ΑΜΠΡΟΟΥΖ ΜΠΗΡΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΡΕΑΛΙΣΤΕΣ ΠΑΡΩΝ ΣΕ ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟ ΕΝΑΣ ΨΥΧΡΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Η ΚΗ∆ΕΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΜΟΡΤΟΝΣΟΝ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΕΝΑ ΑΣΥΡΜΑΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΡΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΙΣΟΝ ΕΝΑ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟ ΝΟΛΑΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΛΠΙΝ ΦΡΕΙΖΕΡ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ Ο ∆ΡΟΜΟΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΕΥΚΑ ΕΝΑ ΚΑΤΟΙΚΙ∆ΙΟ ΚΛΗΜΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΤΖΕΡ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΥΣ ΤΙ ∆ΥΣΚΟΛΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ∆ΙΑΣΧΙΖΕΙΣ ΕΝΑ ΧΩΡΑΦΙ ΕΝΑΣ ΑΤΈΛΕΙΩΤΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ∆ΡΟΜΟΥ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΤΣΑΡΛΣ ΑΣΜΟΡ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟΥΣ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ∆ΥΟ ΖΩΕΣ ΜΙΑ ΜΑΤΑΙΩΜΕΝΗ ΕΝΕ∆ΡΑ ∆ΥΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙ∆ΕΣ ΜΙΑ ΑΚΑΡΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ ΑΪΤΑ Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΗΜΕΝΟΥΣ
ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΟΞΟΝ ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
«Εξετάζοντας την ασυνήθιστη συµπεριφορά των Φαντασµάτων, ο Γερµανός φιλόσοφος και ποιητής Ερρίκος Χάινε [Heine, Heinrich, 1797-1865] αναφέρει µια σπουδαία θεωρία, σύµφωνα µε την οποία τα φαντάσµατα φοβούνται επίσης τους ανθρώπους. Υπάρχει ωστόσο ένα αξεπέραστο εµπόδιο στην αποδοχή της ύπαρξης φαντασµάτων. ∆εν εµφανίζονται ποτέ γυµνά. Φέρουν είτε διάφορα σεντόνια ή τα ρούχα που φορούσαν πριν πεθάνουν. Συνεπώς, για να πιστέψουµε στα φαντάσµατα θα πρέπει να αποδεχθούµε πως και τα υφάσµατα διαθέτουν την ίδια ικανότητα µε τους ανθρώπους να εµφανίζονται αφού δεν έχει µείνει πια στον κόσµο τίποτε από αυτά. Αν τώρα υποθέσουµε πως τα προϊόντα των αργαλειών διαθέτουν αυτήν την ικανότητα, τι λόγο έχουν να την χρησιµοποιήσουν; Και πάλι, γιατί δεν έχουν εµφανιστεί ποτέ ρούχα χωρίς φάντασµα µέσα τους; Είναι πολύ σηµαντικά ζητήµατα όλα αυτά και πρέπει να εξετάζονται µε την δέουσα σοβαρότητα». ΑΜΠΡΟΟΥΖ ΜΠΗΡΣ
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΡΕΑΛΙΣΤΕΣ
ΠΑΡΩΝ ΣΕ ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟ Ήταν ένας γέρος που τον έλεγαν Ντάνιελ Μπέικερ, κοντά στο Λίµπανον, στην Ιόβα, εκεί έµενε, κι οι γείτονές του τον υποψιάστηκαν πως σκότωσε έναν γυρολόγο που του ζήτησε να περάσει το βράδυ στο σπίτι του. Αυτό έγινε στα 1853. Τότε οι γυρολόγοι ήταν πολλοί στην ∆ύση, όχι όπως τώρα, και κινδύνευαν πραγµατικά. Φορτώνονταν τις πραµάτειες τους και όργωναν την χώρα, µόνοι τους, µες στις ερηµιές, κι όταν ήθελαν να κοιµηθούν - τι να έκαναν; - εµπιστεύονταν τους ντόπιους. Έπεφταν πάνω στα πιο περίεργα άτοµα. ∆εν τα φέρνουν βόλτα όλοι στην ζωή τους µε τίµιες πράξεις. Άλλοι φτάνουν µέχρι και το φόνο. Μέσα στο πρόγραµµα ήταν. ∆εν έτυχε λίγες φορές να βρεθεί ένας γυρολόγος, µε άδειες βαλίτσες και γεµάτο πουγκί, στην ερηµιά, να ζητήσει να µείνει στο σπίτι κανενός παλιανθρώπου, και να εξαφανιστεί. Το ίδιο έγινε και στην περίπτωση του «Γερο-Μπέικερ». Έτσι τον φώναζαν όλοι. (Στις δυτικές «περιοχές», τον τίτλο «Γερο-» τον δίνουν σε άτοµα που δεν απολαµβάνουν ιδιαίτερης εκτίµησης από το περιβάλλον. Κατά κάποιον τρόπο, η κοινωνική ανυποληψία συνδέεται µε τα γηρατειά). Ένας γυρολόγος µπήκε στο σπίτι του και δεν ξαναβγήκε ποτέ. Αυτό το ξέρουν όλοι. Ύστερα από εφτά χρόνια, ο Αιδεσιµότατος Κάµινγκς, ένας Βαπτιστής Πάστορας γνωστός σ’ όλη την περιοχή, έφτασε στο αγρόκτηµα του Μπέικερ. Ήταν νύχτα, αλλά έφεγγε λιγάκι. Το φεγγάρι περνούσε κάπου-κάπου απ’ την οµίχλη που είχε σκεπάσει τα πάντα σαν σεντόνι. Ο Αιδεσιµότατος Κάµινγκς ήταν ευχάριστος άνθρωπος. Πάντα χαρούµενος. Πήγαινε, λοιπόν, και σφύριζε ένα τραγούδι. Σταµατούσε µόνο για να πει καµιά καλή κουβέντα, να δώσει κουράγιο στο άλογό του. Έφτασε κοντά στην γεφυρούλα µιας ξερής ρεµατιάς, κι είδε να στέκεται πάνω της ένας άνδρας. Την σιλουέτα του είδε, αλλά η οµίχλη του δάσους που βρισκόταν λίγο πιο πίσω, την έκανε να φαίνεται καθαρά. Είχε κάτι στην πλάτη του και κρατούσε ένα χοντρό ραβδί. Κανένας γυρολόγος θα ήταν. Σαν αφηρηµένος στεκόταν, σαν υπνοβάτης. Ο Αιδεσιµότατος τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του και σταµάτησε, όταν βρέθηκε µπροστά του. Τον χαιρέτησε πρόσχαρα και του πρόσφερε θέση στην άµαξα. «Αν πηγαίνεις προς τα εκεί πού πηγαίνω» πρόσθεσε. Ο άγνωστος άνδρας σήκωσε το κεφάλι του, τον κοίταξε κατάµατα, αλλά ούτε απάντησε ούτε κινήθηκε. Ο Πάστορας επέµεινε ευγενικά, επαναλαµβάνοντας την πρόσκλησή του. Εκείνη την στιγµή, ο άνδρας τίναξε απότοµα το χέρι του, κι έδειξε κάτω. Στεκόταν άκρη-άκρη στην γεφυρούλα, γι’ αυτό ο Αιδεσιµότατος Κάµινγκς έκανε µεταβολή, κι έριξε το βλέµµα του στο βάθος της ρεµατιάς. ∆εν είδε τίποτε παράξενο, και γύρισε πάλι προς τον άνδρα. Αλλά εκείνος είχε χαθεί. Το άλογο, που όλη εκείνη την ώρα φαινόταν ανήσυχο, ρουθούνισε τροµαγµένο κι άρχισε να καλπάζει. Μέχρι να καταφέρει να το ελέγξει ο Πάστορας, έκανε καµιά εκατοστάρια µέτρα. Γύρισε και κοίταξε πίσω. Είδε ξανά την σιλουέτα του άντρα, στο ίδιο µέρος, στην ίδια στάση που τον πρωταντίκρισε. Για πρώτη φορά στην ζωή του είχε την αίσθηση του υπερφυσικού. Επέστρεψε στο σπίτι του, µε όση ταχύτητα του επέτρεψε το πρόθυµο άλογό του. Όταν έφτασε είπε τα καθέκαστα στην οικογένειά του, και νωρίς το άλλο πρωί, πήρε δυο γείτονες, τον Τζον Ουάιτ Κόρουιλ και τον Άµπνερ Ρέιζερ, και ξαναπήγε σε κείνο το µέρος. Βρήκαν το σώµα του Γερο-Μπέικερ κρεµασµένο µε σχοινί από τα δοκάρια της γεφυρούλας, ακριβώς στο ίδιο σηµείο που στεκόταν το προηγούµενο βράδυ ο άγνωστος άνδρας. Ένα παχύ στρώµα σκόνης υγραµένης από την οµίχλη κάλυπτε την γεφυρούλα, αλλά τα µόνα ίχνη που φαίνονταν ήταν από το άλογο του Αιδεσιµότατου Κάµινγκς. Στην προσπάθειά τους να κατεβάσουν το πτώµα του Γερο-Μπέικερ, τάραξαν το µαλακό χώµα που κάλυπτε τις πλαγιές της ρεµατιάς, αποκαλύπτοντας ανθρώπινα
οστά εντελώς ασπρισµένα από την βροχή και την οµίχλη. Θεώρησαν πως ανήκαν στον εξαφανισµένο γυρολόγο. ∆υο ανακρίσεις έγιναν, και οι δικαστές συµφώνησαν πως ο Γερο-Μπέικερ κρεµάστηκε µόνος τους επειδή ήταν τρελός, ενώ τον Σάµουελ Μόριτζ, τον γυρολόγο, τον σκότωσε ένας ή περισσότεροι άγνωστοι.
ΕΝΑΣ ΨΥΧΡΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ Την ιστορία αυτή την είπε ο µακαρίτης Μπένσον Φόλι – µε τ’ όνοµα – από το Σαν Φρανσίσκο. «Το Καλοκαίρι του 1881 γνώρισα κάποιον Τζέιµς Χ. Κόνγουεϊ, από το Φράνκλιν, στο Τενεσί. Είχε έρθει στο Σαν Φρανσίσκο για λόγους υγείας – άλλος ένας εξαπατηµένος άνθρωπος – και µου έφερε µια συστατική επιστολή από τον Κύριο Λόρενς Μπάρτινγκ. Τον Μπάρτινγκ τον είχα γνωρίσει σαν λοχαγό του Οµοσπονδιακού ατού στην διάρκεια του Εµφυλίου. Μετά την απόλυσή του εγκαταστάθηκε στο Φράνκλιν, και µε τον καιρό έγινε κάτι σηµαντικό, κάτι σαν δικηγόρος νοµίζω˙ ναι, βέβαια, δικηγόρος. Εγώ πάντα πίστευα πως ήταν έντιµος και ειλικρινής άνθρωπος, κι αφού η επιστολή του έδειχνε να συµπαθεί τόσο πολύ τον Κύριο Κόνγουεϊ, δεν είχα κανένα λόγο να µην τον αντιµετωπίσω κι εγώ µε απόλυτη εκτίµηση και εµπιστοσύνη. Μια µέρα, ενώ γευµατίζαµε, ο Κόνγουεϊ µου είπε πως είχαν υπογράψει µε τον Μπάρτινγκ ένα επίσηµο συµφωνητικό. Όποιος από τους δύο πέθαινε πρώτος, θα έπρεπε να συνεχίσει να επικοινωνεί µε τον άλλον, χρησιµοποιώντας κάποιο σαφές µέσον, το οποίο όµως – και πολύ σωστά κατά την γνώµη µου – είχε αφεθεί στην επιλογή του µακαρίτη, ανάλογα µε τις νέες που οπωσδήποτε θα αντιµετώπιζε. »Μερικές εβδοµάδες µετά από την κουβέντα για το συµφωνητικό, τον συνάντησα να κατεβαίνει αργά την Οδό Μοντγκόµερι. Αν κρίνω από την αφηρηµάδα του, ήταν προφανώς πολύ σκεπτικός. Με χαιρέτισε ψυχρά – ίσα που κούνησε το κεφάλι – και προσπέρασε, αφήνοντάς µε στην µέση του πεζοδροµίου µε απλωµένο χέρι, έκπληκτο και – φυσικά – κάπως πειραγµένο. Την εποµένη, τον συνάντησα ξανά στην υποδοχή του Ξενοδοχείου Παλάς. Με αντιµετώπισε µε τον ίδιο δυσάρεστο τρόπο. Τον πρόλαβα στην έξοδο, τον χαιρέτησα ευγενικά, και απαίτησα πάραυτα µιαν εξήγηση για την αλλαγή της συµπεριφοράς του. Προς στιγµήν, φάνηκε να διστάζει. Ύστερα, µε κοίταξε στα µάτια µε µια ειλικρίνεια αφοπλιστική, και είπε: ‘∆εν νοµίζω, Κύριε Φόλι, πως µπορώ να διεκδικώ πλέον την φιλία σας, από την στιγµή που ο Κύριος Μπάρτινγκ µου στέρησε την δική του, για κάποιον λόγο, τον οποίο δηλώνω µε αγανάκτηση πως αγνοώ παντελώς. Υποθέτω πως αν δεν σας τον έχει εξηγήσει ήδη, θα το κάνει πολύ σύντοµα’. ‘Μα πώς γίνεται αυτό;’ του αποκρίθηκα. ‘∆εν έχω καν νέα από τον Κύριο Μπάρτινγκ’. ‘∆εν έχετε νέα!’ αναφώνησε εκείνος, φανερά έκπληκτος. ‘Μα, αφού βρίσκεται ήδη εδώ. Τον συνάντησα εχθές, δέκα λεπτά πριν συναντήσω εσάς. Σας αντιµετώπισα ακριβώς µε τον τρόπο που µε αντιµετώπισε κι εκείνος. ∆εν πάει ένα τέταρτο της ώρας που τον είδα πάλι, και η συµπεριφορά του ήταν ίδια˙ µόλις που κούνησε το κεφάλι του και προσπέρασε. Θ’ αργήσω πολύ να λησµονήσω την ευγένεια µε την οποία µου συµπεριφερθήκατε. Καληµέρα σας, ή – αν επιθυµείτε – αντίο σας!’ »Η συµπεριφορά του Κυρίου Κόνγουεϊ µου φάνηκε εξαιρετικά διακριτική και λεπτή. »Εγώ δεν γνωρίζω από δραµατικά και λογοτεχνικά τεχνάσµατα, γι’ αυτό λέω κατευθείαν πως ο Κύριος Μπάρτινγκ ήταν νεκρός. Είχε πεθάνει στο Νάσβιλ τέσσερις µέρες πριν την κουβέντα στην είσοδο του ξενοδοχείου. Κάλεσα τον Κύριο Κόνγουεϊ, του γνωστοποίησα τον θάνατο του φίλου µας, και του έδειξα τις επιστολές οι οποίες τον ανακοίνωναν. Το γεγονός τον επηρέασε µ’ έναν τρόπο, που δεν µου επέτρεψε ούτε στιγµή ν’ αµφιβάλω για την ειλικρίνειά του.
‘Είναι απίστευτο’ είπε, σπάζοντας την στοχαστική σιωπή στην οποία είχε βυθιστεί τα τελευταία λεπτά. ‘Υποθέτω πως πέρασα κάποιον άλλον για τον Μπάρτινγκ. Ο υποτιθέµενος ψυχρός χαιρετισµός του, δεν ήταν παρά η ευγενική ανταπόκριση ενός ξένου στον δικό µου. Εξάλλου, τώρα θυµάµαι πως δεν είχε µουστάκι όπως ο Μπάρτινγκ’. ‘Αναµφίβολα ήταν κάποιος άλλος’ συναίνεσα. και δεν ξαναµιλήσαµε για το περιστατικό. Όµως στην τσέπη µου βρισκόταν η τελευταία φωτογραφία του Μπάρτινγκ - µια βδοµάδα πριν πεθάνει - που µου έστειλε η χήρα του. ∆εν είχε µουστάκι’.
ΜΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ Ο Όριν Μπρόουερ, από το Κεντάκι, ήταν φυγόδικος. ∆ολοφόνησε τον γαµπρό του, και δραπέτευσε από την πολιτειακή φυλακή, όπου περίµενε την δίκη του. Χτύπησε τον δεσµοφύλακα µε µια σιδερένια βέργα, του άρπαξε τα κλειδιά, άνοιξε την πόρτα της εισόδου, και βούτηξε µέσα στην νύχτα. Ο δεσµοφύλακας δεν ήταν οπλισµένος, κι έτσι ο Μπρόουερ δεν βρήκε όπλο, για να υπερασπιστεί στην ανακτηµένη ελευθερία του. Αµέσως µόλις βγήκε από την πόλη, έκανε την ανοησία να µπει στο δάσος, που εκείνη την εποχή ήταν πιο άγριο από σήµερα. Η νύχτα ήταν κατασκότεινη˙ ούτε φεγγάρι ούτε αστέρια. Ο Μπρόουερ ήταν ξένος, δεν ήξερε το µέρος, και – φυσικά – δεν άργησε να χαθεί. ∆εν µπορούσε να καταλάβει αν αποµακρυνόταν ή γύριζε στην πόλη. Είχε σηµασία αυτό για τον Όριν Μπρόουερ. Ήξερε πολύ καλά πως σε λίγο θα σχηµάτιζαν απόσπασµα στην πόλη και θα ρίχνονταν πίσω του µ’ ένα σωρό λαγωνικά. ∆εν είχε πολλές πιθανότητες να ξεφύγει, αλλά θα τους δυσκόλευε όσο µπορούσε. Και µια ώρα ελευθέριας παραπάνω, κάτι είναι. Ξαφνικά, ξεπρόβαλε µπροστά του ένας παλιός δρόµος. Αλλά στην είσοδό του στεκόταν ένας άντρας ή µάλλον η ακαθόριστη, ασάλευτη, µισοσκότεινη φιγούρα του. Τώρα πια ήταν αργά. ∆εν µπορούσε να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια. Με την πρώτη κίνηση, θα τον «γέµιζε µολύβι», όπως έλεγε αργότερα. Έτσι, στέκονταν εκεί κι οι δυο σαν δέντρα˙ ο Μπρόουερ µε την καρδιά του να θέλει να φύγει από στήθος του, κι ο άλλος... Κανείς δεν ξέρει τι ένοιωθε ο άλλος. ∆εν είχε περάσει ένα λεπτό - µπορεί να ήταν και ώρα – που το φεγγάρι µπήκε µαλακά σ’ ένα κοµµάτι ξάστερο ουρανό, κι ο δραπέτης είδε εκείνη την ενσάρκωση του Νόµου να δείχνει κάπου πίσω του µε το χέρι εντελώς τεντωµένο. Κατάλαβε. Έκανε µεταβολή, και µε την πλάτη γυρισµένη στον κυνηγό του, άρχισε να βαδίζει αργά, υπάκουα. ∆εν κοίταζε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, δεν τολµούσε καν ν’ αναπνεύσει. Ήδη ένιωθε στο κεφάλι και στην πλάτη του τις σφαίρες. Ο Μπρόουερ υπήρξε ο πιο γενναίος εγκληµατίας που κατάφερε να ζήσει για να κρεµαστεί. Αυτό αποδείχθηκε και από τις απίστευτα επικίνδυνες συνθήκες, υπό τις οποίες δολοφόνησε εν ψυχρώ τον γαµπρό του. ∆εν χρειάζεται να τις αναφέρουµε. Αποκαλύφθηκαν στην δίκη του, και η ηρεµία µε την οποία τις αντιµετώπισε, λίγο έλειψε να του σώσει τον λαιµό. Μα τι τα θέλετε! Όταν ένα γενναίος άντρας βάλλεται, καταθέτει τα όπλα. Πήραν λοιπόν τον παλιό δρόµο, µέσα από το δάσος, για την φυλακή. Μια φορά µόνο τόλµησε ο Μπρόουερ να γυρίσει το κεφάλι. Μία και µοναδική, κάποια στιγµή που βρέθηκε στο σκοτάδι και ήξερε πως τον άλλον τον φώτιζε το φεγγάρι. Και τι είδε; Ο κυνηγός του ήταν ο Μπάρτον Νταφ, ο δεσµοφύλακας, κάτασπρος σαν πεθαµένος, µε το σηµάδι από την σιδερένια βέργα στο µέτωπο. Ο Όριν Μπρόουερ δεν ήθελε να γνωρίζει τίποτε άλλο.. Επιτέλους µπήκαν στην πόλη, που ήταν κατάφωτη αλλά έρηµη. Μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά είχαν αποµείνει, και βρίσκονταν στους δρόµους. Ο εγκληµατίας τράβηξε ίσα για την φυλακή. Πλησίασε την είσοδο, έπιασε το χερούλι της βαριάς σιδερένιας πόρτας, την άνοιξε χωρίς δεύτερη κουβέντα, µπήκε και βρέθηκε µπροστά σε έξι οπλισµένους άνδρες. Έκλεισε πίσω του. ∆εν τον ακολουθούσε κανείς. Στο τραπέζι του διαδρόµου, βρισκόταν το πτώµα του Μπάρτον Νταφ.
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Το γεγονός πως τον Χένρι Άρµστρονγκ τον κήδεψαν και τον έθαψαν, δεν σηµαίνει αναγκαστικά πως ήταν νεκρός. Παραήταν σκληροτράχηλος για να πεισθεί πως τα τίναξε. Η ταφή του, βέβαια, επιβεβαιώνεται απόλυτα από αντιληπτική, αισθητηριακή άποψη. Και ποιος δεν τον είδε εκεί, ξαπλωµένο ανάσκελα στο φέρετρο, µε τα χέρια σταυρωµένα στο ύψος του στοµαχιού, δεµένα τόσο πρόχειρα, που όµως ακόµη κι αν κατάφερνε να λυθεί, δεν θα µπορούσε ν’ αλλάξει στο ελάχιστο την κατάστασή του; Όλα αυτά, κι ακόµη ο ερµητικός εγκλεισµός του, το απόλυτο σκοτάδι και, φυσικά, η σιωπή στοιχειοθετούσαν ένα συµπαγές σύνολο αποδείξεων, που δεν θα µπορούσαν να αµφισβητηθούν, δίχως να προκαλέσουν το λιγότερο ορισµένες χαµηλόφωνες διαµαρτυρίες. Ήταν άρρωστος˙ βέβαια, πολύ άρρωστος. Νεκρός όµως, όχι! Προσέτι, η απάθειά του, δεν του επέτρεψε ν’ ασχοληθεί ιδιαίτερα µε την ασυνήθιστη µοίρα που του επιφυλάχθηκε. ∆εν ήταν φιλόσοφος. Ένας απλός, συνηθισµένος άνθρωπος ήταν, - τουλάχιστον εκείνον τον καιρό - µε το χάρισµα της παθολογικής αδιαφορίας: το όργανο που ανησυχεί για τις συνέπειες ήταν ατροφικό σε κείνον. Έτσι, χωρίς ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα για το άµεσο µέλλον του, έπεσε να κοιµηθεί, κι αναπαύθηκε εν ειρήνη ο Χένρι Άρµστρονγκ. Από πάνω όµως κάτι έγινε. Ήταν µια νύχτα του Καλοκαιριού. Μόνο οι βουβές λάµψεις, που πύρωναν ένα χαµηλό σύννεφο, στον ουρανό της ∆ύσης, έσπαζαν κατά καιρούς το πυκνό σκοτάδι, προµηνύοντας καταιγίδα. Αυτές οι σύντοµες τρεµοσβηστές εκλάµψεις, διέγραφαν µε αποτρόπαιη σαφήνεια τα σχήµατα των µνηµείων και των τάφων του κοιµητηρίου, κάνοντάς τα – λες - να χορεύουν. Μια τέτοια νύχτα κανένα αξιόπιστο πρόσωπο δεν θα µπορούσε να βρεθεί στο κοιµητήριο, κι έτσι οι τρεις άνδρες, που έσκαβαν τον τάφο του Χένρι Άρµστρονγκ, ένιωθαν ασφαλείς. Οι δύο ήταν νεαροί φοιτητές του Ιατρικού Κολεγίου που βρισκόταν λίγα µίλια µακριά. Ο τρίτος, ένας γιγαντόσωµος νέγρος γνωστός ως Τζες. Ο Τζες εργαζόταν εδώ και πολλά χρόνια στο κοιµητήριο, σαν άνθρωπος για όλες τις δουλειές, και περηφανευόταν πως δεν «υπήρχε ψυχή εκεί πέρα» που να µην την γνωρίζει. Από την φύση της εργασίας που πραγµατοποιούσε εκείνη την στιγµή, µπορούµε να συνάγουµε πως το µέρος δεν ήταν τόσο πυκνοκατοικηµένο, όσο έδειχναν τα αρχεία του. Έξω από την πίσω µάντρα, αρκετά µακριά από την δηµοσιά, περίµενε ένα µόνιππο κάρο. Η εργασία της εκταφής δεν ήταν δύσκολη. Το αφράτο χώµα, µε το οποίο είχε γεµιστεί ο τάφος πριν λίγες ώρες, πρόβαλε ασήµαντη αντίσταση, και σύντοµα είχε σχηµατίσει ένα µικρό ανάχωµα ακριβώς δίπλα. Η µετακίνηση του φερέτρου ήταν πιο δύσκολη, αλλά δεν πήρε πολύ χρόνο, δεδοµένου ότι την ανέλαβε ο Τζες, ο οποίος ξεβίδωσε προσεκτικά το σκέπασµα, και το ακούµπησε δίπλα του, αφήνοντας τον νεκρό µε το µαύρο πανταλόνι και το λευκό πουκάµισο έκθετο στα βλέµµατα των άλλων. Την ίδια στιγµή, ο αέρας έλαµψε σαν να φλεγόταν. Η βροντερή εκκένωση µιας αστραπής συγκλόνισε την γαλήνη της νύχτας, κι ο Χένρι Άρµστρονγκ ανακάθισε στο φέρετρό του. Οι δύο από τους παρευρισκόµενους σκόρπισαν απ’ εδώ κι απ’ εκεί σαν κυνηγηµένοι, αφήνοντας άναρθρες κραυγές φρίκης. Καµιά δύναµη στον κόσµο δεν θα µπορούσε να τους πείσει να παραµείνουν στον τόπο του τρόπου. Όχι όµως και το Τζες˙ ο Τζες ήταν από διαφορετική ράτσα. Ίσα που φώτιζε µουντά ο Αυγερινός;, όταν οι δυο φοιτητές, κάτωχροι, καταβεβληµένοι από την αγωνία και τον τρόµο που είχαν περάσει, µε την ψυχή στο
στόµα, και το αίµα να ορµάει σαν τρελό στις φλέβες τους, έφτασαν επιτέλους στο Ιατρικό Κολέγιο. «Το είδες;» φώναξε έξαλλος ο ένας. «Το είδα, Θε µου, το είδα! Τι θα κάνουµε τώρα;» Πήγαν κατευθείαν στην πίσω πλευρά του κτιρίου, όπου είδα να στέκεται ένα µόνιππο κάρο. Έβγαλαν την αµπάρα της πόρτας του Ανατοµείου, και µπήκαν µέσα χωρίς να κοιτάξουν, σχεδόν µηχανικά. Σ’ έναν πάγκο, κρυµµένος στο σκοτάδι του δωµατίου, καθόταν ο νέγρος Τζες. Σηκώθηκε, κι έσκασε ένα θριαµβευτικό χαµόγελο, στο οποίο συµµετείχαν µάτια, φρύδια και µασέλες˙ τα πάντα. «Περίµενα, για να πληρωθώ» είπε. Σ’ ένα µακρύ τραπέζι βρισκόταν ξαπλωµένος Χένρι Άρµστρονγκ˙ ή µάλλον το πτώµα του, µε το κεφάλι γεµάτο αίµατα και λάσπες από το χτύπηµα µε το φτυάρι.
Η ΚΗ∆ΕΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΜΟΡΤΟΝΣΟΝ Ο Τζον Μόρτονσον ήταν νεκρός. Είπε τα τελευταία λόγια του ρόλου του στην τραγωδία «Άνθρωπος», και βγήκε απ’ την σκηνή. Το σώµα του αναπαυόταν σ’ ένα φέρετρο από εξαιρετικό µαόνι, µε γυάλινο σκέπασµα. Οι ετοιµασίες για την κηδεία έγιναν τόσο προσεκτικά, ώστε όλοι όσοι γνώριζαν τον µακαρίτη, δεν είχαν καµιά αµφιβολία πως θα ήταν ικανοποιηµένος. Το πρόσωπό του, κάτω απ’ το γυαλί, δεν ήταν άσχηµο θέαµα. Χαµογελούσε ανεπαίσθητα, και καθώς ο θάνατος ήταν ανώδυνος, δεν έφερε άλλα σηµάδια από τα καλλωπιστικά ψιµύθια του γραφείου τελετών. Στις δύο µετά το µεσηµέρι, οι φίλοι είχαν κανονίσει να συναντηθούν για ν’ αποτίσουν τον ύστατο φόρο τιµής σε κάποιον που δεν είχε πια ανάγκη ούτε τους φίλους ούτε την τιµή. Οι επιζώντες της οικογενείας έρχονταν κάθε λίγο και λιγάκι, και θρηνούσαν πάνω από τον νεκρό που τους κοίταζε ατάραχος πίσω από το γυαλί του. ∆εν ήταν σωστό εκ µέρους τους. ∆εν του άρεσε του Τζον Μόρτονσον αυτό το πράγµα. Μα θανάτου παρόντος η λογική και η φιλοσοφία πάνε περίπατο. Καθώς πλησίαζαν οι δύο µετά το µεσηµέρι, οι φίλοι άρχισαν να καταφθάνουν, κι αφού πρώτα παρηγορούσαν τους τεθλιµµένους συγγενείς, όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις, στέκονταν ένας-ένας σοβαροί στις θέσεις τους, δίπλα στο φέρετρο, συνειδητοποιώντας όλο και περισσότερο τον σηµαντικό ρόλο που έπαιζαν στην εξέλιξη της κηδείας. Ύστερα ήρθε ο Πάστορας, κι ως υπέρτατος ουράνιος φωστήρας, εξαφάνισε τα φώτα των µικρότερων αστέρων. Πίσω του ερχόταν η χήρα, της οποίας οι θρήνοι και οι οδυρµοί κατέκλυσαν την αίθουσα. Πλησίασε το φέρετρο, ακούµπησε το πρόσωπό της στο ψυχρό γυαλί, και ύστερα την οδήγησαν ευγενικά να καθίσει δίπλα στην θυγατέρα της. Ήσυχα-ήσυχα, αργά και πένθιµα ο άνθρωπος του Θεού ευλόγησε τον νεκρό. Η περίλυπη φωνή του έσµιγε µε τους υπόκωφους λυγµούς, που είχε αναλάβει να διεγείρει και να συντηρήσει. ∆υνάµωνε κι ησύχαζε η φωνή του, πήγαινε κι ερχόταν, σαν το κύµα που δέρνεται στην ακροθαλασσιά. Το λίγο φως που είχε αποµείνει, χανόταν κι αυτό σιγά-σιγά, καθώς νύχτωνε. Κι ο Πάστορας έλεγε, όλο έλεγε. Τα σύννεφα τράβηξαν την βαριά κουρτίνα τους στον ουρανό, κι οι πρώτες σταγόνες της βροχής ακούστηκαν να πέφτουν µε ορµή. Η φύση ολόκληρη έµοιαζε να θρηνεί για τον Τζον Μόρτονσον. Όταν τέλειωσε πια ο Πάστορας, κι άρχισαν να ψέλνουν, πήραν οι νεκροποµποί τις θέσεις τους γύρω στο φέρετρο. Κι όταν σταµάτησαν κι οι ψαλµοί, χύθηκε η χήρα καταπάνω στο φέρετρο και το αγκάλιασε κι έσκουξε υστερικά. Εν πάση περιπτώσει, κάποτε απελπίστηκε, ησύχασε, παραδόθηκε, και καθώς ο Πάστορας την αποµάκρυνε, το βλέµµα της έπεσε στο πρόσωπο του νεκρού, κάτω απ’ το γυαλί. Σήκωσε τα χέρια της, ούρλιαξε και σωριάστηκε λιπόθυµη. Οι συγγενείς όρµησαν προς το φέρετρο, οι φίλοι ακολούθησαν, και καθώς το ρολόι του τζακιού σήµαινε µε επισηµότητα τρεις ακριβώς, κοίταξαν όλοι µαζί τον µακαρίτη, τον Τζον Μόρτονσον. Υποχώρησαν, αηδιασµένοι, ζαλισµένοι. Κάποιος, στην προσπάθειά του ν’ αποφύγει το απαίσιο θέαµα, χτύπησε πάνω στο φέρετρο, ρίχνοντας ένα από τα στηρίγµατά του. Το φέρετρο ανετράπη, έσκασε στο πάτωµα, και το γυάλινο σκέπασµα έγινε κοµµάτια. Από το ανοιχτό φέρετρο πρόβαλε η γάτα του Τζον Μόρτονσον. Πήδηξε τεµπέλικα στο πάτωµα, κάθισε στα πίσω πόδια της, σκούπισε γαλήνια την καταµατωµένη µουσούδα της µε την πατούσα της, κι ύστερα βγήκε από την αίθουσα µε βήµα γεµάτο επιβλητική αξιοπρέπεια.
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
ΕΝΑ ΑΣΥΡΜΑΤΟ ΜΗΝΥΜΑ Το Καλοκαίρι του 1896, ο Κύριος Ουίλιαµ Χολτ, πλούσιος εργοστασιάρχης από το Σικάγο, έτυχε να µένει προσωρινά σε κάποια µικρή πόλη στην κεντρική Νέα Υόρκη, το όνοµα της οποίας δεν θυµάται πια ο συγγραφέας. Ο Κύριος Χολτ είχε αντιµετωπίσει «πρόβληµα µε την σύζυγό του», το οποίο τους οδήγησε σε χωρισµό πριν από έναν χρόνο. Αν και κατά πόσον το πρόβληµα αυτό δεν ήταν τίποτε σοβαρότερο από µιαν «ασυµφωνία χαρακτήρων», ήταν ίσως το µοναδικό ζωντανό πλάσµα που το γνώριζε. Ο Κύριος Χολτ δεν είχε την επαίσχυντη συνήθεια των εκµυστηρεύσεων. Παρόλα αυτά, γνωστοποίησε το παρακάτω περιστατικό σε ένα και µοναδικό πρόσωπο, χωρίς να του ζητήσει να το αποκρύψει. Το πρόσωπο αυτό ζει τώρα στην Ευρώπη. Κάποιο απόγευµα, άφησε το σπίτι του αδελφού του, τον οποίο είχε επισκεφθεί από νωρίς, βρίσκοντας την ευκαιρία για έναν µικρό περίπατο στην εξοχή. Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε – οποιαδήποτε αξία και αν έχει µια τέτοιου είδους υπόθεση για όσα επακολούθησαν – πως ήταν ήδη αρκετά φορτωµένος µε σκέψεις για τα οικογενειακά προβλήµατα, που είχαν αλλάξει τόσο δραµατικά την ζωή του. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι κι αν σκεφτόταν, πρέπει να τον είχε απορροφήσει πολύ, γιατί δεν κατάλαβε ούτε πως πέρασε η ώρα ούτε πού τον έφεραν τα βήµατά του. Το µόνο που ήξερε ήταν πως βρισκόταν πολύ έξω από την πόλη, σε µιαν ερηµική περιοχή, και βάδιζε σ’ ένα δρόµο, που δεν θύµιζε καθόλου εκείνον που πήρε όταν έφυγε από το χωριό. Με λίγα λόγια, «είχε χαθεί». Όταν κατάλαβε το πάθηµά του, χαµογέλασε. Η κεντρική Νέα Υόρκη δεν είναι επικίνδυνη περιοχή, ούτε συνέβη ποτέ να χαθεί κανείς για τα καλά. Έκανε µεταβολή και πήρε πίσω τον δρόµο από τον οποίο είχε έρθει µέχρι εκεί. ∆εν πρόλαβε να πάει µακριά, όταν παρατήρησε πως έβλεπε καλύτερα τα πάντα γύρω του˙ το τοπίο φωτιζόταν. Μια απαλή κοκκινωπή λάµψη πρόβαλε την σκιά του ίσια µπροστά. «Ανατέλλει το φεγγάρι» είπε στον εαυτό του. Τότε θυµήθηκε πως εκείνες τις µέρες θα έπρεπε να είχαν νέα σελήνη, και πως το κατεργάρικο αστέρι δεν θα έπρεπε να φαίνεται καθόλου. Σταµάτησε και κοίταξε πίσω του, αναζητώντας την πηγή όλης εκείνης της απροσδόκητης φωτεινότητας. Την στιγµή ακριβώς που γύρισε, η σκιά του τον ακολούθησε και βρέθηκε πάλι µπροστά του. Το φως επέµενε να έρχεται από πίσω. Μπερδεύτηκε˙ δεν µπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Γύρισε, ξαναγύρισε προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα, µα η σκιά του συνέχισε να βρίσκεται µπροστά και το φως πίσω: «ένα ασάλευτο, απαίσια κόκκινο φως». Ο Χολτ έµεινε κατάπληκτος - «εµβρόντητος» ήταν η λέξη που χρησιµοποίησε – αλλά κατάφερε να διατηρήσει ένα τουλάχιστον µέρος των πνευµατικών του δυνάµεων. Προκειµένου να διαπιστώσει την ένταση του φωτός, που δεν µπορούσε να εξηγήσει ούτε από πού πήγαζε ούτε την κατεύθυνση που ακολουθούσε, έβγαλε το ρολόι του και το κοίταξε. Οι δείκτες διακρίνονταν πεντακάθαρα, και έδειχναν έντεκα και είκοσι πέντε λεπτά. Εκείνη την στιγµή, το µυστηριώδες φως δυνάµωσε απότοµα, µεταβλήθηκε σε µιαν εκτυφλωτική λάµψη, που καταύγασε τον ουρανό, εξαφάνισε τ’ αστέρια και σκέπασε µε την τερατώδη σκιά του Χολτ την γη ολόκληρη. Μέσα σε κείνη την απόκοσµη φωταγωγία, δίπλα του αλλ’ οπωσδήποτε αρκετά ψηλότερα, είδε να αιωρείται η µορφή της συζύγου του. Φορούσε νυχτικά και κρατούσε στην αγκαλιά της το παιδί τους. Τα µάτια της καρφώθηκαν στα δικά του µε µιαν έκφραση, για την οποία αργότερα στάθηκε αδύνατον να βρει κάποιο όνοµα, να την περιγράψει. Αρκέστηκε σ’ ένα «δεν ήταν από αυτή την ζωή». Η λάµψη κράτησε µόνο µια στιγµή. Ύστερα έπεσε βαθύ σκοτάδι. Το όραµα παρέµεινε για λίγο διάστηµα, κατάλευκο, ακίνητο, ώσπου βυθίστηκε κι αυτό, αργά-
αργά, µες στο σκοτάδι, σαν απείκασµα κάποιας έντονης εικόνας όταν κλείνουµε τα µάτια. Το όραµα είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που ο Χόλµαν δεν το πρόσεξε εκείνη την ώρα, το θυµήθηκε πολύ αργότερα: η γυναίκα δεν φαινόταν ολόκληρη˙ µόνο από το στήθος και πάνω. Από εκεί και κάτω, τίποτε. Το ξαφνικό σκοτάδι δεν ήταν απόλυτο, γιατί σταδιακά άρχισε να διακρίνει τα πάντα γύρω του. Ήταν χαράµατα πια όταν ο Χολτ, χωρίς να το καταλάβει, µπήκε στο χωριό από την αντίθετη κατεύθυνση που είχε φύγει. ∆εν άργησε να φτάσει στο σπίτι του αδελφού του, ο οποίος δυσκολεύτηκε πολύ να τον αναγνωρίσει. Ήταν αγριεµένος, τσακισµένος, γκρίζος σαν ποντίκι. ∆ιηγήθηκε την χθεσινοβραδινή περιπέτειά του, σχεδόν χωρίς κανένα ειρµό. «Έλα, φτωχέ µου φίλε, ησύχασε» του είπε ο αδελφός του. «Πήγαινε τώρα να κοιµηθείς, κι έχουµε καιρό γι’ αυτά». Μια ώρα αργότερα έφτανε το προαναγγελθέν τηλεγράφηµα. Το σπίτι του Χολτ, σ’ ένα προάστιο του Σικάγο, είχε καεί. Η σύζυγός του εγκλωβίστηκε από τις φλόγες, και στάθηκε µπροστά σ’ ένα παράθυρο του επάνω ορόφου, κρατώντας στην αγκαλιά της το παιδί˙ ακίνητη, εµφανώς σαστισµένη. Όταν έφτασαν οι πυροσβέστες µε την σκάλα, το πάτωµα υποχώρησε, και δεν ξαναείδαν την δύστυχη γυναίκα. Η αποκορύφωση του φρικιαστικού δράµατος συνέβη στις έντεκα και είκοσι πέντε ακριβώς.
ΤΡΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΙΣΟΝ ΕΝΑ Το 1861, ο Μπαρ Λάσιτερ, ένας νεαρός είκοσι δύο χρόνων, ζούσε µε τους γονείς και την µεγαλύτερη αδελφή του στο Καρθέιτζ, στο Τενεσί. Η οικογένεια ήταν κάπως στενεµένη οικονοµικά. Ζούσαν από την εκµετάλλευση µιας µικρής, όχι ιδιαίτερα εύφορης, φυτείας. ∆εν είχαν δούλους, κι έτσι δεν ανήκαν στα «πρώτα τζάκια» της περιοχής. Όµως ήταν έντιµοι, µορφωµένοι και ευγενικοί άνθρωποι, άξιοι σεβασµού όσο τουλάχιστον κάθε οικογένεια µε εξουσία πάνω στους γιους και τις κόρες του Χαµ. Οι τρόποι του γηραιότερου Λάσιτερ είχαν εκείνη την αυστηρότητα, που συχνά επιβεβαιώνει µιαν άτεγκτη αφοσίωση στο καθήκον, και υποκρύπτει στοιχεία τρυφερότητας και εν γένη συναισθηµατισµού. Ο πατέρας Λάσιτερ ήταν από το σίδερο που πλάθονται οι µάρτυρες. Όµως στην καρδιά του καλουπιού ελλόχευε ένα ευγενέστερο µέταλλο, ευαίσθητο σε χαµηλότερες θερµοκρασίες, οι οποίες δεν επηρέαζαν στο ελάχιστο το σκληρό εξωτερικό. Τόσο η κληρονοµικότητα όσο και το περιβάλλον, όλο και κάτι από τον άκαµπτο χαρακτήρα του είχαν µεταφέρει στα υπόλοιπα µέλη της οικογενείας. Μπορεί από το σπιτικό των Λάσιτερ να έλλειπε η στοργή και η θαλπωρή, αλλά ήταν ένα γνήσιο προπύργιο καθήκοντος. Και το καθήκον – αχ αυτό το καθήκον – είναι σκληρό σαν τον θάνατο! Όταν κατέφθασε ο Πόλεµος, βρήκε την οικογένεια – όπως άλλωστε τις περισσότερες σε κείνη την Πολιτεία – συναισθηµατικά διχασµένη. Ο νεαρός υποστήριζε την Ένωση. Οι υπόλοιποι εναντιώνονταν µε εξαιρετική επιθετικότητα. Αυτή η ατυχής διαφωνία έγινε αιτία να δηµιουργηθούν ανεπίτρεπτες πικρίες στο εσωτερικό της οικογενείας. Γι’ αυτό, όταν ο απολωλός γιος και αδελφός έφυγε, δηλώνοντας την πρόθεσή του να καταταχθεί στον Οµοσπονδιακό ατό, δεν βρέθηκε ένα χέρι να σφίξει το δικό του, δεν άκουσε ούτε ένα απλό «Αντίο», καµιά ευχή δεν τον ακολούθησε σε κείνη την έξοδο προς τον κόσµο, όπου τον περίµενε η µοίρα του. Πήγε µέχρι το Νάσβιλ, που είχε ήδη καταληφθεί από τα στρατεύµατα του Στρατηγού Μπιούελ, κατατάχθηκε στο πρώτο Σώµα που βρήκε µπροστά του, ένα Σύνταγµα Ιππικού από το Κεντάκι, και πέρασε όλα τα στάδια της στρατιωτικής εκπαίδευσης, από τον αδέξιο νεοσύλλεκτο µέχρι τον πεπειραµένο βετεράνο. Βετεράνος υπήρξε και µάλιστα καλός, παρόλο που η προφορική αφήγησή του, από την οποία προέκυψε αυτή η ιστορία, δεν έκανε καµιά σχετική αναφορά. Τα καθέκαστα διαδόθηκαν από τους συντρόφους του που επέζησαν. ∆ιότι ο Μπαρ Λάσιτερ φώναξε «Παρών» στον Λοχία Θάνατο. ∆υο χρόνια µετά την κατάταξή του, έτυχε να περάσει από τα µέρη του. Η περιοχή είχε υποφέρει τα πάνδεινα από τον πόλεµο, δεδοµένου ότι καταλήφθηκε διαδοχικά (και ταυτόχρονα) από τις εµπόλεµες δυνάµεις, µε αποτέλεσµα να διεξαχθούν αιµατηρότατες µάχες λίγα βήµατα έξω από την ιδιοκτησία των Λάσιτερ. Όµως ο νεαρός βετεράνος δεν ήξερε τίποτε. Έτυχε τώρα να βρεθεί σ’ ένα στρατόπεδο, πολύ κοντά στο σπίτι του, και λαχτάρησε, όπως είναι φυσικό, να δει τους γονείς και την αδελφή του, ελπίζοντας πως ο χρόνος κι ο χωρισµός θα είχαν αµβλύνει την παράλογη οργή τους, όπως άλλωστε συνέβη και στον ίδιο. Πήρε άδεια, και ξεκίνησε αργούτσικα ένα απόγευµα του Καλοκαιριού. ∆εν είχε ανατείλει πολλή ώρα η πανσέληνος, όταν ένοιωσε κάτω απ’ τα πόδια του το χαλίκι του µονοπατιού που οδηγούσε στο σπίτι που γεννήθηκε. Ο πόλεµος µεγαλώνει γρήγορα τους στρατιώτες. ∆υο χρόνια είναι πολύς καιρός για έναν νέο άνθρωπο. Ο Μπαρ Λάσιτερ ένοιωθε γέρος, περίµενε να δει γύρω του ερείπια κι ερηµιά. Όµως τίποτε δεν είχε αλλάξει. Όλα ήταν στη θέση τους, κι όλα του έκαναν βαθιά εντύπωση. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, η συγκίνηση τον έπνιγε˙ ένοιωθε έναν κόµπο στον λαιµό. Ασυναίσθητα, άνοιξε το βήµα του. Σχεδόν
έτρεχε, κι η σκιά του κατέβαλε απελπισµένες, παράδοξες προσπάθειες να τον ακολουθήσει. Το σπίτι δεν είχε φως και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Καθώς πλησίασε και σταµάτησε για να ανακτήσει τον έλεγχο του εαυτού του, ο πατέρας του πρόβαλε και στάθηκε εκεί, µπροστά του, χωρίς καπέλο, λουσµένος στο φως του φεγγαριού. «Πατέρα!» κραύγασε ο νεαρός, και χύθηκε µπροστά µε τα χέρια διάπλατα ανοιχτά. «Πατέρα!» Ο άντρας κάρφωσε στο πρόσωπό του ένα βλέµµα αυστηρό, χωρίς να κάνει την παραµικρή κίνηση. Ύστερα γύρισε και ξαναµπήκε στο σπίτι. Πικράθηκε ο στρατιώτης, απογοητεύτηκε, ταπεινώθηκε, πληγώθηκε και πανικοβλήθηκε την ίδια στιγµή. Σωριάστηκε σ’ ένα παγκάκι κι έκρυψε το πρόσωπό του ανάµεσα στις τρεµάµενες παλάµες του, ηττηµένος, παραδοµένος. Όχι, όχι, δεν θα το ανεχόταν αυτό. Ήταν πολύ καλός στρατιώτης, ώστε να εκλάβει την απόρριψη σαν ήττα. Σηκώθηκε και µπήκε στο σπίτι, περνώντας κατευθείαν στο «σαλόνι». Λίγο το φως. Όσο φεγγάρι µπορούσε να περάσει απ’ ένα παράθυρο χωρίς κουρτίνες, στον ανατολικό τοίχο. Πλάι στο τζάκι, βρισκόταν το µόνο έπιπλο του δωµατίου, ένα χαµηλό σκαµνί. Εκεί καθόταν η µητέρα του, µε το βλέµµα καρφωµένο στα κατάµαυρα αποκαΐδια του παγωµένου τζακιού. Της µίλησε δειλά, της είπε λόγια τρυφερά, σχεδόν την ικέτευσε, όµως εκείνη δεν απάντησε, δεν κινήθηκε, δεν έδειξε καν να εκπλήσσεται από την παρουσία του. Η αλήθεια είναι πως ο σύζυγός της είχε όλο το χρόνο να την πληροφορήσει για την επιστροφή του ασώτου. Την πλησίασε, λίγο ακόµη και θ’ άγγιζε το χέρι της µε το δικό του, όταν µπήκε από το διπλανό δωµάτιο η αδελφή του. Τον κοίταξε κατάµατα, τον προσπέρασε, χωρίς το παραµικρό σηµάδι πως τον αναγνώρισε, και χάθηκε στο άνοιγµα της πόρτας που βρισκόταν πίσω του. Την ακολούθησε µε το βλέµµα του, κι όταν έκλεισε πίσω της την πόρτα, γύρισε στην µητέρα του. Είχε φύγει κι αυτή. Ο Μπαρ Λάσιτερ κατευθύνθηκε γρήγορα προς την έξοδο. Το φως του φεγγαριού τρεµόσβηνε στον κήπο, δίνοντας στην χλόη κάτι απ’ το αργό λίκνισµα της θάλασσας. Τα δέντρα και οι σκιές τους σάλευαν σαν να τα φυσούσε η αύρα. Το µονοπάτι έµοιαζε κλυδωνίζεται έτοιµο να καταρρεύσει στο παραµικρό πάτηµα. Ο νεαρός στρατιώτης ήξερε πως όλα αυτά οφείλονταν στα δάκρυα που πληµµύριζαν τα µάτια του. Τα ένοιωθε τα δάκρυα. Κυλούσαν στα µάγουλά του κι έσταζαν στα πέτα της στολής του. Έφυγε˙ πήρε αµέσως τον δρόµο για το στρατόπεδο. Το επόµενο πρωί, έτσι χωρίς σκοπό, χωρίς να έχει κάτι συγκεκριµένο στο µυαλό του, ξεκίνησε πάλι για το σπίτι του. Μισό µίλι πριν φτάσει, συνάντησε τον Μπάσροντ Άλντρο, παιδικό φίλο και συµµαθητή του, ο οποίος τον υποδέχθηκε ζεστά, φιλικά. «Πηγαίνω στο σπίτι µου» είπε ο στρατιώτης. Ο άλλος του έριξε µια διαπεραστική µατιά, αλλά δεν είπε τίποτε. «Το ξέρω» συνέχισε ο Λάσιτερ, «οι δικοί µου δεν άλλαξαν, αλλά...» «Όλο και κάτι άλλαξε» τον έκοψε ο Άλµπρο. «Όλα αλλάζουν. Λέω να έρθω µαζί σου, αν δεν σε πειράζει. Θα κουβεντιάσουµε λιγάκι στον δρόµο». Όµως ο Άλµπρο δεν έβγαλε κουβέντα σε όλη την διαδροµή. Αντί για σπίτι, βρήκαν ένα σωρό πέτρες κι αποκαΐδια ξεπλυµένα, σκαµµένα, µουλιασµένα απ’ το νερό της βροχής. Ο Λάσιτερ δεν µπορούσε να συνέλθει από την έκπληξη που ένοιωσε. «∆εν ήξερα πώς να στο πω» µουρµούρισε ο Άλµπρο. «Πέρυσι, στην µεγάλη µάχη, έπεσε µια οβίδα των Οµοσπονδιακών». «Και η οικογένειά µου; Τι έγιναν, πού βρίσκονται;» «Στον Παράδεισο ελπίζω. Σκοτώθηκαν όλοι».
ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟ ΝΟΛΑΝ Νοτίως του σηµείου στο οποίο ο δρόµος που ενώνει το Λίσβιλ µε το Χάρντι, στην Πολιτεία του Μισούρι, συναντά το ανατολικό άκρο του Φαραγγιού του Μέι, βρίσκεται ένα εγκαταλειµµένο σπίτι. Έχει να κατοικηθεί από το 1879, και δεν θ’ αργήσει να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη. Τρία χρόνια πριν από το προαναφερθέν έτος, ζούσε εκεί η οικογένεια του Τσαρλς Μέι, από τους προγόνους του οποίου πήρε το όνοµά του το παραπλήσιο φαράγγι.. Η οικογένεια του Κυρίου Μέι περιλάµβανε µιαν σύζυγο, ένα ενήλικο αγόρι και δύο ανήλικα κορίτσια. Τον γιο τον έλεγαν Τζον. Τα ονόµατα των κοριτσιών ο συγγραφέας του παρόντος δεν τα γνωρίζει. Ο Τζον Μέι ήταν πάντα σκυθρωπός και εριστικός. ∆εν οργιζόταν εύκολα, αλλά φαινόταν να τρέφει µέσα του συνεχώς ένα είδος σκοτεινού, αδιάλλακτου µίσους. Ο πατέρας του ήταν εντελώς διαφορετικός άνθρωπος: ευχάριστος, καλοσυνάτος, αλλά και κάπως ευέξαπτος. Άναβε ξαφνικά σαν θηµωνιά, καιγόταν γρήγορα, κι αυτό ήταν όλο. ∆εν κρατούσε µέσα του θυµό. Ξεσπούσε, κι ύστερα κοιτούσε να συµφιλιωθεί. Λίγο παραπέρα, έµενε ένας αδελφό του, που από αυτήν την άποψη δεν του έµοιαζε καθόλου. Οι γύρω κάτοικοι αστειεύονταν λέγοντας πως ο Τζον είχε κληρονοµήσει τον χαρακτήρα του θείου του. Κάποια µέρα, ο γιος και ο πατέρας παρεξηγήθηκαν, µε αποτέλεσµα ο δεύτερος να δώσει µια γερή γροθιά στο πρόσωπο του πρώτου. Ο Τζον σκούπισε αµέσως το αίµα από το πρόσωπό του, κοίταξε κατάµατα τον ήδη µετανιωµένο γονιό του, και του είπε ατάραχα: «Θα πεθάνεις γι’ αυτό που έκανες». Τα λόγια του έτυχε να τ’ ακούσουν δυο αδέλφια που ονοµάζονταν Τζάκσον. Κατευθύνθηκαν προς το µέρος τους, αλλά βλέποντας πως είχε ανάψει για τα καλά ο καυγάς, δε πλησίασαν. Έφυγαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Αργότερα, ο Τσαρλς Μέι ανέφερε το ατυχές περιστατικό στην σύζυγό του, και της εξήγησε πως είχε ζητήσει συγνώµη από τον γιο του για το απερίσκεπτο χτύπηµα, χωρίς αποτέλεσµα όµως. Ο νέος όχι µόνο απέρριψε τις δικαιολογίες του, αλλά αρνήθηκε να πάρει πίσω την τροµερή απειλή του. Παρόλα αυτά, δεν επήλθε ανοιχτή ρήξη στην σχέση τους. Ο Τζον συνέχισε να ζει µε την οικογένεια, κι όλα ήταν όπως πριν. Μια Κυριακή πρωί του Ιουνίου, στα 1879, δυο βδοµάδες περίπου µετά το περιστατικό, ο Μέι πατήρ άρπαξε ένα φτυάρι κι έφυγε από το σπίτι, αφού πρώτα πήρε το πρωινό του. Είπε πως πήγαινε στο δάσος, ένα µίλι απόσταση, για ν’ ανοίξει ένα χαντάκι απ’ την πηγή, ώστε να φτάνει το νερό µέχρι τα γελάδια. Ο Τζον έµεινε στο σπίτι αρκετές ώρες, ασχολούµενος πότε µε το ξύρισµα, πότε µε την αλληλογραφία του, και πότε διαβάζοντας εφηµερίδα. Ήταν πάνω-κάτω στην συνηθισµένη του διάθεση˙ ίσως ελάχιστα πιο βλοσυρός κι εριστικός. Στις δύο έφυγε κι αυτός. Επέστρεψε στις πέντε. Για κάποιο λόγο που δεν σχετιζόταν µε αυτές καθαυτές τις κινήσεις του - και τον οποίο δεν στάθηκε δυνατόν να θυµηθούν - η µητέρα του και οι αδελφές του ήταν απολύτως βέβαιες για την ακριβή ώρα τόσο της αναχώρησης όσο και της επιστροφής του. Έτσι τουλάχιστον είπαν όταν δικαζόταν για φόνο. Παρατήρησαν ακόµη πως τα ρούχα του ήταν κατά τόπους νωπά, σαν να είχε προσπαθήσει να ξεπλύνει λεκέδες από αίµα, γεγονός που αποδείχθηκε αληθές στην διάρκεια της δίκης. Η συµπεριφορά του ήταν παράξενη, κι η όψη του αγριεµένη. Παραπονέθηκε πως ένοιωθε αδιάθετος. Πήγε στο δωµάτιό του κι έπεσε στο κρεβάτι. Ο Μέι πατήρ δεν επέστρεψε. Όταν πήρε να βραδιάζει, ο κοντινότεροι γείτονες αποφάσισαν να τον αναζητήσουν. Έψαχναν όλη-νύχτα κι όλη-µέρα στο δάσος που βρισκόταν η πηγή. ∆εν βρήκαν παρά τις πατηµασιές των δύο ανδρών στην λάσπη
γύρω στην πηγή. Στο µεταξύ, ο Τζον Μέι χειροτέρεψε. Περιήλθε µε εξαιρετική ταχύτητα σε µια κατάσταση, την οποία ο τοπικός γιατρός χαρακτήρισε ως νευρικό πυρετό. Παραληρούσε κάτι για κάποιον φόνο, αλλά δεν ανέφερε ποιος δολοφονήθηκε, ούτε ποιος θα µπορούσε να είναι ο φονιάς. Όµως οι αδελφοί Τζάκσον θυµήθηκαν την απειλή που είχε εκστοµίσει, κι έτσι συνελήφθη ως ύποπτος. Ο βοηθός Σερίφη τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισµό. Η κοινή γνώµη στράφηκε εναντίον του µε ιδιαίτερη αγριότητα, κι αν δεν ήταν άρρωστος, ο όχλος θα τον είχε κρεµάσει το δίχως άλλο. ∆εδοµένης της σοβαρότητας της κατάστασης, οι γείτονες συγκεντρώθηκαν την Τρίτη, και εξέλεξαν µιαν επιτροπή, που θα ερευνούσε την υπόθεση, και θα έπραττε τα δέοντα. Την Τετάρτη όλα άλλαξαν. Από την πόλη του Νόλαν, οκτώ µίλια µακριά, κατέφθασε µια ιστορία που έδωσε άλλο τροπή στην υπόθεση. Το Νόλαν αποτελείτο από ένα σχολείο, ένα σιδεράδικο, ένα «παντοπωλείο» και έξι-επτά σπίτια. Το παντοπωλείο ανήκε σε κάποιον Χένρι Όντιλ, εξάδελφο του Μέι πατρός. Το απόγευµα της Κυριακής που εξαφανίσθηκε ο Κύριος Μέι, ο Κύριος Όντιλ βρισκόταν στο κατάστηµα µε τέσσερις γείτονες, ανθρώπους απόλυτα φερέγγυους. Κάπνιζαν και κουβέντιαζαν. Έκανε ζέστη, κι έτσι ήταν ανοιχτές και οι δύο πόρτες του καταστήµατος, µπρος και πίσω. Γύρω στις τρεις, ο Τσαρλς Μέι – τον οποίον γνώριζαν όλοι πολύ καλά - µπήκε από την µπροστινή είσοδο και βγήκε αµέσως από την πισινή. ∆εν φορούσε ούτε σακάκι ούτε καπέλο. ∆εν τους κοίταξε, δεν γύρισε καν να τους χαιρετίσει, γεγονός που δεν τους εξέπληξε γιατί ήταν ολοφάνερα πληγωµένος. Πάνω από το αριστερό του φρύδι διακρινόταν ένα τραύµα, ένα βαθύ σχίσιµο απ’ όπου ανάβλυζε συνεχώς αίµα, πληµµύριζε την αριστερή πλευρά του προσώπου του, κατέβαινε στον λαιµό, και µούσκευε το ανοιχτό γρι πουκάµισό του. Όλως παραδόξως, οι παρευρισκόµενοι θεώρησαν πως είχε µπλέξει σε καυγά, πληγώθηκε και τώρα κατευθυνόταν προς το ποταµάκι, πίσω από το κατάστηµα, για να ξεπλυθεί. Μια κάποια αίσθηση διακριτικότητας, ένα είδος επαρχιώτικης προκατάληψης ίσως, τους εµπόδισε να τρέξουν να τον βοηθήσουν. Τα πρακτικά της δίκης, από τα οποία αντλήθηκε αυτή η ιστορία, δεν δίνουν σαφή εξήγηση επί του θέµατος. Έµειναν εκεί και τον περίµεναν να επιστρέψει, µα δεν επέστρεψε. Το ποταµάκι, πίσω από το κατάστηµα, το πλαισίωνε ένα δάσος, που εκτεινόταν έξι µίλια µακριά, µέχρι τους Λόφους του Μέντισεν Λοτζ. Αµέσως µόλις οι συντοπίτες του εξαφανισθέντος έµαθαν πως είχε περάσει από το Νόλαν, παρουσιάστηκε αξιοσηµείωτη αλλαγή στο δηµόσιο αίσθηµα. Η επιτροπή επαγρύπνησης διαλύθηκε χωρίς τυπικές διαδικασίες. Η έρευνα στο δασωµένο Φαράγγι του Μέι σταµάτησε. Σύσσωµος ο ανδρικός πληθυσµός µεταφέρθηκε στις ερηµιές γύρω από το Νόλαν και στους Λόφους του Μέντισεν Λοτζ. Μα δεν βρέθηκε το παραµικρό ίχνος του Μέι. Το πιο παράξενο στην όλη υπόθεση είναι πως κάποιος συνελήφθη επίσηµα και δικάστηκε για τον φόνο ενός ανθρώπου, του οποίου το πτώµα ούτε δεν είδε ποτέ κανείς. ∆εν γνώριζαν καν αν ήταν νεκρός. Όλοι λίγο ως πολύ ξέρουµε από πρώτο χέρι πόσο παράξενοι, πόσο ακραίοι καταντούν ορισµένες φορές οι φύλακες του Νόµου, όµως η συγκεκριµένη περίπτωση ήταν οµολογουµένως µοναδική. Εν πάση περιπτώσει, αξίζει να σηµειωθεί πως µόλις ο Τζον Μέι συνήλθε, του απαγγέλθηκε κατηγορία για τον φόνο του εξαφανισθέντος πατέρα του. Ο συνήγορός του δεν φάνηκε να έχει ηθικές αναστολές, κι έτσι η υπόθεση συζητήθηκε επί της ουσίας. Η κατηγορούσα αρχή ήταν νωθρή, απρόθυµη. Η υπεράσπιση δεν δυσκολεύτηκε να κατασκευάσει – µε όλον τον σεβασµό στον εκλιπόντα – ένα άλλοθι. Αν την ώρα που
υποτίθεται πως ο Τζον Μέι δολοφόνησε τον Τσαρλς Μέι, ο δεύτερος βρισκόταν µίλα µακριά από τον πρώτο, τότε ήταν προφανές πως ο Τσαρλς δολοφονήθηκε από άλλον. Ο Τζον Μέι απαλλάχθηκε, εγκατέλειψε αµέσως την περιοχή, και δεν ξανακούστηκε τίποτε γι’ αυτόν. Λίγο αργότερα, η µητέρα του πήρε τα δύο κορίτσια της και µετακόµισε στο Σαιν Λιούις. Τα χωράφια πέρασαν στα χέρια ενός γείτονα που τα δικά του βρίσκονταν δίπλα τους. Ο άνθρωπος αυτός είχε ήδη δική του κατοικία, κι έτσι το σπίτι των Μέι έµεινε άδειο˙ να γερνάει µε τον καιρό και να περιφέρεται γύρω του η φήµη πως ήταν στοιχειωµένο. Την εποµένη της αναχώρησης και των τελευταίων Μέι από την περιοχή, µερικά αγόρια, παίζοντας στο δασωµένο φαράγγι, βρήκαν µισοσκεπασµένο µε φύλλα ένα φτυάρι, που το είχαν ξεχώσει τ’ αγριογούρουνα. Ήταν σχεδόν καινούργιο, χωρίς ίχνος σκουριάς, εκτός από ένα µατωµένο σηµάδι στην άκρη του. Στο στειλιάρι υπήρχαν χαραγµένα τα αρχικά Τ. Μ. Η ανακάλυψη αυτή αναζωπύρωσε – κατά κάποιον τρόπο – το ενδιαφέρον του κοινού, που είχε σβήσει πριν από µερικούς µήνες. Το σηµείο που βρέθηκε το φτυάρι ερευνήθηκε προσεκτικά, µε αποτέλεσµα να ανακαλυφθεί ένα πτώµα. Το είχαν θάψει σε βάθος δύο περίπου µέτρων, και είχαν σκεπάσει τη γη µε φύλλα και ξερόκλαδα. Βρισκόταν σε πολύ καλή κατάσταση, δεδοµένου ό,τι το έδαφος ήταν πλούσιο σε µεταλλικά στοιχεία, που δεν το άφησαν να λειώσει. Πάνω από το δεξί φρύδι του πτώµατος διακρινόταν ένα τραύµα, ένα βαθύ σχίσιµο από το οποίο είχε αναβλύσει το αίµα που πληµµύρισε την αριστερή πλευρά του προσώπου, κατέβηκε στον λαιµό, και µούσκευε το ανοιχτό γρι πουκάµισό του. Το κρανίο είχε τσακιστεί από το χτύπηµα. Ήταν ο Τσαρλς Μέι. Μυστήριο παρέµεινε το πέρασµά του από το κατάστηµα του Κυρίου Όντελ, στο Νόλαν.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΛΠΙΝ ΦΡΕΙΖΕΡ
«O θάνατος επιφέρει πολύ σηµαντικότερες αλλαγές από αυτές που συνήθως παρατηρούµε. Συµβαίνει συχνά να επιστρέφουν οι ψυχές και να εµφανίζονται στους ζωντανούς µε την µορφή των σωµάτων που εγκατέλειψαν όταν πέθαναν. Το ίδιο γίνεται και µε τα σώµατα. Συχνά επανέρχονται στην ζωή και κινούνται χωρίς ψυχή. Μάλιστα εκείνοι που έτυχε να συναντήσουν ένα τέτοιο πτώµα - και επέζησαν – δήλωσαν πως δεν έχει συναισθήµατα και µνήµη˙ µόνο µίσος. Επίσης, είναι γνωστό πως άνθρωποι οι οποίοι υπήρξαν καλοκάγαθοι όσο ζούσαν, έγιναν κακοί όταν πέθαναν». ΑΛΗ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Μια νύχτα κατασκότεινη στα µέσα του καλοκαιριού, ένας άνδρας ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο του µέσα στο δάσος, ανακάθισε στην γη, κοίταξε, για µια στιγµή το απόλυτο σκοτάδι που τον έζωνε και είπε: «Κατερίνα Λαρού». Αυτό µονάχα. Κι ούτε ήξερε γιατί. Ο άντρας λεγόταν Χάλπιν Φρέιζερ. Κάποτε έµενε στην Σάντα Έλενα, µα τώρα κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται, γιατί είναι νεκρός. Όταν έχεις την συνήθεια να κοιµάσαι στα δάση, µε µόνο στρώµα τα ξερά φύλλα και την βρεγµένη γη, και µόνο σκέπασµα τα κλαδιά απ’ όπου έπεσαν τα φύλλα και τον ουρανό απ’ όπου έπεσε η γη, δεν µπορείς να ελπίζεις πως θα ζήσεις πολύ. Παρόλα αυτά, ο Φρέιζερ κατάφερε να φτάσει τα τριάντα δύο. Υπάρχουν πλάσµατα σ’ αυτόν τον κόσµο – εκατοµµύρια πλάσµατα, κι ίσως τα πιο σπουδαία – που θεωρούν πολύ σηµαντικό να γίνεις τριάντα δύο χρόνων. Είναι τα παιδιά. Όταν αντικρίζεις το ταξίδι της ζωής από το πρώτο λιµάνι που έπιασε το καραβάκι των ηµερών σου, ακόµη και η πιο µικρή απόσταση µοιάζει να οδηγεί στην µακρινότερη ακτή. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι βέβαιο αν ο Χάλπιν Φρέιζερ πέθανε από τις κακουχίες. Είχε περάσει όλη τη µέρα στα βουνά του Όκλαντ, κυνηγώντας περιστέρια κι άλλα µικρά αποδηµητικά. Αργά το απόγευµα συννέφιασε ο καιρός, κι έχασε ο Χάλπιν τον προσανατολισµό του, κι αντί να κάνει ό,τι κάνει όποιος χαθεί, να κατεβεί γρήγορα-γρήγορα στα πεδινά, να βρει τους δρόµους, να σωθεί, µπερδεύτηκε ακόµη περισσότερο γυρεύοντας τα µονοπάτια, µέχρι που η νύχτα τον πρόφτασε στο δάσος. Μες στο σκοτάδι δεν µπορούσε να περάσει τις πυκνές φυλλωσιές που του έφραζαν το δρόµο. Σάστισε πια ολότελα, κουράστηκε, ξάπλωσε στην ρίζα µιας µεγάλης Μαντόρνας και κοιµήθηκε βαθιά, χωρίς ούτε ένα όνειρο. Ώρες µετά, µες στην καρδιά της νύχτας, κάποιος µυστήριος άγγελος Θεού, ξέφυγε απ’ τις αµέτρητες στρατιές των συναδέλφων του, και γλίστρησε σαν αστραπή κατά την ∆ύση, κάτω. Ψιθύρισε την λέξη του ξυπνηµού στο αυτί του κοιµισµένου, κι εκείνος ανακάθισε και είπε ένα όνοµα, χωρίς να ξέρει ούτε γιατί ούτε σε ποιον ανήκε. Ο Χάλπιν Φρέιζερ δεν ήταν φιλόσοφος, ούτε επιστήµονας. Είχε ξυπνήσει απότοµα απ’ τον βαθύ, τρισκότεινο ύπνο του και είχε πει ένα όνοµα που δεν θυµόταν καν να το θυµάται. Κι όµως δεν µπήκε καν στον κόπο να σκεφτεί πως θα µπορούσε να δώσει µιαν εξήγηση. Απλά του φάνηκε παράξενο, και ριγώντας απρόθυµα, σε ένδειξη σεβασµού προς την ψύχρα που έβαζε η νύχτα τέτοια εποχή, ξάπλωσε πάλι και κοιµήθηκε. Όµως τώρα, ο ύπνος του δεν ήταν πια τρισκότεινος˙ ονειρευόταν. Πήγαινε, λέει, σ’ έναν µεγάλο χωµατόδροµο, που χανόταν κατάλευκος µες στα νυχτερινά σκοτάδια του Καλοκαιριού. Από πού είχε ξεκινήσει, πού πήγαινε και
γιατί, ιδέα δεν είχε, παρόλο που όλα ήταν τόσο απλά και φυσικά. Έτσι είναι τα όνειρα, αφού στην Πέρα Γη του Κρεβατιού, οι εκπλήξεις δεν προβληµατίζουν κανένα, και η λογική αναπαύεται. Σε λίγο, έφτασε σε µια διασταύρωση. Ένας στενότερος, λιγότερο ταξιδεµένος, δρόµος ξεκινούσε από τον µεγάλο χωµατόδροµο, κι έµοιαζε πια παρατηµένος, γιατί – όπως σκέφτηκε ο Χάλπιν – θα οδηγούσε σε κάτι οπωσδήποτε κακό. ∆εν δίστασε, τον πήρε αµέσως, σαν σπρωγµένος από κάποια ακατανίκητη ανάγκη. Καθώς βάδιζε µε κόπο, άρχισε να νοιώθει πως ο δρόµος του ήταν ζωντανός: γεµάτος αόρατα πλάσµατα, που δεν µπορούσε να τους δώσει κάποια µορφή συγκεκριµένη. Μόνο ασυνάρτητους ψιθύρους, κοµµατιασµένους, άκουγε πίσω απ’ τα δέντρα, ολόγυρά του. Άγνωστη ήταν η γλώσσα τους, κι όµως κάπως την καταλάβαινε. Λέξεις, φράσεις ατέλειωτες, αποσπάσµατα µιας φρικαλέας συνοµωσίας ενάντια στο σώµα και την ψυχή του. Είχε νυχτώσει απ’ ώρα, κι όµως το απέραντο δάσος που διέσχιζε σαν να φωτιζόταν από κάποια ασθενική λάµψη. ∆εν ήξερε από πού ερχόταν εκείνη η λάµψη, γιατί δεν έβλεπε τα πράγµατα τριγύρω του να ρίχνουν σκιά. Μια πορφυρή αναλαµπή αιχµαλώτισε το βλέµµα του. Οι παλιές ροδιές που είχε αφήσει κάποιο κάρο, σχηµάτιζαν µακρόστενες λιµνούλες, σαν να ’βρεχε πριν από λίγο. Σταµάτησε και βούτηξε τα δάχτυλά του εκεί. Ήταν αίµα! Κοίταξε γύρω του. Αίµα παντού. Τ’ αγριόχορτα που θέριευαν στις άκρες του δρόµου είχανε τα πανύψηλα πλατιά τους φύλλα βουτηγµένα στο αίµα, κι η σκόνη ανάµεσα στις παλιές ροδιές ήταν γεµάτη ξεραµένες κηλίδες σαν να έπεσε κόκκινη βροχή. Στων δέντρων τους κορµούς ξεχώριζαν αµέτρητα σηµάδια πορφυρά, κι από τα φυλλώµατά τους το αίµα έσταζε σαν την δροσιά. Κοίταζε γύρω του ο Χάλπιν µ’ έναν τρόµο, που δεν ταίριαζε στην φυσική ικανοποίηση που ένοιωθε. Όλα εκείνα του φαίνονταν σαν εξαγνισµός ενός εγκλήµατος. Ήξερε πως ο ένοχος ήταν ο ίδιος, µα δεν µπορούσε να θυµηθεί πότε και πού το έκανε. Η συνείδηση της ενοχής του δεν ήταν παρά ένας ακόµη τρόµος µέσα στις τόσες απειλές, στα τόσα µυστήρια που τον κύκλωναν. Μάταια γύρισε πίσω στην περασµένη του ζωή, µήπως και θυµηθεί την στιγµή του ανοσιουργήµατός του. Οι σκηνές, τα περιστατικά βούιζαν και µπερδεύονταν µες στο µυαλό του. Η µια εικόνα έσβηνε την άλλη, ή έσµιγε µαζί της κι έπλαθε κάτι αόριστο, θαµπό. Πουθενά µια λάµψη, µια µικρή φλογίτσα, κάποιο σηµάδι αυτού που αναζητούσε. Η αποτυχία φούντωσε τον τρόµο του. Ένοιωθε σαν να ’χε σκοτώσει µέσα στο σκοτάδι, µα δεν ήξερε ποιον και γιατί. Έφριξε καθώς το µυστηριώδες φως σάλεψε σιωπηλά, απαίσια, απειλητικά, ανάµεσα σε κείνη την επίβουλη βλάστηση, σε κείνα τα δέντρα, που σαν να είχαν συνεννοηθεί απέπνεαν κάτι µελαγχολικό, κάτι µοχθηρό. Ήταν βέβαιος πως όλα γύρω του συνωµοτούσαν για να ταράξουν την γαλήνη του. ∆εν άντεχε πια. Από παντού έφταναν στ’ αυτιά του καθαρά µυριάδες αναπάντεχοι ψίθυροι πλασµάτων, που ήταν ολοφάνερο πως δεν ανήκαν στον κόσµο αυτόν. Μάζεψε τις δυνάµεις του και, σαν να ήθελε να διαλύσει κάποια απαίσια µάγια που τον βύθιζαν αργά στην σιωπή, στην πλήρη αδράνεια, κραύγασε µε όση ορµή του επέτρεπαν τα πνευµόνια του! Η φωνή του φάνηκε να σπάζει σε άπειρα κοµµάτια παράξενων, πρωτόγονων ήχων. Ένα ακατανόητο τραύλισµα ξεπήδησε από µέσα του, κι έτρεξε να χαθεί στην απεραντοσύνη του δάσους. Ύστερα σιωπή. Ύστερα όλα όπως πριν. Κι όµως είχε κάνει µιαν αρχή, είχε αντισταθεί, είχε πάρει κουράγιο. Άνοιξε πάλι το στόµα του και είπε: «∆εν θα υποκύψω στην σιωπή. Μπορεί να ταξιδεύουν δυνάµεις που δεν είναι µοχθηρές σ’ αυτόν τον καταραµένο δρόµο. Θα τους αφήσω κάτι, θα τους αφήσω ένα σηµάδι. Θα εξιστορήσω τα λάθη µου, και τους κατατρεγµούς που υπέφερα, εγώ ένας
αβοήθητος θνητός, ένας µετανοών αµαρτωλός κι άκακος ποιητής!» Ο Χάλπιν Φρέιζερ ήταν ποιητής µόνον όσο ήταν µετανοών αµαρτωλός: στο όνειρό του. Βγάζοντας από το πανωφόρι του ένα σηµειωµατάριο µε κόκκινο δερµάτινο κάλυµµα - και τις µισές σελίδες χωρισµένες για υπενθυµίσεις – διαπίστωσε πως δεν είχε µολύβι. Έκοψε ένα κλαδάκι από κάποιον θάµνο, το βούτηξε σε µια λακκούβα µε αίµα, κι έγραψε βιαστικά. ∆εν είχε καν προλάβει ν’ αγγίξει το χαρτί µε το κλαδάκι του, όταν κάπου µακριά σε κείνη την απροσµέτρητη έκταση που απλωνόταν µπροστά του, ξέσπασε ένα βαθύ, άγριο γέλιο, που έµοιαζε ολοένα να ’ρχεται ολοένα προς το µέρος του, ένα γέλιο χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά, χωρίς χαρά, σαν την φωνή του ψαροφάγου που ξορκίζει την νυχτερινή µοναξιά του στην όχθη της λίµνης, ένα γέλιο που κορυφώθηκε σε µιαν απόκοσµη κραυγή γύρω του, κοντά του, κι ύστερα έσβησε µε κύµατα αργά, λες και το καταραµένο πλάσµα που την είχε βγάλει πέρασε πάλι το κατώφλι του κόσµου απ’ όπου είχε πριν λίγο ξεχυθεί. Όµως ο Χάλπιν ένοιωθε πως δεν ήταν έτσι. Ό,τι φρικτό είχε ξεστοµίσει εκείνο το αποτρόπαιο γέλιο δεν είχε κάνει βήµα από κοντά του. Ένα παράξενο αίσθηµα κατέλαβε αργά-αργά το σώµα και το µυαλό του. ∆εν µπορούσε να πει τι ακριβώς ήταν και ποιαν απ’ τις αισθήσεις του επηρέαζε. Το εισέπραττε σαν βαθιά συναίσθηση, σαν ακλόνητη βεβαιότητα κάποιου υπερφυσικού κακού εντελώς διαφορετικού απ’ τις αόρατες υπάρξεις που συνωστίζονταν γύρω του, και ασύγκριτα ισχυρότερου. Ήξερε πως αυτό ήταν που είχε βγάλει εκείνο το αποτρόπαιο γέλιο. Τώρα έµοιαζε να τον πλησιάζει. Από πού δεν ήξερε, κι ούτε τολµούσε να υποθέσει. Όλοι οι φόβοι που ένοιωθε πριν λίγο, έσβησαν η φώλιασαν µέσα στον γιγάντιο τρόµο που τον κυριαρχούσε. Έτρεµε σύγκορµος, κι είχε µονάχα µια σκέψη: να τελειώσει το µήνυµά του στις καλές δυνάµεις που διέσχιζαν εκείνο το στοιχειωµένο δάσος. Ίσως κάποτε τον γλίτωναν, αν αρνιόταν την ευλογία του αφανισµού. Έγραφε µε τροµακτική ταχύτητα. Το κλαδάκι δεν χρειαζόταν αίµα πια˙ είχε αρκετό από τα δάχτυλά του. Όµως, στην µέση εκεί µιας πρότασης, τα χέρια του έπαψαν να υπακούουν στην θέλησή του. Κρέµασαν άβουλα τα χέρια του, κι έπεσε το µικρό βιβλίο στην γη, κι έµεινε εκείνος, άφωνος, να κοιτάζει το αιχµηρό, τσακισµένο, πρόσωπο, τ’ ανέκφραστα, άψυχα µάτια της µητέρας του, που έστεκε µπροστά του: µια σιωπηλή φιγούρα τυλιγµένα στα κατάλευκα σάβανά της.
ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ Όταν ήταν νεαρός, ο Χάπλιν Φρέιζερ ζούσε µε τους γονείς του στο Νάσβιλ του Τένεσι. Οι Φρέιζερ ήταν καλοστεκούµενοι, µε καλή θέση σε µια κοινωνία που είχε καταφέρει να περάσει σχεδόν αλώβητη µέσα απ’ την λαίλαπα του Εµφυλίου Πολέµου. Τα παιδιά τους απόλαυσαν όλες τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ευκαιρίες που τους προσέφερες ο τόπος και η εποχή τους, και εκµεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις καλές συναναστροφές και τις γνώσεις τους, δεδοµένου ότι ήταν ευγενικά και καλλιεργηµένα. Ο Χάλπιν ήταν ο µικρότερος, καθόλου εύρωστος και ίσως λίγο «βουτυρόπαιδο». Είχε το διπλό µειονέκτηµα µιας εργατικής µητέρας κι ενός απερίσκεπτου πατέρα. Ο Φρέιζερ πατήρ ήταν αυτό που δεν ήταν κανένας εύπορος Νότιος: πολιτικός. Οι αξιώσεις που προέβαλε η περιοχή του, ή καλύτερα, ο τόπος, η Πολιτεία του, διεκδικούσαν τόσο σθεναρά τον χρόνο και την προσοχή του, σε σηµείο που αναγκάστηκε να γυρίσει την πλάτη στις ανάγκες της οικογένειάς του – συµπεριλαµβανοµένων και των δικών του – µην έχοντας αυτιά παρά µόνο για το πανδαιµόνιο των πολιτικών και πολεµικών ιαχών. Ο νεαρός Χάλπιν πραγµατοποίησε µια ονειροπόλα, οκνηρή, ροµαντική για την ακρίβεια, στροφή σχετική µε την αδυναµία που έτρεφε στην λογοτεχνία και όχι στην νοµική, το επάγγελµα που τον είχε αναθρέψει. Όσοι γνωστοί του ήταν οπαδοί της µοντέρνας θεωρίας της κληρονοµικότητας, πίστευαν ακράδαντα πως ο αστέρας του όχι ασήµαντου αποίκου ποιητή Μύρωνα Μπέιν - πατέρα της µητέρας του - συνέχιζε να βρίσκεται στην τροχιά της σελήνης. Αν και δεν φαίνεται να σχολιάστηκε ποτέ, αξίζει να σηµειωθεί πως ενώ κάθε πραγµατικός Φρέιζερ έπρεπε να διαθέτει οπωσδήποτε ένα πολύτιµο αντίτυπο των προγονικών «Ποιητικών Έργων» (που είχαν τυπωθεί µε έξοδα της οικογένειας, και αποσύρθηκαν προ πολλού από την αφιλόξενη αγορά), η οικογένεια εκδήλωνε µιαν εντελώς αντιφατική απροθυµία να τιµήσει τον µεγάλο εκλιπόντα στο πρόσωπο του πνευµατικού διαδόχου του. Ο Χάλπιν αντιµετωπιζόταν εξολοκλήρου σαν ένα είδος πνευµατικού µαύρου προβάτου, το οποίο θα µπορούσε ανά πάσα στιγµή να εκθέσει το κοπάδι βελάζοντας έµµετρα. The Οι Φρέιζερ του Τένεσι ήταν πρακτικό κοπάδι, όχι µε την λαϊκή αντίληψη της αφοσίωσης σε ποταπές επιδιώξεις, αλλά υπό την έννοια µιας εύρωστης απέχθειας για οτιδήποτε καθιστούσε έναν άνδρα ανίκανο να επιδοθεί στο ευεργετικό λειτούργηµα της πολιτικής. Για να είµαστε δίκαιοι µε τον νεαρό Χάλπιν, θα πρέπει να πούµε πως ενώ µέσα του είχαν αναπαραχθεί πιστά τα περισσότερα πνευµατικά και ηθικά χαρακτηριστικά που τόσο η ιστορία όσο και η οικογενειακή παράδοση απέδιδαν στον άποικο βάρδο, το κληρονοµικό θείο χάρισµα δεν ήταν παρά µια λογική συνεπαγωγή. Όχι µόνο δεν έφερε ποτέ την µούσα ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά δεν είχε καν την δυνατότητα να γράψει σωστά έναν στίχο, προκειµένου να γλιτώσει τον εαυτό του από τον Φονιά των Σοφών. Παρόλα αυτά, δεν γνώριζε πότε θα µπορούσε να ξυπνήσει και ν’ αρχίσει να κρούει την λύρα η ικανότητα που κοιµόταν µέσα του. Στο µεταξύ, ο νεαρός ήταν κατά κάποιον τρόπο αδέσποτος. Ανάµεσα σ’ αυτόν και την µητέρα του είχε αναπτυχθεί ένα κλίµα απόλυτης κατανόησης, γιατί η Κυρία ήταν ένθερµη λάτρης του τελευταίου µεγάλου Μύρωνα Μπέιν, µολονότι µε την λεπτότητα για την οποία τόσο δίκαια θαυµάζουµε το φύλο της (πανουργία την ονοµάζουν οι κακεντρεχείς) κατάφερνε να κρύβει την αδυναµία της απ’ όλους, όσοι δεν την µοιράζονταν µαζί της. Από αυτήν την άποψη, η συνενοχή τους έµοιαζε µ’ έναν καλά κρυµµένο δεσµό. Αν η µητέρα του τον «καλόµαθε», εκείνος αναµφίβολα είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να «καλοµάθει». Όταν έφτασε στην ηλικία που κάθε Νότιος αδιαφορεί για τις εκλογές, ο δεσµός του µε την όµορφη
µητέρα του – την οποία φώναζε από µικρός Κάτυ – έγινε ισχυρότερος και τρυφερότερος. Στις δύο αυτές ροµαντικές υπάρξεις εκδηλώθηκε µε αξιοσηµείωτο τρόπο εκείνο το αστόχαστα παραµεληµένο φαινόµενο, η αναπόφευκτη κυριαρχία του ερωτικού στοιχείου, που υπερισχύει, αµβλύνει, και εξωραΐζει ακόµη και την εξ αίµατος συγγένεια. Ήταν αχώριστοι πια, και οι ξένοι που παρατηρούσαν την συµπεριφορά τους, συχνά τους περνούσαν για εραστές. Μια µέρα, ο Χάλπιν Φρέιζερ µπήκε στην κρεβατοκάµαρα της µητέρας του, την φίλησε στο µέτωπο, έπαιξε λίγο µε µια κατάµαυρη µπούκλα που είχε ξεφύγει από την προσεκτική κόµµωση της, και της είπε, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια να παραµείνει ήρεµος: «Θα σε πείραζε πολύ, Κάτυ, αν πήγαινα στην Καλιφόρνια για µερικές εβδοµάδες;» Η Κάτυ δεν χρειαζόταν να κινήσει τα χείλη για να δώσει µιαν απάντηση που µόλις τα εκφραστικά της µάγουλα είχαν µαρτυρήσει. Προφανώς την πείραζε πολύ, και τα δάκρυα που κύλησαν απ’ τα µεγάλα καστανά της µάτια, το απέδειξαν αµέσως. «Αχ, γιε µου» είπε, κοιτάζοντας το πρόσωπό του µε απέραντη τρυφερότητα, «Έπρεπε να το περιµένω. Μήπως δεν πέρασα άγρυπνη την µισή νύχτα, επειδή την άλλη µισή ήρθε στο ύπνο µου ο Παππούς Μπέιν; Στάθηκε κάτω απ’ το πορτραίτο του – το ίδιο νέος, το ίδιο όµορφος – και µου έδειξε το δικό σου, δίπλα του, κι όταν το κοίταξα δεν ξεχώρισα χαρακτηριστικά. Πάνω στο πρόσωπό σου ήταν ζωγραφισµένο ένα πανί, σαν κι αυτό που σκεπάζουµε τα πρόσωπα των νεκρών. Ο πατέρας σου γέλασε µαζί µου, όµως εµείς οι δυο ξέρουµε πως όλα αυτά δεν είναι ασήµαντα. Ύστερα είδα κάτω απ’ την άκρη του πανιού σηµάδια χεριών στον λαιµό σου. Συγχώρεσέ µε, αλλά δεν πρέπει να κρύβουµε ο ένας απ’ τον άλλο τέτοια πράγµατα. Ίσως εσύ να έχεις κάποιαν άλλη ερµηνεία. Ίσως να µην σηµαίνει πως θα πας στην Καλιφόρνια ή πως θα µε πάρεις µαζί σου». Οµολογουµένως, αυτή η επιτήδεια ερµηνεία στο φως ενός εντελώς πρόσφατου δεδοµένου, δεν ικανοποιούσε απόλυτα την αυστηρότερη λογική του γιου. Χρειάστηκε µόνο µια στιγµή. για να περάσει απ’ το µυαλό του η σκέψη πως το όνειρο προµήνυε µιαν απλούστερη και πιο άµεση – αν όχι λιγότερο τραγική – καταστροφή από την επίσκεψή του στις ακτές του Ειρηνικού. Ο Χάλπιν Φρέιζερ είχε την εντύπωση πως θα στραγγαλιζόταν στον θαµνότοπο που τον γέννησε. «∆εν υπάρχουν ιαµατικές πηγές στην Καλιφόρνια;» ξανάρχισε η Κυρία Φρέιζερ, πριν προλάβει να της δώσει την αληθινή ερµηνεία του ονείρου. «∆εν υπάρχουν µέρη για ν’ απαλλαγείς απ’ τους ρευµατισµούς και τις νευραλγίες; Κοίταξε τα δάχτυλά µου. ∆εν λυγίζουν πια. Είµαι βέβαιη πως µε πονούν όταν κοιµάµαι». Άπλωσε τις παλάµες της προς το µέρος του. Ποιαν ακριβώς διάγνωση έκρυψε ο νεαρός πίσω από το χαµόγελό του, ο αφηγητής δεν είναι σε θέση να πει. Αισθάνεται όµως υποχρεωµένος να πει πως δάχτυλα µε πολύ µικρότερη ακαµψία και πολύ λιγότερες ενδείξεις ασυναίσθητων πόνων, σπανίως προσφέρθηκαν για ιατρική εξέταση, ακόµη και από την οµορφότερη ασθενή, τόσο πρόθυµα, τόσο έτοιµα για ασυνήθιστες θεραπευτικές µεθόδους. Τελικά ο ένας από αυτούς τους δύο παράδοξους ανθρώπους, που µοιράζονταν τις ίδιες παράδοξες αξίες, έφυγε για την Καλιφόρνια, όπου τον καλούσαν τα συµφέροντα του πελάτη του, και ο άλλος παρέµεινε στο σπίτι του, διατηρώντας την κρυφή ελπίδα πως ο σύζυγος δεν ήξερε καν τι σηµαίνει διασκέδαση. Μια νύχτα σκοτεινή, ο Χάλπιν Φρέιζερ περπατούσε στην προκυµαία του Σαν Φρανσίσκο, όταν ξαφνικά – µε µια ταχύτητα που τον εξέπληξε και τον θορύβησε – µεταµορφώθηκε σε ναύτη. Στην πραγµατικότητα τον «τσουβάλιασαν» σ’ έναν λαθρέµπορο, πλοίο λαθρεµπορικό, κι έκαναν πανιά για µια χώρα µακρινή. Αλλά οι
συµφορές του δεν τέλειωσαν µε κείνο το ταξίδι, γιατί το πλοίο ναυάγησε σ’ ένα νησί του Νότιου Ειρηνικού, και πέρασαν έξι ολόκληρα χρόνια µέχρι να ανακαλύψει τους επιζώντες κάποιο τολµηρό εµπορικό ιστιοφόρο και να τους φέρει πίσω στο Σαν Φρανσίσκο. Παρόλη την φτώχια του, ο Φρέιζερ δεν είχε χάσει την παλιά περηφάνια του, πριν από εκείνα τα έξι χρόνια που του φαίνονταν αιώνες. ∆εν δεχόταν βοήθεια από ξένους. Έµενε µ’ έναν από τους επιζώντες συντρόφους του κοντά στην Σάντα Έλενα, και περίµενε νέα και χρήµατα από το σπίτι του, όταν βγήκε για κυνήγι κι ονειρεύτηκε.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Το φάσµα που του έκοβε τον δρόµο µέσα στο στοιχειωµένο δάσος – απαράλλαχτο κι όµως τόσο διαφορετικό από την µητέρα του – ήταν αποτρόπαιο! Ίχνος αγάπης, ίχνος λαχτάρας δεν στάλαζε µες στην καρδιά του. ∆εν του θύµιζε τίποτε από τις παλιές καλές ηµέρες, δεν του προκαλούσε το παραµικρό συναίσθηµα. Αχόρταγος ο τρόµος τα κατάπινε όλα. Προσπάθησε να γυρίσει, να τρέξει, να φύγει, όµως τα πόδια του ήταν βαριά σαν µολύβι. Του ήταν αδύνατον ακόµη και να τα σαλέψει. Τα χέρια του κρέµονταν άψυχα. Μόνο τα µάτια του µπορούσε να κινήσει, µα και πάλι δεν τολµούσε να τα πάρει από τα σκοτεινά µάτια του φάσµατος, που ήξερε πως δεν ήταν µια ψυχή χωρίς σώµα, αλλά η πιο φρικαλέα απ’ τις υπάρξεις που λυµαίνονταν εκείνο το στοιχειωµένο δάσος, ένα σώµα χωρίς ψυχή! Στο άδειο βλέµµα του δεν υπήρχε ούτε αγάπη ούτε οίκτος ούτε καν νοηµοσύνη, τίποτε, τίποτε ικανό να δεχθεί µια παράκληση, µια ικεσία για έλεος. «∆εν υπάρχουν περιθώρια συµβιβασµού» σκέφτηκε καταφεύγοντας εντελώς παράλογα στην επαγγελµατική του γλώσσα, κι έκανε την κατάσταση ακόµη πιο τροµακτική, σαν αναµµένο τσιγάρο µέσα σε τάφο. Όλα έγιναν σε µια στιγµή, που όµως φάνηκε να κράτησε αιώνες, γιατί ο κόσµος άσπρισε από γηρατειά και ντροπή, και το στοιχειωµένο δάσος - µε τις σκιές και τους ψιθύρους του – χάθηκε από την συνείδηση του Χάλπιν, έχοντας επιτελέσει από καιρό τον τερατώδη προορισµό των τρόµων του. Το φάσµα στάθηκε σε απόσταση αναπνοής από τον ονειρευόµενο. Τον κοίταξε µε την ζωώδη µοχθηρία του κτήνους. Ύστερα σάλεψε, άπλωσε τα χέρια προς το µέρος του µε φρικιαστική αγριότητα! Η πράξη αυτή απελευθέρωσε τις σωµατικές δυνάµεις του Χάλπιν χωρίς όµως να απελευθερώσει και την θέλησή του. Το µυαλό του ήταν ακόµη δεµένο µε µάγια, αλλά το δυνατό σώµα και τα ευκίνητα βλέφαρά του, που µέχρι εκείνη την στιγµή ήταν άψυχα, τυφλά, ανέκτησαν την παλικαρίσια δύναµή τους. Για µια στιγµή, ένοιωσε ένας απλός θεατής σε κείνον τον αφύσικο αγώνα ανάµεσα σε µια νεκρή νοηµοσύνη κι έναν ζωντανό µηχανισµό˙ συµβαίνουν αυτά στα όνειρα. Ύστερα, ανέκτησε τον έλεγχο του εαυτού του, σαν να πήδησε ξαφνικά µέσα στο σώµα του. Το καταπονηµένο αυτόµατο είχε πια βούληση, µπορούσε να κινηθεί, να νοιώσει τον κίνδυνο, να παλέψει, όπως ο φρικιαστικός αντίπαλός του. Μα πώς µπορεί ένας θνητός να τα βγάλει πέρα µε τα πλάσµατα των ονείρων του; Η φαντασία που είχε πλάσει τον εχθρό ήταν ήδη κατατροπωµένη. Το αποτέλεσµα της πάλης ήταν η αιτία της πάλης. Παρά την αντίσταση που προσπάθησε να προβάλει, όλη η δύναµη, όλη η ενεργητικότητά του, χάθηκαν στο απόλυτο κενό, κι ένοιωσε τα παγωµένα δάχτυλα να σφίγγουν τον λαιµό του. Λύγισε, έγειρε προς την γη, είδε το νεκρό, σκελετωµένο πρόσωπο να σκύβει πάνω του, όλο και πιο κοντά. Ύστερα σκοτάδι. Κάπου µακριά ακούγονταν άγρια τύµπανα, φωνές ανθρώπων που αναστέναζαν, βογκούσαν. Ένας ατέλειωτος θρήνος υψώθηκε και βύθισε τα πάντα στην σιωπή. Ο Χάλπιν Φρέιζερ ονειρεύτηκε πως ήταν νεκρός.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Την ζεστή, διάφανη νύχτα διαδέχθηκε η πυκνή οµίχλη του πρωινού. Το απόγευµα της προηγουµένης, µια ελαφρά υπόνοια δροσιάς, µια ανεπαίσθητη πύκνωση της ατµόσφαιρας, η σιλουέτα ενός σύννεφου είχε φανεί στην δυτική πλευρά του Όρους Σάντα Έλενα, πάνω ψηλά προς την γυµνή κορυφή. Ήταν τόσο λεπτό, τόσο διάφανο – σχεδόν αόρατο – που όποιος το παρατηρούσε, σίγουρα θα έλεγε: «Ελάτε γρήγορα! Σε λίγο θα χαθεί». Κάποια στιγµή φάνηκε να πυκνώνει. Η µια του άκρη είχε αδράξει το βουνό, ενώ η άλλη έγερνε προς τις πλαγιές. Αργά-αργά, απλωνόταν προς τον Νότο και τον Βορά, έλκοντας την οµίχλη που ανέδυαν οι πλαγιές του βουνού, πάντα από το ίδιο επίπεδο, υπακούοντας σ’ ένα καλοµελετηµένο σχέδιο. Μεγάλωσε, µεγάλωσε, ώσπου η κορυφή του βουνού δεν φαινόταν πια. Ύστερα απλώθηκε κι άλλο, σχηµάτισε έναν πυκνό σταχτί θόλο πάνω από την κοιλάδα. Στην Καλιστόγκα, που βρίσκεται στην άκρη της κοιλάδας, στους πρόποδες του βουνού, ήταν νύχτα δίχως άστρα και µέρα δίχως ήλιο. Η οµίχλη, βουτώντας στην κοιλάδα, στράφηκε νότια, καταπίνοντας έναένα τ’ αγροκτήµατα, ώσπου τύλιξε την Σάντα Έλενα, ένιά µίλια µακριά. Η σκόµη κατακάθισε στους δρόµους, τα δέντρα µούσκεψαν, τα πουλιά σώπασαν στις φωλιές τους, το φως του πρωινού µούχρωσε, πήρε µιαν αποτρόπαιη όψη, χωρίς χρώµα, χωρίς ίχνος ζεστασιάς. ∆υο άντρες άφησαν την πόλη της Σάντα Έλενα, µε το πρώτο χάραµα. Πήραν τον δρόµο που διέσχιζε την κοιλάδα, και κατευθύνθηκαν νότια, προς την Καλιστόγκα. Είχαν όπλα στους ώµους, κι όποιος δεν ξέρει από τέτοια πράγµατα, θα τους περνούσε για κυνηγούς. Ήταν ένας βοηθός Σερίφη από την Νάπα, κι ένας Ντετέκτιβ από το Σαν Φρανσίσκο – ο Χόλκερ και ο Τζάραλσον αντίστοιχα - επαγγελµατίες ανθρωποκυνηγοί. «Πόσο µακριά είναι;» ρώτησε ο Χόλκερ, καθώς βάδιζαν γρήγορα, σπάζοντας την λευκή κρούστα υγρασίας που σκέπαζε τον δρόµο και αναδεύοντας την σκόνη. «Η Άσπρη Εκκλησία; Όχι πάνω από µισό µίλι» απάντησε ο άλλος. «Και µια που το φέρε ο λόγος» συνέχισε, « δεν είναι ούτε άσπρη ούτε εκκλησία. Ένα παλιό σχολείο είναι, εντελώς γκρίζο από την εγκατάλειψη. Κάποτε λειτουργούσε και σαν εκκλησία. Όταν υπήρχε εκεί ένα νεκροταφείο ό,τι πρέπει για ποιητές. ∆εν αναρωτήθηκες γιατί σου είπα να έρθεις οπλισµένος;» «Α, δεν µε απασχολούν τέτοια πράγµατα. Όταν έρθει η ώρα, θα µου τα πεις όλα. Πάντα έτσι έκανες. Αλλά αν πρέπει να ριψοκινδυνεύσω µιαν υπόθεση, νοµίζω πως µάλλον µε θέλεις για να συλλάβουµε κανέναν πεθαµένο στο νεκροταφείο». «Θυµάσαι τον Μπράνσκοµ;» είπε ο Τζάραλσον, αντιµετωπίζοντας την ευστροφία του συντρόφου του µε την αδιαφορία που άξιζε. «Τον τύπο που έκοψε το λαρύγγι της γυναίκας του; Αν τον θυµάµαι λέει! Μου έφαγε µια βδοµάδα, και µε δικά µου έξοδα. Τον επικήρυξαν για πεντακόσια ∆ολάρια. Όσο τα είδες, τα είδα. ∆εν εννοείς πως...» «Αυτό ακριβώς. Κάτω απ’ την µύτη σας ήταν, παιδιά, βήµα δεν έκανε. Τα βράδια πάει στο παλιό νεκροταφείο, στην Άσπρη Εκκλησία». «Ε, τον διάβολο! Εκεί έθαψαν την γυναίκα του». «Χρειαζόταν πολύ µυαλό, φιλαράκια µου, για να υποθέσετε πως κάποια στιγµή θα ερχόταν στον τάφο». «Είναι το τελευταίο µέρος που µπορείς να φανταστείς πως θα τον βρεις». «Σε όλα τα υπόλοιπα ψάξατε όµως. Είδα πως δεν βγάλατε άκρη, και του έστησα καρτέρι εκεί». «Και τον βρήκες;»
