Π Α Ν Α Γ Ι Ο Ν Α Γ Ι Ο Ρ Ε Ι Τ Ι Κ Ο Ν
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Α Γ Ι Ο Ρ Ε Ι Τ Ι Κ Ο Ν
Π Α Ν Α Γ Ι Ο Ν
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΣΥΜΕΩΝ Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚH 2013
ΣΥΜΕΩΝ Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Ἔκδοση Διεύθυνση - Συντονισμός: Δημήτριος Σαλπιστῆς Γενική Ἐπιμέλεια: Ἀναστάσιος Ντοῦρος Ἐπιμέλεια Ἔκδοσης: Δημοσθένης Κακλαμάνος Ἐπιλογή Εἰκόνων: Νικόλαος Τουτός Διοικητική Ὑποστήριξη: Μαρία Γιαννέλου Γραφιστική Ἐπιμέλεια: Γρηγόρης Γαζέτας - ΣΗΜΑ Α.Ε. Ἐκτύπωση - Βιβλιοδεσία: ThessPrint A.E.
ISBN: 978-618-80861-7-3
Ἐγνατίας 109, 546 35 Θεσσαλονίκη | Tηλ. 2310 263 308 | Fax 2310 250 648 www.agioritikiestia.gr | email:
[email protected]
4
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Διοικητικό Συμβούλιο Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας Γιάννης Μπουτάρης Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Πρόεδρος Δ.Σ. Ἱερομόναχος Νικόδημος Λαυριώτης Ἐκπρόσωπος Ἱερᾶς Κοινότητος, Ἀντιπρόεδρος Γέρων Βαρνάβας Βατοπαιδινός Ἐκπρόσωπος Ἱερᾶς Κοινότητος, Μέλος Γέρων Νικόδημος Ἁγιοπαυλίτης Ἐκπρόσωπος Ἱερᾶς Κοινότητος, Μέλος Παναγιώτης Ἀβραμόπουλος Πρόεδρος Δημοτικοῦ Συμβουλίου Δήμου Θεσσαλονίκης, Ἀναπληρωτής Προέδρου τοῦ Δ.Σ. Γεώργιος Ἀρβανίτης Ἀντιδήμαρχος Οἰκονομικῶν Δήμου Θεσσαλονίκης, Μέλος Θωμᾶς Ψαρρᾶς Γενικός Γραμματέας Δήμου Θεσσαλονίκης, Μέλος
Δημήτριος Σαλπιστῆς Διευθύνων Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας Εἰσηγητής Ἀναστάσιος Ντοῦρος Προϊστάμενος Διοικητικῶν & Οἰκονομικῶν Ὑπηρεσιῶν Γραμματεύς
5
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
7
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
8
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩ
Μ
ετ’ εὐαρεσκείας ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω χαιρετίζει τὴν ἔκδοσιν τοῦ παρόντος Ἱεροῦ Τεύχους ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἁγιορειτικὸν Πανάγιον», τὴν ὁποίαν φιλοτίμως ἀνέλαβε καὶ ἡτοίμασεν ἡ Ἁγιορειτικὴ Ἑστία, τῇ ἐπιμελείᾳ ὁμάδος διακεκριμένων ἐπιστημόνων καί ἐρευνητῶν ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τοῦ ἐγκρίτου ἐπιστήμονος Καθηγητοῦ τοῦ ΑΠΘ κ. Συμεὼν Πασχαλίδη. Ἡ ὡραία αὕτη πρωτοβουλία τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας τιμᾷ καὶ τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος, καὶ τοὺς Ἁγίους, τοὺς ὁποίους τοῦτο ἀνέδειξε κατὰ τὴν μακραίωνα ἱστορικὴν πορείαν του. Συγχρόνως φανεροῖ τὴν ἱκανότητα τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας νὰ πραγματοποιῇ ἐκδόσεις σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ πνευματικοῦ περιεχομένου, προσιτὰς εἰς τὸ εὐρὺ ἀναγνωστικὸν κοινόν. Οἱ ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὰ πολύκαρπα καὶ καλλίκαρπα δένδρα τοῦ περιβολίου τῆς Παναγίας, εἶναι ὅ,τι πιὸ ἐκλεκτὸν καὶ σημαντικὸν ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ Τοῦτο εἰς τὸν ὑπερχιλιετῆ βίον Του ἀπ’ ἀρχῆς τῆς συστάσεως Αὐτοῦ. Ἀκόμη καὶ ἐὰν ἅπασα ἡ πολύτιμος ὑλικὴ κληρονομία Αὐτοῦ (ἀρχιτεκτονική, ἱστορική, καλλιτεχνική, πολιτιστική) ἐξηφανίζετο, καὶ μόνον ἡ ἀνάδειξις τοσαύτης πληθύος Ἁγίων θὰ ἦτο ἀρκετὴ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ὕπαρξιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπὶ χίλια καὶ πλέον ἔτη ὡς ξεχωριστοῦ τόπου ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας. Ἀλλ᾽ οὗτος ἄλλωστε δὲν εἶναι καὶ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἱερὸς Ἄθως ἐχαρίσθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Παναγίαν Μητέρα Αὐτοῦ καὶ ἀφιερώθη Αὐτῇ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας; Ἐὰν σήμερον τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει μίαν τοιαύτην ἀκτινοβολίαν, ἐὰν ἀποτελῇ μίαν ἐξαιρετικὴν ἑστίαν πολιτισμοῦ ἑδραζομένη εἰς τὰς ἀξίας τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι ἀνεδείχθησαν ἐν Αὐτῷ οἱ Ἅγιοί Του, οἱ ὁποῖοι ἐπεζήτησαν νὰ κυριαρχήσουν εἰς τὰ πάθη των, νά ἐμποτισθοῦν μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Μακαρισμῶν καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὴν μυστικὴν εἰρήνην τὴν ὁποίαν τοσοῦτον ἔχει ἀνάγκην σήμερον ὁ ἄνθρωπος. Συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους τῶν Πατέρων, ὁ Θεὸς κρατεῖ τὸν κόσμον, ὅσον ὑπάρχουν καὶ ἀναδεικνύονται Ἅγιοι. Ὅταν παύσουν νὰ ὑπάρχουν, θὰ παύσῃ νὰ ὑπάρχῃ ὁ λόγος ὑπάρξεως αὐτοῦ. Ἐὰν δὲ τοῦτο ἰσχύῃ διὰ τὸν κόσμον, πολὺ περισσότερον διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τόπον ἡγιασμένον μὲ
9
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
ἱδρῶτας ἀσκητικούς, δάκρυα μετανοίας καὶ αἵματα μαρτυρικά. Oἱ ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι ζῶντες ἔπηξαν εἰς αὐτὸ τὰς πνευματικὰς σκηνάς των, ἐπελάθοντο τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας των καὶ ἀπεδύθησαν εἰς ὑπερ φυσικοὺς ἀγῶνας διὰ τὴν κατάκτησιν τοῦ ποθητοῦ Παραδείσου. Οὗτοι διετήρησαν βαθέως ἐντός αὐτῶν τὴν αἴσθησιν τῆς μυστικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Οὗτοι πάντες ἐκράτησαν τὴν ἰδιαιτέραν καρδιακήν, ἐσωτερικὴν ἐπικοινωνίαν καὶ ἀγάπην ἀκλόνητον πρὸς τὸ πρόσωπον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Οὗτοι μετέβαλον τὸν Ἄθω εἰς θυσιαστήριον πνευματικόν καὶ «θέατρον ἀγγέλων». Οὗτοι μὲ τὴν μυστικὴν ζωήν των ἔγραψαν τὴν ἄγνωστον τοῖς πολλοῖς ἱστορίαν τοῦ κόσμου. Ποσάκις ἐξιλέωσαν τὸν Θεόν διὰ τῶν δακρύων, τῆς νηστείας καὶ τῶν ἀγώνων των; Ποσάκις δὲν ἤλλαξαν τὸν ροῦν τῆς ἱστορίας διὰ τῶν εὐχῶν των, ἐντυγχάνοντες ὑπὲρ τοῦ κόσμου «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις»; Αὐτοὶ ἵστανται μέχρι σήμερον ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Κυρίου, ἀναπέμποντες «ἱκετηρίας μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων πρὸς τὸν δυνάμενον σῴζειν ἐκ θανάτου» (Ἑβρ. 5,7). Διὰ τοῦτο καὶ πνευματική παράδοσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους σημαίνει κατ’ οὐσίαν ἀνάμνησις ζῶσα, μυστικὴ καὶ μυστηριακή, τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων Του, ψηλάφησις τῶν ἀγώνων καὶ τῶν ἱδρώτων των, μίμησις τῶν ὑπέρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ παλαισμάτων των. Οἱ Ἅγιοί Του παραμένουν μέχρι σήμερον ἡ ἀφετηρία, ἡ προϋπόθεσις καὶ τὸ πλαίσιον τῆς ζωῆς τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Συγχαίροντες, ὅθεν πάντας τοὺς ἐκλεκτοὺς συντελεστὰς τοῦ σημαντικοῦ τούτου τόμου διὰ τὴν δυνατότητα τὴν ὁποίαν προσφέρουν νὰ ψηλαφήσωμεν τὴν ζωὴν τῶν Ἁγίων τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνος, εὐχόμεθα ὅπως Οὗτοι ἀποδώσουν πλουσίως ἑκάστῳ τὸν μισθὸν τῆς φιλαγίου ἀγάπης αὐτοῦ καὶ πλουσίαν τὴν εὐλογίαν των εἰς τοὺς φιλοαγιορείτας ἀναγνώστας, εἰς τοὺς ὁποίους οἱ δημοσιευόμενοι βίοι εἴθε νὰ ἀποτελέσουν ἐντρύφημα πνευματικὸν καὶ ἐρέθισμα πρὸς μίμησιν τῶν ἀγώνων, τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγάπης των διὰ τὸν Θεόν καὶ τὸν πλησίον. Ἅπαντες οἱ ἐν τῇ κοινῇ Συνάξει Ἀντιπρόσωποι καὶ Προϊστάμενοι τῶν εἴκοσιν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω. Ἐν Καρυαῖς τῇ 12ῃ Σεπτεμβρίου 2013
10
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
T
ὸ 2013 ἀφιερώνεται στὴν Ἁγιορειτικὴ Λογιοσύνη καὶ γύρω ἀπὸ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ ζήτημα περιστρέφονται οἱ ἐργασίες τόσο τοῦ 8ου Διεθνοῦς Συνεδρίου μὲ θέμα «Ἅγιον Ὄρος καὶ Λογιοσύνη», ὅσο καὶ τῆς ὁμώνυμης Ἔκθεσης, μέσα ἀπὸ τὸ ὑλικὸ τῆς ὁποίας τεκμηριώνεται καὶ ἀναδεικνύεται αὐτὴ ἡ σπουδαία πλευρὰ τοῦ πνευματικοῦ βίου στὸν Ἄθω. Διαμορφώθηκε συνεπῶς τὸ κατάλληλο περιβάλλον νὰ ἐκδοθεῖ ἡ πολυετὴς ἔρευνα διακεκριμένων θεολόγων καὶ φιλολόγων ὑπὸ τὴν ἐποπτεία καὶ τὸν συντονισμὸ τοῦ καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Συμεὼν Πασχαλίδη μὲ θέμα τοὺς Ἁγιορεῖτες Ἁγίους. Ἡ ἔκδοση «Τῶν ἐν Ἄθω Ἁγίων ὁ Χορός, Ἁγιορειτικὸν Πανάγιον» ἀναδεικνύει τὴν σημαντικότερη πτυχὴ τῆς ὕπαρξης τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας, αὐτῆς δηλαδὴ τῆς ἁγιοσύνης, ἀποτέλεσμα τῆς ἀφιέρωσης, τῆς εὐλάβειας, τῆς ἀναζήτησης. Ἡ πνευματικὴ ἰδιοπροσωπία τοῦ ἱεροῦ Ἄθωνος προβάλλει ἐντυπωσιακὰ μέσα ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν ὁσίων, ἁγίων καὶ ὁσιομαρτύρων, ποὺ κοσμοῦν τοὺς δέκα αἰῶνες ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ καταγράφονται στὴν ἔκδοση. Τὰ Μοναστήρια, οἱ σκῆτες, τὰ κελλιά, οἱ σπηλιές, ἡ ἔρημος ἀνέδειξαν καὶ ἀναδεικνύουν καὶ στὶς ἡμέρες μας τὶς φωτεινὲς αὐτὲς προσωπικότητες ποὺ ἐμψυχώνουν καὶ ὁδηγοῦν μὲ τὸ παράδειγμα, τὸν λόγο καὶ τὴν προσευχή τους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τὶς χιλιάδες τῶν ἀναχωρητῶν ποὺ ἔχουν περιβληθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Θεωρῶ τὴν ἔκδοση αὐτὴ ὡς τὴν κορυφαία τῆς πλούσιας ἐκδοτικῆς δραστηριότητας τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας, καθὼς ἀναφέρεται στὴν καρδιὰ καὶ στὴν οὐσία τοῦ Ἀθωνικοῦ Μοναχισμοῦ, τῆς σύγχρονης Μοναστικῆς κοινότητας ποὺ φιλοξενεῖ αὐτοὺς ποὺ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ κοινὴ πεποίθηση θὰ κατατάξουν στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία ζήσαμε στὶς ἡμέρες μας μὲ τὴν ἁγιοκατάταξη, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη τὴν ὁποία συμπεριλάβαμε στὴν ἔκδοση αὐτή. Εὐχαριστῶ θερμὰ τὸν καθηγητὴ κ. Συμεὼν Πασχαλίδη καὶ τὴν ὁμάδα τῶν ἐπιστημόνων, καθηγητῶν πανεπιστημίου καὶ εἰδικῶν ἐρευνητῶν, ποὺ ἐργάστηκαν μὲ ἀφοσίωση γιὰ νὰ γίνει πραγματικότητα τὸ ἐγχείρημα αὐτό. Ἐπιθυμῶ ὅμως νὰ ἀναφερθῶ μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση καὶ στοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, καθὼς καὶ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ καταχωροῦνται στὴν ἔκδοση αὐτή, τὰ συγχαρητήρια, ἡ ἱκανοποίηση καὶ ἡ εὐαρέσκεια τῶν ὁποίων δικαιώνουν τὴν ἐπιλογὴ τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας καὶ τὸ λαμπρὸ ἔργο τῶν συνεργατῶν μας. Γιάννης Μπουτάρης Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Πρόεδρος Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας
11
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Ἤ
δη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῆς κοινοβιακῆς ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καταγράφεται στὶς πηγὲς µιὰ ἰδιαίτερη ὄψη του, ἐνταγµένη στὴν εὐρύτερη πνευµατικὴ ὑπόσταση τοῦ Ἁγιορειτικοῦ µοναχισµοῦ, µὲ τὴν ἐµφάνιση λογίων µοναχῶν ποὺ συχνὰ προέρχονταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὰ περιβάλλοντα καὶ εἶχαν λάβει κατὰ τὸν πρότερο βίο τους ὑψηλὴ παιδεία στὰ µεγάλα κέντρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ Θεσσαλονίκη. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ λειτούργησε καθοριστικὰ στὰ πνευµατικὰ καὶ λογοτεχνικὰ ἐνδιαφέροντά τους καὶ ἀποτυπώθηκε στὸ ἔργο τους καὶ µετὰ τὴν ἔλευσή τους στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπιπλέον, ἡ λογιοσύνη προσώπων ποὺ ἐγκαταβίωσαν στὸν Ἄθωνα καὶ ποὺ ἐνίοτε σχετίζονται µὲ τὴν ἵδρυση µονῶν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, ἐπέδρασε στὴν ὅλη πνευµατικὴ συγκρότηση καὶ φυσιογνωµία τοῦ Ἁγιορειτικοῦ µοναχισµοῦ καὶ σχετίζεται ἄµεσα µὲ τὴν πνευµατικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ἀνάπτυξη ποὺ γνώρισε τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Συχνὰ τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἐπιδόθηκαν σὲ σηµαντικὸ συγγραφικὸ καὶ µεταφραστικὸ ἔργο πού, παράλληλα µὲ τὴν πρωτεύουσα στόχευσή του, ἀναδεικνύει µὲ ἔµφαση σηµαντικὲς συνιστῶσες τῆς βυζαντινῆς λογιοσύνης. Ἄµεσος µάρτυρας αὐτῆς τῆς τάσεως καθίστανται καὶ οἱ Ἁγιορειτικὲς Βιβλιοθῆκες, ταµεῖα ὄχι µόνο πνευµατικῆς παιδείας καὶ θεολογικῆς σοφίας ἀλλὰ καὶ θύραθεν, ἀφοῦ ἀρκετὰ χειρόγραφα, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀφετηρία τῆς κοινοβιακῆς ἱστορίας τοῦ Ἄθωνος, ἔχουν ἀποκλειστικὰ «κοσµικὸ» περιεχόµενο (λογοτεχνικό, ἰατρικό, γεωγραφικό, µαθηµατικό, νοµικὸ κ.ἄ.). Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει τὸν παραδοσιακὰ µὴ µανιχαϊστικὸ τρόπο θεώρησης τῆς µοναχικῆς πνευµατικότητας ἀπὸ τοὺς πολιστὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ ἡ ἀπόκτηση «ἐγκυκλίου» σοφίας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ποικίλα, προχριστιανικὰ ἢ καὶ ἐξωχριστιανικὰ ἐπιτεύγµατά του, ὅπως ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη, οἱ ἐπιστῆµες καὶ οἱ τέχνες, ὁρῶνται µέσα στὴν ὁλιστική θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ἀπὸ τὸν Χριστιανισµό. Ἂν καὶ δὲν παρατηρεῖται συστηµατικὴ καλλιέργεια τῆς λογιότητας στὸ «ἐργαστήρι τῆς ἀρετῆς», τὸ Ἅγιον Ὄρος, σὲ καµία ἀπὸ τὶς περιόδους τῆς ἱστορίας του δὲν ἔλειψαν οἱ Ἁγιορεῖτες λόγιοι –ἐνίοτε καὶ µέσα ἀπὸ ὀργανωµένα ἐκπαιδευτικὰ σχήµατα. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ τὸ ἀνέδειξαν σὲ ἕναν διακριτὸ πόλο λόγιας παράδοσης καὶ διατήρησαν πολυτρόπως τὴ συνολικὴ πνευµατικὴ ἰδιοπροσωπία του σὲ ὑψηλὸ ἐπίπεδο. Ἐπιπλέον, σὲ κρίσιµες ἱστορικὲς περιόδους τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόσο στοὺς βυζαντινοὺς ὅσο καὶ στοὺς ὀθωµανικοὺς χρόνους, οἱ φορεῖς αὐτῆς τῆς λογιοσύνης συνέβαλαν καθοριστικὰ καὶ στὴν ἀντιµετώπιση προβληµάτων ποὺ ταλάνιζαν τὴν Ἁγιορειτικὴ κοινότητα καὶ ὑπηρέτησαν τὸ «κοινὸν» τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ διοργάνωση ἀπὸ τὴν Ἁγιορειτικὴ Ἑστία ἑνὸς Διεθνοῦς Ἐπιστηµονικοῦ Συνεδρίου γιὰ τὶς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς λογιοσύνης καὶ τὴ συµβολὴ τῶν Ἁγιορειτῶν λογίων στὴ ζωὴ καὶ στὴν πνευµατικὴ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρέχει τὴν εὐκαιρία ἀνάδειξης, γιὰ πρώτη φορὰ µέσα ἀπὸ µιὰ πολυπρισµατικὴ θεώρηση, τῶν ἐπιµέρους πτυχῶν αὐτοῦ τοῦ πρωτότυπου καὶ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέροντος θέµατος. Ἡ Ἐπιστηµονικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Συνεδρίου
13
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Η΄ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΡΟΕΔΡΟΣ Συμεών Πασχαλίδης Ἀναπλ. Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. ΜΕΛΗ Ἱερομόναχος Νικόδημος Λαυριώτης Γέρων Νικόδημος Ἁγιοπαυλίτης Παναγιώτης Σωτηρούδης Καθηγητής Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Ζήσης Μελισσάκης Παλαιογράφος - Ἰνστιτοῦτο Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν / Ε.Ι.Ε. Φαίδων Χατζηαντωνίου Ἀρχιτέκτων - Ἀναστηλωτής Γιῶργος Ξεινός Συγγραφέας - Πρόεδρος τῆς Ἑταιρίας Μελέτης Ἴμβρου καί Τενέδου πρ. Πρόεδρος Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν Θεσσαλονίκης
14
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ 7 9 11 13
Χαιρετισμός τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου Χαιρετισμός τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους Ἄθω Χαιρετισμός τοῦ Δημάρχου Θεσσαλονίκης καί Προέδρου τοῦ Δ.Σ. τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας Εἰσαγωγικό Κείμενο Ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς
25
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΛΗΜΜΑΤΩΝ
26
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
43
EIΣAΓΩΓH
47 49 52 60 64 71 76 81 85 88 93 94 96 98 98 99 102 105 106 108
Κ ΕΦΑ Λ Α ΙΟ Α΄
AΓIOI ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, κτίτωρ μονῆς Μεγίστης Λαύρας († 1001/4) Ἀθανάσιος, Nικόλαος καί Ἀντώνιος, κτίτορες μονῆς Bατοπαιδίου (10ος-11ος αἰ.) Ἰωάννης († 998) καί Eὐθύμιος († 1028) οἱ ῎Iβηρες, κτίτορες μονῆς Ἰβήρων Γεώργιος ὁ Ἴβηρ, κτίτωρ μονῆς Ἰβήρων († 1066) Σάββας A΄, ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, κτίτωρ μονῆς Xιλανδαρίου (1176-1235/6) Συμεών ὁ μυροβλύτης, κτίτωρ μονῆς Xιλανδαρίου († 1199/1200) Διονύσιος, κτίτωρ μονῆς Διονυσίου (1316-1388) Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός, κτίτωρ μονῶν Ξηροποτάμου καί Ἁγίου Παύλου (9/10ος αἰ.) Eὐθύμιος, πρῶτος κτίτωρ μονῆς Δοχειαρίου (10ος/11ος αἰ.) Nεόφυτος, δεύτερος κτίτωρ μονῆς Δοχειαρίου (11ος/12ος αἰ.) Bαρνάβας, τρίτος κτίτωρ μονῆς Δοχειαρίου (11-12ος αἰ.) Nικόλαος Kαρακαλλᾶς, κτίτωρ μονῆς Kαρακάλλου (11ος αἰ.;) Φιλόθεος, κτίτωρ μονῆς Φιλοθέου (10ος αἰ.) Σίμων ὁ Mυροβλύτης, κτίτωρ μονῆς Σιμωνόπετρας († 1257) Ξενοφῶν, κτίτωρ μονῆς ἁγ. Γεωργίου τοῦ Ξενοφῶντος (10ος/11ος αἰ.) Συμεών ὁ ἡγιασμένος, δεύτερος κτίτωρ μονῆς Ξενοφῶντος (11ος αἰ.) Γρηγόριος ὁ νέος, κτίτωρ μονῆς Γρηγορίου (14ος αἰ.) Mακάριος ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ, κτίτωρ μονῆς Κωνσταμονίτου
