ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ Να Τολμάς, ν’ Αγαπάς, να Ζεις Ανάμεσά μας το Ποτάμι Θέλω Πίσω τη Ζωή μου ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ Αγεφύρωτες Σιωπές ΣΟΦΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ Εσύ δεν Είσαι Πετρολούλουδο ΜΑΙΡΗ ΜΑΝΔΑΛΗ Το Φως των Πλάνων Αστεριών ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΒΕΝΤΑΚΗ Η Μοναξιά δεν Έρχεται Μόνη ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΚΟΥ Η Κόρη της Θάλασσας
Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΤΩΝ ΛΥΓΜΩΝ
ΕΛΣΑ ΦΑΡΑΖΗ
Προτιμώ να θυμάμαι. Όχι πως μου στερέψανε οι ζωντανές εικόνες. Αλλά οσάκις τις τοποθετώ στη θέση που εκφράζουν την επομένη βλέπω να έχουν μετακινηθεί. Το καταλαβαίνω απ’ τα γδαρσίματα που δημιουργεί το σύρσιμο από την πρώην θέση στη μετά πάνω στης σταθερότητας το λούστρο. Γι’ αυτό επιμένω να θυμάμαι. Για να μη γίνονται ζημιές στο λούστρο. Όχι γιατί με κάνει να αισθάνομαι διαρκέστερη του τελειωμένου χρόνου το απεριόριστο. [...] Για λίγη ελπίδα για λίγη ανανέωση θυμάμαι. [... ]
Απόσπασμα από το ποίημα της Κικής Δημουλά «Της Διακαινησίμου», στην ποιητική συλλογή Η Εφηβεία της Λήθης (1994)
Είναι μια γης κατάμεσα του μελανού πελάγου, η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη. Κατοίκους έχει αρίθμους, και χώρες ενενήντα. Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζουν Αχαιοί στον τόπο, ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλικαριάς ξεφτέρια, και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες. Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους.
Οδύσσεια, ραψωδία τ, στίχοι 172-179, μτφρ. Αργύρη Εφταλιώτη
Στους πρόποδες του Ομαλού, πρωί 20ής Μαΐου 1941 - ΠΑΤΈΡΑ ΜΟΥ, ΕΔΩΝΑ, βιάσου να του την ανάψεις, τον κρατάω γερά, ακούστηκε αγωνιώδης και πνιχτή η φωνή της δεκαεφτάχρονης Λένας. Ο άντρας, από την αγωνία και τον ιδρώτα που είχε θολώσει τη ματιά του, δε διέκρινε δράμι, παρά μόνο έτρεχε με προτεταμένη την κοντόκαννη καραμπίνα του προς τη μεριά απ’ όπου είχε έρθει η προτροπή. Αργείς, πατέρα μου, ακούστηκε πάλι η φωνή της Λένας, αργείς, και θα συνέλθει το σκυλί, έλα να το ξεκάνεις. Αλάργα φέγγιζε η ανατολή. Το αργόσυρτο φως δημιουργούσε σκιές και σχήματα θολά, ικανά να μπερδέψουν ακόμα και τον πιο μυημένο αυτόχθονα, όπως ήταν ελόγου του ο Νικολός Δασκαλάκης. Κρητικός πάππου προς πάππου, γενεές αμέτρητες. Εδωνά, σου λέω, πατέρα, δε με θωρείς; Η Λένα έστρεφε το βλέμμα της μια προς τη μεριά του τραυματισμένου αλεξιπτωτιστή, που με την πτώση είχε χάσει τις αισθήσεις του, και μια προς τη μεριά απ’ όπου έφτανε στ’ αφτιά της ο ήχος από πέτρες και ξερά λιόκλαδα που θρυμματίζονταν κάτω από το βαρύ πάτημα του πατέρα της. Το βλέμμα της κοπελιάς ήταν γεμάτο απόγνωση, φόβο και θυμό, αλλά -ανεξήγητο πώς στην άκρη του άνθιζε, σαν νιούτσικο μπουμπούκι, ένα λανθάνον συναίσθημα συμπόνιας, Κύριος οίδε για ποιο λόγο! Μάλλον από αθωότητα και άγνοια. Από τη μια στιγμή στην άλλη, το υπέροχο σμαραγδί των ματιών της είχε χαθεί μέσα στο πηχτό μαύρο της διασταλμένης ίριδας και τα δεκαεφτά της χρόνια βάραιναν στους ώμους της σαν να ήταν εκατό. Έρχομαι, βάστα, Λενιώ μου, κι έρχομαι. Δε θα μου τη γλιτώσει. Θα τον στείλω στον αγύριστο. Μόνο κράτα τον, φώναξε ο πατέρας της τραχιά και αποφασιστικά μα, λόγω των συνθηκών, με καθόλου βροντώδη τόνο, όπως συνήθιζε. Ο Νικολός, ψηλός και νευρώδης, φορώντας την κρητική βράκα από αλατζά, ψηλά μαύρα στιβάνια και το παραδοσιακό μαύρο κρουσαλιδάτο κεφαλομάντιλο, δε χρειάστηκε παρά δέκα δώδεκα σάλτα για να φτάσει σε απόσταση αναπνοής από τον αναίσθητο εχθρό. Στο ρόδινο φως της αυγής αντίκρισε καταγής, έτοιμο να πεθάνει από το χέρι του, έναν αμούστακο νεαρό. Μια πληγή που αρχινούσε από το δεξιό κρόταφο και έφτανε μέχρι την άκρη του στόματός του είχε γεμίσει αίματα το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του, κάνοντας τα χαρακτηριστικά του δυσδιάκριτα. Ο άντρας κοντοστάθηκε. Αυτός εδωνά θα μπορούσε να ήταν γιος του, αφού πάνω κάτω τον έκαμε στην ηλικία του Μανολιού του.
Όμως δεν ήταν. Ήταν γιος κάποιου άλλου, και λίγη ώρα πριν είχε πέσει από τον ουρανό μαζί με πολλούς συμπατριώτες του, με σκοπό να πατήσει και να αλώσει το δικό του τόπο. Αυτός εδωνά ήταν εχθρός του και εχθρός της πατρίδας του. Το ξημέρωμα, ο Νικολός είχε ξυπνήσει από έναν ανονείρευτο ύπνο, είχε νιφτεί, είχε ντυθεί, είχε πιει τον καφέ του και με την κόρη και τον αραμπά του είχαν κινήσει για τον Ομαλό και το μητάτο του Αναστάση. Οι δυο τους ήταν μαλισαπήδες (συνεταίροι) και είχαν εμπορικά συναλλίκια (συναλλαγές). Ξαφνικά και απροειδοποίητα, τους έπεσε ο ουρανός κατακέφαλα. Το ασυννέφιαστο και αγανό ξημέρωμα εξελίχτηκε απρόσμενα σε εφιάλτη. Πώς και γιατί αρχινάει ένας πόλεμος και πού εξοβελίζεται η ανθρωπιά; Τι είναι αυτό που συνταράσσει συθέμελα το συναίσθημα και αποδιοργανώνει την ισορροπία του νου, βγάζοντας στην επιφάνεια τα άγρια ένστικτα; Ο φόβος, ο φθόνος, η τιμή, η πλεονεξία, σίγουρα ο πόλεμος ή ό,τι, τέλος πάντων, απειλεί την επιβίωση και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Λιοντάρι γίνεται ο άνθρωπος, θεριό ανήμερο, έτοιμο να κατασπαράξει και να κατασπαραχτεί. Γιατί ο άνθρωπος είναι και τα δύο. Άνθρωπος και θηρίο. Φεγγαροφώτιστη νύχτα και μπουρίνι. Ρομάντζα ηλιοβασίλεμα και καταστροφικός τυφώνας. Απροετοίμαστος στη φρίκη, όσο έκπληκτος και αδαής στην ευτυχία. Ο πόλεμος, ένα αψίθυμο, αδηφάγο αρσενικό με βίαιο χαρακτήρα, όταν ανταριάζει, διακόπτει κάθε σχέση του με την ειρήνη, θηλυκό ίδιο και απαράλλαχτο με όλα τα θηλυκά του κόσμου· μια τρυφερή και δοτική οδαλίσκη που αρέσκεται σε χάδια και φιλιά, ακούραστη στους ξέφρενους χορούς, στα τραγούδια της ευτυχίας, σε ήρεμα δειλινά και χρυσές ανατολές· μια ιδεώδης σύντροφος που κανένα αρσενικό δε θα έπρεπε να βαριέται ποτέ. Ή μήπως η πλήξη του ακύμαντου επιβεβαιώνει τη ρήση που λέει «αχάριστοι οι ευεργετημένοι;» Το φρούμασμα του ένοπλου Κρητικού σε κάθε του ανάσα, εκείνη τη στιγμή, θύμιζε ταύρο πριν την επίθεση. Γύρω του, χαλασμός. Κρότοι, βόμβες, φωτιά, μπουχός, αίμα και μυρωδιά κηροζίνης ανακατεμένη με καμένης σάρκας. Ο Νικολός ήταν άριστος σκοπευτής. Η μπαγκέτα που διηύθυνε τη σονάτα του χρόνου έμεινε μετέωρη και ακίνητη για κλάσμα του δευτερολέπτου, τόσο όσο το αγριεμένο βλέμμα του άντρα ν’ αποτυπώσει τα δύο πρόσωπα που αντίκριζε εμπρός του. Πρώτα της κόρης του, με μια ανάμεικτη έκφραση φρίκης, φόβου και αγωνίας, κι ύστερα του τραυματισμένου αλεξιπτωτιστή, αφοπλιστικά αθώο, ανήμπορο. Αποφασιστικά όπλισε την κοντόκαννη
καραμπίνα του και ετοιμάστηκε να ρίξει στον εχθρό τη μία και χαριστική βολή.
Βερολίνο, Δεκέμβριος του 1929 Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Αρχαιολογίας, Μαξιμίλιαν φον Σίφερ, ανασήκωσε το υπερβολικά φανταχτερό, για τα γούστα του, σκέπασμα του υπέρδιπλου κρεβατιού και χώθηκε από κάτω με ανακούφιση. Ήταν κουρασμένος και νύσταζε. Κοίταξε το κομψό χειροποίητο ρολόι στον τοίχο δίπλα από τη μεγάλη τζαμόπορτα. Οι δείχτες του έδειχναν περασμένες τέσσερις. Σε λιγότερο από τρεις ώρες θα ξημέρωνε η Πρωτοχρονιά του 1930. Το προηγούμενο βράδυ, εκείνος, η βαρόνη γυναίκα του, Έρρικα φον Σίφερ, και οι δύο δεκάχρονοι πανομοιότυποι δίδυμοι γιοι τους, ο Μάρκους και ο Γιόχαν, είχαν δεξιωθεί όλη την αφρόκρεμα της βερολινέζικης ελίτ. Η δεξίωση, εκτός από εορταστική, κατέληξε και αποχαιρετιστήρια, καθώς εν τω μέσω της γενικής ευθυμίας χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο του Μαξ και ο γραμματέας του από το πανεπιστήμιο τον ενημέρωσε πως η αίτησή του είχε γίνει αποδεκτή και πως, σε λιγότερο από δύο μήνες, εκείνος και η οικογένειά του μπορούσαν να αναχωρήσουν για μία επ’ αόριστον, σίγουρα μακρόχρονη, διαμονή στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μακρόχρονη γιατί οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο κρητικό έδαφος, αν και μετρούσαν σχεδόν τριάντα χρόνια, δεν είχαν ολοκληρωθεί και παρουσίαζαν μεγάλο εύρος για μελέτη και ενασχόληση. Η Κρήτη, το ελληνικό νησί στην Ανατολική Μεσόγειο, είχε άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία. Και η αρχαιολογική σκαπάνη, όπου έσκαβε, ανακάλυπτε θησαυρούς που μαρτυρούσαν ακριβώς αυτό. Μια μακραίωνη και πολύτιμη σε ευρήματα ιστορία για τους απανταχού αρχαιολόγους, και όχι μόνο. Στο νησί είχε γεννηθεί και ακμάσει ένας πολιτισμός άξιος θαυμασμού απ’ όλους τους λαούς του πλανήτη. Στην Κνωσό, οι ανασκαφές που έκανε ο Άγγλος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς αποκάλυπταν κομμάτι κομμάτι ένα εντυπωσιακό ανάκτορο. Ένα δαιδαλώδες σύνολο, που λόγω των εκάστοτε προσθηκών σε απώτατους χρόνους καταλάμβανε έκταση πάνω από δεκαεφτά στρέμματα.Τα ανασκαφικά ευρήματα στην Κρήτη ήταν το όνειρο κάθε σοβαρού, μα προπαντός παθιασμένου με το αντικείμενό του αρχαιολόγου. Και ο Μαξ ήταν και τα δύο.Η είδηση της απόσπασης τον γέμισε με μια χαρά και έναν ενθουσιασμό που είχε να νιώσει από παιδί. Αν αυτό δεν ήταν το καλύτερο πρωτοχρονιάτικο δώρο, τότε τι ήταν; Το περίμενε; Φυσικά και το περίμενε, με την ίδια ακριβώς ανυπομονησία που διακρίνει τα μικρά παιδιά όταν προσμένουν ή επιθυμούν κάτι πάρα πολύ. Δε θα έλεγε ψέματα πως δεν το περίμενε, τουλάχιστον όχι στον εαυτό του. Στην Ελλάδα είχε δημιουργήσει ήδη έναν κύκλο γνωριμιών, όταν δύο χρόνια πριν παρευρέθη στις πρώτες Δελφικές Εορτές στον ιερό χώρο του Απόλλωνα, επίτιμος καλεσμένος του Άγγελου Σικελιανού. Εκεί είχε την τύχη να παρακολουθήσει την παράσταση Προμηθεύς Δεσμώτης, ν’ ακούσει συνθέσεις σε βυζαντινή μουσική και να δει εμπνευσμένες χορογραφίες. Η αίτησή του ίσως και να είχε καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων, όπως ήταν σίγουρος πως κατέληξαν οι αιτήσεις των άλλων ενδιαφερόμενων, καθώς δεν ήταν ο μοναδικός που συγκέντρωνε τα απαραίτητα προσόντα για τη συγκεκριμένη θέση μαζί και καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας-, μα σε αντίθεση με τους άλλους υποψήφιους, εκείνος είχε έναν άσο στο μανίκι του. Ήταν επιστήθιος φίλος και κουμπάρος του Αδόλφου Χίτλερ, Βολφ για τους οικείους του.
Με τον Βολφ είχαν γνωριστεί όταν ο Μαξ είχε μετεγγραφεί στο γυμνάσιο του Λιντς στην Αυστρία. Στο Λιντς είχε γεννηθεί και ζούσε η μάνα του, μέχρις ότου γνώρισε και ερωτεύτηκε τον πατέρα του. Όταν παντρεύτηκαν, τον ακολούθησε στη Γερμανία. Έκτοτε επέστρεφε στη γενέτειρά της ως επισκέπτρια, εκτός από εκείνα τα τέσσερα χρόνια που, παρακούοντας τη συζυγική επιθυμία, είχε αποφασίσει να μείνει και να φροντίσει η ίδια την κατάκοιτη μητέρα της, γεγονός που της στοίχισε το γάμο της. Τον τρίτο χρόνο της φοίτησής του, ο Βολφ διέκοψε το σχολείο λόγω μαθησιακών δυσκολιών, μα αυτό δε στάθηκε αιτία για να χάσουν επαφή, αντίθετα συνέχισαν να διατηρούν τη φιλία τους, η οποία βασιζόταν στην αμοιβαία συμπάθεια και, αργότερα, στα κοινά τους ενδιαφέροντα και στις κοινές ιδεολογικές πεποιθήσεις. Τώρα, και οι δυο τους ήταν ενταγμένοι στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών, με τη διαφορά πως ο Βολφ ήταν ηγέτης του, ενώ ο Μαξ, λόγω των ασχολιών του, που μπορούσαν να τον κρατήσουν μήνες ή και χρόνια μακριά από την πατρίδα, απλός οπαδός. Ο Βολφ ονειρευόταν μια καθαρή γερμανική φυλή, απαλλαγμένη από προσμείξεις και παράσιτα. Εδώ και οχτώ χρόνια δούλευε μεθοδικά, προσμένοντας τη μέρα που θα κατακτούσε την εξουσία και θα έθετε σε εφαρμογή το σχέδιό του, δηλαδή τη δημιουργία μιας ανώτερης Άριας φυλής, της «φυλής των κυρίων». Θέσεις ακραίες, που δεν τις συμμεριζόταν ο Μαξ, μα λόγω της φιλίας τις προσπερνούσε, όπως επίσης προσπερνούσε την τάση μεγαλείου ή τις εμμονές του Βολφ. Εμμονές που πολλές φορές άγγιζαν τα όρια της παραφροσύνης. Ο Μαξ δεν ξεχνούσε τη σκηνή στο προαύλιο του σχολείου τους, όταν ο φίλος του, σ’ ένα διάλειμμα, έκρυψε τις πατερίτσες του συμμαθητή τους Λίμπε, μόνο και μόνο για να τον δει καθηλωμένο και ανήμπορο. Ο Λίμπε, χωρίς τις πατερίτσες, έκλαιγε κι έτρεμε σαν ψάρι έξω από το νερό, ενώ ο Βολφ σιγοψιθύριζε: «Στον Καιάδα... στον Καιάδα», έχοντας εντυπωσιαστεί από την πληροφορία του καθηγητή της Ιστορίας πως οι αρχαίοι Σπαρτιάτες κατακρήμνιζαν κάθε ελαττωματικό νεογέννητο στον Καιάδα. Ο Βολφ ονειρευόταν να κατακτήσει τον κόσμο και να τον απαλλάξει από κάθε ατέλεια. Φιλόδοξο σχέδιο και, κατά τη γνώμη του Μαξ, ανεφάρμοστο, αλλά ποιος ήταν εκείνος που θα έβαζε όρια στα όνειρα και στις επιθυμίες οποιουδήποτε, πόσο μάλλον του φίλου του; Από την άλλη, γύρευε σε τι μπελάδες θα έμπαινε ο κόσμος αν το όραμα του Βολφ υλοποιούνταν. Είναι τοις πάσι γνωστό πως, για να κατακτήσεις, πρέπει πρώτα να μακελέψεις. Ο Μαξ ανατρίχιαζε και μόνο στη σκέψη. Ο Βολφ είχε μια σκοτεινή και αδιαφανή πλευρά στη ζωή του, αυτή που αφορούσε την οικογένειά του, την οποία δε γνώριζε κανείς, ούτε καν ο Μαξ που ήταν το πιο κοντινό του πρόσωπο. Ο Μαξ πάντα αναρωτιόταν τι ήταν εκείνο που είχε σημαδέψει τα παιδικά χρόνια του φίλου του και τον είχε μετατρέψει σε έναν άντρα ψυχικά αποδεκατισμένο και λειψό. Τον ακολουθούσε, βέβαια, ένας απόηχος φημών που αφορούσε τις ρίζες του, κάτι ψίθυροι για αιμομιξίες και εξώγαμα, μα τίποτα δεν ήταν αποδεδειγμένο σε αντίθεση με το οικογενειακό υπόβαθρο του Μαξ, στο οποίο φιγουράριζαν ευγενείς και, ως επί το πλείστον, πλούσιοι συγγενείς. Επιπροσθέτως, όσο ο ίδιος ήταν ως χαρακτήρας εξωστρεφής τόσο εσωστρεφής και κλειστός σαν στρείδι ήταν ο Βολφ. Και μολονότι εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο, ποτέ δεν είχαν κάτσει να εξομολογηθούν τα προσωπικά τους.
Τέλος πάντων, αυτός ήταν ο φίλος του, με τα όποια προτερήματα και ελαττώματά του, και ο ανοιχτόκαρδος και ανοιχτόμυαλος Μαξ τον αγαπούσε και τον στήριζε. Η κοινή τους αγάπη, ή καλύτερα το πάθος τους, για την αρχαιολογία, που εκφραζόταν στον καθένα με διαφορετικό τρόπο για τον Μαξ, όταν ο ήλιος μούσκευε το σβέρκο του και η σκόνη μπούκωνε τα ρουθούνια του στις ανασκαφές· για τον Βολφ, όταν ένα εδώλιο ή κάποιο άλλο αρχαίο αντικείμενο κατέληγε στην ιδιωτική του συλλογή στη βίλα των Βαυαρικών Άλπεων,και η ιδιαίτερη προτίμησή τους για την όπερα ήταν ήδη δύο πολύ καλοί λόγοι που έτρεφαν τη μεταξύ τους φιλία, η οποία έγινε αρραγής όταν ο Μαξ παντρεύτηκε την Έρρικα και απέκτησαν τα αγόρια, καθώς ο Βολφ ήταν ο νονός των διδύμων. Τον τελευταίο καιρό, εκείνος είχε μια προβληματική συναισθηματική σχέση με την ανιψιά του, την Γκέλυ, κόρη της ετεροθαλούς αδερφής του, Άνγκελα. Η μικρή είχε προσκολληθεί μ’ ένα αρρωστημένο πάθος πάνω του, κάτι που ο φίλος του δε συμμεριζόταν, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο διάστημα να δημιουργούνται δυσάρεστες καταστάσεις, όπως καβγάδες από εκρήξεις ζήλιας και απόπειρες αυτοκτονίας της κοπέλας. Ο Μαξ γνώριζε πως τον τελευταίο καιρό ο Βολφ προσπαθούσε να δώσει ένα οριστικό τέλος σε αυτή την καταστροφική σχέση, αφότου είχε χαθεί η μαγεία της συνεύρεσης, αλλά και γιατί ήθελε να προστατέψει την ιδιωτική του ζωή, αποφεύγοντας να δώσει τροφή σε φήμες που πιθανώς να επηρέαζαν το πολιτικό του προφίλ, το οποίο είχε χτίσει με τόσο κόπο. Η Έρρικα και η Γκέλυ, αν και ήταν δυο γυναίκες με διαφορά ηλικίας και με εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες, από την πρώτη στιγμή που τις σύστησαν ένιωσαν μια οικειότητα, ίσως χάρη σε αυτή την ανισότητα και αντίθεση. Μια γνωριμία η οποία δεν ήταν γραφτό να εξελιχτεί σε μακροχρόνια φιλία, και λόγω της μετοίκησης στην Ελλάδα, αλλά και επειδή η ιδιότροπη συμπεριφορά του Βολφ δεν άφηνε περιθώρια για πολύ συχνές κοινωνικές συναναστροφές. Ο Μαξ, βέβαια, δεν είχε παράπονο, καθώς τον γνώριζε καλύτερα από πολλούς και δεν τον έκρινε αυστηρά, ακόμα και αν, κάποιες φορές, ο φίλος του έδειχνε μονόχνοτος, απόμακρος ή αυταρχικός. Άλλωστε, η ιδιωτική ζωή του Βολφ δεν ήταν κάτι που τον αφορούσε. Στο σπίτι του, αυτός, η Έρρικα και τα παιδιά τους ήταν ευπρόσδεκτοι και καλοδεχούμενοι. Εξάλλου, γιατί να χολοσκάει για το χαρακτήρα του φίλου του, αφού πολύ σύντομα η οικογένεια φον Σίφερ θα βρισκόταν αλλού; Ευτυχώς που είχε προνοήσει, συνέχισε το μονόδρομο των σκέψεών του ο Μαξ, και ορίστε τώρα τα ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικών που έκαναν ο ίδιος και οι γιοι του τα τελευταία πέντε χρόνια θα έπιαναν, επιτέλους, τόπο. Εκείνος ήταν αρχαιολάτρης με πολλές πατρίδες: Αίγυπτο, Ελλάδα, Ρώμη... Οι γιοι του, πάλι, όχι. Μετά λύπης του διαπίστωνε πως το όποιο αρχαιολογικό τους ενδιαφέρον δεν ξεπερνούσε τα όρια της πληροφόρησης. Ο Μάρκους, ιδιαίτερα, θα μπορούσε να πει κανείς πως, με εξαίρεση την υστέρηση στην καλλιτεχνία, εξελισσόταν σ’ ένα πιστό αντίγραφο του νονού του, για τον οποίο έτρεφε μια παθολογική αγάπη και έναν υπέρμετρο θαυμασμό. Αντίθετα ο Γιόχαν, αν και τρελαινόταν ν’ ακούει ιστορίες και μύθους γύρω από την επιστήμη του
πατέρα του, είχε μια έμφυτη κλίση στα μαθηματικά, προς μεγάλη χαρά του παππού του, ο οποίος διέβλεπε στο πρόσωπό του το διάδοχο της τράπεζάς του. Ο Μαξ δεν είχε καμία αμφιβολία για τις έντονες αντιδράσεις και αντιρρήσεις των γιων του, όταν θα μάθαιναν την επομένη τα νέα για την επικείμενη μετοίκησή τους στην Κρήτη. Φυσικά και δεν τους αδικούσε. Εδώ ήταν το σπίτι τους, οι συγγενείς και οι φίλοι τους, εδώ είχαν ήδη μια τακτοποιημένη ζωή. Βρίσκονταν σε μια ηλικία που σε κανένα παιδί δεν αρέσει να του χαλούν τη βολή του, και οι αλλαγές φαντάζουν απειλητικές. Όλα αυτά ήταν μια μεγάλη αλήθεια, αλλά εκείνος θα τους καθησύχαζε. Θα προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως ό,τι έχαναν θα το κέρδιζαν σε γνώση και εμπειρία, κάτι που θα τους ήταν χρήσιμο στη συνέχεια της ζωής τους. Ήλπιζε να τους πείσει, καθώς το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να τους πληγώσει ή να τους απογοητεύσει. Εξάλλου, και για τον ίδιο ήταν εξίσου δύσκολο να φεύγει από την πανέμορφη πόλη του, που έσφυζε από ζωή, κάθε φορά που η δουλειά του τον υποχρέωνε να διαμένει για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ξένους τόπους, μακριά από τον πολιτισμό, και να διαβιώνει σαν νομάς. Το Βερολίνο ήταν ένα κόσμημα του ευρωπαϊκού Βορρά, με κτίρια σχεδιασμένα από εμπνευσμένους αρχιτέκτονες όπως ο Τάουτ και ο Μέντελσον. Με φαρδιές λεωφόρους που τις διέσχιζαν πολυάριθμα τροχοφόρα, κυρίως Mercedes και Opel, αλλά και το τραμ. Με μαγαζιά που στις βιτρίνες τους παρουσίαζαν την τελευταία λέξη της μόδας και το εσωτερικό τους ευωδίαζε από τα παριζιάνικα αρώματα που φορούσαν οι γυναίκες. Και ήταν αμέτρητες οι φορές, όταν οι ανυπόφορες συνθήκες διαβίωσης στις ανασκαφές έβαζαν σε δοκιμασία τις αντοχές του, που νοσταλγούσε τον πρωινό του καφέ σερβιρισμένο στην αλέα του ξενοδοχείου «Εσπλανάντε», τις βόλτες στο Τίεργκαρτεν, αλλά και τα βραδινά κοκτέιλ με φίλους στο μπαρ «Ράινλαντ», το μοναδικό μπαρ με εξωτερική βεράντα, στο περίφημο Χάουζ Φάτερλαντ. Όμως η πραγματική δυσκολία, σκεφτόταν συγχυσμένος, σχεδόν απελπισμένος, δεν ήταν ούτε τα παιδιά ούτε η στέρηση όλων των παραπάνω, αλλά η κάμψη της Έρρικα, η οποία, και μόνο στο άκουσμα της είδησης, έχασε το χρώμα από το όμορφο πρόσωπό της και το ρουζ που ήταν απλωμένο στα μάγουλά της δεν κατάφερε να καλύψει την ολοφάνερη ταραχή της. Με το βλέμμα γλαρωμένο από τη νύστα, ο Μαξ στράφηκε προς το μέρος της. Η γυναίκα του καθόταν μπροστά στην τουαλέτα της και χτένιζε με νωχελικές κινήσεις τα μακριά, μέχρι τους γοφούς, κατάξανθα μαλλιά της. Θεέ μου, ήταν τόσο όμορφη! «Όχι, όχι», του ψιθύρισε μια φωνή. «Όχι θαυμαστικό, αλλά τελεία». Ήταν όμορφη. Η αφοπλιστική ομορφιά της Έρρικα ήταν ο μοναδικός συνδετικός κρίκος στην αλυσίδα ενός γάμου που παράδερνε ανάμεσα στην ανία, την αδιαφορία και την απάθεια. Ο μοναδικός; Λάθος. Όχι ο μοναδικός. Ο μοναδικά αδιάσπαστος ήταν τα δυο τους παιδιά, ή τουλάχιστον αυτό ήθελε να πιστεύει εκείνος, αλλιώς προς τι τα προσχήματα και οι τακτικές οπισθοχώρησης στα μετόπισθεν μιας διαρκώς εμπόλεμης σχέσης,
με ελάχιστα διαστήματα ανακωχής; Άλλο κοινό; Τίποτα. Η Έρρικα ήταν προσανατολισμένη αποκλειστικά στις ρηχές και ανούσιες συναναστροφές και κοσμικότητες, υπηρετώντας ένα πρωτόκολλο με άπειρα «πρέπει» και υποδείξεις. Δηκτική, μ’ έναν καθωσπρεπισμό που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης. Εγωκεντρική. Και στο κρεβάτι, όσες φορές έσμιγαν τα κορμιά τους, εκείνη ήταν πιο κρύα και από παγοκολόνα. Μετά τη γέννηση των διδύμων, οι συνευρέσεις τους ως αντρόγυνου μετριούνταν στα δάχτυλα. Ήταν ανεκτικός, αλλά, που να πάρει, ποιος άντρας θέλει να αγκαλιάζει μια γυναίκα, ακόμα και την πιο όμορφη του κόσμου, που όλη της η ύπαρξη βροντοφωνάζει «δε θα γίνω ποτέ δική σου»; Κάποια στιγμή παραιτήθηκε. Τα τελευταία χρόνια, η Έρρικα ήταν απόμακρη και κατά συρροήν άπιστη. Εκείνος το γνώριζε, δεν ήταν ηλίθιος, ούτε χαζός, απλώς καμωνόταν τον ανίδεο για χάρη των παιδιών και της εκεχειρίας μεταξύ τους, καθώς ένα διαζύγιο θα του δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα ο συμβιβασμένος γάμος. Φυσικά, ήταν και ο ίδιος άπιστος, αλλά, σε αντίθεση με τη γυναίκα του, παθιασμένος με τη ζωή και την επιστήμη του, πολύ εκδηλωτικός στο συναίσθημα (χυδαίος κατά την κρίση της Έρρικα), του άρεσαν τα ταξίδια, λάτρευε τους δύο γιους του και δεν έχανε στιγμή από τον ελεύθερο χρόνο του που να μην την περνάει μαζί τους. Και αυτό γιατί ο Μαξ είχε πάνω από το κεφάλι του, σαν δαμόκλειο σπάθη, το θυμό και την απογοήτευση του δικού του πατέρα. Ο Σουλτς φον Σίφερ συνεχώς υποτιμούσε και μεμφόταν το μοναχογιό του. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο νεαρός Μαξ έδειξε την κλίση του για πολιτισμούς που εδώ και αιώνες ήταν θαμμένοι κάτω από σωρούς χώμα, δηλώνοντας πως δεν είχε σκοπό ν’ ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση, αλλά με αρχαιολογικές σπουδές και... αερολογίες. Λες και οι πεθαμένοι ή οι τύμβοι θα μπορούσαν να γεμίσουν τα ταμεία της τράπεζας με χρήματα και χρυσό, τα οποία ήταν απαραίτητα για την οικογενειακή τους ευμάρεια, αλλά εξίσου, αν όχι περισσότερο, για την οικονομία της χώρας τους. Ο Σουλτς φον Σίφερ, ιδρυτής μιας από τις ιδιωτικές τράπεζες της Γερμανίας, της DSB Berlin Bank, άστραψε και βρόντηξε όταν ο γιος του δήλωσε αποφασιστικά και ευθαρσώς πως δε σκόπευε να τον διαδεχτεί. Για να τον συνεφέρει και να του αλλάξει γνώμη, τον απείλησε με αποκλήρωση. Και θα το έκανε, τόσο σκληρός που ήταν, μα τις όποιες αποφάσεις του φρέναρε ο ερχομός των διδύμων. Έτσι, έδωσε παράταση στην ελπίδα για τη διαδοχή του, καθώς πίστευε πως από το αγκάθι βγαίνει ρόδο, και η πρόοδος των εγγονών του, ιδιαίτερα του Γιόχαν, έδειχνε πως μάλλον είχε δίκιο. Ο δευτερότοκος γιος του Μαξ- γεννήθηκε με διαφορά λίγων λεπτών από τον αδερφό του είχε πάθος με τους αριθμούς και οι επιδόσεις του στο σχολείο ήταν εκείνες ενός άριστου μαθητή. Ο Γιόχαν μεγάλωνε αγνοώντας επιδεικτικά τις προσδοκίες όλων και επιτρέποντας στη σκανταλιά, στο χιούμορ, στη ζωηράδα και στις τρυφεράδες να βάζουν, πότε πότε, τρικλοποδιές στην πρόοδό του. Χάρη
στον ανέμελο χαρακτήρα του, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στους συνομηλίκους του, σε αντίθεση με τον Μάρκους, ο οποίος με το ψυχρό, μπλαζέ και απόμακρο ύφος του τους κρατούσε σε απόσταση. Ο Μάρκους, από τα οχτώ του χρόνια ήδη, δήλωνε μέλος της νεολαίας του κόμματος του νονού του, τον οποίο θαύμαζε και υποστήριζε. Μοίραζε σε δρόμους και πλατείες ενημερωτικά φυλλάδια και δεν έχανε ευκαιρία να τραγουδάει μαζί με τους συντρόφους του, στους δημόσιους χώρους, τον ύμνο της παράταξης, «Το Αύριο μου Ανήκει». Ο Μαξ παραδεχόταν, τουλάχιστον στον εαυτό του, πως είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Γιόχαν. Ο Μάρκους ήταν η αδυναμία της Έρρικα. Καθένας τους κοίταζε τον καθρέφτη που τον κολάκευε. Με τη μορφή του χαμογελαστού και αισιόδοξου Γιόχαν στο μυαλό του, ο Μαξ έκλεισε τα μάτια του και παραδόθηκε ήρεμα σ’ έναν ευεργετικό ύπνο. Η Έρρικα κοίταξε μέσα από τον περίτεχνα σκαλιστό καθρέφτη το μεγάλο κρεβάτι. Επιτέλους, εκείνος είχε αποκοιμηθεί. Προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο, άφησε τη φιλντισένια βούρτσα πάνω στην τουαλέτα της σε στιλ Λουδοβίκου ΙΕ' και με αργά βήματα πλησίασε και κάθισε στο ανάκλιντρο το οποίο βρισκόταν μπροστά από τη μεγάλη τζαμόπορτα της κρεβατοκάμαρας, έχοντας θέα στην εντυπωσιακή πισίνα και στον αχανή κήπο. Απόψε ο ουρανός ήταν καθαρός και ξάστερος. Ούτε ένα τόσο δα σύννεφο. Το φεγγάρι, ολόγιομο, αντιφέγγιζε το ασημί του στο νερό της πισίνας, δημιουργώντας διάφορα σχέδια. Φέτος ήταν η πρώτη χρονιά ύστερα από πολλά χρόνια που οι Βερολινέζοι γιόρτασαν την Πρωτοχρονιά χωρίς χιόνια. Σε σύγχυση ο κόσμος, σε σύγχυση και οι εποχές. Η Έρρικα συνήθως δεν απασχολούσε το μυαλουδάκι της με σκέψεις που της δημιουργούσαν προβληματισμό. Δόξα τω Θεώ, αυτό ήταν προνόμιο των αντρών και μόνο των αντρών. Μα κάποιες φορές, όπως απόψε, έκανε σκέψεις οι οποίες συμβάδιζαν με τη μόρφωσή της και την εξυπνάδα της. Μια εξυπνάδα παροπλισμένη από την καλοπέραση και τη ραστώνη. Δύο θέματα, ή μάλλον τρία, την προβλημάτιζαν τούτη τη στιγμή. Αρχής γενομένης από την είδηση της μετοίκησης. Τον πανικό της ανακοίνωσης είχαν διαδεχτεί η απόγνωση και ο θυμός. Αναρωτήθηκε πώς στο καλό είχε μπλέξει. Όταν δέχτηκε να παντρευτεί τον Μαξ, το έκανε για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί εκείνος ήταν ανέλπιστα εμφανίσιμος. Ακόμα και τώρα, στα σαράντα πέντε του, η Έρρικα ομολογούσε πως δεν είχε χάσει τη γοητεία του. Με ύψος πάνω από ένα και ογδόντα πέντε, λεπτό, αθλητικό κορμί, καστανόξανθα μαλλιά και λακκάκια στα μάγουλα που, όταν γελούσε, εξουδετέρωναν το σοβαρό ακαδημαϊκό ύφος του, τραβούσε τα γυναικεία βλέμματα. Και δεύτερον, ή πρώτον; Τέλος πάντων... Γιατί ήταν πάμπλουτος. Εκείνη τι είχε να προσφέρει σε έναν άντρα εκτός από την ομορφιά της; Τίποτα εκτός από τον τίτλο της βαρόνης. Η οικογένειά της, εξαιτίας της άσωτης ζωής του αδερφού της, είχε χάσει όλα της τα χρήματα, αλλά και το τελευταίο τετραγωνικό μέτρο πατρογονικής γης. Οι γονείς της, μην αντέχοντας τον οικονομικό και κοινωνικό ξεπεσμό, αυτοκτόνησαν, αφήνοντας τα δύο αδέρφια να τα βγάλουν πέρα μόνα τους στη συνέχεια της ζωής τους.
Πριν κοπάσει το σούσουρο στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας του Βερολίνου, ο επιπόλαιος αδερφός της, χωρίς δεύτερη σκέψη, ακολούθησε έναν τυχοδιώκτη φίλο του στην Αφρική, ο οποίος του φούσκωσε τα μυαλά με υποσχέσεις νέων προοπτικών πλουτισμού. Εκείνη, μόνη, ορφανή και απένταρη, αναγκάστηκε να δεχτεί την ελεημοσύνη της πιο μισητής θείας. Η βαρόνη Αλθέα ήταν αδερφή του πατέρα της και μοναδικός εν ζωή άμεσος συγγενής. Την καταραμένη χρονιά που συνέβησαν όλα αυτά, η Έρρικα ήταν μόλις δεκαοχτώ χρόνων και ερωτευμένη με τον Στεφάν, ένα νεαρό δικηγόρο τον οποίο είχε γνωρίσει εντελώς τυχαία σε ένα καφέ. Λίγα κλεφτά ραντεβού, μερικά τρυφερά αγγίγματα και δυο φιλιά υπόσχονταν τον Παράδεισο, μα ο έρωτάς τους ήταν γραφτό να μαραθεί πριν καν ανθίσει. Η θεία της δήλωσε πως η φιλοξενία που της πρόσφερε δεν ήταν για χόρταση και, καθώς η Έρρικα βρισκόταν σε ηλικία γάμου, η βαρόνη Αλθέα συνέταξε έναν κατάλογο με τα ονόματα των επικρατέστερων υποψήφιων μνηστήρων. Το επόμενο βήμα ήταν τα δείπνα των συστάσεων. Παρέλασαν αρκετοί πριν συνειδητοποιήσει η Έρρικα πως η σχέση της με τον Στεφάν ήταν καταδικασμένη και πως η απόφαση να την παντρέψουν δεν ήταν διαπραγματεύσιμη. Λοιπόν, μοναδική διέξοδος στο αδιέξοδο της ζωής της, ο γάμος. Η Έρρικα, για πρώτη φορά, ένιωσε στριμωγμένη. Ένιωσε οργή και θυμό. Ένα θυμό Λεβιάθαν για όλα όσα είχαν συμβεί ερήμην της. Ένα θυμό που έγινε γρανίτης και συνέθλιψε όλα τα στολίδια της ψυχής της. Υποσχέθηκε στον εαυτό της πως δε θα επέτρεπε ποτέ και σε κανέναν να ορίσει ξανά τα «θέλω» της. Αν, για να την ξεφορτωθούν, ήθελαν να την παντρέψουν, τότε εκείνη αποφάσισε πως δε θα ήταν ένας απλός γάμος, αλλά ένας γάμος από συμφέρον. Ευτυχώς, χάρη στην ομορφιά της, οι μνηστήρες ήταν πολλοί. Πλειοδότησε ο Μαξ. Έπειτα από μια περίλαμπρη γαμήλια τελετή αντάξια πριγκίπισσας, η ζωή άρχισε να της αποδίδει αυτά που της άξιζαν, όλα όσα είχε ονειρευτεί. Όπερα, θέατρα και δεξιώσεις όπου έρρεε άφθονη η σαμπάνια. Λάτρευε ν’ ακούει Γκέρσουιν, ενώ αντίθετα θεωρούσε τον τζαζίστα Λούις Άρμστρονγκ λαϊκό αράπη άξιο μόνο να ψυχαγωγεί γκάνγκστερς και πόρνες σε καμπαρέ. Μοναδική της υποχρέωση ήταν να γεννήσει τουλάχιστον ένα παιδί. Ένα διάδοχο-κληρονόμο. Ύστερα από έξι χρόνια γάμου γέννησε δίδυμα αγόρια. Στη συνέχεια, θεωρώντας πως ξεμπέρδεψε με τις όποιες οφειλές της προς την οικογένεια, προσέλαβε γκουβερνάντες στις οποίες ανέθεσε το μεγάλωμά τους, κι εκείνη αφέθηκε να γευτεί, ελεύθερη πια, τις απολαύσεις μιας ανέμελης ζωής. Στα τριάντα έξι της ήταν στην ακμή της θηλυκότητάς της, και το προηγούμενο βράδυ αυτό είχε γίνει απόλυτα φανερό στο λάγνο και γεμάτο υποσχέσεις βλέμμα του Γιόζεφ Ντίτριχ, ενός νεαρού αξιωματικού της Λουφτβάφε. Και αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος του προβληματισμού της. Η Έρρικα αναστέναξε στη σκέψη του νεαρού άντρα, και ας ήταν κατά πολύ μικρότερός της. Τι σημασία είχε η ηλικία; Προτεραιότητα είχε η ευχαρίστηση. Αλλά πώς; αναρωτήθηκε, σμίγοντας τα τοξωτά, καλοσχηματισμένα φρύδια της. Πώς να κάνει σχέδια για φλερτ όταν σε λιγότερο από δύο μήνες θα αναχωρούσαν, Κύριος οίδε σε ποιο βρομότοπο;
Η Έρρικα αναπόλησε την πολυτελή σουίτα του ξενοδοχείου που είχε επισκεφτεί με τον τελευταίο της εραστή. Τα περσικά χαλιά που κάλυπταν το μαρμάρινο δάπεδο. Τις μπροκάρ κουρτίνες που κρατούσαν μακριά τυχόν αδιάκριτα βλέμματα. Τα ευωδιαστά κατακόκκινα τριαντάφυλλα που στόλιζαν όλα τα βάζα. Τα ερωτικά παιχνίδια στη μεγάλη μπανιέρα με τα αρωματικά έλαια και στο φαρδύ κρεβάτι με τον εντυπωσιακό ουρανό, που είχαν κρατήσει ώρα, τόση όση να χορτάσουν από ηδονή τα δύο κορμιά. Αργότερα, πριν επιστρέψει στην πραγματικότητα που τη στοίχειωναν με την παρουσία τους τρεις άντρες, οι γιοι της και ο Μαξ, η Έρρικα ήπιε με τον εραστή της εκλεκτής ποιότητας σαμπάνια. Το αφρώδες ποτό είχε την ικανότητα να διατηρεί για πολλές ώρες μετά την κατάσταση ευφορίας στην οποία είχε περιέλθει. Εκεί, σκεφτόταν, ήταν η θέση της. Στην πολυτέλεια και την αφθονία. Εκεί έβρισκε τον εαυτό της. Η Έρρικα είχε ειδικότητα στο να οργανώνει δεξιώσεις στις οποίες έλαμπε και πρωταγωνιστούσε ως οικοδέσποινα. Στην έπαυλη των φον Σίφερ ήταν πάντα καλεσμένη όλη η αφρόκρεμα της αριστοκρατίας. Βιομήχανοι, ανώτεροι αξιωματικοί της Βέρμαχτ και της Λουφτβάφε, πρέσβεις και στρατηγοί. Η έκφρασή της άλλαξε. Δυο βαθιές ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια έσβησαν το ονειροπόλο ύφος, καθώς θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε ακολουθήσει τον Μαξ σε μία από τις αποστολές του. Αν δεν την απατούσε η μνήμη της, ήταν το 1922 στην Αίγυπτο, τότε που ο αρχαιολόγος Χάουαρντ Κάρτερ ανακάλυψε κοντά στο Λούξορ τον ασύλητο τάφο του Τουταγχαμόν. Καταστροφική εμπειρία. Αν δεν έφευγαν έγκαιρα, θα είχε παρανοήσει. Τώρα, σίγουρα θα πήγαιναν σε μια το ίδιο απολίτιστη γωνιά του κόσμου, αν όχι κάπου χειρότερα. Σ’ ένα νησί... πώς το είπε εκείνος; Κρέτα, ναι, Κρέτα. Αγάπη μου, είχε ρωτήσει τον Μαξ μελιστάλαχτα, γιατί πρέπει εγώ και τα παιδιά να έρθουμε μαζί σου; Αν θυμάσαι, την τελευταία φορά... - Μα, Έρρικα, πρόκειται για ταξίδι ζωής. Θα μετοικήσουμε ίσως για χρόνια. Για χρόνια; Μα εκεί άκουσα πως ζουν απολίτιστοι. - Αχ, Έρρικα, δεν ξέρεις για ποιους μιλάς. Η Κρήτη έχει κατοικηθεί χιλιάδες χρόνια πριν, από Μινωίτες, Αχαιούς, Δωριείς. Είχε πολιτισμό όταν εμείς βγάζαμε ακόμα άναρθρες κραυγές και τρώγαμε χαρούπια. - Μαξ, να χαρείς, τι με νοιάζει εμένα τι έκαναν αυτοί χιλιάδες χρόνια πριν; Τώρα με πληροφόρησαν πως είναι χίλια χρόνια πίσω από εμάς. Πώς θα ζήσουμε εκεί; - Όπως ζουν όλοι, υποθέτω. Ίσως όχι τόσο άνετα και πλουσιοπάροχα όπως ζούμε εδώ, αλλά σου υπόσχομαι να μη μας λείψει τίποτα, μην ανησυχείς. - Τα παιδιά; Τα σκέφτηκες; Πού θα σπουδάσουν; Πώς θ’ αποχωριστούν τον τόπο τους, τους φίλους τους; - Τα έχω υπολογίσει και τα έχω φροντίσει όλα. - Δηλαδή; - Θα κάνουν ό,τι ακριβώς έκαναν και εδώ, μα αντίστροφα. Εδώ πηγαίνουν σε γερμανικό σχολείο και μαθαίνουν τα ελληνικά στο σπίτι. Στο νησί θα πάνε στο ελληνικό σχολείο και για τα γερμανικά θα
προσλάβω δύο έμπειρους Γερμανούς καθηγητές. - Θα τα καταφέρουν; - Φυσικά και θα τα καταφέρουν. Μιλάς για τους γιους μας. Έρρικα, αγάπη μου, μη φοβάσαι και μη σκοτίζεις το όμορφο κεφαλάκι σου με τέτοιες έγνοιες. Αυτό το ταξίδι θα είναι για τα αγόρια μας η καλύτερη μόρφωση. Όταν έρθουν στο φως όλα τα σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα που θα αφήσουν άναυδη την ανθρωπότητα, θέλω να γίνει αναφορά και στ’ όνομά μου. Η Έρρικα σταμάτησε να τον ακούει, καθώς με τα τελευταία του λόγια υπέγραψε την καταδίκη της. Και τα σχέδια για τον εραστή της θα παρέμεναν σχέδια. Ο πλούσιος γάμος είχε καλύψει τις ανασφάλειές της, εκπληρώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις επιθυμίες της, εκτός από μία, να ζήσει το μεγάλο έρωτα. Κατά βάθος, η Έρρικα αποζητούσε το αυτονόητο, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Αναζητούσε την αγάπη σε πρόθυμες αγκαλιές, μα γευόταν μόνο τη σαρκική επαφή. Η αγάπη λες και την προσπερνούσε, ή μήπως την αποστρεφόταν; Πώς μπορούσε να είναι ισορροπημένη κι ευτυχισμένη χωρίς αγάπη; Ήταν ανάπηρη και το ήξερε. Άφησε μια αθόρυβη εκπνοή. Ο αέρας που βγήκε από τα πνευμόνια της, αν είχε ήχο και χρώμα, θα θύμιζε έκρηξη ηφαιστείου. Η αλήθεια ήταν πως, τώρα τελευταία, εκτός από τα προσωπικά της αδιέξοδα, η Έρρικα ανησυχούσε πολύ για την ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα του Βολφ. Οι νεολαίοι που είχαν ενστερνιστεί και υπερασπίζονταν τις ακραίες θέσεις του -ακόμα και η ίδια, που δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική, μόνο έτσι θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει- γίνονταν επιθετικοί, ιδιαίτερα απέναντι στους εβραίους, και επιδίδονταν σε ενέργειες βίας, άλλοτε με λεκτικές επιθέσεις και άλλοτε σπάζοντας μαγαζιά ή τζάμια κατοικιών. Ο γιος της ο Μάρκους, περισσότερο ώριμος για την ηλικία του, έδειχνε υπερβάλλοντα ζήλο να συμμετέχει σε τέτοιου είδους πρακτικές. Θύτης ή θύμα νέων ηθών και προκλήσεων; Δύο βράδια πριν, κάποιοι είχαν πετάξει πέτρες στα παράθυρα του σπιτιού της καλύτερής της φίλης, της Ρωσοεβραίας Κλάρα Νέιμαν, και στη συνέχεια αναμμένα στουπιά, με σκοπό να κάψουν σπίτι και ενοίκους. Την επομένη, παίρνοντας τις απαραίτητες προφυλάξεις, συνόδεψε η ίδια την Κλάρα μέχρι το λιμάνι του Αμβούργου, όπου η φίλη της επιβιβάστηκε στο «Μανχάταν», με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Η Έρρικα αντιπαθούσε τον Βολφ, μα δεν τολμούσε να εκφράσει τους φόβους της ή τη γνώμη της γι’ αυτόν στον Μαξ. Γνώριζε την αφοσίωση του άντρα της στο πρόσωπό του και θα ήταν σαν να χτυπούσε στου κουφού την πόρτα. Αντίθετα, συμπαθούσε και, κατά κάποιον τρόπο, συμπονούσε την Γκέλυ, την οποία είχε γνωρίσει αφότου εκείνη είχε σχέση με τον Βολφ. Η μικρή, για να είναι με τον άντρα που θαύμαζε και αγαπούσε, δε δίστασε να πάει κόντρα στην οικογένειά της, να αγνοήσει τα κοινωνικά «πρέπει» και να ζήσει μαζί του. Η Έρρικα άφησε έναν κοφτό αναστεναγμό πριν σηκωθεί, αποφασισμένη ν’ απαλλαγεί από κάθε
στενάχωρη σκέψη και να χαρίσει λίγες ώρες ύπνου στον εαυτό της. Απόψε είχε πιει αρκετά ποτήρια ακριβής σαμπάνιας και το μυαλό της ακολουθούσε ομιχλώδεις και αδιέξοδες διαδρομές. Ύστερα από λίγες ώρες ύπνου, ξεκούραστη, μα κυρίως ξεμέθυστη, θα σκεφτόταν με τι τρόπο θα μπορούσε ν’ αποφύγει το ταξίδι που θα την απομάκρυνε από τον τόπο και τις συνήθειες που γνώριζε, συνήθειες που την κρατούσαν ζωντανή και την έκαναν ευτυχισμένη. Κλείνοντας τα μάτια, έκανε μια τελευταία σκέψη. Η απομάκρυνση της οικογένειας από τη σφαίρα επιρροής του Βολφ ήταν ίσως το μόνο θετικό στοιχείο στην επικείμενη μετοίκηση, η οποία εξισορροπούσε κάπως την ένταση του θυμού και της απόγνωσης που ένιωθε.
Νεάπολη Κρήτης, Μάρτιος του 1930 Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΦΟΝ ΣΙΦΕΡ αποβιβάστηκε σύσσωμη, ένα υγρό μαρτιάτικο ξημέρωμα, στο λιμάνι της Σητείας, από ένα μεταγωγικό πλοίο του γερμανικού πολεμικού ναυτικού.Στο λιμάνι περίμενε για να τους παραλάβει ο Λάμπρος Κανέτος, ο οποίος, εκτός από φύλακας στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, εκτελούσε και χρέη προσωπικού οδηγού του αρχαιολόγου Άρθουρ Έβανς. Εκείνος έλειπε στο Λούξορ της Αιγύπτου, μα οι εντολές του, πριν φύγει, ήταν σαφείς. Ο Λάμπρος θα πήγαινε την οικογένεια φον Σίφερ κατευθείαν στη βίλα «Αριάδνη». Εκεί θα παρέμεναν φιλοξενούμενοι, μέχρι να βρουν ένα μόνιμο κατάλυμα της αρεσκείας τους, κάπου κοντά στον αρχαιολογικό χώρο.Η φήμη που ακολουθούσε το Γερμανό αρχαιολόγο ήταν πως, εκτός από σπουδαίος επιστήμονας, σχεδόν μανιακός με τη δουλειά του, ήταν και πάμπλουτος, με πατέρα τραπεζίτη και γυναίκα βαρόνη.Ο Λάμπρος καλωσόρισε διά χειραψίας και με το δέοντα σεβασμό τον νεοφερμένο -«βιλκόμεν», «γουέλκαμ» ήταν από τις πρώτες λέξεις που είχε αναγκαστεί να μάθει. Μετά, άπλωσε την τραχιά χερούκλα του στα κατάξανθα κεφάλια των διδύμων και με μια πατρική χειρονομία άγγιξε τα κοντοκουρεμένα μαλλιά τους λέγοντας:«Βιλκόμεν, λεβέντες». Τέλος, στράφηκε με φωτεινό πρόσωπο προς τη βαρόνη, μα του κόπηκε η φόρα στο «βιλκ...» καθώς εκείνη γύρισε τα μούτρα της αλλού, βάζοντας έτσι τα πράγματα στη θέση τους. Σιγά μη γινόταν ίσια κι όμοια με τους άξεστους χωριάτες.Ψηλομύτα και ακατάδεχτη ήταν η πρώτη εντύπωση που σχημάτισε ο Λάμπρος για ελόγου της, αντίθετα με τον άντρα της, ο οποίος έδειχνε ομιλητικός και πρόσχαρος. - Μίλα μας στη γλώσσα σου, Λάμπρο, του είπε ο Μαξ μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Τι στο καλό, τόσα χρόνια μαθαίνουμε ελληνικά τα αγόρια κι εγώ, νομίζω πως ήρθε η ώρα να πιάσουν τόπο τα μαθήματα. - Εντάξει, δεν το φανταζόμουν, ψιθύρισε ο Λάμπρος αμήχανα, αλλά και με χαρά. Και η βαρόνη τα μιλάει...; - Όχι, τον διέκοψε ο Μαξ, η βαρόνη μιλάει μόνο γερμανικά και γαλλικά.Ο Λάμπρος έριχνε κλεφτές ματιές σ’ εκείνη ενώ φόρτωνε τις αποσκευές της οικογένειας στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου που χρησιμοποιούσε ο Άγγλος αρχαιολόγος για τις μετακινήσεις του, κάνοντας σκέψεις που θα κόλαζαν και άγιο. Μα τον Χριστό, σε όλη του τη ζωή δεν είχε ματαδεί τόσο όμορφη γυναίκα. Ξινή, ακατάδεχτη, προσβλητική, αλλά τόσο όμορφη! Εντάξει, ίσως και να υπερέβαλλε, συνέχισε τον εσωτερικό του μονόλογο. Και οι δικές τους γυναίκες ήταν όμορφες, ίσως και περισσότερο, μα αυτές οι ξένες είχαν έναν αέρα διαφορετικό. Θες το μοντέρνο ντύσιμο, θες τα χτενίσματα, θες τα μπογιατισμένα και πουδραρισμένα πρόσωπα, έδιναν μια εικόνα που, όσο να ’ναι, δε σ’ άφηνε ν’ αγιάσεις.Τέλος πάντων, ξεφύσηξε, εκείνος αμάρτανε μόνο εν τη διανοία, καθώς είχε την Τασούλα του κορόνα στο κεφάλι του. Όσο για την ακατάδεχτη Γερμανίδα, «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», όπως λέει και ο λαός.Ο Λάμπρος, με το βλέμμα χαμηλωμένο, λοξοκοίταξε με ύφος ένοχο μια προς τη μεριά του Μαξ και μια προς τη μεριά της βαρόνης, λες και μπορούσαν να διαβάσουν τις σκέψεις του.Όταν βεβαιώθηκε πως στο πίσω κάθισμα είχε καθίσει άνετα και εντελώς απόμακρη εκείνη με τα δυο παιδιά και στη θέση του συνοδηγού, το ίδιο αδιάφορος, ο νεοφερμένος αρχαιολόγος, πήρε κι αυτός τη θέση του στο τιμόνι, συμμαζεύοντας όπως όπως το μυαλό του. Έλυσε το χειρόφρενο και άλλαξε ρότα στους λογισμούς του, κυρίως για να μην προδοθεί.Στο χωριό του, σκεφτόταν, ήταν ελάχιστοι εκείνοι που ήξεραν να βαστούν τιμόνι, το πολύ δυο τρεις. Ο ίδιος είχε μάθει να οδηγεί στο στρατό από έναν Αθηναίο λοχαγό, και ορίστε που του είχε φανεί χρήσιμο για να συμπληρώνει το εισόδημά του και όχι μόνο, αφού κάθε τόσο είχε τη μοναδική ευκαιρία να γνωρίζει και να συναναστρέφεται σπουδαίους καλεσμένους.Οδηγός και επιβάτες ξεκίνησαν για τη σύντομη διαδρομή Σητεία-Νεάπολη χαμένοι καθένας στις δικές του σκέψεις. Όταν το
αυτοκίνητο άφησε πίσω του τα τελευταία σπίτια της Σητείας, ο Μαξ έπιασε ψιλή κουβέντα με τον Λάμπρο. Είχε τόσα πολλά να μάθει... Ανυπομονούσε να φτάσει στον τόπο των ανασκαφών, μα πρώτα έπρεπε να βεβαιωθεί πως η Έρρικα και τα αγόρια θα έμεναν ικανοποιημένοι από το νέο τους σπίτι, έστω και προσωρινό.Ο Λάμπρος κοίταξε στα κλεφτά από τον καθρέφτη τη γυναίκα και τα παιδιά που κάθονταν χωρίς να μιλούν στο πίσω κάθισμα. Η βαρόνη ήταν ντυμένη ευρωπαϊκά, εντελώς διαφορετικά από τις δικές τους γυναίκες, με τους αλατζάδες, τους χασέδες και τους μποξάδες. Οι δίδυμοι ήταν ένα κερεμέ (όμοιοι) και σχετικά ήσυχοι. - Λοιπόν, Λάμπρο, ανυπομονώ να πάμε στην Κνωσό. - Σήμερα; Δεν είστε κουρασμένος; - Εγώ όχι, ίσως η Έρρικα και τα παιδιά... - Ο κύρης μου, τον διέκοψε ο Λάμπρος, εννοώντας τον Άρθουρ Έβανς, πριν φύγει, μου έδωσε εντολή να σας τακτοποιήσω στη βίλα. - Αλήθεια, πότε επιστρέφει;Θα αργήσει. Μετά το Λούξορ θα πάει στην Αγγλία, αλλά είναι εδώ ο Πέντλεμπερι. - Ωραία, έχω ακούσει γι’ αυτόν, θέλω πολύ να τον γνωρίσω, είπε ο Μαξ ενθουσιασμένος. Με το σπίτι, τι θα γίνει; Υπάρχει κάποιο κατάλληλο... - Νομίζω πως είστε τυχερός, τον διέκοψε ο Λάμπρος. Εγώ και ο φίλος μου ο Νικολός, που δουλεύει και αυτός στις ανασκαφές, μένουμε στην Καλλιθέα, και δίπλα ακριβώς από τα σπίτια μας είναι ελεύθερη μια νεόχτιστη μονοκατοικία. Οι ιδιοκτήτες της έφυγαν άρον άρον για την Αμερική και μου ανέθεσαν να την πουλήσω ή να τη νοικιάσω. - Γιατί έφυγαν; ρώτησε ο Μαξ, περισσότερο για την κουβέντα παρά από περιέργεια. - Σάμπως κατάλαβα; Κάτι είπαν για κληρονομικά, μα ήταν δικά τους νιτερέσα και δεν έδωσα σημασία. - Ζέαρ γκουντ, πολύ καλά, κανόνισε αύριο να πάμε να τη δούμε. - Ο γιος μου ο Σήφης, συνέχισε ο Λάμπρος, αλλάζοντας θέμα συζήτησης, και τα παιδιά του φίλου μου του Νικολού, η Λένα και ο Μανολιός, έχουν περίπου την ηλικία των δικών σας. Είμαι σίγουρος πως θα κάνουν καλή παρέα. -Το ελπίζω, γιατί η συναναστροφή και το παιχνίδι είναι ο καλύτερος τρόπος για μάθουν και να κάνουν εξάσκηση στη γλώσσα σας. Ο Μάρκους και ο Γιόχαν μιλούν ήδη αρκετά καλά τα ελληνικά και τα καταλαβαίνουν ακόμα καλύτερα χάρη στη Σοφία, την Ελληνίδα δασκάλα μας. Η Σοφία...Ο Μαξ σταμάτησε απότομα, καθώς έφερε στο νου του με νοσταλγία τη μορφή της γλυκιάς Σοφίας. Αναρωτήθηκε τι να έκανε εκείνη και πού βρισκόταν. Η έλξη ανάμεσά τους ήταν έντονη από την αρχή της γνωριμίας τους. Το οβάλ πρόσωπο με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και το όλο αθωότητα χαμόγελό της είχαν αιχμαλωτίσει το βλέμμα του από την πρώτη στιγμή. Σύντομα τον σκλάβωσε ο καλός και έντιμος χαρακτήρας της.Ανάμεσά τους, για έξι ολόκληρα χρόνια, σιγόκαιγε ένας ανομολόγητος, πλατωνικός έρωτας, ένας έρωτας που θα παρέμενε έτσι, καθώς ο Μαξ είχε ως αρχή να μην μπερδεύει ποτέ τη δουλειά με τα προσωπικά του, πόσο μάλλον που με το αντικείμενο του πόθου του ζούσαν και
εργάζονταν κάτω από την ίδια στέγη. Όμως η ζωή, ερήμην τους, είχε κάνει τα δικά της σχέδια για λογαριασμό τους.Ένα βράδυ, δύο μήνες πριν φύγουν οικογενειακώς από το Βερολίνο για την Κρήτη, εκείνος και η Σοφία βρέθηκαν να είναι απολύτως μόνοι στην έπαυλη.Η Έρρικα, τα παιδιά και το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό είχαν πάει για λίγες μέρες διακοπών στη βίλα της οικογένειας στις Άλπεις. Εκείνος έμεινε πίσω γιατί οι παραδόσεις των μαθημάτων του στο πανεπιστήμιο δεν είχαν ολοκληρωθεί, και η Σοφία γιατί ήταν προγραμματισμένο να φύγει για την Ελλάδα. Με ένα σιβυλλικό τηλεγράφημα, η μητέρα της την καλούσε για λόγους οικογενειακούς να επιστρέψει τάχιστα στην Αθήνα.Έτσι οι δυο τους, για πρώτη φορά και για μία ολόκληρη εβδομάδα, επέτρεψαν στους εαυτούς τους να εκδηλώσουν ελεύθερα, χωρίς υποσχέσεις ή δεσμεύσεις, όλα τα συσσωρευμένα και καταπιεσμένα συναισθήματά τους. Και μοιράστηκαν μια ερωτική εμπειρία η οποία σημάδεψε με διαφορετικό τρόπο τον καθένα.Ο Μαξ ανακάλεσε στη μνήμη του εκείνες τις μετρημένες στα δάχτυλα νύχτες. Τα αγγίγματα, η μυρωδιά του πικραμύγδαλου που ανέδιδε το σώμα της Σοφίας και οι ήχοι της ηδονής είχαν καταφέρει να σπάσουν το συναισθηματικό φράγμα που είχε υψώσει η καρδιά του από την εποχή του μεγάλου του έρωτα με τη Ρόμυ, την άπιστη Ρόμυ, που τον εγκατέλειψε για τα όμορφα μάτια του ξάδερφου Κουρτ και από τότε ζούσε μαζί του στο Μεξικό, στην άλλη άκρη του κόσμου. Και, βέβαια, θυμήθηκε την έκπληξη που ένιωσε όταν είδε πως ήταν ο πρώτος για τη Σοφία.Πριν εγκαταλείψουν την έπαυλη για να βρεθούν και πάλι στον πραγματικό κόσμο, ο Μαξ τής έδωσε ένα παθιασμένο αποχαιρετιστήριο φιλί στο στόμα, χωρίς ν’ ανταλλάξουν όρκους.Τη συνόδεψε στο σταθμό των τρένων, και όταν ακούστηκε το σφύριγμα του σταθμάρχη, που σήμαινε την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας, την αποχαιρέτησε τυπικά, όπως ένας εργοδότης την υπάλληλό του.Μία εβδομάδα αργότερα, ο Μαξ έλαβε ένα τυπικό τηλεγράφημα που τον πληροφορούσε για το τέλος της επαγγελματικής τους συνεργασίας, καθώς εκείνη έπρεπε να παραμείνει στην Αθήνα για αόριστο χρονικό διάστημα. - Εσείς τι λέτε εκεί στη Γερμανία για την κατάσταση της οικονομίας; Η ερώτηση του Λάμπρου, ειπωμένη δύο φορές, τον έβγαλε απότομα από την αναπόλησή του. - Τι να λέμε... Η Αμερική κρυολογεί κι εμείς έχουμε όλα τα ανεπιθύμητα συμπτώματα. Θα δούμε, ας ελπίσουμε πως τα πράγματα δε θα χειροτερέψουν.Όσο οι δύο άντρες αντάλλασσαν απόψεις, στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου επικρατούσε απόλυτη σιγή. Τα αγόρια είχαν κολλήσει τη μύτη στο παράθυρο και κοίταζαν το κρητικό τοπίο, που δε θύμιζε σε τίποτα τη μεγαλούπολη όπου είχαν μεγαλώσει.Λιόδεντρα και αμπέλια, στάνες και κοτέτσια, δίπλα σε χαμηλά χωριατόσπιτα, σκορπισμένα άναρχα δεξιά και αριστερά του χωματόδρομου με τις βαθιές λακκούβες, που στο πέρασμα του αυτοκινήτου πέταγαν λασπόνερα.Την προηγούμενη νύχτα, το δυνατό ανεμοβρόχι που σάρωσε απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί είχε σηκώσει από τα κρεβάτια τους αποκοιμισμένους, οι οποίοι αναρωτιούνταν τρομαγμένοι αν θα ξαπόσταινε ο βρομόκαιρος ή αν ο Θεός είχε αποφασίσει να τους αφανίσει μ’ ένα δεύτερο κατακλυσμό. Το ξημέρωμα αποκαλύφτηκαν οι προθέσεις Του. Ήταν απλώς άλλη μια δυνατή νεροποντή, που με την ορμή της φόρτωσε τους ήδη ταλαίπωρους χωριάτες με περισσότερες δουλειές.Βλέπεις, η φύση έχει δικούς της νόμους και κανόνες. Δεν υπακούει στις παρακλήσεις και τις ανάγκες των ανθρώπων. Βρέχει όταν ο γεωργός θέλει το χωράφι του στεγνό. Δε ρίχνει σταγόνα όταν τα σπαρτά θέλουν να ξεδιψάσουν. Ο άνεμος φυσάει δυνατά όταν δεν είναι η ώρα της συγκομιδής. Ο ήλιος έχει εκρήξεις θυμού αδιαφορώντας αν άνθρωποι, φυτά και ζώα ψήνονται σαν ξεροτήγανα. Και ο χιονιάς αρέσκεται σε θερμοκρασίες κατάψυξης, δοκιμάζοντας τις αντοχές όλων των πλασμάτων στη φύση.Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι τη βίλα της Νεάπολης, μπροστά στα μάτια των επιβατών του αυτοκινήτου ξετυλίχτηκαν όλα εκείνα τα οποία είναι απολύτως εναρμονισμένα με την ύπαιθρο και την αγροτική ζωή, αλλά εντελώς ξένα και ιδιαιτέρως απεχθή για τα εκλεπτυσμένα γούστα μιας βαρόνης.Σε δύο κλειστές στροφές, ο Λάμπρος προσπέρασε με επικίνδυνους ελιγμούς γαϊδούρια και αγρότισσες φορτωμένες με
ξύλα και σακιά. Κάποια στιγμή παρακάτω, αναγκάστηκε να φρενάρει απότομα όταν καταμεσής στο δρόμο ένα κοπάδι προβατίνες στριμώχνονταν με εκνευριστική νωχέλεια, παιανίζοντας με τα κυπροκούδουνα, λες και ήθελαν να υπενθυμίσουν στους αναιδείς οδηγούς των τροχοφόρων τα αναφαίρετα δικαιώματά τους.Οι ρόδες του αυτοκινήτου έλιωναν στο πέρασμά τους καβαλίνες και βουτσές (περιττώματα ζώων). Στο θορυβώδη ήχο της εξάτμισής του, τα πουλερικά που τσιμπολογούσαν το νοτισμένο χορτάρι πετάγονταν τρομαγμένα πότε από δεξιά και πότε από αριστερά, κακαρίζοντας ενοχλημένα. Η Έρρικα παρέμενε σιωπηλή. Στην πραγματικότητα ήταν απούσα. Το μυαλό της αρνιόταν να επεξεργαστεί τις νέες πληροφορίες ή εικόνες και απλώς είχε βυθιστεί σε μια νυσταλέα απομόνωση, η οποία την προστάτευε, έστω και προσωρινά, από τη σκληρή πραγματικότητα που της επέβαλλε η ιδιότητά της ως συζύγου και μητέρας. Αναρωτιόταν πώς βρέθηκε ξαφνικά από τα βερολινέζικα σαλόνια και τα παριζιάνικα αρώματα στα χαμόσπιτα και στις ακαθαρσίες. Ήδη σκεφτόταν τρόπους απόδρασης. Ίσως όχι αμέσως, αλλά σύντομα κάτι θα προφασιζόταν για να επιστρέψει εκεί όπου ανήκε.Τον Μαξ δεν τον παντρεύτηκε από έρωτα, και αυτή ήταν μια αλήθεια που γνώριζαν και οι δύο. Της άρεσε το ελκυστικό παρουσιαστικό του, ο καλός και πρόσχαρος χαρακτήρας του, μα σε αυτό το γάμο ενέδωσε κυρίως για έναν και μοναδικό λόγο, γιατί την εξασφάλιζε οικονομικά. Και ήταν επίσης αλήθεια πως, στη διάρκειά του, εκείνη δεν αναλώθηκε σε περιττές τρυφεράδες ή προσποιητά γυναικεία τσαλίμια, αλλά έδειχνε την ευγνωμοσύνη της εκπληρώνοντας τις συζυγικές της υποχρεώσεις τυπικά και αγόγγυστα.Κατά τη γνώμη της, ο γάμος τους ήταν και για τον Μαξ μια βολική συναλλαγή, καθώς του επέτρεπε να ζει ελεύθερος, χωρίς προσκόμματα ή αρρωστημένες ζήλιες. Πέρα από αυτά, τους χώριζε μια άβυσσος, και ο ερχομός των διδύμων, αντί να γεφυρώσει το χάσμα, απλώς το μεγάλωσε. Ο ρόλος της μάνας δεν της ταίριαζε και δεν ήταν λίγες οι φορές που της προκαλούσε αμηχανία. Ευτυχώς, από τη δύσκολη θέση την έβγαζαν οι άρτια εκπαιδευμένες γκουβερνάντες.Οι ενθουσιώδεις κραυγές των αγοριών επανέφεραν απότομα την απελπισμένη Έρρικα στο αμείλικτο παρόν. Κοιτάζοντας από το πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου, προσπαθούσαν να της δείξουν τους δύο ταύρους που προσπέρασαν, μέσα σε μια ξύλινη περίφραξη. Προσποιήθηκε ενδιαφέρον.Ελάχιστα λεπτά αργότερα, το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από τη σιδερένια καγκελόπορτα της βίλας στην οποία θα διέμεναν προσωρινά.Ένας κύκλος ζωής έκλεινε και ένας καινούριος άνοιγε. Κανείς τους δεν ψυχανεμιζόταν πώς θα ήταν ο επόμενος, καθώς η ζωή μετράει κύκλους γεμάτους από εμπειρίες, γεγονότα, πράξεις και συναισθήματα, μέχρι να κλείσει λογαριασμούς και πεπραγμένα.
Καλλιθέα Ηρακλείου Κρήτης, Σεπτέμβριος του 1934 - ΑΝ ΑΝΕΒΩ ΣΤΗ ΡΑΧΗ του ταύρου, θα με παντρευτείς; ρώτησε επίμονα η δεκάχρονη Λένα τον Γιόχαν. -Για, για, θα σε παντρευτώ, αλλά δε θα τα καταφέρεις. - Σε ξαναρωτάω, θα με παντρευτείς; - Θα σε παντρευτώ, μωρέ, θα σε παντρευτώ, της υποσχέθηκε απηυδισμένος, σίγουρος για την αποτυχία του εγχειρήματος, ενώ σκεφτόταν πως η μικρή, από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, είχε κολλήσει πάνω του σαν τσιμπούρι. Αυτή η χιλιοειπωμένη ερώτηση -«θα με παντρευτείς;»- είχε γίνει ο εφιάλτης του ύπνου, μα και του ξύπνου του. Μόλις την πρωτάκουσε ο Γιόχαν, τα έχασε. Η ερώτηση της λιλιπούτειας Λένας είχε γίνει αμέσως μετά τις συστάσεις με τους δίδυμους. Εκείνη, τότε, ήταν έξι χρόνων. Και ήταν ίσως η πιο πρόωρη και άγουρη πρόταση γάμου στην παγκόσμια ερωτική ιστορία της ανθρωπότητας. Απάντηση δεν πήρε από τον κεραυνοβολημένο Γιόχαν, ο οποίος πίστεψε πως παράκουσε, πως σίγουρα είχε πρόβλημα με τα ελληνικά του. Τη δεύτερη φορά, γέλασε αμήχανα. Την τρίτη, νευρίασε και απέφυγε να τη συναντήσει για σχεδόν μία ολόκληρη εβδομάδα. Μέχρι τόσο μπόρεσε, καθώς τα σπίτια τους ήταν δίπλα δίπλα και, επιπλέον, ο Νικολός, ο πατέρας της, λόγω της δουλειάς του στο μέρος όπου δούλευαν οι ξένοι αρχαιολόγοι, είχε υιοθετήσει έναν πιο μοντέρνο τρόπο ζωής. Ήθελε τα παιδιά του να μορφωθούν, να γίνουν επιστήμονες, και η Λένα ήταν από τα ελάχιστα θηλυκά, αν όχι το μοναδικό, που συμμετείχε στα παιχνίδια των αγοριών στις αλάνες. Μετά, τη συνήθισε και συμβιβάστηκε. Κάποια απροσδιόριστη χρονικά στιγμή, έπιασε τον εαυτό του να την προσμένει και να ψάχνει στην εγγύς περίμετρό του τη φιγούρα της. Το βλέμμα του γύρευε να ταξιδέψει στο σμαραγδί των ματιών της. Αποζητούσε ν' ακούει τον ήχο της φωνής της και το γέλιο της. Λαχταρούσε την ερεθιστική μυρωδιά της. Μυρωδιά αγριόμελου. Ο άντρας της θείας Ματίνας, έχοντας πολλές πρακτικές γνώσεις για τα βοτάνια και τις θεραπευτικές τους ιδιότητες, πριν αποδημήσει αιφνιδίως εις Κύριον, είχε μάθει στη Λένα να φτιάχνει με βάση το μέλι ένα αρωματικό λάδι για την περιποίηση του σώματος. Ο δυνατός ήλιος κατέκαιγε το δέρμα των γυναικών στην ύπαιθρο τους περισσότερους μήνες του χρόνου και το στέγνωνε, κι έτσι είχε ανάγκη από ενυδάτωση. Εν γνώσει ή εν αγνοία του -δε θα μάθαιναν ποτέ- ήταν ο δημιουργός ενός παρασκευάσματος που ενυδάτωνε και συγχρόνως αρωμάτιζε το σώμα. Η μικρή Λένα πασαλειβόταν με αυτό σε κάθε ευκαιρία, τόσο που η μυρωδιά του μελιού είχε γίνει ένα με το δέρμα της, μπουκώνοντας τα ρουθούνια όσων την πλησίαζαν. Η χρήση αυτού του παρασκευάσματος ήταν η μοναδική διαφωνία μεταξύ του Νικολού και της αδερφής του, της θείας Ματίνας, που φρόντιζε τα παιδιά του. Η κόρη του ακόμα δεν είχε σκάσει από το αβγό, κι αν άρχιζε από τώρα τα πασαλείμματα και τις κοκεταρίες, γύρευε αργότερα τι τους περίμενε... Στην πραγματικότητα φοβόταν, φοβόταν μην
επαναληφθεί η ιστορία με τη μάνα της. Αν και δεν ήταν κολλημένος στα ήθη και τα έθιμα, όπως οι περισσότεροι συντοπίτες του, φοβόταν μήπως όλες οι ελευθερίες που επέτρεπε στη μικρή Λένα, στο όνομα της εξέλιξης και της προόδου, γύριζαν εναντίον του. Αχ, αυτή η Λένα, σκεφτόταν τώρα ο Γιόχαν. Ήταν πια φίλοι και... κάτι παραπάνω, γι' αυτό και όταν της έδινε την απάντηση που εκείνη επιθυμούσε διακαώς, μπορεί να ακουγόταν ενοχλημένος ή βαριεστημένος, μα ο τόνος του ήταν διαφορετικός. Επιπλέον, στην κατάφασή του, αυτή τη φορά -«για, για, θα σε παντρευτώ»-, είχε προσθέσει το «μάινε ζούσε» (γλυκιά μου). Την παρέα, αχώριστη τα τελευταία τέσσερα χρόνια, την αποτελούσαν οι δίδυμοι γιοι του Μαξ φον Σίφερ, ο Μάρκους και ο Γιόχαν, τα παιδιά του Νικολού Δασκαλάκη, η δεκάχρονη Λένα και ο αδερφός της, Μανολιός, και τέλος ο Σήφης, το μοναχοπαίδι του Λάμπρου και της Τασούλας Κανέτου. Η Λένα ήταν η μικρότερη, μα μέτραγε όσο τα τέσσερα αγόρια μαζί. Έπαιζε όλα τα αγορίστικα παιχνίδια και σε μερικά ήταν, μάλιστα, καλύτερη. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα αγόρια δείλιαζαν μπροστά της. Σήμερα ήταν μία από εκείνες τις φορές που είχε βάλει σκοπό να τους προκαλέσει με το πείσμα και το τσαγανό της να καβαλικέψει τον ταύρο, όπως έκαναν στην αρχαία εποχή, την εποχή του Μινώταυρου, με αντάλλαγμα την καταφατική απάντηση του Γιόχαν στη γνωστή ερώτηση. Εύκολη η απάντηση για εκείνον, αφού ο γάμος ήταν μια υπόθεση που ίσως τον απασχολούσε στο απώτερο μέλλον, ίσως και ποτέ, καθώς τα βιώματά του από το γάμο των γονιών του δεν ήταν και τα ιδανικότερα. Ένα ζευγάρι που ζούσε συμβατικά, κοιτάζοντας καθένας σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ένα ζευγάρι που έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να κρατήσει τα κοινωνικά προσχήματα, μα που δεν κατάφερε να κρυφτεί από τα παιδιά του. Όμως η βαρόνη είχε ένα χρόνο πεθαμένη και την ανατροφή των αγοριών την είχε αναλάβει ο πατέρας τους, ο οποίος με τη σειρά του την είχε εναποθέσει, προς ανακούφιση των παιδιών, στα άξια και τρυφερά χέρια της Τασούλας και της Ματίνας. Κάθε μέρα, γιορτή και σκόλη όλα τα παιδιά, ξημεροβραδιάζονταν πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο, και οι γυναίκες δεν προλάβαιναν να ζυμώνουν πίτες και να φουρνίζουν ψωμιά. Τα παιδιά του Νικολού Δασκαλάκη, ο οποίος είχε στην επίβλεψή του έναν αμπελώνα, τριακόσιες ρίζες λιόδεντρα και παράλληλα εργαζόταν στις ανασκαφές, τα έλεγαν ορφανά, όχι πως ήταν πεθαμένη η μάνα τους, αλλά φευγάτη - έτσι κι αλλιώς, το ίδιο έκανε. Γι' αυτό και το κύριο βάρος της φροντίδας τους ακουμπούσε αποκλειστικά στους εύθραυστους ώμους τους, ενώ ένα κομμάτι το είχε αναλάβει η θεία τους η Ματίνα, η οποία ζούσε στα Χανιά. Χήρα γιατρού και άκληρη, ερχόταν συχνά, δύο ή και τρεις φορές την εβδομάδα, για να τους μαγειρέψει, να τους πλύνει και να τους σιδερώσει. Τις υπόλοιπες μέρες ανασκουμπωνόταν η μικρή Λένα, που αναγκαστικά είχε μπει από νωρίς στα βάσανα και στις δουλειές του σπιτιού. Στην πραγματικότητα, η ζωή στην κρητική ύπαιθρο δεν απείχε και πολύ από τη ζωή της μινωικής εποχής. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να υφαίνουν στον αργαλειό, να βάφουν μόνες τους τα υφαντά, ν' ασχολούνται με τη γη, τα ζώα, αλλά και τη φροντίδα του σπιτιού και των μελών του. Η ειδοποιός διαφορά τώρα ήταν πως τον πρώτο λόγο τον είχε ο κύρης. Όμως τα απογεύματα, για όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά, ήταν αφιερωμένα στο παιχνίδι και στη σκανταλιά. Στο γέρμα του ήλιου, ξαμολιούνταν στις γύρω αλάνες ή στα χέρσα χωράφια και ανάμεσα σε
γιδοπρόβατα, ταύρους, κότες, κουνέλια, μοσχάρια και σκύλους ζούσαν την αθωότητα της ηλικίας τους. Οι φωνές της παρέας ανάγκασαν τον Γιόχαν να στρέψει εξ ολοκλήρου την προσοχή του στο αντικείμενο των σκέψεων και του προβληματισμού του. Ο γερασμένος και λιπόσαρκος ταύρος, ανυποψίαστος για τα όσα διαμείβονταν ανάμεσα στην πιτσιρικαρία που καθόταν κατάχαμα λίγα μέτρα μακριά του, πίσω από μια ετοιμόρροπη ξύλινη περίφραξη, ρουθούνιζε βαριεστημένα, ξύνοντας με την οπλή τη χέρσα γη. Η Λένα, αγνοώντας επιδεικτικά το γεμάτο αμφιβολία βλέμμα του Γιόχαν και τα ειρωνικά σχόλια των υπολοίπων, πήρε φόρα. Δύναμη της έδωσε το αμετάλλακτο γονίδιο στο οποίο ήταν γραμμένη όλη η ιστορία του μινωικού πολιτισμού. Με δεξιοτεχνία πήδηξε τον ξύλινο φράχτη και με άλλες τρεις τέσσερις δρασκελιές βρέθηκε καβάλα στην πλάτη του ζώου, βγάζοντας δυνατές κραυγές θριάμβου. Με τα δυο της χέρια έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα και σηκώθηκε όρθια στη ράχη του. Άναυδη η παρέα. Όλοι έμειναν για δευτερόλεπτα ακίνητοι σαν πεθαμένοι. Μετά επικράτησε πραγματικό πανδαιμόνιο. Τα παιδιά άρχισαν να ουρλιάζουν, ο ισχνός ταύρος αγρίεψε και σαν από θαύμα ανέκτησε τη χαμένη δύναμη της νιότης του και ρουθουνίζοντας βάλθηκε να τρέχει ξέφρενα. Σ' ένα πλαγιογύρισμα, το ερεθισμένο ζώο κατάφερε να πετάξει από πάνω του την τολμηρή Λένα. Ο Γιόχαν, έξαλλος με την αποκοτιά της, πηγαινοερχόταν βγάζοντας άναρθρες κραυγές πότε δεξιά και πότε αριστερά από τον αγριεμένο ταύρο, σε μια προσπάθεια να τον απομακρύνει από κοντά της. Το σφύριγμα και η άμεση επέμβαση του θείου Λάμπρου, ο οποίος είχε βγει έντρομος από το παρακείμενο βουστάσιο, έδωσαν τέλος στη σκηνή. Ο ταύρος υπάκουσε ή βαρέθηκε την κόντρα, και τα παιδιά βρήκαν την ευκαιρία ν' απομακρυνθούν. Τέλος καλό, όλα καλά. - Είσαι τρελή! Θα μπορούσε να σε σκοτώσει! Εγώ φταίω που έπιασα την κουβέντα για τους ταύρους και τα ταυρο... τέτοια, δεν μπορώ να πω τη λέξη, δυσκολεύομαι. - Ταυροκαθάψια, κουζουλέ, ταυ-ρο-κα-θά-ψια. Εγώ τη λέω, εγώ τη λέω, του φώναξε η Λένα τραγουδιστά. - Εντάξει, νίκησες. - Όμως το υποσχέθηκες, θα με παντρευτείς. - Το είπαμε, μάινε ζούσε, της απάντησε ο Γιόχαν παραδομένος, αφού ακόμα εκείνη ήταν ένα νιάνιαρο και ο ίδιος ένα νιάνιαρο λίγο μεγαλύτερο, δεκατεσσάρων χρόνων. Παράμερα, ο Σήφης δεν έχανε οξεία από τα λεκτικά τους παιχνίδια, που τεμάχιζαν την καρδιά του σε χίλια κομμάτια. Γιατί, απ' όσο θυμόταν τον εαυτό του, ονειρευόταν για γυναίκα του τη Λένα. Όμως η πρασινομάτα μικρή ήταν τρελά ερωτευμένη με τον ξανθό Γερμανό, και εκείνος, κάνοντας χάζι τη ζωηράδα και την τσαχπινιά της, άφηνε τον εαυτό του έρμαιο στις διαθέσεις της, χωρίς ποτέ να της χαλάει χατίρι. Και ο Σήφης ν' ακούει, να θυμώνει, να ζηλεύει. Έρωτες παιδικοί, που έδιναν χρώμα σε όνειρα και πρώιμα σκιρτήματα, μα και έρωτες επικίνδυνοι, όταν
το ξύπνημα θα πήγαινε, σε μερικά χρόνια, αντάμα με τον εφιάλτη. Ο ανέμελος και ανοιχτόκαρδος χαρακτήρας του Γιόχαν ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το χαρακτήρα του Μάρκους, ο οποίος δεν τσαλάκωνε σχεδόν ποτέ το σοβαρό και απόμακρο ύφος του, ούτε ενθουσιαζόταν και εκδηλωνόταν εύκολα, αλλά συμμετείχε στα παιχνίδια τους από ανάγκη, τις περισσότερες φορές βαριεστημένα. Προτιμούσε την απομόνωση του δωματίου του. Εκεί διάβαζε γερμανική λογοτεχνία ή ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες που λάβαινε ο πατέρας τους από την πατρίδα. Το ενδιαφέρον του επικεντρωνόταν στις πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις ή σε ό,τι αφορούσε τη δημοφιλία του νονού του. Ο Μάρκους έμοιαζε στα περισσότερα της μάνας του. Σνόμπαρε τη ζωή στο χωριό, μισούσε τις ανασκαφές και ονειρευόταν τον επαναπατρισμό τους. Όλα τα όνειρα και οι ελπίδες του για το αύριο ήταν μίλια μακριά, στη Γερμανία. Στη Γερμανία της δράσης και της εξέλιξης, που εκείνος, λόγω των συνθηκών, δεν τις ζούσε, αλλά ήταν αναγκασμένος να τις παρακολουθεί από απόσταση. - Ελάτε μέσα, κουζουλά κοπέλια, γιατί μ' αυτά που κάνετε θα μ' αφήσετε επαέ, στον τόπο, ακούστηκε αυστηρή η φωνή του μπαρμπα-Λάμπρου. - Άφησε μας, θείε, θα κάτσουμε φρόνιμα, του φώναζαν όλα μαζί, θέλοντας να συνεχίσουν το παιχνίδι τους. - Ελάτε μέσα να φάτε το κολατσιό σας και... - Θείε, θα μας πεις πάλι την ιστορία με τον ταύρο; τον διέκοψε ο Γιόχαν, ο οποίος δε χόρταινε να την ακούει ξανά και ξανά. Ο Γιόχαν, σε αντίθεση με τον Μάρκους, ο οποίος σιχαινόταν τη δουλειά του πατέρα του, καθώς θεωρούσε πως το να αναλώνει κανείς τη ζωή του ξεθάβοντας ερείπια και σκελετούς ήταν νοσηρό, λάτρευε να μαθαίνει για όλα εκείνα τα οποία προϋπήρξαν και αφορούσαν πολιτισμούς, θρησκείες ή τρόπους ζωής. - Όχι πάλι, διαμαρτυρήθηκε ο Μάρκους. - Αν δε σ' αρέσει, βγες έξω, σκασίλα μας, του είπε η Λένα απότομα. Μα ο Μάρκους πεινούσε. Με κατεβασμένα μούτρα κάθισε σ' ένα σκαμνάκι κοντά στο τζάκι. Αγνοώντας επιδεικτικά τις κουβέντες των άλλων, άρχισε να τρώει λαίμαργα το κριθαρένιο παξιμάδι με τυρί και ντομάτα που του έδωσε ο μπαρμπα-Λάμπρος. - Λοιπόν, όπως σας έχω ξαναπεί, αιώνες πριν γεννηθεί ο Χριστός μας, εδώ στην Κρήτη μεγαλούργησε ένας σπουδαίος πολιτισμός, ο μινωικός. Το ανάκτορο της Κνωσού, όπου γίνονται τώρα οι ανασκαφές, χτίστηκε στο ύψωμα Κεφάλα το 1900 π.Χ. και πεντακόσια χρόνια αργότερα πιθανολογείται πως καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Ήταν πολυώροφο, με διαμερίσματα του βασιλιά και της βασίλισσας, με θησαυροφυλάκια, με κρύπτες, με αποθήκες και εργαστήρια, με ξενώνες, με αίθουσες υποδοχής... μια ολόκληρη πολιτεία. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο. Δύο άλλα ανάκτορα, στη Ζάκρο και τη Φαιστό, ήταν μικρότερα, αλλά όχι λιγότερο σημαντικά. Οι Μινωίτες, εκείνη την εποχή, ήταν οι κυρίαρχοι της Μεσογείου.
