθώντας απλώς τον ισχυρισµό ότι η εντύπωση µπορεί να είναι έτσι, µε τον όρο όµως ότι δεν δίνουµε τη συγκατάθεση µας. Ωστόσο δεν δίνουµε τη συγκατάθεση µας σε όλες τις εντυπώσεις αυτού του είδους, αλλά µόνον σ' εκείνες που είναι απαρακώλυτες. 159
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ΙΟ5
Haec si nobis non probamus, sint falsa sane, inuidiosa certe
non sunt. Non enim lucem eripimus, sed ea quae uos percipi comprehendique, eadem nos, si modo probabilia sint, uideri dicimus. 24: Gcero Academica II. 108 Atterum est, quod negatis actionem ullius ret posse in eo esse, qui nullam rem adsensu suo comprobet. Primum enim uideri oportet, in quo est etiam adsensus. Dicunt enim Stoici sensus ipsos adsensus esse, quos quoniam appetitio consequatur, actionem sequi; tolli autem omnia, si uisa tollantur. Hoc de re utramque partem et dicta sunt et scripta multa, sed breui res potest tota confia. Ego enim etsi maximam actionem puto repugnare uisis, obsistere opinionibus, adsensus lubricos sustinere, credoque Clitomacho ita scribenti, Herculi quendam laborem exanclatum a Carneade quod, utferam et immanem beluam, sic ex animis nostris adsensionem, id est opinanonem et temeritatem extraxisset, tarnen, ut ea pars defensionis relinquatur, quid impediet actionem eius, qui probabilia sequitur, nulla re impediente? 25: Cicero Academica IL 13g ...cuius [Caltipbontis] quidem sententiam Carneades ita studiose
160
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
ΐ05 Αν δεν σας πείθουµε µε τα επιχειρήµατα αυτά, τότε µπορεί βεβαίως να είναι ψευδή, σίγουρα όµως δεν είναι αξιοκαταφρόνητα. Δεν σας αφαιρούµε το φως της µέρας' απλώς, όλα εκείνα που εσείς ονοµάζετε «καταληπτά», εµείς (µε την προϋπόθεση ότι είναι αληθοφανή), λέµε ότι «φαίνονται». 24:
Κικέρων Academica II. 108
[Κιχερων, εκ µέρους της Νέας Ακαδηµίας:] Υποστηρίζετε επίσης ότι εκείνος που δεν συγκατατίθεται σε τίποτε δεν έχει και τη δυνατότητα να επιτελέσει οποιαδήποτε πράξη. Διότι, πρώτον, πρέπει να υπάρχει µια παράσταση, αλλά στην παράσταση να εµπεριέχεται και η συγκατάθεση, αφού οι Στωικοί λένε ότι οι ίδιες οι συλλήψεις των αισθήσεων είναι συγκατάθεση, επακόλουθο της οποίας είναι η πράξη, επειδή η συγκατάθεση συνεπάγεται την παρόρµηση για επιτέλεση πράξης" όταν όµως ακυρώνονται οι παραστάσεις, ακυρώνονται και όλα αυτά. Για το συγκεκριµένο θέµα ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά, και υπέρ και κατά, παρ' όλα αυτά µπορεί να γίνει µια σύντοµη συνολική παρουσίαση του. Έτσι, παρ' όλο που θεωρώ ότι η σηµαντικότερη πράξη, αυτή δηλαδή της λογικής, αντιµάχεται τις αισθητηριακές εντυπώσεις, αντιστέκεται στις γνώµες, συγκρατεί µια παρακινδυνευµένη συγκατάθεση, και παρ' όλο που συµφωνώ µε τον Κλειτόµαχο όταν γράφει ότι «ο Καρνεάδης πράγµατι επιτέλεσε Ηράκλειο άθλο ελευθερώνοντας το πνεύµα µας από το άγριο και φοβερό θηρίο, την πράξη της συγκατάθεσης» -δηλαδή τις αβάσιµες και αστόχαστες γνώµες-, ωστόσο (για να αφήσω το µέρος αυτό της υπεράσπισης) τι µπορεί να σταθεί εµπόδιο στη δραστηριότητα κάποιου ο οποίος ακολουθεί το «πιθανόν» όταν αυτό δεν παρακωλύεται; 25:
Κικέρων Academica II. 139
[Κικέρων, εκ µέρους της Νέας Ακαδηµίας:] ...ο Καρνεάδης υπερασπιζόταν µε ζήλο την άποψη του Καλλιφώντα [σ.τ.µ.: ότι το υψηλότερο αι6ι
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ defensitabat, utearn probare etiam uideretur, quamquam Clitomachus adfirmabat numquam se inteUegere potuisse quid Carneadi probaretur. 26: Cicero Academica II. 148 Tum Catulus, "Egone?" inquit; "ad patris reuoluor sententiam, quam quidem tile Carneadiam esse dicebat, ut pervipi nihil putem posse, adsensurum autem nonpertepto, id est, opinaturum sapientem existimem, sed ita ut inteUegat se opinari sciatque nihil esse quod comprehendi et pervipi possit: qua re έποχήν iUam omnium rerum comprobans, Uli alten sententiae, nihil esse quod pervipi possit, uehementer adsentior".
27: Ciceto De Finibus bonorum et malorum Π.2* [2] Sed et ilium, quem nominavi, et ceteros sophistas, ut e Platone intellegi potest, lusos videmus a Socrate. is enim percontando atque interrogando elicere solebat eorum opiniones, quibuscum disserebat, ut ad ea, quae ii respondissent, si quid videretur, diceret. qui mos cum a posterioribus non esset retentus, Arvesilas eum revocavit instituitque ut it, qui se audire vellent, non de se quaererent, sed ipsi dicerent, quid sentirvnt; quod cum dixissent, ille contra, sed eum qui audiebant, quoad poterant, defendebant sententiam suam. apud ceteros autem phihsophos, qui quaesivit aliquid, facet; quod quidem iamfit etiam in Academia.
162
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
γαθό είναι η αρετή συν την ηδονή], τόσο που έδινε την εντύπωση πως
την αποδεχόταν κιόλας' αν και ο Κλειτόµαχος οµολογούσε ότι ποτέ δεν µπόρεσε να καταλάβει τι ακριβώς αποδεχόταν ο Καρνεάδης. 26:
Κικέρων Academica II. 148
Ο Κάτουλος" τότε απάντησε: «...επιστρέφω στην άποψη του πατέρα µου, ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν άποψη του Καρνεάδη, και εποµένως θεωρώ ότι τίποτε δεν µπορεί να γίνει καταληπτό*' ωστόσο ο σοφός θα συγκατατίθεται σε κάτι µη καταληπτό, δηλαδή θα σχηµατίζει µία γνώµη, αλλά µε τρόπο που να καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται παρά για γνώµη, και θα γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτε που να µπορεί να είναι αντικείµενο κατάληψης. Κατά συνέπεια, µολονότι δεν αποδέχοµαι την απόλυτη έποχψ, συµφωνώ πλήρως µε την άλλη άποψη, ότι δηλαδή δεν υπάρχει τίποτε που να µπορεί να γίνει καταληπτό. 17'.
Κικέρων De Finibus Bonorum et Malorum II. 2
Αντιθέτως, ξέρουµε από τον Πλάτωνα ότι ο Σωκράτης ειρωνευόταν τον Γοργία, που ανέφερα προηγουµένως, αλλά και τους υπόλοιπους σοφιστές. Γιατί ο ίδιος συνήθιζε να εξετάζει µε ερωτήσεις τους συνοµιλητές του εκµαιεύοντας τις απόψεις τους, ώστε να διατυπώνει και τις δικές του αντικρούοντας τις απαντήσεις που του έδιναν. Οι συνεχιστές του εγκατέλειψαν τη σωκρατική πρακτική, ο Αρκεσίλαος όµως την επανέφερε επιβάλλοντας τον εξής κανόνα: εκείνοι που επιθυµούσαν να τον ακούσουν δεν θα του έθεταν ερωτήσεις, αλλά θα έλεγαν οι ίδιοι τις σκέψεις τους' και µετά την κατάθεση των απόψεων τους ο Αρκεσίλαος παρουσίαζε την αντίθετη άποψη. Και οι δικοί του µαθητές (του Αρκεσίλαου) υποστήριζαν όσο καλύτερα µπορούσαν την άποψη τους' ενώ αντίθετα οι µαθητές των άλλων φιλοσόφων θέτουν κάποια ερώτηση και µετά σιωπούν. Αυτό είναι που γίνεται στην Ακαδηµία11, ακόµη και σήµερα. ι63
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
28: Σέξτος 'Εµπειρικός Προς Λογικούς 7- ISO-189 7.150 Οι δέ περί τον Άρχεσίλαον προηγουµένως µεν ουδέν ώρισαν χριτήριον, οι δε χα'ι ώρικέναι δοχοϋντες τοΰτο κατά άντιπαρεξαγωγήν 7-151 τήν ώς προς νους Στωικούς άπέδοσαν. χρί« γάρ είναι φασιν εκείνοι τα συζυγούντα άλλήλοις, έπιστηµην και δόξαν χ/χι την εν µεθορίφ τούτων τεταγµένην χατάληφιν, ών έπιστηµην µέν είναι την ασφαλή χα'ι βεβαίαν χα'ι άµετάθετον υπό λόγου χατάληφιν, δόξαν δε την ασθενή" xai φευδή συγχατάθεσιν, χατάληφιν δε την µεταξύ τούτων, ή7.152 τις εστί χαταληπτιχής φαντασίας συγχατάθεσις' χαταληπτιχή δε φαντασία χατά τούτους ίτύγχανεν ή αληθής xat τοιαύτη οία ούχ αν γένοιτο ψευδής, ών τήν <µεν> έπιστηµην έν µόνοις ύφίστασθαι λέγουσι τοις σοφόϊς, την δέ δόξαν ένµόνοις τοις φαύλοις, τήν δε χατά7.153 ληφινχοινήν αµφοτέρων είναι, χα'ι ταύτην χριτήριον αληθείαςχαθεστάναι. ταύτα δη λεγόντων των άπό τής Στοάς ό Άρχεσίλαος άντιχαθίστατο, δειχνύςό'τι ουδέν έστι µεταξύ επιστήµης χα'ι δόξης χριτηριον ή χατάληφις. αύτη γάρ ην φασι χατάληφιν χα'ι χαταληπτιχής φαντασίας συγχατάθεσιν, ήτοι έν σοφφ ή έν φαύλφ γίνεται, αλλ 'εάν τε έν σοφφ γένηται, επιστήµη εστίν, εάν τε έν φαύλφ, δόξα, xai ουδέν 7.154 άλλο παρά ταΰτα ή µόνον όνοµα µετείληπται. είπερ τε ή χατάληφις χαταληπτιχής φαντασίας συγχατάθεσίς έστιν, ανύπαρκτος έστι, πρώτον µεν ότι ή συγχατάθεσις ού προς φαντασίαν γίνεται άλλα προς λόγον (των γάρ αξιωµάτων είσΐν at συγκαταθέσεις), δεύτερον ότι ουδεµία τοιαύτη αληθής φαντασία ευρίσκεται οία ούχ αν γένοιτο 7.155 φευδής, ως διά πολλών χα'ι ποικίλων παρίσταται, µη ούσης δέ καταληπτιχής φαντασίας ουδέ χατάληφις γενήσεται' ήν γάρ αύτη χατα-
