Στον Paul Eugene Smith Σε στεριά, θάλασσα ή στον αέρα
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να εκφράσω τις μεγάλες μου ευχαριστίες προς τη Νάνσι Ρόμπινσον, τη γραμματέα, κριτικό και φίλη μου. Χωρίς την πρόθυμη και ευφυή υποστήριξη της, σίγουρα θα είχα παραιτηθεί από το δεύτερο ξανακοίταγμα. Για να μην αναφέρω το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο. Επίσης, ειλικρινείς ευχαριστίες στους: Μπρένταν Γκάνινγκ, για την ανυπέρβλητη εκδοτική του συμβολή. Τοντ Χάρις, της Ουίλιαμ Μόρις 'Ειτζενσι, που μ' έβαλε στον κόσμο του Χόλιγουντ και με δίδαξε το αξίωμα «ο ατζέντης δε χάνει ποτέ τα λεφτά του». Δόκτορα Μάικλ Ζακς, του οποίου η ικανότητα ν' αντιλαμβάνεται τις γυναίκες και την ομορφιά, μπορεί να παραβληθεί μόνο με την ιδιοφυΐα του ως χειρουργού. Δόκτορα Ρίτσαρντ Γκάλιαν, για το χρόνο, τις επεξηγήσεις και την ανεκτίμητη βοήθεια που μου πρόσφερε σχετικά με τις τεχνικές λεπτομέρειες της πλαστικής χειρουργικής. Μπιλ και Ανν Τζόνσον, που διάβασαν νωρίς τα χειρόγραφα και γενναιόδωρα πρόσφεραν τα σχόλια τους. Ντουάιτ Κέρι και Μάικλ Κόλμαν, για τη φιλία, το χιούμορ και την ερευνητική τους βοήθεια. Ρόυθ Μπέκερ, που πρόσφερε τις γνώσεις της για τη σκηνή της Νέας Υόρκης. Νταϊάνα Χέλινγκερ, για τον ενθουσιασμό και την ενθάρρυνση που ξεπέρασαν τα όρια της φιλίας.
Τζορτζιάνα Φρανσίσκο, που πρόσφερε τις γνώσεις της για το Λος Άντζελες. Τζέιν Σκόβελ, που γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα και είναι η φίλη μου. Έλεν Χαλ, που βοήθησε με τόσους πολλούς τρόπους. Μπιλ Χαλ, που τελικά τα κατάφερε —και πολύ καλά! Ματίλντα Τάκερ, για τη χωρίς όρους αγάπη της και τις χρήσιμες συμβουλές της σχετικά με το πρώτο κεφάλαιο. Και, όπως πάντα, τους Κέρτις Λαουπχάιμερ και Τζάστον Κράιβιν, για όλα. Τέλος, ειδικές ευχαριστίες σε όλες τις γυναίκες στο Χόλιγουντ, τόσο τις ηθοποιούς όσο και τις πίσω από τη σκηνή, που με τόση γενναιοδωρία μοιράστηκαν τις εμπειρίες και τον πόνο τους. Ελπίζω να μην πρόδωσα την εμπιστοσύνη τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ Να με φωνάζετε Ισμαήλ — και να με φωνάζετε συχνά». Γνώρισα κάποτε εναν ατζέντη του Χόλνγουντ που είχε τυπώσει αυτή τη φράση στο κάτω μέρος του επαγγελματικού του επισκεπτηρίου. Δεν είναι πολλοί εκείνοι που θ' αντιλαμβάνονταν το αστείο. Ούτε ο Ισμαήλ Ράις έκανε σπουδαίες δουλειές. Αλλά να θυμάστε πως αυτή είναι η πόλη όπου ο Μπομπ Λε Βιν, των Ιντερνάσιοναλ Στούντιο, ρώτησε κάποτε: «Ο Άμλετ; Έτσι δε λένε το όχημα του Μελ Γκίμπσον;» Οι συγγραφείς — Μελβίλ, Φόκνερ, ακόμη και ο Σαίξπηρ — δε χαίρουν μεγάλης εκτίμησης εδώ. Έχετε ακούσει το ανέκδοτο για τη ατάρλετ που κοιμήθηκε μ' ένα συγγραφέα πιστεύοντας ότι θα πάρει το ρόλο; Στη βιομηχανία του Χόλιγουντ, οι συγγραφείς βρίσκονται στον πάτο, κάτι σαν επαγγελματικό πλαγκτόν. Αυτό συμβαίνει με τους περισσότερους συγγραφείς —μυθιστοριογράφους, σεναριογράφους, συγγραφείς τηλεοπτικών σεναρίων. Αλλά όχι με όλους. Εγώ είμαι συγγραφέας, επέλεξα να ζήσω εδώ και με σέβονται. Εντάξει, δε με λατρεύουν, μπορεί να μην τους αρέσω, αλλά με σέβονται επειδή με φοβούνται. Και κερδίζω πολλά λεφτά. Πολλοί άνθρωποι ξέρουν ποια είμαι και πολλοί θα σας πουν ότι δε με συμπαθούν. «Η Λόρα Ρίτσι; Τι αιλουροειδές!» λένε, κι αυτό είναι ό,τι πιο ευγενικό έχουν να πουν. Αλλα όσο αγοράζουν τα βιβλία μου δε με νοιάζει. Στο κάτω κάτω δε με γνωρίζουν, είμαι απλώς ένα διάσημο όνομα. Έγινα διάσημη γράφοντας για τους διάσημους. Με φωνάζουν και Ρίτσι η Σκύλα. Αλλά υπάρχουν και χειρότερα. Χρειάζεται σκληρή δουλειά. Και είμαι περήφανη για τη δουλειά μου. Είναι βιογραφία. Όχι η γνώμη μου ούτε οι προκαταλήψεις μου. Έχω πολλές, αλλά τις κρατώ για τον εαυτό μου, τουλάχιστον όσο είναι δυνατό για ένα συγγραφέα. Κάνω προσεκτική και ολοκληρωμένη δουλειά. Είμαι ενσυνείδητη.
Παραδέχομαι βέβαια ότι σαν έργο ζωής δε συγκρίνεται με τον Καθεδρικό Ναό της Ρεμ ή με τις βιογραφίες του Τζορτζ Ουάσιγκτον και του Τσόρτσιλ. Αλλά είναι σχετικά λίγοι οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τους μεγάλους. Κι αν οι συγγραφείς δεν προκαλούν το σεβασμό και το ενδιαφέρον, τότε τι είναι αυτό που τα προκαλεί; Η ομορφιά. Η Αμερική είναι μια χώρα που καλλιεργεί τρία πράγματα: χρήματα, νιάτα και ομορφιά. Κι αν δεν έχεις τα δύο τελευταία, μπορείς να τ αγοράσεις με το πρώτο. Η ομορφιά είναι νιάτα. Η ομορφιά δεν πεθαίνει ή τουλάχιστον αυτή τψ εντύπωση δίνει. Για πρώτη φορά στην ιστορία, τα χρήματα αγοράζουν τψ ομορφιά. Η ομορφιά φέρνει χρήματα, τα χρήματα φέρνουν δύναμη. Μερικές φορές. Και όλοι θέλουν να διαβάζουν για όμορφες γυναίκες. Το ξέρω. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν το Μάριον Άντερσον: Ο αγώνας μιας Μαύρης Καλλιτέχνιδας. Βασιζόταν στην εργασία μου για το ντοκτορά. Πούλησα 2.216 αντίτυπα. Το δούλευα πέντε χρόνια. Αλλά, δυστυχώς, δεν ήταν όμορφη. Το τελευταίο μου βιβλίο, η Σερ, πούλησε μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Πολλαπλασιάστε τον αριθμό επί είκοσι δύο δολάρια — από τά οποία παίρνω το 15 τοις εκατό— και μετά ελάτε να τα πούμε. Ο τραπεζίτης μου με φωνάζει Μις Ρίτσι. Και πρόσωπα σαν τους Μπομπ Αε Βιν και Μάικ Όβιτς και Έιπριλ Άιρονς μου τηλεφωνούν και με καλούν στα πάρτι τους. Είναι ωραίο να σε προσέχουν. Ένα βιβλίο της Λόρα Ρίτσι πουλά. Το πενήντα εννιά τοις εκατό των Αμερικανών γνωρίζουν μια τηλεοπτική ηθοποιό, αλλά δεν είναι σε θέση ν' αναφέρουν ούτε ενός Βραβείου Νόμπελ τον κάτοχο. Για σκεφτείτε το. Δεν τη δημιούργησα αυτή την κοινωνία, απλώς προσπαθώ να ζήσω εδώ. Και ζω καλά και ήσυχα. Όχι βέβαια και πολύ ήσυχα. Κάτι τέτοιο δε βοηθά στις πωλήσεις. Έχω πάρει μέρος σ' ένα σωρό τηλεοπτικά ooov. AWct, παρ' όλ' αυτά και τη φωτογραφία στα οπισθόφυλλα των βιβλίων μου, καταφέρνω να έχω ιδιωτική ζωή. Ξέρετε γιατί; Επειδή ένας συγγραφέας —ακόμη και διάσημος— δε θα γινόταν ποτέ τόσο διάσημος ώστε να χάσει την ιδιωτική του ζωή. Οι ηθοποιοί, ναι. Κονφερασιέ, μοντέλα, αθλητές, ακόμη και διάσημες πόρνες και μέλη βασιλικών οικογενειών, γίνονται διασημότητες. Οι γυναίκες συνήθως γίνονται διάσημες επειδή είναι ωραίες. Οι άντρες για τα πλούτη και τις επιτυχίες τους. Κι εκείνοι που αγωνίστηκα για να βγουν από τψ αφάνεια στο φως της διασημότητας, κερδίζουν την αναγνώριση, αλλά χάνουν την προσωπική τους ζωή.
Γιατί η Αμερική είναι επίσης εθισμένη στη δόξα. Η φήμη είναι για τους Αμερικανούς πολύ σημαντικότερη από την επιτυχία. Αλλά το ίδιο το κοινό που σε ανεβάζει, μπορεί και να σε γκρεμίσει. Αυτό είναι ένα ].ιέρος της δουλειάς μου. Να τους γκρεμίζω. Γιατί η Αμερική θέλει να μαθαίνει τις βρόμικες δουλειές των διασημοτήτων: ιστορίες καταχρήσεων, οικονομικών καταστροφών, μοιχείας, ναρκωτικών, τιόνον. Την ασχήμια πίσω από την ομορφιά. Για τις γυναίκες, η ιστορία συνήθως αρχίζει με την εμφάνιση: μια καλλονή που αναζητά ακροατήριο. Δεν είμαστε αυτό που δείχνουμε. Αλλά η ομορφιά δεν αρκεί. Για μερικά θρυλικά ονόματα, την Τζέιν, τη Σαρλίν, τη Αάιλα, όλα άρχισαν με το κραγιόν. Δηλαδή κάτι παραπάνω από ένα κραγιόν. Μ' έναν καβγά για το κραγιόν. Αλλά προχωρώ πολύ. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας ξεναγήσω στην ιστορία μου. Επιτρέψτε μου να σας δείξω όλα τα ενδιαφέροντα μέρη. Στο κάτω κάτω ποιος ξέρει καλύτερα από jiéva τις διασημότητες του Χόλιγουντ; Υπόσχομαι μια σπουδαία ιστορία και κανείς εκτός από μένα δε θα μπορούσε να τη διηγηθεί από την αρχή ως το τέλος. Γιατί ήμουν εκεί. Και ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε χολιγουντιανός θρύλος σαν κι αυτόν. Αόρα Ρίτσι Χάλφγουεϊ, Γουαϊόμινγκ 199-
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα Η Olivia Goldsmith μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στο Μανχάταν και στο Χόλυγουντ. Το πρώτο της βιβλίο το Κλαμπ, των Πρώην, που εκδόθηκε επίσης από την Πάλιντρομ, γνώρισε τεράστια επιτυχία. Οι Χάρτινες Τίγρεις είναι το δεύτερο σε σειρά βιβλίο της και αναμένεται να ενθουσιάσει εξίσου κοινό και κριτικούς. Το συγγραφικό της ταλέντο είναι σίγουρο ότι θα την αναδείξει σύντομα σε πρόσωπο της ημέρας.
ΑΦΑΝΕΙΑ «Το πρώτο πραγματικό πρόβλημα που αντιμετώπισα στη ζωή μου ήταν εκείνο της ομορφιάς» ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ «Εγώ, παιδιά, το βλέπω σαν να ξυπνάς και να βλέπεις πως είσαι άσχημος και τότε ξέρεις τι είναι ο πραγματικός πόνος. Και δεν είναι αστείο. Και δε θέλω ν' ακούω παράπονα όπως: "Νομίζω είναι πραγματικά δύσκολο να είσαι όμορφη και να είσαι ηθοποιός"... Αφήστε με ήσυχο». ΝΤΟΝ ΣΙΜΣΟΝ «Αν υπάρχει ένα ελάττωμα στην ψυχή, δεν μπορεί να διορθωθεί στο πρόσωπο. AWct αν υπάρχει ένα ελάττωμα στο πρόσωπο και διορθωθεί, τότε διορθώνεται και η ψυχή». ΖΑΝ ΚΟΚΤΟ
/ Οι νεοϋορκέζικοι χειμώνες δεν είναι ευγενικοί με τους Τσιγγάνους του Μπρόντγουεϊ, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν Μόραν, και όχι για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα. Έβαλε τα δυνατά της για ν' ανοίξει τη βαριά γυάλινη πόρτα του γραφείου ανεργίας. Προχώρησε στο γκρίζο σαν σπηλιά δωμάτιο, αδιαφορώντας για τα διάφορα τόξα που, κρεμασμένα με καλώδια από την οροφή, έδειχναν τις κατευθύνσεις. Και, όπως έκανε κάθε βδομάδα τους τελευταίους έξι μήνες, πήρε τη θέση της σε μια ήδη μεγάλη ουρά, που αυτή τη φορά η αρχή της βρισκόταν μπροστά σε μια πολύ κοντή γυναίκα. Ελπίζω να μην είναι πολυλογού, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν. Η Μέρι Τζέιν άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό καθώς επιθεωρούσε την πολύ γνωστή σκηνή. Υπήρχαν οι εποχικοί εργαζόμενοι, αλλά στην πλειοψηφία τους οι περισσότεροι ήταν σαν κι αυτή — νέοι και δραστήριοι, πιθανόν ταλαντούχοι. Αλλά στη Νέα Υόρκη οι περισσότεροι από τους ταλαντούχους δεν κέρδιζαν τη ζωή τους από τις τέχνες. Αντίθετα, υπέφεραν. Σκέφτηκε ξανά το παλιό ανέκδοτο των σόου μπίζνες: Ο τύπος στο τσίρκο, που σκουπίζει τις ακαθαρσίες των ελεφάντων, αρχίζει να αισθάνεται άρρωστος και πηγαίνει στο γιατρό. Μετά από ντουζίνες τεστ, ο γιατρός του λέει πως έχει καλά νέα: «Τίποτε το σοβαρό, αν και πολύ σπάνιο. Φαίνεται ότι είστε αλλεργικός στις ακαθαρσίες των ελεφάντων. Αποφύγετε τις και θα είστε μια χαρά». «Μα δεν μπορώ!» φωνάζει ο τύπος και εξηγεί τι δουλειά κάνει. «Σταματήστε την», προτείνει ο γιατρός. Και ο τύπος κατάπληκτος: «Τι; Να εγκαταλείψω τις σόου μπίζνες;» Ό π ω ς και ο τύπος στο ανέκδοτο, η Μέρι Τζέιν δεν μπορούσε να τα παρατήσει, κι ας επιδεινωνόταν η αλλεργία της στις ακαθαρσίες των ελεφάντων. Συνήθως ένιωθε συμπόνια για τους άση-
μους συγγραφείς, χορευτές, ηθοποιούς και τραγουδιστές, αλλά όχι σήμερα. Πολλές ακαθαρσίες ελεφάντων — κι έχω τους δικούς μου μπελάδες, σκε'φτηκε και άρχισε να ψαχουλεύει στο βάθος της πλαστικής τσάντας της. Έβγαλε έξω ένα σκοροφαγωμένο αντίτυπο του Κονίνι και παραδόθηκε στη μακριά αναμονή. Η γυναίκα μπροστά της έκανε μια στροφή προς τη Μέρι Τζέιν και είπε: «Γεια! Διαολεμένος καιρός, ε;» Η Μέρι Τζέιν κοίταξε από την άκρη του βιβλίου της τη μικροκαμωμένη γυναίκα που φορούσε κάτι που θύμιζε παιδικό σακάκι. Ό χ ι πολύ καθαρή, έδειχνε ζαλισμένη ή με σαλεμένα τα λογικά της. Ο φίλος της Μέρι Τζέιν, ο Σαμ, τη φώναζε πάντα «μαγνήτη των ερειπίων», επειδή την πλησίαζαν για κουβέντα κάθε είδους περίεργοι και μανιακοί. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να φερθεί σκληρά σ' αυτήν τη μικροσκοπική γυναίκα. Κατά βάθος, η Μέρι Τζέιν ταυτιζόταν με κάθε γριά και μοναχική γυναίκα που έβλεπε. Να φοβάμαι το μέλλον; αναρωτήθηκε και ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι, μισώ να βρέχει και να χιονίζει όταν πρέπει να έρθω εδώ. Κάνει τα ζώα στα κλουβιά τους πολύ πιο δύστροπα από το συνηθισμένο», είπε, δείχνοντας μ' ένα νεύμα του κεφαλιού προς τους γραφειοκράτες πίσω από τα γκισέ. Εντάξει, αρκετά της μίλησε, δεν υπήρχε λόγος να την ενθαρρύνει κι άλλο. «Και δεν έχω διάθεση για τίποτε τώρα», είπε επιστρέφοντας στο βιβλίο της, καθώς η γυναίκα έκανε στροφή μέσα στις τεράστιες γαλότσες της και κοίταξε μπροστά, σφίγγοντας ακόμη πιο πολύ το σακάκι της. Πέρασαν πολλά λεπτά πριν η Μέρι Τζέιν συνειδητοποιήσει πως διάβαζε την ίδια παράγραφο ξανά και ξανά. Στο καλό, σκέφτηκε, ήμουν κάπως απότομη. Η γυναίκα απλώς προσπαθούσε να περάσει την ώρα της. Χτυπώντας την ευγενικά στον ώμο, η Μέρι Τζέιν της είπε: «Θέλεις μια τσίχλα;» Η γυναίκα δίστασε, μετά κοίταξε τη Μέρι Τζέιν, δέχθηκε και χαμογέλασε. Τα δόντια της έκαναν τη Μέρι Τζέιν να τρομάξει. Η γυναίκα εβγαλε από το περιτύλιγμα την Ντεντίν και την έχωσε στο στόμα της. «Έχω λίγο άγχος». Με το ένα της χέρι έδειξε στο γκισέ: «Φοβάμαι αυτό που θ' ακούσω όταν φτάσω εκεί».
