Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας και École Pratique des Hautes Études IVe Section Mention « Histoire, textes et documents » École doctorale 472 de l’École Pratique des Hautes Études UMR 8167 Orient et Méditerranée
Οι αιχμάλωτοι πολέμου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (6ος-11ος αι.): Εκκλησία, Κράτος, διπλωματία και κοινωνική διάσταση
Μαρίλια Λυκάκη
Διδακτορική Διατριβή Βυζαντινής Ιστορίας Υποστηρίχθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2016
Συμβουλευτική επιτροπή: Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, Πανεπιστήμιο Αθήνας Constantin Zuckerman, École Pratique des Hautes Études Κατερίνα Νικολάου, Πανεπιστήμιο Αθήνας
Université Nationale et Kapodistrienne d’Athènes École Philosophique d’Athènes, Département d’Histoire et d’Archéologie et École Pratique des Hautes Études IVe Section Mention « Histoire, textes et documents » École doctorale 472 de l’École Pratique des Hautes Études UMR 8167 Orient et Méditerranée
Les prisonniers de guerre dans l’Empire Byzantin (VIe - XIe s.): L’Église, l’État, la diplomatie et la dimension sociale.
Par Marilia Lykaki
Thèse de doctorat d’Histoire Byzantine Soutenue le 13 janvier 2016
Sous la direction de : Mme Athina Kolia-Dermitzaki, Université d’Athènes M. Constantin Zuckerman, École Pratique des Hautes Études Mme Katerina Nikolaou, Université d’Athènes
Μέλη της επταμελούς επιτροπής: Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Καθηγήτρια,
Εθνικό
και
Καποδιστριακό
Constantin Zuckerman, Directeur d’études, Ecole Pratique des Hautes Etudes Κατερίνα Νικολάου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ταξιάρχης Κόλιας, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Μαρία Λεοντσίνη, Κύρια ερευνήτρια, Τομέας Βυζαντινών Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Τριανταφυλλίτσα Μανιάτη-Κοκκίνη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ειρήνη Χρήστου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Membres du jury : Ahtina Kolia-Dermitzaki, Professeur, Université Nationale et Kapodistrienne d’Athènes Constantin Zuckerman, Directeur d’études, Ecole Pratique des Hautes Etudes Katerina Nikolaou, Professeur Assistante, Université Nationale et Kapodistrienne d’Athènes Taxiarchis Kolias, Directeur de l’Institut des Recherches Historiques de la Fondation Nationale des Recherches Scientifiques Maria Leontsini, Maître de recherche, Institut des Recherches Historiques de la Fondation Nationale des Recherches Scientifiques Triandafyllitsa Maniati-Kokkini, Professeur Assistante, Université Nationale et Kapodistrienne d’Athènes Irene Christou, Professeur Assistante, Université Nationale et Kapodistrienne d’Athènes
Δίλημμα Αν ο λυγμός του κόσμου Γροθιά δε γίνει Λυγμός θα παραμείνει Μοιρολόι. Αν για τα πάντα δεν αγωνιστούμε Τα πάντα θα χάσουμε Και θα μείνουμε σκιές Και δάκρυα Και προσευχές σε θεούς και αγίους. Δε γεννηθήκαμε για να πεθαίνουμε την κάθε μέρα Μα για να ζήσουμε μια ζωή υπέροχη Να τα έχουμε όλα Γιατί όλα εμείς τα φτιάχνουμε!
Dilème Si le sanglot du monde Ne devient pas un poing Un sanglot il reste Une nénie. Si on ne luttera pas pour tout On perdera tout Et on restera des ombres Et des larmes Et des prières aux dieux et aux saints. On n’est pas nés pour mourir chaque jour Mais pour vivre une vie merveilleuse Pour avoir tout Car c’est nous qui créons tout!
Μαριάννα Γιαννουράκου, Γιατί η ποίηση δεν είναι νανούρισμα, η ποίηση είναι σάλπισμα!, έκδ. Vakxikon, Αθήνα 2014.
Περιεχόμενα Ευχαριστίες………………………………………………………………………..................4 Remerciements……………………………………………………………………………….5 Resumé substentiel en français……………………………………………………………..6 English Abstract and keywords…………………………………………………………...34 Εισαγωγή…………………………………………………………………………................35
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Θεωρητικές προσεγγίσεις Ενότητα πρώτη: Ζητήματα εννοιών και νομοθεσίας γύρω από την αιχμαλωσία Εισαγωγικά………………………………………………….……………………………....50 Η έννοια του αιχμαλώτου και της αιχμαλωσίας……………………………………….51 Το δικαίωμα της υποστροφής και το ius gentium στο ρωμαϊκό δίκαιο………………..54 Το πολιτειακό καθεστώς του αιχμαλώτου στο ρωμαϊκό δίκαιο και η εξέλιξή του………………………………………………………………...………………………….57 Το πολιτειακό και συζυγικό καθεστώς του αιχμαλώτου …………….........………….64 Ενδιαφέρον για τους αιχμαλώτους ή διπλωματικό εργαλείο; ……………………….70 Ενότητα δεύτερη: Αντιλήψεις και πρακτικές των δύο κύριων αντιπάλων Η πολιτική των Αράβων σχετικά με το ζήτημα των αιχμαλώτων …………………………………………………………………………………..……………80 Οι συνέπειες από το νομοθετικό έργο της Εκλογής …………………………………..82 Ο ισλαμικός νόμος και η έννοια της fidā ………………………….……………………..86 Η σημασία του 8ου αιώνα: συνέχεια και εξέλιξη …………...………………………….91 Η πραγματικότητα του 9ου και 10ου αιώνα ..…………………………………………...92 Η βυζαντινή οπτική και οι λιποτάκτες..………………………………………................96 Οι αιχμάλωτοι από τα βαλκανικά εδάφη και η πολιτική της μετοικεσίας …………………………………………………………………………………….................108
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Τρία σύνορα με τρεις διαφορετικούς τύπους σχέσης Ενότητα πρώτη: Διαφορά στη βυζαντινή οπτική αναλόγως του αντιπάλου Εισαγωγικά………………………………………………………………………………120 Ανταλλαγή αιχμαλώτων ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους βόρειους γείτονές του…………………………………………………………………………………………121
2
Γεγονότα και περιπτώσεις αιχμαλωσίας από το δυτικό σύνορο της Αυτοκρατορίας ……………………………………………………………………………………………….123 Οι βυζαντινοβουλγαρικοί πόλεμοι και η τύχη των αιχμαλώτων…………………...133 Οι αιχμάλωτοι ως μέρος των λαφύρων ……………………………………………….150 Ενότητα δεύτερη: Η εξαγορά των αιχμαλώτων ως χρέος του Κράτους και της Εκκλησίας Η απελευθέρωση των αιχμαλώτων μέσω της εξαγοράς τους……………….……..163 Η ιδιωτική εξαγορά………………………………………………………………….……164 Η αμοιβαία εξαγορά των αιχμαλώτων στο βαλκανικό σύνορο………………….…..187 Η θέση της Εκκλησίας και η συμβολή του χριστιανισμού……………………….…..189
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ζωή στην αιχμαλωσία Ενότητα πρώτη: Πρακτικά ζητήματα σχετικά με τις ανταλλαγές Φυλακές, χώροι κράτησης…………………………………...……………………...…...201 Η διαδρομή προς την ελευθερία ή την αιχμαλωσία…………………………………..205 Ενότητα δεύτερη: Ζητήματα σχετικά με τη μεταχείριση των αιχμαλώτων Εισαγωγικά. ………………………………………………………………….…...……….211 Οι χώροι κράτησης και οι συνθήκες μέσα στις φυλακές……………….……………217 Υποδούλωση: Μια κοινή πρακτική…………………………………….………………..226 Η θρησκευτική μεταστροφή των αιχμαλώτων ως δίαυλος για την απελευθέρωσή τους………………………………………………...……………………………….…....…236 Η συμμετοχή ξένων αιχμαλώτων σε βυζαντινές τελετές………….………………..250 Ο συμβολισμός των αλλαγίων και των πρεσβειών. Μια επιτελεστική προσέγγιση .................................................................................................................................................362 Προσπάθειες για την ενσωμάτωση των αιχμαλώτων στην κοινωνία…………....…281 Η αντιμετώπιση ομοθρήσκων αιχμαλώτων εκ μέρους των χριστιανών…………...306 Συμπεράσματα…………………………………………………………………................310 Βιβλιογραφία……………………………………………………………………………...330 Παράρτημα
3
Ευχαριστίες Ολοκληρώνοντας αυτή τη διατριβή θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς τους επιβλέποντες καθηγητές μου: Την κ. Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε από την αρχή με τη συνεργασία μας στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραμμάτων που διευθύνει αλλά κυρίως στην πρόοδο της διδακτορικής μου διατριβής πάνω σε ένα θέμα που άπτεται των επιστημονικών εδιαφερόντων της. Τον κ. Constantin Zuckerman που καθοδηγεί την έρευνά μου από την αρχή των μεταπτυχιακών μου σπουδών μέχρι και σήμερα επιδεικνύοντας πάντα μεγάλη διαθεσιμότητα σε ό, τι έχω χρειαστεί και την κ. Κατερίνα Νικολάου που παρακολουθεί τις σπουδές μου από τα προπτυχιακά έτη και της οποίας τα σεμινάρια έστρεψαν το ενδιαφέρον μου προς τη μελέτη της βυζαντινής κοινωνίας. Οι συμβουλές όλων τους και η ακεραιότητά τους αποτέλεσαν παράδειγμα για εμένα. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την οικογένειά μου για την υποστήριξη και το ενδιαφέρον για τις σπουδές μου, τους φίλους μου που πάντα με ενθάρρυναν να ολοκληρώσω αυτή τη μελέτη και τον Δημήτρη για τη στοργή και την υπομονή του. Ευχαριστίες οφείλω επίσης στα τμήματα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών και της EPHE που βοήθησαν σε αυτή την πρώτη συνεπίβλεψη διδακτορικής διατριβής ανάμεσα στα δύο Ιδρύματα. Η έρευνα αυτή δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την οικονομική συμβολή του κληροδοτήματος Αν. Παπαδάκη, του Ιδρύματος J. Zakos και της EPHE. Ευχαριστώ πολύ, επίσης, το προσωπικό των βιβλιοθηκών στην Αθήνα και το Παρίσι. Τέλος, δε θα μπορούσα να ξεχάσω τους ερευνητές του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε., οι οποίοι στη διάρκεια της συμμετοχής μου σε ερευνητικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου, έδωσαν πραγματική ώθηση στη σκέψη μου.
4
Remerciements Au moment de conclure cette thèse toute ma reconnaissance va à mes directeurs de thèse : Mme Athina Kolia-Dermitzaki pour la confiance qu’elle m’a accordée dès le début en me permettant d’entrer en contact avec le monde de la recherche et puis m’occuper d’un sujet qui se trouve dans son domaine de spécialisation ; M. Constantin Zuckerman qui dirige mes recherches depuis mon mémoire de master en faisant preuve d’une grande disponibilité et Mme Katerina Nikolaou qui suit mes études dès la licence et dont les séminaires ont motivé mon intérêt vers la société byzantine. Leurs conseils scientifiques avisés et leur goût de la rigueur ont été un vrai modèle pour moi. Je tiens à remercier aussi ma famille pour leur soutien et leur intérêt pour mes études ; mes amis qui m’ont toujours encouragée à tenir jusqu’au bout de cette thèse ; et Dimitris pour son affection et sa patience. Je souhaite remercier encore les Relations Internationales de l’Université d’Athènes et de l’Ecole Pratique des Hautes Etudes qui ont accordé beaucoup de soin à cette première cotutelle de doctorat entre les deux établissements. Cette recherche n’aurait jamais pu être effectuée sans le soutien financier de la fondation A. Papadakis, de l’Institut J. Zakos et de l’EPHE. Je suis aussi reconnaissante envers les bibliothèques d’Athènes et de Paris qui ont été la source de mes connaissances. Enfin je ne voudrais pas oublier les chercheurs de la FNRS qui ont fait avancer ma pensée pendant ma participation dans une recherche scientifique menée par l’Institut des Recherches Historiques.
5
Résumé en français
Presentation de la stucture : Une vaste Introduction a été jugée indispensable afin d’orienter le lecteur concernant l’espace, le temps et la société ; puis poser les questions qui ont initié cette recherche, dessiner le cadre des desiderata et informer sur les problèmes affrontés pendant la recherche. Le corps de la thèse est divisé en trois parties : Le premier concerne les approches théoriques au sujet de la captivité de guerre. Il y a deux unités et chacune a des sous-titres. Dans la première unité sont présentés les termes et la législation concernant le statut du captif. Les pratiques entre Byzance et les Perses et l’évolution des lois depuis la période romaine jusqu’à la période médiévale nous amènent à la deuxième unité. Là on voit les conceptions et les pratiques des deux ennemis principaux, Byzance et les Arabes, et les conséquences de l’œuvre législatif des Isauriens, c’est-à-dire de l’Ecloga. Ainsi se démontre l’importance du VIIIe siècle pour le sujet de la captivité de guerre. Le sujet des déserteurs qui entraient le camp adversaire est très développé depuis la période romaine et dévoile une fine ligne entre la religion et la politique. Le dernier sous-titre de cette unité discute la politique de Byzance vers les captifs venus de l’espace balkanique et plus précisément la probable pratique démontrée par les sceaux des commerciers des apôthekai andrapôdon. Ce sujet fait le pont pour l’introduction dans la deuxième partie où il y a une seule unité discutant les différentes relations que Byzance avait avec ces voisins de trois frontières. Ici se présentent des cas pour le front bulgare et le front ouest. En plus, on discute des différents types d’affranchissement (le rachat privé et le rachat mutuel) et donc du rôle de la religion et enfin de 6
l’Eglise chrétienne. La troisième partie est réservée aux sujets pratiques. Une petite première unité présente les lieux de détention des prisonniers de guerre et les routes possibles utilisées pour leur transport en démontrant l’importance des certaines régions comme la Cilicie. Finalement les sujets concernant le traitement des prisonniers de guerre se discutent dans la dernière unité. On examine tant le traitement des prisonniers byzantins que le traitement des prisonniers par les byzantins au fur et à mesure que les sources le permettent. L’esclavage, la conversion religieuse, les efforts d’intégrer les prisonniers dans la société Byzantine sont tous des aspects de leur traitement. En plus, dans le cadre de leur utilisation par l’Etat byzantin on voit outre le niveau pratique (comme par exemple l’usage des prisonniers comme esclaves, soldats, mains d’œuvre et agriculteurs, espions, officiers) un niveau symbolique qui est mieux compris dans la perspective d’une approche de performance entre les deux ennemis majeurs, les Byzantins et les Arabes. Ce niveau symbolique était toujours présent dans des cérémonies de la cour byzantine, dans les triomphes et bien dans les échanges organisés (ἀλλάγια) des prisonniers de guerre. Les conclusions de la thèse arrivent à la fin pour rappeler le but de cette étude, résumer les résultats et poser des points pour l’évolution de la problématique dans l’avenir. L’Appendix à la fin du volume constitue une partie importante car il y a des tableaux avec des données prosopographiques des prisonniers et des lois importantes pour l’évolution de l’attitude de l’Etat byzantin vers les besoins et l’identité des prisonniers de guerre. La vaste bibliographie et plutôt la partie des sources montrent la complexité du sujet traité par cette thèse et relèvent le plus grand des problèmes affrontés ce qui est à apprivoiser le matériel.
7
* * * L’étude d’une société médiévale, comme celle de Byzance, qui évolue dans un environnement changeant de façon dynamique, peut éclairer et mettre en évidence de nombreux aspects du développement des institutions qui
la
constituent.
A
travers
de
témoignages
historiques,
légaux,
hagiologiques et archéologiques on a suivi la question des prisonniers de guerre, comme celle a évolué du sixième à l’onzième siècle. En ayant en tant que gage l’héritage romain, Byzance s’est trouvée au centre des mutations au niveau géopolitique et idéologique. L’étendue des siècles qui ont été étudiés a permis la revue du sujet autour du traitement des prisonniers de guerre, tant pendant les périodes de prospérité qu’aux périodes de repli de l’Empire byzantin. On a cherché les prisonniers dans les opérations guerrières de Byzance avec ces voisins. Parfois la narration des événements historiques a été jugée nécessaire pour aider le lecteur, soit pour éclairer les causes et les conditions qui ont conduit à une action, soit pour décrire le cadre dans lequel une évolution a eu lieu. Un niveau extérieur développe les thématiques comme elles se présentent dans les titres. Un deuxième niveau fonctionne de manière chronologique quand cela est possible afin de permettre une perception d’évolution diachronique et détecter les mutations possibles concernant notre sujet d’intérêt. Dans cette étude on a mis l’accent sur ce qui change. On a analysé les méthodes de la libération des prisonniers de guerre et en effet, on a démontré que le procédé de libération, soit par rachat privé et public soit par échange, était en relation avec la personne, la façon et le temps où elle a été captivée. Dans le cas de la restitution de prisonniers le rapport entre l'individu et
8
l'État est particulier, parce que l'individu sort des limites de son État et passe sous l'autorité de l'adversaire politique. En fait, pour qui cherche à mettre en relief les changements de l'Empire byzantin face à l'islam, les échanges de prisonniers de guerre constituent un thème idéal. Et cela parce qu'il s'agit d'une innovation diplomatique de Byzance, et que cet usage fonde le sentiment d'une responsabilité de l'État envers l'individu. Les autorités byzantines n’ont pas mené dans la question des prisonniers de guerre une politique unique. Les politiques différaient, non seulement quant à savoir qui était l'ennemi, mais avec le même ennemi, il y avait des variations et des développements en fonction des besoins spécifiques de l'Empire et de l’objectif stratégique qu’il se posait. Donc, pour éclaircir le sujet en question de termes on affronte ici la captivité comme une soumission forcée à un ennemi organisé après un acte d’emprisonnement dans un cadre des hostilités et qui implique l’absence du prisonnier de sa communauté. Ainsi, la captivité est l’allongement dans le temps d’une action d’emprisonnement, une situation par principe transitoire dont les conditions se développent ci-dessous. Un réseau officiel de relations fut créé pour leur question. Les rencontres bipartites et les négociations organisées pour le retour ou l’échange des captifs se tenaient au niveau des hautes autorités militaires ou politiques ou même des chefs d'état. Mais comme la procédure de libération par rançon ou échange était habituellement malaisée et longue, un grand nombre de prisonniers demeuraient pendant de longues périodes ou même s'installaient de façon permanente dans les pays de leurs ennemis. Durant l’époque byzantine à laquelle nous nous rapportons, il n'existait pas comme de nos jours une législation internationale de protection des prisonniers de guerre. Ce qui permettait aux états et aux sociétés d’alors d'appliquer sur ce point leurs propres lois écrites ou orales. C’était donc elles, qui, en ligne générale et
9
avec, naturellement, de nombreuses variations dans leur mise en pratique, déterminaient le comportement et les obligations des vainqueurs envers ceux qui avaient été capturés sur les champs de bataille. Pourtant, dans le cours du temps Byzance développât sa politique sur la captivité. La législation de Byzance contient des dispositions relatives aux problèmes des prisonniers de guerre, que complètent des informations éparses et fragmentaires provenant des sources narratives, des écrits des Pères de l’Eglise et des manuels militaires. De l’autre côté, à l’exception du cas des Arabes pour lesquels il existe des témoignages dans les sources également arabes, nos informations en ce qui concerne la législation ou la coutume qui déterminaient le sort des prisonniers de guerre chez les peuples contemporains de Byzance sont fragmentaires et proviennent également de sources byzantines. Les chercheurs qui s’engagent dans le sujet des esclaves démontrent souvent la captivité comme source des esclaves, car dans une société esclavagiste la captivité est le précurseur de la servitude. Mais un examen plus rapproché montre que les prisonniers furent plus que ceci. Bien sûr, chaque chercheur qui étudie l’époque médiévale sait pertinemment que le rachat, l’échange et la négociation diplomatique ne concernaient qu’une minorité de prisonniers captivés par l’une ou l’autre côté au cours des siècles étudiés. Le sort de la majorité était sans doute une vie sans liberté. Par ailleurs, le rôle des prisonniers de guerre au sein de l’organisation de l’autorité impériale ne méritait pas l’attention depuis toujours. Ils constituaient pourtant une partie importante des processions de triomphe de l’empereur après une campagne victorieuse. A l’époque où les échanges des prisonniers -les allagia- ont été établis, cette politique a changé et le rôle des captifs est devenu un outil important aux mains des partis opposés. Les habitants de l’Empire appartenaient à la religion chrétienne ce qui a
10
conduit inévitablement à des conséquences à deux niveaux pour les prisonniers, celles du caractère indissoluble de leur mariage et de l’obligation pour le rachat de leurs coreligionnaires de l’ennemi « barbare ». Les guerres continuelles contre les musulmans, le nouvel ennemi de l’Empire dans la Méditerranée au VIIe siècle et son existence constamment menacée, ont contribué au développement de l’identité du chrétien Byzantin libre. Une identité dont fait partie le devoir et la responsabilité du rachat des prisonniers de guerre par des membres de sa communauté. Au VIIIe siècle l’Etat est venu de façon active à assumer ce rôle dans l’intérêt de ses citoyens et résoudre les problèmes qui avaient surgi. Ainsi, la loi a essayé de réglementer le régime du prisonnier Byzantin en définissant le maintien de son statut civil au sein de l’Empire, quel que soit l’état dans lequel il était tombé. L'évolution de la question de la captivité est donc intimement liée à la scène politique, sociale et religieuse. Les lois et la diplomatie a cherché de repondre aux problèmes par rapport au traitement des prisonniers sans discuter la notion de liberté. D’ailleurs, il serait inapproprié sur le plan méthodologique, d’essayer de placer l'idée moderne de liberté dans les sociétés qui ne l’ont pas connue. En outre, le développement des réseaux de charité et les initiatives diplomatiques prouvent le désir humain naturel d'aider ses frères et l'acceptation par la communauté d'une obligation religieuse et morale pour la libération des prisonniers. Le lien qui rattache un captif à sa congrégation était spécial. De nos jours, un prisonnier de guerre attend probablement la restauration dans sa patrie après la fin des hostilités. Au contraire, les prisonniers précités assimilaient le statut de l'esclave et leur restauration à leur patrie dépendait principalement de la charité de la famille et les coreligionnaires. Cependant, le cadre législatif établi par l’Etat byzantin
11
constitue une évolution importante dans l'histoire byzantine. Il serait donc faux de considérer l'esclavage et les ateliers de misère comme le seul chemin pour les captifs et de sous-estimer l'importance de la législation et du pouvoir byzantins, qui, à travers le processus évolutif, ont offert une boîte de soins au captif Byzantin.
* * *
Le rachat privé existait depuis l’époque romaine avec le ius postliminium ordonnant que le prisonnier qui était libre avant son enlèvement puisse regagner son statut après son retour à sa patrie. Durant le Ve et VIe siècle, la législation romaine reste la même mais il y a une évolution. En 409 une constitution d’Honorius permît à un prisonnier acheté par autrui de racheter sa liberté. S’il n’en avait pas les moyens il pouvait travailler pour une période de cinq ans afin de regagner son statut. Les responsables pour l’application de cette constitution étaient les évêques locaux qui devaient aussi motiver les archontes à avoir souci chaque dimanche pour la santé des prisonniers. D’un intérêt particulier est la loi du Code Théodosien V 6.3 (année 409) indiquant que les prisonniers de guerre originaires de la tribu alliée des Hunes ne deviennent pas esclaves mais sont utilisés en tant que coloni dans l’empire byzantin. La législation justinienne apportât des nouveautés au domaine de la condition matrimoniale des prisonniers. Une Novelle de 536 rend leur mariage indissoluble. Autrement dit le mariage ne pourrait pas résilier à cause de la captivité et l’esclavage d’un des deux mariés. Cette régularisation fait partie de la Novelle 22 qui traite le sujet du mariage chrétien. Là on voit la cohérence entre le statut civil du prisonnier et de son état matrimonial. Encore en 544 et 545 deux autres Novelles impliquent davantage l’Eglise en
12
autorisant la vente des terres inaliénables pour racheter des captives et en déléguant à l'évêque la responsabilité du rachat prévu dans le testament d'un membre de sa communauté. A travers l’étude des sources législatives, le chercheur peut comprendre, par le contenu des constitutions mais aussi par le moment de leur rédaction ou de leur modification, les besoins qu’elles servent. Il s’agit des lois qui arrivaient pour résoudre des problèmes déjà créés. Ce fait crée des questions au chercheur qui se trouvent hors de la législation elle-même. Beaucoup de problèmes produits par la situation de la captivité, qui devint une dure réalité pour Byzance avec l’apparition des ennemis forts, furent réglés grâce à la législation du huitième siècle. Alors, un prisonnier Byzantin pourrait regagner son statut libre après son retour dans l’empire s’il était libre auparavant. Pourtant le rachat reste une action privée jusqu’à l’arrivée des Arabes. Avec les Perses la situation fut différente. Ils préféraient utiliser les prisonniers à des fins démographiques au lieu de les réduire en esclavage. En revanche, la réduction en esclavage des prisonniers de guerre était la règle générale dans le monde arabe. Tandis que les habitants chrétiens et juifs des régions conquises par les Arabes au VIIe siècle deviennent dhimmî-s, le destin des captifs de guerre est différent : ils sont réduits en esclavage et vendus. Toutefois, aucun échange n'est mentionné pendant cette période. A partir du premier échange de 769, qui a lieu sous le règne de Constantin V (741-775), plus de vingt opérations de cette nature sont conduites, qui marquent l’activité diplomatique arabo-byzantine entre le VIIIe et le Xe siècle. Ainsi la législation du huitième siècle, l’Ecloga, pourrait être le précurseur de la pratique du rachat public mais aussi des échanges des prisonniers car elle approchait le problème de prisonniers qui furent de plus en plus nombreux. C’est un pas vers l’idée que Byzance ne reconnait pas le statut acquis par la réduction en esclavage d’un Byzantin libre par un autre Etat. Plusieurs fois la 13
caisse impériale a été mise à la contribution afin de racheter des prisonniers. Constantin V racheta aux Slaves deux mille prisonniers chrétiens de îles Imbros, Ténédos et Samothrace; Théophile offrît vingt mille pour les prisonniers d’Amorium, Constantin VII le Porphyrogénète loue le soin qu’il montre aux captivés et Romain Lecapène est célébré en tant que δορυαλώτων λύτης (libérateur des captifs de guerre). L’œuvre législative de Léon VI le Sage puis de la dynastie Macédonienne a réglé aussi d’autres problèmes de la vie quotidienne comme c’était la situation des enfants des prisonniers et leur héritage. Les parents étaient responsables pour le rachat de leurs enfants et vice versa. En plus les enfants issus d’une femme rachetée et de son propriétaire étaient légitimes aussi que les enfants prisonniers qui rentraient de la captivité avec leur père. Cependant, étaient considérés comme illégitimes les enfants qui retournaient avec leur mère sans le père qui peut-être était mort pendant la captivité. Les manuels militaires font ressortir l’importance des prisonniers et leur utilité. Les Lois Militaires ordonnent que les captifs ne soient pas considérés comme butin, et que le stratège ait l’obligation soit de les garder avec lui, soit de les amener à l’empereur pour un échange potentiel des prisonniers de guerre. En outre, les Tactica conseillent de tuer les prisonniers quand cela est nécessaire pour le déroulement de la guerre. Si le général n’arrive pas à persuader l’ennemi à se soumettre, il doit tuer tous les prisonniers afin de briser leur moral. Pourtant, dans un autre chapitre il est proposé qu’après la victoire les chefs laissent vivre les plus prestigieux des prisonniers car la fin de la bataille est imprévue et les captifs peuvent être très utiles à une démarche diplomatique.
* * *
14
En
effet,
le
problème
de
prisonniers
chrétiens
et
de
leur
affranchissement était d’importance vitale aussi pour l’Eglise qui considérait comme sa tâche principale de racheter et libérer les chrétiens qui se trouvaient aux mains des infidèles. Pour l’Eglise la guerre juste est acceptable et justifie tous ses conséquences comme le meurtre, la captivité et l’esclavage afin de gagner la paix dans la vie prochaine. Cependant, l’Eglise contribuât de manière positive à l’amélioration de la situation des prisonniers. Depuis la période l’Ambroise de Milan il y avait des voix pour la vente de vaisselles sacrées afin de racheter des prisonniers de guerre. La cause n’était pas seulement la libération de nos compatriotes ou de membres de la communauté chrétienne. L’Eglise vit les problèmes au quotidien comme le prouve l’évêque d’Amida Acaces qui a racheté sept mille prisonniers Perses et les envoya dans leur pays. Des grandes personnalités de l’Eglise comme Saint Basile, Grégoire de Nazianze, Jean Chrysostome, Saint Jean le Miséricordieux et Nicolas I Mystikos se sont engagés ὑπὲρ ἀναρρύσεως αἰχμαλώτων c. à d. la libération des prisonniers. Avec leurs discours pour la vertu de la charité et le péché de la collection de la richesse ils invitaient les croyants à contribuer pour l’affranchissement des captifs. En plus, la charité a deux niveaux : elle procure un soulagement au bénéficiaire et en même temps du prestige au bienfaiteur, des vœux pour le salut de son âme et dans le cas des prisonniers l’affranchissement de ses compatriotes ou même de ses proches. Ainsi, parallelement à la moralité chrétienne il se développa une proposition pratique pour améliorer la situation des prisonniers à travers leur rachat et la tradition consolante des narrations de Vies de Saintes qui furent captivés euxmêmes ou qu’ils libérèrent des captifs. Saint George par exemple est jusqu’à aujourd’hui célébré en tant que libérateur des prisonniers. Les évêques après la liturgie invitaient la congrégation à donner d’argent pour cette cause. Les textes hagiographiques et historiographiques
15
apportent plusieurs exemples de rachat des prisonniers. Pourtant il fallait des ennemis sévères pour que l’Eglise et l’Etat agissent en commun sur ce sujet. La fortune de l’Eglise fût disponible à l’expropriation et le clergé prit un rôle actif autour du sujet avec la permission de la législation justinienne. Avec la Novelle 131 les évêques locaux deviennent responsables pour le rachat des prisonniers si cette demande est exprimée dans le testament d’un membre de leur communauté. De plus, le rachat des parents en captivité par leurs enfants et le contraire devrait être une préoccupation majeure dans la famille. Si cela n’était pas respecté et les parents mouraient en captivité leur fortune venait à l’Eglise. La majorité des sources se réfèrent à l’affranchissement par les arabes ce qui montre l’importance de cet ennemi politique et religieux de Byzance. Les victimes des opérations arabes étaient tantôt rachetées immédiatement par les chrétiens, tantôt vendues sur les marchés arabes, tantôt offertes, surtout les jeunes filles, aux chefs locaux. Les personnes plus influentes étaient souvent gardées en captivité dans l’atteinte de leur rachat par l’administration byzantine ou aux fins d’être échangées contre des prisonniers arabes.
* * *
Byzance, avec l’idéologie d’exalter son excellence envers ses états voisins, avait une perspective réaliste en ce qui concerne leur maniement diplomatique et l’affrontement des groupes différents qui traversaient ses terres (envoyés étrangers, commerçants, voyageurs, soldats, et certainement prisonniers de guerre). Au cours de la longue période historique (VIe - XIe siècles), à laquelle se rapporte cette thèse, les rapports qu'entretenait la force alors dominante, l’empire byzantin, avec les peuples qui 1'entouraient, étaient
16
en règle générale hostiles. Les moyens d'approche dont disposaient ces peuples et leurs chefs étaient infimes et se situaient principalement au niveau de la correspondance et des missions. L'une des raisons qui imposaient la communication était en effet l’existence de prisonniers de guerre d’un côté ou de l’autre et le désir des intéressés d'être libérés ou, du moins, de survivre. Alors, au niveau diplomatique le sujet de prisonniers de guerre apportât une action diplomatique et bien-sûr la pratique des échanges qui n’existait pas avec les Perses mais qui devint une coutume avec les Arabes. Au Nord : En ce qui concerne le traitement des prisonniers par les Slaves et les Bulgares, le peu de témoignages proviennent notamment du côté byzantin. Les Byzantins demandent parfois la restitution de ces captifs par une voie diplomatique, toutefois il n’y a pas d’échange de captifs mentionné après celui de 816 entre Byzance et les Bulgares comme démontre une inscription grecque. Sous Syméon durant la fin du IXe et le début du Xe siècle Byzance et les Bulgares étaient presque constamment en guerre. Pendant cette longue période les Bulgares dévastaient des territoires vastes des provinces impériales du nord et capturaient de nombreux captifs. La religion, et dans ce cas la christianisation, consistait un outil de l’arsenal byzantin dans le cadre diplomatique mais pas toujours efficace. Les lettres du patriarche Nikolaos Mystikos vers le souverain Bulgare sont indicatives de l’importance de la religion
commune.
Du
même,
antérieurement,
le
patrice
Léon
Choerosphactès, a été envoyé comme ambassadeur par l’empereur Byzantin Léon VI chez Syméon qui fut vaincu par les Hongrois (895-6). Sa mission difficile venait après la victoire de ce dernier à Boulgarophygon (896) et consistait à restaurer la paix avec Syméon et accorder l’affranchissement sans rançon des prisonniers de guerre captivés par les Bulgares. Les Byzantins ne conservaient pas leurs prisonniers slaves ou bulgares
17
en vue d'un futur échange ; ils étaient parfois employés à des fins militaires où diplomatiques en tant que cadeau où partie dans l’accord d’une paix. La communauté de la religion est souvent évoquée afin de conclure un accord. Le traitement des coreligionnaires n’apparaît pas être meilleure que celle réservée pour les musulmans. Le patriarche Nicolas I Mysticos trouve inacceptable de garder de prisonniers après une guerre entre Byzance et les Bulgares. En plus Nicéphore Gregoras, Théodore Daphnopatès, Léon Choerosphaktès, Jean Cantacuzène tous témoigne de l’existence de prisonniers chrétiens dans les régions balkaniques, hongroises et russes. Or, l’aveuglement des prisonniers Bulgares par Basile I après le bataille à Kleidion en 1014 et célèbre. Néanmoins, comme il les a laissé retourner chez eux, il semble plus comme une punition vers des sujets de l’empereur Byzantin que d’attitude vers des prisonniers. D’ailleurs, l’histoire des siècles suivants est plaine des guerres entre des chrétiens. Un point intéressant c’est la réimplantation des prisonniers ; cette pratique du déplacement organisé des groupes des habitants d’une région à une autre éloignée. Anastase, Maurice, Constantin V, Justinien II, Ioannis Tzimiskis sont des exemples des empereurs qui ont suivi cette pratique. Le cas plus intéressant fût celui de l’empereur Justinien II et du déplacement des prisonniers Slaves en Asie Mineur. Les hommes forts parmi ces prisonniers furent chargés de défendre l’empire en tant que soldats à côté de Justinien. Pourtant leur désertion au camp de l’adversaire provoqua la réaction furieuse de l’empereur. L’évènement fut lié à des témoignages sigillographiques ; les sceaux des commerciers des apothekai andrapodôn. Plusieurs sceaux concernant les andrapoda datés en 694-695 et 693-694 ont été trouvés dans plusieurs provinces de l’Asie Mineur. Un sceau de Bithynie se réfère précisément au Slaves en motivant une grande discussion entre les savants. Il me semble que même si les commerciers s’occupent des marchandises ici ils servent aussi
18
l’armée. C’est possible que les hommes étaient destinés plutôt pour l’armée tandis que les femmes et enfants étaient vendus comme des esclaves. Constantin Porphyrogénète au dixième siècle suivît la pratique du rétablissement avec des musulmans. Il éctit Περὶ τῶν αἰχμαλώτων Σαρακηνῶν τῶν ἐπὶ θέματι βαπτιζομένων prônant l’utilisation des prisonniers musulmans pour des raisons de développement militaire, financier et démographique. Leur conversion et le mariage avec une femme Byzantine leur garantissaient une nouvelle vie. De même, la veuve Daniilis sous Léon VI pratique la réimplantation de ses esclaves, anciens prisonniers rendus en esclavage. Dans tous les deux cas l’Etat procure des moyens pour l’occupation de ces personnes à l’agriculture. En plus, sur la question des Bulgares un témoignage beaucoup discutée mais encore problématique est la Novelle de 971 de Ioannis Tzimiskis sur le taxe, kommerkion, que les soldats byzantins doivent payer en vendant les prisonniers de guerre qu’ils avaient captivé à des personnes hors du corps militaire. Les questions qu’on pose est d’abord à qui était adressée cette Novelle et quand il se réfère à des Bulgares il s’agit des prisonniers ou des marchants. En effet, même après la conversion de peuples sur le front balkanique, ne cessèrent ni les guerres ni ces conséquences comme celle de la captivité des soldats ou de sujets. Bien sûr les traités posaient progressivement quelques règles mais on voit que seule la religion ne pouvait résoudre ni les problèmes politiques ni ceux de défense. La même conclusion s’applique à l’efficacité d’autres méthodes diplomatiques comme les mariages d’alliance etc. A l’Ouest : Depuis la fondation de l’Etat papale en 754 jusqu’au règne de Basile I l’empire byzantin subissait des pressions continuelles autant idéologiques que territoriales. Au début du 798 l’impératrice Irène envoya une ambassade à Aix-la-Chapelle auprès du roi Charlemagne afin de conclure
19
un traité de paix. Comme un geste de bonne volonté, le roi franc affranchit Sisinnios, le frère du patrice Tarasios, captivé par les Francs pendant l’expédition de 788. Il est évident que à cause de son statut social car il fut ἐκ πατρικίων σειρᾶς il était réservé afin de servir à une démarche diplomatique. Face à l’ennemi arabe Byzance et les Occidentaux unirent leurs forces. Nicetas Ooryphas de la part de l’empereur Basile I occupa Bari en prenant beaucoup de captifs parmi lesquels était l’émir Soldan et il les livra aux mains du roi allié Louis II. Malheureusement, aucune alliance n’a pas pu sauver la ville de Syracuse. En 878, après un siège féroce la ville tomba et les morts et les prisonniers furent nombreux. Parmi eux était Théodose le Moine qui témoigne la tristesse de l’emprisonnement. La présence des Arabes en Italie et surtout un établissement arabe à droit du pont de Garigliano menaçait toujours les possessions des Occidentaux et de Byzance. Les Arabes dévastaient la terre et prenaient des prisonniers. Les forces unies de princes et de Byzance ont réussi à repousser l’ennemi et au début du dixième siècle. Les terres siciliennes provoquèrent à une autre reprise l’expédition cette fois du Nicéphore Phocas en 964. L’opération échoua et le patrice Nicetas qui était en tête de la marine se trouva prisonnier en Mahdia. Avec des autres prisonniers retrouva sa liberté en 968/969. En 968, Pandulf le prince de Capoue est amené à Constantinople en tant que prisonnier après avoir assiégé des territoires byzantins en Italie. Il semble avoir un rôle comme intermédiaire pour l’accord de paix entre Tzimiskès avec Otto I en 969. A l’Est : Le contact entre Byzance et les musulmans était rude et les différences religieuses et culturelles étaient de plus un obstacle. En somme, on peut distinguer trois périodes dans ce contact qui se caractérise par l'alternance entre des périodes paisibles et belligérantes. La première va du
20
VIIe au début du IXe siècle et il s'agit d'une période de victoires arabes. Les textes ne mentionnent pas la présence de prisonniers musulmans dans l'empire byzantin. D'autre part, la législation byzantine avec ses dispositions pour les problèmes qui ont surgi de la captivité des byzantins, témoigne que l'Empire s'est trouvé face à un ennemi dont les forces n’étaient pas bien considerées. Parfois on mentionne l'enlèvement de soldats musulmans par les byzantins, comme par exemple le cas du général Théodore qui en 643, a réussi à libérer les captifs chrétiens qui avaient été emprisonnés par les arabes, mais il a aussi fait beaucoup de captifs. La deuxième période du IXe au début du XIe siècle est une période caractérisée par une reprise de Byzance, essentiellement militaire, définie par une politique agressive et une idéologie connexe pour les conquêtes. Cette idéologie se reflète, je pense, dans le Eisagogi, le code juridique de Basile Ier, où la sécurité et l'entretien des biens acquis et la récupération de ceux qui ont été perdus à des défaites « justes », sont définies comme des objectifs de l'empereur. Pendant cette période Byzance a mené des batailles et des attaques, accompagnées par la capture des civils, hommes et femmes, ainsi que des soldats, dont le sort a été largement déterminé par le résultat des opérations militaires. La christianisation des musulmans était parfois réelle et parfois fortuite. Lorsque Byzance continuait à régner sur une ville, une grande partie de la population commutait au christianisme. Alors, quand Melitini fut occupée par Ioannis Kourkouas, pour le compte de Byzance, en 934, une partie de la population était christianisée. D'autres personnes ont été capturées par la force comme butin de guerre, en particulier des femmes et des enfants. En 962, par exemple, le domestique des scoles a capturé à Alep plus de dix mille jeunes hommes et toutes les femmes qu’il pouvait. En outre, il a exécuté sur place deux mille hommes. De plus, en 969, Nicéphore Fokas a
21
capturé plus de vingt mille jeunes à Antioch, dont on n’a aucune connaissance en ce qui concerne leur sort. Les échanges de prisonniers étaient certainement associés aux captifs d'un statut social plus élevé. Le célèbre poète Abu Firas al-Hamdani qui a été capturé en 962, quand il était gouverneur de Hiérapolis (Manbij), attendait d'être libéré par un échange. Inévitablement, les populations qui n’avaient pas un certain soutien, ont embrassé le christianisme. Certains d’entre eux, sont immédiatement devenus chrétiens, en restant à leur demeure, comme Bar Hebraeus (Faraj Ibn al-Ibri), et d'autres qui avaient fui, sont revenus et ont demandé à être baptisés. En 970, après la prise d'Alep, Ioannis Tzimiskis a conclu un accord avec les arabes, selon lequel, si un musulman adoptait le christianisme, les autres musulmans ne pouvaient pas agir contre lui et de même, si un chrétien était islamisé, les byzantins ne pouvaient pas lui faire de mal. En ce qui concerne les échanges, les sources arabes principalement, fournissent des informations détaillées sur le lieu, le temps, les négociations, le processus et le nombre de prisonniers échangés. Il s'agit d'un processus qui est venu à répondre à un besoin né des circonstances particulières des guerres arabes-byzantines. C’est une évolution de la diplomatie byzantine intervenue surtout pendant les guerres contre les Arabes. Les sources sur des tels échanges viennent plutôt du côté arabe. Pourtant, les opinions des juristes musulmans sont assez contradictoires : certains les rejettent en proposant soit l’exécution soit la libération ; d’autres les acceptent sous la condition qu’aucun argent n’est versé ; d’autres encore acceptent le moyen de la rançon. Ainsi, on peut assumer que l’échange officiel était le moyen le plus commun de libération. Dans le cours de temps, le problème des prisonniers préoccupa de plus en plus les Byzantins comme le montrent les lois rédigées afin d’affronter des
22
problèmes quotidiens comme le mariage, les enfants, l’héritage et le statut civil des prisonniers durant leur captivité. Le combat avec les Arabes était aussi un combat religieux. La religion était un facteur qui pouvait influencer le destin des prisonniers des deux côtés. Ainsi l’Etat byzantin vit dans cela une solution pour utiliser les captifs qu’il n’échangeait pas. Avec la conversion au christianisme et le mariage avec une femme byzantine les captifs se rendaient dignes de confiance et ils se transformaient en Byzantins libres. Au Xe siècle, la situation des prisonniers fut améliorée. La relation entre les deux entités qui dominaient la Méditerranée a conduit vers une reconnaissance mutuelle et l'acceptation de l'adversaire. Dans une lettre à l’Emir de Crète rédigée au début du Xe siècle, Nicholaos Ier Mystikos luimême a assimilé les deux forces opposées, reconnaissant que les Sarrasins et les Romains sont les deux maîtres du monde entier et pour cette raison ils doivent vivre fraternellement. Même au niveau monastique on peut observer un changement vers une conduite plus humaine en ce qui concerne les ennemis, et cela a contribué à l’amélioration du sort des étrangers en général et des prisonniers en particulier. Dans la Vie de Ioannis Erimopolitis pendant le VIIIe siècle, on doit insister sur son attitude envers les soi-disant Agarenes. En s’adressant à son interlocuteur, le moine Thomas, il souligne qu'il n'est pas juste de les appeler pires et haïssables. Empruntant les paroles de l'Evangile, il exhortait leurs compatriotes à aimer leurs ennemis et de se comporter bien à ceux qui les haïssent et prier pour leur salut et leur conversion au christianisme. La célèbre épopée de Digenis Akritas est aussi attachée à cette époque. L’union de deux cultures est incarnée en lui, car il a une double origine, comme son nom en témoigne. Ces traces de changement de mentalité ne sont pas un coup de tonnerre, mais elles cohérent avec les changements sociaux et militaires qui
23
ont suivi le règne de Basile II: En gagnant du terrain, l’aristocratie est arrivée au sommet avec Romanos Argyros, un propriétaire terrien, haut fonctionnaire et représentant des puissants. Sa politique militaire était désastreuse pour Byzance. Il a dévêtu l’armée de tous ses privilèges, privant l'Empire de sa défense traditionnelle. Dans le même climat d’apaisement, des modifications de la partie musulmane ont été remarquées. Peu à peu, l’islam arabo-perse a donné sa place à un autre format, amené par les Turcs Seldjoukides. Nous passons, ainsi, dans la troisième période dans laquelle Byzance a développé de nouvelles relations avec les musulmans. Les Seldjoukides ont obtenu un rôle important dans l'armée byzantine et à la cour impériale. Durant cette période, qui dépasse le cadre chronologique de cette étude, les prisonniers étaient surtout des Byzantins, des toutes les couches sociales. Même l'empereur byzantin a été capturé par l'armée turque. Il s'agit d'un tournant dans les relations entre les deux parties qui forcera d’autres chrétiens, comme les Croisés, de se familiariser avec le côté musulman. C'est pourquoi l’étude pour cette thèse s'arrête au XIe siècle, ayant complété la période méso-byzantine.
* * *
Le traitement des prisonniers par les vainqueurs est un sujet très intéressant inscrit dans le cadre de la dimension sociale du problème des captifs. Les lieux de détention et les prisons de Constantinople éclairent les conditions de l’emprisonnement et témoignent d’une politique de division des prisonniers selon leur origine comme en révèlent surtout les sources arabes. Il faut bien sûr considérer que la captivité était couteuse et exigeait des moyens pour la garde des captifs. Après des batailles victorieuses de Byzance on peut seulement imaginer les nombres des prisonniers venus dans l’empire.
24
Ainsi ceux qui étaient gardés pour un échange devaient mériter les frais. Le transport de prisonniers soulève aussi la question de routes. La rivière Lamus où avaient lieu les échanges des prisonniers constituait la frontière naturelle entre la Cilicie montagneuse des Byzantins et la plaine de la Cilicie Aléienne des Abassides. Les prisonniers empruntaient les mêmes routes que les marchands et simples voyageurs : de Constantinople à travers de Pylai, puis Séleucie vers Lardana et Claudioupolis. Des missions diplomatiques ont démontré aussi l’importance de Bagdad et d’Alep. Pour le transport maritime Antalya était le point utilisé comme le montre l’histoire du prisonnier Hārūn ibn Yahyā et la narration de ibn Hawqal. Peu d’études mais très importantes discutent la question du bon où du mauvais traitement des prisonniers musulmans par les Byzantins. Pourtant parmi les études publiées on observe une différence entre les savants : les chercheurs contemporains arabes soutiennent un comportement cruel par rapport au prisonnier tandis que leurs collègues occidentaux trouvent que le traitement par les Byzantins de leurs prisonniers arabes avait des éléments positifs en comparaison avec le traitement des prisonniers d’autre origine ou bien celui par les Arabes de leurs captifs byzantins. Selon ses études l’idéologie byzantine et la générosité de l’empereur pourrait garantir un bon traitaient. Afin que la discussion puisse aboutir à une conclusion solide, il faut poser la question : si et pour quelles raisons changea le comportement des Byzantins vers les prisonniers d’origine arabe et puis s’il changea pourquoi ce changement ne concernait pas aussi les prisonniers qui avaient la même religion qu’eux. En d’autres mots quels sont les éléments qui différencient les deux catégories des prisonniers. L’étude des sources nous amène à comprendre la complexité du problème car le traitement des prisonniers –bon ou cruel ou tous les deux en
25
alternance- était un fort outil diplomatique avec les Arabes précisément. Donc, le traitement était déterminé par les perspectives politiques à chaque moment donné. Les choix étaient multiples : la mort, la préservation pour un échange, la vente, la servitude, la conversion et puis une possible assimilation dans la société. Toutes les options pouvaient servir un certain besoin politique pour les deux Etats qui par leur performance chercher toujours avoir le plus grand profit et aussi projeter l’image du protecteur de l’œcoumène. En ce qui concerne l’assimilation des étrangers dans la société byzantine elle semble être un enjeu difficile. Ni les familles aristocrates ni le simple peuple voyaient de bon œil la montée des étrangers dans des postes de responsabilité. Les histoires de Chase, de Samonas, d’Anemas sont des exemples. La cour était toujours vigilante. La xénophobie byzantine éclata sévèrement pendant le règne de Constantin IX Monomache quand, d’après des sources non-byzantines, l’influence accrue des étrangers incita le peuple à manifester devant palais impérial. En générale la politique suivi par Byzance était parfois efficace et ainsi les sources témoignent de l’assimilation des prisonniers dans la société, leur christianisation ou peut être leur mariage et leur montée dans la hiérarchie des offices. Le patriarche Euthimios avait raison quand dans une lettre adressée au Léon VI il lui écrivait que « sans doute tu offriras beaucoup de cadeaux aux prisonniers Sarrasins qui sont détendus dans le Praetorium... et tu les récompenseras avec des postes glorieuses et une carrière importante ». Les sources parlent des missions pour effectuer des actes de rachat des deux côtés. Dans tous les exemples, la restitution du captif par échange ou rachat, se présente comme un acte public qui s’inscrit dans le cadre des relations internationales et apparaît a priori comme détaché des règles du marché d’esclaves. Pourtant, tous les prisonniers de guerre n’étaient pas gardés pour être échangés comme le montre le nombre total de personnes
26
échangées par les échanges connues. Ainsi al-Tabarī relate qu’en 845 le nombre des prisonniers byzantins chez les Arabes était inférieur au nombre des prisonniers arabes chez les Byzantins, et le calife ordonna de racheter les esclaves byzantins déjà vendus à Bagdad pour égaliser leur nombre. Il fit aussi sortir les femmes byzantines de son propre harem pour être ajoutées. Les Tactica aussi proposent de disposer d’un prisonnier selon son gré. Il est évident, donc, que la raison de distinction des destinées des prisonniers – échange, rachat public ou privé, vente et réduction en esclavage- en est la différence entre valeur d’échange et valeur d’usage. Le traitement envers les captifs, du point de vue de Byzance n'a pas été spécifié. Il s’est élaboré suivant la politique byzantine respective. Souvent, les prisonniers étaient exposés à l'hippodrome en présence de l'empereur, les fonctionnaires d’Eglise et l'armée de Constantinople. C’était là que Basile Ier, afin d’admonester certains de ses soldats qui ont perdu leur courage pendant la bataille, a ordonné certains captifs musulmans de porter les vêtements des soldats byzantins et après leur avoir débraillé à l'intérieur de l'hippodrome, il a ordonné leur exécution. La politique impériale de Macédoniens était celle de reconquête dans tous les domaines. À cet effet l'empereur demandait l'engagement de toutes les forces. Avec cette performance symbolique dans l'hippodrome il a réussi à envoyer un message fort aux soldats, mais aussi à se débarrasser d'un grand nombre de prisonniers qui apparemment n'étaient pas utiles. Au contraire, ils étaient une charge pour lui. Les succès de l'armée byzantine avaient déjà abouti à un déséquilibre en matière d'échanges. L’empereur Théophile dans sa lettre au calife al-Mu̒tasim, désireux de ramener les cent cinquante patrices byzantins qui étaient dans les mains de l'ennemi, lui a proposé d'échanger cent prisonniers musulmans pour chaque patrice. On a rapporté que les captifs apportés par l'empereur comme partie du
27
butin à son retour à Constantinople, après le triomphe, étaient aussi vilipendés. Cependant, en dehors du mépris pour les vaincus et la diffamation qui en découle, il y avait aussi l’exécution devant les yeux des spectateurs. Il est à noter, toutefois, que ces actions ont eu lieu pendant une situation de guerre et elles ne sont ni compatibles avec la foi chrétienne des byzantins, ni avec la législation qui ne prévoyait pas une telle violence au traitement des prisonniers. Dans tous les cas, la captivité elle-même, la dureté et les conditions dans les lieux de détention ne laissent aucun doute quant à la souffrance vécue par les prisonniers des deux côtés.
* * *
La contribution de prisonniers à la question de relations entre les Etats et les peuples fut importante à plus d'un titre. Elle ne consistait pas seulement à leur intervention indirecte dictée par la captivité ; elle exigeait que l’on approchât les autorités officielles, politiques et militaires des adversaires. Beaucoup d'entre ces prisonniers jouèrent un rôle multidimensionnel et leur contribution fut immédiate et multiple. Tout d’abord, l’enlèvement des personnes isolées ou des groupes entiers a pour objectif évidemment l’affaiblissement des forces de l’ennemi et de sa morale. Dans ce cas, le plus violant, le plus efficace comme le témoignent plusieurs narrations des atrocités commises à l’égard les prisonniers de l’ennemi et surtout des soldats. Des poèmes comme celle du Theodose le Diacre sur le sac de Crète, les alRūmiyyāt la collection des poèmes composés par Abū Firās al-Hamdānī ou celles de al-Mutanabbī témoignent de cette violence. Puis, les prisonniers prenaient les positions les plus dangereuses : chercher des endroits dans les territoires adversaires, espionner, tester l’eau et la nourriture, être dans l’avant-garde dans les batailles. Du côté financier ils
28
étaient des mains d’œuvre qui pourrait travailler aux terres agricoles, devenir des esclaves domestiques ou bien apporter du profit à leurs propriétaires en tant que marchandise. Plusieurs fois ils étaient aussi utilisés pour des raisons démographiques. L'œuvre des prisonniers au niveau culturel fut aussi importante que celle des missionnaires et des commerçants, avec des résultats peut-être plus essentiels et plus permanents. Leur séjour, long en général, dans les pays de leurs conquérants et la vie qu'ils devaient obligatoirement y partager avec l’élément local, qu'ils dominaient tant du point de vue intellectuel que culturel, leur donnaient la possibilité de transmettre leurs idées de façon lente mais systématique, à un niveau tantôt collectif, tantôt personnel. Des prisonniers contractèrent pendant la durée de leur captivité des mariages dont résultèrent des foyers mixtes. Par le biais de ces mariages (volontaires ou non), un grand nombre d'entre eux s'intégra plus facilement à sa nouvelle société et s'adapta à un nouveau mode de vie, sans cependant que cette intégration amenât de façon indispensable leur complète assimilation à leur nouvel environnement ou le reniement de leur passé. Au contraire, les mariages mixtes facilitaient, en général, la création d'une relation d'influence en général réciproque, étant donné que les ex-prisonniers, s'ils intégraient des éléments de leur nouvel environnement, y transportaient et y diffusaient en même temps la civilisation et les mœurs de leur patrie, leurs expériences et leurs connaissances, en particulier ceux qui provenaient des classes sociales supérieures du lieu où ils étaient nés. La narration des histoires de prisonniers connus qui ont déserté au camp de l’adversaire a pour objectif de montrer le sort de ces personnes, l’attitude des Etats opposants et la liaison entre la conversion religieuse et la création de l’identité politique. Les réfugiés existaient toujours et leur question se trouve dans plusieurs traités entre Byzance et les Perses. Selon le
29
point de vue, une personne qui fuit peut être soit un déserteur soit un réfugié. Le traité entre Byzance et les Sassanides en 561-562 prévoyait que si une personne fuit au camp adversaire pendant une guerre, elle pouvait rester là ou retourner dans son pays d’origine si elle le voulait. Mais si elle le faisait en temps de paix, elle devait être restituée aux autorités de son pays d’origine. Le sujet fait l’objet aussi des traités avec les peuples des Balkans. Le traité entre Byzance et les Rus en 911 nous rappelle de cette pratique. Selon un article du traité les deux partis doivent livrer à son pays d’origine le prisonnier qui sera trouvé dans un troisième pays. Par cela ils créent un front commun contre l’enlèvement de leurs sujets. Lors des guerres arabo-byzantines, la situation des réfugiés prit une forme nouvelle en raison justement du facteur religieux : la désertion était alors suivie d’une conversion. Parmi les renégats parvenus à de hautes fonctions dans la société arabe, souvent grâce à une carrière militaire, se trouvent Léon de Tripoli ; Damien, gouverneur de Tarse ; Andronikos Doukas, officier Byzantin ; le patrice Tatzatis et le patrice Elpidios. Des cas des prisonniers connus intégrés dans la cour byzantine comme c’est par exemple Samonas sont discutés dans cette étude à l’occasion du traitement des prisonniers. Durant les premiers siècles de Byzance, dans les négociations entre adversaires, la question de la libération ou de l’échange des prisonniers était presque toujours intégrée à un cadre d'intérêts plus généraux concernant les parties en guerre. Plus tard en revanche, en particulier au cours des guerres arabo-byzantines, elle prit une place de premier ordre dans les négociations des parties intéressées, constituant souvent l’unique raison de leur ouverture. Les procédures appliquées pour la préparation et la tenue des négociations étaient de tous les côtés presque identiques: échange de lettres remises par un interprète au destinataire « officier », envoi d' une mission
30
d’ambassadeurs mandatés à cet effet, ou transmission de la demande de libération des prisonniers par l’intermédiaire d'envoyés non officiels - en général des officiers supérieurs de 1’armée, échange de cadeaux précieux et, enfin, réception brillante et accueil extraordinaire des envoyés officiels dans les capitales de leurs interlocuteurs. Au cours de la période de l’expansion arabe et des dures guerres arabo-byzantines, le problème des prisonniers acquit d'autres dimensions et un nouveau contenu, tandis que les procédures mises en œuvre pour sa solution créaient souvent des conditions extraordinaires de communication à tous les niveaux. Comme il est déjà noté à la fin du VII siècle s'ajoutèrent, dans le cadre des relations arabo-byzantines, les échanges officiels de groupes entiers de prisonniers. Cette nouvelle institution se forma progressivement et fut de facto considérée comme acceptable par les deux côtés en raison de l’accroissement important du nombre des captifs. Aux démarches déjà connues et bien définies s'en ajoutèrent d’autres. On fixait d’avance un lieu précis pour le regroupement des prisonniers, des otages étaient échangés et les étapes de cet échange étaient suivies, en dehors des autorités officielles, par une foule - musulmans et chrétiens – qui arrivaient là des régions frontalières les plus proches. La mise en œuvre de ces procédures supposait évidemment aussi une communication des parties en guerre à de nombreux niveaux, renforcée également par la correspondance échangée entre empereurs byzantins et chefs arabes et les lettres des chefs religieux de Constantinople adressées au calife ou à ses représentants. Dans l’aboutissement de la demande d'échange des prisonniers et dans les négociations menées à cet effet, les ambassadeurs, pendant toute la durée de l’époque proto - et méso-byzantine, jouèrent un rôle de premier plan. Pendant leur séjour, prolongé en général, dans les capitales et à la cour de leurs interlocuteurs, ils n'avaient pas simplement l’occasion de communiquer
31
avec des gens « de l’autre côté », mais aussi celle de connaître de façon approfondie la société et de la civilisation de ceux-ci. En ce qui concerne le niveau officiel de communication dont nous avons parlé jusqu' ici, nous remarquons l’existence d’un contact diachronique à de nombreux niveaux entre l’Empire et les «nations» adversaires. Les deux parties y étaient souvent conduites par la nécessité de libérer, de racheter ou d'échanger les prisonniers ou encore par le profond désir d'améliorer les conditions de vie de ces derniers. Ainsi le problème des prisonniers dans son ensemble constituait-il l’un des principaux axes de communication des autorités de cette époque. La diffusion jusqu' à nos jours des œuvres littéraires que des intellectuels de renom -écrivains et poètes- composèrent en captivité représente le maximum de l’apport d'un prisonnier au domaine de la transmission d'idées et d'informations. Fixées par écrit, elles ont été protégées du temps et donc extraordinairement précieuses pour l’information historique des générations suivantes. La Chronique de la prise de Thessalonique de Ioannis Cameniatès ou la Description de Constantinople de Harun ibn Yahyâ, contiennent des renseignements uniques et authentiques sur «l’autre côté», qui, indépendamment du fait que ces œuvres aient été connues ou non des contemporains, sont demeurés précieux et particulièrement intéressants pour l’information des générations qui ont suivi. Le contenu des œuvres ci-dessus révèle quelques aspects captivants de la diplomatie byzantine, qui cherchait de façon systématique à promouvoir à l’étranger la meilleure image possible du pouvoir, de la société et de la civilisation de l’Empire. A travers un aperçu global du problème et de l’enregistrement des cas particuliers détectés, nous avons tenté de mettre en valeur l’œuvre que les prisonniers ont réalisée, de leur gré ou non, de signaler clairement leur importante contribution à l’approche des peuples de l’époque, et surtout de montrer leur rôle dans la diplomatie byzantine, qui a cherché par tous les
32
moyens à renforcer et à promouvoir, même par leur intermédiaire, byzantins et autres, les buts de la politique étrangère de l’empire. En plus, le traitement de leur problème par l’Etat, l’Eglise mesure l’avancement d’une société vers la maturation.
33
Résumé : La captivité était une situation transitoire qui conduisait soit à l’esclavage soit à la libération. Pendant le periode de VIe à XIe s. on voit les captifs assumer des rôles divers: comme soldats, agriculteurs, porteurs d’idéologie, de culture et de savoirs. Une série des questions se posent à propos de leur libération en termes de rançon, échange de prisonniers, et leur statut social et civil. La théorie imperiale ne correspondait pas toujours à la réalité des sociétés concernant ce sujet. Par conséquent, la recherche touche à des questions militaires et diplomatiques et aussi avec les domaines de la culture et de l'intelligence militaire et révèle enfin comment Byzance elle-même et les «autres» perçu. Par une approche multidimensionnelle et en termes de méthodologie sur l'analyse critique des sources primaires et de comparaison, mon objectif principal est de décrire la position de l'État et de l'Église « vis-à –vis » la question particulière et de son évolution. La recherche commence à une époque où l’attitude à l’égard des prisonniers de guerre héritée du monde romain est en train de changer sous l’impact du christianisme ; elle se termine à une période où les échanges des prisonniers avec les Arabes, devenus une routine, perdent de l’actualité et les guerres avec les Bulgares battent le plein. La présente étude démontre les mutations de la loi byzantine et son impact sur le traitement à l'égard des problèmes divers concernant les prisonniers de guerre. Etudier l'ère particulière peut éclaircir ce sujet afin d'en déduire si l'attitude de Byzance différait envers ses ennemis et donc les captifs chrétiens et non-chrétiens. Title: Prisoners of War in the Byzantine Empire (6th-11th c.): Church, State, diplomacy and sociale dimention. Abstract: The state of captivity is a transitional situation which leads either to slavery or to freedom. During 6th-11th c. prisoners under captivity could have various occupational roles. In addition, they could be bearers of a different ideology, culture and knowledge. A series of questions arise about their release in terms of ransom, prisoner exchange, and their social and civil status. Imperial theory was not always corresponding at the societies’ reality concerning this issue. Therefore, the research is dealing with military and diplomatic questions and also with the spheres of culture and military intelligence and finally reveals how Byzantium perceived itself and the ‘others’. Based on a multidimensional approach and in terms of methodology on the critical analysis of primary sources and comparison, my main aim is to describe the position of both State and Church “vis-à-vis” the particular issue and its evolution. The starting point of my research is set on a period, when the attitude towards prisoners of war as it was inherited from the Roman world, begins to change due to the influence of Christianity and reaches up to a point, when exchanges of prisoners with the Arabs were consolidated and the wars with the Bulgarians had started. The present study demonstrates the changing face of the byzantine law and its impact on the treatment towards the diverse problems concerning prisoners of war. Studying the particular era can shed light on this topic in order to infer whether Byzantines’ attitude differed towards his enemies and therefore Christians and non-Christians captives. Mots-clés: Byzance, Prisonniers de guerre, Byzance et les Arabes, Byzance et les Occidentaux, Byzance et les Balkans, Musulmans, Chrétiens, Societé byzantine, Droit byzantin, Relations internationales. Keywords: Byzantium, Prisoners of War, Byzantium and the Arabs, Byzantium and the West, Byzantium and the Balkans, Muslims, Christians, Byzantine Society, Byzantine Law, International Relations.
34
Εισαγωγή Το ζήτημα των αιχμαλώτων αποτελεί συνήθως επιμέρους θέμα στις σύχρονες μελέτες με αφορμή την έρευνα κυρίως γύρω από τα θέματα του πολέμου, της διπλωματίας και των αραβοβυζαντινών σχέσεων ή της δουλείας. Ως εκ τούτου δεν αφιερώνονται συνήθως παρά λίγες σελίδες σε αυτό, ενώ δεν υπάρχει μονογραφία που να αναφέρεται στο θέμα διεξοδικά. Υπάρχουν, ωστόσο ορισμένες σημαντικές μελέτες, των οποίων οι
συγγραφείς
πραγματεύονται
αυτό
καθεαυτό
το
ζήτημα
της
αιχμαλωσίας, από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, χωρίς φυσικά να το εξαντλούν. Την αρχή, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα που άπτονται του βίου των Βυζαντινών, έκανε ο Φαίδων Κουκουλές. Στον τρίτο τόμο του έργου του «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», έδωσε τη συνοπτική εικόνα του θέματος των αιχμαλώτων υπογραμμίζοντας περισσότερο την ανθρώπινη διάσταση των ψυχών που δυστυχούσαν, όταν περιέρχονταν στο καθεστώς της αιχμαλωσίας1. Σημαντική είναι και η μελέτη του Khouri R. A. al Odetallah για το πρόβλημα των αιχμαλώτων πολέμου τον ένατο και δέκατο αιώνα. Μέσα στο κείμενό του έδωσε την αραβική οπτική παραθέτοντας τις οδηγίες του Κορανίου για το εν λόγω ζήτημα προκειμένου να αντιπαραβάλει της μουσουλμανική νοοτροπία από τη μία πλεύρά και τη χριστιανική από την άλλη σε ζητήματα που αφορούν στη μεταχείρηση των αιχμαλώτων2. Στη συνέχεια η Σοφία Πατούρα προσέγγισε το θέμα ερευνώντας τη συμβολή των αιχμαλώτων ως παραγόντων πληροφόρησης και επικοινωνίας μεταξύ του Βυζαντίου και
1 2
ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, Βυζαντινών βίος, σελ. 148-183. KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί.
των εχθρών του. Στη μελέτη αυτή υπάρχουν συγκεντρωμένες αρκετές πληροφορίες χρήσιμες για περαιτέρω επεξεργασία3. Ωστόσο, τα σημαντικότερα αποτελέσματα έχουν δοθεί μέσα από άρθρα, των οποίων οι συγγραφείς επεξεργάζονται πολύ συγκεκριμένα ζητήματα, καταλήγουν, όμως, σε ενδιαφέροντα και πολύτιμα γενικότερα συμπεράσματα. Με αφετηρία την έρευνα της Μαρίας CampagnoloPothitou4, η οποία ερεύνησε το ζήτημα των αλλαγίων καταγράφοντάς τα σε μια χρονολογική σειρά, ασχολήθηκαν με το ζήτημα και άλλοι σημαντικοί ιστορικοί όπως ο Arnold Toynbee5, ο οποίος συμπλήρωσε τον προηγούμενο κατάλογο και η Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, που επίσης έκανε
προσθήκες
και
αποτόλμησε
την
ποσοτική
προσέγγιση
υπολογίζοντας σε κάποιες περισπτώσεις τον αριθμό των ανταλλαγέντων αιχμαλώτων6. Ο Δημήτρης Λέτσιος, επίσης, μελέτησε σε άρθρο του το ζήτημα από ηθική και φιλοσοφική σκοπιά, ακολουθώντας τη διαχρονική εξέλιξη
των
βυζαντινών
πηγών
και
κυρίως
των
στρατιωτικών
εγχειριδίων7. Πιο πρόσφατα και χάρη στη συγγραφή άρθρων στην αγγλική ή γαλλική γλώσσα Άράβων και Τούρκων ιστορικών που ασχολούνται με τη βυζαντινή περίοδο, εκπονήθηκαν μελέτες πολύ χρήσιμες, καθώς εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας με πληροφορίες που αντλούν από αραβικές πηγές, για τις οποίες δεν υπάρχουν ακόμα κριτικές εκδόσεις ή έστω μεταφράσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τους Tahar Manssouri8, Korey Durak9 και τον νεότερο Abū Se̒ada Al-Amin10. Το μειονέκτημα της τελευταίας κυρίως μελέτης μπορεί να εντοπιστεί στην αποσπασματική
ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι.]] ]] ]] ]] ]]] ]]] ]] ]]] ]] ]]] ]] ]] ] ]]] ] ]]] ] ] ] ] ] ]]] ]]] ]]] ]] ]] ]] ] ]]] ]] ]]] CAMPAGNOLO-POTHITOU Maria, Les échanges des prisonniers, σελ. 1-56. 5 TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus. 6 KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 583-620. 7 LETSIOS, Die Kriegsgefangenschaft, σελ. 213-227. ]] ]] ]] ]] ]]] ]]]] ]] ]]] ]] ]] ]]]]] ]]]] ]] ]]]] ]]] ]]] 8 MANSSOURI, Les musulmans à Byzance, σελ. 179-394. 9 DURAK, Diplomacy as Performance. 10 ABŪ SE̒ADA, Byzantium and Islam. 3 4
36
εξέταση των βυζαντινών πηγών, η οποία οφείλεται εν μέρει και στον προσανατολισμό των αραβολόγων προς τις αραβικές κατά βάση πηγές. Στην παρούσα μελέτη τίθεται ως στόχος η διαχρονική παρουσίαση της εξέλιξης του φαινομένου της αιχμαλωσίας στο πλαίσιο του πολέμου και επιχειρείται να ανιχνευθούν οι εκάστοτε και επιμέρους μεταβολές που συντελέστηκαν. Για τον λόγο αυτό άλλωστε επιλέχθηκε το πραγματικά μεγάλο χρονικό εύρος των σχεδόν πέντε αιώνων. Στην εργασία παρουσιάζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις του Βυζαντίου με τους εχθρούς-γείτονές του. Ωστόσο, η ανάπτυξη των ιστορικών γεγονότων γίνεται είτε σε περιπτώσεις που κρίνεται σκόπιμο, προκειμένου να βοηθηθεί ο αναγνώστης και να φωτιστούν οι αιτίες ή οι συνθήκες που οδήγησαν σε συγκεκριμένες ενέργειες είτε για να περιγραφεί με μεγαλύτερη σαφήνεια το συγκείμενο γεγονός. Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, εξωτερικό, αναπτύσσονται οι θεματικές όπως διαμορφώνονται από τους τίτλους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το κείμενο διαρρέει χρονολογική συνέχεια, αφήνοντας στο τέλος στον αναγνώστη την αίσθηση της εξελικτικής αντίληψης του ζητήματος και τη διαχρονική εποπτεία του φαινομένου. Στη γραμμική χρονολόγηση υπάρχει το πλεονέκτημα να εντοπίζονται ιστορικές εποχές που εμφανίζουν ενότητα και ομοιογένεια και επιτρέπουν να διαφανεί πόσον καιρό διαρκεί μια συγκεκριμένη πολιτική ή καλύτερα μια κοινωνική διαδικασία. Έτσι καθίσταται δυνατή η διάκριση αυτού που αλλάζει στη βυζαντινή κοινωνία γύρω από το ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου κατά τη διάρκεια των αιώνων που εξετάζονται.. Η μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος προσφέρει επιπλέον την ευκαιρία να διερευνηθούν αλλαγές που συντελέστηκαν στην ίδια την κοινωνία. Η σχέση ανάμεσα στο άτομο και το Κράτος αποκτά ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά στους αιχμαλώτους, καθώς το άτομο ως αιχμάλωτος βγαίνει από τα όρια του Κράτους, έστω
37
και άθελά του, και εισέρχεται στη δικαιοδοσία μιας αντίπαλης δύναμης. Ιδιαίτερα,
στο
πλαίσιο
της
μελέτης
των
μετασχηματισμών
που
συντελέστηκαν στο Βυζάντιο εν όψει της αραβικής απειλής, οι ανταλλαγές των αιχμαλώτων και όλη η πολιτική που αναπτύχθηκε γύρω από το πρόβλημά τους συνιστούν εξαιρετικό θέμα συζήτησης. Κι αυτό διότι υφάνθηκε ένα διπλωματικό δίκτυο γύρω τους, γεγονός που μαρτυρεί την ύπαρξη ενός αισθήματος ευθύνης του Κράτους απέναντι στο άτομο. Σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη οι πολεμικές ενέργειες είναι κρατική υπόθεση, οι στρατιώτες είναι κρατικοί εντεταλμένοι και το Κράτος έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις απέναντι στους δικούς του εντεταλμένους αλλά και σε αυτούς των εχθρικών δυνάμεων, όταν περιέλθουν στην εξουσία του. Αυτή η προσέγγιση του ζητήματος των αιχμαλώτων πολέμου είναι νεωτερικό φαινόμενο, απότοκο των ιδεωδών της
γαλλικής
επανάστασης.
Οι
μεσαιωνικές
όμως
κοινωνίες
υπολείπονταν αυτής της αντίληψης και ο αιχμάλωτος πολέμου του μεσαίωνα εξαρτιόταν από την ευσπλαχνία, τη φιλανθρωπία ή το όφελος των συγγενών, συμπατριωτών ή εκείνων που τον αιχμαλώτισαν. Στους στόχους που τέθηκαν σε αυτή την έρευνα περιλαμβάνεται η εξέταση του καθεστώτος αυτών των αιχμαλώτων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με το βλέμμα στραμμένο στην κατανόηση των δικαιωμάτων τους, εφόσον υπήρχαν, και στις υποχρεώσεις του Κράτους απέναντί τους. Από τη στιγμή που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Άραβες, ο πόλεμος απέκτησε επιπλέον θρησκευτική διάσταση, ενώ οι αιχμάλωτοι καθορίζονταν, όπως προκύπτει από τις πηγές, ως μουσουλμάνοι ή χριστιανοί. Η μελέτη των αιχμαλώτων πολέμου μπορεί να προσεγγιστεί από δύο πλευρές. Η πρώτη είναι εκείνη του νόμου, ο οποίος θέτει ένα κανονιστικό πλαίσιο για τους αιχμαλώτους και ορίζει τον βαθμό των τυπικών υποχρεώσεων της κοινωνίας απέναντι σε αυτούς που βρίσκονται
38
στα χέρια των αντιπάλων. Η δεύτερη είναι εκείνη των πρακτικών ζητημάτων, όπως για παράδειγμα της μεταχείρισης των αιχμαλώτων ή του κατά πόσον ήταν ρεαλιστική η προσμονή τους για απελευθέρωση. Ως επί το πλείστον, ελεύθεροι άνθρωποι γίνονταν δούλοι, μοιράζονταν ως προϊόν
λείας
σκλαβοπάζαρο
ανάμεσα
στους
προκειμένου
νικητές,
να
πωληθούν
καταλήγοντας ή
να
σε
ένα
εξαγοραστούν11.
Εναλλακτικά περίμεναν να ανταλλαγούν με αιχμαλώτους της αντίπαλης πλευράς. Σε σχέση με τους Άραβες, οι προερχόμενες από τη βυζαντινή πλευρά πηγές τείνουν να επικεντρώνονται κυρίως στη μοίρα των χριστιανών αιχμαλώτων, ενώ η ισλαμική παράδοση εστιάζει το ενδιαφέρον της στους μη-μουσουλμάνους αιχμαλώτους. Αντίθετα με τη χριστιανική πρακτική, η εξαγορά των αιχμαλώτων δεν θεσμοθετήθηκε ποτέ από τη μουσουλμανική κοινότητα και η απελευθέρωση παρέμενε κυρίως ιδιωτική πρωτοβουλία. Στη μεσαιωνική Ισπανία, για παράδειγμα, υπήρχαν
οι
exeas
ή
alfaqueques,
επαγγελματίες
που
εξαγόραζαν
αιχμαλώτους σε μουσουλμανικά εδάφη ενεργώντας κατ’ εντολή των συγγενών τους με τους οποίους είχαν συνάψει συμβόλαιο12. Στις ισλαμικές νομικές πηγές εντοπίζεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το είδος των αιχμαλώτων. Αφ’ ης στιγμής είχαν χάσει την ελευθερία τους ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν ως εργάτες ή διπλωματικό μέσο, να πωληθούν ως εμπορικό προϊόν αποφέροντας κέρδος για τον δουλέμπορο ή απλώς να εκτελεστούν. Όπως μαρτυρεί ένα επεισόδιο του 624 από τις «πράξεις» του Μωάμεθ, ο προφήτης κλήθηκε να αποφασίσει για την τύχη εβδομήντα αιχμαλώτων. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν ένας θείος, ένας ξάδερφος και ένας γαμπρός του. Οι νομομαθείς ταλαντεύονταν
11 12
MCCORMICK, European economy, σελ. 745 κ. εξ. GUEMARA, Liberation et rachat, σελ. 333-344.
39
ανάμεσα στην εκτέλεση και στη δυνατότητα να δοθεί η ευκαιρία στους αιχμαλώτους να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Αν και ο Μωάμεθ επέλεξε να τους δώσει την ευκαιρία της εξαγοράς, το ζήτημα συνέχισε να απασχολεί τους νομομαθείς13. Σημείο ιδιαίτερης βαρύτητας αναφορικά με το ζήτημα της απελευθέρωσης των χριστιανών αιχμαλώτων αποτελούν οι σχετικές αφηγήσεις που απαντώνται στην εξιστόρηση θαυμάτων μιας μακράς σειράς αγίων. Η Εκκλησία ανέλαβε έντονη δράση υπακούοντας πρωταρχικά στη χριστιανική επιταγή για προστασία του πλησίον, εννοώντας εδώ τους ομοθρήσκους. Επιπρόσθετα, η απειλή να ασπαστούν μέλη της το ισλάμ ήταν μια πραγματικότητα. Με τη μεταστροφή τους οι άλλοτε χριστιανοί αιχμάλωτοι μπορούσαν να σωθούν αλλά και να φτιάξουν μια νέα ζωή δουλεύοντας σε έναν καινούργιο τόπο. Κατά
τους
διαπραγματεύσεις
πρώτους ανάμεσα
αιώνες στους
της
Αυτοκρατορίας
εμπόλεμους,
το
θέμα
στις της
απελευθέρωσης ή της ανταλλαγής αιχμαλώτων ήταν ενταγμένο σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Θα πρέπει όμως να ερευνηθεί, εάν και κατά πόσο αργότερα ‒και κυρίως κατά την περίοδο των αραβοβυζαντινών πολέμων‒ έγινε πρώτο και κύριο θέμα των διαπραγματεύσεων και συχνά η αιτία για την έναρξή τους. Ένα σύνολο κανόνων ανάλογο των κατοχυρωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των αιχμαλώτων που ισχύουν στην εποχή μας δεν υπήρχε στη διάρκεια των υπό εξέταση αιώνων. Τα κράτη και οι κοινωνίες εφάρμοζαν τους δικούς τους νόμους, γραπτούς ή εθιμικούς. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, ενδιαφέρον πεδίο μελέτης αποτελούν οι νόμοι ή ρυθμίσεις που αφορούσαν στις συνθήκες ζωής των BRODMAN, Captives or Prisoners, σελ. 204· GUEMARA, Liberation et rachat, σελ. 335 σημ. αρ. 6. Βλ. και Ιερό Κοράνιο, Σούρα 8 περί λαφύρων πολέμου. 13
40
αιχμαλώτων, τα περιουσιακά και κληρονομικά τους ζητήματα, το γάμο και τα παιδιά, τις συνθήκες επιστροφής και ένταξής τους στην κοινωνία σε περίπτωση εξαγοράς, ανταλλαγής ή απελευθέρωσης. Από την άλλη πλευρά, ενδιαφέρουσα είναι η δράση που ανέπτυσσει η Εκκλησία για τη φροντίδα και τη μοίρα των αιχμαλώτων. Ο πολιτισμός συνιστά έναν ακόμη τομέα ο οποίος σχετιζόταν με τη δράση και τις ενέργειες των αιχμαλώτων, καθώς αυτοί συνεισέφεραν στη μετάδοση ειδήσεων, ιδεών, θρησκείας, επιστημών, διοίκησης κλπ. Οι δραστηριότητες όμως των αιχμαλώτων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την κοινωνική τους προέλευση (και ίσως καθοριστικές για το μέλλον τους), την αιτίας της αιχμαλωσίας (πόλεμος, πειρατεία, άλωση πόλης) και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή. Το σκέλος της κοινωνικής διάστασης αποτελεί ένα επιπλέον πεδίο της παρούσας μελέτης. Οι ερευνητές, που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της δουλείας, συνήθως κατέδειξαν την αιχμαλωσία ως πηγή δούλων, καθώς σε μια δουλοκτητική κοινωνία η αιχμαλωσία αποτελούσε τον πρόδρομο της δουλείας. Υπάρχουν πολλές μελέτες για το ζήτημα των δούλων στη βυζαντινή κοινωνία, στις οποίες εξετάζεται το θέμα από πλευράς οικονομίας, τάξης, κοινωνίας όσο και φύλου. Μπορεί, όμως, να εξαχθεί το σμπέρασμα ότι ο πόλεμος αποτελούσε πηγή εφοδιασμού δούλων; Σε μια τέτοια περίπτωση ο θεσμός των αλλαγίων αποτέλεσε πρόβλημα; Ζητούμενο της εργασίας αποτέλεσε η διακρίβωση της έκτασης του φαινομένου και της τύχης των αιχμαλώτων, οι οποίοι φαίνεται ότι συχνά παρέμεναν στη διάθεση του αυτοκράτορα για ανταλλαγή. Πολιτειακός και εκκλησιαστικός νομοθέτης προνοούσαν για αυτούς. Πρόκειται, όμως, ίσως για μια ακόμα φορά που η θεωρία διαφοροποιείται από την πράξη; Γεγονός πάντως παραμένει πως σε αυτή την κατάσταση που ενδέχετο να κρατήσει χρόνια, αφήνοντας τον
41
αιχμάλωτο μετέωρο σε ένα καθεστώς ανάμεσα στην ελευθερία και στη δουλεία, οι αιχμάλωτοι χρησιμοποιήθηκαν και για άλλους σκοπούς εκτός από μέσο πίεσης και διπλωματίας. Έτσι συναντώνται αιχμάλωτοι ως στρατιώτες, τεχνίτες και αγρότες, σε μια προσπάθεια ίσως αξιοποίησής τους, αλλά και γάμοι ανάμεσα σε αιχμαλώτους και ελεύθερους-νικητές. Τέλος, ενδιαφέρον είναι να φανεί αν υπήρχε διαφοροποίηση στον τρόπο αντιμετώπισης από το Βυζάντιο των χριστιανών αιχμαλώτων και των μη χριστιανών. Το χρονικό πλαίσιο που έχει τεθεί για την εργασία, επιτρέπει μια τέτοια σύγκριση.
Το χρονικό πλαίσιο Ως αφετηρία για την έρευνα αυτή επιλέχθηκε ο έκτος αιώνας, το τέλος δηλαδή της πρώιμης περιόδου. Πρόκειται για μια εποχή έντονα χαρακτηρισμένη από τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ (527565), με μεγάλη σημασία για ολόκληρη την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόσο για την εξωτερική πολιτική όσο και για την εσωτερική
αναδιάρθρωση.
Μετά
την
επίτευξη
της
πολιτικής
σταθεροποίησης στο εσωτερικό και χάρη στη στρατιωτική πολιτική του Ιουστινιανού ανακτήθηκαν για την Αυτοκρατορία χαμένα εδάφη στην Ιταλία, την Αφρική και τα Βαλκάνια. Και στον πολιτειακό τομέα, όμως, ο Ιουστνιανός άφησε σημαντικά έργα, όπως είναι η κωδικοποίηση των νόμων αλλά και η εκκλησιαστική πολιτική του, θέτοντας τις βάσεις εκείνες που ήταν απαραίτητες για τις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν τον επόμενο αιώνα. Η φειδωλή οικονομική πολιτική του επέφερε κάμψη, τα αποτελέσματα της οποίας παρατηρούνται επί των διαδόχων του. Ως
χρονικό
τέλος
επιλέχθηκε
ο
ενδέκατος
αιώνας,
και
συγκεκριμένα η πτώση του Νικηφόρου Βοτανειάτη τον Μάρτιο του 1081. Η έλευση λίγο αργότερα των σταυροφόρων θα σηματοδοτούσε μια νέα
42
φάση στην ιστορία της Αυτοκρατορίας. Το χρονολογικό αυτό πλαίσιο και η έναρξη όχι από την άνοδο του Ηρακλείου το 610, όπως είθισται για μελέτες που αφορούν στη μέση εποχή, αλλά, νωρίτερα, από τον έκτο αιώνα, διευκολύνει την παρούσα έρευνα να παρουσιάσει ολοκληρωμένα το ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου επισημαίνοντας τη διαχρονική του πορεία σε έναν κόσμο που ήδη εξελίσσεται από την αρχαιότητα στον μεσαίωνα. Καθώς η αντιμετώπιση των αιχμαλώτων σχετίζεται και εξελίσσεται σε συνάρτηση με τον εκάστοτε αντιπάλου του Βυζαντίου είναι αναγκαία η αναδρομή στον έκτο αιώνα, στην περσική απειλή. Επιπρόσθετα, κατά τον έκτο αιώνα συνεχίζονται οι παραδοσιακές μορφές αντιλήψεων, συγχρόνως όμως εμφανίζονται νέες. Συγκεκριμένα, η νομοθετική δραστηριότητα του Ιουστινιανού αποτέλεσε τον κορμό του βυζαντινού δικαίου με συμβολή και στο ζήτημα των αιχμαλώτων.
Το γεωγραφικό πλαίσιο
Από τον έκτο μέχρι τον ενδέκατο αιώνα ο ίδιος αυτός γεωπολιτικός κόσμος μετεξελίχθηκε σχηματίζοντας έναν πολύ δυναμικό χώρο. Συνοπτικά σκιαγραφημένο το σκηνικό έχει ως εξής: τον έκτο αιώνα η Αυτοκρατορία μάχονταν ακόμη στο Νότο και τη Δύση ενάντια στα βαρβαρικά βασίλεια στην Αφρική και την Ιταλία, ενώ στην Ανατολή παρά τις συγκρούσεις με τους Πέρσες διατηρήθηκαν οι ανατολικές επαρχίες. Στην αρχή του έβδομου αιώνα ο αυτοκρατορικός έλεγχος εξασθένησε, οι κατακτήσεις του Ιουστινιανού απειλούνταν και οι Σασσανίδες βρήκαν την ευκαιρία να καταλάβουν τις πλούσιες επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος πραγματικά έσωσε την Αυτοκρατορία ξανακερδίζοντας όλες αυτές τις επαρχίες και
43
απομονώνοντας το σασσανιδικό εχθρό. Ωστόσο, τα σημαντικά αυτά εδάφη ξαναχάθηκαν αργότερα και οριστικά αυτή τη φορά με την εμφάνιση των Αράβων. Κατά τη διάρκεια του έβδομου και όγδοου αιώνα οι μάχες με αυτόν το νέο, αλλόθρησκο αντίπαλο ήταν συνεχείς και παρά τις αραβικές επιδρομές στην Ανατολία και τον Καύκασο, το Βυζάντιο διατήρησε τη Μικρά Ασία. Κατά τον όγδοο αιώνα η αραβική απειλή από θαλάσσης επεκτάθηκε και στην Ιταλία και τη Σικελία. Όσον αφορά δε στον Βορρά, δηλαδή στα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι και οι Ρως ωθούσαν επίσης σε γεωπολιτικές αλλαγές.
Το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο
Από τον έκτο έως τον ενδέκατο αιώνα η βυζαντινή κοινωνία εξελίσσόταν μέσα από έντονες κοινωνικές αναμετρήσεις και διαμάχες ανάμεσα στις κοινωνικές της ομάδες. Ύστερα από μια περίοδο εσωτερικής αστάθειας κατά τα τέλη του έκτου αιώνα, η αυτοκρατορική εξουσία πέρασε σε μια φάση κατά την οποία χαρακτηριζόταν από το δυναστικό μοντέλο, το οποίο επέτρεπε να αναρριχηθούν νέες προσωπικότητες στο πολιτικό σκηνικό χάρη στη στρατιωτική σταδιοδρομία τους. Τον έβδομο και όγδοο αιώνα στη βυζαντινή κοινωνία συγκρούονταν κοινωνικές ομάδες με διαφορετικό βαθμό εξέλιξης. Η βυζαντινή άρχουσα τάξη, η οποία δέχτηκε πλήγμα από τη στρατιωτική επανάσταση του Φωκά το 602, επανήλθε
συσπειρωμένη
κατά
τη
βασιλεία
του
Ηρακλείου
και
αγωνίστηκε, για να μην ανατραπεί από τον στρατό, ο οποίος είχε τις
44
βάσεις του στην αγροτοποιημένη βυζαντινή κοινωνία και ο οποίος άρχιζε να εμφανίζεται όλο και πιο έντονα στο προσκήνιο14. Η οργάνωση της Αυτοκρατορίας σε θέματα, στρατιωτικές και διοικητικές μονάδες, οδήγησε εν μέρει σε αποκέντρωση του στρατού, γεγονός που βοήθησε στην προσαρμογή της στις νέες γεωπολιτικές ανάγκες της. Όμως, ήταν αυτός ο θεματικός στρατός η δύναμη που ανερχόταν κοινωνικά και απειλούσε να καταλάβει την εξουσία. Ωστόσο, από τον ένατο και κυρίως τον δέκατο αιώνα τα νεώτερα στρώματα άρχισαν να επανέρχονται και να συμπορεύονται με τον κλήρο σε μια διαμάχη με τον αυτοκρατορικό θεσμό. Παρόλα
αυτά,
η
κυριαρχία
της
αυτοκρατορικής
εξουσίας
εξακολουθούσε να εκδηλώνεται μέσα από το νόμο, όπως δείχνει η συνεχής
κωδικοποίηση
και
έκδοση
του
νομοθετικού
έργου
των
αυτοκρατόρων σε συνέχεια του ιουστινιάνειου μοντέλου. Επιπλέον, στον θρησκευτικό τομέα, Εκκλησία και Κράτος ένωσαν τις
δυνάμεις
τους
καθώς
η
Αυτοκρατορία
περιστοιχιζόταν
από
αλλόθρησκους εχθρούς. Η ενότητα αυτή, όμως, επρόκειτο να πληγεί από την
εικονομαχική
κρίση
του
όγδοου
αιώνα,
από
την
οποία
η
εκκλησιαστική ελίτ έμελλε να βγει πιο δυνατή από ποτέ. Η εποχή η οποία εξετάστηκε χαρακτηρίζεται από εξέλιξη των μεσαιωνικών πολιτισμών και σε συνάρτηση με τη θρησκεία. Στην Αυτοκρατορία αυτή η διαδικασία ξεκίνησε τον τέταρτο αιώνα από τον Μέγα Κωνσταντίνο και συνεχίστηκε έως τον δέκατο και ενδέκατο αιώνα. Η εικονομαχική έριδα δεν εμπόδισε τους αυτοκράτορες του όγδοου αιώνα να εκδώσουν ένα νομοθετικό έργο
P. GOUBERT, Causes et conséquences de la révolution de 602, στο Actes du Xe Congrès International d’Etudes Byzantines, Istanbul 1957, 216-218. Πρβλ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Α’ σελ. 322-326 για διαφορετική άποψη και λεπτομερή αφήγηση των γεγονότων και ΛΟΥΓΓΗΣ, Δοκίμιο, σελ. 140-142, 150-152. 14
45
το οποίο προσπαθούσε να προσαρμόσει το ρωμαϊκό δίκαιο στις δομές μιας μεσαιωνικής αυτοκρατορίας. Το
τέλος
αυτής
της
κρίσης
συνέπεσε
με
τη
μοναστική
μεταρρύθμιση του Θεόδωρου Στουδίτη, η οποία από τον ένατο αιώνα έδωσε ώθηση για ίδρυση νέων μοναστικών κέντρων. Η πορεία εξέλιξης της Αυτοκρατορίας ως χριστιανικού κράτους διαπιστώνεται, επίσης, μέσα από τον τομέα του ιδιωτικού βίου των Βυζαντινών, όπως για παράδειγμα από τον θεσμό της οικογένειας, του γάμου και της εν γένει συζυγικής ζωής. Πρόκειται για ζήτημα, το οποίο απασχόλησε την κρατική εξουσία, όπως μαρτυρεί το συνεχές νομοθετικό έργο από την εποχή του Ιουστινιανού Α’ μέχρι εκείνη του Αλεξίου Α’ Κομνηνού. Το γεγονός αυτό αφορά την έρευνα για τους αιχμαλώτους καθώς, όπως προκύπτει, η αιχμαλωσία τους αποτελεί ιδιωτικό και κρατικό ζήτημα (γάμος, περιουσία, αποκατάσταση) αλλά και διεθνές (ανταλλαγή, διπλωματία, μεταχείριση). Στο οικονομικό επίπεδο, η δύναμη των μοναστηριών και των αξιωματούχων κατά τον ένατο και δέκατο αιώνα εδραιώθηκε βασιζόμενη στις κρατικές πηγές. Οι μικροί ιδιοκτήτες έγιναν πάροικοι, εξαρτημένοι από τους μεγαλογαιοκτήμονες. Είναι τότε που η αυτοκρατορική εξουσία αντιλήφθηκε ότι έχανε σε δύναμη σε σχέση με αυτούς που αποκαλούσε ως
δυνατούς,
σε
σχέση
με
τα
μοναστήρια
και
τους
υψηλούς
αξιωματούχους. Τον ενδέκατο αιώνα με την άφιξη στο προσκήνιο των Δουκών και των Κομνηνών η κρατική εξουσία υποχώρησε, προς όφελος αυτών των δυνατών οικογενειών που αναζητούσαν περισσότερη εξουσία.
Προκειμένου να μελετήσει και να αντιληφθεί την κοινωνική ζωή της περιόδου, ο ιστορικός έχει στη διάθεσή του δύο κειμενικά είδη πηγών, την ιστοριογραφία και την αγιολογία. Η δεύτερη, για τη οποία
46
εκτενέστερος λόγος θα γίνει παρακάτω, αντανακλά τις αλλαγές, οι οποίες επέρχονται στην κοινωνία και τις εκάστοτε νοοτροπίες των ανθρώπων. Μας είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη δε για τους αιώνες από τον έβδομο έως τον δέκατο, κατά τους οποίους η βυζαντινή ιστοριογραφία είναι περιορισμένη, το κενό όμως της οποίας ισοσταθμίζει, επιπλέον, η πολύ πλούσια αραβική ιστοριογραφία. Σε συνδυασμό με τη μελέτη της νομοθεσίας και των εγγράφων της υπό εξέταση περιόδου καθίσταται δυνατή η ανασύνθεση της ιστορίας των αιχμαλώτων. Όσον αφορά στη σύγχρονη βιβλιογραφία, σε κάθε κεφάλαιο αναφέρονται οι σχετικές με το ζήτημα μελέτες που λειτούργησαν άλλωστε και ως βάση για την ανάπτυξη της παρούσας προσέγγισης. Από τις μελέτες και τα άρθρα που παρατίθεται στο τέλος της εργασίας γίνεται φανερή η πολυπλοκότητα του
αντικειμένου
της
έρευνας
αυτής,
καθώς
άπτεται
πολλών
διαφορετικών θεματικών. Τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν στην παρούσα μελέτη σχετίζονται περισσότερο με την οργάνωση του υλικού και την κατηγοριοποίησή του προκειμένου να αποφευχθούν, όσο το δυνατό, οι επαναλήψεις στον κορμό του κειμένου και να δοθεί μια μεθοδολογικά ορθή σύνθεση που να οδηγεί σε συμπεράσματα. Το γεγονός της ευρύτητας των χρονικών ορίων από τον έκτο έως τον ενδέκατο αιώνα, που από τη μία πλευρά αποτελεί πλεονέκτημα για την εργασία και τους στόχους της, προσέθεσε ταυτόχρονα δυσκολία στο δάμασμα του υλικού. Τα κεφάλαια της διατριβής δημιουργήθηκαν με βάση τα ερωτήματα της σύγχρονης έρευνας αξιοποιώντας ολόπλευρα τα είδη του υλικού που διαθέτουμε. Επιπλέον, οι αποσπασματικές πληροφορίες που παρέχουν οι πηγές, ιδιαιτέρως την εποχή από τον έβδομο έως τον δέκατο αιώνα, αποτελεί πάντα ένα πρόβλημα για τον ερευνητή που μελετά ζητήματα
47
πέραν των ιστορικών γεγονότων και επιδιώκει να φωτίσει τις προθέσεις και τις αιτίες που οδήγησαν στην εξέλιξη των διάφορων φαινομένων. Επίσης, ένα ζήτημα που ανέκυψε αναφορικά με τις αραβικές πηγές ήταν εκείνο της κατανόησης της γλώσσας15. Τα σημαντικα αυτά κείμενα προσεγγίστηκαν μέσα από επιστημονικές μεταφράσεις που έχουν εκδοθεί κα παρατίθεται στη βιβλιογραφία, καθώς και το σπουδαίο έργο «Byzance et les Arabes» του Alexander Vasiliev, με τις προσθήκες και τη σημαντική μετάφραση του Marius Canard και σχόλια του Henri Gregoire16.
Τέλος, στο ξεκίνημα της έρευνας αυτής δεν είχα αντιληφθεί πως το ζήτημα
θα
ήταν
τόσο
επίκαιρο,
όσο
το
καθιστά
η
τραγική
πραγματικότητα των ημερών μας με τη μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από εμπόλεμες χώρες της Μέσης Ανατολής προς τα ευρωπαϊκά εδάφη. Η μετακίνηση τέτοιου αριθμού ανθρώπων στα ίδια εδάφη, που για την παρούσα μελέτη αποτελούν αντικείμενο έρευνας, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις μετακινήσεις του μεσαίωνα. Η βίαιη απομάκρυνση των ανθρώπων από τον τόπο τους, η δύσκολη πορεία και η προσπάθεια για επιβίωση φέρνουν στο νου τις ιστορίες των αιχμαλώτων της βυζαντινής περιόδου. Αναπόφευκτα έρχεται συνειρμικά η σκέψη για τον τρόπο που αντέδρασε ένα μεσαιωνικό κράτος μπροστά σε παρόμοιο, τηρουμένων των αναλογιών, πρόβλημα αθρόας μετακίνησης ανθρώπων λόγω αιχμαλωσίας. Με την έννοια αυτή αξίζει να σημειωθεί πως το Βυζάντιο κατόρθωσε στο αναδυόμενο πρόβλημα των ολοένα και περισσότερων αιχμαλώτων να μετατρέψει τη φιλανθρωπία των απλών
Οι λιγοστές γνώσεις μου στην αραβική γλώσσα δεν επέτρεψαν τη μελέτη των πρωτότυπων κειμένων. Πολλές ευχαριστίες οφείλω στην καθηγήτρια αραβικής γλώσσας και βυζαντινολόγο, Δρ. Kawthar Serhan, για τη βοήθειά της σχετικά με ζητήματα της αραβικής γλώσσας και του αραβικού πολιτισμού. ]]] ]]] ]] ]]] ]]] ]]] ]]]] ]]] ]] ]]] ] ]] ]]] ]] ]]] ]]] 16 VASILIEV A. Α. - CANARD M., Byzance et les Arabes, τ. ΙΙ/ 2e partie, La dynastie macédonienne (867-959), Extrait des sources arabes, Bruxelles 1950. 15
48
ανθρώπων, που φρόντιζαν για την εξαγορά των συγγενών τους ή για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, σε υπόθεση της κρατικής εξουσίας μέσω της νομοθεσίας, της δημόσιας εξαγοράς και των ανταλλαγών των αιχμαλώτων.
49
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Θεωρητικές προσεγγίσεις Ενότητα πρώτη: Ζητήματα εννοιών και νομοθεσίας γύρω από την αιχμαλωσία
Καθ’ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν αδιαλείπτως σε εμπόλεμη κατάσταση. Δεν πρόκειται μόνο για πολέμους των συνοριακών περιοχών αλλά και για σημαντικές γεωπολιτικές μεταβολές, οι οποίες οφείλονταν στους πολέμους
και
επηρέαζαν
τον
πληθυσμό
πολλών
περιοχών
της
Αυτοκρατορίας. Η κατάσταση αυτή κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του έβδομου και όγδοου αιώνα και συνεχίστηκε μετέπειτα. Σε έναν κόσμο όπου
«οι
νικημένοι
ανήκουν
στους
νικητές»,
όπως
αναφέρεται
χαρακτηριστικά στον Πρόχειρο Νόμο17, νομιμοποιούταν ο νικητής να σκοτώσει, να υποδουλώσει ή να χρησιμοποιήσει ανάλογα με την επιθυμία του τους αιχμαλώτους, τους οποίους είχε αποκτήσει από μια επιδρομή ή μάχη. Εξ άλλου από την αρχαιότητα συνηθιζόταν από τους νικητές η μετατροπή των αιχμαλώτων πολέμου σε δούλους. Η πρακτική αυτή είχε ανέκαθεν σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, αναγκαστικά άλλαξε, όταν μεταβλήθηκε και το γεωπολιτικό σκηνικό της Μεσογείου. Τότε αναδείχτηκε η άλλη όψη αυτού του νομίσματος, καθώς πολλοί Βυζαντινοί βρέθηκαν στη θέση του νικημένου και κατά συνέπεια αιχμαλωτισμένοι από τον εχθρό. Με την εμφάνιση των Αράβων και τους νικηφόρους
πολέμους
τους
οποίους
διεξήγαν
εναντίον
της
Αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο έγινε θύμα της ίδιας του της αντίληψης. Από την άλλη πλευρά, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας άλλαξε το κοινωνικό καθεστώς του αιχμαλώτου, με τη συμβολή της Εκλογής στην εξέλιξη του ζητήματος του γάμου και συνεπώς 17
Πρόχειρος Νόμος, 34.2-3. ]]] ]]] ]]] ]]] ]]]] ]]]] ]]]] ]]] ]]]] ] ]]] ]]] ]] ]] ]]]]] ]] ]]] ]] ]]] ]] ]]]] ]] ]]
50
της οικογενειακής και πολιτειακής κατάστασης του αιχμαλώτου. Το αδιάλυτο του χριστιανικού γάμου προϋπέθετε τη διατήρηση του status του ελευθέρου ατόμου ενός εκ των συζύγων, ακόμη και αν έπεφτε σε αιχμαλωσία. Ήταν οι αυτοκράτορες της συριακής δυναστείας του όγδοου αιώνα αυτοί οι οποίοι φάνηκε να αλλάζουν την κατάσταση μέσα από τη νομοθεσία και τον χαρακτηρισμό του ελεύθερου και του δούλου, όπως θα αναλυθεί παρακάτω.
Η έννοια του αιχμαλώτου και της αιχμαλωσίας
Οι έννοιες του αιχμαλώτου και της αιχμαλωσίας στην ύστερη αρχαιότητα
αλλά
και
κατά
από
τη
σημερινή.
διαφορετικές
τη
βυζαντινή Είναι,
περίοδο
λοιπόν,
είναι
ριζικά
απαραίτητο
να
αποσαφηνιστούν και να τους αποδοθεί το περιεχόμενο που είχαν στην υπό εξέταση εποχή. Αν και είναι απαράιτητη μια αναδρομή στο ρωμαϊκό δίκαιο, προκειμένου να καταστεί αντιληπτό ποιοι αιχμάλωτοι αφορούν την παρούσα εργασία, καθώς και ποια προβληματική εξυφαίνεται γύρω από το πολιτειακό καθεστώς τους, δεν επιχειρείται σε καμία περίπτωση να γίνει εδώ ανάλυση του βυζαντινού δικαίου. Θα περιοριστούμε στις περιπτώσεις εκείνες, οι οποίες αφορούν στον καθορισμό της αιχμαλωσίας ως έννοιας, στο πολιτειακό καθεστώς του αιχμαλώτου κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του αλλά και μετά από αυτή, εάν κατόρθωνε να επαναπατριστεί. Εκ
των
πραγμάτων,
λοιπόν
γίνεται
αναφορά
σε
νόμους
προηγούμενων αιώνων, για να διαπιστωθεί η συνέχεια ή διαφοροποίησή
51
τους στην υπό εξέταση εποχή. Ωστόσο, σε ποιους αιχμαλώτους αναφερόμαστε; Η ελληνική λέξη αἰχμάλωτος, σύνθετη από τις λέξεις αἰχμή και ἁλωτός, αναφέρεται σε αυτόν ο οποίος μπορεί να κυριευθεί υπό την απειλή του δόρατος. Συνεπώς, αφορά σε όλα τα είδη αιχμαλώτων, όπως και αν αυτοί αποκτήθηκαν και όχι μόνο σε εκείνους οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια ενός πολέμου18. Έτσι, από τις πηγές, διακρίνονται οι εξής κατηγορίες αιχμαλώτων: α) ο πληθυσμός μιας πόλης ή ευρύτερης περιοχής, η οποία περιήλθε στην κυριαρχία του εχθρού ύστερα από πολεμική ήττα, β) οι στρατιώτες μετά τη μάχη, γ) ο πληθυσμός συγκεκριμένης περιοχής μετά την επιδρομή ή τη λεηλασία και δ) ο πληθυσμός ο οποίος ήταν θύμα πειρατείας. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι αιχμάλωτοι μπορεί να είναι όσοι παίρνουν ενεργό μέρος στη μάχη και κυρίως οι στρατιώτες, αλλά και ο απλός πληθυσμός, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον έχουν σχέση οι αιχμάλωτοι από μια επιδρομή –κοινή πρακτική για την εποχή– αλλά και τα θύματα πειρατείας στη μελέτη για τους αιχμαλώτους πολέμου. Πιστεύω, όμως, πως η επιδρομή και κατάληψη μιας πόλης αποτελεί από μόνη της πολεμική επιχείρηση και εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης εμπόλεμης κατάστασης και των εχθροπραξιών. Η μοναδική περίπτωση, που θα μπορούσε, ίσως, να διαφοροποιηθεί είναι αυτή της πειρατείας και αυτό γιατί βγαίνει από τα όρια της πολεμικής αναμέτρησης. Πρόκειται για ληστές οι οποίοι αποσκοπούσαν καθαρά στο δουλεμπόριο και αποτελούν
Στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία αναφέρονται συγκεκριμένα prisoners of war, captives of war, prisonniers de guerre, captifs de guerre, Kriegsgefangene κλπ. Για τον αιχμάλωτο πολέμου εμφανίζεται σπάνια στις πηγές ο όρος «δορύκτητος», όπως τον βλεπουμε στη Νεαρά του Ιωάννη Τζιμισκή ή «δορυάλωτος» Βλ. LIDDELL – SCOTT, αρ. 1961· Photii Patriarchae Lexicon, τ. 1, Δ 725:1,429· ODB, 3:1722–1723. Πρβλ. MCCORMICK, European economy, σελ. 735-737. 18
52
πρόβλημα ξεχωριστό19. Εν μέρει, όμως, θα μας απασχολήσουν βοηθητικά προκειμένου να αντιληφθούμε τη στάση του Κράτους και της Εκκλησίας απέναντι στην απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Συνεπώς, αυτό το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να διαφοροποιήσουμε τους αιχμαλώτους είναι το να καθορίσουμε σε ποιον περιέρχονται μετά την αιχμαλωσία και κυρίως ποιος έχει το δικαίωμα να ωφεληθεί από την απόκτησή τους, το Κράτος (της μίας ή της άλλης πλευράς), οι πειρατές ή οι νικητές στρατιώτες. Με άλλα λόγια ο καθορισμός του εχθρού. Για την βυζαντινή οπτική αυτό σήμαινε δύο είδη αιχμαλώτων: από τη μία πλευρά, ήταν εκείνοι τους οποίους αιχμαλώτιζε το Βυζάντιο και από την άλλη πλευρά, οι Βυζαντινοί οι οποίοι αιχμαλωτίζονταν από τους εχθρούς. Αυτός ο διαχωρισμός είναι ιδιαιτέρως χρήσιμος, καθώς αποτελεί βάση για την πρακτική της ανταλλαγής των αιχμαλώτων,
όπως
θα
αναλυθεί
σε
επόμενο
κεφάλαιο.
Όσοι
αιχμαλωτίζονταν από Βυζαντινούς, θεωρούνταν καταρχήν δούλοι. Αλλά οι ελεύθεροι Βυζαντινοί, οι οποίοι έπεφταν στα χέρια του εχθρού αποτέλεσαν ένα πρόβλημα για τη βυζαντινή νομοθεσία το οποίο αυτοκράτορες
της
περιόδου
των
αραβοβυζαντινών
πολέμων
προσπάθησαν να ρυθμίσουν.
Οι πειρατές δεν επιτίθονταν μόνο στους εν θαλάσση πλέοντες, αλλά αποβίβαζαν άντρες στα νησιά και στις παραθαλάσσιες περιοχές με σκοπό να αρπάξουν τους κατοίκους, την περιουσία τους, τις σοδειές και τα ζώα. Τα συναισθήματα ανασφάλειας, ο υποβιβασμός του επιπέδου ζωής, η ερήμωση νησιωτικών κυρίως περιοχών, η πρόκληση μεταναστευτικών ρευμάτων και η δημιουργία οχυρωμένων οικισμών στις βόρειες και δυσπρόσιτες τοποθεσίες ήρθαν ως φυσικό επακόλουθο της μάστιγας αυτής. Το τοπωνύμιο Σαρακίνικο, που απαντάται σε διάφορα μέρη του τόπου μας, κυρίως νησιά, μαρτυρεί την πραγματικότητα αυτή της πειρατείας. Βλ.YANNOPOULOS, La société profane, σελ. 279-289. Για τη διαχρονικότητα του φαινομένου στις βυζαντινές θάλασσες, βλ. E. AHRWEILERΓΛΥΚΑΤΖΗ, Byzance et la mer, Paris 1966, σελ. 107 κ. εξ. E. AHRWEILERΓΛΎΚΑΤΖΗ, Course et piraterie dans la Méditerranée orientale aux IVXV s., Commission Internationale d’Histoire Maritime, τ. Ι, Paris 1975, σελ. 729. 19
53
Το δικαίωμα της υποστροφής και το ius gentium στο ρωμαϊκό δίκαιο
Στις σύγχρονες κοινωνίες το ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το διεθνές δίκαιο, όπως μαρτυρεί η Τρίτη Συνθήκη της Γενεύης20. Με αυτή την αφετηρία, ορισμένοι συγγραφείς σύγχρονων μελετών εφάρμοσαν στο έργο τους μια τέτοιου είδους ιδέα ρύθμισης των πολεμικών πρακτικών. Αλλά, αφενός η έννοια του «διεθνούς δικαίου» δεν μπορεί να σταθεί σε έναν κόσμο που δε γνωρίζει την έννοια του έθνους-κράτους και αφετέρου, η φιλοσοφία του ρωμαϊκού δικαίου δεν εκφράστηκε ποτέ με τέτοιο σχήμα, αν και συχνά o ius gentium καταχρηστικά έχει θεωρηθεί ως μια έννοια διεθνούς κανόνα. O ius gentium δεν αποτελεί ένα διεθνές δίκαιο με την σύγχρονη έννοια, καθώς δεν πηγάζει από συμφωνίες μεταξύ των λαών αλλά κυρίως από την αναγνώριση εκ μέρους των Ρωμαίων της ανάγκης τυποποίησης των συνεπειών του πολέμου, δίνοντας μάλιστα και έναν χαρακτήρα αμοιβαίας ισχύος21. Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, όταν ένα ελεύθερο άτομο αιχμαλωτιστεί από τον εχθρό και εξανδραποδιστεί, θεωρείται δούλος και στα ρωμαϊκά εδάφη22. Ως δούλος δε, χάνει και κάθε περιουσιακό του δικαίωμα, την εξουσία επί των παιδιών του και επιπλέον ο γάμος του λύνεται23.
Το
ρωμαϊκό
δίκαιο,
κληροδοτώντας
πολλά
από
τα
χαρακτηριστικά του στο βυζαντινό, παρουσιάζει έναν χαρακτήρα Η Τρίτη Συνθήκη της Γενεύης αφορά στο ζήτημα της μεταχείρισης των αιχμαλώτων πολέμου και είναι αποτέλεσμα συνδιάσκεψης του 1949 υπό το κράτος τραγικών στιγμών για την ανθρωπότητα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτήν ανανεώθηκε η Σύμβαση της Γενεύης για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου, του 1929.] ]] ]]] ]]]] ]] 21 ΧΡΥΣΟΣ, Νόμος πολέμου, 201-211. 22 Inst. Ι, 3. Το ζήτημα του status των Ρωμαίων αιχμαλώτων έχει ευρέως μελετηθεί. Εδώ παρατίθενται ενδεικτικά τα εξής έργα: BUCKLAND, The Roman Law, σελ. 291-317· LEVY, Captivus Redemptus, σελ. 29-46· KLINGSHIRM, Charity and Power, σελ. 183-203Al MAFFI., Ricerche sul postliminium, Milano 1992, κυρίως σελ. 25-50 · HUNTZINGER, Captivité, σελ. 23-173. 23 Dig., XLIX, 15. 12. 4 και 15. 8. 20
54
«διεθνούς δικαίου» με τον καθορισμό της ίδιας τύχης τόσο για τους Ρωμαίους αιχμαλώτους όσο και για τους αιχμαλώτους των Ρωμαίων με αναγωγή στον ius gentium, «το δίκαιο των ανθρώπων ή των λαών», όπως συνήθως αποδίδεται σε μετάφραση. Παρ’ όλα αυτά για τον ορισμό της αιχμαλωσίας ενδιαφέροντα είναι τα όσα αναφέρει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ περί του «νόμου των ανθρώπων»24. Η βασική διαφοροποίηση των ανθρώπων είναι ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους. Ο Ιουστινιανός φαίνεται επηρεασμένος από τη χριστιανική και τη στωική διδασκαλία περί φυσικής ισότητας των ανθρώπων. Όπως ο ίδιος αναφέρει σε Νεαρά του, Ἡ μὲν οὖν φύσις ἐξ ἀρχῆς ἅπαντας ὁμοίως μὲν ἐλευθέρους ὁμοίως δὲ εὐγενεῖς προήγαγε25. Η χριστιανική διδασκαλία, αν και δεν απαίτησε την απελευθέρωση των δούλων, συνέβαλε σε μια πιο φιλάνθρωπη μεταχείρησή τους. Συνεπώς, η δουλεία (servitus) προκύπτει από το ius gentium26 και μετατρέπει τον άνθρωπο σε ιδιοκτησία ενός άλλου αντίθετα από το φυσικό δίκαιο. Οι δούλοι αποκαλούνται servi, γιατί οι επικεφαλής του στρατού πωλούν τους αιχμαλώτους και έτσι τους σώζουν αντί να τους σκοτώσουν. Ακόμη, αποκαλούνται και manicipia, διότι συλλαμβάνονται και αιχμαλωτίζονται με τα χέρια (manus) του εχθρού.
Inst., I, 3: De iure personarum : Summa itaque divisio de iure personarum haec est quod omnes homines aut liberi sunt aut servi. 1. Et libertas quidem est, ex qua etiam liberi vocantur, naturalis facultas eius quod cuique facere libet, nisi si quid aut via ut iure prohibetur. 2. Servitus autem est constitutio iuris gentium, qua quis dominio alieno contra naturam subicitur. 3. Servi autem ex eo appellati sut, quod imperatores captivos vendere iubent ac per hoc servare nec occidere solent. Qui etiam mancipia dicti sunt, quid ad hostibus manu capiuntur. 4. Servi autem aut nascuntur aut fiunt. Nascuntur ex ancillis nostris ; fiunt aut iure gentium, id est ex captivitate, aut iure civili, cum homo liber maior viginti annis ad pretium participandum sese venumdari passus est. In servorum condicione nulla differentia est. 5. In liberis multae differentiae sunt. Aut enim ingenui sunt aut libertini. 25 Νεαρές Ιουστινιανού, 89.1, σελ. 429.38-430.3. 26 Διαχωρίζονται τρία είδη δικαίου: το φυσικό δίκαιο (ius naturale), το οποίο είναι η τάξη που υπάρχει χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπινου νόμου, το δίκαιο των ανθρώπων ή των λαών (ius gentium), το οποίο αποτελείται από τις νόρμες του ιδιωτικού δικαίου, για τις οποίες οι Ρωμαίοι νομικοί πίστευαν ότι ισχύουν σε όλους τους λαούς και το αστικό δίκαιο (ius civile), δηλαδή το δίκαιο του Κράτους ή της Αυτοκρατορίας. 24
55
Θεωρείτο ότι δούλοι είτε γεννιόμαστε είτε γινόμαστε. Αυτός που γεννιέται από μητέρα δούλη είναι δούλος εκ γενετής. Αλλά ένα άτομο γίνεται δούλος από το ius gentium, με αλλά λόγια από την αιχμαλωσία. Γίνεται δούλος και από το ius civile, το αστικό δίκαιο. Αλλά ανάμεσα στους δούλους δεν υπάρχει διαφορά πολιτειακής κατάστασης. Αντιθέτως, ανάμεσα στους ελεύθερους υπάρχουν πολλές. Κυριότερη είναι ότι οι ελεύθεροι είναι είτε ingenui, δηλαδή γεννημένοι ελεύθεροι, είτε libertine, δηλαδή απελευθερωμένοι27. Με αφορμή τις παραπάνω σκέψεις, μπορούμε να δώσουμε έναν ορισμό για την αιχμαλωσία, έτσι όπως μελετάται σε αυτή την εργασία. Πρόκειται, για την εξαναγκασμένη υποταγή σε έναν οργανωμένο εχθρό
έπειτα
από
μια
πράξη
αιχμαλωτισμού
στο
πλαίσιο
εχθροπραξίας, η οποία συνεπάγεται την απουσία του αιχμαλώτου από την κοινότητά του. Έτσι, η αιχμαλωσία είναι η επιμήκυνση στο χρόνο μιας πράξης αιχμαλωτισμού, κατάσταση εξ ορισμού μεταβατική, της οποίας η διάρκεια και οι συνθήκες αναλύονται στη συνέχεια.
Αυτονόητη πηγή δούλων ήταν η φυσική αναπαραγωγή των ήδη υπαρχόντων. Η ιδιότητα του δούλου ήταν κληρονομική και την κληροδοτούσε η μητέρα. Αντίθετα με το παλαιότερο δίκαιο που θεωρούσε αποφασιστική για την τύχη του νεογνού την κατάσταση της μητέρας την ώρα του τοκετού, το δίκαιο του Πανδέκτη, καθόριζε ότι αν η μητέρα κατά τη σύλληψη ήταν ελεύθερη, τότε και το παιδί θα γεννιόταν ελεύθερο ανεξάρτητα από την κατάσταση της μητέρας την ώρα του τοκετού, διότι, όπως αναφέρει ο νομοδιδάσκαλος Μαρκιανός, «δεν επιτρέπεται να βλάπτει την τύχη του εμβρύου η ατυχία της μητέρας». Βλ. Dig., I.5.5.2· Inst., I.3.4· KÖPSTEIN, Sklaverei, σελ. 59-74. Ας σημειωθεί πως υπάρχει και η Νεαρά 28 της Ειρήνης Αθηναίας σύμφωνα με την οποία τα παιδιά που γεννιόνταν από μία δούλη και έναν ελέυθερο χαρακτηρίζονταν νόθα και όχι δούλοι. Βλ. Die Novellen, 26· Yannopoulos, La societé profane, σελ. 268, 285. Για τη δούλη γενικότερα βλ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Γυναίκα, σελ. 261-281, όπου δίνεται και η σχετική βιβλιογραφία. 27
56
Το πολιτειακό καθεστώς του αιχμαλώτου στο ρωμαϊκό δίκαιο και η εξέλιξή του
Στον ρωμαϊκό κόσμο πολύ σπάνια φαίνεται πως γινόταν λόγος για επανάκτηση των αιχμαλώτων πολέμου. Το γεγονός ότι ο αιχμάλωτος αποκτούσε το status του δούλου εμπόδιζε την πολιτειακή αποκατάστασή του μέσα από ένα κρατικό διάβημα. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία την οποία αφηγείται ο Μάλχος σχετικά με την αιχμαλωσία του στρατηγού Ηρακλείου, όταν ο τελευταίος είχε αιχμαλωτισθεί από τους Γότθους. Τότε, ο αυτοκράτορας Ζήνων διατέθηκε να τον εξαγοράσει αλλά ζήτησε τα απαραίτητα χρήματα από την οικογένεια του αιχμαλώτου, προκειμένου να μην θεωρηθεί δούλος, όντας αγορασμένος από έναν τρίτο28. Σε παρόμοια περίπτωση ο αιχμάλωτος ή η οικογένειά του έπρεπε να ξεπληρώσουν το ποσό στον αγοραστή, διαφορετικά ο αιχμάλωτος θα παρέμενε στην ιδιοκτησία του αγοραστή ως δούλος29. Σε ό,τι αφορά τους αιχμαλώτους οι οποίοι κατάφερναν να επιστρέψουν στα ρωμαϊκά εδάφη, το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Οσοι κατόρθωναν να διαφύγουν του εχθρού ή να ελευθερωθούν δεν έβρισκαν αυτομάτως με την επιστροφή στην πατρίδα την προ αιχμαλωσίας πολιτειακή τους κατάσταση. Ωστόσο, ο θεσμός του postliminium30 είναι αυτός ο οποίος επέτρεπε στον αιχμάλωτο, σε περίπτωση που κατάφερνε να επιστρέψει στην
BLOCKLEY, Classicising Historians, απόσπ. 6. 2. CJ, VIII, 50. 15. 30 Για την ετυμολογία, επαναλαμβάνοντας τον Κικέρωνα, ο Ιουστινιανός, Inst., 1. 12. 5 αναφέρει: Dictum est auctem postliminium a limine et post, ut eum, qui ab hostinus captus in fines nostros postea peruenit, postliminio reversum recte dicimus; nam limina sicut in domibus finem quemdam faciunt, sic et imperii finem limen esse veteres voluerunt; hinc et limes dictus est quasi finis quidam et terminus, ab eo postliminium dictum, quia eodem limine revertebatur, quo amissus erat; sed et qui victis hostibus recuperatur, postliminio rediisse existimatur. Βλ. και CURSI, La struttura del ‘Postliminium’, σελ. 10-25. 28 29
57
πατρίδα του, να ξαναβρεί την πολιτειακή κατάσταση που είχε πριν την αιχμαλωσία. Φυσικά, υπήρχε η προϋπόθεση ο αιχμάλωτος να ήταν ελεύθερος πολίτης πριν την αιχμαλωσία και να είχε χάσει την ελευθερία του από εξωτερικό εχθρό. Δηλαδή, δεν αφορά στον αιχμάλωτο από εμφύλια διαμάχη ούτε, βεβαίως, σε αυτόν που αυτομόλησε. Ο δούλος, ο οποίος απελευθερωνόταν και επέστρεφε στην πατρίδα του, γύριζε και στον παλαιό του αφέντη. Ας σημειωθεί η ότι ο αιχμαλωτισθείς ελεύθερος γινόταν δούλος μόνο αν συλλαμβανόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και για το λόγο αυτό είχε ανάγκη του δικαίου της υποστροφής. Την ίδια ανάγκη δεν είχαν οι αιχμάλωτοι από πειρατεία, ληστεία ή εμφύλια διαμάχη31. Όσον αφορά στους στρατιώτες μάλιστα, αυτοί έπρεπε να έχουν επιδείξει γενναιότητα προτού αιχμαλωτιστούν μαρτυρώντας ότι δεν προτίμησαν την ατιμωτική υποδούλωση από τον ένδοξο θάνατο για την πατρίδα32. Συνεπώς, η εξαγορά σε προσωπικό επίπεδο υπήρχε κατά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή αλλά δεν υφίστατο η δυνατότητα τέτοιας ενέργειας από την κρατική εξουσία. Στη συνέχεια εξηγείται πώς στη βυζαντινή περίοδο έγιναν η εξαγορά των αιχμαλώτων κρατική υπόθεση και η ανταλλαγή των αιχμαλώτων συνήθης πρακτική. Στη διάρκεια του πέμπτου και έκτου αιώνα, ενώ συνεχίζεται η ισχύς του παραδοσιακού ρωμαϊκού δικαίου, παρατηρείται μια εξέλιξη σχετική με το καθεστώς του αιχμαλώτου. Με διάταξή του ο Ονώριος το 409 επέτρεψε στον αιχμάλωτο ο οποίος έχει αγοραστεί από έναν τρίτο να εξαγοράζεται από τον τελευταίο. Στην περίπτωση που δεν διέθετε τα οικονομικά μέσα τού δινόταν η δυνατότητα να εργαστεί για μια περίοδο πέντε ετών προκειμένου να μπορέσει να επανέλθει στο προ της
31 32
Dig., 49, 15.19· Βασιλικά, 34, 1.26· Ιωάννης Χρυσόστομος, PG, 60, 669. DOCKЀS, La libération médiévale, σελ.10-14.
58
αιχμαλωσίας καθεστώς33. Για την εφαρμογή της διάταξης επιστρατεύτηκε ο τοπικός κλήρος34, ο οποίος πέραν των άλλων έπρεπε να ενθαρρύνει τους άρχοντες της περιοχής να μεριμνούν κάθε Κυριακή για την υγεία των αιχμαλώτων35. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι η παράγραφος του Θεοδοσιανού Κώδικα V, 6.3 (έτος 409), στην οποία αναφέρεται πως οι αιχμάλωτοι πολέμου που προέρχονται από φυλή σύμμαχο των Ούννων δεν γίνονταν δούλοι
αλλά
χρησιμοποιούνταν
ως
κολόνοι
στη
Βυζαντινή
Αυτοκρατορία36. Τον έκτο αιώνα, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, που το χρήμα δεν επενδυόταν και η απόσταση μεταξύ πόλης και υπαίθρου μεγάλωνε, το κράτος υιοθέτησε το θεσμό του colonatus37, ως πιο αποδοτικό για την αγροτική παραγωγική εργασία, εγκαταλείποντας όλο και περισσότερο
τη
δουλική
εργασία.
Οι
γαιοκτήμονες
(κτήτορες,
πρωτεύοντες) δεν ήταν υποχρεωτικά μεγάλοι δουλοκτήτες, όπως νωρίτερα. Το κράτος προοδευτικά έδειχνε να μη βασίζεται πλέον στους δούλους ως παραγωγική δύναμη και αυτό μαρτυρούν αυτοκρατορικοί νόμοι που επιτρέπουν την απελευθέρωση όλο και περισσότερων δούλων 38. Βεβαίως οι δούλοι εξακολουθούσαν να είναι πολυάριθμοι, με αδειάλειπτη
33
CTh, V, 7. 2, CJ, VIII, 50. 20.
ΤORALLAS-TOVAR, Violence, σελ. 110-111. CTh, IX, 3. 7. 36 CTh, V, 6. 3: Scyras barbaram nationem maximis [Chu]norum, quibus se coniunxerunt, copiis fusis imperio nos[tro] subegimus. Ideoque damus omnibus copiam ex praedicto ge[ner]e hominum agros proprios frequentandi, ita ut omnes [scia]nt susceptos non alio iure quam colonatus apud se futu[ros] nullique licere ex hoc genere colonorum ab eo, cui se[mel] adtributi fuerint, vel fraude aliquem abducere vel [fugie]ntem suscipere, poena proposita, quae recipientes [alien]is censibus adscribtos vel non proprios colonos in[seq]uitur. 37 Από νομικής πλευράς ο όρος colonatus σημαίνει την υπαγωγή σε ένα καθεστώς με κληρονομική πρόσδεση στη γη για τους μικρούς καλλιεργητές και ένα αντίστοιχο προσωπικό καθεστώς. Σε οικονομικό επίπεδο έχει σχέση εξάρτησης από το μεγάλο γαιοκτήμονα, αφού ο κολόνος προσδένεται στη γη με εξωοικονομικό καταναγκασμό. Βλ. ΛΟΥΓΓΗΣ, Ιουστινιανός, σελ.65-81 38 CJ, VII, 3,1, VII, 17, 1. 34 35
59
παρουσία στο τελευταίο σκαλοπάτι της κοινωνικής ιεραρχίας39. Το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός διερωτάται ρητορικά σε νόμο του 530 ποια είναι πράγματι η διαφορά ανάμεσα στο δούλο και τον εγγεγραμμένο κολόνο, δείχνει ότι τον έκτο αιώνα έχει χειροτερέψει το καθεστώς των προσδεδεμένων στη γη κολόνων, έτσι ώστε να συγκρίνεται με εκείνο των δούλων40. Η φροντίδα για τους αιχμαλώτους ως πράξη φιλανθρωπίας και χριστιανικής υποχρέωσης εμφανίστηκε από την εποχή του Αμβροσίου του Μεδιολάνου, τον τέταρτο αιώνα, στο έργο του De officiis ministrorum (Περί των καθηκόντων των λειτουργών), τονίζοντας το χάσμα ανάμεσα στους χριστιανούς από τη μία πλευρά και τους βάρβαρους εχθρούς από την άλλη41. Βεβαίως, ο Αμβρόσιος αναφερόταν στην εξαγορά χριστιανών αιχμαλώτων από πρόσωπα και υποστήριζε μάλιστα πως η Εκκλησία όφειλε να εξαργυρώνει και να χρησιμοποιεί τα χρυσά ιερά σκεύη της για την εξαγορά αυτών των αιχμαλώτων42. Κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή, το αίτημα για αποκατάσταση των αιχμαλώτων από το κέντρο της εξουσίας εκφραζόταν ορισμένες φορές αλλά είχε χαρακτήρα ευκαιριακό και σίγουρα δεν αποτελούσε πάγια πρακτική. Για παράδειγμα, τον τέταρτο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ζήτησε την αποκατάσταση των αιχμαλωτισμένων στρατιωτών του από τους Αλαμανούς43. Την εξαγορά επτά χιλιάδων Περσών αιχμαλώτων πραγματοποίησε και ο επίσκοπος Αμίδης Ακάκιος επί Θεοδοσίου Β’, αφού εκποίησε ιερά σκεύη και συγκέντρωσε χρήματα. Η πράξη του προκαλεί εντύπωση καθώς πρόκειται για την εξαγορά αλλοεθνών. Σίγουρα πάντως είχε τον Dig., XL, 9, 19. CJ, ΧΙ, 48, 21: quae etenim differentia inter servos et adscripticios intellegetur, cum uteraue in domini sui positus est potestate, et possit servum cum peculio manumittere et adscripticum cum terra suo dominio expellere? 41 Αμβρόσιος Μεδιολάνων, τ. 2, XV, 70-71. 42 Αμβρόσιος Μεδιολάνων, τ. 2, ΧΧVIII, 136-143. 43 Ευνάπιος, απόσπ. 19, σελ. 6-123. ]] ]] ]] ]] ]]] ]]]] ]] ]]] ] ]]] ] ]] ] ]]] ] ]] ]]] ] ]]]] ]] ]] ]]] ]] ]]] ]] ] 39 40
60
χαρακτήρα έκτακτης ανάγκης, εφόσον οι τοπικές αρχές ήταν αδύνατο να διαθρέψουν και να συντηρήσουν τόσες χιλιάδες αιχμαλώτους44. Η πράξη της εξαγοράς των χριστιανών οι οποίοι βρίσκονταν σε αιχμαλωσία αναγνωρίστηκε επισήμως από τον Ιουστινιανό με δύο Νεαρές. Η Νεαρά 120 επιτρέπει στην Εκκλησία να απαλλοτριώσει τις έως τότε αναπαλλοτρίωτες γαίες της προς ανάρρυσιν των αιχμαλώτων, δηλαδή για την εξαγορά και απελευθέρωσή τους45. Η Νεαρά 131 αναφέρει πως, εάν στη διαθήκη ενός αποθανόντος ατόμου αναφέρεται η δωρεά ποσού προς ανάρρυση αιχμαλώτων, υπεύθυνος για την πράξη της εξαγοράς τίθεται ο επίσκοπος της ενορίας του αποθανόντος46. Ένα τέτοιο παράδειγμα διαθήκης είναι αυτή του Φλαβίου Θεοδώρου, υφισταμένου του δούκα της Θηβαῒδας. Σε αυτό το έγγραφο του 567, ο συντάκτης ανέφερε συγκεκριμένα ότι, μετά τον θάνατό του, επιθυμούσε το πατρικό του σπίτι να πωληθεί εἰς ἀνάρρυσιν αἰχμαλώτων47.