164
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
ΤΟ "ΕΥΛΟΓΟΝ" ΚΑΙ ΤΟ "ΠΕΙΣΤΙΚΟ"
28:
Σέξτος Εµπειρικός Προς Λογικούς 7.150-189
Οι οπαδοί του Αρκεσίλαου δεν όρισαν κατά βάση κανένα κριτήριο της αλήθειας' όσο για κείνους που έδωσαν την εντύπωση ότι έχουν ορίσει κριτήριο, το έκαναν αντιπαρατιθέµενοι στους Στωικούς. Οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι τρία πράγµατα συνδέονται µεταξύ τους: η γνώση, η γνώµη και -στα όρια αυτών των δύο- η χατάληφις. Από αυτά, γνώση είναι η ασφαλής και σταθερή σύλληψη που µένει ανεπηρέαστη και δεν διαφοροποιείται από τη λογική' γνώµη είναι η αδύναµη και εσφαλµένη συγκατάθεση" και, ανάµεσα στα δυο, η κατάληφις είναι συναίνεση σε µια γνωστική παράσταση. Γνωστική παράσταση [: καταληκτική φαντασία] για τους Στωικούς, είναι µια αληθής παράσταση τέτοια που να µην είναι δυνατό να ξεγελά τις αισθήσεις. Γνώση έχουν µόνο οι σοφοί, γνώµη µόνο οι φαύλοι, ενώ η χατάληφις είναι κάτι κοινό και για τους δύο και ορίζεται ως το κριτήριο της αλήθειας. Αυτά έλεγαν οι Στωικοί, και ο Αρκεσίλαος αντιτασσόταν δείχνοντας πως η χατάληφις δεν είναι κριτήριο µεταξύ γνώσης και γνώµης. Γιατί αυτό που ονοµάζουν χατάληφιν και συναίνεση σε µια γνωστική παράσταση, είναι κάτι που µοιράζονται από κοινού οι σοφοί και οι φαύλοι" αλλά στην περίπτωση του σοφού είναι γνώση ενώ στην περίπτωση του φαύλου είναι γνώµη -οπότε δεν αποµένει πλάι στα δύο παρά µια σκέτη λέξη. Κι αν η κατάληφις σηµαίνει συναίνεση σε µια γνωστική παράσταση, τότε είναι κάτι το ανύπαρκτο, πρώτον διότι η συγκατάθεση δίδεται σε µια πρόταση λόγου κι όχι σε µια παράσταση (γιατί αυτά στα οποία συναινούµε είναι οι προτάσεις), δεύτερον διότι δεν υπάρχει τέτοια αληθής παράσταση που να µη µπορεί να αποδειχτεί ψευδής, όπως µας δείχνουν πολλά και ποικίλα παραδείγµατα. Κι αφού δεν υπάρχει γνωστική παράσταση, δεν θα υπάρξει και η κατάληψις (διότι κατάληψις είναι η συγκα-
165
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ληπτικτ) φαντασία συγκατάθεσις. µη ούσης δε καταλήψεως πάντ' εσται ακατάληπτα, πάντων δε όντων ακατάληπτων ακολουθήσει και 7.156 κατά τους Στωικούς έπέχειν τον σοφόν. σκοπώµεν δε ούτωσί. πάντων όντων ακατάληπτων δια την άνυπαρξίαν τοΰ Στωικού κριτηρίου, ει συγχατα&ήσεται ό σοφός, δοξάσει ό σοφός'µηδενός γαρ όντος καταληπτού ει συγκατατίθεταί τινι, τω άκαταλήπτω ανγκαταθήσεται, ή δε τω άκαταλήπτω συγκατάθεσις δόξα εστίν, ώστε ε'ι των 7-157 συγκατατιθεµένων 'εστίν ό σοφός, των δοξαστικών εσται ό σοφός, ούχι δε γε των δοξαστικών εστίν ό σοφός (τοϋτο γάρ αφροσύνης ήν κατ'αυτούς, χα'ι των αµαρτηµάτων αίτιον)' οϋκ άρα τών συγκατατιθεµένων εστίν ό σοφός, ει δε τοϋτο, περί πάντων αυτόν δεήσει άσυγκαταθετεΐν. το δε άσυγκαταθετεϊν ουδέν ετερόν έστιν ή το έπέ7.158 χειν έφέξει άρα περί πάντων ό σοφός, άλλ'έπε'ι µετά τούτο έδει και περί της τοΰ βίου διεξαγωγής ζητεΐν, ήτις οΰ χωρίς κριτηρίου πέφυκεν άποδίδοσθαι, άφ'οδκαι ή ευδαιµονία, τουτέστι το τοΰ βίου τέλος, ήρτηµένην έχει την πίστιν, φηαιν ό Άρκεσίλαος, ότι ό περί πάντων επέχων κανονιεΐτάς αιρέσεις και φυγάς και κοινώς τάς πράξεις τώ εΰλόγφ, κατά τούτο τε προερχόµενος το κριτήριονκατορθώσει' την µεν γάρ εύδαιµονίαν περιγίνεσθαι δια της φρονήσεως, τήν δε φρόνησιν κεΐσθαι εν τόϊς κατορθώµασιν, τό δε κατόρθωµα είναι όπερ πραχθεν εύλογον έχει την άπολογίαν. ό προσεχών ούν τω εΰλόγφ κατορθώσει και εΰδαιµονήσει. 7-159 Ταύτα και ό Άρκεσίλαος' ό δε Καρνεάδης οΰ µόνον τόϊς Στωικοΐς άλλα και πάσι τοις προ αυτού άντιδιετάσσετο περί τοΰ κριτηρίου, και δη πρώτος µεν αύτωκαϊ κοινός προς πάντας έστι λόγος καθ'δν παρίσταται ότι ουδέν έστιν απλώς αληθείας κριτήριον, οΰ λόγος, οϋκ
ϊ66
ΑΚΑΑΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
τάθεση που δίδεται σε γνωστικές παραστάσεις), και άνευ καταλήψεως τα πάντα είναι ακατάληπτα. Και εφ' όσον όλα είναι ακατάληπτα, έπεται -ακόµα και για τους Στωικούς- ότι ο σοφός θα αναστείλει την τοποθέτηση του (θα τηρήσει την εποχήν). Ας το εξετάσουµε ως εξής: εφ' όσον τα πάντα είναι ακατάληπτα, λόγω της ανυπαρξίας του στωικού κριτηρίου, αν ο σοφός συναινέσει σε κάτι, αυτό σηµαίνει πως θα εκφέρει γνώµη. Γιατί η συναίνεση σε κάτι ακατάληπτο ισοδυναµεί µε γνώµη. Εποµένως, αν ο σοφός ανήκει στην κατηγορία εκείνων που συναινούν, τότε δεν είναι παρά κάποιος που σχηµατίζει γνώµες. Όµως ο σοφός δεν συγκαταλέγεται σ' εκείνους που σχηµατίζουν γνώµες (γιατί αυτό για τους Στωικούς είναι σηµάδι αφροσύνης και αιτία σφαλµάτων)' συνεπώς, ο σοφός δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνων που συναινούν' κι αν είναι έτσι, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να µη συναινεί" και η µη συναίνεση δεν είναι άλλο από την εποχήν. Θα επέχει, λοιπόν, ο σοφός σε κάθε περίπτωση. Επειδή όµως θα πρέπει κατόπιν τούτων να αναζητηθεί ένας τρόπος ζωής, που δεν µπορεί φυσικά να προσδιοριστεί χωρίς κάποιο κριτήριο -απ' το οποίο εξαρτάται και η εγκυρότητα του σκοπού της ζωής, δηλαδή της ευδαιµονίας*-, ο Αρκεσίλαος λέει: αυτός που γενικά εφαρµόζει την εποχήν, θα φροντίζει ώστε οι επιλογές και οι αποφυγές του και γενικά οι πράξεις του να είναι σύµφωνες µε το ευλογον, και αν προχωρήσει σύµφωνα µε αυτό το κριτήριο, τότε θα πράττει ορθά [ή: θα επιτελεί «κατορθώµατα»*]. Η ευδαιµονία επιτυγχάνεται µε την φρόνηση και η φρόνηση έγκειται στα «κατορθώµατα»*, και κατόρθωµα είναι η πράξη εκείνη που µπορεί εκ των υστέρων να δικαιολογηθεί µε εύλογα επιχειρήµατα. Οποιος λοιπόν εµµείνει στο εΰλογον, θα πράττει ορθά και θα ευδαιµονεί. Αυτά λέει ο Αρκεσίλαος. Ενώ ο Καρνεάδης, ως προς το κριτήριο, αντιπαρετασσε επιχειρήµατα όχι µόνο ενάντια στους Στωικούς αλλά και σε όλους τους προγενέστερους. Σύµφωνα µε το πρώτο του επιχείρηµα -το οποίο στρέφεται εναντίον όλων των άλλων φιλοσόφων-, δεν υπάρχει, απλούστατα, κριτήριο της αλή167
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ αϊσθησις, ού φαντασία, ουκ άλλο τι των όντων' πάντα γάρ ταΰτα 7.IÖO συλλήβδην διαψεύδεται ήµας. δεύτερον δε χαθ'δ δείκνυσιν, δτι και ει εστί τι χριτήριον, τοΰτο ού χωρίς τοϋ άπό της ενάργειας πάθους υφίσταται, έπε'ι γάρ αισθητική δυνάµει διαφέρει το ζωον των άφύχων, πάντως διά ταύτης εαυτού τε και των εκτός άντιληπτικόν γενήσεται. ή δε γε αισθησις ακίνητος µεν ούσα και απαθής και άτρεπτος ούτε 7·ΐ6ι αίσθησίς έσνν ούτε αντιληπτική τίνος, τραπεΐσα δέ καί πως παθοΰσα κατά την των εναργών ύπόπτωσιν, τότε ένδεικνύει τά πράγµατα, εν άρα τω άπό της ενάργειας πάθει της φυχής ζητητίον έστ'ι το κριτή-ριον. τοΰτο δε το πάθος αυτού <τε> ένδεικτικόν οφείλει τυγχάνεινκαι τοΰ εµποιήσαντος αυτό φαινοµένου, όπερ πάθος εστίν ούχ έτερον της 7.162 φαντασίας, όθεν και φαντασίαν ρητέον είναι πάθοςτι περί το ζωον εαυτού τε και τοΰ ετέρου παραστατικόν. οίον προσβλέφαντές τινι, φησιν ό'Αντίοχος, διατιθέµεθά πως την όφιν, και ούχ ούτως αυτήν διακειµένην ϊσχοµεν ως πριν τοΰ βλέφαι διακειµένην ειχοµεν' κατά µέντοι την τοιαύτην άλλοίωσιν δυειν αντιλαµβανόµεθα, ενός µεν αυτής της αλλοιώσεως, τουτέστι της φαντασίας, δευτέρου δε τοΰ τήν άλλοίωσιν εµποιήσαντος, τουτέστι τοΰ ορατού, και επί των άλλων 7.163 αισθήσεων το παραπλήσιον. ώσπερ ούν το φως εαυτό τε δείκνυσι κα'ι πάντα τά εν αΰτφ, ούτω και ή φαντασία, αρχηγός ούσα της περ'ι το ζφον είδήσεως, φωτός δίκην έαυτήν τε έµφανίζειν οφείλει και τοΰ ποιήσαντος αυτήν 'εναργούςενδεικτική καθεστάναι. άλλ'έπε'ι ού το κατ' άλήθειαν άεί ποτέ ενδείκνυται, πολλάκις δε διαψεύδεται και διαφωνεί τοις άναπέµφασιν αυτήν πράγµασιν ώς οι µοχθηροί των