- Και ο Μινώταυρος, πού ζούσε; ρώτησε ο Μανολιός. - Μη βιάζεσαι, θα πω και γι' αυτόν. Λοιπόν, πού είχα μείνει; Α, ναι... Βασιλιάς στο ανάκτορο της Κνωσού ήταν ο Μίνωας. Γιος του Δία και της Ευρώπης, είχε αδέρφια τον Σαρπηδόνα, τον Ραδάμανθυ και τον Ανδρόγεω. Για το θρόνο της Κρήτης τον προετοίμασε ο ίδιος ο Δίας, ο οποίος για εννιά χρόνια τον δίδασκε πώς να κυβερνάει τους ανθρώπους με σοφία και δικαιοσύνη. Όταν, επιτέλους, ήρθε η ώρα και ο Μίνωας έγινε βασιλιάς των Κρητικών, μοίρασε τις εξουσίες δίκαια ανάμεσα στον ίδιο και τα αδέρφια του. Ένωσε όλες τις πόλεις της Κρήτης, έδιωξε τους βαρβάρους και για να μπορεί να ελέγχει όλη την επικράτεια πιο εύκολα, τη μοίρασε σε τρεις περιφέρειες. Η πρώτη ήταν με κέντρο την Κνωσό. Η δεύτερη είχε κέντρο τη Φαιστό και η τρίτη την Κυδωνία, δηλαδή τα σημερινά Χανιά. Περιφερειάρχες διόρισε τον αδερφό του τον Ραδάμανθυ και ένα χάλκινο γίγαντα, τον Τάλω. Κάτω από το άγρυπνο και σοφό βλέμμα του βασιλιά Μίνωα, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής έζησαν ειρηνικά και πλούσια. Ο Μίνωας είχε μια υποχρέωση στον πατέρα του, τον Δία. Κάθε εννιά χρόνια ανέβαινε στο όρος Ίδη και εκεί ο Δίας τού υπαγόρευε νέους νόμους και ανανέωνε την εντολή του να συνεχίζει να κυβερνάει. Έτσι γινόταν, μέχρι που οι κάτοικοι της Αττικής και οι Μεγαρείς σκότωσαν τον αδερφό του, τον Ανδρόγεω. Τότε ο Μίνωας, οργισμένος, έστειλε στρατό και κατέστρεψε τα Μέγαρα. Από τους Αθηναίους απαίτησε φόρο αίματος για να ξεπλύνουν το φονικό. Αυτό σήμαινε πως οι Αθηναίοι, κάθε εννιά χρόνια, ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν στην Κρήτη εφτά νέες και εφτά νέους, τροφή για τον Μινώταυρο. - Πώς ζούσε το τέρας στο ανάκτορο; Γιατί ήταν μισός ταύρος και μισός άνθρωπος; ρώτησε ο Σήφης, που του άρεσε ν' ακούει ιστορίες, αλλά δεν αγαπούσε τα γράμματα και τις περισσότερες μέρες ήταν σκαστός από το σχολείο. - Θα σας πω ό,τι έχω μάθει κι εγώ από τους αρχαιολόγους. Ο θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, πρόσφερε στο βασιλιά Μίνωα δώρο έναν ταύρο για να τον θυσιάσει, όμως ο Μίνωας, βλέποντας το περήφανο ζώο, δεν το έκανε. Τότε ο θεός θύμωσε και έβαλε τον ταύρο να ξεμυαλίσει την Πασιφάη, τη γυναίκα του Μίνωα. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Μινώταυρος, που έτρωγε μόνο ανθρώπους. - Τι βλακείες είναι αυτές! είπε δυσανασχετώντας ο Μάρκους. Οι άνθρωποι να ζευγαρώνουν με τα ζώα... Ωραίες ιστορίες λέτε εδώ. Ανώμαλοι είστε; - Ο νους σου στον αντίλογο, Μάρκους. Μύθος είναι. Όλοι οι λαοί έχουν τους μύθους τους. Αυτό είμαι σίγουρος πως το έχεις μάθει στο σχολείο. - Τέλος πάντων, εγώ επιμένω πως όλα αυτά είναι βλακείες και παραμύθια, αλλά αν εσάς σας αρέσουν, τι να πω; Συνεχίστε. - Μην του δίνεις σημασία, θείε Λάμπρο, είπε η Λένα φουρκισμένη. Πες μας παρακάτω. Ο Μίνωας τι έκανε; - Ο Μίνωας κάλεσε τον Δαίδαλο, ένα φημισμένο Αθηναίο τεχνίτη, και του ανέθεσε να κατασκευάσει ένα λαβύρινθο για να φυλακίσει τον Μινώταυρο. Έτσι κι έγινε. Ο Μινώταυρος έζησε μέχρι που ήρθε στην Κρήτη ο Θησέας, γιος του βασιλιά της Αθήνας. Ο Θησέας πήρε τη θέση ενός από τους εφτά νέους οι οποίοι προορίζονταν για τον καθιερωμένο φόρο αίματος, αποφασισμένος να σκοτώσει το τέρας. Και το κατάφερε λυτρώνοντας τους Αθηναίους, χάρη στην πολύτιμη βοήθεια της Αριάδνης, κόρης του Μίνωα, η οποία τον ερωτεύτηκε και του έδωσε το μίτο, για να βγει ζωντανός από το λαβύρινθο. - Θείε Λάμπρο, θα μας πεις για τον Δαίδαλο και τον Θησέα; ζήτησαν ταυτόχρονα η Λένα με τον Γιόχαν.
- Άλλη φορά. Τώρα πηγαίνετε έξω να παίξετε, αλλά μακριά από τον ταύρο. - Εντάξει, πες μας μόνο για τα ταυροκα... πώς τα λένε, παρακάλεσε ο Γιόχαν. - Τα ταυροκαθάψια. Αυτή ήταν μια γιορτή προς τιμήν του Ποσειδώνα. Στο συγκεκριμένο άθλημα λάβαιναν μέρος άντρες και γυναίκες, οι οποίοι, κρατώντας ρόπαλα, κυνηγούσαν έναν ταύρο με σκοπό να ανέβουν στη ράχη του. Πάνω στη ράχη του, κρατώντας τον γερά από τα κέρατα, έκαναν φιγούρες και ακροβατικά. Μα αυτά γινόντουσαν τότε, τόνισε ο αφηγητής και, κοιτάζοντας αυστηρά τη Λένα, την προειδοποίησε πως την επόμενη φορά που θα τον κοψοχόλιαζε με τα καμώματά της, θα την καταχέριζε μ' ένα μπερντάκι ξύλο. Ο Λάμπρος παρακολούθησε για λίγο ακίνητος τη θορυβώδη παρέα μέχρι να βεβαιωθεί πως και ο τελευταίος είχε βγει στον αυλόγυρο και, αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό, παραδόθηκε στις στενάχωρες σκέψεις του. Πώς ήταν δυνατόν, αναρωτήθηκε, τρεις άντρες που δούλευαν νυχθημερόν σε αμπέλια, ελαιώνες, κτηνοτροφικές δουλειές, μα και στα αρχαία, να φροντίζουν με σωστό τρόπο έξι παιδιά στα ντουζένια τους; Μέχρι ένα μήνα πριν αρρωστήσει η γυναίκα του, τα κουτσόφερναν βόλτα με όλο το τσούρμο, καθώς υπήρχε μια μάνα που τα μάζευε και τα κουλάντριζε μια χαρά. Δύσκολα, μα μια χαρά. Τώρα, η κυραΤασούλα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, και Κύριος οίδε πότε θα έπαιρνε πάλι το δρόμο για το σπίτι τους. Εδώ και δύο μέρες, οι γιατροί τού τα μασούσαν. Είχε ή δεν είχε το τρισκατάρατο; Οι γνώμες διίσταντο. Από την άλλη, η Μαριώ, η γυναίκα του Νικολού, είχε κοντά πέντε χρόνια που το είχε σκάσει μ' έναν Πειραιώτη εμπορευόμενο, και κάποιος ξενομερίτης έφερε το μαντάτο πως είχε συναντήσει το παράνομο ζευγάρι στο λιμάνι του Πειραιά, την ώρα που ετοιμάζονταν να μπαρκάρουν για την Αυστραλία. Ευτυχώς, σκεφτόταν ο Λάμπρος, που ξενιτεύτηκαν οι κουζουλοί και γλίτωσαν όλοι μια πιθανή βεντέτα. Απίθανη στην πραγματικότητα, γιατί ο Νικολός ούτε γύρεψε ούτε θα γύρευε ποτέ βεντέτα. Η εμφάνισή του δε συμβάδιζε με το μέσα του. Εξωτερικά, ήταν ένας άντρας ψηλός, αδύνατος, με ύφος που έδειχνε αδίστακτο και απειλητικό για κάποιον που δεν τον γνώριζε. Μα για εκείνους που ήξεραν τα παθήματα και τις ανατροπές της ταλαίπωρης ζωής του, έμοιαζε με πληγωμένο σπουργίτι που γυρεύει φροντίδα, χάδια και τρυφεράδες για να επουλώσει τις πληγές του. Το σίγουρο ήταν πως, στα μύχια της καρδιάς του, κατανοούσε το ξεμυάλισμα της γυναίκας του. Είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας όταν παντρεύτηκαν. Αυτός κοντά σαράντα πέντε κι εκείνη στα δεκαεφτά - όσο να πεις, επιεικώς παράταιρο και παράλογο, αλλά αναγκαίο. Ο Νικολός την παντρεύτηκε γιατί την ερωτεύτηκε. Η μικρή το είδε σαν ευκαιρία για να ξεφύγει από την κακοποίηση του μέθυσου πατέρα. Όταν, λοιπόν, η Μαριώ ένιωσε ασφαλής, γύρεψε η καρδιά της το αυτονόητο, ν' αγαπήσει. Άνοιξε φτερά και πέταξε σαν το χελιδόνι που αναζητάει πιο εύκρατα κλίματα για να ξεχειμωνιάσει. Κι έτσι εκείνος αναγκάστηκε να σταθεί μάνα και πατέρας για τα δυο τους παιδιά, που έγιναν ο ιερός σκοπός του υπόλοιπου βίου του. Ευτυχώς που υπήρχε και η αδερφή του η Ματίνα, για να συμπληρώνει τις δικές του ελλείψεις, γιατί,
όπως και να το κάνουμε, ένας άντρας πώς να κουλαντρίσει ένα κορίτσι σαν το Λενιώ του, πανέξυπνο και ατίθασο; Ευτυχώς, χίλιες φορές, γιατί αν περίμενε από την άλλη του την αδερφή, τη Φωτεινή, τη μεγαλοπιασμένη, θα τα είχε βρει σκούρα. Εκείνη, αν δεν προέκυπτε κάποιο συμφέρον για την ίδια, τον άντρα της ή την κακομαθημένη της κόρη, ούτε γράμμα έστελνε ούτε φωνή ακουγόταν. Λες και δεν υπήρχε. Ζήτημα ήταν αν τα ξαδέρφια είχαν συναντηθεί όλες κι όλες δυο τρεις φορές απ' όταν γεννήθηκαν. Την κοπελιά της την είχε κάνει σαν τα μούτρα της, ακατάδεχτη, στενόμυαλη και φαντασμένη. Αντίθετα με τα παιδιά του Νικολού, που μεγάλωναν με πνευματική ελευθερία και πρωτοβάθμιες αξίες όπως ήταν η οικογένεια και η πατρίδα. Αξίες που άξιζε να τις υπερασπίζεται κάποιος μέχρι θανάτου. Ο Νικολός είχε και έναν αδερφό, τον Πέτερ, δηλαδή Πέτρο, που ζούσε στη Σουηδία και ήταν δώδεκα χρόνια μικρότερός του. Όταν ο Πέτερ έκλεισε τα τριάντα, αποφάσισε να αναζητήσει τα ίχνη της βιολογικής του οικογένειας στην Κρήτη. Η μάνα τους τον είχε γεννήσει στην κλιμακτήριο. Ούτε που ήξερε πως ήταν έγκυος. Ξαφνικά, την έπιασαν οι πόνοι και ξαμόλησε το αποσπόρι στο χωράφι. Ένα μωρό, εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν δώρο, ήταν βάρος ασήκωτο. Φτώχεια και των γονέων. Όπως όπως τη μάζεψε ο άντρας της, τη φόρτωσε στο κάρο, και στα μουλωχτά επέστρεψαν με το νεογέννητο στο χαμόσπιτο. Μία εβδομάδα αργότερα, η μαμή, που ήταν φίλη της οικογένειας, τους έδωσε τη λύση στο πιάτο. Σ' ένα αρχοντόσπιτο στο Ηράκλειο είχε γνωρίσει ένα ζευγάρι Σουηδών που της είχαν εκμυστηρευτεί τον καημό τους ν' αποκτήσουν παιδί. Ήθελαν, μα δεν μπορούσαν. Ο σύζυγος ήταν γιατρός παθολόγος και η γυναίκα του δασκάλα. Άνθρωποι μορφωμένοι και αξιόλογοι. Ο ανεπιθύμητος γιος των Δασκαλάκηδων μόλις είχε βρει νέο σπίτι και νέα πατρίδα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η μαμή ανέλαβε τα περαιτέρω και η υιοθεσία έγινε με την υπόσχεση πως όταν το αγόρι θα γινόταν είκοσι πέντε χρόνων, οι θετοί γονείς του θα του έλεγαν την αλήθεια, καθώς υπήρχαν αδέρφια που ίσως θα ήθελε να γνωρίσει. Αυτά συνέβησαν κατακαλόκαιρο, και τα τρία παιδιά των Δασκαλάκηδων, ο Νικολός, η Ματίνα και η Φωτεινή, δε βρίσκονταν εδώ στο χωριό, αλλά στην Πέρα Πρέβελη, φιλοξενούμενα μιας ξαδέρφης. Πολύ βολικό. Τα χρόνια πέρασαν, όλοι τους μεγάλωσαν και πρόκοψαν, καθένας με την τύχη του, αλλά και όπως έστρωσε. Όταν τους ήρθε το χαμπέρι για το άγνωστο και ξενιτεμένο νέο μέλος της οικογένειας, το καλοδέχτηκαν σαν αχτίδα ήλιου, σαν αστέρι του Βορρά. Οι γονείς τους ήταν από χρόνους αποθαμένοι, γι' αυτό και δε ζητήθηκαν εξηγήσεις, ούτε έγιναν παράπονα, απλώς όλοι αποδέχτηκαν το γεγονός χωρίς ιδιαίτερες εκδηλώσεις τρυφερότητας ή συγκινήσεις. Και μόλο που «το αίμα νερό δε γίνεται», όπως λέει ο σοφός λαός, στην πραγματικότητα αυτά που τους χώριζαν ήταν πολύ περισσότερα από αυτά που τους ένωναν. Κατ' αρχάς, η απόσταση, έπειτα η διαφορετική κουλτούρα, αλλά και το επίπεδο ζωής. Ο Πέτερ ζούσε σ' ένα δίπατο αρχοντικό στο κέντρο της Στοκχόλμης, ήταν σπουδαγμένος φιλόλογος, μιλούσε άπταιστα τρεις γλώσσες -τα σουηδικά, που ήταν η μητρική του, τα αγγλικά και τα γερμανικάκαι είχε στην κατοχή του τέσσερα βιβλιοπωλεία, από τα οποία βιοποριζόταν εκείνος και η οικογένειά του. Ήταν ήδη παντρεμένος με τη Χέλγκα και είχε ένα γιο, τον Ιβάν.
Τα αδέρφια, έπειτα από εκείνη την πρώτη συνάντηση γνωριμίας και την αποκάλυψη της αλήθειας, επέστρεψαν στις ασχολίες της καθημερινότητάς τους. Η μεγαλοπιασμένη Φωτεινή, μια που τον είδε και μια που τον ξέγραψε. Αντίθετα, ο Νικολός και η Ματίνα κράτησαν την επαφή. Δυο τρία γράμματα το χρόνο, μια κάρτα τα Χριστούγεννα και κάποιες φωτογραφίες που απαθανάτιζαν τις αλλαγές που επέφερε ο χρόνος στα πρόσωπα ήταν ο συνδετικός κρίκος που ένωνε πλέον τους Δασκαλάκηδες της Κρήτης με την οικογένεια του Πέτερ Στάιγκερ στη Σουηδία. Μετά το σοκ της αποκάλυψης για την ύπαρξη ενός ακόμα αδερφού, ο Νικολός αναθεώρησε «πιστεύω» και συμπεριφορές, καθώς τα στερεότυπα εγκλωβίζουν την ψυχή σε αδιέξοδα και φυλακίζουν την ελευθερία της σκέψης. Έτσι, όταν ήρθε αντιμέτωπος με την προδοσία της Μαριώς, όχι χωρίς πόνο, αλλά με περισσή αξιοπρέπεια, απλώς τη διέγραψε από το τεφτέρι του. Ζούσε και ανέπνεε μόνο για τα κοπέλια του, την όμορφη Λένα και τον Μανολιό. Χατίρι δεν τους χαλούσε και, εδώ που τα λέμε, δεν είχε κι άδικο. Ειδικά η μικρή ήταν θύελλα και γαλήνη, συννεφιά και λιακάδα. Ήταν η χαρά και η αισιοδοξία της ζωής του. Αρκούσε να στρέψει το βλέμμα του στο πανέμορφο και καθάριο πρόσωπό της για να διαγραφούν μονοκοντυλιά όλες του οι αμφιβολίες και σκοτούρες. Μία από τις σκοτούρες του ήταν και η εμμονή που είχε το Λενιώ του με το μικρό γιο του Γερμανού αρχαιολόγου. Στην αρχή, όλοι τούς έκαναν χάζι και γελούσαν με τα καμώματα και τις κουβέντες της μικρής, μα τώρα τελευταία ο Νικολός είχε αρχίσει να εκμυστηρεύεται τις ανησυχίες του στον Λάμπρο. Κι αν όλο αυτό δεν ήταν παιδικό παιχνίδι; Κι αν μεγαλώνοντας η κόρη του ακολουθούσε την καρδιά της, όπως η μάνα της, και τον εγκατέλειπε; Η Γερμανία δεν ήταν, όσο να πεις, δυο βήματα μακριά. Και να οι αναστεναγμοί της απόγνωσης. - Μην κακοβάνεις, θαρρώ παραλογίζεσαι, τον παρηγορούσε ο Λάμπρος, ακόμα είναι παιδιά, και ποιος μπορεί να ξέρει τι θα γίνει ή πού θα βρίσκεται ο πιτσιρικάς σε πέντε δέκα χρόνια από τώρα; - Κι αν δεν της περάσει; Δε θα το αντέξω να τη χάσω. - Καλά, εσύ νομίζεις πως ο Μαξ δεν έχει προβλήματα; Και ο ίδιος και η χώρα του, ή μήπως τα αφτιά σου είναι βουλωμένα και δεν αγροικούνε τα μαντάτα; - Τα αγροικούνε, και αυτός είναι άλλος ένας λόγος για να ανησυχώ. Τις προάλλες μού είπε πως ο πατέρας του τον πιέζει να επιστρέψει. - Έχει άδικο; Θέλει κι εκείνος ό,τι κι εμείς, την οικογένεια του να είναι σιμά του, στα εύκολα και στα δύσκολα. Ψες, στο μεσημεριανό, ο φίλος μας είχε όρεξη για κουβέντα και τον είδα πολύ ανήσυχο. Στον τόπο του, μου είπε, γίνονται μεγάλες αλλαγές, και αυτό που τον κόφτει είναι τι περιμένει τους γιους του στην επιστροφή τους. - Καλά κάνει και ανησυχεί. Αυτός ο κουζουλός με το ψαλιδισμένο μουστάκι μισεί τους εβραίους, τους ζηλεύει που κατέχουν το εμπόριο, ποιος ξέρει τι βάνει ενάντιά τους η κούτρα του... - Ο Μαξ υποστηρίζει πως είναι πατριώτης και πως ό,τι κάνει το κάνει για το καλό της Γερμανίας. - Και η στρατοκρατία στους δρόμους, τι λόγο έχει; Στην εφημερίδα διάβασα πως στους δρόμους κυκλοφορούν περισσότερες στρατιωτικές περίπολοι παρά λαός. Κάποιες με πράσινες στολές και κάποιες
άλλες με μαύρες, φορούν περιβραχιόνια και έχουν βαρύ οπλισμό. Στρατιώτες πάνοπλοι στους δρόμους και ειρήνη... σάμπως δε μας τα λέει καλά. - Θα συμφωνήσω μαζί σου. Είναι ολοφάνερο πως αυτός οργανώνει μια πολεμική μηχανή και πως όποιος δεν είναι φίλος του είναι εχθρός του, απόδειξη τα πογκρόμ που έκανε με το που ανέλαβε την εξουσία, κι ας μην το παραδέχεται ο Μαξ. Τον καταλαβαίνω, είναι φίλος του αυτός ο Χίτλερ. - Μην το λες, κατά βάθος και ο Μαξ φοβάται. Τις προάλλες μού εκμυστηρεύτηκε πως, αν ήταν στο χέρι του, δε θα το κουνούσε ρούπι από εδώ. - Για κουζουλό τον έχεις; Η χώρα του είναι καζάνι που βράζει. Όχι πως στη δική μας τα πράγματα πάνε καλύτερα, μα εμείς εδώ έχουμε το δικό μας θεό, που πίνει ρακές και χορεύει πεντοζάλη, όσο να πεις ακίνδυνος, ποιος θ' ασχοληθεί μαζί μας; Αυτά περίπου έλεγαν, καθώς και η μοίρα του αριστοκράτη αρχαιολόγου δεν ήταν καλύτερη, έτσι για να μη ζηλεύουν οι υπόλοιποι. Η δικιά του, η αγέλαστη, ακατάδεχτη και ψηλομύτα βαρόνη Έρρικα φον Σίφερ, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, πριν έναν περίπου χρόνο, την ώρα που έλειπαν όλοι από το σπίτι, έδωσε τέλος στη ζωή της με τον πιο τραγικό τρόπο. Αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Η Τασούλα βρισκόταν έξω στην αυλή και μάζευε από τα σκοινιά την μπουγάδα, όταν άκουσε τον κρότο του πυροβολισμού. Χωρίς να διστάσει ή να χάσει στιγμή, έτρεξε στο διπλανό σπίτι όπου έμεναν οι φον Σίφερ και βρήκε την Έρρικα καταμεσής στην αποθήκη, να πλέει μέσα σε μια λίμνη αίματος. Έντρομη, κλαίγοντας και μοιρολογώντας, είχε καβαλήσει το γάιδαρο και είχε πάει μέχρι τις ανασκαφές για να ειδοποιήσει τους άντρες. Ο Μαξ, εκείνη την αποφράδα μέρα, απουσίαζε στην Αμνισό. Είχε δύο χρόνια που πηγαινοερχόταν στις ανασκαφές που γίνονταν εκεί, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Σπύρο Μαρινάτο, και είχαν ως αποτέλεσμα να φέρουν στο φως ερείπια μινωικών επαύλεων, ταφικά μνημεία και ευρήματα της αρχαίας Κυδωνίας. Όλα αυτά παρουσίαζαν μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον για τον Μαξ, ο οποίος παρακολουθούσε και κρατούσε σημειώσεις. Οι συχνές απουσίες του ίσως και να ξεχείλισαν το ποτήρι της απόγνωσης μέσα στο οποίο παράδερνε το ταραγμένο μυαλό της φαντασμένης Έρρικα. Ενημερωμένος από την Τασούλα, ο Λάμπρος είχε οδηγήσει πατώντας τέρμα το γκάζι μέχρι την Αμνισό, αναζητώντας το Γερμανό αρχαιολόγο για να του πει τα συντρέξαντα. Τον είχε βρει χωμένο σ' ένα σκάμμα, σκονισμένο και κάθιδρο. Το θέαμα της βαρόνης ήταν αποτρόπαιο ακόμα και για εκείνον που είχε δει πολλά. Όταν ζεις σ' έναν τόπο όπως η Κρήτη, όπου η βεντέτα και η χρήση των όπλων είναι άμεσα συνδεδεμένα με την κουλτούρα και τα ήθη, είσαι προετοιμασμένος και αρκετά εξοικειωμένος με το αίμα και το θάνατο. Μέχρι το μεσημέρι που τα αγόρια επέστρεψαν από το σχολείο, όλα τα σημάδια της απονενοημένης πράξης είχαν καθαριστεί και η μάνα τους είχε σφραγιστεί σ' ένα φέρετρο, έτοιμη να ταξιδέψει για την τελευταία της κατοικία, που ήταν ο οικογενειακός τάφος των φον Σίφερ στο Βερολίνο. Ο Μαξ έχαιρε της εκτίμησης όλης της τοπικής κοινωνίας, η οποία σεβάστηκε την επιθυμία του για διακριτικότητα. Το επίσημο ιατρικό πόρισμα ήταν πως ο θάνατος της βαρόνης οφειλόταν σε παθολογικά αίτια.
Μετά την απώλεια της γυναίκας του, ο Μαξ κλείστηκε στον εαυτό του. Λιγόστεψαν τα χαμόγελα και βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν πια το μέτωπό του. Τον έζωναν οι τύψεις. Η Έρρικα ποτέ δεν είχε κρύψει την απέχθειά της για το νέο τρόπο ζωής τους. Εκείνος, ως πιο έμπειρος, έπρεπε να είχε αναγνωρίσει τα σημάδια της επερχόμενης καταιγίδας και τότε ίσως κατάφερνε να αποτρέψει το μοιραίο και να γλιτώσει τα παιδιά του από την ορφάνια. Μια μάνα αδιάφορη, ψυχρή, φιλόδοξη, υπολογίστρια, άπιστη είναι καλύτερη από καθόλου μάνα. Έπρεπε... Πολλά έπρεπε, που πια δεν είχαν νόημα, αλλά είχαν ως αποτέλεσμα ν' απομακρυνθεί ο Μαξ από τα αγόρια, τα οποία αναζητούσαν την οικογενειακή θαλπωρή πότε στο σπίτι του Νικολού, στη φροντίδα της Ματίνας, και πότε στο σπίτι της Τασούλας και του Λάμπρου. Ο Λάμπρος συχνά σκεφτόταν πως οι παράταιρες οικογένειες των φον Σίφερ, Δασκαλάκη και Κανέτου, που γειτόνευαν σ' ένα χωριό κοντά στο ιστορικό ανάκτορο της Κνωσού, ζούσαν χρόνια δύσκολα, μα τουλάχιστον ειρηνικά. Μια σκιά πέρασε τώρα από τα μάτια του, καθώς θυμήθηκε την αφωνία και τον τρόμο της πιτσιρικαρίας τη μέρα που εκείνος, με τη βοήθεια του Νικολού, ευνούχισε το σκύλο του, τον Έκτορα. Μια αφωνία η οποία διήρκεσε σχεδόν μια ολόκληρη εβδομάδα. Η διαδικασία του ευνουχισμού απαιτούσε γνώση, αποφασιστικότητα και γερά νεύρα. Η επέμβαση στην οποία έπρεπε να υποβληθεί το σκυλί ήταν ιδιαίτερα επώδυνη, μα εντελώς αναγκαία αν ήθελες να παραμείνει πιστός φύλακας στη θέση του και να μην ξεχνάει αφεντικό και σκοπιά την εποχή του ζευγαρώματος. Ο Λάμπρος, έχοντας πείρα και εμπειρία της όλης διαδικασίας, συμβούλεψε τα παιδιά ν' απομακρυνθούν, για να μην ψυχοπλακωθούν, μα κυρίως για να μην τρομάξουν και αγριευτούν. Όμως ποιος είπε σε παιδί «μη» και εκείνο υπάκουσε; Το «μη» στα παιδικά αφτιά ισοδυναμεί με το «εδώ είμαστε και δεν το κουνάμε ρούπι». Έτσι, κρύφτηκαν αμίλητα πίσω από το μαντρότοιχο, αποφασισμένα να παρακολουθήσουν τα πάντα. Όταν έφτασε η στιγμή να παραγεμίσει ο Λάμπρος την ανοιχτή πληγή με αλάτι και σκόρδο για το φόβο της κρεατόμυγας που γύρευε ζεστό αίμα για να γεννήσει τα αβγά της, κανένα από τα παιδιά δεν άντεξε τα ουρλιαχτά πόνου του Έκτορα και κλαίγοντας είχαν τρέξει όσο μπορούσαν πιο μακριά. Το προηγούμενο βράδυ, οι τρεις άντρες, καθισμένοι κάτω από το μοναδικό πλάτανο στην περιοχή, που στεκόταν περήφανος στην αυλή του σπιτιού της οικογένειας Κανέτου, κάπνιζαν και αργόπιναν ρακή συζητώντας για τις νέες πολιτικές εξελίξεις. Ο Ιούνιος είχε μπει με ζέστη και υγρασία. Το πρωί, η δουλειά στις ανασκαφές ήταν αφόρητα κουραστική, αλλά και τα βράδια ο συνδυασμός της ρακής με τον καύσωνα τους κάψωνε χειρότερα. Επίκεντρο των συζητήσεων -τι άλλο;- ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας. Τα νέα της Ευρώπης έφταναν στ' αφτιά τους από πρώτο χέρι, καθώς ο Μαξ τούς είχε αποκαλύψει την κουμπαριά και τη φιλική σχέση που τον συνέδεαν με τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο πρόεδρος της Γερμανίας, στρατάρχης Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ο οποίος είχε το ανακλητό δικαίωμα να ορίζει καγκελάριο και υπουργούς, επέλεξε να χρίσει καγκελάριο της Γερμανίας τον σχετικά νέο και με ρητορικές ικανότητες, φιλόδοξο ηγέτη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, όχι τόσο γιατί τον πίστευε, αλλά γιατί θεωρούσε πως ήταν του χεριού του, πως θα μπορούσε να τον ελέγχει. Ανάμεσα
στους διορισθέντες υπουργούς ήταν ο Γκέρινγκ και ο Γκέμπελς. Μια επιλογή που πολύ σύντομα θα άλλαζε τη δημοκρατική φυσιογνωμία της Γερμανίας σε δικτατορική. Σε κάποιο από τα σπάνια γράμματα που έστελνε ο Βολφ στον Μαξ, ένα μήνα μετά την ανάληψη των νέων του καθηκόντων, μεταξύ άλλων έγραφε: Φίλε μου, Έλαβα συγχαρητήριες επιστολές από σπουδαίους ανθρώπους. Πινοσέτ, Φράνκο... Επιστολές αφοσίωσης και φιλίας. Έλαβα, όμως, και ένα ευχετήριο σε επιστολόχαρτο Opus Dei, από έναν Ισπανό ιερέα ονόματι Χοσέ Μαρία Εσκρίβα ντε Μπαραγκουέρ. Ποιος στο δαίμονα είναι αυτός; αναρωτήθηκα και ρώτησα το γραμματέα μου, μα ούτε εκείνος γνώριζε. Τέλος πάντων, του έστειλα μια τυπικά ευχαριστήρια απάντηση. Ποιος θέλει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους παπάδες; Σίγουρα όχι εγώ. Ο Ρούζβελτ ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το μόνο που καίει τα απαυτά του είναι τα χρέη μας, ήδη έστειλε αγγελιοφόρους για να με βολιδοσκοπήσουν. Και σ' ένα άλλο: Θαρρώ πως έχω να κάνω με ηλίθιους. Νομίζουν πως δεν καταλαβαίνω τις προθέσεις τους όταν έρχονται τάχα σαν μεσολαβητές ή πρεσβευτές καλής θελήσεως, ενώ εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα. Με τι θράσος μού υπέδειξαν πως ήταν λάθος να αποχωρήσω από την Κοινωνία των Εθνών! Θρασύτατοι, φίλε μου, έχουν το μπόι να με κρίνουν ή να με αμφισβητούν... Γιατί, σε παρακαλώ, δε ρωτούν το ίδιο ευθαρσώς τους Γάλλους για το ποιες είναι οι προθέσεις τους πίσω από τη Συνθήκη των Βερσαλιών; Απατώνται οικτρά αν νομίζουν πως θα επιτρέψω να χειραγωγήσουν ή να υποτιμήσουν τη Γερμανία και το λαό της. - Ο Χίτλερ είναι φίλος σου, μα χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, είπε ο Νικολός απευθυνόμενος στον Μαξ, εμένα όλη αυτή η υπέρμετρη φιλοδοξία και η απολυταρχία με τρομάζουν. Θαρρώ πως δεν προμηνύουν τίποτα καλό. - Δεν έχεις δίκιο, είναι πατριώτης, έχει όνειρα για τη χώρα. Πού βρίσκεις το κακό; - Και τα πογκρόμ; Οι πολιτικές εκτοπίσεις των αντιπάλων του; Τα ναζιστικά τάγματα εφόδου, τι ρόλο παίζουν; Η εφημερίδα γράφει πως όσους συλλαμβάνουν, εβραίους, κομουνιστές ή αντικαθεστωτικούς, τους μπουζουριάζουν σε φυλακές ή σε εγκαταλειμμένα κτίρια, τα οποία έχουν μετατρέψει σε κρατητήρια, και τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. - Καλά, μην πιστεύεις και ό,τι γράφουν, κάθε νέο καθεστώς, εκ προοιμίου, έχει και τους εχθρούς του. Οι φήμες πως κάνει κατάχρηση εξουσίας είναι λόγια των αντικαθεστωτικών που νοσταλγούν την αποτυχημένη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Κατά τη γνώμη μου, έως ένα βαθμό, υπάρχει εξήγηση. Είναι ηγέτης. Έχει πυγμή και αποφασιστικότητα, προσόντα ικανά για να επιβάλουν ηρεμία και πολιτική σταθερότητα. - Μαξ, εύχομαι να έχεις δίκιο, αλλά εμένα, επιμένω, δε μου γεμίζει το μάτι. - Εγώ θαρρώ πως είναι πολεμοχαρής, επενέβη ο Λάμπρος, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά ο τύπος έχει φάτσα επικίνδυνου κουζουλού. Θα μας μπλέξει άσχημα.
- Τι εννοείς; τον ρώτησε ο Μαξ, υψώνοντας για πρώτη φορά τον τόνο της φωνής του. Ο νέος καγκελάριος είναι πιο επικίνδυνος από το δικό σας τον Βενιζέλο, ο οποίος πριν λίγα χρόνια, με τις λάθος αποφάσεις του, προκάλεσε τον αποδεκατισμό του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία; - Έτσι πιστεύω. Αυτός, φίλε μου, και μη με παρεξηγείς, του απάντησε ο Λάμπρος ήρεμα και χαμηλόφωνα, έχει φιλοδοξίες Ρωμαίου αυτοκράτορα. Θέλει να κατακτήσει τον κόσμο. Ο Μαξ έσκασε στα γέλια. - Να 'σαι καλά, ρε Λάμπρο, μ' έκανες και γέλασα. Πώς σου ήρθε το «Ρωμαίος αυτοκράτορας»; Μήπως ήθελες να το πεις για τον Μουσολίνι; Αυτός... μάλιστα, έχει κάτι τάσεις μεγαλείου. - Εντάξει, κουβέντα κάνουμε, μην το παίρνεις στραβά, του είπε ο Λάμπρος συμβιβαστικά. Εμείς εδώ είμαστε μια κουκκίδα στο χάρτη των μεγάλων, ποιος μας έχει ανάγκη και ποιος μας δίνει σημασία; - Μην το λες αυτό, πάρε παράδειγμα εμένα. Εγώ δε δίστασα να εγκαταλείψω τη χώρα που εσύ βλέπεις να εξελίσσεται σε αυτοκρατορία, για να έρθω εδώ, στη χώρα που θεωρώ κοιτίδα του πολιτισμένου κόσμου. - Δε μιλάμε για εσένα, τον διέκοψε ο Νικολός, εσύ είσαι φιλέλληνας και αρχαιολάτρης, είσαι επιστήμονας, έχεις λόγους να μας αγαπάς... γνωρίζεις... έχεις σέβας, είσαι η εξαίρεση... - Πάντως, θα συμφωνήσω μαζί σας στο εξής, είπε ο Μαξ, ό,τι ξεπερνάει το μέτρο είναι επικίνδυνο, και αυτό από μόνο του μπορεί να προκαλέσει πολλά δεινά. Και θα προκαλούσε, μόνο που ακόμα εκείνοι δεν το ήξεραν, απλώς έκαναν υποθέσεις και απεύχονταν.
Θεσσαλονίκη, Μάιος του 1936 Η ΣΟΦΙΑ ΚΟΙΤΑΞΕ με λατρεία την πεντάχρονη κόρη της, Δωροθέα. Η μικρή καθόταν κατάχαμα πάνω σ’ ένα φθαρμένο χαλί, παίζοντας εδώ και κάμποση ώρα τις κουμπάρες με δυο πάνινες κούκλες. Ήταν ένα ήρεμο και όμορφο κοριτσάκι, με γαλανά μάτια και καστανόξανθες μπούκλες, που μέχρι τώρα είχε γεμίσει την αγκαλιά της μάνας της μόνο με τρυφεράδες και χαρές. Ποτέ δε μετάνιωσε εκείνη για την απόφασή της να κρατήσει τον καρπό του παράνομου έρωτά της, πηγαίνοντας κόντρα στα χρηστά ήθη και στις παράλογες απαιτήσεις της μάνας της. Ποτέ δε μετάνιωσε για την ανυπακοή στο θέλημά της. Το παιδί της ήταν ευχή Θεού. Ήταν το δώρο που έδωσε χρώμα στην άχρωμη ζωή της, γι’ αυτό και την ονόμασε Δωροθέα. Όταν επιβιβαζόταν στην ατμομηχανή στο σιδηροδρομικό σταθμό του Βερολίνου, ούτε που φανταζόταν πως η μέχρι τότε άχαρη ζωή της θα έμπαινε σε μια νέα τροχιά απρόσμενων εξελίξεων. Το ταξίδι μέχρι την Αθήνα ήταν περιπετειώδες και επεισοδιακό, αφού αναγκάστηκε να αλλάξει τρεις συρμούς εξαιτίας βλαβών και να χρεωθεί δύο διανυκτερεύσεις. Φτάνοντας στην ελληνική πρωτεύουσα, είχε πάει κατευθείαν στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, είχε αφήσει στο οφίς τα μπαγκάζια της και χωρίς να κάνει ούτε ένα μπάνιο, είχε τρέξει στον «Ευαγγελισμό», όπου νοσηλεύονταν και οι δύο γονείς της. Ο πατέρας της με εγκεφαλικό και η μάνα της με καρδιά. Τρεις μήνες αργότερα, κήδεψε μόνη της τον πατέρα της. Η μάνα της πήρε εξιτήριο μία εβδομάδα μετά την κηδεία. Οι θεράποντες γιατροί ήταν ξεκάθαροι όταν της είπαν πως οι συγκινήσεις θα μπορούσαν ν’ αποβούν μοιραίες για τη ζωή της κυρα-Ρίτας, η οποία κρεμόταν πλέον από μια κλωστή. Στα σαράντα του μακαρίτη, η Σοφία πρόσεξε, αλλά και ένιωσε, τις αλλαγές που συντελούνταν στο σώμα της. Από φυσικού της ήταν πάντα πολύ αδύνατη, μα τον τελευταίο μήνα τα έντερά της γουργούριζαν σαν πεινασμένα περιστέρια και η κοιλιά της φούσκωνε αφύσικα. Ανησύχησε. Χωρίς να πει τίποτα στη μάνα της, επισκέφτηκε τον οικογενειακό τους γιατρό, Σάββα Παπαθεοχάρη, ο οποίος τη γνώριζε από μωρό. Μετά την εξέταση, εκείνος δεν είχε καμία αμφιβολία για το ευτυχές γεγονός. Η Σοφία ήταν έγκυος, και μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο. Αυτό που ένιωθε δεν ήταν τα έντερά της, αλλά οι κινήσεις του μωρού. - Θα ζητήσεις τη Μαριέττα Χωραφά, στο μαιευτήριο «Έλενα». Είναι φίλη μου από το πανεπιστήμιο και η μαία που σου προτείνω να σε αναλάβει. Σου συστήνω ανεπιφύλακτα να την επισκεφτείς, και εκείνη θα σε συμβουλέψει τι ακριβώς πρέπει να κάνεις και τι να προσέχεις. Εμένα, μέχρι στιγμής, μου φαίνεται πως όλα βαίνουν απολύτως φυσιολογικά, αλλά πάλι δεν είμαι ειδικός. Βγαίνοντας από το ιατρείο του, η Σοφία είδε απέναντι ένα μικρό καφενείο. Με τα πόδια της να μην τη βαστούν από το τρέμουλο που της είχε προκαλέσει η αναπάντεχη είδηση, σωριάστηκε στην πρώτη καρέκλα που βρέθηκε μπροστά της. Ήθελε λίγο χρόνο για να συνέλθει. Μέχρι να της φέρουν την πορτοκαλάδα που παρήγγειλε, αφέθηκε στην ορμή των σκέψεων που πολιορκούσαν τα τείχη μέσα στα οποία είχε οχυρώσει τη ζωή της. Με ασφάλεια, νόμιζε, μέχρι σήμερα. Έγκυος...; Αναρωτήθηκε πώς τυφλώθηκε και δεν αναγνώρισε τα εμφανή σημάδια. Η αλήθεια ήταν πως η σκέψη της εγκυμοσύνης διαπέρασε, κάποια στιγμή, το μυαλό της σαν αστραπή, μα βιάστηκε να την
απορρίψει, να την αρνηθεί. Ήταν τόσο σίγουρη πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να της συμβαίνει. Τις νύχτες, στην ασφαλή απομόνωση του δωματίου της, σφάλιζε τα μάτια της και επανέφερε στη μνήμη της, ξανά και ξανά, εικόνες και ήχους από εκείνες τις αξέχαστες ηδονικές μέρες που πέρασε στην αγκαλιά του Μαξ. Φοβόταν πως, αν δεν τις ανακαλούσε, θα ξεθώριαζαν, θα χάνονταν στο ερεβώδες χάος της λησμονιάς, και δεν το ήθελε. Αλλά ένα παιδί, καρπός του έρωτά της, στην ηλικία της; Ανύπαντρη; Με μια μάνα ανήμπορη, που είχε ανάγκη τη φροντίδα της; Η Σοφία δεν είχε ιδέα πώς θα τα έβγαζε πέρα όχι με τη σωματική κούραση, αλλά με την κυρα-Ρίτα, από το Μαργαρίτα, η οποία δεν ήταν και ο πιο εύκολος άνθρωπος στον κόσμο. Ιδιότροπη, αυταρχική και με οπισθοδρομικές ιδέες, ζούσε μισό αιώνα πίσω, σε αντίθεση μ’ εκείνη, που κοίταζε μόνο μπροστά. Για πρώτη φορά από τη μέρα που γύρισε από τη Γερμανία, ένιωσε την ανάγκη να είχε κοντά της, συμπαραστάτη, τη φίλη της την Αρσινόη, με την οποία είχαν μεγαλώσει σαν αδερφές και ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόταν. Όμως η Αρσινόη είχε παντρευτεί και με τον άντρα της ζούσαν στην Αυστραλία, δηλαδή στην άλλη άκρη του κόσμου. Αυτή ήταν μια δοκιμασία την οποία έπρεπε να περάσει μόνη της. Πλήρωσε την πορτοκαλάδα και σηκώθηκε. Με βήματα βαριά και ανάμεικτα συναισθήματα, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Την καρδιά της κατέκλυζαν η αμφιβολία, ο φόβος, η ευτυχία. Λοιπόν, ερώτηση πρώτη. Πώς θα το ξεφούρνιζε στη μάνα της; Ήταν ανύπαντρη και με τον πατέρα του μωρού δεν επρόκειτο, το πιθανότερο, να ξανασυναντηθούν ποτέ. Εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος με παιδιά και η ζωή του, λόγω της δουλειάς του, ήταν η ζωή ενός νομάδα. Ερώτηση δεύτερη. Άραγε, πώς μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς πατέρα; Μεγαλώνει, βιάστηκε ν’ απαντήσει. Γιατί τι γίνεται αν ο πατέρας πεθάνει ή εγκαταλείψει την οικογένεια; Τα ορφανά ή τα εγκαταλειμμένα δε μεγαλώνουν; Ίσως με συναισθηματικές ελλείψεις, αλλά μεγαλώνουν. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν σόγια για να απολογηθεί. Οι γονείς της είχαν κλεφτεί και είχαν εγκαταλείψει νύχτα την Ίμβρο. Η μάνα της ήταν δεκαεφτά χρόνων όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τον πατέρα της. Μια αγάπη απαγορευμένη και από τα πριν καταδικασμένη, καθώς εκείνη την είχαν λογοδοσμένη στο γιο ενός τριτοξάδερφου από την κούνια της και η τιμή της οικογένειας δεν επέτρεπε να πάρουν το λόγο τους πίσω. Για να πάνε οι δύο ερωτευμένοι νέοι κόντρα στο έθιμο, να γλιτώσουν από την πατρική οργή και να ζήσουν τον έρωτα που άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά μέσα στην κοιλιά της κοπέλας, η φυγή ήταν μονόδρομος. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, ξέκοψαν και από τους συγγενείς. Όταν το κυνηγημένο ζευγάρι ήρθε στην Αθήνα, η μάνα της έπιασε δουλειά στο ατελιέ μιας μεγαλομοδίστρας και κοντά της έμαθε την τέχνη να κόβει πατρόν και να ράβει. Τον πατέρα της τον προσέλαβαν οδηγό στα λεωφορεία. Η Σοφία δεν είχε παράπονο από το μεγάλωμά της. Οι γονείς της έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να μην της λείψει ποτέ τίποτα. Τη σπούδασαν και φρόντισαν με τις οικονομίες τους ν’ αποκτήσουν ένα σπίτι, που μετά το θάνατό τους θα της ανήκε. Όχι, δεν είχε παράπονο. Ακόμα και όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία να πάει να δουλέψει εκείνη δασκάλα στη Γερμανία και θα έμεναν μαγκούφηδες, δεν έφεραν αντίρρηση.
Και τώρα θα κερνούσε τη μάνα της πίκρα, όχι πως ένα μωρό είναι πίκρα, αλλά, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της κυρα-Ρίτας και της κοινωνίας, έπρεπε να έχουν προηγηθεί κάποια άλλα πράγματα: αρραβώνας, γάμος στην εκκλησία για να ευλογηθεί ο καρπός της κοιλίας και ύστερα... μετά χαράς να έρθει και το παιδί. Αυτή ήταν η σωστή σειρά. Η απαράβατη. Ευτυχώς, λόγο στον πατέρα της δε χρωστούσε, αφού ήταν πεθαμένος, μα από τη μάνα της για πόσο ακόμα θα μπορούσε να το κρύβει; Ίσως για λίγο, για πολύ λίγο. Από την άλλη, την κατέκλυζε και ένα αίσθημα ευφορίας. Για πρώτη φορά ίσως, ύστερα από πολύ καιρό, η Σοφία ένιωθε ευτυχισμένη. Τόσο ευτυχισμένη όσο τα χρόνια που δούλευε στο σπίτι των φον Σίφερ και η καρδιά της έχανε το ρυθμό της σε κάθε φευγαλέο κοίταγμα ή άγγιγμα του Μαξ. Τον είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά. Και όταν αντιλήφθηκε το χάος στο γάμο του, ακόμα πιο πολύ. Ήταν ένας έρωτας πλατωνικός, χωρίς ανταπόκριση, και μόνο στα όνειρά της επέτρεπε στη φαντασία της να οργιάζει. Στα όνειρά της, τα χέρια και το στόμα του διέτρεχαν με αργό, βασανιστικό ρυθμό απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί της. Στα όνειρά της, της ψιθύριζε λόγια που έσταζαν μέλι, καθώς τη διαβεβαίωνε πως ήταν η μία και μοναδική στο μυαλό και στην καρδιά του, πως χωρίς εκείνη η ζωή του έμοιαζε με άγραφο γράμμα. Η Σοφία ονειρευόταν πως τα ζούσε, καθώς τα όνειρα είναι απατηλά, είναι η ουτοπία της πραγματικότητας. Όμως, παράλληλα, είναι μια αναγκαία καταφυγή ηρεμίας για την τρικυμισμένη ψυχή. Τη μέρα που της πρότεινε να δειπνήσουν οι δυο τους, σταμάτησε το ρολόι της ζωής της, σημαδεύοντας ανεξίτηλα στο χρόνο τις επόμενες μέρες, ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα, στη διάρκεια των οποίων έζησε συμπυκνωμένα αυτά που άλλοι δεν τα ζουν ούτε σε ολόκληρη τη ζωή τους. Οπωσδήποτε δε μετάνιωνε για εκείνες τις μοναδικές στιγμές στην αγκαλιά του Μαξ και σίγουρα δε μετάνιωνε για τον εύφορο σπόρο που γραπώθηκε στα σπλάχνα της. Είχε προσπεράσει από καιρό την αποδεκτή ηλικία γάμου, και ας μικρόδειχνε, καθώς ήταν αδύνατη, λεπτοκαμωμένη, μ’ ένα οβάλ καθαρό πρόσωπο, επιδερμίδα πιο λευκή και από περιστέρας, μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του μελιού, μαλλί κορακίσιο, κουρεμένο καρέ, όπως πρόσταζε η εκ Παρισίων τελευταία λέξη της μόδας. Όμως στον τόπο της, για μια γυναίκα ανύπαντρη, μετά τα τριάντα πέντε, μία λέξη υπήρχε που απέδιδε επακριβώς την κατάστασή της: «γεροντοκόρη». Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα όταν η Σοφία βρήκε το θάρρος να ξεφουρνίσει την αλήθεια για την κατάστασή της στη μάνα της. Για να την καλοπιάσει, είχε στρώσει το τραπέζι του κήπου και είχε ετοιμάσει για τις δυο τους καφέδες καϊμακλίδικους, με γλυκό περγαμόντο από τα χεράκια της και μια πιατέλα φρέσκα φρούτα, που έπρεπε να καταναλώνει καθημερινά μαζί μ’ ένα ποτήρι φρέσκο γάλα, κατά παραγγελία της μαίας, αν ήθελε ένα γερό και δυνατό μωρό. - Τι είπες, μωρή; Που να μην έσωνες... Άλλη συμφορά με βρήκε. Και πάρ’ την κάτω από συμφόρηση. Η συνέχεια, εφιαλτική. Το περγαμόντο και τα φρούτα έμειναν απείραχτα. Το ασθενοφόρο που παρέλαβε τις δύο γυναίκες τις πήγε για άλλη μία φορά στον «Ευαγγελισμό». Ύστερα από δύο ολόκληρα μερόνυχτα στην εντατική μονάδα, οι θεράποντες γιατροί είπαν πως κι αυτή τη φορά η μάνα της την είχε γλιτώσει με μια ελαφριά ημιπληγία, μα σ’ ένα επόμενο επεισόδιο δεν ήταν σίγουροι πως θα την έβγαζε καθαρή, λόγω της καρδιάς της που ήταν πολύ αδύναμη.
Όταν συνήλθε η κυρα-Ρίτα, της είπε τσάτρα πάτρα, γιατί στην ομιλία το επεισόδιο τής είχε αφήσει ένα κουσούρι, πως το μωρό δεν έπρεπε να το εμφανίσουν πουθενά και σε κανέναν. Στη συνέχεια απαίτησε να πάνε μακριά, στη Θεσσαλονίκη, για να γεννήσει η Σοφία το μπάσταρδο, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Μετά, εκείνη είχε τον τρόπο της να το ξεφορτωθούν. Για καλή τους τύχη, γνώριζε προσωπικά τη διευθύντρια ενός ορφανοτροφείου. Με διακριτικότητα, θα αναλάμβανε τα δέοντα, δηλαδή να το δώσει για υιοθεσία. Όμως το μωρό της Σοφίας είχε τη συγκατάθεση και την ευλογία του Θεού, γιατί πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός πως, μέχρι να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τα «τι» και τα «πώς» της αναγκαστικής μετοίκησης, Εκείνος πήρε τη μάνα της με συνοπτικές διαδικασίες στην αυλή του Παραδείσου. Η κυρα-Ρίτα έφυγε αθόρυβα και ειρηνικά στον ύπνο της. Μία εβδομάδα μετά την κηδεία, η Σοφία ξύπνησε ένα πρωί ανάλαφρη και αποφασισμένη να αναλάβει την ευθύνη της ζωής της και της ζωής του παιδιού της. Στάθηκε ευλαβικά μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας, σταυροκοπήθηκε και την παρακάλεσε, σαν μάνα που ήταν κι εκείνη και γνώριζε τον καημό του παιδιού, να φωτίσει το δρόμο της. Καιρός για χάσιμο δεν υπήρχε. Η εγκυμοσύνη της έβγαζε πια μάτι, γι’ αυτό και πούλησε στο άψε σβήσε το πατρικό σπίτι σ’ ένα μεγαλοδικηγόρο. Με τα χρήματα από την πώληση και δυο βαλίτσες με τα προσωπικά της είδη, μετοίκησε στη Θεσσαλονίκη, όπως επιθυμούσε η μάνα της, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Μα όχι για τους ίδιους λόγους. Γύρισε σελίδα στη ζωή της τραβώντας μια διαχωριστική γραμμή από το παρελθόν όχι από τύψεις ή ντροπή, αλλά για να εξασφαλίσει ένα φωτεινό και ανέφελο ορίζοντα στο αγέννητο παιδί της. Όπως ακριβώς είχαν κάνει και οι γονείς της. Στην πόλη του Θερμαϊκού, δεν έκλεισε ούτε εβδομάδα στο ξενοδοχείο. Πολύ πιο σύντομα απ’ όσο είχε υπολογίσει, βρήκε μια καλοδιατηρημένη προσφυγική κατοικία στην Καλαμαριά, την οποία αγόρασε και επίπλωσε λιτά, με εξαιρετικό γούστο. Δύο χρόνια αργότερα, η Πρωτοχρονιά του 1934 έφερε σ’ εκείνη και την κόρη της ένα δώρο διαφορετικό. Για εκείνη ένα σύζυγο και για τη μικρή Δωροθέα έναν πατέρα. Για πρώτη φορά στο γιορτινό τραπέζι δεν κάθισαν μόνες οι δυο τους, αλλά μαζί τους κάθισαν ο Θωμάς, ο άντρας της, ο Σπύρος, ο αδερφός του, και η Φανή, η γυναίκα του, που ήταν και νονά της Δωροθέας. Ο Θωμάς ήταν φαρμακοποιός, με δικό του φαρμακείο δυο τετράγωνα πιο κάτω από τη γειτονιά της. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, εκείνος, όπως της εξομολογήθηκε αργότερα, την ερωτεύτηκε· η Σοφία, πάλι, τον εκτίμησε. Ήταν ένας έντιμος και τρυφερός άντρας παλιάς κοπής, από αυτούς που έχουν τη γυναίκα κορόνα στο κεφάλι τους και το εννοούν όχι με παχιά ή ψεύτικα λόγια, αλλά με πράξεις. Επιπλέον, ο Θωμάς λάτρεψε την κόρη της, την οποία αμέσως μετά το γάμο την υιοθέτησε με συμβολαιογραφική πράξη, δίνοντάς της το επώνυμό του. Χήρος και άκληρος από χρόνια, αντικρίζοντας τη Σοφία και τη Δωροθέα, είδε στο πρόσωπό τους την οικογένεια που δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει. Πες πες, με υπομονή και επιμονή, την έπεισε για τις καλές του προθέσεις. Η Σοφία ενέδωσε όχι τόσο για τις δικές της ανάγκες, αλλά γιατί η μικρή της, κάθε που τον έβλεπε, άστραφτε από τη χαρά της σαν υπέρλαμπρος ήλιος. Η πριγκιπέσα της είχε ανάγκη την πατρική φιγούρα, και δεν αυτή ήταν που θα της τη στερούσε. Και δεν το μετάνιωσε, οι τρεις τους αποτελούσαν μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Μετά το γάμο της με τον Θωμά, η Σοφία ένιωσε έτοιμη να ξαναγράψει στο ημερολόγιό της. Το ημερολόγιο όπου κρατούσε φυλαγμένες τις σκέψεις της απ’ όταν πήγαινε στο γυμνάσιο. Εκεί αποφάσισε να καταγράψει και όλη την αλήθεια για τη Δωροθέα. Ήθελε, όταν μεγάλωνε η κόρη της, να έχει την ευκαιρία να ψάξει και για την άλλη της οικογένεια, στη Γερμανία. Είχε αδέρφια, και η Σοφία σκεφτόταν πως ίσως δεν είχε δικαίωμα να της το κρύψει. -Πού είναι τα κορίτσια μου; Τι έφερε ο μπαμπάς; ακούστηκε χαρούμενη η φωνή του Θωμά, διακόπτοντας απότομα τις ανάδρομες σκέψεις της Σοφίας. -Καλώς τον, δε σε περιμέναμε τόσο νωρίς. Έγινε κάτι; τον ρώτησε εκείνη με ύφος ανήσυχο. -Υπάρχουν πληροφορίες για επεισόδια και φασαρίες. Ο σύλλογος μας υπέδειξε να κλείσουμε για ασφάλεια τα μαγαζιά. -Εξαιτίας της απεργίας των καπνεργατών; -Και όχι μόνο. Έχουν ξεσηκωθεί όλα τα εργατικά συνδικάτα, και ο Μεταξάς, αντί να κάνει τα πικρά γλυκά, ρίχνει λάδι στη φωτιά κουβαλώντας στρατό και γεμίζοντας τον τόπο χωροφύλακες. Δεν τους άρεσε ο Βενιζέλος... Τώρα, τι; -Ποιος αγαπάει αυτό τον τόπο; αναρωτήθηκε φωναχτά η Σοφία και συνέχισε: Εδώ και κάμποσους μήνες τρώγονται σαν τα σκυλιά, μια με τον Πλαστήρα, μια με τον Βενιζέλο, μια με τα παλλαϊκά συλλαλητήρια, και δε δίνουν τη δέουσα σημασία στα πάρε δώσε του Μεταξά με το παλάτι και τους φασίστες. Από την άλλη, και ο εργάτης να μη διεκδικήσει το δίκιο του; Υπάρχει άλλος νόμιμος τρόπος από την απεργία; -Νόμιμος; Μα ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι και αρεστό, γιατί κάποιοι χάνουν τη βολή τους. Είναι τυχαίο που όλες οι κυβερνήσεις, όταν έρχονται αντιμέτωπες με τις εργατικές απεργίες, φορτώνουν την αναταραχή και την αστάθεια στους κομουνιστές; -Πάλι ο φτωχός κοσμάκης θα πληρώσει το μάρμαρο. Το τηλέφωνο που άρχισε να κουδουνίζει επίμονα διέκοψε τη συζήτηση του ζευγαριού. Ο αδερφός του Θωμά ειδοποιούσε να μη βγουν από το σπίτι, γιατί στην Εγνατία είχαν ξεσπάσει ταραχές. Οι απεργοί καπνεργάτες, υποστηριζόμενοι και από άλλα σωματεία, όπως των τσαγκαράδων, των κλωστοϋφαντουργών και λοιπά, είχαν στήσει οδοφράγματα, και οι χωροφύλακες είχαν πάρει εντολή να πυροβολούν στο ψαχνό. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. - Ορίστε, τι λέγαμε μόλις τώρα; Άρχισαν τα όργανα, απάντησε ο Θωμάς στο ερωτηματικό βλέμμα της Σοφίας, κλείνοντας το τηλέφωνο. Ο Θεός να μας φυλάει από τα χειρότερα, γιατί οργή λαού... Ο οικογενειακός μικρόκοσμος του Θωμά, της Σοφίας και της μικρής Δωροθέας θα συνέχιζε τα επόμενα χρόνια να είναι ήρεμος, ασχέτως των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση και η άνοδος του φασισμού θα συνέβαλλαν στη χρεοκοπία της αστικής τάξης και την καταστολή του ανερχόμενου εργατικού κινήματος.
Καλλιθέα Ηρακλείου Κρήτης, 1936 Ο ΓΙΟΧΑΝ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΣΕ προσηλωμένος τη Λένα με πόση επιδεξιότητα χειριζόταν τον αργαλειό. Τον τελευταίο χρόνο, δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, αμέσως μετά τα διαβάσματα, εκείνη εξαφανιζόταν στο πίσω μέρος της αυλής του σπιτιού, σ’ ένα δωμάτιο που ήταν μεσοτοιχία με το πλυσταριό. Εκεί ήταν εγκαταστημένος ο αργαλειός. Ένα θεόρατο ξύλινο κατασκεύασμα. Η μικροκαμωμένη Λένα καθόταν στο άβολο κωλοσάνιδο, πατούσε τις πατήθρες για να αλλάζουν θέση τα νήματα και να δουλεύουν τα μιτάρια και οι καβαλάρηδες, ενώ με τα χέρια κινούσε το πέταλο που κρατούσε το χτένι και χτυπούσε το πανί. Με νήματα σε μια έντονη χρωματική ποικιλία έφτιαχνε κουρελούδες και μπατανίες (καλύμματα σοφράδων). Όχι, βέβαια, για να περνάει την ώρα της. Ο πατέρας της πουλούσε τα έργα της σε εμπορικά μαγαζιά του Ηρακλείου και με τα χρήματα που εισέπραττε κάλυπτε ανάγκες του σπιτιού. Τα παιδιά του, εκτός από το σχολείο, έκαναν και ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών και γερμανικών. Ο Νικολός, που είχε συγχρωτιστεί από νωρίς με τους ξένους στις ανασκαφές και μιλούσε κάτι λίγα και από τις δύο γλώσσες, όσο να συνεννοείται, ήθελε η Λένα και ο Μανολιός να τις μάθουν καλά, για να έχουν εφόδια στη ζωή τους, γι’ αυτό και πλήρωνε αγόγγυστα. Χρέη δασκάλων έκαναν οι ξένοι νεαροί βοηθοί των αρχαιολόγων, που με αυτό τον τρόπο συμπλήρωναν το πενιχρό εισόδημά τους. Η άφιξη της γερμανόφωνης οικογένειας στο διπλανό σπίτι ήταν θεόσταλτο δώρο για την επιμόρφωση και την πρακτική εξάσκηση των παιδιών του, που, όπως πολύ συχνά έλεγε ο Νικολός, δε συγκρινόταν ούτε με χρόνια διδασκαλίας. Ο Γιόχαν θαύμαζε τη Λένα για τόσα πολλά πράγματα... Πράγματα που ήταν ασυμβίβαστα και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Η κοπελίτσα, εκτός από όμορφη, ήταν και ιδιαίτερα έξυπνη, με ιδέες μπροστά από την εποχή της και ένα χαρακτήρα τολμηρό και θαρραλέο, κόντρα στις δυνατότητες που της επέτρεπε ο τόπος όπου μεγάλωνε. Εργατική και δυναμική, είχε αναλάβει χωρίς βαρυγκώμια στους εύθραυστους ώμους της όλη την ευθύνη και τη φροντίδα των δύο αρσενικών της οικογένειας, του πατέρα και του αδερφού της. Και είχε επωμιστεί αυτό το ρόλο από πολύ μικρή ηλικία. Τελικά, ίσως αυτή να ήταν η αιτία που είχε ωριμάσει τόσο πρόωρα. Επιπλέον, ήταν δοτική και τρυφερή σε υπερθετικό βαθμό, τόσο που να προκαλεί αμηχανία. Και αυτό το υπέροχο πλάσμα είχε κολλήσει με ελόγου του από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Τότε, ούτε που της έδωσε σημασία. Αντίθετα, για να την ξεφορτώνεται, προσποιούνταν πάντα πως σε ό,τι έλεγε εκείνη, συμφωνούσε μαζί της. Και δεν έλεγε πολλά, μα κυρίως μία φράση: «Όταν μεγαλώσω, θα με παντρευτείς;» Τώρα, όμως, δεν ήταν παιδί, ήταν ένας ζωηρός έφηβος που, καθώς την παρατηρούσε, έκανε σκέψεις τολμηρές, σκέψεις στις οποίες το σώμα του δεν έμενε αμέτοχο, αλλά αντιδρούσε περίεργα. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε το στήθος του βαρύ και την αναπνοή του να φράζει από πόθο και πεθυμιά. Μέσα του σιγόκαιγε ένα φιτίλι που κανείς δε γνώριζε πού ή πότε θα τίναζε στον αέρα την μπαρουταποθήκη τόσων πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Αυτά που είχε αρχίσει να αισθάνεται για τη μικρή Λένα τον τρόμαζαν. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμος να μπει στον κόσμο των μεγάλων. Παρ’ όλα αυτά, για πρώτη φορά παραδεχόταν πως το ενδιαφέρον και τα συναισθήματα δεν ήταν μονόπλευρα, αλλά αμοιβαία. Με μια βεβαιότητα που πήγαζε από μέσα του, ήξερε πως, αν ήθελε, θα μπορούσε να την κάνει δική του
εκεί, κατάχαμα, δίπλα στον αργαλειό, και να χορτάσει το σώμα του, χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Όμως, αν είχε ελαττώματα, που σίγουρα είχε, αντίστοιχα είχε και προτερήματα. Δεν ήταν επιπόλαιος ή άτιμος. Όλα αυτά τα χρόνια μεγάλωνε σ’ έναν τόπο με αυστηρά ήθη και αξίες που είχε ενστερνιστεί και σεβόταν. Σ’ έναν τόπο όπου τα όπλα εκπυρσοκροτούσαν για χαρά και για θάνατο με την ίδια άνεση και ευκολία. Επιπλέον, στο πρόγραμμα της δικής του οικογένειας είχε ήδη αναρτηθεί η ημερομηνία του επαναπατρισμού τους και στα δωμάτιά τους αερίζονταν οι βαλίτσες της επιστροφής. Αν ήθελε η επάνοδος να μη σημαδευτεί από κάποιο μελόδραμα, έπρεπε να συνεχίσει να σφυρίζει αδιάφορα και να καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει το απροκάλυπτο ερωτικό κάλεσμα της Λένας, τηρώντας αποστάσεις ασφαλείας. Ο Γιόχαν σκεφτόταν πως, αν περνούσε από το χέρι του, δε θα έφευγε ποτέ από αυτό τον ευλογημένο τόπο. Αλλά δεν περνούσε. Εκείνος που δεν κρατιόταν για την επιστροφή τους, πλέοντας από τώρα σε πελάγη ευτυχίας, ήταν ο Μάρκους. Κάθε μέρα ζάλιζε τον πατέρα τους με αφορμή το κάλεσμα του νονού τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες. -Πατέρα, συμβαίνει στη χώρα μας ένα τέτοιο σπουδαίο γεγονός κι εμείς δε θα είμαστε εκεί; Σκέψου μόνο ότι στο στάδιο θα καθόμασταν στους επίσημους. -Πράγματι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι σπουδαίο γεγονός και είναι κρίμα που δεν μπορούμε να είμαστε εκεί, όμως σας έχω μια έκπληξη. -Έκπληξη; Τι είναι αυτό που μπορεί να συγκριθεί μαζί τους; ρώτησε ο Μάρκους δύσθυμα. -Εντάξει, δεν ξέρω αν συγκρίνεται, αλλά έχω κανονίσει να πάμε στην Αθήνα και από εκεί στην Ολυμπία, για να παρακολουθήσουμε την αφή της Ολυμπιακής Φλόγας και την έναρξη της λαμπαδηδρομίας. -Υπέροχα! αναφώνησε ο Γιόχαν στην προοπτική ενός ταξιδιού στην Αθήνα, μια πόλη για την οποία είχε ακούσει τόσα πολλά. Στο μυαλό του, ήταν μια πόλη μύθος. Μπορούν να έρθουν και τα παιδιά μαζί μας; συνέχισε, εννοώντας, φυσικά, την παρέα τους - τη Λένα, τον Μανολιό και τον Σήφη. -Το πρότεινα στους γονείς τους και είπαν πως δε γίνεται. Τα αγόρια είναι μεγάλη βοήθεια στα χωράφια και η Λένα απαραίτητη στο σπίτι. -Σιγά μην τους αφήνανε, μουρμούρισε ο Γιόχαν, που είδε να χάνεται η ευκαιρία να βρεθεί με τη Λένα μακριά από το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα της. Ο νεαρός αναστέναξε σιγανά. Σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο, η αλήθεια ήταν πως η ζωή τους θα έμπαινε σε νέα τροχιά. Τέλος η ξεγνοιασιά. Στη Γερμανία τούς περίμεναν συγκεκριμένες υποχρεώσεις, πανεπιστήμιο και στρατιωτικό. Από την άλλη, ήταν αρκετά μεγάλος για ν’ αντιλαμβάνεται πως υπήρχε μια πολιτική όξυνση μέσα κι έξω από τη χώρα του, την οποία προκαλούσε η διακυβέρνηση του νονού του. Όσα λέγονταν γι’ αυτόν δεν τον κολάκευαν καθόλου, αλλά ο Γιόχαν κρατούσε τη γνώμη του για τον εαυτό του, καθώς ο αδερφός του ήταν παθιασμένος με το ναζιστικό ιδεώδες και ο πατέρας του προκατειλημμένος λόγω της μακράς φιλίας και της κουμπαριάς.
Οπωσδήποτε δεν είχε την πολυτέλεια να αφήσει στην Κρήτη ανοιχτούς λογαριασμούς. Αν η μοίρα τούς ήθελε μαζί, αυτό θα γινόταν κάποια στιγμή στο μέλλον. «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο» δε λένε; - Τι κοιτάζεις; τον ρώτησε η Λένα. - Δεν κοιτάζω. - Ε, πώς...; Δε σε βλέπω εγώ; Με κοιτάζεις τόση ώρα λες και με αντικρίζεις πρώτη φορά. - Δε σε κοιτάζω, επέμεινε εκείνος αμήχανος που τον έπιασε στα πράσα. Δε θα του έκανε καθόλου εντύπωση αν είχε διαβάσει και τις σκέψεις του. Ήμουν αφηρημένος, εντάξει; - Εντάξει, δε με κοιτάζεις, τότε πες μου τι σκέφτεσαι, αφηρημένε. - Τίποτα. - Θέλεις να μαλώσουμε; Μίλα. - Τίποτα, σου λέω... - Ξέρω, σκέφτεσαι ό,τι κι εγώ: το γάμο μας. - Όρεξη που την έχεις... Το αστείο πάλιωσε. - Ποιο αστείο, δειλέ; Μου το έχεις υποσχεθεί. - Αν θες να ξέρεις, το έκανα για να σε ξεφορτωθώ. Την πρώτη φορά που το είπες ήσουν έξι και ήμουν δέκα. Ύστερα από τόσα χρόνια, δεν έχει γούστο πια. - Είσαι χαζός και δειλός και έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, του αντιγύρισε μέσ’ από τα δόντια της όλο φούρκα. Πολλή σημασία σου ’δωσα. Από τα νεύρα της, δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα ροδαλά μάγουλά της. Δάκρυα που δεν μπορούσε να συγκρατήσει, και αυτό της προκαλούσε ακόμα περισσότερα νεύρα. - Ίντα έκανα, κουζουλή, και κλαις; - Μη λες «ίντα», με νευριάζεις περισσότερο. «Τι» να λες. Ο Γιόχαν σηκώθηκε από την καρέκλα όπου καθόταν και τηνπλησίασε. - Έλα, μην κλαις, σταμάτα να κλαις, δεν το αντέχω. Έλα, λες και δεν ξέρεις πόσο μ’ αρέσει να σε πειράζω. Εσύ είσαι η καλύτερή μου φίλη. - Εγώ θέλω να είμαι το κορίτσι σου, μουρμούρισε εκείνη με πείσμα. - Αχ, κορίτσι μου, θέλεις να με τρελάνεις; Πώς είναι δυνατόν αυτό; Χτες βράδυ ήσουν μπροστά όταν είπε ο πατέρας μου πως πρέπει να επιστρέψουμε στη Γερμανία. Το άκουσες, δεν το άκουσες; - Και τι σχέση έχει αυτό με το να παραδεχτείς πως ήμουν, είμαι και θα είμαι το κορίτσι σου.
- Αν αυτό σε ικανοποιεί... - Με ικανοποιεί. - Ίσως περάσουν χρόνια μέχρι να ξανασυναντηθούμε. - Θα σε περιμένω. Τα χέρια της Λένας έπιασαν να δουλεύουν με δύναμη το ξύλινο χτένι στον αργαλειό. Είχε μια παραγγελία για δύο κουρελούδες και έπρεπε να την τελειώσει. Ο Γιόχαν απομακρύνθηκε από κοντά της με το κεφάλι σκυφτό. Τα αισθήματά τους δεν ήταν ψεύτικα, ούτε αστεία, και παρόλο που εκείνος αστειευόταν και το έπαιζε ψύχραιμος, καταλάβαινε πως ο επικείμενος χωρισμός θα τους λάβωνε την καρδιά. Η καρδιά του είχε ήδη ματώσει μία φορά όταν έχασε ξαφνικά τη μάνα του. Για μερόνυχτα, εβδομάδες, ο οξύς πόνος στο στήθος δεν έλεγε να κοπάσει. Έμοιαζε λες κι ένα αόρατο χέρι είχε εισχωρήσει στα σωθικά του προσπαθώντας να τα συνθλίψει. Πέρασε καιρός μέχρις ότου το σφίξιμο χαλαρώσει και ο πόνος μαλακώσει αισθητά. Κάποιες ώρες ιδιαίτερα στη διάρκεια της νύχτας, ο πόνος επέστρεφε δριμύς, σχεδόν ανυπόφορος, και τότε ξυπνούσε λουσμένος στον ιδρώτα, με κομμένη την ανάσα και τους χτύπους της καρδιάς του σε ρυθμό ινδιάνικου τύμπανου. Ο Γιόχαν δε γνώριζε τίποτα για τον πόνο του έρωτα. Και ούτε που υποψιαζόταν πως στη διάρκεια της ζωής του, αρχής γενομένης από τον πρόωρο χαμό της μητέρας του, οι πόνοι θα συναθροίζονταν, χτίζοντας το δικό του Ιερό Τόπο Ζωής. Τα ανθρώπινα χαρίσματα και τα δαιμονικά, οι αρετές και οι κακίες μαθητεύουν, κυρίως, σε οδύνες και ελάχιστα σε χαρές. Στον Ιερό Τόπο Ζωής κατοικούν εκείνες που αποφοιτούν με άριστα στην αντοχή. Όταν η οικογένεια φον Σίφερ επέστρεψε από τις διακοπές της στην αρχαία Ολυμπία και την Αθήνα, ο Σεπτέμβριος είχε μπει με πρωτοβρόχια. Τον προηγούμενο μήνα, μέρες πριν το αυγουστιάτικο φεγγάρι, το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας είχε καταλυθεί και είχε επιβληθεί δικτατορία. Η δικτατορία του Μεταξά. Η άτυπη αναφορά που έδινε ο Μαξ στον Χίτλερ μέσα από τις επιστολές του, έλεγε χαρακτηριστικά: Εδώ, φίλε μου, τον Μεταξά τον αποκαλούν δολοφόνο, πλουτοκράτη, υπηρέτη του βασιλιά και της φασιστικής στρατοκρατίας. Δεν είναι αγαπητός, αλλά ήταν ο μόνος μετά το θάνατο του μέχρι πρότινος πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Δεμερτζή, που μπορούσε να επαναφέρει την τάξη στο κρατικό χάος που είχε δημιουργηθεί από τις απεργίες και τα συνεχώς αυξανόμενα συλλαλητήρια. Η καταστολή των απεργών διά της βίας γεννούσε βία, κι έτσι αναγκάστηκε να επιβάλει δικτατορία. Η κατάσταση ήταν τόσο έκρυθμη, που τον υποστήριξαν ακόμα και οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου. Οι κομουνιστές πατούν στον ξεσηκωμό του εργατικού κινήματος για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, και αυτό είναι άκρως ανησυχητικό, φαντάζομαι, ιδιαίτερα για το παλάτι. Με δικτατορία ή με δημοκρατικό πολίτευμα, τα νέα που είχαν να μοιραστούν ο Μάρκους και ο Γιόχαν με τους παιδικούς τους φίλους ήταν πολλά. Η επίσκεψη στην Ακρόπολη και η εμπεριστατωμένη ξενάγηση από τον πατέρα τους, υπό τη σκιά της ελληνικής σημαίας που κυμάτιζε μεσίστια, ήταν μια εμπειρία που πολύ λίγοι είχαν το προνόμιο να απολαμβάνουν. Και ήταν κρίμα που η Λένα και τα αγόρια
δεν μπόρεσαν ν’ ακολουθήσουν. Βέβαια, οι φον Σίφερ δεν ψυχανεμίζονταν τις σκέψεις του Νικολού, όταν αρνήθηκε, τάχα προβληματισμένος, την πρόταση του Μαξ. Ο Νικολός δεν ήταν βλάκας. Είχε ερωτευτεί και ήξερε τι έκφραση παίρνει το βλέμμα, πώς αλλάζει η ανάσα, πώς τσιτώνει το σώμα όταν σε διαπερνούν τα εύστοχα βέλη του έρωτα. Εξάλλου, το Λενιώ του δεν είχε κρυφτεί, αντιθέτως ήταν ανοιχτό κι ευκολοδιάβαστο βιβλίο. Γι’ αυτό και ο πατέρας φοβόταν, φοβόταν πολύ μήπως η μικρή, στην απελπισία της, ακολουθούσε τον Γιόχαν ως άλλη Ωραία Ελένη, και τότε ο ίδιος τι θα έπραττε; Δεν είχε ούτε τα μέσα ούτε το σθένος να τη γυρίσει πίσω. Με αυτές τις σκέψεις αρνήθηκε την κατά τα άλλα εκπαιδευτική εκδρομή. Σιγά μην τους έκανε αβάντα να ξεμοναχιαστούν οι δυο τους. Εδώ τους είχε υπό τον έλεγχό του. Όταν η οικογένεια φον Σίφερ αναχωρούσε με το καλό, εκείνος θα στεκόταν δίπλα της βράχος να την παρηγορήσει. Τα νιάτα έχουν αυτή την ευκολία, ξεχνούν γρήγορα, γιατί η ζωή δεν περιμένει και σε καλεί να τη γευτείς με όλες σου τις αισθήσεις. Όταν επέστρεψε ο Μαξ με τους γιους του, βαστούσε για όλους δώρα. Το δώρο του Νικολού ήταν ένα ραδιόφωνο που λειτουργούσε με ρεύμα και μπαταρία. Στον Λάμπρο έδωσε μια φωτογραφική μηχανή, τελευταίο μοντέλο της Kodak. Στα αγόρια ένα τάβλι και στη Λένα δύο δερματόδετα μυθιστορήματα. Τους Άθλιους του Βικτόρ Ουγκό και το Περηφάνια και Προκατάληψη της Τζέιν Όστεν. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Βερολίνο είχαν ξεκινήσει με λαμπρότητα, αλλά έληξαν με παρατράγουδα. Εκατό χιλιάδες περιστέρια ελευθερώθηκαν στον ουρανό και ο νικητής μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης πρόσφερε στον Χίτλερ ένα κλαδί ελιάς. Συμμετείχαν σαράντα εννιά κράτη και τρεις χιλιάδες εννιακόσιοι εξήντα ένας αθλητές. Απούσα από τη διοργάνωση, η Σοβιετική Ένωση. Η κινηματογράφηση των αθλημάτων ανατέθηκε στην προσωπική φίλη του Χίτλερ, Λένι Ρίφενσταλ. Εκείνη είχε επιφορτιστεί να παρουσιάσει μια ωραιοποιημένη εικόνα της Γερμανίας, μια εικόνα προόδου και ευταξίας. Για το λόγο αυτό, οι ναζί, με επιχειρήσεις σκούπα, μάζεψαν όλους τους Ρομά και τους έκλεισαν σε ειδικά στρατόπεδα, ενώ απέκλεισαν και τυχόν συμμετοχή των εβραίων, λέγοντας πως από μέρους τους δεν εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για κάποιο από τα αθλήματα. Άλλο γεγονός που αμαύρωσε τη διοργάνωση ήταν η αποχώρηση του Χίτλερ από τις απονομές των τεσσάρων χρυσών μεταλλίων στο νέγρο Τζέσε Τζόουνς, καθώς ο Γερμανός καγκελάριος, φανατικός με την ιδέα της φυλετικής καθαρότητας και υπεροχής, δε θέλησε να συγχαρεί το σπουδαίο αθλητή. Μια κίνηση που του την ανταπέδωσε η χρυσή αθλήτρια Έλεν Στέφενς, όταν αρνήθηκε να τον χαιρετήσει ναζιστικά. Και ήταν στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων που ο διάδοχος της Ελλάδας, Παύλος, έκανε επίσημα πρόταση γάμου στην πριγκίπισσα Φρειδερίκη του Ανόβερου. Όμως το 1936 ήταν χρεωμένο και με άλλα δύο σημαντικά γεγονότα. Με την παραίτηση του διαδόχου πρίγκιπα Εδουάρδου Γ' από το δικαίωμά του στον αγγλικό θρόνο για τα μάτια της διπλοχωρισμένης Αμερικανίδας Γουόλις Σίμπσον και με το θάνατο του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος πέθανε εξόριστος στο Παρίσι. Η κηδεία του πρώην πρωθυπουργού έγινε στα Χανιά, και ο Μαξ, σ’ ένα γράμμα του προς τον Βολφ, ανέφερε επ’ αυτού: Εδώ, στην Κρήτη, ήταν πολύ αγαπητός, κοσμοπλημμύρα στην κηδεία του. Στην Αθήνα ακούγεται πως οι πολιτικοί του αντίπαλοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, τον αποκαλούν προδότη και απειλούν με ταραχές. Τον φοβούνται και πεθαμένο, αφού ούτε τη σορό του δε δέχτηκαν και το πολεμικό πλοίο που τη
μετέφερε από τη Μασσαλία ήρθε κατευθείαν στα Χανιά. Οι θυμωμένοι άνθρωποι λησμονούν πως ο συγκεκριμένος πολιτικός ήταν μέγας μεταρρυθμιστής, στην εξωτερική πολιτική, την υγεία, τη γεωργία. Οι Κρητικοί πίνουν νερό στ’ όνομά του, γιατί, εκτός των άλλων, πάλεψε για την αυτονομία του νησιού και την ένωσή του με την υπόλοιπη Ελλάδα. Πήγα κι εγώ στην κηδεία με τέσσερις από τους συνεργάτες μου στις ανασκαφές. Ανοίγω μια παρένθεση για να σου πωπως, εδώ στην Ελλάδα, έχουν ένα γνωμικό που λέει «δε γίνεται γάμος χωρίς κλάματα και κηδεία χωρίς γέλιο». Όση ώρα περιμέναμε έξω από την εκκλησία να τελειώσει η εξόδιος ακολουθία, ο οδηγός μου ο Λάμπρος μού διηγήθηκε ένα αστείο περιστατικό που είχε συμβεί στον Βενιζέλο κάποτε που είχε έρθει για ολιγοήμερη επίσκεψη στο πατρικό του στη Χαλέπα. Ένα πρωί αποφάσισε να επισκεφτεί το ψυχιατρείο. Στην είσοδο περίμεναν να τον υποδεχτούν γιατροί, νοσοκόμες, μέλη του προσωπικού, αλλά και κάποιοι από τους ασθενείς. Ο Βενιζέλος, θέλοντας να φανεί ευγενικός, πλησίασε ένα νεαρό ασθενή και, τείνοντάς του το χέρι για χειραψία, του είπε: «Εγώ είμαι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Πώς είσαι, αγαπητέ μου;» Και τότε ο ασθενής τού απάντησε: «Σσσς, μίλα πιο σιγά, γιατί κι εγώ το ίδιο βροντοφώναζα, και μ’ έκλεισαν εδώ μέσα». Φίλε μου, ξέρεις πόσο μου λείπει η πατρίδα, το σπίτι μου, όλοι εσείς οι δικοί μου, μα δε σου κρύβω πως, εδώ, τόπος και άνθρωποι μοιάζουν με ακατέργαστα διαμάντια. Σαν τους γνωρίσεις, σε μαγεύουν για πάντα. Τέλος πάντων, όπως σου προείπα, εδώ οι απλοί άνθρωποι έπιναν νερό στ’ όνομα του Βενιζέλου, γι’ αυτό και στην κηδεία του ήρθε κόσμος απ’ όλα τα μέρη του νησιού. Τον κήδεψαν σ’ ένα ύψωμα που το λένε Ακρωτήρι, και πράγματι ο τάφος μοιάζει με φάρο, κι εκείνος αιώνιος φαροφύλακας του τόπου που αγάπησε και υπηρέτησε. Σε χαιρετώ, ο φίλος και κουμπάρος σου, Μαξ. ΥΓ.: Τα αγόρια, όπως πάντα, σου στέλνουν την αγάπη τους. Ο Μάρκους, ιδιαίτερα, με πιέζει να επιστρέψουμε. Πάντα σου είχε μεγάλη αδυναμία.
