ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ Μυθιστόρημα
30η ΕΚΔΟΣΗ
ΑΘΗΝΑ 2001
Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση Την ξύπνησε ένας κελαϊδισμός πουλιού έξω απ' τα παντζούρια που είχε μισογερμένα από χθες το βράδυ. Για κάποιο μυστήριο λόγο, οι αντιλήψεις των αισθή σεων της αλληλοπλεκονται και συγχέονται, ειδικά όταν είναι ήρεμη και μπορεί να τις προσέχει. Ό π ω ς τ ώ ρ α . Έβλεπε σε εικόνες τους κελαϊδισμούς τ ο υ πουλιού έξω απ' το παράθυρο. Τους έβλεπε σε βότσαλα βρεγμέ να από θάλασσα, κι ύστερα πάλι σε σταυροβελονιές χρυσοκλωστής που κεντούσαν κ ε φ ά τ α σχέδια και μετά έβλεπε φύλλα πράσινα και φ α ρ δ ι ά , κάτι ανάμεσα σε κληματόφυλλα και πλατανόφυλλα α ρ α χ ν ο ΰ φ α ν τ α που κουνιούνται στο αεράκι κι αντιφεγγίζουν πρωινό ήλιο. Μισάνοιξε τα μάτια της και το λευκό των ασβεστωμένων τοίχων την αιφνιδίασε ευχάριστα. Ά λ λ ο το σκο τάδι των βλεφάρων, άλλο οι πολύχρωμες εικόνες τ ο υ νου κι άλλο το κατάλευκο που αντικρίζει ανοίγοντας τα μάτια. Και τα σεντόνια της είναι λευκά, από χοντρό λινό, φ τ η ν ό , που χρησιμοποιούν σε τ ο ύ τ η την καλοκαιρινή πανσιόν για να πλένονται εύκολα στα πλυντήρια. Σηκώθηκε αμέσως. Ή τ α ν ολόγυμνη. Τη νύχτα ζε σταινόταν και με ασυνείδητες κινήσεις, έβγαλε το νυχτι κό της από πάνω της. Βρισκόταν πεταμένο σε μεταξωτό σωρό, χωρίς σχήμα, στο π ά τ ω μ α δίπλα στα πέδιλα της.
14
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Έκανε μπάνιο, ντύθηκε, έπιασε πίσω τα μαλλιά της και κατέβηκε στον κήπο, στο πίσω μέρος τ ο υ παλιού κτίσματος. Μόλις κατέβασε το πόδι της από το τελευ τ α ί ο πέτρινο σκαλοπάτι, θυμήθηκε πως δεν είχε βάλει κολώνια κι αισθάνθηκε μια ξαφνική ορφάνια. Της άρεσε να μυρίζει η ίδια α υ τ ό το άρωμα που από χρόνια είχε συνηθίσει και η απουσία τ ο υ τη στενοχωρούσε. Ιδίως σήμερα που με την καλή της διάθεση επιθυμούσε να γί νουν όλα τέλεια. Επέστρεψε στο δωμάτιο της. Ξανακατέβηκε στον κήπο αρωματισμένη α υ τ ή τη φορά. Με το μάτι έψαξε ένα τετράγωνο τραπεζάκι κάτω α π ' την πυκνή α ψ ί δ α των κυπαρισσόπευκων και χάρη κε που ήταν ελεύθερο. Η μέρα είχε προχωρήσει, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι οι περισσότεροι ένοικοι της πανσιόν, που ήταν Γερμανοί τουρίστες, αγαπούσαν να ξυπνούν και να φεύγουν για την π α ρ α λ ί α νωρίς πριν η ζέστη φουντώσει. Κρατούσε μαζί της ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, λευ κές κόλλες αλληλογραφίας κι ένα στυλό. Θα καθόταν να απολαύσει την ευτυχία τ ο ύ να γράψει γράμμα στην κα λύτερη φίλη της. «Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξο μολόγηση», σκεφτόταν. Ώ ρ ε ς - ώ ρ ε ς , μάλιστα, νομίζει πως όσα αισθάνεται ή ακόμα κι όσα της συμβαίνουν, μόνο μετά την εξομολόγηση γίνονται υπαρκτά. Η παρα τεταμένη σιωπή της δίνει μια γεύση ανυπαρξίας και τη βουλιάζει σε βάλτους θλίψης. Ό χ ι , όχι, η σιωπή είναι καταδίκη σε ερημονήσι, το νιώθει... Παλιότερα κι από πολλά χρόνια πριν, συνήθιζε να κρατά ημερολόγιο. Ό μ ω ς , το να γράφει ημερολόγιο την έκανε να αισθάνεται ένα ελαφρό χτυποκάρδι αγω νίας στο στήθος. Σα ν' αφηνόταν σε κάτι άγνωστο κι ε πικίνδυνο και δεν μπορούσε ν' αποφύγει την υ π ο ψ ί α πως, κάπου, κάποτε, κάποιο βέβηλο μάτι ξένου θα έπε φ τ ε ψυχρό πάνω στα γ ρ α π τ ά της και θα τα σάρκαζε. Δεν μπορούσε να αποφύγει την αδυναμία τ ο υ να προσ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
15
παθεί να δελεάσει α υ τ ό το εχθρικό μάτι και ωραιοποι ούσε τις φράσεις της, α κ ό μ α και τις σκέψεις της, ώστε στο τέλος φοβόταν πως δεν κατάφερνε να παραμένει ει λικρινής. Ό χ ι , χίλιες φορές καλύτερα που έχει ν' αναφέρεται σε μια αγαπημένη φ ί λ η . Μ ι α φίλη που την γνώριζε και την αποδεχόταν χωρίς μεμψιμοιρία κι η παλιά τους σχέση της χάριζε την ευκολία να χρησιμοποιεί τους συ ναισθηματικούς τους κωδικούς, αλλά και τους χιουμο ριστικούς τους κωδικούς για την επικοινωνία εκείνη που αναπαύει την καρδιά απ' της μοναξιάς το βαρύ κάτεργο. Ναι, χίλιες φορές καλύτερα να έχεις έναν αγαπημένο ν' απευθύνεσαι. Άλλωστε, όλοι μας, κρύβουμε ένα μυθι στοριογράφο ή έναν ηθοποιό μέσα μας. Και στις πιο μυ στικές και ιδιαίτερες στιγμές με τον εαυτό σου φέρεσαι σα να σε παρακολουθεί ένας άγνωστος αναγνώστης ή ένας άγνωστος θεατής μυστικού θιάσου. Άπλωσε τις κόλλες μπροστά της. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο φθαρμένο ξύλο τ ο υ τραπεζιού κι ά φ η σε τη ματιά της να κυλήσει α π ' τα πιο κοντινά αντικείμε να ως τον μακρινό ορίζοντα. Φως! Φως! Αστραφτερό φως τ ο υ καλοκαιριού, σε ασυμμάζευτα χρυσά κ ύ μ α τ α , κατρακυλούσε απ' τον ουρανό και χυνόταν στη γη παντού σαν αναμμένη άμ μος. Προφυλαγμένη απ' τη ζέστη τ ο υ Ιουλίου, κάτω απ' τη φωλιά των σκουροπράσινων δέντρων, κοίταζε και κοίταζε τα ξεραμένα κίτρινα χ ω ρ ά φ ι α , τις άγονες πυρακτωμένες πέτρες κι ακόμα πιο πέρα, περισσότερο όραμα π α ρ ά π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α , τη γαλανή θάλασσα να λάμπει γ α λ ά ζ ι α , θελκτική σαν άπειρο και σαν αιωνιότη τ α . Κι ένιωθε ευτυχισμένη π ο υ μπορούσε να περιβάλλε τ α ι απ' την ομορφιά και τη σ ο φ ί α τ ο υ κόσμου και συγ χρόνως να αισθάνεται καθησυχαστική την παρουσία της φίλης της πάνω στην ά γ ρ α φ η κόλλα αλληλογρα φ ί α ς . Την αισθάνεται εκεί, υπομονετική, χαμογελώντας,
16
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
μισοειρωνική, μισοτρυφερή, να την περιμένει. Στο ά γ ρ α φ ο χαρτί την περιμένει η Μέλα να δει τι έχει σήμερα να της γ ρ ά ψ ε ι . Η αναμονή της την συντρόφευε και τη γλυκαίνε γ ι α τ ί κι η μεγάλη ο μ ο ρ φ ι ά , όταν δεν μοιράζε τ α ι , καταντάει μια μοναξιά ανυπόφορη. Έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Σήκωσε τα γυμνά της χέρια και τεντώθηκε. «Τι ευλογία να έχεις κάποιον που σε γνωρίζει καλά», αναστέναξε. «Τόσο καλά π ο υ δεν χρειάζεται για τ ί π ο τ α να τ ο υ δικαιολογείσαι».
Το μοναχικό α υ τ ό ταξίδι της Ελβίρας γύρω απ' την π α τ ρ ί δ α της, ήταν για την ευαισθησία της ό,τι το πήδη μα θανάτου για ένα σοβαρό τσίρκο. Και λέμε «γύρω α π ' την π α τ ρ ί δ α της», γ ι α τ ί , π ρ α γ μ α τ ι κ ά , εδώ και ένδεκα μέρες που ταξιδεύει, περιοδεύει τις κωμοπόλεις, τα χω ριά, τα βουνά και τις παραλίες π ο υ περιτριγυρίζουν την επαρχιακή πόλη π ο υ γεννήθηκε αλλά δεν τολμά α κ ό μ α να παραμείνει μέσα στην ίδια την πόλη και να πραγμα τοποιήσει το ραντεβού για το οποίο ήρθε εδώ μετά από είκοσι σχεδόν χρόνια. Πρόκειται για μια γ υ ν α ί κ α περίπου όμορφη με την ομορφιά που περισσότερο σου υποβάλλουν και σου ε πιβάλλουν οι εσωτερικοί κυματισμοί ενός χ α ρ α κ τ ή ρ α με ενδιαφέρον π α ρ ά που ζωγραφίζουν τα καλοσχεδια σμένα χαρακτηριστικά. Ή τ α ν καλή και της φαινόταν α υ τ ό . Καλή με μια καλοσύνη π ο υ δεν είναι μόνο από μια εύκολη κλίση προς το καλό αλλά και από δύσκολες επι λογές που καταφέρνει μια συνείδηση σε εγρήγορση, μια συνείδηση που το γνωρίζει το βάσανο των πειρασμών και την α ξ ί α της αντίστασης, ακόμα κι αν δεν τα κατα φέρνει π ά ν τ α . Η Ελβίρα νομίζει πως η μορφή της δεν ταιριάζει με το εσωτερικό της. Νομίζει, γ ι α τ ί η ίδια δεν μπορεί ποτέ να δει την φευγαλέα και καταλυτική έκ φραση που την εικονίζει. Μόνο οι άλλοι.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
17
Γύρω στα σαράντα και με σημάδια που επιδεικνύουν περισσότερο τα λ ά φ υ ρ α ενός κ α τ α κ τ η τ ή της ζωής π α ρά τα συντρίμμια της ήττας. Γύρω σ' α υ τ ή την ηλικία π ο υ αρχίζουν να διαγράφονται πιο ευανάγνωστα στο πρόσωπο τα κέρδη κι οι ζημιές, το κέφι κι οι πίκρες, οι θρίαμβοι και τα παράπονα, όσα άντεξες να μάθεις κι όσα έκανες πως δεν κατάλαβες... Εκεί, στο βλέμμα πιο ευανάγνωστα, στο μέσα των φρυδιών και στο χαμόγε λο. Στον τρόπο που χαμογελάς από κάποια ηλικία κι ύ στερα φαίνονται α υ τ ά . Κι άλλα. Η καλλιτεχνική ευαισθησία π ο υ της είχε δοθεί με τη φύση της, δούλευε μέσα της σαν ευχή και σαν κ α τ ά ρ α μαζί. Ευχή γ ι α τ ί , όπως σ' όλες τις καλλιτεχνικές ιδιοσυγ κρασίες, της άνοιγε πάμπολλα μάτια της ψυχής προς το τρομερό πανόραμα τ ο υ κόσμου και την έβαζε να ζει πολλαπλά τα γεγονότα της ζωής. Και κ α τ ά ρ α γ ι α τ ί η συναισθηματική σύγχυση που προκαλεί, την αναστά τωνε βασανιστικά κ α τ ά τις σημαντικότερες ώρες τ ο υ βίου της και της μπέρδευε τη χαρά με την οδύνη τόσο, ώστε να είναι φορές π ο υ δεν ξεχώριζε τι ακριβώς είναι: Ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη; Κι ύστερα, όπως όλοι οι υπερευαίσθητοι άνθρωποι, είχε τη συμφορά να είναι επιρρεπής σε ενοχές. Ακόμα και τ ώ ρ α δεν θ' αποφάσιζε ένα μοναχικό ταξίδι μες στο κατακαλόκαιρο, αν η ζωή κι η ψυχή της δεν είχαν προ χωρήσει σε τόσο στεγνά αδιέξοδα που να της υπαγό ρευαν την ανάγκη να κάνει μια κίνηση επιβίωσης. Στις τύψεις της, π ο υ και πάλι ήταν έτοιμες να ξετιναχτούν στην πρώτη ευκαιρία, είχε για φ ά ρ μ α κ ο την απάντηση, πως και για χάρη της οικογένειας της και της δουλειάς της α κ ό μ α , ήταν υποχρεωμένη, τ ο ύ τ η τη στιγμή, να κοι τάξει μόνο τον εαυτό της. «Είσαι πιο καλός όταν είσαι ευχαριστημένος», έλεγε και ξανάλεγε μόνη της ετοιμά ζοντας τη βαλίτσα της. Με το που μπήκε στο καράβι, η υγρή μούχλα των ε νοχών εξανεμίσθηκε. Με τον αέρα, το α λ ά τ ι , με τον ή-
18
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
λιο, με την ανάσα του ιωδίου και τον καπνό του φου γάρου. Βυθισμένη σε εικόνες νέες, σε θαλασσογραφίες πα λιές, καταλάβαινε ν' ανθίζει από μέσα της ο κοριτσίστι κος εαυτός της νοσταλγίας της και να την κατακυριεύει. Ήταν πάλι εκείνο που ήταν παλιά; Η φοιτήτρια που τα ξίδευε πίσω στην πατρίδα για τις καλοκαιρινές διακο πές ή ένα πλάσμα καινούργιο καμωμένο από αναμνή σεις, όπως όμως πάνω τους το τότε έχει σμιλευτεί απ' το τώρα κι έχει γίνει άλλο; Ποια είναι σήμερα τούτη η Ελ6ίρα; Η καθισμένη κοντά στην κουπαστή, σε λευκή σαιζ-λονγκ με κίτρινες ρίγες; Που φορά άσπρη φούστα και άσπρη πλεχτή ζακέτα; Που φορά μαύρα γυαλιά και με το ένα χέρι πιάνει τα μαλλιά της τα τρελαμένα στον άνεμο, ενώ με το άλλο κρατά στα γόνατα την «Ανάστα ση» του Τολστόι έχοντας το δάχτυλο σελιδοδείκτη στις σελίδες εκείνες που η Κακιούσα φεύγει στη Σιβηρία τυ λιγμένη το σάλι της. Ποια είναι; Αυτό θέλει πολύ να μάθει, επιτακτικά το θέλει και με το πλοίο πλέει κόντρα στον άνεμο προς την πόλη που θέλει να πιστεύει, πως κρατά τα κλειδιά της αγωνίας της. Πάνω στο χοντρό τόμο της «Ανάστασης» του Τολ στόι ακούμπησε το μικρό μπλοκ αλληλογραφίας κι έ γραψε στην αγαπημένη της Μέλα το πρώτο γράμμα: Μέλα μου, Με κόπο συγκρατώ τα χαρτιά που σου γράφω να μην τα πάρει ο αέρας και τα σκορπίσει. Φυσά πολύ και μ' αρέσει, κυρίως γιατί μου θυμίζει, πως πάντοτε, αυτή η θαλασσινή διαδρομή ήταν έτσι. Τον Αλέκο τον αποχαιρέτησα απ' το τηλέφωνο. Είχε πολλή δουλειά και για δυο μέρες δεν συναντηθήκαμε. Καλύτερα έτσι. Όσο πιο απλός και σύντομος ο αποχαι ρετισμός, τόσο δεν αφήνει να φανεί πόσο σημαντικό εί ναι τούτο το φευγιό για μένα. Είναι μυστικό η σημασία του. Μυστικό που μόνο μαζί σου μπορώ να μοιραστώ.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
19
Από το θέατρο ξεκόλλησα πιο δύσκολα. Χρειάσθηκε να χαμηλώσω το τηλέφωνο γ ι α να φ ύ γ ω χωρίς να με γυρίσουν πίσω από το ασανσέρ και να με ρωτήσει κά ποιος μπογιατζής γ ι α το χρώμα ή το βερνίκι. Η καινού ρια βοηθός μου είναι τ α λ α ν τ ο ύ χ α , όμως έχει φοβερό πρόβλημα με την α π ο φ α σ ι σ τ ι κ ό τ η τ α της. Θα μπορούσε να κρατά ένα γκαρσόνι όρθιο πάνω της επί ένα τ έ τ α ρ τ ο μέχρι να αποφασίσει αν θα πιει Κόκα ή Σέβεν απ. Βασα νίζεται και με βασανίζει. Γυρίζω πίσω λοιπόν! Έπρεπε! Έπρεπε να νικήσω τον τρόμο και το δέος που μου προκαλούσε η ιδέα της επιστροφής στην πα τ ρ ί δ α και να το κάνω. Ξέρεις καλά πως η ζωή μου ά δειασε κι αγρίεψε κι εγώ έφτασα σε τέτοιο π ά τ ο τ ο υ ε α υ τ ο ύ μου, που μια και τ ί π ο τ α δεν επιθυμώ, τ ί π ο τ α και να μη φ ο β ά μ α ι . Χαίρομαι που το αποφάσισα και σ' ευγνωμονώ που μ' έσπρωξες να κάνω α υ τ ή τη βουτιά. Δεν βούλιαξα! Πλέω στα κύματα με συνοδεία γλάρους, π ά ω πίσω και σ' ευχαριστώ.
Απ' όλους τους καθρέφτες μου, εσύ Υπάρχει η επανάσταση που κάνει κανείς στην εφη βεία τ ο υ , μπουκωμένος από μεγάλες προσδοκίες και υ πάρχει κι η επανάσταση π ο υ , καμιά φ ο ρ ά , κάνει κανείς στην ω ρ ι μ ό τ η τ α τ ο υ , μπουκωμένος από μεγάλες απο γοητεύσεις. Η Ελβίρα ζούσε τ ώ ρ α τη δεύτερη επανάσταση της. Σίγουρα, θα ήταν πιο ευκολονόητο, αν καθισμένη και αποκαμωμένη εδώ, στην άκρη της παρατεταμένης της νιότης που την έβγαζε στα σαράντα, αναμετρούσε πι κρά τα όσα απ' τα όνειρα της δεν κατάφερε να πραγμα τοποιήσει. Ό μ ω ς , γ ι ' αυτή τ η γ υ ν α ί κ α , τ α π ρ ά γ μ α τ α ήταν πολύ πιο περίπλοκα. Τις ώρες της ανάπαυλας, που συνεχώς πολλαπλα σιάζονταν και μάραιναν τη ζ ω τ ι κ ό τ η τ α της, τις ώρες που η καρδιά ακινητουσε σαν πεισμωμένο άλογο π ο υ δεν θέλει άλλο ούτε ένα βήμα να κάνει, κατρακυλούσε στους αναπόφευκτους απολογισμούς της μελαγχολίας και με παραξενεμένη έκπληξη διαπίστωνε πως, σχεδόν, όλα όσα είχε σχεδιάσει για τη ζωή της τα είχε αποτε λειώσει. Μόνο που αν πέτυχε τα γεγονότα των σχεδίων της και με ακρίβεια μάλιστα τις περισσότερες φορές,! τη γεύση τους, όπως την περίμενε, δεν την πέτυχε. Η γνώ ση τους ήταν απροσδόκητη και τα συμπεράσματα τους βασανιστικά αμφιλεγόμενα. Η εικόνα της επιτυχημένης γυναίκας που αντικειμενι-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
21
κά ήταν, καθόλου δεν την έκανε να νιώθει κάποιες ανα λογίες με τις λαμπρές, πολύχρωμες φ ω τ ο γ ρ α φ ί ε ς επι τυχημένων γυναικών στα πολυτελή ξένα περιοδικά που μικρή ξεφύλλιζε και θαύμαζε κι έλεγε μέσα τ η ς : Να λοι πόν η ευτυχία, να η ικανοποίηση! Πριν δυο μήνες που αναγκάσθηκε να δώσει μια συ νέντευξη σε περιοδικό, θέλησε να φ ω τ ο γ ρ α φ η θ ε ί άθα φ τ η , αχτένιστη, κουλουριασμένη στη γωνιά τ ο υ ω ρ α ί ο υ της λίβινγκ ρουμ σα γ α τ ί π ο υ το παραπεταξαν σε ξένο σ π ί τ ι . Σε ξένο σπίτι μέσα στο ίδιο της το σπίτι, το γεμά το κορνιζωμένα έπαθλα, πίνακες δικούς της, βραβευ μένες μακέτες σκηνικών, βαρύτιμα κοστούμια από πα λιές παραστάσεις σε βιτρίνα, λ ά φ υ ρ α πολύτιμα από ε παγγελματικά τ α ξ ί δ ι α της σε Ανατολή, και Δύση. Σκε φ τ ό τ α ν να ζητήσει για τ ί τ λ ο της συνέντευξης ένα ερωτη ματικό, «Ε, και;». Ό μ ω ς το βρήκε αμέσως στομφώδες και μελοδραματικό και δεν είπε τ ί π ο τ α . Αυτό τ ο , «Ε, και;» στάθηκε στα μεγάλα μάτια της στη φ ω τ ο γ ρ α φ ί α κι ας μη το καταλάβαινε κανείς. Γιατί οι αληθινά επιτυ χημένοι είναι ελάχιστοι μέσα στο πλήθος των μετριοτή των των πανέτοιμων να τα ξεπουλήσουν όλα για όλα για μια σταλιά επιτυχία. Κι οι ελάχιστοι αληθινά επιτυ χημένοι είναι πολύ απασχολημένοι με τα προσωπικά τους μαρτύρια για να σταθούν και να προσέξουν τα μάτια της Ελβίρας στη φ ω τ ο γ ρ α φ ί α που φωνάζουν, «Ε, και;».
Καταλαβαίνω, βέβαια, την πίκρα τ ο υ αποτυχημέ νου, τ ο υ νικημένου, έγραφε τ ώ ρ α που ταξίδευε στα γ ρ ά μ μ α τ α προς τη Μέλα. Πώς να εξηγήσω όμως και πώς να γ ι α τ ρ έ ψ ω τ ο ύ τ η την πίκρα και την απόγνωση τ ο υ νικητή και τ ο υ επιτυχημένου; Βλέπεις, δεν μπορώ να τα βάζω με την κ α κ ο τ υ χ ί α μου, την ανημποριά μου ή τα λάθη μου! Τώρα το κατηγορητήριο στρέφεται στα πολύ βαθιά μου: Αμφισβητώ τις ρίζες της κρίσης μου,
22
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
της ίδιας μου της σκέψης, της ύπαρξης μου ολόκληρης από τ ό τ ε που τη θυμάμαι. Στις πιο αισιόδοξες ώρες μου Μέλα, ελπίζω π ω ς τ ο ύ τ η η στριφνή κατάσταση δεν είναι παρά μια περιοδι κή ασθένεια π ο υ οφείλεται σε οργανικά α ί τ ι α . Στη μετα βατική ηλικία, στη σωματική κόπωση για τις προετοι μασίες τ ο υ «Μάκβεθ» — ήταν μια εξοντωτική δουλειά, τ ο ξέρεις - , στη δ ί α ι τ α π ο υ έκανα π ρ ό σ φ α τ α . Η δ ί α ι τ α με μελαγχόλησε. Πιέσθηκα να στερήσω απ' τον εαυτό μου το μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον που κατάντησε να έχει η καθημερινή μου ζ ω ή : Να πηγαινοέρχομαι στην κουζίνα και να ψάχνω μέσα στο ψυγείο γ ι α γεύσεις. Η δυστυχία κι η ανία μας κάνουν φιλήδονους, αισθησια κούς, μήπως κι επιβιώσουμε κρατημένοι από μια ευχα ρίστηση. Δεν νομίζω πως τα χάλια μου οφείλονται στην ηλι κία, στον Μάκβεθ ή στη δ ί α ι τ α . Το πράγμα τραβούσε μακριά. Εγκαταστάθηκε μέσα μου ένα τρομαχτικό τ ο πίο στέπας απέραντης, επίπεδης, χωρίς την έκπληξη ούτε ενός μικρού-μικρού λοφίσκου. Με εξουθένωσε το αίσθημα της ματαιότητας. Ή τ α ν σα να με καταδικάσανε να κουβαλώ το κορμί μου πάνω-κάτω όπως ο Σίσυ φος την καταραμένη πέτρα τ ο υ .
Τον σύζυγο τ η ς τον αγάπησε και από ευγνωμοσύνη. Ο μαλακός και ανεκτικός χαρακτήρας τ ο υ εξυπηρε τούσε τις καταβροχθιστικές απαιτήσεις της δουλειάς της, μιας δουλειάς που αμέσως μετά τον χωρισμό τ ο υ π ρ ώ τ ο υ της και μόνου της έρωτα, έγινε γ ι α κείνη το κέν τ ρ ο τ ο υ κόσμου. Χωρισμός; Είναι αρκετή τ ο ύ τ η η ψό φ ι α λέξη να χωρέσει εκείνη την κ α τ α σ τ ρ ο φ ή ; Ούτε η λέξη κ α τ α σ τ ρ ο φ ή τη χωράει ούτε η λέξη θάνατος. Ο θάνατος μοιάζει με ευλογημένο ύπνο, με βελουδένιο χά δι μπροστά σ' εκείνη την κόλαση που με γυμνά πόδια περπάτησε το καλοκαίρι που έκλεισε τα είκοσι χρόνια
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
23
τ η ς . Την πλήγωναν τα σεντόνια στο σώμα της, το απα λότερο αεράκι ήταν μαστίγιο με κ α ρ φ ι ά και τσουκνίδες σ τ ο πρόσωπο της. Το πατρικό της σπίτι ήταν άδειο μια κι οι δικοί της είχαν φύγει για ιαματικά λουτρά στην Εύβοια κι α υ τ ή χ α ι ρ ό τ α ν την τ ύ χ η της να μπορεί να μπαινοβγαίνει ανε νόχλητη τα δωμάτια, να ουρλιάζει και να δαγκώνει τα χέρια της μέχρι να τρέξουν α ί μ α τ α . Είναι άραγε πιο οδυνηρό το σύνδρομο στέρησης ν α ρ κ ω τ ι κ ο ύ απ' το να φεύγεις μακριά απ' τον άντρα σου που πρέπει να ξεχάσεις; Δεν μπορεί να 'ναι. Είναι ά ρ α γ ε πιο οδυνηρή η δίχως αναισθητικό έκτρωση εμ βρύου α π ' τα σπλάχνα σου απ' τον αγώνα να ξεριζώ σεις τον ζωντανό τον έρωτα από μέσα σ ο υ ; Δεν μπορεί να 'ναι. Έτσι ένιωθε και για να επιζήσει, ασκήθηκε σιγά-σιγά στη σκληρότατη άσκηση τ ο υ ν' αποδιώχνει από το νου τη νοσταλγία τ ο υ , πέφτοντας με τα μούτρα στη ζωγρα φ ι κ ή , κι αργότερα, όπως ήρθαν τα π ρ ά γ μ α τ α , στη σκη ν ο γ ρ α φ ί α . Μήπως το μέγεθος της επιτυχίας της καθο ρίστηκε από το μέγεθος τ ο υ πόνου εκείνου που της ά ναψε φ ω τ ι ά και ζητούσε έξοδο; Δεν ξέρει, δε θέλει να σκέφτεται. Δεν μπορεί να καταλήξει. Έφυγε για π ά ν τ α τότε απ' την π α τ ρ ί δ α της και δεν ξαναγύρισε. Εδώ κι είκοσι χρόνια δεν ξαναγύρισε. Γυρί ζει τ ώ ρ α με άσπρη φ α ρ δ ι ά φ ο ύ σ τ α , με μαύρα γυαλιά και την «Ανάσταση» τ ο υ Τολστόι στα γ ό ν α τ α της. Φυ σάει θαλασσινός αέρας, κυματίζουν κύματα και γλάροι, σκιές επιβατών πηγαινοέρχονται στο βάθος τ ο υ σκηνι κού τ ο υ πλοίου κι α υ τ ή κυλάει προς τα πίσω και ίσως, σιγά-σιγά, να γλιτώσει απ' τη μανία όλα να τα εντάσσει σ ε κάποιο σκηνικό και ν α μελετά την αισθητική τους. Ί σως με την ισχύ της προσωπικής συγκίνησης που θα τη δονήσει να κουνηθεί και να ξεφύγει απ' τη θέση τ ο υ πα ρατηρητή εικόνων και ν' αρχίσει να προχωρά μπρος. Να σχίζει τα ζωγραφισμένα χ α ρ τ ι ά , να μπαίνει μέσα η
24
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ίδια, στις δικές τ η ς εικόνες και να ζει. Η δουλειά της έγινε το κέντρο τ ο υ κόσμου από π ο λ ύ νωρίς. Τίποτα δεν θα μπορούσε πια να τη μετακινήσει απ' α υ τ ό το κέντρο. Ή τ α ν η φυσική επιλογή του δ η μιουργού μέσα της α υ τ ή η κίνηση ή ήταν η ηθελημένη καλλιέργεια ενός σταθερού πόλου που δεν θα την εγκα τέλειπε ποτέ; Που πάνω τ ο υ δεν θα ρίσκαρε ποτέ π ι α την ψυχή της, μια και τα δούναι και λαβείν με την τέχνη που γνώριζε καλά να χειρίζεται, μπορούσαν να π ρ ο βλέπονται με τη βεβαιότητα της μαθηματικής πράξης; Μέχρι πριν πίστευε το πρώτο ακλόνητα. Ο άντρας της λοιπόν της πρόσφερε τη μεγαλύτερη προσφορά π ο υ ζητούσε όταν παντρεύτηκαν: Δεν την ε νοχλούσε στο να δουλεύει νυχθημερόν. Συγχρόνως τ η ς άρεσε αρκετά και της ικανοποιούσε κάποιες θηλυκές α νάγκες σε βαθμό που να μην τη ρίχνουν οι βασικές επι θυμίες της στα κυνηγητά της ζούγκλας τ ο υ έρωτα και της μοναξιάς. Ό λ α μεταξύ τους γίνονταν με μέτρο και ρυθμό και κατανόηση κι αντιστάθμιζε η συζυγική τους χαλαρότη τα την ένταση και τον πυρετό που ξόδευε γ ι α τα σκηνι κά της. ...Μέλα μου, Μέλα μου, Εγώ που είχα παντού κοφτές προτάσεις και τελείες, γέμισα μακρινάρια κι ερωτηματικά. Τίποτα, τ ί π ο τ α βέ βαιο πια δε βρίσκω. Σα να σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος και να έφερε τα πάνω κάτω ολόκληρη πολιτεία. Είναι για κακό; Είναι για καλό; Είδες; Κι εδώ, ερωτηματικά βάζω. Το μόνο σίγουρο είναι πως έχω εσένα. Εσύ με ξέρεις καλύτερα από μένα. Εσύ μου υπενθυμίζεις α υ τ ό π ο υ εί μαι όταν χάνομαι και ζητώ βοήθεια. Απ' όλους τους κα θρέφτες μου εσύ, μόνο εσύ, είσαι ο καθαρός. Καταλα βαίνεις πόσο σε χρειάζομαι;
Πρόβες για τον ματωμένο γάμο Στο τέλος του Φεβρουαρίου που πέρασε, έβρεχε πολύ. Είχε τ ό σ ο κρύο, που οι Αθηναίοι συνεχώς περίμεναν πως θα χιονίσει, όμως τελικά ο υγρός αέρας δεν έλεγε να πέσει και πολύ συχνά το γύριζε στο χιονόνερο. Ή τ α ν απομεσήμερο κι ο θίασος, έχοντας μόλις κάτι τσιμπήσει, ήταν πιο βαρύς και βραδυφλεγής. Μόνο ο σκη νοθέτης παρέμενε νευρικός και αεικίνητος, τεντωμένος α π ' τον προσωπικό του οίστρο και τους πολλούς καφέ δες. Τα σανίδια της σκηνής είχαν μέρες να σφουγγαρι στούν και με την παραμικρή κίνηση της φαρδιάς φού στας της νύφης ή με το παραμικρό αναπήδημα του σκη νοθέτη σηκωνόταν σύννεφο σκόνης. Προβάρανε και ξαναπροβάρανε, από τον «Ματωμένο γάμο», τη σκηνή που η νύφη ορμά στο σπίτι της πεθεράς της μετά το φονικό. Η νεαρή ηθοποιός, χλωμή και με μαύρους κύκλους γύρω απ' τα μάτια, έπεφτε στα γόνατα κι έκλαιγε όχι ζώντας το ρόλο της πια αλλά από τσακισμένα νεύρα κι απελπισία για τις απάνθρωπες απαιτήσεις του σκηνοθέτη. Η Ελβίρα καθόταν και παρακολουθούσε. Της άρεσε να ζει από κοντά α υ τ ή τη θεία παράνοια της συνεχούς επανάληψης που είναι οι πρόβες. Να παρατηρεί τις ό ψεις και τις όψεις π ο υ μπορεί να βγάλει από μέσα τ ο υ κανείς ώσπου να φτάσει στο πρόσωπο εκείνο που θα κάνει το σκηνοθέτη να πει, «φτάνει!». Σε καμιά άλλη ί σως δουλειά δεν είναι τόσο ευδιάκριτη η πολλαπλότητα του ανθρώπου όσο στις πρόβες θεάτρου. Τόσο ευδιά κριτο το πόσες εκδοχές της ύπαρξης σου μπορείς να εμ-
26
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
φανίσεις και το πόσο εύκολα μπορείς να τρελαθείς. Της άρεσε να παρακολουθεί. Ως ένα σημείο όμως. Τα λόγια τ ο υ ποιητή που άκουγε και μάλιστα εκφωνη μένα σε διάφορες παραλλαγές, βοηθούσαν κι εκείνη να πλάθει και να ματαιώνει και να ξαναπλάθει καταλήγον τας στη σκηνογραφία που θα την ικανοποιήσει. Ως ένα σημείο όμως. Γιατί μετά από έναν απάνθρωπο αριθμό ε παναλήψεων άρχιζε για τη σκηνή που παρακολουθούσε η αντίστροφη μέτρηση. Αποφορτιζόταν και κλιμακωτά άδειαζε κινδυνεύοντας να φτάσει να γίνει ο λόγος ήχος ξε ρός κι αποκομμένος από κάθε αίσθημα, τόπο και χρόνο. Να μη θυμίζει τ ί π ο τ α . Η νύφη πεσμένη στα γόνατα και με τα νύχια σφηνωμένα στο ανοιγμένο στήθος, εκλιπαρούσε τη μάνα του νεκρού γαμπρού να την κρατήσει κοντά της, όταν η Ελβίρα κοίταξε το ρολόι της και είδε πως ήταν η ώρα να πάει στο απέναντι απ' το θέατρο καφενείο. Μπήκε στα καμαρίνια, φόρεσε το παλτό της και το μα κρύ κασκόλ της, σήκωσε τη βαριά τσάντα της που πάντα κουβαλούσε παραγεμισμένη άχρηστα χαρτιά, έχοντας μό νιμο πρόβλημα να βρει τ' αναγκαία και βγήκε στο δρόμο. Η κίνηση των αυτοκινήτων, όπως κάθε φορά που βρέ χει, ήταν τρομερή. Οι πεζοί, ακόμα πιο απρόσεκτοι, έβα ζαν το κεφάλι κάτω και προσπαθούσαν ν' ανοίξουν τόπο στα πεζοδρόμια. Διέσχισε με κόπο την άσφαλτο κι ένιωθε το χιονόνερο να της κεντά το δέρμα. Το κρύο και το βροχόνερο όρμησαν πάνω της ζωογόνα μετά από τόσες ώρες κλεισούρας στη μπουκωμένη από καπνούς σκηνή. Ο δημοσιογράφος με τον οποίο είχε το ραντεβού, την περίμενε καθισμένος πίσω απ' τη τ ζ α μ α ρ ί α τ ο υ κα φενείου. Τον γνώριζε λίγο από παλιότερη συνέντευξη. Κάθισε πλάι τ ο υ ξεκουμπώνοντας τα πάνω κουμπιά τ ο υ π α λ τ ο ύ της. Ζήτησε ένα τσάι απ' τον ηλικιωμένο σερβιτόρο κι άκου γε το νεαρό να της λέει κολακευτικά, πως είναι τόσο γοη τευτική πάντα που θα μπορούσε, αν ήθελε, να είναι ηθο ποιός στο έργο, ακόμα και η ν ύ φ η ! Παρά το ότι ήξερε πως
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
27
τα ίδια θα έλεγε τούτος εδώ ακόμα κι αν εκείνη ήταν εκατό χρονών, το έβρισκε αρκετά ευχάριστο ν' ακούει αυτή την ώ ρ α τ ο ό τ α τα επιπόλαια ψέματα. Δεν τ ο υ απάντησε, τον κοίταξε μόνο λοξά με μάτια δήθεν επικριτικά και συνωμο τ ι κ ά μαζί και γέλασε τραβώντας έξω το κασκόλ της. Το τσάι ήρθε κι έσκυψε στους ατμούς το πρόσωπο τ η ς . Αισθάνθηκε την ένταση της ημέρας να γαληνεύει σα να έκανε ολόκληρη χ α μ ά μ . Ο δημοσιογράφος ήθελε να μιλήσουν γ ι α τη σκηνο γ ρ α φ ί α στο δράμα τ ο υ Λόρκα προκειμένου να παρου σιάσει τ η ν όλη π α ρ ά σ τ α σ η σε θεατρικό περιοδικό. Ρω τούσε αν έκανε αναφορές στο ελληνικό τ ο π ί ο προκειμέ ν ο υ να ζωγραφίσει ένα ισπανικό χωριό κι αν η εποχή των κοστουμιών θα είναι η σύγχρονη. Του απάντησε πως αποφεύγει τις αναφορές και πως επιζητά ένας ι σπανικός τόπος να δείχνει, όσο πιο ειλικρινά γ ί ν ε τ α ι , έ νας ισπανικός τόπος. Πως η εποχή που γ ρ ά φ τ η κ ε το δράμα έχει μια ακριβή σημασία π ο υ δεν μας επιτρέπεται να την μεταφέρουμε και πως όσο περνά ο καιρός που δουλεύει στη σκηνογραφία, καταλήγει πως η μόδα τ ο ύ να τονίζουμε υπερβολικά τα διαχρονικά στοιχεία στα έργα, πολύ συχνά, ψευτίζει το σύνολο και το αποχυμώνει. Ακόμα και το γελοιοποιεί. Τα διαχρονικά στοι χεία της «Ηλέκτρας» μιλούν από μόνα τους χωρίς να χρειάζεται να ντύσουμε την Ηλέκτρα με μπλου-τζην. Της άρεσε πότε-πότε να τη βάζουν να μιλά γ ι α τη δουλειά τ η ς , γ ι α τ ί οι ερωτήσεις την ανάγκαζαν κι εκείνη να ψάχνεται, να βρίσκει λέξεις και να βάζει σε κάποια τ ά ξ η τις δικές της ιδέες. Ύστερα, εκείνος της είπε, πως μια και η συνεισφορά της στο στήσιμο τ ο υ έργου είναι μεγάλη και μια και η αισθαντικότητά της είναι φημισμένη, θα μπορούσε να της θέσει ένα ερώτημα π ο υ αναφέρεται στην ουσία της υ πόθεσης; Εκείνη απάντησε πως ν α ι , βέβαια, και μικραί νοντας τα μάτια της ετοιμάστηκε να τον ακούσει με προσοχή. Τη ρώτησε λοιπόν πώς κρίνει η ίδια το δαιμό-
28
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
νιο τ ο υ έρωτα τ η ς νύφης και τ ο υ Λεονάρντο, π ο υ κατα χωνιασμένο στα παλιά και στις στάχτες τ ο υ , βρίσκει καιρό και εκτινάζεται ποδοπατώντας και καταστρέφον τας, αδιάφορο γ ι α την τ ι μ ή , την υπόληψη, α κ ό μ α και για το θάνατο α δ ι ά φ ο ρ ο . Μπορεί άραγε μια παλιά α γάπη να παραμένει, στα κ ρ υ φ ά , επικίνδυνα ζ ω ν τ α ν ή ; Αναστέναξε για να πάρει ανάσα και φόρα κι άρχισε να λέει όσα υποθέτει για το αληθινό πάθος που δεν ξέρει από όρια και περιορισμούς, που όταν βιωθεί δεν λησμονιέται, που είναι πέρα απ' το καλό κι απ' το κακό και π ο υ , όταν φουντώσει, τσακίζει τις συμβάσεις κι εκτινάζεται. Είναι καταστροφικό αυτό το ξέσπασμα ή είναι λυτρωτικό; Το καταδικάζει ο Θεός ή μήπως αυτό είναι ο Θεός; Η νύφη κι ο Λεονάρντο, μέσα στο δάσος, αποδέχονται μ' ευγνω μοσύνη τον χάρο, αφού ό,τι έζησαν μέσα στη νύχτα της ανομίας τους, περιέχει τα πάντα όσα λαχταρά μια ζωή. Έλεγε κι έλεγε κι άκουγε τη φωνή της να εκθέτει λέ ξεις και έννοιες, π ο υ είχε συγκεντρώσει από διαβάσμα τα κι από ταινίες κι α π ' τις εξηγήσεις τ ο υ σκηνοθέτη στις πρόβες. Κι εκεί, όπως άκουγε τις λέξεις τ η ς , πίσω απ' τον ήχο της φωνής της, σε ένα άλλο επίπεδο τ ο υ εαυτού της, σαν σπινθήρας από πολύ παλιά, πετάχτη κε το ίδιο ερώτημα από μέσα της και την διέτρεξε ολάκε ρη σαν ρεύμα μια και την αφορούσε προσωπικά, «Μπο ρεί μια παλιά αγάπη να παραμένει στα κ ρ υ φ ά , στις στάχτες της, επικίνδυνα ζωντανή;». Ή τ α ν πολύ περίεργο που τ ώ ρ α , μετά από π ά ρ α πολλά χρόνια, σπαραχτικά νοστάλγησε τον έρωτα της εκείνο π ο υ άφησε πίσω στην π α τ ρ ί δ α της. Σκίρτησε όλη μ' ένα σκίρτημα νέο, γλυκό και πολύτιμο που δεν την εγκατέλειψε και που δεν το εγκατέλειψε όσο κρατούσε η συνέντευξη. Ούτε μετά. Δεν ξαναγύρισε εκεί νη τη μέρα στο θέατρο. Πήγε κατευθείαν στο σπίτι κι έ πιασε να διαβάζει την «Ανάσταση» του Τολστόι που τώρα και εβδομάδες κουβαλούσε μαζί της παντού. Εκείνο το βράδι όμως διάβαζε κι έκλαιγε και της άρεσε πολύ αυτό.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
29
Την επόμενη μέρα δεν άντεξε να κάτσει και να ξανα κούσει τον θρήνο της νύφης και είπε στον Σταύρο, τον σκηνοθέτη, πως θα πάει μέσα στα γραφεία να σχεδιάσει. Άπλωσε μπροστά της άσπρο χαρτί και πήρε τα μο λύβια. Έχει μια καλή ιδέα για το κοστούμι του φεγγαριού και δεν θέλει να τη χάσει. Θέλει να πετύχει το χρωματισμό τ ο υ λερωμένου χρυσού. Πρέπει πάνω στη φορεσιά του να υπάρχει κάτι κοινό με τη φορεσιά της ζητιάνας. Τραβάει γραμμές, σβήνει και ξανασχεδιάζει. Ύστερα σταματά. Σπρώχνει πέρα τα χαρτιά και τα μολύβια. Υ πάρχει μέσα της κάτι δικό της, που δεν την αφήνει να ξε φύγει και να μετακομίσει προς τις ζωές άλλων. Θέλει να μένει προσηλωμένη σ' αυτόν τον δικό της γλυκό πόνο, π ο υ ψιθυρίζει μέσα της αόριστους, ασαφείς ψιθυρι σμούς. Ό χ ι , δεν την κάνει καθόλου δυστυχισμένη τούτος ο πόνος, κάθε άλλο. Μοιάζει με χαμηλόφωνη υπενθύμιση μιας ωραιότητας ρευστής, χαμένης και πάλι, όχι τελείως χαμένης. Κάπως έτσι είναι αυτό που λέμε, νοσταλγία. Α νάμεσα στην απελπισία και στην ελπίδα τρεμοπαίζει ένας πόνος και την μαγνητίζει. Την καθηλώνει ανάμεσα σε α παγορεύσεις και υποσχέσεις και σαν εκκρεμές, της κουνά μπροστά της το ανόητο πρόσωπο τ ο υ δημοσιογράφου που συνέβη να της προφέρει στη συνέντευξη και τώρα να το επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, το διεγερτικό ερώτημα, «Μπορεί μια παλιά αγάπη να παραμένει στα κρυφά, στις στάχτες, επικίνδυνα ζωντανή;». Με ποιο βαθύ, υποσυ νείδητο δικό της ερώτημα συναντιέται το ερώτημα τούτο για να την αναστατώνει τόσο; Πόσο πολύ χρειάζεται τώ ρα, σήμερα, να βασανιστεί από ένα τέτοιο δίλημμα; Σκύβει και ψάχνει μέσα στη φοβερή τσάντα της. Βρί σκει την «Ανάσταση» π ο υ , ευτυχώς, έχει πάρει μαζί της και προσπαθεί να συνεχίσει το διάβασμα από εκεί π ο υ σταμάτησε χθες το βράδυ: «- Κακιούσα... - άρχισε πάλι ο Νιεχλιούντοβ, πιά νοντας της ελαφρά το χέρι. — Φύγε από κοντά μου! Εγώ είμαι μια καταδίκη των
30
MAPf! BAMBOVNAKH
κάτεργων και εσύ ένας πρίγκιπας και δεν έχεις καμιά δουλειά να βρίσκεσαι εδώ μέσα! — ξεφώνισε η Μάσλο6α, θυμωμένη τρομερά κι αποτραβώντας το χέρι τ η ς που ο Νιεχλιούντοβ κρατούσε. — Κρεμιέσαι από μένα για να σωθείς - εξακολούθησε βιαστικά σα να 'θελε να προφτάσει να πει όλα όσα την αναστάτωναν και την έ πνιγαν. — Με μένα έκανες το κέφι σου σε τ ο ύ τ η τη ζ ω ή , με μένα θέλεις να σωθείς και στην άλλη...». Έγειρε το κεφάλι της α ρ γ ά στο πλάι. Στον τοίχο α π ό ένα μεγάλο κ α ρ φ ί κρεμόταν το μαύρο παλτό π ο υ χρησι μοποίησαν πέρυσι στην «Ηδονή της τιμιότητας» του Πιραντέλλο. Η α κ α τ α σ τ α σ ί α στα παρασκήνια ανακατεύει τις ε ποχές και τα πρόσωπα σε μια ποιητική διάσταση π ο υ τη μαγεύει με τις τρελές αλληλουχίες π ο υ δημιουργεί. Α κούει από μέσα τους χτύπους των μαστόρων που χ τ ί ζουν ένα ηλιοκαμένο ισπανικό χωριό, κρατά στα πόδια της το μυθιστόρημα π ο υ την ταξιδεύει στους παγωμέ νους καρόδρομους της Σιβηρίας κι ακουμπά το κεφάλι της στο μαύρο παλτό ενός πιραντελλικού Ιταλού ψευτ ο α ρ ι ο τ ο κ ρ ά τ η με περίεργες βλέψεις. Κι α υ τ ή , ανάμεσα στα ετερόκλητα, σκύβει το πρόσωπο της και ζηλεύει το πάθος της καταδίκης Μάσλοβα που τραβά την οδό τ ο υ μαρτυρίου της ζώντας με ολάκερη την ψυχή της στο ζε νίθ και στο ναδίρ της ζωής της. Κι αναλογίζεται, πως το δικό της αληθινό πάθος, με νύχια και με δόντια, μόνη της, στην π α τ ρ ί δ α της, το ξερίζωσε εδώ και είκοσι χρό νια, απαγορεύοντας στην καρδιά της ακόμα και να τον θ υ μ ά τ α ι . Κι αναλογίζεται πως, η ίδια, οδήγησε τη ζωή της μεθοδικά σε μια παραζωή που μπορεί να λέγεται τέχνη, όμως ζωή ζώσα δεν είναι. Ζώντας από θεατρικό έργο σε θεατρικό έργο που πρέπει να σκηνογραφήσει και να ντύσει, συνέπασχε για λίγο με τα δεινά των ηρώων, για λίγο ταυτιζόμενη μαζί τους και περισσότερο σχολιάζοντας τους μετά, μη φθά νοντας ποτέ στα όρια του πόνου που οδηγούν τα αληθι-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
31
νά βιώματα ούτε στα όρια της χαράς ή της ηδονής ή της θλίψης. Και το σπουδαιότερο, μη θυσιάζοντας τίποτα. Καθισμένη στο θεωρείο του παρατηρητή, εδώ και χρόνια, π α ρ α τ η ρ ο ύ σ ε τα μεγάλα π ά θ η και κατασκεύα ζε τα σκηνικά τους χωρίς να τα ζει. Κάθε λαχτάρα της για κάτι σπουδαίο και αληθινό εκ τονωνόταν σε παραστάσεις ζωής, σε'παρωδίες και σε μιμήσεις, π ο υ όσο πετυχημένες μερικές φορές κι αν ή ταν, πάντοτε, την τριγύριζαν τη ζωή την αληθινή και π ο τ έ δε γίνονταν ζωή αληθινή. Ό χ ι , όχι, η Τέχνη μόνο σαν περίσσια του βίου αξίζει, αν καταντά υποκατάστατο του είναι κίβδηλη, είναι πλανερή, είναι π α γ ί δ α αργού θανάτου. Α! όλοι αυτοί οι ενδιαφέροντες τύποι στα μυθιστορή ματα, στα θεατρικά έργα! Ωραίες κινήσεις, έξυπνα λογο παίγνια, ποιητικοί διάλογοι, στοχαστικοί μονόλογοι... Πού να είναι άραγε χαρακτήρες τέτοιοι στην καθημερινή ζωή; Γιατί να μη συναντά σχεδόν ποτέ ανάμεσα στους γνωστούς της αυτές τις ψυχές π ο υ συναντά στα βιβλία της; Μήπως ο κόσμος π ο υ δημιούργησε ο καλός Θεός εί ναι τελικά πιο ανούσιος α π ό τους κόσμους π ο υ δημιουρ γεί ένας καλός συγγραφέας; Αυτό ίσως π ο υ δικαιολογεί τον Θεό για τούτο το ανιαρό πλήθος π ο υ σκόρπισε γύρω μας είναι, π ω ς μαζί με το πλήθος έπλασε και το συγγρα φέα π ο υ με τη σειρά του έπλασε ένα μυθιστόρημα σαν την «Ανάσταση». Οι ίδιες οι σκέψεις της τής φέρνουν στο νου το «Σκάκι» του Μπόρχες. Συνήθισε πια ο εσωτερικός της βηματισμός να προχωρά α π ό μυθιστόρημα σε μυθι στόρημα, α π ό θέατρο σε θέατρο, α π ό ποίημα σε ποίημα. Σαν τα σήματα στους δρόμους, τα έργα π ο υ αγάπησε και π ο υ την επηρέασαν, της εξηγούν τον κόσμο. Ο Σταύρος ακούστηκε να έρχεται έξαλλος α π ' τον διάδρομο. Η νεαρή ηθοποιός έχει πάθει υστερική κρίση και του φωνάζει π ω ς θα φύγει και καλύτερα να παίξει μόνος του τη νύφη. Ο Σταύρος, π ο υ είναι ομοφυλόφι λος, εκλαμβάνει τα λόγια της σαν υβριστικό υπονοούμε-
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
32
νο που η νεαρή ηθοποιός μόνο γι' αυτό δεν τα λέει. Ο σκηνοθέτης προχωρά προς το γραφείο ξεφωνίζοντας. — Η συνεργασία ανάμεσα σε υπερευαίσθητους αν θρώπους είναι inferno! Ανοίγει βίαια την πόρτα και βλέπει την Ελβίρα με χα μένο βλέμμα ν' ακουμπά στο παλτό του Πιραντέλλο. — Ακόμα εδώ κρέμεται αυτό το παλτό; Προσπαθεί να δώσει άλλη στροφή στην οργή του. Ως πότε; — Και του χρόνου τα ίδια θα λέμε. — Μέσα σε τέτοιο τρελοκομείο πώς να δουλέψει κα νείς εν ειρήνη. — Εν ειρήνη!...
Ανάβει τσιγάρο και της το δίνει. Το παίρνει κι αυτός ανάβει δεύτερο για τον εαυτό του. — Δεν σε βλέπω καλά σήμερα. — Αναρωτιέμαι Σταύρο αν είναι ζωή αυτή η δικιά μας. — Όχι, είναι παράνοια! — Σκέφτομαι στα σοβαρά μήπως μας εμποδίζει να ζήσουμε με το παραμυθιασμα που μας κάνει. Μήπως μας κρατά σε φαντασίωση μόνο. Μήπως κι εμάς μας κάνει φαντάσματα. — Έπρεπε να τα ξέρεις αυτά. Τι έπαθες τώρα; — Τι έπαθα τώρα; Κάθεται κοντά της, την αγκαλιάζει και ακουμπά το κεφάλι του στον ώμο της. — Τι έπαθα τώρα Σταύρο; Πες μου εσυ. — Περνάς την εφηβεία σου. — Πάλι; — Πάλι.
— Πόσες εφηβείες περνά κανείς; — Άλλοι καμία κι άλλοι ογδόντα τρεις. — Εσό; — Εγώ ποτέ δεν την ξεπέρασα την π ρ ώ τ η .
Τον νιώθει που ακουμπά και μυρίζει το άρωμα του από γλυκό πατσουλί. Τα μαλλιά του αραίωσαν και βά φει τα υπολείμματα μ' ένα καστανό που μετά από λίγες
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
33
μέρες παίρνει να κοκκινίζει. Τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό όσο η προσποιητή νιότη. Εκείνη θέλει να γεράσει όσο πιο απλά γίνεται, μ' ευγνωμοσύνη π ο υ έφτασε ως εδώ, α π ο π ν έ ο ν τ α ς τρυφερότητα γι' αυτούς π ο υ γεννήθηκαν μετά κι έρχονται π ί σ ω της. Είναι εύκολα α υ τ ά τα αισθήματα; θα π ε ρ π α τ ά με ά σ π ρ α αεράτα μαλλιά και φαρδιά βαμβακερά παντελόνια σε λειβάδια φθινοπωρινά και θα παίρνει ανάσες βαθιές με την έκφραση της Κάθρην Χέμπ ο ρ ν στο π ρ ό σ ω π ο . Οι κινηματογραφικές ταινίες τις έ χουν δώσει μοντέλα ζωής μέχρι να πεθάνει. Ο Σταύρος κοιτά την «Ανάσταση» στα γόνατα της. — Μα π ώ ς μπορείς και διαβάζεις ένα βιβλίο τόσο καιρό; — Ό τ α ν μ' αρέσει πολύ, καθυστερώ να το τελειώσω. Δεν θέλω να το χ ά σ ω γρήγορα. — Πόσο μου είπες π ω ς έκανες να τελειώσεις το « Ό σα παίρνει ο άνεμος»; — Ενάμιση χρόνο! Το φαντάζεσαι! Ό τ α ν τέλειωσα την τελευταία σελίδα μπαινόβγαινα στο σπίτι κι ένιωθα έρημη κι εγκαταλελειμμένη. Μου έλειπε η Σκάρλετ, η Με λάνια, ο Ρετ Μπάτλερ... Ό μ ω ς ο Σταύρος δεν την πρόσεχε πια. Ξαναθυμή θηκε το ζήτημα της νύφης, ξαναθυμήθηκε π ω ς ήταν πολύ θυμωμένος και σηκώθηκε όρθιος. — Πάω μέσα. θα δοκιμάσουμε τη σκηνή του Λεο νάρντο με τη γυναίκα του. Θέλω να τη δω π ώ ς βγαίνει με τη μουσική. Έφυγε. Έπρεπε κι εκείνη να σηκωθεί και να φύγει. Θα κατεβεί στο Μοναστηράκι να ψάξει για τις στό φες των επίπλων. Θα περάσει κι α π ' την έκθεση ζωγρα φικής ενός παλιού συμφοιτητή της. Το βράδυ θα φάει μαζί με τη Μέλα.
Μπέλλα Τσάο Πήρε τον ηλεκτρικό.