168
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΧ
θειας, µήτε λογικό επιχείρηµα µήτε αίσθηση µήτε παράσταση µήτε άλλο υπαρκτό πράγµα: όλα αυτά µαζί µάς εξαπατούν. Με το δεύτερο επιχείρηµα του δείχνει πως ακόµα κι αν υπάρχει κάποιο κριτήριο, τούτο δεν είναι ανεξάρτητο από τον τρόπο µε τον οποίο επιδρά πάνω µας µια εναργής (ολοφάνερη και αυταπόδεικτη) παράσταση. Εφ' όσον ένα ζώο διαφέρει από τα άψυχα στο ότι έχει την ικανότητα αίσθησης, αντιλαµβάνεται τον εαυτό του και τον έξω κόσµο εξ ολοκλήρου µέσω αυτής. Όµως όσο δεν κινητοποιείται µια αίσθηση, όσο δεν δέχεται καµιά επίδραση και µένει αµετάβλητη, τότε ούτε αίσθηση είναι ούτε συλλαµβάνει τίποτα: µόνο όταν διαφοροποιηθεί και κατά κάποιο τρόπο δεχτεί ερεθίσµατα από αντικείµενα που της είναι φανερά (εναργή), τότε µας δείχνει τα πράγµατα. Άρα θα πρέπει να αναζητήσουµε το κριτήριο της αλήθειας στον χρόπο που επιδρά η ενάργεια πάνω στην ψυχή. Τούτη η εµπειρία της ψυχής θα πρέπει να είναι δηλωτική όχι µόνο του φαινοµένου που την παράγει αλλά και του ίδιου του εαυτού της' και τούτη η εµπειρία δεν είναι άλλη από την (εντύπωση που µας δίνει µια) παράσταση. Πρέπει λοιπόν να πούµε ακόµα ότι και η παράσταση είναι µια παθητική εµπειρία του έµβιου όντος, δηλωτική τόσο του εαυτού της όσο και του άλλου πράγµατος. Για παράδειγµα -όπως λέει ο Αντίοχος-, αν κοιτάξουµε κάτι προσεκτικά, χειριζόµαστε την όραση µας διαφορετικά απ' ό,τι προτού κοιτάξουµε. Μέσω µιας τέτοιας διαφοροποίησης αντιλαµβανόµαστε δύο πράγµατα: πρώτον, την ίδια την διαφοροποίηση, δηλαδή το ότι εντυπώθηκε η παράσταση' και δεύτερον, αυτό που προκάλεσε την διαφοροποίηση, δηλαδή το ορατό αντικείµενο. Παροµοίως και µε τις υπόλοιπες αισθήσεις. Έτσι λοιπόν, όπως το φως δείχνει και τον εαυτό του και όλα όσα βρίσκονται στο φως, έτσι και η παράσταση, ως αφετηρία των γνώσεων που αποκτά ένα ζωντανό ον, οφείλει, όπως το φως, να εµφανίζει τον εαυτό της αλλά και να µπορεί να αποκαλύπτει τα αντικείµενα που την δηµιούργησαν. Επειδή όµως δεν είναι πάντα στ' αλήθεια αποκαλυπτική και πολλές φορές µας εξαπατά σαν κακός αγγελιαφόρος και βρίσκεται σε α169
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ αγγέλων, χατ' άνάγχην ήχολούθησε τό µη πασαν φαντασίαν δύνασθαι χριτηριον άπολείπειν αληθείας, άλλα µόνην, ει χαι άρα, τηνά7.164 λήθη. πάλιν ουν έπε'ι ουδεµία έστϊν αληθής τοιαύτη οία ούχ αν γένοιτο φευδής, άλλα πάση tfj δοχούσγ] άληθεϊ χαθεστάναι εύρίσχεταί τις απαράλλαχτος φευδής, γενήσεται τό χριτηριον ένxoivfj φαντασία τοϋ τε άληθοϋς χαι φεύδους. ή δε χοινή τούτων φαντασία ούχ έστι χαταληπτιχη, µη ούσα δε χαταληπτιχή ουδέ χριτηριον ίσται. µηδε7·ΐ65 µιας δε ούσης φαντασίας χριτιχής ουδέ λόγος αν εϊη χριτηριον από φαντασίας γαρ ούτος ανάγεται, χαι εΐχότως' πρώτον µέν γαρ δει φανήναι αύτω τό χρινόµενον, φανήναι δε ουδέν δύναται χωρίς της αλόγου α'ισθησεως. ούτε ουν ή άλογος αϊσθησις οΰτε ό λόγος ην χριτηριον. 7-166 Ταΰταµέν άντιπαρεξάγων τοις άλλοις φιλοσόφοις ό Καρνεάδης εις την άνυπαρξίαν τοΰχριτηρίου διεξήρχετο' απαιτούµενος δέ χαϊ αυτός τι χριτηριον προς τε την τοϋ βίου διεξαγωγήν χαι προς την της ευδαιµονίας περίχτηαιν, δυνάµει έπαναγχάζεται χαι χαθ'αυτόν περί τούτου διατάττεσθαι, προσλαµβάνων την τε πιθανήν φαντασίαν χαι την πιθανήν άµα χαι άπερίσπαστον χαι διεξωδευµένην. τις δέ έστιν 7-ΐ67 ή τούτων διαφορά, συντόµως ύποδειχτέον. ή τοίνυν φαντασία τινός φαντασία εστίν, οίον τοΰ τε άφ' ού γίνεται χαι τοΰ έν φ γίνεται, χαι <τοΰ> άφ'ουµέν γίνεται ώς τοϋ έχτός ύποχειµένου αισθητού, τοΰ έν 7·ΐ68 £> δέ γίνεται χαθάπερ άνθρωπου, τοιαύτη δε ούσα δύο αν εχοι σχέσεις, µίαν µέν ώς προς τό φανταστόν, δευτέραν δέ ώς προς τον φαντασιούµενον. χατάµέν οδν την προς τό φανταστόν σχέσιν η αληθής γίνεται ή φευδής, χαι αληθής µέν όταν σύµφωνος fj τω φανταστώ, 7-ΐό9 φευδής δέ όταν διάφωνος. χατά δέ την προς τον φαντααιουµενον
Ι70
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
συµφωνία µε τα πράγµατα που µας την µετέδωσαν, αναγκαστικά έπεται ότι δεν µπορούµε να δεχτούµε κάθε παράσταση ως κριτήριο της αλήθειας, αλλά µόνο την αληθή παράσταση -αν υπάρχει τέτοια. Και πάλι όµως, επειδή καµία τέτοια αληθής παράσταση δεν είναι αδύνατο να αποδειχτεί ψευδής -ίσα-ίσα, που για κάθε υποτιθέµενη αληθή παράσταση θα βρεθεί µια άλλη ακριβώς όµοια της και ψευδής-, καταλήγει το κριτήριο να βασίζεται σε µια παράσταση ταυτοχρόνως αληθή και ψευδή. Όµως παραστάσεις τέτοιες δεν µπορεί να είναι καταληπτικές (γνωστικές), και µη όντας γνωστικές δεν συνιστούν κριτήριο της αλήθειας. Και δεδοµένου ότι δεν υπάρχει ούτε µία παράσταση ικανή να κρίνει η ίδια, έπεται ότι ούτε η λογική σκέψη συνιστά κριτήριο της αλήθειας, διότι ο λόγος έλκει την προέλευση του από την παράσταση -πράγµα εύλογο: πρώτα θα πρέπει να του παρουσιαστεί το πράγµα που κρίνεται, και τίποτα δεν µπορεί να παρουσιαστεί χωρίς τις αισθήσεις, οι οποίες δεν διαθέτουν λογική. Ούτε η αίσθηση, λοιπόν, συνιστά κριτήριο (καθότι ά-λογη)12 ούτε ο λόγος. Αυτά τα επιχειρήµατα αντιπαρέτασσε στους άλλους φιλοσόφους ο Καρνεάδης για να δείξει την ανυπαρξία κριτηρίου. Καθώς όµως του ζητούσαν ένα κριτήριο για το πώς θα πρέπει να ζει κάποιος και πώς θα κατακτήσει την ευδαιµονία, βρέθηκε υποχρεωµένος να τοποθετηθεί επ' αυτού προσωπικά, και να δεχτεί ως κριτήριο την πειστική παράσταση κι εκείνη που εκτός από πειστική είναι συγχρόνως και αδιαµφισβήτητη και πλήρως ελεγµένη. Η διαφορά τους πρέπει να εξηγηθεί µε συντοµία: η παράσταση συνίσταται σ' αυτό από το οποίο παράγεται και αυτό εντός του οποίου παράγεται" και παράγεται από το εξωτερικό αισθητό αντικείµενο και εντός του υποκειµένου, λ.χ. του ανθρώπου. Όντας έτσι, η παράσταση σχετίζεται µε δύο πράγµατα: µε το αντικείµενο που αυτή παριστά και µε το υποκείµενο που την δέχεται. Ως προς τη σχέση µε το αντικείµενο της, µια παράσταση αποδεικνύεται αληθής ή ψευδής: αληθής όταν συµφωνεί µε το αντικείµενο, ψευδής όταν διαφωνεί. Ως προς τη σχέση µε τον άνθρωπο στον οποίο εντυπώνεται, η παράΐ7ΐ
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ σχέσιν ήµένεστι φαινόµενη αληθής ή δέ ού φαινόµενη άληθήζ, ών ή µεν φαινόµενη αληθής έµφασις καλείται παρά τοις Αχαδηµα'ιχοΐςχα'ι πιθανότηςκαι πιθανή φαντασία, ή δ' ού φαινόµενη αληθής άπέµφασίς τε προσαγορεύεται χα'ι άπειθήςχαϊ απίθανος φαντασία' ούτε γαρ 7-170 το αύτόθεν φαινόµενον ψευδές ούτε το αληθές µεν, µή ψαινόµενον δε ήµιν πείθειν ήµας πέφυχεν. τούτων δε των φαντασιών ή µεν φανερώς ψευδής και µή φαινόµενη αληθής παραγράφιµός έστι και ού κριτηριον, εάν τε <...> άπό υπάρχοντος µεν, διαφωνως δε τω ύπάρχοντι χα'ι µή χατ'αυτό το υπάρχον, οποία ήν ή άπό Ήλέχτρας προσπεσοΰσα τω 'Ορέστη, µίαν τών'Ερινύων αυτήν δοξάζοντι χα'ι χεκραγό7.171 τι, "Μέθες'µί 'ούσα των έµών'Ερινυών", της δε φαινόµενης αληθούς ή µεν τις έστιν αµυδρά, ως ή έπι των παρά µικρότητα τοΰ θεωρουµένου ή παρά Ίχανόν διάστηµα ή χαι παρά άσθένειαν της όψεως συγχεχυµένως χαι ούχ έχτύπως τι λαµβανόντων, ή δε τις ην συν τω 7-172 φαίνεσθαι αληθής έτι χα'ι σφοδρόν έχουσα το φαίνεσθαι αυτήν αληθή, ών πάλιν ή µεν αµυδρά χα'ι έκλυτος φαντασία ούχ αν ειη χριτηριον' τω γάρ µήτε αυτήν µήτε το ποίησαν αυτήν τρανώς ένδείχνυσθαι ού 7-173 πέφυχεν ηµάς πείθειν ούδ'εις συγχατάθεσιν έπισπασθαι. ή δε φαινόµενη αληθής χα'ι Ίχανώς έµφαινοµένη χριτηριον έστι της αληθείας χατά τους περ'ι τον Καρνεάδην. χριτηριον δε ούσα πλάτος είχεν Ίχανόν, χα'ι έπιτεινοµένης αύτης άλλη άλλης έν είδει πιθανωτέραν τε χαι 7.174 πληχτιχωτέραν ϊσχει φαντασίαν. τό δ'ε πιθανόν ώς προς το παρόν λέγεται τριχώς, χαθ'έναµέν τρόπον τό αληθές τε δνχα'ι φαινόµενον αληθές, χαθ'έτερον δε τό ψευδές µεν καθεστώς φαινόµενον δε αληθές, χατά δέ τρίτον τό [αληθές] χοινόν αµφοτέρων, όθεν τό χριτηριον εσται µέν ή φαινόµενη αληθής φαντασία, ην χα'ι πιθανήν προαηγό-