Βερολίνο, Οκτώβριος του 1938 ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1938, οι τρεις άντρες της οικογένειας φον Σίφερ, με βαριά καρδιά, αλλά με διαφορετικές σκέψεις και συναισθήματα, ξεκίνησαν το ταξίδι του επαναπατρισμού τους. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, στο νησί, και συγκεκριμένα στα Χανιά, μερικοί τολμηροί και αποφασισμένοι βενιζελικοί και βασιλικοί, με αρχηγό τον Αριστομένη Μητσοτάκη, συμμετείχαν σ ένα κίνημα που σκοπό είχε την ανατροπή της δικτατορίας του Μεταξά και το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας. Οι κινηματίες επιδίωκαν την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού με την αρωγή -τι ειρωνεία;- του βασιλιά Γεώργιου Β', ο οποίος δεν είχε κρύψει ποτέ τη συμπάθεια και την υποστήριξή του στο απολυταρχικό καθεστώς. Το όλο εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς και τον Αύγουστο επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος. Οι πρωτεργάτες του κινήματος διέφυγαν στο εξωτερικό και όσοι συνελήφθησαν δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και πήραν το δρόμο της εξορίας. Αλλά και το πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη μύριζε μπαρούτι. Η ανησυχία για τις πραγματικές προθέσεις του Χίτλερ διακατείχε κάθε σκεπτόμενο και πολιτικοποιημένο άτομο απ’ άκρη σ’ άκρη στη γηραιά ήπειρο, και όχι μόνο. Η Αμερική, η Ιαπωνία και η Σοβιετική Ένωση, οι οποίες σφύριζαν τάχα αδιάφορα, κάτω από το τραπέζι ανακάτευαν με τεχνική επαγγελματία χαρτοπαίχτη τα χαρτιά της τράπουλας που ορίζει τις τύχες του κόσμου. Τα αγόρια είχαν φτάσει σε ηλικία που έπρεπε να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και να γραφτούν στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Το ενδιαφέρον και των δύο στρεφόταν στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών. Ο μεγαλοτραπεζίτης παππούς δεν έβλεπε την ώρα να παραδώσει τα ηνία της τράπεζας στους φυσικούς του κληρονόμους. Ο οικονομικός σεισμός του 1929 στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είχε σκάσει στις ευρωπαϊκές ακτές σαν τσουνάμι που σάρωσε σε βάθος όλη την ενδοχώρα. Τα οικονομικά σκάνδαλα έσκαγαν σαν βόμβες το ένα μετά το άλλο, ανοίγοντας κρατήρες στο έδαφος για να ριζώσουν και να γονιμοποιηθούν ακροδεξιές και ριζοσπαστικές ιδέες. Κάθε ψήγμα σοσιαλιστικής συνείδησης εξοβελίστηκε στο πυρ το εξώτερον. Ακόμα και σε κράτη όπως η Γαλλία, στην οποία είχε αμφισβητηθεί η μοναρχία, άρχισαν να ακούγονται φωνές για επάνοδο της βασιλευομένης δημοκρατίας. Όταν το 1933 ανέλαβε την καγκελαρία της Γερμανίας ο Χίτλερ, το περιβάλλον ήταν ώριμο να αποδεχτεί καθετί ακραίο. Στη διάρκεια της ύφεσης, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο Σουλτς φον Σίφερ, όσο ο γιος του, Μαξ, έσκαβε το έδαφος της Κρήτης για να φέρει στο φως το παρελθόν, πέρασε διά πυρός και σιδήρου προσπαθώντας να κρατήσει την τράπεζά του στον αφρό και να μη χρεοκοπήσει. Δεδομένων των συνθηκών, κατάφερε να τους επισκεφτεί στο νησί όλες κι όλες δύο φορές. Σε κάθε του επίσκεψη ήταν το ίδιο κατηγορηματικός και απαιτητικός όταν τους έθετε τον όρο της έγκαιρης επανόδου. Η τράπεζα, για να σωθεί από το κραχ, είχε αναγκαστεί να ανα-στείλει μέρος των πληρωμών της, ευτυχώς μόνο για λίγους μήνες, καθώς δεν είχε πολλά πάρε δώσε με αμερικανικά συμφέροντα.
Τρία χρόνια αργότερα, όταν ο Χίτλερ προώθησε προγράμματα δημοσίων έργων και επένδυσε σε τεράστιους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, βοήθησε τη φθίνουσα οικονομία της χώρας να κινηθεί σε ανοδικούς ρυθμούς και τις τράπεζες να πάρουν τα πάνω τους. Οι δίδυμοι προορίζονταν να διαδεχτούν τον παππού τους, και ως εκ τούτου έπρεπε να πληρούν όλες τις προϋποθέσεις. Αυτό, με απλά λόγια, σήμαινε εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων και πανεπιστημιακές σπουδές. Τους τρεις παλιννοστούντες άντρες περίμενε να τους παραλάβει στην προβλήτα του Αμβούργου ο Κουρτ, ο οδηγός της οικογένειας τα τελευταία είκοσι χρόνια, με μια κλειστή Mercedes. Χαιρέτησε διά χειραψίας τα αγόρια, εκφράζοντας συγχρόνως τη χαρά του για την επιστροφή τους. - Σας ξεπροβόδισα παιδιά και σας καλωσορίζω ολόκληρους άντρες. Για δες, για δες πώς μεγάλωσαν. Κύριε, σας ξεπέρασαν στο ύψος. Η Μάτε -εννοούσε τη γυναίκα του- ανυπομονεί να σας δει. Από το ξημέρωμα έχει μπει στην κουζίνα και ετοιμάζει τα αγαπημένα σας φαγητά και γλυκό στρούντελ. Σε όλη τη διαδρομή, οι τέσσερις αντάλλαξαν ελάχιστες κουβέντες. Τα αγόρια κοίταζαν από τα παράθυρα του αυτοκινήτου το γερμανικό τοπίο. Προσπαθούσαν να του βρουν αναλογίες με το κρητικό. Όμως, άλλες εικόνες, άλλες μυρωδιές, άλλο φως. Ήταν και το συγκεκριμένο φθινοπωριάτικο πρωινό συννεφιασμένο και μουντό, προμηνύοντας μπόρα. Τίποτα το παράδοξο, καθώς τις περισσότερες μέρες του χρόνου ο καιρός στην πατρίδα τους ήταν άσχημος, σε αντίθεση με την Ελλάδα, που ο ήλιος την είχε επιλέξει για μόνιμη κατοικία του, αδιαφορώντας για τα κακεντρεχή σχόλια πως τάχα μεροληπτούσε. Μιάμιση ώρα αργότερα, η Mercedes έκανε τον κύκλο της Πύλης του Βραδεμβούργου και σε ελάχιστα λεπτά εισήλθε στην κατάφυτη ιδιωτική αλέα η οποία οδηγούσε μπροστά στη μεγαλόπρεπη είσοδο της έπαυλης των φον Σίφερ. Η θέα της έφερε στο μυαλό όλων την όμορφη εικόνα της Έρρικα. Η έπαυλη ήταν ταυτισμένη μ’ εκείνη, αλλά είχαν περάσει χρόνια από το χαμό της και ο πόνος είχε μαλακώσει. Οι αναμνήσεις είχαν εξαγνιστεί στο βωμό του Σύμπαντος και η περιπλανώμενη αύρα της από καιρό προκαλούσε μόνο μια γλυ-κιά νοσταλγία. Η πρόσοψη της εντυπωσιακής κατοικίας θύμιζε πρόσοψη θεάτρου. Αμέσως μετά την περίτεχνα σκαλισμένη δίφυλλη καγκελόπορτα, μαρμάρινες σκάλες δεξιά και αριστερά οδηγούσαν στην κύρια είσοδο, με τους δύο φοίνικες εκατέρωθεν της σκάλας, των οποίων το ύψος έφτανε και ξεπερνούσε το οβάλ μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, εκεί όπου βρίσκονταν οι κρεβατοκάμαρες και το καθημερινό καθιστικό της οικογένειας. Στο ισόγειο υπήρχε το φουαγιέ, στο οποίο ήταν στρωμένο ένα χειροποίητο μεταξωτό περσικό χαλί, που πάνω του πατούσε μια ροτόντα μαρκετερί, με μοναδικό στολίδι στο κέντρο της ένα τεράστιο κρυστάλλινο βάζο Βοημίας γεμάτο φρέσκα λουλούδια. Αριστερά του φουαγιέ ήταν δύο ανοιχτά σαλόνια και μια τραπεζαρία, η οποία μπορούσε να δεξιωθεί είκοσι τέσσερις καλεσμένους. Δεξιά, ένας διάδρομος οδηγούσε στην κουζίνα με την πρόχειρη τραπεζαρία και ένα μικρό καθιστικό, στη βιβλιοθήκη και στο γραφείο του Μαξ. Η ζωή του σπιτιού εξελισσόταν στην πίσω μεριά, προστατευμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα. Στον
τεράστιο κήπο με το κυνηγετικό περίπτερο, στην εντυπωσιακών διαστάσεων πισίνα και στην αχανή δασώδη έκταση που τα περιέβαλλε. Ένας φυσικός φράχτης από αναρριχητικά φυτά έκρυβε ένα ημικυκλικό κτίσμα που στέγαζε το υπηρετικό προσωπικό, τα κελάρια και το πλυσταριό. Στην αριστερή πλευρά της έπαυλης, μια δεντροφυτεμένη αλέα που ξεκινούσε από τα όρια του δρόμου και έφτανε μέχρι το ημικυκλικό κτίσμα χρησίμευε για γκαράζ των τριών αυτοκινήτων της οικογένειας. Δύο κλειστές Mercedes και μία καμπριολέ. Στα δεξιά και στο τέλος του δρόμου, δηλαδή τέσσερα μέγαρα πιο κάτω, υπήρχε το στολίδι της πόλης, το περίφημο πάρκο Τίεργκαρτεν. Ένας πνεύμονας ζωής στην καρδιά του Βερολίνου, δυόμισι χιλιάδες στρέμματα συνολικά. Εκτεινόταν δυτικά από την Πύλη του Βραδεμβούργου μέχρι την ελίτ περιοχή του Σαρλότενμπουργκ, από Βορρά το διέτρεχε ο ποταμός Σπρέε και στα νοτιοδυτικά του βρισκόταν ο ζωολογικός κήπος. Το πάρκο ήταν γεμάτο ψηλόκορμα δέντρα, παγκάκια για τους περιπατητές, πλακόστρωτα για τους λάτρεις της ιππασίας. Οι φον Σίφερ, εκτός από αυτή την έπαυλη, στην οποία έμεναν μόνο ο Μαξ και τα αγόρια πλέον, είχαν ένα σαλέ στις Βαυαρικές Άλπεις και ένα στην Ελβετία. Ο παππούς Σουλτς ζούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σ’ ένα μέγαρο στην περιοχή Σπαντάου, που τη διέρρεαν οι ποταμοί Σπρέε και Χάβελ. Ο Μαξ και οι δίδυμοι δρασκέλισαν το κατώφλι της έπαυλης βιαστικά, σαν να τους κυνηγούσαν. Την υπέροχη εικόνα του πάρκου την προσπέρασαν, ρίχνοντας απλώς μια λοξή ματιά. Ο Μαξ ήταν ενοχλημένος που εξωγενείς αιτίες, όπως η στράτευση και οι σπουδές των αγοριών, τον είχαν αναγκάσει να διακόψει τις μελέτες και την εργασία του στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού και της Αμνισού, οι οποίες έδιναν νόημα και διέξοδο στη ζωή του. Η απουσία της Έρρικα τον είχε φορτώσει με επιπλέον ευθύνες. Τους γιους του τους λάτρευε, αλλά τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει για τις έγνοιες που συνεπαγόταν το μεγάλωμά τους. Επιπλέον, η χώρα του παιάνιζε εμβατήρια πολέμου. Ο Βολφ, σαν μαέστρος της μπάντας, κρατούσε την μπαγκέτα και εκβίαζε την Τσεχοσλοβακία για εδαφικές παραχωρήσεις, εκμεταλλευόμενος το αίτημα αυτοδιάθεσης της μειονότητας των Σουδητών. Αν η Τσεχοσλοβακία υποχωρούσε, ίσως και να του άνοιγε η όρεξη και για παράπλευρα εδάφη. Για πρώτη φορά, το ενδεχόμενο ενός πολέμου ή μιας ευρύτερης σύρραξης τρόμαξε τον Μαξ. Μια έντονη ρυτίδα χάραξε το μεσόφρυδό του και η καρδιά του σφίχτηκε καθώς σκεφτόταν πως, σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι γιοι του θα ήταν στην πρώτη γραμμή του πυρός, ή μήπως όχι; Αναρωτήθηκε αν η φιλία του με τον καγκελάριο ήταν αρκετή για να τους προστατέψει, ή θα γίνονταν τροφή για τα κοράκια, άραγε; Από την άλλη, ένας πόλεμος πάντα προμήνυε δεινά και έθετε σε κίνδυνο τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο Μαξ ένιωθε πως κατά την απουσία του είχαν συμβεί γεγονότα τα οποία είχαν αλλάξει το πολιτικό προφίλ της χώρας του. Στην πραγματικότητα, αγνοούσε τα όρια εξουσίας, αλλά και το ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις του φίλου του. Μπαίνοντας στην έπαυλη των φον Σίφερ, ύστερα από τόσα χρόνια, έριξε μια φευγαλέα και μάλλον αμήχανη ματιά τριγύρω, με τα χείλη του να σχηματίζουν ένα στραβό χαμόγελο προς τη μεριά του προσωπικού. Δύο καμαριέρες, η Μάτε και ο μπάτλερ, εκτός από τον Κουρτ, ο οποίος μπαινόβγαινε κουβαλώντας τις αποσκευές τους, ήταν παραταγμένοι σε στάση προσοχής για να τους υποδεχτούν. Το
σπίτι, και χωρίς την παρουσία της οικοδέσποινας, έδειχνε να λειτουργεί στην εντέλεια. Τους χαιρέτησε όλους ευγενικά και μάλλον βιαστικά και, χωρίς ν’ αλλάξει έκφραση, έστριψε δεξιά στο διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του. Η επιστροφή του στο Βερολίνο σήμαινε για εκείνον ατέλειωτες ώρες απραγίας και ανίας. Μέχρι τώρα, το πηγαινέλα στις ανασκαφές ήταν για τον Μαξ μια καθημερινότητα που απορροφούσε σχεδόν όλη του την ενεργητικότητα. Την περισσευούμενη την αφιέρωνε στους γιους του. Με την Έρρικα, όσο ζούσε, διατηρούσαν στη σχέση τους μια απόσταση αβρότητας και ηρεμίας, που στο περιβάλλον τους φάνταζε σαν το απόλυτο ταίριασμα. Στην πραγματικότητα, το χάος ανάμεσά τους ήταν τόσο όσο και το ερεβώδες σε διαστάσεις Σύμπαν. Τα αγόρια, πού και πού, συντονίζονταν σε κάποιες συχνότητες που εξέπεμπε το ζευγάρι με υπόγειες κόντρες και ασυμφωνίες, μα έως εκεί, καθώς ήταν σε μια ηλικία που όλο τους το ενδιαφέρον εξαντλούνταν στη μάθηση και στο παιχνίδι. Ο Μαξ άφησε το σώμα του να πέσει βαρύ στην αναπαυτική πολυθρόνα του γραφείου του. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, αυτή ήταν μια αδιαπραγμάτευτη αλήθεια, σιγοψιθύρισε το μέσα του και νοσταλγικά έστειλε τη σκέψη του να ταξιδέψει στη βόρεια πλευρά του ανακτόρου της Κνωσού, εκεί όπου η τελευταία τους ανακάλυψη έδειχνε πως ήταν μάλλον το τελωνείο του δαιδαλώδους συμπλέγματος κτιρίων. Ο Μάρκους και ο Γιόχαν, που είχαν πάρει στο κατόπι τον πατέρα τους, κοντοστάθηκαν, μην μπορώντας να αντισταθούν στην ανοιχτή αγκαλιά της Μάτε. Η Μάτε, γι’ αυτούς, δεν ήταν μια απλή μαγείρισσα και οικονόμος, ήταν το τρυφερό καταφύγιο, το χάδι και η γλύκα της παιδικής τους ηλικίας. Έτσι, την αγκάλιασαν κι εκείνοι σφιχτά και της έδωσαν δυο φιλιά στα αφράτα μάγουλά της. - Μου λείψατε, αρχοντόπαιδα, τι υπέροχοι λεβέντες γίνατε! Σταθείτε λίγο να σας καμαρώσω, τι βιασύνη είναι αυτή; - Μάτε, αγαπημένη μας Μάτε, κι εσύ μας έλειψες πολύ, της ανταπέδωσε ο Γιόχαν τα γλυκόλογα. Οι δύο νεαροί, για μια μαγική στιγμή, έγιναν ξανά τα ζωηρά δεκάχρονα που συνήθιζαν να στριφογυρίζουν γύρω από την κολλαριστή λευκή ποδιά της. - Πεινάμε σαν λύκοι, ετοίμασε το τραπέζι και σου υποσχόμαστε πως θα σ’ τα πούμε όλα, δε θα παραλείψουμε ούτε οξεία, της είπαν ο Γιόχαν και ο Μάρκους με μια φωνή. Η Μάτε, ικανοποιημένη από τις εκδηλώσεις αγάπης τους, χτύπησε παλαμάκια και, υπό το αυστηρό βλέμμα της, τα μέλη του προσωπικού εξαφανίστηκαν για να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους. Τα αγόρια κατευθύνθηκαν προς το γραφείο του πατέρα τους. Για δευτερόλεπτα, η σκέψη του Γιόχαν επέστρεψε στο αγαπημένο του νησί. Η ζωή εκεί τον είχε συνεπάρει και τον είχε μεταμορφώσει σ’ ένα γνήσιο Κρητικόπουλο. Έπινε ρακή και χόρευε πεντοζάλη καλύτερα κι από ντόπιο. Μιλούσε τα ελληνικά άπταιστα και μόνο ένας πολύ παρατηρητικός θα αντιλαμβανόταν μια ελαφριά προφορά. Χάρη στην παρέα των φίλων του, η απουσία της μητέρας του έγινε υποφερτή, και ας μην ήταν η Έρρικα κλασική μάνα. Στο Βερολίνο, στην Κρήτη ή οπουδήποτε αλλού, εκείνη μετέθετε τις όποιες ευθύνες ή
αρμοδιότητες που της αναλογούσαν στο υπηρετικό προσωπικό. Κανείς δε θα παρομοίαζε το μητρικό της φίλτρο με τη ζεστασιά μιας κλώσας. Ήταν ψυχρή, απόμακρη, ψηλομύτα, ακατάδεχτη, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, όμως ήταν η μάνα του, και κάθε παιδί βλέπει στη μάνα του την ίδια την εικόνα του Θεού. Επιπλέον, εκεί, πίσω στο νησί, είχε αφήσει τη Λένα. Τώρα, μόνο τώρα, που τους χώριζαν μίλια ξηράς και θάλασσας, επέτρεψε στον εαυτό του να παραδεχτεί πως με τη μικρή πρασινομάτα ήταν τρελά και αθεράπευτα ερωτευμένος. - Πρόκειται απλώς για έναν ενθουσιασμό, τον απόπαιρνε ο Μάρκους. Εσύ κι εκείνη το πιθανότερο είναι να μην είστε ποτέ μαζί. Αν θες τη γνώμη μου, ξέχασέ την, όσο παίξατε, παίξατε. Στην πατρίδα είναι η πραγματική σου ζωή, και τι σχέση έχει ο δικός σου τρόπος ζωής με τον τρόπο που μεγάλωσε η χωριατοπούλα; Ο Γιόχαν, με το που πάτησε το πόδι του στο Βερολίνο, αποφάσισε πως μετά τη λήξη της θητείας του κανείς και τίποτα δε θα τον κρατούσε στη Γερμανία. Η νέα του πατρίδα ήταν εκεί όπου ζούσε και ανέπνεε η αγαπημένη του. Ο αδερφός του μιλούσε εκ του ασφαλούς, δεν είχε ερωτευτεί και δεν ήξερε από κράμπες στο στομάχι, στην καρδιά και στο κέντρο του μυαλού. Η κλασική ερώτηση για χρόνια και χρόνια -«θα με παντρευτείς;»- ήχησε καθαρά και δυνατά, σαν να την είχε πλάι του. «Ναι, μωρό μου, ναι, μάινε ζούσε», της απάντησε για πρώτη φορά νοερά, μα αποφασιστικά. «Θα σε παντρευτώ, να είσαι σίγουρη πως μόνο εσένα και καμία άλλη. Σ’ το υπόσχομαι». Εκ διαμέτρου αντίθετα με των άλλων δύο αντρών ήταν τα συναισθήματα που κατέκλυζαν την καρδιά του Μάρκους, ο οποίος τους ακολουθούσε μοιράζοντας προς πάσα κατεύθυνση χαμόγελα ικανοποίησης και χαράς. Μετά βίας είχε συγκρατήσει την επιθυμία του να γονατίσει και να φιλήσει τα πάτρια εδάφη αμέσως μόλις κατέβηκαν από το πλοίο που τους μετέφερε από την Ελλάδα στη Γερμανία. Στη διάρκεια του ταξιδιού τους, παρατηρούσε τα κατηφή και προβληματισμένα πρόσωπα του πατέρα και του αδερφού του και προσπαθούσε να καταλάβει τι σκέφτονταν, μα δεν τα κατάφερνε. Φυσικά και είχε αγαπήσει το νησί και την παρέα. Φυσικά και μιλούσε τα ελληνικά όπως τη μητρική του γλώσσα. Φυσικά και άντεχε τη ρακή και ίσως χόρευε καλύτερο πεντοζάλη από το γλεντζέ αδερφό του, όμως η Γερμανία ήταν η πατρίδα τους. Εδώ ανήκαν και από εδώ δεν έπρεπε να έχουν φύγει ποτέ. Η μητέρα τους είχε δίκιο. Οπωσδήποτε δεν έβαζε στην ίδια πλάστιγγα τη ζωή του στο νησί με τη χώρα του και την ευγενική του καταγωγή. Και, το κυριότερο, η αναγκαστική μετοίκηση του είχε στερήσει όλη τη χαρά της συμμετοχής στο μεγαλειώδες πολιτικό πρόγραμμα του νονού του, που κατά τη γνώμη του θα άλλαζε τον κόσμο. Ο συνήθως απόμακρος και αποστασιοποιημένος Μάρκους δεν έκρυβε, λοιπόν, την ευφορία του. Σε λιγότερο από δεκαπέντε μέρες θα παρουσιαζόταν στο στρατό και το μέλλον του διαγραφόταν λαμπρό. Εκείνος δεν είχε σκοπό να αναλωθεί σε έρωτες και οικογένεια, όπως ονειρευόταν ο αδερφός του. Εκείνος ήθελε μια στρατιωτική καριέρα, χωρίς άλλου είδους δεσμεύσεις. Ήταν προικισμένος με ομορφιά, εξυπνάδα και πλούτη, προσόντα που θα του επέτρεπαν να έχει όποια γυναίκα επιθυμούσε. Η Λένα ήταν σπουδαία κοπέλα. Όμορφη, έξυπνη, θαρραλέα, ίσως υπερβολικά εκδηλωτική για τα γούστα του, εντέλει μια απλή χωριατοπούλα. Σε μια βερολινέζικη δεξίωση της υψηλής κοινωνίας θα έμοιαζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Επιπλέον, εκεί στο νησί, είχε συμβεί κάτι που τον είχε κάνει να αναθεωρήσει κάποιες σκέψεις και συμπεριφορές. Τυχαία είχε ακούσει μια συζήτηση μεταξύ του Λάμπρου και της Τασούλας, κι έτσι έμαθε
το πώς ακριβώς πέθανε η μάνα τους. Αυτοκτονία, λοιπόν, και όχι από παθολογικά αίτια, όπως τους είπαν. Ο Μάρκους δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν ήταν τότε ακριβώς που η αδιαφορία για τον πατέρα του έγινε απέχθεια ή αν αυτό το γεγονός στάθηκε η αφορμή να παραδεχτεί τη συναισθηματική άβυσσο που τον χώριζε από εκείνον αφότου θυμόταν τον εαυτό του. Ο Μαξ δεν έκρυψε ποτέ την αδυναμία του για τον Γιόχαν. Το ίδιο ακριβώς είχε κάνει και η Έρρικα με τον Μάρκους. Το ζευγάρι είχε χωριστεί απροκάλυπτα σε δύο στρατόπεδα, με μοναδικούς, πολύτιμους αιχμαλώτους τα παιδιά, και σε κάθε ευκαιρία αντάλλασσαν ευθείες βολές, τις περισσότερες φορές εγωισμού, απόρριψης, ακόμα και κακίας. Ο ανταγωνισμός των αγοριών να κερδίσουν την εύνοια του αδιάφορου προς το καθένα από αυτά γονιού, έγινε αναγκαστικά μέρος του χαρακτήρα τους. Έτσι, ενδόμυχα, ο Μάρκους επιθυμούσε τις υλικές και τις συναισθηματικές απολαβές του Γιόχαν και ο Γιόχαν τις αντίστοιχες του Μάρκους. Όμως τώρα, σκεφτόταν ο Μάρκους, η μάνα τους, το δικό του στήριγμα, δε ζούσε, και επομένως η οικονομική και συναισθηματική του ισορροπία ήταν εξαρτημένη αποκλειστικά από τον πατέρα και τον αδερφό του. Η συνθηκολόγηση αναγκαία και για έναν άλλο λόγο, την κληρονομιά της τράπεζας. Στο μυαλό του, η τράπεζα του ανήκε και δεν είχε σκοπό να τη μοιραστεί με κανέναν, ούτε καν με τον ίδιο του τον αδερφό. Ο παππούς Σουλτς φον Σίφερ ήταν ο κλειδοκράτορας του οικογενειακού τους πλούτου και μετρούσε τα προσόντα τους με βάση τις ικανότητές τους και τη λογική. Κάθε συναισθηματική εμπλοκή απαγορευόταν ως μειονέκτημα - χειρότερα, σαν ασθένεια. Γι’ αυτό το λόγο, μέχρι στιγμής, ο Μάρκους είχε διαφυλάξει το μυστικό του θανάτου της μητέρας τους και δεν το είχε αποκαλύψει στον Γιόχαν. Για το λιγομίλητο Μάρκους, κάθε πληροφορία είχε την αξία της και δεν έπρεπε να δοθεί χωρίς αντάλλαγμα. Έτσι κι αλλιώς, τώρα εκείνος είχε άλλες προτεραιότητες. Πρώτα να υπηρετήσει την πατρίδα και μετά να κερδίσει τον απόλυτο έλεγχο της τράπεζας. Κάιν εναντίον Άβελ, μια ιστορία τόσο παλιά όσο και η δημιουργία του κόσμου. Τα δύο αδέρφια κάθισαν αμίλητα στον καναπέ που ήταν τοποθετημένος απέναντι από το γραφείο του πατέρα τους. Στο ίδιο δωμάτιο και στον ίδιο καναπέ που είχαν καθίσει οχτώ χρόνια πριν και τους είχε ανακοινώσει την τόσο σημαντική αλλαγή στη ζωή τους. Η έπαυλη μοσχομύριζε απ’ άκρη σ’ άκρη καθαριότητα και λούστρο. Το υπηρετικό προσωπικό, έχοντας ειδοποιηθεί για την άφιξή τους, είχε φροντίσει ώστε όλα ανεξαιρέτως τα δωμάτια να είναι αερισμένα και στολισμένα με φρέσκα λουλούδια. Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα έκανε τον Μαξ και τους δυο γιους του να βγουν από τη νιρβάνα των σκέψεών τους. Ήταν ο μπάτλερ. Στο γαντοφορεμένο χέρι του κρατούσε έναν κλειστό φάκελο. - Χέρμαν, τι είναι; ρώτησε ο Μαξ. - Συγνώμη, κύριε, σήμερα το πρωί ένας αξιωματικός έφερε αυτή την πρόσκληση για εσάς.
- Πρόσκληση; Από ποιον; Έμαθαν κιόλας πως γυρίσαμε;Τα νέα τρέχουν πιο γρήγορα κι από τον άνεμο, σχολίασε, παίρνοντας το φάκελο στα χέρια του. Α, μάλιστα... Μπορείς να πηγαίνεις. Ντάνκε. - Από ποιον είναι, πατέρα; ενδιαφέρθηκε ο Μάρκους. - Από ποιον άλλο; Από το νονό σας. Αύριο βράδυ, μας περιμένει στο σπίτι του για δείπνο με λίγους εκλεκτούς φίλους. - Είναι υποχρεωτικό; ρώτησε ο Γιόχαν με έντονη δυσφορία. - Είσαι με τα καλά σου; τον μάλωσε ο Μάρκους. Σε καλεί ο ίδιος ο καγκελάριος κι εσύ ξινίζεις τα μούτρα σου; Ξεφύσηξε πριν συνεχίσει: Τώρα που διαπραγματεύεται το σουδητικό πρόβλημα, όλοι πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του ενωμένοι σαν μια γροθιά. - Εγώ πιστεύω πως Άγγλοι και Γάλλοι του την έχουν στημένη. Υπάρχει περίπτωση να παραδώσουν οι Ρώσοι την Τσεχοσλοβακία αμαχητί; Δε θέλω να γίνω προάγγελος κακών ειδήσεων, αλλά να δεις που θα μπούμε σε περιπέτειες. - Δεν έχεις δίκιο, τον διέκοψε μουτρωμένος ο Μάρκους, που σε ό,τι αφορούσε το νονό του δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Μέχρι τώρα, μόνο καλό έχει κάνει στον τόπο μας. Οργάνωσε το στρατό, έδωσε ώθηση στην οικονομία... Σ’ το ξαναλέω, ό,τι και να γίνει, εμείς θα σταθούμε στο πλευρό του, στη δημοκρατία μας δεν περισσεύει κανείς. - Καλά, καλά, ηρέμησε, πατριώτη, τον ειρωνεύτηκε ο Γιόχαν. Απλώς δε μου αρέσουν οι κοινωνικές υποχρεώσεις. Για αύριο είχα στο μυαλό μου κάτι πιο χαλαρό, λίγη διασκέδαση, ας πούμε, σ’ ένα καμπαρέ. Ξεχνάς πως σε λίγες μέρες θα παρουσιαστούμε στο στρατό, και τότε... άουφβίντερζεν, ξεγνοιασιά; - Μη μαλώνετε, τους διέκοψε ο Μαξ. Θα μου κάνετε τη χάρη και θα πάμε χωρίς γκρίνιες. Ο Βολφ είναι σαν αδερφός μου, και για εσάς νονός, σας γνωρίζει από τη μέρα που γεννηθήκατε. - Εγώ ανυπομονώ, είπε ο Μάρκους και το εννοούσε. - Στο δείπνο, συνέχισε ο Μαξ, θα γνωρίσετε την ιδιαιτέρα γραμματέα του, την Εύα Μπράουν, και θέλω να είστε διακριτικοί. Πολλοί λίγοι γνωρίζουν πως, στην πραγματικότητα, είναι η σύντροφός του. - Και γιατί την κρύβει; ρώτησε ο Γιόχαν. - Ε, απ’ όσο τον ξέρω, δεν του αρέσει να δημοσιοποιεί τις σχέσεις του, απάντησε ο Μαξ αμήχανα και συνέχισε: Αφορμή γι’ αυτό μάλλον στάθηκε ένα γεγονός που του συνέβη πριν χρόνια. Ο αδόκητος χαμός της Γκέλυ, της πρώτης του αγάπης, και ο θόρυβος απ’ όσα ακολούθησαν και ειπώθηκαν τότε τον ανάγκασαν να κλειστεί στον εαυτό του και να είναι πιο προσεκτικός. - Και την Εύα, πώς τη γνώρισε; ενδιαφέρθηκε να μάθει ο Μάρκους. - Τη γνώρισε, αν θυμάμαι καλά, ένα δυο χρόνια μετά τη μετοίκησή μας στο νησί. Η Εύα έχει πάθος με τη φωτογραφία και δούλευε στο στούντιο του επίσημου φωτογράφου του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ο νονός σας την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και τη σχέση τους την κρατάει όλα αυτά τα χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις μαζί της στο Βερολίνο, στο
Μόναχο ή οπουδήποτε αλλού και τον περισσότερο καιρό εκείνη διαμένει στο σαλέ του στο Μπέργκσταφ. Φυσικά, ο Μαξ απέκρυψε από τους γιους του τις λεπτομέρειες της επεισοδιακής σχέσης του νονού τους, τις οποίες εκείνος γνώριζε μέσα από τις εκμυστηρεύσεις του Βολφ στα μακροσκελή γράμματα που κατά καιρούς τού έστελνε. Ο Βολφ ήταν ένας μοιραίος άντρας, κατά τα φαινόμενα, για τις γυναίκες που τον ερωτεύονταν. Η Εύα είχε κάνει ήδη δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Ο Μαξ ήταν σίγουρος πως η ζωή της δίπλα σ’ έναν άντρα με τις εξουσίες, τις ευθύνες, αλλά και τις ιδιαιτερότητες του φίλου του δε θα ήταν αυτό που εννοούμε παραμυθένια. Δεν την παντρευόταν και, επιπλέον, την είχε καταδικάσει σε μια ανελευθερία για λόγους καθαρά πολιτικούς. Δε ρισκάριζε να χάσει πόντο από τη δημοφιλία του, γι’ αυτό και συχνά διατυμπάνιζε πως εκείνος δεν είχε ανάγκη να δημιουργήσει οικογένεια, καθώς οικογένειά του ήταν ο γερμανικός λαός. - Λοιπόν, είναι τιμή για εμάς που θα μας συστήσει την Εύα, είπε τώρα ο Μαξ. Εξάλλου, η συγκεκριμένη πρόσκληση είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανακάμψουμε κοινωνικά. Μην ξεχνάτε πως απουσιάζαμε πολλά χρόνια, και μια ελληνική παροιμία λέει πως «μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται». - Έχεις δίκιο, πατέρα, είπε συμβιβαστικά ο Γιόχαν. Όμως, μέχρι αύριο βράδυ, είμαστε ελεύθεροι, εντάξει; - Όχι, γιε μου, απόψε νωρίς θα δειπνήσουμε με τον παππού σας, το ξεχάσατε; Τέλος πάντων, πρόσθεσε συμβιβαστικά, καθώς ούτε εκείνος ήταν σε διάθεση να ακούσει τα παράπονα ή τις νουθεσίες του αυταρχικού πατέρα του. Αν ξεμπερδέψουμε γρήγορα, είστε ελεύθεροι για νυχτοπερπατήματα. Διάολε, δεν ήταν δα και τόσο μεγάλος που να μη θυμάται πώς είναι τα ξέγνοιαστα νιάτα. Κοίταξε με καμάρι τους γιους του. Το παιχνιδιάρικο βλέμμα και το χαμόγελό του επιβεβαίωσαν την υπόσχεση. - Σύμφωνοι; - Σύμφωνοι, είπαν τα αγόρια με μια φωνή. Ο Μάρκους και ο Γιόχαν είχαν φύγει από ώρα από το γραφείο του Μαξ, όταν αποφάσισε κι εκείνος να αφήσει την ήρεμη απομόνωση και να καταπιαστεί με τρέχοντα ζητήματα, όπως ήταν το τηλεφώνημαεπιβεβαίωση του δείπνου, το βράδυ, στο μέγαρο του πατέρα του. Από χρόνια, οι σχέσεις τους ήταν τυπικές και μόνο για χάρη των αγοριών έκαναν τα πικρά γλυκά. Άλλωστε, δεν παρέβλεπε το γεγονός πως ο Σουλτς φον Σίφερ είχε ορίσει διαδόχους στην τράπεζα τους δυο εγγονούς του. Το συμφέρον των παιδιών του πρόσταζε μια ήπια στάση απέναντί του. Πριν σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου, ξεπακετάρισε με προσεκτικές κινήσεις το μικρό δέμα που δεν άφησε από τα χέρια του σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού από το νησί μέχρι εδώ, ακόμα και όταν κοιμόταν, θέλοντας να βεβαιωθεί πως δε θα πάθει τίποτα το ανεπανόρθωτο. Μπροστά στα μισόκλειστα βλέφαρά του αποκαλύφτηκε ένα γυναικείο ειδώλιο από πηλό, χωρίς καμία φθορά. Ήταν το δώρο του στον Βολφ. Ο φίλος του μπορεί να είχε αποτύχει να μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βιένης, όμως αυτό δεν είχε μετριάσει το πάθος του για την τέχνη. Ο Μαξ πάντα του κρατούσε κάτι πολύτιμο για την ιδιωτική του συλλογή, όταν επέστρεφε από κάποιο επαγγελματικό
ταξίδι.
Καλλιθέα Ηρακλείου Κρήτης, Πάσχα του 1939 ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟ της οικογένειας φον Σίφερ, η Λένα είχε την αίσθηση πως η ζωή της σταμάτησε σ’ εκείνο το σημείο που έπεσε από τον ταύρο και από χάμω τη σήκωσε στην αγκαλιά του έντρομος ο Γιόχαν. «Μίλα μου, μάινε ζούσε, μίλα», της έλεγε και την ταρακουνούσε, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Εκείνη, που παρακολουθούσε κάθε μυϊκή του σύσπαση και έκφραση μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά της, τον είχε αφήσει να βράσει για λίγο στο ζουμί του, πριν του απαντήσει όλο νάζι: «Τώρα θα με παντρευτείς;» Η δεκαπεντάχρονη Λένα, από νωρίς το πρωί σήμερα, είχε καταπιαστεί να μαζεύει το ρουχισμό και λίγα, αλλά πολύτιμα υπάρχοντα του νοικοκυριού της. Η απόφαση του πατέρα της ήταν να μετακομίσουν στο σπίτι της θείας Ματίνας στη Χαλέπα. Τη θέση του Μαξ φον Σίφερ είχε πάρει ο Χασάν, ένας Αιγύπτιος ο οποίος είχε φτάσει πριν μία εβδομάδα στο νησί με την οικογένειά του και διέμενε προσωρινά σ’ ένα ξενοδοχείο στο Ηράκλειο. Ο Νικολός αποφάσισε τη μετακόμισή τους για δύο λόγους: έναν πρακτικό και έναν οικονομικό. Τα παιδιά του μεγάλωναν, κι ένιωθε πως έπρεπε να τους εξασφαλίσει ένα πιο σταθερό οικογενειακό περιβάλλον. Μια γλυκιά και ήπια γυναικεία παρουσία, όπως της αδερφής του, θα μαλάκωνε συμπεριφορές που είχαν αρχίσει να μοιάζουν με αγριμιού. Το καβάλημα του ταύρου και τα παιχνίδια στις αλάνες μέχρι αργά τη νύχτα δεν ήταν ό,τι καλύτερο ονειρευόταν για τη Λένα και τον Μανολιό του. Η ζωή όλων τους έπρεπε να αναδιοργανωθεί πριν είναι πολύ αργά και η κατάσταση γίνει μη αναστρέψιμη. Ο γιος του έπρεπε να βγει στην κοινωνία και να αναλάβει κάποιες από τις οικονομικές ευθύνες του νοικοκυριού τους. Με το ζόρι είχε παρακολουθήσει τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Μετά είχε δηλώσει θαρρετά πως δεν αγαπούσε τα γράμματα όσο τη ζωή στη φύση και στα κτήματα. Και ο Νικολός δεν τον πίεσε. Τόσα χρόνια που ερχόταν σε επαφή με σπουδαγμένους, ένα πράγμα τον είχαν μάθει, πως η ευτυχία και η επιτυχία κάθε ανθρώπου βασίζονταν στο να ζει σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, τα δικά του «θέλω», και όχι με βάση τις προσδοκίες των άλλων. Αν η ευτυχία του Μανολιού του ήταν η ενασχόλησή του με τα ζωντανά και τη γη, εκείνος θα το σεβόταν, όπως σεβόταν και την επιθυμία του κοριτσιού του να σπουδάσει. Η Λένα του είχε αναγκαστεί από παιδί να σηκώσει ευθύνες που δεν άντεχαν οι ώμοι της, χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσει ή να παραπονεθεί. Ο Νικολός είχε κατά νου πως, μετακομίζοντας στο σπίτι της Ματίνας στη Χαλέπα, θα ελάφρυνε το φορτίο της, δίνοντάς της την ευκαιρία ν’ ασχοληθεί με αυτό που αγαπούσε περισσότερο: τα γράμματα. Ο Σήφης, ο παιδικός φίλος της Λένας, ήρθε ακάλεστος στη σκέψη του. Όχι χωρίς λόγο. Εδώ και κάμποσο καιρό είχε πιάσει το βλέμμα του νεαρού να καρφώνεται πάνω στην κόρη του σαν υπνωτισμένο. Αν αυτό δε μαρτυρούσε έρωτα, τότε μάλλον εκείνος είχε ξεχάσει ή είχε παρεξηγήσει. Ήταν σίγουρος, ωστόσο, πως ο νεαρός σύντομα, πολύ σύντομα, θα τη ζητούσε σε γάμο. Ο Νικολός, εκμεταλλευόμενος την άπλα της μονοκατοικίας του στην Καλλιθέα, πρότεινε στον Αιγύπτιο αρχαιολόγο να του την πουλήσει. Τα χρήματα θα τα απέθετε κατευθείαν στα χέρια της αδερφής του, για να κουμαντάρει άνετα το νοικοκυριό τους.
Η άλλη αδερφή του Νικολού, η Φωτεινή, ζούσε με την οικογένειά της στο Ρέθυμνο. Ο άντρας της, ο Αντώνης, ήταν χωροφύλακας. Μαζί τους ο Νικολός είχε κόψει από καιρό τις επαφές και σχεδόν δε μιλούσαν. Οι αιτίες πολλές. Και ήταν αλήθεια πως τις περισσότερες, όσες δηλαδή αφορούσαν την αδερφή του ή την ανιψιά του, ο Νικολός θα τις προσπερνούσε, μα δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο και με τα κουσούρια του γαμπρού του. Ο Αντώνης ήταν φασίστας μέχρι το κόκαλο, μνησίκακος και προικοθήρας, αφού θεωρούσε πως δύο από τα πατρικά κτήματα του Νικολού έπρεπε να ήταν προίκα της γυναίκας του. Αντίθετα, ο Νικολός υποστήριζε πως ό,τι προίκα αναλογούσε στη Φωτεινή είχε συμφωνηθεί και δοθεί με τα μιλήματα του γάμου. Τέλος πάντων, σκεφτόταν τώρα, ποιος ορίζει τα «πρέπει» και τα «μη» ή τις συμβάσεις ανάμεσα στ’ αδέρφια; Να, λοιπόν, που, παρότι στις φλέβες τις δικές του και της Φωτεινής έρρεε το ίδιο αίμα, η δικολογιά, η συγγένεια πάει να πει, δεν ήταν απαραίτητα προϋπόθεση μιας εγγυημένης και ανιδιοτελούς αγάπης. Ο Νικολός ήταν αποφασισμένος, αμέσως μόλις τέλειωνε με τη διαδικασία της μετοίκησης στο σπίτι της Ματίνας, να επισκεφτεί συμβολαιογράφο στο Ηράκλειο για να ορίσει τις επιθυμίες του όσον αφορά τα κληρονομικά ανάμεσα στα παιδιά του. Εκείνος, όσο περνούσε από το χέρι του, δεν ήθελε να τους δώσει λόγους ή αφορμές για σκυλοφαγώματα. Ήθελε. Είχε τη διάθεση. Ευχόταν. Μα αυτά που βάζει σε τάξη και οριοθετεί χρονικά το μυαλό, τα κάνει αφ’ εαυτού του και ερήμην του Σύμπαντος, όπου ο χρόνος έχει έναν εντελώς διαφορετικό κανόνα μέτρησης. Ήταν Παρασκευή, αργά το απόγευμα, όταν ο Νικολός, κατάκοπος, δρασκέλισε το κατώφλι του σπιτιού του. Το βλέμμα του αναζήτησε τη φιγούρα της αγαπημένης του κόρης. - Λένα, πού είσαι; - Εδωνά, πατέρα. Στην κάμαρή μου, ακόμα μαζεύω. - Πεινάω σαν λύκος. Ίντα έχεις κάμει για φαγητό; - Φακές με ελιές και παξιμάδι. Εδά, έρχομαι να σε σερβίρω. Μέχρι να νιφτείς, θα σ’ τα έχω όλα έτοιμα. - Ο αδερφός σου; Πάλι χασομεράει στις ρούγες; Θα μ’ αποθάνει αυτό το παιδί μια ώρα αρχύτερα. - Όχι, καλέ, μη βάνεις με το νου σου. Εγώ τον έστειλα να μου κάμει ένα θέλημα. - Σιγά το θέλημα, μουρμούρισε ο Νικολός, μια ζωή τον καλύπτεις, τώρα θα σε μάθω κι ελόγου σου... Δεν έτρωγε κουτόχορτο, είχε ήδη αντιληφθεί τα ερωτικά περπατήματα του μοναχογιού του και το καμάρι πάλευε με την ανησυχία μέσα του. Γύρευε σε τι μπελάδες μπορούσε να τον βάλει το κοπέλι του αν χωνόταν σε τίποτα φουστάνια που δεν έπρεπε. Μέχρι ν’ αποσώσει ο Νικολός το τέταρτο ποτηράκι ρακή, πατέρας και κόρη δεν αντάλλαξαν κουβέντα. - Σήμερα είναι οι πρώτοι χαιρετισμοί, θα πας στην εκκλησία; έσπασε πρώτος εκείνος τη σιωπή.
- Έτσι λέω, μα δε θα κάτσω μέχρι το τέλος, είμαι πολύ κουρασμένη. - Λένα μου, αυτό είναι ή μήπως σε βασανίζει κάτι άλλο; Απ’ όταν έφυγαν οι δίδυμοι, δεν έχει γελάσει το χειλάκι σου. Τόσο πολύ σου στοίχισε το φευγιό τους; - Δεν απαντάς; - Μπαμπά μου, έχουν περάσει μήνες απ’ όταν έφυγαν, και ούτε ένα γράμμα... Μας ξέχασαν. - Αχ, κόρη μου, αυτοί ήταν ξένοι. Τι κι αν τραγουδούσαν μαζί μας μαντινάδες... Ήταν ξένοι στον τόπο μας και λαγουτάρουν (διευθύνουν) μεγάλη περιουσία. Θάρρεψες πως θα συμπεθεριάζαμε; Έκανες το παιχνίδι σας παραμύθι και χάθηκες στην πλάνη του. Γέλα, Λενιώ μου, η ζωή είναι μικρή και φεύγει γρήγορα, να -ο Νικολός έφτυσε στο πάτωμα-, όσο να στεγνώσει ο σάλιος μου. - Μα ούτε ένα γράμμα; Έτσι για να μάθουμε τα νέα τους. - Καλά, μην τους παρεξηγείς, εμείς εδώ έχουμε τα δικά μας κι εκείνοι σίγουρα θα έχουν τα δικά τους. Μπορεί εκεί στο στρατό να απαγορεύεται η αλληλογραφία. - Σιγά, καλέ μπαμπά, στο στρατό πήγαν, όχι στον πόλεμο. - Μην το λες, δεν ακούς τι χαμός γίνεται στην Ευρώπη; Όλο και κάπου ανάβουν μικρές φωτιές. Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Βούιξε ο κόσμος με το πογκρόμ που εξαπέλυσε αυτός ο κουζουλός Γερμαναράς κατά των εβραίων, πυρπολώντας σπίτια και μαγαζιά. Να δεις πώς το είπαν...; - Νύχτα των Κρυστάλλων. - Ναι, έξυπνη κόρη μου, έτσι ονόμασαν τις λεηλασίες και τοθάνατο, λες κι έδωσαν τίτλο σε ταινία. Ο Θεός να μας λυπηθεί με αυτό τον άνθρωπο που έχει δύναμη και ορίζει τις τύχες μας. - Καλέ, φτύσε τον κόρφο σου που θα γίνει πόλεμος... Τέλος πάντων, ακούστηκε συμβιβαστική η φωνή της, ας είναι όλοι τους καλά και ας μη μας γράφουν. Σκασίλα μου! Όμως δεν ήταν σκασίλα της, γιατί ο έρωτας, ιδιαίτερα όταν έχει σημαδέψει την καρδιά σε τόσο τρυφερή ηλικία, όπως στην περίπτωση της Λένας, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συναισθηματική ισορροπία και εξέλιξη. Η κοπέλα μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον ανάλογο μεσοαστικής οικογένειας και είχε το προνόμιο να μορφωθεί καλύτερα και από τα κορίτσια της τάξης της. Ο πατέρας της, δουλεύοντας για χρόνια στα κτήματα, μα και στις ανασκαφές της Κνωσού, προσπάθησε να δώσει σ’ εκείνη και τον αδερφό της όλα τα εφόδια που έκρινε απαραίτητα. Η Λένα, τελειώνοντας το γυμνάσιο, μιλούσε πολύ καλά τα γερμανικά και αρκετά καλά τα αγγλικά. Αντίθετα με τον Μανολιό και τον Σήφη, οι οποίοι, παρά τις παροτρύνσεις ή τις επιθυμίες των γονιών τους, τελειώνοντας τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, δήλωσαν πως τόσα γράμματα τους έφταναν και τους περίσσευαν για να ασχοληθούν με τη γη και τη θάλασσα αντίστοιχα. Τα δυο αγόρια ομονοούσαν, δηλώνοντας ξεκάθαρα προς πάσα κατεύθυνση πως το δικό τους όνειρο ήταν να μείνουν, να προκόψουν και να κάνουν οικογένεια στον τόπο τους.
Αυτό αποφάσισαν, και ο Νικολός με τον Λάμπρο συμβιβάστηκαν. Εξάλλου, η αλήθεια ήταν πως η γη, τα ζωντανά και ηθάλασσα δε γύρευαν εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Τα μοναδικά προσόντα που απαιτούσαν ήταν καλή φυσική κατάσταση και όρεξη για δουλειά. Όλοι συμφωνούσαν πως ο Μανολιός και ο Σήφης διέθεταν και τα δύο. Εκείνη την Παρασκευή το απόβραδο, μετά το «Δι’ ευχών» των πρώτων χαιρετισμών, η Λένα, ο Μανολιός και ο Σήφης, αμίλητοι, χαμένοι καθένας στις δικές του σκέψεις, πήραν το δρόμο του γυρισμού για τα σπίτια τους. - Εγώ θα πάω στου Νώντα, είπε ο Μανολιός και αμέσως έστριψε στο πρώτο στενό. - Μην αργήσεις και ανησυχήσει ο πατέρας, του φώναξε η Λένα, χωρίς να περιμένει απάντηση. - Δε μου αρέσει που φεύγετε, ψέλλισε ο Σήφης. - Καλά, δεν πάμε και στην Αμερική. - Θα έρχομαι να σας βλέπω. - Κι εμένα θα μου λείψεις, είσαι ο καλύτερός μου φίλος. - Φίλος; Εγώ νιώθω πράμα για εσένα. - Τι πράμα; προσποιήθηκε η Λένα την ανήξερη. - Ξέρεις... πράμα σου λέω... - Αμάν, ρε Σηφάκη, θέλεις να με νευριάσεις και να μαλώσουμε; Αφού ξέρεις πως εγώ είμαι ερωτευμένη με τον Γιόχαν. - Είσαι ερωτευμένη με αέρα κοπανιστό. Εγώ δε βλέπω κανέναν Γιόχαν εδωνά γύρω. - Δε θέλω να χωρίσουμε μαλωμένοι, και αν συνεχίσεις να με προκαλείς... - Μα, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Λείπουν τόσους μήνες και ούτε ένα γράμμα, ή νομίζεις πως δε σε βλέπω κάθε φορά που περιμένεις στην πλατεία τον ταχυδρόμο; - Και λοιπόν; Εσύ τι πρόβλημα έχεις, μου λες; Εγώ ξεροσταλιάζω. Είμαι σίγουρη πως, όταν τακτοποιηθούν, θα μου γράψει. Μου το έχει υποσχεθεί. - Ναι, καλά, περίμενε... Αν σ’ αγαπούσε, θα είχε στείλει χίλια γράμματα. - Σηφάκη, σταμάτα να με τσιγκλάς και πήγαινε στο σπίτι σου, αλλού να γυρέψεις αγάπες. Εμένα καλά θα κάνεις να με ξεχάσεις. Γιατί εγώ θα παντρευτώ μόνο τον Γιόχαν, τ’ ακούς; Μόνο τον Γιόχαν και κανέναν άλλο. - Κι εγώ δε θα παντρευτώ καμιά άλλη παρά μόνο εσένα. Και με αυτές τις δηλώσεις ο ένας γύρισε την πλάτη του στον άλλο και με κατεβασμένα μούτρα
αποχωρίστηκαν. Η Λένα δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά τα λόγια του Σήφη έκρυβαν αρκετή δόση αλήθειας και σαν δηλητηριασμένα βέλη βρήκαν το στόχο τους και τη λάβωσαν κατάστηθα. Με την πληγή της να αιμορραγεί, αναρωτιόταν αν ο έρωτας είχε σημαδέψει μόνο τη δική της καρδιά. Μήπως επέμενε να ονειρεύεται ένα πριγκιπόπουλο το οποίο δε θα έβρισκε ποτέ το δρόμο του γυρισμού; Την περιφορά του Επιταφίου η οικογένεια του Νικολού την παρακολούθησε στη Χαλέπα, με θρησκευτική κατάνυξη. Η θύελλα που λυσσομανούσε ολημερίς είχε κοπάσει και τα σύννεφα είχαν δώσει τη θέση τους σε μια καθάρια και ξάστερη βραδιά. Τα δάκρυα είχαν στερέψει και ο θρήνος ήταν βουβός. Από νωρίς το πρωί, η διάθεση του καιρού είχε ακολουθήσει πιστά τη θρησκευτική παράδοση, που θέλει αυτή τη μέρα να κλαίνε ακόμα και οι ουρανοί, συνοδεύοντας τον πένθιμο ήχο της καμπάνας. Η διάθεση της Λένας, ένας ακόμα επιτάφιος θρήνος. Με τη μετοίκηση έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο που αφορούσε τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Γιόχαν και το μέσα της είχε γίνει συντρίμμια. Φανερά, συμμετείχε σε όλες τις εκδηλώσεις του θείου πάθους, μέχρι της εσπέρας του Σαββάτου που η Μαρία Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβ θα ευλογούνταν με την αποκάλυψη του χαρμόσυνου γεγονότος της Ανάστασης. Η κοπέλα, με χαμηλωμένο το κεφάλι, προσέχοντας να μην τσουρουφλίσει κάποια προπορευόμενη με ξέπλεκα μαλλιά, προσπαθούσε να ψυχανεμιστεί τι της είχε γράψει το ριζικό της. Άραγε, θα γινόταν ποτέ Ανάσταση στη δική της καρδιά; Η παγερή ομίχλη θα έδινε τη θέση της στο μαγευτικό φως; Και αν, στο μεταξύ, ερχόταν κάποιο γράμμα, πίσω στην Καλλιθέα δεν είχε μείνει κανείς γνωστός για να της το παραδώσει. Ο θείος Λάμπρος, λίγες μέρες μετά την εγκατάστασή τους στη Χαλέπα, χήρεψε. Η Τασούλα πάλεψε με την καταραμένη αρρώστια, μα δεν κατάφερε να τη νικήσει. Χωρίς εκείνη, πατέρας και γιος ένιωσαν χαμένοι. Οι Δασκαλάκηδες με τη Ματίνα πήγαν στην κηδεία και τους συντρόφεψαν μέχρι τα τρίμερα, μετά αναγκαστικά επέστρεψαν πίσω. Ο Νικολός είχε μπει συνεταίρος στο μητάτο του ξαδέρφου του στον Ομαλό και οι δουλειές έτρεχαν. Ο Λάμπρος και ο Σήφης, μέχρι να κάνουν τα σαράντα στη συχωρεμένη, παρέπαιαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Καταφύγιο του πόνου τους, οι ρακές. Σουρωμένοι, άφαγοι, μαυροντυμένοι και αξύριστοι, άρχισαν να μοιάζουν με ανθρώπους των σπηλαίων και δε θύμιζαν σε τίποτα τον παλιό καλό τους εαυτό. Τους συνέφεραν πότε με μαλώματα και πότε με τρυφεράδες η Ματίνα και η Λένα, που τους επισκέφτηκαν μία εβδομάδα πριν το μνημόσυνο για να βοηθήσουν στις ετοιμασίες. Οι δυο γυναίκες εξαφάνισαν το ποτό, αέρισαν το σπίτι, έπλυναν και σιδέρωσαν. Καθημερινά, όπως πρόσταζε το έθιμο, φούρνιζαν δυο και τρία ταψιά με πίτες ή ψητό και τα μοίραζαν στα γύρω φτωχόσπιτα. Μάζεψαν όλα τα ρούχα της Τασούλας και τα έστειλαν σε μια χήρα με έξι παιδιά που ζούσε στον Άγιο Νικόλαο. Την παραμονή του μνημόσυνου, ετοίμασαν το δίσκο με τα κόλλυβα, τέσσερα πανέρια με πατητά και δύο δίσκους με καλιτσουνάκια. Έστρωσαν ένα λευκό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι του σαλονιού και τα ακούμπησαν εκεί, μαζί με ένα μπουκάλι κρασί, το θυμιατό κι ένα κερί. Το απόβραδο, καλοδέχτη-καν τις γυναίκες που κατέφθασαν να βεγγερίσουν με καφέ και να ξενυχτήσουν την αποθανούσα τιμητικά. Η ευεργετική παρουσία των δύο γυναικών έκανε τον Λάμπρο και τον Σήφη να συνειδητοποιήσουν πως η ζωή προσπερνούσε τρέχοντας τα μνήματα και πως, αν ήθελαν να την προλάβουν, έπρεπε να ανασυγκροτηθούν. Για πόσο ακόμα θα τους φρόντιζαν και θα τους κανάκευαν η Λένα, η Ματίνα ή οι καλές και πονόψυχες γειτόνισσες;
Με συνοπτικές διαδικασίες, λίγο μετά το φευγιό των Δασκαλάκηδων, πούλησαν τα λιγοστά τους υπάρχοντα -σπίτι και δύο αμπέλια- και με τα χρήματα που πήραν αγόρασαν ένα καΐκι και ένα μικρό σπίτι στο Κουμ Καπί. Ρόλο σε αυτό έπαιξε και η απόφαση του Νικολού να ζήσει με την αδερφή του στη Χαλέπα. Ο Λάμπρος και ο Σήφης εξόπλισαν το καΐκι με δίχτυα, παραγάδια και συρτές, αποφασισμένοι να ασχοληθούν επαγγελματικά με την αλιεία. Το ψάρεμα του ξιφία και των αφρόψαρων, που μέχρι τότε ήταν για τους δύο άντρες χόμπι, έγινε το εφαλτήριο της νέας τους ζωής. Κυρίως για τον Σήφη, ο οποίος ήθελε ένα μέλλον με τη Λένα και πολλά κοπέλια που να της μοιάζουν. Εκείνος ονειρευόταν ό,τι ακριβώς και η Λένα για τον Γιόχαν. Δυο παιδικοί φίλοι στην Κρήτη του 1939 έκαναν ολόιδια όνειρα, αλλά με διαφορετικούς πρωταγωνιστές.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, 1940 ΣΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ της Ευρώπης, το 1940, η ναζιστική Γερμανία ανεβάζει με επιτυχία, για τρίτη συνεχή χρονιά, την παράσταση που θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο Παιχνίδια Πολέμου, σε σκηνοθεσία Αδόλφου Χίτλερ και με βοηθό σκηνοθέτη τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι. Οι δύο άντρες, αν και δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο, έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία για να εξυπηρετήσουν τα κοινά τους συμφέροντα. Η πρώτη πράξη του έργου αφορούσε παρασκηνιακές αντεγκλήσεις και συμφωνίες με αφορμή τη μειονότητα των Σουδητών στην Τσεχοσλοβακία, μέχρι να επιτευχθεί η αμαχητί παράδοση της μισής χώρας. Στη δεύτερη πράξη, η ναζιστική Γερμανία, με συμπρωταγωνιστή έναν υπολογίσιμο αντίπαλο, το Σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν, αναγκάζεται να υπογράψει ένα σύμφωνο μη επίθεσης, υπακούοντας στη ρήση που λέει «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το». Όμως η όρεξη του Χίτλερ έχει ανοίξει. Για να κατευνάσει την πείνα του, εισβάλλει στην Πολωνία. Οι Γερμανοί χειροκροτούν όρθιοι, δίνοντας έτσι το πράσινο φως για τη συνέχιση της πολεμοχαρούς παράστασης. Αυτή ήταν και η αρχή ενός προαναγγελθέντος θρήνου. Ποτάμια από δάκρυα και αίμα θα διέρρεαν την Ευρώπη, και θα περνούσαν μήνες μέχρι να αφυπνιστούν οι Σύμμαχοι και να προστρέξουν σε βοήθεια. Ο δικτάτορας Μουσολίνι, σαν ζηλιάρα μαϊμού, παρακολουθούσε στενά τις επιτυχίες του δικτάτορα Φράνκο στην Ισπανία και του Χίτλερ στη Γερμανία. Και σε μια προσπάθεια να τους ανταγωνιστεί αποφάσισε ν’ ανεβάσει τη δική του θεατρική, πολεμική παράσταση, με πρωταγωνιστές τη χώρα του και την Ελλάδα. Έτσι, πριν τη γερμανική εισβολή, συνέβησαν δύο πολύ σημαντικά γεγονότα, τα οποία συντάραξαν το πανελλήνιο. Το πρώτο ήταν ο τορπιλισμός της «Έλλης» στο λιμάνι της Τήνου και το δεύτερο ο από αέρος βομβαρδισμός του πλοίου «Τρίτων» στην Κρήτη από τους Ιταλούς. Η φασιστική Ιταλία ζητάει απροκάλυπτα την παράδοση της χώρας μας και ο δικτάτορας Μεταξάς, το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 απαντάει «ΟΧΙ», κηρύσσοντας έτσι την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ένα «ΟΧΙ» που σήμαινε πως ο Μεταξάς ήθελε, πολύ απλά, η Ελλάδα να ανήκει στους Έλληνες. Εκείνος δεν ονειρευόταν αυτοκρατορίες, ούτε είχε την επιθυμία να κατακτήσει τον κόσμο, και βέβαια δεν είχε παραληρηματικές τάσεις μεγαλείου. Αν ο Μουσολίνι είχε φαντασιωθεί τον εαυτό του στο ρόλο του Ξέρξη, τότε κι εκείνος, σαν άλλος Σπαρτιάτης, του είπε το αυτονόητο: «Μολών λαβέ». Την ίδια χρονιά που ο ελληνικός στρατός κατέλαβε ύστερα από νικηφόρες μάχες την Πρεμετή, τους Άγιους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και τη Χειμάρα, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης και στο Τατόι γεννήθηκε ο γιος του βασιλιά Παύλου και της βασίλισσας Φρειδερίκης, ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Στη Γερμανία, ο υπουργός Εσωτερικών, Χέρμαν Γκέρινγκ, εξουσιοδότησε τον Ράινχαρντ Χάιντριχ να οργανώσει την εξόντωση των εβραίων.
Στα απόνερα της αναταραχής στην Ευρώπη, δύο υπερδυνάμεις, η Αμερική και η Ιαπωνία, διχογνωμούν για τον κυρίαρχο ρόλο τους στον Ειρηνικό ωκεανό. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ εφοδιάζει με όπλα την Αγγλία -η οποία, στο μεταξύ, μαζί με τη Γαλλία, είχε κηρύξει τον πόλεμο στη ναζιστική Γερμανία-, ανυποψίαστος για τα ιαπωνικά σχέδια. Ο βομβαρδισμός της αμερικανικής βάσης στο Περλ Χάρμπορ από Ιάπωνες καμικάζι θα βάλει στο παιχνίδι του πολέμου και την Αμερική. Η Αμερική, που μέχρι τότε διατυμπάνιζε σε όλη την υφή-λιο την ουδετερότητά της, με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», αναθεώρησε και, παίρνοντας θέση απέναντι στις φρικαλεότητες της ναζιστικής Γερμανίας, δήλωσε ξεκάθαρα πως θα βοηθήσει τους Συμμάχους. Ο γερμανικός λαός είχε ελάχιστη γνώση των φρικαλεοτήτων, καθώς ο Γκέμπελς, που ήταν υπουργός Πληροφοριών και Προπαγάνδας, είχε τον απόλυτο έλεγχο και δεν άφηνε περιθώρια προβολής ή αποκάλυψης των βδελυρών και αποτρόπαιων πράξεων. Αντίθετα, οι Άγγλοι ήταν καλύτερα ενημερωμένοι, καθώς η πολιτική εξουσία δεν ασκούσε λογοκρισία στο βρετανικό Τύπο, που βασιζόταν στο αξίωμα πως μια δημοκρατία με δεμένα μάτια θα πέσει γρηγορότερα απ’ ό,τι θα παλέψει. Στην Ελλάδα, ο ελληνικός Τύπος, με εντολή του υφυπουργού Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, ήταν επίσης φιμωμένος, ενώ απαγορεύονταν οι δημόσιες πολιτικές συζητήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν εντάσεις ή καβγάδες μεταξύ των εμπλεκομένων. Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Ασύρματος, το Σεπτέμβριο του 1939, η ανακοίνωση ήταν απόλυτα σαφής: Συζητήσεις και σχόλια εις τα καφενεία, τας οδούς, τραμ, λεωφορεία, σιδηροδρόμους και δημοσίους εν γένει χώρους περί των εμπολέμων προκαλούσαι αντεγκλήσεις ή και δυσφορίαν μεταξύ των ακροατών απαγορεύονται απολύτως. Οι παραβάται συλλαμβανόμενοι θα παραπέμπωνται εις την επιτροπήν ασφαλείας. Την επίσημη έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου σηματοδότησε η εισβολή της Γερμανίας, το Σεπτέμβριο του 1939, στην Πολωνία και ο βομβαρδισμός της Βαρσοβίας. Ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα και η αρχή ενός από τους φονικότερους πολέμους στα μέσα του 20ού αιώνα. Κάποιοι -λίγοι- ίσως και να ψυχανεμίζονταν την επερχόμενη συμφορά. Οι περισσότεροι δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στις κινήσεις και στα παραληρήματα του Χίτλερ και των ομοϊδεατών του. Σε αυτούς συγκαταλέγονταν κι εκείνοι που επικροτούσαν, οι θαυμαστές της ακραίας πολιτικής του. Ο ναζισμός δεν είχε σε υπόληψη το δημοκρατικό πολίτευμα. Ένα φιλογερμανικό πνεύμα σάρωνε πολιτικές και δημοκρατικές συνειδήσεις, εκτός από εκείνη του Έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, αν και θαυμαστής, είχε το βλέμμα στραμμένο στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Αντίθετα, η Βρετανική Αυτοκρατορία, διά στόματος του πρωθυπουργού της, Ουίνστον Τσόρτσιλ, και του υπουργού Πολέμου και Εξωτερικών, Άντονι Ίντεν, θεωρούσε πως η Ελλάδα ήταν μάλλον ένα καμένο χαρτί για τα συμφέροντά της, εκτός από την Κρήτη. Η Κρήτη ήταν μια βάση μεγίστης στρατηγικής σημασίας, καθώς εξυπηρετούσε τις βρετανικές ναυτικές συγκοινωνίες στην Ανατολική Μεσόγειο, και άρα έπρεπε πάση θυσία να προστατευτεί. Την ίδια χρονική στιγμή, στο επιτελείο στρατού της ναζιστικής Γερμανίας, ο Χίτλερ και οι στρατηγοί
του, αναγνωρίζοντας τη στρατηγική σπουδαιότητα της Κρήτης, επεξεργάζονταν διάφορα σχέδια. - Θεωρώ πως είναι άμεσης προτεραιότητας η κατάληψη της Αλεξάνδρειας και της Κρήτης, είπε τη γνώμη του στους στρατιωτικούς που συσκέπτονταν ο στρατηγός Φραντς Χάλντερ. - Όχι τώρα, τον διέκοψε αποφασιστικά ο Φίρερ. Προέχουν η Μακεδονία και η Θράκη, ώστε να εξασφαλίσουμε την πρόσβασή μας στις ρουμανικές πετρελαιοπηγές. Αν συμφωνήσει και συνεργαστεί ο βασιλιάς Βόρις, θα εισβάλουμε εκεί από τη Βουλγαρία. Και η πολεμική σύσκεψη τέλειωσε με ομόφωνη συγκατάθεση στις προτεραιότητες που έθεσε ο Χίτλερ. Πρώτα η κατάκτηση της Ελλάδας και αργότερα της Κρήτης. Το σχέδιο «Επιχείρηση Μαρίτα» μόλις είχε πάρει έγκριση. Εκείνη τη χρονική στιγμή, στην Αθήνα, η καθημερινότητα, αν και ισορροπούσε σε τεντωμένο σκοινί, δεν παρουσίαζε σημάδια επικείμενης κατάρρευσης. Τα σινεμά, τα θέατρα και τα καμπαρέ λειτουργούσαν κανονικά. Στο θέατρο «Κοτοπούλη» είχε ανέβει Το Παιδί με τη Χρυσή Τύχη του Αμερικανού συγγραφέα Κλίφορντ Όντετς, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Στο «Λυρικόν», Η Αθήνα του ’39, και στο «Μπομπονιέρα» της Κηφισίας, Η Εύθυμη Χήρα του Φραντς Λέχαρ. Στα σινεμά, το «Ροζικλαίρ» στην Αθήνα πρόβαλλε την ταινία Η Μυστηριώδης Πτήσις, ενώ το «Νανά» στη Βουλιαγμένης έπαιζε Στο Περιθώριο της Ζωής. Αυτά συνέβαιναν στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, όταν δύο αυλές πιο ψηλά, και συγκεκριμένα στο Παρίσι, δινόταν η εντολή για γενική επιστράτευση. Χιλιάδες κόσμου συνωστίζονταν για μια θέση στο Σεμπλόν Οριάν Εξπρές, με σκοπό να περάσουν τα γαλλοελβετικά και, στη συνέχεια, τα ιταλοελβετικά σύνορα, με προορισμό την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να διαφύγουν διά θαλάσσης από τη Μασσαλία με το «Κάιρο Σίτι» ή το ατμόπλοιο «Σαμπολιόν», προς τη Γιάφα και τη Βηρυτό, κάτι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο, καθώς τα γερμανικά υποβρύχια περιπολούσαν σε όλη τη Μεσόγειο. Η ζωή του Μάρκους και του Γιόχαν είχε ήδη μπει σε νέα τροχιά εξέλιξης από εκείνο το βράδυ που ο Αδόλφος και η Εύα προσκάλεσαν τους φον Σίφερ σε δείπνο, για να τους καλωσορίσουν κατά την επάνοδό τους στην πατρίδα. Ο νονός των διδύμων είχε εκστασιαστεί τόσο πολύ με το δώρο του Μαξ, που σε μια κρίση καλής θέλησης και άκρατου ενθουσιασμού ζήτησε από τα δύο αγόρια να διαλέξουν σε ποιο σώμα επιθυμούσαν να καταταγούν για να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Με αβάντα αυτή την πρόταση, γράφτηκαν στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου για να παρακολουθήσουν το πρώτο εξάμηνο της Σχολής Οικονομικών Επιστημών. Στη συνέχεια, ο Μάρκους ζήτησε να υπηρετήσει στα Ες Ες, υπό τις διαταγές του Χίμλερ, ενώ ο Γιόχαν κατετάγη στη Λουφτβάφε, υπό τις διαταγές του στρατηγού Κουρτ Στούντεντ. Ο Στούντεντ ήταν στρατιωτικός καριέρας και είχε διακριθεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο, όπου και τραυματίστηκε βαριά όταν το αεροσκάφος του κατέπεσε. Το 1938, οπότε ο Χίτλερ αποφάσισε να επιτεθεί στην Τσεχοσλοβακία, του ανέθεσε να συγκροτήσει το πρώτο σώμα αλεξιπτωτιστών της Γερμανίας. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ, αν και συμπαθούσε τον Στούντεντ,
ήταν κάθετα αντίθετος με αυτό το τολμηρό εγχείρημα. Αντίθετοι ήταν και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, τόσο του στρατού όσο και της αεροπορίας. Τελικά, το νεοσύστατο σώμα των αλεξιπτωτιστών δε χρησιμοποιήθηκε στην Τσεχοσλοβακία, η οποία συνθηκολόγησε χωρίς να χρειαστεί ν’ ανοίξει ρουθούνι. Η βασική ικανότητά του ήταν ο απόλυτος αιφνιδιασμός. Η εμφάνιση πολυάριθμου σμήνους αλεξιπτωτιστών σκοπό είχε να επιφέρει στις γραμμές του εχθρού σύγχυση και οι στρατιώτες, απροετοίμαστοι, ή καλύτερα ανυποψίαστοι, θα ήταν ανήμποροι να αντιδράσουν. Στο σώμα των αλεξιπτωτιστών ήταν όλοι εθελοντές. Νεαροί οι οποίοι είχαν υπάρξει μέλη της χιτλερικής νεολαίας ή άλλοι που ήταν απλώς φιλόδοξοι ή ριψοκίνδυνοι. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκε και ο Γιόχαν. Ο Γιόχαν, σε αντίθεση με τον Μάρκους, ο οποίος ήθελε να δηλώνει «παρών» στα κέντρα των μεγάλων αποφάσεων, προτιμούσε τη δράση. Προτιμούσε να παίρνει εντολές παρά αποφάσεις. Πάντως, εκείνη τη χρονιά που επέστρεψαν τα δύο αδέρφια στη Γερμανία, το 1938, το σίγουρο ήταν πως ούτε που υποψιάζονταν τις ανατροπές ή τις επιπτώσεις που θα είχε στη ζωή τους η ακραίων αποχρώσεων πολιτική του νονού τους, ο οποίος έπασχε από το σύνδρομο της μετριότητας, και η επικίνδυνη φαντασίωση του Ιταλού δικτάτορα Μουσολίνι, ο οποίος οραματιζόταν την επανίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με τον ίδιο σε ρόλο καίσαρα.
Βερολίνο, Νοέμβριος του 1940 Ο Γίοχαν ηταν ξυπνιος εδώ και ώρα, μα δεν έλεγε να εγκαταλείψει τη ζεστασιά και την άνεση του μεγάλου κρεβατιού. Είχε μία εβδομάδα στην έπαυλη των φον Σίφερ με άδεια από το στρατό, και ακόμα δεν είχε χορτάσει χουζούρι. Σκεφτόταν πόσο λάθος επιλογή είχε κάνει όταν ο νονός τους πρότεινε σ’ εκείνον και στον Μάρκους να διαλέξουν το σώμα στο οποίο ήθελαν να υπηρετήσουν. Ο αδερφός του, όπως πάντα, διάλεξε το καλύτερο, καθώς άλλη εκπαίδευση κάνεις όταν προορίζεσαι για τα γραφεία και άλλη όταν ρίχνεσαι στην πρώτη γραμμή του πυρός. Ο ίδιος, ορμητικός και ριψοκίνδυνος, προτίμησε το σώμα αλεξιπτωτιστών του Στούντεντ. Τώρα, σε λιγότερο από σαράντα οχτώ ώρες, η άδειά του τέλειωνε και έπρεπε να παρουσιαστεί πάλι στη μονάδα του. Τα ξενύχτια με τους φίλους και την Κλάρα Μάισεν, τη ζωντοχήρα ερωμένη του, θα περνούσε καιρός, κατά τα φαινόμενα, μέχρι να τα επαναλάβει. Μετά τον τρόπο ζωής τους στο νησί, η επιστροφή στο Βερολίνο έμοιαζε με επιστροφή σε μια πόλη του μέλλοντος. Δεν υπήρχε σημείο σύγκρισης μεταξύ τους. Ούτε οι άνθρωποι ούτε οι νοοτροπίες ούτε οι εικόνες. Εδώ υπήρχαν μαγαζιά, ρεστοράν, νυχτερινή ζωή, αλλά και η βερολινέζικη ελίτ, που ήθελε τους άντρες με μαλλιά να γυαλίζουν από την μπριγιαντίνη, να φορούν κοστούμια ραμμένα με την τελευταία λέξη της μόδας, μονόκλ, ακριβά ρολόγια τσέπης, καπέλο στο κεφάλι. Και οι γυναίκες -αχ οι γυναίκες!- έμοιαζαν με φιγουρίνια. Πιστά αντίγραφα της Γκάρμπο ή της Ντίτριχ, συνωστίζονταν στα μαγαζιά της Τίεργκαρτεν στράσε. Επιπλέον, οι νεολαίοι του Χίτλερ, οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί τους, οι οποίοι ενστερνίζονταν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο μια νέα τάξη πραγμάτων, έδιναν τον τόνο της πόλης. Η Σουλστράσε, ο δρόμος όπου στεγαζόταν το τμήμα μεταγωγών των εβραίων, και στρατόπεδα όπως το Τερέζιενστατ και το Νταχάου δεν ήταν ακόμα ευρέως γνωστά, παρά μόνο στη Βέρμαχτ και στα Ες Ες του Χίμλερ. Πολύ γρήγορα, ο Μάρκους και ο Γιόχαν έμαθαν το χαιρετισμό του νέου καθεστώτος. Δι’ ανατάσεως της χειρός αναφωνούσαν «χάιλ». Ήταν ένας χαιρετισμός που δήλωνε την αποδοχή, τον ενθουσιασμό και το σεβασμό όχι μόνο προς τους κρατούντες, αλλά και προς τους συμπολίτες τους. Από την πρώτη στιγμή που οι δίδυμοι έκαναν την εμφάνισή τους στα βερολινέζικα σαλόνια, προκάλεσαν πολλά και θετικά σχόλια. Έγιναν περιζήτητοι στις νεανικές συντροφιές της υψηλής κοινωνίας, ιδιαίτερα στο γυναικείο πληθυσμό. Καμιά γυναίκα δε γύριζε την πλάτη στην ομορφιά, στο χρήμα και στην κοινωνική τους θέση. Όλες, δεσμευμένες ή αδέσμευτες, όταν έριχναν τα μάτια πάνω τους, ήταν γεμάτα πόθο, λαγνεία και την προσδοκία μιας συνεύρεσης, έστω και της μιας βραδιάς. Ήταν απόλυτα φυσικό -ο Γιόχαν περισσότερο και ο Μάρκους λιγότερο, λόγω εσωστρέφειας- να παρασυρθούν από τον ανεμοστρόβιλο της ευδαιμονίας που παρασέρνει τα νιάτα στο σαρωτικό πέρασμά του.
Πού και πού, μεταξύ σπουδών, στρατιωτικών υποχρεώσεων και διασκέδασης, τα χρόνια που έζησαν τα δύο αδέρφια στην Κρήτη επανέρχονταν στη θύμησή τους ξεθωριασμένα και θολά, σαν φωτογραφίες σε σέπια. Εδώ και κάμποσο καιρό, τα συναισθήματα του Γιόχαν ήταν μπερδεμένα. Ένιωθε μια γλυκιά νοσταλγία για το νησί, και κυρίως για τη Λένα, ανάμεικτη με θυμό και απογοήτευση. Το δικό του λάθος ήταν πως, επιστρέφοντας στην πατρίδα, οι εξελίξεις στη ζωή του ήταν τόσο ραγδαίες, ώστε είχαν ως αποτέλεσμα να αμελήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στην πρασινομάτα Κρητικοπούλα φεύγοντας, πως θα της έγραφε αμέσως. Όταν η ζωή του ισορρόπησε και βρήκε τους ρυθμούς της, της έγραψε όχι μία, αλλά πολλές φορές, μα όλα τα γράμματα γύριζαν πίσω με την ένδειξη «άγνωστος παραλήπτης». Μετά και την επιστροφή της τέταρτης επιστολής, έστειλε ένα γράμμα στη διεύθυνση του Σήφη. Και αυτό το γράμμα είχε την ίδια τύχη. Ο Γιόχαν αναρωτιόταν τι μπορούσε να έχει συμβεί στις δύο οικογένειες και δεν έδιναν σημεία ζωής, βάζοντας διάφορα με το νου του. Το χειρότερο σενάριο παραμέρισε όλα τα υπόλοιπα, δίνοντας άλλοθι στο θυμό και στην απογοήτευσή του, τα δύο συναισθήματα που λειτουργούσαν σαν γομολάστιχα, όταν η μνήμη του λοξοδρομούσε και φανταζόταν πως τα χείλη που φιλούσε με πάθος δεν ήταν της ερωμένης του, αλλά της Λένας. Ο Γιόχαν γνώριζε τον ανεκπλήρωτο έρωτα του Σήφη για εκείνη. Το πιο πιθανό ήταν πως ο Νικολός και ο Λάμπρος θα τους είχαν παντρέψει άρον άρον και πως μάλλον όλοι θα ζούσαν κάπου αλλού. Ίσως στα Χανιά. Εκεί όπου είχε το σπίτι της η Ματίνα, η αδερφή του Νικολού. Μα και πάλι, αναρωτιόταν ο Γιόχαν έμπλεος αμφιβολιών, αφού το βιος τους ήταν στην Καλλιθέα, με ποια αιτία θα άλλαζαν τη ζωή τους; Τι να τους συνέβη; Σκέψεις, ερωτήματα και ενδεχόμενα που αφορούσαν τα αγαπημένα του πρόσωπα στο νησί στριφογύριζαν στο μυαλό του μόνο κάτι στιγμές σαν κι αυτή που ήταν χαλαρός και ξεκούραστος, στην ασφάλεια της κάμαρής του. Τις άλλες ώρες, οι στρατιωτικές του υποχρεώσεις, οι πανεπιστημιακές σπουδές, τα πάρτι των εύπορων γόνων της τάξης του και τα φλερτ με γυναίκες έμπειρες, αποφασισμένες να δώσουν και να πάρουν ηδονή, δεν άφηναν πολλά περιθώρια στις σκέψεις του να λοξοδρομούν, αναζητώντας να ξαποστάσουν στη σκιά ενός τόπου όπου οι άνθρωποι και τα χούγια τους τον είχαν ξελογιάσει. Ο Γιόχαν, με τα μάτια σφαλιστά, ταξίδεψε στο νησί, και συγκεκριμένα στο φιλόξενο αυλόγυρο του θείου Λάμπρου. Τη χρονιά που η Λένα αρρώστησε με μαγουλάδες. Η Τασούλα είχε απαγορέψει στ’ αγόρια να την πλησιάσουν για πάνω από δέκα μέρες. - Αλίμονο, μουρμούριζε, να κολλήσουν και να μας μείνουν λειψά. - Τι εννοείς, θεία; την είχαν ρωτήσει με μια φωνή ο Μάρκους και ο Μανολιός. - Μακριά, χωρίς πολλές κουβέντες, που μου ζητάτε και αναφορά. Η περιέργεια για το νόημα των λόγων της τους έστειλε -πού αλλού;- στο λαλίστατο θείο Λάμπρο.