Στεκόταν όρθια π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς να βολέψει την τσάντα της ανάμεσα στους στριμωγμένους επιβάτες. Κρεμόταν με κόπο α π ' το χερούλι και π ά ν ω α π ' τον ώ μ ο του μπροστινού της διάβαζε μηχανικά τα μεγάλα γράμματα στην π ρ ώ τ η σελίδα απογευματινής εφημερίδας. Οι τίτλοι ήταν μεγαλόστομοι και επιθετικοί. Τον τελευ ταίο καιρό, οι πολιτικές εξελίξεις προβάλλονταν ό π ω ς παλιότερα περιγράφανε τα εγκλήματα. Πονταρανε στην α π ο σ τ ρ ο φ ή και στο ρίγος του κοινού. Τα πολιτικά π ρ ά γ μ α τ α του τελευταίου εξαμήνου τροφοδοτούσαν πλουσιοπάροχα αυτό το στυλ δημο σιογραφίας. Σκάνδαλα, αποκαλύψεις χρηματισμού υ ψηλά ιστάμενων, αλληλοκατηγορίες υπευθύνων, λασπολογία, κοκορομαχίες στη Βουλή, φτηνές ανακοινώ σεις και μια ανυπόφορη ψευδολογία π ο υ δεν ξεγελούσε πια πολλούς. Ο κόσμος γενικά αισθανόταν ταπεινωμέ νος και εξαπατημένος α π ' όλες τις μεριές. Κι εκείνη αισθανόταν π ω ς κάποιος, α π ό κάπου, την έθιγε και την διέσυρε σαν πολίτη τούτης της αλλοπρό σαλλης πολιτείας του σήμερα. Καταλάβαινε π ω ς η στάση τού να εθελοτυφλεί και να κρύβει το π ρ ό σ ω π ο της στον στενό κύκλο του θεάτρου και του σπιτιού της, δεν της ε πιτρέπεται. Ό μ ω ς δεν ήξερε π ώ ς να δράσει. Ό π ω ς ο περισσότερος κόσμος υπνωτισμένος α π ό ποιος ξέρει τι
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
35
αναθυμιάσεις ττου παραλύουν την ευθύνη, βυθιζόταν σε μ ι α νοσηρή π α θ η τ ι κ ό τ η τ α κι ας ντρεπόταν γ ι ' α υ τ ή . Η σημερινή πολιτική κατάσταση μ' έναν, μυστήρια ύπουλο τ ρ ό π ο , κατάφερνε ν' αποκοιμίζει συνειδήσεις και ν' αφοπλίζει. Οι καθημερινές γκροτέσκες αποκαλύ ψεις, περί τ η ς εντιμότητας των πολιτικών, είχαν ξεπε ράσει κάθε όριο ανοχής κι έριχναν με ρυθμό πολυβόλου τ ο υ ς αιφνιδιασμούς πάνω στους πολίτες. Ο κόσμος της μέσης τάξης είχε ζαρώσει στη γωνιά τ ο υ και ψευτοπαρηγοριόταν μέσα στην μικροευμάρεια τ ο υ σπιτιού και της ταβέρνας. Ζήλευε και συγχρόνως εξοργιζόταν με τη στάση τ ο υ ά ν τ ρ α της. Ή τ α ν τελειόφοιτος της Αρχιτεκτονικής την εποχή των γεγονότων τ ο υ Πολυτεχνείου και το ρολόι τ ο υ είχε κολλήσει στις φοιτητικές ταραχές που παθια σμένα πήρε κάποτε μέρος. Εκείνη απορούσε για την επι μονή του σε π ρ ά γ μ α τ α που ολοφάνερα είχαν τ ώ ρ α πια αλλάξει. Αναρωτιόταν αν επέμενε να ρητορεύει όπως και τότε, γ ι α την ιερότητα των λαϊκών αγώνων, από συγκινητικό ρομαντισμό ή από δειλία να ξεκουνήσει και να βγει απ' τη φωλιά όσων είχε συνηθίσει να πιστεύει. Πότε-πότε τη μπέρδευε, όμως δεν μπορούσε να μην ξε χωρίσει κάποιον παιδισμό στις συζητήσεις τ ο υ με δυοτρεις παλιούς συντρόφους, όταν μαζεύονταν στο σπίτι τους και αναμάσαγαν παλιά τ σ ι τ ά τ α . Ό χ ι , οι δικές τους επαναλήψεις δεν είχαν καμιά εξέ λιξη. Δεν παρουσίαζαν καμιά πρόοδο όπως οι επανα λήψεις στις πρόβες τ ο υ Σ τ α ύ ρ ο υ . Σκάβανε και σκάβανε επί τ ό π ο υ , στο ίδιο χ ώ μ α , ο λάκκος βάθαινε κι α υ τ ο ί βυ θίζονταν όλο και πιο μέσα. Αρχίσανε να σκάβουνε τ ο ύ τ ο το κοκκινόχωμα με δραστήρια πόδια και χέρια, με φλογερά μ ά τ ι α , με αχτέ νιστα μαλλιά, με γένια και με το όραμα τ ο υ Τσε στις εσω τερικές τους αφίσες, πριν χρόνια. Και χώνονται τ ώ ρ α στον ίδιο βαθεμένο λάκκο που τους καταπίνει, με τις ση μερινές κοιλίτσες τους, τ' αραιωμένα μαλλιά, τα ξυρι-
36
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σμένα μάγουλα και τα κουρασμένα μάτια. Τους κοιτά να μαζεύονται π ο ύ και που στο σαλόνι τους, ν' απλώνουν τα π ό δ ι α στα σκαμπώ, να καπνίζουν π ί π α , να πίνουν ουίσκυ και βότκα κι όταν ο καπνός τους τυλίξει, ν' αρχίσουν να συζητούν με το παλιό ύ φ ο ς των ιδεολόγων συνωμοτών. Με δήθεν π ά θ ο ς και οργή, δήθεν αυτοκριτικά, δήθεν ενθουσιασμό και δήθεν πί κρα: Πού φταίξαμε, τι βγήκε, τι γραμμή έπρεπε ν' ακο λουθήσουμε. Τους κοιτά και μέσα της παλεύει η τρυφερότητα κι η περιφρόνηση. — Εγώ, τουλάχιστον, όταν κάνω θέατρο, ξέρω π ω ς κάνω θέατρο, τους πειράζει πότε-πότε. Ο Αλέκος την κατηγορεί για πεσιμίστρια, για αστή και για στρουθοκάμηλο. Της φωνάζει π ω ς π α ρ α σ ύ ρ θ η κε α π ' την παρακμιακή αυταρέσκεια των καλλιτεχνών και ο υπαρξιακός εγωισμός της διαλύει κοινωνίες. Του απαντά π ω ς αυτός ανακουφίζεται μόνο με μπλα-μπλα και δηλώσεις π ο υ δεν κοροϊδεύουν πια κανένα και π ω ς κανείς επαναστάτης δεν πέτυχε ν' αλλάξει τον κόσμο ο δηγώντας Μπε-εμ-βε. Ό τ α ν σκληραίνει η κουβέντα τους, την λέει προδότρια κι εκείνη τον λέει υποκριτή. Ποτέ όμως π ι α δεν μα λώνουν στ' αληθινά για πολιτική. Γιατί κανείς τους, κα τά βάθος, δεν πιστεύει με π ά θ ο ς . Κι αν μαλώνουν, π ο ύ και π ο ύ , το κάνουν σαν α π ό παλιά υποχρέωση να π ρ ο φέρουν κάποιες αντεγκλήσεις. Χωρίς συναισθηματικό αντίκρισμα και χωρίς αντοχή να τα νιώσουν στα σοβα ρά. Τίποτα α π ' ό,τι συμβαίνει στη χ ώ ρ α τους δεν τους εμπνέει την έξαρση για κάποια δράση. Αν κατά τη χούν τα των σαφών απαγορεύσεων ένιωθαν ζωντανοί κι ο λόψυχα στρατευμένοι απέναντι σε συγκεκριμένους ε χθρούς, στη σημερινή δημοκρατία τού, «περάστε α π ό παντού» και π ο υ «όλα είναι έτσι ό π ω ς τα νομίζετε», π α ραπατούν υπνωτισμένοι κι ανόρεχτοι. Το καλό και το
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
37
κ α κ ό , τ ώ ρ α , μοιάζουν επικίνδυνα πολύ. Το τέλος της δεκαετίας των έιτυς, που λέει η δορυφο ρ ι κ ή , τους βρήκε, αυτούς και την παρέα τους, πιο σαστισμένους από παιδιά που νωρίς ορφάνεψαν. Απ' τ ο υ ς παλιούς συντρόφους οι περισσότεροι κά νουν πως δεν μιλούν για ιδέες μια και πλούτισαν κι άλλα ξαν ιδέες. Κάποιοι δηλώνουν, πως η λύση δεν είναι η πο λιτική κι ασχολούνται με τη μεταφυσική με λογιών-λογιών τρόπους. Γίνανε Νεοορθόδοξοι ή χ ο ρ τ ο φ ά γ ο ι , τ α ξίδεψαν στις Ινδίες ή κατέληξαν οικολόγοι. Και δυοτρεις, οαν τον Αλέκο, μαζεύονται κάθε τόσο κι αναμα σούν το ίδια και τα ίδια. Η Ελβίρα δεν ξέρει πια ποιοι απ' όλους τους είναι σε χειρότερη κατάσταση. Προχθές το βράδυ, γυρίζοντας απ' το θέατρο, βρήκε τον Αλέκο με τον Παναγιώτη και τον Σέργιο να κάθονται μπροστά α π ' την τηλεόραση και να παρακολουθούν μια ζωντανή συζήτηση γύρω απ' τον εκλογικό νόμο. Η εκπομπή τέλειωσε κι ήταν κι οι τρεις τους πολύ θυμω μένοι. Ά ν α ψ ε η κουβέντα μεταξύ τους. Στην αρχή, όλοι τους συμφωνούσαν ότι η εκπομπή ήταν εξοργιστικά η λίθια και σιγά-σιγά, προχωρώντας στις λεπτομέρειες, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Η Ελβίρα, ερχόμενη, είχε στο νου της να κλειστεί στο γ ρ α φ ε ί ο και να παρακολουθήσει γ ι α πολλοστή φ ο ρ ά την «Κάρμεν» τ ο υ Σάουρα σε βιντεοκασέτα. Ό μ ω ς κά θισε μαζί τους. Τον τελευταίο καιρό ένιωθε οικείες και γραφικές τούτες τις συναντήσεις. Σαν τσακισμένο μοτί βο μιας εποχής με σύντομη δόξα και μακρόσυρτη διάλυ ση. Κουλουριάοτηκε δίπλα στην πολυθρόνα τ ο υ Πανα γιώτη και τους παρακολουθούσε. Κάποια στιγμή και πάνω στη γενική έ ξ α ψ η , ο Παναγιώτης βρήκε πως το βλέμμα της έκρυβε ειρωνεία και τουπέ και της επιτέθηκε. — Δεν σ' ανησυχεί που τελευταία συνέχεια νομίζεις ότι σε ειρωνεύονται; Του απάντησε κι αμέσως μετάνιω σε που ήταν τσουχτερή. Γέλασε για να ελαφρώσει τα λόγια της. Δεν αρπαζόταν πια στα σοβαρά μ' α υ τ ά , ί-
38
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σως γ ι α τ ί δεν την έπειθε ούτε ο θυμός τους. Ο Αλέκος ήταν επιτυχημένος αρχιτέκτονας, ο Πανα γιώτης διαφημιστής ανερχόμενος κι ο Σέργιος εγκατέ λειψε μια εργολαβία π ο υ τ ο υ έφαγε πολλά λ ε φ τ ά και ά νοιξε ένα πιάνο-μπαρ πίσω απ' την Αμερικάνικη Πρε σβεία. Ί σ ω ς κι α υ τ ή η επαγγελματική επιτυχία τους να τους προκαλούσε μια ενοχή απέναντι στον παλιό φ ο ι τ η τή τ ο υ εαυτού τους π ο υ έστηνε ο δ ο φ ρ ά γ μ α τ α απέναντι στους αστυνομικούς τ η ς χούντας. Δεν έπρεπε να προδώσουν εκείνα τα ο δ ο φ ρ ά γ μ α τ α . Έπρεπε, τουλάχιστον, να επαναλαμβάνουν τις παλιές δηλώσεις, με την ίδια παλιά οργή και με την ίδια φ ρ α σεολογία. Τους παρηγορούσε προσωρινά γ ι α τ ί το υπο ψιάζονταν πως, τελικά, δεν κατάφεραν να μην πετύ χουν επιτυχίες ασυμβίβαστες με τους αγώνες τους και τ α ο δ ο φ ρ ά γ μ α τ α τους. — Βρισκόμαστε σε σατανικό λούκι, αυτό ξέρω εγώ. Σκέψου μόνο πως και η δεξιά κι η αριστερά τραγουδούν Θεοδωράκη στις συγκεντρώσεις τους. Τι άλλο θες; έκα νε ο Σέργιος. Ύστερα γύρισε προς τον Αλέκο και τ ο υ ζήτησε να βάλει στο στερεοφωνικό το «Μπέλλα Τσάο». Κάπνιζαν, έπιναν βότκα και ουίσκυ, αναστέναζαν και ψιλοτραγουδούσαν κρατώντας τα βαριά κεφάλια τους. Μισομεθυσμένοι, προχωρούσαν πάλι στον γνω στό διχασμό, τον α ν α γ κ α ί ο γ ι α την ισορροπία ή την ανι σορροπία της συνείδησης τους. Εκείνη σηκώθηκε και στάθηκε στην π ό ρ τ α . Τους χάζευε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, τους αγαπούσε, τους περιφρονούσε, την εκνεύριζαν και τη διασκέδαζαν μαζί. Αν οι ωριμότεροι σαραντάρηδες της γενιάς της μισοπαραδέχθηκαν την ή τ τ α τ ο υ ς ή την αναθεώρηση τους, τ ο ύ τ ο ι εδώ οι τρεις, π ο υ με βραχνές συγκινημένες φωνές τραγουδούν πάλι το «Μπέλλα Τσάο» κι απόψε, δεν λένε να κατέβουν α π ' τα ξύλινα α λογάκια της νιότης.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
39
Βότκα και ουΐσκυ. Η δικιά τους επανάσταση πνίγηκε σε βότκα και ουΐσκυ. Τη ν6χτα, α ρ γ ά , ξάπλωσε δίπλα στον Αλέκο κι έκλει σε το φως στο κομοδίνο. Τον άκουσε να βαριανασαινει. — Έχεις τ ί π ο τ α ; τον ρώτησε. — Υπάρχει μέσα σόδα; Οι αναμνήσεις μου έφεραν πλάκωμα στο στομάχι. — Δεν είναι οι αναμνήσεις στο στομάχι σου, τ ο υ είπε και σηκώθηκε, είναι τα έξι κομμάτια τ υ ρ ό π ι τ α π ο υ έφα γες μαζεμένα.
Φλοίσβος, φλέβα, φλάουτο, φλογέρα, Φοίβη... Το τραίνο σταμάτησε στο σταθμό και μαζί με το βια στικό πλήθος ανέβηκε απ' το υπόγειο, έξω, στη φασα ρία των δρόμων. Προχώρησε προς την οδό Αιόλου και μπήκε μέσα στο παμπάλαιο κατάστημα λευκών ειδών γ ι α να κοιτάξει για στόφες. Ζήτησε από μια πωλήτρια που γνώριζε να περάσει απ' τη μέσα μεριά τ ο υ πάγκου και ν' αγγίξει με το χέρι της τα χοντρά τ ό π ι α με ύφασμα. Στάθηκε σ' ένα τόπι με χοντρό πανί για σκοτεινές κουρτίνες. Τα σχέδια και τα χ ρ ώ μ α τ α θύμιζαν Φλωρεντινή ταπισερί. Η παλάμη της στάθηκε ακίνητη ν' ακουμπά τη χλιαρή, παχιά ύφανση και να μη θέλει να την εγκαταλείψει... Φλωρεντία, Φλώρα, Φλάουτο, Φλέβα, Φλοίσβος, Φοίβη... Σα γυάλινες χάντρες πέσανε μέσα της πολλές-πολλές λέξεις από Φ για να καταλήξει πάλι στη Φοίβη. Συνέχεια καταλήγει στη Φοίβη σαν τη γλώσσα στο στόμα που κάνει κύκλους για να ξαναγυρίσει και να σκαλίσει, άθε λα της, την φρέσκια ουλή από βγαλμένο δόντι. Αποφεύγει να παραδεχθεί πως, ό,τι και να κάνει, ο νους της ξεγλιστρά να ψάξει τι να κάνει για τη Φοίβη. Κι όταν χαίρεται ή γελά, ξ α φ ν ι κ ά , την κυριεύει μια παρά λογη ενοχή μην είναι μια χ α ρ ά ή ένα γέλιο που κλέβει από εκείνη. Ό π ω ς οι δρόμοι που όλοι τελειώνουν σε
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
41
μια Μητρόπολη, οι πράξεις της κι οι σκέψεις της, όλες σχεδόν εκτός απ' της δουλειάς της, στη Φοίβη πάνε, κυ λάνε στην πηγή τη σκοτεινή, στην πληγή την υγρή που άφησε πίσω της το φευγιό της κόρης της.
Φλωρεντία, Φλώρα, Φλάουτο, Φλέβα, Φλοίσβος, Φοίβη... Η Φοίβη, εδώ κι ένα χρόνο, πήγε στη Φλωρεντία και σπουδάζει αρχιτεκτονική. Κάθε μέρα, πάει και κάθεται στο δωμάτιο της. Το αερίζει. Χαϊδεύει την κουβέρτα στο κρεβάτι της. Τα βι βλία, τα ρούχα της, κάποια σκουλαρίκια της, τις αφί σες της στους τοίχους. Μερικές φορές ρίχνει χ ά μ ω δυο-τρία περιοδικά, ξεστρώνει το κρεβάτι και φτιάχνει μια π ρ ο σ π ο ι η τ ή ακαταστασία για να κερδίσει την α σ τ ρ α π ι α ί α αίσθηση, π ω ς η Φοίβη είναι πάλι εκεί μέ σα. Κάθεται σε μια γωνιά φ ο ρ ώ ν τ α ς τα γυαλιά ηλίου π ο υ ξέχασε να πάρει μαζί της στην Ιταλία και αισθάνε ται ο ρ φ α ν ή . Χθες το π ρ ω ί , πήγε αλαφιασμένη στο γραφείο του Αλέκου. Κάθησε έξω με τη σχεδιάστρια π ο υ της έφτιαξε τσάι και τον περίμενε με χτυποκάρδι να τελειώσει ένα τηλεφώνημα. Στο μεταξύ, διηγόταν στη σχεδιάστρια τα θαύματα π ο υ πετυχαίνουν οι Ιταλοί στο θέατρο και π ό σ ο βασική είναι η υποχρέωση των θεατράνθρωπων να κάνουν ταξίδια και να ενημερώνονται. Ο Αλέκος την φώναξε να πάει μέσα. Ό ρ μ η σ ε και έκλεισε την π ό ρ τ α στην πλάτη της. - Αλέκο, πρέπει να φ ύ γ ω στη Φλωρεντία. - Πάλι!
- Τι πάλι; Σε λίγο αρχίζουμε τις ετοιμασίες για τον Μάκβεθ και πρέπει να π ά ω να μελετήσω κάποιους πί νακες στο Ουφίτσι π ο υ μου έκαναν εντύπωση. Πώς να στο π ω ! Μου έχουν καρφωθεί αυτοί οι πίνακες στο κε φάλι και νομίζω π ω ς το χρώμα τους είναι κλειδί για το σκηνικό. - Άστα αυτά!
42
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
— Τι λες τ ώ ρ α ! Τι θα πει α υ τ ό ; — Πας για τη Φοίβη. Αμέσως ντρέπεται σαν παιδί π ο υ το πιάνουν να κλέ βει μπισκότα. — Και φυσικά χαίρομαι που θα δω τη Φοίβη αλλά το ότι οι πίνακες και η κόρη μου βρίσκονται στην ίδια πόλη είναι τελείως συμπτωματικό. Σκύβει το κεφάλι. Ο Αλέκος σηκώνεται. Την πλησιάζει, την πιάνει απ' τους ώμους. — Ελβίρα, σε π α ρ α κ α λ ώ . Ά σ ε την ήσυχη. Δεν φ τ α ί ε ι εκείνη που δεν μπορείς εσύ να χειραφετηθείς. — Ανοησίες! φωνάζει εξοργισμένη. Μπορώ ν' αγα πώ το παιδί μου όσο θέλω. Η αγάπη δε βλάπτει. Ό σ ο περισσότερη είναι τόσο το καλύτερο. Το να στη στερούν βλάπτει. Έχει αρχίσει να φωνάζει όπως όταν δικαιολο γείται. — Ελβίρα! Κι εγώ την αγαττώ. Σκέφτομαι όμως πως δε φ τ α ί ε ι α υ τ ή να την πνίγουμε με τους συναισθηματι σμούς και τις φοβίες μας. Την ίδια μέρα τηλεφώνησε στη Φοίβη. Ακουγόταν από πολύ μακριά κι α υ τ ή η απόσταση, μες στο ακου στικό, της μαχαίρωνε την καρδιά. — Μ α μ ά , εσυ είσαι; Αυτή η ερώτηση της μαχαίρωσε την καρδιά. — Ναι καρδιά μου, εγώ. Λέω να πεταχτώ τρεις μέρες εκεί. — Πάλι! Αυτό το «πάλι» την απόκαμε. Έψαξε για δικαιολο γίες, για τους πίνακες και γ ι α τον Μάκβεθ και στο τέλος είπε πως μάλλον θα το αναβάλλει μέχρι την άνοιξη. Την τελευταία φ ο ρ ά που πήγε και τη βρήκε, τον πε ρασμένο μήνα, δώσανε ραντεβού στα υπαίθρια ανθο πωλεία, στο προαύλιο της πινακοθήκης. Η ιδέα ήταν της Φοίβης που την περίμενε ανάμεσα στα πολλά, λου λουδιασμένα πανέρια γελώντας από μακριά. Είπε πως ήθελε να της κάνει δώρο τ ο ύ τ ο το ταμπλώ-βιβάν μια και
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
43
ήξερε την ευαισθησία της για τα σκηνικά στο θέατρο αλ λ ά και στη ζωή της. Έκλαιγε και την αγκάλιαζε, τη φιλούσε και γελούσε και κ α τ ά βάθος, απορούσε, πώς τ ο ύ τ ο το μικρό κορι τσάκι της, κατάφερνε να επιζεί τελικά τόσο πολύ μα κριά της. Για δες που είναι έτσι καλά ντυμένη, έτσι ό μ ο ρ φ α χτενισμένη, καλοταϊσμενη και φ ω τ ε ι ν ή ! Για δες πόσα καταφέρνει μόνη της κι άδικοι όλοι οι φόβοι της π ο υ την κρατούν άυπνη τις νύχτες. Η Φοίβη την καθοδηγεί και την προστατεύει. Την πη γαίνει σ' ένα γλυκό μπιστρό και της παραγγέλνει εσπρέσο και τ ο ύ ρ τ α κάστανο. Μιλά άνετα τα ιταλικά κι αντί ε κείνη να τη ρωτά για την υγεία της, η κόρη της τη ρω τάει για την δικιά της. Την πληγώνει και την καθησυχά ζει τ ο ύ τ η η αντιστροφή των ρόλων. Δεν ξέρει τι να πρω τοπεί, τι να πρωτοδείξει και το μόνο που θέλει είναι να γελά και να κλαίει. Σκέφτεται το παιδί που δεν επιτρέπε τ α ι να το φορτώνει συναισθηματικά, τον ψυχικό εκβια σμό που δημιουργούν οι υπερβολές της, όπως τη συμ βούλευε ο Αλέκος στην Αθήνα και ψάχνει για ξέγνοιαστα θέματα που θα χαλαρώσουν την α τ μ ό σ φ α ι ρ α . Στο μικρό διαμέρισμα π ο υ η μικρή νοικιάζει δίπλα στον ποταμό Ά ρ ν ο , ένιωθε λίγο ξένη και αδέξια. Της κάνει εντύπωση η απρόσμενη τ ά ξ η που επικρατεί εδώ μέσα, μια ιδέα καλής οργάνωσης που απλώνεται γύρωγύρω. Θέλει να πιάνει όσο γίνεται λιγότερο τ ό π ο , να μην ε νοχλεί, να μην παρεμβαίνει. Ντρέπεται σχεδόν για το ταξίδι της, φ ο β ά τ α ι πως ίσως προκαλεί αναστάτωση στην τακτοποιημένη καθημερινότητα εδώ μέσα. Κάνει αγώνα να φέρεται σαν ίση προς ίση, όμως η Φοίβη είναι τόσο άνετη που τελικά κατορθώνει, α υ τ ή , η Ελβίρα, να είναι η ανήλικη απ' τις δυο τους. Τη νύχτα, την ακούει να βήχει στον ύπνο της και πάει να πεταχτεί πάνω, το μετανιώνει και θυμίζει στον εαυτό
44
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
της, «Πες πως δεν είσαι εδώ, πες πως δεν είσαι εδώ». Τούτη την παραίνεση την επαναλαμβάνει συχνά μέσα της όσο μένει στη Φλωρεντία. Θα προτιμούσε να ήταν α ό ρ α τ η , να έπινε το α ό ρ α τ ο νερό και να μπορούσε να παρακολουθεί την κόρη της χωρίς η κόρη της να τη βλέπει. Να ηρεμεί έτσι... Κάτι τέτοιες πιεστικές επιθυμίες πνίγουνε τους ανθρώπους και τους κάνουν να φ τ ι ά χνουν παραμύθια. Παραμύθι, π α ρ α μ υ θ ί α , παρηγο ριά... Τα πρωινά που η Φοίβη λείπει στο Πανεπιστήμιο και μένει αυτή μόνη στο σπίτι, ταχτοποιεί και μπαινοβγαί νει λιγάκι αμήχανα. Τούτο το σπίτι, που μόνο τ ο υ το παιδί της έστησε, χωρίς μάλιστα να της κάνει ούτε μια ε ρώτηση, την κρατά σε κάποια απόσταση. Την τρομάζει σχεδόν. Ψάχνει να βρει στο γούστο της κάποια κοινά με το δικό της γούστο και να εξοικειωθεί. Δεν βρίσκει πολ λά. Θάθελε να μαγειρέψει κ ά τ ι , όμως η Φοίβη είπε πως θα την πάει να φάνε σ' ένα χωριάτικο πανδοχείο, έξω απ' την πόλη, με τοπικό χρώμα. Φοράει τ' ακουστικά τ ο υ γουώκ μαν, ξαπλώνει στο κρεβάτι και πατάει το κουμπί. Ακούγεται η παθητική άρια από τα «Κατά Μ α τ θαίον Πάθη» τ ο υ Μπαχ. Η μουσική της μαλακώνει την ψ υ χ ή , τη β α θ α ί ν ε ι , ανοίγει τ α ξ ι δ ι ω τ ι κ ο ύ ς δρόμους μέ σα τ η ς . Η μουσική είναι κ α λ ή , μαγεύει α κ ό μ α και τα φ ί δ ι α , υφαίνει υπόγεια δ ί χ τ υ α π ο υ α γ κ α λ ι ά ζ ο υ ν τ α π ρ ά γ μ α τ α τ η ς ζωής και τ ο υ ς πλέκει ειρμό. Συμφιλιών ε τ α ι με τα α ι σ θ ή μ α τ ά της, ηρεμεί α π ό μια α ό ρ ι σ τ η εξήγηση και α ν α π α ύ ε τ α ι λες κ α ι τ η βρήκε τ η θ έ σ η τ η ς στο σχέδιο τ ο υ κόσμου. Τη Φοίβη τη γέννησε πολύ μικρή. Ήθελε να τη νταντεύουν ακόμα και να της ετοιμάζουν το γ ά λ α , όταν βρέ θηκε μ' ένα μωρό στην αγκαλιά να το θηλάζει. Δεν τη χάρηκε την α ν α τ ρ ο φ ή τ ο υ γ ι α τ ί δεν είχε ακόμα την ωρι μότητα που θα της επέτρεπε να τ ο υ αφοσιωθεί. Έτσι, στο σπίτι της, αλλά κυρίως στο νου της, οι πάνες της μι κρής ανακατεύονταν αδιάκοπα με τις μακέτες της και
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
45
τα τελάρα της κι η α κ α τ α σ τ α σ ί α α υ τ ή της δημιούργησε χρόνιο άγχος. Η Φοίβη μεγάλωσε, δόξα τω Θεώ, καλά. Ή τ α ν ήρεμη και ισορροπημένη. Το καταλάβαινε αυτό, όμως, στα πιο βαθιά της, δεν την εγκατέλειπε η ενοχή πως, όχι, δεν έδω σε στη Φοίβη όσα της άξιζαν. Τώρα που έφυγε από κοντά της και το σπίτι άδειασε, η ενοχή τούτη έγινε βουνό. Στα όνειρα της και, το χειρότερο, στις στιγμές μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, πριν κοιμηθεί ή μόλις ξυπνούσε, ο χρόνος της σχέσης της με το παιδί μπερδευόταν. Δεν ήξερε αν ή ταν μωρό ή κοπέλα. Αν βρισκόταν εδώ ή στη Φλωρεντία. Τι να νιώσει, δεν ήξερε, τι έπρεπε να κάνει. Άκουγε κι ά κουγε τα «Πάθη» του Μπαχ κι ολόψυχα ευχότανε να γι νόταν κάποιο θαύμα και να γύριζαν τα χρόνια πίσω. Με τη σημερινή της γνώση, με τη σημερινή της ανα δρομική μ α τ ι ά , με τη σημερινή της πίστη και τη διάθεση της, να την ξαναγεννούσε, λέει, την ίδια Φοίβη, απ' την αρχή και να διόρθωνε τα λάθη της όλα και τ ώ ρ α , να προλάβαινε όλες της τις παραλείψεις... Πότε-πότε, την έπιανε η ορμητική λαχτάρα να τη ρωτήσει τη γνώμη τ η ς : Αν ήταν καλή μητέρα. Να της ζητήσει να της πει όλα τα παράπονα που της προκάλεσε. Δεν έβρισκε το κουράγιο κι αμέσως ξαναθυμόταν τη λογική τ ο υ Αλέκου να λέει, πως είναι εγκληματικό να φορτώνει το παιδί με τις ανασφάλειες της. Ό χ ι ! Δόξα τω θ ε ώ άλλωστε, είτε χάρη σ' αυτήν είτε ερήμην της, η Φοίβη είναι μια χ α ρ ά . Την τελευταία νύχτα στη Φλωρεντία, καθόταν κουλουριασμένη στον καναπέ κι έκανε πως διάβαζε ένα πε ριοδικό. Η Φοίβη, σκυμμένη στο γ ρ α φ ε ί ο της, έλυνε α σκήσεις για τη σχολή κι είχε πει πως θα ξενυχτήσει α πόψε. Την τελευταία στιγμή τους ειδοποίησαν για ένα διαγώνισμα. Ξεφύλλιζε προσεχτικά το περιοδικό της κι ένιωθε σφίξιμο στο στομάχι της να τη βλέπει να κοπιά ζει έτσι. Δεν άντεχε καμιά δυσκολία στο δρόμο τ ο υ π α ι διού της κι ήθελε να μπορούσε να σπεύσει και να τις
46
MAPO BAMBOYNAKH
πάρει όλες πάνω της. Να την ξαλαφρώσει. Ξεφύλλιζε το περιοδικό και υπέφερε. Ό μ ω ς , κάποια στιγμή, θα είχαν περάσει μεσάνυχτα, η Ελβίρα σήκωσε για άλλη μια φ ο ρ ά τα μάτια της και πρόσεξε, σαν για πρώτη φ ο ρ ά , την γερμένη πλάτη της Φοίβης, τη σκιά της κάτω απ' το χαμηλό αμπαζούρ, το χέρι της να κ ρ α τ ά γρήγορες σημειώσεις και, βαθιά μέσα της, γέμισε με μια ξαφνική ε υ φ ο ρ ί α . Πέρασε πάλι τη μα τ ι ά της πάνω απ' την τ α π ε τ σ α ρ ί α των τοίχων σ' α υ τ ό το μικρό διαμέρισμα. Απ' τις γκραβούρες της αναγεννη σιακής πόλης δίπλα στο μοντέρνο πόστερ μιας μουσι κής εκδήλωσης κατά τ ο υ ρατσισμού. Κοίταξε μ' ευγνωμοσύνη τα πολλά λουλούδια στις σκιερές γωνιές π ο υ η ίδια, το μεσημέρι, στόλισε, τους δίσκους τ ο υ Μ π α χ και τ ο υ Χέντελ στο φ α ρ δ ύ πανέρι, το παλιό χρωματιστό χαλί, νοσταλγικά φθαρμένο στο ξύ λινο π ά τ ω μ α , τη ροκοκό απλίκα με το ροδαλό, ελάχιστο φως και το προπολεμικό τηλέφωνο χωμένο ανάμεσα στα μαξιλαράκια της πολυθρόνας. Ξανακοίταξε την κόρη της να γράφει με βιασύνη α κούγοντας μουσική α π ' τ α ακουστικά. Ό λ α στο στήσι μο της, στην κίνηση της, στον αέρα της, φανέρωναν ζωντάνια και κέφι και συλλογίστηκε, πως είναι πολύ τ υ χερή η Φοίβη τ ο ύ τ η την εποχή της ζωής της. Δυνατή και σίγουρη, ορεξάτη, ρίχνεται στο μόχθο και έχει προοπτική. Είναι μια ανόητη μητέρα που ανησυχεί πως κουρά ζεται γ ι α τ ί η μόνη π ο υ κουράζεται είναι α υ τ ή , η ίδια, μέσα στο κουρασμένο της μυαλό. Αυτή π ο υ τ ώ ρ α πια βρίσκεται σε άλλη στροφή τ ο υ δρόμου και δεν μπορεί καθόλου να μπει στη θέση που η Φοίβη στέκεται τ ώ ρ α . Είναι ευτυχία να δουλεύεις και να επιδιώκεις. Είναι ευτυχία να κάνεις σχέδια και να έχεις να ελπί ζεις. Η μεγαλύτερη ίσως. Και συνειδητοποίησε ξ α φ ν ι κ ά εκείνη τη στεγνή, κα κιά γεύση π ο υ , εδώ και καιρό, έρχεται, φεύγει και επι-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
47
στρέφει στην Ελβίρα, που έχοντας κλείσει πια όλους τους κύκλους που θυμάται να ξεκίνησε, αισθάνθηκε να βρίσκεται απέξω τους, άχρηστα ολοκληρωμένη. Η δουλειά της τής πρόσφερε περισσότερες επιβρα βεύσεις απ' όσες μπορούσε να φανταστεί. Τα κομματά κια στο παζλ τ ο υ γ ά μ ο υ της είχαν από καιρό μπει σε μια μόνιμη θέση, α κ ί ν η τ η . Το παιδί της μεγάλωσε κι έφυγε. Οι φίλοι είναι πιστοί, οι συνεργάτες συνεννοήσιμοι. Τα ρολόγια που κούρδισε δουλεύουν στην εντέλεια και μό να τους πια. Έδωσε ό,τι είχε να δώσει, πήρε ό,τι είχε να πάρει κι απόμεινε με πεσμένα χέρια χωρίς να ξέρει τι να ονειρεύεται. Χωρίς προοπτική. Χωρίς στόχο. Ανακαλύπτει πως έφτασε στο τέλος της ζωής της ενώ βρίσκεται στο μέσον της ζωής της. Μ ι α γεύση από ασβέστη τ ο ί χ ο υ στεγνώνει τη γλώσσα της. Κάτι σκληρό, σαν τοίχος, ανεβαίνει απ' το σ τ ο μ ά χ ι της κι αγγίζει το λαρύγγι της. Tην πιέζει σαν ξερόβηχας και της προκαλεί δυσφορία. Είναι η ανία.
Τραβάει α ρ γ ά το χέρι της απ' το τόπι ύφασμα π ο υ μοιάζει με Φλωρεντινή ταπισερί. Έχει μπερδευτεί και προτιμά να ξανάρθει με τον Σταύρο αύριο για να κοι τάξουν μαζί το χρώμα. Φλωρεντία, Φλογέρα, Φλόγα, Φλεγμονή, Φλάουτο... Ο ήχος τ ο υ φ λ ά ο υ τ ο υ είναι τόσο ωραίος! Θυμίζει δάση και ρεμβαστική νιότη. Βγαίνει στο δρόμο. Δεν έχει όρεξη καμιά να πάει στην έκθεση ζ ω γ ρ α φ ι κής π ο υ σχεδίαζε. Και δίχως να πάει μπορεί ακριβέστα τα να φαντασθεί κάθε λεπτομέρεια από το πώς θα είναι εκεί μέσα: Ποιους θα συναντήσει, τι θα της πούνε, τι θα απαντήσει. Τι γεύση θα έχουν οι μεζέδες στο τραπέζι, τι γεύση η μπύρα και τι το κρασί. Τους πίνακες τ ο υ φ ί λ ο υ της, έτσι κι αλλιώς, τους γνωρίζει πολύ καλά. Εκθέτει παρόμοια π ρ ά γ μ α τ α κάθε
48
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
λίγο και λιγάκι. Ό χ ι , δεν αντέχει να πάει σήμερα κάπου που δεν υπάρχει ελπίδα για τ ί π ο τ α νέο και για καμιά έκ πληξη. Κάπου π ο υ όλα τα ξέρει τόσο σα να τα έχει ξα ναζήσει μόλις χθες. Η πλήξη την πνίγει ξανά σαν κοφτός βήχας. Θα προσπαθήσει να ξεφορτώσει από υποχρεώσεις τη ζωή της. Ψάχνοντας να καταλάβει τι εννοεί, βρίσκει πως, σήμερα τουλάχιστον, ό,τι και να σκεφτεί, με υπο χρέωση μοιάζει. Μονάχα τη Μέλα θέλει να δει. Τη Μέλα. Απόψε.
Η υπομονή της Μέλας Τη Μέλα τη γνώρισε εδώ και πολλά χρόνια. Ό τ α ν ή ταν φ ο ι τ ή τ ρ ι α και πήγαινε στην Ιταλική σχολή να μάθει ιταλικά επειδή σχεδίαζε να φ ύ γ ε ι , μετά το π τ υ χ ί ο , στη Ρώμη γ ι α μετεκπαίδευση. Πράγμα π ο υ τελικά δεν έγινε. Η Μέλα καθόταν δυο θρανία πιο πίσω. Εκείνη μά θαινε ιταλικά γ ι α τ ί της άρεσαν ο τονισμός τους, τα τρα γούδια τ ο υ ιταλικού Νότου και τα π ο ι ή μ α τ α τ ο υ Λεοπάρντι. Τα μάθαινε για την αττόλαυσή τους και χωρίς ωφελι μισμό. Συγχρόνως παρακολουθούσε λογιστικά σε ιδιω τική σχολή γ ι α τ ί ήδη εργαζόταν στην επιχείρηση τ ο υ πατέρα της που αργότερα ανέλαβε ολομόναχη. Ή τ α ν μια επιχείρηση εισαγωγής χαρτιού που με τον καιρό η Μέλα εμπλούτισε με ποικίλα είδη χαρτοπωλείου κι έκα νε χονδρική πώληση σε όλη την Ελλάδα. Ό χ ι μόνο δεν την ενοχλούσε α υ τ ή η α τ μ ό σ φ α ι ρ α στεγνού ε μ π ο ρ ί ο υ και μ α θ η μ α τ ι κ ή ς ακρίβειας π ο υ περιχωρούσε την κάθε μέρα τ η ς , αλλά μπορούσε και να δ ι α χ ε ι ρ ί ζ ε τ α ι τ α νούμερα ά ν ε τ α και έξυπνα. Χρειαζό τ α ν όμως, εκεί, στο γ ρ α φ ε ί ο τ η ς , δίπλα στην αριθμο μ η χ α ν ή , τα τ η λ έ φ ω ν α και τα δ ε ι γ μ α τ ο λ ό γ ι α , να έχει μισάνοιχτους τ ο υ ς πολυμεταχειρισμένους «Στίχους» του Λεοπάρντι. Κάποια μέρα που η Ελβίρα απουσίασε απ' το μάθη μα των ιταλικών, τηλεφώνησε στη Μέλα να της ζητήσει
50
MAPD BAMBOYNAKH
τις νέες ασκήσεις της τάξης. Η Μέλα απάντησε πως θα περάσει το απόγευμα απ' το σπίτι της και θα της φέρει τα πολυγραφημένα φυλλάδια π ο υ τους μοίρασαν για μελέτη. Έφτασε ακριβώς την ώρα που υποσχέθηκε και φορούσε το γκρι κολλεγιακό φ α ρ δ ύ πουλόβερ που ήταν στη μόδα εκείνη την εποχή, πάνω από άσπρο πουκάμι σο με μικρό γ ι α κ α δ ά κ ι . Της έφτιαξε νεσκαφέ φραπέ με καλαμάκι και τις έδει ξε τους πίνακες της. Το σπίτι της, εκείνη την εποχή, μύ ριζε πάντοτε νέφτι που χρησιμοποιούσε για διαλυτικό στις λαδομπογιές. Μίλησαν μετά γ ι α «το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» που μάζευε τ ό τ ε ουρές στους κινηματογράφους και συμφώνησαν, πως τ ί π ο τ α τολμηρό δεν βρήκαν να τις σοκάρει, αντίθετα είχαν μελαγχολήσει βαθιά γ ι α τ ί ήταν απ' τις πικρότερες ταινίες που είχαν δει ποτέ τους. Μίλησαν π ο λ ύ , καθισμένες στο φ ο ι τ η τ ι κ ό δωμάτιο της Ελβίρας. Ά ρ χ ι ζ α ν τότε, για π ρ ώ τ η τ ο υ ς φ ο ρ ά , ένα διάλογο που θα κρατούσε για πάντα. Ένα διάλογο π ο υ μπορούσε να γίνεται μονόλογος ή και σιωπή και πάλι διάλογος. Κι όταν η Μέλα έφυγε, η Ελβίρα αισθανόταν πως είχε πει πολλά απ' όσα πίστευε για τον εαυτό της και ήξερε για τη ζωή. Κατά κανόνα οι έρωτες κι οι φιλίες δείχνουν τις δυνα τότητες τους απ' την πρώτη συνάντηση. Η Μέλα, εδώ και πολλά χρόνια, ζούσε μέσα σε ένα ε ρωτικό τρίγωνο. Αυτά τα τ ρ ί γ ω ν α είναι δαιμονικά. Σε παρασέρνουν σιγά-σιγά σαν σειρήνες που φοβάσαι και που ποθείς, που αποφεύγεις και π ο υ καταδιώκεις. Κά νοντας δυο βήματα μπρος κι ένα πίσω, βρίσκεσαι κά ποια στιγμή μέσα στην π α γ ί δ α τους που κλείνει πίσω σου και διπλοκλειδώνει τα λουκέτα. — Η ανασφάλεια που προκαλεί ο δυνατός έρωτας είναι ένα βάσανο δεδομένο, όμως η ανασφάλεια π ο υ προκα λεί ο έρωτας προς κάποιον που μισοανήκει σε σένα και μισοανήκει σε μιαν άλλη, είναι ένα βάσανο ασύλληπτο.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
51
Αλλά η ανασφάλεια είναι επίσης εξαιρετικά ερωτική. Ε ρεθίζει τον έρωτα κι ο έρωτας την ερεθίζει και αλληλοκυνηγιούνται σε κύκλους πύρινους και φαύλους. Γίνεται λάσο, βρόχος, κίνηση φιδιού που τρώει την ουρά τ ο υ . Εσύ στη μέση... Βέβαια για τη Μέλα δεν ξεκίνησαν έτσι τα πράγμα τα. Παντρεμένη πριν αρκετά χρόνια μ' έναν άντρα που δεν αγαπούσε, γνώρισε τον έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο τ ο υ Διονύση που ήταν παντρεμένος με μια γ υ ν α ί κ α που δεν αγαπούσε, τουλάχιστον όπως αυτός δήλωνε. Η Μέλα γενικά δεν δήλωνε πολλά. Ή τ α ν συγκρατη μένη και προσεχτική, ενώ ο Διονύσης, ενθουσιώδης και βιαστικός, δήλωνε συνεχώς σίγουρα συμπεράσματα π ο υ γρήγορα αναιρούσε για περισσότερο σίγουρα συμ περάσματα. Αυτή η διαφορά τους έδεσε ίσως πιο στε νά. Επιφανειακά, ο ένας συχνά εξόργιζε με τον τρόπο τ ο υ τον άλλον κι αλληλοκατηγοριόνταν στην προσπά θεια τους να διορθώσει ο ένας τον άλλον. Επιφανειακά όμως. Διότι π ά ρ α πέρα, ο ένας στον άλλον θαύμαζε α υ τ ό ακριβώς που προσπαθούσε να τ ο υ διορθώσει μια και ήταν α υ τ ό ακριβώς που απ' τον ίδιο έλειπε και κοντά στον άλλον το γευόταν. Η Μέλα, περισσότερο απ' τους δυο τους, είχε φτάσει πια να τα συνειδητοποιεί α υ τ ά . Με την επίγνωση που της πρόσφερε η ψυχική της υγεία και με τη συναίσθηση π ο υ προσφέρουν οι σκληρές δοκιμασίες αν τις αντέξεις και περάσεις απέναντι σώος. Ακόμα κι οι θυμοί τους ήταν διαφορετικοί. Ο Διονύσης θύμωνε με δυνατές φωνές, με ρητορίες κι απειλές, ενώ εκείνη θύμωνε με φοβερές σιωπές διαρ κείας. Μισούσε ο ένας τον άλλον τέτοιες ώρες και πιο πολύ τον μισούσε γ ι α τ ί κατόρθωνε κάτι που ο ίδιος πο-
52
ΜΑΡΩ
ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τέ δεν θα μπορούσε να πετύχει: Εκείνη να φωνάξει κι ε κείνος να σωπάσει. Ό τ α ν , μετά από τις πολλές και διάφορες μαρτυρικές περιπέτειες που επιφυλάσσουν οι δεσμοί μοιχείας, Βε βαιώθηκαν πως δεν θα μπορούσαν να ζήσουν χώρια, α ποφάσισαν να φερθούν γενναία και τ ί μ ι α . Να χωρίσουν τους συζύγους τους και να ζήσουν μαζί. Παιδιά, ευτυ χώς, δεν υπήρχαν. Απ' τους δυο τους μόνο η Μελά χώρισε γενναία και τ ί μ ι α , εκείνος ακόμα χωρίζει χωρίς αποτέλεσμα. Εδώ και τ ρ ί α χρόνια εφαρμόζει την τ α κ τ ι κ ή σύμφωνα με την οποία η γ υ ν α ί κ α τ ο υ σε λίγο θα καταλάβει ότι είναι μά τ α ι η αναξιοπρέπεια να επιμένει σ' ένα γάμο βασικά α νύπαρκτο και πως, από μόνη της, θα ζητήσει διαζύγιο. Η γ υ ν α ί κ α τ ο υ δεν το καταλαβαίνει ή μάλλον το κα ταλαβαίνει διαφορετικά απ' τον Διονύση. Μπορεί να εί ναι αναξιοπρέπεια η επιμονή της όχι όμως μάταιη μια και το να παραμένει, στα χ α ρ τ ι ά έστω, σύζυγος είναι ό,τι περισσότερο επιθυμεί. Η γ υ ν α ί κ α τ ο υ η ίδια άλλωστε, είπε σε κοινή φ ί λ η , πως προτιμά να θεωρείται τ υ π ι κ ά παντρεμένη π α ρ ά ουσιαστικά χωρισμένη. Με ηθικούς εκβιασμούς, από πειρες αυτοκτονίας και άλλες μαγικές υποβολές ενο χών, τον κρατά π ά ν τ α δεσμώτη μαζί της στο ίδιο σπίτι. Ό μ ω ς η Μέλα έχει ψυχή β α θ ύ τ α τ η . Η Μέλα, στη δι κιά της π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α , βρίσκεται μακριά απ' α υ τ ά . Μπροστά στην ευδαιμονία τ ο ύ να έχει αξιωθεί ένα σπουδαίο έρωτα που τη γέμιζε και την έπειθε, πίστευε πως κάθε τ ί μ η μ α που όφειλε να πληρώνει είναι δίκαιο. Είχε π ά ρ α πολλά χρόνια ζήσει την άγονη πλήξη μιας ζωής χωρίς έρωτα ώστε ακόμα κι ο πόνος που της πρόσφερε ο μπερδεμένος της δεσμός να γίνεται αποδε κτός με καρτερία. Κι όχι μονάχα με καρτερία αλλά και με κάποια ίχνη ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας ίσως μια και διέκρινε σ' αυτόν τον πόνο τα ζωντανά σημάδια μιας ιστορίας με ουσία.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
53
- Μα είσαι καλά; της φώναζε πού και πού με αγα νάκτηση η Ελβίρα. Πόσα ακόμα θα ανεχθείς; Δεν έχει τέλος η υπομονή σ ο υ ; - Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή χωρίς έρωτα, γ ι ' α υ τ ό φ ω νάζεις. Εσύ είχες π ά ν τ α την τέχνη σου και δε σ' άφηνε να μάθεις πώς είναι αυτός ο κρανίου τόπος. - Καλά εσύ, αυτός τι λέει; - Ο Διονύσης λέει πως σ' ένα τέτοιο χωρισμό η θέση τ ο υ άντρα που ζητάει διαζύγιο είναι χειρότερη απ' της γυναίκας που ζ η τ ά διαζύγιο. - Ή μ ο υ ν βέβαιη! - Και συμφωνείς εσύ μ' α υ τ ό ;
- Όχι. - Τότε; - Ο Διονύσης νιώθει έτσι και δεν γίνεται να νιώσει αλλιώς. - Κι εσύ; Κι εσύ; Τι θα γίνεις εσύ; - Εγώ τον αγαπώ Ελβίρα. Δεν τον αγαπώ επειδή εί ναι παντρεμένος ή επειδή είναι χωρισμένος. Εγώ τον α γαπώ όπως και να 'ναι... Η Ελβίρα θύμωνε μαζί της και συγχρόνως ήτανε συγ κινημένη. Η υπομονή της Μέλας δεν είναι αδυναμία είναι δύνα μη και π ί σ τ η , το ένιωθε α υ τ ό κι ας της φώναζε. Τη ζή λευε που μπορούσε ν' α γ α π ά έτσι και δεν ήξερε αν κάτι στον Διονύση ενέπνεε α υ τ ή την αγάπη ή αν ήταν το φ υ σικό της Μέλας που την έκανε να δίνεται ολόψυχα. Η Ελβίρα αγαπούσε τη Μέλα γ ι α όλα τ ο ύ τ α . Kατάφερνε να της χτυπάει την καμπανίτσα τ ο υ ανώτερου εαυτού της κι αν η καθημερινότητό και οι αδυναμίες της συνεχώς την έριχναν στην πάλη ανάμεσα στο καλό και στο ευχάριστο, στο σωστό και στο βολικό, αρκούσαν δυο λόγια της Μέλας να στάξουν βάλσαμο μέσα της, να της απλοποιήσουν τα περίπλοκα. Κι όχι μόνο τα λόγια της ήταν βάλσαμο αλλά κι οι
54
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σιωπές της. Οι σιωπές της ήξεραν να γίνονται πυξίδες σε θαλασσοταραχή, φ α ν ά ρ ι σε σκοτεινά, χαμένα μονο π ά τ ι α . Ή τ α ν φορές π ο υ τη γύρευε γ ι ' αυτές ακριβώς τις σιωπές της. Για τον τρόπο που θα την κοιτάξει χωρίς να μιλά, για τη σιγαλιά της που θα της υποδείξει τι θα προ σέξει . Και τ ό τ ε η Ελβίρα σταματούσε την αναστατωμένη φ λ υ α ρ ί α της και ξ α φ ν ι κ ά , κοιτώντας τα σιωπηλά, στο χαστικά μάτια της Μέλας, έβρισκε πολλές απ' τις απαν τήσεις που γύρευε. Μπορούσε να της ενδυναμώνει τα πιο ευγενικά της αισθήματα και να την ανυψώνει πάνω απ' τ α προβλήματα της. — Αχ Μ έ λ α , είσαι από μέλι, της έλεγε και τη φ ι λ ο ύ σε. Μ έ λ α , εσύ π ά ν τ α θα ευγνωμονείς ό,τι έχεις, ενώ εγώ π ά ν τ α θα π α ρ α π ο ν ι έ μ α ι γ ι α ό,τι δεν έχω... Μ έ λ α , μάθε με.
Ζει κανείς χωρίς επιθυμίες; Απ' το σπίτι του Φίλιππου στην Καστέλλα έφυγε π ο λύ π ρ ω ί , π ε ρ ί π ο υ στις εφτά. Δευτέρα. Τα μαγαζιά αργούν ν' ανοίξουν, η κίνηση στους δρόμους είναι ακόμα αραιή. Ξενύχτησαν χθες με τά τις πρόβες πίνοντας και συζητώντας. Ο Αλέκος πέ ρασε α π ό κει για λίγο κι υστέρα γύρισε στο σπίτι μόνος του. Την επομένη δουλεύει νωρίς κι έπρεπε να κοιμηθεί, ενώ η Ελβίρα είχε όλο το πρωινό δικό της να βυθιστεί στο σκοτάδι του κρεβατιού και να χαθεί σε ύπνο ανενό χλητο μέχρι το μεσημέρι. Οδηγούσε στην παραλιακή λεωφόρο και πλησίαζε στην Αθήνα. Είναι απίστευτο, όμως τέτοια ώ ρ α η Αθήνα της φαίνεται σχεδόν όμορφη. Ο ουρανός είναι αστρα φτερά γαλανός, η άσφαλτος υγρή και πλατιά, το π ρ ά σινο στα δέντρα και στους θάμνους των νησίδων δείχνει περισσότερο και φουντωμένο. Οι λεύκες δεν έχουν πε τάξει ακόμα νέο φύλλωμα κι ο ήλιος μοιάζει π ά ν τ α πλουσιότερος τα χειμωνιάτικα πρωινά, πολλαπλασια σμένος α π ' τα κρύσταλλα της υγρασίας. Ό μ ο ρ φ ο ι π ο υ είναι τούτοι οι ανοιχτοί δρόμοι δίχως αυτοκίνητα! Η μεγαλύτερη ασχήμια της πόλης είναι α π ' τα πολλά αυτοκίνητα. Ό μ ω ς τώρα, π ο υ οι κεντρικές αρτηρίες είναι ελεύθερες μπροστά της, η πόλη αναδι πλώνεται κι εμφανίζει χάρες π ο υ είναι αδύνατον να υ ποψιαστεί τις ώρες της αιχμής όταν, παγιδευμένη στο
56
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
α μ ά ξ ι , προχωρά σημειωτόν μέσα σ' αναθυμιάσεις πε τρελαίου. Σπόνδυλος κι η ίδια μεταλλικής, γιγαντιαίας σαύρας π ο υ κινείται απελπιστικά α ρ γ ά αγκομαχώντας μηχανικούς αναστεναγμούς. Σήμερα πρωί-πρωί η Αθήνα τη σαγηνεύει. Στέκεται σ' ένα φανάρι στη λεωφόρο Συγγρού και κοιτάζει τον οδηγό τ ο υ διπλανού α μ α ξ ι ο ύ . Είναι ένας άντρας, κοντά στα πενήντα, π ο υ μιλάει μόνος τ ο υ . Φαί νεται θυμωμένος, κουνά τα χέρια τ ο υ απειλητικά α φ ή νοντας το τιμόνι κι ύστερα πάλι το ξαναπιάνει α φ ο ύ το χτυπήσει με οργή. Το φανάρι ανάβει πράσινο κι ο οδη γός ξεκινά α π ό τ ο μ α μονολογώντας έντονα π ά ν τ α . Τα μέλη τ ο υ βρίσκονται μέσα στο αυτοκίνητο και το μυαλό τ ο υ φεύγει και χάνεται μέσα στους θυμούς τ ο υ δικού τ ο υ μακρινού κόσμου. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο τούτος ο μοναχικός κα βγάς. Συχνά συναντά ανθρώπους να μιλούν μόνοι τους περπατώντας στους δρόμους. Ντυμένοι κανονικά, με φ ρ ο ν τ ί δ α κάποτε, με μια τσάντα στο χέρι, μ' έναν χαρ τ ο φ ύ λ α κ α ή με μια διπλωμένη εφημερίδα. Το άλλο χέρι το κουνούν με έμφαση προς έναν α ό ρ α τ ο συνομιλητή χειρονομώντας με την αλλοπαρμένη έκφραση εκείνου π ο υ βλέπει όσα κανείς άλλος δε βλέπει. Πιο συχνά άντρες συναντά να φέρονται έτσι. Να εί ναι που οι άντρες εξομολογούνται τα αισθήματα τους δυσκολότερα, που σπάνια έχουν στενούς φίλους, που σπάνια φλυαρούν επί ώρες με κάποιον στο τηλέφωνο όπως α υ τ ή με τη Μέλα; Η μοναξιά στη μεγαλούπολη είναι αβάσταχτη. Το νιώθει κανείς στην επιθετικότητα των μοναξιασμένων που στριμώχνονται στα πεζοδρόμια και στα λεωφορεία, στη χυδαιότητα των θεατών στους πορνοκινηματογράφους και κάποιων περιπατητών των πάρ κων, στην παράνοια εκείνων π ο υ κουβεντιάζουν με αό ρατους συνομιλητές πεζοπορώντας. «Αν στην ερημιά ζει το θηρίο, στην πόλη ζει το τέ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
57
ρας», διάβασε κάποτε στην Παλαιά Διαθήκη, στον Ιώβ νομίζει. Η μοναξιά στη μεγαλούπολη είναι α β ά σ τ α χ τ η . Οι απουσίες δεν υποφέρονται και ψάχνει κανείς για υ π ο κ α τ ά σ τ α τ α , ανασύροντας πλάσματα απ' τον ατέρ μονα θίασο της φαντασίας. Οδηγεί και χαίρεται την πρωινή μορφή της πόλης. Τούτη που αλλάζει βάρδια με τη νυχτερινή. Τα πρόσω πα όσων τρέχουν νωρίς στη δουλειά τους είναι συγκε κριμένα. Συγκεκριμένα νυσταγμένα και συγκεκριμένα α ποφασιστικά. Μ ε τ α ξ ύ ύπνου και ξύπνιου, αποκτούν την α γ ν ό τ η τ α τ ο υ δυστυχισμένου παιδιού που το από κοψαν απ' τα όνειρα τ ο υ . Τη νύχτα εμφανίζονται πρόσωπα άλλα, διφορούμε να. Στα σκοτεινά δρομάκια γλιστρούν επικίνδυνες σκιές. Έξω απ' τα ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα γυναίκες μισοκρύβονται πίσω από αληθινά ή ψεύτικα κοσμήματα, άντρες παντού με μορφασμό επιδεικτικού πόθου για σάρκα ή γ ι α χρήμα, τραβεστί στα κολασμένα π α ζ ά ρ ι α της λεωφόρου, αστυνομικοί, πλούσιοι επαρχιώτες, μηχανόβιοι... Μάσκες ακατάληπτες που τρεμοπαίζουν τον άγγελο ή το δαίμονα τους στις άκρες των βλεφά ρων, στις άκρες των χειλιών, στις άκρες των δαχτύλων. Οδηγεί και χαίρεται σαν αθώο έντομο τον απροσ δόκητο φρέσκο ήλιο που της χαϊδεύει τη νύστα. Αν η αϋπνία τής εξαντλεί πάντα το κορμί, τής μεθά συγχρό νως το μυαλό και το οξύνει με περίεργο και πιεστικό τρόπο. Πολλές καλές ιδέες πάνω στη δουλειά της μετά από μια νύχτα αγρύπνιας τις συνέλαβε. Ο εαυτός μας ξεπερνά τα όρια του νου μας και δεν είναι βέβαια μια καινούρια ανακάλυψη α υ τ ό . Η Ελβίρα αρχίζει να μαθαίνει πώς να εντοπίζει κάποιες αλήθειες της σε σημάδια έξω απ' α υ τ ά που ξέρει η λογική της. Σκέφτεται πως τ ώ ρ α , που η σημειολογία έγινε τ η ς μό δας, προσέχουμε να ψαχνόμαστε από πιο έμμεσους δρόμους.
58
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Το έχει πάντως προσέξει πως ένα σοβαρότατο ση μάδι της ψυχικής της κατάστασης είναι οι σχέσεις της με τον ύπνο. Με το παραμικρό πρόβλημα παθαίνει α ϋ πνίες. Είναι φορές π ο υ επειδή ακριβώς έχει αϋπνία αρχίζει να υποπτεύεται πως έχει και πρόβλημα. Τίποτα δεν μισεί όσο αυτές τις στείρες ώρες που ο νους πυρακτωμένος αγωνίζεται ν' ανακόψει ταχύτητες στις γλιστερές λευκές επιφάνειες πίσω απ' τα κλεισμένα βλέφαρα. Έτσι να 'ναι οι χιονισμένες απέραντες στέπες που περπατώντας κανείς α σ τ α μ ά τ η τ α ξεχνά ποιος εί ναι; Μετράει ανάποδα αριθμούς, μετρά κι αρνάκια, λέει για μάντρα ένα στίχο απ' το Δημοτικό σχολειό: Πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό, την άγρια θάλασσα δεν τη φ ο β ά σ α ι ; Και πάλι και πάλι. Ο φόβος της γ ι α την αϋπνία είναι χειρότερος απ' την ίδια τ η ν αϋπνία. Της προκαλεί τέτοιες εντάσεις π ο υ , στο τέλος, άλλη σωτηρία δε βρίσκει απ' το να σηκωθεί κά ποια ώρα και να πιει το υπνωτικό χαπάκι π ο υ α π ο φ ε ύ γει. Εδώ κι ένα-δυο μήνες όμως, ανακάλυψε μια καινού ρια ό ψ η στο επίφοβο τ ο π ί ο τ ο υ μαξιλαριού της. Μ ι α ό ψ η εξίσου νοσηρή μ' εκείνη της αγρύπνιας: Κοιμάται πολύ, κοιμάται βαθιά, βαριά, ναρκωμένα. Σα να γκρε μίζεται στη σκοτεινή καρδιά υπνοφόρου άνθους χωρίς δύναμη αντίστασης. Ξυπνάει και πάλι νυστάζει και σέρ νεται και κανείς δυνατός καφές δεν καταφέρνει να της ανοίξει τελείως τα μ ά τ ι α . Τα βλέφαρα της πέφτουν από νωρίς, μπροστά στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, σε συντροφιές, νυστάζει απότομα και πιεστικά. Το πρωί ξυπνάει με χίλιες προσπάθειες, α ρ γ ά , και βγαίνει η συνείδηση της στο φως απ' τα ναρκωμένα σκοτάδια μετά από επίμονο κόπο. Λες κι αρνιέται να ξυπνήσει και να ξαναζήσει ένα ωράριο που δεν την ενδιαφέρει. Αν είναι αλήθεια πως ο ύπνος είναι μισός θάνατος,
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
59
μήπως έτσι ο οργανισμός της αρνιέται να ζήσει; Σχεδόν δεν την ενδιαφέρει να ξαναξυπνήσει. Χθες όμως τα κατάφερε να μη νυστάξει. Τι επιθυμεί π ρ α γ μ α τ ι κ ά ; Ομολογεί πως δεν ξέρει. Πρώτη της φ ο ρ ά φτάνει να ομολογήσει τόση άγνοια. Φοβάται το χειρότερο: Πως τ ί π ο τ α πια δεν επιθυμεί. Αν γνωρίζαμε τις πραγματικές επιθυμίες μας, με την πραγματική τους σειρά, θα τα καταφέρναμε καλύτερα; Έχει προσέξει πως όταν ρίχνει πασιέντσες και κάνει ευχές εμφανίζεται ευκολότερα α υ τ ό που περισσότερο εύχεται να συμβεί. Ξαναθυμάται τον «Στάλκερ» τ ο υ Ταρκόφσκι και τον τρόμο των ανθρώπων όταν μετά από επικίνδυνες περι πέτειες έφταναν μπρος στη φοβερή Ζώνη που θα πραγ μάτωνε εκείνο π ο υ , κυρίως, λαχταρούσαν. Οι περισσό τεροι γύριζαν πίσω αρνούμενοι ν' αντικρύσουν την βα θύτερη επιθυμία τους. Οι επιθυμίες μας μάς υπερβαίνουν. Μας δυναστεύ ουν. Μας σέρνουν σαν ευφυής σκύλος έναν τ υ φ λ ό . Γίνεται να ζει κανείς χωρίς επιθυμίες; Πόσο η Ελβίρα θα ζήσει έτσι; Δεν μπορεί να είναι τ ο ύ τ η η κενή αίθουσα της υπνηλίας της η ζητούμενη απάθεια των πατερικών κειμένων. Καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει, όπως σχέση δεν έχει η νέκρα με τη γαλήνη. Η νέκρα σε τσαλακώνει, σε συρρικνώνει στο τόσο δα αιχμηρό σημείο τ ο υ εγωι σμού σου, ενώ η γαλήνη θα σ' ελευθερώσει απλώνοντας σε στο θαυμαστό π α ν τ ο ύ .