Η Μέρι Τζέιν γέλασε. «Καλώς ήρθες στην παρέα», είπε. «Εγώ έχω πάρει ήδη την απάντηση, αλλά σκέφτηκα να ξανάρθω σήμερα μήπως κι έκαναν κάποιο λάθος». Η γυναίκα αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. «Τι κάνεις όταν δουλεύεις;» ρώτησε η Τζέιν. «Είμαι συγγραφέας, αλλά δούλευα σε δικηγορικό γραφείο μέχρι που με απέλυσαν. Κι εσύ;» «Είμαι ηθοποιός», της είπε η Μέρι Τζέιν. «Άνεργη σήμερα, αλλά κάποτε δούλευα. Είχα μια μεγάλη ευκαιρία στο Μπρόντγουεϊ πριν από τρία χρόνια, μου έκανε κολακευτικά σχόλια ο Τύπος και μετά τίποτε». «Τι έργο ήταν;» Η γυναίκα έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον. «Τζακ και Τζιλ και Συμβιβασμός. Παίζαμε πάνω από χρόνο». Η Μέρι Τζέιν ένιωσε να φουντώνει η κατάθλιψή της. «Κανείς δε με πρόσεξε από τότε». Τα πράγματα ήταν χειρότερα, αλλά, θύμισε στον εαυτό της, δεν ήταν ανάγκη να βγάλει τα εσώψυχά της α αυτήν τη γυναίκα που της ήταν εντελώς ξένη. «Ο επόμενος!» άκουσαν μια φωνή. Η γυναίκα ένευσε στη Μέρι Τζέιν καθώς προχώρησε άγαρμπα προς το γκισέ. «Καλή τύχη», της είπε πάνω από τον ώμο της. Η Μέρι Τζέιν κίνησε ξανά τα παγωμένα και υγρά πόδια της, παρακολουθώντας τη γυναίκα πίσω από το γκισέ να ψάχνει στους φακέλους της. Παρατήρησε το πρόσωπο της ηλικιωμένης όταν η υπάλληλος κουνούσε το κεφάλι της. Η δυστυχισμένη... Ή τ α ν πράγματι συγγραφέας ή απλώς φαντασιομανής; Την κοίταξε που έφευγε με αργό, βαρύ βήμα' είχε πια έρθει η δική της σειρά, η ώρα ν' ακούσει πως το επίδομα της ανεργίας θα τελείωνε σε δύο εβδομάδες. Η Μέρι Τζέιν Μόραν βγήκε από το γραφείο ανεργίας, γωνία Εικοστής Έκτης και Έκτης Λεωφόρου, κι έσφιξε το πολύχρωμο παλτό της πάνω στο γεροδεμένο σώμα της. Δυο ώρες και σαράντα λεπτά στην ουρά για εκατόν εβδομήντα έξι δολάρια. Στάθηκε για μια στιγμή στο κατώφλι για να μαζέψει τις σκέψεις της και ξεκίνησε. Οι φθηνές πλαστικές μπότες της χώνονταν στον πάγο, στέλνοντας νέα ρεύματα κρύου και υγρασίας στα πόδια της. Μετά άρχισε να χιονίζει. Σπουδαία, σκέφτηκε. Γιατί να μη με σταυρώσουν; Θα ήταν πιο απλό. Τρά-
βηξε το μαντίλι γΰρω από το λαιμό της για να προστατεύσει το πρόσωπο της από τις νιφάδες. Έχωσε τα χέρια της βαθιά στις τσέπες του φαγωμένου παλτού και συνέχισε να προχωράει. Ή τ α ν συνηθισμένη στο κρύο. Σαν να ζούσε πάντα στην παγωνιά. Η Μέρι Τζέιν είχε μεγαλώσει στο Σκάντερσταουν της Νέας Υόρκης με τη γιαγιά της. Οι γονείς της είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητικό. Αμυδρά μπορούσε να θυμηθεί τον καβγά ανάμεσα στο μεθυσμένο πατέρα και τη μητέρα της, το γλίστρημα του αυτοκινήτου, τα φρένα που στρίγκλιζαν, τα γυαλιά που έσπαγαν. Μετά τίποτε. Απλώς θυμόταν καλά την παγωνιά —ήταν μια νύχτα του Δεκεμβρίου — και μετά πώς έτρεμε στην αίθουσα υποδοχής του νοσοκομείου, ένα τρομαγμένο τετράχρονο κοριτσάκι σε σοκ, που κανείς δεν του έδινε σημασία, καθώς γιατροί και νοσοκόμες συνωστίζονταν γύρω από τους γονείς της. Η μητέρα της είχε πεθάνει. Ο πατέρας της είχε υποστεί σοβαρές βλάβες στον εγκέφαλο και τον έστειλαν σ' ένα νοσοκομείο. Κι αυτή, στα τέσσερα της, πήγε απρόθυμα στη μητέρα του πατέρα της, τη μοναδική εν ζωή συγγενή της. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια σ ένα ετοιμόρροπο αγροτόσπιτο, έξω από τη Νέα Υόρκη, σαν ανεπιθύμητος επισκέπτης στο σπίτι της πικρόχολης γριάς. Έκανε κρύο το χειμώνα, το ίδιο σχεδόν μέσα κι έξω από το σπίτι, και το μισούσε όπως και τώρα. Σκέφτηκε την άνεργη γριά στο γραφείο ανεργίας με το λεπτό πανωφόρι κι ένα ρίγος τη διαπέρασε. Στη Χέραλντ Σκουέαρ παρατήρησε ότι το Μέισις είχε ακόμη το χριστουγεννιάτικο ντεκόρ του. Την 1 η Δεκεμβρίου αρρώσταινε ακόμη και στη σκέψη των Χριστουγέννων. Τώρα, τον Ιανουάριο, αφού είχε επιζήσει στη διάρκεια των διακοπών, ευχόταν να μην είχαν ποτέ επινοηθεί τα Χριστούγεννα. Δεν άντεχε τη θέα των ανθρώπων που έβγαιναν από το κατάστημα. Αναστέναξε και θυμήθηκε το τηλεφώνημα της γιαγιάς της. Άλλη μια φτωχή γυναίκα που δεν την αγαπούσε κανείς. «Είμαι άρρωστη, Μέρι. Νομίζω πως κρυολόγησα. Δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δε θα σου το ζητούσα αν δεν ήμου,ν αναγκασμένη, Μέρι». Η γιαγιά τη φώναζε με το όνομά της μόνο όταν ήθελε κάτι. Διαφορετικά δεν το ανέφερε ποτέ. «Θα μπο-
ρούσες να έρθεις να με φροντίσεις για λίγες μέρες;» Στο κάτω κάτω είσαι νοσοκόμα. Η γιαγιά δεν το είπε αυτό, αλλά το υπονοούσε. Και, παρά την οργή, παρά την έντονη διάθεσή της να κατεβάσει το ακουστικό, ν' αλλάξει αριθμό τηλεφώνου, να το σκάσει, ν' αλλάξει το όνομά της, να μη γυρίσει ποτέ στα παλιά, επικράτησε η παλιά ενοχή. Έτσι, στις 24 Δεκεμβρίου, η Μέρι Τζέιν πήρε το λεωφορείο για να βρεθεί κοντά στο πρόσωπο που απεχθανόταν περισσότερο. Τα Χριστούγεννα στη Νέα Υόρκη θα ήταν απαίσια, ο Σαμ θα πήγαινε να τα περάσει στη Σαρασότα με τους γονείς του, αλλά το να επιστρέφει στο καλύβι έξω από την Ελμίρα για να φροντίσει τη γριά, έμοιαζε με εφιάλτη. Έκανε την παράλειψη του Σαμ να την καλέσει να πάει μαζί του ακόμη πιο οδυνηρή. Ντρεπόταν να την παρουσιάσει στους γονείς του; Η Μέρι Τζέιν αναστέναξε. Ο Σαμ ήταν θαυμάσιος, αλλά πολύ δύσκολος. Είχε παντρευτεί μια φορά, όταν ήταν πολύ νέος, και η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει. Έλεγε πως αυτός ήταν ο λόγος που μισούσε το γάμο. Τ η Μέρι Τζέιν δεν την ένοιαζε —πραγματικά δεν την ένοιαζε. Είχε αυτόν, τι τη χρειαζόταν τη βέρα; Αλλά αν είχαν παντρευτεί, δε θα την έπαιρνε μαζί του στη Φλόριντα; Δε θα είχε ήδη γνωρίσει τους γονείς του; Και σίγουρα ήταν προτιμότεροι από τη γιαγιά της. Απαίσια Χριστούγεννα... Και μήπως η γιαγιά της ένιωσε ευγνωμοσύνη; Ποτέ της δεν ένιωθε κάτι τέτοιο. Αντίθετα έβηχε με φλέματα κι έλεγε: «Πάχυνες, νομίζω. Κοίτα εμένα, πετσί και κόκαλο, αλλά εσύ πάντα ήσουν κρεατωμένη. Κρεατωμένη και ψηλομύτα. Πίστευες πως ήσουν καλύτερη από τους άλλους ανθρώπους. Το Σκάντερσταουν δε σου ταίριαζε. Ούτε το επάγγελμα της νοσοκόμας. Έπρεπε να πάρεις εκείνο το άχρηστο πτυχίο, που ούτε το χρησιμοποίησες. Η δεσποινίς ηθοποιός! Δούλεψες πουθενά τελευταία; Δε σε είδα στην τηλεόραση ούτε πουθενά αλλού. Τι έγινε με το θεατρικό έργο που έπαιζες;» Συνέχιζε ανυπόφορα και σταματούσε μόνο όταν ο συνδυασμός του κονιάκ και των υπνωτικών τη βύθιζε σε λήθαργο. Ή τ α ν πέρα από τις αντοχές της Μέρι Τζέιν. Θα 'πρεπε να νιώθω ευγνωμοσύνη που έχω την υγεία μου, έλεγε στον εαυτό της. Θα 'πρεπε να νιώθω ευγνωμοσύνη που είμαι
πνευματώδης. Δεν έχουν όλοι αυτό το χάρισμα. Σκεφτόταν μια συμμαθήτριά της στο γυμνάσιο, την Μάρτζερι Χάιμαν, που δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί ούτε την πρωτεύουσα της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Αλλά τότε η Μάρτζερι ήταν ένα από τα ωραιότερα κορίτσια στην ευρύτερη περιοχή του Σκάντερσταουν και η Μέρι Τζέιν έβλεπε μόνο πως την κυνηγούσαν όλα τ' αγόρια κι έδιναν μάχες για να καθίσουν πλάι της στο σχολικό λεωφορείο. Αυτό ήταν πάντα ένα από τα προβλήματά της, σκέφτηκε: είχε μεγάλη φαντασία. Σαν τινέιτζερ δεν μπορούσε να κάθεται στο τέρμα του γηπέδου όπως τ' άλλα αγροτοκόριτσα, που έδειχναν ευχαριστημένα σαν αγελάδες. Η Μέρι Τζέιν παρακολουθούσε τις μασκότ, ανάμεσα τους και τη Μάρτζερι Χάιμαν, και φανταζόταν πώς νιώθεις μπροστά στο πλήθος με μια κοντή φούστα. Και ήταν σίγουρη πως θα της άρεσε. Από τότε φανταζόταν πώς ένιωθε η Λαίδη Μάκβεθ καθώς περπατούσε μέσα στο σκοτεινό υπνοδωμάτιο για να γίνει φόνισσα, πώς ένιωθε η Άννα Καρένινα ακούγοντας το τρένο να έρχεται και πώς η Άλις Άνταμς όταν στους χορούς την αγνοούσαν όλοι. Ω, ναι, αυτό το φανταζόταν καλά. Αλλά αυτό, θύμιζε κυνικά στον εαυτό της, δε χρειαζόταν μεγάλη φαντασία, αφού όλοι στο σχολείο την αγνοούσαν παντελώς. Περπατούσε στους χώρους του σχολείου σαν φάντασμα. Ή τ α ν συνηθισμένη. Μεγάλη μύτη. Χοντρά φρύδια. Λεπτά χείλη. Τότε το πήρε απόφαση πως τίποτε δε θα ήταν εύκολο γι' αυτή, δε θα 'βρίσκε κανένα χέρι βοήθειας. Έπρεπε να τα καταφέρει μόνη της. Τα αγόρια δε θα τη βοηθούσαν, ούτε και η γιαγιά της. Έπρεπε να τα κάνει όλα μόνη της. Και τα έκανε. Σπούδασε νοσοκόμα με υποτροφία, για να φύγει από το Σκάντερσταουν. Και μετά μαθήματα υποκριτικής και μάταιες επισκέψεις σε ατζέντηδες, ακροάσεις, μεροκάματα, μικροί ρόλοι, απορρίψεις. Χρειάστηκαν τόσα πολλά χρόνια για ν' αποδείξει κάτι στον εαυτό της, αλλά τελικά την αναγνώρισαν, την αποδέχθηκαν, την πλήρωσαν για να κάνει τη δουλειά που λάτρευε. Και την αγάπησε ένας άντρας που ήταν έξυπνος και
όμορφος. Και τώρα όλα έδειχναν πως τα έχανε όλ' αυτά, πως επέστρεφε στις ακαθαρσίες των ελεφάντων. Ένας παγωμένος αέρας σάρωσε το Μπρόντγουεϊ, αναγκάζοντας τη Μέρι Τζέιν ν' αναζητήσει καταφύγιο στην πόρτα ενός σπιτιού, όπου προσπάθησε να ξαναβρεί η αναπνοή της το ρυθμό της και να ξεκουραστεί για λίγο. Καθώς στεκόταν εκεί, παρακολουθώντας τους ανθρώπους να μπαίνουν στα ταξί, έκανε ξανά στον εαυτό της τη γνωστή ερώτηση, που γνώριζε την απάντησή της. Γιατί τα κάνω όλ' αυτά; Παράτα τα, έλεγε η φωνή μέσα της, η φωνή της γιαγιάς της. Δεν έχεις λεφτά οΰτε για το εισιτήριο του λεωφορείου, οι μπότες σου μπάζουν νερά, το παλτό σου είναι πέντε χρόνων και περπατάς μέσα στην καταιγίδα για να πας στις πρόβες που δε σου προσφέρουν τίποτε, αλλά απαιτούν από σένα πενήντα ώρες την εβδομάδα. Πρέπει να είσαι τρελή. Αλλά ήξερε πως δεν ήταν. Έκανε αυτό που πάντα ήθελε. Σαν παιδί, το θέατρο είχε σώσει τη ζωή της. Έπαιζε σε όλες τις σχολικές παραστάσεις και ήταν καλή. Κάτι παραπάνω. Ή τ α ν αληθινή. Της έδειξε το σωστό δρόμο για να φΰγει, να ξεφύγει από την ανυπόφορη ζωή της. Ήξερε πως η γιαγιά της δε θα πλήρωνε για τα μαθήματα υποκριτικής και δεν είχε χρήματα ούτε τρόπο να κερδίσει τη ζωή της. Πήγε με το ζόρι στη σχολή νοσοκόμων και τη μισούσε. Ήθελε να είναι ηθοποιός, πάντα αυτό αγαπούσε. Εκεί έχασε τον εαυτό της, βρήκε φίλους και ξανακέρδισε τον εαυτό της. Αλλά τώρα, για άλλη μια φορά, θ' αναγκαζόταν ν' ασκήσει το επάγγελμα της νοσοκόμας για να βγάλει λίγα λεφτά. Υπήρξε μια εποχή, όχι τόσο μακρινή, που πίστεψε πως τα μεροκάματα τέλειωσαν, πως επιτέλους μπορούσε να κερδίζει τη ζωή της σαν ηθοποιός. Είχε πάρει το ρόλο στο θεατρικό έργο. Έπαιζε μια μεσήλικα που μέσα σε μια νύχτα ερωτεύτηκε έναν άντρα. Στη σκηνή ήταν πάντα γυμνοί, πάνω στο κρεβάτι, με λιτό σκηνικό, και αυτό ήταν που ήθελε πάντα —τον τρόπο να γίνει μια ηθοποιός που εργάζεται. Και το εκπληκτικό ήταν πως οι κριτικοί την επαίνεσαν, μετακόμισε σ' ένα μεγάλο σπίτι έξω από το Μπρόντγουεϊ και για δύο χρόνια σχεδόν έπαιζε το ρόλο της Τζιλ, το ρόλο που αυτή είχε δημιουργήσει. Και, το σπουδαιότερο, τα δικαιώματα του έργου πουλήθηκαν στον κινηματογράφο κι ένας
παραγωγός, ο Σέιμορ Λε Βιν συναντήθηκε μαζί της και σχεδόν της υποσχέθηκε το ρόλο. Ονειρευόταν όταν ήταν μικρή, αλλά ουδέποτε τόλμησε να ονειρευτεί πως θα έκανε κινηματογράφο. "Ετσι, παρά την επιτυχία της, η γιαγιά της, η Μάρτζερι και όλοι οι υπόλοιποι στο Σκάντερσταουν δεν έμαθαν τον θρίαμβο της. Δεν πήγαιναν να δουν έργα στο Μπρόντγουεϊ. Αλλά μια ταινία! Όλοι θα την έβλεπαν. Θα ήταν μια εκδίκηση και για πρώτη φορά στην επαγγελματική της ζωή θα κέρδιζε κάποια χρήματα. Το έργο θα της έφερνε όλα όσα ήθελε. Ή τ α ν το έργο που της είχε φέρει και τον Σαμ. Είχε γράψει και σκηνοθετήσει την παράσταση. Την είχε διαλέξει, την είχε σκηνοθετήσει και — θαύμα θαυμάτων — την είχε ερωτευτεί. Μετά, πριν από έξι σχεδόν μήνες, όταν το έργο αγοράστηκε από το Χόλιγουντ, έκανε διαπραγματεύσεις για να σκηνοθετήσει την ταινία. Και της είχε πει πως αυτή θα υποδυόταν την Τζιλ στη μεγάλη οθόνη. Αυτός ο τραγικός ρόλος θα ήταν δικός της. Για πάντα. Ο Σαμ πήγε στο Λος Άντζελες για τις διαπραγματεύσεις. Στην αρχή της τηλεφωνούσε κάθε βράδυ, μετά βράδυ παρά βράδυ. Μετά, για σχεδόν μια εβδομάδα, δεν της τηλεφώνησε. Είχε γίνει κουρέλι. Τέλος πήρε το σημείωμά του: «Συγχώρεσε' με, έκανα ό,τι μπορούσα. Θα είμαι πίσω σε τέσσερις μέρες». Δυο μέρες αργότερα, διάβασε στο Βαράιη πως η Κρίσταλ Πλένουμ θα έπαιζε την Τζιλ. Για είκοσι τέσσερις ώρες η Μέρι Τζέιν δεν μπόρεσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ο μόνος που τη βοήθησε να το ξεπεράσει ήταν ο φίλος της ο Νιλ Μορέλι. «Είναι καθίκια», της είπε, καθώς εκείνη πεσμένη μπρούμυτα πνιγόταν σε βουβούς λυγμούς. «Άκου, θυμάσαι τι λένε οι ταοϊστές;» «Όχι, τι;» Ρούφηξε τη μύτη της. «'Ετσι γίνεται με τα σκατά». Ανακάθισε και σκούπισε τη μύτη της. «Ναι», συμφώνησε. «Και οι ινδουιστές λένε: Αυτά τα σκατά έχουν ξαναγίνει». Ο Νιλ χαμογέλασε. Σχεδόν έδειχνε όμορφος. «Έλα, φάε τα ριγκατόνι με σάλτσα που ετοίμασα. Η Κρίσταλ Πλένουμ είναι υπερφυσική μπεμπέκα. Θα αποτύχει. Εσύ δημιούργησες την
Τζιλ. Εσύ της έδωσες ζωή. Όποιος σε είδε στη σκηνή δε θα σε ξεχάσει ποτέ». «Ναι, και κανείς δε θα με ξαναδεί». Πάλι η θλίψη την πλημμύρισε και απομακρύνθηκε για να κλάψει. «Ε, να σου πω... Θα πάρεις άλλο ρόλο. Θυμάσαι τι είπαν οι κριτικοί; Εκπληκτική, με πάθος, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού. Ακόμη κι εκείνο το κάθαρμα, ο Τζον Σάιμον, είπε πως ήσουν μοναδική. Κι αυτός σιχαίνεται τους πάντες. Γάμησέ το το Χόλιγουντ. Γάμησέ τον και τον Σαμ. Γάμα τους όλους. Και μια και μιλάμε γι' αυτό, τι θα 'λεγες να πηδήξεις εμένα;» «Ω Νιλ...» «Καλά. Μπορεί αργότερα, αφού φυσήξεις τη μύτη σου». Γης έδωσε ένα καινούριο Κλινέξ. «Τι θα 'λεγες να φυσήξεις τη μύτη σου;» Εκείνη του έκανε μια γκριμάτσα και υπάκουσε. «Μπράβο, καλό κορίτσι. Εγώ λέω την άλλη φορά να μη χρησιμοποιήσεις τη μύτη σου, αλλά το στόμα. Το 'πιασες; Ό,τι πρέπει για να γίνεις δημοφιλής. Μπορεί να βρεις και ρόλο». Ο Νιλ, ο καλύτερος της φίλος, την κρατούσε στην αγκαλιά του όταν έκλαιγε, την έκανε να γελάει, την τάιζε ζυμαρικά. Ή τ α ν σπουδαίος φίλος, αλλά έκανε λάθος. Η Μέρι Τζέιν δεν είχε ξαναπάρει ρόλο πριν από το «Τζακ και Τζιλ. Ο Σαμ επέστρεψε, ντροπιασμένος κι ένοχος, κι εκείνη προσπάθησε να το δεχθεί και να καταλάβει. Και βέβαια δεν είχε άλλη επιλογή. Και βέβαια το Χόλιγουντ ήθελε την πιο φλογερή γυναίκα στην πόλη. Και όταν η Κρίσταλ Πλένουμ δέχθηκε το ρόλο, η Μέρι Τζέιν προσπάθησε να μη ζητήσει ευθύνες από τον Σαμ. Για έξι μήνες προσπάθησε να τον συγχωρήσει, καθώς έβλεπε την καριέρα του να εκτινάσσεται στα ύψη. Έπρεπε να τον συγχωρήσει, αλλιώς θα τον έχανε. Τον αγαπούσε και ήξερε πως είχε βάλει τα δυνατά του. Το Χόλιγουντ απλώς δεν ήθελε τις γεμάτες, συνηθισμένες και μιας κάποιας ηλικίας γυναίκες. Και, απ' ό,τι ήξερε, δεν τις ήθελε όλη η Αμερική. Η Μέρι ένιωσε ρίγη κι έσφιξε το παλτό πάνω της. Ο Σαμ προσπάθησε να της το σερβίρει με τον καλύτερο τρόπο. Μείωσε όσο μίίορούσε τα ταξίδια του στο Χόλιγουντ και ξεκίνησε μια νέα παραγωγή στο Μπρόντγουεϊ, στην οποία εκείνη θα έπαιρνε μέρος. Αλλά δεν άντεχε την κατάθλιψή της.