- Θείε, γιατί θα μείνουμε λειψοί αν κολλήσουμε τις μαγουλάδες της Λένας; - Γιατί οι άντρες γίνονται μετά ανίκανοι. Άμετε από εδώ τώρα, κουζουλά, που γυρεύετε για όλα απαντήσεις. Τα τέσσερα αγόρια κάθονταν με τις ώρες πίσω από τον ξύλινο φράχτη, μπας και η θεία Τασούλα, στο μεταξύ, άλλαζε γνώμη και τους άφηνε να δουν από λίγο πιο κοντά τη Λένα, μα, αντί γι’ αυτούς, η πόρτα άνοιξε για να τη δρασκελίσει μια μαντιλοδεμένη ηλικιωμένη γυναίκα που την έβλεπαν για πρώτη φορά. Ήταν η γητεύτρα. Στα χωριά, ο σπουδαγμένος γιατρός αποτελούσε ακόμα είδος εν ανεπαρκεία, γι’ αυτό και οι χωρικοί, όταν αρρώσταιναν, καλούσαν τη γητεύτρα, η οποία γνώριζε το αντίστοιχο ξόρκι που θα έδιωχνε μακριά το κακό. Έτσι έγινε και στην περίπτωση της Λένας. Η γητεύτρα πρώτα ακούμπησε στο μάγουλο του κοριτσιού ένα κλειδί και μετά, κάνοντας το σημείο του σταυρού, είπε το ξόρκι: «Αϊ-Γιάννη κι Αϊ-Γιώργη και οι Δώδεκα Αποστόλοι απού βοηθούν τσ’ ανθρώπους εις τσι δύσκολους μπελάδες, να γιάνουνε τη δούλη του Θεού, Λένα, απού τσι μαγουλάδες». Μία εβδομάδα αργότερα, το σύντομο τελετουργικό έφερε το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Όταν η παρέα ξαναβρέθηκε στις αλάνες σε απαρτία, η Λένα έλυσε και τις τελευταίες απορίες των αγοριών. Μετά πήρε τη σκυτάλη η καζούρα. Τα αγόρια έπιασαν στις αυλές των σπιτιών, μα και στο προαύλιο του σχολείου τους, να αναπαριστάνουν κοροϊδευτικά το τελετουργικό για την παθούσα Λένα, με τίτλο Η Θεραπεία των Μαγουλάδων της Λένας. Ο Γιόχαν συμμετείχε ενεργά στην παράσταση, υποδυόμε-νος πότε τη γητεύτρα και πότε τη θεία Τασούλα που σταυροκοπιόταν, χωρίς να φαντάζεται πως, ακριβώς ένα χρόνο μετά, πρωταγωνιστής σε ανάλογη περίπτωση θα ήταν ο ίδιος και μόνο ο τίτλος του έργου θα άλλαζε: Η Θεραπεία της Ηλίασης του Γιόχαν. Άμαθος και ευαίσθητος λόγω του ανοιχτού δέρματος, ακολούθησε στα κτήματα τον Σήφη και τον Μανολιό, με αποτέλεσμα να πάθει ηλίαση από την ολοήμερη έκθεσή του στο δυνατό ήλιο. Όταν κατέφθασε η γητεύτρα, εκείνος από τις κρυάδες και το τρέμουλο ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Δεν είδε και δεν άκουσε τίποτε απ όσα έγιναν μέσα στην κάμαρή του. Το τελετουργικό για τη δική του περίπτωση του το περιέγραψαν αργότερα οι φίλοι του. Η γητεύτρα έβαλε μέσα σ’ ένα ποτήρι τρία χαλίκια και το γέμισε με νερό. Κατόπιν, με τη βοήθεια της θείας Τασούλας, τον έστησε στο πρεβάζι του παραθύρου, να βλέπει κατάφατσα τον ήλιο, και γύρισε το ποτήρι ανάστροφα στο κεφάλι του Γιόχαν, λέγοντας τα μαγικά λόγια: «Στάσου, ήλιε πρωινέ, στάσου, μεσημεριανέ, έλα δα κι επιάσαμέ σε, στο σταμνί εβάλαμέ σε. Ήλιε μας, χρυσοήλιε μας, που πάεις να βασιλέψεις, το δούλο του Θεού, Γιόχαν, που λάβωσες, γιάειρε να γιατρέψεις». Ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε απότομα το νο-σταλγικό ταξίδι του Γιόχαν, και αμέσως μετά μπήκε στο δωμάτιο ο αδερφός του. - Γιόχαν, ξύπνα... Ακόμα κοιμάσαι; Έχεις κανονίσει κάτι για σήμερα το βράδυ;
- Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Ίσως πάω για ποτό στο «Κάιζερχοφ», τίποτα σίγουρο. - Α, αυτό είναι καινούριο. Εσύ και δεν έχεις αποφασίσει ακόμα... Είσαι καλά; Μήπως είσαι άρρωστος; - Μην ανησυχείς και είμαι πολύ καλά, απλώς πριν έρθεις σκεφτόμουν το νησί. - Το νησί ή τη Λένα; - Και τα δύο. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να έχει συμβεί. Λες και άνοιξε η γη και τους κατάπιε. - Παλιά ιστορία... Απορώ που ακόμα τη σκέφτεσαι. Αν θες τη συμβουλή μου, ξέχνα την Ελλάδα και τους Έλληνες. - Μα πώς γίνεται να διαγράψουμε τόσα χρόνια από τη ζωή μας; - Δε σου είπα να τα διαγράψεις, αλλά αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο κέντρο ενός τυφώνα που θα σαρώσει την Ευρώπη. Τώρα προέχουν το έθνος μας και τα σχέδια του Φίρερ. Ο Γιόχαν κοίταξε τον αδερφό του που μιλούσε αφοσιωμένα, με πίστη, και ντράπηκε να του ομολογήσει πως εκείνος δεν ήταν και τόσο σίγουρος ότι συμμεριζόταν «τα σχέδια του Φίρερ», και συνεπώς δεν τα επικροτούσε. Στην πραγματικότητα, έτρεμε τις εξελίξεις, που μύριζαν έντονα μπαρούτι, πρωσικό οξύ και θάνατο. Τα εργοστάσια, κάνοντας υπερωρίες, έραβαν στρατιωτικές στολές, στα εργαστήρια παράγονταν μεγάλες ποσότητες πρωσικού οξέος για χρήση σε χημικό πόλεμο και στα στρατόπεδα του Νταχάου, του Μαουτχάουζεν, του Μπούχενβαλντ και τα υπόλοιπα συσσωρεύονταν ανεπιθύμητοι πολίτες, όπως εβραίοι, κομουνιστές, αθίγγανοι και άτομα με νοητική υστέρηση. Η Ιταλία ήταν ήδη σε πόλεμο με την Ελλάδα και η Γερμανία είχε ήδη αρχίσει τις εχθροπραξίες με την Αγγλία και τη Γαλλία. Εύλογα θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί κανείς πού οδηγούσαν όλα αυτά. Ο Γιόχαν συγκάλυψε με μια ερώτηση τις σκέψεις του. - Εσύ δε σκέφτεσαι ποτέ το νησί; - Τι με ρωτάς; Φυσικά και το σκέφτομαι, αλλά σαν μια παρένθεση. Αδερφέ μου, σύνελθε, η πραγματική ζωή μας είναι εδώ και κάτω από τη σοφή καθοδήγηση του Φίρερ θα μεγαλουργήσουμε και θα ξαναγράψουμε την Ιστορία με χρυσά γράμματα. - Μακάρι να είχα τη σιγουριά σου. - Γιόχαν, πρόσεχε! Εγώ είμαι αδερφός σου και δε σε παρεξηγώ, αλλά φρόντισε να μη σου ξεφεύγουν τέτοια λόγια. Δε θέλω να φτάσει στην Καγκελαρία κάποια επιστολή που θα σε χαρακτηρίζει προδότη. - Μα τι σκέφτεσαι; Είμαι στρατιώτης και υπακούω σε εντολές όπως κι εσύ. Απλώς δεν έχω τη δική σου σιγουριά, το δικό σου ενθουσιασμό. - Τέλος πάντων, ξέχνα το νησί. Νόμιζα πως η βαρόνη Κλάρα Μάισεν διέθετε επαρκή προσόντα για να σε κάνει να βγάλεις από το νου σου τη χωριατοπούλα. - Δε μιλάς; Πραγματικά, Γιόχαν, δε σε καταλαβαίνω. Η ζωή σου, αγόρι μου, είναι εδώ και, υπό τις
παρούσες συνθήκες, δεν επιτρέπεται να ονειροβατείς, ούτε να έχεις αυταπάτες. Οι αυταπάτες είναι επικίνδυνες, και ξέρεις γιατί; Γιατί υποδηλώνουν μια ωραιοποιημένη κατάσταση. Δε θέλω να σε προσγειώσω απότομα, αλλά άκου αυτό μπας και συνέλθεις και αμέσως μετά ξέχνα το, σαν να μη σου το είπα. Είναι απόρρητο. Το επιτελείο, σε συνεργασία με τον Μουσολίνι, επεξεργάζεται σχέδιο για την Ελλάδα. - Σχέδιο; Τι σχέδιο; - Επίθεσης. - Και στην Κρήτη; - Σε πρώτη φάση, η Κρήτη μένει απέξω. Μη ρωτήσεις άλλα, ο σχεδιασμός είναι απόρρητος και ήδη σου αποκάλυψα πολλά. - Μα, αν εμπλακούμε σε πόλεμο με την Ελλάδα, οι Σύμμαχοι δε θα καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια. - Εγώ πιστεύω πως θα λουφάξουν όλοι. Κανείς δεν είναι σε θέση να τα βάλει μαζί μας. Όμως ξέχνα ό,τι είπαμε. Για άλλο ήρθα να σου μιλήσω. Μου τηλεφώνησε ο Κουρτ. Μας καλεί απόψε στην έπαυλή του να δούμε σε ιδιωτική προβολή το Όσα Παίρνει ο Άνεμος, με τη Βίβιαν Λι και τον Κλαρκ Γκέιμπλ. Λίγοι φίλοι και εκλεκτοί. Μετά, αναλόγως τα κέφια μας, ίσως πάμε στο καμπαρέ της Κλόντια. Τι λες; Είσαι μέσα; Ο Γιόχαν αναθάρρησε. Αγαπούσε τον κινηματογράφο. Κρυφά, σχετικά πρόσφατα, είχε δει ακόμα και την απαγορευμένη ταινία Ο Μεγάλος Δικτάτορας, μια αντιπολεμική σάτιρα του Τσάρλι Τσάπλιν, στην οποία το όνομα της Γερμανίας ήταν Πτωμανία και του Χίτλερ, Χίνκελ. Ο Τσάρλι Τσάπλιν έπαιζε ένα μεγαλομανή, παρανοϊκό δικτάτορα που αρεσκόταν να χορεύει κρατώντας αγκαλιά την υδρόγειο και είχε σωσία έναν εβραίο κουρέα με τον οποίο έμπλεκαν σε απίθανες, τραγελαφικές ιστορίες. Ο Γιόχαν είχε γελάσει με την ψυχή του και είχε θεωρήσει τουλάχιστον χωρίς χιούμορ την επιτροπή λογοκρισίας. - Φυσικά και είμαι μέσα, απάντησε τώρα στον αδερφό του. Κοίταξε με αγάπη τη φιγούρα του Μάρκους καθώς αυτή χανόταν πίσω από την περίτεχνα σκαλιστή δρύινη πόρτα του δωματίου του. Η ακραία ιδεολογία εκείνου, εκ διαμέτρου αντίθετη με τη δική του, δεν αναιρούσε το γεγονός πως οι δυο τους ήταν όμαιμοι και αγαπημένοι. Ο Μάρκους ήξερε πώς να του αλλάζει τη διάθεση. Ο Γιόχαν, χωρίς να σταματήσει να σκέφτεται το θέμα που κατά βάθος τον έκαιγε και άκουγε στο όνομα που έκαψε την Τροία, Λένα, άφησε τη ραστώνη του κρεβατιού και με γοργές κινήσεις έπιασε να ετοιμάζεται για μια πολλά υποσχόμενη βραδινή έξοδο. Τα δύο τελευταία χρόνια είχαν συμβεί πολλά γεγονότα, λίγα ευχάριστα, τα περισσότερα δυσάρεστα, που είχαν περιορίσει, ή μάλλον σχεδόν εκμηδενίσει, την ξεγνοιασιά του. Εκ φύσεως πρόσχαρος και αισιόδοξος, μετρούσε τα αδιέξοδα της ζωής του και στα περισσότερα -αυτό ήταν σίγουρο- ένιωθε άμοιρος ευθυνών. Αν τον ρωτούσε κάποιος τι ακριβώς ονειρευόταν για τον εαυτό του, θα απαντούσε, χωρίς δεύτερη σκέψη ή δισταγμό, να τελειώσει τη θητεία του, να πάρει το πτυχίο του, να αναλάβει την τράπεζα του παππού
του και να παντρευτεί τη μοναδική γυναίκα που κατοικούσε εντός του, και δεν ήταν άλλη από τη Λένα. Ο Γιόχαν, χάρη στην ανοιχτή κοινωνική ζωή του, γνώριζε, όπως ήταν αναμενόμενο, πολλές και ενδιαφέρουσες γυναίκες. Με τίτλους ή χωρίς, με χρήματα ή άφραγκες, σπουδαγμένες και ανεξάρτητες, ακόμα και παντρεμένες, που στην αγκαλιά του αναζητούσαν τη λήθη ενός ανούσιου, συμβατικού γάμου. Καμιά τους, ωστόσο, όσο έξυπνη, όμορφη ή πλούσια και αν ήταν, δεν κατάφερνε να επισκιάσει την πρασινομάτα Κρητικοπούλα του. Το μικρό, ασχημάτιστο ακόμα, κοριτσάκι που γραπώθηκε πάνω του από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους σαν ναυαγός σε σανίδα, έγραψε ανεξίτηλα μες στην καρδιά του τις λέξεις «έρωτας για μια ζωή». Άραγε, τι τους επιφύλασσε η μοίρα; Άραγε, ήταν γραφτό να ξανασυναντηθούν; Έριξε μια τελευταία ματιά στο μεγάλο καθρέφτη της ντουλάπας του για να βεβαιωθεί πως η εμφάνισή του ήταν άψογη, και κοντοστάθηκε. Το βλέμμα του αιχμαλώτισε την ελκυστική του φιγούρα. - Όχι, μονολόγησε φωναχτά, η Λένα δεν πρόκειται να παντρευτεί κανέναν άλλο παρά μόνο εμένα. Ας θέλει ο τόπος της τις γυναίκες να μικροπαντρεύονται, συνήθως αυτούς τους άντρες που επιθυμούν οι πατεράδες. Όχι, συνέχισε αυτή τη φορά σιωπηλά ο άλλος του εαυτός, σαν συνήγορος υπεράσπισης των δικών του συμφερόντων, το δικό του κορίτσι, ευτυχώς, ήταν τολμηρό, ανυπάκουο και, κυρίως, πολύ ερωτευμένο μαζί του για να υποταχτεί σε μια προδιαγεγραμμένη μοίρα. Επιπλέον, ο Νικολός δεν ήταν ένας πατέρας με παρωπίδες και ηθικοπλαστικές εμμονές σε ό,τι αφορούσε τα παιδιά του. Εκείνος, η Ματίνα, ο Λάμπρος και η Τασούλα, αν και δεν είχαν καμιά σπουδαία μόρφωση, εντούτοις είχαν προχωρημένες ιδέες και, σε σύγκριση με άλλους συντοπίτες τους, είχαν ενστερνιστεί έναν πιο σύγχρονο τρόπο ζωής. Τέλος πάντων, η Λένα ήταν μία από τις στενάχωρες σκέψεις του. Έξι μήνες πριν, τους είχε βρει όλους απροετοίμαστους η ξαφνική αρρώστια και ο χαμός του παππού του. Ο αγέρωχος, αυστηρός και ευφυής Σουλτς φον Σίφερ, που από μόνος του είχε δημιουργήσει μια οικονομική αυτοκρατορία, αρρώστησε από άνοια, για να τον προδώσει λίγο αργότερα η καρδιά του. Όπως ήταν φυσικό, αμέσως μόλις εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας, αναγκάστηκαν να τον απομακρύνουν από την προεδρία της τράπεζας και με τη φροντίδα δύο έμπειρων νοσοκόμων τον περιόρισαν σε ένα καλοκαιρινό περίπτερο που διέθετε η οικογένεια στους πρόποδες των Βαυαρικών Άλπεων. Ο Μάρκους και ο ίδιος βρέθηκαν να κολυμπούν στα θολά και βαθιά νερά ενός τραπεζικού συστήματος για το οποίο γνώριζαν ελάχιστα και μάλλον θεωρητικά. Δεν ήταν έτοιμοι τόσο απρόοπτα να αναλάβουν τα ηνία της τράπεζας, που είχε καταφέρει να επιβιώσει από το μεγάλο κραχ με την έξυπνη στρατηγική του παππού τους. Ο πατέρας τους, παντελώς αδιάφορος, παρόλο που για χρόνια εισέπραττε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μηνιαίο ποσό χωρίς κόπο ή προσφερόμενη εργασία, όλο εκείνο το διάστημα που τα δύο αδέρφια υποβάλλονταν σε τεστ αντοχής, παρέμενε κλεισμένος στην έπαυλή τους, μελετώντας μούμιες και απολιθώματα, και περίμενε πώς και πώς ένα τηλεφώνημα εκ μέρους του Βολφ, που του είχε υποσχεθεί πως σύντομα θα του εξασφάλιζε μια νέα αποστολή.
Κρήτη - Βερολίνο - Αθήνα, Απρίλιος του 1941 ΕΙΚΟΣΙ ΕΦΤΑ ΑΠΡΙΛΙΟΥ οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Ο φρούραρχος, στρατηγός Καβράκος, παρέδωσε την πόλη στο στρατηγό Ντίτριχ. Η παράδοση έγινε στο καφενείο «Παρθενών» στους Αμπελοκήπους. Ο διορισμένος από τους ναζί αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ορκίζει κυβέρνηση κουίσλινγκ,1 με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Στον Ιερό Βράχο υποστέλλεται η ελληνική σημαία και στη θέση της υψώνεται ο αγκυλωτός σταυρός. Πολύ σύντομα, η πολύχρωμη παλέτα των ανθρώπων που κυκλοφορούσαν στις οδούς Σταδίου, Ερμού, Αιόλου και Πανεπιστημίου, ξοδεύοντας χρόνο και χρήμα στα μαγαζιά, στα καφενεία όπως του «Ζόναρς», στα κινηματοθέατρα «Παλλάς» και «Ρεξ» ή στο χορευτικό κέντρο «Μαξίμ» της Στοάς Σπυρομήλιου, έδωσε τη θέση της στη μονόχρωμη στολή του κατακτητή. Η μητρόπολη των Αθηνών γύριζε για άλλη μία φορά σελίδα στην ιστορία της. Ο πτέραρχος Λερ εγκατέστησε το στρατηγείο του σε μια βίλα στην Κηφισιά και βρισκόταν εκεί όταν πήρε την εντολή να επεξεργαστεί με τους επιτελείς του σχέδιο για επίθεση κατά της Κρήτης. Η Κρήτη, μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, ήταν το τελευταίο ελεύθερο έδαφος. Με νώτα στην Αφρική και την Ανατολική Μεσόγειο, αποτελούσε για τους Γερμανούς στρατηγικής σημασίας αεροναυτική βάση. Ίσης σημασίας, όμως, ήταν και για τους Άγγλους. Γι’ αυτό και η Γηραιά Αλβιών, αμέσως μόλις ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, ανέλαβε το νησί υπό την προστασία της. Όταν ο Στούντεντ πρότεινε στον Γκέρινγκ και τον Χίτλερ να εισβάλουν στην Κρήτη αιφνιδιαστικά, χρησιμοποιώντας το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών, είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του πως έτσι εξασφάλιζαν εφαλτήριο για επιθέσεις στις χώρες της Βόρειας Αφρικής, αλλά και τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ. Σε πρώτη φάση, ο Χίτλερ αρνήθηκε την πρόταση, καθώς στο δικό του μυαλό προείχε το σχέδιό του για εισβολή στη Ρωσία. Η κατοχή της Κρήτης δεν ήταν στις άμεσες προτεραιότητές του, γιατί κατά την άποψή του το εν λόγω νησί δεν ήταν παρά ένας ακόμα παράκτιος προμαχώνας άνευ ιδιαίτερης σημασίας. Παρ’ όλα αυτά, σύντομα αναγκάστηκε να αναθεωρήσει, αφού η Κρήτη θα του εξασφάλιζε τον έλεγχο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά κυρίως τον έλεγχο στα ρουμανικά πετρέλαια. Η επιχείρηση-εισβολή πήρε την έγκρισή του. Για πρώτη φορά, τα καλομαθημένα δίδυμα αδέρφια Μάρκους και Γιόχαν φον Σίφερ, γόνοι της βερολινέζικης ελίτ, θα αποχωρίζονταν αναγκαστικά ο ένας τον άλλο. Για πρώτη φορά, ο ένας από τους δύο υποχρεωνόταν να επιστρέψει στον τόπο που τον έθρεψε, στον τόπο που τον μάγεψε, όχι σαν επισκέπτης ή προσκυνητής, αλλά σαν κυνηγός, σαν μακελάρης. Οι ζωές τους θα άλλαζαν τροχιά, μπαίνοντας ολοκληρωτικά στη δίνη ενός παγκόσμιου πολέμου, και, ανεξάρτητα από την έκβασή του, ένα ήταν εκ προοιμίου σίγουρο: ποτέ ξανά δε θα ήταν οι ίδιες.
Χανιά, Μάιος του 1941 Χίτλερ να μην το καυχηθείς Πως πάτησες την Κρήτη. Ξαρμάτωτη την εύρηκες Κι έλειπαν τα παιδιά της. Ριζίτικο ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΑΠΡΙΛΙΟΥ, λίγες μέρες πριν την εισβολή, κατέπλευσαν στο νησί το «Σάντερλαντ» και το «Βασίλισσα Όλγα». Από τα δύο πλοία αποβιβάστηκαν ο βασιλιάς Γεώργιος και τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης Τσουδερού. Οι Κρητικοί τούς υποδέχτηκαν με τιμές, ως εγγυητές της ελευθερίας τους. Η έδρα του βασιλείου και της κυβέρνησης μεταφερόταν επίσημα στην αδούλωτη -και προστατευμένη από τους Άγγλους- Κρήτη. Ανώτατος αρχηγός της άμυνας του νησιού, ύστερα από εντολή του Τσόρτσιλ, διορίστηκε ο Νεοζηλανδός υποστράτηγος Μπέρναρντ Φρέιμπεργκ, χωρίς ιδιαίτερη στρατιωτική εμπειρία. Αμέσως μόλις έφτασε στο νησί, εγκαταστάθηκε στην έπαυλη Έβανς. Η αντικατασκοπία, αποκωδικοποιώντας μέρος του μεγαλεπήβολου σχεδίου της γερμανικής επίθεσης που είχε στόχο το νησί, του έστειλε τις σχετικές πληροφορίες, τις οποίες εκείνος δεν εκτίμησε σωστά. Θεώρησε πως μια πιθανή γερμανική επίθεση θα γινόταν από τη θάλασσα και όχι από τον αέρα. Την ίδια ώρα στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στο στρατηγείο του στην Κηφισιά, ο Γερμανός πτέραρχος Λερ, κατόπιν εντολής, οργανώνει άκρως απόρρητες συσκέψεις, οι οποίες αφορούν σχέδιο κατάληψης της Κρήτης με το κωδικό όνομα «Ερμής». Ημέρα επίθεσης ορίστηκε η 20ή Μαΐου. Και αρχηγός της αεροκίνητης δύναμης, η οποία συμπεριλάμβανε τέσσερις μεραρχίες αλεξιπτωτιστών, ο αντιπτέραρχος Στούντεντ. Η επιτυχία του σχεδίου βασιζόταν στον αιφνιδιασμό, και φυσικά δε νοούνταν αιφνιδιασμός χωρίς το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών. Παράλληλα, φανερά και μεθοδικά, στα αεροδρόμια της Τανάγρας, των Μεγάρων, του Παλαιού Φαλήρου και σε άλλα της Ελλάδας συγκεντρωνόταν μεγάλος αριθμός βομβαρδιστικών, στούκας, μεταγωγικών και αναγνωριστικών αεροπλάνων, καθώς και ανεμοπλάνων. Ήταν φανερό πως οργανωνόταν μια επίθεση από αέρα και θάλασσα, με τορπιλακάτους και αντιτορπιλικά, που όμοιά της δεν είχε ξαναγίνει. Κάποιοι γνώριζαν και κάποιοι άλλοι απλώς υποπτεύονταν τις κινήσεις του εχθρού, μα κανείς δεν είχε φανταστεί, ή έστω ψυχανεμιστεί, το μέγεθος και τη σφοδρότητα με την οποία θα επιχειρούνταν η κατάληψη του νησιού.Τρεις ήταν οι ομάδες κρούσης που είχαν οριστεί για την τελική επίθεση. Η πρώτη ομάδα, με το συνθηματικό όνομα «Κομήτης», είχε στόχο το αεροδρόμιο Μάλεμε. Η δεύτερη -«Άρης»-είχε στόχο τα Χανιά, τη Σούδα και το Ρέθυμνο. Και η τρίτη -«Ωρίων»- είχε στόχο το Ηράκλειο και την υπόλοιπη Κρήτη.
Το νησί τελούσε υπό πλήρη άγνοια, σε αντίθεση με τον εχθρό, που είχε υπολογίσει και την τελευταία λεπτομέρεια. Η γερμανική στρατιωτική ηγεσία γνώριζε πως, στο σύνολό τους, οι Κρητικοί ήταν ανυπεράσπιστοι και άοπλοι, καθώς η μεραρχία τους βρισκόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ οι Άγγλοι και οι Νεοζηλανδοί δε διέθεταν επαρκή στρατό, αντιαεροπορικά και αεροπλάνα. Όμως η γερμανική στρατιωτική ηγεσία δεν υπολόγισε ένα πράγμα, τη φλόγα της ελευθερίας που καίει άσβεστη και δυνατή στην κρητική ψυχή. Οι Κρητικοί είχαν παράδοση στην αντίσταση, καθώς Σαρακηνοί πειρατές, Γάλλοι, Ενετοί, Ρώσοι και Τούρκοι ήταν μερικοί από αυτούς που καταπάτησαν τη γη, μα ποτέ την περηφάνια τους. Παραμονές της εισβολής, οι ξένες δυνάμεις που προστάτευαν το νησί πήραν εντολή από το κέντρο διοίκησης να διαφύγουν με κάθε μέσο, αφού δεν ήταν σε θέση να το υπερασπιστούν. Μοναδική και σχετικά ασφαλής πύλη εξόδου ήταν τα νότια παράλια, προς το Λιβυκό πέλαγος. Κυρίως από την Πρέβελη. Τα συμμαχικά πλοία είχαν σαφείς εντολές να καταπλέουν εκεί με σκοπό να παραλαμβάνουν τους στρατιώτες και να τους μεταφέρουν στη Μέση Ανατολή. Όσοι δεν προλάβαιναν, καθώς η επιχείρηση εκκένωσης γινόταν νύχτα και με τις μηχανές σβηστές για ασφάλεια, κατέφευγαν σε σπηλιές στα απάτητα γκρεμνά του Ψηλορείτη και των Λευκών Ορέων. Και εκεί κρύβονταν μέχρι την επόμενη προσπάθεια διαφυγής. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε την προγραμματισμένη μέρα, ήταν συντονισμένη με κάθε λεπτομέρεια, και για τους αγαθούς και ανυποψίαστους χωρικούς έμοιαζε με εφορμήσεις από σμήνη αποδημητικών πουλιών. Μόνο που αυτά τα πουλιά ήταν σιδερένια, ξερνούσαν φωτιά και χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι κρέμονταν από τεράστιες ομπρέλες. Σε πρώτη φάση, τα γερμανικά στούκας βομβάρδισαν συγχρόνως τα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Ακολούθησαν τα ανεμοπλάνα, και οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές, τα καμάρια της γερμανικής Λουφτβάφε, άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό άοπλοι, καθώς ο οπλισμός τους ήταν βαρύς και τους ακολουθούσε κατά την πτώση με ένα δεύτερο αλεξίπτωτο. Οι ουρανίτες, όπως τους ονόμασαν οι Κρητικοί, θύμιζαν πρόβατα επί σφαγή. Για να πολεμήσουν, προϋπόθεση ήταν να μην τραυματιστούν, ώστε να μπορέσουν να συλλέξουν τον οπλισμό τους. Ψιλά γράμματα στο εγχειρίδιο του Στούντεντ, ο οποίος πίστευε πως είχε δημιουργήσει την τέλεια ομάδα κρούσης. Όταν, λοιπόν, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν γύρω από το Μάλεμε και τα Χανιά, έτοιμοι να ολοκληρώσουν τον όλεθρο που έσπειραν τα γερμανικά καταδιωκτικά, οι Κρητικοί τούς υποδέχτηκαν με ό,τι όπλα διέθεταν εκείνες τις αποφράδες ώρες: μακρόκαννα, κοντόκαννα, μαχαίρια, ακόμα και στειλιάρια. Η ηρωική αντίστασή τους επηρέασε την εξέλιξη του πολέμου, αλλά και την τύχη του σώματος των αλεξιπτωτιστών. Η επιχείρηση, που διήρκεσε σχεδόν δέκα μέρες, στέφτηκε με επιτυχία για τις δυνάμεις του Άξονα, μα οι απώλειες σε έμψυχο υλικό ήταν ανυπολόγιστες. Το Μάιο του 1941 στην περήφανη Κρήτη, η κλαγγή των όπλων επικρατούσε, μα σύντομα, πολύ
σύντομα, θα επικρατούσε και ο έρωτας.
Στους πρόποδες του Ομαλού, πρωί 20ής Μαΐου 1941 - Οχι.. . οχι... Είμαι ο Γιόχαν, ακούστηκε σαν ξεψυχισμένος ψίθυρος η φωνή του τραυματισμένου Γερμανού αλεξιπτωτιστή. - Τι; Ο Γιόχαν; Πατέρα, βάστα. Ποιος Γιόχαν; Μίλα, καταραμένε, γιατί θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. - Ο Γιόχαν, Λένα. Τόσο γρήγορα με ξέχασες; - Γιόχαν, αγάπη μου, μοναδική μου αγάπη, ψέλλισε η Λένα ξεσπώντας σε δυνατούς λυγμούς. - Πονάω... Θα κλαις ή θα κάνεις κάτι; της ψιθύρισε. Ο χρόνος σταμάτησε για δευτερόλεπτα, και εκείνη βρέθηκε με το νου της στην κάμαρη του αργαλειού, όταν οι δυο τους αντάλλασσαν πειράγματα και βλέμματα γεμάτα σημασία. Η κοπέλα, με την καρδιά της να βαράει σαν ταμπούρλο, πίεσε τον εαυτό της να επανέλθει στη σκληρή πραγματικότητα και να χωνέψει τα νέα δεδομένα. Τον κοίταξε θαρρετά. Το βλέμμα της χάθηκε και ο νους της ανεμοσκορπίστηκε, καθώς δυο υπέροχα γκρίζα μάτια, τα μάτια που είχαν γίνει η αιτία να χάσει τον ύπνο της, τα μάτια που είχαν στοιχειώσει τα όνειρά της, την κοίταζαν ικετευτικά. Η Λένα ένιωσε τη γη να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της. Τι ήταν πάλι αυτό; Τυχαίο; Μοιραίο; Τι παιχνίδι τής έπαιζε η μοίρα; Ο Γιόχαν ήταν εχθρός; Ο δικός της ο Γιόχαν εχθρός; - Πατέρα, είπε αποφασιστικά, γρήγορα ελευθέρωσέ τον από το αλεξίπτωτο, να τον φορτώσουμε στο κάρο και να σύρουμε μέχρι το μητάτο του θείου Αναστάση για προμήθειες και, από εκεί, ψηλά στο βουνό, στο λημέρι μας. Ο Νικολός κοίταξε έντρομος δεξιά ζερβά, πριν εξαφανίσει στο ζωνάρι του την κοντόκαννη καραμπίνα. Μετά, υπακούοντας στις εντολές της κόρης του, έκοψε με το μαχαίρι τα σκοινιά που κρατούσαν το αλεξίπτωτο δεμένο στη στολή του νέου άντρα, μουρμουρίζοντας λόγια τρυφερά, σαν πατέρας σε γιο: - Αχ, κουζουλό μου παλικάρι, εσένα έστειλαν οι αντίχριστοι να κατακτήσεις την Κρήτη; - Πονάω. Σιγά, πονάω πολύ. - Υπομόνεψε, αγάπη μου, τελειώνουμε. - Να πάρουμε το σιδερένιο κουτί; Αν έχει όπλα, θα είναι χρήσιμο. - Όχι, παράτα το, είναι επικίνδυνο. Πάμε να φύγουμε. Πατέρας και κόρη τον πήγαν σχεδόν σηκωτό μέχρι το κάρο που το είχαν παρατήσει καταμεσής στο δρόμο όταν άρχισε η εισβολή. Τον ξάπλωσαν τ’ ανάσκελα και τον σκέπασαν με κάτι κουρελούδες και φλοκάτες που χρησιμοποιούσαν για να προστατεύουν από τα χτυπήματα τους τενεκέδες με το γάλα και
τα τυροκομικά. Δίπλα του κάθισε η Λένα για να τον έχει στο νου της, ενώ ο πατέρας της, στη θέση του οδηγού, τράβηξε αποφασιστικά και με δύναμη τα γκέμια του αλόγου. Γύρω τους, η συντέλεια του κόσμου, μα εκείνοι έβλεπαν μόνο το μονοπάτι που θα τους οδηγούσε με ασφάλεια στο μητάτο του Αναστάση, και από εκεί στις βουνίσιες σπηλιές. Η πρωινή ομίχλη που ήταν απλωμένη μέχρι κάτω χαμηλά, στους πρόποδες του βουνού, παρόλο που η μέρα είχε ξημερώσει για τα καλά, ήταν ακόμα βαριά και πυκνή. Την έκοβες με το μαχαίρι. Αν αυτό δεν ήταν θεϊκή παρέμβαση, τότε τι ήταν; αναρωτήθηκε η Λένα κοιτάζοντας το κουβαριασμένο σώμα που έκρυβαν τα λερά σκεπάσματα. Ήταν θέλημα Θεού να σωθεί ο αγαπημένος της, και εκείνη θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της γι’ αυτό. Ο Γιόχαν δεν ήταν εχθρός, ο Γιόχαν ήταν ο έρωτας της ζωής της. - Πατέρα, έχει πιαστεί η αναπνοή μου. Ο Γιόχαν; Αχ, Θεούλη μου, κάνε να μη συναπαντήσουμε τον εχθρό ή τους Άγγλους. Έτσι που είναι ανοιχτόχρωμος, θα τον καταλάβουν αμέσως και θα τον φάνε λάχανο, και αυτόν και ελόγου μας. - Μη σκιάζεσαι, κι έχω το νου μου. Ύστερα από ώρα, που τους φάνηκε αιώνας, ο Νικολός και η Λένα έφτασαν στο μητάτο του Αναστάση, ένα θολωτό ξερολιθόσπιτο που θύμιζε μινωικό τάφο και αποτελούνταν από δύο δωμάτια. Το πρώτο, επιπλωμένο λιτά με τα αναγκαία. Δυο κρεβάτια, ένα στρογγυλό χαμηλό τραπέζι και τέσσερα καθίσματα, όλα πέτρινα. Στη μια γωνιά του δωματίου, η πρασιά, όπου έκαιγε η φωτιά. Στον ένα τοίχο κρέμονταν δύο λυχνάρια· στον άλλο, τρία σιντερικά (όπλα), κουτάλες τρυπητές και ταράχτες για το ανακάτεμα της μυζήθρας και του γιαουρτιού. Το δεύτερο δωμάτιο ήταν το τυροκέλι. Εκεί φύλαγαν και στοίβαζαν τα τυριά. Στο μητάτο, εκτός από τον Αναστάση, που ήταν γκαλονόμος (τυροκόμος), δούλευε και ο αδερφός του ο Κωνσταντής, ο οποίος ήταν βοσκός και αρμεγάρης. Τα δυο αδέρφια κοίμιζαν καταγής κι έναν παραγιό, τον Ντάνο, ο οποίος έκανε χρέη μαντρατζή, δηλαδή το παιδί για όλες τις δουλειές. Κουβαλούσε ξύλα, νερό και έπλενε καθημερινά τα διάφορα σκεύη. Γύρω από το μαντρότοιχο του μητάτου σαλαγούσαν περίπου διακόσια πενήντα αιγοπρόβατα. Ο Νικολός βρήκε τον Αναστάση στο τυροκέλι. Με έναν κουβά κατέβρεχε το χωμάτινο δάπεδο, σε μια προσπάθεια να συντηρήσει τη δροσιά και την υγρασία, που ήταν αναγκαίες για τη συντήρηση των τυριών. Ο Αναστάσης, αν και τρομοκρατημένος από τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκαναν τα στούκας εφορμώντας και τα μπαμ μπουμ από τις βόμβες που έσκαγαν σχεδόν σε απόσταση αναπνοής, τον καλοδέχτηκε. Ο Νικολός, στα όρθια και στα γρήγορα, του μετέφερε τα μαντάτα για τη γερμανική επίθεση και τον κακό χαμό. Τα πολλά λόγια ήταν περιττά. Ο τόπος τους, για άλλη μία φορά, ήταν έτοιμος να πέσει σε χέρια βαρβάρων. Οι δύο άντρες, αμίλητοι, έπιασαν να φορτώνουν στο κάρο όσο περισσότερες προμήθειες μπορούσαν. Αβγά, ξινομυζή-θρες, δυο πινάκια αχνιστό γάλα, παξιμάδια, στάκα, λίγο πετιμέζι και ελιές. Ο Νικολός
φόρτωνε και πρόσεχε να μη χτυπήσει τον πληγωμένο Γιόχαν που κειτόταν λιπόθυμος. Ο Αναστάσης, εξόν από συγγενής και συνεταίρος, ήταν και καρντάσης, μα -για το καλό όλων τους- πατέρας και κόρη έκριναν πως δε χρειαζόταν να μάθει ποιος κρυβόταν κάτω από τις κουρελούδες και τις φλοκάτες. - Αναστάση, κάτω γίνεται χαλασμός, είπε ο Νικολός προσπαθώντας να κρατήσει τον τόνο της φωνής του σταθερό. Εμείς ανεβαίνουμε στο λημέρι, αλλά το παιδί και η Ματίνα δεν κατέχουν πράμα. Ο ουρανός ξερνάει φωτιά και θάνατο, δεν πρόκαμα να κάνω τίποτα. Με πρώτη ευκαιρία, σύρε στη Χαλέπα να τους ειδοποιήσεις και πες στον Μανολιό να βρει τρόπο ν’ ανέβει. Θα τον περιμένω. - Μην ανησυχείς, να ζήσουμε πρώτα. Άντε, πάενε τώρα μη μας βρει καμιά αδέσποτη. - Αν δεν μπορείς εσύ, στείλε τον Ντάνο, νύχτα, για να μην έχει κάνα κακό συναπάντημα. - Μην καθυστερείς, φύγε, εγώ θα δω και αναλόγως θα πράξω. Με δυο καμτσικιές του Νικολού, το άλογο πήρε πάλι τον κοπιαστικό ανήφορο. - Μπαμπά, φοβάμαι. Ακούς τι γίνεται; Δε θέλω να πεθάνω. Κι ανησυχώ για τον Μανολιό μας και τη θεία. Πού να βρίσκονται τώρα; Άραγε, φυλάγονται; Δε θέλω να μας συμβεί κανένα κακό. Θέλω να σωθεί ο Γιόχαν. Αυτό το είπε ψιθυριστά, σαν επίκληση στο Θεό, που εκείνες τις ώρες έδειχνε πως, για κάποιον ανερμήνευτο λόγο, τους είχε παρατημένους στην τύχη τους. - Αχ, κόρη μου, τι μας ξημέρωσε; Από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην Αθήνα τα φασιστόμουτρα, έπρεπε να το περιμένουμε. Φαίνεται πως τους κόβουμε τη θέα στη Μέση Ανατολή, που να μην έσωναν. Πατέρας και κόρη έφτασαν αργά τη νύχτα, σχεδόν μεσάνυχτα, στο λημέρι που θεωρούσαν δικό τους, καθώς μόνο εκείνοι γνώριζαν την απάτητη τοποθεσία. Ο πληγωμένος Γιόχαν, σε όλη τη διάρκεια της δύσβατης διαδρομής, δεν άνοιξε ούτε μία φορά τα μάτια του, λες και είχε πέσει σε κώμα. Με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις που δεν τις εμπόδιζε ούτε η κούραση, αλλά ούτε και ο φόβος από τον αχό του πολέμου που είχε φτάσει και στον τόπο τους, η Λένα και ο Νικολός κατέβασαν από το κάρο τον τραυματία και τον μετέφεραν μέσα στη σπηλιά του βουνού. Η Λένα έστρωσε τις κουρελούδες και τον ξάπλωσαν, προσέχοντας να μην τον πονέσουν. Εκείνος, για πρώτη φορά, έδειξε σημάδια επικοινωνίας με το περιβάλλον. - Πού βρίσκομαι; ρώτησε στα γερμανικά. - Αγάπη μου, εγώ είμαι η Λένα, το Λενιώ σου. - Λένα, πού βρίσκομαι; επανέλαβε, αυτή τη φορά στα ελληνικά. - Τι έπαθες, δε θυμάσαι; Έπεσες από το αεροπλάνο και... - Δεν είναι δυνατόν. Πώς; Εγώ... - Ηρέμησε, μη μιλάς. Είμαστε σε μια σπηλιά ψηλά στο βουνό, ασφαλείς για την ώρα. Είναι εδώ και ο πατέρας. Θα σου καθαρίσω τις πληγές και μετά θα ετοιμάσω κάτι να φας και...
- Δεν πεινάω, τη διέκοψε. Θέλω να... Δεν απόσωσε τη φράση του, καθώς έπεσε ξανά σε λήθαργο. Η Λένα, πολύ τρυφερά, προσέχοντας να μην τον ξυπνήσει, έβρεξε ένα πανί και προσπάθησε να καθαρίσει τα αίματα από το πρόσωπό του. Οι πληγές ήταν επιφανειακές, εκτός από μία στο δεξιό μέρος του κεφαλιού, λίγο πιο πάνω από τον κρόταφο, που έδειχνε πιο σοβαρή. Την καθάρισε και την έδεσε μ’ ένα μαντίλι. Για λίγο αποξεχάστηκε, κοιτάζοντας με λατρεία το όμορφο παρουσιαστικό του. Λίγα χρόνια είχαν περάσει από τότε που τον αποχαιρέτησε με βουβά δάκρυα και ακόμα πιο βουβές υποσχέσεις. Κοντά τέσσερα, κι όμως εκείνος έδειχνε τόσο αλλαγμένος. Κάτι η στρατιωτική στολή που φορούσε, κάτι το κοντοκουρεμένο μαλλί που τον μεγάλωνε και τον έκανε να φαίνεται πιο αυστηρός, σίγουρα η εικόνα του τώρα απείχε μακράν της εικόνας που εκείνη θυμόταν και είχε συγκρατήσει σαν εικόνισμα στο μυαλό και στην καρδιά της. Ένα αγόρι κατάξανθο, με μαλλιά που άγγιζαν τους ώμους και που συνήθως τα έπιανε αλογοουρά, να φοράει κρητική βράκα, στιβάνια και κρουσαλιδάτο μαντίλι στο κεφάλι. Η Λένα, πριν απομακρυνθεί από κοντά του, ψιθύρισε: - Κοιμήσου, αγάπη μου. Όταν ανοίξεις πάλι τα μάτια σου, θα με βρεις εδώ, στο πλάι σου. Κατόπιν, περισσότερο ήρεμη, έστρεψε την προσοχή της στις κινήσεις του πατέρα της, που έχοντας κάνει, στο μεταξύ, δυο τρεις διαδρομές, μετέφερε όλες τις προμήθειες στο εσωτερικό της σπηλιάς, χαμένος στις δικές του σκέψεις. Η αναπνοή του, από την κούραση, θύμιζε χαλασμένη εξάτμιση. Είχε παραμεγαλώσει για να ζει και να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους περιπέτειες, αν μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει τον πόλεμο περιπέτεια. Όμως ο θυμός τού έδινε δύναμη και κουράγιο για να υπερβάλει τις δυνατότητες της ηλικίας του. Ποιοι ήταν αυτοί που τολμούσαν να χαλούν και να καταπατούν τον τόπο του; Ποιοι ήταν αυτοί που απειλούσαν τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών του; Εκείνος καλογέρεψε για να τα μεγαλώσει και να τα δώσει χρήσιμα στην κοινωνία. Ονειρευόταν να ταχταρίσει εγγόνια στα γόνατά του. Ποιοι ήταν αυτοί που του στερούσαν τη λευτεριά να πραγματοποιήσει επιθυμίες και όνειρα; Ο Νικολός δεν ήταν απλώς θυμωμένος, ήταν εξοργισμένος. Και ο Θεός, πού ήταν ο Θεός; Δεν έβλεπε τα παράλογα να επιβάλει την τάξη; Τι ανάποδο Τον έπιασε όταν αποφάσισε να ρίξει τον Γιόχαν εξ ουρανού στα πόδια τους; Τον Γιόχαν που τον είχε αναστήσει, τον είχε ορμηνέψει, τον είχε νοιαστεί, τον είχε αγαπήσει ίσα κι όμοια με τα παιδιά του. Πώς να δει το παλικάρι σαν εχθρό και να το αφανίσει; Αν ο Θεός ήθελε να τον δοκιμάσει πριν τον πάρει στους ουράνιους μπαξέδες, σίγουρα διάλεξε την πιο δύσκολη και ευφάνταστη δοκιμασία. Με κινήσεις μηχανικές και σκέψεις που αλώνιζαν το θολωμένο του μυαλό, ο Νικολός, πριν αποσυρθεί στην ασφάλεια της σπηλιάς, τάισε με σανό το ταλαιπωρημένο ζωντανό και σιμά του απόθεσε μισό κουβά με νερό για να ξεδιψάσει. Η Λένα, ρίχνοντας κάθε τόσο κλεφτές ματιές στον αγαπημένο της, άναψε μια γκαζιέρα, που μαζί με άλλα χρειαζούμενα φύλαγαν στη σπηλιά, για να ζεστάνει λίγη τραχανόσουπα που τους είχε φιλέψει από το μεσημεριανό του ο Αναστάσης. Ίσα που έφτανε να γεμίσουν δυο τσίγκινα πιάτα. Εκείνη δεν πεινούσε. Το φαγητό ήταν το τελευταίο πράγμα που την απασχολούσε τούτη την ώρα, αλλά, για να μην προκαλέσει κάποια ερώτηση ή σχόλιο του πατέρα της, έστρωσε ένα καθαρό πιατόπανο πάνω σ’ έναν κορμό δέντρου που χρησιμοποιούσαν για τραπέζι. Από ένα πάνινο σακούλι έβγαλε λίγα παξιμάδια και
ελιές και τα έβαλε ανάμεσα στα δύο πιάτα που άχνιζαν με τη ζεστή σούπα. Στη μεριά που θα καθόταν ο πατέρας της γέμισε κι ένα τσίγκινο ποτήρι με ρακή. Όσο θυμόταν η Λένα, η ρακή δεν έλειψε ποτέ από το τραπέζι τους. Είτε έτρωγε μόνος του είτε με φίλους, πριν ακόμα κι από τα φιλέματα, απαιτούσε στο τραπέζι να σερβίρεται πρώτα η ρακή. «Ευλογημένο ποτό από το κοπέλι του Θεού», συνήθιζε να λέει. «Μια γουλιά, και όλες οι σκοτούρες, όλα τα φαρμάκια πάνε από εκεί που ’ρθανε». «Μα, πατέρα, ο Χριστός ευλόγησε τον οίνο», τον πείραζε εκείνη. «Ναι, ναι, τον οίνο γιατί δεν του σέρβιραν τη ρακή», την αποστόμωνε. Πατέρας και κόρη έφαγαν αμίλητοι. Βιάζονταν να ξαπλώσουν για να ηρεμήσουν το κορμί τους από την ένταση και την κούραση. Βιάζονταν να σφαλίσουν τα βλέφαρα, μήπως και όταν ξυπνούσαν, τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα ήταν αλήθεια, παρά μόνο ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης. Πρώτα παραδόθηκε σ’ έναν ταραγμένο ύπνο ο Νικολός. Η Λένα, κουρνιασμένη στο σκοτάδι, προσπάθησε να κοιμηθεί κι εκείνη, μα την πολιορκούσαν ερωτήματα. Ο πόλεμος και ο έρωτας, ταυτόχρονα στο κατόπι της, άραγε τι προμηνούσαν; Και τι έπρεπε να κάνει η ίδια; Για τον έρωτα, για το συγκεκριμένο έρωτα, υπήρξε ικέτιδα από τη μέρα που... γεννήθηκε, γιατί ήταν σαν να γεννήθηκε τη στιγμή που γνώρισε τον Γιόχαν. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε. Να τον πάρει στην αγκαλιά της και να μην τον αφήσει να της φύγει ποτέ. Για τον πόλεμο γνώριζε ελάχιστα, καθώς οι Ιταλοί στρατιώτες ήταν σαν να έκαναν κατασκήνωση στο νησί. Επέβαλαν την παρουσία τους χωρίς να δημιουργήσουν αξεπέραστα προβλήματα στους ντόπιους. Στο μεταξύ, ήταν ήδη εγκαταστημένες εκεί οι συμμαχικές δυνάμεις των Άγγλων, των Νεοζηλανδών και των Αυστραλών που τους προστάτευαν. Αλλά οι Γερμανοί; Η Λένα δεν ήταν χαζή. Αντίθετα, από το γυμνάσιο αποφοίτησε με έπαινο. Ο ίδιος ο γυμνασιάρχης είχε καλέσει τον πατέρα της για να του πει πως το κορίτσι έπρεπε να αποκτήσει και ακαδημαϊκή μόρφωση, πως είχε τα προσόντα. Θα μπορούσε να γίνει μια καλή δασκάλα. Για την πολεμική μηχανή της ναζιστικής Γερμανίας είχε ακούσει πολλά τρομακτικά, που μέχρι χτες πίστευε πως θα έμεναν ακούσματα για τον τόπο της. Μέχρι χτες ανησυχούσε για το πού μαχόταν ο έρωτάς της, που δεν τον θεωρούσε εχθρό. Ανησυχούσε για τη ζωή του και παρακαλούσε την Παναγιά να της τον προσέχει. Και η Παναγιά την άκουσε, στέλνοντάς τον κατευθείαν στην αγκαλιά της. - Κοιμήσου, την πρόσταξε τρυφερά ο Νικολός, που στο μεταξύ είχε ξυπνήσει, καθώς διαισθάνθηκε την αγρύπνια της από την αντάρα που είχε ξεσπάσει μέσα της. - Πατέρα, πώς θα τον προστατέψουμε; Ψες δε μας έλεγε ο Σήφης ότι οι Άγγλοι πήραν εντολή να βρουν τρόπο να φύγουν από το νησί; - Έτσι είπε και κίνδυνο έχουμε όλοι. Ο Γιόχαν πρώτα και μετά εμείς. Θα μας πουν προδότες. - Δε με νοιάζει, θα τον προστατέψω με τη ζωή μου. - Εντάξει, κόρη μου, τώρα κοιμήσου και αύριο θα δούμε τι μας ξημερώνει. Όσο είμαστε εδώ και δεν κάνουμε κουζουλάδες, δε θα πάθουμε τίποτα, σ’ το υπόσχομαι. Ο Νικολός έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Δυο δάκρυα απόγνωσης κύλησαν άθελά του πάνω στα
ρυτιδιασμένα μάγουλα. Ήταν δυνατός άντρας. Τις μπόρες της ζωής δεν τις φοβόταν, αντίθετα τις άφηνε να του περονιάζουν τα κόκαλα, γιατί από αυτή την αναμέτρηση έβγαινε πάντα πιο σοφός, πιο σθεναρός, έβγαινε νικητής. Όμως αυτή η μπόρα που ξέσπασε σήμερα το πρωί πάνω στα κεφάλια τους δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Ξαφνικά, ο ουρανός γέμισε βομβαρδιστικά αεροπλάνα που ξέρναγαν φωτιά, θάνατο και ουρανίτες μακελάρηδες που είχαν ρητή εντολή να κατακτήσουν τον τόπο του, να του στερήσουν την ελευθερία του, να απειλήσουν τη ζωή του, μα κυρίως την ελευθερία και τη ζωή των παιδιών του. Και η κόρη του, τι είπε; «Πατέρα, θα τον προστατέψω με τη ζωή μου», και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως το εννοούσε. Πώς να της πει πως, έτσι κι αλλιώς, η ζωή όλων τους είχε χάσει την αξία της από τη στιγμή που στον τόπο τους εισέβαλε ο κατακτητής; Ο Νικολός δεν είχε αυταπάτες. Η Κρήτη ήταν ανέτοιμη να δεχτεί μια τέτοια σφοδρή επίθεση και να μην παραδοθεί. Οι σύντεκνοι και οι αντάρτες θα αντιστέκονταν σθεναρά και με λεβεντιά, αλλά μέχρι εκεί, καθώς ο τακτικός στρατός του νησιού είχε αποσπαστεί στην Ήπειρο. Πριν σφαλίσουν τα μάτια του για να συνεχίσει τον ανήσυχο από τις έγνοιες ύπνο του, αναρωτήθηκε πώς θα κατάφερνε να νταγιαντίσει τόσες νίλες. Έπρεπε να τα καταφέρει. Έπρεπε να παραμείνει όρθιος και δυνατός για να προστατέψει τα κοπέλια του. Πατέρας και κόρη ξύπνησαν αξημέρωτα. Τα ερωτηματικά που τους βασάνιζαν και η αγωνία για την τύχη του προστατευομένου τους, τη δική τους, μα και των οικείων τους έγιναν οι εφιάλτες του ανήσυχου ύπνου τους. Ο Νικολός βγήκε έξω από τη σπηλιά να δει το ζωντανό, αλλά κυρίως να αφουγκραστεί τους ήχους του βουνού. Το σκοτάδι ήταν ακόμα αδιαπέραστο και η ησυχία απόλυτη. Τι να γινόταν, άραγε, κάτω στον κάμπο; Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα της σπηλιάς όσο να ηρεμήσουν οι άτακτοι χτύποι της καρδιάς του και μετά, περισσότερο ήρεμος, μπήκε πάλι στο εσωτερικό της. Η Λένα, αμίλητη και σκεπτική, έβραζε φασκόμηλο, ενώ σ’ ένα τσίγκινο πιάτο είχε βάλει λίγα παξιμάδια και ελιές. - Όλα εντάξει; τον ρώτησε ανήσυχη. - Ναι, μη σκιάζεσαι. Βάλε στο φασκόμηλο και λίγη ρακή. - Πού βρίσκομαι; ακούστηκε σιγανή η φωνή του τραυματία. Πονάω. - Γιόχαν μου, ξύπνησες; Η Λένα στράφηκε προς το μέρος του και, παρατώντας το σερβίρισμα του φασκόμηλου, τον πλησίασε με τρυφεράδα μάνας. Είμαστε ψηλά, στο βουνό, κρυμμένοι σε μια σπηλιά. Μη φοβάσαι, έχεις χτυπήσει στο κεφάλι, μα το τραύμα δεν είναι σοβαρό, σε λίγες μέρες θα είσαι περδίκι. - Λένα... Η Λένα γονάτισε σιμά του και, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, παραδόθηκε στην πρόσκαιρη ευτυχία. Εκείνος, με βλέμμα θολό και το μυαλό του ακόμα χαμένο εξαιτίας του τραύματος, προσπαθούσε να συνδέσει τα κομμάτια σε όσα του είχαν συμβεί από την ώρα της πτώσης μέχρι και αυτή τη στιγμή. Το σύθαμπο της αυγής φώτιζε με φειδώ τις μύχιες σκέψεις των δύο νέων, σκέψεις, ανησυχίες ή απορίες που θα μπορούσαν να διαταράξουν την ευδαίμονα στιγμή.
- Λένα, από πότε...; Πώς; Θυμάμαι ότι έπεσα με το αλεξίπτωτο. - Πατέρα, κόπιασε, έχει συνέλθει, φώναξε η Λένα στον Νικολό, ο οποίος είχε σταθεί στο άνοιγμα της σπηλιάς και κατόπτευε τον περιβάλλοντα χώρο για τυχόν ανεπιθύμητους εισβολείς. - Πώς είσαι, παλικάρι μου; ρώτησε ο άντρας με πραγματικό ενδιαφέρον. Τον νέο, πέρα από τα έντονα συναισθήματα που γνώριζε πως έτρεφε το κορίτσι του για εκείνον, τον θεωρούσε γιο του, όπως και τον αδερφό του, τον Μάρκους. Οι δίδυμοι είχαν ανδρωθεί στην αυλή του σπιτιού του ίσα κι όμοια με τα παιδιά του. Ποιος, αλήθεια, περίμενε πως η ηγεσία της χώρας του θα τον διέταζε να επιστρέψει στο νησί σαν κατακτητής; Από ώρα, ένα ερώτημα βασάνιζε τον Νικολό: πώς να τον προστατέψει. Η ζωή του δεν κινδύνευε μόνο από τους Συμμάχους και τους αντάρτες, αλλά και από τους ομοεθνείς του, οι οποίοι θα τον θεωρούσαν λιποτάκτη και προδότη αν κρυβόταν ή αυτομολούσε. - Ο πατέρας κι εγώ έτυχε να είμαστε κοντά στο σημείο όπου έπεσες με το αλεξίπτωτο. Αν δε μας μιλούσες, θα σε είχαμε σκοτώσει. Γιατί, Γιόχαν μου, να μας συμβεί αυτό; Γιατί εσύ...; Τι θα κάνουμε τώρα; Ως διά μαγείας, το σύθαμπο υποχώρησε, παραχωρώντας τη θέση του στο αποκαλυπτικό φως της αυγής. - Ντάνκε, τώρα θυμάμαι. Σας χρωστάω τη ζωή μου. - Μην το ξαναπείς, τον μάλωσε η Λένα. Για εσένα θα έκανα τα πάντα. - Πρέπει να με βοηθήσετε να φύγω. Για την ασφάλειά σας, κανείς δεν πρέπει να μας δει μαζί. - Ποια ασφάλεια; Εξάλλου, ακόμα δεν είσαι καλά, δε νομίζω πως... - Σε παρακαλώ, Λένα, μην το κάνεις πιο δύσκολο απ’ όσο είναι, εγώ είμαι στρατιώτης και... Βοήθησέ με να ντυθώ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε καθαρά ο βόμβος από τα στούκας τα οποία είχαν επιστρέψει με το ξημέρωμα της νέας μέρας για να αποτελειώσουν το έργο της προηγουμένης. Το βουνό, σε δευτερόλεπτα, σείστηκε σαν να γινόταν μεγάλος σεισμός. Η Λένα έπεσε πάνω στον Γιόχαν κλαίγοντας. - Ακούς; Δε σ’ αφήνω να πας πουθενά. Δε θα το αντέξω αν σου συμβεί κάτι. Ο τόπος είναι γεμάτος αντάρτες και Συμμάχους. - Εντάξει, ηρέμησε, της είπε εκείνος συμβιβαστικά, καθώς ένιωθε κάπως αμήχανα έτσι όπως ήταν πεσμένη πάνω του, κλαίγοντας με αναφιλητά. Έντρομος, συνειδητοποίησε για πρώτη φορά την τραγική ειρωνεία και τα περίεργα παιχνίδια της ζωής. Αυτό που του συνέβη δεν το είχε υπολογίσει, ούτε το είχε φανταστεί. Εντάξει, ίσως και να αναζητούσε τα ίχνη της Λένας και των άλλων, αλλά αργότερα. - Θα περιμένω, συνέχισε πιάνοντας τρυφερά το χέρι της. Όχι τόσο για εμένα όσο για εσάς. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι, μόλις μπορέσω να φύγω από εδώ, θα ξεχάσετε πως με είδατε, θα ξεχάσετε πως υπάρχω, θα ξεχάσετε ακόμα και το όνομά μου. - Τι είναι αυτά που λες; Πώς είναι δυνατόν; Εσύ κι εγώ...
- Εσύ κι εγώ δεν υπάρχουμε, Λένα, σύνελθε. Εσύ κι εγώ, αυτή την ώρα, σε αυτό τον τόπο, δεν υπάρχουμε. - Εντάξει, παλικάρι μου, θα γίνουν όλα όπως θέλεις εσύ, πήρε το λόγο ο Νικολός και συνέχισε: Προς ώρας, προτείνω να μείνουμε εδώ και να περιμένουμε τον Μανολιό. Ανάλογα με τα μαντάτα που θα φέρει, θα αποφασίσουμε τι να κάνουμε. Οι επόμενες μέρες κύλησαν ίδιες κι απαράλλαχτες. Με καθημερινούς βομβαρδισμούς που έσειαν το νησί συθέμελα και το πλήγωναν ανεπανόρθωτα. Ο νέος είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του και δεν τον χωρούσε ο τόπος. Η κατάσταση ήταν κομμάτι υπερρεαλιστική. Οι φίλοι, οι αγαπημένοι, όχι σ’ ένα και τόσο μακρινό παρελθόν, αλλά σε αυτό το παρόν, βίωναν κάτι διαφορετικό, ήταν φίλοι, αγαπημένοι, εχθροί. Ο Μανολιός έφτασε καταφοβισμένος και σωστό ψυχικό ράκος ένα απόβραδο, μία εβδομάδα αργότερα, με ειδήσεις που τρομοκράτησαν πατέρα και αδερφή. Έκπληκτος, είδε αντίκρυ του το φίλο από τα παλιά και τον αγκάλιασε αυθόρμητα. - Εσύ... εδώ; Πώς; Δεν καταλαβαίνω. Τι έγινε; - Άσ’ το αυτό τώρα, θα σου εξηγήσουμε αργότερα. Εσύ πες μας τι ακριβώς γίνεται εκεί κάτω. - Το νησί παραδόθηκε. Οι Γερμανοί το έχουν πατήσει απ’ άκρη σ’ άκρη, έχουν το γενικό πρόσταγμα και μαζεύουν ό,τι βρίσκουν σε τρόφιμα και οπλισμό. Όποιος αντιστέκεται, τον σκοτώνουν επιτόπου. Τις πρώτες μέρες, η θεία κι εγώ ούτε που τολμήσαμε να ξεμυτίσουμε από την αυλόθυρα του σπιτιού. Και ο θείος Αναστάσης κατάφερε μόλις χτες να μας ειδοποιήσει. - Δεν καταλαβαίνω, ψέλλισε ο προστατευόμενός τους, οι πληροφορίες που είχαμε από την Άμπβερ, τις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες του Γ' Ράιχ, έλεγαν πως ο κρητικός λαός μάς περίμενε σαν απελευθερωτές, έτοιμος να μας υποδεχτεί με ανοιχτές αγκάλες. - Κι εσύ το πίστεψες; τον ρώτησε ο Μανολιός ειρωνικά. Εσύ που μας έχεις ζήσει, ξέρεις τα χούγια μας, μα, πάνω απ’ όλα, την ιστορία μας, πώς μπόρεσες να πιστέψεις κάτι τέτοιο; - Δε θυμάμαι να σε καλωσόρισα, είπε η Λένα στον αδερφό της και, για πρώτη φορά, η φωνή της δεν ακούστηκε τρυφερή και μελιστάλαχτη, αλλά θυμωμένη. Το καλό που σου θέλω, μην τα βάζεις με την τύχη σου. Κάρφωσε πάνω του ένα αστραποβόλο βλέμμα κι έπειτα ο θυμός της απότομα μαλάκωσε. Ένιωσε ένοχη που τον αποπήρε και, ξαναζυγίζοντας τα λόγια της, του είπε: Εσύ, να μην τα ξαναλέμε, εσύ είσαι... Τη φράση της ολοκλήρωσαν τα μάτια της, που καταβυθίστηκαν στο ναρκοπέδιο των δικών του. - Πριν φύγω από το σπίτι, συνέχισε αλλάζοντας κουβέντα ο Μανολιός, μίλησα με το θείο Λάμπρο και τον Σήφη. Η συμβουλή τους είναι να επιστρέψουμε από το Κοντομαρί. - Γιατί να κάμουμε τον κύκλο; - Για ασφάλεια. Ακόμα οι κατακτητές δεν έχουν οργανωθεί στα νότια με φυλάκια και τακτικές περιπόλους. Επιπλέον, στο Κοντομαρί ζει ο Στράτος, πρωτοξάδερφος του θείου Λάμπρου, και είπε πως μπορεί να μας φιλοξενήσει για ένα δυο βράδια. - Έχεις δίκιο, έτσι θα κάνουμε. Αύριο, μόλις δύσει ο ήλιος, θα φύγουμε. Εσύ, παλικάρι μου, είπε
απευθυνόμενος ο Νικολός στον «εχθρό», να περιμένεις εδώ μέχρι να λάβεις τα χαμπέρια μας. Εκείνος, που όλη αυτή την ώρα άκουγε τη συζήτησή τους με το κεφάλι κατεβασμένο, έκανε ένα νεύμα πως συμφωνούσε, μα από το προηγούμενο βράδυ είχε επεξεργαστεί το δικό του σχέδιο δράσης. Οι πληγές του είχαν γιάνει και ευγνωμονούσε την τύχη του που όρισε θεματοφύλακες της ζωής του τον Νικολό και τη Λένα, μα το καθήκον τού επέβαλλε να υπακούει, πάνω απ’ όλους και όλα, στις προσταγές των ανωτέρων και της πατρίδας του. Οι εντολές της κεντρικής διοίκησης αφορούσαν την υποταγή και την αφόπλιση των κατακτημένων, γι’ αυτό έπρεπε να έρθει το συντομότερο σ’ επαφή με την 5η Μεραρχία και το στρατηγό Ρίγκελ. Εκείνο το βράδυ, οι τέσσερίς τους έφαγαν λιτά και ήπιαν ρακή, ανακαλώντας θύμησες από τον παλιό, καλό και ειρηνικό καιρό. Οι αναμνήσεις, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσαν μια συναισθηματική θύελλα. Για να την αντέξουν, ο Νικολός και ο Μανολιός τα ’τσουξαν, με αποτέλεσμα να ξεραθούν στον ύπνο ανάμεσα στις ξερολιθιές και τα τσαΐρια, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Ο Γερμανός, αμέσως μόλις άκουσε τα ροχαλητά των δύο αντρών, καληνύχτισε ευγενικά και μάλλον βιαστικά τη Λένα. Μπήκε στο εσωτερικό της σπηλιάς και, χωρίς να βγάλει τη δανεική βράκα που του είχε δώσει ο Νικολός, χώθηκε στα σκεπάσματά του. Τα στρατιωτικά του ρούχα ήταν τακτικά διπλωμένα και κρυμμένα επιμελώς κάτω από μια μεγάλη πέτρα. Η Λένα, πριν πέσει κι εκείνη για ύπνο, πήγε στο κάρο, πήρε τις βελέντζες και σκέπασε με τρυφεράδα μάνας, για να μην πουντιάσουν, τους δύο άντρες που είχαν αποκοιμηθεί στο ξέφωτο. Παρότι πλησίαζε ο Ιούνιος, το νυχτερινό αγιάζι στο βουνό ήταν ακόμα σφιχταγκαλιασμένο με το χειμώνα. Μπαίνοντας στη σπηλιά έπειτα, κοίταξε προς τη μεριά του αγαπημένου της. Χωρίς να το έχει προσχεδιάσει και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, πήγε κοντά του και αποφασιστικά ξάπλωσε δίπλα του. - Λένα, τι κάνεις; Σταμάτα, την πρόσταξε ψιθυριστά. - Σε παρακαλώ, αγάπη μου, μη με διώχνεις. Εσύ κι εγώ... - Όχι, κορίτσι μου, αύριο θα χωρίσουμε και ίσως να μην ξανασυναντηθούμε. Είμαστε σε πόλεμο. Ο νέος προσπάθησε να τη συνεφέρει με κάποια ψήγματα λογικής που του είχαν απομείνει, καθώς και ο ίδιος ένιωθε ένα μυρμήγκιασμα πόθου να διαπερνάει το κορμί του. - Μη μιλάς. Έχουμε πόλεμο, και αυτό... αυτό είναι το σωστό. - Γιαβόλ, μάινε λίμπε. Είναι το σωστό! Στον πόλεμο, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο φόβος. Ο φόβος πριν από κάθε σκέψη, πριν από κάθε πράξη. Μα, πάνω απ’ όλα, ο φόβος για την ίδια τη ζωή. Στον πόλεμο, αυτός ο φόβος μπορεί να είναι κι εφαλτήριο τολμηρών και θαρραλέων πράξεων ή και αποφάσεων που, σε κάθε άλλη περίπτωση, η λογική και τα ήθη θα φρέναραν ή θα ανέβαλλαν, με «ίσως», με «ποτέ». Τον πόλεμο τον χαρακτηρίζει η ανυπομονησία του έφηβου νέου, δηλαδή το «εδώ και τώρα», δεν έχει την πολυτέλεια της μετάθεσης του χρόνου στο αργότερα, γι’ αυτό και αρέσκεται να εκφράζεται στον
ενεστώτα και στην προστακτική: «σ’ αγαπώ», «φοβάμαι», «πυρ». Αντίθετα, η ειρήνη ρέπει προς τη νωχέλεια και την αναβλητικότητα, εκφράζεται σε όλους τους χρόνους, με προτίμηση στο μέλλοντα: «θα σε περιμένω», «θα με παντρευτείς;» Ίσως γιατί προσδοκεί τη διάρκεια. Στην ορεινή σπηλιά του Ομαλού, η Λένα και ο αγαπημένος της, χορεύοντας αγκαλιά με το φόβο, στους ήχους μιας ουράνιας συγχορδίας, έκαναν το δικό τους γάμο. Όχι όπως ίσως τον ονειρεύονταν, αλλά έτσι όπως ήταν, δεδομένων των συνθηκών, το σωστό· ιδιαίτερα για τη Λένα, που από τα έξι της είχε βρει τον άντρα της ζωής της και τον είχε διεκδικήσει με θάρρος, μα προπαντός με αποφασιστικότητα. Πρωί πρωί, οι Δασκαλάκηδες, πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής, αποχαιρέτησαν στο ξέφωτο της σπηλιάς το φίλο τους, τρυφερά και με αγάπη. - Γιόχαν, έχε τσ’ αμέντες σου (να προσέχεις), καμάρι μου, τον ορμήνεψε ο Νικολός, κοιτάζοντάς τον τρυφερά. Δεν ξέρω τι θα βρούμε εκεί κάτω. Έχεις τρόφιμα και νερό από την πηγή. Ό,τι και αν γίνει, μην το κουνήσεις από εδώ. Θα σε ειδοποιήσουμε εμείς. Καλή αντάμωση. - Ντάνκε, σας ευχαριστώ, θείε, για όλα. Μην έχετε την έννοια μου, ψέλλισαν τα χείλη του τα λόγια της ευγένειας, μα ο νους και ο λογισμός του ήταν ήδη αλλού. Στάθηκε στο άνοιγμα της σπηλιάς μέχρι που το κάρο χάθηκε από τα μάτια του. Από την πρώτη επίθεση των γερμανικών στούκας είχαν περάσει σχεδόν δέκα μέρες, και μέχρι να φανεί ο Μανολιός, κανείς τους δε γνώριζε πως η κατάκτηση του νησιού είχε ήδη ολοκληρωθεί. Ο Γερμανός, για πρώτη φορά, άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να χαρεί και να νιώσει ευνοημένος και τυχερός. Η ελληνική του μόρφωση, ιδιαίτερα το μεγάλωμά του στο νησί, του έδινε μέχρι στιγμής πλεονέκτημα, και αυτό θα τον βοηθούσε να φτάσει μέχρι τα Χανιά. Αποφάσισε, όμως, να δώσει λίγο χρόνο ακόμα στον εαυτό του μέχρι να αναρρώσει πλήρως. Μετά, χωρίς το άγρυπνο βλέμμα της Λένας να παρακολουθεί την κάθε του έκφραση και κίνηση, θα αναζητούσε τη μεραρχία του για να φέρει σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Η αλήθεια είναι πως, εκείνη τη στιγμή, διέτρεχαν το είναι του πάμπολλα αντιφατικά συναισθήματα, καθώς αναρωτιόταν σε τι να έμενε πιστός. Στο καθήκον του ως στρατιώτη και στις προσταγές της πατρίδας του, ή στους ανθρώπους που τον φιλοξένησαν και τον έθρεψαν με αγάπη και φως σε αυτό τον τόπο; Αδιέξοδο. Μα για το τι ακριβώς έπρεπε να πράξει του το υπαγόρεψε η λογική, το καθήκον του προς την πατρίδα και ο κανόνας που λέει πως ο στρατιώτης είναι υποχρεωμένος να υπακούει και να εκτελεί τις εντολές των ανωτέρων του. Αλλιώς θεωρείται προδότης. Για να ηρεμήσει την τρικυμισμένη ψυχή του, ένας τρόπος υπήρχε: να φέρει σε πέρας την αποστολή του και να επιστρέψει μια ώρα αρχύτερα στη Γερμανία. Οποιαδήποτε άλλη επαφή με τη Λένα ή την οικογένειά της εγκυμονούσε κινδύνους και έπρεπε ν’ αποφευχθεί πάση θυσία. Η Λένα, ο Μανολιός και ο πατέρας τους έφτασαν στο Κοντομαρί απομεσήμερο. Κατάκοποι, άφαγοι και φοβισμένοι. Στα χωμάτινα στενοσόκακα του χωριού δεν κυκλοφορούσε ψυχή ζώσα.
Ο Νικολός σταμάτησε το κάρο κοιτάζοντας ανήσυχος δεξιά και αριστερά, ενώ αναρωτιόταν: Μωρέ, μένουν επαέ άνθρωποι ή φαντάσματα; Πού, στην ευχή, μας έστειλε ο Λάμπρος; Ποιον να ρωτήσω πού είναι το σπίτι του ξαδέρφου; Θα μας ξεκάνει το λιοπύρι. Πριν αποσώσουν οι απορίες του, ξεπρόβαλε μπροστά τους μια γριά ζαλικωμένη μ’ ένα δεμάτι σανό, η οποία τους υπέδειξε πως η αυλόθυρα που γύρευαν βρισκόταν τρεις δρόμους πιο κάτω. - Οι Γερμανοί; τη ρώτησε ο Νικολός. - Ολούθε, γιε μου, όφου την ατσιποδιά μας (την κακοτυχιά μας). Διατάζουν, διαγουμίζουν, σκοτώνουν. Γερά γερά (γρήγορα) να κρυφτείτε. Από τα λόγια της γριάς κατάλαβαν πως το χωριό που έμοιαζε εγκαταλειμμένο απλώς είχε λουφάξει. Οι άνθρωποι είχαν ταμπουρωθεί στα σπίτια τους και δεν ξεμυτούσαν αν δεν υπήρχε απόλυτη ανάγκη. Λίγες ώρες δρόμου από τη στιγμή που έφυγαν από το λημέρι τους ήταν αρκετές για να διαλύσουν κάθε αμφιβολία πως ο τόπος τους είχε καταπατηθεί, είχε κατακτηθεί, και πως ο εχθρός είχε το γενικό πρόσταγμα και κουμάντο. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το Κοντομαρί είχαν καταφέρει ν’ αποφύγουν τις εχθρικές περιπόλους. Τα αγροτόσπιτα έμοιαζαν έρημα, με τις αυλόθυρες μισάνοιχτες, σαν κάποιος ή κάποιοι να τα εγκατέλειψαν ξαφνικά. Κάποια κακαρίσματα, βελάσματα και αλυχτίσματα μαρτυρούσαν ίχνη ζωής. Ένα δυο συναπαντήματα που είχαν με μερικούς εξαθλιωμένους από την πείνα Άγγλους, οι οποίοι αναζητούσαν κρυψώνες και έναν ασφαλή τρόπο διαφυγής, ήταν εντελώς ακίνδυνα. Τους φίλεψαν με ό,τι είχε απομείνει στα ταγάρια τους, κυρίως παξιμάδια και ελιές. Παρ’ όλα αυτά, ούτε ο Νικολός ούτε και τα παιδιά του υποψιάστηκαν ή φαντάστηκαν το μέγεθος της συμφοράς που τους είχε βρει. Η Λένα, αμίλητη και σκεπτική, προσευχόταν σιωπηλά. Μια ικεσία στον Παντοδύναμο να προστατεύει τους αγαπημένους της από κάθε λογής κακό. Μια προσευχή ευχαριστήρια για όλες εκείνες τις στιγμές ευτυχίας που μοιράστηκε με τον αγαπημένο της στο βουνό. Ευγνωμονούσε τη ρακή που αποκοίμισε πατέρα και αδερφό. Και σύντομα, πολύ σύντομα, θα ευγνωμονούσε τη ζωή για το δώρο που εναπόθεσε στα σπλάχνα της. Ένα χτύπημα στην πόρτα ήταν αρκετό. Ο Στράτος τούς πε-ρίμενε και τους καλοδέχτηκε. Όση ώρα έτρωγαν, πεινασμένοι και ταλαίπωροι από το πολύωρο και κοπιαστικό ταξίδι, τα φιλέματα της γυναίκας του, της Κατίνας, τον άκουγαν να τους εξηγεί πώς είχαν τα πράγματα. Το νησί τελούσε πλέον υπό γερμανική κατοχή. Με ντουντούκες και φιρμάνια, οι κατακτητές είχαν επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 9 μ.μ. μέχρι τις 6 π.μ. Μετά, είχαν απαιτήσει απ’ όλους να παραδώσουν κάθε είδους οπλισμό και, κάνοντας αρχή από τις μεγάλες πόλεις, είχαν αρχίσει να κατάσχουν σπίτια, μαγαζιά, ζωντανά και όσα τρόφιμα έβρισκαν σε αποθήκες και μητάτα. Αυτές ήταν οι διαταγές, και απειλούσαν πως θα τιμωρούσαν παραδειγματικά όποιον δεν τις υπάκουε. - Τα παραδώσατε; ρώτησε ο Νικολός. - Πρώτα το πνεύμα μας. Εμείς, εδώ, αντισταθήκαμε και ξεπαστρέψαμε αρκετούς από δαύτους, μα αυτοί, σύντεκνε, δεν έχουν σωσμό. Με το πρώτο φως της αυγής έγινε απόλυτα σαφές στο Κοντομαρί ότι οι Γερμανοί δεν αστειεύονταν. Με
την ντουντούκα κάλεσαν όλους τους άντρες του χωριού, από δεκάξι χρόνων και πάνω, να παρουσιαστούν μπροστά τους. Νέοι, μεσήλικες και γέροι ίσα που πρόλαβαν να ντυθούν με την κρητική παραδοσιακή φορεσιά τους. Ανάμεσά τους, βέβαια, και οι περαστικοί φιλοξενούμενοι, ο Νικολός και ο Μανολιός. Οι κατακτητές, έξαλλοι με την αντίσταση που συνάντησαν από τους αμάχους, οι οποίοι επί δέκα μέρες, αν και ανοργάνωτοι, τους πολέμησαν με ό,τι βρήκαν μπροστά τους, θέλοντας να πάρουν εκδίκηση για το θάνατο χιλιάδων αλεξιπτωτιστών και στρατιωτών, μα συγχρόνως να δώσουν και ένα καλό μάθημα στους αγωνιστές, αποφάσισαν να ξεκληρίσουν τον αρσενικό πληθυσμό ενός ολόκληρου χωριού. Όταν όλοι συγκεντρώθηκαν έξω από το μοναδικό καφενέ στην πλατεία, ο επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος ούρλιαξε προς το μέρος τους κάτι ακαταλαβίστικα και αμέσως μετά, σε πιο ήρεμο τόνο, έδωσε κάποιες εντολές στους στρατιώτες του. Τρεις τέσσερις από αυτούς ανέλαβαν να ξεκολλήσουν, στην κυριολεξία, μερικά μικρά παιδιά που, κλαίγοντας, είχαν γαντζωθεί στη βράκα των πατεράδων τους και να τα σπρώξουν προς τις ολοφυρόμενες μανάδες τους, οι οποίες παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα σκούζοντας, καθώς δεν ήθελε και ιδιαίτερη φαντασία για να καταλάβουν τι ακριβώς θα επακολουθούσε. Η Λένα πλησίασε τον αξιωματικό που είχε το γενικό πρόσταγμα και σε άπταιστα γερμανικά προσπάθησε να του εξηγήσει πως εκείνη, ο πατέρας της και ο αδερφός της ήταν περαστικοί. Ο επικεφαλής δεν πρόσεξε καν τα λόγια της, παρά της έδωσε μια σπρωξιά και την έριξε καταγής, αλλά αμέσως μετά, σαν να το ξανασκέφτηκε, την έστησε στα πόδια της, προστάζοντάς τη να μεταφράσει. - Για κάθε Γερμανό στρατιώτη που σκοτώνεται, θα εκτελούνται δέκα άντρες από εσάς. Και, με αυτή την ανακοίνωση, έδωσε εντολή στο απόσπασμα να οδηγήσει τους αιχμαλώτους προς την έξοδο του χωριού. Τα σερνάμενα βήματα των μελλοθανάτων, ο γδούπος από τις γερμανικές μπότες και ο θόρυβος που έκαναν οι δύο μοτοσικλέτες με καλάθι που συνόδευαν την πομπή στο χωμάτινο καρόδρομο, σχεδόν κάλυψαν το διαπεραστικό, οξύ ήχο από το θρήνο των γυναικών. Όταν ο Γερμανός αξιωματικός έκρινε πως είχαν απομακρυνθεί αρκετά από τα τελευταία σπίτια του χωριού, διέταξε τους αιχμαλώτους να καθίσουν στο χώμα. Και εκεί τους άφησε για αρκετή ώρα, χωρίς να κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις του. Ήταν μια αλγεινή τακτική, σπάσιμο νεύρων, που μοναδικό σκοπό είχε να προκαλέσει ένα αίσθημα υπεροχής στο νικητή και ένα αίσθημα ταπείνωσης στον ηττημένο. Όταν ένιωσε πως τους είχε κουρελιάσει το ηθικό, διέταξε τέσσερις από τους στρατιώτες του να παρατάξουν όρθιους τους αιχμαλώτους κάτω από τα λιόδεντρα. Με κοφτά παραγγέλματα έδωσε τις εντολές στο απόσπασμα: «Οπλίστε», «Πυρ». Η ομαδική δολοφονία των αντρών στο Κοντομαρί ήταν η πρώτη από τις πολλές που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια σε όλο το υπόδουλο νησί.