16
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
109 110
Bασίλειος Θεσσαλονίκης, κτίτωρ μονῆς ἁγ. Bασιλείου τοῦ Πύργου (9/10ος αἰ.) Bαρθολομαῖος ὁ νέος, κτίτωρ μονῆς Kαλαβροῦ († 1130) Κ ΕΦΑ Λ Α ΙΟ Β΄
113 115 118 124 129 130 133 136 136 137 139 140 141 143 143 144
AΓIOI TOY ΠΡΟΚΟΙΝΟΒΙΑΚΟΥ ΑΘΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης (9ος αἰ.) Eὐθύμιος ὁ Nέος, κτίτωρ μονῆς Περιστερᾶς (823-898) Ἰωσήφ ὁ Ἀρμένιος, ὁ μυροβλύτης (9ος αἰ.) Θεόδωρος καί Συμεών, κτίτορες μονῆς Mεγάλου Σπηλαίου (9ος αἰ.) Bλάσιος ὁ ἐξ Ἀμορίου († 909/912) Nικηφόρος ὁ γυμνός, μαθητής ὁσίου Ἀθανασίου Ἀθωνίτη (10ος αἰ.) Ἀνδρέας ὁ Πρῶτος (10ος αἰ.) Bαρνάβας καί Σωφρόνιος, κτίτορες μονῆς Παναγίας Σουμελᾶ (10ος/11ος αἰ.) Σάββας Bατοπαιδινός, ὁ βηματάρης (10ος αἰ.) Γαβριήλ ὁ Ἴβηρ ὁ Μικροαθωνίτης (11ος αἰ.) Γαβριήλ, ὅσιος Κελλίου «Ἄξιόν ἐστι» (10ος αἰ.) Γεώργιος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (11ος αἰ.) Βάρβαρος ὁ Ἰβηρίτης (11ος αἰ.) Ζαχαρίας Κωνσταμονίτης (11ος αἰ.) Κ ΕΦΑ Λ Α ΙΟ Γ ΄
147 149 152 153 153 154 155 158 159 160 160
ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ HΣYXAΣMOΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠAΛAIOΛOΓEIAΣ ΠEPIOΔOΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἰωάννης ὁ ἡσυχαστής, ὁσιομάρτυς (13ος αἰ.) Γρηγόριος, μαθητής Ἰωάννου ἡσυχαστῆ, ὁσιομάρτυς (13ος αἰ.) ΙΔ΄ Ἰβηρίτες Ὁσιομάρτυρες († περ. 1276/80) Eὐθύμιος, ἡγούμενος καί ΙΒ΄ Bατοπαιδινοί Ἱερομάρτυρες († περ. 1276/80) ΚΣΤ΄ Zωγραφίτες Ὁσιομάρτυρες († 10 Ὀκτωβρίου 1276/80) Kοσμᾶς ὁ Πρῶτος († 5 Δεκεμβρίου περ. 1276/80) Kαρεῶτες Ὁσιομάρτυρες († περ. 1276/80) ΙΒ΄ Κουτλουμουσιανοί Ὁσιομάρτυρες († περ. 1276/80) Ξενοφωντινοί Ὁσιομάρτυρες († περ. 1276/80)
17
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
161 162 163 167 168 169 170 172 175 178 179 181 182 189 193 195 201 204 206 207 209 211 212 213 213 215 215 217 217 218 220 222 222 225 227 230 231
Δαμιανός Ἐσφιγμενίτης († 1281) Nικηφόρος ὁ Ἰταλός, ἡσυχαστής (13ος αἰ.) Ἀθανάσιος Α΄, Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως († 1317/23) Γεράσιμος ὁ Σιναΐτης (14ος αἰ.) Nικόδημος Bατοπαιδινός, διδάσκαλος ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ († 1322) Θεόληπτος Φιλαδελφείας, διδάσκαλος τοῦ Ἡσυχασμοῦ (1250- 1322) Γερμανός Mαρούλης (1254-1338) Γρηγόριος Σιναΐτης, διδάσκαλος τοῦ Ἡσυχασμοῦ (1265/1275-1346) Σάββας ὁ διά Xριστόν σαλός καί μυροβλύτης (1283-1349) Γρηγόριος ὁ Bυζάντιος, ὁ Στραβολαγκαδίτης (14ος αἰ.) Ἰσίδωρος Bουχειρᾶς, πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως (1300-1350) Nεῖλος ὁ Ἐριχιώτης († 1 Ἰανουαρίου 1338) Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1296-1357;) Ἰωάννης ὁ Kουκουζέλης, μαΐστωρ († 1360) Kάλλιστος A΄, πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως (τέλη 13ου αἰ.-1364) Mάξιμος ὁ Kαυσοκαλύβης († περ. 1365) Φιλόθεος ὁ Kόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1295/1300-1379) Ἀθανάσιος ὁ Mετεωρίτης, κτίτωρ Μεγάλου Μετεώρου (1302-1380) Ἀγάθων, κτίτωρ μονῆς Μεταμορφώσεως Ὑπάτης (14ος αἰ.) Θεοδόσιος μητροπολίτης Tραπεζοῦντος (1300-1391) Kάλλιστος B΄, πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως († 1397) Γερόντιος ὁ ἐν Bουλευτηρίοις (14ος αἰ.) Λαυρέντιος, κτίτωρ μονῆς ἁγίου Λαυρεντίου στό Πήλιο (14ος αἰ.) Ἰωάσαφ ὁ Σιμωνοπετρίτης (14ος αἰ.) Γεννάδιος ὁ δοχειάρης, ὁ Βατοπαιδινός (14ος αἰ.) Nεόφυτος ὁ προσμονάριος (14ος αἰ.) Ἀγάπιος, ὅσιος τῆς σκήτης Kολιτσοῦς (14ος αἰ.) Ἀγάπιος καί Nικόδημος οἱ Δοχειάρηδες (14ος αἰ.) Θεοφάνης, μητροπολίτης Περιθεωρίου (14ος αἰ.) Γεννάδιος ἡγούμενος, ὁ Bατοπαιδινός (15ος αἰ.) Δομέτιος ὁ πνευματοφόρος († 1403/1405) Γρηγόριος ὁ δομέστικος (14ος αἰ.) Nήφων ὁ Ἀγιορείτης, βιογράφος ὁσ. Μαξίμου Καυσοκαλύβη (1315-1411) Ἰωάσαφ ὁ Mετεωρίτης (1349/50-1422/3) Mακάριος Mακρῆς (1382/1383-1431) Λεόντιος ὁ Mονεμβασιώτης († 1452) Φιλόθεος ὁ Kαρεώτης (15ος αἰ.)
18
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Κ ΕΦΑ Λ Α ΙΟ Δ΄
233 235 238 240 247 250 252 254 258 262 264 266 267 269 271 271 274 275 276 278 279 281 282 284 288 291 291 293 295
NEOI ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΟΣIOI (16ος-18ος αἰ.) «εἰς οὐδὲν τῶν παλαιῶν ἁγίων ὑπολειπόμενοι» ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Nεκτάριος ὁ Kαρεώτης (1430-περ. 1500) Nήφων B΄ Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως († 1508) Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ, κτίτωρ μονῆς Ἁγίας Τριάδος († 1541) Θεωνᾶς A΄, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ἀπό ἡγουμένων († 1541) Nεκτάριος καί Θεοφάνης οἱ Ἀψαρᾶδες (†1550, 1544) Θεόφιλος ὁ Mυροβλύτης († 8.7.1548) Mάξιμος ὁ Γραικός († 1470-1556) Γεράσιμος ὁ νέος, πολιοῦχος Κεφαλληνίας († 1579) Συμεών ὁ ἀνυπόδητος καί μονοχίτων († 19.4.1594) Δομέτιος ὁ σημειοφόρος (16ος αἰ.) Θεοφάνης ὁ νέος, κτίτωρ μονῆς Tαξιαρχῶν Ναούσης (16ος αἰ.) Δαβίδ ὁ ἐν Eὐβοίᾳ (16ος αἰ.) Λεόντιος ὁ Mυροβλύτης († 16 Mαρτίου 1605) Διονύσιος ὁ Pήτωρ ἤ Στουδίτης († 1606) Mητροφάνης, μαθητής ὁσίου Διονυσίου τοῦ Pήτορος (17ος αἰ.) Φιλόθεος ὁ Διονυσιάτης (14ος/16ος αἰ.) Nεῖλος ὁ Mυροβλύτης (περ. 1601-12.11.1651) Ἰωσήφ Tιμισοάρας (1568-1656) Eὐγένιος ὁ Aἰτωλός († 1682) Eὐφρόσυνος ὁ συγχωρημένος, Ἰβηρίτης Γεράσιμος Παλλαδᾶς, πατριάρχης Ἀλεξανδρείας († 1714) Ἀκάκιος ὁ νέος, Kαυσοκαλυβίτης († 1730) Ἱερόθεος ὁ Ἰβηρίτης (1686-1745) Θεόδωρος ὁ νέος († 1750 περ.) Παΐσιος καί Θεοφάνης οἱ Ἁγιαννανίτες, ὁσιομάρτυρες († 25.5.1773) Ἄνθιμος Kουρούκλης ὁ τυφλός († 1782) Σωφρόνιος Ἁγιαννανίτης († 1770 περ.)
19
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
297 299 302 304 304 305 309 311 313 315 317 318 319 321 322 324 329 333 336 337 338 339 340 342 343 354 355 356 357 360 362 365 367 369
Κ ΕΦΑ Λ Α ΙΟ Ε΄
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΟΣΙOMAPTYPEΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Mακάριος ὁσιομάρτυς, μαθητής ἁγίου Nήφωνος († 14 Σεπτεμβρίου 1505/6) Ἰωάσαφ ὁσιομάρτυς, μαθητής ἁγίου Nήφωνος († 29 Αὐγούστου 1510) Ἀντώνιος ὁ Καρεώτης, ὁσιομάρτυς († 4 Φεβρουαρίου 1516) Ἰάκωβος ὁ νέος καί οἱ μαθητές του Ἰάκωβος καί Διονύσιος, ὁσιομάρτυρες († 1 Νοεμβρίου 1519) Kύριλλος, ὁσιομάρτυς († 6 Ἰουλίου 1566) Δαμιανός ὁ νέος, ὁσιομάρτυς († 14 Φεβρουαρίου 1568) Θεοφάνης, ὁσιομάρτυς († 8 Ἰουνίου 1588) Mακάριος ὁ νέος, ὁσιομάρτυς († 6 Ὀκτωβρίου 1590) Ἀββακούμ, ὁσιομάρτυς († 6 Αὐγούστου/30 Ὀκτωβρίου 1628) Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης, ὁσιομάρτυς († 1628) Kυπριανός ὁσιομάρτυς († 5 Ἰουλίου 1679) Δαμασκηνός Λαυριώτης, ὁσιομάρτυς († 13 Nοεμβρίου 1681) Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης, ὁσιομάρτυς († 1686) Pωμανός Kαρπενησιώτης, ὁσιομάρτυς († 19 Ἰανουαρίου 1694) Nικόδημος ἀπό τό Ἐλμπασάν, ὁσιομάρτυς († 11 Ἰουλίου 1722) Παχώμιος ὁ Pῶσος, ὁσιομάρτυς († 1730) Kωνστάντιος ὁ Pῶσος, ἱερομάρτυς († 26 Δεκεμβρίου 1742) Ἀγάπιος ὁ ἐκ Γαλατίστης, ἱερομάρτυς († 18 Αὐγούστου 1752) Kοσμᾶς Ἁγιαννανίτης, ὁσιομάρτυς († 1760) Δαμασκηνός Xιλανδαρινός, ἱερομάρτυς († 1771) Ἀθανάσιος Kολιακιώτης, νεομάρτυς († 8 Σεπτεμβρίου 1774) Ἰωάννης Κολιακιώτης, νεομάρτυς († 15 Φεβρουαρίου 1776) Kοσμᾶς ὁ Aἰτωλός, ἱερομάρτυς († 24 Αὐγούστου 1779) Θεόδωρος ὁ ἐν Mυτιλήνῃ, νεομάρτυς († 30 Ἰανουαρίου 1784) Ἰωάννης ὁ Bούλγαρης, νεομάρτυς († 1784) Γεώργιος ὁ ἐκ Φιλαδελφείας, νεομάρτυς († 2 Ὀκτωβρίου 1794) Kωνσταντίνος ὁ Ὑδραῖος, νεομάρτυς († 1800) Λουκᾶς ἁγιαννανίτης, ὁσιομάρτυς († 23 Μαρτίου 1802) Ἱλαρίων Ἁγιαννανίτης, ὁσιομάρτυς (20 Σεπτεμβρίου 1804) Nικήτας ὁ νέος, ἱερομάρτυς († 4/5 Ἀπριλίου 1808) Xριστοφόρος Διονυσιάτης, ὁσιομάρτυς († 16 Ἀπριλίου 1808) Προκόπιος ὁ Προδρομίτης, ὁσιομάρτυς († 25 Ἰουνίου 1810)
20
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
370 372 374 377 379 381 383 383 385 389 392 393 396 399 400 400 401 401 402 403 405 406 407 408 409 409 410 411 412 412
Γεράσιμος ὁ νέος, ὁσιομάρτυς († 3 Ἰουλίου 1812) Δαβίδ Ἁγιαννανίτης, ὁσιομάρτυς († 26 Ἰουνίου 1813) Eὐθύμιος Ἰβηροσκητιώτης, ὁσιομάρτυς († 22 Μαρτίου 1814) Ἰγνάτιος Ἰβηροσκητιώτης, ὁσιομάρτυς († 8 Ὀκτωβρίου 1814) Ἀκάκιος Ἰβηροσκητιώτης, ὁσιομάρτυς († 1 Μαΐου 1816) Ὀνούφριος Ἰβηροσκητιώτης, ὁσιομάρτυς († 4 Ἰανουαρίου 1818) Γεννάδιος Διονυσιάτης, ὁσιομάρτυς († 6 Ἀπριλίου 1818) Παῦλος ὁ Πελοποννήσιος, ὁσιομάρτυς († 22 Μαΐου 1818) Γεδεών ὁ Kαρακαλληνός, ὁσιομάρτυς († 30 Δεκεμβρίου 1818) Ἀγαθάγγελος Ἐσφιγμενίτης, ὁσιομάρτυς († 19 Ἀπριλίου 1819) Ἰωσήφ Διονυσιάτης, ὁσιομάρτυς († 1819) Kωνσταντῖνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν, νεομάρτυς († 2 Ἰουνίου 1819) Nεκτάριος ὁ ἐκ Bρυούλλων, ὁσιομάρτυς († 11 Ἰουλίου 1820) Tιμόθεος Ἐσφιγμενίτης, ὁσιομάρτυς († 29 Ὀκτωβρίου 1820) Κωνστάντιος, ἱερομάρτυς καί ΙΣΤ΄Λαυριῶτες Ὁσιομάρτυρες († 1821/2) Xρύσανθος Ξενοφωντινός, ὁσιομάρτυς († 10 Ἀπριλίου 1821) Nεόφυτος, Ἰσαάκ, Ξενοφῶν καί Δαμιανός, ὁσιομάρτυρες Ξενοφωντινοί († 1821/2) Bενέδικτος ἱερομάρτυς († 12 Ἰουνίου 1821) Tιμόθεος Kωνσταμονίτης, ὁσιομάρτυς († 1822) Διονύσιος καί οἱ σύν αὐτῷ Bατοπαιδινοί ὁσιομάρτυρες († 1822) Zαφείρης νεομάρτυς († 1821) Συνέσιος Kωνσταμονίτης, ὁσιομάρτυς († 1824) Παῦλος Kωνσταμονίτης, ὁσιομάρτυς († 1824) Σάββας Κωνσταμονίτης, ὁσιομάρτυς († 1824) ΡΞΔ΄ Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες († 1824) Ἀθανάσιος ὁ Λήμνιος, νεομάρτυς († 1846) Ὁσιομάρτυρες Παντοκρατορινοί († 1856/7) Εὐδόκιμος ὁ Ἰβηρίτης, ὁσιομάρτυς († 1913) Γαβριήλ καί Ἀρκάδιος Ἰβηρίτες, ἱερομάρτυρες († 1922) Ἰωσήφ καί Ἱλαρίων Παντοκρατορινοί, ὁσιομάρτυρες († 1922) Κ ΕΦΑ Λ Α ΙΟ Σ Τ΄
415 417 420
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ «εἰκὼν ἀληθὴς τῆς μὴ φυλετιζούσης οἰκουμενικῆς ὀρθοδοξίας» ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἀντώνιος ὁ Pῶσος (982/3-1073)
21
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
422 423 424 425 426 427 427 428 429 430 432 434 435 437 438 441 443 444 446 447 447 448 450 450 451 452 452 454 457 458 460 461 463 463 465 465 466
Ἰωακείμ Α΄, πατριάρχης Τυρνόβου († 1246) Ἀρσένιος A΄, ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας († 28.10.1266) Σάββας B΄, ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (1263-1271) Ἰωαννίκιος A΄, ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (1272-1276, † 1279) Eὐστάθιος A΄, ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας († 1286) Δοσίθεος ὁ Ρῶσος (13ος αἰ.) Σάββας Γ΄, ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (1309-1316) Nικόδημος, ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (1317-1324) Δανιήλ B΄ ὁ μυροβλύτης, ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (1324-1337) Θεοδόσιος Tυρνοβίτης, μαθητής ὁσίου Γρηγορίου Σιναΐτη († 1362/3) Pωμύλος ὁ ἡσυχαστής, μαθητής ὁσίου Γρηγορίου Σιναΐτη (1325/30-1385) Ἐφραίμ, πατριάρχης Σερβίας (1375-1379/80 καί 1389-1391/2, † 1400) Ἠσαΐας ὁ Σέρβος (14ος αἰ.) Eὐθύμιος πατριάρχης Tυρνόβου (1375-1394, † περ. 1402) Nικόδημος τῆς Tισμάνα († 1406) Kυπριανός Kιέβου († 1390-1406) Σέργιος ὁ ἐν Nούρμα († 1412) Kοσμᾶς ὁ Zωγραφίτης († 1422/3) Διονύσιος, ἀρχιεπίσκοπος Ροστώφ († 1425) Ἀρσένιος Kονέφσκι († 1447) Σάββας ὁ στυλίτης στό Βίτσερα († 1460) Nεῖλος τῆς Σόρας († 1433-1508) Ἰννοκέντιος Bολογκόντσκι († 1521) Mακάριος, πατριάρχης Πεκίου († 1574) Pαφαήλ τοῦ Bανάτου (16/17 αἰ.) Ποιμήν Zωγραφίτης († 1620) Bασίλειος ῎Oστρογκ († 1671) Παΐσιος Bελιτσκόφσκυ († 1722-1794) Παΐσιος Χιλανδαρινός (1722-1773) Γεώργιος τῆς Tσερνίκα († 1806) Σωφρόνιος Bράτσης († 1813) Ἱλαρίων ὁ Γεωργιανός (1776-1864) Ἄνθιμος Σιμωνοπετρίτης († 9.12.1867) Ἀντίπας ὁ Mολδαβός († 1816-1882) Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ (19/20ός αἰ.) Γαβριήλ ὁ Δικαῖος († 1901) Ἀριστοκλῆς ὁ Ἀθωνίτης († 1918)
22
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
466
471
Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (1866-1938) Κ ΕΦΑ Λ Α ΙΟ Ζ΄ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (19ος-20ός αἰ.) «οἱ ἐν τοῖς ὑστάτοις τούτοις χρόνοις διαλάμψαντες»
473 476 478 483 488 491 493 495 498 498 500 502 503 505 507 508 512
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
518
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΗ BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
552
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
559
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Παρθένιος Σκοῦρτος, Πνευματικός καί ζωγράφος Mακάριος Nοταρᾶς, μητροπολίτης Κορίνθου (1731-1805) Nικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) Nήφων ὁ Xῖος (1736-1809) Ἀθανάσιος ὁ Πάριος († 1721-1813) Γρηγόριος ὁ Γραβανός († 1812) Γρηγόριος E΄ Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως († 10.4.1821) Γερβάσιος ὁ διά Xριστόν σαλός, Kαρακαλληνός († 14.10.1830) Kύριλλος Παπαδόπουλος ὁ Πάριος († 1833) Eὐδόκιμος ὁ νεοφανής (εὕρεση 1840) Εὐγένιος Κωνσταμονίτης Ἰωακείμ ὁ Παπουλάκης (1786-1868) Ἀρσένιος ὁ νέος, ὁ ἐν Πάρῳ († 1877) Σάββας ὁ νέος, ὁ ἐν Kαλύμνῳ († 1948) Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1906-1991) Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (1924-1994)
23
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΛΗΜΜΑΤΩΝ Συμεών Πασχαλίδης, Ἀναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
ΣΠ
Στέφανος Εὐθυμιάδης Καθηγητής, Κοσμήτορας Σχολῆς Ἀνθρωπιστικῶν Ἐπιστημῶν, Ἀνοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
ΣΕ
Χρῆστος A ραμπατζῆς, Ἀναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
ΧΑ
A πόστολος Κ ραλίδης, Ἐπίκουρος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
ΑΚ
Πρωτοπρ. Σπυρίδων A ντωνίου, Ἐπίκουρος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
ΣΑ
H λίας Εὐαγγέλου, Ἐπίκουρος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
ΗΕ
Μοναχός Πατάπιος Κ αυσοκαλυβίτης, διδάκτωρ Θεολογίας
ΠΚ
Δημοσθένης Κ ακλαμάνος, Θεολόγος, ὑπ. διδάκτωρ Θεολογίας
ΔΚ
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
ΑΒ
Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη
ΑΒ
Ἀνάλεκτα Βλατάδων
Ἁγιολόγιον Θεσσαλονίκης
Π. Χ ρηστου κ.α., Tό Ἁγιολόγιον τῆς Θεσσαλονίκης, [Kέντρον Ἁγιολογικῶν Mελετῶν 4], τ. A΄-B΄, Θεσσαλονίκη 1996-1997. Ἅγιον Ὄρος. Φύση - Λατρεία - Tέχνη. Πρακτικά Συνεδρίων, τ. A΄-B΄, Θεσσαλονίκη 2001. Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Β΄ Διεθνές Συμπόσιο: Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία - Τέχνη, [ΜΒ 102], Θεσσαλονίκη 2006. Ἅγιον Ὄρος καί Θράκη. Kείμενα Δέκα Ὁμιλιῶν, [Παράρτημα Θρακικῆς Ἐπετηρίδας 5], Kομοτηνή 2001. Στ. Παπαδοπουλος, Ἅγιος Mακάριος Kορίνθου ὁ Γενάρχης τοῦ Φιλοκαλισμοῦ, Ἀθήνα 2000. ο ιδιοσ (ἐπιμ.), Ὁ ἅγιος Mακάριος (Νοταρᾶς) – Γενάρχης τοῦ Φιλοκαλισμοῦ - Μητροπολίτης Kορίνθου καί ὁ περίγυρός του. Πρακτικά Συνεδρίου, Ἀθήνα 2006. Πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ἅγιος Nικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ Nάξιος· 250 χρόνια ἀπό τήν γέννησίν του (Nάξος, 14-17 Ἰουλίου 2000), [= ΕΕΚΜ IΘ΄ (2004-2005)], Ἀθήνα 2005. Iουστινος Σιμωνοπετριτης (ἐπιμ.), Ἅγιος Σίμων ὁ Ἀθωνίτης, Kτίτωρ τῆς Σιμωνόπετρας, Ἀθήνα 1987. Ἄνθη Εὐσεβείας (ἐκδ. Τῆνος)
Ἅγιον Ὄρος. Πρακτικά (2001) Ἅγιον Ὄρος. Πρακτικά (2006)
Ἅγιος Mακάριος Kορίνθου
Ἅγιος Nικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Πρακτικά
Ἅγιος Σίμων ὁ Ἀθωνίτης
ΑΕ Ἀθωνική Πολιτεία Α ναστασιου, «Ὁ θρυλούμενος διωγμός»
Ιερομ. Α ντωνιος, Βίοι Ἀθωνιτῶν
Π. Κ. Χρηστου (ἐπιμ.), Ἀθωνική Πολιτεία. Ἐπί τῇ χιλιετηρίδι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 1963. Ι. Α ναστασιου, «Ὁ θρυλούμενος διωγμός τῶν Ἁγιορειτῶν ὑπό τοῦ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου καί τοῦ Ἰωάννου Βέκκου», Ἀθωνική Πολιτεία, σ. 211-257. Ιερομ. Α ντωνιος, Βίοι Ἀθωνιτῶν τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος, τ. 1-2, Ὀρμύλια 1995.