Ξανά το ρίγος. Ο άνεμος γινόταν όλο και πιο παγωμένος. Στην Τάιμς Σκουέαρ πήρε το δυτικό δρόμο για την περιοχή των θεάτρων. Άσχημη, με τους σοβάδες να κρέμονται, σκοτεινή, με δρομάκια όλο οΰρα, αλλά αυτό το μέρος το λάτρευε. Ήταν Τετάρτη αργά το απόγευμα και οι άνθρωποι κοιτούσαν πώς να φτάσουν στα σπίτια τους χωρίς να παγώσουν πολύ. Η Μέρι Τζέιν κοίταξε την τεράστια επιγραφή έξω από το Πλίμουθ Θίατερ. Είχε πάει για ακρόαση, αλλά τίποτε. Και τώρα σκεφτόταν με φθόνο όλους τους ευτυχισμένους ηθοποιούς, που κάθονταν στα ζεστά καμαρίνια τους. Από τότε που σταμάτησαν οι παραστάσεις του Τζέιν και Τζιλ ένιωθε χαμένη. Και τώρα φοβόταν πως θα έχανε και τον Σαμ. Είχε αφοσιωθεί στην ταινία, ενώ αυτή βούλιαζε όλο και πιο πολύ στη μιζέρια της. Τον παρακολουθούσε να ετοιμάζεται για τα ταξίδια του στο Λος Άντζελες και μισούσε τον εαυτό της όταν κρεμιόταν πάνω του πριν φύγει κι όταν γύριζε, όπως θα συνέβαινε και απόψε. Ο Σαμ τα μισούσε αυτά. Γι' αυτό και πήγαινε να τη βρει στις πρόβες. Για να μειώσει την ένταση. Θα ήταν η πρώτη πρόβα μαζί του μετά από εβδομάδες. Ασχολιόταν με τη θεατρική αυτή ομάδα εδώ και τέσσερα χρόνια. Κι όταν εκείνος έλειπε, ένιωθαν όλοι χαμένοι. Αλλά θα γύριζε τώρα, για λίγο, κι εκείνή θα έβρισκε κάπως τον εαυτό της. Και δε θα σκεφτόταν πως θα την ξανάφηνε για μήνες και προσπαθούσε να μη νιώθει πως θα την άφηνε για πάντα. Της ζήτησε να πάει μαζί του, θύμισε στον εαυτό της. Τσως δεν έπρεπε ν' αρνηθεί. Τώρα έριχνε χιονόνερο. Στο Λος Άντζελες δεν είχε χιονόνερο. Ούΐε χιονόνερο ούτε δουλειά, είπε στον εαυτό της. Τελικά διέσχισε την Ό γ δ ο η Λεωφόρο, προσπέρασε δυο μαύρες πόρνες που έτρεμαν στην πόρτα ενός χαμπουργκεράδικου κι έφτασε στην είσοδο του σπιτιού του εφημερίου, στην εκκλησία του Αγίου Μαλαχία. Έσπρωξε τις βαριές ξύλινες πόρτες. Ο πατήρ Ντάμιεν, ο ιερέας των ηθοποιών, στεκόταν εκεί κουβεντιάζοντας και την κοίταξε κατάπληκτος. «Μέρι Τζέιν, είσαι βρεγμένη ως το κόκαλο». Ο άντρας με τα λευκά μαλλιά έτρεξε κοντά της και τη βοήθησε ν' απαλλαγεί από
το γεμάτο χιόνι παλτό της. Πάντα βοηθά τους ηθοποιούς, σκέφτηκε μ' ευγνωμοσύνη, και το ενδιαφέρον του τη συγκίνησε. «Τι συνέβη;» «Μη ρωτάτε, πάτερ. Είμαι μια άνεργη ηθοποιός της Νέας Υόρκης κι εσείς ο φύλακας άγγελος μου. Αυτό μόνο ξέρω». Κρατώντας τις μουσκεμένες, σχισμένες μπότες της από τις άκρες, και με το παλτό της ριγμένο στο ένα χέρι, άνοιξε την πόρτα προς τις σκάλες και είπε: «Ας φέρουν λίγο ζεστό καφέ, αλλιώς θα κάνω φόνο».
2 Ο Σαμ Σιλντς πέταξε το πουλόβερ του στο κρεβάτι. Το ταξίδι του από το Λος Άντζελες έπρεπε λογικά να τον είχε κουράσει, αλλά αυτός ένιωθε γεμάτος ενεργητικότητα. Και ήταν πολύ ωραίο να ταξιδεύει κανείς με την MGM Grand. Πρώτη θέση και με συνταξιδιώτες αντάξιους της πρώτης θέσης. Η εταιρεία τον είχε στείλει στο αεροδρόμιο με λιμουζίνα. Η τέλεια πολυτέλεια όταν πληρώνουν άλλοι. Τέρμα τα στριμώγματα για τον Σαμ Σιλντς. Καιρός ήταν πια. Τα λεφτά —δικά του ή των άλλων— ήταν κάτι που ο Σαμ δεν είχε απολαύσει ποτέ. Είχε μεγαλώσει στη βόρεια ακτή του Λονγκ Άιλαντ, α ένα μικρό νοικιασμένο σπίτι, πάντα σε τόσο κακή κατάσταση που οι ταπετσαρίες κρέμονταν από τους τοίχους. Ουδέποτε υπήρχαν αρκετά χρήματα για αξιοπρεπή ρούχα ή κρέας καλής ποιότητας — η αλήθεια είναι πως δεν έλειπε ποτέ το μπουκάλι το τζιν, που άδειαζε πότε από τον πατέρα του και πότε από τη μητέρα του. Έμαθε, λοιπόν, ο Σαμ τι σημαίνει ποιότητα, αλλά και πώς να ζει χωρίς αυτήν. Οι άνθρωποι μιας κάποιας κοινωνικής τάξης φορούσαν ρούχα από τους αδερφούς Μπρουκς κι όχι κοστούμια του Ρόμπερτ Χαλ. Έτσι, αν δεν υπήρχαν λεφτά για ένα καλό καινούριο μπλέιζερ, ο Σαμ φορούσε το παλιό ώσπου τα μανίκια έφταναν τόσο ψηλά που έμοιαζαν σαν
να τα είχε ανασηκώσει. Ο πατέρας του, αποτυχημένος διαφημιστής, υπήρξε κάποτε το χρυσό αγόρι του Ντόιλ Ντέιν, τότε που αυτό ήταν το κατάλληλο μέρος για έναν έξυπνο απόφοιτο του Γέιλ. Η μητέρα του είχε περάσει δυο χρόνια στου Σμιθ και μετά δούλεψε στης Κάτι Γκιμπς. ψηλόλιγνοι και όμορφοι και οι δυο, εκείνος ξανθός, εκείνη μελαχρινή, γνωρίστηκαν στο γραφείο και παντρεύτηκαν ένα μήνα αργότερα. Τι να ένιωσαν στη δεκαετία του 1950, τότε που οι γυναίκες φορούσαν καπέλα και γάντια, όλοι έπιναν Μανχάταν και η πόλη έμοιαζε με λαμπερό μαργαριτάρι; Να ένιωσαν τότε κι αυτοί, όπως τώρα ένιωθε ο Σαμ, σαν να απλώνεται στα πόδια του ο κόσμος ολόκληρος; Αναρωτιόταν αν ποτέ βρέθηκε μπροστά τους η μεγάλη ευκαιρία κι αν ήξεραν πότε ακριβώς την έχασαν μέσα από τα χέρια τους. Γιατί, γι' αυτούς τους δυο, μετά τις πρώτες ευτυχισμένες μέρες, όλα ήταν πάντα πολύ στριμωγμένα. Ο Φίλιπ μισούσε ν' αντιγράφει στη γραφομηχανή τα κείμενα των άλλων πάντα είχε στο νου του να γράψει κάτι δικό του, αλλά δεν το έκανε ποτέ και η γυναίκα του πάντα τον κατηγορούσε γι' αυτό. Κι όταν πέρασε ο καιρός, ο Φιλ ένιωθε πως δεν μπορούσε να γράψει ούτε σελίδα. Και η μητέρα του Σαμ, γυναίκα λεπτοκαμωμένη αλλά με θαρραλέα καρδιά, παρά τα πτυχία και τις καλές προθέσεις του άντρα της, πρέπει να συνειδητοποίησε πως είχε ποντάρει σε λάθος άλογο. Στον Σαμ οι γονείς του θύμιζαν ήρωες ενός μυθιστορήματος που ο Φιτζέραλντ δεν έγραψε ποτέ. Σαν εκείνους τους ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους στην άκρη ενός ωραίου κόσμου, αλλά δεν μπήκαν ποτέ μέσα. Ούτε που πλησίασαν. Κι εκεί, στην άκρη, έκανε παγωνιά. Ο Σαμ μισούσε τα μυθιστορήματα του Φιτζέραλντ. Οι γονείς του τον έμαθαν να νιώθει ανώτερος κάθε φορά που βρισκόταν μπροστά σε ανθρώπους απέναντι στους οποίους δεν ένιωθε κατώτερος. Να ρίχνει μια ματιά εκεί κάτω, στους Εβραίους, τους Ιταλούς και κυρίως τους Ιρλανδούς. Οι μαύροι ούτε που αναφέρονταν. Τον δίδαξαν να σέβεται τους Γουίτνις — μακρινούς συγγενείς του πατέρα του— τους Χάριμαν, τους Βάντερμπιλτ, τους Ρούσβελτ και όλα τα ξαδέρφια τους, τους εξ αγχιστείας συγγενείς τους, τους υπαλλήλους τους. Και σαν να ήταν ο ίδιος
απόγονος μεγάλης οικογενείας, τον έστειλαν στο Ντίρφιλντ και στο.Γέιλ —με υποτροφία και στα δύο. Ύστερα κύλησε και αυτός στην αφάνεια, με το φόβο πως θ' αποτύγχανε όπως ο πατέρας του. Τώρα όλα είχαν αλλάξει. Χαμογελούσε καθώς έβγαζε το μπουφάν του από τη βαλίτσα του. Ή τ α ν ένα παλιό λινό μαύρο μπουφάν — πάντα φορούσε μαύρα— και πολύ καλοκαιρινό για τη χειμωνιάτικη Νέα Υόρκη. Αλλά ήταν μια χαρά για το Λος Άντζελες. Όλα ήταν μια χαρά στο Λος Άντζελες. Είχε ταιριάξει με την 'Ειπριλ, το σενάριο προχωρούσε πολύ καλά και όλα έδειχναν πως η παραγωγή θα ξεκινούσε νωρίς, το Μάιο. Αν όλα πήγαιναν καλά και με την επιλογή των ηθοποιών, έτσι θα γινόταν. Εκεί ήταν το πρόβλημα. Το Τζακ και Τζιλ ήταν έργο θαρραλέο, κομμάτι της ζωής. Το έβλεπε σαν φιλμ νουάρ. Κι ακόμη αυτό πίστευε. Ό χ ι πως δεν είχε χιούμορ, πάθος, τα πάντα. Αλλά ήταν μια σκοτεινή ιστορία. Μια αληθινή ιστορία. Και όλες οι αληθινές ιστορίες είναι σκοτεινές. Η δική του ήταν. Το αγόρι από το Λονγκ Άιλαντ, που πήγε στην πόλη, πείνασε, έζησε για το θέατρο, έγραψε καλά έργα, αγνοήθηκε, σχεδόν τα παράτησε, μετά έγραψε άλλο ένα, πήγε καλά. Ο Σαμ ανασήκωσε τους ώμους, κουρασμένος από το άδειασμα των αποσκευών του και πέταξε τα βρόμικα ρούχα του σε μια γωνία. Υπό κανονικές συνθήκες αυτά τ' αναλάμβανε η Μέρι Τζέιν. Αλλά όχι τώρα, έτσι όπως ήταν τα πράγματα. Τα τελευταία δύο χρόνια ζούσαν μαζί, στο σπίτι της κυρίως, αλλά ο Σαμ είχε την πρόνοια να κρατήσει τη σοφίτα του στην Ανατολική Δέκατη Ένατη Οδό. Γι' αυτόν ήταν σημαντικό να έχει το δικό του ησυχαστήριο, τόσο σημαντικό που το καταλάβαινε και η Μέρι Τζέιν. Και κρατούσε τις αποστάσεις ασφαλείας. Ή τ α ν εραστές, αλλά ποτέ του δεν έκρυψε πως γι' αυτόν ήταν όλα ανοιχτά. Πήγε στην άλλη άκρη της σοφίτας και πάτησε το κουμπί του τηλεφωνητή του. Ακούστηκε η ταινία που γύριζε, ένα μπιπ, ένα κλικ και μετά η φωνή της Μέρι Τζέιν γέμισε το δωμάτιο: «Ακόμη να γυρίσεις; Ελπίζω να πήγαν όλα καλά με την πτήση σου. Πήγα στο γραφείο ανεργίας. Μ' αυτό τον καιρό! Τηλεφώνησέ μου μόλις γυρίσεις. Φεύγω στις εντεκάμισι». Κι άλλο μπιπ. Ο Σαμ κοίταξε
το ρολόι του. Μία παρά πέντε. Την είχε χάσει. Δεν πειράζει. Κούνησε το κεφάλι του. Την άκουσε μια χαρά, αλλά τον έκανε πάντα να νιώθει δυσάρεστα. Ένοχα. Γιατί αυτή ήταν η σκοτεινή πλευρά: η Μέρι Τζέιν. Όχι πως ήταν καμιά μοιραία γυναίκα. Ο Σαμ χαμογέλασε. Είχε δεινοπαθήσει με όλες εκείνες τις νευρωτικές και ναρκισσίστριες ηθοποιούς. Παντρεύτηκε τη Σάινα μόλις στα είκοσι τρία του και την άφησε να τον βασανίζει επί τέσσερα χρόνια. Μετά αγρίεψε, αλλά, περίπου ένα χρόνο από τότε που βρήκε τη Νόρα α ένα μπαρ, ένιωσε πως κι αυτή τον έκανε έξαλλο. Ποια ήταν ωραιότερη, η Σάινα ή η Νόρα; Ποια ήταν η πιο εγωίστρια; Αδύνατο να βγάλει άκρη. Μετά τη Νόρα, ακολούθησε μια αλυσίδα τέλειων γυναικών, με εκπληκτικά κορμιά, θαυμάσια στήθη, αξιολάτρευτα χείλη και τρυφερά, όλο υποσχέσεις μάτια. Είτε έπληττε μαζί τους, είτε γινόταν έξαλλος. Μέχρι τη Μέρι Τζέιν. Στα τριάντα έξι του, μόλις είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι μπορεί και να ταν αποτυχημένος — και με το τελευταίο του έργο, αυτό έλεγε. Ο Τζακ ήταν ο εαυτός του, απελπισμένος και φοβισμένος. Φοβόταν μια ακόμη αποτυχία, μια ακόμη ιιροσπάθεια που δεν οδηγούσε πουθενά. Φοβόταν πως, αν κι αυτό το έργο πήγαινε στον κάλαθο των αχρήστων, δε θα είχε άλλη ευκαιρία. Και τότε ήρθε η Μέρι Τζέιν. Με ταλέντο. Πολύ ταλέντο. Πήρε το ρόλο. Διάβολε, ο ρόλος της Τζιλ ήταν δικός της. Τον ζωντάνεψε. Όταν βρισκόταν στη σκηνή η Μέρι Τζέιν, εκείνος δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της. Η δουλειά μαζί της ήταν τόσο συναρπαστική... Λεπτομέρεια δεν της ξέφευγε. Και το ήξερε. Άγγιζε στο ζενίθ τη συγκίνηση, κάθε φορά γινόταν καλύτερη. Έκανε πάντα το ρόλο να φαίνεται καινούριος, φρέσκος. Εκτός σκηνής βέβαια δεν έλεγε τίποτε. Ποτέ του δεν την πήρε μαζί του να την παρουσιάσει στους όλο διάθεση για κριτική γονείς του. Φανταζόταν τη ματιά της μητέρας του να περιεργάζεται τη Μέρι Τζέιν από την κορυφή ως τα νύχια. Μισή Ιρλανδή, μισή Εβραία, ό,τι χειρότερο. Ο Σαμ ούτε να φανταστεί ήθελε την γκριμάτσα της μητέρας του, που θα συνοδευόταν από ένα χαμό-
γελο με σφιγμένα δόντια. Η Μαίρη Τζέιν δε θα περνούσε τις εξετάσεις. Αλλά εκείνος έβρισκε πως είχε κάποιον να κουβεντιάσει. Σ' αντίθεση με τις καλλονές, εκείνη άκουγε, απαντούσε, ήταν ζεστή, αξιαγάπητη και πάντα ειλικρινής. Ναι, ήταν ειλικρινής κι αυτός εκτιμούσε την τιμιότητα και την αλήθεια, αν και τελευταία δεν τα πήγαινε και πολΰ καλά με τις δυο αυτές έννοιες. Θεέ μου, γιατί η ζωή είναι τέτοια; Δεν μπορείς να πάρεις αυτό που θέλεις, χωρίς να το στερήσεις από κάποιον άλλον. Και μια φορά κι έναν καιρό, πριν από τρία χρόνια, η Μέρι Τζέιν ήταν αυτό που ήθελε. Το θύμιζε συνέχεια στον εαυτό του. Ή τ α ν ζεστή και πάντα εκεί. Τον είχε κατακτήσει με τη ζεστασιά και το παίξιμο της και ήταν συγκινητικό το πόσο τον αγαπούσε. Είχε συγκινηθεί με το πάθος της και την ευγνωμοσύνη της. Και όταν έκανε τη σύγκριση με τη Σάινα και τη Νόρα, τις παγερές και εγωκεντρικές, και με όλες εκείνες τις ωραίες και δύσκολες γυναίκες που γνώρισε, για πρώτη φορά ένιωθε ευτυχισμένος. Η Μέρι Τζέιν δε ζήτησε τίποτε και του τα έδωσε όλα. Κι αν σ' αυτό υπήρχε κάποια έλλειψη ισορροπίας, εκείνος ένιωθε πολύ άνετα για να προβληματιστεί. Ό χ ι πως δεν έκανε τις στραβοτιμονιές του. Είχε κοιμηθεί με μερικές ομορφούλες, αλλά πάντα ένιωθε ευχάριστα και δυνατός όταν γύριζε στη Μέρι Τζέιν. Και δεν της είχε υποσχεθεί τίποτε. Απολύτως τίποτε. Πάντοτε ήταν ξεκάθαρος σχετικά μ' αυτό. Κι όμως, είχε γίνει φυσικό να μένει στο σπίτι της. Ή τ α ν άνετα εκεί, πάντα έβρισκε μια ζεστή σούπα και τα ρούχα του πλυμένα και σιδερωμένα. Μια ευκαιρία να ξαναβρεί τον εαυτό του, να γλείψει τις πληγές του. Σαν να επέστρεφε στη μήτρα της μάνας του. Το μεγάλο της σώμα απόπνεε άρωμα μητρικό. Και πίστευε σ αυτόν, μ1 εκείνο τον τρόπο που η δική του, η λεπτή, όμορφη, δύσκολη μάνα δεν πίστεψε ποτέ. Το ταλέντο και η πίστη της Μέρι Τζέιν τον στήριζαν. Δούλευαν μαζί όλη μέρα στις πρόβες και τη νύχτα ανακούφιζαν ο ένας τον άλλο. Πρέπει να ήταν η πρώτη και η μόνη γυναίκα που αγάπησε πραγματικά. Μπήκε μάλιστα στον πειρασμό να της ζητήσει να παντρευτούν. Αν και δεν ήταν ο τύπος του άντρα που του πηγαίνει ο γάμος.