Αντίσταση ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ και της Κρήτης, πραγματοποιήθηκε και τυπικά ο διαμελισμός της Ελλάδας. Η Ιταλία πήρε τα Επτάνησα. Η Βουλγαρία, την Ανατολική Μακεδονία, τη Σαμοθράκη και τη Θάσο. Η υπόλοιπη χώρα μοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Την ίδια μέρα που ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Κρήτης, έγινε και η πρώτη πραγματική πράξη αντίστασης στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στον Ιερό Βράχο. Δύο νεαροί φοιτητές, ο Μανόλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, ανέβηκαν με κίνδυνο της ζωής τους στην Ακρόπολη και κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη της γερμανικής φρουράς υπέστειλαν από τον ιστό τη γερμανική σημαία με τη σβάστικα, το απόλυτο σύμβολο της φασιστικής Γερμανίας. Το Σεπτέμβριο του μαύρου 1941, η Αντίσταση αποκτά όνομα: ΕΔΕΣ, δηλαδή Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος, με αρχηγό το στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα. Λίγο αργότερα, τον ίδιο μήνα, το Κομουνιστικό Κόμμα ιδρύει το ΕΑΜ, δηλαδή το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Στην Κρήτη, η Αντίσταση έχει αποκτήσει ταυτότητα πολύ πριν την εισβολή των Γερμανών. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου είχαν συγκροτηθεί οι πρώτες ομάδες. Θαρραλέα παλικάρια από τα Ανώγεια, τα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο και τον Άγιο Νικόλαο, μαζί με Άγγλους και με ελάχιστο εξοπλισμό, έκαναν σαμποτάζ και προκαλούσαν σε κάθε ευκαιρία σοβαρά πλήγματα στον εχθρό. Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς, η οργάνωση της Αντίστασης, έστω και με πενιχρά μέσα, όπως ήταν τα όπλα των σπιτιών, τα μαχαίρια ή τα λάφυρα που άρπαξαν οι κάτοικοι από την πτώση των αλεξιπτωτιστών, τροφοδοτούσε την ελπίδα για λευτεριά απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί. Γι’ αυτό και οι αντιστασιακοί είχαν την υποστήριξη των αμάχων, κυρίως των γυναικόπαιδων, που αψηφώντας τον κίνδυνο τους παρείχαν προμήθειες, τους έκρυβαν ή γίνονταν ο σύνδεσμός τους. Αλλά και γιατί στον πόλεμο, σε κάθε πόλεμο, ελπίζεις να είσαι εσύ ο νικητής, καθώς κάθε άλλη πιθανότητα θα ακύρωνε την ελπίδα για συνέχεια της ζωής. Αρχηγός των αντιστασιακών ήταν ο Σατανάς, από τον Κρουσώνα του Ηρακλείου, και το λημέρι του ήταν μια αγροικία κάπου στο Ρέθυμνο. Κανείς δεν έμπαινε στην Αντίσταση αν δεν είχε την έγκριση του Σατανά. Στενός συνεργάτης και φίλος του Σατανά ήταν ο Τζον Πέντλεμπερι, Βρετανός πρόξενος, αρχαιολόγος το επάγγελμα και βοηθός, άλλοτε, του Άρθουρ Έβανς και του Μαξ φον Σίφερ στις ανασκαφές της Κνωσού· αργότερα υπήρξε και αρχηγός του κατασκοπευτικού δικτύου στο νησί. Αυτός, δυο τρεις μέρες πριν τη γερμανική εισβολή, έχοντας βάσιμες αλλά όχι ξεκάθαρες ή ακριβείς πληροφορίες για το τι επρόκειτο να συμβεί και γνωρίζοντας την ανεπάρκεια των συμμαχικών δυνάμεων, έδωσε εντολή σε Άγγλους και Νεοζηλανδούς να εγκαταλείψουν την Κρήτη. Οι πρώτοι στρατιώτες και αξιωματικοί που διέφυγαν με μια βενζινάκατο στην Αλεξάνδρεια ειδοποίησαν το συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής πως υπήρχαν και πολλοί άλλοι που ήθελαν να αποδράσουν και κρύβονταν στα νότια παράλια του νησιού και στα βουνά. Ο ίδιος ο Πέντλεμπερι, την επομένη της πρώτης σφοδρής ολομέτωπης επίθεσης των Γερμανών και με το φόβο πως θα αποκλειστεί στο Ηράκλειο, επιβιβάστηκε σε ένα στρατιωτικό τζιπ και συνοδεία τεσσάρων
οπλισμένων αντρών κατευθύνθηκε προς τα Χανιά. Η νέα γερμανική επίθεση με στούκας και αλεξιπτωτιστές βρήκε εκείνον και τη φρουρά του στα μισά της διαδρομής. Στη σύντομη ανταλλαγή πυροβολισμών με τους αλεξιπτωτιστές που ήδη βρίσκονταν στο έδαφος, ο Πέντλεμπερι και οι άλλοι τραυματίστηκαν θανάσιμα. Οι Γερμανοί επιτελάρχες, όταν σχεδίαζαν την επιχείρηση «Ερμής», συμπεριέλαβαν και έναν κατάλογο με ονόματα τα οποία θεωρούσαν πως η δράση τους στρεφόταν εναντίον του Άξονα. Η εντολή ήταν να βρεθούν και να εξοντωθούν αυτοί οι άνθρωποι. Τα ονόματα του Πέντλεμπερι και του Σατανά φιγουράριζαν ανάμεσα στα πρώτα. Ο χαμός του Πέντλεμπερι, που κινούσε τα νήματα της εξόδου, εγκλώβισε, κατά κάποιον τρόπο, τους Άγγλους και τους Νεοζηλανδούς, οι οποίοι, ελλείψει σαφών οδηγιών, σκόρπισαν στα Λευκά Όρη, στον Ομαλό, στην Κάτω και την Πέρα Πρέβελη, κοντά στο μοναστήρι του Προδρόμου και όπου αλλού νόμιζαν πως θα ήταν ασφαλείς, γιατί τα υποβρύχια ή τα πλοία-«σωτήρες» που απέπλεαν από τα παράλια της Μέσης Ανατολής έκαναν την εμφάνισή τους τις μεταμεσονύχτιες ώρες στις νότιες ακτές του νησιού. Η Λένα, πριν βρει το κουράγιο να επιστρέψει στη Χαλέπα, παρέμεινε στο χαροκαμένο σπίτι που τη φιλοξενούσε σχεδόν μια ολόκληρη εβδομάδα, θρηνώντας κι εκείνη τους δικούς της νεκρούς, πατέρα και αδερφό. Αποκαμωμένη από τα δάκρυα και τα ατέλειωτα μοιρολόγια, έχοντας απομείνει σκιά του παλιού της εαυτού, συνήλθε απότομα όταν η σκέψη του Γιόχαν διαπέρασε σαν αστραπή το θολωμένο της μυαλό. Η σκέψη του κι ένας οξύς πόνος στο στήθος. Την πρώτη μέρα της γερμανικής επίθεσης, όταν έφτασαν με τον πατέρα της και το πολύτιμο φορτίο στο λημέρι τους, τη σπηλιά που ήταν κρυμμένη ακόμα και από το βλέμμα του Θεού, ούτε που ψυχανεμίζονταν τη ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων, τα οποία θα έφερναν τα πάνω κάτω στον κόσμο τους. Η επαφή με την πραγματικότητα της δημιούργησε ενοχές. Είχε παραδοθεί στο θρήνο εγκαταλείποντας στην τύχη τους πρόσωπα οικεία, όπως ήταν η θεία Ματίνα και ο Γιόχαν, ο θείος Λάμπρος και ο Σήφης. Ο Γιόχαν της βρισκόταν ακόμα πάνω στο βουνό, περιμένοντας τη δική της βοήθεια. Αναθάρρησε στη σκέψη πως δεν ήταν μόνη, πως υπήρχαν άνθρωποι που τη νοιάζονταν και την αγαπούσαν, όπως ακριβώς τους αγαπούσε κι εκείνη. Σε παρακαλώ, Παναγιά μου, ικέτευσε βουβά, ας είναι όλοι τους καλά, βόηθα να μη μας βρει άλλο κακό. Στέγνωσε τα δάκρυά της, είπε λίγα λόγια παρήγορα στη χήρα του Στρατή και, ανεβαίνοντας στο κάρο, πήρε αποφασιστικά στα χέρια της τα γκέμια του αλόγου, αλλά και τον έλεγχο της ζωής της. Η έννοια των αγαπημένων της της έδωσε το κουράγιο για να συνεχίσει ν’ αγωνίζεται και να ζει. «Μα πώς μπορείς να σκέφτεσαι, να νοιάζεσαι και ν’ αγαπάς κάποιον που ανήκει στην ίδια ράτσα με τους δολοφόνους του πατέρα και του αδερφού σου;» πρόβαλλε σθεναρές αντιρρήσεις η φωνή της συνείδησης μέσα της. Εκείνη ανταπαντούσε αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη, βάζοντας στη θέση της την αυθάδη φωνή: «Ο Γιόχαν μου δεν είναι εχθρός. Είναι πατέρας, αδερφός και άντρας μου. Ποτέ δε θα έκανε κάτι που θα με έβλαπτε ή θα με πλήγωνε». Η Λένα οδήγησε το άλογο μέσα από χωράφια και καρόδρομους, αποφεύγοντας τυχόν συναντήσεις με
γερμανικές περιπόλους ή γερμανικά φυλάκια. Σε όλη τη διαδρομή, προσπερνούσε το μαρασμό και την εγκατάλειψη με άδειο βλέμμα από την απόγνωση και το θρήνο για το χαμό των δικών της. Χωριατόσπιτα, άλλα κλειστά, άλλα ετοιμόρροπα, στέκονταν έρημα, χωρίς ίχνος ζωής, καταμεσής σε αφρόντιστα χωράφια. Αχυρώνες και στάβλοι εγκαταλειμμένοι, με κάποια ζωντανά παρατημένα στην τύχη τους, έμοιαζαν λες και περίμεναν υπομονετικά να γίνουν θυσία για να χορτάσουν την πείνα τους οι πεινασμένοι. Δυο ξωκλήσια με τις πόρτες τους ξεχαρβαλωμένες και τρύπες για παράθυρα θύμιζαν ξεδοντιασμένα στόματα και είχαν γίνει καταφύγιο άγριων πουλιών. Κάπου στα μισά της διαδρομής, η Λένα δεν άντεξε και ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Άφησε τα δάκρυά της να γίνουν ορμητικό ποτάμι, να ξεπλύνουν την ορφάνια, το θυμό, τη λύπη, την αδυναμία της. Και ήταν εκείνη τη στιγμή που αποφάσισε να συγκρατήσει στον κόρφο της το θρήνο και να οπλιστεί με δύναμη και θάρρος για χάρη των ζώντων. Η ζωή προτιμάει τους θαρραλέους. Η ζωή δεν αντέχει τους λιπόψυχους. Με αναπτερωμένο το ηθικό της, άφησε τη σκέψη της ελεύθερο πουλί να πετάξει στον αγαπημένο της. Άραγε, ήταν καλά; Μήπως τον είχαν βρει οι Άγγλοι, μήπως έκανε την κουτουράδα να κατέβει στον κάμπο για ν’ αναζητήσει τη μεραρχία του; Είχε φαγητό; Πώς περνούσε την ώρα του; Τη σκεφτόταν; Όταν θα συναντιούνταν, είχε τόσα πολλά να του πει... Και τι θα έκαναν από εδώ και πέρα; Τι θα γινόταν αν έπρεπε να επιστρέψει εκείνος στην πατρίδα του; Ένα σωρό αναπάντητα ερωτηματικά, λογικά ή παράλογα, δεν έχει σημασία, τη συντρόφεψαν έως τη στιγμή που έφτασε στη Χαλέπα και αντίκρισε τη θεία Ματίνα, ντυμένη στα μαύρα, να τη θωρεί μ’ ένα βλέμμα άδειο κι απλανές. - Θεία μου, έπεσε στα γόνατα, ακουμπώντας το κεφάλι της στην ποδιά της. - Λενιώ μου, εσύ; Αργήσατε. Πού είναι οι άντρες; - Τον πατέρα και τον Μανολιό... - Ποτέ δεν έρχονται στην ώρα τους και το φαγητό θα κρυώσει. - Τι λες, θεία; Η Λένα συνειδητοποίησε πως η ηλικιωμένη γυναίκα δεν είχε αποδεχτεί το βαρύ πένθος και αποζητούσε μια πραγματικότητα που πλέον αποτελούσε παρελθόν. Άνοιξε το κλειστό σπίτι ν’ αεριστεί, κανάκεψε τη θεία της, την τάισε και την έβαλε να κοιμηθεί. Θα έβρισκε αργότερα το χρόνο ν’ ασχοληθεί μαζί της. Τώρα υπήρχε κάτι πιο επείγον. Ο Γιόχαν της ήταν μόνος του στο βουνό, χωρίς νέα και, προπαντός, χωρίς προστασία. Η Λένα παρακάλεσε τη γειτόνισσα και φιλενάδα της θείας της, τη Σμαρώ, να έχει στο νου της την αποπροσανατολισμένη Ματίνα και χωρίς καθυστέρηση ξεκίνησε για το σπίτι των Κανέτων. Έπρεπε να
βρει το θείο Λάμπρο και τον Σήφη. Μετά τον πατέρα, τον αδερφό της και τη θεία Ματίνα, αυτούς θεωρούσε οικογένειά της. Σε όλο το δρόμο μέχρι τη συνοικία του Κουμ Καπί επικρατούσε ερημιά. Οι άνθρωποι ήταν κλειδαμπαρωμένοι από το φόβο των κατακτητών. Ένα φορτηγό γεμάτο στρατιώτες, που το συνόδευαν δύο γερμανικές μοτοσικλέτες, πέρασε εκείνη τη στιγμή, κάνοντας τους χτύπους της καρδιάς της να δυναμώσουν από την αγωνία. Η Λένα κόλλησε την πλάτη της στο μαντρότοιχο, σε μια προσπάθεια να περάσει απαρατήρητη. Μόλις απομακρύνθηκαν τα οχήματα, με δυο σάλτα μπήκε στον αυλόγυρο του σπιτιού, που έμοιαζε ακατοίκητο. Τα ξύλινα παντζούρια στα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά, ο κήπος παρουσίαζε μια εικόνα εγκατάλειψης και τα φυτά στους ντενεκέδες ήταν καψαλισμένα από την καταξεριά των τελευταίων ημερών. Όχι, Θεέ μου, παρακάλεσε από μέσα της, δε θα το αντέξω αν έχει συμβεί κάτι κακό στο θείο Λάμπρο και τον Σήφη. Μη μου το κάνεις αυτό. Μη με αφήσεις πεντάρφανη. Ανασήκωσε τον τενεκέ με το γεράνι, που ήξερε πως από κάτω οι δύο άντρες έκρυβαν το κλειδί του σπιτιού, και ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από το στήθος της. Το κλειδί ήταν στη θέση του. Μια αχτίδα ελπίδας τρύπωσε στο μυαλό της, εξορίζοντας μαύρες σκέψεις και εικόνες. Τι τρομερός μηχανισμός επιβίωσης είναι η ελπίδα! Εκεί που νομίζεις πως όλα γύρω σου καταρρέουν και εσύ βουλιάζεις στα απύθμενα βάθη του χαμού, γίνεται κάτι μικρό, ανεπαίσθητο, τις περισσότερες φορές επουσιώδες, και σε ξαναβγάζει στον αφρό. Η Λένα κοίταξε δεξιά και αριστερά, με την αγωνία πάντα να την κατατρύχει. Δεν υπήρχε άνθρωπος. Χωρίς να χάσει χρόνο, άνοιξε και μπήκε στο σκοτεινό εσωτερικό του σπιτιού. Περίμενε λίγο όσο να συνηθίσουν τα μάτια της στο σκοτάδι και μετά έφερε ένα γύρο το βλέμμα. Με μια πρώτη ματιά, όλα έδειχναν καθαρά και τακτοποιημένα. Όμως, με μια δεύτερη, πιο προσεκτική, είδε τα άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη και στη μέσα κάμαρη τα δυο κρεβάτια ξέστρωτα. Κάποια ρούχα που ήταν πεταμένα εδώ κι εκεί μαρτυρούσαν πως πατέρας και γιος είχαν φύγει βιαστικά. Μα βέβαια, πώς δεν το σκέφτηκε εξαρχής; Πού αλλού μπορούσαν να είναι; Αποφάσισε να πάει μέχρι το λιμανάκι όπου έδεναν το ψαροκάικο. Ο καιρός ήταν μπουνάτσα και το πιθανότερο να είχαν βγει για ψάρεμα. Με το κεφάλι σκυφτό, γύρισε να φύγει. Τότε διαισθάνθηκε την παρουσία τους και μετά είδε να στέκονται στο άνοιγμα της πόρτας οι δύο γνώριμες και αγαπημένες αντρικές φιγούρες. - Θείε Λάμπρο, Σηφάκη... Αχ, Παναγιά μου, σ’ ευχαριστώ, φώναξε και με λαχτάρα έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά τους, ξεσπώντας σε κλάματα. Για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Για το πένθος των δικών της, για τον έρωτα του εχθρού της, για το χαμένο λογικό της θείας, για την ανακούφιση και την ασφάλεια που ένιωσε μόλις τους αντίκρισε. - Ηρέμησε, κορίτσι μου, ηρέμησε. Τι έγινε; Γιατί κλαίς; Οι δύο άντρες προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν για να μάθουν το λόγο της επίσκεψης και του οδυρμού. - Τι έγινε; Πού ζείτε; Δεν τα μάθατε; Στο Κοντομαρί... Πατέρας και γιος κατάλαβαν και πάγωσαν. Στέγνωσε το σάλιο στο στόμα τους. Στο Κοντομαρί είχαν συμβουλέψει τον Νικολό να διανυκτερεύσει για ν’ αποφύγει τους Γερμανούς. Στο Κοντομαρί έγινε η πρώτη ομαδική εκτέλεση. Το μαντάτο είχε κάνει το γύρο του νησιού από στόμα σε στόμα, σκορπώντας
το φόβο και τον τρόμο. Έναν τρόμο που σύντομα μεταλλάχθηκε σε μέγα θυμό, τρέφοντας και δυναμώνοντας το τέρας της εκδίκησης. - Όχι, κορίτσι μου, δεν το ήξερα, γιατί πίστευα πως ήδη εσείς είχατε επιστρέψει στη Χαλέπα, της είπε ο Λάμπρος. Αχ, Λενιώ μου! Ηρέμησε τώρα, είμαστε εμείς εδώ. - Εσείς, πού...; - Εμείς, την πρόλαβε ο Σήφης, είχαμε ανέβει στα Ανώγεια. Εγώ, δηλαδή, ζήτησα από τον Δραμουντάκη να με στρατολογήσει. Ήταν κοινό μυστικό πως ο Σήφης, από την εφηβεία του, είχε ενστερνιστεί τις ιδέες του κομουνισμού για τα δίκια των κολίγων και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε συγκρουστεί ακόμα και με τον ίδιο τον πατέρα του, ο οποίος ήταν αμετανόητα βενιζελικός. Ο νέος άντρας θαύμαζε τη Σοβιετική Ένωση που αντιστεκόταν στον Άξονα και χρέωνε στους Άγγλους όλες τις ήττες στην Ελλάδα, την Κρήτη και τη Βόρεια Αφρική. Οι αντάρτες στ’ Ανώγεια, σε πρώτη φάση, ανέθεσαν στον Σήφη το μοίρασμα της παράνομης εφημερίδας Εμπρός. Εκείνος έπρεπε να αποδείξει σιγά σιγά την αξία του. Η ορμή, το πάθος, η φλόγα θα έπρεπε να διαφεντεύουν το πνεύμα κάθε αγωνιστή, μα χωρίς πειθαρχία και εκπαίδευση μπορούσαν ν’αποδειχτούν επικίνδυνα ή μοιραία για τον ίδιο και την οργάνωση. - Στρατολόγησαν εσένα; Τι ξέρεις εσύ από πόλεμο; Εσύ είσαι του κάμπου και της θάλασσας. Κομουνιστής, αλλά... - Δεν ξέρεις τίποτα, τη διέκοψε ο Σήφης απότομα. Το καΐκι μας, μαζί με άλλα και πολλές βάρκες, τη δεύτερη μέρα της επίθεσης χτυπήθηκε από τα στούκας και στο λιμανάκι βρήκαμε μόνο μπαρουτοκαπνισμένα δίχτυα και ξύλα να επιπλέουν. Μία εβδομάδα μετά, αντί να κλαίμε τη μοίρα μας, αποφασίσαμε ν’ ανέβουμε στ’ Ανώγεια. Το αντάρτικο είναι η μόνη μας ελπίδα. Ή που θα ζήσουμε ή που θα πεθάνουμε με τιμή και δόξα. - Και πάλι, επέμεινε η Λένα, τι ξέρουμε εμείς από πόλεμο; Τι ξέρεις εσύ; - Ξέρω να χρησιμοποιώ το δυναμίτη και είμαι πρόθυμος να μάθω, αυτοί οι κερατάδες θα πληρώσουν με αίμα. - Έχουμε Γερμανούς φίλους, Σήφη, το ξέχασες; του είπε η Λένα με ύφος επιτιμητικό. - Ποιοι φίλοι, μωρέ; Γροικάς εδωνά γύρω κανένα φίλο; Γιατί εγώ βλέπω μόνο εχθρούς που μας θέλουν να κοιτάζουμε τα ραδίκια ανάποδα, είτε από πείνα είτε από βόλι. - Εμείς έχουμε Γερμανούς φίλους, επέμεινε η Λένα, πριν συνεχίσει κοφτά: Ο Γιόχαν και ο Μάρκους δε θα μας έκαναν ούτε θα μας κάνουν ποτέ κακό. - Κουζουλή είσαι; Αυτοί είναι στρατιώτες και θα κάνουν ό,τι τους διατάξουν. Εξάλλου, τι δουλειά έχουν αυτοί στην κουβέντα μας; Η Λένα άνοιξε το στόμα θέλοντας να του αποκαλύψει την αλήθεια, μα η παρέμβαση του Λάμπρου την
πρόλαβε. - Η Ματίνα; ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον, αλλά και γιατί ήθελε να βάλει ένα τέλος στην κοκορομαχία των δύο νέων, που δε θα οδηγούσε πουθενά. - Η θεία δεν είναι καλά. Τα έχει κομμάτι χαμένα. Χρειάζεται χρόνο, να καταλαγιάσει μέσα της η συμφορά. Προς το παρόν, την έχω αφήσει στις φροντίδες της Σμαρώς. Το πραγματικό πρόβλημα είναι αλλού... Η Λένα σταμάτησε κομπιάζοντας. - Μίλα μας, κορίτσι μου, εμπιστέψου μας, εμείς είμαστε τώρα η οικογένειά σου. Ο Νικολός ήταν για εμένα σαν αδερφός και εσένα σε θεωρώ κόρη μου, της είπε με θέρμη ο Λάμπρος, θέλοντας να την κάνει να νιώσει τον αδιάρρηκτο δεσμό που υπήρχε ανάμεσά τους. - Στον Ομαλό, μετά το Βατόλακκο, στη σπηλιά μας, κρύβουμε τον Γιόχαν. - Τον Γιόχαν; τη ρώτησαν και οι δύο άντρες με μια φωνή. Ποιον Γιόχαν; - Τον Γιόχαν. Άκρα του τάφου σιωπή. Οι τρεις τους κοιτάζονταν αμήχανα, μην μπορώντας ν’ αποφασίσουν ποια ακριβώς στάση έπρεπε να κρατήσουν. - Μα πώς; Πότε; Πού; Εύλογα τα ερωτηματικά. - Την πρώτη μέρα της επίθεσης, ο πατέρας κι εγώ ανεβαίναμε με το κάρο το δρόμο του Ομαλού για το μητάτο του θείου Αναστάση. Όταν άρχισε ο βομβαρδισμός, κρύψαμε το κάρο κάτω από μια συστάδα λιόδεντρων και τρέξαμε να κρυφτούμε σε κάτι χαλάσματα. Ο Γιόχαν έπεσε με το αλεξίπτωτο, λίγα μέτρα μακριά μου. Θα τον είχαμε σκοτώσει, μα πρόλαβε και είπε το όνομά του. - Το παλικάρι του Μαξ; Έπεσε δίπλα σου; Θέλημα Θεού, μουρμούρισε ο Λάμπρος. - Δεν είμαστε καλά, φώναξε ο Σήφης, κόκκινος από ζήλια και θυμό. Ποιος Θεός και κουραφέξαλα! Ο Γιόχαν είναι ένας από αυτούς, ένα φασιστόμουτρο. Έπρεπε να τον είχατε καθαρίσει. - Ακούς τι λες; τον διέκοψε επιθετικά η Λένα. Ο Γιόχαν είναι παιδικός μας φίλος. - Και τι περιμένεις να κάνουμε; Να τον κρύψουμε όσο καιρό τα καθάρματα οι δικοί του θα είναι δερβέναγες και θα διαγουμίζουν τον τόπο μας; - Έτσι λέω, του αντιγύρισε κοφτά. - Εκείνος τι λέει; ρώτησε συμβιβαστικά ο Λάμπρος. - Εκείνος θέλει να παρουσιαστεί στη μονάδα του. Να εκτελέσει τις εντολές που έχει πάρει. - Κατέχω πως έτσι είναι το πρέπον, κορίτσι μου. Οι ειρηνικές εποχές ανήκουν στο παρελθόν. Έχουμε πόλεμο. Εκείνοι μας διατάζουν και δική μας δουλειά είναι να αντιστεκόμαστε.
- Μα, θείε, είπε η Λένα, ξέρετε τι σημαίνει ο Γιόχαν για εμένα. Αν πάθει κάτι... - Λοιπόν, τι θέλεις από εμάς; τη διέκοψε ο Σήφης επιθετικά. - Να με βοηθήσετε. Πρέπει ν’ ανεβάσω στο κρησφύγετο προμήθειες και να δω αν είναι καλά. - Ό,τι έχουμε, αν έχουμε..., της είπε μελαγχολικά ο Λάμπρος και συμπλήρωσε: Από ψες, οι Γερμανοί έχουν ανοίξει αποθήκες, μπακάλικα, ακόμα και κοτέτσια και μαζεύουν ό,τι φαγώσιμο βρουν. Προβλέπω μαύρη πείνα. Ήταν πλέον ξεκάθαρο πως η γερμανική πολεμική μηχανή συντηρούνταν από τη λεηλασία των κατακτημένων χωρών. - Πότε θες να φύγουμε; ρώτησε απότομα ο Σήφης τη Λένα. - Το γρηγορότερο. - Εντάξει, αύριο, μετά τη δύση. Μέσα στα σπλάχνα του Σήφη, από ώρα, γινόταν χαλασμός. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματά του, από την αγάπη και τη συμπόνια μέχρι την οργή και το μίσος, έμοιαζαν με μονομάχους σε ρωμαϊκή αρένα έτοιμους να αλληλοσκοτωθούν. Πάντως, για ένα πράγμα ήταν σίγουρος: αυτή η εξέλιξη δε θα τον άφηνε αλώβητο. Ποιος δαίμονας του είχε στήσει ένα τέτοιο παιχνίδι; Δεν ήταν δίκαιο, άρα δεν ήταν δουλειά του Θεού. Ο Γιόχαν βρισκόταν εδώ, στο απόλυτο έλεός του. Πριν δύο μέρες, στ’ Ανώγεια, ο Σήφης και άλλα παλικάρια της ηλικίας του ορκίστηκαν στον Δραμουντάκη πίστη στην πατρίδα και στον αγώνα της Αντίστασης. Τώρα του παρουσιαζόταν η ευκαιρία να τιμήσει τον όρκο του. Μέχρι αύριο, σκεφτόταν, θα είχε επεξεργαστεί ένα σχέδιο παράδοσης του Γερμανού. Αυτό που έπρεπε να φροντίσει ήταν να μην καταλάβει τίποτα η Λένα. Η Λένα ήταν δική του. Ακόμα και ο χαμός του πατέρα και του αδερφού της είχε αποβεί προς όφελός του. Εκείνος θα έβρισκε τον τρόπο να την παρηγορήσει και να κάνει την παρουσία του απαραίτητη στη ζωή της. Όταν έφυγε η κοπέλα για τη Χαλέπα, ο Σήφης προφασίστηκε στον πατέρα του κούραση και πως είχε ανάγκη να κοιμηθεί. Βασικά, είχε ανάγκη να σκεφτεί. Τώρα στριφογύριζε σαν κολασμένος στο άβολο ράντσο του, φύσαγε και ξεφύσαγε, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να απαρνηθεί τον καλό του εαυτό. Από πού ξεφύτρωσε ο Γερμαναράς να του χαλάσει τα σχέδια; Γιατί έπρεπε να είναι εκείνος που θα του έδινε το φιλί της προδοσίας; Στο μυαλό του ήρθε και στρογγυλοκάθισε η φιγούρα του Αντώνη του χωροφύλακα. Με τον άντρα της αδερφής του Νικολού είχαν έρθει κάπως κοντά τα τελευταία δύο χρόνια. Ιδεολογικά ήταν η μέρα με τη νύχτα και κανονικά θα έπρεπε να είναι εχθροί. Ο Αντώνης ήταν βασιλικός και φασίστας μέχρι το κόκαλο, αντίθετα με τον Σήφη που δήλωνε σταλινικός. Μέχρι τότε, οι δύο άντρες κρατούσαν τα προσχήματα, γιατί η μικρή κόρη του χωροφύλακα ήταν ερωτευμένη με τον Σή-φη και ο κυρ Αντώνης τον καλόβλεπε για γαμπρό. Ήταν ομορφόπαιδο, λεβέντης, δουλευταράς και με στρωμένο βιος. Είχε, δηλαδή, όλα, ή σχεδόν όλα όσα ζητούσε ένας πατέρας για την
κόρη του. Και την κομουνιστική ιδεολογία του νεαρού θα μπορούσε να καταπιεί όσο εκείνος δεν του τη μοστράριζε. Ο Αντώνης είχε αποφασίσει να έχει τον Σήφη από κοντά. Σκεφτόταν πως αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι. Ο φασισμός ήταν η ιδεολογία του μέλλοντος, καθώς ο καπιταλισμός της Αμερικής, κατά τη γνώμη του, είχε αποδειχτεί νούλα· με ανισότητες που έβγαζαν μάτι και τους περιθωριοποιημένους στα γκέτο να είναι η πλειοψηφία. Από την άλλη, ο κομουνισμός έμπαζε από παντού. Η νομεν-κλατούρα ήταν η περιούσια τάξη και το πόπολο σκυλοπεινούσε. Με υπομονή και σωστή προπαγάνδα, οι πάντες -καπιταλιστές, δημοκρατικοί και κομουνιστές- σύντομα θα αντιλαμβάνονταν τα οφέλη από τη νέα τάξη πραγμάτων. Ο φασισμός ήταν, στην πραγματικότητα, το φάρμακο που θα γιάτρευε τη φτώχεια και τις ανισότητες. Οι σκέψεις του Σήφη ήταν διαφορετικές. Το στρωμένο βιος είχε πάει περίπατο μετά τον ανελέητο βομβαρδισμό, αλλά ήταν νέος, δυνατός και δεν τον φόβιζε καμιά δουλειά. Τη γυναίκα που θα έπαιρνε θα την είχε κορόνα στο κεφάλι του και θα την καλοζούσε, όμως αυτή η γυναίκα δε θα ήταν η κόρη του χωροφύλακα· πράγμα που ο κυρ Αντώνης δεν το ήξερε και, προς το παρόν, δε χρειαζόταν να το μάθει. Σε αυτή τη σχέση που ο χωροφύλακας πίστευε πως είχε το πάνω χέρι, ο Σήφης άκουγε και μάθαινε, άκουγε και συνέλεγε πληροφορίες. Λοιπόν, ίσως το μόνο αναγκαίο ήταν να δώσει το στίγμα για το πού ακριβώς κρυβόταν ο Γιόχαν. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάμβαναν οι αντάρτες ή η χωροφυλακή, κι εκείνος δε θα φαινόταν εμπλεκόμενος πουθενά. Πόλεμο είχαν και στον πόλεμο μπορεί να συμβεί οτιδήποτε. Κανείς δε ζητάει από κανέναν λογαριασμό. Είχε λάθος, βέβαια, γιατί ακόμα και στον πόλεμο υπάρχουν άτυποι και άγραφοι κανόνες. Αν είσαι ήρωας, θα τιμηθείς, αν είσαι προδότης, θα τιμωρηθείς. Ο Σήφης και η Λένα έφτασαν στο λημέρι των Δασκαλάκηδων ένα ξημέρωμα κοντά στα τέλη Ιουνίου. Ήταν κατάκοποι, καθώς περπατούσαν ασταμάτητα όλη τη νύχτα μέσα από σταροχώραφα, λιόφυτα, γκρεμνά και κατσάβραχα, αποφεύγοντας όλους εκείνους τους δρόμους όπου κινδύνευαν να έχουν κακά συναπαντήματα με τις γερμανικές περιπόλους. Οι κατακτητές είχαν οργανωθεί ταχύτατα και είχαν στήσει φυλάκια ακόμα και στου διαόλου το κέρατο. Κάθε είσοδος ή έξοδος στα χωριά και στις κωμοπόλεις ελεγχόταν και όλοι όσοι κυκλοφορούσαν έπρεπε να επιδεικνύουν τη σχετική άδεια διάβασης. Ο εχθρός είχε πληροφορίες ότι, προς την πλευρά του Λιβυκού πελάγους, μοναχοί, εργάτες, επιστάτες, αλλά και απλοί χωρικοί χρησιμοποιούνταν ως σύνδεσμοι μεταξύ των Συμμάχων και των ανταρτών, οι οποίοι, για να γλιτώσουν τη σύλληψη και το θάνατο, γύρευαν τρόπο να διαφύγουν με πλοία στη Βόρεια Αφρική ή να κρυφτούν προσωρινά. Όμως πληροφορίες είχαν και οι Σύμμαχοι, γι’ αυτό και τα βρετανικά αεροπλάνα πετούσαν γύρω από τις περιοχές όπου βρισκόταν η Μονή του Προδρόμου, η Μονή του Θεολόγου και στη θέση «Λίμνη», ρίχνοντας κιβώτια με ζάχαρη, καφέ και φαρμακευτικό υλικό. Για τους Γερμανούς ήταν κάτι περισσότερο από βέβαιο πως μοναστήρια και ολόκληρα χωριά λειτουργούσαν σαν κρησφύγετα και αποθήκες πολεμικού υλικού, πως συνωμοτούσαν, πως συνεργάζονταν και τους περιγελούσαν. Γι’ αυτό το λόγο έστησαν παντού φυλάκια. Συχνά και αιφνιδιαστικά, έστελναν κάθε τόσο κατασκόπους για να ξετρυπώσουν κρυμμένους Συμμάχους ή αντάρτες, μα εκείνοι επέστρεφαν άπραγοι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, στην προσπάθειά τους αυτή, πλησίαζαν τα παιδιά και τα φίλευαν με σοκολάτες και καραμέλες για να μαρτυρήσουν. Μάταια, καθώς τα παιδιά ήταν ορμηνεμένα, θαρραλέα
και υπάκουα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Γερμανοί δε δίσταζαν να ντύνονται σαν τους Άγγλους για να αποσπάσουν πληροφορίες, μα χωρίς επιτυχία, καθώς η μεταμφίεση δεν ξεγελούσε κανέναν. Υπήρχαν, όμως, και φορές που κάποιοι ντόπιοι αναλάμβαναν το ρόλο του Εφιάλτη, και τότε οι κατακτητές ανέκριναν τους χωρικούς με ιδιαίτερη βιαιότητα, άδειαζαν από τρόφιμα τις αποθήκες σε σπίτια και μοναστήρια, σκότωναν επιτόπου ή συλλάμβαναν κάποιους στην τύχη και όσους δεν μπουντρούμιαζαν στις φυλακές, τους μπάρκαραν με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εργασίας της Γερμανίας και της Πολωνίας. Ο Σήφης, αμίλητος, ξεφόρτωσε το γαϊδούρι. Πριν μπει στη σπηλιά, αφουγκράστηκε την απόλυτη ησυχία του βουνού. Στ’ αφτιά του έφτασε καθαρός μόνο ο ήχος του ρυακιού που κυλούσε γάργαρο από την κορυφή. Ο ίδιος ένιωθε άβολα. Τίποτε απ’ όσα σχεδίαζε δεν πραγματοποίησε. Δεν κατέδωσε σε κανέναν την ύπαρξη του Γιόχαν. Τελευταία στιγμή, κάτι έγινε μέσα του, που απέφυγε να το αναλύσει, μα εξαιτίας αυτού ανέβαλε να κάνει πράξη όσα είχε σκεφτεί υπό το κράτος της ζήλιας και του θυμού. Στη συνέχεια, σκέφτηκε τη νέα του ιδιότητα. Ήταν αντάρτης, δηλαδή μάχιμος, και ίσως ο Γιόχαν να χρησίμευε στην αντιστασιακή οργάνωση περισσότερο ζωντανός παρά πεθαμένος. Η Λένα, ασυγκράτητη, δε στάθηκε να τον βοηθήσει, μα έτρεξε κατευθείαν να βρει τον αγαπημένο της. Το μόνο που πρόλαβε να σκεφτεί ήταν η απερισκεψία του να κοιμηθεί με το άνοιγμα της σπηλιάς αφύλαχτο. - Γιόχαν, Γιόχαν! Ξύπνα, ήρθα με τον Σήφη. Ξύπνα! Πήγε προς το μέρος όπου ήταν τα σκεπάσματά του, με τιςθύμησες του έρωτά τους να δημιουργούν έναν κόμπο στο λαιμό της από τη συγκίνηση. Δεν έλαβε απάντηση και πλησίασε περισσότερο. Οι βελέντζες και οι κουρελούδες ήταν τακτικά διπλωμένες και εκείνος άφαντος. - Σηφάκη, Σηφάκη! Τρέξε... - Τι συμβαίνει; - Έφυγε. Όχι, Θεέ μου, ψέλλισε με απόγνωση η κοπέλα, μπήγοντας συγχρόνως τα κλάματα. - Πώς το ξέρεις; Μπορεί να βγήκε για λίγο, να είναι στο ρυάκι, της είπε ο Σήφης, σε μια προσπάθεια να την ηρεμήσει. - Όχι, έφυγε. Και για να του το αποδείξει, σήκωσε την πέτρα κάτω από την οποία είχε κρύψει εκείνος τη στολή του, που τώρα έλειπε. - Εντάξει, μην κάνεις έτσι, πόλεμο έχουμε, είμαστε στρατιώτες... - Μη μιλάς. Τι πόλεμος και αηδίες; Είναι ο φίλος μας... ο έρωτας της ζωής μου, τον διέκοψε με αναφιλητά. Αν του έχει συμβεί κάτι κακό, θα πεθάνω, σ’ το λέω, δε θα το αντέξω, θα πεθάνω.
- Λενιώ, καταλαβαίνεις τι συμβαίνει στον τόπο μας; Ακόμα δε σαραντίσαμε τους δικούς σου. Έχουμε πόλεμο, και στον πόλεμο οι λέξεις «φίλος» ή «έρωτας» δεν υπάρχουν. Στη θέση τους βάνουμε άλλες, όπως «λευτεριά» και «επιβίωση», της είπε ο Σήφης χαμηλόφωνα και, πιάνοντάς την τρυφερά από τους ώμους, συνέχισε: Ησύχασε και σταμάτα να λες βλακείες, εγώ είμαι εδώ για εσένα. Έλα να ξαπλώσεις. - Δε θέλω να ξαπλώσω και δε θέλω να κοιμηθώ. - Εντάξει, της είπε ο Σήφης συμβιβαστικά, μην κοιμάσαι, μόνο γείρε να ξεκουραστείς. - Ανησυχώ, δεν το καταλαβαίνεις; Γύρευε τι ιδέα κατέβασε η κούτρα του κι έκανε το δικό του. Όταν τον δω... - Όταν τον δεις, του τα ψέλνεις για την αποκοτιά του. Τώρα, όμως, πρέπει να ξεκουραστούμε. Στο μεταξύ, αν είναι εδώ γύρω, αργά ή γρήγορα θα φανεί. Αν όχι, το βράδυ θα πάρουμε τα πίσω μπρος, και ας ελπίσουμε ότι είναι καλά και κοντά στους δικούς του. Τι φαντάστηκες, χαζή, πως θέλω το κακό του; Κι εμένα φίλος μου ήταν, δεν το ξεχνώ, της είπε, δίνοντας στη φωνή του έναν τόνο μεγαλοθυμίας. Ο Σήφης και η Λένα ξύπνησαν το απομεσήμερο από τον ήχο μιας ομοβροντίας που αντιλάλησε σε όλο το βουνό. Γύρευε, συλλογίστηκαν, ποιες σύζυγοι και μανούλες έκλαιγαν τώρα τον κύρη ή το κοπέλι τους... Ο ύπνος τους ήταν, έτσι κι αλλιώς, ταραγμένος, γεμάτος εφιάλτες. Αμίλητοι και αγουροξυπνημένοι, παραμέρισαν τις πέτρες και τα λιόκλαδα με τα οποία είχαν φράξει, για ασφάλεια, την είσοδο της σπηλιάς και βγήκαν στο ξέφωτο. Και οι δύο τράβηξαν για το ρυάκι, περίπου δύο χωράφια απόσταση, να πλυθούν και να διώξουν τη νύστα και τη σκόνη από το πρόσωπό τους. Πρώτος τον είδε ο Σήφης και με καθυστέρηση δευτερολέπτων η Λένα. Φορούσε τη στολή του και ήταν πεσμένος ανάσκελα, χωρίς ίχνος ζωής. - Γιόχαν, αγάπη μου! φώναξε η Λένα σπαρακτικά, τρέχοντας προς το μέρος του. Από τη βιασύνη της περδουκλώθηκε στις πέτρες και έπεσε κάτω με τα μούτρα. Χτύπησε στα χέρια, στα γόνατα και στο πρόσωπο. Την πήραν τα αίματα. Δεν ένιωσε πόνο, όμως. Δεν ένιωσε τίποτα. Ξανασηκώθηκε και, αλαφιασμένη, έτρεξε προς το μέρος του. Ο Σήφης στο κατόπι της. - Για όνομα του Θεού, Λένα, μη φωνάζεις, κορίτσι μου. Θέλεις να μας πάρουν χαμπάρι και... - Μη μιλάς, μη μιλάς. Η Λένα, πεσμένη πάνω στο άψυχο σώμα του αγαπημένου της, χαμένη στην απελπισία και την απόγνωση, θρηνούσε. - Γιόχαν, αγάπη μου. Αχ, Παναγιά μου Ελευθερώτρια, γιατί δε μου τον φύλαξες; Ολημερίς και ολονυχτίς, αυτό δε σου ζητούσα; Γιατί, Παναγιά μου; Γιατί; Αχ, που να στερέψουν τα ποτάμια και οι θάλασσες, να χαθεί το χρώμα του ουρανού, να μη λαλήσουν τα πουλιά και άνθρωπος να μην τραγουδήσει ποτέ ξανά... Γιατί; Γιατί με άφησες, καλέ μου; Τι να την κάνω τη ζωή μου χωρίς εσένα; Γύρνα πίσω, αγάπη μου, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. Γύρνα πίσω. Μίλα μου, χαμογέλα μου. Αχ, πόσο κακότυχη είμαι...
- Ηρέμησε, κορίτσι μου, μην πλαντάζεις, για όνομα του Θεού. Έτσι το θέλησε η μοίρα, της είπε ο Σήφης χαμηλόφωνα, σχεδόν τρυφερά, σε μια προσπάθεια να την ηρεμήσει και να την απαγκιστρώσει από τον σκοτωμένο. - Θέλω να πεθάνω, άσε με εδωνά, να πεθάνω. Έφυγε η αγάπη μου, η μοναδική μου αγάπη, έφυγε η ζωή μου. Η Λένα τον έσπρωξε βίαια και, πέφτοντας για άλλη μία φορά πάνω στο άψυχο σώμα, ξέσπασε σ’ ένα σπαραξικάρδιο μοιρολόι που ράγιζε ακόμα και τις πέτρες του βουνού. - Έχασα τις φτερούγες μου, έχασα τον αετό μου, έχασα την αγάπη μου κι ερήμωσε η καρδιά μου... Ο Σήφης έστεκε δίπλα της, πελαγωμένος, ανήμπορος και χαμένος στις δικές του σκέψεις. Δεν μπορούσε να πιστέψει την ανατροπή που μόλις είχε συμβεί σ’ ένα σενάριο που δεν πρόλαβε ή, καλύτερα, διχογνωμούσε αν θα το υλοποιούσε. Όσα σκεφτόταν και όσα σχεδίαζε σβήστηκαν μονοκοντυλιά και δε χρειάστηκε καν να λερώσει τα χέρια του. Αναρωτιόταν ποιος ή ποιοι τον έφαγαν. Είχε δεχτεί σφαίρες στο στέρνο και το κεφάλι. Μάλλον από Άγγλους φυγάδες. Ήταν το πιο πιθανό, καθώς οι περισσότεροι, αναζητώντας κρυψώνες στα βουνά και στις χαράδρες, δε δίσταζαν να πυροβολήσουν, από φόβο, ότι κινιόταν. Κι ένας Γερμανός στρατιώτης ήταν γι’ αυτούς άμεση απειλή. Πέρασαν ώρες μέχρι να καταφέρει ο Σήφης να ξεκολλήσει τη Λένα από τον νεκρό. Ο ήλιος χαμήλωνε στη δύση του, ζωγραφίζοντας σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου. Όταν βαρέθηκε τα κόκκινα κι έπιασε τα μαβιά, το σούρουπο καλωσόρισε τη νύχτα. - Να τον θάψουμε, της πρότεινε διστακτικά. Αν μείνει άταφος, θα τον φάνε τα τσακάλια και τα όρνεα. - Όχι, του είπε εκείνη αποφασιστικά. Θα τον φορτώσουμε στο γαϊδούρι και θα τον αφήσουμε στην άκρια του δρόμου να τον βρουν οι δικοί του. Αυτό επιθυμούσε. Εξαρχής μας δήλωσε πως ήθελε να γυρίσει στους δικούς του. - Είσαι με τα καλά σου; Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Αν μας πιάσουν... - Αν φοβάσαι, παράτα με, φύγε, θα το κάνω μονάχη μου. Εκείνη τη σκοτεινή νύχτα, με το βαρύ πένθος, ο θεός τουπολέμου αποφάσισε να τους προστατέψει και όλα έγιναν όπωςτα ήθελε η Λένα και επιθυμούσε ο σκοτωμένος. Το επόμενο πρωί, ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής περιμάζεψε το άψυχο σώμα. Στην περιοχή του Μάλεμε είχε ήδη δημιουργηθεί το πρώτο γερμανικό νεκροταφείο. Στον πόλεμο, σε κάθε πόλεμο, αναγκάζεσαι να ζεις τη στιγμή, το τώρα. Κάθε άλλη ερμηνεία του χρόνου είναι ουτοπία. Ζεις, πράττεις και λογοδοτείς με γνώμονα τη στιγμή. Και τα όποια βραχυπρόθεσμα σχέδια γίνονται με την απειλή της ανατροπής. Αυτές οι σκέψεις κλωθογύριζαν στο μυαλό του Λάμπρου αφότου έφυγαν ο Σήφης με τη Λένα για το Βατόλακκο στον Ομαλό και τη σπηλιά όπου κρυβόταν ο Γιόχαν. Το χάραμα πήρε την απόφαση να επισκεφτεί τη Ματίνα. Πάντα τη συμπαθούσε και τη θαύμαζε για την αφοσίωσή της στον αδερφό και στα ανίψια της. Ήταν νέα και θα μπορούσε να είχε ξαναφτιάξει τη ζωή της μετά που χήρεψε, μα εκείνη είχε βάλει προτεραιότητα να σταθεί στην ατυχία του Νικολού.
Τώρα, ο κατακτητής την απορφάνισε, κι εκείνος ήθελε να την καθησυχάσει, να την κάνει να νιώσει πως δεν ήταν μόνη και παντέρημη, πως οι δυο τους, για χάρη της Λένας και του Σήφη, έπρεπε να κρατηθούν χέρι χέρι ακόμα και από τα ξέφτια της ζωής. Η γυναίκα που του άνοιξε την πόρτα, εκείνο το λαμπερό και ζεστό πρωινό, ήταν μια γυναίκα που δε θύμιζε σε τίποτα τη δραστήρια και αισιόδοξη αδερφή του Νικολού. Έμοιαζε με σκιά του παλιού, καλού της εαυτού. Οι ώμοι της είχαν καμπουριάσει, τα μελιά μάτια της στεφάνωναν μαύροι κύκλοι και τα μέχρι χτες κατάμαυρα μαλλιά της είχαν γίνει, τόπους τόπους, πιο λευκά κι από το μπαμπάκι. - Ματίνα, ίντα κακό μάς βρήκε; της είπε ο Λάμπρος πιάνοντάς της τα δυο χέρια, που ήταν Ιούνιο μήνα ξυλιασμένα. - Μας ξεκλήρισαν οι αντίχριστοι, Λάμπρο, πάει η οικογένεια. Να σώσουμε το κορίτσι. - Το κορίτσι; Γιατί; Πού είναι το Λενιώ, δεν είναι εδωνά; καμώθηκε εκείνος τον ανήξερο. Ανάμεσα σε λυγμούς και ποταμούς δακρύων, η Ματίνα τού εξιστόρησε όσα είχαν συμβεί εβδομάδες πριν. Η είδηση που έφερε ο Αναστάσης, πως η Λένα και ο Νικολός κρύβονταν στον Ομαλό, την είχε αναστατώσει, μα συγχρόνως και ανακουφίσει. Οι δικοί της ήταν σώοι και αβλαβείς. Ακολουθώντας τις εντολές του Νικολού, είχε ετοιμάσει έναν μπόγο πράγματα, για να τα ανεβάσει ο Μανολιός στο βουνό. - Τι συνέβη, Λάμπρο, δεν καταλαβαίνω... - Ποιος καταλαβαίνει; Έχει λογική ο πόλεμος; - Και ψες βράδυ, ήρθε ο Σήφης και πήρε το κορίτσι ν’ ανέβουν πάλι στο βουνό. Για ποιο λόγο; Τους ρώτησα, μα δε μου είπαν. Από κάτι μισόλογα προσπάθησα να βγάλω άκρια, μάταια. Τα σκασμένα, όταν δε θέλουν, δε σου μαρτυράνε κουβέντα. Έτσι ήταν από νήπια. Εσύ ξέρεις κάτι περισσότερο; Ο Λάμπρος πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Ματίνα έμοιαζε να έχει χάσει χρόνια ζωής από τα χτυπήματα της μοίρας, μα ευτυχώς το λογικό της είχε επανέλθει. Γι’ αυτό κι εκείνος έκρινε πως δεν υπήρχε λόγος να της κρύβει την αλήθεια για το γιο του Γερμανού αρχαιολόγου με τον οποίο τόσα χρόνια είχαν μοιραστεί χαρές και λύπες και είχαν γλεντήσει στο ίδιο τραπέζι με χορούς και ρακές. - Αν έχεις καφέ, φτιάξε μου ένα γιαβάσικο, να σου ιστορήσω τα νεότερα. - Έχω κρύψει κάποια πράγματα στην καταπακτή για ώρα ανάγκης, μερικά κομμάτια απάκι, λαδότυρο σ’ ένα κιούπι, όσπρια, ρακή, αλεύρι και λάδι. Να ξέρεις, αν χρειαστείς κάτι... - Καλά έκαμες, μα να έχεις το νου σου, ίσως πρέπει να τα βολέψεις κάπου αλλού. Άκουσα πως αυτοί βγάζουν και από τη μύγα ξίγκι. Μπαίνουν σε σπίτια και μαγαζιά και τα ξηλώνουν συθέμελα. Πώς θα θρέψουν τους δικούς τους; Θα μας πάρουν και τις βράκες, να μου το θυμηθείς. Η Ματίνα γέλασε και το πρόσωπο του Λάμπρου φωτίστηκε. Ήταν μια μαγική στιγμή, από εκείνες που οι άνθρωποι θεωρούν καθοριστικές. Το χαμόγελο της Ματίνας έκανε τον Λάμπρο να αποφασίσει πως ήθελε αυτή η γυναίκα να γίνει δική του και να τον συντροφέψει για το υπόλοιπο του βίου του. Αλλά θα υλοποιούσε τη σκέψη του σιγά σιγά, για να μην την τρομάξει και τον αποπάρει. Με τον τρόπο του, θα φρόντιζε να της γίνει απαραίτητος. Και για όσο ζούσαν, αν ζούσαν, η Ματίνα δε θα ήταν ποτέ ξανά μόνη. Φυσικά, ούτε κι εκείνος. Ακόμα στεκόταν καλά για να κοιμάται έρημος στα κρύα σεντόνια. Όσο
ζούσε η γυναίκα του, η Τασούλα, την είχε κορόνα στο κεφάλι του, αλλά, όπως λέει ο λαός, «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι οι αποθαμένοι με τους αποθαμένους». - Λοιπόν, τι είναι αυτό που δεν ξέρω; - Στο βουνό κρύβουν το Γερμανόπουλο. - Το Γερμανόπουλο; Ποιο Γερμανόπουλο; Όφου, τρομάρα μου, μη μου πεις... Ποιον απ’ τους δυο; - Τον Γιόχαν. - Παναγιά μου Βαγγελίστρα, βόηθα μας. Λάμπρο, φοβάμαι. Τι θα γίνει αν τους πιάσουν; Αχ, μανούλα μου, σ’ το λέω, αυτό δε θα το αντέξω. - Αφού την ξέρεις, δεν ακούει πράμα. Κάνε το σταυρό σου να μην τον έβρουνε. Μόνο τότε θα ησυχάσουμε. - Μα πώς; Πώς συναντήθηκαν; Κατέχεις τι έγινε; - Ναι, μου τα είπε όλα η μικρή. Και ο Λάμπρος έπιασε να της διηγείται όσα είχε μάθει πως συνέβησαν. Όταν τέλειωσε, οι δυο τους κοιτάχτηκαν για ώρα σαν ναυαγοί που δεν ξέρουν το πώς και αν θα σωθούν. Πρώτη μίλησε η Ματίνα. - Θέλημα Θεού, αλλιώς γιατί... - Τι δουλειά έχει ο Θεός με όλα αυτά, κυρά μου; τη διέκοψε δυσανασχετώντας ο Λάμπρος. Δουλειά του Θεού είναι να σκοτώνονται οι άνθρωποι αναμεταξύ τους; Δουλειά του Θεού είναι να χάνουμε το βιος μας; Δουλειά του Θεού είναι να μας στερούν τη λευτεριά μας; Εδωνά, το πάνω χέρι το έχει ο δαίμονας και, να μου το θυμηθείς, ακόμα έχουν να δουν πολλά τα μάτια μας. - Είναι αλήθεια αυτό που μου είπε το Λενιώ; άλλαξε την κουβέντα η Ματίνα. Για τ’ Ανώγεια, ντε... - Αλήθεια. Όλοι θα βοηθήσουμε όπως, όποτε και όπου μπορούμε. Ο μικρός βράζει, δεν τον κάνω ζάφτι. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, τώρα θα παρουσιαζόταν στο στρατό. - Δε φοβάσαι; Τον έχεις μοναχογιό. - Ο φόβος θυμίζει αποθαμένο. Είναι άψυχος και παγωμένος. Για να ξανακερδίσουμε την ελευθερία μας πρέπει να μη φοβόμαστε, να είμαστε ζωντανοί και όχι αποθαμένοι. Ο Νικολός είχε ένα ραδιόφωνο, δώρο του Γερμανού φίλου μας, το ’χεις; - Ναι, το έχω κρύψει μέσα σ’ έναν κούφιο τοίχο στο πλυσταριό. Για να το βρεις, πρέπει να βγάλεις δυο κοτρόνες. - Είσαι σίγουρη ότι είναι ασφαλές; Μην κάνουν ντου οι Γερμανοί και... - Μη σκιάζεσαι, τον διέκοψε η Ματίνα, κάποιες φορές μπερδεύομαι ακόμα κι εγώ.
- Οι μπαταρίες δουλεύουν; Ή να ψάξω στα σάλτα για άλλες; Μου είπαν πως από εδώ μπορούμε να πιάσουμε το σταθμό των Συμμάχων στο Κάιρο και να μαθαίνουμε ειδήσεις χωρίς λογοκρισία. Την ίδια μέρα το απόβραδο, γύρισαν από το βουνό στο σπίτι της Ματίνας ο Σήφης και η Λένα, κατάκοποι και βυθισμένοι στη θλίψη. Τα μοιρολόγια συνεχίζονταν. Κανείς τους δε γνώριζε ακόμα πότε και με ποιανού το χαμό θα σταματούσαν. Η διάρκεια του πολέμου δεν έχει σημεία στίξης. Έχει μόνο αρχή και τέλος. Ενδιάμεσα, έχει φωτιά, θάνατο, θρήνο, απόγνωση, πείνα, αιχμαλώτους, προδότες και ήρωες. 1 Χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες για να δηλώσει το δωσίλογο ή τον προδότη. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του Νορβηγού πολιτικού Βίντκουν Κουίσλινγκ (1887-1945), ο οποίος κάλεσε τον Χίτλερ να καταλάβει τη χώρα του «για το καλό της» και, βέβαια, ανέλαβε ο ίδιος την πρωθυπουργία, συνεργαζόμενος με τους Γερμανούς κατακτητές. (Σ.τ.Ε.)
Κρήτη, 1941-1944 Η ΜΑΥΡΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ 1941 δεν τέλειωσε για τη Λένα με το χαμό των δικών της. Ένα γεγονός ακόμα ήρθε να ταράξει την ήδη πονεμένη της καρδιά από το βαρύ πένθος. Ενάμιση μήνα μετά το σκοτωμό του αγαπημένου της, άρχισαν οι ζαλάδες και οι εμετοί. Η Ματίνα μπορεί να μην είχε αποκτήσει δικά της παιδιά, αλλά βοηθούσε τη Ζωγραφιά, τη μαμή, στα γεννητούρια για πάνω από δέκα χρόνια και αναγνώριζε τα σημάδια μιας εγκυμοσύνης από μίλια μακριά. Η κοπελιά, φως φανάρι, ήταν έγκυος. - Τι θα κάνουμε; Πώς θα παρουσιάσουμε το μωρό; Αν το μάθουν οι δικοί μας ότι είναι Γερμανού σπορά, θα σε κουρέψουν με την ψιλή, θα σε διαπομπέψουν, μην πω πως θα σε σκοτώσουν. Παναγιά μου, φώτισέ μας. - Να κρυφτούμε. Εγώ το μωρό θα το κρατήσω, ο κόσμος να χαλάσει, και ας με σκοτώσουν. - Τι λόγια είναι αυτά, χαμένη; Αντί να μουλαρώνεις, κάτσε και σκέψου. Το απόγευμα που θα είναι εδώ ο Λάμπρος και ο Σήφης, θα τους πούμε τι συμβαίνει και μαζί θα αποφασίσουμε τι πρέπει να κάνουμε. - Τι δουλειά έχουν με αυτό ο θείος Λάμπρος και ο Σήφης; - Αυτοί είναι τώρα η οικογένειά μας, μαζί θα αποφασίσουμε. - Θεία μου, κατάλαβα καλά; Εσύ και ο θείος Λάμπρος...; Πότε και δεν πήρα χαμπάρι; τη ρώτησε η Λένα, που έπιασε στον αέρα την ιδιαίτερη σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, από τον τόνο που έδωσε στη φωνή της η Ματίνα όταν πρόφερε τις λέξεις «η οικογένειά μας». Το ίδιο βράδυ, καθισμένοι οι τέσσερις γύρω από το τραπέζι στην πεντακάθαρη κουζίνα, που φωτιζόταν από το αχνό φως μιας λάμπας, πήραν αποφάσεις με βάση τα νέα δεδομένα. - Θα παντρευτούμε το γρηγορότερο, είπε ο Σήφης με μια ανάσα, αρπάζοντας την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν, όπως ο ναυαγός τη σανίδα σωτηρίας, και θα αναγνωρίσω το παιδί. - Είσαι κουζουλός; Γιατί να το κάνεις; Δεν είσαι υποχρεωμένος, του αντιγύρισε η Λένα σε τόνο χλιαρό. - Έτσι θα γίνει, την αποστόμωσε κοφτά και αποφασιστικά. - Μα εγώ αγαπώ ακόμα τον Γιόχαν, δεν μπορώ να... - Δε θα χρειαστεί, τη διέκοψε. Εσύ κι εγώ, πάνω απ’ όλα, ήμαστε και θα συνεχίσουμε να είμαστε φίλοι. Σου υπόσχομαι πως αυτή η σχέση δε θα αλλάξει με το γάμο. Συμφωνείς; - Εντάξει, του είπε εκείνη παραδομένη, γιατί κατά βάθος φοβόταν, φοβόταν πολύ. Αν είναι έτσι... - Λοιπόν, το θέμα έκλεισε, κατέληξε ο Σήφης. Η Ματίνα και ο Λάμπρος είχαν μείνει εμβρόντητοι και δεν πρόλαβαν ν’ αρθρώσουν λέξη ή να φέρουν κάποια αντίρρηση. Όμως γιατί να τους προκαλέσει έκπληξη η πρότασή του; αναρωτήθηκαν ταυτόχρονα. Τα αισθήματα του Σήφη για τη Λένα ήταν, λίγο πολύ, σε όλους γνωστά, άρα σωστή η απόφαση που
πήραν οι δύο νέοι. Εντούτοις επρόκειτο για έναν ψυχρό διακανονισμό, και ανησυχούσαν για το πού θα κατέληγε μια υπόσχεση που δόθηκε τόσο αβίαστα και απερίσκεπτα εκ μέρους του Σήφη. Η Ματίνα και ο Λάμπρος ήξεραν από την πείρα της ζωής πως όταν βάλεις το μπαρούτι δίπλα στη φωτιά, θα λαμπαδιάσει ο τόπος και από τα εσώψυχά τους έκαναν ταυτόχρονα την ίδια ευχή: μακάρι να έβγαιναν ψεύτες και προπέτες. Πριν εκπνεύσει ο Αύγουστος, τα δύο ζευγάρια, ο Λάμπρος και η Ματίνα, ο Σήφης και η Λένα, πήγαν καταμεσήμερο στην εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής. Εκεί τους περίμενε ο παπα-Τιμόθεος. Με το φόβο των Γερμανών, που εμφανίζονταν από το πουθενά, χώθηκαν στο εσωτερικό της εκκλησίας, γρήγορα και αθόρυβα σαν σκιές. Ο παπάς διπλομαντάλωσε την πόρτα και χωρίς καθυστέρηση, πριν ακόμα μπει στο ιερό, τέλεσε το Μυστήριο. - Νυμφεύεται ο δούλος του Θεού, Σήφης, τη δούλη του Θεού, Ελένη. Νυμφεύεται ο δούλος του Θεού, Λάμπρος, τη δούλη του Θεού, Ματίνα. Και ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωρείζέτω. Οι νεόνυμφοι, έχοντας τις ευχές του παπά και του Θεού, επέστρεψαν με τον ίδιο τρόπο στο σπίτι της Χαλέπας. Εκείνο το βράδυ, έμειναν όλοι μαζί. Στο φως της λάμπας, έφαγαν λιτά. Γαμοπίλαφο με ελάχιστο κρέας, τυρί και παξιμάδια από τα πράγματα που φύλαγε η Ματίνα στο κατώι με κίνδυνο της ζωής της. Ήπιαν κρασί και ευχήθηκαν να σώσουν γρήγορα τα βάσανά τους από τους κατακτητές. Ακόμα ευχήθηκαν στη Λένα να έχει «καλή λευτεριά». Από την επόμενη μέρα, θα ακολουθούσαν, αναγκαστικά, τους ρυθμούς του πολέμου. Ο Σήφης είχε λάβει μήνυμα να παρουσιαστεί στα Ανώγεια. Τις ώρες που δεν ίσχυε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, κάθε μετακίνηση ήταν προβληματική, καθώς οι Γερμανοί, στην είσοδο κάθε πόλης και κάθε χωριού, είχαν στήσει μπλόκα και ζητούσαν την ειδική άδεια κυκλοφορίας, κάτι σαν πασαπόρτι. Όμως ο Σήφης ήξερε κρυφά μονοπάτια και πηγαινοερχόταν από νομό σε νομό και από χωριό σε πόλη χωρίς να χρειάζεται να περνάει από τους ελέγχους ή να δίνει ραπόρτο για τις κινήσεις του. Η Λένα μετακόμισε στο νέο της σπίτι, που ήταν το σπίτι του Κουμ Καπί, και ο Λάμπρος εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Χαλέπας. Η Ματίνα και ο Λάμπρος στάθηκαν τυχεροί, καθώς το σπίτι τους ήταν από τα λίγα που γλίτωσαν την επίταξη του στρατού κατοχής. Με το μικρό ψαροκάικο που είχε αγοράσει εκείνος κοψοχρονιά από μια φουκαριάρα χήρα, συνέχιζε να ψαρεύει πότε μόνος του και πότε με τον Σήφη. Όση ψαριά τού απέμενε μετά την καταλήστευση του κατακτητή την πουλούσε για ένα πενιχρό μεροκάματο. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που διατάχτηκαν με τον Σήφη να ακολουθήσουν τα καμιόνια της αγγαρείας και να μείνουν στα στρατόπεδα εργασίας των Γερμανών πάνω από μήνα. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, η Ματίνα και η Λένα ήθελαν καιρό για να τους συνεφέρουν από τις ψείρες, την απλυσιά και την αδυναμία. Με βραστό λάχανο και μια χούφτα μπιζέλια για φαγητό, που οι εργάτες το έλεγαν κοροϊδευτικά τουμπεκί, ήταν θαύμα που επέστρεφαν ζωντανοί. Οι Γερμανοί, για τις ανάγκες του στρατού τους, είχαν επιτάξει τα πάντα. Λάδι, πατάτες, ζάχαρη, κηπευτικά, σφαχτά. Ακόμα δεν άφησαν ούτε τις οξιές, τις βελανιδιές και τους πρίνους. Με ομάδες αντρών κάθε ηλικίας που συγκέντρωναν από τα χωριά, αποψίλωναν τα αιωνόβια δέντρα, τα οποία τα έστελναν στη Ρόδο για οινοπνευματοποίηση. Άλλες φορές, τις ίδιες ομάδες τις χρησιμοποιούσαν για την επισκευή γεφυριών, δρόμων και αεροδρομίων που είχαν υποστεί ζημιές από τους βομβαρδισμούς. Γύρω από την μπότα των εχθρών βεγγέριζαν απροκάλυπτα καταδότες και κερδοσκόποι. Οι μαυραγορίτες
και το παράνομο αλισβερίσι έδιναν κι έπαιρναν, χωρίς κανέναν έλεγχο. Με κάποιον τρόπο, όλοι έπρεπε να επιβιώσουν. Το χειμώνα του 1941-1942, το νησί βρόμησε από θάνατο και πείνα, ενώ οι αετονύχηδες έκαναν χρυσές δουλειές. Το ίδιο και οι δωσίλογοι. Τα νεκροταφεία, ελληνικά και γερμανικά, έπιασαν να γεμίζουν ασφυκτικά. Οι απώλειες και από τις δυο πλευρές άνισες, μα το ίδιο σημαντικές. Οι Κρητικοί πολεμούσαν με την καρδιά και το μυαλό τους. Οι Γερμανοί, πάλι, με την υπεροχή των όπλων και την υπεροψία των κατακτητών, οι οποίοι επέβαλλαν τα «πιστεύω» τους με τη βία. Ο Σήφης ήταν ήδη μέλος σε μια ομάδα σαμποτάζ, καθώς είχε δοκιμαστεί με επιτυχία σε μια ανατίναξη στρατιωτικού αυτοκινήτου. Και μέχρι στιγμής κανείς δεν υποψιαζόταν πως ήταν οργανωμένος στην Αντίσταση, καθώς όλοι έβλεπαν έναν ήσυχο νέο, που με κρύο ή με ζέστη δούλευε κοντά στον πατέρα του στο ψαροκάικο για το μεροκάματο της πείνας ή σε κάποια διατεταγμένη αγγαρεία. Σε κάθε ευκαιρία, εκείνος συναντιόταν με τον όψιμο φίλο του, που τώρα πια ήταν και συγγενής του, τον Αντώνη το χωροφύλακα. Φυσικά, οι σύντροφοί του γνώριζαν και ανέχονταν τα πάρε δώσε των δύο αντρών, με απώτερο σκοπό την εκμαίευση πληροφοριών. Ο Σήφης, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, ήταν ακόμα άπειρος, εύκολα θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα κάποιου έμπειρου και δόλιου όπως ήταν ο Αντώνης. Γι’ αυτό και ο αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης είχε δώσει εντολή σ’ ένα από τα πρωτοπαλίκαρά του να τον έχει από κοντά. Ο Αντώνης, αμέσως μετά την εισβολή, τακίμιασε με τον εχθρό. Όχι φανερά, αλλά κρατώντας τα προσχήματα. Η φιλία που πρόσφερε στον Σήφη δεν ήταν ούτε αθώα ούτε ειλικρινής. Ο χωροφύλακας δεν είχε προκόψει στη ζωή του κρατώντας το σταυρό στο χέρι. Πρόκοψε γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού του φύλαγε πάντα τις καλύτερες σκέψεις, τις πιο αποδοτικές, τις πιο συμφέρουσες. Η συγγένεια που προέκυψε από τον ξαφνικό γάμο του Σήφη με την ανιψιά του διευκόλυνε τη δουλειά του. Είχε βάσιμες υποψίες πως ο νεαρός έκανε μικροδουλειές για την Αντίσταση. Αν οι υποψίες του έβγαιναν αληθινές, ο σκοπός του δεν ήταν να τον καταδώσει. Πεθαμένος θα του ήταν άχρηστος. Αντίθετα, χρήσιμες πληροφορίες που αφορούσαν ενέργειες ενάντια στους Γερμανούς ή έστω πληροφορίες για πιθανές κρυψώνες των κυνηγημένων Άγγλων, αν τις πουλούσε στους κατακτητές, θα του εξασφάλιζαν προστασία και το κατιτίς παραπάνω για την οικογένειά του. Στα νιάτα και στην απειρία του Σήφη, ο Αντώνης αντιπαρέβαλλε το συμφέρον, την πονηριά και την απληστία, μα «τα μεγάλα όποιος γυρεύει, δυστυχήματα ψαρεύει» λέει ο σοφός λαός. Επιπλέον, ο Αντώνης ήταν χολωμένος με τον Σήφη και για το λόγο πως από καιρό τον υπολόγιζε για γαμπρό και ξαφνικά εκείνος του συστήθηκε σαν ανιψιός. Δεν του άρεσαν οι αλλαγές και οι παρεμβολές στα σχέδιά του. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια ήταν ακριβώς η στιγμή που ο Σήφης, το καλό παιδί του Λάμπρου και της Τασούλας, ο ερωτοχτυπημένος με τη Λένα παιδιόθεν, που ονειρευόταν να περάσει τη ζωή του μαζί της, ο φίλος του Μανολιού και των Γερμανών διδύμων, ο ταγμένος κομουνιστής, έχασε την ανθρωπιά του και μεταμορφώθηκε σε τέρας. Μια πιθανή εκδοχή ήταν πως τον τύφλωσε η ζήλια. Μια άλλη, πως τον τρέλανε ο φόβος του άγριου πολέμου. Μπορεί, άραγε, κάποιος τη μια στιγμή να είναι συμπονετικός, καλός, τρυφερός, δοτικός, πατριώτης, αλτρουιστής και την άλλη να γίνεται κυνικός, σκληρός, σαδιστής, προδότης και απάνθρωπος;
Μπορεί, είναι η απάντηση, καθώς μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη κατοικούν τόσο θετικά όσο και αρνητικά συναισθήματα, ελλοχεύουν σκέψεις καλές και κακές, οι οποίες, για να γίνουν πράξεις, τους αρκεί ένα νεύμα. Με το έμπα του 1942, τέλος Ιανουαρίου, γεννήθηκε πρόωρα η Ειρήνη. Έτσι αποφάσισε να ονομάσει η Λένα το μωρό της. Με ένα όνομα συμβολικό, που εξέφραζε την επιθυμία ενός υπόδουλου λαού. Τα δύο ζευγάρια, όταν το κοριτσάκι συμπλήρωσε τους έξι μήνες, το πήγαν ένα Σαββατόβραδο να το βαφτίσουν στην ίδια εκκλησία που είχαν παντρευτεί και από τον ίδιο παπά. Χωρίς γλέντια και τυμπανοκρουσίες. Νονά της μικρής έγινε η καλύτερη φίλη της Ματίνας, η Σμαρώ. Μετά τη βάφτιση της Ειρήνης, άρχισαν και τα προβλήματα της Λένας με τον Σήφη. Το παιδί, αντί να τους φέρει πιο κοντά, τους αποξένωσε εντελώς. Η Λένα, από τότε που γέννησε, έμοιαζε σαν ν’ αναστήθηκε. Ο θρήνος για το χαμό των αγαπημένων της, ο φόβος από τις απειλές και τις θηριωδίες των κατακτητών, η πείνα που θέριζε τα στομάχια, όλα εξοβελίστηκαν μπροστά στο θαύμα της ζωής που ρουφούσε γάλα από το στήθος της, διεκδικώντας το δικαίωμα να επιβιώσει. Με τον ερχομό της μικρής, η Ματίνα ξαμολήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη, και παρά τις αντιρρήσεις του Λάμπρου, στις αυλές των κατακτητών, για να πλένει τα ρούχα τους. Με τις μπουγάδες και το σίδερο εξασφάλιζε στη λεχώνα θολόσταση1 και αλευρόγαλο, για να έχει το στήθος της γάλα. Η Λένα, ύστερα από κάποιες χλιαρές αντιρρήσεις, αφέθηκε στις φροντίδες της θείας της και η ίδια, ολημερίς κι ολονυχτίς, αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στο μεγάλωμα της μικρής Ειρήνης. Την ταχτάριζε -«χαρώ το το παιδάκι μου, το χρυσαφάκι μου, το νοικοκεραδάκι μου, αγαπώ το σαν το μέλι σαν και να ’τονε κοπέλι»- ή της σιγοτραγουδούσε πως ήταν το παιδί του έρωτα, του μοναδικού έρωτα της ζωής της. Στην αρχή, ο Σήφης παρακολουθούσε τα χαϊδολογήματα και άκουγε τις τρυφεράδες με μια σχετική αδιαφορία. Κάποιες φορές εκνευριζόταν και κάποιες άλλες, τις περισσότερες, ζήλευε. Ζήλευε το μωρό για όλα εκείνα τα χάδια και τα γλυκόλογα που στεφάνωναν το προσκεφάλι του. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πότε και πώς συνέβη, η υπόσχεσή του πως θα σεβόταν την επιθυμία της Λένας να παραμείνουν φίλοι σ’ ένα γάμο λευκό, διεγράφη ως ουδέποτε δοθείσα. Τη νύχτα που έπεσε πάνω της σαν μαινόμενος ταύρος, δε θα την ξεχνούσε κανείς από τους δύο. Ο Σήφης είχε επιστρέψει στο σπίτι τους ύστερα από μιας εβδομάδας απουσία. Το σαμποτάζ της οργάνωσης, στο οποίο είχε λάβει μέρος, αφορούσε μια αυτοκινητοπομπή με Γερμανούς στρατιώτες, που κατευθυνόταν από το Ηράκλειο στην Πρέβελη. Οι συμμετέχοντες αντάρτες, για λόγους ασφαλείας, πληροφορήθηκαν τελευταία στιγμή τον τόπο και το στόχο. Η αποστολή στέφτηκε με επιτυχία και, αμέσως μετά, η ομάδα των σαμποτέρ διασκορπίστηκε στα βουνά ή στα παρακείμενα χωριά, όπως έκαναν πάντα, πριν πάρουν καθένας το δρόμο της επιστροφής, χαρούμενοι, αλλά συγχρόνως ανήσυχοι, καθώς γνώριζαν πως κάποιοι, κάπου, θα πλήρωναν με τη ζωή και το βιος τους, στα αντίποινα των δυνάμεων κατοχής. Με αυτά τα αντιφατικά συναισθήματα, ο Σήφης έφτασε ένα απόβραδο στο σπίτι του στο Κουμ Καπί. Η εικόνα που αντίκρισε μπαίνοντας ήταν, για άλλη μία φορά, μια εικόνα που έκανε τα νεύρα και το λογικό του σμπαράλια. Μάνα και κόρη αγκαλιά, παραδομένες σε γλύκες προαιώνια ίδιες. Τα λόγια της Λένας
έδιωξαν κάθε άλλη σκέψη του και ανησυχία, δίνοντας άπλετο χώρο στην αιμοβόρα ζήλια. - Αχ, το κοπέλι μου, ποπό, το χρυσαφάκι μου, τι όμορφο κορίτσι που έχω εγώ; Το πιο όμορφο του κόσμου, ίδιο ο πατέρας του. Πράγματι, η μικρή ήταν φτυστή ο Γερμανός, κατάξανθη, με μάτια στο ασυννέφιαστο χρώμα του ουρανού. Και ήταν ευτύχημα που τα χρώματα του Σήφη ήταν επίσης ανοιχτά, αλλιώς η ανομοιοχρωμία θα έβγαζε μάτι, φωνάζοντας από μίλια μακριά για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο πιθανός γεννήτορας. Ο λευκός γάμος, στον οποίο με τόση ευκολία είχε συμφωνήσει ο Σήφης, έμοιαζε με βρόχο στο λαιμό του. Το σώμα του έπιασε να διαμαρτύρεται από αφόρητη πεθυμιά. Να πάρει ο διάολος, σκεφτόταν, με τη Λένα ήταν ερωτευμένος από τα γεννοφάσκια του, και η γέννα, αντί να μειώσει ή ν’ αλλοιώσει την ομορφιά της, την είχε κάνει περισσότερο ποθητή. Εκείνη ήταν και θα ήταν μόνο δική του. Σε μια προσπάθεια να ελέγξει τη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα του και θα σκορπούσε από στιγμή σε στιγμή την καταστροφή, της ζήτησε να του ζεστάνει νερό στο καζάνι για να κάνει πρώτα ένα μπάνιο και μετά να του ετοιμάσει κάτι να κολατσίσει. Ούτε το μπάνιο ούτε το φαγητό κάλμαραν τα συναισθήματα που μαίνονταν μέσα του. Αντίθετα, η επιθυμία και η ζήλια, σε συνδυασμό με τη ρακή, που την έπινε σαν να ήταν γάργαρο νερό, έβγαλαν στην επιφάνεια ένστικτα άγριου ζώου, εξοβελίζοντας και τα τελευταία ψήγματα λογικής από το νου του. Οι σκηνές που ακολούθησαν χάραξαν ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή και των δυο τους. Η Λένα, πεσμένη κατάχαμα, να παλεύει βουβά, μην τυχόν και τρομάξει ο άγγελός της που κοιμόταν παραδίπλα ακούγοντας κάποια σπαρακτική κραυγή, και ο Σήφης, πεσμένος πάνω της, να την παίρνει με τη βία, βογκώντας σαν να του κάρφωσαν μαχαίρι στο λαιμό. Όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ δεν έγραψαν μόνο το τέλος ενός, έτσι κι αλλιώς, συμβατικού γάμου, αλλά και το τέλος μιας φιλίας. Κάθε κουβέντα ή δικαιολογία ήταν περιττή. Το επόμενο πρωί, ο Σήφης μάζεψε έναν μπόγο τα ρούχα του και κοφτά τής ανακοίνωσε πως θα έφευγε για το βουνό. Η Λένα δεν τον κοίταξε, ούτε του απάντησε, γιατί απλώς δεν υπήρχε πια για εκείνη. Ο Σήφης που γνώριζε, ο παιδικός της φίλος, είχε παραβεί όρκους και υποσχέσεις, ρημάζοντας το κορμί και την ψυχή της. Μέσα της, ήταν ήδη πεθαμένος. Το βαρύ πένθος που από τόσο νωρίς είχε μπει στη ζωή της έμοιαζε να μην έχει τέλος. Ο πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται όσο η μικρή Ειρήνη προσπαθούσε να κάνει σταθερά τα πρώτα της βήματα. Στην Αθήνα, ο εχθρός εκτελούσε στο Χαϊδάρι και στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Στη Θεσσαλονίκη, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά και στο Επταπύργιο. Η Γερμανία, τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου, χρησιμοποιώντας την τακτική των αντιποίνων, ξεκλήριζε τους ντόπιους πληθυσμούς. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Καλάβρυτα, Δίστομο, Ανώγεια, Καστέλι... Οι Γερμανοί, με μαζικές εκτελέσεις αμάχων, μεταφορές αιχμαλώτων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, λεηλασίες και πυρπολήσεις είχαν στήσει ένα σκηνικό που μύριζε καμένη σάρκα και στάχτες. Στην ίδια τη Γερμανία, ξυλοδαρμοί με μαστίγια, εικονικοί πνιγμοί ή πυροβολισμοί, δωρεές σωμάτων σε αρρωστημένα μυαλά και χέρια γιατρών που με δικαιολογία την εξέλιξη επιδίδονταν σε τρομακτικά επιστημονικά πειράματα, μαζικές εκτελέσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Νταχάου και το Τερέζιενστατ, με τη μέθοδο εισπνοής του Zyklon Β, και η σύληση των καταδικασμένων ήταν μια
καθημερινότητα χωρίς όρια, χωρίς τέλος. Όταν ξυπνήσει το θηρίο που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος και ξαμοληθεί, είναι ικανό να διαπράξει τις μεγαλύτερες αγριότητες. Η φαντασία του μεγαλουργεί, ξεπερνώντας και την πιο ευφάνταστη συγγραφική πένα. Μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν στη Βόρεια Αφρική, ο άνεμος του πολέμου άλλαξε φορά, φυσώντας ούριος προς τη μεριά των συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες προέλαυναν νικηφόρα. Οι συνεργάτες και σύμμαχοι των Γερμανών, για πρώτη φορά, ένιωσαν ανησυχία, εκφράζοντάς τη με τη φράση: «Βάστα, Ρόμελ, γιατί αλλιώς χαθήκαμε». Το 1943 άρχισαν οι αεροπορικές επιδρομές των Συμμάχων στην πόλη του Βερολίνου, αφανίζοντας κατοίκους και ιστορικά κτίρια. Το μέγαρο των φον Σίφερ χτυπήθηκε από τα πρώτα, μα ευτυχώς οι ένοικοί του το είχαν εγκαταλείψει έγκαιρα. Το υπηρετικό προσωπικό, για περισσότερη ασφάλεια, είχε καταφύγει σε σπίτια συγγενών στην επαρχία. Και ο Μαξ ζούσε εκεί όπου ένιωθε πάντα καλύτερα, στα λαγούμια και στις στοές των αρχαιολογικών τόπων της Άπω Ανατολής. Με εντολή του ίδιου του Φίρερ, αρχές του 1941, είχε επιβιβαστεί σ’ ένα πολεμικό υποβρύχιο που τον είχε βγάλει με ασφάλεια στα τουρκικά παράλια. Τα νέα του πολέμου δύσκολα τον έβρισκαν, γι’ αυτό και η είδηση πως ο γιος του είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κρήτης έφτασε στ’ αφτιά του καθυστερημένα. Κομιστής του θλιβερού νέου, μια σύντομη, σχεδόν τηλεγραφική επιστολή, που του έστειλε ο άλλος του γιος, ο οποίος μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στα γραφεία του Ράιχ στη Βιλχεμστράσε, με τους στενούς συνεργάτες του Βολφ, μελετώντας και σχεδιάζοντας τακτικές πολέμου, και στα γραφεία της οικογενειακής τράπεζας, που υπολειτουργούσε. Ο πρώτος βομβαρδισμός του Βερολίνου, ένα συμμαχικό χτύπημα κατευθείαν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας, σηματοδότησε την αντίστροφη μέτρηση για τον εμπνευστή του παράλογου και φρικιαστικού πολέμου, κάτι που αρνήθηκε να δει ή να παραδεχτεί ο Χίτλερ και οι επιτελείς του, οι οποίοι συνέχιζαν να επεξεργάζονται και να καταστρώνουν πολεμικά σχέδια. Ήταν πλέον φανερό σε λίγους, σε ελάχιστους σώφρονες, πως ο αέρας των Βαυαρικών Άλπεων, αντί να του καθαρίζει το μυαλό, του το θόλωνε επικίνδυνα.
Θεσσαλονίκη, 1941-1944 Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, δεν αποτέλεσε εξαίρεση, ούτε γλίτωσε τη φρίκη του πολέμου. Η Σοφία, ο Θωμάς και η μικρή Δωροθέα, ο καρπός της σχέσης της με τον Μαξ φον Σίφερ, ζούσαν στο δικό τους, ασφαλή μικρόκοσμο, μέχρι που τους ξεκούφανε ακριβώς έξω από την πόρτα τους ο ανατριχιαστικός θόρυβος της γερμανικής στρατιωτικής μπότας. Και δε θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να καταλάβει το πετσί τους πως οι θηριωδίες των Γερμανών θα έκαναν τους Ιταλούς να μοιάζουν με πρόβατα. Αμέσως μετά την κατάληψη, όπως συνέβη και στην Αθήνα, αλλά και στις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Ελλάδας, η ζωή παρέλυσε. Η καθημερινότητα όλων άλλαξε. Τις πρώτες μέρες δε λειτουργούσε τίποτα, ούτε οι συγκοινωνίες ούτε οι δημόσιες υπηρεσίες ούτε οι επιχειρήσεις. Οι έμποροι και οι μικροεπι-χειρηματίες, που έδιναν πνοή στην πόλη, κρατούσαν τα μαγαζιά τους κλειστά, ωσότου καταλάβουν, ωσότου χωνέψουν το αστροπελέκι που τους είχε πέσει κατακέφαλα. Και αυτό γιατί, στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, ο Τύπος ήταν ελεγχόμενος και οι ειδήσεις από την αλματώδη άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, ασαφείς και ελλιπείς. Ο ελληνικός λαός ζούσε τις δικές του αγωνίες σ’ ένα πολιτικό κλίμα δικτατορικό, με μέτρα καταστολής λόγω του φόβου και της απειλής τυχόν κομουνιστικής δράσης. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε η σεφαραδίτικη εβραϊκή κοινότητα, με τις συναγωγές και τους ραβίνους της. Οι σεφαραδίτες ήταν απόγονοι εβραίων που εκδιώχτηκαν από την Ισπανία με διάταγμα του Φερδινάνδου Β' και της Ισαβέλας κατά των αλλόθρησκων. Ήταν η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα της Ευρώπης και πριν τον πόλεμο αριθμούσαν πάνω από πενήντα χιλιάδες άτομα, γι’ αυτό και ένα από τα ονόματα της Θεσσαλονίκης ήταν «μητέρα του Ισραήλ». Επί αιώνες, Θεσσαλονικείς και εβραίοι ζούσαν αρμονικά, σεβόμενοι οι μεν τα ήθη και τα έθιμα των δε. Επιπλέον, οι εβραίοι επιχειρηματίες διαχειρίζονταν το μεγαλύτερο κομμάτι του εμπορίου, εξασφαλίζοντας χρήματα και μεροκάματο σε πολύ κόσμο. Η Σοφία και ο Θωμάς Μάνεσης ήταν οικογενειακοί φίλοι με τον Γιακώ και τη Λουίζα Αβράμη. Τα σπίτια τους, στην Καλαμαριά, βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο και τα παιδιά τους, με μικρή διαφορά ηλικίας, έκαναν παρέα, παίζοντας πότε στην αυλή του ενός και πότε στου άλλου. Ο μοναχογιός τους, ο Νισίμ, δύο χρόνια μεγαλύτερος από τη Δωροθέα, είχε γεννηθεί το μήνα Νισάν (Μάρτιος-Απρίλιος), που είναι ο μήνας των πρώτων καρπών ή, αλλιώς, και μήνας των θαυμάτων. Τα μαγαζιά των δύο αντρών γειτνίαζαν. Ο Γιακώ ήταν κοσμηματοπώλης το επάγγελμα, κάντορας (ψάλτης) στη συναγωγή και, ως εξέχον μέλος της εβραϊκής κοινότητας, συμμετείχε στα συμβούλια. Η οικονομική του επιφάνεια ήταν πολύ καλύτερη από εκείνη του φαρμακοποιού Θωμά, ο οποίος, καθότι ψυχοπονιάρης, διευκόλυνε τους φτωχούς και ανήμπορους όταν έμπαιναν στο φαρμακείο του, κι έτσι η τσέπη του, πολλές φορές, άδειαζε αντί να γεμίζει. Οι δύο οικογένειες θεωρούσαν απόλυτα φυσικό να συμμετέχουν η μία στις κοινωνικές ή εθιμοτυπικές εκδηλώσεις της άλλης, όπως είχαν κάνει πρόσφατα η Σοφία, ο Θωμάς και η Δωροθέα στο Μπαρ Μιτζβά, την τελετή ενηλικίωσης, του Νισίμ. Κάποια Σάββατα, που ήταν για τους Αβράμηδες μέρες ξεκούρασης, πνευματικής καλλιέργειας και κοινωνικών σχέσεων, όπως ορίζει η Τορά, αυτοί καλούσαν τους φίλους
τους κι έτρωγαν το παραδοσιακό φιχόνες (πατάτες με κρέας και φασόλια). Και κάποιες Κυριακές, οι Αβράμηδες ακολουθούσαν τον Θωμά και την οικογένειά του στη βόλτα τους στο Λευκό Πύργο ή κάθονταν μαζί για καφέ και γλυκό σε ένα από τα ζαχαροπλαστεία της παραλίας. Μα σαν το καλοσκεφτεί κανείς, τα έθιμα δε διέφεραν και τόσο πολύ. Τα τελετουργικά και οι ονομασίες έκαναν τη διαφορά. Χριστιανικό Πάσχα (νηστεία σαράντα ημερών), εβραϊκό Πεσάχ, Γιομ Κιπούρ (κατά τη διάρκεια του μήνα Τισρί, νηστεία είκοσι πέντε ημερών για εξιλέωση αμαρτιών), Χάνουκα (τα Φώτα), ανάγνωση των Ευαγγελίων, ανάγνωση της Τορά. Την πρώτη φορά που οι δύο οικογένειες ήρθαν αντιμέτωπες με την τρομακτική πραγματικότητα του πολέμου ήταν όταν η Βέρμαχτ διέταξε τον αρχιραβίνο να κάνει απογραφή όλου του εβραϊκού πληθυσμού. Ευτυχώς, η πρώτη απογραφή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και από τους εβραίους που συγκέντρωσαν οι Γερμανοί στην Πλατεία Ελευθερίας, κάποιους τους έστειλαν σε στρατόπεδα εργασίας και τους υπόλοιπους, μεταξύ αυτών και τον Γιακώ, τους ελευθέρωσαν, αφού πληρώθηκαν λύτρα σε χρυσό και χρήματα. Έπειτα από εκείνο το συμβάν, ο Γιακώ και η Λουίζα αποφάσισαν πως, για κάθε ενδεχόμενο, έπρεπε να λάβουν τα μέτρα τους. Είχαν ένα παιδί να προστατέψουν. Το επόμενο κιόλας βράδυ της επιστροφής του στο σπίτι, ο Γιακώ κάλεσε τον Έλληνα γείτονά του. - Φίλε μου, τι έγινε; Κόντεψα να τρελαθώ από την αγωνία μου. Αυτοί δεν αστειεύονται, του είπε ο Θωμάς με μια ανάσα. - Ανησυχώ, δήλωσε ο Γιακώ, για τη Λουίζα και το γιο μου. Θέλω τη βοήθειά σου. - Ό,τι θες. Αλλά πες μου, πώς και σας άφησαν; - Εσύ τι φαντάζεσαι; Τους πληρώσαμε. Τι θα γινόταν, όμως, αν δεν είχαμε να πληρώσουμε; - Μήπως να πάρεις την οικογένειά σου και να φύγετε; - Το σκέφτηκα, αλλά είναι παρακινδυνευμένο. Αν μας πιάσουν... Δεν μπορώ να ρισκάρω τη ζωή του Νισίμ. - Τι προτείνεις; - Θα πάρεις αυτό το πουγκί και θα το κρύψεις. Το πού και πώς, συζήτησέ το με τη Σοφία. Εγώ δε θέλω να ξέρω τίποτα. Μόνο εκείνη την στιγμή πρόσεξε ο Θωμάς το σακούλι πάνω στο γραφείο του Γιακώ. - Τι έχεις στο πουγκί; - Λίρες, χρυσό και πολύτιμες πέτρες. Αν ζήσουμε από αυτό τον πόλεμο, θα μας χρησιμεύουν για μια καινούρια αρχή. Αν όχι, να διαχειριστείς το περιεχόμενο όπως κρίνεις. Σ’ εμπιστεύομαι. - Είσαι σίγουρος; Μήπως να το ξανασκεφτείς; - Μη βιάζεσαι, θέλω και άλλη μία χάρη.
- Ό,τι θες, επανέλαβε ο Θωμάς ξεψυχισμένα, σαν να συνομιλούσε με ετοιμοθάνατο. - Μέχρι να δούμε τι θα γίνει, θέλω να κρύψετε τον Νισίμ. Αν μας συμβεί κάτι, να προσπαθήσεις να τον κρατήσεις ζωντανό, και η Σοφία κι εσύ να τον μεγαλώσετε σαν δικό σας παιδί. - Τι λες; τον ρώτησε ο Θωμάς με τρομαγμένο ύφος, καθώς δεν είχε περάσει ούτε σαν υποψία από το αγαθό του μυαλό, όταν έμπαινε στο σπίτι του φίλου του, το παραμικρό απ’ όσα κουβέντιαζαν τώρα. - Θα το κάνεις; επέμεινε ο Γιακώ, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. - Θα το κάνω, του υποσχέθηκε ο Θωμάς αποφασιστικά. - Και κάτι τελευταίο. Να τον πεις Νικήτα, να ξεχάσει το εβραϊκό του όνομα, αλλά όχι την καταγωγή του. - Αν είναι έτσι, θα τους πάρω όλους και θα πάμε στο πατρικό μου στο Βόλο. Το σπίτι είναι χρόνια κλειστό, ίσως το βρω ερείπιο, μα πιστεύω πως εκεί θα είμαστε πιο ασφαλείς. Έχω κάποιους μακρινούς συγγενείς που δε γνωρίζουν πως παντρεύτηκα ή αν έχω παιδιά, γι’ αυτό και μπορώ εύκολα να παρουσιάσω τον Νισίμ σαν γιο μου. - Σ’ ευχαριστώ. Οι αποφάσεις που αφορούσαν το μέλλον των δύο οικογενειών πάρθηκαν εκείνο το απόβραδο και, χωρίς να το γνωρίζουν ακόμα οι ενδιαφερόμενοι, ήταν οι σωστές. Όταν κατέφθασε στην υπόδουλη Θεσσαλονίκη ο Γερμανός εισαγγελέας Μαξ Μέρτεν, η οικογένεια του Θωμά, μαζί με το δεκαπεντάχρονο Νισίμ-Νικήτα, είχε εγκατασταθεί με λιγοστά από τα υπάρχοντά της στο Βόλο. Το σπίτι στη Θεσσαλονίκη είχε κλειστεί και στα θεμέλιά του ήταν θαμμένο το πολύτιμο πουγκί. Ο Μαξ Μέρτεν, ο οποίος έμεινε στην Ιστορία γνωστός και ως «δήμιος» ή «χασάπης της Θεσσαλονίκης», ανέλαβε και έφερε σε πέρας εκείνο που δεν κατάφερε η Βέρμαχτ την πρώτη φορά. Έκαψε σπίτια, λεηλάτησε περιουσίες και εκτόπισε σχεδόν σαράντα χιλιάδες εβραίους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Γιακώ και η Λουίζα βρέθηκαν ανάμεσα στους πρώτους εκτοπισμένους και οδηγήθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα. Ένα χρόνο αργότερα και με διαφορά ημερών, έχασαν τη ζωή τους στους θαλάμους αερίων. Ο Θωμάς, η Σοφία και τα δύο παιδιά είχαν επιβιβαστεί νύχτα σ’ ένα ψαροκάικο με προορισμό το λιμάνι του Βόλου. Ο Γιακώ είχε πληρώσει σε λίρες τον καπετάνιο για να μεταφέρει το πολύτιμο φορτίο με όσο γινόταν μεγαλύτερη ασφάλεια. Το ταξίδι, ευτυχώς, ήταν ακύμαντο και χωρίς απρόοπτα. Στο Βόλο, το πατρικό σπίτι του Θωμά δε θύμιζε σε τίποτα τη μονοκατοικία της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη, αλλά για τα επόμενα χρόνια έγινε η φάτνη που τους προφύλαξε από κάθε κακό. Η σκληρότητα των κατακτητών που φορούσαν μπότες με ενισχυμένα τακούνια και κυκλοφορούσαν με βαρύ οπλισμό δεν άφηνε περιθώρια για πολλές επιλογές. Στο μυαλό όλων κυριαρχούσε μία και μοναδική λέξη: «επιβίωση». Και για την επιβίωση της οικογένειάς τους, ο Θωμάς και η Σοφία δε δίστασαν να κάνουν πολλές και διαφορετικές δουλειές. Η μορφωμένη Σοφία, που είχε δουλέψει ως δασκάλα στην έπαυλη των φον Σίφερ, τους πρώτους μήνες
στο Βόλο, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα, αναγκάστηκε να πάει μαγείρισσα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία. Πολύ αργότερα βρήκε μια θέση δασκάλας σ’ ένα γυμνάσιο, στην οποία και παρέμεινε μέχρι το τέλος του Εμφύλιου. Ο φαρμακοποιός Θωμάς έκανε το φορτοεκφορτωτή στο λιμάνι και, σε κάποιες περιπτώσεις, πρόσφερε τις ιατρικές του γνώσεις, ελλείψει κανονικού γιατρού. Πάντως, τα κατάφεραν. Στις αρχές του 1950, επέστρεψαν στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη. Στο σπίτι και στο μαγαζί είχε γίνει πλιάτσικο, όμως οι ιδιοκτήτες λίγη σημασία έδωσαν σε καταστροφές που διορθώνονταν. Το πραγματικό ενδιαφέρον του Θωμά και της Σοφίας ήταν στραμμένο σ’ εκείνο το μέρος του υπογείου όπου είχαν κρύψει το πουγκί με τον πολύτιμο θησαυρό, ένα σακούλι με περιεχόμενο που θα τους εξασφάλιζε μια νέα αρχή. Κυρίως στα παιδιά τους, τη Δωροθέα και τον Νικήτα, που ήταν πια ολόκληρος άντρας. Και -ω του θαύματος!- το μέλλον τους ήταν εκεί και τους περίμενε. Με αργούς ρυθμούς, ώστε να μην προκαλέσουν τη ζήλια των αναξιοπαθούντων γειτόνων, έκαναν σταθερά βήματα προόδου. Ο Θωμάς άνοιξε πάλι το φαρμακείο του και η Σοφία έπιασε πάλι δουλειά ως δασκάλα. Μέσω του Ερυθρού Σταυρού έμαθαν πως οι γονείς του Νικήτα ήταν ανάμεσα στα θύματα των μαζικών εκτελέσεων των ναζί. Ο Θωμάς δεν είχε λησμονήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στο φίλο του, να φροντίσει το μοναχογιό του. Μία εβδομάδα μετά την έλευση του θλιβερού νέου, επέστρεψε στο σπίτι του έτοιμος να την τηρήσει στο ακέραιο. - Αν συμφωνείς κι εσύ, αγόρι μου, του είπε ο Θωμάς, έχω μιλήσει ήδη με ένα δικηγόρο και ένα συμβολαιογράφο. Θα κάνουμε μια πράξη υιοθεσίας για να πάρεις και τυπικά το όνομά μου. Η Σοφία κι εγώ σε θεωρούμε παιδί μας. - Θα ήταν τιμή μου, πατέρα, είπε ο Νικήτας, γιατί «πατέρα» τον είχαν συμβουλέψει να προσφωνεί τον Θωμά από τη στιγμή που είχαν επιβιβαστεί στο καΐκι για το Βόλο. Και η προσφώνηση παρέμεινε όχι μόνο από συνήθεια, αλλά και από σεβασμό. Μεγάλη μου τιμή, μα... - Δεν έχει «μα», τον διέκοψε ο Θωμάς. Έτσι θα ήθελαν οι γονείς σου. - Δεν είναι αυτό..., συνέχισε ο Νικήτας διστακτικά. - Αλλά ποιο είναι το εμπόδιο; Μίλα μου, μη διστάζεις. - Με τη Δωροθέα αγαπιόμαστε και θέλουμε την άδειά σας να παντρευτούμε. Ο Θωμάς έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ορθάνοιχτο από την έκπληξη. Αναρωτήθηκε πώς και η Σοφία δεν είχε πάρει είδηση τον έρωτα των δύο νέων, διαφορετικά θα του το έλεγε ή, τουλάχιστον, θα τον προετοίμαζε για το ειδύλλιο που είχε πλεχτεί κάτω από τη μύτη τους. Το πρώτο σοκ διαδέχτηκε η χαρά. Γάμος; Επιτέλους, σκέφτηκε, η ζωή δεν ήταν μόνο θρήνος και, ανοίγοντας διάπλατα την αγκαλιά του, έδωσε στον Νικήτα την απάντηση που γύρευε. Στο άκουσμα του χαρμόσυνου νέου, η Σοφία δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί την ειρωνεία του πεπρωμένου. Η κόρη του Γερμανού θα παντρευόταν έναν εβραίο. Αυτό, όμως, ήταν κάτι που γνώριζε μόνο η ίδια και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι δε θα το μάθαιναν ποτέ.