Στο συμβάν αναφέρεται ο εκκλησιαστικός συγγραφέας και ιστορικός Σωκράτης Σχολαστικός, τ. 1, σελ. 776-777: Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὔτε δίσκων, οὔτε ποτηρίων χρῄζει, οὔτε γὰρ ἐσθίει, οὔτε πίνει, ἐπεὶ μὴ δὲ προσδεὴς ἐστίν, ἐπεὶ τοίνυν πολλὰ κειμήλια χρυσᾶ τε καὶ ἀργυρᾶ ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν προσηκόντων αὐτῇ κέκτηται, προσήκει ἐκ τούτων ῥύσασθαί τε τῶν στρατιωτῶν τοὺς αἰχμαλώτους, καὶ διαθρέψαι αὐτούς. (…) Ταῦτα καὶ ἄλλα πλείονα τούτοις παραπλήσια διεξελθών χωνεύει μὲν τὰ κειμήλια· τιμήματα δὲ τοῖς στρατιώταις ὑπέρ τῶν αἰχμαλώτων καταβαλών, καὶ διαθρέψας αὐτούς, εἶτα δοὺς ἐφόδια, τῷ οικείῳ ἀπέπεμψε βασιλεῖ. Αὕτη ἡ τοῦ θαυμαστοῦ Ἀκακίου πρᾶξις πλέον τῶν Περσῶν βασιλέα κατέπληττεν, ὅτι ἀμφότερα Ῥωμαῖοι μεμελετήκασι, πολέμῳ τε και εὐεργεσίᾳ νικᾷν. 45 Νεαρές Ιουστινιανού, 120.9. Για το κείμενο βλ. τον πίνακα στο παράρτημα. Οι κανόνες της Εκκλησίας προέβλεπαν ρητά το αναπαλλοτρίωτο της κινητής και ακίνητης περιουσίας της, με εξαίρεση τις περιπτώσεις εθνικής ανάγκης από το 470, βλ. CJ, 2,14. Ως τέτοια ανάγκη θεώρησε το ζήτημα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, όπως προαναφέρθηκε. Για το αναπαλλοτρίωτο βλ. ΡΑΛΛΗΣ – ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα κανόνων, τ. Β’, σελ. 52 (Κανών 38 των Αποστόλων) και στο ίδιο τ. 3, σελ. 372 (Κανών της εν Καρθαγένη Συνόδου 26). 46 Νεαρές Ιουστινιανού, 131. 11. Από την εποχή του Ιουστινιανού οι επίσκοποι και γενικώς η Εκκλησία ανέλαβαν σημαντικό ρόλο στην αστική ζωή, ιδιαιτέρως από τη δτιγμή που παρήκμασε η τάξη των δεκουριώνων. Είναι περίοδος που οι πόλεις άλλαξαν, τειχίσθηκαν και καταλάμβαναν μικρότερη έκταση. Βλ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, σελ. 51, 169-170. 47 MASPERO, Papyrus grecs, III, 67312. 44
61
Στην ιστοριογραφία του έκτου αιώνα αντανακλάται αυτή η νέα φιλάνθρωπη πρακτική. Ο ιστορικός Προκόπιος αναφέρει πως το 540 ο επίσκοπος Σεργιουπόλεως Κάνδιδος ανέλαβε την εξαγορά των δώδεκα χιλιάδων κατοίκων από τα Σούρα, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί από τον Χοσρόη. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι η πρωτοβουλία είχε προέλθει από τον Πέρση βασιλιά, ο οποίος, μάλιστα, ζητούσε δύο κεντηνάρια48. Για το λόγο αυτό, επίσκοπος Σεργιουπόλεως είχε στην αρχή αρνηθεί, λόγω έλλειψης χρημάτων, καθώς οι πόλεις είχαν φτωχύνει αφάνταστα. Ο Χοσρόης επέμεινε και του έδωσε το περιθώριο να ξεπληρώσει το ποσό αργότερα. Ο επίσκοπος, αφού ορκίστηκε με βαρείς όρκους και διαβεβαίωσε γραπτώς τον Χοσρόη ότι θα εξοφλήσει το ποσό, σε ένα χρόνο, απελευθέρωσε όλους του Σουρηνούς49, πολλοί εκ των οποίων όμως δεν επέζησαν εξαιτίας της ταλαιπωρίας50. Σε μια άλλη περίπτωση, σύμφωνα με τον Προκόπιο, γοητευμένος ο Χοσρόης από μια χριστιανή αιχμάλωτο, την οποία φαίνεται ότι παντρεύτηκε, άφησε τους αιχμαλώτους προτού λάβει το ποσό της αποζημίωσης51.
Το κεντηνάριο ήταν μονάδα βάρους και ισοδυναμούσε με 100 λίτρες χρυσού. Συνεπώς ο επίσκοπος έδωσε 200 λίτρες χρυσού για 12.000 αιχμαλωτους. 49 Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, τ. ΙΙ, 5. 29-31: πέμψας οὖν ἐς Σεργιούπολιν, τὴν Ῥωμαίων κατήκοον […] Κάνδιδον τὸν ταύτῃ ἐπίσκοπον κεντηναρίοιν δυοῖν δισχιλίους τε καὶ μυρίους ὄντας ὠνεῖσθαι τοὺς αἰχμαλώτους ἐκέλευεν. ὁ δὲ (χρήματα γάρ οἱ οὐκ ἔφασκεν εἶναι) τὴν πρᾶξιν ἄντικρυς ἀνεδύετο. διὸ δὴ αὐτὸν ὁ Χοσρόης ἠξίου ἐν βιβλιδίῳ τὴν ὁμολογίαν ἀφέντα τοῦ δώσειν χρόνῳ τῷ ὑστέρῳ τὰ χρήματα οὕτω δὴ ὀλίγων χρημάτων πρίασθαι ἀνδράποδα τοσαῦτα τὸ πλῆθος. Κάνδιδος δὲ κατὰ ταῦτα ἐποίει, καὶ τὸ μὲν χρυσίον ὡμολόγησεν ἐνιαυτοῦ δώσειν, ὅρκους δεινοτάτους ὀμωμοκὼς […] ταῦτα Κάνδιδος ἐν γραμματείῳ γράψας τοὺς Σουρηνοὺς ἅπαντας ἔλαβεν. ὧν ὀλίγοι μέν τινες διεβίωσαν, οἱ δὲ πλεῖστοι ἀντέχειν τῇ ξυμπεσούσῃ ταλαιπωρίᾳ οὐχ οἷοί τε ὄντες ὀλίγῳ ὕστερον διεφθάρησαν. ταῦτα διαπεπραγμένος Χοσρόης πρόσω ἐπῆγε τὸ στράτευμα.]] ] ]]]] ]]]] ]] ]]] 50 Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, τ. ΙΙ, 5.33. 51Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, II, 5.28. Ο Θεοφάνης για αντίστοιχο λόγο ψέγει τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο και τον καλεί να μετανοήσει, γιατί αρνούμενος την πρόταση του ηγεμόνα των Αβάρων για εξαγορά των Βυζαντινών αιχμαλώτων, αμάρτησε ενάντια στη θέληση του Θεού. Βλ. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 279-285. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, πως ο Θεοφάνης γράφει σε μια εποχή στην οποία η εξαγορά των αιχμαλώτων πολέμου είχε γίνει πάγια πρακτική απελευθέρωσης. Βλ. πιο κάτω σελ. 288-289. 48
62
Ενδιαφέρον είναι πως μια παράλληλη νομική-κανονιστική εξέλιξη συνέβη στην εβραϊκή κοινότητα τον έκτο αιώνα στις ανατολικές επαρχίες της
Αυτοκρατορίας,
κυρίως
στην
Παλαιστίνη,
τη
Συρία
και
τη
Μεσοποταμία. Σύμφωνα με το Ταλμούδ μια ολόκληρη συναγωγή μπορεί να πωληθεί, για να εξασφαλιστούν χρήματα για την απελευθέρωση αιχμαλώτων52. Η παράλληλη ανάπτυξη
της πρακτικής
εξαγοράς
αιχμαλωτισμένων ομοθρήσκων, υποδεικνύει, θεωρώ, την ανάδυση μια νέας έννοιας της κοινότητας, η οποία εντοπίζεται αργότερα και στο ισλάμ. Μαρτυρείται, δηλαδή, η ταύτιση του ατόμου με τη θρησκευτική του κοινότητα, η οποία διαφυλάττει για τα μέλη της το καθεστώς της ελευθερίας. Ως προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πρόκειται φυσικά για την ταυτότητά της ως χριστιανικής αυτοκρατορίας και συνεπώς χριστιανικής κοινότητας. Αυτή η εξέλιξη επέφερε συνέπειες στον τομέα της συζυγικής κατάστασης των αιχμαλώτων. Το 536 με μια άλλη Νεαρά αίρεται η λύση του γάμου για λόγους διαφορετικής πολιτειακής κατάστασης ανάμεσα στους συζύγους. Με άλλα λόγια δεν μπορούσε αυτομάτως να διαλυθεί ο γάμος, επειδή ένας εκ των δυο συζύγων έπεφτε στα χέρια του εχθρού και γινόταν δούλος ως αιχμάλωτος53. Η ρύθμιση αυτή είναι μέρος της Νεαράς 22, της οποίας το θέμα είναι ο γάμος των χριστιανών54. Εκεί αναδεικνύεται
FRIEDMAN, The «Great Precept», σελ.161-172· ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 62. Για τo αδιάλυτο του γάμου, βλ. MEYENDORFF, Christian Marriage, 100· L’ HUILLIER, The Indissolubility of Marriage, 199-221. Η ευλογία του γάμου από την Εκκλησία καθιστούσε τη διάλυσή του αδύνατη. Πρβλ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Γυναίκα, σελ. 79-85. Στη σελ. 84 επισημαίνεται η σοβαρότητα του αδιάλυτου χαρακτήρα του γάμου στην περίπτωση των μελλοντικών αγίων. Οι μοναχοί που στη συνέχεια αγίασαν απέφευγαν τον θρησκευτικό γάμο καθώς θα ήταν ασύμβατο από τη μία πλευρά να μονάζουν και από την άλλη να παραμένουν παντρεμένοι, ιδιότητα που διατηρούσαν ακόμα και σε περίπτωση χηρείας. 54 Νεαρές Ιουστινιανού, 22. 7. Στην Νεαρά 117. 11, τίθεται μια απροσδιόριστη περίοδος αναμονής για έναν σύζυγο σε αιχμαλωσία. Η Νεαρά ακύρωνε τα δικαιώματα επί της προίκας για τον ή την σύζυγο που επιθυμούσε τη λύση του γάμου. Με τον τρόπο αυτό η λύση του γάμου ήταν δυνατή μόνο για εκείνον που θα αποποιούνταν τα συζυγικά 52 53
63
η συνάφεια ανάμεσα στο status, το πολιτειακό καθεστώς, του αιχμαλώτου και της οικογενειακής του κατάστασης55. Και πάλι, βεβαίως, η περίπτωση αφορά σε έναν Βυζαντινό υπήκοο αιχμαλωτισμένο από τον εχθρό και όχι σε έναν αιχμαλωτισμένο από τους Βυζαντινούς αλλοεθνή και αλλόθρησκο. Διότι, ενώ ο δεύτερος ορίζεται ως δούλος, ο πρώτος θεωρείται ελεύθερος χάρη στη θρησκευτική του ταυτότητα και την ταύτιση της θρησκείας του με αυτή του Κράτους. Με αυτή τη λογική οι χριστιανοί έπρεπε να σωθούν από τους απίστους. Εδώ θα μπορούσε θεωρητικά να βρίσκεται και η αρχή της πρακτικής της ανταλλαγής αιχμαλώτων, η οποία θα αναλυθεί σε επόμενη ενότητα.
Το πολιτειακό και συζυγικό καθεστώς του αιχμαλώτου
Μελετώντας τις νομικές πηγές, αντιλαμβάνεται ο ερευνητής, από το περιεχόμενο των διατάξεων αλλά και από τη χρονική στιγμή που συντάσσονταν ή άλλαζαν, τις ανάγκες που καλούνταν να διευθετήσουν. Πρόκειται
για
διατάξεις
που
λειτουργούσαν
«πυροσβεστικά»
και
έρχονταν να δώσουν λύση σε προβλήματα που ήδη είχαν δημιουργηθεί. Το γεγονός αυτό γεννά στον ιστορικό ερωτήματα που βρίσκονται πέρα από αυτή καθεαυτή τη νομοθεσία. Στο ζήτημα του γάμου, η ιουστινιάνεια νομοθεσία θέτει ένα ζήτημα για προβληματισμό. Ορίζοντας πως ο γάμος έμενε σε ισχύ και μετά την αιχμαλωσία του ενός εκ των δυο συζύγων, αναγνώριζε το γάμο ενός ανθρώπου με το καθεστώς του δούλου και ενός ελεύθερου. Φυσικά, περιουσιακά του δικαιώματα. Βλ. Παράρτημα στο τέλος για τα χωρία των νομοθετικών κειμένων.]]]]] ]]] 55 Η ίδια Νεαρά απαγορεύει την υποδούλωση ενός ελεύθερου ατόμου από το Κράτος.
64
πρόκειται καθαρά για άτομα διαμένοντα εκτός της Αυτοκρατορίας, αφού είχαν αιχμαλωτισθεί, ωστόσο εγείρει ερωτήματα αναφορικά με το τι ίσχυε στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Στην περίπτωση που ένας παντρεμένος Βυζαντινός αιχμάλωτος πωλούνταν ως δούλος σε εχθρικά εδάφη και επανερχόταν κάποια στιγμή ως εμπόρευμα στην Αυτοκρατορία, σύμφωνα με την ώς τότε πρακτική, θα είχε χάσει και το συζυγικό του καθεστώς και το καθεστώς του ελεύθερου πολίτη από τη στιγμή της αιχμαλωσίας του. Αλλά με τη Νεαρά του Ιουστινιανού, είχε τη δυνατότητα πλέον να διατηρεί τη συζυγική ιδιότητα των ελεύθερων ατόμων. Εδώ θα μπορούσε να παρατηρηθεί μια παραδοξολογία, καθώς σύμφωνα με το νόμο για την αγορά, αν ο αιχμάλωτος αγοραστεί από έναν άλλο Βυζαντινό, αποτελεί ιδιοκτησία του τελευταίου μέχρι να τον αποζημιώσει, εάν έχει τα μέσα. Με άλλα λόγια, η διατήρηση του συζυγικού καθεστώτος του αιχμαλώτου δεν αποτελεί πρόβλημα, όταν αυτός είναι μακριά από την Αυτοκρατορία. Όταν όμως επιστρέψει, εάν δεν αγοραστεί από την οικογένειά του ή από την Εκκλησία, βρίσκεται σε δυο καταστάσεις, από τη μια αυτήν του παντρεμένου και άρα ελεύθερου και αυτήν του de facto δούλου. Αυτή η παράδοξη κατάσταση που θα μπορούσε να προκύψει, και αναφέρεται εδώ ως προβληματισμός, ρυθμίστηκε με τη νομοθεσία του όγδοου
αιώνα,
όπως
και
άλλα
θέματα,
που
αφορούσαν
τους
αιχμαλώτους56. Τότε ορίστηκε ότι ένας Βυζαντινός αιχμάλωτος, όταν επανέλθει στην Αυτοκρατορία ως δούλος επανακτά το καθεστώς του ελεύθερου ατόμου, με την προϋπόθεση ότι το είχε και πριν την αιχμαλωσία και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ius postliminium. Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, αφού η προαναφερθείσα περίπλοκη κατάσταση υπήρχε και νωρίτερα, γιατί η νομοθεσία του 56
Εκλογή, 8.2. Βλ. το Παράρτημα.
65
Ιουστινιανού δεν έλαβε μέτρα για την αντιμετώπισή της; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί η σχέση ανάμεσα στην αιχμαλωσία και τη δουλεία πριν από τους αραβοβυζαντινούς πολέμους. Κατά τη μακρά εμπόλεμη περίοδο του έκτου και έβδομου αιώνα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας βρισκόταν σε περιοχές όπου οι εχθροί έκαναν συνεχώς επιδρομές. Οι στρατιωτικές εκστρατείες των Περσών είχαν άμεσες συνέπειες στη ζωή αυτού του πληθυσμού. Οι κάτοικοι των πόλεων συχνά τις εγκατέλειπαν και άλλοι αναγκάζονταν να ζήσουν υπό την εξουσία του εχθρού, πολύ συχνότερα από ό,τι στο παρελθόν, κυρίως στα ανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σπάνια αναφέρεται από τις πηγές της εποχής η αναγκαστική μετακίνηση των κατοίκων στην άλωση μιας πόλης ως θέμα στρατιωτικό 57. Παράδειγμα αποτελεί η εντολή του Τιβερίου για μετακίνηση και εγκατάσταση στην Κύπρο χιλιάδων Περσών που είχαν αιχμαλωτισθεί από τον στρατηγό Μαυρίκιο μετά την κατάληψη φρουρίων της Αρζανηνής58. Ο Samuel Lieu, ο οποίος μελετά την τύχη του αιχμαλωτισμένου από τους Πέρσες ρωμαϊκού πληθυσμού, αναδεικνύει το γεγονός ότι οι τελευταίοι χρησιμοποιούσαν τον αποκτηθέντα πληθυσμό
για τις
δημογραφικές ανάγκες τους59. Έτσι εγκαθιστούσαν τους αιχμαλώτους, πολίτες ή στρατιώτες, στις αποικίες στο εσωτερικό της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας, μακριά από τα σύνορα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της βυζαντινής Αντιοχείας, της οποίας ο πληθυσμός αιχμαλωτισμένος από τον περσικό στρατό οδηγήθηκε στο κέντρο των σασσανιδικών εδαφών δημιουργώντας τη Νέα Αντιόχεια60. Σύμφωνα με
CHRYSOS, Some Aspects, σελ 1-60. Ομοίως βλ. GREATREX G., Rome and Persia, σελ. 75-78. Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 143. Βλ. και GOUBERT, Byzance avant l’Islam, σελ. 75 κ.εξ. 59 LIEU, Captives, Refugees and Exiles, σελ. 475-505. 60 Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, ΙΙ, 14. Πρβλ. Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 200. 57 58
66
τη μαρτυρία του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη, οι μετοικισθέντες αιχμάλωτοι συνεργάστηκαν αργότερα με τον στρατηγό Μεβόδη στη σύλληψη του σφετεριστή του θρόνου και την επαναφορά του Χοσρόη στην εξουσία61. Η ίδια πηγή πληροφορεί και για τη μετοικεσία εἰς τὴν πολεμίαν του λαού της Σιγγιδόνας (Singidunum, σημερινό Βελιγράδι) μετά την κατάληψή της από το χαγάνο των Αβάρων Bajan62. Με τον ίδιο τρόπο ο πληθυσμός της Θεοδοσιούπολης στην Αρμενία μεταφέρθηκε στην περσική πρωτεύουσα63 και ο Χοσρόης σχεδόν άδειασε την Έδεσσα από τους κατοίκους της μεταφέροντάς τους στα εδάφη του64. Αν και η μελέτη του Samuel Lieu αφορά περισσότερο στον τέταρτο αιώνα, η πρακτική αυτή συνεχίζει σε όλη την πρώιμη βυζαντινή εποχή, όπως προκύπτει μέσα από τα έργα του Προκοπίου, του Αγαθία, του Μενάνδρου και των ιστορικών του πέμπτου αιώνα Ολυμπιοδώρου, Πρίσκου και Μάλχου. Ποτέ δε γίνεται λόγος για ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου. Τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται ούτε στις συνθήκες ειρήνης
και τις
διπλωματικές επαφές ανάμεσα στους
Βυζαντινούς και τους Πέρσες. Τα κείμενα αναφέρονται είτε σε σφαγή των αιχμαλώτων είτε στη μεταφορά τους για δημογραφικούς σκοπούς του εχθρού είτε για φυλάκισή τους65. Επιπλέον, δε φαίνεται ότι πωλούσαν τους αιχμαλώτους, αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο, οι Πέρσες μάλλον έβλεπαν τους αιχμαλώτους τους ως κατοίκους των περσικών επαρχιών, οι οποίες είχαν επανακτηθεί. Έτσι, το 503, όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την Άμιδα (το σημερινό Diyarbakir), αφού κατέσφαξαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού, πήραν τους επιζώντες και, σύμφωνα με τον
61 62
Προκόπιο,
τελικώς
τους
ελευθέρωσαν66.
Όσο
για
τους
Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 200-201. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 262. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]]
63
Σεβαίος, Armenian History, 33, 112 · ΜΠΑΡΤΙΚΙΑΝ, Αρμενικές πηγές, σελ. 11. Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, ΙΙ, 26. 65 Βλ. ενδεικτικά Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, Ι, 13. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ.261. 66 Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, Ι, 7. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 64
67
αιχμαλωτισμένους Πέρσες από τους Βυζαντινούς, αυτοί ανήκαν πλέον στη βυζαντινή εξουσία. Ο αυτοκράτορας μπορούσε να τους κάνει δούλους, να τους πωλήσει ή να τους επιστρέψει στη Σασσανιδική Αυτοκρατορία υποστηρίζοντας κάποια διπλωματική κίνησή του. Έτσι, ο Τιβέριος Β’ αποφάσισε να απελευθερώσει τους Πέρσες αιχμαλώτους που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και να τους στείλει στον Χοσρόη67. Ο Θεοφάνης και ο Σεβαίος αποδίδουν την πράξη αυτή στον αυτοκράτορα Ηράκλειο68. Φαίνεται πως τα παραπάνω συσχετίζονται με την αντίληψη που απέρρεε από το ρωμαϊκό - βυζαντινό δίκαιο για τη «διεθνή» ισχύ του ius gentium. Ακόμη και αν οι Πέρσες δεν μετέτρεπαν σε σκλάβους τους αιχμαλώτους τους, το ρωμαϊκό - βυζαντινό δίκαιο τους θεωρούσε δούλους. Παρόλα αυτά όμως, φαίνεται πως η περίπτωση να επανέλθει στην Αυτοκρατορία
ένας
αιχμάλωτος
που
ήταν
ελεύθερος
πολίτης,
αιχμαλωτίστηκε, πωλήθηκε και επανήλθε στην Αυτοκρατορία ως εμπόρευμα σε σκλαβοπάζαρο, δεν ήταν συχνό φαινόμενο για τον έκτο αιώνα. Η πράξη εξαγοράς από φιλανθρωπία θα τον επανέφερε στην πατρίδα του όπου και επανακτούσε, πιθανότατα, το status που είχε πριν την αιχμαλωσία. Η αλλαγή πολιτειακού καθεστώτος από ελεύθερο σε δούλο ήταν υπόθεση καθαρά στην αρμοδιότητα του βυζαντινού νόμου και της αυτοκρατορικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό και η Νεαρά 22 του Ιουστινιανού69, σχετικά με το αδιάλυτο του γάμου στην περίπτωση αιχμαλωσίας ενός εκ των δύο συζύγων, δεν θα μπορούσε να προκαλέσει καμία σύγχυση όταν εκδόθηκε. Το πρόβλημα θα προέκυπτε μόνο, αν υπήρχε πραγματική πιθανότητα ο αιχμάλωτος να επιστρέψει στη βυζαντινή επικράτεια με εξαγορά ή ανταλαγή. Κάτι τέτοιο, όμως, λίγο Μένανδρος Προτήκτωρ, απόσπ. 2. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Σεβαίος, Armenian History, 38, 126, Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ.308. 69 Βλ. το Παράρτημα για το κείμενο. 67 68
68
αργότερα θα γίνει πραγματικότητα με την εμφάνιση ενός πολύ ισχυρού εχθρού. Συνοψίζοντας, το παράδοξο για τον σημερινό ερευνητή εδράζεται σε δύο πράγματα. Από τη μία πλευρά, είναι η αντίληψη του νομικού συστήματος το οποίο προέβαλε τον «διεθνή» χαρακτήρα του νόμου σύμφωνα με τον οποίο «οι ηττημένοι ανήκουν στους νικητές». Από την άλλη πλευρά, είναι οι κοινωνικές αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν στο εσωτερικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως η εξέλιξη στο θέμα του γάμου και το αδιάλυτο αυτού. Η άποψη αυτή για τους ηττημένους φανερώνει την αντίληψη ότι η Αυτοκρατορία ήταν αήττητη. Το «δίκαιο των ανθρώπων», μάλιστα, φαίνεται να εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας Αυτοκρατορίας, η οποία δε φαντάστηκε ποτέ ότι θα μπορούσε να ηττηθεί. Με τους Πέρσες, αρχικά, αυτή η εντύπωση από μεριάς του Βυζαντίου τέθηκε υπό αμφισβήτηση, καθώς επρόκειτο για έναν δυνατό εχθρό, επιζήμιο για τα εδάφη της Αυτοκρατορίας και για τους κατοίκους της. Επιπλέον, δεν δημιουργήθηκε ζήτημα για το status των αιχμαλώτων, γιατί, απομακρυσμένοι οι περισσότεροι στο εσωτερικό της σασσανιδικής Αυτοκρατορίας, δεν επρόκειτο να επιστρέψουν.
69
Ενδιαφέρον για τους αιχμαλώτους ή διπλωματικό εργαλείο;
Από νωρίς η Κωνσταντινούπολη προσέτρεχε στη διπλωματία, όταν έκρινε ότι οι συγκρούσεις δε θα οδηγούσαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Με αφορμή το ζήτημα των αιχμαλώτων άνοιγε συχνά ο δρόμος για διπλωματική προσέγγιση. Επί Ιουστινιανού οι βαλκανικές επαρχίες δέχονταν τις επιθέσεις από βόρειους γείτονες, οι οποίοι σύμφωνα με τον Προκόπιο σκότωναν και συλλάμβαναν χιλιάδες αιχμαλώτους70. Η ίδια πηγή μαρτυρεί την επίθεση και αιχμαλωσία κατοίκων της Θράκης από τους Άντες το 545/54671, γεγονός που φαίνεται πως υπήρξε η αφορμή για την προσέγγισή τους από τον Ιουστινιανό στο πλαίσιο εξασφάλισης συμμαχιών για τη διασφάλιση των βορείων συνόρων του. Την άνοιξη του 592, όταν ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος αποφάσισε να τεθεί επικεφαλής του στρατού που ερχόταν από την Ασία για να μεταβεί στην περιοχή του Δούναβη, η ύπαιθρος από την Κωνσταντινούπολη ως την Αγχίαλο ήταν σχεδόν έρημη από αγροτικούς πληθυσμούς. Με την αυτοπρόσωπη αυτή εκστρατεία, ο Μαυρίκιος έδειχνε πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση, αφού ο τελευταίος αυτοκράτορας που είχε βρεθεί σε πεδίο μάχης ήταν ο Θεοδόσιος Α’, ενώ οι διάδοχοί του, από τον Αρκάδιο και εξής, έμεναν στην πρωτεύουσα. Τώρα, η ερήμωση της θρακικής επαρχίας έφερνε στο φως και την οργανωμένη λεηλασία. Παρ’ όλα αυτά, η αργή πορεία του στρατού δεν έδειχνε επιθυμία για μάχες, αλλά για διαπραγματεύσεις που ναυάγησαν, καθώς ο χαγάνος απαίτησε να ανεβεί η ετήσια χορηγία του, που ως τότε ήταν 80.000 χρυσά νομίσματα στις 100.000, ποσό εξωφρενικό. Έτσι δεν έμενε παρά ο πόλεμος. Από το 593 Ο Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, IV, 14.2 αναφέρει την αιχμαλωσία 200.000 ανθρώπων σε κάθε εισβολή. Βλ. και ΚΑΔΡΑΡΑΣ, Άντες, σελ. 75. 71 Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, VII, 14.11. Βλ. και ΚΑΔΡΑΡΑΣ, Άντες, σελ. 76, σημ. αρ. 267. 70
70
λοιπόν, η Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να διατηρήσει στο Δούναβη μεγάλες στρατιές, χωρίς το γεγονός αυτό να απαλλάσσει την ενδοχώρα από τις επιδρομές και τις λεηλασίες72. Όμως, η γενικότερη αποτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων φάνηκε από το γεγονός ότι, τον Σεπτέμβρη του 597, οι Αβαροσλάβοι πολιόρκησαν στενά τη Θεσσαλονίκη για μια βδομάδα, γεγονός σημαντικό, που δεν αναφέρεται από τον λόγιο Σιμοκάττη73. Ήταν φανερό πως στο μέτωπο του Δούναβη γινόταν σπατάλη δυνάμεων τις οποίες η Αυτοκρατορία χρειαζόταν για την προστασία των επαρχιών. Η κυβέρνηση όμως εννοούσε να αμύνεται στο Δούναβη. Όταν λίγο αργότερα,
περί το 598, έγινε ειρήνη με τους Αβάρους, τα
αυτοκρατορικά στρατεύματα απέκτησαν τη δυνατότητα να περνούν το Δούναβη ως τον ποταμό Τισσό (Tisza), για να καταδιώκουν τους Σλάβους74. Όμως, τη δυνατότητα αυτή η Αυτοκρατορία την απέκτησε αυξάνοντας την ετήσια χορηγία στους Αβάρους σε 150.000 χρυσά νομίσματα. Στο εξής ο στρατός θα διαχείμαζε πέρα από το Δούναβη. Ο Μαυρίκιος επέμενε να τερματίσει τον αβαρικό πόλεμο, όπως έκλεισε και τον περσικό. Κάνοντας, δηλαδή, τα κρατικά ταμεία κυριολεκτικά να αιμορραγούν, επειδή οι υπέρογκες πληρωμές σε Αβάρους και Φράγκους δεν αποσκοπούσαν παρά στη διατήρηση των συνόρων της ιουστινιάνειας ανάκτησης75. Η δυσαρέσκεια του λαού ήταν έντονη από τη μία πλευρά λόγω αυτής της τακτικής και από την άλλη διότι ο αυτοκράτορας αρνήθηκε να
Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 135-138. Η χρονολόγηση των γεγονότων της εποχής γίνεται ακόμα πιο δύσκολη από την πομπώδη περιγραφή του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη, ο οποίος ασχολήθηκε με αρχαιοπρεπείς εκφράσεις και δημηγορίες στρατηγών. 73 Μαρία ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ, Συμβολή εις τήν χρονολόγησιν των ἀβαρικών και σλαβικών επιδρομών έπί Μαυρικίου (582-602), Σύμμεικτα 2 (1970), σελ. 145-182. 74 Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 273· Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ.280.9-10· WHITBY, Maurice, σελ. 95, 174· ΚΑΔΡΑΡΑΣ, Βυζάντιο και Άβαροι, σελ. 90-91. ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] 75 WHITBY, Maurice, σελ. 154-155· LOUNGHIS, Ambassades byzantines, σελ. 97-105. 72
71
εξαγοράσει τους αιχμαλώτους πολέμου, αντιμετωπίζοντας ως σπατάλη το απαραίτητο χρηματικό ποσό για την εξαγορά. Ακόμη και όταν ο χαγάνος κατέβασε την τιμή κάθε αιχμαλώτου από ένα νόμισμα σε μισό, προκειμένου να πουλήσει το εμπόρευμά του, και περαιτέρω σε ένα τέταρτο του νομίσματος, ο Μαυρίκιος και πάλι αρνήθηκε, οδηγώντας τους Ρωμαίους αιχμαλώτους στο θάνατο76. Επί
Μαυρικίου,
στη
διάρκεια
της
πρώτης
περιόδου
των
αβαροβυζαντινών συγκρούσεων, σε μία από τις επιδρομές του χαγάνου στη Θράκη συνελήφθησαν αιχμάλωτοι δύο στρατιωτικοί αρχηγοί, ο Κάστος, επικεφαλής των στρατευμάτων που προάσπιζαν το βόρειο σύνορο
της Αυτοκρατορίας, και ο Ανσιμούθ, ηγέτης του πεζικού
στρατεύματος που παρέμενε στην περιοχή της Θράκης77. Υπό την πίεση του λαού της Κωνσταντινούπολης, ο αυτοκράτορας διαπραγματεύτηκε την απελευθέρωση των αιχμαλώτων –το κείμενο δεν αναφέρει τίποτα για τον Ανσιμούθ– πληρώνοντας το αντίτιμο στους αντιπάλους οι οποίοι χρηματίσθηκαν λίαν δαψιλῶς78. Ο Κάστος ήταν εκείνος που φτάνοντας στην πόλη Ζάλδαπα και στον Αίμο κατάφερε σημαντική νίκη επί των Αβάρων, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς79. Γενικώς, την περίοδο των πολέμων του Βυζαντίου με του Αβάρους, αλλεπάλληλες
πρεσβείες
κατέφθαναν
στην
Κωνσταντινούπολη
αποκλειστικά προκειμένου να εξαγοράσουν αιχμαλώτους80 αλλά συχνά προέβαλλαν και άλλα αιτούμενα, π.χ εμπορικά ή προμήθειας τροφίμων81. Και από τη βυζαντινή πλευρά, όμως, υπάρχει η μαρτυρία για τον
Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 280.3-9· ΚΑΔΡΑΡΑΣ, Βυζάντιο και Άβαροι, σελ. 92. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 258.3-12· Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 93-94· WHITBY, Maurice, σελ. 149-150· ΚΑΔΡΑΡΑΣ, Βυζάντιο και Άβαροι, σελ.76 78 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 259· Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 103-104. ] ]] ]] ]]]] ]]]] ]] 79 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 257· Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 90. 80 Σιμοκάττης, Ιστορία,σελ. 289. Βλ. ΣΤΡΑΤΟΣ, Ζ’ αιώνας, τ.1, σελ.80-81· ΚΑΔΡΑΡΑΣ, Βυζάντιο και Άβαροι, σελ. 74, 78-82. 81 ΠΑΤΟΥΡΑ, Λαοί του Κάτω Δούναβη, σελ. 357-358. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 76 77
72
Θεόδωρο, εκπρόσωπο του στρατηγού Πρίσκου ο οποίος έπεισε το χαγάνο για τη συμφωνία ειρήνης με την υπόσχεση άμεσης απελευθέρωσης των στρατιωτών αιχμαλώτων του82. Εν μέσω εσωτερικών αναταραχών στην Περσία για τη διεκδίκηση του θρόνου επήλθε εξομάλυνση των σχέσεών της με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Μαυρίκιος έστειλε στο Χοσρόη, στο πλαίσιο αυτό και ανάμεσα σε άλλα δώρα, δυο επιφανείς Πέρσες αιχμαλώτους, τον Σαμέν και τον Χοσροπερόζη τους οποίους είχε συλλάβει τον καιρό του πολέμου83. Η απελευθέρωση και απόδοση των αιχμαλώτων στην πατρίδα τους, -με ή χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα- σε ένδειξη καλής θέλησης, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας ή
σε μια διαπραγμάτευση ήταν φαινόμενο σύνηθες.
Εξάλλου, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει συγχρόνως πολλούς εχθρούς. Κατά συνέπεια, η άμβλυνση των επιθετικών διαθέσεων με τη μία πλευρά τής έδινε τη δύναμη να αντιπαλέψει την άλλη. Επίσης, όπως αναλύθηκε και προηγουμένως, στο μέτωπο με τους Πέρσες υπήρξε προσέγγιση για το ζήτημα αυτό. Για παράδειγμα, το 628 ο Πέρσης ηγεμόνας Καβάδης-Σιρόης (Kavàdh-Siroe) και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας
Ηράκλειος
αντάλλαξαν
επιστολές
για
τη
σύναψη
συνθήκης ειρήνης και την εκατέρωθεν απελευθέρωση των αιχμαλώτων84.
Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 242-245. Οι ικανότητες και το φρόνημα του Θεόδωρου περιγράφονται με στόμφο από τον συγγραφέα. 83 Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 178-179.]] ]] ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] ]]] ]] ]] ]]] ]] 84 Η σύναψη ειρήνης επέβαλε και την επιστροφή εδαφών που είχαν καταπατηθεί από τον Πέρση ηγεμόνα και φανερώνει την αιτία του πολέμου. Βλ. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 327.19-24. Ως αποτέλεσμα της συναφθείσας ειρήνης παρουσιάζεται πέρα από την απελευθέρωση των χριστιανών που είχαν αιχμαλωτισθεί και η απόδοση του Τίμιου Σταυρού. Ο υμνητής του Ηρακλείου Πισίδης, Περσικοί πόλεμοι, Γ’ 409, αναφέρει το κατόρθωμα ως Διττά νικητήρια. Ο Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 327.12-15 ο οποίος γενικά έχει βασιστεί στον Πισίδη αναφέρει: καὶ εἰρήνην ἀειπαγῆ πρὸς αὐτὸν ποιησάμενος πάντας τοὺς ἐν φρουραῖς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς ἐν Περσίδι πάσῃ αἰχμαλώτους ἀπέδωκεν αὐτῷ σὺν τῷ πατριάρχῃ Ζαχαρίᾳ καὶ τοῖς τιμίοις καὶ ζωοποιοῖς ξύλοις τοῖς ἐξ Ἱεροσολύμων ληφθεῖσιν ὑπὸ Σαρβαραζᾶ, ὅταν τὴν Ἱερουσαλὴμ παρέλαβεν. Πρβλ. DÖLGER Regesten, I, σελ. 82
73
Δεν θεωρώ, ωστόσο, ότι υπήρχε τέτοια συνειδητοποίηση του ζητήματος των αιχμαλώτων, στο βαθμό που υφαίνεται τους επόμενους αιώνες. Συνεπώς, δεν θα τοποθετούσα τις προσεγγίσεις στο πλαίσιο του αποκλειστικού ενδιαφέροντος των δύο πλευρών για την επίλυση του προβλήματος των αιχμαλώτων. Το ζήτημα προσέλαβε άλλες διαστάσεις και απέκτησε νέο περιεχόμενο κατά τη μακρά χρονική περίοδο της αραβικής εξάπλωσης. Οι επιθέσεις ήταν αρκετά συχνές και ο αριθμός των αιχμαλώτων πολύ μεγάλος. Η απελευθέρωσή τους άρχισε να συμπεριλαμβάνεται ως όρος στις συνθήκες. Για παράδειγμα, το 677/678 ο πατρίκιος Ιωάννης, ο επονομαζόμενος Πιτζιγαύδιος, μετέβη στη Συρία ως πρέσβης του αυτοκράτορα προκειμένου να διαπραγματευτεί με τον Mu῾āwiyah τη συνθήκη ειρήνης85. Ο Mu῾āwiyah τον υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές και, αφού κράτησαν συμβιβαστική στάση, συμφώνησαν να καταρτίσουν ένορκη γραπτή συνθήκη ειρήνης, η οποία θα περιλάμβανε την ετήσια καταβολή 3.000 χρυσών νομισμάτων, πενήντα αιχμαλώτων και πενήντα καθαρόαιμων αλόγων. Η συνθήκη θα είχε διάρκεια τριάντα ετών και ο πατρίκιος επέστρεψε στο Βυζάντιο με πολλά δώρα86. Οι όροι αυτοί επαναλήφθηκαν και το 680 μεταξύ των ίδιων αντιπάλων. Προσομοιάζουν, μάλιστα, και εκείνες του 685 μεταξύ του ῾Abd al-Malik και του 20 αρ. 187, 22 αρ. 193· ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ιερός πόλεμος, σελ. 176-177· OIKONOMIDÈS, Correspondence, σελ. 269-281· ZUCKERMAN, Heraclius, σελ. 197-218· LUTTWAK, The Grand Strategy, σελ. 407· STOURAITIS, “Just War”, σελ. 227-264. 85 Νικηφόρος, Ιστορία, 34.21-31· JANKOWIAK, The first Arab siege, σελ. 244-245. 86 Νικηφόρος, Ιστορία, σελ. 86, 34.21-31: ὁ δὲ τῶν Σαρακηνῶν βασιλεὺς τὸ τοῦ στόλου ἀκούσας δυστύχημα πρέσβεις ἀποστέλλει πρὸς Κωνσταντῖνον ὡς σπεισόμενος πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τελέσμασιν ἐνιαυσίοις. ὁ δὲ τούτους δεξάμενος καὶ τὰ δηλωθέντα ἀκηκοὼς συνεκπέμπει αὐτοῖς Ἰωάννην τὸν πατρίκιον, τὸ ἐπίκλην Πιτζιγαύδιον, πολυπειρίᾳ καὶ φρονήσει διαφέροντα, ὡς τὰ ἐπὶ τῇ εἰρήνῃ διαλεχθησόμενον· ὃς πρὸς τὰ τῶν Σαρακηνῶν γενόμενος ἤθη συμβαίνει τε αὐτοῖς ὅρκοις τὴν εἰρήνην βεβαιωσάμενος ἐπὶ τριάκοντα ἔτεσιν, ὥστε παρέχεσθαι ῾Ρωμαίοις ὑπὸ τῶν Σαρακηνῶν ἀνὰ ἔτoς ποσότητα χρυσίου τρεῖς χιλιάδας ἄνδρας τε αἰχμαλώτους πεντήκοντα καὶ ἵππους πεντήκοντα. Πρβλ. Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 84, 21.3-16 και Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ.355.6-356.2. Βλ. σχετικά και JANKOWIAK, The first Arab siege, σελ. 245.
74
Κωνσταντίνου Δ’ και έπειτα του Ιουστινιανό Β’ τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του. Και οι δύο όριζαν, πέραν των εδαφικών συμφωνιών, την καταβολή χίλιων χρυσών νομισμάτων και την απόδοση ενός αιχμαλώτου και ενός αλόγου την ημέρα87. Ιδιαίτερη είναι η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών το 778. Αυτή τη φορά όχι γιατί προέβλεπαν την απελευθέρωση αιχμαλώτων, αλλά γιατί συνήφθη με δυσμενείς όρους για το Βυζάντιο, προκειμένου να πάρει πίσω τρεις σημαντικούς αξιωματούχους. Το 778, στο πλαίσιο των διαρκών πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Βυζαντινών και
Αράβων,
οι
Βυζαντινοί
εισέβαλαν
στα
αραβικά
εδάφη
της
Μεσοποταμίας και της βόρειας Συρίας και πολιόρκησαν τη Γερμανίκεια. Αν και δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, αιχμαλώτισαν όμως μέρος του πληθυσμού των γειτονικών περιοχών και νίκησαν σε μάχη ένα αραβικό σώμα το οποίο είχε έλθει προς ενίσχυση της πόλης. Η ήττα που υπέστησαν οι Άραβες είχε σημαντικές επιπτώσεις στο γόητρό τους και ο χαλίφης al-Mahdi εξαπέλυσε μεγάλες επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας το 779 και το 781. Οι επιδρομές δεν είχαν θεαματικά αποτελέσματα και ο al-Mahdi άρχισε να προετοιμάζει ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα με σκοπό να εκδικηθεί τις πρόσφατες αποτυχίες των Αράβων. Στις 9 Φεβρουαρίου 782 μια ισχυρότατη αραβική στρατιά ξεκίνησε για να εισβάλει στα εδάφη της Μικράς Ασίας, υπό τη διοίκηση του Harun al-Rashid, γιου και διαδόχου του χαλίφη. Το κύριο σώμα των
Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ.361.8-13: ὁ αὐτὸς Ἀβιμέλεχ τὴν ἐπὶ Μαυΐου ζητηθεῖσαν εἰρήνην αἰτεῖται ἀποστείλας πρέσβεις πρὸς τὸν βασιλέα, τὰς αὐτὰς τξεʹ χιλιάδας τοῦ χρυσοῦ νομισμάτων συνθέμενος τελεῖν, καὶ τοὺς τξεʹ δούλους, καὶ ὁμοίως εὐγενεῖς ἵππους τξεʹ και σελ. 363.6-11: Τούτῳ τῷ ἔτει ἀποστέλλει Ἀβιμέλεχ πρὸς Ἰουστινιανὸν βεβαιῶσαι τὴν εἰρήνην, καὶ ἐστοιχήθη ἡ εἰρήνη οὕτως· ἵνα ὁ βασιλεὺς παύσῃ τὸ τῶν Μαρδαϊτῶν τάγμα ἐκ τοῦ Λιβάνου, καὶ διακωλύσῃ τὰς ἐπιδρομὰς αὐτῶν· καὶ Ἀβιμέλεχ δώσῃ τοῖς Ῥωμαίοις καθ’ ἑκάστην ἡμέραν νομίσματα χίλια καὶ ἵππον καὶ δοῦλον· καὶ ἵνα ἔχωσι κοινὰ κατὰ τὸ ἴσον τοὺς φόρους τῆς Κύπρου καὶ Ἀρμενίας καὶ Ἰβηρίας· LILIE, Reaktion, σελ. 135-136· 87
JANKOWIAK, The first Arab siege, σελ. 255. ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]]
75
] ]]]]
επιδρομέων έφτασε στη Βιθυνία, όπου και συγκρούστηκε σε αμφίρροπη μάχη με τα στρατεύματα του θέματος του Οψικίου. Οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν τελικά να αναδιπλωθούν στη Νικομήδεια και ο Harun alRashid προχώρησε έως τη Χρυσούπολη, λεηλατώντας την περιοχή. Παρά την υποχώρηση των Βυζαντινών, οι Άραβες βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, καθόσον η οδός διαφυγής τους είχε αποκλεισθεί από τα στρατεύματα των ταγμάτων, υπό το δομέστικο των σχολών Αντώνιο, και του θέματος των Βουκελλαρίων88. Τη λύση στο πρόβλημα των Αράβων έδωσε ο Τατζάτης, ο Αρμένιος στρατηγός των
Βουκελλαρίων89.
Ο
τελευταίος,
λόγω
της
διένεξής του με το νέο καθεστώς της αυτοκράτειρας Ειρήνης (780802)90, ήλθε σε συνεννόηση με τον Harun, από τον οποίο ζήτησε βοήθεια για να επιστρέψει στην Αρμενία μαζί με την οικογένειά του. Σε αντάλλαγμα ο Τατζάτης πρότεινε στον Harun να παρασύρει σε διαπραγματεύσεις το δομέστικο Αντώνιο, τον μάγιστρο Πέτρο και τον Σταυράκιο, σύμβουλο της αυτοκράτειρας και γενικό διοικητή των δυνάμεων της Μικράς Ασίας, και να τους αιχμαλωτίσει. Οι τρεις Βυζαντινοί αξιωματούχοι, όμως, οὐκ ἠκριβολογήσαντο λόγον λαβεῖν καὶ τέκνα τῶν πρωτευόντων, ἀλλὰ ἀσκόπως ἐξελθόντες91 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, κατά παράβαση της πρακτικής που προέβλεπε την ασυλία των αντιπροσώπων και διαπραγματευτών. Οι βυζαντινοί απεσταλμένοι προσήλθαν για συνεννοήσεις στο αραβικό στρατόπεδο, χωρίς να έχουν προνοήσει για την ανταλλαγή ομήρων, επιδεικνύοντας πιθανόν τυφλή
LILIE, Reaktion, σελ. 181-182. LILIE, Byzanz unter Eirene, σελ. 130, 139· Al-Τabarī, ΧΧΙΧ, σελ. 198· ΤΖΙΜΑ, Περί Αυτομολιών, σελ. 134-142· PmbZ, αρ. 4691. 90 TRITLE, Tatzates' Flight, σελ. 296-300· TREADGOLD, Byzantine Revival, σελ. 348· LILIE, Reaktion, σελ. 246-247. 91 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 456.15-18. Με τη φράση ο χρονογράφος υπονοεί την προσφορά σε ομηρία αξιωματούχων ή των παιδιών τους σε ξένους πρέσβεις κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. 88 89
76
εμπιστοσύνη στον Τατζάτη, που ίσως είχε αναλάβει ήδη το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στις δύο πλευρές. Χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης τους αιχμαλώτους – ομήρους ο Άραβας ηγέτης ανάγκασε την Ειρήνη να συνθηκολογήσει, για να απελευθερώσει τους τρεις υψηλούς αξιωματούχους της. Τον Σεπτέμβριο του 782 οι απεσταλμένοι της αυτοκράτειρας Ειρήνης υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τον Άραβα χαλίφη al-Mahdi92. Σύμφωνα
με
τους
όρους
της,
η
Βυζαντινή
Αυτοκρατορία
υποχρεωνόταν να καταβάλλει ετησίως στους Άραβες το ποσόν των 90.000 χρυσών νομισμάτων κάθε Απρίλιο και των 70.000 χρυσών νομισμάτων κάθε Ιούνιο. Πέρα από την υποχρέωση καταβολής ετήσιου φόρου για τη διατήρηση της ειρήνης, οι Βυζαντινοί αναλάμβαναν επίσης να παράσχουν αμέσως οδηγούς και εφόδια στο αραβικό εκστρατευτικό σώμα το οποίο, υπό τη διοίκηση του Harun al-Rashid, βρισκόταν την περίοδο εκείνη αποκλεισμένο στη Βιθυνία. Επίσης, αναγκάστηκαν να επιτρέψουν στον Τατζάτη να εγκαταλείψει την Αυτοκρατορία παίρνοντας μαζί την οικογένεια και την περιουσία του93. Σε αντάλλαγμα, οι Άραβες δεσμεύθηκαν να εκκενώσουν τη Μικρά Ασία από τις δυνάμεις που βρίσκονταν στη Βιθυνία και τη Νακώλεια, την οποία πολιορκούσαν94, και να απελευθερώσουν τους πολύτιμους αιχμαλώτους τους, τον δομέστικο των σχολών Αντώνιο, τον μάγιστρο Πέτρο και τον Σταυράκιο. Ο τελευταίος ήταν ο σημαντικότερος σύμβουλος της αυτοκράτειρας και για την ασφάλειά του είχε κυρίως ανησυχήσει η Ειρήνη95. Οι Άραβες
DÖLGER Fr., Regesten, Ι, σελ. 41-42 αρ. 340. Χρονολογεί εσφαλμένα την υπογραφή της συνθήκης το 781· LILIE, Byzanz unter Eirene, σελ.228-229.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] ]] ] ] 93 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 456.18-23· LILIE, Reaktion, σελ. 174-175. 94 TREADGOLD, Byzantine Revival, σελ. 69. Χρονολογεί το τέλος της εκστρατείας τον Αύγουστο του 782 και όχι τον Σεπτέμβριο, οπότε θεωρεί ότι υπεγράφη η συνθήκη. Όμως, η εκκένωση των βυζαντινών εδαφών πρέπει να έγινε μετά την υπογραφή της συνθήκης και όχι πριν, αφού στη συμφωνία προβλεπόταν και η αποχώρηση των Αράβων. 95 ΧΡΗΣΤΟΥ, Παραδυναστεύοντες, σελ. 39, 42-55. 92
77
απελευθέρωσαν και 5.000 αιχμαλώτους τους οποίους είχαν συλλάβει κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους. Ανέλαβαν, επίσης, την υποχρέωση να μη διενεργούν επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας εφόσον τα συμφωνημένα ποσά καταβάλλονταν εγκαίρως. Η ταπεινωτική για τους Βυζαντινούς συνθήκη ειρήνης ίσχυσε έως την άνοιξη του 785, οπότε και διακόπηκε με πρωτοβουλία της Ειρήνης, η οποία αρνήθηκε να καταβάλει τα 90.000 χρυσά νομίσματα τα οποία έπρεπε να δοθούν στους Άραβες τον Απρίλιο96. Η αυγούστα πίστευε, προφανώς, ότι θα μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους Άραβες στο στρατιωτικό επίπεδο, ενώ η καταγγελία της ταπεινωτικής ειρήνης ίσως την ευνοούσε και στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, ενισχύοντας το κύρος της. Βεβαίως, η οικονομική αφαίμαξη που είχε συντελεστεί στα αυτοκρατορικά ταμεία ήταν σημαντική. Φαίνεται ότι ο μόνος λόγος για τον οποίον είχε υπογραφεί η συνθήκη ήταν για να σωθούν οι τρεις αξιωματούχοι της και ειδικά ο Σταυράκιος, ο οποίος το επόμενο έτος, το 783, ηγήθηκε των στρατευμάτων που υπέταξαν τους Σλάβους του ελλαδικού χώρου97. Πιθανότατα, τόσο η Ειρήνη όσο και ο Σταυράκιος είχαν ανάγκη από μια νίκη προκειμένου να επουλώσουν το πληγωμένο από την προηγούμενη αποτυχία κύρος τους98. Για τους επόμενους αιώνες, με τις επάλληλες επιθέσεις και αντεπιθέσεις Βυζαντινών και Αράβων, οι αιχμάλωτοι υπήρξαν η αιχμή του δόρατος στις επαφές των δύο μερών, αποτελώντας συχνά την αιτία της προσέγγισης και δημιουργώντας ένα φάσμα διαδικασιών με αποκορύφωμα την εισαγωγή του θεσμού των επίσημων, οργανωμένων ανταλλαγών. Το ζήτημα του αιχμαλώτου απέκτησε άλλη ουσία και ως διπλωματικό όπλο. Απόδειξη αποτελεί και η αντίληψη του Κωνσταντίνου TREADGOLD, Byzantine Revival, σελ. 70, 78· TRITLE, Tatzates' Flight, σελ. 279. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 456.25-457.2. 98 SOPHOULIS, Byzantium and Bulgaria, σελ. 161. 96 97
78
Ζ’ Πορφυρογέννητου, ο οποίος δηλώνει ως μόνη αποδεκτή δικαιολογία για το γάμο που έγινε το 927 ανάμεσα στη Μαρία, εγγονή του Ρωμανού Α’ Λακαπηνού, και τον Πέτρο της Βουλγαρίας το «δώρο» της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων, εντάσσοντας έτσι το γάμο στις ανάγκες της πολιτικής και ανάγοντας το ζήτημα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων σε υψίστης σημασίας πολιτικό ζήτημα που αξίζει αυτή τη θυσία99.
Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, 13.158-164: ταύτην μόνην εὔλογον δηλονότι προβαλλόμενος πρόφασιν, τοσοῦτον πλῆθος αἰχμαλώτων Χριστιανῶν διὰ τῆς τοιαύτης πράξεως ἀναρρύεσθαι, καὶ τὸ Χριστιανοὺς εἶναι καὶ τοὺς Βουλγάρους καὶ ὁμοπίστους ἡμῶν, ἄλλως τε καὶ ὅτι οὐδὲ αὐτοκράτορος καὶ ἐνθέσμου βασιλέως θυγάτηρ ἡ ἐκδιδομένη ἐτύγχανεν, ἀλλὰ τρίτου καὶ ἐσχάτου καὶ ἔτι ὑποχειρίου καὶ μηδεμίαν ἐξουσίαν ἐν τοῖς τῆς ἀρχῆς μετέχοντος πράγμασι. Βλ. και RUNCIMAN, First Bulgarian Empire, σελ. 181-182. 99
79
Ενότητα δεύτερη: Αντιλήψεις και πρακτικές των δύο κύριων αντιπάλων Η πολιτική των Αράβων σχετικά με το ζήτημα των αιχμαλώτων
Αντίθετα με αυτό που φαίνεται ότι ίσχυε για τους Πέρσες, η μετατροπή των αιχμαλώτων σε δούλους ήταν ο γενικός κανόνας για τους Άραβες, όπως εξάλλου και για τους Βυζαντινούς. Η αιχμαλωσία αφορούσε αρχικά κυρίως στους Βυζαντινούς στρατιώτες κι όχι τόσο στον πληθυσμό των περιοχών τις οποίες κατακτούσαν οι Άραβες. Την ουσιαστική πηγή του ισλαμικού δικαίου αποτελεί το Κοράνιο, το οποίο θεωρείται θεόπνευστο και συνεπώς συνιστά αδιαφιλονίκητη αξία για τους πιστούς του. Μαζί με τις «Πράξεις» του προφήτη Μωάμεθ, οι οποίες καταγράφηκαν σε διάφορες παραδόσεις (Hadīth) συμπληρώνουν έναν οδηγό νομικών ζητημάτων αλλά και συμπεριφοράς σε καθημερινά προβλήματα των μουσουλμάνων100. Από το κείμενο αυτό αντλούμε την πληροφορία ότι οι αιχμάλωτοι πολέμου λογίζονται ως πολεμικά λάφυρα και μοιράζονται ανάμεσα στους νικητές στους οποίους και θα ανήκουν στο εξής101. Πάντως το Κοράνιο αναφέρει πως είναι προτιμότερο να σκοτώνουν του απίστους, αφού έτσι θα λήξουν οι εχθροπραξίες, παρά να τους αιχμαλωτίζουν102. Διαφοροποιεί όμως τους λαούς της Βίβλου οι οποίοι, αν αιχμαλωτιστούν μπορούν να χρησιμεύσουν
ως
διπλωματικό
μέσο,
για
να
σταματήσουν
οι
εχθροπραξίες103. Αναφέρεται μάλιστα πως η αντιμετώπιση των απίστων στη μάχη είναι αρχικά η πλήρης υποταγή και αιχμαλωσία και στη συνέχεια η χαριστική απελευθέρωσή τους ή με λύτρα μέχρις ότου
KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, 19-23. GUEMARA, Liberation et rachat, σελ. 334-335. 102 Το Ιερό Κοράνιο, σούρα περί των λαφύρων του πολέμου, 8, 67. 103 Το Ιερό Κοράνιο, σούρα περί των συνασπισμένων φυλών και κομμάτων, 33, 26. 100 101
80
σταματήσει ο πόλεμος104. Παρατηρείται μέσα στο ίδιο το Κοράνιο εξέλιξη σχετικά με τους αιχμαλώτους που έχουν στα χέρια τους οι μουσουλμάνοι, ξεκινώντας από την εξολόθρευσή τους, προσθέτοντας τη δυνατότητα αιχμαλωσίας και φτάνοντας, τέλος, στο σημείο να προτείνεται ξεκάθαρα η απελευθέρωση ή εξαγορά. Διαφαίνεται, συνεπώς, πως και για τους μουσουλμάνους το ζήτημα της αιχμαλωσίας του αντιπάλου αποκτά χαρακτηριστικά στρατηγικής πολιτικής και διπλωματίας. Όμως, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, η στρατηγική των Αράβων άλλαξε τον όγδοο αιώνα
και ο ίδιος ο βυζαντινός πληθυσμός έγινε
στόχος των αραβικών δυνάμεων. Ο αιχμαλωτισμός με σκοπό την ανταλλαγή αιχμαλώτων χωρίς τη απόδοση λύτρων (al-fidā) αποτέλεσε απάντηση στις απαιτήσεις της εποχής κι όχι πρόταση του Κορανίου. Οι επίσημες ανταλλαγές μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών άρχισαν να πραγματοποιούνται από την εποχή των Αββασιδών105. Αλλαγές διακρίνονται και στο status του αιχμαλώτου. Έστω και αν το αδιάλυτο του γάμου και οι συνέπειες αυτού στην πολιτειακή κατάσταση του αιχμαλώτου δεν έθεταν πρόβλημα τον έκτο αιώνα, η κατάσταση δεν παρέμεινε ίδια κατά τη διάρκεια του έβδομου και του όγδοου, όταν οι Άραβες εισήλθαν στο γεωπολιτικό προσκήνιο και αποτελούσαν για το Βυζάντιο έναν επικίνδυνο εχθρό. Η επιστροφή των αιχμαλώτων στην Αυτοκρατορία ήταν πλέον δυνατή, αφού επανέρχονταν ως εμπόρευμα ή τμήμα της λείας. Καθώς διατηρούσαν τη συζυγική τους ιδιότητα, ήταν ταυτοχρόνως δούλοι αλλά παντρεμένοι με ελεύθερα άτομα. Αυτή την κατάσταση πιθανώς να προσπάθησε να επιλύσει η Εκλογή ορίζοντας πως αυτός ο αιχμάλωτος θα ήταν ελεύθερος σύμφωνα με το νόμο, εάν πλήρωνε την αξία του ως
104 105
Το Ιερό Κοράνιο, σούρα Μουχάμμεντ, 47, 4. KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, σελ. 67-69· SHBOUL, Arab attitudes, σελ. 121-122.
81
δούλου στον αγοραστή του και γινόταν έτσι κύριος του εαυτού του. Εάν δεν είχε τα μέσα, ο αγοραστής και ιδιοκτήτης του θα έπρεπε να του παρέχει μισθό, μέχρις ότου ο αιχμάλωτος μπορούσε να συγκεντρώσει το ποσό της αξίας του106. Όπως προαναφέρθηκε, η αφετηρία αυτής της διάταξης ανάγεται στον Ονώριο, δεν είναι γνωστό, όμως αν εφαρμόστηκε ποτέ στο Βυζάντιο. Ας σημειωθεί πως αντίθετα με την προαναφερθείσα διάταξη, στην οποία προβλεπόταν μια περίοδος εργασίας πέντε ετών προκειμένου να συγκεντρώσει ο αιχμάλωτος το ποσό της εξαγοράς του από τον ιδιοκτήτη του, η Εκλογή δεν κάνει πρόβλεψη για χρόνο ή ποσό107. Το νομοθετικό αυτό έργο έφερε και άλλες αλλαγές σημαντικές στο ζήτημα των αιχμαλώτων, όπως θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω, και αποτέλεσε έναν παράγοντα εισαγωγής της πρακτικής της ανταλλαγής αιχμαλώτων πολέμου για το Βυζάντιο.
Οι συνέπειες από το νομοθετικό έργο της Εκλογής
Η μελέτη της βυζαντινολόγου Μαρίας Καμπανιόλο-Ποθητού αναφέρεται σε δεκατρείς ανταλλαγές αιχμαλώτων πολέμου μεταξύ των ετών 804-805 και του 946, όπως αυτές αναφέρονται από τον al-Maqrīzī, στο πλαίσιο των πολέμων του Βυζαντίου με τους Άραβες. Η ιστορικός επέλεξε ως βάση της το έργο του γεωγράφου και ιστορικού al-Maqrīzī (1363-1442), εξηγώντας πως διασώζει πληροφορίες οι οποίες έχουν χαθεί από το έργο του al-Masʽ ūdī (893-956), που έχει αρκετά κενά εξαιτίας της εκτεταμένης αλλοίωσης των δύο γνωστών χειρογράφων, του Παρισινού και εκείνου του Λονδίνου108. Τα κείμενα των δυο Αράβων συγγραφέων μοιάζουν τόσο, Εκλογή, 8.2. Βλ. Παράρτημα και πιο πάνω σελ. 58-59.]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Βλ. το Παράρτημα για το κείμενο της Εκλογής, 8.2. 108 CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 10-11. 106 107
82
ώστε να μπορεί με ευκολία να συμπεράνει κάποιος ότι ο al-Maqrīzī αντέγραψε τις πληροφορίες από το έργο του al-Masʽ ūdī. Φαίνεται, μάλιστα, πως ακόμη και κάποιες διαφορές οφείλονται σε σφάλμα κατά την αντιγραφή και δεν πρόκειται για διαφορετικές πληροφορίες. Από την άλλη πλευρά ο επίσης βυζαντινολόγος Arnold Toynbee δίνει έναν κατάλογο όλων των ανταλλαγών οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ των δύο αυτών αντίπαλων στρατοπέδων ανάμεσα στα έτη 769 και 969109. Ο κατάλογος αυτός συμπληρώθηκε από την Αθηνά ΚόλιαΔερμιτζάκη110. Η πρώτη ανταλλαγή για την οποία έχουμε στη διάθεσή μας τη μαρτυρία του Θεοφάνη, είναι εκείνη του 769111. Το γεγονός ότι έλαβε χώρα στην περίοδο
της
βασιλείας
του
Κωνσταντίνου
Ε’,
δηλαδή του
αυτοκράτορα ο οποίος εξέδωσε το νομοθετικό έργο της Εκλογής112, και δεν μαρτυρείται καμία προγενέστερη σύμφωνα με τις μέχρι τώρα έρευνες, οδηγεί στο ερώτημα, εάν η ανάπτυξη του θεσμού συνδέεται με συγκεκριμένη αλλαγή στο περιεχόμενο των εννοιών του ελεύθερου πολίτη και του δούλου. Έστω και αν η διάταξη της Εκλογής 8.2 δεν εισάγει ρητή εξέλιξη στο ζήτημα του αιχμαλώτου, υπάρχει σαφής διαφοροποίηση σε σύγκριση με τις ρωμαϊκές διατάξεις συμπεριλαμβανομένης εκείνης του Ονωρίου του 409 που έχει προαναφερθεί. Εκεί αναφέρεται ο «ελεύθερος αιχμάλωτος», φράση που δεν εντοπίζεται σε προηγούμενες διατάξεις. Η διαφορά της Εκλογής 8.2 και 8.4.1 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο
TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 390-393. KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 614-620. 111 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 444. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 112 Σύμφωνα με τον εκδότη L. BURGMANN, η Εκλογή εκδόθηκε από τον Λέοντα τον Μάρτιο του 741 και όχι το 727. Βλ. Εκλογή, σελ. 10-12. Ομοίως πρβλ. VAN DER WAL – LOKIN, Historiae, σελ. 72. 109 110
83
Βυζαντινός αιχμάλωτος διατηρούσε το status που είχε πριν την αιχμαλωσία113. Μια ακόμα επισήμανση μπορεί να γίνει αναφορικά με τον τρόπο καθορισμού του ποσού για την εξαγορά του αιχμαλώτου. Η Εκλογή θέτει τους «ακροατές114» ως υπευθύνους του καθορισμού του ποσού ετησίως, αλλάζοντας, έτσι τη διάταξη του 409. Σημαντική για την κατάσταση των αιχμαλώτων και την εξέλιξη προς την πρακτική των ανταλλαγών είναι η μαρτυρία που προέρχεται από τους Στρατιωτικούς Νόμους, τη συλλογή διατάξεων της στρατιωτικής ποινικής
νομοθεσίας,
στην
οποία
επαναλαμβάνονται
νομοθετικές
διατάξεις ξεκινώντας από τον έκτο αιώνα115. Η δεύτερη εκδοχή αυτής της συλλογής, εκδεδομένη από τον E. Korzensky, περιέχει μια παράγραφο η οποία αφορά στη λεία μετά από μια μάχη. Σύμφωνα με αυτή οι αιχμάλωτοι δεν συμπεριλαμβάνονται στα λάφυρα και πρέπει ο στρατηγός είτε να τους φυλάσσει μαζί του είτε να τους μεταφέρει στον αυτοκράτορα για μια πιθανή ανταλλαγή αιχμαλώτων116. Η διάταξη, λοιπόν, μπορεί να χρονολογηθεί σε εποχή κατά την οποία η ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου άρχιζε να γίνεται συνήθης πρακτική. Το σκεπτικό πίσω από αυτή την πρακτική μπορεί να εδράζεται στη διαδικασία στροφής του βυζαντινού νόμου σε ουσιαστικά χριστιανικό αλλά και στην αλλαγή του γεωπολιτικού χάρτη της Μεσογείου τον όγδοο αιώνα. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι οι ανταλλαγές μεταξύ των Αράβων και των Βυζαντινών μαρτυρούνται στην πλειονότητα των περιπτώσεων από
Βλ. Παράρτημα για τα κείμενα. Ο όρος έχει τη σημασία του κριτή. Βλ. Αικατερίνη ΧΡΙΣΤΟΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ακροατής, BZ 44 (1951), σελ. 86-88. 115 VAN DER WAL – LOKIN, Historiae, σελ. 73-74. Ομοίως πρβλ. το λήμμα «Nomos Stratiotikos», ODB, τ.3, σελ. 1492. 116 Leges militares (Β), σελ. 48. Πρβλ. Λέων ΣΤ’, Τακτικά, 16.8, 16.9.48-55. 113 114
84
την πλευρά των Αράβων ιστοριογράφων. Αλλά και στο έργο εκείνων δεν προκύπτει μαρτυρία ανταλλαγής πριν τον όγδοο αιώνα, όσο τουλάχιστον μπορώ να γνωρίζω. Ούτε, ακόμα, και στο έργο ιστοριογράφων, όπως ο alBalādhurī, ο οποίος δίνει πολλές πληροφορίες για τα γεγονότα του έβδομου και όγδοου αιώνα. Αξίζει να γίνει αναφορά εδώ σε μια πληροφορία στο έργο του Masʽ ūdī, η οποία αφορά στην πρόταση ανταλλαγής εκ μέρους του Muʽ āwiya τον έβδομο αιώνα117. Ο αραβικός όρος που χρησιμοποιείται είναι η λέξη fidā και δεν περιγράφει συγκεκριμένα την ανταλλαγή αλλά την εξαγορά των αιχμαλώτων. Το περιστατικό αυτό τελειώνει με την επιστροφή του αιχμαλώτου σε αραβικό έδαφος αλλά δεν αναφέρει τίποτα για
παράλληλη
επιστροφή
βυζαντινών
αιχμαλώτων.
Μια
άλλη
περίπτωση εξαγοράς μουσουλμάνων αιχμαλώτων από τους Βυζαντινούς είναι εκείνη του 710-720 την οποία αναφέρει ο al-Balādhurī118. Προκύπτει το ερώτημα, εάν οι πηγές αυτές θα σιωπούσαν μπροστά σε μια εξαγορά οργανωμένη από την κεντρική εξουσία, γεγονός που θα έδειχνε το Βυζάντιο σε ανάγκη.
117 118
Al-Masʻ ūdī, Les prairies d’or, VIII, σελ.75-76 και στην αγγλική έκδοση, σελ. 320. Al-Balādhurī, σελ. 133. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]]
85
Ο ισλαμικός νόμος και η έννοια της fidā
Ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Άραβες η θρησκευτική διχοτομία ήταν και πολιτική. Στο θέμα όμως των δούλων και ελεύθερων υπηκόων τους τα δύο κράτη είχαν όμοια αντίληψη. Όπως το Βυζάντιο προσπαθούσε να πάρει πίσω τους στρατιώτες και τους πολίτες που έπεφταν στα χέρια των Αράβων ως αιχμάλωτοι, θεωρώντας τους ελευθέρους, το ίδιο ίσχυε και για την αντίπαλη πλευρά. Ο Marius Canard δίνει έναν κατάλογο εξεχόντων απεσταλμένων εκ μέρους και των Αράβων χαλιφών και των εκάστοτε Βυζαντινών αυτοκρατόρων με αποστολή τις ανταλλαγές αιχμαλώτων119. Οι νόμοι στους οποίους τίθεται το θέμα του θρησκεύματος του δούλου και του αφέντη ρίχνουν φως και σε μια άλλη σχέση ανάμεσα στο κράτος και τη θρησκεία. Στην προσπάθεια του νομοθέτη να αποτρέψει μια κατάσταση κατά την οποία ένας χριστιανός θα βρισκόταν δούλος ενός
μη
χριστιανού
υπηκόου
της
Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας,
η
ιουστινιάνεια νομοθεσία, αλλά και εκείνη των επόμενων αιώνων, απαγόρευε σε έναν μη χριστιανό να έχει χριστιανό δούλο120. Το ίδιο περίπου ίσχυε και για την αραβική πλευρά. Οι νόμοι απέκλειαν τη δυνατότητα σε έναν μη μουσουλμάνο υπήκοο του αραβικού κράτους να έχει δούλο μουσουλμάνο121. Οι μουσουλμάνοι, βέβαια, είχαν δούλους ομόθρησκούς τους, οι οποίοι ήταν στην πλειονότητά τους ξένης καταγωγής. Συνεπώς, δεν επρόκειτο για εκ γενετής μουσουλμάνους αλλά 119
CANARD, Quelques «à-côté», σελ. 98-100.
Νεαρές Ιουστινιανού, 37. 7, 144.2. Βλ. και BUCKLAND, The Roman Law, σελ. 605-607. ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 77· ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, σελ. 113, όπου αναφέρει επεισόδειο στο οποίο ο πατέρας του Ιωάννου Δαμασκηνού, μη μπορώντας να βρει δάσκαλο για να διδάξει τα μαθήματα της ανώτατης παιδείας στα παιδιά του στη Συρία, ανακάλυψε στο σκλαβοπάζατο της Δαμασκού ένα μοναχό αιχμάλωτο γνώστη της ελληνικής παιδείας στο σύνολό της. Καθώς απαγορευόταν να τον εξαγοράσει, το κατόρθωσε μόνο ύστερα από παράκληση στον ίδιο τον χαλίφη. 120 121
86
για ανθρώπους εξισλαμισμένους μετά την άφιξή τους στην αραβική επικράτεια122. Η αιχμαλωσία λοιπόν στρατιωτών και πολιτών της αντίπαλης πλευράς ήταν μεγάλης σημασίας καθώς, σε συνδυασμό με το δουλεμπόριο, ήταν το μόνο μέσο απόκτησης αιχμαλώτων αυτού του είδους.
Εύλογα
διερωτάται
κανείς:
η
πρακτική
της
ανταλλαγής
αιχμαλώτων δεν θα αποτελούσε πρόβλημα θέτοντας περιορισμό σε αυτή την πηγή δούλων; Η λέξη fidā περιγράφει την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Αυτή ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί είτε μέσω χρημάτων είτε μέσω της ανταλλαγής τους. Το Κοράνιο προβλέπει την απελευθέρωση και την εξαγορά των αιχμαλώτων πολέμου. Δεν αφορά σε μουσουλμάνους αιχμαλώτους αλλά σε εκείνους του εχθρού, οι οποίοι βρίσκονταν σε αιχμαλωσία από τους μουσουλμάνους. Στην ίδια πηγή υπάρχει η προτροπή για μετριοπαθή συμπεριφορά, συνιστώντας να διαφυλαχθεί η ζωή του αιχμαλώτου, είτε καθιστώντας τον δούλο, είτε δίνοντάς τον για εξαγορά είτε ακόμα απελευθερώνοντάς τον123. Όσον αφορά στους μουσουλμάνους αιχμαλώτους, το Κοράνιο δεν τους λαμβάνει ιδιαιτέρως υπ’ όψιν124. Φαίνεται σαν οι Άραβες να μην είχαν προβλέψει την πιθανότητα να αιχμαλωτιστούν από τα χέρια του εχθρού τους. Σε κάθε περίπτωση είναι φανερό πως, γύρω από το θέμα της εξαγοράς των αιχμαλώτων πολέμου, η αφετηρία του ισλαμικού νόμου είναι όμοια με εκείνη του Βυζαντινού. Πρόκειται, δηλαδή, για μια πρακτική η οποία εξελίσσεται
Οι εισαγωγή στον αραβικό χώρο δούλων μουσουλμάνων από την Αφρική είναι μεταγενέστερη της περιόδου την οποία ερευνά η παρούσα μελέτη. Βλ. GORDON, L’esclavage dans le monde arabe, σελ. 28 κ. εξ. 123 GUEMARA, Liberation et rachat, σελ. 338. Βλ και πιο πάνω, σελ. 79. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]] 124 KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, σελ. 24-25. 122
87
ανάμεσα στα δυο αντίπαλα πεδία125. Αν και το Κοράνιο προβλέπει την εξαγορά των αιχμαλώτων, η πρακτική αυτή δεν μαρτυρείται πριν τον έβδομο αιώνα. Συνάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα πως οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι πωλούνταν, μέχρι τότε, ως δούλοι, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους. Όπως, άλλωστε, μαρτυρεί ο al-Masʻ ūdī, «δεν υπήρχε στην εποχή των Ομεϊαδών κάποια σημαντική και γνωστή εξαγορά την οποία να μπορούμε να σημειώσουμε126». Ωστόσο, αναφέρεται σε ιδιωτικές εξαγορές οι οποίες έλαβαν χώρα την ίδια περίοδο. Παράλληλα με όσα είδαμε να ισχύουν για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, φαίνεται πως οι ιδιωτικές
εξαγορές
των
Αράβων
αιχμαλώτων
προηγούνταν
των
δημόσιων. Το ζήτημα της αναγκαιότητας των δημόσιων εξαγορών των Αράβων αιχμαλώτων παραμένει ανοιχτό. Στο θέμα αυτό προσπάθησε να απαντήσει η Μαρία Campagnolo-Ποθητού καταδεικνύοντας την ανάγκη του στρατού να προμηθευτεί στρατιώτες, κυρίως για το νέο αραβικό ναυτικό, το οποίο δημιούργησε ο Muʻ āwiya στο τέλος του έβδομου αιώνα. Η έννοια της fidā ως εξαγοράς Αράβων αιχμαλώτων προτείνεται από τους ίδιους ιστορικούς του έβδομου και όγδοου αιώνα, όπως προαναφέρθηκε, οι οποίοι περιγράφουν τις σχετικές ενέργειες. Η αφετηρία, λοιπόν, εντοπίζεται στον όγδοο αιώνα. Οι Άραβες διεξήγαν έναν «ιερό πόλεμο» προσβλέποντας στην οριστική και ολοκληρωτική ήττα των Βυζαντινών, όπως αποδεικνύεται και από τις πολιορκίες της Κωνσταντινούπολής τον έβδομο και όγδοο αιώνα. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, υπογράφθηκαν συνθήκες ειρήνης ανάμεσα στα δυο αντίπαλα μέρη με την πρωτοβουλία να
Η Y. Friedman έχει εκφράσει την άποψη πως οι σταυροφόροι γνώρισαν την πρακτική της ανταλλαγής των αιχμαλώτων από τους Άραβες αντιπάλους τους. Βλ. FRIEDMAN Yvonne, Encounter between Enemies: Captivity and Ransom in the Latin Kingdom of Jerusalem, (Cultures, Beliefs and Traditions: Medieval and Early Modern Peoples, 10.) Leiden, Boston, Cologne 2002, σελ. 36-37. 126 Al-Masʻ ūdī, Kitāb al-Tanbīh wa’l-ishrāf, σελ. 254 στη μεταφρασμένη έκδοση. 125
88
προέρχεται πότε από το ένα και πότε από το άλλο. Όπως σημειώθηκε νωρίτερα127, η τύχη των αιχμαλώτων πολέμου δεν είχε θέση σε αυτές τις συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, αναφέρονται αιχμάλωτοι ως μέρος του φόρου που προσέφερε το κράτος που μειονεκτούσε και το οποίο είχε ζητήσει τη συνθήκη ειρήνης128. Ο αριθμός των αιχμαλώτων που δίνονταν καθοριζόταν συνήθως σε ετήσια βάση, όπως γινόταν με τα άλογα ή τα χρήματα. Υπάρχουν μάλιστα συμφωνίες που μας δίνουν τον αριθμό129. Αυτές οι συνθήκες μαρτυρούν μεγάλους αριθμούς αιχμαλωτισμένων, οι οποίοι βρίσκονταν στα χέρια του βυζαντινού αυτοκράτορα και του χαλίφη. Αντιθέτως, σε καμία συνθήκη ειρήνης που συνήφθη μετά το 769, δεν απαντάται αναφορά σε αιχμαλώτους ως μέρους των όρων της συμφωνίας. Το γεγονός αυτό λειτουργεί υπέρ της υπόθεσης μιας μεταστροφής στη στρατηγική σχετικά με τους αιχμαλώτους, καθώς και στον καθορισμό του κοινωνικού status τους. Μπορεί να υποτεθεί ότι οι αιχμάλωτοι για τους οποίους γίνεται λόγος στις προαναφερθείσες συνθήκες ήταν αιχμάλωτοι πολέμου; Πιθανώς, αλλά οι πληροφορίες, σχετικά με τους ανθρώπους που αποδίδονται ως εκπλήρωση των όρων της συνθήκης, προέρχονται αποκλειστικά από βυζαντινές πηγές, οι οποίες δεν αναφέρονται στη μοίρα των ανθρώπων αυτών. Έτσι, για να εφαρμοστεί συστηματικά η πρακτική της ανταλλαγής αιχμαλώτων ή ακόμα και της εξαγοράς τους με χρήματα του κράτους, έπρεπε να το προβλέψει και η βυζαντινή νομοθεσία. Η αναγνώριση της διατήρησης του κοινωνικού status τους ως ελεύθερων ανθρώπων ήταν το πρώτο απαραίτητο βήμα στην εναρμόνιση με το καθεστώς της οικογενειακής
Βλ. πιο πάνω, σελ. 67, 73-78. ΣΤΡΑΤΟΣ, Ζ’ αιώνας, τ. 4, σελ. 233 κ. εξ. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 129 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 347, 361, 363. Βλ. πιο πάνω, σελ. 74.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 127 128
89
τους κατάστασης. Ας σημειωθεί ότι στις συνθήκες μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας δεν συμπεριλαμβάνεται το θέμα των αιχμαλώτων μέσα στους όρους της συνθήκης, γεγονός που συμφωνεί με τη μοίρα των αιχμαλωτισμένων από τους Πέρσες, όπως αναπτύχθηκε νωρίτερα. Το επεισόδιο που ακολουθεί επεξηγεί τα όσα προαναφέρθηκαν. Την εποχή της κατάκτησης της Αιγύπτου από τον Amr ibn al-As, πολιορκούνταν η Αλεξάνδρεια, η οποία εντέλει κατελήφθη το 640. Στη συζήτηση για την παράδοση της πόλης οι κάτοικοι ζητούσαν την απελευθέρωση Βυζαντινών αιχμαλώτων. Το αίτημα δυσκόλεψε τον Amr, καθώς δεν υπήρχε συγκεκριμένη πολιτική στο θέμα αυτό. Αφού ζήτησε τη γνώμη του χαλίφη Umar αποφάσισε την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, όσων βρίσκονταν ακόμα στην Αίγυπτο και δεν είχαν πωληθεί, γιατί εκείνοι δεν μπορούσαν να επιστραφούν. Επειδή οι αιχμάλωτοι πωλούνταν αμέσως και ο χαλίφης δεν είχε δικαίωμα ανάκλησης αλλά μόνο εξαγοράς τους, σύμφωνα με το Κοράνι, με δυσκολία συγκέντρωσε επαρκή αριθμό αιχμαλώτων για να τους ανταλλάξει130. Μάλιστα, υπήρχαν ειδικά πιστοποιητικά για την απόλυση των αιχμαλώτων και μόνο μετά τη χορήγησή τους από τους αγοραστές μπορούσαν οι αιχμάλωτοι να φύγουν131. Με εξαγορά απελευθέρωσε Βυζαντινούς αιχμαλώτους και ο χαλίφης Abu Ja’ Far al-Mansūr στην αρχή της δυναστείας των Αββασιδών132.
Και
οι
δύο
πλευρές
ωστόσο
όδευαν
προς
μια
Ο TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 386 θεωρεί πως, την περίοδο των ανταλλαγών με τους Αββασίδες, οι Άραβες αιχμάλωτοι ήταν περισσότεροι, διότι ήταν οι επιτιθέμενοι και έτσι είχαν περισσότερους νεκρούς. 131 KHOURI, Ανεπίσημες ανταλλαγές, σελ. 111, όπου παραθέτει ένα παράδειγμα τέτοιου εγγράφου απελευθέρωσης αιχμαλώτου που έγινε στην Αίγυπτο το 959 και του οποίου η μετάφραση παρατίθεται εδώ επακριβώς: στο όνομα του Θεού, του ευσπλαχνικού, του ελεήμονος… Η ώρα που ο Abu Samh Uqba ibn Halifa ibn Muhammad…απολύθηκε ήταν όταν πέντε ώρες απέμεναν από το Σάββατο, όταν δέκα τέσσερις [νύχτες] απέμεναν από τον τρέχοντα μήνα Sa’ ban του έτους 348… Υπογραφή αξιωματικού κλπ. 132 KHOURI, Ανεπίσημες ανταλλαγές, σελ. 112. 130
90
συστηματοποίηση των ζητημάτων που προέκυπταν από την αιχμαλωσία των υπηκόων τους.
Η σημασία του 8ου αιώνα: συνέχεια και εξέλιξη
Ο πολιτικός χάρτης του αραβικού κόσμου άλλαξε τον όγδοο αιώνα, όταν η δυναστεία των Ομεϊαδών αντικαταστάθηκε από εκείνη των Αββασιδών. Η αλλαγή εκφράστηκε και με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη νέα πόλη της Βαγδάτης. Έστω και αν οι πόλεμοι στο βυζαντινό μέτωπο δεν σταμάτησαν, φαίνεται ότι πήραν διαφορετική μορφή. Μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 718 κατά τη βασιλεία του Λέοντος Γ’, οι Άραβες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν διαπαντός τον στόχο της ολοσχερούς κατάκτησης του βυζαντινού κράτους. Τον όγδοο αιώνα δεν διεξήγαν πλέον πολέμους αλλά τακτικές εισβολές στα εδάφη της Μικράς Ασίας προκειμένου να αποδυναμώσουν τη γεωγραφική άμυνα των Βυζαντινών. Για την επίτευξη του στόχου αυτού καταλάμβαναν πόλεις με στρατηγική σημασία. Επιπλέον, για τους Άραβες η νίκη συμπεριλάμβανε την άλωση μιας πόλης και την αιχμαλωσία του πληθυσμού της, ο οποίος θα μπορούσε στη συνέχεια να πωληθεί στα σκλαβοπάζαρα. Ως παράδειγμα αναφέρεται εδώ η περίπτωση της κατάληψης της Ηράκλειας133. Η στρατηγική αυτή είναι κοινή και για τα δύο αντίπαλα μέρη134. Δεν είναι πλέον ο ίδιος πόλεμος με τον έβδομο αιώνα και τις αρχές του όγδοου, όταν οι Άραβες είχαν ως σκοπό την κατάληψη και κατοχή των βυζαντινών περιοχών. Η αποτυχία των αραβικών πολιορκιών εναντίον της Κωνσταντινούπολης το Σύμφωνα με τον Al-Ṭabarī έγινε το 802/803, ενώ σύμφωνα με τον Al-Masʻ ūdī έγινε γύρω στο 806. Βλ. σχετικά CANARD, La prise d’Héraclée, σελ. 345-379. 134 MCCORMICK, European economy, σελ. 745-746. 133
91
674-678 και το 717-718 σηματοδότησε μια αποφασιστική στροφή υπέρ του Βυζαντίου και ενδυνάμωσε το Κράτος. Με την άνοδο της αββασιδικής δυναστείας, η ολοκληρωτική ήττα του εχθρού και ο «ιερός» πόλεμος δεν ήταν πλέον πολιτικοί στόχοι. Προτεραιότητα
ήταν
η
επιβολή
στο
εσωτερικό
εναντίον
κάθε
αντιτιθέμενης δύναμης και η ενίσχυση της Αββασιδικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η νέα κατάσταση επηρέασε και τις αραβοβυζαντινές σχέσεις. Η μορφή του πολέμου άλλαζε και μαζί της άλλαζε και η αντίληψη για τον άπιστο εχθρό. Εξάλλου από τον έβδομο αιώνα οι σχέσεις έδειχναν να μην είναι μόνο πολεμικές αλλά επίσης υλικές και πνευματικές135.
Η πραγματικότητα του 9ου και 10ου αιώνα
Παρά τις αλλαγές που εισήγαγε το νομοθετικό έργο της Εκλογής στα μέσα του όγδοου αιώνα σχετικά με το καθεστώς των αιχμαλώτων, ο νομοθέτης δεν μπορούσε να προβλέψει την κατάσταση που επρόκειτο να δημιουργηθεί στους αιώνες που ακολούθησαν και κατά τη διάρκεια των οποίων πλήθος πολιτών βρέθηκε αιχμάλωτο σε εχθρικά εδάφη. Ως απότοκο αυτής της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας ήρθε η νομοθεσία του Λέοντος ΣΤ’ στο τέλος του ένατου και αρχές του δέκατου αιώνα. Πρόκειται για εκατόν δεκατρείς Νεαρές. Πλήθος το οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί παρά μόνο με εκείνο των Νεαρών του Ιουστινιανού Α’. Εν γένει οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας κατήργησαν με το νομοθετικό έργο τους την Εκλογή και επανέφεραν προσαρμοσμένες στη σύγχρονή τους πραγματικότητα
τις ιουστινιάνειες διατάξεις.
Ανάμεσα στις διατάξεις της νομοθεσίας τους βρίσκουμε ως αποδεκτή
135
CANARD, Quelques «à-côté», σελ. 98-119· KENNEDY, Byzantine – Arabe, σελ. 135.
92
αιτία λύσης του γάμου την περίπτωση που ο σύζυγος βρισκόταν στην αιχμαλωσία για περισσότερο από πέντε χρόνια χωρίς να είναι γνωστό εάν ήταν ζωντανός136. Ο Λέων ΣΤ’ ασχολήθηκε πολύ με τα προβλήματα της εποχής του και με το νομοθετικό του έργο ήρθε να καλύψει τις νέες ανάγκες που είχαν εμφανιστεί. Για παράδειγμα, η Νεαρά 40 ήρθε να ρυθμίσει το πρόβλημα της ιδιοκτησίας ενός Βυζαντινού αιχμαλώτου σε εχθρικό έδαφος137. Στο παρελθόν τού ήταν αδύνατο να κάνει διαθήκη. Από τον τρίτο αιώνα η διαθήκη ενός ανθρώπου, ο οποίος είχε πεθάνει υπό το καθεστώς αιχμαλωσίας είχε ισχύ εάν είχε συνταχθεί πριν το γεγονός της αιχμαλωσίας138. Ερχόμενος δηλαδή στα χέρια του εχθρού και στην ιδιοκτησία του, έχανε το δικαίωμα στη δική του potestas, γεγονός που βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με την αντίληψη ότι ένας Ρωμαίος πολίτης σε αιχμαλωσία από τον εχθρό θεωρείτο ως δούλος139. Η Νεαρά 131 του Ιουστινιανού καθιστούσε έγκυρες τις διαθήκες με τις οποίες αφήνονταν ποσά υπέρ ἀναρρύσεως των αιχμαλώτων, τα λεγόμενα ληγᾶτα140. Εάν ο συντάσσων δεν όριζε ποιος θα ήταν αρμόδιος για την ανάρρυση, τότε την φροντίδα αναλάμβανε ο κατά τόπους επίσκοπος141. Αφού πρώτα απευθυνόταν στους κληρονόμους αρκετές φορές για την ανάρρυση είχε
Βασιλικά, 28.7.4. Στον Πρόχειρο Νόμο, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση για τη σύνταξη των Βασιλικών, αναφέρονται οι ίδιες αιτίες για τη δικαιολογημένη λύση του γάμου. 137 NOAILLES – DAIN, σελ.157-165. 138Dig., XXVIII, 1.12: Iulianus libro quadragesimo secundo digestorum Lege Cornelia testamenta eorum, qui in hostium potestate decesserint, perinde confirmantur, ac si hi qui ea fecissent in hostium potestatem non pervenissent, et hereditas ex his eodem modo ad unumquemque pertinet. quare servus heres scriptus ab eo, qui in hostium potestate decesserit, liber et heres erit seu velit seu nolit, licet minus proprie necessarius heres dicatur: nam et fihus eius, qui in hostium potestate decessit, invitus hereditati obhgatur, quamvis suus heres dici non possit, qui in potestate morientis non fuit. 139 HADJINICOLAU-MARAVA, Recherches, σελ. 8· YANNOPOULOS, La société profane, 265· ΑΓΓΕΛΙΔΗ, Δοῦλοι, σελ. 33. 140 Νεαρές Ιουστινιανού, 131, 2.271. 141 Για την ισχυροποίηση της θέσης του επισκόπου από τον έκτο αιώνα βλ. πιο πάνω σελ. 61, σημ. 46 και πιο κάτω σελ. 195. Για το κείμενο βλ. το Παράρτημα. 136
93
δικαίωμα να διεκδικήσει τα χρήματα στην περίπτωση που ως απάντηση εκλάμβανε τη δυσανασχέτησή τους. Η Νεαρά 36 του Λέοντος έδινε το δικαίωμα στο γιο Βυζαντινού αιχμαλώτου να κληρονομήσει τον πατέρα του, ακόμα και στην περίπτωση που ο τελευταίος πέθαινε σε αιχμαλωσία142. Ο πατέρας διατηρούσε το δικαίωμα να κάνει διαθήκη ακόμα και σε αυτή την κατάσταση. Η συγκεριμένη
διάταξη
αποκατέστησε
την
αδικία
προηγούμενης
νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία εάν δεν αναφέρονταν τα τέκνα στη διαθήκη, τότε αυτομάτως αποκληρώνονταν143. Ο Λέων ΣΤ’ με τη Νεαρά 40 επέτρεψε στους αιχμαλώτους το δικαίωμα να συντάσσουν διαθήκη που θα ήταν έγκυρη για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την προϋπόθεση να μην κληροδοτήσουν ο,τιδήποτε στον εχθρό. Από τα παραπάνω διαφαίνεται η πιθανότητα ύπαρξης ενός είδους επαφής ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τους συγγενείς τους. Εύλογα γεννάται, ωστόσο, το ερώτημα, ποιοι νοτάριοι θα τη συνέτασσαν; Το ίδιο το κείμενο δίνει την απάντηση λέγοντας: εἰ μὲν οἷόν τε παρουσίᾳ πέντε μαρτύρων, εἰ δὲ μὴ τριῶν, εἴτε γραφῇ παραδοῦναι τὴν βούλησιν εἴτε ἀγράφῳ διατάξει ἐκτίθεσθαι, δηλονότι ὅρκῳ βεβαιούντων τῶν εἰς μαρτυρίαν παραληφθέντων τὸ ἀπαραποίητον τῇ τοῦ τελευτήσαντος διατυπώσει144. Είναι εμφανής εδώ η προσπάθεια της πολιτείας να ενσκύψει στη δυστυχία των ταλαίπωρων αιχμαλώτων και στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και οι ίδιοι αλλά και οι απομείναντες στην πατρίδα συγγενείς τους. Με τον τρόπο αυτό οι αιχμάλωτοι δεν αντιμετωπίζονταν ως ζωντανοί - νεκροί αλλά υπήρχε μέριμνα έστω για τους κόπους της ζωής τους, την περιουσία τους. Αν πάλι τύχαινε να μην έχει συγγενείς ή κληρονόμους ο αιχμάλωτος, η περιουσία περιερχόταν στο δημόσιο μετά NOAILLES – DAIN, ΛΣΤ΄, σελ. 147. Inst., 2,13.6. 144 NOAILLES – DAIN, σελ. 162-163. 142 143
94
την αφαίρεση των χρεών. Το 1/5 μάλιστα μοιραζόταν υπέρ της ψυχικής σωτηρίας του. Η σχετική με το ζήτημα εξέλιξη διαπιστώνεται και μέσα από το νομοθετικό έργο της Εκλογής των Βασιλικών. Η διαθήκη του αιχμαλώτου είχε ισχύ και υπήρχε κατανόηση ως προς το γεγονός ότι κρατείτο από τους εχθρούς παρά τη θέλησή του. Έτσι, περιουσιακά στοιχεία του αιχμαλώτου, έως ότου εκείνος επέστρεφε, δεν μπορούσαν να πωληθούν. Επιπλέον, ο νόμος όριζε κουράτορες για τα ανήλικα παιδιά των αιχμαλώτων προκειμένου να επιμεληθούν της περιουσίας τους145. Καθώς μάλιστα τα παιδιά έπρεπε να φροντίζουν για την απελευθέρωση των γονέων τους, μπορούσαν να δανείζονται χρήματα για τον σκοπό αυτό ή να ενεχυριάζουν την πατρική περιουσία. Εάν αμελούσαν το καθήκον αυτό, η περιουσία περιερχόταν
στην Εκκλησία για τον σκοπό της
εξαγοράς αιχμαλώτων. Και αντιστρόφως πάλι, ήταν χρέος τον γονέων να φροντίσουν για την απελευθέρωση των παιδιών τους. Σε αντίθετη περίπτωση τους αφαιρείτο το δικαίωμα διαχείρισης της περιουσίας τους146. Η φροντίδα φαίνεται και στο θέμα της αναγνώρισης των παιδιών. Αυτά που γεννιούνταν από αιχμάλωτη γυναίκα με εκείνον που την είχε εξαγοράσει θεωρούντο νόμιμα τέκνα του. Όσα επέστρεφαν από αιχμαλωσία με τον πατέρα τους ήταν επίσης νόμιμα. Αντίθετα, όμως, τα παιδιά που επέστρεφαν με τη μητέρα θεωρούνταν νόθα, εάν ο πατέρας είχε
εντωμεταξύ
πεθάνει
στην
αιχμαλωσία147.
Προφανώς,
αυτό
οφείλονταν στο γεγονός ότι δεν υπήρχε πατέρας να πιστοποιήσει τη γνησιότητα των παιδιών και ο λόγος της μητέρας δεν ήταν αρκετός148.
Εκλογή Βασιλικών, λε΄, σελ. 569. Νεαρές Ιουστινιανού, 115, 2.187· Βασιλικά, 35.8.35. 147 Βασιλικά, 34, 1.17, 1.21. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 148 Εκλογή Βασιλικών, λε΄, σελ. 569-570. Βλ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Γυναίκα, σελ. 126-128. 145 146
95
Η βυζαντινή οπτική και οι λιποτάκτες
Για την έννοια του ελεύθερου ανθρώπου αλλά και για εκείνη του δούλου στον γεωπολιτικό χάρτη της περιόδου που μελετάμε, σημαντικά στοιχεία εντοπίζονται σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες ο άνθρωπος βρίσκεται σε μετέωρη κατάσταση ανάμεσα στην ελευθερία και την «αιχμαλωσία». Τέτοιες περιπτώσεις αφορούν στους λιποτάκτες, τους πρόσφυγες και τους ομήρους. Στην
περίπτωση
που
οι
λιποτάκτες
επέστρεφαν
στην
Αυτοκρατορία, η τιμωρία ήταν η μετάπτωσή τους στο κοινωνικό στρώμα των δούλων. Και αυτή ήταν μια πρακτική που το κράτος μετέτρεψε σε νόμο από τον όγδοο αιώνα149. Προκύπτει ωστόσο ο συλλογισμός πως αυτός που είναι λιποτάκτης για το ένα στρατόπεδο μπορεί να θεωρηθεί πρόσφυγας για το αντίπαλο και όχι άξιος τιμωρίας. Στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων του Βυζαντίου από τον πέμπτο έως τον έβδομο αιώνα το ζήτημα των φυγάδων (προσφύγων) είχε δεχθεί περισσότερη επεξεργασία από εκείνο που αφορούσε στους αιχμαλώτους, γεγονός που δείχνει πόσο διευρυμένο ήταν το φαινόμενο αλλά και σε ποιο σημείο το πρόβλημα απασχολούσε την εξουσία. Η μελέτη του, όμως, μπορεί να οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με το ζήτημα που μας απασχολεί. Στο έργο του Μενάνδρου Προτήκτορος, νομικού και ιστορικού του έκτου αιώνα, βρίσκεται μια λεπτομερέστατη αναφορά στη συνθήκη ειρήνης που συνήφθη ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Σασσανιδική, το 561-562150. Κανένα άρθρο της συνθήκης δεν αφορά σε ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου. Για την ακρίβεια, ζήτημα περί αιχμαλώτων δεν αναφέρεται πουθενά. Το ίδιο μάλιστα ισχύει και για τη
149 150
Εκλογή, 8.4.2 · Leges militares (A), 22. Μένανδρος Προτήκτωρ, απόσπ. 6.1 κ. εξ.
96
συνθήκη του 574151 αλλά και για εκείνη του 576152. Αντιθέτως το έκτο άρθρο αναφέρεται στους αυτομόλους. Βέβαια, η διαφορά ανάμεσα στους τελευταίους και στους πρόσφυγες έγκειται στην οπτική γωνία της κάθε πλευράς. Το άρθρο αυτό επέτρεπε σε εκείνους οι οποίοι μετέβαιναν σε εχθρικό για το Βυζάντιο έδαφος κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, να μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Σε περίπτωση, όμως που προσέφευγαν σε ξένα εδάφη εν καιρώ ειρήνης, θα έπρεπε να επιστρέφονται σε εκείνους από τους οποίους είχαν εξαρχής φύγει153. Ο εκδότης του έργου του Μενάνδρου, R. C. Blockley, αποδίδει αυτό το άρθρο στην πρόθεση και των δύο πλευρών να ελέγξουν τους πολίτες σε μια εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν μειωθεί οι κάτοικοι της υπαίθρου. Θεωρεί ότι, όταν το κείμενο αναφέρεται σε εκείνους οι οποίοι έφυγαν σε καιρό ειρήνης, εννοεί τους δούλους που έφευγαν από τους ιδιοκτήτες τους154. Παρ’ όλα αυτά, η διατύπωση δεν είναι σαφής και θα μπορούσε να υποτεθεί ότι γίνεται απλώς αναφορά σε πολίτες που έβρισκαν καλύτερες συνθήκες ζωής σε γειτονικό κράτος. Συνεπώς στη μνεία φυγάδων οι οποίοι πρέπει να επιστρέψουν εννοείται το κράτος του οποίου ήταν πολίτες και όχι οι ιδιοκτήτες τους. Το θέμα των φυγάδων ήταν ένα πρόβλημα όλων των μεθόριων περιοχών και το βλέπουμε να επανέρχεται σε πολλές συνθήκες ειρήνης που συνήπτε το Βυζάντιο, όχι μόνο με τους Σασσανίδες αλλά και στα Βαλκάνια, με τους Αβάρους, τους Ούνους και στη συνέχεια με τους Σλάβους και τους Βουλγάρους. Σε κάθε περίπτωση, στόχος της βυζαντινής πλευράς ήταν να εξασφαλίσει την ελευθερία στην επιστροφή Μένανδρος Προτήκτωρ, απόσπ. 18. 2-4. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Μένανδρος Προτήκτωρ, απόσπ. 20.2. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 153Μένανδρος Προτήκτωρ, απόσπ. 6.1: τοὺς μέντοι ἐν καιρῷ εἰρήνης αὐτομόλους ἤγουν καταφεύγοντας ἐξ ἑτέρων εἰς ἑτέρους μὴ ὑποδέχεσθαι, ἀλλ’ ἐκ παντός τρόπου καὶ ἄκοντας ἐγχειρίζεσθαι τοῖς ἐξ ὧν καὶ ἀπέδρασαν. 154 Βλ. τα σχόλια του εκδότη R. C. BLOCKLEY στο Μένανδρος Προτήκτωρ, σελ. 257 και σημ., αρ. 55. 151 152
97
όσων είχαν εγκαταλείψει την Αυτοκρατορία σε καιρό πολέμου, ακόμα και αν θεωρητικά είχαν λειτουργήσει προδοτικά και σε βάρος της155. Στο μέτωπο του Βυζαντίου με τους Άραβες η εν λόγω διαμάχη διέφερε εξαιτίας του παράγοντα της θρησκείας, καθώς, όπως έχει επισημανθεί, είχε συν τοις άλλοις και θρησκευτικό χαρακτήρα. Το γεγονός επηρέαζε και το ζήτημα των αυτομολούντων-προσφύγων: της αυτομολίας έπονταν η θρησκευτική μεταστροφή. Το πιο γνωστό παράδειγμα δίνεται στο λεγόμενο έπος του Διγενή Ακρίτα. Ο πατέρας του Διγενή, ένας εμίρης, υπεύθυνος των αραβικού στρατού και των επιδρομών στη Μικρά Ασία, αφού αυτομόλησε προς το βυζαντινό μέτωπο, ασπάστηκε το χριστιανισμό και παντρεύτηκε μια νεαρή, κόρη επιφανούς βυζαντινής οικογένειας, παρά τις παρακλήσεις της μητέρας του η οποία με γράμμα της τον παρακαλούσε να επιστρέψει στην πατρίδα και στην πίστη του. Η ιστορία δείχνει το ρόλο που έπαιζε το θρήσκευμα στις αραβοβυζαντινές σχέσεις. Μάλιστα, η χριστιανική πίστη επιβεβαιώνεται με τον χριστιανικό γάμο. Υπάρχει, εδώ, ένα στοιχείο σχετικό με τη βυζαντινή πολιτική του δέκατου αιώνα. Στο έργο του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου Περὶ Βασιλείου Τάξεως, μαρτυρείται η αξιοποίηση των μουσουλμάνων αιχμαλώτων του βυζαντινού Κράτους για δημογραφικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς σκοπούς156.
Μένανδρος Προτήκτωρ, απόσπ. 6. και Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 497-498, σχετικά με τη βυζαντινοβουλγαρική συνθήκη του 812. 156 Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 694-695: Περὶ τῶν αἰχμαλώτων Σαρακηνῶν τῶν ἐπὶ θέματι βαπτιζομένων: Χρὴ εἰδέναι, ὅτι ὀφείλουσι λαμβάνειν παρὰ τοῦ πρωτονοταρίου τοῦ θέματος εἷς ἕκαστος αὐτῶν ἀνὰ νομισμάτων γʹ, καὶ ὑπὲρ ζευγαρίου αὐτῶν ἀνὰ νομισμάτων ϛ ʹ, καὶ ὑπὲρ σπόρου καὶ ἀνόνας αὐτῶν ἀνὰ σίτου μοδίων νδʹ. ἰστέον περὶ τῶν διδομένων αἰχμαλώτων γαμβρῶν εἰς οἴκους, κἄν τε στρατιωτικὸς, κἄν τε πολιτικὸς ὁ οἶκος, εἰς ὃν εἰσέρχεται ὁ Σαρακηνὸς γαμβρὸς, ὀφείλει ἐξκουσεύεσθαι ἐπὶ τρισὶ χρόνοις τήν τε συνονὴν καὶ τὸ καπνικόν. καὶ μετὰ τοὺς τρεῖς χρόνους πάλιν ὀφείλει τελεῖν ὁ αὐτὸς οἶκος καὶ τὴν συνονὴν καὶ τὸ καπνικόν. ἰστέον, ὅτι καὶ τοῖς διδομένοις αἰχμαλώτοις, εἴτε ἑτέροις τισὶ, γῆν εἰς κατασκήνωσιν, ἐπὶ τρισὶ χρόνοις μένουσιν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ πάσης δουλείας τοῦ 155
98
Σύμφωνα με το κείμενο, οι αιχμάλωτοι θα είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ελεύθεροι, εάν ασπάζονταν το χριστιανισμό, παντρεύονταν και έμεναν στο βυζαντινό έδαφος και κυρίως στις μεθόριες περιοχές. Δίνοντάς τους ένα επιπλέον κίνητρο, το Βυζαντινό Κράτος τους παραχωρούσε σημαντικές φοροαπαλλαγές για ένα χρονικό διάστημα τριών ετών157. Μετά από αυτό μάλιστα θα διέφευγαν της δουλείας τους ως προς τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, η οποία στο εξής θα είχε τη μορφή φορολογικών ή στρατιωτικών υποχρεώσεων158, οι οποίες είχαν εξίσου τον χαρακτήρα φορολογίας. Με αυτές τις δυο πράξεις τους, τη μεταστροφή στο χριστιανισμό και το γάμο με μια Βυζαντινή γυναίκα, οι αιχμάλωτοι μετατρέπονταν σε ελεύθερους υπηκόους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άξιους εμπιστοσύνης. Το γεγονός ότι μπορεί να ήταν ήδη παντρεμένοι στην πατρίδα τους δεν φαίνεται να είχε σημασία. Μια
τέτοια
εγκατάσταση
πρώην
αιχμαλώτων
δεν
ήταν
πρωτοφανές γεγονός. Ο Νίκος Οικονομίδης μάλιστα την αντιμετωπίζει
δημοσίου, καὶ οὔτε καπνικὸν δίδουσιν, οὔτε συνονήν. καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν τριῶν χρόνων τελοῦσι καὶ τὴν συνονὴν καὶ τὸ καπνικόν. ἰστέον, ὅτι ὁ καβαλλαρικὸς στρατιώτης ὀφείλει ἔχειν περιουσίαν ἀκίνητον, ἤγουν τοπία, λιτρῶν εʹ, ἢ τὸ ἔλαττον λιτρῶν δʹ. […] χρὴ εἰδέναι, ὅτι τύπος παρηκολούθησεν κατὰ τὸν καιρὸν, ὅτε γίνεται στρατία, μὴ δίδοσθαι τοῖς στρατευομένοις τήρωνας συνδότας ὡς περιουσίοις, ἀλλ’ εἶναι μονοπροσώπως στρατιώτας. ὅτε δὲ πτωχεύσωσι, δίδονται αὐτοῖς καὶ συνδόται πρὸς τὸ δι’ αὐτῶν ἔχειν τὸ ἱκανὸν καὶ δουλεύειν τὴν ἰδίαν στρατείαν. […] οἱ δὲ τόποι τῶν τοιούτων στρατιωτῶν μένουσιν ἀνεκποίητοι, περιοριζόμενοι καὶ ἀφοριζόμενοι εἰς τὸν δημόσιον, ἵνα πάλιν, ἐὰν συμβῇ τινα ἐκ τῶν ἀδορευθέντων ἀνακτήσασθαι ἑαυτὸν, ἀναλαμβάνῃ τοὺς ἰδίους τόπους, καὶ ἀποκαθίστασθαι εἰς τὴν ἰδίαν στρατείαν. 157 Ο P. LEMERLE The Agrarian History of Byzantium from the Origins to the Twelfth Century: The Sources and the Problems, Galway 1979, σελ. 133-135 υποστηρίζει πως είναι δυνατό να διαπιστωθεί μέσα στο κείμενο του Πορφυρογέννητου μια τακτική αγροτικού επικοισμού. Το κείμενο δεν αναφέρει εάν δίνονται τοῖς αἰχμαλώτοις, εἴτε ἑτέροις τισὶ κτήματα για να εγκατασταθούν, αλλά είναι εύλογο να υποτεθεί ότι οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούνταν για να ενισχύσουν πληθυσμιακά τα θέματα, όπου οι το βυζαντινό Κράτος μετέφερε Αρμένιους αλλά και χριστιανούς πρόσφυγες από μουσουλμανικά εδάφη, Ιακωβίτες Σύριους και εκχριστιανισμένους μουσουλμάνους. 158 McGeer, Sowing the Dragon’s Teeth, σελ. 366. Είναι πιθανό να εισάγονταν σε στρατιωτικούς οἶκους που ανήκαν, δηλαδή, σε στρατεία, για να αντικαταστήσουν στρατιώτες που είχαν σκοτωθεί και να αποκτήσουν με αυτόν τον τρόπο το status του στρατιώτη.
99
ως εγκατάσταση «δουλοπαροίκων», όμοια με αυτή που έκανε ο Λέων ΣΤ’ με τους δούλους της Δανιηλίδας159. Ο Πορφυρογέννητος στο κείμενό του περιγράφει ένα διακανονισμό, ο οποίος αποβλέπει στον εποικισμό και την καλλιέργεια των επαρχιών προς όφελος του Κράτους. Αναφέρεται σε εκχριστιανισμένους αιχμαλώτους πολέμου, χωρίς όμως να φαίνεται ότι η θρησκευτική
μεταστροφή
τους
άλλαξε
κάτι
σε
σχέση
με
την
αντιμετώπισή τους εδώ, μιας και χρησιμοποιούνται όπως οι απελεύθεροι δούλοι της Δανιηλίδας. Για να είναι οι άνθρωποι αυτοί παραγωγικοί τους παραχωρείται ένα χρηματικό ποσό προκειμένου να αγοράσουν τα μέσα και να καλλιεργήσουν τη γη και 54 μόδιοι σιταριού συνολικά για τη διατροφή τους επί ένα χρόνο και για τη σπορά. Παρόλα αυτά, δεν αναφέρεται πουθενά η παραχώρηση γης. Δεδομένου ότι είχαν στη διάθεσή τους πολύ μικρή ποσότητα σιταριού να σπείρουν, συμπεραίνεται πως οι πρώην αιχμάλωτοι και νεοφώτιστοι ξένοι χριστιανοί θα εργάζονταν και σε άλλες γαίες προσφέροντας αγγαρείες, μιας και η έκταση
που
μπορούσαν
να
καλλιεργήσουν
δεν
ήταν
ικανή
να
απασχολήσει πλήρως έναν γεωργό ιδιοκτήτη ζευγαριού. Πιθανότατα, οι πρώην αιχμάλωτοι ενοικίαζαν τη γη του δημοσίου, για να τη σπείρουν με τον
σπόρο
που
τους
είχε
παραχωρηθεί,
ενώ
ταυτόχρονα
ήταν
υποχρεωμένοι να προσφέρουν αγγαρείες. Ανάλογες συνθήκες ήταν εξάλλου συνήθεις στη Δύση160. Η κατάληξή τους ήταν ίσως η ίδια με την πλειονότητα των ελεύθερων χωρικών, οι οποίοι την περίοδο αυτή γίνονταν ολοένα και πιο εξαρτημένοι. Σε
συνδυασμό
με
την
προηγούμενη
πηγή
μπορούν
να
αξιολογηθούν οι πληροφορίες που παραθέτει ο Βίος της Αγίας Αθανασίας
ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Δουλοπάροικοι, σελ. 230. Όταν πεθανε η Δανιηλίδα, ο Λέων Στ’ έστειλε τρεις χιλιάδες δούλους της, οι οποίοι προέρχονταν από αιχμαλωσία, στη Λογγοβαρδία ως καλλιεργητές γης. Βλ. και πιο κάτω, σελ. 285-286. 160 ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Δουλοπάροικοι, σελ. 301. 159
100
Αιγίνης161. Αναφέρεται ότι σύμφωνα με ένα αυτοκρατορικό διάταγμα των αρχών του δέκατου αιώνα οι Βυζαντινές ανύπαντρες γυναίκες, χήρες ή άγαμες, έπρεπε να παντρευτούν με ξένους εγκατεστημένους στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Η διαταγή αυτή εφαρμόστηκε με τους Άραβες αιχμαλώτους. ΟAlexander Kazhdan και αργότερα η Alice-Mary Talbot, η οποία σχολίασε αυτό το διάταγμα συμφωνούν πως πρόκειται για διάταγμα, που εκδόθηκε το 830 επί αυτοκράτορα Θεοφίλου162. Ας σημειωθεί πως και ο al-Masʻ ūdī μαρτυρεί την παρουσία δώδεκα χιλιάδων εκχριστιανισμένων Αράβων ιππέων στις βυζαντινές δυνάμεις163. Ανάλογες περιπτώσεις βρίσκονται και στην αραβική πλευρά164. Ένα από τα πιο γνωστά, ίσως, παραδείγματα είναι εκείνο του Ανδρόνικου Δούκα, μέλους επιφανούς οικογένειας της ανώτατης στρατιωτικής ιεραρχίας, στα τέλη του ένατου και τις αρχές του δέκατου αιώνα165. Ο Βυζαντινός αξιωματούχος το έτος 906 ζήτησε από το χαλίφη εγγυήσεις και άδεια εισόδου στο αραβικό έδαφος. Η προσχώρησή του στο αντίπαλο στρατόπεδο πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια των αραβικών δυνάμεων. Ο Άραβας στρατηγός Rustum με τον στρατό του βοήθησε τον επαναστάτη να αποδράσει από το βυζαντινό φρούριο και να περάσει ασφαλής με τους δικούς του στο αραβικό έδαφος. Στις στρατιωτικές δυνάμεις του συγκαταλέγονταν και διακόσιοι Άραβες αιχμάλωτοι, τους οποίους ο
Βίος Αθανασίας Αιγίνης, 2: …βασιλικὸν ἐξαίφνης πρόσταγμα τὰς ἐν ἀγαμίᾳ τε καὶ χηρείᾳ ὑπαρχούσας ἐθνικοῖς ἀνδράσι ἐκδίδοσθαι. 162 TALBOT, Holy Women, σελ. 143 και σημ., αρ. 22. Το αυτοκρατορικό διάταγμα παραθέτει ο Dölger: DÖLGER, Regesten, I, σελ. 51 αρ. 422 163 Al-Masʻ ūdī, Les prairies d’or, ΙΙ, 60. 164 CANARD M., Quelques «à-côté», σελ.106-108. Ομοίως πρβλ. Ο ΙΔΙΟΣ, Deux épisodes, σελ. 54. Πρβλ. VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 1, σελ 196-197 και GUEMARA, Liberation et rachat, 161
σελ.333-344. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 165 VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2/1, σελ. 181 κ. εξ. · Βίος Ευθυμίου, σελ. 5-6, 9-10· ΤΖΙΜΑ, Περί αυτομολιών, σελ. 177-185. Η αυτομολία του είχε τόσο απασχολήσει τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ που του αφιέρωσε ένα έργο, του οποίου σώζεται μόνο ο τίτλος Λέοντος τοῦ δεσπότου εἰς Ἀνδρόνικον τὸν ἀποστάτην. Βλ. POLEMIS, The Doukai, σελ. 19, σημ. 14 · VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2/1, σελ. 190, σημ. 1.
101
Ανδρόνικος είχε εξοπλίσει και χρησιμοποιήσει κατά την παραμονή του στο φρούριο166. Παρά την προδοσία του, ο αυτοκράτορας επιθυμούσε την επιστροφή του Ανδρόνικου, γεγονός το οποίο τελικά δεν επετεύχθη167. Μετά τη μεταστροφή του Ανδρόνικου οι πηγές σιωπούν και το όνομα επανέρχεται με τον γιο του πια, όταν εκείνος επέστρεψε το 908 με τιμές στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε το αξίωμα του στρατηγού168. Άλλοι αποστάτες έφτασαν σε υψηλές θέσεις της αραβικής κοινωνίας, συχνά χάρη στη στρατιωτική σταδιοδρομία τους, όπως ήταν εκείνη του Δαμιανού, διοικητή της Ταρσού, και του Λέοντος Τριπολίτη169. Ο τελευταίος μάλιστα, εκπορθητής τη Θεσσαλονίκης το 904, ονομάζεται Rašīq al Wardāmī στις αραβικές πηγές170, ενώ ο Σκυλίτζης τον αποκαλεί και Λέοντα Ατταλέα, αναφερόμενος προφανώς στην καταγωγή του171. Και οι δύο παρουσιάζονται από τις πηγές ως υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι που ηγούνταν του ναυτικού των Αράβων κατά τη διάρκεια σημαντικών
Αl-Ṭabarī, ΧΧΧVIII, 180-181· VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. II/1, σελ. 187-188 και VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 20. 167 Ένας πρωην αιχμάλωτος και ένας νυν εμπόδισαν την επιστροφή. Ο Σαμωνάς, για τον οποίο γίνεται λόγος πιο κάτω, έδωσε εντολή σε έναν Άραβα αιχμάλωτο που χρησιμοποιύσαν ως ενδιάμεσο να επιδώσει τον ενυπόγραφο λόγο του αυτοκράτορα στον βεζίρη και όχι στον Ανδρόνικο. Μετά την αποκάλυψη ο Ανδρόνικος φυλακίστηκε και προκειμένου να απελευθερωθεί μεταστράφηκε στο ισλάμ. Βλ. Συν. Θεοφάνη, 371.20373.11· Συμεών Μάγιστρος, σελ. 291.374-387· Σκυλίτζης, σελ. 187.74-79. 168 Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 240. 50.149.150 · Συν. Θεοφάνη, 373.11374.2. 169 Συν. Θεοφάνη, VI, 6. Πρβλ. VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2/1, σελ. 163, 212 κ. εξ. 170 Τον απoκαλούσαν επίσης Gulām Zurāfā. Το Gulām χρησιμοποιείται συχνά για πρώην δούλους που είχαν καταταγεί στον στρατό. O Vasiliev, θεωρεί πως ο Τριπολίτης πωλήθηκε ως δούλος και ο πρώτος ιδιοκτήτης του ονομαζόταν Zurāfā, εξ ου και το προσωνύμιο. Πάντως δεν είναι γωνστό, εάν ο Τριπολίτης είχε συλληφθεί ο ίδιος αιχμάλωτος και μετά υπηρέτησε στον αραβικό στρατό ή ήταν γιος αιχμαλώτου. Οι πηγές αναφέρουν πως μετά την άλωση της Θεσσολονίκης μίλησε στην ελληνική στους αιχμαλώτους που περίμεναν την ανταλλαγή τους, γεγονός που δείχνει ότι γνώριζε καλά τη γλώσσα. Βλ. Ιωάννης Καμινιάτης, Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, σελ. 48. 55.15· VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2/1, σελ 163, σημ. αρ. 2· KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, σελ. 55· KHOURI, Leo Tripolites, 97-102. 171 Σκυλίτζης, 182.48-52. 166
102
επιχειρήσεων172. Αιχμάλωτοι, προερχόμενοι από περιοχές με ναυτική παράδοση, θα μπορούσαν με κατάλληλη προετοιμασία να είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι στους Άραβες για την επάνδρωση του στόλου τους. Η ναυτοσύνη τους θα εκτιμούνταν ανάλογα από τους κατακτητές και θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ευκολότερη ένταξη αιχμαλώτων στη νέα κοινωνία. Οι βυζαντινοί συγγραφείς τονίζουν πως ο Λέων Τριπολίτης υπήρξε αρνησίθρησκος διευκόλυνοντας με αυτόν τον τρόπο την καλύτερη μεταχείριση και αξιοποίησή του στη νέα πατρίδα. Ο Τριπολίτης στράφηκε με πάθος εναντίον των ομοεθνών του, γεγονός που εξηγεί απολύτως τους χαρακτηρισμούς
που
του
αποδίδονται
από
τους
Βυζαντινούς
ιστοριογράφους και κυρίως από τον Ιωάννη Καμινιάτη, ο οποίος ήταν ο ίδιος και συγγενείς του θύματα της πολιορκίας και καταστροφής της Θεσσαλονίκης το 904173. Είχε μάλλον εξέχουσα θέση στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης, αν κρίνουμε από το ότι επιλέχθηκαν να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή αιχμαλώτων, ενώ άλλοι πωλούνταν ως δούλοι174 αλλά και από το μεγάλο χρηματικό ποσό που έδωσαν για να γλυτώσουν τη ζωή τους175. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τον Δαμιανό, έναν ακόμα αρνησίθρησκο Βυζαντινό, που μετέφερε τις γνώσεις του στη νέα πατρίδα
CHRISTIDES, Raids of the Moslems, σελ. 78. Ιωάννης Καμινιάτης, Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, σελ. 23.24.1-5· Συν. Θεοφάνη, 366.14-15· Σκυλίτζης, 182.51. Η αυθεντικότητα του κειμένου έχει αμφισβητηθεί από σύγχρονους ερευνητές. Βλ. KAZHDAN, Some Questions, 301-314· CHRISTIDES, Capture of Thessaloniki, 7-10. Ο Kazhdan εδράζει την άποψή του στη μεταγενέστερη χρονολόγηση των σωζόμενων κωδίκων, αφήνει όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο το κείμενο που είναι γνωστό σήμερα με το όνομα του Καμινιάτη να είναι σύνθεση του δεκάτου πέμπτου αιώνα μιας διήγησης παλαιότερης που δεν υπάρχει πλέον. Ο Χρηστίδης δέχεται ότι υπήρχε μια πηγή τον δέκατο αιώνα από αυτόπτη μάρτυρα που τη διαμόρφωσε όμως αργότερα δίνοντας στο Χρονικό τη μορφή που έχει σήμερα. Βλ. σχετικά με αυτή τη συζήτηση Γ. ΤΣΑΡΑΣ, Η αυθεντικότητα του χρονικού του Ιωάννου Καμενιάτη, Βυζαντιακά 8 (1988), σελ. 41-58. 174 Ιωάννης Καμινιάτης, Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, σελ. 67.93-97. 175 Ιωάννης Καμινιάτης, Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, σελ. 47.99. Στο σπίτι τους μαρτυρεί πως είχαν και υπηρέτες, γεγονός που υποδεικνύει οικονομική άνεση. 172 173
103
του και ανελίχθηκε στο αραβικό ναυτικό. Ως αρχηγός του αραβικού στόλου, το 911, κατέλαβε την Κύπρο οδηγώντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην αιχμαλωσία176. Πρέπει να σημειωθεί πως οι αραβικές πηγές αφηγούνται ιστορίες Βυζαντινών και Αράβων αποστατών, σε αντίθεση με τις βυζαντινές πηγές που προτιμούν να προσπερνούν σιωπηλά ή σύντομα παρόμοια γεγονότα. Προαναφέρθηκε ήδη πως ο παλιός ένδοξος στρατηγός των Βουκελλαρίων πατρίκιος Τατζάτης αυτομόλησε στους Άραβες το 782, παίρνοντας μαζί του τη σύζυγο και όλα τα υπάρχοντά του177. Λίγο νωρίτερα είχε αυτομολήσει
στην
Αφρική
ο
πατρίκιος
και
στρατηγός
Σικελίας,
Ελπίδιος178. Ο τελευταίος είχε τοποθετηθεί το Φεβρουάριο του 781 από την αυτοκράτειρα Ειρήνη ως στρατηγός του θέματος Σικελίας, θέση που κατείχε και προηγουμένως179. Δύο μήνες αργότερα ξεκίνησε ανταρσία, όταν κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην προηγηθείσα συνωμοσία του καίσαρα Νικηφόρου, το 780. Για την καταστολή της στάσης εστάλησαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο αντάρτης Ελπίδιος νικήθηκε και ακολούθως αυτομόλησε στους Άραβες της Αφρικής180. Ο Θεοφάνης αφηγείται εν συντομία το γεγονός χωρίς να αναφέρεται στη μεταστροφή του Ελπίδιου στο ισλάμ181. Στο αραβικό μέτωπο ο Ελπίδιος έγινε δεκτός ως
VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2/1, σελ 163· ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι, σελ.123-124. Βλ. πιο πάνω, σελ. 76 κ. εξ. 178 PmbZ, αρ. 1515. 179 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 454.25.27: Προεβάλετο δὲ ᾿Ελπίδιον τὸν πατρίκιον στρατηγὸν ἐν Σικελίᾳ, ὡς καὶ προστρατηγήσαντα τῶν ἐκεῖσε. Για το θέμα Σικελίας και την οργάνωσή του πληροφορίες παρέχουν οι βυζαντινές πηγές. Βλ. ενδεικτικά Συν. Θεοφάνη, 82.8-9 · Σκυλίτζης, 46.44-45. 180 TREADGOLD, Byzantine Revival, σελ. 66-67· ΤΖΙΜΑ, Περί αυτομολιών, σελ. 208-212. 181 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ 455.25-456.1.]Η αυτοκράτειρα Ειρήνη, προσπαθώντας να εξαναγκάσει τον Ελπίδιο να παραδοθεί, διέταξε να μαστιγώσουν, να κουρέψουν και να φυλακίσουν στο πραιτώριο τη σύζυγο και τα παιδιά του. Βλ. LILIE, Byzanz unter Eirene, σελ. 80-81, σημ. αρ.8. 176 177
104
αυτοκράτορας και συμμετείχε σε εκστρατείες εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας φτάνοντας ως την Αμισό (Σαμψούντα)182. Μία ακόμη περίπτωση εντοπίζεται στην περίοδο της προσπάθειας κατάκτησης των παραλίων της Συροπαλαιστίνης από τους Άραβες γύρω στο 653. Οι κάτοικοι των περιοχών συνεργάστηκαν με το βυζαντινό στρατό και κατά τη διάρκεια της εισβολής. Σε μία από τις συμπλοκές αιχμαλωτίστηκε ένας Βυζαντινός πατρίκιος, διοικητής πόλης, ο οποίος ενώ είχε αντισταθεί γενναία και αιχμαλωτίστηκε, δέχτηκε τελικά να συνεργαστεί με το μουσουλμανικό στρατό. Τότε τον απελευθέρωσαν και μάλιστα του ανέθεσαν καθήκοντα ανώτερου αξιωματικού του στρατού τους χάρη στις γνώσεις του183. Ένα μοτίβο σαν του Διγενή Ακρίτα απαντάται και στην αραβική λογοτεχνία. Στο Kitāb al-Aghānī Abū L-Faradj (Το βιβλίο των τραγουδιών), τη συλλογή τραγουδιών της εποχής του χαλίφη Harun al-Rashid, βρίσκεται η ιστορία ενός Άραβα αυτοεξόριστου, που πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, εκχριστιανίζεται και παντρεύεται μια Βυζαντινή184. Ένας απεσταλμένος του χαλίφη, που είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου
να
διαπραγματευτεί
μια
ανταλλαγή
αιχμαλώτων,
περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της πόλης άκουσε τον Άραβα να τραγουδάει σπαραχτικά αραβικούς στίχους μέσα σε ένα σπίτι. Μπήκε και τον παρακάλεσε να επανέλθει στο ισλάμ, ώστε να συμμετάσχει στην ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Ο Άραβας όμως αρνήθηκε αφού, όπως είπε, είχε γυναίκα χριστιανή και δυο παιδιά. Ήταν πλέον αδυνατο να επιστρέψει στην παλιά του πατρίδα, καθώς θα ήταν αδύνατο να γίνει δεκτός στην παλιά του θρησκεία. Για τον μουσουλμάνο, το να αλλάξει
Αl-Ṭabarī, ΧΧΧ, 151· LILIE, Byzanz unter Eirene, σελ. 163-164. KHOURI, Ανεπίσημες ανταλλαγές, σελ. 112. 184 CANARD, Quelques «à-côté», σελ. 106-107. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 182 183
105
θρησκεία είναι εφικτό αλλά η επιστροφή στο ισλάμ είναι αδύνατη και ισούται με θάνατο. Συνοπτικά, βλέπουμε ότι υπάρχουν τρεις παράγοντες
που
αλληλεπιδρούν αναφορικά με τους αιχμαλώτους: ο παράγοντας της αιχμαλωσίας, η μετάβαση από το καθεστώς ελευθερίας σε αυτό του δούλου και το μυστήριο του χριστιανικού γάμου. Πρόκειται για κριτήρια που αφορούν στον δούλο από αιχμαλωσία και επιτρέπουν να διακριθεί μια διαφορά ανάμεσα στο να ισχύει για κάποιον το καθεστώς του δούλου λόγω αιχμαλωσίας και όχι άλλη αιτία.
Με τους Άραβες ως εχθρούς,
ανιχνεύεται αυτή η διαφοροποίηση πρώτη φορά στην περίπτωση της αιχμαλωσίας, γιατί αυτή η κατάσταση είναι ο κοινός τόπος όπου συναντιούνται δυο διαφορετικές κοινωνίες, δυο διαφορετικά κοινωνικά και νομικά πλαίσια. Ενδιαφέρον προκαλεί ο ρόλος του χριστιανικού γάμου, ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης σε αυτή την περίπτωση, καθώς σχετίζεται με τη χριστιανική ομολογία του ατόμου. Εκδηλώνεται, εδώ, αφενός μια διαφορά ανάμεσα στη βυζαντινή κοινωνία και τον υπόλοιπο κόσμο γύρω της και αφετέρου η εξέλιξη που πραγματοποιήθηκε στη ρωμαϊκή κοινωνία προς μια χριστιανική κοινωνία185. Υπογραμμίστηκε προηγουμένως η σχέση ανάμεσα στο καθεστώς ενός ελεύθερου ανθρώπου και του γεγονότος ότι είναι χριστιανός. Τα λόγια του Χοσρόη, όπως αναφέρονται από τον Μένανδρο Προτήκτορα, δείχνουν πώς αντιλαμβάνεται ένας σημαντικός εχθρός του Βυζαντίου την πολιτική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνδυαστικά με τον παράγοντα του χριστιανικού θρησκεύματος. Εξηγεί ο Χοσρόης πως οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να διεξάγουν έναν πόλεμο στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας
Judith EVANS-GRUBBS, Law and Family in Late Antiquity. The emperor Constantine’s Marriage Legislation, Oxford 1995, σελ. 18-22. 185
106
του, διότι θα έβρισκαν εκεί έναν πληθυσμό χριστιανών τον οποίο δε θα μπορούσαν να βλάψουν186. Ταυτίζεται δηλαδή το χαρακτηριστικό της βυζαντινής καταγωγής με το χριστιανισμό. Είναι φανερό ότι ο Μένανδρος αντανακλά την οπτική πλευρά των Βυζαντινών. Και πράγματι, όταν ο Βελισάριος είχε καταλάβει το φρούριο Σισαυράνων λίγο βόρεια από τη Νίσιβη το 541, ελευθέρωσε όλους όσοι ήταν Χριστιανοὶ τε καὶ ῾Ρωμαῖοι τὸ ἀνέκαθεν αλλά έστειλε όλους τους Πέρσες στην Κωνσταντινούπολη187. Ο Ιουστινιανός
χρησιμοποίησε
αργότερα
αυτούς
τους
αιχμαλώτους
στέλνοντας τους στην Ιταλία να πολεμήσουν τους Γότθους. Υπάρχει ήδη δηλαδή η πρακτική της αξιοποίησης των αιχμαλώτων ως στρατιωτικού, αναλώσιμου δυναμικού, όπως άλλωστε μαρτυρείται για τη χρήση πρώην αιχμαλώτων Αντών στρατιωτών στο πλευρό του Βελισαρίου188. Όμως, παρά τον συσχετισμό που εδραιώνεται ανάμεσα στο Κράτος και τη θρησκεία, ούτε ο πληθυσμός στα εδάφη υπό αραβική κυριαρχία δεν είναι ολοκληρωτικά μουσουλμανικός –αντιθέτως κατά τον έβδομο και όγδοο αιώνα είναι μειονότητα189– ούτε και ο πληθυσμός που υπόκειταν στην εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα ήταν όλος χριστιανικός. Κατά συνέπεια,
οι
Βυζαντινοί
συλλαμβάνοντας
αιχμαλώτους
παίρνουν
πιθανώς και χριστιανούς από εδάφη ισλαμικά, όπως φαίνεται από την ανταλλαγή του 855/856190.