«Όχι, να πάρει ο διάβολος, ΜΕ βρήκε. Με κατάλαβε το τσακάλι. Βγήκε µπροστά µου κανονικά, και αναγκάστηκα να το βάλω στα πόδια. Ένας Θεός ξέρει πως δεν µε καθάρισε. Α, είναι πολύ καλός. Εµένα µου φτάνει και η µισή επικήρυξη αν έχεις οικονοµικά ζόρια». Ο Χόλκερ γέλασε µε την καρδιά του, και εξήγησε πως οι πιστωτές του δεν τον ενοχλούσαν ποτέ. «Θέλω να σου δείξω την περιοχή και να καταστρώσουµε ένα σχέδιο» συνέχισε ο Ντετέκτιβ. «Νοµίζω πως είναι καλύτερα να οπλοφορούµε ακόµη και την ηµέρα». «Ο άνθρωπος µάλλον είναι ψυχοπαθής» είπε ο βοηθός Σερίφη. «Η επικήρυξη είναι για την σύλληψη και την καταδίκη του. Αν είναι παλαβός, δεν πρόκειται να τον καταδικάσουν». Τόσο έντονα επηρέασε τον Κύριο Χόλκερ το ενδεχόµενο µιας δικαστικής αποτυχίας, ώστε – για µια στιγµή - σταµάτησε ασυναίσθητα στην µέση του δρόµου. Ύστερα συνέχισε µε λιγότερο ζήλο. «Έτσι φαίνεται» συµφώνησε ο Τζάραλσον. «Είµαι υποχρεωµένος να παραδεχθώ πως δεν είδα ποτέ µου πιο αξύριστο, ακούρευτο, τσαλακωµένο κι εξαθλιωµένο ερείπιο στην αρχαία και τιµηµένη τάξη των αλητών. Όµως τον έστρωσα στο κυνήγι και δεν έχω καµιά πρόθεση να τον παρατήσω. Είναι ζήτηµα φήµης και τιµής. Κανείς δεν µπορεί να καταλάβει πως ο τύπος είναι η άλλη πλευρά του φεγγαριού». «Καλά λοιπόν» είπε ο Χόλκερ, «θα πάµε να δούµε την περιοχή». Και πρόσθεσε, χρησιµοποιώντας την αγαπηµένη του έκφραση για τους τάφους: «Θα πάµε εκεί που έτσι αλλιώς είναι γραφτό να πάµε. Εννοώ, όταν ο γερο-Μπράνσκοµ βαρεθεί εσένα και την ενοχλητική παρουσία σου. Α, µια και το ’φερε ο λόγος, άκουσα τις προάλλες πως το «Μπράνσκοµ» δεν είναι το πραγµατικό του όνοµα. «Και ποιο είναι;» «∆εν µπορώ να το θυµηθώ. Τον παράτησα τον λεχρίτη, τον έβγαλα από το µυαλό µου, κι έτσι το ξέχασα. Κάτι σαν Παρντί. Η γυναίκα που της έκοψε το λαιµό, ο θεόµουρλος, ήταν χήρα όταν την γνώρισε. Είχε έρθει στην Καλιφόρνια για να βρει τους συγγενείς της. Υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν αυτό. Τα ξέρεις τώρα». «Φυσικά». «Όµως αφού δεν ήξερες το πραγµατικό όνοµα, πώς βρήκες τον τάφο; Τον µάντεψες; Ο άνθρωπος που µου έδωσε το όνοµα, είπε πως είναι σκαλισµένο στην ταφόπλακα. «∆εν τον βρήκα τον τάφο» είπε ο Τζάραλσον απρόθυµα. ∆εν ήθελε να παραδεχθεί πως αγνοούσε ένα τόσο σηµαντικό στοιχείο του σχεδίου του. «Έριξα µια µατιά γενικά στην περιοχή. Μια από τις δουλειές που πρέπει να κάνουµε σήµερα το πρωί είναι να εντοπίσουµε τον τάφο. Εδώ είναι, λοιπόν, η Άσπρη Εκκλησία». Μέχρι εκεί, ο δρόµος περνούσε µέσα από χωράφια. Τώρα όµως, αριστερά τους απλωνόταν ένα δάσος µε βελανιδιές, Μαντόρνες, και γιγάντια έλατα, µισοβυθισµένα στην µουντή, τροµακτική οµίχλη. Τ’ αγριόχορτα σχηµάτιζαν πυκνές – αλλά όχι αδιάβατες - λόχµες. Στην αρχή, ο Χόλκερ δεν έβλεπε το κτίσµα, αλλά καθώς µπήκαν στο δάσος, ένας ανεπαίσθητα γκρίζος τεράστιος όγκος ανέτειλε στο βάθος της οµίχλης. Λίγα βήµατα ακόµη, και θα µπορούσε ν’ ακουµπήσει τους τοίχους του. Η Άσπρη Εκκλησία ήταν εκεί, ξεκάθαρη, µουσκεµένη από την δροσιά, ασήµαντη στο µέγεθος. Έµοιαζε µε όλα τα επαρχιακά σχολεία: ένα τετράγωνο αρχιτεκτόνηµα, σαν κιβώτιο. Τέσσερις πέτρινοι τοίχοι, µια σκεπή γεµάτη βρύα, και µερικές άδειες τρύπες, εκεί που κάποτε υπήρχαν παράθυρα. Τζάµια και κάσες είχαν αφαιρεθεί προ πολλού. Ήταν ερειπωµένο αλλά όχι ερείπιο, δεν έµοιαζε µε κείνα τα στερεότυπα υποκατάστατα, που οι συγγραφείς οδηγών για την Καλιφόρνια, χαρακτηρίζουν «µνηµεία του παρελθόντος». Ο Τζάραλσον, χωρίς
να ρίξει ούτε µια µατιά στο συνηθισµένο κτίσµα, κινήθηκε προς τα µουσκεµένα χαµόκλαδα που βρίσκονταν στο βάθος. «Θα σου δείξω πού πετάχτηκε µπροστά µου» είπε. «Αυτό είναι το νεκροταφείο». Ανάµεσα στους θάµνους ξεχώριζαν µικροί περίφρακτοι χώροι µε τάφους˙ µερικοί είχαν µόνον ένα. Τα µάρµαρα είχαν µαυρίσει, οι ξύλινοι φράκτες – όταν δεν είχαν ήδη σκορπίσει κάπου εκεί γύρω - ήταν σάπιοι, ετοιµόρροποι. Ορισµένοι είχαν καλυφθεί εντελώς από τα σάπια φύλλα. Μόνο κάπου-κάπου ένα µια σκούρα λωρίδα από χαλίκι έδειχνε πως κάποιος φτωχός θνητός – ό,τι απέµεινε από αυτόν – βρισκόταν δυο µέτρα κάτω από την γη˙ κάποιος θνητός που εγκαταλείποντας τον «ευρύ κύκλο των τεθλιµµένων φίλων» εγκαταλείφθηκε οµοίως από εκείνους, µε µόνη περιουσία ένα κοµµάτι γης, που πάντως άντεξε περισσότερο από την µνήµη του. Τα µονοπάτια – αν, τέλος πάντων, υπήρξαν ποτέ – είχαν χαθεί προ πολλού. ∆έντρα ολόκληρα πετάγονταν από τους τάφους, διαλύοντας µάρµαρα και φράκτες µε τις ρίζες και τα κλαδιά τους. Παντού απλωνόταν µια ατµόσφαιρα εγκατάλειψης και παρακµής, κάθε άλλο παρά αταίριαστη σε µια πολιτεία νεκρών. Ο Τζάραλσον πήγαινε µπροστά, αποφεύγοντας µε κόπο, αλλά κι επιδεξιότητα, τα µικρά δέντρα που ξεφύτρωναν από παντού. Ξαφνικά σταµάτησε, πρότεινε το όπλο του, ψιθύριζε κάτι σαν «Προσοχή!», και στάθηκε ακίνητος µε το βλέµµα καρφωµένο ίσια µπροστά. Ο σύντροφός του, παρόλο που δεν έβλεπε τίποτε µε τόσα κλαδιά γύρω του, τον µιµήθηκε. Σταµάτησε κι ετοιµάστηκε για κάθε ενδεχόµενο. Μια στιγµή αργότερα, ο Τζάραλσον προχωρούσε προσεκτικά. Ο άλλος τον ακολούθησε Στη ρίζα ενός τεράστιου ελάτου βρισκόταν το σώµα ενός νεκρού άντρα. Στάθηκαν σιωπηλοί από πάνω του, και παρατήρησαν όλες εκείνες τις λεπτοµέρειες, που τραβούν αµέσως την προσοχή οποιουδήποτε: το πρόσωπο, την στάση του σώµατος, τα ρούχα, οτιδήποτε θα µπορούσε γρήγορα και απλά να απαντήσει στα βουβά ερωτήµατα που θέτει η ανθρώπινη περιέργεια. Το σώµα ήταν ανάσκελα, µε τα πόδια ανοιχτά. Το ένα χέρι ήταν τεντωµένο ψηλά, πάνω από το επίπεδο του κεφαλιού, ενώ το άλλο προς τα κάτω. Αυτό το χέρι είχε µια τροµερή σύσπαση και η παλάµη βρισκόταν κοντά στον λαιµό του νεκρού. Και οι δύο γροθιές ήταν σφιχτά κλεισµένες. Η όλη στάση του σώµατος έδειχνε απεγνωσµένη και µάταιη αντίσταση σε... Τι; ∆ίπλα του βρισκόταν ένα όπλο κι ένα κυνηγετικό σακίδιο, από τα δίχτυα του οποίου πρόβαλαν τα φτερώµατα σκοτωµένων πουλιών. Όλα έδειχναν πως είχε προηγηθεί λυσσαλέα πάλη. Γύρω υπήρχαν θάµνοι τσακισµένοι, εντελώς γυµνωµένοι από τα φύλλα τους, κι απ’ τον κορµό του δέντρου έλειπαν κοµµάτια φλούδας, που βρίσκονταν σκόρπια παντού. Τα σάπια φύλλα σχηµάτιζαν µικρούς σωρούς, όχι όµως από την κίνηση των ποδιών του νεκρού. Άλλα πόδια είχαν παλέψει εκεί, τα πόδια κάποιου που γονάτισε, αφήνοντας αναµφισβήτητα τα ίχνη του στο ύψος των γοφών του θύµατος. Η φύση της πάλης ήταν αποτυπωµένη στον λαιµό και το πρόσωπο του νεκρού. Ενώ το στήθος και τα χέρια ήταν κάτασπρα, ο λαιµός και το πρόσωπο ήταν βαθυκόκκινα, σχεδόν µαύρα. Η πλάτη του ακουµπούσε σ’ ένα µικρό ανάχωµα, και το κεφάλι ήταν πεσµένο πίσω, σχηµατίζοντας µια γωνία εντελώς παράλογη. Τα ορθάνοιχτα µάτια έριχναν το άδειο βλέµµα τους προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη των ποδιών του. Απ’ τους αφρούς που γέµιζαν το ανοιχτό στόµα του, πρόβαλλε µια κατάµαυρη και πρησµένη γλώσσα. Ο λαιµός είχε φρικτές πληγές, καµωµένες από δυο χέρια δυνατά που βυθίστηκαν στην µαλακή σάρκα και συνέχισαν να την σπαράζουν ακόµη και µετά τον θάνατο από ασφυξία. Το στήθος, το κεφάλι και ο λαιµός ήταν βρεγµένα, τα ρούχα µούσκεµα, η οµίχλη είχε νοτίσει µε
µικρές, πυκνές σταγόνες δροσιάς τα µαλλιά και το µουστάκι του νεκρού. Όλα αυτά οι δύο άντρες τα παρατήρησαν σιωπηλοί, µε µια µόνο µατιά. Ύστερα ο Χόλκερ είπε: «Ρε τον κακοµοίρη! Τι κόλαση πέρασε!» Ο Τζάρλασον επιθεώρησε σβέλτα ένα-γύρο το δάσος, µε τον κόκορα του όπλου σηκωµένο και το δάχτυλο στην σκανδάλη. «Είναι δουλειά µανιακού» είπε, χωρίς να πάρει τα µάτια του από τα δέντρα. «Ο Μπράνσκοµ-Παρντί το έκανε». Την προσοχή του Χόλκερ τράβηξε κάτι χωµένο ανάµεσα στα φύλλα που είχαν σαρώσει τα πόδια του δολοφόνου. Ήταν ένα σηµειωµατάριο µε κατακόκκινο δερµάτινο κάλυµµα. Το µάζεψε από κάτω και το άνοιξε. Είχε ένα σωρό λευκές σελίδες για υπενθυµίσεις. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε το όνοµα «Χάλπιν Φρέιζερ». Λίγο παρακάτω βρίσκονταν γραµµένοι µε κόκκινο µολύβι – βιαστικά, πρόχειρα γραµµένοι, σχεδόν δυσανάγνωστοι – οι παρακάτω στίχοι, που ο Χόλκερ τους διάβασε δυνατά, ενώ ο σύντροφός του συνέχιζε να επιθεωρεί το µέρος, έτοιµος ν’ αντιδράσει και στην παραµικρή κίνηση της δροσιάς πάνω στα φύλλα. «Παγιδευµένος βρέθηκα σε δάσος µαγεµένο. Λίγο το φως, κι η δύστυχη καρδιά µου σκλαβωµένη. Το κυπαρίσσι στην µυρτιά φαινότανε δεµένο, κι εκείνη στην αγκάλη του φαρµακερά δοσµένη. »Κάτι ψιθύριζε η ιτιά στο έλατο µε πόνο˙ το πένθιµο µαυρόχορτο κι ο απήγανος χιµούσαν επάνω στους αµάραντους, τους έπνιγαν και µόνο τσουκνίδες µέναν και φρικτά στοιχειά που τις πατούσαν. »Μέλισσα εκεί δεν βούιζε, πουλί δεν κελαηδούσε. Αύρα γλυκιά δεν σάλευε ανάµεσα στα φύλλα. Σιωπή˙ ο αέρας, τροµερό αγρίµι, ξεψυχούσε πίσω απ’ τα δέντρα σπέρνοντας τριγύρω ανατριχίλα. »Φαντάσµατα ψιθύριζαν, κρυµµένα στο σκοτάδι, λόγια βαθιά, προδοτικά, και µυστικά θαµµένα. Αίµα τα δέντρα έσταζαν και µούσκευαν το βράδυ, κι έλαµπαν µες στο µάγο φως λουλούδια µατωµένα. »Άδικα φώναξα, άδικα! Έµεινα µαγεµένος. ∆ίχως ψυχή, δίχως καρδιά, µόνος, δίχως ελπίδα, στην θέληση, στη σκέψη µου ήµουν παγιδευµένος, κι ένοιωθα πως τα πιο φρικτά ακόµη δεν τα είδα! »Στο τέλος, εν’ αόρατο...» Ο Χόλκερ σώπασε. ∆εν υπήρχε τίποτε άλλο να διαβάσει. Το χειρόγραφο σταµατούσε στην µέση του στίχου. «Σαν Μπέιν ακούγεται» είπε ο Τζάραλσον, που ήταν ένα είδος διανοούµενου˙ µε τον τρόπο του βέβαια. Χαλάρωσε κάπως την επιφυλακή του, κι έµεινε ακίνητος µε τα µάτια καρφωµένα στον νεκρό. «Ποιος είναι ο Μπέιν;» ρώτησε µάλλον αδιάφορα ο Χόλκερ.
«Ο Μύρων Μπέιν, ένας τύπος που ξεφύτρωσε από τους πρώτους αποίκους, πριν εκατό χρόνια. Έγραφε καταθλιπτικά πράγµατα. Έχω τα Άπαντά του. Αυτό το ποίηµα όµως δεν περιλαµβάνεται. Θα ξέχασαν να το βάλουν». «Κάνει κρύο» είπε ο Χόλκερ, «πάµε να φύγουµε. Πρέπει να φέρουµε τον ∆ικαστή από την Νάπα». Ο Τζάραλσον δεν είπε τίποτε, έγνεψε όµως καταφατικά. Περνώντας δίπλα από το µικρό ανάχωµα στο οποίο ακουµπούσαν οι ώµοι και το κεφάλι του νεκρού άντρα, σκόνταψε σε κάτι σκληρό. Έσκυψε και παραµέρισε τα σαπισµένα φύλλα που το σκέπαζαν. Ήταν µια πεσµένη ταφόπλακα. Κατάφερε να διαβάσει την επιγραφή: «Κατερίνα Λαρού». «Λαρού, Λαρού!» φώναξε ο Χόλκερ, σαν κάτι να τον χτύπησε. «Μα, τι... Αυτό είναι το πραγµατικό όνοµα του Μπράνσκοµ˙ όχι Παρντί. Και – µπα σε καλό µου, πώς µου ήρθαν όλα ξαφνικά! – το όνοµα της σκοτωµένης γυναίκας του ήταν Φρέιζερ!» «Κάποια βρωµιά γίνεται εδώ» είπε ο Ντετέκτιβ Τζάραλσον. «Τα σιχαίνοµαι αυτά». Τότε ήταν που τάραξε την οµίχλη – µακριά, πολύ µακριά – ένα γέλιο υπόκωφο, αργό, άψυχο, τόσο χαρούµενο όσο το ουρλιαχτό της ύαινας που γυρεύει να τραφεί µέσα στην νύχτα της ερήµου. Ανέτειλε σιγά-σιγά, κι άρχισε να δυναµώνει, να δυναµώνει, όλο και πιο καθαρό, πιο έντονο, πιο τροµερό, ώσπου έφτασε - αφύσικο, απάνθρωπο, δαιµονικό - σχεδόν έξω απ’ το ξέφωτο που στέκονταν οι δυο σκληροί ανθρωποκυνηγοί, γεµίζοντάς τους απερίγραπτο τρόµο! ∆εν κίνησαν τα όπλα τους. ∆εν σκέφτηκαν καν να το κάνουν. Η απειλή αυτού του φρικαλέου ήχου δεν µπορούσε ν’ αντιµετωπιστεί µε όπλα. Απρόσµενα είχε ξεφυτρώσει απ’ την σιωπή, κι απρόσµενα επέστρεψε σ’ αυτήν. Χίµηξε πρώτα καταπάνω στ’ αυτιά τους, ξέσπασε σε µια τελευταία εκκωφαντική βοή, κι ύστερα υποχώρησε, πέρα µακριά, σβήνοντας πένθιµο, µηχανικό µέχρι και τον τελευταίο αντίλαλο - σ’ έναν απροσµέτρητο βυθό.
ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ Ο ∆ΡΟΜΟΣ
I. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΕΛ ΧΙΤΜΑΝ ΥΙΟΥ. ∆εν υπάρχει πιο άτυχος άνθρωπος από µένα. Είµαι πλούσιος, όλοι µε σέβονται και µε εκτιµούν, έχω εξαιρετική µόρφωση, ατσάλινη υγεία, και ορισµένα άλλα πλεονεκτήµατα του είδους που σέβονται όσοι τα διαθέτουν και ποθούν όσοι δεν διαθέτουν. Μερικές φορές νιώθω πως θα ήµουν λιγότερο δυστυχής αν µου έλειπαν όλα αυτά, γιατί τότε η οδυνηρή αντίθεση ανάµεσα στην εξωτερική και την εσωτερική ζωή µου δεν θα µε απασχολούσε συνεχώς. Μέσα στην αγωνία της φτώχιας, αναγκασµένος να παλέψω για οτιδήποτε, ίσως λησµονούσα για µια στιγµή το σκοτεινό µυστικό, που µε αναγκάζει να κάνω συνεχείς προβλέψεις, οι οποίες οπωσδήποτε αποδεικνύονται πάντα λανθασµένες. Είµαι το µοναδικό παιδί του Τζόελ και της Τζούλια Χίτµαν. Εκείνος ήταν ένας επιτυχηµένος κτηµατίας, κι εκείνη µια όµορφη, πνευµατικά ώριµη γυναίκα την οποία περιέβαλε µ’ ένα πάθος, που τώρα πια γνωρίζω πως ήταν ζηλότυπη και επίµονη αφοσίωση. Το σπίτι µας βρισκόταν λίγα µίλια έξω από το Νάσβιλ του Τενεσί. Ήταν ένα µεγάλο κτίσµα, κατασκευασµένο τµηµατικά και χωρίς συγκεκριµένο αρχιτεκτονικό σχέδιο, σε µικρή απόσταση από την δηµοσιά, τριγυρισµένο από δέντρα και θάµνους. Την εποχή στην οποία αναφέροµαι ήµουν δέκα εννέα ετών, φοιτητής στο Πανεπιστήµιο του Γέιλ. Κάποια µέρα, πήρα ένα τόσο πιεστικό τηλεγράφηµα από τον πατέρα µου, ώστε δεν µπορούσα παρά να συµµορφωθώ µε την ανεξήγητη επιµονή του, και να φύγω αµέσως για το σπίτι. Στην σιδηροδροµικό σταθµό του Νάσβιλ µε περίµενε ένας µακρινός συγγενής, ο οποίος µου εξήγησε τον λόγο της βιαστικής ανάκλησής µου: η µητέρα µου είχε δολοφονηθεί µε βάρβαρο τρόπο. Ποιος και γιατί το έκανε, παρέµενε µυστήριο. Εν πάση περιπτώσει όµως, τα γεγονότα είχαν ως εξής. Ο Πατέρας µου είχε πάει στο Νάσβιλ, και θα επέστρεφε το απόγευµα της εποµένης. Για κάποιο λόγο, η προγραµµατισµένη εργασία του ακυρώθηκε, κι έτσι ξεκίνησε το ίδιο βράδυ, φτάνοντας σπίτι λίγο πριν χαράξει. Αργότερα, εξήγησε στον ∆ικαστή πως επειδή δεν είχε κλειδί για την εξώπορτα, και δεν ήθελε να ξυπνήσει τους υπηρέτες, αποφάσισε να κάνει τον γύρω και να µπει από την πίσω πόρτα του σπιτιού. ∆εν είχε καλά-καλά προλάβει να περάσει τον πλαϊνό τοίχο, όταν άκουσε έναν θόρυβο σαν πόρτα που κλείνει προσεκτικά, και διέκρινε µέσα στο σκοτάδι την ακαθόριστη φιγούρα ενός άνδρα, να χάνεται πίσω απ’ τα δέντρα. Τόσο η σύντοµη καταδίωξη, όσο και η βιαστική έρευνα του εδάφους – µε την πεποίθηση πως ο καταπατητής είχε επισκεφθεί κρυφά κάποιαν υπηρέτρια – απέβησαν άκαρπες. Μπήκε από την ξεκλείδωτη πόρτα και ανέβηκε την σκάλα, κατευθυνόµενος προς το δωµάτιο της µητέρας µου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Με το πρώτο βήµα που έκανε µέσα στο σκοτάδι, σκόνταψε πάνω σε κάτι συµπαγές. Επιτρέψτε µου ν’ αποφύγω τις λεπτοµέρειες. Ήταν η δύστυχη µητέρα µου, στραγγαλισµένη από χέρια ανθρώπου! Απ’ το σπίτι δεν έλειπε τίποτε, οι υπηρέτες δεν άκουσαν το παραµικρό, κι εκτός από εκείνα τα τροµερά σηµάδια στον λαιµό της – Θεέ µου! ∆εν πρόκειται να τα ξεχάσω ποτέ – ο δολοφόνος δεν είχε αφήσει άλλο ίχνος πίσω του. ∆ιέκοψα τις σπουδές µου κι έµεινα κοντά στον πατέρα µου, ο οποίος, φυσικά, άλλαξε πάρα πολύ. Αυτός που ήταν πάντα σοβαρός και λιγοµίλητος, τώρα είχε βυθιστεί σε µια κατάθλιψη από την οποία τίποτε δεν µπορούσε να τον βγάλει. Κι όµως, υπήρχαν ορισµένα πράγµατα – τα βήµατα κάποιου, το ξαφνικό κλείσιµο µιας
πόρτας – που του προξενούσαν υπερβολική εντύπωση˙ ανησυχία, θα µπορούσε να πεις κανείς. Η συναισθηµατική του κατάσταση άλλαζε αµέσως, έδειχνε να ταράζεται, και συχνά έχανε το χρώµα του. Ύστερα, επέστρεφε σε µιαν ακόµη βαθύτερη µελαγχολική απάθεια. Φαντάζοµαι πως αυτό εννοούν όταν λένε «ψυχικό ερείπιο». Όσο για µένα... Ήµουν νέος, κι αυτό τα λέει όλα. Τα νιάτα είναι µια Γαλαάδ, στην οποία υπάρχει βάλσαµο για κάθε πληγή. Αχ, να µπορούσα να ξαναζήσω σε κείνη την µαγική γη! Μέχρι τότε δεν είχα γνωρίσει την θλίψη, δεν µπορούσα να εκτιµήσω το µέγεθος της απώλειας, την δύναµη του κτυπήµατος. Ένα βράδυ, µερικούς µήνες µετά το αποτρόπαιο γεγονός, επέστρεφα µε τον πατέρα µου από την πόλη. Είχαν περάσει τρεις ώρες από την στιγµή που τ’ ολόγιοµο φεγγάρι άρχισε να σκαρφαλώνει στον ουρανό της ανατολής. Το εξοχικό τοπίο ακινητούσε, κάπως βαρύ, µέσα στην καλοκαιρινή νύχτα. Μόνο τα βήµατά µας και το αδιάκοπο τραγούδι των γρύλων ακούγονταν. Οι σκιές των δένδρων έπεφταν κάθετα στην δηµοσιά, γεµίζονταν την σκοτεινές γραµµές, ανάµεσα στις οποίες απλώνονταν αλλόκοτα φωτεινές λωρίδες. Πλησιάζαµε την αυλόπορτα του κατασκότεινου σπιτιού µας, όταν ξαφνικά ο πατέρας µου σταµάτησε και µ’ άρπαξε από το µπράτσο. «Θεέ µου! Τι ήταν αυτό;» είπε µε κοµµένη την ανάσα. «∆εν άκουσα τίποτε» απάντησα εγώ. «Μα, κοίτα! Κοίτα εκεί!» συνέχισε στον ίδιο τόνο, δείχνοντας προς την κατεύθυνση του δρόµου. «∆εν είναι τίποτε, πατέρα» τον διέκοψα. «Έλα, πάµε µέσα. Φαίνεσαι αδιάθετος». Τώρα πια δεν µου έσφιγγε το µπράτσο˙ στεκόταν στο κέντρο µιας πάµφωτης λωρίδας του δρόµου ασάλευτος, σχεδόν µαρµαρωµένος, σαν να µην τον βοηθούσαν πια οι αισθήσεις του. Στο φως του φεγγαριού, το χλωµό πρόσωπό του φανέρωνε µια επίµονα ανείπωτη θλίψη. Τον τράβηξα απαλά από το µανίκι, µα είχε λησµονήσει εντελώς την παρουσία µου. Την ίδια στιγµή, άρχισε να υποχωρεί µε µικρά βήµατα, χωρίς να πάρει ούτε στιγµή το βλέµµα του από αυτό που είδε ή νόµισε πως είδε. Έκανα µεταβολή, µε σκοπό να τον ακολουθήσω, αλλά δίστασα. ∆εν θυµάµαι να φοβήθηκα. Μια ξαφνική ανατριχίλα ένοιωσα µόνο, µε απόλυτα φυσική προέλευση. Ήταν σαν ν’ άγγιζε το πρόσωπό µου ένας παγωµένος άνεµος, που σύντοµα µε τύλιξε ολόκληρο, από την κορυφή µέχρι τις άκρες των ποδιών. Τον ένοιωθα ν’ ανακατεύει τα µαλλιά µου. Ύστερα, την προσοχή µου τράβηξε το φως που ξεχύθηκε από ένα παράθυρο στον επάνω όροφο του σπιτιού. Ποιος ξέρει από ποιο κακό προαίσθηµα σπρωγµένη, κάποια υπηρέτρια είχε ξυπνήσει, και υπακούοντας σε µια παρόρµηση που δεν µπορούσε να κατονοµάσει, άναψε την λάµπα της. Όταν γύρισα το βλέµµα στον πατέρα µου, είχε χαθεί. Έκτοτε, η µοίρα του περίµενε ένα βαθύ µυστήριο. Ούτε οι ψίθυροι από τις γύρω περιοχές, ούτε οι εικασίες απ’ το βασίλειο του αγνώστου κατάφεραν να το λύσουν. II. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΠΑΡ ΓΚΡΕΪΤΑΝ Σήµερα µου είπαν πως θα ζήσω. Αύριο, σ’ αυτό το ίδιο δωµάτιο, θα κείτοµαι άψυχος: µια πήλινη µορφή˙ αυτό που ήµουν πάντα. Κι αν κανείς µπει στον κόπο να σηκώσει το σεντόνι που θα σκεπάζει το πρόσωπο αυτού του δυσάρεστου «πράγµατος», µια νοσηρή περιέργεια θα θέλει να ικανοποιήσει˙ µόνο αυτό. Οπωσδήποτε, όλο και κάποιος θα προχωρήσει κάνει ένα ακόµη βήµα, θα ρωτήσει «Ποιος ήταν;». Σ’ αυτό
το γραπτό υπάρχει η µόνη απάντηση που µπορώ να δώσω: «Ο Κάσπαρ Γκρέιταν». Θα έπρεπε ν’ αρκούσε. Το όνοµα αυτό κάλυπτε πάνω από είκοσι χρόνια τις ασήµαντες ανάγκες µιας ζωής που δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει. Πραγµατικά, το επινόησα µόνος µου και το πήρα, χάνοντας το κανονικό. Σ’ αυτόν τον κόσµο, όλοι πρέπει να έχουµε ονόµατα. Ακόµη κι αν δεν µας κάνουν µοναδικούς, µπορεί να µας γλιτώσουν από αρκετά µπερδέµατα. Ορισµένοι µάλιστα χρησιµοποιούν αριθµούς. Όµως ούτε κι έτσι µπορούν να είναι µοναδικοί. Μια µέρα, για παράδειγµα, περπατούσα στον µεγάλο δρόµο κάποιας πόλης, πολύ µακριά από εδώ, όταν συνάντησα δυο άνδρες µε στολή. Ο ένας κοντοστάθηκε, µε κοίταξε όλο περιέργεια στο πρόσωπό, και είπε στον άλλον: «Αυτός εκεί µοιάζει µε τον 767». Ο αριθµός είχε κάτι οικείο και τροµακτικό. Σπρωγµένος από µιαν ανεξέλεγκτη επιθυµία, χώθηκα σ’ έναν παράδροµο κι άρχισα να τρέχω, ώσπου σωριάστηκα εξουθενωµένος στην άκρη ενός εξοχικού δρόµου. ∆εν ξέχασα ποτέ εκείνον τον αριθµό. Κάθε φορά που ξανάρχεται στην µνήµη µου, τον συνοδεύει ένα πανδαιµόνιο από απαίσιες βρισιές, ξεσπάσµατα θλιβερών γέλιων και σιδερόπορτες που κλείνουν µε θόρυβο. Γι’ αυτό λέω πως ένα όνοµα, ακόµη και ψεύτικο, είναι πάντα πολύ καλύτερο από οποιονδήποτε αριθµό. Στ’ αρχεία του Αγρού του Κεραµέως σύντοµα θα έχω και τα δύο. Σπουδαία περιουσία! Από αυτόν που θα βρει και θα διαβάσει ετούτο το χαρτί, µόνο λίγη κατανόηση ζητώ. ∆εν πρόκειται για την ιστορία της ζωής µου. ∆εν έχω τις γνώσεις που χρειάζεται για να την γράψω. Μια καταγραφή αποσπασµατικών και φαινοµενικά άσχετων µεταξύ τους αναµνήσεων, είναι˙ αναµνήσεις φωτεινές, βαλµένες σε µια σειρά σαν χάντρες που λαµποκοπούν περασµένες στην κλωστή τους, κι αναµνήσεις σκοτεινές, σκόρπιες, σαν βαθυκόκκινα όνειρα γεµάτα λευκά και µαύρα διάκενα: πυρές µαγισσών που φεγγοβολούν ασταµάτητα κατακόκκινες από απόγνωση. Στάθηκα στην ακτή της αιωνιότητας και γύρισα να δω για τελευταία φορά τον δρόµο που µ’ έφερε ως εκεί. Είκοσι ολόκληρα χρόνια ίχνη τόσο έντονα, τόσο βαθιά: µια τεράστια γραµµή από καταµατωµένα βήµατα που οδηγούσαν κατευθείαν στην φτώχεια και στον πόνο, η αβέβαιη, τεθλασµένη πορεία κάποιου που παραπατά προσπαθώντας να κρατήσει το ασήκωτο φορτίο του Ξένος, παντέρηµος, αργά και µελαγχολικά1. Αχ, για µένα λέει ο ποιητής, την δική µου µοίρα προφητεύει˙ µε τρόπο θαυµαστό, ανατριχιαστικά θαυµαστό! Πίσω, πολύ πίσω, στην αρχή αυτής της Οδού των Μαρτυρίων, αυτού του ολέθριου έπους που το απαρτίζουν επεισόδια ντροπής, δεν ξεχωρίζω τίποτε. Ένα σύννεφο σκεπάζει τα πάντα. Γνωρίζω µόνο πως όλα κράτησαν είκοσι χρόνια˙ ύστερα ήµουν πια γέρος άνθρωπος. Κανείς δεν θυµάται την γέννησή του. Του µίλησαν γι’ αυτήν οι άλλοι. Με µένα όµως ήταν διαφορετικά. Η ζωή ήρθε να µε βρει µε γεµάτα τα χέρια˙ µου χάρισε µονοµιάς κάθε ικανότητα κάθε δύναµη. Τι ήµουν πριν, δεν µπορώ να γνωρίζω˙ ούτε οι άλλοι γνωρίζουν. Οι µόνες πληροφορίες που διαθέτω είναι κάτι αµυδρές υποψίες: αναµνήσεις ή όνειρα ίσως. Το µόνο που ξέρω µε βεβαιότητα είναι πως η συνείδησή µου στάθηκε από µιας αρχής συνείδηση ενός ώριµου σώµατος, µιας ώριµης σκέψης. Την κατάκτησα µονοµιάς, χωρίς εκπλήξεις και αµφιβολίες. Απλά, βρέθηκα να
βαδίζω σ’ ένα δάσος µισόγυµνος, µε πρησµένα πόδια, απίστευτα κουρασµένος και πεινασµένος. Είδα ένα αγροτόσπιτο. Πλησίασα και ζήτησα κάτι να φάω. Μου έδωσε κάποιος που ρώτησε το όνοµά µου. ∆εν ήξερα πως λένε, παρόλο που ήξερα πως όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα όνοµα. Ήρθα σε πολύ δύσκολη θέση, το έβαλα στα πόδια, και καθώς νύχτωνε, έπεσα ανάµεσα στα δέντρα του δάσους και κοιµήθηκα. Την άλλη µέρα µπήκα σε µια µεγάλη πόλη, που δεν θα κατονοµάσω. Ούτε θ’ αναφέρω άλλα περιστατικά της ζωής που τελειώνει σε λίγο, της ζωής που πέρασα µε αδιάκοπες περιπλανήσεις, µέσα στην πλάνη και τον τρόµο, στοιχειωµένος από την συντριπτική αίσθηση πως τιµωρούµαι για κάποιο έγκληµα. Ας δούµε αν µπορώ να συντοµεύσω την αφήγηση. Φαίνεται πως κάποτε ζούσα κοντά σε µια µεγάλη πόλη. Ήµουν κτηµατίας µε πολλές προοπτικές, παντρεµένος µε µια γυναίκα την οποία αγαπούσα και ζήλευα. Στιγµές-στιγµές, νοιώθω την παρουσία ενός παιδιού, ενός νέου µε εξαιρετικά χαρακτηριστικά και δυνατότητες. Μια ασαφής µορφή παραµένει. Πάντα θολή και συχνά έξω από το κυρίως σκηνικό. Ένα καταραµένο βράδυ σκέφτηκα να δοκιµάσω την αφοσίωση της συζύγου µου µ’ έναν χυδαίο, κοινότοπο τρόπο, απόλυτα γνωστό σε όλους, όσοι διαβάζουν αστυνοµική λογοτεχνία. Πήγα στην πόλη, λέγοντάς της πως δεν θα επέστρεφα πριν από το απόγευµα της εποµένης. Όµως επέστρεψα αργά το ίδιο βράδυ, λίγο πριν χαράξει. Πήγα πίσω από το σπίτι, µε την πρόθεση να µπω από µια πόρτα, την οποία είχα µαστορέψει κρυφά, ώστε να µοιάζει κλειδωµένη. Μόλις πλησίασα, την άκουσα ν’ ανοίγει και να κλείνει σιγανά. Ύστερα είδα έναν άνδρα να χάνεται σαν τον κλέφτη µέσα στο σκοτάδι. Χύθηκα πίσω του, να τον πιάσω, να τον σκοτώσω, όµως εξαφανίστηκε, δεν µπόρεσα ούτε να τον αναγνωρίσω. Συχνά έχω την αίσθηση πως δεν ήταν καν ανθρώπινο πλάσµα. Τρελός από ζήλια και οργή, τυφλωµένος, αποκτηνωµένος από τα ζωώδη πάθη του προσβεβληµένου αρσενικού, µπήκα στο σπίτι, κι ανέβηκα τρέχοντας την σκάλα, κατευθυνόµενος προς την πόρτα της κάµαράς της. Ήταν κλειστή, µα επειδή είχα µαστορέψει και αυτήν την κλειδαριά, την άνοιξα εύκολα. Μπήκα µέσα και παρά το απόλυτο σκοτάδι που βασίλευε, κατάφερα να βρεθώ πλάι στο κρεβάτι της. Τα χέρια µου µε πληροφόρησαν πως αν και στρωµένο κανονικά, ήταν άδειο. «Ήταν κάτω» σκέφτηκα. «Τρόµαξε από την ξαφνική εισβολή µου, και κατάφερε να κρυφτεί στο σκοτάδι». Με πρόθεση να την αναζητήσω παντού, ώσπου να την βρω, έκανα µεταβολή για να βγω από το δωµάτιο, αλλά πήρα λάθος κατεύθυνση: την µόνη σωστή! Σκόνταψα επάνω της. Είχε φωλιάσει σε µια γωνιά του δωµατίου. Την ίδια στιγµή τα χέρια µου βρέθηκαν γύρω στον λαιµό της. ∆εν πρόλαβε να βγάλει τον παραµικρό ήχο. Με τα γόνατα πάνω στο σώµα της, εκεί µέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι, χωρίς να της ζητήσω εξηγήσεις, χωρίς να προσπαθήσω να εξηγηθώ µαζί της, την στραγγάλισα! Εδώ τελειώνει το όνειρο. Το αφηγήθηκα σε παρελθόντα χρόνο, µα θα του ταίριαζε καλύτερα ο ενεστώτας, γιατί αυτή η σκοτεινή τραγωδία ξαναπαίζεται συνεχώς στην συνείδησή µου, και κάθε φορά καταστρώνω από την αρχή το σχέδιο, υποφέρω την επιβεβαίωση της απιστίας, αποδίδω δικαιοσύνη. Ύστερα, ένα τεράστιο κενό. Η βροχή χτυπά στα βρώµικα τζάµια του παραθύρου, το χιόνι πέφτει στα λίγα ρούχα µου, οι τροχοί κροταλίζουν στους βρωµερούς δρόµους που σέρνεται η κατεστραµµένη ύπαρξή µου, µέσα στην φτώχεια και την ευτέλεια. Αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ήλιος, δεν µπορώ να θυµηθώ. Αν υπάρχουν πουλιά, δεν τραγουδούν.
Είναι κι ένα άλλο όνειρο, ένα άλλο όραµα νυχτερινό. Στέκοµαι τριγυρισµένος από σκιές, σ’ έναν δρόµο που τον λούζει το φως του φεγγαριού. Νοιώθω την παρουσία κάποιου άλλου, µα δεν µπορώ να καταλάβω ποιος είναι. Στην σκιά ενός µεγάλου σπιτιού, διακρίνω την φευγαλέα λάµψη ενός κατάλευκου φορέµατος. Ύστερα µου κλείνει τον δρόµο µια γυναικεία µορφή: η δολοφονηµένη σύζυγός µου! Το πρόσωπό της είναι πρόσωπο νεκρού. Στον λαιµό της υπάρχουν σηµάδια. Με κοιτάζει κατάµατα, µ’ ένα βλέµµα απύθµενα σοβαρό, χωρίς την παραµικρή µοµφή, το παραµικρό µίσος, την παραµικρή απειλή. Με αναγνωρίζει˙ τίποτε πιο τροµερό. Μπροστά σ’ αυτό το αποτρόπαιο φάσµα, αρχίζω να υποχωρώ µε τρόµο, έναν τρόµο που τον νοιώθω ακόµη και τώρα, καθώς συµπληρώνω ετούτες τις γραµµές. ∆εν µπορώ καν να σχηµατίσω σωστά τις λέξεις. Να! γίνονται... Τώρα είµαι κάπως πιο ήρεµος, µα δεν έχω τι να γράψω: το επεισόδιο τελειώνει όπως αρχίζει: σκοτάδι και αµφιβολία. Ναι, ανέκτησα τον έλεγχο του εαυτού µου: «τον καπετάνιο της ψυχής µου». Μα δεν είναι µια ανάπαυλα στο µαρτύριό µου. Είναι άλλο ένα στάδιο, άλλη µια βαθµίδα εξιλέωσης. Η τιµωρία µου διατηρεί πάντα την ίδια ένταση, αλλά παίρνει διαφορετικές µορφές. Μια από αυτές είναι η γαλήνη. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι παρά ισόβια. Το «Αιώνιο Πυρ της Κολάσεως» δεν είναι τίποτε µπροστά της. Εδώ ο ένοχος επιλέγει την διάρκεια της ποινής του. Σήµερα λήγει η δική µου. Είθε να βρείτε όλοι και καθένας ξεχωριστά, την γαλήνη που δεν είχα ποτέ. III. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΛΙΠΟΥΣΗΣ ΤΖΟΥΛΙΑ ΧΙΤΜΑΝ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΜΕΝΤΙΟΥΜ ΜΠΕΪΡΟΛ Αποσύρθηκα νωρίς κι έπεσα σχεδόν αµέσως στο κρεβάτι, για να βυθιστώ σ’ έναν εξαιρετικά ήσυχο ύπνο, από τον οποίο µε έβγαλε ένα ακαθόριστο αίσθηµα κινδύνου, ένα αίσθηµα που αποτελεί - νοµίζω – κάτι συνηθισµένο για κείνη, την προηγούµενη ζωή. Όσο για το παράλογο του χαρακτήρα της, ήµουν απόλυτα πεπεισµένη, έστω κι αν δεν µου προσέφερε καµία παρηγοριά. Ο σύζυγός µου, Τζόελ Χίτµαν, έλειπε από το σπίτι. Οι υπηρέτες κοιµούνταν πολύ µακριά από την κάµαρά µου. Μα όλα αυτά είναι πράγµατα συνηθισµένα. Μέχρι εκείνη την στιγµή δεν µου είχαν προκαλέσει την παραµικρή ανησυχία. Εν τούτοις, ο άγνωστος τρόµος αυξανόταν αφόρητα, ώσπου κατανικώντας την απροθυµία µου να κινηθώ, ανακάθισα και άναψα την λάµπα που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι µου. Η προσδοκίες µου διαψεύσθηκαν. Κάθε άλλο παρά ανακουφίστηκα. Το φως έµοιαζε να προσθέτει άλλον ένα κίνδυνο, γιατί σκέφτηκα πως θα φαινόταν κάτω από την πόρτα, και θα πρόδιδε την παρουσία µου σε οποιαδήποτε επίβουλη ύπαρξη περιπολούσε απ’ έξω. Εσείς που έχετε ακόµη σάρκα, και υπόκεισθε στην δύναµη των τρόµων της φαντασίας, µπορείτε να φανταστείτε τι σηµαίνει να καταφεύγει κανείς στο σκοτάδι, για να προστατευθεί από τα κακόβουλα πλάσµατα της νύχτας. Κάθε ενέργειά σου σε φέρνει ακόµη πιο κοντά στον εχθρό. Πρόκειται για µια τακτική απελπισίας! Έσβησα την λάµπα και τράβηξα τα σκεπάσµατα ψηλά µέχρι πάνω από το κεφάλι µου. Έµεινα εκεί, βουβή, τρέµοντας ολόκληρη, ανίκανη να ουρλιάξω, ξεχνώντας µάλιστα να προσευχηθώ. Σ’ αυτήν την αξιοθρήνητη στάση πρέπει να έµεινα ώρες – όπως τις ονοµάζετε εσείς˙ γιατί εµείς εδώ δεν έχουµε ώρες, δεν έχουµε καθόλου χρόνο. Στο τέλος, έφτασε: ένας ανεπαίσθητος, ακανόνιστος ήχος βηµάτων στην σκάλα! Βήµατα αργά, αβέβαια, διστακτικά, κάποιου που δεν έβλεπε µπροστά του, κι έπαιρνε στον ταραγµένο νου µου - που παραδινόταν όλο και περισσότερο στον πανικό – την µορφή µιας τυφλής, άλογης, ανελέητης µοχθηρίας. Σκέφτηκα ακόµη
πως είχα αφήσει αναµµένη την λάµπα του διαδρόµου, και πως η λάµψη της αποδείκνυε ό,τι εκείνο το τροµακτικό τρέκλισµα, δεν ανήκε παρά σ’ µιαν αλλόκοτη ψευδαίσθηση της νύχτας. Η σκέψη αυτή ήταν ανόητη και απόλυτα ασύµφωνη µε τον φόβο που ένοιωσα πριν λίγο για το φως. Μα, πώς να τον κάνουµε; Ο φόβος δεν διαθέτει νου˙ ένα πνευµατικά καθυστερηµένο πλάσµα είναι. Η θλιβερές µαρτυρίες και οι πρωτόγονες συµβουλές που µας ψιθυρίζει, δεν έχουν καµιά συνέπεια µεταξύ τους. Το γνωρίζουµε καλά, εµείς που περάσαµε στο Βασίλειο του Τρόµου, εµείς που ελλοχεύουµε στα αιώνια σκοτάδια, ανάµεσα στις σκηνές της προηγούµενης ζωής µας, αθέατοι ακόµη κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό µας, αόρατοι ο ένας για τον άλλον, κι όµως υποχρεωµένοι να κρυβόµαστε λησµονηµένοι σε µέρη απόµερα, λαχταρώντας µια κουβέντα µε τους αγαπηµένους µας, ωστόσο πάντα βουβοί, τροµάζοντάς τους και τροµάζοντας οι ίδιοι µε την παρουσία µας. Κάποτε-κάποτε αυτή η στέρηση αναστέλλεται, ο νόµος καταστρατηγείται. Με την αιώνια δύναµη της αγάπης ή του µίσους, λύνουµε τα µάγια και παρουσιαζόµαστε σε κείνους που θέλουµε να προειδοποιήσουµε, να παρηγορήσουµε ή να τιµωρήσουµε. Με ποια µορφή τους παρουσιαζόµαστε, δεν το γνωρίζουµε. Ξέρουµε µόνο πως τροµοκρατούµε ακόµη κι εκείνους που ίσα-ίσα σκοπεύαµε να παρηγορήσουµε, εκείνους απ’ τους οποίους ίσαίσα λαχταρούσαµε λίγη τρυφερότητα, λίγη συµπάθεια. Συγχωρείστε, σας παρακαλώ, την αδικαιολόγητη παρέκβαση του πλάσµατος που κάποτε ήταν γυναίκα. Εσείς που επικοινωνείτε µαζί µας, µ’ έναν τόσο ατελή τρόπο, δεν µπορείτε να καταλάβετε. Κάνετε ανόητες ερωτήσεις για πράγµατα άγνωστα και πράγµατα απαγορευµένα. Τα περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουµε και µπορούµε να µεταδώσουµε µε τον λόγο µας, δεν έχουν το παραµικρό νόηµα στον δικό σας. Όταν θέλουµε να σας απευθυνθούµε, πρέπει να τραυλίζουµε τις σκέψεις µας σε κείνο το κοµµάτι της γλώσσας µας, που µπορείτε να καταλάβετε και να µιλήσετε. Νοµίζετε πως ανήκουµε σ’ έναν άλλο κόσµο. Όχι, δεν γνωρίζουµε παρά µόνο τον δικό σας, έστω κι αν ο ίδιος αυτός κόσµος δεν έχει για µας ήλιο, ζεστασιά, µουσική, γέλια, χαρές, κελάηδηµα πουλιών, συντροφικότητα. Θε µου, Θε µου! Τι φρικτό πράγµα να είσαι φάντασµα, να φωλιάζεις τρέµοντας σ’ έναν κόσµο τόσο αλλαγµένο, να παραδίδεσαι σαν άβουλο θύµα στα χέρια του φόβου και της απελπισίας! Όχι, δεν πέθανα από τον φόβο µου: το Πλάσµα γύρισε κι έφυγε. Το άκουσα να κατεβαίνει την σκάλα - βιαστικά, µου φάνηκε - σαν κάτι αναπάντεχο να το είχε τροµάξει. Ύστερα σηκώθηκα για να ζητήσω βοήθεια. ∆εν είχα καλά-καλά προλάβει να πιάσω µε το τρεµάµενο χέρι µου το πόµολο της πόρτας, όταν – Κύριε λυπήσου µε! – το άκουσα να επιστρέφει. Ανέβαινε την σκάλα – κάλπαζε λες - µε γρήγορα, βαριά, ηχηρά βήµατα που έκαναν το σπίτι να τρέµει ολόκληρο. Έτρεξα σε µια γωνιά του δωµατίου και φώλιασα εκεί. Προσπάθησα να προσευχηθώ. Προσπάθησα να φωνάξω το όνοµα του αγαπηµένου µου συζύγου. Ύστερα άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει. Φαίνεται πως κάποια στιγµή λιποθύµησα, γιατί δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα, έτσι ξαφνικά, µε κείνη την αρπάγη γύρω στον λαιµό µου. Ένοιωσα τα χέρια µου να χτυπούν αδύναµα κάτι που µε πίεζε στο πάτωµα. Ένιωσα την γλώσσα µου να τινάζεται έξω από τον φράκτη των δοντιών µου! Και πέρασα πια σ’ αυτήν την ζωή. Όχι, δεν γνωρίζω τι ήταν. Το άθροισµα όσων γνωρίζαµε την στιγµή του θανάτου, είναι ό,τι γνωρίζουµε αργότερα για το παρελθόν. Γι’ αυτήν εδώ την ύπαρξη µαθαίνουµε πολλά. Όµως στις σελίδες όσων προηγήθηκαν δεν προστίθεται τίποτε. Στην µνήµη µας είναι γραµµένα µόνον όσα µπορούµε να διαβάσουµε. Εδώ δεν υπάρχουν υψώµατα αληθείας, από τα οποία µπορείς να εποπτεύσεις το συγκεχυµένο τοπίο εκείνης της αµφίβολης επικράτειας. Απλά, κατοικούµε στην Κοιλάδα των Σκιών, ελλοχεύουµε στις έρηµες γωνιές της, κρυφοκοιτάζουµε πίσω απ’ τους
θάµνους και τις λόχµες τους τρελούς, επίβουλους κατοίκους της. Πώς θα µπορούσαµε να γνωρίζουµε οτιδήποτε καινούργιο για το παρελθόν που ολοένα µακραίνει, κι ολοένα θολώνει; Αυτό που θα σας διηγηθώ, συνέβη νύχτα. Εµείς εδώ καταλαβαίνουµε πως νύχτωσε, όταν σας δούµε να επιστρέφετε στα σπίτια σας και ν’ αναπαύεστε. Τότε τολµούµε να βγούµε από τις κρύπτες µας, να πλησιάσουµε άφοβα τα παλιά µας σπίτια, να κοιτάξουµε από τα παράθυρα, κι ακόµη-ακόµη να µπούµε µέσα, να σταθούµε δίπλα στα κρεβάτια σας και να παρατηρήσουµε τα πρόσωπά σας, την ώρα που κοιµάστε. Εγώ παρέµεινα αρκετό καιρό κοντά στο σπίτι, όπου είχα µετατραπεί µε τόσο σκληρό τρόπο σ’ αυτό που είµαι τώρα. Συνήθως έτσι συµβαίνει όταν αφήνουµε πίσω µας ανθρώπους που αγαπούµε ή µισούµε. Άδικα αναζητούσα κάποιον τρόπο να γίνω ορατή, κάποιον τρόπο που θα µου επέτρεπε να διαβεβαιώσω τον σύζυγο και τον γιο µου πως συνέχιζα να υπάρχω, να τους λατρεύω και να θλίβοµαι βαθιά για κείνους. Όταν κοιµούνταν, ξυπνούσαν. Όταν, µέσα στην απελπισία µου, τολµούσα να τους πλησιάσω την ώρα που ήταν ξύπνιοι, έριχναν πάνω µου εκείνο το τροµερό βλέµµα των ζωντανών και µε τρόµαζαν. ∆εν ήταν αυτό που γύρευα από εκείνους. ∆εν µπορούσα πια να προχωρήσω στον σκοπό µου. Εκείνη την νύχτα, άδικα τους αναζητούσα, άδικα φοβόµουν πως θα τους βρω. ∆εν βρίσκονταν στο σπίτι˙ ούτε στην πρασιά που έλουζε το φως του φεγγαριού. Μπορεί τον ήλιο να τον χάσαµε για πάντα. Μας έµεινε όµως το φεγγάρι: πότε ολοστρόγγυλο και πότε βεργολυγερό. Άλλοτε λάµπει την νύχτα, κι άλλοτε την ηµέρα. Πάντα όµως ανατέλλει και δύει, όπως σε κείνη την άλλη ζωή. Άφησα την πρασιά και πήρα τον βουβό, κατάλευκο δρόµο κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. ∆εν ήξερα πού πήγαινα κι ήµουν θλιµµένη. Ξαφνικά, άκουσα την αναστατωµένη, απορηµένη φωνή του δύστυχου συζύγου µου. Ακολούθησε η φωνή του γιου µου: καθησυχαστική, αποτρεπτική. Στέκονταν εκεί, ανάµεσα στις σκιές των δέντρων˙ κοντά, τόσο κοντά µου! Είχαν τα πρόσωπα στραµµένα προς το µέρος µου, και το βλέµµα του συζύγου µου καρφώθηκε στο δικό µου. Με είδε, επιτέλους, µε είδε! Την ώρα που το συνειδητοποίησα, ο τρόµος απλώθηκε µέσα µου σαν αδέκαστο όνειρο. Τα µάγια του θανάτου είχαν λυθεί. Η Αγάπη κατατρόπωσε τον Νόµο! Τρελή από την χαρά µου, κραύγασα – ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να κραύγασα – «Βλέπει, βλέπει˙ θα καταλάβει!» Ύστερα κατάφερα να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία µου, και προχώρησα χαµογελώντας, πλήρης µέσα στην συνείδηση εκείνης της οµορφιάς. Ήθελα να κρυφτώ στην αγκαλιά του, να του απαλύνω τον πόνο µε χάδια, να κλείσω το χέρι του γιου µου στο δικό µου, να τους µιλήσω, σπάσω το φράγµα που χωρίζει τους ζωντανούς απ’ τους νεκρούς. Όµως αλίµονο! Το πρόσωπό του έγινε κάτωχρο από τον φόβο, το βλέµµα του ήταν βλέµµα ζώου κυνηγηµένου. Άρχισε να υποχωρεί, ήθελε ν’ αποφύγει τον ερχοµό µου, ώσπου γύρισε και χύθηκε κατά το δάσος. Χάθηκε. Πού πήγε δεν µπόρεσα ποτέ να µάθω. Στο δύστυχο αγόρι µου, που έµεινε δυο φορές παντέρηµο, δεν κατάφερα να δώσω ούτ’ ένα τόσο δα σηµάδι της παρουσίας µου. Κάποτε, θα περάσει κι αυτό σε τούτη την Αόρατη Ζωή και θα το χάσω για πάντα. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Πρόκειται για τον πρώτο στίχο του ποιήµατος Ο Ταξιδιώτης[The Traveler], του Άγγλου ποιητή Όλιβερ Γκόλντσµιθ Oliver Goldsmith [1730-1774]:.