172
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
στάση µπορεί να φαίνεται ή να µη φαίνεται αληθής.13 Αυτή που φαίνεται αληθής ονοµάζεται από τους Ακαδηµεικούς «έµφασις» (πιστή εντύπωση) ή «ευλογοφάνεια» ή «πειστική παράσταση»' αυτήν που δεν φαίνεται αληθινή την ονοµάζουν «απέµφασιν», «µη πειστική» και «µη πιστευτή». Διότι από τη φύση του δεν µας είναι πιστευτό κάτι που εµφανίζεται πάραυτα ως ψευδές ή κάτι που είναι µεν αληθές αλλά δεν µας φαίνεται ως τέτοιο. Από τις παραστάσεις αυτές, εκείνη που δεν φαίνεται να 'ναι αληθινή κι είναι προφανώς ψευδής, µπορεί να διαγραφεί και δεν αποτελεί κριτήριο, [είτε προέρχεται από ανύπαρκτο πράγµα είτε προέρχεται] µεν από υπαρκτό αλλά δεν συµφωνεί και δεν έχει σχηµατιστεί µε βάση αυτό. Τέτοια περίπτωση ήταν η παράσταση της Ηλέκτρας που εντυπώθηκε στον Ορέστη που νόµισε ότι ήταν µια από τις Ερινύες και φώναξε: Μακριά! Είσαι µια από τις Ερινύες µου! Από τις εµφανώς αληθείς παραστάσεις, ένα είδος είναι ασαφές και αµυδρό, όπως όταν βλέπουµε κάτι µικροσκοπικό ή από µεγάλη απόσταση ή µε αδύναµη όραση, και το συλλαµβάνουµε µε τρόπο συγκεχυµένο και όχι ξεκάθαρο' ενώ η άλλη περίπτωση είναι όταν η παράσταση όχι απλώς φαίνεται να 'vat αληθινή, µα δείχνει εντονώτατα ότι είναι αληθινή. Κι απ' αυτές, πάλι, η µεν αµυδρή και χαλαρή (αδύναµη) παράσταση δεν θα µπορούσε να είναι κριτήριο της αλήθειας' επειδή δεν παρουσιάζεται ξεκάθαρα, µήτε η ίδια µήτε αυτό που την προκάλεσε, από τη φύση της δεν µας πείθει και δεν αποσπά τη συγκατάθεση µας. Αντίθετα, η παράσταση που φαίνεται να είναι αληθής και που εµφανίζεται µε πληρότητα, αποτελεί κριτήριο της αλήθειας σύµφωνα µε τη σχολή του Καρνεάδη. Και ως έχει αρκετά µεγάλο εύρος και καθώς επεκτείνεται, περιλαµβάνει παραστάσεις πιο πειστικές και χτυπητές από άλλες, Το «πειστικό», εδώ, έχει τρεις σηµασίες: (α) αυτό που είναι αληθές* και φαίνεται αληθές, (β) αυτό που στην πραγµατικότητα είναι ψευδές* και φαίνεται αληθές και (γ) αυτό που εµφανίζεται ως αληθές µα θα µπορούσε να είναι ένα από τα δύο προηγούµενα. Εποµένως, κριτήριο της αλήθειας θα είναι η εµφανιζόµενη ως αληθής παράσταση -την 173
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ 7.175 ρευονο'ιάπό τής Άχαδηµίας, εµπίπτει δεεσθ' δτεχαί φευδής, ώστε άνάγχην εχειν χα'ι τήχοινή ποτέ του αληθούς χα'ι φευδοΰς φαντασία χρήσθαι. οό µέντοι διά την σπάνιον ταύτης παρέµπτωσιν, λέγω δε της µιµούµενης τό αληθές, άπιστητέον εστί τη ώς <επι> το πολύ άληθευούση' τω γαρ ώς επί τα πολύ τάς τε χρίσεις χα'ι τάς πράξεις χανονίζεσθαι συµβέβηχεν. 7-176 Τό µεν οδν πρώτον χοά χοινόν χριτηριον χατά τους περί τόνΚαρνεάδην εστί τοιούτον' εκεί δε ουδέποτε φαντασίαµονοειδής υφίσταται άλλ 'άλύσεως τρόπον άλλη έξαλλης ήρτηται, δεύτερον προσγενήσεται χριτηριον ή πιθανή άµα χα'ι απερίσπαστος φαντασία, οΐον ό 7Λ77 άνθρωπου σπών φαντασίαν έξάνάγχης χαί τών περί αυτό ν λαµβάνει φαντασίανχάί τώνεχτός, τών µεν περί αυτόν <ώς> χρόας µεγέθους σχήµατοςχινήσεωςλαλιάς έσθήτος ύποδέσεως, τών δε έχτός ώς αέρος φωτός ηµέρας ούρανοΰ γης φίλων, τών άλλων απάντων, δταν οδν µηδεµία τούτων τών φαντασιών περιέλχη ηµάς τω φαίνεσθαι 7.17% φευδής, άλλα π&σαι συµφώνως φαίνωνται αληθείς, µάλλον πιστεύοµεν. δτι γαρ οδτός εστί Σωχράτης, πιστεύοµεν εχ τοϋ πάντα αύτω προσεϊναι τα είωθότα, χρώµα µέγεθος σχήµα διάληφιν τρίβωνα, τό 7.179 ενθάδε είναι δπου ούθείς εστίν αύτω απαράλλαχτος, χαϊ δν τρόπον τίνες τών ιατρών τον χατ'άλήθειαν πυρέσσοντα ούχ έξ ενός λαµβάνουσι συµπτώµατος, χαθάπερ σφυγµού" σφοδρότητας ή δαφιλοϋς θερµασίας, άλλ 'εχ συνδροµής, οίον θερµασίας άµα χαί σφυγµού χαί έλχώδους αφής χα'ι ερυθήµατος χα'ι δίφουςχαί τών άνάλογον, ούτω χα'ι ό Άχαδηµα'ιχός τη συνδροµή τών φαντασιών ποιείται την χρίσιν της αληθείας, µηδεµιάς τε τών εν τή συνδροµή φαντασιών περισπώ-
174
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
οποία και ονόµαζαν «πειστική» οι Ακαδηµεικοί- η οποία όµως συµβαίνει κάποτε να αποδεικνύεται ψευδής, οπότε είναι κάποτε αναπόφευκτο να κάνουµε χρήση παραστάσεων κοινών του αληθούς και του ψευδούς. Εντούτοις, επειδή σπανίζει µια τέτοια περίπτωση (εννοώ την παράσταση που µιµείται το αληθές), δεν θα πρέπει να απιστούµε σ' εκείνη που ως επί το πλείστον αληθεύει γιατί το «ως επί το πλείστον» συµβαίνει να είναι ο γνώµονας µας για τις κρίσεις και τις πράξεις µας. Αυτό, λοιπόν, είναι το πρώτο και γενικό κριτήριο της αλήθειας, σύµφωνα µε τη σχολή του Καρνεάδη. Επειδή όµως ποτέ καµιά παράσταση δεν είναι µεµονωµένη αλλά εξαρτάται η µία παράσταση από την άλλη σαν σε αλυσίδα, προστίθεται ως δεύτερο κριτήριο η πειστική και ταυτόχρονα συγκροτηµένη (ή ακλόνητη) παράσταση. Λόγου χάρη, κάποιος που δέχεται την παράσταση ενός ανθρώπου, αναγκαστικά δέχεται και την παράσταση των προσωπικών γνωρισµάτων του και των στοιχείων που τον περιβάλλουν: προσωπικά γνωρίσµατα είναι το χρώµα, το ύψος, το σχήµα, η κίνηση, η λαλιά, το ντύσιµο, η υπόδηση, και εξωτερικά στοιχεία -η ατµόσφαιρα, το φως, η µέρα, ο ουρανός, η γη, οι φίλοι κι όλα τα υπόλοιπα. Όταν καµιά από τούτες τις παραστάσεις δεν µας περισπά µε το να εµφανίζεται ως ψευδής, αλλά όλες από κοινού φαίνονται αληθείς, τότε δίνουµε µεγαλύτερη πίστη στην αρχική παράσταση. Το ότι τούτος είναι ο Σωκράτης, το πιστεύουµε από το γεγονός ότι διαθέτει όλα του τα συνηθισµένα γνωρίσµατα, το χρώµα, το ύψος, το σουλούπι, τις αντιλήψεις, τον τρίβωνα, το ότι βρίσκεται εδώ όπου δεν υπάρχει άλλος ίδιος κι απαράλλακτος µ' αυτόν. Και όπως ορισµένοι γιατροί δεν συµπεραίνουν από ένα και µόνο σύµπτωµα ότι κάποιος πράγµατι έχει πυρετό -λ.χ. από το ότι ανεβάζει σφυγµούς ή έχει υψηλή θερµοκρασία- αλλά από συνδυασµό συµπτωµάτων, δηλαδή από τη θερµοκρασία, τους σφυγµούς, το ότι έχει ευαισθησία στο άγγιγµα, κοκκινίζει, διψάει κλπ, έτσι και ο Ακαδηµεικός προβαίνει στην κρίση του βασιζόµενος σε συνδυασµό παραστάσεων, καµιά από τις οποίες δεν τον περισπά 175
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ 7.18ο σης αυτόν ως φευδοΰς λέγει αληθές είναι τό προσπίπτον. χαί δτι ή απερίσπαστος εστί συνδροµή του πίστιν έµποιεΐν, φανερόν από Μενελάου' χαταλιπών γαρ εν τη νηϊ τό εϊδωλον της'Ελένης, όπερ άπο Τροίαςέπήγετο ώς'Ελένην, χα'ι έπιβάς της Φάρου νήσου όρά την αληθή Έλένην, σπών τε άπ'αυτήςαληθή φαντασίαν όµως οΰ πιστεύει τη τοιαύτη φαντασία διά τό ύπ'άλλης περισπάσθαι, χαθ'ηνηδει ά7.ι8ι πολελοιπώς εν τη νηϊ την Έλένην. τοιαύτη γοΰν εστί χαί ή απερίσπαστος φαντασία' ήτις χα'ι αύτη πλάτος εχειν εοιχε διά τό άλλην άλλης µάλλον άπερίσπαστον εύρίσχεσθαι. Της δε απερίσπαστου φαντασίας πιστότερα µάλλον έστι χα'ι τελειότατη ή ποιούσα τήν χρίσιν, ή συν τω απερίσπαστος είναι ετι χαϊ διε7-ι82 ξωδευµένηχαθέστηχεν. τις δέέστι χα'ι ό ταύτηςχαραχτήρ, παραχειµένως ΰποδειχτέον. επί µεν γαρ της απερίσπαστου φιλόν ζητείται τό µηδεµίαν των εν τη συνδροµή φαντασιών ώς ψευδή ηµάς περισπάν, πάσας δε είναι αληθείς τε χα'ι φαινοµένας χαί µη απίθανους' επί δε τήςχατά την περιωδευµένην συνδροµήςέχάστην των έν τη συνδροµή έπιστατιχώς δοχιµάζοµεν, όποιον τι γίνεται χαί εν τάΐς εχχλησίαις, δταν ό δήµος εχαστον των µελλόντων άρχειν ή διχάζειν έξετάζη ει 7.183 άξιος έστι του πιστευθήναι την αρχήν <η> την χρίσιν. οίον όντων χατά τον τήςχρίσεως τόπον τοΰ τε χρίνοντος χα'ι τοΰχρινοµένου χα'ι τοϋ δι OS ή χρίσις, αποστήµατος τε χαί διαστήµατος, τόπου χρόνου τρόπου διαθέσεως ενεργείας, εχαστον των τοιούτων όποιον έστι φυλοχρινοϋµεν, τό µεν χρΐνον, µη ή όφις ήµβλυται (τοιαύτη γαρ ούσα άθετός έστι προς την χρίσιν), τό δέ χρινόµενον, µη µικρόν άγαν χαθέστηχε, τόδέδι'οδή χρίσις, µήό άήρ ζοφερός υπάρχει, τό δε άπό-