Μένανδρος Προτήκτωρ, απόσπ. 16.1. Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, 2.19: οὕτω Βελισάριος τὸ Σισαυράνων ἑλὼν τοὺς μὲν οἰκήτορας ἅπαντας Χριστιανούς τε καὶ Ῥωμαίους τὸ ἀνέκαθεν ὄντας, ἀθῴους ἀφῆκε, τοὺς δὲ Πέρσας ξὺν τῷ Βλησχάμῃ ἐς Βυζάντιον ἔπεμψε, καὶ τὸν τοῦ φρουρίου περίβολον ἐς ἔδαφος καθεῖλε. βασιλεύς τε οὐ πολλῷ ὕστερον τούτους τε τοὺς Πέρσας καὶ τὸν Βλησχάμην ἐς Ἰταλίαν Γότθοις πολεμήσοντας ἔπεμψε. 188 ΚΑΡΔΑΡΑΣ, Άντες, σελ. 81. Η ίδια αξιοποίηση διαπιστώνεται και στην περίπτωση των Σλάβων αιχμαλώτων τους οποίους ο Ιουστινιανός Β’ στέλνει στο αραβικό μέτωπο Βλ. Νικηφόρος, Ιστορία, σελ 38. Ωστόσο δεν αναφέρεται κάποιος εκχριστιανισμός τους. Βλ. ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, 76, σημ. αρ. 108. Βλ. και πιο πάνω σελ. 98. 189 ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, σελ. 99-130. 190 VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 1, σελ 336-337 και CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 17 και σημ. αρ. 94. 186 187
107
Οι αιχμάλωτοι από τα βαλκανικά εδάφη και η πολιτική της μετοικεσίας
Μέχρι στιγμής έχει γίνει αναφορά στους εξ Ανατολής εχθρούς του Βυζαντίου και κυρίως στο αραβοβυζαντινό μέτωπο, στο οποίο η θρησκευτική αντίθεση ήταν σαφώς καθορισμένη. Αυτό το σύνορο εκτείνεται από τον Καύκασο έως τη Νότια Ιταλία. Υπάρχει όμως και το άλλο ενεργό μέτωπο του Βυζαντίου, τα Βαλκάνια. Μάλιστα, συχνά και ιδιαιτέρως στη διάρκεια του δεκάτου αιώνα, οι εξελίξεις στο ένα μέτωπο επηρέαζαν τις εξελίξεις στο άλλο. Η πολιτική της μεταφοράς πληθυσμών από τη μία περιοχή στην άλλη, απομακρυσμένη πολλές φορές, ήταν πάγια πρακτική και εντασσόταν στο πλαίσιο ενός στρατιωτικού προγράμματος, οικονομικού, δημογραφικού ή καταστολής αναταραχών. Ακολουθώντας τη ρωμαϊκή παράδοση, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδίωκε την ομαλότερη ένταξη των επηλύδων στα πολιτικά και οικονομικά
πλαίσια,
επιτρέποντας
σε
αυτούς
τη
διατήρηση
της
κοινωνικής οργάνωσης και των θρησκευτικώςν δοξασιών τους. Εξ ου και ο εκχριστιανισμός των Σλάβων της Αυτοκρατορίας ολοκληρώθηκε αιώνες μετά
την
εγκατάστασή
τους
στην
επικράτεια.
Βεβαίως,
συχνά
εμφανίζονταν ξένοι φιλόδοξοι αρχηγοί διάφορων ομάδων εκδηλώνοντας επαναστατικές διαθέσεις. Το Κράτος, τότε, επενέβαινε μέσω των τοπικών στρατιωτικών αρχών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερου κινδύνου που αφορούσαν τις παραμεθόριες περιοχές της Αυτοκρατορίας ηγείτο των στρατευμάτων ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Για να ρυθμίσει ένα τέτοιο περιστατικό πιθανώς εκστράτευσε ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ το 658 κατὰ Σκλαυινίας και ᾐχμαλώτευσε πολλούς καὶ ὑπέταξεν191.
191
Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 347.6-7. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]]
108
Περισσότερες πληροφορίες διαθέτουμε για την εκστρατεία του 688 και τις ενέργειες του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β’. Ο Θεοφάνης παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τους στόχους και τις κινήσεις του αυτοκράτορα στο βόρειο και ανατολικό μέτωπο, επιτρέποντας στον ερευνητή να συναγάγει, παράλληλα, συμπεράσματα για την ουσιαστική αξία των αιχμαλώτων192. Το έτος 688/689 ο αυτοκράτορας εκστράτευσε εναντίον των Σλάβων και των Βουλγάρων. Πήρε μεγάλο αριθμό Σλάβων, άλλους διότι τους αιχμαλώτισε και άλλους διότι εκουσίως προσχώρησαν σε αυτόν. Διά μέσου της Αβύδου πέρασε στο θέμα Οψικίου και τους εγκατέστησε εκεί, ενώ και ο ίδιος προχώρησε προς τη Θεσσαλονίκη193. Η επιστροφή του μάλιστα παρολίγον να είναι καταστροφική, καθώς οι Βούλγαροι καιροφυλακτούσαν και προκάλεσαν στο βυζαντινό στρατό μεγάλες απώλειες. Στο εποικιστικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού Β’, οι Σλάβοι είχαν ιδιαίτερη σημασία. Στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του εγκατέστησε επίσης Κυπρίους στην Κύζικο και Μαρδαΐτες σταθμούς
της
ανατολικής
Μεσογείου194.
Οι
σε καίριους ναυτικούς μετοικεσίες
εξάλλου
αποτελούσαν γνωστή τακτική για στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους. Ο
Αναστάσιος
είχε
μεταφέρει
πλήθη
Ισαύρων
στη
Θράκη195,
ο
Ιουστινιανός Άντες ως υποσπόδους στην πόλη Τούρρις βόρεια του Δούναβη196,
ο
Μαυρίκιος
Πέρσες
αιχμαλώτους
στην
Κύπρο197,
ο
Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 364.11-18: Τούτῳ τῷ ἔτει ἐπεστράτευσεν Ἰουστινιανὸς κατὰ Σκλαυινίας καὶ Βουλγαρίας. καὶ τοὺς μὲν Βουλγάρους πρὸς τὸ παρὸν ὑπηντηκότας ὤθησεν, μέχρι δὲ Θεσσαλονίκης ἐκδραμών, πολλὰ πλήθη τῶν Σκλάβων τὰ μὲν πολέμῳ, τὰ δὲ προσρυέντα παραλαβὼν εἰς τὰ τοῦ Ὀψικίου διὰ τῆς Ἀβύδου περάσας κατέστησε μέρη. ἐν δὲ τῷ ὑποστρέφειν αὐτὸν ὁδοστατηθεὶς ὑπὸ τῶν Βουλγάρων ἐν τῷ στενῷ τῆς κλεισούρας μετὰ σφαγῆς τοῦ οἰκείου λαοῦ καὶ τραυματίας πολλῆς μόλις ἀντιπαρελθεῖν ἠδυνήθη. 193 DITTEN, Ethnische, σελ. 45-53. 194 AHRWEILER, Byzance et la mer, σελ. 50, 82, 399-400· DITTEN, Ethnische, σελ. 138-158. 195 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ.216· ΣΥΝΕΛΛΗ, Διπλωματικές σχέσεις, σελ. 73-83. ]] ] ]]]] ] 196 ΚΑΡΔΑΡΑΣ, Άντες, σελ. 77, 88. 192
109
Κωνσταντίνος
Ε’
εγκατέστησε
Σύρους
και
Αρμένιους
από
τη
Θεοδοσιούπολη και τη Μελιτηνή στη Θράκη198, ο Ιωάννης Τζιμισκής τους Μανιχαίους στη Φιλιππούπολη199 , ενώ υπάρχουν και άλλες πολλές περιπτώσεις. Με το γεγονός του εποικιστικού προγράμματος του Ιουστινιανού Β’ μπορούν να συνδεθούν διασωθείσες σφραγίδες που χρονολογούνται στα τέλη του έβδομου αιώνα. Προτού εξετασθεί όμως η σύνδεσή τους είναι απαραίτητο να καταστεί σαφές τι ήταν αυτές οι σφραγίδες. Το Βυζάντιο βρισκόταν ανάμεσα στις πηγές των αγορών δούλων. Οι διαδρομές όμως δεν περνούσαν μέσα από την Αυτοκρατορία, λόγω της οικονομικής πολιτικής και της φορολογίας. Μετά την απώλεια των πλούσιων επαρχιών της έπρεπε μάλιστα να συνηθίσει σε μια νέα γεωπολιτική τάξη πραγμάτων ανάμεσα στο τέλος του έβδομου και τα μέσα του δέκατου αιώνα. Αυτή η αλλαγή επηρέασε και τα εμπορικά δρομολόγια. Ο έλεγχος της βυζαντινής εξουσίας επί της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στη διάρκεια του έβδομου και όγδοου αιώνα διενεργείτο από τους κομμερκιάριους και μαρτυρείτο από τις σφραγίδες τους. Φαίνεται δε και από την επιβολή φόρων, του κομμερκίου, και την ύπαρξη ειδικών αποθηκών200. Το θέμα των κομμερκιαρίων είναι ομολογουμένως ένα σύνθετο ζήτημα το οποίο έχουν μελετήσει εκτενώς αρκετοί ερευνητές, με βασικότερους την Ελένη Αντωνιάδη-Μπιμπίκου, το Michael F. Hendey, το Νίκο Οικονομίδη και την Έφη Ράγια, ενώ πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια
Σιμοκάττης, Ιστορία, 3.15.15. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ.662. Βλ και DITTEN, Ethnische, σελ. 180-191· ΜΠΑΡΤΙΚΙΑΝ, Αρμενικές πηγές, σελ. 12. 199 Σκυλίτζης, σελ. 286.66.]] 200Δικαίως το σύστημα των αποθηκών θα μπορούσε να γίνει κατανοητό σήμερα ως «logistics». 197 198
110
εις βάθος επανεξέταση του ζητήματος από τον Federico Montinaro201. Οι ερευνητές συμφωνούν στο γεγονός ότι με το σύστημα των αποθηκών και των δασμών, το Βυζάντιο μπορούσε να παρακολουθεί τόσο την κυκλοφορία των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, καθώς το κομμέρκιο ήταν φόρος επί της κυκλοφορίας και όχι επί της πώλησης, όσο και τη διεθνή κυκλοφορία ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο πέλαγος και την Αδριατική, μέσω του ελέγχου των βυζαντινών λιμανιών. Διαφωνούν όμως σε καίρια ζητήματα, τα οποία θα παρουσιασθούν στη συνέχεια εν συντομία, τονίζοντας μόνο τα στοιχεία εκείνα που σχετίζονται με το θέμα των αιχμαλώτων από τα Βαλκάνια και τη χρησιμοποίησή τους. Για το υπό εξέταση ζήτημα λοιπόν ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σφραγίδες που βρέθηκαν σε επτά επαρχίες της Μικράς Ασίας και οι οποίες χρονολογούνται στο 694-695. Μαρτυρούν τις μεγάλες πωλήσεις δούλων
(ανδράποδα)
Σλάβων
που
πραγματοποιήθηκαν
από
τον
κομμερκιάριο Γεώργιο ἀπὸ ὑπάτων στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β’. Επίσης, μία σφραγίδα που δημοσιεύτηκε από τον S. Bendall χρονολογείται το 693-694, δηλαδή κοντά στη βυζαντινή ήττα του 692-693202. Πιο συγκεκριμένα, για μια σύντομη περίοδο ανάμεσα στο 693/694 και 696/697 δύο αξιωματούχοι ο Γεώργιος και ο Θεοφάνης, φαίνεται να είναι επικεφαλής πολλών ἀποθηκῶν τῶν ἀνδραπόδων, δούλων ή υποδουλωμένων αιχμαλώτων, οι οποίες βρίσκονταν στις επαρχίες Ισαυρίας, Κιλικίας, Ασίας, Καρίας, Λυκίας, Σαλουταρίας, Καππαδοκίας,
Βλ. ANTONIADIS-BIBICOU, Douanes· HENDY, Monetary Economy· OIKONOMIDÈS, Silk trade· RAGIA, Geography· MONTINARO, Commerciaires. 202 Εικονίζεται στο κέντρο της πρόσθιας όψης ο Ιουστινιανός Β’ όρθιος κρατώντας στα δεξιά σφαίρα με σταυρό. Αναγράφεται κυκλοτερώς το όνομα και ο τίτλος του κρατικού λειτουργού Γεωργίου από υπάτων και ο αριθμός της Η’ ιδνικτιώνας. Οι σφραγίδες είτε θα ήταν τοποθετημένες στο κάτω μέρος της πράξης πώλησης που συνόδευε το κάθε ανδράποδο ή θα ήταν απευθείας τοποθετημένη πάνω στις αλυσίδες του. Ο τύπος των σφραγίδων μοιάζει με εκείνον των γενικών κομμερκιαρίων αποθήκης. 201
111
Φρυγίας Καπατιανής, Δεκαπόλεως και σε μία περίπτωση των ἀνδραπόδων τῶν Σκλαβόων τῆς Βιθυνῶν ἐπαρχίας.
Πίνακας σφραγίδων ἀποθηκῶν ἀνδραπόδων203 693/694
[Ἀπ]οθ[ἠ]κης τῶ[ν] άνδραπ[ό]δων [Ἰ]σαυρίας (και) Κιλικίας a τῶν ἀνδραπ[ό]δ(ω)ν τῶν Σλαβόων τῆς Βιθυνῶν ἐπαρχία[ς] b τῶ[ν] ἀνδραπόδ(ω)ν τῶν Σλαβόων τῆς Βιθυνῶν ἐπαρχία[ς]
ἀποθίκης τῶν άνδραπόδον τῶν Φρυγ[ῶ]ν Σαλ(ου)[τα]αρίας τῶν [ἀ]νδραπό[δ].ν τον Κ … (ω)ν α΄ καὶ β΄ Κ[αππ]αδοκίας 694/695
[Ἀ]σίας, Καρίας (και) Λυκίας τῶν ἀνδραπόδων Τῶν ἀνδραπόδων β’ [Γ]αλατίας Τῶν ἀνδραπόδων Καπα[τιαν]ῆς, [ἀν]δραπόδων
[Ἀ]ποθήκης τῶν [ἀν]δραπόδων…
Γεωργίου ἀπὸ ὑπάτων ἀποθήκης Ἰσαυρίας καὶ τῶν ἀνδραπόδων
696/697
Ἰνδικτιόνος ι’. Θεοφά[νους ἀπὸ ἐπά]ρχων. Ἀποθήκης τῶν ἀνδραπ[ό]δων Δε[καπόλε(ω)ς]
BENDALL, Δούλοι ή Στρατιώτες, σελ. 41. ZACOS – VEGLERY, Seals, αρ.186, (ο G. SCHLUMBERGER, ΒΖ 12 (1903), σελ. 277, το διάβασε: τῶν ἄνδρας δόντων τῶν Σκλάβων). ZACOS – VEGLERY, Seals, αρ.187. ZACOS – VEGLERY, Seals, αρ. 188 (ή Κ[άρδ]ων ή Κ[άρτ]ων σύμφωνα με τους SEIBTTHEODORIDIS, AndrapodaSiegel, σελ. 138). ZACOS G. – VEGLERY A., Seals, αρ. 2764. SEIBT – THEODORIDIS, Andrapoda-Siegel, αρ. 1. Συλλ. ΚΟΦΟΠΟΥΛΟΥ, inv. 220, MONTINARO, Commerciaires, αρ. 80. JORDANOV, Corpus I, αρ. 1, το ίδιο στο Corpus III, αρ. 1128. AUKTION MÜNΖ ΖENTRUM, BZ 92 (1999) 383 αρ. 2146, MONTINARO, Commerciaires, αρ. 79. SEIBT – THEODORIDIS, Andrapoda-Siegel, αρ. 2 και CHEYNEt, Zacos, αρ. 26.
Για την έκδοση των σφραγίδων βλ. Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art, έκδ. J. NESBITT-N. OIKONOMIDES, τ. 1: Italy, North of the Balkans, North of the Black Sea, Washington, D.C. 1991, τ. 2: South of the Balkans, the Islands, South of Asia Minor, Washington, DC. 1994, τ. 3: West, Northwest and Central Asia Minor and the Orient, Washington, DC. 1996, τ. 4: The East, έκδ. E. MCGEER, J. NESBITT, N. OIKONOMIDES, Washington, DC. 2001, τ. 5: The East (continued), Constantinople and its Environs, Unknown Locations, Uncertain Readings, Washington, DC. 2005. Πρβλ. RAGIA, Geography, 195-245 και MONTINARO, Commerciaires, σελ. 474-480. 203
112
Ο Γεώργιος εμφανίζεται και γενικός κομμερκιάριος σε άλλα εμπορέυματα204. Απουσιάζει το διάστημα που στην εξουσία βρισκόταν ο Λεόντιος και μετά από αυτόν ο Τιβέριος, ενώ επανεμφανίζεται στη δεύτερη βασιλεία του Ιουστινιανού (705-711)205. Η σφραγίδα που αναφέρει τους Σλάβους της Βιθυνίας ως ανδράποδα εκδόθηκε αρχικά από τον Boris Pančenco προκαλώντας μεγάλες συζητήσεις206. Ο Georges Ostrogorsky χρονολόγησε τη σφραγίδα στο 694/5 και θεώρησε ότι ανήκε στον διοικητή των Σλάβων, τους οποίους ο Ιουστινιανός Β’ είχε εγκαταστήσει ως στρατιώτες στη Βιθυνία. Νέο υλικό προστέθηκε από τους Georges Zacos – Alexander Veglery207. Όλες οι σφραγίδες έχουν τη λέξη ανδράποδα αλλά μόνο εκείνη της Βιθυνίας αναφέρει συγκεκριμένα ότι πρόκειται για Σλάβους. Εκείνες της Καππαδοκίας καθώς και εκείνη των ἀνδραπόδων Φρυγῶν Σαλουταρίας μπορεί να αφορά σε Σλάβους εγκατεστημένους στο βόρειο μέρος της Φρυγικής Σαλουταρίας208. Αυτή περιέχει τη λέξη «αποθήκη» δείχνοντας
Την ίδια περίοδο που υπάρχει σφραγίδα του Γεωργίου ως γενικοῦ κομμερκιαρίου ἀποθήκης α’ και β’ Κιλικίας υπάρχει και ξεχωριστή σφραγίδα αποθήκης ἀνδραπόδων Κιλικίας. Βλ. CHEYNET, Zacos, αρ. 23: Γεωργίου ἀπὸ ὑπάτων [καὶ γενικ(οῦ) κομμερκιαρίου. Άποθ(ή)κ(η)ς Α’ (και) Β’ Κ(ι)λ(ι)κίας. Πρβλ. την αντίστοιχη σφραγίδα του πίνακα της σημ.ς 174. 205 ZACOS – VEGLERY, Seals, σελ. 150-151. 206 PANČENKO, Pamjatnik Slavjan, σελ. 15-62. 207 Μέρος της συλλογής των σφραγίδων τράβηξε το ενδιαφέρον και της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, της οποίας η άποψη είναι πως οι σφραγίδες μαρτυρούν την εγκατάσταση των Σλάβων σε πολλές μικρασιατικές επαρχίες υπό πλήρη κρατικό έλεγχο και συμπεραίνει ότι μετά την αυτομολία, που ακολούθησε τη μάχη της Σεβαστούπολης το 692, το κράτος έθεσε υπό ενιαία αρχή τους Σλάβους εποίκους της Μικράς Ασίας. Διατήρησε τη εθνική συνοχή τους, για να μην αισθάνονται ξένοι από το πολιτισμικό τους περιβάλλον αλλά διασκόρπισε τις εγκαταστάσεις, ώστε να αποκλεισθεί ο κίνδυνος μιας ενδεχόμενης σύμπραξης κατά της Αυτοκρατορίας. Επισημαίνει δε ότι ο Ιουστινιανός Β’ συγκρότησε στρατιωτικό σώμα για τους Σλάβους που οικογενειακώς είχαν μετοικισθεί στο θέμα Οψικίου. Βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, Β’, σελ. 365-366. 208 Ο Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 364, αναφέρει ότι αιχμάλωτοι Σλάβοι μεταφέρθηκαν στο θέμα Οψικίου το 689. Δεδομένου ότι το βόρειο μέρος της Φρυγικής Σαλουταρίας συμπεριλήφθηκε στο θέμα Οψικίου, είναι πιθανό ορισμένοι από τους εποίκους να ήταν σλαβικής καταγωγής. Βλ. ZACOS – VEGLERY, Seals, σελ. 267. 204
113
πως ο σκοπός που εξυπηρετούσε η σφραγίδα συνδεόταν άμεσα με το δίκτυο των κομμερκιαρίων. Ο Γεώργιος που μνημονεύεται στις σφραγίδες εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του και στην επόμενη βασιλεία του Ιουστινιανού Β’. Το 694/5 ο ίδιος ήταν επίσης κομμερκιάριος ή επικεφαλής της αποθήκης ορισμένων εκ των επαρχιών. Ο Νίκος Οικονομίδης εντάσσει αυτές τις μαρτυρίες σε ένα πολιτικό πλαίσιο θεωρώντας ότι πρόκειται για την τιμωρία που επιβλήθηκε στις οικογένειες των Σλάβων στρατιωτών που είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία και αυτομόλησαν για να ενταχθούν στον στρατό των Αράβων209. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι σφραγίδες δείχνουν ότι οι κομμερκιάριοι, όντας κοντά στην κεντρική εξουσία, απολάμβαναν ορισμένα προνόμια, όπως το δικαίωμα στο μονοπώλιο αυτού του είδους εμπορίου. Ο Michael Hendy προσεγγίζει το ζήτημα από άλλη σκοπιά. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, αυτές οι σφραγίδες μαρτυρούν το ρόλο που είχαν οι κομμερκιάριοι στη διαδικασία προμήθειας των Σλάβων στρατιωτών που
209
OIKONOMIDÈS, Silk trade, σελ.45.
114
ήταν αιχμάλωτοι πολέμου εγκατεστημένοι στη μικρά Ασία210. Ο Simon Bendal, ταυτίζεται περισσότερο με την άποψη του Οικονομίδη211. Η εκστρατεία του Ιουστινιανού πρέπει να έλαβε χώρα το 688/689, δηλαδή πέντε περίπου χρόνια πριν τη σφραγίδα του Γεωργίου ἀπὸ ὑπάτων. Ο Οικονομίδης θεωρεί ότι είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο όρος ανδράποδα, εάν είχε τη σημασία των αιχμαλώτων πολέμου, θα επιβίωνε τόσα χρόνια μετά τη μετακίνησή τους και το ρόλο τους στο βυζαντινό στρατό212. Προκειμένου να συνδεθεί η μαρτυρία του Θεοφάνη, για τη μεταφορά
Σλάβων
στο
θέμα
Οψικίου
το
689,
με
τα
σφραγηστικ΄κατάλοιπα, πρέπει να αναφερθεί πως η κύρια πηγή δούλων, την περίοδο αυτή, ήταν η ανατολική Ευρώπη, οι περιοχές πέραν του βορείου συνόρου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτή η περιοχή των Βαλκανίων αποτέλεσε μια στρατηγικής σημασίας θέση για την οικονομία σε ό,τι αφορά το εμπόριο δούλων. Ο Θεοφάνης αναφέρει πως ο Ιουστινιανός Β’ προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Άραβες το 691/692 στρατολόγησε τριάντα χιλιάδες από αυτούς τους Σλάβους. Ο αριθμός είναι υπερβολικός και ίσως αναφέρεται συνολικά σε όλα τα μέλη των σλαβικών
οικογενειών
στρατεύσιμους.
Τους
που
μεταφέρθηκαν
ονομάζει,
μάλιστα,
και
όχι
μόνο
«περιούσιο
στους
λαό».
Ο
HENDY, Monetary Economy, σελ. 624, 626-34, 654-62. Ο Hendy θεώρησε του κομμερκιαρίους ως φοροεισπράκτορες και τις αποθήκες ως εγκαταστάσεις που σχετίζονταν με την παραγωγή και πώληση πολυτελών ειδών. Συσχέτισε όμως τους κομμερκιαρίους της αποθήκης με τον στρατό και τους ερμήνευσε ως «quartermasters generals» που πωλούσαν όπλα στους στρατιώτες σε καιρό πολεμικών κινητοποιήσεων. Η άποψη αυτή αντικρούστηκε από μια πολύ στέρεα επιχειρηματολογία του Οικονομίδη. Βλ. OIKONOMIDÈS, Silk trade, σελ.35, σημ. αρ. 12. Αντικρούεται επίσης από την ίδια τη χρονολόγηση των γεγονότων σε συνδυασμό με τις σφραγίδες που έχουν σωθεί και δείχνουν ότι οι κομμερκιάριοι έφευγαν από τα μέρη όπου διεξάγονταν μάχες, γεγονός το οποίο δείχνει ότι δεν σχετίζονταν με την προμήθεια όπλων στους στρατιώτες. Οι Brandes και Haldon αποδέχτηκαν την ερμηνεία του Hendy. Βλ. BRANDES – HALDON, Towns, taxes and transformation, σελ. 164. 211 BENDALL, Δούλοι ή Στρατιώτες, σελ. 41-43. 212 OIKONOMIDÈS, Silk trade, σελ.53. 210
αυτοκράτορας τοποθέτησε ως αρχηγό τους έναν επίσης Σλάβο, τον Νέβουλο. Οι εξελίξεις στο πεδίο της μάχης ήταν, ωστόσο, αρνητικές. Οι Άραβες δωροδόκησαν τον Νέβουλο, ο οποίος προσχώρησε στο δικό τους στρατόπεδο με είκοσι χιλιάδες Σλάβων βοηθώντας στην ήττα των Βυζαντινών στη Σεβαστόπολη και την Αρμενία. Ο αυτοκράτορας, οργισμένος ἀνεῖλεν όσους είχαν μείνει πίσω στον κόλπο της Νικομήδειας με τις γυναίκες και τα παιδιά τους213. Το ἀνεῖλεν μπορεί να σημαίνει ότι τους σκότωσε αλλά και ότι τους μετέφερε. Σε αυτή την περίπτωση η διατύπωση αλλάζει και η χρονογραφία πληροφορεί πως ο αυτοκράτορας διέταξε τη μεταφορά του σλαβικού καταυλισμού όπου διέμεναν οι γυναίκες, τα παιδιά και οι μη μετέχοντες της εκστρατείας και ο οποίος είχε
ιδρυθεί
σε
κρημνώδη
τόπο
στον
κόλπο
της
Νικομήδειας.
Αναδεικνύεται ως πιο πιθανή λοιπόν η άποψη της μεταφοράς των Σλάβων και όχι του φυσικού αφανισμού τους214. Είναι εύλογο από θυμό και επιθυμία για εκδίκηση να έγιναν σφαγές εκ μέρους του αυτοκράτορα. Είναι, όμως, υπερβολή να θεωρηθεί ότι θανατώθηκαν τόσες χιλιάδες ανθρώπων, τη στιγμή μάλιστα που θα ήταν πιο ωφέλιμο να τους χρησιμοποιήσει διαφορετικά, όπως για παράδειγμα να τους πωλήσει ως δούλους. Όσο για τους Σλάβους που πρόδωσαν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, εγκαταστάθηκαν από τους νέους τους «συμμάχους» στη Συρία. Δεν είναι αβάσιμος ο συλλογισμός ότι ήταν μαζί με τις οικογένειές
Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 366: Τούτῳ τῷ ἔτει Ἰουστινιανὸς ἐπελέξατο ἐκ τῶν μετοικισθέντων ὑπ’ αὐτοῦ Σκλάβων καὶ ἐστράτευσε χιλιάδας λʹ καὶ ὁπλίσας αὐτοὺς ἐπωνόμασεν αὐτοὺς λαὸν περιούσιον, ἄρχοντά τε αὐτῶν Νέβουλον τοὔνομα. […]τότε Ἰουστινιανὸς ἀνεῖλε τὸ τούτων ἐγκατάλειμμα σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις παρὰ τῷ λεγομένῳ Λευκάτῃ, τόπῳ κρημνώδει καὶ παραθαλασσίῳ κατὰ τὸν Νικομηδειάσιον κόλπον κειμένῳ. Ας σημειωθεί πως ο χρονογράφος χρησιμοποιεί και σε άλλο σημείο, 487.20, το ρήμα αἴρω με τη σημασία του μεταφέρω λέγοντας τὴν βασιλικὴν κουρατορίαν αἴρεσθαι. Επίσης, η γραφή ἐγκατάλυμα που προτείνεται στα σχόλια της έκδοσης με την έννοια του καταλύματος, καταυλισμού, θα μπορούσε να εξηγήσει τη γεωγραφική τοποθεσία. 214 Υπέρ της άποψης ότι ο Ιουστινιανός σκότωσε τους Σλάβους τάσσεται ο CHARANIS, Slavic element, σελ. 70-75. 213
116
τους, όταν άλλαξαν στρατόπεδο, εφόσον το αντίθετο θα σήμαινε ότι εγκατέλειπαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους στα χέρια ενός οργισμένου αυτοκράτορα215. Πάντως, ο Θεοφάνης δεν αναφέρεται πουθενά στον Γεώργιο ἀπὸ ὑπάτων ούτε σε ἀνδράποδα. Η ήττα των Βυζαντινών στη Σεβαστόπολη συνέβη το 692. Η εκδίκηση του Ιουστινιανού θα μπορούσε να έλαβε χώρα το 693 ή 694. Παράλληλα, υπάρχει η μαρτυρία πως πριν την όγδοη ίνδικτο, δηλαδή πριν την πρώτη Σεπτεμβρίου του 694, ο Γεώργιος από υπάτων είχε μια σφραγίδα σκαλισμένη στην οποία αναφέρονταν Σλάβοι ανδράποδα με προέλευση τη Βιθυνία. Είναι αμφίβολο να πρόκειται για σύμπτωση. Θα μπορούσε ο Γεώργιος να είναι ο επικεφαλής για την πώληση αυτών των ανδραπόδων ενεργώντας εκ μέρους του Κράτους216. Ο μεγάλος αριθμός τους θα απαιτούσε την απορρόφησή τους σε διάφορες περιοχές και έτσι θα μπορούσε να έχει δοθεί στο Γεώργιο η παραχώρηση αυτού του εμπορίου σε διάφορες επαρχίες, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως κομμερκιαρίου αποθήκης. Η νομική υπόσταση αυτών των ανδραπόδων αποτελεί ένα ζήτημα. Ίσως από εδώ προέρχεται η σημασιολογική μεταβολή της λέξης Σκλάβος, Σθλάβος217. Το όνομα απαντά στις βυζαντινές πηγές ως εθνικό αλλά στην
OSTROGORSKY, Byzantine State, σελ. 118. DITTEN, Ethnische, σελ. 255-256. 217 Οι αιχμάλωτοι Σλάβοι των Βυζαντινών έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία μιας νέας λέξης για το δούλο, τη λέξη σκλάβος (Σλάβος > Σθλάβος > Στλάβος > Σκλάβος), με επίδραση ίσως των Σλαβηνός και Σκλαβηνός, όπως αποκαλούνται αλλιώς οι Σλάβοι. Μέσω του λατινικού sclavus, η λέξη πέρασε και σε άλλες γλώσσες με την ίδια σημασία, αυτή του δούλου αγγλ. Slave, γαλ. esclave, ιταλ. schiavo, ισπ. esclavo, αλβ. skllav, ρουμ. sklaiv, τούρ. skölve. Βλ. σχετικά MARICQ, Notes, σελ. 350-356· DVORNICK, Les Slaves, σελ. 6166· ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, τ. 2, σελ. 366-367· ΆΜΑΝΤΟΣ Κ., «Σκλάβοι, Σλαβησιάνοι, βάρβαροι», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 7 (1932), σελ. 331-339 Άννα ΑΒΡΑΜΕΑ, «Σημείωμα για το εθνικό όνομα Σλάβος και τη σημασιολογική του εξέλιξη στις βυζαντινές πηγές», Ελληνικά 25 (1972), σελ. 409-415· DITTEN, Ethnische, σελ. 257-297· MCCORMICK, European economy, σελ. 737-740. Ας σημειωθεί πως στο τυπικό της Μονής του Παντοκράτορος (1134) υπάρχει μνεία για το προάστειο τοῦ σθλαβοπώλου. Βλ. Fr. DÖLGER, Ein Fall slavischer Einsiedlung im Hinterland von thessalonike im 10. Jahrundert, Sitzungsberichte 215 216
117
πορεία μεταβλήθηκε σε προσηγορικό ταυτιζόμενο με τον άνθρωπο που έχει χάσει την ελευθερία του. Η χρήση του εθνικού ονόματος Σκλάβος από τις κρατικές αρχές, όπως αποδεικνύεται από τις σφραγίδες, σε συνεκφορά προς τον όρο ανδράποδα, που προσδιορίζει την κατάστασή τους, πιθανόν να μετέβαλε τη συνειρμική σύνδεση σε εννοιολογική ταύτιση. Για το λόγο αυτό στη σφραγίδα Φρυγῶν Σαλουταρίας αναφέρεται μόνη η λέξη ἀνδραπόδων χωρίς τον προσδιορισμό Σλάβων. Οι Σλάβοι τους οποίους έφερε μαζί του ο Ιουστινιανός από αιχμάλωτοι έγιναν ελεύθεροι, άξιοι να υπερασπιστούν την Αυτοκρατορία μπροστά σε έναν ισχυρό εχθρό και στη συνέχεια δούλοι και εμπορικό προϊόν
που
έφερε
έσοδα
σε
μια
Αυτοκρατορία
σε
οικονομική
αποστράγγιση218. Τα ἀνδράποδα φαίνεται πως ήταν το μόνο διαθέσιμο εμπόρευμα που είχε η Αυτοκρατορία σε ποσότητα και συντηρούσε τις αποθήκες. Σε ποιους αγοραστές, όμως απευθύνονταν; Καθώς, στην περίοδο αυτή, οι μόνοι με ρευστό για να αγοράσουν ήταν μάλλον οι στρατιώτες που στρατοπέδευαν στις περιοχές, μπορούμε να δούμε τις δύο αντικρουόμενες απόψεις να συγκλίνουν –διαφοροποιημένες σίγουρα– σε μια τέτοια ερμηνεία. Από την άλλη πλευρά, το ζήτημα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με τον στρατό, δεδομένου ότι οι περιοχές από τις οποίες προέρχονται οι σφραγίδες ήταν σχεδόν κατεστραμμένες την περίοδο αυτή, χωρίς ιδιαίτερο πληθυσμό και πόσο μάλλον ρευστό. Αν επρόκειτο για δούλους προς πώληση, ποιος θα τους αγόραζε; Μήπως οι Άραβες ή ίσως ορισμένοι μεγάλοι γαιοκτήμονες που είχαν τη δυνατότητα;
der Bayerische Akademie der Wissenschaften, Philosoph.-historiche Abteilung, Heft 1, Münich 1952, σελ. 19-28 και P. GAUTIER, Le Typikon du Christ Sauveur Pantokrator, Révue des études byzantines 32/1 (1972), σελ. 1-145, εδώ 121, στ. 1522. 218 Δεν αναφέρεται πουθενά εκχριστιανισμός τους.
118
Όλη η προηγούμενη συζήτηση οδηγεί στη σκέψη ότι τα ανδράποδα ήταν όντως αιχμάλωτοι πολέμου προερχόμενοι από τα Βαλκάνια, ωστόσο ο θεσμός των κομμερκιαρίων εξυπηρετούσε εδώ τον στρατό219. Έτσι, μπορεί από τα ανδράποδα οι άνδρες να ενσωματώνονταν στο στράτευμα και από αιχμάλωτοι πολέμου να γίνονταν στρατιώτες, ενώ τα γυναικόπαιδα να πωλούνταν πράγματι ως δούλοι. Το τελωνειακό σύστημα του Βυζαντίου τον έβδομο και όγδοο αιώνα επέτρεπε όχι μόνο τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων αλλά οδηγούσε και σε ένα μονοπώλιο στη διαχείριση των δούλων. Η αναγραφή της ινδίκτου δείχνει την πρόθεση να δημιουργηθεί μια υπεύθυνη διαδικασία με μεγαλύτερο έλεγχο. Το γεγονός ότι η αναγραφή άρχισε το 673/674 συμπίπτοντας με την πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως προσπάθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ να δημιουργήσει ένα στέρεο οικονομικό υπόβαθρο για την Αυτοκρατορία απέναντι στις βλέψεις του χαλίφη. Η Évelyne Patlagean επισήμανε πως αυτός ο συγκεντρωτισμός άλλαξε τον ένατο αιώνα και συγκεκριμένα το 831-832, όταν εμφανίστηκε ένας νέος τύπος σφραγίδας στην οποία ο τιτλούχος ήταν αυτοκρατορικός κομμερκιάριος ή στρατηγός ενός θέματος, μια πόλης ή ενός λιμανιού220. Αυτή η αλλαγή, την οποία ο Νίκος Οικονομίδης εξετάζει σε σχέση με το κομμέρκιο της Θεσσαλονίκης τον δέκατο αιώνα, σχηματοποιεί τις αλλαγές που συντελούνται στον εμπορικό χάρτη τον δέκατο αιώνα και έχει συνέπειες επίσης στο εμπόριο των δούλων221.
O ZUCKERMAN, Learning from the Enemy, σελ. 128-131, συνδέει τις σφραγίδες με τον όρο στρατηγία που εμφανίζεται σε μερικές από τις σφραδίδες (στρατηγία Ελλάδος, στρατηγία Θρακισίων, στρατηγία Κυβεριοτῶν), για να επιχειρηματολογήσει πως ο σωστός terminus technicus για την περιγραφή των στρατιωτικών-διοικητικών περιοφερειών μέχρι και τις αρχές του όγδοου αιώνα είναι στρατηγία και όχι θέμα. 220 PATLAGEAN, Byzance et les marchés, σελ. 620-621. 221 OIKONOMIDÈS, Le kommerkion ; σελ. 241-248. 219
119
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Τρία σύνορα με τρεις διαφορετικούς τύπους σχέσης Ενότητα πρώτη: Διαφορά στη βυζαντινή πολιτική αναλόγως του αντιπάλου ]] ] ] ] ] ] ] ] ]] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ]] ] ] ] ] ] ] ]] ] ] ] ]] ] ] ] ]] ] ] ] ] ]] ] ] ] ]] ] ] ] ]] ] ] Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διέθετε διαφορετική αντιμετώπιση για κάθε ένα από τα τρία πολεμικά και πολιτικά μέτωπα που είχε γύρω της. Ο Καύκασος αποτελούσε ανέκαθεν το σκηνικό πολλών μαχών με τους ανατολικούς εχθρούς, τους Πέρσες και έπειτα τους Άραβες. Οι ίδιοι οι λαοί του Καυκάσου δεν είχαν αναγκαστικά επιθετική διάθεση εναντίον του Βυζαντίου. Είναι γνωστοί, εξάλλου, οι δεσμοί που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους Χαζάρους και τους Βυζαντινούς μέσω του διπλωματικού όπλου της επιγαμίας. Το 733 ο Κωνσταντίνος Ε’ παντρεύτηκε την κόρη του Χαζάρου χαγάνου222. Από την άλλη πλευρά, η Αρμενία ήταν χριστιανική από τον τέταρτο αιώνα, έστω και αν δεν αποδέχτηκε τις αποφάσεις της Δ’ οικουμενικής συνόδου της Χαλκηδόνας. Έμεναν τα Βαλκάνια λοιπόν να διαχωρίζουν τη θέση τους με τις παγανιστικές αντιλήψεις τους. Η διαφοροποίηση στη θρησκεία και στο νόμο των λαών των Βαλκανίων, που δεν ήταν χριστιανοί, έγκειται στο ότι ανέπτυξαν μια νέα πρακτική, η οποία αποζητούσε τη διάσωση και την εξαγορά όσων δικών τους περιέρχονταν σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Η θρησκεία, λοιπόν, αναδείχτηκε σε σημαντικό παράγοντα που διαφοροποιούσε τα δυο μέτωπα, το βόρειο και το νότιο. Η κατάσταση αυτή ίσχυε μέχρι τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και των Βουλγάρων, τον ένατο αιώνα.
Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ.410· Νικηφόρος, Ιστορία, σελ. 66, 18.4-7· NOONAN, Byzantium and the Khazars, σελ. 112. 222
120
Ανταλλαγή αιχμαλώτων ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους βόρειους γείτονές του
Εκ πρώτης όψεως, στις βυζαντινές πηγές δεν φαίνεται να ανιχνεύεται περίπτωση ανταλλαγής αιχμαλώτων πολέμου ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Σλάβους, τους Βουλγάρους ή τους Ρώσους. Είναι αλήθεια πως οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα Βαλκάνια στους αιώνες από τον έβδομο έως τον ένατο μαρτυρούνται πολύ λιγότερο στις βυζαντινές πηγές συγκριτικά με το χώρο που δίνεται στην καταγραφή των αραβοβυζαντινών σχέσεων. Όμως, ούτε οι σλαβονικές πηγές παρέχουν ιδιαίτερα πλούσιο σε πληροφορίες
υλικό,
αν
μάλιστα
συγκριθούν
με
την
αραβική
ιστοριογραφική παραγωγή. Το γεγονός αυτό, βεβαίως, δεν είναι επαρκές για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν έλαβε χώρα καμία ανταλλαγή αιχμαλώτων ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Σλάβους ή τους Βουλγάρους. Πράγματι, ο Veselin Beševliev έχει εκδώσει μια μελέτη σχετική με τη βυζαντινοβουλγαρική συνθήκη ειρήνης του 816223, στην οποία ανέφερε μια ανταλλαγή αιχμαλώτων «ψυχήν αντί ψυχής»224. Η ανταλλαγή αυτή πραγματοποιήθηκε πενήντα επτά χρόνια μετά την πρώτη μαρτυρούμενη ανταλλαγή ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους Άραβες, την εποχή που οι Βούλγαροι ήταν ακόμη παγανιστές. Προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί μια ανταλλαγή ήταν και οι δύο πλευρές να ακολουθούν παρόμοια πολιτική σχετικά με τους ανθρώπους που αιχμαλώτιζαν. Στην περίπτωση των Βυζαντινών και των Αράβων η πολιτική αυτή αφορούσε στη μετατροπή των αιχμαλώτων είτε σε δούλους είτε σε κρατουμένους. Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε η Για τη χρονολόγηση της συνθήκης βλ. TREADGOLD, Τhe Bulgars’ Treaty, σελ. 213-220. BEŠEVILIEV, Protobulgarischen Inschriften, no 41, σελ. 190 κ. εξ. Πρβλ. KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 607, σημ., αρ. 98 · KΥΡΙΑΚΗΣ, Βυζάντιο και Βούλγαροι, σελ. 199-206. 223 224
121
πολιτική των Περσών ήταν διαφορετική225. Όσον αφορά, δε, στη μεταχείριση των αιχμαλώτων από τους Σλάβους και των Βουλγάρους, οι γλίσχρες πληροφορίες που διαθέτουμε προέρχονται κυρίως από τη βυζαντινή πλευρά. Πρόκειται κυρίως για Βίους αγίων του δέκατου αιώνα. Στο Βίο του Λουκά του Νέου αναφέρονται οι βουλγαρικές επιδρομές υπό την ηγεσία του Συμεών226. Ο Βλάσιος ο του Αμορίου αιχμαλωτίστηκε στο δρόμο προς τη Ρώμη και έπειτα πωλήθηκε σε έναν Σκύθη227. Τέλος, ο Βίος του οσίου Φαντίνου
του Νέου
αφηγείται την ιστορία ενός δούλου
αιχμαλωτισμένου και φυλακισμένου από τους Βουλγάρους228. Πρόκειται δηλαδή στην ουσία για εχθρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι αιχμαλώτιζαν Βυζαντινούς κατοίκους. Στο Βίο του Νίκωνος «Μετανοείτε», οι κάτοικοι της υπαίθρου απειλούνταν από ληστρικές επιδρομές που στόχο είχαν να λεηλατήσουν την περιοχή αλλά και να πάρουν τους κατοίκους προκειμένου να τους πουλήσουν, αργότερα229. Ο όσιος Νίκων έσωσε, μάλιστα, ένα κορίτσι και το επέστρεψε στους γονείς του, ενώ σύμφωνα πάντα με το Βίο, όρκισε τους επιδρομείς να μην διαπράττουν στο εξής λεηλασίες230. Ομοίως ο Γρηγόριος Δεκαπολίτης συνάντησε Σλάβους επιδρομείς στη διαδρομή του προς τη Θεσσαλονίκη231. Οι Βυζαντινοί ζητούσαν ενίοτε την αποκατάσταση των αιχμαλωτισμένων τους μέσω της διπλωματικής οδού232. Ωστόσο, δεν υπάρχει αναφορά για ανταλλαγή αιχμαλώτων έπειτα από εκείνη του 816.
Βλ. πιο πάνω, σελ. 66 κ. εξ.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Βίος Λουκά Στειριώτη, σελ. 175. 227 Βίος Βλασίου του εξ Αμορίου, 8. Βλ. και ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 281. 228 Βίος Φαντίνου του Νέου, σελ. 61. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 229 Βίος Νίκωνος Μετανοείτε, σελ. 57. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 230 Βίος Νίκωνος Μετανοείτε, σελ. 70. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 231 Βίος Γρηγορίου Δεκαπολίτη, 10. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 232 KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 606-612. 225 226
122
Γεγονότα και περιπτώσεις αιχμαλωσίας από το δυτικό σύνορο της Αυτοκρατορίας
Από την ίδρυση του παπικού κράτους το 754 μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχώς πιέσεις από τη Δύση τόσο εδαφικές όσο και ιδεολογικές. Προς τα τέλη του όγδοου αιώνα τα χαρακτηριστικά δείγματα των καιρών στην εξέλιξη της κοινωνίας αφορούσαν στην ορμητική εισβολή των στρατιωτικών στις κορυφές της κοινωνικής πυραμίδας233. Είναι γεγονός πως η γενική οικονομική και κοινωνική κατάσταση ήταν ικανοποιητική και φαίνεται ότι οι φόροι που το Βυζάντιο απέδιδε στους Άραβες το 783 δεν αποτελούσαν μεγάλη επιβάρυνση για το Βυζαντινό Κράτος234. Στις αρχές του 798 μια βυζαντινή πρεσβεία απεστάλη από την αυτοκράτειρα Ειρήνη στο σημερινό Άαχεν (Aquisgranum), στον Φράγκο βασιλιά Κάρολο. Μέλη τις πρεσβείας ήταν ο πατρίκιος Μιχαήλ Γανγκλιανός και ο ιερέας Θεόφιλος και σκοπός τους ήταν η σύναψη συνθήκης ειρήνης, σύμφωνα με την οποία οι Φράγκοι θα είχαν υπό την ηγεμονία τους το Μπενεβέντο και την Ιστρία, ενώ η Κροατία θα έμενε σε ένα ρευστό καθεστώς. Σε δείγμα καλής θελήσεως από την πλευρά του Καρόλου δόθηκε διαταγή να αφεθεί ελεύθερος ο αδερφός του πατριάρχη Ταρασίου, Σισίννιος235. Ο Ταράσιος και ο αδερφός του ήταν ἐκ πατρικίων
SPECK, Kaiser Konstantin, σελ. 72. Πρβλ. ΛΟΥΓΓΗΣ, Δοκίμιο, σελ. 182. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ 456.20-21. Πρβλ. SPECK, Kaiser Konstantin, σελ. 129. 235 Annales Mettenses priores (798), (MGS SSRG), σελ. 82, 83: …Et Aquisgrani palacium pergens legationem Grecorum a Constantinopoli missam suscepit. Erant enim legati Michahel patricius quondam Frigiae et Theophilus presbiter, epistolam Herene imperatricis deferentes, cuius filius Constantinus imperator anno superiore a [suis] comprehensus excecatus est. Haec tamen legatio tantum pro ecclesiastica pace et concorsdia derecta fuit. Quos cum absolvisset, [absolvit] etiam cum eis et Sisinnium fratrem Tarasii. Constantinopolitani episcopi, iam dudum in Italia prelio captum… Το ίδιο στο Annales Einhardi (798), (MGS SSRG), σελ. 105, Πρβλ. DÖLGER, Regesten, σελ. 43 αρ. 353 και LOUNGHIS, Ambassades byzantines, σελ. 156-157. 233 234
123
σειρᾶς236. Ο Σισίννιος υπηρετούσε στον στρατό και πιθανώς πήρε μέρος στην εκστρατεία του σακελλάριου Ιωάννη κατά των Φράγκων και Λομβαρδών αρχόντων του Μπενεβέντο237. Εκεί αιχμαλωτίστηκε από τους Φράγκους κατά το έτος 788 μαζί 1000 περίπου Βυζαντινούς στρατιώτες238. Γίνεται αντιληπτό ότι, λόγω της καταγωγής και της θέσης του, είχε αξία να παραμείνει ζωντανός, για να χρησιμοποιηθεί σε μελλοντική κίνηση διπλωματίας, όπως και έγινε τελικά το 798. Την ευόδωση των διπλωματικών σχέσεων με τη Δύση είχε να παρουσιάσει ως επίτευγμα και ο Βασίλειος Α’ στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, προκειμένου να νομιμοποιήσει μια νέα βυζαντινή κυριαρχία.
Απότελεί
εξάλλου
ένα
από
τα
εντυπωσιακότερα
χαρακτηριστικά της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής ο συνδυασμός της μακροπρόθεσμης προσήλωσης στην οικουμενική ιδεολογία με τη βραχυπρόθεσμη πολιτική ευελιξία239. Έχοντας αυτά στο νου του λειτούργησε και ο Βασίλειος Α’, σύντομα όμως τις διπλωματικές ενέργειες ακολούθησαν οι στρατιωτικές. Σε έναν κοινό αγώνα εναντίον των Αράβων, το Βυζάντιο βρήκε την ευκαιρία να εμπεδώσει τις δυνάμεις του στη Δύση240. Ο από το 855 έως το 875 βασιλιάς των Φράγκων ο Λουδοβίκος Β’ Ιταλικός (Λοδόιχος) αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τους Άραβες επιδρομείς, τους υποτελείς του Λογγοβάρδους ηγεμόνες Καπύης και Βενεβέντου και τη σύμπραξη των θείων του Λουδοβίκου Γερμανικού και Καρόλου Φαλακρού241. Η εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Παπική Εκκλησία με τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολής (869-870) είχε ως αποτέλεσμα να αποτολμήσει
Βίος Ταρασίου, σελ. 396 κ. εξ. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] PmbZ, αρ. 6794, τ. 4, σελ 163. 238 MCCORMICK, European economy, σελ. 746, 773 239 ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ, Βυζαντινή υψηλή στρατηγική, σελ. 138. 240 KAEGI, Byzantium, σελ. 205-230. 241 ΒΛΥΣΙΔΟΥ, Βασίλειος Α’, σελ. 135. 236 237
124
απερίσπαστος ο Βασίλειος την επέμβαση στην Ιταλία. Σημαντικό ρόλο κλήθηκε να διαδραματίσει και ο από τα χρόνια του Μιχαήλ Γ’ τιμημένος Νικήτας
Ωορύφας,
αναλαμβάνοντας
την
κρίσιμη
αποστολή
της
κατάληψης της Βάρεως242. Χάρη στην υπεροχή του βυζαντινού ναυτικού και με τη βοήθεια των Σλάβων της δαλματικής ενδοχώρας, το 871, θᾶττον η
Βάρις
ἀλίσκεται243
και
συλλαμβάνεται
αιχμάλωτος
ο
αμηράς
Σολδανός244. Ο Λουδοβίκος Β’ μετέφερε τον Σολδανό και τους υπόλοιπους Αγαρηνούς αιχμαλώτους στην Καπύη, ενώ ο Βασίλειος Α’ κατέλαβε όλη τη Λογγοβαρδία245. Ο απεσταλμένος ως επικυρίαρχος στην Βάριν, πατρίκιος Γρηγόριος υπηρετούσε από τη μία μεριά ως ενδιάμεσος ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την παπική Έδρα και από τη άλλη προσπαθούσε να συνενώσει τους Λογγοβάρδους ηγεμόνες σε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στους Αγαρηνούς που έρχονταν απειλητικά εναντίον των Συρακουσών246. Η τραγική άλωση της πόλης δεν κατέστη δυνατό να αποφευχθεί τελικά και έλαβε χώρα στις 21 Μαΐου του 878, σύμφωνα με το Χρονικό του Κέμπριτζ247. Για το γεγονός διαθέτουμε πληροφορίες προερχόμενες από βυζαντινές ιστοριογραφικές πηγές. Ωστόσο, πολυτιμότερη είναι, κατά την
Το γεγονός φαίνεται παράδοξο, εάν πιστέψουμε τα όσα αναφέρονται στον ΨΣυμεών, Χρονογραφία, σελ. 687.7-15 σχετικά με την κίνηση του Νικήτα Ωορύφα κατά του Βασιλείου Α’ μετά τη δολοφονία του Μιχαήλ Γ’. Η συγκεκριμένη αναφορά λείπει από το αντίστοιχο κείμενο στον Συμεών Μάγιστρο, σελ. 260. Για λεπτομέρειες σχετικά με τα γεγονότα βλ. και ΒΛΥΣΙΔΟΥ, Βασίλειος Α’, σελ. 131, σημ. αρ. 1. 243 Συν. Θεοφάνη, σελ. 293.19. 244 Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 98. 245 Συν. Θεοφάνη, σελ. 293.20-25· Σκυλίτζης, σελ. 147.23-26· Βίος Βασιλείου, σελ. 200.29-36. Ο Λουδοβίκος Β’ συμπεριφέρθηκε στον Σολδάνο όπως άρμοζε σε επιφανή αιχμάλωτο. Τον καλούσε να γευματίσουν στο ίδιο τραπέζι και κουβέντιαζε μαζί του. Ο αμηράς, μάλιστα, «συμβούλευσε» τον Λουδοβίκο Β’ να συλλάβει τους λογγοβάρδους ηγεμόνες, σε μια πολιτική συζήτηση μεταξύ τους. Εν τέλει αφέθηκε να επιστρέψει στην χώρα του, αλλά δεν γίνεται λόγος για τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Βλ. Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 130· Σκυλίτζης, σελ. 148· Συν. Θεοφάνη, σελ. 295. 246 ΒΛΥΣΙΔΟΥ, Βασίλειος Α’, σελ. 128. 247 Χρονικό του Κέμπριτζ, σελ. 32-60. Πρβλ. VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 100. 242
125
άποψή μου, η μαρτυρία του Θεοδοσίου Μοναχού, αυτόπτου μάρτυρα της τραγωδίας και αιχμαλώτου. Πρόκειται για μια επιστολή την οποία συνέταξε στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του και την απεύθυνε προς το φίλο του Λέοντα Διάκονο248. Περιγράφει με λεπτομέρεια τη λεηλασία της πόλης, την πλήρη καταστροφή της και την αιχμαλωσία πλήθους ανθρώπων, όσων δηλαδή γλίτωσαν τη σφαγή. Από την αρχή του κειμένου, ο συντάκτης της επιστολής μας πληροφορεί σχετικά με την αιχμαλωσία του: Δέχου, πάτερ τὸ πένθος ἔγγραφον, δέχου. Ὅ δυστυχώς ἔτλημεν ἐξ ἐναντίων. Εὔχου, πάτερ, μοι τῷ καθειργμένῳ τέκνῳ, ὅπως θεὸς μοι χεῖρα δῷ προμηθίας249. Από τη φυλακή στο Παλέρμο, ο Θεοδόσιος περιγράφει τη δυστυχία των αιχμαλώτων που βιώνουν τις θλιβερές συνέπειες μιας άλωσης πρωτοφανούς βιαιότητας, σύμφωνα με τον ίδιο. Μια μέρα χρειάστηκε μόνο στον μουσουλμανικό στόλο για να καταλάβει την πόλη, ενώ η λεηλασία και οι καταστροφές διήρκεσαν δύο μήνες. Η άμυνα των Συρακουσών συνετρίβη ολοσχερώς. Ακολούθησαν μάχες στα τείχη και στη θάλασσα. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι στρατιώτες ήταν καταδικασμένοι μπροστά σε ένα οργανωμένο σχέδιο από την πλευρά των αντιπάλων, οι οποίοι χρησιμοποίησαν πολιορκητικές μηχανές και έσκαψαν κάτω από τα τείχη, προκειμένου να αποδυναμώσουν την άμυνα της πόλης250. Στο κείμενο σκιαγραφείται μια ζοφερή εικόνα για τους
Το κείμενο εκδόθηκε με λατινική μετάφραση από τον ιησουίτη Ottavio Gaetani στο έργο του Idea operis de vitis Siculorum Sanctorum (1617) υπό τον τίτλο Epistola Theodosii monachi ad Leonem archidiaconum de excidio Syracusarum, in qua praeclara habetur confessio Sophronii episcopi Syrqcusani coram Amira Sarracenorum, trans(lata) ex Gr(aeco) serm(one).Το κείμενο αυτό περιέχει επιπλέον στίχους που λείπουν από την έκδοση του Hase (Παρίσι 1879) και παρέχουν σημαντικές πληροφορίες. Για τη λατινική έκδοση βλ. Rerum Italicarum Scriptores, έκδ. L. A. MURATORI, τ. I, μέρος II, σελ. 255-265. Για όλες τις εκδόσεις βλ. LAVAGNINI, Syracusa occupata, σελ. 271-272. Λεπτομερής περιγραφή των γεγονότων υπάρχει στο VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. ΙΙ/ 1, σελ. 71-79. 249 Θεοδόσιος Μοναχός, Περἰ τῆς ἀλώσεως Συρακούσης, σελ. 270. 250 Θεοδόσιος Μοναχός, Περἰ τῆς ἀλώσεως Συρακούσης, σελ. 180, α’: Ἑάλωμεν, ἑάλωμεν, θεοτίμητε, ὡς οὐχ ἑάλω Ἱεροσόλυμα, οὐδὲ πρὸ τούτων Σαμάρεια.[…] ἅλωσιν αὐθήμερον τόξα καὶ φαρέτρας συντρίψασαν, καὶ ὅπλον καταβαλοῦσαν, καὶ ῥομφαίαν καὶ πόλεμον. // 248
126
πολίτες τους οποίος η πείνα οδήγησε σε πράξεις απάνθρωπες και ανόσιες, στον κανιβαλισμό, την ποηφαγία, την ἀνθρωποθοινία, την τεκνοφαγία και την ὀστοφαγία251. Η υποβάθμιση της αξίας του χρήματος και η κυριαρχία πρακτικών μαύρης αγοράς στα τρόφιμα δυσχέραιναν την κατάσταση για όσους είχαν παραμείνει στη ζωή. Ακόμη και τα ψάρια έγιναν απρόσιτη τροφή, αφού οι εχθροί είχαν τον έλεγχο εξίσου και στη θάλασσα. Την πείνα ακολούθησε ο λοιμός, τον οποίο ο Θεοδόσιος ονομάζει «ιό της οδύνης», οδηγώντας πολλούς συμπατριώτες του στο θάνατο252. Ο
βυζαντινός
στρατός
ολιγώρησε,
καθώς
ο
στόλος
ήταν
απασχολημένος με την κατασκευή της Νέας Εκκλησίας, ένα έργο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’253. Μέχρι να φθάσουν οι κουρασμένοι Βυζαντινοί
στρατιώτες
του
ναυάρχου
Αδριανού,
οι
οποίοι
Ἑάλωμεν μετὰ τὰς πολλὰς τειχομαχίας καὶ ἐπικρίους ναυμαχίας, καὶ αὐταῖς κατάπληξιν ἐμποιούσας ταῖς ὀψεσι (πλήττεται γὰρ καῖ ὄψις ὡς τὰ πολλὰ, τοῖς φοβεροῖς ἀτενίζουσα), μετὰ τὰς παννύχους ἐνέδρας καὶ πονηρεύματα, μετὰ τὰς πανημερίους μαγγανεύσεις καὶ πικρὰς λιθοτυπίας ἀμφὶ τὸ Συρακούσιον ἔρυμα, μετὰ τὰς ἑλεπόλεις ἐκείνας τὰς φοβερὰς, ἅς δὴ χελώνας καὶ μῦας ὑπογαίους τιτλήσκουσιν. Για την πολιορκιτική στρατηγική, βλ. SULLIVAN D. F., A Byzantine institutional manual on siege defense: the De obsidione toleranda, στο J. W. NESBITT (έκδ.), Byzantine authors: literary activities and preoccupations. Texts and translations dedicated to the memory of Nikolas Oikonomides (The Medieval Mediterranean. Peoples, Economies and Cultures 400-1500, 49), Leiden 2003, σελ. 139-266. 251 Θεοδόσιος Μοναχός, Περἰ τῆς ἀλώσεως Συρακούσης, σελ. 180, β’: Ἑάλωμεν μετὰ τὰς ποηφαγίας τὰς χαλεπὰς, μετὰ τὰς μιαροφαγίας τὰς βδελυρὰς, μετὰ τὰς τεκνοφαγίας τὰς εἰδεχθεῖς καὶ οὐδὲ λόγῳ ῥητὰς, μετὰ τὰς ἀνθρωποθοινίας τὰς ἐξαισίους (φεῦ τοῦ θεάματος), καὶ ἅς οὐκ ἄν τὶς ἐκτραγωδήσειεν· μετὰ τὴν κωδίων κατάληξιν καὶ τῶν βοείων κατάβρωσιν δέῤῥεων, καὶ παντὸς ἄλλου τοῦ πρὸς λιμοῦ παραμυθίαν συντείνοντος· μετὰ τὰς όστοφαγίας τὰς ἀτρεπεῖς, ἀλλο εἶδος τουτὶ, καινὸν τε καὶ παρηλλαγμένον ὡς τὸ εἰκὸς, πρὸς κατάβρωσιν.]]] ] ] ]]] ]]]] ]]]] ]] ]]] ]]]] ]] ]]] ]]] ]] ] ]] 252 Θεοδόσιος Μοναχός, Περἰ τῆς ἁλώσεως Συρακούσης, σελ. 180, γ’: ὁ τυρὸς τε καὶ τὸ ὄσπριον, καὶ βρῶσις ἰχθίων ὁλοσχερῶς ἀπελήλατο. Ἐθαλασσοκράτουν γὰρ οἱ πολέμιοι,τὰ ἀμφὶ τοῖν λιμένοιν τείχη, ἅ δὴ βραχιόλια ὀνομάζουσιν, έδαφίσαντες. Τὸ δὲ δυσφορότατον ὅτι καὶ ὁ λοιμὸς (ἰοῦ τῆς ὀδύνης) δριμύτατος τὸν λιμὸν διεδέχετο. 253 Συμεών Μάγιστρος, σελ. 264.74-76: Ἤρξατο δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκχοΐζειν πλησίον τοῦ παλατίου πρὸς τὸ κτίσαι τὴν Νέαν ἐκκλησίαν οἰκήματα πάμπολλα ἐξωνησάμενος· Βίος Βασιλείου, παρ. 76.2-20. Πρβλ. Νικόλαος Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 326, αρ. 55 : ή Συράκουσα ήφανίσθη, καὶ ή Σικελία πάσα. Δια τι; Δια τήν άμέλειαν τοϋ τότε δρουγγαρίου τοῦ πλωιμου, λέγω δὲ τοῦ Άδριανοῦ.
127
πραγματοποίησαν και στάση στη Μονεμβασία, οι μουσουλμάνοι είχαν μετατρέψει την ένδοξη πόλη των Συρακουσών σε ερείπια254. Ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τις τέσσερις χιλιάδες και λίγοι κατόρθωσαν να διαφύγουν255. Για τους Συρακούσιους αιχμαλώτους η τραγωδία συνεχίστηκε. Οδηγήθηκαν στο Παλέρμο όπου και κρατήθηκαν, μέχρι την απελευθέρωση μέσω ανταλλαγής αιχμαλώτων το 885 και της συνθήκης ειρήνης που ακολούθησε256. Ανάμεσά τους ήταν και ο Θεοδόσιος, του οποίου η τραγωδία μας άφησε μια πολύτιμη μαρτυρία, τη μοναδική που αποκαλύπτει τις συνθήκες και τους λόγους για τους οποίους ηττήθηκε η βυζαντινή πλευρά. Γνωστοποιείται επίσης και το όνομα ενός συναιχμαλώτου συμπατριώτη του, του Σωφρόνιου. Το κείμενό του αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών και για το ζήτημα των συνθηκών κράτησης στη φυλακή, όπου αναμείχθηκαν με Ταρσιώτες,
Βίος Βασιλείου, παρ. 69.1-31. Για τα γεγονότα βλ. επίσης Σκυλίτζης, σελ. 158.26 -160.78 και Γενέσιος, σελ. 82.58 – 89.66. 255 AMARI, Storia dei Musulmani si Sicilia, σελ. 530-547 και σελ. 549-547 στην έκδοση των G. GIARIZZO - M. MORRETI. 256 Χρονικό του Κέιμπριτζ, 104: Vat. : ἐγένετο άλλάγη ἐπὶ τοῦ πολίτου και ἐξήλθεν η αἰχμαλωσία τῆς συρακοῦσης / Par. : ἀλλάγιον ἐπὶ τοῦ πολίτα τοῦ στρατηγού. Ο Lavagnini προτείνει ως ορθότερη την ανάγνωσή της φράσης ἐπὶ τοῦ πωλητοῦ , ως ενώπιον του κρατικού πωλητή. Βλ. LAVAGNINI, Syracusa occupata, σελ. 227. Ο ίδιος στη σημείωση αρ. 2 δίνει ως χρονολογία της ειρήνης το έτος 886 και εύλογα θεωρεί ότι η ανταλλαγή δεν θα μπορούσε να είχε γίνει πριν τη σύναψη ειρήνης. Το ίδιο έτος δίνει και το Χρονικό του Κέιμπριτζ, 104. Πρβλ. VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 100. Ο AMARI, Storia dei Musulmani si Sicilia, σελ. 551, αναφέρει πως μέχρι το 885 οι αιχμάλωτοι είχαν απελευθερωθεί. Ο Άραβας Ibn al-Athīr παραδίδει πως η ανταλλαγή έλαβε χώρα ανάμεσα στο καλοκαίρι του 884 και του 885 με ταυτόχρονη συμφωνία ειρήνης –ανακωχής στην ουσία– τριών μηνών κατά την οποία απελευθερώθηκαν 300 μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι εκ μέρους του Βυζαντίου και οι Συρακούσιοι αιχμάλωτοι εκ μέρους των Αράβων. Το 884 δίνει για την ανταλλαγή η KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks σελ. 616, πίν. III. Το πρόβλημα έχει προκύψει από το γεγονός ότι το Χρονικό του Κέιμπριτζ έχει σωθεί σε μία ελληνική εκδοχή και μία αραβική, η οποία είναι ένα μικρό κομμάτι της ελληνικής, ωστόσο έχει κάποιες διαφορές. Το έτος 6395 (δηλ. 886-887), που αναφέρει το ελληνικό κείμενο, δεν συμφωνεί με την 3η ινδικτιώνα η οποία αντιστοιχεί στο 6393 (δηλ. 885-886) και που αναφέρεται στο αραβικό κείμενο. Βλ. σχετικά με τις εκδοχές του Χρονικού του Κέμπριτζ VASILIEV, Byzance et les Arabes, Ι, σελ. 342-344 και ΙΙ/1, σελ. 77-78, 107-108 για τη χρονολόγηση στο έτος 885 πριν τον Σεπτέμβριο, την οποία υιοθετώ. 254
128
Αιθίοπες, Εβραίους και Λομβαρδούς αλλά και άλλους χριστιανούς257. Οι όποιες συναισθηματικές υπερβολές στην επιστολή δεν οφείλονται στην περίπτωση αυτή σε κάποιου είδους προπαγάνδα, αλλά σε ένα αυθεντικό αίσθημα απόγνωσης και απελπισίας στην προσπάθεια του Θεοδοσίου να περιγράψει τα γεγονότα στον Λέοντα Διάκονο. Θέλοντας να επανορθώσει για την αποτυχία στις Συρακούσες, ο Βασίλειος, με επικεφαλής στη θέση του Αδριανού τον αραβογενή Νάσαρ και τον στρατηγό Προκόπιο, πραγματοποίησε μεγάλη ναυτική εκστρατεία με σκοπό να εκκαθαρίσει το Ιόνιο από τους Άραβες. Η εκστρατεία στέφθηκε
με
επιτυχία,
όπως
και
οι
αντίστοιχες
ενέργειες
που
ακολούθησαν με συνεχή παρουσία των Βυζαντινών στη Δύση. Σύμφωνα με τον Γενέσιο, οι δυτικοί προσανατολισμοί του Βασιλείου χρησίμευσαν ως επιχείρημα για τον ηγέτη των Παυλικιανών ονόματι Χρυσόχειρα, οι δυνάμεις του οποίου βρήκαν την ευκαιρία και διείσδυσαν μέχρι τη Νικομήδεια, τη Νίκαια και την Έφεσο, πρωτεύουσα του θέματος Θρακησίων, ώστε να προτείνει στον αυτοκράτορα να στραφεί προς τη Δύση και να αφήσει την Ανατολή σε εκείνον258. Το επόμενο σημαντικό περιστατικό από τη Δύση έρχεται από τις αρχές του δέκατου αιώνα. Εν μέσω παροδικής ηρεμίας στο βουλγαρικό πεδίο και στην Ανατολή, το Βυζάντιο ασχολήθηκε και πάλι με τη νότια Ιταλία. Οι Άραβες ταλάνιζαν τη Δύση και ο Λέων ΣΤ’ είχε υποσχεθεί να βοηθήσει. Πέθανε όμως πριν προλάβει να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ιδιαιτέρως στο δεύτερο μισό του ένατου αιώνα υπήρχε, στη δεξιά όχθη του ποταμού Garigliano στη νότια Ιταλία, μια αραβική εγκατάσταση, η οποία ήταν επικίνδυνη τόσο για τις παπικές όσο και για τις βυζαντινές κτήσεις Θεοδόσιος Μοναχός, Περἰ τῆς ἁλώσεως Συρακούσης, σελ. 181: οὐ γὰρ σχολή γε, τὰ μεγάλα μικροῖς διεξέρχεσθαι ῥήμασι, τῷ λάκκῳ τῆς εἰρκτῆς ὁσημέραι σχολάζοντι, καὶ τῷ ἐκεῖσε ζόφῳ τὴν ὅ ρασιν κάμνοντι, καὶ τῷ θορύβῳ ταῶν συνόντων καὶ αὐτὴν ταὴν διάνοιαν πάσοντι. AMARI, Storia dei Musulmani si Sicilia, σελ. 550. 258 Γενέσιος, σελ. 86. 257
129
στην περιοχή. Στο τέλος του ένατου και αρχές του δέκατου αιώνα, οι Άραβες, κατέστρεφαν, λεηλατούσαν και αιχμαλώτιζαν ασταμάτητα. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, πολλοί χριστιανοί έπεφταν αιχμάλωτοι στα χέρια των μουσουλμάνων. Το ζήτημα απασχολούσε τους πρίγκιπες που αναζητούσαν την εξαγορά των χριστιανών αιχμαλώτων. Σε ένα τέτοιο αίτημα εκ μέρους του ἐνδοξοτάτου ἄρχοντα Ἀμάλφης φαίνεται πως αναφέρεται απαντητική επιστολή του πατριάρχη Νικόλαου Α’ Μυστικού. Σε αυτή ο πατριάρχης αναγνωρίζει το πρόβλημα και τη σοβαρότητά του και ενημερώνει τον Αμαλφιτανό άρχοντα ότι προς το παρόν και δεδομένων των συνθηκών δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, αν και θα ήθελε. Εκ μέρους του Βυζαντίου ωστόσο είχε σταλεί ήδη μια λίτρα χρυσού για την εξαγορά των αιχμαλώτων. Παράλληλα εξέφραζε την ελπίδα ότι η δύναμη του Θεού θα απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους από τα δεινά που υφίσταντο στα χέρια των μουσουλμάνων και θα τους επέστρεφε στην πατρίδα τους259. Ύστερα από πολλές προσπάθειες περιορισμού του εχθρού, ο πάπας Ιωάννης Ι’ ανάγκασε τους Άραβες να αποσυρθούν στον Garigliano από τις περιοχές Narni και Ciculi. Το 914 η συμμαχία που προέκυψε ενάντια στον αραβικό εχθρό της νότιας Ιταλίας συμπεριλάμβανε τον νεοεκλεγέντα πάπα, την Κωνσταντινούπολη, τον Berengar Α’, γνωστό ως Berengar του Friuli, και επιμέρους πριγκιπάτα και δουκάτα της νότιας Ιταλίας. Τον Ιούνιο του 915 το βυζαντινό ναυτικό απέκλεισε τις εκβολές του Garigliano και τα στρατεύματα του Νικόλαου Πισιγκλή, στρατηγού του θέματος Λογγιβαρδίας, με τον ενωμένο δυτικό στρατό απώθησαν τους Άραβες περιορίζοντάς τους στις βουνοκορφές. Εκεί, μετά δύο σχεδόν μήνες πείνας
259
Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 459-460, αρ. 145. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]]
130
και κακουχίας, προσπάθησαν να διαφύγουν αλλά δεν τα κατάφεραν, με αποτέλεσμα άλλοι να σκοτωθούν και άλλοι να αιχμαλωτισθούν260. Εν τω μεταξύ οι περίοδοι ηρεμίας τόσο στο βουλγαρικό όσο και στο μέτωπο της Μικράς Ασίας είχαν τελειώσει για το Βυζάντιο. Το καλοκαίρι του 916 τα ανατολικά βυζαντινά εδάφη υπέστησαν μεγάλες λεηλασίες. Οι συνεχείς αποτυχίες του βυζαντινού στρατού ανάγκασαν τη βυζαντινή πλευρά να ξεκινήσει διαδικασίες για τη διαπραγμάτευση ειρήνης και την ανταλλαγή αιχμαλώτων με τους Άραβες, στο πλαίσιο μάλιστα του σχεδίου της αυτοκράτειρας Ζωής, που ήθελε να φέρει τον στρατό από την Ασία στην Ευρώπη προκειμένου να αντιμετωπίσει τον βουλγαρικό κίνδυνο261. Για το λόγο αυτό εστάλησαν στον χαλίφη ως πρέσβεις ο πατρίκιος Ιωάννης Ραδηνός και ο Μιχαήλ Τοξαράς262. Η απάντηση που έλαβαν από τον βεζίρη, ο οποίος διερμήνευε εκ μέρους του χαλίφη, ήταν θετική.
Θα
προέβαινε
στη
συμφωνία
από
συμπόνια
για
τους
μουσουλμάνους αιχμαλώτους και επειδή αυτή είναι η οδηγία του Αλλάχ. Η ανταλλαγή έγινε στον Λάμο στο τέλος του Σεπτεμβρίου ή του Οκτωβρίου του 917263. Είχε διάρκεια οκτώ ημερών και, σύμφωνα με τον Mas’ūdī, ο αριθμός των αιχμαλώτων, ανδρών και γυναικών, που ανταλλάχθηκαν έφθανε τους 3.336264. Η ειρήνη πάντως δεν επήλθε στο
VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2/1, σελ. 235-236. ]]]] Συν. Θεοφάνη, σελ. 388. 13-19. Πρβλ. LUTTWAK, The Grand Strategy, σελ. 187-188. 262 Book of gifts and rarities. Book of gifts and rarities, σελ. 148-155. Στις παραγράφους 161 και 162 περιγράφονται αναλυτικά τα πολυτελή δώρα που μετέφεραν οι πρέσβεις για τον χαλίφη, καθώς και λεπτομέρειες για το πώς έφτασαν στη Βαγδάτη και για τη χλιδή με την οποία τους φιλοξένησαν. Στην παράγραφο 163 και 164 εξιστορείται η επιστροφή τους και τα δώρα που έλαβαν για τον εαυτό τους αλλά και για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Πρβλ. VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2/1, σελ. 238-343· DROCOURT, Political Information, σελ. 96-97. 263 Τον ισλαμικό μήνα Rabī ʿ II πληρώθηκε το ποσό που συνόδευε την ανταλλαγή. Βλ. Book of gifts and rarities, σελ. 155. Για τον Ιωάννη Ραδηνό βλ. PmbZ, αρ. 22914 και για τον Μιχαήλ Τοξαρά PmbZ, αρ. 25167. 264 Σύμφωνα με τον VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2/1, σελ. 430, ο αριθμός είναι αληθοφανής λαμβάνοντας υπόψη ότι σε αυτή την ανταλλαγή ανταλλάχθησαν οι Βυζαντινοί που είχαν αιχμαλωτισθεί στην αποτυχημένη εκστρατεία του Ιμέριου, όταν το 260 261
131
ανατολικό μέτωπο καθώς, βλέποντας την επιτυχία του Συμεών, οι Άραβες δεν έχαναν ευκαιρία να εισβάλλουν στα βυζαντινά εδάφη. Η επιβολή της αραβικής κυριαρχίας σε πόλεις της ανατολικής Σικελίας που είχαν διατηρήσει σχετική αυτονομία προκάλεσε και τη ναυτική εκστρατεία στη Σικελία του Νικηφόρου Φωκά, το φθινόπωρο του 964. Η εκστρατεία ξεκίνησε με μεγάλη επιτυχία αλλά κατέληξε σε καταστροφή. Επικεφαλής του στόλου είχε τεθεί ο πατρίκιος Νικήτας και του ιππικού ο Μανουήλ Φωκάς, ανεψιός του Νικηφόρου. Ο Μανουήλ, σε μια πράξη που αποδίδεται από τις βυζαντινές πηγές στη νεανική ορμή και την απειρία του, έσπευσε να καταδιώξει τους Σικελιώτες Άραβες, οι οποίοι αντεπιτέθηκαν και αποδεκάτισαν το βυζαντινό στράτευμα σκοτώνοντας και τον ίδιο τον Μανουήλ. Τα μουσουλμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τα βυζαντινά πλοία αιχμαλωτίζοντας τα πληρώματα. Μαζί αιχμαλώτισαν και τον δρουγγάριο τοῦ πλωίμου, πατρίκιο Νικήτα, τον οποίο έστειλαν δέσμιο στη Μεχεδία (Mahdia)265. Ο Νικήτας στη διάρκεια της αιχμαλωσίας βρήκε παρηγοριά στην αντιγραφή των Ομιλιών του Μεγάλου Βασιλείου, σύμφωνα με το ιδιόχειρο σημείωμα στον κώδικα, τον οποίο αφιέρωσε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου το 970266. Πιθανώς πρόκειται για την εκπλήρωση κάποιας ευχής, ίσως για την απελευθέρωσή του, μιας και ο Άγιος Γεώργιος ήταν ταυτισμένος με την απελευθέρωση αιχμαλώτων267. Χάρη στα βασιλικά δώρα και την αυξανόμενη αίγλη τού
911 ξεκίνησε να ανακαταλάβει την Κρήτη. Πρβλ. KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks σελ. 618, πίν. V. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ήταν 1.586 άνθρωποι. Βλ. Book of gifts and rarities, σελ. 155. 265 Σκυλίτζης, σελ. 267.70-71· Λέων Διάκονος, σελ. 67· DÖLGER Regesten, Ι b, σελ. 129 αρ. 708. 266 Ἐγγράφη ἡ παρούσα βίβιλος οἰκείᾳ χειρὶ Νικήτα, πρωτοσπαθαρίου καὶ γεγονότος δρουγγαρίου τοῦ πλοίμου…ὄντος αὐτοῦ έν τῶι δεσμωτηρίωι Ἀφρικῆς μηνὶ σεπτεμβρίωι ίνδ. ι΄. Βλ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ –ΝΟΤΑΡΑ, Σημειώματα, σελ. 133, αρ. 58. 267 Βλ. πιο κάτω, σελ. 176-177, 199 σημ. αρ. 489.
132
Νικηφόρου Φωκά, ο Νικήτας και οι συναιχμάλωτοί του ανέκτησαν την ελευθερία τους το 968/969268. ] Την ίδια χρονιά ο πρίγκιπας της Καπύης, Pandufle, αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πολιόρκησε βυζαντινά εδάφη στη νότια Ιταλία. Αιχμάλωτοι με κύρος και θέση ευθύνης σαν τον πρίγκιπα ήταν πάντα χρήσιμοι. Ο δυτικός αιχμάλωτος φαίνεται πως μεσολάβησε προκειμένου να επιτευχθεί η συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή και τον Όθωνα Α’, μεταξύ των οποίων έλαβαν χώρα ισχυρές διπλωματικές ενέργειες με ανταλλαγές πρεσβειών αλλά κυρίως την επιγαμία, που εντέλει τελεσφόρησε, ανάμεσα στις δύο οικογένειες και αφορούσε τον Όθωνα Β’ και τη Θεοφανώ, ανεψιά του αυτοκράτορα269.]]]]
Οι βυζαντινοβουλγαρικοί πόλεμοι και η τύχη των αιχμαλώτων
Όπως προαναφέρθηκε, για τις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Άραβες σημαντικό ρόλο είχε η θρησκεία, την οποία χωριζε λεπτή γραμμή από την πολιτική. Όσον ομως αφορά στο βαλκανικό μέτωπο, μέχρι τον ένατο αιώνα οι εχθροί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν παγανιστές. Και εκεί οι Βυζαντινοί διεξήγαν έναν πόλεμο ενάντια σε απίστους. Ωστόσο, επωφελούνταν από αυτό το γεγονός προκειμένου να διεξάγουν και μια πολιτική εκχριστιανισμού των λαών αυτών. Ο εκχριστιανισμός τους ήταν πιο εύκολη υπόθεση από τον εκχριστιανισμό ενός λαού με μονοθεϊστική θρησκεία. Επιπλέον, η Εκκλησία είχε εμπειρία στη Λέων Διάκονος, σελ. 75-77. Ο Laurent τού αποδίδει τη σφραγίδα υπ’ αριθμόν 961, βλ.V. LAURENT, Le Corpus des sceaux de l’empire byzantine. II, L’administration central, Paris 1981. 269 J. SHEPARD, Byzantium and the West, στο έκδ. T. REUTER, The New Cambridge Medieval History, vol. III, 900-1024, Cambridge 2008, σελ. 614-615. Πρβλ. LOUNGHIS, Ambassades byzantines, σελ. 205. 268
133
μεταλαμπάδευση του χριστιανισμού σε παγανιστές και συνεπώς ήταν καλύτερα
προετοιμασμένη,
για
να
αντιμετωπίσει
παρόμοιες
καταστάσεις270. Ταῦτα μὲν τὰ τῶν Τούρκων ἤδη τοσούτῳ μόνῳ διαφέροντα τῶν Βουλγάρων, ὅσῳ τὴν Χριστιανῶν οὗ ἀσπασάμενοι πίστιν, καὶ τοῖς Ῥωμαϊκοῖς ἐπ’ ὀλίγον μετεβάλοντο ἤθεσι, τό τε τὸ ἄγριον καὶ νομαδικὸν τῷ ἀπίστῳ συναποβαλόντες271. Πρόκειται για χωρίο προερχόμενο από τη γραφίδα του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ στο οποίο αποτυπώνεται, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, η σημασία της θρησκείας για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής του βυζαντινού κράτους. Το γεγονός, ότι οι Βούλγαροι ασπάστηκαν τη χριστιανική πίστη υιοθετώντας σταδιακά τις βυζαντινές παραδόσεις και συνεπώς απέβαλαν τον άγριο και νομαδικό χαρακτήρα που τους διέκρινε, όταν ήταν παγανιστές, αποτελούσε τη διαφορά τους από τὰ τῶν Τούρκων. Με την άποψη του Λέοντος συμφωνεί και η περίπου σύγχρονη γνώμη του οικουμενικού πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, Νικολάου Α’ Μυστικού, ο οποίος θεωρούσε ότι με τον εκχριστιανισμό τους, οι Βούλγαροι γείτονες μετατράπηκαν από εχθροί σε φίλους272. Η ιδεολογική αυτή θέση εκφράστηκε, μάλιστα, σε μια
BROWNING, Byzantium and Bulgaria, σελ. 54-55, 144 κ. εξ. Λέων ΣΤ’, Τακτικά, 18, 59.295-298.]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 272 Το επιχείρημα της θρησκείας στρατηγικά επαναφέρει ο Νικόλαος σε όλες τις επιστολές του προς τον Συμεών. Ενδεικτικό είναι το παράγειγμα, Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 172 : Τέκνον ἐμόν, σπλάγχνον ἐμόν, υἱὲ ποθεινότατε, μετὰ τῆς ἄλλης ἣν ἔχεις τῶν σῶν πράξεων ἀναθεωρήσεως καὶ τοῦτο ἐπίσκεψαι, ὅτι ἀφ’οὗ τὸ Βουλγάρων γένος τὸν αὐχένα ὑπέκλινε τῷ Χριστῷ καὶ θεῷ ἡμῶν δεύτερος σὺ τυγχάνεις ὁ τούτων τὴν δεσποτείαν ἐγκεχειρισμένος· καὶ δίκαιόν ἐστιν, ὥσπερ κληρονόμος γέγονας τῆς ἀρχῆς τοῦ σοῦ μακαρίου πατρός, οὕτω καὶ τῆς ἐκείνου κληρονόμον εἶναί σε εἰρηνικῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἄλλης Χριστιανικῆς καταστάσεως. Αντίθετες με τις προαναφερθείσες ιδέες περιέχει η ιδιωτική αλληλογραφία του Λέοντος, μητροπολίτη Συνάδων. Το 996, την ίδια χρονιά με την πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τον Σαμουήλ κι ένα χρόνο πριν το θρίαμβο του Νικηφόρου Ουρανού στη μάχη του Σπερχειού, με επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’, ο Λέων τον προέτρεπε να εξολοθρεύσει τους Βουλγάρους, βλ. Λέων Συνάδων, Ἐπιστολαί, αρ. 54, σελ. 88.48-50: Σκύθην δὲ ἄνθρωπον “μηδ’ ὅντινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι” λίποις, ἀλλ’ ἅμα πάντας ἐξαπολέσειάς τε καὶ ἀϊστώσειας. 270 271
134
εποχή έντονης αντιπαράθεσης με τον Συμεών (893-927), τον δυναμικό τσάρο του πρώτου βουλγαρικού βασιλείου. Η βυζαντινή νομοθεσία αντικατοπτρίζει και αποτυπώνει τη συνήθεια των Βυζαντινών να μετατρέπουν τους Βουλγάρους κυρίως σε δούλους κατά τον ένατο και δέκατο αιώνα. Οι Νεαρές οι οποίες αφορούν στο
συγκεκριμένο
ζήτημα
αναφέρονται
σε
εξανδραποδισμένους
οποιασδήποτε προέλευσης. Μια Νεαρά, όμως, έχει ιδιαίτερη σημασία και έχει προκαλέσει διχογνωμία στους ερευνητές. Πρόκειται για τη γνωστή Νεαρά του Ιωάννη Α’ Τζιμισκή, Νεαρὰ νομοθεσία Ἰωάννου βασιλέως περὶ τοῦ κομμερκίου τῶν ἁλωσίμων ψυχαρίων, η οποία χρονολογείται γύρω στο 971273. Με αυτή ο αυτοκράτορας επέβαλε έναν φόρο, τον οποίο θα έπρεπε να
καταβάλλουν
οι
Βυζαντινοί
στρατιώτες,
εφόσον
πωλούσαν
αιχμαλώτους πολέμου τους οποίους είχαν πρώτα υποδουλώσει 274. Ο φόρος αφορούσε αποκλειστικά την πώληση σε ένα άτομο εκτός του στρατού. Το περιεχόμενο του νόμου, η αναφορά σε Βουλγάρους και η ιδιαίτερη σημασία που δίνεται στο ναυτικό της Αυτοκρατορίας σχετίζονται στενά με τις συγκεκριμένες στρατιωτικές συνθήκες του έτους 970275. Προφανώς, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να επεκτείνεται και μειώθηκε ο αριθμός των υποδούλων που εισέρχονταν στο Βυζάντιο, ο νόμος δε θα είχε την ίδια σημασία.
Η KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 243-244, χρονολογεί το νόμο σε μια εποχή αμέσως μετά την υποταγή των Βουλγάρων. Γι’ αυτό δεν αναφέρεται μόνο στους Βουλγάρους ως δουλεμπόρους αλλά περισσότερο στο γεγονός του προβλήματος το οποίο παρουσιάστηκε στην αρχή μετά τη νίκη της Αυτοκρατορίας και λόγω της εισαγωγής πολλών αιχμαλώτων και το οποίο οδήγησε στην έκδοση της Νεαράς. Για αυτό το λόγο θεωρείται ότι ο νόμος εκδόθηκε το δεύτερο μισό του έτους 971 ή τουλάχιστον όχι πολύ αργότερα. 274 Novellae post Justinianum, συλλ. 3, Νεαρά 25. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 275 KOLIAS, Kriegsgefangene, σελ. 131. Πρβλ. MCCORMICK, European economy, σελ. 745, όπου αναφέρει πως οι νίκες των προηγούμενων ετών και η επέταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ανατολικότερα οδήγησαν των αυτοκράτορα να ξεκαθαρίσει με τη Νεαρά τα φορολογικά ζητήματα που προέκυπταν από την πώληση αιχμαλώτων. 273
135
Η Νεαρά αυτή, η μόνη αποδιδόμενη στον Ιωάννη Α’ Τζιμισκή που έχει διασωθεί, μελετήθηκε, από την Helga Köpstein Κόλια277
και
πιο
πρόσφατα
τον
Martin
, τον Ταξιάρχη
276
Vučetić278.
Οι
ερευνητές
προσέγγισαν τη διάταξη από άλλη οπτική γωνία. Έχοντας θέσει διαφορετικά ερωτήματα, ανέδειξαν και ποικίλες χρήσιμες πληροφορίες. Η Köpstein
προσεγγίζει
τη
Νεαρά
ως
μαρτυρία
του
αγώνα
της
αυτοκρατορικής εξουσίας ενάντια στους δυνατούς, ενώ ο Κόλιας επικεντρώνει περισσότερο το ενδιαφέρον του στα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από το περιεχόμενο της εν λόγω Νεαράς. O Vučetić προχώρησε σε μια σχεδόν κριτική έκδοση του κειμένου στο άρθρο του σχολιάζοντας τις μέχρι τώρα έρευνες. Στην παρούσα μελέτη το κείμενο έχει ενδιαφέρον για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι αφορά στο ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου που ανήκουν με ατομικό τίτλο στους στρατιώτες οι οποίοι τους αιχμαλώτισαν, είτε αυτοί είναι στρατιώτες του πεζικού είτε του ναυτικού. Ο δεύτερος λόγος είναι η φράση Βουλγάρων ψυχάρια. Στην περίπτωση που πρόκειται για Βουλγάρους αιχμαλώτους, τότε η αιχμαλωσία τους πραγματοποιείται σε μια εποχή που ήδη έχει γίνει ο εκχριστιανισμός τους. Έτσι, ο κανόνας των Στρατιωτικών Νόμων, σύμφωνα με τον οποίο οι αιχμάλωτοι πολέμου δεν αποτελούσαν μέρος της λείας και έπρεπε να φυλάσσονται, με το σκεπτικό να χρησιμοποιηθούν σε μελλοντική ανταλλαγή αιχμαλώτων, θα σήμαινε ότι δεν εφαρμοζόταν τον δέκατο αιώνα για τους Βουλγάρους αιχμαλώτους279. Σχετικά με το πρώτο θέμα, αποτελεί κεντρικό σημείο του νόμου η αποσαφήνιση του ζητήματος αναφορικά με το σε ποιες περιπτώσεις
276
KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 237-247.
KOLIAS, Kriegsgefangene, σελ. 129-135.]]] VUČETIĆ, Novelle, σελ. 279-327. 279 Leges militares (Β), 48. Βλ. LUTTWAK, The Grand Strategy, σελ. 354.]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] 277 278
136
έπρεπε να καταβληθεί το κομμέρκιον για τους αιχμαλώτους πολέμου και σε ποιες όχι280. Επρόκειτο για μια εισφορά, η οποία έπρεπε να καταβάλλεται για εμπορεύματα κάθε είδους281. Στην ουσία όμως δεν φορολογούταν το ίδιο το προϊόν αλλά το εμπόριο μαζί με αυτό, κάτι που καθίσταται ιδιαίτερα σαφές στον υπάρχοντα τροποποιημένο νόμο282. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι ήταν αρμόδιοι για την είσπραξη του κομμερκίου, έφεραν, όπως έχει ήδη
αναφερθεί, το αξίωμα του
κομμερκιαρίου, όπως προκύπτει και από τις σιγιλλογραφικές μαρτυρίες που προηγήθηκαν. Η Νεαρά ανήκει σε εκείνη την ομάδα των νόμων μέσω των οποίων οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν να προστατέψουν τους λεγόμενους αγρότες-στρατιώτες από τους μεγαλοκτηματίες, καθώς αναφέρεται σε Novellae post Justinianum, συλλ. 3, Νεαρά 25: Ἀδιορίστου καὶ ἀδιαστίκτου τῆς ὑποθέσεως τυγχανούσης τοῦ κομμερκίου τοῦ ἀπὸ τῶν ἁλωσίμων ψυχαρίων ἐπερχομένου τῷ δημοσίῳ, καὶ τοῦ νόμου διαγορεύοντος ἀκομμέρκευτα διαμένειν τὰ ζωγρούμενα παρὰ τῶν στρατιωτῶν καὶ δορύκτητα κατονομαζόμενα, καὶ ποτὲ μὲν τῶν παρὰ τῶν πενεστέρων χειρουμένων στρατιωτῶν μᾶλλον κομμερκευομένων, ποτὲ δὲ τῶν ὀφειλόντων κομμερκεύεσθαι διαβιβαζομένων παρὰ δυνατῶν ἴσως προῖκα καὶ ἀμισθί, ὡς ἐκ τούτου ζημίαν μὲν τῷ κοινῷ προξενεῖσθαι, ζημίαν δὲ παντὶ τῷ στρατῷ, ἡ βασιλεία ἡμῶν ἀμφοτέρων προνοουμένη καὶ τὸ μὲν ἄδικον ἐκκόπτουσα, εἰ τάχα καὶ περιττόν, τὸ δὲ δίκαιον βεβαιοῦσα, εἰ καὶ ἐνδεέστερον, διεγείρουσα δὲ καὶ τὸ πρόθυμον τοῦ στρατιώτου, ἐκεῖνα βούλεται ἀπὸ τῆς σήμερον κομμερκεύεσθαι καὶ μή, ὅσα παραδηλώσει κατὰ μέρος ὁ κατωτέρω διορισμός. 281 ANTONIADIS-BIBICOU, Douanes, σελ. 97-155. 282 Το εμπόριο με προϊόντα εισαγωγής και το δουλεμπόριο υπόκεινταν ουσιαστικά σε φορολογία ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια. Το ότι οι στρατιώτες προσπαθούσαν μερικές φορές να ξεφύγουν από αυτή την υποχρέωση, φαίνεται από νόμο του Σεπτίμιου Σεβήρου και του Αντώνιου Καρακάλα, που αργότερα ενσωματώθηκε στον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Αυτός εξασφάλιζε ατιμωρησία στους στρατιώτες που είχαν αποφύγει την εισφορά αλλά ταυτόχρονα ζητούσε από αυτούς να πληρώσουν τους τελωνειακούς δασμούς (portoria) που εκκρεμούσαν. Βλ. CJ, 4.61.3. Κατά έναν νόμο –που επίσης ενσωματώθηκε στον Codex Iustinianus– ο οποίος πιθανόν να θεσπίστηκε από τοv αυτοκράτορα Βαλεντιανό το έτος 366 δηλώνεται επιπλέον ότι κανείς δεν δικαιούνταν να πληρώσει λιγότερο από το 1/8 φόρο για το εμπόριο (octava). Βλ. CJ, 4.61.7. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’ το 321 είχε ήδη διαπιστώσει, ότι οι κάτοικοι των επαρχιών δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν εισφορά στο δημόσιο ταμείο για τα προϊόντα που προορίζονταν για δική τους χρήση ή για τα εισαγόμενα. Ενάντια σε αυτό οι δασμοί αυξάνονταν κάθε φορά που εισάγονταν ή εξάγονταν εμπορικά προϊόντα (negotiationis gratia). Βλ. CJ, 4.61.5· HENDY, Monetary Economy, σελ.174, 282· KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 239. 280
137
πενέστερους και δυνατούς283. Η ρύθμιση ίσχυε και για όλους τους στρατιώτες και για τους αξιωματούχους, οι οποίοι προηγουμένως δεν είχαν κατονομαστεί με σαφήνεια και μάλιστα χωρίς να έχει υπολογιστεί ο βαθμός τους ή το αν ανήκαν σε θέματα ή τάγματα. Το γεγονός μάλιστα ότι στη Νεαρά ο στόλος αναφέρεται χωριστά, δηλώνει την ιδιαίτερη σημασία του για το δέκατο αιώνα. Χάρη σε αυτόν άλλωστε, λίγα χρόνια πριν είχαν αποσπαστεί τα νησιά Κρήτη (961) και Κύπρος (965) από τους μουσουλμάνους και είχαν ενσωματωθεί πάλι στην Αυτοκρατορία. Στην περίπτωση που σε καιρό ειρήνης οι Βυζαντινοί ναύτες πραγματοποιούσαν ληστρικές επιδρομές αιχμαλωτίζοντας κατοίκους, το κράτος επέβαλλε μεν ποινή γι’ αυτό, εντούτοις επέβαλλε και εισφορά με τη μορφή του κομμερκίου, όπως αναφέρεται στη Νεαρά284. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός της ανάγκης να εφαρμοσθεί το κομμέρκιον στα ἀνδράποδα μαρτυρεί από μόνο του τον μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που συλλάμβανε ο βυζαντινός στρατός την περίοδο εκείνη. Έτσι, προκύπτει εύλογα το συμπέρασμα πως η Νεαρά συνδέεται με τις νικηφόρες εκστρατείες και των δυο στρατιωτών αυτοκρατόρων, του Νικηφόρου Β’ Φωκά και του Ιωάννη Α’ Τζιμισκή, που είχαν ως αποτέλεσμα την αιχμαλωσία μεγάλου πλήθους ανθρώπων οι οποίοι έφτασαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως δούλοι285. Είναι μάλιστα πιθανό, ότι ο Τζιμισκής θεώρησε απαραίτητη τη Νεαρά μετά τη δική του εκστρατεία το 972 στη Νίσιβη (Nusaybin) ή την προώθηση του στρατού του στη Συροπαλαιστίνη το 974-975, καθώς και τα δύο αυτά γεγονότα
KOLIAS, Kriegsgefangene, σελ. 131· KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 240. Πρβλ. SVORONOS – GOUNARIDIS, 2Β, σχετικά με τον περιορισμό των δυνατών και σχόλια, σελ. 37-38 284 Βλ. πιο πάνω σελ. 137, σημ. αρ. 280. 285 Σκυλίτζης, σελ. 250.55-57. Παραδείγματα αναφέρονται στο DAGRON, Minorités ethniques, σελ. 182-184. Βλ. σχετικά και KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 244· KOLIAS, Kriegsgefangene, σελ. 131· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks σελ. 583· VERLINDEN, Guerre et traité, σελ. 207-212· LETSIOS, Die Kriegsgefangenschaft, 213-227. 283
138
απέφεραν πολύ μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων286. Αν και ο χριστιανισμός θεωρητικά μεν τάσσεται εναντίον της δουλείας πρακτικά την δικαιολογεί. Οι σκλάβοι υπήρχαν παντού στην πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή εποχή287. Οι Βυζαντινοί κάλυπταν τις ανάγκες τους για σκλάβους μεταξύ άλλων με τους αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι θεωρούνταν ένα μέρος από τα λάφυρα288. Εν τούτοις πολλοί από αυτούς δεν οδηγήθηκαν στη δουλεία αλλά κρατήθηκαν περιορισμένοι, με σκοπό να ελευθερωθούν αργότερα έναντι ανάλογων λύτρων ή να ανταλλαχθούν με Βυζαντινούς που τους είχε αιχμαλωτίσει ο εχθρός. Αυτοί απασχολούν εξάλλου και σημαντικό μέρος της παρούσας μελέτης. Μπορεί να θεωρηθεί ότι ο πόλεμος αποτελούσε την κύρια πηγή προμήθειας δούλων; Οι Στρατιωτικοί Νόμοι επισημαίνουν ότι δεν αποτελούν μέρος της λείας όλοι οι αιχμάλωτοι πολέμου. Παρέμεναν στα χέρια του στρατηγού ή αποστέλλονταν στον αυτοκράτορα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε κάποια ανταλλαγή. Ποια ήταν η μοίρα των αιχμαλώτων που δεν ανταλλάσσονταν, για παράδειγμα μετά από μία νικηφόρα μάχη των Βυζαντινών όπου νέα εδάφη προσαρτώνταν στο χάρτη της Αυτοκρατορίας; Οι Στρατιωτικοί Νόμοι δεν αναφέρουν κάτι σχετικό. Οι αφηγηματικές πηγές παρέχουν πληροφορίες. Ο χρονογράφος Θεοφάνης, διηγούμενος την εκστρατεία του Ηρακλείου εναντίον των Περσών, σημειώνει ότι στη διάρκεια του χειμώνα ο αυτοκράτορας διαχείμασε στην Καυκάσια Αλβανία μεταφέροντας μαζί του πενήντα
Yaḥyā, σελ. 353, 368-369· Λέων Διάκονος, σελ. 162, 165-166. HADJINICOLAU-MARAVA, Recherches, σελ. 12-21· KÖPSTEIN, Zur Sklaverei, σελ. 359-368· BUCKLAND, The Roman Law of Slavery· KAZHDAN A., The Concepts of Freedom, σελ. 215-226· VERLINDEN, Guerre et traité, σελ.207-212· WESTERMAN G., The slave systems of Greek and Roman antiquity, Philadelphia 1995· ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 123-243. 288 Πρόχειρος Νόμος, 34.2: ὁ γὰρ τοῦ πολέμου νόμος κτῆμα τῶν κρατούντων θέλει τοὺς 286 287
νενικημένους εἶναι.]
] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 139
χιλιάδες
αιχμαλώτους
αιχμαλώτους
ως
πολέμου.
ένδειξη
Ο
καλής
Ηράκλειος θέλησης
ελευθέρωσε και
τους
φιλάνθρωπων
συναισθημάτων, σύμφωνα με το Θεοφάνη289. Για να τους ελευθερώσει, σημαίνει πως οι αιχμάλωτοι αυτοί δεν προορίζονταν εξ αρχής να καλύψουν ανάγκες σε δούλους. Προφανώς, τους κρατούσε μεσούντος του πολέμου και, όταν αντιλήφθηκε πως δεν υπήρχε ο κίνδυνος να του διαφύγει η νίκη, άφησε ελεύθερους τους αιχμαλώτους, οι οποίοι αποτελούσαν σίγουρα ένα μεγάλο βάρος για τον στρατό, καθώς έπρεπε έστω υποτυπωδώς να επιβιώσουν. Το κείμενο για τους 42 Μάρτυρες του Αμορίου παρέχει πληροφορίες για το αντίπαλο στρατόπεδο. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος μετά την πτώση του Αμορίου, πρότεινε να πληρώσει και να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους. Οι Άραβες δεν το δέχτηκαν290. Κράτησαν τους επιφανέστερους για μια πιθανή ανταλλαγή, αλλά σύμφωνα με μαρτυρία του al-Ṭabarī χιλιάδες ήταν αυτοί που πωλήθηκαν με τα αποκτηθέντα λάφυρα σε αγορά που στήθηκε αμέσως μετά την άλωση. Από τους 42.000 αιχμαλώτους πωλήθηκαν περίπου 4.000291. Φαίνεται πως για καμία από τις δύο αντίπαλες πλευρές, η απόκτηση δούλων δεν ήταν άμεση ανάγκη, ακολουθούσε όμως κάθε μάχη. Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι αφού ο πόλεμος ήταν η κύρια πηγή απόκτησης δούλων και οι ανταλλαγές στέρησαν την αγορά από δούλους είναι ακραία και δεν προκύπτει292. Άλλωστε, όπως μαρτυρείται στις πηγές, οι ανταλλασσόμενοι ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό σε σύγκριση με το σύνολο των αιχμαλώτων293.
Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 308.21.23: φθάσας αὐτὸς ἐν Ἀλβανίᾳ ν’ χιλιάδας δεσμίους ἔχων τούτους τῇ εὐσυμπαθήτῳ καρδίᾳ ἐλεήσας τῶν δεσμῶν ἔλυσεν. 290 KOLIA-DERMITZAKI, Forty-two Martyrs, σελ. 145. 291 Αl-Ṭabarī, XXXIII, σελ. 116-117· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ 591-592, 753 292 YANNOPOULOS, Byzantins et Arabes, σελ. 114-115· MCCORMICK, European economy, σελ. 746. 293 Από το 769 έως το 969 μπορεί να εκτιμηθεί ότι ο αριθμός των αιχμαλώτων που ελευθερώθηκαν χάρη σε κάποια από τις ανταλλαγές που έλαβαν χώρα στο διάστημα αυτό είναι γύρω στις 60.000. Ο αριθμός εκείνων που εξαγοράστηκαν με χρήματα του 289
140
Όσον αφορά σε εκείνους που οδηγούνταν στη δουλεία προέκυπταν διάφορα και συχνά πολύπλοκα θέματα. Η Νεαρά του Τζιμισκή ερχόταν να διευκρυνίσει για ποιους αιχμαλώτους πολέμου που οδηγήθηκαν στη δουλεία ήταν απαραίτητη η εισφορά, το επονομαζόμενο κομμέρκιον. Προκύπτει από αυτή, λοιπόν, πως οι αιχμάλωτοι λαφυραγωγούνταν από τον στρατό ξηράς ή το ναυτικό κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών σε ξένη χώρα, χωρίς την καταβολή κομμερκίου, εφόσον εξυπηρετούσαν τις βασικές ανάγκες. Στη συνέχεια δωρίζονταν ή πωλούνταν μόνο εντός του στρατεύματος και δεν έφταναν στο επαγγελματικό σκλαβοπάζαρο. Στο σημείο αυτό η Helga Köpstein παρατήρησε μια προσπάθεια του αυτοκράτορα να ακυρώσει στην πράξη την αδικία που υπήρχε στους λιγότερο
ευκατάστατους
στρατιώτες
συγκρίνοντας
τους
με
την
καθεστηκυία τάξη του στρατού294. Ο απλός στρατιώτης είχε ένα συμφέρον, να απαλλαγεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από έναν υπόδουλο αιχμάλωτο, ο οποίος είχε περιέλθει στα χέρια του ως μέρος των λαφύρων. Επειδή ο απλός στρατιώτης ούτε επιτρεπόταν να εγκαταλείψει το στρατόπεδο ούτε είχε τον τρόπο να φέρει τους αιχμαλώτους πολέμου στην πιο κοντινή αγορά, δεν είχε άλλη επιλογή από το να πουλήσει τον ή τους αιχμαλώτους είτε στους μεσίτες εμπορίου, τους ἀνθρώπους, οι οποίοι έρχονταν στο στρατόπεδο, είτε σε υψηλόβαθμους του στρατού. Με όρους εμπορίου, μια παρόμοια πρακτική θα ανάγκαζε τους στρατιώτες να πωλούν τους αιχμαλώτους σε τιμές κάτω της αξίας τους. Μια τελευταία διέξοδος θα ήταν μόνο η δωρεά αυτών των δήθεν ανεπιθύμητων
Βυζαντινού Κράτους είναι μικρότερος. Το άθροισμα όσων ανταλλάχθηκαν και όσων εξαγοράστηκαν είναι σίγουρα πολύ μικρότερο από το σύνολο των αιχμαλώτων που προέκυπταν. Σχετικά βλ. KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 614-620. 294 KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 238.
141
λαφύρων, που σίγουρα αποτελούσαν μεγάλο φορτίο για έναν απλό στρατιώτη295. Πρώτη φορά στα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ’ γίνεται αναφορά στο θέμα των αιχμαλώτων ως μέρος τον λαφύρων, στο κεφάλαιο για τις υποθέσεις μετά τη λήξη του πολέμου (περὶ τῶν μετὰ τὸν πόλεμον). Αναφέρεται ότι έπρεπε να επιτρέπεται να πωλούνται οι αιχμάλωτοι μεταξύ των στρατιωτών296. Η διανομή των λαφύρων αποτελούσε θέμα συζήτησης και στους βυζαντινούς κώδικες νομοθεσίας. Στην Εκλογή, στον τίτλο Περὶ διαμερισμοῦ σκύλων ορίζεται ότι μόνο το ένα έκτο των λαφύρων οφείλει να πηγαίνει στο δημόσιο ταμείο297. Το υπόλοιπο έπρεπε να μοιραστεί ισότιμα στους στρατιώτες και στους προϊσταμένους τους. Παρατηρείται εδώ η ισότιμη αντιμετώπιση των ανθρώπων του στρατεύματος. Εξαίρεση αποτελούσε η ῥόγα, που δικαιούνταν οι άρχοντες, και τα επιπλέον λάφυρα (δηλαδή στην ουσία και οι αιχμάλωτοι), που μπορούσαν να λάβουν εάν διακρινόνταν ιδιαιτέρως στη μάχη. Με τα δεδομένα αυτά η Νεαρά του Τζιμισκή προστίθεται χωρίς πρόβλημα στην υπάρχουσα νομοθεσία συσχετίζοντας τη φορολογία των Η KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 240-243, για να το αποδείξει χρησιμοποιεί ως παράδειγμα το γεγονός ότι σύμφωνα με τον τροποποιημένο νόμο οι άνθρωποι του στρατού, ο δρουγγάριος και οι έχοντες χαμηλότερο αξίωμα πωλούσαν ή δώριζαν τους σκλάβους, ενώ ο στρατηγός, ο τουρμάρχης και οι όχι επακριβώς προσδιορισμένοι άλλοι ἄρχοντες ήταν εκείνοι που αγόραζαν τους σκλάβους. Αυτή η εστίαση στην άποψη της σύγκρουσης ανάμεσα στους δυνατους και τους πένητες έχει μετριαστεί αρκετά με την ερμηνεία του τροποποιημένου νόμου από τον KOLIAS, Kriegsgefangene, σελ. 135, ο οποίος θεωρεί ότι η σημασία του νόμου επικεντρώνεται στη βελτίωση των οικονομικών του κράτους και την ελάφρυνση του απλού στρατιώτη. ] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 295
Λέων ΣΤ’, Τακτικά, 16.8.41: καὶ τὰ μὲν αἰχμάλωτα σώματα πιπράσκειν τὸν στρατόν.]] ]] Εκλογή, 244.8. 950-956: τοῦ δὲ Θεοῦ παρέχοντος νίκην τὸ ἕκτον μέρος ἀφιεροῦσθαι δεῖ τῷ δημοσίῳ καὶ τὸ λοιπὸν πᾶν μέτρον ἅπαντας τοὺς τοῦ λαοῦ ἐξ ἴσης καὶ ἐφ’ ἴσης μοίρας μερίζεσθαι, τὸν μέγαν καὶ τὸν μικρόν. ἀρκεῖ γὰρ τοῖς ἄρχουσιν ἡ προσθήκη τῶν ῥογῶν αὐτῶν. εἰ δὲ εὑρεθῶσί τινες ἐκ τῶν αὐτῶν ἀρχόντων ἀνδρείως φερόμενοι, ὁ εὑρισκόμενος στρατηγὸς ἐκ τοῦ εἰρημένου ἕκτου μέρους τοῦ δημοσίου ἵνα παράσχῃ καὶ κατὰ τὸ πρέπον συγκροτήσῃ αὐτούς. Οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται και σε επόμενα νομοθετικά έργα. Βλ. Πρόχειρος Νόμος, 40.1. 296 297
142
εισαγόμενων προϊόντων και δούλων με τους αιχμαλώτους που περνούσαν στην ατομική ιδιοκτησία του στρατιώτη και επέστρεφαν στο στρατόπεδο μετά από μια εκστρατεία. Το εμπόριο, πάντως, εντός στρατοπέδου παραμένει ελεύθερο από εισφορές. Για τα σκλαβοπάζαρα στο Βυζάντιο οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν σίγουρα το κύριο κέντρο διακίνησης298. Επιπλέον σε έκτακτες αγορές, πειρατές μπορούσαν με την άδεια των τοπικών αρχών να πουλήσουν αιχμαλώτους299. Η ύπαρξη δουλεμπορικής
αγοράς
απαντά
και
στις
ανατολικές
ακτές
της
Πελοποννήσου, όπως προκύπτει από τους Βίους του Πέτρου επισκόπου Άργους και του Νίκωνος του «Μετανοείτε»300. Επίσης, Βυζαντινοί και Βενετοί έμποροι πωλούσαν δούλους κατά μήκος των ακτών της Λομβαρδίας και τη Νάπολη προμηθεύοντας τη Ρώμη301. Σύμφωνα με τον Michael McCormick οι τιμές των αιχμαλώτων που πωλούνταν ως δούλοι ήταν υψηλότερες στη νοτιονατολική Μεσογείο από ό,τι στη Δύση και χαμηλότερες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από ό,τι στο Χαλιφάτο. Συνέφερε τους εμπόρους οποιασδήποτε προέλευσης να μεταφέρουν και να πωλούν εκεί τους σκλάβους302.
Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 185· KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 237-247· MCCORMICK, European economy, σελ. 760. 299 Ο Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, σελ. 200.11-202.16, συμβουλεύει τέτοιου είδους αγορές να λαμβάνουν χώρα μακριά από τα τείχη διότι είναι επικίνδυνες. Στο περιστατικό που αφηγείται μουσουλμάνοι πειρατές συμφώνησαν με το δυνάστη της θεσσαλικής Δημητριάδας πωλῆσαι αἰχμαλώτους καὶ πράγματα ἃ ἔχουμε ἀπὸ κούρσου. Με αφορμή τη διοργάνωση αγοράς οι πειρατές βρήκαν ευκαιρία να εισβάλουν στο κάστρο. 300 Για τον Βίο Νίκωνα «Μετανοείτε» βλ. πιο πάνω. Στο Βίο του Πέτρου, επισκόπου Άργους, αναφέρεται ότι, κατά τη διάρκεια επιδρομών Σαρακηνών από την Κρήτη στην Πελοπόννησο τον δέκατο αιώνα, αιχμάλωτοι από τον νησιωτικό χώρο πωλούνταν ως δούλοι στο Ναύπλιο. Βλ. Βίος Πέτρου επισκόπου Άργους, 14.2-6: Πυνθανόμενοι δὲ τὸν εἰς ἄκρον ἔλεον τοῦ ἀνδρὸς τῇ Ναυπλίᾳ καταίροντες καὶ πίστεις λαμβάνοντες καῖ διδόντες τοὺς αἰχμαλώτους ἀπεδίδοσαν λύτρων. Καὶ τοῦτο ποιοῦντες ἀνὰ πᾶν ἔτος οὐ διελίμπανον. Βλ. και σελ. 478-48,1 τα σχόλια του εκδότη. 301 MCCORMICK, European economy, σελ. 626-627. 302 MCCORMICK, European economy, σελ. 755, 756 πιν. 25.1. 298
143
Για τις αρχές του ένατου αιώνα είναι γνωστό επιπλέον ότι η Αττάλεια και η Άβυδος (Canakkale) ήταν
κεντρικά σημεία του
σκλαβοπάζαρου. Η πόλη, στη νότια έξοδο των Δαρδανελίων, ήταν μαζί με το Ιερό (Anadolu), που βρισκόταν στην εκβολή του Βοσπόρου προς τη Μαύρη θάλασσα, ένας τόπος κεντρικού ελέγχου και τελωνείο της Αυτοκρατορίας303. Εκεί ελέγχονταν τα πλοία που έπλεαν στον ευρύτερο χώρο της Κωνσταντινούπολης και φορολογούνταν τα προϊόντα που μεταφέρονταν με αυτά. Για τα προϊόντα εισαγωγής, επομένως και για τους σκλάβους, έπρεπε να καταβάλλεται σύμφωνα με τη νέα Νεαρά το επονομαζόμενο κομμέρκιον, το οποίο ανερχόταν στο δέκα τοις εκατό της αξίας των προϊόντων. Παράλληλα είναι γνωστό από τον χρονογράφο Θεοφάνη, πως ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α’ όριζε πως εκείνοι που αγόραζαν σκλάβους σε άλλο τόπο και όχι στην Άβυδο ‒ιδιαίτερα από την περιοχή των Δωδεκανήσων‒ έπρεπε να χρεώνονται με μια εισφορά δύο νομισμάτων304. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η τιμή ενός ανειδίκευτου δούλου ανερχόταν στα είκοσι νομίσματα σύμφωνα με πληροφορία από λίγο μεταγενέστερη νομοθεσία305, η εισφορά αυτή θα μπορούσε υποθετικά να ισοδυναμεί με το κομμέρκιο, χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί με ασφάλεια ότι πρόκειται για αυτόν τον φόρο. Είναι, πάντως ορατή, αυτή την εποχή, η προσπάθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου να λάβει εισφορά και από τους εμπόρους σκλάβων, που ήθελαν να παρακάμψουν τον τελωνειακό σταθμό της Αβύδου και την εκεί
ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ, Αγορές, σελ. 124, 478-481. Βλ. σχετικά πιο κάτω, σελ. 203. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 487.11-13: καὶ τοὺς ὠνησαμένους ἔξω τῆς Ἀβύδου σώματα οἰκετικά, ἀνὰ β’ νομισμάτων τελέσαι προσέταξεν, καὶ μάλιστα τοὺς κατὰ τὴν 303 304
Δωδεκάνησον.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 305 Εισαγωγή, 37.8· Πρόχειρος Νόμος, 34.11: ἔστω δὲ τὸ τίμημα τοῦ δούλου, εἰ μὲν ἀτεχνῆς ἐστίν, κʹ νομισμάτων.]]
] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 144
ελεγχόμενη καταβολή του κομμερκίου306. Είναι ο ίδιος αυτοκράτορας ο οποίος επανέφερε, άλλωστε, το ύψος των φόρων στα επίπεδα πριν τη μείωση που είχε κάνει η αυτοκράτειρα Ειρήνη αποστραγγίζοντας τα κρατικά ταμεία για λόγους πολιτικής προπαγάνδας307. Όπως έχει αναλυτικά επεξηγηθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο308, οι κρατικοί υπάλληλοι, αρμόδιοι για την είσπραξη του κομμερκίου ήταν οι βασιλικοί κομμερκιάριοι. Κέντρα των βασιλικῶν κομμερκιαρίων ήταν, όπως αναφέρθηκε πέραν της Αβύδου, και άλλες περιοχές: η Τραπεζούντα/ Χάλδια, η Χερσώνα στην Κριμαία και κυρίως η Θεσσαλονίκη. Στην τελευταία
καταγράφηκε
ο
μεγαλύτερος
αριθμός
βασιλικών
κομμερκιαρίων, με την επιφύλαξη ότι οι σφραγίδες φτάνουν μέχρι το δέκατο αιώνα. Τον ενδέκατο αιώνα ξεχωρίζουν άλλοι τόποι στη Βαλκανική Χερσόνησο, όπως η Δεβελτός και η Πρεσθλάβα, γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της επέκτασης
της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας στα τέλη του δέκατου και στις αρχές του ενδέκατου αιώνα. Αφού ο Δούναβης είχε γίνει ξανά το βόρειο σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι βασιλικοί κομμερκιάριοι προφανώς μετέφεραν την επιρροή τους στην περιοχή των συνόρων. Είναι πιθανό, εισαγωγή δούλων να γινόταν και από αυτές τις περιοχές. Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει από τη Νεαρά, μεγάλο ενδιαφέρον προκαλεί η φράση ἐξωνήσονται ἀπὸ πραγματευτῶν ἢ καὶ Βουλγάρων ψυχάρια, ως προς το εάν πρόκειται για Βουλγάρους αιχμαλώτους ή Βουλγάρους δουλεμπόρους309. Ο Franz Dölger συνδέει τη
Για τις διάφορες ερμηνείες του εν λόγω χωρίου βλ. TREADGOLD, Byzantine Revival, σελ. 151. 307 Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 475, για την Ειρήνη και σελ. 486 για την επαναφορά των φόρων από το Νικηφόρο. 308 Βλ. το τελευταίο κεφ. του πρώτου μέρους. 309 Novellae post Justinianum, συλλ. 3, Νεαρά 25: Περὶ δὲ τῶν πλωΐμων τοῦτο θεσπίζομεν, ἵνα ὅσοι μὲν εὑρίσκονται κάστρα πολιορκοῦντες εἴτε κουρσεύοντες μετὰ τοῦ καβαλλαρικοῦ στρατοῦ εἰς πολεμίαν γῆν καὶ ψυχάρια χειρούμενοι, μὴ παρέχωσι τὸ κομμέρκιον· ὅσοι δὲ 306
145
λέξη ετυμολογικά με τον βουργέσιο (bugeri), δηλαδή τον τοκογλύφο310. Ενώ ο Robert Browning πιστεύει ότι οι όροι δουλέμπορος και Βούλγαρος θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως συνώνυμοι311. Η Helga Köpstein τελικά ερμηνεύει πειστικά τη φράση, θεωρώντας ότι πολλοί Βούλγαροι θα μπορούσαν πράγματι να ήταν ενεργοί στο σκλαβοπάζαρο. Ο Youval Rotman, ωστόσο, θεωρεί ότι οι εν λόγω Βούλγαροι θα μπορούσαν να θεωρηθούν
αιχμάλωτοι
πολέμου
που
περιήλθαν
σε
κατάσταση
δουλείας312. Η προσεκτική εξέταση της πρότασης οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι Βούλγαροι αναφέρονται εκ παραλλήλου προς τους πραγματευτές και για το λόγο αυτό οι δύο λέξεις συνδέονται με το διαζευκτικό παρατακτικό σύνδεσμο ἢ καὶ για να συνεχίσει πιο κάτω ἢ καὶ ἐξ ἄλλης τῆς οἱασδήποτε προσκτήσονται
ὑποθέσεως
εἴτε
ἀπὸ
χαριστικῆς
ἔχουσιν,
ἵνα
κομμερκεύωνται. Δηλώνει, δηλαδή, πως με όποιο τρόπο και αν αποκτήσουν τα ψυχάρια πρέπει να αποδώσουν το κομμέρκιο. Το κείμενο, λοιπόν, αναφέρεται μεν σε αιχμαλώτους αλλά όχι Βουλγάρους. Αυτό, όμως δε σημαίνει ότι δεν υπήρχαν τέτοιοι. Από πού προέρχονται άλλωστε οι αιχμάλωτοι στους οποίους αναφέρεται το κείμενο; Έστω και αν η άποψη του Youval Rotman και η προγενέστερη της Genoveva CankovaPetkova οφείλονται σε λανθασμένη ανάγνωση ή ερμηνεία του χωρίου, ανοίγουν το δρόμο σε μια σκέψη που μπορεί να ευσταθεί σχετικά με το
διερχόμενοι εἰς τὰ ἐμπόριά τε καὶ χωρία ἐξωνήσονται ἀπὸ πραγματευτῶν ἢ καὶ Βουλγάρων ψυχάρια, ἢ καὶ ἐξ ἄλλης τῆς οἱασδήποτε προσκτήσονται ὑποθέσεως εἴτε ἀπὸ χαριστικῆς ἔχουσιν, ἵνα κομμερκεύωνται. 310 DÖLGER, Regesten, σελ. 157-158 αρ. 754· KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 245-256. 311 BROWNING, Byzantium and Bulgaria, σελ. 218-219. 312 ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 75-77. Η άποψη αυτή είχε εκφραστεί και νωρίτερα από τη CANKOVA-PETKOVA, Contribution, σελ. 21-44, με μια πιο τολμηρή σκέψη, η οποία ήθελε τους εν λόγω Βουλγάρους να είναι σε τέτοια κατάσταση ένδειας που να πωλούν και τον εαυτό ίδιο τους ή τα παιδιά τους σε σκλαβοπάζαρα. Mε την έννοια αυτή δεν ήταν δουλέμποροι αλλά οι ίδιοι υπόδουλοι.
146
ζήτημα των αιχμαλώτων στο βαλκανικό χώρο και h οποία θα επιχειρηθεί στη συνέχεια να αναδειχθεί. Οι Βούλγαροι στις περιόδους που σημείωναν στρατιωτικές επιτυχίες είχαν πολλούς αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι θα μπορούσαν να μεταφερθούν στο σκλαβοπάζαρο. Ένα παράδειγμα προέρχεται από αναφορά του Λέοντος Χοιροσφάκτη, στα τέλη του ένατου αιώνα, σε 120.000 Βυζαντινούς αιχμαλώτους τους οποίους επέστρεψε ο Βούλγαρος ηγεμόνας Συμεών313. Πέραν από αυτό η γεωγραφική θέση της Βουλγαρίας ανάμεσα στην περιοχή του Βυζαντίου και στη βόρεια περιοχή της Μαύρης θάλασσας ‒σε μια από τις κύριες βυζαντινές εστίες απόκτησης δούλων‒ είχε
ευνοήσει
τις
δουλεμπορικές
δραστηριότητες314.
Ωστόσο,
ο
αιχμαλωτισμός και ο εξανδραποδισμός των αιχμαλωτισμένων μοιάζει να ήταν ο γενικός κανόνας στα Βαλκάνια μέχρι τον ενδέκατο αιώνα. Η Νεαρά του Τζιμισκή μαρτυρεί ένα καλά γνωστό γεγονός· τη συνέχεια
των
βυζαντινοβουλγαρικών
πολέμων
τόσο
μετά
τον
εκχριστιανισμό των Βουλγάρων το 864, όσο και μετά την υπαγωγή της Εκκλησίας της Βουλγαρίας στη σφαίρα επιρροής του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης315. Η συσχέτιση της θρησκείας με την πολιτική του εχθρού των Βυζαντινών στο ανατολικό μέτωπο, θα οδηγούσε στο συμπέρασμα πως άπαξ και οι εχθροί από το μέτωπο των Βαλκανίων δεν είναι πια θρησκευτικοί εχθροί, δε θα είναι ούτε πολιτικοί εχθροί. Αυτός ο συλλογισμός, που ενθάρρυνε ίσως το Βυζάντιο στην πολιτική και θρησκευτική στρατηγική του, δεν εφαρμοζόταν εντέλει στα Βαλκάνια τον ένατο και δέκατο αιώνα, κυρίως όσον αφορά στους Βουλγάρους.
Λέων Χοιροσφάκτης, Ἐπιστολαί, αρ. 23, σελ. 113· RUNCIMAN, First Bulgarian Empire, σελ. 147-149.] 314 KÖPSTEIN, Einige Aspekte, σελ. 246-247. 315 BROWNING, Byzantium and Bulgaria, σελ. 54-55, 144-150. 313
147
Όντως, οι Βυζαντινοί δεν επιδίωκαν να αποκτήσουν στα Βαλκάνια ίδιους αντιπάλους με αυτούς που είχαν στην Ανατολή. Η βυζαντινή εξουσία επέμενε στην υπακοή στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Ασφαλώς, η θρησκευτική εξάρτηση μεταφράζεται και σε πολιτική, γεγονός που προκάλεσε τις αντιδράσεις των Βουλγάρων τσάρων, του Συμεών, και έπειτα του Βόρι Β’ και του Σαμουήλ316. Την πολιτική υποταγή και ενός άλλου λαού, των Σέρβων, τον δέκατο αιώνα περιγράφει ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος317. Στα μέσα του ίδιου αιώνα, έλαβε χώρα και ο εκχριστιανισμός των Ρως. Λίγο νωρίτερα οι συνθήκες μεταξύ Βυζαντίου και Ρως το 907, 911 και 944 είχαν ανοίξει νέους δρόμους επικοινωνίας με σημαντικές εμπορικές συνέπειες318. Από τη βυζαντινή σκοπιά, η προοπτική της υποταγής αυτών των λαών στη βυζαντινή αυτοκρατορική εξουσία, στο πλαίσιο της πολιτικής ιδεολογίας της ανάκτησης χαμένων εδαφών, συγκεντρώνει την ουσία της λέξης «δούλος» (υπόδουλος), όπως εκφράζεται για παράδειγμα στις συνθήκες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, και εκείνης
του
«σκλάβου»319.
Η
αλήθεια
είναι
ότι
οι
Βυζαντινοί
προμηθεύονταν τους δούλους τους από αυτούς τους ίδιους λαούς. Οι σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες των Βυζαντινών στο βαλκανικό μέτωπο, εκφράζονται και με το όφελος της αρπαγής αιχμαλώτων. Η διαφορά ανάμεσα στα δυο μέτωπα του Βυζαντίου αντανακλάται, λοιπόν, και στην κατανομή των αιχμαλώτων ξένης καταγωγής Βυζαντινών. Οι αιχμάλωτοι πολέμου που έμεναν στο Βυζάντιο χωρίς να ανταλλαγούν ήταν ως επί το πλείστον σλαβικής, PETROV, Politique étrangère, σελ. 41-45 · ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 284 και σημ., αρ.134. 317 Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, 32.152-161. 318 Χρονικό Νέστορος, σελ. 65-75· POPPE, The political backgraround, 197-244· ZUCKERMAN, Le voyage d’Olga, σελ. 647-672. 319 Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, 8.28-30. Βλ. πιο πάνω, σελ. 117, σημ. αρ. 217, για τη λέξη Σλάβος. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 316
148
βουλγαρικής και ρωσικής καταγωγής. Ο όρος που αποδίδεται στην πλειοψηφία αυτών είναι εκείνος του Σκύθη320. Σχετικά με τη θρησκευτική διάσταση του ζητήματος, βλέπουμε πως το Βυζάντιο δεν σταματούσε να μετατρέπει σε δούλους Σλάβους και Βουλγάρους ακόμα και μετά τον εκχριστιανισμό τους. Πράγματι, η πολιτική υποταγή των βαλκανικών λαών συμβαδίζει με τη θρησκευτική μεταστροφή τους. Στο επίπεδο της ιδιωτικής ζωής, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η λογική αυτή παραλληλίζεται με την πρακτική της βάπτισης του δούλου από τον ιδιοκτήτη του321. Τέλος, την ίδια στιγμή που η Νεαρά αναφέρεται στη συστηματική απογύμνωση των μουσουλμανικών εδαφών από κατοίκους, γίνεται λόγος και για τη λαφυραγωγία από τις επιδρομές του ναυτικού στα εχθρικά εδάφη. Σκοπός αυτών των επιθέσεων μικρής κλίμακας ήταν η απόκτηση λείας και αιχμαλώτων, όπως θα αναλυθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια πικρή παρένθεση προκειμένου να επεξηγηθεί ο όρος «Σκύθης». Η PATLAGEAN, Nommer les Russes en grec, 123-141, υποστηρίζει πως ο όρος «Σκύθης» δεν έχει τόσο εθνοτικό χαρακτήρα όσο γεωγραφικό, πολιτιστικό και ιστορικό. Ο όρος, δηλαδή, χρησιμοποιείται από την πρώιμη περίοδο για να περιγράψει τους λαούς της βόρειας Μαύρης Θάλασσας, οι οποίοι θεωρούνταν «βάρβαροι». Τον δέκατο αιώνα, οι Ρώσοι αποκαλούνται σε πηγές Ρως, μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο που θέλει να τους αναγνωρίσει ως εθνική οντότητα και όχι ως βαρβάρους. Ο όρος που χρησιμοποιείται, δηλαδή, αποκαλύπτει το κίνητρο του εκάστοτε συγγραφέα. Σε αγιολογικές πηγές, ο όρος «Σκύθης» αναφέρεται σε λαούς των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης προσθέτοντας στον όρο το πολιτιστικό χαρακτηριστικό του μηχριστιανού, βλ. για παράδειγμα Παύλος Μονεμβασίας, 9.1-5 : ἄρχων τις ἐν Πελοποννήσῳ ἠγόρασε παῖδα, Σκύθην τῷ γένει … οἱ Σκύθαι … οὐκ εἰσὶ χριστιανοὶ. Ο όρος αποδίδεται συχνά σε Πετσενέγους, Σέρβους και Βουλγάρους, αν και οι τελευταίοι αναφέρονται και με το εθνικό όνομά τους, βλ. Βίος Βλασίου του εξ Αμορίου, 8· Βίος Λουκά Στειριώτη, σελ. 141.31, σελ. 148.41· CONOR, Saint Luke of Steiris, σελ. 23· ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, Β’ 2, σελ. 366 κ. εξ.· Βλ. DITTEN, Ethnische, σελ. 163-176. 321 Εκλογή, 8.1.4: ἢ πάλιν ἐὰν ὁ κύριος αὐτοῦ ἢ καὶ ἡ τούτου κυρία ἢ τὰ αὐτῶν τέκνα εἰδήσει καὶ ἐπιτροπῇ τῶν γονέων ἐκ τοῦ ἁγίου καὶ σωτηριώδους βαπτίσματος αὐτὸν δέξωνται ἢ καὶ ἐὰν εἰδήσει καὶ βουλῇ τοῦ κυρίου αὐτοῦ κληρικὸς ἢ μοναχὸς γένηται· ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 195-197. 320
149
Οι αιχμάλωτοι ως μέρος των λαφύρων
Η λαφυραγωγία και η απόκτηση λείας ως αποτέλεσμα της επιτυχούς έκβασης μιας επιδρομής ή μιας μάχης έχει έναν πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό το οποίο συλλήβδην ονομάζεται οικονομία του πολέμου. Κύριο οικονομικό ζήτημα για τη διεξαγωγή ενός πολέμου αποτελεί η υλική υποστήριξη των στρατευμάτων. Κάθε εμπλεκόμενη πλευρά είναι υποχρεωμένη, ως εκ τούτου, να μεριμνά για τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών δυνάμεών της και να φροντίζει για τον εξοπλισμό, την τροφοδοσία ακόμα και για τα καταλύματά τους στη διάρκεια των εκστρατειών. Ωστόσο, η οικονομική διάσταση της υψηλής στρατηγικής δεν περιορίζεται μόνο στη στήριξη του στρατού αλλά και στον περιορισμό της οικονομικής δυνατότητας του αντιπάλου. Η καταστροφή των παραγωγικών και οικονομικών πηγών του είναι ένας βασικός στρατηγικός στόχος. Ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα όλων αυτών των πλευρών που απορρέουν από μια επίθεση παρέχει ευσύνοπτα η επιγραφή που αποδίδεται
στον
Ιωάννη,
επίσκοπο
Σόλων322
στην
Κύπρο
και
χρονολογείται στα μέσα του έβδομου αιώνα323. Αναφέρει πως στην πρώτη αραβική επίθεση εναντίον του νησιού αιχμαλωτίστηκαν 120.000 άνθρωποι και στη δεύτερη, που έγινε λίγα χρόνια αργότερα, αιχμαλωτίστηκαν 50.000 και αρκετοί σκοτώθηκαν324. Οι επιδρομείς πήραν πολλά χρήματα
PmbZ, αρ. 2786. J. NORET, L’expédition canadienne à Soli et ses résultats pour l’intelligence et la datation de la Vie de S. Auxibe, Anallecta Bollandiana 104 (1986) 445-452· CHRYSOS E., Chyprus in early Byzantine times, στο A.A. M. BRYER – G. S. GEORGΑLLIDES (έκδ.), The Sweet land of Cyprus, Nicosia 1993, σελ. 3-14· FEISSEL, Jean de Soloi, σελ. 219-236 (σελ. 228-229 το κείμενο). 324 FEISSEL, Jean de Soloi, σελ. 228.10-24: ἀναιροῦνται μὲν πολλοὶ, ἀπάγονται δὲ αἰχμάλωτοι χιλιάδες ὡσεὶ ἑκατὸν καὶ εἴκοσι. Πάλιν δὲ τῷ ἐπελθόντι χρόνῳ ἑτέραν ὑπέμεινεν ἐλεινοτέραν ἡ νήσος ἔφοδον καθ΄ἣν πίπτουσι μὲν μαχαίρᾳ πλείους ἢ τὸ πρότερον, ἤρθησαν δὲ αἰχμάλωτοι χιλιάδες ὡσεὶ πεντήκοντα καὶ χρήματα πολλά καὶ πυριάλωτος ἡ εκκλησία 322 323
150
και πολύτιμα αντικείμενα, ενώ παράλληλα έβαλαν φωτιά σε σπίτια, εκκλησίες και άλλα μέρη του νησιού με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή τους. Οι επιθέσεις στο νησί δεν ήταν απλές λεηλασίες αλλά οργανωμένες επιχειρήσεις325, που στόχο είχαν να πλήξουν μια περιοχή πλούσια και στρατηγικά ωφέλιμη για όποιον την είχε στην επιρροή του. Εξίσου,
ο
Νικηφόρος
Ουρανός
παρότρυνε
τον
επικεφαλής
μιας
εκστρατείας να πυρπολήσει τις εχθρικές περιοχές από τις οποίες διερχόταν ο στρατός του, τα σπίτια, τα χωράφια και τα ζώα των κατοίκων. Θεωρούσε όμως απαραίτητο ένα μέρος να μείνει ανέπαφο, έτσι ώστε, εάν ήθελε να αφήσει πίσω ένα μέρος του στρατεύματος, να υπήρχε τροφή και άλογα. Σε αυτούς έπρεπε να δώσει κάποια από τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους, για να γίνουν προθυμότεροι στην ευθύνη που τους ανέθετε326. Στην τακτική της λαφυραγωγίας, λοιπόν, διακρίνονται καταρχήν στρατιωτικές και οικονομικές πλευρές, αλλά και κοινωνικές και πολιτιστικές,
καθώς
λαμβάνει
χώρα
μια
μεταφορά
πολιτιστικών
αντικειμένων αλλά και ανθρώπων, φορέων γνώσεων και πολιτισμού. Έπειτα η λεία έχει έναν ρόλο κινήτρου για τον στρατιώτη, ο οποίος χρειάζεται και μια υλική ανταμοιβή, πέραν από τον όποιο πατριωτισμό μπορεί να έχει, προκειμένου να ριχτεί με ζήλο σε μια μάχη από την οποία ενδέχεται να μην επιζήσει.