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΠΙΤΙΑ
ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΕΥΚΑ Κοντά στην Γκαλίπολι του Οχάιο, ζούσε για πολλά χρόνια ένας γέρος που τον έλεγαν Χέρµαν Ντελιούζ. Ελάχιστα ήταν γνωστά για το παρελθόν του, αφού ούτε ο ίδιος αναλάµβανε ποτέ να αναφερθεί σ’ αυτό, ούτε στην περιέργεια των άλλων ανταποκρινόταν. Ήταν κοινή η πεποίθηση των γειτόνων του πως υπήρξε πειρατής, παρόλο που δεν είχαν άλλη απόδειξη από την συλλογή ακοντίων, σπαθιών και παλιών πιστολιών που διέθετε. Ζούσε εντελώς µόνος σ’ ένα µικρό σπίτι µε τέσσερα δωµάτια, το οποίο σάπισε γρήγορα, και δεν επισκευάστηκε ποτέ, εκτός από τις πρόχειρες εργασίες που χρειάζονταν για ν’ αντέχει την βροχή. Στεκόταν σ’ ένα µικρό ύψωµα, στην µέση ενός πετροχώραφου όλο βάτους. Ελάχιστα τµήµατά του ήταν καλλιεργηµένα, µε πολύ πρωτόγονο τρόπο. Αυτά τα παρτέρια ήταν η µόνη του περιουσία, αλλά δύσκολα θα µπορούσαν να του προµηθεύσουν τα προς το ζειν, όσο λίγες κι αν ήταν οι ανάγκες του. Είχε πάντα χρήµατα και πλήρωνε µετρητοίς στα καταστήµατα του διπλανού, φροντίζοντας να µην επισκέπτεται περισσότερο από δύο ή τρεις φορές το ίδιο µέρος, παρά µόνο αφού είχε περάσει αρκετό διάστηµα. εκτός µετά από παρέλευση αρκετού χρόνου. Ωστόσο, αυτή η δίκαιη κατανοµή της προτίµησής του, δεν αντιµετωπίστηκε µε την δέουσα συµπάθεια. Όλοι πίστευαν πως ήταν ένας τρόπος ν’ αποφεύγει τα σχόλια για τα µεγάλα ποσά που διέθετε. Κάθε έντιµος κάτοικος της περιοχής, εξοικειωµένος µε της τοπικές παραδόσεις, και προικισµένος µε κάποια αίσθηση της πραγµατικότητας, δεν αµφέβαλε ούτε στιγµή πως ο Ντελιούζ είχε κρύψει µεγάλες ποσότητες παράνοµα αποκτηµένου χρυσού, κάτω από την ετοιµόρροπη κατοικία του. Στις 9 Νοεµβρίου του 1867, ο γέρος πέθανε. Τον βρήκαν την εποµένη, και οι γιατροί δήλωσαν πως είχε πεθάνει πριν από είκοσι τέσσερις ώρες, χωρίς όµως να γνωρίζουν από τι, δεδοµένου ότι η εξέταση του πτώµατος έδειξε πως όλα τα όργανα ήταν απολύτως υγιή, χωρίς την παραµικρή ένδειξη διαταραχής ή άσκησης βίας. Σύµφωνα µε την έκθεσή τους, ο θάνατος είχε επέλθει γύρω στο µεσηµέρι, και ενώ ο εκλιπών βρισκόταν ακόµη στο κρεβάτι. Ο δικαστής αποφάσισε πως «ο θάνατός του ήταν θέληµα Θεού». Τον έθαψαν και ο δικαστικός επιµελητής ανέλαβε τα της κληρονοµιάς. Η λεπτοµερής έρευνα δεν αποκάλυψε τίποτε περισσότερο από ό,τι ήδη γνώριζαν όλοι για τον νεκρό. Οι υποµονετικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν στο κτήµα από τους τεθλιµµένους και ανιδιοτελείς γείτονες δεν έφεραν κανένα αποτέλεσµα. Ο επιµελητής κλείδωσε το σπίτι, µέχρι να έρθει ο καιρός που σύµφωνα µε τον νόµο το ιδιωτικό ακίνητο θα έπρεπε να πουληθεί, προκειµένου να καλυφθούν εν µέρει τα έξοδα της πώλησης. Η νύχτα της 20ης Νοεµβρίου ήταν θυελλώδης. Ο άνεµος λυσσοµανούσε, αλλάζοντας συνεχώς κατεύθυνση, και µαστίγωνε τα πάντα µε χιονόνερο. ∆έντρα τεράστια ξεριζώνονταν και παρασύρονταν µέχρι στους δρόµους. Κανείς στην περιοχή δεν θυµόταν τόσο άγρια νύχτα. Όµως µε το χάραµα ο άνεµος έπεσε, η θύελλα κόπασε, κι ηµέρα πρόβαλε φωτεινή και καθαρή. Κατά τις οκτώ, ο Αιδεσιµότατος Χένρι Γκάλµπραιηθ, γνωστός και αξιοσέβαστος Λουθηρανός Πάστορας, έφτανε πεζός στο σπίτι του, ενάµισι µίλι µακριά από το κτήµα του Ντελιούζ. Ο Κύριος Γκάλµπραιηθ έλειπε ένα µήνα στο Τσιντσινάτι. Το προηγούµενο απόγευµα, έφτασε µε ποταµόπλοιο στην Είχε έρθει µε ποταµόπλοιο µέχρι την Γκαλίπολι, το προηγούµενο απόγευµα. Χωρίς να χάσει καιρό, πήρε ένα άλογο και µια µονοθέσια άµαξα, και ξεκίνησε για το σπίτι. Η µανία της θύελλας έκανε αδύνατο το ταξίδι του µέσα στην νύχτα. Όταν ξηµέρωσε, οι δρόµοι ήταν κλειστοί από τα ξεριζωµένα
δέντρα. Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το µεταφορικό του µέσο, και να συνεχίσει µε τα πόδια. «Μα, πού πέρασες την νύχτα;» τον ρώτησε η γυναίκα του, όταν της ανέφερε την περιπέτειά του. «Στο Νησί µε τα Πεύκα1, µε τον Γερο-Ντελιούζ» απάντησε εκείνος γελώντας. «∆εν µε έδιωξε, αλλά δεν έβγαλε κουβέντα όλη νύχτα». Ευτυχώς – προς απόλυτο συµφέρον της αλήθειας - στην κουβέντα παρευρισκόταν ο Κύριος Ρόµπερτ Μόσλι Μάρεν, δικηγόρος και λογοτέχνης από το Κολόµπους, εκείνος που έγραψε τα υπέροχα «Χαρτιά του Μέλοουκραφτ». Βλέποντας λοιπόν - αλλ’ όχι απαραίτητα και συµµεριζόµενος - ο πανέξυπνος αυτός άνθρωπος την έκπληξη που προκάλεσε η απάντηση του Κυρίου Γκάλµπραιηθ, έδωσε τέλος µε µια χειρονοµία στα επιφωνήµατα που φυσικά επακολούθησαν, και ρώτησε ήρεµα: «Πώς βρέθηκες εκεί;» Ο κύριος Γκάλµπραιηθ – σύµφωνα πάντα µε τα λεγόµενα του Κυρίου Μάρεν – έσπευσε ν’ απαντήσει: «Είδα το σπίτι φωτισµένο, κι επειδή το χιονόνερο µε είχε σχεδόν τυφλώσει – εξάλλου ήµουν ξεπαγιασµένος – πέρασα την είσοδο και οδήγησα την άµαξα στον παλιό στάβλο, όπου βρίσκεται τώρα. Ύστερα χτύπησα την πόρτα. ∆εν πήρα απάντηση, κι έτσι µπήκα µέσα. Το δωµάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά είχα σπίρτα µαζί µου. Βρήκα ένα κηροπήγιο και το άναψα. Προσπάθησα να µπω στο διπλανό δωµάτιο, µα η πόρτα ήταν κλειδωµένη. Άκουγα τον γέρο µα πηγαινοέρχεται µε βαριά βήµατα από µέσα, αλλά δεν αποκρινόταν στα καλέσµατά µου. Το τζάκι ήταν σβηστό. Το άναψα, ξάπλωσα κατάχαµα µπροστά του, µε το παλτό µου για προσκεφάλι, κι ετοιµάστηκα να κοιµηθώ. Την ίδια στιγµή, η κλειδωµένη πόρτα του διπλανού δωµατίου άνοιξε αθόρυβα, και φάνηκε ο γέρος µ’ ένα κηροπήγιο στο χέρι. Του µίλησα ευγενικά, απολογήθηκα για την ξαφνική εισβολή µου, αλλ’ εκείνος δεν µου έδωσε σηµασία. Φαινόταν να γυρεύει κάτι, παρόλο που τα µάτια του δεν σάλευαν καθόλου. Αναρωτήθηκα αν είναι υπνοβάτης. Έκανε µια βόλτα στο δωµάτιο, κι έφυγε µε τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει. Η σκηνή επαναλήφθηκε δύο φορές, πριν καταφέρω ν’ αποκοιµηθώ. Έµπαινε, έψαχνε κι έφευγε πάντα µε τον ίδιο τρόπο. Στο µεταξύ, κάθε φορά που κόπαζε κάπως η καταιγίδα, τον άκουγα να οργώνει το σπίτι µε βαριά βήµατα. Το πρωί, όταν ξύπνησα, είχε ήδη φύγει». Ο Κύριος Μάρεν ήθελε να συνεχίσει τις ερωτήσεις, µα δεν µπορούσε πλέον να συγκρατήσει τις γλώσσες της οικογένειας που δούλευαν ακατάσχετα. Όλο αυτό το πανδαιµόνιο είχε σαν αποτέλεσµα να πληροφορηθεί ο καλός Πάστορας τα σχετικά µε τον θάνατο και την κηδεία του Ντελιούζ, µένοντας άναυδος. «Η εξήγηση της περιπέτειάς σου είναι πολύ απλή» Είπε ο Κύριος Μάρεν. «Ο Γερο-Ντελιούζ ούτε υπνοβάτης είναι, ούτε εµφανίστηκε εχθές το βράδυ. Προφανώς ονειρευόσουν». Στο σηµείο αυτό, ο Κύριος Γκάλµπραιηθ αναγκάστηκε – έστω και απρόθυµα – να συµφωνήσει. Κι όµως µια ώρα αργότερα, το ίδιο βράδυ, οι δύο άνδρες, συνοδευόµενοι από έναν γιο του Κυρίου Γκάλµπαιηθ, βρίσκονταν µπροστά στο σπίτι του Γερο-Ντελιούζ. Είχε φως˙ φαινόταν καθαρά να πηγαίνει από παράθυρο σε παράθυρο. Οι τρεις άνδρες κατευθύνθηκαν προς την πόρτα. Πλησίασαν. Μέσα επικρατούσε πανδαιµόνιο: αποκρουστικοί ήχοι σπαθιών που σµίγουν – ατσάλι πάνω σε ατσάλι – δυνατοί πυροβολισµοί, ουρλιαχτά γυναικών, µουγκρίσµατα και βλαστήµιες ανδρών που µάχονται! Οι ερευνητές δίστασαν, πάγωσαν για µια στιγµή. Ύστερα, ο Κύριος Γκάλµπραιηθ δοκίµασε ν’ ανοίξει την πόρτα. Ήταν κλειδωµένη. Όµως ο Πάστορας ήταν γενναίος άνδρας, κι επιπλέον διέθετε ηράκλεια δύναµη. Έκανε ένα-δυο βήµατα
πίσω και χύθηκε καταπάνω της, χτυπώντας την µε τον δεξή του ώµο. Η πόρτα υποχώρησε, ξεριζώθηκε από την κάσα κι έσκασε µε πάταγο στο πάτωµα. Την ίδια στιγµή, βρίσκονταν όλοι στο εσωτερικό του δωµατίου. Ήταν κατασκότεινο και βουβό! Μόνο της χτύπους της καρδιάς τους µπορούσαν ν’ ακούσουν. Ο Κύριος Μάρεν είχε πάρει µαζί του σπίρτα κι ένα κηροπήγιο. Με χέρια τρεµάµενα από την ένταση, άναψε το κερί, και βάλθηκαν να εξερευνούν το µέρος, περνώντας από δωµάτιο σε δωµάτιο. Όλα ήταν στην θέση τους, όπως τα είχε αφήσει ο Σερίφης. ∆εν υπήρχε το παραµικρό σηµάδι αναστάτωσης. Ένα λεπτό στρώµα σκόνης σκέπαζε τα πάντα. Στο βάθος, µια πόρτα ήταν ανοιχτή. Το πρώτο πράγµα που σκέφτηκαν ήταν πως οι υπεύθυνοι του απαίσιου γλεντιού διέφυγαν από εκεί, και πάνω στην βιασύνη τους ξέχασαν να την κλείσουν. Πλησίασαν. Το φως του κεριού έπεσε στο έδαφος, που η τροµακτική θύελλα της προηγουµένης είχε καλύψει µ’ ένα λεπτό στρώµα χιονιού. ∆εν υπήρχαν πατηµασιές. Η λευκή επιφάνεια φάνταζε εντελώς λεία. Έκλεισαν την πόρτα και πέρασαν στο τελευταίο από τα τέσσερα δωµάτια, το πιο αποµακρυσµένο από την είσοδο, σχεδόν χαµένο σε µια γωνιά του σπιτιού. Ξαφνικά, το κερί του Κυρίου Μάρεν έσβησε, σαν να σάρωσε την φλόγα κάποιο απότοµο φύσηµα. Την ίδια στιγµή, άκουσαν κάτι βαρύ να πέφτει. Όταν κατάφεραν να ξανανάψουν το κερί, ο νεαρός Κύριος Γκάλµπραιηθ βρισκόταν µπρούµυτα στο πάτωµα. Ήταν νεκρός. Στο ένα χέρι του, γερά αδραγµένος, υπήρχε ένας βαρύς σάκος µε χρυσά νοµίσµατα, που όπως αποδείχθηκε αργότερα ήταν παλιάς ισπανικής κοπής. Στον τοίχο, ακριβώς πάνω το πτώµα του, υπήρχε ένα άνοιγµα. Τα σανίδια έλειπαν και προφανώς το σακί είχε αφαιρεθεί από εκεί. Άλλη µια δικαστική ερεύνα ακολούθησε, άλλη µια εξέταση νεκρού που δεν κατάφερε να προσδιορίσει την αιτία του θανάτου. Άλλη µια απόφαση για «θέληµα Θεού» άφησε τους πάντες ελεύθερους να βγάλουν τα δικά τους συµπεράσµατα. Ο Κύριος Μάρεν ισχυρίστηκε πως ο νεαρός Κύριος Γκάλµπραιηθ πέθανε από φόβο. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Το «Νησί της Νεότητας» ή «Νησί µε τα Πεύκα», λίγο έξω από τις ακτές της Κούβας, υπήρξε ένα από τα διασηµότερα ορµητήρια των Ισπανών πειρατών.
ΕΝΑ ΚΑΤΟΙΚΙ∆ΙΟ ΚΛΗΜΑ Φεύγοντας από το µικρό Νόρτον του Μισούρι και τραβώντας για το Μέισβιλ, στα τρία µίλια πάνω-κάτω συναντάς ένα παλιό σπίτι, που οι τελευταίοι του ιδιοκτήτες ήταν κάποιοι Χάρντινγκ. Από το 1886 δεν ζει κανείς εκεί, κι ούτε κανένας θα ήθελε να ζήσει. Ο χρόνος και η αδιαφορία των ενοίκων του το µετέτρεψαν σ’ ένα µάλλον γραφικό ερείπιο. Ο περαστικός που αγνοεί την ιστορία του, δύσκολα θα µπορούσε να το κατατάξει στην κατηγορία των «στοιχειωµένων σπιτιών», παρόλο που η φήµη του στην γύρω περιοχή δεν είναι καθόλου καλή. Τα τζάµια των παραθύρων έλειπαν, το ίδιο και οι πόρτες. Τα σανίδια της στέγης είχαν µεγάλες τρύπες, και οι ξύλινοι τοίχοι του – που δεν βάφτηκαν ποτέ – είχαν πάρει σταχτοπράσινη όψη. Όµως όλα αυτά τα σηµάδια που θα µπορούσαν να δώσουν µια – κατά κάποιον τρόπο – απόκοσµη διάσταση στο όλο θέαµα, καλύπτονταν και εν πολλοίς αµβλύνονταν από το πλούσιο φύλλωµα ενός µεγάλου κλήµατος - οι βοτανολόγοι δεν κατάφεραν ποτέ να κατατάξουν σε κάποιο είδος - που αγκάλιαζε την κατασκευή, και είχε διαδραµατίσει σηµαντικό ρόλο στην ιστορία του σπιτιού. Την οικογένεια Χάρντινγκ αποτελούσαν ο Ρόµπερτ Χάρντινγκ, η σύζυγός του Ματίλντα, η ∆εσποινίς Τζούλια Ουέντ, αδελφή της δεύτερης, και δυο παιδάκια. Ο Ρόµπερτ Χάρντινγκ ήταν ένας σιωπηλός άνθρωπος, µε ψυχρή συµπεριφορά, που δεν είχε φίλους ανάµεσα στους γείτονες, και προφανώς δεν ήθελε να έχει. Ήταν σαραντάρης, ολιγαρκής και εργατικός. Εξασφάλιζε τα προς το ζειν από ένα µικρό χωράφι, που τώρα πια είναι γεµάτο αγριόχορτα και βάτους. Αυτός και η κουνιάδα του σκανδάλιζαν κάπως τους γείτονες, οι οποίοι φαινόταν να πιστεύουν πως παραήταν «δεµένοι». Και ίσως να µην είχαν άδικο, αφού συχνά το ίδιο το αταίριαστο ζευγάρι φρόντιζε να τους προκαλεί µε την συµπεριφορά του. Ο ηθικός κώδικας του αγροτικού Μισούρι είναι αυστηρός και απαιτητικός. Η Κυρία Χάρντινγκ ήταν µια ευγενική γυναίκα µε θλιµµένο βλέµµα, που της έλειπε το πέλµα του αριστερού ποδιού. Μια µέρα του 1884, µαθεύτηκε πως πήγε να δει την µητέρα της στην Ιόβα. Αυτό τουλάχιστον απάντησε ο άντρας της, όταν τον ρώτησαν. Και το έκανε µ’ έναν τρόπο που δεν άφηνε περιθώρια για κουβέντες. Η γυναίκα δεν επέστρεψε ποτέ, και δύο χρόνια αργότερα, ο Χάρντινγκ µάζεψε την υπόλοιπη οικογένεια και έφυγε από την περιοχή, χωρίς να πουλήσει την γη του ή να διορίσει πληρεξούσιο, χωρίς καν να πάρει τα πράγµατα του σπιτιού. Κανείς δεν έµαθε πού πήγε. ∆εν τους ενδιέφερε άλλωστε. Φυσικά, οτιδήποτε µπορούσε να µεταφερθεί, εξαφανίστηκε ταχύτατα, και το έρηµο σπίτι κατατάχθηκε στην κατηγορία των «στοιχειωµένων». Ένα απόγευµα του Καλοκαιριού – πέντε ή έξι χρόνια αργότερα – ο Αιδεσιµότατος Τζ. Κρούµπερ από το Νόρτον, κι ένας δικηγόρος ονόµατι Χάιατ από το Μέισβιλ, συναντήθηκαν έφιπποι µπροστά στου Χάρντινγκ. Καθώς είχαν διάφορες δουλειές να κανονίσουν, ξεπέζεψαν, έδεσαν τα ζώα τους, και κάθισαν στην βεράντα του παλιού σπιτιού. Κάποια εύθυµη αναφορά στην «σκοτεινή» φήµη του, ξεχάστηκε αµέσως, κι έπιασαν την κουβέντα για τις δουλειές τους, ώσπου άρχισε να νυχτώνει. Το απόβραδο ήταν ανυπόφορα ζεστό. ∆εν κουνιόταν φύλλο. Ξαφνικά, οι δύο άνδρες πετάχτηκαν όρθιοι από την έκπληξη. Το µεγάλο κλήµα που κάλυπτε την µισή πρόσοψη του σπιτιού και διακλαδωνόταν στην οροφή της βεράντας, ακριβώς από πάνω τους, ταράχτηκε, άρχισε να σείεται ολόκληρο. «Έρχεται µπόρα φαίνεται» αναφώνησε ο Χάιατ. Ο Κρούµπερ παρέµεινε σιωπηλός, κατευθύνοντας το βλέµµα του άλλου προς τα µικρά δέντρα που φύτρωναν τριγύρω. Τα φύλλα τους ήταν ασάλευτα. Ακόµη και οι λεπτοκαµωµένοι θάµνοι παρέµενα γαλήνιοι κάτω από τον πεντακάθαρο ουρανό.
Κατέβηκαν βιαστικά τα σκαλοπάτια της βεράντας, στάθηκαν σε κάτι που παλιά ήταν κήπος µε γρασίδι, και παρατήρησαν το κλήµα, που τώρα φαινόταν ολόκληρο. Συνέχιζε να κινείται, χωρίς να υπάρχει κανένας προφανής λόγος. «Πάµε να φύγουµε» είπε ο Πάστορας. Κι έφυγαν. Ξεχνώντας πως όταν συναντήθηκαν πήγαιναν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, κάλπασαν µαζί µέχρι το Νόρτον, ανέφεραν την παράξενη εµπειρία τους σε κάποιους εχέµυθους φίλους. Το απόγευµα της εποµένης, την ίδια ώρα περίπου, συνοδευόµενοι από άλλα δύο άτοµα, των οποίων τα ονόµατα δεν µπορώ να θυµηθώ, πήγαν πάλι στο παλιό σπίτι. Ανέβηκαν στην βεράντα και έγιναν µάρτυρες του ίδιου παράξενου φαινοµένου. Όσο κι αν έψαξαν, όσο προσεκτικά κι αν το παρατήρησαν, από την ρίζα µέχρι το τελευταίο φύλλο, το κλήµα έδειχνε τρέµει ακατάσχετα. Ακόµη κι όταν προσπάθησαν όλοι µαζί να το σταµατήσουν, δεν κατάφεραν τίποτε. Έµειναν εκεί µιαν ολόκληρη ώρα, ψάχνοντας, ερευνώντας. Μάταια όµως. Αναγκάστηκαν να φύγουν µε τις ίδιες απορίες που τους είχαν φέρει µέχρι εκεί. Το περίεργο αυτό φαινόµενο, δεν άργησε να εξάψει την περιέργεια και του τελευταίου κατοίκου της περιοχής. Στίφη ολόκληρα κατέφταναν και στέκονταν έξω από το σπίτι των Χάρντινγκ «γυρεύοντας ένα σηµάδι». ∆εν φάνηκε να βρήκαν το παραµικρό, αλλά οι πρώτοι µάρτυρες ήταν τόσο αξιόπιστοι που κανείς δεν αµφέβαλε στιγµή για την αλήθεια των «εκδηλώσεων» που είχαν παρατηρήσει. Από ευτυχή έµπνευση ή καταστροφική διάθεση, κάποια µέρα έγινε η πρόταση – κανείς δεν ήξερε να πει ποιος την κατέθεσε – να διενεργηθούν εργασίες εκσκαφής του κλήµατος. Μετά από γόνιµο δηµόσιο διάλογο επί του ζωτικού αυτού ζητήµατος, το έκαναν. ∆εν βρήκαν παρά µόνο ρίζα. Και η αλήθεια είναι πως δεν θα µπορούσαν να βρεθούν µπροστά πιο παράξενο θέαµα! Ο κορµός, ο οποίος είχε αρκετούς πόντους διάµετρο, βυθιζόταν ολόισιος ένα µε ενάµισι µέτρο µέσα στο υγρό, µαλακό χώµα, κι ύστερα ακολουθούσε απειράριθµες διακλαδώσεις, που διακλαδώνονταν µε την σειρά τους σε µικρότερες. Όταν οι αποφασισµένοι «ερευνητές» παραµέρισαν προσεκτικά το χώµα, ανακάλυψαν πως όλες αυτές οι ρίζες και τα ριζίδια, οι διακλαδώσεις και οι παραφυάδες συµπλέκονταν µεταξύ τους, δηµιουργώντας έναν και µοναδικό όγκο, εκπληκτικά όµοιο στο µέγεθος και το σχήµα µε άνθρωπο. Υπήρχε κεφάλι, κορµός και άκρα. Μέχρι και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών ξεχώριζαν. Ορισµένοι µάλιστα ισχυρίζονταν πως ανάµεσα στο πανδαιµόνιο των ριζών που αποτελούσαν τον σφαιρικό όγκο του κεφαλιού, κατάφεραν να διακρίνουν τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά του προσώπου. Η σιλουέτα βρισκόταν σε οριζόντια θέση, και συνδεόταν µε το φυτό στο επίπεδο του στήθους. Τελικά, από την άποψη της οµοιότητάς της µε άνθρωπο, η µάζα εκείνη ήταν τέλεια. ∆έκα πόντους κάτω από το ένα της γόνατο, οι µικροσκοπικές ρίζες που σχηµάτιζαν το άκρο σταµατούσαν απότοµα. Η σιλουέτα δεν είχε αριστερό πέλµα. Αυτό που έµενε να γίνει ήταν προφανές, αλλά πάνω στην αναστάτωση που δηµιουργήθηκε, κατετέθησαν πάµπολλα σχέδια δράσης. Εγκεκριµένα, όσα και οι ανόητοι εκ των παρευρισκοµένων. Τελικά το ζήτηµα διευθετήθηκε από τον Σερίφη, ο οποίος µε την ιδιότητα του νοµικά υπεύθυνου για την εγκαταλειµµένη ιδιοκτησία, διέταξε να ξαναβάλουν η ρίζα στην θέση της και να γεµίσουν τον λάκκο µε το χώµα που είχαν βγάλει. Η έρευνα που διενεργήθηκε αργότερα, έφερε στο φως ένα πολύ σηµαντικό στοιχείο. Η Κυρία Χάρντινγκ ούτε επισκέφτηκε ποτέ τους συγγενείς της στην Ιόβα, ούτε γνώριζαν να έχει τέτοια πρόθεση.
Η τύχη του Ρόµπερτ Χάρντινγκ και της υπόλοιπης οικογένειας παρέµεινε άγνωστη. Το σπίτι διατηρεί την κακή του φήµη, όµως το κλήµα είναι πια ένα τόσο συνηθισµένο, τόσο καλόβολο φυτό, ώστε ακόµη κι ο πιο νευρικός άνθρωπος θα µπορούσε να περάσει µιαν ευχάριστη νύχτα στην δροσιά του, καθώς η ακρίδα ροκανίζει την παµπάλαια αποκάλυψή του, και κάπου µακριά το νυχτοπούλι καταθέτει την δική του άποψη γι’ αυτό που θα έπρεπε να γίνει.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑ Το 1862, είκοσι µίλια έξω από το Μάντσεστερ του Ανατολικού Κεντάκι, στο δρόµο που κατευθύνεται νότια προς το Μπούνβιλ, υπήρχε ένα ξύλινο αρχοντικό, κάπως καλύτερο από εκείνα που συνήθιζαν να φτιάχνουν στην περιοχή. Κάηκε την επόµενη χρονιά, πιθανώς από τους άτακτους του Στρατηγού Τζορτζ Ου. Μόργκαν, που ο Στρατηγός Κίρµπι Σµιθ απωθούσε από το Κούµπερλαντ Καπ προς τον ποταµό Οχάιο. Την εποχή εκείνη το σπίτι ήταν ήδη τέσσερα ή πέντε χρόνια ακατοίκητο. Τα χωράφια γύρω του ήταν γεµάτα θάµνους και οι φράκτες κατεστραµµένοι. Ακόµη και τα καλύβια των νέγρων είχαν ρηµαχτεί, είχαν λεηλατηθεί. Οι νέγροι και οι φτωχοί λευκοί της γύρω περιοχής αντιµετώπισαν την εγκαταλειµµένη ιδιοκτησία σαν πηγή άφθονης ξυλιάς για την θέρµανσή τους, και δεν δίσταζαν να ξηλώνουν τα πάντα ακόµη και στο φως της µέρας. Μόνο στο φως της µέρας, συγκεκριµένα. ∆ιότι, µε το πρώτο σκοτάδι εξαφανίζονταν όλοι, εκτός από κάποιους περαστικούς, που αποµακρύνονταν γρήγορα-γρήγορα. Το αρχοντικό ήταν γνωστό ως «Σπίτι Φάντασµα». Όλοι εκεί γύρω, ευκολότερα θα µπορούσαν να αµφισβητήσουν τον Πάστορα που ερχόταν κάθε Κυριακή για Κήρυγµα, παρά τις φήµες που ήθελαν το σπίτι γεµάτο κακά πνεύµατα. Τι ακριβώς πίστευε ο ιδιοκτήτης για την όλη υπόθεση είναι άγνωστο. Μια νύχτα, έτσι ξαφνικά, είχε πάρει την οικογένειά του, και είχαν εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσουν το παραµικρό ίχνος. ∆εν µαθεύτηκε ποτέ τι απέγιναν. Εγκατέλειψαν τα πάντα: έπιπλα, σκεύη, ρούχα, τρόφιµα, τα άλογα στους στάβλους, τις γελάδες στις βοσκές και τους νέγρους στα καλύβια τους. Όλα ήταν εκεί, όπως πάντα, εκτός από έναν άντρα, µια γυναίκα, τρία κοριτσάκια, ένα αγοράκι, κι ένα βρέφος! ∆εν χρειάζεται σοφία, λοιπόν, για να καταλάβουµε πως ένα αρχοντικό, από το οποίο εξαφανίστηκαν ταυτόχρονα επτά άτοµα, θα δηµιουργούσε παρόµοιες υποψίες. Ένα βράδυ του 1859 – Ιούνιος µήνας ήταν – δυο κάτοικοι του Φράνκφορτ, ο δικηγόρος Συντ. Τζ. Σ. Μακ Αρντλ και ο ∆ικαστής Μύρων Βέιθ, της Εθνοφυλακής, πήγαιναν από το Μπούνβιλ στο Μάντσεστερ. Οι δουλειές που είχαν να κάνουν ήταν τόσο σηµαντικές, ώστε αποφάσισαν να ταξιδεύσουν, παρά το σκοτάδι και τις µακρινές βροντές που προµήνυαν µπόρα, η ο οποία τελικά τους πρόλαβε ακριβώς απέναντι από το «Σπίτι Φάντασµα». Οι αστραπές ήταν τόσο συχνές, που κατάφεραν να βρουν εύκολα την είσοδο, να χωθούν στο υπόστεγο του στάβλου, και να ξεζέψουν τ’ άλογα. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Παρόλα αυτά, οι δύο άντρες έτρεξαν µέχρι το σπίτι, και χτύπησαν όλες τις πόρτες χωρίς να πάρουν απάντηση. Αποδίδοντας το γεγονός στο θόρυβο που έκαναν οι συνεχείς βροντές, έσπρωξαν µια πόρτα, που άνοιξε στριγκλίζοντας. Μπήκαν χωρίς πολλές-πολλές διακριτικότητες, την έκλεισαν πίσω τους και... Έπεσε πυκνό σκοτάδι˙ τα πάντα βυθίστηκαν σε απόλυτη σιωπή. Ούτε µια τάση δα ανταύγεια των αστραπών, που έσχιζαν ακατάπαυστα την νύχτα, δεν κατάφερνε να περάσει από τα παράθυρα και τις ρωγµές των τοίχων. Ούτε ένας έστω µακρινός αντίλαλος του τροµερού σάλου που προκαλούσαν οι οµοβροντίες δεν έφτανε στ’ αυτιά τους. Ήταν σαν να τυφλώθηκαν και να κουφάθηκαν ξαφνικά. Αργότερα, ο Κύριος Μακ Αρντλ έλεγε πως ήταν βέβαιος ότι την ώρα που έµπαινε τον χτύπησε κεραυνός και τον άφησε στο τόπο. Την συνέχεια µπορούµε να την παρακολουθήσουµε από πρώτο χέρι, στο σχετικό κείµενο που δηµοσίευσε η εφηµερίδα Συνήγορος του Φράνκφορτ στις 6 Αυγούστου του 1876: « Εκείνο το ξαφνικό πέρασµα από το πανδαιµόνιο της καταιγίδας στην απόλυτη σιωπή, µ’ έκανε να σαστίζω εντελώς. Το πρώτο πράγµα που σκέφτηκα, όταν κατάφερα να συνέλθω κάπως, ήταν ν’ ανοίξω την πόρτα, της οποίας το πόµολο, εντελώς ασυναίσθητα, δεν είχα αφήσει ακόµη. Το ένοιωθα καθαρά τα δάχτυλά µου
να σφίγγονται πάνω του. Ήθελα να βγω έξω, να διαπιστώσω αν η καταιγίδα σταµάτησε ή εγώ έχασα την όραση και την ακοή µου. Γύρισα το πόµολο και τράβηξα την πόρτα. Οδηγούσε σ’ ένα άλλο δωµάτιο! »Εκεί, υπήρχε φως˙ µια υποτονική πρασινωπή ανταύγεια τύλιγε τα πάντα, διαγράφοντας τους όγκους, αλλά όχι και τις λεπτοµέρειες. Τα πάντα, λέω, αλλά στην πραγµατικότητα µέσα σ’ αυτό το δωµάτιο µε τους κατάλευκους, πέτρινους τοίχους, δεν υπήρχαν παρά µόνο επτά ή οκτώ νεκροί άνθρωποι. Εννοείται, βέβαια, πως δεν τους µέτρησα εκείνη την στιγµή. Είχαν διάφορες ηλικίες - ή µάλλον µεγέθη - και ανήκαν και στα δύο φύλλα. Όλοι ήταν ξαπλωµένοι στο πάτωµα, εκτός από µια νεαρή γυναίκα – απ’ όσο µπόρεσα να διακρίνω – που καθόταν µε την πλάτη ακουµπισµένη σε µια γωνιά. Μια άλλη γυναίκα – µεγαλύτερη αυτή – κρατούσε στην αγκαλιά της ένα βρέφος. Ένα µεγαλούτσικο αγόρι µε το πρόσωπο γυρισµένο προς το πάτωµα, κειτόταν στα πόδια ενός άντρα µε γενειάδα. Ένας ή δύο ήταν σχεδόν γυµνοί, κι ένα κορίτσι κρατούσε ακόµη στο χέρι του ένα κοµµάτι ύφασµα, που κατά τα φαινόµενα το είχε αποσπάσει από τον γιακά της ρόµπας της. Τα σώµατα βρίσκονταν σε διαφορετικά στάδια αποσύνθεσης˙ όλα αρκετά παραµορφωµένα, και ορισµένα σχεδόν σκελετοί. »Ενώ στεκόµουν εκεί αποβλακωµένος από τον τρόµο του της αποτρόπαιης σκηνής, µε το χέρι ακόµη ακουµπισµένο στην ανοιχτή πόρτα, για κάποιον ακατανόητο λόγο το βλέµµα µου εγκατέλειψε το τροµακτικό θέαµα κι άρχισα ν’ ασχολούµαι µε ασήµαντες λεπτοµέρειες. Ίσως ο νους µου, προσπαθώντας να αυτοπροστατευτεί, αναζήτησε ανακούφιση σε πράγµατα που άµβλυναν την τεταµένη προσοχή του. Μεταξύ άλλων, παρατήρησα πως η πόρτα που κρατούσα αποτελείτο από συγκολληµένες βαριές µεταλλικές πλάκες. Σε ίσες αποστάσεις από πάνω µέχρι κάτω, πρόβαλαν τρία δυνατά µάνταλα. Γύρισα το πόµολο και τραβήχτηκαν. Το ξαναγύρισα και πρόβαλλαν πάλι. Ήταν αυτόµατη κλειδαριά. Από την µέσα µεριά δεν υπήρχε πόµολο, ούτε άλλη προεξοχή. Το σίδερο ήταν εντελώς λείο. »Την ίδια στιγµή που εξέταζα όλες αυτές τις λεπτοµέρειες µε µια σχολαστικότητα που µε αφήνει κατάπληκτο όταν την ξαναφέρνω στον νου µου, ένοιωσα κάποιον να µε παραµερίζει, και είδα τον ∆ικαστή Βέιθ, τον οποίο στο µεταξύ - από την ένταση και την ψυχική ταλαιπωρία που υπέστην -είχα λησµονήσει εντελώς, να προσπαθεί να εισβάλει στο δωµάτιο. ‘Για όνοµα του Θεού!’ φώναξα. ‘Μην µπαίνεις µέσα! Πάµε να φύγουµε από αυτό το φρικτό µέρος!’ »∆εν έδωσε την παραµικρή σηµασία στις παρακλήσεις µου, και (τολµηρός όπως όλοι οι Νότιοι) προχώρησε γρήγορα προς το κέντρο του δωµατίου. Γονάτισε δίπλα σε ένα από τα σώµατα, για να το εξετάσει προσεκτικά, έπιασε στοργικά το κατάµαυρο, µισοφαγωµένο κεφάλι στα χέρια του και το ανασήκωσε. Μια δυνατή, ανυπόφορη οσµή όρµησε προς το άνοιγµα της πόρτας και µε τσάκισε. Οι αισθήσεις µου έγιναν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ένοιωσα να καταρρέω, και καθώς αρπάχτηκα από την πόρτα, την παρέσυρα στην πτώση µου, ακούγοντας τα µεταλλικά µάνταλά της ν’ ασφαλίζουν ανατριχιαστικά! »∆εν θυµάµαι τίποτε άλλο. Ξαναβρήκα τις αισθήσεις µου έξι εβδοµάδες αργότερα, σ’ ένα ξενοδοχείο του Μάντσεστερ, όπου µε είχαν µεταφέρει άγνωστοι την εποµένη των γεγονότων. Όλον αυτόν τον καιρό υπέφερα από νευρικούς πυρετούς, που συνοδεύονταν από συνεχή παραληρήµατα. Με βρήκαν στον δρόµο, αρκετά µίλια µακριά από το σπίτι, µα δεν ξέρω πως ξέφυγα κι έφτασα µέχρι εκεί. Μόλις συνήλθα, ή τέλος πάντων µόλις µου επέγραψαν οι γιατροί να σηκωθώ, φρόντισα να µάθω τι έγινε ο ∆ικαστής Βέιθ. Μου είπαν (προφανώς για να µε ησυχάσουν, όπως είµαι σε θέση να γνωρίζω σήµερα) ότι βρισκόταν στο σπίτι του και ήταν µια χαρά.
»Κανείς δεν πίστεψε το παραµικρό από την ιστορία µου. Ποιος θα µπορούσε άλλωστε; Και ποιος θα µπορούσε να φανταστεί την θλίψη που ένοιωσα, όταν φτάνοντας στο σπίτι µου στο Φράνκφορτ – δυο µήνες αργότερα – πληροφορήθηκα πως ο ∆ικαστής Βέιθ δεν είχε δώσει σηµεία ζωής από εκείνη την νύχτα; Τότε µετάνιωσα πικρά για την υπερηφάνεια, µε την οποία – από τις πρώτες µέρες που συνήλθα – αντιµετώπισα την καχυποψία των γύρω µου. ∆εν επέµενα, δεν συνέχισα να φωνάξω ξανά και ξανά πως η ιστορία µου ήταν απόλυτα αληθινή. »Την συνέχεια – την έρευνα στο σπίτι, το γεγονός πως δεν βρέθηκε κάποιο δωµάτιο να ταιριάζει µε εκείνο που περιέγραψα, την προσπάθεια να µε κλείσουν σε άσυλο φρενοβλαβών, και τον θρίαµβό µου επί των κατηγόρων µου – οι αναγνώστες του Συνηγόρου την γνωρίζουν. Κι όµως, όλα αυτά τα χρόνια είµαι απόλυτα βέβαιος πως οι ανασκαφικές εργασίες, για την διεξαγωγή των οποίων δεν είχα ούτε το νόµιµο δικαίωµα ούτε τα απαραίτητα χρήµατα, θα αποκάλυπταν οπωσδήποτε το µυστήριο της εξαφάνισης τόσο του άτυχου φίλου µου όσο και των ενοίκων και ιδιοκτητών του εγκαταλειµµένου, και τώρα πια κατεστραµµένου σπιτιού. ∆εν έχω απολέσει ακόµη κάθε ελπίδα για την πραγµατοποίηση µιας τέτοιας έρευνας. Θλίβοµαι όµως για την αδράνεια, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην αδικαιολόγητη εχθρότητα και την ασύνετη δυσπιστία της οικογένειας και των φίλων του µακαρίτη ∆ικαστή Βέιθ». Ο Συνταγµατάρχης Μακ Αρντλ πέθανε στο Φράνκφορτ, στις 13 ∆εκεµβρίου του 1879.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ «Προκειµένου να πάρετε αυτό το τραίνο» είπε ο Συνταγµατάρχης Λέβερινγκ, καθισµένος στο σαλόνι του Ξενοδοχείου Ουόλντορφ-Αστόρια, «ίσως χρειαστεί να περάσετε την νύχτα στην Ατλάντα. Είναι ωραία πόλη, αλλά θα σας συµβούλευα να µην µείνετε στο Μπρέθιτ Χάουζ, ένα από τα κεντρικότερα ξενοδοχεία. Είναι ένα παλιό ξύλινο κτίριο που χρειάζεται επειγόντως επισκευή. Οι τοίχοι έχουν ρωγµές από τις οποίες θα µπορούσε να περάσει ολόκληρη γάτα. Οι πόρτες των δωµατίων δεν κλειδώνουν. Μια καρέκλα κι ένας απλός σοµιές µε το στρώµα επάνω του είναι η µοναδική επίπλωση. Μα ακόµη αυτές τις ελάχιστες ανέσεις, δεν είναι βέβαιο πως θα µπορέσετε να τις µονοπωλήσετε. Ίσως χρειαστεί να στοιβαχτείτε στο ίδιο δωµάτιο µ’ ένα σωρό άλλους. Πρόκειται περί απαίσιου ξενοδοχείου, αγαπητέ Κύριε. »Εγώ πέρασα εκεί µια πολύ άβολη νύχτα. Έφτασα αργά και ο νυχτερινός υπάλληλος – απολογούµενος συνεχώς – µου έδειξε το δωµάτιό µου στο ισόγειο, κρατώντας ένα σπαρµατσέτο, τον οποίο είχε την καλοσύνη να µου αφήσει φεύγοντας. ∆υο ολόκληρες µέρες ταξίδευα µε το τραίνο. ∆ύσκολο ταξίδι˙ µε είχε τσακίσει. Το τραύµα από την σφαίρα που άρπαξα στο κεφάλι, στην διάρκεια ενός καυγά, δεν είχε κλείσει εντελώς. ∆εν είχα κουράγιο ούτε να κοιτάξω γύρω µου. Έπεσα µε τα ρούχα στο στρώµα και κοιµήθηκα. »Along toward morning I awoke. Το φεγγάρι είχε έλαµπε στον ουρανό, και µπαίνοντας απ’ το γυµνό παράθυρο, έλουζε το δωµάτιο µ’ ένα γαλαζωπό, κάπως τροµακτικό φως, που εν τούτοις – θα τολµήσω να πω - δεν είχε τίποτε αφύσικο. Πάντα έτσι είναι το φως του φεγγαριού αν το καλοπαρατηρήσεις. Φανταστείτε την έκπληξη και την αγανάκτησή µου, όταν είδα το πάτωµα κατειληµµένο τουλάχιστον από µια δωδεκάδα άτοµα! Ανασηκώθηκα, αναθεµατίζοντας τον διευθυντή εκείνου του απίστευτου ξενοδοχείου, και ήµουν έτοιµος να πεταχτώ από το κρεβάτι και να κατσαδιάσω τον νυχτερινό υπάλληλο - εκείνον τον απολογούµενο µε το σπαρµατσέτο – όταν ξαφνικά µε πληµµύρισε µια παράξενη απροθυµία. Φαντάζοµαι πως ένας διηγηµατογράφος θα µπορούσε να χαρακτηρίσει την κατάστασή µου µε την έκφραση «παγωµένος από τον τρόµο». Οι άντρες που βρίσκονταν στο δωµάτιό µου ήταν ολοφάνερα νεκροί! »Κείτονταν εκεί ανάσκελα, µε τα πόδια να κοιτάζουν τους τοίχους, απέναντι από το κρεβάτι και την καρέκλα µου. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυµµένα, όµως καθώς το φως του φεγγαριού έλουζε δύο από τα πτώµατα, µπορούσα να διακρίνω κάτω από τα λευκά σάβανα τις µύτες και τα πηγούνια τους να διαγράφονται καθαρά. »Σκέφτηκα πως δεν ήταν παρά ένα άσχηµο όνειρο, και προσπάθησα να φωνάξω, όπως κάνουν όσοι βλέπουν εφιάλτες. Όµως από το στόµα µου δεν βγήκε ο παραµικρός ήχος. Τέλος, επιχειρώντας µιαν απελπισµένη έξοδο, κατάφερα να κατεβάσω τα πόδια µου από το στρώµα, να πατήσω στο πάτωµα, να περάσω ανάµεσα από τους δυο νεκρούς που βρίσκονταν κοντά στην πόρτα, και να πεταχτώ στον διάδροµο. Είχα ξεφύγει από εκείνο το κολασµένο δωµάτιο. Κατευθύνθηκα προς την υποδοχή. Ο νυχτερινός υπάλληλος βρισκόταν εκεί, πίσω από το γραφείο του, στο λίγο φως ενός ακόµη σπαρµατσέτου. Απλά καθόταν και κοίταζε. ∆εν σηκώθηκε όταν µε είδε. Η ξαφνική παρουσία µου δεν του έκανε την παραµικρή εντύπωση, παρόλο που έπρεπε να µοιάζω ο ίδιος µε πτώµα. Εκείνη την στιγµή σκέφτηκα πως δεν τον είχα προσέξει όταν ήρθα. Ήταν ένας µικρόσωµος τύπος µε άχρωµο πρόσωπο και το πιο ανέκφραστα µάτια που είδα ποτέ µου. ∆εν είχε περισσότερη εκφραστικότητα από την ανάστροφη της παλάµης µου. Φορούσε σκούρα γκρίζα ρούχα. »‘Ο διάολος να σε πάρει!’ του είπα. ‘Τι έβαλες στον νου σου;’
»Η ίδια κατάσταση. Έτρεµα σαν φύλλο στον άνεµο, και δεν µπορούσα ν’ αναγνωρίσω την φωνή µου. »Ο νυχτερινός υπάλληλος σηκώθηκε από το γραφείο του, υποκλίθηκε (απολογητικά) και... εξαφανίστηκε. Την ίδια στιγµή ένιωσα πίσω µου κάποιον να µε αδράχνει από τον ώµο. Προσπαθήστε απλά να το φανταστείτε! Ανατρίχιασα ολόκληρος, γύρισα και είδα έναν εύσωµο Κύριο µε ευγενικά χαρακτηριστικά. »‘Τι συµβαίνει, αγαπητέ µου φίλε;’ µε ρώτησε. »Του αποκρίθηκα γρήγορα, µα πριν προλάβω να ολοκληρώσω, ήταν ήδη κατακίτρινος. ‘Για κοίταξέ καλά’ είπε. ‘Μου λες αλήθεια;’ »Στο µεταξύ, εγώ είχα συνέλθει, και ήµουν περισσότερο αγανακτισµένος παρά τροµαγµένος. ‘Την εποµένη φορά που θα µε αµφισβητήσεις’ του αντιγύρισα, ‘θα σε αφήσω στον τόπο!’ »‘Μα όχι δεν θα χρειαστεί’ µε πρόλαβε. ‘Μόνο άκουσέ µε. ∆εν είναι ξενοδοχείο εδώ. Ήταν κάποτε, πολύ παλιά. Μετά έγινε νοσοκοµείο. Τώρα είναι ακατοίκητο. Περιµένει τον επόµενο ενοικιαστή του. Το δωµάτιο που ανέφερες ήταν ο νεκροθάλαµος. Και ήταν πάντα γεµάτος. Ο τύπος που πέρασες για νυχτερινό υπάλληλο, έκανε κάποτε αυτή την δουλειά. Αργότερα, κρατούσε το αρχείο του νοσοκοµείου. Μα δεν µπορώ να καταλάβω τι γύρευε εδώ. Πέθανε πριν από µερικές εβδοµάδες’. »‘Κι εσύ ποιος είσαι;’ του πέταξα. »‘Α, εγώ ψάχνω για επαγγελµατική στέγη. Περνούσα απ’ έξω, είδα φως, και είπα να µπω να δω το µέρος. Ας ρίξουµε µια µατιά σε κείνο το δωµάτιο’ πρόσθεσε, αρπάζοντας από το γραφείο το σπαρµατσέτο που τρεµόσβηνε. »‘Θα σε δω στην Κόλαση!’ του φώναξα και πετάχτηκα στον δρόµο. »Είναι φρικτό µέρος το Μπρέθιτ Χάουζ, στην Ατλάντα, Κύριέ µου! Μην σταµατήσετε εκεί». «Θεός φυλάξοι! Απ’ όσα µου είπατε δεν νοµίζω πως διαθέτει τις κατάλληλες ανέσεις. Και µια που το έφερε ο λόγος, Συνταγµατάρχα µου, πότε συνέβησαν όλα αυτά;» «Τον Σεπτέµβριο του 1864. Αµέσως µετά την πολιορκία της πόλης».