176
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΙ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
ως ψευδής, και δηλώνει ότι η παράσταση την οποία δέχεται είναι αληθής. Και το ότι η ακλόνητη παράσταση έγκειται σε ένα συνδυασµό που παράγει αξιοπιστία, είναι ξεκάθαρο από την περίπτωση του Μενέλαου: έχοντας αφήσει πάνω στο πλοίο το είδωλο της Ελένης (το οποίο είχε φέρει µαζί του απ' την Τροία νοµίζοντας ότι ήταν η Ελένη), όταν αποβιβάστηκε στο νησί Φάρος, είδε την αληθινή Ελένη' και παρ' όλο που δέχτηκε από αυτήν µια αληθή παράσταση, εξακολούθησε να µη πιστεύει σε µια τέτοια παράσταση επειδή την κλόνιζε η άλλη, σύµφωνα µε την οποία ήξερε πως είχε αφήσει την Ελένη πάνω στο πλοίο. Τέτοιας λογής είναι η ακλόνητη παράσταση' µα ακόµα κι αυτή, όπως φαίνεται, έχει διαβαθµίσεις, αφού µπορεί να βρεθεί παράσταση που να 'ναι πιο ακλόνητη από κάποια άλλη. Πιο αξιόπιστη και ολοκληρωµένη από την ακλόνητη παράσταση είναι αυτή που µας βοηθά να σχηµατίσουµε µια κρίση, όντας -εκτός από ακλόνητη- πλήρως ελεγµένη. Αµέσως παρακάτω θα πρέπει να δείξουµε ποιος είναι ο χαρακτήρας της. Στην περίπτωση της ακλόνητης παράστασης, το µόνο ζητούµενο είναι, καµιά από τις συρρέουσες άλλες παραστάσεις µε τις οποίες συνδυάζεται να µη µας κλονίζει ως ψευδής' όλες να φαίνονται αληθείς και πειστικές. Και βέβαια, όταν εξετάζουµε επιµελώς ένα συνδυασµό παραστάσεων, τότε περνούµε από έλεγχο την κάθε µία παράσταση του' όπως στις συνελεύσεις, όταν ο λαός εξετάζει τον καθένα από όσους πρόκειται να γίνουν άρχοντες ή δικαστές, να δει αν είναι άξιος να του εµπιστευτούν την εξουσία ή την δικαστική κρίση. Όπως όταν είναι παρόντες στον τόπο της δίκης ο κριτής, αυτό που θα κριθεί, και όλα εκείνα µέσω των οποίων γίνεται η κρίση (οι αποστάσεις, τα διαστήµατα, ο χώρος, ο χρόνος, ο τρόπος, οι διαθέσεις, οι ενέργειες), και εµείς διακρίνουµε τι λογής είναι το καθένα τους ανάλογα µε το είδος του: τον κριτή µήπως η όραση του δεν είναι καλή (γιατί αν δεν βλέπει καλά, δεν είναι σε θέση να κρίνει)' το κρινόµενο, µήπως είναι υπερβολικά ασήµαντο' κι εκείνα µέσω των οποίων γίνεται η κρίση' η ατµόσφαιρα µήπως είναι σκοτεινή, 177
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ στηµα, µη µέγα Xiocv υπόκειται, το δέ διάστηµα, µη σνγχεχυται, τόν δε τόπον, µη αχανής έστι, τόν δε χρόνον, µη ταχύς έστι, την δε διά-7·ι84 θεσιν, µη µανιώδης θεωρείται, την δε ένέργειαν, µη απρόσδεχτός εστίν. Ταΰτα γαρ πάνταχαθ' εν γίνεται χριτηρων, η τε πιθανή φαντασία χαι η πιθανή άµα χαϊ απερίσπαστος, προς δε τούτοις ή πιθανή άµα χα'ι απερίσπαστοςχα'ι διεξωδευµένη. παρ'ην α'ιτίαν δν τρόπον εν τω βίφ, δταν µεν περί µιχροΰ πράγµατος ζητώµεν, ενα µάρτυρα άναχρίνοµεν, δταν δέ περί µείζονος, πλείονας, δταν δ' εη µάλλον περί άναγχαιοτέρου, χα'ι ίχαστον των µαρτυρουντων έξετάζοµεν έχ της των άλλων άνθοµολογήσεως, ούτως, φασιν ο'ι περί τόν Καρνεάδην, εν µεν τοις τυχοϋσι πράγµασι τη πιθανή µόνον φαντασία χριτηρίω χρώµεθα, έν δε τοις διαφέρουσι τη άπερισπάστφ, εν δε τοις προς εύ7.185 δαιµονίαν συντείνουσι τη περιωδευµένη. ούµήν άλλ' ώσπερ έπι των διαφερόντων πραγµάτων την διάφορόν φασι παραλαµβάνει φαντασίαν, ούτω xai χατά τάς διαφόρους περιστάσεις µη τη αΰτηχαταχολουθεΐν. τη µεν γαρ αυτό µόνον πιθανή προσέχειν λέγουσιν έφ'ών οΰ δίδωσιν ήµΐν χαιρόν ή περίστασις <πρός> άχριβή τοΰ πράγµατος 7.186 άναθεώρησιν. οίον διώχεταίτις ύπό πολεµίων, χα'ι έλθών εις τάφρον ηνά φαντασίαν σπξί ώς χάνταΰθα πολεµίων αυτόν λοχώντων' εΐθ' ύπό ταύτης της φαντασίας ώς πιθανής συναρπασθεϊς έχχλίνεται χα'ι φεύγει τήν τάφρον, επόµενος τη περί τήν φαντασίαν πιθανότητι, πριν άχρφώς έπιστήσαι, πότερον τφ δντι λόχος εστί πολεµίων χατά τόν 7.187 τόπον ή ουδαµώς, τη δε πιθανή χαϊ περιωδευµένη έπονται έφ' ών χρόνος δίδοται εις το µετά έπιστάσεως χα'ι διεξόδου χρήσθαι τη χρίσει τοΰ προσπίπτοντος πράγµατος, οίον έν άλαµπεΐο'ιχήµατι εϊλη-µα σχοινιού θεασάµενός τις παραυτίχα µεν όφιν ύπολαβών τυγχά-νειν ύπερήλατο, το δέ µετά τοΰτο ύποστρέφας εξετάζει τάληθές, xai 7·ΐ88 εύρων άχίνητον ήδη µεν εις τό µη είναι οφιν ροπήν ϊσχει χατά την 178
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
η απόσταση µήπως είναι πολύ µεγάλη, µήπως στο χώρο επικρατεί σύγχιση, η έκταση του µήπως είναι αχανής, ο χρόνος µήπως είναι λίγος, η διάθεση (του κριτή) µήπως µας φαίνεται παλαβή, οι ενέργειες µήπως είναι απαράδεκτες. Όλα αυτά συνιστούν ένα κριτήριο' δηλαδή η πειστική παράσταση, η πειστική και συνάµα ακλόνητη, κι ακόµη, η πειστική και συνάµα ακλόνητη και πλήρως ελεγµένη. Και'για τον λόγο αυτό, όπως και στην καθηµερινή ζωή, όταν ερευνούµε ένα µικρό ζήτηµα εξετάζουµε έναν µάρτυρα, ενώ για ένα σοβαρότερο ζήτηµα θα εξετάσουµε περισσότερους' και όταν πρόκειται για επείγοντα ζητήµατα µείζονος σηµασίας, τότε εξετάζουµε τον κάθε µάρτυρα σε αντιπαράσταση µε άλλους µάρτυρες. Έτσι κι εµείς, λένε οι Καρνεαδικοί, για τα ασήµαντα ζητήµατα έχουµε κριτήριο την πειστική παράσταση' για τα πιο ενδιαφέροντα, την ακλόνητη' και για κείνα που συντείνουν στην ευδαιµονία*, την πλήρως ελεγµένη. Και βέβαια λένε ότι, ακριβώς όπως για διαφορετικά πράγµατα χρησιµοποιούν διαφορετική παράσταση, έτσι και σε διαφορετικές περιστάσεις, πάλι δεν ακολουθούν την ίδια παράσταση. Όταν η περίσταση δεν µας δίνει χρόνο να ξαναεξετάσουµε το πράγµα, τότε, λένε, λαµβάνουµε υπ' όψη µόνο την πειστική παράσταση. Για παράδειγµα, κάποιος καταδιώκεται από εχθρούς, και µόλις φτάνει σε µια τάφρο, προσδέχεται παράσταση που του λέει πως κι εκεί µέσα ελλοχεύουν εγβροί. Τον συνεπαίρνει η παράσταση αυτή ως πειστική, αλλάζει δρόµο και αποφεύγει την τάφρο, ακολουθώντας την αληθοφάνεια της παράστασης, πριν µάθει ακριβώς αν του έχουν στήσει ενέδρα οι εχθροί στο σηµείο εκείνο ή όχι. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν τους δίνεται χρόνος να κρίνουν µε προσοχή το τι συµβαίνει, ακολουθούν την πειστική και πλήρως ελεγµένη παράσταση. Για παράδειγµα, µέσα σ' ένα σκοτεινό σπίτι, κάποιος βλέπει ένα κουλουριασµένο σκοινί, και αµέσως πηδάει από πάνω του γιατί το περνάει για φίδι. Στη συνέχεια όµως γυρίζει πίσω και εξετάζει αν στ' αλήθεια είναι φίδι, και βλέποντας το ακίνητο, ήδη η νους του τείνει προς την σκέψη ότι δεν είναι φίδι. Αναλογίζεται ό179
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ διάνοιαν, όµως δε λογιζόµενος δη χα'ι όψεις ποτέ ώανητοΰσι χειµερινφχρύει παγέντες, βαχτηρίαχαθιχνεΐται τον σπειράµατος, χα'ι τότε ούτως έχπεριοδεύσας την προσπίπτουσαν φαντασίαν συγχατατίθεται τφ ψεΰδος είναι τό όψιν ύπάρχειν τό φαντασθέν αΰτφ σώµα. χα'ι πάλιν, ώς προεΐπον, όρώντές
τι
περιφανώς
συγχατατιθέµεθα
ότι
τοΰτο
αληθές
εστί,
προδιεξοδεύσαντες δη άρτιους µεν εχοµεν τάς αισθήσεις, ΰπαρ δε χα'ι ού χαθ'δπνουςβλέποµεν, συµπάρεστι δε χα'ι διαυγής ά-7.189 ήρ xoct απόστηµα συµµετρον χα'ι άχινησία τοϋ προσπίπτοντος, ώστε διά ταϋτα πιστήν είναι τήν φαντασίαν, χρόνον ηµών έσχηχότων αύ-τάρχη προς διεξοδον τών χατά τον τόπον αυτής θεωρουµένων, ό δ' αυτός λόγος έστ'ι χαϊ περί της απερίσπαστου' προσίενται γάρ αυτήν δτανµηδέν fi τό άντιπεριέλχειν δυνάµενον, ώς έπι Μενελάου προεί-ρηται.