αὓτη σὺν ὅλῳ τῷ ἐπισκοπείῳ … καὶ οἴκοις γένηται καὶ … ὡς ἐν ἐτέροις τόποις ταῆς νήσου ὁ εἰρημενος γέγονεν έμπρησμός. Πρβλ. πιο κάτω, σελ. 234, για τη χρησιμοποίηση Κυπρίων αιχμαλώτων των μουσουλμάνων ως καλλιεργητών δημόσιας γης, σύμφωνα με μαρτυρία του Αναστάσιου Σιναΐτη. 325 Ο Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 343-345, μαρτυρεί 1.700 αραβικά πλοία στην επίθεση. Πρβλ. Μιχαήλ Σύρος, σελ. 441-442, όπου αναφέρεται στη λεηλασία της Κωνσταντίας (Σαλαμίνα) στην Κύπρο και αναφέρει τον ίδιο αριθμό πλοίων, πλήθος αιχμαλώτων και πολύτιμων λαφύρων. 326 Νικηφόρος Ουρανός, Τακτικά, σελ. 146.90-97.
151
Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται καλύτερα η δυσαρέσκεια που εκφράστηκε με έντονες αντιδράσεις από το βυζαντινό στρατό, όταν το 594 ο στρατηγός του Μαυρικίου Πρίσκος δέχθηκε χωρίς πολλή σκέψη και σε ένδειξη συμβιβασμού να παραχωρήσει στον χαγάνο των Αβάρων μέρος της λείας από τις τελευταίες επιχειρήσεις των Βυζαντινών εναντίον των Σλάβων, συμπεριλαμβανομένων 5.000 αιχμαλώτων327. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση του μισθού των στρατιωτών κατά ένα τρίτο από τον Μαυρίκιο είχε ως αποτέλεσμα τη σοβαρή κάμψη της μαχητικής ικανότητάς τους. Στο Βυζάντιο η σημασία των λαφύρων ήταν από νωρίς ξεκάθαρη και εντάχθηκε στη στρατιωτική διοίκηση. Όπως αναφέρεται τον δέκατο αιώνα στο Περί παραδρομής πολέμου, κείμενο το οποίο μάλλον συντάχθηκε με τις οδηγίες του Νικηφόρου Φωκά, οι στρατιώτες εισέρχονται σε μία μάχη αψηφώντας το θάνατο, αλλά με την ελπίδα ότι θα κερδίσουν μέρος της πολεμικής λείας328. Κατά τη μέση βυζαντινή εποχή ο στρατός εντασσόταν σε ένα καλά μελετημένο και οργανωμένο σύστημα που είχε ως στόχο την εξυπηρέτησή του329. Αυτό όμως δεν μείωνε τη σημασία των λαφύρων για τον απλό στρατιώτη που ενίοτε αψηφούσε τις οδηγίες που είχε λάβει σχετικά με τη διαχείριση των αιχμαλώτων. Για Σιμοκάττης, Ιστορία, σελ. 242-247· Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 273.29. Η πρόθεση του Πρίσκου ήταν να κατευνάσει το χαγάνο αποτρέποντας το ενδεχόμενο νέων συγκρούσεων. Από τη δική του πλευρά ο ηγεμόνας των Αβάρων ζήτησε μέρος από τη λεία περισσότερο ως συμβολισμό, καθώς θεωρούσε ότι οι εκστρατείες του Πρίσκου διεξήχθησαν σε εδάφη της αβαρικής δικαιοδοσίας και εναντίον των υπηκόων του. Η κίνηση του Πρίσκου προκάλεσε αφενός αντιδράσεις στους στρατιώτες, αφού ουσιαστικά τους ζημίωνε οικονομικά και αφετέρου τη δυσαρέσκεια του Μαυρικίου, ο οποίος τον έπαυσε από τις αρμοδιότητές τους και τον αντικατέστησε με τον αδελφό του, Πετρο. Βλ. ΚΑΔΡΑΡΑΣ, Βυζάντιο και Άβαροι, σελ. 82-83. 328 Περὶ παραδρομῆς πολέμου, σελ. 180.153-155: …ὁρμήσουσι καὶ αὐτοὶ θανάτου καταφρονοῦντες εἰς ἁρπαγὴν τῶν λαφύρων διὰ τὴν τοῦ κέρδους ἐλπίδα· καὶ περιγένωνται τούτων τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι ῥαδίως. Πρβλ. Νικηφόρος Φωκάς, Στρατηγική ἔκθεσις, σελ. 26.71-79, 48.162.166· MCGEER, Sowing the Dragon’s Teeth, σελ. 320-321. 329 Ο Κωνσταντίνος Ζ’ είχε ορίσει την αποστολή μιας ποσότητας τροφίμων και υποζύγια για τους στρατιώτες σε κάθε επαρχία. Βλ. DAGRON – MIHAESCU (έκδ.), Le traité sur la guérila, σελ. 234. 327
152
παράδειγμα, ο Ιουστινιανός Β’ οργίστηκε όταν πληροφορήθηκε πως έπειτα από εκστρατεία στη Χερσώνα, η οποία είχε χαρακτήρα τιμωρητικό εξαιτίας
επιβουλής
εναντίον
του,
οι
βυζαντινές
δυνάμεις
δεν
ακολούθησαν τις διαταγές του να σκοτωσουν όλους τους αιχμαλώτους αλλά πώλησαν τα παιδιά ως δούλους330. Επιπλέον, ο συμβολισμός των λαφύρων είναι πολύ σημαντικός. Σε μία στρατιωτική σύγκρουση οι άνθρωποι και τα αντικείμενα, καθημερινά ή ιερά, μετατρέπονται αφενός σε εμπορεύματα και αφετέρου σε σύμβολα δύναμης και εξουσίας331. Η ιστορία του βυζαντινού κράτους είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Ιερά αντικείμενα, λείψανα αγίων, ιερές εικόνες και έργα υψηλής τέχνης έφερναν μεγάλο όφελος σε αλλόθρησκους αλλά και ομόθρησκους που λεηλατούσαν τα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Αυτή η λεία καταδείκνυε ταυτόχρονα την υπεροχή του κατακτητή και την υποβάθμιση του νικημένου. Ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα είναι αυτό του τιμίου σταυρού, τον οποίο πήρε ο Χοσρόης μαζί με τα υπόλοιπα λάφυρα από την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ. Αυτό το υψηλού συμβολισμού
ιερό
αντικείμενο
αποτελούσε
στα
χέρια
του
ένα
αντάλλαγμα σε περίπτωση διαπραγμάτευσης με το Βυζάντιο και μία απόδειξη της περσικής υπεροχής. Η ανακατάληψή του από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο αποτέλεσε θρίαμβο για την Αυτοκρατορία και τη χριστιανοσύνη332.
Τον
συμβολισμό
των
λαφύρων
έχουν
εξάλλου
συζητήσει και ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί με τις σταυροφορίες και τον πλούτο
που
συσσωρεύθηκε
στα
χέρια
των
Δυτικών
με
την
καταλεηλάτηση της Κωνσταντινούπολης. Σημαντική είναι η αφήγηση του Ο Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 377.29-378.13 παρουσιάζει ως αιτία της πώλησης των παιδιών την ευσπλαχνία των στρατιωτών για τα αθώα νήπια. Πρβλ. Νικηφόρος, Ιστορία, σελ. 108.15-16 και MCCORMICK, European economy, σελ. 745. Αναμφίλολα η πώληση απέφερε κέρδος. 331 Γενικά για τον συμβολισμό της λείας στον μεσαίωνα βλ. JUCKER, Le butin de guerre, σελ. 113-114. 332 ZUCKERMAN, Heraclius, σελ. 197-218. 330
153
Ιωάννη Καμινιάτη που αιχμαλωτίστηκε με την οικογένειά του στην άλωση της Θεσσαλονίκης το 904333. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη με ιδιαίτερη στρατιωτική και οικονομική σημασία χάρη στο λιμάνι και την εγγύτητά της με την Κωνσταντινούπολη. Μια τέτοια εκστρατεία εναντίον της στο πλαίσιο του αραβοβυζαντινού πολέμου δεν είχε μόνο τεράστια οικονομικά οφέλη για τους νικητές από τη λεηλασία και την αιχμαλωσία κατοίκων της αλλά και ιδιαίτερο συμβολισμό για τους μουσουλμανους που έπληξαν μια τόσο σημαντική πόλη δίπλα από στη Βασιλεύουσα. Όμως, η λαφυραγωγία δεν αφορά μόνο στην αρπαγή αντικειμένων αλλά και ανθρώπων, οι οποίοι περιέρχονταν πλέον στα χέρια του αντιπάλου για να τους χρησιμοποιήσει κατά βούληση. Η σημασία των αιχμαλώτων είναι ιδιαίτερη τόσο για την ίδια την οικονομία του πολέμου όσο και για την ηθική ενίσχυση του νικητή. Για το λόγο αυτό ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος αναφέρει πως η πολεμική λεία και οι πιο επιφανείς των αιχμαλώτων πρέπει να παρουσιάζονται σε παρέλαση στην πρωτεύουσα μετά τη νίκη334. Οι βυζαντινές πηγές περιγράφουν πολλές σκηνές αλώσεων, λεηλασίας και διαμερισμού της λείας. Ο όρος που χρησιμοποιείται συνήθως, από το Στρατηγικόν του Μαυρικίου έως το τέλος της βυζαντινής εποχής, είναι το ρήμα «σκυλεύω»335. Υπάρχει επίσης η λέξη «λάφυρα» με την οποία περιγράφονται από την κλασική εποχή τα αντικείμενα της Ιωάννης Καμινιάτης, Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, σελ. 5-10, παρ. 4-9 περιγράφονται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πόλης, π.χ σύνορα, ορεινοί όγκοι, τείχη, λιμάνια κλπ. και στη σελ. 10, παρ. 11 περιγράφονται τα εσωτερικά χαρακτηριστικά της π.χ. τέχνες, επιστήμες κλπ. 334 Κωνστ. Πορφ., Tres tractatus, σελ. 140.743, 142.747: ἐν δὲ τῷ λιβαδίῳ τῷ ἔξω τῆς χρυσῆς πόρτης ἐπήγησαν τένται, καὶ διεπέρασαν ἀπὸ Ἱερείας ἐκεῖσε τοὺς εὐγενεῖς καὶ ἐμφανεῖς τῶν αἰχμαλώτων Ἀγαρηνῶν καὶ τὰ ἐξαίρετα τῶν λαφύρων τοῦ πολέμου, φλαμούλων τε καὶ ἀρμάτων, καὶ ἐν ταῖς τέντεσιν ἔνδον ἀποτεθέντα διῃρέθησαν καὶ διῆλθον ἐν τῇ Μέσῃ θριαμβεβόμενα ἀπὸ τῆς Χρυσῆς Πόρτης ἔως τῆς Χαλκῆς τοῦ παλατίου ἀνοιγείσης τότε τῆς μέσης καὶ τῆς τῆς Μεγάλης Χρυσῆς Πόρτας. 335 Ενδεικτικά αναφέρω: Μαυρίκιος, Στρατηγικὸν, σελ. VII, 15· Σκυλίτζης, σελ. 469.53· Νικήτας Χωνιάτης, σελ. 157.6. 333
154
λείας
σε
αντιπαραβολή
με
τους
ζωντανούς
ανθρώπους
που
συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι. Τέλος, οι λέξεις «λεία» και «πραῖδα» χρησιμοποιούνται συνήθως στο πλαίσιο μιας επιδρομής ή λεηλασίας. Η πιο απλή μορφή λεηλασίας ήταν μια ενέργεια ανεφοδιασμού από μέρος του ιππικού που βρισκόταν συχνά σε εγγύτητα με τον αντίπαλο. Ο μικρός μισθός των στρατιωτών, η πείνα και οι δυσκολίες της στρατιωτικής ζωής τούς οδηγούσαν συχνά σε πράξεις λεηλασίας. Εκτός όμως από τον εφοδιασμό μια τέτοια ενέργεια μπορούσε να είναι και σχεδιασμένη προκειμένου να πλήξει τα εδάφη από όπου θα περνούσε ο αντίπαλος. Οι στρατιωτικοί κανόνες γύρω από το ζήτημα περιορίζονταν στην προστασία των θρησκευτικών χώρων και τον σεβασμό των νεκρών. Αντιθέτως, το μοίρασμα της λείας ήταν μια πράξη με νομοθετική βάση. Ως νόμιμη συνέπεια της νίκης, ακολουθούσε κανόνες που περιγράφονται στον τελευταίο τίτλο της Εκλογής, Περὶ διαμερισμοῦ τῶν σκύλων336. Μετά την προβλεπόμενη επίκληση στο Θεό το κείμενο αναφέρει πως ό,τι μείνει από τα λάφυρα, αφού αφερεθεί το ποσοστό του κράτους, πρέπει να μοιράζεται σε ίσα μέρη σε όλους τους πολεμιστές, μικρούς και μεγάλους. Οι αξιωματικοί
εξάλλου
αποδεικνύονταν
πιο
είχαν ανδρείοι
και στο
το
μισθό
πεδίο
της
τους. μάχης
Εάν
κάποιοι
έπρεπε
να
ανταμειφθούν επιπλέον τιμητικά από το μέρος που είχε κρατηθεί για το δημόσιο. Ακόμα και αυτοί που ανήκαν στην τάξη των αχθοφόρων προβλεπόταν να πάρουν μερίδιο337. Ο τίτλος αυτός μαρτυρά την Η παράγραφος αυτή της Εκλογής επαναλαμβάνεται και στα μεταγενέστερα νομοθετικά έργα, ενώ έχει μεταφραστεί στα σλαβονικά το αργότερο τον δέκατο αιώνα περνώντας στη Βουλγαρία και τη Ρωσία. Βλ. DAIN, Le partage du butin de guerre και το σημείωμα του de M. H. F. Schmid με τίτλο Le partage du butin dans le soi-disant plus ancien code slave, la « Loi pour juger les gens » (Zakon soudnyi ljudem) για την ανακοίνωση του A. Dain, σελ. 353-354. Παράλληλα στα Βαλκάνια εμφανίστηκε και μια νέα λέξη με ελληνική ρίζα προκειμένου να περιγάψει τη λαφυραγωγία, η λέξη «πλιάτσικο». Βλ. CAPIDAN, A propos de « butin », σελ. 745-748. 337 Εκλογή, σελ. 244.8. Βλ. πιο πάνω, σελ. 141, σχετικά με τον φόρο που επέβαλε ο Ιωάννης Τζιμισκής. 336
155
εξυπηρέτηση των δύ πτυχών που προαναφέρθηκαν, της χρηματοδότησης του κρατικού ταμείου με χρήματα, που θα επανεπενδύονταν στον πόλεμο, και του κινήτρου για το ηθικό των στρατιωτών338. Οι ίδιες οδηγίες βρίσκονται και στα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ’. Σύμφωνα με τον αυτοκράτορα τα λάφυρα αφορούσαν σε αγαθά κάθε είδους αλλά και σε αιχμαλώτους339. Το μερίδιο μάλιστα αποτελούσε ιδιοκτησία πλέον του δικαιούχου, για να το μεταχειριστεί όπως ήθελε. Ο Λέων έβλεπε στην πρακτική αυτή ένα δέλεαρ για τους στρατιώτες ανάλογο εκείνου των κυνηγών που δίνουν στα σκυλιά τους μέρος του θηράματος, για να τα ανταμείψουν340. Δεν αναφέρεται, ωστόσο, στον τρόπο χωρισμού αφήνοντας το ζήτημα αυτό στη θέληση του στρατηγού. Τον
διαμοιρασμό
των
λαφύρων,
συμπεριλαμβανομένων
και
των
αιχμαλώτων, αναλόγως της στρατιωτικής τάξης των στρατιωτών μαρτυρεί ο Νικηφόρος Ουρανός στα Τακτικά. Προτείνει ένα μικρό μέρος του ιππικού να συνοδεύει το πεζικό, ώστε στην περίπτωση που υπάρξουν λεία και αιχμάλωτοι, να βοηθήσει τους πεζούς στρατιώτες να πάρουν μερίδιο341. Ωστόσο, η αχαλίνωτη επιθυμία για τη λαφυραγωγία εκ μέρους των στρατιωτών είχε την πιθανότητα να αποβεί μοιραία για την έκβαση των
Ο Ατταλειάτης, σελ. 102.13-18, παρέχει ένα ενδεικτικό παράδειγμα για τη χρησιμότητα των λαφύρων, όταν πρότεινε στον Ρωμανό Δ’ την εκπόρθηση του Χιλιάτ και των γύρω πόλεων: Διὰ τί δὲ καὶ μὴ ἐκ πολιορκίας αἱρήσομεν τό τε ἄστυ τὸ Χιλίατ καὶ τὰ ὑπὸ τούτου πολίχνια, ἴνα καὶ οἱ στρατιῶται τῆς ἐκ λαφύρων ὠφελείας πλησθῶσι καὶ προθυμότεροι γένωνται καὶ τοῖς ἐναντίοις ἐπέλθῃ δέος καὶ ἀντὶ πολεμίων αἱ τοιαὺται πόλεις ῥωμαϊκὴν ἡγεμονίαν πλουτήσωσι καὶ δυνάμεις ἐφιστάμεναι τὸν ἀντίπαλον ἰσχυρῶς ἀποκρούσωνται…; 339 Λέων ΣΤ’, Τακτικά, 16, 9.24-25. 340 Λέων ΣΤ’, Τακτικά, 16, 9.27-32: Καὶ πῶς γὰρ οὐ δίκαιον τοῖς εἰρημένοις ἀπὸ τῶν πολεμίων σκύλοις τοὺς ἀριστεύσαντας στρατιώτας φιλοτιμεῖσθαι; ὁρῶμεν γὰρ ὅτι καὶ τοὺς κυνηγετικοὺς κύνας οἱ κυνηγοὶ τοῦ θηρευομένου ζώου τῷ αἵματι, καί ποτε καὶ τοῖς ἐντοσθίοις δελεάζειν ἀναγκαῖον ποιοῦνται, ἵνα προθυμοτέρους καὶ πάλιν εἰς τοὺς ἀγῶνας τῆς θήρας ποιήσωσιν· οὕτως γὰρ μάλιστα, εἰ καὶ μήπω τέλος δέξηται ὁ πόλεμος, προθυμότερος ὁ στρατὸς πρὸς τὰς μάχας γενήσεται. 341 Νικηφόρος Ουρανός, Τακτικά, σελ. 142. 27-29. 338
156
εχθροπραξιών.
Υπήρχε
ο
κίνδυνος
να
αποπροσανατολιστούν
οι
στρατιώτες εν μέσω μάχης και να επιδοθούν στη συλλογή λείας, εγκαταλείποντας τη σύγκρουση στη μοίρα της και προκαλώντας την ήττα του στρατού τους. Το γεγονός αυτό, της απληστίας των στρατιωτών, αποτελούσε μια αδυναμία, που ο εχθρός μπορούσε να εκμεταλλευτεί με το να στρέψει το ενδιαφέρον των αντιπάλων στη λαφυραγωγία είτε για να έχει το χρόνο να επιτεθεί είτε για να γλιτώσει από την καταδίωξη342. Η λαφυραγωγία, βέβαια, ήταν προϊόν και των πειρατικών επιδρομών στις οποίες επιδίδονταν κυρίως, αλλά όχι μόνο, οι Σαρακηνοί, που συλλάμβαναν κατοίκους για την εμπορική αξία τους343. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Ηράκλειας της οποίας αιχμαλωτίστηκε ο πληθυσμός στις αρχές του ένατου αιώνα344. Οι μη βυζαντινές πηγές μάς πληροφορούν σχετικά με οργανωμένες επιδρομές από Βυζαντινούς. O Al-Balādhurī παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις επιθέσεις στη Συρία, την Παλαιστίνη, ακόμα και την Αίγυπτο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του για το έτος 710345. Επίσης, ο Μιχαήλ Σύρος έγραψε για τη βασιλεία του Θεοφίλου, πως εκείνη την περίοδο οι Ρωμαίοι έφθασαν στην Αντιόχεια από τη θάλασσα, λεηλάτησαν τους εμπόρους, πήραν αιχμαλώτους και έφυγαν πάλι με τα πλοία τους346. Επίσης, ο IbnHawkal το 988 κάνοντας την περιγραφή της Μεσογείου ανέφερε, πως την εποχή του οι Βυζαντινοί επιδίδονταν σε επιδρομές στα παράλια της Συρίας και της Αιγύπτου καταδίωκαν τα πλοία που βρίσκονταν στις όχθες
Ο Λέων Διάκονος, σελ. 23.1-5, παραδίδει πως Χαμβδάς έρριξε νομίσματα στο δρόμο προκειμένου να καθυστερήσει τη δίωξή του από τους στρατιώτες του Λέοντος Φωκά, οι οποίοι πράγματι σταμάτησαν για να τα συλλέξουν καθυστερώντας την καταδίωξη του εχθρού τους. 343 HALDON – KENNEDY, The Arab - Byzantine Frontier, σελ. 76-116. Πρβλ. KAEGI, Byzantium, σελ. 75. 344 CANARD, La prise d’Héraclée, σελ. 345-379. 345 Al-Balādhurī, σελ. 133. 346 Μιχαήλ Σύρος, τ. 3, XII, 21, σελ.100. 342
157
και αιχμαλώτιζαν ανθρώπους347. Ο σκοπός των βυζαντινών επιδρομών, σύμφωνα με τα λεγόμενα των πηγών αυτών, φαίνεται ίδιος με εκείνον των μουσουλμάνων, δηλαδή, να πάρουν αιχμαλώτους για να τους πωλήσουν ή να τους κρατήσουν, όπως μαρτυρεί και ο Hārūn - ibn Yahyā, που έφτασε στη βυζαντινή αυλή ως αιχμάλωτος από την Ασκάλωνα348. Τέλος, τις συνέπειες από τις επιδρομές του Νικηφόρου Φωκά στη Συρία και τη Μεσοποταμία περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα ο Yahyā της Αντιόχειας349. Οι επιδρομές αυτές πρέπει να ενταχθούν στο ευρύτερο πλαίσιο διεξαγωγής ενός πολέμου ανάμεσα στις αντίπαλες πλευρές. Εκεί εντάσσονται και οι επιχειρήσεις των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία. Το 855 επιτέθηκαν
στη
πόλη
Ανάβαρζο
της
Κιλικίας
(Anavarza),
όπου
αιχμαλώτισαν μεταξύ άλλων γυναίκες και παιδιά350. Επίσης το 942-943 το βυζαντινό στράτευμα που επέδραμε στην Άμιδα (Diyarbakir) αιχμαλώτισε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ερήμωσε την πόλη. Ο Al-Muqaddasī παραδίδει πως τα πλοία των Βυζαντινών μετέφεραν αιχμαλώτους στην Παλαιστίνη για ανταλλαγή ή εξαγορά με τιμή εκατό δηναρίων για τρεις αιχμαλώτους351. Από την πλευρά των Βυζαντινών, οι πράξεις λαφυραγωγίας, αιχμαλωτισμού κατοίκων και αλώσεων δικαιολογούνται στο πλαίσιο του νόμου του πολέμου, του jus belli352. Η έκφραση «νόμῳ πολέμου»
Ibn Hawqal, σελ. 173-182, 205. Ibn Rusteh, σελ. 134-146· VASILIEV, Hāroun - ibn Yahya, 149-153· IZEDDIN, Un prisonnier Arabe, 41-62 · VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 382-394. 349 DAGRON, Minorités ethniques, σελ. 179-182· MICHEAU, Yaḥyā d’Antioche, σελ. 541-555. 350 VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 1, σελ. 201. 351 Al-Muqaddasī, σελ. 209. Ας σημειωθεί ότι συνήθως πηγές που αναφέρουν τιμή και αριθμό ατόμων πρόκειται για 3 άτομα στην τιμή των 100 νομισμάτων. Συμπίπτει με κείμενα Καΐρου Genizah στα οποία υπάρχει αναφορά του ποσού των 100 δηνάριων για 3 άτομα. Βλ. σχετικά JACOBY, What do we learn, σελ. 89-90. 352 ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ-ΝΟΥΑΡΟΣ, Ο δίκαιος πόλεμος, σελ. 411-434· ΧΡΥΣΟΣ, Νόμος πολέμου, σελ. 204-207. 347 348
158
χρησιμοποιείται συχνά. Τη συναντάμε, για παράδειγμα στον Σκυλίτζη, όταν αισθάνεται ότι πρέπει να δικαιολογήσει την αιχμαλωσία Αγαρηνών και το θάνατο των αντιπάλων στην εκστρατεία του Ιωάννη Τζιμισκή στην Κιλικία του 963353. Αλλά και ο Λέων Στ’ την ίδια φράση χρησιμοποιεί περιγράφοντας τη συμπεριφορά ενός στρατηγού μετά την άλωση μιας πόλης354. Οι Βίοι αγίων αποτελούν σημαντική πηγή πληροφόρησης σχετικά με τους αιχμαλώτους που συλλαμβάνονταν στο πλαίσιο επιδρομών. Ο Βίος της οσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης αποτελεί μια τέτοια περίπτωση μαρτυρίας. Το κριτήριο της εναργούς εξιστόρησης των πλαισίων μέσα στα οποία αγωνίστηκαν οι νέοι μάρτυρες και ομολογητές της Εκκλησίας υπάρχει εντονότερα τους Βίους που εμφανίζονται στη μετεικονoμαχική περίοδο. Σε αυτές τις πηγές, παράλληλα με τα βιογραφούμενα
πρόσωπα,
παρέχεται
ένας
μεγάλος
αριθμός
πληροφοριών για πολιτικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες και για γεγονότα τόσο της προηγούμενης όσο και της σύγχρονής τους περιόδου. Έτσι, οι εν λόγω Βίοι παρέχουν στον ιστορικό πληροφορίες, φωτίζοντας καθοριστικά διάφορα σημεία της δεύτερης εικονομαχικής περιόδου αλλά και θέματα του ιδιωτικού βίου της εποχής.
Σκυλίτζης, σελ. 267.76-88 : γενόμενος δ’ οὗτος πρὸς πόλιν Ἄδαναν καὶ πλῆθος καταλαβὼν ἐπιλέκτων Ἀγαρηνῶν συνειλεγμένων ἐκ πάσης τῆς Κιλικίας, συμπλέκεται τούτῳ καὶ τρέπεται κατὰ κράτος. οἱ μὲν οὖν ἄλλοι τῶν Ἀγαρηνῶν νόμῳ πολέμου κατεκόπησαν· μέρος δὲ τοῦ στρατοῦ ὡσεὶ πεντακισχίλιοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες φεύγουσιν εἴς τινα λόφον δύσβατον καὶ ἀπόκρημνον, πεζοί, τοὺς ἵππους ἀποβάντες, καὶ τῇ τοῦ τόπου θαρρήσαντες εὐκαιρίᾳ εὐρώστως τοὺς ἐπιόντας ἠμύνοντο. οὓς καὶ περιστοιχίσας ὁ Ἰωάννης, ὅτι μὴ μεθ’ ἵππων οἷός τε ἧν αὐτοῖς συμβαλεῖν, πεζεῦσαι προστάξας τοὺς στρατιώτας ἄνεισι μετ’ αὐτῶν πεζὸς καὶ αὐτός. καὶ καταγωνισάμενος πάντας ἀπέσφαξε, νῶτα μηδενὸς δεδωκότος, ὡς ῥεῦσαι διὰ τοῦ πρανοῦς εἰς τὸ πεδίον τὸ αἷμα ποταμηδόν, καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ συμπτώματος κληθῆναι τὸν βουνὸν βουνὸν αἵματος. 354 Συλλογή Τακτικών, 54.6: Ληφθείσης μέντοι πολέμου νόμῳ τῆς πόλεως, διαλαλείτω πᾶσι στρατιώταις διὰ μανδατώρων ὁ στρατηγὸς κατὰ τὴν τῶν πολεμίων διάλεκτον ὡς μήτινα τῶν πολιτῶν ἄοπλον ὄντα κτείνειν… . 353
159
Ο Βίος χρονολογείται στο μεταίχμιο της εικονομαχικής και της μετεικονομαχικής περιόδου355 και αμέσως δηλώνεται η καταγωγή της οσίας. Πατρὶς οὖν τῆς ὁσἰας μία τῶν ὑπὸ τὴν Ἑλλάδα νήσων, Αἴγενα ὀνομαζομένη,
ἡ
πρώην
περίφημος…νῦν
ἔρημος
τε
καὶ
ἅδοξος
καταλέλειπται356. Τόσο η Αίγινα όσο και η γειτονική της Σαλαμίνα υπέστησαν αλλεπάλληλες επιδρομές από τους Σαρακηνούς και τελικά ερημώθηκαν στο πρώτο μισό του ένατου αιώνα357. Ο Βίος μαρτυρεί πως, όταν επέδραμαν οι Σαρακηνοί, άρχισαν να καταληστεύουν το νησί και συνέλαβαν τους περισσότερους κατοίκους ως αιχμαλώτους, ενώ μερικούς τους δολοφόνησαν με τα σπαθιά τους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο αδερφός της οσίας, ο οποίος ήταν διάκονος. Οι επιδρομές ήταν τόσο συχνές, ώστε οδήγησαν την οσία και τον σύζυγό της να εγκαταλείψουν το νησί με προορισμό τη Θεσσαλονίκη358. Το γεγονός του θανάτου από επίθεση Σαρακηνών φαίνεται πως ήταν συχνό και θλιβερό, καθώς για το θάνατο του αδερφού της αναφέρεται ότι ήταν θέαμα ἐλεεινὸν τῷ γένει καὶ τῇ πατρίδι, ενώ σχετικά με το θάνατο του άνδρα της αναφέρει πως η οσία ευχαριστούσε το Θεό γιατί εκείνος ξεψύχησε ευπρεπώς στα χέρια της και δεν υπήρξε θύμα των Ισμαηλιτών359. Για τις επιδρομές των Σαρακηνών στην Αίγινα τον ένατο αιώνα κάνουν λόγο, εκτός από αυτόν, ο Βίος του οσίου Λουκά του Στειριώτη και ο Βίος της οσίας Αθανασίας Αιγίνης. Οι κάτοικοι του νησιού πριν από τον όσιο Λουκά τὰς συνεχεῖς ἐφόδους τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ οὐ φορητὰς εἶναι νομίσαντες, αὐτοί τε καὶ οἰκήτορες πάντες, τὸ φίλον τῆς πατρίδος ἔδαφος Η οσία Θεοδώρα ήταν 31 ετών το 843, όταν έπαυσε επισήμως η Εικονομαχία. Είχε δηλαδή γεννηθεί το 812. Βλ. την εισαγωγή της έκδοσης του Βίου, Βίος Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, σελ. 23-24. 356 Βίος Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, σελ. 70. 357 CHRISTIDES, Raids of the Moslems, σελ. 78-79. 358 Βίος Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, σελ. 76. 359 Βίος Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, σελ. 77, 104. 355
160
πρὸς βίαν ἀπολιπόντες, μετανάσται γίνονται καὶ προς διαφόρους ἔκαστοι διασπείρονται πόλεις360. Εμφανίζονται, μάλιστα, οι
Σαρακηνοί
ως
κυρίαρχοι στη θαλάσσια περιοχή του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Οι ερευνητές θεωρούν μεταγενέστερες τις επιδρομές των Μαυρουσίων πειρατών που μνημονεύονται στο Βίο της οσίας Αθανασίας από εκείνες των Βίων της οσίας Θεοδώρας και του οσίου Λουκά361. Ο ακριβής χρονολογικός προσδιορισμός αυτών των επιδρομών έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα. Το ίδιο και η εξακρίβωση για το εάν το νησί εγκαταλείφθηκε καθολικά, όπως υπαινίσσεται ο Βίος του οσίου Λουκά. Το κείμενο, πάντως, αποτελεί την πρώτη πηγή στην οποία γίνεται μνεία των επιδρομών των Σαρακηνών362. Οι επιθέσεις εναντίον της Αίγινας ήταν συνεχείς και οι ληστρικές επιθέσεις των Σαρακηνών συνοδεύονταν από ένα μεγάλο αριθμό φόνων και εξανδραποδισμών. Σχετικά με τους προορισμούς των κατοίκων που μετανάστευαν στα ηπειρωτικά εδάφη της Αυτοκρατορίας, η μαρτυρία του Βίου του οσίου Λουκά του Στειριώτη δίνει διάφορους, όπως η Αττική, η Πελοπόννησος και η βοιωτική Θήβα363. Αντίστοιχα, ο Βίος της οσίας Θεοδώρας παρέχει Βίος Λουκά Στειριώτη, σελ. 160. Βίος Αθανασίας Αιγίνης, σελ. 181: Τῶν γὰρ Μαυρουσίων βαρβάρων ἐν ἐκείνοις περιρριψάντων τοῖς μέρεσιν, εἰς συμπλοκὴν πολέμου ὁ ἀνὴρ ἐξελθών. 362 Σχετικά με τη χρονολόγηση, ο CHRISTIDES, Raids of the Moslems, σελ. 87-89, τοποθετεί την εγκατάλειψη του νησιού το 830 και ο SETTON, Raids of the Moslems, σελ. 314, το 896. Πρβλ. Βίος Λουκά Στειριώτη, σελ. 41-43, όπου ο εκδότης του Βίου, Δ. Σοφιανός, εξετάζει τη συζήτηση σχετικά με το χρόνο εγκατάλειψης του νησιού. Η σύμπτωση αυτών των πληροφοριών στο Βίο της οσίας Θεοδώρας και στο Βίο του οσίου Λουκά έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα δύο κείμενα αναφέρονται στην ίδια χρονική περίοδο. Ο Σοφιανός καταλήγει να προσδιορίσει τις αραβικές επιδρομές στην Αίγινα μεταξύ των ετών 865 και 870. Ο Βίος, όμως, με τα εσωτερικά στοιχεία που παραθέτει αποκλείει μια τέτοια χρονολόγηση. Περισότερο πιθανή φαίνεται η μετανάστευση των κατοίκων του νησιού μεταξύ των ετών 825 και 830, αν υπολογίσουμε ότι, σύμφωνα με το Βίο, μνησθεύθηκε στα επτά της χρόνια ενώ ήταν ακόμα στο νησί, αλλά παντρεύτηκε και απέκτησε το πρώτο παιδί της στη Θεσσαλονίκη. Συνεπώς θα ήταν στο νόμιμο ηλικιακό όριο γάμου το 825, το οποίο μπορεί να αποτελέσει ένα terminus post quem. Βλ. Βίος Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, σελ. 78.8.1-3, και σελ. 156.45.9-13 και σχόλια σελ. 244-245. Πρβλ. ODB, σελ 40-14 και TIB, 1, Hellas und Thessalia, σελ. 119-120. 363 Βίος Λουκά Στειριώτη, σελ. 160, 172, 195, 222. 360 361
161
αρκετές ενδείξεις για ένα πολυπληθές μεταναστευτικό ρεύμα των κατοίκων των νησιών του Αιγαίου, και πιο συγκεκριμένα της Αίγινας, προς τη Θεσσαλονίκη. Με αυτές τις ενδείξεις του Βίου συμφωνεί και η πληροφορία του Ιωάννη Καμινιάτη ότι πολλοί κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου, τα οποία είχαν αλωθεί από τους Σαρακηνούς, κατέφυγαν στην απόρθητη και πλούσια Θεσσαλονίκη364. Η πόλη συγκέντρωνε πολλά προτερήματα. Ήταν η δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου θέματος από τις αρχές του ένατου αιώνα, αυτής της στρατιωτικής και διοικητικής περιφέρειας, σημαντικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο, όπως μαρτυρούν οι πολλές σφραγίδες οικονομικών υπαλλήλων του όγδοου και ένατου αιώνα, εστία μοναχισμού αλλά κυρίως πόλη με ασφαλή οχύρωση365. Για τους πιστούς μάλιστα, ήταν και ο πολιούχος της άγιος Δημήτριος που την προστάτευε και την καθιστούσε απόρθητη, έως την πρώτη άλωσή της, το 904, από τον αποστάτη Λέοντα Τριπολίτη. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Θεσσαλονίκη υπήρξε καταφύγιο για πολλούς κατοίκους των νησιών. Άλλα παραδείγματα προερχόμενα από αγιολογικές πηγές θα αναπτυχθούν στην επόμενη ενότητα στο πλαίσιο του κεφαλαίου για την εξαγορά των αιχμαλώτων ως συνέπεια των επιδρομών.
Ιωάννης Καμινιάτης, Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, σελ. 13.56-61. Για τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη υπάρχει πλήθος μελετών και άρθρων καθώς και συλλογικών επετειακών τόμων από Συνέδρια και Συμπόσια. Ενδεικτικά αναφέρονται: Η Θεσσαλονίκη και ο ευρύτερος χώρος. Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, πανελλήνιο συνέδριο (Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 97), Θεσσαλονίκη 2005· Symposium on Late Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003), Washington, D.C. 2004· Αλκμήνη ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, Νίκαια και Ήπειρος τον 13ο αιώνα. Ιδεολογική αντιπαράθεση στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν την αυτοκρατορία, Θεσσαλονίκη 1990· Αγγελική ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Χώρος και ιδεολογία, Γιάννενα 1996. 364 365
162
Ενότητα δεύτερη: Η εξαγορά των αιχμαλώτων ως χρέος τους Κράτους και της Εκκλησίας
Η απελευθέρωση των αιχμαλώτων μέσω της εξαγοράς τους
Η εξαγορά του αιχμαλώτου αξίζει ιδιαίτερη μελέτη. Αφορά στην κοστολόγηση της αγοραστικής τιμής ενός ατόμου το οποίο παραμένει ελεύθερο στα μάτια του νόμου από τον όγδοο αιώνα. Επιπλέον, πρόκειται για μια ενέργεια οικονομικής φύσεως με ιδιωτικό χαρακτήρα. Κι αυτό διότι, παρά το θεσμό των ανταλλαγών των αιχμαλώτων που λάμβαναν χώρα μέσα σε ένα πλαίσιο κρατικής πρωτοβουλίας και οργάνωσης, η εξουσία δεν φαίνεται να ασχολήθηκε με την εξαγορά των αιχμαλώτων προκειμένου
να
διασφαλίσει
την
ελευθερία
των
υπηκόων
της
Αυτοκρατορίας. Αυτό ήταν κάτι με το οποίο έπρεπε οι ίδιοι οι πολίτες να ασχοληθούν.
Συνέβαλε,
όμως,
ουσιαστικά
μέσω
της
νομοθεσίας,
αναγνωρίζοντας πως τα άτομα αυτά επανεισερχόμενα στα βυζαντινά εδάφη θα θεωρούνταν ελεύθερα de facto. Αυτή η εξέλιξη των όρων και των ορίων ανάμεσα στα νομικά καθεστώτα που χαρακτήριζαν τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας βάδιζε παράλληλα με την πορεία του βυζαντινού νόμου προς το χριστιανικότερο. Έγινε ήδη αναφορά στην αναλογία της βυζαντινής και της ισλαμικής νομοθεσίας, η οποία είναι εξαρχής συνυφασμένη με τη θρησκεία. Η βυζαντινή νομοθεσία, ωστόσο, είχε τις ρίζες της στη ρωμαϊκή παράδοση της οποίας διατήρησε τις δομές και τη συλλογιστική. Στο ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου γίνεται αντιληπτή η επίδραση που άσκησε στη νομοθεσία, όχι μόνο η χριστιανική θρησκεία, αλλά και ο –για πρώτη φορά– θρησκευτικός εχθρός της. 163
Η ιδιωτική εξαγορά
Στη μεση βυζαντινή εποχή και κυρίως κατά την περίοδο της εικονομαχίας και τα χρόνια μετά από αυτή, ο μεγάλος αριθμός αγιολογικών κειμένων αντισταθμίζει την έλλειψη άλλου τύπου πηγών σχετικών με το θέμα. Στο πλαίσιο αυτό τα προερχόμενα από τις αγιολογικές πηγές δεδομένα παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς είναι συναφή με καταστάσεις
τις
οποίες
οι
ιστοριογραφικές
βυζαντινές
πηγές
προσπερνούν σιωπηλά ή περιγράφουν ακροθιγώς. Έτσι, οι πηγές αυτού του είδους μπορούν να μας πληροφορήσουν σχετικά με τα πιθανά αίτια μιας αιχμαλωσίας (πόλεμος, πειρατεία, άλωση πόλεως), την κατάσταση των αιχμαλώτων, την εξαγορά, την ανταλλαγή και την απελευθέρωσή τους. Η κριτική αναφορικά με την ιστορική αξία των αγιολογικών κειμένων έχει διατυπωθεί από πολλούς ερευνητές και το θέμα έχει συζητηθεί σε βάθος366. Πέραν των άλλων προϋποθέσεων, όπως είναι η γνώση του ιστορικού χρόνου και χώρου στο πλαίσιο των οποίων έχει συγγραφεί ο εκάστοτε Βίος, άλλες πηγές για τη συγκεκριμένη εποχή, κατανόηση της κοινωνίας κ.λπ, είναι πάντα απαραίτητο το
κριτικό
πνεύμα προκειμένου να αντληθούν από τα κείμενα δεδομένα χρήσιμα για τη διερεύνηση του ζητήματος των αιχμαλώτων. Οπωσδήποτε,
ο
σκοπός
των
Βίων
ήταν
να
αποτελέσουν
παράδειγμα μέσα από τις πράξεις των αγίων, για τους πιστούς όλων των κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και να προπαγανδίσουν τη μοναστική ζωή.
KAZHDAN, Notes, σελ. 148-149· F. HALKIN, L΄hagiographie byzantine au service de l’histoire, στο 13th International Congress of Byzantine Studies, Oxford 1966, σελ. 1-10· ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Γυναίκα, σελ. 19-22. 366
164
Η αφήγηση επομένως είναι γεμάτη από υπερβολές. Ωστόσο, εάν κάποιος αφαιρέσει
τα
επαναλαμβανόμενα
μοτίβα,
μπορεί
να
συλλέξει
πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των Βυζαντινών. Οι Βίοι που έχουν μελετηθεί στην παρούσα έρευνα είναι ενδεικτικοί αυτών των χαρακτηριστικών. Ο αριθμός είναι περιορισμένος αλλά πρέπει να
λάβουμε
υπόψη
πως
τα
κείμενα
αυτά
χρησιμοποιούνται
συμπληρωματικά, ότι το ζήτημα των αιχμαλώτων δεν απαντάται τόσο συχνά και ότι τελικά, προκύπτει το κέρδος της ζωντάνιας και της χρονικής ακρίβειας, καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι βιογράφοι έζησαν την ίδια περίοδο με τους βιογραφούμενους Αγίους. Ένα ενδεχόμενο συνδεδεμένο με τους αιχμαλώτους είναι, όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα της εξαγοράς της ελευθερίας τους. Κι εδώ το Κράτος επιχείρησε νομοθετικές παρεμβάσεις. Από την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, η εξαγορά σε ατομικό επίπεδο υπήρχε ως πρακτική. Η οργανωμένη
εξαγορά
χριστιανών
οι
οποίοι
είχαν
αιχμαλωτισθεί
αναγνωρίστηκε επισήμως από τον Ιουστινιανό με δύο Νεαρές (120 και 131)367. Συχνά, δυο αυτοκρατορικοί πρέσβεις ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της διαπραγμάτευσης. Ο βιογράφος του Λουκά του Στειριώτη, αναφέρεται σε αυτοκρατορικό απεσταλμένο ο οποίος πήγε στην Αφρική, για να εξαγοράσει χριστιανούς αιχμαλώτους. Μάλιστα, έφερε μαζί του ένα σημαντικό ποσό προορισμένο για τον σκοπό αυτό368. Έπειτα, ο βιογράφος του Ιωσήφ του Υμνογράφου επισημαίνει ότι ο ήρωάς του,
Αποκατάσταση αιχμαλώτων με κρατική πρωτοβουλίας μαρτυρείται από τον τέταρτο αιώνα με το αίτημα του Ιουλιανού επωνομαζόμενου Αποστάτη, προς τους Αλαμανούς, συγκεκριμένα για την επανάκτηση Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Ονώριος το 409 κάνει λόγο για ιδιωτική εξαγορά και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνου εμπλέκει την φιλανθρωπία της Εκκλησίας και αναφέρεται στην ανάγκη οργανωμένης εξαγοράς ως δική της υποχρέωσης -και όχι από ιδιώτες- χρησιμοποιώντας την περιουσία της. Βλ. πιο πάνω, σελ. 60 και τις υποσημειώσεις για τις πηγές. Για τη σχετική νομοθεσία βλ. την πρώτη ενότητα στην παρούσα μελέτη. 368Βίος Λουκά Στειριώτη, σελ. 188· CONOR, Saint Luke of Steiris, σελ. 460. ]] ] ]]]] 367
165
αιχμαλωτισμένος στην Κρήτη, ελευθερώθηκε το 843 από έναν υπάλληλο της αυτοκρατορικής τον οποίο είχε στείλει η αυτοκράτειρα Θεοδώρα στο νησί με σκοπό την απελευθέρωση αιχμαλωτισθέντων Βυζαντινών369. Τα θύματα των αραβικών επιχειρήσεων μπορούσαν είτε να εξαγοραστούν απευθείας από συγγενείς τους, άλλους χριστιανούς, είτε να πωληθούν στις αραβικές αγορές είτε να προσφερθούν ‒κυρίως τα νεαρά κορίτσια‒ σε τοπικούς άρχοντες370. Όπως προαναφέρθηκε, οι πιο επιφανείς προσωπικότητες συχνά κρατούνταν σε αιχμαλωσία με σκοπό να ανταλλαγούν έναντι αιχμαλώτων Αράβων ή αναμένοντας την εξαγορά τους από τη βυζαντινή διοίκηση. Ωστόσο, απελευθέρωσής
το
πρόβλημα
τους
κατέστη
των
αιχμαλώτων
ζωτικής
πολέμου
σημασίας
και
και για
της τους
εκπροσώπους της Εκκλησίας, οι οποίοι θεωρούσαν ως πρωταρχικό καθήκον τους την επαναγορά και απελευθέρωση των χριστιανών που βρίσκονταν στα χέρια αλλοπίστων371. Δεν έβλεπαν όμως όλοι χωρίς δισταγμούς την πρακτική της εξαγοράς. Για παράδειγμα ο Νείλος του Ροσσάνο διαφωνούσε με το ταξίδι του μητροπολίτη Καλαβρίας προκειμένου να εξαγοράσει το ποίμνιό του, διότι η ενέργεια αυτή προϋπέθετε τη διαπραγμάτευση με απίστους. Παρ’ όλα αυτά, έστειλε ο ίδιος 100 νομίσματα στον εμίρη του Παλέρμο για να ελευθερώσει τρεις μοναχούς της μονής του372.
Βίος Ιωσήφ Υμνογράφου, σελ. 957-960. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Ένας Βυζαντινός δομέστικος από την Καππαδοκία, πιθανώς ένας σημαντικός στρατιωτικός αξιωματούχος, απήυθυνε, γύρω στα μέσα του δεκάτου αιώνα, πολλές εκκλήσεις προκειμένου να εξαγοράσει το γιο του που ήταν αιχμάλωτος από τους μουσουλμάνους και κρατείτο στο Χαλέπι. Αφού απέτυχαν οι προσπάθειές του, στράφηκε σε έναν χριστιανό έμπορο αρωματων από το Χαλέπι και του ζήτησε να φροντίσει να δολοφονηθεί ο γιος του προκειμένου να μην παραμείνει και τελειώσει τη ζωή του στην αιχμαλωσία. Βλ. Ibn Saddād, σελ. 196· DURAK, Performance, σελ. 148. 371 Βλ. πιο κάτω, σελ. 189 κ. εξ. 372 Βίος Νείλου του Νέου, σελ. 70-72· DUCELLIER, Miroire de l’Islam, σελ. 251-252. Ο μητροπολίτης Βλαττών μπόρεσε να ελευθερώσει αιχμαλώτους στην Αφρική, διότι 369 370
166
Οι Βίοι αγίων παρέχουν πληροφορίες σχετικές με τις εξαγορές αιχμαλώτων των οποίων η αιχμαλωσία οφείλεται περισσότερο σε επιδρομές και στην πειρατεία, όπως το Εγκώμιο του Νικολάου Μύρων373 και οι Διηγήσεις του Παύλου Μονεμβασίας374. Και στα δύο κείμενα περιγράφονται οι ζοφερές στιγμές της αιχμαλωσίας και γίνεται επίκληση στη φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη προκειμένου να ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι από τα χέρια των απίστων με την εξαγορά τους από ιερωμένους. Σχετικά με τους αιχμαλώτους από επιδρομές, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διήγηση του θαύματος του Αγίου Θεοδώρου Τήρωνος, καθώς θέτει το ζήτημα της μεταχείρισης των ξένων αιχμαλώτων από τους Βυζαντινούς. Ο άγιος ήταν επικεφαλής μιας εκστρατείας στη Συρία η κατόρθωσε να πείσει τον Άραβα κυβερνήτη Αφρικής ότι η γυναίκα την οποία είχε παντρευτεί ήταν και η ίδια αιχμαλωτισμένη από τους Αραβες και επιπλέον αδελφή του Βλάττονος. Το ίδιο μοτίβο βρίσκουμε και στον Προκόπιο, όπου η αγάπη του Χοσρόη για χριστιανή αιχμάλωτη από την πόλη Σούρα επιτρέπει την εξαγορά άλλων αιχμαλώτων, βλ. σχετικά, σελ. 62, 278. 373 Εγκώμιο Νικολάου Μύρων, σελ. 155: ἀφνίδιον Ἀγαρηνοὶ τὸν σεβάσμιον τοῦτον καταλαβόντες σηκὸν καὶ πάντας τοὺς ἐκεῖσε περιτυχόντας αἰχμαλωτεύσαντες τῇ κατ’ αὐτοὺς νήσῳ τῆς Κρήτης ἀπήγαγον … πλὴν ἐν τῇ τοιαύτῃ ἐκπλήξει ὤν, ἑώρων συνόντα μοι τὸν μέγαν καὶ θεῖον Νικόλαον, λύπην παντοίαν ἀποσκεδάζοντα καὶ θαρρεῖν παρακελευόμενον.]] ]] ]] ] 374 Παύλος Μονεμβασίας, 8.5.20 : «οὐ δίκαιόν ἐστι, πατέρες, ἐπιλαθέσθαι τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν ἐν αἰχμαλωσίᾳ, βαρβάροις καὶ ἀσεβέσιν ἀνθρώποις δουλεύοντας· ἀλλ’ ὅστις ἐξ ὑμῶν ἔχει προθυμίαν, πορευέσθω πρὸς τοὺς ἐλεήμονας καὶ φιλοχρίστους καὶ αἰτησάτω ἐλεημοσύνην· ἴσως εὐοδώσει Κύριος καὶ ἐπισυνάξει μικρὸν χρυσίον καὶ ῥύσεται κἂν ἕνα ἐκ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν.» ταῦτα αὐτοῦ εἰπόντος, ὁ κύριος τοῦ παιδὸς ἀπεκρίθη· ἐγὼ πορεύσομαι, πάτερ, μετὰ τῶν ἁγίων εὐχῶν σου, καὶ αἰτήσομαι ἐλεημοσύνην, καὶ εἰ ἀποστελεῖ Κύριος ὁ Θεός τι εἰς τὰς χεῖράς μου, ἀπελεύσομαι καὶ ἐν τῇ Ἀφρικῇ ἀναζητῆσαι τοὺς πνευματικοὺς ἡμῶν ἀδελφούς.»[…] «τρεῖς μοναχοὶ ἐκ τοῦ ἐμοῦ μοναστηρίου σὺν νεανίσκῳ ᾐχμαλωτίσθησαν, καὶ ἦλθον εἰς ἀναζήτησιν αὐτῶν· εἴγε καὶ ποιεῖτε ἔλεος, καὶ παρέχετέ μοι αὐτούς.» ὁ δὲ οὐμυρμνῆς· «καὶ ἔχεις χρυσίον τοῦ δοῦναι καὶ ἀγοράσαι αὐτούς;» ὁ δὲ μοναχός· «ἑκατὸν νομίσματα παρὰ τῶν φιλοχρίστων λαβὼν ἤνεγκα. εἰ οὖν ποιεῖτε ἔλεος, ἄραντες αὐτά, δότε μοι τοὺς αἰχμαλώτους.» ὁ δὲ οὐμυρμνῆς· «ἐπεί, καλόγηρε, ἐπληροφορήθημεν ὅτι δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχεις, τοὺς τρεῖς μοναχοὺς καὶ τὸν νεανίσκον δωρεὰν παρέχομέν σοι ὅπως ἐν ταῖς προσευχαῖς σου ταῖς πρὸς Θεόν, καὶ ὑπὲρ ἡμῶν μνείαν ποιῇς. τὰ δὲ ἑκατὸν νομίσματα ἃ ἔχεις, δὸς καὶ ἀγόρασον ἑτέρους αἰχμαλώτους» ταῦτα εἰπὼν ὁ οὐμυρμνῆς, ἀποστείλας καὶ ἐνέγκας τοὺς τρεῖς μοναχοὺς καὶ τὸν νεανίσκον, δέδωκε τῷ μοναχῷ. ὁ δὲ τούτους λαβὼν καὶ εὐχαριστήσας καὶ ἐπευξάμενος τὸν ἄρχοντα ἀπῆλθε. δέδωκε δὲ τὰ ἑκατὸν νομίσματα καὶ ἠγόρασεν αἰχμαλώτους.
167
οποία κατέληξε στην αιχμαλωσία σαράντα ανδρών, ογδόντα γυναικών και εκατό παιδιών375. Από τους άνδρες άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι ρίχτηκαν στη φυλακή, ενώ οι γυναίκες μετατράπηκαν σε σκλάβες, πιθανώς με όσα από τα παιδιά είχαν επιβιώσει376. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα γεγονότα στην Κρήτη. Οι μουσουλμάνοι του νησιού παρόλο που αναγνώριζαν τη επικυριαρχία του χαλίφη της Βαγδάτης και είχαν καλές σχέσεις μαζί του, ποτέ δε συνεργάστηκαν στενά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ή σε ανταλλαγές αιχμαλώτων377. Ο Βίος του Πέτρου επισκόπου Άργους, όμως, αναφέρει πως ο άγιος συναντούσε μια φορά το χρόνο απεσταλμένους των μουσουλμάνων
της
αιχμαλώτων378.
Αν και αυτή η διαδικασία έχει χαρακτηριστεί ως
ανεπίσημη
Κρήτης
ανταλλαγή,
δεν
που
προέβαιναν
μπορεί
να
στην
συμπεριληφθεί
ανταλλαγή
καν
στις
ανταλλαγές διότι στην ουσία πρόκειται για αγοραπωλησία379. Επιστρέφοντας στο Βίο του Ιωσήφ του Υμνογράφου, αξίζει να γίνει αναφορά και σε ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο αυτού του κειμένου, καθώς αναφέρεται στις συνθήκες κράτησης των αιχμαλώτων στην Κρήτη. Σημειώνεται πως μαζί με τον Ιωσήφ ήταν αιχμάλωτοι ένας επίσκοπος και μια
σημαντική
προσωπικότητα.
Οι
τρεις
τους
μπορούσαν
να
επικοινωνήσουν χωρίς εμπόδια και έτσι ο Ιωσήφ είχε την ευκαιρία να επαναφέρει στο ορθό, για εκείνον, δόγμα τον επίσκοπο, ο οποίος είχε παρασυρθεί από εικονομαχικές αντιλήψεις. Ο τρίτος αιχμάλωτος υπέμενε με μεγαλύτερη δυσκολία τις συνθήκες κράτησης. Οι μουσουλμάνοι του είχαν επισημάνει πως, με τη μεταστροφή του στο ισλάμ, θα γινόταν
Το γεγονός ότι οι αριθμοί που δίνονται είναι ζυγοί και στρογγυλοί προκαλεί σκέψεις ως προς την αληθοφάνεια της πληροφορίας για το πλήθος των αιχμαλώτων. 376 Βίος Θεοδώρου Τήρωνος, σελ. 46-48. 377 CHRISTIDES, Raids of the Moslems, σελ. 82. 378 Βίος Πέτρου επισκόπου Άργους, 14.2-6. Βλ. και πιο πάνω, σελ. 143. 379 KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, σελ. 87. 375
168
αυτομάτως ελεύθερος και ο ίδιος φαινόταν πως είχε πειστεί. Ωστόσο, η άφιξη του Ιωσήφ άλλαξε την κατάσταση. Αρνούμενος να ασπαστεί το ισλάμ
απειλήθηκε
να
καταδικαστεί,
προκειμένου
να
καταστεί
παράδειγμα για τους υπόλοιπους380. Αυτό που προβάλεται και που είναι ενδιαφέρον στη διήγηση αυτή είναι πως φαίνεται ότι η μεταστροφή στο ισλάμ μπορούσε να διασφαλίσει τη ζωή των χριστιανών αιχμαλώτων. Ωστόσο οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι αμφίβολης γνησιότητας. Το γεγονός, όπως περιγράφεται δεν απαντάει στο εξής ερώτημα. Γιατί οι μουσουλμάνοι
τον
άφησαν
αφού
έλαβαν
λύτρα
αιχμαλωσίας;
Ενδιαφέρουσα είναι η σχετική εξήγηση του Βασίλειου Χρηστίδη, ο οποίος αποδίδει το περιστατικό περισσότερο στη συνέχιση της εικονομαχίας στην Κρήτη και μετά τη μουσουλμανική εισβολή στο νησί, παρά σε εξαναγκαστική προσπάθεια για εξισλαμισμό, δεδομένου ότι το Κοράνι απαγορεύει τον αναγκαστικό εξισλαμισμό381. Οι περιπέτειες των ανθρώπων που περιγράφονται στα αγιολογικά κείμενα προσφέρουν πληροφορίες και σχετικά με τις ανταλλαγές αιχμαλώτων, αλλά πιο σπάνια. Το ἀλλάγιο μπορούσε να γίνει
στο
πλαίσιο μιας συνθήκης ή συμφωνίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη της βυζαντινής διπλωματίας που αναπτύχθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια των αραβοβυζαντινών πολέμων χωρίς, βεβαίως, αυτό να σημαίνει ότι η πλειονότητα έπαψε να οδηγείται στη δουλεία382. Από τις πηγές αυτές προκύπτει πως το κύριο μέσο απελευθέρωσης από την πλευρά του Κράτους ήταν η επίσημη ανταλλαγή. Ο Βίος του αγίου Θεοδώρου Κυθήρων έρχεται να στηρίξει τη σκέψη αυτή αναφερόμενος στην ανταλλαγή αιχμαλώτων με τον εμίρη της Βίος Ιωσήφ Υμνογράφου, 6. Το Ιερό Κοράνιο, στρ. 256· ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, Η κατάληψη της Κρήτης, σελ. 96-97. 382 Από τα μέσα του δέκατου αιώνα μέχρι και τα τέλη του δέκατυ τέταρτου υπάρχει όρος που υποδηλώνει στρατιωτική μονάδα με την ονομασία ἀλλάγιον. Βλ. σχετικά με την εξέλιξή του ODB, σελ. 67-68. 380 381
169
Κρήτης το έτος 925383. Στα χέρια των Βυζαντινών πρέπει να υπήρχε υψηλός αριθμός αιχμαλώτων που είχαν προκείψει από τη νικηφόρα εκστρατεία του δρουγγάριου του πλοΐμου Ιωάννη Ραδηνού, ο οποίος το καλοκαίρι του 924 συνέτριψε τον στόλο του Λέοντος Τριπολίτη στη Λήμνο. Το ίδιο έτος ο Ρωμανός Λακαπηνός ξεκίνησε ενέργειες για συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων στο μικρασιατικό μέτωπο, οι οποία έγινε αποδεκτή από τον Muktadir με τον όρο να ξεκινήσουν μετά τη θερινή εκστρατεία384. Το γεγονός αυτής της συμφωνίας προϋπέθετε μια γενική ανακωχή το 925, έτος κατά το οποίο έλαβε χώρα η ανταλλαγή στο Λάμο, στην περίοδο της οποίας πράγματι θα μπορούσε να λάβει χώρα και το ἀλλάγιο που συμφώνησε ο αυτοκράτορας με τον εμίρη της Κρήτης385. Ένας ακόμη Βίος στον οποίο μαρτυρείται η ο οδός της επίσημης ανταλλαγής ως κύριος τρόπος απελευθέρωσης είναι αυτός του αγίου Ιωαννικίου. Το κείμενο αναφέρεται στην ανταλλαγή του 845 μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών. Οι γονείς ενός νέου άνδρα, που είχε αιχμαλωτιστεί
από
τους
Άραβες
στη
διάρκεια
ενός
ταξιδιού,
παρακαλούσαν τον άγιο να χρησιμοποιήσει την επιρροή του προκειμένου η αυτοκράτειρα Θεοδώρα να συμπεριλάβει τον γιο τους σε εκείνους που θα ανταλλάσσονταν. Και στις δυο εκδοχές του Βίου το αίτημα ήταν να σταλεί ένας «Σαρακηνός», για να ανταλλαγεί στη θέση του386. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση αυτή η απελευθέρωση δεν εξαρτάτο από τα χρήματα αλλά απαιτούσε άλλη διαδικασία. Εάν τα χρήματα εξασφάλιζαν την απελευθέρωση του νέου, ακόμα και στην περίπτωση που η οικογένεια δεν είχε το απαραίτητο ποσό, θα ζητούσε χρήματα και όχι έναν
Βίος Θεοδώρου Κυθήρων, σελ. 289.242-243. Ibn Al-Athīr, σελ.148· TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 392· CAMPAGNOLOPOTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 19, 43· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 618, πίν. V. 385 Βίος Θεοδόρου Κυθήρων, σελ. 278. 386 Βίος οσίου Ιωαννικίου, στ. 379 Α-C. 383 384
170
Σαρακηνό. Συνάγεται το συμπέρασμα πως η απελευθέρωση έπρεπε να ακολουθήσει το δρόμο της ανταλλαγής. Επιπλέον, η πληροφορία ότι η Θεοδώρα συνέτασσε έναν κατάλογο, δείχνει την άμεση ευθύνη του Κράτους στις επίσημες ανταλλαγές και την ακόλουθούμενη διαδικασία. Διαπιστώνεται λοιπόν η ανάπτυξη γύρω από το θέμα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων, ένος νέου είδους αγιοσύνης στο οποίο η απελευθέρωση αποτελεί περισσότερο βήμα παρά στόχο. Η αγιοσύνη των πρωταγωνιστών μπορεί να συνδεθεί με το γεγονός ότι απελευθέρωσαν αιχμαλώτους ή ότι ελευθερώθηκαν και σώθηκαν οι ίδιοι από τα δεσμά της αιχμαλωσίας387. Η Θεοκτίστη της Λέσβου αιχμαλωτίστηκε από του Άραβες της Κρήτης, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και η αγιοσύνη της οφείλεται στην αιχμαλωσία της. Το ίδιο συνέβη με τον Ιωσήφ Υμνογράφο του οποίου ο Βίος, όπως προαναφέρθηκε, περιγράφει την αιχμαλωσία στην Κρήτη, όπου ο ίδιος έγινε πνευματικός οδηγός των χριστιανών αιχμαλώτων. Επιπλέον τα δύο θέματα, η ταλαιπωρία ως μοίρα-δοκιμασία του αγίου και οι δυστυχίες που προκαλούνται από τους «απίστους» μουσουλμάνους, αναμειγνύονται. Το ζήτημα φτάνει στο απόγειό του στην ιστορία του Ηλία του Νέου, του οποίου η κλήση εκδηλώνεται μέσα από την αιχμαλωσία από τους απίστους, την απώλεια της ελευθερίας και την πώλησή του ως δούλου, γεγονότα που τον οδήγησαν να αναλάβει το ρόλο του «ιεραπόστολου» στα μουσουλμανικά εδάφη388. Οι διηγήσεις αυτές αλλάζουν επίσης την εικόνα του σκλάβου και δίνουν στους αγίους
BRODMAN, Captives or Prisoners, σελ. 212. Ένας μεγάλος αριθμός αγίων της Δυτικής Εκκλησίας έχει ταυτιστεί με τη θαυματουργή απελευθέρωση από την αιχμαλωσία, όπως η Παναγία της Γουαδελούπης, ο άγιος Δομίνικος, ο άγιος Ισίδωρος της Σβίλλης, ο άγιος Αντώνιος της Πάδουας και άλλοι. 388 Βίος Ηλία Νέου, 18. Ο άγιος καταδικάζει τους εμπόρους αιχμαλώτων. Βλ. και MCCORMICK, European economy, σελ. 769-770. 387
171
χαρακτηριστικά με τα οποία ένα μεγάλο μέρος του βυζαντινού κόσμου μπορούσε να ταυτιστεί την εποχή εκείνη. Η απελευθέρωση μέσω θαύματος είναι επίσης ένας κοινός τόπος τον οποίο βρίσκουμε σε ορισμένους Βίους, όπως των αγίων Νικολάου, Πέτρου του πατρικίου, Ηλία του Νέου, Ιωαννικίου, Πέτρου Αθωνίτη και Δημητρίου. Ο άγιος είτε σώζεται ο ίδιος με θαυματουργό τρόπο, είτε απαντά στις επικλήσεις του αιχμαλώτου ή της οικογένειάς του και τον απελευθερώνει με τρόπο θαυματουργό. Ο διάλογος ανάμεσα στον αιχμάλωτο και τον Άγιο αποτελεί ένα μοτίβο διήγησης στο οποίο ο Άγιος ζητά στον αιχμάλωτο να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει. Έτσι απελευθέρωσε
ο
Ιωαννίκιος
τον
γνωστό
του
Ευάνδιο
και
τον
συναιχμάλωτό του389. Το ίδιο συνέβη και στον Πέτρο Αθωνίτη, ο οποίος ως στρατιωτικός ενός αυτοκρατορικού τάγματος της Ανατολής συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Άραβες και φυλακίσθηκε σε φρούριο στη Σαμαρά. Μετά τις θερμές παρακλήσεις του προς τους αγίους Νικόλαο και Συμεών τον Θεοδόχο απελευθευθερώθηκε ως εκ θαύματος από τα δεσμά και μετέβη στη Ρώμη όπου έγινε μοναχός390. Παρόμοιος διάλογος μαρτυρείται για παράδειγμα και στα Θαύματα του αγίου Δημητρίου, ο οποίος λύτρωσε από τα δεσμά της αιχμαλωσίας τον επίσκοπο Κυπριανό, θύμα μιας πειρατικής επιδρομής των Σλάβων391.
Βίος οσίου Ιωαννικίου, στ. 379 Α-C. Βίος Πέτρου Αθωνίτη, σελ. 164, 7.17-8.32 και σελ. 126-132 τα σχόλια του εκδότη και τα σχετικά με την παράδοση και χρονολόγηση του Βίου. Πρβλ. Dénise PAPACHRYSSANTHOU, La Vie ancienne de Saint Pierre l'Athonite : date, composition et valeur historique, Analecta Bollandiana 92 (1974), σελ. 19-61. 391 Θαύματα Δημητρίου, σελ. 237: [307] Καὶ δὴ τοῦ πλοὸς ἐχόμενος, καὶ τοῖς τῆς Ἑλλάδος μέρεσι πλησιάσας, ἐκ τῶν ἀνημέρων σύλληπται Σκλάβων· οἵτινες πάντας αἰχμαλώτους λαβόντες τοὺς ὄντας μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον καὶ διαμετρησάμενοι καταδιείλοντο αὐτοὺς εἰς δουλείαν, μεθ’ ὧν καὶ τὸν εἰρημένον ἐπίσκοπον. [309] Ταῦτα καὶ πλείονα τούτων ἀποδυρόμενος, καὶ φωνὰς εὐχαριστηρίους ἀναπέμπων τῷ τοὺς πειρασμοὺς συμφερόντως ἐπάγοντι θεῷ, ἐξαίφνης ἐφίσταταί τις νεανίας εὐειδὴς καὶ ἀνδρεῖος, στρατιωτικὸν ἐπιφερόμενος τοῦ σχήματος εἶδος, καί φησι πρὸς αὐτόν· «Εἰ βούλει, ἐπίσκοπε, τῆς 389 390
172
Η αναφορά στους Σλάβους, οδηγεί στην εξέταση των πληροφοριών τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε και για το βαλκανικό μέτωπο. Από το Βίο του Ναούμ πληροφορούμαστε ότι Βυζαντινοί διπλωμάτες βρήκαν στη Βενετία
μαθητές
του
Μεθοδίου
απηγμένους
στη
Μοραβία
και
πωλημένους ως σκλάβους392. Αφού τους αγόρασαν τους μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη μαζί τους. Το γεγονός έχει χαρακτηριστεί από μελετητές
ως
διπλωματική
καινοτομία
συνδεδεμένη
με
τη
βυζαντινορωσική συνθήκη του 911, όταν οι Ρως δεν είχαν ακόμα εκχριστιανισθεί393. Εκεί αναφέρεται πως, εάν κάποιος συναντήσει έναν αιχμάλωτο, που έχει μετατραπεί σε σκλάβο και προέρχεται από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, πρέπει να τον εξαγοράσει και να τον μεταφέρει στον τόπο καταγωγής του. Ο εξαγορασμένος, ο οποίος θα θεωρείται ακόμα ως σκλάβος, όφειλε να αποπληρώσει την αξία εξαγοράς του ο στον άνθρωπο που την κατέβαλε394. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η ίδια διάταξη υπάρχει και στην Εκλογή, η οποία απηχεί το περιεχόμενο της ιουστινιάνειας νομοθεσίας όσον αφορά το ζήτημα αυτό. Η προαναφερθείσα συνθήκη μοιάζει να αποτελεί ένα μέτρο για τη δημιουργία ενιαίου μετώπου κατά της αρπαγής ατόμων και κατά των φυγάδων395. Σχετικά με το ζήτημα της μεταχείρισης των αιχμαλώτων από τους Σλάβους και τους Βουλγάρους, οι γλίσχρες μαρτυρίες προέρχονται κυρίως από τη βυζαντινή πλευρά και θα αναλυθούν σε επόμενη ενότητα. Η διαφορά, πάντως, ανάμεσα στα δυο κατεχούσης σε δουλείας ἀπαλλαγῆναι καὶ βαρβαρικῶν ἐκλυτρωθῆναι κινδύνων, ἀναστὰς ἀκολούθει μοι». 392 Βίος Ναούμ, σελ 167· OBOLENSKY, Byzantium and the Slavs, σελ. 48-49· MCCORMICK, European economy, σελ. 765-768. 393 ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 92-93. Ο MCCORMICK, European economy, σελ. 757, πίν. 25.1 δίνει τιμή 20 νομισμάτων (90 γρ. χχρυσού) για χριστιανούς που πωλήθηκαν από Ρως το 911. Βλ. για τιμές και στο Παράστημα. 394 Χρονικό Νέστορος, σελ. 67. 395 Το ίδιο που το Βυζάντιο έκανε λίγο αργότερα με παρόμοιες συνθήκες με τους Άραβες (969, Νεαρά του 949-959).
173
μέτωπα, βαλκανικό και αραβικό, αντανακλάται επίσης στον αριθμό δούλων των Βυζαντινών που ήταν ξένης καταγωγής ‒οι αιχμάλωτοι πολέμου οι οποίοι έμεναν στο Βυζάντιο χωρίς να ανταλλαγούν ήταν, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, «Σκύθες»396. Τα θαύματα του αγίου Δημητρίου αποτελούν πραγματική πηγή για την ιστορία, μια διήγηση «από πρώτο χέρι» σχετικά με τη διείσδυση των Σλάβων. Είναι αξιόλογη καθώς αφήνει να διαφανούν, μέσα από μια πολύ ζωντανή αφήγηση τα συναισθήματα του κόσμου ως προς την κατάσταση της αιχμαλωσίας, η οποία ήταν συνώνυμη ενός «πικρού θανάτου»397. Με τη βοήθεια του Αγίου οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν τους εχθρούς τους στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τους Αβάρους. Μετά τη σύναψη ειρήνης οι εχθροί πλησίασαν στα τείχη προκειμένου να πουλήσουν τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει κατά τη διάρκεια της αλώσεως398. Οι Βίοι του δεκάτου αιώνα είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικοί σχετικά με τις επιδρομές και την καθημερινή ζωή του πληθυσμού των περιοχών που τις υφίσταντο. Ο Βίος του Λουκά του Νέου αναφέρει τις βουλγαρικές επιδρομές του Συμεών που είχαν ως συνέπεια την αιχμαλωσία κατοίκων της περιοχής. Ο Βίος του οσίου Βλασίου του εξ Αμορίου μαρτυρεί πως ο όσιος συνελήφθη αιχμάλωτος σε ένα ταξίδι επιστροφής του στη Ρώμη και πωλήθηκε στη συνέχεια σε έναν «Σκύθη»399. Ο Βίος του οσίου Φαντίνου του Νέου διηγείται την ιστορία ενός σκλάβου τον οποίο αιχμαλώτισαν οι Βούλγαροι και τον φυλάκισαν400. Στον Βίο του Νίκωνος «Μετανοείτε», οι
Βλ. πιο πάνω, σελ. 149, σημ. αρ. 320. Θαύματα Δημητρίου, σελ. 175: δειλίαν δὲ πλείω θέσθαι τοῖς πολίταις ἐκ τῶν ἀποφύγων χριστιανῶν, τῶν ἐν πείρᾳ τῆς αὐτῶν ἀνηλεοῦς παρατάξεως γεγενημένων αἰχμαλώτων. Καὶ ἦν τότε καὶ τῶν δειλῶν καὶ τῶν ἀνδρείων ἡ ψυχὴ μία, καὶ ἕκαστος πρὸ ὀφθαλμῶν τὸν πικρὸν τῆς αἰχμαλωσίας ἑώρα θάνατον, οὐκ ἐχόντων ἑτέρως ποῦ φυγεῖν, κατὰ τὸ θεῖον λόγιον τὸ φάσκον. 398 Θαύματα Δημητρίου, σελ. 214. 399 Βίος Βλασίου του εξ Αμορίου, σελ. 660. 400 Βίος Φαντίνου του Νέου, σελ. 287-288. 396 397
174
κάτοικοι απειλούνταν από ληστές που λεηλατούσαν την ύπαιθρο και απήγαγαν
ελεύθερους
ανθρώπους
για
να
τους
πουλήσουν
σε
σκλαβοπάζαρα401. Ο άγιος έσωσε μια κοπέλα και την παρέδωσε στους γονείς της κάνοντας τους ληστές να ορκιστούν ότι δε θα συνέχιζαν τις λεηλασίες. Έτσι και ο Γρηγόριος Δεκαπολίτης, συνάντησε ληστές Σλάβους στο ταξίδι του για τη Θεσσαλονίκη402. Στην πραγματικότητα, δεν επρόκειτο
παρά
για
εχθρούς
που
αιχμαλώτιζαν
κατοίκους
της
Αυτοκρατορίας και οι επιδρομές τους ήταν απόρροια εχθροπραξιών. Οι Βυζαντινοί ζητούσαν μερικές φορές την αποκατάσταση των αιχμαλώτων μέσω της διπλωματικής οδού, όμως δεν υπάρχει αναφορά σε ανταλλαγή αιχμαλώτων μετά από εκείνη του 816. Υπό τον Συμεών, στα τέλη του ένατου και στις αρχές του δέκατου αιώνα, Βυζάντιο και Βούλγαροι βρίσκονταν σταθερά σε πόλεμο. Σε αυτό το χρονικό διάστημα οι τελευταίοι ερήμωναν ευρέως τα βόρεια επαρχιακά εδάφη της Αυτοκρατορίας συλλαμβάνοντας πλήθος αιχμαλώτων. Η θρησκεία, και εν προκειμένω ο εκχριστιανισμός, αποτελούσε ένα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα της βυζαντινής διπλωματίας, αλλά όχι πάντα αποτελεσματικό. Οι επιστολές του Νικόλαου Μυστικού προς τον Βούλγαρο ηγεμόνα είναι ενδεικτικές της σημασίας που το Βυζάντιο προσπαθούσε σε τέτοιες περιπτώσεις να προσδώσει στο ομόθρησκον. Ο πατριάρχης κατηγορούσε τον τσάρο ως υπεύθυνο για την εκατόμβη χριστιανών και την αιχμαλωσία εκατοντάδων ανθρώπων. Το σταθερό επιχείρημα του Νικολάου στις επιστολές του ήταν η κοινή θρησκεία την οποία μοιράζονταν οι δυο λαοί403.
Βίος Νίκωνος Μετανοείτε, 20. Βίος Γρηγορίου Δεκαπολίτη, 10. 403 Στις είκοσι έξι επιστολές του πατριάρχη προς τον Βούλγαρο ηγεμόνα είναι άφθονα τα σχετικά χωρία. Βλ. Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, αρ. 3, 5-11, 14-31· SIMEONOVA, Nichola’s Mysticus Letters, σελ. 89-94. Νωρίτερα, ο Λέων Χοιροσφάκτης ως πρεσβευτής του Βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ είχε σταλεί στον Συμεών, ο οποίος είχε 401 402
175
Ένα περιστατικό που μας πληροφορεί πάνω στο ζήτημα των βυζαντινοβουλγαρικών πολέμων βρίσκεται στο Βίο του οσίου Πέτρου του πατρικίου εν τοις Ευάνδροις. Ο όσιος έζησε στην περίοδο της βασιλείας της Ειρήνης και του γιου της Κωνσταντίνου. Γιος πατρικίου, παντρεύτηκε και μετά το θάνατο του πατέρα του τιμήθηκε ο ίδιος με τον τίτλο του πατρικίου και δομεστίκου τῶν σχολῶν. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α’ τον ξεχώρισε για τις γνώσεις του και τον πήρε μαζί του στο πεδίο της μάχης με τους Βουλγάρους. Η εκστρατεία είχε αρνητική έκβαση για τους Βυζαντινούς και ο Πέτρος αιχμαλωτίστηκε με άλλους πενήντα άρχοντες. Στον Βίο του αναφέρεται ότι νύκτωρ ἐπιφανείς αὐτοῖς ὁ ἃγιος Ἰωάννης, ὁ ἐπί τὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ ἀναπεσὼν, ἐλυτρώσατο τῶν δεσμῶν μέχρι τῆς τῶν Ῥωμαίων ἐξαγαγών γῆς404. Ο άγιος που ακόμα και στις μέρες μας χαρακτηρίζεται ελευθερωτής των αιχμαλώτων είναι ο άγιος Γεώργιος. Ένα από τα θαύματά του αφορά στην απελευθέρωση ενός νέου στρατιώτη από την Παφλαγονία του Πόντου, ο οποίος μάλιστα είχε λάβει και το όνομα Γεώργιος προς τιμή του αγίου. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των «βαρβάρων» πολλοί χριστιανοί έπεσαν σε ενέδρα, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος. Άλλους κατέσφαξαν, άλλους κράτησαν ως υπηρέτες και άλλους πούλησαν ως δούλους. Αυτή ήταν και η μοίρα του Γεωργίου. Τόσο οι γονείς του όσο και ο ίδιος προσεύχονταν για τη σωτηρία του. Μετά ένα χρόνο, την ημέρα της εορτής του αγίου οι γονείς του κάλεσαν συγγενείς για δείπνο. Την ίδια μέρα και ενώ ο Γεώργιος ζέσταινε νερό σε μια στάμνα για να πλύνει τα πόδια του αξιωματικού αφέντη του, εμφανίστηκε ο άγιος ηττηθεί από τους Ούγγρους (895-6). Η δύσκολη αποστολή του συνίστατο στην αποκατάσταση της ειρήνης με τον Συμεών και στη συμφωνία για απελευθέρωση των Βυζαντινών αιχμαλωτισμένων χωρίς την καταβολή λύτρων, κάτι που τελικά πέτυχε. Ωστόσο, δεν αναφέρει ανταλλαγή αιχμαλώτων (100.000 αιχμάλωτοι). 404 DELEHAYE, Synaxarium, σελ. 791, σημείωη 13-29· PG 117, σελ. 517 AB, σελ. 687· AASS Julii I (1719), σελ. 289-290. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Πέτρος ακολούθησε μοναστική ζωή δίπλα στον Αγ. Ιωαννίκιο μέχρι το θάνατο του τελευταίου.
176
πάνω
σε
ένα
άσπρο
άλογο,
όπου
ανέβασε
τον
Γεώργιο
και
ελευθερώνοντάς τον από τα δεσμά της αιχμαλωσίας, τον πήγε στο σπίτι του όπου δειπνούσαν οι συγγενείς του405. Ο χαρακτηρισμός του αγίου ως ελευθερωτή αιχμαλώτων ακούγεται μέχρι σήμερα από την Εκκλησία στους χαιρετισμούς Χαῖρε, ὄτι πολλούς ἔσωσας αἰχμαλώτους ἀθλητά·…. Χαῖρε, ἐλπίς καὶ χαρὰ αἰχμαλώτων. Η απάρνηση του χριστιανισμού και ο εξισλαμισμός προτάθηκε και στους 42 Μάρτυρες του Αμορίου. Το μαρτύριό τους δίνει ένα δείγμα των συνθηκών κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας, όπως και της αγωνίας την οποία βίωναν οι άνθρωποι αυτοί περιμένοντας να δοθεί ένα τέλος στην κατάσταση αναμονής, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση διήρκησε εξήμισι χρόνια406. Επί βασιλείας του Θεοφίλου, στα ανατολικά σύνορα ο πόλεμος είχε εναλλασσόμενες επιτυχίες407. Άλλοτε επικρατούσε ο αυτοκράτορας καταστρέφοντας πόλεις του χαλιφάτου του Al-Mamoun και άλλοτε οι Άραβες
αλώνοντας
τις
βυζαντινές
πόλεις.
Η
κατάσταση
έγινε
κρισιμότερη, όταν στην εξουσία ανήλθε ο αδελφός του χαλίφη, ο AlMu’tasim. Στα δικά του χρόνια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δέχθηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα. Το 837, στο πέμπτο έτος της βασιλείας του, ο αυτοκράτορας μαχόμενος στα ανατολικά σύνορα και έχοντας καταλάβει τα Αρσαμόσατα και τη Μελιτηνή, διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στη Σωζόπετρα, γενέτειρα του χαλίφη, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Άραβας ηγέτης κατεδεήθη διὰ γραμμάτων οὗτος, φείσασθαι
C. WALTER, The Origins of the Cult of St. George, REB 53 (1995), σελ. 295-326· ΚΑΡΑΠΛΗ, Κατευόδωσις, σελ. 132. 406 KHADDURI, War and Peace, σελ. 127· ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ιερός πόλεμος, σελ. 273-274· KOLIA-DERMITZAKI, Forty-two Martyrs, σελ. 145-160. 407 VASILIEV, Byzance et les Arabes, σελ. 103-105, 137-142· TREADGOLD, Byzantine Revival, σελ. 275, 292-294. 405
177
ἐκλιπαρήσας τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος408. Τα στρατεύματα κατόρθωσαν να την καταλάβουν
και
προέβησαν
σε
πολλές
καταστροφές.
Είναι
χαρακτηριστική η αναφορά του Άραβα ιστορικού al-Ṭabarī, ο οποίος τονίζει ότι στη διάρκεια της άλωσης συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι με τον αριθμό των γυναικών αιχμαλώτων να ξεπερνά τις χίλιες409. Σύμφωνα με την αφήγησή του, ο Θεόφιλος, αδιαφορώντας για τις παρακλήσεις του χαλίφη, συμπεριφέρθηκε με μεγάλη αγριότητα στους αιχμαλώτους τους οποίους τύφλωσε με πυρωμένο σίδερο και τους έκοψε τα αυτιά και τις μύτες, «σύμφωνα με τις βυζαντινές ποινές»410. Οι αιχμάλωτοι θα πωλούνταν ως δούλοι ή θα θανατώνονταν. Το χειμώνα του ίδιου έτους ο Θεόφιλος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και τέλεσε θρίαμβο για τη νίκη του411. Το επόμενο έτος, όμως, ο Al-Mu’tasim αποφάσισε να εκδικηθεί. Προχωρώντας αρχικά προς την πόλη Δαζιμώνα (Kaz Ova) και στη συνέχεια την Άγκυρα κινήθηκε εναντίον του Αμορίου. Ύστερα από πολιορκία λίγων ημερών, η πόλη είχε ολοσχερώς καταστραφεί412. Το πλήγμα ήταν μοιραίο για το Βυζάντιο, καθώς η πόλη λειτουργούσε ως στρατιωτικό – διοικητικό κέντρο του θέματος των Ανατολικών, είχε όμως και συμβολική σημασία, μιας και υπήρξε γενέτειρα πόλη της βασιλεύυσας δυναστείας. Άλωση των αλώσεων αποκάλεσε την εισβολή ο Abū-Tammām ο οποίος συνέγραψε ένα ποίημα εμπνευσμένο από την τραγωδία της
Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 124.11-12· Σκυλίτζης, σελ. 74. 96-97· Γενέσιος, σελ. 45.4749. 409 Al-Ṭabarī, ΧΧΧΙΙΙ, σελ. 103. 410Al-Ṭabarī, ΧΧΧΙΙΙ, σελ. 93. Ας σημειωθεί πως τέτοιες ποινές ακρωτηριασμού επιβάλλονταν στους στασιαστές, γεγονός που θέτει ερωτηματικά ως προς την εγκυρότητα της πληροφορίας. Βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Ποινές, σελ. 31-35. 411 TREADGOLD, The Byzantine Revival, σελ. 441· MCCORMICK, Eternal victory, σελ. 146-147. 412 Al-Ṭabarī, ΧΧΧΙΙΙ, σελ. 108· VASILIEV, Byzance et les Arabes, σελ.137-139. 408
178
άλωσης του Αμορίου413. Τέτοιο ήταν το μένος και η οργή του χαλίφη εξαιτίας της καταστροφής της Σωζόπετρας, που, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, διέταξε να αναγράφεται στα λάβαρα του στρατού το Αμόριο414, ενώ προετοιμάστηκε για μια αμείλικτη μάχη. Οι βυζαντινές δυνάμεις, με το περσικό στράτευμα και αρχηγούς τον Θεόφοβο415, τον Αέτιο και το Θεόδωρο Κρατερό στάθηκαν ανίσχυρες και ο Θεόφιλος διέφυγε στην Κωνσταντινούπολη
και
προσπαθούσε
στέλνοντας
πρεσβείες
να
κατευνάσει με δώρα τον χαλίφη416. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε και μάλιστα κράτησε τους πρεσβευτές αιχμαλώτους. Στην πόλη του Αμορίου κατοικούσε ένας Άραβας ονόματι Βοϊδίτζης, ο οποίος είχε παλαιότερα αιχμαλωτισθεί από τους Βυζαντινούς και είχε στη συνέχεια εκχριστιανιστεί και λάβει χριστιανή σύζυγο. Βλέποντας τον αραβικό στρατό θέλησε να βοηθήσει τους Άραβες. Προφανώς, το να εκχριστιανιστεί κάποια στιγμή, για να γλιτώσει τη ζωή του
ή
να
αποκτήσει
τα
προνόμια
που
παραχωρούνταν
στους
Abū Tammām, Poem, σελ 41.11. Ο ποιητής γεννήθηκε στη Δαμασκό στις αρχές του ένατου αιώνα. Η εργασία του ως διευθυντή του ταχυδρομείου της Μοσούλης τον κατέστησε ικανό να γνωρίζει πολλές πληροφορίες για την ευρύτερη περιοχή. Πιθανότατα συνόδευε τον al-Ma’mūn στις εκστρατείες του, όπως ο όμότεχνός του alMutanabbī ακολουθούσε τον Sayf al-Dawla. Βλ. HILLENBRAND, Sayf al-Dawla, σελ.221-230. Ο πόλεμος με το Βυζάντιο αποτελούσε για τους Άραβες πηγή έμπνευσης. Το ποίημα του Abū Tammām έχει ως στόχο να εξυψώσει το κύρος των Αράβων στις μάχες. Πέραν της λογοτεχνικής αξίας του το ποίημα διασώζει πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για την άλωση του Αμορίου. Σχετικά με τη ζωή του Abū Tammām και τις εκδόσεις του ποιήματός του βλ. Abū Tammām, 33-36, την εισαγωγή του H. HASSAN και ΚΟΝΔΥΛΗ-ΜΠΑΣΟΥΚΟΥ, Λογοτεχνία των Αράβων, σελ. 187-190. Η άλωση του Αμορίου ενέπνευσε και τη δημιουργία πολλών δημοτικών τραγουδιών που σκοπό είχαν να τιμήσουν τους Βυζαντινούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν, εκείνους που μαρτύρησαν αλλά και τον απλό πληθυσμό που χάθηκε. Το θρηνητικό «Άσμα του Αρμούρη» και «το Κάστρο της Μαρούς», το οποίο ακουγόταν έως το 1922 στη Μικρά Ασία και το «Κάστρο της Ωριάς» είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Βλ. Στ. ΑΛΕΞΙΟΥ, Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και το Άσμα του Αρμούρη, Αθήνα 1985, Κ. ΓΚΟΤΣΗΣ, Το Κάστρο της Ωριάς, Revue des études NéoHelleniques ΙΙ (1993) 147. 414 Σκυλίτζης, σελ. 75.29 : πάντα δε τὸν στρατευόμενον γράφειν ἐπὶ τῆς οἰκείας ἀσπίδος Ἀμώριον. 415 Βλ. σχετικά πιο κάτω, σελ. 285 κ. εξ. 416 Μιχαήλ Σύρος, σελ. 102· Bar Hebaeus, History, σελ. 139. 413
179
εκχριστιανισμένους μουσουλμάνους, δε σήμαινε ότι είχε ξεχάσει την καταγωγή του. Η πόλη πιθανότατα να είχε γλιτώσει, εάν εκείνος δεν αποκάλυπτε το ασθενές σημείο της στους Άραβες, όπως σχολιάζει ο Σκυλίτζης417. Ο στρατηγός Αέτιος, συνειδητοποιώντας την κατάσταση, συνέταξε επιστολή απευθυνόμενη προς τον αυτοκράτορα, τη μεταφορά της οποίας ανέθεσε σε δύο άνδρες του που μιλούσαν καλά την αραβική γλώσσα. Δυστυχώς, όμως έγιναν αντιληπτοί από την αραβική φρουρά και έτσι το σχέδιο του Αετίου ναυάγησε. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι για να γλιτώσουν την τιμωρία εξισλαμίστηκαν. Μετά την είσοδο των Αράβων στην πόλη, τα στρατεύματά τους επιδόθηκαν σε λεηλασία, αρπαγή και αιχμαλωσία του πληθυσμού, και τελικά την πυρπόλησαν ολόκληρη. Παντού υπήρχαν στρατιώτες με αιχμαλώτους γυναίκες και άνδρες. Ο αριθμός τους ήταν τόσο μεγάλος που ο Al-Ṭabarī αναφέρει πως γέμιζαν όλο το στρατόπεδο418. Οι πηγές της εποχής βρίθουν πληροφοριών για αυτό το σημαντικό πλήγμα που επέφεραν οι Άραβες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τονίζοντας την ανθρώπινη τραγωδία νεκρών και αιχμαλώτων. Ο Abū Tammām αναφέρει με δραματικό ύφος στο ποίημά του τη μέρα εκείνη που σκοτώθηκαν άνδρες και γυναίκες, ενώ πολλοί σύρθηκαν ως αιχμάλωτοι. Και πόσες γυναίκες φεγγαρόλουστες πάρθηκαν κάτω απ’ του πολέμου το φως και του θανατοδότη ουρανού τα κοφτερά τα δόντια, αναφέρει σε στίχους του419. Ο Σκυλίτζης δεν παραλείπει να αναφερθεί ονομαστικά στους πολλούς επιφανείς
αιχμαλώτους
που
συνελήφθησαν,
αναφερόμενος
σε
αξιωματούχους και στρατηγούς δίνοντας, μάλιστα, τα ονόματα των πατρικίων Καλλίστου Μελισσηνού, Κωνσταντίνου Βαβούτζικου, του Σκυλίτζης, σελ. 78.27-28· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 587-588. Al-Ṭabarī, ΧΧΧΙΙΙ, σελ. 93. 419 Abū Tammām, Poem, σελ 46.63 και 52-53. 417 418
180
πρωτοσπαθαρίου Θεοδώρου Κρατερού, του «δρομέως» Βασσόη και του πατρικίου Θεοφίλου420. Είναι εκείνοι που ηγήθηκαν της φάλαγγας των σαρανταδύο μαρτύρων421. Μέσα από το κείμενο του μαρτυρίου των σαράντα δύο μαρτύρων του Αμορίου σκιαγραφείται εναργώς η κατάσταση του πληθυσμού και οι συνθήκες που ακολούθησαν την άλωση. Παντοῦ σφαγαί, παντοῦ οἰμωγαὶ καὶ δακρύων χύσις ἀπαραμύθητος, κάνοντας να φαίνεται η τραγωδία της αιχμαλωσίας ως τύχη συγκριτικά με τα όσα διαδραματίζονταν422. Τις γνώσεις μας για τις τραγικές συνέπειες μαρτυρά και το κείμενο του μοναχού Ευωδίου423. Η συγγραφή ενός κειμένου προορισμένου να υμνήσει τους αγίους ενέχει την αδυναμία της υπερβολής και της υποκειμενικής αφήγησης των γεγονότων, όπως έχει τονιστεί ξανά στην παρούσα μελέτη. Αναμφισβήτητα, όμως, πρόκειται για μια φωνή της εποχής και αυτό έχει μια αξία από μόνο του. Σε σχέση, μάλιστα, με τα αγιολογικά κείμενα που εξυμνούν μάρτυρες των πρώτων αιώνων δίνοντάς τους υπεράνθρωπο θάρρος, το μαρτύριο των σαράντα δύο μαρτύρων του Αμορίου τοποθετεί τους πρωταγωνιστές πιο κοντά στην ανθρώπινη διάστασή τους424. Σκυλίτζης, σελ. 78.35-38. Πρβλ. Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 29.29-35. Σκυλίτζης, σελ. 75.39-40· Συμεών Μάγιστρος, σελ. 227.240-248. 422 Ἐσφάττετο πατὴρ πρὸ ὀφθαλμῶν τοῦ παιδός, υἱὸς πατρὸς ὁρῶντος, αἰχμάλωτος δεσμώτης ἀπήγετο, πῦρ κατεπίμπρα τὴν θυγατέρα καὶ λύπης φλὸξ τὰ σπλάγχνα τῆς μητρὸς διεβόσκετο· ἀδελφὸς ὁρῶν ἀδελφὸν μαχαίραις ἀπηνῶς θεριζόμενον λυτροῦσθαι τῶν δεινῶν οὐκ ἠδύνατο. Ἄωρος βρεφῶν ἡλικία μαζῷ τε προσανέχουσα καὶ θηλῇ οὐ γάλακτος ἕλκειν ῥοὰς ἀλλ’ αἱμάτων προχοὰς ἠναγκάζετο, τῶν οὐθάτων τεμνομένων τῶν μητρικῶν καὶ τὴν λευκὴν τοῦ ῥεύματος φύσιν ἐρυθρὰν ὀχετηγούντων τοῖς βδάλλουσιν. Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ταῦτα τὰ νήπια παρὰ πάντα οἶκτον ὑπ’ ὀφθαλμοὺς τοὺς μητρικοὺς κατεσφάττετο, πάντες τῇ ψήφῳ τοῦ θανάτου ὑπήγοντο. Οὐδαμοῦ παράκλησις, οὐδαμοῦ ἄνεσις, πανταχοῦ σφαγαί, πανταχοῦ οἰμωγαὶ καὶ δακρύων χύσις ἀπαραμύθητος.] ]] ]] ]] ]] ]] 423 ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Ευώδιος Μοναχός, σελ.31. Πρβλ. Συν. Θεοφάνη, σελ. 131.6-7. 424 Ο Ευώδιος αντιμετωπίζει τους μάρτυρες ως σύνολο σε αντίθεση με τα κείμενα που αποδίδονται στον Μιχαήλ Σύγκελο και τον Σωφρόνιο, οι οποίοι εστιάζουν περισσότερο στα άτομα. Γίνεται εκτενής αναφορά, δηλαδή, στον σπαθάριο(;) Κάλλιστο, βλ. PmbΖ, αρ. 3606, τον οποίο ο Σωφρόνιος συνδέει και με την οικογένεια των Μελισσηνών. Βλ. Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 50.5-6, 23.15-24. Ο ίδιος φέρεται να είχε και ιδιαίτερο ρόλο όντας μεταξύ των αιχμαλώτων, καθώς χαρακτηρίζεται ως ἀρχιεταῖρος και εμφανίζεται να δίνει κουράγιο στους υπολοίπους. Ό.π, σελ. 33.4-33. Ο Σωφρόνιος αναδεικνύει και 420 421
181
Ο χαλίφης Al-Mu’tasim, διέταξε αμέσως μετά τη λεηλασία και τη σύλληψη πολλών αιχμαλώτων, να διαχωρίσουν τους άνδρες από τις γυναίκες και τα παιδιά και στη συνέχεια να διαχωρίσουν από αυτούς εκείνους οι οποίοι ήταν επιφανείς. Διέταξε, επίσης, να συγκεντρωθεί ό,τι ήταν δυνατό να διοχετευθεί στις αγορές και να πωληθεί εντός πέντε ημερών. Ορισμένες από τις γυναίκες αιχμαλώτους και τα παιδιά πωλήθηκαν ως δούλοι425. Από τη μία πλευρά, η πώληση θα απέφερε έσοδα, μαζί με το ποσό που θα συγκεντρωνόταν και από την πώληση των άλλων ειδών, και από την άλλη θα απάλλασε τον αραβικό στρατό από το φορτίο τόσων ανθρώπων που θα έπρεπε να μεταφέρουν μαζί τους. Στη γνωστή ανταλλαγή, που έλαβε χώρα στις 16 Σεπτεμβρίου του 845, δεν συμπεριλαμβάνονταν οι αρχηγοί του βυζαντινού στρατού και άλλοι αξιωματούχοι. Οι επιφανείς αιχμάλωτοι και οι πλούσιοι πολίτες του Αμορίου συγκεντρώθηκαν για να μεταφερθούν στην Ταρσό, όπου και κρατήθηκαν αναμένοντας την πραγματοποίηση μελλοντικού αλλαγίου μεταξύ των Βυζαντινών και των Αράβων. Για να γίνει δυνατή η μεταφορά των αιχμαλώτων, ο χαλίφης όρισε τους διοικητές των στρατευμάτων του να τους ομαδοποιήσουν και να αναλάβουν ο καθένας από μια ομάδα αιχμαλώτων. Εκείνοι με τη σειρά τους όρισαν στρατιώτες, για να τους οδηγούν και να τους φρουρούν. Προσπάθησαν να επιστρέψουν μέσω της ερήμου Wadi- al- Jawi. Εκεί σταμάτησαν,
διότι
δεν
μπορούσαν
να
συνεχίσουν
εξαιτίας
της
υπερβολικής δίψας. Πολλοί αιχμάλωτοι άρχισαν να πεθαίνουν· το ίδιο και ορισμένοι Άραβες φρουροί για τους οποίους ίσχυε επίσης η δίψα και η ταλαιπωρία. Έτσι, μερικοί από τους αιχμαλώτους είδαν την ευκαιρία και
άλλον ένα από τους μάρτυρες, τον Θεόδωρο Κρατερό, ό.π, σελ. 75.20-21 και PmbΖ, αρ. 7679. Πρβλ. Συν. Θεοφάνη, σελ. 115.12, 639.2-3, 805.16-17. Για τις διάφορες εκδοχές των κειμένων βλ. Christian-Muslim Relations, σελ. 846 και KAZHDAN, Notes, σελ. 150-160. 425 KOLIA-DERMITZAKI, Forty-two Martyrs, σελ. 141-142.
182
σκοτώνοντας μερικούς στρατιώτες, δραπέτευσαν. Όταν η είδηση έφτασε στον χαλίφη, εκείνος διέταξε να κρατήσουν μόνο όσους είχαν τα υψηλότερα αξιώματα και τους υπόλοιπους να τους ρίξουν από έναν κοντινό γκρεμό. Εκείνοι που βρήκαν αυτόν το τραγικό θάνατο υπολογίζονται περίπου στις έξι χιλιάδες. Οι υπόλοιποι θα μεταφέρονταν αρχικά στην Ταρσό και από εκεί στην πόλη Σάμμαρα, μόνο όταν θα ήταν σίγουρο εάν θα γινόταν ένα αλλάγιο ή θα τους εκτελούσαν426. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος έκανε προσπάθειες για την εξαγορά τους και πρόσεφερε στον χαλίφη ἐπὶ κεντηναρίοις διακοσίοις σύν μιᾷ ἑκατοντάδι
νομισμάτων
πραγματευόμενος
τὴν
ἀνάρρυσιν427.
Δεν
κατόρθωσε, ωστόσο, να τον πείσει, γιατί ο χαλίφης ισχυρίστηκε πως όλο αυτό το διάστημα είχε δαπανήσει για τη διατροφή των αιχμαλώτων περίπου χίλια κεντηνάρια428. Η τύχη των επιφανών αιχμαλώτων του Αμορίου έμελλε να γίνει ιδιαιτέρως γνωστή, καθώς μεταφέρθηκαν σε αραβικές φυλακές και κρατήθηκαν αιχμάλωτοι για επτά χρόνια περιμένοντας μια ανταλλαγή που δεν έγινε ποτέ. Θανατώθηκαν μαζικά το 845. Ο Αέτιος εκτελέστηκε και αυτός λίγο νωρίτερα, όμως, μεταξύ των ετών 838-839429. Η μεγάλη σημασία της εκτέλεσης αυτής αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η
Al-Ṭabarī, ΧΧΧΙΙΙ, σελ. 119. Συν. Θεοφάνη, σελ. 131.15-16· Γενέσιος, σελ. 46.87-95. Ο Σκυλίτζης, σελ. 78.42-79.49 αναφέρει ότι ο Θεόφιλος πρόσφερε 24 κεντηνάρια. 428 Σύμφωνα με τον Bar Hebreaus, σελ. 138, ο χαλίφης ζήτησε να του παραδώσουν, ως προϋπόθεση για την επίτευξη ειρήνης, τον δομέστικο των σχολών, Μανουήλ και τον Πέρση Naṣr / Θεόφοβο, στον οποίο γίνεται εκτενής αναφορά πιο κάτω σελ. 285 κ. εξ. Καμία νύξη δε γίνεται σχετικά με απαίτηση χρημάτων. Πρβλ. Μιχαήλ Σύρος, σελ. 96 · VASILIEV, Byzance et les Arabes, Ι, σελ. 174-175, 413-417· KOLIA-DERMITZAKI, Forty-two Martyrs, σελ. 156. 429 KOLIA-DERMITZAKI, Forty-two Martyrs, σελ. 143, 151-153. 426 427
183
Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κατατάξει τους νεκρούς ανάμεσα στους αγίους μάρτυρες430. Η μεταχείριση των αιχμαλώτων θα αναλυθεί σε επόμενο κεφάλαιο, αρμόζει και εδώ, ωστόσο, να σημειωθεί πως το μαρτύριο αναφέρει πως οι αιχμάλωτοι ρίχτηκαν σε μια σκοτεινή φυλακή, δεμένοι πάνω σε ξύλα με διπλές και τριπλές αλυσίδες431. Ο χαλίφης είχε διατάξει να τους δίνεται λίγο ψωμί και νερό, ενώ όρισε σκοπούς, ώστε να αποκλειστεί οποιαδήποτε πιθανότητα να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο. Ικετεύοντας τους φρουρούς, οι αιχμάλωτοι αποζητούσαν ελεημοσύνη432. Οι πηγές, μάλιστα σκιαγραφούν μια ζοφερή εικόνα της ζωής των αιχμαλώτων. Κοιμούνταν στο χώμα με ένα βρώμικο κουρέλι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, για σκέπασμα στο οποίο, όμως, φώλιαζαν ζωύφια που έκαναν την κατάσταση χειρότερη, ενώ το σώμα τους ταλαιπωρούσαν ψείρες και ποντίκια. Οι ακτίνες του ήλιου δεν έφταναν στο δεσμωτήριό τους, δεν μπορούσαν να πλυθούν ούτε να περιποιηθούν το σώμα τους για να απαλλαγούν από τα ζωύφια433. Αδύνατον, να συλλάβει ο νους πώς άντεχαν –όσοι άντεχαν– αυτή τη ζωή για τόσα χρόνια. Πριν φθάσουν στην εκτέλεση, οι Άραβες άρχισαν να ασκούν πίεση στους αιχμαλώτους, για να εγκαταλείψουν το χριστιανισμό και να
Σχετικά με τον αριθμό των ετών κράτησης, έχει υποστηριχθεί ότι ίσως είναι πλασματικός και σχετίζεται με την «μαγική» σημασία του αριθμού επτά. Βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, τ. 1, σελ. 206, σημ. αρ. 2. Δύο από τα κείμενα του Μαρτυρίου, το Β και Γ, κάνουν λόγο για έξι χρόνια κράτησης προτού προταθεί στους αιχμαλώτους να αλλαξοπιστήσουν, ενώ τα κείμενα Δ και Ε αναφέρουν συγκεκριμένη ημερομηνία για την εκτέλεση, την 6η Μαρτίου της 8ης ινδικτιώνας του έτους 6353 (845), όταν ο Μιχαήλ, η Θεοδώρα και η Θέκλα ήταν στην εξουσία. Βλ. σχετικά KOLIADERMITZAKI, Forty-two Martyrs, σελ. 144. Συνεπώς, πρόκειται για έξι χρόνια και έξι μήνες. Σχετικά με το εάν αναφέρεται ο αριθμός επτά λόγω σημειολογίας ή απλώς αποδίδοντας χονδρικά τον αριθμό των ετών αιχμαλωσίας, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα πολύ μεγάλο διάστημα αιχμαλωσίας. 431 ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Ευώδιος Μοναχός, σελ.31, 33. Πρβλ. Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 65.11-15. 432 Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 65.26-32. 433 ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Ευώδιος Μοναχός, σελ. 33. Πρβλ. Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 65.16-27. 430
184
σωθούν ασπαζόμενοι το ισλάμ434. Τους έταξαν χρήματα ικανά για να ζήσουν οι απόγονοί τους, ρούχα και φυσικά την ελευθερία τους μέσα από μια «φιλική» προσέγγιση. Αναφέρθηκαν στο παρελθόν τους, στη δόξα, την ευημερία και την οικογένειά τους, υποβιβάζοντας την βυζαντινή εξουσία που τους είχε άλλωστε εγκαταλείψει στα χέρια των Αράβων. Συγκεκριμένα ο απεσταλμένος του χαλίφη τους είπε πως γυνὴ γὰρ τῆς Ῥωμανίας σήμερον βασιλεύει, ἥ οὐ δυνήσεται ἀντιπεῖν τῇ κελεύσει τοῦ μεγάλου πρωτοσυμβούλου· περὶ δὲ πλούτου καὶ χρημάτων μὴ φροντίσητε· χρόνου γὰρ ἐνὸς φόρος Αἰγύπτου, ὅν ὑμῖν ὁ φιλοφρονέστατος παρέξει πρωτοσύμβουλος, ἐπαρκέσει καὶ εἰς δεκάτην γενεὰν πλουτεῖν τους ἑκγόνους ὑμῶν435. Οι λόγοι για αυτή την προσέγγιση έχουν ενδιαφέρον, όπως και ο λόγος για τον οποίο κατέληξαν στην εκτέλεση. Ήταν επειδή ήταν ἀλιτήριος, δηλαδή ανόσιος, ο χαλίφης, όπως χαρακτηρίζεται στη Συνέχεια του Θεοφάνη436, επειδή είχαν αρχίσει να εξασθενούν σωματικά οι αιχμάλωτοι, όπως αναφέρει ο Ευώδιος437 ή για τίποτα από τα δύο; Ας μην λησμονάται η αντίληψη των μουσουλμάνων για τη διάδοση της ισλαμικής θρησκείας, η οποία έχει ως συνέπεια την εξάπλωση του κράτους για τη μετάδοσή της πίστης στους απίστους438. Αντίστοιχη είναι και η χριστιανική, η οποία υπακούει στην αυτοκρατορική ιδεολογία για την
υποχρέωση
διάδοσης
του
χριστιανισμού.
Οι
Βυζαντινοί
προσπαθούσαν να εκχριστιανίσουν όσο το δυνατό περισσότερους αιχμαλώτους, για να τους μεταδώσουν την αληθινή πίστη αλλά και για να μπορούν να ασκούν επιρροή πάνω τους. Εξάλλου, σύμφωνα με το Μαρτύριο, καθ’ όλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας οι κρατούμενοι πιέζονταν να αλλαξοπιστήσουν, γεγονός που εξαίρει την πίστη τους, Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 30-33, 66. Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 75.9-13. 436 Συν. Θεοφάνη, σελ. 133.20 437 ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Ευώδιος Μοναχός, σελ. 35. 438 ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ἱερός πόλεμος, σελ.67-68. 434 435
185
όπως αρμόζει σε ένα αγιολογικό κείμενο. Στα τέλη του έκτου έτους αιχμαλωσίας οι Άραβες έστειλαν τον Βοϊδίτζη (ή Βοώδη) να τους επισκεφθεί439. Πρόκειται για τον άνθρωπο που φέρεται ότι πρόδωσε την πόλη του Αμορίου. Κάλεσε τον αιχμάλωτο ονόματι Κωνσταντίνο 440, νοτάριο του πατρικίου Θεοφίλου441 και του φανέρωσε ότι ο χαλίφης σχεδίαζε
την
επομένη
να
εκτελέσει
τον
τελευταίο,
εάν
δεν
αλλαξοπιστούσαν442. Παρά τις πιέσεις οι μάρτυρες δεν πείσθηκαν και επέλεξαν το θάνατο (6 Μαρτίου 845). Οδηγήθηκαν δέσμιοι στον Ευφράτη, όπου είχε συρρεύσει πλήθος χριστιανών και μουσουλμάνων για να παρακολουθήσει τον αποκεφαλισμό443. Η ερμηνεία της απόφασης για την εκτέλεση ανάγεται συνεπώς περισσότερο σε ζήτημα γοήτρου των Αράβων, μιας και ούτε κατόρθωσαν να κερδίσουν σαράντα δύο επιπλέον πιστούς για το ισλάμ ούτε απέκτησαν χρηματικό κέρδος444. Σχετικά με το πλήθος των αιχμαλώτων είναι γενικά δύσκολο να υπάρξουν ποσοτικά δεδομένα και όταν αυτό καθίσταται δυνατό γεννώνται πολλές αμφιβολίες και ερωτηματικά στον ερευνητή. Από τις αραβικές πηγές παραδίδονται ορισμένες φορές αριθμοί αιχμαλώτων σε αντίθεση με τις βυζαντινές που είναι περισσότερο φειδωλές. Δε λείπουν βεβαίως και οι υπερβολές εκ μέρους των συγγραφέων, που στοχεύουν περισσότερο στη δημιουργία εντυπώσεων παρά στην απόδοση της πραγματικότητας, όπως για παράδειγμα ο αριθμός 90.000 που αναφέρει ο Abū Tammām αναφερόμενος στους Βυζαντινούς αιχμαλώτους445 ή η PmbΖ, αρ. 982. PmbΖ, αρ. 3932. 441 PmbΖ, αρ. 8211. 442 Συν. Θεοφάνη, σελ. 132.12-13. Πρβλ. Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 71.32-72.34. 443Συν. Θεοφάνη, σελ. 133.18-20· ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Ευώδιος Μοναχός, σελ. 67-68· ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗ, σελ. 157. Πρβλ. Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 75.17-19. 444 KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 591-592, όπου επιχειρείται και μια ποσοτική προσέγγιση για τον αριθμό των αιχμαλώτων. 445 Abū Tammām, Poem, σελ.41. Πρβλ. Συν. Θεοφάνη, σελ. 130.7 αναφέρει ότι την ημέρα της άλωσης χάθηκαν 70.000 άνθρωποι. 439 440
186
αναφορά του Al- Ṭabarī ότι οι αιχμάλωτοι από το Αμόριο γέμιζαν ένα ολόκληρο στρατόπεδο. Για το Αμόριο, όμως δίνει μια πληροφορία σημαντική. Αναφέρει πως ο χαλίφης διέταξε να σκοτώσουν 6.000 από τους αιχμαλώτους, όπως προαναφέρθηκε, δίνοντας μας ένα κατώτατο όριο446.
Η αμοιβαία εξαγορά των αιχμαλώτων στο βαλκανικό σύνορο
Η εξαγορά των αιχμαλώτων ως μέσο απελευθέρωσης και αποκατάστασής
τους υφίστατο
ως πρακτική.
Υπάρχουν μάλιστα
παραδείγματα ανάμεσα στους βόρειους γείτονες του Βυζαντίου447. Για τη διπλωματική καινοτομία της αμοιβαίας εξαγοράς αιχμαλώτων έχει ήδη γίνει λόγος. Η συνθήκη του 911 ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Ρως παρέχει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πληροφορίες, εκτός των άλλων, και για το θέμα που μας απασχολεί ανάμεσα στις δύο αυτές πλευρές και σε επίπεδο κρατών448. Με αυτή τη συμφωνία, τα δύο μέρη σχημάτισαν ένα κοινό αμυντικό μέτωπο ενάντια στον εξανδραποδισμό των υπηκόων τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται για ένα μέτωπο θρησκευτικού χαρακτήρα, καθώς στην εν λόγω περίοδο οι Ρως δεν είχαν ακόμα επισήμως εκχριστιανισθεί, όπως μαρτυρεί η ίδια πηγή449. Η πρακτική, λοιπόν, της εξαγοράς και επαναφοράς ατόμων που είχαν υποδουλωθεί ήταν γνωστή. Στο πλαίσιο
Μαρτύριο 42 μαρτύρων, σελ. 58.15-21. ]] ]] ]]]] ] ]] ]] ]] ]] ]] ]] ]]] ]] ]] ]]] ]]]] ]]]]] ]]]]] ] Ο Μένανδρος Προτήκτωρ, αποσπ. 5.3, αναφέρεται σε αντική πρεσβεία που στάλθηκε στους Αβάρους, για τη διαπραγμάτευση εξαγοράς αιχμαλώτων στα μέσα του έκτου αιώνα. Εξαγορά μαρτυρείται και ανάμεσα στους Σλάβους και τους Άντες, όπως προκύπτει από την εξιστόριση του Προκοπίου, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, VII, 14.8-21, 31, 34-36, για τον Χιλβούδιο. Βλ. ΚΑΡΔΑΡΑΣ, Άντες, σελ.. 89-91, 95. 448 Βλ πιο πάνω, σελ. 169. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 449Χρονικό Νέστορος, σελ. 65. Αναφέρεται πως ανάμεσα στους Ρως άλλοι είναι χριστιανοί και άλλοι δεν είναι, γεγονός σημαντικό για το ζήτημα των όρκων. Για τις συνθήκες αυτής τις περιόδου αλλά και για τους Ρως βλ. AHREWEILER, Relations, σελ. 44 – 70. 446 447
187
αυτό μπορεί να συσχετιστεί μια αφήγηση που αναφέρεται στο Βίο τoυ οσίου Ναούμ και σύμφωνα με την οποία Βυζαντινοί διπλωμάτες βρήκαν στη Βενετία μαθητές του Μεθοδίου, οι οποίοι είχαν απαχθεί στη Μοραβία και είχαν πωληθεί ως δούλοι. Οι διπλωμάτες, αφού τους εξαγόρασαν, τους μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη450. Η διπλωματική αυτή πρακτική μπορεί να συσχετιστεί και με την εξέλιξη της βυζαντινής νομοθεσίας σχετικά με το ζήτημα του νομικού και κοινωνικού καθεστώτος των Βυζαντινών που έχουν αιχμαλωτισθεί από τον εχθρό. Όσον αφορά στο θέμα της καταβολής από τον αιχμάλωτο του αντιτίμου της εξαγοράς σε όποιον το κατέβαλε, εντοπίζεται η ρύθμιση αυτή στο νόμο που πρώτος έθιξε το ζήτημα των αιχμαλώτων, στην Εκλογή 8. 2, όπου αναφέρεται η περίπτωση που ο εξαγορασμένος αιχμάλωτος δεν έχει τα μέσα να εξοφλήσει τον αγοραστή του. Η συνθήκη του 911, όπως και η Εκλογή, ορίζουν πως ο αιχμάλωτος μπορεί να ξεχρεώσει τον αγοραστή του παρέχοντας σε αυτόν εργασία έως ότου συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό.
450
Βίος Ναούμ, σελ. 168-169. Βλ. και πιο πάνω, σελ. 173.
188
Η θέση της Εκκλησίας και η συμβολή του χριστιανισμού
Από την εποχή της εμφανίσής του, ο χριστιανισμός δεν αδιαφόρησε για τα κοινωνικά προβλήματα, αλλά βοήθησε άμεσα ή έμμεσα στην συνειδητοποίηση και επίλυσή τους. Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας δεν πρέπει να παρερμηνευθεί, λόγω του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της ως θεσμού. Η παρουσία της στον κόσμο δεν αποβλέπει στη βελτίωση των κοινωνικών δομών, αλλά στη σωτηρία της ψυχής των ανθρώπων και την προσωρινή ανακούφισή τους. Το ενδιαφέρον για τις κοινωνικές δομές εκδηλώνεται θεωρητικά μέσω της εφαρμογής των θεϊκών εντολών και της καλλιέργειας της αυτοθυσίας και της αγάπης451. Θα
ήταν
επιστημονικά
άστοχο
να
αποζητήσουμε
σε
μια
μεσαιωνική κοινωνία μια ηθική γύρω από τις διάφορες εκφάνσεις της βίας σύμφωνα με τις αντιλήψεις του σύγχρονου κόσμου. Για το λόγο αυτό, στόχος μας εδώ είναι, χωρίς να επιδιώκεται θεολογική ανάλυση, να γίνει η προσπάθεια να απαντηθεί το εύλογο ερώτημα για τη στάση της Εκκλησίας ξεκινώντας από την πατερική παράδοση. Εξάλλου, η βυζαντινή κοινωνία δεν πρέπει να θεωρηθεί ως υπερβολικά συνεπής προς τη χριστιανική ηθική, αφού οι Βυζαντινοί ήταν συνήθως περισσότερο συντηρητικοί στις ιδεολογικές διακηρύξεις από ό,τι στην καθημερινή πραγματικότητα. Από τον τέταρτο ήδη αιώνα οι Πατέρες αφιέρωσαν μέρος του έργου τους στη διαμόρφωση της χριστιανικής ηθικής, που αποσκοπούσε στην εξάλειψη των κοινωνικών δυσλειτουργιών και ανισοτήτων. Στη σκέψη τους
επέδρασε
η
προϊούσα
ταύτιση
μεταξύ
χριστιανισμού
και
Για την έννοια της αιχμαλωσίας στον απόστολο Παύλο βλ. SALAMITO, Συναιχμάλωτοι, σελ. 199-203. Ο Παύλος και οι συγκρατούμενοί του λόγω της δράσης τους αποκαλούνται από τον ίδιο συναιχμάλωτοι, συστρατιώτες και αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς μάχονται για τη διάδοση του χριστιανισμού και τη σωτηρία των ανθρώπων. 451
189
Αυτοκρατορίας καθώς και η οικονομική ύφεση της περιόδου που έζησαν και έδρασαν. Η χριστιανική Εκκλησία, ως φορέας της επίσημης πλέον θρησκείας της Αυτοκρατορίας, ήταν εξέχων παράγοντας στη δημόσια ζωή. Οι ιεράρχες επεχείρησαν, συνεπώς, να μετασχηματίσουν την κοινωνική ευθύνη, που ενείχε ο ρόλος τους, σε αντίστοιχη δράση για την αναμόρφωση της κοινωνίας βάσει χριστιανικών προτύπων. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στο ζήτημα των αιχμαλώτων, τουλάχιστον όσο μπορώ να γνωρίζω. Εξαίρεση, ίσως, αποτελεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος σε ομιλία του αναφέρει πως οί μὲν αἰχμάλωτοι οὐδένα λοιπὸν ἔχουσι πολέμιον μετὰ τὴν ἀπαγωγὴν ἀλλὰ καὶ πολλῆς ἀπολαύουσι προνοίας παρὰ τῶν εἰληφότων αὐτούς452. Ωστόσο, είναι δυνατό να αντιληφθούμε τη θέση τους από περιφερειακά θέματα με τα οποία ασχολούνται, όπως η αντιμετώπις εκ μέρους τους του ζητήματος της δουλείας. Δεν ήταν δυνατό να αγνοήσουν ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Ο τρόπος όμως με τον οποίο αντέδρασαν απέναντι σε αυτό απετέλεσε αφορμή να χαρακτηρισθεί δυσμενώς αυτή η θέση τους. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σε άλλη ομιλία του, για την προς Φιλήμονα επιστολή του Αποστόλου Παύλου, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο απόστολος δεν παρακινεί για κατάργηση της δουλείας, διότι μια τέτοια ενέργεια θα προκαλούσε την κατηγορία ότι ἐπὶ ἀνατροπῇ τῶν πάντων ὁ Χριστιανισμὸς εἰς τὸν βίον εἰσενήνεκται453. Η χριστιανική θεωρία ερχόμενη να εξομαλύνει τις συνέπειες (δουλεία, αιχμαλωσία) που προκαλούνταν από μια αιτία (τον πόλεμο), την οποία δεν ήταν στους σκοπούς της να επιλύσει, έλαβε μέτρα προς την ανακούφιση των πασχόντων.
452 453
Ιωάννης Χρυσόστομος, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴν, PG 60, 669. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴν, PG 62, 704.
190
Πέραν τούτου η αιχμαλωσία αφορά τα ζητήματα ειρήνης και πολέμου. Παράλληλα με την ειρήνη, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη από τις ευλογίες, οι Πατέρες ασχολούνται και με το κοινωνικό πρόβλημα του πολέμου, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα δεινά που μαστίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες454. Υποστηρίζουν ότι έχει τις ρίζες του στην πλεονεξία του ανθρώπου, στην επιθυμία του για μεγαλύτερη απόκτηση πλούτου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος παρατηρεί ότι η φιλαρχία, η φιλαργυρία, το μίσος και η υπερηφάνεια αποτελούν αίτια της διχόνοιας, ενώ ο ίδιος θεωρεί ότι οι πόλεμοι συχνά γεννούν τους φόρους455. Την άμεση σχέση της φιλαργυρίας με τον πόλεμο εντοπίζει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παρατηρώντας ότι ο δεσμός με τα χρήματα είναι μεγάλος και δεν γίνεται συνειδητό ότι αυτός είναι η ρίζα του κακού456. Ο Μέγας Αθανάσιος διαχωρίζει τον «δίκαιο» πόλεμο και παρατηρεί σχετικά ότι το να φονεύει κανείς τους εχθρούς του στη μάχη αποτελεί αξιέπαινη και νόμιμη πράξη. Για τον λόγο αυτό απολαμβάνουν μεγάλες τιμές αυτοί που αριστεύουν στον αμυντικό πόλεμο. Ο Μέγας Βασίλειος, προσπαθώντας να εντοπίσει τον τρόπο σκέψης των προηγουμένων από αυτόν Πατέρων πάνω στο εν λόγω ζήτημα, παρατηρεί ότι οι Πατέρες δεν θεώρησαν ως φόνο τη θανάτωση του εχθρού, διότι ήθελαν να φανούν ευσπλαχνικοί και να συγχωρήσουν αυτούς που αγωνίστηκαν για την αρετή και την ευσέβεια457. Η απαγόρευση του φόνου αποτελεί εντολή του Θεού, μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις, είτε με νόμο είτε με εντολή, υπάρχει εξαίρεση. Ο ιερός Αυγουστίνος παρατηρεί, μάλιστα, ότι δεν καταπάτησαν
ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ἱερός πόλεμος, σελ. 141-145. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, σελ. 337. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 456 Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 62, σελ. 155-161. 457 Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Μέγας Βασίλειος και τα κοινωνικά προβλήματα του καιρού του, Βυζαντινά 11 (1982), σελ. 111-132. 454 455
191
την εντολή απαγορεύσεως του φόνου, εκείνοι που, στην εξάσκηση των καθηκόντων τους, τιμώρησαν τους εχθρούς458. Σχετικά με την αιτία για τα δεινά του πολέμου και την αιχμαλωσία, δεν προκαλεί έκπληξη η αναγωγή στις ανθρώπινες αμαρτίες. Στην επιγραφή του επισκόπου Σόλων, Ιωάννη459, αναγράφεται πως η επέλευση των μουσουλμάνων στην Κύπρο γέγονεν ἐξ ἡμετέρων ἁμαρτιῶν460. Διότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος αλλά παιδεύει ὡς φιλόστοργος πατήρ461. Από το έργο εκκλησιαστικών συγγραφέων δε θα μπορούσαν λείπουν οι μνείες για τις εχθρικές επιδρομές των Περσών και Αράβων. Με τις περιγραφές τους φυσικά επιδιώκουν τη διδασκαλία της ορθής πίστης και όχι την ιστορική ακριβή παράθεση των πληροφοριών. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν ο Αντίοχος Σαβαΐτης, ο οποίος βίωσε προσωπικά την περσική εισβολή, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Σοφρώνιος, που αναφέρει πρώτος τις αραβικές επιδρομές, λίγα χρόνια αργότερα ο Μάξιμος Ομολογητής, στον οποίο δυστυχώς οι ιστορικές αναφορές απουσιάζουν, ο Ψευδο-Μεθόδιος και ο Αναστάσιος Σιναΐτης του οποίου οι αναφορές στην αραβική κατάκτηση αποσκοπούν στη διεκτραγώδηση των δεινών των χριστιανών και στην απόδοση της αιτίας που τα γέννησε στην αιρετική απόκλιση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων462. Στον Αναστάσιο θα σταθούμε, διότι στο εργο του γίνεται συχνά αναφορά στους χριστιανούς αιχμαλώτους. Στον λόγο του Εἰς τὸ κατ΄εἰκόνα (Γ’), το οποίο γράφει γύρω στο 700 αναφέρει πως γίνονταν αλώσεις και καταστροφές καὶ καθεξῆς αἱ τῶν μεσογείων καὶ νήσων καὶ Ῥωμανίας πάσης αἰχμαλωσίαι καὶ ἀνίατοι Αυγουστίνος, ΧΧΙΙ, 70, σελ. 666-668· GARNSEY, Ideas of Slavery, σελ. 173-178. Βλ. πιο πάνω στο κεφάλαιο για τη λαφυραγωγία, σελ. 150 κ.εξ. 460 FEISSEL, Jean de Soloi, σελ. 228.8-9. 461 FEISSEL, Jean de Soloi, σελ. 228.4. Στην αρχή τής επιγραφής, ο επίσκοπος, θέλοντας να φανεί γνώστης της χριστιανικής διδασκαλίας, παραφράζει χωρία του Παύλου, του Ιακώβου και του Μεγάλου Βασιλείου για την ανεξικακία του Θεού και το λόγο που στέλνει δεινά στους ανθρώπους. 462 ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, σελ. 76-85. 458 459
192
ἐρημώσεις463. Επίσης στις Ερωταποκρίσεις τους αναφέρεται στις συνθήκες επιβίωσης των αιχμαλών και στην επίδραση του κλίματος στην υγεία τους464. Είναι προφανές πως με τα κείμενά του προσπαθούσε να βοηθήσει με τα πνευματικά όπλα της Εκκλησίας στην προσαρμογή των χριστιανών ως υποτελών. Όπως ομολογεί, οι χριστιανοί στερούνται τὰς ἰδίας χώρας και διαβιούν ἐν μέσῳ τῆς αἰχμαλωσίας465. Φωνές για το ζήτημα των αιχμαλώτων έρχονταν και από τη Δύση. Επίσκοποι αλλά και πάπες αντιτίθεντο στην αιχμαλωσία χριστιανών και ιδιαίτερα στην πώλησή τους σε απίστους466. Οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, από την άλλη, μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως εργατικό δυναμικό467. Ένα ακόμα περιφερειακό ζήτημα γύρω από τους αιχμαλώτους είναι η φιλανθρωπία και η καθοδήγηση του πλούτου προς αυτή την κατεύθυνση. Κύρια θέση των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν ότι ο πλούτος πρέπει να διακινείται μέσω της φιλανθρωπίας προς όφελος των φτωχών και όχι να αποθησαυρίζεται και να μένει αργός468. Με την εξάπλωση του χριστιανισμού το ιδεώδες της προσφοράς στους έχοντες ανάγκη εξακολούθησε να προβάλλεται αμείωτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί
η
δράση
του
πατριάρχη
Αλεξανδρείας
Ιωάννη
του
επονομαζόμενου Ελεήμονος, ο οποίος ελεούσε όποιον είχε ανάγκη ανεξαρτήτως καταγωγής. Ιδιαίτερα τον καιρό που οι Πέρσες εισέβαλαν στη Συρία αιχμαλωτίζοντας πολλούς κατοίκους ο Ιωάννης λειτούργησε
Αναστάσιος Σιναΐτης, Εἰς τὸ κατ΄εἰκόνα, ΙΙΙ, 1.86-100. Πρβλ. Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 332.9-19, όπου περιέχεται το χωρίο παραλλαγμένο. 464 Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωταποκρίσεις, 28.227-240. Βλ. και πιο κάτω, σελ 234, σημ. αρ. 602. 465 Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωταποκρίσεις, 76.9 και 14. 466 MCCORMICK, European economy, σελ. 750-752. Βλ.και πιο κάτω για τον πάπα Αδριανό Α’, σελ. 306. 467 MCCORMICK, European economy, σελ. 745. Άραβες που ηττήθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν στην Όστια το 849 χρησιμοποιήθηκαν από τον πάπα στην κατασκευή του τείχους του Λέοντος στο Βατικανό. 468ΜΕΡΙΑΝΟΣ, Αντιλήψεις περί αποταμιεύσεως, σελ. 180-190. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]] 463
193
σαν λιμάνι παρηγοριάς για όσους κατάφερναν να ξεφύγουν. Τους φιλοξενούσε και τους συμπεριφερόταν οὐχ ὡς αἰχμαλώτους, ἀλλ΄ ὡς τῇ φύσει ἀληθῶς ἀδελφούς469. Ευημερούντα χριστιανικά στρώμτα ορθοδόξων υπήρχαν κατά τον έβδομο αιώνα στις κατακτημένες περιοχές. Ο Αναστάσιος Σιναΐτης ψέγει τους ανθρώπους αυτών των στρωμάτων, οι οποίοι όχι μόνο βγήκαν αλώβητοι από τον πόλεμο αλλά ορισμένοι είχαν βελτιώσει το οικονομικό τους επίπεδο αδιαφορόντας για τις αλλαγές που είχαν επέλθει ή για τους αιχμαλώτους, των οποίων η παρουσία ήταν φανερή παντού470. Συμφωνα με τον ίδιο εκείνος που έχει την οικονομική ευχέρεια να σώσει έναν συνάνθρωπο από τον λιμό ή την αιχμαλωσία και δεν το πράττει δικαίως πρέπει να κτακρίνεται ως άδικος και φονευτής471. Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, η φιλανθρωπία δεν πρέπει να αφορά και να περιορίζεται μόνο στους πλούσιους αλλά να αποτελεί υπόθεση όλων. Λειτουργεί, μάλιστα πολυεπίπεδα. Ο ευεργετούμενος ανακουφίζεται, ενώ ο ευεργετών λαμβάνει ως αντάλλαγμα προσευχές για τη σωτηρία της ψυχής του, αυξάνει το κοινωνικό του γόητρο και στην περίπτωση της ελεημοσύνης υπέρ ἀναρρύσεως των αιχμαλώτων βοηθά στην απελευθέρωση συνανθρώπων ή και συγγενών του472.