«Σαν μεθυσμένος σε νυχτερινή χορωδία.» Ο Φίλιππος έχει τη μουσική επιμέλεια τ ο υ έργου τ ο υ Λόρκα. Ή τ α ν τα γενέθλια τ ο υ χθες και μετά την πρόβα τους κάλεσε όλους ο' ένα μπαρ κοντά στο Σύνταγμα. Το μπαρ, μπαίνοντας, ήταν σχεδόν άδειο, όμως, όταν η παρέα τους από εικοσιτρία ά τ ο μ α , εισέβαλε κι απλώθη κε στα καθίσματα, έμοιαζε α σ φ υ κ τ ι κ ά γεμάτο και θορυβώδικο. Η ένταση της πρόβας δεν είχε καταλαγιάσει κι ακόμα πιο δύσκολα καταλαγιάζανε οι διαφωνίες που την προ κάλεσαν. Ο Σταύρος κάθισε κοντά της φέρνοντας μαζί τ ο υ και τον ηθοποιό που έπαιζε το φεγγάρι. Ή τ α ν ένα νέο παι δί π ο υ ανακάλυψε πέρυσι σε περιφερειακό θίασο που έπαιζε κάποιο α φ ό ρ η τ α διδακτικό έργο νέου Έλληνα συγγραφέα. Το έργο ήταν βλακώδες, όμως η παράστα ση συγκινητικά αγωνιζόταν να περισώσει κάποια ψ ι χ ί α ενδιαφέροντος. Κατά τον Σταύρο, ο νεαρός ηθοποιός, που τ ό τ ε έ παιζε έναν επαρχιώτη φ α ν τ ά ρ ο , ήταν αξιοθαύμαστος. Τον ενθουσίασε η ομορφιά που διέθετε χωρίς να το ξέ ρει, η έκφραση που εξέπεμπε χωρίς να την ελέγχει: Μια βελουδένια αχλή, αχλή σκούρου μπλε βελούδου, σαν φ ω τ ο σ τ έ φ α ν ο γ ύ ρ ω απ' το πρόσωπο, ζυμωμένη με πρωτόγονο πείσμα. Μια α θ ω ό τ η τ α σπαραχτική παρα πονεμένου εφήβου. Παρά το ότι ήταν ήδη εικοσιεφτά
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
61
χρόνων, έδινε, πραγματικά, την εντύπωση εφήβου π ο υ α π ό ανεπίδοτη τρυφερότητα θύμωσε μια για π ά ν τ α και τα έβαλε μ' όλο τον κόσμο. Αποφάσισε να τον αναλάβει, να τον διδάξει και να τον αναδείξει. Ο νεαρός, φυσικά, αποδέχθηκε εντυπωσιασμένος την ευκαιρία μια κι ο Σταύρος ήταν α π ' τους διασημότε ρους σκηνοθέτες της εποχής στο χ ώ ρ ο του ποιοτικού θεάτρου. Πίσω α π ' τη σίγουρη πρόθεση του να σμιλέψει τον ηθοποιό π ο υ περιείχε ο όμορφος νέος, μισοκρυβόταν και μισοφανερωνόταν ο κεραυνοβόλος έρωτας π ο υ έ βαζε τον μεσόκοπο σκηνοθέτη να δίνεται ολόψυχα σε τούτη τη μαθητεία. Ο νεαρός μπορούσε ακόμα να κάνει π ω ς δεν το κα ταλαβαίνει μια κι ο Σταύρος έδινε πάντα αξία στην ιδεα λιστική πλευρά του π ό θ ο υ . Πιστεύοντας π ω ς ο έρωτας είναι κυρίως πνευματική έξαρση, καθυστερούσε επιμε λώς την ώρα π ο υ θα ζητούσε α π ' τον αγαπημένο του να τον αγγίξει. Όλοι γ ύ ρ ω τους αναρωτιόνταν τι ακριβώς συμβαί νει α π ό τη μεριά του νεαρού. Καταλαβαίνει ή δεν κατα λαβαίνει το π ά θ ο ς του Σταύρου; Αν δεν το καταλαβαί νει τι θα συμβεί όταν του το φανερώσει κι αν το καταλα βαίνει τι σκέφτεται να κάνει στο τέλος; Να τη χρησιμο ποιήσει την ουρανοκατέβατη εύνοια της τύχης του μο νάχα όσο τηρούνται τα προσχήματα π ο υ του επιτρέ πουν να δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει ή να συνεχίσει τούτο το επικίνδυνο παιχνίδι δίχως επιφυλάξεις; Προς το π α ρ ό ν οι επικίνδυνες ισορροπίες κρατού σαν. Ο Σταύρος τον προόριζε για μεγαλύτερους ρόλους κι ό π ω ς πάντοτε, όταν πόνταρε σ' ένα καινούριο, καθα ρόαιμο άλογο τα σχέδια του, δεν κουραζόταν να προσ φέρει αφειδώς α π ' όσα η μεγάλη πείρα τ ο υ και το τα λέντο του είχαν θησαυρίσει.
62
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Αυτό ακριβώς το στάδιο της αργόσυρτης αλληλογνωριμίας ήταν γ ι α τον Σταύρο το πιο διεγερτικό. Για τον ερωτά τ ο υ διεγερτικό και γ ι α τη δημιουργία τ ο υ ε πίσης. Καθισμένοι στον καναπέ, δίπλα στην Ελβίρα, έπιναν το ποτό τους. Ο Σταύρος με 6αθιά φ ω ν ή , επιτηδευμένα αλλά και επιτυχημένα αισθαντική, μιλούσε πάλι στον η θοποιό που τον έλεγαν Στέλιο. Μπορούσε να μιλά ό μ ο ρ φ α . Η οξύνοιά τ ο υ ανακά λυπτε συνεχώς π ρ ω τ ό τ υ π α επιχειρήματα, εύστοχα, που ο τρόπος της διατύπωσης τους τα καθιστούσε συ χνά μαγευτικά. Μπορούσε να σκηνοθετεί α κ ό μ α και τη φωνή τ ο υ , το χρώμα, τους τόνους, τις παύσεις. Δύσκο λα κανείς ξέφευγε απ' την πειθώ τ ο υ . Ακόμα κι ο εαυτός τ ο υ δύσκολα ξέφευγε. Ή τ α ν φορές π ο υ τον υπέβαλε και τον ίδιο η φ ω ν ή τ ο υ κι αναρωτιόταν πόσο μακριά απ' τα όρια της αλήθειας αφήνεται να τον παρασύρει τούτη η φωνή. Οι αλυσίδες των δικών τ ο υ επιχειρημάτων πόσο θα τον τυλίξουν και θα τον σύρουν πέρα α π ' τις αφετηρίες που ξεκίνησε; Ο Στέλιος είχε γείρει το μελαχροινό τ ο υ μάγουλο προς τη μεριά της φωνής και χωρίς να τον κοιτά άκουγε με ολοφάνερη προσοχή, με σεβασμό ίσως. Ά κ ο υ γ ε τον Σταύρο να τ ο υ εξηγεί, πως γ ι α να γίνεις καλός ηθοποιός πρέπει να μην έχεις χ α ρ α κ τ ή ρ α . Πρέπει να γίνεσαι όλο και περισσότερο ένα άδειο δοχείο που θα χωρέσει τον χ α ρ α κ τ ή ρ α τ ο υ ρόλου σου. Πρέπει να κα ταφέρεις να χάσεις κάθε μόνιμο σχήμα, να γίνεις πλα στελίνη ασχημάτιστη στα χέρια τ ο υ σκηνοθέτη σου. Πρέπει να ξεχνάς τον εαυτό σου, τ ο υ έλεγε και ν' αφε θείς στον ωκεανό των άπειρων εαυτών π ο υ , στο τέλοςτέλος, υπάρχουν μέσα σου, υπόγεια, πίσω απ' το συγ κεκριμένο πρόσωπο π ο υ , κακώς, έχτισες και πιστεύεις πως μόνο α υ τ ό είσαι. Η ωριμότητα τ ο υ ερμηνευτή είναι στο να αραιώνει
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
63
τόσο την προσωπικότητα τ ο υ , ώστε να γίνεται ένα τί π ο τ α , ένα ολοκάθαρο τζάμι που πίσω τ ο υ αναγνωρίζει κανείς τον ήρωα τ ο υ έργου ξεχνώντας τελείως τον ερ μηνευτή. — Έτσι δεν είναι Ελβίρα; Δεν το νιώθεις κι εσύ όταν ζωγραφίζεις; Τον άκουγε και σκεφτόταν πως, κατά κάποιο τρό πο, ναι κι α υ τ ή , για πολλά χρόνια, άδειαζε κι έρεε από έργο σε έργο που την καλούσαν να πλάσει τον τόπο τ ο υ , τον χώρο τ ο υ , τον χρόνο τ ο υ και την α τ μ ό σ φ α ι ρ α τ ο υ . Έρεε από τ ό π ο σε τ ό π ο , από χρόνο σε χρόνο, από χ α ρ α κ τ ή ρ α σε χ α ρ α κ τ ή ρ α που για να ταυτιστεί μαζί τους όφειλε ν' αποξεχνά τα δικά της. Και τ ώ ρ α τ ι ; Κοιτά πίσω της στο παρελθόν της και βλέπει το πιο πολύ, στοιβαγμένα, άδεια κοστούμια, στοιβαγμένα, σπασμένα υλικά σκηνικών, ετερόκλητα έπιπλα, σωριασμένα σε σκονισμένες αποθήκες. Ο Σταύρος επιμένει. — Μα πες μου, σε παρακαλώ. Δεν το καταλαβαίνεις κι εσύ έτσι; Το παραδέχεσαι; — Γίνεται α υ τ ό εύκολα; Γίνεται να ζεις χωρίς εαυτό; Επιτρέπεται; Ο Σταύρος άναψε. Επέμενε πως ναι, στο κάτω-κάτω, ζώντας έτσι δεν χάνεσαι αλλά πολλαπλασιάζεσαι κι αν ο Γκαίτε λέει, «νιώθω μέσα μου δυο ψυχές», ο ηθοποιός έχει το προνόμιο να μιλάει για εκατοντάδες ψυχές. — Γίνεται α υ τ ό Σ τ α ύ ρ ο ; Μήπως είναι α φ ύ σ ι κ ο να μη χτίζεις κάπου, κάποια εστία; Μήπως το πληρώνουμε αργότερα; — Κακώς! Πολύ κακώς! Κι αν μερικοί το πληρώνουν είναι γ ι α τ ί κάποια στιγμή, στο δρόμο τ ο υ ς , λοξοδρο μούν, σαστίζουν. Χρειάζεται καταπληκτική ισορροπία η ζωή τ ο υ θεατρίνου, το παραδέχομαι, όμως πώς αλ λιώς; Είναι δύσκολο, το παραδέχομαι, το νιώθω κι εγώ πού και π ο ύ . Πάντα, καιροφυλακτεί μέσα μου ένας τρο μοκρατημένος μικροαστός που γυρεύει ασφάλειες. Έ νας μικροαστός που λαχταρά ν' αποταμιεύει, να μα-
64
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ζεύει, σαμποτάρει τον καλλιτέχνη π ο υ θέλει να σκορ πάει, ν' αδειάζει. — Είναι έτσι Σταύρο; Ο νεαρός έσκυψε κι άλλο στο κατακόκκινο π ο τ ό στο ποτήρι του. Άκουγε. Έμοιαζε διαλυμένος α π ό δέος α νάμεσα σ' αυτούς τους δυο μύθους των θεατρικών ο νείρων του. Δεν μπορούσε ο ίδιος να έχει γνώμη, ούτε πείρα είχε ούτε κύρος. Ό μ ω ς αν δεν ήταν σε θέση να διατυπώνει με λέξεις το τι αισθανόταν, ήταν προικισμέ νος με μιαν εξαίσια αισθησιακή εκφραστικότητα στο π ρ ό σ ω π ο και στην κίνηση του κορμιού. Ήταν α π ' την κατηγορία εκείνη των α ν θ ρ ώ π ω ν π ο υ μπορεί να μη μι λούν πολύ όμως κάνουν τους άλλους να μιλούν πολύ γι' αυτούς, π ο υ μπορεί να μη διαβάζουν αλλά κάνουν τους άλλους να γ ρ ά φ ο υ ν γι' αυτούς. Έτσι τον έβλεπε ο Σταύρος κι αισθανόταν ευγνωμοσύνη για τούτο το ξε χωριστό πλάσμα π ο υ τον ενέπνεε να σκέφτεται και να βρίσκει λέξεις για τις σκέψεις του. Η Ελβίρα έριξε το κεφάλι της π ί σ ω κι έκλεισε τα μά τια. Αισθανόταν καλύτερα α π ό ψ ε , οικεία κι ανέμελα μέ σα σε παλιό, γνωστό κλίμα. Η μυρουδιά α π ' το τσιμ πούκι του Φίλιππου π ο υ καθόταν π ί σ ω της, το συνεχές μουρμουρητό α π ' την παρέα των ηθοποιών πλάι π ο υ έθαβαν άλλους ηθοποιούς, το τραγούδι του Κοέν α π ' το ηχείο χαμηλόφωνο και γλυκά κουρασμένο: «Σαν πουλί σε π α γ ί δ α . Σαν μεθυσμένος σε νυχτερινή χορωδία. Προσπάθησα στη ζωή μου να 'μαι ελεύθερος...» Τι θα πει ελεύθερος τελικά; Για ποιον και γιατί ελεύ θερος; Η μανία της γενιάς της για ελευθερία την οδήγη σε σε κάτι π ο υ μοιάζει με φτώχεια και με πλήξη. Ό τ α ν όλα επιτρέπονται ο π ό θ ο ς σ' εγκαταλείπει, όταν όλα τα μπορείς τίποτα δεν κάνεις. Τι να τα κάνεις τα βασιλικά
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
65
τραπέζια μπροστά σου όταν δεν έχεις όρεξη. Οι καλλιτε χνικοί κύκλοι που κυκλοφορεί δεν βρίσκουν εύκολα έμ πνευση και καταφεύγουν σε ερεθισμούς για να ξυπνή σουν. Ελευθερία! Ελευθερία και μοναξιά, ελευθερία και α ν ί α , ελευθερία κι ανυπαρξία, ελευθερία άχρηστη. Έτσι αισθάνεται απόψε την ελευθερία της. Ο άνθρωπος θέ λει να είναι ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος που να βε βαιώνεται πως ζει. Ο άνθρωπος θέλει τη δέσμευση τ ο υ δεσμού για να καταλαβαίνει τη χ ρ η σ τ ό τ η τ α τ ο υ . Ο άν θρωπος για τον άνθρωπο είναι η κόλαση είναι κι ο πα ράδεισος. Δίχως πόθο παράδεισου, δίχως φόβο κόλα σης τι να νιώσει κανείς; Ο Κοέν συνεχίζει τη μελαγχολία του: «Είδα ένα ζητιάνο να στηρίζεται στο ξύλινο μπαστούνι τ ο υ . Μ ο υ είπε, — Δεν πρέπει να ζητάς πολλά. Και μια όμορφη γ υ ν α ί κ α στη σκοτεινιασμένη π ό ρ τ α της μου φώναξε κλαίγοντας, - Έι, γ ι α τ ί δε ζητάς περισσό τερα;» Κουράστηκε να τα καταφέρνει με το ταλέντο της και να της λένε «μπράβο». Θέλει να συναντηθεί με κάποιον καλύτερο της που να γνωρίζει περισσότερα, που να μπορεί να την κρίνει και να τη διδάξει. Έχει ανάγκη από κάποιον που να μπορεί να τ ο υ δίνει α ν α φ ο ρ ά . Οι επιτυχίες στη δουλειά της την οδήγησαν σ' ερημική κορυφή, ασυντρόφευτη. Δεν θέλει άλλους θαυμαστές, θέλει τώρα να θαυμάσει εκείνη. Χρειάζεται κάποιον δυνα τότερο της για να την προστατεύσει, μια ανώτερη κατά σταση να της υποταχτεί. Χρειάζεται να ξαναγίνει παιδί κάτω απ' τη ζεστή φροντίδα των μεγάλων, μέσα σ' ένα σπίτι με αρχές και μυρουδιές φούρνου. Να ξαναγίνει μα θήτρια με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά που περπατά βια στική στους στενούς δρόμους της επαρχιακής πόλης και
66
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
καρδιοχτυπά για τους διαγωνισμούς. Να ξαναγίνει κορί τσι που τρέχει σε μυστικά ραντεβού τρέμοντας από αδη μονία και της αμαρτίας την τ ύ ψ η . Θέλει να ζωντανέψει και να ξαναγίνει ικανή να υπο φέρει. Η μυρουδιά τ ο υ καπνού τ ο υ Φίλιππου, το μουρμου ρητό της παρέας, ο επιτηδευμένος ψίθυρος τ ο υ Σταύ ρου και πάλι το τ ρ α γ ο ύ δ ι : «Αλλά ορκίζομαι μ' α υ τ ό το τ ρ α γ ο ύ δ ι . Ο ρ κ ί ζ ο μ α ι γ ι α όλα όσα έχω κάνει λ ά θ η . Πως θα τα διορθώσω για χάρη σου». Αχ ν α ι ! Για χάρη κάποιου! Μόνο γ ι α χάρη κάποιου θα διορθώσει τα λάθη της και θα λυτρωθεί απ' τη γεύ ση της ματαιότητας που τη δηλητηριάζει, που την εξα φ α ν ί ζ ε ι . Για χάρη σου! Δίχως το βλέμμα κάποιου πάνω σου πώς να ενδιαφερθείς να γίνεις ω ρ α ί α και καλή; Μόνο για χάρη κάποιου θα καταφέρει να μεταμορφω θεί. Για χάρη κάποιου πετάς την τ α φ ό π ε τ ρ α κι ανα σταίνεσαι. Η χ ά ρ η ! Αυτή είναι η λέξη!
Ο παχύς άντρας που τους πλησίασε ήταν Ρουμάνος. Μιλούσε καλά ελληνικά γ ι α τ ί , όπως τους είπε, έχει έρθει στην Ελλάδα με την αδερφή τ ο υ εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Του απέμενε μόνο η γοητευτική π ρ ο φ ο ρ ά των ξένων που δίνει στις λέξεις τους μια αλλόκοτη προοπτι κή και εξωραΐζει τις έννοιες. Το μέτωπο τ ο υ ήταν πλατύ και φωτεινό σαν μαρμαρόπλακα, τα μάτια τ ο υ γαλανά με μια ιδέα έξυπνου συ νεχούς γέλιου στο βάθος τους. Τα μαλλιά τ ο υ τα είχε χτενισμένα κατευθείαν προς τα πίσω κι η περιποιημένη γενειάδα τ ο υ πρόσθετε παλιομοδίτικη φινέτσα στη γενι κή αρχοντιά π ο υ απέπνεε.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
67
Κοστούμι μαύρο, κλασικό, π α ρ ά το ότι εδώ κι εκεί ξε χώριζαν γυαλάδες απ' το πολύ σιδέρωμα, η παλαιότη τα τ ο υ κι η γραμμή τ ο υ το έκαναν α κ ό μ α πιο αξιοσέβα στο. Στο γιλέκο κρεμόταν χρυσή αλυσίδα ρολογιού τσέ πης. Περπατούσε περιφέροντας μιαν αόριστη αίγλη κι αν και δεν ήταν εδώ μέσα π α ρ ά θαμώνας, υπέβαλλε την εν τύπωση τ ο υ ευγενούς οικοδεσπότη. Ή τ α ν απ' τους ανθρώπους τους γεννημένους για κατακτητές. Κατακτούν χώρους, χρόνους και την προ σοχή των γ ύ ρ ω . Γι' αυτούς η γη δεν είναι π α ρ ά το σπίτι τους όπου μπαινοβγαίνουν και υποδέχονται τους άλ λους. Ή ρ θ ε και κάθισε στο τραπέζι τους και συστήθηκε με την άνεση κάποιου που το συνηθίζει. Ό χ ι από υπο χρέωση όσο για να βοηθήσει τους άλλους να νιώσουν άνετα. Δεν άφηνε σε κανένα καιρό ν' απορήσει για την αιφνίδια επιβολή της παρουσίας τ ο υ . Πολύ σύντομα ό λοι διαπίστωναν πως ένας τόσο χαριτωμένος άνθρω πος οφείλει να μοιράζεται με όποιους συναντούσε τις χάρες που τον προίκισε ο Θεός. — Είσαστε καλλιτέχνες κύριοι! Το κ α τ ά λ α β α ! Το είδα στον αέρα. Ο αέρας εδώ μέσα πήρε διάφορα χ ρ ώ μ α τ α , σαν ουράνιο τόξο και είπα, «Είναι καλλιτέχνες, είμαστε συγγενείς!» Εξήγησε πως είναι τ α χ υ δ α κ τ υ λ ο υ ρ γ ό ς κι έχει δου λέψει στα πιο διάσημα καμπαρέ της Ευρώπης. Μόνο τ η ς Ευρώπης! Πουθενά αλλού δεν βρίσκει το κοινό τ ό σ ο α π α ι τ η τ ι κ ό όσο ο ίδιος το απαιτεί. Η τ α χ υ δ α κ τ υ λ ο υ ρ γ ί α , τ ο υ ς είπε, είναι ένας τρόπος ζ ω ή ς . Ούτε ε πάγγελμα ο ύ τ ε μονάχα τ έ χ ν η . Αν δεν καταλάβεις ότι ο Θεός ζ η τ ά από εμάς ν' αξιοποιούμε τις δ υ ν α τ ό τ η τ ε ς π ο υ μας χάρισε ώστε να παράγουμε μ α γ ε ί α , δεν αξίζει να ζεις. Ο Φίλιππος ζήτησε την άδεια να τον κεράσει ένα κο νιάκ κι αυτός το δέχτηκε με την τρυφερή συγκατάβαση
68
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τ ο υ άρχοντα που το να αποδέχεται τα δώρα σου είναι η μεγαλύτερη προσφορά που έχει να σου κάνει. Τους διηγήθηκε, πίνοντας με αργές κινήσεις το κο νιάκ τ ο υ , πως αμέσως μετά τον πόλεμο, σε μια παρά σταση που έδωσε σε πολυτελές θέατρο της Κάτω Ιτα λίας, συνάντησε μια κυρία, κοντέσα, π ο υ πιθανόν να ή ταν η γυναίκα της ζωής τ ο υ αν οι βουλές της μοίρας τους έδιναν καιρό να επιβεβαιώσουν α υ τ ό που κι οι δυο αισθάνθηκαν μέσα σε μία και μόνο νύχτα. Μ ί α και μόνο νύχτα πέρασε μαζί της στον πύργο της. — Η πιο ερωτική νύχτα της ζωής μου χωρίς ν' αλλά ξουμε ούτε ένα φ ι λ ί ! Ο ύψιστος έρωτας είναι εκείνος που σε κρατά στη μεγαλύτερη διέγερση δΐχως τη βοή θεια αυτών των κοινοτοπιών π ο υ λέγονται φ ι λ ι ά και χάδια. Εκείνη, καθόταν πλάι στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα κουνώντας αργά τη βεντάλια της από μαύρη δαντέλα. Η νύχτα έξω ήταν μωβ και το φεγγάρι ολόγιο μο και άσπρο. Για χάρη της κίνησα όλες τις δυνάμεις τ ο υ ουρανού και της ψυχής μου και της πρόσφερα το αρτιότερο δείγμα της τέχνης μου. Σήκωσα από μακριά το βιολί που ήταν ακουμπισμέ νο πάνω στον μπουφέ. Ή μάλλον βιόλα ντ' αμόρε ήτα νε! Σήκωσα και το δοξάρι και από απόσταση τεσσάρων μέτρων τα έβαλα να παίξουν για εκείνην τη σερενάτα τ ο υ Τοζέλι! Κύριοι, ποιος από σας έχει ποτέ τ ο υ κάνει τέτοιον έ ρωτα σε μια κ υ ρ ί α ; Η συντροφιά τον άκουγε μαγεμένη. Μ ι α νεαρή ηθο ποιός τον παρακάλεσε να κάνει και γ ι ' αυτούς κάτι α π ' τα μαγικά τ ο υ . Εκείνος έκανε πως θύμωσε γελαστά και σήκωσε το κοντυλένιο δάχτυλο τ ο υ . - Να με πιστέψετε μικρή μου, να με πιστέψετε. Σηκώθηκε να φύγει με τον αέρα ανθρώπου που βιά ζεται να επιδοθεί σε σοβαρότερες ασχολίες κι η παρέα τον χειροκρότησε μ' ενθουσιασμό.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
69
Μισοϋποκλίθηκε με το χέρι στην καρδιά και προ χώρησε προς την έξοδο. Λίγα λεπτά μετά, επέστρεψε, πλησίασε την Ελβίρα κι έσκυψε στο α φ τ ί της. — Τα μάτια σας με τράβηξαν πίσω. Έφευγα κι α ι σθανόμουνα πως το έργο μου εδώ μέσα δεν ολοκληρώ θηκε. Έβγαλε μια κομψή λευκή κάρτα απ' την εσωτερική τσέπη τ ο υ σακακιού τ ο υ και της την έδωσε. — Είναι η διεύθυνση της αδελφής μου. Διαβάζει τη μοίρα στις γραμμές τ ο υ χεριού. Τη χρειάζεστε. Στα εκ σ τ α τ ι κ ά μάτια σας το είδα πως τη χρειάζεστε. Έφυγε βιαστικός, οριστικά αυτή τη φ ο ρ ά . «Τι ακριβώς είναι η βιόλα ν τ ' αμόρε;» σκέφτηκε η Ελ βίρα.
Υπάρχει μοίρα ή όλα όσα μας συμβαίνουν είναι στην τύχη σκορπισμένα; Υπάρχει μόνο η σύμπτωση ή κάτω απ' τα φαινόμενα π ο υ λέμε σύμπτωση δουλεύουν οι μυ στικές τους ρίζες που πλέκονται με προσχεδιασμένο ειρ μό. Κάποτε διάβαζε σε ανατολίτικα κείμενα, πως οι πε ρισσότεροι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν μέσα στον κόσμο τ ο υ τ υ χ α ί ο υ , πως οι πιο εξελιγμένοι άνθρωποι έ χουν μοίρα και πως οι ακόμα πιο προχωρημένες συνει δήσεις μπορούν και υπερβαίνουν και νικούν αυτή τη μοίρα. Δεν ξέρει τι να πιστέψει. Θα ήθελε όμως να ζούσε κάτω από νόμους μιας αγαθής πρόνοιας π ο υ θα τη λύ τρωνε απ' τ ο υ τ υ χ α ί ο υ την ανυπόφορη ταπείνωση. Μ ε τ ά απ' το μπαρ ο Φίλιππος πρότεινε να συνεχί σουν στο σπίτι τ ο υ στην Καστέλλα. Από τη μεγάλη τζα μαρία τ ο υ καθιστικού τ ο υ θα μπορούσαν να κοιτούν τη θάλασσα, δυο αραγμένα φωταγωγημένα καράβια και τη σκοτεινή σπηλιά της νύχτας στον ουρανό, θα πιουν κάτι ακούγοντας τον καινούριο δίσκο που αγόρασε με
70
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τη σπαραχτική φωνή της μικρής νέγρας που πέρυσι αγαπήσανε σε μια καλοκαιρινή συναυλία της. Δέχθηκαν δέκα απ' την παρέα να συνεχίσουν στην Καστέλλα. Η Ελβίρα πήγε μαζί τους κι ο άντρας της ήρ θε και τους συνάντησε εκεί γ ι α λίγο. Ή τ α ν ζαλισμένος απ' το γ ρ α φ ε ί ο γ ι α τ ί κάποια σχέ δια τ ο υ επιστράφηκαν απ' το Πολεοδομικό και θα 'πρεπε από αύριο να τα δουλέψει απ' την αρχή. Κάθισε χ ά μ ω , πλάι της, πάνω σ' ένα πακιοτανικό κι λίμι κι ακουμπώντας στον ώμο της κοίταζε έξω απ' τη τ ζ α μ α ρ ί α την υγρή νύχτα. Δε μιλούσε κανείς, έπιναν κι άκουγαν τους καημούς της νέγρας. Ο Φίλιππος είχε σβήσει τα φ ώ τ α κι είχε α νάψει κεριά πολλά, στερεωμένα σ' έναν μπακιρένιο δί σκο χάμω στο π ά τ ω μ α . Ένιωθε το γνωστό βάρος τ ο υ Αλέκου στο δεξί της ώμο. Αν κρατούσε την αναπνοή της, αισθανόταν τη δι κιά τ ο υ αναπνοή π ο υ η απαλή, α ν υ π ο ψ ί α σ τ η φυσικό τ η τ α της, της προκαλούσε συγκίνηση κι ευθύνη. Η κού ραση τ ο υ και η νύχτα τ ο υ έκαναν το πρόσωπο διαυγές κι απροστάτευτο. Τον είχε κοιτάξει λίγο πριν κι η εικόνα τ ο υ παρέμεινε στη σκέψη της γ ι α αρκετή ώ ρ α : Να βλέ πει πέρα, μακριά, απών απ' το δωμάτιο, λίγο στοχαστι κός, λίγο λυπημένος. Δεν γινόταν με τ ί π ο τ α να διαβάσει τα α ι σ θ ή μ α τ ά χ ο υ και το καταλάβαινε, πως οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι είναι τελικά οι πιο απροσπέλαστοι, οι πιο μακρινοί. Καμιά φ ο ρ ά ίσως και οι πιο αδιάφοροι. Ακουμπησμένοι ώμο με ώμο, χρόνια και χρόνια, ο δοιπορούν οι δυο τους, σε δρόμους μοναχικούς που όλο αποκλίνουν. Είναι άγριο π ρ ά γ μ α ο γάμος. Κι η αυτοδέσμευση της ζωής σου παντοτινά, επειδή μια εποχή από την πίεση μιας ανάγκης ή α π ' την μέθη ενός έρωτα αποφάσισες έ τ σ ι , είναι επιτίμιο βαρύ γ ι α έναν αδύναμο ή για έναν με θυσμένο. Πώς γίνεται κάποιος π ο υ μετά από χρόνια γί-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
71
νεται άλλος να συνεχίσει να μοιράζεται τον εαυτό του με κάποιον π ο υ κι αυτός με τα χρόνια έγινε άλλος; Τούτοι οι δυο, οι σημερινοί, θα παντρεύονταν πάλι τ ώ ρ α ; Δεν ξέρει αν είναι επιπολαιότητα τούτος ο θεσμός ή μια άσκηση βίου σοφή π ο υ περιορίζει και χαλκεύει το α τίθασο φυσικό μας. Άλλωστε δεν νομίζει π ω ς αυτή και ο Αλέκος είναι ζευγάρι πια. Δεν ξέρει αν λειτουργεί ακό μα μεταξύ τους κανένας νόμος α π ' αυτούς π ο υ κανονίζουνε τη σχέση «άντρας-γυναίκα». Αφού πέρασαν την καλή εποχή του ειδυλλίου όταν στον άντρα της έβλεπε μόνο τα προτερήματα του μεγαλοποιημένα. Αφού πέρασαν την κακή εποχή του γάμου όταν στον άντρα της έβλεπε μόνο τα ελαττώματα του μεγαλοποιημένα, έφτασε στην εποχή π ο υ ούτε προτε ρήματα ούτε ελαττώματα προσέχει και π ο υ ψύχραιμα τον αποδέχεται μια και η τόση συνήθεια κι η εξοικείωση ξεθώριασε κάθε διάκριση στο τι είναι τελικά προτέρημα και τι ελάττωμα π ά ν ω στον Αλέκο. Ήταν τουλάχιστον α π ' την κατηγορία εκείνη των ζευ γαριών π ο υ ο καιρός τα έκανε περίπου αδέρφια. Οι πιο πολλοί γνωστοί τους, όσοι δεν χώρισαν, ανήκουν στην άλλη κατηγορία, π ο υ σ' αυτή την ηλικία του γάμου τους, έχουν γίνει ορκισμένοι εχθροί. Κάθε αποτυχία του βίου τους και είναι πολλές, τη φορτώνει ο ένας σε φταίξιμο του άλλου κι αν συνεχίζουν να μένουν μαζί είναι που τους συνδέει ίσως περισσότερο μια ηδονή αλληλεκδίκησης. Ο γάτος του Φίλιππου πήδησε πάνω της κι αναπο δογύρισε το π ο δ α ρ ά τ ο ποτήρι π ο υ κρατούσε. Τρόμαξε κι έβγαλε μια μικρή φωνή. Ο Φίλιππος της έφερε πετσέ τα να σκουπιστεί και καινούριο ποτήρι. Πήρε τον μαύ ρο γάτο του αγκαλιά και τον γύρισε με γλυκόλογα στο καλάθι του. Ο Αλέκος δίπλα της συνέχιζε την αδιάβαστη κουρα σμένη ρέμβη του π ρ ο ς την τζαμαρία. Κοιτά κι αυτή π ρ ο ς την τζαμαρία έχοντας συνεχώς μπροστά της την εικόνα του.
72
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
«Ποια είναι τα δικά τ ο υ μυστικά;» σκεφτότανε. Αδύ νατον να τα ξέρει με βεβαιότητα, αδύνατον να τα φαν ταστεί. Σίγουρα κι αυτός θα περιδιαβαίνει τις καταδίκες τ ο υ υπόγειες διαδρομές. Πόσα απ' τα δικά τ ο υ εμφανίζει, πόσα της ανακοι νώνει; Και το πιο δύσκολο: Τι είναι στ' αλήθεια α υ τ ή γ ι ' αυτόν; Πόσο βαραίνει, πόσο μετράει; Πόσες άλλες γυ ναίκες υπάρχουν μέσα τ ο υ ; Πόσες αναδύονται από τα παλιά, πόσες μισοκρυβονται ίσως και από το τ ώ ρ α ; Αν όλα είναι σύγκριση πώς να συγκρίνει άλλες γυναίκες της ζωής τ ο υ μαζί τ η ς ; Που να την κατατάσσει στη βαθύτε ρη αισθηματική τ ο υ αρχειοθέτηση; Γιατί ζει ακόμα κον τά τ η ς ; Από αληθινή ευχαρίστηση κι από ενδιαφέρον ή από παλιά συνήθεια που φοβάται ν' αλλάξει; Σα νίκη ή σαν ή τ τ α αισθάνεται τη συμβίωση τους τ ό σ α χρόνια; Τίποτα απ' όλα α υ τ ά δεν θα μάθει ποτέ. Το ξέρει. Τα ζευγάρια αλληλοπλέκονται σε γ α ϊ τ α ν ά κ ι α από α λήθειες, από ψ έ μ α τ α κι από σιωπές. Παριστάνουν πως τα φανερώνουν όλα ενώ κι οι δύο γνωρίζουν πως αποκρύπτουν πολλά, ίσως και τα σοβαρότερα. Τουλάχι στον για τον εαυτό τ ο υ , ο καθένας, το γνωρίζει πως α ποκρύπτει. Η διαφάνεια μεταξύ τους δεν περνά σ' όλα τ α επίπεδα. «Ποια είναι τα μυστικά τ ο υ ; Αναρωτιέται εκείνη. Ε μένα το μυστικό μου είναι α β ά σ τ α χ τ ο : Δεν έχω μυστι κό...» Το μυστικό είναι η ψυχούλα της ζωής. Μ α γ ι ά που δένει τα υλικά της ρουτίνας. Τα δένει, τα ζυμώνει, τους δίνει σχήμα, τα μεταποιεί. Το μυστικό είναι πυγολαμπίδα στο μαύρο δάσος της μ α τ α ι ό τ η τ α ς , είναι χρυσό κλειδάκι στον βυθό θολής στέρνας. Είναι όνειρο, ελπίδα κι απαντοχή. Συνείδηση άλλων κόσμων πολύτιμων που επιθυμείς να υπερασπι στείς σαν μοναδικός φρουρός τους. Είναι χτυποκάρδι που ζωντανεύει το α ί μ α . Το μυστικό είναι φάρος π ο υ μαγνητίζει την πλώρη
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
73
σου, ανοίγει έξοδο προς την π ρ ο ο π τ ι κ ή . Το μυστικό σε κάνει να νοιάζεσαι γ ι α τον εαυτό σου. «Εμένα το μυστικό μου είναι α β ά σ τ α χ τ ο : Δεν έχω μυ στικό», ξανασκέφτηκε η Ελβίρα. Έγειρε το κεφάλι της και το ακούμπησε στον ώμο τ ο υ . «Πόσο σε ξέρω και πόσο με ξέρεις Αλέκο; Τα χρόνια π ο υ περνούν μου φ ω τ ί ζ ο υ ν ή μου σκοτεινιάζουν το πρόσωπο σ ο υ ; Δεν ξέρω αλήθεια αν τελικά μ' ενδιαφέ ρει ν' ασχοληθώ και πολύ μ' αυτά». Ό χ ι , ποτέ μεταξύ τους δεν άναψε εκείνος ο τρελός έρωτας που σε βάζει να θες απόλυτα να γνωρίσεις τον άλλο. Μια-μια τις τρίχες τ ο υ να μάθεις, κάθε γραμμού λα της παλάμης τ ο υ , κάθε μικρή ρυτίδα στη γωνίτσα τ ο υ γέλιου τ ο υ . Να θες κυρίως να κολυμπήσεις ολόκλη ρη στην πιο μύχια σκέψη τ ο υ και να αισθάνεσαι κάθε σιωπή τ ο υ βαριά προσβλητική. Ό χ ι , δεν τη ζάλισε ο πόθος να κατακτήσει ολοκλη ρωτικά τον Αλέκο και να καταπατήσει κάθε ιδιοκτησία τ ο υ . Τα αισθήματα της γ ι ' αυτόν ήταν αρκετά ψύχραι μα. Μπορούσε εύκολα να τον σέβεται. Κι αν τον έχανε; Δεν ξέρει. Καθόλου δεν ξέρει πώς θα το αντιμετώπιζε. Μπορεί να νιώσει πως χάνεις το έδαφος κάτω απ' τα πόδια της και καταγκρεμίζεται. Μπορεί, πολύ πιθανόν, να της αρέσει που μια πύλη κλείνει πίσω της κι ανοίγει, επιτέλους, μια νέα προς άλλο κεφάλαιο ζωής. Δεν ξέρει. «Αλήθεια, τι ακριβώς είναι η βιόλα ντ' αμόρε;» σκέ φ τ η κ ε πάλι κι έκλεισε τα μάτια της.
Κάστανα με πικρή σοκολάτα — Μέλα, έχω προσέξει π ω ς ο Διονύσης δείχνει τε λείως διαφορετικός στις φωτογραφίες π ο υ έχετε βγάλει στο εξωτερικό α π ' τις φ ω τ ο γ ρ α φ ί ε ς π ο υ έχετε βγάλει εδώ. Το ξέρεις; Στεκόταν μπροστά στη βιβλιοθήκη της φίλης της και κοίταζε τις πολλές φωτογραφίες στα ράφια. Έξω έβρε χε δυνατά. — Πώς διαφορετικός δηλαδή; — Πιο φωτεινός στις μεν, πιο σκιερός στις δε. Πώς να στο π ω ; . . . — Εγώ; — Εσύ γλυκιά μου, είσαι π α ν τ ο ύ , π ά ν τ α , ίδια. Αυτό θα πει ωριμότητα. Δεν εξαρτάσαι α π ό τίποτα τελικά εσυ! — Ούτε κι α π ' τον Διονύση; — Ούτε α π ' τον Διονύση. Εσύ το άλφα και το ωμέγα το έχεις μέσα σου. Η Μέλα γέλασε κι είπε π ω ς πάει να δει το φαΐ στο φούρνο. Για τα π ι ο σοβαρά α π ' τα δικά της απέφευγε να μιλά εύκολα κι όταν η Ελβίρα την πίεζε, συχνά απαν τούσε: «Αυτό χρειάζεται μεγάλη συζήτηση, καλύτερα να τα πούμε μια άλλη φ ο ρ ά π ο υ θα έχουμε ώρα». Η Ελβίρα σταμάτησε μπροστά στους δίσκους. Τράβη ξε έξω τις «Τέσσερις εποχές» και κράτησε να περιεργαστεί το εξώφυλλο. Έδειχνε το πυκνό φύλλωμα δέντρου χώρας
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
75
βορινής. Η φ ω τ ο γ ρ α φ ί α συνδύαζε εκπληκτικά την καθα ρότητα με την αχλή και κατάφερνε να εμφανίζει το ελα φρό φως ήλιου μέσα από σύννεφα και τις σταγόνες μιας βροχής που μόλις τ ώ ρ α , πριν ένα λεπτό, σταμάτησε. — Θα βάλω ν' ακούσουμε τις «Τέσσερις εποχές». Φώναξε στη Μέλα π ο υ ε τ ο ί μ α ζ ε το δείπνο στην κουζί να. — Θ' ακούσουμε και το καλοκαίρι μ' α υ τ ή την καται γ ί δ α ; Έκανε από μέσα. — Η βροχή πάει μ' όλες τις εποχές. Βροχή στο καλο κ α ί ρ ι ! Πες μου δεν σε τρελαίνει εσένα η βροχή μες στο καλοκαίρι; — Έχει πολλά χρόνια να μου συμβεί. — Συνήθως βρέχει κατά τον Αύγουστο. Κάνει νερο π ο ν τ ή , κατακλυσμό, τρέχουν ποτάμια στους δρόμους. Μυρίζουν τα μπαλκόνια, οι γλάστρες, οι τέντες. Τρέχου με και φοράμε άσπρες ζακετούλες κι εκστασιαζόμαστε. Η Μέλα μπήκε με μια πιατέλα μακαρόνια. — Νόμιζα πως είσαι λυπημένη. — Είμαι. — Με τέτοιες εικόνες στο μυαλό σου; Είσαι μια χαρά. — Είναι η μουσική που με κάνει κι ονειρεύομαι. — Μα δεν έβαλες ακόμα μουσική. — Τώρα θα βάλω. Γελάσανε. Κάθισαν στο μικρό, στρογγυλό τραπέζι μπροστά στη μπαλκονόπορτα. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές κι έξω τα φ ώ τ α της Αθήνας τρυπούσαν μ' εκατομμύρια χρυ σές καρφιτσούλες το μαύρο μετάξι της νύχτας. Οι ευαισθησίες τ ο υ Βιβάλντι τύλιξαν το δωμάτιο κρυ στάλλινες δαντέλες κι η Μέλα άναψε τ ρ ί α κεριά στο κη ροπήγιο ανάμεσα τους. — Βιβάλντι, βροχή, κεριά, μακαρόνια κι εσύ Μέλα! Είχα καιρό να νιώσω τόσο καλά. Ύστερα άρχισαν να τρώνε για λίγο χωρίς να μιλούν. Τα μακαρόνια με λιωμένο τ υ ρ ί ήταν υπέροχα και το
76
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
κόκκινο κρασί στα ποτήρια μπρούσκο. — Σου έχω και γλυκό, της είπε π ρ ο ς το τέλος σα να μην κρατιόταν άλλο τέτοιο βαρύ μυστικό. — Με κάστανα; — Με κάστανα! — Και σοκολάτα πικρή; — Και σοκολάτα πικρή! Εκεί π ά ν ω η Ελβίρα, τελείως απρόσμενα, άρχισε να κλαίει. Σήκωσε την άσπρη λινή πετσέτα α π ' τα γόνατα της και την έφερε στο στόμα της. Οι λυγμοί της δεν στα ματούσαν με τίποτα. Τράνταζαν τη σκυφτή της πλάτη, τους ώμους της και τα χέρια της, κολλημένα στα πλευ ρά της, μάταια π ρ ο σ π α θ ο ύ σ α ν να συγκρατήσουν τον χείμαρρο π ο υ την κατέκλυζε. Η Μέλα την κοίταζε με θλίψη και υπομονή. Ήξερε π ω ς τα κλάματα γενικά κάνουν καλό και περίμενε να την ανακουφίσουν λίγο α π ' το μυστήριο φορτίο της. Ύστερα έσκυψε κοντά της και της ακούμπησε α π α λά το γόνατο. — Τι συμβαίνει Ελβίρα; Δεν θες την πικρή σοκολάτα; Εκείνη σκούπισε το π ρ ό σ ω π ο της αναριγώντας κάθε τόσο α π ' τα βαθύτερα υπολείμματα τ ω ν λυγμών της. — Δεν ξέρω... Δεν ξέρω τι συμβαίνει. — Τι θα 'θελες; — Τίποτα δεν θέλω. Τίποτα. — Δεν θέλω ούτε να ζήσω. Είναι φοβερό. Και δεν είναι α π ό πόνο, είναι α π ό πλήξη. Πολύ χειρότερο. Σιχαμένο. Άρχισε πάλι να κλαίει. Πιο ήσυχα αυτή τη φορά, πιο χαμηλά. Σα μια μα κριά νεροσυρμή α π ό μέσα της να κυλάει μαλακά σε δρο μάκι ελαφρά κατηφορικό. — Τίποτα δε μ' ενδιαφέρει πια. Θέλω μόνο να κοι μάμαι. Νομίζω π ω ς η ψυχή μου σβήνει. — Γιατί; Γιατί;
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
77
— Δεν ξέρω γ ι α τ ί . Έτσι έγινε. Σιγά-σιγά έ φ τ α σ α εδώ. Μπορεί να 'ναι νευρική κατάρρευση. Αλλά γ ι α τ ί ; Δεν έ γινε τ ί π ο τ α καινούριο που να με τσακίσει έτσι. Δεν ξέ ρω. Δεν ξέρω. Μήπως γέρασα; — Μη λες βλακείες. — Ό χ ι , όχι. Δεν πάνε με τα χρόνια τα γ ε ρ α τ ι ά . Γερ νάς οποτεδήποτε. Ό τ α ν τ ί π ο τ α δεν περιμένεις, όταν τ ί π ο τ α δεν σ' αρέσει. Κι εγώ τ ί π ο τ α δεν θέλω. — Είσαι σίγουρη; — Σίγουρη Μέλα, τελείως σίγουρη δυστυχώς. — Μήπως πλησιάζει η πανσέληνος, π ά ν τ α ήσουνα ευαίσθητη με τους κύκλους τ ο υ φεγγαριού. — Ό χ ι , όχι. Μήνες τ ώ ρ α έτσι είμαι. — Μήπως περιμένεις περίοδο; — Μα σου είπα, μήνες τ ώ ρ α έτσι είμαι. — Γιατί δεν μου είπες τ ί π ο τ α ; — Γιατί υπολόγιζα πως όπου να 'ναι θα περάσει και δεν ήθελα να σ' ανησυχήσω. — Στον Αλέκο μίλησες; — Ούτε που το σκέφτηκα. — Έχει καμιά σχέση μ' α υ τ ό ; — Καμιά σχέση δεν έχει ο Αλέκος. — Πώς γ ί ν ε τ α ι ; — Ο Αλέκος από πολλά χρόνια δεν έχει σχέση μ' α υ τά που γίνονται μέσα μου. Ω ρ α ί α , είναι εντάξει, είναι ε κεί, όμως πολύ μέσα μου δεν είναι. Μην τον μπερδεύεις τ ώ ρ α . . . μ' α υ τ ό . Ξέρω τι σου λέω. — Τι ακριβώς είναι «αυτό», Ελβίρα; — Δεν ξέρω... Σαν τοίχος ψηλός, χωρίς χρώμα, ξε ρός. Κινείται, με πλησιάζει, πέφτει πάνω μ ο υ , μου φέρ νει βήχα. Δε με νοιάζει. Δεν θέλω να μάθω τι γίνεται πί σω απ' τον τ ο ί χ ο . Νιώθω πως όλα μπροστά μου είναι αυτός ο τοίχος. Τίποτα άλλο. Είμαι κουρασμένη και δεν θέλω να συνεχίσω. Τίποτα να μη συνεχίσω, κυρίως με τον εαυτό μου. Ό , τ ι και να μου υποσχεθούν και το πιο συγκλονιστικό, α δ ι α φ ο ρ ώ . Αισθάνομαι μια ασφυκτική
78
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
απάθεια να με σβήνει. Δεν μπορώ να ζω άλλο έτσι. Δεν θέλω. — Μήπως υπερβάλλεις; — Μακάρι να ήταν έτσι. Το λέω κι εγώ και το ξανα λέω στον εαυτό μου όμως δεν αλλάζει τ ί π ο τ α . Δεν θέλω να ξυπνώ το πρωί. Δεν θέλω να ζω. Τρομαχτικό, ε; — Τι σκέφτεσαι; Τι σκέψεις κάνεις; Μπορείς να θυμη θείς; — Τις περισσότερες ώρες δε σκέφτομαι τ ί π ο τ α . Το μυαλό μου αρνιέται να δουλέψει, α υ τ ό είναι το χειρότε ρο. Ό μ ω ς τον τελευταίο καιρό σαν κάτι να κινείται στην ψυχή μου. Γυρίζω συνέχεια στα παλιά. Νοσταλγώ τα παλιά και πιο πολύ το νησί. Αισθάνομαι σαν εκεί μονά χα να υπήρξα, να έζησα κι από ηλιθιότητα να τα έκοψα όλα στη μέση γ ι α να 'ρθω να σβήσω σιγά-σιγά στην Α θήνα. — Δεν είναι όμως έτσι. — Εγώ έτσι αισθάνομαι... Και πιο πολύ θυμάμαι τον Παύλο... — Εκείνον το δικηγόρο; — Ναι, τον πρώτο μου έρωτα. Τον μόνο μου έρωτα. Δεν είναι τρελό; Δεν είμαι τρελή; — Όχι. — Είσαι πολύ καλή, θες να με παρηγορήσεις. Δεν ξέ ρεις κι εσύ τι λες. Εγώ νιώθω ντροπή. Σ κ έ ψ ο υ ! Μετά από είκοσι χρόνια! Έπιασε το μέτωπο της που έκαιγε. — Ντροπή! Κάνω σα μωρό. Μετά από είκοσι χρόνια τον θυμήθηκα. Και ξέρεις κάτι Μέλα; Κάθεσαι καλά; Εί μαι ξανά ερωτευμένη μαζί τ ο υ . Η Μέλα χαμογέλασε. — Γιατί χαμογελάς; Μη μου πεις πως δεν χαμογελάς, σε είδα. — Να λοιπόν π ο υ δεν έσβησες από απάθεια. — Μ' α υ τ ό είναι παρανοϊκό. Ούτε τον είδα ούτε ά κουσα τ ί π ο τ α γ ι ' αυτόν. Εδώ και είκοσι χρόνια δεν τον
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
79
είδα. Και τώρα, ξαφνικά, μέσα σ' όλη τη νέκρα π ο υ με πνίγει σαν άγονη άμμος! Άμμος π α ν τ ο ύ , στα ρουθού νια, στο στόμα, στα μάτια. Μέσα σ' όλη αυτή τη νέκρα, έβαλα μπρος να τον νοσταλγώ. Τον ονειρεύτηκα μια νύχτα και τον ερωτεύτηκα π ά λι... Και να με σκότωναν δεν θα τα ομολογούσα αυτά τα παλαβά ποτέ, σε κανέναν. Είναι π ο υ είσαι εσύ... ευτυ χ ώ ς είσαι εσύ. — Εγώ είμαι εγώ. Ποιος άλλος θες να 'μουνα; Προσ πάθησε ν' αστειευτεί λιγάκι. Η Ελβίρα ανακάθισε στην καρέκλα κι ύστερα έσκυψε συνωμοτικά μπροστά της στρίβοντας την άκρη του τραπεζομάντηλου με τον αντίχειρα και με το δείχτη. Τα μάγουλα της ήταν αναμμένα. Τα μάτια της άνοιξαν και φλογίστηκαν ξαφνικά. — Να σου μιλήσω Μέλα; — Τι κάνεις τ ώ ρ α τόση ώ ρ α ; — Ναι, λέω μ π ο ρ ώ να στα πω όλα χωρίς να ντρέπο μαι; Πες π ω ς είμαι άρρωστη, πες μου π ω ς αύριο θα τα ξεχάσεις. Η Μέλα γέλασε καλόκαρδα. Βλέποντας την να ζωντα νεύει απότομα ανακουφίστηκε κι ήθελε να την τονώσει και να την ενισχύσει να ξαναβρεί τη χαμένη της όρεξη. — Μέλα τον ονειρεύτηκα! Τον ίδιο! Ολοζώντανο. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο κοστούμι, λίγο παλιωμένο κι ήταν αχτένιστος. Είχε μόλις λέει βγει α π ό μια υπόγεια αποθήκη, ό π ο υ για ώρες σκάλιζε να βρει κάποια πράγ ματα. Είχε ακουμπήσει σ' ένα δέντρο κι είχε τα χέρια του στις τσέπες. Απ' το δρόμο, δίπλα, δεν περνούσε κανείς. Ερημιά. Μόνο για μια στιγμή φάνηκε ένα αμαξάκι με άλογο, ό π ω ς αυτά π ο υ υπήρχαν τότε στο νησί. Δεν το έβλεπα αλλά άκουγα τα πέταλα του αλόγου στην άσφαλτο και ήξερα τι ακριβώς ήταν. Εκείνος είχε τα χέρια του στις τσέπες τ ο υ σακακιού του και με κοίταζε σα να έκανε με δυσκολία υπομονή.
80
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Με κοίταζε επίμονα λες και περίμενε κάτι από μένα, από καιρό κι εγώ δεν το έκανα. Έδειχνε σχεδόν θυμω μένος. Ή τ α ν βραδάκι, δε φυσούσε καθόλου, δεν κου νιόταν φύλλο. Σα να ήταν από π ά ν τ α η ίδια ώ ρ α και να μην προχωρούσε. Ή τ α ν θυμωμένος. Τότε εγώ χάρηκα π ά ρ α πολύ π ο υ ήταν θυμωμένος. Για σ κ έ ψ ο υ ! Για να είναι θυμωμένος περιμένει από μένα! Με θέλει, τον εν διαφέρω! Ξύπνησα και το ένιωσα, το παραδέχτηκα πως τον α γ α π ώ . Μονάχα αυτόν αγάπησα. Τόσο τον α γάπησα που φ ο β ή θ η κ α . Τα ίδια μου τα αισθήματα στραγγάλισαν την καρδιά μου. Έ φ υ γ α από δειλία να ζήσω μαζί τ ο υ και ν' αντέξω τον έρωτα. Πετάχτηκε πάνω. Η πετσέτα της έπεσε στο π ά τ ω μ α . Το κηροπήγιο κουνήθηκε κι ένα απ' τα κεριά έσβησε. — Είμαι ηλίθια. Ή μ ο υ ν ηλίθια. Για να μην υποφέρω κοντά τ ο υ έ φ υ γ α μακριά τ ο υ και κ ρ ύ φ τ η κ α α π ' τη ζ ω ή . Δειλή, δειλή, δειλή κι ανάξια. Ό , τ ι αξίζει πονάει. Ό,τι δεν αξίζει είναι εύκολο. Είχα π ά ν τ α ροπή για τα εύκολα και να π ο ύ οδηγήθη κα τ ώ ρ α : Να ψ ο φ ά ω αργά και σταθερά στη μέση της ζωής μου. Σε λίγο θα μυρίζω πτωμαΐνη. Ο τοίχος π ο υ αισθά νομαι είναι η τ α φ ό π λ α κ α . Ή ρ θ ε η ώρα να με πλακώσει. Εγώ η ίδια πήγα και χώθηκα σε βουνά σκόνες και να τ ώ ρ α . . . Ευτυχώς π ο υ κοιμόμαστε... Ευτυχώς π ο υ υ πάρχουν τα όνειρα... Εκεί η βλακεία μας δεν τα κατα φέρνει, εκεί τα ψ έ μ α τ α μας παραλύουνε. Ή ρ θ ε και στάθηκε στον ύπνο μου, ακουμπισμένος σ' εκείνο το δέντρο και με κοίταζε. Μ ο υ τα θύμισε όλα α υ τά που έπρεπε να θυμάμαι. Να δεις πώς με κοίταζε! Πώς με περίμενε... Έπιασε πάλι με τις δυο παλάμες της το πρόσωπο της και ξέσπασε σε λυγμούς. Ό μ ω ς ήταν ένα κλάμα αλ λιώτικο τ ώ ρ α . Πιο δυνατό, πιο υγιές. Λυτρωτικό. — Τον α γ α π ώ π ά ν τ α Μέλα. Είκοσι χρόνια παλεύω να
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
81
τον αρνηθώ. Τον α γ α π ώ . Ακουγόταν μέσα απ' τ' αναφυλλητά της. Είμαι τρελή, το ξέρω! Η Μέλα σηκώθηκε κι έψαξε τα τσιγάρα της στο ράφι τ ο υ τ ζ α κ ι ο ύ . Κάπνιζε σπάνια. Έβαλε ένα τσιγάρο στα χείλη της και το άναψε απ' τα αναμμένα κεριά. Η Ελβίρα την παρακολουθούσε με φοβισμένα μάτια όπου και να πήγαινε. — Μη φεύγεις. — Δεν π ά ω πουθενά. Είμαι κοντά σου. Ή ρ θ ε κι έκατσε δίπλα της. — Είμαι άρρωστη. — Δεν είσαι ά ρ ρ ω σ τ η , χρειάζεσαι να ερωτευτείς... Φυσικό ήτανε. Η δουλειά κι η τέχνη είναι ερωτικές, όμως για πόσο αρκούν; Τίποτα δεν μοιάζει σαν τον έρωτα α νάμεσα στον άντρα και τη γ υ ν α ί κ α . Τίποτα. Θύμωσε. Την άρπαξε απ' το χέρι. — Δεν «χρειάζεται να ερωτευτώ». Μη μου το λες έτσι σα φ ά ρ μ α κ ο . Γενικό και αόριστο. Τι θα πει «φυσικό ήτα νε». Δεν «χρειάζεται να ερωτευτώ». Είμαι ερωτευμένη κι ήμουνα πάντοτε ερωτευμένη. Μ' εκείνον, με τον συγκε κριμένο. Μόνο μ' αυτόν. Κατάλαβες; Τ ί π ο τ α απρόσω πο. Είναι που είναι αυτός. Κατάλαβες; — Κατάλαβα καλή μου. Ησύχασε. Θα τα καταλάβου με σιγά-σιγά όλα. Μ α ζ ί . — Μέλα τι θα κάνω; — Αύριο καλή μου, αύριο. Θα τα καταλάβουμε όλα, μαζί. Της είπε πως δεν την αφήνει να φύγει απόψε, πως θα την κοιμήσει κοντά της, πως αύριο που θα ξυπνήσει πιο ψύχραιμη θα τα ξαναπούν απ' την α ρ χ ή . — Αποκλείεται να περιμένω ως αύριο. — Ελβίρα! Για τ' όνομα τ ο υ Θεού, λογικέψου. — Ό χ ι , όχι, δεν θα λογικευτώ, φώναξε εκείνη. Τη μι σώ τη λογική, τη μισώ. Η λογική με σκότωσε, η λογική με στράγγισε και τ ώ ρ α ν α , βλέπεις το ξετρελαμένο φάν τασμά μου.