Του είχε φέρει τύχη. Το έργο γνώρισε την επιτυχία χάρη α αυτήν. Πήγαν σε μεγαλύτερο θέατρο κι εκείνη πίστευε πως τους άξιζε βραβείο: καλύτερης ηθοποιού, καλύτερου σεναρίου, καλύτερου σκηνοθέτη. Και βρέθηκε να σκηνοθετεί ταινία. Η ατζέντισσά του το πάλεψε, αν και γενικά δε σκοτωνόταν στη δουλειά: το έργο δε θα πουλιόταν αν δεν αναλάμβανε τη σκηνοθεσία ο Σαμ Σιλντς. Και, τελικά, το Χόλιγουντ υπέκυψε. Αλλά δεν έμελλε ν' απολαύσει το θρίαμβο. Όχι. Γιατί το Χόλιγουντ δεν εννοούσε να διακινδυνέψει δεκαέξι εκατομμύρια δολάρια για μια συνηθισμένη, χοντρή, άγνωστη ηθοποιό. Έστω κι αν τέτοιος ήταν ο ρόλος, έστω κι αν δεν επρόκειτο για υπερπαραγωγή. Η Κρίσταλ Πλένουμ έδειξε ενδιαφέρον. Κι αν υπέγραφε, τα έσοδα θα ήταν εγγυημένα. Κι αυτός έπρεπε να παίξει τον κακό, να πει τα νέα στη Μέρι Τζέιν. Έπρεπε να δείχνει χαρούμενος, όταν εκείνα τα λυπημένα σκυλίσια μάτια τον κοιτούσαν σαν να του έλεγαν: Δεν πειράζει που με κλοτσάς, έχω συνηθίσει. Ήξερε πως τον θεωρούσε υπεύθυνο, αλλά δεν το έλεγε. Ή τ α ν η μοναδική φορά που έχασε την ειλικρίνειά της. Απλώς είχε δεχθεί τη μοίρα της. Και η φωνή της στην ταινία του τηλεφωνητή έδειχνε μια χαρά, φυσιολογική. Αλλά φαινόταν πως δεν ήταν έτσι. Δόξα τω Θεώ που δεν της είχε προτείνει γάμο. Να τος, λοιπόν, να βγάζει τα άπλντά του μέσα στο σκονισμένο του διαμέρισμα. Γιατί δεν μπορούσε ν' αντικρίσει εκείνα τα λυπημένα μάτια, σαν να είχε μπροστά του ένα δαρμένο σπάνιελ. Δεν είχε κάνει τίποτε όταν σταμάτησαν οι παραστάσεις του Τζακ και Τζιλ. Ιησού Χριστέ! Τουλάχιστον γι' αυτό δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως της άρεσε να είναι το θύμα. Και πως τον τιμωρούσε με το να μην του επιτρέπει να χαρεί την επιτυχία του. Πάλι το μπιπ του τηλεφωνητή. «Γεια, Σαμ. Η Μπέθανι είμαι. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να τα ξαναβρούμε». Η βαθιά φωνή σταμάτησε. Μετά ακούστηκε ξανά: «Εννοώ, θα το ήθελα. Θα είμαι σπίτι όλη μέρα, πριν τη βραδινή πρόβα. Γεια». Σκατά. Η ομάδα είχε πρόβα. Το είχε σχεδόν ξεχάσει. Χριστέ μου, μετά τον ήλιο και τα στούντιο του Λος Άντζελες, δεν ήταν
σίγουρος πως θ' άντεχε το υπόγειο του Αγίου Μαλαχία. Και για να πούμε την αλήθεια, η επιθεώρηση που σκηνοθετούσε, αν και επιτυχημένη, ήταν σκέτη βλακεία. Πάλι ο τηλεφωνητής. «Εδώ Σάι Όρτις από τους Νέους Καλλιτέχνες, κΰριε Σιλντς. Παρακαλώ, επικοινωνήστε με το γραφείο μας στο Λος Άντζελες, στο 555-0111». Ο Σαμ ανασήκωσε τα φρύδια του. Είχε τηλεφωνήσει ο ίδιος ο Σάι Όρτις; Περίμενε να δεις τι θα γίνει όταν θα τ ακούσει η ατζέντισσά μου! Ο Σαμ θυμήθηκε το παλιό ανέκδοτο: Ένας συγγραφέας γυρίζει σπίτι του και βρίσκει την αστυνομία και την πυροσβεστική. Ένας επιθεωρητής του λέει ότι ο ατζέντης του τρελάθηκε, πήγε στο σπίτι του, βίασε τη γυναίκα του, σκότωσε τα παιδιά του κι έβαλε φωτιά. Και ο συγγραφέας κατάπληκτος: «Ήρθε ο ατζέντης μου στο σπίτι μου;» ρώτησε. Βέβαια, ο Σαμ Όρτις δεν πήγε στο σπίτι του, αλλά είχε τηλεφωνήσει ο ίδιος, δεν είχε βάλει καμιά γραμματέα. Ο Σαμ ξανάβαλε ν' ακούσει το μήνυμα για να βεβαιωθεί. Θεέ μου, σκέφτηκε. Σημείωσε τον αριθμό του τηλεφώνου. Υπήρχε άλλο ένα μήνυμα. «Γεια σου, μεγάλε. Και το εννοώ. Ελπίζω η πτήση σου να ήταν καλή. Τηλεφώνησέ μου». Ο Σαμ χαμογέλασε. Η Έιπριλ Άιρονς ήταν τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, που οΰτε καν το όνομά της ανέφερε. Καλύτερα να σβήσει την ταινία. Ό χ ι πως η Μέρι Τζέιν ερχόταν εδώ συχνά, αλλά ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Την ξανάφερε στο νου του και η σκέψη αυτή έσβησε το χαμόγελο απ' το πρόσωπο του. Γιατί, παρά την Έιπριλ, παρ' όλα τ' άλλα, τη Μέρι Τζέιν την αγαπούσε. Ήλπιζε να πάρει την απόφαση και να πάει μαζί του στο Λος Άντζελες, αν και ντρεπόταν γι αυτήν. Αλλά ήξερε πως τη χρειαζόταν, τώρα περισσότερο από ποτέ. Φοβόταν. Φοβόταν μήπως τα χάσει όλα μέσ' απ' τα χέρια του. Πως θα ξαναζούσε στην αφάνεια. Λοιπόν, θα έβλεπε τη Μέρι Τζέιν απόψε. Πολύ σύντομα. Και στο μεταξύ θα μπορούσε να κάνει μια επίσκεψη στην Μπέθανι.
3 Η Μέρι Τζέιν κατέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο της εκκλησίας που, τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια, είχε γίνει χώρος για θεατρικές πρόβες. Δόξα τω Θεώ, είναι ζεστά, σκέφτηκε, και προχώρησε στη μεγάλη αίθουσα. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, απολαμβάνοντας τους θαυμάσιους ήχους από τις φωνές των ηθοποιών. Το μεγάλο δωμάτιο ήταν χαμηλοτάβανο και κάτι κολόνες χώριζαν το χώρο σε τμήματα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι πράσινοι, το πάτωμα γκρίζο. Στους τοίχους καρέκλες που δίπλωναν, όλων των χρωμάτων και των σχεδίων. Στο βάθος, μια ανυψωμένη μικρή σκηνή. Μια κουρελιασμένη βαθυκόκκινη κουρτίνα έχασκε ανοιχτή. Οι ηθοποιοί είχαν κιόλας συγκεντρωθεί σ' ένα μικρό κύκλο. Δυο γυναίκες διόρθωναν τα φώτα, αν και οι πρόβες δεν είχαν φτάσει σε σημείο που να χρειαζόταν φωτισμός. Η Μέρι Τζέιν εντόπισε ένα τραπέζι με μια τεράστια καφετιέρα και αρκετά ανοιγμένα κουτιά με κέικ και σοκολατένια μπισκότα. Δόξα τω Θεώ! Υδατάνθρακες και καφεΐνη! Ρουφώντας τον καφέ της, μασουλώντάς ένα μπισκότο και κρατώντας ένα άλλο, επιτέλους χαμογέλασε. Η Μέρι Τζέιν λάτρευε την έξαψη που γεννιόταν στην ατμόσφαιρα σε κάθε σύναξη ηθοποιών. Παρά τα χρόνια σε νεοϋορκέζικη θεατρική σκηνή, δε θεωρούσε τίποτε δεδομένο. Ένας ηθοποιός δεν έχει ποτέ την πολυτέλεια να θεωρεί δεδομένη την ευκαιρία για δουλειά, ακόμη και τώρα, που η δουλειά δεν πληρωνόταν. Γιατί αυτή η ομάδα ήταν καλή. Υπεύθυνος ήταν ο Σαμ, είχε γράψει το σενάριο, έκανε τη σκηνοθεσία. Την πρώτη φορά που γύρισε από το Λος Άντζελες, πριν εφτά σχεδόν μήνες, είχε υποσχεθεί σε όλους πως το επόμενο ταξίδι του στην Καλιφόρνια θα ήταν για λίγο και πως θα επέστρεφε με συγκεκριμένες ιδέες για την επιθεώρηση. Θα σκηνοθετούσε
το Τζακ και Τζιλ και θα γύριζε. Ο Σαμ δε θα μπορούσε ποτέ να είναι ευτυχισμένος στο Λος Άντζελες, μια πόλη όπου το τέλος ήταν πάντα ευτυχισμένο, αλλά ψεύτικο. Η δουλειά του ήταν πολύ αληθινή, πολύ τολμηρή, πολύ αφοσιωμένη στις πραγματικότητες της ζωής και στην καλή πίστη. Η ομάδα είχε ήδη γνωρίσει μερικές μικρές επιτυχίες, με μεγαλύτερη εκείνη του Τζακ και Τζιλ. Κι αν οι υπόλοιποι ηθοποιοί ένιωθαν κάποιο φθόνο για τον Σαμ, έμαθαν να ζουν μ' αυτόν. Ρούφηξε άλλη μια γουλιά καφέ κι ένιωσε ν' αναλαμβάνει. Όλοι εδώ είναι σαν κι εμένα, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν. Μερικούς από αυτούς τους γνώριζε εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, ήταν μια οικογένεια γι' αυτήν. Περισσότερο ή λιγότερο ταλαντούχοι, είμαστε αποφασισμένοι να τα καταφέρουμε. Και δεν ήταν μόνο ηθοποιοί. Υπήρχαν σερβιτόροι, ταξιτζήδες, όλοι με κάποια δουλειά στη διάρκεια της ημέρας. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για την αγάπη του θεάτρου, αναστέναξε. «Μέρι Τζέιν». Στράφηκε για να δει την Μπέθανι Λέικ, το πιο νέο μέλος της ομάδας, να διασχίζει την αίθουσα με μια καφετιέρα γεμάτη φρέσκο καφέ. Το κορίτσι έλαμπε. Η Μέρι Τζέιν κοίταξε τη νεαρή κοπέλα καθώς προσπαθούσε να ισορροπήσει τον καφέ. Δεν ήταν πολύ καλή, αλλά ήταν πολύ χαριτωμένη. Η Μέρι Τζέιν δε θα την έπαιρνε ποτέ στην ομάδα, αλλά ο Σαμ επέμεινε. Και η Μέρι Τζέιν σεβόταν την κρίση του. Η Μπέθανι ήταν τόσο όμορφη, που η Μέρι Τζέιν έπρεπε να δουλεύει σκληρά για να μη νιώσει δυσφορία. Ή τ α ν ο τύπος που πάντα θαύμαζε η γιαγιά της, η οποία πάντα γελοιοποιούσε την εμφάνισή της. Η Μέρι Τζέιν δεν ξέχασε ποτέ πώς τη μεγάλωσε η γιαγιά της: λιγοστό φαγητό, ταπεινώσεις, βρόμικα ρούχα, παρατηρήσεις και εξευτελισμοί. Αλλά το χειρότερο απ όλα ήταν πως είχε συνειδητοποιήσει ότι η γιαγιά της είχε δίκιο — ήταν σκληρή, αλλά είχε δίκιο— όταν την αποκαλούσε χοντρή και άσχημη και γελοία ονειροπαρμένη. Θυμόταν τον εαυτό της να γλιστρά στο σκοτεινό, παλιό μπάνιο του αγροτόσπιτου, για να παρατηρήσει το είδωλο της στον καθρέφτη, ελπίζοντας πως οι φόβοι της θα διαψεύδονταν. Άναβε το φως, που το καλώδιο του διέσχιζε όλη την οροφή ως τον καθρέφτη.
Άνοιγε το ρηχό συρτάρι και ανάμεσα σε παλιά μπιγκουτί και σπασμένα ψαλίδια έψαχνε για το καθρεφτάκι με τις δυο όψεις. Κρατώντας το με το δεξί της χέρι, άνοιγε το κουτί του φαρμακείου με τον παλιό καθρέφτη στο εσωτερικό του. Μετά ανέβαινε σε μια καρέκλα. Ή τ α ν ο μόνος τρόπος για να δει το προφίλ της και, έτσι άσχημο που ήταν, σαν να την υπνώτιζε. Κάθε φορά, πριν κοιτάξει, σταματούσε για λίγο, έκλεινε τα μάτια και ψιθύριζε μια τελευταία προσευχή. Η καρδιά της πάντα χτυποΰσε δυνατά και οι παλάμες της ίδρωναν. Μετά κρατούσε το καθρεφτάκι με το αριστερό σε μια γωνία απ' όπου δύσκολα έβλεπε το προφίλ της στο μεγαλύτερο καθρέφτη. Και κάθε φορά μάτωνε η καρδιά της. Η μύτη της πεταγόταν σχηματίζοντας τόξο, τα πυκνά της φρύδια ενώνονταν. Μετά η μύτη κατέληγε χοντρή πάνω από τα λεπτά χείλη της. Και το πιγούνι της, όσο υπήρχε, χωνόταν στο λαιμό της. Τα μάγουλά της ήταν πολύ γεμάτα, το πρόσωπο της χωρίς ισορροπία, φριχτό. Κάθε φορά που πήγαινε εκεί κι έβλεπε το είδωλο της, καυτά δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της, όπως και τώρα. Και κάθε φορά κοίταζε πίσω, στον καθρέφτη, για να δει τον εχθρό της. Τα μάτια της, ακόμη δακρυσμένα, μεγάλα και καστανά, την κοίταζαν κάτω από τα χοντρά φρύδια. Παράθυρα στην καρδιά, σκεφτόταν. Τι τα ήθελε τα όμορφα καστανά της μάτια; Για να βλέπει πόσο άσχημη είναι; Ωραίο αστείο, Θεέ μου. Στα δεκατρία της, η Μέρι Τζέιν Μόραν λίγα πράγματα ήξερε. Ήξερε πως ήταν πιο έξυπνη από τα περισσότερα παιδιά στο σχολείο. Αυτό δεν ήταν δύσκολο σ' ένα μέρος σαν το Σκάντερσταουν της Νέας Υόρκης. Και ήταν εξυπνότερη και από τους περισσότερους δασκάλους. Αλλά αν μπορούσε δε θα το 'δείχνε. Οι άνθρωποι δε σε συμπαθούν αν είσαι εξυπνότερος τους. Η γιαγιά της τη φώναζε πάντα Μις Εξυπνούλα, αλλά από το στόμα της το χαϊδευτικό έβγαινε σαν βρισιά. Η Μέρι Τζέιν ήξερε επίσης ότι η γιαγιά της δεν την αγαπούσε. Και ήξερε ότι ήταν άσχημη και μάλλον θα παρέμενε άσχημη. Κι επομένως κανείς δε θα την αγαπούσε. Ποτέ.