Βίος Ιωάννη Ελεήμονος, σελ. 350.8-9. Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωταποκρίσεις, 76.8-16: ...καὶ γὰρ ἄλλην συγγνώμην εἶχον αἱ καλλωπιζόμεναι καὶ κοσμούμεναι γυναῖκες ἐν ἰδίᾳ χώρᾳ ὑπὲρ τὰς νῦν ἐν μέσῳ αἰχμαλωσίας ταῶν ἀδελφῶν αὐτῶν σιδηροφορουσῶν, αὕται ἐνώπιον αὐτῶν χρυσοφοροῦσαι καὶ μὴ αἰσχυνόμεναι. Καὶ πᾶσα δὲ ἄλλη ἁμαρτία καὶ σπατάλη καῖ τρυφή, ἣν ποιοῦμεν ἐν μέσῳ τῆς αἰχμαλωσίας ὑπάρχοντες χαλεπωτέρα ἐστὶν ὑπὲρ τὰς ἀνομίας ταῶν ἐν ἀνέσει ὄντων καὶ ἁμαρτανόντων. 471 Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωταποκρίσεις, 83.7-9. 472 Η παράκληση για την ἀνάρρυσιν τῶν αἰχμαλώτων επιβιώνει ώς τις μέρες μας. Σε σχεδόν κάθε Θεία Λειτουργία υπάρχει αναφορά για την ἀνάρρυση τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. Ως παράδειγμα αναφέρω ένα χωρίο από την εορτή της μνήμης του αγίου Γρηγορίου και της οσίας Μαργαρίτας το οποίο αναφέρει: Μνήσθητι, Κύριε, καὶ τῶν ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις, καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ τῶν ἐν αἰχμαλωσίαις ὄντων ἀδελφῶν ἡμῶν, καὶ εἰρηνικὰς ἀποκαταστάσεις εἰς τὰ ἴδια χάρισαι. Έπειτα, και στον Μικρό Απόδειπνο ο ιερέας διαβάζει ευχές ανάμεσα στις οποίες είναι και η ευχή Ὑπὲρ ἀναῤῥύσεως τῶν αἰχμαλώτων. 469 470
194
Η διαδικασία δεν ήταν πολύπλοκη. Η έκκληση των ιερέων γινόταν από άμβωνος και το ποίμνιο έσπευδε να ρίξει τον οβολό του είτε σε ειδικό ταμείο στην είσοδο του ναού είτε σε έναν τάπητα που τοποθετούνταν μπροστά στο ιερό. Η απόκτηση της ελευθερίας αποτελούσε μεγάλο γεγονός της καθημερινής ζωής και για το λόγο αυτό γιορταζόταν. Ιερείς και
εκκλησίασμα
υποδέχονταν
στη
στολισμένη
εκκλησία
τους
απελευθερωμένους αιχμαλώτους, οι οποίοι ευλογούνταν και λάμβαναν καινούργια ενδύματα και υποδήματα ως συμβολικό ξεκίνημα της νέας ζωής τους473. Οι αντιλήψεις, βεβαίως, εξελίσσονταν μαζί με τη βυζαντινή κοινωνία. Από τον έκτο αιώνα, όπως έχει προαναφερθεί474, δόθηκαν αυξημένες αρμοδιότητες στους επισκόπους. Ως προστάτες της κοινότητας και των κατοίκων επέβλεπαν τα όργανα διοίκησης ελέγχοντας την οικονομική
διαχείρηση
και
τις
φυλακές.
Αναλάμβαναν
συχνά
διαπραγματεύσεις με την εχθρική ηγεσία και μεριμνούσαν για τους αδυνάτους475. Με την έλευση των Αράβων και την απώλεια εδαφών και ανθρώπων,
η
Εκκλησία
ενεπλάκη
στην οργανωμένη
αγορά και
επαναφορά των αιχμαλώτων από τα χέρια του «διαβόλου»476. Η εξαγορά αιχμαλώτων ως χρέος της Εκκλησίας βασίζεται στην πίστη ότι ο Χριστός απελευθέρωσε τους ανθρώπους από την αιχμαλωσία και στο ότι ο πλούτος πρέπει να αναδιανέμεται. Πέρα από τη χριστιανική ηθική λοιπόν, διατυπώθηκε μια πραγματιστική πρόταση για την επίλυση ή έστω ανακούφιση του προβλήματος μέσα από την εξαγορά των αιχμαλώτων και την παρηγορητική παράδοση μιας σειράς αγίων της μέσης βυζαντινής
ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, Βυζαντινών βίος, σελ. 126· ΤORALLAS-TOVAR, Violence, σελ. 110. Βλ. πιο πάνω, σελ. 61, σημ. 46 και σελ. 93. 475 ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, σελ. 173-175. 476 Ο KIOURZIAN, L’incident de Cnossos, σελ. 180-186, εντοπίζει τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται στους Άραβες στις βυζαντινές πηγές του έβδομου αιώνα, όπως δράκοντες, φίδια, σατανάς, θεόπτωτοι κλπ. 473 474
195
εποχής477. Εξελικτικά οι συνέπειες του πολέμου και της αιχμαλωσίας ήταν αισθητές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δομής. Ενδεικτική είναι και πάλι η άποψη του Αναστασίου Σιναΐτη, ο οποίος με νηφαλιότητα συζητώντας το θέμα της αποδοχής εκ μέρους της Εκκησίας της μετανοίας παρανομούντων ή καταδικασμένων σε θάνατο διαχώρισε την περίπτωση των αιχμαλώτων στις αραβοκρατούμενες περιοχές. Αναγνώρισε, δηλαδή, πως συχνά οδηγούνταν στον θάνατο χριστιανοί επειδή ομολογούσαν την πίστη τους ή αρνούνταν να την αρνηθούν. Μάλιστα παρότρυνε να γίνεται προσπάθεια εξαγοράς αυτών των ανθρώπων478. Φιλανθρωπή και ήπια συμπεριφορά διδάσκει και ο Βίος του Ιωάννη Ερημοπολίτη τον όγδοο αιώνα. Στην αφήγηση του Βίου πρέπει να υπογραμμιστεί
η
στάση
του
έναντι
των
λεγόμενων
Αγαρηνών.
Απευθυνόμενος προς τον συνομιλητή του, μοναχό Θωμά, τονίζει πως δεν είναι σωστό να αποκαλούν τους Αγαρηνούς αἰσχίστους καὶ μισητούς. Δανειζόμενος δε τα λόγια του Ευαγγελίου, προέτρεπε τους συμπατριώτες τους να αγαπούν τους αντιπάλους τους και να συμπεριφέρονται καλά σε όσους τους μισούν, προσευχόμενοι για την σωτηρία τους και τη μεταστροφή στο χριστιανισμό479. Η συμβολή της Εκκλησίας ως θεσμού στο ζήτημα των αιχμαλώτων ήταν ουσιαστική. Ο κλήρος ενσωματώνοντας τα χριστιανικά ιδεώδη προσέφερε
στην
κοινωνία
λειτουργώντας
λυτρωτικά
για
τους
αιχμαλώτους τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Ιδιαίτερο βάρος έπεφτε στους ώμους των εκπροσώπων της χριστιανοσύνης στα ισλαμικά εδάφη, εκεί όπου η συνύπαρξη θρησκειών και πολιτισμών είχε
Βλ. πιο πάνω, σελ. 164 κ. εξ. Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωταποκρίσεις, 86.1-10, 88.34-40, 77.1-4. 479 Βίος Ιωάννη Ερημοπολίτη, σελ. 20: Τὸ δὲ τοὺς Ἀγαρηνοὺς αἰσχίστους καὶ μισητοὺς ἀποκαλεῖν οὐ καλὸν· γέγραπται γἀρ· Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν· καλῶς ποιεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμὰς. 477 478
196
φέρει από νωρίς κοντά τους λαούς και είχε αναγκάσει στη λήψη μέτρων. Ο πατριάρχης Αντιοχείας Γεώργιος απαγόρευε το γάμο ορθόδοξης νέας με παγανιστή, μουσουλμάνο ή αιρετικό, τιμωρώντας την ίδια και τον πατέρα της με την απαγόρευση εισόδου τους στο ναό. Ωστόσο, ο μετριοπαθέστερος
Ιάκωβος
Εδέσσης
επέτρεπε
την
κοινωνία
στις
χριστιανές που είχαν παντρευτεί μουσουλμάνο, από φόβο μήπως επιλέξουν να μεταστραφούν στο ισλάμ480. Οι απαγορεύσεις αφορούσαν τόσο στη σεξουαλική επαφή όσο και στον συγχρωτισμό και το κοινό γεύμα481. Κάθε πρακτική χαρακτηριζόμενη ως μη χριστιανική ήταν καταδικαστέα ακόμα και σε απλά ζητήματα που αφορούσαν την εμφάνιση, την ενδυμασία και το χτένισμα των μαλλιών. Η ίδια αντιμετώπιση υπάρχει και από την πλευρά των μουσουλμάνων. Πρόκειται για έναν παράλληλο αγώνα που έδιναν οι αρχές και των δύο στρατοπέδων. Ας σημειωθεί, πως και ο ιουδαϊσμός ανέπτυσσε την ίδια εποχή μια παράλληλη πρακτική με αυτή της εξαγοράς. Το δίδαγμα, mitzvah όπως ονομάζεται στην εβραϊκή γλώσσα, για την εξαγορά των αιχμαλώτων εντείνεται τον δέκατο και ενδέκατο αιώνα
λόγω του φαινομένου της
πειρατείας στην ανατολική Μεσόγειο482. Η πρακτική μαρτυρείται στη συλλογή χειρογράφων Genizah του Καϊρου483. Πρόκειται για ιερό καθήκον των πιστών προς τους ομοθρήσκους τους και υπάρχουν σαφείς οδηγίες για την εξαγορά τους ως προς την τιμή, την προτεραιότητα όσων θα
HOYLAND, Seeing Islam, σελ. 163· Christian-Muslim Relations, σελ. 92-93. Την απαγόρευση αυτή βλέπουμε να επισημαίνει ο Νικηφόρος Φωκάς ως στρατηγός την εκστρατεία των Βυζαντινών για την ανακατάληψη της Κρήτης. Η απαγόρευση της συνεύρεσης των στρατιωτών με τις μουσουλμάνες νεαρές γυναίκες, για να μην θεωρηθούν ως μοιχοί, είναι η μόνη που πραγματοποιεί σε μια εκστρατεία γεμάτη από βίαιες -επιτρεπτές ωστόσο- πράξεις. Βλ. Θεοδόσιος Διάκονος, Ἅλωσις τῆς Κρήτης, σελ. E’ 1009-1025. 482 FRIEDMAN, The «Great Precept», σελ.161-172. 483 JACOBY, What do we learn, σελ. 93· ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage, σελ. 79. 480 481
197
εξαγοραστούν, τις γυναίκες αιχμαλώτους κλπ. Παρατηρείται πως και στην περίπτωση της εβραϊκής κοινότητας, η τύχη των αιχμαλώτων εξαρτάτο από τη θρησκεία τους. Η χριστιανική Εκκλησία ενέταξε στη λειτουργία ύμνους που εγκωμίαζαν τις θυσίες στρατιωτών που είχαν αιχμαλωτισθεί ή σκοτωθεί στη μάχη δείχνοντας πως αποδεχόταν τη βία, όταν προέκυπτε αναγκαστικά. Είναι έκδηλη η τάση για αγιοποίηση των μαχητών, αφού από τη εποχή της βασιλείας του Νικηφόρου Β’ Φωκά είχε προσδοθεί ένα πνεύμα ιερότητας στον πόλεμο εναντίον των Αράβων484. Πρέπει να σημειωθεί πως ο εχθρός του Βυζαντίου τον δέκατο αιώνα είχε την αντιστοιχία του στον έκτο και έβδομο. Στη δημηγορία του Νικηφόρου Β’ Φωκά στους στρατιώτες κατά τη διάρκεια της κρητικής εκστρατείας, την οποία παραδίδει η Συνέχεια του Θεοφάνη, επαναλαμβάνεται δημηγορία του Ηρακλείου κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων485. Το κείμενο συνοψίζει ολόκληρη τη βυζαντινή ιδεολογία περί δικάιου πολέμου για την προστασία της Αυτοκρατορίας και του χριστιανισμού. Εξ άλλου και ο Λέων ΣΤ’ έχε αποδόσει την ανάγκη σύνταξης των Τακτικών στην αραβική απειλή, την οποία παρομοιάζει με την περσική486. Συνεπώς, για την επικράτηση εναντίον των άπιστων έχθρών, που ήταν αρχικά οι Πέρσες και στη συνέχεια οι Άραβες, έπρεπε να επιστρατευθεί η κυριότερη ηθική δύναμη, που για τους Βυζαντινούς δεν ήταν άλλη από τη θρησκεία τους. Μέσα στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων του δέκατου αιώνα, μιας εποχής ακμής για το Βυζάντιο, υπερτονίστηκε η αυταπάρνηση των
Σκυλίτζης, σελ. 274.62-65: ἐσπούδασε δὲ καὶ νόμον θεῖναι τοὺς ἐν πολέμοις ἀποθνῄσκοντας στρατιώτας μαρτυρικῶν ἀξιοῦσθαι γερῶν, ἐν μόνῳ τῷ πολέμῳ τιθέμενος καὶ οὐκ ἐν ἄλλῳ τινὶ τὴν τῆς ψυχῆς σωτηρίαν. 485485 Στη Συν. Θεοφάνη, σελ. 478.7-18, αποδίδεται στον Νικηφόρο Β’Φωκά η ίδια δημηγορία που απόδίδεται στον Ηράκλειο από τον Θεοφάνη, Χρονογραφία, σελ. 307.2-13· ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ἱερός πόλεμος, σελ. 248-251· STOURAITIS, “Just War”, σελ. 235-236. 486 Λέων ΣΤ’, Τακτικά, σελ. 142 484
198
στρατιωτών του αυτοκράτορα και της χριστιανοσύνης487. Η τιμητική θέση των «στρατιωτικών» αγίων488 είναι φανερή στα κείμενα αλλά περισσότερο στην τέχνη489. Επιπλέον, υπάρχει μια σειρά από ακολουθίες αφιερωμένες στις
πολεμικές
επιχειρήσεις
των
βυζαντινών
αυτοκρατορικών
στρατευμάτων. Στο τέλος του ένατου και αρχές του δέκατου αιώνα συντάχθηκε η Ἀκολουθία ψαλλομένη ἐπὶ κατευοδώσει καὶ συμμαχίᾳ τοῦ στρατοῦ490.
Πρόκειται
για τη
μοναδική
ολοκληρωμένη
ακολουθία
αφιερωμένη στα αυτοκρατορικά στρατεύματα που φεύγουν για τον πόλεμο αυτή την εποχή491. Στον δέκατο αιώνα χρονολογείται μια άλλη ακολουθία που στοχεύει στον εγκωμιασμό του Νικηφόρου Φωκά ως στρατηγού και ευσεβούς χριστιανού492. Στις αρχές του δέκατου αιώνα χρονολογείται μία ακόμη με τον τίτλο Τῷ σαββάτῳ τῆς ἀποκρέου, τῶν ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένων, ἔτι δὲ καὶ εἰς τοὺς ἐν πολέμοις καὶ δεσμοῖς θανόντας
Αν και πρόκειται ουσιαστικά για ένα εγκώμιο στρατιωτικών ικανοτήτων και αυτοκρατορικής πολιτικής, το ποίημα του Θεοδοσίου Διακόνου, Ἅλωσις τῆς Κρήτης (βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ, Θεοδόσιος ὁ Διάκονος) περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις βιαιότητες που έπραξε ο στρατός του Νικηφόρου Φωκά στη διάρκεια της ανακατάληψης του νησιού. Το αίτημά του για αγιοποίηση των στρατιωτών του προοικονομεί τη μελλοντική δυτική σταυροφορική ιδεολογία, σύμφωνα με τον DUCELLIER, Byzance, juge cruel, σελ. 169 και DUCELLIER, Miroire de l’Islam, σελ. 238-239. 488 Σύμφωνα με τον ορισμό της ΚΑΡΑΠΛΗ, Κατευόδωσις, σελ. 128, πρόκειται για αγίους, που είχαν υπηρετήσει στον στρατό πριν την αγιοποίησή τους, η οποία ήλθε μετά θάνατον. Από τον δέκατο αιώνα προβιβάζονται σε προστάτες της αυτοκρατορίας και χορηγούς νίκης. 489 Έγινε ήδη λόγος για τον άγιο Γεώργιο. Βλ. πιο πάνω σελ. 176-177. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, σελ. 300.65-67, σε αυτόν αφιέρωσε τα επινίκια ο Ιωάννης Τζιμισκής μετά τη νίκη κατά των Ρως. Επίσης, στον ίδιο άγιο αποδίδεται και η αμαχητί υποχώρηση των Πατζινάκων επί Κωνσταντίνου Μονομάχου. Πολεμιστές άγιοι, όπως ο Δημήτριος, ο Μερκούριος, ο Προκόπιος, ο Θεόδωρος και ο προαναφερθείς Γεώργιος, απεικονίζονται σε ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, μικρογραφίες χειρογράφων, νομίσματα, σφραγίδες, σημαίες, σταυροθήκες, τρίπτυχα, αυτοκρατορικά στέμματα κ. ά. Βλ. ΚΑΡΑΠΛΗ, Κατευόδωσις, σελ. 80, 132-133. 490 PERTUSI, Una acolouthia militare, σελ. 145-168. Η πρώτη έκδση του Pertusi παρουσιάζει αρκετά λάθη σε σχέση με τους κώδικες, όπως έδειξε η παραβολή που πραγματοποίσε η Κατερίνα ΚΑΡΑΠΛΗ, Ἡ ἀκολουθία επὶ κατευοδώσει καὶ συμμαχίᾳ στρατοῦ, Βυζαντιακά 16 (1996), σελ. 69-88 και 17 (1997), σελ. 247-262. 491 ΚΑΡΑΠΛΗ, Κατευόδωσις, σελ. 75. 492 PETIT, Office inédit, σελ. 398-419. 487
199
στρατηγούς, ταξιάρχας καὶ στρατιώτας493, η οποία χρησιμοποιούνταν κατά τη θεία λειτουργία και στην οποία παραδίδεται μια συστηματική καταγραφή της αυτοκρατορικής ιδεολογίας περί θρησκευτικού πολέμου. Μέσα από το κείμενο καθαγιάζονται οι νεκροί του πολέμου ως υπερασπιστές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που έπεσαν στη μάχη ή αιχμαλωτίστηκαν
και
γίνεται
επίκληση
στον
συμπεριλάβει στις τάξεις των μαρτύρων494.
Χριστό
να
τους
Η άφεση αμαρτιών
στρατιωτών πεσόντων και αιχμαλώτων και η αναγνώρισή τους ως μαρτύρων είναι μοναδική για εκκλησιαστικό κείμενο. Προκύπτει, λοιπόν, ότι μέσω των ακολουθιών εκφράζεται η αποδοχή από την Εκκλησία του πολέμου ως μέσου για την προστασία των χριστιανών495.
DETORAKIS – MOSSAY, Un office byzantin, σελ. 183-211. DETORAKIS – MOSSAY, Un office byzantin, στ. 278-280· ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ἱερός πόλεμος, σελ.258-259, 358 σημ. αρ. 2. 495 Για αυτόν τον λόγο η ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ἱερός πόλεμος, σελ. 252-253, τον χαρακτηρίζει «ιερό πόλεμο». Πρβλ. ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ἡ ἰδέα τοῦ ἱεροῦ πολέμου, σελ. 39-55. 493 494
200
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ζωή στην αιχμαλωσία] ] ] ] ] ] ] ] ] ]] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ]] ] ] ]] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ]] ] Ενότητα πρώτη: Πρακτικά ζητήματα σχετικά με τις ανταλλαγές: Τόπος, χρόνος, τρόπος] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ]] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ]] ] ] ]] ] ] ] ] ] ]]]]]]]]]]] Φυλακές, χώροι κράτησης
Η ύπαρξη φυλακών στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μαρτυρείται σποραδικά στις πηγές. Ως φυλακές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ειδικά
κτίρια,
πύργοι,
φρούρια
ακόμα
και
κάμινοι496.
Στην
Κωνσταντινούπολη η πιο γνωστή ήταν η φυλακή του Πραιτωρίου. Πολλές φυλακές υπήρχαν και στο Ιερόν Παλάτιον497, η πρώτη από τις οποίες ήταν η Χαλκή που, όπως φανερώνει το όνομά της, βρισκόταν κοντά στη Χαλκή Πύλη. Όχι μακριά βρισκόταν η Νούμερα, το όνομα της οποίας παραπέμπει στο ομώνυμο τμήμα της αυτοκρατορικής φρουράς που στάθμευε στα βορειοδυτικά της Χαλκής. Το κτίριο αυτό που είχε οικοδομηθεί επί Κωνσταντίνου δεν αποτελούσε πάντα χώρο κράτησης αλλά μετατράπηκε επί βασιλείας του Ηρακλείου. Μια άλλη φυλακή ήταν εκείνη του Ζευξίππου, ενώ κοντά στον Ιππόδρομο υπήρχε έτερη με το όνομα Πρανδιάρα ή Πρανδιάρη. Στο Ιερόν Παλάτιον υπήρχαν και άλλες τρεις· η Λήθη, τα Εχέκολλα και η Φιάλη498. Την εποχή των Κομνηνών γνωστή είναι και η Ελεφαντίνη, η οποία εικάζεται ότι ήταν κοντά στην Ελεφαντίνη Πύλη. Στα υπόγεια του ανακτόρου του Βουκουλέοντος
Για το ζήτημα των βυζαντινών φυλακών αλλά και των ποινών που οδηγούσαν σε κάθειρξη στερητική της ελευθερίας βλ. ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ, Βυζαντινές φυλακές, σελ. 317-336. 497 JANIN, Constantinople Byzantine, σελ. 169-170· EBERSOLT, Le Grand Palais, σελ. 158· MÉTAVIER, L’hippodrome, σελ. 174-180. 498 JANIN, Constantinople Byzantine, σελ. 168, 171. 496
201
υπήρχε ένας επιπλέον χώρος κράτησης499, ενώ στα άκρα της πόλης υπήρχαν ακόμα δύο φυλακές. Στη δυτική ήταν εκείνη του Αγίου Διομήδη, η οποία πήρε το όνομά της από την ομώνυμη μονή που βρισκόταν κοντά στα τείχη και στη Χρυσή Πύλη. Όπως μαρτυρεί ο Νικήτας Χωνιάτης, η φυλακή βρισκόταν μέσα στο χώρο της μονής500. Στη βόρεια άκρη της πόλης ήταν η φυλακή του Ανεμά. Πρόκειται για έναν διώροφο πύργο στον οποίο φυλακίστηκε σιδεροδέσμιος ο βυζαντινός αξιωματούχος Μιχαήλ Ανεμάς, όταν συνωμότησε εναντίον του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού μεταξύ των ετών 1095-1102501. Για τις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όμως, έγραψαν και οι Άραβες συγγραφείς. Συγκεκριμένα, τον δέκατο αιώνα, ο Ibn Rusteh παραδίδοντας την αφήγηση του Hārūn ibn Yaḥyā, ο οποίος συνελήφθη και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη στο τέλος του ένατου αιώνα, αναφέρεται σε τέσσερις φυλακές κοντά στα ανάκτορα502. Πρόκειται για τη φυλακή των μουσουλμάνων, των ανθρώπων της Ταρσού, των κοινών κρατουμένων503 και μια τέταρτη στη διάθεση των αρχηγών της φρουράς. Ο Ibn Rusteh συμπληρώνει τις γνώσεις μας πάνω στο ζήτημα των φυλακών, αναφερόμενος σε διαφορετικά κρατητήρια για τους μουσουλμάνους. Για τους Ταρσίτες υπήρχε ξεχωριστό κτίριο στο οποίο συγκεντρώνονταν. Οι συχνοί πόλεμοι του Βυζαντίου με το εμιράτο της Ταρσού αλλά και η ιδιαίτερη σημασία της συγκεκριμένης πόλης και
ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ, Βυζαντινές φυλακές, σελ. 320. Εκεί είχε φυλακιστεί ο Θεόφοβος από τον Θεόφιλο το 842. 500 Νικήτας Χωνιάτης, σελ. 268.55-56· JANIN, Constantinople Byzantine, σελ. 172. Τα μοναστικά κτίρια φαίνεται πως λειτούργησαν ως μοντέλα για τα νεότερα κτίρια φυλακών. Βλ. σχετικά GOULD, Prisons before Modernity, σελ. 180-196. 501 Άννα Κομνηνή, ΧΙΙ, 5-6, 7· JANIN, Constantinople Byzantine, σελ.172-173, 284-285. 502 Ibn Rusteh, σελ. 135-136· VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 385, σημ. αρ.1. 503 Ο εκδότης και μεταφραστής του Ibn Rusta, G. WIET, αναφέρει πως η φυλακή αυτή προοριζόταν «pour les prisonniers de droit commun», βλ. Ibn Rusteh, σελ. 136. O VASILIEV (CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 385, μεταφράζει «pour le peuple» και η ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ, Βυζαντινές φυλακές, σελ. 322, μεταφράζει «του λαού». 499
202
των κατοίκων της είχε δημιουργήσει προφανώς την ανάγκη να συγκεντρώνουν τους αιχμαλώτους τους σε ξεχωριστό μέρος για μια πιθανή ανταλλαγή. Οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι των Βυζαντινών μοιράζονταν και σε στρατόπεδα στα διάφορα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για την ίδια περίοδο ο Ο Άραβας γεωγράφος του δέκατου αιώνα Ibn Ḥawqal αναφέρει πως εκτός του Πραιτωρίου (Dār al-Balāṭ ), υπήρχαν τέσσερις αυτοκρατορικές φυλακές στις οποίες βρίσκονταν έγκλειστοι οι αιχμάλωτοι του αυτοκράτορα. Αυτές ήταν οι Tarqsīs, Obsīq, Buqlār και Nūmera504. Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν ταυτίσει τις τρεις πρώτες φυλακές με αυτές των θεμάτων της Θράκης, του Οψικίου και των Βουκελλαρίων505. Εκείνη με το όνομα Νούμερα θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη φυλακή του αυτοκρατορικού Παλατιού, στην οποία, όπως υποδεικνύει ο
Αrnold Toynbee, ήταν σταθμευμένο ένα σύνταγμα των
ταγμάτων506. Το κείμενο παραδίδει μάλιστα την πληροφορία πως στις δύο πρώτες οι φυλακισμένοι παρέμεναν χωρίς αλυσίδες και για τον λόγο αυτό θεωρούνταν πιο ήπιες φυλακές, σε αντίθεση με τις δύο τελευταίες που χαρακτηρίζονταν πολύ σκληρές, ιδιαιτέρως εκείνη των Νουμέρων507. Σύμφωνα με τη Συνέχεια του Θεοφάνη, τα Νούμερα ήταν μια εκ των τριών φυλακών στο εσωτερικό του παλατιού. Οι άλλες ήταν η Χαλκή και το Πραιτώριο508. Την προτροπή του Ρωμαίου νομοδιδασκάλου Ουλπιανού, οι φυλακές να είναι χώροι στους οποίους οι άνθρωποι κρατούνται και δεν
Ibn Hawqal, σελ. 418. TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 386· REINERT, Muslim Presence, σελ. 127. 506 JANIN, Constantinople Byzantine, σελ.170. 507 VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 412· JANIN, Constantinople Byzantine, σελ.170. 508 Συν. Θεοφάνη, σελ.175.20 ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 504 505
203
τιμωρούνται,
δεν
συμμερίζονταν
οι
Βυζαντινοί
της
εποχής
που
πραγματεύεται η παρούσα μελέτη509. Για τον ισλαμικό χώρο ίσχυαν τα ίδια σχετικά με τους χώρους που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως φυλακές, σε φρούρια και πύργους. Ο Σαλαδίνος τον δωδέκατο
αιώνα
διέταξε την ανακατασκευή
του
επονομαζόμενου Κάστρου του Σαλαδίνου, που εξυπηρετούσε ως φυλακή, χρησιμοποιώντας δεκάδες χιλιάδες Βυζαντινούς αιχμαλώτους, τους οποίους είχε συλλάβει στις εκστρατείες εναντίον των Σταυροφόρων. Τους χρησιμοποίησε για να σπάνε μάρμαρα και πέτρες και να σκάβουν την τάφρο που θα περιέβαλλε το φρούριο510. Τα ποιήματα, που έχουν συνθέσει τόσο χριστιανοί όσο και μουσουλμάνοι, δείχνουν ότι όσοι ζούσαν στο καθεστώς της κράτησης δεν ήταν πάντα στο περιθώριο της κοινωνίας. Σκιαγραφούν ωστόσο το αίσθημα της ντροπής και της θλίψης πέραν της σωματικής κακουχίας511. Το θέμα των φυλακών προκαλεί ενδιαφέρον στο βαθμό που μπορεί να φωτίσει τις συνθήκες κράτησης όσων αιχμαλώτων παρέμεναν εκεί για ορισμένο
χρονικό
διάστημα.
Όπως
αναφέρθηκε
αναλυτικά
σε
προηγούμενο κεφάλαιο, οι αιχμάλωτοι των Βυζαντινών διανέμονταν, όπως και η υπόλοιπη λεία του πολέμου512. Φαίνεται, όμως, από τις πηγές ότι ένας αριθμός από αυτούς συγκεντρωνόταν σε φυλακές ή χώρους Dig., 48.19.8.9: «carcer enim ad continendos homines, non ad puniendos habero debet». GOULD, Prisons before Modernity, σελ. 186. 511 Για συνθήκες κράτησης διαθέτουμε πληροφορίες από το ποίημα του Μιχαήλ Γλυκά, Στίχοι οὓς ἔγραψε καθ’ὃν κατεσχέθη καιρὸν, στιχ. 488-510, το οποίο συνέθεσε στη διάρκεια της κράτησής του στη φυλακή των Νουμέρων. Βλ. και ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ, Βυζαντινές φυλακές, σελ. 327-338. Διαθέτουμε ανάλογα ποιήματα και από την πλευρά των «αντιπάλων». Βλ. GOULD, Prisons before Modernity, σελ. 184, 197, το ποίημα του Πέρση συγγραφέα του ενδέκατου αιώνα, Mas’ud Sa’d. Αραβικά ποιήματα σε φυλακή αιχμαλωσίας έχει συνθέσει ο Abū Firās (932-968), για τον οποίο έχει ήδη γίνει λόγος. Πριν από αυτούς ανάλογα έργα έιχαν συγγράψει ο Άραβας χριστιανός ποιητής ῾Abi b. Zayd (599) και ο χρονικά κοντινός του Βοήθιος (475-525), που εγκαινίασε το είδος της λογοτεχνίας φυλακισμένων με τα Consolati Philosophiai (c. 524). Βλ. σχετικά GOULD, Prisons before Modernity, σελ. 191. 512 Βλ. πιο πάνω, σελ. 150 κ. εξ. 509 510
204
κράτησης. Οι αραβικές πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη κρατητηρίων όπου διέμεναν οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, χωρίς ωστόσο να παρέχουν περισσότερες λεπτομέρειες. Κι από την πλευρά των βυζαντινών πηγών, όμως, οι πληροφορίες περιορίζονται σε λίγες γραμμές. Στο Περὶ Βασιλείου Τάξεως αναφέρεται πως οι αιχμάλωτοι, στη διάρκεια μεγάλων εορτών, οδηγούνταν από τα κρατητήρια στον Ιππόδρομο για ψυχαγωγία513.]] ] ] ] ]] ] ] ] ] ]] ] ] ] ] ] ] ] ] ]] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] ] Η διαδρομή προς την ελευθερία ή την αιχμαλωσία
Τις οδούς που ακολουθούσε ο στρατός για την εισβολή στα αντίπαλα εδάφη ακολουθούσαν στη συνέχεια με αντίθετη φορά οι φάλαγγες των αιχαμώτων. Καὶ ἔσται ἡ ὁδὸς αὐτῶν ἀπὸ θαλάσσης ἕως θαλάσσης καὶ ἀπὸ ἀνατολῶν ἕως δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ ἕως τῆς ἐρήμου τοῦ Ἐθρίβου. Καὶ κληθήσεται ἡ ὁδὸς στενοχωρίας, καὶ ὁδεύσωσιν ἐν αὐτῇ πρεσβύτιδες, πτωχοί τε καὶ πλούσιοι, πένητες καὶ διψώντες, καὶ δέσμιοι, καὶ μακαρίσουσι τοὺς νεκρούς514. Στον δρόμο που συναντάται η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την εγγύς Ανατολή, ιδιαίτερη θέση φαίνεται πως είχε η Κιλικία. Ο AlMuqaddasī αναδεικνύει τη σημασία της περιοχής ως προς τη χρήση των δρόμων στη διεξαγωγή εμπορίου, ταξιδιών, στρατιωτικών επιχειρήσεων αλλά και στην αγορά αιχμαλώτων515. Ως απόρροια των στρατιωτικών αναμετρήσεων ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Άραβες προέκυψε μια μεγάλων διαστάσεων μετακίνηση, αυτή της μεταφοράς των αιχμαλώτων από τις αντίπαλες δυνάμεις. Οι πολλές αναφορές που υπάρχουν στις πηγές σχετικά με Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 615. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Ψευδο-Μεθόδιος, ΧΙ, 16. 515 Al-Muqaddasī, σελ. 147. 513 514
205
αλώσεις πόλεων και την αιχμαλωσία πολιτών και στρατιωτών, που απέρρε ως συνέπειά τους, μαρτυρούν το μέγεθος και τη συχνότητα αυτής της ακούσιας και συνάμα αναγκαστικής μετακίνησης ανθρώπων στα βυζαντινοαραβικά
σύνορα516.
Οι
αραβικές,
ειδικότερα,
πηγές
μάς
παρέχουν πολύτιμες και συχνά λεπτομερείς μαρτυρίες για μετακινήσεις Αράβων αιχμαλώτων πολέμου και αξιωματούχων με τις υπηρεσίες του Δημόσιου Δρόμου517 στη Μικρά Ασία στη διάρκεια του ένατου και δέκατου αιώνα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ενώ ορισμένοι αιχμάλωτοι παρέμεναν στα χέρια του αντιπάλου περιμένοντας να ανταλλαγούν, άλλοι πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα. Για την περιοχή της Κιλικίας έχουμε μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν και τις δύο περιπτώσεις. Ο Αββασίδης γεωγράφος ibn Khurradādhbin, στο έργο του Kitab al masālik wa’l-mamālik, αναφερόμενος στις επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη στην Κιλικία του τέλους του ένατου αιώνα, μαρτυρά τη μεταφορά γυναικών δούλων οι οποίες κατέβαιναν από τα βουνά της Ταρσού επιβαίνοντας στις πλάτες καμήλων518. Ο Πέρσης γεωγράφος ibn al-Fakīh, γράφοντας στις αρχές του δεκάτου αιώνα, όταν η Κιλικία ήταν υπό ισλαμική εξουσία, ισχυρίζεται πως δούλοι και ευνούχοι έφταναν από το Βυζάντιο. Ωστόσο, προς το τέλος του ίδιου αιώνα, όταν ο βυζαντινός στρατός πήρε τον έλεγχο της βόρειας Συρίας, η κατάσταση πρέπει να άλλαξε, γιατί ο al-Muqaddasī αναφέρει πως δεν έφταναν πλέον δούλοι από το Βυζάντιο στη Συρία εξαιτίας των πολέμων519. Στα λόγια του, μάλιστα, υποφώσκει μια δυσαρέσκεια, ίσως γιατί η έλευση δούλων και λείας αποτελούσε σημαντικό παράγοντα στην
TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ.71-94. ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑΣ, Χερσαία ταξίδια, σελ. 28-29· ODB, σελ. 662. 518 Ibn Khurradādhbih, σελ. 78-79· DROCOURT, Political Information, σελ. 96. 519 Al-Muqaddasī, σελ. 242. 516 517
206
τοπική οικονομία. Η Κιλικία, όμως, δεν ήταν σημαντική μόνο ως τόπος μεταφοράς δούλων. Χρησίμευε και ως σύνδεσμος στη μετακίνηση των αιχμαλώτων.
Οι
Βυζαντινοί
αιχμάλωτοι
κρατούνταν
σε
μεγάλες
μουσουλμανικές πόλεις, όπως η Ταρσός, το Χαλέπι και η Βαγδάτη, ενώ αντίστοιχα το Ικόνιο και η Κωνσταντινούπολη ήταν πόλεις όπου κρατούνταν οι αιχμάλωτοι των Βυζαντινών στη διάρκεια του δέκατου αιώνα520. Παρατηρώντας τις προαναφερθείσες περιοχές στο χάρτη προκύπτει εμφανώς η κομβική θέση της Κιλικίας στο μέσο των δρόμων απ’ όπου περνούσαν οι αιχμάλωτοι, αφού συνδεόταν με τη Βαγδάτη μέσω Χαλεπίου αλλά και με την Κωνσταντινούπολη μέσω Ικονίου. Οι αραβικές πηγές παρέχουν αποσπασματικά πληροφορίες αναφορικά με τους δρόμους μεταφοράς των αιχμαλώτων. Ο εμίρης της Ταρσού, Abu Thābit, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς στη διάρκεια επιδρομής το 900, μεταφέρθηκε από την οροσειρά του Ταύρου στην Κωνσταντινούπολη μέσω του Ικονίου ακολουθώντας τη διαδρομή των Πυλών της Κιλικίας, όπως αναφέρει ο AlṬabarī521. Σε ένα άλλο επεισόδιο, που παραδίδει ο ίδιος συγγραφέας, όταν ο ‘Abd Allāh ibd Rashīd εισέβαλε στα βυζαντινά εδάφη από τις Κιλίκιες Πύλες και συνελήφθη αιχμάλωτος σε επιδρομή το 878, μεταφέρθηκε αρχικά στο Λούλον, οχυρή πόλη κοντά στην είσοδο των Κιλικίων Πυλών, και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Άραβας ιστορικός αναφέρει μάλιστα τη μεταφορά μέσω ενός μεταφορικού δρόμου, γεγονός που δείχνει την πολλαπλή χρήση των ίδιων οδικών δικτύων522. Το ίδιο ίσχυε και για τους δρόμους της άλλης πλευράς. Ο συγγραφέας του Βίου του αγίου Ιωαννικίου, στα τέλη του ένατου αιώνα, ξεκάθαρα αναφέρει πως οι
Για τους τόπους κράτησης στην εγγύς Ανατολή βλ. Ιωάννης Καμινιάτης, Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, σελ. 48. 55. 59-68. 521 Al-Ṭabarī ΧΧΧ, 193. 522 Al-Ṭabarī ΧΧΧ, 193. 520
207
Βυζαντινοί αιχμάλωτοι απέδρασαν από τη φυλακή, η οποία βρισκόταν σε ένα μέρος που δεν αναφέρεται, ακολουθώντας τον άγιο, ο οποίος τους οδήγησε με ασφάλεια μακριά από τους φύλακες των παρατηρητηρίων, που οι πιο «μοχθηροί» Αγαρηνοί συνήθιζαν να τοποθετούν σε όλους τους σημαντικούς δρόμους523. Επιπλέον, στη δυτική Κιλικία λάμβαναν χώρα οι ανταλλαγές των αιχμαλώτων αρκετά συχνά και οργανωμένα. Ο ποταμός Λάμος, φυσικό διαχωριστικό όριο ανάμεσα στη βυζαντινή ορεινή Κιλικία και την ισλαμική πεδινή Κιλικία, αποτέλεσε το σκηνικό δώδεκα μεγάλων και έξι μικρότερων ανταλλαγών από το 768 έως το 946524. Οι μουσουλμάνοι έφευγαν από την Ταρσό, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι, και προχωρούσαν προς τον Λάμο, όπου οι Βυζαντινοί περίμεναν έχοντας στα πλοία τους αιχμαλώτους με καταγωγή από την εγγύς Ανατολή. Μια μαρτυρία του al-Mas‘ūdī αποκαλύπτει το δρομολόγιο των αιχμαλώτων της εγγύς Ανατολής που έφερναν στο Λάμο οι Βυζαντινοί. Γράφει ότι οι αιχμάλωτοι μεταφέρονταν από την Κωνσταντινούπολη στον Λάμο δια μέσου της περιοχής των Πυλών, μιας πολύ σημαντικής πόλης νότια της πρωτεύουσας και στην αρχή των δρόμων για την Ανατολία525. Ο πιο βατός χερσαίος δρόμος που συνέδεε τον Λάμο με τις Πύλες ήταν αυτό που είχε χαραχθεί διαγωνίως, από τη Σελεύκεια προς τον Λάρανδα και την Κλαυδιούπολη. Ο Ιωάννης Δημητρούκας κατέδειξε πως οι δρόμοι μέσα από την Κιλικία ήταν ιδιαίτερης σημασίας και χρησιμοποιούνταν από διπλωμάτες που κινούνταν ανάμεσα στο Βυζάντιο και το Χαλέπι ή τη Βαγδάτη526. Στο περιστατικό αυτομολίας του
Βίος οσίου Ιωαννικίου, σελ ΧΧΙ.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Οι Al-Ṭabarī και Ibn Al-Athīr μαρτυρούν ως τόπο συνάντησης της δεύτερης ανταλλαγής τον παραπόταμο Bandandon. Βλ. CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ 1-22· TIB, 5, Kilikien und Isaurien, 330. 525 Al-Mas‘ūdī, Les prairies d’or, Ι, σελ. 139-140. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 526 ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑΣ, Χερσαία ταξίδια, σελ. 7-42. 523 524
208
στρατηγού Ανδρόνικου Δούκα, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, εξεγέρθηκε εναντίον του Λέοντος ΣΤ’ και κατέφυγε στους Άραβες το 906/907, ο στρατηγός έφυγε από το Ικόνιο με τους συντρόφους του και διακόσιους μουσουλμάνους αιχμαλώτους, τους οποίους είχε ελευθερώσει, και προσέγγισε την Κιλικία527. Φαίνεται, λοιπόν, πως μια σχετικά μικρή συνοριακή περιοχή, όπως η Κιλικία, γνώρισε μεγάλη κινητικότητα και οι δρόμοι της χρησιμοποιήθηκαν από ανθρώπους με διαφορετικά κίνητρα και ανάγκες. Μπορούμε να φανταστούμε πως και άλλες πόλεις είχαν παρόμοια χρήση και ιδιαιτέρως εκείνες που εξυπηρετούσαν τους θαλάσσιους δρόμους. Για παράδειγμα ο Hārūn ibn Yahyā αιχμαλωτίστηκε στην Ασκάλωνα και μεταφέρθηκε με πλοίο στην Αττάλεια.
Από εκεί
μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη διασχίζοντας τη Μικρά Ασία. Ο ίδιος μαρτυρεί τη μετακίνηση των αιχμαλώτων με άλογα αλλά και με πεζοπορία και με πλοίο μέσα σε εννέα ημέρες από την Αττάλεια στην Κωνσταντινούπολη μέσω Νίκαιας528. Πιθανώς είναι η διαδρομή που έναν αιώνα αργότερα περιγράφει ο ibn Hawqal ως εμπορικό δρόμο που ενώνει την Αττάλεια με την Κωνσταντινούπολη μέσα από τη δυτική Ανατολία529. Η
Αττάλεια,
προαναφερθεί530,
ήταν και
επίσης μάλιστα
κέντρο τον
δουλεμπορίου, δέκατο
αιώνα
όπως
έχει
διατηρούσε
χαληλότερους φόρους από τον εμπορικό σταθμό της Τραπεζούντας. Ο όσιος Λάζαρος Γαλησιώτης μεταφέρθηκε εκεί από μουσουλμάνους που ήθελαν να τον πωλήσουν ως δούλο σε έναν Αρμένιο πλοιοκτήτη531. Εκεί Αl-Ṭabarī, ΧΧΧ, 272-277. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Ibn Rusteh, σελ. 135· VASILIEV, Hāroun - ibn Yahya, σελ. 154· VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 434. Η αποκατάσταση του κειμένου και η ανασύνθεση του οδοιπορικού μέσω Απάμειας - Κοτυαείου ή Ικονίου ή Νακωλείας αποτελούν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Βλ. ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑΣ, Χερσαία ταξίδια, σελ. 21-22. 529 Ibn Hawqal, σελ. 200-202· T. LEWICKI, Les voies maritimes de la méditerranée dans le haut moyen âge d’après les sources arabes, στο La navigazione mediterranea nell’alto medioevo, τ. 2, Spoleto 1978, σελ. 439-469, εδώ ιδιαίτερα σελ. 451. 530 Βλ. πιο πάνω, σελ. 144. 531 Βίος Λαζάρου Γαλισιώτη, 9. 527 528
209
επίσης τα πληρώματα των βυζαντινών πλοίων πωλούσαν αιχμαλώτους που είχαν συλλάβει κατά τις επιθέσεις που διενεργούσαν στα παράλια της Συρίας532.
532
Ibn Hawqal, σελ. 196-197· ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ, Αγορές, σελ. 124.
210
Ενότητα δεύτερη: Ζητήματα σχετικά με τη μεταχείριση των αιχμαλώτων
Οι αιχμάλωτοι πολέμου διαδραμάτισαν πραγματικά σπουδαίο ρόλο στη βυζαντινή ιστορία. Ο αιχμαλωτισμός μεμονωμένων αντιπάλων ή ολόκληρων μονάδων κατά τη διάρκεια μιας μάχης αποσκοπούσε στο αυτονόητο, στην αποδυνάμωση δηλαδή του εχθρού και την κάμψη του ηθικού του. Άλλοτε ακούσια υπό την απειλή θανάτου και άλλοτε εκούσια, για να εξασφαλίσουν καλύτερη μεταχείριση ή λόγω ηθελημένης προσχώρησης στον αντίπαλο, οι αιχμάλωτοι αναλάμβαναν τις πιο ριψοκίνδυνες θέσεις: της διερεύνησης κατάλληλων τόπων σε εχθρικό έδαφος, της κατασκοπίας, της δοκιμής τροφών και νερού533, του αναλώσιμου στρατιώτη της πρώτης γραμμής. Σημαντική ήταν και η συμβολή τους ως πληροφοριοδοτών σχετικά με τα τεκταινόμενα στο αντίπαλο στρατόπεδο534. Πληροφορίες σχετικά με τα διαθέσιμα όπλα, το έμψυχο δυναμικό, τον σχεδιασμό και την εσωτερική κατάσταση του αντιπάλου ήταν πολύτιμες προκειμένου να κερδηθεί μια μάχη. Δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι, όπως αναφέρθηκε στην πρώτη ενότητα, χρησιμοποιήθηκαν κατεξοχήν για δημογραφικούς λόγους εποικίζοντας διάφορες περιοχές πιθανόν αραιοκατοικημένες, επιφέροντας, μάλιστα, σημαντικές αλλαγές στην οικονομία, τον πολιτισμό ή ακόμα και τη θρησκευτική κατάσταση των γηγενών535. Φυσικά και η χρησιμοποίηση των αιχμαλώτων ως δούλων έχει πολλές φορές αναφερθεί. Οι νικηφόροι πόλεμοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν ως αποτέλεσμα τη συρροή αιχμαλώτων στα εδάφη της και στην Κωνσταντινούπολη ιδιαίτερα. Οι ήττες που ακολούθησαν ύστερα από την εμφάνιση των Αράβων
Μαυρίκιος, Στρατηγικόν, σελ. 320.122-124. ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι, σελ. 125-132· DROCOURT, Political Information, σελ.111. 535 ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι, σελ. 37-49. 533 534
211
επηρέασαν τη σκέψη του Βυζαντινού Κράτους σχετικά με το ζήτημα, γεγονός που αποτυπώθηκε και στη νομοθεσία, στην οποία έγινε εκτενής αναφορά νωρίτερα. Έχοντας θέσει ως στόχο της μελέτης αυτής την αναζήτηση αυτού που κάθε φορά αλλάζει στην πάροδο των υπό συζήτηση αιώνων, εξετάζεται στην ενότητα αυτή η μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου από τους δύο μεγάλους άλλοτε νικητές και άλλοτε ηττημένους της εποχής· τους Βυζαντινούς και τους Άραβες. Σχετικά με το ζήτημα της μεταχείρισης των αιχμαλώτων οι μελέτες που έχουν εκδοθεί είναι πραγματικά ελάχιστες. Το 1998 η Liliana Simeonova μελέτησε την παρουσία των Αράβων αιχμαλώτων πολέμου στα αυτοκρατορικά συμπόσια των αρχών του δεκάτου αιώνα 536 και την ίδια χρονιά ο Stephen W. Reinert εξέτασε, σε άρθρο του, γενικότερα την παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου στην Κωνσταντινούπολη, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον του, όμως, στους εμπόρους και τις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές από τον ένατο έως τον δέκατο πέμπτο αιώνα537. Το 2000 η Αθηνά Κόλια - Δερμιτζάκη εξέτασε ορισμένα σημαντικά στοιχεία για την τύχη των αιχμαλώτων πολέμου στο Βυζάντιο κατά τους αιώνες ένατο και δέκατο. Κοινός τόπος και των τριών άρθρων είναι η άποψη πως η μεταχείριση των αραβικής καταγωγής αιχμαλώτων από τους Βυζαντινούς δεν ήταν απάνθρωπη και είχε περισσότερο θετικά στοιχεία σε σύγκριση με αυτή προς τους αιχμαλώτους άλλης προέλευσης ή με τη μεταχείριση που υφίσταντο οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι στα χέρια των Αράβων. Η Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, μάλιστα, συγκρίνοντας τις συνθήκες αιχμαλωσίας των Αράβων αιχμαλώτων με εκείνες
των
αξιωματούχων-μαρτύρων
του
Αμορίου,
οι
οποίοι
εκτελέστηκαν με διαταγή του χαλίφη al-Mu̒tașim, το 838, διατύπωσε την
536 537
SIMEONOVA Liliana, Byzantine Ceremonials, σελ. 75-104. REINERT, Muslim Presence, σελ. 125-150.
212
άποψη ότι η διαφορά στη μεταχείριση οφείλεται στην τάση των Βυζαντινών να προβάλλουν το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας, τον λαμπρό πολιτισμό της και τη μεγαλοψυχία του αυτοκράτορα538. Η άποψη αυτή έχει, εξάλλου, διατυπωθεί και από τον Arnold Toynbee, ο οποίος, αρκετά χρόνια νωρίτερα σημείωνε πως μια αξιοπρόσεκτη πτυχή των σχέσεων ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους μουσουλμάνους της Ανατολής ήταν η γενναιοδωρία με την οποία η βυζαντινή εξουσία μεταχειριζόταν τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους της539. Ωστόσο, σύγχρονοι Άραβες ερευνητές τείνουν να διαφωνήσουν με τις απόψεις των δυτικών συναδέλφων τους, εκφράζοντας έντονα τη θέση ότι δεν αποδεικνύεται η άποψη περί μετριοπαθούς αντιμετώπισης των μουσουλμάνων αιχμαλώτων από τους Βυζαντινούς. Σε αυτή την κατηγορία ερευνητών ανήκει για παράδειγμα ο ʽAbd al-ʽAzīz M. A. Ramadān540 και ο Abū Se̒ada al-Amin, ο οποίος υποστήριξε στη διδακτορική διατριβή του ότι είναι αναμφίβολο πως οι Βυζαντινοί ήταν ανηλεείς στη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου541. Άλλοι πάλι παρουσιάζουν μια συγκεχυμένη εικόνα χωρίς να καταλήγουν σε συμπέρασμα. Μερικές από τις βασικές πηγές που μπορούν να δώσουν πληροφορίες σχετικά το ζήτημα της μεταχείρισης των αιχμαλώτων είναι ο Al-Muqaddasī, ο Hārūn ibn Yaḥyā , οι επιστολές του πατριάρχη Νικολάου Α’ Μυστικού προς τον χαλίφη al-Muqtadir, ορισμένες πληροφορίες από το Κλητορολόγιο του Φιλοθέου αλλά και ορισμένα αγιολογικά κείμενα. Ωστόσο, από τη μελέτη δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα, αν δεν τεθεί ένα σαφές ερώτημα και αυτό κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να είναι
KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks. TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 383. 540 RAMADĀN, The Treatment of Arab Prisoners. 538 539
541
ABŪ SE̒ADA, Byzantium and Islam, σελ. 189-193.]
213
άλλο από το αν και για ποιους λόγους άλλαξε η συμπεριφορά των Βυζαντινών απέναντι στους μουσουλμάνους αιχμαλώτους τους. Και αν άλλαξε για αυτούς γιατί δεν άλλαξε για τους ομοθρήσκους τους. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά δηλαδή που διαφοροποιούν τις δύο κατηγορίες. Η επανεξέταση των πηγών μπορεί να οδηγήσει στην απάντηση. Μια αναμφίβολα ενδιαφέρουσα μαρτυρία καλής μεταχείρισης μουσουλμάνων αιχμαλώτων υπάρχει στον Βίο του οσίου Νικήτα, ηγουμένου της μονής Μηδικίου στην Τριγλεία της Βιθυνίας542. Εκεί αναφέρεται πως μετά την απελευθέρωση του Νικήτα από τα δεσμά ‒είχε φυλακισθεί λόγω της εικονόφιλης στάσης του‒ επί Μιχαήλ Β’, ο όσιος πήγε να βρει ησυχία εἰς τὰς παρακειμένας νήσους πλησίον τῆς πόλεως ὅπου τοῖς ἐνδεέσιν ἐπαρκῶν τὰ πρὸς τὴν χρείαν, οὐ μόνον τοῖς πιστοῖς ἀλλά καὶ εἰς ἀπίστους τὴν ἐλεημοσύνιν ἐπεδείκνυεν543. Αν και στην ελληνική έκδοση του Βίου αναφέρεται μόνο αυτή η φράση, υπάρχει μια σλαβονική μετάφραση, στην οποία περιλαμβάνονται χωρία που δεν υπάρχουν στο ελληνικό κείμενο. Ο Dimitri Afinogenof μελέτησε και μετέφρασε στη ρωσική γλώσσα τον Βίο. Από τη διήγηση προκύπτει ως συμπέρασμα όσα αναφέρονται στις λίγες γραμμές του ελληνικού κειμένου, ότι δηλαδή ο Νικήτας χάριζε το έλεός του σε όλους χωρίς θρησκευτικές διακρίσεις544. Καθώς το κείμενο υπάρχει μεταφρασμένο μόνο στη ρωσική γλώσσα, δεν είναι περιττό να γίνει εδώ μια αναλυτική παράθεσή του. Σε απόδοση λοιπόν το κείμενο αναφέρει τα εξής: ο όσιος είχε μεγάλη επιθυμία να κάνει θαύματα για τους πιστούς αλλά και για απίστους, προσφέροντας την καλοσύνη του. Στα παρακείμενα νησιά, κρατούνταν αιχμάλωτοι Σαρακηνοί. Μια μέρα κάποιος από αυτούς αρρώστησε. Αυτός του έδωσε φάρμακα και Βίος Νικήτα Μηδικίου, σελ. XXII-XXXII· PmbZ, αρ. 5443, σελ. 426-427. Βίος Νικήτα Μηδικίου, παρ. 47, σελ. ΧΧΧΙΙ. Τα νησιά είναι μάλλον κάποια από εκείνα της Προποντίδας. Να σημειωθεί ότι ο όσιος Νικήτας είχε εξορισθεί νωρίτερα ως εικονολάτρης στο νησί της Αγίας Γλυκερίας απέναντι από τη Νικομήδεια. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ] 544 AFINOGENOV, Zhitie prepodobnogo, παρ. 49, σελ. 138-139. 542 543
214
όταν οι Σαρακηνοί πήγαιναν σε εκείνον, τους πρόσφερε κεράσματα με γενναιοδωρία παρέχοντας το έλεός του σε όλους, με αποτέλεσμα ο Σαρακηνός που ήταν από τη φύση του ατίθασος, να περάσει στο στάδιο της πραότητας, ευγνώμων, ζητώντας οι προσευχές της φυλής του να εισακουσθούν και να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Μια μέρα ένας από τους Σαρακηνούς ζήτησε από τον προϊστάμενο να τον μεταφέρει στον όσιο εκλιπαρώντας να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ο όσιος εκπληρώνοντας την εντολή του Χριστού, σε όποιον ζητάει να δίνεις, διέταξε τον Ζαχαρία545, που τον βοηθούσε, να δώσει στον Ισμαηλίτη αυτό που ζητούσε. Ο Ζαχαρίας, ο οποίος για πολύ καιρό δεν ασχολείτο με αυτή την υπόθεση, άφησε τον Αγαρηνό να περιμένει δίχως να του δώσει μιαν απάντηση. Θυμωμένος ο Σαρακηνός που ο Ζαχαρίας τον ξέχασε, έκανε παράπονα στον όσιο. Αυτός, μακάριος σε όλα, τον παρηγόρησε και θέλοντας να του κάνει τη χάρη, κάλεσε τον Ζαχαρία, του είπε όσα έπρεπε και μπροστά στα μάτια τού Ισμαηλίτη τού ανέθεσε την υλοποίηση της επιθυμίας τού τελευταίου. Ο τελευταίος, καθώς δε γνώριζε ελληνικά, ρώτησε τον μεταφραστή τι είπε ο όσιος στο Ζαχαρία. Ο μεταφραστής τού απάντησε πως ο Ζαχαρίας για την αμέλεια προς εσένα έλαβε μια βαριά τιμωρία. Μετανοιωμένος ο Σαρακηνός για το γεγονός ότι παραπονέθηκε, ζήτησε από τον όσιο να συγχωρήσει τον Ζαχαρία για το ατόπημά του. Ο εντιμότατος έκανε ένα μορφασμό δείχνοντας ότι το αναβάλει. Και αφού για πολλή ώρα ο Σαρακηνός συνέχιζε Ο Ζαχαρίας ήταν επίτροπος των βασιλικών οίκων των επιλεγομένων τα Μάγγανα και ἀγαθοποιὸς φύλαξ του θεσπεσίου πατρός, όταν παρέμενε κρατούμενος μέχρι να αλλάξει σκέψη περί της εικονοφιλίας. Μάλιστα ο όσιος, όντας ακόμα εξόριστος, με θαυματουργό τρόπο βοήθησε και απελευθέρωσε τον Ζαχαρία, όταν αυτός είχε αιχμαλωτιστεί στα εδάφη του Θρακῴου ἔθνους. Εκεί ως απεσταλμένος του Βυζαντινού αυτοκράτορα πρός τινῶν δημοσίων πραγμάτων διοίκησιν, είχε ως αποστολή την απελευθέρωση Βυζαντινών αιχμαλώτων που ήταν στα χέρια των Βουλγάρων. Προφανώς πρόκειται για τη συνθήκη του 816 με τον Ομουρτάγ στην οποία έχει ήδη γίνει αναφορά. Βλ. PmbZ, αρ. 8625, σελ. 109-110. Η σχέση των δύο ανδρών πρέπει να ήταν στενή, αφού το σλαβονικό κείμενο τοποθετεί τον Ζαχαρία κοντά στον Νικήτα και μετά την απελευθέρωση του τελευταίου επί βασιλείας του Μιχαήλ Β’. Βλ. Βίος Νικήτα Μηδικίου, παρ. 44, σελ. ΧΧΧΙ - παρ. 45, σελ. ΧΧΧΙΙ. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 545
215
να ζητάει το ίδιο, οι παριστάμενοι του είπαν πως, αν δεν πέσει στα πόδια του, δε θα πετύχει τίποτα. Εκείνος έφερε αντίρρηση λέγοντας πως ήταν αδύνατο να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί θα τον σκότωναν οι ομοεθνείς του αιχμάλωτοι, αν το μάθαιναν. Οι άνθρωποι του οσίου του επανέλαβαν ότι διαφορετικά δεν θα εισακουστεί και τότε εκείνος με ανησυχία και αφού κοίταξε τριγύρω και δεν είδε κανέναν από τους συμπατριώτες του, έπεσε στα πόδια του οσίου ζητώντας συγχώρεση για τον Ζαχαρία. Ω, τι θαύμα! Η αρετή αυτού του άνδρα ήταν τέτοια, που έριξε στα γόνατα για παράκληση αυτούς που δεν είχε ρίξει ούτε το ξίφος, αλλά το να σέβεσαι ακόμα και τους εχθρούς είναι χαρακτηριστικό της αρετής και δίνεται σε αυτούς στους οποίους έχει εγκατασταθεί η ευλογία του Θεού. Αυτή είναι η ενέργεια του Αγίου πνεύματος, ότι δηλαδή σε όποιον εγκαθίσταται, εκείνος μπορεί να συμπονά όλους τους ανθρώπους. Λοιπόν, ο Αγαρηνός πήρε αυτό που ζήτησε και επέστρεψε στους ομοεθνείς του αλλά μαζί πήρε και την ταπεινότητα που φέρνει η συντριβή της ψυχής (ως πνευματικό δώρο)546.
Και στις δύο παραδόσεις του Βίου η παράγραφος καταλήγει αναφέροντας πως μετά τα γεγονότα αυτά ο όσιος αγόρασε ένα μικρό μετόχι απέναντι από την Πόλη, στα βόρεια, και εκεί πέρασε ένα σύντομο διάστημα μέχρι το θάνατό του, καθώς η ψυχή του ήταν υγιής αλλά το σώμα του υπέφερε από τις κακουχίες. 546
216
Οι χώροι κράτησης και οι συνθήκες μέσα στις φυλακές
Ο γεωγράφος του δέκατου αιώνα Isḥāq ibn al-Ḥusayn δηλώνει με σαφήνεια ότι η Κωνσταντινούπολη έχει μεγάλες εκκλησίες για τους Βυζαντινούς και τζαμιά για τους μουσουλμάνους. Επισημαίνει δε ότι οι Βυζαντινοί είναι φιλεύσπλαχνοι προς τους μουσουλμάνους κρατουμένους, παρέχοντάς τους συσσίτιο547. Ο σύγχρονός του γεωγράφος al-Muqaddasī επικεντρώνεται και αυτός σε αυτήν την καλή μεταχείριση, λέγοντας ότι οι μουσουλμάνοι κρατούμενοι έχουν το δικαίωμα να ασκούν επιχειρηματικές συναλλαγές μεταξύ τους και να κερδίζουν χρήματα από αυτές τις δραστηριότητες. Επιπλέον, τονίζει πως οι Βυζαντινοί δεν αναγκάζουν κανέναν από τους μουσουλμάνους να φάει χοιρινό κρέας, ούτε σκίζουν τις μύτες ή τις γλώσσες τους548. Αυτές οι αναφορές θίγουν το ζήτημα της βυζαντινής μεταχείρισης των μουσουλμάνων κρατουμένων στο σύνολό τους χωρίς να κάνουν οποιαδήποτε κοινωνική διάκριση μεταξύ επιφανών και κοινών. Μια τέτοια διάκριση, όμως, φανερώνεται από τον ίδιο, όταν περιγράφει πως: Όταν
ο
Maslama
ibn ̒Abd
Al-Malik
επιτέθηκε
στην
Κωνσταντινούπολη, επέβαλε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα να κτίσει μια κατοικία κοντά στο παλάτι του για να έχει τους ευγενείς και επιφανείς κρατουμένους υπό τη φροντίδα του, πράγμα που ο τελευταίος αποδέχτηκε, κτίζοντας το Dār al-Balā. Κανένας από τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους δεν στεγάζεται στο Dār al-Balā, εκτός των επιφανών. Εκεί συντηρούνται, φροντίζονται και ψυχαγωγούνται549.
VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 426. Ομοίως πρβλ. REINERT, Muslim Presence, σελ. 128. Η πληροφορία για τζαμιά πέραν του ενός είναι λανθασμένη και πρόκειται, όπως παρατηρεί ο S. W. Reinert, για το ένα τζαμί στο οποίο αναφέρεται και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο De administrando imperio. Βλ. πιο κάτω, σημ. αρ. 550. 548 Al-Muqaddasī, σελ. 138· VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 423.111-114. 549 Al-Muqaddasī, σελ. 137-138. 547
217
Σύμφωνα
με
τον
Κωνσταντίνο
Ζ’ Πορφυρογέννητο,
κατόπιν
αιτήματος του στρατηγού Μασλαμά, χτίστηκε το τζαμί των Σαρακηνών στο αυτοκρατορικό Πραιτώριο550. Αυτή η μαρτυρία δεν αναφέρεται σε φυλακή
για μουσουλμάνους αιχμαλώτους, ούτε προσδιορίζει την
κοινωνική θέση εκείνων για τους οποίους χτίστηκε το τζαμί. Γίνεται λόγος, όμως, για ένα κτίριο αφιερωμένο στους μουσουλμάνους κρατουμένους στο αυτοκρατορικό Πραιτώριο. Άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προέρχονται από
το
Περὶ
Βασιλείου
Τάξεως,
πάλι
του
Κωνσταντίνου
Πορφυρογέννητου, και το λεγόμενο Kλητορολόγιον του Φιλόθεου, τα οποία αφορούν στη συμμετοχή μουσουλμάνων αιχμαλώτων στα αυτοκρατορικά συμπόσια κατά τη διάρκεια ορισμένων θρησκευτικών εορτών και διπλωματικών επαφών, επιβεβαιώνουν σαφώς ότι υπήρχε φυλακή για τους Άραβες αιχμαλώτους στο Πραιτώριο. Ως εκ τούτου, δικαίως η έρευνα τείνει να καταλήξει στο ότι το ίδιο το Πραιτώριο ήταν το Dār al-Balāṭ των επιφανών Αράβων κρατουμένων, και ήταν ουσιαστικά στο ίδιο μέρος με το τζαμί της Κωνσταντινούπολης551. Αραβικές πηγές παραπέμπουν σε άλλες φυλακές στις οποίες κλείστηκαν
μουσουλμάνοι
κρατούμενοι,
όπως
αναφέρθηκε
σε
προηγούμενο κεφάλαιο552. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι Άραβες αιχμάλωτοι πολέμου κρατούνταν σε τουλάχιστον δύο φυλακές εντός του Μεγάλου Παλατιού, όπως μαρτυρεί η αφήγηση του Hārūn ibn Yahyā που αναφέρεται σε αυτές τις δύο φυλακές, δηλαδή στην Dar Al-Balat και στα Νούμερα. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποια ήταν αφιερωμένη στους αιχμαλώτους της
Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 92.111-114: Ἰστέον δέ, ὅτι οὗτος ὁ Μαυίας ἔκγονος ἦν τοῦ Σοφιάμ. Ἔκγονος δὲ τοῦ Μαυίου ὑπῆρχεν ὁ Μάσαλμας, ὁ κατὰ Κωνσταντινουπόλεως ἐκστρατεύσας, οὗτινος καὶ δι’ αἰτήσεως ἐκτίσθη τὸ τῶν Σαρακηνῶν μαγίσδιον ἐν τῷ βασιλικῷ πραιτωρίῳ. 551 CANARD, Les expéditions des Arabes, σελ. 95· RAMADĀN, The Treatment of Arab Prisoners, σελ. 161· ABU SE̒ADA, Byzantium and Islam, σελ. 182. 552 Βλ. πιο πάνω, σελ. 197-199. 550
218
Ταρσού και ποια στους υπόλοιπους μουσουλμάνους. Η ξεχωριστή όμως αναφορά στους Ταρσίτες, αντί άλλων, φαίνεται να υπαινίσσεται ότι η λέξη Tarqsīs μπορεί να ήταν ένα άλλο όνομα που χρησιμοποιούνταν από τους Άραβες για το Dār al-Balāt ή τη φυλακή του Πραιτωρίου και ότι η άλλη φυλακή, που ήταν αφιερωμένη στους υπόλοιπους μουσουλμάνους, ήταν τα Νούμερα. Η τελευταία πρόταση θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί, αν βασιστούμε στο γεγονός ότι στις 31 Μαΐου 946, ο εμίρης της Ταρσού έστειλε επίσημη αντιπροσωπεία στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, για να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή των κρατουμένων και την αποκατάσταση της ειρήνης. Την Κυριακή 9 Αυγούστου, μετά την γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, η μουσουλμανική διπλωματική αποστολή, που απαρτιζόταν από δύο απεσταλμένους των Ταρσιτών και την ακολουθία τους, κλήθηκε σε ένα αυτοκρατορικό συμπόσιο στο Τρίκλινο του Ιουστινιανού Β’. Σαράντα κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από το Πραιτώριο για να παρευρεθούν στο συμπόσιο αυτό553. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 30 Αυγούστου 946, τρεις μουσουλμάνοι απεσταλμένοι στάλθηκαν στο Βυζάντιο ως αντιπρόσωποι της κυβέρνησης του Δαϊλαμίτη Buwayhid, του εμίρη της Άμιδας και του Χαμδανίδη εμίρη του Χαλεπίου, Sayf al-Dawla. Οι μουσουλμάνοι
Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 584.9-585.19 ειδικά 584.9-22: καὶ τῆς εἰωθυίας τάξεως τελεσθείσης, οἱ μὲν Σαρακηνοὶ ἐξελθόντες διῆλθον διὰ τοῦ ἀναδενδραδίου καὶ τοῦ τρικλίνου τῶν κανδιδάτων καὶ τοῦ τρικλίνου, ἐν ᾧ τὸ καμελαύκιον ἵσταται καὶ οἱ μάγιστροι γίνονται, καὶ ἀπὸ τῶν ἐκεῖσε διὰ τοῦ ὀνόποδος καὶ τοῦ πόρτηκος τοῦ αὐγουστέως, ἤτοι τῆς χρυσῆς χειρὸς, εἰσῆλθον ἐν τῷ τρικλίνῳ τοῦ αὐγουστέως, καὶ ἐκαθέσθησαν ἐκεῖσε, ἕως οὗ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς ἐν τῷ παλατίῳ· μετὰ δὲ τὸ εἰσελθεῖν τὸν βασιλέα ἐν τῷ παλατίῳ προσεκλήθησαν μετά τινα ὥραν καὶ οἱ φίλοι Σαρακηνοὶ ἀπὸ τοῦ αὐγουστέως καὶ διῆλθον διὰ τῶν ἔνδοθεν διαβατικῶν τοῦ αὐγουστέως καὶ τῆς ἀψίδος εἰς τὸν ἱππόδρομον, καὶ ἀπὸ τῶν ἐκεῖσε διῆλθον μέχρι τῶν σκυλῶν, καὶ εἰσελθόντες ἐκαθέσθησαν ἐν τῷ δυτικῷ μέρει τοῦ Ἰουστινιανοῦ τρικλίνου ἐν τοῖς ἐκεῖσε σκαμνίοις.» και σελ. 592.2-9: τῇ δὲ ἐννάτῃ τοῦ Αὐγούστου μηνὸς, ἡμέρᾳ κυριακῇ, ἐγένετο κλητώριον ἐν τῷ τρικλίνῳ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἐξῆλθεν δὲ τὸ ἀνάγλυφον ἀσήμιον τὸ ἐναποκείμενον ἐν τῷ βεστιαρίῳ τοῦ Καριανοῦ, καὶ δι’ αὐτοῦ γέγονεν ἡ πᾶσα ὑπηρεσία τοῦ τραπεζίου· ἔπαιξαν δὲ καὶ τὰ θυμελικὰ πάντα παίγνια. ἔφαγον δὲ ἐν τῷ αὐτῷ κλητωρίῳ οἱ δύο φίλοι Ταρσῖται καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτῶν, καὶ δέσμιοι 553
ἀπὸ τοῦ πραιτωρίου Ταρσῖται μʹ.] ]
]]]] ] 219
απεσταλμένοι προσκλήθηκαν σε ένα παρόμοιο αυτοκρατορικό συμπόσιο, αυτή τη φορά στα μεγάλο Τρίκλινο της Μαγναύρας, αλλά κανένας από τους Άραβες κρατουμένους δεν ήταν παρών554. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι σαράντα κρατούμενοι που παρευρέθηκαν στο πρώτο συμπόσιο ήταν κυρίως από την Ταρσό και ότι η συμμετοχή τους θεωρήθηκε, κατά τα λεγόμενα του Arnold Toynbee, ως «χειρονομία καλής θελήσεως για την περίσταση κατά την οποία ήταν στην ημερήσια διάταξη ειρηνευτικές συνομιλίες555». Όμως, καθώς ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα της αντιπροσωπείας
των
Tαρσιτών
ήταν
να
διαπραγματευτούν
την
ανταλλαγή των κρατουμένων και λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ταρσός ήταν συνήθως
ο
κοινός
τόπος
όπου
λάμβαναν
χώρα
οι
συχνές
βυζαντινόαραβικές ανταλλαγές, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η ίδια η φυλακή των Ταρσιτών ήταν η Dar al-Balat ή η φυλακή του Πραιτωρίου και ότι οι Άραβες κρατούμενοι που ήταν έγκλειστοι στο Πραιτώριο ήταν οι επιφανείς αιχμάλωτοι, οι οποίοι επρόκειτο να ανταλλαγούν στο εγγύς μέλλον και για το λόγο αυτό είχε το όνομα των Ταρσιτών. Σύμφωνα με τον Ibn Ηawqal, η φυλακή των Θρακησίων και των Βουκελλαρίων ήταν πιο άνετες από τις άλλες δύο. Ο ίδιος έκανε ιδιαίτερη μνεία στη φυλακή των Νουμέρων, παρά στις άλλες, λέγοντας ότι «οι κρατούμενοι που διαμένουν στο Dar al-Balat ξεκινούν τη φυλάκισή τους στα Νούμερα και στη συνέχεια μεταφέρονται στο Dar al-Balat. Η φυλακή Νούμερα είναι σκληρή, καταθλιπτική και σκοτεινή556». Συνεπώς, μέχρι στιγμής, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επιφανείς Άραβες αιχμάλωτοι είχαν το προνόμιο ειδικών συνθηκών διαβίωσης στις βυζαντινές φυλακές. Αντιθέτως, θα έπρεπε να υποφέρουν κρατούμενοι
Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 593.1-594.14. TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 503.] 556 Ibn Hawqal, σελ. 385. 554 555
220
στα Νούμερα, πριν από τη μετακίνησή τους στο Dar al-Balat, πιθανότατα όταν φαινόταν να πλησιάζει η ώρα της επικείμενης ανταλλαγής τους. Επίσης, σε μια μακρά ιστορία, που χαρακτηρίζεται από υπερβολή και φαντασία λόγω της μυθοπλαστικής φύση της, ο συγγραφέας και καδής του τέλους του δέκατου αιώνα Muhassin al- Tanūkhī557 διηγείται τις περιπέτειες του Λαχμίδη Quabāth ibn Rāzīn, ο οποίος είχε αιχμαλωτισθεί την εποχή του ‘Abd al-Malik (685-705). Στην αφήγησή του ο αιχμάλωτος μαρτυρεί την ύπαρξη Βυζαντινών αρχόντων που συμπεριφέρονταν με μεγάλη καλοσύνη στους μουσουλμάνους αιχμαλώτους, ιδιαιτέρως σε όσους είχαν κάποια μόρφωση. Σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του ίδιου, οι μουσουλμάνοι επικοινωνούσαν, διάβαζαν μαζί το Κοράνιο και προσεύχονταν
ανεμπόδιστα,
όταν
βρίσκονταν
στα
χέρια
καλού
Βυζαντινού, διότι υπήρχε και η περίπτωση να ζήσουν αλυσοδεμένοι περνώντας μεγάλες κακουχίες. Μας διηγείται, επίσης, πως οι αιχμάλωτοι κρατούνταν σε διαφορετικούς χώρους και η μεταχείρησή τους ποίκιλλε από κρατητήριο σε κρατητήριο558. Η Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη, η οποία πιστεύει στην ειδική μεταχείριση των επιφανών κρατουμένων από τους Βυζαντινούς, βασίζεται προς επίρρωση της θέσης αυτής στο πράγματι χαρακτηριστικό παράδειγμα του ποιητή Abū Firās559, ο οποίος συνελήφθη κατά τη διάρκεια της πτώσης της
Για τον al-Tanūkhī βλ. VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 286-291 (γράφει το όνομα Tanūḫī) και The Encyclopedia of Islam, «al-Tanūkhī», σελ. 192-193. Πρβλ. CANARD, Les aventures d’un prisonnier arabe, σελ. 51-75. Η ιστορία περιλαμβάνεται στο έργο alFaradj, ba̒d al-shidda, δηλαδή Η ανακούφιση μετά τα δεινά, που αποτελεί ρητό λαϊκής σοφίας και βρίσκεται και στο Ιερό Κοράνιο, 65, 7. Η ιστορία θέλει να δείξει πως υπήρχαν και Βυζαντινοί που εκτιμούσαν και συμπαθούσαν τους μουσουλμάνους, ιδίως τους μορφωμένους, αλλά και πως και οι ίδιοι οι Βυζαντινοί είχαν υποστεί την αιχμαλωσία από διάφορους λαούς. 558 CANARD, Les aventures d’un prisonnier arabe, σελ. 53-555. 559 The Encyclopedia of Islam, « Abū Firās», σελ. 119-120. Ο ποιητής γεννήθηκε το 932 και έχασε τον, επίσης ποιητή, πατέρα του σε μάχη, όταν ήταν τριών ετών. Η μητέρα του ήταν βυζαντινής καταγωγής, umm al-walad, δηλαδή, γυναίκα-δούλη που γέννησε το παιδί του αφέντη της και για το λόγο αυτό δεν ήταν δυνατό να πωληθεί, ενώ με το θάνατο του 557
221
Ιεραπόλεως (Manbij) το 962 και παρέμεινε σε άριστες συνθήκες στην Κωνσταντινούπολη για τέσσερα χρόνια, μέχρι που ανταλλάχθηκε το 966560. Αιχμάλωτος έγραψε και τα ποιήματά του με τίτλο al-Rūmiyyāt (τα Ρωμαίικα), γεγονός που αναμφίβολα απαιτεί στο ελάχιστο ορισμένες συνθήκες (φως, χαρτί, μελάνι). Αλλά, σε αντίθεση προς την άποψη αυτή, ο ίδιος ο Abū Firās εξέφρασε την οδύνη του στη διάρκεια της αιχμαλωσίας, δηλώνοντας ότι «ζούμε μέσα στην πέτρα, σπάζοντας πέτρες χωρίς να μπορούμε να αλλάξουμε τα μάλλινα ρούχα μας»561. Είτε αναφέρεται στις συνθήκες των επιφανών κρατουμένων είτε όχι, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί,
γιατί
οι
Βυζαντινοί
αντιμετώπιζαν
τους
Άραβες
κρατουμένους σε πρώτη φάση σκληρά και στη συνέχεια τροποποιούσαν τη στάση απέναντί τους. Η συμπεριφορά των νικητών απέναντι στους επιφανείς αιχμαλώτους μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την πορεία των σχέσεων των εμπόλεμων μερών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση αιχμαλωσίας του Κωνσταντίνου, γιου του δομεστίκου Βάρδα Φωκά και ανιψιού του αυτοκράτορα Νικηφόρου από τον εμίρη Sayf al-Dawla. Είναι
αφέντη της γινόταν αυτομάτως ελεύθερη. Μετά το θάνατο του πατέρα του, διέφυγε με την μητέρα του στο Χαλέπι, στην αυλή του συγγενή τους Sayf al-Dawla. Εκεί ο Abū Firās μορφώθηκε κι έλαβε μέρος σε πολλές εκστρατείες εναντίον των Βυζαντινών. Σε μία από αυτές αιχμαλωτίστηκε και ελευθερώθηκε μέσω ανταλλαγής μετά τέσσερα χρόνια. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, στασίασε εναντίον του διαδόχου του Sayf και για το λόγο αυτό φυλακίστηκε και εκτελέστηκε. Η ΚΟΝΔΥΛΗ-ΜΠΑΣΟΥΚΟΥ, Λογοτεχνία των Αράβων, σελ. 201, αναφέρει πως ο χαρακτήρας του ήταν αυτό που οι Άρεβες θεωρούσων ως το «αραβικό ιδεώδες»: ατρόμητος, γενναιόδωρος και ευγενικής καταγωγής, αφού η βυζαντινή καταγωγή της μητέρας του αποτελούσε τίτλο ευγενείας. 560 ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Forty-two Martyrs, σελ. 142 και Η ΙΔΙΑ στο Some remarks, σελ.599600.]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 561 VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 349. Τα ποιήματα που έγραψε ως αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη είναι γεμάτα νοσταλγία, παράπονα και ηρωισμό. Στο ποίημα «Αχ γειτόνισσα» ο αιχμάλωτος ποιητής συνομιλεί και μοιράζεται τη λύπη για τα δεινά της ζωής του με μια περιστέρα λέγοντας «Ένας αιχμάλωτος γελά μαζί σου, κι εσύ μια ελεύθερη να κλαις! Σιωπά ο θλιμμένος, κι η ανέμελη δακρύζει». Βλ. ΚΟΝΔΥΛΗΜΠΑΣΟΥΚΟΥ, Λογοτεχνία των Αράβων, σελ. 201-202. Η μελέτη των ποιημάτων του είναι πολύ σημαντική, γιατί επιτρέπει να γνωρίσουμε τη διαπολιτισμική πλοκή της ζωής του.
222
αξιοσημείωτο ότι στην αραβική ιστοριογραφική παράδοση ο εμίρης σκιαγραφείται ως ένας ηγεμόνας, που καλλιεργούσε εξίσου την «τέχνη της ειρήνης και του πολέμου»562. Σύμφωνα με τον Ibn Saddād, ο εμίρης έδειξε
ιδιαίτερη
μεγαλοψυχία
στον
επιφανή
αιχμάλωτό
του.
Ο
Κωνσταντίνος, μάλιστα, εντυπωσιασμένος από την περιποίηση φέρεται να συνέταξε επιστολή προς τον πατέρα του, λέγοντας πως η φροντίδα που δέχεται από τον Sayf al-Dawla ξεπερνάει εκείνη του πατέρα του563. Όμως, ο εμίρης δεν δέχτηκε τα λύτρα για την εξαγορά όλων των αιχμαλώτων
συμπεριλαμβανομένου
και
του
Κωνσταντίνου,
που
προτάθηκε από τον Βάρδα, ο οποίος προσφέρθηκε να πληρώσει 800.000 δηνάρια για 3.000 αιχμαλώτους. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κωνσταντίνος να πεθάνει αιχμάλωτος. Από τη μία μεριά, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αραβικής πλευράς, ο Κωνσταντίνος έπαθε ημιπληγία συνοδευόμενη από διαταραχή του εντερικού και ουροποιητικού συστήματος, η οποία προκλήθηκε από δηλητήριο που ο ίδιος ο Βάρδας διέταξε σε έναν χριστιανό αρωματοπώλη στο Χαλέπι να δώσει στο γιο του564. Ο Βυζαντινοί, από την άλλη μεριά, κατηγόρησαν τον εμίρη για το θάνατο του Κωνσταντίνου. Το σώμα του νεκρού αιχμαλώτου παραδόθηκε στους χριστιανούς του Χαλεπιού με ένα γράμμα συλλυπητηρίων στον πατέρα του, Βάρδα Φωκά565. Τῇ ἀκοῇ δὲ ταύτῃ περιαλγὴς γενόμενος ὁ Βάρδας
Η φράση ανήκει στον al- Mutanabbī, όπως τη μετέφρασε ο R. A. NICHOLSON, A literary history of the Arabs, Cambridge 1969, σελ. 270: «Him both in peace and war the best of all mankind». 563 Ibn Saddād, σελ. 196. 564 VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ 196. Ο Ibn al-Atīr, σελ. 161, αναφέρεται απλώς στο θάνατο χωρίς να δίνει την αιτία του. Βλ. και HILLENBRAND, Sayf al-Dawla, σελ. 222 και σημ. αρ. 12. 565 VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 350-351· CANARD, Quelques «à-côté», σελ. 113. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 562
223
πάντας οὓς κατεῖχεν αἰχμαλώτους συγγενεῖς τοῦ Χαβδᾶν ξίφει κατέκοψε566 ως αντίποινα, στην Κωνσταντινούπολη. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση του βυζαντινού στρατηγού Μελία, ο οποίος συνελήφθη με πλήθος άλλων στρατιωτών στην Άμιδα από τα στρατεύματα του εμίρη της Μεσοποταμίας, Abū-Tanhib. Ο Ματθαίος Εδέσσης που μαρτυρεί τα γεγονότα αναφέρει πως μαζί με τον Μελία συνελήφθησαν και
σαράντα αξιωματούχοι, τους οποίους οι αραβικές
αρχές έστειλαν στη Βαγδάτη, όπου απεβίωσαν όλοι. Η πληροφορία αυτή ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές, βυζαντινές ή αραβικές 567. Ο ίδιος ο Μελίας πέθανε επίσης στη Βαγδάτη αλλά αναφέρεται ότι τα αίτια του θανάτου ήταν φυσικά. Με επιστολή του στον Βυζαντινό αυτοκράτορα είχε διαμαρτυρηθεί για το θάνατο των συντρόφων του. Σε εκείνον, αντίθετα, οι αραβικές αρχές επιφύλαξαν ιδιαίτερη φροντίδα, καλώντας ακόμη και γιατρό για τη θεραπεία της ασθένειάς του. Προφανώς έκαναν ό,τι απαιτούνταν για να μην υπάρξει όξυνση στις σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη568. Από την άλλη πλευρά ανάλογη του τίτλου του πρέπει να ήταν η αντιμετώπιση ενός αιχμαλώτου με το υπέρτατο αξίωμα. Ο λόγος γίνεται για τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ τον Διογένη, ο οποίος συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Σελτζούκους στη μάχη του Ματζικέρτ το 1071. Φόρεσε λοιπόν την πανοπλία του, ύψωσε το ξίφος εναντίον των εχθρών, σκότωσε πλήθος και άλλους τόσους έτρεψε σε φυγή. Εν συνεχεία όμως εκείνοι,
που
έβαλλαν
εναντίον
του,
τον
αναγνώρισαν
και
τον
περικύκλωσαν. Τότε πληγωμένος γλίστρησε από το άλογο και πιάστηκε
Σκυλίτζης, σελ. 241. 25-29. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς ισχυρίζονται ότι ο εμίρης διέταξε να δηλητηριάσουν τον αιχμάλωτο μετά την άρνησή του να αλλαξοπιστήσει. Σε αντιδιαστολή, οι πληροφορίες από την αραβική πλευρά υποστηρίζουν ότι ο θάνατος του αιχμαλώτου οφείλεται σε φυσικά αίτια. 567 Ματθαίος Εδέσσης, Χρονικὸν, σελ. 12-13· ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι, σελ. 117-118. 568 KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, σελ. 112. 566
224
αιχμάλωτος569. Ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων οδηγήθηκε δορυάλωτος στους εχθρούς και το στράτευμά του διαλύθηκε. Λίγοι ήταν αυτοί που διέφυγαν. Οι περισσότεροι είτε πέρασαν διὰ στόματος μαχαίρας είτε αιχμαλωτίσθηκαν. Για τους τελευταίους δεν μπορεί να υποθέσει κανείς ότι είχαν καλή κατάληξη. Ο σουλτάνος, όμως, «εμφορούμενος από συναισθήματα φιλίας και συμπάθειας» άφησε ελεύθερο το Ρωμανό να επιστρέψει στην πατρίδα του570. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση του Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο οποίος εξιστορώντας το επεισόδιο αναφέρει πως ο Ρωμανός είχε πολύ καλή μεταχείριση από τον σουλτάνο. Μάλιστα, σε μια στιχομυθία ανάμεσα στους δύο άνδρες ο σουλτάνος ρώτησε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, τι θα έκανε αν εκείνος τον είχε συλλάβει αιχμάλωτο. Ο Ρωμανός φέρεται πως απάντησε ότι θα βασάνιζε τον αιχμάλωτό του και ο σουλτάνος αποκρίθηκε πως δε θα μιμηθεί τον σκληρό
και
απότομο
τρόπο
του.
Και
πράγματι
φαίνεται
πως
συμπεριφέρθηκε στον αντίπαλό του με σεβασμό προς το αξίωμα και τη θέση του. Προτίμησε, από το να πάρει εκδίκηση που θα ήταν προσωρινή, να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές συνθήκες που του προσέφερε αυτή η αιχμαλωσία και έτσι σπονδὰς ποιησάμενοι καὶ συνθήκας εἰρηνικάς…ἀπ’ ἀλλήλων διεχωρίσθησαν571. Σύμφωνα με τον Ατταλειάτη, κήδευσαν και οι δύο τους νεκρούς τους και έπειτα ο σουλτάνος άφησε τον Ρωμανό να
Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, σελ. 282.22· Ατταλειάτης, σελ. 126.17-128.16. Το περιστατικό περιγράφει και ο Αριστάκης εκ Λαστιβέρτ, ο οποίος περιγράφει με σχεδόν σπαραξικάρδιο ύφος τα δεινά των Αρμενίων. Ωστόσο, αφιερώνει το τελευταίο του κεφάλαιο στην αιχμαλωσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη. Βλ. Αριστάκης εκ Λαστιβέρτ, σελ. 143-146. 570 Αριστάκης εκ Λαστιβέρτ, σελ. 145 και υπ. 1. Οι εκδότες της πηγής σημειώνουν σε σημ. πως σύμφωνα με συριακή πηγή τον Ρωμανό Δ’ συνέλαβε αιχμάλωτο ένας δούλος ελληνικής καταγωγής που ανήκε σε έναν Τούρκο και τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε δει κάποια στιγμή στην Κωνσταντινούπολη. 571 Ατταλειάτης, σελ. 128.10-16. 569
225
επιστρέψει στην πατρίδα του παίρνοντας μαζί όσους Βυζαντινούς στρατιώτες και πρέσβεις είχε ζητήσει572. Παρατηρείται μια μεγάλη συγκράτηση στις εκδηλώσεις των δύο πλευρών, όταν η αιχμαλωσία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί διπλωματικά και να λειτουργήσει προς το συμφέρον του εκάστοτε νικητή. Ήταν, όμως, μόνο η καλή μεταχείριση των αιχμαλώτων, που θα ενίσχυε τη θέση των Βυζαντινών στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και στις ανταλλαγές κρατουμένων με τους Άραβες και το αντίστροφο; Προφανώς η απάντηση είναι πιο σύνθετη και εξαρτάται από τις προσδοκίες που ανέμεναν οι Βυζαντινοί να εκπληρωθούν από την κράτηση των αιχμαλώτων.
Η υποδούλωση: Μια κοινή πρακτική
Από τη μελέτη βυζαντινών και αραβικών πηγών προκύπτει πως η δουλεία ήταν η φυσιολογική κατάληξη για την πλειοψηφία των αιχμαλώτων πολέμου. Ως κληρονομιά της αρχαιότητας στη βυζαντινή κοινωνία η δουλεία και η πηγή της, η πράξη της αιχμαλωσίας, αναφέρονται στην ιουστινιάνεια νομοθεσία και επαναλαμβάνονται στα Βασιλικά. Σε σχόλιό τους βρίσκεται, πιστεύω, ο καλύτερος ορισμός της υποδούλωσης από αιχμαλωσία. Αναφέρεται πως οι αυτοκράτορες που νικούν στις μάχες είθισται να φυλάσσουν τους αιχμαλώτους που αποκτούν και να μην τους σκοτώνουν με την ελπίδα ότι θα τους πουλήσουν ως δούλους. Έτσι η ζωή των αιχμαλώτων εξυπηρετεί τις οικονομικές ανάγκες της αυτοκρατορίας573.
Ατταλειάτης, σελ. 128.4-16. Βασιλικά, 46.1.3 (Scholia, 2727, 17-23): Δουλεία δέ ἐστι διατύπωσις τοῦ ἰουρισγεντίου ἤτοι τοῦ ἐθνικοῦ νόμου, καθ’ ὅν τις ὑπὸ τὴν ἑτέρου δεσποτείαν παρὰ τὴν φύσιν ὑποβάλλεται. Πάντας γὰρ ἀνθρώπους ἡ φύσις ἐλευθέρους τὴν ἀρχὴν οἶδε τεχθέντας. Οἱ δὲ δοῦλοι ‘σέρβι’ τῇ Ῥωμαίων ὀνομάζονται γλώττῃ παρὰ τὸ φυλάττεσθαι αὐτούς. Οἱ γὰρ αὐτοκράτορες, τουτέστιν οἱ ἐν πολέμῳ νικῶντες, εἰώθασι τοὺς αἰχμαλώτους πιπράσκειν καὶ διὰ τὴν 572 573
226
Στα Τακτικά, ο Λέων ΣΤ’ υποστηρίζει ότι παρόλο που ήταν κοινή πρακτική να πωλούν τους αιχμαλώτους ως δούλους για εξασφάλιση χρημάτων, ορισμένοι θα έπρεπε να διατηρούνται και να μην τους σκοτώνουν πριν το τέλος της μάχης καθώς η έκβασή της είναι γεγονός αβέβαιο. Σε περίπτωση ήττας λοιπόν θα έχουν ένα ανθρώπινο κεφάλαιο για να διαπραγματευτούν μια ανταλλαγή με Βυζαντινούς αιχμαλώτους574. Τα Τακτικά, όμως, λειτουργούσαν ως εγχειρίδια με οδηγίες συμπεριφοράς, η τήρηση των οποίων ήταν υποχρεωτική για τον στρατηγό. Έτσι για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Λέοντα Διάκονο, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς εισέβαλε στην Μοψουεστία το 965 με όλα τα στρατεύματά του και την κατέλαβε, τοὺς παραληφθέντας βαρβάρους δουλείᾳ παρέπεμψεν575. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η υποδούλωση των αιχμαλώτων άρχιζε συνήθως το συντομότερο μετά το τέλος της μάχης. Προφανώς οι κρατούμενοι θεωρούντο το μεγαλύτερο και πιο προσοδοφόρο μέρος της λείας του πολέμου, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κίνητρο και ανταμοιβή των στρατιωτών. Ο διαμοιρασμός τους μεταξύ των νικηφόρων στρατηγών και στρατιωτών λάμβανε χώρα συνήθως έξω από τη Χρυσή Πύλη, από όπου ξεκινούσε η θριαμβευτική είσοδος του νικηφόρου αυτοκράτορα και η δημόσια παρέλαση των κρατουμένων και των υπόλοιπων λαφύρων. Αυτό προκύπτει από την περιγραφή της νικηφόρου επιστροφής του αυτοκράτορα Θεόφιλου από μια εκστρατεία εναντίον των Σαρακηνών της Κιλικίας από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Ο αυτοκράτορας αναφέρει πως από τη Χρυσή Πύλη έως τη Χαλκή, οι στρατιώτες των
ἐλπίδα τῆς πράσεως τούτους φυλάττειν καὶ μὴ ἀνελεῖν· ‘σέρβι’ γὰρ ἐντεῦθεν ὀνομάζονται. Στα Βασιλικά, 46.1.3 (Scholia, 2727, 17-23) αναφέρεται επίσης πως τῶν δούλων μία ἐστὶν ἡ αἵρεσις, καὶ γίνονται κατὰ τὸν ἐθνικὸν νόμον, ὡς ἐπὶ τῶν αἰχμαλωτιζομένων καὶ τῶν τικτομένων ἐξ ἡμετέρων θεραπαινῶν. 574 Λέων ΣΤ’, Τακτικά, 16.8, 16.9.48-55. 575 Λέων Διακονος, σελ. 53.36-37. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]]
227
διάφορων μονάδων πήραν ο καθένας τους φυλακισμένους του, χωριστά και με τη σειρά, καθώς και τα λάφυρα και τα όπλα και προχώρησαν θριαμβευτικά μέσα από την Πόλη576. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι οι Βυζαντινοί, για να έχουν το πλεονέκτημα να είναι σε θέση να ανταλλάξουν τους επιφανείς κρατουμένους τους, δεν τους πωλούσαν ως δούλους577. Επίσης, ο Eric McGeer υποστήριξε ότι, ενώ η πλειοψηφία των Αράβων κρατουμένων πωλούνταν ως δούλοι, οι εύποροι κρατούμενοι ή εκείνοι με κύρος είχαν την ελπίδα να εξαγοραστούν ή να ανταλλαχθούν κάποτε578. Εξετάζοντας τις απόψεις αυτές, διαπιστώνουμε αντιθέτως ότι υπάρχουν μαρτυρίες προερχόμενες από τη βυζαντινή, μάλιστα, πλευρά, οι οποίες αφήνουν να εννοηθεί πως η μοίρα της διαπόμπευσης και της αιχμαλωσίας που θα μπορούσε να οδηγήσει μέχρι τη δουλεία, μερικές φορές επεκτεινόταν και στους επιφανείς κρατουμένους. Η συμπεριφορά αυτή αναφέρεται γλαφυρά από τον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο, ο οποίος μαρτυρεί πως, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ επέστρεψε από μια εκστρατεία στις περιοχές της Τεφρικής και της Γερμανίκειας (Marʿ aš), στο λιβάδι έξω από την Χρυσή Πύλη στήθηκαν σκηνές και οι στρατιώτες έφεραν τους ευγενείς και τους σημαντικούς Αγαρηνούς κρατουμένους μαζί με τα καλύτερα μέρη της λείας του πολέμου, λάβαρα και όπλα. Όταν βγήκαν από τις σκηνές, χωρίστηκαν και παρέλασαν θριαμβευτικά κατά μήκος της Μέσης από τη Χρυσή Πύλη του Παλατιού έως τη Χαλκή579. Επιπλέον,
πηγές
προερχόμενες
από
την
αραβική
πλευρά
αποκαλύπτουν ότι ένας από τους κύριους στόχους των Βυζαντινών διοικητών, που ηγούνταν των εκστρατειών κατά μήκος των ανατολικών
Κωνστ. Πορφ., Tres tractatus, σελ. 148. KOLIA-DERMITZAKI, Forty-two Martyrs, σελ. 142. 578 MCGEER, Sowing the Dragon’s Teeth, σελ. 365. 579 Κωνστ. Πορφ., Tres tractatus, σελ. 140-142. 576 577
228
συνόρων,
ήταν
να
εξασφαλίσουν
μεγάλες
ποσότητες
λείας,
συμπεριλαμβανομένων των αιχμαλώτων, με σκοπό την υποδούλωση. Σύμφωνα με τον Ibn al-Athīr, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς επιτέθηκε στην Ανάβαρζο το 962, εκτέλεσε ολόκληρο τον πληθυσμό της, εκτός από εκείνους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως δούλοι, εννοώντας, προφανώς, όσους από τους πολίτες ήταν νέοι και σωματικά γεροί. Η τελευταία αυτή πρακτική εντοπίζεται σε διάφορα επεισόδια. Το 852-853, οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στη Δαμιέττη και αιχμαλώτισαν 600 γυναίκες580. Επίσης, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς επιτέθηκε στο Χαλέπι το 962, οδήγησε στον θάνατο την πλειοψηφία των ανδρών, κράτησε τις γυναίκες και τα παιδιά και μετέφερε 10.000 νέες γυναίκες και άνδρες στο Βυζάντιο 581. Το 969, μετά την επίθεσή του εναντίον διάφορων περιοχών της Βόρειας Συρίας, επέστρεψε στο Βυζάντιο με 100.000 αιχμαλώτους, σύμφωνα πάντα με αραβικές πηγές. Σκότωσε πολλούς, απελευθέρωσε τους ηλικιωμένους και δεν πήρε μαζί του κανέναν άλλο εκτός από τους νεαρούς άνδρες και γυναίκες582. Το επόμενο έτος, κατέλαβε την Αντιόχεια και εκτέλεσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της, επιτρέποντας στα παιδιά και στους ηλικιωμένους να φύγουν από την πόλη, ενώ μετέφερε πάνω από 20.000 αγόρια και κορίτσια στο Βυζάντιο583. Οι προηγούμενοι αριθμοί φαίνεται να είναι υπερβολικοί, αλλά και οι ίδιες οι βυζαντινές πηγές μαρτυρούν ότι, στους πολέμους που διεξήγε το Βυζάντιο εναντίον των Αράβων, μεγάλος αριθμός κρατουμένων μεταφερόταν στη βυζαντινή επικράτεια. Σύμφωνα, μάλιστα με τη Συνέχεια του Θεοφάνη, υπήρχαν περίπου 25.000 αιχμάλωτοι από την εκστρατεία του αυτοκράτορα
Al-Ṭabarī, ΧΧΧ, σελ. 142. Ibn Al-Athīr, σελ. 148 και Bar Hebraeus, Chronographia, σελ.62 582 Ibn Al-Athīr, σελ. 157 και Bar Hebraeus, Chronographia, σελ.66. Ο αριθμός αιχμαλώτων είναι υπερβολικός δεδομένου μάλιστα ότι τελικά μεταφέρθηκαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία, μόνο οι νέοι άνθρωποι.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] 583 Ibn Al-Athīr, σελ.157-158 και Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 66 ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] 580 581
229
Θεόφιλου εναντίον των Αράβων το 831584. Μια άλλη μαρτυρία προέρχεται από τον Λέοντα Διάκονο, ο οποίος περιγράφει τη νίκη του Λέοντος Φωκά επί του Sayf al-Dawla (916-967) στην Αδρασσό το Νοέμβριο του 960 και την άφιξή του στο Βυζάντιο με μυριάδες Αγαρηνούς αιχμαλώτους585. Ο Σκυλίτζης αναφέρει για το ίδιο γεγονός ότι, μετά την επιστροφή του Λέοντος Φωκά, το πλήθος των αιχμαλώτων πολέμου ήταν τόσο μεγάλο, ώστε γέμισαν τα νοικοκυριά της πόλης και τα αγροκτήματα με δούλους586. Η μαρτυρία του Σκυλίτζη αποκαλύπτει έναν από τους τομείς στους οποίους οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύονταν τους Άραβες αιχμαλώτους πολέμου. Τα λεγόμενά του μαρτυρούν το πόσο επιτυχημένη ήταν η εκστρατεία για τον συγγραφέα και τα οικονομικά οφέλη που αυτή επέφερε, ένα εκ των οποίον ήταν ο ανεφοδιασμός σε δούλους. Η Νεαρά του αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή, σχετικά με τον φόρο επί των δούλων που είχαν αιχμαλωτιστεί στον πόλεμο587, φανερώνει ότι οι Βυζαντινοί στρατιώτες, τόσο των χαμηλών όσο και των υψηλών βαθμίδων, συχνά οδηγούσαν τους αιχμαλώτους στα νοικοκυριά και στις ιδιοκτησίες τους ή ακόμη και στους συγγενείς τους, ενώ ορισμένες φορές έστελναν μερικούς από αυτούς ως δώρο σε πρόσωπα που ζούσαν στην πρωτεύουσα ή και εκτός αυτής588. Από άλλες βυζαντινές πηγές μπορεί κανείς να εντοπίσει τα ονόματα589 δύο Αράβων κρατουμένων που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν ως δούλοι σε βυζαντινά αριστοκρατικά Συν. Θεοφάνη, σελ. 114.17-22: Τῷ δ’ ἐπιόντι ἐνιαυτῷ ἔξεισι πάλιν μετὰ δυνάμεως ὁ Θεόφιλος, καὶ κατὰ τὸ Χαρσιανὸν πολλὰ ἐκ τῆς προτέρας νίκης τῶν Ἰσμαηλιτῶν ἀπαυθαδιαζομένων καὶ ἀλαζονευομένων, τούτοις συμπλακεὶς πολλούς τε χειροῦται τούτων, καὶ λείαν λαμβάνει ὡς τῶν πέντε καὶ εἴκοσι ἄχρι χιλιάδων, καὶ μετὰ νίκης λαμπρᾶς πρὸς τὴν βασιλεύουσαν ἐπανέρχεται. 585 Λέων Διακονος, σελ. 24.1-5. 586 Σκυλίτζης, σελ. 250.55-57: ὡς καὶ τὰς ἀστικὰς πληρῶσαι δούλων οἰκίας καὶ τοὺς ἀγρούς. 587 Βλ. σχετικά πιο πάνω, σελ. 134 κ. εξ. 588 ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι, σελ.150. 589 Συχνά οι μουσουλμάνοι που έρχονταν να υπηρετήσουν κάποιο αξίωμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ασπάζονταν τον χριστιανισμό, τουλάχιστον τυπικά, με το να λάβουν ένα βυζαντινό όνομα. Βλ. CHEYNET, L’apport byzantin, σελ. 137-138. 584
230
νοικοκυριά. Ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος αναφέρεται στον Χασέ, δούλο του πατρικίου Δαμιανού, που προερχόταν από το γένος των Σαρακηνών και συνέχισε να ζει ως γνήσιος Σαρακηνός στη σκέψη, τα ήθη και τη θρησκεία590. Επίσης, βυζαντινές πηγές αναφέρονται στον περίφημο ἐξ Ἀγαρηνῶν591 Σαμωνά, τον παρακοιμώμενο της αυλής του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ', ο οποίος ξεκίνησε στην Κωνσταντινούπολη ως υπηρέτης στην οικία του Στυλιανού Ζαούτζη, πατέρα της αυτοκράτειρας Ζωής592. Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος πως και η υποδούλωση μουσουλμάνων κρατουμένων σε νοικοκυριά παροίκων θα μπορούσε να είναι κοινή πρακτική. Επίσης, ο al- Tanūkhī593 αναφέρεται σε ένα Βυζαντινό
αυτοκράτορα,
ο
οποίος
υιοθέτησε
την
πολιτική
της
μετακίνησης Αράβων κρατουμένων για την εξυπηρέτηση δώδεκα νοικοκυριών πατρικίων με τυχαία επιλογή594. Για το βυζαντινό κράτος, οι Άραβες αιχμάλωτοι πολέμου φαίνεται να ήταν μια πηγή εσόδων. Οι αριθμοί των εκατέρωθεν ανταλλασσόμενων αιχμαλώτων, που παραδίδουν οι πηγές, βυζαντινές και αραβικές, φανερώνουν ότι ο αριθμός των μουσουλμάνων αιχμαλώτων πολέμου ήταν μεγαλύτερος από ό,τι των Βυζαντινών. Ως εκ τούτου, οι πρώτοι ήταν αναγκασμένοι να δαπανούν συχνά μεγάλα χρηματικά ποσά για να εξαγοράζουν τους αιχμαλώτους τους595.
Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 242.202-204. Βλ. και PmbZ, αρ. 21238. Σκυλίτζης, σελ. 189.47-48. 592 Βίος Ευθυμίου, σελ. 55. Για τον Σαμωνά βλ. πιο κάτω, σελ. 258 κ. εξ., όπου υπάρχει και η σχετική βιβλιογραφία. 593 CANARD, Les aventures d’un prisonnier arabe, σελ. 52-53. Βλ. και πιο πάνω, σελ. 221 σημ. 557. 594 VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 285· CANARD, Les aventures d’un prisonnier arabe, σελ. 53. 595 Οι επιτυχίες του βυζαντινού στρατού δημιουργούσαν δυσαναλογία ανάμεσα στους αιχμαλώτους που διέθαν οι αντίπαλοι. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ανταλλαγής του έτους 845. Όταν οι απεσταλμένοι στην Κωνσταντινούπολη από τον χαλίφη al-Wātiq αντιλήφθηκαν ότι διέθεταν λιγότερους Βυζαντινούς αιχμαλώτους για να ανταλλάξουν, οδηγήθηκαν με διαταγή του χαλίφη στη Βαγδάτη και τη Ράκα 590 591
231
Το
βυζαντινό
κράτος
προφανώς
επέτρεπε
την
πώληση
των
μουσουλμάνων κρατουμένων και αντιμετωπίζοντάς τους ως εμπόρευμα δε θα μπορούσε φυσικά να τους εξαιρέσει από τη φορολογία. Το ζήτημα έχει ήδη αναλυθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η Νεαρά του αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή σχετικά με το κομμέρκιο επί των αιχμαλώτων πολέμου υποδεικνύει ενεργό εμπόριο, στο οποίο οι Βυζαντινοί στρατιώτες είχαν την ελεύθερη επιλογή να πωλούν τους αιχμαλώτους τους σε επαρχιακούς αξιωματούχους, σε εμπόρους και ναυτικούς, στις αγορές και τα χωριά της βυζαντινής επικράτειας596. Ακόμα
πιο
εντυπωσιακό
είναι
το
γεγονός
ότι
φαίνεται
να
εμπλέκονται στο εμπόριο αυτό και Άραβες. O Al-Muqaddasī, ο οποίος θέλησε
να
περιγράψει
τους
δρόμους
που
οδηγούσαν
στην
προκειμένου να αγοράσουν αιχμαλώτους που είχαν πωληθεί ως δούλοι σε ιδιώτες. Καθώς ο αριθμός ήταν ακόμα ανεπαρκής, ο χαλίφης προσέθεσε και τις γυναίκες που είχε στην προσωπική του υπηρεσία στο παλάτι. Βλ. Al-Ṭabarī, XXXIV, σελ. 42· Ibn al-Atīr, σελ. 353· Bar Hebraeus, Chronographia σελ. 140· KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, σελ. 79-80· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 601-602. Οι πηγές παρέχουν κι άλλα παραδείγματα. Το 917 στο πλαίσιο ανταλλαγής στον ποταμό Λάμο, οι αραβικές αρχές αναγκάστηκαν να πληρώσουν για την απελευθέρωση κάποιων χιλιάδων μουσουλμάνων αιχμαλώτων που περίσσευαν από τη ανταλλαγή. Ο Al-Mas̒ūdī, Les prairies d’or, VIII, σελ. 224, αναφέρει 3.336, ενώ αλλού VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 117, αναφέρονται 5.500. Πρβλ. Συν. Θεοφάνη, σελ. 388.13-18· Σκυλίτζης, σελ. 202.71-77· TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 392· VASILIEV, Byzance et les Arabes, σελ. 230, 238· CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 18, 42-43· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 618. Το 946 πάλι περίσσευαν στα χέρια των Βυζαντινών μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, 230 αυτή τη φορά. Βλ. Al-Mas̒ūdī, Les prairies d’or, II, σελ. 345· Ibn al-Atīr, σελ. 157· Συν. Θεοφάνη, σελ. 443.11-12· Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 570-592· CANARD, Hamdanides, σελ. 758-760 238· CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 19-20, 45-46. Το 966 στα Σαμόσατα 3000 μουσουλμάνοι εξαγοράστηαν έναντι 240.000 δηναρίων. Βλ. Yaḥyā, σελ. 803-804· Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 170· CANARD, Hamdanides, σελ. 824-825· CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 46· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 620, πιν. VII. Επίσης, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος σε επιστολή του προς το χαλίφη al-Mu̒tasim, θέλοντας να φέρει πίσω στη πατρίδα τους 150 Βυζαντινούς πατρικίους που βρίσκονταν στα χέρια του αντιπάλου, πρότεινε να ανταλλάξει 100 μουσουλμάνους αιχμαλώτους για κάθε πατρίκιο. Το γεγονός μαρτυρεί την αριθμητική υπεροχή των μουσουλμάνων αιχμαλώτων που διέθετε το Βυζάντιο αλλά και την αξία των Βυζαντινών αιχμαλώτων που ήταν πατρίκιοι. Βλ. MANSSOURI, Musulmans à Byzance, σελ. 387. 596 Βλ. πιο πάνω, σελ.135 κ. εξ.
232
Κωνσταντινούπολη, δικαιολόγησε την ανάγκη των μουσουλμάνων να μεταβαίνουν σε αυτή προκειμένου να προβούν στην εξαγορά των αιχμαλώτων τους, να αποστείλουν αντιπροσωπείες για τη διευθέτηση διάφορων
ζητημάτων,
καθώς
και
να
εξυπηρετούν
εμπορικές
δραστηριότητες597. Ο al-Tanūkhī αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα που ζούσε στην παραμεθόρια ζώνη και ο οποίος κατέφυγε στη διαμεσολάβηση ενός επιφανούς προσώπου για να λάβει βοήθεια από τον εμίρη του, ώστε να εξαγοράσει όσους μπορούσε από τους αιχμαλωτισμένους συγγενείς του στο Βυζάντιο. Τελικά, του δόθηκαν σαράντα δηνάρια598. Η ιστορία του διάσημου ποιητή Abū Firās, συγγενούς του Sayf al-Dawla, δίνει την εντύπωση ότι το ίδιο το Βυζάντιο προσέφερε στους επιφανείς Άραβες αιχμαλώτους τη δυνατότητα της εξαγοράς τους. Ο Abū Firās, που απεγνωσμένα επιδίωκε την παρέμβαση του Sayf al-Dawla για να τον εξαγοράσει, έπρεπε να καταφύγει στην αλληλογραφία με τον εμίρη του Χορασάν για να το επιτύχει599. Ομοίως, υπήρχαν και άλλοι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι που μπορούσαν να γράψουν στους συγγενείς τους για τον ίδιο λόγο. Θα αναρωτιόταν κάποιος πώς οι αιχμάλωτοι των Βυζαντινών διατηρούσαν επαφές με την πατρίδα τους και το αντίστροφο. Αυτό πιθανότατα συνέβαινε μέσω των εμπόρων ή των απεσταλμένων, που επισκέπτονταν συχνά τη μία ή την άλλη πλευρά. Η αξιοποίηση των αιχμαλώτων σε διάφορους τομείς είναι πολύ σημαντικό ζήτημα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο στρατός600, η βιοτεχνία και τα
Al-Muqaddasī, σελ. 352.]]] CANARD, Les aventures d’un prisonnier arabe, σελ. 67. 599 VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 2, σελ. 368-369· RAMADĀN, The Treatment of Arab Prisoners, σελ. 164. 600 CHEYNET, L’apport byzantin, σελ. 138. Στον στρατιωτικό τομέα δεν αφορά μόνον η ενσωμάτωση ξένων αιχμαλώτων αλλά και η μεταφορά τεχνογνωσίας. Παραδίδεται, για παράδειγμα, από τον Σιμοκάττη, Ιστορία, σελ. 102-103, ότι ο Βυζαντινός στρατιώτης Βουσάς αιχμαλωτίστηκε κατά τη διάρκεια πολιορκίας από τους Αβάρους και 597 598
233
αγροκτήματα601. Το γεγονός αυτό αντιλαμβάνονταν και οι δύο αντίπαλες πλευρές. Από τον έβδομο αιώνα οι Άραβες είχαν προχωρήσει σε εξανδραποδισμούς και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών για λόγους δημογραφικούς, οικονομικούς αλλά και στρατηγικής, οι οποίοι μάλιστα παρουσίαζαν και μεγάλη θνησιμότητα. Ορισμένοι δεν διασκορπίζονταν αλλά μετά την αιχμαλωσία εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές στον τόπο καταγωγής τους ως δούλοι του δημοσίου για να καλλιεργήσουν τα κτήματά του. Τέτοιους αιχμαλώτους από την Κύπρο είχε συναντήσει ο αναστάσιος Σιναΐτης σε ταξίδι του στην περιοχή της Νεκράς Θάλασσας602. Είναι αναμφίβολο γεγονός η μεταφορά τεχνογνωσίας μέσω των αιχμαλώτων. Σε μεταγενέστερη μαρτυρία του Νικήτα Χωνιάτη αναφέρεται ότι υφαντουργοί αιχμάλωτοι των Νορμανδών, με καταγωγή από τη Θήβα και την Κόρινθο, κατέστησαν απαραίτητοι για τις εξειδικευμένες γνώσεις τους στα βιοτεχνικά εργαστήρια της Σικελίας και για το λόγο αυτό εξαιρέθηκαν από τους αιχμαλώτους, που θα απελευθερώνονταν με τη συμφωνία του 1156603.
προκειμένου να σωθεί δίδαξε στους αντιπάλους τη λειτουργία της πολιορκητικής μηχανής. Για την αξιοποίηση αιχμαλώτων στον στρατό βλ. πιο πάνω, σελ. 98, 103, 107. 601 Υπάρχει ανάλογη μαρτυρία για την αξιοποίηση από τους Αβάρους Αντών αιχμαλώτων στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή. Βλ. ΚΑΡΔΑΡΑΣ, Άντες, σελ. 97. 602 Η περιοχή είχε ερημώσει εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και οι Άραβες προχώρησαν σε μια μαζική μετακίνηση πληθυσμού με σκοπό την εκμετάλλευση καλλιεργήσιμων εδαφών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία δεν είχαν μετακινηθεί μόνο Κύπριοι αιχμάλωτοι στην περιοχή, ωστόσο αυτοί ήταν οι μόνοι που επιβίωσαν από τις δύσκολες κλιματικές συνθήκες των καυτών και εξοντωτικών ανέμων καθώς ήταν συνηθισμένοι. Βλ. Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωταποκρίσεις, 28.227-249· ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, σελ. 92-93. Πρβλ. πιο πάνω, σελ. 150 και 192. 603 Νικήτας Χωνιάτης, σελ. 98.2-9: οἱ αἰχμάλωτοι λυθέντες […] πλὴν τῶν ἐκ Κορίνθου καὶ Θήβηθεν ὁρμωμένων [...] καὶ νῦν ἔξεστιν ἰδεῖν τοὺς ἐς Σικελίαν καταίροντας Θηβαίων παῖδας καὶ Κορινθίων ἱστῷ προσανέχοντας τῶν ἑξαμίτων καὶ χρυσοπάστων στολῶν ὡς Ἐρετριεῖς πάλαι παρὰ Πέρσαις δουλεύοντας. Από το γεγονός ότι η Πελοπόννησος ήταν κέντρο παραγωγής μεταξωτών υφασμάτων με ειδικευμένους βαφείς και μεταξοτεχνίτες είναι δυνατό να υποθέσουμε τις ιδιαίτερες γνώσεις των εν λόγω αιχμαλώτων, οι οποίες τους καθιστούσαν πολύτιμο απόκτημα. Βλ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ, Αγορές, σελ. 165.
234
Αυτό το δυστυχές ενδεχόμενο γνώριζε, όπως προκύπτει, ο al-Muqaddasī. Οι απλοί μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι στο Βυζάντιο μετατρέπονταν σε δούλους και απασχολούνταν στις μεταποιητικές βιοτεχνίες. Κάτι τέτοιο, όμως, τους καθιστούσε ωφέλιμους για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και θα τους απέκλειε από μια πιθανή ανταλλαγή. Έτσι, σύμφωνα με τον Άραβα συγγραφέα, ο ευφυής κρατούμενος, όταν ερωτάται για την τέχνη του, δεν την αποκαλύπτει604. Κατά την περιγραφή της ανταλλαγής του 860, ο al-Τabarī αναφέρεται σε δύο χρυσοχόους αιχμαλώτους, που ασπάστηκαν το χριστιανισμό και παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη, ασκώντας την τέχνη τους εκεί605. Επίσης, σε ένα από τα ποιήματά του (al-Rūmiyyāt), ο Abū Firās αναφέρεται
με
σαφήνεια
στην
απασχόληση
των
φυλακισμένων
αιχμαλώτων στα αυτοκρατορικά ορυχεία πέτρας606. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε βυζαντινές μαρτυρίες σχετικά με την απασχόληση Αράβων κρατουμένων σε βιοτεχνικά εργαστήρια607. Πάντως, ένα σύντομο κείμενο στο Περὶ Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, το οποίο καθορίζει τις επιδοτήσεις και τις εξαιρέσεις που χορηγούνταν σε μουσουλμάνους αιχμαλώτους, οι οποίοι είχαν βαφτιστεί χριστιανοί και εγκατασταθεί στην Αυτοκρατορία, αποκαλύπτει ότι η απασχόληση των μουσουλμάνων στην υπηρεσία είτε των γαιοκτημόνων είτε του κράτους φαίνεται να ήταν κοινή πρακτική. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν σε ποιο βαθμό μπορούσε να αλλάξει η τύχη
των
μουσουλμάνων
αιχμαλώτων,
όταν
ασπάζονταν
τον
χριστιανισμό και ενσωματώνονταν στη βυζαντινή κοινωνία608.
Al-Muqaddasī, σελ. 355. Al-Ṭabarī, XXXIV, σελ. 75· VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 1, σελ. 322. 606 Abū Fīrās, σελ. 369. 604 605
REINERT, Muslim Presence, σελ. 127.]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 695· MCGEER, Sowing the Dragon’s Teeth, σελ. 366367.]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 607 608
235
Η θρησκευτική μεταστροφή των αιχμαλώτων ως δίαυλος για την απελευθέρωσή τους
Ερμηνεύοντας τη συμπεριφορά της βυζαντινής εξουσίας απέναντι στους μουσουλμάνους αιχμαλώτους, σύγχρονοι ερευνητές εστιάζουν την προσοχή τους στην ανάγκη των Βυζαντινών για εκχριστιανισμό των απίστων. Ο Arnold Toynbee δικαιολόγησε με λίγα λόγια την άποψή του σχετικά με αυτό που αποκαλεί «γενναιοδωρία» με την οποία το βυζαντινό Κράτος αντιμετώπιζε τους αιχμαλώτους του, καθώς ο στόχος τού Βυζαντίου ήταν να τους κερδίσει για την Αυτοκρατορία πείθοντάς τους να αποστατήσουν609. Επίσης, ο Εric McGeer έχει παρατηρήσει ότι η πλειοψηφία των Αράβων κρατουμένων στο Βυζάντιο είτε ασπάσθηκαν βίαια τον χριστιανισμό και εγκαταστάθηκαν στο βυζαντινό έδαφος, είτε πουλήθηκαν ως δούλοι610. Ο Stephen Reinert, από την πλευρά του, επισήμανε ότι για μερικούς από τους αιχμαλώτους, η φυλάκιση ήταν ο δρόμος
για
τον
προσηλυτισμό
και
την
εγκατάσταση
στην
Αυτοκρατορία611. Ωστόσο, η Liliana Simeonova και ο Abū Se'ada al-Amin προσπάθησαν να διερευνήσουν τις μεθόδους που υιοθετούσαν οι Βυζαντινοί για τον προσηλυτισμό των μουσουλμάνων αιχμαλώτων τους. Ο καθένας τους έχει παρουσιάσει διαφορετική ερμηνεία που χρειάζεται επανεξέταση στις λεπτομέρειές της. Η βυζαντινή Εκκλησία τον ένατο αιώνα ανέπτυξε ένα τελετουργικό αποκήρυξης, το οποίο διάβαζαν δυνατά εκείνοι που ήθελαν να αποκηρύξουν το ισλάμ και να ασπαστούν το χριστιανισμό. Εάν μάλιστα δεν «γραίκιζαν» ή οι κατηχούμενοι ήταν παιδιά, ένας διερμηνέας διάβαζε γι΄ αυτούς. Το κείμενο, το οποίο, όπως μας παραδίδεται σήμερα, φέρει τον TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 383. MCGEER, Sowing the Dragon’s Teeth, σελ. 365. 611 REINERT, Muslim Presence, σελ. 130. 609 610
236
τίτλο Τάξις γινομένη ἐπὶ τοῖς ἀπὸ Σαρακηνών ἐπιστρέφουσι πρὸς την καθαράν καὶ αληθὴ πίστιν ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, αναθεματίζει τον ισλαμισμό, τις παραδόσεις, το Κοράνι, τη Μέκκα, τον Μωάμεθ και όλη του την οικογένεια, συζύγους, τέκνα, απογόνους καθώς και τον ίδιο τον Θεό του Μωάμεθ μαζί με ένα σημαντικό αριθμό ισλαμικών διδασκαλιών 612. Ο τίτλος δείχνει σαφώς σε ποιους απευθύνεται. Πρόκειται φανερά για Σαρακηνούς που προτίθενται να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη· ήταν δηλαδή αρχικά χριστιανοί που αλλαξοπίστησαν και τώρα ήθελαν να επανέλθουν στο χριστιανισμό. Φαίνεται, όμως, από ορισμένα σημεία του κειμένου να αφορά και κάποιους νέους χριστιανούς που εισάγονται στη χριστιανική κοινωνία για πρώτη φορά613. Ας σημειωθεί πως ο Ιάκωβος Εδέσσης, στα τέλη του εβδόμου αιώνα απαγόρευε το βάπτισμα εκ νέου εκείνου που επιθυμούσε να επιστρέψει μετανοιωμένος στο χριστιανισμό, ισχυριζόμενος ότι ο βαπτισμένος παρέμενε πάντα χριστιανός κατά βάθος και ότι το πρώτο βάπτισμά του είχε ακόμα δύναμη. Με την ίδια σκέψη επέτρεπε στους κληρικούς να εξομολογούν τους πρώην χριστιανούς ετοιμοθανάτους και να τους κηδεύουν614. Αραβικές πηγές παρέχουν αναφορές σχετικά με συχνές βυζαντινές προσπάθειες
εξαναγκασμού
μουσουλμάνων
κρατουμένων
να
υιοθετήσουν το χριστιανισμό μέσω τρομοκρατίας615. Από τις πρώτες ήταν μια αποτυχημένη προσπάθεια του αυτοκράτορα Ηράκλειου να βαπτίσει μουσουλμάνους κρατουμένους το 639, ένας από τους οποίους ήταν ο σύντροφος του προφήτη Μωάμεθ, 'Abd Allāh ibn Ḥuḏāfa al-Sahmī. Σύμφωνα με αραβική μόνο πηγή πληροφόρησης για το γεγονός, ο Ηράκλειος διέταξε να ριχτεί ο ένας τους σε δοχείο γεμάτο με βραστό λάδι,
PG 140, στ. 124-136. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] SAHAS, Ritual of Conversion, σελ. 57-69· HOYLAND, Seeing Islam, σελ. 517-518. 614 HOYLAND, Seeing Islam, σελ. 162-163. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 615 GRÄF, Religiöse, σελ. 89-95. 612 613
237
ενώ οι άλλοι βασανίστηκαν με σταύρωση, τοξεύθηκαν με βέλη, στερήθηκαν τροφής και νερού για πολλές ημέρες, ενώ υποχρεώθηκαν να φάνε χοιρινό κρέας και να πιούν κρασί, αγαθά απαγορευμένα για τους μουσουλμάνους616. Σε άλλη αφήγηση, κατά τη βασιλεία του χαλίφη ʿ Umar ibn 'Abd Al-'Azīz (717-719), ο απεσταλμένος του στη βυζαντινή αυλή συνάντησε έναν Άραβα κρατούμενο που είχε τυφλωθεί λόγω της άρνησής του να ασπαστεί το χριστιανισμό617. Άλλες
μαρτυρίες
αναφέρονται
στη
συνέχιση
της
βυζαντινής
πολιτικής της βίαιης βάπτισης των μουσουλμάνων κρατουμένων κατά τη διάρκεια του ένατου και δέκατου αιώνα. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα, που αναφέρεται σε αραβικές πηγές, είναι αυτό της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, η οποία κατά τις διαπραγματεύσεις της με τον Αββασίδη χαλίφη al-Mutawakkil για την ανταλλαγή κρατουμένων το 855, ζήτησε την εκτέλεση 12.000 Αράβων κρατουμένων επειδή αρνήθηκαν το βάπτισμα618. Εκτός από το γεγονός ότι ο αριθμός αυτός φαίνεται υπερβολικός, μπορεί κανείς να διακρίνει ασάφεια στις αραβικές αφηγήσεις σχετικά με το περιστατικό αυτό. Σύμφωνα με τους al-Ṭabarī και Ibn al-Athīr, η Θεοδώρα ανέθεσε στον πρεσβευτή Γεώργιο να μεταβεί στον al-Mutawakkil και να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή 20.000 μουσουλμάνων αιχμαλώτων. Ο χαλίφης από τη μεριά του, έστειλε τον πρεσβευτή του Naṣ r Ibn al-Azhar, για να πιστοποιήσει την εγκυρότητα του αριθμού αυτού. Μετά την επιστροφή του Naṣ r στη Βαγδάτη, τον Δεκέμβριο 855, η Θεοδώρα διέταξε την βάπτιση όλων των αιχμαλώτων,
Al-Ṭabarī, ΧΧΧΙΙΙ, σελ. 120. KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, σελ. 79. 618 VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 1, σελ. 317-318· RAMADĀN, The Treatment of Arab Prisoners, σελ. 167. Την ίδια χρονιά οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στην αθιγγανική φυλή Zuṭṭ, την οποία είχαν τοποθετήσει οι Άραβες το 835 στην Ανάβαρζο, αιχμαλωτίζοντας όλο τον πληθυσμό της, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μαζί με τα ζώα τους. Βλ. VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 1, σελ. 222-223. 616 617
238
βελτιώνοντας τις συνθήκες όσων δέχονταν και εκτελώντας όσους αρνούνταν619. Εκτιμώντας, σύμφωνα με την πληροφορία του Bar Hebraeus, ότι υπήρχαν 12.000 αιχμάλωτοι που εκτελέστηκαν για την άρνηση του βαπτίσματος, υπολογίζουμε ότι περίπου 8.000 αιχμάλωτοι, είτε δια της βίας είτε οικειοθελώς, δέχθηκαν να ασπασθούν τον χριστιανισμό. Οι πηγές αναφέρουν ότι, παρά τους εκτελεσθέντες αιχμαλώτους, η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε ύστερα από λιγότερο δύο μήνες, τον Φεβρουάριο 856, αλλά ο αριθμός των αιχμαλώτων που ανταλλάχθηκαν ήταν πολύ μικρότερος. Σύμφωνα με τον al-Ṭabarī, η ανταλλαγή συμπεριλάμβανε μόνο 785 άνδρες και 125 γυναίκες620. Ο AlMas̒ūdī αναφέρει μεγαλύτερο αριθμό ανταλλαχθέντων αλλά και πάλι κατά πολύ μικρότερο του αρχικού αριθμού των αιχμαλώτων621. Τι θα μπορούσε να έχουν απογίνει οι υπόλοιποι κρατούμενοι; Θα ήταν δυνατό να υπάρξουν υποθέσεις για την τύχη τους υπό το φως των αραβικών αφηγήσεων σχετικά με την ανταλλαγή του Απρίλιου του 860622. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτές, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’, αντίθετα από τη μητέρα του, Θεοδώρα, υιοθέτησε μια πολύ διαφορετική πολιτική θρησκευτικής ανοχής στο ζήτημα των αιχμαλώτων. Αρνήθηκε
Al-Ṭabarī, ΧΧΧIV, σελ 138. Πρβλ. τη διήγηση του Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 142, ο οποίος αναφέρει ότι η αυτοκράτειρα διέταξε να απελευθερωθούν 8.000 αιχμάλωτοι και κράτησε 12.000 στην Κωνσταντινούπολη με τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσε να δώσει για ανταλλαγή εκείνους που πλέον ήταν χριστιανοί. Σύντομα, όμως αποφάσισε την εκτέλεσή τους, διότι ήταν πρόθυμοι να αρνηθούν την πράξη εκχριστιανισμού τους, εάν αυτό τους έστελνε πίσω στην πατρίδα τους. TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ.391· CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 17, 38-39 40· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 615, πιν. ΙΙ. 620 Al-Ṭabarī, XXXIV, σελ. 140. 621 Al-Mas̒ūdī, Les prairies d’or, Ι, σελ. 337. 622 Θα ανταλλάσσονταν 2.367 μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι με λίγο περισσότερους από 1.000 Βυζαντινούς. Ο μεγαλύτερος αριθμός μουσουλμάνων αιχμαλώτων οφείλεται στο γεγονός ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας προσέφερε επιπλέον 1.000 αιχμαλώτους για να απελευθερώσει έναν πατρίκιό του. Βλ. Al-Ṭabarī, XXXIV, σελ. 168· Al-Mas̒ūdī, Les prairies d’or, Ι, σελ. 337· VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 1, σελ. 319-320· TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ.391· CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 17, 36-40· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 615, πιν. ΙΙ. 619
239
την
παραμονή
των
Κωνσταντινούπολη,
κρατουμένων
μέχρις
ότου
που
βαπτίζονταν
μεταφερθούν
στον
τόπο
στην της
ανταλλαγής, από όπου στη συνέχεια τους δινόταν η δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα στο ισλάμ και τη συνεπακόλουθη επιστροφή στην πατρίδα
τους
ή
τον
χριστιανισμό
και
τη
ζωή
στη
Βυζαντινή
Αυτοκρατορία623. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι οι εν λόγω βαπτισμένοι αιχμάλωτοι ήταν οι υπόλοιποι από εκείνους τους 8.000 αιχμαλώτους που είχαν βαπτιστεί και είχαν παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη για πέντε χρόνια. Βεβαίως η άποψη αυτή παραμένει μόνο υπόθεση προς το παρόν. Ο Al-Ṭabarī αναφέρει ότι πάνω από 2.000 κρατούμενοι ανταλλάχθηκαν, πολλοί από τους οποίους είχαν μεταστραφεί στο χριστιανισμό, αλλά ένας μεγάλος αριθμός των κρατουμένων που είχαν προσηλυτιστεί παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη624. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπήρχαν χιλιάδες προσηλυτισμένοι αιχμάλωτοι που είχαν βαπτιστεί οικειοθελώς με εντολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας και ενσωματωθεί στη βυζαντινή κοινωνία, σε βαθμό που να προτίμησαν το χριστιανισμό και τη ζωή στο Βυζάντιο, όταν ο Μιχαήλ Γ’ τους έδωσε την ελευθερία επιλογής. Ωστόσο, εκτός από την προφανή αντίθεση της στάσης της Θεοδώρας με αυτή του γιου της -ας σημειωθεί πως η Θεοδώρα είχε απομακρυνθεί από την εξουσία το 856-, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που αποκαλύπτουν ότι οι διαφορές μεταξύ των προσωπικοτήτων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων καθόριζαν
ορισμένες
φορές
τη
θρησκευτική
αντιμετώπιση
των
μουσουλμάνων κρατουμένων. Ο Βασίλειος Α’ θεωρείται ότι ήταν σκληρός στη μεταχείριση των αιχμαλώτων625, ενώ και ο Νικήτας Ωορύφας, στη
Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 39. Αφού μεγάλος αριθμός Αράβων είχαν βαπτισθεί, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας διέταξε να δοκιμαστούν και να σταλούν στα σύνορα, λέγοντας πως όποιος επέλεγε τον χριστιανισμό και επέστρεφε, θα γινόταν αποδεκτός ως πραγματικός πιστός.]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 624 Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 40· VASILIEV, Byzance et les Arabes, τ. 1, σελ. 322. 625 SIMEONOVA, Byzantine Ceremonials, σελ. 77. 623
240
διάρκεια της εκστρατείας του το 866 εναντίον των Αράβων της Κρήτης, που λυμαίνονταν το Αιγαίο, διέταξε, σύμφωνα με τον Βίο του Βασιλείου, να υποβληθούν σε βασανιστήρια μέχρι θανάτου οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι της Κρήτης και ιδιαίτερα όσοι αρνήθηκαν να βαπτισθούν χριστιανοί626. Όταν το Βυζάντιο κυρίευε μια πόλη μεγάλο μέρος του πληθυσμού μεταστρεφόταν στο χριστιανισμό. Έτσι, όταν η Μελιτηνή καταλήφθηκε από τον Ιωάννη Κουρκούα για λογαριασμό του Βυζαντίου το 934, ο πληθυσμός της εκχριστιανίσθηκε627. Άλλοι αιχμαλωτίστηκαν με τη βία ως λεία πολέμου, κυρίως οι γυναίκες και τα παιδιά. Πληθυσμοί, όπως της Ταρσού και της Μελιτηνής, αναπόφευκτα ασπάστηκαν σε μεγάλο βαθμό το χριστιανισμό. Μερικοί εκχριστιανίστηκαν αμέσως παραμένοντας στον τόπο τους, όπως ο Bar Hebraeus (Faraj Ibn al-Ibri), και άλλοι που είχαν φύγει επέστρεψαν και ζήτησαν να βαπτιστούν628. Το 970 μετά την κατάληψη του Χαλεπίου, ο Ιωάννης Τζιμισκής συνήψε συμφωνία με τους Άραβες σύμφωνα με τη οποία, εάν ένας μουσουλμάνος ασπαζόταν το χριστιανισμό, δεν επιτρεπόταν σε άλλους μουσουλμάνους να κινηθούν εναντίον του και αντίστοιχα, εάν ένας χριστιανός εξισλαμιζόταν, δεν θα μπορούσαν οι Βυζαντινοί να τον πειράξουν629.