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
ΑΣ
A νωνυμος, Ἀνωτέρα ἐπισκίασις ἐπί τοῦ Ἄθω, ἤτοι Διηγήσεις περί τῶν Ἁγίων καί Θαυματουργῶν καί ἐν Ἄθῳ δοξασθεισῶν Εἰκόνων τῆς Θεοτόκου και ἄλλων Ἁγίων, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1861 Ἀθωνικά Σύμμεικτα
ΑΤ
Ἁγιορειτικά Τετράδια
ΑΕΚΔ
Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καί Kανονικοῦ Δικαίου
Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Πρακτικά
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (Πάρος 29 Σεπτ. - 4 Ὀκτ. 1998), Πάρος 2000. Ἀκολουθία ἀσματικὴ καὶ Ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων. Συγγραφέντα μὲν ὑπὸ τοῦ ἐν μοναχοῖς ἐλαχίστου Nικοδήμου Ἁγιορείτου…, Ἐν Ἑρμουπόλει 1847. Ἀκολουθία ἀσματικὴ καὶ Bίος τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω, ἐν τῇ ἱερᾷ σκήτῃ τῆς Θεομήτορος ἁγίας Ἄννης, διαλαμψάντων, ὁσίων μὲν τεσσάρων ὁσιάθλων δέ ἐννέα… ἐκδίδεται τό πρῶτον ὑπό Xαραλάμπου μοναχοῦ καὶ Kωνσταντίνου ἱερομονάχου καὶ τῆς συνοδείας αὐτοῦ ἐκ τῆς καλύβης ἡ Kοίμησις τῆς Θεοτόκου καὶ Διονυσίου τοῦ μοναχοῦ ἐκ τῆς ἱερᾶς σκήτης τῆς Θεομήτορος ἁγίας Ἄννης, Ἀθῆναι 1929. A νθιμος A γιαννανίτης, Ἁγία Ἄννα. Tό Ἱερό Bῆμα τοῦ Ἄθωνα, Ἅγιον Ὄρος 1992. Ἀρχεῖον Πόντου
Ἀνωτέρα ἐπισκίασις
Ἀκολουθία Ἀθωνιτῶν Ἁγίων (1847)
Ἀκολουθία ὁσίων Ἁγίας Ἄννης (1929)
A νθιμος A γιαννανίτης, Ἁγία Ἄννα ΑΠ Bαρβουνης, «Ἁγιορεῖτες Nεομάρτυρες»
Μ. Bαρβουνης, «Ἁγιορεῖτες Nεομάρτυρες στή Θεσσαλονίκη καί στήν Kωνσταντινούπολη», EEΘΣΠΘ. Tμ. Ποιμαντικῆς καί Kοινωνικῆς Θεολογίας, ν.σ. 9 (2004) 213-235. Βαρθολομαιος Mητροπ. Φιλαδελφειας (νυν Oικουμ. Π ατριαρχης), «Ἀναγνώρισις ἁγίων ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἀθηναγόρου», Ἀθηναγόρας A΄ Oἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ Ἠπειρώτης (ἐπιμ. Ἰ. Ἀναστασίου), Ἰωάννινα 1975, σ. 206-
Oικουμ. Πατριαρχης Βαρθολομαιος, «Ἀναγνώρισις ἁγίων»
27
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Oικουμ. Πατριαρχης Βαρθολομαιος, «Nεοφανεῖς ἀστέρες »
Βαρθολομαιος Mητροπ. Φιλαδελφειας (νυν Oικουμ. Πατριαρχης), «Nεοφανεῖς ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος», Ἐπιστημονική Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Xάλκης, τ. A΄, [Ἀφιέρωμα εἰς τόν Σεβ. Γέροντα Ἀρχιεπίσκοπον Ἀμερικῆς κ. Ἰάκωβον], Ἀθῆναι 1987, σ. 233-241. Πρωτοπρ. K. Bαστακης, Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον ἤγουν Ἀσματικαί Ἀκολουθίαι τῶν ἐνδόξων Εὐρυτάνων Ἁγίων, Ἀθῆναι 1978. Πρωτοπρ. K. Bαστακης, Εὐρυτανικόν Ἁγιολόγιον, Ἀθήνα 2006. Ιερομ. Βενεδικτος Α γιορειτης, Συναξαριστής 19ου καί 20οῦ αἰώνα, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὄρους 2013. Bυζαντινά Kείμενα καί Mελέται (ΚΒΕ/ΑΠΘ)
Bαστακης, Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον
Bαστακης, Εὐρυτανικόν Ἁγιολόγιον Βενεδικτος Α γιορειτης, Συναξαριστής
ΒΚΜ Bλαχος, Ἡ Xερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω
K. Bλαχος, Ἡ Xερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω καί αἱ ἐν αὐτῇ Mοναί καί οἱ Mοναχοί πάλαι τε καί νῦν, [Ἀθωνικά Ἀνάλεκτα 2], Θεσσαλονίκη 2005 (φωτ. ἀνατ.). Γαβριήλ Δ ιονυσιάτης, Ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερά Mονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Ἀθῆναι 1959. M. Γεδεων, Ὁ Ἄθως. Ἱστορία - Ἔγγραφα – Σημειώσεις, Ἀθήνα 19902. Γερασιμος Mικραγιαννανιτης, «Ἡ Ὑμνογραφία ἐν Ἁγίῳ Ὄρει», Ἐπετηρίς Ἀθωνιάδος Σχολῆς ἐπί τῇ συμπληρώσει δωδεκαετίας ἀπό τῆς ἐπαναλειτουργίας αὐτῆς, Ἀθῆναι 1966, σ. 75-82. Θ. Γιαγκου, «Xειρόγραφα νεομαρτυρολογικά κείμενα στή Bιβλιοθήκη τοῦ Kυριακοῦ τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης», Θεολογία 66 (1995) 471-510. Δ. Γονησ, «Ἅγιοι καί Mάρτυρες τῶν Σλαβικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», Ὁ Ἅγιος καί ὁ Μάρτυρας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας (Εἰσηγήσεις ΙΒ΄ Συνεδρίου Πατερικῆς Θεολογίας), Ἀθήνα 1994, σ. 161-166. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Γαβριήλ Δ ιονυσιάτης, Mονή Ἁγίου Διονυσίου Γεδεων, Ὁ Ἄθως Γερασιμος M ικραγιαννανιτης, «Ἡ Ὑμνογραφία ἐν Ἁγίῳ Ὄρει»
Γιαγκου, «Χειρόγραφα νεομαρτυρολογικά κείμενα»
Γονησ, «Ἅγιοι καί Mάρτυρες»
ΓΠ Δ αποντεσ, «Ἱστορικός Κατάλογος»
Δ αποντεσ Κ αισαριοσ, «Ἱστορικός Κατάλογος ἀνδρῶν ἐπισήμων», Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄, ἐν Βενετίᾳ 1872.
28
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
Δεληκαρη, Ἅγιος Γρηγόριος Σιναΐτης
Α. Δεληκαρη, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ἡ δράση καὶ ἡ συμβολή του στὴ διάδοση τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὰ Βαλκάνια, [Ἑλληνισμὸς καὶ κόσμος τῶν Σλάβων 6], Θεσσαλονίκη 2004. Διεθνές Συμπόσιο: Tό Ἅγιον Ὄρος. Xθές – Σήμερα – Aὔριο, Θεσσαλονίκη 1996. Α ρχιμ. Νεκτ. Δροσοσ, Ἁγιορεῖται Ὁσιομάρτυρες Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης, Ἀθῆναι 1999. Ιερα Μονη Δ ιονυσιου, Διονυσιάτικον Ἁγιολόγιον, Ἅγιον Ὄρος 2004. Κ. Δουκακης, Μέγας Συναξαριστής πάντων τῶν Ἁγίων…, τ. Α΄-ΙΒ΄, ἐν Ἀθήναις 1889-1896. Μον. Δωροθεοσ, Τό Ἅγιο Ὄρος. Μύηση στήν ἱστορία καί τή ζωή του, Κατερίνη χ.χρ. Ἐπετηρίς τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν
Διεθνές Συμπόσιο: Tό Ἅγιον Ὄρος Δροσοσ, Ἁγιορεῖται Ὁσιομάρτυρες Διονυσιάτικον Ἁγιολόγιον Δουκακησ, Συναξαριστής Δωροθεοσ, Τό Ἅγιο Ὄρος ΕΕΒΣ ΕΕΤΠΚΘ
ΕΕΚΜ
Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [Tμῆμα Ποιμαντικῆς καί Kοινωνικῆς Θεολογίας] ν.σ. Ἐπετηρίς τῆς Ἑταιρείας Kυκλαδικῶν Mελετῶν
ΕΕΣτΜ
Ἐπετηρίς τῆς Ἑταιρείας Στερεοελλαδικῶν Mελετῶν
Εἰκόνες Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου
Ἱ. Μονή Καρακάλλου, Εἰκόνες Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου, Ἅγιον Ὄρος 2011. Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν
ΕΜΣ Ἐπιστολὴ Εὐγενίου τοῦ Bουλγάρεως
ΗΗ
Ἐπιστολὴ Εὐγενίου τοῦ Bουλγάρεως πρὸς Πέτρον τὸν Kλαίρκιον Περὶ τῶν μετὰ τὸ σχίσμα Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ θαυμάτων. Ἐκδιδομένη νῦν τὸ πρῶτον ὑπὸ Ἀνδρέου Kορομηλᾶ τοῦ Ἀθηναίου, Ἀθήνησιν 1844. Σωφρονιοσ Eυστρατιαδης (Mητρ. πρ. Λ εοντοπολεως), Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1995 (φωτ. ἀνατ.). Ἠπειρωτικό Ἡμερολόγιο
ΗΧ
Ἠπειρωτικά Χρονικά
Θαυματουργές Εἰκόνες
Γ. M αντζαριδης - Ε. Τσιγαριδασ, Οἱ θαυματουργές εἰκόνες στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Ἅγιον Ὄρος 2013. Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοί Συγγραφεῖς (ΚΒΕ/ ΑΠΘ)
Eυστρατιαδης, Ἁγιολόγιον
ΘΒΣ
29
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Θεμελης, «Εὐβοϊκή Ἁγιολογία»
ΘΗΕ
Xρυσ. Θεμελης, «Εὐβοϊκή Ἁγιολογία», [ἀνάτ. περ. Θεολογία], Ἀθῆναι 1982. Mοναχος Θεοκτιστος Δοχειαριτης, «Ἅγιοι, Ὅσιοι καί Nεομάρτυρες Δοχειαρίτες», Παρουσία Ἱερᾶς Mονῆς Δοχειαρίου, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 131-163. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἑγκυκλοπαιδεία
ΘΧ
Θεσσαλικά Χρονικά
Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου
Ἱερά Mεγίστη Mονή Bατοπαιδίου. Παράδοση - Ἱστορία - Tέχνη, τ. A΄-Β΄, Ἅγιον Ὄρος 1996. Π. Γουναριδης (ἐπιμ.), Ἱερά Μονή Βατοπεδίου. Ἱστορία καί Τέχνη, [ΑΣ 7], Ἀθήνα 1999. Ἱερά Mονή Φιλοθέου, Ἅγιον Ὄρος 1990.
Θεοκτιστος Δοχειαριτης, «Ἅγιοι Δοχειαρίτες»
Ἱερά Μονή Βατοπεδίου Ἱερά Mονή Φιλοθέου
Ιερα Μονη Γρηγοριου, Οἱ Ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἅγιον Ὄρος 2003. Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου
Οἱ Ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν ΙΜΧΑ Iουστινος Σιμωνοπετριτης, «Παραστάσεις»
ΚΧ
Iουστινος Σιμωνοπετριτης, «Παραστάσεις τεσσάρων ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης σέ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Bατοπεδίου», Πρωτᾶτον 5 (1983) 94-100. Mον. Iσιδωρος K αυσοκαλυβιτης, Προσκυνητάριον τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῶν Kαυσοκαλυβίων, Θεσσαλονίκη 2000. Σ. Κ αδας, Ἡ Ἱερά Μονή Ἁγίου Διονυσίου. Ἱστορία Τέχνη-Κειμήλια-Προσκυνηματικός Ὁδηγός, Ἅγιον Ὄρος 1997. Καρδιτσιώτικα Χρονικά
ΚΒΕ
Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν
Kουντουρα-Γαλακη (ἐπιμ.), Oἱ ἥρωες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
Ε. Kουντουρα-Γαλακη (ἐπιμ.), Oἱ ἥρωες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Oἱ νέοι ἅγιοι, 8ος-16ος αἰώνας, [IBE/EIE, Διεθνῆ Συμπόσια 15], Ἀθήνα 2004. Ιωαννησ Κομνηνος, Προσκυνητάριον τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ Ἄθωνος, Ἐνετίησι 1745. Ευλογιοσ Kουριλας (μητροπολίτης Κο ρυτσᾶς), Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ - Ἀθωνῖται, τ. A΄, Θεσσαλονίκη 1929. μητρ. Τιτ. Συλλιγαρδακησ, Κρῆτες Ἅγιοι, Ρέθυμνον 1983.
Iσιδωρος K αυσοκαλυβιτης, Προσκυνητάριον Kαυσοκαλυβίων Κ αδας, Μονή Ἁγίου Διονυσίου
Κομνηνος, Προσκυνητάριον Kουριλας, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ
Κρῆτες Ἅγιοι
30
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
Λ αγγης, Συναξαριστής
Μ. Λ αγγης, ῾Ο Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Α-ΙΒ΄, Ἀθῆναι 19805. Λ αζαρος Μοναχος, «Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου», Πρωτᾶτον 34 (1992) 51. Σπ. Λ αμπρος, «Τά Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους», ΝΕ 9 (1912) 116-161, 209-244. Ι. Μονη Παντοκρατοροσ, Λειμωνάριον Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος, Ἅγιον Ὄρος 2011. Λεσβιακόν Μηναῖον περιέχον τάς Ἱεράς Ἀκολουθίας τῶν ἐν τῇ νήσῳ Λέσβῳ διαλαμψάντων ἁγίων ἱεραρχῶν, ὁσίων καί μαρτύρων ἀπό Χριστοῦ μέχρι τῶν καθ᾽ ἡμᾶς νεωτέρων χρόνων, Μυτιλήνη 1969. A ρχιμ. Xρυσ. M αϊδωνης, Οἱ Ἅγιοί μας. Οἱ τοπικοί ἅγιοι τῆς μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Ἀρναία χ.χρ., Μ αργαρησ, Αθ. (ἐπιμ.), Συναξαριστής Nεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 19892. Iερομ. M ακαριοσ Σιμωνοπετριτησ [διασκ. γαλλ. Γ. Πεντζικης], Nέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. 1-12, Ὀρμύλια-Ἀθήνα 2001-2008. Μ ακαριοσ Τριγωνησ, Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας, Ἐνετίησιν 1772. L. M aksimović, «Oἱ ἅγιοι Σέρβοι βασιλεῖς», Κουντουρα-Γαλάκη (ἐπιμ.), Oἱ ἥρωες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σ. 107-122. Ι. M αμαλακησ, Tό Ἅγιον Ὄρος (Ἄθως) διαμέσου τῶν αἰώνων, [Μακεδονική Βιβλιοθήκη 33], Θεσσαλονίκη 1971. I. M αμαλακησ, «Δοσιθέου Kωνσταμονίτου Nέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν ἱερομαρτύρων καί ὁσιομαρτύρων», ΓΠ 46 (1963) 332-342. Μ αξιμοσ Ιβηριτησ, «Τά ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος Ἁγιάσματα», Ἅγιον Ὄρος. Πρακτικά (2006), σ. 149-173.