Και τώρα, η ωραία Μπέθανι την έκανε να νιώσει ξανά φθόνο. Τι δέρμα! Έδειχνε σαν να είχε μόλις κάνει έρωτα! «Να 'σαι καλά, Μπέθανι. ΓΊσΰ το κατάλαβες ότι το χρειαζόμουν;» Η Μέρι Τζέιν άδειασε το ζεστό καφέ στο ποτήρι της και πήρε μια έκφραση ανακούφισης καθώς η Μπεθ τη βοηθούσε να τακτοποιήσει τα βρεγμένα υπάρχοντά της σε μια καρέκλα. «Πες μου τώρα. Πώς πήγαν τα πράγματα στο γραφείο ανεργίας;» Η Μέρι Τζέιν έμεινε για λίγο αμίλητη. Είχε πει στην Μπέθανι πως σήμερα θα πήγαινε εκεί; Μάλλον όχι. Τέλος πάντων, δεν είχε σημασία. Ανασήκωσε τους ώμους. «Περίπου όπως το φανταζόμουν, Μπεθ. Είμαι στο τέλος των είκοσι έξι εβδομάδων μου. Το πηγάδι ξεραίνεται». «Λυπάμαι, Μέρι Τζέιν. Μπορώ να σε βοηθήσω;» Ή τ α ν πολύ γλυκιά, η Μέρι Τζέιν το ήξερε. Όμορφη, χωρίς σπουδαίο ταλέντο, αλλά πολύ γλυκιά. Η Μέρι Τζέιν είχε γνωρίσει χιλιάδες τέτοιες. Είχαν όλες λεπτά πόδια και χαριτωμένα ονόματα. Η Μπέθανι μόλις είχε φτάσει στην πόλη, γεμάτη φιλοδοξίες και φόβους. Δυστυχώς, παρά το πρόσωπο και το σώμα της, δε θα τα κατάφερνε ποτέ. Στη Νέα Υόρκη, πριν γίνεις ηθοποιός, έπρεπε να γνωρίζεις γραφή και ανάγνωση. Αλλά, εδώ που τα λέμε, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν, ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος. Υπάρχει και η τηλεόραση. «Βοήθησες ήδη αρκετά. Ευχαριστώ για τον καφέ». Και, Κοιτάζοντας γύρω στο όλο κίνηση δωμάτιο, ρώτησε: «Ήρθε ο Σαμ;» «Ναι, είμαστε εδώ μια ώρα. Και ετοιμάσαμε μια πολύ ωραία σκηνή για να παίξουμε μαζί, εσύ κι εγώ». Είμαστε; σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν και αναστέναξε. Άλλη μια μορφονιά ηθοποιός ερωτευμένη με το σκηνοθέτη της. Η Μέρι Τζέιν το είχε πια συνηθίσει. Κοίταξε γύρω για τον Σαμ, αλλά δεν τον εντόπισε πουθενά. «Θαύμα, Μπέθανι, θα μου άρεσε να δουλέψω μαζί σου. Και για τι πρόκειται;» «Να, είναι κάτι σαν φάρσα. Θα γίνει καλό». Η Μπέθανι ήταν κατενθουσιασμένη. «Ξέρεις, ήθελα να δουλέψω μαζί σου από την πρώτη στιγμή που ήρθα στην ομάδα. Είσαι τόσο —πώς να το πω; — τόσο επαγγελματίας. Έ χ ω κιόλας μάθει πολλά από σένα,
μόνο και μόνο παρακολουθώντας σε. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι μεγαλύτερες, οι πιο έμπειρες ηθοποιοί, προσφέρουν τόσα πολλά σε ρόλους καρατερίστα». Σπουδαία. Τριάντα τεσσάρων χρονών, ποτέ μου δεν πήρα μέρος σε παραγωγή του Μπρόντγουεϊ και με αποκαλούν καρατερίστα. Σε λίγό θα με βάλει και σε αναπηρική καρέκλα. Έτσι είναι, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν. Η σημερινή είναι η χειρότερη μέρα της χρονιάς και βρισκόμαστε ακόμη στον Ιανουάριο. Στράφηκε ακούγοντας τη φωνή του Σαμ να υψώνεται πάνω από το βουητό της αίθουσας. Και μόνο που τον άκουγε, ζεσταινόταν καλύτερα απ' ό,τι με τον καφέ. «Εντάξει, παιδιά, ας καθίσουμε., Έχουμε δουλειά να κάνουμε». Η Μέρι Τζέιν κινήθηκε με τους άλλους προς τις καρέκλες που είχαν τοποθετηθεί κυκλικά στο κέντρο της αίθουσας, ευχαριστημένη που η κουβέντα της με την Μπέθανι διακόπηκε. Κοίταξε τον Σαμ και χαμογέλασε, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Δεν της έκανε εντύπωση. Ποτέ δεν ήταν εκδηλωτικός μπροστά στους άλλους. Θα τη χαιρετούσε αργότερα, στο σπίτι, στο κρεβάτι. Τώρα θ" άρχιζαν ξανά οι πρόβες. Όλοι μαζί θα δημιουργούσαν μια θεατρική παράσταση. Δούλευαν πάνω σε μια ιδέα του Σαμ —να ετοιμάσουν ένα βαριετέ, όπως στην τηλεόραση, αλλά να δείχνουν και τις εκτός σκηνής ιστορίες των πρωταγωνιστών. Στη Μέρι Τζέιν άρεσε πολύ η ιδέα. Γι' αυτό άλλωστε τον αγαπούσε τον Σαμ. Ή τ α ν έξυπνος. Διασκεδαστικός, έξυπνος και δικός της. Και τι πείραζε που κάθε τόσο έμπαινε σε πειρασμούς; Ο Σαμ είχε επιμείνει από την αρχή πως η σχέση τους θα ήταν ελεύθερη. Η Μέρι Τζέιν απλώς έκλεινε τα μάτια της στα στραβοπατήματά του. Ό χ ι πως ένιωθε και μεγάλη σιγουριά. Καθώς έπαιρνε τη θέση της, κοίταξε πέρα τον Σαμ, έπιασε ξανά τη ματιά του και του έκανε νόημα, αλλά δεν της απάντησε. Να τος πάλι ο σοβαρός σκηνοθέτης, σκέφτηκε. Και για χιλιοστή φορά θύμισε στον εαυτό της πως θα πήγαινε σπίτι μαζί της και όχι με κάποια απ' αυτές. Της άρεσε να τον παρακολουθεί, χωρίς εκείνος να το καταλαβαίνει. Ψηλός και λεπτός, κινιόταν με χάρη, σαν χορευτής, σκέ-
φτηκε. Το συνήθως χλομό του πρόσωπο είχε γίνει ηλιοκαμένο από το ταξίδι του στην Καλιφόρνια και τα δυο ημερών γένια του της θύμιζαν κάποιον Ιταλό σταρ του σινεμά της δεκαετίας του πενήντα. Γρήγορα θα έφευγε για το Λος Άντζελες. Τι θα κάνω τότε; αναρωτήθηκε. Αν και τον είχε συγχωρήσει που δεν κατάφερε να της εξασφαλίσει το ρόλο, η Μέρι Τζέιν δεν ήταν σίγουρη ότι θ' άντεχε να παρακολουθεί στωικά τα γυρίσματα του Τζακ και Τζιλ με την ίδια απέξω. Και αμφέβαλλε αν θα έβρισκε οποιαδήποτε δουλειά, στο Λος Άντζελες. «Ας το παραδεχθούμε», είχε πει στον Σαμ. «Δεν είμαι τύπος για το Λος Άντζελες». «Γι' αυτό και θα βρεις δουλειά», επέμεινε εκείνος. «Δουλειά καρατερίστα. Σχεδόν σ' το εγγυώμαι. Έχεις τέτοιο ταλέντο που ακόμη και οι πιο ηλίθιοι θα το δουν». «Ο Σέιμορ Αε Βιν δεν το είδε», του θύμισε. «Μα ο Σέιμορ δεν είναι παρά ένας παραγωγός. Ένας ηλίθιος». «Έχω την εντύπωση ότι οι ηλίθιοι διαλέγουν τους ηθοποιούς», είχε πει κοφτά η Μέρι Τζέιν. Ο Σαμ είχε απογοητευθεί πολύ. Ή τ α ν θυμωμένος που δεν ήθελε να πάει μαζί του — θυμωμένος κι ένοχος — μια και δε θα έπρεπε να διακινδυνεύσει ένα μακρόχρονο χωρισμό. Στο κάτω κάτω η Κρίσταλ Πλένουμ είχε μια φήμη. Και, για να είμαστε ειλικρινείς, όταν ο Σαμ θα έφευγε, η Μέρι Τζέιν δε θα είχε τίποτε να κάνει εδώ. Και, το χειρότερο, δεν ήταν σίγουρη πως, όταν θα έφευγε ο Σαμ, θα μπορούσε ν' αντέξει μήνες μακριά του. Είχε δώσει αξία στη ζωή της. Ο Σαμ είχε πάρει ένα σημείωμα από κάποιον της ομάδας. Σήκωσε το κεφάλι του και αυτό ήταν αρκετό για να σωπάσουν όλοι στο δωμάτιο. «Κατ αρχήν, μια ανακοίνωση», είπε. «Αυτό το σαββατόβραδο θα μαζευτούμε στο σπίτι του Τσακ Ντάροου και της Μόλι Κλόστερ, στο Ιστ Βίλατζ, Έκτη Οδός, μετά τη Λεωφόρο Α. Ως συνήθως, οι οικοδεσπότες θα προσφέρουν τα μακαρόνια και οι υπόλοιποι θα φέρουν το κρασί, το ψωμί και το επιδόρπιο». Η ομάδα στράφηκε προς το ζεύγος και χειροκρότησε ελαφρά. Η Μέρι Τζέιν έβρισκε, σχεδόν πάντα, αυτές τις σαββατιάτικες συ-
γκεντρώσεις ζεστές και σπιτικές. Και η Μόλι ήταν η πιο στενή της φίλη. Δε θ' άντεχα να τους αφήσω, είναι η οικογένειά μου, είπε στον εαυτό της, καθώς κοίταζε γύρω το φιλικό πλήθος. Η ματιά της συναντήθηκε με της Μόλι και χαμογέλασε. Μετά έπεσε στην Μπέθανι, αλλά τα τεράστια γκρίζα μάτια της ήταν καρφωμένα στον Σαμ. Είχε κοιμηθεί μαζί της; Ένιωσε σαν να την είχε δαγκώσει φίδι και είχε χύσει μέσα της το δηλητήριο του. Αλλά δεν ήθελε να το σκέφτεται. Αυτή και ο Σαμ είχαν κάνει μια συγκεκριμένη συμφωνία. Πως δε θα κοιμόταν με καμιά από τις γυναίκες που εκείνη γνώριζε. Έτσι τις απιστίες του τις μάθαινε τυχαία, από διάφορους καλοθελητές. Αλλά δεν τις συζητούσε ποτέ μαζί του. Και για ποιο λόγο; σκέφτηκε. Δεν ήταν εκατό τα εκατό σίγουρη και, έτσι κι αλλιώς, την αγαπούσε. Στεκόταν πλάι της και την ενθάρρυνε για τουλάχιστον τρία χρόνια. Και συνέχιζε. Πίστευε σ αυτήν. Αλλά τι σήμαινε εκείνο το βλέμμα της Μπέθανι; Πρέπει να το σταματήσω αυτό, είπε αποφασιστικά στον εαυτό της και η φωνή του Σαμ την επανέφερε στην πραγματικότητα. Στο κάτω κάτω, αν συνέβαινε τίποτε, θα την ενημέρωνε η Μόλι. «Έχουμε τέσσερις σκηνές μπροστά από την αυλαία κι έξι για την κυρίως σκηνή», άρχισε ο Σαμ. «Χρειαζόμαστε ακόμη μερικές σκηνές για το σόου. Έ χ ω κάποια ιδέα εγώ, αλλά θα ήθελα ν' ακούσω και τις δικές σας». Πριν προλάβει κανείς ν' απαντήσει, η πόρτα άνοιξε με δύναμη και ο Νιλ Μορέλι όρμησε μέσα. «Τα κατάφερα! Τα κατάφερα!» ούρλιαξε. Όλοι σηκώθηκαν σαν ένας άνθρωπος κι έτρεξαν κοντά του. Ο Νιλ Μορέλι, ο καλύτερος φίλος της Μέρι Τζέιν προφανώς είχε πάρει τον τηλεοπτικό ρόλο που δούλευε εδώ κι ένα μήνα. Άλλος ένας από εμάς τα κατάφερε, σκέφτηκε, καθώς έτρεχε κοντά του μαζί με τους άλλους. Ο Νιλ μπορεί να ήταν λίγο τρελός, αλλά είχε χρυσή καρδιά. Ή τ α ν ένας από τους ευφυέστερους κωμικούς που είχε γνωρίσει ποτέ. Και είχε γνωρίσει πολλούς! Τα συγχαρητήρια έπεφταν βροχή. Η Μέρι Τζέιν τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αδύνατο λαιμό του Νιλ και είπε: «Δε θα νιωθα πιο ευτυχισμένη αν συνέβαινε σ' εμένα. Το αξίζεις».
Ο Νιλ κατάφερε να τη σηκώσει ψηλά και να τη στροβιλίσει. «Σ' ευχαριστώ για τη βοήθεια σου στις πρόβες», είπε. «Τι θα 'λεγες για ένα γαλλικό φιλί;» Και της έδωσε από ένα υγρό, ηχηρό φιλί και στα δυο μάγουλα. Οι άλλοι γελούσαν. Εκείνος έκανε μια υπόκλιση και ξαναγύρισε σ αυτήν. «Είσαι η επόμενη, το ξέρεις». Η Μέρι Τζέιν χαμογέλασε. Όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθούσε να τα καταφέρει, κάθε φορά τα κατάφερνε πάντα κάποιος άλλος. Και πάντα άκουγε το ίδιο: «Θα είσαι η επόμενη». Αλλά αυτό δε γινόταν ποτέ. Ο Σαμ, ο μόνος που δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του, το έκανε τώρα. «Καλή τΰχη», είπε δίνοντας το χέρι του. Ο Νιλ το πήρε —χωρίς μεγάλη διάθεση, όπως φάνηκε στη Μέρι Τζέιν. Δεν ήταν φίλοι, αλλά ανέχονταν ο ένας τον άλλο, μόνο για χάρη της. Ο Σαμ χαμογέλασε στον Νιλ και τα μάτια του ήταν παγερά. «Χαρήκαμε όλοι για σένα, Νιλ. Και τώρα, αν δεν υπάρχει αντίρρηση, ας γυρίσουμε στη δουλειά μας. Έ χ ω μια ιδέα για το σόου. Μια σκηνή με μαγικά κόλπα». Όλοι έβαλαν τις φωνές. Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν. Μια σκηνή με μίμους! «Ε, δημοκρατία έχουμε. Μπορείτε όλοι να πείτε τη γνώμη σας και μετά θ' αποφασίσω εγώ». Όλοι γέλασαν. «Μέρι Τζέιν, Μπεθ, Νιλ, μπροστά και στο κέντρο. Θα σας δείξω τι θα κάνετε». Ο Νιλ θα ήταν ο μάγος. Η Μπεθ και η Μέρι Τζέιν θα έπαιζαν τις βοηθούς του. Ο Νιλ, έτοιμος πάντα να κάνει το κεντρικό πρόσωπο, ξέχασε προσωρινά το θρίαμβο του κι έβαλε τη Μέρι Τζέιν σ' ένα φανταστικό κουτί. Εκείνη έκανε τις κλασικές κινήσεις των βοηθών και γέλασε. Ο Σαμ στραβομουτσούνιασε. Μετά ο Νιλ έριξε ένα σεντόνι πάνω στο κουτί και άρχισε να λέει κάτι σαν άμπρα κατάμπρα. Ο Σαμ άρπαξε τη Μέρι Τζέιν και την τράβηξε από το σεντόνι. Τότε η Μπέθανι πήρε στα γρήγορα τη θέση της. Οι άλλοι έμειναν για λίγο σιωπηλοί και μετά ξέσπασαν σε γέλια. Δεν ήταν σίγουρη για το τι συνέβαινε. Αλλά ο φόβος έσφιγγε το στομάχι της. Τι αστείο ήταν αυτό; Και τότε κάποιος είπε δυνατά: «Το έπιασα. Είναι το "πριν" και το "μετά"». Η Μέρι Τζέιν έμεινε ακίνητη λες και τα πόδια της είχαν βγάλει ρίζες. Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα από την ταπείνωση.
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. Φοβόταν να κοιτάξει τον Σαμ, φοβόταν να κοιτάξει οποιονδήποτε. Πώς μπόρεσε; σκέφτηκε. Γιατί; Γιατί; Η Τζιλ ήταν μια κάθε άλλο παρά ελκυστική γυναίκα. Όλοι το ήξεραν. Στη σκηνή διακωμωδούσε και η ίδια τον εαυτό της. Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Εκείνος ήξερε πώς ένιωθε. Αξιζε αυτό το φθηνό αστείο τόσο πόνο; Ο Σαμ δεν ήταν τόσο αναίσθητος για να φανταστεί ότι δε θα την πλήγωνε. Είναι οι φίλοι μου, σκέφτηκε, η οικογένειά μου. Και γελούν μαζί μου. Αλλά δε γελούσαν όλοι. Η Μόλι Κλόστερ την κοίταζε με λύπη. Το ίδιο και η Μπέθανι, που κατακόκκινη απομακρύνθηκε. Μετά, ο Νιλ Μορέλι σήκωσε τα χέρια και φώναξε το όνομα του Σαμ. «Δεντο κατάλαβα, Σαμ», είπε ο Νιλ. «Τιτο αστείο είχε;» Αλλά, πριν προλάβει εκείνος ν' απαντήσει, ο Νιλ τον διέκοψε. Αχ, όχι, Νιλ, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν. Άσ' το να περάσει. Μη γίνεσαι ήρωας για μένα. «Μεταμόρφωση; Η κοντή μελαχρινή Μέρι Τζέιν γίνεται η ψηλή, ξανθιά Μπέθανι; Δεν είναι και πολύ αστείο. Έχω μια καλύτερη ιδέα. Ας αλλάξουμε λίγο τη σκηνή. Μπορεί να βγει περισσότερο γέλιο. Ας βάλουμε γυναίκα μάγο, Σαμ. Και να μπεις εσύ στο κουτί. Αυτή θα πει τα μαγικά της, εσύ θα εξαφανιστείς και στη θέση σου θα παρουσιαστεί ο Ρικ». Όλοι κοίταξαν τον Ρικ, το νεαρό με τις χρυσές μπούκλες και το αγαλματένιο', τέλειο σώμα. Ο Ρικ κατέβασε το κεφάλι. Μερικοί γέλασαν. Η Μόλι Κλόστερ και μια άλλη γυναίκα χειροκρότησαν. Ο Σαμ κοίταξε παγερά τον Νιλ και χαμογέλασε. Η Μέρι Τζέιν μπορούσε να διακρίνει την οργή του πίσω από το χαμόγελο οδοντόπαστας. Ο Σαμ διέσχισε το δωμάτιο και πήρε το παλτό του. «Πάμε, Μέρι Τζέιν», είπε καθώς το φορούσε. Χωρίς να μιλήσει, εκείνη κούνησε το κεφάλι. Κάτι τέτοιο θα τα έκανε όλα χειρότερα. Δυο ολόκληρες εβδομάδες περίμενε τον Σαμ να γυρίσει. Είχε πολλά να πει μαζί του απόψε. Και ήθελε να την κρατήσει στην αγκαλιά του, να είναι μαζί της. Πού θα πήγαινε αν άφηνε τον Σαμ και την οικογένειά της; Αν το πήρε τόσο βαριά, αν τον άφηνε να δει την ντροπή της, δε θα γυρνούσε ποτέ πίσω. Τώρα ο Νιλ την έσπρωχνε σε μια γωνία. Εκείνη τον απώθησε και κούνησε το κεφάλι.