Όταν ύστερα από ένα χρόνο γεννήθηκε η εγγονή της, η Σοφία έβαλε το ημερολόγιο που μαρτυρούσε όλες τις αλήθειες της μέσα σ’ έναν τσίγκινο κουβά και το έκαψε. Ο Θωμάς, αυτή και τα παιδιά τους, για να βρουν την ευτυχία, πόνεσαν, έκλαψαν και μάτωσαν. Δε θα ήταν εκείνη που θα έξυνε παλιές πληγές ή θα μοίραζε έννοιες στη βολεμένη τους ζωή.
Χανιά, 1942-1946 Ο ΣΗΦΗΣ ΔΕΝ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ στο σπίτι στο Κουμ Καπί για σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο, έπειτα από εκείνη την αποφράδα νύχτα του βιασμού. Από καλός κομουνιστής και αγωνιστής στο πλευρό των ανταρτών, αυτομόλησε στην πλευρά των δωσίλογων. Ο τσανακογλείφτης Αντώνης του ’δωσε στέγη σε μια χαμοκέλα στον Αζόγυρο, χρίζοντάς τον δεξί του χέρι. Οι δύο πρώην αντίπαλοι έγιναν τα μάτια και τα αφτιά των Γερμανών, με αποτέλεσμα να τρώνε γλυκό ψωμί, όταν όλοι οι υπόλοιποι σκυλοπεινούσαν και υπέφεραν. Σαν λάδωσε το έντερο του Σήφη και ο χρόνος ξεθώριασε στη μνήμη του την κακοποίηση της Λένας, αποφάσισε να κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία του. - Είμαι ο άντρας σου, είσαι υποχρεωμένη, της είπε άγρια στην πρώτη απώθηση των ερωτικών του επιθυμιών. - Δε μου είσαι τίποτα. Είσαι ένας διπρόσωπος ψεύτης και, απ’ ό,τι ακούγεται, πουλημένος στον εχθρό. Γι’ αυτό, το καλό που σου θέλω, σήκω και φύγε όπως ήρθες. - Με απειλείς, παλιοβρόμα; Αν δεν ήμουν εγώ... Θα σε καταδώσω. Κλοτσιές, μπουνιές και χαστούκια σημάδεψαν το λιπόσαρκο κορμί της Λένας, η οποία υπέμεινε την αγριότητα του Σήφη με ποταμούς δακρύων, μα χωρίς να βγάλει άχνα. Η μικρή Ειρήνη, κάποιες φορές, ήταν παρούσα στις σκηνές βίας και ξυλοδαρμού και, κάποιες άλλες, άκουγε τα προστυχόλογα και τις απειλές μην μπορώντας να καταλάβει ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα του αλληλοσπαραγμού της μάνας και του πατέρα της. Ο φόβος την έκανε να μαζεύεται ένα κουβαράκι δίπλα από το ξύλινο μπαούλο ή να κρύβεται κάτω από τη σιδερένια καριόλα κλαίγοντας βουβά. Ήθελε να γίνει σχεδόν αόρατη στα μάτια του εξαγριωμένου Σήφη, καθώς δεν ξεχνούσε τότε που την είχε καταχερίσει επειδή την έδιωχνε έξω στον κήπο κι εκείνη δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη φούστα της μάνας της, ξε-σπώντας πάνω της τον άγριο θυμό του. Η Λένα άντεξε τις ξαφνικές επιδρομές βίας του Σήφη άλλες τέσσερις ή πέντε φορές. Δεν τις μετρούσε. Ίσως ν’ άντεχε και περισσότερες, κάτι που δε θα μάθαινε κανείς ποτέ, αν δεν είχαν έρθει απροειδοποίητα επίσκεψη ο Λάμπρος και η Ματίνα και τη βρήκαν μισολιπόθυμη καταμεσής στο πάτωμα της κουζίνας, γεμάτη μώλωπες και πληγές που έσταζαν αίμα. Δίπλα της, σχεδόν πεσμένη πάνω της, είδαν την Ειρήνη να κλαίει σπαρακτικά, μουσκεμένη και λερή, μέσα σε μια λίμνη από κάτουρα. Με κόπο ξεκόλλησαν τη μικρή από την ημιθανή μάνα. - Ο αγύρτης, θα με κάνει πατροκτόνο, άκουσε η Ματίνα τον Λάμπρο να μουρμουρίζει μέσ’ από τα δόντια του, σιγοντάροντας τα αναφιλητά της. Η Λένα και η κόρη της, μετά την αποκάλυψη των όσων ζούσαν στις ξαφνικές επισκέψεις του Σήφη και ύστερα από απαίτηση του Λάμπρου και της Ματίνας, μετακόμισαν για την ασφάλειά τους στο σπίτι της Χαλέπας. Οι τέσσερίς τους συντηρούνταν κυρίως με τα δελτία τροφίμων. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που υποχρεώθηκαν να καταλαγιάσουν την πείνα τους τρώγοντας χαρούπια, κουκιά νερόβραστα ή σκέτο ψωμί φτιαγμένο από βρομόρυζο. (Ριψοκίνδυνοι βουτηχτάδες έβγαζαν από τα αμπάρια βυθισμένων πολεμικών πλοίων ό,τι φαγώσιμο έβρισκαν, κυρίως ρύζι. Αυτό το ρύζι που μύριζε μούχλα, πρώτα το
στέγνωναν, μετά το άλεθαν και, τέλος, το ανακάτευαν με λίγο αλεύρι και αλάτι για να παρασκευάσουν ψωμί.) Το ελάχιστο σαπούνι που εξασφάλιζαν το χρησιμοποιούσαν μαζί με στάχτη για να πλένουν τα ρούχα τους. Ένα μέρος της στάχτης το έβραζαν με μαυρομουρνιά για να κάνουν μπάνιο. Ο Λάμπρος, από τη στιγμή που πληροφορήθηκε από τους αντιστασιακούς την προδοτική δράση του γιου του, πήρε επάξια τη θέση του. Αν και πενηντάρης, μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής, χάρη στο αδύνατο και γυμνασμένο κορμί του έκανε χρέη σαλταδόρου. Μόνος του ή με συντρόφους, παραφύλαγε τα φορτηγά του εχθρού που μετέφεραν διάφορα πολεμοφόδια ή τρόφιμα στις αποθήκες των στρατοπέδων και, σε κάθε ευκαιρία, τα ξαλάφρωνε. Τα κλοπιμαία τα μετέφεραν οι τσιλιαδόροι σε προκαθορισμένα σημεία και από εκεί τα παραλάμβαναν οι άνθρωποι της οργάνωσης. Από την άλλη, οι Άγγλοι, στην πρεμούρα τους να δραπετεύσουν χωρίς περιττά βάρη, πετούσαν ρούχα, πολεμοφόδια, ακόμα και όπλα σε χαντάκια και χωράφια. Δουλειά του Λάμπρου ήταν να τα μαζεύει και να τα παραδίδει στους συντρόφους του. Και έκοβε τα λάστιχα των αυτοκινήτων, που τους χρησίμευαν να φτιάχνουν σόλες στα στιβάνια. Αναγκαστικά, λοιπόν, με όλα τούτα, τον περισσότερο καιρό ο Λάμπρος απουσίαζε από το σπίτι. Και η Ματίνα, πριν χαρεί τον τίτλο της νιόνυφης, πήρε εκείνον της ζωντοχήρας. Στα Χανιά, η εβραϊκή κοινότητα αριθμούσε περίπου τριακόσια άτομα. Οι Γερμανοί απαίτησαν τη λίστα με τα ονόματά τους από το ραβίνο και στη συνέχεια ανέθεσαν στον Αντώνη και τον Σήφη να τους συγκεντρώσουν όλους στη συναγωγή. Ελάχιστοι γλίτωσαν. Τους περισσότερους τους μπάρκαραν σ’ ένα μεταγωγικό πλοίο, μαζί με άλλους αιχμαλώτους, με προορισμό τα γνωστά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η δράση των δύο δωσίλογων σύντομα έγινε γνωστή σε όλο το αντάρτικο και ήταν θέμα χρόνου να πληρώσουν με αίμα την προδοσία τους. Στο μεταξύ, οι κατακτητές, έξαλλοι από την αντίσταση που συναντούσαν, έστησαν πολύ γρήγορα παντού φυλάκια, πολυβολεία και έσπειραν σε παραλίες και ελαιώνες ναρκοπέδια. Με ομάδες εφόδου, οι οποίες ήταν εξοπλισμένες με χειροβομβίδες και όλμους, έκαιγαν και σκότωναν αδιακρίτως, αν είχαν καταγγελία, ή έστω την παραμικρή υποψία, πως κάποιοι ή και χωριά ολόκληρα έκρυβαν αντάρτες και τρόφιμα. Δρόμοι, χαντάκια, αυλές σπιτιών, πλατείες γέμιζαν με πτώματα, που κάποια έμεναν ίσως και μέρες άθαφτα, τροφή για όρνεα, γουρούνια και σκυλιά, μέχρις ότου οι συντοπίτες των αδικοσκοτωμένων καταφέρουν να επιστρέψουν στον τόπο του εγκλήματος για να σκάψουν λάκκους να τους θάψουν. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που η ανάγκη υποχρέωνε τους επιζώντες να φορτώνουν τα πτώματα, με άκλαυτα μάτια, σε κάρα και να τα πετούν ακόμα και σε πηγάδια, καθώς αυτοί που γλίτωναν από την εκτέλεση ή την πείνα κινδύνευαν από τον τύφο. Κανένα μέρος στην Ελλάδα δεν ξέφυγε από την καταστροφική μανία και το μένος των κατακτητών, οι οποίοι, εκτός από τους σκοτωμούς και τις λεηλασίες, άδειασαν και τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών. Η λιμοκτονούσα Ελλάδα δάνειζε τους εχθρούς της. Ο στρατός απαιτούσε τροφή και χρήμα για να συντηρηθεί. Με εντολή του Γκέμπελς, πολλά από τα κατασχεμένα τρόφιμα και χρήματα στέλνονταν στη Γερμανία. Και όταν τα ταμεία στέρεψαν, δε δίστασαν να τυπώσουν πλαστά μάρκα, τα οποία διοχέτευσαν στην αγορά σαν αληθινά. Πλήρωναν με μάρκα και έπαιρναν ρέστα σε χρήμα με πραγματική αξία. Το 1943 ήταν η χρονιά του «βάστα, Ρόμελ». Η χρονιά των Ιερολοχιτών και των αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι υπηρετούσαν στη Λεγεώνα των Ξένων στη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Ο «Λόχος των
Επίλεκτων Αθανάτων» είχε συγκροτηθεί από φυγάδες αξιωματικούς στην Καφριόνα της Παλαιστίνης, τους οποίους ανέλαβαν να εκπαιδεύσουν Νεοζηλανδοί και Άγγλοι στο Μεάντι και το Καμπρίτ της Αιγύπτου, αντίστοιχα, για να πλήξουν με καταδρομικές επιχειρήσεις τα μετόπισθεν των γερμανικών στρατευμάτων. Ήταν η χρονιά που ανατράπηκε ο Μουσολίνι και τη θέση του πήρε ο Μπαντόλιο. Η χρονιά που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση στη νικηφόρα επέλαση των Γερμανών. Η χρονιά που το Βερολίνο πλήρωσε για πρώτη φορά το φόρο αίματος που του αναλογούσε. Η χρονιά που η Αμερική πήρε, επιτέλους, την απόφαση να πολεμήσει στο πλευρό των Συμμάχων. Στην Κρήτη, ήταν η χρονιά που νικητές και ηττημένοι, αν και μετρούσαν μεγάλες απώλειες σε έμψυχο υλικό, συνέχιζαν απτόητοι το έργο της αλληλοεξόντωσης. Οι μεν πρώτοι, με ομαδικές εκτελέσεις, οι δε αντιστασιακοί, με τα καλοσχεδιασμένα σαμποτάζ. Στα κολαστήρια της Αγιάς, του Φρικά και αλλού, βασανίζονταν και σάπιζαν πολλά παλικάρια. Το χαμπέρι πως ο Αντώνης και ο Σήφης βρέθηκαν σφαγμένοι σ’ ένα χαντάκι, στο δρόμο του Μάλεμε, το έφερε στη Ματίνα ένας σύντροφος κοντοχωριανός της. Τα δάκρυα δεν περίσσευαν για τους μαυραγορίτες και τους δωσίλογους. Περίσσευε, όμως, η ανθρωπιά. Η Ματίνα και η Λένα άφησαν τη μικρή Ειρήνη στη νονά της, τη Σμαρώ, και με το κάρο πήγαν στο σημείο που τους υπέδειξε ο σύντροφος, για να μαζέψουν τα άψυχα σώματα. Μέσα από τα χωμάτινα στενοσόκακα πήραν το δρόμο για το νεκροταφείο. Εκεί παρακάλεσαν τον παπά να διαβάσει τους νεκρούς, καθώς «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω» και «έκαστος κατά τις ανομίες του». Μετά, με τη βοήθεια του καντηλανάφτη, τους έριξαν σ’ έναν ομαδικό τάφο. - Ας αναπαυτεί η ψυχή τους. Ο Θεός θα τους κρίνει κατά τα έργα τους, ακούστηκε μόνο η φωνή της Ματίνας. Η Λένα δε μίλησε. Προτίμησε τη σιωπή. Ακόμα δεν είχε συγχωρέσει τον Σήφη για όσα της είχε κάνει. Ήταν ο παιδικός της φίλος, μα δεν μπορούσε να εξηγήσει τι είχε μαυρίσει την ψυχή του. Της είχε υποσχεθεί τη φιλία του και δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Ξαφνικά και απροειδοποίητα, άλλαξε τους όρους της συμφωνίας τους, χωρίς καν να τη ρωτήσει. Άραγε, σκόπιμα; Αυτή η ερώτηση θα τη βασάνιζε για καιρό. Ήταν αλήθεια πως ο Σήφης δεν είχε κρύψει ποτέ τον έρωτά του για εκείνη, μα κι εκείνη ποτέ δεν του είχε δώσει ψεύτικες ελπίδες. Εκείνη, απ’ όταν κατάλαβε τον εαυτό της, αγάπησε ένα και μοναδικό αρσενικό, τον Γιόχαν, και αυτός δεν υπήρχε πια. Της άφησε δώρο ένα πλάσμα κατ’ εικόνα του, αδιαπραγμάτευτος λόγος που την κρατούσε στη ζωή. Η Λένα σκεφτόταν πως, με τον καιρό, ίσως και να συγχωρούσε του Σήφη τη βίαιη συμπεριφορά, όμως να γίνει προδότης της πατρίδας... Στο γυρισμό, η σκέψη των δύο γυναικών ήταν στον Λάμπρο. Της Ματίνας γιατί τον θεωρούσε πια τον άνθρωπό της και δεν ήθελε να τον βλέπει να πληγώνεται, και της Λένας γιατί απλώς ήταν ο θείος Λάμπρος που τον νοιαζόταν και τον υπεραγαπούσε. Αχ, καλέ μας Λάμπρο, συλλογιζόταν, παίζεις τη ζωή σου κορόνα γράμματα για να ξεπεράσεις τον πόνο της προδοσίας και να καταπιείς τα φαρμάκια που σε πότισε ο μοναχογιός σου. Άραγε, πώς θ’ αντέξεις το χαμό του; Όμως ο Λάμπρος ήταν γερό σκαρί, που αντέχει στις φουρτούνες. Πένθησε για τον Σήφη με περισσή
αξιοπρέπεια. Νήστεψε, εξομολογήθηκε και κοινώνησε, μένοντας όρθιος στις θύελλες που σάρωναν το μέσα του. Τέλος, πήγε στον τάφο της Τασούλας και την παρακάλεσε να έχει το νου της στο μοναχο-γιό τους και να μην τον μαλώσει που έχασε το δρόμο του. Από το νεκροταφείο έφυγε κατευθείαν για το λιμάνι. Έλυσε το ψαροκάικο και βγήκε μεσοπέλαγα. Στη θάλασσα έβρισκε πάντα παρηγοριά στα βάσανά του. Στο μεταξύ, η Ειρήνη μεγάλωνε. Με τα μικρά, παχουλά χεράκια της έπιανε τα μάγουλα του Λάμπρου είτε για να του δώσει ένα φιλί είτε για να του πει: «Σ’ αγαπώ, παππού». Το κοριτσάκι ήταν το βάλσαμο της πονεμένης του ψυχής. Μετά το σαμποτάζ με το κωδικό όνομα «Αλμπούμεν», δηλαδή «Το Ασπράδι του Αβγού», το οποίο έφερε σε πέρας η Αντίσταση με τη βοήθεια των Άγγλων, η δράση του Λάμπρου δεν περιορίστηκε στα σάλτα. Σ’ εκείνη την επιχείρηση, βάζοντας φωτιά σε βαρέλια γεμάτα βενζίνη, τα οποία είχαν τοποθετήσει σε καίρια σημεία στο αεροδρόμιο του Καστελίου, πέτυχαν να καταστρέψουν πολλά γερμανικά αεροπλάνα και ν’ ανατινάξουν το μεγαλύτερο μέρος των εγκαταστάσεων. Δεκαεννιά άνθρωποι ήταν το τίμημα που πλήρωσε η Αντίσταση. Ήταν ένα από εκείνα τα μαγιάτικα απογεύματα που η φύση μοσχομυρίζει μαγευτικά αρώματα, ικανά να σε ξυπνήσουν από χειμερία νάρκη, για ν’ αρχίσεις και πάλι να ζεις. Ο Λάμπρος καθόταν στην πεζούλα της αυλής, κάτω από τον ίσκιο της γέρικης μουριάς, πίνοντας αργά το νερόπλυμα που θύμιζε αμυδρά ρακή, αφού τη λίγη που εξασφάλιζαν τη νέρωναν για να έχουν μεγαλύτερη ποσότητα. Η μικρή Ειρήνη πότε χοροπηδούσε γύρω του, ζητώντας την προσοχή του στα παιχνίδια της, και πότε τραμπαλιζόταν με το ξύλινο αλογάκι που της είχε φτιάξει με τα χέρια του. Ο Λάμπρος τη χάζευε και σκεφτόταν τον Νικολό, που δεν έζησε να την καμαρώσει και να χαρεί το μεγάλωμά της. - Λάμπρο, σύντεκνε Λάμπρο, ακούστηκε μια αντρική φωνή, διακόπτοντας τις νοσταλγικές σκέψεις του. - Μπρε, καλώς τον Λευτέρη, έλα να σε κεράσω ένα ποτηράκι. - Να ’σαι καλά, δεν κάθομαι, έχω δρόμο να κάμω, του είπε ο επισκέπτης και συνέχισε σχεδόν ψιθυριστά: Ο αρχηγός σού μηνάει να ’σαι το χάραμα στ’ Ανώγεια. Ο Λάμπρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Δε ρώτησε ούτε τι ούτε πώς, γιατί απλώς δε θα έπαιρνε καμία απάντηση. Για λόγους ασφαλείας, το στόχο, αλλά και το πόστο του, κάθε αγωνιστής τα μάθαινε λίγες ώρες πριν την επιχείρηση. Το 1943, ο Ιταλός αντιστράτηγος Άντζελο Κάρτα, όταν πληροφορήθηκε πως ανατράπηκε και συνελήφθη ο Ντούτσε, ζήτησε την προστασία των Συμμάχων με αντάλλαγμα σημαντικές πληροφορίες. Σύνδεσμος μεταξύ των Συμμάχων και της κρητικής Αντίστασης ήταν ο ταγματάρχης και αρχηγός της «Αντβάνς Φορς 133», Ιρλανδός, Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο οποίος, εκείνη την εποχή, μαζί με το Σκοτσέζο φίλο και υπαρχηγό του, Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος, βρισκόταν στο Κάιρο. Αυτός έδωσε εντολή σε δύο υπασπιστές του στο νησί να φυγαδεύσουν τον Ιταλό αντιστράτηγο στην Αίγυπτο, κι έτσι οι μεραρχίες «Λέτσε» και «Σιένα», στη Νεάπολη Λασιθίου, για τις οποίες ήταν υπεύθυνος, ακέφαλες πλέον, παραδόθηκαν και τέθηκαν στις διαταγές του Γερμανού διοικητή. Ο Άντζελο Κάρτα, φτάνοντας στην Αίγυπτο, αποκάλυψε στους Συμμάχους με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις θηριωδίες των ναζί. Αυτές οι αποκαλύψεις ήταν τα θεμέλια πάνω στα οποία ο Φέρμορ
με τον Μος έχτισαν τα σχέδια της επιχείρησης απαγωγής του στρατηγού Φρίντριχ Μίλερ, που του είχαν προσδώσει το προσωνύμιο «χασάπης της Κρήτης» εξαιτίας της σκληρότητάς του. Αρχές του 1944, η επιχείρηση πήρε την έγκριση του Συμμαχικού Στρατηγείου και ο Πάτρικ Λη Φέρμορ με την ομάδα του επιβιβάστηκαν σε ένα αεροπλάνο τύπου Γουέλινγκτον, το οποίο απογειώθηκε από την Μπάρντια της Λιβύης με προορισμό το οροπέδιο του Ομαλού. Εκεί θα έπεφταν όλοι με αλεξίπτωτα και θα περίμενε να τους παραλάβει ο σύνδεσμος, ο Άγγλος λοχαγός Άλεξ Ρέντελ. Έτσι ήταν σχεδιασμένο, μα λόγω του κακού καιρού κατά-φερε να πέσει μόνο ο Φέρμορ. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να πάρουν τα πίσω μπρος και, ύστερα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, επέστρεψαν τελικά στο νησί μέσω θαλάσσης, μ’ ένα μικρό ταχύπλοο κατάλληλο για επικίνδυνες αποστολές, από το οποίο αποβιβάστηκαν σε μια παραλία νότια, στην περιοχή Αλυκές. Στο μεταξύ, όσο συνέβαιναν αυτά, με εντολή του ίδιου του Χίτλερ, ο στρατηγός Μίλερ αντικαταστάθηκε από το Γερμανό ταξίαρχο Χάιντριχ Κράιπε. Η αντικατάσταση δεν επηρέασε τα σχέδια της απαγωγής, καθώς αυτό που είχε στο νου του ο Φέρμορ ήταν να ξεφτιλίσει τη γερμανική υπεροψία. Ο Κράιπε εγκαταστάθηκε στην κατασχεμένη βίλα του αρχαιολόγου Άρθουρ Έβανς, «Αριάδνη», όπου διέμεναν οι εκάστοτε Γερμανοί διοικητές. Το στρατηγείο του ήταν στις Άνω Αρχάνες. Κάθε μέρα, ο ίδιος και ο στρατιώτης ανιψιός του, που έκανε χρέη οδηγού, επιβιβάζονταν σ’ ένα Opel Kapitan, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή, πάντα συγκεκριμένη ώρα. Εννιά το πρωί αναχωρούσαν από τη βίλα και εννιά το βράδυ επέστρεφαν. Το αρχικό σχέδιο ήταν να απαγάγουν το διοικητή μέσα από το σπίτι, αλλά αυτό, όπως τους ενημέρωσε ο πληροφοριοδότης τους, δε θα μπορούσε να γίνει. Η βίλα ήταν περιφραγμένη με τρεις σειρές ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, φρουρούμενη από μια διμοιρία αντρών και εκπαιδευμένα σκυλιά. Η απαγωγή στο δρόμο, λοιπόν, ήταν η μόνη δυνατότητα. Ο Φέρμορ, που μιλούσε άπταιστα τα γερμανικά, σκέφτηκε να ντυθούν εκείνος και ο Μος Γερμανοί στρατιώτες και να σταματήσουν το αυτοκίνητο του Κράιπε τάχα για έλεγχο. Έτσι κι έγινε. Σ’ ένα σταυροδρόμι που οι απαγωγείς έκριναν πως ήταν καλό σημείο, οι αντάρτες -μεταξύ αυτών και ο Λάμπρος- πήραν εντολή να ακροβολιστούν κατά μήκος του δρόμου. Μόνο τότε έμαθε ο Λάμπρος το πραγματικό όνομα του υποψήφιου θύματος, καθώς τις προηγούμενες μέρες όλοι μιλούσαν για κάποιον «Θεόφιλο». Αυτό ήταν το κωδικοποιημένο όνομα του διοικητή. Όταν φάνηκε το αυτοκίνητο του Κράιπε, οι δύο δήθεν Γερμανοί στρατιώτες σήκωσαν ο ένας το σήμα του ΣΤΟΠ και ο άλλος το κόκκινο φανάρι που σήμαινε πως ο οδηγός έπρεπε να σταματήσει για έλεγχο ρουτίνας. Τότε πλησίασαν στις δύο μπροστινές πόρτες και τις άνοιξαν απότομα, με τον Φέρμορ να κολλάει το όπλο του στον κρόταφο του διοικητή. - Κατεβείτε από το αμάξι, πρόσταξε, είστε αιχμάλωτοι των Άγγλων. Ο Κράιπε, αν και δυσκίνητος λόγω πάχους, προσπάθησε ν’ αντισταθεί, μα ήταν χάσιμο χρόνου, καθώς η εκπαιδευμένη ομάδα πρόλαβε και τους έδεσε αυτόν και τον τρομαγμένο ανιψιό του χειροπόδαρα. Δεν άνοιξε ρουθούνι. Αμέσως μετά την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης, οι αντάρτες χωρίστηκαν στα τρία και, σέρνοντας στην κυριολεξία τους πολύτιμους αιχμαλώτους, ακολούθησαν τα πιο δύσβατα μονοπάτια προς τον Ψηλορείτη, για να καταλήξουν στη θάλασσα. Στην παραλία Κλίματα, επιβιβάστηκαν όλοι σ’ ένα ταχύπλοο σκάφος, που τους μετέφερε στη Μάρσα Ματρούχ της Αιγύπτου.
Η είδηση της απαγωγής βρήκε τον Χίτλερ στο στρατηγείο του, γνωστό και ως «Η Φωλιά των Αετών», στο Μπερχτεσγκά-ντεν των Βαυαρικών Άλπεων, και τα ουρλιαχτά του προκάλεσαν χιονοστιβάδες, που σάρωσαν για άλλη μία φορά αθώους. Τη μεγάλη προσβολή που δέχτηκε το Γ' Ράιχ την ξέπλυνε με αίμα και φωτιά. Όλοι οι κάτοικοι των χωριών κατά μήκος της διαδρομής που ακολούθησαν οι απαγωγείς, από το σημείο όπου εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο του Γερμανού διοικητή, θεωρήθηκαν συνεργοί και υπέστησαν τρομερά αντίποινα. Μετά, η γερμανική αεροπορία έριξε προκηρύξεις, απειλώντας τους νεκροζώντανους πως θα πάθαιναν κι άλλα αν δεν τους μαρτυρούσαν όσα γνώριζαν. Οι Κέδροι και τα Ανώγεια πλήρωσαν το επιπλέον τίμημα. «Οργανωμένη αντίσταση κατά των Γερμανών, συνεργασία με τους Άγγλους και τους απαγωγείς του Κράιπε» ήταν το κατηγορητήριο. Την εντολή για εκτελέσεις, ανατινάξεις, πυρπολήσεις και λεηλασίες την έδωσε ο στρατηγός Μίλερ, ο οποίος, στο μεταξύ, είχε επιστρέψει στη θέση του. Οι κατακτητές, πριν βομβαρδίσουν, κάψουν και ισοπεδώσουν τα Ανώγεια, τα λεηλάτησαν με τη βοήθεια ρωμαλέων νέων που τους διάλεξαν από το Σάρχο, και όταν εκείνοι τους μετέφεραν τα κλοπιμαία εκεί όπου τους υπέδειξαν, τους σκότωσαν όλους για να μη μιλήσουν. Εξαιτίας του πολέμου αιμορραγούσε ολόκληρη η Ελλάδα. Καλάβρυτα, Δίστομο, Σιάτιστα, Κοζάνη, Σπάρτη, Καισαριανή, Ανώγεια, Χορτιάτης, Μουρνιές - μια λίστα που έμοιαζε να μην έχει τέλος. Οι σκλαβωμένοι ακόμα δεν το ήξεραν, αλλά το 1943 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τις δυνάμεις του Άξονα. Μια λάθος εκτίμηση και μια λάθος απόφαση έβαλαν το θεμέλιο λίθο για το τέλος του παράλογου πολέμου, τον οποίο εμπνεύστηκε και υλοποίησε ο αρχομανής Αδόλφος Χίτλερ. Ένας αρχομανής που αποδεκάτιζε εβραίους, χωλούς, Ρομά, γιατί οραματιζόταν να είναι ο δημιουργός μιας καθαρής Άριας φυλής. Σε ένα πρόγραμμα που είχε επεξεργαστεί με τον Χίμλερ και το είχαν ονομάσει «Πηγή της Ζωής», υποχρέωνε τους στρατιώτες του να έχουν σεξουαλικές επαφές με Νορβηγίδες, ως απογόνους των Βίκινγκς, με σκοπό να γεννηθούν λευκά και ξανθά μωρά, όταν ο ίδιος και οι συνεργάτες του ουδε-μία σχέση είχαν με αυτή την ιδανική εικόνα. Ο Χίτλερ ήταν κοντοπίθαρος και μαυριδερός, ενώ ο Γκέμπελς κουτσός και ο Γκέρινγκ χοντρός σαν βουβάλι. Ο Γερμανός δικτάτορας, λοιπόν, αποφάσισε να αποσύρει σιγά σιγά τα στρατεύματά του από την Ελλάδα και την Ευρώπη και με όλες του τις δυνάμεις να επιτεθεί στη Ρωσία. Η διαταγή οπισθοχώρησης είχε το κωδικό όνομα «Νέρων», που σήμαινε πως απ’ όπου έφευγαν οι κατακτητές έπρεπε να αφήνουν πίσω τους καμένη γη. Το φιλόδοξο σχέδιο «Μπαρμπαρόσα» -είχε τεθεί σε εφαρμογή το 1941 και αφορούσε την κατάκτηση των Βαλτικών Δημοκρατιών, της Σοβιετικής Ένωσης, της οποίας το υπέδαφος ήταν πλούσιο σε πρώτες ύλες και πετρελαιοφόρα κοιτάσματα, καθώς και της Ουκρανίας, με τους εύφορους σιτοβολώνες-, ενώ είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς, εξελισσόταν πολύ άσχημα μετά τις χαμένες μάχες στο Στάλινγκραντ, το Κουρσκ και τη Βόρεια Αφρική. Ο γερμανικός στρατός, καταπονημένος από τα πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα και το ρωσικό χειμώνα, άρχισε να οπισθοχωρεί. Σε αντίθεση με τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος, αν και με τεράστιες απώλειες, ανακαταλάμβανε σιγά σιγά όλα τα κατεχόμενα εδάφη. Στον πόλεμο, η λέξη χρόνος δεν υπάρχει. Το χρόνο καθορίζει η στιγμή, το δευτερόλεπτο. Στη ρουλέτα της ζωής του Λάμπρου, η μπίλια σταμάτησε σε μια στιγμή. Όλη η οικογένεια, παραμονή της Παναγίας, είχε πάει στο παζάρι που γινόταν στις Βουκολιές. Τα χαρμόσυνα νέα της αποχώρησης των Γερμανών,οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη να αποσύρουν τις μεραρχίες τους, γέμισαν τις καρδιές των υπόδουλων με ελπίδα και αισιοδοξία. Όλοι ευαγγελίζονταν μια ελεύθερη πατρίδα και περίμεναν το θαύμα για να χτυπήσουν απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί οι καμπάνες της λευτεριάς.
Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση και, κυρίως, χωρίς λόγο, εμφανίστηκαν Γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι άρχισαν να φωνάζουν διαταγές, να χτυπούν και να συλλαμβάνουν αδιακρίτως. Μεταξύ των συλληφθέντων και ο Λάμπρος, που από τον περίπατο στο παζάρι βρέθηκε φυλακισμένος στο κολαστήριο της Αγιάς. Ο Λάμπρος ήταν από τα τελευταία θύματα της Κατοχής. Μία εβδομάδα αργότερα, εκείνος και πολλοί άλλοι πλήρωσαν με τη ζωή τους για το σαμποτάζ των ανταρτών στη Δαμάστα. Κάθε πρωί, ένα στρατιωτικό φορτηγό, με συνοδεία τριάντα Γερμανούς στρατιώτες, μετέφερε το ταχυδρομείο από το Ηράκλειο στα Χανιά. Οι αντάρτες, που γνώριζαν το δρομολόγιο, έστησαν μπλόκο και, στη συμπλοκή που ακολούθησε, σκοτώθηκαν αρκετοί και από τις δύο πλευρές. Τα αντίποινα δεν περιορίστηκαν μόνο στη φυλακή της Αγιάς, αλλά περιλάμβαναν και όλο τον πληθυσμό της Δαμάστας, ενώ το χωριό ισοπεδώθηκε από τους κατακτητές. Η ειρωνεία ήταν πως ο Λάμπρος εκτελέστηκε για το μοναδικό σαμποτάζ στο οποίο δεν είχε καμία συμμετοχή. Παρ’ όλα αυτά, η Αντίσταση συμπεριέλαβε το όνομά του στη λίστα των ηρώων. Ο θρήνος της Ματίνας, της Λένας και της μικρής Ειρήνης, που δεν καταλάβαινε γιατί είχε χάσει τον παππού της, αλλά έβλεπε τις δύο γυναίκες να σπαράζουν και έκλαιγε κι εκείνη, δεν είχε τελειωμό. Ο Λάμπρος ήταν το στήριγμά τους. Τώρα, τι θα έκαναν; Πώς θα τα έβγαζαν πέρα ολομόναχες και απροστάτευτες; Για πρώτη φορά, η Λένα ένιωσε να λυγίζει. Η απελπισία την οδήγησε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας που είχε στην κάμαρή της. Την πήρε το παράπονο και γονατιστή έπιασε να της αραδιάζει τα πολλά «γιατί» που τη βασάνιζαν. Γιατί δεν είχε μάνα; Γιατί να χάσει τόσο άδικα πατέρα και αδερφό; Γιατί άφησε να της πάρουν τον έρωτα της ζωής της; Γιατί έπρεπε να χάσουν και το μοναδικό τους στήριγμα, τον Λάμπρο; Απαντήσεις δεν πήρε, μα κάτι στο βλέμμα της πονεμένης μάνας του Χριστού τής μήνυσε πως ο πόνος είναι καθαγιασμένος, πως είναι το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσει κανείς για να περάσει την πόρτα του Παράδεισου. Το Μάιο του 1944, οι Γερμανοί επιτελάρχες έδωσαν εντολή στα στρατεύματά τους ν’ αποσυρθούν απ’ όλη την ελληνική επικράτεια. Τον Ιούλιο, ανώτεροι αξιωματικοί και πολιτικοί αντίπαλοι του Φίρερ οργάνωσαν μια επιχείρηση δολοφονίας του, με το κωδικό όνομα «Βαλκυρία», η οποία απέτυχε. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ελευθερώθηκε το Παρίσι και ο εξόριστος στο Αλγέρι στρατηγός Ντε Γκολ επέστρεψε θριαμβευτής. Τον Οκτώβριο ελευθερώθηκε η Αθήνα. Ο εχθρός, αφού πρώτα τη βομβάρδισε ανηλεώς, πήρε το δρόμο για το Μέτωπο της Ρωσίας. Η αποχώρηση των Γερμανών σηματοδότησε την άμεση επιστροφή των εξόριστων κομμάτων και των αντιστασιακών ομάδων στην ελεύθερη Ελλάδα και σε μια διάσκεψη η οποία πραγματοποιήθηκε στο Λίβανο αποφάσισαν το σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Στην αποδεκατισμένη και καθημαγμένη Ελλάδα οι καμπάνες άρχισαν να ηχούν χαρμόσυνα και ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους με δάκρυα ανακούφισης στα μάτια και ανοιχτές αγκαλιές. Από την Κρήτη, οι τελευταίες γερμανικές φρουρές έφυγαν το Μάιο της επόμενης χρονιάς. Στη Χαλέπα, στο Κουμ Καπί, στα Ανώγεια, στην Πρέβελη, στη Νεάπολη, στον Άγιο Νικόλαο, σε ολόκληρο το νησί, γιόρτασαν με τον ίδιο τρόπο που είχε γιορτάσει την απελευθέρωση όλη η Ελλάδα. Ο λαός πανηγύρισε το δώρο της λευτεριάς με χορούς, μαντινάδες και πιοτί. Γλέντησε κι έριξε μπαλωθιές χαράς, ανυποψίαστος για το κακό που παραμόνευε σαν το δράκο του παραμυθιού την κατάλληλη ευκαιρία για να αφανίσει ό,τι είχε απομείνει όρθιο από τον εχθρό. Το Βερολίνο είχε σχεδόν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων όταν ο Κόκκινος Στρατός έφτασε νικητής μέχρι την Πύλη του Βραδεμβούργου και την ερειπωμένη Ποτσντάμερ Πλατς. Ο Χίτλερ, που στο μεταξύ είχε πληροφορηθεί το άδοξο τέλος του Μουσολίνι από τους αντιφασίστες, αποφάσισε πως το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να πιαστεί αιχμάλωτος. Έχοντας στο πλευρό του την Εύα Μπράουν, τον Γκέμπελς με την οικογένειά του, το γραμματέα του, έναν τηλεφωνητή και μια νοσοκόμα, κλείστηκε σ’ ένα καταφύγιο της Καγκελαρίας. Εκεί παντρεύτηκε την Εύα και ελάχιστη ώρα πριν εισβάλει στο κτίριο ο Κόκκινος Στρατός, εκείνος και όλοι οι πιστοί του σύντροφοι κατάπιαν από μια κάψουλα κυανιούχου καλίου και παραδόθηκαν στο θάνατο, αφήνοντας μια Ευρώπη να θρηνεί πάνω σε τάφους και τόνους ερειπίων. Κάποιοι αρχηγοί από τα Ες Ες ακολούθησαν το σχέδιο «Οντέσα», ένα σχέδιο που προέβλεπε πως, αν η Γερμανία έχανε τον πόλεμο, εκείνοι θα διέφευγαν με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο στη Λατινική Αμερική, ζητώντας πολιτικό άσυλο. Το 1946 ήταν μια χρονιά κατά την οποία σημαντικά γεγονότα καθόρισαν, για τα επόμενα χρόνια, την πορεία κρατών και λαών. Οι τέσσερις υπερδυνάμεις, ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, χώρισαν το Βερολίνο σε Δυτικό και Ανατολικό. Στη Νιρεμβέργη δικάστηκαν είκοσι ένας υπουργοί και ανώτερα στελέχη του χιτλερικού καθεστώτος για εγκλήματα πολέμου. Οι σχέσεις ανάμεσα σε Αμερική και Ρωσία διερράγησαν και οδήγησαν στον επονομαζόμενο Ψυχρό Πόλεμο. Στην Ελλάδα, αμέσως μετά την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά, ακολούθησε η περίφημη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η κυβέρνηση Πλαστήρα και το ΕΑΜ, για να δώσουν ένα τέλος στις αιματηρές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα ανάμεσα στο ΕΑΜ, τις δυνάμεις της μετακατοχικής κυβέρνησης και τους Άγγλους, συμφώνησαν και υπέγραψαν εννιά άρθρα, μεταξύ των οποίων ήταν η αμνηστία για πολιτικά αδικήματα και ο αφοπλισμός του ΕΑΜ. Οι παραβιάσεις των όρων της συμφωνίας οδήγησαν στον Εμφύλιο, ο οποίος, τα επόμενα χρόνια, αποτέ-λειωσε ό,τι είχε αφήσει όρθιο η Κατοχή. Η Λένα δεν έζησε τα μαύρα χρόνια του Εμφύλιου. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανακοίνωσε στη θεία της τη Ματίνα την απόφασή της να μεταναστεύσει με την κόρη της στη Σουηδία, ζητώντας τη βοήθεια του θείου Πέτερ. Οι δυο γυναίκες κάθονταν κάτω από τη μουριά, πίνοντας σκεπτικές και αμίλητες τον πρωινό τους καφέ. Παρακολουθούσαν και καμάρωναν τη μικρή Ειρήνη που έπαιζε με μια πάνινη κούκλα, ανέμελη για τα προβλήματα των μεγάλων. - Θεία, είπε η Λένα διακόπτοντας την ησυχία της στιγμής. Αποφάσισα να γράψω στο θείο Πέτερ.
- Καλά θα κάμεις, από το χαμό του πατέρα σου και του αδερφού σου έχει να λάβει νέα μας. - Δεν κατάλαβες, θα του γράψω να μου στείλει πρόσκληση να πάω κοντά του. - Τι λες, κορίτσι μου; Να φύγεις; Κι εγώ; Τι θ’ απογίνω εγώ; Ν’ αποθάνω καλύτερα. - Τι λόγια είναι αυτά που λες, θεία; Φυσικά και θα έρθεις μαζί μας. Φαντάστηκες πως θα σε άφηνα μόνη σου; - Όχι, όχι. Εγώ δεν μπορώ ν’ αφήσω το σπίτι μου, τον τόπο μου. Είμαι μεγάλη. - Σιγά που είσαι μεγάλη, εγώ θα σε ξαναπαντρέψω. - Με τον Λάμπρο έκλεισα τα νυφιάτικα τεφτέρια της ζωής μου, της είπε η Ματίνα χαμογελώντας. Εσύ, όμως, κόρη μου είσαι νέα και το σωστό είναι να προχωρήσεις. - Δηλαδή, συμφωνείς; - Συμφωνώ να κάνεις ό,τι νομίζεις πως είναι καλύτερο για εσένα και το παιδί σου. Εδώ, στον τόπο σου, πάντα θα έχετε ένα σπίτι να σας περιμένει. Θα το κανονίσω εγώ αυτό, ακόμα έχω μνήματα να φροντίζω, καντηλάκια ν’ ανάβω. - Θα φροντίσεις να μη λείψει το λάδι και από το καντήλι του Γιόχαν; - Μείνε ήσυχη, θα τα ανάβω όλα. Δικαίων και αδίκων. Εγώ τιμώ τους πεθαμένους και δεν ανακατεύομαι αν θα πάνε στην Κόλαση ή στον Παράδεισο. Ο Θεός θα κρίνει, όχι εγώ. - Αχ, θεία μου, τι θα έκανα χωρίς εσένα; Η Λένα σηκώθηκε, την αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Αισθάνθηκε στο στόμα της την αρμύρα από δάκρυα. - Κλαις; Γιατί κλαις; Αυτή δεν είναι η αλήθεια; Στάθηκες στο πλάι μου καλύτερα κι από μάνα. Είσαι η μάνα μου. - Πέρασες πολλά βάσανα, κορίτσι μου. Τόσο μικρή, τόσα πολλά. Μακάρι από εδώ και πέρα μόνο να γελάς. - Πώς, θεία; Πώς θα μάθω να γελάω; Η δική μου ζωή τέλειωσε με το χαμό του Γιόχαν. - Μη μιλάς έτσι, Λενιώ μου, είσαι νέα και όμορφη, θα ξε-χάσεις. Θα πάρεις χαρές από το μεγάλωμα της κόρης σου και, πού ξέρεις, κάπου, κάποτε, κάποιος μπορεί να γλυκάνει και την καρδιά σου. - Ποτέ και κανείς δε θα πάρει τη θέση του Γιόχαν, της είπε η Λένα πεισματικά. - Τέλος πάντων, να σου θυμίσω πως έτσι έλεγα κι εγώ μετά το καρδιακό του θείου σου, μέχρι που πρόσεξα τον Λάμπρο. Αυτά περίπου ειπώθηκαν ανάμεσα στις δυο γυναίκες εκείνο το ζεστό πρωινό, μέσα Ιουλίου. Στο
μακροσκελές γράμμα που έστειλε η Λένα στο θείο Πέτερ, του έγραψε με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα είχαν συμβεί στην οικογένειά τους στη διάρκεια του πολέμου. Όλα, εκτός από εκείνα που αφορούσαν τον Γιόχαν και την αληθινή πατρότητα του παιδιού της. Στο τέλος, τον παρακάλεσε να σκεφτεί την πιθανότητα να προσκαλέσει την ίδια και την κόρη της στη Σουηδία, καθώς εκείνος είχε απομείνει ο μόνος αρσενικός προστάτης της οικογένειας. Ο Πέτερ ανταποκρίθηκε αμέσως θετικά, κι έτσι όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος, οι δυο έρημες γυναίκες, μάνα και κόρη, είχαν ήδη μεταναστεύσει σ’ έναν τόπο μακρινό, μα φιλόξενο. Έναν τόπο ο οποίος, αν και δε θύμιζε σε τίποτα το δικό τους, τα επόμενα χρόνια θα τους έδινε τα εφόδια που θα τους εξασφάλιζαν μια καλή και αξιοπρεπή ζωή.
Γαλλική Αντίσταση, νότια του Λίγηρα Ο ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΚΛΕΜΑΝΣΟ στρατολογήθηκε στην Αντίσταση κι έγινε ένας μακί γνωστός με το ψευδώνυμο Φορσέτι,2 με αφορμή την προσωπική του ιστορία. Ο πατέρας του Φρανσουά ήταν πρέσβης, γι’ αυτό και όλα τα χρόνια του σχολείου, μέχρι να πάει στο πανεπιστήμιο, τα πέρασε περιπλανώμενος σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Τις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού και το γυμνάσιο τα τέλειωσε στο Βερολίνο. Το λύκειο στο Λονδίνο. Και στο Παρίσι επέστρεψε για να σπουδάσει δικηγορία. Το δεύτερο χρόνο των σπουδών του γνώρισε κι ερωτεύτηκε με πάθος τη Γιολάντα Λεβίνσκι, η οποία σπούδαζε γιατρός, με σκοπό να ειδικευτεί στην παιδιατρική. Η ομορφιά της, σε συνδυασμό με το χαρούμενο και ανέμελο χαρακτήρα της, τον αιχμαλώτισε από την πρώτη τους χειραψία. Ένα χρόνο αργότερα, ο Φρανσουά, βέβαιος πως είχε βρει τη γυναίκα της ζωής του, τη ζήτησε και επίσημα σε γάμο από τους γονείς της. Ο Αλβάρο και η Άννα Λεβίνσκι ήταν και οι δύο γιατροί. Ο Αλβάρο χειρουργός γυναικολόγος και η Άννα παιδίατρος. Ζούσαν και εργάζονταν στο Νανσί. Οι δυο νέοι είχαν όλα τα εχέγγυα για να κάνουν σχέδια και να ονειρεύονται. Τη Γιολάντα την περίμενε ένα ιατρείο οργανωμένο και με σταθερή πελατεία χάρη στο καταξιωμένο όνομα των γονιών της. Ο Φρανσουά υπολόγιζε κι εκείνος σε ένα καλό ξεκίνημα στη δικηγορία χάρη στις υψηλές γνωριμίες του πατέρα του. Σχεδίαζαν και ονειρεύονταν. Ήταν νέοι, άπειροι, μα προπαντός αθώοι. Ακολουθούσαν το ρεύμα της ζωής τους και δεν υπολόγιζαν τις δίνες, τους υφάλους, τις φουσκονεριές, δηλαδή τα εμπόδια και τις ανατροπές. Κοντολογίς, δεν υπολόγιζαν αυτό που λέει ο λαός: «Κάθε μέρα με την τύχη της». Το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη άλλαζε και κανείς δεν του έδινε τη σημασία που έπρεπε. Οι απλοί άνθρωποι, αφοσιωμέ-νοι στην καθημερινότητά τους, άφηναν τους πολιτικούς και τους αναλυτές να ασχολούνται με τα πεπρωμένα τους. Η αστική τάξη, που φοβόταν την εξάπλωση του κομουνισμού, έδινε τράτο και υποστήριξη σε δικτατορίες όπως του Μουσολίνι στην Ιταλία, του Φράνκο στην Ισπανία, του Μεταξά στην Ελλάδα, του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία και του Χίτλερ στη Γερμανία, οι οποίες βρήκαν το έδαφος πρόσφορο για να επιβάλουν ακραίες τάσεις και απολυταρχικές ιδεολογίες. Όταν η απολιτική ραστώνη έλαβε τέλος και οι λαοί αφυπνίστηκαν, η ιδεολογία του φασισμού έμοιαζε με τσουνάμι έτοιμο να καταπιεί στο πέρασμά του κράτη και λαούς. Η ιδέα του χιτλερισμού εκφραζόταν με δύο λέξεις: «ζωτικός χώρος»· για να ζουν άνετα πρώτα οι Άριοι και μετά οι κατώτεροι άνθρωποι. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που αφάνιζαν αυτούς τους τελευταίους παραπλάνησαν ακόμα και τον Ερυθρό Σταυρό, ο οποίος τα θεωρούσε «χώρους υγιεινισμού». Η Γερμανία, σε ρόλο ηγεμονικό, ακολουθώντας ακόμα μία φορά την προσφιλή της τακτική του αιφνίδιου πολέμου, εισέβαλε στη Γαλλία από το Σεντάν, κοντά στα βελγικά σύνορα, παρακάμπτοντας την περίφημη γραμμή Μαζινό, τα υπόγεια οχυρωματικά με τα πολυβολεία, τα οποία είχαν κατασκευαστεί μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κατά μήκος των γαλλογερμανικών συνόρων, με σκοπό την εξ ανατολών ασφάλεια της Γαλλίας.
Όταν οι Γερμανοί στρατιώτες παρέλαυναν τροπαιοφόροι νικητές στη λεωφόρο Φος, στο κέντρο του Παρισιού, ο στρατηγός Ντε Γκολ είχε πάρει ήδη το δρόμο για το Λονδίνο και στη χώρα του ήρθε στα πράγματα φιλογερμανική κυβέρνηση, υπό το στρατάρχη Φιλίπ Πετέν, με έδρα το Βισί. Ο Πετέν εφάρμοσε στη Γαλλία ό,τι ακριβώς και ο Χίτλερ στη Γερμανία. Η Μιλίς, το αντίπαλο δέος της Βέρμαχτ, επιδόθηκε σε συλλήψεις, εκτελέσεις, διωγμούς ομοφυλόφιλων, κομουνιστών, εβραίων και Ρομά. Ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες, η οικογένεια Λεβίνσκι. Γονείς και κόρη βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μα εξοντώθηκαν με τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο. Στους θαλάμους αερίων. Η εκδίκηση, για να ημερέψουν η οργή και η λύσσα του Φρανσουά, μονόδρομος. Στο μικρό, σχεδόν απόμερο μπιστρό στις όχθες του Σηκουάνα κάθονταν πίνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ο Φρανσουά και η καλύτερη φίλη της Γιολάντα, η Νικόλ. Πάνω στο τραπέζι, εκτός από τα ποτήρια, ήταν ακουμπισμένες και δύο φιλοκυβερνητικές εφημερίδες για ξεκάρφωμα, από το φόβο των χαφιέδων. Ο Φρανσουά παρατηρούσε με την άκρια του ματιού του τη Νικόλ, που ήταν το εντελώς αντίθετο από τη Γιολάντα. Μελαχρινή, με ασύμμετρα χαρακτηριστικά, μάλλον σκληρά, υπερβολικά αδύνατη, χαμογελούσε σπάνια, ήταν ορκισμένη κομουνίστρια και πριν τον πόλεμο σπούδαζε πολιτικές επιστήμες. Ονειρευόταν ν’ ασχοληθεί με την πολιτική και να δουλέψει για τα δίκαια του εργάτη. Σ εκείνο το παρόν, ήταν υπαρχηγός σε μια αντιστασιακή ομάδα με το ψευδώνυμο Φρίγκα.3 - Η ομάδα μας δημιουργήθηκε αμέσως μόλις έφυγε ο Ντε Γκολ στο Λονδίνο, του είπε η Νικόλ ψιθυριστά. Στην αρχή, για να δράσουμε, περιμέναμε εντολές από εκεί. Μετά δημιουργήθηκε ένα δίκτυο από μακί, οι οποίοι τον πρώτο καιρό ενεργούσαν αυτόνομα κατά των δυνάμεων κατοχής. - Για να μπεις στην ομάδα πρέπει να είσαι κομουνιστής; ρώτησε ο Φρανσουά με ύφος αφελές. - Όχι βέβαια. Μπορούν να συμμετέχουν άντρες και γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, οικονομικής τάξης, πολιτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων. Αρκεί να το λέει η καρδιά τους, να έχουν τσαγανό και πίστη. - Και πώς λειτουργεί η ομάδα; Θέλω να πω, τα μέλη γνωρίζονται μεταξύ τους; - Εδώ και ένα χρόνο, επικεφαλής όλων των ομάδων είναι, με εντολή του Ντε Γκολ, ο Μουλέν. Λίγοι τον γνωρίζουν προσωπικά. Είναι αρχή μας ν’ αποφεύγουμε τις πολύ προσωπικές επαφές, γι’ αυτό και χρησιμοποιούμε ψευδώνυμα. Εσύ, ας πούμε, αν μπεις στη δική μου ομάδα, το πολύ να γνωρίσεις ένα ή δύο μέλη ακόμα, κι αυτό για την ασφάλειά μας. Αν σε πιάσουν και σε βασανίσουν, να μην μπορείς να μαρτυρήσεις. - Και πώς λειτουργεί κάθε ομάδα; επέμεινε ο Φρανσουά. - Τα καθήκοντα είναι μοιρασμένα ανάλογα με τις δυνατότητες, τις αντοχές και την επιθυμία του μαχητή. Έτσι, κάποιοι ειδικεύονται στα σαμποτάζ, κάποιοι άλλοι στις εκτελέσεις, άλλοι στην έκδοση πλαστών διαβατηρίων, στην εκτύπωση και διακίνηση εφημερίδων και, τέλος, είναι κι εκείνοι που φυγαδεύουν τους διωκόμενους, κυρίως εβραίους και παιδιά. - Με ποιον τρόπο; - Μέσω των Πυρηναίων ή μέσω Δουνκέρκης, στο λιμάνι της οποίας παραπλέουν βρετανικά υποβρύχια
και τους μαζεύουν για να τους προωθήσουν στην Αμερική ή τη Μέση Ανατολή. Τα παιδιά τα κρύβουμε σε μοναστήρια ή σε ορφανοτροφεία. - Λοιπόν, εγώ αυτό θέλω να κάνω. - Είσαι σίγουρος; Η ζωή σου... - Η ζωή μου χωρίς τη Γιολάντα δεν... Όσους καταφέρω να σώσω θα είναι φόρος τιμής στη μνήμη της. - Εντάξει, τον διέκοψε απότομα η Νικόλ, γιατί το θέμα ήταν εξίσου επώδυνο και για εκείνη. Σε δυο μέρες, θα σου μηνύσω πού και πότε θα συναντηθούμε με το σύνδεσμο που θα σε εκπαιδεύσει. Εκεί θα μάθεις και το κωδικό σου όνομα. Πράγματι, στη συμφωνημένη ημερομηνία, ο Φρανσουά συναντήθηκε κάτω από μια γέφυρα του Σηκουάνα με τη Νικόλ και τον Φραντς Κέπλερ. Η έκπληξη των δύο αντρών ήταν μεγάλη, καθώς αποδείχτηκαν παλιοί γνώριμοι. Υπήρξαν συμμαθητές στο γυμνάσιο στο Βερολίνο. Ο Φραντς ήταν κατά το ήμισυ εβραίος, καθώς ο πατέρας του ήταν εβραίος, ράφτης το επάγγελμα, και η μητέρα του Αυστριακή. Τη μέρα που η Βέρμαχτ συνέλαβε τον πατέρα του και τον φόρτωσε μαζί με άλλους σ’ ένα τρένο για το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, εκείνος και η μάνα του αναζήτησαν προστασία και ασφάλεια στο σπίτι του αδερφού της, στο Παρίσι. Όταν ο πόλεμος γενικεύτηκε και δεν υπήρχε τρύπα ασφαλής για να κρυφτούν οι εβραίοι, ο Φραντς οργανώθηκε στους μακί, με το κωδικό όνομα Βίνταρ, ο θεός της εκδίκησης. Από το 1943 μέχρι και τη λήξη του πολέμου, ο Φρανσουά-Φορσέτι και ο Φραντς-Βίνταρ συνεργάστηκαν στενά με τον Άντλερ-Αετό, έναν υψηλόβαθμο Γερμανό αξιωματικό. Τα προηγούμενα χρόνια, αυτός δήλωνε υπακοή στις ιδέες και στα οράματα του χιτλερικού καθεστώτος. Όμως άλλο πράγμα η θεωρία και άλλο η πράξη. Η σκληρότητα και η απανθρωπιά του πολέμου τού είχαν τσακίσει και το τελευταίο ψήγμα πατριωτισμού. Αν ήθελε να επιβιώσει με τις λιγότερες ψυχικές απώλειες, έπρεπε ν’ αναθεωρήσει. Και όταν του δόθηκε η ευκαιρία, αυτό ακριβώς κι έκανε. Ο Άντλερ είχε αποσπαστεί στο Μπάντεν Μπάντεν για λόγους υγείας. Στη διάρκεια της θητείας του, από υπερβολικό άγχος έπαθε αλλεργικό άσθμα. Το Μπάντεν Μπάντεν, ή αλλιώς και Πόλη των Λουτρών, βρίσκεται στις παρυφές του Μέλανα Δρυμού και φημίζεται από τους ρωμαϊκούς χρόνους για τις θερμοπηγές του. Λόγω του υψομέτρου και του κλίματός του, πρόσφερε επίσης ανακούφιση σε ανθρώπους με προβλήματα του αναπνευστικού. Ύστερα από τρεις μήνες στον καθαρό και ζωογόνο αέρα του βουνού, οι πνεύμονες του Άντλερ ηρέμησαν, κι εκείνο το κρύο απόγευμα, αρχές Μαρτίου του 1943, καθόταν σ’ ένα καφέ, η τζαμαρία του οποίου είχε θέα μέχρι χαμηλά, κάτω στους αμπελώνες. Η αναρρωτική του άδεια τέλειωνε και έπρεπε ν’ αποφασίσει αν ήθελε να επιστρέψει στην τρέλα του Βερολίνου ή να ζητούσε απόσπαση εδώ, όπου ο ήχος από τα τύμπανα του πολέμου έφτανε αχνός και η ζωή κυλούσε σε άλλους ρυθμούς, πιο ήρεμους και ειρηνικούς. Ο Γερμανός αξιωματικός σκεφτόταν και προβληματιζόταν. Από καιρό είχε ξεπεράσει τα όρια της πνευματικής και συναισθηματικής του αντοχής. Η στρατιωτική πειθαρχία, ο φόβος του θανάτου που παραμόνευε σε κάθε του βήμα, το άγριο κυνήγι κεφαλών και η
στυφή μυρωδιά που ανέδιδαν τα πτώματα, μπούκωνε τα ρουθούνια του, τεμαχίζοντας την αναπνοή του. Νυχθημερόν είχε να αντιπαλέψει με ένα άγχος Λεβιάθαν. Είχε χάσει, πριν ακόμα προλάβει να ζήσει, τα νιάτα, τη ζωντάνια και την ανεμελιά του. Τα όνειρά του είχαν εξοβελιστεί στο πυρ ενός κολασμένου πολέμου, και το χειρότερο ήταν πως είχε μπλεχτεί κι αυτός, μα δεν τον πίστευε. Καμιά από τις θεωρίες δεν τον έβρισκε οπαδό ή σύμφωνο. Φυσικά και ήθελε η χώρα του να προοδεύει και να ευημερεί. Ήταν, όμως, άλλο αυτό και άλλο να πατάς επί πτωμάτων προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Το φιλόδοξο σχέδιο του Χίτλερ να κατακτήσει την Ευρώπη και σαν άλλος Μεγαλέξανδρος να ηγηθεί μιας χωρίς τέλος και έλεος εκστρατείας, η οποία αποσκοπούσε, εκτός των άλλων, και σε εθνικιστικές εκκαθαρίσεις, στα μάτια του, μα προπαντός στην καρδιά του, είχε χάσει την αρχική του αίγλη. Τώρα, οι εφιάλτες του τον ταξίδευαν σε απέραντα νεκροταφεία με περιπλανώμενους σκελετούς. Ο Άντλερ αναρωτιόταν από πότε οι άνθρωποι χωρίζονταν σε εκλεκτούς και μη εκλεκτούς και ποιος ήταν σε θέση να το κρίνει. Ένα βασανιστικό ερώτημα, το οποίο, αντί να καταλαγιάζει, διόγκωνε το άγχος του. Η καθημερινή βία και ο θάνατος, που έκοβε με το κοφτερό του δρεπάνι τα νήματα εκατοντάδων ζωών, χωρίς να δείχνει σημάδια κούρασης ή κορεσμού, τον είχαν ωριμάσει απότομα. Τον είχαν γεράσει απότομα. Η φιγούρα του ξέγνοιαστου, καλοζωισμένου και φιλόδοξου νεαρού, ο οποίος στο ξεκίνημα της καριέρας του έμοιαζε να κατοικεί στο βουνό των θεών και των ημίθεων, αποτελούσε παρελθόν. Για ν’ αντέξει τη σκληρή πραγματικότητα, είχε αρχίσει να πίνει και θα διέλυε τα νεφρά και το μυαλό του από το ποτό, αν στο μεταξύ δεν αρρώσταινε από αλλεργικό άσθμα. Η αρρώστια και η σύσταση των γιατρών να πάει για αποθεραπεία στη λουτρόπολη του Μπάντεν Μπάντεν ήρθαν την κατάλληλη στιγμή, και μέσα στην ατυχία του στάθηκε τυχερός. Η φυσική ηρεμία του τοπίου και ο ήχος των ιαματικών πηγών τον οδήγησαν σε μια ενδοσκόπηση. Ποιος ήταν στην πραγματικότητα και τι ήθελε. Επανασυνδέθηκε με την πρωτογενή και αγαθή ενέργεια η οποία τον περιέβαλλε τη στιγμή της γέννησής του και αναθεώρησε σκέψεις και στόχους. Η αναπάντεχη συνάντηση με τον Φρανσουά ήταν μοιραία και καθόλου τυχαία. Στο Μπάντεν Μπάντεν άλλαξε πορεία. Στρατολογήθηκε στη γαλλική Αντίσταση και η σωτηρία των διωκόμενων έγινε ο σκοπός της ζωής του, που από τη μια στιγμή στην άλλη πήρε ν’ αποκτά πάλι νόημα και προοπτική. Κάθε επιτυχημένη αποστολή τον επανασύνδεε με τα αποδιοπομπαία του όνειρα. Η αναπνοή του έβρισκε σιγά σιγά τον κανονικό της ρυθμό και τα πνευμόνια του γιατρεύτηκαν χάρη στα χαμόγελα, στο νοιάξιμο, στους ψιθύρους, στα γεμάτα ευγνωμοσύνη «ευχαριστώ» και στις φευγαλέες αγκαλιές της νύχτας. Στη διάρκεια της μέρας παρέμενε σοβαρός, μετρημένος και λιγόλογος. Κατά τη γνώμη των περισσότερων συναδέλφων του, απόμακρος και μονόχνοτος. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι έκανε στα βουνίσια απάτητα μονοπάτια, σε υπόγειες στοές και λαγούμια ή στην απόλυτη ησυχία του δωματίου του, τότε που χαμογελούσε και σιγοτραγουδούσε μελωδίες, όταν για μία ακόμα φορά το συμπονετικό κομμάτι του εαυτού του είχε βάλει τρικλοποδιά στο άλλο, εκείνο που υπέγραφε διαταγές αφανισμού, ανεμοσκορπίζοντας την ηρεμία του. Αναμετριόταν καθημερινά με το θάνατο, μόνο που τώρα επέλεγε ο ίδιος τα σημεία της συνάντησης. Μέχρι στιγμής, του είχε ξεφύγει. Η έκφρασή του γλύκανε στη σκέψη του Φρανσουά, καθώς έφερε στη θύμησή του την πρώτη τους
συνάντηση. Καθόταν, όπως καλή ώρα, σ’ ένα μικρό γραφικό καφέ, χαζεύοντας αδιάφορα τον κόσμο που μπαινόβγαινε, όταν την προσοχή του τράβηξε ένας άντρας που μόλις είχε καθίσει αντικριστά του σ’ ένα γωνιακό τραπέζι κι έδινε παραγγελία. Η φυσιογνωμία του έμοιαζε γνωστή, καθώς του θύμιζε κάποιον πολύ έντονα. Τον παρατηρούσε όση ώρα έδινε την παραγγελία του. Έχει γούστο..., σκέφτηκε και αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του και τον πλησίασε. - Φρανσουά; Συγνώμη, είσαι ο Φρανσουά Κλεμανσό; Ο άντρας, που είχε μάθει να είναι επιφυλακτικός και να κρύβει την πραγματική του ταυτότητα, κοίταξε έντονα τον ένστολο μπροστά του, πριν ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά του. - Φίλε μου, δεν το πιστεύω... Τελικά, ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Να συναντηθούμε εδώ, ύστερα από τόσα χρόνια; Πώς με γνώρισες; - Φρανσουά, το κόκκινο κεφάλι σου θα το αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλια, είναι σαν σημαδούρα. Έτσι επανασυνδέθηκαν οι δύο παλιοί συμμαθητές, θεωρώντας τη συνάντησή τους σημάδι της μοίρας. Ο Γερμανός αξιωματικός, τον οποίο ελάχιστοι γνώρισαν με το κωδικό όνομα Άντλερ, πήρε την απόφαση να παραμείνει στο Μπάντεν Μπάντεν και να προσχωρήσει στην Αντίσταση. Κάποιες φορές, τροφοδοτούσε με χρήσιμες πληροφορίες τις αντιστασιακές ομάδες των μακί και, κάποιες άλλες, αναλαμβάνοντας δράση ο ίδιος, κατάφερνε να διακινεί ένα μεγάλο αριθμό φυγάδων, με ασφάλεια προς τις εξόδους της ελευθερίας. Το βέβαιο ήταν πως δεν άντεχε πια τη μυρωδιά του θανάτου και, όσο περνούσε από το χέρι του, δε θα επέτρεπε να βαρύνουν άλλα θύματα την ψυχή και τη συνείδησή του. Ο Άντλερ συνεργάστηκε σε τρεις τέσσερις περιπτώσεις και με τη Φρίγκα. Η Γαλλίδα αντιστασιακή τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους, κυρίως από την πλευρά εκείνου, ήταν μια σχέση ανάγκης και επιβεβαίωσης της ζωής. Η Φρίγκα δεν ήταν δα και πρότυπο θηλυκότητας και ο πόλεμος είχε εξοβελίσει κάθε κόκκο γλύκας από τα, έτσι κι αλλιώς, σκληρά χαρακτηριστικά της. Κανείς δεν πρόλαβε να μάθει ποιο θα ήταν το μέλλον αυτής της παράταιρης σχέσης, καθώς η κοπέλα συνελήφθη από τη Μιλίς και σύρθηκε μισοπεθαμένη στη φυλακή Κομπλέν. Βασανίστηκε άγρια για να δώσει ονόματα και, όταν αυτό δεν έγινε, τη φόρτωσαν μαζί με άλλους σ’ ένα τρένο που είχε προορισμό το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ. Πέθανε στη διαδρομή. Παρόμοιο τέλος περίμενε και τον άτυχο Φραντς-Βίνταρ, ο οποίος δεν πρόλαβε να χαρεί το θρίαμβο της απόβασης των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία, που σήμαινε γενική εισβολή από αέρα, ξηρά, θάλασσα και οδήγησε στη λήξη του αιματηρού πολέμου. Ο Φραντς μόλις είχε βάλει το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος που διατηρούσε στο Παρίσι, και συγκεκριμένα στις γειτονιές των καλλιτεχνών στη Μονμάρτρη, όταν τον πλησίασαν από πίσω δύο άντρες της Μιλίς. Τον πρόσταξαν με προτεταμένα τα όπλα τους να μπει μέσα, κι εκείνος ήξερε πως είχε έρθει το τέλος του. Στο διαμέρισμα, αυτοί οι δύο βρήκαν όλα όσα τον ενοχοποιούσαν και τον καταδίκαζαν στην εσχάτη των
ποινών. Έντυπο υλικό, προκηρύξεις, πλαστές ταυτότητες, μια μηχανή κατασκευής πλαστών διαβατηρίων, όπλα, σφαίρες και χειροβομβίδες, μια γιάφκα με τα όλα της. Ήταν φως φανάρι πως τον είχαν καταδώσει. Οι προδότες περίσσευαν στον πόλεμο. Τις προηγούμενες μέρες, εκείνος και η ομάδα του είχαν ανατινάξει δύο γέφυρες στα σύνορα με τη Γερμανία, εμποδίζοντας έτσι τη διέλευση εχθρικών μηχανοκίνητων μεραρχιών. Από την πλευρά του είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για την πατρίδα του. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι τα κρατητήρια ήταν ήρεμος, κρατώντας τα μάτια του σφαλιστά. Η θέα του Παρισιού τον πονούσε, καθώς του θύμιζε όλα εκείνα που δε θα προλάβαινε να ζήσει. Μια βόλτα στις όχθες του Σηκουάνα αγκαλιά με την αγαπημένη του. Έναν περίπατο στο Βοτανικό Κήπο σπρώχνοντας το καρότσι του γιου του. Οικογενειακές διακοπές στους αμπελώνες της Βουργουνδίας... μια λίστα χωρίς τέλος. 1 Χυλός από αλεύρι, λάδι και αλάτι. (Σ.τ.Σ.) 2 Στη σκανδιναβική μυθολογία, ο θεός της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της ειρήνης. (Σ.τ.Σ.) 3 Στη σκανδιναβική μυθολογία, θεά της αγάπης και της εστίας. (Σ.τ.Σ.)
Στοκχόλμη, Σουηδία, 1947 ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΚΤΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ και στην είσοδο του Αρχιπελάγους της Βαλτικής, πάνω σε δεκατέσσερα νησιά στη λίμνη Μαλάρεν, είναι χτισμένη η Στοκχόλμη. Το όνομά της σημαίνει «πόλη ανάμεσα σε γέφυρες». Στο έμπα του λιμανιού, στέκεται σαν προστάτης φρουρός το Βασιλικό Κάστρο και πίσω του ακριβώς απλώνεται η παλιά πόλη, με στενοσόκακα που στεγάζουν κάθε είδους μαγαζιά και σπίτια καλλιτεχνών. Όλα τα κτίρια έχουν χρωματιστές προσόψεις και διατηρούν έντονα τα μεσαιωνικά τους στοιχεία. Η Στοκχόλμη φάνταζε στα έκπληκτα μάτια της Λένας σαν ένας τόπος σε άλλο πλανήτη. Ήταν ένας κόσμος τελείως διαφορετικός από το δικό της. Το δίπατο αρχοντικό όπου ζούσε ο θείος Πέτερ με τη γυναίκα του, τη Χέλγκα, και όπου τα δύο πρώτα χρόνια φιλοξενήθηκε η Λένα με την κόρη της, βρισκόταν δίπλα στο Βασαπάρκεν, ένα από τα ωραιότερα πάρκα της πόλης. Είχε τρεις μεγάλες, φωτεινές κρεβατοκάμαρες στον πάνω όροφο, σαλόνι, κουζίνα και τραπεζαρία στο ισόγειο. Στο σαλόνι, απέναντι από τον τριθέσιο καναπέ με τις δύο πολυθρόνες, υπήρχε ένας τηλεοπτικός δέκτης, κάτι που η Λένα έβλεπε για πρώτη φορά. Η κουζίνα ήταν εξοπλισμένη με ηλεκτρικές συσκευές. Το φανάρι, που έκανε χρέη ψυγείου στο σπίτι της θείας Ματίνας, και η γκαζιέρα, εκεί ήταν άγνωστα αντικείμενα. Το σπίτι διέθετε δύο εσωτερικά μπάνια, αλλά αυτό δεν ήταν έκπληξη για εκείνη, καθώς είχε ξαναδεί στη βίλα του Έβανς και στα αρχοντικά σπίτια της Χαλέπας. Ο θείος Πέτερ και η Χέλγκα είχαν ένα γιο, τον Ιβάν, ο οποίος ήταν παντρεμένος με μια Ολλανδέζα, την Ανούκ. Τα τελευταία πέντε χρόνια, το ζευγάρι ζούσε στην Ουψάλα. Ο Ιβάν, που είχε σπουδάσει γεωπόνος, είχε κάνει το μεταπτυχιακό του στην Ουψάλα και, χάρη στις επιδόσεις του σε ερευνητικούς τομείς, όπως η γεωργία και η δασοκομία, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε κερδίσει μια θέση επίκουρου καθηγητή στο πανεπιστήμιο. Το τελευταίο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, εκείνος και η γυναίκα του έπαιρναν το τρένο κι έρχονταν να επισκεφτούν τον Πέτερ και τη Χέλγκα. Η Λένα και η μικρή Ειρήνη προσαρμόστηκαν πολύ γρήγορα στο νέο τρόπο ζωής, στα νέα ήθη. Η Ειρήνη γράφτηκε αμέσως στο σχολείο. Η Λένα τα πρωινά δούλευε σε ένα από τα βιβλιοπωλεία του θείου Πέτερ και τα βράδια παρακολουθούσε σε νυχτερινό σχολείο εντατικά μαθήματα για την εκμάθηση της γλώσσας. Για πρώτη φορά, τα γερμανικά και τα αγγλικά που επέμενε ο πατέρας της να μελετάει όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν στις αυλές βόλους, αμπάρες, μακριά γαϊδούρα ή κρυφτό, της φάνηκαν χρήσιμα. Στον ελεύθερο χρόνο τους, κυρίως τις Κυριακές, μάνα και κόρη πήγαιναν βόλτα στο Βασιλικό Κάστρο για να δουν την αλλαγή της φρουράς και στο ζωολογικό κήπο. Άλλες φορές, περπατούσαν στα σοκάκια της παλιάς πόλης, χαζεύοντας τα μαγαζιά, μέχρι να κουραστούν και να καθίσουν σ’ ένα από τα μπιστρό για φαγητό και γλυκό. Συχνά, προγραμμάτιζαν επισκέψεις σε μουσεία, στο αστεροσκοπείο και σε άλλα αξιοθέατα, σε μια προσπάθεια να γνωρίσουν την πόλη που τις φιλοξενούσε. Η μικρή Ειρήνη, όταν ο καιρός το επέτρεπε, απολάμβανε και δεν έλεγε ποτέ «όχι» στις προσκλήσεις του θείου Πέτερ για ψάρεμα σε κάποια από τις γέφυρες της πόλης. Τρία χρόνια αργότερα, η Λένα πήρε επάρκεια στη γλώσσα μετ’ επαίνου, και αυτό τής έδωσε το κουράγιο να διεκδικήσει πανεπιστημιακή μόρφωση. Κάθισε πάλι στο θρανίο της τελευταίας τάξης του λυκείου,
μελέτησε σκληρά και έδωσε εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία για νηπιαγωγός. Η επιτυχία, για πρώτη φορά, έφερε το χαμόγελο πίσω στα χείλη της και έναν αέρα αισιοδοξίας. Ήθελε να σταθεί αντάξια δίπλα στην οικογένεια του Πέτερ, και όχι να τους είναι βάρος. Ήθελε επίσης, αν και όταν επέστρεφε στον τόπο της, να έχει εκπληρώσει τουλάχιστον το όνειρό της να σπουδάσει. Η μεγάλη έκπληξη, όμως, ήρθε από την πλευρά της Ειρήνης. Η μικρή, από πολύ νωρίς, έδειξε να έχει κλίση στη μουσική. Η διευθύντρια του σχολείου ενημέρωσε τη Λένα και τον Πέτερ πως η Ειρήνη περνούσε περισσότερες ώρες στο δωμάτιο της μουσικής, κοπανώντας τα πλήκτρα του πιάνου, παραστην τάξη της και στα μαθήματά της. Ο θείος Πέτερ, για να βάλει τέλος στα σκασιαρχεία της, αποφάσισε να τη γράψει στο Ωδείο. Οι συστηματικές σπουδές μουσικής, πολύ σύντομα, αποκάλυψαν ένα έμφυτο ταλέντο, που ακόμα δεν το γνώριζαν, αλλά τα επόμενα χρόνια, σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών, θα καθήλωνε κοινό και κριτικούς. Ύστερα από δύο χρόνια συγκατοίκησης με τον Πέτερ και τη Χέλγκα, η Λένα αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσει τις δικές της δυνάμεις. Με τις οικονομίες της, νοίκιασε ένα στούντιο πολύ κοντά στο διαμέρισμα του θείου της. Ο νέος τρόπος ζωής, όπως ήταν φυσικό, επηρέασε και την εμφάνισή της. Σιγά σιγά, η αδαής και άπειρη Κρητικοπούλα μετατράπηκε σε μια κυρία με ευρωπαϊκή φινέτσα. Οι πλεξούδες πήγαν περίπατο και τη θέση τους πήρε ένα κούρεμα του συρμού, με τα πλούσια μαλλιά της να φτάνουν λίγο κάτω από τους ώμους. Στην αγορά της Νορντίσκα είχε ανακαλύψει ένα δύο μοδιστράδικα που έραβαν σε οικονομικές τιμές φουστάνια και ταγέρ, πιστά αντίγραφα επώνυμων παρισινών οίκων. Φορούσε καλσόν με ραφή και ψηλοτάκουνες γόβες που ανα-δείκνυαν τα υπέροχα πόδια της. Με λίγα λόγια, είχε εξελιχθεί σε μια πανέμορφη και ποθητή γυναίκα. Στο μεταξύ, τα χρόνια που η Λένα μελετούσε για να πάρει το πτυχίο της, συνέβησαν διάφορα πολιτιστικά και πολιτικά γεγονότα στη διεθνή σκηνή. Κάποια από αυτά έφτασαν στ’ αφτιά της σαν απλές ειδήσεις και ουδόλως επηρέασαν τη ζωή της. Στην Ελλάδα, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλιά Γεώργιου Β', τη θέση του πήρε ο αδερφός του, Παύλος Α'. Συνέπεια του εμφύλιου σπαραγμού ήταν οι εκτοπίσεις συντρόφων στη Μακρόνησο. Η Μαρία Καλογεροπούλου -Κάλλας-, με την ερμηνεία της στην Τζιοκόντα του Αμιλκάρε Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνα, χρίστηκε η υψίφωνος του αιώνα. Η οικονομική ανάπτυξη και ανοικοδόμηση της καταστραμμένης Ευρώπης βασίστηκε σ’ ένα σχέδιο που είχε επεξεργαστεί ο Μάρσαλ, υπουργός Εξωτερικών της Αμερικής. Στο Παρίσι, ο Πιερ Καρντέν σχεδίασε για τον οίκο Ντιόρ ρούχα και αξεσουάρ κομψά και θηλυκά, αντικαθιστώντας τις άκομψες στολές εργασίας που είχε επιβάλει ο πόλεμος. Στο Βερολίνο, υψώθηκαν συρματοπλέγματα, δημιουργώντας εσωτερικά σύνορα, που χώρισαν την πόλη σε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτικό Βερολίνο) και σε Ανατολική Γερμανία (Ανατολικό Βερολίνο). Ο Μπεν Γκουριόν ίδρυσε το κράτος του Ισραήλ και οι Σύμμαχοι το ΝΑΤΟ.
Στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο μετά το τέλος του Εμφύλιου, ο Νισίμ-Νικήτας παντρεύτηκε με θρησκευτικό γάμο τη Δωροθέα, την κόρη της Σοφίας και του Θωμά. Και σε λίγους μήνες γεννήθηκε η Αριάδνη Αβράμη. Με τη γέννηση της εγγονής της, η Σοφία μπήκε στον πειρασμό ν’ αποκαλύψει στην κόρη της την αλήθεια για τον πραγματικό της πατέρα. Το ημερολόγιο μπορεί να το είχε κάψει, αλλά, δόξα τω Θεώ, οι μνήμες της ήταν ακόμα ολοζώντανες. Ευτυχώς που οι σκέψεις, πριν γίνουν πράξεις, ακολουθούν το φαινόμενο της άμπωτης και της παλίρροιας, ρέοντας πότε προς τα εμπρός και πότε προς τα πίσω. Με τον ίδιο τρόπο άλλαξε γνώμη και η Σοφία. Φοβήθηκε μήπως η αποκάλυψη, ότι ο πατέρας της Δωροθέας ήταν Γερμανός και φίλος του παρανοϊκού που έσπειρε το θάνατο, επηρέαζε αρνητικά την ανέφελη ζωή του ζευγαριού. Οι πληγές της ορφάνιας στην καρδιά του Νικήτα μόλις είχαν αρχίσει να επουλώνονται. Ποιον θα ωφελούσε η αλήθεια; Κανέναν, κατέληξε η Σοφία, διαγράφοντας άπαξ και διά παντός την όποια σκέψη της να φανερώσει το παραμικρό στην κόρη της. Η Δωροθέα λάτρευε τον Θωμά, τον οποίο θεωρούσε πατέρα της· το ίδιο και περισσότερο τη λάτρευε κι εκείνος. Η ζωή τους, έπειτα απ’ όσα είχαν περάσει, είχε μπει, επιτέλους, σε τροχιά τάξης και ηρεμίας. Η Σοφία ορκίστηκε πως το συγκεκριμένο μυστικό, εκείνη και ο Θωμάς, θα το έπαιρναν μαζί τους στον τάφο. Στο σπίτι της Χαλέπας, η Ματίνα ζούσε για τη μέρα που ο ταχυδρόμος τής έφερνε γράμμα από την ανιψιά της. Συχνά, μέσα στο φάκελο έβρισκε και φωτογραφίες. Σε κάποιες, η Λένα και η Ειρήνη ήταν μόνες, με φόντο κάποιο πάρκο ή κτίριο. Σε άλλες, τα κοπέλια της, το ίδιο χαρούμενα και χαμογελαστά, πόζαραν με όλη την οικογένεια του Πέτερ μπροστά στην πύλη του παλατιού, στο λιμάνι, σε μια γέφυρα ή στην είσοδο κάποιου μουσείου. Η αγαπημένη της, την οποία είχε κορνιζάρει και την είχε σε περίοπτη θέση πάνω στο κομό, ήταν εκείνη που έδειχνε την Ειρήνη καθισμένη μπροστά σ’ ένα πιάνο και όρθια δίπλα της τη Λένα, να την παρακολουθεί με καμάρι. Η Ματίνα, στη διάρκεια του Εμφύλιου, δε θρήνησε για δικούς της, καθώς οι άντρες της οικογένειας, εκτός φυσικά του Πέτερ που ζούσε στη Σουηδία, ξεκληρίστηκαν στον πόλεμο. Τα μάτια της δάκρυζαν πια μόνο από κάποιες θύμησες ή από τη νοσταλγία των ξενιτεμένων. Η ζωή και η ευτυχία της εξαρτιούνταν από εκείνα τα γράμματα. Η Λένα, κάθε τόσο, της υποσχόταν πως θα επέστρεφε στο νησί, έστω για λίγες μέρες, μα όλο κάτι τύχαινε και η υπόσχεση παρέμενε υπόσχεση. Παρ’ όλα αυτά, η Ματίνα δεν απελπιζόταν. Έπινε το απογευματινό της καφεδάκι με τη Σμαρώ, φύτευε τριαντάφυλλα και φούλια στους μπαξέδες και φρόντιζε το σπίτι να είναι καθαρό και έτοιμο να υποδεχτεί τα αγαπημένα της πρόσωπα, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Το νησί είχε επιστρέψει σε ομαλούς ρυθμούς ζωής και οι Κρητικοί δεν έχαναν ευκαιρία, σε γιορτή, γάμο ή πανηγύρι, να στήσουν γλέντι με μαντινάδες, χορό και πιοτί. Τη μέρα που η Λένα πήρε το πτυχίο της, έκλεινε τα τριάντα της χρόνια και η Ειρήνη είχε μπει στα δώδεκα. Το γεγονός της αποφοίτησης το γιόρτασε μαζί με την οικογένεια του θείου Πέτερ στην ελληνική ταβέρνα «Ακρόπολη». - Συγχαρητήρια, κορίτσι μου, της είπε εκείνος, υψώνοντας το ποτήρι του κρασιού του, και συνέχισε: Ποιος να το περίμενε πως θα μάθαινες τόσο γρήγορα τη γλώσσα και θα τέλειωνες το πανεπιστήμιο. Είμαι πολύ περήφανος για εσένα, αλλά και για την κόρη σου, που, όπως πάει, θα την καμαρώσουμε σε μεγάλα κοντσέρτα. - Ευχαριστώ, θείε μου, του αποκρίθηκε η Λένα, αλλά χωρίς την υποστήριξη και τη φροντίδα σου δε θα είχα καταφέρει τίποτα.