Λ αζαρος Μοναχος, «Ἅγιοι» Λ αμπρος, «Πάτρια Ἁγίου Ὄρους» Λειμωνάριον Παντοκράτορος Λεσβιακόν Μηναῖον
Συναξαριστής Nεομαρτύρων M ακαριοσ Σιμωνοπετριτησ, Nέος Συναξαριστής
Μ ακαριοσ Τριγωνησ, Προσκυνητάριον Μεγίστης Λαύρας
M aksimović, «Oἱ ἅγιοι Σέρβοι βασιλεῖς»
M αμαλακησ, Tό Ἅγιον Ὄρος
M αμαλακησ, «Ὑπόμνημα»
Μ αξιμοσ Ιβηριτησ, «Ἁγιάσματα»
31
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
M αξιμος K αυσοκαλυβιτης, Ἀσκητικές Mορφές
Iερομ. M αξιμος K αυσοκαλυβιτης, Ἀσκητικές Mορφές καί Διηγήσεις ἀπό τόν Ἄθω, Ἅγιον Ὄρος 2001. Γ. M αρτζελος, «Oἱ Ἅγιοι τῆς Mονῆς», Ἱερά Mεγίστη Mονή Bατοπαιδίου, σ. 98-117. Μεσαιωνικά καί Νέα Ἑλληνικά
M αρτζελος, «Ἅγιοι» ΜΝΕ
ΜΟΧΕ
Ι. Μ. Βατοπαιδιου, Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, τ. Α΄-Β΄, Ἅγιον Ὄρος 1996. Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐγκυκλοπαίδεια
ΜΠΤ
Μετοχίου Παναγίου Τάφου
Μυλωνασ, Μπάρσκι
Π. Μυλωνασ, Βασίλι Γκρηγκόροβιτς Μπάρσκι. Τά ταξίδια του στό Ἅγιον Ὄρος (1725-1726, 1744-1745), Θεσσαλονίκη 2009. Ιωαν. Μπαλαν, Ρουμανικό Γεροντικό, Θεσσαλονίκη 1985. Μοναχοσ Μωϋσησ Α γιορειτησ, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2008. Mοναχος Mωϋσης A γιορειτης, «Oἱ διά τῶν Ἁγίων σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Mετεώρων», Πρακτικά Πανελληνίου Mοναστικοῦ Συνεδρίου (Ἅγια Mετέωρα, 18-20 Ἀπριλίου 1990), Ἅγια Mετέωρα 1990, σ. 345-352. μον. Mωϋσης A γιορειτης, «Oἱ διά τῶν Ἁγίων σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Ἠπείρου», ΗΗ 10 (1988) 81-92. Mον. M ωϋσης A γιορειτης, «Oἱ σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Θράκης διά ἱερῶν μορφῶν», Ἅγιον Ὄρος καί Θράκη, σ. 151-167. Mον. Mωυσησ A γιορειτησ, «Oἱ διά τῶν ἁγίων σχέσεις Ἄθωνος καί Xίου», Πρωτᾶτον 83 (Ἰούλ.-Σεπτ. 2001) 87-92. Mοναχος Mωϋσης A γιορειτης, «Oἱ διά τῶν Ἁγίων σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Ἱ. M. Δημητριάδος», Σύναξις Ἁγιωτῶν Ἁγίων, σ. 12-22. M ωϋσης A γιορειτης, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Ἅγιον Ὄρος 2007. Νέος Ἑλληνομνήμων
Μονή Βατοπαιδίου
Ιερομ. Ιωαννικιοσ, Ρουμανικό Γεροντικό Μωϋσησ Αγιορειτησ, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους Mωϋσης A γιορειτης, «Σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Mετεώρων»
Mωϋσης A γιορειτης, «Σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Ἠπείρου» Mωϋσης A γιορειτης, «Σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Θράκης» Mωυσησ A γιορειτησ, «Σχέσεις Ἄθωνος καί Xίου» Mωυσησ A γιορειτησ, «Σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Ἱ. M. Δημητριάδος» Mωυσησ A γιορειτησ, Βατοπαιδινό Συναξάρι ΝΕ Nέον Ἐκλόγιον (1803)
Nέον Ἐκλόγιον περιέχον Bίους ἀξιολόγους διαφόρων Ἁγίων καί ἄλλα τινά ψυχωφελῆ Διηγήματα, Ἐνετίῃσιν 1803.
32
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
Νέον Λειμωνάριον (1819)
Μ ακαριοσ Νοταρας - Αθανασιοσ Π αριοσ Νικηφοροσ Χ ιοσ, Νέον Λειμωνάριον περιέχον Μαρτύρια παλαιά καί νέα καὶ Βίους Ὁσίων, ἐν Βενετίᾳ 1819. [Μ ακαριοσ Νοταρασ - Νικοδημοσ Α γιο ρειτησ], Nέον Mαρτυρολόγιον ἤτοι Mαρτύρια τῶν νεοφανῶν μαρτύρων τῶν μετά τήν ἅλωσιν τῆς Kωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς καί τόπους μαρτυρησάντων, Ἐνετίησιν 1799 (φωτ. ἀνατ. Θεσσαλονίκη 2009). Νέος Ἐλληνομνήμων
Nέον Mαρτυρολόγιον (1799)
NE Nικοδημος A γιορειτης, Συναξαριστής
Nικοδημος A γιορειτης, Συναξαριστής τῶν Δώδεκα Mηνῶν τοῦ Ἐνιαυτοῦ…, τ. A΄-Γ΄, Ἀθήνα 20052. Πρακτικά Συμποσίου “Nικοδήμου Ἁγιορείτου τοῦ Nαξίου Πνευματική Mαρτυρία” (Nάξος, 8-11 Ἰουλίου 1993) [= EEKM IΣΤ΄ (1996-2000)], Ἀθήνα 2000. Iερομ. Nικοδημος Λ αυριωτης, Mεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ἁγίου Ὄρους. Eἰκονογραφικός Ὁδηγός - Προσκυνητάριον, Ἅγιον Ὄρος 1988. Π. Nικολοπουλος, «Bιβλιογραφική ἐπιστασία τῶν ἐκδόσεων Nικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου», Nικοδήμου Ἁγιορείτου πνευματική μαρτυρία. Πρακτικά, σ. 361-640. Κ. Νιχωριτησ, «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Ὄρους στόν πνευματικό βίο τῶν Σλάβων (Νεομαρτυρολογικά-Γρηγόριος ὁ Ε΄)», Ἅγιον Ὄρος. Πρακτικά (2006), σ. 261-286. Κ. Νιχωριτησ, Οἱ ἐπιδράσεις τῆς πνευματικῆς παράδοσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους στό βίο καί τόν πολιτισμό τῶν Σλάβων, [Balkania Orthodoxa 11], Θεσσαλονίκη 2013. Γ. M αντζαριδης (ἐπιμ.), Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν Ἱστορία καί τό παρόν. Πρακτικά ἐπιστημονικῶν συνεδρίων, Ἅγιον Ὄρος 2000. Ἱερά Μονή Διονυσίου, Ὁ Ἅγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1508-2008). Τόμος ἐπετειακός ἐπί τῇ συμπληρώσει πεντακοσίων ἐτῶν ἀπό τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2008.
Nικοδήμου Ἁγιορείτου Πνευματική Mαρτυρία. Πρακτικά
Nικοδημος Λ αυριωτης, Προσκυνητάριον
Nικολοπουλος, «Bιβλιογραφική ἐπιστασία»
Νιχωριτησ, «Νεομαρτυρολογικά»
Νιχωριτησ, Ἐπιδράσεις
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πρακτικά Συνεδρίων Ὁ Ἅγιος Νήφων
33
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Oικονομου, Ἁγιολόγιον
Φ. Oικονομου, Ἁγιολόγιον πάντων τῶν ἐν Ἠπείρῳ Ἁγίων, Ἀθῆναι 1991. Mον. Παϊσιος Α γιορειτησ, Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορειτικά, Σουρωτή 1993. Χρυσ. Παπαδοπουλοσ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 19342. Δ. Π απαχρυσανθου, Ὁ Ἀθωνικός Mοναχισμός. Ἀρχές καί ὀργάνωση, Ἀθήνα 1992. Κ. Παπουλιδης, Ἁγιορειτικά, [ΑΤ 7], Kαρυές 1993. Κ. Παπουλιδης, Πορφυρίου Οὐσπένσκι Ἁγιορειτικῶν Ἑποπτεία, Ἅγιον Ὄρος 2005 . Σ. Π ασχαλιδης, «Ἅγιοι συνδεόμενοι μέ τή Σκήτη Bεροίας καί τήν ἐν αὐτῇ Mονή Tιμίου Προδρόμου», Πρακτικά Διημερίδας: «Tό Mοναστήρι τοῦ Tιμίου Προδρόμου (“Σκήτη Bεροίας”)», [ Ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Mητροπόλεως Bεροίας καί Nαούσης, 25], Bέροια 1994, σ. 119-140. Σ. Πασχαλιδης, «Oἱ Nέοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας», στό Σ. Πασχαλιδης, Ἐν Ἁγίοις. Εἰδικά Θέματα Βυζαντινῆς καί Μεταβυζαντινῆς Ἁγιολογίας, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 247-268. Σ. Πασχαλιδης, «Μεταβυζαντινοί ὑμνογράφοι ἐξ Ἀγράφων (17ος-19ος αἰ.)», ΕΕΘΣΠΘ [Τμ. Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας] ν.σ. 10 (2005) 99-129. Σ. Πασχαλιδης, Ἱερά Mονή Παντοκράτορος. Προσκυνηματικός Ὁδηγός, Ἅγιον Ὄρος 2005. Σ. Πασχαλιδης, Ἱερά Mονή Ξενοφῶντος. Προσκυνηματικός Ὁδηγός, Ἅγιον Ὄρος 2010. Σ. Πασχαλιδης, Νεομαρτυρολογικά Σύμμεικτα Α΄: Ἡ αὐτόγραφη Nεομαρτυρολογική Συλλογή τοῦ μοναχοῦ Kαισαρίου Δαπόντε (1713-1784), Θεσσαλονίκη 2012. Σ. Πασχαλιδησ, Τό ὑμναγιολογικό ἔργο τῶν Κολλυβάδων. Συμβολή στή μελέτη τῆς ἁγιολογικῆς γραμματείας κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2007. Π. Β. Πασχος, «Ὑμνογραφία καί ὑμνογράφοι στό Ἅγιον Ὄρος», Ἅγιον Ὄρος. Πρακτικά, τ. A΄, σ. 205-221.
Παϊσιος Α γιορειτησ, Ἁγιορεῖται Πατέρες Παπαδοπουλοσ, Οἱ Νεομάρτυρες Παπαχρυσανθου, Ἀθωνικός Mοναχισμός Παπουλιδης, Ἁγιορειτικά Παπουλιδησ, Οὐσπένσκι Πασχαλιδης, «Ἅγιοι Σκήτης Bεροίας»
Πασχαλιδης, «Nέοι Ἅγιοι»
Πασχαλιδης, «Μεταβυζαντινοί ὑμνογράφοι»
Πασχαλιδης, Ἱερά Mονή Παντοκράτορος Πασχαλιδης, Ἱερά Mονή Ξενοφῶντος Πασχαλιδης, Νεομαρτυρολογική Συλλογή Δαπόντε
Πασχαλιδησ, Ὑμναγιολογικό ἔργο Κολλυβάδων
Πασχος, «Ὑμνογραφία καί ὑμνογράφοι»
34
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
Παταπιος K αυσοκαλυβιτης, Ἁγιασμένες μορφές Παταπιος K αυσοκαλυβιτης – Bαρβουνης, Kαυσοκαλυβίτικα Nεομαρτυρολογικά
Μον. Παταπιος K αυσοκαλυβιτης, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 2007. Γερων Π αταπιος K αυσοκαλυβιτης - M. Γ. Bαρβουνης, Kαυσοκαλυβίτικα Nεομαρτυρολογικά, Θεσσαλονίκη 2003. Παταπιος K αυσοκαλυβιτης, Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης († 1869) καί τό ἔργο του, Ἅγιον Ὄρος 2014. Κ. Παυλικιανωφ, Σλάβοι μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τόν Ι΄ ὥς τόν ΙΖ΄ αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2002. Μον. Παυλος Λ αυριωτης, Λαυριώτικον Ἁγιολόγιον, Ἅγιον Ὄρος 2010. Γ. Πεντζικησ, Ἅγιον Ὄρος, τ. 1-2, Ἀθήνα 2003.
Παταπιος K αυσοκαλυβιτης, Ἰάκωβος Νεασκητιώτης Παυλικιανωφ, Σλάβοι μοναχοί Παυλος Λ αυριωτης, Λαυριώτικον Ἁγιολόγιον Πεντζικησ, Ἅγιον Ὄρος Περαντωνης, Λεξικόν Nεομαρτύρων
Ι. Περαντωνης, Λεξικόν τῶν Nεομαρτύρων, τ. A΄Γ΄, Ἀθῆναι 1972. Ιερα M ητροπολις Θεσσαλονικης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Nεομαρτύρων (17-19 Nοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988. Προσκυνητάριον τῆς Bασιλικῆς καὶ Σεβασμίας Mονῆς Mεγίστης Ἁγίας Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθὲν μὲν παρὰ Mακαρίου Kυδωνέως, τοῦ ἐκ Xώρας τῶν Xανίων, τοῦ Tριγώνη…, Ἐνετίῃσιν 1772. N. R adošević, «Pητορική τῆς Σερβικῆς Ἁγιολογίας στό παράδειγμα τῶν Bίων τῶν Σέρβων Ἀρχιεπισκόπων», Κουντουρα-Γαλάκη (ἐπιμ.), Oἱ ἥρωες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σ. 323-338. (Α ρχιμ.) Γερβ. Pαπτοπουλος, Ἁγιορεῖτες Mάρτυρες, Θεσσαλονίκη 2000. Προηγ. Σαββασ Λ αυριωτησ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780. Γερ. Σμυρνακης, Tό Ἅγιον Ὄρος, Kαρυές 1988 (φωτ. ἀνατ.). X. Στεργιουλης, «Oἱ Ἅγιοι τῆς Θεσσαλίας (ἁγιολογικά καί λειτουργικά χειρόγραφα καί κείμενα)», [ἀνάτ. ΘΗ 38 & 39], Λάρισα 2001.
Πρακτικά Συνεδρίου Nεομαρτύρων
Προσκυνητάριον Λαύρας (1772)
R adošević, «Pητορική τῆς Σερβικῆς Ἁγιολογίας»
Ραπτοπουλος, Ἁγιορεῖτες Μάρτυρες Σαββασ Λ αυριωτησ, Προσκυνητάριον Μεγίστης Λαύρας Σμυρνακης, Tό Ἅγιον Ὄρος Στεργιουλης, «Oἱ Ἅγιοι τῆς Θεσσαλίας»
35
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Στογιογλου, «Ἁγιορεῖτες νεομάρτυρες»
Γ. Στογιογλου, «Ἁγιορεῖτες νεομάρτυρες», Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Nεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 365-392. Δ. Στρατηγοπουλος, Ἔντυπες Ἀκολουθίες Ἁγίων. Συλλογή Ντόρης Παπαστράτου, ἐπιστ. ἐποπτ.εἰσαγωγή Κρ. Χρυσοχοϊδησ, Ἀθήνα 2007. Δ. Στρατης, Nεομαρτυρολογικά καί Ὑμνολογικά κείμενα τοῦ Ἀ. Z. Mάμουκα, Θεσσαλονίκη 2002. Αθ. Μ αργαρησ (ἐπιμ.), Συναξαριστής Nεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 19892. Α ρχιμ. Nεκτ. Δροσος (ἐπιμ.), Σύναξις Ἁγιωτῶν Ἁγίων. Πρακτικά Ἡμερίδας, Ἁγιά 2004. Γ. Σ ωτηριου, Οἱ Ἅγιοι τῆς Λέσβου, Μυτιλήνη 1990. A.-A. Tαχιαος, Bυζάντιο - Σλάβοι - Ἅγιον Ὄρος. Ἀναδρομή σέ ἀμοιβαῖες σχέσεις καί ἐπιδράσεις, Θεσσαλονίκη 2006. A.-A. Tαχιαος, Ἄγνωστοι Ἀθωνῖτες Nεομάρτυρες, Ἅγιον Ὄρος 2006. Δ. Tσαμης, Φιλοθέου Kωνσταντινουπόλεως τοῦ Kοκκίνου Ἁγιολογικά Ἔργα, τ. A΄: Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι, [KBE/ΘBΣ 4], Θεσσαλονίκη 1985. Γ. Τσιγaρας, Οἱ ζωγράφοι Κωνσταντῖνος καί Ἀθανάσιος ἀπό τήν Κορυτσᾶ. Τό ἔργο τους στό Ἅγιον Ὄρος (1752-1783), Ἀθήνα 2003. Iερομ. Φιλοθεος Δοχειαριτης, «Λείψανα καί Λειψανοθῆκες», Παρουσία Ἱερᾶς Mονῆς Δοχειαρίου, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 155-163. Π. Χ αλκια-Στεφανου, Οἱ Ἅγιοι τῆς Χίου, Ἀθήνα 2008. Π. K. X ρηστου, Tό Ἅγιον Ὄρος. Ἀθωνική πολιτεία - Ἱστορία, τέχνη, ζωή, Ἀθῆναι 1987. Κρ. Xρυσοχοϊδης, «Παραδόσεις καί πραγματικότητες στό Ἅγιον Ὄρος στά τέλη τοῦ IE΄ καί στίς ἀρχές τοῦ IΣT΄ αἰώνα», Ὁ Ἄθως στούς 14ο-16ο αἰῶνες, [Ἀθωνικά Σύμμεικτα 4], Ἀθήνα 1997, σ. 99-147.
Στρατηγοπουλος, Ἔντυπες Ἀκολουθίες
Στρατης, Nεομαρτυρολογικά Συναξαριστής Nεομαρτύρων Σύναξις Ἁγιωτῶν Ἁγίων Σωτηριου, Ἅγιοι τῆς Λέσβου Tαχιαος, Bυζάντιο - Σλάβοι - Ἅγιον Ὄρος
Tαχιαος, Ἄγνωστοι Ἀθωνῖτες Nεομάρτυρες Tσαμης, Φιλοθέου Kοκκίνου Ἁγιολογικά Ἔργα
Τσιγaρας, Οἱ ζωγράφοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἀθανάσιος Φιλοθεος Δοχειαριτης, «Λείψανα»
Χ αλκια-Στεφανου, Οἱ Ἅγιοι τῆς Χίου Xρηστου, Tό Ἅγιον Ὄρος Xρυσοχοϊδης, «Παραδόσεις καί πραγματικότητες»
36
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
Xρυσοστoμου, «Oἱ Ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης»
αρχιμ .
Γ. X ρυσοστoμου (νυν Μ ητρ. Κ ιτρουσ), «Oἱ Ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης», Xαριστήριον τῷ παναγιωτάτῳ Mητροπολίτῃ Θεσσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τῷ δευτέρῳ ἐπί τῇ συμπληρώσει εἰκοσαετοῦς ἐν Θεσσαλονίκῃ ποιμαντορίας (19741994), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 901-951. Γ. X ρυσοστoμου, (Α ρχιμ., νυν μητρ. Κ ιτρουσ), Τὸ ἔργον τοῦ ὑμνογράφου Γερασίμου μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου. Εὑρετήρια, Θεσσαλονίκη 1997.
Xρυσοστoμου, Εὑρετήρια
ΑΑ
Αrchives de l’Athos
AASS
Acta Sanctorum
Allison, «Founders and refounders»
R. Allison, «Founders and refounders of Philotheou monastery on Mt Athos», Founders and refounders, σ. 465-524. Analecta Bollandiana
AnBoll
BBGG
L. Petit, Bibliographie des Acolouthies Grecques, [Sh 16], Bruxelles 1926 Βolletino della Badia Graeca di Grottaferrata
BF
Byzantinische Forschungen
BHG
BMGS
F. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca, τ. I-III, [Sh 8A], Bruxelles 1957 Kl. Ivanova, Bibliotheca Hagiographica BalcanoSlavica, Sofia 2008. Byzantine and Modern Greek Studies
BS
Bibliotheca Sanctorum
BSOES
Bibliotheca Sanctorum Orientalium. Enciclopedia dei Santi: Le Chiese Orientali, τ. I- II, Roma 19981999. A. Bryer - M. Cunningham (ἐπιμ.), Mount Athos and Byzantine Monasticism, Aldershot 1996. Byzantinische Zeitschrift
BAG
BHBS
Bryer – Cunningham, Mount Athos BZ
37
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Chiala – Cremaschi, Atanasio
CCSG
S. Chialα - L. Cremaschi (ἐπιμ.), Atanasio e il Monachesimo al Monte Athos. Atti del XII Convegno ecumenico internazionale di spiritualità ortodossa, sezione bizantina (Bose, 12-14 set. 2004), Magnano 2005. Corpus Christianorum, Series Graeca
CFHB
Corpus Fontium historiae Byzantinae
DOP
Dumbarton Oaks Papers
Εfthymiadis, Companion to Byzantine Hagiography
S. Εfthymiadis (ἐπιμ.), The Ashgate Research Companion to Byzantine Hagiography, τ. 1: Periods and Places, Farnham-Burlington 2011. Échos d’Orient
ΕΟ
M. Mullett (ἐπιμ.), Founders and refounders of Byzantine monasteries, Belfast 2007. S. Horujy (ἐπιμ.), Hesychasm. Αn Annotated Bibliography, Moscow 2004. J. Koder, «Patres Athonenses a Latinophilis occisi sub Michaele VIII», JÖB 18 (1969) 7988. Ο. M einardus, The Saints of Greece, Athens 1970. E. Citterio, O. Clément et alii, Nicodemo l’Aghiorita e la Filocalia. Atti dell’VIII Convegno ecumenico internazionale di spiritualità ortodossa (Bose, 16-19 settembre 2000), Magnano 2001. The Oxford Dictionary of Byzantium, τ. I-III, Oxford 1991. C. Pavlikianov, The Medieval Aristocracy on Mount Athos, [Monumenta Slavico-Byzantina et Mediaevalia Europensia XV], Sofia 2001. J.-P. Migne, Patrologiae Graecae Cursus Completus, τ. 1-161, Paris 1857-1866. E. Trapp κ . α ., Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit, Wien 1976-1996. R.-J. Lilie - C. Ludwig - Th. P ratsch I. Rochow - B. Z ielke, Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit, Erste Abteilung (641-867), τ. 1-6, Berlin-New York 1999-2001.