82
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ό μ ω ς η Μέλα έχει π ά ν τ α τον τρόπο της. Την κατά φερε να σηκωθεί, να πλυθεί, να γδυθεί, να πέσει στο κρεβάτι. Την κατάφερε συμφωνώντας γλυκά μαζί της. Λέγον τ α ς της συνέχεια ανάμεσα στ' άλλα: - Αύριο, αύριο... Μ α ζ ί θα τα καταλάβουμε όλα.
Το παρελθόν δεν τελειώνει λοιπόν Το χ α ρ τ ά κ ι με τη διεύθυνση της αδελφής τ ο υ Ρουμά νου ταχυδακτυλουργού, το βρήκε στο βυθό της τσάν τ α ς της μετά από εβδομάδες. Ανάμεσα σε εισιτήρια, αποδείξεις, σημειώματα, άλλα κατανοητά κι άλλα α κ α τ α ν ό η τ α με την απόκρυψη συμ βολική γ ρ α φ ή που γράφουμε τα βιαστικά σημειώματα για τον εαυτό μας. Ανάμεσα σε κέρματα πεσμένα απ' το πορτοφόλι της τρομερής τσάντας της. «Θα 'θελα να γ ρ ά ψ ω κάποτε μια διατριβή για τις γυ ναικείες τσάντες», της είχε πει κάποτε ο Σταύρος. «Μα το έχεις σκεφτεί ποτέ; Οι άντρες άραγε τι κάνουν όλα α υ τ ά τα αντικείμενα που κουβαλάει μια γ υ ν α ί κ α στην τσάντα τ η ς ; Πού τα βάζουν αυτοί;» Ακούμπησε την άσπρη κάρτα πάνω στο φλιτζάνι τ ο υ καφέ στο εργαστήριο της και την κοίταζε. Ή τ α ν γραμμένη με το χέρι, με γ ρ ά μ μ α τ α λοξά, καλλιγραφικά. Με γυριστές ουρίτσες από μελάνι μπλε. Ό τ α ν πήγαινε στο δημοτικό σχολείο στο νησί, τους έ καναν καλλιγραψία μια ψορά την εβδομάδα. Σε μεγάλες κόλλες με τετραγωνάκια, μάθαιναν να ζωγραφίζουν τα κεφαλαία γράμματα. Χρησιμοποιούσαν πένα και μπλε με λάνι σαν αυτό της άσπρης κάρτας που κοιτά. Δεν υπάρχει πια μπλε μελάνι; Στυπόχαρτο; Εκείνα τα κοκάλινα σψαιρικά μελανοδοχεία που και να γερνάνε δεν χυνότανε έξω το υγρό; Τι γίνανε όλα α υ τ ά τα μικρό-
84
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
π ρ ά γ μ α τ α τα τόσο σπουδαία, τα σχεδόν επίφοβα κ α τ ά τις μέρες τ ο υ δημοτικού σχολείου; Κοιτά τα λοξά γ ρ ά μ μ α τ α και κατρακυλά στης νο σταλγίας της τους απαλούς αμμόλοφους. Δεν θέλει να σταματήσει. Το τηλέφωνο χτυπάει δίπλα της. Το σηκώνει. Το «ναι» της, βγαίνει σαν από βαθύ ύπνο. Είναι ο Αλέκος που της λέει πως το βράδυ θ' αργήσει να επιστρέψει. Του λέει μηχανικά «κρίμα» ενώ χαίρεται γ ι ' α υ τ ό . Προτι μά να είναι μόνη. Το μόνο που της κάνει καλό τελευταία είναι να κάθεται μονάχη κι απερίσπαστη να προχωρά τους ηδονικούς περίπατους στο παρελθόν της. Το παρελθόν δεν τελειώνει λοιπόν. Παραφυλάει στις γωνιές της ψυχής για καιρούς. Κρύβεται σε βαθιά συρ τ ά ρ ι α τ ο υ νου και ζει. Το παρελθόν είναι π ά ν τ α παρόν κι ας μην το καταλαβαίνουμε. Το στέρεο π ά τ ω μ α που περπατρύσε έγινε τώρα γυάλινο. Σκύβει και κοιτά μέσα στα υπόγεια των περα σμένων, μαγνητισμένη από γ ο η τ ε ί α μυστήρια. Σε λίγο το γυάλινο π ά τ ω μ α θα μαλακώσει. Θα γίνει σιρόπι παχύρρευστο κι ύστερα υγρό, υδάτινο, επιφάνεια θερμής λίμνης κι αυτή θα πέσει και θα βυθιστεί στους ωραίου, υγρούς κήπους της περασμένης της ζωής χωρίς κανένα ε πίπεδο να της διαχωρίζει το τότε απ' το τ ώ ρ α . Έτσι γίνεται με τους γέρους; Έτσι υποχωρεί ο χρό νος τους κι εκείνοι οπισθοδρομούν προς το παρελθόν τους αρνούμενοι να βηματίσουν μπρος; Θ υ μ ά τ α ι τη γ ι α γ ι ά της, π ο υ ένα χρόνο πριν το θάνα το της, τύλιξε το μυαλό της μια πυκνή αμνησία γ ι α τα τωρινά ενώ, συγχρόνως, άνοιξαν π α ρ ά θ υ ρ α στη μνήμη της γ ι α ό,τι ερχόταν απ' την παιδική της ηλικία. Δεν α ναγνώριζε ούτε τα εγγόνια της, ενώ θυμόταν απίθανες λεπτομέρειες γ ι α τις συμμαθήτριες της τ ο υ σχολαρχείο υ , γ ι α τον αριθμό είκοσι ένα π ο υ είχε στον κατάλογο της καθηγήτριας και στους κλήρους π ο υ τραβούσαν γ ι α το ποια θα πει το μάθημα.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
85
Θυμόταν με αηδία το χτυπητό αυγό με ζάχαρη που την τάιζε η μητέρα της κάθε πρωί για να δυναμώσει και που το έλεγαν «ντεκότο». Δεν θυμόταν καθόλου τι είχε φάει ή αν είχε φάει κάτι μια ώρα πριν, κι όμως μπροστά της ερχόταν σε φλιτζάνι εκείνο το ντεκότο απ' τις αρχές τ ο υ αιώνα, σα μινιατούρα πορσελάνινου διαστημόπλοι ου και την ανατρίχιαζε. Είναι π ο υ εξασθενεί το μνημονικό με τα χρόνια ή π ο υ με την κρυφή σ ο φ ί α της ωριμότητας, αρνιέσαι πια να ξοδεύεσαι στ' ασήμαντα και στ' α δ ι ά φ ο ρ α ; Μήπως γί νεται μια εσώτατη επιλογή αυτών που έξω απ' το χρόνο είναι τα ουσιαστικά για την καρδιά σ ο υ ; Καλύτερα που δεν θα 'ρθει ο Αλέκος νωρίς απόψε. Θα κατεβάσει το τηλέφωνο, θα σχεδιάσει ένα νυχτικό γ ι α τη Λαίδη Μάκβεθ, θ' ακούσει μουσική, θα μπαινο βγαίνει στο νυχτωμένο άδειο σπίτι και θα σκέφτεται, θα νιώθει. Εκείνα που θέλει θα νιώθει χωρίς να την διακό πτει κανείς. Ευτυχώς που ο άντρας της είναι ο Αλέκος. Δεν την πιέζει σχεδόν σε τ ί π ο τ α , δεν της ζ η τ ά σχεδόν τ ί π ο τ α . Την αφήνει ελεύθερα να κινείται στη μοναξιά της που, ί σως, τ ο ύ τ ο ακριβώς το «σχεδόν τίποτα» τ ο υ Αλέκου να καλλιεργεί περισσότερο. Είναι έτσι ή όλοι οι γάμοι με τον καιρό γίνονται έτσι; Φταίει ο χαρακτήρας τ ο υ Αλέκου π ο υ τη νεκρώνει και την ερημώνει ή φταίει η κατάσταση γ ά μ ο υ γενικά; Δεν ξέρει. Αν έγραφε ημερολόγιο τ ώ ρ α σίγουρα οι προτάσεις της, οι πιο πολλές, θα είχαν ερωτηματικό στο τέλος αντί για τελεία. Τα ερωτηματικά της πληθαίνουν, αλληλοπλέκονται, γίνονται μεταλλικά ελάσματα, συρμάτινα σχέδια φ ι διών, μαιάνδρων, αριθμών. Εισχωρούν το ένα στο άλλο και σχηματίζουν κολιέ, βραχιόλια, μπρελόκ. Κρέμονται από πάνω της σαν κοσμήματα και σαν αλυσίδες συγ χρόνως. Τι μουσική να βάλει απόψε;
86
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Πάει στη δισκοθήκη και ψάχνει στους δίσκους της τ ζ α ζ . Αισθάνεται πως ο ακατέργαστος παρορμητισμός τους τής σέκοντάρει καλύτερα την αποψινή ακατέργα στη μελαγχολία. Ξανακάθεται στο σχεδιαστήριο και πιάνει τη λευκή κάρτα μ ε τ ά καλλιγραψικά: «Μαντάμ Ντόινα». Αύριο θα πάει να τη βρει. Έχει ανάγκη να Βυθιστεί στα μυστήρια, στα παράξενα, στα μαγικά. Αυτό που λ α χ τ α ρ ά , μόνο στο θολό κόσμο των φαντασμάτων πι στεύει πως μπορεί να βρει κατανόηση. Πιστεύει πως κα νείς γιατρός δεν είναι σε θέση να της δώσει α υ τ ό που υ πόσχονται οι μάγοι κι οι τσαρλατάνοι. Η δικιά της α σθένεια δεν είναι στο σώμα των χειρουργείων, δεν είναι στην ψυχή των ψυχαναλυτών, είναι σε κόσμους πέρα απ' α υ τ ά που οι γνώσεις τους φτάνουν. Γέρνει στην πα ρασκιά η δικιά της ασθένεια, από υπεριώδεις φ ω τ ί ζ ε τ α ι και με υπερήχους αναστενάζει. Αύριο θα πάει να βρει α υ τ ή τη χειρομάντισσα.
Κοντά στα μεσάνυχτα μπήκε στο μπάνιο. Ά ν ο ι ξ ε τη βρύση τ ο υ νιπτήρα κι έβαλε κάτω απ' το νερό τα χέρια της. Τα γύρισε με τις παλάμες προς τα πάνω και κοίταζε το νερό να γεμίζει τις χούφτες της και να κυλάει στη λευκή πορσελάνη ανάμεσα απ' τα δάχτυ λα. Φρέσκο, φλέβα, φλογέρα, φ λ ό γ α , Φοίβη. Σηκώνει το κεφάλι και κοιτά τα μάτια της στον καθρέφτη. Το πρό σωπο της κουρασμένο, με τραβηγμένα χαρακτηριστικά και τραβηγμένα μαλλιά, την παρατηρεί ανάμεσα από μπουκαλάκια κολόνιας, σαμπουάν και βαζάκια κρέμας. — Αχ Φοίβη, μ' άφησες κι ο ρ φ ά ν ε ψ α , ψιθυρίζει σαν πληγωμένο παιδί που το παράτησαν στους πέντε δρό μους. Υπάρχουν πληγές που πονούν ηδονικά κι όσο κι αν παραπονιόμαστε βρίσκουμε και μια γλύκα να τις σκαλίζουμε π ο ύ και π ο ύ , να τις αναφέρουμε, να τις πε-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
87
ριγράφουμε. Υπάρχουν όμως κάποιες που πονούν ανυ π ό φ ο ρ α , καμιά ηδονή, μόνο οδύνη δίνουν. Τις κρύβου με, τις προστατεύουμε στα βουβά για να προστατευ τούμε κι εμείς από εκείνες. Η απομάκρυνση της Φοίβης ήταν απ' αυτές, τις δεύτερες. Ό μ ω ς απόψε δεν την πρόλαβε. Η απουσία της κόρης της μέσα στο άδειο σπίτι με τη μουσική και τις σκιές που πλέκουνε οι ελλείψεις μαζί με τους πό θους, γέμισε τον αέρα, σαρκώθηκε κι ήρθε και την αγ κάλιασε από πίσω. Εδώ στο νιπτήρα με το τρεχούμενο νερό, μπροστά στον καθρέφτη. - Αχ Φοίβη, αν σε είχα μαζί μου δεν θα ήμουνα έτσι, βόγκηξε σχεδόν. Τα παιδιά γεννιούνται από παιδιά. Τα δεύτερα μεγα λώνουν επειδή γεννιούνται τα πρώτα. Τίποτα δεν σε με γαλώνει τόσο όσο να γεννήσεις παιδί. Με κλάματα, με κωλικούς, πυρετούς από εμβόλια και νεύρα από δοντ ά κ ι α , σ' αναγκάζει να ξεχάσεις τα δικά σου παιχνίδια και να σοβαρευτείς. Σ' εκβιάζει με τους κινδύνους τ ο υ α νάμεσα ζωής και θ α ν ά τ ο υ , απαιτεί κάθε σου σκέψη ρουφώντας την παλιά ξεγνοιασιά σου όπως το γάλα από πληγιασμένες θηλές. Περηφάνια κι ευτυχία εξαγο ρασμένες με εικοσιτετράωρες αγωνίες και κούραση. Αυ τό μεγαλώνει κι εσύ γερνάς. Και κάποια μέρα, εντελώς απρόσμενα κι ας λες πως το περίμενες, εντελώς απίστευτα κι ας λες πως το πί στευες, φεύγει. Φεύγει και σ' αφήνει. Τώρα εσύ είσαι το παιδί και το παιδί σου ό γονιός σου, εσύ η αδύναμη κι αυτό ο δυνα τός. Χρειάζεσαι να σε προστατεύσει. Κανείς δεν παρα δέχεται αυτές τις μεταμορφώσεις και χανόμαστε σε πα ρεξηγήσεις. Είσαι πάλι παιδί, μόνο, παρατημένο, γεμάτο παρά πονα προς το παιδί σου . Παιδί μαραμένο, αδέξιο κι ε τοιμόρροπο. Πιάνει ένα βαζάκι, το ανοίγει κι αρχίζει να απλώνει
88
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
κρέμα στο πρόσωπο της και στο λαιμό. Παραδομένη στα αισθήματα της δεν ξέρει πόση κρέμα βάζει πάνω της. Ό τ α ν το διαπιστώνει βρίσκει πως έγινε σα θλιβε ρός κλόουν. Την πιάνουν γέλια π ο υ της βγαίνουν κλάματα, α κουμπά το μέτωπο της στον καθρέφτη και λύνεται. - Αχ Φοίβη, εσύ πώς μπορείς και τα βγάζεις πέρα μακριά μ ο υ ; φωνάζει και το ξέρει πόσο παλαβό, πόσο εγωιστικό είναι α υ τ ό που λέει. Δεν τη νοιάζει, δε θα λογοκρίνει άλλο την καρδιά της, δε θα κάνει απόψε αυτοκριτική για τον αδύνατο, εγωι στικό χ α ρ α κ τ ή ρ α της. Αφήνει ελεύθερη την πλημμύρα όσων αισθάνεται μήπως και γλιτώσει απ' την α φ ό ρ η τ η ξηρασία π ο υ της καίει το στόμα. Κλαίει και παραπονιέται στη Φοίβη, στον Αλέκο, στο Θεό, στη μοίρα. Θέλει να τα βάλει με όλους και να τους τα πει ένα χεράκι. Βαρέθηκε την εγκράτεια και τους πολιτισμένους τρόπρυς. Βαρέθηκε τις φιλοσοφίες που σε διδάσκουν να μην εξαρτασαι από κανένα. Γίνεται ν' α γαπάς χωρίς να εξαρτάσαι; Γίνεται ν' αγαπάς χωρίς να τρέμεις να μη χάσεις; Γίνεται ν' αγαπάς χωρίς να λαχτα ράς να σ' αγαπάει κι ο άλλος; Ό χ ι , όχι, είναι κερί το κορμί, η καρδιά, τα σπλάχνα. Κερί π ο υ σφίγγει στο κρύο και που λυώνει και κυλάει σα μέλι στη θαλπωρή. — Είμαι κερένια, είμαι κερένια. Απλώνει την κρέμα στο κλαμένο της πρόσωπο. Δά κρυα και κρέμα ανακατεύονται. Τα δάκρυα έχουν άλα τ α , κάνουν κακό στο δέρμα. Πρέπει να πλυθεί. Ρίχνει και νερό κι όλα ανακατεύονται χειρότερα. Παίρνει μια πετσέτα και τ ρ ί β ε τ α ι . Ακούγεται απ' τα ηχεία ένα αρ γόσυρτο σαξόφωνο. Δεν ξέρει αν α υ τ ή η μουσική θρηνεί ή αν ειρωνεύεται.
Βιόλα ντ' αμόρε Το σπίτι της Ρουμάνας μάντισσας βρισκόταν κάπου στο Περιστέρι. Τηλεφώνησε στη Μέλα πριν ξεκινήσει και τη ρώτησε αν θέλει να 'ρθει κι αυτή. Ό μ ω ς η Μέλα την αποπήρε, ήταν, άλλωστε, πνιγμένη στη δουλειά. Το απόγευμα ήταν ηλιόλουστο και παγωμένο. Ο λαμπρός ήλιος ανακατεμένος με τσουχτερό βοριά είναι κάτι π ο υ καθόλου δεν της αρέσει. Νομίζει, π ω ς το κρύο είναι σκληρότερο με καθαρό ουρανό, ενώ η συννεφιά μοιάζει με καλοσυνάτη προφύλαξη α π ό απόμακρο πουπουλένιο π ά π λ ω μ α π ο υ , κι αν δεν καταφέρνει πολ λά, παρηγορεί λιγάκι σαν γλυκιά μικρή φιλανθρωπία. Έφτασε στο Περιστέρι α π ' το ποτάμι κι α φ ο ύ ταλαι πωρήθηκε μέσα στη μεγάλη κυκλοφορία. Έπεσε στην ώ ρ α π ο υ οι βιομηχανίες κι οι βιοτεχνίες σχολούν, τ' αυ τοκίνητα πολλαπλασιάζονται και μια διάχυτη νευρικό τητα α π ό κούραση ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα. Πέρασε τη γέφυρα και μπήκε μέσα στην πυκνοκατοι κημένη συνοικία. Η διεύθυνση που έψαχνε βρισκόταν σ' ένα δρομάκι π ο υ στρίβοντας απ' την κεντρική, φαρδιά λεωφόρο σ' έβγαζε στην ξαφνική σιγαλιά μιας εποχής καθηλωμένης σε περασμένους καιρούς. Χαμηλά φ τ ω χ ά σπίτια, στενές αυλές, απέναντι δυο κορίτσια π ο υ έπαι ζαν κάτι σχεδιάζοντας με κιμωλία γραμμές στο πεζο δρόμιο. Το σπίτι ήταν μονόροφο, ισόγειο. Ανέβηκε τέσσερα
90
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σκαλιά εξωτερικά και χτύπησε την ξύλινη γ κ ρ ί ζ α πόρ τ α . Η π ό ρ τ α άνοιξε χωρίς κανένα από πίσω. Κάποιος α π ' το βάθος τ ο υ χωλ τράβηξε ένα σχοινί π ο υ κρατάει τον σύρτη. Απ' το δυνατό φ ω ς έξω, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, ξαφνικά, τα μάτια της τυφλώθηκαν για λίγα δευτερόλε π τ α . Σύντομα, άρχισε να ξεχωρίζει τον μαύρο όγκο ενός παλιού μπουφέ, τις φτηνές βελουδένιες πολυθρόνες, το στρογγυλό τραπεζάκι στη μέση γεμάτο λ α ϊ κ ά περιοδικά και τα πολλά κάδρα στους τοίχους. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε. Ο χώρος, λίγο-λίγο, άρχισε ν' αναδύεται φωτεινότε ρος απ' το θολό τ ζ α μ ά κ ι της εξώπορτας κι α π ' το πα ράθυρο τ ο υ διπλανού δ ω μ α τ ί ο υ . Σήκωσε τα μάτια της στα κάδρα στους τ ο ί χ ο υ ς : Ο Χριστός Εσταυρωμένος τ ο υ Σαλβαντόρ Νταλί σε ξεθαμμένη ρεπροντιξιόν, ένα δίπλωμα π α ρ α ψ υ χ ο λ ο γ ί α ς στα γαλλικά προς τη Μαν τ ά μ Ντόινα, η φ ω τ ο γ ρ α φ ί α ενός γκουρού σε τρίγωνο, στη στάση τ ο υ λ ω τ ο ύ και με κλειστά μ ά τ ι α , μια λιθογρα φ ί α τ ο υ Μωυσή με τ' άσπρα μαλλιά και τα γένια να τα φ υ σ ά δυνατός άνεμος κι α υ τ ό ς να σφίγγει στο στήθος τ ο υ τις δυο πλάκες με το δεκάλογο, ο Ά γ ι ο ς Νικόλαος, μια π ε ν τ ά λ φ α , μια καθολική εικόνα με την α ι μ ο ρ ρ α γ ο ύ σ α καρδιά τ ο υ Ιησού. Πάνω στον μπουφέ δυο τ ο υ ριστικά μ π ρ ο ύ τ ζ ι ν α γ λ υ π τ ά α π ' την Α ί γ υ π τ ο : Η π υ ραμίδα και το κεφάλι της Ν ε φ ε ρ τ ί τ η ς με τον κύκνειο λαιμό. Η διακόσμηση καμωμένη από τόσα κακόγουστα αν τικείμενα έμοιαζε να προσπαθεί να πιστοποιήσει το πανθεϊστικό πιστεύω της οικοδέσποινας. Θεότητες απ' όλη τη γη κι από πολλές θρησκείες ένωναν εδώ μέσα τις φοβερές δυνάμεις τους προκειμένου να φωτίσουν τη διόραση της μάντισσας και να φωτίσει κι α υ τ ή , με τη σει ρά της, τα σκοτάδια της ψυχής των πελατών της. Η όλη κατάσταση της φάνηκε ξαφνικά ανυπόφορα κιτς όπως κιτς της φάνηκε κι ο εαυτός της καθισμένος
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
91
στο μισοσκόταδο να παίρνει μέρος σε τ ο ύ τ η τη συσσωρευμένη αφέλεια. Σκέψου ν' ανοίξει η πόρτα και να τη βρει εδώ κάποιος που να τη γνωρίζει! Αισθάνθηκε επιτακτική την ανάγκη να σηκωθεί και να φύγει όχι από φόβο μπροστά στην α ποκάλυψη του μέλλοντός της, αλλά από ντροπή για την ανοησία της. Ο γύρω διάκοσμος της υπογράμμιζε την α νοησία κι έψαχνε τρόπο να το βάλει στα πόδια. Δεν πρόλαβε να μετακινηθεί και σα να γνώριζε, από μακριά πείρα, τη μέση ψυχολογία των επισκεπτών της και να την προλάβαινε, η Μ α ν τ ά μ Ντόινα εμφανίστηκε στο χωλ την πιο κατάλληλη στιγμή. Ακούστηκε π ρ ώ τ α ένα φ ο υ ρ φ ο ύ ρ ι σ μ α σαν τρίξιμο από τ α φ τ ά είτε από μεταξωτό χ α ρ τ ί , ύστερα το χτύπη μα ψηλού τακουνιού στο πάτωμα, μετά απλώθηκε ένα άρωμα ανεπαίσθητο αλλά καταλυτικό. Ό λ η η χοντροκοπιά τ ο υ χωλ καταξιώθηκε απ' α υ τ ό το κύμα αρώμα τος και περιτυλίχθηκε με μια αχλή που καλλωπίζει ό πως η π α τ ί ν α τ ο υ χρόνου τα χρώματα ενός πίνακα. Φορούσε μαύρα, ήταν ψηλή, ήταν κομψά βαριά, σαν τη βαρύτητα μιας προσωπικότητας που εμπνέει εμ πιστοσύνη. Δεν είχε ηλικία γιατί όλες οι ηλικίες ήταν πα ρούσες στο βλέμμα της και τα λευκά της χέρια κατάφερ ναν το σπάνιο κατόρθωμα να συνοδεύουν όσα έλεγε, α κόμα κι όσα απέπνεε, χωρίς ν' αποσυνδέονται ούτε λε πτό. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν χαμηλά στον αυχένα δε μένα σε σφιχτό κότσο σπανιόλας και τα κόκκινα χείλη της, πάνω στο ολόλευκο δέρμα, έφερναν στο νου πιο πολύ τριαντάφυλλο π α ρ ά βαμμένα χείλη. — Ελάτε, είπε το τριαντάφυλλο και περισσότερο έκα νε το χιονάτο χέρι προς την Ελβίρα. Απ' τη στιγμή ετούτη η Ελβίρα μαγεύτηκε. Προχώρησαν στο στενό διάδρομο απ' όπου είχε φ α νεί και μπήκαν σ' ένα δωμάτιο με κατεβασμένα τα παν τ ζ ο ύ ρ ι α και τις χοντρές κουρτίνες.
92
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
— Καθίστε, είπε και πιο πολύ έκανε το θεσπέσιο χέρι. Κάθισε. Τούτο το δωμάτιο ήταν αντίθετο απ' το βαρυφορ τωμένο χωλ. Ά δ ε ι ο σαν μοναστηριού. Οι τοίχοι τ ο υ ά σπροι και γυμνοί εξόν από ένα σταυρό, σκέτο σταυρό, χωρίς σώμα πάνω τ ο υ . Το γ ρ α φ ε ί ο μπροστά στο οποίο κάθισε ήταν από παλιό ξύλο. Υπήρχαν λίγα βιβλία δεξιά και μια σ φ α ί ρ α από οπαλίνα στη μέση. Η καρέκλα που κάθισε η Ρου μάνα κυρία ήταν πρόστυχα μεταλλική, όμοια με τις κα ρέκλες των υπόγειων αρχειοφυλακείων δημόσιας υπη ρεσίας. Τίποτα όμως δεν μείωνε τη γ ο η τ ε ί α που η κυρία περιέχυνε. Είχε παρουσία. Τόση παρουσία που δεν είχε ανάγκη τ ί π ο τ α . Ούτε έπιπλα, ούτε λόγια. Ά ν α ψ ε ένα μικρό αμπαζούρ με χαμηλωμένο το καπέλλο πλάι στη σφαίρα. Το φως που έριξε εντοπίσθηκε μο νάχα στη σφαίρα και παντού αλλού έριξε μόνο σκιές. Το πρόσωπο της Μ α ν τ ά μ Ντόινα γέμισε σκιές. Γύρω απ' τα χείλη, πλάι στα ζ υ γ ω μ α τ ι κ ά , κάτω απ' τα μάτια. Τα έντονα βαμμένα ματοτσίνορα βάρυναν σαν κρέπια πένθους. Την κοίταξε κ α τ ά μ α τ α , για απροσδιόριστη ώρα κι η Ελβίρα αισθάνθηκε μια κρύα ανατριχίλα π ρ ώ τ α στη ράχη και μετά μια θέρμη, σαν ελαφρό μούδιασμα, στον αυχένα, λίγο δεξιά. Άπλωσε το χέρι της και ζήτησε το δικό της χέρι. Το κράτησε απαλά. Πρώτα το περιεργάσθηκε από πάνω, στα ελαφρά λυγισμένα δάχτυλα κι ύστερα το γύρισε α νάποδα μ' ανοιχτή την παλάμη. Στριφογύριζε το χέρι της μέσα στα δικά της χέρια με θαυμαστή ευκολία, σαν ά ψ υ χ ο αντικείμενο που καλά γνωρίζει, σαν το νεκρό περιστέρι ένας κυνηγός. Ανασηκώνοντας ελάχιστα το ένα ζωγραφισμένο φ ρ ύ δ ι , βυθίστηκε στην παλάμη της σιωπηλή. Αν η Ελβί ρα μπορούσε να σκεφτεί ψύχραιμα, απελευθερωμένη απ' τη μεθυστική σαγήνη που την παρέλυε, θα συλλογί-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
93
ζόταν, π ω ς και μόνο γι' αυτήν την έξοχη π α ρ ά σ τ α σ η ύ φους άξιζε που ήρθε ως εδώ. Ό μ ω ς δεν σκεφτόταν, εγ καταλειπόταν όλο και βαθύτερα σε ζεστή, σκοτεινια σμένη φάτνη και περίμενε δίχως αντιρρήσεις. Τα ελληνικά της Ρουμάνας ήταν τέλεια στη γραμματι κή κι εξωτικά στην π ρ ο φ ο ρ ά . — Παράξενη! Παράξενη ζωή... Έχεις σύζυγο χωρίς γάμο κι έχεις έρωτα χωρίς άντρα... — Δηλαδή; — Πρόσεχε τι σου λέω. Εσύ θα τα βρεις. Γρήγορα θα τα βρεις. Το ζωγραφισμένο φρύδι ανασηκώθηκε περισσότε ρο. — Είσαι πολύ μπλεγμένη. Σκέφτεσαι και μπλέκεσαι. Δεν τα ξέρεις όλα, δεν τα ξέρεις όσα νομίζεις... — Δηλαδή; — Πρόσεχε. Θα σου πω μια αρχαία κινέζικη ιστορία κι εσύ θα τα βρεις: Τρεις τυφλοί άντρες θέλανε να κατα λάβουνε τι είναι ελέφαντας. Ο ένας άπλωσε το χέρι του κι έπιασε την ουρά ενός ελέφαντα. «Ο ελέφαντας είναι σχοινί», είπε. Ο άλλος έπιασε το πόδι του ελέφαντα. «Ο ελέφαντας είναι κορμός δέντρου», είπε. Κι ο τρίτος έ πιασε το αφτί του ελέφαντα και είπε, «ο ελέφαντας εί ναι φύλλο μπανανιάς». Καταλαβαίνεις; — Λίγο... — Το ίδιο κι εσύ νομίζεις π ω ς ξέρεις πολλά. Λίγα ξέ ρεις. Δεν τα βλέπεις όλα όσα πρέπει. Μπερδεύεσαι. — Θα τα δω; — Με κλάματα θα τα δεις, μόνο με κλάματα. Γύρισε πάλι το χέρι μπροστά κι εξέτασε τα δάχτυλα, ξανά την παλάμη. — Πας ταξίδι. Παράξενο ταξίδι. — Πού; — Σε φαντάσματα π α ς . Εσύ ξέρεις... Θα καταλάβεις. Άφησε απότομα το χέρι της π ά ν ω στο γραφείο σα να πνιγόταν. Πήρε βαθιά αναπνοή και τίναξε το κεφάλι
94
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
της δεξιά κι αριστερά. Ό λ α έδειχναν πως η επίσκεψη τέλειωσε. Κι η Ελβίρα ένιωσε πως χρειάζεται να πάρει δυο-τρεις βαθιές εισπνοές, όμως συγκράτησε τον αναστεναγμό ό πως πήγε να φουσκώσει μέσα της. Σηκώθηκε. Ρώτησε πόσα χρωστά. Η Μαντάμ Ντόινα είπε ένα ποσόν α προσδόκητα μεγάλο. Δεν γινόταν να το παζαρέψει, ά νοιξε την τ σ ά ν τ α της κι άφησε τα χαρτονομίσματα στην άκρη τ ο υ τραπεζιού. Η Μαντάμ Ντόινα σηκώθηκε κι ανέκφραστη τη συ νόδεψε μέχρι την εξώπορτα. Ό λ α στην ό ψ η της έδει χναν πως σε μισό λεπτό τ ο ύ τ η η γ υ ν α ί κ α θα έχει ξεχάσει την επίσκεψη της. Έμοιαζε με μάρμαρο επικλινές που στην επιφάνεια τ ο υ κυλάνε σταγόνες, φύλλα, σκόνες και πάλι πέφτουνε στη γη χωρίς ν' αφήνουν ίχνη. — Γνώρισα τον αδελφό σας πριν λίγο καιρό... της εί πε για να πει κάτι όπως άνοιγε η εξώπορτα. — Το ξέρω. Πήγε να σκεφτεί πως πρόκειται για μια φαντασμένη θεατρίνα που έπαιζε έξυπνα παλιό, δοκιμασμένο ρόλο για να εντυπωσιάζει. Ό μ ω ς η άλλη την πρόλαβε: — Η βιόλα ν τ ' αμόρε είναι λίγο μεγαλύτερη από βιο λί, έχει έξι διπλές χορδές συνήθως, οι τρεις ασημένιες. Έ χει κι έναν ερωτιδέα σκαλισμένο πάνω απ' τα κλειδιά.,,,. Η π ό ρ τ α πίσω της έκλεισε αθόρυβα. Κατέβηκε τα τέσσερα σκαλάκια παραζαλισμένη. Ο αέρας τ ο υ δρό μου της τύλιξε το πρόσωπο. Τα κοριτσάκια ακόμα έπαι ζαν σχεδιάζοντας με κιμωλία στο πεζοδρόμιο κι ύστερα πηδώντας με το ένα πόδι πάνω απ' τα σχέδια. Αν δεν είχε μιλήσει για τη βιόλα ντ' αμόρε, τ ώ ρ α που βγαίνοντας έξω έσπασε τον κλοιό της γοητείας τ ο υ σκο τεινού σπιτιού, θα άρχιζε να ξυπνά η ψυχρή λογική της και να την κατηγορεί πως γ ι ' αυτές τις πονηρές ασά φειες πέταξε ένα σωρό χ ρ ή μ α τ α , πως την έπιασε κορόι δο με ταχυδακτυλουργίες παρεμφερείς μ' εκείνες τ ο υ α δερφού της. Ό μ ω ς τα τελευταία της λόγια, της ανέτρε-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
95
ψαν τις κανονικές διαδρομές τ ο υ νου της. Σα να τις γνώριζε από πριν καλά τις αντιδράσεις των πελατών της και να τις προλάβαινε κάνοντας μια φαντασμαγορι κή επίδειξη μυστηριακών ικανοτήτων π ο υ αποστόμωνε. Περπατούσε προς το παρκαρισμένο αμάξι της μαγε μένη. Και την ευγνωμονούσε τη μαγεία της. Το μυστήριο και το υπερφυσικό το είχε μεγάλη ανάγκη α υ τ ό τον και ρό. Τώρα που η λογική, τα αισθητά και τα ν ο η τ ά , της είχαν εξαντλήσει κάθε ενδιαφέρον αποχυμώνοντας και την ίδια, γινόταν επιρρεπής προς τα μυστικά, τα αόρα τ α , τ α ανεξήγητα. Ο κόσμος ο γνωστός είναι φτωχός και λίγος αν δεν ριζώνει αλλού. Απελπιστικά φτωχός και λίγος. Ανόητος σαν χοντρή φ ά ρ σ α π ο υ βαρέθηκε π ι α . - Ώ σ τ ε λοιπόν η βιόλα ντ' αμόρε έχει έξι διπλές χορ δές, οι τρεις ασημένιες... Χαμογέλασε στο κενό παιδικά, οδηγώντας το αυτοκίνητο έξω απ' το στενό δρομάκι. Είναι φοβερό! Πήρε μια ολοκάθαρη απόκριση σε μια α π ο ρ ί α της που ποτέ και σε κανένα δεν είχε εκφράσει! Είναι τρελό!
Ποιον να πρωτολυπηθείς, τον άλλον ή τον εαυτό σου; Ο «Ματωμένος γάμος» ανέβηκε τέλος Μ α ρ τ ί ο υ και είχε επιτυχία. Οι περισσότερες κριτικές για την παρά σταση ήταν θετικές κι όλες μιλούσαν με θαυμασμό γ ι α τα σκηνικά και τα κοστούμια. Το χάρηκε π α ρ ά το ότι α υ τ ή η διαρκής επιτυχία στις δουλειές της άρχισε να χάνει με τον καιρό την παλιά γεύση της. Ή τ α ν φορές που δυσπιστούσε για την αντι κειμενική α ξ ί α τ ο υ ταλέντου της. Φοβόταν μήπως οι άλ λοι, ακόμα και πολλοί απ' τους κριτικούς, όντας πρό χειροι και απαίδευτοι οι ίδιοι, θαύμαζαν εκείνη π ο υ ξε χώριζε όπως στη χώρα των τυφλών ο αλλήθωρος. Την τρόμαζε π ο υ μπορούσε να παράγει επιτυχημένο έργο με μεγάλη ευκολία. Ζωγράφιζε στο χαρτί σχέδια και χ ρ ώ μ α τ α με την άνεση της φυσικής αναπνοής κι οι ιδέες της, στριμωγμένες στο προσκήνιο τ ο υ μυαλού της, εκφράζονταν αμέσως μ' ένα μικρό κέντρισμα. Ή τ α ν γε μάτη από σκηνικά και κοστούμια π ο υ εύκολα ξεχύνον ταν στις λευκές επιφάνειες τ ο υ σχεδιαστηρίου όταν κα θόταν να εργαστεί. Δεν ήξερε από π ο ύ έρχεται αυτός ο καταιγισμός. Τελοσπάντων, η επιτυχία του «Ματωμένου γάμου» τη βρήκε όταν αυτή είχε αποσπασθεί πια απ' την αναστάτω ση της δημιουργίας τ ο υ . Ή δ η , εδώ και καιρό, είχε προ χωρήσει στο ζοφερό, αιμοσταγές κλίμα του «Μάκβεθ».
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
97
Το α ί μ α στον «Μάκβεθ» διαφέρει απ' το α ί μ α στο «Ματωμένο γάμο». Το δικό τ ο υ κόκκινο δεν έχει τις απο χρώσεις της περηφάνιας και τ ο υ έρωτα αλλά τ ο υ μί σους και τ ο υ εγκλήματος. Το αισθανόταν το παγωμένο ρίγος που πρέπει να διαρρέει το φως και τα π ρ ά γ μ α τ α στη σκηνή και της άρεσε ν' ακούει σχεδιάζοντας, χαμη λά το δίσκο της ομώνυμης όπερας. Η μουσική ανασηκώνει τις εσωτερικές ομίχλες και ξυ πνά αισθήματα ακριβά, πολύτιμα και δημιουργικά. Σαν πλοηγός σε νεκρή θάλασσα, η μελωδία, την οδηγεί γλι στρώντας μπροστά, σε τ ο π ί α μυστικά, σε θησαυρούς απόκρυφους. Νευρικό βιολί και η Λαίδη Μάκβεθ νυχοπατά σε πα γωμένα μάρμαρα μεθυσμένη απ' το φθόνο και το φόνο. Τα χ τ υ π ή μ α τ α των τυμπάνων κατρακυλούν σε σκάλες μαζί με τον Μάκβεθ που παραπαίει ανάμεσα σε δειλία και σ' ερεθισμένα π ά θ η . Η νύχτα σε τ ο ύ τ ο το ανάκτορο είναι πρόσωπο κεν τρικό που από παντού κρυφοκοιτάει σα μισοκρυμμένος συνωμότης. Πώς ζ ω γ ρ α φ ί ζ ε τ α ι το μαύρο χωρίς να χρη σιμοποιείς το μαύρο χ ρ ώ μ α ; Θα πρέπει να σκεφτεί και μια νέα πρόταση να σκη νοθετήσει την «Μπατερφλάυ» σε λυρικό θέατρο στη Γαλλία. Άλλοτε θα την ενθουσίαζε να ξεκινήσει μια τέ τ ο ι α δουλειά. Η Ανατολή, τα χνουδωτά χ ρ ώ μ α τ α τ ο υ χρυσάνθεμου, τ α πορσελάνινα πρόσωπα, τ α χάρτινα πουλιά, το κρυστάλλινο νερό και το κεντημένο μετάξι π ο υ , σαν πρώτες ύλες, θα της προσφέρονταν γενναιό δωρα για να στήσει τον κόσμο της τραγικής γκέισας, άλ λοτε, θα την ξεμυάλιζαν και θα βουτούσε μέσα τους με την ευχαρίστηση ρομαντικής κολυμβήτριας σε παραμυ θένιες λίμνες σπηλαίων. Τώρα όχι. Τώρα η καρδιά της αδρανεί αλύγιστη μπροστά σ' ένα ταξίδι εργασίας κι ασθενεί βαριά από α δ ι α φ ο ρ ί α . Ίσως αργότερα, ίσως αργότερα συνέλθει και ξαναβρεί την όρεξη π ο υ έχασε.
98
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ό σ ο περνά ο καιρός κι όσο δουλεύει και σκέφτεται σκυμμένη πάνω απ' τις στολές των στρατιωτών τ ο υ Σαίξπηρ, διαμορφώνεται πιο συγκεκριμένη η βαθύτερη επιθυμία της, η μόνη κι η πιο επικίνδυνη: Να πάει πίσω στην πόλη που γεννήθηκε. Αν δεν είχε ξεκόψει τόσα χρόνια τ ώ ρ α , είκοσι σχεδόν χρόνια, τ α π ρ ά γ μ α τ α θ α ήταν διαφορετικά. Ό μ ω ς τ ο χάσμα ενός τόσο μακρινού καιρού, μεγαλώνει τις απο στάσεις σκάβοντας ανάμεσα σ' αυτήν και στην πόλη, α νάμεσα σ' α υ τ ό που είναι και που ήταν, τρομαχτικούς γκρεμούς. Της προκαλούν ίλιγγο και πώς να τους γ ε φ υ ρώσει; Πώς να γυρίσει π ί σ ω ; Κι όμως, α υ τ ό , μονάχα α υ τ ό την ενδιαφέρει πια. Αι σθάνεται πως μόνο α υ τ ό το ταξίδι έχει νόημα για τη ζωή της εδώ που έφτασε. Τίποτα άλλο. Μιλάει με τη Μέλα στο τηλέφωνο με τις ώρες. — Μέλα, πες μου εσύ τι να κάνω; — Εγώ λέω να το σκεφτείς. — Ό , τ ι και να σκέφτομαι α υ τ ό το ταξίδι με τρώει. — Γιατί πας Ελβίρα, για την π α τ ρ ί δ α σου ή για εκεί νον; — Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Και γ ι α τα δυο π ά ω . — Πιο πολύ; — ... — Πιο π ο λ ύ ; — Εκείνον θέλω πολύ να δω. Νομίζω πως θα πνιγώ αν δεν τον ξανασυναντήσω. — Κι ο Αλέκος; — Μα γ ι α τ ί παντού μπερδεύεις τον Αλέκο; — Είναι ο άντρας σου ξέρεις. — Δεν έχει καμιά σχέση με τ ο ύ τ α ο Αλέκος, τόσο δεν έχει σχέση που δεν νιώθω πως τ ο υ κάνω κακό. Απέφευγε να μιλήσει ή ακόμα και να σκεφτεί τον Α λέκο περισσότερο όπως υπερπηδούμε ένα ενοχλητικό εμπόδιο π α ρ ά από ενοχές. Κι όμως, ο Αλέκος δεν ήταν τόσο ασύνδετος με όσα
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
99
την επηρέαζαν κι ας ήθελε να πιστεύει διαφορετικά. Από τ ό τ ε που ονειρεύτηκε τον νεανικό ερωτά της και ξύπνησε ερωτευμένη ξανά, άρχισε μέσα της μια υπόγεια και ύπουλη σύγκριση ανάμεσα σ' εκείνον και στον Αλέ κο. Σύγκριση απάνθρωπα άνιση, άδικη, όπως είναι κά θε σύγκριση ανάμεσα στο π ρ α γ μ α τ ι κ ό και στο φ α ν τ α στικό, στο βιωμένο και στο α β ί ω τ ο , στο εξαντλημένο και στο προσδοκώμενο. Ο Αλέκος ήταν ο γνωστός κι ο Παύλος ο σχεδόν ά γνωστος. Τα κενά μεταξύ όσων ήξερε κι όσων δεν ήξερε τα παραγέμιζε με ό,τι επιθυμούσε έτσι που το αποτέλε σμα να σμιλεύεται ασυναγώνιστα σαγηνευτικό. Παραλ λήλιζε τ ο ύ τ η τη σαγήνη με την πλήξη τ ο υ γάμου της και της ερχόταν να φωνάξει «βοήθεια». Ό μ ω ς η Ελβίρα δεν το καταλάβαινε α υ τ ό , α φ ο ύ ο έ ρωτας είναι για να υφαίνει θαυματουργή πλεκτάνη στην καρδιά: Την τ υ φ λ ή και κουφή πίστη γ ι ' α υ τ ό που έχει ανάγκη να πιστεύει. Κανείς, κανείς δεν μπορεί να την υποχρεώσει να θά ψει τη ζωή της μέσα σε πνιγηρό βάλτο. Κανείς, ούτε ο ί διος ο σύζυγος της. Πόσα δηλαδή απ' την ύπαρξη σου χρωστάς σ' αυτόν που κάποτε και μέσα από μια απερί σκεπτη νιότη, συμπτωματικά τις πιο πολλές φορές, πήγες και παντρεύτηκες; Πόσα; Ό λ α ; Τότε σε σένα τι απομένει; Τι είναι τ ό τ ε η ανυπόταχτη καρδιά, το όνειρο, η ελευθερία της βούλησης; Είναι ηθικότερο να δραπε τεύεις βουβά από λαγούμια της φαντασίωσης; — Μα επιτέλους, φώναξε στη Μέλα, μήπως και νι κήσει και τις δικές της αναστολές, ο εαυτός μου μου α νήκει! Μόνο εμένα έχει ο εαυτός μου, πώς να στο π ω ; — Μα τι σ' έπιασε με τον Αλέκο; Εκνευριζόταν υπερ βολικά μετά. — Δηλαδή, για να καταλάβω, αν ξαναρχίσεις μια σχέση με την παλιά σου α γ ά π η , ο Αλέκος πάλι θα είναι εκεί; Δεν θα, έχει σημασία;
100
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
— Τρέχεις πολύ. — Πρέπει να υπολογίσεις από τ ώ ρ α μερικά πράγμα τα. — Δεν μπορώ. Δεν γίνεται. Δεν ξέρω τ ί π ο τ α . Η Μέλα το καταλάβαινε πως έχει λίγο δίκιο μια και στην κατάσταση που βρισκότανε δεν μπορούσε να ξέρει τίποτα. Ο καιρός περνούσε κι η Ελβίρα μαραινόταν ή μάλλον έλιωνε όπως ένα κερί που υποχωρεί απ' τη θέρμη μιας επίμονης φλόγας. Περνούσε α π ό τ ο μ α απ' τον εκνευρι σμό στην α δ ι α φ ο ρ ί α , απ' τις ξαφνικές εκρήξεις στην α πάθεια. Δούλευε εντατικά όχι από δημιουργικότητα αλλά με το απελπισμένο φευγιό εκείνου που θέλει να εκβιάσει την απολησμονια. Κλεινόταν επί ώρες στο εργαστήριο της κι άκουγε μουσική. Κατέβαζε το τηλέφωνο, δεν συ ναντούσε ανθρώπους. Τη νύχτα έπινε πια δίχως δεύτε ρη σκέψη τα ηρεμιστικά. Τα ηρεμιστικά της εξασθενού σαν τις αντιδράσεις και η γενική της παραίτηση απ' όλα, εκτός απ' το να δουλεύει, προχωρούσε καλπάζουσα. Μόνο στη Μέλα μιλούσε γ ι ' α υ τ ά και μάλιστα τονί ζοντας μελοδραματικά την αρρώστια της. Κατά βάθος και ασυνείδητα μάλλον, πρόβαλλε τη δ ρ α μ α τ ι κ ό τ η τ α της κατάστασης της, ελπίζοντας ν' αποσπάσει απ' τη Μέλα μια συγκατάθεση να φύγει γ ι ' α υ τ ό το τ α ξ ί δ ι , μια και η Μέλα, όπως και σε τόσες άλλες περιστάσεις, τ α υ τ ι ζόταν και τ ώ ρ α με την ίδια τη συνείδηση της κι έπρεπε να την πείσει. Αν η καλή, η σ ο φ ή , η αυστηρή Μέλα, της έδινε την άδεια να φ ύ γ ε ι , θα πει πως μπορούσε να φύγει χωρίς να διστάζει, χωρίς να ντρέπεται. Η ανυπομονησία της μόνο π ο υ μέρα με τη μέρα άναβε, την έσπρωχνε να προσπαθεί να εκβιάσει την άδεια της Μέλας, επιδει κνύοντας τη νευρική της κατάρρευση π ο υ όμως ήταν και ειλικρινής.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
101
Τόσο ειλικρινής ήταν η γενική πτώση της, ώστε η Μέλα που την αγαπούσε πολύ, έφτασε στο σημείο όχι μόνο να συμφωνεί αλλά και να την παροτρύνει να φύγει. — Να πας. Δε γίνεται αλλιώς. Τώρα το καταλαβαίνω πως η ψυχή σου το έχει ανάγκη να γυρίσεις. — Πώς το εξηγείς α υ τ ό Μέλα; — Τι να εξηγήσω; Δεν εξηγούνται εύκολα α υ τ ά . Να πας και ή που θα σου περάσει ή... — Ή τι; — Ή που θ' αλλάξεις ζωή. — Κι ο Αλέκος; ρωτούσε τ ώ ρ α η Ελβίρα. — Πώς αλλιώς να γίνει; Σ' αυτές τις ιστορίες δεν φ τ α ί ε ι κανείς. Είναι σαν τα φυσικά φαινόμενα π ο υ α φήνουν κι α θ ώ α θ ύ μ α τ α . Ας μη βιαζόμαστε. Πήγαινε τ ό τ ε η Ελβίρα να γεμίσει τύψεις όμως για λί γο. Ένιωθε τόσο βασανιστική την αναστάτωση της, την ανάγκη της και τη λαχτάρα της, που οι τύψεις γρήγορα κάνανε στην άκρη. Κι ύστερα, όπως συνήθως συμβαίνει άμα τα πράγ μ α τ α ζορίζουνε, όταν ο κίνδυνος μεγαλώνει κι έχει κα νείς να διαλέξει ποιο να λυπηθεί περισσότερο ανάμεσα στον εαυτό τ ο υ και στον άλλο, τον εαυτό τ ο υ προτιμά να λυπηθεί. Μ ε τ ά , πάλι έλεγε στον εαυτό της και στη Μέλα, πως ίσως μεγαλοποιεί το πρόβλημα, θα μπορούσε κανείς να το δει και σαν ένα συνηθισμένο ταξίδι αναψυχής στην π α τ ρ ί δ α της π ο υ τόσο έχει νοσταλγήσει... Ό μ ω ς έπιανε στα μάτια της Μέλας εκείνη την α σ τ ρ α π ι α ί α σύγ κρουση ανάμεσα στο να παραστήσει πως την πιστεύει ή να της απαγορεύσει να παραμυθιάζεται κι έσκυβε το κε φάλι αναστενάζοντας: — Μέλα, είναι τρομερές οι σιωπές σ ο υ !
Με κοντά μαλλιά, στον άνεμο Έφυγε λοιπόν στο τέλος τ ο υ Ιουνίου. Ή τ α ν το πρώτο μάλλον ταξίδι που έκανε για τελείως δικούς της, προσωπικούς της λόγους και τα αισθήματα ενοχής, που τόσο εύκολα την κεντούσαν, ήταν πάλι ε κεί. Ό σ ε ς φορές ταξίδεψε κάπου, γινόταν είτε για οικο γενειακούς λόγους είτε για επαγγελματικούς. Τώρα ό μως κι επειδή α υ τ ή η κίνηση ήταν κάτι που επιθυμούσε α β ά σ τ α χ τ α , π ο υ είχε, γ ι α την ίδια και μόνο γ ι α την ίδια, τρομαχτική σημασία, αισθανόταν άσχημα. Σχεδόν μια ντροπή προς τον Αλέκο, τη Φοίβη, ακόμα και τους συ νεργάτες της στο θέατρο. Προσπαθούσε με παιδικούς τρόπους ν' αποκρύψει τις ενοχές της παίζοντας το άνετη όπως μιλούσε γ ι ' α υ τ ό , διηγούμενη εδώ κι εκεί αστεία περιστατικά απ' το Γυμνά σιο, με συμμαθήτριες, που θα φρόντιζε τώρα να ξανασυ ναντήσει και φτάνοντας τέλος, στο υπερβολικό σημείο, να παριστάνει, πως μετανιώνει που αποφάσισε να φύγει και να καθυστερήσει απ' τη δουλειά της. Τότε, οι άλλοι κι ακόμα πιο πολύ ο Αλέκος, τα βάζανε μαζί της, τη μαλώνανε τ ρ υ φ ε ρ ά και την σπρώχνανε να φύγει και να μην το παρακάνει με την εργασιομανία της. Τον τελευταίο καιρό, λέγανε, ήταν ολοφάνερη η νευρικότητα της από την υπερκόπωση. Αυτή η κατάλη ξη την ηρεμούσε σε βαθμό αγαλλίασης. Με τον Αλέκο οι εξηγήσεις τ ο υ ς , ως συνήθως, ήταν πολύ εύκολες. Δεν
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
103
χρειάσθηκε να τ ο υ ζητήσει να μην πάει μαζί τ η ς επειδή εκείνη το είχε μεγάλη ανάγκη να επιστρέψει στο νησί ο λομόναχη. Την πρόλαβε λέγοντας της απλά, «Χαίρομαι π ο υ πας διακοπές, γ ι α τ ί α υ τ ό το διάστημα θα πνίγομαι στο γ ρ α φ ε ί ο και συνέχεια θα σ' α φ ή ν ω μόνη». Την έβγα λε, άθελα τ ο υ , απ' τη δύσκολη θέση μιας αναγκαστικής αγένειας. Πρώτη φ ο ρ ά ετοιμαζόταν γ ι α κάτι που δεν μπορού σε καθόλου να προβλέψει με τι θα έμοιαζε. Ετοιμαζόταν για μια περιπέτεια σε άγνωστη γη κι ας ήταν η γη που τη γέννησε. Σε μικρή Βαλίτσα έβαλε μαγιό, εσώρουχα, παντελό νια, βαμβακερές φούστες και πουκάμισα. Πήρε στην τσάντα της την ατέλειωτη «Ανάσταση», μπλοκ αλληλο γ ρ α φ ί α ς κι αρκετά στυλό που συνέχεια έχανε. Προβληματίσθηκε αν έπρεπε να κρατά φ ω τ ο γ ρ α φ ι κή μηχανή ή όχι. Κατέληξε να μην την πάρει γ ι α τ ί το αι σθανότανε, οι εικόνες που θ' αντίκρυζε σε λίγο δεν επι τρέπεται να γίνουν χαρτονένιες φ ω τ ο γ ρ α φ ί ε ς και να α κινητοποιηθούν εσαεί σε συρρικνωμένα μεγέθη. Μέσα της, όσα εκεί κάτω θα βρει κι όσα θα νιώσει, να μείνουν και να ζυμωθούν στη μυστική αλχημεία των απολογι σμών και της μνήμης π ο υ θα τα πλάθει και θα τα ανα πλάθει. Ο σκοτεινός θάλαμος της ψυχής, συνεχώς κι αλυσι δωτά εμφανίζει τις δικές τ ο υ μεταβαλλόμενες φ ω τ ο γ ρ α φίες, που σπάνια παγώνουν σε μια μόνιμη πόζα. Έφυγε λοιπόν με το πλοίο. Απόγευμα, λίγο πριν πέσει η δυνατή ζέστη που άχνι ζε απ' τον τσιμεντένιο ορίζοντα του Πειραιά. Λίγο πριν τα σάπια νερά τ ο υ λιμανιού σκουρίνουν α π ' το αγιάζι. Λίγο πριν ο σκληρός, γυμνός ήλιος αρχίσει να γλυκαίνει και να μελώνει μέσα στο ρόδινο σ τ α φ υ λ ό ζ ο υ μ ο της Δύ σης. Απ' την ώρα που ανέβηκε τη σκάλα τ ο υ πλοίου και την τύλιξαν φωνές ναυτεργατών και μυρουδιές γράσου,
104
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
απ' την ώρα που η παλάμη της έπιασε την άγρια υφή ε νός κάβου, απ' την ώρα που το μπράτσο της ακούμπη σε τη γυαλιστερή, άσπρη λαδομπογιά της λαμαρίνας, είχε εισχωρήσει πια στον προθάλαμο τ ο υ παρελθόντος της που ανασκιρτούσε α π ' τη νάρκη τ ο υ και την υποδε χόταν. Κι εκεί, στην πρύμνη που κανείς επιβάτης δεν βρι σκόταν, σαν πάνω σε τριγωνική έρημη σκηνή π ο υ η κο ρυφή της δείχνει κατά το ανοιχτό πέλαγο, ήρθε και στάθηκε ο παλιός, νεανικός εαυτός της κι από μακριά την κοιτούσε με τα κοντά μαλλιά αναστατωμένα απ' τον άνεμο. Φορώντας και τότε άσπρη, φαρδιά φ ο ύ σ τ α , με πιο αδύνατο κορμί, με πιο ανήσυχο πρόσωπο, μ' ένα βι βλίο στο χέρι — ποιο βιβλίο άραγε, δεν μπορούσε να δια κρίνει — την κοιτούσε και την κοιτούσε χωρίς να της εκ δηλώνει τ ί π ο τ α . Ο ύ τ ε χ α ρ ά , ούτε δ υ σ φ ο ρ ί α , ούτε καν έκπληξη για τ ο ύ τ η την παράξενη συνάντηση τους. Είχε το αινιγματικό βλέμμα εκείνων π ο υ εσωκλείουν ψυχή πολύπλοκη, δυσπρόσιτη και δυσνόητη, που σε προκα λούν, σιγά-σιγά, με υπομονή ν' αποσφραγίσεις. Προχωρούσε τ ώ ρ α στη δαιδαλώδη τελετουργία των συνειρμών και δεν μπορούσε από δω και στο εξής ν' αν τισταθεί στο μαγνητισμό της δίνης τους. Βρίσκει μια σαιζ-λονγκ και κάθεται στρέφοντας το πρόσωπο κόντρα στον άνεμο. Το πλοίο φεύγει. Σφυρί ζει κι αποχαιρετά το πολύβουο λιμάνι π ο υ καμιά σημα σία δεν δίνει σ' έναν ακόμα αποχαιρετισμό. Γλάροι και θαλασσοπούλια έρχονται και κυκλώνουν το καράβι. Κάποιο τρανζίστορ, από την άλλη άκρη τ ο υ καταστρώματος, μεταδίδει, κομματιασμένο απ' τα πα ράσιτα, ένα προπολεμικό τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι , σπαραξικάρδια συναισθηματικό. Ο τραγουδιστής τραγουδάει ξεψυ χώντας από δυστυχισμένο έρωτα, «Ζω δια σε που αγα πώ...». Χαμένη σε α ν τ ι φ α τ ι κ ά α ι σ θ ή μ α τ α και σε σκέψεις ιλίγ γ ο υ , θέλει ν' αντισταθεί στην άβυσσο τ ο υ χρόνου και
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
105
στην άβυσσο της ύπαρξης της π ο υ ανοίγουν καταπα κτή μπροστά της. Βάζει το χέρι της μέσα στην τ σ ά ν τ α της κι α ν α ζ η τ ά χ α ρ τ ί και μολύβι σαν τη σχεδία ο τρομαγμένος κολυμ βητής σε α ι φ ν ί δ ι α τ ρ ι κ υ μ ί α . Πρέπει να πιαστεί από κ ά τ ι π ρ α γ μ α τ ι κ ό και σ ί γ ο υ ρ ο , πρέπει να μιλήσει στη Μέλα. Με βιαστικά γ ρ ά μ μ α τ α που προσπαθεί να παρακο λουθεί μέσα απ' τα μπερδεμένα της μαλλιά που ο θα λασσινός άνεμος της ανακατεύει στο πρόσωπο, γράφει όσα επί μέρες τ ώ ρ α ανεβοκατεβαίνουν σε κ ύ μ α τ α μέσα της. Πάνε να πάρουν μορφή κι ύστερα πάλι διαλύονται. Με αγωνία θέλει να τα συλλάβει με λέξεις μήπως και λυ τρωθεί απ' τη βασανιστική τους ασάφεια. «Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι Μέλα, πως κάθε άν θρωπος ίσως, σε μια εποχή τ ο υ , σε μια ηλικία τ ο υ , σε κάποιο περιστατικό έστω της ζωής τ ο υ , μπόρεσε να νιώσει εξαιρετικά καλά. Μπόρεσε να νιώσει, πως εκεί και τότε, κατάφερε να βρεθεί πολύ κοντά στον εαυτό τ ο υ . Μετά πάλι απομακρύνθηκε. Η κορύφωση της ζωής μας! Η κορύφωση της ζωής μας! Δεν είναι μονάχα κάτι που περιμένεις από το μέλ λον α υ τ ή η κορύφωση. Ό σ ο μεγαλώνεις, όσο γερνάς, γυρίζεις πάλι προς τα πίσω και την εντοπίζεις κάπου στα παλιά, στο παρελθόν. Τίποτα απ' όσα ακολούθη σαν αργότερα δεν συγκρίνεται μ' εκείνο π ο υ συνέβηκε τ ό τ ε , τ ί π ο τ α που να το υπερέβαλλε, τ ί π ο τ α που να το ξεπέρασε. Θυμάσαι και νοσταλγείς, συγκρίνεις και πο νάς. Ή ρ θ ε και για μένα η ώρα που οι συγκρίσεις της καρ διάς μου συναισθάνονται τη δικιά μου κορύφωση, την παραδέχονται. Απ' τη στιγμή που την παραδέχθηκα, καθηλώθηκα, δεν ήθελα να προχωρήσω άλλο μπροστά, ήθελα να οπισθοχωρήσω, να επιστρέψω, να ξανασυ ναντήσω εκείνο το αξεπέραστο και να το ξαναζήσω. Τώρα που η πείρα μου δίδαξε κάποιες αξιολογήσεις,
106
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ξέρω πώς να το εκτιμήσω και πώς να το ζήσω α υ τ ό που μου χαρίσθηκε. Αχ Μέλα, γ υ ρ ί ζ ω και τρέμω από αγωνία και δεν μπο ρώ να κάνω αλλιώς. Καμιά άλλη επιλογή δε γίνεται να σταθεί πλάι στην επιστροφή τ ο ύ τ η . Επιστροφή σ' Εκεί νον, επιστροφή σε μένα...».