Βίος Βασιλείου, σελ. 218.23-220.34: καὶ τῶν βαρβάρων τοὺς μὲν ἀνελὼν τῷ ξίφει τοὺς δὲ ὑποβρυχίους τῷ βυθῷ ποιησάμενος, καὶ τὸν τούτων ἀρχηγὸν ἀνελών, τοὺς λοιποὺς διασκεδασθῆναι κατὰ τὴν νῆσον ἠνάγκασεν· οὓς σαγηνεύσας ὕστερον καὶ ζωγρῶν διαφόροις τιμωρίαις ὑπέβαλε. τῶν μὲν γὰρ τὴν τῆς σαρκὸς ἀπέωσε δοράν, μάλιστα τῶν ἀρνησαμένων τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο παρ’ αὐτῶν ἀφαιρεῖσθαι λέγων, καὶ οὐδὲν αὐτῶν ἴδιον· ἐκ δὲ τῶν ἱμάντας ἀπὸ τοῦ ἰνίου ἄχρι τῶν σφυρῶν μετ’ ὀδύνης δριμείας ἐξείλκυεν· ἄλλους δὲ κηλωνείοις τισὶν αἰωρῶν, εἶτα ἀπὸ τοῦ μετεώρου πρὸς λέβητας πίσσης μεστοὺς ἐμβάλλων τε καὶ ὠθῶν, τοῦ ἰδίου αὐτοῖς μεταδιδόναι βαπτίσματος ἔλεγε τοῦ ἐπωδύνου καὶ ζοφεροῦ. 627 Η Μελιτηνή έγινε αυτοκρατορική κουρατορεία που εξαρτάτο από την Κωνσταντινούπολη. Με τις φορολογικές αρμοδιότητες ήταν επιφορτισμένος ένας βασιλικός και με τις στρατιωτικές ένας στρατηγός ο οποίος αρχικά ήταν ένας εκχριστιανισμένος Άραβας, ίσως ως επιβράβευση αυτής της άμεσης υποταγής της πόλης στους Βυζαντινούς. Βλ. DAGRON, Minorités ethniques, σελ. 186· OIKONOMIDES N., Listes de préséances, σελ. 356. ]]]] ]]]]]] ]]]] ]]]]]]] ]]]]] ]]] ]]]]]]]] ]]]]]] ]]]]]]] ]]] ]]] ]]] ]]]] ]]]] ]] ]]] 628 MANSSOURI, Musulmans à Byzance, σελ. 386. 629 CANARD, Hamdanides, σελ. 834. ]]] ] ]] ]] ]] ]]] ]]]] ]]]] ]]] ]]]] ]]] ]]]] ]]] ]]] ]]] ]]]] ]]] ] 626
241
Ένα ενδιαφέρον επεισόδιο, που δείχνει ότι η προσωπική διάθεση των Βυζαντινών
αυτοκρατόρων
μπορούσε
μερικές
φορές
να
αλλάξει
δραματικά τις συνθήκες των αιχμαλώτων προς το χειρότερο, είναι εκείνο της αντιπροσωπείας των Αββασιδών στη βυζαντινή αυλή, στις αρχές του δεκάτου αιώνα. Σύμφωνα με τον al-Tanūkhī, ο ʿ Alī ibn ʿ Īsā, βεζίρης του χαλίφη al-Muqtadir, σε συνομιλία με έναν από τους συμβούλους του, εξέφρασε την ανησυχία του για τις συνθήκες των Αράβων κρατουμένων στο Βυζάντιο. Είπε πως ο άνθρωπός τους στη μεθοριακή ζώνη τους έγραψε ότι οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι στο Βυζάντιο αντιμετωπίζονταν με ευγένεια και ελαστικότητα, έως ότου δύο νεαροί αυτοκράτορες ανήλθαν στο θρόνο και η κατάσταση άλλαξε630. Από τότε υφίσταντο άδικη μεταχείριση, στερούνταν τροφής και ρουχισμού, βασανίζονταν και υποχρεώνονταν να ασπαστούν το χριστιανισμό. Υπόκεινταν σε σκληρές δοκιμασίες και υπέφεραν μεγάλα δεινά. Για το λόγο αυτό πρότεινε να σταλεί
στην
Κωνσταντινούπολη
μια
πρεσβεία
των
χριστιανών
πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, προκειμένου να διευθετήσουν το θέμα. Αν η αποστολή τους δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και οι κακουχίες των αιχμαλώτων συνεχίζονταν, τότε οι πατριάρχες θα θεωρούνταν υπεύθυνοι και θα πλήρωναν το τίμημα μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό των χριστιανών. Ο βεζίρης υιοθέτησε την πρόταση του συμβούλου του και απεσταλμένος του μετέβη στους πατριάρχες. Εκείνοι με τη σειρά τους απηύθυναν επιστολή στους αυτοκράτορες, στην οποία ανέφεραν
πως
ο
τρόπος
με
τον
οποίο
μεταχειρίζονταν
στους
μουσουλμάνους αιχμαλώτους δεν ανταποκρίνεται στα χριστιανικά ήθη. Τους απείλησαν μάλιστα με αφορισμό, αν δεν άλλαζε η συμπεριφορά προς τους αιχμαλώτους. Οι πατριαρχικοί απεσταλμένοι συνοδευόμενοι από τον εκπρόσωπο του βεζίρη έφτασαν την Κωνσταντινούπολη και 630
Al-Tanūkhī, Nishwar, σελ. 30.
242
περίμεναν αρκετές μέρες έως ότου παρουσιαστούν στους ηγεμόνες. Όταν αυτό τελικά συνέβη, ο αυτοκράτορας μέσω του διερμηνέα του τους είπε ότι τα σχετικά με την κακομεταχείριση των αιχμαλώτων ήταν ψέματα και συκοφαντίες. Επιπλέον, κάλεσε τον απεσταλμένο του βεζίρη να επισκεφθεί τη φυλακή του Πραιτωρίου και να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τις συνθήκες κράτησης. Εκεί συνάντησε τους αιχμαλώτους οι οποίοι, αν και φαίνονταν καλά εκείνη τη στιγμή, είχαν την όψη ανθρώπων που βγαίνουν από τάφο. Τα ρούχα τους ήταν ολοκαίνουργια αλλά οι κακουχίες διαγράφονταν στα πρόσωπά τους. Οι άμοιροι αιχμάλωτοι είπαν ότι τους μεταχειρίζονται καλά, ταυτόχρονα, όμως, έκαναν νοήματα πως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, δίνοντας στον απεσταλμένο να καταλάβει πως όσα είχαν φτάσει στα αφτιά του βεζίρη ήταν αλήθεια και πως το διάβημά του άλλαξε τις συνθήκες ζωής τους. Οι αιχμάλωτοι ρώτησαν ποιον έπρεπε να ευχαριστήσουν για αυτή τη βελτίωση της κατάστασής τους και ο απεσταλμένος απάντησε πως την όφειλαν ο ʿ Alī ibn ʿ Īsā που έγινε βεζίρης.631. Ο Romilly Jenkins, σε μια πειστική ανάλυση του κειμένου, υποστηρίζει ότι ο νεαρός αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ΣΤ’ ο οποίος, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους, αντιμετωπίζοντάς τους σχεδόν σαν φιλοξενουμένους, ενώ οι άλλοι δύο νέοι αυτοκράτορες που περιγράφονται στο κείμενο ήταν ο Αλέξανδρος και
ο
ανεψιός
του
και
γιος
του
Λέοντος
Κωνσταντίνος
Πορφυρογέννητος632. H αφήγηση αυτού του επεισοδίου μπορεί να μας παράσχει και άλλες σημαντικές πληροφορίες. Η πιο σημαντική είναι ότι οι επίσημες αραβικές αρχές είχαν μερικές φορές την τάση να χρησιμοποιούν τους χριστιανούς
631 632
VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ 286-290. JENKINS, Emperor Alexander, σελ. 391-393.
243
υπηκόους τους και τη βυζαντινή μέριμνα για αυτούς, προκειμένου να ασκήσουν πίεση στο Βυζάντιο για την αλλαγή της αντιμετώπισης των Αράβων αιχμαλώτων. Υπάρχει
μια
ισχυρή
σύνδεση
μεταξύ
της
αββασιδικής
αντιπροσωπείας του 'Alī ibn 'Īsā και της γνωστής επιστολής του πατριάρχη Νικολάου Α’ του Μυστικού, η οποία απευθύνεται στον Αββασίδη χαλίφη al-Muqtadir633. Στην επιστολή αυτή, ο Νικόλαος διαψεύδει
τις
κατηγορίες
σχετικά
με
την
κακομεταχείριση
των
αιχμαλώτων και επιβεβαιώνει τη σημαντική φροντίδα που λάμβαναν οι Άραβες αιχμάλωτοι στο Βυζάντιο. Σύμφωνα με την άποψή του, οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου φρόντισαν από την αρχή τους Άραβες αιχμαλώτους σαν να ήταν υπήκοοί τους, παρέχοντάς τους τα μέσα για μια άνετη διαβίωση, ώστε να μην υποφέρουν από κακουχίες άλλες, εκτός από τη στέρηση της χώρας τους, των οικογενειών, των φίλων και των συγγενών τους. Για τον λόγο αυτό τους είχαν παραχωρήσει ευρύχωρα διαμερίσματα, την απόλαυση του καθαρότερου αέρα και άλλες ανέσεις, που ταιριάζουν στην ανθρώπινη ζωή. Έκλεισε επίσης τη μακροσκελή του υπεράσπιση λέγοντας εν ολίγοις πως οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν από την αρχή διακηρύξει ότι οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι θα ζο’υσαν σα να βρίσκονται στην πατρίδα τους, με εξαίρεση το μοναδικό πρόβλημα της αποξένωσης από τους δικούς τους ανθρώπους. Αυτή η συμπεριφορά οφειλόταν
στη
φιλανθρωπία
των
Βυζαντινών,
γεγονός
που
θα
μαρτυρούσαν οι αιχμάλωτοι που ελευθέρωσαν και έστειλαν πίσω στην πατρίδα τους μαζί με τους απεσταλμένους634.
Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, αρ. 102, σελ. 372, 568. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]] Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 376.71-80: Ταῦτα τῆς φιλανθρωπίας οὕτως ἀπ’ ἀρχῆς διατεταγμένης οἱ καθ’ ἑκάστην γενεὰν τὸ τῆς βασιλείας διαδεχόμενοι κράτος ἔμειναν τὴν αὐτὴν προαίρεσιν μέχρι καὶ σήμερον διασῴζοντες· καὶ οὐκ ἂν ἔχοι τις εἰπεῖν τὴν ἀλήθειαν τιμῶν ὡς παραλλαγή τις ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἢ τῆς οἰκήσεως ἢ τῆς ἄλλης διαγωγῆς τῆς ἐξ ἀρχῆς ἀπονεμημένης τοῖς τῶν Σαρακηνῶν γέγονεν αἰχμαλώτοις, καίτοι γε τῶν παρ’ 633 634
244
Ο πατριάρχης Νικόλαος φαίνεται να αρνείται κάθε είδους θρησκευτική πίεση επί των Αράβων κρατουμένων, γράφοντας πως κανένας εκ των Σαρακηνών δεν έχει αναγκαστεί να αποκηρύξει τη θρησκεία του με αυτοκρατορικό διάταγμα ή από την κακοβουλία οποιουδήποτε παράγοντα ή αξιωματικού, ακολούθου των αυτοκρατόρων635. Ο Romilly Jenkins υπονοεί πώς με την επιστολή αυτή, ο πατριάρχης Νικόλαος εξέφρασε ανοιχτά τους φόβους και την ανησυχία του για πιθανά
επαπειλούμενα
αντίποινα
εναντίον
των
Βυζαντινών
αιχμαλώτων και των χριστιανών υπηκόων του χαλιφάτου. Με την επιστολή του φαίνεται πως επιθυμούσε να καθησυχάσει τον χαλίφη και να προλάβει την εφαρμογή αντιποίνων. Μια τέτοια άποψη όμως παραβλέπει ότι δεν επρόκειτο μόνο για απειλές. Οι ανησυχίες τού πατριάρχη αφορούσαν στην κακομεταχείριση που υφίσταντο ήδη οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι στα χέρια των Αράβων 636. Από τον έβδομο αιώνα άλλωστε υπάρχουν μαρτυρίες, όπως του Αναστασίου Σιναΐτη, για τραγικές εικόνες στις αραβοκρατούμενες περιοχές. Οι κατακτητές συχνά προέβαιναν σε ανάιτιες βιαιοπραγίες σε βάρος των χριστιανών, ασεβούσαν στη θεία κοινωνία, μόλυναν τους ναούς, καταπατούσαν ιερά λείψανα και απήγαγαν μοναχές637. Οι φόβοι λοιπον που συναισθάνονταν και ο πατριάρχης πράγματι προσδιόρισαν μια πολιτική συγκρατημένης ανοχής προς τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους. Με τα λόγια του ο Νικόλαος προβάλλει ίσως τις ιδέες που θα μπορούσαν να παρουσιάσουν οι κληρικοί στους πιστούς, προκειμένου να καταφερθούν εναντίον της ισλαμικής πίστης. Επίσης, θέτει το εύλογο
ὑμῖν αἰχμαλώτων Χριστιανῶν, ὡς ἔστιν παρὰ πάντων ἀκούειν, ἐν τοιαύτῃ στενοχωρίᾳ κειμένων καὶ τοιαύτην ἀθλίαν ζωὴν ἐκμετρούντων, ὡς πολὺ κρείττονα εἶναι καὶ ποθούμενον αὐτοῖς μᾶλλον τὸν θάνατον ἢ τὸ ζῶσιν ἐναριθμεῖσθαι. 635 Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 374.22-28. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 636 Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 372.10-14.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 637 Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωταποκρίσεις, 101.4-13 και 31-34.
245
ερώτημα
της
ελεύθερης
ύπαρξης
«απίστων»
στην
καρδιά
της
Αυτοκρατορίας. Με βάση αυτή τη μαρτυρία, μοιάζει σαν οι αιχμάλωτοι να ήταν πράγματι οιονεί υπήκοοι στο βαθμό που όντως διαπιστώνεται βυζαντινή
θρησκευτική
ανοχή
απέναντι
στους
μουσουλμάνους
αιχμαλώτους638. Φυσικά, μια τέτοια υπόθεση έρχεται σε μεγάλη αντίφαση με όσα είχαν υποστεί οι μουσουλμάνοι κρατούμενοι κατά τη φυλάκισή τους λίγα χρόνια νωρίτερα. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι στην επιστολή του ο πατριάρχης Νικόλαος παρουσιάζει τα πράγματα όπως ένας άνθρωπος της Εκκλησίας θα ήθελε να είναι. Ως εκ τούτου, μπορεί να μην αντανακλά επακριβώς τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των Αράβων αιχμαλώτων στο Βυζάντιο την εποχή του πατριάρχη Νικολάου. Αν αυτό συμβαίνει, πιθανώς να περιγράφονται ορισμένες συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής. Επιπλέον, η ίδια η επιστολή του Νικολάου περιλαμβάνει στοιχεία που είναι εξιδανικευμένα εξαιτίας της εικόνας που προσπαθούσε να παρουσιάσει. Παρά τις συχνές διαμαρτυρίες του ενάντια σε αυτό που ονόμαζε «διεστραμένους λόγους, συκοφαντία, διαβολή» και τη σθεναρή επιμονή του στην απόλυτη θρησκευτική ανοχή εκ μέρους του Βυζαντίου, όπως και στην καλή μεταχείριση των Αράβων, αφήνει να εννοηθεί ότι οι αιχμάλωτοι μερικές φορές υποβάλλονταν σε βασανιστήρια και εκτέλεση. Δηλώνει ότι, όταν οι Βυζαντινοί πρέπει να πάρουν τη ζωή ενός Σαρακηνού, τον εκτελούν με τρόπο στερούμενο αγριότητας και σκληρότητας, με απλό αποκεφαλισμό 639. Ο πατριάρχης αποδίδει τις θρησκευτικές πιέσεις που υπέστησαν οι αιχμάλωτοι σε υπαλλήλους άγνωστους στον αυτοκράτορα640, προσπαθώντας να απαλλάξει την
REINERT, Muslim Presence, σελ. 128-129. Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 378.95-98.]]]] ] ]]]] 640 Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 380.179-181, 381. 135-138. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ] 638 639
246
επίσημη εξουσία με τη μετάθεση του προβλήματος στο επίπεδο των προσώπων. Συμπερασματικά, ενώ οι προαναφερθείσες μαρτυρίες δείχνουν ότι οι κρατούμενοι
του
Dar
al-Balāt
μερικές
φορές
υποβάλλονταν
σε
βασανιστήρια και αναγκαστικό βάπτισμα, φαίνεται πως μια επίσημη αντίδραση από τις αραβικές αρχές είχε τη δύναμη να υποκινήσει το Βυζάντιο, ώστε να τροποποιήσει την τακτική του, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Το ίδιο ίσχυε εξάλλου και για τη βυζαντινή πλευρά. Πίεση άσκησε και ο Νικηφόρος Φωκάς, για παράδειγμα, όταν σε επιστολή του με την οποία απαιτούσε την απελευθέρωση του δρουγγάριου Νικήτα, ο οποίος
είχε
αιχμαλωτισθεί
στη
Σικελία,
απειλούσε
ότι
αν
δεν
ικανοποιηθεί το αίτημά του θα προχωρούσε σε επίθεσή με όλες του τις δυνάμεις641. Ωστόσο, αν αναλυθούν οι συνθήκες στις οποίες βρισκόταν η Αυτοκρατορία την εποχή εκείνη, ίσως καταλήξουμε και σε μια άλλη ερμηνεία για την άμεση αυτή αλλαγή συμπεριφοράς ως προς τους αιχμαλώτους. Βάσιμα έχει υποστηριχθεί ότι η επιστολή του Νικολάου αποτελεί τη βυζαντινή απάντηση στους απεσταλμένους του 'Alī ibn 'Īsā και οι δύο νεαροί αυτοκράτορες στους οποίους αναφέρεται ο σύμβουλός ήταν ο Αλέξανδρος και ο Κωνσταντίνος Ζ’642. Ήταν τότε που εγκαταλείφθηκε η πιο φιλάνθρωπη τακτική του Λέοντος ΣΤ’ στο ζήτημα της αντιμετώπισης των μουσουλμάνων αιχμαλώτων και υιοθετήθηκε μια λιγότερο ανεκτική συμπεριφορά. Μια τέτοια στάση ταιριάζει στα όσα είναι γνωστά για τον Αλέξανδρο και την εξωτερική πολιτική του και τα οποία περιορίζονται στην
ακατάληπτη
συμπεριφορά
του
προς
τους
Βουλγάρους
απεσταλμένους του Συμεών με συνέπεια την επίσπευση της εισβολής του
641 642
Λέων Διάκονος, σελ. 126-127. JENKINS, Emperor Alexander, σελ. 391.
247
τελευταίου τον Αύγουστο του 913643. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Ζ’ εξάλλου θα επιβεβαίωνε αργότερα πως ο θείος του ανέτρεψε κάθε λεπτομέρεια της πολιτικής του Λέοντος ΣΤ’644. Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες, δεν μπορούν να είναι οι ίδιοι με εκείνους που υποδέχτηκαν την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη και που με εντολή τους βελτιώθηκε πρόχειρα το παρουσιαστικό των μουσουλμάνων αιχμαλώτων ‒τον Αλέξανδρο, άλλωστε, δε θα τον απασχολούσε κάτι τέτοιο. Ο 'Alī ibn 'Īsā ανέλαβε τα καθήκοντα του βεζίρη μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, τον Ιούνιο του 913. Όταν λοιπόν έφτασαν οι απεσταλμένοι του στην Κωνσταντινούπολη, οι δύο αυτοκράτορες που ανέφεραν ότι είδαν πρέπει να ήταν ο Κωνσταντίνος Ζ’ και η μητέρα του Ζωή Καρβουνοψίνα, η οποία είχε επανέλθει στο παλάτι και μάλιστα σε μια περίοδο που την Αυτοκρατορία απειλούσε ο Συμεών645. Με αυτό το δεδομένο, φαίνεται πως είχαν κάθε λόγο να θέλουν να εξευμενίσουν τους απεσταλμένους του βεζίρη και έτσι μπορεί να εξηγηθεί αυτή η μεταστροφή στη συμπεριφορά των Βυζαντινών, ως πολιτική και διπλωματική τακτική μπροστά σε έναν ήδη υπάρχοντα σημαντικό κίνδυνο. Εξευμενίζοντας τον εχθρό από την Ανατολή κατόρθωσε το Βυζάντιο να ασχοληθεί με τον εχθρό από το Βορρά, καθώς δύο μέτωπα ανοιχτά θα έφερναν την Αυτοκρατορία σε δεινή κατάσταση. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Ζωή πέτυχε να συμφωνήσει ἀλλάγιον καὶ εἰρήνη με τους Άραβες646, ρίχνοντας όλες τις δυνάμεις της Αυτοκρατορίας στο βουλγαρικό μέτωπο.
Συν. Θεοφάνη, σελ. 380. Το επεισόδιο καθώς και την προσωπικότητα του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου αποτυπώνουν οι στίχοι ενός βυζαντινού δημοτικού τραγουδιού. Βλ. GREGOIRE, Un captif arabe, σελ. 671-672. 644 Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 242. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 645 Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 240. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 646 Πρόκειται για την ανταλλαγή του 917. Συν. Θεοφάνη, σελ. 388. 13-19: Βλέπουσα δὲ Ζωὴ βασίλισσα τὴν ἔπαρσιν Συμεὼν καὶ τὴν κατὰ τῶν Χριστιανῶν αὐτοῦ ἐπίθεσιν, βουλὴν μετὰ τῶν ἐν τέλει βουλεύεται, ἀλλάγιον καὶ εἰρήνην μετὰ τῶν Ἀγαρηνῶν διαπράξασθαι, 643
248
Την υπαγωγή ζητημάτων θρησκείας στην υπηρεσία της διπλωματίας βλέπουμε φυσικά σε όλη τη βυζαντινή περίοδο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ενδιαφέρον περιστατικό αποτελεί η συμφωνία, που συνήψε ο Κωνσταντίνος Η’ το 1027 με τον φατιμίδη χαλίφη της Αιγύπτου Al-Zahir, η οποία προέβλεπε την αναφορά του ονόματος του χαλίφη σε όλα τα τζαμιά που βρίσκονταν σε εδάφη της δικαιοδοσίας του αυτοκράτορα και την κατασκευή ενός τζαμιού στην Κωνσταντινούπολη σε ένδειξη αναγνώρισης του χαλίφη. Ο τελευταίος, από τη μεριά του, θα έφτιαχνε το ναό της Αναστάσεως, τον τόσο σημαντικό για τη χριστιανοσύνη, επιτρέποντας στους χριστιανούς υπηκόους του που είχαν εξισλαμιστεί, να επιστρέψουν στην παλιά θρησκεία τους647.
διαπερᾶσαι δὲ πάντα τὸν τῆς ἀνατολῆς στρατὸν πρὸς τὸ καταπολεμῆσαι καὶ ἀφανίσαι τὸν Συμεών. ἀπεστάλη οὖν ἐν Συρίᾳ ἐπὶ τὸ ποιῆσαι ἀλλάγιον Ἰωάννης πατρίκιος ὁ Ῥωδινὸς καὶ Μιχαὴλ ὁ Τοξαρᾶς.] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]]] 647 DÖLGER, Regesten, ΙΙ, σελ. 2 αρ. 823 b.
249
Η συμμετοχή των ξένων αιχμαλώτων σε βυζαντινές τελετές
Τα κείμενα που αντανακλούν μια ανθρώπινη μεταχείριση των μουσουλμάνων αιχμαλώτων πολέμου από πλευράς της βυζαντινής διοίκησης ανήκουν τόσο στη βυζαντινή όσο και στην αραβική γραμματεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν εκείνα των Ishaq ibn al-Ḥusayn, al-Muqaddasī, και Hārūn ibn Yaḥyā (στον Ibn Rusteh). Όλα τους γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του δέκατου αιώνα. Σύμφωνα με αυτές τις μαρτυρίες, οι Βυζαντινοί, δεν τους εξανάγκασαν να φάνε χοιρινό, ούτε τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Οι μαρτυρίες μάς πληροφορούν σχετικά με την πρακτική της παρουσίας των Αράβων κρατουμένων στα τακτικά επίσημα αυτοκρατορικά συμπόσια της ημέρας των Χριστουγέννων και της Κυριακής του Πάσχα, που εδραιώθηκε από τον Λέοντα ΣΤ’ και πιθανόν να συνεχίστηκε, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου, και κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού γιου του, Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου. Η Liliana Simeonova θεώρησε αυτή τη συγκεκριμένη καινοτομία, ανεξάρτητα από τον σκοπό της, ως ένα σημείο καμπής στη βυζαντινή αντιμετώπιση των Αράβων κρατουμένων συνδυαζόμενο με τις πληροφορίες που αντλούμε από τα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ’, τις επιστολές του πατριάρχη Νικολάου Α’ αλλά και το Κλητορολόγιο του Φιλοθέου που ως ένα βαθμό παρουσιάστηκαν πιο πάνω648.
Ο RAMADĀN, The Treatment of Arab Prisoners, σελ.172 και ο ABŪ SE̒ADA, Byzantium and Islam, σελ. 191, παραθέτουν μια αραβική πηγή, τον Ibn Ḫurdāḏbah, ο οποίος πέθανε κοντά στο 912 και αντικατοπτρίζει την άλλη πλευρά της εικόνας. Σύμφωνα με αυτήν, οι Άραβες κρατούμενοι υποβάλλονταν σε βασανιστήρια και εκτελούνταν. Φαίνεται να είναι μια πιθανή υπόδειξη ότι ο Ibn Ḫurdāḏbah, σύγχρονος της βασιλείας του Βασιλείου Α’ (867-886) και του Λέοντος ΣΤ’ (886-912), περιέγραψε τις συνθήκες των Αράβων αιχμαλώτων υπό τη βασιλεία του Βασιλείου Α’. Παρόλα αυτά, αν ο ibn Ḫurdāḏbah αναφέρεται στη βυζαντινή μεταχείριση των Αράβων αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών του ενάτου αιώνα, αυτό θα διαψεύσει εντελώς την υπόθεση της Simeonova ότι η ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση των Αράβων κρατουμένων μπορεί να έλαβε χώρα υπό τον Λέοντα ΣΤ’. Βλ. SIMEONOVA, Byzantine Ceremonials, σελ. 77-78. 648
250
Αντίθετα με την άποψη αυτή, ο Hārūn ibn Yaḥyā, παρά το γεγονός ότι είναι ο μοναδικός Άραβας ιστορικός που κατέγραψε τη συμμετοχή των μουσουλμάνων αιχμαλώτων στα αυτοκρατορικά συμπόσια στις αρχές της δεκαετίας του δέκατου αιώνα, μαρτυρεί επίσης ότι ορισμένοι από αυτούς τους κρατούμενους είχαν αφεθεί σε ένα είδος τυχαίας μοίρας. Ήταν πιθανό, δηλαδή, να εκτελεστούν επειδή βρέθηκαν στη λάθος θέση649. Εντούτοις, η επιστολή του πατριάρχη Νικολάου και οι αραβικές αναφορές μπορούν να οδηγήσουν στη διαπίστωση μερικής, και όχι ριζικής μεταβολής της Βυζαντινής στάσης έναντι των Αράβων κρατουμένων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Με εξαίρεση τη σύντομη βασιλεία του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου (912-913), στα χρόνια του Λέοντος ΣΤ’ (889-912) και του γιου του, Κωνσταντίνου Ζ’ (913-959), φάνηκε μια σημαντική αλλαγή στην αντιμετώπιση των Αράβων κρατουμένων. Στην εποχή αυτή αποδίδεται και το διάσημο έργο του Διγενή Ακρίτα. Στο πρόσωπό του ενσαρκώνεται η ένωση των δύο πολιτισμών καθώς έχει διττή καταγωγή, όπως μαρτυρεί και το όνομά του650. Ο Hārūn ibn Yaḥyā, ένας από τους κρατουμένους κατά τη βασιλεία του Λέοντος ΣΤ’, αναφέρεται -όπως έχει ήδη ειπωθεί- στην συμμετοχή Αράβων αιχμαλώτων στα αυτοκρατορικά συμπόσια κατά τη διάρκεια των εορτασμών της ημέρας των Χριστουγέννων το 900 και δηλώνει: Κατά τη Στο Ibn Rusteh, σελ. 140, ο Hārūn ibn Yaḥyā αναφέρει πως στο μεσο της Αγοράς προς τη Χρυσή Πύλη υπήρχε μια θολωτή αψίδα. Εκεί υπήρχαν δύο αγάλματα το ένα εκ των οποίων έκανε μια κίνηση με τα χέρια που ερμηνεύεται ως «ελάτε εδώ», ενώ το άλλο έκανε μια αντίστοιχη χειρονομία που θα μπορούσε να σημαίνει «περιμένετε λίγο». Στο χώρο ανάμεσα στα δύο αγάλματα μεταφέρονταν οι αιχμάλωτοι περιμένοντας να πάρουν χάρη από τον αυτοκράτορα και να ελευθερωθούν. Εντωμεταξύ ένας αγγελιαφόρος πήγαινε να ενημερώσει τον αυτοκράτορα. Εάν, όταν επέστρεφε, έβρισκε τους αιχμαλώτους να περιμένουν εκεί, τους μετέφερε πίσω στη φυλακή. Εάν είχαν περάσει τα όρια των αγαλμάτων, τότε τους σκότωναν. Βλ. VASILIEV, Hāroun - ibn Yahya, σελ.161· CANARD, Les aventures d’un prisonnier arabe, σελ. 53-56, 61-62 · ABU SE̒ADA, Byzantium and Islam, σελ. 191, σημ. 179. Ο VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 393, ταυτίζει το σημείο με το Forum Amastrianum, όπου λάμβαναν χώρα εκτελέσεις. Πρβλ. JANIN, Constantinople Byzantine, σελ. 72-73. 650 Βλ. πιο πάνω, σελ. 98. 649
251
διάρκεια της γιορτής, ο αυτοκράτορας πλησιάζει από την εκκλησία προς τη συνέλευση και παίρνει τη θέση του μπροστά από το χρυσό τραπέζι. Είναι η ημέρα των Χριστουγέννων. Δίνει την εντολή οι κρατούμενοι να είναι παρόντες και να κάθονται γύρω από αυτά τα τραπέζια, ... στα οποία σερβίρονται εκπληκτικές ποσότητες ζεστών και κρύων φαγητών. Τότε, ο αυτοκρατορικός
κήρυκας
δηλώνει:
Ορκίζομαι
στην
κεφαλή
του
αυτοκράτορα, ότι σε αυτά τα γεύματα δεν υπάρχει καθόλου χοιρινό. Στη συνέχεια το φαγητό μεταφέρεται σε αυτούς πάνω σε χρυσές και ασημένιες πιατέλες. ... Αυτό συνεχίζεται για δώδεκα ημέρες και όταν φτάνει η τελευταία από αυτές, δίνονται σε κάθε κρατούμενο από δύο dīnārs και τρία dirhems651». Ο Hārūn ibn Yaḥyā δεν ανέφερε, γιατί οι Άραβες κρατούμενοι προσκλήθηκαν σε αυτά τα συμπόσια ούτε προσδιόρισε την κοινωνική θέση τους. Στo Kλητορολόγιον του Φιλόθεου, το οποίο συντάχθηκε το 899 και είναι αφιερωμένο στον Λέοντα ΣΤ’, αναφέρεται ότι οι Άραβες αιχμάλωτοι προσκλήθηκαν δύο φορές στα αυτοκρατορικά συμπόσια, στη διάρκεια των εορτασμών των Χριστουγέννων και της Κυριακής του Πάσχα. Η Liliana Simeonova έχε αναλύσει αυτό το κείμενο λεπτομερώς, αλλά αξίζει να σημειωθούν οι ομοιότητες των δύο κειμένων, του αραβικού και του ελληνικού 652. Και τα δύο αναφέρουν τον εορτασμό των δώδεκα ημερών και μνημονεύουν τη συμμετοχή εκκλησιαστικών και την είσοδο των φυλακισμένων στην εκκλησία του Παλατιού. Αλλά το Κλητορολόγιον προσθέτει νέες πληροφορίες που δεν περιλαμβάνονται στην
αφήγηση
παρευρισκομένους
του ως
Hārūn
ibn
επιφανείς
Yaḥyā,
προσδιορίζοντας
κρατουμένους
του
τους
Πραιτωρίου,
υποδεικνύοντας την υψηλή θέση τους στα συμπόσια, ενώ κάνει και
651 652
Ibn Rusteh, σελ. 134-146. SIMEONOVA, Byzantine Ceremonials, σελ. 78· LUTTWAK, The Grand Strategy, σελ. 128-129.]]]
252
αναφορά σε άλλους βαπτισμένους Αγαρηνούς που φαίνεται να ήταν μέλη της αυτοκρατορική φρουράς, της εταιρείας653. Σε ιδεολογικό επίπεδο, η παρουσία των Αράβων κρατουμένων σε αυτά τα συμπόσια είχε ως στόχο να τονίσει την αυτοκρατορική νίκη επί των Σαρακηνών. Την ίδια στιγμή όμως το Βυζάντιο θα κατόρθωνε να αυξήσει
την
επιρροή
του
στις
μέλλουσες
να
ακολουθήσουν
διαπραγματεύσεις για ειρήνη και στις ανταλλαγές αιχμαλώτων με τους Άραβες. Επιπλέον, ήταν μια ευκαιρία για να αποδείξουν οι Βυζαντινοί περίτρανα τον οικουμενικό χαρακτήρα της χριστιανικής θρησκείας654. Ωστόσο, η Liliana Simeonova προχώρησε περισσότερο, προτείνοντας άλλη μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αν και τολμηρή655. Σε αντίθεση με τους απλούς μουσουλμάνους, τους οποίους οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν να δεχθούν το βάπτισμα σε αντάλλαγμα με μια άνετη εγκατάσταση στην Αυτοκρατορία, οι άνθρωποι που κρατούνταν στο Πραιτώριο πιθανόν να ήταν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη θρησκεία, τις αξίες αλλά και την ίδια την πατρίδα τους. Εάν μάλιστα, ανήκαν σε ανώτερα στρώματα και μπορούσαν αργότερα να εξαγοραστούν για πολλά χρήματα, είναι εξαιρετικά απίθανο η αυτοκρατορική κυβέρνηση να έφτανε στο σημείο να τους εξαναγκάσει να ασπαστούν βιαίως τον χριστιανισμό. Την ίδια ώρα, οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι ήταν καθήκον του αυτοκράτορά τους να
Κλητορολόγιον Φιλοθέου, σελ. 203, 205. Το Κλητορολόγιο του Φιλοθέου αποτελεί σημαντική πηγή για τη διοικητική οργάνωση του βυζαντινού Κράτους και την εθιμοτυπία της αυλής του ένατου αιώνα. Συνετέθη στο 899 και αργότερα ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος το συμπεριέλαβε στο Περὶ βασιλείου τάξεως, κεφ. 52-57. Έχει εκδοθεί από τον J.B. BURY, The Imperial Administrative System in the Ninth Century with Revised text of the Kletorologion of Philotheos, London 1911 (ανατ. 1958) και στο OIKONOMIDES N., Listes de préséances byzantines de IXe et Xe siècles, 1972, σελ. 65-235. Η τελευταία έκδοση χρησιμοποιείται στην παρούσα μελέτη. 654 Στο πλαίσιο της πολιτικής του Λέοντος Στ’ προς τους Άραβες εντάσσεται και η υποδοχή στην Κωνσταντινούπολη του πατέρα του Σαμωνά και η ξενάγησή του στους θησαυρούς της Αγίας Σοφίας. Βλ. πιο κάτω, σελ. 258-259, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 655 SIMEONOVA, Byzantine Ceremonials, σελ. 102. 653
253
εγγυηθεί τη σωτηρία όλων μέσα από την παγκόσμια εξάπλωση της Ορθοδοξίας.
Για
αμφισβητήσουν
να
εκπληρώσουν
ανοιχτά
τις
αυτό
το
πεποιθήσεις
καθήκον των
χωρίς
να
μουσουλμάνων
αιχμαλώτων, οι βυζαντινές αρχές πιθανώς να αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε συμβιβαστική λύση, όπως ήταν μια συμβολική τελετή οιονεί βάπτισης. Οι μουσουλμάνοι δεν θα γνώριζαν τι συνέβαινε, αλλά για τους Βυζαντινούς η σωτηρία των ψυχών τους θα ήταν εγγυημένη. Έτσι, ο αυτοκράτορας υψωνόταν στα μάτια και των υπηκόων του αλλά και των ξένων χριστιανών φιλοξενουμένων του (κυρίως Βουλγάρων και Φράγκων), οι οποίοι θα τον έβλεπαν ως έναν πραγματικά παγκόσμιο ηγεμόνα, ικανό να μεταστρέψει ολόκληρο τον κόσμο στο χριστιανισμό. Η υπόθεση της Simeonova προϋποθέτει δηλαδή την υποβολή των μουσουλμάνων
σε
ένα
βαθιά
κωδικοποιημένο
τελετουργικό
προσηλυτισμού, για το οποίο παρέμεναν εντελώς ανίδεοι656. Μια τέτοια ερμηνεία χρειάζεται διερεύνηση, καθώς δημιουργεί εν πρώτοις αμφιβολίες. Διαθέτουμε πληροφορίες για την καχυποψία με την οποία αντιμετώπιζαν οι Βυζαντινοί τους νεοφώτιστους μουσουλμάνους. Προαναφέρθηκε μάλιστα η
άρνηση του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ να
δεχτεί τους προσηλυτισμένους μουσουλμάνους αιχμαλώτους, μέχρι εκείνοι να πάνε στα σύνορα, όπου συνήθως ανταλλάσσονταν οι αιχμάλωτοι πολέμου, και να επιστρέψουν με τη θέλησή τους στα βυζαντινά εδάφη. Έπειτα ο συμβολικός προσηλυτισμός ή οιονεί βάπτισμα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με ένα άλλο βυζαντινό κείμενο σχετικό με τον προσηλυτισμό των μουσουλμάνων, το οποίο χρονολογείται στον δέκατο αιώνα
περίπου.
Πρόκειται,
όπως
αναφέρθηκε
νωρίτερα
για
το
τελετουργικό της αποκήρυξης, το οποίο υπενθυμίζεται ότι επιβαλλόταν
656
Η ερμηνεία αυτή έχει αμφισβητηθεί από σύγχρονους Άραβες ιστορικούς. Βλ. σχετικά
ABU SE̒ADA, Byzantium and Islam, σελ. 190-192. ]] ]
254
]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]]
σε νεο-εκχριστιανισμένους μουσουλμάνους προκειμένου να αποδείξουν την πλήρη μεταστροφή τους. Στη διαδικασία αυτή, πριν το βάπτισμα, διάβαζαν και συνεπώς συμφωνούσαν σε ένα κείμενο που περιλάμβανε αναθέματα εναντίον του ισλάμ, του Μωάμεθ αλλά και ορισμένων χαλιφών657. Βεβαίως η καχυποψία δεν αφορούσε μονάχα στους μουσουλμάνους, αλλά γενικότερα στους νεοφώτιστους ξένους μπροστά στον κίνδυνο της κατασκοπίας, χωρίς όμως να εμποδίζει την εισχώρησή τους στη βυζαντινή κοινωνία, όπως πληροφορεί το στρατιωτικό εγχειρίδιο Περί στρατηγίας, το οποίο συντάχθηκε από ανώνυμο συγγραφέα658. Επιπλέον, οι σύγχρονες βυζαντινές πηγές του ένατου και δέκατου αιώνα αναφέρονται στην απασχόληση εκχριστιανισμένων μουσουλμάνων σε σημαντικές στρατιωτικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της αυτοκρατορικής φρουράς, όπως αναφέρεται στο Kλητορολόγιον του Φιλόθεου659. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στη στάση του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ προς τους Άραβες αιχμαλώτους ως απόδειξη μόνιμης
βυζαντινής
Βυζαντινών
μπροστά
πολιτικής. στους
Ωστόσο,
η
μουσουλμάνους
επιφυλακτικότητα που
έφταναν
των στην
Αυτοκρατορία με διάφορους τρόπους, ως αιχμάλωτοι, αυτόμολοι, έμποροι ή ακόμα και ως δώρο από κάποιον χαλίφη, μπορεί να χαρακτηρισθεί μόνο ως τακτική λογικής και σωφροσύνης, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν ισχυρότατο αντίπαλο. Οι πρακτικές της αντίπαλης πλευράς άλλωστε δεν υστερούσαν σε τίποτα. Τέλος, το τελετουργικό της αποκήρυξης φαίνεται να
Ερευνητές τοποθετούν το κείμενο στα τέλη του όγδοου αιώνα. Βλ. J. EBERSOLT, Un nouveau manuscrit sur le rituel d’abjuration des musulmans dans l’Église grecque, Revue d’histoire des religions 54 (1906) 231-232· SAHAS, Infidel, σελ. 47-67· ABU SE̒ADA, Byzantium and Islam, σελ. 247-249. 658 Three Byzantine Military Treatises, σελ. 120: πλὴν δ’ ὑπονοίας ἔχειν αὐτούς. 659 Κλητορολόγιον Φιλοθέου, σελ. 163. 657
255
είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση ένα μέρος των υποθέσεων της Liliana Simeonova και αυτό σχετίζεται με την άγνοια των μουσουλμάνων όσον αφορά στις τελετές στις οποίες συμμετείχαν, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποκλειστεί εντελώς η πιθανότητα να επρόκειτο για συμβολική βάπτιση. Δεν
υπάρχει
αμφιβολία
πως
οι
ιδεολογικές
σκοπιμότητες
διαδραμάτιζαν ουσιαστικό ρόλο σε όλες τις βυζαντινές τελετές και πως το βυζαντινό τελετουργικό είχε πάντα θρησκευτική διάσταση, η οποία δεν ήταν άλλη από το να πειστούν και να υποκλιθούν άπαντες ‒χριστιανοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι‒
στην αιώνια δόξα και το μεγαλείο της
Αυτοκρατορίας, της Νέας Ρώμης. Παρόλα αυτά, οι πολιτικές και διπλωματικές σκοπιμότητες δεν ήταν απούσες. Μερικές φορές, αν όχι πάντα, τα πρακτικά συμφέροντα φαίνεται να είχαν περισσότερο βάρος από τις
θεωρητικές
ή
συμβολικές
τελετές.
Όταν
ο
Κωνσταντίνος
Ζ’
Πορφυρογέννητος κάλεσε τους δύο Ταρσίτες απεσταλμένους του Αββασίδη χαλίφη και τον εμίρη της Ταρσού σε ένα αυτοκρατορικό συμπόσιο τον Αύγουστο του 946, διέταξε σαράντα αιχμαλώτους από το Πραιτώριο να παρευρεθούν660. Αποστολή της αντιπροσωπείας ήταν η διαπραγμάτευση, η ανταλλαγή κρατουμένων και η διατήρηση της ειρήνης. Ζητήματα που εντάσσονται στον πολιτικό και ιδεολογικό στρατηγικό στόχο της βυζαντινής εξουσίας. Επιπλέον, ο al-Ṭabarī αναφέρει ότι ο Λέων ΣΤ’ έστειλε δύο αντιπροσωπείες στον Αββασίδη χαλίφη για την ανταλλαγή των εκατέρωθεν αιχμαλώτων. Η πρώτη στάλθηκε το 902, λίγο μετά την άνοδο του
al-Muktafī
(902-908),
φέρνοντας
στο
νέο
χαλίφη
δώρα
και
αιχμαλώτους. Από επιστολές του Λέοντος Χοιροσφάκτη προς τον αυτοκράτορα πληροφορούμαστε την ύπαρξη πρεσβείας διετούς διάρκειας 660
Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 592. Βλ. και πιο πάνω, σελ. 219-220.
256
(τα έτη 604/5-606-7) προς τους Άραβες προκειμένου να απελευθεροθούν οι αιχμάλωτοι μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης και να συνάψουν ειρήνη661. Λίγα χρόνια αργότερα (905-906), δύο διπλωμάτες εστάλησαν και πάλι στους Άραβες, ένας εκ των οποίων ήταν εξ αγχιστείας μακρινός συγγενής του αυτοκράτορα, ενώ ο άλλος ήταν ο ευνούχος Βασίλειος ο παρακοιμώμενος μαζί με δέκα αιχμαλώτους ως δώρο662. Επίσης, γνωρίζουμε από αραβικές πηγές ότι υπήρχαν τρεις ανταλλαγές κρατουμένων που όντως έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντος ΣΤ’663. Ως εκ τούτου, η ανησυχία του αυτοκράτορα για την ανταλλαγή αιχμαλώτων αποκαλύπτει ότι οι πολιτικοί και διπλωματικοί υπολογισμοί ήταν ισχυρά παρόντες στη σκέψη του, όποτε καλούσε Άραβες κρατούμενους στα συμπόσιά του. Το ίδιο το Κλητορολόγιον αναφέρεται στους γενικούς κανόνες που πρέπει να εφαρμοσθούν για την υποδοχή των μουσουλμάνων «φίλων», δηλαδή των Αράβων πρεσβευτών σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, στη διάρκεια των εορτασμών της ημέρας των Χριστουγέννων664. Προκύπτει ότι οι Άραβες πρέσβεις ήταν παρόντες στα αυτοκρατορικά συμπόσια και ότι έπρεπε να κάθονται σε προωθημένο τραπέζι, ακόμη και μπροστά από τους χριστιανούς Βουλγάρους και Φράγκους
«φίλους»665.
Οι
τιμές
που
αποδίδονταν
στους
Άραβες
απεσταλμένους ήταν πιθανώς μια αντανάκλαση της προσπάθειας του Λέοντος να κατευνάσει τα πνεύματα, καθώς ήταν οι γείτονες του Βυζαντίου στη Μέση Ανατολή και ισχυρός εχθρός του, αλλά ταυτόχρονα επρόκειτο και για υπαινιγμό για την εξαιρετική σημασία που έδινε η
Λέων Χοιροσφάκτης, Ἐπιστολαί, αρ. 15 και αρ. 23. Al-Ṭabarī, ΧΧΧVIII, σελ. 108· Ο Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 50, αναφέρει ότι ο Βασίλειος εστάλη μόνος του με τέσσερις αιχμαλώτους ως δώρο στον χαλίφη για τη ρύθμιση της ανταλλαγής. 663 CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 1-56. 664 Κλητορολόγιον Φιλοθέου, σελ. 113. Αναφέρεται στους «Αγαρηνούς φίλους» και τους εξισώνει με τους πατρικίους και τους στρατηγούς. 665 Κλητορολόγιον Φιλοθέου, σελ. 163-165. 661 662
257
βυζαντινή εξουσία στις συναλλαγές της με τους Άραβες. Εδώ βρίσκεται πιθανότατα και η απάντηση στην ερώτηση που συζητήθηκε, σχετικά με το
γιατί έπρεπε να κληθούν οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι
στα
αυτοκρατορικά συμπόσια. Προφανώς, ο στόχος αυτών των Αράβων απεσταλμένων στην Κωνσταντινούπολη ήταν η διαπραγμάτευση για την αποκατάσταση της ειρήνης και η ανταλλαγή κρατουμένων, οπότε η παρουσία των Αράβων κρατουμένων στα αυτοκρατορικά συμπόσια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως χειρονομία καλής θελήσεως και καλής αντιμετώπισης των Αράβων αιχμαλώτων από το Βυζάντιο. Παρόλα αυτά, ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητα οποιασδήποτε βυζαντινής τελετής στην οποία συμμετείχαν Άραβες αιχμάλωτοι, οι Βυζαντινοί φαίνεται να εκτιμούσαν την ψυχολογική επίδρασή της στους εν λόγω αιχμαλώτους. Εξάλλου οι παρευρισκόμενοι σε αυτά τα συμπόσια είχαν πρόσφατα οδηγηθεί περιστασιακά εκτός της φυλακής και θα επέστρεφαν και πάλι σε αυτή. Κατά τη διάρκεια αυτής της σύντομης εξόδου, θα αντίκριζαν έναν άλλο εκθαμβωτικό και φανταχτερό κόσμο, πολύ διαφορετικό από τα τείχη της απομόνωσής τους. Οι Βυζαντινοί πιθανόν να σκέφτονταν το ψυχολογικό σοκ που θα υφίσταντο οι αιχμάλωτοι όταν θα συνέκριναν την σκληρότητα της αιχμαλωσίας τους με όσα θα αισθάνονταν παρατηρώντας ή συμμετέχοντας σε τελετές, μέσα σε ένα υπέροχο μείγμα επευφημιών, μουσικής, φωτός, χρωμάτων και πλούσιας διακόσμησης. Φυσικά, το αποτέλεσμα αυτών των τελετών δεν αναμενόταν να έχει επίδραση μόνο στους αιχμαλώτους που συμμετείχαν σε αυτό, αλλά και στους υπολοίπους που ήταν ακόμη κλεισμένοι στο Πραιτώριο, όταν θα πληροφορούνταν το μεγαλείο της τελετής από τους συναιχμαλώτους τους. Η αποτελεσματικότητα του ψυχολογικού παράγοντα θα μπορούσε να φανεί μέσα από το περίφημο παράδειγμα του πατέρα τού Σαμωνά, ο
258
οποίος είχε αποσταλεί το έτος 908 από τη Μελετηνή, σε επίσημη αποστολή στην Κωνσταντινούπολη την εποχή του Λέοντος ΣΤ', με σκοπό τη ρύθμιση μιας ανταλλαγής κρατουμένων666. Το γεγονός, ότι επελέγη ο πατέρας του Σαμωνά ανάμεσα στους απεσταλμένους, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, εφόσον ο Σαμωνάς είχε εξελιχθεί σε άνθρωπο απόλυτης εμπιστοσύνης της αυτοκρατορικής αυλής και οι Άραβες αυτό πρέπει να το γνώριζαν. Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, στον πατέρα του Σαμωνά, αφού έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα στο Παλάτι της Μαγναύρας, επιτράπηκε να δει μαζί με την υπόλοιπη αποστολή ακόμα και τα ιερά εκκλησιαστικά σκεύη στην Αγία Σοφία. Πρόκειται σίγουρα για αξιοσημείωτη παραχώρηση σε έναν επισκέπτη που δεν ήταν καν χριστιανός667. Ήταν ίσως μια ηθελημένη παραχώρηση – επίδειξη προκειμένου να θαμπωθούν οι επισκέπτες από την αίγλη της Αυτοκρατορίας και να μαγευτούν από τους θησαυρούς της Αγίας Σοφίας. Όμως, αυτό που συνέβη στη συνέχεια ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ο πατέρας
του
Σαμωνά
έμεινε
τόσο
εντυπωσιασμένος
απο
την
Κωνσταντινούπολη που φέρεται να εξέφρασε στο γιο του την επιθυμία να γίνει χριστιανός και να εγκατασταθεί εκεί668. Αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγήσει, θεωρώ, γιατί οι Βυζαντινοί καλούσαν μουσουλμάνους αιχμαλώτους μόνο σε συμπόσια που συνδέονταν με κορυφαίους
Συν. Θεοφάνη, σελ. 374.20-21· Συμεών Μάγιστρος, σελ. 291.392-292.395· Σκυλίτζης, σελ. 189.37-39. 667 Το γεγονός κατέκριναν οι χρονογράφοι της εποχής του, βλ. Συν. Θεοφάνη, σελ. 347.21375.4 21· Συμεών Μάγιστρος, σελ. 292.395-398· Σκυλίτζης, σελ. 189.39-45. 668 Συν. Θεοφάνη, σελ. 374.20-375.8: Ἀλλαγίου δὲ ἕνεκεν ἀπὸ Ταρσοῦ ἐξῆλθεν ὅ τε Ἀβελβάκης ἐκεῖνος καὶ ὁ τοῦ Σαμωνᾶ πατήρ· καὶ τούτους ὁ βασιλεὺς ἐδέξατο, κόσμῳ πολλῷ τὴν Μαγναῦραν κατακοσμήσας. ἐκαλλώπισεν δὲ καὶ τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν παντελῶς, καὶ ὑπέδειξεν ἄπαντα τὰ τίμια σκεύη τοῖς Ἀγαρηνοῖς· ὅπερ ἀνάξιον ἦν Χριστιανικῆς καταστάσεως, ἀθεμίτοις καὶ ἀλλοεθνέσιν τὰ τῆς τοῦ θεοῦ λειτουργίας σκεύη καταθέσθαι. ὁ δὲ τοῦ Σαμωνᾶ πατὴρ ἠθέλησεν συνεῖναι τῷ υἱῷ· ὁ δὲ οὐ κατεδέξατο τοῦτο, ἀλλὰ μᾶλλον παρῄνει εἰς τὰ οἰκεῖα ὑποστρέφειν καὶ τῆς ἰδίας ἀντέχεσθαι πίστεως. «κἀγὼ δε» φησιν, «εἴπερ δυνηθῶ, τάχιον πρὸς σὲ ἐπανελεύσομαι». Πρβλ. Συμεών Μάγιστρος, σελ. 292.398-401· Σκυλίτζης, σελ. 189.45-50· JANIN, Un arabe ministre, σελ. 314. 666
259
εορτασμούς θρησκευτικών εορτών. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς, πάντως, καταδικάζουν την τακτική του αυτοκράτορα, χαρακτηρίζοντας ανάξιους τους απίστους να μπαίνουν σε χριστιανικούς ναούς και να βλέπουν τους ιερούς θησαυρούς τους. Η καχυποψία απέναντι ακόμα και στους εκχριστιανισμένους Άραβες φαίνεται από τα λόγια που οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι αποδίδουν στον Σαμωνά. Σύμφωνα με τις πηγές, όταν ο πατέρας του Σαμωνά εξέφρασε την επιθυμία να βαπτισθεί και να παραμείνει και εκείνος στην Αυτοκρατορία, ο γιος του φέρεται να τον απέτρεψε λέγοντας να μείνει πιστός στη θρησκεία του και πως όταν θα καταστεί δυνατό θα πάει ο ίδιος να τον βρει με όλη την περιουσία του669. Σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής των αιχμαλώτων στις βυζαντινές τελετές, το Κλητορολόγιον παρέχει πληροφορίες σχετικά με τους κληρικούς που συμμετείχαν –όπως ήταν αναμενόμενο– στα εν λόγω συμπόσια, την είσοδο των μουσουλμάνων αιχμαλώτων στο ναό αλλά και τους ψαλμούς και ύμνους που ψάλλονταν την περισσότερη ώρα670. Σύμφωνα με τον Hārūn ibn Yahyā, τη δωδέκατη ημέρα του συμποσίου, οι Άραβες κρατούμενοι έλαβαν δύο dīnār και τρία dirham ο καθένας. Έλαβαν, επίσης, μέρος στην πομπή του αυτοκράτορα προς την Αγία Σοφία. Ο Hārūn προσθέτει ότι: Καθοδηγήθηκαν μέσα στην εκκλησία. Όταν είδαν το μεγαλείο και τη δόξα της, φώναξαν τρεις φορές ευχόμενοι στον αυτοκράτορα χρόνια πολλά και στη συνέχεια τους δόθηκαν τιμητικές ρόμπες με εντολή του αυτοκράτορα671.
Συν. Θεοφάνη, σελ. 374.4-8· Συμεών Μάγιστρος, σελ. 292.400-401· Σκυλίτζης, σελ. 189.45-50. Ακόμα και εάν είχε τέτοια πρόθεση, να επιστρέψει στον πατέρα του, ακολούθησαν γεγονότα που του στέρησαν την ελευθερία και τον οδήγησαν σε αναγκαστικό εγκλεισμό σε μοναστήρι. Πάντως, η απάντηση προς τον πατέρα του, πως θα πάει εκείνος να τον συναντήσει, ίσως προοικονομεί τη φυγή του. Βλ. πιο κάτω, σελ. 304. Σχετικά με τα γεγονότα ΧΡΗΣΤΟΥ, Παραδυναστεύοντες, σελ. 193-194. 670 Κλητορολόγιον Φιλοθέου, σελ. 174-177, 185-187. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 671 Hārūn ibn Yahyā, σελ. 387. 669
260
Επίσης, όταν σαράντα Άραβες κρατούμενοι κλήθηκαν και πάλι στα συμπόσια του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου την Κυριακή 9 Αυγούστου 946, την ημέρα μετά την γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ο αυτοκράτορας τους έδωσε 1.000 μιλλιαρέσια και έστειλε ένα ποσό στους φυλακισμένους οι οποίοι εξακολουθούσαν να είναι δέσμιοι στο Πραιτώριο672. Όμως και ο Ρωμανός Λακαπηνός έδωσε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Συνέχειας του Θεοφάνη, στους Άραβες αιχμαλώτους, άνδρες και γυναίκες, από τρία νομίσματα τη Μεγάλη Παρασκευή και διέταξε να μοιραστούν στις φυλακές ψωμιά673. Κατά συνέπεια, μπορεί κανείς να κατανοήσει την έννοια της αναφοράς του Isḥāq ibn al-Ḥusayn ότι οι Βυζαντινοί ήταν φιλάνθρωποι προς τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους, παρέχοντάς τους μερίδες674. Ως εκ τούτου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η «πρόσκληση» προς τους Άραβες αιχμαλώτους να είναι παρόντες και να δέχονται δώρα κατά τις εκδηλώσεις των θρησκευτικών εορτών εξυπηρετούσε διττό ρόλο, αφενός ήταν χειρονομία με ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο έχοντας ως αποδέκτες τις διπλωματικές αποστολές και αφετέρου εξέφραζε την επιθυμία των Βυζαντινών να ασκήσουν περαιτέρω πίεση στο ηθικό και στις αντιστάσεις των μουσουλμάνων αιχμαλώτων. Οι Βυζαντινοί φαίνεται πως πίστευαν ότι όταν οι κρατούμενοι θα έβλεπαν τη δόξα και την ευημερία της Αυτοκρατορίας και κυρίως όταν θα ήταν παρόντες στο εσωτερικό
του
ναού,
συμμετέχοντας
στις
θρησκευτικές
τελετές,
Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 592.8-14: ἔφαγον δὲ ἐν τῷ αὐτῷ κλητωρίῳ οἱ δύο φίλοι Ταρσῖται καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτῶν, καὶ δέσμιοι ἀπὸ τοῦ πραιτωρίου Ταρσῖται μʹ. ἔλαβον δὲ ἐν χρυσοῖς σκουτελλίοις οἱ μὲν δύο φίλοι ἀνὰ μιλιαρησίων φʹ, οἱ δὲ λοιποὶ ἄνθρωποι αὐτῶν μιλ. ͵γ, οἱ δὲ μʹ δέσμιοι μιλ.͵α. ἀπεστάλησαν δὲ καὶ τοῖς ἐν τῷ πραιτωρίῳ ἐναπομείνασιν δεσμίοις μιλ. τοῦ δὲ βασιλέως ἀναστάντος, ἐκαθέσθησαν πάλιν οἱ αὐτοὶ φίλοι ἐν τῷ δεξιῷ μέρει τοῦ αὐτοῦ τρικλίνου, καθ’ ὃν προείρηται τρόπον. 673Συν. Θεοφάνη, σελ. 430.264: τοὺς ἔγκλείτους καὶ τὰς ἐγκλείστας ἐρόγευεν ἀνὰ νομισμάτων τριῶν. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 672
674
VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 426.
261
ακούγοντας
τους
ύμνους
και
βλέποντας
τους
κληρικούς,
θα
εντυπωσιάζονταν από αυτήν την πνευματική ατμόσφαιρα με πιθανό αποτέλεσμα να στραφούν προς τον χριστιανισμό. Επιπλέον, η παρουσία των νεοφώτιστων Αράβων, οι οποίοι απασχολούνταν στην αυτοκρατορική φρουρά, την εταιρεία, κατά τις ίδιες γιορτές, ασφαλώς συνέδραμε στον ηθικό και ψυχολογικό επηρεασμό των αιχμαλώτων. Μπορεί να φανταστεί κάποιος την επίδραση που είχαν η ελευθερία αυτών των νεοφώτιστων, όπως και η καθαρή και λαμπερή εμφάνισή τους, στους αιχμαλώτους που περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους πίσω από τους τοίχους της φυλακής. Η ερμηνεία αυτή σχετίζεται και με τις τελετές των δημόσιων παρελάσεων με αφορμή τη νικηφόρα επιστροφή του αυτοκράτορα ή στρατηγού. Στη διάρκεια αυτών των παρελάσεων οι Βυζαντινοί φαίνεται πως στόχευσαν και πάλι στον ψυχολογικό παράγοντα και συγκεκριμένα στην ταπείνωση των Αράβων αιχμαλώτων, ιδίως των επιφανών. Τα περιστατικά περιγράφει ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος. Αναφέρει, για παράδειγμα, πως μετά τη νίκη του στην Τεφρική και Γερμανικεία, ο αυτοκράτορας Βασίλειος, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με λάφυρα και αιχμαλώτους. Οι ευγενέστεροι και επιφανέστεροι αυτών μαζί με τα καλύτερα
λάφυρα
παρήλασαν
δημόσια
στους
δρόμους
της
Κωνσταντινούπολης από την Χρυσή Πύλη έως τη Χαλκή του Παλατιού. Το ίδιο περίπου αναφέρει και για τη νικηφόρα επιστροφή του Θεοφίλου από την εκστρατεία στην Κιλικία675. Σε ιδεολογικό επίπεδο, αυτές οι παρελάσεις είχαν προφανώς σχεδιαστεί για να προβάλλουν τη στρατιωτική νίκη τους επί των Σαρακηνών, αλλά η διαδικασία της διαπόμπευσης των αιχμαλώτων αφορά και στην κάμψη του ηθικού τους. Το 955-956, ο στρατηγός του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, Λέων 675
Κωνστ. Πορφ., Tres tractatus, σελ. 140, 142, 146.
262
Φωκάς, αιχμαλώτισε τον χαμδανίδη χαλίφη Abū al-Ašā’ir, τον λεγόμενο Απολασαείρ των Βυζαντινών και συγγενή του Χαμβδά, ο οποίος μεταφέρθηκε
στην
Κωνσταντινούπολη
και
διαπομπεύθηκε
στην
παρέλαση θριάμβου676. Ο αυτοκράτορας τοποθέτησε το δεξί πόδι του στον τράχηλο του αιχμαλώτου, ενώ οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι διατάχθηκαν να παραμείνουν
ξαπλωμένοι
στο
έδαφος.
Μετά
τη
γιορτή,
ο
Πορφυρογέννητος τον γέμισε με τιμές και δώρα677. Και ο ίδιος ο Χαμβδάς θα είχε παρόμοια μοίρα το 960, αλλά διέφυγε του κινδύνου χάρη στην αυτοθυσία του αρνησίθρησκου υπηρέτη του Ιωάννη, ο οποίος τελικά αιχμαλωτίστηκε678. Ανάλογο περιστατικό έλαβε χώρα, μετά τη βυζαντινή ανακατάληψη της Κρήτης το 961. Ο αιχμαλωτισμένος εμίρης ʿ Abd al-ʿ Azīz (Κουρουπής) και
η
οικογένειά
του
αναγκάστηκαν
να
παρελάσουν
κατά
τη
θριαμβευτική πομπή του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά. Στη συνέχεια, ο εμίρης έλαβε πλούσια δώρα σε χρυσό και ασήμι από τον αυτοκράτορα, ενώ του δόθηκε και ιδιοκτησία στη χώρα ως κατοικία για τον ίδιο και τα παιδιά του. Όπως αναφέρεται στις πηγές, δεν προήχθη στη συγκλητική τάξη, επειδή η οικογένειά του αρνήθηκε να βαπτισθεί679. Με τον Κουρουπή
αιχμαλωτίσθηκε
και
ο
Ανεμάς680.
Ο
Αrnold
Toynbee
σχολιάζοντας αυτές τις δύο πομπές θριάμβου σημειώνει πως το επεισόδιο με τον εμίρη Abū al-ʿ Ašā’ir ήταν ό, τι χειρότερο θα μπορούσε να υποφέρει ο διακεκριμένος αιχμάλωτος. Αλλά για τον εμίρη της Κρήτης τονίζει πως πρόκειται
για
μια
αξιοσημείωτη
περίπτωση
της
βυζαντινής
Σκυλίτζης, σελ. 241.18-22· VASILIEV, Byzance et les Arabes, ΙΙ/1, σελ. 358-359. Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 610.15-18. Πρβλ. Σκυλίτζης, σελ. 241.22-24: …ὁ βασιλεὺς Κωνσταντίνος θρίαμβον ποιήσας καὶ κατὰ τοῦ τραχήλου πατήσας τιμαῖς τε καὶ δωρεαῖς ἐφιλοφρονήσατο. Βλ. και MCCORMICK, Eternal victory, σελ. 97. 678 Συν. Θεοφάνη, σελ. 480. 6-10 · Σκυλίτζης, σελ. 250.55. 679 ΨΣυμεών, Χρονογραφία, σελ. 760 · ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ, Θεοδόσιος ὁ Διάκονος, σελ. 87. 680 Σκυλίτζης, σελ. 249.41-250.42: καὶ τὸν ἀμηρεύοντα τῆς νήσου Κουρουπὴν ὄνομα λαβὼν αἰχμάτωτον καὶ Ἂνεμὰν τὸν μετ’ ἀυτὸν ἐν νήσῳ πρωτεύοντα. 676 677
263
γενναιοδωρίας προς έναν αιχμάλωτο μουσουλμάνο ηγεμόνα681. Και στις δύο περιπτώσεις ο συμβολισμός είναι ξεκάθαρος. Ο αιχμάλωτος δηλώνει τη φυσική υποταγή του στον Βυζαντινό ηγεμόνα, όταν αυτός πατάει το λαιμό του και με τα δώρα και τις τιμές εξαγοράζεται, κατά κάποιον τρόπο και πνευματικά, αφού γίνεται κοινωνός του βυζαντινού μεγαλείου και της φιλανθρωπίας του αυτοκράτορα. Σε αυτό συγκλίνει και η αναφορά του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου για τη συμμετοχή του πατριάρχη και των κληρικών σε αυτές τις παρελάσεις, καθώς και σε ειδικούς θρησκευτικούς ύμνους, κηρύγματα και ψαλμούς που ψάλλονταν κατά τη διάρκειά τους δοξάζοντας το Θεό, τον αυτοκράτορα και την ορθοδοξία682. Επίσης, η αφήγηση του Ψευδο-Συμεών, σύμφωνα με την οποία ο εμίρης της Κρήτης δεν προήχθη στη συγκλητική τάξη λόγω της άρνησής του να βαπτισθεί, αφήνει να εννοηθεί πως υπήρχε χώρος στην Αυτοκρατορία για εκείνους που θα ασπάζονταν το χριστιανισμό και θα αξιοποιούσαν, έτσι, τη γενναιοδωρία του αυτοκράτορα στο πρόσωπό τους. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν αρκετά. Όπως θα φανεί στη συνέχεια683, η καριέρα του γιου του εμίρη, Ανεμά, στην αυτοκρατορική υπηρεσία δείχνει σε ποιο βαθμό η βυζαντινή πολιτική, μια με το καλό της πρόσωπο και μια με το σκληρό, φάνηκε να είναι αποτελεσματική σε αρκετές περιπτώσεις.
TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 383-384. Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ. 610.3-612.17. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 683 Βλ. πιο κάτω, σελ. 301-302, 304. 681 682
264
Ο συμβολισμός των αλλαγίων και των πρεσβειών. Μια επιτελεστική προσέγγιση
Σε
όλη
την
προηγούμενη
συζήτηση
παρατηρείται
έντονη
θεατρικότητα στον τρόπο με τον οποίο ανταλλάσσονταν οι αιχμάλωτοι. Σχεδόν τελετουργικές ενέργειες βασισμένες σε ένα καλά επεξεργασμένο πρωτόκολλο βοηθούσαν και τις δυο πλευρές να παρουσιάσουν μια επιθυμητή εικόνα στην άλλη πλευρά, στους ίδιους αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Υπό αυτό το πρίσμα, η θεωρία της επιτέλεσης (performance), αυτό το ανθρωπολογικό κυρίως εργαλείο, μπορεί να αναδείξει ορισμένα σημεία του ζητήματος τονίζοντας τα κίνητρα κάθε ενέργειας684. Ακόμα και η ρητορική τέχνη της επιτέλεσης μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του ιστορικού, για να αποτυπώσει το κοινωνικό πλαίσιο της περιόδου που μελετά. Η επιτέλεση δεν είναι άλλο από μια χωρικά και χρονικά οριοθετημένη και συντονισμένη εκδήλωση, ανοιχτή στο ακροατήριο για παρακολούθηση ή και συμμετοχή. Για το λόγο αυτό δεν αποτελεί μεθοδολογικό εργαλείο, όπως η μελέτη των πηγών, αλλά ένα βοηθητικό τρόπο προσέγγισης ορισμένων γεγονότων. Η βυζαντινή
εξουσία μεταχειρίζονταν συχνά συμβολισμούς
προκειμένου να καταστήσει σαφή τη θέση της. Οι αιχμάλωτοι χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη διαδικασία. Συχνά εκτίθεντο στον ιππόδρομο
παρουσία
του
αυτοκράτορα,
των
αξιωματούχων
της
Εκκλησίας, του στρατού και των Κωνσταντινουπολιτών. Αποτελούσαν, μάλιστα, αγαπημένο θέμα των μίμων, τόσο των πλανόδιων όσο και του ιπποδρόμου, οι οποίοι αντλούσαν τη θεματολογία τους από την καθημερινή ζωή διακωμωδώντας τραγικές καταστάσεις, όπως ήταν οι
684
BURKE, Performing History, σελ. 35-52.
265
ξυλοδαρμοί, οι αρπαγές, η ζωή των δούλων και η δυστυχία των αιχμαλώτων685. Σε αυτόν τον χώρο, ο Βασίλειος Α’, προκειμένου να παραδειγματίσει ορισμένους από τους στρατιώτες του που λιποψύχησαν την ώρα της μάχης, διέταξε να ντύσουν μουσουλμάνους αιχμαλώτους με ρούχα Βυζαντινών στρατιωτών και, αφού τους διέσυρε μέσα στο ιππόδρομο, διέταξε να εκτελεστούν. Η αυτοκρατορική πολιτική των Μακεδόνων ήταν η πολιτική της επανάκτησης σε όλους τους τομείς. Για τον σκοπό αυτό ο αυτοκράτορας απαιτούσε τη δέσμευση όλων των δυνάμεων. Με τη συμβολική παράσταση στον ιππόδρομο κατάφερε αφενός να στείλει ένα δυνατό μήνυμα στους στρατιώτες και αφετέρου να απαλλαγεί από ένα μέρος των αιχμαλώτων που προφανώς δεν του ήταν χρήσιμοι,
αλλά
αντιθέτως,
αποτελούσαν
φορτίο.
Τον
διασυρμό
αναφέρθηκε πως υφίσταντο και οι αιχμάλωτοι τους οποίους έφερναν μαζί τους οι αυτοκράτορες ως μέρος της λείας στην επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη τελώντας θρίαμβο. Στην περίπτωση του Βασιλείου όμως πέραν από την περιφρόνηση προς τους ηττημένους περίμενε και η εκτέλεση μπροστά στα βλέμματα των θεατών686. Οι σχέσεις ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον υπόλοιπο κόσμο καθορίζονται
σε
μεγάλο
βαθμό
από
συμβολικές
ενέργειες,
αντικατοπτρίζοντας την εικόνα που είχε το ίδιο το Βυζάντιο για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό του ως προστάτη της Οικουμένης. Ιδιαιτέρως μεταξύ των Βυζαντινών και των Αράβων αναπτύχθηκε η
ΡΑΛΛΗΣ – ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα κανόνων, τ. Β’, σελ. 425. Για τους μίμους ενδεικτικά ODB II, 1375 όπου και εκτενής βιβλιογραφία και PUCHNER W., Byzantinischer Mimos, Pantomimos und Mummenschanz im Spiegel der griechischen Patristik und ekklesiastischer Sicht, Maske und Kothurn 29 (1983), σελ. 311-317· ΠΛΩΡΙΤΗΣ Μ., Μίμος και Μίμοι, Αθήνα 1990. 686 MCCORMICK, Eternal victory, σελ. 153-157. 685
266
επικοινωνία και η αλληλεπίδραση σε στρατιωτικό, πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο687. Όλες αυτές οι επαφές συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός συνόλου πολιτιστικών Βυζαντινούς
πρακτικών και
τους
και
πεποιθήσεων,
μουσουλμάνους
για
που το
δίδασκαν πώς
έπρεπε
τους να
αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο. Στις εν λόγω επαφές, οι οποίες κυμαίνονταν από τις πιο ειρηνικές έως τις πλέον εχθρικές, οι άνθρωποι μετακινούνταν ανάμεσα στα δύο βασίλεια ως έμποροι, ταξιδιώτες, προσκυνητές, κληρικοί, λόγιοι, διπλωμάτες, εξόριστοι, μισθοφόροι και αιχμάλωτοι. Μεταξύ των διάφορων ανταλλαγών κατά τις οποίες οι άνθρωποι αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους μεμονωμένα ή συλλογικά, οι στρατιωτικές συγκρούσεις, η μετακίνηση διπλωματών και οι ανταλλαγές αιχμαλώτων είναι ορισμένες από αυτές που μπορούν γόνιμα να διερευνηθούν προκειμένου να γίνει κατανοητό
το
βυζαντινό ιδεολόγημα περί
μουσουλμάνων και αντιστρόφως688. Ορισμένες τελετουργικές πρακτικές όπως τα ἀλλάγια, αποτελούν για τον ιστορικό ιδανικό τόπο άντλησης πλήθους πληροφοριών για το πώς οι Βυζαντινοί και οι Άραβες παρουσιάζονταν ο ένας στον άλλο κατά τη διάρκεια των συναντήσεών τους. Από ευρύτερη οπτική γωνία, η προσέγγιση αυτή ανοίγει και μία συζήτηση σχετικά με το πώς οι Βυζαντινοί έβλεπαν τους εαυτούς τους και τους υπόλοιπους μη-Βυζαντινούς. Ένα δεύτερο επίπεδο υπάρχει πίσω από το τελετουργικό των ἀλλαγίων, που δείχνει το ρόλο αυτών των επιτελεστικών ενεργειών μέσα στην ευρύτερη ιδεολογική κοσμοθεωρία των Βυζαντινών και Αράβων.
CANARD, Les relations politiques, σελ. 98-119. CANARD, Deux épisodes, σελ. 51-56· KENNEDY, Byzantine – Arabe Diplomacy, σελ. 133143. 687 688
267
Μια
τέτοια
συζήτηση
γίνεται
ακόμα
πιο
επιτακτική
όταν
αντιλαμβάνεται κανείς ότι η μελέτη βυζαντινοαραβικών σχέσεων μέσα από συμβολικές ενέργειες είναι σε μεγάλο βαθμό υποβαθμισμένη από τη σύγχρονη έρευνα. Μια εξαίρεση αποτελεί η Liliana Simeonova, η οποία, όπως έχει ήδη αναλυθεί εκτενώς, στάθηκε
στη συμμετοχή των
μουσουλμάνων αιχμαλώτων στο βυζαντινό τελετουργικό του δέκατου αιώνα, συμπεραίνοντας ότι συμμετείχαν ως κατηχούμενοι, ντυμένοι στα λευκά, σε αυτοκρατορικές τελετές εξυπηρετώντας την εξύψωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας689. Ο Koray Durak, επίσης, ο οποίος πρόσφατα έγραψε ένα άρθρο με τίτλο Diplomacy as Performance, όπου εξετάζεται η διπλωματία ως επιτέλεση ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους μουσουλμάνους ηγεμόνες690. Εξάλλου σε όλη την πορεία την παρούσας μελέτης γίνεται εκτενής βιβλιογραφική αναφορά σε σύγχρονα έργα, των οποίων οι συγγραφείς ασχολούνται με την ανταλλαγή αιχμαλώτων και στέκονται σε άλλα ζητήματα εκτός από την επιτελεστική φύση των εκδηλώσεων αυτών691. Κατά τη διάρκεια του ένατου και δέκατου κυρίως αιώνα, τόσο η βυζαντινή όσο και η αββασιδική Αυτοκρατορία δημιούργησαν ένα πλαίσιο διπλωματικής ισορροπίας εντός του οποίου οι επαφές απέκτησαν επαναλαμβανόμενη και επισημοποιημένη μορφή. Για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων το σκηνικό τοποθετήθηκε στον ποταμό Λάμο (το σύγχρονο Lamas Su) στα σύνορα της Κιλικίας. Οι στρατιωτικές αξιώσεις των δύο μερών στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου οδήγησαν σε συνεχείς
Βλ. πιο πάνω, σελ. 252 κ. εξ. Diplomacy as Performance: Power Politics and Resistance between the Byzantine and the Early Medieval Islamic Courts, στο έκδ. A. ÖDEKAN - E. AKYÜREK – N. NECIPOĞLU, The Byzantine Court: Source of Power and Culture (Second International Sevgi Gönül Symposium Proceedings), Istanbul 2013. 691 Βλ. για παράδειγμα IZEDDIN, Un prisonnier Arabe, σελ. 41-62· JENKINS, Emperor Alexander, σελ. 389-393· KOLIAS, Kriegsgefangene, σελ. 129-135· REINERT, Muslim Presence, σελ. 125-150. 689 690
268
πολέμους, που πήραν τη μορφή ενός περιορισμένου αριθμού μεγάλων εκστρατειών σε εχθρικό έδαφος εν μέσω συχνών βραχυπρόθεσμων επιδρομών στα σύνορα από μικρές ομάδες. Οι επιδρομές, τόσο από τις δυνάμεις των Βυζαντινών όσο και των Αββασιδών σε εχθρικό έδαφος είχαν αποκτήσει και κάποιες τελετουργικές πτυχές: καθώς η περιοχή που επρόκειτο
να
δεχτεί
επιδρομή
ήταν
περιορισμένη
πάντα
στην
παραμεθόριο, οι επιδρομές ήταν μικρής διάρκειας με αρκετά τακτικό πρόγραμμα το οποίο ήταν συγκεντρωμένο γύρω από τις εποχές τις άνοιξης και του φθινοπώρου, με τις σωματικές βλάβες που ασκούνταν στον εχθρό να περιορίζονται στο ελάχιστο, ενώ κύριοι στόχοι των επιδρομών ήταν η
απόκτηση λείας υπό τη μορφή πολύτιμων
αντικειμένων, γεωργικών προϊόντων και αιχμαλώτων. Οι ενέργειες που εκτελούνταν και η λεία που λαμβάνονταν από τον εχθρό κατά τη διάρκεια αυτών των στρατιωτικών εμπλοκών, των οποίων το κοινό ήταν τόσο ο εχθρός όσο και οι ντόπιοι, πήραν νέο νόημα,. Παραδείγματος χάριν, κειμήλια και ορισμένα είδη λείας, όπως πχ. οι πύλες της πόλης, μεταφέρονταν μακριά από το εχθρικό έδαφος με σκοπό να επιδειχθούν σε αυτοκρατορικές διπλωματικές
τελετές692. ανταλλαγές
Πλάι
στις
παρείχαν
στρατιωτικές το
κατάλληλο
εμπλοκές, πεδίο
οι
ώστε
οικοδεσπότες και απεσταλμένοι να κάνουν χρήση προμελετημένων συμπεριφορών και χειρονομιών για την προβολή ιδεολογικών και
Ο Αββασίδης χαλίφης al- Mu’tasim πήρε τις πόρτες της πύλης του Αμορίου το 838 και τις μετέφερε στη Σάμαρα και μετά στη Ράκκα. βλ. The Encyclopedia of Islam, «al-Rakka», σελ. 1410-1414. Ο στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας πήρε το Ιερό Μανδήλιο από την Έδεσσα το 944 απελευθερώνοντας, ως δείγμα καλής θέλησης, διακόσιους μουσουλμάνους αιχμαλώτους. Η μετακομιδή του Μανδηλίου περιγράφεται από τη διήγηση περὶ τῆς πρὸς Αὔγαρον ἀποσταλείσης ἀχειροποιήτου θείας εἰκόνος Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν, καὶ ὡς ἐξ Ἐδέσης μετεκομίσθη, που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο, έκδ. E. VON DOBSCHÜTZ, Narratio de imagine Edessena, Christusbilder. Untersuchungen zur christlichen Legende (Texte und Untersuchungen N.F. 3), Leipzig 1899. Πρβλ. Συν. Θεοφάνη, σελ. 432.4-24 · Yaḥyā, στ. 730-733. Σχετικά με τον συμβολισμό των λαφύρων JUCKER, Le butin de guerre, σελ. 113-134. 692
269
πολιτικών θέσεων693. Ορισμένες ενέργειες που γίνονταν, διάλογοι που διαμείβονταν και δώρα που ανταλλάσσονταν μεταξύ απεσταλμένου και παραλήπτη ήταν όλα μέρος μιας καλά οργανωμένης παράστασης με σχεδόν καθόλου χώρο για αποκλίνουσα συμπεριφορά, ενώ χρησίμευαν στην απόδοση των μηνυμάτων που και οι δύο πλευρές ήθελαν να μεταφέρουν. Μια
από
τις
μεγαλύτερες
ανταλλαγές
αιχμαλώτων
μεταξύ
χριστιανικού και ισλαμικού κόσμου πραγματοποιήθηκε μέσω της μετακίνησης στρατιωτών ή πολιτών, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν σε στρατιωτικές ή πειρατικές δραστηριότητες, πέρασαν ένα ορισμένο χρονικό διάστημα σε εχθρικό έδαφος και στη συνέχεια επέστρεψαν στην πατρίδα τους μέσω ανταλλαγής αιχμαλώτων ή απολύτρωσης. Από την άλλη πλευρά, οι ανταλλαγές των αιχμαλώτων που πραγματοποιήθηκαν στον ποταμό Λάμο δημιούργησαν ευκαιρίες στη διάρκεια των οποίων μεταδόθηκε ένας αριθμός μηνυμάτων στο τοπικό και εχθρικό κοινό, μέσα από μια σειρά επισήμων και οργανωμένων ενεργειών, όπως μαρτυρούν οι πηγές. Ο Al- Mas̒ūdī, ο οποίος παρέχει την πιο λεπτομερή περιγραφή των ανταλλαγών στον ποταμό Λάμο, απαριθμεί δώδεκα μεγάλες και έξι μικρές ανταλλαγές, γεγονός που επιβεβαιώνεται από βυζαντινές πηγές και κυρίως μη βυζαντινές πηγές, όπως έχει καταδειχθεί μέχρι τώρα. Η πρώτη διεξήχθη το 769 στη βασιλεία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ και του χαλίφη των Αββασιδών al-Manșūr. Αυτό το πρώτο
ἀλλάγιο
ακολούθησαν άλλα
καθώς και απελευθερώσεις
αιχμαλώτων με εξαγορά694. Η τελευταία ανταλλαγή χρονολογείται στο
DROCOURT, Ambassades, σελ. 348-381. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Στα έτη: 797, 803, 804/805, 806, 807/808, 810, 816, 845, 856, 860, 867, 872, 885, 896, 905, 908, 917, 925, 938, 946, 953, 962, 964, 966, 968, 969. CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers, σελ. 20-40· KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 614-620. 693 694
270
έτος κατά το οποίο οι Μπουγίδες, μια σιιτική ιρανική δυναστεία, κατέλαβε τη Βαγδάτη, σηματοδοτώντας έτσι τη λήξη της ηγεμονίας των Αββασιδών στην κεντρική Εγγύς Ανατολή. Οι δύο αιώνες που καλύπτουν την πρώτη και την τελευταία επαφή αυτού του είδους μαρτυρούν την πολιτική ισορροπία που είχε επέλθει μεταξύ των Βυζαντινών και των Αββασιδών. Οι σχέσεις κατά την περίοδο αυτή οριοθετούνταν από τα σχετικά σταθερά πολιτικά σύνορα στην γραμμή του Ταύρου, του κεντρικού οροπεδίου της Ανατολίας και των πεδιάδων της Συρίας και της Κιλικίας. Ο ποταμός Λάμος που πηγάζει από την οροσειρά του Ταύρου και εκβάλλει στη Μεσόγειο, στη νότια Ανατολία, στην περιοχή της σύγχρονης Erdemli, Mersin, σχημάτισε ένα φυσικό διαχωριστικό μεταξύ της ορεινής Κιλικίας (Τραχεία), η οποία ανήκε στους Βυζαντινούς και την πεδιάδα της Κιλικίας (Πεδιάς), που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Αββασιδών. Έρεε για μεγάλο χρονικό διάστημα στα σύνορα μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, κατά μήκος της διαδρομής που συνδέει τη Συρία με τη Μικρά Ασία διαμέσου της Αντιόχειας και της Ταρσού695. Ο Al- Mas̒ūdī περιγράφει το Λάμο ως ένα ποτάμι που βρίσκεται ανάμεσα στο φρούριο Boukyeh στα δυτικά και της πόλης της Ταρσού στα ανατολικά696. Παρόλο που οι λεπτομέρειες σχετικά με την ακριβή γεωγραφική θέση και το σχέδιο του οικισμού, εφόσον υπήρξε, δεν είναι σαφείς, το πιθανότερο είναι ότι οι ανταλλαγές έλαβαν χώρα σε μια τοποθεσία κοντά στις εκβολές του ποταμού. Ο ibn Hawkal, ο μουσουλμάνος γεωγράφος του μεταγενέστερου δέκατου αιώνα, γράφει ότι
οι
Βυζαντινοί
πλησίαζαν
το
σημείο
της
ανταλλαγής
χρησιμοποιώντας τις βάρκες τους697.
HALDON – KENNEDY, The Arab - Byzantine Frontier, σελ. 76-116· DROCOURT, Ambassades, σελ. 361-362. 696 Al-Mas̒ūdī, Kitāb al-Tanbīh wa’l-ishrāf, σελ. 177. 697 Ibn Hawqal, σελ. 201. 695
271
Οι προετοιμασίες για μια ανταλλαγή κρατουμένων ξεκινούσαν με απεσταλμένους και των δύο μερών να περνούν στην άλλη πλευρά, συνηθέστερα στις πρωτεύουσες των δύο αυτοκρατοριών. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τη συλλογή των αιχμαλώτων, την εξέταση και μερικές φορές τη συνοδεία τους κατά τη μεταφορά στο Λάμο. Αφού ο αυτοκράτορας ή ο χαλίφης συναντούσε τους απεσταλμένους, έδινε την επίσημη συγκατάθεσή του και όριζε το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που θα αποτελούσαν τους επίσημους αντιπροσώπους του κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής. Παράλληλα υπογραφόταν ανακωχή με σκοπό τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος στα σύνορα. Οι εκπρόσωποι που αποστέλλονταν από την Κωνσταντινούπολη και τη Βαγδάτη, σε συνεργασία
με
τους
τοπικούς
στρατιωτικούς
αξιωματούχους,
φρόντιζαν ώστε η ανταλλαγή να πραγματοποιείται όπως είχε προγραμματιστεί. Η διάρκειά της ποίκιλλε, με τη μικρότερη να έχει διαρκέσει τέσσερις ημέρες και τη μεγαλύτερη δεκαεννέα.
Για
παράδειγμα, το 856 η Βυζαντινή αυτοκράτειρα Θεοδώρα έστειλε κάποιον Γεώργιο ως απεσταλμένο της στη Βαγδάτη και ο χαλίφης alMutawakkil έστειλε ως αντάλλαγμα τον Naṣ r Ibn al-Azhar ibn Faradj στην
Κωνσταντινούπολη
με
την
πρωταρχική
ευθύνη
της
διαπραγμάτευσης μιας ανταλλαγής και τον καθορισμό του αριθμού των αιχμαλώτων που κρατούνταν σε εχθρικό έδαφος στα τέλη του 855. Ο χαλίφης al-Mutawakkil συμφώνησε με τους όρους που τέθηκαν από τον Γεώργιο, υπέγραψε συμφωνία εκεχειρίας για έξι μήνες και ενημέρωσε τους διοικητές των συνοριακών πόλεων στη Συρία και το βόρειο Ιράκ σχετικά με την ανταλλαγή που θα λάμβανε χώρα τον Ιανουάριο του 856. Ο Γεώργιος ξεκίνησε τότε από τη Βαγδάτη για το Λάμο, συνοδευόμενος από υψηλόβαθμα στελέχη που είχαν διοριστεί από τον χαλίφη. Το πιθανότερο είναι ότι ο απεσταλμένος των
272
Αββασιδών Naṣ r Ibn al-Azhar ibn Faradj, ο οποίος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, συνοδευόταν από Βυζαντινούς αξιωματούχους καθ’ οδόν προς το Λάμο με τους αιχμαλώτους698. Η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε στον ποταμό Λάμο στα τέλη Φεβρουαρίου του 856 υπό την παρουσία μεγάλου αριθμού στρατιωτών και πολιτών. Όπως έγινε και στο ἀλλάγιο του 896, οι απεσταλμένοι που είχαν σταλεί στην άλλη
πλευρά
θα
απελευθερώνονταν
ταυτόχρονα
μόλις
ολοκληρωνόταν η διαδικασία. Οι ανταλλαγές στο Λάμο αποτελούνταν από έναν αριθμό παραστάσεων που βοηθούσαν τους Βυζαντινούς και τους Αββασίδες να παρουσιάσουν μια συγκεκριμένη εικόνα προς τους εαυτούς τους και προς την άλλη πλευρά. Οι αρχές προτιμούσαν την απελευθέρωση αιχμαλώτων στο Λάμο από την μετακίνηση σε πολλαπλές τοποθεσίες και τη συμμετοχή σε περιοδικές ανταλλαγές από τυχαίες συναντήσεις. Ο al-Ṭabarī γράφει ότι πολλοί Βυζαντινοί αιχμάλωτοι συγκεντρώθηκαν από τις παραμεθόριες περιοχές και μεταφέρθηκαν όλοι στην Ταρσό αναμένοντας την μεταφορά τους στο Λάμο. Ομοίως, o Abū Firās, κυβερνήτης της Ιεράπολης (Manbij) και φυλακισμένος για καιρό από τους Βυζαντινούς, έπρεπε να περιμένει μια γενική ανταλλαγή για να βρει την ελευθερία του. Η ιεράρχηση του Λάμου σε σχέση με άλλες περιοχές και των γενικών ανταλλαγών έναντι των ατομικών εξαγορών ενέτεινε το αποτέλεσμα της θεατρικής αυτής αντιπαράθεσης. Οι ανταλλαγές στο Λάμο ενήργησαν ως δίαυλοι μέσω των οποίων θα απελευθερώνονταν όλοι οι αιχμάλωτοι που κρατούνταν από τον εχθρό. Εάν οι Αββασίδες δεν είχαν αρκετούς Βυζαντινούς αιχμαλώτους για να είναι ισοδύναμοι στον αριθμό, τότε προσπαθούσαν να αγοράσουν τους
698
Al-Ṭabarī, ΧΧΧIV, σελ. 138. Πρβλ. πιο πάνω, σελ. 238.
273
Μουσουλμάνους που παρέμεναν στα χέρια των Βυζαντινών, όπως συνέβη στην περίπτωση των ανταλλαγών του 805, 938, και 946. Επιπλέον, ο πληθυσμός των αιχμαλώτων που ανταλλάχθηκαν καθώς και όσοι ήταν παρόντες για να παρακολουθήσουν αποτελούσαν έναν μικρόκοσμο των μειζόνων κοινωνιών του Βυζαντίου και της Εγγύς Ανατολής. Οι αιχμάλωτοι προέρχονταν από διαφορετική πολιτική, κοινωνική ή και θρησκευτική αφετηρία. Η ακόλουθη ιστορία δείχνει ότι ανταλλάσσονταν στρατιώτες αλλά και πολίτες διαφόρων ηλικιών και από τα δύο φύλα: το 846 οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να δεχθούν ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες καθώς και πολύ μικρά παιδιά από τη μουσουλμανική πλευρά, γιατί, όπως έλεγαν, οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι που είχαν για ανταλλαγή ήταν όλοι στρατιώτες. Ο Al-Mas̒ūdī μας δίνει τον αριθμό των μουσουλμάνων ανδρών και γυναικών που ελευθερώθηκαν σε όλες τις ανταλλαγές που περιέγραψε χωρίς εξαιρέσεις. Ωστόσο, οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν από τα ισλαμικά εδάφη δεν ήταν μόνο μουσουλμάνοι· κάποιοι από αυτούς ήταν και χριστιανοί. Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής του 846 περίπου πεντακόσιοι από τους τέσσερις χιλιάδες εξακόσιους αιχμαλώτους που είχαν αιχμαλωτισθεί από τη βυζαντινή πλευρά ήταν χριστιανοί699. Μαρτυρούνται
πολύτιμες
πληροφορίες
σχετικά
με
τα
επαγγέλματα των αιχμαλώτων. Μεταξύ εκείνων που ανταλλάχτηκαν το 846, υπήρχε και κάποιος Μωχάμετ, ο οποίος ήταν έμπορος, ενώ στην ανταλλαγή του 860, αναφέρονται δύο μουσουλμάνοι χρυσοχόοι που ελευθερώθηκαν. Ομοίως, το πλήθος, που ήταν παρόν για να συμμετάσχει ή να παρατηρήσει την ανταλλαγή, ήταν επίσης ένα μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα των εκεί κοινωνιών. Η περιγραφή του al-Ṭabarī δείχνει πόσο πολυποίκιλο ήταν το κοινό που συγκεντρώθηκε στο Λάμο. 699
Al-Ṭabarī, XXXVIII, 33.
274
Γράφει: Αυτός [ο Ahmad ibn Tughan, που οργάνωσε την ανταλλαγή του 896] ηγήθηκε της προσευχής της Παρασκευής και ίππευσε από το τζαμί [.... Οι επιφανείς της πόλης [Ταρσού], οι Mawlās, οι αξιωματικοί και οι εθελοντές, όλοι με τις καλύτερες φορεσιές τους πήγαν μαζί του. Οι άνθρωποι ξεκίνησαν για το Λάμο σε μια σταθερή ροή 700. Η θεατρικότητα των ανταλλαγών απεικονίζεται καλύτερα στην περιγραφή εκείνης του 805 από τον al- Mas̒ūdī: Αυτός [ο Abu Sulaym Faradj] είχε στρατιώτες μαζί του. Οι κάτοικοι της παραμεθορίου, από τις πόλεις και άλλοι που ήρθαν σε αυτή την απολύτρωση ανήλθαν σε 500.000, αν όχι περισσότεροι, όλοι ντυμένοι, έφιπποι και οπλισμένοι με κάθε δυνατή πολυτέλεια. Γέμισαν τις πεδιάδες και τα βουνά. Η απέραντη αυτή πεδιάδα δεν μπορούσε να τους χωρέσει. Οι Ρωμαίοι έφτασαν εκεί με τα πλοία τους υπέροχα διακοσμημένα και γεμάτα μουσουλμάνους αιχμαλώτους. Δύο σημαντικές παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν σχετικά με το απόσπασμα αυτό: ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ήταν παρών στο γεγονός και έγινε προσπάθεια ενυπωσιασμού εκατέρωθεν. Πρώτον, οι δύο πλευρές συμμετείχαν σε αυτές τις ανταλλαγές με μεγάλους αριθμούς ακολούθων, μετατρέποντας τα γεγονότα σε εντυπωσιακές συγκεντρώσεις. Στη δεύτερη ανταλλαγή εκείνη του 808 υπήρξαν, σύμφωνα με τον Al-Mas̒ūdī, 200.000 μουσουλμάνοι παρόντες στην Πεδιάδα του Λάμου701. Παρόλο που αυτοί οι αριθμοί δεν πρέπει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιθανό χιλιάδες άνθρωποι να είχαν συγκεντρωθεί για απελευθέρωση ή και για να την παρακολουθήσουν. Επειδή οι αραβικές πηγές αναφέρονται μόνο στους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς του βασιλείου των Αββασιδών που πήραν μέρος στις ανταλλαγές, δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των Βυζαντινών που
700 701
Al-Ṭabarī, XXXVIII, σελ. 33. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] Al-Mas̒ūdī, Kitāb al-Tanbīh wa’l-ishrāf, σελ. 189-190. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]]
275
ελευθερώθηκαν. Ωστόσο, δεδομένου ότι το ἀλλάγιον, στον απλούστερο ορισμό του βασίστηκε στον κανόνα της ανταλλαγής αιχμαλώτων, από τον διπλασιασμό του αριθμού των μουσουλμάνων που ελευθερώθηκαν προκύπτει
περίπου
ο
συνολικός
αριθμός
των
ανθρώπων
που
ανταλλάχτηκαν702. Πρόκειται, όμως, για έναν κατά προσέγγιση αριθμό γιατί αν, για παράδειγμα, η μουσουλμανική πλευρά δεν διέθετε αρκετούς Βυζαντινούς αιχμαλώτους για να ανταλλάξει με δικούς της, θα προσφερόταν να εξαγοράσει τους εναπομείναντες μουσουλμάνους που βρίσκονταν στα χέρια των αντιπάλων. Το έτος 905 μαρτυρείται ο μικρότερος αριθμός μουσουλμάνων που ελευθερώθηκαν, φτάνοντας μόλις τους 1.115. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός αποτελεί εξαίρεση, καθώς ο alMas̒ūdī αναφέρει ότι οι Βυζαντινοί διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις και έφυγαν εξαιτίας μιας διαφωνίας με τους Αββασίδες. Ο μεγαλύτερος αριθμός ελεθερωμένων μουσουλμάνων επιτεύχθηκε κατά την ανταλλαγή του έτους 938, με συνολικό αριθμό 6.300703. Ωστόσο, κατά μέσο όρο, περίπου 2.000 με 3.000 μουσουλμάνοι απελευθερώνονταν κάθε φορά στην πλειονότητα των δώδεκα ανταλλαγών που προαναφέρθηκαν. Δεύτερον, η προσπάθεια εντυπωσιασμού της άλλης πλευράς ήταν σαφέστατα η βασική κινητήρια δύναμη πίσω από τη διακόσμηση των βυζαντινών πλοίων και του πολυτελούς ντυσίματος των Μουσουλμάνων συνοδών, όπως είδαμε και στο παραπάνω απόσπασμα. Ομοίως, οι άνθρωποι της Ταρσού που πήγαν να παρακολουθήσουν την ανταλλαγή του 896 είχαν ντυθεί όλοι με την καλύτερη ενδυμασία τους. Μια επίδειξη δύναμης και ευημερίας πραγματοποιούνταν μέσω της χρήσης συμβόλων στρατιωτικής ισχύος και υλικού πλούτου. Στρατιώτες των μεθοριακών Συν. Θεοφάνη, σελ. 114. Η εκστρατεία του Θεοφίλου το 831 είχε ως αποτέλεσμα 25.000 αιχμαλώτους. Αν σε αυτούς προστεθούν και εκείνοι από την εκστρατεία του 837, ο αριθμός των αιχμαλώτων θα πρέπει να ξεπερνά τις 35.000. Βλ. σχετικά KOLIADERMITZAKI, Some remarks, σελ. 590, σημ. αρ. 24. 703 Al-Mas̒ūdī, Kitāb al-Tanbīh wa’l-ishrāf, σελ. 192, 196. 702
276
στρατών και εθελοντές που ήταν οπλισμένοι και έφιπποι είχαν ως σκοπό να δώσουν την εικόνα ενός απόρθητου στρατού και των αδιαπέραστων συνόρων. Η παρουσία μεγάλου αριθμού στρατιωτών στις ανταλλαγές ήταν απαραίτητη704. Επιβλητικά ενδύματα στολισμένα με κοσμήματα και μετάξια καθώς και ισχυρή παρουσία πολύ καλά οπλισμένων στρατιωτών που στέκονταν στους δρόμους και στα παλάτια της Βαγδάτης και της Κωνσταντινούπολης ήταν αναπόσπαστο μέρος του ρεπερτορίου, όχι μόνο των διπλωματικών δεξιώσεων των ξένων απεσταλμένων, αλλά και των τελετουργικών των ανταλλαγών αιχμαλώτων. Ήταν πλήρης η παρουσία του κράτους (βυζαντινού και αββασιδικού) σε αυτές τις ανταλλαγές μέσω των αξιωματούχων του. Οι χαλίφηδες συνήθως διόριζαν έναν εκπρόσωπο από το κέντρο για να οργανώσει την ανταλλαγή και ζητούσαν από τους στρατιωτικούς διοικητές των συνόρων της Συρίας να συνεργαστούν με τον εν λόγω εκπρόσωπο. Ο Χαλίφης al-Wāthiḳ για παράδειγμα, όχι μόνο έστειλε τον Khāḳān al-Khādim, έναν υπηρέτη από τη Βαγδάτη, για να πραγματοποιήσει τις συναλλαγές στο Λάμο, αλλά διέταξε επίσης και τον κυβερνήτη των συνόρων της Συρίας, Ahmad ibn Sa̒īd, να είναι παρών κατά την ανταλλαγή των αιχμαλώτων του 845. Οι εκατό ιππείς που συνόδευαν τον Shunayf al- Khādim, τον εκπρόσωπο των Αββασιδών που διοργάνωνε την ανταλλαγή του 856, αποκαλύπτει το ιδεολογικό μήνυμα που οι Αββασίδες είχαν πρόθεση να περάσουν στους Βυζαντινούς. Υπήρχαν τριάντα Τούρκοι, τριάντα Βορειοαφρικανοί και σαράντα Shakiriyyah (πολιτοφυλακή που υπηρετούσε έναν πρίγκιπα από τη βασιλεύουσα δυναστεία κατά την περίοδο των Αββασιδών), μεταξύ αυτών
Al-Τabarī, XXXVIII, σελ. 34. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Al-Ṭabarī υπήρχαν 4.000 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων έφιππων και πεζικού στην ανταλλαγή του 845. 704
277
και εκατό ιππείς, μια κατάλληλη επιλογή δυνάμεων από διάφορες γωνιές της ισλαμικής Αυτοκρατορίας705. Δίπλα στο στρατιωτικό ήταν σκόπιμα τονισμένο και το θρησκευτικό στοιχείο στις ανταλλαγές, γύρω από τις οποίες προέκυψαν σκέψεις, λόγια και πράξεις, ενώ ασκούνταν και τελετουργικά. Η αναφορά του al-Ṭabarī στην ανταλλαγή του 845 ρίχνει περισσότερο φως στην επιτελεστική φύση των εκδηλώσεων αυτών: Όταν συγκεντρώθηκαν για την ανταλλαγή, οι μουσουλμάνοι στάθηκαν στην ανατολική πλευρά του ποταμού και οι χριστιανοί στη δυτική. Το ποτάμι ήταν διαβατό. Κάθε άγημα θα έστελνε έναν άνδρα και οι δύο θα συναντιούνταν στη μέση του ποταμού. Όταν ένας μουσουλμάνος έφτανε στους μουσουλμάνους, αυτοί και ο ίδιος αναφωνούσαν «ο Θεός είναι ο μεγαλύτερος», ενώ όταν ένας χριστιανός έφτανε στους Βυζαντινούς, έλεγαν κάτι στα ελληνικά που ισοδυναμούσε με τη φραση αυτή. Αναφέρεται πως υπό την εξουσία του al-Sindī, mawlā706 [πελάτη] του Husayn al-Khādim: Οι μουσουλμάνοι και οι Βυζαντινοί έχτισαν γέφυρες πάνω από τον ποταμό. Εμείς στέλναμε έναν Βυζαντινό πάνω από τη γέφυρά μας και ένας Βυζαντινός έστελνε έναν μουσουλμάνο πάνω από γέφυρα τους [...]707. Το Βυζάντιο για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούσε το ίδιο ως το μόνο χριστιανικό έθνος στη γη και πίστευε ότι η προστασία των χριστιανών ήταν καθήκον του. Το ίδιο ίσχυε και για την Αυτοκρατορία των Αββασίδων, αφού ο χαλίφης τους ήταν αρχηγός όλων των
Al-Τabarī, XXXIV, σελ. 40. Oxford Dictionary of Islam, «mawla»: Protector, master. Also mawlau. From Arabic waliya, “to be close to,” “to have power over.” Has entered a number of languages as a loan word (e.g., Persian mullah). Can have reciprocal meanings depending on whether it is in the active or passive voice: master or slave, patron or client, and friend. In Sufism and Shiism, a spiritual protector or saint. Spelled mawlay, moulay, or mulay in the Maghreb and Andalusia. In Morocco, refers to descendants of Muhammad. SHBOUL, Arab attitudes, σελ. 118. 707 Al- Τabarī, XXXIV, σελ. 42. 705 706
278
μουσουλμάνων και είχε επίσης την ευθύνη της διεξαγωγής του λεγόμενου djihad708. Σχεδόν όλες οι συναντήσεις μεταξύ Βυζαντινών και μουσουλμάνων διαμορφώνονταν από την αξίωση των δύο πλευρών να είναι
οι
θεματοφύλακες
των
αντίστοιχων
θρησκειών
τους.
Η
αντιμετώπιση των αιχμαλώτων στην Κωνσταντινούπολη, η υποδοχή των απεσταλμένων του αντιπάλου, οι στρατιωτικές συγκρούσεις και οι συμβολικές έννοιες που συνδέονταν με αντικείμενα προερχόμενα από την αντίπαλη πλευρά, φιλτράρονταν όλα μέσα από το πρίσμα της θρησκευτικής προοπτικής709. Ο
τρόπος
με
τον
οποίο
οι
ανταλλαγές
αιχμαλώτων
διαμορφώθηκαν ως γεγονότα δεν είχε βασιστεί σε αυτήν την ιδεολογική στάση. Η αιχμαλωσία, σύμφωνα με μουσουλμάνους κρατουμένους στην Κωνσταντινούπολη,
ήταν
αφόρητη
και
οι
φυλακές
στις
οποίες
κρατούνταν ήταν οι τάφοι τους. Από την άλλη πλευρά, η ανταλλαγή και η απελευθέρωσή τους στο Λάμο αποτελούσε απόδειξη ότι ο Θεός τους ήταν ο μεγαλύτερος, όπως ισχυρίζονταν στη γέφυρα πάνω από τον ποταμό. Σήμαινε επίσης την αναγέννηση για τους αιχμαλώτους. Όσο και αν η εμπειρία του Λάμου αντιπροσώπευε ένα πέρασμα σε μια πιο αξιοπρεπή θέση και διαμορφώθηκε σε έναν μεταβατικό χώρο, όπου οι διαφορές μεταξύ των αιχμαλώτων ελαχιστοποιούνταν, ήταν επίσης έναν πεδίο στο οποίο επιτυγχανόταν η συμβολική τουλάχιστον επανένταξη του αιχμαλώτου στην κοινωνία710. Στην ανταλλαγή αιχμαλώτων του 845 ο xαλίφης al-Wāthiḳ έδωσε από ένα δηνάριο σε κάθε μουσουλμάνο που μόλις είχε ελευθερωθεί. Το νόμισμα, ένα από τα πιο φορτισμένα πολιτικά
The Encyclopedia of Islam, «Djihad», σελ. 538-540· DUCELLIER, Miroire de l’Islam, σελ. 235-238· ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ιερός πόλεμος, σελ. 29, 67-82· KHADDURI, War and Peace, σελ. 22-27. 709 PATOURA, Byzantine Court, σελ. 241-248. 710 Η αιχμαλωσία σηματοδοτούσε κι έναν «κοινωνικό θάνατο», καθώς οι άνθρωποι απομακρύνονταν από την κοινωνία τους και γίνονταν σκλάβοι. Βλ. MCCORMICK, European economy, σελ. 744. 708
279
μέσα, ήταν μια μικρή αλλά συμβολική συνεισφορά προς μια νέα αρχή. Ωστόσο, στους εξέχοντες αιχμαλώτους έδωσε από ένα άλογο και 1.000 δηνάρια, αντί του ενός που θεωρούσε κατάλληλο για τους κοινούς αιχμαλώτους711. Με λίγα λόγια, τόσο το Βυζάντιο όσο και το χαλιφάτο προσπάθησαν να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους ως τη μόνη κοσμική δύναμη με το δικαίωμα να βασιλεύει καθολικά. Αυτό το αίτημα υποστηρίχθηκε εκατέρωθεν από μια εξίσου ισχυρή απαίτηση να είναι ο καθένας από τους φορείς της εξουσίας ο υπερασπιστής της ορθής πίστης. Μια σειρά από συμβολικές ενέργειες χρησιμοποιήθηκαν, για να περιορίσουν και να μεταστρέψουν τους ανθρώπους που μετακινούνταν μεταξύ των δύο μερών. Η επίδειξη στρατιωτικής δύναμης και κρατικού πλούτου προς στους εκπροσώπους του εχθρού αποτελούσε πιο άμεσο τρόπο εντυπωσιασμού, ενώ το να καθιστούν τους αιχμαλώτους μέρος της τοπικής συμβολικής τάξης μέσω τελετών, εν αγνοία τους και χωρίς τη συγκατάθεσή τους, ήταν ένας πιο διακριτικός τρόπος. Οι όχθες του ποταμού Λάμου, όπου συγκεντρώνονταν οι μουσουλμάνοι και οι Βυζαντινοί,
παρείχαν
έδαφος
για
επιτελεστικές
ενέργειες
αποκαλύπτοντας τις βασικές συμπεριφορές των δύο αντιπάλων. Η παράσταση που δινόταν και από τις δύο πλευρές ήταν το ίδιο σημαντική όσο και ή ίδια η πράξη της απελευθέρωσης. Ο θεσμός των ανταλλαγών αποτελεί μέρος της πολιτικής αλλά και πολιτισμικής ιστορίας των εμπλεκόμενων μερών και αφορά στη δημόσια σφαίρα. Πρόκειται για πράξη που περιέχει και εκφράζει όλη την ιδεολογία τους σε σχέση με τον εαυτό τους και τους αντιπάλους τους. Μια ιδεολογία που συνοψίζει ο πατριάρχης Νικόλαος λέγοντας ότι δύο κυριότητες πάσης τῆς
711
Al-Τabarī, XXXIV, σελ. 42.
280
ἐν γῇ κυριότητος, ἥ τε τῶν Σαρακηνῶν καὶ ἡ τῶν Ῥωμαίων, ὑπερανέχουσι καὶ διαλάμπουσιν….712
712
Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, αρ. 1, σελ. 2.
281
Προσπάθειες για την ενσωμάτωση των αιχμαλώτων στην κοινωνία
Πέρα από την ιδεολογική σημασία των τελετών ή το θεωρητικό πλαίσιο των εννοιών της ανοχής και της ανθρωπιάς, οι Βυζαντινοί φάνηκαν να έχουν και πιο πραγματιστικές προσδοκίες που διαμόρφωσαν ουσιαστικά τη στάση τους απέναντι στους αιχμαλώτους. Παραφράζοντας ένα σχόλιο του Νίκου Οικονομίδη για τις δυναστείες που αναζητούσαν διπλωματικές οδούς και συμμαχίες, οι Βυζαντινοί δεν ήταν ούτε νωθροί, ούτε πανικόβλητοι. Απλώς ήξεραν καλή αριθμητική και το συμφέρον τους713. Έτσι, παρόλο που η πλειονότητα των αιχμαλώτων αναμένονταν να πάρει το δρόμο της δουλείας, το βυζαντινό κράτος προφανώς προσπαθούσε να χρησιμοποιεί ορισμένους από αυτούς και στην αυτοκρατορική υπηρεσία, κυρίως ως κατασκόπους, φρουρούς, υπαλλήλους και μισθοφόρους πολεμιστές. Άλλους πάλι τους ενσωμάτωνε στο δημοσιονομικό του πρόγραμμα. Σε κάθε περίπτωση είναι λογικό να προσπαθούσε να ωφεληθεί από την παρουσία αυτών των ανθρώπων στα εδάφη του καλύπτοντας διάφορες ανάγκες714. Τα βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια του δέκατου αιώνα, τα οποία παρέχουν πληροφορίες, κυρίως σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων, συχνά κάνουν λόγο για τη σημασία των αιχμαλώτων πολέμου καθώς και των αυτομόλων ως πηγής πληροφοριών για τις κινήσεις του αντιπάλου715. Ο Νικηφόρος Ουρανός στα Τακτικά του αναφέρει πως, πριν ακόμα αρχίσει ο πόλεμος, ο στρατηγός πρέπει να κάνει μια έρευνα μέσω κατασκόπων, αιχμαλώτων και αυτομόλων προκειμένου να πληροφορηθεί την κατάσταση του αντιπάλου, να χαρτογραφήσει τις περιοχές και τα φρούρια και Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Το όπλο του χρήματος, στο Το Εμπόλεμο Βυζάντιο (9ος -12ος αι.) (Ε.Ι.Ε. /Ι.Β.Ε., Διεθνή Συμπόσια 4), Αθήνα 1997, σελ. 261-268. 714 Βλ. πιο πάνω, σελ. 98, 103, 108 και 193 σημ. 467 για Άραβες αιχμαλώτους ως χτίστες στη Ρώμη. 715 ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι, σελ. 125 κ. εξ. Βλ. ΤΖΙΜΑ, Περί αυτομολιών, σελ. 33-35. 713
282
να εκτιμήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του. Μάλιστα, στο πεδίο της μάχης οι προσφάτως αιχμαλωτισμένοι ήταν πιο σημαντικοί από τους άλλους, καθώς ήταν γνώστες των τελευταίων εξελίξεων στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπως ήταν η ενίσχυση των δυνάμεων του αντιπάλου από κάποιο σύμμαχό του716. Οι αιχμάλωτοι ήταν χρήσιμοι και ως πολεμιστές. Άραβες αιχμάλωτοι συμμετείχαν στην υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης στη διάρκεια της επίθεσης του Συμεών το 896717. Ο τσάρος των Βουλγάρων σταθερά προσηλωμένος
στο
χριστιανισμό
και
το
βυζαντινό
πολιτισμό
δεν
αποσκοπούσε στο να είναι απλώς ένας ακόμα από τους δορυφόρους του αυτοκράτορα. Η πρώτη κρίση στις σχέσεις των δύο κρατών επήλθε με τους περιορισμούς που έθεσε το Βυζάντιο στους Βουλγάρους εμπόρους πλήττοντας σοβαρά τα οικονομικά συμφέροντά τους. Ο Συμεών δεν θα δεχόταν αμαχητί αυτόν τον ζημιογόνο υποβιβασμό και, αφού οι διαμαρτυρίες του δεν εισακούσθηκαν, εισέβαλε στη Θράκη αιφνιδιάζοντας τον Λέοντα ΣΤ’. Με την αξιοποίηση των Μαγυάρων εναντίον του αντιπάλου τους, οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να επικρατήσουν προσωρινά και να απωθήσουν τον Συμεών, ο οποίος ζήτησε ανακωχή. Η μείωση της πίεσης έδωσε χρόνο και χώρο στον Βούλγαρο ηγεμόνα να ανασυνταχθεί, ενώ ενέπλεξε και τις δυνάμεις των Πετσενέγων. Έχοντας αυτή τη φορά εξασφαλίσει τα νώτα του επανεπιτέθηκε στο Βυζάντιο. Ήταν τότε που ο αυτοκράτορας, έπειτα από πολλές ήττες στα πεδία των μαχών, αναγκάστηκε να εξοπλίσει μουσουλμάνους αιχμαλώτους πολέμου για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς718. Ο Bar Hebreaus αφηγείται ένα παρόμοιο περιστατικό στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ με τους αιχμαλώτους, αυτή τη φορά, να στρέφονται εναντίον του εξεγερμένου Θωμά719. Οι βυζαντινές πηγές, ωστόσο, δεν μαρτυρούν κάτι
Νικηφόρος Ουρανός, Τακτικά, σελ. 100. 66-68, 132.271-274, 142.1-7, 144.61-64. Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 47. 718 OSTROGORSKY, Byzantine State, σελ. 256-257. 719 Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 140. 716 717
283
τέτοιο720. Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρθηκε, επίσης η χρήση των Σλάβων από τον Ιουστινιανό Β’ ως στρατιωτών στο ανατολικό σύνορο της Αυτοκρατορίας721. Αποκαταστημένοι πρώην αιχμάλωτοι μπορούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Ειδικά στην περίπτωση των στρατιωτών, η παροδική αιχμαλωσία μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα στον στρατό τους καθώς θα γνώριζαν πληροφορίες σημαντικές για την έκβαση των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, στις επιθέσεις του Ιωάννη Χρυσόχειρα εναντίον της Αυτοκρατορίας, ο Βασίλειος Α’ ο Μακεδόνας έστειλε αντιπροσωπεία, της οποίας τα αποτελέσματα κρίνονται πενιχρά εξαιρουμένης της συμφωνίας για την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Ο Χρυσόχειρας επηρμένος από τις προσωρινές του νίκες απαίτησε την παράδοση όλης της Μικράς Ασίας. Το 872, μάλιστα, έφτασε ώς τη Άγκυρα. Κατά την επιστροφή του στην Τεφρική, τον παρακολουθούσε ένας ισχυρός βυζαντινός στρατός υπό τον δομέστικο των Σχολών Χριστόφορο, ο οποίος προέβη σε μια αιφνιδιαστική επίθεση. Κατά την επίθεση, ένας πρωην αιχμάλωτος στην Τεφρική ονόματι Πουλάδης ή Παλλάδης και γνώριμος του Χρυσόχειρα, τον καταδίωξε, τον τραυμάτισε και τον συνέλαβε722. Ακολούθησε ο αποκεφαλισμός του Χρυσόχειρα και η μεταφορά της κεφαλής του στην Κωνσταντινούπολη ως τρόπαιου. Συνέλαβαν μάλιστα τους οικείους του Χρυσόχειρα ως αιχμαλώτους. Μεταξύ αυτών και κάποιον ονόματι Διακονίτζη723, τον οποίο αργότερα ο Βασίλειος χρησιμοποίησε ως επικεφαλής πρώτον του τμήματος των Παυλικιανών, που στάλθηκαν στην Ιταλία ώστε να βοηθήσει με τις στρατιωτικές πληροφορίες που γνώριζε για τους αντιπάλους, τον στρατιωτικών
στρατηγό Νικηφόρο Φωκά, και δεύτερον
σωμάτων
από
την
Ανατολή
των
(Χαρσιανιτών
TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus, σελ. 385. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Βλ. πιο πάνω σελ. 108 κ.εξ. 722 Γενέσιος, σελ. 88-89· Βίος Βασιλείου, σελ. 272-275· Σκυλίτζης, σελ. 139.17-140.40. 723 Συν. Θεοφάνη, σελ. 275. 720 721
284
και
Καππαδοκών), για να σταθεροποιηθεί η βυζαντινή παρουσία στη Νότια Ιταλία, κυριεύοντας πόλεις και φρούρια724. Ο Λέων ΣΤ’, ο οποίος εμφανιζόταν ανεκτικός και φιλάνθρωπος με τους αιχμαλώτους, δεν μπορούσε να κρύψει την ανησυχία του για τη χρήση ορισμένων από αυτούς ως συμμάχων και φίλων κατά των εχθρών725. Έχει διατυπωθεί μια αρκετά πειστική θεωρία από τον Νίκο Οικονομίδη, ο οποίος θέλοντας να εξηγήσει την εμφάνιση των δουλοπαροίκων στο Βυζάντιο γύρω στο 945, υπέθεσε πως ίσως οι Βυζαντινοί γνώρισαν από κοντά τον θεσμό των servi casati, όταν εγκαταστάθηκαν στη νότια Ιταλία το 871 και τον μιμήθηκαν, αφού διαπίστωσαν τα οφέλη του. Η υπόθεση αυτή μπορεί να συνδυαστεί με μια άλλη μαρτυρία. Όταν πέθανε η Δανιηλίς, πάμπλουτη Βυζαντινή, κληροδότησε στον Λέοντα ΣΤ’ μεταξύ όλων των άλλων και τρεις χιλιάδες δούλους της, τους οποίους ο αυτοκράτορας έστειλε ὥσπερ εἰς ἀποικίαν ἐπ΄ἐλευθερίᾳ στη Λογγοβαρδία, στην περιοχή της Βάρεως726. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί οι άνθρωποι πήγαν στην Ιταλία ως καλλιεργητές γης. Ο
Οικονομίδης
αποκλείει
την
πιθανότητα
να
εξυπηρέτησαν
δημογραφικούς λόγους, καθώς οι δούλοι ήταν ξένοι, συνήθως αιχμάλωτοι πολέμου727. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί και αυτή η περίπτωση, καθώς έχει ξανασυμβεί να χρησιμοποιούνται ξένοι στον εποικισμό μιας επαρχίας. Σίγουρα, πάντως, η κύρια σκέψη του αυτοκράτορα είχε οικονομική βάση και πιο συγκεκριμένα στόχευε στην αξιοποίηση των κατακτημένων εδαφών, όπου πολλά εγκαταλελειμμένα κτήματα είχαν περιέλθει στο Βυζάντιο. Στη Δύση εξάλλου που υπήρχε ο θεσμός των servi
Συν. Θεοφάνη, σελ. 312-313. Λέων ΣΤ’, Τακτικά, 13, 13.67-74.]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 726 Συν. Θεοφάνη, σελ. 321: ἐπεὶ δὲ τὰ οἰκετικὰ ταύτης ἀνδράποδα εἰς πλήθος ἂπειρον ἦν, κελεύσει βασιλικῇ ἐκ τούτων, ὥσπερ εἰς ἀποικίαν ἐπ΄ἐλευθερίᾳ ἐστάλησαν εἰς τὸ θέμα Λαγοβαρδίας τρισχίλια σώματα. 727 ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Δουλοπάροικοι, σελ 299-301· DAGRON, Minorités ethniques, σελ. 366. 724 725
285
casati δεν θα προκαλούσε αντιδράσεις η απελευθέρωση των δούλων της Δανιηλίδας και η εγκατάστασή τους στην περιοχή. Σίγουρα, πάντως, οι Βυζαντινοί αντιλαμβάνονταν ότι οι αιχμάλωτοι θα ήταν πιο χρήσιμοι, αν γίνονταν πραγματικά υπήκοοι και εντάσσονταν στην κοινωνία. Ένας ξένος, ανεξάρτητα από την προέλευσή του, μπορούσε να γίνει πραγματικός Βυζαντινός πολίτης, αν είχε το σπίτι του εντός της Αυτοκρατορίας, αν παντρευόταν με Βυζαντινό ή Βυζαντινή και αποδεχόταν το βυζαντινό τρόπο ζωής728. Η πλήρης ενσωμάτωση των ξένων στη βυζαντινή κοινωνία θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από τρεις όρους: τη μύηση στην Ορθοδοξία, την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας και την επιγαμία με βυζαντινές οικογένειες. Τα περιστατικά επιγαμιών με βυζαντινές αιχμάλωτες είναι γνωστά ήδη από τον τέταρτο αιώνα. Η Μαυία ήταν, σύμφωνα με τον Θεοφάνη, χριστιανή και Ρωμαία στην καταγωγή. Ανάμεσα στις αιχμάλωτες, ο ηγεμόνας των Σαρακηνών την ξεχώρισε χάρη στην ομορφιά της και έτσι μετέσχε της εξουσίας ως βασίλισσα (τελευταίο τέταρτο τέταρτου αιώνα)729. Η ίδια εξέφρασε την επιθυμία να σταλεί ως επίσκοπος του έθνους της ο Σαρακηνός μοναχός Μωυσής. Η καταγωγή και η θρησκεία της συνέβαλαν στη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω ο γάμος της κόρης της με τον Βυζαντινό στρατηλάτη Βίκτωρα. Μετά το θάνατο του συζύγου της οι σχέσεις Βυζαντινών και Σαρακηνών γνώρισαν μια πρόσκαιρη όξυνση με επίκεντρο τις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. LOPEZ, Foreigners, σελ. 342-343. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Θεοφάνης, Χρονογραφία, σελ. 64: Τούτῳ τῷ ἔτει Μαυΐα, Σαρακηνῶν βασίλισσα, πολλὰ κακὰ Ῥωμαίοις ποιήσασα εἰρήνην ᾐτήσατο καὶ Μωσῆν τινα τῶν ἀσκούντων κατὰ τὴν ἔρημον ἐπίσκοπον δοθῆναι τοῖς χριστιανίζουσι παρ’αὐτῇ Σαρακηνοῖς ᾔτησεν. τοῦ δὲ βασιλέως σπουδαίως τοῦτο ποιήσαντος, Μωσῆς οὐ κατεδέξατο ὑπὸ Λουκίου τοῦ Ἀρειανοῦ χειροτονηθῆναι, ἀλλ’ ὑπό τινος τῶν ἐν ἐξορίᾳ ὀρθοδόξων· ὅπερ καὶ γέγονεν. τοῦτον λαβοῦσα Μαυΐα πολλοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ Σαρακηνῶν ἐποίησεν. φασὶ δέ, ὅτι καὶ αὐτὴ Χριστιανὴ ἦν, Ῥωμαία τῷ γένει, καὶ ληφθεῖσα αἰχμάλωτος ἤρεσε διὰ κάλλος τῷ βασιλεῖ τῶν Σαρακηνῶν· καὶ οὕτω τῆς βασιλείας ἐκράτησεν. ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι, σελ. 48. 728 729
286
Διαφωτιστικό για το ζήτημα και σε σχέση με τους Σλάβους είναι το Στρατηγικό του αυτοκράτορα Μαυρικίου, το οποίο μαρτυρά εμμέσως πως όσοι αιχμάλωτοι των Σλάβων και των Αντών δεν εξαγοράζονταν, μπορούσαν να παραμείνουν ελεύθεροι και να ενταχθούν ομαλά στο νέο περιβάλλον730. Παρά το γεγονός ότι δύσκολα πείθει μια τέτοια μαρτυρία για την καθολική εφαρμογή της, έρχεται μια άλλη πηγή να ενισχύσει τη μαρτυρία για τη δυνατότητα όσων αιχμαλώτων παρέμεναν στα εδάφη των Σλάβων να παραμένουν ελεύθεροι και ενταγμένοι στην κοινωνία. Πρόκειται για τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου. Ο βιογράφος του κάνει αναφορά στις αβαροσλαβικές επιδρομές εναντίον των Βυζαντινών περιγράφοντας τις λεηλασίες των πόλεων, τις καταστροφές αλλά και τη μεταφορά και εγκατάσταση πλήθους Βυζαντινών αιχμαλώτων τους ανάμεσα σε έθνη βαρβαρικά, ως προς τη βυζαντινή οπτική, όπως είναι οι Άβαροι και οι Βούλγαροι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνέχεια της αφήγησης, στην οποία γίνεται αναφορά στη δημιουργία νέων οικογενειών από τους αιχμαλώτους μετά από γάμους που συντελούσαν με ντόπιους. Ο βιογράφος αναφέρεται στο γεγονός προκειμένου να επισημάνει πως οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι κράτησαν τη χριστιανική πίστη
Μαυρίκιος, Στρατηγικὸν, βιβλ. 11.4: Τοὺς δὲ ὄντας ἐν αἰχμαλωσίᾳ παρ’αὐτοῖς οὐκ ἀορίστῳ χρόνῳ, ὡς τὰ λοιπὰ ἔθνη, ἐν δουλείᾳ κατέχουσιν, ἀλλὰ ῥητὸν ὁρίζοντες αὐτοῖς χρόνον, ἐν τῇ γνώμῃ αὐτῶν ποιοῦνται, εἴτε θέλουσιν ἐν τοῖς ἰδίοις ἀναχωρῆσαι μετά τινος μισθοῦ ἢ μένειν ἐκεῖσε ἐλεύθεροι καὶ φίλοι. Γενικότερά στο Στρατηγικόν περιγράφεται ο κοινός τρόπος ζωής των Αντών και των Σλάβων και επισημαίνεται η αγάπη τους για ελευθερία και η αποστροφή τους προς την επιβολή εξουσίας πάνω τους. Παρατηρείται μάλιστα η φιλική σχέτη τους προς τους ξένους και τους αιχμαλώτους. Η τελευταία πληροφορία πιθανόν αφορά μόνον τους Άντες ή μόνο τη συμπεριφορά προς συγκεκριμένους αιχμαλώτους, καθώς ο Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, IV, 38.470 μαρτυρεί πως οι Σλάβοι, εξ αιτίας του πενιχρού οπλισμού τους χρησιμοποιούσαν ρόπαλα για την εξόντωση αιχμαλώτων κατοίκων στη Θράκη το 550. Το γεγονός αυτό τους διαφοροποιεί από του Άντες, στους οποίους αποδίδεται ένας υψηλότερος βαθμός πολιτισμού. Βλ. ΚΑΡΔΑΡΑΣ, Άντες, σελ. 51, 58-59. 730
287
τους ζωντανή και την μετέδωσαν και στα παιδιά τους λειτουργώντας ως φορείς του χριστιανισμού731. Ένα άλλο περιστατικό ενσωμάτωσης μέσω «επιγαμίας» περιγράφει ο Προκόπιος. Ο στρατός του βασιλιά Χοσρόη, αφού κατέλαβε τα Σούρα, λεηλάτησε τα σπίτια των κατοίκων, σκότωσε πολλούς και συνέλαβε μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, τους οποίους οδήγησε στην Περσία732. Ανάμεσά τους, ο Προκόπιος αναφέρει την Ευφημία, μια κοινή θνητή την οποία ο Χοσρόης ξεχώρισε και γυναῖκα γαμετὴν ἐποιήσατο, ἔρωτα ἐξαίσιον αὐτῆς ἐρασθεὶς. Ο Προκόπιος μάλιστα αναφέρει ότι ήταν και εὐπρεπὴς τὴν ὄψιν, αναφερόμενος στην εξωτερική της εμφάνιση. Με τον έρωτα του Χοσρόη για την Ευφημία, συνδέει μάλιστα και την επιθυμία του βασιλιά να κάνει κάτι καλό για τους Σουρηνούς αιχμαλώτους733. Ειδοποίησε τον Κάνδιδο, επίσκοπο της βυζαντινής Σεργιούπολης να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους. Κατόπιν γραπτών και ενόρκων διαβεβαιώσεων εκ μέρους του επισκόπου ότι θα καταβάλει ετεροχρονισμένα το αντίτιμο της εξαγοράς, διότι δεν είχε συγκεντρωμένα τα απαραίτητα χρήματα εκείνη τη στιγμή, ο Πέρσης ηγεμόνας ελευθέρωσε τους αιχμαλώτους που είχε συλλάβει στα Σούρα. Ωστόσο, ο ίδιος ο Προκόπιος, αναφερόμενος στο γεγονός, υποθέτει τρία διαφορετικά κίνητρα που μπορεί να λειτούργησαν ως εφαλτήρια για τον Χοσρόη πριν ακόμα αναφερθεί στην Ευφημία. Εἴτε φιλανθρωπίᾳ εἴτε φιλοχρηματίᾳ ἐχόμενος, ἢ γυναικὶ χαριζόμενος γράφει συγκεκριμένα.