«Εντάξει τότε», αναστέναξε ο Νιλ. «Αλλά εγώ φεύγω για πάντα». Καθώς έφθανε στη σκάλα, γύρισε και μίλησε μόνο σ' αυτήν. «Το εννοούσα, Μέρι Τζέιν. Είσαι η πιο ταλαντούχα ηθοποιός που γνώρισα ποτέ. Είσαι η επόμενη», είπε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
4 Αν κάποιος αναζητούσε την mo γκρίζα και ανώνυμη πρωτεύουσα του κόσμου, το Λάμσον του Τέξας σίγουρα θα είχε τις μεγαλύτερες πιθανότητες να κατακτήσει τον τίτλο. Η απέραντη περιοχή που απλώνεται ανάμεσα στο Ελ Πάσο και το Σαν Αντόνιο πρέπει να είναι μια από τις πιο καταθλιπτικές των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάθε κουκίδα στο χάρτη είναι το άλλοθι για άλλη μια σκονισμένη, ξεθωριασμένη, πεθαμένη πόλη. Εγώ, ηΑόρα Ρίτσι, το ξέρω γιατί χρειάστηκε να σταματήσω σε πολλές, κάνοντας αυτή την έρευνα. Αλλά το Αάμσον δεν είναι καν κουκίδα στο χάρτη. Και στο Αάμσον τα πιο μίζερα σπίτια βρίσκονται στο πάρκο με τα τροχόσπιτα, πίσω από τον αυτοκινητόδρομο. *
*
*
Η Σαρλίν Σμιθ πετάχτηκε από το κίτρινο σχολικό και άρχισε να περπατά βιαστικά κατά μήκος του σκονισμένου αυτοκινητόδρομου. Κλοτσούσε τις μικρές πετρούλες με τη μύτη των παπουτσιών της, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης γύρω της. Βγήκε από τον κεντρικό δρόμο και απομακρύνθηκε από τους άλλους μαθητές και κατευθύνθηκε προς τα τροχόσπιτα, σφίγγοντας με την κόκκινη κορδέλα της την αλογοουρά της. Ο κόμπος στο λαιμό, που συνήθως ένιωθε κάθε φορά που πλησίαζε το τροχόσπιτο το οποίο μοιραζόταν με τον αδερφό και τον πατέρα της, σήμερα είχε αντικατασταθεί από ένα κύμα χαράς. Τίποτε δε θα την ενοχλούσε σήμερα. Ούτε η Σουάν Σκαγκς,
που τη Δευτέρα είχε έρθει στο σχολείο με καινούριο μπλουζάκι. Είχε πάνω τη φωτογραφία της Σαρλίν και από κάτω έγραφε: Πείτε Όχι. Η Σονάν είχε μοιράσει από ένα σε όλα τ αγόρια της ποδοσφαιρικής ομάδας. Αλλά ο Μπόιντ, ο αρχηγός και πρώην μόνιμος συνοδός της Σουάν, δεν το είχε φορέσει. Και κανείς από την ομάδα δεν τόλμησε να το φορέσει αφού δεν το φόρεσε αυτός. Η Σαρλίν δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο η Σουάν και όλα τ' άλλα κορίτσια τη μισούσαν. Φυσικά, ήταν φτωχή και ίσως να ήταν και κουτή. Αλλά ήταν πολύ όμορφη. Τουλάχιστον αυτό πίστευε. Η μαμά πάντα της έλεγε πως ήταν όμορφη. Και μετά η μαμά έφυγε, πριν από καιρό. Κι αν ακόμη ήταν όμορφη, αυτό καθόλου δεν άρεσε στα κορίτσια. Ίσως να έφταιγαν τα ρούχα της. Προσπαθούσε να ντύνεται σαν τις άλλες, αλλά αυτή και ο Ντιν δεν είχαν πολλά, κι αυτό ήταν ένα γεγονός. Αλλά το κόκκινο μπλουζάκι της ήταν καθαρό και η κορδέλα της καλοσιδερωμένη και τα τζιν της δεν είχαν περισσότερες τρύπες απ' ό,τι των άλλων κοριτσιών. Αλλά αυτές έμοιαζαν σαν να τα είχαν αγοράσει με τρύπες, ενώ στα δικά της τζιν οι τρύπες γίνονταν μόνες τους. Εκεί βρισκόταν όλη η διαφορά, κατέληξε. Αλλά ακόμη και με τη σκέψη του Μπόιντ στο βάθος του μυαλού της, δεν ένιωθε καλά όταν σκεφτόταν πως τα άλλα κορίτσια τη μισούσαν. Αλλά τ' αγόρια σίγουρα όχι. Η Σαρλίν έφθασε στο διπλανό από το δικό τους τροχόσπιτο, έτοιμη ν' ακούσει το δεμένο με αλυσίδα σκύλο να γαβγίζει. Έξι χρόνια την ήξερε το σκυλί, αλλά πάντα έτσι αντιδρούσε όταν πλησίαζε η Σαρλίν. Μόνο ο αδερφός της, ο Ντιν, ηρεμούσε το τέρας. Αλλά ο Ντιν έκανε όλα τα ζώα να τον αγαπούν. «Σκάσε, Γουόλι», είπε στο σκυλί, αν και το λυπόταν. Ήξερε τι σημαίνει να ζεις παγιδευμένος. Φτωχό σκυλί... Το αφεντικό του, ένας ενοχλητικός τύπος, δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να του βρει ένα όνομα. Μόνο αυτή και ο Ντιν το φώναζαν έτσι. Μετά είδε το παλιό φορτηγό του πατέρα της παρκαρισμένο. Ο τρόπος που το είχε παρκάρει και η ανοιχτή πίσω πόρτα έδειχναν πως όχι μόνο βρισκόταν στο σπίτι, αλλά ήταν και πιωμένος. Αναστέναξε. Τίποτε δεν άλλαζε στο Λάμσον του Τέξας. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, εκεί, στο σκονισμένο δρόμο, κι
έβγαλε τη Βίβλο που της είχε αφήσει η μαμά της. Την άνοιξε στα τυφλά και μετά άφησε τη ματιά της να πέσει στη σελίδα. Ή τ α ν στους Ψαλμούς, το ωραιότερο κομμάτι της Παλαιάς Διαθήκης, στον Ψαλμό 21 και τον διάβασε. Εντάξει, είπε στον εαυτό της και προχώρησε προς την πόρτα του τροχόσπιτου, την άνοιξε αθόρυβα, γιατί δεν ήθελε να τον ξυπνήσει αν είχε αποκοιμηθεί. «Σε ικετεύω, Κύριε, άσ τον να κοιμηθεί», προσευχήθηκε. Δεν ήθελε να χαλάσει η βραδιά της. Η μυρωδιά του την πήρε από τη μύτη καθώς έμπαινε μέσα, ένα μείγμα μυρωδιάς του σώματος και μπίρας. Φρόντιζε να του έχει πάντα καθαρά ρούχα, αλλά δεν μπορούσε να τον κάνει ν' αλλάζει συχνά ή να μπαίνει για μπάνιο. Ευτυχώς δεν ακουγόταν θόρυβος μέσα στο τροχόσπιτο. Κατάλαβε πως είχε πέσει σε λήθαργο, γιατί ένιωθε και τη μυρωδιά του φτηνού κονιάκ που εκείνος έπινε μόνο όταν ήταν σε πολύ κακή διάθεση. Άναψε το φως στο λίβινγκ ρουμ που κοιμόταν εκείνη. Αναστέναξε με ανακούφιση όταν είδε ότι ο πατέρας της είχε πέσει στο δικό του δωμάτιο. Η Σαρλίν χαιρόταν τη μοναξιά της. Ο Ντιν δούλευε στο μπακάλικο μετά το σχολείο. Βγάζοντας τ αθλητικά παπούτσια της, χωρίς να λύσει τα κορδόνια, απαλλάχθηκε από το πολυφορεμένο τζιν της και με μια κίνηση ανασήκωσε την μπλούζα πάνω από το κεφάλι της. Παίρνοντας μια πετσέτα από ένα από τα καρφιά που χρησιμοποιούσε αντί για ντουλάπα, πήγε ακροπατώντας ως το μπάνιο για τις όλο πολυτέλεια δικές της στιγμές. Αλλά, πριν μπει μέσα, πίεσε το αυτί της στη λεπτή πόρτα του δωματίου του πατέρα της για να βεβαιωθεί. Ροχάλιζε. Έκλεισε την επίσης λεπτή πόρτα του μικροσκοπικού μπάνιου και για άλλη μια φορά κοίταξε το σπασμένο σύρτη. Η Σαρλίν δεν μπορούσε να έχει προσωπικές στιγμές. Παρ' ότι ο Ντιν έπρεπε να μοιράζεται το υπνοδωμάτιο με τον πατέρα τους, τις Περισσότερες φορές κοιμόταν στον καναπέ με την Σαρλίν. Όχι πως την ένοιαζε. Θα ένιωθε πιο ασφαλής τώρα αν ο Ντιν ήταν στο όπίτι, ξέροντας πως θα πρόσεχε μην ξυπνήσει ο πατέρας τους όσο εκε;ίνη θα έκανε το ντους της. Αλλά και ο Ντιν, με το δικό του ήσυχο τρόπο, απαιτούσε να την προσέχουν. Ίσως να ήταν καλύτε-
ρα έτσι. Άνοιξε τη βρύση, ελπίζοντας ότι θα έβρισκε λίγο νερό. Στο πάρκο με τα τροχόσπιτα συχνά είχε ξηρασία ή έσπαγε κάποιος σωλήνας. Όταν ένιωσε πάνω της να πέφτει το νερό, διόρθωσε τη θερμοκρασία, τράβηξε τη φτηνή πλαστική κουρτίνα και μπήκε. Άφησε το νερό να πέφτει στο κεφάλι της και από τα μαλλιά στους ώμους της. Τα μαλλιά της σκούρυναν καθώς το νερό έπεφτε στο στήθος της. Οι ρώγες της σκλήρυναν. Γύρισε αργά με τα μάτια κλειστά. Το νερό έπεφτε πάνω στα λεπτά της πόδια. Ένιωθε όμορφα. Λοιπόν, μπορεί να μην είμαι έξυπνη ή πλούσια ή οτιδήποτε άλλο σπουδαίο, αλλά, δόξα τω Θεώ, είμαι όμορφη. Κι αυτό την έκανε ν' αρέσει στον Μπόιντ. Ή τ α ν σαν τη μαμά της που ήταν όμορφη. Και η μαμά άρεσε στους άντρες. Σε όλους τους άντρες εκτός από τον μπαμπά. Η Σαρλίν θυμόταν ακόμη τη μαμά. Δεν είχε φωτογραφία της, αλλά τη θυμόταν πολύ καλά. Κι όταν σκεφτόταν εκείνη την εποχή, ένιωθε θλιμμένη. Θυμόταν ακόμη τότε που αυτή και ο Ντιν κρύβονταν στην κόκκινη σκόνη κάτω από το τροχόσπιτο και άκουγαν τους γονείς τους, άκουγαν τον πατέρα τους να δέρνει τη μαμά. Ή τ α ν ένας θόρυβος πολύ γνωστός, που όταν τον έφερνε στο νου της ήταν ακόμη πιο τρομακτικός. Η Σαρλίν θυμόταν ακόμη την τελευταία φορά. Η μαμά είχε γυρίσει από το στεγνοκαθαριστήριο όπου δούλευε, φορούσε ακόμη τη ροζ στολή της, με τα μαλλιά της ακόμη τυλιγμένα σ ένα δίχτυ, με το πρόσωπο να γυαλίζει από τη ζέστη. Τα πόδια της είχαν βγάλει φουσκάλες, γιατί περπατούσε τρία μίλια από τη δουλειά στο τροχόσπιτο. Σε μια πλαστική τσάντα κρατούσε τα άσπρα παπούτσια της που τα γυάλιζε κάθε πρωί. Έδειχνε πολύ κουρασμένη, αλλά όταν ο Ντιν της έδειξε το κουταβάκι που είχε βρει χαμογέλασε. Μετά γύρισε ο μπαμπάς. Η Σαρλίν και ο Ντιν κρύβονταν τόσο συχνά από τον μπαμπά της, αναπνέοντας ο ένας μέσα στ' αυτί του άλλου, για να μη φτάνουν οι ήχοι από τις κραυγές. Αυτές οι ζεστές αναπνοές πάντα την ηρεμούσαν. Και τώρα ανέπνεε δυνατά. Έκλεισε τα μάτια καθώς το νερό έπεφτε πάνω της. Ή τ α ν το ίδιο παρηγορητικό, όπως και το χέρι του Ντιν, εκείνο το ρυθμικό χτύπημα crfo πίσω
μέρος του κεφαλιού της, με τα σώματα τους ν' ακουμπούν απαλά. Εκείνη η μέρα, η μέρα με το κουτάβι, ήταν πραγματικά άσχημη. Η ανάμνηση του ζεστού κορμιού του πάνω στο δικό της, ο φόβος ότι θα ξεσπούσε σε λυγμούς, την έκαναν τώρα να μουγκρίσει ελαφρά. Πέρασαν τη νύχτα μέσα στη βρομιά, κάτω από το τροχόσπιτο, ενώ οι φωνές συνέχιζαν και στο τέλος έπεσε σιωπή. Η σιωπή τους φάνηκε χειρότερη και αργότερα κοιμήθηκαν αποκαμωμένοι. Η Σαρλίν θυμόταν εκείνο το τελευταίο τους πρωινό μαζί. Η μαμά είχε πάει να τους βρει. «Σαρλίν, Ντιν, εκεί είστε, παιδιά;» Η φωνή της ήταν ψίθυρος. Η Σαρλίν ήξερε, χωρίς να της το πει κανείς, πως δεν έπρεπε να ξυπνήσουν τον πατέρα τους. «Εδώ είμαστε, μαμά. Ντιν, έλα, πρέπει να σηκωθούμε». Ο Ντιν σύρθηκε έξω από το τροχόσπιτο. Η Σαρλίν τον ακολούθησε, τινάζοντας τη σκόνη από πάνω της καθώς σηκωνόταν. Η μαμά στεκόταν στο κατώφλι και η Σαρλίν την είδε στο φως. Η μια πλευρά του προσώπου της ήταν πρησμένη και κόκκινη. Το δεξί της μάτι ήταν μαυρισμένο. Το άλλο πρησμένο και κλειστό. Ο Ντιν πάγωσε και η Σαρλίν τον χτύπησε απαλά στον ώμο. «Πήγαινε να πλυθείς, Ντιν, αλλά χωρίς θόρυβο», είπε. «Μην τον ξυπνήσεις». Όταν ο Ντιν πήγε στο μπάνιο, η Σαρλίν πλησίασε τη μαμά κι έβαλε το χέρι στο πρόσωπο της. Η μαμά τινάχτηκε και τραβήχτηκε πίσω. Η Σαρλίν δεν την είχε δει ποτέ τόσο άσχημα χτυπημένη. «Μαμά, είσαι πολύ χτυπημένη αυτή τη φορά», είπε μαλακά, λες και της έλεγε κάποιο νέο. «Το ξέρω, αγάπη μου. Αυτή τη φορά ήταν πολύ άσχημα». «Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο, μαμά». «Όχι, γλυκιά μου. Θα ζητήσουμε από τον Ιησού να φροντίσει εμένα και το κουταβάκι». Η μαμά έβγαλε ένα κουτί από παπούτσια, με το κουταβάκι κουλουριασμένο μέσα. Η Σαρλίν δε χρειαζόταν να ρωτήσει. Η μαμά γονάτισε, το ίδιο και η Σαρλίν. Μετά ήρθε ο Ντιν. Τον θυμόταν ακόμη να κοιτά το κουτί και τα μάτια του να μεγαλώνουν, να γίνονται τεράστια. «Κοιμάται;» ρώτησε.