Founders and refounders Hesychasm Koder, «Patres Athonenses»
Meinardus, The Saints of Greece Nicodemo l’Aghiorita e la Filocalia
ΟDB Pavlikianov, Medieval Aristocracy
PG PLP PmbZ 1
38
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΡΩΝ
R.-J. Lilie - C. Ludwig - Th. P ratsch I. Rochow - B. Z ielke, Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit, Zweite Abteilung (8671025), τ. 1-8, Berlin-New York 2009-2013. G. Podskalsky, Christentum und theologische Literatur in der Kiever Rus’ (988-1237), München 1982. G. Podskalsky, Theologische Literatur des Mittelalters in Bulgarien und Serbien, 865-1459, München 2000. Revue des Études Byzantines
PmbZ 2
Podskalsky, Theologische Literatur in der Kiever Rus’ Podskalsky, Theologische Literatur in Bulgarien und Serbien REB Rigo, «La sui monaci athoniti martirizzati dai latinofroni»
A. R igo, «La sui monaci athoniti martirizzati dai latinofroni (BHG 2333) e le tradizioni athonite successive: alcune osservazioni», Studi Veneziani n.s. 15 (1988) 71-106. A. R igo, Monaci Esicasti e monaci Bogomili, [Orientalia Venetiana II], Firenze 1989. A. Rigo (ἐπιμ.), Nicodemo l’Aghiorita e la Filocalia. Atti dell’ VIII Convegno ecumenico internazionale di spiritualità ortodossa sessione bizantina (Bose, 16-19 set. 2000), Magnano 2001. Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici Subsidia hagiographica G. Speak - Μ etr. K. Ware (ἐπιμ.), Mount Athos. Microcosm of the Christian East, Bern 2012 Travaux et Mémoires
Rigo, Monaci Esicasti Rigo, Nicodemo l’Aghiorita e la Filocalia
RSBN Sh Speak - Ware, Mount Athos TM Thomson, «Bulgarian and Serbian Theological Literature»
F. J. Thomson, «Mediaeval Bulgarian and Serbian Theological Literature: An essential vademecum», BZ 98 (2005) 503-549. F. J. Thomson, «Archbishop Daniel II of Serbia: Hierarch, Hagiographer, Saint», AnBoll 111 (1993) 103-134. N.-M. Vaporis, Witnesses for Christ: Orthodox Christian Neomartyrs of the Ottoman Period, 14371860, Crestwood, N.Y. 2000. Zbornik Radova Vizantoloskog Ιnstituta
Thomson, «Archbishop Daniel II of Serbia» Vaporis, Witnesses for Christ
ZRVI
39
Οἱ Ἅγιοι Κτίτορες προσφέρουν τίς Μονές τους στήν Κυρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεοτόκο, Ἡγουμενεῖο Μονῆς Ξενοφῶντος, σύγχρονη τοιχογραφία
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Tοσοῦτοι Ἅγιοι, λοιπόν, εἰς ποῖον ἄλλον τόπον; Aὐτὸ μόνον τοῦ Ἄθωνος χάρις, εἰς πάντα τρόπον [Kαισάριος Δαπόντες, Kῆπος Xαρίτων]
Tό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος, ὁ ἱερός Ἄθως, τό μόνο ἐπιζῆσαν ἀπό τά ἱερά ὄρη τοῦ Bυζαντίου, μετά τή σταδιακή παρακμή καί ἐρήμωση τῶν ἄλλων βυζαντινῶν μοναστικῶν κέντρων, ἐξαπλωμένων τόσο στόν εὐρύτερο μικρασιατικό χῶρο (ὄρη Λάτρος, Γαλήσιο, Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας, τοῦ Αὐξεντίου κ.ἄ.), ὅσο καί στά εὐρωπαϊκά του ἐδάφη (ὄρη Γάνος, Παπίκιο, Παρόρια καί τό ὄρος τῶν Κελλίων στή Θεσσαλία), ἀποτελεῖ τό μοναδικό ὀργανωμένο μοναστικό κέντρο πού συνέχισε τήν ἱστορική του πορεία, ἀκόμη καί μετά τήν ὑποταγή του στούς Ὀθωμανούς, στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰώνα. Τό σπουδαῖο αὐτό μοναστικό κέντρο ἀναπτύχθηκε στήν ἀνατολική χερσόνησο τῆς Χαλκιδικῆς, ἡ ὁποία κατά τήν ἀρχαιότητα ὀνομαζόταν «Ἀκτή», ὅπου δεσπόζει ἐπιβλητικά τό ὁμώνυμο ὄρος, καί ἀριθμεῖ περισσότερα ἀπό χίλια ἔτη ζωῆς, κατά τά ὁποῖα ὁ μοναχισμός πού καλλιεργήθηκε ἐκεῖ σε ὅλες τίς μορφές του γνώρισε περιόδους πνευματικῆς ἀκμῆς ἀλλά καί ἐποχές κρίσιμες ἀκόμη καί γιά τήν ἱστορική του ὑπόσταση. Ἤδη ἀπό τίς ἱστορικές ἀπαρχές του στό Ἅγιον Ὄρος συναντοῦμε τήν καλλιέργεια καί ἀνάπτυξη ὅλων τῶν μορφῶν τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ἀπό τίς πλέον «ἀκραῖες», ὅπως ὁ ἐρημιτισμός καί ὁ ἔγκλειστος βίος σέ σπήλαια, ὥς τήν εἰσαγωγή τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος ἀπό τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, μέ σαφεῖς ἐπιρροές ἀπό τή λειτουργία τῶν μεγάλων κοινοβίων στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπως τῆς περιβόητης μονῆς Στουδίου, ἀλλά καί τῶν μικρασιατικῶν μοναστικῶν κέντρων. Kυρίως, ὅμως, στό πέρασμα τῶν αἰώνων ὁ ἱερός Ἄθως κατέστη περιβόητος ὡς ἐργαστήριο ἀρετῆς, ἀφοῦ ἡ προσωνυμία «Ἅγιον Ὄρος» πού δόθηκε στή μοναστική αὐτή κοινότητα προσδιορίζει ἀσφαλῶς τήν πνευματική στόχευση τῶν οἰκιστῶν της, δηλ. τήν ἁγιότητα. Oἱ βυζαντινοί συγγραφεῖς, ἁγιορεῖτες καί μή, ἐκθειάζουν τόσο τό φυσικό κάλλος τοῦ χώρου ὅσο καί τόν ἐνάρετο βίο τῶν ἀσκητῶν του. Ἤδη ἀπό τή μεσοβυζαντινή, ἄλλωστε, περίοδο ἐμφανίζονται οἱ πρῶτες ἐκφράσεις-περιηγήσεις τῆς Ἁγιορειτικῆς χερσονήσου ὄχι μόνο ὡς ἑνός σημαντικοῦ μοναστικοῦ κέντρου ἀλλά ὡς ἑνός μοναστικοῦ προσκυνήματος πού καλοῦσε τούς προσκυνητές μοναχούς νά τό ἐπισκεφθοῦν καί νά περιέλθουν τα ἱερά καθιδρύματά του, πού ἀναπτύσσονταν μέ γοργούς ρυθμούς. Κυρίως, ὅμως, κατά τήν παλαιολόγεια περίοδο ὁ ἱερός Ἄθως, «ἡ τῶν μοναχῶν ἐξαίρετος χώρα», ἐγκωμιάζεται μέ πλῆθος χαρακτηρισμῶν καί γλαφυρῶν περιγραφῶν, πού ἀκολουθοῦν τούς ρητορικούς κανόνες τῶν βυζαντινῶν ἐκφράσεων, ἀπό ὅλους τούς συγγραφεῖς αὐτῆς τῆς περιόδου. Εἶναι ἐνδεικτικό τό γεγονός ὅτι τόσο ὁ ἁγιορείτης στίς μοναχικές κατοβολές του ἡσυχαστής πατριάρχης Φιλόθεος ὁ Kόκκινος, βιογράφος ἀρκετῶν ἡσυχαστῶν καί ἁγιορειτῶν ἁγίων, καί ὁ ἐπίσης ἡσυχαστής μοναχός Ἰωσήφ Καλόθετος, ὅσο καί ὁ ἀντιησυχαστής Nικηφόρος Γρηγορᾶς, ἐγκωμιάζουν κατά τήν ἴδια περίοδο τόν Ἄθωνα ὡς τόν ἰδεώδη τόπο ἀσκήσεως. Ἡ ἐλάχιστα γνωστή ἐκτενής ἀναφορά τοῦ Γρηγορᾶ, ἐνσωματωμένη στό ἱστορικό του ἔργο, ἀποτυπώνει μέ ἐξαιρετική ἐνάργεια αὐτό τό θαυμασμό τῶν βυζαντινῶν γιά τήν ἰδεώδη μοναστική πολιτεία τοῦ ἱεροῦ Ἄθωνος, συγχρόνως δέ συνιστᾶ χαρακτηριστική ἔκφραση τῆς ἀνθρωπογεωγραφίας του. Θέτοντας ὡς ἀφετηρία τόν ἐγκωμιασμό τοῦ φυσικοῦ κάλλους του,
43
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
προχωρεῖ στή σκιαγράφηση τῆς πνευματικῆς του ἰδιοπροσωπίας, προβάλλοντάς τον ὡς μία κοινωνία τῆς ὁποίας τά μέλη, οἱ μοναστές, ἔχουν ἀποβάλει ἀπό τόν καθημερινό τους βίο ὅλα ἐκεῖνα τά γνωρίσματα τοῦ μεταπτωτικοῦ κόσμου. Αὐτό τό ἐξαίρετο φυσικό καί πνευματικό κάλλος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀποτυπώνεται καί σέ πλῆθος ἄλλων ἁγιορειτικῶν κειμένων, κυρίως δέ στούς γλαφυρούς Βίους τῶν ἁγιορειτῶν Ἁγίων, ἀπό τόν Βίο τοῦ παλαιότερου γνωστοῦ Ὁσίου, τοῦ ἐρημίτη Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτη, ὥς τόν Βίο τοῦ γνωστότερου νεότερου ἀθωνίτη Ἁγίου, τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ. Στόν πρῶτο ἐξ αὐτῶν καταγράφεται ἤδη ἡ παράδοση περί τῆς ἀφιερώσεως τοῦ ἱεροῦ Ἄθωνος ὡς κληρονομίας τῆς Θεοτόκου καί ἡ πρόρρηση γιά τήν ἀνάδειξή του σέ περιφανή μοναστική πολιτεία, ἐνῶ ἀκόμη καί σέ μεταγενέστερα κείμενα, ὅπως ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Kαυσοκαλυβίτη, ἐγκωμιάζεται ἡ φυσική ὡραιότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί προστίθεται ἡ ἀναφορά ὅτι τό κοσμοῦν καί «ἡ ὑπὲρ νοῦν ὡραιότης τῶν εὐαγῶν καὶ ἱερῶν μοναστηρίων, τῶν τε βασιλικῶν ναῶν τὰ πολυποίκιλα κειμήλια καὶ διάφορα ἀφιερώματα ἁγίων λειψάνων, ἁγίων εἰκόνων θαυματουργῶν, ἱερατικὰ σκεύη, ἱερατικαὶ στολαὶ καὶ ἕτερα ἀναρίθμητα». Κυρίως, ὅμως, ὁ ἱερός Ἄθως προβάλλεται ὡς ὁ κατεξοχήν ἅγιος χῶρος, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνεται σέ ἁγιορειτικά ἁγιολογικά κείμενα ὅπως στόν Βίο τοῦ ὁσίου Μακαρίου Μακρῆ· «Tὸ ὄρος τοίνυν τοῦτο, ὅπερ δὴ τοῦ τῆς ἁγιωσύνης ὀνόματος τέτευχεν ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ κατοικούντων ἁγίων ἀνδρῶν». Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, «τόπος Θεοῦ λέγεται, ἔνθα ἔκδηλος ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ γίνεται» καί «ὁ πλέον μετέχων τῆς ἐνεργείας καὶ τῆς χάριτος αὐτοῦ». Δικαίως λοιπόν ὁ ἱερός Ἄθως ἀποκαλεῖται «Ἅγιον Ὄρος», ἀφοῦ μέσα ἀπό τό πλῆθος τῶν Ἁγίων του καθίσταται ἔκδηλη ἡ ἐκθεωτική Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀποκαλύπτονται οἱ θεῖες ἐνέργειές Του. Αὐτή τή θεολογική διασύνδεση τοῦ ἱεροῦ χώρου μέ τίς θεῖες ἐνέργειες προβάλλεται μέσα ἀπό τίς χαρακτηριστικές ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου στούς Βίους τῶν μεγάλων ἡσυχαστῶν Ἁγίων πού συνέγραψε, ὅπου ὁ «μέγας Ἄθως» προβάλλεται ὡς «τὸ πῖον καὶ τετυρωμένον, εἴποι τις ἂν κἀνταῦθα δικαίως, ὄρος, τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ, ἐν ιὧ κατοικεῖν ὁ “τὰ πάντα πληρῶν” εὐδόκησε διὰ τὴν ἀρετὴν δηλονότι τῶν ἐνοικούντων» καί ὡς «ἡ τῶν μοναχῶν ἐξαίρετος χώρα, τὸ τῆς ἀρετῆς παντοδαπὸν ἐργαστήριον, τὸ κατάλληλον ὑπὲρ πάντα, ψυχῆς τε καὶ σώματος ἐνδιαίτημα τοῖς σπουδαίοις γε τῶν ἀνδρῶν». Οἱ οἰκιστές τοῦ Ἁγίου Ὄρους «συμβίωναν» ἀνέκαθεν μέ τούς Ἁγίους του. ῾Η παρουσία τῶν ἁγίων κτιτόρων τῶν μεγάλων κοινοβιακῶν Μονῶν, ἀλλά καί τῶν Σκητῶν καί τῶν ἐρημικῶν ἡσυχαστηρίων ὑπῆρξε πάντοτε ἰσχυρή, μέσα ἀπό τή διατήρηση τῆς συλλογικῆς μνήμης τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε καί διασώθηκε μέσα ἀπό τά σχετικά ἁγιολογικά, ὑμνογραφικά καί ἱστορικά κείμενα, ἀλλά καί ἀπό τήν τέχνη, μέ τήν ἀπεικόνιση τῶν μορφῶν τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων σέ μεγάλα ἤ μικρότερα σύνολα στά Καθολικά τῶν μεγάλων Κοινοβίων ἤ στούς μικρούς ναούς τῶν Καλυβῶν καί τῶν Κελλίων. Τό ἐνδιαφέρον γιά τόν χορό τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων καταγράφεται σχετικά πρώιμα σέ χειρόγραφες καί ἔντυπες πηγές τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἤδη κατά τά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος ἕναν πρῶτο, ἔμμετρο κατάλογο τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων κατήρτισε ὁ Ξηροποταμηνός λόγιος μοναχός Kαισάριος Δαπόντες, καταγράφοντας ἕνα σημαντικό ἀριθμό τριανταέξι ἁγίων, κυρίως κτιτόρων, τῶν ἀθωνικῶν Mονῶν καί καταλήγοντας στό ἑξῆς χαριτωμένο συμπέρασμα γιά τό οὐ μετρητόν πλῆθος τῶν ἁγιασθέντων πατέρων τοῦ ἱεροῦ Ἄθωνος, δοσμένο μέ τήν ἀπαράμιλλη ποιητική του χάρη· «Ἀμὴ στὰ Mοναστήρια ὁποὺ ποτὲ ἐζοῦσαν / ὡς πόσοι τάχα Ἅγιοι ἐκεῖ ἐκατοικοῦσαν; / Ἀμὴ καὶ εἰς τὰ σπήλαια, στὶς σκῆτες, στὰ κελλία / πόσα μακαριότατα καὶ ἅγια κορμία; / Ὁ τόπος γὰρ τὸν ἄνθρωπον πολλάκις ἁγιάζει, / ἁγιοσύνην, ἀρετὴν νὰ κάνῃ τὸν βιάζει» (Κῆπος Χαρίτων). Ἀλλά καί σέ ὁρισμενα ἀπό τά πιό πρώιμα ἔντυπα Προσκυνητάρια, ὅπως αὐτό τοῦ Λαυριώτη ἱερομονάχου Μακαρίου Τριγώνη τό 1772, περιλήφθηκαν κεφάλαια «περὶ τῶν Ἁγίων, ὁποῦ εἰς τοὺς ῥηθέντας τόπους μας ἐξέλαμψαν, καὶ ὑπὸ Θεοῦ ἐδοξάσθησαν». Κατά τήν ἴδια περίοδο, ἴσως κατ᾽ ἐπίδραση αὐτῶν τῶν πρώτων καταλόγων, ἀρχίζουν νά ἐμφανίζονται καί τά πρῶτα ἁγιορειτικά
44
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πανάγια, οἱ φορητές δηλ. εἰκόνες πού κατασκευάστηκαν στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀπεικόνιζαν τό σύνολο τῶν τότε γνωστῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων. Ἡ καταγραφή καί ἀπαρίθμηση τῶν ἁγιορειτῶν Ἁγίων κατά Μονές καί Σκῆτες συνεχίστηκε καί συστηματοποιήθηκε κατά τό 19ο αἰώνα, μέ ἀφορμή τή σύνθεση ἀπό τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τήν ἔντυπη κυκλοφορία τῆς πρώτης Ἀκολουθίας «τῶν Ὁσίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τῶν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων». Ἡ πλούσια χειρόγραφη παράδοση πού γνώρισε ἡ ἐν λόγω Ἀκολουθία ἀπό τήν ἐποχή τῆς συνθέσεώς της καί καθόλο τόν 19ο αἰώνα, ἀλλά καί οἱ ἔντυπες ἐκδόσεις της ἀπό τό 1847 καί ἐφεξῆς, μέ προσθῆκες μάλιστα στόν κατάλογο τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων καί ἄλλων ὀνομάτων πού παραλείπονταν σέ ἐκείνη τήν πρώτη ἔκδοση, μαρτυροῦν τήν ἐνσυνείδητη προβολή τοῦ χοροῦ τῶν ἐν Ἄθῳ Ἁγίων ὡς ἑνιαίου σώματος. Ἕνα διαφορετικό κατάλογο συνέταξε ἐπίσης περί τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ὁ γνωστός ἁγιορείτης λόγιος αὐτῆς τῆς περιόδου Ἰάκωβος Nεασκητιώτης, ὁ ὁποῖος, στό ἀνέκδοτο ὀγκῶδες ἔργο του Ἀθωνιάς συμπεριέλαβε περιγραφές γιά τίς ὑφιστάμενες ἁγιορειτικές Mονές καί καταγραφές τῶν Ἁγίων τους, καθώς καί ἕνα Kατάλογο τῶν φυλασσόμενων σέ αὐτές ἱερῶν λειψάνων. Ἡ πρακτική τῆς συντάξεως καταλόγων τῶν Ἁγιορειτῶν ἁγίων καί τῶν ἱερῶν λειψάνων πού θησαυρίζονταν στά σκευοφυλάκια τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν συνεχίσθηκε καί κατά τίς ἑπόμενες δεκαετίες, μέ τή λεπτομερή καί συστηματική παράθεσή τους στά Προσκυνητάρια τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν. Στήν παρούσα συλλογική μελέτη δέν συμπεριλήφθηκαν μέ εἰδικά λήμματα, γιά μεθοδολογικούς κυρίως λόγους καί ἐξαιτίας τῆς σπάνεως ἤ τῆς ἀσάφειας τῶν σχετικῶν πληροφοριῶν, σημαντικές, παλαιότερες ἤ νεότερες, ὁσιακές μορφές πού, σύμφωνα μέ κάποιες πηγές ἤ παραδόσεις, διῆλθαν ἔστω καί γιά μικρό, συνήθως ἀπροσδιόριστο, χρονικό διάστημα ἀπό τό παγκόσμιο κέντρο τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ. Ἐξέχουσα θέση μεταξύ αὐτῶν κατέχει ὁ μεγάλος λειτουργικός πατέρας τοῦ Βυζαντίου κατά τίς τελευταῖες, ταραγμένες δεκαετίες τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας, ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος παρέμεινε γιά μικρό χρονικό διάστημα στό Ἅγιον Ὄρος, πιθανότατα στή Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, καθ᾽ ὁδόν ἀπό τή Θεσσαλονίκη πρός τήν Κωνσταντινούπολη μετά τόν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 1422. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι μέ ἀφορμή τήν βραχύβια παραμονή του ἐκεῖ συνέγραψε καί μία συγχωρητική εὐχή «ὑπὲρ μοναχῶν» καί ἀπέστειλε μία σημαντική ἐπιστολιμαία πραγματεία στούς πατέρες τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἀξίζει νά μνημονεύσουμε ἐπίσης σλαβικῆς καταγωγῆς ἁγίους ὅπως τόν ὅσιο Ἀμμούν, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε ἀπό τή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου μεταξύ τοῦ 12ου καὶ 13ου αἰώνα γιά ἕνα μεγάλο προσκυνηματικό ταξίδι στό Ἅγιον Ὄρος καί στούς Ἁγίους Τόπους, τούς νεότερους ὁσίους Μακάριο τοῦ Κολαζίνσκ († 1483), Ἰγνάτιο Μαριουπόλεως († 1786), Γρηγόριο τό διδάσκαλο († 1834) καί Καλλίνικο τῆς Τσερνίκα († 1868) ἤ κατά τή διάρκεια τοῦ παρελθόντος αἰῶνος τόν λαοφιλή ἄγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς, ἐπίσκοπο Ζίτσης († 1956) καί τόν οὐκρανικῆς καταγωγῆς ὅσιο Κούξα († 1964). Mέ τήν ὁλοκλήρωση καί ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ ἔργου, καρποῦ συλλογικῆς προσπάθειας ἀρκετῶν ἐπιστημόνων, δέν ἔχουμε ἀσφαλῶς τήν αἴσθηση ὅτι παρουσιάζεται στό σύνολό της ἡ χορεία τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων. Kάτι τέτοιο θά θεωροῦνταν ἀνεπίγνωστη φιλοδοξία. Κατατίθεται, ὡστόσο, ἡ ἐρευνητική συγκομιδή ἀρκετῶν δεκαετιῶν γιά τούς Ἀθωνίτες Ἁγίους, μέ στοιχεῖα γνωστά ἀπό προγενέστερες μελέτες ἀλλά καί ἄγνωστα, εἰλημμένα ἀπό χειρόγραφες κατά βάση πηγές. Κυρίως δέ, δημιουργεῖται κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἕνα σταθερό ἐπιστημονικό ὑπόβαθρο πού θά διευκολύνει τή μελλοντική ἔρευνα στόν ἀστείρευτο πνευματικό λειμώνα τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων.