Η
Σοφία
Πατούρα
υιοθετεί
την
άποψη
ότι
Θαύματα Δημητρίου, τ.1, σελ. 228: Ἐξ ἐκείνου οὖν ἐπιμιγέντες μετὰ Βουλγάρων καὶ Ἀβάρων καὶ τῶν λοιπῶν ἐθνικῶν, καὶ παιδοποιησάντων […] παῖς δὲ παρὰ πατρὸς ἕκαστος τὰς ἐνεγκαμένας παρειληφότων καὶ τὴν ὁρμὴν τοῦ γένους κατὰ τῶν ἠθῶν τῶν Ῥωμαίων· […] διὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ ἁγίου καὶ ζωοποιοῦ βαπτίσματος, ηὔξετο τὸ τῶν χριστιανῶν φῦλον. 732 Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, ΙΙ, 5.29, 171-172. 733 Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, ΙΙ, 5.28, 171-172: Μετὰ δὲ, εἴτε φιλανθρωπίᾳ εἴτε φιλοχρηματίᾳ ἐχόμενος, ἢ γυναικὶ χαριζόμενος, ἣν δὴ ἐνθένδε δορυάλωτον ἐξελὼν, Εὐφημίαν ὄνομα, γυναῖκα γαμετὴν ἐποιήσατο, ἔρωτα ἐξαίσιον αὐτῆς ἐρασθεὶς (ἦν γὰρ τὴν ὄψιν εὐπρεπὴς μάλιστα) δρᾶν τι ἀγαθὸν ὁ Χοσρόης τοὺς Σουρηνοὺς ἔγνω. 731
288
πραγματοποιήθηκε γάμος μεταξύ του Χοσρόη και της Ευφημίας και συμπεραίνει πως το γεγονός της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων αμέσως μετά το γάμο με την Ευφημία και μάλιστα χωρίς να προηγηθεί ανάλογο αίτημα από τις βυζαντινές αρχές, συνηγορεί με την εκτίμηση ότι καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του Χοσρόη πρέπει να έπαιξε η συμβία του734. Η άποψη αυτή αξίζει διερεύνησης. Το γαμετήν του Προκοπίου αφήνει να υποτεθεί ότι η γυναίκα είχε μια νόμιμη θέση δίπλα στον Χοσρόη, σύμφωνα με τα ήθη των Περσών. Το να υποθέσουμε, όμως, ότι μια κοινή θνητή Βυζαντινή είχε τέτοια επιρροή, ώστε να καθοδηγήσει τις αποφάσεις του Πέρση ηγεμόνα Χοσρόη, είναι επισφαλές. Όσο για το επιχείρημα της πρωτοβουλίας εκ μέρους του Χοσρόη και εδώ χρειάζεται επιφύλαξη. Δεν πρόκειται για απελευθέρωση αλλά για εξαγορά αιχμαλώτων, οπότε δεν ήταν απαραίτητο να προηγηθεί κάποιο αίτημα από τις βυζαντινές αρχές για να προβεί σε αυτή την ενέργεια. Η απάντηση δίνεται από την ίδια την εξιστόρηση του Προκοπίου. Εξ αρχής ο στρατός του Χοσρόη είχε εντολή να μην σκοτώσει όλους τους Σουρηνούς αλλά να κρατήσει αιχμαλώτους. Η πρακτική της εξαγοράς ήταν γνωστή και προσοδοφόρα. Δύο κεντηνάρια ζήτησε ο Χοσρόης από τον επίσκοπο Κάνδιδο για τρεις χιλιάδες Σουρηνούς αιχμαλώτους. Μάλιστα, τον ανάγκασε να ορκιστεί γραπτά πως θα του δώσει τα χρήματα με ρήτρα διπλασιασμού του ποσού, αν δεν εξοφληθεί το χρέος σε δυο χρόνια είτε είναι ο Κάνδιδος ακόμα σε αυτή τη θέση είτε είναι κάποιος άλλος. Αν σε κάτι φαίνεται επιεικής είναι ίσως το ότι άφησε περιθώριο για την αποπληρωμή του χρέους δύο χρόνια. Ίσως, λοιπόν εξ αρχής να είχε σκοπό να τους δώσει για εξαγορά και να μην είχε εδώ τόση σημασία η παρέμβαση της Ευφημίας.
734
ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι, σελ. 55-56.
289
Η
δημιουργία
οικογένειας,
παρέμενε
ένας
παράγοντας
ισχυροποίησης του δεσμού του εκάστοτε ξένου με τη νέα πατρίδα ή αυτή που έπρεπε πλέον να θεωρήσει ως πατρίδα του. Ενδεικτικό είναι πως τον ένατο αιώνα, όταν Αγαρηνοί στρατιώτες που παρέμειναν στην Κρήτη μετά
την
κατάληψή
της
στασίασαν
διαμαρτυρόμενοι
για
την
εγκατάλειψη των οικογενειών τους, ο ηγεμόνας Απόχαψ (Αbu Hafs) τους προέτρεψε να παντρευτούν εκ νέου στον νέο τόπο διαμονής τους με Βυζαντινές γυναίκες και να δημιουργήσουν νέες οικογένειες, με όποιες συνέπειες βεβαίως είχε αυτή η προτροπή για τον ντόπιο πληθυσμό735. Επιπλέον, διαθέτουμε τυχαία από αραβική πηγή την αφήγηση μιας περίπτωσης ξένου αιχμαλώτου που μετά το γάμο του εντάχθηκε στη βυζαντινή αποστολής
κοινωνία: στην
στη
διάρκεια
μιας
Κωνσταντινούπολη,
αραβικής
ένας
Άραβας
διπλωματικής πρεσβευτής
συνάντησε κάποιον ομοεθνή του πρώην αιχμάλωτο. Ο πρεσβευτής πρότεινε να φροντίσει για την επάνοδό του στην παρτίδα, όμως, εκείνος αρνήθηκε λέγοντας πως είχε πλέον παντρευτεί με Βυζαντινή γυναίκα και είχε οικογένεια736. Σημαντική είναι και η ακόλουθη περίπτωση, τόσο γιατί εμφανίζει ένα γεγονός του καθημερινού βίου, όσο και για το γεγονός ότι διαφαίνονται τα αδιέξοδα που προέκυπταν. Είναι η περίπτωση που περιγράφεται από μια μεταγενέστερη πηγή, το Νικηφόρο Γρηγορά, στη Ρωμαϊκή Ιστορία του και αναφέρεται στο γάμο ενός βυζαντινού αιχμαλώτου από τη Θράκη και μιας Σκυθίδος γυναίκας. Στη μυθιστορηματική αφήγηση του γεγονότος αποκαλύπτεται η ηθική και νομική πτυχή του προβλήματος που ανέκυψε μετά την επιστροφή του βυζαντινού αιχμαλώτου με τη νέα του οικογένεια
Γενέσιος, σελ. 33.15-26: καὶ ποῦ δὴ τέκνα ἡμῶν καὶ γυναῖκας εὑρήσομεν· “ὁ δὲ πρὸς αὐτούς· „ἴστε, ὅτι αἰχμαλωσίαν ἑαυτοῖς πλείστην ἠνέγκατε· ἐκ ταύτης οὖν ὑμῖν γυναῖκας ἁρμόσασθε. “καὶ οὗτος ὁ λόγος ἀρεστὸς ἐφάνη αὐτοῖς, καὶ τοῦ στασιασμοῦ κατευνάσθησαν. Πρβλ. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ , Η κατάληψη της Κρήτης, σελ. 98. 736 KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί, σελ. 54. 735
290
στην Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη του γυναίκα, διεκδικώντας τον σύζυγό της που τον είχε χάσει απρόσμενα και με βίαιο τρόπο λόγω του πολέμου, προσέφυγε για υποστήριξη στον πατριάρχη. Φώναζε και χτυπούσε το στήθος βλέποντας ως αδικία αυτό το οποίο της είχε συμβεί από την Σκυθίδα γυναίκα. Στην αδυναμία και το αδιέξοδο της Εκκλησίας να δώσει λύση στο πρόβλημα προστέθηκε και η πολιτεία, καθώς από την πλευρά της δεν υπήρχε κάτι να προσάψει στη Σκυθίδα. Η λύση δόθηκε τελικά από τη Σκυθίδα, η οποία παραχώρησε τον σύζυγό της στην πρώτη του γυναίκα, σύμφωνα με τη μαρτυρία. Το περιστατικό δεν είχε αίσιο τέλος, καθώς η γυναίκα του Σκύθη έπεσε η ίδια θύμα αιχμαλωσίας λίγο αργότερα737. Πρέπει να τονιστεί ότι οι γάμοι μεταξύ αιχμαλώτων και κατακτητών ήταν συνήθως επιλογή ανάγκης για τους πρώτους. Μέσω αυτών είχαν ίσως περισσότερες πιθανότητες να ενταχθούν στην κοινωνία. Η ένταξη αυτή δεν σήμαινε και την αφομοίωσή τους. Αναφέρθηκε ήδη πως στερεότυπες ιδέες για τους ξένους υπήρχαν και στην περίπτωση του Σαμωνά. Ο Σκυλίτζης, επίσης αναφέρει τον Βοϊδίτζη, τον οποίο δε σταμάτησε ούτε ο εκχριστιανισμός ούτε ο γάμος με Βυζαντινή από το να προδώσει στους Άραβες το ευαίσθητο σημείο εκπόρθησης
του
Αμορίου,
ως
άλλος
Εφιάλτης738.
Οι
Βυζαντινοί
αιχμάλωτοι, ιδιαίτερα, φαίνεται πως, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, συνέχιζαν να διατηρούν την πίστη, τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους. Ήταν αναμφίβολα μεσολαβητές δύο διαφορετικών εχθρικών κόσμων και στη μακρά ιστορική περίοδο λειτούργησαν ως σύνδεσμοι μεταξύ των πολιτισμών.
Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, σελ, 542-545, εδώ 543.10-544.3: ὅμως σιωπώντων ἁπάντων καὶ μηδὲν ἐχόντων προφέρειν ἔγκλημα κατ’ αὐτῆς, κρίσιν ἐπέθηκεν αὕτη τοιαύτην τῷ πράγματι. τῷ μὲν ἀνδρὶ προῖκα τὴν λύσιν παρέσχε διὰ τὴν συνουσίαν καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς τῶν παίδων γέννησιν. 738 Σκυλίτζης, σελ. 78.27-28. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 737
291
Όπως έχει αναλυθεί, η μεταστροφή στο χριστιανισμό φαίνεται πως ήταν ένα από τα βασικά συστατικά που καθόριζαν τη στάση των Βυζαντινών απέναντι στους αιχμαλώτους τους. Φυσικά, η σκληρή αντιμετώπιση και ο εκφοβισμός δεν ήταν πάντα αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η φύση των αναγκών που οι Βυζαντινοί ήλπιζαν να εκπληρώσουν μέσω των εκχριστιανισμένων Αράβων αιχμαλώτων τούς υποχρέωνε πολλές φορές να εγκαταλείψουν τα μέσα της θρησκευτικής πίεσης. Θα πρέπει να γνώριζαν ότι τα μέσα αυτά μπορούσαν να φέρουν μια άμεση επιτυχία, αλλά μακροπρόθεσμα ελλόχευε ο κίνδυνος να αποτελέσουν απειλή, εάν οι Άραβες εισέρχονταν στην αυτοκρατορική υπηρεσία ή τον στρατό μέσω ενός εξαναγκαστικού και όχι ηθελημένου εκχριστιανισμού. Δυστυχώς, οι μαρτυρίες δεν αναφέρονται ανοιχτά σε συγκεκριμένους αριθμούς αιχμαλώτων που προτίμησαν να ασπαστούν το χριστιανισμό και να παραμείνουν στο Βυζάντιο. Παρόλα αυτά, σε μια προσπάθεια εξέτασης των
καταγεγραμμένων
αριθμών
των
μουσουλμάνων
που
αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων σε συνδυασμό με εκείνους που ελευθερώθηκαν στις συχνές ανταλλαγές, μπορούμε να εξαγάγουμε κάποιες ενδιαφέρουσες σχετικές πληροφορίες. Από τη σύγκριση του αριθμού των αιχμαλώτων, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν σε βάπτισμα από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 855 με εκείνους που ανταλλάχθηκαν κατά το ίδιο έτος και το 860 από τον γιο της Μιχαήλ Γ', εκτιμάται ότι περίπου 5.000 αποδέχθηκαν το βάπτισμα. Η Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη έχει συγκρίνει τον αριθμό των Αράβων αιχμαλώτων στη διάρκεια των εκστρατειών του Θεοφίλου εναντίον της Κιλικίας το 831 και εναντίον της Σωζόπετρας και των Αρσαμοσάτων το 837, καταλήγοντας σε έναν αριθμό άνω των 35.000, με περίπου 4.500 από αυτούς να ανταλλάχθηκαν το 845, ενώ εκτιμά ότι το υπόλοιπο των αιχμαλώτων που δεν ανταλλάχθηκαν, είτε στάλθηκαν στις τοπικές 292
αγορές της Καππαδοκίας είτε πωλήθηκαν άμεσα στα χωριά, με μόνο ένα μέρος των αιχμαλώτων να μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη739. Είναι νομίζω ασφαλές να υποθέσουμε ότι ο διαμοιρασμός αυτός έγινε για να εξυπηρετηθούν ανάγκες της Αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό θα βασίστηκε
σε
κάποια
κριτήρια.
Με
αυτό
το
δεδομένο
στην
Κωνσταντινούπολη θα μεταφέρθηκαν οι πιο επιφανείς, εγγράμματοι ή στρατιώτες που θα μπορούσαν και να ανταλλαγούν σε κάποιο ἀλλάγιο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποκλείεται πολλοί από αυτούς που μεταφέρθηκαν να άλλαξαν πίστη και να ενσωματώθηκαν στη βυζαντινή κοινωνία στη διάρκεια της μακράς περιόδου των δώδεκα ετών που περίμεναν προκειμένου να ανταλλαγούν. Επιπλέον, οι μεγάλες περίοδοι που περνούσαν μεταξύ ορισμένων ανταλλαγών, οι οποίες μπορούσαν να φτάσουν και τα τριάντα χρόνια, ήταν αρκούντως επαρκείς για να οδηγήσουν πολλούς μουσουλμάνους αιχμαλώτους στο χριστιανικό βάπτισμα και στην ενσωμάτωσή τους στη βυζαντινή κοινωνία740. Επίσης, αραβικές πηγές καταγράφουν δεκάδες χιλιάδες Αράβων αιχμαλώτων που μεταφέρθηκαν σε βυζαντινά εδάφη κατά τη διάρκεια της ανακατάληψης της βόρειας Συρίας από το Νικηφόρο Φωκά κατά το δεύτερο μισό του δέκατου αιώνα. Το 962, ο Φωκάς αιχμαλώτισε 10.000 νέους άνδρες και γυναίκες από το Χαλέπι. Το 965, αιχμαλώτισε 200.000 αιχμαλώτους από τη Maṣ ṣ īṣ a, τη βυζαντινή Μοψουέστια. Ο συνολικός αριθμός των αιχμαλωσιών κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του, το 969, ήταν 100.000 νέοι άνδρες και γυναίκες από πολλές πόλεις της βόρειας Συρίας. Τον επόμενο χρόνο, αιχμαλώτισε περισσότερους από 20.000 νέους
Συν. Θεοφάνη, σελ. 114. Όπως προαναφέρθηκε σύμφωνα με τη Συνέχεια του Θεοφάνη η εκστρατεία του Θεοφίλου το 831 είχε ως αποτέλεσμα 25.000 αιχμαλώτους. Αν σε αυτούς προστεθούν και εκείνοι από την εκστρατεία του 837 ο αριθμός των αιχμαλώτων θα πρέπει να ξεπερνά τις 35.000. Βλ. σχετικά KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 590, σημ. αρ. 24. Ο Al-Masʻ ūdī αναφέρεται στην ανταλλαγή 8.000 μουσουλμάνων αιχμαλώτων για το 905, 908 και 912. Al-Masʻ ūdī, Kitāb al-Tanbīh wa’l-ishrāf, σελ, 408. 740 KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 600. 739
293
άνδρες και γυναίκες από την Αντιόχεια741. Μπροστά στους αριθμούς αυτούς
οι
λίγες
χιλιάδες
ελευθερώθηκαν
στη
πραγματοποιήθηκε
αυτήν
των
μουσουλμάνων
μοναδική την
μεγάλη
περίοδο,
το
αιχμαλώτων ανταλλαγή
966742,
μπορούμε
που που να
υποθέσουμε ότι ένα από τα βασικά ζητήματα που υποκίνησαν τον Νικηφόρο Φωκά να μεταφέρει Άραβες αιχμαλώτους στο Βυζάντιο, ήταν η επιθυμία του να τους ενσωματώσει σε αυτό. Η προηγούμενη εκτίμηση μπορεί να επιβεβαιωθεί από τη μαρτυρία του Bar Hebraeus για τον μαζικό προσηλυτισμό που συνέβη κατά την περίοδο αυτή σε ορισμένες βόρειες συριακές πόλεις. Όταν o Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε ειρηνικά την Tαρσό το 956, συνήψε μια συμφωνία με τον πληθυσμό
της,
δίνοντάς
τους
την
ελεύθερη
επιλογή
είτε
να
εγκαταλείψουν την πόλη με τις περιουσίες τους, είτε να μείνουν, αλλά να πληρώσουν φόρο, ή να ασπαστούν το χριστιανισμό. Σήκωσε δύο λάβαρα, ένα για εκείνους που θα επιθυμούσαν τη βάπτιση και θα μετακινούνταν προς το Βυζάντιο και το άλλο για εκείνους που θα αποφάσιζαν να φύγουν. Σύμφωνα με τον Bar Hebraeus, μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων στράφηκε προς το λάβαρο των Βυζαντινών και ασπάστηκε τον χριστιανισμό743. Για να γίνουν κατανοητά, έστω εν μέρει, τα κίνητρα που μπορούσαν να προσελκύσουν
τους
μουσουλμάνους
αιχμαλώτους
στη
Βυζαντινή
Αυτοκρατορία και το χριστιανισμό δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι παράγοντες εκείνοι που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εργαλεία προσέλκυσης. Η ελευθερία και η δυνατότητα ζωής σε μια αυτοκρατορία με χρήματα και δύναμη αποτελούν βασικά κίνητρα για την αποστασία των μουσουλμάνων. Συμπληρωματικά σε αυτά λειτουργεί και η ομορφιά και η DAGRON, Minorités ethniques, σελ. 179-186. Yaḥyā, σελ. 803-804. Αναφέρει ότι 3.000 μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι των Βυζαντινών εξαγοράστηκαν για 240.000 δηνάρια, δηλ. 80 δηνάρια για κάθε αιχμάλωτο. 743 Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 64. 741 742
294
γοητεία των Βυζαντινών γυναικών744. Παραδείγματα Άράβων, όπως εκείνο του Σαμωνά, που είχαν κατορθώσει να ανελιχθούν και να απολαμβάνουν μια πολυτελή ζωή στην αυτοκρατορική αυλή σίγουρα θα οδηγούσαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Στο έπος του Διγενή Ακρίτα συγκρίνεται συχνά η ευγενική και χαλαρή ζωή του βυζαντινού οίκου με την σκληρή ζωή της αραβικής τέντας. Η αφήγηση σχετικά με τη φαινομενικά ταχεία και εύκολη αποστασία του εμίρη Mousour και των συγγενών του απεικονίζει τους Άραβες ως ανθρώπους που συνήθιζαν να ζουν νομαδικά και που μόνο όταν ασπάζονταν το χριστιανισμό και μετακόμιζαν στο Βυζάντιο, γίνονταν «πολιτισμένοι», καθώς άφηναν τη σκληρή ζωή των σκηνών 745. Τέτοιες απόψεις για το λαμπρό μέλλον των αποστατών και την άνετη ζωή στο Βυζάντιο φαίνεται να είναι καλά αξιοποιημένες από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι προφανώς καλωσόριζαν και ενθάρρυναν τους Άραβες, ιδίως τους φυγάδες, αντάρτες και αιχμαλώτους, ως εν δυνάμει υπηκόους του Βυζαντίου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Naṣr / Θεοφόβου746, αξιωματούχου των Χωρραμιτών, ενός θρησκευτικού και
Nadia Maria EL CHEIKH-SALIBA, Describing the Other Describing the Other to Get at the Self: Byzantine Women in Arabic Sources (8th-11th Centuries), Journal of the Economic and Social History of the Orient 40/2 (1997), σελ. 239-250. 745 Το κείμενο έχει σωθεί σε διάφορα χειρόγραφα που διαφέρουν μεταξύ τους προδίδοντας τις αναπλάσεις που έχει υποστεί. Βλ. I. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, Ο Διγενής Ακρίτας του Εσκοριάλ. Συμβολή στη γλωσσική μελέτη του κειμένου, Ιωάννινα 1976. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]]]] 746 Η δράση του Naṣr / Θεόφοβου και των συντρόφων τους έθετε υπό αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα του χαλιφάτου και για αυτό αντιμετωπίσθηκε από την Βαγδάτη με την απαιτούμενη προσοχή. Η εν λόγω κατάσταση εσωτερικής αποσταθεροποίησης του χαλιφάτου δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι επί αυτοκράτορα Θεοφίλου Α' (829-842) αποφάσισαν να αναμιχθούν στην εν λόγω εσωτερική διένεξη του χαλιφάτου με την στήριξη της επαναστατικής δράσης. Απώτερος σκοπός των Βυζαντινών ήταν η αποδυνάμωση του ισχυρού αντιπάλου τους στην Ανατολή. Για τους Χωρραμίτες η συμμαχία με το Βυζάντιο αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας της Βαγδάτης και τη μεταβολή του πολιτικού-θρησκευτικού σκηνικού με την πτώση της αββασιδικής δυναστείας. Οι αρχικές επιτυχίες του Naṣr και των συντρόφων του στο πεδίο της μάχης διατήρησαν το κίνημά τους ζωντανό και επί Ma’amun. Επί Mu’tasim ωστόσο η κατάσταση μεταβλήθηκε, καθώς ο νέος χαλίφης πέτυχε μια ολοσχερή νίκη επί των Χωρραμιτών το 833. Ήταν τότε που το μεγαλύτερο τμήμα τους 744
295
πολιτικού κινήματος που εναντιώθηκε στην αββασιδική δυναστεία747. Εκτός των άλλων είχαν εντυπωσιάσει με την στρατιωτική τους αρετή και
αναγκάστηκε να αναζητήσει καταφύγιο στα βυζαντινά εδάφη. Ο Θεόφιλος, που έως τότε στήριζε τους Χωρραμίτες και την δράση τους στα εδάφη του χαλιφάτου, αποφάσισε να συνεχίσει την «φιλοχωρραμιτική» πολιτική του προσφέροντας στήριξη στα υπολείμματα του στρατού τους. Παράλληλα αποδέχτηκε το αίτημα του Naṣr για την εγκατάσταση των φυγάδων Χωρραμιτών στα βυζαντινά εδάφη. Ο Naṣr γνώριζε ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος σωτηρίας για αυτόν και τους συμμαχητές του αλλά και τις οικογένειές τους πιθανόν. Ο ίδιος αλλά και οι 30.000 Πέρσες στρατιώτες του αποδέχθηκαν τη χριστιανική διδασκαλία, βαπτίσθηκαν και κατόπιν εντάχθηκαν στο ευρύτερο σώμα του βυζαντινού στρατού. Μάλιστα ο Naṣr κατά την βάπτισή του έλαβε το χριστιανικό όνομα Θεό-φοβος κατά το Θεό-φιλος. Το μεγαλύτερο τμήμα των στρατιωτών του Naṣr διασκορπίστηκε στις επιμέρους θεματικές ενότητες της Αυτοκρατορίας, αλλά ένα μεγάλο μέρος τους διατήρησε τη φυλετική και στρατιωτική τους υπόσταση σχηματίζοντας ένα ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα, το λεγόμενο και «Περσικόν Τάγμα». Οι Χωρραμίτες ήταν σε θέση να ενισχύσουν το βυζαντινό στρατό με εκείνο το έμψυχο δυναμικό που είχε ανάγκη. Συγκεκριμένα δημιουργήθηκε ένα ευέλικτο στρατιωτικό σώμα, το οποίο βρισκόταν εγκατεστημένο στις παραμεθόριες περιοχές της Μ. Ασίας (πιθανόν παραχωρήθηκαν στους Πέρσες στρατιωτικές γαίες) και ήταν σε θέση ανά πάσα στιγμή να αντιμετωπίσει αραβικές εισβολές. Η ίδρυση του «Περσικού Τάγματος» υπό τον Θεόφοβο σε αυτήν την κατεύθυνση αποσκοπούσε. Από την πλούσια επιχειρησιακή του δράση για λογαριασμό του βυζαντινού στρατού, η σημαντικότερη στρατιωτική αποστολή του Θεόφοβου και των στρατιωτών του «Περσικού Τάγματος» έλαβε χώρα το 837, όταν, κατόπιν συνεννοήσεως του Θεοφίλου και του Babak, αρχηγού του κινήματος των Χωρραμιτών, ο Θεόφοβος εισέβαλε στα νώτα των Αράβων, στην αραβοκρατούμενη Σωζόπετρα (Zapetra), για να την καταλάβει, αλλά κυρίως να παράσχει τον απαιτούμενο αντιπερισπασμό υπέρ του Babak, ο οποίος βρισκόταν σε δυσχερή θέση υπό την πίεση του στρατού του Mu'tasim στη Β. Περσία. Η επιχείρηση του Θεόφοβου στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, αλλά και υπερβολή: Οι Χωρραμίτες υπέταξαν την πατρογονική πόλη του χαλίφη, αλλά προέβησαν στην ενέργεια της σφαγής του άρρενος πληθυσμού της πόλης. Η ενέργειά τους αυτή προκάλεσε την αντίδραση του χαλίφη και οδήγησε αργότερα στα αντίποινα των Αράβων με την λεηλασία του Αμορίου (838), της πατρογονικής πόλης του Θεοφίλου και της δυναστείας του. Βλ. Μιχαήλ Σύρος, σελ. 50-96· Bar Hebraeus, Chronographia, σελ. 131-135· Συν. Θεοφάνη, σελ. 136.10-20· Γενέσιος, σελ. 42.61-68· Σκυλίτζης, σελ. 80.77-85. Υπάρχει πλούσια σύγχρονη βιβλιογραφία για το θέμα. Ενδεικτικά βλ. ΚΟΛΙΑΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ιερός πόλεμος, σελ. 201-217· CHEYNET, Théophile, σελ. 39-50· DITTEN, Ethnische, σελ. 96-110, 118-119, 293 κ.εξ· ΧΡΗΣΤΟΥ, Παραδυναστεύοντες, σελ. 88, 90, 97-103· PmbZ, αρ. 8237. 747 The Encyclopedia of Islam, «Khurramyya», σελ. 63-65. Εν ολίγοις οι Χωρραμίτες ήταν ένα πολιτικοθρησκευτικό αποσχισματικό κίνημα στις τάξεις του ισλάμ και του χαλιφάτου. Οι ακόλουθοι του κινήματος ήταν κυρίως περσικής προέλευσης και ο αγώνας τους είχε διπλή διάσταση: Αφ’ ενός στρέφονταν εναντίον της θρησκευτικής-κοινωνικής ανισότητας που επικρατούσε στο Dar al-Islam (ο χώρος - κόσμος των μουσουλμάνων) εκείνη την περίοδο. Αφ’ ετέρου η περσική τους καταγωγή καταδείκνυε μια «εθνική» διαφοροποίηση των Περσών υπηκόων σε σχέση με τον Άραβα κατακτητή και είχε τις πολιτικές της αφορμές στη μετακίνηση του κέντρου βάρους του χαλιφάτου από την «αραβοκρατούμενη» Δαμασκό στην «περσική», από πληθυσμιακή και πολιτισμική άποψη, Βαγδάτη. Η επαναστατική δράση των Χωρραμιτών ξεκίνησε κατά την περίοδο
296
δεξιότητα με αποτέλεσμα να χαίρουν της απόλυτης εκτίμησης των Βυζαντινών748.
Ιδιαίτερα
ο
Θεόφοβος
ήταν
αγαπητός
στους
αριστοκρατικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης λόγω του ήθους και του ακέραιου χαρακτήρα του, όπως τον περιγράφουν οι πηγές749. Παρόλο που μερικές φορές παρουσίαζαν πολύ πλούσια προνόμια στους επιφανείς Άραβες, όπως είναι προφανές στην περίπτωση του Θεοφόβου,
οι
παραχωρήσεις
για
την
ενσωμάτωση
των
κοινών
μουσουλμάνων φαίνεται πως ήταν πιο ρεαλιστικές από τις υπερβολικές προσφορές προς τους επιφανείς. Για τους τελευταίους, ο γάμος με Βυζαντινές οικογένειες ήταν το δεύτερο βήμα μετά το βάπτισμα, προς την πραγματοποίηση της πλήρους ένταξής τους στην κοινωνία. Μετά τη βάπτιση 14.000 Χωρραμιτών στρατιωτών του Θεόφοβου, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος τους διόρισε ως Βυζαντινούς πλέον στρατιώτες σε ειδικούς λόχους με δικούς τους αξιωματικούς, τους διασκόρπισε στα διάφορα Θέματα της Ασίας και της Ευρώπης και δημιούργησε και το «Περσικόν Τάγμα». Η ένταξη του Θεόφοβου και του «Περσικού Τάγματος» στις τάξεις του βυζαντινού στρατού αποτέλεσε μια καινοτομία για τα μέχρι τότε επιχειρησιακά δεδομένα των Βυζαντινών. Το αυτοκρατορικό διάταγμα του Θεοφίλου, το οποίο κατηύθυνε τις χήρες ή τις άγαμες Βυζαντινές γυναίκες να παντρευτούν με νεοφώτιστους Άραβες σχετίζεται
του χαλίφη Ma'amun (813-833) και ολοκληρώθηκε ανεπιτυχώς επί του διαδόχου του, Mu'tasim (833-842). 748 Συν. Θεοφάνη, σελ. 112.15-21: συναρμόζεσθαί τε ἕκαστον τῶν Περσῶν νομοθετεῖ τοῖς Ῥωμαίοις καὶ κατ’ ἐπιγαμίαν ἅπτεσθαί τε καὶ συνείρεσθαι, πολλοὺς τούτων τοῖς βασιλικοῖς ἐμπρέπειν ἀξιώμασι πεποιηκώς. ἀλλὰ καὶ κώδιξι στρατιωτικοῖς αὐτοὺς ἀναγράφεται, καὶ τάγμα οὕτως καλούμενον Περσικὸν ἐγκατέστησε, καὶ τοῖς κατὰ πόλεμον ἐξιοῦσι Ῥωμαίοις κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν ἐναριθμεῖσθαι προσέταξε. Βλ. CHEYNET, L’apport arabe, σελ. 146. 749 Συν Θεοφάνη, σελ. 110-113 γίνεται αναφορά στην προσφορά του Θεοφόβου και αποκαλείται «άριστος». Από εκεί, σελ. 110.6-7 πληροφορούμαστε και μια επιγαμία που δηλώνει πως ο Θεόφοβος ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης: ἐκ Περσῶν καταγόμενος τῷ βασιλεῖ γέγονε γνώριμος καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ εἰς γάμον ἡρμόσατο. Ο Γενέσιος, σελ. 37.56 τον αποκαλεί ἄνδρα θεοσεβῆ καὶ πολλῆς ἐχόμενον ἀρρενωποῦ καὶ παλαιᾶς λογιότητος. Τα ίδια επαναλαμβάνει κι ο Σκυλίτζης, σελ. 65.58-9, 66 κ. εξ.
297
με την έλευση αυτών των στρατιωτών αλλά όχι μόνο750. Ο Warren Treadgold υποθέτει ότι «αφού οι γυναίκες που είχαν την υποχρέωση να τους παντρευτούν φαίνεται να ήταν από στρατιωτικές οικογένειες, αυτοί θα αποκτούσαν μετοχές στρατιωτικής γης μέσω των συζύγων τους. Σε αντάλλαγμα, οι οικογένειες των γυναικών λάμβαναν γενναιόδωρη αποζημίωση, καθώς ενθάρρυναν θετικά τέτοιους γάμους751». Oι διαδικασίες αυτές φαίνεται να έχουν υιοθετηθεί από τους Βυζαντινούς ως εργαλεία μιας γενικής πολιτικής για την ένταξη των Αράβων,
συμπεριλαμβανομένων
των
αιχμαλώτων
πολέμου,
στην
κοινωνία τους. Έχει γίνει ήδη, εξάλλου, λόγος για το σύντομο κείμενο με τίτλο «Περί των αιχμαλώτων Σαρακηνών των επί θέματι βαπτιζομένων» που περιέχεται στο Περὶ Βασιλείου Τάξεως και αναφέρεται ανοιχτά στην συνέχιση της πολιτικής αυτής στις αρχές του δέκατου αιώνα752. Η ενσωμάτωση και αφομοίωση των Αράβων αιχμαλώτων ήταν, όπως δείχνουν οι πληροφορίες, ένας από τους βασικούς και απώτερους στόχους που όριζαν το πλαίσιο της αντιμετώπισής τους από τους Βυζαντινούς, ακόμη και όταν αποφάσιζαν να τους πουλήσουν ή να τους κρατήσουν ως δούλους. Το διάταγμα του αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή, το οποίο έχει αναφερθεί και ανωτέρω753, σχετικά με τη πώληση των αιχμαλώτων πολέμου, επέβαλλε φόρους στους στρατιώτες που τους πωλούσαν στις αγορές και τα χωριά και εξαιρούσε εκείνους που τους έστελναν ως δώρο σε άτομα που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη ή έξω από αυτή ή εκείνους που τους έστελναν στα νοικοκυριά και στις περιουσίες τους ή ακόμα και στους συγγενείς τους. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι η βυζαντινή διοίκηση, εκτός από την μέριμνά της για την είσπραξη του μεριδίου της από την πώληση των κρατουμένων, είχε μερικές φορές την τάση να προωθεί την ένταξη των DÖLGER, Regesten, I, σελ. 51 αρ. 422. Βλ. πιο πάνω, σελ. 101. TREADGOLD, Byzantine Revival, σελ. 282-283. 752 Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις, σελ., 694.22-695.14. Βλ. ανάλυση πιο πάνω, σελ. 97-98. 753 Βλ. πιο πάνω, σελ. 136. 750 751
298
αιχμαλώτων στα νοικοκυριά των στρατιωτών και των υπηκόων της, είτε στην πρωτεύουσα, είτε σε άλλες πόλεις. Υπάρχουν μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν ότι ξένοι κρατούμενοι βρέθηκαν και ενσωματώθηκαν στις κοινωνίες των μεγάλων Βυζαντινών πόλεων. Ο συγγραφέας του Βίου της Αγίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης (812 - 892) αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα ονόματι Ηλία, ο οποίος έζησε στο Μυριόφυτο, πολίχνη που διατελούσε υπό τη διοίκηση της «ένδοξης μεγαλουπόλεως» και ο οποίος ήταν στην καταγωγή Αμαληκίτης754. Πολλοί ιερείς και λαϊκοί του χωριού προσπάθησαν να τον υποχρεώσουν να μεταστρέψει τη στάση του αναφορικά με την εικονολατρεία, αλλά αυτός τους απάντησε ότι αν έπραττε κάτι τέτοιο, τότε θα αναθεμάτιζε τη θρησκεία που του είχε παραδοθεί από τους προγόνους του755. Αυτή η ιστορία αποκαλύπτει ότι ο Ηλίας ήταν μέλος μιας αραβικής οικογένειας που είχε μεταστραφεί στο χριστιανισμό και που είχε ενσωματωθεί σε ένα βυζαντινό χωριό στη διάρκεια τουλάχιστον του ενάτου αιώνα. Βεβαίως, η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη μετά την πρωτεύουσα, ενσωμάτωσε σημαντικό αριθμό Αράβων αιχμαλώτων. Γίνεται, έτσι, αντιληπτό,
γιατί
οι
Άραβες
βρήκαν
εκεί
4.000
μουσουλμάνους
αιχμαλώτους στη διάρκεια της επίθεσής τους εναντίον της το 904, όπως ισχυρίζεται ο Ṭabarī 756. Επίσης, όπως δηλώνει ο Κenneth Setton, ίσως η μικρή αποικία των Αράβων στην Αθήνα να ήταν αιχμάλωτοι και όχι κατακτητές757. Κάποιοι από αυτούς είχαν ασπαστεί το χριστιανισμό και είχαν εισέλθει ακόμα και στην υπηρεσία του βυζαντινού κράτους. Τέτοια ήταν προφανώς η περίπτωση του Χασέ, στην προσωπικότητα του οποίου έχει ήδη γίνει The Encyclopedia of Islam, «̒Amālīk» σελ. 429. Βίος Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, σελ. 179.57 και σχόλια σελ. 272. 756 Al-Ṭabarī, ΧΧΧVIII, σελ. 148· VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 168. 757 K. SETTON, On the Raids of the Moslems in the Aegean in the Ninth and Tenth Centuries and Their Alleged Occupation of Athens, American Journal of Archaeology 58/4 (1954), σελ. 311319, εδώ κυρίως σελ. 319. 754 755
299
νύξη758. Η αναφορά του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου στον Χασέ ως δούλου του πατρικίου Δαμιανού υποδηλώνει ότι αιχμαλωτίστηκε και έγινε δούλος στο συγκεκριμένο αριστοκρατικό βυζαντινό σπίτι. Η μετέπειτα σταδιοδρομία του
στην αυτοκρατορική
υπηρεσία ήταν
εξαιρετική. Παρά το γεγονός ότι παρέμεινε ένας πραγματικός Σαρακηνός στη σκέψη, τα ήθη και τη θρησκεία, έφτασε στο αξίωμα του πρωτοσπαθαρίου και είχε μεγάλη ελευθερία στην επικοινωνία με τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο (912-913)759. Ο αδελφός του, πρωτοσπαθάριος Νικήτας, του οποίου το Βυζαντινό όνομα συνεπάγεται την αποδοχή του χριστιανισμού και τη βάπτισή του, διορίστηκε ως στρατηγός του θέματος των Κιβυρραιωτών. Τέτοια ήταν η επαφή του με τον αυτοκράτορα που, όταν ο Νικήτας760 αιτήθηκε να γίνει ο γιος του, ο σπαθαροκανδιδάτος Αβέρκιος, κατεπάνω των Μαρδαϊτών της Ατταλείας761, το αίτημα έγινε δεκτό762. Δεν είναι αβάσιμο να υποστηριχθεί ότι αυτά τα δύο αδέλφια, ο Χασέ και ο Νικήτας, ήταν τουλάχιστον απόγονοι κάποιου Άραβα αιχμαλώτου, ή αιχμαλωτίστηκαν οι ίδιοι, πιθανότατα κατά τη διάρκεια της
παιδικής
τους
ηλικίας
και
μεταφέρθηκαν
κατόπιν
στην
Αυτοκρατορία. Όμως, το πιο σημαντικό είναι πως φαίνεται ότι ενσωματώθηκαν στη βυζαντινή κοινωνία, είχαν μεγάλη επιτυχία στη στρατιωτική διοίκηση και έφτασαν, μαζί με τους απογόνους τους, σε σημαντικές θέσεις763. Άλλα παραδείγματα της ενσωμάτωσης και επιτυχίας Αράβων κρατουμένων είναι
αυτά του ευνούχου Σαμωνά, του
πατρικίου,
πρωτοσπαθαρίου και παρακοιμωμένου της αυλής του Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ', καθώς και του Ανεμά, γιου του εμίρη της Κρήτης, που Βλ. πιο πάνω, σελ. 231. Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 242.202-203. 760 PmbZ, αρ.25741. 761 PmbZ, αρ. 20021. 762 Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 242.206-221. 763 CHEYNET, L’apport byzantin, σελ. 137, 139. 758 759
300
αιχμαλωτίστηκε το 961, στους οποίους έχει γίνει ήδη αναφορά. Ο Σαμωνάς ξεκίνησε μια πραγματικά λαμπρή σταδιοδρομία
στην
Κωνσταντινούπολη ως υπηρέτης στο σπίτι του Στυλιανού Ζαούτζη, πράγμα που σημαίνει ότι ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και ευνουχίστηκε κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας και στη συνέχεια έγινε δούλος στον αριστοκρατικό οίκο του Ζαουτζή764. Η ιστορία του Σαμωνά μπορεί επίσης να εξηγήσει εν μέρει γιατί οι Βυζαντινοί ασχολούνταν σε μεγάλο βαθμό με την αιχμαλώτιση παιδιών των Αράβων κατά τη διάρκεια των πολέμων τους, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του δέκατου αιώνα765. Οπωσδήποτε, τα παιδιά ήταν πιο επιθυμητά στις αγορές των δούλων λόγω της νεαρής ηλικίας και της αντοχής τους, αλλά φαίνεται επίσης ότι ήταν και πιο δεκτικά στην ενσωμάτωση εντός της βυζαντινής κοινωνίας. Όσο για τον Ανεμά, η ιστορία του υποδεικνύει την καριέρα μιας αραβικής οικογένειας που εκτείνεται σε πολλές γενιές. Παρά την άρνηση του πατέρα του να βαπτισθεί και παρά το γεγονός ότι οι βυζαντινές πηγές δεν αναφέρονται ανοιχτά στον εκχριστιανισμό του, αυτός φάνηκε να συνέβη. Σύμφωνα με τις πηγές, ο Ανεμάς έγινε ένας πιστός Βυζαντινός υπήκοος, διορίστηκε ως αυτοκρατορικός σωματοφύλακας και διοικητής του στρατού και στη συνέχεια εμφανίστηκε στις αφηγήσεις αγωνιζόμενος σε περίοπτη θέση εναντίον των Ρως. Ο Λέων Διάκονος περιγράφει τον ηρωικό του θάνατο στο πεδίο της μάχης, επαινώντας τον ως έναν άνθρωπο που δεν ξεπεράστηκε από κανέναν της ηλικίας του ἐν τοῖς κατὰ τὰς μάχας ἀνδραγαθήμασιν766. Η διαδρομή του Ανεμά στην υπηρεσία του βυζαντινού κράτους πιθανότατα καθιστά φανερό το γεγονός ότι βαφτίστηκε και ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή κοινωνία. Οι απόγονοί του εμφανίστηκαν στα βυζαντινά κείμενα του ενδεκάτου και δωδεκάτου Βίος Ευθυμίου, σελ. 54· RYDÉN, The Portrait of Samonas, σελ. 101-108· ΧΡΗΣΤΟΥ, Παραδυνατεύοντες, σελ. 181-197. Βλ. αναλυτικότερα πιο πάνω, σελ. 239 κ. εξ. 765 ABŪ SE̒ADA, Byzantium and Islam, σελ. 211-212. 766 Λέων Διακονος, σελ. 152.19-153.8· Σκυλίτζης, σελ.304-308. 764
301
αιώνα767. Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, οι απόγονοι του Ανεμά, ο Μιχαήλ και τα αδέρφια του, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα της βασιλείας του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού (1081-1118)768. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η πορεία του Ανεμά στην αυτοκρατορική αυλή είναι πιθανόν να υποκίνησε τους Βυζαντινούς να διαιωνίσουν τη μνήμη του, δίνοντας το όνομά του σε έναν πύργο της Κωνσταντινούπολης που χρησιμοποιείτο ως φυλακή769. Οι αραβικές πηγές σπάνια αναφέρονται στην τύχη των βαπτισμένων Αράβων κρατουμένων στα νέα εδάφη τους. Πιστεύω ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη στενής επαφής των συγγραφέων τους με τα γεγονότα,
καθότι
λάμβαναν
τις
πληροφορίες
τους
από
τους
απεσταλμένους που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη καθώς και από τους ελευθερωμένους αιχμαλώτους. Όπως και να έχει, το γεγονός ότι ελάχιστες αραβικές αφηγήσεις ασχολούνται με την τύχη αυτών των αιχμαλώτων δείχνει ότι πολλοί από αυτούς πραγματικά ασπάστηκαν το χριστιανισμό και τον βυζαντινό τρόπο ζωής στο βαθμό που να αρνήθηκαν την επιστροφή στο ισλάμ και στην πρώην πατρίδα τους, δηλαδή το Dār al- Islām. Ωστόσο, αν και οι προηγούμενες πληροφορίες δείχνουν ότι πολλοί Άραβες μπορούσαν να επιτύχουν μια ιδανική ένταξη στη βυζαντινή κοινωνία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συναντούσαν εμπόδια, με πιο έντονο αυτό της αντίδρασης της ίδιας της κοινωνίας. Το κράτος φάνηκε να δέχεται και να καλωσορίζει τους Άραβες αποστάτες, ανυψώνοντας μερικούς από αυτούς ακόμα και στην θέση του οσιομάρτυρα770. Αλλά, όταν αυτοί οι άνθρωποι ήταν ικανοί να πετύχουν υψηλούς στόχους στην αυτοκρατορική διοίκηση ή τον στρατό, η αντιμετώπιση που δέχονταν CHEYNET, L’apport arabe, σελ. 139-140. Άννα Κομνηνή, ΧΙΙ, 5.4. 769 JANIN, Constantinople Byzantine, σελ. 126, 169. 770 ΤΖΙΜΑ, Περί αυτομολιών, σελ. 228-236. 767 768
302
ήταν
πολύ
διαφορετική.
Οι
Βυζαντινοί
συγγραφείς,
ωστόσο,
λειτουργούσαν με αυτό τον τρόπο και προς τους ομοεθνείς τους, αν η περίσταση το απαιτούσε. Ο Κωνσταντίνος Ζ’ περιγράφει τα μέλη της οικογένειας
του
Χασέ
ως
κακόβουλους
και
ανόητους
άνδρες
επικρίνοντας το θείο του, αυτοκράτορα Αλέξανδρο, γιατί υφίστατο την επιρροή
τους771.
Σίγουρα,
πάντως,
οι
βυζαντινές
αριστοκρατικές
οικογένειες δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι αυτό το πεδίο δράσης και εξέλιξης που δινόταν στους Άραβες και που αφαιρείτο από αυτούς. Η Patricia Karlin-Hayter υποστηρίζει ότι η κριτική αυτή ήταν ένας αμυντικός μηχανισμός των αριστοκρατικών οικογενειών ενάντια στην πολιτική του Αλεξάνδρου, που είχε την πρόθεση να διορίσει Σλάβους και Άραβες σε σημαντικές θέσεις772. Η τελευταία ερμηνεία φαίνεται εύλογη, δεδομένου ότι οι πηγές της ίδιας περιόδου δεν τρέφουν καμία εκτίμηση για τον Σαμωνά, ο οποίος περιγράφεται ως Σατανάς μεταμφιεσμένος, κακιά ιδιοφυΐα του Λέοντος, ύπουλος, βρώμικος, ακάθαρτος, και κακός773. Επρόκειτο για ξενοφοβία της βυζαντινής κοινωνίας, για υπεροψία και αντίληψη
υπεροχής
επαπειλούμενα
έναντι
συμφέροντα;
των
άλλων
Αυτοί
οι
εθνικών
παράγοντες
ομάδων
ή
για
συνδυαζόμενοι,
σίγουρα δημιουργούσαν αντιδράσεις όποτε οι Βυζαντινοί έβλεπαν ξένους να φτάνουν σε υψηλές θέσεις. Σύμφωνα με βυζαντινές πηγές, οι Αθηναίοι μισούσαν τον Χασέ σε τέτοιο βαθμό που ξεσηκώθηκαν οργισμένοι εναντίον του και τον καταδίωξαν, ακόμη και μέσα στην Ακρόπολη, στο Ναό
της Παναγίας
Αθηνιώτισσας, όπου
τον λιθοβόλησαν μέχρι
θανάτου774. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν είναι παράλογη η επιθυμία του
771
Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανὸν, σελ. 242. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]]
Βίος Ευθυμίου, σελ.9-10, όπου και τα σχόλια τις εκδότριας.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ] RYDÉN, The Portrait of Samonas, σελ. 103. 774 Συν. Θεοφάνη, σελ. 388.8-12· CHEYNET, L’apport arabe, σελ 139.] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]] 772 773
303
Σαμωνά να σχεδιάσει τη φυγή του775. Η βυζαντινή ξενοφοβία εκδηλώθηκε το 1044. Σύμφωνα με τον Bar Hebraeus, η εξαιρετικά αυξημένη επιρροή των ξένων,
μουσουλμάνων
και
χριστιανών,
υποκίνησε
τον
οργισμένο
πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης να εξεγερθεί μπροστά από το αυτοκρατορικό παλάτι776. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος (1042-1055) αναγκάστηκε να διατάξει ότι, όσοι ξένοι είχαν ζήσει στην πρωτεύουσα για τριάντα χρόνια, θα έπρεπε να παραμείνουν μακριά για τρεις μέρες αλλιώς θα τυφλώνονταν. Έτσι, περίπου 100.000 άτομα έπρεπε να αναχωρήσουν. Επιτράπηκε η παραμονή σε περίπου 12.000 από αυτά, καθώς ήταν άτομα εμπιστοσύνης777. Η διήγηση είναι ενδεικτική αλλά προκαλεί αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της, αφού δεν είναι σαφές το όφελος που θα είχε ο αυτοκράτορας με αυτή την ολιγοήμερη απομάκρυνση των ξένων. Εν τούτοις, η αραβική παρουσία στο Βυζάντιο δεν έπαψε. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' στρατολόγησε πολλούς Άραβες, τους κατέταξε σε συγκεκριμένα τάγματα υπό τη διοίκηση στρατηγών της δικής τους φυλής και τους έστειλε να φρουρήσουν τα θέματα της Ανατολής778. Επιπλέον, η περίπτωση του Μιχαήλ Ανεμά και των αδερφών του αποδεικνύει ότι οι Άραβες απόγονοι επιβίωναν σε πολλές γενιές, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του ενδέκατου αιώνα.
Συν. Θεοφάνη, σελ. 369.5-16· Συμεών Μάγιστρος, σελ. 286.300-287.210· Σκυλίτζης, σελ.184.87-97. Για τη χρονολόγηση της φυγής του Σαμωνά βλ. JENKINS, Samonas, σελ. 107108, ο οποίος την τοποθετεί στο 905. Την άποψη ότι για τη φυγή του Σαμωνά ευθύνονται τα αντιαραβικά αισθήματα των Βυζαντινών λόγω πρόσφατων γεγονότων, όπως ήταν η κατάληψη της Σικελίας και η επίθεση του Λέοντος Τριπολίτη εναντίον των βυζαντινών παραλίων, έχει εκφράσει ο TOUGHER, Leo VI, σελ. 215. Πρβλ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Παραδυναστεύοντες, σελ. 184-186. Η άποψή μου είναι πως σε ένα ξενοφοβικό πλαίσιο σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρθηκαν για την προτροπή που είχε δώσει στον πατέρα του, δηλαδή, να μην αλλαξοπιστήσει και να τον περιμένει στην πατρίδα τους και δεδομένων των κατηγοριών για έγκλημα καθοσιώσεως που εκκρεμούσαν εις βάρος του, δικαιολογείται η φυγή του. 776 Bar Hebraeus, σελ. 94 777 Bar Hebraeus, σελ. 94. Αναφέρει ότι ήταν Αρμένιοι, Άραβες και Εβραίοι. 778Σκυλίτζης, σελ. 471.19-20.]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 775
304
Η εμφάνιση των Σελτζούκων στη σκηνή, που επηρέασαν τις βυζαντινομουσουλμανικές
συγκρούσεις
και
τις
σταυροφορίες
του
δωδέκατου αιώνα, δημιουργώντας ρυθμιστικά κράτη μεταξύ των Βυζαντινών και των Αράβων, καθιστά δύσκολη την παρατήρηση νέων αιχμαλώτων πολέμου αραβικής καταγωγής στο Βυζάντιο. Επίσης, οι Βυζαντινές πηγές του δωδέκατου αιώνα, οι οποίες κάνουν γενικές αναφορές σε πολλούς μουσουλμάνους που εντάχθηκαν στο βυζαντινό κράτος, χωρίς καμία εθνική διάκριση, προσθέτουν άλλη μια δυσκολία στον προσδιορισμό του εάν ήταν Τούρκοι ή απόγονοι των Αράβων αιχμαλώτων πολέμου. Η βυζαντινή πολιτική φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις να είναι αποτελεσματική. Όπως αντανακλούν πηγές και από τις δύο πλευρές, κάποιοι από αυτούς τους αιχμαλώτους εντάχθηκαν στο βυζαντινό κράτος και κάποιοι ίσως ενσωματώθηκαν και στη βυζαντινή κοινωνία· αρνήθηκαν το ισλάμ και ασπάστηκαν το χριστιανισμό και το βυζαντινό τρόπο ζωής, σε βαθμό που να αρνηθούν να επιστρέψουν στην προηγούμενη πατρίδα τους, όταν τους δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Κάποιοι από αυτούς ανήλθαν σε υψηλά αξιώματα της βυζαντινής διοίκησης και τα ονόματά τους αναφέρονται συχνά στις βυζαντινές πηγές μέχρι και το δωδέκατο αιώνα. Έτσι, η πρόβλεψη του πατριάρχη Ευθυμίου, η οποία είχε συμπεριληφθεί στην επιστολή του προς τον Λέοντα ΣΤ’, επιβεβαιώθηκε: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα γεμίσεις τους Σαρακηνούς που κρατούνται στο Πραιτώριο με δώρα ..., θα τους ανταμείψεις με λαμπρές θέσεις και σημαντική πρόοδο779.
779
Βίος Ευθυμίου, σελ. 10.
305
Η αντιμετώπιση ομοθρήσκων αιχμαλώτων εκ μέρους των χριστιανών
Φυσικά
οι
αιχμάλωτοι
της
Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας
δεν
προέρχονταν μόνο από τον εχθρό της στο ανατολικό μέτωπο. Το ενδιαφέρον εκεί είναι ιδιαίτερο, καθώς πρόκειται για έναν πολύ ισχυρό εχθρό στη διαμάχη με τον οποίο επεισέρχεται και το ζήτημα της διαφορετικής θρησκείας. Σε αυτό το πλαίσιο θα περίμενε κανείς πως, σε ό,τι αφορά στους ομοθρήσκους των Βυζαντινών αιχμαλώτους ή στους ειδωλολάτρες, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική, καθώς η θρησκεία αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας των αιχμαλώτων. Εδώ τίθεται ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί εύκολα, λόγω της έλλειψης σχετικών πληροφοριών. Μικρές μαρτυρίες, ωστόσο, μπορούν να ρίξουν λίγο φως στο ζήτημα επιτρέποντας να γίνουν και κάποιες υποθέσεις. Έχει γίνει ήδη αναφορά στην εξαγορά του πατρικίου Σισίννιου αλλά και στο ενδιαφέρον του πατριάρχη Νικόλαου Α’ Μυστικού για τους Δυτικούς χριστιανούς αιχμαλώτους της νότιας Ιταλίας780. Μια επιπλέον μαρτυρία προέρχεται από το Liber pontificalis, στο οποίο αναφέρεται πως ο πάπας Ζαχαρίας (741752) μεσολάβησε προκειμένου να εμποδίσει Βενετούς εμπόρους να πωλούν
τους
ομόθρησκούς
τους
χριστιανούς
ως
δούλους
στους
«παγανιστές της Αφρικής», κρίνοντας πως δεν θα ήταν σωστό οι άνθρωποι που έχουν λάβει το βάπτισμα του Χριστού να είναι δούλοι των απίστων781. Και ο πάπας Αδριανός Α’ (772-795) αντιτάχθηκε στην πρακτική της πώλησης χριστιανών ως δούλων σε μουσουλμάνους782. Μεταγενέστερες πηγές φωτίζουν επίσης τη στάση από την πλευρά Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρεται σε ένα αρχαίο κοινό
Βλ. πιο πάνω, σελ. 123. Le Liber pontificalis, σελ. 433. Βλ. και αγγλική μτφρ. DAVIS, Eighth-century popes, σελ. 47· MCCORMICK, European economy, σελ. 626-627, 740, 751-752. 782 Codex Carolinus, σελ. 584-585. Βλ. και πιο πάνω, σελ. 193, σημ. αρ. 466. 780 781
306
δίκαιο δεδομένον ἄνωθεν, σεβαστό όχι μόνο από τους Βυζαντινούς, αλλά και από τους Αλβανούς, Βουλγάρους και Σέρβους, που επέτρεπε μόνο τη λεηλασία των αντιπάλων της ίδιας θρησκείας, απαγορεύοντας την υποδούλωση ή την εκτέλεσή τους μετά τη μάχη783. Με τη λέξη «άνωθεν» υποδηλώνεται, ίσως, ότι το δίκαιο προέρχεται από το Θεό, μας παραπέμπει, όμως, στην έννοια του βυζαντινού δικαίου ως «διεθνούς», όπως προαναφέρθηκε στο πρώτο κεφάλαιο. Έπειτα, υπάρχει και η μαρτυρία του Ιωάννη Καντακουζηνού, ο οποίος αναφέρει ότι οι Βυζαντινοί πωλούσαν ως δούλους μόνο τους μη χριστιανούς784. Σε πρακτικό επίπεδο, ωστόσο, και ο ίδιος αναφέρεται σε περιπτώσεις υποδούλωσης χριστιανών785. Κατά
την
εξεταζόμενη
περίοδο,
μεγάλης
επικινδυνότητας
χριστιανοί αντίπαλοι του Βυζαντίου υπήρξαν οι Βούλγαροι, οι οποίοι, υπό τον Συμεών βρίσκονταν σχεδόν συνέχεια σε πόλεμο με τους Βυζαντινούς, κατά την τελευταία δεκαετία του ένατου και τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του δέκατου αιώνα786. Μια τέτοια μακρά περίοδος εχθροπραξιών, κατά την οποία οι Βούλγαροι κατέστρεψαν μια μεγάλη περιοχή των βόρειων αυτοκρατορικών επαρχιών, είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη χιλιάδων κρατουμένων, ιδιαίτερα Βυζαντινών. Τη σημασία της θρησκείας μαρτυρεί και το Χρονικό του 811787. Οι ειδικοί έχουν αποφανθεί για το γεγονός της αλλοίωσης του περιεχομένου του Χρονικού μετά τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων το 864788. Ένα εμβόλιμο χωρίο που αφορά σε Βυζαντινούς στρατιώτες αιχμαλώτους αναφέρει πως πολλοί τε τῶν ζωγρηθέντων Ῥωμαίων, μετὰ τὸ καταλυθῆναι τὸν πόλεμον ἠναγκάσθησαν
Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, σελ. 116.5-11. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] Ιωάννης Καντακουζηνός, σελ. 497.13-15. 785 Ιωάννης Καντακουζηνός, σελ. 493. 7-10. 786 BROWNING, Byzantium and Bulgaria, σελ. 54-69· RUNCIMAN, First Bulgarian Empire, σελ. 143183. ## ## # ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] # ## ## ## ## ## ## ## ## # ## # ## ## ## ## ## ## ### 787 Χρονικό του 811, σελ. 216.93-97 και σελ. 248-249. 788 SOPHOULIS, Byzantium and Bulgaria, σελ. 23-24. 783 784
307
ὑπὸ τῶν ἀθέων Βουλγάρων, οὔπω τότε βαπτισθέντων, ἀρνήσασθαι τὸν Χριστὸν καὶ τῆς ἐθνικῆς καὶ Σκυθικῆς πλάνης μεταλαβεῖν789. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αναφορά στη σύλληψη στρατιωτών με σκοπό να παραμείνουν σε αιχμαλωσία. Αντιθέτως το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’ αναφέρει το μαρτύριο των Βυζαντινών στρατιωτών που δεν αρνήθηκαν το θρήσκευμά τους790. Οι επιστολές του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού στον Βούλγαρο ηγεμόνα, δίνουν μια εικόνα των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων τού πολέμου αυτού. Στις επιστολές του ο Νικόλαος κλιμακωτά προτρέπει τον Συμεών, τον παρακαλεί και τέλος φτάνει ακόμα και να τον απειλήσει με αφορισμό, γιατί ο ίδιος αἴτιος ὑπήρχεν τῆς τῶν αἴμάτων ἐκχύσεως. Παρέχει επανειλημμένως καταθλιπτικές περιγραφές των άθλιων αμάχων που σφαγιάστηκαν ή που αιχμαλωτίστηκαν και κάθε επιστολή ξεκινά με τα
δάκρυα
χριστιανών791.
του
Νικολάου
για
το
αμοιβαίο
αιματοκύλισμα
των
Η κοινή θρησκεία που ενώνει τους δυο λαούς είναι το
σημείο που τονίζεται περισσότερο μέσα στο κείμενο των επιστολών792. Η εικόνα που σκιαγραφεί ο βυζαντινός πατριάρχης επιβεβαιώνει τις
πληροφορίες
που
παρέχονται
από
τον
πατρίκιο
Λέοντα
Χοιροσφάκτη793, ο οποίος είχε σταλεί παλαιότερα στον Συμεών ως πρεσβευτής από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Η αποστολή του ήταν σημαντική και δύσκολη. Αφορούσε στη συμφωνία με τον, ηττημένο από τους Ούγγρους, Συμεών, το 895-6, για την αποκατάσταση της ειρήνης και την επίτευξη της απελευθέρωσης -όχι εξαγοράς- των Βυζαντινών Χρονικό του 811, σελ. 216.81-85. Μηνολόγιο Βασιλείου, σελ. 517. Βλ. εικόνα 8 στο Παράρτημα. 791 Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, σελ. 54-56. SOPHOULIS, Byzantium and Bulgaria, σελ. 25. 792 SIMEONOVA, Nichola’s Mysticus Letters, σελ. 89-94. 793 Να μη συγχέεται με τον Λεόντα Χοιροσφάκτη, ἄρχοντα τῶν ἐξκουβίτων, τον οποίο απελευθέρωσε από την αιχμαλωσία και παρέδωσε στην οικογένειά του ο Ρωμανός Γ’ το 1030, βλ. PBW, Leon 104. Πρβλ. Σκυλίτζης, σελ. 380. 92-93, 383. 95-96. Σφραγίδα του εν λόγω Λέοντα με την επιγραφή Σφραγίς Λέοντος εἰμὶ / τοῦ Χοιροσφάκτου στο JORDANOV, Corpus ΙΙ, αρ. 751. 789 790
308
αιχμαλώτων πολέμου από τον Συμεών μετά τη νίκη του επί των Βυζαντινών στο Βουλγαρόφυγον το 896794. Η ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου δεν ήταν μια καινούργια πρακτική ανάμεσα στους δυο λαούς. Υπάρχει από την εποχή του παγανιστή ηγεμόνα των Βουλγάρων, Ομουρτάγκ (814-831), όπως μαρτυρείται από την επιγραφή με τους όρους της συνθήκης των 30 ετών 814/815, που έθεσε τέλος σε μια μακρά περίοδο εχθροπραξιών, αρχομένων το 807795. Εδώ, όπως και στις περιπτώσεις που εξετάστηκαν παραπάνω και αναφέρονται στους Άραβες, υπάρχει μια διάκριση στην ανταλλακτική αξία των αξιωματικών του Βυζαντίου - η κατάσταση της επιγραφής δεν επιτρέπει, δυστυχώς, να έχουμε μια ιδέα της αξίας αυτής - των απλών στρατιωτών που επρόκειτο να ανταλλαχθούν ένας προς έναν (ψυχή με ψυχή), ή των αμάχων που αιχμαλωτίστηκαν μέσα στα κάστρα, η αξία των οποίων ήταν συνολικά 2000 νομίσματα796. Επιπλέον, υπάρχουν άλλες δύο μαρτυρίες του δέκατου αιώνα. Η πρώτη προέρχεται από τη Συνέχεια του Θεοφάνη. Εκεί πληροφορούμαστε για το ταξίδι του μοναχού και μετέπειτα ρέκτορα Ιωάννη στη Βουλγαρία προφάσει ποιῆσαι τὸ ἀλλάγιον μεταξύ Βυζαντινών και Βούλγαρων797. Η δεύτερη βρίσκεται σε επιστολή του Νικολάου Μυστικού προς τον Συμεών. Ο πατριάρχης θεωρεί την πρόταση για ανταλλαγή κρατουμένων που έκανε ο Συμεών μια τραγική εξέλιξη μεταξύ χριστιανών που είναι σαν τα μέλη ενός σώματος. Αποδίδει την κατάσταση σε έργο του «κακού», αλλά τελικά αναγγέλλει τη
Λέων Χοιροσφάκτης, Ἐπιστολαὶ, αρ. 32, σελ.113-115· KΥΡΙΑΚΗΣ, Βυζάντιο και Βούλγαροι, σελ. 211-212. 795RUNCIMAN, First Bulgarian Empire, σελ. 70-72· SOPHOULIS, Byzantium and Bulgaria, σελ. 4547. 796 BESEVILIEV, Protobulgarischen Inschriften, σελ. 190. Σύμφωνα με τον TREADGOLD, Τhe Bulgars’ Treaty, σελ. 213-220, η σύναψη της συμφωνίας έγινε το 816. Βλ. και Βλ. DITTEN, Ethnische, σελ. 88-89, 303-304, 355· KΥΡΙΑΚΗΣ, Βυζάντιο και Βούλγαροι, σελ. 199-203. 797 Συν. Θεοφάνη, σελ. 419.15-17. Πρβλ. Σκυλίτζης, σελ. 225: καὶ ἀλλάγιον μετ’ αὐτῶν ἐποιήσατο, μηδενός χρήματος φεισαμένου τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν τῶν αἰχμαλώτων ἀνάρρυσιν. 794
309
σύμφωνη γνώμη της βυζαντινής πλευράς σε αυτή την ανταλλαγή, η οποία θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει τη διαδικασία των ανταλλαγών798. Το 853 είχε γίνει, εξάλλου, πάλι ανταλλαγή, που αυτή τη φορά αφορούσε στην αδερφή του Βούλγαρου ηγεμόνα Βόρι με έναν εξέχοντα μοναχό ονόματι Θεόδωρο Κουφαρά ἀξιολόγου τινὸς ἀνδρός τῷ πολιτεύματι, ο οποίος όπως προκύπτει από τις πηγές είχε μυήσει τον Βόρι στο χριστιανισμό
. Είναι λοιπόν σαφές ότι
799
μια τέτοια διαδικασία είχε υπάρξει μεταξύ των δύο χριστιανών αντιπάλων. Ως εκ τούτου, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η πρόταση του Χοιροσφάκτη κάνει λόγο για απελευθέρωση των αιχμαλώτων και όχι για ανταλλαγή. Μια σκέψη θα ήταν ότι οι Βυζαντινοί είχαν έλλειψη Βούλγαρων αιχμαλώτων, γεγονός που δεν επέτρεπε στον πρεσβευτή τους να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις σχετικές με μια ανταλλαγή. Η προηγούμενη μαρτυρία όμως της επιγραφής με την αναφορά σε κάποιο αλλάγιο θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση την άποψη αυτή. Σύμμαχοι των Βυζαντινών στον πόλεμο με τους Βουλγάρους ήταν οι Ούγγροι, οι οποίοι με τη νίκη τους συνέλαβαν και μεγάλο αριθμό Βουλγάρων
αιχμαλώτων.
Για
την
εξαγορά
των
τελευταίων
δεν
απευθύνθηκαν στον Συμεών, αλλά στον Βυζαντινό αυτοκράτορα και μέχρι πρότινος σύμμαχό τους, Λέοντα ΣΤ’. Ο αυτοκράτορας πλήρωσε τα λύτρα
της
εξαγοράς
και
μετέφερε
τους
αιχμαλώτους
στην
Κωνσταντινούπολη800. Το μόνο προφανές κέρδος για το Βυζάντιο από μια τέτοια εξαγορά θα ήταν η συγκέντρωση ενός σημαντικού αριθμού αιχμαλώτων, τους οποίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως μέσο
Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, αρ. 20, σελ. 140.169-173. Συν. Θεοφάνη, σελ. 162.-163· Σκυλίτζης, σελ. 90. 58-60: προμυθέντος (Βουγλάρων ἀρχηγοῦ) ἤδη παρά τοῦ Κουφαρᾶ τὰ θεῖα μυστήρια […] τοῦ ἀλλαγίου δε γενομένου καὶ τῆς γυναικὸς ἀποδοθείσης τῷ ἀδελφῷ, ἀντιδοθέντος δὲ τῇ δεσποίνῃ τοῦ Κουφαρᾶ. 800 KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 608. 798 799
310
για διαπραγμάτευση με τον αντίπαλό τους. Ένα μέσο που πράγματι χρησιμοποίησαν, επικρατήσουν
αφού
των
οι
Βούλγαροι
Ούγγρων
με
τη
κατόρθωσαν βοήθεια
αργότερα
των
να
Πετσενέγων.
Ικανοποιώντας την απαίτηση του Συμεών για την επιστροφή του σημαντικού αυτού αριθμού αιχμαλώτων, οι Βυζαντινοί κατάφεραν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις μαζί του, διαπραγματεύσεις που όμως δεν απέδωσαν κανέναν καρπό, καθώς, αμέσως μετά την παραλαβή των εν λόγω αιχμαλώτων, ο Συμεών ξεκίνησε νέες επιδρομές στη βυζαντινή επικράτεια, με αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά ο αριθμός και των δικών του, Βυζαντινών αιχμαλώτων801. Οι αιχμάλωτοι που κρατούσε στα χέρια του ο τσάρος λειτούργησαν ως μέσο άσκησης πίεσης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία802. Παράλληλα απέφεραν και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον Βούλγαρο ηγεμόνα, με το οποίο θα μπορούσε να αποκαταστήσει τις καταστροφές που έγιναν στα εδάφη του από τους Ούγγρους803. Γίνεται φανερό πως ο Λέων Χοιροσφάκτης είχε μια πολύ δύσκολη αποστολή,
όταν
επεδίωκε
την
απελευθέρωση
των
Βυζαντινών
αιχμαλώτων. Ωστόσο, πέτυχε την ολοκλήρωση της αποστολής του, γράφοντας στον Βούλγαρο ηγέτη μια σειρά επιστολών, αποδεικνύοντας τις άριστες διπλωματικές του ικανότητες804. Το αποτέλεσμα ήταν, εκτός από τη σύναψη ειρήνης με τον Συμεών, η απόδοση 120.000 αιχμαλώτων
Συν. Θεοφάνη, σελ. 359.2-16· Λέων Χοιροσφάκτης, Ἐπιστολαὶ, σελ. 26-31· Συμεών Μάγιστρος, σελ. 276.116-277.132· Σκυλίτζης, σελ. 177: καὶ φρυαττόμενος (Συμεών) ἐγραψε πρὸς τὸν βασιλέα, μὴ πρότερον ποιῆσαι εἰρήνην, πρὶν ἀν ἀπολήψεσθαι τοὺς αἰχμαλώτους Βουλγάρους. ἐπένευσε πρὸς τοῦτο ὁ βασιλεύς. ἤλθεν οὐν μετὰ τοῦ Χοιροσφάκτου Θεόδωτός τις οἱκείος ὥν τῷ Συμεών, καὶ παρειλήφει πάντας. Πρβλ. TOUGHER, Leo VI, σελ. 179-180· STEPHENSON, Balkan Frontier, σελ. 23-24. 802 Λέων Χοιροσφάκτης, Ἐπιστολαὶ, σελ. 31-2· Συμεών Μάγιστρος, σελ. 277.127-128. 803 KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 609. Η τιμή για έναν ενήλικα δούλο ανερχόταν στα 20 νομίσματα και στα 60-70 για όσους είχαν γνώσεις κάποιας τέχνης. Οι επιφανείς αιχμάλωτοι δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον υπολογισμό. Βλ. σχετικά HADJINICOLAU-MARAVA, Recherches, σελ. 90. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 804 Λέων Χοιροσφάκτης, Ἐπιστολαὶ, αρ. 1-14, σελ. 77-91. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 801
311
πολέμου χωρίς λύτρα. Ο αριθμός αυτός φαίνεται υπερβολικός, είναι όμως ο αριθμός που αναφέρεται από τον ίδιο τον Λέοντα Χοιροσφάκτη σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ', ο οποίος σίγουρα μπορούσε να εξακριβώσει την εγκυρότητα του ισχυρισμού αυτού805. Ο Συμεών, μέσα από αυτή τη χειρονομία, υπέστη μια μεγάλη χρηματική ζημία που επηρέασε σίγουρα σοβαρά την οικονομία του. Δικαίως αναρωτιέται κάποιος, αν η απόφασή του οφείλεται απλώς και μόνο στην ευγλωττία του Βυζαντινού πρέσβη. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε τις ρήτρες της συνθήκης που υπέγραψαν ο Λέων ΣΤ’ και ο Συμεών. Προκύπτει, όμως, από τη διασταύρωση άλλων μαρτυριών, ότι ο Συμεών έλαβε
ανταμοιβή
με
τη
μορφή
ετήσιας
πληρωμής806.
Επιπλέον,
συμφωνήθηκε η διατήρηση της ειρήνης για τα επόμενα χρόνια της βασιλείας του Λέοντος ΣΤ’ με την ανάλογη τυπική καταβολή του ετήσιου ποσού που είχε συμφωνηθεί. Στις εθιμοτυπικές διακρίσεις, που το βυζαντινό
πρωτόκολλο
επεφύλασσε
στους
απεσταλμένους
των
Βουλγάρων στην Κωνσταντινούπολη, είναι εμφανής η τάση της αυτοκρατορικής κυβέρνησης να κολακεύει τη ματαιοδοξία του Βούλγαρου ηγεμόνα. Ενδεχομένως, λοιπόν, ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας να ήταν
και
η
ανταπόδοση
στις
εκκλήσεις
του
Χοιροσφάκτη
για
φιλανθρωπία, ένα από τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της χριστιανικής αυτοκρατορικής εξουσίας, δηλαδή του Βυζαντινού αυτοκράτορα που θα έπρεπε να συμμερίζεται και ο Συμεών ως Βούλγαρος ηγεμόνας. Η τάση
Λέων Χοιροσφάκτης, Ἐπιστολαί, αρ. 23, σελ. 113.3.8. Βλ. KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 609 · LUTTWAK, The Grand Strategy, σελ. 195-196. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]] 806Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί, αρ. 6, σελ. 38-42. Στην επιστολή γίνεται λόγος για τη συμφωνία και τις υποχρεώσεις του βυζαντινού κράτους, σελ 40: καὶ τελαθὼς ἐξ ἀρχῆς καὶ τ τῆς Ῥωμαϊκῆς βασιλείας ὡς ἔθος πρὸς σὲ στελλόμενα μέχρι τῆς Δεβελτοῦ ἐκεῖθέν τε διὰ τῶν ὑμετέρων ἀνθρώπων κομίζεσθαι πρὸς τὴν σὴν ἐξουσίαν, καὶ ἀρκεῖσθαι τούτων οὕτω γινομένων καὶ μηδὲν πλέον ἐπιζητεῖν, μηδὲ τὴν τῶν βασιλικῶν ἀνθρώπων πρὸς σὲ ἄφιξίν τε καὶ προσκύνησιν. Η τακτική καταβολή της χορηγίας αναφέρεται και στο Βίος Ευθυμίου, κεφ. 15, σελ. 53-54· KΥΡΙΑΚΗΣ E., Βυζάντιο και Βούλγαροι, σελ. 211-212· KOLIADERMITZAKI, Some remarks, σελ. 609. 805
312
του να μιμείται και να αντικαθιστά τον Βυζαντινό αυτοκράτορα ως επικεφαλής της χριστιανικής oικουμένης, ως Βασιλέα Ρωμαίων και Βουλγάρων807, θα είχε ικανοποιηθεί από αυτή τη χριστιανική και ανθρώπινη χειρονομία, η οποία συνοδευόταν και από μια επιπλέον ανταμοιβή. Σημαντικό για τη μελέτη του ζητήματος των αιχμαλώτων είναι και το γεγονός της μαρτυρίας του αριθμού των αιχμαλώτων. Ο τεράστιος αριθμός που συνελήφθη κατά τη διάρκεια ενός πολέμου που διήρκεσε λιγότερο από δύο χρόνια (894-896) και στη διάρκεια του οποίου δεν αναφέρεται άλωση καμίας πόλης, παρά μόνο λεηλασία της υπαίθρου και ήττα του Βυζαντινού στρατού στη μάχη κοντά στο Βουλγαρόφυγον, το 896, καθιστά ένα μέτρο σύγκρισης, για να κρίνουμε την εγκυρότητα του αριθμού των αιχμαλώτων που πληροφορούμαστε σε άλλες περιπτώσεις. Εν προκειμένω, αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει είναι πως ένας τεράστιος αριθμός αιχμαλώτων σώθηκε και υπέμεινε τις κακουχίες της αιχμαλωσίας για ένα συγκριτικά σύντομο χρονικό διάστημα, το πολύ δύο ετών. Όσον αφορά στη στάση των Βυζαντινών προς τους χριστιανούς αιχμαλώτους κατά την υπό εξέταση περίοδο, τα αποδεικτικά στοιχεία είναι λιγοστά. Μια αναφορά σε επιστολή, γραμμένη από τον Θεόδωρο Δαφνοπάτη στο όνομα του Ρωμανού Α’ προς τον Συμεών, ίσως να είναι ενδεικτική
μιας
διαφορετικής
συμπεριφοράς
αναφορικά
με
τους
Βυζαντινούς και τους Βουλγάρους: Για ποιο λόγο οι δικοί σας και οι δικοί μας υπήκοοι οι μεν να υποφέρουν στην αιχμαλωσία και στις φυλακές και δε να μετατρέπονται σε δούλους και να δίνονται ακόμα και σε άπιστα
807
OBOLENSKY, The Byzantine Commonwealth, σελ. 105.
313
έθνη από εσάς808; Αφήνεται να εννοηθεί, εδώ, πως η διαφορά μεταξύ των δύο αντιπάλων ήταν πως οι Βούλγαροι πωλούσαν τους Βυζαντινούς αιχμαλώτους τους ως δούλους ακόμη και σε «άπιστους» λαούς, ενώ οι Βυζαντινοί δεν έπρατταν το αντίστοιχο. Ίσως εννοεί ότι τους διατηρούσαν σε φυλακές για ανταλλαγή ή εξαγορά, πιθανότατα σύμφωνα με την απαγόρευση που αναφέρεται
αργότερα από τον Γρηγορά και τον
Καντακουζηνό. Όμως, στις αρχές του δέκατου αιώνα, η επίδραση του χριστιανικού δόγματος στα παλιά βουλγαρικά έθιμα ήταν προφανώς ακόμα χαλαρή809. Ο Ιωάννης Α’ Τζιμισκής μια τέτοια αρχή χρησιμοποίησε όταν
αποφάσισε
να
ελευθερώσει
τους
Βουλγάρους
και
Ρώσους
αιχμαλώτους που είχε συλλάβει ο στρατός του στην Πρεσλάβα το 971, ισχυριζόμενος πως είχε πάει για να τους ελευθερώσει και όχι να τους υποδουλώσει810. Δεν πρέπει να υποτιμηθούν τα πολιτικά κίνητρα που σίγουρα επηρέασαν μια τέτοια απόφαση. Πρόκειται, όμως, για μια συμπεριφορά προς χριστιανούς και παγανιστές που δε θα εφαρμοζόταν προς τους μουσουλμάνους. Ἀλλάγιον, μάλιστα, μαρτυρείται και με τους Ούγγρους το 934, όταν ο πατρίκιος Θεοφάνης στάλθηκε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα πρὸς τὴν τῶν αἰχμαλώτων ἀνάρρυσιν811. Το τέλος του δέκατου και η αρχή του ενδέκατου αιώνα σημαδεύτηκαν από τον τρίτο μεγάλο βυζαντινό-βουλγαρικό πόλεμο (9761018), με πρωταγωνιστές τον Βασίλειο Β’ και τον Σαμουήλ, έναν πόλεμο Θεόδωρος Δαφνοπάτης, Επιστολές, αρ.7, σελ. 94: Ἴνα τί ἀμφοτέρων ἡμῶν ὁ λαός, οἱ μἐν ἐν αἰχμαλωςὶα καὶ φυλακαῖς καταθλίβονται, οί δὲ καἰ πρὸς δουλείαν παρ' ὑμῖν ἀπίστοις ἐθνεσιν ἐξεδόθησαν; 809 KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks, σελ. 609-610. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 810 Σκυλίτζης, σελ. 277 και 297.81-84: τούτῳ δὲ ὁ βασιλεὺς φιλανθρώπως ἐχρήσατο, αὐτόν τε βασιλέα Βουλγάρων ἀποκαλῶν, καὶ πάντας τοὺς ἁλισκομένους Βουλγάρους ἀνέτους ἀφιεὶς καὶ ἐλευθέρους, ὅπῃ καὶ βούλοιντο, ἀπιέναι, οὐκ ἐπὶ δουλείᾳ φάσκων Βουλγάρων, ἀλλ’ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ μᾶλλον ἀφίξεσθαι, Ῥῶς δὲ μόνους γινώσκειν ἐχθροὺς καὶ τούτοις χρῆσθαι ὡς πολεμίοις. Βλ. RUNCIMAN, First Bulgarian Empire, σελ. 211-212· TOUGHER, Leo VI, σελ. 175-176· STEPHENSON, Balkan Frontier, σελ.58. 811 Συν. Θεοφάνη, σελ. 422-423· Σκυλίτζης, σελ. 228.82-84: ἀπεστάλη γοῦν ὁ πατρίκιος Θεοφάνης καὶ πρωτοβεστιάριος, καὶ ἀλλάγιον μετ’ αὐτῶν ἐποιήσατο, μηδενὸς χρήματος φεισαμένου τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν τῶν αἰχμαλώτων ἀνάρρυσιν. 808
314
στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν και από τους δύο αντιπάλους σφοδρές αιματοχυσίες, λεηλασίες, συλλήψεις αιχμαλώτων σε μεγάλη
κλίμακα,
καθώς
και
μετακινήσεις
των
κατοίκων
των
πολιορκημένων κάστρων και πόλεων. Η πλάστιγγα έγερνε πότε υπέρ της μίας και πότε υπέρ της άλλης πλευράς. Ο Σαμουήλ είχε μάλιστα εγκαταστήσει στην Πελαγονία, την Πρέσπα και την Αχρίδα πολλούς Βυζαντινούς αιχμαλώτους αλλά και Αρμενίους, από τους οποίους οι πιο επιφανείς
ήταν
οι
γιοι
του
αρμενικής
καταγωγής
Βυζαντινού
αξιωματούχου Βασιλείου Αποκάπη812. Νωρίτερα είχε αιχμαλωτισθεί και ο πατρίκιος και δούκας της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Χάλδος, ο οποίος παρέμεινε στη φυλακή επί είκοσι δύο χρόνια813. Η τελευταία πράξη του πολέμου αυτού, που διήρκεσε σαράντα έτη, ήταν η τύφλωση, κατ' εντολή του Βασιλείου, ενός τεράστιου αριθμού Βουλγάρων αιχμαλώτων, 14.000 ή 15.000, σύμφωνα με τον Σκυλίτζη και τον Κεκαυμένο, μετά την ήττα τους στη μάχη του Κλειδίου, το 1014814. Η μάχη στο Κλειδί ήταν αποφασιστικής σημασίας για την υποταγή των Βουλγάρων. Οι Βυζαντινοί χώρισαν τους αιχμαλώτους σε ομάδες των εκατό, και ανά χίλιους τους οδήγησαν σε ειδικό χώρο του στρατοπέδου, όπου, αφού τους έδεσαν, με πυρωμένες στη φωτιά σιδερένιες βέργες τύφλωσαν τους ενενήντα εννέα και από τα δύο τους μάτια, ενώ τον εκατοστό μόνο από το ένα, ούτως ώστε να χρησιμεύσει, ως οδηγός των υπολοίπων. Αμέσως μετά την τιμωρία τους οι αιχμάλωτοι αφέθηαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο αυτοκράτορας αντιμετώπισε τους συλληφθέντες αυτούς, όχι ως αιχμαλώτους πολέμου υπόλογους στις αρχές που διέπουν το δίκαιο του πολέμου, αλλά ως Βυζαντινούς υπηκόους, οι οποίοι είχαν
Σκυλίτζης, σελ. 363.54-56· Ψελλός, Χρονογραφία, σελ. 312-314· Ατταλειάτης, σελ. 66. Πρβλ. Βίος Νίκωνος «Μετανοείτε», σελ. 140-142, 166-168· PBW, Basileios Apokapes 101.] 813 Σκυλίτζης, σελ. 347.81-82· PmbZ, αρ. 23166. ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 814 Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, σελ. 168.19-22· Σκυλίτζης, σελ. 349.35-37. Βλ. και RUNCIMAN, First Bulgarian Empire, σελ. 241. 812
315
επαναστατήσει και έπρεπε να τιμωρηθούν σύμφωνα με το εσωτερικό βυζαντινό δίκαιο σχετικά με τους αποστάτες815. Αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, σύμφωνα με τη βυζαντινή νομοθεσία που προέβλεπε ως ποινή κολασμού τόσο την τύφλωση όσο και τον ακρωτηριασμό για κάθε βυζαντινό πολίτη που θα προέβαινε σε επαναστατική ενέργεια, συνωμοσία ή στάση κατά της νόμιμης βυζαντινής εξουσίας, φορέας της οποίας ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας816. Σε κάθε περίπτωση με αυτή την κίνηση ο αυτοκράτορας πέτυχε να απαλλαγεί από το αξιόμαχο μέρος του στρατού των Βουλγάρων, να επιδείξει την αναμφισβήτητη ισχύ του αλλά και ένα είδος ευσπλαχνίας, αφού επέλεξε να μην σκοτώσει τους αιχμαλώτους αλλά να τους αφήσει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Υπάρχουν επίσης πολύ μεταγενέστερα αποσπάσματα, σχετικά με τη στάση απέναντι στους χριστιανούς φυλακισμένους. Ένα από αυτά μεταφέρεται αυτολεξεί από τον Νικήτα Χωνιάτη, αναφέροντας μια διαμαρτυρία προς τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’Άγγελο από τον Νορμανδό βασιλιά, Γουλιέλμο Γ’, μετά την ήττα του στρατού των Νορμανδών από τον Αλέξιο Βρανά (Νοέμβριος 1185). Η ήττα αυτή ακολούθησε την πολιορκία και λεηλασία της Θεσσαλονίκης που είχε συντελεστεί από τους Νορμανδούς τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Ο Γουλιέλμος διαμαρτυρόταν ενάντια στις βάναυσες συνθήκες κράτησης που υπέμεναν οι άνδρες του στις Βυζαντινές φυλακές. Οι αιχμάλωτοι αριθμούσαν τους 4000, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Richard, ναύαρχος του στόλου των Νορμανδών και ο Alduin, αρχιστράτηγος του στρατού των Νορμανδών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι αιχμάλωτοι είχαν μείνει χωρίς τροφή. Φιλάνθρωποι πολίτες που τους επισκέπτονταν, τους έδιναν ένα κομμάτι ψωμί. Έτσι, πέθαιναν
ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, σελ. 169-170· ΧΡΥΣΟΣ, Νόμος πολέμου, σελ. 207208. 816 Εκλογή, σελ. 230.17.15· Ο. ΛΑΜΨΙΔΗΣ, Ἡ ποινὴ τῆς τυφλώσεως παρὰ τοῖς Βυζαντινοῖς, Αθήνα 1949· ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Ποινές, 31-32· LUTTWAK, The Grand Strategy, σελ. 193-194. STOURAITIS, Byzantine War, σελ. 102-104.]]]] 815
316
στη φυλακή. Ο Ισαάκιος άφηνε αυτούς, όπως και τόσους άλλους άνδρες, να πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο χωρίς ρούχα. Είναι αλήθεια ότι πολέμησαν εναντίον των Βυζαντινών, σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου, αλλά ήταν χριστιανοί, δοσμένοι στα χέρια του αυτοκράτορα από τον Θεό. Ο Ισαάκιος δεν συγκινήθηκε από την έκκληση αυτή και άφησε τους Νορμανδούς αιχμαλώτους να πεθαίνουν και να μεταφέρονται στους τάφους τους, ανά δύο ή ανά τρεις, πολλές φορές την ημέρα817. Με βάση αυτό το απόσπασμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι χριστιανοί περίμεναν σε γενικές γραμμές καλύτερη αντιμετώπιση καθώς και καλύτερες συνθήκες κράτησης και από τις δύο πλευρές. Η περιγραφή της άλωσης της Θεσσαλονίκης και των αγριοτήτων που διαπράχθηκαν από τους Νορμανδούς, ακόμη και στο εσωτερικό των ναών, κατά τη διάρκεια και μετά την άλωση, που δίνεται από τον αυτόπτη μάρτυρα Ευστάθιο, Αρχιεπίσκοπο της πόλης, δείχνει εντέλει ότι η κοινή θρησκεία δεν ήταν εγγύηση καλής αντιμετώπισης στη διάρκεια του πολέμου και της περιόδου μετά από αυτόν818. Το γεγονός ότι ο Νικήτας Χωνιάτης κάνει ειδική αναφορά στην τύχη των Νορμανδών αιχμαλώτων, σαν να ξαφνιάζεται, δείχνοντας συμπόνια για αυτούς και αποδοκιμασία προς τον αυτοκράτορα, ίσως υποδεικνύει ότι το γεγονός να αφήνουν τους κρατούμενους πολέμου να πεθαίνουν από το κρύο και την πείνα σε σημαντικούς αριθμούς κάθε μέρα ήταν μια ασυνήθιστη συμπεριφορά819. Συνεπώς, αν και το επιχείρημα της κοινής θρησκείας αναφέρεται συχνά από τις αντίπαλες πλευρές, και ιδιαιτέρως όταν υπάρχει ανάγκη να επιτευχθεί μια συμφωνία, η μεταχείριση των αιχμαλώτων ανάμεσα σε ομόθρησκα κράτη, δεν φαίνεται να ήταν καλύτερη από αυτή προς τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους. Νικήτας Χωνιάτης, σελ. 363.18-364.44. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, σελ. 104, 110, 114. ]] ] ]]]] ]]]] ]] ]] ]]]] ]] ] ]]] ]]]] ] ]]]] 819 Πάντως, μαρτυρία από την Άννα Κομνηνή, ΙΙ, 53.22-28, αναφέρεται στην άργια μεταχείρση Βενετών αιχμαλώτων από τον Ροβέρτο Γυισκάρδο. 817 818
317
Συμπεράσματα «Το τέλος της εξερεύνησής μας θα είναι όταν φτάσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε και θα ανακαλύψουμε το μέρος για πρώτη φορά» γράφει ο T. S. Eliot820. Με αυτή τη σκέψη, προκειμένου να συναχθούν τα συμπεράσματα, επιχειρείται επιστροφή στον κάθε θεματικό άξονα που άπτεται του ζητήματος των αιχμαλώτων πολέμου και δίνεται από τον τίτλο της διατριβής. Η μελέτη μιας μεσαιωνικής κοινωνίας, όπως η βυζαντινή, η οποία εξελίσσεται μέσα σε ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον, μπορεί να φωτίσει και να αναδείξει πολλές πλευρές της ανάπτυξης των θεσμών που τη θεμελιώνουν. Μέσα από αφηγηματικές, νομικές, αγιολογικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες αναλύθηκε το ζήτημα των αιχμαλώτων πολέμου από τον έκτο έως τον ενδέκατο αιώνα. Με τη ρωμαϊκή κληρονομιά πάντα ως παρακαταθήκη, το Βυζάντιο βρέθηκε στο κέντρο των αλλαγών σε επίπεδο γεωπολιτικό και ιδεολογικό. Το εύρος των αιώνων που μελετήθηκαν επέτρεψε την επισκόπηση του ζητήματος γύρω από την αντιμετώπιση των αιχμαλώτων πολέμου, τόσο στις περιόδους στρατιωτικής ανάπτυξης όσο και
αναδίπλωσης της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Η εξέλιξη του ζητήματος διαπιστώθηκε πως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική σκηνή στο επίπεδο που αφορά στη μεταχείρισή τους, τα δικαιώματα και τη διπλωματία που εκτυλίχθηκε γύρω τους.
820
T. S. Eliot, Little Gidding, στο Four Quartets, New York 1943.
318
To Κράτος: Η
κρατική
εξουσία
έχει
κυρίαρχο
ρόλο
στο
ζήτημα
των
αιχμαλώτων. Αν και το πρόβλημα δεν την απασχόλησε εξαρχής, εξελικτικά έδρασε σε νομοθετικό και διπλωματικό επίπεδο. Στη διάρκεια του πέμπτου και έκτου αιώνα, ενώ συνεχιζόταν η ισχύς του παραδοσιακού ρωμαϊκού δικαίου και του ius postliminium, παρατηρούνται εξελίξεις. Η διάταξη του Ονωρίου επέτρεψε στον αιχμάλωτο ο οποίος έχει αγοραστεί από έναν τρίτο να εξαγοράζεται από τον τελευταίο, ενώ σημαντικές καινοτομίες στο ζήτημα των αιχμαλώτων έφερε η ιουστινιάνεια νομοθεσία. Το 536 με τη Νεαρά 22 αίρεται η λύση του γάμου για λόγους διαφορετικής πολιτειακής κατάστασης ανάμεσα στους συζύγους, αναδεικνύοντας τη συνάφεια ανάμεσα στο το πολιτειακό status του αιχμαλώτου και της οικογενειακής του κατάστασης. Δύο ακόμα νεαρές το 544 και το 545 αναγνώρισαν την πράξη της εξαγοράς των χριστιανών οι οποίοι βρίσκονταν σε αιχμαλωσία. Πολλά ζητήματα σχετικά με την αιχμαλωσία των Βυζαντινών υπηκόων προσπάθησε να λύσει και η νομοθεσία του όγδοου αιώνα. Η μελέτη των νόμων οδηγεί στην κατανόηση των καταστάσεων τις οποίες έρχονταν να διευθετήσουν και τις ανάγκες που εξυπηρετούσαν. Η αντιμετώπιση των αιχμαλώτων από τον περσικό εχθρό δεν φαίνεται να δημιουργούσε νομικά ζητήματα σε σχέση με το status των αιχμαλώτων, καθώς δεν επρόκειτο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οι συνεχείς πόλεμοι με τους Άραβες, το νέο εχθρό της Αυτοκρατορίας στη Μεσόγειο τον έβδομο αιώνα, και η απειλούμενη ύπαρξή της συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ταυτότητας του ελεύθερου χριστιανού Βυζαντινού, στην οποία ενυπάρχουν το χρέος και η ευθύνη της εξαγοράς των αιχμαλώτων πολέμου από μέλη της κοινότητάς τους. Τον όγδοο αιώνα το Κράτος ήλθε ενεργά να αναλάβει μέρος αυτής της ευθύνης μεριμνώντας για τους υπηκόους του λύνοντας προβλήματα που είχαν προκύψει από το γεγονός 319
της αιχμαλωσίας. Έτσι, η νομοθεσία προσπάθησε να ρυθμίσει το καθεστώς του Βυζαντινού αιχμαλώτου ορίζοντας τη διατήρηση του πολιτικού status του μέσα στην Αυτοκρατορία, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Ανάμεσα στους άλλους τρόπους απελευθέρωσης, με αυτόν τον αντίπαλο εγκαινιάστηκε η καινοτομία των ἀλλαγίων, για τα οποία δεν απαιτούνταν χρηματική συναλλαγή. Η πρώτη τέτοια επαφή για την οποία έχουμε στη διάθεσή μας τη μαρτυρία του Θεοφάνη, είναι εκείνη του 769. Το γεγονός ότι έλαβε χώρα λίγα χρόνια μετά την έκδοση της Εκλογής, και δε μαρτυρείται καμία νωρίτερα, έθεσε το ερώτημα, εάν η ανάπτυξη αυτού του θεσμού συνδέεται με συγκεκριμένη αλλαγή στο περιεχόμενο των εννοιών του ελεύθερου ανθρώπου και του δούλου. Έστω και αν η διάταξη της Εκλογής 8.2
δεν εισήγαγε ρητή εξέλιξη στο ζήτημα του αιχμαλώτου, υπάρχει
σαφής διαφοροποίηση σε σύγκριση με τις ρωμαϊκές διατάξεις, αφού αναφέρεται ο «ελεύθερος αιχμάλωτος», φράση που δεν εντοπίζεται σε προηγούμενες. Η διαφορά ανάμεσα στις διατάξεις της Εκλογής 8.2 και 8.4.1, που αναλύθηκαν στο πρώτο μέρος της μελέτης, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Βυζαντινός αιχμάλωτος μπορούσε να επανέλθει στο το status που είχε πριν την αιχμαλωσία. Επίσης, οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι, καθώς διατηρούσαν τη συζυγική τους ιδιότητα, μπορούσαν να βρεθούν ταυτοχρόνως δούλοι αλλά παντρεμένοι με ελεύθερα άτομα. Αυτή την κατάσταση πιθανώς να προσπάθησε να επιλύσει η Εκλογή ορίζοντας πως αυτός ο αιχμάλωτος θα ήταν ελεύθερος σύμφωνα με το νόμο, εάν πλήρωνε την αξία του ως δούλου στον αγοραστή του και γινόταν έτσι κύριος του εαυτού του. Αυτή η εξέλιξη μαρτυρεί την αλλαγή του γεωπολιτικού χάρτη της Μεσογείου τον όγδοο αιώνα και ίσως την προσπάθεια στροφής του βυζαντινού νόμου σε ουσιαστικά χριστιανικό. Επιπρόσθετα, στρατιωτικά εγχειρίδια επισημαίνουν πως οι αιχμάλωτοι δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα λάφυρα αλλά να φυλάσσονται 320
κοντά στον στρατηγό προκειμένου να αποτελέσουν έμψυχο κεφάλαιο για πιθανή διαπραγμάτευση με τον αντίπαλο. Η έκφραση αυτής της αντίληψης διαμορφώθηκε σε εποχή κατά την οποία η ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου άρχιζε να είναι συνήθης πρακτική. Ωστόσο, ο πολιτειακός νομοθέτης δεν μπορούσε να προβλέψει την κατάσταση που δημιουργήθηκε στους αιώνες που ακολούθησαν και κατά τη διάρκεια των οποίων πλήθος πολιτών βρέθηκε αιχμάλωτο σε εχθρικά εδάφη.
Εν
γένει
οι
αυτοκράτορες
της
Μακεδονικής
Δυναστείας
επανέφεραν προσαρμοσμένες στη σύγχρονή τους πραγματικότητα τις ιουστινιάνειες διατάξεις. Ανάμεσα στις διατάξεις της νομοθεσίας τους βρίσκουμε ως αποδεκτή αιτία λύσης του γάμου την περίπτωση που ο σύζυγος βρισκόταν στην αιχμαλωσία για περισσότερο από πέντε χρόνια χωρίς να είναι γνωστό εάν ήταν ζωντανός. Με άλλες ρυθμίσεις φροντίζεται η ιδιοκτησία του αιχμαλώτου το ζήτημα της διαθήκης και της αναγνώρισής των παιδιών. Είναι εμφανής η προσπάθεια της πολιτείας να ενσκήψει στη δυστυχία των ταλαίπωρων αιχμαλώτων και στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και οι ίδιοι αλλά και οι απομείναντες στην πατρίδα συγγενείς τους. Με τον τρόπο αυτό οι αιχμάλωτοι δεν αντιμετωπίζονταν ως ζωντανοί - νεκροί αλλά υπήρχε μέριμνα έστω για τους κόπους της ζωής τους, την περιουσία τους.
Διπλωματία: Από νωρίς η Κωνσταντινούπολη προσέτρεχε στη διπλωματία, όταν έκρινε ότι οι συγκρούσεις δεν θα οδηγούσαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Με αφορμή το ζήτημα των αιχμαλώτων άνοιγε συχνά ο δρόμος για διπλωματική
προσέγγιση.
αιχμαλώτων
στην
Η
πατρίδα
απελευθέρωση τους
στο
και
πλαίσιο
απόδοση συμφωνίας
των ή
διαπραγμάτευσης ήταν φαινόμενο σύνηθες. Εξάλλου, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε 321
να αντιμετωπίσει
συγχρόνως
πολλούς
εχθρούς.
Κατά
συνέπεια,
η
άμβλυνση
των
επιθετικών διαθέσεων με τη μία αντίπαλη πλευρά της έδινε τη δύναμη να αντιπαλέψει την άλλη. Το ζήτημα προσέλαβε άλλες διαστάσεις και απέκτησε νέο περιεχόμενο κατά τη μακρά χρονική περίοδο της αραβικής εξάπλωσης. Οι επιθέσεις ήταν αρκετά συχνές και ο αριθμός των αιχμαλώτων πολύ μεγάλος. Το Βυζάντιο με την ιδεολογία του να συμπυκνώνεται στο αίσθημα υπεροχής που είχε έναντι των γειτονικών κρατών είχε μια ρεαλιστική οπτική στη μεταχείριση που επιφύλασσε στον καθένα αλλά και περαιτέρω στην αντιμετώπιση που είχε απέναντι στις διάφορες ομάδες που περνούσαν από τα εδάφη του (ξένους απεσταλμένους, εμπόρους, ταξιδιώτες, στρατιώτες και φυσικά αιχμαλώτους πολέμου). Γύρω από το θέμα των αιχμαλώτων αναπτύχθηκε έντονη διπλωματική δραστηριότητα, αν και το πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε από τη βυζαντινή εξουσία με ενιαία πολιτική. Αυτή διέφερε ανάλογα με το ποιος ήταν ο εχθρός. Αλλά και προς τον ίδιο αντίπαλο υπήρχαν διαφοροποιήσεις ανάλογα με το ποιες ήταν οι εκάστοτε ανάγκες της Αυτοκρατορίας και ποιος ο στρατηγικός
στόχος
που
ήθελε
να
εξυπηρετήσει.
Περιπτώσεις
αιχμαλωσίας υπήρξαν φυσικά και με τους αντιπάλους στη Δύση και το Βορρά. Εκεί η απελευθέρωση, εάν συνέβαινε, γινόταν είτε με εξαγορά είτε υπήρχε ως όρος σε συνθήκες ειρήνης. Η αντιμετώπισή τους από τη βυζαντινή εξουσία ήταν διαφορετική από εκείνη που είχε προς τους εχθρούς της Ανατολής. Οι σχετικές πληροφορίες είναι λιγοστές και προέρχονται
κυρίως
από
τη
βυζαντινή
πλευρά.
Σιγιλλογραφικές
μαρτυρίες καταδεικνύουν την αξιοποίηση των Σλάβων αιχμαλώτων, ενώ γνωστή είναι και η αντιμετώπιση του Βασιλείου Β’ προς τους Βουλγάρους αιχμαλώτους και την τύφλωσή τους, όπως προβλεπόταν για προδότες υπηκόους και όχι αιχμαλώτους. Με τους τελευταίους υπάρχει και μια μοναδική ίσως περίπτωση ανταλλαγής το 816, σύμφωνα με επιγραφή. 322
Η πλειονότητα των απελευθερώσεων που απαντούν στις πηγές αφορά σε αιχμαλωσία ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Άραβες, γεγονός που μαρτυρεί τη μεγάλη σημασία αυτού του πολιτικού και θρησκευτικού αντιπάλου για το Βυζάντιο. Συνοπτικά, διακρίνονται τρεις περίοδοι σε αυτή την επαφή, που χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή ειρηνικών και εμπόλεμων περιόδων. Η πρώτη εκτείνεται από τον έβδομο έως τις αρχές του ένατου αιώνα και πρόκειται για μια περίοδο αραβικών νικών. Τα κείμενα
σπάνια
αναφέρονται
στην
παρουσία
μουσουλμάνων
αιχμαλώτων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η δε νομοθεσία με τις διατάξεις για τα προβλήματα που ανέκυπταν από την αιχμαλωσία Βυζαντινών μαρτυρεί, όπως προαναφέρθηκε, πως το κράτος βρέθηκε μπροστά σε έναν εχθρό του οποίου τις δυνάμεις δεν είχε υπολογίσει καλά. Ορισμένες φορές αναφέρεται η σύλληψη μουσουλμάνων στρατιωτών ως αιχμαλώτων, όπως συνέβη για παράδειγμα στην περίπτωση του στρατηγού Θεοδώρου, ο οποίος το 643 κατόρθωσε να ελευθερώσει χριστιανούς αιχμαλώτους από τα χέρια των Αράβων αλλά συνέλαβε και πολλούς αιχμαλώτους821. Η δεύτερη περίοδος από τον ένατο έως τις αρχές του ενδέκατου αιώνα χαρακτηρίζεται από μια αναγέννηση του Βυζαντίου, κυρίως στρατιωτική, που καθορίστηκε από επιθετική πολιτική και τη σχετική ιδεολογία για τις κατακτήσεις. Η τελευταία αποτυπώνεται στην Εισαγωγή, το νομοθετικό κώδικα του Βασιλείου Α’, όπου ορίζεται ως στόχος του αυτοκράτορα η διασφάλιση και η διατήρηση των κεκτημένων αγαθών και η ανάκτηση όσων έχουν χαθεί με δίκαιες νίκες του εχθρού822. Σε αυτή την περίοδο το Βυζάντιο διεξήγε μάχες και επιθέσεις που συνοδεύονταν από αιχμαλωτίσεις πολιτών, ανδρών και γυναικών, καθώς
821 822
Σεβαίος, Armenian History, σελ. 110. Εισαγωγή, 2, β’.
323
και στρατιωτών, των οποίον η τύχη καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Τον δέκατο αιώνα η κατάσταση των αιχμαλώτων βελτιώθηκε. Η σχέση ανάμεσα στις δύο κρατικές οντότητες που κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο προχώρησε προς μια αμοιβαία αναγνώριση και αποδοχή του αντιπάλου. Ο Νικόλαος Α’ Μυστικός στην επιστολή του προς τον ἐμίρη τῆς Κρήτης, την οποία απηύθυνε στις αρχές του αιώνα, εξίσωσε τις δύο αντίπαλες δυνάμεις αναγνωρίζοντας πως οι Σαρακηνοί και οι Ρωμαίοι είναι οι δύο κυρίαρχοι της γης και για το λόγο αυτό πρέπει να ζουν αδελφικά. Τα ίχνη αλλαγής στη νοοτροπία δεν ήλθαν ως κεραυνός εν αιθρία αλλά συμβάδιζαν με τις κοινωνικές και στρατιωτικές αλλαγές που συντελούνταν στην Αυτοκρατορία. Αλλαγές σημειώθηκαν και από την αντίπαλη πλευρά. Σταδιακά το ισλάμ των Αραβο-Περσών έδωσε τη θέση του σε μια άλλη μορφή που έφεραν οι Σελτζούκοι Τούρκοι. Πρόκειται για την τρίτη περίοδο στην οποία το Βυζάντιο ανέπτυξε νέες σχέσεις με τους μουσουλμάνους. Οι Σελτζούκοι απέκτησαν ρόλο μέσα στο βυζαντινό στρατό αλλά και την αυτοκρατορική αυλή. Σε αυτή την περίοδο, που εκτείνεται και πέραν των ορίων της παρούσας μελέτης, οι αιχμάλωτοι ήταν κυρίως Βυζαντινοί, όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Ακόμα και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αιχμαλωτίστηκε από τον τουρκικό στρατό. Πρόκειται για μια στροφή στις σχέσεις των δύο πλευρών που ανάγκασε να έρθουν σε επαφή με τους μουσουλμάνους και άλλοι χριστιανοί, οι σταυροφόροι.
Εκκλησία: Η Εκκλησία δε θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη σε αυτό το κοινωνικό πρόβλημα. Αν και οι Πατέρες δεν αναφέρουν ρητά κάτι σχετικό,
αναπτύχθηκε
η
χριστιανική
ηθική
όσον
αφορά
στους
αιχμαλώτους. Η φροντίδα για αυτούς ως πράξη φιλανθρωπίας και 324
χριστιανικής υποχρέωσης εμφανίστηκε από την εποχή του Αμβροσίου του Μεδιολάνου, τον τέταρτο αιώνα, στο έργο του De officiis ministrorum (Περί των καθηκόντων των λειτουργών), τονίζοντας το χάσμα ανάμεσα στους χριστιανούς από τη μία πλευρά και τους άπιστους εχθρούς από την άλλη. Βεβαίως, ο Αμβρόσιος αναφερόταν στην ιδιωτική εξαγορά, όχι στη δημόσια. Υποστήριζε μάλιστα πως η Εκκλησία όφειλε να εξαργυρώνει και να χρησιμοποιεί την περιουσία της για την εξαγορά αυτών των αιχμαλώτων, πράξη που νομιμοποίησε εντέλει ο Ιουστινιανός. Η χριστιανική θρησκεία αναπόφευκτα επέφερε συνέπειες σε δύο επίπεδα για τους Βυζαντινούς αιχμαλώτους, αυτό του αδιάλυτου του γάμου τους και του θρησκευτικού χρέους για την εξαγορά των ομοθρήσκων τους από τον «βάρβαρο» εχθρό. Οι αντιλήψεις, βεβαίως, εξελίσσονται μαζί με τη βυζαντινή κοινωνία. Χρειάστηκε η έλευση των Αράβων με την απώλεια εδαφών και ανθρώπων, ώστε η Εκκλησία να εμπλακεί στην οργανωμένη αγορά και επαναφορά των αιχμαλώτων με τη νομοθετική σφραγίδα του Κράτους. Η εξαγορά αιχμαλώτων ως χρέος της φιλάνθρωπης Εκκλησίας βασίστηκε αφενός στην πίστη ότι ο Χριστός απελευθέρωσε τους ανθρώπους από την αιχμαλωσία και αφετέρου στο ότι ο πλούτος έπρεπε να διατίθεται για ευεργεσίες. Ο κλήρος ενσωματώνοντας τα χριστιανικά ιδεώδη προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στην κοινωνία λειτουργώντας λυτρωτικά για τους αιχμαλώτους τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Η εξαγορά, η φροντίδα για την ένδυση, την τροφή, τη διαθήκη ή τα παιδιά των αιχμαλώτων υπήρξε σημαντική πρακτική βοήθεια. Έπειτα, η παρηγορητική παράδοση μιας σειράς αγίων της μέσης βυζαντινής εποχής λειτούργησε θεραπευτικά για την ψυχή και το ηθικό τόσο των αιχμαλώτων όσο και των συγγενών τους. Επιπλέον, τον δέκατο αιώνα, περίοδο ακμής του Βυζαντίου, η Εκκλησία ενέταξε στη λειτουργία ύμνους που εγκωμίαζαν τις θυσίες στρατιωτών που είχαν αιχμαλωτισθεί ή σκοτωθεί στη μάχη δείχνοντας 325
πως αποδεχόταν τη βία, όταν προέκυπτε αναγκαστικά. Είναι έκδηλη η τάση για αγιοποίηση των μαχητών, αφού από τη εποχή της βασιλείας του Νικηφόρου Β’ Φωκά είχε προσδοθεί ένα πνεύμα ιερότητας στον πόλεμο εναντίον των Αράβων. Η ανάπτυξη
φιλανθρωπικών δικτύων
και οι διπλωματικές
πρωτοβουλίες αποδεικνύουν από τη μία πλευρά τη φυσική ανθρώπινη επιθυμία για βοήθεια στον συνάνθρωπο και από την άλλη την αποδοχή από την κοινωνία μιας θρησκευτικής και ηθικής υποχρέωσης για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Ο δεσμός που συνέδεε έναν αιχμάλωτο με την κοινότητά του ήταν ιδιαίτερος.
Κοινωνική διάσταση: Η αιχμαλωσία ήταν μια μεταβατική κατάσταση με αβέβαιη κατάληξη. Σαφώς η προέλευση του αιχμαλώτου, το κοινωνικό και γνωστικό υπόβαθρο ακόμα και το φύλο ή η ηλικία του είχαν σημασία για την επιβίωση, την ευόδωση της απελευθέρωσης, ή το πώς θα περνούσε το διάστημα της αιχμαλωσίας. Η διαφοροποίηση των φυλακών και η συμμετοχή ορισμένων κρατουμένων σε βυζαντινές τελετές συνηγορούν στο
ότι
η
βυζαντινή
εξουσία
γνώριζε
καλά
την
τακτική
του
εντυπωσιασμού. Το ίδιο δείχνει μια σειρά από συμβολισμούς και τακτικές προσεταιρισμού του αντιπάλου. Ο εκχριστιανισμός, ο γάμος με χριστιανή, η απαλλαγή από ορισμένους φόρους είναι πρακτικές που ακολούθησε το Βυζάντιο προκειμένου να αξιοποιήσει και να ενσωματώσει εκείνους τους αιχμαλώτους που δεν μπόρεσε ή δε θέλησε να στείλει στην πατρίδα τους. Ξένοι αιχμάλωτοι αναλάμβαναν διάφορους ρόλους. Εντάχθηκαν στον στρατό,
χρησιμοποιήθηκαν
στην
παραγωγή
και
στην
κάλυψη
δημογραφικών κενών, ενώ κάποιοι αναρριχήθηκαν σε σημαντικά
326
αξιώματα823. Αντίστοιχα Βυζαντινοί αιχμάλωτοι στα χέρια ξένων, όταν κατόρθωναν να επιβιώσουν, λειτούργησαν ως φορείς γνώσεων σε διάφορους τομείς. Οι
ανταλλαγές
αιχμαλώτων
σίγουρα
αφορούσαν
στους
αιχμαλώτους μιας ανώτερης κοινωνικής θέσης. Παράδειγμα αποτελεί ο διάσημος ποιητής Abū Firās al-Himdani, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε το 962, όταν ήταν κυβερνήτης της Ιεράπολης (Manbij) και περίμενε να ελευθερωθεί μέσω μιας ανταλλαγής. Ωστόσο, οι επιτυχίες του βυζαντινού στρατού οδηγούσαν συχνά σε δυσαναλογία ως προς των αριθμό των αιχμαλώτων που διέθεταν οι αντίπαλοι για ανταλλαγή. Εκτός από την εξαγορά ή την ανταλλαγή, αιχμάλωτοι βρήκαν διέξοδο προς την ελευθερία και μέσω της αποδοχής της θρησκείας του αντιπάλου. Η θρησκευτική μεταστροφή υπήρξε άλλοτε συνειδητή επιλογή και άλλοτε εξυπηρετούσε απλώς την ανάγκη για επιβίωση. Η μεταχείριση των αιχμαλώτων ακολουθούσε από την πλευρά του Βυζαντίου την εκάστοτε ασκούμενη πολιτική. Οι αιχμάλωτοι άλλοτε αποτελούσαν
πολύτιμο
κεφάλαιο
κι άλλοτε
περιττό
φορτίο
και
αντιμετωπίζονταν «μια με το καρότο και μια το μαστίγιο» αναλόγως των συνθηκών. Οι πηγές μαρτυρούν περιπτώσεις σεβασμού των συνηθειών των αιχμαλώτων και φροντίδας, αλλά παρέχουν και πληροφορίες σχετικά με το διασυρμό, την ταλαιπωρία και τη βία που υφίσταντο. Ας σημειωθεί, ωστόσο, πως οι πράξεις αυτές απέρρεαν από μια εμπόλεμη κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η αιχμαλωσία, η σκληρότητα και οι συνθήκες στους χώρους κράτησης δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τη δυστυχία που βίωναν οι αιχμάλωτοι και των δύο πλευρών. Tην τραγική εικόνα των ανθρώπων σε συνθήκες αιχμαλωσίας σκιαγραφούν ποιήματα, αφηγήσεις και τραγούδια που έχουν συνθέσει οι ίδιοι.
823
MCCORMICK, European economy, σελ. 760-761.
327
Επίσης, το ζήτημα της μεταχείρισης ομοθρήσκων αιχμαλώτων από χριστιανούς είναι ιδιαίτερο. Προκύπτει όμως πως, αν και το επιχείρημα της κοινής θρησκείας αναφέρεται συχνά από τις αντίπαλες πλευρές καιιδιαιτέρως όταν υπάρχει ανάγκη να επιτευχθεί μια συμφωνία, η μεταχείριση των αιχμαλώτων ανάμεσα σε ομόθρησκα κράτη, δε φαίνεται να ήταν καλύτερη από αυτή προς τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους.
***************** Ως αποτέλεσμα της έρευνας και μέσα από την επεξεργασία μεγάλου όγκου πληροφοριών προέκυψαν θέματα για μελλοντική συζήτηση.
Συγκροτήθηκε, όπως ήταν φυσικό, μία συλλογή ονομάτων
αρκετών αιχμαλώτων, η οποία παρατίθεται και στο παράρτημα και η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα προσωπογραφικό έργο για τους αιχμαλώτους. Επίσης, αναμφίβολο ενδιαφέρον έχει η διερεύνηση της αιχμαλωσίας και στην ύστερη βυζαντινή εποχή προκειμένου να γίνει ορατή και η περαιτέρω εξέλιξη του ζητήματος. Τέλος, η έκδοση και μετάφραση περισσοτέρων αραβικών πηγών αποτελεί ένα πεδίο ανοιχτό, το οποίο, ιδιαιτέρως αναφορικά με τους αιχμαλώτους, μπορεί να αποκαλύψει πολύτιμες πληροφορίες. Εν κατακλείδι, στην παρούσα μελέτη αποτυπώθηκε η εξέλιξη σχετικά με το θέμα των αιχμαλώτων πολέμου δικαιώνοντας τη χρονολογική επιλογή από τον έκτο έως τον ενδέκατο αιώνα, η οποία επέτρεψε να διαφανούν οι συνθήκες που υπαγόρευαν την εκάστοτε αντιμετώπιση του ζητήματος από την κρατική εξουσία. Βέβαια, κανένας ερευνητής που έχει ασχοληθεί με τη μεσαιωνική εποχή δεν μπορεί να πιστεύει ότι η εξαγορά με χρήματα και η ανταλλαγή δεν αφορούσαν παρά σε ένα μικρό μέρος σε σχέση με τον αριθμό των αιχμαλώτων που βρέθηκαν στα χέρια της μιας ή της άλλης πλευράς. Εξάλλου, ο ρόλος τους δεν ήταν ανέκαθεν άξιος προσοχής. Την εποχή καθιέρωσης των 328
ανταλλαγών με τους Άραβες η στάση αυτή άλλαξε και οι αιχμάλωτοι αναδείχτηκαν σε ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των αντιπάλων, ενώ αξιοποιήθηκαν σε πολλούς τομείς. Δεν μπορεί να θεωρηθεί λοιπόν πως η υποδούλωση
και
το
σκλαβοπάζαρο
ήταν
μονόδρομος
για
τους
αιχμαλώτους. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ουσιαστική υποτίμηση της σημασίας της βυζαντινής νομοθεσίας και κοινωνίας που εξελικτικά ενέταξαν το πρόβλημα των αιχμαλώτων σε ένα πλαίσιο φροντίδας.
329
*****************************************ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
330
Συντομογραφίες AASS BZ ByzSlav BMGS CFHB CCSG CJC
CNRS CSHB CSEL DELEHYAYE, Synaxarium
DOP ΕΕΒΣ ForByzRecht JGR JÖB Ι.Β.Ε./Ε.Ι.Ε. MGH SSRG PBW PG PmbZ
REB SubsHag TM
Acta Sanctorum Byzantinische Zeitschrift Byzantinoslavica Byzantine and Modern Greek Studies Corpus Fontium Historiae Byzantinae Corpus Cristianorum Series Graeca Corpus Juris Civilis, έκδ. P. KRÜGER, Th. MOMMSEN, R. SCHOELL, 3 τ., Berlin 1954-1959. Centre National de la Recherche Scientifique Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, Vienna 1866. DELEHYAYE H., Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae e codice Sirmondiano. Propylaeum ad acta sanctorum novembris, Bruxelles 1902. Dumbarton Oaks Papers Έπετηρίς της 'Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών Forschungen zur Byzantinischen Rechtsgeschichte Jus Graecoromanum, έκδ. Ι. ΖΕΠΟΣ - Π. ΖΕΠΟΣ, Ἀθῆναι 1931. Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/ Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Monumenta Germaniae Historica, Scriptores Rerum Germanicarum Jeffreys M. et als., Prosopography of the Byzantine World, www.pbw.kcl.ac.uk Patrologia Craeca WINKELMANNS F., LILIE R. J., LUDWIG Claudia, PRATSCH Th., ZIELKE BEATE et al., Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit, τ.1-5 (μέρος πρώτο, έτη 641-867), Berlin Brandenburgische Akademie der Wissenschaften 1998-2009 και 2013 (μέρος δεύτερο, έτη 867-1025) Revue des Études Byzantines Subsidia Hagiographica Travaux et Mémoires
331
Βραχυγραφίες Α’ ΠΗΓΕΣ Νομικές πηγές Apendix Eclogae
Βασιλικά
CJ Dig. Inst. Εκλογή
Εκλογή Βασιλικών EPA Εισαγωγή CTh Leges militares (A) Leges militares (Β) Ναυτικός Νόμος NOAILLES – DAIN, Νεαρές Ιουστινιανού
Die Novellen
Novellae Novellae post Justinianum
Apendix Eclogae, έκδ. D. SIMON, S. TROIANOS, στο Fontes Minores 3 (ForByzRecht 4), Francfort, 1979, σελ. 34-125. Basilicorum libri LX, έκδ. H.J. SCHELTEMA - D. HOLWERDA - N. VAN DER WAL, 8 τ., Groningen 1953-1988. Codex Justinianus, CJC, IV, έκδ. P. KRÜGER, Berlin 1877. Digesta, CJC, I, έκδ. Th. MOMMSEN – P. KRÜGER, Berlin 1872 (ανατ. 1973). Institutiones, CJC, I, έκδ. P. KRÜGER, Berlin 1872/1973. Ecloga. Das Gesetzbuch Leons III. und Konstantinos V., έκδ. L. BURGMANN, (ForByzRecht 10), Francfort 1983. Ecloga Basilicorum, έκδ. L. BURGMANN (ForByzRecht 15), Francfurt, 1988. Ecloga privata aucta, JGR, τ.6, σελ. 7-47. Εισαγωγή, JGR, τ.2, σελ. 229-368. Codex Theodosianus, έκδ. Th. MOMMSEN, P.M MEYER, Berlin, 1905. Leges militares, έκδ. W. ASHBURNER, JGR, τ.2, σελ. 75-79. Leges militares, έκδ. E. KORZENSKY, JGR, τ.2, σελ. 80-89. Leges navales / Lex rhodia, έκδ. W. ASHBURNER, JGR, τ.2, σελ. 91-103. Les Novelles de Léon le Sage, έκδ. P. NOAILLES - A. DAIN, Paris 1944. Imperatoris Justiniani Novellae quae vocantur sive constitutions quae extra codicem, έκδ. K.E. ZACHARIÄ VON LINGENTHAL, Leipzig 1881. Die Novellen der Kaiserin Eirine, έκδ. Lud. BURGMANN, στο Fontes Minores 4, (ForByzRecht 7), Francfurt, 1981, σελ. 1-33. Novellae, CJC, III, έκδ. R. SCHÖLL – G. KROLL, Berlin 1895 (ανατ.1972). Novellae et Aureae Bullae imperatorum post Justinianum, JGR, τ.1, (συλλογή 1 για τα έτη 566866, συλλ. 2 για τα έτη 866-910, συλλ. 3 για τα
332
Πρόχειρος Νόμος SVORONOS – GOUNARIDIS
έτη 911-1057, συλλ. 4 για τα έτη 1057-1204). Πρόχειρος Νόμος, JGR, τ.2, σελ. 107-228, 395410. Les Novelles des empereurs macédoniens concernant la terre et les stratiotes, έκδ. N. SVORONOS, G. GOUNARIDIS, Centre de recherches byzantines, Αθήνα 1994.
Αγιολογικές πηγές Άγιος Αθανάσιος Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωταποκρίσεις
Αναστάσιος Σιναΐτης, Εἰς τὸ κατ΄εἰκόνα
BHG
Bibliotheca hagiographica latina
Βίος Αθανασίας Αιγίνης
Βίος Βλασίου του εξ Αμορίου Βίος Γρηγορίου Δεκαπολίτη Βίος Ευθυμίου
Βίος Ηλία Νέου
Βίος Θεοκτίστης Λεσβίας Βίος Θεοδώρας Θεσσαλονίκης
Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀμούν μονάζοντα, PG 26, στ. 1169-1180. έκδ. M. RICHARD – J. MUNITIZ, Anastasii Sinaitae, Quaestiones et Responsiones (CCSG 59), Thurnhout, 2006. έκδ. K.-H. UTHEMANN, Sermones duo in constitutionem hominis secundum imaginem dei necnon opuscula adversus monotheletas (CCSG 12), Τurnhout 1985. HALKIN Fr., Bibliotheca hagiographica graeca 3e éd., (SubsHag 8A), 3vol., Bruxelles 1957; Novum auctarium Bibliothecae hagiographicae graecae, (SubsHag 65) Bruxelles, 1984. Bibliotheca hagiographica latina antiquae et mediae aetatis, (SubsHag 6A-B, 12), 3 τ., Bruxelles 19891901 έκδ. CARRAS Lyndia, The Life of St. Athanasia of Aegina: Edition and Commentary, επιμ. Ann MOFFAT, Maistor: Classical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning, Canberra 1984, 199-224, (BHG 180). Vita Blasii Amoriensis, AASS Nov.4, σελ. 657669, (BHG 278). έκδ. Θ. ΙΩΑΝΝΟΥ, Μνημεία αγιολογικά, Βενετία 1884, σελ. 129-164, (BHG 711). έκδ.- μτφρ. Patricia KARLIN- HAYTER, Vita Euthymii Patriarchae CP, Bruxelles 1970, (BHG 651). έκδ. G. ROSSI TAIBBI, Vita di Sant’Elia il Giovane (Insituto Siciliano di Studi Bizantini e Neoellinici. Testi e Monumenti 7) Palermo 1962, σελ. 1-122. έκδ. Θ. ΙΩΑΝΝΟΥ, Μνημεία αγιολογικά, Βενετία 1884, σελ. 1-77, (BHG 1724). έκδ. Σ. Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Ο Βίος της οσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας της εν
333
Βίος Θεοδώρου Κυθήρων
Βίος οσίου Ιωαννικίου
Βίος Ιωσήφ Υμνογράφου
Βίος Ιωάννη Ελεήμονος
Βίος Ιωάννη Ερημοπολίτη Βίος Λαζάρου Γαλησιώτη Βίος Λουκά Στειριώτη
Βίος Ναούμ Βίος Νείλου του Νέου
Βίος Νικήτα Μηδικίου
Βίος Νίκωνος Μετανοείτε
Βίος Πέτρου επισκόπου Άργους
Βίος Πέτρου Αθωνίτη
Βίος Ταρασίου
Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1991, (BHG 1737). Οικονομίδης Ν., Ο Βίος του αγίου Θεοδώρου Κυθήρων (10ος αι.) (12 Μαΐου – BHG3 αρ. 2430), στο Πρακτικά τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου (2329 Σεπτεμβρίου 1965), τ. 1, Αθήνα 1967. Βίος καὶ πολιτεία καὶ θαύματα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ θαυματουργοῦ Ἰωαννικίου, συγγραφεὶς παρὰ Σάβα μοναχοῦ, AASS Novembris II/I, σελ. 311-435, (BHG 937). Vita Ioseph hymnographi a Theophane monacho, στο Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ, Monumenta graeca et latina ad historiam Photii patriarchae pertinentia, Petropoli 1901, σελ. 1-14 και PG 105, στ. 939-975, (BHG 944). Léontios de Néapolis. Vie de Syméon le Fou et Vie de Jean de Chypre, έκδ. A.J. FESTUGIERE, L. RYDEN, Paris 1974. HALKIN F., Saint Jean l’Érémopolite, Analecta Bollandiana 86 (1968) 12-20. De Sancto Lazaro monacho in monte Galesio, AASS Novembris III, σελ. 508-606, (BHG 979). έκδ. Δ. Σ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Όσιος Λουκάς. Ο Βίος του οσίου Λουκά του Στειρώτη (Αγιολογική Βιβλιοθήκη 1), Αθήνα 1989, (BHG 994). TRAPP E., Die Viten des hl. Naum d' Ohrid, Byzantinoslavica 35 (1974) 164-185, (BHG 1317). έκδ. P. G. GIOVANELLI, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νείλου τοῦ Νέου, Badia di Grottaferrata 1972, (BHG 1754). Βίος Νικήτα Μηδικίου ἤ Ἐπιτάφιος εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν καὶ ὁμολογητήν Νικήταν συγγραφεὶς ὑπὸ Θεοστηρίκτου, μαθητοῦ αὐτοῦ μακαριωτάτου, AASS, Απρίλιος 1 (Venetia 1675), σελ. XXII-XXXII, (BHG 1341). έκδ. Οδ. ΛΑΜΨΙΔΗΣ, Ὁ ἐκ Πόντου Ὅσιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών Περιοδικού «Αρχείον Πόντου». Παρ. 13, Πηγαί της Ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου 4), Αθήνα 1982, (BHG 1366). ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Χρ., Ο πολιούχος του Άργους Άγιος Πέτρος, επίσκοπος Άργους ο θαυματουργός, Αθήνα 1908, (BHG 1504). έκδ. ΧΡΗΣΤΟΥ Π., Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Ε’, Κεφάλαια ἐκατόν πεντήκοντα, Ἀσκητικά συγγράμματα, Εὐχαί, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 161-191, (BHG 1505). Ιγνάτιος διάκονος, Βίος Ταρασίου, έκδ. J.
334
Βίος Φαντίνου του Νέου
Εγκώμιο Νικολάου Μύρων,
Θαύματα Αρτεμίου
Θαύματα Δημητρίου
Θεοδωρος Τήρωνος Μηνολόγιο Βασιλείου Παύλος Μονεμβασίας
Ψευδο-Μεθόδιος
HEIKEL (Acta Societatis Scientiarum Fennicae 17), 1891, (BHG 1698). έκδ. Enrica FOLLIERI, La Vita di San Fantino il Giovane. Introduzione, testo greco, traduzione, commentario e indici (SubsHag 77), Bruxelles 1993, (BHG 1509b). Methodii Encomium, στο G. ANRICH, Hagios Nikolaos. Der Heilige Nikolaos in der griechischen Kirche, Berlin 1913, σελ. 151-182, (BHG 1352). έκδ. Vir. CRISAFULLI, J.W. NESBITT, The Miracles of St. Artemios, Brill, Leyde-New York 1997, (BHG 173). Les plus anciens recueils des miracles de S. Démétrius, έκδ. P. LEMERLE, 2 vol., CNRS, Paris 1979-1981. Narratio de trucidato dragone, AASS Nov. 4, σελ. 46-48, (BHG 1767). Menologion Basilii, PG 117, σελ. 20-613. έκδ. J. WORTLEY, Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, et d'autres auteurs (Sources d'Histoire Médiévale), CNRS Paris 1987. έκδ. A. LOLOS, Die Apokalypse des Ps.-Methodios (Beiträge zur klassikisischen Philologie 83), Meisenheim am Glan 1976.
Άλλες βυζαντινές κειμενικές πηγές.