«Όχι, Ντιν. Είναι στον παράδεισο τώρα, με τον Χριστό. Είναι το κουταβάκι του Χριστού τώρα». Μετά το πρωινό — μόνο κορνφλέικς και κρύο νερό, γάλα δεν είχαν — η μαμά τους πήγε μέχρι τη στάση του σχολικού. Η Σαρλίν παρατήρησε πως είχε βάλει το καλό της φόρεμα. Ή τ α ν ανοιχτό μπλε, με λευκό γιακά. Και κουβαλούσε μια παλιά βαλίτσα. Η Σαρλίν κατάλαβε τότε πως η ζωή της θ' άλλαζε, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τι χειρότερο θα συνέβαινε. Καθώς ο Ντιν περπατούσε μπροστά, η μαμά μίλησε πολύ σοβαρά στη Σαρλίν. Την έκανε να νιώσει μεγάλη. «Σαρλίν, γλυκιά μου, η μαμά πρέπει να λείψει για λίγο. Δεν μπορώ να σας πάρω μαζί μου, αλλά θα γυρίσω μόλις βρω μια δουλειά κι ένα μέρος να ζήσουμε. Το ξέρεις πως δεν είσαι δικό μου παιδί, αλλά σ αγαπώ σαν να ήσουν. Ο Ντιν είναι αίμα μου, αλλά κι αυτόν πρέπει να τον αφήσω. Είναι ετεροθαλής αδερφός σου, αλλά θέλω να τον αγαπάς σαν αληθινή αδερφή. Είμαι θετή σου μητέρα, αλλά σε αγάπησα σαν να ήσουν αίμα μου». Έδωσε στη Σαρλίν τη μικρή Βίβλο. «Κράτησέ τη μέχρι να έρθω. Όχι, καλή μου, μην κλαις. Πρέπει να είσαι δυνατή. Ο Χριστός θα σε προσέχει. Αυτό σ* το υπόσχομαι. Να μιλάς στον Κύριο κι αυτός θα σας προσέχει όσο λείπω». Σταμάτησε, με τον πόνο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο. «Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα προσέχεις τον Ντιν. Δεν είναι τόσο έξυπνος όσο εσύ». Η Σαρλίν άκουγε σιωπηλά - ήξερε πως δεν υπήρχε τίποτε να πει. Το 'ξερε πως η μαμά δε θα μπορούσε να ζήσει άλλο τρώγοντας ξύλο. Η μαμά δεν είχε άλλη επιλογή. Η Σαρλίν χαιρόταν που έφευγε. Ήξερε ακόμη πως δε θα 'χε πια κανέναν. Κανέναν εκτός από τον Χριστό, που δεν Τον έβλεπε. Και τον Ντιν, που έπρεπε να φροντίζει. «Μην πεις τίποτε στον Ντιν μέχρι το βράδυ. Δε θέλω φασαρίες», είπ'ε η μαμά. Η Σαρλίν κούνησε καταφατικά το κεφάλι και μαζί με τον Ντιν μπήκαν στο σχολικό. Γύρισε το κεφάλι πίσω για να δει τη μαμά. Εκείνη σήκωσε το χέρι και το κούνησε δυο φορές. Μετά στράφηκε γοργά και περπάτησε στόν κεντρικό δρόμο, προς τη στάση των
λεωφορείων. Κι όταν η Σαρλίν την έχασε από τα μάτια της, άρχισε να κοιτάζει μπροστά. Δεν μπορούσε να κλάψει. Δεν μπορούσε. Γιατί πίστευε πως αν άρχιζε δε θα σταματούσε ποτέ. Δάγκωσε τα χείλη της και στράφηκε στον αδερφό της. «Εγώ θα σε φροντίζω, Ντιν», του είπε. Για λίγο δεν είπε τίποτε. Μετά ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της κι έκλεισε τα μάτια. «Ήταν καλό κουταβάκι», είπε. Η Σαρλίν τα θυμόταν τώρα όλ' αυτά, καθώς στεκόταν κάτω από το ντους. Χαμένη στις αναμνήσεις της δεν άκουσε τίποτε. Και ξαφνικά ο πατέρας της είχε τραβήξει την κουρτίνα με τα τρεμάμενα χέρια του και η μυρωδιά του σώματος του γέμιζε την ατμόσφαιρα. «Τι διάβολο κάνεις εδώ;» γρύλισε. «Με ξύπνησες. Είσαι τρελή;» Στο άκουσμα της φωνής του εκείνη αναπήδησε και κόλλησε πίσω στον τοίχο. Με τα μάτια εξέταζε την κατάσταση του πατέρα της. Περισσότερο πιωμένος από ποτέ. Είχαν περάσει οχτώ χρόνια από τότε που έφυγε η μαμά και ο μπαμπάς τα πέρασε όλα μεθυσμένος. Αλλά αυτό δεν το είχε ξανακάνει. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, σε παρακαλώ. «Μπαμπά», κατάφερε ν' αρθρώσει, προσπαθώντας να μη δείξει το φόβο της. «Μια στιγμή και βγαίνω». Τον προσπέρασε καθώς εκείνος κοίταζε το γυμνό της κορμί. Πήρε την πετσέτα από το καρφί στον τοίχο και καθώς την τύλιξε γύρω της ένιωσε λιγότερο ευάλωτη. Περπάτησε προς το λίβινγκ ρουμ, στην ασφάλεια των ρούχων της, πιο κοντά στην πόρτα. Πρώτα άκουσε την κίνηση και μετά την αισθάνθηκε. Το χέρι του έπεσε σαν βράχος στο υγρό κεφάλι της. Την άρπαξε από τα μαλλιά και την τράβηξε πίσω, εκεί στη βρόμα του δωματίου του. Η πετσέτα έπεσε, αφήνοντάς την απροστάτευτη. Ούρλιαξε από το ξάφνιασμα και τον πόνο και κρατήθηκε από το χερούλι του παλιού ψυγείου. Με το ελεύθερο χέρι του, χαλάρωσε τα δάχτυλά της. Την έσυρε στο πάτωμα από τα μαλλιά. Και τότε βγήκαν από το στόμα της οι πρώτες λέξεις από τη στιγμή που άρχισε η μάχη. «Όχιιιιι!» ούρλιαξε. «Όχι, μπαμπά, όχι!» Την κοίταξε σιωπηλός και η παλάμη του έπεσε βαριά στο πρόσωπο της. «Μην αρχίζεις εσύ, μικρή σουπιά. Ξέρω τι είσαι.
Τα άκουσα όλα για τα μπλουζάκια. Κυκλοφορείς μ' αυτά τα στενά τζιν και τινάζεις την αλογοουρά σου σαν αμαζόνα». Μετά την πέταξε στα πόδια του κρεβατιού του. Κρατώντας ένα σεντόνι γΰρω της, άρχισε να χτυπά τα πόδια της. Αλλά εκείνος ήταν πολΰ γρήγορος. Γοργός σαν φίδι την έριξε πάνω στα γόνατά του, πετώντας πέρα το σεντόνι. «Θα σε μάθω να με σέβεσαι μ' ένα χέρι ξΰλο», της είπε. Εκείνη πάλευε, προσπαθώντας να του ξεφύγει. «Σε παρακαλώ, μπαμπά, σου ζητώ συγνώμη». Έκλαιγε, αλλά το χέρι του έπεφτε κιόλας βαρύ στα γυμνά πισινά της. «Σε παρακαλώ!» ξαναφώναξε, αλλά εκείνος τη χτύπησε με μεγαλύτερη λύσσα. Κι όταν προσπάθησε ν' ανασηκωθεί, έβαλε το άλλο του χέρι στον αυχένα της και πίεσε το κεφάλι της στο στρώμα. Της κόπηκε η αναπνοή. Τα γυμνά της πισινά είχαν πια κοκκινίσει, αλλά εκείνος συνέχιζε να χτυπά, ξανά και ξανά και ξανά. «Σιχαμένη», φώναζε. «Σαν τη μάνα σου. Πόσα απ' αυτά τ' αγόρια σ' έχουν πηδήξει; Ο Μπόιντ Τζέιμσον και ποιος άλλος;» Την τσίμπησε άγρια στον πισινό. Η Σαρλίν ούρλιαξε από τον πόνο και την ντροπή. «Τσιμουδιά», την προειδοποίησε, συνεχίζοντας. Ο πόνος ήταν αφόρητος, αλλά η Σαρλίν δεν έβγαλε άχνα. Μετά από ώρα σταμάτησε, αλλά συνέχισε να σφίγγει με το χέρι το σβέρκο της. Έλεγε στον εαυτό της να συνεχίσει ν' αναπνέει, να παίρνει μικρές αναπνοές, κι ας ένιωθε να πνίγεται. Μετά ένιωσε τη φρίκη. Αισθάνθηκε το χέρι του πατέρα της να κινείται ανάμεσα στα πόδια της, να την αγγίζει εκεί. Άρπαξε τις τρίχες της. «Αφήνεις τ' αγόρια να σε πιάνουν εδώ;» τη ρώτησε με φωνή βαριά. «Όχι, μπαμπά», είπε ξέπνοα. Το χέρι του ευτυχώς απομακρύνθηκε, αλλά μετά άρπαξε το δεξί της στήθος. «Τους αφήνεις να σ' αγγίζουν εδώ;» ρώτησε. «Όχι», φώναξε ξανά. Το χέρι του πίεσε τη θηλή της. Ο πόνος ήταν οξύς. «Σίγουρα;» ρώτησε. «Σίγουρα», κλαψούρισε.
«Καλά τότε», της είπε. «Κοίτα μην κάνεις τίποτε. Διαφορετικά θα γίνεις πουτάνα σαν όλες τις άλλες». Σηκώθηκε, πετώντας τη Σαρλίν γυμνή στο πάτωμα. Την κοίταξε με αηδία. «Ντΰσου τώρα. Εγώ θα βγω», της είπε κι έφυγε. *
*
#
Η Σαρλίν σύρθηκε ξανά ως το μπάνιο. Το ζεστό νερό έπεφτε πάνω της, αλλά δεν ένιωθε τη διαφορά. Μετά άνοιξε το κρύο και το άφησε να πέφτει πάνω της μέχρι που πόνεσε. Μετά βγήκε και προσεκτικά σκουπίστηκε με μια λεπτή πετσέτα. Δόξα τω Θεώ, ο Ντιν δεν ήταν στο σπίτι, σκέφτηκε. Στα δεκαέξι του, ήταν πανύψηλος και γεροδεμένος. Ήξερε πως ο Ντιν θα χτυπούσε το γέρο. Και ήξερε πως δε θα του έλεγε τίποτε. Αλλά ο μπαμπάς γινόταν όλο και χειρότερος. Κοκκίνισε από την ντροπή της και ξανάνιωσε το χέρι του πάνω στο σώμα της. Το χειρότερο ήταν πως όσο την έδερνε, ο πατέρας της την πίεζε πάνω στο διεγερμένο όργανο του. Φοβόταν για τον εαυτό της και για το τι θα συνέβαινε στον Ντιν αν μάθαινε. Θα χτυπούσε τον πατέρα τους και τότε αυτός θα τον σκότωνε. Τη χρειαζόταν για να τον προστατεύει και το είχε υποσχεθεί και στη μαμά. Ανασήκωσε τα χέρια και τράβηξε τα μαλλιά της πίσω λες και ήθελε να βγάλει όλη αυτή την ασχήμια από το μυαλό της. Άρχισε να ντύνεται αργά. Με τρεμάμενο χέρι άρχισε να βάζει λίγο κραγιόν μπροστά στο σπασμένο καθρέφτη της κουζίνας. Σταμάτησε για λίγο, για να ηρεμήσει. Βοήθησέ με, Θεέ μου, προσευχήθηκε. Ό λ η την εβδομάδα περίμενε το αποψινό ραντεβού της με τον Μπόιντ Τζέιμσον. Και τίποτε δε θα την εμπόδιζε. Η Σαρλίν πήρε από το ψυγείο τη χθεσινή κρεατόπιτα — ψωμί και καθόλου κρέας— έκοψε δυο μεγάλες φέτες και τις έβαλε σ' ένα δισκάκι. Μάζεψε και ό,τι είχε απομείνει από τον πουρέ και το έριξε κι αυτό μέσα, μαζί με λίγο καλαμπόκι με κρέμα. Τα σκέπασε όλα με αλουμινόχαρτο και τα έβαλε qro φούρνο. Μετά έγραψε ένα σημείωμα στον Ντιν, λέγοντάς του να ζεστάνει το δείπνο του και πως θα πήγαινε στο χορό του σχολείου. Δεν ανέφερε καθόλου τον Μπόιντ και το ραντεβού τους.
Στράφηκε στον καθρέφτη κι εξε'τασε το λαιμό της για να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχαν σημάδια από την επίθεση του πατε'ρα της. Δεν υπήρχαν, εκτός από τον πόνο πίσω και τα χέρια της που έτρεμαν ακόμη. Εξωτερικά, η Σαρλίν ε'δειχνε τέλεια. Βγήκε από το τροχόσπιτο να περιμένει τον Μπόιντ έξω, για να μην ακουστεί το κορνάρισμά του.
5 Η Τερέζα Ο' Ντόνελ ήταν διάσημη εδώ και πάνω and τριάντα-χρόνια.Τα ξέρουμε όλα για την κινηματογραφική καριέρα, τη βίλα, τον αποτυχημένο γάμο, τις επαγγελματικές της αποτυχίες, τψ αστραφτερή επιστροφή της και τα περίφημα μεθύσια της. Αλλά είναι δύσκολο να θυμηθούμε πως μόλις πριν από τρία χρόνια, κανείς δεν είχε ακούσει για την κόρη της, τη Αάιλα Κάιλ. Μάθαμε για την τελευταία της προσπάθεια να ετοιμάσει ένα δίσκο, για το άρωμα που λανσάρισε, για τους μπελάδες της με την 1RS. Αλλά όχι για την κόρη της. Και της Τερέζα της άρεσε αυτό. Ο αναγνώστης που δε γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί στη Μέρι Τζέιν και στη Σαρλίν, θ' αναρωτιέται πώς αυτές οι δύο γυναίκες συνδέονται και αν η Αόρα Ρίτσι έχασε τον έλεγχο τον υλικού της. Αλλά εσύ, ευγενικέ αναγνώστη, είσαι αρκετά διορατικός για να ξέρεις ήδη από την αρχή πως οι δυο τους συνδέονται με το σχοινί της δόξας, του ερωτισμού και της εμπορικότητας. Και, φυσικά, θα βιάζεσαι να διαβάσεις για το τρίτο μέλος της τριάδας, το πιο διάσημο —ή το mo πρόστυχο— απ όλα. *
*
*
Η Ρολς πέρασε τη δυτική πΰλη του Μπελ Αιρ, ανηφόρισε στο λόφο χωρίς αγκομαχητό, μπήκε αργά στο φιδογυριστό δρόμο και σταμάτησε. Η Αάιλα Κάιλ άνοιξε την πόρτα της, πετάχτηκε έξω, τα τακούνια της ακούστηκαν στα μεγάλα μαρμάρινα σκαλοπάτια, έσπρωξε την τεράστια ξύλινη πόρτα και τη χτύπησε με δύναμη πίσω της. Έριξε μια ματιά στο κάποτε επίσημο φουαγιέ, στο
μεγάλο κρυστάλλινο κηροπήγιο, στη γυριστή σκάλα. «Δεν είναι το σπίτι μου, αλλά καλά είναι», μουρμούρισε στον εαυτό της και ανέβηκε πάνω. Η οικονόμος της μητέρας της φάνηκε στο διάδρομο που ξεκινούσε από την τραπεζαρία και η έκφραση στο πρόσωπο της αποτελούσε συνδυασμό κατάπληξης και οργής. Η Λάιλα κατευθυνόταν προς τη σουίτα της, στο επάνω πάτωμα. «Λάιλα», φώναξε η Εστρέλα από κάτω. «Μη χτυπάς την πόρτα. Σ' το έχω πει εκατό φορές». Η Λάιλα σταμάτησε· το χέρι της κρατούσε σφιχτά την αλαβάστρινη κουπαστή. Στράφηκε αργά προς την Εστρέλα, στριφογυρνώντας το σακ βουαγιάζ της στον ώμο. Η Λάιλα δεν ήταν απλώς η κόρη μιας διάσημης μητέρας. Ο πατέρας της ήταν ο Κέρι Κάιλ, είδωλο των δεκαετιών του σαράντα και του πενήντα. Πάλι έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τη σκύλα. Πότε θα το καταλάβαινε η Εστρέλα; Κοιτάζοντας τη Μεξικάνα, είπε: «Εσύ θα μου πεις τι να κάνω, Εστρέλα; Μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;» Κατέβηκε ένα σκαλοπάτι, έκανε μια παύση και συνέχισε: «Το έχεις παραξηλώσει. Δεν είσαι παρά η οικονόμος. Σε πληρώνουμε. Κι εγώ δεν είμαι πια εννιά χρονών, να πάρει η ευχή». Παρακολούθησε το πρόσωπο της Εστρέλα να κοκκινίζει. Μια πολύ γνωστή εικόνα. Κατάπληκτη που της θύμιζαν τη θέση της. Πανικόβλητη. Γιατί η Λάιλα είχε από καιρό αποφασίσει πως δε θα ξανάκανε φίλες αυτές τις σκύλες. Θ' απαιτούσε το σεβασμό τους. Δυστυχώς, η μητέρα της δεν έμαθε ποτέ το μάθημα. Ικανοποιημένη που η Εστρέλα είχε μπει στη θέση της, η Λάιλα άρχισε να ξανανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Και καθώς συνέχιζε ν' ανεβαίνει, φώναξε πάνω από τον ώμο της: «Και στείλε μου πάνω κάτι να φάω μετά το μπάνιο μου. Ξέρεις, κάτι που να μ' αρέσει. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, Εστρέλα». Η Λάιλα διέσχισε το σαλόνι της σουίτας της κι έφθασε στην κρεβατοκάμαρα. Πέταξε την τσάντα στο κρεβάτι, απαλλάχθηκε από το στενό της τζιν και το μεταξωτό μπλουζάκι της των τριακοσίων δολαρίων και μπήκε στο μπάνιο. Αμέσως έβαλε σε λειτουργία τη σάουνα. Περιμένοντας να ζεσταθεί, φόρεσε το αγαπημένο της μπουρνούζι και βγήκε στο διάδρομο. Περπάτησε ως το δω-
μάτιο στην άλλη πλευρά του σπιτιού για να ρίξει μια ματιά στην πισίνα. Ή τ α ν το δωμάτιο που μοιράζονταν οι δυο της «αδερφές», οι ξύλινες κούκλες που η Τερέζα είχε κάνει διάσημες στο τηλεοπτικό της σόου. Οι κούκλες ήταν ξαπλωμένες στα κρεβάτια τους, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Η μυρωδιά της κλεισούρας της γαργάλισε τη μύτη. Γιατί, διάολε, να τ αφήσει να περάσει έτσι; σκέφτηκε η Λάιλα. Αλλά η Τερέζα είχε γίνει αδιάφορη, δεν κρατούσε τα ηνία. Θεέ, η Εστρέλα και ο Περέζ ήταν τα μοναδικά μέλη του υπηρετικού τους προσωπικού. Και η Εστρέλα καθόταν όλη την ώρα πάνω στο φαρδύ σκουρόχρωμο πισινό της, παρακολουθώντας τηλεόραση με την Τερέζα. Αλλά αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα, σκέφτηκε. Τα χρήματα υπήρχαν ακόμη. Έσκυψε από το παράθυρο κι έριξε μια ματιά σε όλη την πισίνα. Δε φαινόταν κι άσχημη από κει πάνω. Αλλά όταν πλησίαζες κι έβλεπες τα σπασμένα πλακάκια και τα ζιζάνια να έχουν φυτρώσει παντού... Μια απ' αυτές τις μέρες, σκέφτηκε η Λάιλα, το πτώμα του Μπιλ Χόλντεν θα επέπλεε εκεί. Το σπίτι είχε χτιστεί από ένα μεγάλο αστέρι της δεκαετίας του τριάντα. Εκείνη την εποχή, πριν χρεοκοπήσει, ο ηθοποιός έβαλε τις βάσεις για την υπερβολική πολυτέλεια στο Χόλιγουντ, κάτι που οι σημερινοί είχαν ανεβάσει στο ζενίθ. Στο απόγειο της καριέρας της, η Τερέζα Ο' Ντόνελ είχε αγοράσει και ανακαινίσει το σπίτι, επαναφέροντας το στις παλιές του δόξες. Αλλά από τότε είχε περάσει πολύς καιρός. Τώρα, η Τερέζα Ο' Ντόνελ, όπως και ο τύπος πριν απ αυτήν, είχε ξεπέσει. Τέρμα οι μουσικές κομεντί, τέρμα οι ταινίες, τέρμα τα ηλίθια τηλεοπτικά σόου και οι ηχογραφήσεις. Αλλά εξακολουθούσε να έχει εισοδήματα από τις πολύ προσεκτικές επενδύσεις της. Περασμένη ξεχασμένη όμως η αστραφτερή ζωή. Μόνο κάτι παλιοί γηραλέοι φίλοι έφθαναν ως εκεί, αναζητώντας κάποια αλλαγή. Μεταμφιέζονταν, φορούσαν κοσμήματα κι έκαναν μιμήσεις. Στο τέλος, κάθε φορά, η Τερέζα τους τραγουδούσε την παλιά της επιτυχία, Το Ωραιότερο Κορίτσι στον Κόσμο. *