45
Σύναξη Ἁγιορειτῶν Ἁγίων, φορητή εἰκόνα, σκευοφυλάκιο Πρωτάτου, Μακάριος Γαλατσιάνος, 1849
Κ ΕΦΑ Λ Α ΙΟ
A΄
Ἅγιοι Κτίτορες Ἁγιορειτικῶν Μονῶν
ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο
ἱ κτίτορες τῶν κοινοβιακῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τιμήθηκαν ἀπό πολύ νωρίς ὄχι ἁπλά ὡς οἱ ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς ἱστορίας του, ἀλλά καί ὡς οἱ πλέον προβεβλημένοι ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἑδραίωσαν μέ τήν ἱστορική παρουσία τους καί τό κτιτορικό τους ἔργο τόν ἁγιορειτικό μοναχισμό σέ ὅλη τή μακραίωνη ἱστορική του πορεία. Τά πρόσωπα αὐτά ἐκπροσωποῦν συχνά τίς πιό εὐγενεῖς καί καλλιεργημένες πνευματικά τάξεις τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας καί τῶν κρατῶν τῆς βυζαντινῆς κοινοπολιτείας καί πέτυχαν τή σταδιακή διαμόρφωση τῆς Ἀθωνικῆς πολιτείας σέ μία πρότυπη μοναστική κοινότητα, μέ κοινά ἀλλά καί ἰδιάζοντα στοιχεῖα σέ σχέση μέ τά ἄλλα μοναστικά κέντρα πού εἶχαν ἀναπτυχθεῖ στό Βυζάντιο. Ἰδιαίτερα κατά τούς πρῶτες αἰῶνες τῆς κοινοβιακῆς ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡ παρατήρηση αὐτή ἔχει σχεδόν καθολικό χαρακτήρα: οἱ ἅγιοι κτίτορες τῶν πρώτων κοινοβιακῶν μονῶν συνήθως προέρχονται ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, εἶναι μέλη τῆς βυζαντινῆς ἀριστοκρατίας καί κατά συνέπεια κάτοχοι ὑψηλῆς παιδείας· κυρίως ὅμως προσέρχονται στόν Ἄθωνα μέ τήν ἀπόφαση νά ἀναλώσουν τίς προσωπικές περιουσίες τους ἤ νά ἐπιτύχουν τήν αὐτοκρατορική στήριξη γιά νά ἀνοικοδομήσουν τά νέα ἁγιορειτικά κοινόβια καί νά ἐμπεδώσουν τήν ἱστορική παρουσία τῶν μονῶν τους στό μέλλον. Ἐπιπλέον, εἶναι πρόσωπα πού κατέχουν ἐπιφανή θέση στήν κοινή ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μεριμνώντας ὄχι μόνο γιά τήν ἀνοικοδόμηση, ἐπάνδρωση καί τήν ὑλική καί πνευματική ἀνάπτυξη τῶν μονῶν τους ἀλλά καί γιά τή θεσμική λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέσα ἀπό τήν ἐνεργό συμμετοχή τους στούς πρώτους θεσμούς διοικήσεως τοῦ Ὄρους καί στή θέσπιση τῶν πρώτων κανονισμῶν λειτουργίας του.
49
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ κτιτορική ἰδιότητα ἑνός προσώπου εἶχε ἀναχθεῖ ἱστορικά σέ τεκμήριο ἁγιότητος ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες ζωῆς τοῦ Βυζαντίου καί ἀποδόθηκε τόσο σέ αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Μ. Κωνσταντῖνος καί ὁ Ἰουστινιανός, ὅσο καί σέ μοναχούς, ἱδρυτές σημαντικῶν μονῶν στά μεγάλα μοναστικά ἀλλά καί ἀστικά κέντρα. Ἔτσι, ἀρκετά νωρίς ἀναπτύχθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μία ἰσχυρή ἁγιολογική παράδοση γιά τούς πρώτους ἱδρυτές μονῶν ἐντός τῆς πρωτεύουσας τοῦ Βυζαντίου, Ἰσαάκιο, Δαλμάτο καί Δίο, ἡ ὁποία διευρύνθηκε ἀρκετά κατά τούς μεταγενέστερους αἰῶνες. Ἀσχέτως ἐάν οἱ ἀπαρχές αὐτοῦ τοῦ φαινομένου θά πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στά κτιτορικά μνημόσυνα, διαπιστώνεται ὅτι ἡ λειτουργική μνήμη τῶν ἁγίων ἱδρυτῶν μονῶν ἤ ἐκκλησιῶν ἀναπτύχθηκε ἀρκετά πρώιμα καί εἰσῆλθε στό ἑορτολόγιο τουλάχιστον ἀπό τή μεσοβυζαντινή περίοδο καί ἐντεῦθεν, μέ τή συμπερίληψη τῆς μνήμης καί τῶν συναξαρίων τους στό Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καί στό λεγόμενο Τυπικό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐξελίχθηκε δέ καί μέσα ἀπό τήν καταγραφή τοπικῶν ἑορτολογικῶν παραδόσεων σέ οἰκογένειες κωδίκων τοῦ Κωνσταντινουπολιτικοῦ Συναξαρίου. Ἡ ἁγιορειτική παράδοση ἀκολούθησε αὐτή τήν παγιωμένη ἤδη ἀπό τίς ἀπαρχές τοῦ βυζαντινοῦ μοναχισμοῦ πρακτική –ὅπως αὐτή ἐκφραζόταν μέσω τῆς κυρίαρχης καί στό Ἅγιον Ὄρος στουδιτικῆς λειτουργικῆς παραδόσεως– τῆς καθιέρωσης τῆς μνήμης τῶν κτιτόρων τῶν ἀθωνικῶν μονῶν στή λειτουργική πράξη τῶν μονῶν πού εἶχαν ἀνεγείρει καί εἶχαν εὐεργετήσει ποικιλοτρόπως. Σημαντικό ρόλο στήν ἐπιβίωση αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς μνήμης διεδραμάτισαν δύο παράγοντες: καταρχήν, ἡ συγγραφή ἐκτενῶν ἤ σύντομων Βίων καί ὑμνογραφικῶν κειμένων πρός τιμήν τους. Ἡ πρακτική αὐτή ἀκολούθησε τή σχετική πράξη πού ἐμφανίζεται ἀποκρυσταλλωμένη κατά τή μεσοβυζαντινή περίοδο, τήν περίοδo δηλαδή ἀκμῆς τῆς βυζαντινῆς Ἁγιολογίας, μέσω τῆς συγγραφῆς ἐκτενῶν μοναστικῶν βιογραφιῶν καί τῆς συγκροτήσεως τῶν μεγάλων ἁγιολογικῶν συλλογῶν στό Βυζάντιο. Στίς πηγές αὐτές καταγράφεται ἡ συνειδητή ἀνάδειξη τῶν μοναστικῶν ἐκείνων ἡγετῶν πού εἶχαν συστήσει νέες μονές, σέ ἁγίους γιά τούς ὁποίους διαμορφώνεται μία ἑορτολογική παράδοση ἐντός τῶν μοναστηριῶν πού εἶχαν ἱδρύσει. Γιά τήν καθιέρωση αὐτῆς τῆς παράδοσης μνημονεύεται ἡ συγγραφή Βίων, Ἐγκωμίων καί κανόνων πού ψάλλονταν κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τους. Ὅπως καί στήν περίπτωση τῶν ἁγίων κτιτόρων καί μοναχικῶν ἡγετῶν στήν Κωνσταντινούπολη καί σέ ἄλλα, προγενέστερα τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας μοναστικά κέντρα, μέ χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ἐκεῖνο τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, ἔτσι καί στό Ἅγιον Ὄρος καταγράφεται ἤδη στό πρόσωπο τοῦ σημαντικότερου ἱδρυτῆ κοινοβιακῆς μονῆς, τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη, μία ἀνάλογη παράδοση, μέ τή συγγραφή Βίων καί τή σύνθεση δεκάδων Κανόνων γιά τήν ἑορτή του, μάλιστα ὄχι μόνο μέ ἁγιορειτική ἀλλά καί Κωνσταντινουπολιτική προέλευση, ἐνῶ σέ κάποιες περιπτώσεις, ὅπως σέ ἐκείνη τοῦ κτίτορος τῆς μονῆς Χιλανδαρίου ἁγίου Συμεών τοῦ μυροβλύτη, μαρτυρεῖται καί ἡ παρότρυνση τῶν Ἁγιορειτῶν πρός τό γιό του, ἅγιο Σάββα, νά συγγράψει τό Βίο του καί νά συνθέσει τροπάρια γιά νά ψάλλονται στή μνήμη του. Παραταῦτα, στήν περίπτωση τῶν ἁγίων κτιτόρων τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν τό φαινόμενο αὐτό δέν ἐπικράτησε, ἀφοῦ γιά τούς περισσότερους ἐξ αὐτῶν ἡ σύνθεση τῆς βιογραφίας τους στηρίζεται σέ παραδόσεις πού διαδίδονταν προφορικά καί καταγράφηκαν ἀρκετούς αἰῶνες ἀργότερα ἤ σέ ἀρχειακές πηγές πού μᾶς προσφέρουν ἀποσπασματικά στοιχεῖα γιά τήν παρουσία τους στό Ἅγιον Ὄρος. Ἕνα δεύτερο στοιχεῖο, ἐξίσου σοβαρό καί μέ ἀφετηρίες καί πάλι στήν ἀρχαία μοναστική παράδοση πού ἀναβίωνε καί στό μεσοβυζαντινό μοναχισμό, εἶναι ἡ αἰσθητοποίηση τῆς παρουσίας τῶν ἁγίων κτιτόρων στό ἐπίκεντρο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῶν ἐνίοτε πολυάριθμων μοναστικῶν
50
ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ
ἀδελφοτήτων πού εἶχαν δημιουργήσει, μέσω τῶν τάφων τους ἐντός τῶν Καθολικῶν τῶν μονῶν τους. Οἱ σωζόμενοι κτιτορικοί τάφοι, ἰδίως ὅταν αὐτοί καθίσταντο ὑπέργειοι καί κατελάμβαναν μία διακριτή θέση σέ ἀρκετές ἀπό τίς ἁγιορειτικές μονές, δέν συνέχιζαν ἁπλῶς τή μακραίωνη παράδοση τῆς ταφῆς ἐπιφανῶν μοναχῶν καί ἁγίων ἐντός τῶν καθολικῶν τῶν μονῶν, ἀλλά λειτουργοῦσαν καί ὡς συνεκτικό στοιχεῖο στή ζωή τῶν μοναχῶν τῶν μεγάλων ἁγιορειτικῶν κοινοβίων, καθιστάμενοι ἐνίοτε καί πηγή θαυμάτων πρός τούς μοναχούς καί προσκυνητές τῶν μονῶν. Eἶναι, τέλος, χαρακτηριστικό ὅτι καί στήν περίπτωση τῶν κτιτόρων τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν υἱοθετήθηκε συχνά τό πρότυπο τῆς τριάδος ἁγίων κτιτόρων, πού σημειολογικά συνδεόταν μέ τήν τελειότητα τοῦ ἀριθμοῦ «τρία» καί θεολογικά ὁδηγοῦσε σέ μία πνευματική, σημειολογική ἀναγωγή στήν Ἁγία Τριάδα. Τό φαινόμενο αὐτό καταγράφεται γιά πρώτη φορά σέ ἁγιολογικά κείμενα τοῦ Παλαιστινιακοῦ μοναχισμοῦ καί ἐξελίχθηκε σέ μία συνήθη πρακτική στή μοναστική ἁγιολογική παράδοση τῆς μεσοβυζαντινῆς περιόδου σέ διάφορες περιοχές τοῦ Βυζαντίου. Ἔτσι, καί στό Ἅγιον Ὄρος καταγράφονται ἀρκετές τριάδες κτιτόρων τῶν ἀθωνικῶν μονῶν (στίς μονές Βατοπαιδίου, Ἰβήρων, Φιλοθέου, Παντοκράτορος, Σιμωνόπετρας, Δοχειαρίου καί Ζωγράφου), γεγονός πού, ἐκτός τοῦ ἀνωτέρω θεολογικοῦ συμβολισμοῦ, ἐπιβεβαιώνει τό διαρκές ἐνδιαφέρον τῶν μοναχικῶν ἡγετῶν τοῦ ῾Αγίου Ὄρους γιά ἀνακαινισμό καί αὔξηση τῶν ἁγιορειτικῶν κοινοβίων.
Ὅτε τὰς ἐνταῦθα ἱερὰς λαύρας καὶ σεμνεῖα εἰς δόξαν Θεοῦ ἠγείρατε καὶ κατεκοσμήσατε τύποις ἀσκήσεως καὶ κοινὰ φροντιστήρια ψυχῶν σωτηρίας ταύτας ἀπεδείξατε, Πατέρες ὅσιοι, τότε ἠρημώθησαν πόλεις καὶ ὁ πρώην ἔρημος Ἄθως πλήθει μοναζόντων πόλις γέγονεν. [γ΄ προσόμοιο μικροῦ Ἑσπεερινοῦ, Νικοδήμου Ἁγιορείτου Ἀκολουθία τῶν ἐν Ἄθω Πατέρων (1847)]
51
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, κτίτωρ μονῆς Μεγίστης Λαύρας († 1001/4) Ἡ γέννηση τοῦ ἱδρυτῆ τοῦ ἀθωνικοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη τοποθετεῖται τήν περίοδο μεταξύ τῶν ἐτῶν 925 καί 930. Τόπος καταγωγῆς του ὑπῆρξε ἡ Τραπεζούντα τοῦ Πόντου καί τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀβραάμιος. Ὁ πατέρας του, μέ οἰκογενειακή καταγωγή ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, πέθανε προτοῦ ὁ γιός του ἔλθει στή ζωή. Ἀλλά καί ἡ μητέρα του, μέ οἰκογενειακή καταγωγή ἀπό τήν Κολχίδα τοῦ Πόντου, δέν ἔζησε παρά λίγο μόνο μετά ἀφότου ὁλοκλήρωσε τό θηλασμό τοῦ γιοῦ της. Τήν ἀνατροφή τοῦ ὀρφανοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε ἡ γυναίκα κάποιου συγγενοῦς καί συντοπίτη τῆς μητέρας του, ὁ ὁποῖος λεγόταν Κανίτης καί συγκαταλεγόταν μεταξύ τῶν ἐπιφανῶν μελῶν τῆς κοινωνίας τῆς Τραπεζοῦντας. Σύμφωνα μέ τόν δεύτερο βιογράφο τοῦ Ὁσίου, ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν μοναχή, ἡ ὁποία νουθετοῦσε τό παιδί νά ζεῖ μέ σωφροσύνη καί ἐγκράτεια. Ἡ ἀρετή τοῦ Ἀβρααμίου ἦταν φανερή ἤδη ἀπό τά παιδικά του χρόνια, τό ἴδιο καί ἡ ἀγάπη του πρός τά γράμματα. Ἀφοῦ μαθήτευσε σέ κάποιο τοπικό γραμματιστή, μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη γιά ἀνώτερες σπουδές τόν καιρό τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Α΄ Λακαπηνοῦ (920–944). Ἀφορμή στάθηκε κάποιος κομμερκιάριος, δηλαδή εἰσπράκτορας φόρων, πού, ὅταν πέρασε ἀπό τήν Τραπεζοῦντα, πρόσεξε τό ἦθος τοῦ νεαροῦ Ἀβρααμίου καί τοῦ ζήτησε νά τόν ἀκολουθήσει στή βυζαντινή πρωτεύουσα. Συνδυάζοντας τόν ἀσκητικό τρόπο ζωῆς μέ τή δίψα γιά τή γνώση, θά βρεῖ ἐν πρώτοις συμπαραστάτες στόν πνευματικό του δρόμο τόν ἐπιφανή στρατηγό Ζεφινέζερ καί τήν οἰκογένειά του πού θά συμβάλουν στήν οἰκονομική στήριξη τῶν σπουδῶν του. Καθοδηγητής του στή γνώση καί στήν ἀρετή θά γίνει ὁ Ἀθανάσιος, ὁ τότε «προκαθήμενος τῶν παιδευτηρίων» τῆς Κωνσταντινούπολης. Σέ μικρό χρονικό διάστημα ὕστερα ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῶν δασκάλων
του καί μέ αὐτοκρατορική συναίνεση ὁ Ἀβραάμιος θά ἀναλάβει διευθυντικό ρόλο σέ ἄλλο παιδευτήριο. Χάρη στήν πολύπλευρη κοσμική του παιδεία συνέβαλε στήν προσέλκυση πληθώρας μαθητῶν, πράγμα πού τόν ἔκανε εὐρύτερα γνωστό καί κίνησε τό ἐνδιαφέρον καί τοῦ τότε αὐτοκράτορα, τοῦ φιλομαθοῦς Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (944–959). Ὡστόσο ὁ Ἀβραάμιος, θεωρώντας πώς ἐμπλέκεται ὁλοένα καί περισσότερο στίς κοσμικές τιμές καί φροντίδες, ἀποφάσισε νά ἀποχαιρετήσει τήν Κωνσταντινούπολη. Καταρχάς συνόδευσε τόν τότε στρατηγό τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, Ζεφινέζερ, σέ ταξίδι του στή Λῆμνο. Κατά τήν ἐπιστροφή τους ἀντίκρισε γιά πρώτη φορά τόν Ἄθω, γεγονός πού, γιά τόν βιογράφο του, ἦταν καθοριστικό γιά τή μετέπειτα ἐγκατάστασή του σέ αὐτό. Μέ τήν ἐπάνοδό του στήν Κωνσταντινούπολη θά γνωρίσει μέσω τοῦ ἴδιου στρατηγοῦ τόν Μιχαήλ Μαλεΐνο, ἡγούμενο στή μονή τοῦ Κυμινᾶ στή Βιθυνία. Ἐκεῖ θά γνωριστεῖ μέ τόν ἀνεψιό τοῦ τελευταίου, Νικηφόρο Φωκᾶ, πού τότε ἦταν ἀκόμα στρατηγός τοῦ θέματος τῶν Ἀνατολικῶν. Στή μονή τοῦ Μιχαήλ ὁ Ἀβραάμιος θά καρεῖ μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀθανάσιος. Ἀφοῦ ἔζησε ἐκεῖ γιά τέσσερα χρόνια, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη τῆς περαιτέρω ἡσυχίας καί γι’ αυτό ἀποσύρεται στήν περιοχή μέ τό ὄνομα Κυκλήσης. Στόν τόπο αὐτό θά δεχτεῖ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος ἐκδήλωσε τήν ἐπιθυμία νά γίνει πνευματικό παιδί τοῦ Ὁσίου. Τό ἴδιο συνέβη μέ τόν ἀδελφό του μάγιστρο καί κουροπαλάτη Λέοντα Φωκᾱ. Οἱ πνευματικές του ἀρετές συνέβαλαν ὥστε ὁ Μιχαήλ Μαλεΐνος νά τόν ἀποκαλέσει διάδοχό του, πράγμα πού ὁ βιογράφος του ἑρμηνεύει ὄχι ὡς διάδοχο στόν τόπο, δηλαδή στή μονή τοῦ Κυμινᾶ, ἀλλά στόν τρόπο. Ἐπειδή ὅμως ἔκρινε πώς δέν ἦταν ἄξιος νά ἀναλάβει τήν πνευματική αὐτή εὐθύνη ἤ γιά λόγους ἄλλους ἀδιευκρίνιστους, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος θά ἀποποιηθεῖ τήν τιμή αὐτή καί θά
52
ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, τοιχογραφία, ναός τοῦ Πρωτάτου, Μανουήλ Πανσέληνος (ἀποδ.), περ. 1300
53
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
θάλασσα τοῦ Ἄθω, παρήγγειλε μέ ἐπιστολή στόν κριτή τῆς ἐπαρχίας Θεσσαλονίκης νά τόν συνδράμει στίς ἔρευνες. Κάτι τέτοιο βέβαια ἦταν δύσκολο ἀφοῦ ὁ Ἀθανάσιος ἦταν γνωστός στό Ὄρος ὡς Βαρνάβας. Σέ σύναξη ὅμως τῶν πατέρων πού πρέπει νά πραγματοποιήθηκε τά Θεοφάνεια τοῦ ἔτους 959 στή λεγόμενη λαύρα τῶν Καρυῶν, ὁ πρῶτος τῶν μοναχῶν ὀνόματι Στέφανος διέκρινε τά χαρίσματα τοῦ Ὁσίου καί δέν ἄργησε νά ἀνακαλύψει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ὁ Ἀθανάσιος θά ἐξακολουθήσει νά ζεῖ κρυφά ἀπό τόν ἔξω κόσμο στόν Ἄθω, ἔχοντας βοηθό κάποιον Λουκίτζη πού κλήθηκε νά τόν ὑπηρετήσει στήν ἐξεύρεση τροφῆς καί στήν καλλιγραφία. Ὅταν κάποια στιγμή τόν ἀνακαλύπτει ὁ μάγιστρος Λέων, ὁ Ὅσιος τοῦ ζητεῖ νά ἐκπληρώσει ἕνα παλιό αἴτημα τῶν μοναχῶν καί νά συνδράμει στήν ἀνοικοδόμηση πιό εὐρύχωρου ναοῦ στίς Καρυές. Πολλοί πλέον ξεχώριζαν τόν Ἀθανάσιο καί τοῦ ζητοῦσαν νά ἀναλάβει ἡγετικό ρόλο. Μεταξύ αὐτῶν, ὁ πιό ὀνομαστός ὅλων ἐκείνη τήν ἐποχή στόν Ἄθω, ὁ μοναχός Παῦλος ὁ Ξηροποταμίτης, πού διέκρινε πώς ὁ μοναχός αὐτός θά γινόταν ὁ ἀρχηγός καί ὁ πολιστής τοῦ Ὄρους. Ἀλλά ὁ Ἀθανάσιος ἀκόμα προτιμοῦσε τήν ἀσκητική ἀπομόνωση, γι’ αὐτό καί ἀποσύρθηκε στό ἀκρωτήριο τοῦ Ἄθω, πού λεγόταν τά Μελανά. Ἐκεῖ, γύρω στό 959, ἔστησε τήν ἐρημική καλύβα του μέχρις ὅτου τόν ἀποσπάσουν ἀπό ἐκεῖ οἱ συγκυρίες καί ἕνα σημαντικό ἱστορικό γεγονός: ἡ ἀνακατάληψη τῆς Κρήτης ἀπό τούς Βυζαντινούς. Ἡ ἐπιχείρηση διήρκεσε ἀπό τό θέρος του 960 ἕως τήν ἄνοιξη τοῦ 961, ὑποστηρίχθηκε ἀπό τό στρατό καί τό ναυτικό καί εἶχε ὡς ἐπικεφαλῆς τό Νικηφόρο Φωκᾶ. Ἡ πολύμηνη πολιορκία ἀνάγκασε τόν τελευταῖο νά ἀναζητήσει πνευματική συμπαράσταση σέ ὅλα τά μοναστικά κέντρα, μεταξύ αὐτῶν καί στόν Ἄθω. Οἱ Ἀθωνίτες μοναχοί, πού συχνά δοκιμάζονταν ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν Ἀγαρηνῶν, ἔστειλαν τόν Ἀθανάσιο, ὅπως ἄλλωστε τούς εἶχε ζητήσει καί ὁ Φωκᾶς πού γνώριζε πλέον ὅτι ἐμόναζε ἐκεῖ.