ι8ο
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
µως ότι και τα φίδια καµιά φορά στο κρύο του χειµώνα µένουν ακίνητα, και µ' ένα µπαστούνι σκουντάει το κουλουριασµένο πράγµα" και τότε, έχοντας ελέγξει από κάθε άποψη την παράσταση που δέχεται, συγκατατίθεται ότι είναι ψευδές το ότι το σώµα της παράστασης του είναι φίδι. Και πάλι, όπως είπα πριν, όταν βλέπουµε κάτι ξεκάθαρα, δίνουµε την συγκατάθεση µας ότι είναι αληθινό αφού πρώτα ελέγξουµε ότι οι .αισθήσεις µας είναι άρτιες, ότι είµαστε ξυπνητοί και δεν το βλέπουµε στον ύπνο µας, ότι συγχρόνως η ατµόσφαιρα είναι διαυγής, η απόσταση κατάλληλη, το αντικείµενο σε ακινησία, ώστε χάρη σε όλα αυτά να είναι αξιόπιστη η παράσταση, εφ' όσον είχαµε χρόνο αρκετό ώστε να ελέγξουµε πλήρως τα όσα παρατηρούµε. Το ίδιο ισχύει και για την ακλόνητη παράσταση" την αποδέχονται, δηλαδή, όταν δεν υπάρχει τίποτα που να µπορεί να τους παρασύρει στο άλλο άκρο, όπως στο παράδειγµα του Μενέλαου που αναφέραµε πριν.
ι8ι
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
2g: Σέξτος 'Εµπειρικός Πυρρωνείων Ύποτυπώσεων ι .220-35 λγ' τίνι διαφέρει της Άχαδηµα'ίχης φιλοσοφίας ή σχέφις. 1.220 Φασ'ι µέντοι τινές δτι ή Άχαδηµα'ιχή φιλοσοφία ή αύτη έστι τη σχέφει' διόπερ άχόλουθον αν ειη χαί περί τούτου διεξελθεϊν. Άχαδηµίαι δε γεγόνασιν, ώς φασ'κν ο'ι> πλείους[η], τρεΐς, µία µεν χα'ι αρχαιότατη ή των περί Πλάτωνα, δευτέρα δε χαΐµέση ή των περί Άρχεσίλαον τον άχουστήν Πολέµωνος, τρίτη δε χβ'ι νέα ή των περί Καρνεάδηνχα'ι Κλειτόµαχον ενιοι δε χα'ι τετάρτην προστιθέασι την περί Φίλωνα χα'ι Χαρµίδαν, τίνες δε χα'ι πέµπτην χαταλέγουσι την ι.22ΐ περί [τον]Άντίοχον. άρξάµενοι τοίνυν από της αρχαίας ιδωµεν τήν <πρός ήµας> διαφοράν των είρηµένων φιλοσοφιών, τον Πλάτωνα οδν οι µεν δογµατιχόν έφασαν είναι, οι δε άπορητιχόν, οι δε χατάµέν τι άπορητιχόν, χατά δέ τι δογµατιχόν' εν µεν γαρ τοις γυµναστιχόϊς [φασι]λόγοις, ένθα ό Σωχράτης εισάγεται ήτοι παίζων προς τινας ή αγωνιζόµενος προς σοφιστάς, γυµναστιχόν τε χα'ι άπορητιχόν φασιν εχειν αυτόν χαραχτηρα, δογµατιχόν δέ, ένθα σπουδάζων άποφαίνε1.222 ται ήτοι διά Σωχράτους η Τιµαίου η τίνος των τοιούτων, περί µεν οδν των δογµατιχόν αυτόν είναι λεγόντων, η χατάµέν τι δογµατιχόν, χατά δέ τι άπορητιχόν, περισσόν αν ειη λέγειν νΰν' αύται γάρ όµολογοΰσι τήν προς ηµάς διαφοράν. περί δέ τοΰ ει έστιν ει'λιχρινώς σχεπτιχός πλατύτερον µεν εν τοις ύποµνήµασι διαλαµβάνοµεν, νΰν δέώςέν ύποτυπάσει λέγοµεν χατά <τούς> περ'ι Μηνόδοτον χα'ι ΑΊνησίδηµον (οδτοι γάρ µάλιστα ταύτης προέστησαν της στάσεως),
182
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΧΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΥΡΡΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΩΝ
2α:
Σέξτος Εµπειρικός, Πυρρώνειες Υποτυπώσεις 1.220-35
λγ' Σε τι διαφέρει η Ακαδηµεική Ισχυρίζονται κάποιοι πως η Ακαφιλοσοφία από την Σκεπτική δηµεική φιλοσοφία ταυτίζεται µε τον Σκεπτικισµό' πρέπον θα ήταν, εποµένως, να µιλήσουµε και επ' αυτού λεπτοµερειακά. 'Οπως λένε οι περισσότεροι, Ακαδηµίες υπήρξαν τρεις: µία και αρχαιότερη αυτή του Πλάτωνα και των µαθητών του, δεύτερη και «Μέση» η σχολή του Αρκεσίλαου -µαθητή του Πολέµωνα-, τρίτη και «Νέα» αυτή των µαθητών του Καρνεάδη και του Κλειτόµαχου. Μερικοί προσθέτουν και τέταρτη, την Ακαδηµία των µαθητών του Φίλωνα και του Χαρµίδα, άλλοι πάλι συγκαταλέγουν και µια πέµπτη, αυτήν του Αντίοχου°. Ας δούµε λοιπόν τη διαφορά των παραπάνω φιλοσοφιών µε τη δική µας, αρχίζοντας πρώτα από την αρχαία Ακαδηµία. Τον Πλάτωνα άλλοι τον έχουν πει δογµατικό, άλλοι απορητικό, άλλοι εν µέρει απορητικό εν µέρει δογµατικό. Ο λόγος είναι ότι στους λεγόµενους γυµναστικούς διάλογους, εκεί δηλαδή όπου παρουσιάζεται ο Σωκράτης να παίζει µε ορισµένους ή να τα βάζει µε τους σοφιστές, ο Πλάτων εκδηλώνει, λένε, µία τάση προπαιδευτική και απορητική" όµως εκεί όπου αποφαίνεται µε σοβαρότητα είτε δια στόµατος Σωκράτη είτε µέσω του Τίµαιου ή κάποιου σαν κι αυτούς- έχει χαρακτήρα δογµατικό. Περιττεύει να µιλήσουµε αυτή τη στιγµή για όσους λέγουν πως ο Πλάτων είναι δογµατικός ή εν µέρει δογµατικός και εν µέρει απορητικός, αφού και οι ίδιοι παραδέχονται τη διαφορά του Πλάτωνα από εµάς. Εξάλλου, το αν είναι γνήσια Σκεπτικός, το πραγµατευόµαστε εκτενέστερα στα υποµνήµατα µας" ενώ εδώ επιγραµµατικά (και βασισµένοι στον Μηνόδοτο και τον Αινησίδηµο, µιας και αυτοί πρωτοστάτησαν στη διατύπωση αυτής της θέσης), λέµε ότι όταν ο Πλάτων αποφαίνεται 183
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ ότι όταν ό Πλάτων άποφαίνηται περί ιδεών η περί τοϋ πρόνοιαν είναι ή περί τοϋ τον ενάρετον βίον α'ιρετώτερον είναι τοϋ µετά καχιών, 1.223 είτε ώς ύπάρχουσι τούτοις ανγκατατίθεται, δογµατίζει, είτε ώς πιθανωτέροις προστίθεται, έπεϊ προκρίνει τι κατά πίστιν ή άπιστίαν, έχπέφευγε τον σχεπτιχόν χαρακτήρα' ώς γαρ και τοϋτο ήµΐν εστίν άλλότριον, εκ των έµπροσθεν ε'φηµένων πρόδηλον. ει δε τίνα και σχεπτιχώςπροφέρεται, δταν, ώς φασί, γυµνάζηται, ού παρά τοϋτο ε1.224 σται σκεπτικός'ό γάρ περί ενός δογµατίζων, ή προχρίνων φαντασίαν φαντασίας όλωςχατά πίστιν ή άπιστίαν <η άποφαινόµενος> περί τίνος των άδηλων, τοϋ δογµατικού γίνεται χαραχτηρος, ώς δηλοίκαϊ ό Τίµων διά των περ'ι Ξενοφάνους αύτφ λεγοµένων, εν πολλοίς γάρ αυτόν έπαινέσας [τον Ξενοφάνην], ώς και τους σίλλους αΰτφ άναθειναι, έποίησεν αυτόν όδυρόµενον και λέγοντα ώςκαι έγών όφελον πυχινοΰ νόου άντιβολήσαι άµφοτερόβλεπτος' δολίη δ'ό8ώ~ εξαπατηθην πρεσβυγενής ετ'έώνκαι άµενθήριστος άπάσης σκεπτοσύνης. όππη γάρ έµόν νόον εϊρύσαιµι, ε'ις εν ταύτα τε παν άνελύετο' πάν δ'έόν αΐεί πάντη άνελχόµενονµίαν εις φύσιν ισταθ'όµοίην. διά τοϋτο γοΰν και ύπάτυφον αυτόν λέγει, και ού τέλειον άτυφον, δι' ώνφησι Ξεινοφάνης ΰπάτυφος, όµηραπάτης έπισκώπτης, ει τον άπ'ανθρώπων θεόν έπλάσατ'ίσον άπάνηη, <άτρεµή> άαχηθη νοερώτερον ήέ νόηµα. ύπάτυφον µεν γάρ είπε τον κατά τι άτυφον, όµηραπάτης δε έπισχώ-
ι84
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΛΙ ΚΑΡΝΕΑΑΗΣ