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΤΖΕΡ Νοτιοδυτικά του Ίντιαν Χιλ, εννιά µίλια δρόµο µε τα φτερά του κορακιού, βρίσκεται το Φαράγγι Μακάρτζερ. ∆εν πολυµοιάζει µε φαράγγι˙ µια γούβα ανάµεσα σε δυο ασήµαντους λόφους γεµάτους δέντρα είναι. Από το στόµιο µέχρι την κεφαλή του – γιατί τα φαράγγια, όπως και τα ποτάµια, έχουν την δική τους ανατοµία – η απόσταση είναι δεν είναι δυο µίλια, κι ο πυθµένας του δεν ξεπερνά τα δέκα µέτρα. Στην πραγµατικότητα, αυτός ο πυθµένας δεν είναι παρά η κοίτη ενός µικρού ποταµού, που αδειάζει τα νερά της βροχής όλον τον Χειµώνα, και ξεραίνεται µόλις φτάσει η Άνοιξη. Οι απότοµες, αδιάβατες πλαγιές του, γεµάτες µανζανίτες και θάµνα, χωρίζονται µόνο από την ροή του νερού. Αν δεν τύχει να περάσει από εκεί κανένας κυνηγός, πόδι ανθρώπου δεν πατά το Φαράγγι Μακάρτζερ, και πέντε µίλια µακριά κανείς δεν ξέρει ούτε τ’ όνοµά του. Σ’ αυτόν τον κύκλο των πέντε µιλίων υπάρχουν πολύ πιο εντυπωσιακά µέρη, που δεν διαθέτουν ονόµατα. Όσο κι αν ψάξεις κι αν ρωτήσεις, κανείς δεν ξέρει να σου πει από πού πήρε τ’ όνοµά του το Φαράγγι Μακάρτζερ. Μεσοδροµίς από το στόµιο για την κεφαλή του Φαραγγιού Μακάρτζερ, στο δεξί σου χέρι όπως µπαίνεις, κατεβαίνει ένα άλλο µικρό και κατάξερο φαράγγι. Στο σηµείο που συναντιούνται, ανοίγεται ένα ξέφωτο µέχρι δυο-τρία στρέµµατα. Εκεί, πριν µερικά χρόνια, υπήρχε µια καλύβα µ’ ένα µόνο δωµατιάκι. Άγνωστος παραµένει ο τρόπος µε τον οποίο µεταφέρθηκαν εκεί τα – έστω και τόσο απλά – υλικά για την κατασκευή της. Οι υποθέσεις µόνο πονοκέφαλο µπορούν να σου προσφέρουν σ’ αυτήν την περίπτωση. Ίσως η κοίτη του µικρού ποταµού να ήταν δρόµος κάποτε. Οπωσδήποτε, το Φαράγγι υπήρξε άλλη µια γη της επαγγελίας για τους χρυσοθήρες. Είναι βέβαιο πως κατάφεραν – µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο – να τρυπώσουν, σέρνοντας πίσω τους τουλάχιστον µερικά υποζύγια φορτωµένα µε εργαλεία και τα αµέσως απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Όπως και να ’χει, τα κέρδη τους δεν µπορεί να δικαιολογούσαν την προσπάθεια να εγκατασταθούν σ’ ένα µέρος τόσο αποµακρυσµένο από οποιαδήποτε ανθρώπινη διαµονή, η οποία θα διέθετε ένα τουλάχιστον πριονιστήριο. Εν τούτοις, η παρουσία της καλύβας ήταν γεγονός αναµφισβήτητο. Η πόρτα και το µοναδικό παράθυρό της, έλειπαν. Η καµινάδα του τζακιού ήταν πια ένα άχαρο, χορταριασµένο λοφάκι. Η φτωχική επίπλωσή της, και µέρος των σανιδιών των τοίχων της, είχαν το δίχως άλλο θρέψει τις φωτιές που άναβαν για να ζεσταθούν οι κυνηγοί. Την ίδια τύχη φαίνεται πως είχε και το µαγκάνι ενός παλιού πηγαδιού. Όσο για το πηγάδι... Την εποχή που γράφονταν αυτές οι γραµµές δεν ήταν παρά ένας λάκκος µε µέτριο βάθος. Ένα απόγευµα, το Καλοκαίρι του 1874, µπήκα στο Φαράγγι Μακάρτζερ, από την στενή κοιλάδα στην οποία εκβάλει, ακολουθώντας την ξερή κοίτη του ποταµού. Κυνηγούσα ορτύκια, κι είχα ήδη καµιά δωδεκαριά στο σακίδιό µου, όταν έφτασα στην καλύβα που µόλις περιέγραψα, και την ύπαρξη της οποίας δεν γνώριζα µέχρι τότε. Αφού επιθεώρησα προσεκτικά το χάλασµα, συνέχισα το κυνήγι, και βλέποντας πως είχα καλή σοδιά, το παρέτεινα µέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Τότε συνειδητοποίησα πως βρισκόµουν πολύ µακριά από την κοντινότερη ανθρώπινη εγκατάσταση, και πως ήταν αδύνατον να φτάσω εκεί πριν πέσει το σκοτάδι. Όµως το κυνηγετικό µου σακίδιο ήταν γεµάτο νοστιµιές, και η καλύβα µια χαρά καταφύγιο. Άλλωστε, µια τέτοια ζεστή, διάφανη βραδιά στην Σιέρα Νεβάδα, θα µπορούσες να την κοιµηθείς άνετα ακόµη και πάνω στις πευκοβελόνες, δίχως σκέπασµα. Έχω αδυναµία στην µοναξιά κι αγαπώ την νύχτα. Έτσι, δεν άργησα να πραγµατοποιήσω την απόφασή µου να «στρατοπεδεύσω» εκεί. Όταν έπεσε η νύχτα, είχα ήδη ετοιµάσει
το στρώµα µου µε κλαδιά και χορτάρια, σε µια γωνιά του δωµατίου, κι έψηνα ένα ορτύκι στην φωτιά που άναψα στο τζάκι. Ο καπνός κατάφερνε να βγει από την ρηµαγµένη καµινάδα, και η φωτιά έστελνε στο δωµάτιο µια διακριτική ανταύγεια. Έφαγα το λιτό αγριοπούλι µου, ήπια το λίγο κόκκινο κρασί που µου είχε αποµείνει γιατί όλο το απόγευµα το χρησιµοποιούσα αντί νερού, το οποίο σπάνιζε στην περιοχή - κι ένοιωσα µιαν άνεση, που ούτε το πλουσιότερο γεύµα, ούτε οι καλύτερες ανέσεις δεν θα µπορούσαν να µου προσφέρουν. Κι όµως, κάτι έλειπε. Ένοιωθα άνεση, µα όχι και ασφάλεια. Συνέλαβα τον εαυτό µου πολλές φορές να κοιτάζει το κενό της πόρτας και του παραθύρου, µ’ έναν τρόπο κάπως αδικαιολόγητο για µένα. Πέρα από τα δύο ανοίγµατα υπήρχε µόνο σκοτάδι, και µου ήταν αδύνατον να καταστείλω ένα αίσθηµα ανησυχίας, κάθε φορά που φανταζόµουν αυτό το έξω, γεµάτο µε εχθρικά πλάσµατα, φυσικά και υπερφυσικά – τα σηµαντικότερο των οποίων ήταν η µεγάλη καφέ αρκούδα, που ήξερα πως εµφανιζόταν συχνά στην περιοχή, και το φάντασµα, που δεν είχα κανένα λόγο να πιστεύω πως είχε εµφανιστεί ποτέ. ∆υστυχώς, τα συναισθήµατά µας δεν σέβονται πάντα τους νόµους των πιθανοτήτων, κι εκείνο το βράδυ, το πιθανό και το απίθανο ήταν για µένα το ίδιο ανησυχητικά. Όποιος έτυχε σε παρόµοιες καταστάσεις, θα παρατήρησε οπωσδήποτε πως οι πραγµατικοί και οι φανταστικοί κίνδυνοι της νύχτας µοιάζουν λιγότερο άµεσοι στην ύπαιθρο παρά σ’ µέσα σ’ ένα σπίτι µε ανοιχτή την πόρτα. Αυτό ακριβώς µου συνέβαινε τώρα, καθώς καθόµουν στα κλαδιά του στρώµατός µου, δίπλα στο τζάκι, αφήνοντας την φωτιά να σβήνει σιγά-σιγά. Τόσο πολύ µε κυριάρχησε η αίσθηση µιας επίβουλης, µιας εξαιρετικά επικίνδυνης παρουσίας σε κείνο το µέρος, ώστε ήταν πια αδύνατον να πάρω το βλέµµα µου από το άνοιγµα της πόρτας, καθώς το σκοτεινό της πλαίσιο κυριαρχούσε όλο και περισσότερο στον χώρο. Τελικά, όταν η τελευταία φλόγα της φωτιάς τρεµόπαιξε κι έσβησε, άρπαξα το όπλο που βρισκόταν ακουµπισµένο δίπλα µου, έστρεψα την κάνη προς το µέρος της είσοδο, που είχε γίνει πια ένα µε το σκοτάδι του δωµατίου, ακούµπησα τον αντίχειρά µου στον ένα κόκορα, έτοιµος να τον σηκώσω και να πυροβολήσω, κράτησα την ανάσα µου και συσπειρώθηκα ολόκληρος γύρω από την ύπαρξή µου. Ύστερα, παράτησα το όπλο δίπλα µου, µε µιαν αίσθηση ντροπής και ταπείνωσης. Τι φοβόµουν, και γιατί; Εγώ που πίστευα πως την νύχτα την γνωρίζω πιο καλά κι από τον άνθρωπο τον ίδιο1. Εγώ, που πίστευα πως όλες εκείνες οι πατροπαράδοτες προλήψεις από τις οποίες κανείς δεν µπορεί να ξεφύγει εντελώς, έκαναν την νύχτα ακόµη πιο γοητευτική, ακόµη πιο χαριτωµένη! ∆εν µπορούσα να καταλάβω τι µ’ έπιασε. Παραλογιζόµουν, και χάνοντας µέσα στις εικασίες τα εικαζόµενα, κοιµήθηκα. Κι ονειρεύτηκα. Βρισκόµουν σε µια µεγάλη πολιτεία κάποιας άγνωστης χώρας, σε µια πολιτεία, όπου οι άνθρωποι άνήκαν στην φυλή µου, µε ελάχιστες διαφορές στον τρόπο που µιλούσαν και ντύνονταν. Εν τούτοις, δεν µπορούσα να πω τι ακριβώς ήταν αυτοί οι άνθρωποι και πού βρισκόταν η πολιτεία τους. Όλα ήταν κάπως ακαθόριστα. Ένα µεγάλο κάστρο, χτισµένο σ’ ένα ύψωµα, δέσποζε πάνω στην πόλη. Το ήξερα καλά, µα δεν µπορούσα να θυµηθώ το όνοµά του. Πέρασα από πολλούς δρόµους, άλλους φαρδείς κι ολόφωτους, µε µεγάλα µοντέρνα κτίρια, κι άλλους στενούς, µισοσκότεινους, να φιδοσέρνονται, κάτω απ’ τ’ αετώµατα αλλόκοτων παλιών
σπιτιών, των οποίων τα µπαλκόνια στολισµένα µε περίτεχνα γλυπτά από ξύλο και πέτρα, κρέµονταν σχεδόν πάνω από το κεφάλι µου. Γύρευα κάποιον που δεν τον είχα ξαναδεί, αν και ήξερα πως όταν τον συναντούσα θα τον αναγνώριζα. Η περιδιάβασή µου δεν ήταν άσκοπη, ούτε τυχαία. Είχα µέθοδο. Έστριβα στις γωνίες των δρόµων χωρίς να διστάσω, και ελισσόµουν µέσα σ’αυτόν τον απέραντο λαβύρινθο, δίχως να φοβάµαι πως θα χαθώ. Σύντοµα, σταµάτησα µπροστά στο ισόγειο ενός απλού πέτρινου σπιτιού, που πρέπει να υπήρξε κατοικία κάποιου πολύ ονοµαστού τεχνίτη, και µπήκα µέσα χωρίς να χτυπήσω ή να φωνάξω. Το κάπως λιτά επιπλωµένο δωµάτιο, φωτιζόταν µόνο από ένα παράθυρο µε τζάµια γεµάτα πολυγωνικά σχήµατα. Υπήρχαν µόνο δύο ένοικοι: ένας άνδρας και µία γυναίκα. ∆εν παρατήρησαν την εισβολή µου, γεγονός που για ένα όνειρο είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό. ∆εν κουβέντιαζαν. Κάθονταν µακριά ο ένας από τον άλλο, άπρακτοι και βουβοί. Η γυναίκα ήταν νέα και αρκετά εύσωµη, µε όµορφα µεγάλα µάτια και µια θλιµµένη έκφραση στο όµορφο πρόσωπό της. Η ανάµνηση της έκφρασής της είναι εξαιρετικά ζωντανή στο νου µου, όµως τα χαρακτηριστικά της δεν τα θυµάµαι. Έτσι συµβαίνει στα όνειρα. Στους ώµους της είχε ριγµένη µια µάλλινη καρό εσάρπα. Ο άνδρας ήταν µεγαλύτερης ηλικίας, µελαχρινός, µε µοχθηρά χαρακτηριστικά, που γίνονταν ακόµη σκοτεινότερα από µια µεγάλη ουλή, που άρχιζε από τον αριστερό κρόταφό και κατέβαινε διαγωνίως µέχρι το κατάµαυρο µουστάκι. Μέσα στο όνειρό µου, είχα την εντύπωση πως επρόκειτο για κάποιο είδος αντικειµένου τοποθετηµένου στο πρόσωπό του. Τώρα όµως δεν µπορώ να εξηγήσω την παρουσία του, παρά θεωρώντας το ουλή. Την στιγµή που τους είδα, είχα την αίσθηση πως ήταν ανδρόγυνο. Τα υπόλοιπα τα θυµάµαι πολύ ακαθόριστα. Όλα έγιναν ένα σκοτεινό κουβάρι από αλλοπρόσαλλα πράγµατα µε ελάχιστες φωτεινές διαλείψεις συνείδησης. Ήταν σαν να έσµιγαν δύο εικόνες: το σκηνικό του ονείρου µου, και το πραγµατικό σκηνικό στο οποίο βρισκόµουν. Το δεύτερο σκέπαζε το πρώτο, που έσβηνε σιγά-σιγά, ώσπου χάθηκε εντελώς, και ξύπνησα στην έρηµη καλύβα, έχοντας απόλυτη συναίσθηση της κατάστασής µου. Οι ανόητοι φόβοι µου είχαν εξαφανιστεί. Άνοιξα τα µάτια και είδα την φωτιά. ∆εν είχε προλάβει να χωνέψει, και κάποιο κλαδάκι που έπεσε από την καµινάδα, την αναζωπύρωσε, µε αποτέλεσµα να φωτίζει πάλι το δωµάτιο. Προφανώς, είχα κοιµηθεί µόνο µερικά λεπτά, όµως εκείνο το κοινότοπο όνειρο µε είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ, που δεν νύσταζα πια. Ανακάθισα, σκάλισα την φωτιά να δυναµώσει, άναψα την πίπα µου, και συνέχισα να σκέφτοµαι, µε µια σχεδόν γελοία µεθοδικότητα, το όνειρό µου. Εκείνη την στιγµή, ήµουν κάπως µπερδεµένος σχετικά µε τον λόγο για τον οποίο επέµενα να σκέφτοµαι το όνειρο. Με τις πρώτες σοβαρές σκέψεις που έκανα, αναγνώρισα αµέσως την πολιτεία. Ήταν το Εδιµβούργο. ∆εν είχα πάει ποτέ εκεί. Αν, λοιπόν, το όνειρο ήταν ανάµνηση, τότε σχετιζόταν οπωσδήποτε µε φωτογραφίες που είχα δει ή περιγραφές που είχα ακούσει. Η ανακάλυψη αυτή µε εντυπωσίασε. Κάτι πολύ ισχυρό στο µυαλό µου, επέµενε να επιβάλλεται στην θέληση και την λογική µου, θεωρώντας εξαιρετικά σηµαντικά όσα ονειρεύτηκα. Κι αυτή η δύναµη, ό,τι κι αν ήταν, καθοδηγούσε και τον λόγο µου. «Μα, βέβαια!» φώναξα, σχεδόν χωρίς να το θέλω. «Οι Μακ Γκρέγκορ πρέπει να ήρθαν εδώ από το Εδιµβούργο». Ούτε η παρατήρηση που έκανα ούτε το γεγονός πως την έκαναν µε ξάφνισαν. Μου φάνηκε απόλυτα φυσικό να γνωρίζω το όνοµα και την προέλευση των ανθρώπων που είχα δει στον ύπνο µου. Σύντοµα όµως κατάλαβα τον παραλογισµό. Γέλασα δυνατά, άδειασα την πίπα µου από τις στάχτες, ξάπλωσα στα χαµόκλαδά µου,
και χάζευα την χθαµαλή φωτιά, χωρίς να σκέπτοµαι ούτε το όνειρο ούτε πού βρισκόµουν. Ξαφνικά, η µοναδική φλόγα που είχε αποµείνει µαζεύτηκε για µια στιγµή, κι ύστερα τινάχτηκε προς τα επάνω, απαλλαγµένη από κάθε ίχνος στάχτης, ώσπου την κατάπιε ο αέρας. Έγινε σκοτάδι βαθύ. Την ίδια στιγµή – λίγο πριν η λάµψη της φλόγας χαθεί από τα µάτια µου – ακούστηκε – ή τουλάχιστον έτσι µου φάνηκε – ένας υπόκωφος γδούπος, σαν κάποιο βαρύ σώµα να έπεφτε στο πάτωµα. Τινάχτηκα προς τα πίσω. Γονάτισα κι έψαξα το κι έψαξα δίπλα µου για το τουφέκι. Νόµισα πως κάποιο αγρίµι είχε πηδήσει µέσα απ’ το γυµνό παράθυρο. Ενώ η ευτελές οίκηµα έτρεµε ακόµη ολόκληρο από τον γδούπο, ακούστηκαν χτυπήµατα, πόδια που σέρνονταν στο πάτωµα, πόδια κάποιων που πάλευαν µεταξύ τους, κι ύστερα - εκεί, σχεδόν µπροστά µου - το διαπεραστικό ουρλιαχτό µιας γυναίκας που πέθαινε. Τόσο φρικτό ουρλιαχτό ούτε άκουσα ούτε µπορούσα να φανταστώ πως θ’ άκουγα ποτέ. Πανικοβλήθηκα. Για µια στιγµή δεν καταλάβαινα τίποτε άλλο από τον ίδιο µου τον τρόµο! Ευτυχώς, το χέρι µου συνάντησε το όπλο που γύρευα όλη αυτήν την ώρα, και η αίσθηση κάποιου αντικειµένου στην παλάµη µου, µε επανέφερε στην πραγµατικότητα. Στάθηκα στα πόδια µου, προσπαθώντας να εισχωρήσω µε το βλέµµα όσο πιο βαθιά γινόταν στο σκοτάδι. Οι βίαιοι ήχοι είχαν πάψει. Τώρα όµως άκουγα κατά διαστήµατα κάτι πιο τροµερό, κάτι σαν ρυθµικό αγκοµαχητό ενός ζωντανού πλάσµατος που πάθαινε σιγάσιγά. Όταν τα µάτια µου συνήθισαν στην ζοφερή ανταύγεια του τζακιού, τα πρώτα πράγµατα που διέκρινα ήταν η πόρτα και το παράθυρο. Τα ανοίγµατά τους έδειχναν πιο σκοτεινά από τους τοίχους. Ύστερα, άρχισα να ξεχωρίζω τους τοίχους από το πάτωµα, ώσπου στο τέλος ο χώρος έγινε απόλυτα σαφής. ∆εν έβλεπα κανέναν και η σιωπή ήταν καταιγιστική. Σκάλισα την φωτιά µε χέρι τρεµάµενο – στο άλλο κρατούσα το όπλο µου – κι εξέτασα προσεκτικά τον χώρο. Τίποτε δεν είχε µπει στην καλύβα. Στο σκονισµένο πάτωµα υπήρχαν µόνο οι δικές µου πατηµασιές. Άναψα πάλι την πίπα µου, απέσπασα από τους εσωτερικούς τοίχους της καλύβας ένα-δυο σανίδια - δεν είχα καµιά όρεξη να βγω έξω, µε τόσο σκοτάδι – και πέρασα την υπόλοιπη νύχτα τρέφοντας τις σκέψεις µου και την φωτιά. Άλλη µια ζωή να µου χάριζαν, δεν θ’ άφηνα εκείνη την φλογίτσα να ξανασβήσει. Μερικά χρόνια αργότερα, γευµάτιζα στο Σακραµέντο µε κάποιον Μόργκαν, τον οποίο µου σύστησε ένας φίλος από το Σαν Φρανσίσκο. Οι τοίχοι του σπιτιού του ήταν γεµάτοι «τρόπαια», σηµάδι πως αγαπούσε µανιωδώς το κυνήγι. Κάποια στιγµή, µιλώντας µου για τα κατορθώµατά του, ανέφερε και την περιοχή που είχα περάσει εκείνη την νυχτερινή περιπέτεια. «Κύριε Μόργκαν» ρώτησα κάπως απότοµα, «γνωρίζετε ένα µέρος που λέγεται Φαράγγι Μακάρτζερ;» «Και πολύ καλά µάλιστα» απάντησε. «Σε µένα οφείλονται τα περσινά δηµοσιεύµατα για την ανακάλυψη του σκελετού». ∆εν ήξερα τίποτε. Φαίνεται πως οι δηµοσιεύσεις έγιναν όσο έλειπα ανατολικά. «Και µια που το ’φερε ο λόγος» είπε ο Μόργκαν, «το όνοµα του Φαραγγιού είναι παραφθορά του κανονικού’. Αγαπητή µου» πρόσθεσε, απευθυνόµενος στην σύζυγό του, «ο Κύριος Έλντερσον δεν έχει κρασί». Για την ακρίβεια, το είχα χύσει. Κρασί, ποτήρι, όλα στο τραπεζοµάντιλο... «Υπήρχε κάποτε εκεί µια παλιά, πρόχειρη καλύβα» συνέχισε ο Μόργκαν, όταν η ζηµιά που προκάλεσε η απροσεξία µου διορθώθηκε, «αλλά πολύ πριν την επίσκεψή µου στο Φαράγγι, είχε διαλυθεί, ή µάλλον είχε σκορπίσει, εντελώς. Τα
συντρίµµια της κείτονταν ολόγυρα, και τα σανίδια του πατώµατος είχαν ανοίξει. Ανάµεσα σε δύο από αυτά – που παρέµεναν κατά κάποιον τρόπο στην θέση τους – εγώ και ο σύντροφός µου παρατηρήσαµε τα υπολείµµατα µιας µάλλινης καρό εσάρπας. Όταν πλησιάσαµε και τα εξετάσαµε, διαπιστώσαµε πως ήταν τυλιγµένα γύρω στους ώµους µιας γυναίκας, από την οποία δεν είχαν αποµείνει παρά µόνο κόκαλα – εν µέρη καλυµµένα µε τα υπολείµµατα του υφάσµατος, και ξερό, µαυρισµένο δέρµα. Θα πρέπει όµως να λυπηθούµε την Κυρία Μόργκαν. Ελπίζω να δείξει κατανόηση» πρόσθεσε µ’ ένα χαµόγελο. Το πρόσωπο της Κυρίας Μόργκαν έδειχνε µάλλον αποστροφή, παρά κατανόηση. «Εν πάση περιπτώσει» συνέχισε, «θα πρέπει να επισηµάνω πως το κρανίο ήταν σπασµένο σε αρκετά σηµεία, σαν να δέχθηκε χτυπήµατα µε κάποιο αµβλύ αντικείµενο. Το αντικείµενο αυτό – ένα στειλιάρι από σκαλιστήρι - βρισκόταν δίπλα στην νεκρή, και έφερε ακόµη ίχνη αίµατος». Ο Κύριος Μόργκαν στράφηκε προς την σύζυγό του. «Συγχώρεσέ µε, αγαπητή µου, για την υπόµνηση όλων αυτών των δυσάρεστων λεπτοµερειών, που δεν είναι παρά το φυσικό - αν και θλιβερό - αποτέλεσµα ενός συζυγικού καυγά, αναµφίβολα οφειλόµενου στην ανυπακοή της συζύγου» είπε µε προσποιητή σοβαρότητα. «Οφείλω να το αντιπαρέλθω» αποκρίθηκε η Κυρία ατάραχα. «Μου έχεις ζητήσει τόσες φορές συγνώµη για το ίδιο ζήτηµα, και µε τα ίδια ακριβώς λόγια». Μου φάνηκε πως ήταν πια έτοιµος να συνεχίσει την ιστορία του. «Από αυτά και ορισµένα άλλα στοιχεία» είπε, «οι ένορκοι κατέληξαν στο συµπέρασµα πως η εκλιπούσα, Τζανετ Μακ Γκρέγκορ, πέθανε από τα χτυπήµατα που της κατάφερε κάποιο άγνωστο πρόσωπο. Όµως οι υποψίες στράφηκαν κυρίως κατά του συζύγου της, Τόµας Μακ Γκρέγκορ. ∆υστυχώς, ο άνθρωπος αυτός ούτε εντοπίστηκε ποτέ ούτε ακούστηκε κάτι γι’ αυτόν. Σχετικές πληροφορίες αναφέρουν πως το ζεύγος είχε έρθει εδώ από το Εδιµβούργο. Μα, δεν βλέπεις αγαπητή µου πως το σερβίτσιο του Κυρίου Έλντερ έχει νερά;» Είχα αφήσει ένα κόκαλο από κοτόπουλο στο µπολ µε το νερό για τα δάχτυλα. «Σ’ ένα µικρό συρτάρι βρήκα µια φωτογραφία του Κυρίου Μακ Γκρέγκορ, µα δεν στάθηκε δυνατόν να οδηγήσει στην σύλληψή του». «Θα µε αφήσετε να την δω;» είπα. Η φωτογραφία έδειχνε έναν µελαχρινό άνδρα, µε µοχθηρά χαρακτηριστικά, που γίνονταν ακόµη σκοτεινότερα από µια µεγάλη ουλή, που άρχιζε από τον αριστερό κρόταφό και κατέβαινε διαγωνίως µέχρι το κατάµαυρο µουστάκι.. «Ειρήσθω εν παρόδω, Κύριε Έλντερσον» είπε ο εξαιρετικά ευγενικός συνδαιτυµόνας µου, «µπορώ να γνωρίζω τον λόγο για τον οποίο µε ρωτήσατε για το Φαράγγι Μακάρτζερ;» «Έχασα κάποτε ένα µουλάρι εκεί κοντά» αποκρίθηκα, «και αυτή η απώλεια µε... κάπως... µε αναστάτωσε». «Αγαπητή µου» είπε ο Κύριος Μόργκαν, µε την µηχανική αντίδραση διερµηνέα, «η απώλεια του µουλαριού του Κυρίου Έλντερσον, έριξε πιπέρι στον καφέ του». ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Από ττην 5η Σκηνή της 1ης Πράξης του Μάνφρεντ [Manfred], του Λορντ Μπάιρον [Lord Byron, 1788–1824].
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΥΣ
ΤΙ ∆ΥΣΚΟΛΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ∆ΙΑΣΧΙΖΕΙΣ ΕΝΑ ΧΩΡΑΦΙ Ένα πρωινό του Ιουλίου, στα 1854, ο άποικος Ουίλιαµσον, που ζούσε έξι µίλια έξω από την Σέλµα της Αλαµπάµα, καθόταν µε την σύζυγο και το παιδί τους στην βεράντα του σπιτιού του. Ακριβώς κάτω από την βεράντα ξεκινούσε µια πρασιά, µήκους πενήντα περίπου µέτρων, που έφτανε µέχρι την δηµοσιά, ή τον «αµαξιτό» όπως χαρακτήριζαν τον δηµόσιο δρόµο. Από την άλλη µεριά του δρόµου απλώνονταν δέκα στρέµµατα βοσκής, δίχως ούτε ένα δένδρο, έναν βράχο, οτιδήποτε φυσικό ή τεχνητό να προβάλει από το προσεκτικά κοµµένο χορτάρι. Εκείνη την στιγµή δεν έβοσκε κανένα ζώο. Στην άκρη της βοσκής, σ’ ένα άλλο χωράφι, ένας επιστάτης επέβλεπε µια δωδεκαριά νέγρους που εργάζονταν. Ο άποικος πέταξε µακριά το καπνισµένο πούρο του και σηκώθηκε. «Ξέχασα να πω στον Άντριουζ για τ’ άλογα» είπε. Ο Άντριουζ ήταν ο επιστάτης. Ο Ουίλιαµσον κατηφόρισε µε την άνεσή του την πρασιά, έκοψε ένα λουλούδι, διέσχισε τον δρόµο και µπήκε στην βοσκή, σταµατώντας µόνο µια στιγµή στην πόρτα του φράκτη, για να χαιρετίσει τον Άρµορ Ρεν, έναν γείτονα που είχε την διπλανή φυτεία. Ο Κύριος Ρεν βρισκόταν σ’ ένα ανοιχτό αµάξι µε τον δεκατριάχρονο γιο του. Καµιά διακοσαριά µέτρα µετά το σηµείο συνάντησης, κάτι πέρασε από το νου του, και γύρισε στο παιδί: «Ξέχασα να πω στον Ουίλιαµσον για κείνα τ’ άλογα». Ο Κύριος Ρεν είχε πουλήσει στον Κύριο Ουίλιαµσον µερικά άλογα, τα οποία έπρεπε να του παραδώσει σήµερα, αλλά για κάποιον λόγο – που αυτήν την στιγµή µας διαφεύγει – δεν θα µπορούσε να ικανοποιήσει τον αγοραστή πριν από αύριο. ∆ιέταξε, λοιπόν, τον αµαξά να κάνει αµέσως µεταβολή. Ο Ουίλιαµσον διέσχιζε αµέριµνος την βοσκή. Ξαφνικά, το ένα άλογο της άµαξας σκουντούφλησε και παραλίγο να σωριαστεί στο έδαφος. ∆εν είχε ακόµη καλά-καλά βρει την ισορροπία του, όταν ο µικρός Τζέιµς Ρεν φώναξε: «Μπα! Τι έγινε, πατέρα; Πού πήγε ο Κύριος Ουίλιαµσον;» ∆εν είναι µέσα στις προθέσεις της ιστορίας µας να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτηµα. Ακολουθούν τα όσα παράξενα κατέθεσε ενόρκως ο Κύριος Ρεν στην δίκη για την ιδιοκτησία του Κυρίου Ουίλιαµσον: «Η κραυγή του γιου µου ήταν γεµάτη έκπληξη, κι έτσι υποχρεώθηκα να στρέψω το βλέµµα προς το σηµείο που είχα δει πριν λίγο τον µακαρίτη [sic]. ∆εν βρισκόταν εκεί˙ ούτε κάπου αλλού. Μολονότι µου φάνηκε κάπως παράξενο, δεν µπορώ να πω πως εκείνη την στιγµή αιφνιδιάστηκα ή – τέλος πάντων – συνειδητοποίησα την σοβαρότητα της κατάστασης. Ο γιος µου όµως είχε αποσβολωθεί. Επαναλάµβανε συνεχώς την ίδια ερώτηση, µε διαφορετικές µορφές, ώσπου φτάσαµε στην πόρτα του φράκτη. Ο Σαµ, ο µαυρούλης µου, ήταν στην ίδια κατάσταση – και ίσως ακόµη πιο έκπληκτος – µα νοµίζω πως αυτό οφειλόταν περισσότερο στην αντίδραση του γιου µου παρά σε ό,τι είχε δει ο ίδιος. [Η πρόταση αυτή σβήστηκε από τα πρακτικά.] Όταν κατεβήκαµε από την άµαξα κι ο Σαµ ανάρτησε [sic] τ’ άλογα στον φράκτη, είδαµε την Κυρία Ουίλιαµσον να κατεβαίνει τρέχοντας την πρασιά, µε το παιδί της αγκαλιά. Την ακολουθούσαν ορισµένοι υπηρέτες. Έµοιαζε τροµερά αναστατωµένη, και φώναζε: «Πάει, πάει! Θεέ µου! Πώς έγινε αυτό το απαίσιο πράγµα;» κι άλλα διάφορα, που δεν τα θυµάµαι τώρα. Τα λεγόµενά της µου έδωσαν την εντύπωση πως είχε συµβεί κάτι πολύ πιο περίπλοκο από µιαν εξαφάνιση. Ήταν αναστατωµένη, αλλά όχι όσο θα περίµενε κανείς σε τέτοιες καταστάσεις. ∆εν έχω κανένα λόγο να πιστεύω πως τρελάθηκε έτσι ξαφνικά. Έκτοτε, ούτε ξανάκουσα ούτε ξαναείδα τον Κύριο Ουίλιαµσον».
Η κατάθεση, όπως ήταν αναµενόµενο, επιβεβαιώθηκε µέχρι και την τελευταία λεπτοµέρεια, και από τον µοναδικό άλλο αυτόπτη µάρτυρα (αν ο όρος «αυτόπτης» µπορεί να εφαρµοστεί στην προκειµένη περίπτωση) τον νεαρό Τζέιµς. Η Κυρία Ουίλιαµσον είχε χάσει τα λογικά της, και οι υπηρέτες θεωρούνταν αναξιόπιστοι µάρτυρες. Αρχικά, ο µικρός Τζέιµς Ρεν δήλωσε πως ΕΙ∆Ε την εξαφάνιση, αλλά το σηµείο αυτό της κατάθεσής του δεν δόθηκε στο ∆ικαστήριο. Όσοι δούλευαν στο χωράφι προς το οποίο κατευθυνόταν ο Κύριος Ουίλιαµσον, δεν το είδαν καθόλου, και οι εξονυχιστική έρευνα στην φυτεία και τις γύρω περιοχές δεν έδωσε κανένα επιπρόσθετο στοιχείο. Για χρόνια ολόκληρα - κι ίσως µέχρι και σήµερα ακόµη – ο τόπος βούιζε από τις τερατώδεις, αλλόκοτες ιστορίες που έπλαθαν οι νέγροι, αλλά τα µόνα απόλυτα βέβαια στοιχεία που υπήρξαν για την υπόθεση είναι όσα προαναφέρθηκαν. Το ∆ικαστήριο αποφάσισε πως ο Ουίλιαµσον ήταν νεκρός, και διένειµε την ιδιοκτησία του, όπως όριζε ο Νόµος.
ΕΝΑΣ ΑΤΈΛΕΙΩΤΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ∆ΡΟΜΟΥ Ο Τζέιµς Μπαρν Ουόρσον ήταν τσαγκάρης, και ζούσε στο Λίµπινγκτον του Γιόρκσαϊρ, στην Αγγλία. ∆ιατηρούσε ένα µικρό εργαστήριο σε κάποια πάροδο του µεγάλου δρόµου που οδηγούσε στο Ουόργουικ. Ο ταπεινός κοινωνικός του κύκλος τον θεωρούσε έντιµο άνθρωπο, παρόλο που – όπως άλλωστε συµβαίνει στους περισσότερους κατοίκους των αγγλικών πόλεων, µε λαϊκή καταγωγή – του άρεσε πολύ το ποτό. Όταν έπινε, έβαζε ανόητα στοιχήµατα. Στην διάρκεια µιας από τις τόσο συχνές οινοποσίες του, κόµπασε για τις αθλητικές του ικανότητες – ιδίως για την αντοχή του στην πεζοπορία – µε αποτέλεσµα να βρεθεί αντιµέτωπος µε την ίδια την φύση. Στοιχηµάτισε µια Χρυσή Λίρα πως θα πήγαινε µε τα πόδια στο Κόβεντρι, και θα επέστρεφε από τον ίδιο δρόµο. Το Κόβεντρι απείχε περισσότερο από σαράντα µίλια. Ήταν 3 Σεπτεµβρίου του 1873. Ξεκίνησε αµέσως. Ο άνθρωπος µε τον οποίο είχε βάλει το στοίχηµα – λησµόνησα πια πως τον έλεγαν – ο υφασµατέµπορος Μπάραµ Ουάις και ο φωτογράφος – αν δεν κάνω λάθος – Χάµερσον Μπαρνς, τον ακολούθησαν πάνω σε µιαν άµαξα ή κάρο. Τα πρώτα µίλια ο Ουόρσον τα έβγαλε καλά, µε άνετο διασκελισµό, χωρίς να δείξει το παραµικρό σηµάδι κόπωσης, γιατί είχε πραγµατικά τεράστια αντοχή, και δεν ήταν αρκετά µεθυσµένος ώστε να την χάση. Οι τρεις άνδρες έρχονταν πίσω του µε το κάρο, άλλοτε προκαλώντας τον φιλικά, κι άλλοτε δίνοντάς του κουράγιο, καθώς το οινόπνευµα τους έκανε όλο και πιο ευδιάθετους. Ξαφνικά – εκεί µες στην µέση του δρόµου – ούτε δέκα µέτρα µακριά τους, κι ενώ δεν είχαν πάρει ούτε στιγµή τα µάτια τους από πάνω του, ο δροµέας φάνηκε να σκοντάφτει. Βούτηξε µε το κεφάλι µπροστά, άφησε µια τροµερή κραυγή, και εξαφανίστηκε! ∆εν έπεσε στον δρόµο˙ εξαφανίστηκε πριν αγγίξει το έδαφος. ∆εν άφησε πίσω του το παραµικρό ίχνος. Οι τρεις άντρες έµειναν για λίγο σε κείνο το σηµείο, εντελώς αναποφάσιστοι, κι έπειτα επέστρεψαν στο Λίµινγκτον, όπου διηγήθηκαν την απίστευτη ιστορία τους και προφυλακίστηκαν. Όµως είχαν κάποια κοινωνική επιφάνεια, θεωρούνταν φερέγγυα άτοµα, ήταν νηφάλιοι κατά την διάρκεια του συµβάντος, κι έτσι δεν υπήρχε λόγος να αµφισβητηθούν οι ένορκες καταθέσεις που έδωσαν για την ασυνήθιστη περιπέτειά τους. Όσο για την αλήθεια όσων ανέφεραν... Η κοινή γνώµη φάνηκε να διχάζεται απ’ άκρη σ’ άκρη του Ηνωµένου Βασιλείου. Αν σκόπευαν να αποκρύψουν κάτι, ο τρόπος µε τον οποίο επέλεξαν να το κάνουν, ήταν οµολογουµένως ο πλέον απίθανος για λογικά όντα.
ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΤΣΑΡΛΣ ΑΣΜΟΡ Η οικογένεια του Κρίστιαν Άσµορ αποτελείτο από την σύζυγό του, την µητέρα της, δύο ενήλικες θυγατέρες, κι ένα αγόρι δέκα έξι ετών. Ζούσαν στο Τρόι της Νέας Υόρκης, τα βόλευαν µια χαρά, απολάµβαναν την εκτίµηση όλων, και είχαν αρκετούς φίλους, ορισµένοι από τους οποίους, διαβάζοντας αυτές τις γραµµές, αναµφίβολα θα πληροφορηθούν για πρώτη φορά την παράξενη µοίρα του αγοριού. Το 1871 ή 72, οι Άσµορ µετακόµισαν από το Τρόι, στο Ρίτσµοντ της Ιντιάνα, και έναν χρόνο αργότερα στην περιοχή του Κουίνσι, στο Ιλινόις, όπου ο Κύριος Άσµορ αγόρασε µια φάρµα κι εγκαταστάθηκαν εκεί. Σε µικρή απόσταση από το σπίτι, βρισκόταν µια πηγή που έτρεχε όλο το χρόνο. Η οικογένεια ήταν εξασφαλισµένη από πεντακάθαρο, δροσερό νερό. Το βράδυ της 9ης Νοεµβρίου του 1878, γύρω στις εννέα, ο νεαρός Τσαρλς Άσµορ άφησε τους δικούς του να ζεσταίνονται µπροστά στο τζάκι, πήρε έναν τσίγκινο κουβά, και ξεκίνησε για την πηγή. Άργησε όµως να επιστρέψει, και οι δικοί του ανησύχησαν. Ο πατέρας του άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, τον φώναξε δυνατά, αλλά δεν πήρε απάντηση. Άρπαξε αµέσως ένα φανάρι και βγήκε να τον ψάξει, µαζί µε την µεγαλύτερη κόρη του, την Μάρθα, που επέµενε να τον συνοδεύσει. Το µονοπάτι είχε χαθεί κάτω από ένα λεπτό στρώµα χιονιού, αλλά οι πατηµασιές του αγοριού διακρίνονταν καθαρά. Στα µισά του δρόµου – καµιά εβδοµηνταριά µέτρα πάνω-κάτω – ο πατέρας, που πήγαινε µπροστά, σταµάτησε και σηκώνοντας το φανάρι κάρφωσε το βλέµµα του στο σκοτάδι. «Τι συµβαίνει, πατέρα;» ρώτησε η κοπέλα. Να τι συνέβαινε: οι πατηµασιές του αγοριού σταµατούσαν απότοµα. Μπροστά τους δεν υπήρχε παρά µόνο αφράτο, απάτητο χιόνι. Οι τελευταίες πατηµασιές ήταν τόσο καθαρές όσο και οι προηγούµενες˙ διακρίνονταν ακόµη και τα καρφιά των παπουτσιών. Ο Κύριος Άσµορ, κάλυψε το φανάρι µε το καπέλο του, για να µην τον τυφλώνει η ανταύγεια, και κοίταξε βαθιά µέσα στο σκοτάδι. Ο ουρανός ήταν ανέφελος, γεµάτος αστέρια. Ο πατέρας ήταν υποχρεωµένος να απορρίψει την πρώτη υπόθεση που έκανε, βλέποντας εκείνο το παράξενο φαινόµενο. Ήταν αδύνατον να είχε πέσει φρέσκο χιόνι, και να είχε σκεπάσει µε τόση ακρίβεια µόνο µερικές από τις πατηµασιές του γιου του. Παρακάµπτοντας τα τελευταία ίχνη, ώστε να µείνουν ανέπαφα για να τα εξετάσει πιο προσεκτικά αργότερα, προχώρησε προς την πηγή, µε την κόρη του να τον ακολουθεί έτοιµη να καταρρεύσει από τον φόβο. ∆εν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτό που αντίκρισαν. Η πηγή ήταν σκεπασµένη µε πάγο, από ώρες. Επιστρέφοντας προς το σπίτι, παρατήρησαν πως οι πατηµασιές του αγοριού βρίσκονταν στη µέση του µονοπατιού˙ δεν λοξοδροµούσαν ούτε στιγµή. Το φως της µέρας δεν έφερε τίποτε καινούργιο. Ένα λεπτό σεντόνι από απαλό, πεντακάθαρο χιόνι σκέπαζε τα πάντα. Τέσσερις µέρες αργότερα, η χαροκαµένη µάνα έτυχε να πάει στην πηγή µόνη της. Όταν επέστρεψε, είπε πως περνώντας από το σηµείο που χάνονταν τα ίχνη, άκουσε την φωνή του γιου της, κι άρχισε να τον φωνάζει µε λαχτάρα, ψάχνοντας παντού, καθώς η φωνή ερχόταν πότε από εδώ και πότε από εκεί. Στο τέλος απόκαµε, απελπίστηκε, δεν άντεχε άλλο. Την ρώτησαν τι έλεγε η φωνή του παιδιού, αλλά δεν µπόρεσε να τους πει, παρόλο που ήταν βέβαιη πως είχε ακούσει πεντακάθαρα τις λέξεις. Την ίδια στιγµή, σύσσωµη η οικογένεια βρέθηκε στο σηµείο της εξαφάνισης του αγοριού. ∆εν άκουσαν το παραµικρό, κι έτσι θεώρησαν τα λεγόµενα της µητέρας µια
ψευδαίσθηση, την οποία φυσικά είχε προκαλέσει αβάσταχτη θλίψη της για τον παράλογο χαµό, η άθλια κατάσταση των νεύρων της. Όµως αρκετούς µήνες µετά, κάθε λίγες µέρες, τόσο τα µέλη της οικογένειας όσο και διάφοροι άλλοι άνθρωποι, άκουγαν την µυστηριώδη φωνή. Όλοι δήλωναν πως το δίχως άλλο ανήκε στον Τσαρλς Άσµορ, και όλοι συµφωνούσαν πως ερχόταν από πολύ µακριά, κάπως θαµπή, αλλά µε καθαρή άρθρωση, παρόλο που κανείς δεν µπορούσε να θυµηθεί τι ακριβώς έλεγε. Τα διαστήµατα σιωπής όλο και µεγάλωναν, η ένταση της φωνής όλο και εξασθένιζε, ώσπου στα µέσα του Καλοκαιριού δεν ακουγόταν πια καθόλου. Μόνο η µητέρα του Τσαρλς Άρµορ µπορεί να ξέρει τι απέγινε. Είναι νεκρή.