Εκείνα π ο υ η Ελβίρα γνωρίζει σήμερα γ ι α τον Παύλο είναι ελάχιστα. Πως δουλεύει σα δικηγόρος, πως πέθα νε ο πατέρας τ ο υ , πως από χρόνια ανέλαβε το πατρικό δικηγορικό γ ρ α φ ε ί ο . Μ ε τ ά το χωρισμό τους και πολύ σύντομα, παντρεύτηκε μια Γαλλίδα που γνώρισε κατά το ταξίδι στην π α τ ρ ί δ α τ ο υ την Αλεξάνδρεια κι ο γάμος αυτός κράτησε ένα μόνο χρόνο. Ζούσε πάντα στο νησί μια ζωή μάλλον αθόρυβη και μάλλον μοναχική. Μοναχική ζ ω ή ! Αυτές οι πληροφορίες, που κ α τ ά καιρούς της μετέφεραν δυο ξαδέρφες της και που δεν ήθελε να τις σκαλίζει ρωτώντας περισσότερα, ήταν αρ κετές για να συντηρούν τη μυστική γ ο η τ ε ί α που ασκού σε πάνω της η ανάμνηση τ ο υ . Ιδίως η μοναχική ζωή. Ένας άντρας που ζει μοναχικά μας βάζει να πιστεύ ουμε πως η προσωπικότητα τ ο υ είναι τόσο ξεχωριστή και τόσο μεστή, που προτιμά να κλείνεται στην αυτάρ κεια της. Ό π ω ς κι ένας άντρας σιωπηλός μας βάζει να πιστεύουμε πως σιωπά από στοχαστικότητα και σπά νια υποψιαζόμαστε πως δεν έχει κάτι να πει. Η ερωτική της φ ι λ α υ τ ί α , θεμιτή άλλωστε και αν θρώπινη, ήθελε τ ώ ρ α να ξαναθυμάται και να επιβε βαιώνει, πόσο την είχε ερωτευτεί κι εκείνος. Πόσο μονο κόμματα και απόλυτα την είχε αγαπήσει. Οι άγριοι καυ γάδες τους, ακόμα κι ο άγριος χωρισμός τους ήταν σί γουρα οι εκρήξεις ενός τρικυμισμένου, άγαρμπου νεανι κού πάθους π ο υ δεν ελέγχανε. Ειδικά τον τελευταίο και ρό, ύστερα απ' τ' όνειρο που είδε, της άρεσε να σταθμί-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
107
ζει τα ελάχιστα που ήξερε για τη μετά το χωρισμό τους ζωή και να συμπεραίνει, πως κι εκείνος θα τ ρ α υ μ α τ ί σθηκε βαθιά. Ο βιαστικός γάμος τ ο υ με μια ξένη μάλιστα γ υ ν α ί κ α , φανέρωνε τη βιαιότητα μιας απερίσκεπτης αντίδρασης, πράγμα που αποδείχθηκε με τη διάλυση τ ο υ γ ά μ ο υ α υ τ ο ύ μέσα σ' ένα χρόνο. Τα σκεφτόταν και τα ξανασκεφτόταν τ ώ ρ α , σε κα τάσταση ρέμβης όπως να γυάλιζε με απαλές κινήσεις χρυσά παράσημα π ο υ της δόθηκαν σαν αναγνώριση των τρομερών τ ρ α υ μ ά τ ω ν της που τον έχασε. «Ίσως για μένα παντρεύτηκε τότε, ίσως για μένα χώρισε μετά, ίσως γ ι α μένα ζει μοναχικά...» τολμούσε να υποψιάζεται λίγο-λίγο, τις νυχτερινές ιδίως ώρες, με την ηθική ασυδοσία τ ο υ έρωτα που μπορεί ν' αποσπά ηδονές από την κακεντρέχεια κι από τη μοχθηρία και πάλι να νιώθει αθώος. Ο παθιασμένος έρωτας δεν ξέρει από αναστολές. Μπορεί να τσαλακώσει όσο θέλει το αντικείμενο τ ο υ , να το κακοποιήσει, να το καταρρακώσει και πάλι να το λα τρεύει σαν θεότητα. Εξαγνίζεται, τουλάχιστον, απ' το ό τ ι , σε τ ο ύ τ η τη σκληρή και δίχως νόμους μάχη, θύτης και θύμα, κυνη γός και θήραμα, είναι και οι δυο εραστές με ρόλους διαρκώς εναλλασσόμενους, τόσο α σ τ ρ α π ι α ί α εναλλασ σόμενους, που δεν τους προλαβαίνουν οι χαρακτηρι σμοί. Ο Παύλος ζει λοιπόν μοναχική ζωή κι η Ελβίρα τ α ξ ι δεύει πάνω στο πλοίο. Με φούστα άσπρη και φαρδιά, όμορφη απ' την ηδυπάθεια τ ο υ καταπιεσμένου αλλά α ναγεννημένου π ό θ ο υ , πηγαίνει να χτυπήσει την πόρτα αυτής της μοναχικής ζωής. Δεν ξέρει πώς θα τον βρει, τι θα τ ο υ πρωτοπεί. Δεν γίνεται να προβλέψει τη δικιά του αντίδραση. Το μόνο π ο υ ξέρει είναι πως τ ώ ρ α έχει να κάνει τούτες τις κινή σεις που θα τη φτάσουν ως το λιμάνι της πατρίδας της
108
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
κι α π ό κει και πέρα, βήμα-βήμα, θα βρίσκει τι πρέπει να κάνει μετά. Κι όσο το πλοίο σχίζει τους θαλασσινούς α φ ρ ο ύ ς και π ρ ο χ ω ρ ά Βαθύτερα στο παρελθόν της, τόσο αυτή α π ο κόβεται α π ' ό,τι άφησε π ί σ ω της στην Αθήνα π ο υ α π ο μακρύνεται βυθιζόμενη στο ζεστό ορίζοντα και στην απολησμονιά. Ό λ α , όλα τα αισθητά π ο υ την τριγυρί ζουν, άνεμος, παφλασμοί, κρώξιμο γλάρων, βήματα ταξιδιωτών στο σανίδι του καταστρώματος, μυρουδιά υγρασίας, χρώματα και σχήματα της θαλασσογραφίας π ο υ ανήκει, γίνονται άκρες α π ό νήματα συνειρμών και την κομποδένουνε και την τραβάνε, με συνεχώς αυξανό μενη δύναμη, στα περασμένα, ό π ω ς στα πειράματα της φυσικής όσο προσεγγίζουμε το μαγνητικό πόλο. Οι αναμνήσεις της την πλησιάζουνε σε απόσταση α ναπνοής, η μία ανασύρει την άλλη, πυκνώνουνε και ξεκαθαρίζουνε εκπληκτικά κι α π ό γενικές καρικατούρες αποκτούν πλήθος λεπτομέρειες και ευδιάκριτα χαρα κτηριστικά. Λίγο ακόμα κι η ίδια, η τωρινή Ελβίρα, θα ταυτισθεί και θα ενσωματωθεί με την ανάμνηση του εαυτού της. Κι ο πόθος της αυξάνει, την κυριεύει και την κατακλύ ζει και καταφέρνει ετούτο π ο υ κάθε πόθος επιμελώς φροντίζει: Να σβήνει την ενοχή δικαιολογώντας με δαιμονικές δικολαβίες ό,τι του χρειάζεται για να ικανοποιηθεί. Το πλοίο μπήκε στο λιμάνι του νησιού τη διφορούμε νη ώρα π ο υ η νύχτα πάει να γίνει μέρα σέρνοντας κα πνισμένα τούλια πένθους α π ' τα μάτια της Ανατολής. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, κοίταζε μόνο κάθε τόσο το ρολόι της κι όταν, α π ' τους ήχους της μηχανής κι α π ' την ευστάθεια της καρίνας, αισθάνθηκε π ω ς γλιστρού σαν πια στο γαλήνιο κόλπο, σηκώθηκε και κόλλησε τη μύτη της στο φινιστρίνι π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς να διαπεράσει με τα μάτια την ομίχλη, να ξεχωρίσει τους όγκους των
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
109
βουνών και κάποια ηλεκτρικά φ ώ τ α στη σκοτεινιά. Η συγκίνηση της ήταν τόση που τη σάστιζε για να την προφυλάξει. Ευτυχώς που ο μεγάλος πόνος κι η με γάλη χ α ρ ά δρουν σαν κρασί στις φλέβες. Ζαλίζουν και σε προστατεύουν απ' την καταστροφική συνειδητο ποίηση τους. Απορείς μετά π ο υ τα θυμάσαι, «πώς άν τ ε ξ α , πώς μπόρεσα...», γ ι α τ ί αγνοείς τη μεθυστική μέρι μνα της στιγμής που κ ά τ ι , πάνω απ' τις δυνάμεις σου, συμβαίνει. Το παλιό λιμάνι αναδύθηκε α π ' τα σκοτάδια χτισμέ νο από υλικά γκρίζας πάχνης. Το πλοίο σφυρίζει σφύ ριγμα θριαμβευτικό και περήφανο. Μέσα στον εγωκεν τρικό κόσμο των συναισθημάτων που οριοθετούν τα π ά ν τ α στα δικά τους μέτρα, νιώθει πως το σφύριγμα τ ο ύ τ ο είναι θριαμβευτικό γ ι α τ ί τη φέρνει πάλι, εκείνη, πίσω. Πίσω μετανιωμένη, πίσω υποταγμένη σ' αυτό που πριν είκοσι χρόνια, βίαια εγκατέλειψε γ ι α να ελευθερω θεί. Πίσω, παντοτινή σκλάβα αυτού που εγκατέλειψε. Έτσι νιώθει, πυρακτωμένη απ' τη συγκίνηση, την έξαρ ση και την αγρυπνία. Λιωμένη από τ α ρ α χ ή είναι έτοιμη να δεχθεί όσα της συμβαίνουνε, στην πιο στομφώδη και τραγική εκδοχή τους. Στην πιο στομφώδη και τραγική εκδοχή τους όπως όταν ήταν έφηβη. Μάζεψε τα π ρ ά γ μ α τ α της και κατέβηκε στο σταθμό των αυτοκινήτων στα σπλάχνα του καραβιού. Το δικό της το είχε παρκαρισμένο κάπου στη μέση. Μπήκε και κάθησε στο τιμόνι. Ακούστηκαν οι αλυσίδες που κατέβαζαν τη σιδερένια π ό ρ τ α να πιάσει γ έ φ υ ρ α με το μώλο. Τ' α υ τ ο κ ί ν η τ α κι οι μοτοσυκλέτες έβαλαν μπρος τις μηχανές, η ατμόσφαιρα γέμισε εξατμίσεις και τα ερεθισμένα απ' τ η ν αϋπνία μά τ ι α της την έτσουζαν ανυπόφορα. Βγήκε έξω ακολουθώντας αργά το φ ο ρ τ η γ ό που είχε παρκάρει μπροστά της κι έγραφε πάνω α π ' το παρ μπρίζ «Για σένα έρχομαι».
110
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Μέσα από νταλίκες, ημιφορτηγά, στοιβαγμένα κι βώτια, καφάσια φ ρ ο ύ τ α , αχθοφόρους, λιμενοφύλακες, οδηγούσε κι έφευγε. Πέρασε τα κάγκελα των παλιών τελωνείων, τ' απομει νάρια των μεσαιωνικών τειχών και βγήκε στο δρόμο που οδηγεί προς την πόλη. Άργησε να μπει μέσα. Τριγύριζε επί ώρες στις εξοχές, αναβάλλοντας την προσέγγιση. Κάποτε, το πήρε α π ό φ α σ η . Προχώρησε σα να έκανε βουτιά σε επικίνδυνα νερά. Πίσω απ' την π α ρ α μ ο ρ φ ω μένη απ' την ανοικοδόμηση ό ψ η της, αναγνώριζε με χτυποκάρδι και σφιγμένα δόντια, την π α τ ρ ί δ α της. Σφηνωμένα μέσα στις πάμπολλες πρόχειρες πολυκατοι κίες της ελληνικής επαρχίας αναγνώριζε, ένα προς ένα, παλιά κτίσματα φθαρμένα, σμικρυμένα, υπομονετικά. Το Διοικητήριο, η Νομαρχία, το Ταχυδρομείο, το πα τρικό της Μ ύ ρ τ α ς , το πατρικό της Ελένης, το Ωδείον, ο κινηματογράφος «Ατθίς», το σπίτι της νεκρής θείας της Κλειώς, το σπίτι τ ο υ νεκρού θείου της Μ α τ θ α ί ο υ , η Τράπεζα της Ελλάδος, το ξενοδοχείο «Πάνθεον», το ξε νοδοχείο «Αλέξανδρος»... Οι δρόμοι φαίνονται στενότεροι, λιγότερο πράσινοι α π ' όσο τους θ υ μ ά τ α ι . Αραίωσαν οι δεντροστοιχίες και τα σπίτια, τα πιο πολλά, π ο υ , τ ό τ ε , είχαν όλα κήπους, γκρεμίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν πολυώρο φες οικοδομές χωρίς γούστο. Κι α υ τ ο κ ί ν η τ α . Αναρίθμητα α υ τ ο κ ί ν η τ α παρκαρι σμένα π α ν τ ο ύ . Σε διπλές σειρές, πάνω σε πεζοδρόμια. Είναι αφόρητες οι αλλαγές όταν έχεις λείψει τόσο μεγά λο διάστημα από τόπους που έζησες κι αγαπάς. Δεν δέχεσαι τις μεταμορφώσεις πάνω στο πρόσωπο πόλης αγαπημένης α κ ό μ α κι αν είναι προς το καλύτερο και πώς ν' αποδεχθεί τ ο ύ τ η τη σωρευμένη ασχήμια, την κα κογουστιά, την κακοποίηση π ο υ κάνανε στην πολιτεία που αποτελεί το εικονοστάσι της ψυχής τ η ς ; «Κι εγώ π ο ύ ήμουνα; Πού την ά φ η σ α και πήγα;» Ε παναλαμβάνει μόνη της και νιώθει υπεύθυνη και θυμω-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
111
μένη. Τι κι αν δουλεύει νυχθημερόν, χρόνια και χρόνια, τα σκηνικά για φανταστικές ζωές άλλων όταν α δ ι α φ ό ρησε εγκληματικά γ ι α την ίδια τη φ ά τ ν η της αληθινής, της πραγματικής της ζωής. Από παντού βεβαιώνεται πως παραζωή έγινε η ζωή της, πως υποκριτικά επέλεξε να οχυρωθεί σε φ α ν τ α σ τ ι κούς κόσμους γυρίζοντας την πλάτη στον πραγματικό. Α, η υποκριτική γενιά η δικιά τ η ς , που φούντωσε και κόρωσε στα φ ο ι τ η τ ι κ ά τους χρόνια καταδικάζοντας τις πολιτικές των μεγαλύτερων! Πόσο γρήγορα εκτονώθη κε με φωνές και ιδέες για τις ιδέες! Πόσο γρήγορα εξα γοράσθηκε ή απόκαμε ή ξεθύμανε. Κι η ίδια; Η π α τ ρ ί δ α της, πίσω της, διαλυόταν σταθερά κι από σκιερός κή πος παιδικών ονείρων έπαιρνε την γκριμάτσα έξαλλου κερδοσκόπου και μόρφαζε εφιαλτικά. Η πολυκοσμία της κεντρικής πλατείας ήταν εκκω φαντική κι ασυνάρτητη. Το Γυμνάσιο απέναντι, το είχαν κλειδωμένο για τις θερινές διακοπές. Οι άνθρωποι που βιαστικοί κυκλοφορούσαν, ανάμεσα α π ' τα πυρακτω μένα α υ τ ο κ ί ν η τ α , της ήταν τελείως ξένοι. Άνθρωποι απ' τα γύρω χωριά π ο υ κατέβηκαν για ψ ώ ν ι α , μισόγυμνοι βόρειοι τουρίστες, κόκκινοι και ξεφλουδισμένοι απ' τον καυτό ήλιο, πρόσωπα άγνωστα. Α κ ό μ α και κά ποιος γνωστός να υπάρχει μεταξύ τους πώς να τον α ναγνωρίσει ύστερα από είκοσι χρόνων παραλλαγές; Προχώρησε προς το κοντινό προάστιο π ο υ ήταν το δικό της πατρικό σπίτι. Οδηγώντας κατά εκεί, η πολυκοσμία αραίωνε, οι πολυκατοικίες αραίωναν, τα δέντρα κι οι θάμνοι π ύ κνωναν. Πήγαινε σιγά-σιγά σφίγγοντας ασυνείδητα το τιμόνι όπως αρπάζουμε χέρι δικού μας ανθρώπου σε ώρα δύσκολη. Σκύβει στο μπροστινό τ ζ ά μ ι , κοιτά. Το πόδι της πάνω στο γκάζι τρέμει. Ένα παλιό λεωφορείο κάνει ακόμα τη γραμμή που συνδέει το κέντρο με το προάστιο. Δυο αγόρια ακουμπισμένα σ τ α ποδήλατά τους ανταλλάσουν βιβλία. Δόξα τω Θ ε ώ , εδώ η ατμό-
112
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σφαίρα είναι πιο ήρεμη και το σπίτι της οικογένειας Μαυρούδη το έχουν φρεσκοβάψει στους παλιούς τ ο υ χρωματισμούς. Ένα καινούριο περίπτερο έχει φ υ τ ρ ώ σει στη διασταύρωση με την οδό Πρεβέζης κι η μεγάλη αλάνα με τις τσουκνίδες οικοδομήθηκε μ' ένα σταματη μένο γιαπί. Το μπακάλικο τ ο υ Δημοσθένη απ' όπου αγόραζε γυάλινους βώλους, καραμέλες-φλοκάκια και τριαντά φυλλα τετράδια, είχε κατεβασμένα τα λαμαρινένια ρολά και φαινόταν από χρόνια εγκαταλειμμένο. Η γ α ζ ί α στη γωνιακή μάντρα ήταν π ά ν τ α εκεί φορτωμένη τα κίτρινα μπαμπάκια της. Έστριψε α ρ γ ά . Μπήκε. Ο δρόμος τ ο υ ς ήταν έρημος. Η άσφαλτος φθαρμένη και γεμάτη λακκούβες. Τα γειτονικά σπίτια τα ίδια, μόνο πιο παλιά, μόνο πιο μι κρά. Και το δικό τους... Σταμάτησε. Έσβησε τη μηχανή, έγειρε κι ακούμπησε το μάγουλο της στο τιμόνι. Κοίτα ζε. Κοίταζε με μάτια μεγαλωμένα, άπληστα και διστα κτικά μαζί. Το δικό τους σπίτι... Μ π ρ ο σ τ ά της... Σφραγισμένο, βουβό, ξεφλουδισμένο, στη μέση τ ο υ κήπου, πνιγμένο στ' αγριόχορτα και στα φουντωμένα α γ κ ά θ ι α . Σκουριασμένα τα περίτεχνα σιδερένια κάγκε λα, ξεβαμμένα τα σφαλιστά παντζούρια. Τα μάτια της έτρεξαν και στάθηκαν στο λουκέτο της αυλόπορτας π ο υ σφιχτοδένει τους σκουριασμένους κρίκους μιας χοντρής αλυσίδας. Ποιος το κλείδωσε τε λευταία φ ο ρ ά ; Ποιος απ' τους άλλους τρεις συγγενείςκληρονόμους μετά τον κοινό θ ά ν α τ ο τ ο υ π α τ έ ρ α και της μητέρας, κρατά το κλειδί α υ τ ο ύ τ ο υ λ ο υ κ έ τ ο υ ; Δε νοιάστηκε ποτέ. Εκείνη ήθελε μόνο να μείνει μακριά, να μη γυρίσει. Στο μπαλκόνι εξέχει η θέση γ ι α το σημαιοκόνταρο. Στην άκρη της σκεπής το ακροκέραμο έχει σπάσει. Υ πάρχει μια χορταρένια φωλιά χελιδονιών εκεί. Η χελι δόνα πηγαινοέρχεται και ταΐζει τα μικρά της π ο υ δεν
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
113
φ α ί ν ο ν τ α ι . Το χερούλι της μέσα εξώπορτας είναι μπρούντζινο, χέρι κομψής κυρίας με μακριά δάχτυλα. Το λένε «ρόπτρον» κι η μητέρα το γυάλιζε μ' ένα υγρό που το έλεγε «μπράσο». Το «ρόπτρον» έπρεπε, π ά ν τ α , ν' α σ τ ρ ά φ τ ε ι , ήταν το πρώτο π ο υ θα πρόσεχε ένας επι σκέπτης. Στ' α υ τ ι ά της ακούστηκε το τιτίβισμα της χελιδόνας κι ύστερα, αμέσως, να χ τ υ π ά η π ό ρ τ α . Ά κ ο υ σ ε βήματα στην ξύλινη εσωτερική σκάλα. Μ ι κ ρ ά βήματα, βιαστικά. «Πρόσεχε, θα πέσεις!» Η φωνή της μητέρας ανυπόμο νη. Φορά σοσόνια άσπρα, φ ο ρ ά μαύρα λουστρίνια πα πούτσια. Τρέχει τα σκαλιά, στον αγκώνα έχει τσιρότο από π ρ ό σ φ α τ ο χ τ ύ π η μ α . Σκύβει στο σκονισμένο τζάμι τ ο υ αυτοκινήτου και τον βλέπει τον παιδικό εαυτό τ η ς να πετάγεται στον κή πο με το φόρεμα-οργαντίνα. Η οργαντίνα είναι ύφασμα άγριο, τσιμπάει το δέρμα, όμως κανένα άλλο φουστάνι δεν την κάνει πιο ό μ ο ρ φ η . Φουσκώνει, έχει βολάν, φιόγ κο πίσω στη μέση και κρύβει το αδύνατο κορμάκι της. Μ α ν ί κ ι α κοντά και σουρωτά, στο στήθος, το κόψιμο α υ τ ό η μητέρα το λέει «καζάκα». Με σούρες και βολάν προσπαθούσε να της διορθώσει την αδυναμία της και να μη μοιάζει με καλαμάκι. Το φουστάνι από οργαντίνα της το έραψε η μοδί στρα π ο υ μένει δυο δρόμους πιο κάτω. Η μητέρα την τραβούσε απ' το χέρι και την πήγαινε για πρόβα, πάντα απόγευμα. Το σπίτι της μοδίστρας ήταν στενόχωρο και σκοτεινό, γεμάτο παλιούς μπουφέδες. Την έβαζαν να στέκεται μπροστά στο μεγάλο καθρέ φ τ η πάνω στο φύλλο της ντουλάπας και τ η ς προβάραν ε τ ο φουστάνι. Ο καθρέφτης είχε σχήμα οβάλ κι η μοδίστρα πολλές μαύρες ελιές στο πρόσωπο της. Η Ελβίρα απέφευγε να την κοιτά γ ι α τ ί κρατούσε τις καρφίτσες ανάμεσα στα σφιγμένα της χείλη και την ανατρίχιαζε. Η Ελβίρα παίζει στον κήπο. Μια άγνωστη κοπέλλα,
114
ΜΑΡΩ
ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
από άλλη γειτονιά μάλλον, περνά απ' το δρόμο και στέ κεται στα κάγκελα. Της φωνάζει και της λέει: — Πώς σε λένε κοριτσάκι;
— Μαγδαληνή! απαντά αδίστακτα. Απ' το Πάσχα που πήγαν με το σχολείο να δουν τα «Πάθη τ ο υ Χριστού» στον κινηματογράφο, τρελάθηκε με τη Μαγδαληνή και τ' όνομα της. Γιατί είχε α υ τ ά τ' ατέ λειωτα, ξέπλεκα, σγουρά μαλλιά και γιατί λάτρευε το Χρι στό που την έσωσε απ' την αμαρτία. Θα 'θελε πάρα πολύ να τη λένε Μαγδαληνή και να ζούσε τη ζωή της, να τη γράφουνε τα Ευαγγέλια και να την κάνουν ταινία. Το Ελβίρα δεν της αρέσει για όνομα, το είχε άλλωστε βαρεθεί εν νιά χρόνια τώρα. Της θύμιζε την πεθαμένη γιαγιά της, απ' τον πατέρα της, που ποτέ δεν γνώρισε γιατί ήταν πάντα πεθαμένη. Ή τ α ν μια γιαγιά παράξενη κι όταν μιλούσε γ ι ' αυτήν η μητέρα της, έπαιρνε ύφος ξινό και παραπονιάρι κο, ιδίως όταν έπρεπε να την παινέψει. «Μήπως δεν θα μ' α γ α π ά η μαμά που έχω α υ τ ό τ' ό νομα;» Αναρωτιόταν με φόβο. Σε λίγο θα νυχτώσει, ο ήλιος έπεσε, η μαμά θα πετα χτεί απ' το πάνω παράθυρο και θα της φωνάξει ανυ πόμονα, «Έλα να βάλεις το ζακετάκι σου, έχει ψύχρα!» Γι' α υ τ ό φαίνεται η λέξη «ψύχρα» της θυμίζει ακόμα έ ναν ύπουλο κίνδυνο. Το π α ρ ά θ υ ρ ο δεν άνοιξε, δεν είναι βραδάκι... Είναι ακόμα πρωί, η μαμά πέθανε σε δυστύχημα από χρόνια, ο κήπος ερήμωσε, η οργαντίνα έγινε αργό τερα κουρτινάκι για το παράθυρο στο π α τ ά ρ ι κι εκείνη δεν παίζει στον κήπο. Είναι έξω απ' τα κάγκελα, έξω απ' το κλειδωμένο λουκέτο, μέσα στο σκονισμένο α υ τ ο κ ί ν η τ ο , ακουμπά το μάγουλο στο τιμόνι, έχει την ηλικία της μαμάς και κλαί ει. Βάζει μπρος να φύγει. Δεν αντέχει άλλο να κάθεται ε κεί κρυμμένη, σα θλιβερός κατάσκοπος τ ο υ εαυτού της, τραβάει έξω απ' την πόλη. Βγαίνει στο φ α ρ δ ύ υπερα στικό δρόμο και τρέχει με μεγάλη τ α χ ύ τ η τ α .
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
115
Να φ ύ γ ε ι , να φύγει. Να πάει αλλού. Να βρεθεί στην εξοχή, στη θάλασσα, να ηρεμήσει, να σκεφτεί, να κάνει σχέδια, να βάλει τ ά ξ η κι ύστερα να ξανάρθει. Ό χ ι άλλο σήμερα. Οδηγεί γρήγορα με μουδιασμένη τη σκέψη σε χρόνο μετέωρο. Δεν μπορεί να εντοπίσει το πού βρίσκε τ α ι και το πότε. Οι εσωτερικές της εικόνες μοιάζουν ά τ α χ τ α κολλη μένες σε οικογενειακό άλμπουμ, πρόχειρο, χωρίς χρο νολογική σειρά. Τρέχει κι ο καθαρός αέρας, α π ' τ' αμ πέλια, τα χ ω ρ ά φ ι α και τους ελαιώνες, της γλυκαίνει σιγά-σιγά την καρδιά και της ρυθμίζει τα ρολόγια τ ο υ νου. Ό σ ο απομακρύνεται αισθάνεται όλο και καλύτε ρα. Η πόλη πίσω της, παλλόταν σαν πληγή παλιά που σκάλισε πάλι και κακοφόρμισε. Να πάει μακριά τ η ς , να πάει πιο πέρα, να μην πονά, να μην καίει. Πρέπει να οδηγεί πάνω από ώρα όταν προσέχει στο δείχτη πως η βενζίνη κοντεύει να τελειώσει. Ένα σήμα, στο δρόμο δεξιά, λέει πως υπάρχει πρατήριο στα τρια κόσια μέτρα. Στάθηκε μπροστά στις αντλίες και κατέβηκε. Η ζέστη είχε δυναμώσει και το στομάχι της τη μαχαίρωνε. Είχε να φάει από χθες. Απ' την κινητή καντίνα δίπλα, πήρε μια πορτοκαλάδα και ζήτησε απ' τον άντρα με την μπλε φ ό ρ μ α που την πλησίασε να γεμίσει βενζίνη το ντεπόζι το τ ο υ αμαξιού. Ρώτησε αν υπάρχει ένα ξενοδοχείο κον τά και της εξήγησε πως δύο χιλιόμετρα, ύστερα απ' το επόμενο χωριό, θα συναντήσει την π α ρ α λ ί α της Λούτρας. Εκεί θα βρει σίγουρα άδειο δωμάτιο γ ι α τ ί , αν και έχει ήδη προχωρήσει το καλοκαίρι, ο τουρισμός δεν εί ναι αυτός που περιμένανε γ ι α φέτο στην περιοχή.
Η πατρίδα είναι σκληρή σαν την αγάπη Αχ Μέλα, η θάλασσα! Μεγάλη, π ά ν σ ο φ η , α κ ί ν η τ η . Τελικά είναι ακίνητη λέει, το διάβασα σ' επιστημονικό άρθρο κυριακάτικης εφημερίδας, πως δεν προχωρά ό πως μας φ α ί ν ε τ α ι , μονάχα ανεβοκατεβαίνει. Μα βέβαια! Αν προχωρούσε θα πλημμύριζε, θα μας κουκούλωνε και θα μας έπνιγε. Δεν τη φοβάμαι ποτέ, μου προκαλεί εμπιστοσύνη, ασφάλεια. Ό τ α ν είμαι σε παραθαλάσσιο μέρος νιώθω ελευθερωμένη από πολλά α π ' τα άγχη μου. Γενικά οι νησιώτες πρέπει να αισθα νόμαστε έτσι μια κι είμαστε από υλικά θάλασσας μπο λιασμένοι. Η θάλασσα δεν μας χωρίζει, μας ενώνει, δεν μας εμ ποδίζει, μας διευκολύνει. Είμαι αισιόδοξη κοντά της. Να δεις πού βρίσκομαι! Να δεις τι βλέπω! Το μπαλ κόνι τ ο υ δωματίου μου είναι μικρό και πέτρινο, πάνω απ' τη θάλασσα, σ' ένα λιμανάκι στρογγυλούτσικο ό πως το μισοφέγγαρο. Δεξιά ένας σωρός βράχια μαύρα, αριστερά μια χού φ τ α χρυσή άμμος. Χ ο ύ φ τ α γ ί γ α ν τ α , έστω, ίσα-ίσα για να ξαπλώνω όταν βγαίνω απ' το νερό. Κάτω απ' το μπαλκόνι μου είναι μια παλιά ταβέρνα με υγρά βαρέλια και καλαμένια σκεπή. Σου γ ρ ά φ ω κι η γυμνή πλάτη μου ακουμπά σε τ ο ί χ ο με άγρια επιφάνεια, φρεσκοασπρισμένη. Φορώ το μα γιό μου κι έχω κοκκινήσει απ' τον ήλιο, πιο πολύ στα
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
117
μπούτια και στη μύτη μου. Η ταβερνιάρισσα με συμβου λεύει να αλειφτώ γιαούρτι για να δροσιστώ, μα εμένα μ' αρέσει να κοιτιέμαι στον κ α θ ρ έ φ τ η , ξερή και φλογωμένη. Ό τ α ν ήμουνα παιδί μ' εκνεύριζε που η μαμά κι οι θείες μου με κυνηγούσαν να φορέσω καπελλίνα μη με κάψει ο ήλιος. Τη σιχαινόμουνα την καπελλίνα και τ ώ ρ α είμαι ελεύθερη να καώ όσο θέλω. Υπάρχει μια σκούρα μωβ βουκαμβίλια που σκαρφα λώνει μέχρι το μπαλκονάκι μου. Τα φύλλα της είναι σαν από ψιλό χ α ρ τ ά κ ι , μαδούν εύκολα και γεμίζουν το τσι μέντο, στα πόδια μου, μωβ φύλλα. Θέλω να τα χαϊδέ ψ ω . Θα μαζέψω λίγα και θα τα βάλω στο φάκελο με το γράμμα σου να στα στείλω. Να με πιστέψεις, να μη λες πως υπερβάλλω. Δεν πήγα να μείνω στο μεγάλο τουριστικό ξενοδο χείο της Λούτρας. Στάθηκα τυχερή που σκέφτηκα να προχωρήσω λίγο στον αγροτικό χωματόδρομο και ν' α νακαλύψω τ ο ύ τ ο το απόμερο λιμανάκι με το ψαροχώρι. Έπιασα ενοικιαζόμενο δωμάτιο πάνω α π ' την ταβέρ να π ο υ σου έλεγα. Μέλα, Μέλα μου, όλα είναι στημένα έτσι που να με τρελάνουν! Έχει και βρωμόδεντρα σου λέω! Το φ α ν τ ά ζεσαι; Εκείνα τα λεπτά, μικρά δέντρα με τα μακρουλά φύλλα που λένε πως κρέμασαν τον Ιούδα και γ ι ' αυτό βρωμάνε έτσι. Μ ο υ μυρίζουν σαν υπέροχο ά ρ ω μ α , για τί είναι ένα άρωμα που έρχεται απ' τα παλιά. Τότε π ο υ , το βραδάκι, παίζαμε στην αλάνα της γειτονιάς κι όταν πιάναμε στο κυνηγητό αυτούς που κυνηγούσαμε τους τρίβαμε στη μούρη φύλλα από βρωμόδεντρο για τιμω ρία. Το βράδυ τ ρ ώ γ ω σε τραπεζάκι δίπλα στο κύμα, γεμι στές ντομάτες, σαλάτα και φ έ τ α . Στη σ α λ ά τ α βάζουνε βασιλικό και δυόσμο κι εγώ ξέχασα τη δ ί α ι τ α μου. Νιώ θω τόσο φρέσκια και παιδική που επιτρέπω στον εαυτό μου να παχύνει όσο τ ο υ κάνει κέφι. Πίνω κρασί απ' τα βαρέλια και ζαλίζομαι γλυκά. Τι
118
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ωραία η ζάλη π ο υ με σηκώνει π ά ν ω α π ' τον εαυτό μου! Τρεμοπαίζουν τα μάτια μου και το κεφάλι μου γεμίζει πεταλούδες κι εκείνα τα καλά πετούμενα α π ό γκρίζο, σκονισμένο βελούδο, π ο υ τα λέμε «ψυχάρες». Απαγο ρευόταν να τα σκοτώνουμε γιατί μπορεί και να 'τανε ψυχές δικών μας νεκρών. Ούτε το αλογάκι της Παναγί τσας έπρεπε να σκοτώνουμε. Μόνο τα κουνούπια, τις κατσαρίδες και τις μύγες. Κάτω α π ' το τραπεζάκι μου, τις νύχτες, η θάλασσα είναι σκοτεινή και ήσυχη, σα λίμνη α π ό μελάνι και χθες είχε πανσέληνο. Μέσα α π ' τα μαύρα νερά, άνθισε ξαφ νικά, ένα πελώριο, κατακόκκινο φεγγάρι κι εγώ έτρωγα τη σαλάτα, κοίταζα το φεγγάρι κι έκλαιγα α π ό ευγνω μοσύνη π ο υ ζω. Είμαι καλά! Το καταλαβαίνεις π ω ς είμαι καλά; Τόσο καλά π ο υ δε Βιάζομαι να δω τον Παύλο. Με γεμίζει το π ο υ π α τ ώ στη γη π ο υ βρίσκεται, στη γη π ο υ α γ α π η θ ή καμε, π ο υ σκοτωθήκαμε, π ο υ χωρίσαμε. Στη γη π ο υ τόσο πολύ με νοιάζει ώστε την απαρνήθηκα. Γιατί όσα πολύ μας νοιάζουνε, φαίνεται π ω ς δε αντέχονται εύκο λα, φαίνεται π ω ς μας συνθλίβουν. Με γεμίζει π ο υ είμαι εδώ, βυθισμένη στη φύση και στις εξαίσιες μυρουδιές της παιδικής μου ηλικίας. Λιά ζομαι, τ ρ ώ γ ω , κοιτώ το φεγγάρι ν' ανατέλλει, κλαίω κι έχω μυστικό! Μέλα, σ' ευχαριστώ π ο υ υπάρχεις. Ό σ ο κι αν η Ελβίρα πόνεσε τις πρώτες ώρες της επι στροφής της και μάλιστα μπροστά στο σφραγισμένο πα τρικό σπίτι της, σύντομα η φύση, το εκρηκτικό καλοκαίρι και, πιο πολύ, η πατρίδα, που σαν α φ ρ ά τ η , στοργική βάγια, της άνοιγε τη φαρδιά αγκαλιά, την χάιδευαν, την κανάκευαν και της δώριζαν το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να λάβει κανείς: Την ξανάκαναν παιδί. Οι πατρίδες είναι πάντα στη θέση τους κι εμείς είμα στε δέντρα που ριζώνουμε παντοτινά στα χ ώ μ α τ α
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
119
τους. Κι αν φεύγουμε, οι ρίζες δεν κόβονται, επιμηκύ νονται μονάχα, απίστευτα πολύ και σαν τ' αλυσοδεμένα σκυλιά νομίζουμε πως ελευθερωθήκαμε ενώ μας έχουν μακρύνει τις αλυσίδες. Ισόβια είμαστε δεσμώτες μιας πατρίδας κι α υ τ ή , τ ρ ο φ ό ς μας παντοτινή, μας θηλάζει γ ά λ α , μας θηλάζει φ α ρ μ ά κ ι . Ό π ω ς ο Θεός που λένε, πως παιδεύει τα πιο αγαπημένα τ ο υ παιδιά. Η π α τ ρ ί δ α π ο υ πίσω αφήσαμε είναι δάσος από στοιχειωμένες μνήμες, δάσος από α γ ά λ μ α τ α που μας κοιτούν ανυπόφορα χωρίς να κουνιούνται τα βλέφαρα τους. Απ' τα χ ώ μ α τ α της, κάποτε, φύτρωσαν κι απολι θώθηκαν τ' αρχέτυπα της ζωής μας που με τα χρόνια, όλο και πιο πιεστικά, έχουμε ανάγκη να αποφεύγουμε. Γιατί μας πικραίνουν, γ ι α τ ί μας κρίνουν, μας μετρούν, μας κατηγορούν, μας καταδικάζουν. Η π α τ ρ ί δ α είναι σκληρή και δύσκολη, σαν την αγά πη... Ό μ ω ς , τ ώ ρ α , η Ελβίρα ξαναγίνεται παιδί κι έκ θαμβη χαίρεται το θαύμα να ξαναθυμάται και να ξανα συναντά τόσα και τ ό σ α που είχε στα σίγουρα λησμονη μένα, στα σίγουρα χαμένα. Παιδική κι α θ ώ α , ανοίγει ολόκληρη σε πλήθος από μυστικά μηνύματα και συγχρόνως φροντίζει να κρατιέ τ α ι σε μια απόσταση απ' ό,τι της προξενεί φόβο. Ανα βάλλει να ξαναγυρίσει στην πόλη και ν' αναζητήσει να δει τον Παύλο. Η ξαφνική ευτυχία την κάνει εξαιρετικά προσεχτική προς το παρόν, όπως τον άρρωστο που μόλις γιατρεύ τηκε από βαριά ασθένεια και τρέμει μην υποτροπιάσει. Τέτοια ω ρ α ί α μοναξιά δεν έχει ξαναζήσει! Κολυμπάει, κυλιέται στη ζεστή άμμο, κοιμάται και ξυπνά, περπατάει στους χωματόδρομους ανασαίνον τας αγιόκλημα απ' τις μικρές αυλές που οι νοικοκυρές, συνεχώς, καταβρέχουν. Διαβάζει τον Τολστόι της με μια γενναιοδωρία και οι κειότητα προς τους ήρωες τ ο υ . Λες κι η απόσταση που
120
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
πριν αισθανόταν, ανάμεσα στην ψυχή τους και στην ψυχή της, να μειώθηκε λιγοστεύοντας συγχρόνως τη μειονεξία που ένιωθε για την υποτονική ζωή της. Ανα κουφισμένη από αγωνίες, τύψεις, ανασφάλεια και, κυ ρίως, θανάσιμη α ν ί α , άπλωσε τα μεγέθη της, άνοιξε την καρδιά της και μεταβλήθηκε η προηγούμενη μιζέρια της σε κατανόηση για όλους και όλα. Ό τ α ν είσαι ευτυχισμένος μπορείς να είσαι εύκολα ε πιεικής. Θέλει μεγάλο κουράγιο και αγώνα, συνείδηση και καρτερία να καταφέρνεις να 'σαι καλός και δίκαιος όταν νιώθεις δυστυχισμένος κι αδικημένος. Η Ελβίρα χαίρεται την π ρ ω τ ο φ α ν ή , λυτρωτική μοναξιά της, γράφει γ ρ ά μ μ α τ α στη Μέλα, ρεμβάζει και σκέφτεται κ α ι , πιο πολύ, θυμάται κι ονειρεύεται απερίσπαστη από άλλους. Διαπιστώνει πως η μοναξιά που ζει μονάχη της έχει τελείως αλλιώτικη γεύση απ' τη μοναξιά κοντά σε άλ λους. Κοντά σε γνωστούς, σε συνεργάτες, ακόμα και κοντά στον Αλέκο. Αν η πρώτη τη βάζει ν' αναμετρά τις δυνατότητες της, να υπολογίζει τις προοπτικές της και, κυρίως, να ελπίζει, η άλλη μοναξιά ήταν μικρόψυχη, γκρινιάρα, απελπισμένη. Την πίεζε να κατηγορεί για υπαίτιο εκείνο, το συγκε κριμένο πρόσωπο πλάι της γ ι α τ ί , με την παρουσία τ ο υ ή και με τη σκιά τ ο υ , της υπογράμμιζε την ανημποριά τους να σμίξουνε. Α όχι, η μοναξιά δίπλα σε άλλον είναι κάτεργο, είναι δρόμος αδιέξοδος, σιχαμένα, βρώμικα, υγρά κουρέλια που πάνω τους διαρκώς γλιστράς, πέφτεις κι όλο κατα ριέσαι τη μοίρα σου.
Γράμματα στη Μέλα και στη Φοίβη Μέλα μου, Δεν είναι ακριβώς οι τόποι που μιλούν μέσα μας, εί ναι οι σχέσεις που ακουμπήσαμε πάνω τους. Είναι τα δι κά μας πρόσωπα που ανάσαναν τον αέρα τους, π ά τ η σαν το χώμα τους, κάνανε το ένα και τ' άλλο στον καιρό τους. Είμαι συνέχεια στραμμένη προς τη γειτονιά τ ο υ πα τ ρ ι κ ο ύ μου σπιτιού. Και δεν είναι η γειτονιά η ίδια που μ' ενθουσιάζει ή με τυραννά, είναι α υ τ ά π ο υ έζησα εκεί, τότε. Είναι οι άνθρωποι που μαζευτήκαμε εκεί, κάποια χρόνια κι αλληλοπλέχτηκαν οι ζωές μας σ τ α δωμάτια τ ο υ σπιτιού, στον κήπο, στα πεζοδρόμια, στην αλάνα, στο δρόμο και στις παρόδους τ ο υ , στα σ π ί τ ι α τα γειτο νικά και στις αυλές τους. Άνθρωποι που άλλοι έφυγαν κι άλλοι πέθαναν κι έμεινε η γειτονιά άδεια α π ό μας, έγι νε άλλη. Με παρηγορεί η πίστη πως υπάρχει π ά ν τ α μέσα μου και την κουβαλώ με κρατημένη ανάσα. Έ φ υ γ α απ' το ψαροχώρι μου και προχωρώ νοτιότε ρα. Η ζέστη δυναμώνει και με βασανίζει. Με μεταμορ φ ώ ν ε ι , τις μεσημεριανές ώρες, σε π α θ η τ ι κ ό ζωάκι που το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να προφυλαχτεί από θεομηνία.
122
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Στα χωριά π ο υ συναντώ και διανυκτερεύω, νοικιά ζουν δωμάτια χωρίς κλιματισμό. Τα περισσότερα δω μάτια έχουν α π ό π ά ν ω μια λεπτή τσιμεντένια ταράτσα. Η ταράτσα είναι σωστό τηγάνι κι εγώ ένα αυγό π ο υ τη γανίζεται σιγά-σιγά. Κι όμως, είμαι σπουδαία! Σήμερα το μεσημέρι, ξαπλωμένη σε μια άσπρη αμ μουδιά και κάτω α π ' το θεοτρύπητο ίσκιο π ο υ έριχνε μια καλαμιά π ά ν ω μου, σκεφτόμουνα π ω ς ήθελα να σου γ ρ ά ψ ω και να σου διηγηθώ τι όμορφη εικόνα κά νουν τα μακρόστενα φύλλα της καλαμιάς κοιτώντας τα α π ' τη μεριά μου, ανάμεσα σε μένα και σ' ένα φλογισμέ νο ουρανό μεσημεριάτικο. Ό λ α θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά ομορφότε ρα αν η θερμοκρασία έπεφτε τέσσερις-πέντε βαθμούς πιο κάτω. Η θάλασσα, η άμμος, τα βουνά, τα νερά, η διάθεση μου. Ό μ ω ς τούτη η α π ά ν θ ρ ω π η ζέστη δηλη τηριάζει και αλλοιώνει τα π ά ν τ α σα μπαγιάτικες, διαλυ μένες τροφές. Κάνω διατριβή στα διάφορα είδη ζέστης μ' όση καρ τερικότητα μ π ο ρ ώ : Ζέστη κάτω α π ό ήλιο, ζέστη με νυ χτερινό, μπουκωμένο σκοτάδι, ζέστη α π ό άπνοια, ζέ στη α π ό θυελλώδεις νότιους ανέμους, ζέστη στο δωμά τιο με τους πυρακτωμένους ασβεστωμένους τοίχους, ζέστη π ά ν ω σε θερμά σεντόνια. Μόνο το να βρέχομαι με νερό στην ντουσιερα μετριάζει προσωρινά τούτο το μαρτύριο. Τα νέα α π ' τον καύσωνα της Αθήνας τα α κούω στο ράδιο του αυτοκινήτου σαν ανακοινωθέντα πολέμου. Από χθες βρίσκομαι μέσα σε τ ο π ί α εξαίσιας φυσικής ομορφιάς. Μένω σε μια ανοιχτή παραλία ό π ο υ οι άνε μοι φυσούν συνεχώς α π ό ισχυροί έως θυελλώδεις. Το καλοκαίρι θερμοί, το χειμώνα παγωμένοι. Οι κάτοικοι του χωριού, στο τέλος του φθινοπώρου, φεύγουν και κλείνουν τα σπίτια τους μέχρι την άνοιξη. Μόνο σκύλοι και γάτες κυκλοφορούν στην ακτή.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
123
Αττ' τη μεριά τ ο υ βοριά στέκουν πανύψηλα βουνά κι από κάποια μυστήρια περάσματα φαίνεται πως σχη ματίζονται βίαια ρεύματα αέρα π ο υ εισβάλλουν στην α κρογιαλιά βουίζοντας απερίγραπτα δυνατά. Ελιές, πι κροδάφνες, σχοίνοι, καλαμιές, λυγίζουν να πέσουν στο χώμα κι η θάλασσα, π ο υ έρχεται απ' το νότο η φ ο ρ ά της, αναγκάζεται, απ' το δυνατό βίτσισμα των ανέμων, αλλόκοτα να επιστρέφει, σκοτεινή, προς τα μέσα. Ό λ η α υ τ ή η βουερή κατάσταση δημιουργεί α τ μ ό σ φ α ι ρ α ε ξ ω π ρ α γ μ α τ ι κ ή , βιβλική σχεδόν. Χθες το δειλινό, ανέβηκα στο ωραιότερο μοναστήρι που έχω δει. Δώδεκα χιλιόμετρα από την π α ρ α λ ί α . Α νήφορος περίπου κατακόρυφος. Δεν είναι μόνο το μο ναστήρι, α υ τ ό καθεαυτό, είναι όλη η περιοχή. Απέραν τη και κυκλοθυμική, ξεκομμένη από τα γνωστά κριτή ρια κι ανυψωμένη απ' τα γύρω απρόσιτα όρη. Μενεξεδένιοι και γκρίζοι χρωματισμοί σε προετοι μάζουν πως έχεις να κάνεις με τόπο ειδικής πνευματι κότητας. Βλάστηση και ξεραΐλα, πεδιάδες και κορυφές, ήχοι και σιγαλιά, βουνά κι ακρογιαλιές, πράσινο βαθύ και θαλασσί βαθύ, κοράκια κι αγριοκάτσικα και, κυ ρίως, μια απεραντοσύνη ερημιάς π ο υ σε βάζει ν' αμφι βάλλεις ότι υπάρχουν πράγματι στη γη άνθρωποι κι αυ τ ο ί που ξέρεις είναι ίσως όντα που φαντάστηκες ή ονει ρεύτηκες κάποτε. Το μοναστήρι κοιτά κατά το νότο και τα κτίσματα τ ο υ έχουν τόσο σμιλευτεί απ' τον καιρό, π ο υ έχουν πά ρει το χρώμα και το ύφος των γύρω πετρωμάτων. Ό λ α εδώ είναι σμιλεμένα απ' τον καιρό και καμιά σμίλη δεν φτιάχνει έργα πιο αληθινά όσο αυτή τ ο υ χρόνου. Κι έξω και μέσα μας Μέλα. Το μοναστήρι γίνεται, αργά-αργά, φ υ σ ι κ ό στοιχείο αντί ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στην α υ λ ή , μια επιγρα φή πάνω σε ένα θεόρατο πεύκο γράφει ό τ ι έχει φυτευ τεί από ένα μοναχό πριν εκατό χρόνια. Ζουν πια σήμε ρα εκεί μέσα μόνο δύο μοναχοί. Τα υπόλοιπα κελιά στέ-
124
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
κουν άδεια από εγκατάλειψη, σα νεκρά, ανοιχτά στόμα τα. Τι σπρώχνει άραγε κάποιους να φεύγουν απ' τον κόσμο, στην ερημιά, ποθώντας να βυθιστούν όσο πε ρισσότερο μπορούν στο νόημα τ ο υ Θ ε ο ύ ; Γνωρίζουμε άραγε πόσο μακριά μπορεί να μας πάει α υ τ ή η αντάμω σ η ; Μάλλον όχι, υπάρχει όμως μια ειδική κλίση μέσα μας, σ' άλλους ελάχιστη και βουβή και σ' άλλους ισχυ ρότερη που τραβάει μια ψυχή σε χώρους διαφορετι κούς, έξω απ' την καθημερινότητα που νομοθέτησαν οι συνήθειες τ ο υ κόσμου. Χθες βράδυ, έ φ α γ α σ' ένα πανοραμικό μαγαζάκι πάνω απ' τον ελαιώνα τ ο υ χωριού. Με σέρβιρε ένας Γερ μανός που μιλά καλά ελληνικά με την ντόπια μάλιστα π ρ ο φ ο ρ ά των χωρικών. Ά κ ο υ σ α πως ζει εκεί εννιά χρόνια τ ώ ρ α και δεν σκοπεύει να επιστρέψει στη Γερμα νία. Μπορεί να μη διαφέρουν και πολύ τα κίνητρα τ ο υ Γερμανού απ' α υ τ ά των δύο μοναχών στο μοναστήρι. Έναν εαυτό ανώτερο έχουν πάρει από πίσω κι οι τρεις τους. Πιο απαιτητικό εαυτό, που δεν καταδέχεται τα μπιχλιμπίδια και τις ψευτοεπιβεβαιώσεις της μεγαλού πολης. Ο Παύλος μιλούσε συχνά γ ι ' α υ τ ή την κλίση. Υπήρ χαν διαστήματα π ο υ τ ο υ γινόταν βασανιστική, έμμονη ι δέα. Τυραννιόταν απ' τις αμφιβολίες μήπως η σχέση μας, ο γάμος που ετοιμάζαμε, ήταν ένας χοντρός συμβι βασμός για να ξεφύγουμε απ' το ύψιστο χρέος τ ο υ α φυπνισμένου ανθρώπου: Τη θέωση. Εγώ τον ά κ ο υ γ α μ' ανοιχτό στόμα. Τον θ α ύ μ α ζ α και συγχρόνως έτρεμα απ' το φόβο μη φύγει καλόγερος και τον χάσω. Έπεφτε σε κ α τ ά θ λ ι ψ η , σε μια παράδοξη συντριβή και, κάποιες φορές, αισθανόμουνα να με κοιτά με μί σος. Λες κι η ύπαρξη μου να τον παρεμπόδιζε από ένα ανώτερο, αόριστο καθήκον και να τον υποβίβαζε. Απ' την άλλη μεριά, αν εγώ έκανα πως θέλω να ξε-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
125
φ ύ γ ω απ' τη μέγκενη τ ο υ δεσμού μας, γινόταν έξαλλος. Παραληρούσε, δυο-τρεις φορές με χτύπησε. Με καταδίωκε, με άρπαζε, με κατηγορούσε γ ι α ανε παρκή αισθήματα, για α π ι σ τ ί α , για επιπολαιότητα, για λ ι π ο τ α ξ ί α . Καυγαδίζαμε σα μανιακοί. Ζήλευε τα γ ύ ρ ω μας πρόσωπα αλλά και τα απρόσωπα. Με απαιτούσε αφοσιωμένη κι αποκλειστικά δικιά τ ο υ . Με το σώμα κ α ι , με το πιο δύσκολο, με το πνεύμα. Απαιτούσε να με δι δάσκει συνεχώς κι εγώ να γίνομαι ένα μόνιμο δοχείο της διδαχής τ ο υ . Τον θ α ύ μ α ζ α και τον φοβόμουνα. Υπάρχουν αισθή μ α τ α περισσότερο δεσμευτικά; Αυτός ο άνθρωπος δι ψούσε σαν τρελός να υποταχτεί σε μια Μεγάλη Ιδέα και μ' έσερνε και μένα πίσω τ ο υ . Μόνο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποια ήταν ακριβώς α υ τ ή η Μεγάλη Ι δέα. Ό τ α ν χωρίσαμε και, με χίλια βάσανα, απομακρύν θηκα απ' την επιβολή τ ο υ , απ' τη μια μεριά λυτρώθηκα κι απ' την άλλη ένιωθα πως η ζωή μου φτώχυνε. Πως έ γινε πιο ρηχή. Σαν από ωκεανό να έφυγα και να βρέθηκα πια μπρο στά σε μια λακκούβα βροχόνερα. Έπρεπε όμως να μην το σκέφτομαι. Να δουλεύω, ν' αναμασώ τα ανυπόφορα ε λαττώματα τ ο υ , να δουλεύω και να μην τον σκέφτομαι...
Αγαπημένη μου Φοίβη, Ό π ω ς σου είπα στο τηλέφωνο, έφυγα α π ' την Αθή να και ήρθα μόνη μου στο νησί. Το είχα μεγάλη ανάγκη α υ τ ό το ταξίδι και τ ώ ρ α π ο υ , επί μέρες, τριγυρνώ τα χωριά και τις ερημιές με το αυτοκίνητο, μαύρη απ' τον ήλιο και σκονισμένη απ' τους χωματόδρομους, διαπι στώνω πόσο τα χρόνια μας ζαρώνουνε, πώς μας τσακίζουνε σα χιλιοτσαλακωμένο χαρτάκι λες και οφείλου με, όσο περνά ο καιρός, να πιάνουμε όλο και μικρότερο" χώρο.