περί Ιδεών ή περί του ότι υπάρχει Πρόνοια ή περί του ότι ο ενάρετος βίος είναι προτιµότερος από τον βίο µε ελαττώµατα, είτε συγκατατίθεται σε αυτά σαν να είναι αληθή, οπότε δογµατίζει, είτε τα παραδέχεται ως πιο πειστικά, καθώς προκρίνει κάτι µε βάση την αξιοπιστία, οπότε αποµακρύνεται από το σκεπτικό ύφος. Διότι από τα όσα έχουν ειπωθεί προηγουµένως15 είναι ολοφάνερο πως κάτι τέτοιο είναι ξένο προς τη δική µας προσέγγιση. Αν, πάλι, ο Πλάτων διατυπώνει και κάποιες προτάσεις σκεπτικού χαρακτήρα όταν, όπως λένε, «γυµνάζεται», αυτό δεν τον κάνει Σκεπτικό. Διότι όποιος διατυπώνει δογµατικές παραδοχές πάνω σε ένα ζήτηµα ή προκρίνει µια παράσταση έναντι µιας άλλης µε βάση την αξιοπιστία ή την αναξιοπιστία, ή αποφαίνεται για κάτι άδηλο, αποκτά δογµατικό χαρακτήρα, όπως λέει και ο Τίµων µιλώντας για τον Ξενοφάνη. Αφού τον παίνεψε επανειληµµένα [τον Ξενοφάνη] -µέχρι που του αφιέρωσε ακόµη και τους "Σίλλους" του-, τον παρουσίασε να οδύρεται και να λέει: Ας ήτανε κι εγώ να είχα δείξει ένα µυαλό πιο συνετό, να έβλεπα τα πράγµατα απ' όλες τις µεριές' µα µε γέλασε ο πονηρός ο δρόµος, καθώς, γέροντας πια, κι έξω από κάθε σκεπτική αµφιβολία, όπου κι αν έστρεφα το νου µου τα πάντα αναλύονταν σ' ένα και το αυτό' ολούθε αναδυόταν το πάντα υπάρχον όλον κι αποκρυσταλλωνόταν σε µία και όµοια φύση, γι' αυτό λοιπόν τον χαρακτηρίζει κάπως µαταιόφρονα -και όχι εντελώς µαταιόφρονα- εκεί που λέει: 0 Ξενοφάνης, κάπως µαταιόφρων, της απάτης του Όµηρου επικριτής, έπλασε ένα θεό χωρίς τίποτα το ανθρώπινο: παντού ίσον και ακλόνητο, ανέγγιχτο, µε νου οξυδερκέστερο από κάθε λογισµό. «Υπάτυφο» λοιπόν τον είπε, ως κοιτά τι µαταιόφρονα' και «επικριτή της οµηρικής απάτης», επειδή κατέκρινε την απάτη του Οµήι*5
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ πτην, έπεΐ την παρ' Όµήρω άπάτην διέσυρεν. έδογµάτιζε δέ ό Ξενο1.225 φάνης παρά τάς των άλλων ανθρώπων προλήφεις εν είναι το παν, χα'ι τον θεόν συµφυή τοις πάσιν, είναι δέ σφαιροειδήχαι απαθήχα'ι άµετάβλητον χα'ι λογιχόν' δθεν χαι ράδιον την Ξενοφάνους προς η µάς διαφοράν έπιδειχνυναι. πλην άλλ' έχ των εΐρηµένων πρόδηλον, ότι καν περί τίνων έπαπορΑ ό Πλάτων, άλλ 'έπεΐ εν τισι φαίνεται ή περί υπάρξεως αποφαινόµενος πραγµάτων άδηλων ή προχρίνων ά δηλα χατά πίστιν, οϋχ αν είη σχεπτιχός. 1.226 Ο'ι δε άπό της νέας 'Ακαδηµίας, ει χα'ι άχατάληπτα είναι πάντα φασζ διαφέρουσι των σχεπτιχών ίσως µεν χαι χατ' αυτό το λέγειν πάντα είναι άχατάληπτα (διαβεβαιοΰνται γάρ περί τούτου, ό δέ σχε πτιχός ένδέχεσθαι χα'ι χαταληφθήναί τίνα προσδοκά), διαφέρουσι δέ ηµών προδήλως εν τη των αγαθών χα'ι των χαχών χρίσει, αγαθόν γάρ τίφασιν είναι οι Ακαδηµαϊκοί χα'ι χαχόν οϋχ ώς ηµείς, άλλα µε τά τοΰ πεπεΐσθαι δτι πιθανόν έστι µάλλον δ λέγουσιν είναι αγαθόν ΰπάρχειν ή το εναντίον, χα'ι έπι τοΰ χαχοϋ οµοίως, ηµών αγαθόν τι ή χαχόν είναι λεγόντων ουδέν µετά τοΰ πιθανόν είναι νοµίζειν δ φα1.227 µεν, άλλ' άδοξάστως εποµένων τω βίω, ίνα µη άνενέργητοι ώµεν. τάς τε φαντασίας ηµείς µεν ΐσας λέγοµεν είναι χατά πίστιν ή άπιστίαν όσον έπι τφ λόγω, εκείνοι δέ τάς µεν πιθανάς είναι φασι τάς δέ απίθανους, χαι τών πιθανών δέ λέγουσι διαφοράς' τάς µεν γάρ αυτό µόνον πιθανάς ΰπάρχειν ηγούνται, τάς δέ πιθανάς και διεξωδευµένας, τάς δέ πιθανάς χαι περιωδευµένας χα'ι απερίσπαστους, οίον έν οίκω σχοτεινφ ποσώς κειµένου σχοινιού έσπειραµένου πιθανή απλώς 1.228 φαντασία γίνεται άπό τούτου ώς άπό όψεως τφ αθρόως έπεισελθόν-
186
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
ρου. Επίσης ο Ξενοφάνης πρόβαλε ως δόγµα, σε αντίθεση µε τις παραδοσιακές αντιλήψεις των άλλων ανθρώπων, ότι «το παν είναι ενα» και ότι ο θεός είναι σε όλα συµφυής και µάλιστα ότι είναι σφαιρόσχηµος, απρόσβλητος, αναλλοίωτος και έλλογος. Από τα παραπάνω, εύκολα καταδεικνύεται η διαφορά ανάµεσα στον Ξενοφάνη και σ' εµάς. Αλλά και από τα όσα λέχτηκαν, είναι προφανές ότι ακόµη κι αν ο Πλάτων παραµένει αβέβαιος πάνω σε κάποια ζητήµατα, δεν θα µπορούσε να είναι Σκεπτικός, αφού σε µερικές περιπτώσεις δείχνει να αποφαίνεται για την ύπαρξη άδηλων πραγµάτων ή να προκρίνει άδηλα πράγµατα µε βάση την αξιοπιστία. Οι οπαδοί, τώρα, της νέας Ακαδηµίας, αν και δηλώνουν ότι τα πάντα είναι ακατάληπτα, διαφέρουν από τους Σκεπτικούς ίσως ακόµα και ως προς την ίδια τη δήλωση ότι τα πάντα είναι ακατάληπτα* (διότι αποφαίνονται µε βεβαιότητα γι' αυτό, ενώ ο Σκεπτικός θεωρεί ως ενδεχόµενο, κάποια πράγµατα να γίνουν καταληπτά*)" όµως εκεί που διαφέρουν ξεκάθαρα από εµάς είναι στην κρίση τους για τα αγαθά και τα κακά. 0 λόγος είναι πως οι Ακαδηµεικοί λένε ότι κάτι είναι αγαθό, όχι όπως εµείς, αλλά έχοντας την πεποίθηση ότι είναι πιο πιθανό να είναι πράγµατι αγαθό αυτό που εκείνοι λένε αγαθό παρά το αντίθετο -οµοίως και για το κακό' αντίθετα εµείς, όταν λέµε πως κάτι είναι αγαθό ή κακό, δεν πιστεύουµε ότι οι χαρακτηρισµοί µας αυτοί έχουν τιµή αληθείας' απλώς ακολουθούµε τη ζωή χωρίς δογµατικές πεποιθήσεις, ώστε να µην µένουµε αδρανείς. Για τις παραστάσεις*, πάλι, εµείς λέµε πως, όσον αφορά στη λογική διεργασία, είναι εξίσου αξιόπιστες ή αναξιόπιστες, ενώ εκείνοι υποστηρίζουν ότι άλλες είναι «πειστικές» και άλλες όχι. Και µιλούν και για διαφορές µεταξύ των πειστικών παραστάσεων, διότι άλλες τις θεωρούν απλώς και µόνο πειστικές, άλλες τις θεωρούν ως πειστικές και λεπτοµερώς ελεγµένες και άλλες ως πειστικές, ελεγµένες από κάθε άποψη και ακλόνητες. Όταν, για παράδειγµα, σ' ένα σκοτεινό σπίτι υπάρχει στο δάπεδο ένα κουλουριασµένο σκοινί, δηµιουργείται σ' αυτόν που µπαίνει απότοµα µέσα µια «απλώς πειστική» παράσταση φιδιού" ι87
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ τι' τώµέντοι 7τερισχοπησαντι ακριβώς χαι διεξοδεύσαντι τά περί αυτό, οίον δτι οΰ κινείται, ότι τό χρώµα τοΐόν εστί, xal των άλλων εχαστον, φαίνεται σχοινίονχατά την φαντασίαν την πιθανήν χαϊ περιωδευµένην. ή δι χαϊ απερίσπαστος φαντασία τοιάδε εστίν, λέγεται δ Ήραχλής άποθανοΰσαν τήνΆλχηστιν αύθις εξ "Αώου άναγαγεΐν χαι δέϊξαι τω Άδµήτω, δς πιθανήν <µεν> ελάµβανε φαντασίαν της Άλχήστιδοςχαϊ περιωδευµένην' έπειµέντοι ηδει δη τέθνηχεν, περιεσπάτο αότοΰ ή διάνοι« άπό της συγχαταθέσεως χάί προς άπιστίαν 1.229 εχλινεν. <....> προχρίνουσιν οδν ο'ι ix της νέας 'Ακαδηµίας της µεν πΐ' θανής απλώς την πιθανήν χαι περιωδευµένην φαντασίαν, αµφοτέρων δε τούτων την πιθανήν χαι περιωδευµένην χαϊ άπερίσπαστον. ει δε χαϊ πείθεσθαί τισιν οι τε άπό της 'Ακαδηµίας χαϊ οι άπό της σκέ1.230 φεως λέγουσι, πρόδηλος χαι ή χατά τοΰτο διαφορά των φιλοσοφιών, το γάρ πείθεσθαί λέγεται διαφόρως, τότε µη άντιτείνειν άλλ 'απλώς ϊπεσθαι άνευ σφοδράς προσχλίσεως χαι προσπάθειας, ως ο παις πείθεσθαί λέγεται τω παιδαγωγώ' άπαξ δε το µετά αίρέσεως χαι οιονεί συµπαθείας χατά το σφόδρα βούλεσθαι συγχατατίθεσθαί τινι, ώς 6 άσωτος πείθεται τφ δαπανητιχώςβιοΰν άξιου"ντι. διόπερ επειδή ο'ι µεν περί Καρνεάδην χαϊ Κλειτόµαχον µετά προσχλίσεως σφοδράς πείθεσθαί τε χαι πιθανόν είναι τι φασιν, ήµεΐς δε χατά τό απλώς είχειν άνευ προσπάθειας, χαι χατά τοΰτο αν αυτών διαφέροιµεν. ι.231 Άλλα χαϊ εν τόϊς προς τό τέλος διαφέροµεν της νέας Ακαδηµίας' οι µεν γάρ χατ' αυτήν χοσµεΐσθαι λέγοντες άνδρες τφ πιθανώ προσχρώνται κατά τον βίον, ήµεΐς δε τοις νόµοις χαι τοις εθεσι χαϊ τοις
ι88