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης. Ἡ ἀρχαιότερη ἀπεικόνισή του σέ μικρογραφία (κώδ. Μεγ. Λαύρας Κ122, 11ος αἰ., φ. 4v.)
ἀναχωρήσει γιά τόν τόπο πού τόν εἶχε συγκινήσει ὅταν τόν εἶχε ἀντικρίσει γιά πρώτη φορά, τό ὄρος Ἄθως. Στόν Ἄθω ὁ Ἀθανάσιος δέν συνάντησε παρά λιγοστούς ἀσκητές πού διῆγαν ζωή μᾶλλον πρωτόγονη, τρεφόμενοι ἀπό τούς καρπούς τῶν ἀγρίων δέντρων καί ἀνταλλάσσοντας ἐνίοτε τούς καρπούς αὐτούς μέ ὅ,τι ἐμπορεύονταν τά πλοῖα πού προσορμίζονταν ἐκεῖ «χάριν εὐχῆς». Οἱ ἀσκητές αὐτοί εἶχαν σύν τοῖς ἄλλοις νά ἀντιμετωπίσουν τίς βίαιες ἐπιδρομές τῶν Ἀράβων τῆς Κρήτης. Ὁ Ἀθανάσιος βρῆκε στήν ἀρχή καταφύγιο στό ὄρος Ζυγός, ὅπου συνάντησε ἕνα γέροντα καί ἔγινε ὑποτακτικός του. Προηγουμένως, γιά να κρυφτεῖ ὁ ἴδιος ἀπό τό πνευματικό του παιδί, τόν μάγιστρο Λέοντα πού εἶχε στό μεταξύ γίνει δομέστικος τῶν σχολῶν τῆς Δύσεως, ἄλλαξε τό ὄνομά του σέ Βαρνάβας καί ἀπέκρυψε τό μοναστικό του παρελθόν λέγοντας πώς ὑπῆρξε θύμα ναυαγίου. Ἐκεῖνος ὡστόσο πού ἄρχισε νά τόν ἀναζητεῖ ἐπίμονα ἦταν ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος ἐνθυμούμενος τό κοινό τους πέρασμα ἀπό τή
54
ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ
Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, παρεκκλήσιο Ἁγίων Τεσσαράκοντα, Καθολικό Μεγίστης Λαύρας (Ἀρχεῖο Γ. Λαμπάκη, 1901)
55
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Μέ τή συνοδεία τοῦ μοναχοῦ Θεόδοτου, ὁ Ἀθανάσιος ταξίδεψε μέχρι τήν Κρήτη, ὅπου συναντήθηκε μετά ἀπό καιρό μέ τόν παλιό του φίλο. Ἐκεῖ συναποφάσισαν τή δημιουργία ἑνός κοινοβίου πού θά ὑποδεχόταν στήν ἀρχή τόν Ἀθανάσιο καί στή συνέχεια τό Νικηφόρο, πού μέ τή σειρά του ἀναλάμβανε τήν ὑλική κάλυψη τοῦ σχεδίου, δηλαδή τά ἔξοδα ἀνοικοδόμησης τοῦ μοναστηριοῦ. Εἴτε στό τέλος τοῦ 961 εἴτε στά μέσα τοῦ 962, ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στό Ὄρος συνοδευόμενος ἀπό τό μοναχό Μεθόδιο, ἐκεῖνον πού διαδέχθηκε τόν ἅγιο Μιχαήλ Μαλεΐνο στήν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ Κυμινᾶ. Μέ τή γενναία δωρεά τοῦ Νικηφόρου καί ὑπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Ἀθανασίου ἄρχισαν οἱ οἰκοδομικές ἐργασίες, δίνοντας προτεραιότητα στά κελιά πού θά στέγαζαν τόν στρατηγό πού θά γινόταν μοναχός. Τό ἔργο θά συμπεριλάμβανε τήν κατασκευή νοσοκομείου καί ξενοδοχείου, καθώς καί σύστημα μετοχετεύσεως τῶν ὑδάτων. Μέ τήν ἀθρόα ἐπάνδρωση τοῦ μοναστηριοῦ ὁ Ἀθανάσιος θέσπισε κανόνες πού ρύθμιζαν τή λειτουργία τοῦ κοινοβίου τῆς Λαύρας. Ὡστόσο, ἡ εἴδηση τῆς ἀνάρρησης τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ στό θρόνο ἔμελλε, ὡς ἔνδειξη κενοδοξίας, νά ἀπογοητεύσει σοβαρά τόν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἀποχώρησε ἀπό τόν Ἄθω τόν Αὔγουστο τοῦ 963. Μέ συνοδοιπόρους τούς μοναχούς Ἀντώνιο καί Θεόδοτο, κατευθύνθηκε ἀρχικά μέ καράβι πρός τήν Κωνσταντινούπολη, ὕστερα ὅμως μετεπιβιβάστηκε σέ ἄλλο, ἔχοντας γιά προορισμό τήν Κύπρο. Μέ ἐπιστολή του ἐνημέρωνε τόν αὐτοκράτορα καί κτίτορα τῆς λαύρας του πώς ἐγκατέλειπε τή διεύθυνση τοῦ μοναστηριοῦ. Μεριμνώντας ὅμως πάντοτε γιά αὐτό, ἔστειλε τό μοναχό Θεόδοτο πίσω στόν Ἄθω, ἐνῶ ὁ ἴδιος μαζί μέ τόν Ἀντώνιο ἀπέπλευσε στήν Κύπρο ὅπου κατέλυσε στή μονή τῶν Ἱερέων στήν περιοχή τῆς Πάφου. Ἀναζητώντας ἀλλά μή συναντώντας τήν εὐκαιρία να ἐπισκεφθεῖ τούς Ἁγίους Τόπους λόγω τῆς ἐκεῖ παρουσίας τῶν Ἀράβων, ὁ Ὅσιος παρέμεινε στή νῆσο μέχρις ὅτου ἀναγκάστηκε νά ἐπανακάμψει σύντομα στό
Ὄρος. Στίς ἀρχές μᾶλλον τοῦ 964 ὁ μοναχός Θεόδοτος πού ταξίδεψε μέχρι τήν Κύπρο τόν πληροφόρησε γιά τά προβλήματα πού εἶχε προκαλέσει στή μοναστική κοινότητα ἡ ἀνεπαρκής διοίκηση τοῦ Εὐθυμίου, ἐκείνου πού εἶχε ἀναλάβει νά ποιμάνει τή Λαύρα μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἀθανασίου. Μέ τή νέα ἐπάνοδο τοῦ Ὁσίου στό Ὄρος ὅσα ἀφοροῦσαν στήν κοινοβιακή τάξη τῆς μονῆς ἐπανορθώθηκαν. Ἕνας ἀπό τούς παλαιότερους μαθητές τοῦ ὁσίου, ὁ μοναχός Παῦλος μέ καταγωγή ἀπό τή Λάρισα, ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυς τῆς θριαμβευτικῆς ὑποδοχῆς τοῦ Ἀθανασίου στή Λαύρα. Ἀκολούθησε, τήν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 964, ταξίδι τοῦ τελευταίου στή βασιλεύουσα μέ μοναδικό σκοπό τή συνάντηση μέ τόν Νικηφόρο Φωκᾶ. Ἐκτός ἀπό τά ἱερά λείψανα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῆς κάρας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου τῆς Πύδνας, ὁ αὐτοκράτορας παραχωρεῖ στή Λαύρα ποσότητα σολεμνίου, δηλαδή οἰκονομικῆς χορηγίας βάσει τῆς ὁποίας ἡ μονή προικίστηκε ἀφενός μέ 244 χρυσά νομίσματα, ἀφετέρου μέ τήν ἐπίδοσιν, δηλαδή μέ τή διαχείριση μονῆς στή Θεσσαλονίκη, πού οἱ ἐρευνητές ταυτίζουν μέ τή μονή Περιστερᾶς. Σολέμνιο παραχωρήθηκε καί γιά τήν ἀποπεράτωση τοῦ ναοῦ τῶν Καρεῶν ὡς χορηγία πρός ὅλη τή μοναστική κοινότητα τοῦ Ἄθω. Ἀλλά ἐνῶ ὅλα εἶχαν γίνει καλά λίαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀθανάσιο, δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού ἀντιστρατεύονταν τίς προσπάθειές του. Ἐκεῖνος ὅμως, ἐκτός ἀπό τό νά ἐξακολουθεῖ νά ἐπιδίδεται στήν τέχνη τῆς καλλιγραφίας, πρωτοστατοῦσε ἀκόμα καί στά κατασκευαστικά ἔργα τῆς Mονῆς, ὅπως ἦταν τό λιμάνι καί ἡ καθέλκυση τοῦ καραβιοῦ τῆς μονῆς. Σέ μιά τέτοια συγκυρία τραυματίστηκε σοβαρά στό πόδι, γεγονός πού τοῦ στοίχισε τό νά παραμείνει κλινήρης γιά τρία ὁλόκληρα χρόνια. Ἡ δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ (11 Δεκεμβρίου 969) ἐπέδρασε στήν ἀρχή ἀρνητικά στίς σχέσεις τοῦ Ἀθανασίου μέ τούς ἐρημίτες τοῦ Ἄθω πού τοῦ καταμαρτυροῦσαν ὅτι
56
ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, φορητή εἰκόνα, Σκευοφυλάκιο, Μονή Παντοκράτορος, β΄ μισό 14ου αἰ.
57
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
ἐκκοσμίκευσε τή μοναστική πολιτεία. Τόν κατήγγειλαν στό νέο αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τζιμισκή (969–976), χωρίς ὅμως νά ἐπιτύχουν τό σκοπό τους. Ὁ Ἀθανάσιος προσκαλεῖται νά ἐπισκεφθεῖ τό αὐτοκρατορικό παλάτι καί κερδίζει μέ τήν παρουσία του τόν Τζιμισκή, ὁ ὁποῖος μέ χρυσόβουλλο ἐκχωρεῖ στή Λαύρα καί πάλι ποσό 244 νομισμάτων. Ἡ γενναιοδωρία τοῦ αὐτοκράτορα γίνεται ἀφορμή συμφιλίωσης μέ ὅλους ὅσοι τόν ἀμφισβήτησαν καί πρόκριμα ὥστε νά προχωρήσει περαιτέρω τό μεταρρυθμιστικό του ἔργο. Μαζί μέ τό αὐτοκρατορικό σιγίλλιο πού ἔγινε γνωστό μέ τό ὄνομα Τράγος, ρόλο σημαντικό στήν ἐπισφράγιση τῆς εἰρήνης στόν Ἄθω διαδραμάτισε ὁ στουδίτης μοναχός Εὐθύμιος. Ὁ Ἀθανάσιος ἀφιερώθηκε πλέον μέ περισσό ζῆλο στήν ὀργάνωση τῆς Λαύρας καί στή διαποίμανση τῶν μοναχῶν της. Ὁ βιογράφος του ὁλοκληρώνει τό Βίο του μέ πολλαπλές ἀναφορές σέ ἐπεισόδια πού καταδεικνύουν τήν ἁγιότητά του καί τή μοναδική ἱκανότητά του νά διακονεῖ καί νά καθοδηγεῖ πνευματικά τούς μοναχούς του. Ἡ κοίμησή του πρέπει νά ἐπῆλθε σέ μεγάλη ἡλικία, πιθανότατα μεταξύ τῶν ἐτῶν 996 καί 1006. Ἀφοῦ περιβλήθηκε τό ἱμάτιο τοῦ ἁγίου Μιχαήλ τοῦ Μαλεΐνου, τό ὁποῖο συνήθιζε νά φορεῖ κατά τίς μεγάλες δεσποτικές ἑορτές, ἀποσύρθηκε στό κελλί του καί στή συνέχεια ἀνῆλθε μέ ἕξι μαθητές του στήν κλίμακα πού χρησιμοποιοῦνταν ἀπό τούς οἰκοδόμους γιά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ἱεροῦ βήματος τοῦ Καθολικοῦ. Τό τμῆμα ὅμως ἐκεῖνο κατέρρευσε, μέ ἀποτέλεσμα νά καταπλακώσει τόν ὅσιο Ἀθανάσιο καί τούς λοιπούς μοναχούς. Παρά τό γεγονός ὅτι ἀρχικά ἐπέζησε, οἱ προσευχές καί οἱ θρῆνοι τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν του πού ἔσπευσαν νά τούς ἀνασύρουν δέν ἀπέτρεψαν τελικά τό μοιραῖο. Ὁ πνευματικός τους πατέρας κηδεύτηκε τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, ἀφοῦ εἶχε παραμείνει ἀναλλοίωτος, χωρίς κανένα σημάδι φθορᾶς. Τό σκήνωμά του πού ἐναποτέθηκε στόν τάφο του στή Μεγίστη Λαύρα στάθηκε τό μέσο ἰάσεως πλειάδας μο-
ναχῶν ἀσθενῶν τόσο ἀμέσως μετά τήν ἐκδημία του ὅσο καί ἀργότερα μετά ἀπό πολλά χρόνια. Ἀλλά θαυματουργή στάθηκε καί ἡ εἰκόνα τοῦ Ὁσίου ὅπως ἔδειξε ἡ προσκύνησή της στήν κωνσταντινουπολιτική μονή τοῦ Παναγίου. Ποικίλες εἶναι οἱ πηγές ἀπό τίς ὁποῖες ἀντλοῦμε στοιχεῖα γιά τή βιογραφία τοῦ ὁσίου. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα οἱ δύο ἐκτενεῖς Βίοι του πού παρουσιάζουν πολλές ὁμοιότητες ἀλλά διακρίνονται καί ἀπό διαφορές. Ὁ Βίος Α (BHG 187), πού σώζεται σέ ὀκτώ χειρόγραφα, θεωρεῖται ἀπό τούς περισσότερους μελετητές σήμερα ὡς ὁ ἀρχαιότερος. Συνεγράφη ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Παναγίου Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιά τό ἰδιαίτερα ρητορικό ὕφος του, τίς λόγιες ἀναφορές του καί τό βάρος πού ἀποδίδει στίς σχέσεις τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου μέ τό Νικηφόρο Φωκᾶ. Κατά τόν ἐκδότη τοῦ Βίου, J. Noret, πρέπει νά συγγράφηκε κατά τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 11ου αἰῶνα. Ὁ Βίος Β (BHG 188) ἔχει ὡς συγγραφέα κάποιον ἀνώνυμο μοναχό τῆς Μεγίστης Λαύρας πού δίδει ἔμφαση στή μοναστική δράση τοῦ βιογραφούμενου ὁσίου. Ὁ ἴδιος ὁ Noret θεωρεῖ ὅτι γράφτηκε μεταξύ τῶν μέσων τοῦ 11ου αἰώνα καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 12ου αἰώνα. Κρίνοντας ἀπό τό γεγονός ὅτι σώζεται σέ εἰκοσιένα χειρόγραφα καί ἀπό τό ὅτι χρησίμευσε ὡς πρότυπο γιά τήν ἐπίτομη παράφραση πού ὁ Ἀγάπιος Λάνδος συμπεριέλαβε στήν Καλοκαιρινή του καί ἀπό ἐκεῖ στόν Συναξαριστή τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, ὁ Βίος Β ἦταν ἐκεῖνος πού γνώρισε τή μεγαλύτερη διάδοση. Πιστεύεται πάντως ὅτι προγενέστερος καί τῶν δύο Βίων (Α καί Β) ὑπῆρξε τρίτος Βίος πού σώζεται σέ σιναϊτικό χειρόγραφο ἀλλά παραμένει ἕως τώρα ἀνέκδοτος. Τό κείμενο αὐτό ἔχει ἀποδοθεῖ στό μαθητή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου καί διάδοχό του στήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς, Ἀντώνιο. Ἄλλο ἁγιολογικό ἔργο ἀφιερωμένο στήν τιμή τοῦ Ὁσίου ἀποτελεῖ ὁ ἀνώνυμος Λόγος μετ’ ἐγκωμίου (BHG 189b) πού σώζεται σέ βατοπαιδινό κώδικα τοῦ 13ου-14ου αἰώνα καί περιλαμβάνει ἐπιτομή τῆς βιογραφίας του καί μνεία ὁρισμένων θαυμάτων τοῦ Ὁσίου.
58
ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ
Ἐκτός ἀπό τά ἁγιολογικά κείμενα, παράλληλες σημαντικές πηγές γιά τήν ἀνασύνθεση τῆς βιογραφίας τοῦ ὁσίου εἶναι τό Τυπικόν τῆς Μεγίστης Λαύρας (περίπου 970), ἡ Ὑποτύπωσις (985) καί ἡ Διατύπωσις, δηλαδή ἡ Διαθήκη του (993–994). Τά ἔργα αὐτά σκοπό εἶχαν νά ρυθμίσουν τά τῆς διοικήσεως τῆς Μονῆς. Ἐπίσης πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου συντέθηκε πλῆθος ὑμνογραφικῶν κειμένων (κανόνες, ἀκολουθίες καί τροπάρια) πού διακρίνονται γιά τόν ἐγκωμιαστικό χαρακτήρα τους καί γράφηκαν γιά νά ψάλλονται κατά τήν πάνδημη πανήγυρη τῆς
μνήμης του στίς 5 Ἰουλίου. Μερικά ἐξ αὐτῶν φέρουν στήν ἀκροστιχίδα ὀνόματα ὑμνογράφων ὅπως ο Ἰωάννης Σγουρῆς, ὁ μοναχός Γερμανός, ἤ ἁπλῶς Ἀθανάσιος, Λέων καί Μηνᾶς. Δεδομένου ὅτι παραδίδονται σέ κώδικες τῆς Μονῆς, ἡ προέλευσή τους ἀπό τή Μεγίστη Λαύρα εἶναι προφανής. Τέλος, πέραν τούτων, ἔμμεσες μαρτυρίες γιά τήν παρουσία τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου στόν Ἄθω ἔχουν καταγραφεῖ καί στά ἀρχαιότερα ἔγγραφα τῆς μοναστικῆς πολιτείας.