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟΥΣ
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ∆ΥΟ ΖΩΕΣ Αυτή είναι η αλλόκοτη ιστορία του Ντέιβιντ Ουίλιαµ Ντακ, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος. Ο Ντακ είναι ένας γέρος που ζει στην Ορόρα, στο Ιλινόις, αλλά τον σέβονται σε όλη την χώρα. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν σαν «Νεκρό Ντακ». «Το Φθινόπωρο του 1866 ήµουν οπλίτης στο ∆έκατο Όγδοο Σύνταγµα Πεζικού. Ο Λόχος µου είχε έδρα το Οχυρό Φιλ Κέρνι, υπό τις διαταγές του Συνταγµατάρχη Κάρινγκτον. Η περιοχή συνδέθηκε λίγο ως πολύ µε την ιστορία του φρουρίου, ειδικά µετά την σφαγή από τους Σιου ογδόντα ενός οπλιτών και αξιωµατικών. ∆εν γλίτωσε κανείς. Έµειναν όλοι εκεί και πολέµησαν, παραβαίνοντας τις διαταγές του διοικητή τους, του γενναίου αλλά ριψοκίνδυνου Συνταγµατάρχη Φέτερµαν. Όταν έγινε αυτό, εγώ προσπαθούσα να παραδώσω σπουδαίες διαταγές στο Οχυρό Σ. Φ. Σµίθ, στο Μπιγκ Χορν. Το τόπος ήταν γεµάτος Ινδιάνους αγριεµένους. Μιλιούνια παντού. Γι’ αυτό ταξίδευα πάντα νύχτα και κρυβόµουν όσο καλύτερα µπορούσε πριν ξηµερώσει. Για να µην τραβάω την προσοχή τους, ταξίδευα πεζός, µε µιαν αυτόµατη καραµπίνα και προµήθειες για τρεις µέρες στο γυλιό µου. »Την δεύτερη µέρα, ξεχώρισα ανάµεσα στα βράχια ένα στενό ένα στενό πέρασµα. Ήταν ακόµη σκοτεινά, και µου φάνηκε καλή κρυψώνα για την µέρα. Ήταν γεµάτο µεγάλα βράχια που είχαν κυλήσει από τις πλαγιές. Στην βάση ενός βράχου φύτρωναν κάτι θάµνα. Έστρωσα εκεί και το έριξα στον ύπνο. Μου φάνηκε πως δεν πρόλαβα καλά-καλά να κλείσω τα µάτια µου, παρόλο που είχε µεσηµεριάσει ήδη, όταν µε ξύπνησε µια τουφεκιά. Η σφαίρα χτύπησε στο βράχο, ακριβώς πάνω από το κεφάλι µου. Με ανακάλυψε µια οµάδα Ινδιάνων, και τώρα µε είχαν περικυκλώσει για τα καλά. Την τουφεκιά την είχε ρίξει ένας από αυτούς, αλλά δεν ήξερε σηµάδι, Βρισκόταν ψηλά πάνω στον λόφο. Ο καπνός του όπλου του τον πρόδωσε, κι έτσι πετάχτηκα όρθιος πριν προλάβει να κατέβει την πλαγιά. Έσκυψα κι άρχισα να τρέχω ανάµεσα στους θάµνους κάνοντας ελιγµούς, ενώ γύρω µου οι σφαίρες των αόρατων εχθρών έπεφταν βροχή. Τα τσακάλια δεν µε κυνήγησαν. πράγµα που µου φάνηκε παράξενο, γιατί από τα ίχνη µου θα είχαν ήδη καταλάβει πως ήµουν µόνος. ∆εν άργησα να καταλάβω τον λόγο της απραξίας τους. Καµιά κατοσταριά µέτρα πιο κάτω αναγκάστηκα να σταµατήσω το τρέξιµο. Το φαράγγι, που µου είχε φανεί για πέρασµα µέσα στην νύχτα, σταµατούσε στο κοίλωµα ενός σχεδόν οριζόντιου και εντελώς γυµνού βράχου. Είχα πιαστεί σαν τον ποντικό στην φάκα. ∆εν χρειαζόταν να µε κυνηγήσουν. Απλά να περιµένουν. »Και περίµεναν. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, καραδοκούσαν στην κορυφή του λόφου, πίσω από τα θεριεµένα δέντρα. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, µε την πλάτη κολληµένη στον βράχο, περίµενα την πείνα, την δίψα, κι απελπιζόµουν πως κανείς δεν θα µε γλίτωνε, κι έριχνα καταπάνω τους, όπου έβλεπα καπνό από όπλο, και µου έριχναν κι αυτοί. Φυσικά, την νύχτα δεν τολµούσα να κλείσω τα µάτια. Η αγρύπνια ήταν το µεγαλύτερο µαρτύριο. »Θυµάµαι το πρωί της τρίτης µέρας, που ήξερα πως θα ήταν η τελευταία µου. Θυµάµαι, κάπως ακαθόριστα, πως πάνω στην απελπισία µου άρχισα να παραληρώ. Πετάχτηκα ακάλυπτος κι άρχισα να ρίχνω στα τυφλά. ∆εν θυµάµαι τίποτε άλλο από εκείνη την µάχη. »Το επόµενο πράγµα που κατάφερα να φέρω στο µυαλό µου ήταν ένα ποτάµι. Σύρθηκα από το νερό στην όχθη του, καθώς έπεφτε η νύχτα. Ήµουν ολόγυµνος και δεν ήξερα που βρισκόµουν. Ταξίδευα όλη-νύχτα νότια. Κρύωνα, τα πόδια µου µε πονούσαν. Χάραζε όταν βρέθηκα µπροστά στο Οχυρό Σ. Φ. Σµιθ, στον προορισµό µου, αλλά χωρίς τα έγγραφα που θα έπρεπε να τους φέρω. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο Ουίλιαµ Μπρίσκο, ένας Λοχίας που τον γνώριζα καλά.
Φαντάζεσαι την έκπληξή του όταν µε είδε σ’ αυτήν την κατάσταση; Την δική µου να δεις, όταν µε ρώτησε ποιος διάολος ήµουν. ‘Ο Ντέιβ Ντακ’ απάντησα. ‘Ποιος άλλος;’ »Με κοίταξε σαν νυχτοπούλι. ‘Θα ’θελες’ είπε, και παρατήρησα πως τραβήχτηκε λίγο. «Τι τρέχει;» πρόσθεσε. »Του εξήγησα τι µου συνέβη την προηγουµένη. Με άκουσε προσεκτικά, συνεχίζοντας να µε καρφώνει µε το βλέµµα του. Ύστερα είπε: ‘Φιλαράκο µου, αν είσαι ο Ντέιβ Ντακ, τότε οφείλω να σε πληροφορήσω πως σε έθαψα πριν από δύο µήνες. Βγήκα µε µια µικρή περίπολο και βρήκαµε το πτώµα σου κόσκινο από τις σφαίρες, µε το κεφάλι φρεσκογδαρµένο, και ολίγον τι ακρωτηριασµένο, εκεί που λες πως σε πλάκωσαν οι Ινδιάνοι. Λυπάµαι. Έλα στην σκηνή µου να σου δείξω τα ρούχα σου και µερικά γράµµατα που κουβαλούσες. Τα έγγραφα τα έχει ο ∆ιοικητής’. »Πραγµατικά, µε πήγε στην σκηνή του, µου έδειξε τα ρούχα που φορούσα και τα γράµµατα που είχα στην τσέπη µου. ∆εν έκανε κανένα σχόλιο. Ύστερα, µε πήγε στον ∆ιοικητή, ο οποίος άκουσε την ιστορία µου, και διέταξε ψυχρά τον Μπρίσκο να µε βάλει στο κρατητήριο. Καθώς µε πήγαινε εκεί, του είπα: ‘Μπιλ Μπρίσκο, είσαι σίγουρος πως έθαψες το πτώµα που φορούσε αυτά τα ρούχα;» ‘Σιγουρότατος’ απάντησε. ‘Ήταν ο Ντέιβ Ντακ, εντάξει; Όλοι τον γνωρίζαµε. Γι’ αυτό, το καλό που σου θέλω είναι ν’ αφήσεις τα παραµύθια, παλιοαπατεώνα, και να πεις ποιος είσαι’. ‘Και τι δεν θα ’δινα να µάθω’ είπα εγώ. »Μια βδοµάδα αργότερα, δραπέτευσα από το κρατητήριο, κι αποµακρύνθηκα όσο περισσότερο µπορούσα. ∆υο φορές έψαξα να βρω εκείνο το µέρος που πέρασα τα πάνδεινα. ∆εν κατάφερα τίποτε».
ΜΙΑ ΜΑΤΑΙΩΜΕΝΗ ΕΝΕ∆ΡΑ Το Ρίντβιλ και το Γούντµπερι τα συνέδεε ένας άνετος, καλοστρωµένος δρόµος εννιά µε δέκα µίλια µακρύς. Το Ρίντβιλ ήταν προκεχωρηµένο φυλάκιο του Οµοσπονδιακού ατού στο Μούρφρισµπορο. Το Γούντµπερι έπαιζε τον ίδιο ρόλο για τον ατό της Συνοµοσπονδίας στην Τουλαχόµα. Αρκετούς µήνες µετά την µεγάλη µάχη στο Στόουν Ρίβερ, οι αψιµαχίες ανάµεσα στα δύο φυλάκια συνεχίζονταν µε αµείωτη ένταση. Φυσικά, τα περισσότερα από τα προβληµατικά αυτά επεισόδια, γίνονταν στον δρόµο που προαναφέραµε, ανάµεσα σε αποσπάσµατα του Ιππικού. Συχνά, το Πεζικό και το Πυροβολικό έσπευδαν να συνδράµουν πρόθυµα τους συµπαίκτες τους. Μια νύχτα, ένα απόσπασµα του Οµοσπονδιακού Ιππικού υπό τις διαταγές του γενναίου και πεπειραµένου Ταγµατάρχη Σίντελ, αναχώρησε από το Ρίντβιλ για µιαν ασυνήθιστη και επικίνδυνη µυστική αποστολή, που απαιτούσε προσεκτικές και κυρίως αθόρυβες κινήσεις. Περνώντας τις γραµµές του Πυροβολικού, το απόσπασµα πλησίασε δυο έφιππους ανιχνευτές. Στέκονταν ασάλευτοι µε το βλέµµα καρφωµένο στο βαθύ σκοτάδι που απλωνόταν µπροστά τους. Θα έπρεπε να είναι τρεις. «Πού είναι ο άλλος;» είπε Ταγµατάρχης. «∆ιέταξα τον Ντιούνινγκ να είναι µαζί σας απόψε». «Πήγε µπροστά, Κύριε» αποκρίθηκε ο ένας φρουρός. «Ύστερα ακούσαµε πυροβολισµούς, αλλά έρχονταν από πολύ µακριά». «Αυτό που έκανε ο Ντιούνινγκ είναι ενάντια και τις διαταγές και την λογική» είπε εξοργισµένος ο αξιωµατικός. «Γιατί προχώρησε;» «∆εν ξέρω, Κύριε. Ήταν ανήσυχος. Εγώ λέω πως σκιαζόταν», απάντησε ο έφιππος ψυχολόγος. Ύστερα, αυτός κι ο σύντροφός του ενσωµατώθηκαν στο απόσπασµα. Τα όπλα, τα σακίδια, οι παλάσκες δεν έπρεπε να κάνουν τον παραµικρό θόρυβο. Μόνο οι οπλές των αλόγων ακούγονταν, κι αυτές όσο πιο σιγά γινόταν. Ήταν µεσάνυχτα πια˙ βαθύ σκοτάδι, παρόλο που τα σύννεφα δεν κατάφερναν να κρύψουν εντελώς το φως του φεγγαριού. ∆υο-τρία µίλια παρακάτω, η κεφαλή της φάλαγγας διαπίστωσε πως ο δρόµος διέσχιζε ένα πυκνό δάσος µε κέδρους. Ο Ταγµατάρχης διέταξε να σταµατήσουν, απλά σταµατώντας ο ίδιος. Ύστερα, ολοφάνερα «σκιαγµένος», προχώρησε µόνος του για αναγνώριση. Όµως τον ακολούθησαν ο Υπασπιστής και τρεις βετεράνοι, που έµειναν λίγο πίσω και - χωρίς να τους αντιληφθεί - είδαν τα πάντα. Αφού προχώρησε καµιά κατοσταριά µέτρα µέσα στο δάσος, ο Ταγµατάρχης τράβηξε απότοµα τα χαλινάρια του αλόγου του, κι έµεινε ακίνητος πάνω στην σέλα. Ούτε δέκα βήµατα µπροστά του, σ’ ένα µικρό ξέφωτο, στεκόταν η σκοτεινή κι ασάλευτη σιλουέτα ενός πεζού άνδρα. Το πρώτο πράγµα που σκέφτηκε ο Ταγµατάρχης ήταν πως έκανε καλά που άφησε πίσω τους άνδρες του. Αν αυτός που στεκόταν µπροστά του ήταν εχθρός και κατάφερνε να ξεφύγει, δεν θα είχε και πολλά ν’ αναφέρει στους ανωτέρους του. Η αποστολή θα παρέµενε µυστική. Μπροστά στα πόδια του άντρα βρισκόταν ένας σκοτεινός όγκος. Ο αξιωµατικός δεν µπορούσε να διακρίνει τι ήταν. Το ένστικτο του Ιππέα, και φυσικά ο φόβος µήπως προδώσει την αποστολή µε πυροβολισµούς, οδήγησαν το χέρι του κατευθείαν στο σπαθί. Ο άντρας απέναντί του δεν έκανε την παραµικρή κίνηση. Η ατµόσφαιρα ήταν τεταµένη, σχεδόν δραµατική. Ξαφνικά, τα σύννεφα άνοιξαν. Κρυµµένος στην σκιά µιας συστάδας τεράστιων βελανιδιών, ο καβαλάρης είδε τον πεζό πεντακάθαρα, λουσµένο στο λευκό φως του φεγγαριού. Ήταν ο βετεράνος Ντιούνινγκ, χωρίς την εξάρτηση και το καπέλο του. Στα πόδια του βρισκόταν ένα
σκοτωµένο άλογο, και δίπλα στο κεφάλι του ζώου ένας νεκρός, µε το πρόσωπο γυρισµένο προς το φεγγάρι. «Ο Ντιούνινγκ έδωσε µάχη για την ζωή του» σκέφτηκε ο αξιωµατικός, κι ετοιµάστηκε να πάει κοντά του. Όµως εκείνος σήκωσε το χέρι του και του έκανε νόηµα να µην προχωρήσει. Ύστερα, έδειξε το σκοτάδι στο βάθος, εκεί που ο δρόµος χανόταν µέσα στο πυκνό δάσος. Ο Ταγµατάρχης κατάλαβε. Γύρισε το άλογό του και πρόφτασε τους άνδρες που τον είχαν ακολουθήσει, και ήδη κινούνταν προς το απόσπασµα, φοβούµενοι µήπως τους δει και εκνευριστεί για την πρωτοβουλία τους. Σε λίγο βρίσκονταν όλοι πίσω. «Ο Ντιούνινγκ είναι εκεί» είπε ο ταγµατάρχης στον επικεφαλής λοχαγό. «Τον κατάφερε τον φιλαράκο. Φαίνεται πως κάτι έχει ν’ αναφέρει». Τράβηξαν τα σπαθιά τους και περίµεναν ακίνητοι, σιωπηλοί. Όµως ο Ντιούνινγκ δεν φάνηκε. Σε µιαν ώρα ξηµέρωσε, και το απόσπασµα ξεκίνησε προσεκτικά. Ο ταγµατάρχης δεν ήταν απολύτως ικανοποιηµένος από την εµπιστοσύνη που έδειξε στον στρατιώτη Ντιούνινγκ. Η αποστολή απέτυχε, αλλά έµενε κάτι ακόµη. Στο µικρό ξέφωτο, στην άκρη του δρόµου, είδαν το σκοτωµένο άλογο. ∆ίπλα του βρισκόταν ο βετεράνος Ντιούνινγκ, µε µια σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν νεκρός από ώρες. Η έρευνα έδειξε πως µέσα σε µισή ώρα το δάσος είχε καταληφθεί από ισχυρές δυνάµεις Πεζικού της Συνοµοσπονδίας. Ήταν ενέδρα.
∆ΥΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ Την Άνοιξη του 1862, οι ισχυρές δυνάµεις του Στρατηγού Μπιούελ είχαν στρατοπεδεύσει, και προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν για την µεγάλη έφοδο που οδήγησε στον θρίαµβο του Σίλο. Οι άνδρες ήταν στην πλειοψηφία τους ανεκπαίδευτοι και εντελώς άπειροι. Ελάχιστοι ήταν οι ετοιµοπόλεµοι, κι ακόµη λιγότεροι εκείνοι που είχαν πάρει µέρος στις σκληρές συγκρούσεις των βουνών της Βιρτζίνια και του Κεντάκι. Ο πόλεµος ήταν νέος και το στρατιωτικό επάγγελµα µια καινούργια βιοµηχανία, την λειτουργία της οποίας ο νεαρός Αµερικανός εκείνης της εποχής δεν µπορούσε να κατανοήσει απόλυτα, ανακαλύπτοντας εκ των υστέρων ορισµένες πλευρές της που δεν του άρεσαν καθόλου. Η κυριότερη από αυτές τις πλευρές ήταν η πειθαρχία, η υποταγή. Οι άνθρωποι που είναι γαλουχηµένοι µε την γοητευτική πλάνη πως είµαστε όλοι ίδιοι από την γέννησή µας, δεν µπορούν να µάθουν εύκολα τι σηµαίνει τυφλή υπακοή στην αυθεντία. Ο Αµερικανός εθελοντής στρατιώτης – «τρυφερό πόδι» ων – αποτελούσε το χειρότερο δείγµα αυτής της νοοτροπίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένας από τους άνδρες του Μπιούελ, ο στρατιώτης Μπένετ Στόρι Γκριν έκανε το λάθος να χτυπήσει τον αξιωµατικό του. Λίγο αργότερα, στην µάχη, δεν θα το έκανε. Θα ακολουθούσε την τακτική του Σερ Άντριου Άγκιουτσικ, και θα καθάριζε µε ένα «∆εν σφάξανε!». Όµως η περίοδος της στρατιωτικής αναµόρφωσής τους είχε τελειώσει πια. Ο αξιωµατικός έκανε αναφορά. Ο στρατιώτης συνελήφθη πάραυτα, και στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο δια τυφεκισµού. «Θα µπορούσες να µε χτυπήσεις κι εσύ, και να είµαστε πάτσι» είπε ο καταδικασµένος στον αξιωµατικό του. «Αυτό έκανες στο σχολείο, όταν ήσουν απλά ο Ουίλ Ντάντλι, κι εγώ το ίδιο µε σένα. Κανείς δεν µε είδε να σε χτυπώ. Η πειθαρχία δεν κινδύνευσε στιγµή». «Σ’ αυτό νοµίζω πως έχεις δίκιο, Μπεν Γκριν» είπε ο υπολοχαγός. «Θα µε συγχωρέσεις; Γι’ αυτό ήρθα να σε δω». ∆εν πήρε απάντηση. Ένας αξιωµατικός έβαλε το κεφάλι του στην σκηνή που διαδραµατιζόταν ο διάλογος, και είπε πως το επισκεπτήριο τέλειωσε. Το επόµενο πρωί, ο στρατιώτης Γκριν τουφεκίστηκε από ένα απόσπασµα συναδέλφων του, µπροστά στους άνδρες της ταξιαρχίας του. Ο υπολοχαγός Ντάντλι γύρισε την πλάτη στην θλιβερή εκτέλεση, και µουρµούρισε µια προσευχή για την σωτηρία της ψυχής του στρατιώτη, και της δικής του φυσικά. Μερικές βδοµάδες αργότερα, οι δυνάµεις του Μπιούελ είχαν ήδη προωθηθεί, και περνούσαν τον ποταµό Τενεσί, για να ενισχύσουν τις δυνάµεις του Γκραντ που είχαν πάθει µεγάλη πανωλεθρία. Η νύχτα ερχόταν κατασκότεινη και θυελλώδης. Οι άνδρες προχωρούσαν βήµα-βήµα, µέσα απ’ τα αποµεινάρια του µακελειού που είχε προηγηθεί, καταπάνω στον εχθρό, ο οποίος είχε υποχωρήσει για να ανασυνταχθεί. Μόνο οι αστραπές φώτιζαν τον ορίζοντα. Μα κι αυτές δεν κατάφερναν να διαλύσουν το πυκνό σκοτάδι παρά µόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Όταν δεν έσκαζαν οι κεραυνοί και δεν σάρωναν τον ουρανό οι βροντές, ο αέρας γέµιζε από τα βογκητά των πληγωµένων που σάλευαν ανάµεσα στα πόδια των ανδρών, των ανδρών που τους πατούσαν και σκόνταφταν πάνω τους, και πάνω στους νεκρούς. Οι νεκροί δεν ακούγονταν, µα ήταν κι αυτοί εκεί˙ κι ήταν πολλοί, πάρα πολλοί οι νεκροί. Με το πρώτο ασθενικό φως της αυγής, η προέλαση σταµάτησε και οι άνδρες ανασυντάχθηκαν σε κάτι που θύµιζε αµυδρά γραµµή µάχης. Οι αψιµαχίες έπαψαν, και δόθηκε σήµα για καταµέτρηση δυνάµεων. Ο πρώτος λοχίας του υπολοχαγού Ντάντλι βγήκε µπροστά, κι άρχισε να φωνάζει τους άντρες µε αλφαβητική σειρά. ∆εν
είχε κατάλογο. Είχε καλή µνήµη. Έφτασε στο «Γ», και οι άντρες έδιναν ένας-ένας το παρών. «Γκόρχαµ». «Παρών!» «Γκρέιροκ». «Παρών!» «Γκριν» συνέχισε ο λοχίας από κεκτηµένη ταχύτητα. «Παρών!» Η απάντηση ήρθε καθαρή και δυνατή. ∆εν χωρούσε καµιά αµφιβολία! Ένα ξαφνικό κύµα ταραχής, πέρασε σαν ηλεκτρική εκκένωση τις γραµµές των οπλιτών, επιβεβαιώνοντας το αναπάντεχο του συµβάντος. Ο λοχίας κιτρίνισε και βουβάθηκε. Ο λοχαγός ήρθε γρήγορα κοντά του και είπε κοφτά: «Ξαναφώναξε το όνοµα». Οπωσδήποτε, η Εταιρία Φυσικών Ερευνών δεν είναι η µόνη που ενδιαφέρεται για το Άγνωστο. «Μπένετ Γκριν». «Παρών!» Όλα τα πρόσωπα στράφηκαν προς την κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν η γνώριµη φωνή. Οι δύο άνδρες, ανάµεσα στους οποίους στεκόταν πάντα – σύµφωνα µε την παράταξη – ο Γκριν, γύρισαν και αλληλοκοιτάχτηκαν. Ήταν ο ένας δίπλα στον άλλο. «Πάλι» διέταξε ο ακάµατος ερευνητής, κι ο λοχίας κάλεσε µε ανεπαίσθητα τρεµάµενη φωνή, για άλλη µια φορά, τον νεκρό: «Μπένετ Στόρι Γκριν». «Παρών!» Την ίδια στιγµή, ακούστηκε µια τουφεκιά. Ερχόταν από µακριά, πολύ πίσω από την γραµµή επιχειρήσεων. Την ακολούθησε – την συνόδευσε θα µπορούσαµε να πούµε – το άγριο σφύριγµα µιας σφαίρας που έφτασε αστραπιαία, πέρασε την παράταξη των ανδρών και σιώπησε απότοµα, σαν τελεία στην κραυγή του λοχαγού: «Τι διάολο συµβαίνει;» Ο υπολοχαγός Ντάντλι έκανε ένα ξαφνικό βήµα που τον αποµάκρυνε από την πρώτη γραµµή των στρατιωτών του. «Αυτό συµβαίνει» είπε, ανοίγοντας το σακάκι του, και δείχνοντας ένα κατακόκκινο σηµάδι στο στήθος του. Τα γόνατά του λύγισαν, κλονίστηκε κι έπεσε νεκρός. Λίγο αργότερα, ο σύνταγµα διατάχθηκε να υποχωρήσει από το υπερκορεσµένο µέτωπο, και κάποια άστοχή επιλογή στο παιχνίδι της µάχης, δεν επέτρεψε στους άνδρες του να ρίξουν την παραµικρή τουφεκιά. Ούτε Ο Μπένετ Γκριν, δεξιοτέχνης στις στρατιωτικές εκτελέσεις, ξανακούστηκε.
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙ∆ΕΣ
ΜΙΑ ΑΚΑΡΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ Ο Χένρι Σέιλορ, που σκοτώθηκε στο Κόβινγκτον, σε µια συµπλοκή µε τον Αντόνιο Φιντς, ήταν ανταποκριτής της «Εµπορικής» του Τσιντσινάτι. Το 1859, ένα άδειο σπίτι της Οδού Βάιν, στο Τσιντσινάτι, συγκέντρωσε την περιέργεια όλων, λόγω των παράξενων εµφανίσεων και ήχων που σηµειώνονταν µέσα και έξω από αυτό κατά τις νυκτερινές ώρες. Σύµφωνα µε τις µαρτυρίες αρκετών ευυπόληπτων κατοίκων της περιοχής, το σπίτι ήταν στοιχειωµένο. Τα περίεργα φαινόµενα που παρατηρούνταν δεν µπορεί να είχαν άλλη εξήγηση. Στίφη ολόκληρα πολιτών συγκεντρωµένων στο πεζοδρόµιο, είχαν δει σιλουέτες µε αναµφίβολα ασυνήθιστη εµφάνιση να πηγαινοέρχονται. Κανείς δεν µπορούσε να εξηγήσει πώς εµφανίζονταν ξαφνικά στην πρασιά µπροστά από το σπίτι, για να κατευθυνθούν προς την πόρτα και να τρυπώσουν µέσα, ούτε πώς εξαφανίζονταν – το ίδιο µυστηριωδώς όταν έβγαιναν. Μ’ ακόµη κι όταν ορισµένοι από τους αυτόπτες µάρτυρες είχαν να πουν κάτι πιο συγκεκριµένο, οι πληροφορίες διέφεραν σηµαντικά µεταξύ τους. Ακόµη και οι περιγραφές γι’ αυτές καθαυτές τις αλλόκοτες σιλουέτες ήταν εντελώς διαφορετικές. Οι τολµηρότεροι απ’ το λεφούσι των περιέργων επιχείρησαν κάποια απογεύµατα να σταθούν στα σκαλοπάτια, προκειµένου να εµποδίσουν την είσοδο στους παράξενους επισκέπτες ή – στην περίπτωση που δεν θα τα κατάφερναν – τουλάχιστον να δουν από κοντά τι λογής πλάσµατα ήταν. Όπως έγινε γνωστό, οι γενναίοι αυτοί άνθρωποι δεν µπόρεσαν να παραβιάσουν την πόρτα, ακόµα και όταν ένωσαν τις δυνάµεις τους. Αρκετοί εκσφενδονίζονταν ως διά µαγείας από τα σκαλοπάτια – ορισµένοι µάλιστα τραυµατίζονταν – χτυπηµένοι από µιαν αόρατη δύναµη, ενώ ταυτόχρονα η πόρτα άνοιγε – προφανώς µε δική της πρωτοβουλία – για να βγει ή να µπει κάποιος απόκοσµος επισκέπτης. Το σπίτι ήταν γνωστό µε το όνοµα της οικογένειας Ρόσκο, οι οποίοι έζησαν εκεί αρκετά και χρόνια, για να εξαφανιστούν ένας-ένας, µε τελευταία µια γηραιά Κυρία. Οι διάφορες ιστορίες για ατιµίες, φόνους κλπ., που αναπτύχθηκαν µε επίκεντρο την οικογένεια αυτήν δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Μια µέρα, ενώ η αναστάτωση σχετικά µε όσα συνέβαιναν στο εν λόγω σπίτι κορυφωνόταν, ο Σέιλορ παρουσιάστηκε στα γραφεία της «Εµπορικής», προκειµένου να πάρει διαταγές. Βρήκε να τον περιµένει ένα σηµείωµα από τον αρχισυντάκτη. Το άνοιξε και διάβασε: «Πήγαινε και πέρασε µια νύχτα µόνος σου στο στοιχειωµένο σπίτι της Οδού Βάιν. Αν συµβαίνει κάτι αξιόλογο, να γράψεις δύο στήλες». Υπάκουσε αµέσως στον προϊστάµενό του. Η οικονοµική του κατάσταση κάθε άλλο παρά του επέτρεπε να χάσει την θέση του στην εφηµερίδα. Αφού ενηµέρωσε την Αστυνοµία για την πρόθεσή του, λίγο πριν νυχτώσει, εισέβαλε στο σπίτι από ένα ετοιµόρροπο παράθυρο, έκανε µια βόλτα στα έρηµα, γυµνωµένα από την επίπλωσή τους και κατασκονισµένα δωµάτια, έσυρε µέχρι το σαλόνι έναν παλιό πάγκο που βρήκε σε κάποιο άλλο δωµάτιο, και κάθισε κοιτάζοντας το λίγο φως να χάνεται, καθώς η νύχτα επέδραµε στον κόσµο. Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, το πλήθος των περιέργων είχε ήδη συγκεντρωθεί στο δρόµο. Οι περισσότεροι παρέµεναν βουβοί, παρόλη την ανυποµονησία τους. Κατά διαστήµατα, όλο και κάποιος αλαζόνας εξέφραζε ειρωνικά την δυσπιστία του, κι οι υπόλοιποι έσπευδαν να τον συνδράµουν µε χλευασµούς και άσεµνες κραυγές. Κανείς δεν γνώριζε πως ο Σέιλορ βρισκόταν µέσα και τους παρακολουθούσε. Φοβήθηκε ν’ ανάψει φως. Τα παράθυρα δεν είχαν κουρτίνες, κι η παρουσία του θα γινόταν αµέσως αισθητή. Θα τον έβριζαν. Μπορεί και να του επιτίθονταν. Εξάλλου, ήταν πολύ φιλότιµος ώστε να αµβλύνει τις εντυπώσεις τους, και εντελώς απρόθυµος να διαταράξει τις συνθήκες υπό τις οποίες τις σχηµάτισαν.
Τώρα είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, όµως τα φανάρια του δρόµου φώτιζαν αρκετά το δωµάτιο στο οποίο βρισκόταν. Είχε αφήσει ανοιχτές όλες τις εσωτερικές πόρτες, πάνω-κάτω. Όµως οι εξωτερικές ήταν κλειδωµένες κι αµπαρωµένες. Οι ξαφνικές κραυγές που ακούστηκαν από το πλήθος, τον ανάγκασαν να σαλτάρει κοντά στο παράθυρο και να κοιτάξει έξω. Είδε µιαν αντρική σιλουέτα να κινείται γρήγορα στην πρασιά. Κατευθύνθηκε προς το κτίριο, ανέβηκε τα σκαλιά και ύστερα... Μια προεξοχή του τοίχου εµπόδισε τον Σέιλορ να δει περισσότερα. Τώρα µόνο άκουγε. Η πόρτα της εισόδου άνοιξε και έκλεισε. Βιαστικά, βαριά βήµατα διέσχισαν τον διάδροµο, ανέβηκαν την σκάλα, σύρθηκαν στο γυµνό ξύλο του πατώµατος, ακριβώς από πάνω του. Τράβηξε αστραπιαία το πιστόλι του, ανέβηκε ψαχουλευτά την σκάλα και πέρασε στο προθάλαµο του επάνω πατώµατος, που φωτιζόταν ανεπαίσθητα από τα φανάρια του δρόµου. ∆εν είδε κανέναν. Άκουσε βήµατα στο διπλανό δωµάτιο, και µπήκε µέσα. Σκοτάδι απόλυτο και σιωπή. Το πόδι του σκόνταψε σε κάτι. Γονάτισε, ερεύνησε µε το χέρι του το πάτωµα. Εκεί, µπροστά στα πόδια του, βρισκόταν ένα κεφάλι, ένα γυναικείο κεφάλι. Το έπιασε από τα µαλλιά – ο άντρας αυτός µε τ’ ατσάλινα νεύρα – κι επέστρεψε στον µισοφωτισµένο προθάλαµο. Πλησίασε στο παράθυρο κι εξέτασε προσεκτικά το εύρηµά του. Παρά την προσήλωσή του, ένοιωσε ασυναίσθητα την εξώπορτα ν’ ανοίγει και να κλείνει αστραπιαία, βήµατα, βήµατα πολλά να πλησιάζουν. Σήκωσε το βλέµµα από το αποτρόπαιο αντικείµενο της έρευνάς του, και είδε πως βρισκόταν κυκλωµένος από ένα πλήθος ανδρών και γυναικών, που µόλις διακρίνονταν στο µισοσκόταδο. Το δωµάτιο ήταν κατάµεστο. Σκέφτηκε πως το πλήθος του δρόµου είχε εισβάλει τελικά. «Κυρίες και Κύριοι» είπε ψύχραιµα, «γνωριζόµαστε υπό περίεργες συνθήκες, αλλά...» η φωνή του πνίγηκε σε δυνατά γέλια, γέλια υστερικά, σαν κι αυτά που γεµίζουν τα άσυλα φρενοβλαβών. Οι επισκέπτες έδειξαν αυτό που κρατούσε στο χέρια του, και η χαρά τους έγινε άγριο πανηγύρι, όταν το πέταξε και κύλησε ανάµεσα στα πόδια τους. Άρχισαν να χορεύουν γύρω του, κάνοντας αηδιαστικές χειρονοµίες και παίρνοντας απερίγραπτα πρόστυχες στάσεις. Το χτυπούσαν, το πετούσαν στους τοίχους, σπρώχνονταν κι ανέτρεπαν ο ένας τον άλλον ποιος θα το πρωτοκλωτσήσει. Καταριόνταν και ούρλιαζαν και ξεφώνιζαν αηδιαστικά τραγούδια, καθώς το ρηµαγµένο κεφάλι χοροπηδούσε στο δωµάτιο, σαν τροµαγµένο, σαν να προσπαθούσε να βρει τρόπο να ξεφύγει. Κάποτε, έφτασε στην πόρτα του διαδρόµου και πετάχτηκε έξω. Το ακολούθησαν ξεφωνίζοντας από λαχτάρα. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους τραντάζοντας όλο το σπίτι, κι ο Σέιλορ έµεινε πάλι µόνος µέσα στην σιωπή. Έχωσε προσεκτικά στην τσέπη του το πιστόλι, που κρατούσε πανέτοιµο όλη εκείνη την ώρα, πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Ο δρόµος ήταν έρηµος και σιωπηλός, τα φανάρια σβηστά, οι στέγες και οι καµινάδες των σπιτιών διαγράφονταν πεντακάθαρα στο λυκόφως. Βγήκε από το σπίτι, έκλεισε πίσω του την πόρτα που υπάκουσε πρόθυµα στο χέρι του, και πήγε κατευθείαν στα γραφεία της «Εµπορικής». Ο αρχισυντάκτης ήταν ακόµη στο γραφείο του˙ κοιµόταν. Ο Σέιλορ τον ξύπνησε και του είπε: «Ήµουν στο στοιχειωµένο σπίτι». Εκείνος τον κοίταξε ανέκφραστα, σαν να µην είχε ξυπνήσει ακόµη. «Θεέ και Κύριε!» φώναξε «Σέιλορ εσύ είσαι;» «Ναι. ∆εν θα ’πρεπε;» Ο αρχισυντάκτης δεν απάντησε. Συνέχισε να τον κοιτάζει διερευνητικά. «Κι όµως πέρασα την νύχτα εκεί» είπε ο Σέιλορ. «Λένε πως έχει ασυνήθιστη ησυχία εκεί πέρα» είπε ο αρχισυντάκτης, παίζοντας µ’ ένα πρες-παπιέ που έτυχε να τραβήξει το βλέµµα του. «Συνέβη τίποτε;» «Τίποτε απολύτως».
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ
ΑΪΤΑ Ο ΒΟΣΚΟΣ Στην καρδιά του Άιτα, οι αυταπάτες της νιότης δεν εκτοπίστηκαν από τις αυταπάτες της ωριµότητας και της πείρας. Οι σκέψεις του ήταν καθαρές κι ευχάριστες, γιατί η ζωή του ήταν απλή και η ψυχή του απαλλαγµένη από κάθε φιλοδοξία. Ξυπνούσα χαράµατα και πήγαινε να προσευχηθεί στον ναό του Αστούρ, του θεού των βοσκών, που άκουγε κι ευχαριστιόταν. Αφού εκπλήρωνε τα θρησκευτικά καθήκοντά του ο Άιτα, άνοιγε την πόρτα της στάνης, κι οδηγούσε ολόχαρος το κοπάδι του στην βοσκή. Στον δρόµο, έτρωγε ανθότυρο και παξιµάδια βρόµης, σταµατώντας πού και πού για να προσθέσει στο πρωινό του λίγα βατόµουρα, παγωµένα από την δροσιά, ή να πιει το νερό που κατηφόριζε από τους µακρινούς λόφους, διέσχιζε την κοιλάδα και χανόταν... ∆εν ήξερε πού πήγαινε το νερό, ο Άιτα. Το Καλοκαίρι, όταν µεγάλωναν οι µέρες, την ώρα που τα πρόβατά του κορφολογούσαν το φρέσκο χορτάρι που έσπειραν οι θεοί για χάρη τους, ή κούρνιαζαν µε τα µπροστινά τους πόδια διπλωµένα κάτω απ’ τους κόρφους τους κι αναµασούσαν γαλήνια την τροφή τους, ο Άιτα, πότε γερµένος στον κορµό κάποιου σκιερού δένδρου, πότε καθισµένος σ’ έναν βράχο, έπαιζε τραγούδια τόσο γλυκά µε την φλογέρα του, ώστε συχνά έπιανε µε την άκρη του µατιού του τα πνεύµατα του δάσους να ξεπροβάλουν πίσω απ’ τους θάµνους για να τον ακούσουν. Όµως µόλις γύριζε να τα καλοκοιτάξει, χάνονταν από µπροστά του. Ως εκ τούτου – και δεδοµένου ότι µπορούσε ακόµη να σκέφτεται, αφού δεν είχε µεταµορφωθεί σε κάποιο από τα πρόβατά του - κατέληγε πανηγυρικά στο συµπέρασµα πως η ευτυχία έρχεται όταν δεν την βλέπεις, και πως όταν την βλέπεις δεν έρχεται ποτέ. Γιατί µετά από τον Αστούρ, που δεν του φανερωνόταν ποτέ, τα πιο σεβαστά, τα πιο οικεία και ενδιαφέροντα πλάσµατα, ήταν για τον Άιτα οι γείτονές του: οι ντροπαλοί αθάνατοι των δασών και των πηγών. Όταν έπεφτε η νύχτα, οδηγούσε το κοπάδι του στο µαντρί, ασφάλιζε καλά την πόρτα, και πήγαινε στο άντρο του για ν’ αναπαυθεί και να ονειρευτεί. Έτσι περνούσε την ζωή του – µέρα την ηµέρα, κι όλες οι µέρες ίδιες κι απαράλλαχτες - ασφαλής όταν οι άνεµοι ξεσπούσαν την µανία κάποιου θεού εξοργισµένου. Τότε ο Άιτα µαζευόταν σε µια γωνιά του άντρου του, έκρυβε το πρόσωπο µες στις παλάµες, και προσευχόταν να τιµωρηθεί αυτός για τις αµαρτίες του, αλλά να µείνει απείραχτος ο κόσµος. Κι άλλες φορές, όταν άνοιγαν οι καταρράκτες τ’ ουρανού και ξεχείλιζε το ποτάµι, αναγκάζοντάς τον να διώξει το τροµαγµένο κοπάδι του στα ψηλά, παρακαλούσε για την σωτηρία των ανθρώπων που κατοικούσαν στις µεγάλες πεδινές πόλεις, σε κείνες τις πόλεις που είχε ακούσει πως απλώνονταν πέρα, µακριά, πίσω από τους δυο καταγάλανους λόφους που στεφάνωναν την κοιλάδα του. «Καλοσύνη σου, Ω, Αστούρ» έλεγε στην προσευχή του, «που έκλεισες µε βουνά τον τόπο µου, για να γλιτώνει από την λύσσα των ανέµων το µαντρί που έχω τα πρόβατά µου, µα πρέπει να σώσεις και τον υπόλοιπο κόσµο. ∆εν ξέρω πώς, αλλά πρέπει να τον σώσεις. Αλλιώς θα πάψω να σε λατρεύω». Κι ο Αστούρ, ξέροντας πως ο Άιτα ήταν παλικάρι, και κρατούσε τον λόγο του, λυπόταν τις πόλεις και γυρνούσε τα νερά προς την θάλασσα. Μ’ αυτά και µ’ αυτά περνούσε την ζωή του ο Άιτα, απ’ τον καιρό που θυµόταν τον εαυτό του. Άλλον τρόπο ζωής ούτε ήξερε ούτε µπορούσε να φανταστεί. Ο ασκητής που ζούσε στην άκρη της κοιλάδας, µια ώρα δρόµο στα γεµάτα από το άντρο του Αστούρ, εκείνος ο άγιος άνθρωπος που του µίλησε για τις µεγάλες πόλεις και τους κατοίκους τους - δεν είχαν πρόβατα, οι δύστυχοι! - δεν του είχε πει τίποτε
σχετικό µε τα χρόνια τα παλιά, τότε που - σύµφωνα µε τους υπολογισµούς του - θα πρέπει να ήταν µικρός κι αβοήθητος σαν αρνάκι. Καθόταν και συλλογιζόταν όλα εκείνα τα µυστήρια, όλα εκείνα τα θαύµατα, εκείνη την τροµερή σιωπή, τον µαρασµό που ήταν βέβαιος πως κάποτε θα τον άλλαζαν κι αυτόν, όπως τα πρόβατά του, όπως όλα τα ζωντανά πλάσµατα, εκτός απ’ τα πουλιά, όταν κατάλαβε - πρώτη φορά το κατάλαβε, µέσα του - τι δύστυχο κι αδύναµο που ήταν το ριζικό του. «Πρέπει οπωσδήποτε να µάθω από πού και πώς ήρθα ως εδώ» είπε. «Πώς θα µπορέσω να εκπληρώσω τα καθήκοντά µου αν δεν γνωρίζω τι είναι, ποιος και πώς µου τα ανέθεσε; Πώς θα µπορέσω να χαρώ την ζωή µου αν δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει; Μπορεί πριν βγει άλλος ήλιος να έχω αλλάξει. Τι θα γίνουν τότε τα πρόβατα; Και τι θα έχω γίνει εγώ;» Τα έφερε από δω, τα έφερε από κει µε το νου του ο Άιτα, και µελαγχόλησε κι έχασε το κέφι του. ∆εν φώναζε πια λόγια γλυκά στα πρόβατά του, ούτε έτρεχε µε προθυµία στον ναό του Αστούρ. Τώρα, το δροσερό αεράκι ήταν γεµάτο µε κακόβουλα πνεύµατα, που δεν τα είχε ξανακούσει να µουρµουρίζουν. Τώρα, και το µικρότερο σύννεφο προµηνούσε συµφορά. Το σκοτάδι αγρίεψε, έγινε τροµακτικό. Όταν ακουµπούσε στα χείλη την φλογέρα του, δεν έβγαιναν γλυκά τραγούδια˙ µια σπαρακτική κραυγή απλωνόταν στον αέρα. Τα πνεύµατα των δασών και των πηγών δεν έτρεχαν από παντού να τον ακούσουν, κρυµµένα πίσω απ’ τ’ αγριολούλουδα και τις φυλλωσιές. ∆εν πρόσεχε πια το κοπάδι του, και τα πρόβατα ένα-ένα ξεστράτιζαν κατά τους λόφους και χάνονταν. Όσα του έµειναν, αρρώστησαν, δεν µπορούσαν πια ούτε να σαλέψουν, γιατί δεν έβρισκαν καλό χόρτο να τραφούν. Όλο στην ίδια βοσκή τα πήγαινε, εντελώς αφηρηµένος, χαµένος στον λαβύρινθο των σκέψεών του για την ζωή και τον θάνατο. Για την αθανασία δεν γνώριζε τίποτε. Μια µέρα, καθώς βρισκόταν βυθισµένος στους πιο σκοτεινούς συλλογισµούς, πετάχτηκε όρθιος στον βράχο που καθόταν, και κάνοντας µε το δεξί του χέρι µια κίνηση που έδειχνε αποφασιστικότητα, φώναξε: «Θα πάψω πια να εκλιπαρώ για την αλήθεια που µόνο οι θεοί κατέχουν. Ας καθίσουν εκείνοι να σκεφτούν αν µ’ έπλασαν σωστά ή λάθος. Εγώ θα κάνω το χρέος µου όσο καλύτερα µπορώ, κι αν σφάλω, το κρίµα στο λαιµό τους!» ∆εν είχε προλάβει ν’ αποσώσει τα λόγια του, όταν ξαφνικά τον έλουσε φως δυνατό, τόσο δυνατό που αναγκάστηκε να στρέψει το βλέµµα του ψηλά, νοµίζοντας πως ο ήλιος είχε βγει απ’ τα σύννεφα. Μα δεν υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό. Απέναντί του στεκόταν µια πανέµορφη Κυρά. Έτσι να έκανε µε το χέρι του, θα την άγγιζε. Τόσο όµορφη ήταν εκείνη η Κυρά, που τα λουλούδια, στα πόδια της, µάζεψαν τα πέταλά τους απογοητευµένα, κι έγειραν και προσκύνησαν. Τόσο γλυκιά ήταν η θωριά της, που τα πουλάκια έφτασαν από παντού πετώντας και βύθισαν τα διψασµένα ράµφη τους µέσα στα διάφανα µάτια της, κι οι άγριες µέλισσες µαζεύτηκαν στα χείλη της. Τόσο φωτεινή ήταν, που οι σκιές όλων των πλασµάτων σκόρπιζαν µακριά απ’ τον τόπο που πατούσε το πόδι της, και ξαναγύριζαν στην θέση τους όταν άδειαζε τον τόπο και προχωρούσε. Ο Άιτα µαγεύτηκε, γονάτισε µπροστά της µε κατάνυξη, κι εκείνη ακούµπησε το χέρι της στο κεφάλι του. «Έλα» του είπε, κι η φωνή της ακούστηκε σαν µουσική µ’ όλα τα κουδούνια του κοπαδιού του. «Έλα, µην προσκυνάς. ∆εν είµαι εγώ θεά. Μ’ αν σταθείς αληθινός και συνεπής, θα είµαι πάντοτε µαζί σου». Ο Άιτα έπιασε το χέρι της, στάθηκε µπροστά της, τρέµοντας από χαρά ευγνωµοσύνη, και χαµογέλασαν τα µάτια της στα βάθη της ψυχής του, και χαµογέλασαν και τα δικά του µάτια. Την κοίταζε εκστατικός, µ’ ευλάβια την
κοίταζε. Κι είπε: «Σ’ εκλιπαρώ, καλή Κυρά, πες µου πώς λέγεσαι, πούθ’ έρχεσαι, και για ποιο λόγο;» Εκείνη ακούµπησε το δάχτυλό της στα χείλη της - σηµάδι να σωπάσει – κι άρχισε να φεύγει. Κάτι κρυφό σαν να ’δειχνε τώρα η οµορφιά της, και του ’ρθε ανατριχίλα. ∆εν ήξερε γιατί, αφού ήταν ακόµη τόσο όµορφη. Ο τόπος γύρω σκοτείνιασε. Μια τεράστια σκιά πλάκωσε πάνω απ’ την κοιλάδα, γρήγορη σαν πετούµενο αρπακτικό. Στο λίγο φως που είχε αποµείνει η Κυρά θάµπωσε, µισόσβησε, µάκρυνε η φωνή της, κι ίσα που ακούστηκε να λέει θλιµµένη, θυµωµένη: «Θρασύτατε, αχάριστε νέε! Πρέπει κιόλας να σ’ αφήσω; ∆εν µπορούσες να µην προδώσεις αµέσως την αιώνια συµφωνία;» Κυριευµένος από απίστευτη θλίψη ο Άιτα, έπεσε στα γόνατα και την ικέτευσε να µείνει. Σηκώθηκε την γύρεψε µες στα σκοτάδια που βάθαιναν ολοένα, έτρεξε πότε εδώ και πότε εκεί, την κάλεσε µ’ όλη την δύναµη της φωνής του, µα δεν κατάφερε τίποτε. Εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. Μόνο η φωνή της ακουγόταν να µακραίνει: «Όχι. ∆εν πρόκειται να µ’ έχεις όσο µε γυρεύεις. Γύρισε στο καθήκον σου, άπιστε βοσκέ, αλλιώς δεν πρόκειται να µε ξαναντικρίσεις. Είχε νυχτώσει πια για τα καλά. Οι λύκοι ούρλιαζαν στους λόφους και τα πρόβατα κούρνιαζαν γύρω στα πόδια του Χάιτα τροµαγµένα. Ξαφνικά κατάλαβε πως είχε ξεχαστεί. Η ώρα ήταν περασµένη κι έπρεπε να βάλει το κοπάδι στο µαντρί. Έτσι κι έκανε. Ύστερα πήγε στον ναό και προσευχήθηκε απ’ τα βάθη της ψυχής του στον Αστούρ να προστατεύει το κοπάδι του, να τον βοηθήσει, να σώσει τα πρόβατά του. Όταν έκανε το χρέος του, πήγε στο άντρο του και κοιµήθηκε. Όταν ξύπνησε, ο ήλιος βρισκόταν ψηλά, και καταύγαζε το άντρο του, µε µιαν υπέροχη λάµψη. Εκεί, δίπλα του, καθόταν η Κυρά. Του χαµογέλασε, κι ήταν το χαµόγελό της σαν να ’παιζαν χίλιες γλυκές φλογέρες. Εκείνος δεν τόλµησε να της µιλήσει. ∆εν ήθελε να πει καµιά κουτουράδα και να την προσβάλει πάλι. «Επειδή έκανες το χρέος σου µε το κοπάδι» του είπε εκείνη, «κι επειδή δεν ξέχασες να ευχαριστήσεις τον Αστούρ, που κράτησε µακριά του λύκους όλη-νύχτα, επέστρεψα κοντά σου. Με θέλεις για σύντροφό σου;» «Και ποιος δεν θα σε ήθελε κοντά του για πάντα;» αποκρίθηκε ο Άιτα. «Αχ, µην µε ξαναφήσεις ποτέ, ώσπου, ώσπου να γίνει ασάλευτος και βουβός». ∆εν είχε λέξη για τον θάνατο ο Άιτα. «Σου υπόσχοµαι» συνέχισε, «πως θα ’σαι το ταίρι µου, και θ’ αγωνιζόµαστε, και θα παλεύουµε, και δεν θα πάψουµε ποτέ να είµαστε ο ένας πλάι στον άλλον». ∆εν πρόλαβε ν’ αποσώσει τα λόγια του, κι η Κυρά σηκώθηκε και βγήκε από το άντρο, κι ο Άιτα πετάχτηκε από τα µυρωµένα φύλλα του στρώµατός του να την προλάβει, να την κρατήσει, κι είδε έκπληκτος πως έβρεχε και το ποτάµι στην µέση της κοιλάδας είχε ξεχειλίσει. Τα πρόβατα βέλαζαν τροµαγµένα, γιατί τα νερά έµπαιναν µε δύναµη στο µαντρί, κι οι άνθρωποι των µακρινών πόλεων κινδύνευαν. Πέρασαν µέρες πολλές πριν ξαναδεί ο Άιτα την Κυρά. Γύριζε απ’ την άκρη της κοιλάδας. Είχε πάει γάλα προβατίνας και παξιµάδια και βατόµουρα στον ασκητή, που ήταν πολύ γέρος και δεν µπορούσε να γυρέψει µόνος την τροφή του. «Α, τον δύστυχο!» συλλογίστηκε φωναχτά, στον δρόµο για το άντρο του. «Αύριο θα πάω πάλι εκεί, θα τον πάρω στους ώµους µου, και θα τον πάρω κοντά µου να µπορώ να τον προσέχω καλύτερα. Φαίνεται πως γι’ αυτό µε κρατούσε γερό και δυνατό τόσα χρόνια ο Αστούρ». Έτσι έλεγε, και η Κυρά, µε τα λαµπρά φορέµατά της, στάθηκε µπρος στο µονοπάτι του, και χαµογέλασε µ’ ένα χαµόγελο που του έκοψε την ανάσα.