- Αν ζούσε ο αδερφός μου, θα ήταν κι αυτός πολύ περήφανος και για τις δυο σας. Τέλος πάντων, σου έχω ένα δώρο για όλη αυτή την προσπάθεια. - Δώρο; Τι δώρο; Το μεγαλύτερο δώρο για εμάς ήταν η πρόσκληση και η φιλοξενία σας. Τίποτα δε θα είχε γίνει εφικτό αν δεν υπήρχατε εσείς. Εκείνη τη στιγμή, έκανε την εμφάνισή του ένας μετρίου αναστήματος νέος άντρας με μάλλον σκληρά χαρακτηριστικά, τα οποία μαλάκωσαν ως διά μαγείας μόλις άρθρωσε χαμογελαστός τις πρώτες λέξεις, διακόπτοντας το διάλογο μεταξύ θείου και ανιψιάς. - Συγνώμη, ελπίζω να μην άργησα πολύ, με καθυστέρησε ένα τηλεφώνημα από το εξωτερικό. - Μην απολογείσαι, αγόρι μου, τον καθησύχασε ο Πέτερ με ύφος πατρικό και πρόσθεσε: Έλα, κάθισε, σε περιμέναμε, και δίνοντας απάντηση στο ερωτηματικό βλέμμα της Λένας, έκανε τις συστάσεις: Λένα, από εδώ ο Άνταμ Έρικσον, γιος ενός φίλου και παλιού συμμαθητή μου από το Γκέτεμποργκ. - Χαίρω πολύ, Λένα Δασκαλάκη. Οι δυο τους έδωσαν τα χέρια σε μια θερμή χειραψία, και το βλέμμα του Άνταμ καρφώθηκε στο δικό της γεμάτο θαυμασμό. Η Λένα δεν άφησε να φανεί η αμηχανία της, καθώς ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε πως ένας άντρας μπορούσε να την κοιτάζει με τέτοιο τρόπο, δηλαδή κάνοντας εξαρχής σαφές το ενδιαφέρον του. Τα επόμενα λόγια του θείου της την έβγαλαν από τις σκέψεις της. - Ο Άνταμ είναι μέρος του δώρου που σου έλεγα. - Δεν καταλαβαίνω... - Κοίτα, στην παλιά πόλη πουλιόταν ένα νηπιαγωγείο. Ψάχνοντας να βρω ένα συνεταίρο αγοραστή, ανταποκρίθηκε ο πατέρας του Άνταμ. Είναι η δουλειά τους. - Α, κατάλαβα, είναι νηπιαγωγοί και αυτοί. - Όχι, δεν κατάλαβες, η δουλειά τους είναι οι επενδύσεις. Τους μίλησα για εσένα και την προοπτική να το διευθύνεις για λογαριασμό μας και θεώρησαν την πρότασή μου συμφέρουσα. Η Λένα είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Μια δουλειά δική της; Μια δουλειά στην οποία θα ήταν εκείνη το αφεντικό; Αυτό δεν το είχε φανταστεί ούτε στα πιο τρελά της όνειρα. Με έκδηλη τη χαρά στο όμορφο πρόσωπό της, σηκώθηκε όρθια και, αγκαλιάζοντας το θείο της, του έσκασε απανωτά φιλιά στα μάγουλά του. - Εμένα τίποτα; ρώτησε ο Άνταμ χαριτολογώντας. - Κύριε Έρικσον, στράφηκε εκείνη προς το μέρος του, πιάνοντας τα δυο του χέρια, χίλια «ευχαριστώ». Να είστε σίγουρος πως δε θα σας απογοητεύσω. - Άνταμ. Αφού θα είμαστε συνεργάτες, προτιμώ να με λες Άνταμ. - Σύμφωνοι, Άνταμ.
Όταν άνοιξε η πόρτα του νηπιαγωγείου τη νέα σχολική χρονιά για να υποδεχτεί τους λιλιπούτειους μαθητές του, δε θύμιζε σε τίποτα το μισοερειπωμένο κτίριο που παρέλαβαν η Λένα και ο Άνταμ αμέσως μετά την υπογραφή των συμβολαίων. Κάθε δωμάτιο είχε για θέμα του ζωγραφιές από σκανδιναβικούς μύθους ή από γνωστά και αγαπημένα παιδικά παραμύθια. Η Ωραία Κοιμωμένη, η Χιονάτη, η ουράνια θεά Σάουλε καθισμένη στα ριζά του Δέντρου της Ζωής, Βαλκυρίες και Νύμφες απεικονίζονταν με ζωηρά χρώματα στους τοίχους. Χρωματιστές χαμηλές ροτόντες με παιδικά καθίσματα, ομαδικά επιτραπέζια παιχνίδια, κουκλόσπιτα, σιδηρόδρομοι, κούκλες, στρατιωτάκια, μπογιές και μπλοκ περίμεναν τους μικρούς καπετάν φασαρίες, που θα γέμιζαν το χώρο με τις φωνές, τα γέλια, τα τραγούδια τους. Κι έτσι κύλησαν για τη Λένα τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μέχρι το 1957. Δίδασκε και διηύθυνε το μικρό πρότυπο νηπιαγωγείο σε αγαστή συνεργασία με τον Άνταμ, ενώ παράλληλα ήταν αφοσιωμένη στο μεγάλωμα της Ειρήνης.Τα δύο τελευταία χρόνια, μάνα και κόρη είχαν μετακομίσει σε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα, στο οποίο καθεμία είχε τη δική της κρεβατοκάμαρα, και το σαλόνι τους κοσμούσε ένα πιάνο με ουρά, Steinway & Sons. Ένα πιάνο στο οποίο η Ειρήνη έκανε την καθημερινή πρακτική της εξάσκηση. Τα Χριστούγεννα, μάλιστα, είχε δώσει με επιτυχία το πρώτο της σόλο κοντσέρτο στη μεγάλη αίθουσα συναυλιών της Στοκχόλμης. Στο μεταξύ, η Λένα, αν και είχαν περάσει δεκάξι χρόνια από το χαμό του Γιόχαν, φαίνεται ότι δεν είχε αποδεχτεί το γεγονός, γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο όλο αυτό το διάστημα προσπερνούσε το διακριτικό, μα επίμονο φλερτ του Άνταμ; Ο Σκανδιναβός με τη μέτρια εμφάνιση, αλλά τη γενναιόδωρη καρδιά, από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους εκδήλωσε τον κεραυνοβόλο έρωτά του και σε κάθε ευκαιρία έκανε σαφείς τις προθέσεις του. Ήθελε να κάνει οικογένεια και την ήθελε με τη Λένα. Ήταν υπέροχη μητέρα, ιδανική για να γίνει και μητέρα των παιδιών του. Από κάτι μισόλογα ή ανολοκλήρωτες φράσεις, και περισσότερο από τα συμφραζόμενα, γνώριζε πως εκείνη είχε πληγωθεί πολύ στο παρελθόν. Ήξερε πως στον πόλεμο η Λένα είχε χάσει σχεδόν όλους τους δικούς της και επιπλέον τον έρωτα της ζωής της. Μα από τότε, σκεφτόταν ο Άνταμ, είχαν περάσει χρόνια, και δεν πρέπει να μένει κανείς κολλημένος στο παρελθόν, γιατί, χωρίς να το θέλει, βάζει ταφόπλακα στο παρόν και το μέλλον του. Έτσι, ο ερωτευμένος άντρας αποφάσισε πως, έπειτα από τέσσερα χρόνια γνωριμίας, ήταν καιρός να σταματήσει το φλερτ και, αν ήταν γραφτό, να πάει η σχέση τους ένα βήμα παρακάτω. Αφορμή τού έδωσε το επικείμενο ταξίδι της Λένας στη Γερμανία. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, εκείνη με την Ειρήνη θα σάλπαραν για το λιμάνι του Αμβούργου. Εκεί θα επιβιβάζονταν στο τρένο με προορισμό το Δυτικό Βερολίνο. Η Ειρήνη είχε δηλώσει συμμετοχή σ’ ένα διεθνή διαγωνισμό ταλέντων, με έπαθλο, εκτός από το σημαντικό χρηματικό ποσό, και κάποιες σόλο εμφανίσεις σε μητροπόλεις όλου του κόσμου. Με τα χρήματα, αν τελικά κέρδιζε, είχε σκοπό να καλύψει τις σπουδές της στην Ανωτέρα Βασιλική Ακαδημία Μουσικής, στην οποία, εκτός από σολφέζ, θεωρία και αρμονία, θα μάθαινε ιστορία της μουσικής και διεύθυνση ορχήστρας. Στο επιχειρηματικό μυαλό του Άνταμ, ένα δείπνο για δύο, στο πιο αριστοκρατικό εστιατόριο της πόλης, ήταν μια ασφαλής επιλογή για να θέσει τα πράγματα επί τάπητος. Μετά το επιδόρπιο, έβγαλε από τη δεξιά τσέπη του σακακιού του ένα κουτί γνωστού κοσμηματοπωλείου και με ένα δαχτυλίδι από πλατίνα, που το κοσμούσε ένα υπέροχο ζαφείρι, ζήτησε από τη Λένα να γίνει γυναίκα του. - Άνταμ, θέλω να είμαι απόλυτα σίγουρη όταν θα σου δώσω την απάντησή μου. Μην το πάρεις στραβά, αλλά, αυτή την εποχή, το μόνο που σκέφτομαι είναι το ταξίδι στο Βερολίνο και ο διαγωνισμός στον
οποίο έχει δηλώσει συμμετοχή η Ειρήνη. Είναι το ντεμπούτο της και... - Ένα «ναι» ή ένα «όχι» είναι μια απλή απάντηση, Λένα, τη διέκοψε ελαφρά εκνευρισμένος - ή, πιο σωστά, αναστατωμένος. Δε χρειάζεται καμιά πολυσέλιδη αναφορά. - Συγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια μου. Αν μπορείς και αν θέλεις να μου δώσεις χρόνο, σου υπόσχομαι πως στην επιστροφή μας από το Βερολίνο θα έχεις την απάντησή μου. - Σύμφωνοι, της είπε εκείνος μουτρωμένος, σαν κακομαθη-μένο παιδί που του χάλασαν το χατίρι. Ασυναίσθητα, κοίταξε τριγύρω στα τραπέζια και ξεφύσηξε με ανακούφιση. Κανείς δεν είχε πάρει είδηση το ατυχές θεατρικό που μόλις είχε παιχτεί με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τη συνοδό του. Με τρόπο έκλεισε το κουτί με το πανάκριβο δαχτυλίδι και, αφού το στριφογύρισε μια δυο φορές στην παλάμη του, το ξανάβαλε στην τσέπη του. - Παρ’ όλα αυτά, του είπε η Λένα ανάλαφρα, θέλοντας ν’ αποφορτίσει τη μεταξύ τους άβολη και αμήχανη ατμόσφαιρα, το δαχτυλίδι είναι υπέροχο. Η Λένα, εκείνη τη νύχτα, άργησε να κοιμηθεί. Για την ακρίβεια, ξαγρύπνησε. Μπαίνοντας μέσα στο σιωπηλό σπίτι, πέτα-ξε τις ψηλοτάκουνες γόβες της και αθόρυβα κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα της κόρης της. Ο άγγελός της κοιμόταν του καλού καιρού. Έσκυψε και τη φίλησε. Με την ανάστροφη της παλάμης της σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε από το μάγουλό της. Βγήκε από το δωμάτιο προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο, αλλά, αντί να πάει στη δική της κρεβατοκάμαρα, επέστρεψε στο σαλόνι. Σερβιρίστηκε μια γερή δόση ρακή από πατάτα, το μόνο ποτό που της άρεσε να πίνει στη Σουηδία, και βολεύτηκε στην μπερζέρα που βρισκόταν μπροστά από την τζαμαρία με θέα στο πάρκο. Η Λένα σκεφτόταν πως η αποψινή βραδιά δεν ήταν έκπληξη. Όλη η συμπεριφορά του Άνταμ οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην πρόταση γάμου. Θα ήταν αφελές και καθόλου έντιμο από μέρους της αν έλεγε πως δεν την περίμενε. Εκείνος, από την αρχή της γνωριμίας τους, ήταν κάτι περισσότερο από ανοιχτό βιβλίο. Και η ίδια; Ζήτησε χρόνο. Αλλά τι περισσότερο θα της έδιναν λίγες μέρες που δεν της έδωσαν τα δεκάξι χρόνια; Εξακολουθούσε να είναι απαραμύθητη. Άραγε, θα ήταν ποτέ έτοιμη να προσφέρει το χέρι και την καρδιά της σ’ έναν άλλο άντρα; Θα ήταν ποτέ έτοιμη να δεχτεί ένα παιδί από κάποιον άλλο και να το αγαπήσει όσο αγάπησε το παιδί του Γιόχαν; Όμως, τι θα αποφάσιζε; Θα έμενε μαγκούφα σε όλη την υπόλοιπη ζωή της; Η κόρη της μεγάλωνε, κάνοντας τα δικά της σχέδια, τα δικά της βήματα στον κόσμο. Τα φτερά της δυνάμωναν και σε πολύ λίγο θα ήταν έτοιμη να πετάξει προς ένα μέλλον που θα της ανήκε ολοκληρωτικά. Ήταν δίκαιο να της φορτώσει εκείνη την ευθύνη της ύπαρξής της; Φυσικά και δεν ήταν δίκαιο. Από την άλλη, πώς να συμπορευτεί με κάποιον για τον οποίο ένιωθε μόνο φιλία και εκτίμηση; Και με τον έρωτα; Τι έγινε με τον έρωτα; Τέλειωσε για εκείνη; Τι ακριβώς ήταν για εκείνη ο έρωτας; Όνειρο ή εφιάλτης; Θαύμα ή απάτη; Πραγματικότητα ή φαντασία; Και αν ήταν όνειρο, θαύμα και πραγματικότητα, ο Γιόχαν πού ήταν τώρα; «Μην είσαι αχάριστη, τον έρωτα τον έζησες», συνέχισε τον εσωτερικό της μονόλογο. «Δεν τον έζησες όπως τον ονειρευόσουν, μα τον έζησες, απόδειξη η όμορφη κόρη σου». Κάποια γεγονότα παραμένουν ζωντανά χάρη στο αποτύπωμα που αφήνουν στην πραγματικότητα και κάποια άλλα γιατί οι θύμησες
πλημμυρίζουν το είναι μας με τη γλύκα του μελιού. Η Λένα ήπιε άλλη μία γουλιά από το τοπικό ποτό και, κλείνοντας τα μάτια, άφησε το μυαλό της, για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, να ξαναζήσει στιγμές φυλακισμένες στην αιώνια λήθη. Ήταν μήνας Ιούνιος, τη χρονιά που οι φον Σίφερ επαναπατρίστηκαν. Πριν επιβιβαστούν στο πλοίο που θα τους μετέφερε στην πατρίδα τους, οι τρεις άντρες, ο Μαξ, ο Νικολός και ο Λάμπρος, μαζί με όλα τα παιδιά, πήγαν στον Πάνορμο να γιορτάσουν για τελευταία φορά με τσικουδιά και χορό τον Αϊ-Γιάννη τον Κλήδονα, που λένε πως φανερώνει τα μελλούμενα. Το έθιμο πρόσταζε ν’ ανάβουν φωτιές και οι νέοι να πηδούν από πάνω. Το πήδημα συμβόλιζε το «διαβατήριο» για την είσοδο στο θερινό ηλιοστάσιο, με το οποίο συνέπιπτε η γιορτή. Στη συγκεκριμένη γιορτή υπήρχε και μια άλλη παράδοση, που έλεγε πως αν οι ανύπαντρες κοπέλες έπιναν «το αμίλητο» νερό, δηλαδή δε μιλούσαν μετά μέχρι ν’ αποκοιμηθούν, θα ονειρεύονταν τον άντρα που θα παντρεύονταν. Οι φίλες της τηρούσαν το έθιμο κατά γράμμα, μα εκείνη δε συμμετείχε ποτέ, καθώς από τα έξι της είχε βρει αυτόν που ήθελε. Συμμετείχε, όμως, στους πήδους πάνω από τις φωτιές. Τα στοιχήματα για το ποιος θα καταφέρει να πηδήξει πιο ψηλά από τη μεγαλύτερη φωτιά έδιναν κι έπαιρναν. Κάποια στιγμή -η Λένα έστυψε το μυαλό της, μα δεν κατάφερε να θυμηθεί ακριβώς πώς-, ο Γιόχαν κι εκείνη βρέθηκαν να κυνηγιούνται σαν αγριοκάτσικα ανάμεσα σ’ ένα δάσος από λιόδεντρα, που απλώνονταν πολλά στρέμματα πίσω από το ιερό της εκκλησίας. Όταν σταμάτησαν λαχανιασμένοι να πάρουν μια ανάσα, είδαν πως είχαν απομακρυνθεί από το κέντρο της γιορτής. Στ’ αφτιά τους έφτανε ο απόηχος από τις μαντινάδες, τα γέλια, τις φωνές των νέων που συναγωνίζονταν ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά και, αραιά, κάποια μπαμ μπουμ από τις μπαλωθιές. - Σ’ έπιασα, σταμάτα, της είπε ο Γιόχαν. - Εντάξει, ξεφύσηξε με δύναμη εκείνη, ας σταματήσουμε γιατί κουράστηκα. - Εσύ παραδέχεσαι πως κουράστηκες; Άλλο και τούτο, σχολίασε ο νεαρός με μια δόση ειρωνείας. Έλα να κάτσουμε για λίγο εδώ να ξεϊδρώσουμε. - Γιόχαν, του είπε η Λένα απότομα και χωρίς περιστροφές, δε θέλω να φύγεις, τι θ’ απογίνω εγώ; - Να χαρείς, Λένα, μην αρχίζεις... Αυτό το έχουμε ξανασυζητήσει. Το ξέρεις πως και για εμένα είναι το ίδιο δύσκολο. - Λες ψέματα. Δε βλέπεις την ώρα να φύγεις. Μας βαρέθηκες... με βαρέθηκες, διόρθωσε τον πληθυντικό. - Τώρα λες βλακείες. Αυτός που βαρέθηκε και ανυπομονεί να γυρίσει στη Γερμανία είναι ο αδερφός μου, και δεν το κρύβει. Εγώ... - Εσύ... εσύ, τι; Έλα, πες την αλήθεια, αντέχω, δεν είμαι κανένα μωρό. - Αυτό είναι το πρόβλημα μ’ εσένα. Δεν ήσουν ποτέ μωρό. Θες ν’ ακούσεις μια αλήθεια; Ο τόπος μου
είσαι εσύ, Λένα, της δήλωσε με ύφος απόλυτα σοβαρό. Ή, για να σ’ το πω κι αλλιώς, όπου είσαι εσύ, είναι και ο τόπος μου. - Πραγματικά το πιστεύεις; Ή μήπως το λες για να με ξεφορτωθείς με λόγια ευγένειας, θα έλεγα ποιητικά; - Προσπάθησα, χαζούλα, να σε ξεφορτωθώ πολλά χρόνια πριν, αλλά τώρα ομολογώ πως εσύ κι εγώ... - Σ’ αγαπώ, Γιόχαν, σ’ ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, τον διέκοψε η Λένα με μια φωνή που παλλόταν από ένταση και πάθος. - Κι εγώ σ’ αγαπώ, μα για εμένα εξελίχτηκαν διαφορετικά τα πράγματα. Όταν σε πρωτογνώρισα, ήσουν ένας μπελάς. Ένα κοριτσάκι τελείως διαφορετικό από εκείνα της ηλικίας σου... - Πώς, δηλαδή; τον διέκοψε η Λένα, μα ο Γιόχαν είχε αρχίσει να της εξηγεί ήδη. - Να σου θυμίσω πως τα μοναδικά παιχνίδια που σου άρεσε να παίζεις ήταν τα δικά μας, τα αγορίστικα, λέγοντας πως τα κορίτσια που έπαιζαν με τις κούκλες ήταν βαρετά. - Κι ακόμα το λέω, αλήθεια δεν είναι; Μας βάζουν μια κούκλα στα χέρια, προοιωνίζοντας ένα μέλλον μονόδρομο. Εγώ θέλω να έχω την ελευθερία να σπουδάσω, να δουλέψω, να παντρευτώ -εννοείται μ’ εσένα-, να γεννήσω τα παιδιά σου, με λίγα λόγια να τα κάνω όλα. Μόνο τότε θα είμαι απόλυτα ευτυχισμένη. - Αυτό προσπαθώ να σου πω, αν με αφήσεις, παπατρέχα. Εσύ από μικρή ήσουν τόσο ξεκάθαρη στα «θέλω» σου, τόσο ώριμη, που μου προκαλούσες ενόχληση και αμηχανία. Ούτε που κατάλαβα πότε ή πώς η ενόχληση έγινε συνήθεια και η συνήθεια έγινε ανάγκη. Πότε ήταν η στιγμή που σ’ ερωτεύτηκα. Μοιάζει σαν να βρήκες στο σώμα μου κάποιο πόρο αφύλαχτο και από εκεί να τρύπωσες και ν’ απλώθηκες, ώσπου το κατέκτησες. Τώρα, να, της είπε, δείχνοντας τις φλέβες του χεριού του, κυλάς στο αίμα μου. Τα ρουθούνια μου μπουκώνει η μυρωδιά σου, αγριόμελο. Νομίζεις πως για εμένα είναι εύκολος ο αποχωρισμός; Και λέγοντας αυτά τα λόγια, την αγκάλιασε, φέρνοντάς την κοντά του, και εκεί, στην απόλυτη ερημιά, αντάλλαξαν το πρώτο τους ερωτικό φιλί. Αδέξια στην αρχή, το επανέλαβαν ξανά και ξανά, μέχρι που τα στόματά τους ταίριαξαν απόλυτα, κάνοντας τα φιλιά τους να μοιάζουν με λάβα που πετάγεται ασυγκράτητη για να σαρώσει στο πέρασμά της και να κάψει κάθε ενέργεια και ζωή. Χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν ολόγυμνοι σαν τους Πρωτόπλαστους, έτοιμοι να καταπατήσουν κάθε υπόσχεση και όρκο. Στο μισοσκόταδο, με την αφή και τη μυρωδιά ο ένας του άλλου ανακατεμένη με τις μυρωδιές της φύσης, είχαν επιδοθεί σε μια ερωτική ανίχνευση, λίγο πριν παραδοθούν στη μυσταγωγία του έρωτα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ή ίσως και τα δύο, η φλόγα έσβησε το ίδιο απότομα όπως είχε φουντώσει. Οι φωνές των δικών τους, που τους έψαχναν, τους επανέφεραν στην πεζή πραγματικότητα. Αμίλητοι και με βιαστικές κινήσεις ξαναφόρεσαν τα ρούχα τους και, μαζεύοντας λίγα λιόκλαδα, τάχα για ενίσχυση της φωτιάς, επέστρεψαν στη γιορτή. Κανείς δεν έδωσε σημασία στα ξαναμμένα τους μάγουλα, καθώς δε διέφεραν από των άλλων παιδιών, που είχαν κοκκινίσει από τους πήδους και το ιδροκόπημα.
Εκεί, σ’ εκείνη τη γιορτή, ο Γιόχαν και η Λένα είχαν έρθει για πρώτη φορά τόσο κοντά, τόσο έτοιμοι να ολοκληρώσουν έναν έρωτα αδιαπραγμάτευτα καρμικό. Και μετά, ποια μοίρα αποφάσισε να σμίξουν ξανά σαν εχθροί; Έχει η ζωή κάποιες διαστροφές, ικανές να τρελάνουν και τον πιο λογικό άνθρωπο.
Δυτικό Βερολίνο, Μάιος του 1958 Η ΛΕΝΑ ΚΟΙΤΑΖΕ από την τζαμαρία του δωματίου στο ξενοδοχείο όπου διέμενε με την Ειρήνη ένα μέρος της πόλης. Στο Ανατολικό Βερολίνο δεν υπήρχε τρόπος πρόσβασης. Συρματοπλέγματα και φρουρές εμπόδιζαν τα πηγαινέλα. Μετά το λυμεώνα πόλεμο, η πόλη είχε διαιρεθεί στα δύο και, εξαιτίας αυτού του διαχωρισμού, πολλές οικογένειες είχαν αναγκαστεί να χωριστούν. Κάθε προσπάθεια των Ανατολικών ή των Δυτικών να περάσουν κρυφά τα φρουρούμενα ενδογερμανικά σύνορα κατέληγε να δημιουργεί απλώς περισσότερα θύματα, που με το αίμα τους συνέχιζαν να πληρώνουν το τίμημα των σαρκοβόρων πολιτικών συμφερόντων. Στην Ελλάδα, την ίδια χρονιά, ανώτατοι πολιτειακοί άρχοντες ήταν ο βασιλιάς Παύλος με τη βασίλισσα Φρειδερίκη και το κόμμα που κατείχε την εξουσία ήταν δεξιάς κατεύθυνσης, η ΕΡΕ, με πρωθυπουργό τον εκ Σερρών πολιτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αντιπολίτευση ήταν η ΕΔΑ. Τα μέσα της εποχής ραδιόφωνο, εφημερίδες και περιοδικά- ασχολούνταν σε εκτενή άρθρα με την επίσκεψη της βασίλισσας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τα κινηματοθέατρα του κέντρου έπαιζαν την Αστέρω και τη χολιγουντιανή Λυσσασμένη Γάτα, με πρωταγωνιστές τον Πολ Νιούμαν και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ενώ στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας διαπομπεύονταν κυρίως νεαροί αντικα-θεστωτικοί ως τεντιμπόηδες, με βάση το νόμο 4000, γιατί πετούσαν γιαούρτια και μαλακά φρούτα σε πολιτικούς. Το πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο το κατέκτησε για 17η φορά η ομάδα του Παναθηναϊκού και στα σοκάκια το τραγούδι του συρμού ήταν το «Αθήνα και πάλι Αθήνα» των Σουγιούλ-Τραϊφόρου, με τη φωνή της Βέμπο. Ο Μέρτεν, γνωστός και ως «χασάπης της Θεσσαλονίκης», ο οποίος είχε δικαστεί και καταδικαστεί για εγκλήματα πολέμου, αμνηστεύτηκε έπειτα από συμφωνία μεταξύ του καγκελάριου Αντενάουερ και του Καραμανλή, με σκοπό να αποκατασταθούν οι σχέσεις Βερολίνου και Αθήνας. Το 1958, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, η Ιταλίδα ηθοποιός Άννα Μανιάνι κέρδισε την Ασημένια Άρκτο για την ερμηνεία της στην ταινία του Τζορτζ Κιούκορ Άγριος Είναι ο Άνεμος. Η Λένα ανασήκωσε το βλέμμα της στο συννεφιασμένο ουρανό και μετά το έστρεψε στην κίνηση κάτω χαμηλά, στη λεωφόρο, καθώς χιλιάδες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό της. Εκείνη και η Ειρήνη είχαν ήδη τρεις μέρες στο Δυτικό Βερολίνο και ακόμα δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να το γνωρίσουν. Πρωί και απόγευμα, μέχρι τη μέρα του διαγωνισμού, η Ειρήνη ήταν κλεισμένη στο Ωδείο, κάνοντας πρόβες τα κομμάτια που θα έπαιζε με τη συνοδεία της Συμφωνικής Ορχήστρας. Η δεκαεξάχρονη κόρη της θεωρούνταν παιδί-θαύμα, και γι’ αυτό είχε εμφανιστεί με τη Βασιλική Ορχήστρα της Σουηδίας στην τελετή απονομής των διεθνών βραβείων Νόμπελ. Ένα μήνα αργότερα, ο δάσκαλός της στο μουσικό σχολείο τής πρότεινε να δηλώσει συμμετοχή στο διεθνή διαγωνισμό νέων ταλέντων, που θα λάμβανε χώρα στο Δυτικό Βερολίνο, με το σύνθημα «Η Μουσική Ενώνει». Μετά το πέρας του, όλοι οι συμμετέχοντες ήταν καλεσμένοι στη δεξίωση που θα έδινε προς τιμήν τους ο δήμαρχος Βίλι Μπραντ, στο δημαρχιακό μέγαρο. Το Ωδείο ήταν προγραμματισμένο να κλείσει τις πόρτες του στις τέσσερις το απόγευμα της Τρίτης, ώστε
οι διαγωνιζόμενοι να έχουν το απόγευμα και όλη την επόμενη μέρα στη διάθεσή τους για χαλάρωση, ψώνια και βόλτες στην πόλη. Τις τρεις μέρες που ακολουθούσαν, μέχρι και το βράδυ της Παρασκευής, θα έδιναν τα κοντσέρτα τους στο Μουσικό Θέατρο, παρουσία κοινού και κριτών. Η Λένα σκεφτόταν ν’ αφήσει την κόρη της ν’ αποφασίσει πώς ήθελε να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Εκείνη, από τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο γερμανικό έδαφος, δεν είχε το νου της πουθενά αλλού παρά μόνο στον Γιόχαν. Τον Γιόχαν που είχε γίνει αστερόσκονη, αφήνοντάς τη μόνη και χαμένη σ’ ένα λαβύρινθο αναμνήσεων από τον οποίο δεν έβρισκε τρόπο να βγει. Ανασήκωσε το βλέμμα της για πολλοστή φορά στο συννεφιασμένο, μουντό ουρανό, που έκανε ακόρντο με τη διάθεσή της. Η σκέψη της έφερε στο προσκήνιο τη μορφή του Άνταμ. Κάποιος που τον γνώριζε, θα της έλεγε πως θα ήταν τρελή αν απέρριπτε την πρότασή του. Εκείνος ήταν ένας πολύ καλός άντρας και σίγουρα θα γινόταν και καλός σύντροφος, μα αυτό αρκούσε; Για μία ακόμα φορά αναρωτήθηκε αν στα τριάντα τέσσερά της το κεφάλαιο έρωτας είχε κλείσει οριστικά και αμε-τάκλητα γι’ αυτή. Ποια δύναμη, άραγε, την κρατούσε αλυσοδεμένη με την ανάμνηση ενός πεθαμένου, λειτουργώντας σαν τροχοπέδη στην προοπτική μιας νέας αγάπης; Θα ελευθερωνόταν ποτέ; Ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μοιραζόταν όλες τις μύχιες σκέψεις της και γνώριζε τους καημούς της ήταν η θεία Ματίνα. Στα γράμματα που της έστελνε, αράδιαζε λεπτομερώς τα νέα της, κάθε της προσπάθεια για επιβίωση, την πρόοδο της Ειρήνης, αλλά και το παράπονό της για ό,τι της στέρησε η ζωή. Γονιούς, αδερφό, φίλους, θείους και τη μοναδική της αγάπη. Ο συναισθηματικός της κόσμος νοσούσε, και η Λένα πολύ θα ήθελε να ξέρει αν υπήρχε για την περίπτωσή της κάποιο γιατρικό που θα επούλωνε τις πληγές, που θα τη βοηθούσε να βρει τις ισορροπίες της. Η Ματίνα, στα δικά της γράμματα, της μιλούσε για τη ζωή στο νησί, που είχε αρχίσει μετά το τέλος του Εμφύλιου να βρίσκει τους ειρηνικούς ρυθμούς, για τις επισκευές που έκανε στο διώροφο με την ελπίδα της επιστροφής τους, για τα νέα της Σμαρώς, για τη θεία Φωτεινή και την κόρη της, που από συντοπίτες τους έμαθε πως μετοίκησαν στον Πειραιά, καθώς στο χωριό ήταν δακτυλοδεικτούμενες ως η γυναίκα και η κόρη του μαυραγορίτη προδότη, και μετά τα τρέχοντα εστίαζε στις ανησυχίες της. Πρώτα της θύμιζε εκείνο με το οποίο την είχε ευλογήσει ο Θεός, την Ειρήνη, και κατόπιν την προέτρεπε να συνεχίσει τη ζωή της, φέρνοντας πάντα παράδειγμα τον εαυτό της. Θυμήσου, Λενιώ μου, πώς ήταν η δική μου ζωή μετά τον πρόωρο θάνατο του άντρα μου. Δουλειά και μοναξιά, μοναξιά και δουλειά. Κι εγώ πίστευα πως είχα τελειώσει με τα πάρε δώσε της αγάπης. Όταν αποφάσισα δειλά και γεμάτη αμφιβολίες να κάνω χώρο για να σταθεί σιμά μου ο χαροκαμένος Λάμπρος, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σε ρυθμούς που πίστευα ξεχασμένους. Γιατί, τι νομίζεις πως χρειάζεται η καρδιά για ν’ αρχίσει να ξαναζεί; Τη ζεστασιά της συντροφικότητας, ένα χάδι, ένα τρυφερό βλέμμα. Όταν τα βρεις αυτά, ή και κάποιο από αυτά, μην προσπεράσεις... Η θεία Ματίνα, σκεφτόταν η Λένα, κατείχε τη σοφία της ωριμότητας. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο με άριστα και στα σχέδιά της ήταν να σπουδάσει, μα στα δεκαεφτά της όλα ανατράπηκαν, όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τον τριανταπεντάχρονο Θεόδωρο Σαββάκη. Ο Θεόδωρος, γόνος εύπορης οικογένειας από τα Χανιά, είχε επιστρέψει στον τόπο της καταγωγής του φορώντας κοστούμι κι έχοντας στην υπηρεσιακή του τσάντα τον όρκο του Ιπποκράτη και προϋπηρεσία χειρουργού γυναικολόγου στο «Έλενα». Παντρεύτηκαν τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους και εγκαταστάθηκαν στο διώροφο της Χαλέπας. Στο ισόγειο ο Θεόδωρος έστησε το ιατρείο του και στον πάνω όροφο έμενε το νιόπαντρο ζευγάρι. Πέντε χρόνια κράτησε η ανέφελη ευτυχία τους, με μοναδική, ίσως, σκιά την αδυναμία της Ματίνας να πιάσει
παιδί. Πάνω που το ζευγάρι είχε αποφασίσει να κάνει ένα ταξίδι στην Αθήνα για να υποβληθεί σε κάποιες ειδικές εξετάσεις, ο Θεόδωρος βγήκε από τη ζωή της γυναίκας του το ίδιο απότομα όπως είχε μπει. Μια αφέγγαρη νύχτα στα μέσα του χειμώνα, τον πρόδωσε η καρδιά του. Η Λένα αναρωτήθηκε αν κάποιος μπορεί να ορίσει τη μοίρα του ή αν όλα είναι, με κάποιον τρόπο, προδιαγεγραμμένα. Αποφάσισε να βγει για ένα μοναχικό περίπατο, δίνοντας τέλος σε σκέψεις και αμφιβολίες που, όσο και αν της τριβέλιζαν το νου, δεν της έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις. Έτσι κι αλλιώς, είχε ακόμα αρκετές μέρες στη διάθεσή της μέχρι να επιστρέψει στη Στοκχόλμη και στον Άνταμ. Σ’ εκείνο το παρόν έπρεπε να την απασχολεί μόνο το μέλλον της κόρης της. Το Μουσικό Θέατρο του Δυτικού Βερολίνου ήταν κατάμεστο από κόσμο, λάτρεις της κλασικής μουσικής που είχαν έρθει για να στηρίξουν τα ταλαντούχα παιδιά που διαγωνίζονταν, αλλά και να τιμήσουν τον ευγενή σκοπό - αφιέρωμα στα θύματα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Η Λένα καθόταν στην πλατεία, κάπου στη μέση και προς τα δεξιά. Δεν είχε όλη την εικόνα της ορχήστρας, μα έβλεπε πολύ καλά το πιάνο στο οποίο, σε πολύ λίγο, θα έπαιζε η κόρη της. Ήταν η τελευταία μέρα του διαγωνισμού, και η Ειρήνη είχε κληρωθεί να εμφανιστεί τελευταία. Η αγωνία της Λένας είχε χτυπήσει κόκκινο, σταγόνες ιδρώτα ανέβλυσαν στο μέτωπό της και στο άνω χείλος. Οι δυνατοί χτύποι της καρδιάς της νόμιζε πως ακούγονταν σε όλη την αίθουσα. Το βλέμμα της στράφηκε δεξιά αριστερά. Όλοι έδειχναν αφοσιωμένοι στις μεταξύ τους κουβέντες και κανείς δε φαινόταν να έχει πάρει είδηση την τρικυμία μέσα στην οποία παράδερναν η καρδιά και ο νους της. Από τη μικροσκοπική της τσάντα έβγαλε βιαστικά ένα μαντίλι και σφούγγισε τον ιδρώτα. Για ένα λεπτό έκλεισε τα μάτια. Μία, δύο, τρεις ήρεμες αναπνοές επανέφεραν τους ακατάστατους χτύπους της καρδιάς της στους κανονικούς τους ρυθμούς. Απόψε, σκεφτόταν η Λένα, ήταν μια βραδιά δικαίωσης και, για να την απολαύσει, έπρεπε να παραμείνει ήρεμη. Νωρίτερα το απόγευμα, πριν φύγουν από το ξενοδοχείο, ξεκλείδωσε μια πόρτα εντός της κλειστή από χρόνια. - Αγάπη μου, είσαι πολύ όμορφη, είπε στην Ειρήνη με βλέμμα και χαμόγελο που φανέρωναν περηφάνια και καμάρι. - Λες αλήθεια, μαμά; Μήπως είναι υπερβολική όλη αυτή η οργαντίνα και το τούλι; - Όχι βέβαια, μην ξεχνάς πως όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα πάνω σου. - Εντάξει, μα ξέρεις πως καλά νιώθω μόνο με τα ρούχα που φοράω συνήθως. - Σύμφωνοι, αλλά όλες οι ώρες δεν είναι το ίδιο. Πάντως, είσαι κούκλα, ηρέμησε και έλα κοντά μου, θέλω να σου δώσω κάτι. - Δώρο; - Ας πούμε ένα γούρι. Αυτό το μαντίλι ήταν του πατέρα σου και το ’χω φυλαγμένο... - Του πατέρα μου; τη διέκοψε απότομα η κόρη της. Δε θέλω καν να θυμάμαι πως υπήρξε, ύψωσε τον
τόνο της φωνής της. Μας φερόταν τόσο ελεεινά. - Όχι, όχι του Σήφη. Του πραγματικού σου πατέρα. - Του πραγματικού μου πατέρα; επανέλαβε η Ειρήνη με ύφος εύλογα απορημένο. Μαμά, τι λες; - Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, αγάπη μου, για σήμερα αρκέσου σε αυτό και μη με ρωτήσεις τίποτε άλλο. Σου υπόσχομαι πως αύριο θα σου τα πω όλα. Είναι καιρός να ακούσεις την ιστορία μιας μεγάλης, μα άτυχης αγάπης, της οποίας το ευτυχισμένο τέλος ήσουν εσύ. - Μα... Η κόρη της προσπάθησε να εκμαιεύσει κάτι ακόμα. - Σε παρακαλώ, σ’ το υποσχέθηκα, υπομονή μέχρι αύριο. Αυτή τη στιγμή, το μυαλό σου πρέπει να είναι συγκεντρωμένο στο κοντσέρτο για το οποίο έχεις δουλέψει τόσο σκληρά. Ίσως και να ήταν λάθος μου να σε αναστατώσω με μια τέτοια αποκάλυψη, αλλά κάτι μέσα μου με παρότρυνε, σχεδόν μου επέβαλε, να σου δώσω το μοναδικό αντικείμενο, φυλαχτό για εμένα, που έχω από εκείνον. Η Ειρήνη κοίταξε τη μάνα της. Τα σημάδια μιας έντονης αντάρας ήταν εμφανή στο όμορφο πρόσωπό της. Οι δυο τους δε χρειαζόταν να πουν πολλά. Μια σαρωτική ματιά της μιας στην άλλη ήταν αρκετή για ν’ αποκαλύψει αν τα μύχια της ψυχής της τραγουδούσαν ή θρηνούσαν. Με μια αυθόρμητη κίνηση απόλυτης ευλάβειας, η κοπέλα έφερε στα χείλη της το μαντίλι και το φίλησε. Αύριο, σκέφτηκε, θα ήταν μια υπέρλαμπρη μέρα, κι έτσι κράτησε μέσα της σαν φανό το δώρο της αποκάλυψης πως δεν ήταν γέννημα του σατράπη Σήφη. Η Λένα τής ανταπέδωσε το βλέμμα και για πρώτη φορά ένιωσε έτοιμη να μπει στο αραχνιασμένο δωμάτιο της μνήμης, το γεμάτο φαντάσματα και εικόνες που άλλοτε θύμιζαν ρομαντικό παραμύθι, με πρίγκιπες και αρχοντοπούλες, και άλλοτε παραμύθι τρόμου, με θηρία και τέρατα. Η Λένα κοίταζε την αίθουσα του θεάτρου, όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος, και μετά βίας κρατιόταν να μην πεταχτεί από τη θέση της για να βροντοφωνάξει πως το αποψινό ταλέντο ήταν η κόρη της. Η μορφή του Γιόχαν ήρθε ολοκάθαρη μπροστά της από μια άκρια του μυαλού της η οποία φύλαγε ατόφια κάθε πολύτιμη θύμηση. «Αχ, αγάπη μου, πού είσαι να καμαρώσεις το παιδί μας;» ψιθύρισε το μέσα της με ξέχειλο παράπονο, σαν φουσκονεριά. Ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν από φυλακισμένα δάκρυα. Πετάρισε τα βλέφαρα εμποδίζοντας κάθε απόπειρα δραπέτευσής τους. Το δυνατό χειροκρότημα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Η Ειρήνη έκανε μια βαθιά υπόκλιση και με χάρη κάθισε στο κάθισμα μπροστά από το πιάνο. Μέσα σε απόλυτη ησυχία ακούστηκαν οι πρώτες νότες από τη Συμφωνία αρ. 4 του Σούμαν. Στο δεύτερο μέρος είχε επιλέξει να παίξει Τσαϊκόφσκι. Τα δάχτυλά της έμοιαζαν να χορεύουν με χάρη μπαλαρίνας πάνω στα άσπρα και μαύρα πλήκτρα, πατώντας πότε το πεντάλ παράτασης και πότε το ήπιο πεντάλ, una corda, το οποίο ρυθμίζει την ένταση του ήχου, απογειώνοντας το κλασικό κομμάτι, που έφτανε στ’ αφτιά των παρισταμένων σαν ουράνια μελωδία. Το φινάλε ήταν αποθεωτικό. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά το άκουσμα της τελευταίας νότας, που στη Λένα φάνηκαν αιώνας, στην αίθουσα επικράτησε απόλυτη σιγή. Ξαφνικά, λες και λύθηκαν τα μάγια, όλοι άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν «μπράβο, μπράβο».
Επιτροπή και κοινό ανέδειξαν νικήτρια του διαγωνισμού τη δεκαεξάχρονη Ελληνίδα, Ειρήνη Κανέτου. Εκείνο το αποθεωτικό βράδυ θα έμενε στη μνήμη τους θολά, καθώς μάνα και κόρη επέστρεψαν στο ξενοδοχείο μεθυσμένες από χαρά και περηφάνια. Οι εκμυστηρεύσεις δεν είχαν λόγο να περιμένουν την ανατολή του ήλιου, γι’ αυτό και η Λένα δεν αρνήθηκε να διηγηθεί στην ανυπόμονη Ειρήνη, με κάθε λεπτομέρεια, το μεγάλο και απόλυτο έρωτα που έζησε. - Θα μου τα πεις όλα; τη ρώτησε η κόρη της, με την περιέργεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, απόλυτα φυσιολογική για την ηλικία της. - Σ’ το υποσχέθηκα. - Πώς γνωριστήκατε; Πότε; Πώς τον λένε; - Σιγά, κορίτσι μου, ηρέμησε. Τον πατέρα σου τον λένε Γιόχαν φον Σίφερ και είναι Γερμανός. Δηλαδή, ήταν... - Τι; Μα πώς; Οι Γερμανοί μάς πολέμησαν. - Περίμενε, μη βιάζεσαι. Όταν γνωριστήκαμε, εγώ ήμουν έξι χρόνων κι εκείνος δέκα. Ο πατέρας του, ο Μαξ, δηλαδή ο παππούς σου, ήταν αρχαιολόγος και είχε έρθει στο νησί μας με τη γυναίκα του, Έρρικα, και το δίδυμο αδερφό του πατέρα σου, τον Μάρκους, για να εργαστεί στις ανασκαφές της Κνωσού. Τα δύο Γερμανόπουλα, ο συχωρεμένος αδερφός μου ο Μανολιός, ο Σήφης κι εγώ γίναμε, για δέκα σχεδόν χρόνια, μια αχώριστη παρέα. Εγώ ερωτεύτηκα τον Γιόχαν με την πρώτη ματιά. - Αστειεύεσαι; Έξι χρόνων; - Κι όμως, αυτή είναι η αλήθεια. - Κι εκείνος; - Εκείνος για χρόνια με κορόιδευε, μα λίγο καιρό πριν επαναπατριστούν, μου εξομολογήθηκε πως με αγαπούσε το ίδιο, ίσως και περισσότερο. - Και, αφού σε αγαπούσε, γιατί δεν έμεινε; - Μα η ζωή του, το μέλλον του, ήταν στη Γερμανία. Έπρεπε να σπουδάσει και να υπηρετήσει στο στρατό. Επιπλέον, ο παππούς του ήταν πολύ πλούσιος είχε στην κατοχή του δική του τράπεζα, και οι δίδυμοι ήταν οι φυσικοί του κληρονόμοι. - Δηλαδή, είμαστε πλούσιες; - Αχ, κόρη μου, δεν ξέρω, δεν το έψαξα ποτέ. Οι φον Σίφερ έφυγαν από το νησί μας κι αμέσως μετά αναγκαστήκαμε κι εμείς να φύγουμε από εκεί όπου ζούσαμε για να πάμε στη Χαλέπα, στο σπίτι της θείας Ματίνας. Τα γράμματα που περίμενα από τον πατέρα σου δεν τα έλαβα ποτέ. Στο μεταξύ, έχοντας το πεδίο ελεύθερο, ο Σήφης άρχισε να με πολιορκεί. - Δηλαδή, μου λες πως ο Σήφης σε αγαπούσε; - Έτσι έλεγε. Μα εγώ δεν είχα μυαλό και καρδιά παρά μόνο για τον ένα και μοναδικό μου έρωτα, τον
Γιόχαν. Στο μεταξύ, πέθανε η μάνα του Σήφη και με τον πατέρα του ήρθαν να ζήσουν κι αυτοί στα Χανιά, στη συνοικία του Κουμ Καπί. Πριν προλάβουμε να συνηθίσουμε την καινούρια γειτονιά και το νέο τρόπο ζωής, ξέσπασε ο πόλεμος. - Και; - Και ο πατέρας σου, από εκεί που δε γνώριζα πού ήταν και τι έκανε, έπεσε στην κυριολεξία μπροστά στα πόδια μου από τον ουρανό. - Δεν καταλαβαίνω... - Ήταν στη μεραρχία των αλεξιπτωτιστών που συμμετείχαν στη μάχη της Κρήτης. Με τον παππού σου τον Νικολό ήμαστε έτοιμοι να του την μπουμπουνίσουμε, μα είπε το όνομά του και σώθηκε. - Δεν το πιστεύω! - Ναι, έτσι όπως σου τα λέω. Όταν κατάλαβα πως μπροστά μου ήταν πληγωμένος και ανήμπορος ο έρωτας της ζωής μου, καταλαβαίνεις πώς ένιωσα. Ο παππούς σου γνώριζε πολύ καλά τα αισθήματά μου. Ποτέ δεν τα έκρυψα, γι’ αυτό και έκανε ό,τι του ζήτησα. Φορτώσαμε σ’ ένα κάρο το μισολιπόθυμο Γιόχαν και ανεβήκαμε στα βουνά. Εκεί τον κρύψαμε σε μια σπηλιά, ένα ασφαλές καταφύγιο που ήταν γνωστό μόνο σ’ εμάς. Έτσι πίστευα ότι θα τον προστατέψω, αλλά δεν υπολόγισα τους Άγγλους, οι οποίοι, μετά την εισβολή, σκόρπισαν στα βουνά αναζητώντας κρυψώνες. - Γιατί το λες αυτό; - Γιατί αυτοί που τον σκότωσαν πρέπει να ήταν Άγγλοι ή Νεοζηλανδοί. Βλέπεις, είχε κάνει την αποκοτιά, εγκαταλείποντας το λημέρι, να βγάλει τα δικά μας ρούχα και να φορέσει τη στολή του. Παράκουσε τις συμβουλές μας και το πλήρωσε με τη ζωή του. - Και οι δυο σας, πώς...; - Οι δυο μας ευλογηθήκαμε να συνευρεθούμε για μία και μοναδική φορά, εκεί στη σπηλιά. Μετά, εγώ, ο πατέρας και ο αδερφός μου υποχρεωθήκαμε να φύγουμε για τα Χανιά, για να οργανωθούμε καλύτερα, αλλά συνέβησαν τα γεγονότα που ήδη γνωρίζεις. Όταν επέστρεψα να τον βρω, αυτή τη φορά με τον Σήφη, ήταν πλέον αργά. Ο πατέρας σου ήταν ήδη σκοτωμένος. Ο Σήφης με βοήθησε και τον αφήσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι από το οποίο γνωρίζαμε πως περνούσαν γερμανικές περίπολοι. Όταν έληξε ο πόλεμος και έφυγαν από το νησί οι Γερμανοί, αναζήτησα τον τάφο του. Ήταν πράγματι θαμμένος στο γερμανικό νεκροταφείο στα Χανιά, μα όχι μόνος, αλλά σ’ έναν τάφο ομαδικό, μαζί με πολλούς άλλους. Με τόσα θύματα, δεν υπήρχε η πολυτέλεια να θάβονται ένας ένας, γι’ αυτό και τους παράχωναν βιαστικά, σωρηδόν. - Και με τον Σήφη πώς παντρευτήκατε; - Ξεχνάς, της είπε η Λένα, πως είχαμε πόλεμο και πως ζούσα σ’ έναν τόπο με αυστηρά ήθη. Τι περίμενες να γίνει όταν η κοιλιά μου θα φούσκωνε και μαθευόταν πως ο πατέρας του παιδιού μου ήταν άγνωστος και άφαντος, στην καλύτερη περίπτωση, ή Γερμανός, στη χειρότερη; - Μου λες, δηλαδή, πως με τον Σήφη παντρευτήκατε από ανάγκη; Τα συμφωνήσατε;
- Κάπως έτσι, ή, για ν’ ακριβολογώ, έτσι ήταν για εμένα. Εκείνος είχε αισθήματα τα οποία καταπίεσε προκειμένου να με προστατέψει, αλλά και να είναι μαζί μου, χωρίς να υπολογίσει το τίμημα. Ίσως θα ήταν πιο τίμιο από μέρους μου να πω πως κανείς από τους δυο μας δεν μπήκε στον κόπο να αναλύσει τις παραμέτρους μιας τέτοιας απόφασης. Και αν, στο βάθος του μυαλού μας, υπήρχαν κάποιες αντιρρήσεις, τις επισκίασε ο κίνδυνος της διαπόμπευσης και ο φόβος του θανάτου. Σε καιρό πολέμου, κόρη μου, τον πρώτο λόγο τον έχει η επιβίωση. Η λογική, για να λειτουργήσει, χρειάζεται ένα περιβάλλον ήρεμο και ειρηνικό, σε αντίθετη περίπτωση παθαίνει σύγχυση. Πώς, λοιπόν, και σε ποιον ν’ αποδοθούν ευθύνες; - Μα, τον θυμάμαι να μας χτυπάει. - Τον έχω συγχωρέσει. Το ίδιο πρέπει να κάνεις κι εσύ. Ο Σήφης δεν ήταν κακός. Ο πόλεμος τον άλλαξε και ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση. Ήταν μια δυστυχισμένη ψυχή που έχασε το δρόμο της. Σκέψου πως κι εκείνος, όπως όλοι μας, είχε το δικό του αγρό σπαρμένο με όνειρα, που δεν πρόλαβε να τα δει να ριζώνουν, πόσο μάλλον να καρπίζουν. - Αν σε αγαπούσε, όπως λες, πώς άντεχε να σε βλέπει να ματώνεις και να κλαις; Πώς γίνεται αυτός που ισχυρίζεται πως σε αγαπάει να σε κακομεταχειρίζεται; - Κι όμως, γίνεται. Όταν τοποθετείς συρματοπλέγματα γύρω από το αντικείμενο που λες πως αγαπάς, ο μόνος τρόπος για να το ελέγχεις, καθώς η φυσική του τάση είναι ο δρόμος προς την ελευθερία, είναι η άσκηση βίας. Αυτός που αγαπάει πραγματικά δεν οριοθετεί και, προπαντός, δεν επιβάλλεται. - Και ο Γερμανός παππούς μου, ο άλλος αδερφός, ο Μάρκους, πού βρίσκονται; Ζουν; Έψαξες να τους βρεις; - Δεν έψαξα. Η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν έτοιμη να μάθω, φοβόμουν να μάθω. - Μαμά! ούρλιαξε η Ειρήνη. - Τι είναι, παιδί μου; Με κοψοχόλιασες. - Συνειδητοποιείς ότι βρισκόμαστε στο Βερολίνο; Μπορεί το σπίτι... εκείνοι να είναι κάπου εδώ κοντά, σώοι και αβλαβείς. - Έχεις δίκιο, τη διέκοψε η Λένα και, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, συνέχισε: Τώρα που έμαθες την αλήθεια, μπορούμε, αν θέλεις, να τους ψάξουμε μαζί. - Θέλω. - Άκου, λοιπόν, τι θα γίνει. Σε λίγο ξημερώνει, και αν δεν πέσουμε να κοιμηθούμε, το βράδυ, στη δεξίωση του δημάρχου, θα είμαστε σαν μπαγιάτικες σαρδέλες. Να σου θυμίσω πως εσύ θα είσαι το τιμώμενο πρόσωπο. Ήρεμες παραδόθηκαν σ’ έναν ανονείρευτο ύπνο. Ξύπνησαν αργά το μεσημέρι, παρήγγειλαν ένα ελαφρύ γεύμα στο δωμάτιο και μετά αφιέρωσαν όλο τους το χρόνο στην προετοιμασία για το βραδινό πάρτι. Η εμφάνισή τους έγινε ακαταμάχητη με το διακριτικό μακιγιάζ και τις βραδινές τουαλέτες. Μακριά, από σιφόν, σε χρώμα ιβουάρ για την Ειρήνη, και ολομέταξη, σε άλικο χρώμα, με ίδιο χρώμα βελγική δαντέλα για τη Λένα. Ψηλοτάκουνα πέδιλα και ασορτί βραδινές τσάντες συμπλήρωναν την εικόνα τους.
Η Λένα, πριν φύγουν από τη Στοκχόλμη, είχε φροντίσει ν’ αγοράσει για την κόρη της, είτε κέρδιζε είτε έχανε στο διαγωνισμό, το πρώτο της δώρο σε κόσμημα. Ένα ολόχρυσο μπρασελέ στολισμένο με μια σειρά από λευκά μπριγιάν. Έτσι, τώρα της το φόρεσε στο χέρι και της είπε συγκινημένη: - Αγάπη μου, έφερες στη ζωή μου ευτυχία και, μεγαλώνοντας, με κάνεις και πολύ περήφανη. Αυτό που εύχομαι για εσένα από τα βάθη της καρδιάς μου είναι να είσαι πάντα ευτυχισμένη. Μα να θυμάσαι πως η ευτυχία βρίσκεται στα απλά, καθημερινά πράγματα και πιο κοντά μας απ’ ό,τι φανταζόμαστε, γι’ αυτό μην προσηλώσεις το βλέμμα σου αναζητώντας τη σε μακρινούς ορίζοντες, στη χίμαιρα και την αυταπάτη. - Αυτό έκανες εσύ; - Αυτό ακριβώς. Τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου τις έζησα στις αυλές των σπιτιών όταν ήμουν μικρή. - Μα στις ίδιες αυλές ένιωσες απογοητεύσεις και τεράστιο πόνο. - Έτσι είναι η ζωή, μας φιλεύει και από τα δύο. Πότε μας κερνάει το πιοτί της ευτυχίας και πότε της οδύνης. Όσο και αν σου φανεί παράξενο, αυτό που μας κάνει καλύτερους και μας εξελίσσει είναι ο πόνος. Ο πόνος και τα δάκρυα γέννησαν εσένα και ξαναγέννησαν εμένα. Ο πόνος μάς πάει ένα βήμα παρακάτω, αφού για να γιατρευτούμε πρέπει να ξανασυστηθούμε με την αγάπη. Ν’ αγαπήσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει, αλλά, κυρίως, ν’ αγαπήσουμε την ίδια τη ζωή. - Όλα είναι αγάπη; - Τα πάντα, μωρό μου, είναι αγάπη.
Στη δεξίωση ΤΟ ΤΑΞΙ ΑΦΗΣΕ τη Λένα και την Ειρήνη μπροστά στην είσοδο του κατάφωτου δημαρχιακού μεγάρου. Ένας άντρας ο οποίος φορούσε μαύρη λιβρέα με λευκό πουκάμισο και παπιγιόν τούς άνοιξε την πόρτα κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Ένας άλλος, πριν την είσοδό τους στη μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων, επιβεβαίωσε τα ονόματά τους στον κατάλογο των καλεσμένων που κρατούσε. Στο εσωτερικό, τις υποδέχτηκε ο ίδιος ο δήμαρχος. Φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί και μετά τα συγχαρητήρια και τις αβροφροσύνες, η Λένα και η Ειρήνη πήραν από ένα αναψυκτικό και ανακατεύτηκαν με τους υπόλοιπους καλεσμένους, μέχρι να έρθει η ώρα για τα λογύδρια, την απονομή του βραβείου και το επίσημο δείπνο. Η Λένα χάζευε τις νωπογραφίες στο ταβάνι του μεγάρου όταν ένιωσε, από διαίσθηση, ένα βλέμμα καρφωμένο στην πλάτη της. Στράφηκε να κοιτάξει αν η διαίσθησή της ήταν σωστή και αντίκρισε έναν άντρα που θα τον αναγνώριζε ακόμα και αν βρισκόταν ανάμεσα στους Μυρίους του Κύρου. Κοκάλωσε στη θέση της, όμοια με τη γυναίκα του Λωτ. Μπροστά της στεκόταν ο... Μάρκους. Εμφανισιακά, ίδιος κι απαράλλαχτος με τον νεαρό που την είχε αποχαιρετήσει τόσα χρόνια πριν στο λιμάνι, πριν επιβιβαστεί στο πλοίο που θα μετέφερε εκείνον και την οικογένεια του πίσω στην πατρίδα του. Με μια πρώτη ματιά, η Λένα συνειδητοποίησε πως ο χρόνος στο διάβα του τον είχε προσπεράσει χωρίς να του προκαλέσει φθορές. Με μια δεύτερη, πιο προσεκτική, όμως, παρατήρησε το ελαφρύ γκριζάρισμα στους κροτάφους του. Και ύστερα, το ίδιο ακίνητη και βουβή, κοίταξε τα μάτια του. Το βλέμμα της έπλεε σαν καρυδότσουφλο στην τρικυμία που μαινόταν στο δικό του. Ναι, τα μάτια του ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες της συντέλειας του χρόνου και του μαρασμού. Ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Όχι τώρα, όχι εδώ, πρόλαβε να σκεφτεί, ενώ τα χείλη της σχημάτιζαν ήδη το όνομά του. - Μάρκους, ψέλλισε. Μάρκους, εσύ; - Μάρκους...; Όχι ο Μάρκους, μάινε ζούσε, ο Γιόχαν είμαι. Εσύ δε μας μπέρδευες ποτέ. Τώρα πώς... Ο θόρυβος που έκανε το κρυστάλλινο ποτήρι πέφτοντας από τα χέρια της Λένας και το σώμα της που σωριάστηκε στο μαρμάρινο δάπεδο διέκοψαν απότομα την όποια επικοινωνία. - Μαμά! ούρλιαξε η Ειρήνη, που δεν είχε παρακολουθήσει εξαρχής τη σκηνή, καθώς είχε πιάσει κουβέντα με μια παρέα συνομηλίκων της που συμμετείχαν στο διαγωνισμό και είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα μ’ εκείνη. Μαμά μου, τι έπαθες; Σύνελθε, σε παρακαλώ. Τι έγινε; Δεν καταλαβαίνω. - Κάντε χώρο, ακούστηκε προστακτική η φωνή του Γιόχαν, και χωρίς καθυστέρηση εκείνος έσκυψε και σήκωσε τη λιγοθυμισμένη Λένα στην αγκαλιά του. Με σταθερά βήματα και την Ειρήνη να τον ακολουθεί καταπόδας κλαίγοντας, κατευθύνθηκε σε μια παρακείμενη αίθουσα, μακριά από τα περίεργα βλέμματα.
- Τι συνέβη στη μαμά μου; - Ηρέμησε, κορίτσι μου, της είπε ο άντρας καθησυχαστικά, στα ελληνικά. Μια απλή λιποθυμία είναι. Θα συνέλθει. Να, βλέπεις; Άρχισε να ανακτά τις αισθήσεις της. Λένα, Λένα, μ’ ακούς; - Ποιος είστε; ρώτησε η Ειρήνη, που το έξυπνο μυαλό της είχε αρχίσει να κάνει διάφορους συνειρμούς. - Γιόχαν, Γιόχαν φον Σίφερ, παλιός γνώριμος της μητέρας σου. - Ω, όχι! - Γιόχαν, μα πώς...; ακούστηκε τότε να ρωτάει ξεψυχισμένα η Λένα. - Ο Γιόχαν είμαι, μάινε ζούσε, και αν πρέπει να σ’ το αποδείξω, θα το κάνω όταν βρεθούμε οι δυο μας, της είπε με νόημα και τα υπέροχα χείλη του σχημάτισαν ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο, καθώς συνέχισε: Ξέρεις, το σημάδι που έχω εκ γενετής σ’ εκείνο το σημείο που... - Μα, αν εσύ... τότε στο νησί... - Ναι, τη διέκοψε, στο νησί σκοτώθηκε ο Μάρκους, αλλά εσύ πώς το ξέρεις; - Αχ, δεν είμαι καλά, πάρε με από εδώ, σε παρακαλώ. - Δεν καταλαβαίνω, αλλά επειδή μάλλον έχουμε να πούμε πολλά, και εδώ δεν είναι ούτε η ώρα ούτε ο τόπος, προτείνω, μόλις γίνει η απονομή του βραβείου, να πάμε στο σπίτι μου. Εκεί θα είμαστε μόνοι μας και θα έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε για όλα. - Εσύ ήξερες για εμάς; - Ναι, ήξερα και ανυπομονούσα να σας δω. Κάθε μέρα ερχόμουν μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου όπου μένετε και κάθε φορά έκανα πίσω. Είμαι χορηγός σε αυτή την εκδήλωση και είχα στο γραφείο μου τη λίστα με τα ονόματα των διαγωνιζόμενων. Το επώνυμο της κόρης σου μου κίνησε την περιέργεια, κι έτσι... Τέλος πάντων, νιώθεις καλύτερα για να επιστρέψουμε στην αίθουσα δεξιώσεων; Μάλλον δε νιώθεις καλά, γιατί άργησες να κάνεις την προσφιλή σου ερώτηση, της είπε ο άντρας με νόημα. - Ερώτηση; - Την ερώτηση-εφιάλτη, κούκλα μου. Ξέρεις εσύ... - Α, αυτή! - Ναι, αυτή. Η Λένα τον κοίταξε χαμένη ακόμα σ’ έναν κυκεώνα ερωτηματικών και σκέψεων που δεν είχαν αρχή, μέση ή τέλος. Εκείνος, συνειδητοποιώντας τότε την παρουσία της Ειρήνης, η οποία στεκόταν βουβή και αμήχανη πλάι τους, γεμάτος ενοχές, έπιασε τρυφερά το χέρι της Λένας λέγοντας:
- Συγνώμη, μάινε ζούσε, παρασύρθηκα από το παιδικό μας παιχνίδι. Πώς να μου ζητήσεις να σε παντρευτώ, αφού εσύ είσαι ήδη παντρεμένη με τον Σήφη; Καμιά από τις δύο γυναίκες δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει, πόσο μάλλον να δώσει τις απαραίτητες διευκρινίσεις. Όχι αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον. - Λοιπόν, νιώθω καλύτερα, είπε η Λένα και με τόνο αποφασιστικό συνέχισε: Αμέσως μετά την απονομή θα προφασιστώ αδιαθεσία και θα φύγουμε από εδώ. Όπως καταλαβαίνετε, δε με χωράει ο τόπος. Και με αυτή τη δήλωση σηκώθηκε από τον καναπέ όπου την είχε ξαπλώσει ο Γιόχαν και κατευθύνθηκε προς την πόρτα που οδηγούσε στην αίθουσα δεξιώσεων. Αν δεν ήθελαν να προκαλέσουν σούσουρο, έπρεπε να βρουν τα κουράγια τους και να βγουν εκεί έξω σαν να μη συνέβη τίποτα. Η Λένα ήθελε να ουρλιάξει από τη χαρά της. Να την ακούσει όλη η Γερμανία και ο απόηχος να φτάσει μέχρι το κατώφλι της θείας Ματίνας στο νησί. Ο Γιόχαν, ο Γιόχαν της, ζωντανός; Αν αυτό δεν ήταν θαύμα, τότε τι ήταν; Ο μοναδικός της έρωτας βρισκόταν δίπλα της. Σ’ εκείνον είχε δώσει την καρδιά της αποκλειστικά και αμετάκλητα, όμως ο πόλεμος... ο Μάρκους... ο Σήφης... Αναρωτήθηκε αν θα κατάφερναν ν’ αφήσουν πίσω τους όλα όσα είχαν συμβεί, αν τα αισθήματά τους είχαν τη δύναμη του ανέμου, δύναμη ικανή να παρασύρει στο διάβα της τις στάχτες του πολέμου και στη θέση τους να λάμψουν διαμαντοστόλιστα όνειρα. Απόψε, λοιπόν, θα ήταν μια μεγάλη νύχτα. Μια νύχτα αποκαλύψεων, συγνώμης, μα και μια νύχτα αποφάσεων. Ήταν περασμένες δέκα όταν η πολυτελής Daimler πέρασε την αλέα της έπαυλης στο Σπαντάου. Το τεράστιο σπίτι του παππού φον Σίφερ είχε διασωθεί από τους βομβαρδισμούς με ελάχιστες ζημιές, γι’ αυτό και μετά τον πόλεμο έγινε η μόνιμη κατοικία του Γιόχαν. Ο φωτισμός από τις λάμπες στην πρόσοψη δεν άφησε να φανεί η ομορφιά του τοπίου που περιέβαλλε την υπέροχη κατοικία. Αυτό θα γινόταν φανερό στις δύο γυναίκες, που κοίταζαν αμίλητες το επιβλητικό κτίριο, με το φως της μέρας. Ο Γιόχαν οδήγησε τη Λένα και την Ειρήνη σε ένα καθιστικό σε στιλ εξοχικής αγροικίας, εντελώς διαφορετικό από τις πανάκριβα διακοσμημένες σάλες που μόλις είχαν προσπεράσει. Αναπαυτικοί καναπέδες στο χρώμα του βύσσινου ήταν τοποθετημένοι δεξιά και αριστερά από το σβηστό τζάκι. Ανάμεσά τους υπήρχε ένα χαμηλό, μακρόστενο τραπέζι από σκούρο ξύλο, πάνω στο οποίο ήταν, αφημένες ανοιχτές, οι εφημερίδες εκείνης της μέρας, τασάκια και κηροπήγια από κρύσταλλο Βοημίας. Τρία επιδαπέδια φωτιστικά και ένα πορτατίφ πάνω στην κομόντα αντίκα, δίπλα σε περίτεχνες ασημένιες κορνίζες που φυλάκιζαν οικογενειακά στιγμιότυπα, δημιουργούσαν με το χαμηλό τους φωτισμό ατμόσφαιρα απόκοσμη, χαλαρή και έδιναν βάθος στους πίνακες που κοσμούσαν τον τοίχο πάνω από το τζάκι και τον τοίχο ανάμεσα στις δύο τζαμαρίες. Ο άλλος τοίχος, από τη μια άκρη έως την άλλη, ήταν καλυμμένος από μια βιβλιοθήκη. Οι δύο μεγάλες τζαμαρίες έβλεπαν σε έναν αχανή κήπο. Πέρα μακριά, οι πυκνές ψηλόλιγνες σκιές υποδήλωναν την αρχή ενός δάσους. Η Ειρήνη χάζευε τριγύρω βγάζοντας μικρά επιφωνήματα πότε χαράς και πότε έκπληξης, με τον αυθορμητισμό της ηλικίας της. Η Λένα δεν είχε μάτια παρά μόνο για την αγαπημένη φιγούρα του άντρα, που για να κατευνάσει την αμηχανία του είχε πάει να βάλει ένα ποτό από το μπαρ που φιλοξενούσε στο
εσωτερικό της η κομόντα. Καθώς σερβιρίστηκε μια γερή δόση μπέρμπον, ρώτησε ευγενικά: - Λένα, τι θα πιεις; - Ό,τι κι εσύ, ακούστηκε σχεδόν ξέπνοη η φωνή της. - Ειρήνη; - Ένα ποτήρι νερό. - Ώστε, λοιπόν, εσύ είσαι η κόρη του Σήφη, έσπασε πρώτος ο Γιόχαν την αμήχανη σιωπή. - Όχι, ευτυχώς. Εγώ... - Η Ειρήνη, τη διέκοψε η Λένα απότομα, αποφασισμένη να τελειώνει μια και καλή με αυτό, είναι κόρη του αδερφού σου, του Μάρκους. Ήταν η σειρά του Γιόχαν να μείνει στήλη άλατος. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, μα δεν ακούστηκε άχνα, ψίθυρος ή φθόγγος. Το βλέμμα του μόνο πηγαινοερχόταν όλο απορία, σαν εκκρεμές, πότε στη μία και πότε στην άλλη. - Ναι, συνέχισε η Λένα, βλέποντας την απόλυτη σύγχυσή του. Του Μάρκους, και η ιστορία που θα σου πω, αν και απίστευτη, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Εκείνος κατέβασε μονοκοπανιά το ποτό του και, θέλοντας να δώσει λίγο χρόνο στον εαυτό του για να χωνέψει αυτό που μόλις είχε μάθει, κατευθύνθηκε και πάλι στο μπαρ. Καθώς έριχνε στο ποτήρι του άλλη μια γερή δόση μπέρμπον, τα ερωτηματικά αναδεύτηκαν μέσα του και κινήθηκαν προς τα χείλη. Η Λένα, που ένιωσε την αντάρα της ψυχής του, μη θέλοντας να χάσει άλλο πολύτιμο χρόνο, του είπε: - Ηρέμησε, Γιόχαν, και θα σου τα διηγηθώ όλα, δε θα παραλείψω τίποτα. Εξάλλου, δικαιούσαι να μάθεις την αλήθεια. Και ύστερα από αυτά τα λόγια, οι τρεις τους βολεύτηκαν στους αναπαυτικούς καναπέδες, έτοιμοι να σηκώσουν την ταφόπλακα του πολέμου και να φωτίσουν τις άγνωστες πτυχές που ήταν βουτηγμένες στο απόλυτο σκοτάδι. Έπρεπε να διαλυθούν οι σκιές της αμφιβολίας και των ενοχών, αν ήθελαν το μερίδιο ευτυχίας που τους αναλογούσε. Η Λένα, πότε κομπιάζοντας, πότε κλαίγοντας και πότε κοκκινίζοντας από θυμό ή ντροπή, έπιασε να ξετυλίγει το μίτο της ιστορίας από τη στιγμή της μετοίκησης των δύο οικογενειών στη Χαλέπα και στο Κουμ Καπί. - Περίμενα γράμμα σου, του είπε με παράπονο. - Σου έγραψα. Είναι αλήθεια πως άργησα, μα σου έγραψα. Όμως όλα τα γράμματα γύρισαν πίσω με την ένδειξη «παραλήπτης άγνωστος».
- Ναι, γιατί στο μεταξύ πέθανε η θεία Τασούλα, και ο Λάμπρος με τον Σήφη, αφού δεν είχαν κάποιον κοντινό συγγενή να τους συντρέξει, ακολούθησαν το παράδειγμά μας και εγκαταστάθηκαν κι εκείνοι στα Χανιά. - Δε θα το πιστέψεις, αλλά αυτή την εκδοχή την είχα σκεφτεί. Λίγο αλλιώτικη, αλλά την είχα σκεφτεί. - Πώς, δηλαδή; - Δεν έχει σημασία. Συνέχισε. - Ο Μάρκους, είπε η Λένα, την πρώτη μέρα της εισβολής, μετά το βομβαρδισμό, έπεσε στην κυριολεξία από τον ουρανό μπροστά στα πόδια μου. Πηγαίναμε με τον πατέρα μου στο μητάτο του θείου Αναστάση στον Ομαλό, όταν γέμισε ο ουρανός από γερμανικά στούκας που ξερνούσαν φωτιά. »Ήταν πληγωμένος και θα τον είχαμε σκοτώσει, αλλά άνοιξε τα μάτια του και είπε: “Είμαι ο Γιόχαν”. Ο τρόμος από την εισβολή, η φωτιά, το αίμα, ο εκκωφαντικός θόρυβος με παραπλάνησαν και είδα αυτό που γύρευε να δει η καρδιά μου. Είδα εσένα, να κείτεσαι πληγωμένος και ανήμπορος μπροστά στα πόδια μου. Και δε σκέφτηκα στιγμή πως εκεί δεν είχες έρθει σαν ικέτης του έρωτά μου, αλλά σαν εχθρός, αποφασισμένος να μακελέψεις την πατρίδα μου. »Τώρα συνειδητοποιώ πως το λίγο που έζησα στο βουνό με τον Μάρκους, εκείνος δε με αποκάλεσε ούτε μία φορά με το χαϊδευτικό που με αποκαλούσες εσύ, δηλαδή "μάινε ζούσε”, και είμαι σίγουρη πως δε θα με είχε αγγίξει αν δεν επέμενα εγώ, μα επέμενα, σχεδόν τον αποπλάνησα, και το αποτέλεσμα... Οι δύο τους στράφηκαν ταυτόχρονα να δουν το «αποτέλεσμα» και αυθόρμητα ξέσπασαν σε γέλια, αποφορτίζοντας τη βαριά ατμόσφαιρα. Η Ειρήνη είχε γείρει στον καναπέ και κοιμόταν μακάρια και γαλήνια, του καλού καιρού. Ο Γιόχαν άνοιξε το τελευταίο συρτάρι της κομόντας και πήρε ένα ριχτάρι. Πλησίασε την κοιμισμένη Ειρήνη και, πριν τη σκεπάσει, με μια τρυφερή, σχεδόν πατρική κίνηση, της έβγαλε τα παπούτσια και ανέβασε τα πόδια της πάνω στο φαρδύ καναπέ. Η κοπέλα, μ’ ένα ακατάληπτο μουρμουρητό, πήρε μια βολική στάση και συνέχισε ήρεμα τον ύπνο της. - Έχω, λοιπόν, μια ανιψιά, μια ταλαντούχα ανιψιά. Ξέρεις, Λένα, της είπε, εστιάζοντας πάλι την προσοχή του σ’ εκείνη, κανονικά θα ήμουν εγώ στη θέση του Μάρκους. Όταν επιστρέψαμε και καταταγήκαμε στο στρατό, εκείνος διάλεξε να υπηρετήσει στο στρατό ξηράς, για να είναι, όπως έλεγε, ενεργός στα κέντρα των αποφάσεων, κι εγώ προτίμησα να υπηρετήσω στις επίλεκτες μεραρχίες του Στούντεντ. Εσύ ξέρεις πως ποτέ δεν ήμουν σύμφωνος με τις θεωρίες του νονού μου, πόσο μάλλον με τις μεθόδους του. Και όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, εγώ έκανα αυτό που ήθελε η καρδιά μου, ρισκάροντας ακόμα και τη ζωή μου. - Μα τότε, πώς βρέθηκε ο Μάρκους...; - Πώς; Τελευταία στιγμή, στην κυριολεξία τελευταία στιγμή ανέβηκε στο αεροπλάνο που θα μας μετέφερε σ’ ένα από τα αεροδρόμια της Αθήνας. Η εξήγηση που μου δόθηκε ήταν πως βρισκόταν σε διατεταγμένη αποστολή. Ο Μάρκους δεν ήταν εκπαιδευμένος αλεξιπτωτιστής, γι’ αυτό και αντέδρασα. Μάταια, καθώς σε καιρό πολέμου η υπακοή σε εντολές των ανωτέρων δε συμβαδίζει με τη λογική.
- Έτσι εξηγείται γιατί τσακίστηκε, συμπέρανε η Λένα. Δεν είχε εμπειρία. Ο πατέρας σου και ο παππούς σου ζουν; Είναι καλά; - Ο παππούς έχει πεθάνει και ο πατέρας μου, πριν γενικευτεί ο πόλεμος, άδραξε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να κάνει ανασκαφές με άλλους δύο αρχαιολόγους στη Συρία και τη Μεσοποταμία, περιοχές με αρχαιολογικό πλούτο και μεγάλο εύρος μελέτης. Εκεί έμεινε πάνω από έξι χρόνια και συνεργάστηκε με σπουδαίους Βρετανούς αρχαιολόγους, όπως ήταν ο Γούλεϊ και ο Μαλόουν. Όταν επέστρεψε εδώ, βρήκε μια πόλη καταστραμμένη, διχοτομημένη, και ανθρώπους που προσπαθούσαν, εκτός από το ν’ ανοικοδομήσουν τα ερείπια, να γιάνουν και τις πληγές τους· τις φανερές, που τους λάβωσαν το σώμα, μα και τις αφανείς, που τους σημάδεψαν την ψυχή και γέμιζαν με εφιάλτες τον ύπνο τους. »Σήμερα, ο πατέρας μου έχει αποσυρθεί στο σπίτι που έχουμε στις Άλπεις και γράφει τα απομνημονεύματά του. Από εκεί φεύγει μόνο όταν πρέπει να δώσει κάποιες διαλέξεις σε πανεπιστήμια δικά μας ή του εξωτερικού, στα οποία έχει αναδειχτεί επίτιμος καθηγητής. - Θέλω πολύ να τον δω. - Είμαι σίγουρος κι εκείνος. Σε αγαπούσε και συχνά έλεγε πως αν είχε μια κόρη, πολύ θα ήθελε να σου μοιάζει. Ακόμα διηγείται στους φίλους του το πήδημά σου στη ράχη του ταύρου. Τέλος πάντων, για να σου συνεχίσω, η μοναδική πραγματική επιχείρηση στην οποία έλαβα μέρος ως αλεξιπτωτιστής, και επέζησα, ήταν η κατάληψη της «Διώρυγας του Αλβέρτου», η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη αντιαρματική τάφρος της Ευρώπης, στην Ολλανδία. Μετά, καθώς δεν είχα αντικείμενο, αφού τη θέση μου κατά την εισβολή στην Κρήτη την πήρε ο Μάρκους, η Βέρμαχτ με κράτησε στα γραφεία του Ράιχ. Ένα χρόνο αργότερα, αρρώστησα με αλλεργικό άσθμα και η υπηρεσία, με εντολή του νονού μου, με έστειλε για ανάρρωση στο Μπάντεν Μπάντεν. Εκεί ισορρόπησα με την εσώτερη πλευρά του εαυτού μου, που διαφωνούσε με τις ολοκληρωτικές, σχεδόν ψυχωτικές, ιδέες του νονού μου, κάνοντας πράξεις αντίστασης. - Τι εννοείς; - Συμμετείχα σε μια αντιστασιακή ομάδα των μακί, η οποία σε κάθε ευκαιρία βοηθούσε παιδιά και οικογένειες να επιζήσουν από τα δικά μας στρατόπεδα εξόντωσης. Τις εβραϊκές οικογένειες ή τους απορφανισμένους τούς κρύβαμε για όσο χρόνο χρειαζόταν, ωσότου καταφέρουμε να τους φυγαδεύσουμε με πλαστά χαρτιά προς την Αμερική, τη Μέση Ανατολή ή κάποια άλλη ουδέτερη χώρα. - Μπήκες σε μεγάλο κίνδυνο, μα ο Γιόχαν που εγώ ξέρω θα έκανε αυτό ακριβώς. Κι εμείς στο νησί κάναμε αντίσταση σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Για να σώσουμε τον Μάρκους, σκεφτήκαμε να τον κρύψουμε και σε πρώτη ευκαιρία να τον φυγαδεύωψουμε. Όμως σχεδιάζαμε λάθος, γιατί εκείνος δε γύρευε να σωθεί. Από την πρώτη στιγμή που συνήλθε, μας δήλωσε πως ήθελε να συναντηθεί με τη μεραρχία του για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Σε αντίθεση μ’ εμάς, που μπροστά στην ανθρωπιά και στο συναίσθημα είχαμε λησμονήσει πως εκείνος ήταν ο θύτης κι εμείς τα πραγματικά θύματα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί κάθε παρακαλετό, προτροπή ή ικεσία μου -γιατί τον ικέτευα, πιστεύοντας πως είσαι εσύ, να μη φανερωθεί- έπεφτε στο κενό.Όταν τον αφήσαμε μόνο του, έκανε εκείνο που εξαρχής είχε στο μυαλό του. Φόρεσε τη στολή του και ξεκίνησε να βρει τους δικούς του, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του. Τα βουνά μας ήταν γεμάτα από απελπισμένους Άγγλους και Νεοζηλανδούς, οι οποίοι, για ν’ αποφύγουν την αιχμαλωσία ή και το θάνατο, πεζοπορούσαν μερόνυχτα μέσα από δύσβατα μονοπάτια, γκρεμνά και βουνοκορφές, μέχρι να φτάσουν
στα νότια παράλια του νησιού, με σκοπό να επιβιβαστούν σ’ ένα από τα πλοία ή τα υποβρύχια που έστελναν οι Σύμμαχοι για να τους περιμαζέψουν. Κάποιοι τα κατάφερναν και κάποιοι όχι. Κατά τη διαφυγή τους, οποιονδήποτε απειλούσε το δρόμο τους προς την ελευθερία τον αφάνιζαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Έτσι, πολλοί έμειναν άθαφτοι, βορά στα όρνεα. Κάποιες φορές, ιδιαίτερα τις νύχτες που δεν ξεχώριζαν το φίλο από τον εχθρό, πυροβολούσαν ή μαχαίρωναν, και όποιον έπαιρνε ο Χάρος, μπορεί και κάποιον δικό τους. »Αχ, Γιόχαν, πώς τυφλώθηκα και δεν τον υποψιάστηκα από την εμμονή και την επιμονή του; αναρωτήθηκε η Λένα. Ήταν δύο πολύ ξεκάθαρα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα του, μα εγώ δεν είδα παρά μόνο ό,τι είχα ανάγκη να δω. - Μη νιώθεις τύψεις. Ο Μάρκους ήταν κυνικά έξυπνος. Σ’ έβαλε σ’ ένα παιχνίδι στο οποίο εκείνος ήταν εκπαιδευμένος, και συνεπώς είχε το πάνω χέρι. Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν ιστορία. Η αλήθεια είναι πως όλοι έχουμε κάποιες πλευρές του εαυτού μας που τις ανακαλύπτουμε μόνο όταν μας συμβεί ένα ακραίο γεγονός που εξωθεί τα ανθρώπινα όρια, και κάτι τέτοιο είναι και ο πόλεμος. Στον αγώνα της επιβίωσης τα μαχαίρια στάζουν αίμα, και επαφίεται στη συνείδηση του καθενός με τι τρόπο θα τα χρησιμοποιήσει - σαν χειρουργός ή σαν χασάπης; - Έχεις δίκιο, όμως από αλλού ξεκίνησε η κουβέντα και αλλού μας πήγε. Αλήθεια, πώς συνεργάστηκες εσύ με τη γαλλική Αντίσταση; Πώς σε δέχτηκαν και, κυρίως, πώς σ’ εμπιστεύτηκαν; - Αυτός που με στρατολόγησε ήταν ο Φρανσουά. Παιδικός μου φίλος και συμμαθητής στο δημοτικό, το διάστημα που ο πατέρας του ήταν πρέσβης στο Βερολίνο. Το να τους κάνω να μ’ εμπιστευτούν ήταν δουλειά δική μου. Με τις πληροφορίες που τροφοδοτούσα την Αντίσταση, οι μακί κατάφερναν, τις περισσότερες φορές, να είναι ένα βήμα πιο μπροστά από τις δικές μας εφόδους εξόντωσης, γιατί είχαν το χρόνο να κρύψουν ή και να φυγαδέψουν τις εβραϊκές οικογένειες ή όποιον άλλο κινδύνευε. Στις τάξεις των μακί, εκτός από τον Φρανσουά, το Γάλλο σύνδεσμό μου, μόνο δυο τρεις γνώριζαν πως ο άντρας που κρυβόταν πίσω από το κωδικό όνομα Άντλερ ήμουν εγώ. - Θα τρίζουν τα κόκαλα του αδερφού και του νονού σου. Όμως πάντα ήσουν διαφορετικός. Είναι θαύμα που δε σε ανακάλυψαν. - Πράγματι. Πάντως, είχε ανταπόδοση ό,τι έκανα. Δεν το ζήτησα, αλλά όταν εγώ ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου, η βοήθεια ήρθε από τους κατατρεγμένους. - Δεν καταλαβαίνω... - Το τέλος του πολέμου με βρήκε στο Μπάντεν Μπάντεν. Όταν επέστρεψα στο Βερολίνο, δεν ήταν τίποτα όπως το είχα αφήσει. Το σπίτι μου και η τράπεζα ήταν ανάμεσα στα βομβαρδισμένα ερείπια και η πόλη μοιρασμένη στα δύο. Ένα χρόνο μετά, έψαχνα ακόμα τρόπο να τα πουλήσω όσο όσο, όταν ήρθε σαν μάννα εξ ουρανού η πρόταση για συνεργασία από έναν αμερικανικό όμιλο. Στην πορεία των διαπραγματεύσεων, ανακάλυψα πως ο πρόεδρός του ήταν εβραίος και πως είχε πρώτου βαθμού συγγένεια με μία από τις οικογένειες που είχα φυγαδεύει εγώ. Με την οικονομική αρωγή του, η τράπεζα επαναλειτούργησε, αυτή τη φορά με νέο όνομα. Δέκα χρόνια αργότερα, κατάφερα να του επιστρέψω το ποσό της χρηματοδότησης και να περιέλθει και πάλι η τράπεζα στην οικογένειά μου. Σήμερα πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου είμαι εγώ και αντιπρόεδρος ο Φρανσουά. Θέλω να πιστεύω πως τουλάχιστον ο παππούς μου αναπαύεται εν ειρήνη.