Tὸν ὑπέρλαμπρον λύχνον τὸν ἐν Ἄθῳ ἐκλάμψαντα, τῆς ἀθανασίας τῇ αἴγλῃ διὰ βίου λαμπρότητος, τῆς πράξεως τὸν ὅρον τὸν σαφῆ, τὸ σκεῦος τῶν λαμπρῶν θεωριῶν, Ἀθανάσιον ὑμνήσωμεν τὸν κλεινὸν ἐν πίστει ἀνακράζοντες· Δόξα τῷ σὲ ὑψώσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ μεγαλύναντι, δόξα τῷ φωταυγοῦντι διὰ σοῦ τοῦ Ὄρους τὰ συστήματα. [Ἀπολυτίκιο]
Βιβλιογραφια Βίοι Α καί Β (BHG 187 & 188): ἔκδ. J. Noret, Vitae duae antiquae sancti Athanasii Athonitae, Turnhout 1982. Παλαιότερες ἐκδόσεις: Βίος Α: I. Pomjalovskij, Žitie prepodobnogo Afanasija Afonskogo, Ἁγία Πετρούπολη 1895. Βίος Β: L. Petit, «Vie de saint Athanase l’Athonite», AnBoll 25 (1906) 5-89. O. Λαμψιδησ, «Mία παραλλαγή τῆς βιογραφίας ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου», Bυζαντινά 6 (1974) 283-319. F. Hαlκιν, «Eloge inédit de saint Athanase l’Athonite», AnBoll 79 (1961) 26-39 (ἀνατύπωση στό: Saints moines d’Orient, Variorum Reprints, London 1973, ἀρ. IΧ). Γαλλική μετάφραση τοῦ Βίου B: P. Dumont, «Vie de saint Athanase l’Athonite», Irénikon 8 (1931) 457-99, 667-89, 9 (1932) 71-95, 240-64. G. D. Gordini, Bibliotheca Sanctorum 2 (1962) 547-549. P. Meyer, Die Haupturkunden für die Geschichte der Athosklöster, Leipzig 1894, σ. 21-29, 102-122. E. Amand de Mendieta, La presqu’île des caloyers: Le Mont Athos, Paris 1955, σ. 13-21. V. Tapkova-Zaimova, «Svedenija za bulgari v zitieto na sv. Atanasij», Izsledovanija v cest na akademik Dimitur Decev, Sofia 1958, σ. 759-762. N. Tomadakis, S. Athanase l’Athonite en Crète (961) et la fondation de la Grande Laure, Ἀθήνα 1961. O. Rousseau, La vie de saint Athanase l’Athonite, Chevetogne 1963. B. Mουστακησ, Bίος τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, Ἀθήνα 1964. P. Lemerle, «La vie ancienne de saint Athanase l’Athonite composée au début du XIe siècle par Athanase de Lavra», Le Millénaire du Mont Athos. Etudes et Mélanges 1, Chevetogne 1963, σ. 59-100. Actes de Lavra 1 :
59
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
des origines à 1204, Édition diplomatique par P. Lemerle - N. Svoronos - A. Guillou - D. Papachryssanthou, [AA V], Paris 1970, σ. 13-48. D. Papachryssanthou, Actes de Prôtaton, Paris 1975, σ. 69-102. Παπαχρυσανθου, Ἀθωνικός μοναχισμός, σ. 77–79, 194-226. R. Morris, Monks and Laymen in Byzantium, 843–1118, Cambridge 1995, passim. J. Leroy, «La conversion de saint Athanase l’Athonite à l’idéal cénobitique et l’influence studite», Le Millénaire du Mont Athos. Etudes et Mélanges 1 (Chevetogne 1963) 101-120. J. Leroy, «Les deux vies de saint Athanase l’Athonite», AnBoll 82 (1964) 409-429. A. Kομινησ, «Ὑμνογραφικά εἰς ὅσιον Ἀθανάσιον τόν Ἀθωνίτην», ΕΕΒΣ 32 (1963) 262-313. A. Kομινησ, «Ἡ χειρόγραφη παράδοσις τῶν δύο ἀρχαιοτέρων βίων ὁσίων Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου», AnBoll 82 (1964) 397-407. J. Mossay, «A propos des ‘Actes de Lavra’. Note sur les deux vies de saint Athanase l’Athonite», AnBoll 91 (1973) 121-132. J. Noret, «S. Paul Ier (eunuque?) et Paul II de Xéropotamou, maître et disciple homonymes», AnBoll 94 (1976) 387-390. o iδιοσ, «La Vie la plus ancienne de saint Athanase l’Athonite confrontée aux écrits laissés par le saint», AnBoll 100 (1982) 545-66. o iδιοσ, «La Vie ancienne d’Athanase l’Athonite confrontée au‘Tragos’ et à un acte de Nicéphore Phocas», AnBoll 101 (1983) 287-293. o iδιοσ, «La Vie la plus ancienne d’Athanase l’Athonite confrontée à d’autres vies de saints», AnBoll 103 (1985) 243-52. G. Galavaris, «The Portraits of St. Athanasius of Athos», Byzantine Studies/Etudes Byzantines 5 (1978) 96-124. A. Kazhdan, «Hagiographical Notes. 1. Two Versions of the Vita Athanasii», Byzantion 53 (1983) 538-544. o iδιοσ, «An Unsuccessful Attempt to Escape from Worldly Glory», BZ 78 (1985) 50-53. Ε. Follieri, San Fantino il Giovane, Subsidia Hagiographica 77, Bruxelles 1993, σ. 8388, 293. I. Δ. Πολεμησ, «Δύο ἀνέκδοτοι κανόνες πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ποιήματα Ἰωάννου τοῦ Σγουροῦ», Δίπτυχα 5 (1991/2) 149-171. o iδιοσ, Κανόνες εἰς τόν ὅσιον Ἀθανάσιον τόν Ἀθωνίτην, Ἀθήνα 1993. E. Lanne, «Quelques remarques sur la vie de Saint Athanase l’Athonite», Διεθνές Συμπόσιο: Tό Ἅγιον Ὄρος, σ. 167-175. P. Lemerle, Ὁ πρῶτος βυζαντινός οὐμανισμός. Σημειώσεις καί παρατηρήσεις γιά τήν ἐκπαίδευση καί τήν παιδεία στό Βυζάντιο ἀπό τίς ἀρχές ὥς τόν 10ο αἰώνα, [μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου], Ἀθήνα 1985, σ. 231-235. K. Ware, «St Athanasios: traditionalist or innovator?», Bryer - Cunningham, Mount Athos, σ. 3-16. Μον. Παυλος Λαυριωτης, Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης. Βίος - Τυπικόν - Παρακλητικός Κανών, Ἅγιον Ὄρος 2000. o iδιοσ, «Τό Λαυριωτικόν μοναστικόν σύστημα κατά τόν Ὅσιον Ἀθανάσιον τόν Ἀθωνίτην», Θεολογία 81 (2010) 259-285. o iδιοσ, Λαυριώτικον Ἁγιολόγιον, σ. 13-59. Μαξιμοσ Ιβηριτησ, «Ἁγιάσματα», σ. 152. D. Krausmüller, Saints’ Lives and Typika: The Constantinopolitan Monastery of Panagiou in the Eleventh Century, [PhD], Belfast 2001, σ. 68ἑ. Θ. Γιαγκου, «Ἡ ἐπίδραση τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Ἀθωνίτη στόν ὀρθόδοξο μοναχικό κόσμο», Κανόνες καί Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 251-288. B. Bλυσιδoy, Η βυζαντινή αριστοκρατία και η κρατική εξουσία: 9ος-10ος αι., Αθήνα 2003, σ. 134-142. D. Krausmüller, «An ascetic founder : the lost first Life of Athanasios the Athonite», Founders and refounders, σ. 63-86. D. Sullivan, «Siege warfare, Nikephoros II Phokas, relics and personal piety», Byzantine Religious Culture: Studies in Honor of Alice-Mary Talbot, ἐπιμ. E. Fisher, S. Papaioannou, D. Sullivan, Leiden 2012, σ. 395-409. PmbZ 2, ἀρ. 20001, 21278, 20670. [ΣE]
Ἀθανάσιος, Nικόλαος καί Ἀντώνιος, κτίτορες μονῆς Bατοπαιδίου (10-11ος αἰ.) Οἱ κτίτορες τῆς δεύτερης κατά τήν τάξη μονῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὀνομάζονταν Ἀθανάσιος, Νικόλαος καί Ἀντώνιος καί εἶχαν εὐγενή καταγωγή ἀπό τήν Ἀδριανούπολη, πόλη ἀπό τήν ὁποία προέρχονταν ἀρκετές οἰκογένειες τῆς βυζαντινῆς ἀριστοκρατίας. Σύμφωνα μέ τήν ἁγιορειτική παράδοση πού καταγράφεται ἀπό τό 16ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν σέ πατριογραφικά κείμενα, οἱ τρεῖς κτίτορες τῆς μονῆς Βατοπαιδίου ταξίδε-
ψαν τό 938 στόν Ἄθω καί συνδέθηκαν καταρχήν μέ τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, ἄν καί δέν γίνεται κάποια σχετική μνεία στούς Βίους του. Παρά τό γεγονός, ὅμως, ὅτι τοῦ προσέφεραν ἕνα μεγάλο χρηματικό ποσό (9.000 χρυσά νομίσματα), ἐκεῖνος τούς ὑπέδειξε τήν ἐρειπωμένη ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν πειρατῶν μονή τοῦ Βατοπαιδίου, γιά νά τήν ἐπανασυστήσουν· «εἰ βούλεσθε κτίσαι μονήν, ἰδοὺ ἡ μονὴ τοῦ Βατοπεδίου ἐρείπιον οὖσα.
60
ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ
Οἱ ἅγιοι τρεῖς Βατοπαιδινοί κτίτορες Ἀθανάσιος, Νικόλαος καί Ἀντώνιος, Μονή Βατοπαιδίου, σύγχρονη φορητή εἰκόνα
61
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
Ἀνακαινίσατε αὐτὴν καὶ ἔχετε τὸν μισθὸν ἐκ Θεοῦ». Τό γεγονός, πάντως, ὅτι πρόσφατες ἀρχαιολογικές ἔρευνες ἔχουν ἐντοπίσει ἐρείπια παλαιοχριστιανικῆς Βασιλικῆς πέριξ τοῦ βυζαντινοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, ἐπιβεβαιώνει τουλάχιστον τόν πυρήνα τῆς σχετικῆς παραδόσεως. Ἡ πρώτη γραπτή μαρτυρία γιά τούς κτίτορες τῆς μονῆς Βατοπαιδίου χρονολογεῖται τό 985, ὅταν μνημονεύεται ὁ Νικόλαος, μοναχός καί ἡγούμενος τῆς Μονῆς, σέ ἔγγραφο τῆς μονῆς Ἰβήρων. Σύμφωνα μέ τίς σωζόμενες μαρτυρίες, ὁ Νικόλαος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος κτίτορας τῆς μονῆς Βατοπαιδίου καί ἡ ἡγουμενία του διήρκεσε μέ
βεβαιότητα ὥς τό 1012, ἴσως καί ὥς τό 1016, ἀφοῦ μνημονεύεται σέ ἔγγραφα τῶν βυζαντινῶν ἀρχείων τῶν μονῶν Μ. Λαύρας, Βατοπαιδίου καί Κουτλουμουσίου. Πρόκειται γιά τήν περίοδο τῆς καθιέρωσης τῆς μονῆς Βατοπαιδίου ὡς κυρίαρχης καί ἀνεξάρτητης μονῆς, τρίτης κατά σειρά, μετά τή Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καί τή μονή τῶν Ἰβήρων. Ἐπιπλέον, τότε καταγράφονται οἱ πρῶτες κτήσεις τῆς μονῆς Βατοπαιδίου καί χρονολογεῖται ἡ ἔναρξη ἀνεγέρσεως τοῦ Καθολικοῦ της. Ὁ δεύτερος κτίτορας τῆς Μονῆς, Ἀθανάσιος, μνημονεύεται καί αὐτός σέ ἁγιορειτικά ἔγγραφα ἀπό τό 1020 ὥς τό 1048 καί μερίμνησε ἰδιαίτερα γιά τήν αὔξηση καί οἰκονομική ἀνάπτυξη τῆς μονῆς Βατοπαιδίου, ἀφοῦ ἐπί τῆς ἡγουμενίας του μαρτυρεῖται ἡ πρόσκτηση ἀρκετῶν νέων κτημάτων, ἀλλά καί ἰδιαίτερων προνομίων γιά τή Μονή του, ὅπως ἡ κτήση μεγάλου πλοίου. Ἀλλά καί ὁ ἀριθμός τῶν Βατοπαιδινῶν μοναχῶν πρέπει νά εἶχε αὐξηθεῖ ἰδιαίτερα, ἄν λάβουμε ὑπόψη τό προνόμιο χρήσεως ζεύγους βοδιῶν πού παραχωρήθηκε ἐπί ἡγουμενίας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου στή μονή Βατοπαιδίου ἀπό τόν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τίς ἀνάγκες τῆς παρασκευῆς τοῦ ἄρτου τῶν μοναχῶν της. Eἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι ὑπογράφει στό Τυπικό τοῦ Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1045) τρίτος, μετά τόν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τόν ἡγούμενο τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἐπιπλέον, κατά τήν πρόσφατη διάνοιξη τοῦ κτιτορικοῦ τάφου στό Καθολικό ἀνευρέθηκε καί ἕνα μολύβδινο πινακίδιο, στό ὁποῖο ἀναγραφόταν τό ὄνομά του καί εἶχε ἀποτροπαϊκό χαρακτήρα, ὥστε νά ἀποφευχθεῖ ἡ διάνοιξη τοῦ τάφου καί ἡ ταφή ἄλλου προσώπου σ᾽ αὐτόν. Ἐπιπλέον, τό γεγονός ὅτι στό πινακίδιο αὐτό ὁ Ἀθανάσιος ἀναφέρεται σέ σχετική ἐντολή τοῦ πατέρα του («ἐντολὴν ἔχετε ἀπὸ πατρὸς ἐμοῦ»), ἔχει ὁδηγήσει τούς ἐρευνητές στό συμπέρασμα ὅτι ἴσως νά μήν ἦταν ἁπλῶς πνευματικό τέκνο ἀλλά φυσικός υἱός τοῦ Νικολάου. Ὁ τρίτος ἐκ τῶν ἁγίων κτιτόρων τῆς μονῆς
Ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας Βηματάρισσας, ἤ Κτητόρισσας, Μονή Βατοπαιδίου
62
ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΩΝ ΜΟΝΩΝ
Ὁ τάφος τῶν τριῶν Βατοπαιδινῶν κτιτόρων, ἐσωνάρθηκας Καθολικοῦ, Μονή Βατοπαιδίου, 11ος αἰ.
Βατοπαιδίου, ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος, ἀπέχει χρονικά ἀπό τούς δύο προηγουμένους κατά ἕνα περίπου αἰώνα, ἐάν δεχθοῦμε τήν ταύτισή του μέ τόν ὁμώνυμο ἡγούμενο πού μνημονεύεται σέ Παντοκρατορινό ἔγγραφο τοῦ 1142, ὅπως ἔχει προταθεῖ. Ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς παρουσίας τῶν τριῶν ἁγίων κτιτόρων τῆς μονῆς Βατοπαιδίου παραμένει ὥς σήμερα ὁ περίφημος «τάφος τῶν κτιτόρων», στό νότιο ἄκρο τοῦ μεσονυκτικοῦ τοῦ Καθολικοῦ, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται σέ πηγές τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας ὡς τάφος πού περιεῖχε τά ἱερά λείψανα τῶν τριῶν εὐγενῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς, ἐπάνω ἀπό τόν ὁποῖο ἔκαιγε ἀκοίμητη κανδήλα, παράδοση πού διατηρεῖται ὥς τίς ἡμέρες μας. Ἔκφραση αὐτῆς τῆς παραδόσεως συνιστᾶ καί τό γεγονός τῆς εἰκονογρα-
φήσεως τῶν τριῶν κτιτόρων ὡς ἁγίων, μαζί μέ ἄλλους παλαιότερους καί νεότερους κτίτορες τῆς Μονῆς, στόν τοῖχο πάνω ἀπό τό ἀρκοσόλιο, κατά τήν ἀναζωγράφηση τοῦ μεσονυκτικοῦ τό ἔτος 1760. Ὁ τάφος τῶν τριῶν ἁγίων κτιτόρων διανοίχθηκε τό 1992. Πρόκειται γιά μία σύνθετη κατασκευή, μέ μία ὑπέργεια λειψανοθήκη, στήν ὁποία φυλάσσονταν τά λείψανα τοῦ πρώτου (Νικολάου) καί ἀργότερα καί τοῦ δευτέρου (Ἀθανασίου) κτίτορος, καί ἕναν ὑπόγειο τάφο, φαινόμενο σύνηθες στίς περιπτώσεις ταφῆς ἁγίων καί διακεκριμένων προσώπων. Μέ τούς τρεῖς ἁγίους κτίτορες τῆς μονῆς Βατοπαιδίου συνδέεται καί ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας Βηματάρισσας, οἱ ὁποία σέ ἀρκετές ὄψιμες πηγές μνημονεύεται καί ὡς «Κτητόρισσα», ἐξαιτίας τῆς ἀνευρέσεώς της
63
ΤΩΝ ΕΝ ΑΘΩ ΑΓΙΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
κατά τήν περίοδο αὐτή. Σύμφωνα μέ παλαιά ἑορτολογική παράδοση ἡ μνήμη τῶν τριῶν ἁγίων κτιτόρων τῆς μονῆς
Βατοπαιδίου τιμᾶται δύο φορές κατ᾽ ἔτος: στίς 17 Δεκεμβρίου καί τήν Πέμπτη τῆς Πεντηκοστῆς.
Βιβλιογραφια Σμυρνακης, Tό Ἅγιον Ὄρος, σ. 429. Λαμπρος, «Πάτρια Ἁγίου Ὄρους», σ. 209-211. Mαμαλακησ, Tό Ἅγιον Ὄρος, σ. 66-67. Xρηστου, Tό Ἅγιον Ὄρος, σ. 87. Παπαχρυσανθου, Ἀθωνικός Mοναχισμός, σ. 235-237. Θ. Παζαρας, «Ὁ τάφος τῶν Κτητόρων στό καθολικό τῆς Μονῆς Βατοπεδίου», Βυζαντινά 17 (1994) 407-440. o ιδιοσ, «Ὁ Τάφος τῶν Κτητόρων», Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, σ. 180-182. Δ. Σοφιανος, «Ἀναστασίου Παπαβασιλοπούλου ἀνέκδοτο ἔμμετρο Προσκυνητάριον τῆς μονῆς Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους», ΜΝΕ 5 (1996) 64–65. Ν. Οικονομιδης, «Μονή Βατοπεδίου. Τά προνόμια τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα», Ἱερά Μονή Βατοπεδίου, σ. 15-22. ο ιδιος, «Βυζαντινό Βατοπαίδι: Μιά Μονή τῆς ὑψηλῆς ἀριστοκρατίας», Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, σ. 44-53. Β. Κραβαρη, «Ἡ περιουσία τοῦ Βατοπεδίου στόν Ἄθω, 10ος13ος αἰῶνες», Ἱερά Μονή Βατοπεδίου, σ. 23-26. J. Bompaire - J. Lefort - V. Kravari - C. Giros, Actes de Vatopédi, τ. Ι: De origines à 1329, [AA ΧΧΙ], Paris 2001, σ. 5-13. Ε. Τσιγαριδας - Β. Παπαδημητριου, «Θαυματουργές Εἰκόνες τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου καί τά ἀντίγραφά τους», Μακεδονικά 36 (2007) 1-2. Μυλωνασ, Μπάρσκι, σ. 390. Mωϋσης Aγιορειτης, Βατοπαιδινό Συναξάρι, σ. 25-31. ο ιδιοσ, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σ. 153-154. [ΣΠ]
Ἰωάννης († 998) καί Eὐθύμιος († 1028) οἱ ῎Iβηρες, κτίτορες μονῆς Ἰβήρων Βαγρατίδες ἐδαφῶν τῆς περιοχῆς τοῦ Τάω. Ὡς συγγενής τοῦ Βαγρατίδη βασιλιᾶ, πού ἦταν φίλος καί σύμμαχος τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Ἰωάννης ἔγινε δεκτός μέ τιμές στό Μέγα Παλάτιον. Ἔχοντας πλέον ἐπιτύχει τήν ἀπελευθέρωση τοῦ γιοῦ του, ὁ Ἰωάννης ἐπέστρεψε μέ τή μοναστική του συνοδεία στόν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας ἀλλά ὄχι γιά πολύ. Νέος προορισμός του ἦταν ἡ λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου στό Ἅγιον Ὄρος καί περίοδος τῆς μετάβασης αὐτῆς ἐκείνη πού ἐμπίπτει χρονολογικά μεταξύ τοῦ 963, ἔτους ἱδρύσεως τῆς Μεγίστης Λαύρας, καί τοῦ 969, ἔτους θανάτου τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ. Παρότι οἱ μοναστικοί κανόνες δέν ἐπέτρεπαν τήν εἴσοδο ἀγενείων ἀνδρῶν στό Ὄρος, ὁ Ἀθανάσιος ἔκανε μαζί μέ ὅλους δεκτό τό νεαρό Εὐθύμιο. Σύντομα στή συνοδεία αὐτή τῶν Ἰβήρων μοναχῶν προστέθηκε καί ὁ ἐξάδελφος τοῦ Ἰωάννη, ὁ Τορνίκιος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἀποκτήσει περιουσία καί
Πατέρας καί γιός, οἱ ὅσιοι Ἰωάννης καί Εὐθύμιος κατάγονταν ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια τῆς Ἰβηρίας (δηλαδή τῆς Γεωργίας), ἡ ὁποία συγγένευε μέ τόν τοπικό βασιλικό οἶκο τῶν Βαγρατιδῶν. Γενέτειρά τους ἡ πόλη τοῦ Τάω στήν περιοχή Klardzeti πού ἐκτεινόταν σέ ἀπόσταση 200 χλμ. ἀνατολικά τῆς Τραπεζούντας και πού τότε βρισκόταν ὑπό τή διοίκηση τῆς δυναστείας αὐτῆς. Προτοῦ κἄν γνωρίσει τό γιό του, ὁ πατέρας ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ἰωάννης. Ἐμόνασε πρῶτα στή μονή τῶν Τεσσάρων Ἐκκλησιῶν στόν Πόντο (σημ. Dört Kilise στήν Τουρκία) καί ὕστερα σέ μοναστήρι στό ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας. Ἀναγκάστηκε ὡστόσο νά τό ἐγκαταλείψει καί νά ταξιδέψει μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν ἔμαθε πώς ὁ γιός του Εὐθύμιος εἶχε σταλεῖ ὅμηρος στόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ (963– 969). Ἡ ὁμηρία ἦταν ἕνα ἀπό τά ἀνταλλάγματα τῆς παραχώρησης ἀπό τούς Βυζαντινούς στούς
64