«Ήρθα πάλι» του είπε, «να µείνω κοντά σου αν µε θέλεις, γιατί εγώ δεν θέλω άλλον κανέναν. Πρέπει όµως να δειχθείς σοφός και να µε δέχεσαι όπως είµαι, χωρίς να ζητάς να µάθεις τίποτε». Ο Άιτα έπεσε στα πόδια της. «Όµορφο πλάσµα» φώναξε, «αν θέλεις την καρδιά και την ψυχή µου, όλα δικά σου µε το θέληµα του Αστούρ. Όµως, αλίµονο! Είσαι άστατη. Αλλάζεις γνώµη αµέσως. Πριν ξαναβγεί ο ήλιος θα έχεις φύγει από κοντά µου. Υποσχέσου µου, σε θερµοπαρακαλώ, πως κι αν ακόµη σε προσβάλω µέσα στην άγνοιά µου, εσύ θα µε συγχωρέσεις και θα µείνεις κοντά µου». ∆εν πρόλαβε ν’ αποσώσει τα λόγια του, όταν φάνηκε να έρχεται απ’ τους λόφους ένα κοπάδι αρκούδες µε στόµατα κατακόκκινα και µάτια αγριεµένα. Η Κυρά ξαναχάθηκε κι εκείνος το έβαλε στα πόδια να σώσει την ζωή του. ∆εν σταµάτησε παρά µόνο αφού έφτασε στο καλύβι του ασκητή, απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Μπήκε µέσα, αµπάρωσε την πόρτα, κάθισε στο πάτωµα και άρχισε να κλαίει. «Γιε µου» του είπε ο ασκητής ξαπλωµένος στα χορτάρια που του είχε µαζέψει το πρωί ο ίδιος ο Άιτα, «δεν κλαις εσύ για ένα κοπάδι αρκούδες. Πες µου τι είναι αυτό που σε θλίβει. Τα γηρατειά µπορούν να γιατρέψουν τα τραύµατα της νιότης, µε το βάλσαµο της σοφίας». Ο Άιτα του τα είπε όλα. Πως συνάντησε τρεις φορές την φωτεινή Κυρά, και πως έφυγε τρεις φορές από κοντά του, και τον ξέχασε. Μίλησε γρήγορα, διηγήθηκε τα πάντα, χωρίς να παραλείψει λέξη απ’ όσα ειπώθηκαν. Όταν τελείωσε, ο ασκητής έµεινε για µια στιγµή βουβός κι ύστερα του είπε: «Γιε µου, άκουσα την ιστορία σου. Την γνωρίζω την Κυρά. Την έχω δει κι εγώ, κι άλλοι πολλοί. Μάθε, λοιπόν, πως τ’ όνοµά της - που δεν θα σου το πει ποτέ - είναι Ευτυχία. Αλήθεια της είπες πως είναι άστατη. Ζητάει δυσβάσταχτα πράγµατα από τους ανθρώπους, και τιµωρεί την αποτυχία µε εγκατάλειψη. Έρχεται πάντα όταν δεν την γυρεύεις, όταν δεν την αναζητάς. Σηµάδι περιέργειας, µια µικρή αµφιβολία, ο παραµικρός φόβος για το µέλλον, και χάνεται, πάει! Πόσο καιρό στάθηκε δίπλα σου, πριν σ’ εγκαταλείψει;» «Μόνο µια στιγµή» απάντησε ο Άιτα, κοκκινίζοντας από ντροπή για την εξοµολόγησή του. «Κάθε φορά την έδιωχνα µέσα σε µια στιγµή». «∆ύστυχε νέε!» είπε ο ασκητής, «είναι που ήθελες να την κρατήσεις δυο».
ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ Πριν από κάµποσα χρόνια, επιστρέφοντας απ’ τον Χονγκ Κονγκ στην Νέα Υόρκη, έµεινα µια βδοµάδα στο Σαν Φρανσίσκο. Είχα πολύ καιρό να επισκεφθώ αυτήν την πόλη. Στο µεταξύ οι περιπέτειές µου στην Ανατολή πήραν απρόσµενα θετική στροφή. Τώρα ήµουν πλούσιος, και µπορούσα να γυρίσω στον τόπο µου, να ξαναβρώ τους νεανικούς µου φίλους˙ αν βέβαια ζούσαν, µε θυµούνταν, κι έτρεφαν την ίδια συµπάθεια στο πρόσωπό µου. Αρχηγός τους, ήλπιζα πως θα ήταν ακόµη ο Μοάν Νταµπιέρ, παλιός συµµαθητής µε τον οποίο στην αρχή αλληλογραφούσαµε πού και πού. Φυσικά, αυτό δεν κράτησε πολύ, όπως συµβαίνει συνήθως µε την επικοινωνία µεταξύ ανδρών. Ίσως έχετε παρατηρήσει πως η απροθυµία ν’ ανταλλάξετε µερικές επιστολές κοινωνικού χαρακτήρα, είναι ευθέως ανάλογη προς την απόσταση ανάµεσα σε σας και τον παραλήπτη, στο τετράγωνο. Πρόκειται για κανόνα απαράβατο. Θυµόµουν τον Νταµπιέρ σαν ένα καλοκαµωµένο, εύρωστο νεαρό µε πνευµατικά ενδιαφέροντα, που αποστρεφόταν την εργασία και αδιαφορούσε φανερά για όλα όσα συνήθως επιδιώκει ο κόσµος γύρω µας, συµπεριλαµβανοµένων των χρηµάτων, απ’ τα οποία ωστόσο είχε κληρονοµήσει αρκετά, ώστε να ξεχάσει εντελώς την ύπαρξή τους. Στην οικογένειά του – µια από τις παλιότερες και αριστοκρατικότερες της χώρας – ήταν, νοµίζω, παράδοση να µην ασχολούνται µε το εµπόριο και την πολιτική, ούτε να επιδιώκουν οποιαδήποτε δηµόσια διάκριση. Ο Μοάν ήταν τρυφηλός, συναισθηµατικός άνθρωπος. ∆ιέθετε ένα ιδιότυπο στοιχείο δεισιδαιµονίας, το οποίο συχνά τον οδηγούσε στην µελέτη κάθε είδους απόκρυφου θέµατος, παρόλο που η εξαιρετικά καλή πνευµατική υγεία του τον προφύλασσε από την αποδοχή φανταστικών και διόλου ακίνδυνων απόψεων. Επιχειρούσε τολµηρές επιδροµές σε χιµαιρικές περιοχές, δίχως ν’ απαρνείται την σταθερή διαµονή του σε κείνη την κάπως εξερευνηµένη και χαρτογραφηµένη επικράτεια που συνηθίζουµε να ονοµάζουµε Βεβαιότητα. Η νύχτα που τον επισκέφθηκα ήταν θυελλώδης. Ο Χειµώνας µαινόταν στην Καλιφόρνια, κι η ακατάπαυστη βροχή µετέτρεπε σε λίµνες τους έρηµους δρόµους, ή, ακολουθώντας τις ξαφνικές ριπές του ανέµου, έδερνε τα σπίτια µε απίστευτη µανία. Ο αµαξάς µου βρήκε εύκολα τον δρόµο του, στην άκρη της πόλης, πλάι στο κύµα του ωκεανού, σε µιαν αραιοκατοικηµένη περιοχή. Το σπίτι, µάλλον άσχηµο, ορθωνόταν – κατά το συνήθειο – στο κέντρο της ιδιοκτησίας, η οποία απ’ όσο κατάφερα να διακρίνω µέσα στο σκοτάδι δεν είχε ούτε λουλούδια ούτε χορτάρι. Μόνο τέσσερα δέντρα, που σφάδαζαν και βογκούσαν χτυπηµένα από την λύσσα της θύελλας, έδειχναν να προσπαθούν ν’ αποδράσουν απ’ το δυσοίωνο περιβάλλον τους, και να βρουν κάποιο καλύτερο κάπου µακριά, πέρα απ’ την θάλασσα. Ήταν µια κατασκευή µε δύο πτέρυγες και πυργίσκο, στην γωνία της ψηλότερης πτέρυγας. Μόνο ένα παράθυρο είχε φως. Κάτι σε κείνο το µέρος µ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω, σαν να κυλούσε το νερό της βροχής στην ράχη µου, καθώς έτρεχα να προφυλαχθώ στο υπόστεγο της πόρτας. Ο Νταµπριέρ είχε κιόλας απαντήσει στο γράµµα µε το οποίο τον ενηµέρωνα για την πρόθεσή µου να τον επισκευθώ. Βρήκα στην πόρτα ένα σηµείωµα που έγραφε: «Μην χτυπήσεις. Άνοιξε και πέρνα µέσα». Έτσι κι έκανα. Η σκάλα φωτιζόταν υποτονικά µε µια γκαζόλαµπα, που κρεµόταν πάνω απ’ το πρώτο κεφαλόσκαλο. Κατάφερα να φτάσω στο επάνω πάτωµα χωρίς να τσακιστώ. Από την ανοιχτή πόρτα του δωµατίου του πυργίσκου ερχόταν φως. Μπήκα µέσα. Ο Νταµπιέρ κατέφθασε µε ρόµπα και παντούφλες. Με υποδέχθηκε µε τον τρόπο που είχα ελπίσει, κι αν κάποια στιγµή είχα σκεφθεί πως θα ήταν πιο ευγενικό εκ µέρους του να µε περίµενε στην είσοδο, η πρώτη εκείνη επαφή µας διέλυσε κάθε υπόνοια˙ ήταν και µε
το παραπάνω φιλόξενος. Είχε αλλάξει αρκετά. ∆εν ήταν ακόµη καλά-καλά µεσήλικας, αλλά τα µαλλιά του είχαν γκριζάρει και το παράστηµά του είχε χαθεί. Τώρα πια ήταν µια ισχνή, αιχµηρή σιλουέτα που καµπούριαζε, µε το πρόσωπο βαθιά χαρακωµένο από τον χρόνο, κάτωχρο, σχεδόν νεκρικό, χωρίς την παραµικρή έκφραση. Τα µάτια του ήταν αφύσικα µεγάλα, και τα φλόγιζε ένας αλλόκοτος πυρετός. Μ’ έβαλε να καθίσω, µου πρόσφερε πούρο - σοβαρός, σχεδόν βαρύθυµος και µε διαβεβαίωσε µε αφοπλιστική ειλικρίνεια πως ήταν πολύ χαρούµενος που µε ξανάβλεπε. Ακολούθησε ένας διάλογος χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όµως εγώ είχα ήδη µελαγχολήσει, βλέποντας πόσο άλλαξε. Θα πρέπει να το παρατήρησε, γιατί ξαφνικά χαµογέλασε σχεδόν πλατιά και είπε: «Σε απογοήτευσα, ε; Non sum qualis eram1». Με βρήκε απροετοίµαστο˙ όµως κατάφερα να πω: «Μπα, στην πραγµατικότητα δεν ξέρω. Τα λατινικά σου παραµένουν το ίδιο καλά». Χαµογέλασε ξανά. «Όχι» είπε. «Τα λατινικά είναι νεκρή γλώσσα, και ως εκ τούτου, όλο και πιο χρήσιµα. Όµως κάνε λίγη υποµονή. Εκεί που θα πάω ίσως υπάρχει µια καλύτερη γλώσσα. Θα σ’ ενδιέφερε να λάβεις ένα µήνυµα σ’ αυτήν;» Το χαµόγελο έσβησε καθώς µιλούσε. Όταν σταµάτησε, µε κοίταζε ήδη κατάµατα µε µια σοβαρότητα που µε σάστισε. Προσπάθησα να µην ενδώσω στην διάθεσή του, να µην του επιτρέψω να καταλάβει πόσο βαθιά µε είχε επηρεάσει εκείνη η προαίσθηση θανάτου που µόλις εξέφρασε. «Φαντάζοµαι πως έχουµε πολύ καιρό ακόµη, µέχρι να πάψει η ανθρώπινη γλώσσα να καλύπτει τις ανάγκες µας» είπα. «Μα τότε θα έχουν χαθεί και οι ίδιες οι ανάγκες µας και κάθε δυνατότητα εξυπηρέτησής των». ∆εν απάντησε. Σώπασα κι εγώ, Η κουβέντα µας είχε πάρει εξαιρετικά αποκαρδιωτικές διαστάσεις και δεν ήξερα τι να κάνω, προκειµένου να της δώσω πιο ευχάριστο χαρακτήρα. Ξαφνικά, καθώς η θύελλα κράτησε την ανάσα της για µια στιγµή, κι νεκρική σιωπή µας υψώθηκε αποτρόπαια πάνω απ’ την λύσσα των στοιχείων της φύσης, άκουσα έναν σιγανό χτύπο στον τοίχο, ακριβώς πίσω απ’ το κάθισµά µου. Σαν από χέρι ανθρώπου ακούστηκε. ∆εν ήταν κάποιος που χτυπούσε όπως χτυπά την πόρτα ο επισκέπτης. Ήταν κάποιος που δίνει σηµάδι της παρουσίας του, σηµάδι προσυµφωνηµένο. Σαν να ’λεγε: είµαι εδώ, στο διπλανό δωµάτιο˙ έτσι µου φάνηκε. Φαντάζοµαι πως όλοι λίγο ως πολύ έχουµε βιώσει αρκετές τέτοιες εµπειρίες, ή τέλος πάντων περισσότερες απ’ όσες θα θέλαµε να’ αφηγηθούµε. Έριξα µια πεταχτή µατιά στον Νταµπιέρ. Αν είχε κάτι διασκεδαστικό εκείνο το βλέµµα µου, δεν το παρατήρησε. Φαινόταν να έχει λησµονήσει ολωσδιόλου την παρουσία µου. Κοίταζε επίµονα τον τοίχο, πίσω µου, µε µιαν έκφραση που δεν µπορώ να την κατονοµάσω, παρόλο που ζει ακόµη στην µνήµη µου µε την ίδια ένταση που µε συνείχε τότε. Η κατάσταση είχε παραγίνει ενοχλητική. Σηκώθηκα να φύγω. Την ίδια στιγµή φάνηκε να συνέρχεται. «Κάθισε, σε παρακαλώ» είπε. «∆εν είναι τίποτε. ∆εν υπάρχει κανείς εκεί». Όµως ο χτύπος ακούστηκε ξανά, το ίδιο σιγανός, αργός κι επίµονος. «Συγχώρεσέ µε» είπα, «είναι ήδη αργά. Θα µπορούσα να ξαναπεράσω αύριο;» Χαµογέλασε κάπως µηχανικά, σκέφτηκα. «Ω, είσαι εξαιρετικά διακριτικός, να δεν γεννάται ανάγκη» είπε. «Στην πραγµατικότητα βρισκόµαστε στο µοναδικό δωµάτιο του πυργίσκου. ∆εν υπάρχει κανείς εκεί. Τελικά...» Άφησε ατέλειωτη την πρότασή του, σηκώθηκε, κι άνοιξε το παράθυρο, το µοναδικό άνοιγµα στον τοίχο απ’ τον οποίο φαίνονταν να έρχονται το χτύποι. «∆ες». Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω, πλησίασα και κοίταξα έξω. Ένα φανάρι, λίγο πιο πέρα, χάραζε µέσα στον ζόφο της βροχής, που έπεφτε πάλι καταρρακτωδώς,
διασφαλίζοντας το γεγονός πως «δεν ήταν κανείς εκεί». Πραγµατικά, δεν φαινόταν παρά µόνο ο κατακόρυφος, λείος τοίχος του πυργίσκου. Ο Νταµπιέρ έκλεισε το παράθυρο, επέστρεψε στο κάθισµά του και µου έδειξε το δικό του. Το συµβάν αυτό καθαυτό δεν ήταν και τόσο µυστήριο. Θα µπορούσαν να δοθούν αρκετές εξηγήσεις (παρόλο που εκείνη την στιγµή δεν είχα πρόχειρη καµιά), αλλά µου έκανε µεγάλη εντύπωση το γεγονός πως η προσπάθεια του φίλου µου να µε καθησυχάσει, έκανε την όλη υπόθεση ακόµη πιο ενδιαφέρουσα, της έδινε ακόµη µεγαλύτερες διαστάσεις. Μου επέδειξε πως δεν ήταν κανείς εκεί, αλλά - κι εδώ ακριβώς βρισκόταν το πρόβληµα - δεν µου πρόσφερε την παραµικρή εξήγηση. Η σιωπή του µε εξερέθισε και µε εκνεύρισε. «Καλέ µου φίλε» είπα – κάπως ειρωνικά, φοβάµαι – «δεν προτίθεµαι να αµφισβητήσω το δικαίωµά σου να προσφέρεις καταφύγιο σε όσα φαντάσµατα ευχαριστούν ή ικανοποιούν την άποψή σου για την συντροφικότητα. ∆εν είναι δουλειά µου αυτό. Όµως ων απλός και πρακτικός άνθρωπος, κατά κύριο λόγο εγκόσµιος, δεν βρίσκω τα φαντάσµατα απαραίτητα στην γαλήνη και την άνεσή µου. Επιστρέφω στο ξενοδοχείο µου, όπου οι πλέον προσφιλείς ένοικοι διατηρούν το σαρκίο τους». Τα λόγια µου κάθε άλλο παρά ευγενικά ήταν, µα δεν έδειξε να το καταλαβαίνει. «Μείνε, αν έχεις την καλοσύνη» είπε. «Η παρουσία σου εδώ είναι για µένα ευλογία. Αυτό που άκουσες απόψε, το έχω ακούσει άλλες δύο φορές, νοµίζω. Τώρα ΓΝΩΡΙΖΩ πως δεν ήταν της φαντασίας µου. ∆εν µπορείς να διανοηθείς τι σηµαίνει. Άναψε ένα καινούργιο πούρο, και κάνε λίγη υποµονή να σου πω την ιστορία». Τώρα η βροχή έπεφτε κάπως σταθερά, µ’ ένα σιγανό, µονότονο µουρµουρητό, που διακοπτόταν κατά διαστήµατα απ’ τους τριγµούς των δένδρων και των θάµνων, καθώς ο άνεµος πότε αγρίευε και πότε έπεφτε τελείως. Η ώρα ήταν προχωρηµένη, αλλά η συµπάθεια και η περιέργεια µε ανάγκασαν να παρακολουθήσω τον µονόλογο του φίλου µου, που δεν διακόπηκε ούτε για µια στιγµή. «Πριν από δέκα χρόνια» άρχισε, «ενοικίαζα ένα ισόγειο διαµέρισµα, σ’ έναν δρόµο µε πανοµοιότυπα σπίτια, στην άλλη πλευρά της πόλης, στο Ρίκον Χιλ, που λέµε. Το Ρίκον Χιλ υπήρξε µια από τις καλύτερες περιοχές του Σαν Φρανσίσκο, αλλά εγκαταλείφθηκε και παρήκµασε, εν µέρει λόγω της απέριττης αρχιτεκτονικής της, η οποία δεν ικανοποιούσε πια τα το εξελιγµένο γούστο των πλούσιων συµπολιτών µας, και εν µέρει λόγω των επεµβάσεων στους δηµόσιους χώρους, που αντί να την βελτιώσουν, την κατάστρεψαν. Τα σπίτια του οικοδοµικού τετραγώνου στο οποίο βρισκόταν και το δικό µου, απείχαν αρκετά από τον δρόµο, δεδοµένου ότι διέθεταν όλα µικρούς κήπους, που χωρίζονταν µε µικρούς σιδερένιους φράκτες. Καθέναν από αυτούς τους µικρούς κήπους, τους χώριζε στα δύο µε µαθηµατική ακρίβεια ένα ολόισιο χαλικόστρωτο, που οδηγούσε στην είσοδο του σπιτιού. «Κάποιο πρωί, την ώρα που έφευγα, παρατήρησα µια κοπέλα να µπαίνει στον κήπο που γειτόνευε µε τον δικό µου από αριστερά. Ήταν Ιούνιος µήνας, έκανε ζέστη, και φορούσε ένα λεπτό κατάλευκο φουστάνι. Στα χέρια της κρατούσε ένα µεγάλο ψάθινο καπέλο, απλόχερα στολισµένο µε λουλούδια, και όµορφη κορδέλα, όλα σύµφωνα µε την µόδα της εποχής. Η θεσπέσια απλότητα µε την οποία ήταν ντυµένη δεν µονοπώλησε για πολύ την προσοχή µου. Ποιος θα κοίταζε το πρόσωπό της και θα σκεπτόταν οτιδήποτε γήινο; Μην φοβάσαι, δεν πρόκειται να το βεβηλώσω περιγράφοντάς το. Ήταν άφραστα όµορφο. Όλα όσα είχα δει κι είχα ονειρευτεί σχετικά µε το Κάλλος, βρίσκονταν σε κείνον τον απαράµιλλο ζωντανό πίνακα, βγαλµένο κατευθείαν από το χέρι του Υπέρτατου Καλλιτέχνη. Το βαθιά ήταν η
εντύπωση που µου έκανε, ώστε χωρίς να σκεφτώ την απρέπεια της πράξης µου, έβγαλα το καπέλο µου, όπως τον βγάζουν οι ευσεβείς Καθολικοί και οι καθωσπρέπει Προτεστάντες µπροστά στην εικόνα της Θεοµήτορος. Η παρθένα δεν φάνηκε να δυσαρεστείται. Απλά, έστρεψε τα εξαίσια, κατάµαυρα µάτια της προς το µέρος µου, µε κοίταξε µ’ ένα τρόπο που µου έκοψε την ανάσα, και χωρίς άλλο σηµάδι αναγνώρισης της ενέργειάς µου, µπήκε στο σπίτι. Για µια στιγµή, έµεινα εκεί ασάλευτος, µε το καπέλο στο χέρι, βαθύτατα πληγωµένος από την συνείδηση της αγένειάς µου. Η συγκίνηση που µου ενέπνευσε η θέα της άφραστης ωραιότητας, έκανε την µεταµέλειά µου ακόµη πιο οδυνηρή. Ύστερα, συνέχισα τον δρόµο µου εγκαταλείποντας επιτόπου την καρδιά µου. Υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπρεπε να επιστρέψω παρά µόνο αφού θα είχε ήδη νυχτώσει, όµως νωρίς το απόγευµα βρέθηκα πάλι στον κήπο µου, προσποιούµενος πως φροντίζω τα ασήµαντα λουλούδια, που µέχρι τότε δεν τα είχα καν προσέξει. Η ελπίδες µου διαψεύσθηκαν. Εκείνη δεν ξαναφάνηκε. »Την αγρύπνια της νύχτας διαδέχθηκαν οι προσδοκίες και η απογοήτευση της εποµένης ηµέρας. Όµως την µεθεποµένη, ενώ περιπλανιόµουν άσκοπα στην γειτονιά, την συνάντησα. Φυσικά δεν επανέλαβα τον ανόητο χαιρετισµό µου, ούτε επιχείρησα να την κοιτάξω αρκετά ώστε να αντιληφθεί το ενδιαφέρον µου. Κι όµως η καρδιά µου χτυπούσε ακατάσχετα. Άρχισα να τρέµω κι ένοιωσα να κοκκινίζω, όταν έστρεψε πάνω µου τα κατάµαυρα µάτια της, µ’ έναν τρόπο απ’ τον οποίο ήταν φανερό πως έλειπε το θράσος ή η ελαφρότητα. »∆εν θα σε ζαλίσω µε λεπτοµέρειες. Την συνάντησα αρκετές φορές, δίχως να της µιλήσω ή να προσπαθήσω να προκαλέσω την προσοχή της. Μα ούτε και να την γνωρίσω επεχείρησα. Μπορεί, βέβαια, να κατανοείς πλήρως την αδράνειά µου, η οποία - οπωσδήποτε - απαιτούσε εξαιρετικό αυτοέλεγχο. Πως ήµουν ερωτευµένος µέχρι τα «µπούνια» ούτε λόγος, µα ποιος µπορεί να υπερβεί τα όρια και τις διανοητικές συνήθειές του, ποιος µπορεί να αναδοµήσει τον χαρακτήρα του; »Ανήκα σε κείνο το είδος ανθρώπων που αρκετοί ανόητοι χαρακτηρίζουν, και στο οποίο πάµπολλοι ακόµη πιο ανόητοι επιθυµούν να ανήκουν. Αριστοκράτης, εννοώ. Παρά την οµορφιά, τις χάρες και τις αρετές της, η κοπέλα δεν ανήκε στην κοινωνική τάξη µου. Είχα ήδη πληροφορηθεί το όνοµά της – το οποίο δεν χρειάζεται να αναφέρω – και ορισµένα πράγµατα για την οικογένειά της. Ήταν ορφανή και ανεψιά της απίστευτα γηραιάς χοντρής Κυρίας, µε την οποία έµενε δίπλα µου. Το εισόδηµά µου ήταν χαµηλό, και δεν είχα ταλέντο στον γάµο˙ πρόκειται για ένα είδος φυσικού χαρίσµατος ίσως. Αν συγγένευα µε κείνη την οικογένεια, θα καταδικαζόµουν οπωσδήποτε στον δικό τους τρόπο ζωής, θα αποµακρυνόµουν από τα βιβλία και τις µελέτες µου, και θα υποβιβαζόµουν από κοινωνική άποψη. Παρόµοιες απόψεις είναι σχετικά εύκολο να αναιρεθούν, και δεν προτίθεµαι να υπερασπιστώ τον εαυτό µου. Θα κριθώ βέβαια, όµως αν θέλουµε µε είµαστε απόλυτα δίκαιοι, πρέπει να καθίσουν µαζί µου στο εδώλιο του κατηγορουµένου, όλοι οι πρόγονοί µου, και να επικαλεστώ – για τον µετριασµό της ποινής µου – την αυταρχική εξουσία που ασκεί πάνω µου η κληρονοµικότητα. Κάθε µόριο του προγονικού αίµατός µου, εξανίστατο µε το ενδεχόµενο µιας τέτοιας ανισογαµίας. Εν ολίγοις, τα γούστα, οι συνήθειες, το ένστικτο και τα ψήγµατα λογικής που µου είχε αφήσει ο έρωτας, αγωνίζονταν εναντίον της. Επιπλέον, ήµουν αµετάκλητα συναισθηµατικός άνθρωπος, κι έβρισκα κάτι εξαιρετικά γοητευτικό σε µιαν απρόσωπη, πνευµατική σχέση, την οποία η εξοικείωση θα µπορούσε να εκχυδαΐσει, και ο γάµος θα διέλυε πάραυτα. Καµιά γυναίκα, ισχυριζόµουν, δεν µπορεί να είναι ό,τι µοιάζει αυτό το γλυκύτατο πλάσµα. Ο έρωτας είναι ένα εξαίσιο όνειρο. Γιατί θα έπρεπε να ξυπνήσω;
»Η απόφαση την οποία επέβαλαν η λογική και οι αντιλήψεις µου ήταν προφανείς. Η τιµή, η αξιοπρέπεια, η σύνεση, και η διαφύλαξη των ιδανικών µου, όλα µε πρόσταζαν να αποµακρυνθώ. Μα δεν είχα την δύναµη. Το µόνο που µπορούσα να κάνω – κι αυτό µε τεράστια προσπάθεια – ήταν να πάψω να την συναντώ. Αυτό έκανα. Απέφευγα τις συναντήσεις στον κήπο, βγαίνοντας από το σπίτι µόνο αφού γνώριζα καλά πως είχε ήδη αναχωρήσει για το µάθηµα µουσικής, και επιστρέφοντας πολύ µετά την δύση. Στο µεταξύ, βρισκόµουν διαρκώς σε κατάσταση έκστασης. Εγκατέλειπα τον εαυτό µου στις πλέον γοητευτικές φαντασιώσεις και ρύθµιζα την πνευµατική µου ζωή κατά την τάξη του ονείρου µου. Αχ, φίλε µου, είσαι άνθρωπος που διατηρεί προφανή σχέση µε την λογική, και δεν µπορείς να καταλάβεις την ουράνια τρέλα µέσα στην οποία ζούσα. »Ένα απόγευµα ο διάβολος µπήκε στο µυαλό µου, και µε αποβλάκωσε εντελώς. Στην διάρκεια µιας ολοφάνερα απερίσκεπτης και άσκοπης κουβέντας, έµαθα από την κουτσοµπόλα σπιτονοικοκυρά µου, πως το υπνοδωµάτιο της κοπέλας ήταν δίπλα στο δικό µου. Ένας τοίχος µόνο µας χώριζε. Υποκύπτοντας σε µια ξαφνική ακατανίκητη παρόρµηση, κτύπησα σιγανά τον τοίχο. Φυσικά, δεν πήρα απάντηση, αλλά δεν είχα καµία διάθεση να επιπλήξω τον εαυτό µου. Η τρέλα µε είχε κυριαρχήσει πια. Επανέλαβα την ανοησία, την παράβασή µου, χωρίς αποτέλεσµα, και είχα τουλάχιστον την αξιοπρέπεια να µην επιµείνω. »Μια ώρα αργότερα, κι ενώ ήµουν απορροφηµένος από την καταχθόνια µελέτη µου, άκουσα, ή νόµισα πως άκουσα, µιαν απάντηση στο µήνυµά µου. Πέταξα κάτω τα βιβλία µου και χύθηκα προς τον τοίχο. Με όση σταθερότητα µου επέτρεπε να καρδιά µου, που πήγαινε να σπάσει, τον κτύπησα σιγανά τρεις φορές. Αυτή την φορά η απόκριση ήρθε καθαρή, αναµφισβήτητη. Ένα, δύο, τρία κτυπήµατα˙ µια τέλεια αποµίµηση των δικών µου. Αυτό ήταν το µόνο που κατάφερα ν’ αποσπάσω. Μα ήταν ήδη πολύ, πάρα πολύ. »Το άλλο βράδυ - καθώς και όλα τα επόµενα – εκείνη η τρέλα συνεχίστηκε, µε µένα να έχω πάντα ‘την τελευταία λέξη’. Στο µεταξύ παραληρούσα από χαρά, µα η ίδια αλλοιωµένη φύση µου µε καθήλωνε στην απόφασή µου να µην την συναντήσω. Ύστερα – όπως το περίµενα άλλωστε – έπαψε να µου απαντά. ‘Αγανάκτησε µε την δειλία µου, βαρέθηκε όλο τα ίδια και τα ίδια’ σκέφτηκα και χύθηκα να την βρω, να της συστηθώ, να... Τι όµως; ∆εν ήξερα – ούτε τώρα ξέρω – τι θα έβγαινε απ’ όλα αυτά. Το µόνο που ξέρω είναι πως περίµενα µέρες ολόκληρες, να βρει, να µπει, να την δω. Μάταια περίµενα. Ούτε φαινόταν ούτε... ακουγόταν. Γύριζα τους δρόµους που την είχα συναντήσει, µα δεν ήταν πουθενά. Παρακολουθούσα τον κήπο της από το παράθυρό µου, µα ούτε µπήκε ούτε βγήκε ποτέ. Απογοητεύθηκα, απογοητεύθηκα βαθιά. Άρχισα ν’ αµφιβάλω αν βρισκόταν ακόµη σε κείνο το σπίτι, κι όµως δεν επιχείρησα να διαψεύσω ή να επιβεβαιώσω τις αµφιβολίες µου, «ψαρεύοντας» την σπιτονοικοκυρά µου, για την οποία τελικά ένοιωθα µιαν ακατανίκητη αποστροφή, από τότε που της µίλησα για την κοπέλα µε το τρόπο – κατά την γνώµη µου – ανάρµοστο. »Tκι έφτασε η µοιραία νύχτα. Κουρελιασµένος από την συγκίνηση, την αναποφασιστικότητα και την απελπισία, έπεσα νωρίς και κοιµήθηκα όσο πιο βαθιά µου επέτρεπε η κατάστασή µου. Στην µέση της νύχτας, κάτι – κάποια εφιαλτική δύναµη έγειρε πάνω απ’ τα ερείπια της γαλήνης µου, και µε ανάγκασε να ξυπνήσω. Άνοιξα τα µάτια κι ανακάθισα στο κρεβάτι, προσπαθώντας ν’ αφουγκραστώ κι εγώ δεν ξέρω τι. Τότε νόµισα πως άκουσα έναν σιγανό κτύπο στον τοίχο. Υποψιάστηκα το γνωστό µήνυµα. Σε λίγο επαναλήφθηκε. Ένα, δύο, τρία˙ το ίδιο σιγανό, αλλά κάπως πιο αγωνιώδες, µε µια παράξενη βιάση να το ακούσω. Ετοιµαζόµουν ν’ απαντήσω, όταν ο ∆ιώκτης της Γαλήνης επενέβη µε µια αχρεία υπόδειξη εκδίκησης.
Τόσον καιρό εκείνη µε αγνοούσε µε τον πιο σκληρό τρόπο. Τώρα θα την αγνοούσα εγώ. Απίστευτη βλακεία! Ο Θεός να µου την συγχωρέσει! Έµεινα ξάγρυπνος όλη την υπόλοιπη νύχτα, οχυρώνοντας το πείσµα µου µε αδιάντροπες δικαιολογίες, και ακούγοντας, µόνο ακούγοντας τους κτύπους. »Το επόµενο πρωί, καθώς έφευγα, είδα την σπιτονοικοκυρά µου να µπαίνει στον κήπο. »‘Καληµέρα, Κύριε Νταµπιέρ’ είπε. ‘Τα µάθατε τα νέα;’ »Απάντησα δεν τα έµαθα, ή κάτι παρόµοιο, µη έχοντας καµιάν όρεξη ν’ ακούσω την συνέχεια, γεγονός που οπωσδήποτε δεν διέφυγε της προσοχής της. »‘Για την άρρωστη κοπέλα του διπλανού σπιτιού, λέω’ συνέχισε αναµασώντας τις λέξεις της. ‘Τι! ∆εν τα µάθατε; Εδώ και βδοµάδες ήταν άρρωστη, πολύ άρρωστη, και τώρα...’ »Σχεδόν κρεµάστηκα πάνω της. ‘Και τώρα; Τι συνέβη τώρα;» κραύγασα. »‘Πέθανε!’ »∆εν τέλειωσε ακόµη η ιστορία. Όπως έµαθα αργότερα, η άρρωστη ξύπνησε στην µέση της νύχτας, από την καταπληξία στην οποία την είχε ρίξει το παραλήρηµα µιας ολόκληρης εβδοµάδας, και ζήτησε – ήταν η τελευταία φορά που µίλησε – να µεταφέρουν το κρεβάτι της στην άλλη πλευρά του δωµατίου. Οι παριστάµενοι θεώρησαν πως ζητούσε παράλογα πράγµατα µέσα στο παραλήρηµά της, αλλά συµµορφώθηκαν. Εκεί, το δύστυχο πλάσµα που ψυχορραγούσε, επιχείρησε µε όση δύναµη τής έδινε η τρεµοσβηστή βούλησή της, ν’ αποκαταστήσει µιαν επικοινωνία, που είχε σταµατήσει τόσο ξαφνικά, ν’ απλώσει έναν χρυσό µίτο ευαισθησίας ανάµεσα στην αθωότητά της και την τερατώδη προστυχιά µιας τυφλής, κτηνώδους υποταγής στον Νόµο του Εγώ. »Πώς θα µπορούσα να επανορθώσω; Υπάρχουν άραγε τελετές – κατά πώς λένε – που φέρνουν πίσω τις ψυχές, τα πνεύµατα που ‘άρπαξαν άνεµοι µυστικοί’, και τώρα τριγυρίζουν κάτι νύχτες σαν κι αυτή µέσα στην µπόρα, µέσα στο σκοτάδι, κοµίζοντας σηµάδια, προµηνύµατα, σπαράγµατα αναµνήσεων κι ολέθριες προαισθήσεις; »Είναι η τρίτη φορά που µ’ επισκέπτεται. Την πρώτη, αµφέβαλα αν έπρεπε να προχωρήσω πέρα από την χρήση φυσικών µεθόδων, προκειµένου να διαγνώσω τον χαρακτήρα του περιστατικού. Την δεύτερη, απάντησα στο µήνυµα που επέµενε, χωρίς κανένα αποτέλεσµα ωστόσο. Απόψε συµπληρώνεται η «Θανάσιµη Τριάδα», όπως εξηγεί ο Νεκροµάντης Παραπέλιος2. ∆εν έχω να πω τίποτε άλλο». Όταν τελείωσε την ιστορία του δεν βρήκα κάτι σχετικό να πω, και οποιαδήποτε ερώτηση θα ηχούσε απροκάλυπτα χυδαία. Απλά, σηκώθηκα και τον καληνύχτισα µ’ έναν τόνο που πάσχιζε να του µεταφέρει την αµέριστη συµπαράστασή µου. Την δέχθηκε. Ναι, την δέχθηκε, δίνοντάς µου το χέρι του σιωπηλός. Εκείνη την νύχτα, µόνος µε την θλίψη και την µεταµέλειά του, πέρασε στο Άγνωστο. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. ∆εν είµαι όπως ήµουν. 2. Ο Νεκροµάντης Παραπέλιος [Parapelius] είναι πλάσµα της φαντασία του Μπηρς. Ωστόσο ίσως δεν είναι εντελώς τυχαία η οµοιότητα του ονόµατος µε τον όρο Parafilia [Παραφυλία] που καλύπτει όλες τις ασυνήθιστες διαθέσεις του ερωτικού στοιχείου, όπως η οµοφυλοφιλία, η παιδεραστία, η αιµοµιξία, κλπ.
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΗΜΕΝΟΥΣ
ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΟΞΟΝ «Σοβαρολογείς; Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως είναι δυνατόν να σκέφτεται µια µηχανή;» ∆εν πήρα απάντηση αµέσως˙ ο Μόξον φαινόταν αφοσιωµένος στα κάρβουνα πάνω στην σχάρα του τζακιού, σκαλίζοντάς τα επιδέξια, µέχρι που έδειξαν να ανταποκρίνονται στην προσοχή του, ανάβοντας ζωηρά. Απ’ εδώ και µερικές εβδοµάδες, παρατήρησα πως είχε αποκτήσει την συνήθεια ν’ αργεί ν’ απαντήσει ακόµη και στις πιο κοινότοπες ερωτήσεις. Το ύφος του όµως έδειχνε πως µάλλον ήταν απορροφηµένος από κάτι άλλο, παρά συνειδητά επιφυλακτικός. Θα µπορούσε να πει κανείς πως «κάτι τον απασχολούσε». «Τι είναι ‘µηχανή’;» είπε σε λίγο. «Η λέξη αυτή έχει οριστεί µε πολύ διαφορετικούς τρόπους. Ιδού ένας µόνο ορισµός από κάποιο όχι ιδιαίτερα δηµοφιλές λεξικό: ‘Οποιοδήποτε όργανο ή συνδυασµός οργάνων, µέσω των οποίων η εφαρµοζόµενη δύναµη µετατρέπεται σε ενέργεια ή παράγει το επιθυµητό αποτέλεσµα’. Μήπως λοιπόν, µε βάση αυτόν τον ορισµό, ο άνθρωπος δεν είναι µηχανή; Και ο άνθρωπος σκέπτεται, ή τουλάχιστον νοµίζει πως σκέπτεται. Αυτό δεν µπορείς να το αµφισβητήσεις». «Αν δεν θέλεις ν’ απαντήσεις στην ερώτησή µου, µπορείς να το πεις καθαρά» είπα, µάλλον εκνευρισµένος. «Τα παραπάνω δεν είναι παρά υπεκφυγές. Ξέρεις πολύ καλά πως όταν λέω ‘µηχανή’ δεν εννοώ άνθρωπος, αλλά κάτι που ο άνθρωπος έχει κατασκευάσει και ελέγχει». «Όταν δεν τον ελέγχει» µουρµούρισε, καθώς σηκωνόταν και κάρφωνε το βλέµµα του στο παράθυρο, πίσω από το οποίο απλωνόταν µόνο το αδιαπέραστο σκοτάδι της νυχτερινής καταιγίδας. Μια στιγµή αργότερα, γύρισε και µου είπε χαµογελώντας: «Με συγχωρείς˙ δεν πέρασε από το µυαλό µου να ξεφύγω την ερώτηση. Απλά θεώρησα πως αυτό που ασυναίσθητα δήλωνε ο λεξικογράφος παρέπεµπε σε κάτι χρήσιµο, κι έτσι το ανέφερα. Μπορώ να δώσω µια καθαρή απάντηση στην ερώτησή σου. Λοιπόν, πιστεύω πως µια µηχανή σκέπτεται οπωσδήποτε σε σχέση µε την εργασία την οποία εκτελεί». Αυτή ήταν µια αρκετά καθαρή απάντηση. Όχι όµως και ευχάριστη, δεδοµένου ότι κατά κάποιον τρόπο επιβεβαίωνε την θλιβερή υποψία πως η αφοσίωση του Μόξον στις θεωρητικές και εργαστηριακές µελέτες του, του είχε κάνει κακό. Ήξερα, σίγουρα, πως υπέφερε από αϋπνίες, κι αυτό ήταν ήδη σοβαρό πρόβληµα. Να τον είχε επηρεάσει άραγε τόσο πολύ; Η απάντηση του φίλου µου, µου φάνηκε σαν άµεση απόδειξη. Τώρα, θα έκανα οπωσδήποτε και άλλες σκέψεις, αλλά τότε ήµουν νεότερος, κι ένα από τα προνόµια της νεότητας είναι η άγνοια. Λοιπόν, είχα σοβαρό κίνητρο για να τον αµφισβητήσω. «Και µε τι σκέπτεται, παρακαλώ, αφού δεν έχει νου;» του αντέτεινα. Η απάντηση, που ήρθε µε λιγότερη από την συνηθισµένη πια αργοπορία, είχε την µορφή ερώτησης˙ πράγµα ιδιαίτερα προσφιλές, στον φίλο µου: «Με τι σκέπτεται ένα φυτό, αφού δεν διαθέτει νου;» «Σωστά. Με τι αναπτύσσουν φιλοσοφική σκέψη τα φυτά; ∆ιότι βέβαια είναι φιλόσοφοι! Και µια που το ’φερε ο λόγος, πολύ θα ήθελα να γνωρίζω µερικά από τα συµπεράσµατα στα οποία έχουν καταλήξει. Τις συλλογιστικές προκείµενες µπορείς να τις παραλήψεις». ∆εν φάνηκε να κάµπτεται από την ανόητη ειρωνεία µου. «Μπορείς κάλλιστα να συµπεράνεις την απόλυτη βεβαιότητά τους, από τον τρόπο µε τον οποίο ενεργούν» αποκρίθηκε. «Θα σε απαλλάξω από τα γνωστά παραδείγµατα
της τόσο ευαίσθητης µιµόζας, των εντοµοφάγων φυτών, καθώς κι εκείνων που γέρνουν τους στήµονές τους, ρίχνοντας γύρη επάνω στις µέλισσες, ώστε να µπορέσουν να γονιµοποιήσουν τους πλέον µακρινούς συντρόφους τους. Πρόσεξε όµως το παρακάτω. Σ’ ένα εντελώς γυµνό από οποιοδήποτε αντικείµενο τµήµα του κήπου µου, φύτεψα ένα αναρριχητικό κλήµα. Μόλις πρόβαλε από την γη, κάρφωσα έναν πάσαλο, σε απόσταση ενός µέτρου από την ρίζα. Το κλήµα άρχισε να αναπτύσσεται προς την κατεύθυνση του πασάλου. Λίγο πριν τον φτάσει, τον µετακίνησα κατά µερικά µέτρα. Το κλήµα άλλαξε αµέσως πορεία. Έκανε µιαν οξεία γωνία και κατευθύνθηκε πάλι προς τον πάσαλο. Ο ελιγµός επαναλήφθηκε αρκετές φορές, όµως στο τέλος, σαν να αποθαρρύνθηκε, εγκατέλειψε το κυνηγητό του πασάλου, και στράφηκε προς την κατεύθυνση κάποιου µικρού δένδρου, που βρισκόταν λίγο µακρύτερα, καταφέρνοντας τελικά να αναρριχηθεί σ’ αυτό. »Οι ρίζες του ευκαλύπτου διανύουν τεράστιες αποστάσεις, αναζητώντας υγρασία. Κάποιος γνωστός φυτολόγος αναφέρει περίπτωση ευκαλύπτου, του οποίου οι ρίζες ακολούθησαν έναν παλιό αγωγό αποχέτευσης. Όταν συνάντησαν τον τοίχο που είχε χτιστεί εκ των υστέρων, χωρίζοντάς τον κάθετα, άλλαξαν πορεία. Ακολούθησαν πέτρα-πέτρα τον τοίχο, ανακάλυψαν κάποιο σηµείο στο οποίο η πέτρες είχαν µετακινηθεί, τρύπωσαν, βγήκαν από την άλλη πλευρά και ξανασυνάντησαν τον άχρηστο αγωγό, συνεχίζοντας το ταξίδι τους». «Και τι σηµαίνει αυτό;» «Είναι δυνατόν να µην καταλαβαίνεις την σηµασία του; Αποδεικνύει την ύπαρξη συνείδησης στα φυτά. Αποδεικνύει πως σκέπτονται». «Ακόµη κι αν είναι έτσι, τι σχέση έχει µε την κουβέντα µας; ∆εν µιλούσαµε για τα φυτά, αλλά για τις µηχανές. Οι µηχανές µπορεί να είναι φτιαγµένες εν µέρη από ξύλο - που όµως είναι πια νεκρό – ή εξ ολοκλήρου από µέταλλο. Η µήπως η σκέψη είναι και γνώρισµα του βασιλείου των ορυκτών;» «Και πώς εξηγείς τα φαινόµενα της κρυστάλλωσης;» «∆εν τα εξηγώ». «Επειδή δεν µπορείς να το κάνεις, χωρίς να επιβεβαιώσεις αυτό που αρνείσαι, την νοήµονα συνεργασία των συστατικών στοιχείων των κρυστάλλων, δηλαδή. Όταν οι στρατιώτες παρατάσσονται µε συγκεκριµένο τρόπο ή αφήνουν κενά µεταξύ των παρατάξεων, λες πως ενεργούν λογικά. Όταν ένα κοπάδι άγριες χήνες πετούν σε σχήµα «Βε» [V], λες πως το κάνουν από ένστικτο. Όταν όµως τα οµοιογενή άτοµα ενός ορυκτού, που κινούνται ελευθέρα µέσα σε κάποιο υγρό, δηµιουργούν µαθηµατικά τέλειους σχηµατισµούς, η τεµάχια παγωµένου υγρού, ανάλογα µε τις τόσο συµµετρικές και όµορφες χιονονιφάδες, δεν έχεις να πεις τίποτε. ∆εν διαθέτεις καν ένα όνοµα για να συγκαλύψεις τον επικό παραλογισµό σου». Ο Μόξον µιλούσε µε ασυνήθιστη ζωντάνια και σοβαρότητα. Όταν έπαψε, άκουσα να έρχεται από το διπλανό δωµάτιο - στο οποίο γνώριζα πως βρισκόταν το εργαστήριό του, και δεν επιτρεπόταν να µπει κανείς εκτός από τον ίδιο – έναν παράξενο, βαρύ ήχο, σαν κάποιος να χτυπούσε µε δύναµη την γροθιά του σε τραπέζι. Ταυτόχρονα, τον άκουσε και ο Μόξον. Σηκώθηκε φανερά εκνευρισµένος και µπήκε βιαστικά στο εργαστήριο. Μου φάνηκε περίεργο να βρίσκεται κάποιος άλλος εκεί µέσα. Τόσο το ενδιαφέρον για τον φίλο µου, όσο και µια - οµολογουµένως αδικαιολόγητη - περιέργεια µε ανάγκασαν να εντείνω την ακοή µου, αν και ευτυχώς δεν έφτασα µέχρι την κλειδαρότρυπα. Ήχοι συγκεχυµένοι - σαν να γινόταν πάλη έσεισαν το πάτωµα. Άκουσα καθαρά βαριές ανάσες και κάποιον να µουρµουρίζει βραχνά «Ανάθεµά σε!». Ύστερα έγινε σιωπή, και ξαναφάνηκε ο Μόξον, λέγοντάς µου µε ένα µάλλον θλιµµένο χαµόγελο:
«Με συγχωρείς που σε άφησα µόνο τόσο απότοµα. Έχω µια µηχανή εκεί µέσα, που έχασε την αυτοκυριαρχία της και αγρίεψε». Το βλέµµα µου καρφώθηκε στο αριστερό του µάγουλο. Είχε τέσσερις παράλληλες µατωµένες χαρακιές. «∆εν θα ήταν καλύτερα να έκοβε τα νύχια της;» του είπα. Θα µπορούσα να είχα παραλείψει το αστείο˙ δεν το άκουσε καν. Κάθισε στην ίδια καρέκλα, και συνέχισε τον µονόλογό του, σαν να µην είχε συµβεί τίποτε στο µεταξύ: «Αναµφίβολα, δεν επιδοκιµάζεις τις απόψεις εκείνων (δεν χρειάζεται να τους κατονοµάσω σ’ έναν άνθρωπο µε τα δικά σου διαβάσµατα) που δίδαξαν πως η ύλη διαθέτει αισθητικότητα, και πως κάθε άτοµό της είναι µια ζωντανή ύπαρξη µε αισθήσεις και συνείδηση. Εγώ, αντίθετα, τους επιδοκιµάζω. ∆εν υπάρχει νεκρή, αδρανής ύλη. Τα πάντα είναι ζωντανά. Το κάθε τι διαθέτει την δική του ζωτικότητα˙ έκδηλη ή λανθάνουσα. Όλα έχουν αντίληψη των δυνάµεων που ασκούνται στο περιβάλλον τους, και είναι ευάλωτα στην επαφή τους µε άλλες, ισχυρότερες και ικανότερες δυνάµεις, που ενυπάρχουν σε ανώτερους οργανικούς σχηµατισµούς, όπως οι άνθρωποι, ο οποίοι τα µεταβάλλουν σε όργανα της βούλησής τους. Η ύλη απορροφά µέρος της ανθρώπινης ευφυΐας και των ανθρωπίνων προθέσεων, ανάλογα µε την λιγότερο ή περισσότερο σύνθετη µηχανή που προκύπτει από την ανθρώπινη δραστηριότητα. «Μήπως θυµάσαι τον ορισµό του Χέρµπερτ Σπένσερ1 για την «Ζωή»; Τον διάβασα πριν από τριάντα χρόνια. Μπορεί να τον διαφοροποίησε στο µεταξύ – απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω – αλλά όλον αυτόν τον καιρό δεν µπόρεσα να βρω µια λέξη που θα µπορούσε να προστεθεί ή να αφαιρεθεί. Μου φαίνεται όχι µόνο ο καλύτερος, αλλά και ο µόνος δυνατός. »‘Η Ζωή’ λέει, ‘είναι ένας αυστηρά καθορισµένος συνδυασµός ετερόκλητων µεταβολών, ταυτόχρονων και διαδοχικών ταυτοχρόνως, σε πλήρη αντιστοιχία µε εξωτερικές συνυπάρξεις και αλληλουχίες’». «Αυτό ορίζει το φαινόµενο, µα δεν κάνει λόγο για την αιτία του» είπα. «Αυτό» αντέτεινε, «είναι όλο κι όλο που µπορεί να κάνει ένας ορισµός. is all Όπως επισηµαίνει ο Μιλ2 δεν γνωρίζουµε για την αιτία παρά µόνο πως προηγείται, και δεν γνωρίζουµε για το αποτέλεσµα παρά µόνο πως έπεται. Σε ορισµένα φαινόµενα, το ένα δεν συµβαίνει χωρίς κάτι άλλο, διαφορετικό. Αυτό που προηγείται χρονικά το ονοµάζουµε αιτία, και αυτό που έπεται, αποτέλεσµα. Αν κάποιος έχει δει πολλές φορές σκύλους να καταδιώκουν λαγούς, αλλά δεν είδε ποτέ χωριστά ούτε σκύλους ούτε λαγούς, θα έχει σχηµατίσει οπωσδήποτε την εντύπωση πως οι λαγοί είναι οι αιτίες των σκύλων». «Όµως, πολύ φοβάµαι» πρόσθεσε γελώντας αρκετά φυσικά, «πως ο λαγός µου µε οδηγεί πολύ µακριά από τα ίχνη του νόµιµου θηράµατός µου. Εντρυφώ στην απόλαυση του κυνηγίου, αυτή καθαυτή. Αυτό που θέλω να προσέξεις, είναι πως στον ορισµό που δίνει ο Σπένσερ για την «Ζωή» περιλαµβάνεται η δραστηριότητα µιας µηχανής. ∆εν υπάρχει τίποτε µέσα του που να µην εφαρµόζεται στην περίπτωση οποιασδήποτε µηχανής. Σύµφωνα µε τους ευφυέστερους και πλέον βαθυστόχαστους διανοητές, όταν ένας ζωντανός άνθρωπος βρίσκεται σε πλήρη δράση, δεν διαφέρει σε τίποτε από µια µηχανή που λειτουργεί. Ως σχεδιαστής και κατασκευαστής µηχανών, γνωρίζω πως αυτό είναι απόλυτα αληθές». Ο Μόξον έµεινε σιωπηλός – ώρα πολλή - κοιτάζοντας την φωτιά. Η ήταν αργά, και σκέφτηκα πως θα έπρεπε να πηγαίνω σιγά-σιγά, µα δεν µου άρεσε η ιδέα να τον αφήσω σ’ αυτό το έρηµο κι αποµακρυσµένο σπίτι, µε µόνη συντροφιά ένα πρόσωπο, για το οποίο είχα καταλήξει στο συµπέρασµα πως ήταν εχθρικό, ίσως και
κακόβουλο. Γέρνοντας προς το µέρος του, τον κοίταξα ίσια στα µάτια, ενώ ταυτόχρονα έδειξα µε το χέρι µου προς την πλευρά του εργαστηρίου. «Μόξον, ποιον έχεις εκεί µέσα;» του είπα. Εκπλήσσοντάς µε, κατά κάποιον τρόπο, γέλασε ευχάριστα και απάντησε δίχως τον παραµικρό δισταγµό: «Κανέναν. Το περιστατικό που έχεις στο µυαλό σου, προκλήθηκε από την απερισκεψία µου ν’ αφήσω αναµµένη µια µηχανή, χωρίς να έχει κάτι να κάνει, ενώ καταπιανόµουν µε το ατελεύτητο εγχείρηµα να σε διαφωτίσω. Έτυχε µήπως ν’ ακούσεις ποτέ πως η Συνείδηση είναι δηµιούργηµα του Ρυθµού;» «∆εν πάνε να κουρεύονται και τα δυο!» απάντησα, καθώς σηκωνόµουν κι άρπαζα το παλτό µου. «Θα σε καληνυχτίσω, και επιπλέον θα σου ευχηθώ την επόµενη φορά που θ’ αφήσεις την µηχανή σου αδικαιολόγητα αναµµένη, να φορά τουλάχιστον τα γάντια της». Χωρίς να περιµένω να δω το αποτέλεσµα της «βολής» µου, εγκατέλειψα το σπίτι.. Έβρεχε, και το σκοτάδι ήταν αδιαπέραστο. Πέρα, µακριά, πάνω απ’ τους λόφους προς τους οποίους κατευθυνόµουν σαν τυφλός, τρεκλίζοντας στα σαθρά σανίδια των πεζοδροµίων και τους καταλασπωµένους δρόµους, ο ουρανός χάραζε από την αµυδρή ανταύγεια των φαναριών της πόλης. Ήταν εκεί, µπορούσα να την δω. Πίσω µου όµως δεν έβλεπα παρά ένα και µόνο παράθυρο από το σπίτι του Μόξον. Μου φάνηκε πως έφεγγε µ’ ένα µυστηριώδες, δυσοίωνο νόηµα. Ήξερα πως επρόκειτο για έναν φεγγίτη, χωρίς κουρτίνα, στο «εργαστήριο» του φίλου µου, και πως τώρα θα είχε επιστρέψει – το δίχως άλλο – στις µελέτες, που εγκατέλειψε, προκειµένου ν’ αναλάβει καθήκοντα διδασκάλου της µηχανικής συνείδησης και της πατρότητας του Ρυθµού. Όσο παράξενες – και αστείες εν µέρει – κι αν µου φαίνονταν οι πεποιθήσεις του, δεν µπορούσα ν’ απαλλαγώ εντελώς από την αίσθηση πως είχαν κάποια τραγική σχέση µε την ζωή, τον χαρακτήρα, και ίσως-ίσως µε το ίδιο το πεπρωµένο του, παρόλο που δεν πίστευα πια πως αποτελούσαν προϊόντα ενός διαταραγµένου νου. Όποιες και να ήταν οι σκέψεις που δηµιουργούσαν οι απόψεις του, ο τρόπος µε τον οποίο τις εξέθετε ήταν εξαιρετικά λογικός. Τα τελευταία του λόγια, δεν έλεγαν να φύγουν από το µυαλό µου: «Η Συνείδηση είναι δηµιούργηµα του Ρυθµού». Μια απλή, λακωνική δήλωση, που τώρα την έβρισκα εξαιρετικά ελκυστική. Κάθε φορά που επανερχόταν στην µνήµη µου, πλάταινε σε νόηµα και βάθαινε σε υποβλητικότητα. Ε, λοιπόν, εδώ (σκέφτηκα) βρίσκεται το θεµέλιο µιας φιλοσοφίας. Αν η Συνείδηση είναι δηµιούργηµα του Ρυθµού, όλα ∆ΙΑΘΕΤΟΥΝ συνείδηση, δεδοµένου ότι τα πάντα κινούνται, και κάθε κίνηση έχει Ρυθµό. Αναρωτήθηκα κατά πόσον ο Μοξον γνώριζε την σπουδαιότητα και το βάθος της σκέψης του, την έκταση αυτής της βαρυσήµαντης γενίκευσης, ή αν είχε φτάσει στην φιλοσοφική του πεποίθηση µέσω του οδυνηρού και αβέβαιου δρόµου της παρατήρησης. Η πίστη αυτή ήταν καινούργια για µένα, και οι εξηγήσεις του Μόξον δεν είχαν καταφέρει να µε πείσουν. Τώρα όµως, µου φάνηκε σαν ν’ άστραψε γύρω µου ένα φως, σαν και κείνο που έπεσε πάνω στον Σαούλ από την Ταρσό3, κι εκεί, µέσα στην καταιγίδα, το σκοτάδι και την ερηµιά, βίωσα ό,τι ο Λιούις4 ονοµάζει «Απέραντη έκταση και ένταση του φιλοσοφικού στοχασµού». Αγαλλίασα, πληµµυρισµένος από µια νέα αίσθηση της δύναµης της γνώσης, µια νέα βεβαιότητα για την αξία της λογικής. Τα πόδια µου δεν πατούσαν πια στην γη. Ήταν σαν µα µε σήκωναν αόρατα φτερά. Ενδίδοντας στην παρόρµηση να αναζητήσω περισσότερο φως από εκείνον, τον οποίο τώρα πια θεωρούσα δάσκαλο και οδηγό µου, είχα ήδη κάνει ακούσια µεταβολή, και πριν καλά-καλά το καταλάβω, βρισκόµουν πάλι µπροστά στην πόρτα
του σπιτιού του. Η βροχή µε είχε µουσκέψει, µα δεν µε πείραζε. Αδυνατώντας, µέσα στην ταραχή µου, να βρω το κουδούνι, δοκίµασα ενστικτωδώς το πόµολο. Γύρισε, µπήκα µέσα και ανέβηκα τις σκάλες, κατευθυνόµενος προς το δωµάτιο που µόλις πριν λίγο είχα αφήσει. Παντού σκοτάδι και ησυχία˙ ο Μόξον – όπως ακριβώς είχα υποθέσει – βρισκόταν στο διπλανό δωµάτιο, στο «εργαστήριο». Ακολουθώντας ψηλαφητά τον τοίχο, βρήκα την µεσόπορτα και χτύπησα δυνατά µερικές φορές, µα δεν πήρα απάντηση, γεγονός που απέδωσα στην βροντερή µανία της µπόρας. Ο άνεµος ούρλιαζε και η βροχή χτυπούσε µε ορµή στους τοίχους του σπιτιού. Η κεραµοσκεπή αντηχούσε ολόκληρη, και καθώς η οροφή του δωµατίου δεν είχε επένδυση, ο θόρυβος ήταν απίστευτος. ∆εν µε είχε καλέσει ποτέ στο εργαστήριο. Στην πραγµατικότητα, µου είχε απαγορεύσει την είσοδο, όπως σε οποιονδήποτε άλλον, µε µοναδική εξαίρεση κάποιον ειδικευµένο µεταλλοτεχνίτη, για τον οποίο δεν γνώριζα παρά µόνο πως τον έλεγαν Χάλεϊ, και είχε το συνήθειο να σιωπά. Όµως µέσα στην τόση πνευµατική αγαλλίαση που ένιωθα, η διακριτικότητα και η ευγένεια που µε διέκρινα, πήγαν περίπατο. Άνοιξα την πόρτα. Αυτό που είδα ξερίζωσε από µέσα µου κάθε φιλοσοφική διάθεση, την ίδια στιγµή. Ο Μόξον καθόταν, µε το πρόσωπο στραµµένο προς το µέρος µου, στην απέναντι πλευρά ενός µικρού τραπεζιού, πάνω στο οποίο βρισκόταν το ένα και µοναδικό κερί, που φώτιζε υποτονικά το δωµάτιο. Απέναντί του, µε την πλάτη γυρισµένη σε µένα, καθόταν ένα άλλο άτοµο. Ανάµεσά τους υπήρχε ένα σκάκι. Οι δύο άνδρες έπαιζαν. Γνώριζα ελάχιστα από σκάκι, αλλά τα ελάχιστα πιόνια που είχαν αποµείνει έδειχναν πως το παιχνίδι πλησίαζε στο τέλος του. Ο Μόξον έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον, όχι τόσο για το παιχνίδι, όσο για τον αντίπαλό του. Έτσι µου φάνηκε εκείνη την στιγµή. Είχε το βλέµµα καρφωµένο πάνω του τόσο έντονα, ώστε παρόλο που στεκόµουν όρθιος στο κέντρο του οπτικού του πεδίου, δεν µε πρόσεξε καν. Το πρόσωπό του ήταν τροµακτικά ωχρό και τα µάτια του έλαµπαν σαν διαµάντια. Από τον αντίπαλό του δεν έβλεπα παρά την πλάτη. Αρκούσε αυτό. ∆εν θα έπρεπε καν να ενδιαφερθώ για το πρόσωπό του. Εκ πρώτης όψεως, ήταν όχι πάνω από δυόµισι µέτρα ψηλός, µε αναλογίες γορίλα: τροµακτικά φαρδείς ώµους, χοντρό λαιµό, πλατύ, κοντόχοντρο κεφάλι µ’ έναν µπερδεµένο όγκο µαλλιών στην κορυφή του κι ένα βυσσινί φέσι. Ένας χιτώνας ίδιου χρώµατος, δεµένος σφιχτά στην µέση, ακουµπούσε στο κάθισµα, που κατά τα φαινόµενα ήταν κασόνι. Τα πόδια του δεν φαίνονταν. Το αριστερό του χέρι αναπαυόταν στην ποδιά του. Μετακινούσε τα πιόνια µε το δεξί, που φαινόταν δυσανάλογα µακρύ. Υποχώρησα και στάθηκα στην σκιά της εισόδου. Τώρα, αν ο Μόξον κοίταζε πέρα από το πρόσωπο του αντιπάλου του, δεν θα έβλεπε παρά το άνοιγµα της πόρτας. Κάτι µε εµπόδιζε να δηλώσω την παρουσία µου, µα και να φύγω. Το άγνωστης προέλευσης συναίσθηµα πως ήµουν παρών σε µιαν επικείµενα τραγωδία, και πως ίσως βοηθούσα τον φίλο µου, µε καθήλωνε εκεί. ∆εν µπορούσα να κάνω βήµα, αν και χρειάστηκε να καταστείλω την εσωτερική µου εξέγερση ενάντια στην αγένεια της πράξης µου. Το παιχνίδι ήταν γρήγορο. Ο Μόξον καν δεν κοιτούσε την σκακιέρα, πριν κάνει την επόµενη κίνηση. Στα άπειρα µάτια µου φαινόταν να µετακινεί κάθε φορά το πιόνι που βρισκόταν πιο κοντά στο χέρι του, µε κινήσεις γρήγορες, νευρικές και ανακριβείς. Η ανταπόκριση του αντιπάλου του, αν και εξίσου άµεση στην αρχή, γινόταν µε µιαν αργή, τυποποιηµένη και κάπως θεατρική κίνηση του χεριού του, που δοκίµαζε οδυνηρά την υποµονή µου. Υπήρχε κάτι αλλόκοτο σ’ αυτό, και συνέλαβα τον εαυτό µου να ανατριχιάζει. Όµως ήµουν βρεγµένος και παγωµένος.