Η Λένα τον πλησίασε τολμηρά και, πιάνοντας το πρόσωπό του με τα δυο της χέρια, άρχισε να του δίνει τρυφερά φιλιά. - Σ’ αγαπώ. Ήσουν, είσαι και θα είσαι η μελωδία της ζωής μου. Κάποτε, χρόνια πριν, σου έδωσα την καρδιά μου και δεν την πήρα, ούτε θέλησα ποτέ να την πάρω πίσω. Ποτέ. Ο Γιόχαν, βαριανασαίνοντας, την έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του και τα χείλη του γεύτηκαν το νέκταρ των δικών της. Χωρίς να χαλαρώσει το αγκάλιασμά του, τη ρώτησε: - Μάινε ζούσε, θα με παντρευτείς; - Δεν είναι δίκαιο, αυτή την ερώτηση την κάνω μόνο εγώ, του είπε η Λένα και συνέχισε: Πίστευα πως εσύ δε θα μου την έκανες ποτέ. - Δε μου απάντησες. - Φυσικά, κουτέ, αυτό περιμένω και εύχομαι από τη μέρα που σε γνώρισα. Η Ειρήνη; - Η Ειρήνη, τι; Η Ειρήνη θα είναι η κόρη μας... η πρωτότοκη, θέλω κι εγώ από εσένα τουλάχιστον ένα παιδί. Και ο Σήφης; τη ρώτησε απρόσμενα. Πώς βρέθηκες παντρεμένη με τον Σήφη; - Ξεχνάς πού ζούσα; Είχαμε πόλεμο. Έμεινα ορφανή και απροστάτευτη. Υπήρχε η θεία Ματίνα, μα τι μπορούσε να κάνει εκείνη, όταν η κοιλιά μου θα φούσκωνε, κάνοντας φανερή την κατάστασή μου; Ο Σήφης προσφέρθηκε να μας προστατέψει, και δέχτηκα. Ποτέ δεν περίμενα πως ο παιδικός μου φίλος θα γινόταν εφιάλτης, για την Ειρήνη, για εμένα, για τον καλό και τίμιο πατέρα του, για την ίδια του την πατρίδα. Ας τον συγχωρέσει ο Θεός, πάει καιρός που τον συγχώρεσα κι εγώ. Ο Γιόχαν κοίταξε προς το μέρος της κοιμισμένης Ειρήνης και αμέσως έστρεψε το βλέμμα του στη Λένα γεμάτο υποσχέσεις, ξέχειλο από επιθυμία. - Όχι σήμερα, αγάπη μου, όχι έτσι. Είμαι πολύ κουρασμένη. Κράτα με αγκαλιά και μη με αφήσεις. Θέλω να κοιμηθώ χωμένη μέσα στην αγκαλιά σου. Η Λένα σφάλισε τα βλέφαρά της και η τελευταία λέξη που σχημάτισαν τα όμορφα χείλη της ακούστηκε σαν ψίθυρος. Για πρώτη φορά, μετά τον πόνο, τη θλίψη και τη μοναξιά, παραδόθηκε σε έναν ύπνο χωρίς εφιάλτες, χωρίς ερωτηματικά και χωρίς ελλείμματα. Τα όποια οφειλόμενα χρέη είχαν εξοφληθεί, μέχρι κεραίας. Η Ειρήνη άνοιξε τα μάτια της και για δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητη, ωσότου επανασυνδεθεί με την πραγματικότητα και συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Αίφνης, ο νους της κατακλύστηκε από εικόνες και γεγονότα που συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ. Ένα βράδυ αποκαλύψεων, που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή τους, ιδιαίτερα στη ζωή της μητέρας της. Μετά τη βαθιά υπόκλιση, το ενθουσιώδες και θερμό χειροκρότημα κοινού και κριτικής επιτροπής στην κατάμεστη αίθουσα του Μουσικού Θεάτρου, η Ειρήνη νόμιζε πως θα ήταν η πρωταγωνίστρια της χτεσινής βραδιάς, μα να που έκανε λάθος. Η μοίρα και ο μικρός θεός του έρωτα δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη για τις ζωές που ο πόλεμος συνέτριψε σε μυριάδες θραύσματα. Κάποια είχαν καταλήξει σε απέραντα νεκροταφεία και κάποια άλλα, όπως η ίδια και η μητέρα της, σε ξένους τόπους,
ν’ αναζητούν τρόπους επιβίωσης και λησμονιάς. Γύρω της επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ανασηκώθηκε από τον καναπέ και τότε τους είδε. Ο Γιόχαν και η Λένα κοιμούνταν καθιστοί και αγκαλιασμένοι. Τα καλοσχηματισμένα χείλη της κοπέλας άνοιξαν σ’ ένα αμυδρά πονηρό χαμόγελο. Η Ειρήνη δεν ήταν πια μικρή. Μπορούσε να φανταστεί την κουβέντα που θα πρέπει να είχαν κάνει στη διάρκεια της νύχτας οι δυο τους. Ήταν συγκλονιστικό το γεγονός πως ο άνθρωπος που η μητέρα της νόμιζε για πεθαμένο ζούσε και βασίλευε.Τους παρατηρούσε και σκεφτόταν πόσο ανατρεπτική είναι ώρες ώρες η ζωή. Ιδιαίτερα όταν κάποιος θεωρεί πως την έχει δρομολογήσει με τους κανόνες της λογικής και της ευπρέπειας, αγνοώντας το παράλογο συναίσθημα. Στην περίπτωση της μάνας της, η ειδοποιός διαφορά ήταν πως, μολονότι πίστευε πως είχε χάσει για πάντα τον Γιόχαν, αρνιόταν όλα αυτά τα χρόνια να ενδώσει σε ένα νέο έρωτα. Ήταν, άραγε, τυχαίο; Μάλλον όχι, γιατί, καθώς φαίνεται, η καρδιά έχει τη δική της μνήμη και με κάποιο μαγικό τρόπο, πάντα, μας μηνύει τη δική της αλήθεια. Πλησίαζε μεσημέρι όταν ξύπνησαν ο Γιόχαν με τη Λένα, πιασμένοι, μα απόλυτα ευτυχισμένοι. Βρήκαν την Ειρήνη να κάθεται ήσυχα στο καθιστικό του κήπου. - Κορίτσια, είπε ο Γιόχαν τρυφερά, προτείνω να σας πάω μέχρι το ξενοδοχείο σας, ν’ αλλάξετε και να πάρετε τα πράγματά σας. - Να πάρουμε τα πράγματά μας; ρώτησε η Λένα, επαναλαμβάνοντας χαζά την πρότασή του. - Δεν το διαπραγματεύομαι, εννοείται πως θα έρθετε να μείνετε εδώ, μαζί μου. Το σπίτι είναι τεράστιο. - Μα, τον διέκοψε η Λένα, τα εισιτήριά μας είναι για αύριο. - Ούτε να το συζητάς. Θα τ’ αλλάξω. Εσύ και η Ειρήνη... Πώς φαντάστηκες ότι θα σας άφηνα να λείψετε έστω και μία μέρα από τη ζωή μου; - Το σχολείο; Ο θείος μου; Δεν είμαστε μόνες. - Ηρέμησε, μάινε ζούσε, για όλα υπάρχουν λύσεις. Από σήμερα, η Ειρήνη κι εσύ δε θα κάνετε βήμα μακριά μου, δήλωσε ο Γιόχαν αποφασιστικά, βάζοντας τέλος σε οποιαδήποτε αντίρρηση, πριν συνεχίσει στο ίδιο ύφος: Το πρωινό το χάσαμε, τι θα λέγατε να πάμε για μεσημεριανό στη βεράντα του «Εξέλσιορ»; Εκεί σερβίρουν το πιο νόστιμο μπιφτέκι με τηγανητές πατάτες. Έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και να πάρουμε αποφάσεις, συμφωνείτε; Φυσικά, συμφώνησαν. Η Ειρήνη είχε τους δικούς της λόγους να συμφωνεί και να είναι ευτυχισμένη. Οι μνήμες του πολέμου, στο δικό της μυαλό, ήταν θολές, και ένας πατέρας εχθρός, τον οποίο δεν είχε προλάβει να γνωρίσει, σίγουρα ήταν πολύ καλύτερος από τον Σήφη, που θυμόταν πως έδερνε εκείνη και τη μάνα της, μια μάνα που τη μεγάλωσε με πολλή φροντίδα και αγάπη, στήνοντας γύρω της φωτεινούς φάρους, όπως ήταν η θεία Ματίνα και η οικογένεια του θείου Πέτερ στη Στοκχόλμη. Και η Λένα, βέβαια, είχε τους δικούς της λόγους να συμφωνεί και να είναι απόλυτα ευτυχισμένη. Θα μπορούσε να τους καταμετρήσει έναν έναν, μα κανένας δεν είχε την αξία του ενός, πως ο μοναδικός έρωτας της ζωής της ήταν ζωντανός. Και μπροστά σε αυτόν δεν είχε καν σημασία που ο Άνταμ περίμε-νε
στωικά την επιστροφή της και την απάντησή της στην επίσημη πρόταση γάμου που της είχε κάνει πριν φύγει. Ο συνεταίρος της ήταν ένας εξαιρετικός κύριος, και η γυναίκα που θα στεκόταν πλάι του θα ήταν πολύ τυχερή, μα σίγουρα δε θα ήταν εκείνη. Η Λένα ούτε που κατάλαβε πώς μάζεψε τα πράγματά τους από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Χιλιάδες σκέψεις στριμώχνονταν άναρχα μέσα στο μυαλό της και κάθε προσπάθεια να τις βάλει σε τάξη έπεφτε στο κενό. Δίπλα της, η κόρη της τιτίβιζε σαν χαρούμενο σπουργίτι, κάνοντας συνεχώς ερωτήσεις. - Δηλαδή, μαμά, θα παντρευτείτε; Και όταν παντρευτείτε, πού θα ζήσουμε; Κι εγώ πού θα σπουδάσω; Και... - Αχ, καρδούλα μου, να χαρείς, αυτή τη στιγμή δεν ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι, κι εσύ μου γυρεύεις απαντήσεις που δεν έχω να σου δώσω. Έλα εδώ, την πρόσταξε τρυφερά και, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια, την έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της λέγοντας: Μωρό μου, ειλικρινά δεν έχω, δεν έχουμε αποφασίσει τίποτα και δε θα πάρουμε καμιά απόφαση αν δε συμφωνήσεις κι εσύ. Όμως αυτό που ξέρω να σου πω με βεβαιότητα είναι πως πνίγομαι, σχεδόν δεν μπορώ να ανασάνω, από ευτυχία. - Μανούλα μου, όταν είσαι εσύ ευτυχισμένη, εγώ πετάω στα σύννεφα. Εξάλλου, τον Γιόχαν τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Σ’ το δηλώνω από τώρα πως είμαι σύμφωνη σε ό,τι αποφασίσετε. Οι μέρες που ακολούθησαν πέρασαν σαν μέσα σε αχλή ονείρου. Το ξημέρωμα της καθεμιάς επιβεβαίωνε τα σχέδια και το πάθος και τους όρκους αφοσίωσης που αντάλλασσαν οι δύο ερωτευμένοι στη διάρκεια της νύχτας. Ο Γιόχαν και η Λένα ολοκλήρωσαν τον έρωτά τους το πρώτο κιόλας βράδυ της συγκατοίκησής τους. Η μοίρα, η ζωή ή ό,τι άλλο, τέλος πάντων, είχε αποφασίσει να τους ξανασμίξει, ήταν ολοφάνερο πως τους ήθελε μαζί. Κι εκείνοι δεν αντιστάθηκαν, αποφασισμένοι να μη χάσουν ούτε ένα δευτερόλεπτο ευτυχίας. Η Λένα είχε καληνυχτίσει από νωρίς την Ειρήνη, η οποία, χορτασμένη από πρωτόγνωρα συναισθήματα, εικόνες και γεγονότα, αμέσως μόλις επέστρεψαν στην έπαυλη του Γιόχαν,δήλωσε πως ήταν κουρασμένη και πως το μόνο που επιθυμούσε και είχε απόλυτη ανάγκη ήταν ένας ήρεμος και ανονείρευτος ύπνος. Αυτό ήταν η μία αλήθεια. Η άλλη ήταν πως ήθελε να τους αφήσει μόνους. Στη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, παρόλο που οι τρεις τους κουβέντιαζαν ζωηρά και ασταμάτητα, ανταλλάσσοντας πληροφορίες, σε μια προσπάθεια να καλύψουν το χαμένο χρόνο, η Ειρήνη ένιωθε να καίγεται σαν ξερόκλαδο από τη φλόγα των δύο ερωτευμένων. Δεν ήθελε δα και ιδιαίτερη νοημοσύνη για να καταλάβει πως το ζευγάρι αδημονούσε να βρεθεί μόνο του. Ο Γιόχαν καληνύχτισε κι εκείνος την Ειρήνη μ’ ένα φιλί στο μάγουλο και μια ζεστή αγκαλιά. Αμέσως μετά, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Σκεφτόταν πως ένα κρύο ντους θα έδιωχνε από πάνω του την ένταση του ανεκπλήρωτου πάθους που είχε μαγκώσει σαν τανάλια τους μυς του κορμιού του. Μύθος. Το παγωμένο νερό έκανε το κορμί του να μυρμηγκιάζει και την επιθυμία του εντονότερη. Με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τους γοφούς του, πηγαινοερχόταν στο δωμάτιό του σαν θηρίο σε κλουβί. Το μυαλό του και οι διεγερμένες του αισθήσεις πολιορκούνταν από τη γυναίκα που βρισκόταν δύο πόρτες πιο κάτω. Μέσα του είχε ξυπνήσει το αρχέγονο αρσενικό, με τα ένστικτα του κυνηγού: να εντοπίζει το θήραμα και να μην εγκαταλείπει τον αγώνα, ωσότου διατρανώσει πως είναι ο κυρίαρχος. Όλα αυτά τα χρόνια, την αγκαλιά του είχαν απολαύσει πολλές γυναίκες. Καμιά δεν είχε καταφέρει να μείνει για πολύ στο πλευρό του, πόσο μάλλον να διεκδικήσει μια πιο μόνιμη θέση στη ζωή του. Η λέξη «διάρκεια» δε συμπεριλαμβανόταν στο λεξιλόγιό του, καθώς ασυνείδητα αναζητούσε στο Βορρά μια
μυρωδιά μεσογειακή. Ο Γιόχαν άνοιξε την πόρτα του δωματίου του αποφασισμένος να πάρει εκείνο το δώρο που του είχε δοθεί χρόνια πριν και γεγονότα που συνέβησαν πέρα από τη θέλησή του το πήραν κυριολεκτικά μέσ’ από τα χέρια του. Δεν πρόλαβε να κάνει βήμα. Ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του να δυναμώνουν κι ένα κύμα ζέστης να παραλύει όλα τα σφιγμένα μέλη του κορμιού του. Μπροστά του στεκόταν με την ίδια ένταση, την ίδια προσμονή στο βλέμμα, το βάσανό του. - Λένα, μάινε ζούσε. - Μη μιλάς, φίλησέ με. Εκείνος την έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του, και οι δυο τους, απαλλαγμένοι πια από εμπόδια και αναστολές έκαναν μόνο τόσα βήματα όσα χρειάζονταν για να κλείσει η πόρτα. Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας, οι ευωδιές της μαγιάτικης νύχτας ανακατεύτηκαν με τις μυρωδιές των δύο ερωτευμένων, που έκαναν έρωτα ξανά και ξανά, θέλοντας να ξορκίσουν το βαρύ, γεμάτο θρήνο, παρελθόν, θέλοντας να φορτώσουν τη μνήμη τους με νέες, ελπιδοφόρες εικόνες. Η ένωσή τους, προσφορά στο βωμό της ζωής, εξάγνισε τα εγκλήματα του παράλογου πολέμου. Οι ανάσες τους έγιναν ο κυκλώνας που σάρωσε τις θύμησες από τα βέβηλα αγγίγματα. Τα δάκρυα και ο ιδρώτας ξέπλυναν το αίμα των αδικοσκοτω-μένων που στοίχειωνε τα όνειρά τους. - Το ήξερα, αγάπη μου, του ψιθύριζε τρυφερά η Λένα, το ήξερα πως εσύ ήσουν για εμένα ο ένας και μοναδικός, αλλά ποτέ, ούτε στο πιο τρελό μου όνειρο, δεν μπορούσα να φανταστώ πως ο έρωτας μαζί σου θα ήταν ουρανός και Παράδεισος. - Αχ, πόσο μου έλειψε η μελιά μυρωδιά σου, της ψιθύρισε με το πρόσωπό του χωμένο στο κοίλο του λαιμού της. Εσύ, μάινε ζούσε, θα με συγχωρέσεις που δε σε διεκδίκησα με το ίδιο πάθος; Που αμφέβαλλα; Που άργησα; - Άντρες! τον διέκοψε μισοαστεία μισοσοβαρά η Λένα. Είστε φτιαγμένοι από δυνατό και ανθεκτικό υλικό, μα σκιάζεστε σαν να βλέπετε φαντάσματα όταν κάτι λοξοδρομεί από την ευθεία της λογικής σας. Έτσι μπλοκάρει ο αυθορμητισμός σας. - Κι εσύ; Πότε πρόλαβες να γίνεις ειδήμων της αντρικής συμπεριφοράς; Πόσους άντρες γνώρισες; τη ρώτησε ο Γιόχαν, χωρίς να μπορέσει να κρύψει στον τόνο της φωνής του ένα ίχνος ζήλιας. - Κανείς δεν υπήρξε πριν και κανείς δε θα υπάρξει ύστερα από εσένα, του απάντησε η Λένα κοφτά, βάζοντας τελεία σ’ ένα διάλογο που έμοιαζε με κινούμενη άμμο. Και είναι τοις πάσι γνωστό πως όσοι έτυχε να εγκλωβιστούν στη θανατερή της περίμετρο δεν επιβίωσαν. Εκείνη η πρώτη τους νύχτα ήταν μια νύχτα αγρύπνιας. Όταν ξαπόσταιναν από τη δίνη του έρωτα, κάπνιζαν, μιλούσαν και έπιναν το αφρώδες λευκό κρασί που σέρβιρε ο Γιόχαν. Το ξημέρωμα τους βρήκε άυπνους, ζαλισμένους μα ήρεμους, χορτασμένους και αποφασισμένους να μην ξαναχωρίσουν ποτέ. Οι μέρες που ακολούθησαν κύλησαν σαν ποταμίσιο γάργαρο νερό. Ήταν μέρες γεμάτες νέες εικόνες, ξέγνοιαστες, μα προπαντός χαρούμενες.
Η Λένα ενημέρωσε τον Πέτερ στη Στοκχόλμη για την αλλαγή στην ημερομηνία της επιστροφής τους με ένα απλό τηλεφώνημα. - Τι έγινε; ρώτησε εκείνος ανήσυχος. - Θείε μου, ζω ένα όνειρο. Θα σου πω, όμως όχι από το τηλέφωνο, υπομονή. Φιλιά σε όλους. Στη θεία Ματίνα έστειλε μια κάρτα με φόντο την Πύλη του Βραδεμβούργου. Πίσω, έγραψε για τη βράβευση της Ειρήνης και για ένα θαύμα που ζούσε εδώ στο Βερολίνο. Λεπτομέρειες της υποσχόταν πως θα της έγραφε σ’ ένα μακροσκελές γράμμα. Την πρώτη κιόλας μέρα, ο Γιόχαν πήγε τη Λένα και την Ειρήνη στο σπίτι των Άλπεων να δουν τον πατέρα του και να γνωρίσει ο Μαξ την εγγονή του. Μια άλλη, τις πήγε να επισκεφτούν το ζωολογικό κήπο στο Τίεργκαρτεν και τα ανάκτορα Σαρλότενμπουργκ και Σαν Σουσί του Πρώσου βασιλιά Φρειδερίκου του Μεγάλου. Μια ολόκληρη μέρα την πέρασαν οι τρεις τους κάνοντας πικνίκ στη λίμνη Βάνζεε. Την έβδομη μέρα, ο Γιόχαν, με τη δικαιολογία πως θα πάει τις δυο γυναίκες της ζωής του κάπου επίσημα, τις έβαλε να ντυθούν καλά και τις πήγε στο Δημαρχείο του Δυτικού Βερολίνου. Εκεί τους περίμεναν ο δήμαρχος Βίλι Μπραντ, ο Μαξ και ο Φρανσουά, ο οποίος συνοδευόταν από τη σύντροφό του, Μαντλέν. Οι δείκτες του ρολογιού στην κορυφή του δημαρχιακού μεγάρου έδειχναν δώδεκα και μισή όταν από την κεντρική του είσοδο βγήκαν οι νιόπαντροι Γιόχαν και Λένα πανευτυχείς και πιο ερωτευμένοι από ποτέ. Πίσω τους ακολουθούσαν οι υπόλοιποι της παρέας, τιτιβίζοντας συγχαρητήρια και ευχές σαν χαρούμενα παλιννοστούντα πουλιά. Για να γιορτάσουν το ευτυχές γεγονός, ο Γιόχαν είχε κλείσει τραπέζι στο αίθριο του παλιού ιστορικού ξενοδοχείου «Καλιφόρνια». Το βράδυ στο δωμάτιό τους, ο Γιόχαν και η Λένα, έχοντας εκπληρώσει το πρώτο από τα σχέδια της ζωής τους, προσγειώθηκαν στην πραγματικότητα, που απαιτούσε να σκεφτούν και θέματα πρακτικά, όπως το πού θα ζούσαν, πού θα σπούδαζε η Ειρήνη και τι θα έκαναν με το νηπιαγωγείο στη Στοκχόλμη. - Αγάπη μου, εννοείται πως θα ζήσετε εδώ, μαζί μου. Η Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου είναι από τις καλύτερες της Ευρώπης, και ευτυχώς η Ειρήνη γνωρίζει αρκετά καλά τη γλώσσα. Με κάποια εντατικά μαθήματα δε νομίζω να έχει πρόβλημα. - Και με το νηπιαγωγείο; Έχω συνεταίρο, δεν είμαι μόνη μου. - Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Θα του μεταβιβάσεις το μερίδιό σου. - Με τον Άνταμ είχαμε κάτι περισσότερο από επαγγελματική συνεργασία... - Δεν κατάλαβα, τη διέκοψε απότομα. Προσπαθείς να μου πεις κάτι; Ν’ ανησυχήσω; Είχατε σχέση; - Όχι, ζηλιάρη, τον αποπήρε εκείνη, δεν είχαμε κανενός είδους σχέση πέραν της επαγγελματικής. Είναι ένας σοβαρός άντρας που μ’ έχει βοηθήσει, τον εκτιμώ και τον θεωρώ φίλο μου. - Μάινε ζούσε, μη μου θυμώνεις, πειράζει που θέλω να είμαι ο μοναδικός άντρας που θα απασχολεί το μυαλό και την καρδιά σου;
- Αγάπη μου, ήσουν, είσαι και θα είσαι για εμένα ο ένας και μοναδικός, δεν έχεις λόγο ν’ αμφιβάλλεις. - Εντάξει, παραδίνομαι και σου ζητάω συγνώμη. - Και τι θα γίνει με τη θεία Ματίνα; Φέτος είχα σκοπό να την επισκεφτώ, άλλαξε η Λένα επιδέξια την κουβέντα. - Για φέτος, δε σ’ το υπόσχομαι, γιατί έχω κανονίσει ένα ταξίδι για δουλειές σε κάποιες πόλεις της Αμερικής και του Καναδά. - Θα πας μόνος; Θα χωρίσουμε; - Όχι βέβαια! Ούτε να το σκέφτεσαι πως θα χωρίσουμε έστω και για μία μέρα. Μωρό μου, χάσαμε πολύτιμο χρόνο, δε χαλαλίζω πια ούτε δευτερόλεπτο. »Στο νησί θέλω να πάω κι εγώ. Να θυμηθώ τα χρόνια της αθωότητας. Να μυρίσω την αύρα της Μεσογείου και να γευτώ τους καρπούς της κρητικής γης. Να πιω ρακή και να παραδώσω το κορμί μου στις ζωοδότρες αχτίδες του ήλιου για ν’ αναγεννηθώ. Να προσκυνήσω στο κενοτάφιο του Μάρκους. Ν’ αποχαιρετήσω τον Νικολό και τον Λάμπρο, τους θείους, όπως τους φώναζα. - Πόσο μου έχει λείψει ο τόπος μου! είπε νοσταλγικά η Λένα, αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. - Στο νησί θα πάμε, μάινε ζούσε, και στο μέλλον θα φροντίσω να περνάμε αρκετό χρόνο εκεί. Σ’ το υπόσχομαι. Εξάλλου, αυτό είχα σκοπό να κάνω φέτος, αμέσως μετά την επιστροφή μου από την Αμερική. - Δηλαδή; Θα πήγαινες... - Γιαβόλ, τη διέκοψε, είχα αποφασίσει να σε αναζητήσω. Το νησί ήταν η λογική αφετηρία. Πού να φανταστώ πως είχες μεταναστεύσει! Τέλος πάντων, ας ευγνωμονούμε τη μοίρα, την τύχη, το Θεό, ή όπως αλλιώς κι αν το λένε, που ήταν με το μέρος μας. »Απόψε, όμως, δε θέλω άλλες κουβέντες, έλα στην αγκαλιά μου, την πρόσταξε ο Γιόχαν. Οι δυο τους έπιασαν να χορεύουν το βαλς του έρωτα, ο οποίος διάλεξε εκείνη ακριβώς τη νύχτα να τους ευλογήσει με τον καρπό μιας οφειλόμενης ευτυχίας.
Στοκχόλμη, Σουηδία, Ιούλιος του 1958 ΤΕΛΗ ΙΟΥΛΙΟΥ, και η Στοκχόλμη υποδέχτηκε τους νεόνυμφους Γιόχαν και Λένα μ’ έναν ήλιο χρυσόξανθο και ολόλαμπρο, ο οποίος, τουλάχιστον για εκείνη τη μέρα, έδειχνε αποφασισμένος να ζεστάνει απλόχερα τους κατοίκους των χωρών της Βαλτικής. Στην προβλήτα του λιμανιού περίμενε να τους παραλάβει ο θείος Πέτερ. Τους προϋπάντησε μ’ ένα χαμόγελο συγκατάβασης και αποδοχής ενός τετελεσμένου γεγονότος. Ήταν αλήθεια πως αλλιώς είχε φανταστεί το γάμο της ανιψιάς του και αλλιώς του προέκυψε. Αδημονούσε να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί στο Βερολίνο που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή της, ανατρέποντας δρομολογημένα σχέδια. Αν και τα νέα δεδομένα ήταν τελείως διαφορετικά από τις δικές του προσδοκίες ή εκτιμήσεις, παρ’ όλα αυτά τους καλωσόρισε με ευχές. Έσφιξε θερμά το χέρι του Γιόχαν, αγκάλιασε ακόμα πιο θερμά την Ειρήνη, δίνοντάς της συγχαρητήρια για την επιτυχία της στο διαγωνισμό, και τέλος, περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους της Λένας, της είπε μ’ έναν τόνο τρυφερής επίπληξης: - Εσύ, κυρία μου, μου οφείλεις ορισμένες εξηγήσεις, δε νομίζεις; - Θείε μου, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Τόσο γρήγορα, που κι εγώ ακόμα νιώθω σαν ζαλισμένο κοτόπουλο. - Είσαι ευτυχισμένη; - Πολύ. Δε φαίνεται; - Και κάποιος άλλος περιμένει εξηγήσεις, της είπε ψιθυριστά, εννοώντας τον Άνταμ, και συνέχισε: Πιστεύω τις δικαιούται. - Φυσικά, θείε μου, θα μιλήσουμε για όλα. Το παρελθόν, αν και παρελθόν, δεν ξεγράφεται, μα κάποια γεγονότα που το αφορούν απαίτησαν τη θέση τους στο παρόν και το μέλλον. - Δεν καταλαβαίνω... - Υπάρχουν κάποια πράγματα για τα οποία δε σου έχω μιλήσει ποτέ. Ο μόνος άνθρωπος που τα γνωρίζει είναι η θεία Ματίνα. Στο Βερολίνο τα πρωτάκουσε και η Ειρήνη, γιατί έως ένα βαθμό την αφορούν. Νομίζω πως είναι καιρός να τα μάθεις κι εσύ. Από εδώ και πέρα έχω αποφασίσει τη ζωή μου να μην τη σκιάζουν άλλα μυστικά ή ψέματα. Θέλω να γιάνουν, επιτέλους, οι πληγές και να γλυκάνει η ψυχή μου. Με τον Γιόχαν στο πλευρό μου είμαι έτοιμη να μιλήσω για όλα εκείνα που συνέβησαν στη διάρκεια του πολέμου και σαν κοφτερές λεπίδες χαράκωσαν το κορμί και την ψυχή μου. Θείε μου, αν δεν έχεις αντίρρηση, απόψε στο δείπνο θα ήθελα να είναι παρών και ο Άνταμ. Το βράδυ εκείνης της μέρας, οι δύο οικογένειες, με μοναδικό καλεσμένο τον Άνταμ, παρακάθισαν σ’ ένα δείπνο μυστικό, αποκαλυπτικό και καθαρτήριο. Η Λένα άρχισε να ξεδιπλώνει τα παθήματα της ζωής της από τη στιγμή που γνώρισε την οικογένεια του Γερμανού αρχαιολόγου Μαξ φον Σίφερ και με την πρώτη ματιά ερωτεύτηκε, με όλη τη δύναμη της παιδικής της αθωότητας, τον Γιόχαν. Μίλησε για τα παιχνίδια, τη φιλία και την αχλή ενός έρωτα που
διακόπηκε πριν καν αρχίσει, όταν ο Γιόχαν αναγκάστηκε να επαναπατριστεί. Το οδυνηρό γεγονός του αποχωρισμού ακολούθησε η μετοίκηση της δικής της οικογένειας στα Χανιά, στο σπίτι της θείας Ματίνας, αλλά και το ξέσπασμα του πολέμου. Και πολύ σύντομα έγινε σαφές πως η προσμονή κάποιας επικοινωνίας ήταν μάταιη ελπίδα. - Κατά την εισβολή των Γερμανών στο νησί, η μοίρα διάλεξε να ρίξει στα πόδια μου τον Μάρκους, ο οποίος, για να σωθεί, μου είπε πως ήταν ο Γιόχαν.Τον πίστεψα. Είχα απόλυτη ανάγκη να τον πιστέψω. Δεν αναρωτήθηκα, δεν αμφέβαλα, δε γύρεψα αποδείξεις. Η αγάπη μου, ο έρωτας της ζωής μου, ήταν καταγής, πληγωμένος, και ικέτευε τη βοήθειά μου.Ένας βαθύς λυγμός διέκοψε τη διήγηση της Λένας και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. Οι θύμησες συνωστίζονταν στο μυαλό της, μπλοκάροντας τις λειτουργίες του.Η ομήγυρη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τη χειμαρρώδη περιγραφή τρομακτικών γεγονότων, στη διάρκεια των οποίων κάθε ψυχική ή λογική ισορροπία φάνταζε περιττή πολυτέλεια. - Αγάπη μου, δεν είσαι υποχρεωμένη να το κάνεις αυτό, της είπε ο Γιόχαν στοργικά, βλέποντας τη συγκίνησή της. - Όχι, πρέπει. Το οφείλω σε όσους στάθηκαν δίπλα σ’ εμένα και στην κόρη μου: το θείο, την οικογένειά του, τον Άνταμ. - Ας γίνει όπως θες, της είπε ο άντρας της συμβιβαστικά, μ’ ένα τσίμπημα ζήλιας στην αναφορά του ονόματος του άλλου. Η Λένα σκούπισε τα μάτια της και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, συνέχισε: - Με τον πατέρα μου τον ανεβάσαμε στο λημέρι μας στον Ομαλό, με σκοπό να τον κρύψουμε μέχρι να γιάνουν οι πληγές του. Αργότερα, χωρίς βιασύνες και σπασμωδικές κινήσεις, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν υποψίες ή μπερδέματα, είχαμε σκοπό να τον φυγαδέψουμε... μάλλον στο Κάιρο. Εκεί κατέφευγαν όσοι ήθελαν να ξεφύγουν από την αιχμαλωσία ή να αυτομολήσουν. Μα υπολογίσαμε χωρίς τον ξενοδόχο, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο ίδιος ο Μάρκους και, σε ό,τι τον αφορούσε, είχε άλλα σχέδια, τα οποία δεν τα μοιράστηκε μαζί μας, ακριβώς γιατί ήταν ο Μάρκους και όχι ο Γιόχαν. Έπρεπε να με είχε εμπιστευτεί, εγώ πάλι θα τον βοηθούσα. »Την τελευταία μας νύχτα στο βουνό -η φωνή της Λένας έγινε ψίθυρος- αναζήτησα την αγκαλιά του άντρα που αγάπησα και αγαπούσα με πάθος. Τώρα που ανακαλώ στη μνήμη μου εκείνες τις στιγμές, σεβόμενη τη μνήμη του Μάρκους, οφείλω να πω πως εκείνος προσπάθησε ν’ αντισταθεί, προσπάθησε ν’ αποτρέψει τη συνεύρεσή μας, μα εγώ ήμουν αποφασισμένη. Ο ορυμαγδός του πολέμου με είχε πανικοβάλει και η ολοκλήρωση του έρωτά μας ήταν η μόνη απτή πραγματικότητα πως οι δυο μας ήμαστε ακόμα ζωντανοί. »Τέλος πάντων, τα παρακάτω τα γνωρίζετε. Στο Κοντομαρί άρχισε ο θρήνος, εκεί ήταν η απαρχή μιας σειράς από συμφορές οι οποίες, τα επόμενα χρόνια, έδειχναν να μην έχουν τέλος. Ο Γιόχαν άκουγε με κατεβασμένο το κεφάλι. Μολονότι δεν καταλάβαινε τα σουηδικά, εντούτοις ήξερε τι έλεγε η Λένα κι ένιωθε ενοχές για τις θηριωδίες ενός πολέμου για τον οποίο κύριος υπεύθυνος και εμπνευστής ήταν ο νονός του. Ένιωθε ενοχές για το ψέμα του Μάρκους, να προσποιηθεί πως ήταν εκείνος. Αν και ήταν πανομοιότυποι δίδυμοι, οι χαρακτήρες τους ήταν πολύ διαφορετικοί. Τα όνειρά τους ήταν διαφορετικά. Το σχέδιο της ζωής τους ήταν διαφορετικό. Ο Γιόχαν δε θα έλεγε ποτέ ψέματα
για την ταυτότητά του, ακόμα και αν κινδύνευε να χάσει τη ζωή του. Ο Μάρκους, αντίθετα, ήταν ικανός να μεταχειριστεί οποιονδήποτε και οτιδήποτε, αν το διακύβευμα ήταν ο εαυτός του ή τα «πιστεύω» του. Ο αδερφός του, όπως και πολλοί άλλοι, παραπλανήθηκαν και, στην προσπάθειά τους να υπηρετήσουν με πίστη και πάθος τις παράλογες ιδέες, δε δίστασαν να αφανίσουν χωρίς τύψεις ανθρώπινες ζωές. Ο Μάρκους γνώριζε πολύ καλά πως ο Νικολός και η Λένα θα τον προστάτευαν έτσι κι αλλιώς. Ο Γιόχαν αναρωτιόταν αν ο θάνατος δίνει συγχωροχάρτι στην αμαρτία της εξαπάτησης. Η απάντηση βρισκόταν εντός του οπτικού του πεδίου. Το υγρό βλέμμα του αιχμαλώτισε την ντελικάτη ομορφιά της Ειρήνης. Η Λένα κοίταξε με συμπόνια το κατεβασμένο κεφάλι του Γιόχαν. Σταμάτησε την αφήγηση και τον πλησίασε. Με τα δυο της χέρια έπιασε τρυφερά το κεφάλι του και το ανασήκωσε. Κοιτάζοντάς τον με λατρεία στα μάτια, του ψιθύρισε στα ελληνικά: - Αγάπη μου, σταμάτα να νιώθεις ένοχος. Ούτε εσύ ούτε εγώ ούτε και κανείς άλλος ήταν προετοιμασμένος για τον πόλεμο και τις συμφορές του. Κανείς δε γνωρίζει την οσμή της καμένης σάρκας, αν δε βρεθεί καταμεσής στη φωτιά. Κανείς δε γνωρίζει τι πάει να πει γύμνια ή πείνα, αν δεν αναγκαστεί να ζεσταθεί με το χνότο του και να τραφεί από την ίδια του την πείνα. Ποιος είναι άξιος να κρίνει το σωστό ή το λάθος, όταν η επιβίωση είναι ανάγκη, πάνω απ’ όλους και απ’ όλα; Στο δικό μας παραμύθι, έπρεπε να παλέψουμε με στοιχειά και δράκους, πριν γράψουμε το ευτυχισμένο τέλος. - Εγώ, ο αδερφός μου, η χώρα μου προκαλέσαμε χάος, καταστροφές, γενοκτονίες. Άραγε, θα ξεχαστούν τα εγκλήματά μας; Θα συγχωρεθούν; - Εγώ, καλέ μου, είμαι τόσο, μα τόσο ευγνώμων που σε ξαναβρήκα. Πίστεψέ με, αν κάποιος μου έλεγε πως στο τέρμα της διαδρομής θα με περίμενες εσύ, θα μπορούσα να τα αντέξω όλα από την αρχή, γιατί εσύ δεν είσαι ο εχθρός μου, είσαι ο σύντροφος, ο πατέρας και ο αδερφός. Πόλεμοι έγιναν και θα ξαναγίνουν. Οι άνθρωποι θα εξακολουθήσουν να είναι πότε απάνθρωποι και μακελάρηδες και πότε ειρηνοποιοί. Σημασία έχει το σήμερα, το τώρα, το ότι εσύ, εγώ και η Ειρήνη είμαστε μαζί. - Μετά το χαμό του πατέρα και του αδερφού σου, τι έγινε; ρώτησε ο Άνταμ τη Λένα με έκδηλο ενδιαφέρον, αλλά και με μια συγκαλυμμένη προσπάθεια ν’ αποφορτίσει τη βαριά ατμόσφαιρα. Όταν έμαθε εκείνος πως η Λένα παντρεύτηκε στο Βερολίνο, κανείς από τους δικούς της δεν ήταν σε θέση να του πει επακριβώς τι είχε συμβεί. Οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες. Το μόνο γνωστό ήταν πως στο διαγωνισμό είχε συναντηθεί μ’ έναν παιδικό της έρωτα. Το ακριβό κρασί δεν είχε καταφέρει να μαλακώσει την πικρή γεύση της απόρριψης. Όμως ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος, με κατανόηση και σεβασμό στα τερτίπια της ζωής, καθώς απόψε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, ξεδιπλωνόταν ένα από αυτά. - Μετά..., συνέχισε η Λένα, θρήνος και πανικός. Η παρουσία του Μάρκους στο βουνό δεν μπορούσε να μείνει κρυφή, τουλάχιστον όχι από τον Λάμπρο και τον Σήφη, το γιο του. Και οι δύο είχαν ζήσει από κοντά τους φον Σίφερ από την πρώτη μέρα που πάτησαν το πόδι τους στο νησί. Έπρεπε να μάθουν για να με βοηθήσουν να τον προστατέψω. Πώς να τον προστατέψω, όμως; Ο Μάρκους ήταν αποφασισμένος να επικοινωνήσει με τη μεραρχία του, κι εγώ δεν είχα τρόπο να τον εμποδίσω, απλώς ήλπιζα να κερδίσω χρόνο. Για να μην κινήσουμε υποψίες, αποφασίστηκε πως στον Ομαλό θ’ ανεβαίναμε ο Σήφης κι εγώ. Έτσι κι έγινε, αλλά δεν προλάβαμε, ο Μάρκους ήταν ήδη νεκρός. »Πολύ σύντομα ανακάλυψα πως ήμουν έγκυος. Ο Σήφης, για να με γλιτώσει από το λιντσάρισμα και
την εκτέλεση, προσφέρθηκε να κάνουμε λευκό γάμο και να δώσει το όνομά του στο παιδί. Μέσα στην απόγνωση και την τρέλα του πολέμου, αγκιστρωθήκαμε ο ένας από τον άλλο. Εγώ από τον Σήφη και η θεία Ματίνα από τον Λάμπρο.»Τι χαλασμός έγινε στην καρδιά του Σήφη και τον μετάλλαξε σ’ ένα άγριο σαρκοβόρο, το οποίο στράφηκε εναντίον μας, δεν ξέρω να σας το πω. Ο Σήφης, απ’ όταν ήμαστε παιδιά, έλεγε πως με αγαπούσε. Μπορεί η αγάπη να γίνει μίσος; - Ίσως και να μπορεί, ακούστηκε η φωνή της θείας Χέλγκα, η οποία, μέχρι εκείνη τη στιγμή, άκουγε σιωπηλή. Όλοι στράφηκαν προς το μέρος της. - Ίσως και να μπορεί, Λένα μου, από απόγνωση και θυμό, από ζήλια. Για σκέψου πώς ένιωθε κι εκείνος. - Έχετε δίκιο, θεία μου, μα εκείνος πρότεινε τη λύση στο πρόβλημά μου. - Ναι, από αγάπη. - Εκείνος χάλασε τη συμφωνία. - Ναι, γιατί η αγάπη τού έγινε καθημερινό βάσανο, που του έτρωγε σαν γύπας τα συκώτια. - Τέλος πάντων, συνέχισε η Λένα, εγώ τον έχω συγχωρέσει. Ζητάει κανείς λογαριασμό από τους πεθαμένους; Ο θείος Λάμπρος συνήθιζε να λέει «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι αποθαμένοι με τους αποθαμένους». Αυτή που στάθηκε πολύ άτυχη ήταν η θεία Ματίνα. Ο Λάμπρος ήταν ένας άντρας μάλαμα, ήταν άδικο, πολύ άδικο που τον έχασε τόσο γρήγορα. Από την άλλη, αν ζούσε, δεν ξέρω πώς ή αν θα ξόρκιζε τον καημό και τον εφιάλτη του προδότη γιου του. - Κανείς να μην αξιώνεται να ζήσει πόλεμο, είπε ο Πέτερ αποφθεγματικά, γιατί ο πόλεμος είναι η δικαιολογία του ανθρώπου όταν θυμάται τα άγρια, τα θηριώδη ένστικτα της σκοτεινής του φύσης και ξεχνάει πως είναι ένα εκπολιτισμένο ον και αρχίζει να βρυχάται. Τι απίθανη και απρόσμενη ιστορία! Ο Γιόχαν, η Λένα και η Ειρήνη έμειναν στη Στοκχόλμη σχεδόν δύο εβδομάδες. Τόσο τους πήραν οι διαδικασίες μεταβίβασης του νηπιαγωγείου στον Άνταμ και όλες οι υπόλοιπες που αφορούσαν, κυρίως, τα πιστοποιητικά για την εγγραφή της Ειρήνης στο Ανώτερο Εκπαιδευτικό Μουσικό Ίδρυμα του Δυτικού Βερολίνου. Ο τόπος διαμονής της νεόκοπης οικογένειας ήταν πλέον η έπαυλη του Σπαντάου. Στα μέσα Αυγούστου, την επιστροφή τους σφράγισε το χαρμόσυνο νέο της εγκυμοσύνης της Λένας και η επικείμενη άφιξη της θείας Ματίνας.
Ηράκλειο και Χανιά, Μάιος του 1961 ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ του 1961, οι Ανατολικογερμανοί αντικατέστησαν τα συρματοπλέγματα χτίζοντας ένα τείχος, σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου των Σοβιέτ με τη Δύση. Ο δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου, Βίλι Μπραντ, ηγήθηκε μεγάλης διαδήλωσης-διαμαρτυρίας μπροστά από το Δημαρχείο του Σένεμπεργκ. Στις ΗΠΑ, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζον Κένεντι, σε ένα αντικομουνιστικό κρεσέντο, είχε διατάξει το βομβαρδισμό και την εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα, ελπίζοντας να ανατρέψει τον Φιντέλ Κάστρο. Η όλη επιχείρηση διήρκεσε τρεις μέρες και κατέληξε σε παταγώδη ήττα των αμερικανικών δυνάμεων, με μεγάλο αριθμό θυμάτων. Η ταινία Πρόγευμα στο Τίφανις, βασισμένη στην ομότιτλη νουβέλα του Τρούμαν Καπότε, με πρωταγωνιστές την Όντρεϊ Χέμπορν και τον Τζορτζ Πέπαρντ, θεωρήθηκε η ταινία της χρονιάς. Στη Σοβιετική Ένωση, πρωθυπουργός ήταν ο Νικίτα Χρου-στσόφ. Το σημαντικό γεγονός που σημάδεψε τη χώρα του, μα και την παγκόσμια κοινότητα τη συγκεκριμένη χρονιά, ήταν η εκτόξευση του πρώτου ανθρώπου στο Διάστημα. Ο μικρόσωμος στρατιωτικός Γιούρι Γκαγκάριν μπήκε σε μια κάψουλα γνωστή με το όνομα «Βοστόκ 1». Έμεινε σε τροχιά γύρω από τη Γη για μιάμιση περίπου ώρα. Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν εκλογές με σήμα κατατεθέν τη βία και τη νοθεία. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, κηρύττει «ανένδοτο αγώνα» κατά της Δεξιάς. Στον κινηματογράφο έκανε πρεμιέρα η ταινία Αντιγόνη, με πρωταγωνιστές τους Μάνο Κατράκη και Ειρήνη Παππά. Στο θέατρο, η Έλλη Λαμπέτη έπαιζε Το Θαύμα της Ανν Σάλιβαν, του Γκίμπσον, και ο Δημήτρης Χορν το Αλίμονο στους Νέους. Ενώ στην Αμερική, η ταινία του Ζιλ Ντασέν Ποτέ την Κυριακή, με τη Μελίνα Μερκούρη, πήρε το βραβείο καλύτερης ταινίας στις Χρυσές Σφαίρες. Ο καπετάνιος του πλοίου που μόλις είχε μπει στο λιμάνι του Ηρακλείου έκανε τις απαραίτητες μανούβρες για να δέσει με ασφάλεια στην προβλήτα. Το πλήθος, ανυπόμονο, στριμωχνόταν προς την έξοδο, για να πατήσει στεριά μια ώρα αρχύτερα. Το πολύωρο ταξίδι στο φουρτουνιασμένο πέλαγος είχε ανακατέψει τα στομάχια και, στη διάρκεια της νύχτας, πολλοί φοβήθηκαν πως η μανιασμένη θάλασσα θα γινόταν ο υγρός τάφος τους. Ανάμεσα στους ταξιδιώτες, ένας άντρας ξεχώριζε από το γκρι των ματιών του και το χρώμα των μαλλιών του που θύμιζε εκείνο των σταχυών. Στην αγκαλιά του κρατούσε ένα δίχρονο αγοράκι. Δίπλα του, βαστώντας τρυφερά το μπράτσο του, στεκόταν η γυναίκα του. Οι ματιές και των δύο μοιρασμένες. Πότε κοίταζαν με τη λαχτάρα του νόστου προς τη μεριά της στεριάς, πότε με περίσσιο καμάρι το μικρό τους γιο και πότε τα βλέμματά τους ενώνονταν, ταξιδεύοντας στα απύθμενα βάθη του έρωτά τους και σε μυστικά που γνώριζαν μόνο οι δυο τους. - Επιτέλους, ψιθύρισε η Λένα στον Γιόχαν, τα καταφέραμε, αγάπη μου, είμαι τόσο ευτυχισμένη! - Κι εγώ, μάινε ζούσε, ανυπομονώ να πάμε σε όλα εκείνα τα μέρη των παιδικών μου αναμνήσεων. - Μου λείπει η Ειρήνη. Πόσο θα ήθελα να ήταν τώρα εδώ. - Μην παραπονιέσαι, το κορίτσι μεγάλωσε. Έχει πια τη δική του ζωή, τα δικά του ενδιαφέροντα.
Εξάλλου, σε μία εβδομάδα θα είναι κοντά μας. - Λένα, Λένα, απεδώ, κυρά μου, ακούστηκε μια βαριά αντρική φωνή. Ήταν ο Θεοδόσης, ο άντρας της Σμαρώς, που είχε έρθει να τους παραλάβει και να τους πάει στο σπίτι της Χαλέπας στα Χανιά. Είχαν περάσει χρόνια ωσότου καταφέρουν ο Γιόχαν και η Λένα να επιστρέψουν στον τόπο όπου μεγάλωσαν, στον τόπο όπου είχαν κάνει τόσα όνειρα, στον τόπο όπου είχαν ανταλλάξει όρκους και υποσχέσεις, στον τόπο που κρατούσε τα κλειδιά του θρήνου και της ευτυχίας. Το προσκύνημα αναγκαίο για να ξορκίσουν φαντάσματα, να συγχωρέσουν και να συγχωρεθούν. Αφορμή στάθηκε για το ταξίδι τους η αρρώστια της θείας Ματίνας. Πριν δύο μήνες είχε πάθει έμφραγμα, το οποίο, ευτυχώς, δεν ήταν θανατηφόρο, μα οι γιατροί είχαν συστήσει, εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή, και ηρεμία. Έτσι, ο Γιόχαν και η Λένα αποφάσισαν πως δεν είχαν άλλα περιθώρια για αναβολές και πως, με αυτή την ευκαιρία, θα βάφτιζαν και το γιο τους, τον Νικόλα, τιμώντας τη μνήμη του πατέρα της. Η θεία Ματίνα, όταν έμαθε τα νέα της νεκρανάστασης του Γιόχαν και του βιαστικού γάμου, δήλωσε στην έκπληκτη Σμαρώ πως κανείς και τίποτα δεν ήταν ικανό να σταθεί εμπόδιο στην επιθυμία της να ζήσει τη χαρά των παιδιών από κοντά και από πρώτο χέρι. - Ίντα γυρεύεις περιπέτειες στα γεράματα, κακομοίρα μου; Γιατί δεν περιμένεις να έρθουν εκείνοι εδωνά; - Τόσα χρόνια, έχω πεθυμήσει τα κορίτσια μου, είναι ευκαιρία... - Κι εγώ τη φιλιότσα μου, μα το ταξίδι είναι μεγάλο, κι αν χαθείς; - Ίντα με πέρασες, μωρή Σμαρώ, να χαθώ; Καμιά κουζουλή; Η Ματίνα άφησε το σπίτι και το νησί της για πρώτη φορά και ταξίδεψε μέχρι τη Γερμανία χωρίς ενδοιασμό, φόβο ή αμφιβολία· αντίθετα, με μια προσμονή και ανυπομονησία που θύμιζε συμπεριφορά έφηβης. Στη Γερμανία την περίμεναν τα κορίτσια της, που ζούσαν ένα θαύμα, κι εκείνη ήθελε να βρεθεί το συντομότερο σιμά τους και να μοιραστεί την ευτυχία τους, όπως ακριβώς είχε μοιραστεί αγόγγυστα τις αγωνίες και τις λύπες τους. Η εγκυμοσύνη της Λένας και η γέννηση του Νικόλα την κράτησαν στην έπαυλη των φον Σίφερ για σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο. Μετά, ήρεμη και χορτασμένη από τις χαρές τους, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο της, με την υπόσχεση πως πολύ σύντομα θα την επισκέπτονταν εκείνοι. Είχαν περάσει σχεδόν τρία χρόνια ωσότου καταφέρουν ο Γιόχαν και η Λένα να κάνουν εκείνη την υπόσχεση πραγματικότητα. Η ζωή τούς είχε πάρει πολλά, αλλά τους είχε δώσει και δώρα ανεκτίμητα, γι’ αυτό και απολάμβαναν την κάθε ώρα και στιγμή, χωρίς να βιάζονται. Έδωσαν αξία σε όσα θεωρούνται δεδομένα. Έμαθαν ν’ αφουγκράζονται τους ψιθύρους του ανέμου, το κελάρυσμα του νερού και τα μελωδικά τιτιβίσματα των πουλιών. Το βλέμμα τους έπαψε ν’ αναζητάει χίμαιρες στην ανατολή ή στο γέρμα του ήλιου. Λάτρεψαν τον ήχο της βροχής και του αστραπόβροντου, που τους έδινε δικαιολογίες για τρυφεράδες και αγκαλιές. Τις νύχτες επέτρεπαν στο αμέτρητο πλήθος των αστεριών και στο ασημένιο
αντιφέγγισμα του φεγγαριού να γίνονται μάρτυρες σε αγγίγματα και αναστεναγμούς. Με τις ανάσες τους ρούφηξαν άπληστα τις μελιχρές μυρωδιές, απόσταγμα της ερωτικής πάλης των κορμιών τους. Δυο «εχθροί» που αγαπήθηκαν, εμπιστεύτηκαν, επαναδιαπραγματεύτηκαν και όρισαν για σύνορα της ζωής τους τα σύνορα της αγάπης. Ο ντελικανής αγέρας κοίταξε με μισόκλειστα βλέφαρα την ξελογιάστρα θάλασσα. Αιώνες τώρα λίγωνε στη θέα της και η κατάκτησή της του είχε γίνει εμμονή. Όχι άδικα, ούτε μάταια. Εκείνη δεν τον απέρριπτε, για να το πάρει απόφαση πως το παιχνίδι είχε χαθεί, και υπήρχαν στιγμές, όπως τώρα, που ανταποκρινόταν στο απαλό του χάδι, ήρεμα και θελκτικά. Το καταλάβαινε από τα σχήματα που άλλαζε παιχνιδιάρικα. Σχήματα πότε μπακλαβαδωτά και πότε καμπύλα. Συχνά, τον αποσυντόνιζε, καθώς αφηνόταν στο πλάνεμα, με κίνδυνο να χάσει εκείνος τελείως τον έλεγχο των δυνάμεών του. Αυτό συνέβαινε όποτε ξεπερνούσε τα όρια του διακριτικού φλερτ και γινόταν περισσότερο διαχυτικός. Τότε, η ξελογιάστρα ανταποκρινόταν με μια ελαφριά φουσκονεριά, ανατριχιάζοντας από ηδονική ευχαρίστηση. Όπως όλα τα ζευγάρια, είχαν τις διαφωνίες τους, που συχνά κατέληγαν σε άγριους καβγάδες, και πάλευαν μεταξύ τουςσαν άγρια θηρία. Εκείνος Κένταυρος κι εκείνη Αμαζόνα, σε μια μάχη χωρίς νικητές ή ηττημένους, μονάχα με παράπλευρες απώλειες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το καταλάγιασμα του θυμού ακολουθούσε η είδηση πως η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα κάποιου άτυχου ψαρά, ο οποίος, λόγω της σφοδρής τρικυμίας, είχε τσακιστεί με τη βάρκα του σε μυτερά και απόκρημνα βράχια, βυθίζοντας στην ορφάνια δύο ή και περισσότερα παιδιά. Σε όλες τις περιπτώσεις, ανάγκαζαν τους κατοίκους των παράκτιων περιοχών να τρέχουν αλλόφρονες ν’ ασφαλίσουν και να σιγουρέψουν το βιος τους, μέχρι να περάσει το μπουρίνι και να ξεθυμάνει τα νεύρα του το κυκλοθυμικό ζευγάρι. Το φίλιωμα έμοιαζε πάντα με μήνα του μέλιτος. Αν ήταν μέρα, η θάλασσα, με τρυφερά γουργουρητά και λικνίσματα, στραφτάλιζε σαν διαμαντοστολισμένη κάτω από το πύρινο βλέμμα του ολόλαμπρου ήλιου. Αν ήταν νύχτα, νανουριζόταν στην ασημιά λάμψη του φεγγαριού. Ανέκαθεν, από τα βάθη του χρόνου, η ναζιάρα θάλασσα έπαιζε με τον αγέρα το παιχνίδι του έρωτα, μη διστάζοντας να διαφωνήσει, να διεκδικήσει, να παλέψει, να ταπεινωθεί και, τέλος, να παραδοθεί. Η Λένα τράβηξε το βλέμμα της από το γαλάζιο καθρέφτη και, εισπνέοντας βαθιά την αρμύρα που μπούκωνε τα ρουθούνια της, κοίταξε με καμάρι τον άντρα που στεκόταν πλάι της. Οι δυο τους είχαν βγει για μια τελευταία βόλτα στην παραλία της Χαλέπας, πριν ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής τους στο Βερολίνο, που ήταν πλέον ο μόνιμος τόπος διαμονής τους. Σε ένα προσκύνημα μνήμης έμειναν στο νησί σχεδόν δύο ολόκληρους μήνες. Τις πρώτες εβδομάδες πήραν το αγροτικό του Θεοδόση και το γύρισαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Επισκέφτηκαν και μέρη στα οποία δεν είχαν ξαναπάει, όπως ήταν η νότια πλευρά. Ο ήλιος, το χαμσίνι, η καταξεριά, οι ελαιώνες, τα κλήματα, ο ήχος της καμπάνας, η αρμύρα της Μεσογείου στα κορμιά τους, τα γραφικά χωριά, οι ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, τα ντόπια φαγητά και η ρακή ανέστησαν εικόνες, μυρωδιές και γεύσεις μιας
ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας. Έμπλεοι χαράς, αλλά όχι χορτασμένοι, επέστρεψαν στο σπίτι της Χαλέπας για να αφήσουν στα χέρια της Ματίνας και της Σμαρώς το μικρό γιο τους, που οι δυο γυναίκες γύρευαν ευκαιρία να τον χορτάσουν χάδια και αγκαλιές. Κι εκείνοι, με τη συντροφιά της Ειρήνης, η οποία τους περίμενε έχοντας φτάσει από μέρες στο νησί, ξεκίνησαν απερίσπαστοι να περιηγηθούν τους τόπους του θρήνου. Ν’ αποδώσουν το δικό τους φόρο τιμής στη μνήμη των αγαπημένων τους, αλλά και για να γνωρίσει ο Γιόχαν την προγονική γη των παιδιών του. Ο Μαξ, ο οποίος ήξερε απέξω και ανακατωτά κάθε ιστορικό ή πολιτιστικό στοιχείο που αφορούσε το νησί, είχε φροντίσει, ήδη πριν φύγουν, να τους εφοδιάσει με αρκετές πληροφορίες. «Τα Χανιά», τους είχε πει, «ήταν σε αλλοτινούς καιρούς μια πόλη σταυροδρόμι διαφορετικών πολιτισμικών επιρροών, που καθεμία από αυτές άφησε τα ίχνη της. Όσον αφορά το όνομά της, υπάρχουν πολλές εκδοχές. Κάποιοι υποστηρίζουν πως προήλθε από την αρχαία ονομασία της Κρήτης, Χθόνια. Άλλοι, από το αραβικό Χάνι, και κάποιοι άλλοι, από το Αλχανία κώμη, που ήταν προάστιο της αρχαίας Κυδωνίας... » Η Λένα προσπάθησε να ξεναγήσει τον Γιόχαν και την Ειρήνη, που διατηρούσε λίγες μνήμες και θολές από τον τόπο που τη γέννησε, σε όσο περισσότερα μέρη μπορούσε. Οι τρεις τους επισκέφτηκαν τα ενετικά οχυρά, το τζαμί του Κιουτσούκ Χασάν πασά, μια ανάσα Ανατολής στον τουρκικό μαχαλά, τον αιγυπτιακό φάρο -αν και είχε κατασκευαστεί από Ενετούς, χρωστούσε το όνομά του στην εποχή της ανακατασκευής του, όταν η Κρήτη είχε παραχωρηθεί στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή-, τα βενετσιάνικα αρσενάλια. Πιασμένοι χέρι χέρι, περπάτησαν στα σκεπαστά δρομάκια της εβραϊκής συνοικίας, μέχρι το ναό του Αγίου Φραγκίσκου, στα σοκάκια της παλιάς πόλης, στην αγορά, στα Ταμπακαριά, στα Στιβανάδικα και στο ενετικό λιμάνι. Με το αγροτικό του Θεοδόση περιδιάβηκαν χωριά στα Λευκά Όρη, τα φαράγγια του Θέρισου και της Σαμαριάς, την επαρχία του Αποκόρωνα, μέχρι νότια στη Μονή της Πρέβελης, θαυμάζοντας όλα εκείνα που συνέθεταν την εικόνα ενός επίγειου παράδεισου. Αναβάπτισαν τα κορμιά τους στα νερά της Φαλάσερνας, της Ελαφονήσου και της Αγίας Ρούμελης. Επισκέφτηκαν το Φραγκοκάστελο, μέσα στο οποίο οι Τούρκοι κατέσφαξαν εξακόσιους Κρήτες πολεμιστές, τα παλικάρια του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη. Ο μύθος λέει πως, από τότε, σε κάθε επέτειο της σφαγής, προς τα τέλη Μαΐου, οι Δροσουλίτες, τα φαντάσματα των νεκρών πολεμιστών, εμφανίζονται με την πρωινή δροσιά να κατευθύνονται αρματωμένοι και να χάνονται προς τη μεριά της θάλασσας. Το εύφορο χώμα, οι ευλογημένες μυρωδιές του θυμαριού και του φασκόμηλου, οι πλάνοι ήχοι της φύσης κάθε ξημέρωμα, το γουργουρητό της θάλασσας, τα μαβιά ηλιοβασιλέματα και το θαλασσινό αγέρι, που με τη φρεσκάδα του γινόταν κλινοσκέπασμα τις ασημοκέντητες νύχτες, καθησύχασαν τις άγριες μνήμες του πολέμου, καθώς ανά τους αιώνες, ανάμεσα στους λαούς με διαφορετική κουλτούρα, θρησκεία, ιδεολογία, επιθυμίες, στόχους και συμφέροντα, δεν έλειψαν οι αφορμές και οι αιτίες για συγκρούσεις. Την Κρήτη, υποσχέθηκε η Λένα σιωπηλά στον εαυτό της, θα την επισκέπτονταν οικογενειακώς τα
καλοκαίρια, γιατί ο αέρας της Μεσογείου, η ιστορική γη, η ρακή, η λύρα, οι φιλόξενοι άνθρωποι θα τους βοηθούσαν να θυμούνται, αλλά και να ονειρεύονται. Ήθελε τα παιδιά της να γνωρίσουν όλες εκείνες τις αξίες που θρέφει από αιώνες η ελληνική γη: αυτοθυσία, λεβεντιά, ελευθερία και μεγαλοψυχία. Για πρώτη φορά, ένιωθε απόλυτα ευτυχισμένη. Τι άλλο μπορούσε να ευχηθεί παρά μόνο διάρκεια... Τόση ευτυχία την είχε ονειρευτεί, κάποια στιγμή πίστεψε πως την είχε χάσει, πως την προσπέρασε, πως οι ελπίδες της είχαν ηττηθεί από τη σκληρή πραγματικότητα. Αφέθηκε έρμαιο λέξεων όπως «μάταιο», «ανώφελο», «άδικο», «ανέφικτο», και παραιτήθηκε. Αποδέχτηκε τη ρήση που έλεγε πως κανείς ποτέ δεν ευτύχησε να τα έχει όλα. Μα ορίστε που η ζωή τη διέψευσε, αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά πως δεν υπακούει σε κανόνες και ρήσεις, πως απλώς κάνει το κέφι της. Αρέσκεται σε εκπλήξεις και γράφει σενάρια με αστείρευτη φαντασία. Χωρίς αμφιβολία, είναι ένα βήμα πιο μπροστά από την ανθρώπινη σκέψη. Επιπλέον, το λεξιλόγιό της διακρίνεται από αρμονία και σοφία, αφού το νόημα κάθε λέξης ισορροπεί χάρη στην αντίθετή της. Έτσι, στο «ανέφικτο», «ανώφελο», «άδικο», «μάταιο» αντιπαραβάλλει το «χρήσιμο», «τελεσφόρο», «καρποφόρο», «επωφελές», «σκόπιμο» ή «αναγκαίο». Η Λένα, βγάζοντας μια βαθιά εκπνοή, στράφηκε προς τη μεριά του άντρα που είχε εισβάλει στη ζωή της χρόνια πριν, κατακτώντας το μυαλό και την καρδιά της χωρίς να χρειαστεί ν’ ανοίξει ρουθούνι, και ήθελε να τον αγκαλιάσει, μα δεν ήταν εύκολο. Τα δίδυμα που περίμενε έκαναν την κοιλιά της να μοιάζει μ’ ένα τεράστιο μπαλόνι. Οι δυο τους, σκεφτόταν, για να βρίσκονται εδώ σήμερα και ν’ αγναντεύουν το πέλαγος κάτω από τον κρητικό ουρανό, είχαν περάσει πολλά δεινά, από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Η κοιλιά της, όμως, δε θα την εμπόδιζε να του δείξει για πολλοστή φορά το πόσο πολύ ευτυχισμένη ήταν. Με τα δυο της χέρια έπιασε το πρόσωπό του και το έφερε κοντά στο δικό της. Χωρίς να κλείσει τα μάτια, του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα. - Άντρα μου, σε λατρεύω, είμαι απέραντα ευτυχισμένη, του μουρμούρισε τρυφερά. - Κι εγώ, μονάκριβή μου, κι εγώ, μάινε ζούσε. Ο πόλεμος κάνει τρομακτικό θόρυβο, σκορπάει θάνατο, γεμίζει τον τόπο μνήματα και ραγίζει καρδιές, αφήνοντας στο διάβα του οργή, θρήνο, πόνο και θλίψη. Όμως ο έρωτας... ο έρωτας κάνει ακόμα πιο δυνατό θόρυβο, καθώς εξυμνεί τη ζωή και τη διαιωνίζει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ο ΜΑΞ ΦΟΝ σιφερ καθόταν εδώ και μισή ώρα σε μία από τις καφετέριες της Πλατείας Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη και απολάμβανε τον καφέ του χαζεύοντας το πηγαινέλα του κόσμου, εισπνέοντας τη μυρωδιά της θαλασσινής αύρας του Θερμαϊκού. Είχε ακριβώς μία ώρα ακόμα στη διάθεσή του, μέχρι να έρθει ο οδηγός με το βαν που θα τον πήγαινε στο αεροδρόμιο, για να πάρει την πτήση του για Φρανκφούρτη. Με σπασμωδικές κινήσεις, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα κουτί με χάπια. Το άνοιξε και με λίγο νερό ήπιε δύο βιαστικά. Οι πόνοι από τους ρευματισμούς που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια, κάποιες φορές γίνονταν ανυπόφοροι. Μα ο Μαξ δε διαμαρτυρόταν, καθώς σκεφτόταν πως τα γεράματα και οι πόνοι δεν τον εμπόδισαν να εκπληρώσει την επιθυμία του να δει όσα είδε αυτές τις τελευταίες μέρες. Εδώ και χρόνια είχε αποσυρθεί στο σπίτι των Άλπεων, ασχολούμενος αποκλειστικά με τη συγγραφή. Αν και είχε περάσει προ πολλού τα ογδόντα, το κύτταρο του ήταν αυτό που λέμε αειθαλές. Κανείς δε φανταζόταν την πραγματική του ηλικία, καθώς εμφανισιακά εξακολουθούσε να είναι εντυπωσιακός όσο ήταν και στα πενήντα του. Ψηλός, νευρώδης και με το ίδιο λαμπερό βλέμμα. Μα η εξωτερική εμφάνιση δεν ήταν ασφαλές κριτήριο των πραγματικών του δυνάμεων. Οι αντοχές του είχαν λιγοστέψει, και εξαιτίας αυτού είχε περιορίσει και τις δραστηριότητές του. Οι διαλέξεις του στις πανεπιστημιακές έδρες, τις οποίες είχε κατακτήσει με την αξία του σε Βόνη και Βερολίνο, μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στην Οξφόρδη και στην Αίγυπτο αναφέρονταν στο όνομα του, πλέον, τιμητικά. Ο πόλεμος τον είχε βρει εκτός Γερμανίας, στις ανασκαφές της Μέσης Ανατολής. Στα νέα του ενδιαφέροντα ήταν η Παλμύρα της Συρίας, η Πέτρα της Ιορδανίας -μια πόλη την οποία έχτισε ένας αραβικός νομαδικός λαός, οι Ναβαταίοι, χρησιμοποιώντας μαλακά ψαμμιτικά πετρώματα-, η Ουρ της Μεσοποταμίας και το Σινά. Σ’ εκείνα τα μέρη γνώρισε και συνεργάστηκε με σπουδαίους Βρετανούς αρχαιολόγους, όπως ο Μαλόουν, ο Γούλεϊ και ο Έλληνας Μανόλης Ανδρόνικος. Εκεί γνώρισε και απέκτησε μια διά βίου φίλη, την Άγκαθα Μίλερ, σύζυγο του αρχαιολόγου Μαλόουν, γνωστή και ως Άγκαθα Κρίστι. Με αυτό το ψευδώνυμο είχε γίνει παγκοσμίως γνωστή η συγγραφέας των αστυνομικών μυθιστορημάτων με ήρωες τον ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό και τη Μις Μαρπλ. Κάποια από αυτά είχαν ήδη εμπνεύσει Αμερικανούς και Ευρωπαίους σκηνοθέτες να τα κάνουν κινηματογραφικές ταινίες. Η μάλλον άχαρη και όχι ιδιαίτερα όμορφη Άγκαθα τον είχε κατακτήσει με το σπινθηροβόλο και δημιουργικό πνεύμα της. Ιστορία έγραψε η παροιμιώδης φράση της πως «ένας αρχαιολόγος είναι ο καλύτερος σύζυγος που μπορεί να έχει μια γυναίκα, καθώς όσο εκείνη γερνάει τόσο αυξάνεται το ενδιαφέρον του γι’ αυτή». Χάρη στη γνωριμία του με τον Μανόλη Ανδρόνικο, είχε μάθει πως από το 1937 ο καθηγητής Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου, Κωνσταντίνος Ρωμαίος, υποψιαζόταν πως στους λόφους της Βεργίνας υπήρχαν θαμμένα ταφικά μνημεία. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος διέκοψε κάθε είδους ανασκαφική δραστηριότητα, η οποία ξανάρχισε το 1950. Όλα αυτά τα χρόνια, ο Μαξ παρακολουθούσε με επιστημονικό ενδιαφέρον κάθε εξέλιξη, ώσπου την περασμένη χρονιά ήρθε, επιτέλους, στο φως ένα εύρημα που θα αποτελούσε ορόσημο της παγκόσμιας
πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο παθιασμένος Έλληνας αρχαιολόγος και η ομάδα του ανακάλυψαν στον τόπο που θεωρούσαν πως βρισκόταν η αρχαία πρωτεύουσα της Μακεδονίας, Αιγές, και συγκεκριμένα σ’ ένα λόφο γνωστό με το όνομα Μεγάλη Τούμπα, τον ασύλητο τάφο του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β', πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως ήταν αναμενόμενο, ούτε το προχωρημένο της ηλικίας του ούτε η προοπτική της ταλαιπωρίας, μα ούτε και οι αντιρρήσεις του Γιόχαν και της Λένας κατάφεραν να κάμψουν την απόφαση του Μαξ να δει με τα ίδια του τα μάτια την ολόχρυση λάρνακα, το ανάγλυφο αστέρι με τις δεκάξι αχτίδες της μακεδονικής δυναστείας, το ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς, τις λαμπρές τοιχογραφίες, τους σιδερένιους θώρακες και την κλίνη από ελεφαντοστό, που είχε αποκαλύψει η αρχαιολογική σκαπάνη. Ο Γιόχαν, μπροστά στην επιμονή και την αποφασιστικότητα του πατέρα του, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να οργανώσει το ταξίδι του. Αεροπορικά εισιτήρια, ξενοδοχείο, αυτοκίνητο με οδηγό και προσωπική ξεναγό στον αρχαιολογικό χώρο. Ο Μαξ πλήρωσε τον καφέ του. Με τους πόνους καταλαγιασμένους χάρη στο δραστικό φάρμακο και έχοντας αρκετή ώρα ακόμα, ξεκίνησε για ένα μικρό περίπατο κατά μήκος του παραλιακού δρόμου. Στο μυαλό του ήρθε απρόσκλητη η μορφή της χαριτωμένης, μα προπαντός εξαιρετικής αρχαιολόγου η οποία είχε επιφορτιστεί με το καθήκον να τον συνοδέψει στον τόπο των ανασκαφών. Στη Βεργίνα, εκείνος υπολόγιζε πως θα συναντούσε ύστερα από τόσα χρόνια και τον παλιό του φίλο, μα κάτι τέτοιο δε συνέβη, καθώς κάποια υποχρέωση είχε αναγκάσει τον Μανόλη Ανδρόνικο να πάει εσπευσμένα στην Αθήνα. Η Αριάδνη Αβράμη είχε σπουδάσει αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, είχε πάθος με τις ανασκαφές και τα τέσσερα τελευταία χρόνια εργαζόταν στο χώρο της Βεργίνας. Το προηγούμενο βράδυ, ο Μαξ τής είχε κάνει το τραπέζι για να την ευχαριστήσει. Οι δυο τους, σε όλη τη διάρκεια του δείπνου, κουβέντιασαν ευχάριστα, ανταλλάσσοντας γνώσεις και εμπειρίες. - Τι ευχάριστη έκπληξη το όνομά σου! Να σε λένε Αριάδνη και να ασχολείσαι με την αρχαιολογία, της είπε. - Υποθέτω εντελώς συμπτωματικό, καθώς είναι ένα όνομα που η μητέρα και ο πατέρας μου το διάλεξαν στην τύχη. - Στην τύχη; Μικρή μου, αν κάτι μου έμαθε η ζωή, είναι πως το τυχαίο δεν υφίσταται. Πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Όπως ήδη γνωρίζεις, η Αριάδνη ήταν η κόρη του βασιλιά Μίνωα και της Πασιφάης. Ο Θησέας βγήκε από το λαβύρινθο, αφού σκότωσε τον Μινώταυρο, χάρη στο μίτο που του έδωσε η Αριάδνη. Είμαι περίεργος, ο δικός σου μίτος πού οδηγεί; - Δεν ξέρω... Πρέπει να οδηγεί κάπου; - Να είσαι σίγουρη πως οδηγεί κάπου, αλλά το πού θα πρέπει να το ανακαλύψεις εσύ. Όταν την αποχαιρέτησε και η νεαρή γυναίκα χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, συνειδητοποίησε αυτό που όλη την ώρα έκανε στο μυαλό του παρεμβολές και δεν ήταν άλλο από το πόσο πολύ του θύμιζε η νεαρή
Αριάδνη τη Σοφία. Αλήθεια, πόσα χρόνια είχαν περάσει από εκείνη την απολαυστική συνεύρεση; Βροχή τα ερωτηματικά. Άραγε, ζούσε η Σοφία; Τι είχε απογίνει; Ποια ήταν η ζωή της από τη στιγμή που επέστρεψε στην Ελλάδα; Ο Μαξ σκεφτόταν πως ήταν πια πολύ γέρος για να ενδιαφερθεί. Αυτό έπρεπε να το είχε κάνει χρόνια πριν. Ήταν αλήθεια πως, μετά το θάνατο της Έρρικα, πολλές γυναίκες μοιράστηκαν το κρεβάτι του, μα λόγω της τραυματικής εμπειρίας του γάμου του δεν τόλμησε να δώσει σε καμία την ευκαιρία για μια πιο μόνιμη θέση στην καρδιά του. Η Σοφία; Ναι, η Σοφία θα μπορούσε, μα... ο πόλεμος απέκλεισε μια τέτοια πιθανότητα. Ο Μαξ φον Σίφερ επέστρεψε στο σπίτι των Άλπεων πλήρης εικόνων και εμπειριών, χωρίς να μάθει ποτέ πως η Αριάδνη Αβράμη, που η μοίρα θέλησε να γνωρίσει, ήταν εγγονή του. Η Σοφία είχε κάποια χρόνια πεθαμένη, μα πολλά χρόνια πριν είχε αποφασίσει να μην αποκαλύψει την αλήθεια για την εν μέ-ρει γερμανική τους καταγωγή ούτε στην κόρη της ούτε στην εγγονή της. Ο Θωμάς ήταν ένας υπέροχος πατέρας, σύζυγος και παππούς, κάθε άλλη αλήθεια θεώρησε πως θα διατάρασσε την ηρεμία της ψυχής τους. Το αίμα της γενιάς του Γερμανού Μαξ φον Σίφερ είχε ενωθεί με το αίμα της γενιάς του εβραίου Γιακώ Αβράμη, γελοιοποιώντας τα σχέδια του Χίτλερ και των ομοίων του, οι οποίοι αιματοκύλισαν τον κόσμο ευαγγελιζόμενοι μια φυλή καθαρή, απαλλαγμένη από προσμείξεις. Το άκρον άωτον της ουτοπίας, καθώς όλοι ζούμε σε μια παγκόσμια κοινότητα, της οποίας τα σύνορα, μολονότι χαρτογραφημένα και φυλασσόμενα, ποτέ δεν απέτρεψαν τις κάθε είδους επαφές των λαών, καθώς η καρδιά και τα συναισθήματα δεν αναγνωρίζουν τέτοιου είδους περιορισμούς, όρια ή κανόνες.
Σημείωμα της συγγραφέως Φίλε αναγνώστη, Στην Κρήτη του 1930 και του 1940 τα γλωσσικά ιδιώματα ήταν περισσότερο έντονα απ’ ό,τι σήμερα. Ιδιαίτερα στους καθημερινούς διαλόγους των ντόπιων. Σε μια μυθοπλασία που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα του περασμένου αιώνα, θεώρησα πως θα ήταν υπερβολή η πιστή γλωσσική μεταφορά, γι’ αυτό και περιορίστηκα σε λίγες λέξεις απόλυτα ενδεικτικές του τόπου στον οποίο αναφέρομαι. Το ίδιο έκανα και με τα γερμανικά. Είμαι η ίδια φανατική αναγνώστρια και προτιμώ να με ταξιδεύει η πλοκή της ιστορίας και όχι να μου αποσπάται η προσοχή από μια ντοπιολαλιά, με ατέλειωτες παραπομπές ή επεξηγήσεις. Σε αυτό το μυθιστόρημα, όλα τα πρόσωπα είναι φανταστικά, εκτός από εκείνα που έδρασαν τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που περιγράφεται, σε ρόλο πρωταγωνιστικό ή δεύτερο, και με τις αποφάσεις τους σφράγισαν ανεξίτηλα τις τύχες των λαών. Τα πραγματικά γεγονότα της εποχής του Β' Παγκόσμιου Πολέμου έχουν ήδη καταγραφεί από ιστορικούς, αλλά και από τους ανθρώπους που τα έζησαν. Οποιαδήποτε αναφορά μου σκοπό έχει να συνδεθεί η ιστορική μνήμη με τη μυθοπλασία. Φίλε αναγνώστη, Τους μήνες που έγραφα αυτό το μυθιστόρημα, η χώρα ταλανιζόταν από διαφθορά, χρέη, δάνεια, οφειλές, μνημόνια και πολιτική αστάθεια, με τη Γερμανία, για άλλη μία φορά, να κρατάει το ρόλο του πρωταγωνιστή, επιβάλλοντας τη θέλησή της. Αυτή τη φορά όχι με τα όπλα, αλλά με την οικονομική υπεροχή, ένα νέο είδος πολέμου. Τα συναισθήματά μου, λοιπόν, αμφίθυμα, καθώς η ερωτική μυθοπλασία με φόντο την κατάληψη της Κρήτης από τους ναζί, που είχα κατά νου, ανυπομονούσε να καταγραφεί. Η αποστασιοποίηση και η ουδετερότητα, προϋπόθεση και σεβασμός στη μνήμη όλων των πεσόντων σ’ εκείνο τον καταστροφικό πόλεμο. Γι’ αυτό και κάθε ιστορική αναφορά τη βάσισα μόνο σε όσα έχουν καταγράψει οι ιστορικοί ή και σε μαρτυρίες επιζώντων. Κοιτάζοντας τις πίσω σελίδες της ελληνικής ιστορίας, η γνώμη μου είναι πως σε κάθε ξεκλήρισμα προηγείται ο χορός του γητευτή. Πριν την προδοσία, ηχεί εκκωφαντικά το ψέμα. Και οι εκάστοτε εραστές της Ελλάδας, ευγενείς ή βάρβαροι, πριν τη μακελέψουν, της ψιθύριζαν πως τη νοιάζονταν, πως την αγαπούσαν. Στην πραγματικότητα, οι όρκοι, οι υποσχέσεις και τα ταξίματα για την τύχη της δίνονταν για να εξυπηρετήσουν κάποιο δικό τους, απώτερο συμφέρον. Η Ελλάδα του υπέρλαμπρου φωτός της γνώσης και της δημοκρατίας οφείλει πάντα υπακοή και υποταγή· ελεύθερη είναι άκρως επικίνδυνη. Αλίμονο, δε γνωρίζουν πως η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ έχει γεύση και μυρωδιά μεσογειακή, από ρακή, ούζο και μαστίχα. Φίλε αναγνώστη, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου κάποιες επιπλέον πληροφορίες:
Κρουσώνας: Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν βακούφι, δηλαδή είχε προνόμια. Επίσης, γνωστός για τους Χαΐνηδες κλεφτοπολεμιστές, που ηγήθηκαν το 1821 της μεγάλης επανάστασης για την ελευθερία του έθνους. Ανώγεια, δηλαδή ανώγειο μέρος (άνω + γαία): Γνωστά και ως Αξικανώγεια ή Ξιγκανώγεια. Δήμος του νομού Ρεθύμνου. Βρίσκονται σε υψόμετρο 800 μ. Επί Τουρκοκρατίας ήταν βακου-φικό χωριό. Το 1941 ιδρύθηκε στα Ανώγεια η Επιτροπή Απελευθερωτικής Δράσης. Οι Ανωγειανοί αντιστασιακοί ανέλαβαν να φυγα-δέψουν το στρατηγό Κράιπε και τους απαγωγείς του στην Αφρική. Με αφορμή αυτό, τον Αύγουστο του 1944, ο διοικητής της Κρήτης, στρατηγός Μίλερ, διέταξε την ισοπέδωση των Ανωγείων. Οι Γερμανοί στρατιώτες ανατίναξαν τα σπίτια με δυναμίτη, σκότωσαν και έκαψαν τους κατοίκους. Οι λίγοι άντρες που κατάφεραν να σωθούν ήταν εκείνοι που διέφυγαν στον Ψηλορείτη. Το 1946, τα Ανώγεια τιμήθηκαν για την προσφορά τους στους αγώνες της πατρίδας με τον Πολεμικό Σταυρό α' τάξεως. Πλησίον των Ανωγείων βρίσκεται και το Ιδαίο Άντρο, ο τόπος γέννησης του Δία κατά τη μυθολογία. Αντώνης Γρηγοράκης, ψευδώνυμο Σατανάς, από τον Κρουσώνα: Γνωστός για την αντιστασιακή οργάνωση που δημιούργησε μαζί με τον αρχαιολόγο Τζον Πέντλεμπερι. Πέθανε τον Οκτώβριο του 1943 στο Κάιρο, όπου βρισκόταν με άντρες της ομάδας του για εκπαίδευση. Για την προσφορά του στον αγώνα κατά του Άξονα, τιμήθηκε από το βασιλιά της Αγγλίας, Γεώργιο, με το μετάλλιο της βασίλισσας Βικτωρίας. Πάτρικ Λη Φέρμορ: Ο σερ Πάτρικ Λη Φέρμορ, φιλέλληνας, τα-ξιδευτής, συγγραφέας και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, γνωστός και με τα ψευδώνυμα Μιχάλης, Πάντι και Φιλεντέμ, στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στην Κρήτη στο πλευρό των ανταρτών. Μετά την εισβολή των Γερμανών, κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια και από εκεί στη Χάιφα και την Παλαιστίνη, όπου δίδασκε σε αξιωματικούς, στρατιώτες και αντάρτες την τέχνη της δολιοφθοράς, της χρήσης πυρομαχικών, πτώση με αλεξίπτωτο, τρόπους διαφυγής και τη χρήση ασυρμάτου. Από επιλογή, έζησε με τη γυναίκα του μόνιμα στην ελεύθερη Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Καρδαμύλη της Μάνης. Πέθανε τον Ιούνιο του 2011 στο Ντάμπλτον της Αγγλίας, σε ηλικία ενενήντα έξι χρόνων. Ήταν ο εμπνευστής της απαγωγής του Κράιπε. Η απαγωγή του Γερμανού ταξίαρχου Καρλ Χάιντριχ Φερδινάνδου Κράιπε, στις 26 Απριλίου του 1944, θεωρήθηκε από πολλούς ως η μεγαλύτερη ντροπή για το Γ' Ράιχ σε όλη τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς κάποιοι τολμηροί Άγγλοι, σε στενή συνεργασία με Κρητικούς αντιστασιακούς και ντόπιους, κατά-φεραν μέσα από ένα απόρθητο φρούριο, όπως θεωρούσαν οι ναζί κατακτητές την Κρήτη, να φέρουν σε πέρας με επιτυχία το εγχείρημα. Οι άντρες που έλαβαν μέρος ήταν οι: Κίμωνας Ζωγραφάκης, Φραγκιός Μαράκης, Μ. Ακουμιανάκης (Μίκυ), Ηλ. Αθανασάκης, Μανώλης Πατεράκης, Γιώργης Τυράκης, Σαβιολάκης, Αντ. Ζωιδάκης, Χναράκης, Ακουμιανός, Παπαλεωνίδας, Καπετάν Ζωγραφιστός, Τζατζάς, Κόμης, Δημ. Μπαλαχούτης (προμηθευτής δύο γερμανικών στολών), Πάτρικ Λη Φέρμορ, Στάνλεϊ Μος (Μπίλι), Άλεξ Ρέντελ (ή Αλέξης, υπεύθυνος ασυρμάτου).
Η απαγωγή είχε σχεδιαστεί κατ’ αρχάς για το στρατηγό Μίλερ, που έμεινε γνωστός ως «χασάπης της Κρήτης», εξαιτίας των θηριωδιών που είχε διαπράξει, όμως αυτός αντικαταστάθηκε ξαφνικά από τον Κράιπε. Η αλλαγή δε ματαίωσε το σχέδιο, καθώς αυτό αποσκοπούσε σ’ ένα ηθικό χτύπημα κατά της γερμανικής υπεροψίας. Το ζιζανιοκτόνο Zyklon A, το οποίο χρησιμοποιούσαν για την απεντόμωση των κτιρίων και βασιζόταν εν μέρει στο κυάνιο, η ναζιστική μηχανή εξόντωσης το βελτίωσε στο θανατηφόρο Zyklon B, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τον αφανισμό των εβραίων και των άλλων ανεπιθύμητων ομάδων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αδόλφος Χίτλερ, Ο Αγών Μου, αυτοβιογραφία του Αδόλφου Χίτλερ, μτφρ. Λεωνίδας Προεστίδης, εκδ. «Κάκτος», 2006. Γερωνυμάκης Κανάκης, Κρητική Λαογραφία, εκδ. Mystis Editions, 2008. Εμμανουήλ Τσιριμονάκης, Εθνική Αντίσταση, 1941-1944 στο Νομό Ρεθύμνης, εκδ. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 1985. Σόλων Γρηγοριάδης, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, 1941-1974, εκδ. εφημερίδας Ελευθεροτυπία, 2011. Symphony of a Great City, You tube. Δημήτρης Κατσουλάκος, Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη, εκδ. Πατάκη, 2003. 70 Χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, συλλογικό έργο, εκδ. εφημερίδας Ελευθεροτυπία, 2011. Ιστορία του Έθνους, εκδότης Γ. Μπόμπολας.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ τους εκδότες μου, Γιώτα και Ηλία Λιβάνη, τους συνεργάτες τους και την επιμελήτρια του βιβλίου μου, Ανθή Ροδοπούλου. Ακόμα, ευχαριστώ τις αγαπημένες μου κόρες για κάθε τους βοήθεια και συμπαράσταση.
ΕΛΣΑ ΦΑΡΑΖΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ Η Μανιάτισσα Ιωάννα, αναστημένη σ’ έναν τόπο στεγνό και ξερό, όπου κουμάντο κάνουν οι άντρες, θα σηκώσει το ανάστημά της διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή. Εύκολο; Καθόλου, καθώς ήθη και έθιμα θα γίνουν πολλές φορές τροχοπέδη στα «θέλω» της. Κόντρα στα συναισθηματικά ελλείμματα της οικογένειάς της, εκείνη έχει γεννηθεί με το προνόμιο να ταξιδεύει σε αλλοτινές ζωές. Οι τόποι και οι εποχές αλλάζουν: Γαλλία, Βυζάντιο, Οίτυλο, Μάνη. Τα ονόματα αλλάζουν: Ευφροσύνη, Μύρρα, Ιωάννα, Ζαν-Ιρέν. Μόνο το κύτταρο που θυμάται είναι κάθε φορά το ίδιο.
Από την Ουκρανία μέχρι τη Βόρεια Ελλάδα και από την Κωνσταντινούπολη έως τη Μυτιλήνη, οι πορείες έξι ανθρώπων θα διασταυρωθούν: Αλέξανδρος, Κώστας, Ολένα, Τζαμάλ, Βίκη, Στέφανος. Η ζωή του ενός θα κάνει μια πλήρη περιστροφή μέσα στη ζωή του άλλου, θυμίζοντας το μυσταγωγικό χορό των δερβίσηδων. Η ζωή του ενός θα παρασύρει τη ζωή του άλλου σαν ορμητικό ποτάμι. Άραγε... Θα παραδεχτούν αλήθειες που πονάνε;
Θα συμβιβαστούν ή θα ρισκάρουν για τον έρωτα και τη φιλία; Θα τολμήσουν να πληγώσουν και να πληγωθούν;
Ο Δημήτρης Ταρασιάδης, χήρος, από ένα χωριό κοντά στα Σύβοτα, μεγάλωσε το μοναχογιό του, Άρη, έχοντας ένα και μοναδικό όνειρο, να τον δει κάποια μέρα καλά αποκαταστημένο επαγγελματικά. Το όνειρό του φάνηκε να παίρνει σάρκα και οστά όταν μέσω γνωριμιών κατάφερε να τον διορίσει βοηθό λιμενάρχη στο νησί από το οποίο καταγόταν η συχωρεμένη η γυναίκα του, την πανέμορφη Σύρο. Και εκεί, στο κυκλαδίτικο νησί, ο Άρης θα χάσει την αγνότητα του κορμιού αλλά και της ψυχής του. Στα στενοσόκακα της Ερμούπολης θα έρθει αντιμέτωπος και με τα δύο πρόσωπα της ζωής. Το καλό και το κακό, το έντιμο και το ανέντιμο. Η σύγκρουση θα είναι σφοδρή. Πόσοι θα θυσιαστούν στο βωμό της εξιλέωσης;