Αυγουστίνος
Άννα Κομνηνή
Γενέσιος
Γρηγόριος Ναζιανζηνός DAGRON – MIHAESCU (έκδ.), Le traité sur la guérilla Ευνάπιος
Sancti Aurelii Augustini, Contra Faustum, έκδ. J. ZYCHA (CSEL 25, 6/1), Pragae – Vindobonae – Lipsiae 1891. έκδ. A. KAMBYLIS and D.R. REINSCH, Annae Comnenae Alexias (CFHB 40), Berlin – New York 2001. έκδ. A. LESMUELER-WERNER, I. THURN, Josephi Genesii Regum libri quattuor (CFHB 14), BerlinNew York 1978. Grégoire de Nazianze. La Passion du Christ, έκδ. A. TUILIER (Sources Chrétiennes 149), Paris 1969. έκδ. G. DAGRON, – H. MIHAESCU, Le traité sur la guérilla (De velitatione) de l’empereur Nicéphore Phocas (963-969), Paris 1986. Fragmenta, έκδ. R. C. BLOCKLEY, The Fragmentary Classicising Historians of the later
335
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
Θεοδόσιος Διάκονος, Ἅλωσις τῆς Κρήτης
Θεοδόσιος Μοναχός, Περἰ τῆς ἀλώσεως Συρακούσης
Θεόδωρος Δαφνοπάτης, Επιστολές
Θεοφάνης, Χρονογραφία Ιωάννης Καμινιάτης, Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης Ιωάννης Καντακουζηνός Ιωάννης Χρυσόστομος Κλητορολόγιον Φιλοθέου Κεκαυμένος, Στρατηγικόν
Κωνστ. Πορφ., Βασίλειος τάξις
Κωνστ. Πορφ., Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανόν
Κωνστ. Πορφ., Tres tractatus
Λέων Διάκονος Λέων ΣΤ’, Τακτικά
Λέων Συνάδων, Ἐπιστολαί
Λέων Χοιροσφάκτης, Ἐπιστολαί
Roman Empire, σελ. 6-123. έκδ. St. KYRIAKIDES, Eustazio di Thessalonica, La espugnazione di Thessalonica (Insituto Siciliano di Studi Byzantini e Neoellenici, Testi e Monumenti, Testi 5), Palermo 1961. Theodosii Diaconi de Creta capta, έκδ. H. CRISCUOLO, (Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana), Leipzig 1979, 1-39. Θεοδοσίου Μοναχοῦ τοῦ καὶ γραμματικοῦ ἐπιστολὴ πρὸς Λέοντα Διάκονον περῖ τῆς ἁλώσεως Συρακούσης, έκδ. C. HASE, Parisiis 1819, σελ. 179-182. Théodore Daphnopatès, Correspondance, έκδ.μτφρ. J. DARROUZÈS - L.G. WESTERINK, Paris 1978. Theophanis Chronographia, έκδ. C. DE BOOR, I-II, Leipzig 1883-1885. Ioannis Caminiatae De expugatione Thessalonicae, έκδ. G. BÖHLIG (CFHB 4), Berlin-N. York 1973. Ioannis Cantacuzeni Eximperatoris Historiarum, έκδ. L. SCHOPEN, I, Bonn 1828. Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου τὰ εύρισκόμενα πάντα, PG, 60, 62. OIKONOMIDÈS, Listes de préséances, σελ. 65-235. Kekavmen. Sovety i rasskazy: pouchenie vizantiĭscogo polkovodt︠s︡a XI veka, έκδ. G. LITAVRIN, SanktPeterburg 2003. Constantini Porphyrogeniti De ceremoniis aulae byzantinae, έκδ. I. I. REISKE (CSHB), Bonnae 18291830. Constantini Porphyrogeniti De administrando imperio, έκδ. G. MORAVCSIK, μτφρ. R. J. H. JENKINS (CFHB 1), Washington 21967. Constantini Porphyrogeniti, Tres tractatus de Expeditionibus Militaribus Imperatoris (Constantine Porphyrogenitus, Three Treatises on Imperial Military Expeditions), έκδ. J. HALDON, (CFHB 28), Wien 1990. Leonis Diaconi Caloënsis Historiae libri decem, έκδ. C. B. HASE (CSHB), Bonnae 1828. The Taktika of Leo VI. Text, Translation and Commentary, έκδ. G. DENNIS (CFHB 49) Dumbarton Oaks, Washington, D.C. 2010. The Correspondence of Leo, Metropolitan of Synada and Syncellus, έκδ. Martha POLLARD VINSON (CFHB 23), Washington, D.C. 1985. Léon Coerosphaktès, magistre, proconsul et patrice,
336
Μαρτύριο 42 μαρτύρων
Ματθαίος Εδέσσης, Χρονικὸν
Μαυρίκιος, Στρατηγικὸν
Μένανδρος Προτήκτωρ
Μιχαήλ Γλυκάς
Νικήτας Χωνιάτης Νικηφόρος Γρηγοράς, Ιστορία Ρωμαϊκή Νικηφόρος, Ιστορία
Νικηφόρος Ουρανός, Τακτικά
Νικηφόρος Φωκάς, Στρατηγική ἔκθεσις
Νικόλαος Α’ Μυστικός, Ἐπιστολαί
Πασχάλιο Χρονικό
έκδ. G. KOLIAS (Texte und Forschungen zur Byzantinisch – Neugriechischen Philologie 31), Αθήνα 1939, σελ. 76-129. Skazania o 42 amoriiskich mučenikach, έκδ. B. VASILIEVSKIJ – P. NIKITIN, (Mémoires de l’Académie Impériale des Sciences de St. Pétersbourg, VIIIe Série, vol 7, no 2), St. Pétersbourg 1905. [για κείμενα Α-Ζ] ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗ Σοφία, Το μαρτύριο των μβ’ μαρτύρων του Αμορίου. Αγιολογικά και υμνολογικά κείμενα, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, περίοδος Β’ Τμήμα Φιλολογίας, τ. Β’ (1992) 153-161. [για κείμενο Μ] Chronique de Matthieu d’Édesse (962-1136), μτφρ. É. Dulaurier (Bibliothèque historique armeniénne), Paris 1858. Strategikon, έκδ. G. T. DENNIS - Ern GAMILLSCHEG, Das Strategikon des Maurikios, (CFHB 17), Wien 1981. Fragmenta, στο R. C. BLOCKLEY, The history of Menander the Guardsman, Introductory essay, Text, Translation and Historiographical Notes, Liverpool 1985. Στίχοι οὑς ἔγραψε καθ’ὃν κατεσχέθη καιρὸν, έκδ. Ε. ΤΣΟΛΆΚΗΣ, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, παράρτημα 3, Θεσσαλονίκη 1959. Nicetae Choniatae Historia, έκδ. J.-L. VAN DIETEN (CFHB 11/1), Berlin-New York 1975. Νικηφόρος Γρηγοράς, Historia Rhomaike, έκδ. L. SCHOPEN, I, Bonn 1829. Nikephoros Patriarch of Constantinople Short History, έκδ. C. MANGO (CFHB 13), Washington 1990. Ἐκ τῶν Τακτικῶν Νικηφόρου τοῦ Οὐρανοῦ, στο MCGEER E., Sowing the Dragon's Teeth, σελ. 88163. Στρατηγική ἔκθεσις καὶ σύνταξις Νιηφόρου δεσπότου, στο E. MCGEER, Sowing the Dragon's Teeth, σελ. 11-78. Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters, έκδ. R. J. H. JENKINS-L. G. WESTERNIK (CFHB 6), Washington 1973. Πασχάλιον Χρονικόν, έκδ. L. DINDORF,
337
Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Περὶ παραδρομῆς πολέμου
Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων
Πισίδης, Περσικοί πόλεμοι
Σιμοκάττης, Ιστορία Σκυλίτζης Συλλογή Τακτικών
Συμεών Μάγιστρος Συν. Θεοφάνη
Βίος Βασιλείου
Σωκράτης Σχολαστικός Χρονικό του Κέμπριτζ Χρονικό του 811
Chronikon Paschale (CSHB), Bonnae 1832. Scriptores Originum Constantinopolitanarum, έκδ. T. PREGER, II, Leipzig 1907. έκδ. G. T. DENNIS, Three Byzantine Military Treatises (CFHB 25), Washington, D.C. 1985, σελ. 137-239. Περὶ τῆς πρὸς Αὔγαρον ἀποσταλείσης ἀχειροποιήτου θείας εἰκόνος Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν, καὶ ὡς ἐξ Ἐδέσης μετεκομίσθη, έκδ. E. VON DOBSCHÜTZ, Narratio de imagine Edessena, Christusbilder. Untersuchungen zur christlichen Legende (Texte und Untersuchungen N.F. 3), Leipzig 1899. Procopii Caesariensis opera omnia, τ. I: De bellis libri I-IV, rec. J. HAURY - G. WIRTH, Lipsiae 1962, τ. II: De bellis libri V- VIII, rec. J. HAURY - G. WIRTH, Lipsiae 1963. Γεώργιος Πισίδης, Εἰς Ἡράκλειον τὸν βασιλέα καὶ εἰς τοὺς Περσικοὺς πολέμους καὶ ὅτε ἐξήρχετο ἀπὸ τῆς Πόλεως, έκδ. A. PERTUSI, Giorgio di Pisidia Poemi, I Panegirici epici (Studia Patristica et Byzantina 7), Ettal 1959, σελ. 84-136. Theophylakti Simocattae Historiae έκδ. C. DE BOOR – P. WIRTH, Stutgard 1972. Ioannis Skylitzae Synopsis Historiarum, έκδ. THURN (CFHB 5), Berlin-NewYork 1973. Sylloge Tacticorum, έκδ. A. DAIN, Sylloge Tacticorum quae olim “Inedita Leonis Tactica" dicebatur, Paris 1938. Symeonis Magistri et Logothetae Chronicon, έκδ. St. WAHLGREN (CFHB 44), Berlin-NewYork 2006. Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus, Chronographia, έκδ. I. BEKKER (CSHB), Bonnae 1838, σελ.3-481. Ιστορική Διήγησις τοῦ βίου καὶ τῶν πράξεων Βασιλείου τοῦ ἀοιδίμου βασιλέως, (έκδ.) I. ŠEVCENKO - A. KAMBYLIS, Chronographiae quae Theophanis continuati nomine fertur liber quo Vita Basilii Imperatoris amplectitur (CFHB 42), Berlin 2011. Εκκλησιαστική Ιστορία, έκδ. W. BRIGHT, τ. 1, Οξφόρδη 1978. La cronaca siculo-saracena di Cambridge, G. COZZALUZZI (έκδ.), Palerme 1980. DUJČEV I., La chronique byzantine de l’an 811, TM 1 (1965) 205-254.
338
Ψελλός, Χρονογραφία
ΨΣυμεών, Χρονογραφία
Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, έκδ. E. RENAULD, Michel Psellos Chronographie ou histoire d’un siècle de Byzance (976-1077), I-II, Paris 19261928 [=1967]. Symeonis Magistri Annales στο (έκδ.) I. BEKKER, Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus, Chronographia, (CSHB), Bonnae 1838, σελ. 601760.
Λατινικές πηγές Αμβρόσιος Μεδιολάνων Le Liber pontificalis Codex Carolinus
De officiis ministrorum, έκδ. M. TESTARD, I-II (G. Budé, série latine), Paris 1968-1999. Le Liber pontificalis, έκδ. L. DUCHESNE, Ι-ΙΙ, Paris 1886-1892. Codex Carolinus, στο έκδ. E. L. Dummler et al., Epistolae Merowingici et Karolini aevi, Berlin 1892 (MGH Epistolae 3), σελ. 469-657.
Αραβικές πηγές Abū Tammām, Poem
Ibn Al-Athīr Al-Balādhurī Book of gifts and rarities
Ιbn Fadlān Ibn Hawqal Ibn Khurradādhbih
Hesham M. Hassan, The Poem of Abu Tammam about the fall of Amorium in 838 A.D., Oriental and African Studies 13 (2004) 32-72. Ibn Al-Athīr, στο VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 128-162. Al-Balādhurī, Kitāb Futūḥ al-Buldān, M. J. DE GOEJE (éd.), Leyde 1870, 1968. Book of gifts and rarities (Kitāb al-Hadāyā wa alTuhaf). Selections compiled in the fifteenth century from an eleventh-century manuscript on gifts and treasures, μτφρ.-σχολ. G.A.H. Al-QADDŪMĪ (Harvard Middle Eastern Monographs 29), Cambridge, MA 1996. Ιbn Fadlān, Voyage chez les Bulgares de la Volga, μτφρ. M. CANARD, Paris 1988. Ibn Hawqal, Kitāb Sūrat al-ard, έκδ. J. H. KRAMERS, μτφρ. G. Wiet (BGA 3), Beyrouth 1964. Ibn Khurradādhbih, Le livre des routes et des provinces, Journal Asiatique 6e série/5 (1865) 5126.
339
Al-Mas̒ūdī, Les prairies d’or
Al-Mas̒ūdī, Kitāb al-Tanbīh wa’l-ishrāf
Al-Muqaddasī
Al-Nuwairi, Kitab Nihayat
Ibn Rusteh Ibn Saddād Al- Τabarī
Al-Tanūkhī, Nishwar
Yaḥyā
Το Ιερό Κοράνιο
Al-Masʻūdī , Les prairies d’or (βιβλία I-II), έκδ. C. BARBIER DE MEYNARD – P. DE COURTEILLE, μτφρ. Ch. PELLAT, Paris 1962-1989 και έκδ. P. LUNDE, μτφρ. Caroline STONE, The Meadows of Gold. The Abbasids (βιβλίο VIII), London – New York 1989. Al-Masʻūdī, Kitāb al-Tanbīh wa’l-ishrāf, (BGA 7), DE VAUX (μτφρ.) Le livre de l’avertissement et de la révision, Paris 1896. Description de l’Occident musulman aux IVe – Xe siècles. Απόσπασμα από « Kitāb Aḥsan altaḳāsīm fī maʻrifat al-aqālīm », έκδ. Ch. PELLAT, Alger 1950. Al-Nuwairi, Kitab Nihayat al-Arab fi funum al Adad, έκδ. – μτφρ. στην ισπανική M. GASPARREMIRO, Historia de España y África, Revista del Centro de Estudios Históricos de Granada y su Reino, vol. V-VIII. Granada 1917-1919. Ibn Rusteh, Les atours précieux, μτφρ. G. WIET, Le Caire, 1955, σελ. 134–146. Ibn Saddād, στο VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes, σελ. 192-197. Al-Ṭabarī, The History of al-Tabari, μτφρ.-σχόλια F. ROSENTHAL et als., I-XXXVIII, Albany 19851998. Al-Tanūkhī, Nishwar al-muddara, μτφρ-σχόλ. D.S. MARGOLIOUTH, The table-talk of a Mesopotamian judge, Oriental Translation Fund, N.S., τ. XXVIII, London 1922. Histoire de Yaḥyā-ibn-Sa’īd d’Antioche, continuateur de Sa’īd-ibn Bitriq, έκδ.-γαλ. μτφρ. I. KRATCHKOVSKY-A. VASILIEV, Patrologia Orientalis 18.5, 23.3, Paris 1957. Το Ιερό Κοράνιο, Συγκρότημα του Βασιλιά Φάχντ, Μεδίνα Μουνάββαρα, 2000.
Συριακές πηγές Bar Hebraeus, Chronographia
Μιχαήλ Σύρος
The Chronography of Gregory Abu’l Faraj, The Son of Aaron, The Hebrew Physician, Commonly Known as Bar Hebraeus Being the First Part of His Political History of the World, μτφρ. W. BUDGE, London 1932, ανατ. Piscataway N. J. 2003. Michel le Syrien, Chronique de Michel le Syrien Patriarche Jacobite d’Antioche (1169-1199), έκδ. –
340
Ζαχαρίας Μυτιλήνης
μτφρ. J.B. CHABOT, τ.3, Paris 1904, ανατ. 1963. Zachariah of Mitylene, the Syriac Chronicle known as that of Zachariah Mitylene, έκδ. F. J. HAMILTON, μτφρ. E. W. BROOKS, London 1899.
Ρωσικές πηγές Χρονικό Νέστορος
The Russian Primary Chronicle ; Laurentian Text, έκδ.-μτφρ., S. H. CROSS, O. P. SHERBOWITZWETZOR, Cambridge Mass. 1953.
Αρμενικές πηγές Αριστάκης εκ Λαστιβέρτ
Σεβαίος, Armenian History
Στέφανος Ταρωνίτης, Histoire
Aristakès de Lastivert. Récit des malheurs de la nation arménienne, μτφρ.- σχολ. M. CANARD – H. BERBERIAN, Bruxelles 1973. The Armenian History attributed to Sebeos, μτφρ. R. TOMSON, σχολ. J. HOWARD-JOHNSTON, Liverpool 1999. Histoire Universelle par Etienne Açoghig de Daron, μτφρ.-σχολ. E. DULAURIER, Paris 1883.
Β’ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
ABŪ SE̒ADA, Byzantium and Islam
ΑΓΓΕΛΙΔΗ, Δοῦλοι
AFINOGENOV, Zhitie prepodobnogo
ABŪ SE̒ADA Al-Amin, Byzantium and Islam (9th10th Centuries): A Historical Evaluation of the Role of Religion in Byzantine – Muslim Relations, Ph.D Dissertation, The University of Birmingham, 2000. ΑΒΡΑΜΕΑ Άννα, «Σημείωμα για το εθνικό όνομα Σλάβος και τη σημασιολογική του εξέλιξη στις βυζαντινές πηγές», Ελληνικά 25 (1972), σελ. 409-415. ΑΓΓΕΛΙΔΗ Χριστίνα, Δοῦλοι στὴν ου Κωνσταντινούπολη τοῦ 10 αἰ. Ἡ μαρτυρία τοῦ Βασιλείου τοῦ Νέου, Σύμμεικτα 6 (1985), σελ. 33-51. AFINOGENOV D. E., Zhitie prepodobnogo ott︠s︡a nashego Konstantina, chto iz iudeev. : Zhitie sv.
341
AHREWEILER, L’Asie Mineure et les invasions arabes AHREWEILER, Relations
AMARI, Storia dei Musulmani si Sicilia
ANTONIADIS-BIBICOU, Douanes
ASSMUSEN, Christians in Iran
BENDALL, Δούλοι ή Στρατιώτες BEŠEVLIEV, Protobulgarischen Inschriften
BLOCKLEY, The Fragmentary Classicising Historians
ispovednika Nikity, igumena Midikiĭskogo. Moskva, 2001. AHREWEILER Hélène, L’Asie Mineure et les invasions arabes (VIIe-IXe siècles), Revue Historique 227/1 (1962), σελ. 1-32. AHREWEILER Hélène, Les relations entre les Byzantins et les Russes au IXe siècle, Bulletin d’information et de coordination de l’Association Internationale des Études Byzantines, τ. 5, Paris 1971, σελ. 44 – 70. [η ΙΔΙΑ στο, Byzance ; les pays et les territoires, VII, Variorum, London 1976]. ΑΛΕΞΙΟΥ Στ., Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και το Άσμα του Αρμούρη, Αθήνα 1985. ΆΜΑΝΤΟΣ Κ., «Σκλάβοι, Σλαβησιάνοι, βάρβαροι», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 7 (1932), σελ. 331-339. AMARI M., Storia dei Musulmani si Sicilia, επιμέλεια – σχόλια C. A. NALLINO, τ.1, Catania 1933. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Π., Πέτρος Πατρίκιος, ο βυζαντινός διπλωμάτης, αξιωματούχος και συγγραφέας, (Ιστορικές Μονογραφίες 7), Αθήνα 1990. ANTONIADIS-BIBICOU Hélène, Recherches sur les douanes à Byzance. L’ «octava», le «kommerkion» et les commerciaires (Cahiers des Annales 20), Paris 1963. ASSMUSEN J., Christians in Iran. The Cambridge History of Iran, τ. ΙΙΙ/2, Cambridge 1983, σελ. 924948. BARNEA I, Romanité et christianisme au BasDanube, Βυζαντιακά 10 (1990), σελ. 67-102. BEIHAMMER Al., Muslim Rulers Visiting the Impirial City: Building Alliances and Personal Networks between Constantinople and the Eastern Borderlands (Fourth/TenthFifth/Eleventh Century), Al-Masāq 24/2 (2012), σελ. 157-177. BENDALL S., Δούλοι ή Στρατιώτες, Νομισματικά χρονικά 8 (1989), σελ. 41-43. BEŠEVLIEV V., Die protobulgarischen Inschriften, (Berliner Byzantinistische Arbeiten 23), Berlin 1963. BLOCKLEY R. C., The Fragmentary Classicising Historians of the Later Roman Empire. Eunapius, Olympiodorus, Priscus and Malchus, Liverpool 1981-1983.
342
ΒΛΥΣΙΔΟΥ, Βασίλειος Α’
BRANDES – HALDON, Towns, taxes and transformation
BRODMAN, Captives or Prisoners
BROWNING, Byzantium and Bulgaria
BUCKLAND, The Roman Law BURKE, Performing History Byzantine Diplomacy,
CAMPAGNOLO-POTHITOU, Échanges des prisonniers
CANARD, Byzance et les Musulmans CANARD, Les aventures d’un prisonnier arabe
CANARD, Les expéditions des Arabes
ΒΛΥΣΙΔΟΥ Βασιλική, Αντιδράσεις στην πολιτική του Βασιλείου Α’. Διαμόρφωση νέας στρατιωτικής ηγεσίας, Βυζαντινά Σύμμεικτα 5 (1983), σελ. 127-141. BOUSQUET G. Le droit musulman, Paris 1963. BRÉHIER L., Les Institutions de l’Empire byzantin, Paris 1949 (ανατ. 1970). BRANDES W. – HALDON J., Towns, taxes and transformation: state, cities and their Hinterlands on the East Roman world, c. 500800, στο έκδ. G. P. BROGIOLO – N. GAUTHIER – N. CHRISTIE, Towns and their territories between late antiquity and the early Middle Ages (Transformation of the Roman world 9), Leiden – Boston – Köln 2000, σελ. 141-172 BRODMAN J. W., Captives or Prisoners: Society and Obligation in Medieval Iberia, Anuario de Historia de la Iglesia 20 (2011), 201-219. BROOKS W., The Arabs in Asia Minor (641-750), from Arabic Sources, Journal of Hellenic Studies 19 (1899), σελ. 182-208. BROWNING R., Byzantium and Bulgaria. A comparative study across the Early Medieval frontier, London 1975. BUCKLAND W. W., The Roman Law of Slavery, Cambridge Mass., 1970. BURKE P., Performing History: The Importance of Occasions, Rethinking History 9 (2005), σελ. 35-52. Byzantine Diplomacy. Papers from the Twenty-forth Spring Symposium of Byzantine Studies (Cambridge, March 1990), έκδ. J. SHEPARD – S. FRANCLIN, Aldershot 1992. CAMPAGNOLO-POTHITOU Maria, Les échanges des prisonniers entre Byzance et l’Islam, aux IXeXe siècles, Journal of Oriental and African Studies 7 (1995), σελ. 1-56. CANARD M., Byzance et les Musulmans du Proche Orient, Variorum Reprints, Londre 1973. CANARD M., Les aventures d’un prisonnier arabe et d’un patrice byzantin à l’époque des guerres bulgaro-byzantines. Récit tiré de Tanûkhi (Xe siècle), al Faradj ba’d ash-shidda, la délivrance après l’angoisse, DOP, 9/10 (1956), σελ. 51-72 [ο ΙΔΙΟΣ, στο Byzance et les Musulmans, XVI]. CANARD M., Les expéditions des Arabes contre Constantinople dans l’histoire et dans la
343
CANARD, Deux épisodes
CANARD, Le cérémonial fâtimide
CANARD, Hamdanides CANARD, Quelques «à-côté»
CANARD, Les relations politiques
CANARD, La prise d’Héraclée
CANKOVA-PETKOVA, Contribution
CAPIDAN, A propos de «butin»
légende, Journal Asiatique 208 (1926), σελ. 61121[ο ΙΔΙΟΣ, στο Byzance et les Musulmans]. CANARD M., Deux épisodes des relations diplomatiques arabo-byzantines au Xe siècle, Bulletin d’Études Orientales de l’Institut Français de Damas 12 (1949-1950), σελ. 51-56 [ο ΙΔΙΟΣ, στο Byzance et les Musulmans, ΧΙΙ]. CANARD M., Le cérémonial fâtimide et le cérémonial byzantin. Essai de comparaison, Byzantion 21 (1951), σελ. 355-420 [ο ΙΔΙΟΣ, στο Byzance et les Musulmans, XIV]. CANARD M., Histoire de la dynastie des Hamdanides de Jazira et de Syrie, I, Alger 1951. CANARD M., Quelques «à-côté» de l’histoire des relations entre Byzance et les Arabes, στο Studi medievali in onore di Giorgio Levi Della Vida, Roma 1956, σελ. 98-119 [ο ΙΔΙΟΣ, στο Byzance et les Musulmans, ό.π., XV]. CANARD M., Les relations politiques et sociales entre Byzance et les Arabes, DOP 18 (1964), σελ. 98-119 [ο ΙΔΙΟΣ, στο Byzance et les Musulmans, ό.π., XIX]. CANARD M., Byzantium and the Muslim World to the Middle of the eleventh Century, (Cambridge Medieval History IV), Cambridge 1966, σελ. 697-735. CANARD M., La prise d’Héraclée et les relations entre Hârun al Rashîd et l’empereur Nicéphore Ier, Byzantion 32 (1962), σελ. 345-379 [ο ΙΔΙΟΣ, στο Byzance et les Musulmans du Proche Orient, XVIII]. CANKOVA-PETKOVA Genoveva, Contribution au sujet de la conversion des Bulgares au christianisme, Byzantino-Bulgarica 4 (1973), σελ. 21-40. CAPIDAN Th., A propos de «butin» et des mots apparentés (s.-cr. Pljačka, id.,bg. Plečkaë, id., roum. Pleaşcă, id., tc. Pliačka, id.) , Byzantion 12 (19382), σελ. 745-748. CASAVETTI P., Bisanzio e Islam tra alterità e differenza, έκδ. M.G. DEL FUOCO, «Ubi neque aerugo neque tinea demolitur». Studi in onore di Luigi Pellegrini per I sui settanta anni, Napoli 2006, σελ. 81-93. Castigo y reclusión en el mundo antiguo, έκδ. S. TORALLAS TOVAR – I. PEREZ MARTIN (Emerita. Manuales y anejos 45), Madrid 2003.
344
CHARANIS, Slavic element
Christian-Muslim Relations
CHEYNET, L’apport arabe
CHEYNET, Zacos
CHEYNET, Théophile
CHRISTIDES, Capture of Thessaloniki CHRISTIDES, Raids of the Moslems
ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, Η κατάληψη της Κρήτης
ΧΡΗΣΤΟΥ, Παραδυνατεύοντες
ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκκλησιαστικοί συγγραφείς
Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art, έκδ. J. NESBITT-N. OIKONOMIDES, τ. 1: Italy, North of the Balkans, North of the Black Sea, Washington, D.C. 1991, τ. 2: South of the Balkans, the Islands, South of Asia Minor, Washington, DC. 1994, τ. 3: West, Northwest and Central Asia Minor and the Orient, Washington, DC. 1996, τ. 4: The East, έκδ. E. MCGEER, J. NESBITT, N. OIKONOMIDES, Washington, DC. 2001, τ. 5: The East (continued), Constantinople and its Environs, Unknown Locations, Uncertain Readings, Washington, DC. 2005. CHARANIS P., The Slavic element in Byzantine Asia Minor in the thirteenth century, Byzantion 18 (1946-48), σελ. 69-83 Christian-Muslim Relations. A Bibliographical History, v. 1 (600-900), έκδ. D. THOMAS – Barbara ROGGEMA, Leiden/Boston 2009 CHEYNET J.-C., L’apport arabe à l’aristocratie byzantine des Xe-XIe siècles. Mélanges V. Vavrinek, ByzSlav 56 (1995), σελ. 137-146. CHEYNET J.-C., Sceaux de la collection Zacos se rapportant aux provinces orientales de l’Empire byzantin, Paris 2001. CHEYNET J.-C., Théophile, Théophobe et les Perses, στο Στ. ΛΑΜΠΑΚΗΣ (έκδ.), Βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αι.) (Ε.Ι.Ε./Ι.Β.Ε., Διεθνή Συμπόσια 6), Αθήνα 1998, σελ. 39-50. CHRISTIDES V., Once again Caminiates’ Capture of Thessaloniki, BZ 74 (1981), σελ. 7-10. CHRISTIDES V., The Raids of the Moslems of Crete in the Aegean Sea; Piracy and Conquest, Byzantion 51 (1981), σελ. 76-111. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ Β., Η κατάληψη τα Κρήτης από τα Άραβες (±824). Μια αποφασιστική καμπή στον αγώνα μεταξύ Βυζαντίου και ισλάμ. Διατριβή επί υφηγεσία, Αθήνα 1982. ΧΡΗΣΤΟΥ Ειρήνη, Αυτοκρατορική εξουσία και πολιτική πρaκτική. Ο ρόλος του παραδυναστεύοντος στη βυζαντινή διοίκηση (τέλη 8ου – αρχές 11ου αιώνα), Αθήνα 2008. ΧΡΗΣΤΟΥ Κ., Εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 7ου αιώνα ως μάρτυρες της εποχής τους. Μάξιμος Ομολογητής – Αναστάσιος Σιναΐτης – Ψευδο-Μεθόδιος, Θεσσαλονίκη 2010. ΧΡΙΣΤΟΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ Αικατερίνη, Ακροατής,
345
ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία
CHRYSOS, Some Aspects ΧΡΥΣΟΣ, Νόμος πολέμου
CONOR, Saint Luke of Steiris
CURSI, La struttura del ‘Postliminium’
DAGRON, Minorités ethniques
DAIN, Le partage du butin de guerre
DETORAKIS – MOSSAY, Un office byzantin
ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑΣ, Χερσαία ταξίδια
DITTEN, Ethnische
BZ 44 (1951), σελ. 86-88. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, τ. 1-3, Θεσσαλονίκη 1993-2001. CHRYSOS E., Chyprus in early Byzantine times, στο A.A. M. BRYER – G. S. GEORGΑLLIDES (έκδ.), The Sweet land of Cyprus, Nicosia 1993. CHRYSOS Ε., Some Aspects of Roman-Persian legal Relations, Κληρονομιά 8 (1976), σελ. 1-60. ΧΡΥΣΟΣ Ε., Νόμος πολέμου, στο Το Εμπόλεμο Βυζάντιο (9ος -12ος αι.) (Ε.Ι.Ε. /Ι.Β.Ε., Διεθνή Συμπόσια 4), Αθήνα 1997, σελ. 201-211. ΧΡΥΣΟΣ Ε., Τὸ Βυζάντιον καὶ οἱ Γότθοι, Θεσσαλονίκη 1972. COHEN G.D., The story of the Four Captives, Proceedings of the American Academy for Jewish Research 29 (1960-1961), σελ. 55-131. έκδ. Carolyn L. CONOR, W. R. CONOR, The Life and Miracles of Saint Luke of Steiris, Brookline Mass. 1994. CURSI Maria Floriana, La struttura del ‘Postliminium’ nella republica e nel principato (Pubblicazioni dell’ Instituto di dirito romano e dei diritti dell’Oriente mediterraneo 73), Naples 1996. DAGRON G., Minorités ethniques et religieuses dans l’Orient byzantin à la fin du Xe siècle et au Xie siècle: l’immigration syrienne, TM 6 (1961), σελ. 177-216. DAIN A., Le partage du butin de guerre d’après lez traités juridiques et militaires, Actes du Vie congrès international d’études Byzantines, 27/7-2/8 Paris 1948, σελ. 347-354. DE SOUZA Ph., Piracy in the Graeco-Roman World, Cambridge 1999. DETORAKIS T. – MOSSAY J., Un office byzantin inédit pour ceux qui sont morts à la guerre, dans le Cod. Sin. Gr. 734-735, Le Museon, Revue d’Études orientales 101 (1988), σελ. 183-211. ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑΣ Ι., Ενδείξεις για τη διάρκεια των χερσαίων ταξιδιών και μετακινήσεων στο Βυζαντιο (6ος-11ος αι.), Βυζαντινά Σύμμεικτα 12 (1998), σελ. 7-42. DITTEN H., Ethnische Verschiebungen zwischen der Balkanhalbinsel und Kleinasien vom ende des 6. Bis zur zweiten Hälfte des 9. Jahrhundetrs (Berliner Byzantinistische Arbeiten 59), Berlin 1993. DOCKЀS P. La libération médiévale, Paris 1979.
346
DÖLGER, Regesten
DROCOURT, Ambassades
DROCOURT, Political Information
DUCELLIER, Byzance, juge cruel
DUCELLIER, Miroire de l’Islam
DVORNICK, Les Slaves
EBERSOLT, Le Grand Palais
ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ – ΝΟΤΑΡΑ, Σημειώματα
DÖLGER Fr., Ein Fall slavischer Einsiedlung im Hinterland von thessalonike im 10. Jahrundert, Sitzungsberichte der Bayerische Akademie der Wissenschaften, Philosoph.-historiche Abteilung, Heft 1, Münich 1952. DÖLGER Fr., Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 565-1453, vol. I, II, München-Berlin 1924-1925. DROCOURT Ν., Ambassades latines et musulmanes à Byzance: une situation contrastée (VIIIe-Xie siècles), Byzantion 74 (2004), σελ. 348381. DROCOURT N., Passing on Political Information between Major Powers: The Key Role of Ambassandors between Byzantium and some of its Neighbours, Al-Masāq 24/1 (2012), σελ. 91-112. DUBY G., Guerriers et paysans, VIIIe-XIIe siècles, premier essor de l’économie européenne στο J. DUBY, Feodalité, Manchecourt 1996, σελ. 5-265. DUCELLIER A., Byzance, juge cruel dans un environnement cruel ? Notes sur le « Musulman cruel » dans l’empire byzantin entre VIIème et XIIIème siècles, στο CRUDELITAS. The Politics of Cruelty in the Arncient and Medieval World. Proceedings of the International Conference Turku (Finland) May 1991, Medium Aevum Quotidianum, Sonderband II, Krems 1992, σελ. 148-180. DUCELLIER, Miroire de l’Islam. Musulmans et Chrétiens d’Orient au Moyen Age (VIIe-XIe siècles), Paris 1971. F. DVORNICK, Les Slaves, histoire et civilisation de l’Antiquité aux débuts de l’époche contemporaine, Paris 1970. έκδ. Fr. DVORNIK, La Vie de Saint Grégoire le Décapolite et les Slaves macédoniens au IXe siècle, Paris 1971. EBERSOLT J., Le Grand Palais de Constantinople, Paris 1910. EBERSOLT J., Un nouveau manuscrit sur le rituel d’abjuration des musulmans dans l’Église grecque, Revue d’histoire des religions 54 (1906), σελ. 231-232. EVANS-GRUBBS Judith, Law and Family in Late Antiquity. The emperor Constantine’s Marriage Legislation, Oxford 1995. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ – ΝΟΤΑΡΑ Φλωρεντία, «Σημειώματα» ελληνικών κωδίκων ως πηγή δια
347
ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Ευώδιος Μοναχός FEISSEL, Jean de Soloi
FRIEDMAN, The « Great Precept»
GARNSEY, Ideas of Slavery
ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ, Αγορές
GORDON, L’esclavage dans le monde arabe GOUBERT, Byzance avant l’Islam
GOULD, Prisons before Modernity
GRÄF, Religiöse
GREATREX, Rome and Persia
την έρευναν του οικονομικού και κοινωνικού βίου του Βυζαντίου: από του 9ου αιώνος μέχρι του έτους 1204, Αθήνα 1982 ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ Σ., Ευώδιος Μοναχός. Οι σαράντα δύο μάρτυρες του Αμορίου, Αθήνα 1989. FEISSEL D., Jean de Soloi, un êveque chypriote au milieu du VIIe siècle, στο έκδ. C. ZUCKERMAN, Constructing the seventh century, TM 17 (2013), σελ. 219-236. έκδ. Ant. FYRIGOS, La Vita di S. Nilo da Rossano edita da Giovanni Matteo Cartophyllis, RSBN, τ. 24, 1987, σελ. 119-239. FRIEDMAN Yvonne, The « Great Precept» of Ransom. The Jewish Perspective, στο La liberazione dei “captivi”, σελ.161-172. GARNSEY P., Ideas of Slavery from Aristotle to Augustine, Cambridge-New York 1996. GAUTIER P., Le Typikon du Christ Sauveur Pantokrator, Révue des études byzantines 32/1 (1972), σελ. 1-145. GEANAKOPLOS D.J., Medieval Western Civilization and the Byzantine and Islamic worlds: interaction of three cultures, Lexington, Mass. D.C. 1979 και ελληνική μτφρ. Γιαννακόπουλος Κ. Ι., Μεσαιωνικός δυτικός πολιτισμός και οι κόσμοι του Βυζαντίου και του ισλάμ, Αθήνα 1993. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ Μαρία, Αγορές, έμποροι και εμπόριο στο βυζάντιο (9ος – 12ος αι.) (I.B.E./E.I.E., Μονογραφίες 9), Αθήνα 2008. ΓΚΟΤΣΗΣ Κ., Το Κάστρο της Ωριάς, στο Revue des études Néo-Helleniques, ΙΙ, 1993. GORDON M., L’esclavage dans le monde arabe, VIIeXXe siècles, μτφρ. C. VLЀRICK, Paris 1987. GOUBERT P., Byzance avant l’Islam, I : Byzance et Orient sous les successeurs de Justinien. L’empereur Maurice, Paris 1951. GOUBERT P., Causes et conséquences de la révolution de 602, στο Actes du Xe Congrès International d’Etudes Byzantines, Istanbul 1957 GOULD Rebecca, Prisons before Modernity: Incarnation in the Medieval IndoMediterranean, Al-Masāq 24/2 (2012), σελ. 180196. GRÄF E., Religiöse und rechtliche Vorstellungen über Kriegsgefangene in Islam und Cristentum, Die Welt des Islams 8 (1963), σελ. 89-139. GREATREX G., Rome and Persia at War, 502-532,
348
GRÉGOIRE, Un captif arabe
GUEMARA, Liberation et rachat
HADJINICOLAU-MARAVA, Recherches
HALDON – KENNEDY, The Arab - Byzantine Frontier,
HENDY, Monetary Economy HILLENBRAND, Sayf al-Dawla
HOYLAND, Seeing Islam
L’HUILLIER, Les relations bulgaro-byzantines,
L’HUILLIER, The Indissolubility of Marriage
Leeds 1998. GREGOIRE H., Un captif arabe à la cour de l’Empereur Alexandre, Byzantion 7 (1932), σελ. 666-673. GREGOIRE H., La communauté arabe sur la prise de Thessalonique (904), Byzantion 22 (1953), σελ. 373-378. GUEMARA Raouhda, La liberation et le rachat des captifs. Une lecture musulmane, στο La liberazione dei “captivi”, σελ. 333-344. HADJINICOLAU-MARAVA Anna, Recherches sur la vie des esclaves dans le monde byzantine (Collection de l’Institut Français d’Athènes 45), Athènes 1950. HALDON J.F – KENNEDY H., The Arab -Byzantine Frontier in the 8th and 9th Centuries: Military Organization and Society in the Borderlands, Zbornik Radova 19 (1980), σελ. 76-116. Vie de Sainte Athanasie d’Egine, στο Fr. HALKIN έκδ., Six inédits d’hagiologie byzantine, (SubsHag 74), Bruxelles 1987, σελ. 179-195. HALKIN F., L΄hagiographie byzantine au service de l’histoire, στο 13th International Congress of Byzantine Studies, Oxford 1966, σελ. 1-10. HENDY F. M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300–1450, Cambridge 1985. HILLENBRAND Carole, Sayf al-Dawla, alMutanabbī and Byzantium: The evidence of a Textile), στο Arabia, Greece and Byzantium Cultural Contacts in Ancient and Medieval Times Proceedings of the: International Symposium on the Historical Relations between Arabia the Greek and Byzantine World (5th century BC-10th century AD) Riyadh, 6 – 10 December, Riyadh 2010, σελ. 221230. HOYLAND, R.G., Seeing Islam as others saw it. A survey and evaluation of Christian, jewish and zoroastrian writings on early Islam (Studies in late antiquity and early Islam, 13), New Jersey 1997. L’HUILLIER, P., Les relations bulgaro-byzantines aux IXe-Xe siècles et leur incidences ecclésiastiques, στο Κυρίλλῳ καὶ Μεθοδίῳ τόμος ἑόρτιος ἐπὶ τῇ χιλιοστῇ καὶ ἑκατοστῇ ἐτηρίδι, Ι, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 1-31. L’HUILLIER P., The Indissolubility of Marriage in Orthodox Law and Practice, St. Vladimir’s Theological Quarterly 32 (1988), σελ. 199-221.
349
HUNTZINGER, Captivité
IZEDDIN, Un prisonnier Arabe
JACOBY, What do we learn
JANIN, Constantinople Byzantine JANIN, Un arabe ministre,
JANKOWIAK, The first Arab siege
JENKINS, Samonas, JENKINS, Emperor Alexander
JORDANOV, Corpus
JUCKER, Le butin de guerre
KAEGI, Byzantium
HUNTZINGER H., Captivité de guerre en Occident dans l’Antiquité tardive (378-507), Thèse de doctorat en sciences de l’antiquité, UFR des Sciences Historiques, Université de Strasbourg, Strasbourg 2009. IZEDDIN M., Un prisonnier Arabe à Byzance au IXe siècle: Hâroun-îbn-Yahya, Revue des études islamiques 15 (1958), σελ. 41-62. JACOBY D., What do we learn about Byzantine Asia Minor from the documents of the Cairo Genizah?, στο Στ. Λαμπάκης (έκδ.), Βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αι.) (Ε.Ι.Ε./Ι.Β.Ε., Διεθνή Συμπόσια 6), Αθήνα 1998, σελ. 83-95. JANIN R., Constantinople Byzantine (Archives de l’Orient, 4 A), Paris 1964. JANIN R. Un arabe ministre à Byzance: Samonas IXe-Xe siècles, Echos d’Orient 34 (1935), σελ. 307318. JANKOWIAK M., The first Arab siege of Constantinople, στο έκδ. C. ZUCKERMAN, Constructing the seventh century, TM 17 (2013), σελ. 237-320. JENKINS R., The «Flight» of Samonas, Speculum 23 (1948), σελ. 217-235. JENKINS R., The Emperor Alexander and the Saracen Prisoners, Atti dello VIII Congresso Internationale di studi Byzantini (Palermo 3-10 Aprilie 1951), Roma 1953, τ. Ι [= Studi Byzantini e Neoellenici 7 (1978) 389-393], [= Studies on Byzantine History of the 9th and 10th Centuries, Variorum Reprints, London 1970, XV]. JORDANOV I., Corpus of Byzantine seals from Bulgaria. The Byzantine seals with geographical names, τ. Ι, και τ. ΙΙΙ, Sofia 2003, 2006. JUCKER M., Le butin de guerre au Moyen Âge, aspects symboliques et économiques, Francia 36 (2009), σελ. 113-134. KAEGI W., Byzantium and the Early Islamic Conquests, Cambridge 1992. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ Ιωάννα, Ο Διγενής Ακρίτας του Εσκοριάλ. Συμβολή στη γλωσσική μελέτη του κειμένου, Ιωάννινα 1976. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Ι., Ο Μέγας Βασίλειος και τα κοινωνικά προβλήματα του καιρού του, Βυζαντινά 11 (1982), σελ. 111-132. ΚΑΡΑΠΛΗ Κατερίνα, Ἡ ἀκολουθία επὶ κατευοδώσει καὶ συμμαχίᾳ στρατοῦ,
350
ΚΑΡΑΠΛΗ, Κατευόδωσις
ΚΑΡΔΑΡΑΣ, Βυζάντιο και Άβαροι
ΚΑΡΔΑΡΑΣ, Άντες
KAZHDAN, The Concepts of Freedom
KAZHDAN, Hagiographical Notes KAZHDAN, Hagiographical Notes (suite) KAZHDAN, Notes
KAZHDAN, Some Questions
KENNEDY, Byzantine – Arabe Diplomacy
KHADDURI, War and Peace KHOURI, Άραβες και Βυζαντινοί
KHOURI, Ανεπίσημες ανταλλαγές
KHOURI, Leo tripolites
Βυζαντιακά 16 (1996), σελ. 69-88 και 17 (1997), σελ. 247-262. ΚΑΡΑΠΛΗ Κατερίνα, Κατευόδωσις στρατοῦ. Ἡ ὀργάνωση καὶ ἡ ψυχολογικὴ προετοιμασία τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο (6101081), Αθήνα 2010. ΚΑΡΔΑΡΑΣ Γ., Το Βυζάντιο και οι Άβαροι (Στ’-Θ’ αι.). Πολιτικές, διπλωματικές και πολιτισμικές σχέσεις (Ι.Β.Ε./Ε.Ι.Ε. Μονογραφίες 15), Αθήνα 2010. ΚΑΡΔΑΡΑΣ, Οι Άντες. Ιστορία και πολιτισμός (4ος -8ος αι.) (Ι.Ι.Ε./Ε.Ι.Ε. Ηλεκτρονικές Μονογραφίες 1), Αθήνα 2015. KAZHDAN A., The Concepts of Freedom and Slavery in Byzantium, στο La notion de la liberté au Moyen Age : Islam, Byzance et Occident, Paris (DO Colloquia 4) 1985, σελ. 215-226. KAZHDAN A., Hagiographical Notes, Byzantion 53 (1983), σελ. 538-558. KAZHDAN A., Hagiographical Notes (suite), Byzantion 54 (1984), σελ. 176-192. KAZHDAN A., Hagiographical Notes, Byzantion 56 (1986) 148-170. [ο ΙΔΙΟΣ, στο Authors and Texts in Byzantium, XIV, Variorum, Aldershot 1993]. KAZHDAN A., Some Questions addressed to the Scholars who believe in the Authenticity of Kaminiates «Capture of Thessalonica», BZ 71 (1978), σελ. 301-314. KENNEDY H., Byzantine – Arabe Diplomacy in the Near East from the islamic conquests to the mid eleventh century, στο έκδ. J. SHEPARD – S. FRANKLIN, Byzantine Diplomacy. Papers from the Twenty-fourth Spring Symposium of Byzantine Studies. (Cambridge, March 1990), Aldershot 1992σελ. 133-143. KHADDURI M., War and Peace in the Law of Islam, Baltimore 1955. KHOURI R. A. al Odetallah, Άραβες και Βυζαντινοί. Το πρόβλημα των αιχμαλώτων πολέμου, Θεσσαλονίκη 1983. KHOURI R. A. al Odetallah, Ανεπίσημες ανταλλαγές, εξαγορές και απελευθερώσεις Βυζαντινών και Αράβων αιχμαλώτων, GracoArabica 4 (1991), σελ. 109-113. KHOURI R. al Odetallah, Leo Tripolites-Ghulam Zurafa and the Sack of Thessalonike in 904, στο ΣΤΕΦΑΝΟΣ, Studia byzantina ac slavica Vladimiro
351
KIOURZIAN, L’incident de Cnossos
KLINGSHIRM, Charity and Power
ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ἱερός πόλεμος ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ, Ἡ ἰδέα τοῦ ἱεροῦ πολέμου
KOLIA-DERMITZAKI, Some remarks
KOLIA-DERMITZAKI, Forty-two Martyrs
KOLIAS, Kriegsgefangene
KOLIAS, The Taktika ΚΟΝΔΥΛΗ-ΜΠΑΣΟΥΚΟΥ, Λογοτεχνία των Αράβων KÖPSTEIN, Zur Sklaverei
KÖPSTEIN, Einige Aspekte
Vavrinek ad annum sexagesimum quintum dedicata, Prague 1995 [= ByzSlav 56 (1995), σελ. 97-102]. KIOURZIAN G., L’incident de Cnossos (fin septembre/début octobre 610), στο έκδ. C. ZUCKERMAN, Constructing the seventh century, TM 17 (2013), σελ. 173-196. KLINGSHIRM W., Charity and Power: Caesarius of Arles and the ransoming of captives in subRoman Gaul, Journal of Roman Studies 75 (1985), σελ. 183-203. ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ Αθηνά, Ὁ βυζαντινός «ἱερός πόλεμος», Αθήνα 1991. ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ Αθηνά, Ἡ ἰδέα τοῦ ἱεροῦ πολέμου στὸ Βυζάντιο κατὰ τὸν 10ο αἰώνα. Ἡ μαρτυρία τῶν τακτικῶν καὶ τῶν δημηγοριῶν, στο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος και η εποχή του. Β’Διεθνής βυζαντινολογική συνάντηση, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, Αθήνα 1989, σελ. 39-55. KOLIA-DERMITZAKI Athina, Some remarks on the fate of prisoners in Byzantium (9th-10th centuries), στο La liberazione dei “captivi”, σελ. 583-620. KOLIA-DERMITZAKI Athina, The Execution of the Forty-two Martyrs of Amorion: proposing an interpretation, Al-Masāq 14/2 (2002), σελ. 141162. KOLIAS T., Kriegsgefangene, Sklavenhandel und die Privilegien der Soldaten. Die Aussage der Novelle von Ioannes Tzimiskes, στο ΣΤΕΦΑΝΟΣ, Studia byzantina ac slavica Vladimiro Vavrinek ad annum sexagesimum quintum dedicata, Prague 1995 [= ByzSlav 56 (1995), σελ. 129-135]. KOLIAS G., The Taktika of Leo VIth the Wise and the Arabs, Graeco-Arabica 3 (1984), σελ. 129-135. ΚΟΝΔΥΛΗ-ΜΠΑΣΟΥΚΟΥ Ελένη, Εισαγωγή στη λογοτεχνία των Αράβων, Αθήνα 2001. KÖPSTEIN HELGA, Zur Sklaverei in byzantinischer Zeit, Acta Antiqua Scientiarum Hungariae 15 (1967), σελ. 359-368. KÖPSTEIN Helga, Einige Aspekte des byzantinischen und bulgarischen Sklavenhandels im X. Jahrhundert: zur Novelle des Ioannes Tzimiskes über Sklavenhandelszoll, στο έκδ. V. GEORGIEV, N. TODOROF, V. TAPKOVA-ZAIMOVA, Actes du Premier Congrès International d’Études Balkaniques et Sud-Est Européennes, Sofia 1966, τ.3, σελ. 237-247.
352
KÖPSTEIN, Sklaverei ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, Βυζαντινών βίος KΥΡΙΑΚΗΣ, Βυζάντιο και Βούλγαροι
LAVAGNINNI, Syracusa occupata
LETSIOS, Die Kriegsgefangenschaft LÉVY, Captivus Redemptus
La liberazione dei “captivi”
LIEU, Captives, Refugees and Exiles
LILIE, Byzanz unter Eirene
LILIE, Reaktion
KÖPSTEIN Helga, Zur Sklaverei im ausgehenden Byzanz, Berlin 1966. ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ Φ., Βυζαντινῶν βίος καὶ πολιτισμός, Γ’, Αθήνα 1952. KΥΡΙΑΚΗΣ E., Βυζάντιο και Βούλγαροι (7ος-10ος αι.) (Ιστορικές Μονογραφίες 13), Αθήνα 1993. ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Αγγελική, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Χώρος και ιδεολογία, Γιάννενα 1996. LAVAGNINNI Br., Syracusa occupata dagli Arabi e l’epistola di Teodosio Monaco, Byzantion 29-30 (1959-1960), σελ. 267-279. LAURENT V., Le Corpus des sceaux de l’empire byzantin, II, L’administration centrale, Paris 1981. LEMERLE P., The Agrarian History of Byzantium from the Origins to the Twelfth Century: The Sources and the Problems, Galway 1979. LETSIOS D., Die Kriegsgefangenschaft nach der Byzantiner, ByzSlav 53 (1992), σελ. 213-227. LÉVY E., Captivus Redemptus, 38/3 Classical Philology (1943), σελ. 29-46. LEWICKI Τ., Les voies maritimes de la Méditerranée dans le haut Moyen Âge d’après les sources arabes, στο La navigazione mediterranea nell’alto medioevo, τ. 2, Spoleto 1978, σελ. 439-469. La liberazione dei “captivi” tra Cristianita e Islam. Oltre la crociata e il Gihad: tolleranza e servizio umanitario, έκδ. CIPOLLONE G., (Collectanea Archivi Vaticani, 46) Vaticano/Citta del Vaticano 2000. LIEU S., Captives, Refugees and Exiles. A Study of Cross-Frontier Civilian Movements and Contacts between Rome and Persia from Valerian to Jovian, στο The Defence of the Roman and Byzantine East, έκδ. P. FREEMAN - D. KENNEY, (BAR International Series 297), Oxford,1986, σελ. 475-505. LILIE R.-J., Byzanz unter Eirene und Konstantin VI. (780 - 802). Mit einem Kapitel über Leon IV. (775 780) (Berliner Byzantinistische Studien 2), Berlin 1996. LILIE R.-J., Die byzantiniche Reaktion auf die Ausbreitung der Araber. Studien zur Strukturwandlung des byzantinischen Staates im 7. und 8. Jhd. (Miscellanea Byzantina Monacensia 22), München 1976.
353
LOPEZ, Foreigners
LOUNGHIS, Ambassades byzantines
ΛΟΥΓΓΗΣ, Δοκίμιο
ΛΟΥΓΓΗΣ, Ιουστινιανός
LUTTWAK, The Grand Strategy,
MANSSOURI, Musulmans à Byzance
MANSSOURI, L‘oeil du grand rival
MARICQ, Notes
MASPERO, Papyrus grecs
MCCORMICK, Eternal victory
MCCORMICK, European economy
MCGEER, Sowing the Dragon's Teeth
ΜΕΡΙΑΝΟΣ, Αντιλήψεις περί αποταμιεύσεως
LOPEZ R., Foreigners in Byzantium, Bulletin de l’Institut Historique Belge de Rome 44 (1974), σελ. 341-352. LOUNGHIS T., Les ambassades byzantines en Occident depuis la fondation des états barbares jusqu’aux Croisades (407-1096), Athènes 1980. ΛΟΥΓΓΗΣ Τ., Δοκίμιο για την κοινωνική εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόμενων «Σκοτεινών Αιώνων», Βυζαντινά Σύμμεικτα 6 (1985), σελ. 139-222. ΛΟΥΓΓΗΣ Τ., Ιουστινιανός Πέτρος Σαββάτιος. Κοινωνία, Πολιτική και Ιδεολογία τον 6ο μ.Χ. αιώνα, Θεσσαλονίκη 2005. LUTTWAK E., The Grand Strategy of the Byzantine Empire, Harvard University Press 2009. MAFFI Al., Ricerche sul postliminium, Milano 1992. MANSSOURI T., Les musulmans à Byzance (VIIXIe s.), στο έκδ. V. CHRISTIDES – Th. PAPADOPOULLOS, Proceedings of the sixth international Congress of Graeco-oriental and African Studies (Niscosia 30 April - 5 May 1996), Graeco-Arabica 7-8 (1999-2000), σελ. 179-394. MANSSOURI T., L‘oeil du grand rival, la ville vue par les Musulmans, στο έκδ. A. DUCELLIER – M. BALARD, Constantinople 1054-1261. Tête de la chrétienté, proie des Latins, capitale grecque (Mémoires 40), Paris 1996, σελ. 154-170. MARICQ A., Notes sur les Slaves dans le Peloponnèse et en Bithynie et sur l’emploi de “Slave” comme appellatif, Byzantion 22 (1952), σελ. 350-356. MARTINDALE J.R., The Prosopography of the Later Roman Empire, II, Cambridge 1980. MASPERO J ., Papyrus grecs d’époque byzantine, Catalogue général des antiquités égyptiennes du Musée du Caire, 3τ. Institut français d’archéologie orientale, Le Caire 1910-1916. MCCORMICK M., Eternal victory. Triumphal rulership in late antiquity, Byzantium and the early medieval West, Cambridge 1986. MCCORMICK M., Origins of the European economy. Communications and commerce AD 300-900, Cambridge 2001. MCGEER E., Sowing the Dragon's Teeth: Byzantine Warfare in the Tenth Century (Dumbarton Oaks Studies 23) Washington, D.C. 1995. ΜΕΡΙΑΝΟΣ Γ., Αντιλήψεις περί αποταμιεύσεως
354
MÉTIVIER, L’hippodrome
MEYENDORFF, Christian Marriage
MΙΧΑΗΛΙΔΗΣ- ΝΟΥΑΡΟΣ, Ο δίκαιος πόλεμος
MICHEAU, Yaḥyā d’Antioche
MONTINARO, Commerciaires,
ΜΠΑΡΤΙΚΙΑΝ, Αρμενικές πηγές
ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ, Βυζαντινές φυλακές
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Γυναίκα
ΝOONAN, Byzantium and the Khazars
στο Βυζάντιο: πατερικές διδαχές, ψυχωφελείς διηγήσεις και κοσμικές θεωρήσεις, στο Κ. ΜΠΟΥΡΑΖΕΛΗΣ – Κατερίνα ΜΕΪΔΑΝΗ (επιμ.), Αποταμίευση και διαχείριση χρήματος στην ελληνική ιστορία, Αθήνα 2011, σελ. 177- 218. MÉTIVIER Sophie, Note sur l’hippodrome de Constantinople vu par les Arabes, TM 13 (2000), σελ. 174-180. MEYENDORFF J., Christian Marriage in Byzantium: The Canonical and Liturgical Tradition, DOP 44 (1990), σελ. 99-107. MΙΧΑΗΛΙΔΗΣ- ΝΟΥΑΡΟΣ Γ., Ο δίκαιος πόλεμος κατά τα Τακτικά του Λέοντος του Σοφού, στο Mélanges Séfériadès / Σύμμεικτα Σεφεριάδου, Αθήνα 1961, σελ. 411-434. MICHEAU Françoise, Les guerres arabobyzantines vues par Yaḥyā d’Antioche chroniqeur arabe melkite du Ve/XIe s., Ευψυχία: mélanges offerts à Hélène Ahrweiler, (Byzantina Sorbonensia, 16), Paris 1998, σελ. 541-555. MONTINARO F., Les premiers commerciaires byzantins, στο έκδ. C. ZUCKERMAN, Constructing the seventh century, TM 17 (2013), σελ. 351-538. ΜΠΑΡΤΙΚΙΑΝ Χρ., Τὸ Βυζάντιον εἴς τὰς ἀρμενικὰς πηγὰς, (Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 18), Θεσσαλονίκη 1981. ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ Καλλιόπη., Οι βυζαντινές φυλακές, στο Έγλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, επιμ. Σ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Αθήνα 2001, σελ. 317-336. ΝΙΚΟΛΑΟΥ Κατερίνα, Η γυναίκα στη μέση βυζαντινή εποχή. Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα (Ε.Ι.Ε./Ι.Β.Ε. Μονογραφίες 6), Αθήνα 2005. ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ Μαρία, Συμβολὴ εἰς τὴν χρονολόγησιν τῶν ἀβαρικῶν καὶ τῶν σλαβικῶν ἐπιδρομῶν ἐπὶ Μαυτικίου (582-602), Σύμμεικτα 2 (1970), σελ. 145-193. ΝOONAN S. T., Byzantium and the Khazars: a special relationship?, στο έκδ. J. SHEPARD – S. FRANKLIN, Byzantine Diplomacy. Papers from the Twenty-fourth Spring Symposium of Byzantine Studies. (Cambridge, March 1990), Aldershot 1992, σελ.109-132. NORET J., L’expédition canadienne à Soli et ses résultats pour l’intelligence et la datation de la Vie de S. Auxibe, Anallecta Bollandiana 104
355
OBOLENSKY, Byzantine Commonwealth OBOLENSKY, Byzantium and the Slavs ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Δουλοπάροικοι
OIKONOMIDÈS, Silk trade
OIKONOMIDES, Correspondence
OIKONOMIDÈS, Le kommerkion
OIKONOMIDÈS, Listes de préséances OSTROGORSKY, Byzantine State PANČENKO, Pamjatnik Slavjan
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ, Θεοδόσιος ὁ Διάκονος
ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ, Βυζαντινή υψηλή στρατηγική
PATLAGEAN, Byzance et les marchés
(1986), 445-452. OBOLENSKY N., The Byzantine Commonwealth, London 1971. OBOLENSKY N., Byzantium and the Slavs: collected studies, Variorum Reprints, London 1971. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ Ν., Οι βυζαντινοί δουλοπάροικοι, Σύμμεικτα 5 (1983), σελ. 295302. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ Ν., Το όπλο του χρήματος, στο Το Εμπόλεμο Βυζάντιο (9ος -12ος αι.) (Ε.Ι.Ε. /Ι.Β.Ε., Διεθνή Συμπόσια 4), Αθήνα 1997, σελ. 261-268. OIKONOMIDÈS N., Silk trade and production in Byzantium from the sixth to the ninth century: the seals of kommerkiarioi, DOP 40 (1986), σελ. 33-53. OIKONOMIDES N., Correspondence between Heraclius and Kavâdh-Siroe in the Paschal chronicle (628), Byzantion (1971), σελ. 269-281. OIKONOMIDÈS N., Le kommerkion d’Abydos, Thessalonique et le commerce bulgare au IXe siècle, στο Vassiliki KRAVARI, J. LEFORT, Cécile MORRISON (επιμ.), Hommes et richesse dans l’Empire byzantine II. VIIIe-XVe siècles, Paris 1991, σελ. 241-248. OIKONOMIDÈS N., Listes de préséances byzantines des IXe et Xe siècles, Paris 1972. OSTROGORSKY G., History of the Byzantine State, μτφρ. J. HUSSEY, New Brunswick 1986. PANCENKO B., Pamjatnik Slavjan v Vifinii, Isvestija Russkogo Archeologičeskogo Instituta v Konstantinopole 8 (1902), σελ. 15-62. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ Ν., Θεοδόσιος ὁ Διάκονος καὶ τὸ ποίημα αὐτοῦ «Ἁλωσις τῆς Κρήτης», Ηράκλειο 1960. ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ Χ., Βυζαντινή υψηλή ος ος στρατηγική, 6 -11 αιώνας, (Σειρά Μελετών Διπλωματίας και στρατηγικής 4), Αθήνα 2000. PAPACHRYSSANTHOU Dénise, La Vie ancienne de Saint Pierre l'Athonite : date, composition et valeur historique, Analecta Bollandiana 92 (1974), σελ. 19-61. PATLAGEAN Évelyne, Byzance et les marchés du grand commerce vers 830-vers 1030. Entre Pirenne et Polani, στο Mercati e Mercanti nell’alto medioevo. L’areaeuroasiatica e l’area mediterranea (23-29 aprile 1992) (Settimane di studio del
356
PATLAGEAN, Nommer les Ruses en grec
ΠΑΤΟΥΡΑ, Αιχμάλωτοι
PATOURA, Byzantine Court
ΠΑΤΟΥΡΑ, Λαοί του Κάτω Δούναβη
PERTUSI, Una acolouthia militare PETIT, Office inédit
PETROV, Politique étrangère
POLEMIS, The Doukai POPPE, The political backgraround
RAGIA, Geography
Centro Italiano di Studi sull'Alto Medioevo, 40), Spoleto 1993, σελ. 587-629. PATLAGEAN Évelyne, Nommer les Ruses en grec, 1081-1294, στο S.W. Swierkosz-Lenadr (έκδ.), Le origini e lo sviluppo della cristianità slavobyzantina, Spoleto 2001. ΠΑΤΟΥΡΑ Σοφία, Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες επικοινωνίας και πληροφόρησης (4ος-10ος αι. ), Ι.Β.Ε./Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1994. PATOURA Sophia, The Byzantine Court and the Arab Caliphate: Mutual Attempts at Rapprochement at the Peak of the ArabByzantine Struggle (9th-10th c.), στο Arabia, Greece and Byzantium Cultural Contacts in Ancient and Medieval Times Proceedings of the: International Symposium on the Historical Relations between Arabia the Greek and Byzantine World (5th century BC-10th century AD) Riyadh, 6 – 10 December, Riyadh 2010, σελ. 241-248. ΠΑΤΟΥΡΑ Σοφία, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι λαοί του Κάτω Δούναβη: Συμβολή στη μελέτη των εμπορικών τους σχέσεων (4ος – 6ος αι.), φιλολογικές πηγές, Βυζαντινά Σύμμεικτα 5 (1983), σελ. 333-359. PERTUSI A., Una acolouthia militare inedita del X secolo, Aevum 22 (1984), σελ. 145-168. PETIT L., Office inédit en l’honneur de Nicéphore Phocas, Byzantinische Zeitschrift 13 (1904), σελ. 398-420. PETROV P., La politique étrangère de la Bulgarie au milieu du IXe siècle et la conversion des Bulgares, Byzantino-Bulgarica 2 (1996), σελ. 4152. ΠΛΩΡΙΤΗΣ Μ., Μίμος και Μίμοι, Αθήνα 1990. REUTER T., The New Cambridge Medieval History, vol. III, 900-1024, Cambridge 2008. POLEMIS D., A Contribution to Byzantine Prosopography, London 1968. POPPE Α., The political backgraround to the baptism of Rus’. Byzantine-Russian relations between 986-89, DOP 30 (1976), σελ. 197-244. PUCHNER W., Byzantinischer Mimos, Pantomimos und Mummenschanz im Spiegel der grichischen Patristik und ekklesiastischer Sicht, Maske und Kothurn 29 (1983), σελ. 311-317. RAGIA Efi, The Geography of the Provincial Administration of the Byzantine Empire (ca 600-
357
ΡΑΛΛΗΣ – ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα κανόνων
RAMADĀN, The Treatment of Arab Prisoners
REINERT, Muslim Presence
ROTMAN, Les esclaves et l’esclavage
RYDÉN, The Portrait of Samonas
RUNCIMAN, First Bulgarian Empire SAHAS, Infidel
SAHAS, Ritual of Conversion
SALAMITO, Συναιχμάλωτοι
SEIBT – THEODORIDIS, Andrapoda-Siegel
1200): I.1. TheApothekai of Asia Minor (7th-8th c.), Βυζαντινά Σύμμεικτα 19 (2009), σελ. 195245. ΡΑΛΛΗΣ Γ. Α. – ΠΟΤΛΗΣ Μ., Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, Αθήνα 1852-1859, επανέκδοση 1966. RAMADĀN M.A. ʽAbd al-ʽAzīz, The Treatment of Arab Prisoners of War in Byzantium, 9th-10th centuries, Annales islamologiques 43 (2009), σελ. 155-194. REINERT S. W., The Muslim Presence in Constantinople, 9th-15th Centuries: Some Preliminary Observations, στο H. Ahrveiler & A. E. Laiou (έκδ.), Studies on the Internal Diaspora of the Byzantine Empire, Washington D. C. 1998, σελ. 125-150. ROTMAN Y., Les esclaves et l’esclavage. De la Méditerranée antique à la Méditerranée médiévale VIe-XIe s., Paris 2004. RYDÉN L., The Portrait of the arab Samonas in Byzantine Literature, Graeco-Arabica 3 (1984), σελ. 101-108. RUNCIMAN S., A History of the First Bulgarian Empire, London 1930. SAHAS D. J., What an Infidel saw that a Faithful did not: Gregory Decapolites (d. 842) and Islam, Greek Orthodox Theological Review 31 (1986), σελ. 47-67. SAHAS D. J., Ritual of Conversion from Islam to the Byzantine Church, Greek Orthodox Theological Review 36 (1991), σελ. 57-69. SALAMITO J.- M., ΣΥΝΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ: les «compagnons de captivité » de l’apôtre Paul, στο έκδ. A. CHAUVOT – M. MATTER και C. BERTRAND-DAGENBACH, Carcer Ι : prison et privation de liberté dans l’antiquité classique. Actes du colloque de Strasbourg (5 et 6 décembre 1997), Paris 1999, σελ. 191-210. SEIBT W. – THEODORIDIS D., Das Rätsel der Andrapoda-Siegel im ausgehengen 7. J. Waren mehr Slawen oder mehr Armenier Opfer dieser Staatsaktion?, ByzSlav 60 (1999), σελ. 404-406. EL CHEIKH-SALIBA Nadia Maria, Describing the Other to Get at the Self: Byzantine Women in Arabic Sources (8th-11th Centuries), Journal of the Economic and Social History of the Orient 40/2 (1997), σελ. 239-250.
358
SHBOUL, Arab attitudes
SIMEONOVA, Nichola’s Mysticus Letters
SIMEONOVA, Byzantine Ceremonials
SOPHOULIS, Byzantium and Bulgaria
SPECK, Kaiser Konstantin
STEPHENSON, Balkan Frontier
STOURAITIS, Byzantine War
STOURAITIS, “Just War”
ΣΤΡΑΤΟΣ, Ζ’ αιώνας
ΕΛ ΣΕΪΧ Νάντια Μαρία, Τὸ Βυζάντιο ὅπως τὸ γνώρισαν οἱ Ἄραβες, επιμ.-μτφρ.-παραρτ. Ν. ΚΕΛΕΡΜΕΝΟΣ (Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αντιπαραθέσεις 25), Αθήνα 2013. SETTON K., On the Raids of the Moslems in the Aegean in the Ninth and Tenth Centuries and Their Alleged Occupation of Athens, American Journal of Archaeology 58/4 (1954), σελ. 311-319 SHBOUL A.M.H., Arab attitudes towards Byzantium: official, learned, popular, στο Καθηγήτρια. Essays presented to Joan Hussey for her 80th birthday, Camberley/Surrey 1998, σελ. 111-128. SIMEONOVA Liliana, Power in Nicholas Mysticus’ Letters to Symeon of Bulgaria. Notes on the Political Vocabulary of a Tenth Century Byzantine Statesman, ByzSlav 54 (1993), σελ. 89-94. SIMEONOVA Liliana, In Depths of Tenth Century Byzantine Ceremonials: The Treatment of Arab Prisoners of War at Imperial Banquets, BMGS 22 (1998), σελ. 75-104. SOPHOULIS P., Byzantium and Bulgaria, 775-831 (East Central and Eastern Europe in the Middle Ages, 450-1450 16), Leiden-Boston 2012. SPECK P., Kaiser Konstantin VI. Die Legitimation einer Fremden und der Versuch einer eigenen Herrschaft. Quellenkritische Darstellung von 25 Jahren byzantinischer Geschichte nach dem ersten Ikonoklasmus, 2 τ., München 1978. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ Αλκμήνη, Νίκαια και Ήπειρος τον 13ο αιώνα. Ιδεολογική αντιπαράθεση στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν την αυτοκρατορία, Θεσσαλονίκη 1990. STEPHENSON P., Byzantium’s Balkan Frontier. A Political Study of the Northen Balkans, 900-1204, Cambridge 2000. STOURAITIS I., Byzantine War against Cristians – an Emphylios Polemos?, Βυζαντινά Σύμμεικτα 20 (2010), σελ. 85-110. STOURAITIS I., “Just War” and “Holy War” in the Middle Ages, Rethinking Theory through the Byzantine Case-Study, JÖB 62 (2012), σελ. 227264. ΣΤΡΑΤΟΣ Α., Το Βυζάντιο τον Ζ’ αιώνα, τ. 1-6, Αθήνα 1965-1977. Symposium on Late Byzantine Thessalonike,
359
ΣΥΝΕΛΛΗ, Διπλωματικές σχέσεις
TZIMA, Περί αυτομολιών
TOUGHER, Leo VI TOYNBEE, Constantine Porphyrogenitus TREADGOLD, Τhe Bulgars’ Treaty
TREADGOLD, Byzantine Revival TREADGOLD, Byzantium and its Army TRITLE, Tatzates' Flight
ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Ποινές
VAN DER WAL – LOKIN, Historiae
VASILIEV, Byzance et les Arabes
VASILIEV (-CANARD), Extrait des sources arabes
DOP 57 (2003), Washington, D.C. 2004. ΣΥΝΕΛΛΗ Κατερίνα, Οι διπλωματικές σχέσεις Βυζαντίου και Περσίας έως τον ΣΤ’ αιώνα, Αθήνα 1986. ΤΖΙΜΑ Ι., Περί αυτομολιών: Προσχωρήσεις από το βυζαντινό στο αραβικό στρατόπεδο (7ος – 10ος αι.), Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Βυζαντινής Ιστορίας (αδημοσίευτη διατριβή), Αθήνα 2014. Η Θεσσαλονίκη και ο ευρύτερος χώρος. Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, πανελλήνιο συνέδριο (Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 97), Θεσσαλονίκη 2005. TOUGHER F.S., The Reign of Leo VI (886-912), Leiden – New York – Cologne 1997. TOYNBEE Ar., Constantine Porphyrogenitus and his World, Oxford 1973. TREADGOLD W., Τhe Bulgars’ Treaty with the Byzantines in 816, Rivista di Studi Bizantini e Slavi 4 (1984), σελ. 213-220. TREADGOLD W., The Byzantine Revival 780-842, California 1988. TREADGOLD W., Byzantium and its Army 2841081, Stanford 1995. TRITLE L.A., Tatzates' Flight and the ByzantineArab Peace Treaty of 782, Byzantion 47 (1977), σελ. 296-300. ΤΡΩΙΑΝΟΣ Σπ., Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 1999. TΡΩΙΑΝΟΣ Σ., Οι ποινές στο βυζαντινό δίκαιο, στο Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, επιμ. Σ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Αθήνα 2001, σελ. 13-65. ΤΣΑΡΑΣ Γ., Η αυθεντικότητα του χρονικού του Ιωάννου Καμενιάτη, Βυζαντιακά 8 (1988), σελ. 41-58. VAN DER WAL N. – LOKIN J.H.A., Historiae Iuris graecoromani delineatio. Les sources du droit byzantin de 300 à 1453, Groningen 1985. VASILIEV A. Α. - CANARD M. - GREGOIRE H., Byzance et les Arabes, τ. I, La dynastie d’Amorium (820-867), Bruxelles 1935, τ. ΙΙ/1ère partie Les relations politiques de Byzance et des Arabes à l’époque de la Dynanstie Macédonienne, Bruxelles 1968. VASILIEV A. Α. - CANARD M., Byzance et les Arabes, τ. ΙΙ/2e partie, La dynastie macédonienne
360
VASILIEV, St Peter of Argos
VASILIEV, Hāroun - ibn Yahya
VASILIEV, Quelques remarques
VERLINDEN, Guerre et traité
VUČETIĆ, Novelle
YANNOPOULOS, La société profane YANNOPOULOS, Byzantins et Arabes
WESTERMAN, The slave systems WHITBY, Maurice
ZACOS – VEGLERY, Seals ZUCKERMAN, L’Empire d’Orient ZUCKERMAN, Heraclius
ZUCKERMAN, Learning from the Enemy
ZUCKERMAN, Le voyage d’Olga
(867-959), Extrait des sources arabes, Bruxelles 1950. VASILIEV A. Α, “Life” of St Peter of Argos and its historical significance, Traditio 5 (1947), σελ. 163191. VASILIEV A. Α, Hāroun - ibn Yahya and his description of Constantinople, Seminarium Kondakovianum 5 (1932), σελ. 149-153. VASILIEV A. Α, Quelques remarques sur les voyageurs du moyen âge à Constantinople, Mélanges Charles Diehl: Études sur l’histoire et l’art de Byzance, I, Paris 1930, σελ. 293-298. VERLINDEN Ch., Guerre et traité comme sources d’esclavage dans l’empire byzantin aux IXe-Xe siècles, Graeco-Arabica 5 (1993), σελ. 207-212. VUČETIĆ M. M, Die Novelle des Kaisers Iōannēs I. Tzimiskēs über das auf versklavte Kriegsgefangene zu entrichtende Kommerkion, Fontes Minores 12 (2015), σελ. 279-327. YANNOPOULOS P., La société profane dans l’empire Byzantin des VIIe, VIIIe et IXe s., Louvain 1975. YANNOPOULOS P., Byzantins et Arabes dans l’espace grec aux IXe et Xe siècles selon les sources hagiographiques locales et contemporaines, στο έκδ. J. P. MONFERRERSALA, V. CHRISTIDES, Th. PAPADOPOULLOS, East and West: essays on Byzantine and Arab Worlds in the Middle Ages, Piscataway 2009, σελ. 91-105. WALTER C., The Origins of the Cult of St. George, REB 53 (1995), σελ. 295-326. WESTERMAN G., The slave systems of Greek and Roman antiquity, Philadelphia 1995. WHITBY M., The Emperor Maurice and his historian: Theophylact Simocatta on Persian and Balkan Warfare, Oxford 1988. ZACOS G. – VEGLERY A., Byzantine lead seals, τ. Ι, Basel 1972. ZUCKERMAN C., L’Empire d’Orient et les Huns, TM 12 (1994), σελ. 165-168. ZUCKERMAN C., Heraclius and the return of the Holy Cross, στο έκδ. C. ZUCKERMAN, Constructing the seventh century, TM 17 (2013), σελ. 197-218. ZUCKERMAN C., Learning from the Enemy and More: Studies in “Dark Centuries” Byzantium, Millennium 2 (2005), σελ. 79-135. ZUCKERMAN C., Le voyage d’Olga et la première
361
ambassade espagnole à Constantinople, TM 13 (2000), σελ. 647-672.
Λεξικά - Εγκυκλοπαίδειες: The Encyclopedia of Islam ODB Oxford Dictionary of Islam LIDDELL – SCOTT
Photii Patriarchae Lexicon TIB
The Encyclopedia of Islam new edition, γεν. εποπτεία H.A.R. GIBB, Leiden 1986-2005. The Oxford Dictionary of Byzantium, γεν. εποπτεία Al. KAZHDAN, Oxford 1991. The Oxford Dictionary of Islam, έκδ. J.-L. ESPOSITO, Oxford 1940. LIDDELL H. G. – SCOTT R., A Greek-English Lexicon. A NewEdition, Revised and Augmented throughout by H. S. JONES, with the Assistance of Roderick McKenzie, Oxford 1940. Photii Patriarchae Lexicon, έκδ. CH . THEODORIDIS, τ. 1, Berlin/New York 1982. Tabula Imperii Byzantini, F. Hild und H. Hellenkemper, Hellas und Thessalia, τ. 1, Wien 1976 και Kilikien und Isaurien, τ. 5, Wien 1990.
362
363
*****************************************************ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1
Πίνακας Ι : Ονόματα αιχμαλώτων και περίοδος αιχμαλωσίας
Ονομασία αιχμαλώτου
Περίοδος αιχμαλωσίας
Βασίλειος Εδεσηνός Κόμης Αλύπιος Άσπαρ Κωνσταντίνος Σέργιος υιός Βάκχου Εδερμάς Μειζότερος Κάστος Ανσιμούθ ταξίαρχος Μάξιμος Ομολογητής υιός Θεοδοσίου Γ’Αδραμυττηνού Βήσηρ Ψευδο-Τιβέριος Περγαμηνός (Bešer) Ευστάθιος υιός Μαρκιανού Κούρικος Σέργιος Λαχέρβαφος (Σέργιος;) Θεόφιλος στρατηγός Κιβυρραιωτών Αρτασήρ Κωνσταντίνος Χρυσοχέρης Βουκελλαρίων Ευστάθιος Μοναχός Τζούλλου Γεώργιος Δεβελτού Μανουήλ Αρχιερεύς Αδελφός Θεοδώρας Θεσσαλονίκης Αθανασία Αιγίνης Κρατερός Θεόδωρος Θεόφιλος μάρτυς Αμορίου Αέτιος μάρτυς Αμορίου Βαβουτζίκος Κωνσταντίνος Κάλλιστος μάρτυς Αμορίου Κωνσταντίνος μάρτυς Αμορίου Ευάνδριος Χ συναιχμάλωτος Ευανδρίου Βασόης Μελισσηνός μάρυτς Αμορίου Ιωσήφ Υμνογράφος Κουφαράς Θεόδωρος Χ υιός Αμερ Μελιτήνης (Umar) Σολδάνος (Sawdān) εμίρης Βάρεως Πουλάδης Διακονιτζής Θεοδόσιος Διάκονος Σωφρόνιος
Ιουν. 504 – Δεκ. 505 Ιουν. 504 – Δεκ. 505 Μάρτ. 558 – Μάρτ. 559 Μάρτ. 558 – Δεκ. 559 Μάιος 587 – Δεκ. 587 Μάιος 587 – Δεκ. 587 Αύγ. 652 – Σεπτ. 653 Σεπτ. 716 – Μάρτ. 717 Σεπτ. 720 – Αύγ. 722 Απρ. 737 – Αύγ. 737 Απρ. 738 – Αύγ. 740 Σεπτ. 771 – Αύγ. 775 Σεπτ. 771 – Αύγ. 775 Αύγ. 790 – Αύγ. 790 Νοέμ. 792 – Νοέμ. 792 Νοέμ. 792 – Νοέμ. 792 26 Ιούλ. 811 – 24 Δεκ. 824 7 Απρ. 812 – 22 Ιαν. 815 Σεπτ. 813 – 22 Ιαν. 815 Αρχές 9ου αι. Αρχές 9ου αι. 13 Αυγ. 838 – 5 Μαρτ. 895 13 Αυγ. 838 – 5 Μαρτ. 895 13 Αυγ. 838 – 5 Μαρτ. 895 13 Αυγ. 838 – 5 Μαρτ. 895 13 Αυγ. 838 – 5 Μαρτ. 895 13 Αυγ. 838 – 5 Μαρτ. 895 13 Αυγ. 838 – 31 Αυγ. 844 13 Αυγ. 838 – 31 Αυγ. 844 13 Αυγ. 838 – 5 Μαρτ. 845 13 Αυγ. 838 – 5 Μαρτ. 845 Νοέμ. 841 – Δεκ. 842 Νοέμ. 852 – Δεκ. 853 10 Σεπτ. 863 – 30 Σεπτ. 863 Φεβρ. 871 – Ιαν. 876 Μάρτ. 871 – Δεκ. 871 Δεκ. 872 – Δεκ. 884 21 Μαρτ. 878 – 885 21 Μαρτ. 878 – 886
2
Πασπαλάς Κωνσταντίνος Λέων Τριπολίτης Βαβδέλ- Abu-Αbdallah υιός Σαιπή Ιωάννης Καμινιάτης Χ πατήρ Ρεντακίου Ελλαδικού Φωκάς Κωνσταντίνος θιός Βάρδα Απολασαείρ Abūl-Asāir (συγγενής Χαμβδά) Ιωάννης υπηρέτης Χαμβδά Κουρουπής (Abd Al-Aziz ibn shu’AybelQurtubi) Ανεμάς – Numan υιός Κουρουπή Abū Firās Νικήτας Δρουγγάριος του Πλωίμου Pandulf, πρίγκιπας της Κάπουας Μελίας Λέων Πρωτοβεστιάριος Ταρωνίτης Ασώτιος Ειρήνη η Λαμισσαία Αποκάπης Γρηγοράς του Βασιλείου Χάλδος Ιωάννης Ηλιτζής Δομετιανός ο Καύκανος Μελίτων αδελφός Θεόδωρου Καυκάνου Τζούλας Γεώργιος Nasr ibn Mussaraf Χειροσφάκτης Λέων Δερμοκαΐτης Ιωάννης Πιτζής Βάρδας Χαλκουτζής Λέων Πτερωτός Κωνσταντίνος (με Δερμοκαΐτη) Στραβοτριχάρης Μιχαήλ Δελεάνος Πέτρος Βοΐωάννης νεώτερος Λειχούδης (;) Στέφανος Λιπαρίτης υιός Ορατίου Ρανδούλφος Φράγγος Αποκάπης Βασίλειος υιός Μιχαήλ Νικηφόρος Γ’ Βοτανειάτης Μανουήλ Κομνηνός αδελφός Αλεξίου Α’ Βασιλάκιος Νικηφόρος Μαλέσης Βασίλειος
Μάιος 893 – Αύγ. 893 902 Ιαν. 904 – Δεκ. 904 904 Σεπτ. 920 – Αυγ. 921 Μάιος 953 – Ιούν.954 Αύγ. 956 – Δεκ. 956 Νοέμ. 960 – Δεκ. 961 Μάρτ. 961 – Δεκ. 961 Μάρτ. 961 – Δεκ. 969 962-966 Οκτ. 964 – Δεκ. 967 968/969 972 Νοέμ. 977 – Δεκ. 977 Ιούν. 955 – Ιούν. 996 Σεπτ. 996 – Αυγ. 999 Σεπτ. 996 – Οκτ. 1014 Σεπτ. 996 – Αύγ. 1018 Αύγ. 1015 – Δεκ. 1015 Αύγ. 1015 – Δεκ. 1021 Αύγ. 1015 – Δεκ. 1015 Ιαν. 1016 – Αύγ. 1016 Σεπτ. 1027 – Οκτ. 1029 Αύγ. 1030 – Αύγ. 1031 Μάιος 1036 – Ιούν. 1036 Μάιος 1036 – Ιούν. 1036 Μάιος 1036 – Ιούν. 1036 Φεβρ. 1036 – Ιούν. 1036 Φεβρ. 1036 – Ιούν. 1036 Μάρτ. 1041 – Οκτ. 1041 Μάρτ. 1041 – Οκτ. 1041 Μάρτ. 1046 – Αύγ. 1046 Σεπτ. 1048 – Δεκ. 1048 Αύγ. 1057 – Αύγ. 1057 Δεκ. 1064 – Φεβρ. 1065 Δεκ. 1064 – Φεβρ. 1065 Μάιος 1070 – Ιούν. 1070 Αύγ. 1071 – Σεπτ. 1071 Αύγ. 1071 – Σεπτ. 1073
3
Ρωμανός Δ’ Διογένης Κομνηνός Ισαάκιος αδελφός Αλεξίου Α’ Δαλασσηνός Δαμιανός Προβατάς Χ Λογγιβαρδόπουλος Βοδινός (Bodin) Κωνσταντίνος Μαλέσης Βασίλειος Δούκας Ιωάννης Καίσαρ
Αύγ. 1071 – Σεπτ. 1071 Σεπτ. 1073 – Δεκ. 1073 30 Νοεμ. 1073 – Δεκ. 1073 30 Νοέμ. 1073 – Δεκ. 1073 30 Νοέμ. 1073 – Δεκ. 1073 30 Νοέμ. 1073 – Δεκ. 1075 Ιούν. 1074 – Σεπτ. 1074 Ιούν. 1074 – Σεπτ. 1074
Εικόνα 1. Ο Παντοκράτορας ελευθερώνει έναν αιχμάλωτο μουσουλμάνο κι έναν χριστιανό. Μωσαϊκό από το San Tomasso in Formis, Ρώμη, ca. 1210
4
Εικόνα 2. Ο Αγ. Γεώργιος έφιππος με τον δούλο ο οποίος κρατά ασημένια στάμνα.
Εικόνα 3. Άγγελος ελευθερώνει δύο αιχμαλώτους (La Visione di San Giovanni di Matha). Έργο του Giovanni Battista Baratta στο ναό San Ferdinando, Livorno.
5
Εικόνα 4. Ο Νικηφόρος Ουρανός αντιμετωπίζει τους Βούλγαρους στη μάχη του Σπερχειού. Από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη (Bibliotheca National de Madrid)
Εικόνα 5. Χριστιανός και Μουσουλμάνος πάιζουν σκάκι στην Ανδαλουσία. Libro de los Juegos του Αλφόνσου Ι΄της Καστίλλης, c. 1285.
6
Εικόνα 6. 10oς αι., Ο Ιησούς του Ναυή αιχμαλωτίζει τον βασιλιά της πόλης Γαΐ. Joshua-Rolle, Codex Vaticanus Pal. Graec. 431, Bibliotheca Apostolica Vaticana.
Εικόνα 7. Τυφλωμένοι Βούλγαροι αιχμάλωτοι μετά την ήττα τους στο Κλειδί. Τοιχογραφία από τη Μονή Αγ. Λεοντίου στη σημερινή Π.Δ.Γ.Μ. (F.Y.R.O.M.).
7
Εικόνα 8. Οι νικητές στη μάχη του 811 Βούλγαροι, αποκεφαλίζουν Βυζαντινούς αιχμαλώτους. Μικρογραφία από το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β (Ρώμη, Βιβλιοθήκη Βατικανού).
Εικόνα 9. Δείγμα σφραγίδας κομμερκιαρίου 700-702. Αναγράφεται: «Κωνσταντίνου ἀπὸ ἐπά[ρ]χων [(καὶ)] γενικοῦ κομμερκιαρίου ἀποθήκης Κωνσ<τ>αντινωπόλεως». DO Seals 5 αρ. 23.3, Zacos–Veglery, αρ. 201.
8
Σημεία της πορείας των αιχμαλώτων (Για τη δημιουργία του χάρτη χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό QGIS 2.8.1)
9
Πίνακας ΙΙ: Νομοθεσία σχετικά με ζητήματα των αιχμαλώτων ΠΗΓΗ Νεαρά Ιουστ.22, σελ.150 κ.εξ
ΧΡΟΝΟΛ ΟΓΙΑ 536
ΘΕΜΑ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΚΕΙΜΕΝΟ
Γάμος αιχμαλώτων κβ΄ Περί των δευτερογαμούντ ων
Ο γάμος δεν διαλύεται εάν ένας από τους συζύγους αιχμαλωτιστεί.
Ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς αἰχμαλωσίας τοιοῦτόν ἐστιν, ὁποῖον bona gratia διαλύειν τὸν γάμον. εἴτε γὰρ ἀνδρὶ συμβαίη τοιοῦτον ἀτύχημα, τῆς γυναικὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ μενούσης, εἴτε αὖθις γυνὴ μὲν εἰς αἰχμαλωσίαν ἀπίοι, μένοι δὲ ὁ ἀνὴρ ἐν πολιτείᾳ, ὁ μὲν ἀκριβής τε καὶ λεπτὸς λόγος διαλύει τὸν γάμον· δουλείας γὰρ ἅπαξἐπιγενομένης θατέρῳ ἡ τῆς τύχης ἀνισότης τὴν ἐκ τῶν γάμων ἰσότητα μένειν οὐ συγχωρεῖ. πλὴν ἀλλὰ φιλανθρωπότερον τὰ τοιαῦτα θεωροῦντες, ἕως μέν ἐστι φανερὸν περιεῖναι ἢ τὸν ἄνδρα ἢ τὴν γαμετήν, μένειν ἄλυτα τὰ συνοικέσια συγχωροῦμεν, καὶ οὐκ ἐλεύσονται πρὸς δευτέρους γάμους οὔτε γυναῖκες οὔτε ἄνδρες, εἰ μὴ βούλοιντο δοκεῖν κατὰ προπέτειαν τοῦτο πρᾶξαι καὶ ὑποπεσεῖν ταῖς ποιναῖς, ὁ μὲν τῇ τῆς πρὸ γάμου δωρεᾶς φαμὲν ἐκτίσει, ἡ δὲ τῆς προικός. Εἰ δὲ ἄδηλον καθεστήκοι, πότερον περίεστιν ἢ μὴ τὸ εἰς πολεμίους ἀφικόμενον πρόσωπον, τηνικαῦτα πενταετίαν μενετέον εἴτε τῷ ἀνδρὶ εἴτε τῇ γυναικί, μεθ’ ἥν, εἴτε σαφῆ γένοιτο τὰ τῆς τελευτῆς εἴτε ἄδηλα μένοι, γαμεῖν ἔξεστιν ἀκινδύνως. Καὶ τοῦτο γὰρ δὴ ταῖς καλουμέναις bona gratia διαλύσεσι παρὰ τῶν πρὸ ἡμῶν συνηρίθμηται, καὶ ἡμεῖς δὲ εἰς τοῦτο σύμφαμεν· ὥστε ἐνταῦθα οὐδὲ διαισίῳ γίνεται καιρὸς οὕτω τῶν προσώπων διεστώτων ἀλλήλων, καὶ οὐδεὶς ἐντεῦθεν κερδανεῖ, οὔτε ὁ ἀνὴρ τὴν προῖκα οὔτε ἡ γυνὴ τὴν προγαμιαίαν δωρεάν, ἀλλ’ ἕκαστος ἐπὶ τῶν οἰκείων
10
Νεαρά Ιουστ.120, σελ.588 κ.εξ
Εξαγορά αιχμαλώτου με έξοδα της Εκκλησίας
Η Εκκλησία μπορεί να απαλλοτριώνει γη, για να εξαγοράζει χριστιανούς αιχμαλώτους από τους «άπιστους». ρκ΄ Περί εκποιήσεως και εμφυτέυσεως εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Νεαρά Ιουστ.131, σελ.65 κ.εξ
Εξαγορά αιχμαλώτου
Η εξαγορά των αιχμαλώτων είναι ευθύνη του επισκόπου της ενορίας τους
11
μενεῖ. Τὸ δὲ πρότερον ἐκ τῆς τῶν νόμων αὐστηρίας εἰσηγμένον ἡμεῖς φιλανθρώπῳ λύομεν συγχωρήσει. Εἰ γὰρ ἐκ ψήφου δικαστικῆς εἰς μέταλλόν τις ἢ ἀνὴρ ἢ γυνὴ δοθῆναι προσετάχθη … δουλεία μὲν ἦν κατὰ τὸ παρὰ τῶν παλαιῶν νομοθετηθὲν ἐκ τῆς τιμωρίας ἐπαγομένη, διεζεύγνυτο δὲ ὁ γάμος, τῆς τιμωρίας τὸν καταδεδικασμένον ἐχούσης ἑαυτῇ δουλεύοντα. ἡμεῖς δὲ τοῦτο ἀνίεμεν καὶ οὐδένα τῶν ἐξ ἀρχῆς εὖ γεγονότων ἐκ τιμωρίας γίνεσθαι συγχωροῦμεν οἰκέτην. οὐ γὰρ ἂν μεταβάλοιμεν ἡμεῖς τύχην ἐλευθέραν εἰς δουλικὴν κατάστασιν οἵ γε καὶ τῶν ἔμπροσθεν δουλευόντων ἐλευθερωταὶ σπεύδοντες εἶναι. μενέτω τοίνυν ὁ γάμος ἐνταῦθα μηδὲν ἐκ τῆς τοιαύτης ψήφου βλαπτόμενος, οἶα μεταξὺ προσώπων ἐλευθέρων συνεστώς. Ταῖς δὲ ἁγιωτάταις ἐκκλησίαις Ὀδησσοῦ καὶ Τόμεως τῶν πόλεων ἐπιτρέπομεν ἐκποιεῖν πράγματα ἀκίνητα ὑπὲρ τῆς τῶν αἰχμαλώτων ἀναρρύσεως, πλὴν εἰ μὴ ἐπὶ ταύτῃ τῇ αἱρέσει κτήσεις τινὲς αὐταῖς ἐδόθησαν, ἐφ’ ᾧ κατὰ μηδένα τρόπον ταύτας ἐκποιεῖσθαι. καὶ τοῦτο δὲ συγχωροῦμεν, ὥστε τὴν κατὰ τὴν τῶν Ἱεροσολυμιτῶν ἁγιωτάτην ἐκκλησίαν ἄδειαν ἔχειν τοὺς οἴκους τοὺς αὐτῇ προσήκοντας καὶ κειμένους ἐν τῇ αὐτῇ ἁγίᾳ πόλει πιπράσκειν μὴ ἐπ’ ἐλάττονι τιμήματι ἤπερ ἐκ τῶν ἐνοικίων αὐτῶν ἐπὶ πεντήκοντα ἐνιαυτοὺς συνάγεται, ὥστε ἐκ τῆς τούτων τιμῆς ἄλλην πρόσοδον καλλίονα ὠνεῖσθαι. Εἰ δὲ καί τις ὑπὲρ ἀναρρύσεως αἰχμαλώτων ἢ ἀποτροφῆς πενήτων κληρονομίαν ἢ ληγάτον καταλίποι ἐν πράγμασι κινητοῖς ἢ ἀκινήτοις, εἴτε ἅπαξ εἴτε
ρλα΄ Περί εκκλησιαστικών κανόνων και προνομίων.
CJ, IX,20,7 Εκλογή 17,16 Πρόχειρος νόμος 39,5; 39,22.
741
Πρόχειρος Νόμος 34, 2-3
869-870
Αρπαγή ελεύθερου ατόμου και μετατροπή του σε σκλάβο. Αιχμάλωτοι σύμφωνα με το «νόμο του πολέμου».
Τιμωρία με αποκοπή χειρός
ἐτήσιον, καὶ τοῦτο τρόποις ἅπασι κατὰ τὴν τοῦ διαθεμένου γνώμην ἀπὸ τῶν κελευσθέντων τοῦτο ποιῆσαι πλη ρούσθω. εἰ δὲ μὴ ἰδικῶς εἴποι ποίου τόπου πένησι ταῦτα κατέλιπε, κελεύομεν τὸν ὁσιώτατον ἐπίσκοπον τῆς πόλεως ἐν ᾗ τὴν οἴκησιν ὁ διαθέμενος εἶχε παραλαμβάνειν τὰ αὐτὰ πράγματα καὶ τοῖς τῆς αὐτῆς πόλεως πένησι διανέμειν. εἰ δὲ καὶ ὑπὲρ ἀναρρύσεως αἰχμαλώτων τι καταλέλειπται καὶ μὴ ὀνομαστὶ ὁ διαθέμενος εἴποι, διὰ τίνος χρὴ γενέσθαι τὴν ἀνάρρυσιν, καὶ οὕτως κελεύομεν τὰ πράγματα τὰ ἐπὶ τούτῳ καταλειφθέντα τὸν τῶν τόπων ἐπίσκοπον καὶ τὸν τούτου οἰκονόμον λαβεῖν καὶ τὸ τοιοῦτον εὐσεβὲς ἔργον πληροῦν. ἐν πάσαις γὰρ ταῖς τοιαύταις εὐσεβέσι βουλήσεσι τοὺς ὁσιωτάτους τῶν τόπων ἐπισκόπους βουλόμεθα προνοεῖν, ὥστε πάντα κατὰ τὴν τοῦ τελευτήσαντος βούλησιν προβαίνειν, εἰ καὶ τὰ μάλιστα παρὰ τῶν διαθεμένων ἢ τῶν δωρησαμένων ἀπηγορεύθη αὐτοῖς ἔχειν πρὸς ταῦτά τινα μετουσίαν. Ἐάν τις εἰδὼς ἐλεύθερόν τινα ἀγοράσῃ ἢ πωλήσῃ αὐτὸν ἢ δωρήσηται ἢ εἰς προῖκα δώῃ ἢ καταλλάξῃ, μιᾶς τούτων τῶν αἰτιῶν ἀποδεικνυμένης ὁ τοιοῦτος χειροκοπείσθω.
«Οι νικημένοι ανήκουν στους αʹ. Τῶν προσώπων ἄκρα διαίρεσίς ἐστιν αὕτη· ὅτι τῶν νικητές» ἀνθρώπων οἱ μέν εἰσιν ἐλεύθεροι, οἱ δὲ δοῦλοι. καὶ τὴν μὲν ἐλευθερίαν, ἐξ ἧς ἡ τῶν ἐλευθέρων ἐπινενόηται προσηγορία, οὕτως ὁρίζεσθαι χρή. ἐλευθερία ἐστὶν εὐχέρεια φυσικὴ ἑκάστῳ συγχωροῦσα πράττειν, ἃ βούλεται, εἰ μὴ νόμος ἢ βία κωλύῃ. βία μέν, ἐπειδὴ βουλόμενον ἐσθότε μέ τι πρᾶξαι, ὃ τοῖς νόμοις οὐκ ἀπηγόρευται, διακωλύει τὶς ἰσχύϊ μείζονι βιασάμενος· νόμῳ
12
Πρόχειρος Νόμος,11,(3) Επαναγωγή τ.2, 301
869-870
Γάμος αιχμαλώτων
Διάλυση γάμου, δωρεά και προίκα, 5ετής αναμονή
13
δέ, ὅτε τιμωριῶν ἀπειλαῖς εἴργομαι πράττειν ἃ βούλομαι. οἰκέτην γὰρ ποιεῖν τι κατὰ γνώμην καὶ δεσπότου δέος ἐμποδίζει. βʹ. Δουλεία ἐστὶν ἐθνικοῦ νόμου διατύπωσις, ἐξ ἧς τις ὑποβάλλεται τῇ ἑτέρου δεσποτείᾳ, ὑπεναντίον φυσικοῦ νόμου. ἡ γὰρ φύσις πάντας ἐλευθέρους προήγαγεν, ἡ δὲ τῶν πολέμων ἐπίνοια τὴν δουλείαν ἐφεῦρεν. ὁ γὰρ τοῦ πολέμου νόμος κτῆμα τῶν κρατούντων θέλει τοὺς νενικημένους εἶναι. γʹ. Οἱ δοῦλοι ἢ τίκτονται ἢ γίνονται. τίκτονται μὲν οἱ ἐκ τῶν ἡμετέρων ἡμῖν προσγινόμενοι θεραπαινῶν. γίνονται δὲ οἱ ἐκ τῶν ἐθνικῶν νομίμων, τουτέστιν ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας. καὶ ἡ μὲν τῶν δούλων τύχη οὐδεμίαν ἐπιδέχεται διαίρεσιν. οὐ γὰρ ἔστιν εἰπεῖν ἐπ’αὐτῶν μᾶλλον ἢ ἧττον δοῦλος. ἔστιν οὖν ἄτομος ἡ δουλεία. ἐπὶ δὲ τῶν ἐλευθέρων πολλὰς εὑρίσκομεν διαφοράς· ἢ γὰρ εὐγενεῖς εἰσιν ἢ ἀπελεύθεροι. «Θεσπίζομεν καὶ τὸν ἐν αἰχμαλωσίᾳ διαλύεσθαι τοῦ γάμου· οὐχ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ’ ἕως μέν ἐστι φανερὸν περιεῖναι ἢ τὸν ἄνδρα ἢ τὴν γυναῖκα, μένειν ἄλυτα τὰ συνοικέσια συγχωροῦμεν, καὶ οὐκ ἐλεύσονται πρὸς δευτέρους γάμους οὔτε ἄνδρες οὔτε γυναῖκες, εἰ μὴ βούλονται δοκεῖν κατὰ προπέτειαν τοῦτο πρᾶξαι, καὶ ὑποπεσεῖν ταῖς ποιναῖς, ὁ μὲν τῇ τῆς προγάμου δωρεᾶς φαμεν ἐκτίσει, ἡ δὲ τῇ τῆς προικός. Εἰ δὲ ἄδηλον καθεστήκοι, πότερον περίεστιν ἢ μὴ τὸ ἐν αἰχμαλωσίᾳ κατεχόμενον πρόσωπον, τηνικαῦτα πενταετίαν μενετέον εἴτε τῷ ἀνδρὶ εἴτε τῇ γυναικί, μεθ’ ἥν, εἴτε σαφῆ γένοιτο τὰ τῆς τελευτῆς εἴτε ἄδηλα μένοι, γαμεῖν ἔξεστιν ἀκινδύνως· ὥστε ἐνταῦθα οὐδὲ διαισίῳ γίνεται καιρὸς οὕτω τῶν προσώπων διεστώτων ἀλλήλων· καὶ οὐδεὶ ἐνταῦθα κερδαίνει, οὔτε ὁ ἀνὴρ τὴν προῖκα οὔτε ἡ γυνὴ τὴν προγάμου δωρεάν, ἀλλ’ ἕκαστος ἐπὶ τῶν οἰκείων μένει».
Πρόχειρος Νόμος 33,(10)
869-870
Διαθήκη και κληρονομιά
Τι γίνεται η κληρονομιά αν τα παιδιά αιχμαλώτου δεν μεριμνήσουν για την εξαγορά του. Αν πεθάνει στην αιχμαλωσία εξαιτίας της αμέλειας των παιδιών του, όλα κληροδοτούνται στην Εκκλησία για την απελευθέρωση με εξαγορά άλλων αιχμαλώτων.
Εκλογή 8,2
741
Αιχμάλωτος
Αιχμάλωτος αγορασμένος από εχθρό θεωρείται ελεύθερος και πληρώνει την τιμή του στον αγοραστή του ή εργάζεται γι’ αυτόν ως αποπληρωμή.
14
ιʹ. «Καὶ ἐὰν δὲ ἕνα τῶν προλεχθέντων γονέων ἐν αἰχμαλωσίᾳ κρατεῖσθαι συμβαίη, καὶ οἱ τούτου παῖδες εἴτε πάντες εἴτε εἷς μὴ σπουδάσαιεν τοῦτον ἀναῤῥύσασθαι, εἰ μὲν δυνηθῇ οὗτος τὴν τῆς αἰχμαλωσίας συμφορὰν ἐκφυγεῖν, ἐν τῇ αὐτοῦ εἶναι ἐξουσίᾳ, πότερον ταύτην ἀχαριστίας αἰτίαν τῇ ἰδίᾳ βούλοιτο ἐγγράψαι διαθήκῃ ἢ καὶ μή. εἰ δὲ διὰ τῆς τῶν παίδων ἀμελείας καὶ καταφρονήσεως μὴ ἐλευθερωθείη, ἀλλ’ ἐν αἰχμαλωσίᾳ τελευτήσοι, ἐκείνους εἰς τὴν αὐτοῦ διαδοχὴν ἐλθεῖν οὐκ ἀνεχόμεθα, οἵτινες οὐκ ἐσπούδασαν τῆς ἀναῤῥύσεως αὐτοῦ φροντίσαι· ἀλλὰ πάντων τῶν παίδων ἐπὶ τοῦτο ἀμελησάντων, πάντα τὰ πράγματα τὰ παρ’ αὐτοῦ καταλιμπανόμενα τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς πόλεως, ἐξ ἧς ὁρμᾶται, προσκυροῦσθαι, καταγραφῆς δηλαδὴ ἐπὶ δημοσίου ἐκμαρτυρίου γενομένης, ὥστε μηδὲν ἐκ τῆς αὐτοῦ περιουσίας παραπολέσθαι, ἐφ’ ᾧ πᾶν ὅπερ ἐντεῦθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν περιέλθοι εἰς ἀνάῤῥυσιν προχωρεῖν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὅσον ἐπὶ τοῖς προσώποις εἴρηται, ἅπερ ἀπὸ κληρονόμων ποεῖν οὐκ ἔξεστιν, εἰ μὴ τὰ τῆς ἀχαριστίας γραφῆ κληρονόμων ποεῖν οὐκ ἔξεστιν, εἰ μὴ τὰ τῆς ἀχαριστίας γραφῆναι καὶ ἀποδειχθῆναι συμβαίη». Ὁ ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἐλεύθερον ἀγοράζων αἰχμάλωτον καὶ ἐν τῷ ἰδίῳ οἴκῳ ἀποκαθιστῶν αὐτόν, εἰ μὲν εὐπορεῖ τὰς στοιχηθείσας μεταξὺ αὐτῶν πληρῶσαι τιμάς, ἀπολυέσθω ἐλεύθερος· εἰ δὲ ἀπορεῖ, ἐχέτω αὐτὸν ὁ ἀγοράσας μίσθιον, μέχρις ἂν πληρωθῇ, ἅπερ ἐστοίχησεν, ὁριζομένου δηλονότι ὑπὸ ἀκροατῶν τοῦ ὀφείλοντος ἑκάστῳ ἔτει ὑπὲρ μισθῶν τῷ ἀγορασθέντι λογίζεσθαι.
Εκλογή 8,4,1
741
Αιχμάλωτος
Εκλογή 8,4,2
741
Διαφορά αιχμαλώτου με λιποτάκτη
Ecloga privata aucta 9,5 και 9,6( ίδιο με Ecloga 8,4,1)
8oς αι.
Αιχμάλωτος/ Αιχμαλωτιζόμεν ος οικέτης
Ένας αιχμάλωτος που Ὁ ὑπὸ τῶν πολεμίων αἰχμαλωτιζόμενος οἰκέτης καὶ συμπεριφέρεται σωστά στο κλάσμα τι ὑπὲρ τῆς πολιτείας εἰς αὐτοὺς ἐνδεικνύμενος καὶ κράτος είναι ωφέλιμος και οὕτως ἀνθυποστρέφων, παραχρῆμα ἐλευθερούσθω· ὁ δὲ απελευθερώνεται, έστω κι αν αἰχμαλωτισθεὶς ὑπ’ αὐτῶν καὶ πάλιν ἀποφυγών, κλάσμα τι ήταν προηγουμένως οικέτης. ὑπὲρ τῆς πολιτείας εἰς αὐτοὺς μὴ ἀπεργαζόμενος, ἀλλ’ Ένας αιχμάλωτος πολέμου οὕτως ἀνθυποστρέφων, πενταετίαν τῇ ἰδίᾳ δεσποτείᾳ που δραπετεύει και δουλευέτω καὶ εἶθ’ οὕτως ἐλεύθερος ἀπολυέσθω επιστρέφει θα υποδουλώνεται για 5 χρόνια και θα ελευθερώνεται εάν είναι φρόνιμος προς το κράτος. Αυτός που από μόνος του Ὁ αὐτοπροαιρέτως τοῖς ἐχθροῖς προστρέχων καὶ πάλιν ἐν πάει στον εχθρό αλλά μεταμέλῳ γενόμενος καὶ ἀποφεύγων ἐξ αὐτῶν καὶ μετανοεί και επιστρέφει, ἀνακάμπτων, δι’ ὧν ὅλως αὐτομολήσας τούτοις υποδουλώνεται για όλη του προσέδραμεν, ἕως τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἔστω δοῦλος. τη ζωη. Αιχμάλωτος που έχει Ὁ ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἐλεύθερον ἀγοράζων οἰκέτην καὶ ἐν εξαγοραστεί από τον εχθρό τῷ ἰδίῳ οἴκῳ ἀποκαθιστῶν αὐτόν, εἰ μὲν εὐπορεῖ τὰς θεωρείται ελεύθερος και στοιχηθείσας μεταξὺ αὐτῶν πληρῶσαι τιμάς, πληρώνει την τιμή του ή ἀπολυέσθω ἐλεύθερος. εἰ δὲ ἀπορεῖ, ἐχέτω αὐτὸν ὁ εργάζεται μέχρι να τον ἀγοράσας μίσθιον μέχρις ἂν πληρωθῇ, ἅπερ ἐστοίχησεν, αποπληρώσει. Πεταετής εργασία ὁριζομένου δηλονότι ὑπὸ ἀκροατῶν τοῦ ὀφείλοντος για την πολιτεία (;). ἑκάστῳ ἔτει ὑπὲρ μισθῶν τῷ ἀγορασθέντι λογίζεσθαι Ὁ ὑπὸ τῶν πολεμίων αἰχμαλωτιζόμενος οἰκέτης καὶ κλάσμα τὶ ὑπὲρ τῆς πολιτείας [εἰς αὐτοὺς] ἐνδεικνύμενος, καὶ οὕτως ἀνθυποστρέφων, παρα [χρῆμα ἐλευθερούσθω]. ὁ δὲ αἰχμαλωτισθεὶς ὑπ’ αὐτῶν καὶ πάλιν ἀποφυγών, κλάσμα τὶ εἰς αὐτοὺς ὑπὲρ τῆς πολιτείας μὴ ἀπεργασάμενος, ἀλλ’ οὕτως ἀνθυποστρέφων, πενταετίαν δουλευέτω τῇ ἰδίᾳ δεσποτείᾳ καὶ εἶθ’ οὕτως ἐλεύθερος ἀπολυέσθω.
15
Leges militares (B), 48
8ος αι.
Αιχμάλωτος
Leges militares (B), 4
8ος αι.
Διαθήκη στρατιώτη και αιχμάλωτοι
Νεαρά Λέοντος, 33
912
Γάμος Αιχμαλώτου
Δεν αποτελούν μέρος της λείας και μεταφέρονται στον αυτοκράτορα ή κρατώνται παρά του στρατηγού για πιθανή ανταλλαγή αιχμαλώτων. Διαθήκη στρατιώτη γίνεται και στο πεδίο της μάχης / Οι λαμβανόμενοι από εμφύλιους πολέμους δε θεωρούνται αιχμάλωτοι / Γνησιότητα τέκνων /Postliminium / Ισχύς Κορνήλιου Νόμου
Απαγόρευση στις συζύγους αιχμαλώτων να έχουν επίσημη σχέση με άλλον άνδρα.
16
Οὐ συγκαταλογίζονται δὲ τοῖς λαφύροῖς οἱ ἐκ ταὼν πολεμίων ληφθέντες στρατιῶται καὶ ἄλλως ἔνδοξοι καὶ περιφανεῖς ἄνδρες…ἐξαιρούνται διὰ ταὰς σπονδὰς ταῶν ἀλλαγίων… 3.Ὁ ἐν αἰχμαλωσία τεχθεὶς καὶ μετὰ τοῦ πατρὸς ὑποστρέψας γνήσιος κρίνεται. Οὐ μὴν καὶ ὁ μετὰ τῆς μητρός ὑποστρέψας ἐν αίχμαλωσία τοῦ πατρὸς τελευτήσαντος. ὁ γὰρ τοιοῦτος σπούριος κρίνεται καὶ οὐ κληρονομεῖ τὸν πατέρα. 4.Ἐάν τὶς εὐγενῆ γυναῖκα παρὰ τῶν πολεμίων ἀγοράσῃ καὶ συναφθῇ αὐτῇ παραχρήμα τὸ ἐπ΄αὐτῇ δίκαιον τοῦ ἐνεχύρου λύει, καὶ εὐγενῆ τίκτει. Ἐπὶ τοῖς ἄλλοις οἷς <περὶ> τῶν αἰχμαλώτων νενομοθετήκασι κἀκεῖνο τὸ μέρος ἐν ᾧ περὶ τῆς γάμων διαλύσεως ὡρίσαντο, πάνυ δοκεῖ ἀτόπως ἔχειν. Φασὶ δὲ οὕτως ἐπ’ αὐτοῖς ῥήμασιν· «Εἴτε ἀνδρὶ συμβαίη τὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἀτύχημα, τῆς γυναικὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ μενούσης, εἴτε αὖθις γυνὴ μὲν εἰς αἰχμαλωσίαν ἀπίοι, μένοι δὲ ὁ ἀνὴρ ἐν τῇ πολιτείᾳ, ὁ μὲν ἀκριβὴς καὶ λεπτὸς λόγος διαλύει τὸν γάμον·δουλείας γὰρ ἅπαξ ἐπιγενομένης θατέρῳ, ἡ τῆς τύχης ἀνισότης τὴν ἐκ τοῦ γάμου ἰσότητα μένειν οὐ συγχωρεῖ. Πλὴν ἀλλὰ φιλανθρωπότερον τὰ τοιαῦτα θεωροῦντες, ἕως μέν ἐστι φανερὸν ἢ τὸν ἄνδρα περιεῖναι ἢ τὴν γαμετήν, μένειν ἄλυτα τὰ συνοικέσια συγχωροῦμεν, καὶ οὐκ ἐλεύσονται πρὸς δευτέρους γάμους οὔτε γυναῖκες οὔτε ἄνδρες, εἰ μὴ βούλοιντο δοκεῖν κατὰ προπέτειαν τοῦτο πρᾶξαι, καὶ ὑποπεσεῖν ταῖς ποιναῖς ὁ μὲν
τῆς πρὸ γάμου δωρεᾶς τῇ ἐκτίσει, ἡ δὲ τῆς προϊκός». Οἱ μὲν οὖν προφθάσαντες τοιαύτην περὶ τοῦ γάμου τῶν αἰχμαλώτων ἐξέφηναν γνώμην. Ἡμῖν δὲ οὔθ’ ἡ αἰτία εὔλογος ἣν ὁ ἀκριβής, ὡς αὐτοί φασι καὶ λεπτὸς λόγος δίδωσιν, οὔτε ἡ φιλανθρωπία ἐστὶ καθαρὰ ἡ ἄδειαν λελύσθαι παρεχομένη τὸν γάμον ἐν τῷ ὑποβαλεῖν αὐτοὺς τῇ ζημίᾳ. Εἰ γάρ, ὥσπερ λέγουσι, τῆς τύχης ἡ ἀνισότης οὐ συγχωρεῖ μένειν τὸν γάμον, πῶς εἰ πρὸς ἐλευθερίαν ἐπανακληθείη ὁ αἰχμάλωτος, μετὰ τὴν τοῦ γάμου διάλυσιν πρὸς τὸ ἴσον ἐπανελθούσης τῆς τύχης καὶ ἀμφοτέρων ἐλευθερίως βιούντων, οὐκ εἰς τὸ ἴσον ὁ γάμος πάλιν ἐπανελεύσεται; Ποῦ δὲ τὸ φιλάνθρωπον καθαρὸν ζημιοῦν μὲν τῇ τῶν οἰκειοτάτων μελῶν ἀφαιρέσει, πειρᾶσθαι δὲ τὴν ζημίαν παραμυθεῖσθαι ἀντεισαγωγῇ τῶν ἄλλων κτημάτων; Πῶς δ’ εἰ μέχρι καὶ μυθεῖσθαι ἀντεισαγωγῇ τῶν ἄλλων κτημάτων; Πῶς δ’ εἰ μέχρι καὶ τῶν φαυλοτάτων αὐτὴ ἡ περιουσία τῶν αἰχμαλώτων λογίζεται φυλαττομένων αὐτοῖς τῶν δικαίων, οὐχὶ πάνδεινον τῷ μείζονι μέρει, φημὶ δὴ τῇ τοῦ οἰκείου μέλους συντηρήσει, κινδυνεύειν αὐτοὺς μὴ ὁμοίως ἀξιοῦσθαι τῶν δικαίων, ἀλλ’ εἶναι ἀνεπίσχετον τὴν ζημίαν, εἰ τοῦτο ἐπὶ γνώμην ἥκοι θατέρῳ μέρει ἀλογῆσαι τοῦ οἰκείου μέλους; Τί οὖν φημὶ ἐγώ; Ἐάνπερ τοῦ ἑνὸς μέρους ἐν αἰχμαλωσίᾳ ὄντος τὸ ἀπείρατον διαμεμενηκὸς τῆς αἰχμαλωσίας ἑτέρου πρὸς συνάφειαν ἴδοι, ἐπανέλθοι δὲ τῆς αἰχμαλωσίας τὸ ἐν ταύτῃ κατεσχημένον, ἄδειαν εἶναι αὐτῷ τὸ οἰκεῖον εἰ βούλοιτο ἐπαναλαμβάνειν μέλος, καὶ μηδαμῶς διότι ἑτέρῳ συνήφθη τοὺς ἐξ ἀρχῆς καινοτομεῖσθαι γάμους. Εἰ γὰρ ἡ γενομένη πρὸς ἕτερον ὕστερον συνάφεια δόξει τισὶν ἀδιάλυτος ἂν διαμεῖναι, πῶς οὐ δικαιότερον ἡ ἀρχῆθεν τῶν γάμων συνάφεια πρὸς τὴν οἰκείαν κατάστασιν ἐπανελεύσεται; Καὶ εἰ διότι ἀλλοτρίῳ
17
Νεαρά Λέοντος,36
912
Κληρονομιά Αιχμαλώτου
Ο γιος του αιχμαλώτου μπορεί να πάρει την κληρονομιά του αιχμαλώτου πατέρα του.
18
μέρει συνῆπται, οὐκ ἐπιτρέπει τις διασπᾶν, πῶς οὐκ εὔλογον διότι τοῦ οἰκείου ἀπερράγη μέλους, τοῦτο πρὸς τὴν ἰδίαν οἰκειότητα συναρμόζειν; Ναί, φησίν, ἀλλὰ κέρδος γίνεται τῶν αἰχμαλώτων ἐκ τῆς κατὰ προπέτειαν τῶν δευτέρων γάμων ὁμιλίας ἡ ἀντεισαγωγὴ τῆς ἐκτίσεως. Ἀλλ’ οὗτος ὁ λόγος ἀμείνων ἦν μὴ ὅτι γε χειλέων προελθεῖν, ἀλλὰ μηδ’ ἐπὶ διάνοιαν τῶν ταῦτα πεφρονηκότων ἀναβεβηκέναι. Πῶς γὰρ οὐκ ἐσχάτως εἰς φρένα δυστυχὴς καὶ ἄπορος, ὃς τοῦ οἰκείου μέλους ἀλλάττεται χρήματα; Θεσπίζομεν οὖν μηδαμῶς ἔτι πρὸς συνάφειαν ἑτέρου τὸν ἀπείρατον μεμενηκότα τῆς αἰχμαλωσίας ἔρχεσθαι, ἀλλ’ ὅσοις ἂν δήποτε χρόνοις ἐν αἰχμαλωσίᾳ ᾖ τὸ ἐκεῖ ταλαιπωρούμενον περιμένειν τὸ ἕτερον, κἂν μήτε ἔγγραφος δήλωσις, μήτε ἄγραφος ἐκεῖθεν καταλαμβάνῃ·Εἰ δὲ παρὰ τόνδε τὸν νόμον βουληθεῖέν τινες τῇ πρὸς δευτέρους γάμους ὁμιλίᾳ τῶν προτέρων διαρρήγνυσθαι καὶ οὐχὶ κατὰ τὴν παρατήρησιν τὴν ἐν τῇ ριζʹ νεαρᾷ περὶ τῶν γυναικῶν τῶν ἐν ἐξπεδίτοις ὄντων κειμένην, ἴστωσαν ὡς ταῖς ποιναῖς ὑποκείσονται ταῖς ἐν τῇ εἰρημένῃ διατάξει τεταγμέναις, δηλονότι ἀδείας οὔσης, ὡς ἔφαμεν, εἰεἰρημένῃ διατάξει τεταγμέναις, δηλονότι ἀδείας οὔσης, ὡς ἔφαμεν, εἰ ἀναρρυσθείη τῆς αἰχμαλωσίας τὸ ἐκεῖ ταλαιπωρούμενον, τὸ οἰκεῖον εἰ βούλοιτο ἐπαναλαμβάνειν μέλος. Διὰ τοῦτο θεσπίζομεν ἀπὸ τοῦ νῦν, ἄν τε τοῦ τῆς αἰχμαλωσίας ζόφου περικεχυμένου τοῖς γονεῦσι πρὸς αὐγὰς ἡλίου ἦλθεν ὁ παῖς, ἄν τε ὑπὸ φωτὶ ἐλευθερίας τὰς ὠδῖνας ἀπέλυσε τὰ τῶν γονέων κληρονομείτω, κἄν τε ἀμφοτέροις τοῖς γονεῦσι τῶν τῆς αἰχμαλωσίας δεσμῶν ἡ λύσις περίεσται ἢ μή, κἄν τε ἑνὸς τετυχηκότος τῆς λύσεως θάτερος ἐν τοῖς δεσμοῖς
Νεαρά Λέοντος,40
912
Δούλοι Αιχμαλώτου Περιουσία αιχμαλώτου
Οι αιχμάλωτοι μπορούν να κάνουν διαθήκη και όταν δεν έχουν κληρονόμο οι δούλοι τους θα ελευθερώνονται./ Πότε η περιουσία πάει στην Εκκλησία.
19
τῆς συμφορᾶς καταστρέψει τὸν βίον, κἄν τε ἀμφότεροι οἱ γονεῖς ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ τελευτήσωσιν· εἰ μὴ ἄρα γε τὴν τελευτὴν προφθάσῃ διαθέμενος· τότε γὰρ ἐκεῖνα κληρονομήσει ἃ ἐν τῇ βουλῇ προφθάσῃ διαθέμενος· τότε γὰρ ἐκεῖνα κληρονομήσει ἃ ἐν τῇ βουλῇ τοῦ διαθεμένου γονέως κεῖται, φυλαττομένης τῷ παιδὶ τῆς ἐκ τοῦ νόμου τετραουγκίου βοηθείας». Θεσπίζομεν τοίνυν ἀπὸ τοῦ παρόντος μηδαμῶς τοὺς ἐν αἰχμαλωσίᾳ τῷ ἀπείργοντι αὐτοὺς διατίθεσθαι νόμῳ ὥσπερ καὶ τὸ πρότερον ὑποκεῖσθαι, ἀλλ’ ἐξεῖναι τούτοις, εἰ μὲν οἷόν τε παρουσίᾳ πέντε μαρτύρων, εἰ δὲ μὴ τριῶν, εἴτε γραφῇ παραδοῦναι τὴν βούλησιν, εἴτε ἀγράφῳ διατάξει ἐκτίθεσθαι, δηλονότι ὅρκῳ βεβαιούντων τῶν εἰς τὴν μαρτυρίαν παραληφθέντων τὸ ἀπαραποίητον τῇ τοῦ τελευτήσαντος διατυπώσει, ἄν τε παίδων ὄντων ἐκείνους καταλίποιτο τῆς περιουσίας κυρίους, ἄν τε μὴ παῖδας ἔχων ἑτέρους εἰς τὸν κλῆρον εἰσάγῃ. Ταῦτα μὲν διωρίσθω περὶ τῶν διαθήκῃ τὸ τῆς ζωῆς τέλος προφθάσαι διανοηθέντων. Εἰ δ’ ἡ τέλειος ἐπιστᾶσα τοῦ βίου ἡμέρα ἐξ ἀνθρώπων ἀδιάθετον ἀφανίσοι τὸν ἄνθρωπον, παρόντων μέν τινων οἷς ὁ κλῆρος διαφέρει ἀνιόντων ἢ κατιόντων, πρὸς αὐτοὺς ἡ περιουσία πορεύσεται, μὴ ὄντων δέ τινων προσώπων πρὸς οὓς ἡ κληρονομία ὁρᾷ τῶν τοῦ ἐξ ἀνθρώπων ἀφανισθέντος αἰχμαλώτου πραγμάτων, φημὶ δὴ μήτε οὓς ἀνιόντας, μήτε οὓς κατιόντας οἰκειοῦται τὸ τοῦ τεθνηκότος γένος, πρότερον σκοπεῖν μὲν κελεύομεν εἴ τισιν ὑπόχρεως ἦν καὶ τῶν χρεῶν ὑπεξαιρουμένων τὰ περιλειπόμενα πράγματα διχῆ διαιρεῖσθαι, εἴς τε τρίτον καὶ δίμοιρον, καὶ τὸ μὲν τρίτον εἰς τὴν ὑπὲρ ψυχῆς διανομὴν ἀφορίζειν, τοῦ δ’ ἑτέρου μέρους ἐν τοῖς βασιλείοις ταμείοις γίνεσθαι τὴν ἀνάληψιν, ἄνευ μέντοιγε τῶν οἰκετῶν. Ταῦτα γάρ, εἰ μὴ
Nov.Post.Just.Coll.3.nov.25. Iωάννης Τζιμισκής
972-975
Πώληση αιχμαλώτων πολέμου
Νεαρὰ νομοθεσία Ἰωάννου βασιλέως περὶ τοῦ κομμερκίου τῶν ἁλωσίμων ψυχαρίων.
20
τῶν χρεῶν ἡ ἐκπλήρωσις ἐκποδὼν σταίη, πάντα ἐλευθερίᾳ τετιμῆσθαι βουλόμεθα. Τὸν αὐτὸν δὲ τύπον τηρεῖσθαι τῆς τῶν πραγμάτων διοικήσεως καὶ ἐφ’ ὧν οὐ πάρεισι χρέα, ὅταν, ὡς εἴρηται, κληρονόμων ἄπορος ἀπίοι τοῦ βίου ὁ τῇ αἰχμαλωσίᾳ κάτοχος. Ἡ μὲν οὖν εἰς ἐπίνοιαν ἡμῶν ἥκουσα περὶ τῆς νομοθεσίας ἣ τοὺς αἰχμαλώτους ἐλύπει διόρθωσις, διὰ τοῦδε τοῦ θείου ἡμῶν νόμου ἐκτέθειται, ἡ δὲ σὴ μεγαλοπρέπεια τὸ θέσπισμα τοῖς ὑπὸ χεῖρα ἐγνωσμένον καταστησάτω, ὡς ἂν δήλου πᾶσι γεγονότος ἅπαντες περὶ τῶν οἰκείων καὶ οὓς ἡ αἰχμαλωσία ἔχει, ὡς ἂν ἐθέλωσι διορίζωνται. Νεαρὰ νομοθεσία Ἰωάννου βασιλέως περὶ τοῦ κομμερκίου τῶν ἁλωσίμων ψυχαρίων. Ἀδιορίστου καὶ ἀδιαστίκτου τῆς ὑποθέσεως τυγχανούσης τοῦ κομμερκίου τοῦ ἀπὸ τῶν ἁλωσίμων ψυχαρίων ἐπερχομένου τῷ δημοσίῳ, καὶ τοῦ νόμου διαγορεύοντος ἀκομμέρκευτα διαμένειν τὰ ζωγρούμενα παρὰ τῶν στρατιωτῶν καὶ δορύκτητα κατονομαζόμενα, καὶ ποτὲ μὲν τῶν παρὰ τῶν πενεστέρων χειρουμένων στρατιωτῶν μᾶλλον κομμερκευομένων, ποτὲ δὲ τῶν ὀφειλόντων κομμερκεύεσθαι διαβιβαζομένων παρὰ δυνατῶν ἴσως προῖκα καὶ ἀμισθί, ὡς ἐκ τούτου ζημίαν μὲν τῷ κοινῷ προξενεῖσθαι, ζημίαν δὲ παντὶ τῷ στρατῷ, ἡ βασιλεία ἡμῶν ἀμφοτέρων προνοουμένη καὶ τὸ μὲν ἄδικον ἐκκόπτουσα, εἰ τάχα καὶ περιττόν, τὸ δὲ δίκαιον βεβαιοῦσα, εἰ καὶ ἐνδεέστερον, διεγείρουσα δὲ καὶ τὸ πρόθυμον τοῦ στρατιώτου, ἐκεῖνα βούλεται ἀπὸ τῆς σήμερον κομμερκεύεσθαι καὶ μή, ὅσα παραδηλώσει κατὰ μέρος ὁ κατωτέρω διορισμός.
Βασιλικά, 60.
Ἐ κ τ ο ῦ λ δ ʹ β ι . τ ί . β ʹ . Ἡ ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀγορασθεῖσα οὐκ ἐστὶ δούλη, ἀλλ’ ἐνεχύρου λόγῳ κρατεῖται, ὡς εἴγε λυθῇ τὸ ἐπ’ αὐτῇ ἐνέχυρον, ἀδεῶς τις ἀγάγηται αὐτήν, μηκέτι οὔσης ζητήσεως περὶ τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἢ παίδων αὐτῆς. (52.) Ἡ χρησιμότης ὁπότε ἀπαιτεῖ τοὺς ἀγοράζοντας παρὰ τῶν πολεμίων αἰχμαλώτους λαμβάνειν τὰ τιμήματα, ἐὰν προσφερόμενα μὴ δέχωνται, ἀναγκαζέσθωσαν παρὰ τοῦ ἄρχοντος λαμβάνειν αὐτά. (53.)Ἐὰν ἀγοράσῃ τις αἰχμάλωτον καὶ προστήσῃ αὐτήν, οὐ μόνον τὴν τιμὴν οὐ λαμβάνει, ἀλλὰ κἀκείνη ἐκδικεῖται παρὰ τοῦ ἄρχοντος καὶ τοῖς ἰδίοις ἀποδίδοται.(54.)Εἰ καὶ αἰχμαλωτισθεῖσά τις ἀπὸ κομμερκίου ἀγορασθῇ, ὅμως οἱ τεχθέντες ἐξ αὐτῆς, εἰ καὶ ἀπὸ δούλου εἰσίν, ἐλεύθεροί εἰσιν. (55.) Ὁ ἀγοράσας γυναῖκα ἀπὸ τῶν πολεμίων καὶ συμπλακεὶς αὐτῇ, δοκεῖ παραχωρεῖν τὸ τοῦ ἐνεχύρου δίκαιον διὰ τὴν ἐλπίδα τῶν ἐσομένων παίδων.(56.)Ὁ ἀγορασθεὶς ἀπὸ τῶν πολεμίων ἐὰν δῷ τὸ τίμημα, παραχρῆμα ἔχει τὴν αὑτοῦ τύχην
21
Πίνακας ΙΙΙ: Παραδείγματα τιμών εξαγοράς 10ος αι.
(Πελοπόννησο ς)
100 νομίσματα για εξαγορά 3 ατόμων.
6ος αι.
(Σεργιούπολη)
200 λίτρες χρυσού (2 κεντηνάρια) για 12.000 αιχμαλώτους.
11ος αι.
(Σικελία)
100 νομίσματα για εξαγορά 3 ατόμων.
Αctes d’Iviron 1.16
11ος αι.
(Θεσσαλία)
15 νομίσματα, τιμή ενός χωραφιού που πουλήθηκε για εξαγορά του γιου (κάποιου) που τον άρπαξαν πειρατές.
Τακτικά ΧVI, 9-11
9ος αι.
Al-Muqaddasi, 194-195
9ος αι.
Παύλος Μονεμβασίας 8.3 Προκόπιος, ‘Υπὲρ τῶν πολέμων, τ. ΙΙ, 5, 29-31 Βίος Νείλου του Νέου, 7072
Mann Texts and Studies in Jewish history and M CCORMICK , European Literature, 354-356 economy, σελ. 757 MCCORMICK, European economy, σελ. 757 MCCORMICK, European economy, σελ. 757 MCCORMICK, European economy, σελ. 757
11ος αι 911 Συνθήκη Χαλεπίου Συνθήκη 969 Χαλεπίου Συνθήκη 969 Χαλεπίου 969
Πώληση/ανταλ λαγή Πώληση αράβων αιχμαλώτων Αίγυπτος Κωνσταντινού πολη
Εάν ο αντίπαλος δεν θέλει ανταλλαγή γίνεται πώληση. Βυζαντινά πλοία μετέφεραν Άραβες αιχμαλώτους στην Παλαιστίνη οι οποίοι μετά ανταλλάσσονταν ή εξαγοράζονταν (3 για 100 δηνάρια). 500 δηνάρια για την εξαγορά 200 ατόμων (25 δηνάρια) άτομο. Χριστιανοί πωλήθηκαν από τους Ρως στην τιμή των 20 νομισμάτων (90 γρ. χρυσού) Βυζαντινός αιχμάλωτος πωλήθηκε 30 δηνάρια Βυζαντινλη αιχμάλωτη πωλήθηκε 20 δηνάρια Ανήλικος αιχμάλωτος πωλήθηκε 15 δηνάρια
22
23