∆ύο ή τρεις φορές µετά από την µετακίνηση κάποιου πιονιού, ο άγνωστος έγερνε ελαφρά το κεφάλι, και παρατήρησα πως ο Μόξον άλλαζε συνεχώς θέση στον Βασιλιά του. Ξαφνικά, έκανα την σκέψη πως ο αντίπαλος µπορεί να ήταν πνευµατικά καθυστερηµένος. Ύστερα, πέρασε από το µυαλό µου η ιδέα πως µπορεί να επρόκειτο για µηχανή: ένα αυτόµατο-σκακιστής! Θυµήθηκα πως κάποτε ο Μόξον µου είχε πει ότι επινόησε µια τέτοια µηχανή, αλλά δεν ήξερα ότι την είχε κατασκευάσει κιόλας. Λοιπόν, η κουβέντα για την συνείδηση και τις διανοητικές ικανότητες των µηχανών, δεν ήταν παρά µια εισαγωγή στην ενδεχόµενη παρουσίαση αυτής της εφεύρεσης, ένα τέχνασµα για να ενισχύσει την επίδραση που θα ασκούσε στην άγνοιά µου το µυστικό του µηχανισµού της; Ωραίο τέλος είχε η διανοητική παραφορά µου, όλη εκείνη η «Απέραντη έκταση και ένταση του φιλοσοφικού στοχασµού»! Ετοιµάστηκα να αποχωρήσω αγανακτισµένος, όταν συνέβη κάτι που τράβηξε την προσοχή µου. Παρατήρησα πως το «Πράγµα» σήκωσε τους τεράστιους ώµους του, σαν να είχε εκνευριστεί. Ήταν τόσο φυσική, τόσο απόλυτα ανθρώπινη εκείνη η κίνηση, ώστε µε βάση όλα όσα σκεφτόµουν προηγουµένως, ξαφνιάστηκα. Άλλωστε, µια στιγµή αργότερα το «Πράγµα» χτύπησε την γροθιά του στο τραπέζι. Στην χειρονοµία αυτή, ο Μόξον φάνηκε να ξαφνιάζεται περισσότερο από µένα. Έσπρωξε την καρέκλα του ελαφρά προς τα πίσω, σαν να ένιωσε κίνδυνο. Σε λίγο, ήταν σειρά του να παίξει. Σήκωσε το χέρι ψηλά πάνω από την σκακιέρα, όρµησε σ’ ένα πιόνι σαν αρπακτικό, και αναφωνώντας «Ματ!», βρέθηκε όρθιος πίσω από την καρέκλα. Το αυτόµατο ακινητούσε. Τώρα ο άνεµος είχε κοπάσει, αλλά κατά διαστήµατα που ολοένα µίκραιναν άκουγα τα µπουµπουνητά και τις εκκενώσεις των κεραυνών. Στο µεταξύ, συνειδητοποίησα πως άκουγα και κάτι άλλο: ένα υπόκωφο βουητό, έναν βόµβο που δυνάµωνε κατά διαστήµατα, όπως και οι βροντές της µπόρας. Έδειχνε να έρχεται από το σώµα του αυτόµατου, και ήταν περιστροφή τροχών, το δίχως άλλο. Μου έδωσε την εντύπωση ενός µηχανισµού που δυσλειτουργούσε, έχοντας ξεφύγει από το πλαίσιο της συστηµατοποιηµένης ενέργειάς του. Πριν προλάβω να κάνω δεύτερες σκέψεις, η προσοχή µου συγκεντρώθηκε στις παράξενες κινήσεις του αυτόµατου. Φαινόταν να έχει καταληφθεί από ανεπαίσθητους αλλά συνεχείς σπασµούς. Το σώµα και το κεφάλι του έτρεµαν, σαν τα µάλη κάποιου που πάσχει από πάρεση ή θέρµες. Οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο σπασµωδικές, όλο και πιο έντονες, ώσπου στο τέλος συγκλονιζόταν ολόκληρο. Ξαφνικά, πετάχτηκε όρθιο, και µε µια κίνηση απίστευτα γρήγορη ακόµη και για το πιο ασκηµένο βλέµµα, χίµηξε πάνω από το τραπέζι και την καρέκλα, µε τα χέρια µπροστά, σαν δύτης που ρίχνεται στο νερό. Ο Μόξον προσπάθησε να φυλαχτεί αλλά ήταν πολύ αργά. Είδα τα χέρια του φοβερού πλάσµατος να κλείνουν γύρω στον λαιµό του δηµιουργού του και τα χέρια του Μόξον ν’ αρπάζουν τους καρπούς του. Το τραπέζι αναποδογύρισε, παρασύροντας µαζί του το κερί. Τα πάντα βυθίστηκαν σε απόλυτο σκοτάδι. Ωστόσο, οι θόρυβοι της πάλης ήταν φοβερά καθαροί, κι ακόµη πιο φοβεροί ήταν οι βραχνοί, στριγκοί ήχοι του άντρα που πνιγόταν, που πάσχιζε να πάρει ανάσα. Καθοδηγηµένος από την κολασµένη φασαρία, όρµησα να σώσω τον φίλο µου. Αλλά µε την πρώτη δρασκελιά, το δωµάτιο έλαµψε ολόκληρο από ένα εκτυφλωτικό κατάλευκο φως, που χάραξε στο µυαλό, την καρδιά και την µνήµη µου την εικόνα των δυο πλασµάτων, που πάλευαν στο πάτωµα. Ο Μόξον από κάτω, µε τον λαιµό ακόµη στην µέγγενη των µεταλλικών χεριών, το κεφάλι ριγµένο πίσω, τα µάτια γουρλωµένα, και την γλώσσα πεταγµένη έξω από τ’ ορθάνοιχτο στόµα του. Μετά - Τι τροµερή αντίθεση! – το πρόσωπο του δολοφόνου του, µε µιαν έκφραση γαλήνιου και βαθύ στοχασµού, σαν να έλυνε ένα
σκακιστικό πρόβληµα! Αυτό πρόλαβα να δω. Ακολούθησαν σκοτάδι˙ σκοτάδι και ύστερα σιωπή. και η σιωπή. να εκτελούσε κατάδυση έσχιζαν την ατµόσφαιρα. Βρήκα τις αισθήσεις µου τρεις µέρες αργότερα σ’ ένα νοσοκοµείο. Καθώς η ανάµνηση εκείνης της τραγικής νύχτας ξεδιπλωνόταν σιγά-σιγά στο πονεµένο µυαλό µου, αναγνώρισα στον άνθρωπο που µε φρόντιζε τον έµπιστο συνεργάτη του Μόξον, τον Χάλεϊ. Αντιδρώντας στο βλέµµα µου, πλησίασε χαµογελαστός. «Πες µου τι έγινε» κατάφερα να του πω µε φωνή µισοσβησµένη. «Πες τα µου όλα». «Βεβαίως» είπε εκείνος. «Μεταφέρθηκες εδώ αναίσθητος, από κάποιο σπίτι που είχε πιάσει φωτιά... Από το σπίτι του Μόξον. Κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκες εκεί. Ίσως χρειαστεί να δώσεις ορισµένες εξηγήσεις. Ούτε για την αιτία της πυρκαγιές γνωρίζει κανείς τίποτε. Κατά την γνώµη µου, το σπίτι χτυπήθηκε από κεραυνό». «Κι ο Μόξον;» «Τον κηδέψαµε χθες˙ τα αποµεινάρια του, δηλαδή». Κατά τα φαινόµενα, το λιγοµίλητο αυτό άτοµο, µπορούσε περιστασιακά να ξανοίγεται. Ιδίως όταν έδινε συνταρακτικές πληροφορίες σε αρρώστους γινόταν εξαιρετικά καταδεκτικός. Μετά από µερικές στιγµές οξύτατου πνευµατικού µαρτυρίου, αποπειράθηκα µιαν ακόµη ερώτηση: «Ποιος µε έσωσε;» «Λοιπόν, αφού σε ενδιαφέρει, εγώ σε έσωσα». «Σ’ ευχαριστώ Κύριε Χάλεϊ. Είθε ο Θεός να σ’ ευλογεί γι’ αυτή σου την πράξη. Έσωσες κι εκείνο το γοητευτικό προϊόν της τέχνης σου, το αυτόµατοσκακιστή που δολοφόνησε τον εφευρέτη του;» Ο άντρας έµεινε βουβός αρκετή ώρα, αποφεύγοντας να µε κοιτάξει. Ύστερα γύρισε και είπε σοβαρά: «Ώστε το ξέρεις!» «Το ξέρω» απάντησα. «Το είδα µε τα ίδια µου τα µάτια µου». Όλα αυτά έγιναν πριν από πολλά-πολλά χρόνια. Αν µε ρωτούσαν σήµερα, δεν θα απαντούσα µε τόση σιγουριά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Χέρµπερτ Σπένσερ [Herbert Spencer, 1820-1903]. Άγγλος βιολόγος, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Σηµαντικός εκπρόσωπος της οργανικής θεωρίας για την κοινωνία και την ιστορία. 2. Τζον Στούαρτ Μιλ [John Stuart Mill, 1806-1873]. Άγγλος φιλόσοφος, οικονοµολόγος και φιλελεύθερος στοχαστής. Πατέρας του φιλοσοφικού Ωφελιµισµού. 3. Σαούλ από την Ταρσό. Ο Απόστολος Παύλος, φυσικά, ο οποίος δέχθηκε το µήνυµα του Χριστού µε όραµα, που συνοδευόταν από φωταψία. 4. Τζορτζ Χένρυ Λιούις [George Henry Lewes, 1817-1878]. Πολυπράγµων Άγγλος ηθοποιός, βιογράφος, δηµοσιογράφος, µυθιστοριογράφος, κριτικός, φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας. επιστήµονας και διευθυντής θεάτρου.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Χ. Π. Λάβκραφτ [H.P. Lovecraft, 1890-1937]
Ο ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΣ ΤΡΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ [1935] VIII. Η ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ ΤΟΥ ΑΛΛΟΚΟΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ Πολύ σηµαντικότερη είναι η εκκεντρική και µελαγχολική µορφή του Αµερικανού δηµοσιογράφου Αµπρόουζ Μπηρς [Ambrose Bierce, 1842-1914;], ο οποίος πέρασε µέσα από το σφαγείο του Εµφυλίου Πολέµου, αλλά κατάφερε να επιβιώσει, για να µας δώσει µερικές από τις καλύτερες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ στην γλώσσα µας, και να εξαφανιστεί, το 1913, αφήνοντας πίσω ένα σύννεφο µυστηρίου που θα έλεγε κανείς πως βγήκε από την εφιαλτική φαντασία του. Ο Μπηρς ήταν σατυρικός συγγραφέας και δηµοσιογράφος, αλλά την φήµη του την οφείλει κυρίως στα σκοτεινά, αρχαϊκής πνοής διηγήµατά του, τα περισσότερα από τα οποία αντλούν τα θέµατά τους από τον Εµφύλιο, και αποτελούν την ζωηρότερη και ρεαλιστικότερη συµβολή της [Αµερικανικής] λογοτεχνία µας, στην καλλιτεχνική διαπραγµάτευση εκείνης της σύγκρουσης. Ουσιαστικά, όλες οι ιστορίες του Μπηρς είναι ιστορίες τρόµου. Ενώ ασχολούνται κυρίως µε τις οργανικές και ψυχολογικές που παίρνει ο τρόµος στο πλαίσιο της φύσης, εισάγουν µιαν αναλογία ανάµεσα στον κίνδυνο και το υπερφυσικό στοιχείο, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην λογοτεχνία του αλλόκοτου. Ο Κύριος Σάµιουελ Λάβµαν [Samuel Loveman, 1885-1976], εξαίρετος ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας, ο οποίος γνώρισε προσωπικά τον Μπηρς, συµπυκνώνει µε τον παρακάτω τρόπο την ιδιοφυΐα του µεγάλου «Ουτοπιστή», στον πρόλογο της έκδοσης µέρους της αλληλογραφίας του: Στον Μπηρς - για πρώτη φορά - η φρίκη δεν είναι ούτε ρητορικό τέχνασµα ούτε εκτροπή, όπως στον Ποε [Edgar Allan Poe, 1809 – 1849] και τον Μωπασάν [Guy de Maupasant, 1850-1891], αλλά µια ατµόσφαιρα καθορισµένη και αλλόκοτα ακριβής. Οι λέξεις, τόσο απλές που θα µπορούσαµε ίσως να τους προσάψουµε υπερβολική λογοτεχνικότητα, αποκτούν κάτι ανίερα φρικτό, µια νέα απρόσµενη διάσταση. Στον Πόε νοµίζει κανείς πως αυτός ο µετασχηµατισµός των λέξεων πρόκειται για tour de force [ανδραγάθηµα], ενώ στον Μωπασάν για µια αγωνιώδη δέσµευση στην επίτευξη της αποκορύφωσης. Στον Μπηρς, απλά και ειλικρινά, το δαιµονιακό στοιχείο διατηρείται σταθερό και απόλυτα θεµιτό µέχρι τέλους. Επιπλέον, τίθεται διαρκώς µια σιωπηρή συµµαχία µε την φύση. Στον «Θάνατο του Χάλπιν Φρέιζερ», τα λουλούδια, το χορτάρι, τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων γίνονται µε υπέροχο τρόπο ένα οχυρό ενάντια στην επέλαση του υπερφυσικού κακού. ∆εν πρόκειται για τον συνήθη ιδανικό κόσµο, αλλά για έναν κόσµο διαποτισµένο από το µυστηριώδες γαλάζιο, και την κάθιδρη απείθεια των ονείρων˙ αυτό είναι Μπηρς. Τέλος, µε κάποιον περίεργο τρόπο, το απάνθρωπο δεν λείπει εντελώς. Το «απάνθρωπο» στο οποίο αναφέρεται ο Κύριος Λάβµαν, συνίσταται σε µια σπάνια διαπλοκή σαρδόνιας κωµωδίας και µαύρου χιούµορ, κι ακόµη-ακόµη σ’ ένα είδος απόλαυσης που υποβάλουν εικόνες σκληρότητας και µαρτυρικής απογοήτευσης.
Το έργο του Μπηρς είναι γενικά κάπως άνισο. Πολλά διηγήµατά του είναι ολοφάνερα γραµµένα κατά παραγγελία, µε κοινότοπο τεχνητό ύφος, που προέρχεται από τα δηµοσιογραφικά πρότυπα, αλλά το ιδιόµορφο στοιχείο του αποτρόπαιου τους προσδίδει κάτι εξαιρετικό, και αρκετά από αυτά βρίσκονται οπωσδήποτε στην κορυφή της αµερικανικής διηγηµατογραφίας. Ο Μπηρς σπάνια εκµεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες των θεµάτων του, ή τουλάχιστον όχι όσο συχνά το καταφέρνει ο Πόε. Ένα µεγάλο µέρος του έργου του διακατέχεται από κάποια αίσθηση αφέλειας, πεζογραφικής στερεοτυπίας, και επαρχιωτισµού, στοιχεία τα οποία αντιπαραβάλλονται στις προσπάθειες των επιγόνων του. Εντούτοις, η γνησιότητα και η καλλιτεχνική αξία των σκοτεινών υπαινιγµών του, θα κρατούν πάντα τα διηγήµατά του στο απυρόβλητο της επέλασης του χρόνου.
SAN FRANCISCO NEWS LETTER Τεύχος Χριστουγέννων, 1897
Ο Αµπρόουζ Μπηρς, για του οποίου την καταγωγή και την εκπαίδευση δεν υπάρχουν πληροφορίες, εκτός από το εύλογο γεγονός πως δεν είναι από την Καλιφόρνια, έχει γράψει ποιήµατα και διηγήµατα, αλλά τον γνωρίζουµε κυρίως από τα καυστικά δηµοσιογραφικά κείµενά του. Η γραφή του είναι εν πολλοίς πικρόχολη, σαρκαστική, και αν ήθελα να ψήσω έναν άνθρωπο στα κάρβουνα, δεν θα µπορούσα να βρω άλλον που να ξέρει καλύτερα τι πρέπει να κάνω. Μα παρόλη την δύναµη της πένας του, δεν είναι εύκολος συγγραφέας. ∆ιψά για φρίκη, του αρέσει να κάνει τις τρίχες των αναγνωστών του να ορθώνονται και τα µάτια τους να κινδυνεύουν να πεταχτούν από τα κρανία τους. Ένα διήγηµα του Αµβρόσιου Μπηρς δεν µπορεί εύκολα να κερδίσει την επιδοκιµασία οποιουδήποτε κάθεται µόνος µια σκοτεινή νύχτα του Χειµώνα, σ’ ένα δωµάτιο µε πόρτες που δεν κλειδώνουν καλά και παραθυρόφυλλα που τρίζουν. Η λιακάδα, το καταγάλανο κύµα, οι ψίθυροι των φύλλων, και το κελάρυσµα των δροσερών πηγών δεν γοητεύουν τον Μπηρς. Όσοι από εµάς αγαπούν όλες αυτές τις φυσικές οµορφιές, θα θεωρήσουν οπωσδήποτε τον συγγραφέα τουλάχιστον αλλόκοτο. Του λείπει εκείνη η ζωντάνια και η πνευµατική ισορροπία, που κάνουν το έργο του Στήβενσον [Robert Louis Stevenson, 1850-1894] γοητευτικό και ιδιαιτέρως τονωτικό. Επιπροσθέτως, δεν εννοεί να περιορίσει την έφεσή του προς την δηµιουργία παράξενων λέξεων, τόσο το χειρότερο που αυτή η έφεση δεν υποστηρίζεται από σοβαρά φιλολογικά προσόντα.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 1842 Στις 24 Ιουνίου, ο Αµπρόουζ Μπηρς γεννιέται στο Οχάιο. Οι γονείς του, Μάρκους και Λάουρα Μπηρς θ’ αποκτήσουν αργότερα άλλα εννέα παιδιά. 1846 Η οικογένεια µετακοµίζει στο Ουόλνατ Κρικ της Ιντιάνα. 1857 Ο Αµπρόουζ εργάζεται σαν παραγιός τυπογράφου στην εφηµερίδα The Northern Indianan, του Ουόρσο. 1859 Φοιτά για έναν χρόνο στην Στρατιωτική Σχολή του Κεντάκι. 1860 Εργάζεται πρώτα σε πλινθοποιείο, και έπειτα σε εµπορικό κατάστηµα στο Έλκαρτ της Ιντιάνα. 1861 Στις 19 Ιουνίου κατατάσσεται σαν απλός οπλίτης στον 3ο Λόχο του 9ου Συντάγµατος Εθελοντών της Ιντιάνα. Στις 3 Ιουλίου, παίρνει το βάπτισµα του πυρός, στο Φιλίπι της Βιρτζίνια, µαχόµενος κατά του Στρατού της Συνοµοσπονδίας των Νοτίων Πολιτειών. Στις 10 Ιουλίου, σώζει πληγωµένο συνάδελφό του, περνώντας µε αυταπάρνηση µέσα από τις γραµµές των Συνοµοσπονδιακών. Στις 27 Αυγούστου, προβιβάζεται σε Λοχία. 1862 Τον Φεβρουάριο, µετατίθεται στην Ταξιαρχία του Στρατηγού Χέιζ, που ανήκει στον Στρατό του Μπιούελ, και πηγαίνει στο Νάσβιλ. Προβιβάζεται σε Αξιωµατικό της Γεωγραφικής Υπηρεσίας υπό τον Στρατηγό Χέιζεν. Τον Απρίλιο, παίρνει µέρος στην αιµατηρή µάχη του Σιλό.Τον Μάιο προβιβάζεται σε Ανθυπολοχαγό. Στις 26 ∆εκεµβρίου πολεµά στο Στόουν Ρίβερ. 1863 Στις 13 Σεπτεµβρίου προβιβάζεται σε Υπολοχαγό. Στις 20 Σεπτεµβρίου παίρνει µέρος στην µάχη της Τσικαµάουα, που θα σηµαδέψει την ζωή του. Στις 24 Νοεµβρίου παίρνει µέρος στην µάχη του Μισόναρι Ριτζ. 1864 Στις 17 Μαΐου, µάχεται στο Πίκετς Μιλ. Στις 23 Ιουνίου, τραυµατίζεται στο κεφάλι από θραύσµα οβίδας και νοσηλεύεται σε στρατιωτικό νοσοκοµείο. Τον Σεπτέµβριο επιστρέφει στην υπηρεσία του, και τον επόµενο µήνα συλλαµβάνεται από τους Συνοµοσποδιακούς, στον ποταµό Κούσα, αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει. Τον Νοέµβριο ανδραγαθεί στην µάχη του Φράνκλιν, στην Αλαµπάµα, και ονοµάζεται επίτιµος Λοχαγός. 1865 Τον Ιανουάριο, µετατίθεται στο Χάµτσιβ της Αλαµπάµακαι τον επόµενο µήνα ονοµάζεται επίτιµος Ταγµατάρχης, για τις εξαιρετικές υπηρεσίες του στο µέτωπο. Τον Απρίλιο, είναι Υπεύθυνος για τον Εθνικό Θησαυρό, στην Σέλµα της Αλαµπάµα. Το ποταµόπλοιό του, φορτωµένο µε βαµβάκι, δέχεται επίθεση πειρατών. Τον Σεπτέµβριο επισκέπτεται τον Παναµά, και γράφει το πρώτο του δηµοσιογραφικό κείµενο: έναν απολογισµού του ταξιδιού του. 1866
Τον Χειµώνα, παραιτείται από την υπηρεσία του, επιστρέφει στην Ιντιάνα, και υποβάλει αίτηση για την κατάταξή του στον Στρατό των Ηνωµένων Πολιτειών. Το Καλοκαίρι της ίδια χρονιάς, συνοδεύει τον Στρατηγό Χέιζεν σαν Αξιωµατικός του Μηχανικού, σε αποστολή επιθεώρησης των Οχυρών, µέσα στις περιοχές των Ινδιάνων. Τον Νοέµβριο φτάνει στο Σαν Φρανσίσκο. Η αίτησή του στον Στρατό έχει απορριφθεί, κι έτσι πιάνει δουλειά σαν νυχτοφύλακάς. 1867 Στις 21 Σεπτεµβρίου, η εφηµερίδα Californian δηµοσιεύει το πρώτο ποίηµά του, µε τον τίτλο Η Βασιλική [The Basilica]. Τον ∆εκέµβριο της ίδια χρονιάς δηµοσιεύει το κείµενο Η Γυναικεία Ψήφος [Female Suffrage]. 1868 Τον Ιούλιο, δηµοσιεύει άρθρα στις εφηµερίδες The Golden Era και News-Letter. Σύντοµα γίνεται µέλος της συντακτικής οµάδας της News-Letter, και στις 12 ∆εκεµβρίου Αρχισυντάκτης. Αρχίζει να δηµοσιεύει την στήλη Ο Τελάλης [The Town Crier]. Γνωρίζεται µε τον Μαρκ Τουέν [Mark Twain 1835-1809], ο οποίος επισκέφθηκε τα γραφεία της News-Letter, για να εξοφλήσει ένα δάνειο. 1870 Μετακοµίζει στο Σαν Ραφαέλ, ελπίζοντας πως το κλίµα θα κάνει καλό στο άσθµα του. Τον Ιανουάριο δηµοσιεύει το πρώτο διήγηµά του στο περιοδικό Overland, που διευθύνει ο πεζογράφος Μπρετ Χαρτ [Bret Harte, 1836-1902]. 1871 Στις 25 ∆εκεµβρίου παντρεύεται την Μαίρη Έλεν Ντέι [Mary Ellen Day], στο Σαν Φρανσίσκο. 1872 Τον Μάρτιο, παραιτείται από την News-Letter και µετακοµίζει µε την σύζυγό του στο Λονδίνο. Γράφει για το χιουµοριστικό περιοδικό Fun. Συνεργάζεται µε το περιοδικό Figaro. Τον Ιούλιο εκδίδει το πρώτο βιβλίο του, Η Χαρά του ∆αίµονα [The Fiend's Delight], µε τον φευδώνυµο Ντοντ Γκριλ. Τον ∆εκέµβριο, το ζεύγος µετακοµίζει Μπρίστολ, και στις 18 του ίδιου µήνα γεννιέται ο Ντέι Μπηρς. 1873 Οι Μπηρς µετακοµίζουν στο Μπαθ, και ύστερα από λίγο στο Χάµπστιντ. Την Άνοιξη, ο Αµπρόουζ επισκέπτεται το Παρίσι και µένει εκεί δύο µήνες. Εκδίδει το δεύτερο βιβλίο του, Χρυσάφι και Σκόνη [Nuggets and Dust]. Τον Χειµώνα, συναντά στην Λέσχη Φράιρ του Λονδίνου, τον Τουέν και τον ποιητή Χοακίν Μίλερ [Joaquin Miller, 1837-1913] σ’ ένα γεύµα που εξελίσσεται σε ταραχώδες γλέντι. 1874 Τον Μάιο εκδίδει το βραχύβιο περιοδικό The Lantern. Στις 29 Απριλίου γεννιέται ο Λιθ Μπηρς. 1875 Εκδίδει το τρίτο βιβλίο του, Αράχνες σε Παλιό Καύκαλο [Cobwebs from an Empty Skull]. Τον Μάιο, η σύζυγός και τα δύο αγόρια επιστρέφουν στο Σαν Φρανσίσκο. Τον Οκτώβριο τους ακολουθεί, και πιάνει δουλειά στην Υπηρεσία Μεταλλείων. Στις 30 του ίδιου µήνα γεννιέται η Έλεν Μπηρς. 1876 Καταλαµβάνει την θέση του Γραµµατέα της Λέσχης Bohemian, η οποία αποτελεί την δυναµικότερη έκφραση της καλλιτεχνικής Άνοιξης της δεκαετίας του 1880 στην Καλιφόρνια. 1877
Τον Μάιο, προσλαµβάνεται σαν βοηθός Αρχισυντάκτη στο περιοδικό Argonaut. Γράφει την στήλη «Ο Κουτσοµπόλης». Όταν ένας µαινόµενος αναγνώστης εισβάλει στα γραφεία του περιοδικού, ο Αµπρόουζ τον αντιµετωπίζει µε το πιστόλι του. Τον Ιούνιο, εκδίδει το βιβλίο Ο Χορός του Θανάτου [The Dance of Death] µε το ψευδώνυµο Ουίλιαµ Χέρµαν, και «απαντά» µε το βιβλίο Ο Χορός της Ζωής [The Dance of Life], χρησιµοποιώντας αυτήν την φορά το ψευδώνυµο Τζ. Μίλτον Σλόλακ. Μετακοµίζει στο Σαν Ραφαέλ. 1880 Τον Ιούνιο προσλαµβάνεται στην θέση του ∆ιευθυντή της Μεταλλευτικής Εταιρίας Πλέισερ, στους Μαύρους Λόφους της Νότιας Ντακότα. Τον ∆εκέµβριο, η Εταιρία κηρύσσει Πτώχευση και ο Αµπρόουζ επιστρέφει στην Καλιφόρνια. 1881 Τον Μάρτιο, αρχίζει την συνεργασία µε την εφηµερίδα Wasp του Σαν Φρανσίσκο, και ξαναδίνει ζωή στην στήλη του «Ο Κουτσοµπόλης». Εκεί δηµοσιεύει τους πρώτους ορισµούς που θα αποτελέσουν αργότερα το Λεξικό του ∆ιαβόλου [Devil's Dictionary]. Στα µέσα Ιουλίου, προβιβάζεται σε Αρχισυντάκτη. 1882 Μετακοµίζει στο Όκλαντ της Καλιφόρνια. Επιτίθεται άγρια στον Όσκαρ Ουάιλντ [Oscar Wilde, 1854-1990], που περιοδεύει στην Αµερική για διαλέξεις. 1885 Τον Ιούλιο η Wasp αλλάζει ιδιοκτήτη. Ο Αµπρόουζ χάνει την θέση του Αρχισυντάκτη, αλλά παραµένει τακτικός συνεργάτης. 1886 Τον Σεπτέµβριο διακόπτει την συνεργασία του µε την Wasp. 1887 Τον Μάρτιο ο εκδότης Χερστ [William Randolph Hearst, 1836-1951] τον προσλαµβάνει σαν επιφυλλιδογράφο και επιµελητή στην εφηµερίδα San Francisco Examiner. Εκεί δηµοσιεύει τα διηγήµατά του µε θέµα τον Αµερικανικό Εµφύλιο. 1888 Ο γάµος του διαλύεται. 1889 Στις 16 Ιουλίου, ο Ντέι Μπηρς σκοτώνει τον ερωτικό αντίζηλό του και αυτοκτονεί. Ο Αµπρόουζ γνωρίζει την πεζογράφο Γερτρούδη Άθερτον [Gertrude Atherton, 18541948]. 1891 Εκδίδει το πρώτο βιβλίο µε διηγήµατα, το περίφηµο Ιστορίες µε Στρατιώτες και Πολίτες [Tales of Soldiers and Civilians], το οποίο ανατυπώνεται στο Λονδίνο µε τον τίτλο Καταµεσής της Ζωής [The Midst of Life]. 1892 Το Οκτώβριο γράφει το µόνο µακροσκελές πεζογράφηµά του, σε συνεργασία µε τον προστατευόµενό του δηµοσιογράφο και συγγραφέα ιστοριών τρόµου, Αδόλφο Ντάνζιγκερ [Adolphe Danziger 1859-1959]. Πρόκειται για την χιουµοριστική νουβέλα Ο Μοναχός και Η Κόρη του ∆ηµίου [The Monk and the Hangman's]. Ο Ντάνζιερ βρήκε την νουβέλα σε κάποιο γερµανικό περιοδικό και την µετέφρασε πρόχειρα. Το πρωτότυπο, µε τον τίτλο Der Mönch von Berchtesgaden, ανήκε στον Γερµανό λαϊκό συγγραφέα Ριχάρδο Φος [Richard Voss, 1851-1918]. Ο Μπηρς έδωσε νέα πνοή στο πεζογράφηµα, κάνοντάς το πολύ καλύτερο από το πρωτότυπο. Τον Νοέµβριο της ίδια χρονιάς εκδίδει την συλλογή σατιρικών ποιηµάτων Μαυροµπάµπουρες σε Κεχριµπάρι [Black Beetles in Amber]. Επιτίθεται και καρφώνει τον Ντάνζιερ µε την πένα του.
1893 Τον ∆εκέµβριο εκδίδει την συλλογή διηγηµάτων τρόµου Γίνονται Τέτοια Πράγµατα; [Can Such Things Be?] . Μετακοµίζει στο Μπέρκλεϊ. 1894 Μετακοµίζει στο Σαν Χοσέ κι έπειτα στο Λος Γκάτος. 1896 Τον Ιανουάριο, ο Χερστ τον στέλνει στην Ουάσινγκτον, προκειµένου να καλύψει την υπόθεση του τεράστιου χρέους που είχε προς την Κυβέρνηση η Εταιρία Σιδηροδρόµων. Το σκάνδαλο, το οποίο ο Μπηρς αντιµετώπισε µε υπέρµετρη επιθετικότητα, γύρισε πάνω του και πάνω στην εφηµερίδα του. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορήθηκαν πως σαµποτάρουν την ανάπτυξη των σιδηροδρόµων στις Η.Π.Α. 1899 Εκδίδει ένα από τα διασηµότερα έργα του, τους Φανταστικούς Μύθους [Fantastic Fables], µε «υπερφυσικές» εκδοχές κλασσικών Αισωπικών Μύθων. Τον ∆εκέµβριο µετακοµίζει στην Ουάσινγκτον, συνεχίζοντας να γράφει για τον Χερστ. Επισκέπτεται τον γιο του Λιθ, ο οποίος είναι επίσης δηµοσιογράφος στην New York Telegraph. 1901 Στις 31 Μαρτίου, ο Λιθ Μπηρς πεθαίνει από πνευµονία. Είναι µόνον 26 ετών, αλλά από καιρό αλκοολικός. Τον Σεπτέµβριο, δολοφονείται ο Πρόεδρος Μακ Κίνλι [William McKinley, 1897-1901], και οι πολιτικοί αντίπαλοι του Χερστ ξεθάβουν ένα τετράστιχο που είχε δηµοσιεύσει παλιότερα ο Αµπρόουζ στην Examiner, και στο οποίο εξέφραζε τον διακαή του πόθο να δει τον Πρόεδρο νεκρό. Το τετράστιχο αυτό στάθηκε καθοριστικό για την εκλογική αποτυχία του Χερστ. 1903 Τον Οκτώβριο εκδίδει την ποιητική συλλογή Σχήµατα από Πηλό [Shapes of Clay]. 1904 Τον ∆εκέµβριο η σύζυγός του υποβάλει αίτηση διαζυγίου. 1905 Στις 27 Απριλίου η σύζυγός του πεθαίνει στο Λος Άτζελες.. Από τον Σεπτέµβριο ο Αµπρόουζ γράφει στο περιοδικό Cosmopolitan, που εκδίδει ο Χερστ. 1906 Εκδίδει το Λεξικό του ∆ιαβόλου, µε τον τίτλο Το Αλφαβητάρι του Κυνικού [The Cynic's Word Book]. 1907 Επισκέπτεται τα πεδία µάχης του Εµφυλίου στο Τενεσί και στο Τέξας. 1908 Παραιτείται από το Cosmopolitan, δηλώνοντας πως τον Χερστ «Μόνο ο Θεός µπορεί να τον αντέξει...» 1909 Εκδίδει το βιβλίο Η Σκιά του Ήλιου και Άλλα ∆οκίµια [The Shadow on the Dial and Other Essays]. Το Οκτώβριο εκδίδεται το σηµαντικό κείµενό του για την τέχνη του γραψίµατος, Γράψε το Σωστά [Write it Right]. Παράλληλα αρχίζει η έκδοση των Απάντων του, που ολοκληρώθηκε το 1912, σε 12 τόµους. 1910 Τον Μάιο επιστρέφει στην Καλιφόρνια. Το ίδιο Καλοκαίρι εµπλέκεται στον περίφηµο διαγωνισµό οινοποσίας µε τον Τζακ Λόντον [Jack London, 1876-1916], τον οποίο απεχθανόταν. 1911
Το Καλοκαίρι ξεκουράζεται στο Σαγκ Χάρµπορ του Λονγκ Άιλαντ. 1912 Επισκέπτεται για τελευταία φορά την Καλιφόρνια. 1913 Στις 2 Οκτωβρίου σχεδιάζει να πάει στο Μεξικό, στο οποίο έχει ξεσπάσει επανάσταση υπό τον Πάντσο Βίγια [Pancho Villa, 1878-1923], και γράφει στην ανεψιά του Λόρα: «Να είσαι ένας Γκρίνγκο στο Μεξικό... Αυτό είναι ευθανασία!». Φεύγει από την Πολιτεία της Ουάσινγκτον µε τραίνο για το Μεξικό. Στις 3 Οκτωβρίου φτάνει στην Τσατανούγκα και επισκέπτεται το πεδίο µάχης της Τσικαµάουγκα. Στις 24 Οκτωβρίου φτάνει στην Νέα Ορλεάνη. ∆ίνει συνέντευξη σ’ έναν Αµερικανό δηµοσιογράφο. Υποτίθεται πως δηλώνει: «Πηγαίνω στο Μεξικό, γιατί µου αρέσει το παιχνίδι». Στις 27 Οκτωβρίου φτάνει στο Σαν Αντόνιο και επισκέπτεται το Οχυρό Σαµ Χιούστον. Στις 6 Νοεµβρίου γράφει στην ανεψιά του, από το Λαρέντο του Τέξας: «∆ενµ ξέρω που θα βρίσκοµαι αύριο... Νοµίζω πως δεν έχει ιδιαίτερη σηµασία. Αντιός». Επισκέπτεται το Οχυρό Μάκιντος στις όχθες του ποταµού Ρίο Γκράντε. Στις 28 Νοεµβρίου, περνά έφιππος το συνοριακό φυλάκιο της γέφυρας που ενώνει την πόλη του Ελ Πάσο µε την µεξικανική Σιουδάδ Χουάρθ. Φηµολογείται πως µετέφερε 2.000 δολάρια σε χρυσό. Στις 26 ∆εκεµβρίου γράφει από την Τσιουάουα του Μεξικού, στην γραµµατέα και σύντροφό του, Κάρι Κρίστιανσαν [Carrie Christiansen], πως προτίθεται να πάει µε τραίνο µέχρι την Οχινάγα, όπου τα στρατεύµατα του Πάντσο Βίγια έχουν παραταχθεί για να συγκρουστούν µε τον Κυβερνητικό Στρατό. Αυτή είναι η τελευταία επικοινωνία που είχε µε οποιονδήποτε. 1914 Την 1η Ιανουαρίου, ο Πάντσο Βίγια καταλαµβάνει την Οχινάγα. Ο Υπουργός Εσωτερικών των Η.Π.Α. διατάσσει έρευνα για την εξαφάνιση του Μπηρς, η οποία όµως δεν έχει το παραµικρό αποτέλεσµα. Η κόρη του Αµπρόουζ, Έλεν, προσλαµβάνει ιδιωτικό αστυνοµικό, πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσµα. 1920 Τον Μάρτιο, η εφηµερίδα San Francisco Bulletin στέλνει στο Μεξικό τον δηµοσιογράφο Ουίλκινς, για να ερευνήσει γύρω στην εξαφάνιση του Μπηρς. Η εφηµερίδα δηµοσιεύει ένα δακρύβρεκτο κείµενο, σύµφωνα µε το οποίο ο Αµπρόουζ εκτελέστηκε από στρατιώτες του Βίγγια, το 1915, στην πόλη Ικαµόλι. 1923 Στις 23 Ιουλίου δολοφονείται στην πόλη Πάραλ του Μεξικού ο Πάντσο Βίγια. 1928 Ο Αδόλφος Ντάνζιγκερ - ο οποίος στο µεταξύ άλλαξε το όνοµά του σε Αδόλφος Ντε Κάστρο - ισχυρίζεται πως πήρε προσωπική συνέντευξη από τον Βίγια. Ο Μεξικανός επαναστάτης υποτίθεται πως πυροβόλησε τον Μπηρς επειδή έπινε πολλή τεκίλα. Φυσικά η ιστορία είναι δηµιούργηµα του Ντάνζιγκερ. 1929 Ο βιογράφος Κάρι Μακ Ουίλιαµς [Carey McWilliams, 1905-1980], επικαλούµενος την µαρτυρία κάποιου µισθοφόρου Ο’ Ράιλι, δηλώνει πως ο Μπηρς πυροβολήθηκε από στρατιώτες κοντά στην Σιέρα Μοχάδα και βρίσκεται θαµµένος εκεί.