126
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ό μ ω ς τ ώ ρ α , εγώ ξετυλίγομαι, ξεζαρώνω κι αισθά νομαι τον αέρα της θάλασσας να μου φουσκώνει τρελά την καρδιά, σαν ιστιοφόρο στα μελτέμια. Θα γελάς μαζί μου, θα με κοροϊδεύεις, θα λες πως παιδιαρίζω και γίνομαι χ α ζ ή . Ίσως έχεις λιγάκι δίκιο, όμως τ ώ ρ α , εδώ, ο' α υ τ ό το ξύλινο τραπεζάκι που α κουμπώ, ο' ένα τ α ρ α τ σ ά κ ι πάνω απ' τη θάλασσα, είμαι εγώ και το δίκιο μ ο υ ! Σου κουνάμε το χέρι, σου στέλνου με φιλιά και σ' αγαπάμε μέχρι τον ουρανό. Γυρίζω πίσω στην π α τ ρ ί δ α μου μετά από είκοσι χρόνια. Καταλαβαίνεις πως α υ τ ά που συναντώ με συνεπαίρνουνε και με μεταφέρουνε στο μακρινό μου παρελ θόν. Τα της Αθήνας και της δουλειάς τ' αποξέχασα μέσα σε διάλειμμα μνήμης και ηρεμεί ο νους μου. Ό μ ω ς , εσύ είσαι κομματάκι μου, σε παίρνω μαζί μου παντού. Είναι μέρες τ ώ ρ α π ο υ σου γ ρ ά φ ω και σου ξαναγρά φω με το μυαλό μου γ ρ ά μ μ α τ α μέχρι να βρω την τόλμη να κάτσω και να σου γ ρ ά ψ ω με το χέρι. Με φέρνει σε αμηχανία η ηλικία σου, η ω ρ ι μ ό τ η τ α σου που τρέχει σχεδόν και μ' αφήνει πίσω. Οι διάφορες Φοίβες, των διαφόρων εποχών, μπερδεύονται μέσα μου τ ώ ρ α που είμαστε μακριά και δεν ξέρω σε ποια απευ θύνομαι. Γενικά, σε αισθάνομαι πιο θετική και πιο μορφωμένη από μένα και το μοναδικό μου α τ ο ύ , που μου επιτρέπει ίσως να σε συμβουλεύω (!) είναι μια ευαισθησία στρα πατσαρισμένη που αφήνει εκείνη τη σ τ υ φ ή γνώση π ο υ θέλουμε να τη λέμε: Πείρα. Ό μ ω ς φ ο β ά μ α ι , πως ακόμα κι η εμπειρία μας, είναι άχρηστη για τα παιδιά μας. Νομίζω πως οι κανονισμοί της ζωής δεν πολυδίνουν σημασία στις εμπειρίες των .άλλων. Q καθένας μας, ενδεδυμένος την προσωπική τ ο υ άγνοια, θα κάνει το ολόδικό τ ο υ οδοιπορικό στην προσωπική τ ο υ γνώση ή βλακεία. Ά ο π λ ο ς από πείρες των άλλων. Δυστυχώς ή ευτυχώς. Αλλιώς ο κόσμος, γε νιά τη γενιά, θα γινόταν σοφότερος, δικαιότερος, ευτυ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
177
χέστερος. Κι όμως, κοίτα! Τα λάθη επαναλαμβάνοντας οι άνθρωποι είναι διαρκώς σαστισμένοι. Γι' αυτό, π ά ν τ α μου φοβόμουνα να σου δίνω συμ βουλές. Ελάχιστες, α π ' τις συμβουλές του π α π π ο ύ σου και της γιαγιάς σου εισάκουσα και στις περισσότερες αντέδρασα αρνητικά π α ρ ά το ότι με θεωρούσαν υπά κουο παιδί. Χθες το βράδυ, πριν κοιμηθώ, στο σκοτάδι, θυμό μουνα π ω ς όταν ήσουνα μικρούλα, μ' άρεσες τόσο μες στην τρυφερή σου ατμόσφαιρα προφυλαγμένη, κάτω α π ' τη δικιά μας ακτίνα φροντίδας. Ήθελα έτσι, στάσι μα να μείνουν τα π ρ ά γ μ α τ α . Απ' την άλλη πλευρά ό μως, με ανακούφιζε η προσμονή, π ω ς μεγαλώνοντας μπορείς κι εσύ να διαχειρίζεσαι μερικά α π ' τα δικά σου και, κυρίως, ν' αυτοπροστατεύεσαι, π ρ ά γ μ α π ο υ θ' αλάφρωνε το μαμαδίστικο υπεράγχος μου. Το ότι σήμερα, κυκλοφορείς στους δρόμους, πετάς μόνη σου με αεροπλάνο, ζεις σ' άλλη χώρα, μαγειρεύεις, βρίσκεσαι έξω ενώ έχει νυχτώσει, μου φαίνονται απί στευτα κατορθώματα και για τις δυο μας. Εμένα, π ο υ δεν είναι πολύ μακριά ο καιρός, π ο υ σκέπαζα με μπαμ πάκι και λευκοπλάστη τις γωνίες των επίπλων για να μην πέσεις και χτυπήσεις στον κρόταφο. Που βούλωνα με καλύπτρες τις πρίζες μη βάλεις το δάχτυλο σου. Αν μου προφήτευαν τότε τους σημερινούς, ριψοκίνδυνους άθλους σου, δεν θα κοιμόμουνα α π ' τους εφιάλτες τη νύχτα. Θ α υ μ ά ζ ω κι ευγνωμονώ τον καιρό, π ό σ ο ήρεμα και σοφά κανονίζει τα π ρ ά γ μ α τ α , οδηγεί την εξέλιξη, κα τευνάζει τη σύγχυση, ξεμπερδεύει τα μπερδεμένα μας κουβάρια. Υπάρχει μια ανατολίτικη κουβέντα π ο υ λέει π ω ς , «Ο σ ο φ ό ς όταν δεν ξέρει τι να κάνει, κάθεται και π ε ρ ι μένει». Δεν αντέχω να σου μιλώ και πολύ για τα αισθήματά μου π ρ ο ς εσένα. Με πονάει κι ό,τι με πονάει βαθιά, σχε-
128
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
δόν ντρέπομαι να το εκθέτω με περιγραφές. Το είχα προσέξει μαζί σου από παλιά. Σπάνια μιλούσα λεπτομε ρώς για σένα στους άλλους, το απέφευγα. Α υ τ ό π ο υ για σένα αισθάνομαι, χαίρομαι ή φ ο β ά μ α ι , σα νά φτωχαίνει και να ξεφτίζει με τα πολλά λόγια και το προφυλάσσω καλύτερα με τις σιωπές. Μένω σ' ένα ξενοδοχειάκι μέσα σε μια χαράδρα γε μάτη ελιές. Τη λένε, «Χιλιόριζο» και φτάνει μέχρι τη θά λασσα. Χθες τη νύχτα, σηκώθηκε ένας βόρειος νυχτερι νός άνεμος, δώρο Θεού μες στον καύσωνα. Ο ευκάλυ πτος μπροστά στο μπαλκόνι μου κόντευε να γονατίσει στη γ η . Κατέβηκα και κάθισα σ' ένα τραπεζάκι τ ο υ ε σ τ ι α τ ο ρ ί ο υ , έξω και ρουφούσα άπληστα τη δροσερή θύελλα στο τσουρουφλισμένο πετσί μου. Πριν έρθω εδώ, έμεινα δυο μέρες σ' ένα πρώην πα νέμορφο χωριό που το λένε «Αγία Μαύρα». Αμφιθεατρι κό, ξεκάθαρο σαν παιδική ζ ω γ ρ α φ ι ά , χωρίς προοπτι κή, σαν βυζαντινή εικόνα. Κατηφορίζει μια απότομη πλαγιά μέχρι την π α ρ α λ ί α με τους βράχους. Σήμερα, τ α σ τ ί φ η των τουριστών π ο υ διαμόρφωσαν σ τ ί φ η εμπόρων και μικρεμπόρων, μπούκωσαν τον ήρε μο τ ό π ο με άγριους ήχους, καρτ-ποστάλ, μουσακά και χάμπουργκερ, ηλίθια σουβενίρ. Σουβενίρ π ο υ προσπα θούν να χαρακτηρίσουν την ψυχή τ ο υ νησιού διασύ ροντας την. Τα περισσότερα σπίτια νοικιάζουν δωμάτια κι η γα λήνια α κ τ ή έγινε πάρκινγκ νοικιασμένων αυτοκινήτων. Χαλάει ο κόσμος κι ο ήλιος έχει εξαγριωθεί. Η πανσιόν που έμεινα, ονομάζεται «Φαέθων» κι ο άν τρας π ο υ την έχει, πλατυπρόσωπος, με σγουρά άσπρα γένια, μου είπε πως είναι ο παπάς τ ο υ χωριού. Αύγισε κι η εκκλησία εδώ, στην άκρη τ ο υ κόσμου, χώθηκε στον ο ί κ ο τ ο υ εμπορίου κι αμφιβάλλω αν τ ο ύ τ ο ς ο παπάς, με τις σαγιονάρες στα πόδια, καταλαβαίνει τη διαφορά των διαφόρων οίκων. Ευτυχώς, λίγο πιο πέρα, η φύση παραμένει α κ α τ ά -
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
129
βλητα ω ρ α ί α . Τα βουνά α π ό ρ θ η τ α , η θάλασσα αιώ νια... Συχώρεσε τη μανούλα σου π ο υ σου γράφει μεγάλα, μελοδραματικά γ ρ ά μ μ α τ α . Περνάει, ως συνήθως, τη δύσκολη ηλικία της. Έχω πάρει μαζί μου το παλιό σου γουώκ μαν κι α κούω τις σπαραχτικές μουσικές που κάποτε κορόι δευες. Τραγούδια τις Εντίθ Π ι α φ , της Μίλβα, τ ο υ Ζακ Μπρελ. Εσύ αγάπη μου, τι τραγούδια ακούς τ ώ ρ α ;
Μέλα, Μέλα μου, Το δωμάτιο στις Μυρτιές είναι ό μ ο ρ φ ο και άνετο, σχεδόν διαμερισματάκι. Ένας κοντός τοίχος το χωρίζει με μια μινιατούρα κουζίνας και το μπάνιο μυρίζει σα πούνι έντονα. Έξω απ' τα μαύρα κάγκελα ενός στοιχειώδους μπαλκονιού, φουντώνει το καταπράσινο πλούσιο φύλ λωμα μιας μουριάς, δέντρο που ευδοκιμεί πολύ στην περιοχή. Οι χωριανοί ζουν όλοι μαζί. Η ζέστη τ ο υ ς βγάζει απ' το πρωί στα πεζοδρόμια και συζητούν α σ τ α μ ά τ η τ α με τ α ξ ύ τους. Αυτή η κοινωνικότητα τους ακονίζει την εξυ πνάδα κι ακούγονται πολλά νόστιμα στον α έ ρ α . Κάποιες γυναίκες προσπαθούν να μάθουν ένα μωρό να μιλά. Α φ ο ύ τέλειωσαν με το «μπαμπά» και το «μα μά», έχουν βαλθεί να τ ο υ διδάξουν αυθημερόν και το «γιαγιά» και χαλά ο κόσμος. Το χωριό, από νωρίς, βουίζει σα μελίσσι. Κάθονται όλοι στα πεζοδρόμια κι αρχίζουν τα πάρε-δώσε τους. Γέροι, γριούλες, νεότεροι και πολλά παιδιά. Τα παιδιά παίζουν τα ίδια παιχνίδια που παίζαμε π α λ ι ά κι εμείς. Γρία κοριτσάκια προσπαθούν να γυρίζουν κ ά τ ι στεφά νια στη μέση τους που τα λέγαμε «χούλα χουπ» όταν
130
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
πήγαινα στο Δημοτικό. Δυο γριές κάθονταν χθες το βραδάκι αντικρυστά σε καρέκλες πάνω στο δρόμο κι έ λεγε εμπιστευτικά η μια στην άλλη, «κανείς δε θέλει να πεθάνει, κανείς δε θέλει να πεθάνει». Ακούω το ζωντανό μούρμουρο του χωριού πίσω απ' τα γερμένα μου παντζούρια και νιώθω σαν σε πα ρένθεση. Έξω απ' τη ζωή τους. Εγώ, δεν μετέχω εδώ. Α κούω μόνο, κοιτώ, θεατής σε σκηνή που με περικυκλώ νει, τα δρώμενα. Αυτό μου φέρνει μια περίεργη δυσφο ρία κάποιες στιγμές, λες και δεν υπάρχω ή είμαι διαφα νής κι αόρατη ανάμεσά τους. Τις νύχτες τρώω σε εστιατόρια που κάνουν μακρύ μπαλκόνι πάνω απ' τη θάλασσα. Μοιάζει να κάθομαι σε λευκή κουπαστή πλοίου. Έχει ησυχία, πράγμα σπάνιο για καλοκαιρινή παρα λία. Το νότιο πέλαγο είναι συνεχώς ακίνητο. Ούτε οι δυ νατοί άνεμοι που φυσούσαν προχθές δεν του πείραξαν την αταραξία. Περίεργα νερά, σα Βαθύτερα, σα πυκνότερα. Η βάρ κα που τα διασχίζει το σούρουπο αφήνει για πολλήπολλή ώρα, πίσω της, το τρόχισμά της. Μια βαθιά μα χαιριά σε πηχτή, γκρίζα κρέμα.
Το κέρινο πρόσωπο του χωρισμού Την τελευταία φ ο ρ ά που τον συνάντησε ήταν στο δι κηγορικό γ ρ α φ ε ί ο τ ο υ πατέρα τ ο υ . Δειλινό, καλοκαίρι. Τα έπιπλα έδειχναν κουρασμένα απ' τη ζέστη και την πσλυκαιρία. Έπιπλα απ' την Αλεξάνδρεια με σκούρο μαόνι και βιεννέζικη ψ ά θ α στα μπράτσα και στην πλάτη τ ο υ καναπέ. Η δακτυλογράφος είχε σκεπάσει τη γραφομηχανή με ένα καφετί κάλυμμα κι έφυγε μ' ένα ναύτη π ο υ σύστησε γ ι α ανηψιό της. Στο δεξί τ ο ί χ ο , πλάι στο σκούρο τραπέζι, κρεμόταν μια παλιά γκραβούρα με την αλεξανδρινή παραλία. Ή ταν δυστυχισμένη όμως το μάτι της, για κάποιο ανεξή γ η τ ο λόγο και με μια μυστήρια π α ρ α τ η ρ η τ ι κ ό τ η τ α , έ τρεξε και στάθηκε στους αιγυπτιακούς μιναρέδες της γκραβούρας. Ο Παύλος φορούσε ανοιχτό μπεζ πουκάμισο και της είχε γυρίσει την πλάτη κοιτώντας έξω απ' το παράθυρο. Θα έδειχνε ανησυχητικά χλωμός αν το φως τ ο υ δειλινού δεν έριχνε πάνω του πορτοκαλί αντιφέγγισμα. Τον τελευταίο καιρό ήταν διαρκώς ανήσυχος. Πάντα τ ο υ ήταν οξύθυμος, λες και μια πίεση εσωτερικών α τμών να μην άντεχε για πολλές μέρες τ η ν εγκράτεια. Πάντα τ ο υ υπέφερε απ' την υπόκωφη α γ ω ν ί α ενός κυ νηγού που αναζητούσε έναν τρομερά σημαντικό στόχο. Κινούμενο στόχο.
132
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Η νιότη τ ο υ , η ιδιοσυγκρασία τ ο υ κ α ι , ποιος ξέρει, τι είδους κάλεσμα, τον τυραννούσαν ανελέητα. Πάντα τ ο υ της φ ε ρ ό τ α ν α ν τ ι φ α τ ι κ ά όμως, τον τ ε λ ε υ τ α ί ο και ρό, οι απότομες μεταστροφές τ ο υ , ξεπερνούσαν τις αντοχές τ η ς . Τον υπέμενε επειδή ήταν ασύλληπτα ερωτευμένη μα ζί τ ο υ κι επειδή το μυαλό της παραδεχόταν, ότι τ ο ύ τ ο το μαρτύριο έκρυβε σημασίες πολύτιμες. Ή τ α ν ένα μαρτύριο από εκείνα που αξίζουν χίλιες φορές περισ σότερο από μια ήρεμη ευχαρίστηση. Πίσω απ' τις οδυ νηρές αντιφάσεις τ ο υ κυλούσε, σαν σταθερό αυλάκι, έ νας ανέκφραστος ειρμός. Τον βασάνιζε η αγωνία να εν τοπίσει το αυλάκι, να το διατυπώσει. Ξέσπαγε πάνω της όπως να ξέσπαγε στο αντίπαλο εγώ τ ο υ που όφειλε να το καταφέρει γ ι α να πάει πιο πέρα. Εκείνη τα καταλάβαινε α υ τ ά αλλά ένας φυσικός ε γωισμός, ένα προσωπικό της όραμα τ ο υ κόσμου, την συγκρατούσε απ' το να παραδοθεί ολοκληρωτικά και να πέσει ολάκαιρη στο δικό τ ο υ ωκεανό. Του αντιστεκόταν κι εκείνος ερεθιζόταν. «Γιατί βασανιζόμαστε;» Του φώναζε καμιά φ ο ρ ά . Δεν της αποκρινόταν. Την κοιτούσε μόνο με μια ξαφνική έκπληξη σα να στεκόταν α π ό τ ο μ α σε απροσδόκητο σταθμό το τρελό τραίνο τ ο υ . Σα να μην το είχε σκεφτεί α υ τ ό , σα να μη προλάβαινε να το σκεφτεί τ ώ ρ α . Δεν της αποκρινόταν. Εκείνο το καλοκαίρι είχε αρχίσει να δουλεύει ασκού μενος δικηγόρος στο γ ρ α φ ε ί ο τ ο υ πατέρα τ ο υ . Ή τ α ν α πογοητευμένος φυσικά. Φερόταν σα φλογισμένος σταυροφόρος π ο υ τ ο υ ανέκοψαν μια εκτυφλωτική σ τ α υ ρ ο φ ο ρ ί α και τον ανάγκασαν να μετρά ψιλά νομί σματα στο παγκάρι της ενορίας. Του φώναζε πως όλο αγανακτεί αλλά κι ο ίδιος δεν ξέρει τι θέλει. Πως αν δεν ξεκαθαρίσει τι ακριβώς θέλει, ελπίδα δεν έχει. Εκείνος φώναζε πως δεν τον βοηθά, πως τουλάχιστον δεν σωπαίνει να τον αφήσει να ηρε-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
133
μήσει και να σκεφτεί. Ό τ α ν εκείνη, προσβεβλημένη, σώπαινε, αυτός ξαναθύμωνε γ ι α τ ί τ ο υ στερούσε τη συ νομιλία. «Για σένα συνομιλία σημαίνει καυγάς», τ ο υ φώναζε. «Έστω, καυγάς, γ ι α τ ί όχι;» Της απαντούσε. Η α τ μ ό σ φ α ι ρ α ανάμεσα τους ήταν συνεχώς ηλεκτρισμένη. Η Ελβίρα βρισκόταν σε μόνιμη σύγκρουση: Γίνεται να τ ο υ παραδοθεί ολοκληρωτικά, να γίνει ένα τεράστιο «ναι» κοντά τ ο υ ; Μήπως οφείλει να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία τ η ς , ένα αυτόνομο νησάκι τ ο υ εαυτού της που μπορεί να ονομάζεται και αξιοπρέπεια. Τι ακριβώς είναι η αξιοπρέπεια μέσα στον έ ρ ω τ α ; Πάλευε μαζί τ ο υ , πάλευε μέσα της. Γινόταν απάν θρωπα κουραστικό. Μαλώνανε πολύ. Εκείνος επιτιθέ μενος, εκείνη αμυνόμενη. Στο τέλος, μπορεί και ν' άλλα ζαν οι ρόλοι τους, άμυνα κι επίθεση ν' αλληλοπλέκοντ α ν , να χάνανε το νόημα τους. Μετά από λίγη ώρα δεν θυμόταν ούτε το θέμα τ ο υ καυγά τους. Της έμεναν μόνο οι δυνατές φωνές να της τρυπούν τ' α φ τ ι ά , η γεύση απ' τα νευρικά δάκρυα της, ο πόνος στους κροτάφους από το ζόρισμα τ ο υ νου τ η ς , ο χτύπος τ ο υ χεριού τ ο υ να ρί χνει γροθιές σε τραπέζια και τοίχους. Ίσως κι όλα α υ τ ά να ήταν από υπερβολικό έρωτα που ξεπερνούσε τις δυ νατότητες τους και τους έβγαζε ανεπαρκείς να τον περιχωρέσουν. Τους τρέλαινε η ανεπάρκεια τ ο υ ς . Ίσως γ ι ' αυτό...
Ή τ α ν δειλινό κι ο Παύλος στεκόταν στο παράθυρο τ ο υ γ ρ α φ ε ί ο υ . Έβλεπε έξω, αδύνατος και σκυφτός. Έ δειχνε βασανισμένος. Η Ελβίρα στεκόταν σε μια γωνιά. Το ήξερε, απόψε θα χωρίσουν για πάντα. Το ήξερε. Το είχε ονειρευτεί πριν τρεις μέρες σ' ένα όνειρο βαρύ, ασήκωτο και συγχρόνως περίεργα συνειδητό. Ήξερε πως ονειρευόταν αλλά αυ τό δεν είχε να κάνει, ό,τι συνέβαινε στο όνειρο το κατά-
134
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
λάβαινε σαν πιο αληθινό από κατάσταση εγρήγορσης: Περπατούσαν σε μια σκιερή αυλή έρημου, μισογκρεμι σμένου σπιτιού. Αν και φοβόταν, πίεζε τον εαυτό της να προχωρήσει στη μισάνοιχτη, σκοτεινή είσοδο. Το σπίτι ήταν καμωμένο από φαγωμένες, υγρές πέτρες. Δεν θυ μάται τι είδε εκεί μέσα, θυμάται μονάχα το φόβο της. Θ υ μ ά τ α ι που στράφηκε πίσω κι είδε τον Παύλο στην αυλή να κ ρ α τ ά στην αγκαλιά τ ο υ ένα φασκιωμένο μω ρό. Απροειδοποίητα, σήκωσε το μωρό και το πέταξε σαν τόπι προς το μέρος της. Το έπιασε την τελευταία στιγμή, νιώθοντας ένα πόνο στο στήθος σα να τη χ τ υ πούσε βίαια, πέτσινη μπάλα. Μέσα απ' τις άσπρες φ α σκιές είδε, αντί για μωρό, κομματιασμένο κρέας. Μ ι α αναγούλα ανέβηκε μέχρι το στόμα της. Α σ τ ρ α π ι α ί α , το βλέμμα της έπεσε στο ρουμπίνι τ ο υ δαχτυλιδιού π ο υ φορούσε στον αριστερό παράμεσο. Της το είχε χαρίσει πριν ενάμιση χρόνο. Το ρουμπίνι μεγάλωνε μπροστά της όπως να το φ ω τ ο γ ρ ά φ ι ζ α ν σε γκρο-πλαν. Μ ι α ρωγμή, τρεμάμενη, σε σχήμα κεραυνού ή σχισμή γης μετά από σεισμό, το χώ ρισε απ' άκρη σ' άκρη στα δυο. Αισθανόταν τη γεύση τ ο υ αναπότρεπτου, τ ο υ οριστικού σα θάνατος. Το ήξε ρε πως θα χωρίσουν. Ό χ ι επειδή πίστευε στα όνειρα, αλλά γ ι α τ ί , το ήξερε, α υ τ ό το όνειρο ήταν η συμβολική γ ρ α φ ή μιας βεβαιότη τας. Έπρεπε πια να χωρίσουν, για να γλιτώσει απ' την α νυπόφορη α γ ω ν ί α τ ο ύ μήπως χωρίσουν π ο υ τη σκότω νε. Έγινε τολμηρή από φόβο και γενναία από δειλία Του το είπε π ρ ώ τ η έτσι που η μετέπειτα κόλαση της vα τη βασανίσει διπλά, να την κάνει να μισήσει τον εαυτό της και να την κατακάψει στην π υ ρ ά της αμφιβολίας Του το είπε όπως ν' αυτοκτονούσε για να μην υποφέρει άλλο από α ν ί α τ η ασθένεια. Του το είπε κι από απελπι-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
135
σμένη πρόκληση, ελπίζοντας κ α τ ά βάθος να τον τ ρ ο μάξει, να την παρακαλέσει ν' αλλάξει α π ό φ α σ η , να της ορκισθεί πως όλα θα τα φτιάξουν καλύτερα από δω και μπρος, να την ικετέψει και να την πείσει να μείνει κοντά τ ο υ . Κι έτσι, να πάρει πια εκείνη τα π ρ ά γ μ α τ α στα χέρια της για ν' ανακουφιστεί απ' τη νοσηρή ανασφάλεια τ ο ύ τ ο υ τ ο υ έρωτα. — Θέλω να χωρίσουμε Παύλο... ψιθύρισε προσπα θώντας ν' ακούγεται σταθερή. Εκείνος ξεστόμισε το χειρότερο που θα μπορούσε να φοβάται. — Ή θ ε λ α να στο πω κι εγώ. Από μέρες... Δίσταζα. Δεν την ά φ η σ ε να χαρεί το μαύρο θ ρ ί α μ β ο τ η ς . Θ ρ ί α μ β ο π ά ν ω τ ο υ , θρίαμβο πάνω στη δικιά της α δ υ ν α μ ί α π ο υ ξ α φ ν ι κ ά γέννησε δύναμη κ α τ α σ τ ρ ο φ ι κή. Της αφαίρεσε κάθε δόξα, κάθε στυλ και την ταπείνω νε σα να της ανταπέδιδε, πολύ πιο δυνατό, ένα χαστού κι. Για χρόνια θα την παίδευε η α π ο ρ ί α : Το εννοούσε α υ τ ό που της απάντησε ή ήταν ένα αστραπιαίο εύρημα τ ο υ εγωισμού τ ο υ για να περισωθεί; Ακόμα την παι δεύει. Εκείνος στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε έξω. Το παράθυρο έβλεπε πάνω απ' τα κόκκινα κεραμίδια της παλιάς πόλης κι απ' την διπλανή μπαλκονόπορτα ξε χώριζε ένα ξεφτισμένο κοντάρι σημαίας, χωρίς σημαία, ν' ακουμπά στα κάγκελα τ ο υ στηθαίου. Τα χαρακτηριστικά τ ο υ ήταν τραβηγμένα, χυμένα σαν υγρό κερί πάνω στα κόκαλα τ ο υ προσώπου τ ο υ . Μ ι α λεπτή φλέβα, στο δεξιό κρόταφο, χτυπούσε φανε ρώνοντας πως ήταν οργισμένος. Τα σ φ ι χ τ ά τ ο υ χείλη είχαν πάρει την κλίση που συνήθιζε να ττροαναγγέλει ένα τρελό ξέσπασμα. Δεν το άντεχε να μαλώσουν άλλο. Δεν άντεχε ούτε εκείνον ούτε τον εαυτό της άλλο. Έπρεπε να προλάβει να προφέρει κάτι καταλυτικό. Κάτι ισχυρότερο απ' όλα
136
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
όσα, ως τ ώ ρ α , τ ο υ είχε πει και να τον α ν α κ ό ψ ε ι : να τ ο υ πει να χωρίσουνε. — Θέλω να χωρίσουμε Παύλο... ψιθύρισε σταθερά. — Ήθελα να στο πω κι εγώ. Από μέρες... Δίσταζα. Στράφηκε και την κοίταξε καταπρόσωπο. Κέρινος με μια κακιά, παγωμένη α κ τ ί ν α , σαν από κίνηση λεπίδας στα σφιχτά τ ο υ μάτια. Κέρινη μάσκα μίσους. Μίσος από πληγωμένο εγωισμό, μίσος από μίσος ή μίσος από έρωτα; Ένιωθε βαθιά πως ήταν μίσος από έρωτα γ ι ' α υ τ ό δεν μπόρεσε να γιατρευτεί. Την κοιτούσε κ α τ ά μ α τ α , κέρινος και κακός.· Έκανε δυο-τρία βήματα προς τα πίσω, ύστερα την κυρίευσε φόβος ζώου που τραυματίσθηκε και φ ο β ά τ α ι νέα επί θεση, θανάσιμη α υ τ ή τη φ ο ρ ά . Έπρεπε να τρέξει και να ξεφύγει από κάτι φ ρ ι χ τ ό . Γυρίζοντας απότομα προς την π ό ρ τ α , έσπρωξε ένα βάζο κρυστάλλινο που είχε, μέσα σε νερό, δυο κλαδιά μυρτιάς κι ένα άσπρο γ α ρ ύ φαλλο. Το βάζο έπεσε πάνω στο γ ρ α φ ε ί ο και το νερό χύθηκε στο παρκεταρισμένο, σανιδένιο π ά τ ω μ α . Έπεσε χάμω και το ένα κλαδί μυρτιάς. Ό λ α α υ τ ά έγιναν σε κλάσμα δευτερολέπτου που το μάτι της τα φ ω τ ο γ ρ ά φ ι σ ε σε χρόνο π ο υ ο κίνδυνος επι μηκύνει. Τα θυμάται με ακρίβεια είκοσι χρόνια μετά: Το βάζο να γέρνει, το κλαδί μυρτιάς να πέφτει, ακόμα και το νερό που χύνεται σε α ρ γ ό τ α τ η κίνηση. Άνοιξε την π ό ρ τ α . Κατρακύλησε την ξύλινη σκάλα τ ο υ κτιρίου και πετάχτηκε στο δρόμο. Νύχτωνε. Έτρεχε και νύχτωνε. Σα να την κυνηγούσαν. Την κυνηγούσε ο πόνος. Έφτασε στη γειτονιά της, στο δρόμο τους, όρμησε στον κήπο τ ο υ σπιτιού. Στον κήπο που κάποτε έπαιζε φορώντας οργαντίνα κι ονειρευόταν τη Μ α ρ ί α τη Μ α γδαληνή. Η π ό ρ τ α τους με το ρόπτρον. Ξεκλειδώνει κι α νοίγει, τη σπρώχνει, τη χτυπά πίσω της κι ανεβαίνει τη δικιά τους ξύλινη σκάλα. Η λαχανιασμένη της ανάσα της
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
137
έχει βγάλει την ψυχή στην άκρη των χειλιών. Μ π ρ ο σ τ ά στο πιάνο της μητέρας της λυγίζουν τα γ ό ν α τ α της, πέ φτει στο π ά τ ω μ α . Η λέαινα τ ο υ πόνου της έφτασε, χυμάει πάνω της και της χώνει τα νύχια. Σπαράζει. Δαγκώνει, γ ι α να μη φωνάξει, το μπράτσο της, η γεύση από το α ί μ α που κυ λάει είναι γ λ υ φ ή , έχει μια θερμοκρασία οικεία πάνω στη γλώσσα της. Πεσμένη στο πάτωμα, έτσι, ώρες πολλές, μες στη ζε στή νύχτα τ ο υ καλοκαιριού, μάθαινε σιγά, μέσα σε απί στευτα παρατεταμένα δευτερόλεπτα της ώρας, πως τα όρια που γνωρίζεις μπορούν να ξεπεραστούν. Πέφτεις ο λόκληρη πάνω τους, σαν αιμόφυρτο ζώο. Περιμένεις με λαχτάρα πως θα τσακιστείς και θα ησυχάσεις. Χάνεσαι για λίγο, από αφόρητο πόνο κι ύστερα, ανοίγεις τα μάτια κι ανακαλύπτεις πως εσύ ακόμα υπάρχεις κι ότι τα όρια τα τσάκισες. Αυτό είναι η συντριβή; Κάπως έτσι θα είναι και το πέρασμα απ' την πύλη του θανάτου; Έζησε μέρες και νύχτες στην κόλαση. Μέρες και νύ χτες κ α τ α κ α λ ό κ α ι ρ ο υ , απαίσια ζεστές κι υγρές. Οι γο νείς της έλειπαν για ένα μήνα σε ιαματικά λουτρά. Φο ρούσε συνέχεια ένα φουστάνι από τσιτάκι με μικρά λου λούδια και λεπτή ζώνη. Μπαινόβγαινε στα δωμάτια με τα κλειστά παντζούρια, έπεφτε στο δροσερό π ά τ ω μ α τ ο υ διαδρόμου κι έμενε ώρες ακίνητη με το μάγουλο κολλημένο στις πλάκες. Έτσι ακούν οι ιθαγενείς τον ε χθρό να 'ρχεται από μίλια πέρα; Εκείνη δεν άκουγε, δεν περίμενε, δεν ήθελε να συνεχί σει τ ί π ο τ α . Ήξερε πως δεν θα την ακολουθήσει, πως δεν θα τηλεφωνήσει. Ήξερε πως χωρίσανε. Τα πιο βαριά, τα πιο σκληρά της ζωής μας, τα ξέρουμε απο πριν. Τρέμουμε να τα παραδεχθούμε αλλά, βαθιά-βαθιά, ήδη, τα ξέρουμε και τα περιμένουμε. Ξεγε λάμε τον εαυτό μας με μικρά ψέματα γ ι α ν' αναβάλλουμε την οδύνη. Τα ξέρουμε όμως. Ό τ α ν είδε πως δεν κατάφερε να πεθάνει, κάθισε και
138
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
πήρε και τις αποφάσεις της για την υπόλοιπη ζωή της. Ποτέ, ποτέ πια δεν θα εξαρτούσε την ψυχή της α π ' την άβυσσο της ψυχής ενός άντρα. Θα αφιερωθεί στις σπουδές της, στην τέχνη της, στη δουλειά της με όλο της τον ερωτισμό. Εκεί θα είναι ασφαλής, δεν θα κινδυνεύει. Είναι μια σίγουρη, μια έντιμη συναλλαγή για τον ερωτι σμό σου η παράδοση του στη δουλειά. Αργότερα θα παντρευτεί τον Αλέκο π ο υ ήταν λογι κός και στέρεος και δεν κινδύνευε να τον ερωτευτεί. Δεν θα ξαναγυρίσει εδώ. Θα φύγει. Έφυγε. Τα έκανε όλα ό π ω ς τα αποφάσισε κι ύστερα α π ό είκοσι χρόνια, επιστρέφει ν' αναζητήσει την απάν θ ρ ω π η εκείνη οδύνη της σαν φλέβα νερού σε έρημο. Ν' αναζητήσει εκείνο τον άντρα, με το κέρινο π ρ ό σ ω π ο του χωρισμού, π ο υ άφησε, σαν εικόνα π ο υ μαρτυρά ό,τι τελικά αξίζει να ποθήσει. Γύριζε π ί σ ω , στεγνή και διψασμένη.
Αύριο! — Για να τηλεφωνήσει κανείς στην πόλη πρέπει να πάρει πρώτα κάποιον κωδικό; Στεκόταν μπροστά στη μισοσκότεινη ρεσεψιόν μιας πανσιόν έχοντας ακουμπήσει χάμω το πλεχτό της κα λάθι με μια πετσέτα κι ένα σάλι. — Ό χ ι , είναι πολύ κοντά η πόλη. Θα πάρετε μόνο τον αριθμό τ ο υ τηλεφώνου που ζητάτε. — Μπορώ να έχω τον κατάλογο π α ρ α κ α λ ώ ; Η κοπέλα της ρεσεψιόν της έδωσε έναν πολυμεταχειρισμένο τηλεφωνικό κατάλογο χωρίς εξώφυλλο. Τον πήρε και πήγε και κάθισε στη γ ω ν ί α , σε μια πολυθρόνα από μαύρο πλαστικό. Ο ανεμιστήρας, δίπλα της, γύριζε κι έριχνε στο πρόσωπο της ένα σωτήριο αέρα. Μια τε ράστια πλαστική φτέρη σε πλαστική γλάστρα με αληθι νό χρώμα, κουνιόταν απ' τον άνεμο τ ο υ ανεμιστήρα. Ξεφύλλισε τον κατάλογο, έψαξε τ' όνομα τ ο υ . Το βρήκε, το συλλάβισε, δίπλα έγραφε: Δικηγόρος, τη γνω στή διεύθυνση τ ο υ παλιού κτιρίου και τ ο ν αριθμό τ ο υ , ένα π ε ν τ α ψ ή φ ι ο νούμερο. Δεν ήταν η πρώτη φ ο ρ ά που το έκανε α υ τ ό . Είχε ψάξει κι άλλες φορές σε καταλόγους, εδώ κι εκεί, από τ ό τ ε που ήρθε. Πάντα ανακάλυπτε αυτό το όνομα, α υ τή τη διεύθυνση, α υ τ ό το νούμερο που είχε μάθει απέ ξω, με χτυποκάρδι. Ή θ ε λ ε να το κοιτά τ' ό ν ο μ α τ ο υ , α νάμεσα στα πολλά, ά γ ν ω σ τ α , κ α τ α χ ω ρ η μ έ ν α στον κα-
140
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τ ά λ ο γ ο , ο ν ό μ α τ α , μ ε τ ά ίδια τ υ π ο γ ρ α φ ι κ ά , με την ίδια ακριβώς α π α θ ή , α λ φ α β η τ ι κ ή σειρά. Ν' α ν α σ ύ ρ ε ι , α π ' α υ τ ή την ψ υ χ ρ ή α π ά θ ε ι α , τ ο δικό τ η ς π ά θ ο ς , σ φ α λ ι σμένο μέσα σ τ ' όνομα τ ο υ , το νούμερο τ ο υ και να καρδιοχτυπά. Ώ σ τ ε υπάρχει λοιπόν και σήμερα εκείνος ο άντρας; Το δάχτυλο της, μηχανικά, σέρνεται στα στοιχεία τ ο υ πάνω στη σελίδα και τα χαϊδεύει, αναζητώντας να βε βαιώσει τη θαυμάσια π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α . Υπάρχει α κ ό μ α ! Ζει α κ ό μ α ! Ο αριθμός τ ο υ τηλεφώ νου τ ο υ της κόβει την ανάσα. Ο αριθμός τ ο ύ τηλεφώ νου τ ο υ είναι το δικό της κλειδί σήμερα για τον έρωτα. Θα τ ο υ τηλεφωνήσει, θα τον συναντήσει, θα τον ερω τευτεί, θα ζήσει, θα σωθεί. Κλείνει τον κατάλογο με λ α χ τ ά ρ α . Φοβάται μην πε τάξει έξω ο αριθμός. Δεν είναι η πρώτη φ ο ρ ά που το κάνει α υ τ ό . Πλησίαζε στην πόλη τους. Δεν μπορούσε να το αναβάλλει άλλο. Περίπου δυο ε βδομάδες γυρίζει το νησί. Από χωριό σε χωριό, από κω μόπολη σε κωμόπολη, από π α ρ α λ ί α σε π α ρ α λ ί α . Βυθί στηκε στο πατρογονικό χ ώ μ α , ενώθηκε μαζί τ ο υ , σαν σε τελετουργία προκαταρκτική πριν το φοβερό μυστή ριο της συνάντησης τ ο υ . Θα ξανανέβει τη σκοτεινή ξύλινη σκάλα που κατέβη κε τρέχοντας απ' το γραφείο τ ο υ μακαρίτη πατέρα τ ο υ . Ύστερα από είκοσι χρόνια θα την ξανανέβει. Θα στέκε τ α ι και θα την περιμένει άραγε, στην ίδια θέση; Με το ί διο πουκάμισο; Με το ίδιο κέρινο πρόσωπο τ ο υ χωρι σμού; Θα την περιμένει, άραγε, ακριβώς εκεί που τον άφησε κι άρχισε να τρέχει μακριά τ ο υ ; Όλο και περισσότερο αισθανόταν επιτακτικές τις ώρες να την πιέζουν να τηλεφωνήσει σ' α υ τ ό το πενταψ ή φ ι ο νούμερο. Μ ι α ασυγκράτητη αναστάτωση κι α γωνία της έσφιγγαν το στομάχι σε σκληρή γροθιά και την ενοχλούσε α ν υ π ό φ ο ρ α .
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
141
Είχε περάσει στο στάδιο που με τ ί π ο τ α δεν μπορείς ν' ανακόψεις τον εαυτό σου που τρέχει μπροστά. Ό λ ο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα και τη σέρνει πί σω τ ο υ με άρρωστο στομάχι. Θα τ ο υ τηλεφωνήσει. Θα τ ο υ τηλεφωνήσει γ ι α ν' ανακουφίσει το στομάχι της. Θα τ ο υ τηλεφωνήσει. Ο σωματικός πόνος είναι πιεστικότε ρος από κάθε άλλο είδος πόνου. Θα τ ο υ τηλεφωνήσει γ ι α να συνέλθει το στομάχι της. Μπήκε στην πόλη οδηγώντας α ρ γ ά , την ώρα που νύχτωνε. Ό , τ ι αντίκρυσε τ ο πρώτο πρωινό που έ φ τ α σε, την είχε πια προετοιμάσει για τη γενική παραμόρ φωση που συναντούσε π α ν τ ο ύ . Αλλωστε, σήμερα, δεν μπορούσε να σκέφτεται τ ί π ο τ α άλλο εκτός απ' το πεντ α ψ ή φ ι ο νούμερο. Έψαξε, ενστικτωδώς σχεδόν και βρήκε το παλιό ξενοδοχείο «Σεμίραμις», π ο υ γνώριζε πως λειτουργούσε ακόμα και κοίταζε τη νότια μεριά τ ο υ Δημοτικού κήπου. Πάρκαρε μπροστά στην είσοδο. Απ' αυτό το δρόμο περνούσε για να πάει στο Γυμνά σιο, όμως η δεντροοτοιχία με τις γαζίες δεν υπήρχε πια. Μπήκε μέσα και ζήτησε δωμάτιο. Της έδωσαν ένα στον δεύτερο όροφο. Ένας υπάλληλος την ακολούθησε και τη βοήθησε να μεταφέρει τα πράγματα της. Το ξενοδοχείο το είχαν αναπαλαιώσει με ολοφάνερη την πρόθεση να το νίσουν την προπολεμική αρχοντιά τ ο υ . Ή τ α ν πολυτελές αν και μικρό. Πρόσεξε τις αστραφτερές μπρούντζινες ρά γες που συγκρατούσαν το χαλί της σκάλας. Το δωμάτιο της κοίταζε στο Δημοτικό κήπο. Είχε πια νυχτώσει κι η βλάστηση έδειχνε σαν κατάμαυρη λίμνη. Το τηλέφωνο στο κομοδίνο ήταν κι αυτό μ α ύ ρ ο , έμοιαζε να την περιμένει σε ένα ραντεβού τρομαχτικής σημα σίας. Για ζωή ή για θάνατο ραντεβού. Κάθισε στο κρε βάτι κι άκουσε τον καμαριέρη να κλείνει μαλακά την πόρτα πίσω τ ο υ . Ά κ ο υ γ ε την καρδιά της να χτυπά τυ ραννικά γρήγορα. Πώς θα τ ο υ μιλήσει με τ ό σ ο λαχανια σμένη φ ω ν ή ;
142
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Δεν ηρέμησε π α ρ ά όταν σκέφτηκε πως τέτοια ώρα και μάλιστα μέρα Τετάρτη, τα δικηγορικά γ ρ α φ ε ί α έ χουν σίγουρα κλείσει. Δε γίνεται να τ ο υ τηλεφωνήσει λοιπόν μέχρι αύριο. Η καρδιά της γαλήνεψε α υ τ ό μ α τ α κι α υ τ ό μ α τ α χαλάρωσε το στομάχι της. Ξάπλωσε πίσω κι άπλωσε τα χέρια πίσω της. Θα τηλεφωνήσει στη Μέλα, «Θα τ ο υ τηλεφωνήσω αύριο», να της πει. Κι αν έλειπε; Κι αν ήταν σε τ α ξ ί δ ι ; Η α γ ω ν ί α της επέ στρεψε και καταριόταν τ ώ ρ α την τύχη της να είναι η ώρα τέτοια π ο υ τα δικηγορικά γ ρ α φ ε ί α να είναι κλει στά. Τι θα κάνει μέχρι αύριο; Απέκλειε να τηλεφωνήσει απόψε στο σπίτι τ ο υ . Δεν αισθανόταν έτοιμη να τ ο υ μι λήσει κι ύστερα, δεν ήθελε, αν απαντούσε, να κλείσει το τηλέφωνο κι αύριο, που θα τ ο υ τηλεφωνήσει, να κατα λάβει αναδρομικά πως αυτή τ ο υ έκανε βουβό τηλεφώ νημα. Ή τ α ν καταδικασμένη να περιμένει μέχρι το πρωί. Κάλεσε τη ρεσεψιόν και ρώτησε αν θα μπορούσαν να της σιδερώσουν μερικά ρούχα. Είπαν πως θα στείλουν πάνω μια κοπέλα να τα πάρει. Τακτοποίησε τα πράγ ματα της κι έβαλε τη βαλίτσα και τις τσάντες στη ντου λάπα. Χρειαζόταν να έχει μια εξωτερική τ ά ξ η μήπως και βοηθηθεί η εσωτερική α τ α ξ ί α της. Γδύθηκε και μπήκε κάτω απ' την παλαιϊκή ντουσιέρα που σφύριζε όσο έρι χνε το νερό. Ακόμα και το χαλάκι και τα σαπουνάκια ή ταν κατάλευκα. Της άρεσε έτσι.
Βγήκε έξω, στο σκοτάδι των δρόμων, να π ε ρ π α τ ή σει. Α ύ ρ ι ο ! Είναι η π ρ ώ τ η φ ο ρ ά π ο υ , εδώ, θα κοιμηθεί έξω α π ' το σπίτι τ ο υ ς . Α ύ ρ ι ο ! Ποτέ η μητέρα της δεν την άφηνε να κοιμηθεί σ' άλλο σ π ί τ ι , σε ξαδέρφη ή σε φ ί λ η τ η ς . Α ύ ρ ι ο ! Ό μ ω ς α π ό ψ ε κι η μητέρα κ ο ι μ ά τ α ι , από χ ρ ό ν ι α , αλλού, μακριά α π ' τ ο σπίτι τ ο υ ς . Α ύ ρ ι ο ! Η ν ύ χ τ α σκεπάζει τις καινούριες οικοδομές και τις κρύβει, η ν ύ χ τ α δεν αλλάζει εύκολα. Α ύ ρ ι ο ! Η ν ύ χ τ α α π ό ψ ε μοιάζει πολύ με τις παλιές νύχτες κι α υ τ ή κολυμ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
143
πά μέσα τ η ς με ε υ φ ο ρ ί α μέθης. Α ύ ρ ι ο ! Περπατά α ρ γ ά ενώ θα 'θελε να τρέξει. Φορά μπλε ποδιά. Η συμμαθήτρια της η Ειρήνη κι η συμμαθήτρια της η Δανάη περπατούν αγκαζέ πίσω της, όπως πάντο τε και ψιθυρίζουν γ ι ' α γ ό ρ ι α . Τις ακούει. Ά ρ α γ ε εκείνες την έχουν δει; Πρέπει σίγουρα να τρέξει γ ι α τ ί νύχτωσε, στο σπίτι θα ανησυχούν, θα την μαλώσουν. Πριν το ταχυδρομείο, στρίβει αριστερά. Μόλις μπαί νει σ' α υ τ ό το στενό δρόμο, τα χρόνια τρέχουν σαν τα νούμερα πίσω απ' το τ ζ α μ ά κ ι ταμειακής μηχανής. Είναι τ ώ ρ α πιο μεγάλη. Ο Παύλος την περιμένει μισοκρυμμένος στη σκιά τ ο υ δρόμου. Κανείς δεν ξέρει ακόμα για τους δυο τους κι α υ τ ή αγωνίζεται να το κρύψει αλλά και να το φανερώσει το μυστικό τους. Τα θέλει και τα δυο, τα λ α χ τ α ρ ά και τα δυο, είναι και τα δυο υπέροχα. Στην άλλη γωνιά θα πεταχτεί μπρος της. Θα την αγκαλιάσει απ' τη μέση, θ' ακουμπήσει τα χείλη τ ο υ στα χείλη της και θα της πει με φλογισμένο ψ ί θ υ ρ ο , «Αν δε μ' αγαπάς θα πεθάνω», «Αν δε μ' αγαπάς θα πεθάνω», θα του α παντήσει και θα κατρακυλήσουν στο φιλί τους. Αύριο! Α κουμπά στον τοίχο, στον ίδιο τοίχο που την έσπρωχνε, τη στρίμωχνε με το σώμα τ ο υ και τη φιλούσε ικετεύοντας και διατάζοντας μαζί, να του πει, «Σ' αγαπώ». «Σ' αγαπώ», τ ο υ έλεγε. — «Για πάντα;» — «Για πάν τα.» — «Μόνο εμένα;» — «Μόνο εσένα.» — «Ούτε τη μη τέρα σου σαν εμένα;» — «Ούτε.» — «Ούτε τον πατέρα σου;» — «Ούτε.» — «Ούτε τις ζωγραφιές σου;» — «Ού τε.» — «Ούτε το Θεό;» — «Ούτε.» - «Μπορώ να σε σκο τώσω αν χρειαστεί;» - «Μπορείς.» - «Αν μου φύγεις θα σε σκοτώσω.» - «Ναι, ναι.» Οι ψίθυροί τους χαμή λωναν από λέξη σε λέξη, βάθαιναν από γράμμα σε γ ρ ά μ μ α , όλα μαζί χυνόταν στου φιλιού τ ο υ ς το πηγάδι με το μαύρο μέλι. Μέλι βασίλισσας μέλισσας, βασιλικός πολτός. Έσβηναν και δεν υπήρχαν πια και πάλι, ποτέ δεν υπήρχαν όσο τότε στη γωνία, εδώ. Εκ των υστέρων, σκέ φτηκε πως τον λάτρευε επειδή της έλεγε τα λόγια που
144
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ήθελε ν' ακούσει, τα λόγια π ο υ , πέρα από κάθε λογική, σφιχτοδένουν μια γ υ ν α ί κ α σ' έναν άντρα. Ακουμπά στον τ ο ί χ ο κι ανασαίνει τον αέρα όπως α νάσαινε τον ψίθυρο τ ο υ . Είκοσι χρόνων ψίθυροι κι έχει μείνει ακόμα εδώ, να τριγυρίζει τη γ ω ν ί α , σαν άρωμα από αγιόκλημα τα μεσάνυχτα. Αύριο! Γυρνά προς το ξενοδοχείο παραπατώντας. Στο πε ζούλι τ ο υ Δημοτικού κήπου κάθεται. Υπήρχε απ' την αρχή μια ανεξήγητη απελπισία στη σχέση τους., Οι σκιές ενός ζευγαριού περπατούν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ακούγονται τα τακούνια της γυναίκας κι η φωνή της να λέει κάτι γρήγορα και θυμωμένα. Και τ ό τ ε , π ρ ώ τ η φ ο ρ ά μετά από πολλές μέρες, εμφανίζεται μπροστά της το πρόσωπο τ ο υ Αλέκου. Την ενοχλεί σαν κάτι ξένο που ε πεμβαίνει σε τελείως προσωπική, τεταμένη ώρα. Τη στε νοχωρεί και την ενοχλεί και θέλει να τον διώξει. Ό χ ι άλ λο Αλέκο. Να χωρίσουμε. Ό χ ι άλλα ψ έ μ α τ α , δεν κάνει. Δεν επιτρέπεται. Δεν έχει σχέση με τ ί π ο τ α πια ο Αλέκος, καμιά σχέση με την ψυχή της, με τη ζωή της πια. Δεν ε πιτρέπεται να παριστάνουμε πια το ένα και τ' άλλο. Θέλω να εξιλεωθώ για όλες τις παραστάσεις τ ώ ρ α , η ζωή μου δεν χωρά π α ρ ά ζωή. Δεν έχω καιρό. Δεν είναι ο γάμος ανώδυνη φ ι λ ί α . Δεν έχει καιρό να παραμορ φώνει πια τις επιθυμίες της. Θα τ ο υ ζητήσει να χωρί σουν. Εκείνος θα καταλάβει. Μπορεί να πονέσει στην αρχή, να θυμώσει, να παραπονεθεί, αλλά δεν θα πονέ σει για πολύ, δεν υπάρχει τ ί π ο τ α βαθύ ανάμεσα τους που να ξεριζωθεί και να ματώσει, μια κλωστούλα μόνο, μια βαμβακερή κλωστούλα. Ό σ ο για την τρυφερή φ ι λ ί α τους, δεν έχει λόγο να π ά ψ ε ι , τ ί π ο τ α αληθινό δεν θα π ά ψ ε ι . Πάλι φίλοι θα είναι, α ρ γ ά ή γρήγορα θα το πα ραδεχτεί κι ο Αλέκος πως τ ί π ο τ α απ' τα δικά τους δεν χάνεται, έτσι κι αλλιώς, άμα χωρίσουνε. Θα τ ο υ μιλήσει αμέσως μόλις γυρίσει στην Αθήνα. Απόψε, που είναι λυτρωμένος ο εαυτός της και κο λυμπά στον κατάδικό της ωκεανό, καταλαβαίνει τη δια-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
145
φ ο ρ ά του να πραγματώνεις την ψυχή σου α π ό το να τρέχεις μακριά της π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς ν' αποτελειώσεις α τέλειωτες υποχρεώσεις π ρ ο ς τους άλλους. Απόψε κο λυμπά ελεύθερα στον ωκεανό της. Χωρίς κόπο, χωρίς χρόνο, π α ν τ ο ύ . Στην καρδιά της ζωής της: Στην πατρί δα. Στην καρδιά της μνήμης της: Στο φιλί τους. Στην καρδιά της ευτυχίας: Στον ψίθυρο του. Αύριο! Αυτά τα τηλέφωνα π ο υ είναι, μέρα π α ρ ά μέρα, αναγ κασμένη, σα σύζυγος, να κάνει στον Αλέκο, την κουρά ζουν πολύ γιατί δεν τα πιστεύει, είναι μονάχα α π ό υπο χρέωση. Και μόνο για να γλιτώσει α π ' τα τηλεφωνήματα θα μπορούσε, α π ό ψ ε κιόλας, να του ζητήσει να χωρίσουνε. Τόσο την πνίγουν, τόσο την εκνευρίζουν τα λόγια π ο υ πιέζεται, ανέμελα, να του λέει καθησυχαστικά. Την αγα νακτεί π ο υ η ύπαρξη του την αναγκάζει να τον κοροϊ δεύει. Ό χ ι άλλα ψέματα. Κι αν στις λέξεις δεν υπάρχουν τυπικά ψέματα, όλο το πνεύμα π ο υ τις περιτυλίγει είναι υποκριτικό. Κι ύστερα, γι' αρκετή ώρα, α φ ο ύ κατεβάσει το ακουστικό, πρέπει να παλέψει με τις τύψεις. Ό π ο υ υπάρχουν ενοχές, κάτι δικό σου έχει χάσει το δρόμο του. Ό χ ι άλλο, όχι Αλέκο. Αλέκο, χωρίς να το ξέρεις με καταπιέζεις, ανυποψίαστος με τυραννάς, με βάζεις ν' αυτοδεσμεύομαι, με απασχολείς ενώ δεν έχω καιρό. Κα τάλαβε με Αλέκο, καλέ μου Αλέκο... Θα ήταν πια μία μετά τα μεσάνυχτα και καθόταν α κόμα στο πεζούλι του Δημοτικού κήπου. Ο τεράστιος ευκάλυπτος α π ό π ά ν ω της έριχνε, λίγα-λίγα, τα μικρά σποράκια του στα μαλλιά της, στη φούστα της, στο πε ζοδρόμιο. Το φεγγάρι, σα λεπτή φλούδα ασπρισμένου λεμονιού, πλέει στον ουρανό. Βαρκάκι που ανοίγεται σε μυστήριο πέλαγο και δεν φοβάται. Από ένα ραδιόφωνο π ο υ ξαφνικά δυναμώνει και ξαφνικά κλείνει, ξεχύνεται μια μελωδία α ν υ π ό φ ο ρ α παθητική. Από φυσαρμόνικα ή α π ό ακορντεόν μάλλον. Ύστερα, σιωπή κι ένας ελάχι στος βόμβος, συνεχής, α π ό αυτοκίνητα π ο υ τρέχουν στον κεντρικό δρόμο, πέρα.
146
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
«Μαμά, είμαι πίσω. Μ α μ ά ήρθα πάλι και δεν θ' ανέ βω στο νεκροταφείο να προσκυνήσω τον τ ά φ ο σου. Δεν μ' αρέσουν α υ τ ά μαμά γ ι α τ ί , το ξέρω, εσύ είσαι σαν τον άνεμο... π α ν τ ο ύ . Ούτε εσένα σ' αρέσανε οι επισκέψεις στα νεκροταφεία μαμά. Συχώρεσε με που δεν θα 'ρθω. Εσυ με ξέρεις... Εσυ με παρακολουθείς... Είμαι εδώ μη τέρα. Τρέμω κι είμαι ευτυχισμένη. Δεν χρειάζεται να σου πω πολλά για να καταλάβεις. Οι νεκροί είναι σοφοί. Μπορούν ν' ανεβαίνουν ψηλά και τα κοιτάζουν όλα από κει. Τα κοιτάζουν στη θέση τους, όλα, στην κανονική τους θέση. Τι καλά που είναι απόψε όλα μαμά! Για τέτοιες νύ χτες αξίζουν όλα τα βάσανα που ζούμε. Με καταλαβαί νεις, ε;»
Σηκώθηκε ένας χλιαρός αέρας. Της ανέμισε τη φ ο ύ στα και κύλησαν χάμω όλα τα σποράκια τ ο υ ευκαλύ π τ ο υ που είχαν σκαλώσει πάνω της. Κατέβηκε απ' το πεζούλι και πήγε προς το ξενοδοχείο. Είχαν χαμηλώσει τα φ ώ τ α της εισόδου. Ένα ηλεκτρι κό φ α ν α ρ ά κ ι ήταν αναμμένο ανάμεσα στα φύλλα τ ο υ φ ο ί ν ι κ α κι από κάτω φαινόταν η σκιά ενός άντρα καθι σμένου σε πάνινη πολυθρόνα. Μέσα στο σκοτάδι, η καύτρα τ ο υ τσιγάρου τ ο υ ανεβοκατέβαινε σε σταθερή τ ρ ο χ ι ά , απ' τα χείλη τ ο υ στο γόνατο τ ο υ κι απ' το γόνα το τ ο υ στα χείλη τ ο υ . Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά και μπήκε μέσα. Ρώτησε αν μπορούσε να έχει ένα ποτήρι δροσερό γάλα και της το φέρανε. Κρατώντας προσεχτικά το ποτήρι με το γ ά λ α , ανέβηκε απ' τη σκάλα στο διάδρομο τ ο υ δεύτερου ορό φ ο υ και ξεκλείδωσε την π ό ρ τ α τ ο υ δωματίου της. Η π ό ρ τ α ήταν βαμμένη με άσπρη, κάτασπρη ριπολίνα. Μπήκε στο δωμάτιο κι άναψε το φως τ ο υ μπάνιου. Της άρεσε που κυριαρχούσε απόψε το λευκό: Η φ ο ύ σ τ α
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
147
της, οι πόρτες, τα πλακάκια του μπάνιου, το γάλα στο ποτήρι, το φεγγάρι έξω α π ' το π α ρ ά θ υ ρ ο , τα σεντόνια και το μαξιλάρι π ο υ η ασπράδα τους αντιφέγγιζε το φ ε γ γ α ρ ό φ ω τ ο π ά ν ω στο κρεβάτι. Άνοιξε το τσαντάκι της με τα καλλυντικά κι ήπιε δυο χ ά π ι α υπνωτικά. Δεν θα διακινδύνευε, βέβαια, να μείνει άυπνη α π ό ψ ε . Καθάρισε με γαλάκτωμα το π ρ ό σ ω π ό της, το πέρασε με λοσιόν κι άπλωσε την υδατική κρέμα. Στο μέτωπο, γ ύ ρ ω α π ' τα μάτια, γ ύ ρ ω α π ' τη μύτη, τα χείλη, στο λαιμό. Έκανε ένα ντους και ρούφηξε σιγά-σιγά το γάλα. Χωρίς ν' ανάψει το φ ω ς του δωματίου της πήγε και τράβηξε τις κουρτίνες. Ξάπλωσε γυμνή στα λεπτά σεν τόνια. Σεντόνια α π ό καλό, ψιλό βαμβακερό, ψιλό σχε δόν σα μετάξι. Το μαξιλάρι ήταν όσο μαλακό κι όσο φουσκωτό το ήθελε. Τι γλυκιά ανάπαυση να είναι οι λεπτομέρειες ό π ω ς τις θέλεις! Αύριο! Έκλεισε τα μάτια ήρεμα. Είχε εμπιστοσύνη π ω ς , σε λίγο, τα χαπάκια θα κάνουν τη δουλειά τους φιλότιμα. Αυτή δεν χρειάζεται να προσπαθήσει τ ί π ο τ α για να κοι μηθεί, μπορεί να σκέφτεται ό,τι θέλει παραδομένη στη φροντίδα αυτών των φιλάνθρωπων υπνωτικών. Τα μέ λη της γίνονται μελένια, η καρδιά της μπαμπακένια, το μυαλό της λάδι. Γυρίζει το π ρ ό σ ω π ο της και το βυθίζει μέσα στο μαξιλάρι. Αισθάνεται, κάτω απ' τη μαξιλαρο θήκη, το γυαλιστερό σατέν και κάτω απ' το σατέν, τα τρυφερότατα π ο ύ π ο υ λ α α π ό φτερά. Ένα-ένα. Μπορεί τ ώ ρ α ν' αφεθεί ελεύθερη και να γίνει το π α ρ ά π ο ν ο π ο υ χύνεται λυτρωτικά και πλημμυρίζει το σκοτεινό δωμά τιο με το φ ε γ γ α ρ ό φ ω τ ο . Το μεγαλύτερο π α ρ ά π ο ν ο της ζωής της: — Παύλο, γιατί μου 'λεγες ψέματα; Έφυγα και δεν με σκότωσες... Χωρίσαμε κι όμως κι οι δυο μας ζούμε...
Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο Άνοιξε τα μάτια της συνειδητοποιώντας αυτόματα που βρίσκεται, τι έχει να κάνει σήμερα. Μ' ευγνωμοσύνη στην τύχη της, είδε πως η ώρα είχε πάει κιόλας εννιάμιση πράγμα που την απάλλασσε από μια ακόμα αγωνιώδη α ναμονή μέχρι να έρθει η στιγμή να τηλεφωνήσει. Για να κερδίσει λίγα λεπτά και να πάει δέκα π α ρ ά , πήγε στο μπάνιο και πλύθηκε. Χτένισε προς τα πίσω τα μαλλιά της προσπαθώντας να συγκρατήσει τις σκέψεις της σε μικροπράγματα που κοίταζε, όπως η βούρτσα της, οι δυο στρογγυλές πανάδες που εμφανίσθηκαν απ' την ηλιοθεραπεία στο μάγουλο της... Οι παλάμες της κι οι πατούσες της ήταν ενοχλητικά παγωμένες. Πήγε και κάθισε στο κρεβάτι της, πήρε απ' το κομο δίνο το τηλέφωνο πάνω στα γ ό ν α τ α της και σχημάτισε τον αριθμό. Το δάχτυλο της έτρεμε. Με το πρώτο κουδούνισμα το σήκωσαν. Μια ευγενι κή γυναικεία φωνή είπε, «Εμπρός». Τον ζήτησε. Η φωνή απάντησε πως λείπει στο δικαστήριο αλλά σε μια ώρα θα επιστρέψει. Ρώτησε αν θέλει ν' αφήσει κάποιο μήνυ μα. Ό χ ι , είπε, θα τηλεφωνήσει ξανά αργότερα. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Το μόνιμο, πολυπαιγμένο σενάριο στο μυαλό της, όλο αυτόν τον καιρό, δεν είχε προβλέψει, κακώς, την παρεμβολή μιας γραμματέως που θα την πληροφορούσε πως λείπει στο δικαστήριο. Πάντοτε, αμέσως μετά το πενταψήφιό μαγικό νούμερο,
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
149
ερχόταν η βαθιά, αγαπημένη φωνή εκείνου. Η π ο θ η τ ή , πολυπόθητη φωνή εκείνου που την περιμένει και της στέλνει όνειρα, σαν τ η λ ε γ ρ α φ ή μ α τ α επίκλησης. Μ ι α ώ ρ α ! Πώς περνά μια τέτοια ώ ρ α ; Αισθάνεται πως έχει να διασχίσει ένα χάος απείρου σπρώχνοντας, σαν θεόρατους βράχους, ένα-ένα, τα δευτερόλεπτα. Πώς μετριέται ο ψυχικός χρόνος; Τι σχέση έχουν τα εί κοσι λεπτά ερωτικού φιλιού με τα είκοσι λεπτά αναμο νής σε προθάλαμο ιατρείου που περιμένεις να μπεις και να σου βγάλουν το δόντι; Η αγωνία είναι αίσθημα κατα λυτικό. Είτε αγωνιάς για κάτι δυσάρεστο είτε αγωνιάς για κάτι ευχάριστο, η τυραννική της γεύση είναι παρό μοια. Να ντυθεί α ρ γ ά , να βαφτεί αργά. Μπορεί, κάνοντας αργές κινήσεις, να επηρεάσει και την ιλιγγιώδη τ α χ ύ τ η τα της καρδιάς της και να την μετριάσει. Να κατέβει στο εστιατόριο. Να πάρει πρωινό. Δεν κατάλαβε, να τηλε φωνήσει ακριβώς σε μία ώρα είτε από μία ώρα και με τ ά ; Θα έρθει στο γ ρ α φ ε ί ο γ ι α όλο το πρωινό ή θα έρθει και θα φύγει αμέσως πάλι; Δεν ρώτησε και σιχαίνεται την πιθανότητα ν' αρχίσει τα τηλεφωνικά πινγκ-πονγκ με την ευγενική γραμματέα. Κατέβηκε στο εστιατόριο και κάθησε ο' ένα στρογγυ λό τραπέζι. Έβγαλε το ρολόι απ' το χέρι τ η ς και το α κούμπησε στο λινό τραπεζομάντηλο ακριβώς μπροστά απ' το πιατάκι με το βούτυρο και τη μαρμελάδα. Μιαδυο φορές ο ακίνητος δείχτης τη φόβισε μήπως το ρο λόι χάλασε και σταμάτησε ενώ η ώρα είχε προχωρήσει. Το σήκωσε με λ α χ τ ά ρ α , το έφερε στο α φ τ ί τ η ς . Δεν στα μάτησε, δούλευε κανονικά. Ό χ ι , δεν θα πιει καφέ. Η καφεΐνη θα την εκνευρίσει χειρότερα. Ούτε τ σ ά ι . Γάλα σκέτο με βούτυρο και μαρ μελάδα σε φρυγανιές. Δεν μπορεί να καταπιεί. Πρέπει να προσπαθήσει. Το άδειο στομάχι σε κάνει περισσότερο νευρική. Ανέβηκε πάλι στο δωμάτιό της στις έντεκα.
150
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Η καθαρίστρια βρισκόταν στο διάδρομο με σκούπες και λεκάνες έτοιμη να μπει να καθαρίσει. Την παρακάλε σε να το αναβάλει. Δεν πειράζει, το δωμάτιο είναι εντάξει, μπορεί να παραλείψει τη σημερινή κ α θ α ρ ι ό τ η τ α . Θα μείνει, μάλλον, μέσα το πρωί γ ι α τ ί αισθάνεται αδιάθετη. Η καθαρίστρια υποχώρησε με έκπληκτο ύφος, όχι τόσο γ ι ' α υ τ ό που της έλεγε, όσο γ ι α τον τρόπο που της το έ λεγε: Λες και ζητούσε να της χαρίσει τη ζωή. · Κλείδωσε την π ό ρ τ α και για έναν ανεξήγητο λόγο, προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα και, μηχανικά, τράβηξε τις σκούρες κουρτίνες. Το δωμάτιο βυθίστηκε στο μισοσκόταδο. Κάθισε στο κρεβάτι, πήρε ξανά το τ η λέφωνο στα γ ό ν α τ α . Σχημάτισε τρέμοντας τον πενταψ ή φ ι ο αριθμό. Δυο κουδουνίσματα, ο ήχος πως το ση κώνουν. — Εμπρός. Ή τ α ν εκείνος. Ο ίδιος εκείνος. Με απίστευτα ίδια φ ω ν ή . Η δικιά της φωνή ακούγεται ακόμα ίδια; — Καλημέρα Παύλο, είμαι η Ελβίρα. Σιωπή. Ή τ α ν τόσο απόλυτη η σιωπή λίγα δευτερό λεπτα πριν τη γένεση τ ο υ κόσμου; — Ελβίρα! — Ναι, εγώ είμαι, έκανε με λ α χ τ ά ρ α , γ ι α τ ί εκείνο το «Ελβίρα» τ ο υ , ακούστηκε συγκινητικά παλλόμενο, συγ κινητικά απροστάτευτο. — Πού βρίσκεσαι; Πώς; είχε προλάβει να συνέλθει απ' την έκπληξη. Η φωνή τ ο υ έφτανε περισσότερο ελεγ χόμενη τ ώ ρ α . Ίσως και να υπήρχε κι ένα μικρό, ευγενι κό χαμόγελο από πίσω. — Είμαι πάλι εδώ... Μένω στο «Σεμίραμις». Την άρ παξε μια βίαιη ανυπομονησία να την καλέσει, να της ζη τήσει ν' ανταμώσουνε. Αν δεν το κάνει, θα τ ο υ το ζητή σει α υ τ ή . — Για δουλειές; Για διακοπές; Ή τ α ν πια αρκετά άνε τος. Τόσο π ο υ μπορούσε να φ α ί ν ε τ α ι φιλικός. Τον προ τιμούσε σαστισμένο, όπως πριν που τ ο υ ξέφυγε, σαν α-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
151
λαφιασμένο πουλί, τ' όνομα της. Τότε ήταν εκείνος, τ ώ ρα τον χάνει. — Ή θ ε λ α να έρθω... Κατέφευγε σε μικρές, κοφτές προτάσεις, έτσι που να συγκρατεί το τρέμουλο π ο υ έ φτανε απ' το χτυποκάρδι της μέχρι τα λόγια της. Δεν μπορούσε όμως π α ρ ά να μιλά χαμηλά, δεν γινόταν ν' α κούγεται φ λ ύ α ρ α φιλική. Δεν την κατάφερνε ούτε την ήθελε μια τέτοια προσποίηση. Δεν έφτασε μέχρι εδώ για να προσποιηθεί και δεν την πείραζε ακόμα και να εκτί θεται. — Θα μείνεις πολλές μέρες; Αστραπιαία έγινε παζάρι μέσα της. Αν τ ο υ πει πολ λές, ίσως αναβάλλει γ ι ' αύριο ή για μεθαύριο την πρόσ κληση τ ο υ , ίσως να μη θέλει να δείξει βιασύνη. Προτίμη σε ν' απαντήσει αόριστα αλλά, έμμεσα, τ ο υ στένευε τα περιθώρια. — Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Ίσως αναγκαστώ να φ ύ γ ω πολύ σύντομα. Τι θα πει α υ τ ό τ ο , «αναγκαστώ», δεν ξέρει ούτε η ί δια. Της ήρθε απ' την αγωνία της να τ ο υ υποδείξει πως πρέπει να βιαστεί να της ζητήσει να βρεθούν. — Θ α σε δω; Της το ζήτησε! — Μα ν α ι , θέλω κι εγώ να σε δω. Η λ α χ τ ά ρ α της ση κώθηκε πάλι σα μεγάλο κύμα. — Πότε νομίζεις πως θα μπορούσες; — Απόψε! Το «απόψε» ήταν φανέρωμα πόθου. Πόθου παλιού, πόθου κρατημένου, πόθου α κ ρ ά τ η τ ο υ . Πόθου που σέρνεται υπόγεια κάτω απ' τη δικιά της γη είκοσι χρό νια τ ώ ρ α . Απόψε! — Εντάξει λοιπόν, απόψε! Να περάσω να σε πάρω από κει; Ό χ ι , δεν θα το χαλάσει το σενάριο π ο υ τ ό σ ο υ ς μήνες πλάθει και ξαναπλάθει στο μυαλό της. Δεν θα ακυρώσει τόσες πρόβες, τόσες προετοιμασίες. Εδώ θα είναι επίμο-
152
ΜΑΡΩ
ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
νη σε βάρος έστω της ευγένειάς της και θα εφαρμόσει το δικό της σχέδιο. — Θα προτιμούσα να έρθω εγώ εκεί. — Στο γ ρ α φ ε ί ο ; — Ναι. Λίγες στιγμές σιωπής σα να προσπαθεί να την κατα λάβει. — Εντάξει λοιπόν. Κατά τις εννέα; — Στις εννιάμισι. — Θα σε περιμένω. Έκλεισαν. Πώς της φάνηκε; Δεν ξέρει. Ή τ α ν αυτός; Ή τ α ν η φωνή τ ο υ η παλιά, σαν ενταγμένη όμως στην υ πηρεσία ενός δικηγόρου. Βιάζεται! Βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα. Βιάζεται να νιώσει θ λ ί ψ η . Γιατί; Τι πε ρίμενε; Να της ζητήσει να τρέξει τ ώ ρ α περίμενε. Να της πει πως θα την περιμένει κάτω απ' το δέντρο στο δρο μάκι περίμενε. Είναι τρελή! Γίνονται α υ τ ά ; Τι περίμενε; 'Ολα πήγαν καλά. Αυτός ο κύριος στο τηλέφωνο περιέ χει μέσα τ ο υ τον Παύλο της... Απόψε...
Εννιά κι εικοσιπέντε κι είχε πέσει η νύχτα. Το κέντρο της πόλης βράζει από ζέστη και κίνηση. Τουρίστες σεργιανούν μ' αργόσυρτα βήματα και χαζεύ ουν, ντόπιοι νεαροί με μοτοσυκλέτες και μηχανάκια παρκάρουν προσωρινά οπουδήποτε, κορίτσια, φρεσκολουσμένα μετά το μεσημεριανό μπάνιο, περπατούν αγκαζέ και γελούν δυνατά. Δυο-τρία παλιά μαγέρικα έχουν απλώσει στριμωγ μένα τραπέζια έξω και σερβίρουν τυποποιημένες παρα δοσιακές συνταγές. Τ' α υ τ ο κ ί ν η τ α , τ ο ύ τ η την ώ ρ α , έχουν χάσει κάθε νεύρο. Σουλατσάρουν ά τ α χ τ α σαν τους πεζούς και μποτιλιάρουν γ ύ ρ ω την πλατεία. Περπατάει γρήγορα ανάμεσα στον κόσμο φορώντας το πράσινο φόρεμα της από μακό. Η φ ο ύ σ τ α βαραίνει
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
153
φαρδιά κι ο ποδόγυρος είναι άνισος. Της λεπταίνει τη μέση της αυτή η φ ο ύ σ τ α . Έχει πιάσει τα μαλλιά της με δυο χτενάκια, πίσω απ' τ' α φ τ ι ά κι η ψάθινη, μεγάλη τσάντα της είναι φουσκωμένη απ' το πορτοκαλί σάλι που έχει στριμώξει μέσα. Έρχεται απ' το ξενοδοχείο με τα πόδια. Δεν είναι μα κριά. Την κυριεύει μια ξαφνική ανησυχία για το πώς δείχνει. Πόσο άλλαξε, πόσο γέρασε. Είναι τρομαχτικό να εμφανίζεις, ύστερα από είκοσι χρόνια, το τελευταίο σου πρόσωπο στα μάτια κάποιου που σε θυμάται με την παλιά, ολόφρεσκη εικόνα τ ο υ . Το σώμα της βάρυνε από τότε, γύρω απ' τα μάτια έχει κάνει μικρές ρυτίδες. Θέλει να παρηγοριέται με τη σκέψη πως, σήμερα, μπορεί να φαίνεται πιο γοητευτικά σίγουρη και να έχει περισσότε ρο αέρα. Καταφέρνει να δείχνει περίπου όσα θέλει να δείξει ή μάλλον να κρύβει πολλά απ' α υ τ ά π ο υ δεν θέλει να φανούν. Ένας λαχειοπώλης πετάγεται μπροστά της και της προτείνει ένα λαχείο. Μοιάζει να είναι μουγγός. Του αρ νιέται με μια κίνηση τ ο υ κεφαλιού. Δεν είναι για να επι βαρύνει σήμερα τη μοίρα της με άλλες προκλήσεις. Προ χωράει με ένα ξαφνικό άγχος πως άργησε, προσπα θώντας να διασπάσει μια θορυβώδικη παρέα νεαρών που πιάνουν όλο το πεζοδρόμιο. Ένας πολύ μελαχρινός έφηβος, με μακρύ σκουλαρίκι στο α φ τ ί , έρχεται κοντά της με μια καρτούλα στο χέρι. Τη ρωτάει στ' αγγλικά, αν ψάχνει για δωμάτιο να μείνει. Το μάτι της πέφτει στο σκουλαρίκι τ ο υ π ο υ σχηματίζει μια μεγάλη ά γ κ υ ρ α ! Στ' αγγλικά, στην π α τ ρ ί δ α της! Στρίβει τον πρώτο δρόμο, μετά τη Μητρόπολη και μπαίνει σε μια σκοτεινή ησυχία, απροσδόκητη. Λες κι όλοι οι κάτοικοι να βγήκαν στην κεντρική πλατεία και να άδειασε η υπόλοιπη πόλη. Δυο στενά πιο κ ά τ ω , αρχίζει η παλιά συνοικία. Βρίσκει την π ό ρ τ α τ ο υ ισογείου μισάνοιχτη. Την έ χουν π ρ ό σ φ α τ α βάψει με καφέ λαδομπογιά που γυαλί-
154
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ζει. Την σπρώχνει απαλά και περνά στο μικρό χωλ. Αι σθάνεται, κάτω απ' το πέδιλο της, το σανιδενιο π ά τ ω μ α να τρίζει γνώριμα. Σηκώνει το κεφάλι της. Πάνω στη σκοτεινή σκάλα, διακρίνει την π ό ρ τ α τ ο υ γ ρ α φ ε ί ο υ τ ο υ κι από πίσω ένα δυνατό φως. Κρατώντας την κουπα στή αρχίζει ν' ανεβαίνει α ρ γ ά τα παμπάλαια σκαλοπά τ ι α . Συγκρατιέται να μην τρέξει. Η παλιά Ελβίρα βιάζε ται τρομερά μέσα στη νέα Ελβίρα. Πόσα σκαλοπάτια έχει αυτή η σκάλα; Πάρα πολλά ή ελάχιστα; Εξαρτάται πώς την ανεβοκατεβαίνεις. Απόψε έχει π ά ρ α πολλά. Ανεβαίνει και της έρχεται μπροστά η εικόνα τ ο υ παλιού βάζου που έριξε φεύγοντας. Η κίνη ση τ ο υ να πέφτει, το νερό να χύνεται, να πέφτουν χάμω οι μυρτιές. Αν ήταν σε τ α ι ν ί α π ο υ τυλίγεται προς τα πί σω, θα έβλεπε τις μυρτιές να σηκώνονται π ά ν ω , τις στα γόνες τ ο υ νερού να συγκεντρώνονται πίσω, το βάζο να ξαναστέκεται... Ανεβαίνει και λαχανιάζει. Κοιτάζει την π ό ρ τ α τ ο υ γ ρ α φ ε ί ο υ , το κρύο φως που έρχεται από εκεί. Ανεβαίνει. Η π ό ρ τ α μεγεθύνεται, το κρύο φως απλώνει. Γίνεται μια εκτυφλωτική οθόνη ό ταν κόβεται το φιλμ. Έφτασε μπροστά. Σηκώνει το χέρι της και χτυπά ελαφρά το ξύλο. — Εμπρός. Σπρώχνει την π ό ρ τ α . Το φως από το νέον χύνεται άπλετο. Δεν επιτρέπεται απόψε τέτοιο φως. Πρέπει να το χαμηλώσουν. Στο βάθος, το γ ρ α φ ε ί ο τ ο υ , όπως πάν τ α . Εκείνος φαίνεται να μιλούσε στο τηλέφωνο και κατε βάζει βιαστικός το ακουστικό. Σηκώνεται απ' τη θέση τ ο υ , έρχεται μπροστά, κοντά της. — Καλώς την. Του δίνει το χέρι. Της το κρατάει. Κάποιες στιγμές κοιτιούνται α μ ί λ η τ ο ι , η μεγάλη αμηχανία τους παρα λύει τα βλέμματα, την κρύβουν με ευγενικά χαμόγελα και τ υ π ι κ ά λόγια. — Κάθισε. Κάνει βήματα προς τα πίσω, κάθεται στην παλιά πο-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
155
λυθρόνα π ο υ βρίσκεται ακόμα στην ίδια παλιά της θέ ση. Ό λ α είναι ίδια ό π ω ς τότε π ο υ ζούσε ο π α τ έ ρ α ς του. Ίδια και στην ίδια θέση. θα μπορούσε να τα βρει με τις παλιές της αντανακλαστικές κινήσεις π ο υ ξαναθυ μούνται ακόμα και λεπτομέρειες. Ό λ α ίδια. Μόνο πιο παλιά και ζαρωμένα, σαν σκονισμένα. Τα μικρά αιγυ πτιακά τραπεζάκια, οι γκραβούρες με τους μιναρέδες, το βαθύχρωμο χαλί έχει δυο τρύπες. Ακόμα και εκείνο το βάζο! Χωρίς νερό και μυρτιές, σε μια άλλη τ ώ ρ α γω νία! Τα βιβλία στη μαύρη βιβλιοθήκη, είναι εκεί, φορτω μένα με νέους φακέλλους και πολύ πιο ακατάστατα. Ψάχνει μήπως το ημερολόγιο τοίχου ξέμεινε ακόμα στη θέση του. Ό χ ι , δεν υπάρχει κανένα ημερολόγιο τοίχου. Ο νους της επιμένει να κάνει μια περίεργη διαδρομή: Πρώτα θέλει να παρατηρήσει τα αντικείμενα του χ ώ ρ ο υ κι ύστερα να φτάσει σ' εκείνον. Λες και ζητά να αναβάλ λει κάτι πολύ επικίνδυνο. Μπορεί ο νους της να αναβάλ λει να τον προσέξει, όμως η ψυχή της, με την π ρ ώ τ η μα τιά, τράβηξε την φ ω τ ο γ ρ α φ ί α π ο υ ζητούσε κι είχε πα γώσει ... Με την π ρ ώ τ η ματιά και παρόλο π ο υ για τούτο έβρι ζε τον εαυτό της για παρανοϊκή βιασύνη, η καρδιά της είχε πάρει α π ό φ α σ η π ω ς , όχι, δεν είναι αυτός ο Παύλος π ο υ ήρθε να συναντήσει. Τόσο γρήγορα, τόσο παράλο γα, τόσο απίστευτα βίαια, η καρδιά της δήλωσε, όχι, κι αρνήθηκε να συνεχίσει την αποψινή βραδιά. Θα μπορούσε να είχε γυρίσει την πλάτη και να είχε φύγει α π ' την π ρ ώ τ η στιγμή αν δεν αισθανόταν υπο χρεωμένη στη λογική, στην ευγένεια, στην ευπρέπεια, στη γραφικότητα της προσμονής της α π ό τόσο πολύ καιρό. Θα μπορούσε να ξαναέφευγε α π ' τη σκοτεινή, ξύλινη σκάλα, για π ά ν τ α τώρα, λέγοντας, «Με συγχω ρείτε, έκανα λάθος» ή και μη λέγοντας τίποτα. Αργότερα, π ο υ βρέθηκε πάλι μακριά και ήταν ψύ χραιμη, προσπάθησε να ξαναζήσει ανιχνεύοντας τα πε ριστατικά του ραντεβού και να βρει κάποιες ερμηνείες
156
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σε όσα αυτόματα ένιωσε, σε όσα κατάλαβε. Φθορά και παραίτηση! Φθορά και παραίτηση ήταν σίγουρα δυο πολύ χαρακτηριστικές λέξεις γι' αυτό π ο υ αντίκρυζε και της προξενούσε ορμητική αγανάκτηση για την ανεπίτρεπτη αδυναμία του ν' αντισταθεί σ' αυ τή τη φ θ ο ρ ά και την παραίτηση. Μια κακορίζικη π α ρ α κμή, σαν καπνός, σαν χαλασμένο άρωμα, σερνόταν μες το δωμάτιο. Σαράκι αόρατο π ο υ τα ροκάνιζε όλα, γ ύ ρ ω του και π ά ν ω του. Τόση φ α σ α ρ ί α , τόσα λόγια, τόση φλόγα, τόση φαντασία, τόση έξαψη νιότης τότε, για να καταλήξει σ' αυτή τη μίζερη εικόνα π ο υ κοιτάει α π ό ψ ε , απέναντι της. Αν την τρέλα τ ο υ , αν την σκληρότητα του, αν την αδικία του π ά ν ω της, επανειλημμένως, του τα είχε συγχωρήσει ή ακόμα και τα είχε κατανοήσει, της ήταν αδύνατο να του συγχωρήσει τη σημερινή διάχυτη με τριότητα του. «Μη βιάζεσαι, μη βιάζεσαι», έλεγε με θυμό μέσα της π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς να ελπίσει λίγο ακόμα. Η καρδιά της ό μως είχε πετρώσει γιατί τα είδε, αμέσως, τα μάτια του. Εκείνο π ο υ , τότε, έβαζε μπρος την κοσμογονία του έρω τά τους, ήταν οι ματιές τους. Οι ματιές τους π ο υ έπε φταν η μια π ά ν ω στην άλλη και τους ζωοδοτούσαν, ζωοδοτουσαν την πλάση κι όλα τα έκαναν καινούρια, ενδιαφέροντα και επικίνδυνα. Τα είδε αμέσως τα μάτια του... Έσβησαν, ψόφησαν σαν το βλέμμα νεκρού ψα ριού σε πάγκο αγοράς. Δυο λίμνες γεμάτες θολή στάχτη γίνανε τώρα. Τίποτα δεν μεταδίδουνε, τ ί π ο τ α π ο υ ν' α ξίζει δεν θυμούνται. Κι η καρδιά της πέτρωσε. Κάπου διάβαζε για τη δια φορετική ταχύτητα του νου α π ' την ταχύτητα του αι σθήματος κι α π ' την ταχύτητα του ενστίκτου. Δεν θυ μάται π ο ύ , όμως α π ό ψ ε ήρθε στιγμή π ο υ ένιωσε τις διαφορετικές ταχύτητες μέσα της ξεκάθαρα, να την α πειλούν με άγριες συγκρούσεις. Τι ήταν αυτό π ο υ την απέλπιζε;
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
157
«Δεν είναι τα λόγια κι οι διαθέσεις κάποιου π ο υ τον φανερώνουν, είναι κυρίως η π α ρ ο υ σ ί α του, αυτό π ο υ εκπέμπει, χωρίς λόγια ή π ί σ ω α π ' τα λόγια.» Από κάπου το θυμήθηκε κι αυτό... Η παρουσία του την πλήγωνε, την απογοήτευε, σχεδόν την πρόσβαλλε και την απόδιωχνε πριν καλά-καλά ανοίξει το στόμα του. Κάθισε στην πολυθρόνα και τον περίμενε ν' ανοίξει το στόμα του. Η στοιχειώδης δικαιοσύνη της τής επέβα λε να κάνει υπομονή και να τον αφήσει να υπερασπισθεί το άτομο του. Άλλωστε κι εκείνη χρειαζόταν επιβε βαιώσεις για τις εντυπώσεις της για να μην έχει μετά να αυτοκατηγορείται για τρελή, άδικη κι επιπόλαιη. Δεν μπορούσε μόνο να υποφέρει αυτό το φ ω ς . Σή κωσε το χέρι της στο μέτωπο της και του είπε πιο από τομα α π ' όσο ήθελε. — Δεν γίνεται να κλείσουμε αυτό το φ ω ς στο ταβάνι; Δεν αρκεί η λάμπα; Πετάχτηκε π ά ν ω . Διέσχισε διαγώνια το δωμάτιο και με μικρά, γρήγορα βήματα, έφτασε στο διακόπτη πλάι στην π ό ρ τ α και τον γύρισε. Είχε πολλά χρόνια να δει τέ τοιο διακόπτη π ο υ αντί να τον π α τ ά ς , τον γυρνάς γύρω-γύρω. Τέτοιους είχαν κι αυτοί στο πατρικό της σπίτι και το είχε ξεχάσει. Αμέσως, τα μάτια της έπεσαν στα γρήγορα βήματα του, στην περίεργη κάμψη της ράχης, στην ασυνάρτητη κίνηση του χεριού π ο υ φανέρωναν π ω ς ήταν αποκρουστικά σαστισμένος και αποκρουστι κά υποχρεωτικός. Γιατί; Γύρισε πάλι στο γραφείο του και κάθησε στην καρέ κλα του κάνοντας μια τελείως άγνωστη κίνηση, σαν τικ, π ο υ στρώνει το σακάκι στους ώμους. Είχε παχύνει. Τα μαλλιά του αραίωσαν. Φορούσε ένα α ν υ π ό φ ο ρ α συνηθισμένο κοστούμι, γκρίζο, καλοκαιρι νό, με μια ελαφριά γυαλάδα στην ύφανση. Εκείνο το α γόρι, π ο υ παθιασμένα αγάπησε, δεν θα τον δεχόταν ούτε για θείο τούτον το μεσήλικα φτωχοδικηγόρο.
158
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Την έπιασε μια κακία εναντίον τ ο υ . Απάνθρωπο ί σως, αντιχριστιανικό, όμως την έπιασε. «Γιατί της το κάνει α υ τ ό ; Γιατί το κάνει α υ τ ό στο δικό της Παύλο; Γιατί είναι έτσι;» Αν άφηνε ελεύθερο το δηλητήριο που της ανεβαίνει, θα τ ο υ φερόταν σκληρά, σαρκαστικά, προσβλητικά σχεδόν. — Λοιπόν! Της έκανε με γλυκό χαμόγελο. Μ α θ α ί ν ο υ με ένα σωρό καλά νέα για σένα εδώ. — Τι καλά; ρωτάει έκπληκτη. — Επιτυχίες, δόξες! Χριστέ! Δεν ήρθε σαν επιτυχημένη καλλιτέχνις εδώ πέρα, ήρθε σαν πληγωμένο κοριτσάκι με είκοσι χρόνων πληγές, γεμάτο έρωτα και ερωτήματα, για να ξανανέβει μετανιωμένο την ξύλινη σκάλα που κάποτε κατρακύλη σε. — Ω Παύλο... Έκανε μια ανυπόμονη κίνηση με τα δάχτυλα θέλοντας να διακόψει αμέσως τα κομπλιμέντα που γυάλιζαν ετοιμόρροπα στα χείλη τ ο υ . Κι αμέσως συναισθάνθηκε πως είπε, «Παύλο», τούτο τον άσχετο τύπο κι ένιωσε ντροπή για ιεροσυλία που έ κανε. Ήθελε να κρυφτεί, ήθελε να το πάρει πίσω. — Μα πώς; Είσαι καταξιωμένη στο χώρο σου, επέμε νε. Διαβάζουμε κάθε τόσο ύμνους στον τύπο για το τ α λέντο σου! «Δεν είμαι πλούσια πελάτισσα», θέλει να τ ο υ φωνά ξει, «δεν χρειάζεται αυτός ο λιπαρός στόμφος. Είμαι η Ελβίρα! Η Ελβίρα είμαι. Δεν το κατάλαβες;» — Τελοσπάντων, καλά πήγε η δουλειά μου. Συμβι βάστηκε επιθυμώντας να κλείσει την κουβέντα για τις ε πιτυχίες. Εσύ; Εδώ; Ο πατέρας σου έμαθα πως πέθανε. — Ναι, είναι αρκετά χρόνια τ ώ ρ α . Δεν ήταν τόσο εύ κολο να συγκρατήσω τη μεγάλη πελατεία τ ο υ , γ ι α τ ί η πόλη μας γέμισε νεαρούς δικηγόρους. Αδίστακτους και αμελέτητους. Μετέρχονται μέσα διάφορα που δεν είναι τ ο υ τ ύ π ο υ μου, προκειμένου να αναλαμβάνουν και να κερδίζουν υποθέσεις.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
159
«Και ποιος είναι δηλαδή ο τύπος σου;» Της έρχεται να τ ο υ πετάξει με παιδαριώδες θράσος. Δεν το κάνει βέ βαια. Περιμένει. Εκείνος γέρνει τ ώ ρ α πίσω κι ακουμπά στη ράχη της καρέκλας με ύφος που υποδηλώνει, πως αρχίζει να τον ευχαριστεί ο δρόμος που κατάφερε να πάρει η κουβέν τα τους και μάλιστα ο μονόλογος τ ο υ . Ο τόνος της φ ω νής τ ο υ έχει κάτι ενοχλητικά μεταλλικό. Σα να χτυπού σε, λίγο πριν την τελεία κάθε πρότασης, μια ψιλή, τεν τωμένη χορδή π ο υ κ ρ α τ ά τέμπο στα λόγια τ ο υ . Είναι φανερό πως, γενικά, τ ο υ αρέσει να μονολογεί σ' αυτό το καλοασκημένο τέμπο. Οι λέξεις τ ο υ γεννούν νέες λέ ξεις με γεωμετρική πρόοδο και το απολαμβάνει. Μιλά συνεχώς. Για τις δυσκολίες της δικηγορίας, γ ι α τον αν ταγωνισμό, για το πεσμένο ήθος στο νομικό κόσμο. Μπορεί κανείς να καταλάβει, πως οι τόσες πολλές κατη γορίες που εκτοξεύει, αποσκοπούν στο να διαχωρίσουν τη δικιά τ ο υ θέση, το δικό τ ο υ ξεχωριστό επίπεδο. Χριστέ! Του είναι τόσο α π α ρ α ί τ η τ ο να είναι ευχαρι στημένος με τον εαυτό τ ο υ , π ο υ , ώρες-ώρες, πρέπει να το πετυχαίνει ακούγοντας τον ίδιο τον εαυτό τ ο υ . Το πετυχαίνει; Δεν ξέρει. Πάνω στην καλοσιδερωμένη επιφάνεια της αυταρέσκειας τ ο υ , σχίζονται κάποιες ρωγμές μέσα απ' τις οποίες πιάνει τα μ ά τ ι α τ ο υ , σε κλάσματα δευτερολέπτου, να ψάχνουν με αγωνία το πρόσωπο τ ο υ ακροατή τ ο υ — γ ι α τ ί ένας ακροατής του αισθάνεται πια κι εκείνη — αναζητώντας μια διαβεβαίω ση πως έγινε πιστευτός. Τον περιλούζει η κοινότοπη μειονεξία τ ο υ επαρχιώ τη απέναντι σ' αυτόν που ήρθε απ' την πρωτεύουσα, σ' αυτόν που θεωρεί επιτυχημένο, ενώ ο ίδιος δεν είναι βέ βαιος για το πώς φ α ί ν ε τ α ι . Για το τι ξέρει ο άλλος γ ι ' αυ τόν... Διακρίνει μια πάλη δυνάμεων μες στο μυαλό του. Η δικιά τ ο υ αδυναμία τρεμοπαίζει ανάμεσα στην περιαυτολογία και την κολακεία. Η δικιά της δύναμη της ε ξασφαλίζει την πολυτέλεια τ ο υ να σιωπά.
160
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Κι όσο περνάει η ώ ρ α , της γίνεται πιο ανυπόφορος, σχεδόν τον μισεί πριν καταφέρει να τον περιφρονήσει. Αν τον έβρισκε τουλάχιστον θλιμμένο, πικραμένο, με μια επίγνωση γ ι α την κατάσταση τ ο υ . . . Με μια αγνή, συγκινητική επίγνωση για την ή τ τ α τ ο υ , θα τον λά τρευε. Θα τον πλησίαζε, θα τ ο υ χάιδευε τα αραιωμένα μαλλιά, « Ή ρ θ α κοντά σου», θα τ ο υ έλεγε και θα τ ο υ ζη τούσε συγνώμη. Ένα μεγάλο, αόριστο, συγνώμη για κα θετί. Για την ίδια, για τον κόσμο όλο, για τη ζωή τη δύ σκολη που τον ασχήμυνε. Την εξωτερική ή τ τ α τ ο υ θα την συμπονούσε, την εσωτερική τ ο υ ή τ τ α όμως τη σι χαίνεται. Γιατί το θυμάται το πάθος τ ο υ , την εξυπνάδα τ ο υ , την ευλυγισία της σκέψης. Κάτω από τι εκβιασμούς παραδόθηκε τόσο αναξιοπρεπώς και τ ο χειρότερο: Ί σως χωρίς συναίσθηση. Τον κοιτά να ρητορεύει πλη σιάζοντας το γελοίο και ντρέπεται που κάνει αυτή την ε πίσκεψη. Δεν ξέρει πώς θα ερμηνεύσει το μυαλουδάκι τ ο υ την επίσκεψη της κι εκνευρίζεται. Θα έπρεπε μάλ λ ον να εξηγηθεί, να βάλει τα π ρ ά γ μ α τ α στη θέση τους με κάποια αληθοφανή ιστορία και να τ ο υ προσγειώσει τη νοσηρή φ α ν τ α σ ί α . Κι ύστερα, ένας θυμός ανθρώπου αδικημένου φουν τώνει μέσα της. Θυμός γ ι α τ ί την γέλασε σαν γ υ ν α ί κ α , θυμός γ ι α τ ί την εξαπάτησε σαν οπαδό εφηβικής επα νάστασης. Αν τον γνώριζε σήμερα αυτόν τον άνθρωπο απέναντι, όχι μόνο δεν θα τον ερωτευόταν — αστεία π ρ ά γ μ α τ α — αλλά ούτε ένα τ έ τ α ρ τ ο της ώρας δεν θα μπορούσε να κάτσει και να συζητήσει μαζί τ ο υ . Είναι βαρετός, είναι κουτοπόνηρος, είναι θλιβερός. Ίσως να τ ο υ φερόταν με κάποιον οίκτο αν δεν τον έβλεπε σαν φρικιαστικό τ ά φ ο , σκονισμένο τ ά φ ο εκείνου τ ο υ ωραί ου άντρα, τ ο υ μόνου άντρα, που ερωτεύτηκε. Μιλάει πάντα για τον εαυτό τ ο υ . Με προσποιητή ι κανοποίηση και με κρυφό άγχος. Το καταλαβαίνει πως την υπολογίζει σαν κάποια αξιόλογη γ υ ν α ί κ α . Όχι για τί εκείνος την θυμάται σαν αξιόλογη, αλλά γ ι α τ ί , εντυ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
161
πωσιασμένος, ακούει τους άλλους να την αναγνωρί ζουν σαν τέτοια. Δεν υπάρχει πιο αντιερωτική στάση για έναν άντρα α π ' α υ τ ή . Δεν τη ρωτάει τ ί π ο τ α γ ι α τη ζωή της. Βιάζεται ν' αποκαταστήσει κι αυτός μια αξιό λογη εικόνα στα μάτια της με πλήθος κουβέντες γύρω απ' τη δουλειά τ ο υ και την ο ν τ ό τ η τ α τ ο υ μες στην επαρ χιακή μικροκοινωνία τ ο υ . Τον ακούει κι αδειάζει, «Δες τον μέχρι τέλους, δες τον καλά», υπαγορεύει σαν αυστη ρός γονιός στον εαυτό της. Σαν αυστηρός γονιός σε παι δί που δεν άκουγε, έπεσε και λαβώθηκε. «Μήπως βιάζο μ α ι ; Μήπως τον αδικώ;» Αναρωτήθηκε δυο-τρεις φο ρές, όμως αμέσως, σχηματίσθηκε μέσα της μια γκριμά τσα αυθόρμητης αποστροφής που δεν σήκωνε αντίρ ρηση. Θέλει να ξεφύγει κ α ι , την ίδια ώ ρ α , επιθυμεί να μείνει και να ρουφήξει ως τον π ά τ ο το ποτήρι της θεα ματικής απομυθοποίησης. Τουλάχιστον, τ η ς απόμεινε ο πικρός μαζοχισμός των απογοητευμένων. Συνεχίζει να μιλά γ ι α τα δικά τ ο υ . Έχει πάρει τόση φ ό ρ α που αρχίζει να πιστεύει πως αν εκείνη γλιστρήσει έξω, δε θα το προσέξει και θα συνεχίσει να μιλά το ίδιο για κάμποση ώρα ακόμα. Η σιωπή της ίσως, μαζί με το αναγκαστικά ευγενικό ύφος τ η ς , τον κάνουν να νομίζει πως την εντυπωσιάζει και ξεθαρρεύει. Εκθέτει πια τις βαθύτερες σκέψεις τ ο υ και τις πιο πολύτιμες ανακαλύ ψεις τ ο υ πάνω στην αυξανόμενη κοινωνική διαφθορά που μας απειλεί. Δίνει τ ώ ρ α την καλύτερη παράσταση τ ο υ μάλλον. Από ένα σημείο κι ύστερα, οι συνειρμοί των λόγων τ ο υ τον παρασύρουν όλο και πιο πίσω σε ό σ α ξέρει, σε όσα χιλιάδες φορές έχει πει. Με έκπληξη τ η ς ανακαλύ πτει, πως αρκετά απ' όσα ακούει της θυμίζουν από ε κείνα που τ ό τ ε έλεγε. Μα ν α ι ! Ακούει παρομοιώσεις που συνήθιζε και τό τε, παροιμίες, αναφορές σε φιλοσόφους, παραδείγμα τα και α π ο φ θ έ γ μ α τ α . Ακόμα κι οι χειρονομίες τ ο υ επα ναλαμβάνουν δικές τ ο υ , παλιές χειρονομίες.
162
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Τον ακούει να λέει τα ίδια. Μ ε τ ά από είκοσι χρόνια τα ίδια! Και δεν είναι μόνο τα λόγια ίδια, είναι και μια δήθεν πίκρα που τα συνοδεύει, μια δήθεν ιερή αγανά κτηση. Πίκρα κι αγανάκτηση π ο υ μετά από τόσων χρό νων επαναλαμβανόμενες εκρήξεις, αποτεφρώθηκαν- κι έγιναν πλαστές, δίχως αντίκρυσμα. Εκείνος, σίγουρα, δεν μπορεί να συναισθάνεται τι πα ρωδία τ ο υ νεαρού εαυτού τ ο υ αποτελεί. Θ υ μ ά τ α ι κα νείς πολύ δύσκολα τον εαυτό τ ο υ . Εκείνη όμως, με το άλμα είκοσι χρόνων απόστασης, μπορεί να στέκει εδώ και να συγκρίνει. Και σκέφτεται πως μπορεί και να πα ραμορφώθηκε έτσι, επειδή προσπάθησε να μείνει ίδιος. Μόνο αλλάζοντας μένεις ίδιος, κυλώντας μόνο με τον ποταμό της ζωής που τραβάει μπροστά, κυλώντας, χω ρίς αντιστάσεις, υπάρχεις και είσαι συνεπής. Ό χ ι , η αποψινή συνάντηση είναι μνημόσυνο θλιβερό που αγωνίζεται, άσεμνα, να παρατείνει το αποτελειω μένο. Ό λ α θυμίζουν αχνό α π ο τ ύ π ω μ α σφραγίδας, άλ λοτε πύρινης, που τη σφράγισε ανεξίτηλα κι ύστερα έ πεσε και βυθίστηκε σε π ο τ α μ ό , σφήνωσε στο βούρκο του. Εκείνη είναι σήμερα αλλού. Κυλάει συνέχεια και το ξέρει πως κυλάει, πάνω σε κακά και σε καλά, σε σφάλματα και σωστά, σε έξυπνα και σε βλακείες. Ό μ ω ς κυλάει κι έχει το κουράγιο να αφήνε τ α ι να κυλάει. Για π ρ ώ τ η φ ο ρ ά , μετά από πολύ καιρό, αναγνωρίζει στον εαυτό της ένα προτέρημα κι α υ τ ό της κάνει καλό. Παλιά, ο πατέρας της την κατηγορούσε για τις συ χνές αναθεωρήσεις της και τη γέμιζε αμφιβολίες. Τώρα, το βλέπει τόσο καθαρά που μπορεί και να το διατυπώ σει με κάποια ενάργεια: Αναθεωρώντας κυλάς με τη ροή, επανεξετάζοντας πλησιάζεις τη δικαιοσύνη, ομολογώντας, «ήταν λάθος μου», γκρεμίζεις, πέτρα-πέτρα, τη βλακεία τ ο υ εγωισμού που αιχμαλωτίζει, απλώνεσαι σε πεδιάδα και μαζεύεις φως.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
163
Τούτος εδώ ο άνθρωπος, ακόμα κι όταν λέει, «έκανα λάθος», είναι κίβδηλος. Δεν λέει, «έκανα λάθος» για να το πει, αλλά για να υπογραμμίσει, «δέστε πόσο ανοι χτός και ανώτερος είμαι, παραδέχομαι ακόμη και τα λάθη μου! Θαυμάστε με!» Ό χ ι , δεν είναι καθόλου σεμνός. Η συντριβή τ ο υ , η θλίψη τ ο υ , η συνεχής εξύμνηση της ταπείνωσης των «ε κλεκτών», είναι η πιο ενοχλητική έπαρση που έχει συ ναντήσει. Είναι βέβαιη, πως θα προσφέρει ελεημοσύνη σε ζητιάνους μονάχα όταν τον βλέπουνε. Η αλεξανδρινή α τ μ ό σ φ α ι ρ α τ ο υ γ ρ α φ ε ί ο υ μυρίζει βαριά μούχλα. Είναι απολιθωμένη και ανέραστη σαν τη σοβαροφάνεια. Αρχίζει να κουράζεται για τα καλά. Πρέπει να έχει περάσει πολλή ώ ρ α , πρέπει να έρχονται τα μεσάνυχτα. Θέλει οπωσδήποτε να φύγει και δεν θα τον ξαναπεί με τ' όνομά τ ο υ ποτέ. — Λοιπόν! Είναι α ρ γ ά , θα σ' α φ ή σ ω τ ώ ρ α . Σηκώνε τ α ι πολύ αποφασιστική. Σηκώνεται κι εκείνος ξαφνιασμένος απ' την απότομη διακοπή που τ ο υ γίνεται. Δείχνει απογοητευμένος. — Μα πώς; Έλεγα πως θα πηγαίναμε για φ α γ η τ ό . Υπάρχει ένα συμπαθέστατο ρεστοράν έξω απ' τα τείχη. — Ό χ ι , όχι. Ή δ η άργησα, κάποιοι φίλοι με περιμέ νουν και πρέπει να βιαστώ. Απλώνει το χέρι της και σφίγγει το δικό τ ο υ με ψεύτι κη εγκαρδιότητα. Υπομονή, σε δυο δευτερόλεπτα θα τραβήξει το χέρι της έξω απ' το δικό τ ο υ . — Έχω έρθει εδώ για επαγγελματικούς λόγους και είπα να περάσω και να σε δω. Χρωστούσε αυτήν την ψεύτικη εξήγηση στην υπερηφάνεια της. — Μα πώς; Δεν γίνεται να τους τηλεφωνήσεις, να πεις πως θ' αργήσεις; Θα μπορούσαμε... Ή δ η κατεβαίνει τη σκάλα. Ούτε γρήγορα ούτε αργά, απλώς κατεβαίνει όπως θα κατέβαινε οποιοσδήποτε μιαν οποιαδήποτε αδιάφορη ξύλινη σκάλα.
164
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Βγαίνει στη νύχτα. Αποφεύγει να περάσει α π ' το κέντρο και μπερδεύε ται στα σοκάκια της παλιάς συνοικίας, π ο υ , κάποτε, ή ταν ενετική, μετά τούρκικη και τ ώ ρ α φτωχογειτονιά με τουριστικό ενδιαφέρον. Είναι έρημα. Θέλει να μη σκέφτεται, να μη σχολιάσει. Αν σκεφτεί, θα πέσει σε γκρεμό. Να μη σκέφτεται. Ν' ακούει μόνο τα βήματα της στο πλακόστρωτο. Γίνεται να γίνει μονάχα βήματα, ρυθμικά σε πλακόστρωτο; Έτσι λοιπόν! Ο Παύλος της πέθανε όσο εκείνη έλειπε μακριά του. Σε μια στροφή του βίου του π ο υ ποτέ δεν θα μάθει, απόκαμε α π ' την ίδια του την ορμή, κάηκε α π ' την ίδια του τη φωτιά κι είπε να τελειώνει με την ψυ χή του. Άφησε π ί σ ω του εκείνο το φ τ ω χ ό καβούκι, εκεί π ά νω, σαν ξερό τσόφλι τζίτζικα σε δέντρο. Επειδή, σίγου ρα, π ά ν τ α του σιχαινόταν τις κηδείες, τις κλάψες και τους επικήδειους ενός θανάτου ολοκληρωτικού, τον ά φησε, σαν κούφιο σωσία κι έφυγε. Έτσι θέλει να πιστεύει η Ελβίρα π ω ς έγινε και δεν μπορεί να δεχτεί π ω ς ο Παύλος της δεν υπήρξε ποτέ. Υ πήρξε και πέθανε. Υπήρξε και πέθανε. Θα τον θυμάται πάντοτε ό π ω ς δεν τον θυμάται κα νείς. Δεν τον θυμάται, είναι βέβαιη, ούτε αυτός ο επαρ χιώτης δικηγόρος με τη γραβάτα. Α! Οι παλιές αγάπες πεθαίνουν. Πεθαίνουν και πάνε στον παράδεισο στολισμένες α π ' την καλοσύνη της αγίας μνήμης π ο υ θέλει να ξεχνά κάθε πίκρα τους, κάθε ώρα κακιά. Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο καθαγιασμένες, εξωραϊσμένες, κατα ξιωμένες μέσα σε σύννεφα νοσταλγίας π ο υ ακούραστα μνημονεύει τη δόξα τους και την ανεπανάληπτη ομορφιά τ ο υ ς .
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
165
Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο και δεν ανα σταίνονται πια. Πεθαίνουν μέσα στο ίδιο το σώμα που τις γέννησε, στο σώμα που, αργότερα, από φάτνη έμεινε τάφος ξερός. Τάφος με πολλές και διάφορες επιτύμ βιες επιγραφές που, με τον καιρό, αλλάζουν και γίνον ται όλο και περισσότερο γενναιόδωρες.
Οι ατυχίες πάνε πολλές μαζί Έφτασε πίσω στο «Σεμίραμις» ενώ ήταν πολύ αργά. Έφτασε χωρίς να σκέφτεται κι ευγνωμονούσε τη βαριά κούραση που ξαφνικά την κυρίευσε και, καλοσυνά τ α , της προφύλασσε την ψυχή απ' τα γρονθοκοπήματα της σκέψης. Υπάρχουν ώρες, ακόμα και μέσα στη μεγαλύτερη δυστυχία, που μια μυστήρια γαλήνη απ' το νου πέφτει, σαν αθόρυβο χιόνι, να σκεπάσει ειρηνικά ένα ά γριο πεδίο μάχης. Ένιωθε έτσι. Πέρασε στο π ρ ο α ύ λ ι ο τ ο υ ξενοδοχείου, ανέβηκε τα λ ί γ α σκαλιά. Το λ α μ π ά κ ι ήταν αναμμένο ανάμεσα στα φύλλα τ ο υ φ ο ί ν ι κ α , όμως η πάνινη καρέκλα στεκόταν άδεια, χωρίς τη χθεσινή σκιά τ ο υ νυχτερινού καπνι στή. Ζήτησε πάλι ένα ποτήρι γάλα κι ανέβηκε. Ή π ι ε το γάλα με μια ανάσα, γδύθηκε αφήνοντας τα ρούχα πεσμένα στο π ά τ ω μ α και ξάπλωσε μέσα στα μα λακά σεντόνια. Ή τ α ν εξαίσια κουρασμένη, ήταν εξαίσια άδεια. Δεν χρειαζόταν να πιει υπνωτικό χάπι γ ι α τ ί καμιά προσδο κ ί α , καμιά α γ ω ν ί α , δεν την αναστάτωνε π ι α . Δεν χρειαζόταν να τραβήξει τις κουρτίνες στα τ ζ ά μ ι α γ ι α τ ί τ ί π ο τ α δεν την ενοχλούσε πια μια και καμιά ζων τανή σκέψη δεν βρισκόταν στο κεφάλι της. Έγειρε στο πλάι το μάγουλο της, είδε το φ ε γ γ ά ρ ι , ε λάχιστα μικρότερο από χθες, φλούδα λεμονιού, παιδικό
Oi ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
167
σκίτσα βάρκας με κιμωλία, να πλέει στο στερέωμα κι α ποκοιμήθηκε σα νεογέννητο. Ή τ α ν απίστευτα κουρα σμένη για να μπορεί να συνειδητοποιεί ποιο ήταν το πα ρελθόν της και ποιο το μέλλον της.
Το πρωί αποφάσισε να φύγει αμέσως. Ό χ ι , δεν θα γυρίσει σήμερα στην Αθήνα. Της χρεια ζόταν π ρ ώ τ α μια εσωτερική τ α κ τ ο π ο ί η σ η πριν εμφανι σθεί στους δικούς της ανθρώπους και βάλλει μπρος την άθλια μηχανορραφία που αραδιάζει χιλιάδες ψέματα για να κρύβει αλήθειες. Μόνο τη Μέλα χρειάζεται κι ελ πίζει ο' αυτήν όπως το χαμένο καράβι σε φ ά ρ ο τη νύ χ τ α τρικυμίας. Δεν αντέχει άλλο τ ο ύ τ η την πόλη. Ακόμα κι όσα κομ μάτια της διασώθηκαν απ' τα παλιά, φαίνονται κούφια κι ικανά μονάχα να την τ ρ α υ μ α τ ί ζ ο υ ν χωρίς τέλος και αποτέλεσμα. Σαν εκείνο το ταφταδένιο φουστάνι της μητέρας που βρήκε σ' ένα μπαούλο, μετά το δυστύχη μα. Το είχε, επί μέρες, απλώσει κάπου π ο υ να το βλέ π ε ι , να κλαίει και να θ υ μ ά τ α ι τη γ ι ο ρ τ ή τ ο υ π α τ έ ρ α π ο υ το φ ο ρ ο ύ σ ε και μπαινόβγαινε ενώ τ ρ ί ζ α ν ε γλυκά οι σούρες της φ ο ύ σ τ α ς τ η ς . Το κ ο ί τ α ζ ε και μύριζε π ο ύ δ ρ α ΤΟΚΑΛΟΝ, α π ρ ι λ ι ά τ ι κ α ρόδα σ τ α βάζα και γλυκό κ ο υ τ α λ ι ο ύ , μπελτέ. Ά κ ο υ γ ε γέλια στο κεφαλόσκαλο και β ι α σ τ ι κ ά δ ά χ τ υ λ α στο π ι ά ν ο . . . Το κοίταζε κι έκλαιγε γ ι α τ ί όλα τα ζωντάνευε το άδειο ρούχο εκτός απ' τη μητέρα τ η ς . Κουρελιασμένο φ ο υ σ τ ά ν ι από τ α φ τ ά είναι η πό λ η . Δεν θέλει να ξύσει άλλο πληγές και παρόν εδώ δεν έχει. Θα φύγει απ' το «Σεμίραμις». Το φ ο β ά τ α ι σήμερα. Το τριγυρίζουν δρόμοι με παθιασμένα φ ι λ ι ά , τρεχαλητά χαμένων παιδιών στον Δημοτικό κήπο, φωνές μαθη τριών με μπλε ποδιά, άσπρο γιακά που γελούν και φω νάζουν, «Ειρήνη, Δανάη... Ελβίρα.» Ό χ ι , δεν θα πάρει
168
ΜΑΡΩ
ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
άλλο μέρος σε τ ο ύ τ η τη στοιχειωμένη παράσταση λε πτομερειών που μόνη της έστησε. Θα φύγει.
Πήγε κι εγκαταστάθηκε, για λίγες μέρες, σ' ένα τ ο υ ριστικό συγκρότημα, ο κ τ ώ χιλιόμετρα απ' την πόλη. Τόσο άχρωμο και ουδέτερο που θα της προκαλούσε α πέχθεια οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής της. Τώρα επιζητούσε την ουδετερότητα τ ο υ , όπως ένας κατάκο πος ταξιδιώτης τον, δίχως όνειρα, ύπνο. Οι περισσότεροι ένοικοι ήταν ξένοι π ο υ έφταναν με γκρουπ, τα φ α γ η τ ά διεθνώς άγευστα κι η μουσική στο μπαρ ένα α σ τ α μ ά τ η τ ο π ο τ πουρί απ' τα πιο ετερόκλη τ α , πασίγνωστα κομμάτια. Κολυμπούσε σε πισίνα κα θαρισμένη με φ α ρ μ α κ ε υ τ ι κ ά φ ί λ τ ρ α αποφεύγοντας να γυρίσει και να κοιτάξει προς τη θάλασσα, διακόσια μέ τ ρ α πιο κάτω. Δεν ήθελε να θυμάται τ ί π ο τ α και πουθενά δεν θα 'βρισκε χώρο τόσο επιτυχημένα αποστειρωμένο από κάθε υπαινιγμό. Έπρεπε να το παίζει και στον εαυτό της πως είναι άλλη. Έπρεπε να το παίξει το παιχνίδι των παραπλανήσεων, πάση θυσία και ν' αναβάλει, όσο παίρνει, τις πολλές σκέψεις κι εκτιμήσεις. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο γ ι α να επουλωθούν λίγο οι προχθεσι νές πληγές και να κάνουν κάποια κρούστα. Πίστευε στη δύναμη τ ο υ χρόνου, ακόμα και της ώρας, επειδή το ά κουγε π ά ν τ α από δω κι από κει κι είχε ανάγκη από κάθε γιατροσόφι για να ελπίσει σε μια ανακούφιση. Μετέφερε λοιπόν τον τ ρ α υ μ α τ ί α εαυτό της μέσα σε τ ο ύ τ ο το ξενοδοχείο που θύμιζε νοσοκομείο με γκαζόν και τον ακούμπησε σ' ένα κλιματιζόμενο δωμάτιο όπως σε πεντακάθαρο χειρουργείο. Εδώ, μπορούσε να είναι δυστυχισμένη με μεγαλύτερη ασφάλεια. Παρακάλεσε τον Αλέκο, μ' ένα λιγόλεπτο τ η λεφώνημα, να μην ξανατηλεφωνηθούν ώσπου να επι στρέψει στην Αθήνα. Θα τ ο υ εξηγήσει τ ό τ ε , τ ο υ υπο-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
169
σχέθηκε. Ούτε στη Μέλα είπε πολλά. Μίλησαν βιαστικά το άλλο π ρ ω ί , ύστερα απ' το ραντεβού και της αστειεύ τηκε πως έχει να τη ζαλίσει γ ι α καλά όταν τη δει κι α φ ο ύ καταφέρει να βάλει το μυαλό της σε μια τ ά ξ η . Ήθελε να κάνει χιούμορ ώστε να της ανακόψει κάθε ανησυχία που θα την συγκινούσε κι α υ τ ή . Τη ρώτησε πώς τα πάει εκείνη κι η Μέλα με παιδική χ α ρ ά , σχεδόν ντροπαλά, της απάντησε, «νομίζω πως ο Διονύσης, τ ώ ρ α , θα έρθει να ζήσει μαζί μου...» Έβαλε κι η Ελβίρα φωνές χαράς αν και δεν είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες τ ο υ Διονύση εν σχέσει με της γυναίκας τ ο υ .
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κοιτά το χαμηλό ταβάνι και ψάχνει για π α ρ η γ ο ρ ι ά , που ίσως να είναι και η π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α κ α τ ά κάποιο τρόπο. Μ ι α ηρεμία που επιμένει να τη χαλαρώνει σαν σοφή αντίδραση τ ο υ ορ γανισμού της, της ξεκουράζει ίνα-ίνα όλο της το κορμί με μια ξεκούραση που θα μπορούσε να την πει και εξάν τληση. Κοιμάται πολύ και δίχως χάπια. Διαβάζει την «Α νάσταση» κι εκπλήσσεται κι η ίδια που μπορεί να συγ κεντρώνεται στις σελίδες της κι ας μη συμμετέχει ψυχι κά. Δεν αποκλείεται να υπάρχει και κάτι καλό μέσα στην απογοήτευση τ ο ύ τ η . Τουλάχιστον, τακτοποιήθηκε μια εκκρεμότητα που την αναστάτωνε οδυνηρά και της α πορροφούσε κάθε διάθεση επί μήνες. Τακτοποιήθηκε λοιπόν... Έστω κι έτσι... Υπάρχουν άνθρωποι που τους τρέφουν οι εκκρεμό τητες, τις παρατείνουν, ακόμα και ισόβια. Αυτή όχι, σι χαίνεται τις εκκρεμότητες και τις αναβολές τόσο που πάντοτε προτιμούσε μια γρήγορη διευθέτηση, έστω κι αν η βιασύνη θα χειροτέρευε τ' αποτελέσματα. Στη δικιά της περίπτωση, σε τι θα βοηθούσε η υπο μονή; Να ονειρεύεται και να φ α ν τ ά ζ ε τ α ι , να συγκρίνει φαντασίες και πραγματικότητες και να κακιώνει, να ε-
170
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ρωτεύεται τους πόθους της και να υποφέρει; Και ποιον; Δεν θέλει ούτε να φέρει στο νου της την εικόνα τ ο υ παχουλού μεσήλικα που της κρατά το χέρι. Καλύτερα που ήρθε, καλύτερα που τηλεφώνησε, κα λύτερα, χίλιες φορές καλύτερα, που έψαξε να τον δει καταπρόσωπο. Η αλήθεια σώζει, πονά αλλά σώζει. Πρέπει, συνέχεια, να το έχει στο νου της α υ τ ό . Τις ώρες της λύπης και της σύγχυσης, της αδυναμίας και τ ο υ φ ό β ο υ , να το έχει στο νου της α υ τ ό . Υπάρχει αλήθεια ή είναι όλα έτσι όπως τα νομίζου με; Ναι, υπάρχει. Στα έγκατα της καρδιάς μας κάτι γνω ρίζει καλά τη γεύση της. Κάτι που καταφέρνει ν' ανα σαίνει, πλακωμένο από χιλιάδες σελίδες με πρόχειρες συνταγές ζωής, πίσω από απέραντα λιβάδια υπνοφόρων φ υ τ ώ ν , πέρα από αμμουδερές έρημους λήθης. Επι ζεί και κατορθώνει να πονάει.