__
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
εντούτοις, αν έχει κοιτάξει τριγύρω προσεκτικά και έχει ελέγξει λεπτοµερώς τον χώρο -λ.χ. έχει δει ότι το αντικείµενο δεν κινείται, ότι έχει το τάδε χρώµα κ.ο.κ.-, του φαίνεται για σκοινί, σύµφωνα µε την πειστική και από κάθε άποψη ελεγµένη παράσταση. Για την ακλόνητη παράσταση ένα παράδειγµα είναι το εξής: Λένε πως την Άλκηστη, που ήταν πεθαµένη, ο Ηρακλής την ξαναέφερε από τον Άδη στον επάνω κόσµο και την παρουσίασε στον Άδµητο, ο οποίος έτσι σχηµάτισε µία πειστική και από κάθε άποψη ελεγµένη παράσταση της Άλκηστης. Επειδή όµως ο Άδµητος ήξερε ότι η Άλκηστη είχε πεθάνει, η διάνοια του αποσπώνταν από τη συγκατάθεση και έκλινε προς την απιστία. Έτσι, λοιπόν, οι εκπρόσωποι της νέας Ακαδηµίας προκρίνουν την πειστική και από κάθε άποψη ελεγµένη παράσταση έναντι της απλώς πειστικής' και, περισσότερο και από τις δύο αυτές, την παράσταση που είναι πειστική και από κάθε άποψη ελεγµένη και ακλόνητη. Ακόµη και αν οι Ακαδηµεικοί όσο και οι Σκεπτικοί λένε ότι «πείθονται» από κάποια πράγµατα, είναι προφανής η διαφορά µεταξύ των δύο φιλοσοφιών και στο θέµα αυτό. Διότι το «πείθοµαι» λέγεται µε διαφορετικές σηµασίες: µπορεί να σηµαίνει ότι κάποιος δεν αντιστέκεται και απλώς ακολουθεί, χωρίς έντονη κλίση και προσήλωση -όπως όταν λέµε πως το παιδί πείθεται από τον παιδαγωγό. Όµως καµιά φορά σηµαίνει το να συγκατατίθεσαι σε κάτι µε δική σου επιλογή, σχεδόν µε συναίσθηµα ανάλογο µε την έντονη βούληση -όπως ο άσωτος πείθεται από κείνον που έχει την αξίωση να ζούµε σπάταλα. Επειδή, λοιπόν, οι οπαδοί του Καρνεάδη και του Κλειτόµαχου ισχυρίζονται ότι κάποια πράγµατα είναι πιθανά*, και οι ίδιοι κλίνουν στο να πείθονται, ενώ αντίθετα εµείς απλώς υποχωρούµε χωρίς καµιά ιδιαίτερη προτίµηση, διαφοροποιούµαστε, θα λέγαµε, και ως προς αυτό. Επιπλέον, διαφέρουµε από τη νέα Ακαδηµία και ως προς τον τελικό σκοπό. Διότι εκείνοι που δηλώνουν ότι συµµορφώνονται µε τη διδασκαλία της χρησιµοποιούν στη ζωή τους το πιθανόν*, ενώ εµείς ζούµε χωρίς δογµατικές παραδοχές, ακολουθώντας τους νόι&9
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ φυσιχόΐς πάθεσιν επόµενοι βιοϋµεν άδοξάστως. χαι πλείω δ' αν εΐποµεν προς την διάχρισιν, eiµή της συντοµίας έστοχαζόµεθα. ΐ·232 Ό µέντοι Άρκεσίλαος, δν της µέσης Ακαδηµίας έλέγοµεν είναι προστάτηνκαι άρχηγόν, πάνυµοι δοκεΐ τοις Πυρρωνείοις κοινωνέϊν λόγοις, ώςµίαν είναι σχεδόν την χατ'αυτόν άγωγήν χα'ι την ήµετέραν ούτε γαρ περί υπάρξεως η ανυπαρξίας τινός αποφαινόµενος ευρίσκεται, οΰτε χατά πίστιν η άπιστίαν προχρίνει τι έτερον έτερου, αλλά περί πάντων επέχει, χα'ι τέλος µεν είναι την έποχήν, ή συνΐ-233 εισέρχεσθαι την άταραξίαν ηµείς έφάσχοµεν. λέγει δε χα'ι αγαθά µεν είναι τάς κατά µέρος έποχάς, κακά δέ τάς χατά µέρος συγκαταθέσεις, εκτός ειµή λέγοι τις, δτι ηµείς µεν χατά τό φαινόµενον ήµΐν ταϋτα λέγοµενχαΐ οΰ διαβεβαιωτιχώς, έχεΐνος δέ ώς προς την φύσιν, ώστε 1.234 xat αγαθόν µεν είναι αυτόν λέγειν την έποχήν, xaxöv δέ την συγχατάθεσιν. ει δέ δει χα'ι τοις περί αύτοϋ λεγοµένοις πιστεύειν, φασ'ιν δη χατά µεν τό πρόχειρον Πυρρώνειος έφαίνετο είναι, χατά δε την άλήθειαν δογµατικός ήν χα'ι έπε'ι των εταίρων άπόπειραν ελάµβανε διά της άπορητιχής, ε'ι εύφυώς έχουσι προς την άνάληφιν των Πλα τωνικών δογµάτων, δόξαι αυτόν άπορητικόν είναι, τοις µέντοι γε εύφυέσι των εταίρων τα Πλάτωνος παρεγχεψεϊν. ένθεν και τον Άριατωνα ειπείν περ'ι αύτοΰ πρόσθε Πλάτων, δπιθεν Πυρρών, µέσσος Διόδωρος, διά τό προσχρήσθαι tjj διαλεκτική τήκατά τόνΔιόδωρον, είναι δέ άντιχρυς Πλατωνικόν. 1.235 ΟΊ δέ περί Φίλωνα φααιν δσον µεν έπ'ι τφ Στωιχφ χριτηρίω, τουτέστι τη καταληκτική φαντασία, ακατάληπτα είναι τά πράγµατα,
ΐ9θ
ΑΚΑΑΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
µους, τα έθιµα και τα φυσικά πάθη. Θα µπορούσαµε να πούµε και περισσότερα ακόµη για τη διαφορά αυτή αν δεν είχαµε σκοπό να είµαστε σύντοµοι. 0 Αρκεσίλαος, ωστόσο, τον οποίο αναφέραµε ως πρωτοστάτη και αρχηγό της Μέσης Ακαδηµίας, µου φαίνεται ότι συµµερίζεται σε µεγάλο βαθµό τη θεωρία του Πύρρωνα, τόσο που σχεδόν ταυτίζεται η δική του θεωρία µε τη δική µας. Διότι δεν τον βλέπουµε πουθενά να αποφαίνεται για την πραγµατικότητα ή µη κάποιου πράγµατος, ούτε να προκρίνει ένα πράγµα έναντι κάποιου άλλου µε βάση την αξιοπιστία ή την αναξιοπιστία" επί παντός ζητήµατος εφαρµόζει την έποχήν. Επιπλέον, λέει ότι ο τελικός σκοπός είναι η εποχή, µαζί µε την οποία εισάγεται, όπως λέγαµε εµείς, η αταραξία. Υποστηρίζει επίσης ότι η εποχή πάνω σε επιµέρους πράγµατα είναι αγαθόν και ότι η συγκατάθεση σε επιµέρους πράγµατα είναι κακό πράγµα. Ενώ εµείς λέµε τα ίδια, αλλά µε βάση το τι µας φαίνεται -και χωρίς να είµαστε κατηγορηµατικά βέβαιοι-, εκείνος λέει πως είναι εκ φύσεως έτσι, πως η εποχή εκ των πραγµάτων είναι αγαθόν και η συγκατάθεση κακό. Κι αν πρέπει να πιστέψουµε τις φήµες γύρω από το πρόσωπο του, λένε πως µε µια πρώτη µατιά φαινόταν να είναι Πυρρώνειος, όµως στην πραγµατικότητα ήταν δογµατικός. Και λένε πως έδινε την εντύπωση πως είναι απορητικός, επειδή µε τους συντρόφους του εφάρµοζε την απορητική µέθοδο για να δει αν είναι από φυσικού τους ικανοί να δεχτούν τα πλατωνικά δόγµατα, και πως τα µεταβίβαζε σε όσους συντρόφους ήταν προικισµένοι. Γι' αυτό και ο Αρίστων0 είπε για τον Αρκεσίλαο: µπροστά είναι Πλάτων, πίσω Πυρρών, στη µέση Διόδωρος, επειδή ακριβώς έκανε χρήση της διαλεκτικής όπως την είχε διαµορφώσει ο Διόδωρος, ενώ στην πραγµατικότητα ήταν Πλατωνικός. Οι µαθητές του Φίλωνα" υποστηρίζουν ότι µε βάση το στωικό κριτήριο, δηλαδή την γνωστική παράσταση*, τα πράγµατα είναι ΐ9ΐ
οι ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ δσον δεέπίτη φύσει των πραγµάτων αυτών, καταληπτά, αλλά χαι 6 Άντίοχος την Στοάνµετήγαγεν εις την 'Αχαδηµίαν, ώςχαι ε'ιρή-σθαι έπ 'αότφ δτι εν 'Ακαδηµία φιλοσοφείτά Στωικά' ίπεδείκνυε γαρ δτι παρά Πλάτωνι κείται τά των Στωικών δόγµατα, ώς πρόδηλον είναι την της σκεπτικής αγωγής διαφοράν προς τε την τετάρτην και την πέµπτην καλουµένην Αχαδηµίαν.
192
ΑΚΑΔΗΜΕΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΑΡΚΕΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΕΑΔΗΣ
ακατάληπτα, αλλά όµως ως προς την ίδια τους την φύση τα πράγµατα είναι καταληπτά. Και στη συνέχεια, ο Αντίοχος0 µετέφερε την Στοά στην Ακαδηµία, και ειπώθηκε γι' αυτόν ότι µες στην Ακαδηµία φιλοσοφεί σύµφωνα µε τις στωικές θεωρίες, καθώς προσπαθούσε να δείξει ότι τα δόγµατα των Στωικών υπάρχουν στον Πλάτωνα. Είναι λοιπόν ολοφάνερη η διαφορά ανάµεσα στην σκεπτική κατεύθυνση και στην τέταρτη και την λεγόµενη πέµπτη Ακαδηµία.
193