Ό μ ω ς , είναι γνωστό, πως οι ατυχίες πάνε πολλές μαζί συνήθως, για να είναι και σκληρότερες. Για να σπρώχνουν ακόμα και τους κυνικούς σε μεταφυσικές υ ποψίες. Την τ ρ ί τ η μέρα της εγκατάστασης της σ' εκείνο το τουριστικό συγκρότημα, σηκώθηκε πολύ νωρίς και βγήκε έξω. Πριν πάει να πάρει πρωινό στο εστιατόριο, περπάτησε στον κήπο που ακόμα δεν είχε πολύ κόσμο κι όπου οι κηπουροί πότιζαν και κλάδευαν τις καλλιερ γημένες τριανταφυλλιές πάνω στο γρασίδι και τους ιβίσκους τ ο υ φ ρ ά χ τ η . Πήγε μέχρι το κιόσκι της εισόδου για περιοδικά κι εφημερίδα. Υπήρχαν ακόμα μόνο χθεσινές απογευματινές εφημερίδες κι αγόρασε μία. Γύρισε πίσω στο εστιατόριο και κάθισε σε γωνιακό τραπεζάκι κάτω απ' την ψάθινη τέντα. Το δροσερό πρωινό, σαν πεντακάθαρο λουτρό, κα θάριζε και γυάλιζε τις λεπτομέρειες τ ο υ τ ο π ί ο υ γύρω της. Τώρα που ο ήλιος ήταν ακόμα γερμένος στο πλάι,
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
171
κάθε φ υ τ ό και κάθε πράγμα μπορούσε να έχει γ ι α συν τ ρ ο φ ι ά τη σκιά τ ο υ και να μοιάζει δραστήριο και κεφά το. Το γκαρσόν έφερε το δίσκο με τον καφέ, το γ ά λ α , την πορτοκαλάδα, τις φρυγανιές, το κέικ, το βούτυρο και τη μαρμελάδα. Τον ακούμπησε στο τραπέζι της. Έφτια ξε τον καφέ όπως της άρεσε κι άρχισε να πίνει γουλιάγουλιά γ ι α τ ί ήταν καυτός. Ά ν ο ι ξ ε την εφημερίδα και, μισοαφηρημένα μισοπροσεχτικά, άρχισε να ψάχνει τί τλους και φ ω τ ο γ ρ α φ ί ε ς . Κι εκεί, στην τ ρ ί τ η σελίδα, μαρ μάρωσε με το βλέμμα τ ο υ ανθρώπου που πρέπει, επει γόντως, να βεβαιωθεί αν είναι ξύπνιος ή αν ονειρεύεται ενώ εύχεται, με όλο τ ο υ το είναι, να ονειρεύεται. Δεν ο νειρεύεται, η μικρή α υ τ ή φ ω τ ο γ ρ α φ ί α δείχνει τον Διο νύση κι η μεγάλη, δίπλα τ ο υ , ένα α υ τ ο κ ί ν η τ ο διαλυμέ νο σε σίδερα. Ψάχνει τα γ ρ ά μ μ α τ α αγωνιζόμενη να τα βάλει σε σειρά και να κ α τ α λ ά β ε ι . Γράφουν πως ο γνω στός ε π ι χ ε ι ρ η μ α τ ί α ς , χθες, σ κ ο τ ώ θ η κ ε επί τ ό π ο υ , σε μετωπική σύγκρουση στην Εθνική οδό Λ α μ ί α ς , στο υψος της Νέας Ερυθραίας. Στο α υ τ ο κ ί ν η τ ο επέβαινε κι η γ υ ν α ί κ α τ ο υ η ο π ο ί α τ ρ α υ μ α τ ί σ θ η κ ε σοβαρά αλλά διασώθηκε. Ο καυτός καφές χυνόταν στη φ ο ύ σ τ α τ η ς ώσπου ά δειασε το φ λ υ τ ζ ά ν ι . Το χέρι τ η ς , αργοπορημένα, άρχισε να τρέμει. Η εφημερίδα έπεσε. — Μέλα, έκανε, Μέλα!... Σηκώθηκε. Προχώρησε με α ρ γ ά , μηχανικά βήματα γυναίκας που τη βρήκε μια αδέσποτη σ φ α ί ρ α στην πλάτη αλλά μπορεί να περπατά και φτάνει στη ρεσε ψιόν. Ζητά να τηλεφωνήσει. Της δείχνουν να πάει στο μικρό θάλαμο απέναντι. Ψάχνει με αγωνία να βρει στο μυαλό της τον αριθμό τ ο υ τηλεφώνου της Μέλας και δεν μπορεί. Πρέπει, πρέπει να θυμηθεί α υ τ ό το νούμερο π ο υ το καλεί τόσες φορές κάθε μέρα, χρόνια και χρόνια. Τι έγινε το νούμερο της Μέλας; Αχρηστεύεται ο εγκέφα λος της τόσο εύκολα; Δεν το θ υ μ ά τ α ι .
172
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Πάει στο δωμάτιο της, ψάχνει την τσάντα της, τη γυρνά ανάποδα. Χύνονται στο π ά τ ω μ α τσίκλες, χαρ τ ά κ ι α , φουρκέτες, άμμος, κλειδιά, χαρτοπετσέτες, χάρι τες, διαφημιστικά, τσατσάρες, σκουλαρίκια... η ατζέν τ α ! Αρπάζει την ατζέντα και την ξεφυλλίζει μ' αγωνία μη ξέροντας αν έχει γραμμένο το τηλέφωνο της Μέλας. Δεν το έχει. Γιατί να γράψει το τηλέφωνο της Μέλας α νάμεσα στ' άλλα; Θα 'ταν σα να έγραφε το δικό της. Κάθεται στο κρεβάτι και πιάνει το κεφάλι της. Τι να κά νει; Ύστερα προσπαθεί να σκεφτεί λογικά. Γιατί κάνει έτσι; Γιατί βιάζεται σα να μπορεί να σπεύσει και να στα ματήσει το α υ τ ο κ ί ν η τ ο που τρέχει, λίγο πριν τρακάρει. Δεν είναι π ρ ο φ η τ ε ί α α υ τ ό που διάβασε, είναι γεγονός τελειωμένο. Τελειωμένο εδώ και δύο μέρες. Ο Διονύσης ίσως και να είναι ήδη θαμμένος. Η Μέλα πού είναι; Και ξ α φ ν ι κ ά , σαν μετά από ένα ηλίθιο αστείο που παρα τράβηξε, ο αριθμός τ ο υ τηλεφώνου πετάγεται μπροστά της μετανιωμένος. Αρπάζει το ακουστικό και καλεί. Καλεί, δυο, τρεις, τέσσερις φορές. Το σηκώνουν! — Μέλα... Δεν είναι η Μέλα, είναι η αδερφή της. — Τι έγινε; Πες μου. Πού είναι η Μέλα; — Η Μέλα είναι στο δωμάτιο της κλεισμένη. Η κηδεία θα γίνει το απόγευμα. — Θα π ά ε ι ; — Επιμένει να πάει. Ο Διονύσης έτρεχε με μεγάλη τ α χ ύ τ η τ α . Η γ υ ν α ί κ α τ ο υ μπόρεσε και μίλησε κι είπε σε συγγενείς της πως καυγαδίζανε εκείνη την ώρα. Το α υ τ ο κ ί ν η τ ο ξέφυγε και μπήκε στο αντίθετο ρεύμα. Η κηδεία θα γίνει το από γευμα. — Πώς είναι η Μέλα; — Ρωτάς; Δεν μιλάει, την ξέρεις. — Δώσ' μου την, σε παρακαλώ Αντωνία. — Δεν θέλει να μιλήσει σε κανένα.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
173
— Ούτε σε μένα; — Ούτε σε σένα Ελβίρα. Κατάλαβε... Κατάλαβε. Έκλεισε το τηλέφωνο κι έσκυψε το κεφά λ ι . Κοίταζε ένα ένα τ' αντικείμενα π ο υ έριξε απ' την τ σ ά ν τ α της κι άπλωναν αραδιασμένα στο π ά τ ω μ α . Θα φύγει απόψε με το καράβι στην Αθήνα.
Τα μαύρα άλογα της επιστροφής Το δειλινό που το καράβι έφυγε απ' το νησί για την Αθήνα, δεν είχε σχέση καμιά μ' εκείνο το δειλινό π ο υ , το ίδιο καράβι, έκανε, πριν κάμποσες εβδομάδες, την ακρι βώς αντίστροφη πορεία. Τίποτα δεν έμοιαζε με τ ό τ ε και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως, όλο τ ο ύ τ ο το φευγιό, όλο το σκηνικό τ ο υ κι όλη η α τ μ ό σ φ α ι ρ α γύρω τ ο υ , έφερνε στο νου στρατούς, σε ταινίες εποχής, που τη μια στιγμή τους βλέπουμε περήφανα στητούς, υπέρλαμπρους κι ελπιδοφόρους να πηγαίνουν γ ι α την κ α τ ά κ τ η ση μητρόπολης με συλλογικό, ευγενικό χτυποκάρδι και την άλλη στιγμή, μετά από λυσσαλέο μακελειό, να γυρί ζουν οι πολεμιστές, σκόρπιοι κι α ι μ ό φ υ ρ τ ο ι , πάνω σε πληγιασμένα άλογα που παραπατάνε. Οι δικοί της οι στρατοί, βαθιά μέσα της, σέρνονταν έτσι, σε πληγιασμένα άλογα πάνω. Επιστρέφανε παρα πατώντας. Κι η θάλασσα, που την καταλάβαινε τη δια φ ο ρ ά , ήταν απόψε κ α τ ά μ α υ ρ η . Μέσα της έβραζαν στοιχεία υπόγεια και ζοφερά και μεταμόρφωναν τα πλούσια νερά σε πηχτό κατράμι, σήκωναν κ ύ μ α τ α ψ η λά για ν' ανοίξουν αμέσως υγρούς γκρεμούς, ά π α τ α πηγάδια και ρουφήχτρες. Το πέλαγο ήταν αναστατωμένο ενώ η ζέστη ανυπό φ ο ρ η . Δεν την ενοχλούσε αυτή η θαλασσοταραχή και νομίζει πως αν τα τ ο π ί α γ ύ ρ ω της, απόψε, ήταν γλυκά κι ειδυλλιακά, σα μια ρομαντική κάρτα ηλιοβασίλεμα-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
175
τος, θα την τραυμάτιζαν χειρότερα βγάζοντας την απέ ξω, μίζερη ανορθογραφία. Δεν κάθισε στο κατάστρωμα να κοιτά την αναχώρη ση. Δεν είδε τους α ν θ ρ ώ π ο υ ς π ο υ , με τελευταίες χειρο νομίες και νεύματα, χαιρετούσαν τους δικούς τους στην κουπαστή δίνοντας τους τις τελευταίες παραγγελίες. Δεν είδε την αλυσίδα της άγκυρας να μαζεύεται σαν λα βωμένο φίδι στη φωλιά του και δεν κοίταξε το μωβ πε ρίγραμμα της πόλης, φιγούρα αχνή π ά ν ω σε σεντόνι θεάτρου σκιών, π ο υ φέγγιζε μέσα στο ζεστό απόβραδο. Δεν ήθελε ν' αποχαιρετήσει τίποτα. Πήγε κατευθείαν στη μοναχική καμπίνα της κι έριξε τον εαυτό της στο στενό κρεβάτι. Δεν ξάπλωσε. Ακούμ πησε την πλάτη της στον τοίχο κι ένιωθε το κούνημα του πλοίου να χειροτερεύει όσο ξανοιγότανε στο ανταριασμένο πέλαγο. Δεν φοβόταν τίποτα σαν τίποτα να μην της είχε μεί νει να διασώσει. Θάλεγε, μάλιστα, π ω ς την επιζητούσε την περισσότερη ταλαιπωρία όταν ένιωθε δυστυχισμέ νη. Μια εσωτερική λύσσα την έσπρωχνε να προκαλέσει, πεισματωμένη, την κακοτυχία της και να ελκύεται α π ' τις συμφορές ό π ω ς α π ' τον ίλιγγο σε κατηφόρα. Τη νύ χτα, το καράβι, χτυπιόταν σαν ανήμπορη σχεδία κι οι τριγμοί των αρμών του έβγαιναν ό π ω ς οι εφιαλτικοί α ναστεναγμοί στην κόλαση. Τα γυναικόπαιδα στο κατά στρωμα ξερνούσαν και τρεις μαυροφορεμένες γεροντο κόρες, με ωχρά αλλά αποφασισμένα για αιώνια πίστη, π ρ ό σ ω π α , έψαλλαν με ψιλές φωνές το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου...». Οι ψαλμοί τους αντί να καθησυχά σουν το φτωχόκοσμο, σκόρπιζαν πανικό σαν φάλτσες σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας. Καμιά τρικυμία δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να εξου δετερώσει την τρικυμία της ψυχής της Ελβίρας. Ανεπη ρέαστη α π ' την κοσμοχαλασιά, είχε πέσει στο στενό κρε βάτι κι ένιωθε τη σκέψη της, σαν αεικίνητη, νυχτερινή νοσοκόμα, να τρέχει πότε στα δικά της και πότε στη
176
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Μέλα λες και φροντίζει φιλότιμα δύο βαριά άρρωστες. Αγωνιούσε για τη Μέλα, για την ίδια τη Μέλα κι αγω νιούσε για τη Μέλα, για δικό της λογαριασμό. Αν πάθει τ ί π ο τ α η Μέλα, τι θ' απογίνει εκείνη; Παιδιάστικος ε γωισμός που μεγαλώνει τις ώρες τις δύσκολες, όταν χρειάζεσαι τη συμβουλή, ακόμα και την εξάρτηση. Ο Διονύσης πέθανε. Ο Διονύσης που ήταν ο τελευ τ α ί ο ς που θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί πως θα πεθάνει. Υπάρχουν πρόσωπα κοντά μας τα ο π ο ί α , πέ ρα από κάθε λογική, τα θεωρείς ανέγγιχτα, ά τ ρ ω τ α , αιώνια. Ό τ α ν , αιφνίδια, εξαφανισθούν απ' τη σκηνή της καθημερινής ζωής, οι γνωστές ισορροπίες κλονίζον τ α ι σε βαθμό που αμφισβητείς και τη δικιά σου την κρί ση για τα πιο βασικά. Ο Διονύσης πέθανε. Ακούγεται τόσο π α ρ ά τ α ι ρ ο που μόνο σα φ ά ρ σ α , που όπου νάναι θα λήξει, μπορεί να το ανεχθεί. Γίνονται α υ τ ά ; Αν γ ί ν ο ν τ α ι , τότε, ζώντας, δεν περπατούμε σε στέρεη γ η , σχοινοβατούμε πάνω απ' το χάος χωρίς μάλιστα να μας έχει προοειδοποιήσει κα νείς, για το σχοινί και για το χάος. Είτε δεν μας μάθανε σωστά ούτε τα στοιχειώδη είτε από κάπου, κάποιος, μας κοροϊδεύει. Και των γονιών της ο θάνατος ήταν από δυστύχημα, όμως εκείνος ο πόνος ήταν βαρύς βράχος που έπεσε πάνω της και την σκοτείνιασε για καιρό και δεν της ά φησε περιθώρια για το βασανιστήριο της κρύας σκέ ψης. Τότε, ευτυχώς, δεν ήταν σε θέση να παρατηρεί τί π ο τ α . Ξεπέρασε το διάστημα τ ο υ αιφνιδιασμού και τ ο υ πένθους ναρκωμένη, σαν τη κοιμισμένη βασιλοπούλα που χάθηκε απ' τ ο δηλητήριο για εκατό χρόνια. Ό τ α ν ξύπνησε, ο χρόνος και τα γεγονότα είχαν μετακινηθεί αρκετά. Το πλοίο προχωρά προς την Αθήνα, αγκομαχώντας. Χιλιάδες εμπόδια ορθώνονται μπρος τ ο υ για να της πα ρατείνουν το μαρτύριο. Χτυπιέται και θορυβεί σαν ξε χαρβαλωμένη καρότσα σε δρόμο σπαρμένο πέτρες.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
177
Θέλει να τελειώσει α υ τ ό το τ α ξ ί δ ι . Θέλει να φ τ ά σ ο υ ν , θέλει να φτάσει στη Μέλα. Να την παρηγορήσει... Ό μ ω ς ποιος μπορεί να παρηγορήσει τη Μέλα; Από πότε ο αδύνατος μπορεί να δώσει κουράγιο στο δυνα τ ό ; Ο αδαής γνώμη στο σ ο φ ό ; Συνέβη καν φοβερά γ ε γ ο ν ό τ α , η Μέλα θα γ ο ν ά τ ι σ ε , η Μέλα τ η ς τη χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι κ α ι , τ ώ ρ α , βρήκε εκείνη να λείπει α π ό κοντά τ η ς . Τη μόνη φ ο ρ ά π ο υ η Μέλα τη χρειάζεται. «Μέλα έρχομαι... Έρχομαι να σε παρηγορήσω και, κ α τ ά βάθος, να παρηγορηθώ εγώ από σένα. Είσαι τόσο καλή, τόσο δυνατή, που εσύ, πάλι εσύ, θα μου εξηγή σεις για τον θάνατο τ ο υ Διονύση και θα με καθησυχά σεις. Τό ξέρω». Γύρω στις δυόμισι μετά τα μεσάνυχτα, σκέφτηκε για πρώτη φορά τον Αλέκο. Η σκέψη του την ανησύχησε για την ίδια. Σα να έκανε μια γρήγορη επανάληψη στα αι σθήματα της και να εξέταζε πού βρίσκεται. Ό χ ι , πρέπει, όσο γίνεται πιο σύντομα, να πει στον Αλέκο να χωρίσουνε. Το επιθυμεί περισσότερο τώρα. Τούτη η διαπίστωση την ικανοποίησε. Θα έπεφτε στα ίδια της τα μάτια χάνοντας και τον ελάχιστο αυτοσεβα σμό της, αν ανακάλυπτε πως, τώρα, που το ραντεβού της με τον έρωτα ξεφούσκωσε άδοξα και την άφησε φτω χ ή , κατέφυγε πίσω, δειλά και μουλωχτά, στη βολική συ ζυγική εστία. Κι ύστερα, της ήταν αδύνατο να συνεχίσει να κάνει έρωτα με τον Αλέκο. Αν και ποτέ της δεν ένιωσε πάθος κοντά τ ο υ , κάποτε, το να την αγκαλιάζει, της ήταν τρυφερά ευχάριστο. Μετά έγινε γυμνά αναγκαίο σαν α διάφορη σωματική ανάγκη, ενώ τώρα το αισθάνεται α ποκρουστικά χυδαίο, σαν αιμομιξία. Της έδωσε θάρρος η σταθερότητα της απόφασης της και βεβαιωνόταν πως ήταν μία απόφαση ξεκάθαρη, άσχετη απ' τις μαγγανίες των ερωτικών πόθων της λί γες μέρες πριν. Ό χ ι , δεν επιτρέπεται ούτε για τη δικιά της σοβαρό-
178
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τ η τ α ούτε για την αξιοπρέπεια τ ο υ Αλέκου να τ ο υ απο κρύψει άλλο τα αληθινά της αισθήματα. Θα φύγει η ίδια απ' το σπίτι τους και θα πάρει μαζί της ελάχιστα και μόνο τελείως προσωπικά αντικείμενα. Το να αναλάβει πάνω της κάθε πρακτική τ α λ α ι π ω ρ ί α τ ο υ χωρισμού, θα της ελαφρώσει λιγάκι το απαίσιο βάρος των ενοχών που ήδη την κατακλύζουν. Είναι λιγάκι περήφανη που βλέπει, πως ο τρόμος της κι η σημερινή α τ ο ν ί α της, μετά το χαστούκι τ ο υ τ α ξ ι διού, δεν τη ζάρωσαν τόσο ώστε να σπεύσει ν' αναζη τήσει το αποκούμπι της παρουσίας τ ο υ Αλέκου, την προστασία ενός ισχυρού σχήματος π ο υ λέγεται γάμος, έστω και τυπικός. Είπε πως α υ τ ή η σχέση τους δεν της αρκεί και συνεχίζει να το λέει πως δεν της αρκεί, ακόμα κι απόψε που τρέμει σαν κουνέλι από προβολέα κατα πάνω τ ο υ . Να λοιπόν που υπάρχει μια χ ο ύ φ τ α χώμα μέσα της να σταθεί όρθια. Θα φύγει απ' το σπίτι τους, θα ζητήσει διαζύγιο και περισσότερο την τρομάζει πώς θ' αντιμετωπίσει τις τύψεις της π α ρ ά τον Αλέκο τον ί διο. Είναι δυσκολότερος αντίπαλος οι ενοχές της. Δύ σπιστες, αδέκαστες, σατανικά εύστροφες. Τα φ ώ τ α της καμπίνας αναβόσβησαν σε μια μεγαλύτε ρη πτώση του πλοίου σε υδάτινο γκρεμό. Το στομάχι της υποχωρεί σε δικό τ ο υ γκρεμό. Κάποιοι τρέχουν στο διά δρομο. Μια πόρτα χτυπούσε και ξαναχτυπούσε δυνατά. Ό λ α γίνονται στην ώρα τους! Αν έπεφταν σε τέτοιο χαλασμό τότε που πήγαινε στο νησί, θα έκλαιγε απ' το φόβο της μήπως πνιγούν και δεν προλάβει να ζήσει στην π α τ ρ ί δ α της όσα η ίδια υποσχόταν στην ψυχή της. Το καλό με την απελπισία είναι πως, τουλάχιστον, σε κάνει γενναιότερο και πιο τολμηρό.
Μπήκε στο σπίτι πολύ πρωί. Η ό ψ η της πρέπει να ήταν ανησυχητικά τρομαγμένη, γ ι α τ ί ο Αλέκος, που δεν είχε φύγει ακόμα για το γρα-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
179
φ ε ί ο , πετάχτηκε απ' το κρεβάτι τους κι έτρεξε κοντά της. Την πήρε στην αγκαλιά τ ο υ και της χτυπούσε τ ρ υ φερά τον ώμο. Σκεφτόταν λυπημένος πως θάκανε δύ σκολο ταξίδι μ' α υ τ ό τον παλιόκαιρο και πως τα νέα για τον Διονύση θα την είχαν συνταράξει. Έγειρε το κεφάλι της και το ακούμπησε μέσα στο στήθος τ ο υ . «Ω Αλέκο να 'ξερες τι έπαθα!... Να 'ξερες τι ετοιμά ζομαι να σου κάνω...», επαναλάμβανε μέσα της.
Τέλος του καλοκαιριού Στο τέλος του Αυγούστου ο καιρός συννέφιασε. Νωρίς το απόγεμα έπιασε μια δυνατή μπόρα κι η πόλη, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, μεταμορφώθηκε σε απέραντο το πίο ονείρου ποιητικού, χωρίς χρόνο, χωρίς βαρύτητα. Οι λίγες γλάστρες στη βεράντα μύριζαν ηδονικά πρωτοβρόχι. Μύριζαν τα μάρμαρα, τα τσιμέντα, η ά σφαλτος. Στεκόταν στη τζαμαρία του νέου σπιτιού της και κοίταζε την Αθήνα, πίσω απ' τις διάφανες γάζες της βροχής, ν' αχνίζει όλη την απάνθρωπη κάψα που, μή νες τώρα, ρούφηξε και κατακράτησε. Θέλει να ζωγρα φίσει τη βροχή στους μουσαμάδες της. Να συλλάβει ζω γραφίζοντας την ατμόσφαιρα, την ανάληψη των πό λεων, την κατάνυξη που πέφτει όταν βρέχει. Μήπως αυτός και μόνο ο δύσκολος στόχος δεν θα μπορούσε, από δω και πέρα, να της γεμίσει τη ζωή; Ακουμπισμένη στο τζάμι κοίταζε έξω. Το διαμέρισμα πίσω της ήταν σχεδόν άδειο. Είχε μετακομίσει εδώ πριν εφτά μέρες και τα λίγα της πράγματα ήταν ακόμα στις κούτες. Βρήκε και νοίκιασε έναν αρκετά μεγάλο χώρο κοντά στο κέντρο, στον πέμπτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοι κίας. Σχεδίαζε να βάλει ελάχιστα, απαραίτητα έπιπλα και να βάψει τους τοίχους λευκούς. Θα ήταν, κυρίως, εργα στήρι ζωγραφικής το μεγάλο δωμάτιο και στο μικρότερο
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
181
θα έφτιαχνε λιτό υπνοδωμάτιο. Ή τ α ν αποφασισμένη ν' αρχίσει πάλι να ζωγραφίζει συστηματικά. Με τον Αλέκο βασανίστηκε περισσότερο απ' όσο φο βόταν. Για να μπορεί να κρατιέται στα πόδια της και να συνεχίζει, αγωνίζεται να ξεχάσει λόγια και σκηνές μετα ξύ τους, απ' τη στιγμή που τ ο υ ανακοίνωσε πως απο φάσισε να τον χωρίσει και να ζήσει μόνη της. Το άκουσε ανυπόφορα έκπληκτος, συγκλονιστικά απροετοίμα στος κι η ψυχική γ κ ά μ α , που διέσχισε μπροστά στα μά τ ι α της, κινδύνεψε να της εξαντλήσει στο τέλος τις αντι στάσεις που με τόση οδύνη και τόσο κόπο κι η ίδια συγ κρατούσε. Για τον Παύλο δεν έβρισκε λόγο να τ ο υ πει τ ί π ο τ α . Ό χ ι μόνο δεν υπήρχε στον παρόν και στον μέλλον, τώ ρα π ι α , α υ τ ή η ιστορία, αλλά και της ήταν τρομερά δύ σκολο, α κ α τ ό ρ θ ω τ ο σχεδόν, να βρει λόγια και να την ε ξιστορήσει απ' την αρχή ως το τέλος. Ή τ α ν αδύνατον να τ ο υ μεταδώσει την αλήθεια που έκλεισε μέσα της αυ τή η περιπέτεια και μόνο παρανόηση θα προκαλούσε η αποκάλυψη της. Δεν θέλει να ξαναθυμάται όσα γίνανε με τον Αλέκο. Δεν αντέχει να θυμάται λεπτομέρειες. Εκείνος της πρότεινε απίθανες παραλλαγές σχέσεων, προκειμένου να συνεχίσουν μαζί. Έφτασε στο σημείο να της ζητήσει να ζήσει με τον όποιον «άλλον» τον εξω συζυγικό της δεσμό γ ι α ένα χρόνο και στο τέλος τ ο υ χρόνου να το ξανασυζητήσουν. Τη διαβεβαίωνε πως δεν θα την ενοχλήσει στο μεταξύ. «Δεν έχω κανένα δεσμό, θα ζήσω μόνη», τ ο υ έλεγε και τ ο υ ξανάλεγε σταθερά. Τον παρακολουθούσε να παλεύει άγρια ανάμεσα σ' ε γωισμούς και σε αισθήματα, ανάμεσα στα τ υ π ι κ ά και στα ουσιαστικά, ανάμεσα σε είναι και σε πρέπει, σε όσα λέει και σε όσα κρύβει και τελικά, μέσα απ' όλες τις συγ κρούσεις, να τ ο υ βγαίνει, όπως το ζεσταμένο κερί, απ' τις ρωγμές μεταλλικής θήκης, η σπαρακτική λαχτάρα τ ο υ να την κρατήσει κοντά τ ο υ .
182
ΜΑΡΩ
ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ή τ α ν απίστευτο! Ο Αλέκος, θέλοντας να φανεί αν θρώπινος και να τη βοηθήσει στην περίπτωση που όλη αυτή η φ α σ α ρ ί α γινόταν εξαιτίας κάποιου άλλου άν τ ρ α , της πέταξε πως είναι σε θέση να το καταλάβει α υ τ ό . Έμεινε άναυδη. Πάντοτε, ήταν πεπεισμένη, πως αν της συνέβαινε κάτι τέτοιο και μια και δεν θα μπορούσε να τη σκοτώσει, θα την πετούσε έξω απ' το σπίτι αμέ σως. Στα ζ η τ ή μ α τ α τιμής και πίστης ήταν απόλυτα μο νολιθικός, απ' όταν τον γνώρισε. Για να τη διευκολύνει μάλιστα, σε μια τέτοια τυχόν κατάσταση που τη θόλωνε και τη μπέρδευε, της ομολό γησε πως κι εκείνος, πριν δυο χρόνια, πέρασε μια πα ρόμοια κρίση γ ι α μια γ υ ν α ί κ α . Πως πάλεψε άγρια για να καταλήξει σε επιλογές, πως ήρθαν στιγμές που ήταν έτοιμος ν' ανοίξει το στόμα τ ο υ και να της ζητήσει δια ζύγιο... Πάνω σε ελάχιστες στιγμές, της είπε, παίχτηκε και κέρδισε, τότε, ο γάμος τους. Αισθάνθηκε να ζαλίζεται. Να οργίζεται. Η προδοσία τ ο υ Αλέκου έφτανε σ' αυτήν τ ώ ρ α που εκείνη είχε πια κάνει τις κινήσεις της, είχε δείξει όλα της τα χ α ρ τ ι ά και τον κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια, αποσβολωμένη κι α φοπλισμένη. Μισούσε την τύχη της να κάθεται σα χαζή και να τον ακούει χωρίς να μπορεί να τ ο υ γυρίσει ένα χαστούκι δυνατό, ικανό να ξεριζώσει δόντια. Ο Αλέκος φάνηκε να πιάνει την οργή της στον αέρα και να αισθάνεται ικανοποίηση σε βαθμό αγαλλίασης. Προς στιγμή, προβληματίσθηκε κι η ίδια. Γιατί αντέ δρασε τόσο βίαια όταν άκουσε για την απιστία τ ο υ ; Μή πως τον αγαπά περισσότερο απ' όσο ξέρει και μήπως θάρθει μέρα που θα χτυπά το κεφάλι της βλέποντας τον από μακριά, στο πλάι μιας άλλης γυναίκας; Δεν κράτησε γ ι α πολύ η τ α ρ α χ ή της γ ι α τ ί σύντομα κατέληξε πως, τ ο ύ τ η η οργή, ήταν κυρίως απ' τον πλη γωμένο εγωισμό της π α ρ ά από αληθινά ερωτικά αι σθήματα και προσπάθησε να το ξεπεράσει. Απόδειξη πως το ξεπέρασε γρήγορα.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
183
Οι συζητήσεις με τον Αλέκο τη σκότωναν. Κατάπλη κτη διαπίστωνε πόσα πολλά, άγνωστα πρόσωπα μπο ρεί να κρατά φυλαγμένα κι ο πιο κοντινός σου άνθρω πος. Ποτέ, ποτέ της δεν θα υποπτευόταν πως μπορεί ο Αλέκος να δείξει τέτοιες αντιδράσεις. Μέχρι τ ώ ρ α , ήταν βέβαιη πως θα θυμώσει, πως θ' αγανακτήσει, πως θα τη βρίσει, πως θα τη μισήσει για ένα διάστημα και πως, μετά απ' όσα τ ο υ είπε, και να τον παρακαλούσε δεν θα τη δεχόταν να επιστρέψει κοντά τ ο υ . «Είναι από αγάπη ή από ανάγκη η τόση υποχωρητι κ ό τ η τ α τ ο υ » ; Αναρωτιόταν και δεν ξέρει να τα ξεχωρί σει α υ τ ά . Ούτε ο ίδιος θα ξέρει. Του χρωστά ευγνωμοσύνη π ο υ , ενώ χρησιμοποίησε τόσα και τόσα αβάσταχτα επιχειρήματα και όχι δόλια, για να την πείσει, δεν αναφέρθηκε ούτε μια φ ο ρ ά στη Φοίβη. Ό σ ε ς φορές οι κουβέντες τους πλησίασαν στην κόρη τους, εκείνη παρέλυσε κι έλεγε μέσα της, «αν μου το κάνει κι α υ τ ό , δεν θα τα βγάλω πέρα...». Οι διάλογοι από κοντά με τον άλλον σου πετούν σκόπελους, σ' ανοίγουν κατατόπια πολύ διαφορετικά απ' α υ τ ά που φαντάσθηκες όταν μονολογούσες και σχεδίαζες αυτούς τους διαλόγους, μόνη σου. Καμιά πα γίδα τ ο υ Αλέκου, καμιά παγίδα τ ο υ εαυτού της, δεν έ πρεπε να τη σταματήσει. Έφυγε. Έβλεπε πως εκείνος αποζητούσε να παραμείνει α νάμεσα τους, μετέωρη, μια πιθανότητα πως θα γυρίσει κάποτε στο σπίτι τους. θα ήταν εγκληματική ειλικρίνεια να τ ο υ επιμένει πως όχι, πως τέτοια π ι θ α ν ό τ η τ α δεν υ πάρχει και προτίμησε ν' αφήσει στην καλοσυνάτη βρα δ ύ τ η τ α τ ο υ καιρού τον άσχημο ρόλο τ ο υ να τον απελ πίσει εντελώς.
Γύρισε και κοίταξε το άδειο δωμάτιο γύρω της. Της αρέσει το άδειο δωμάτιο γ ι α τ ί κι αυτή σαν άδειο δωμά-
184
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τιο νιώθει κι είναι ξαλαφρωμένη έτσι όπως όταν πλένε σαι και λούζεσαι ύστερα από μακριά πεζοπορία σε η λιοκαμένο χωματόδρομο. Είναι και λιγάκι περήφανη για τη δύναμη της να κατανικήσει εκείνους τους φόβους που σε κάνουν να υποτάσσεσαι σε σχέσεις, σε αναμνή σεις και σε θεσμούς, επιφανειακά ασφαλείς αλλά π ο υ εντός τους κρύβουν το αδυσώπητο πηγάδι τ ο υ σχεδόν τ ί π ο τ α . Το αντίκρυσε το πηγάδι τ ο ύ τ ο , ένιωσε φ ρ ί κ η κι είπε να ξεφύγει. Πληρώνει τ ώ ρ α με γενναιότητα, καθα ρ ό τ η τ α και μοναξιά την ελπίδα της να περιμένει μιαν αν ταπόκριση, ακόμα και μια ψυχή που θα συμπληρώσει τη δικιά της ψυχή όπως η απάντηση στο αίνιγμα. Το κατάλαβε πως οι δωρεές της ζωής δεν καταδέχονται τους δειλούς που κουτσοβολεύουν χ ο ρ τ ά τ α σκυλιά και πίτες ολόκληρες. Οι αληθινές σωτηρίες απαιτούν να προπληρώνεις με το ρίσκο της ολοκληρωτικής απώ λειας, της ολοκληρωτικής θυσίας σαν εκείνης τ ο υ Α βραάμ στο τρομερό όρος. Κοίταζε συνέχεια τον άδειο χώρο γύρω της. Ή δ η το αγαπούσε το άδειο τ ο ύ τ ο σπίτι και το αισθανόταν προέκταση της καρδιάς της σήμερα. Τη χαλάρωνε και την ξανάκανε, σιγά-σιγά, δημιουργική. Αίγο ακόμα και θ' αρχίσει να καταστρώνει συγκεκριμένα σχέδια. Να π ο υ , το π ρ ω ί , ξύπνησε με την όρεξη να πάει και ν' αγο ράσει μια κασέτα με μουσική τ ο υ Μπαχ. Χρειάζεται ν' α κούει την καταπληκτική ά ρ ι α , νούμερο σαράντα ε φ τ ά , στα Κατά Μ α τ θ α ί ο ν Πάθη κι ανυπομονεί. Θα κάθεται στο γυμνό π ά τ ω μ α και θα την ακούει απ' το κασετόφωνο, ακουμπισμένο κι α υ τ ό χάμω, απέναντί της. Θα την ακούει και θα την ξανακουει και μέσα απ' την επανάληψη θ' ανακαλύπτει τα καινούρια, τα πολλά, τα αναγενόμενα, τα αξιότερα. Α υ τ ά που μέσα απ' την επανάληψη ανακαλύπτεις και σου αποκαλύ π τ ο ν τ α ι . Θα την ακούει και θα την ξανακουει και θα κα ταδύεται με μια ζάλη δίνης στο κέντρο τ ο υ εαυτού της κι. ίσως μάθει πώς να προσεύχεται.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
185
Θ' ακούει και θα σκέφτεται τι χρειάζεται να βάλει μέσα σ' αυτό το μεγάλο, γυμνό σπίτι. Θ' ακούει και θα κλαίει, «Γλυκέ Ιησού, κανείς δεν ξέρει να μας βασανίσει όπως ο εαυτός μας».
Η ελπίδα είναι τρέλα Το ίδιο βράδυ, μπήκε στο αυτοκίνητο της για να πάει στη Μέλα όπως σχεδόν κάθε βράδυ απ' τη μέρα που γύρισε. Της άρεσε να οδηγεί τα Αυγουστιάτικα βράδια που η Αθήνα ήταν ακόμα μισάδεια και διαπίστωνε πως η πό λη, χωρίς κόσμο κι α υ τ ο κ ί ν η τ α , ήταν σχεδόν ω ρ α ί α , σχεδόν ονειρική, τουλάχιστον τις νύχτες. Το χέρι της πάει να γυρίσει το κουμπί τ ο υ ραδιοφώ νου όμως αμέσως αλλάζει γνώμη. Απόψε είναι τόσο γλυκά ήσυχη που δεν χρειάζεται να ψάχνει πώς ν' απο φύγει τις σκέψεις της. Θέλει να οδηγήσει στους γύρω δρόμους, α ρ γ ά , σα ν' αλητεύει και να σκέφτεται. Μ ι α ξαφνική αυτάρκεια και μια πληρότητα την κάνουν να αισθάνεται την καρδιά της όπως ένα τρυφερό χρυσό ψ α ρ ο , στα δικά τ ο υ νερά, που κολυμπά άνετα και τινά ζει πού και πού την κοραλλένια ουρά τ ο υ με χ ά ρ η . Η Ελβίρα, απόψε, θέλει να ελπίζει και για κάποιους λόγους, που ξεφεύγουν απ' τη συνηθισμένη ανθρώπινη νόηση, μπορούσε να ελπίζει ξανά, ίσως και θερμότερα από κάθε άλλη φ ο ρ ά . Ο νους της, η καρδιά της, τα σπλάχνα της, σε μυστικές τροχιές μέσα στο άπειρο σύμ παν που λέγεται, Ελβίρα και με τον πανίσχυρο καταλύ τη της βαθιάς οδύνης, την κάνουν, απόψε, να βγαίνει ήρεμη, χαρούμενη σχεδόν, καινούρια σχεδόν. Μέσα απ' όλα τα παλιά, καινούρια. Βγαίνει από έναν χωρισμό ύ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
187
στερα α π ό έναν γάμο μακροχρόνιο και, κατά τα συνηθι σμένα, επιτυχημένο, σηκώνοντας π ά ν ω της όλη την ευ θύνη γι' αυτόν τον πικρό χωρισμό. Επιστρέφει μ' άδεια χέρια α π ' το ταξίδι του πιο φλογερού π ά θ ο υ ς της, να συναντήσει τον μοναδικό της έρωτα. Πηγαίνει π ρ ο ς το σπίτι της αγαπημένης της φίλης για να καθίσει μαζί της με τις σκιές του βίαιου θανάτου να κυκλοφορούν νωπές α π ό γωνία σε γωνία. Κι όμως, ελπίζει πάλι. Η νύχτα έχει κρατήσει λίγο α π ' τον ηλεκτρισμό και την υγρασία της σημερινής μπόρας κι η τσιμεντούπολη μυρίζει ακόμα σαν χώμα σιέρας. Λουλούδια σε βεράν τες, λουλούδια στον Εθνικό κήπο, στο πεδίον του Ά ρεως, στ' ανθοπωλεία στο Σύνταγμα. Άμα νιώθεις κα λά μπορεί ν' ανακαλύπτει το μάτι σου λουλούδια ακόμα και στην Αθήνα. Προ ημερών διάβαζε σ' ένα διήγημα της Κάρεν Μπλίξεν, «Σκεφτόμουν αυτά τα υπέροχα, αγνά, όμορ φα π ρ ά γ μ α τ α π ο υ μας λένε όχι. Αλλά γιατί, στο κάτω κάτω, να μας πουν ναι, γιατί να ανεχθούν τα άνοστα χάδια μας; Αυτούς π ο υ μας λένε ναι τους υποτάσσουμε, και τους καταστρέφουμε και τους εγκαταλείπουμε κι α φ ο ύ τους εγκαταλείψουμε διαπιστώνουμε π ω ς μας έ χουν μολύνει με την αρρώστια τους. Η γη λέει ναι στα_ σχέδια και στα έργα μας, αλλά η θάλασσα μας λέει όχι κι εμείς αγαπάμε π ά ν τ α τη θάλασσα. Και το ν' ακούσουμε το Θεό να λέει όχι, μες τη σιωπή, με τη φωνή του, αυτό μας κάνει καλό...» Ό χ ι , της είχε πει πάντα ο Παύλος. Και παλιά και τώρα. Και τις δυο εποχές της την έσπρωξε να τρέξει μα κριά του, α π ό εκείνη την πανάρχαια ξύλινη σκάλα. Την π ρ ώ τ α φορά, έφυγε γιατί δεν άντεξε το πολύ του καί τώρα, έφυγε γιατί δεν υπέφερε το λίγο του. Μόνο π ο υ τ ώ ρ α τον έσβησε ολοκληρωτικά κι εύκολα, σαν γραφή στην άμμο και δεν πονάει πια γιατί κατάλαβε, π ω ς αυτό π ο υ ζητάει α π ' τον Παύλο, δεν το έχει ο Παύλος να της το δώσει.
188
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ένας μυστικός ενθουσιασμός, ανεξιχνίαστος, την διαπερνά και διαισθάνεται πως τούτος ο ανεξιχνίαστος ενθουσιασμός είναι γ ι α τ ί μέσα στο σύμπαν δεν είναι μό νη. Κάποια μυστική σ ο φ ί α σχεδιάζει με α γ α θ ό τ η τ α το κάθε τι και παρακολουθεί από κοντά α κ ό μ α και την τ ρ ί χ α που πέφτει απ' τα μαλλιά της. Τόση πουπουλένια ασφάλεια έχει χρόνια και χρόνια να τη ζεστάνει και μοιάζει με το αλησμόνητο συναίσθημα που την απο κοίμιζε, παιδί, στο δωμάτιο της: Το υπνοδωμάτιο ήταν σκοτεινό, όμως άφηναν ανοι χτό το φως τ ο υ διαδρόμου που απ' τη γερμένη π ό ρ τ α τ ο υ έφεγγε χρυσό και παρηγορητικό ως τα μισοσβησμένα της μάτια. Μα πιο πολύ απ' το φως τ ο υ διαδρό μου την καθησύχαζαν οι ήχοι απ' την τ ρ α π ε ζ α ρ ί α . Οι ψίθυροι των γονιών της, το δίπλωμα της εφημερίδας, τα χ τ υ π ή μ α τ α των πιάτων και, τις καλύτερες στιγμές, η χαμηλωμένη μουσική απ' το ραδιόφωνο που άκουγαν εκεί. Την καθησύχαζαν τόσο που γινόταν ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη τόσο που τ ί π ο τ α δεν ήθελε ν' αλλάξει. Μπορούσε ν' αποκοιμηθεί γαλήνια α φ ο ύ στον κόσμο, όλα, ήταν τέλεια. Ό χ ι , όχι, το παραδέχεται. Έκανε πάρα πολλά μόνη για να καταλήξει στη θανάσιμη άμμο της πλήξης. Μόνος πόσο μακριά να πας; Πόσο να περιπλανηθείς και να πλανηθείς; Δεν είμαστε εμείς οι δημιουργοί της ψ υ χής μας. Δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν όλα με αποφάσεις μας. Χρειάζεται τρομερά την ανταπόκριση, την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια, όπως παιδί χρειαζόταν τους γονείς της. Μόνο που η ανταπόκριση η αληθινή έρχεται ύστερα από έρημους σιωπής, κι η εμπιστοσύνη η αληθινή ύστερα από ερήμους απιστίας, κι η ασφάλεια η αληθινή μετά από ερήμους ανασφάλειας. Έχει ήδη διανύσει τις δικές της ερήμους; Έχει κι άλλο δρόμο να κάνει; Χρειάζεται να καταλάβει, πως ολόκληρη η ύπαρξη της είναι τσακισμένη αντήχηση ενός άλλου κόσμου. Ιδα-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
189
νικού κόσμου, ασφαλούς και τέλειου σαν τ ό τ ε π ο υ , παι δί, κοιμόταν στο πατρικό σπίτι. Οι νοσταλγίες, οι πόθοι της, η λαχτάρα της, οι πόνοι της, οι εκρηκτικές, παρά λογες ελπίδες τ η ς , μοιάζουν με νύξεις, με μισοσβησμένα μηνύματα α υ τ ο ύ τ ο υ άλλου κόσμου που την καλεί και τη σαγηνεύει. Στον ορίζοντα της όρασης της ανεβαίνει μια στήλη λευκού καπνού που της υπόσχεται πως κάτι συμβαίνει πέρα α π ' αυτόν τον ορίζοντα. Η συντριβή των περασμένων μηνών την μετέτρεψε. Αντί να τη διαλύσει, κάτι έδεσε. Λες κι η φ ω τ ι ά τ ο υ πό νου να έλιωσε τα αιχμηρά υλικά της καρδιάς της, να τα μαλάκωσε, να τα έχυσε το ένα στο άλλο και μετά να τα στερέωσε σε ακαθόριστο αλλά ωραίο σχήμα. Ερμα στο τρελό καράβι της ζωής της. Δόξα τω Θεώ, δεν σκορπίσθηκε, δεν τρελάθηκε, μα ζεύτηκε και νιώθει καλά μέσα στην ποίηση τ ο υ κόσμου που θα την οδηγήσει στον π ο ι η τ ή . Νομίζει πως θα 'ρθει η μέρα που θα είναι έτοιμη να ερωτευτεί πάλι. Δεν ξέρει πότε, δεν ξέρει ποιον, όμως, τ ώ ρ α , που της γκρεμίσθηκε το μόνιμο είδωλο τ ο υ έρω τα της, τ ώ ρ α που βρήκε κουράγιο να ξεφύγει από ένα είδωλο γ ά μ ο υ και να εισχωρήσει σε μια θαρραλέα μονα ξιά, νομίζει πως θα 'ρθει η μέρα που θα ερωτευτεί τον έρωτα πάλι. Αισθάνεται ν' ανοίγει, σιγά-σιγά σαν αχι βάδα, να αχνοφέγγει σαν φίλντισι. Ανοίγει και περιμένει ακόμα και τ ώ ρ α π ο υ το έμαθε, πως ο έρωτας είναι για το άπιαστο, πως ο πόθος είναι προς το ανέφικτο. Πως η παρουσία φωλιάζει σε απουσίες. Ο ωραιότερος ερα στής είναι ο αναμενόμενος κι ο γλυκύτερος σύντροφος ο ερχόμενος. Ό τ α ν , κάποτε, α υ τ ό που πολύ προσδοκάς να συμ βεί, συμβαίνει, σ' αφήνει την αλλόκοτη γεύση τ ο υ ανικα νοποίητου μια και σπάνια συμπίπτει μ' εκείνο π ο υ πε ρίμενες. Αργά και π ο ύ , κάποιες στιγμές μονάχα, ανεπαίσθη-
190
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τες στιγμές, ανοίγουν οι ουρανοί, γίνονται όλα όπως τα θέλησες ή κι ακόμα καλύτερα απ' όσο τα θέλησες, ίσαίσα για να σε κεντρίσουνε και ν' αρχίσεις, μετά, ξανά να περιμένεις. Σπάνια κανείς το αποδέχεται α υ τ ό γ ι α τ ί , πώς γίνε τ α ι να ερωτεύεται αν δεν πιστεύει στα απίστευτα, αν δεν μπορεί να λέει κάθε φ ο ρ ά , «αυτή τη φ ο ρ ά θα είναι τε λείως διαφορετικά τα πράγματα» ή «Εγώ όμως θα τα καταφέρω!». Κι εκεί ακριβώς, σ' αυτήν την, εκ πρώτης όψεως, σχεδόν γελοία αφέλεια, προβάλλει το θαύμα της πίστης και της ελπίδας π ο υ , ενώ χτίζει κόσμους από υλικά ονείρου, μπορεί να στεγάσει τον άνθρωπο στερεότερα και ασφαλέστερα απ' τα υλικά των οικοδομών.
Η Μέλα στεκόταν στην ανοιγμένη π ό ρ τ α και την πε ρίμενε. Έβαζε κάποιο κόπο να χαμογελά και το χλωμό της δέρμα, τραβηγμένο ανησυχητικά, έμοιαζε πιο λεπτό και διαυγές από φίνο χ α ρ τ ί . Τελευταία είχε μαζέψει τα μαλ λιά πίσω σε χαμηλό κότσο και το μαύρο ριχτό φουστάνι της την έδειχνε ισχνή, σχεδόν αέρινη. — Έλα! Της είπε πρόσχαρα. Το όμορφο διαμέρισμα της ήταν πάντοτε αδιατάραχτο. Έκανε τις δουλειές της, έβαζε τ ά ξ η , με τις ίδιες σω στές κινήσεις, άσχετα απ' την ψυχική της διάθεση. Δυο μέρες μετά την κηδεία είχε επιβάλει στο σώμα της να ε πιστρέψει στο κανονικό της πρόγραμμα γ ι α τ ί μισούσε τη μεμψιμοιρία και γ ι α τ ί φοβόταν το βούλιαγμα τ ο υ πένθους. Αισθανόταν πως, για τον Διονύση περισσότε ρο όφειλε να φέρεται όπως όταν ζούσε γ ι α τ ί αλλιώς θα ήταν σα να τον καταδίκαζε κι αυτή σε θάνατο. Για τη Μέλα όλα είχαν οντότητα, ακόμα κι οι σκιές, οι
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
191
μνήμες, τα φαντάσματα. Υπήρχαν παρόντα και συνεχώς είχε χρέη τελετουργικά απέναντί τους. Πίστευε πως οι τε λετουργίες είναι η διάβαση που γεφυρώνει τα τυπικά με τα ουσιαστικά, τα ορατά με τα αόρατα και τις φρόντιζε με σχολαστικότητα και στοργή. Άναβε το καντήλι, έβαζε λουλούδια στη φ ω τ ο γ ρ α φ ί α του Διονύση, φρόντιζε να παραμένουν σιδερωμένα κάποια πουκάμισα του στη ντουλάπα, καθόταν στην ίδια πολυθρόνα που καθόταν και τον περίμενε την ώρα που συνήθιζε να φτάνει. Η Ελβίρα ερχόταν σε αμηχανία με όλα τ ο ύ τ α και δεν ήξερε αν πρέπει να την ανακουφίζουν ή να την ανησυ χούν οι ιδέες της Μέλας. Μπήκε μέσα και την αγκάλιασε. Μίλησε για τις δια δρομές με το α υ τ ο κ ί ν η τ ο , γ ι α τ ί το ότι θα πάει αύριο ν' αγοράσει την κασέτα τ ο υ Μπαχ και της σύστησε με θέρ μη να διαβάσει οπωσδήποτε τις «Γοτθικές Ιστορίες». Θα της φέρει αύριο το βιβλίο. Η Μέλα τη ρώτησε αν θέλει να ετοιμάσει κάτι να φάνε και της απάντησε πως δεν πεινά καθόλου και καλύτερα. Πήγαν και κάθισαν, όπως κάθε βράδυ, στον λουλου δάτο καναπέ που κοίταζε προς τη βεράντα. Η Μέλα ρώτησε για το καινούριο σπίτι, για το πώς θα το φ τ ι ά ξει και της πρότεινε να το καθαρίσουνε μαζί. Δεν της αρνήθηκε γ ι α τ ί γνώριζε καλά την α ξ ί α της χειρωνακτι κής εργασίας όταν η ψυχή πονά. Της ζήτησε μάλιστα να της ράψει στη ραπτομηχανή της τις κουρτίνες όταν θα τις αγόραζε. Η Μέλα το χάρηκε σαν παιδί. Ύστερα έπεσε σιωπή. Η νύχτα είναι νυχτερίδα τρο μαχτική είναι και βελουδένιο γάντι που χαϊδεύει. Η νύ χ τ α είναι απειλή είναι κι ανάπαυση. Απλώνεται πάνω στην πόλη κι οι άσπρες γλάστρες της βεράντας, στη σει ρά, σχηματίζουν ένα σύνορο ανάμεσα σ' αυτές και στη νύχτα. Η Ελβίρα το κοιτά. Και ξαφνικά, την έπιασε μια ε κρηκτική διάθεση, κάτι ανάμεσα σε γέλιο και σε κλάμα κι έπεσε πάνω στη Μέλα. — Α Μέλα, πόσο όμορφη είναι η ζ ω ή ! Παρόλα α υ τ ά
192
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
όμορφη κι εκπληκτική! Εκπληκτική στο καλό, εκπληκτι κή στο κακό κι εμείς οι δυο Μέλα, εσύ κι εγώ, καταφέρα με να έχουμε τη φ ι λ ί α μας σα νησάκι στεριάς σε μαύρους ωκεανούς μέσα, Ό,τι και να γίνει, σ' έχω και μ' έ χεις, σ' εμπιστεύομαι και μ' εμπιστεύεσαι και δεν είμαστε μόνες Μέλα. Στάθηκε και κοίταξε προσεχτικά τη φίλη της κι εκεί νη της έγνεψε «ναι» με το κεφάλι χαμογελώντας ένα μι κρό μικρό χαμόγελο, λίγο πικρό και λίγο λαμπρό, σχε δόν ευτυχισμένο. — Ό , τ ι και να γίνει!... — Ό , τ ι και να γίνει!... — Και δεν φοβόμαστε Μέλα. — Και να φοβηθούμε θα 'ναι για λίγο. Μείνανε πάλι σιωπηλές κοιτώντας το τ ζ ά μ ι και τη νύχτα. — Πρόσεξες πως α υ τ ά που φοβόμουνα πως θα συμ βούν δεν συνέβησαν όπως τα περίμενα; Σπάνια κατά φερα να προβλέψω τα γεγονότα και μου μένει το άγχος κι ο φόβος άδικα. Α υ τ ά π ο υ τελικά γίνανε είναι τα α πρόβλεπτα. Σαν τα αγριολούλουδα τ ο υ αγρού να ζούμε καλύτε ρα, χωρίς να τυραννιόμαστε για το αύριο... Να χαιρό μαστε το τ ώ ρ α πρέπει να μάθουμε Μέλα και δεν είναι εύκολο. Μέσα σε λίγους μήνες μας βρήκαν τόσα απρόβλεπτα. Ούτε εγώ έχω πια Παύλο, ούτε εσύ Διονύση. Ο δικός μου πέθανε ζωντανός, ο δικός πέθανε νεκρός. Οι άντρες των μεγάλων ερώτων μας είναι πεθαμένοι τώρα ενώ εμείς κα θόμαστε στην ίδια θέση, στο ίδιο δωμάτιο όπως τότε, που μιλούσαμε με τις ώρες για εκείνους. Και το άλλο απρόβλεπτο, ο Αλέκος αναγεννήθηκε μπροστά μου με άλλο πρόσωπο. Ένας άλλος άντρας! Ά λ λ α περίμενα να πει κι άλλα έλεγε. Ά λ λ α να κάνει κι άλλα έκανε. Γίνεται Μέλα να ζεις τόσα χρόνια με κά ποιον χωρίς να τον γνωρίζεις;
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
193
— Πώς δε γίνεται. Συνήθως έτσι γίνεται. — Η φ ι λ ί α μας δεν είναι ψέμα όμως. — Ό χ ι , η αγάπη δεν είναι ψέμα. Είμαι σίγουρη. Η με γαλύτερη σιγουριά μου α υ τ ή είναι. Και ξέρεις κ ά τ ι ; Ή θελα από πριν να στο πω που μιλούσες κι είπες για το Διονύση πως πέθανε. Δεν είναι τόσο τρομερό για μένα π ο υ πέθανε, τουλάχιστον όσο νομίζεις. Δεν τέλειωσε μέσα μου τ ί π ο τ α το δυστύχημα γ ι α τ ί , εγώ, α φ ο ύ τον αγαπώ τον αγαπώ όπως και να 'ναι, στο έχω ξαναπεί. Τον αγαπώ το ίδιο είτε ζωντανός είναι είτε πεθαμένος... Μόνο που θα 'θελα τόσο πολύ, τόσο α ν υ π ό φ ο ρ α πολύ, να τον δω, να τ ο υ τηλεφωνήσω έστω... Έσκυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της κι έκλαψε βουβά κι η Ελβίρα δεν είπε ούτε έκανε τ ί π ο τ α , μόνο κρα τούσε την αναπνοή της να μην τη διακόψει. Κι όταν στα μάτησε να κλαίει εκείνη, έγειρε το κεφάλι της και το α κούμπησε στον ώμο της φίλης της που άπλωσε το δικό της χέρι και έπιασε το χέρι της πάνω στο γόνατο της. — Εδώ μέσα Μέλα περάσαμε τόσα και τόσα μαζί. Σ' α υ τ ό το σαλονάκι σου, χαρές και λύπες κι εκείνες τις πολλές, αργές ώρες της πλήξης μου, που σου έλεγα πως τ ί π ο τ α δεν θ' αλλάξει πια κι εγώ θα πνιγώ στην α νία μου σαν θαμμένη σε άμμο. Αλλάξανε όμως τόσα πολλά κι εμείς είμαστε πάλι εδώ Μέλα. Εδώ καθισμένες, σ' α υ τ ό το σαλονάκι, θα τις βλέπουμε τις μέρες μας να κυλούν, να φεύγουν... Εσύ θα ζεις αγαπώντας π ά ν τ α το Διονύση και εγώ περιμένοντας αυτόν π ο υ θ' αγαπήσω. Θα ζούμε Μέλα, εσύ αγαπώντας κι εγώ ελπίζοντας ν' α γαπήσω. Θα σε παρηγορώ, θα με παρηγορείς, θα σου δίνω κουράγιο, θα μου δίνεις κουράγιο. Θα μαλώνουμε, θα φιλιώνουμε, θα γελάμε και θα κλαίμε και θα περνούν οι μέρες μας. Μ α ζ ί Μέλα, μέχρι να τελειώσει η ζωή μας. Μ ο υ το υπόσχεσαι; — Μ α ζ ί , την καθησύχασε η άλλη τ ρ υ φ ε ρ ά . Και δεν ξέρω κι αν τελειώνει ποτέ η ζωή μας.
194
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
— Δεν τον φοβάσαι το θάνατο καθόλου εσύ; — Δεν τον φοβάμαι γ ι ' α υ τ ό ίσως είμαι πιο ήσυχη. Μη με ρωτάς πάλι πώς και γ ι α τ ί , δεν ξέρω να σου εξη γήσω. Στο έχω πει πως η καρδιά μου νιώθει πως θάνα τος δεν υπάρχει γ ι ' α υ τ ό και αδικία δεν υπάρχει κι οι μόνοι άδικοι είμαστε εμείς, ο ένας για τον άλλο κι ο κα θένας γ ι α τον εαυτό τ ο υ . Δεν εξηγείται η πίστη αγάπη μου κι είμαι τυχερή που την έχω. Γιατί α φ ο ύ δεν φοβά μαι το θάνατο, τ ί π ο τ α δεν φοβάμαι για πολύ. — Αχ Μέλα, μάθε με. Γέλασε. — Τι να σε μάθω εγώ, εσύ όλα τα ξέρεις. Εσύ η ίδια μου 'πες πως η ζωή είναι ό μ ο ρ φ η . Παρόλα α υ τ ά και για όλα α υ τ ά . Έτσι δεν μου 'πες; Μ η ν ύ μ α τ α , άμα το θες, λαβαίνεις κάθε μέρα καλή μου. — Έτσι είπα! Γιατί πρέπει να ζήσουμε.
Κάθονταν πλάι πλάι, στη μέση της ζωής τους. Πλη γωμένες και ήρεμες, μόνες και μαζί, αποτυχημένες και κερδισμένες, γερασμένες και νέες. Με τη ζωή μακριά πί σω τους και μακριά ακόμα μπροστά τ ο υ ς , να τις βιάζει να καταλάβουνε πως πίσω από μισοκρυμμένα σημάδια τ ο υ Θεού η παρουσία με του Θεού την απουσία μοιάζουν τυραννικά. Και πως η ζωντανή ελπίδα είναι απάνθρωπα καρτερική. Κάθονταν και κοιτούσαν ώρα πολλή το πυκνό σκο τ ά δ ι , έξω απ' τη μπαλκονόπορτα, πέρα απ' τη βεράντα, πάνω απ' την πόλη, όταν η Μέλα αναστέναξε, αναση κώθηκε στον καναπέ κι είπε δυνατά. — Σκέφτομαι να φ τ ι ά ξ ω αύριο εκείνο το ωραίο γλυ κό με τα κάστανα. Έχουμε καιρό να το φάμε. Τι λές; — Θα τ ο υ ρίξεις και πικρή σοκολάτα; — Και βέβαια θα ρίξω και πικρή σοκολάτα.