*
*
Η ματιά της Λάιλα έκανε μια βόλτα στη μακριά σειρά των σεζλόνγκ. Ωραία, σκέφτηκε, δεν υπάρχει ψυχή. θ α την έχω όλη δική μου την πισίνα. Ούτε ένας από κείνους τους ξεπεσμένους που πήγαιναν στα μπραντς της μητέρας της. Η Λάιλα ήξερε πως και αυτοί λιγόστεψαν τα τελευταία χρόνια. Ασε που τελευταία τη θέση των γηραλέων είχαν πάρει κάτι νεαροί με γυαλιά, που προέρχονταν από μέρη όπως το Έικρον και ήθελαν να γράψουν βιβλίο για το συμβολισμό των βυζιών στις ταινίες της δεκαετίας του πενήντα του Φρανκ Τάσλιν. Εξόργιζαν τη Λάιλα και δούλευαν τη μητέρα της. Αυτό που η Τερέζα ήθελε ήταν να κάθεται στην αίθουσα κινηματογράφου και να βλέπει και να ξαναβλέπει τις ταινίες της. Η Κυρία με τα Κόκκινα. Κρουαζιέρα στο Μπουένος Άιρες. Όλες τις παλιές κόπιες που και η Λάιλα συνήθιζε να βλέπει. Και, βέβαια, το Ένα Αστέρι Γεννιέται. Τουλάχιστον ο Κέβιν ήταν διαφορετικός. Μπορεί να είχε έρθει για να πάρει συνέντευξη από την Τερέζα, αλλά, μόλις είδε τη Λάιλα, έμεινε να κουβεντιάζει μαζί της. Μελετούσε για το μάστερ στον κινηματογράφο, στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες, ήταν ηλιοκαμένος, με ωραίο σώμα και πολύ όμορφος. Ή τ α ν και έξυπνος. Είχε γεννηθεί κάπου ανατολικά και πρέπει να είχε διαβάσει ένα εκατομμύριο βιβλία. Της έδωσε το Ανατολικά της Εδέμ κι εκείνη το διάβασε, κι ας είχε δει την ταινία. Ο Κέβιν ήταν ενδιαφέρων. Και τώρα που η Λάιλα είχε φύγει από το Γουεστλέικ, βαριόταν θανάσιμα. Ο Κέβιν της έδωσε σημασία. Έπαιζε τένις μαζί της. Έκανε τζόκινγκ μαζί της. Την έπαιρνε μαζί του στη Λονγκ Μπιτς Μαρίνα και πήγαιναν ιστιοπλοΐα ως την Καταλίνα. Πράγματα που η μητέρα της ήταν πολύ γριά και πολύ μεθυσμένη για να τα κάνει. Ήταν ευγενικός με την Τερέζα, αλλά άκουγε όλα τα παράπονα της Λάιλα γι' αυτήν και συμφωνούσε. Και μερικές φορές έβαζε το χέρι του τους ώμους της, αλλά τίποτε περισσότερο. Ή τ α ν πιο ψηλός της και πιο αθλητικός κι ένιωθε καλά μαζί του. Αυτά ήταν όλα όσα ήθελε εκείνη —και όλα όσα ζητούσε ο Κέβιν. Αλλά όταν η Τερέζα άρχισε να μαγειρεύει το γάμο τους, η Λάιλα είχε γίνει έξω φρενών. Ο Κέβιν ήταν το μυστικό της. Μόνο
γι' αυτήν. Κι έπειτα ήταν μόνο δεκαεπτά, πολύ μικρή για να παντρευτεί. Και στο κάτω κάτω αυτό δεν ήταν δουλειά της Κούκλας του Έρωτα. Ή τ α ν ενοχλητικό. Ο Κέβιν μπορεί να μην ενδιάφερόταν. Αλλά χωρίς καν να ενημερώσει τη Λάιλα, η Κούκλα του Έρωτα του μίλησε και τα κανόνισε όλα. Τουλάχιστον έτσι πίστευε εκείνη. Ακριβώς όπως κανόνιζε μια δεξίωση. Η Τερέζα διάλεξε την ημερομηνία — φρόντισε να συμπέσει με τη νέα σεζόν των κοσμικών τηλεοπτικών εκπομπών— για να έχουν τις περισσότερες παρουσίες. Και το κέτερινγκ θα ήταν αυτό που χρησιμοποιούσε η γυναίκα του Τζακ Βάγκνερ για όλα της τα πάρτι. Η Τερέζα έσπαγε το κεφάλι της για να διαλέξει τον υπεύθυνο της τελετής, μεταξύ του Εντ Μακμάχον και της Πατ Σάτζακ. Αλλά η Λάιλα ήταν αποφασισμένη να μην ξαναδεχθεί να παίξει κάποιο ρόλο για την Κούκλα του Έρωτα, μόνο και μόνο για ν' αναθερμάνει η Τερέζα τις σχέσεις της με τους παραγωγούς. Κι αν ήθελε να ξαναδουλέψει στο σινεμά, ας τα κατάφερνε μόνη της. Αλλά ο γάμος με τον Κέβιν, για τη Λάιλα θα ήταν το εισιτήριο εξόδου από αυτό το μαυσωλείο. Η Λάιλα δεν ήξερε πού ήταν τώρα ο Κέβιν, αλλά υπέθεσε πως θα βρισκόταν με το δάσκαλο του τένις στο γήπεδο. Αν και είχε αρχίσει να βαριέται, χαιρόταν που ήταν απασχολημένος. Μερικές φορές την είχε ανάγκη τη μοναξιά. Δεν είχε καλή διάθεση. Περπάτησε ξανά με τα γυμνά της πόδια ως το δωμάτιο της, ξεγυμνώθηκε και παραδόθηκε στους ζεστούς ατμούς της σάουνας. Η βαριά πόρτα την έκανε να νιώθει ασφαλής. Ο ιδρώτας άρχισε να κυλά στα πανέμορφα στήθη της. Η Τερέζα άρχισε να της δίνει ορμόνες από τα δέκα της, αλλά στα δεκάξι της χρειάστηκε να βάλει και σιλικόνη —δώρο από τη μητέρα της. Τώρα ήταν τέλεια — στρογγυλά και ανασηκωμένα, με τις μικρές ροζ θηλές να τινάζονται στα ύφη. Αλλά ήθελε να τ' αγγίζει μόνο αυτή, κανείς άλλος. Σκέφτηκε ξανά τον Κέβιν και το γάμο τους. Δεν της είχε χαϊδέψει το στήθος, δεν προσπάθησε ποτέ. Ούτε της έκανε τίποτε άλλο. Μερικές φορές είχε την αίσθηση πως είχε καταλάβει γι' αυτήν κάτι που ούτε η ίδια είχε εντοπίσει. Μπορεί αυτό να ήταν αρκετό.
Περισσότερο από καθετί άλλο, η Λάιλα ήθελε να ξεφύγει από αυτό το τρελόσπιτο, μακριά από τη μητέρα της και την τρέλα και τους καβγάδες. Χρειαζόταν την Τερέζα έως ότου αποκτούσε δικά της λεφτά. Αλλά αυτό ίσως να μη συνέβαινε πριν κλείσει τα είκοσι ένα. Κάτι ακόμη που της είχε κάνει ο πατέρας της, αφήνοντάς της ένα ποσό που δε θα μπορούσε να το αγγίξει παρά μόνο μετά από τέσσερα χρόνια. Και μέχρι τότε εξαρτιόταν από τη μητέρα της. Και ο μόνος τρόπος για να την αφήσει η μητέρα της να φύγει, ήταν να παντρευτεί. «Ένα κορίτσι χρειάζεται πάντα έναν άντρα κοντά του, γλυκιά μου», είχε πει η Τερέζα. «Κρατά πάντα τους λύκους μακριά. Και δεν είναι ωραίο ένα κορίτσι στην ηλικία σου να κυκλοφορεί μόνο στην πόλη. Κανείς δε θα πει ότι δε σε πρόσεξα, ότι δε στάθηκα τέλεια μητέρα». Αυτό ήταν λοιπόν. Αλλά η Λάιλα φοβόταν πολυ. Ο Κέβιν ήταν ο καλύτερος από τους τύπους που είχε γνωρίσει και καλύτερος από κάθε μέλος της αυλής της μητέρας της. Δεν ήταν απαίσιος σαν τους άλλους, ίσως επειδή ήταν νέος και όμορφος. Φαίνεται πως όταν οι άνθρωποι γερνούν ασχημαίνουν, σκέφτηκε. Και το στόμα τους αποκτά μια μόνιμη γκριμάτσα. Δε σκόπευε να μείνει ώσπου να συμβεί το ίδιο και στον Κέβιν. Η λυση ήταν προσωρινή. Μέχρι να πάρει τα λεφτά της. Αλλα, Θεέ μου, δε θέλω να παντρευτώ. Θέλω να φυγω από εδώ, αλλά δε θέλω να παντρευτώ, σκέφτηκε η Λάιλα. Ο Κέβιν είναι καλός και με μεγάλη κατανόηση. Θα μπορούσε ίσως να το συζητήσει μαζί του. Η μητέρα της είχε πει πως ο Κέβιν δε θα την ανάγκαζε να κάνει τίποτε. Θα ήταν ευγενικός, είπε η Τερέζα. Κι αν αυτό ήθελε εκείνη, θα την άφηνε ήσυχη. Καταλάβαινε. Μερικές φορές η Λάιλα ένιωθε σαν κούκλα, σαν την Κάντι ή τη Σκίνι. Κάποτε τις είχε μισήσει, τις ζήλευε. Τώρα τις λυπόταν. Αργά κάθισε κι έτριψε το σώμα της με μια χοντρή πετσέτα. Μετά βγήκε από τη σάουνα. Πήγε στο γραφείο της και άνοιξε ένα κλειδωμένο συρτάρι μ' ένα κλειδί που το είχε πάντα κρεμασμένο στο λαιμό της. Έβγαλε τρία μπουκάλια χάπια. Δε χρειαζόταν να ΚΟιτάξει τις ταμπελίτσες, τις είχε μάθει απέξω από τα έντεκά της, για όνομα του Θεού. Και είχε όλες τις οδηγίες. Τι να πάρει και σε
ποιες μέρες. Πήρε κάπο ια , πήγε στο μπάνιο και τα κατάπιε μ' ένα ποτήρι νερό. Ένα απ' αυτά —που άρχ ΐ σ ε ν α το παίρνει τελευταία — άφηνε πάντα μια πικρή γεύση οτ 0 στόμα. Η Λάιλα ξέπλυνε το στόμα της με διάλυμα, γύρισε στο δωμάτιο της, ξανακλείδωσε τα φιαλίδια κι έβγαλε το μαύρο Βερο^ τ σ ε μαγιό που της άρεσε περισσότερο. Κοίταξε το είδωλο της ο τ θ ν καθρέφτη και χαμογέλασε. Μετά βγήκε από το δωμάτιο κ α ι πήρε το δρόμο για την πισίνα. *
*
*
Η Λάιλα ξάπλωσε στη σεζλόνγκ, με τις σταγόνες του νερού να βρέχουν το κάλυμμα. Ένιωσε να χαλαρώνει μετά τη σάουνα και το γρήγορο κολυ'μπι. Mux σκιά έπεσε πάνω από τα κλειστά της μάτια και οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν πιο γοργοί. «Κέβιν;» ρώτησε, ανοίγοντας τα μάτια και βάζοντας το χέρι στο μέτωπο για να τα Π ρ ο φ υ λ ά ξ ε ι από την αντηλιά. «Όχι, μις, ο Περέζ είμαι». Η Λάιλα είδε το γέρ 0 κηπουρό της μητέρας της. «Είδες τον Κέβιν;» τον ρώτησε. «Όχι, μις. Ή τ α ν εδώ πριν μια ώρα, αλλά φύγει. Δεν ξέρω πού». Και συνέχισε: «Συνεχίσ^ καθαρίσω τα φύλλα;» «Με όλο αυτό τον τεράστιο διαολεμένο χώρο, εδώ βρήκες να δουλέψεις; Τώρα; Άντε βρες καμιά άλλη δουλειά». Ο Περέζ την κοίταξε, με εκείνο το βλέμμα που πάντα την παρακολουθούσε. Πάντα έβρισκε κάτι να κάνει τριγύρω της. Είχε πει στην Κούκλα του Έρωτα να του δ ώ 0 ε ι τα παπούτσια στο χέρι, αλλά εκείνη αρνήθηκε: δεν έβρισκε πιο φτηνό από τον Περέζ. Αλλά η Λάιλα δεν τον ανεχόταν. Ο Κέβιν βρισκόταν πάντα στην πισίνα τέτοια ώρα το απόγευμα. Έπαιζε μια ώρα τςνις το πρωί, μετά δυο ώρες χο απόγευμα με το δάσκαλο - τ ο ν ε ί χ ε προσλάβει ή Τερέζα - και μετά έπεφτε στην πισίνα. Της ά ρ ε ο ε α υ τ ό ς ο τρόπος που φρόντιζε το σώμα του. Άσκηση. Βιταμίνες. Ήταν κι αυτό ένα από τα κοινά τους σημεία. Και της άρεσε να τον κοιτάζει με τα σορτς του τένις, με το σινιέ μαγιό του. T é t o i a ώρα κάθε απόγευμα έβγαζε τα ρούχα του τένις κι έσκυβε να Τ η φιλήσει, αφήνοντας τη γεύση από τον
ιδρώτα του στα χείλη της. Μερικές φορές, πριν φύγει από το Γουεστλέικ, πήγαινε να την πάρει από το σχολείο. Οι συμμαθήτριές της τη μισούσαν γι' αυτό. Ή τ α ν πολύ όμορφος. Αλλά τώρα η Λάιλα ήταν μόνη. Πού στο διάβολο βρισκόταν ο Κέβιν; Σηκώθηκε και φόρεσε το μπουρνούζι της. Αποφάσισε να πάει πίσω στο σπίτι, να τον ψάξει ίσως. Καθώς πλησίαζε στην πόρτα, το ξανασκέφτηκε. Δεν ήθελε να πέσει πάνω στη μητέρα της κι έτσι πήγε από το πλάι, προσπέρασε το σολάριουμ για να μπει από την κουζίνα και ν' ανέβει στο δωμάτιο της από τις πίσω σκάλες. Η πόρτα του σολάριουμ, που δεν τη χρησιμοποιούσε κανείς, ήταν κλειστή, αλλά ο σύρτης ανοιχτός και άκουσε κάποιες φωνές. Ο Πέρεζ; αναρωτήθηκε. Το σιγανό γέλιο της ήταν οικείο και καλοδεχούμενο. Έσπρωξε την πόρτα. «Κέβιν;» ρώτησε καθώς άνοιγε. Μέσα στο σούρουπο, είδε δύο σκιές. «Κέβιν;» ρώτησε ξανά. Και μετά είδε ξεκάθαρα. Ή τ α ν ξαπλωμένος στο τραπέζι και ήταν γυμνός. Ο δάσκαλος του τένις βρισκόταν πίσω του —η Λάιλα έβλεπε τα γυμνά πισινά του— και κουνιόταν, με το σορτς του κατεβασμένο ως τον αστράγαλο. «Σου αρέσει;» ρώτησε ο Μπομπ καθώς έσπρωχνε το σώμα του πάνω στα γυμνά οπίσθια του Κέβιν. «Πες μου ότι σ' αρέσει». «Ναι!» Η Λάιλα άκουσε τον Κέβιν να γελά. «Ναι, μπάσταρδε». Μετά βόγκηξε· το ίδιο και ο Μπομπ. Η Λάιλα ένιωσε να παγώνει. Για αρκετή ώρα σταμάτησε ν' αναπνέει. Το βογκητό συνεχίστηκε και μετά ακούστηκε μια κραυγή. Περισσότερο από καθετί άλλο, αυτό που την ακινητοποιούσε ήταν αυτοί οι αηδιαστικοί θόρυβοι. Έκανε κι αυτή ένα θόρυβο. Ο Κέβιν την παρατήρησε πρώτος. Χωρίστηκαν αργά, βαριανασαίνοντας. Βαριανάσαινε και η Λάιλα. Νόμιζε πως θα κάνει εμετό. Ο Κέβιν φόρεσε τα σορτς του και είπε: «Δεν είναι αυτό που νομίζεις, Λάιλα. Σ' αγαπώ, μωρό μου». Αλλά η Λάιλα είχε βάλει κιόλας τις φωνές. «Θα μπορούσα να σας σκοτώσω και τους δυο». Η στριγκιά φωνή της ακουγόταν αφύσικη στα ίδια της τ' αυτιά. «Σ' εμπιστεύτηκα, Κέβιν. Θα παντρευόμαστε. Και να κάνεις αυτό!»
«Ηρέμησε, μωρό. Ηρέμησε. Νόμιζα ότι ήξερες, ότι καταλάβαινες. Θέλω να πω, αυτό δεν ήταν έκπληξη για σένα, έτσι δεν είναι;» Ο Κέβιν, με απλωμένα τα χέρια, περίμενε μια απάντηση. Ο Μπομπ φόρεσε το λευκό του σορτς, τακτοποίησε τα ιδρωμένα μαλλιά του, κοιτάζοντας το είδωλο του στον επενδυμένο με καθρέφτη τοίχο, και προσπέρασε τη Λάιλα. Σαν να είχε ξαναδεί πολλές τέτοιες σκηνές, στράφηκε προς τον Κέβιν και είπε: «Αύριο την ίδια ώρα; Τηλεφώνησέ μου». Κι έφυγε. Η Λάιλα στεκόταν εκεί, σοκαρισμένη. «Σε σιχαίνομαι». Γύρισε προς την πόρτα και την άνοιξε γι' αυτόν. «Δε διαφέρεις απ' όλους εκείνους τους αηδιαστικούς παιδεραστές και διεστραμμένους που τριγυρίζουν τη μητέρα μου. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Θέλω να φύγεις από εδώ. Τώρα». Ο Κέβιν έκανε ένα βήμα πίσω, σαν να είχε φάει χαστούκι. Μετά το πρόσωπο του σκλήρυνε. «Ναι, έχεις δίκιο. Έπρεπε να το είχες καταλάβει. Η Τερέζα μου είπε ότι ήξερες, ότι όλα ήταν εντάξει. Ελευθερία και αξιοπρεπής γάμος για σένα, ένα καλό εισόδημα για μένα. Νομίζω ότι την πατήσαμε και οι δυο. Και τώρα, κανείς μας δε θα πάρει αυτό που θέλει. Ούτε η μητέρα σου». Κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε προς την ανοιχτή πόρτα. «Θα μπορούσαν όλα να πάνε μια χαρά. Αλλά κάποιος τα σκότωσε. Και δεν ήμουν εγώ». Η Λάιλα έσπρωξε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Μετά στάθηκε εκεί, στο σημείο όπου νόμιζε ότι την είχαν βιδώσει ποιος ξέρει από πότε. Δεν έτρεμε. Απλώς δεν μπορούσε να περπατήσει. Τελικά, από την πόρτα που είχε ξανανοίξει, άκουσε την φωνή της Τερέζα. «Καλύτερα να τον πάρεις όπως είναι, μικρή. Είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις». «Ω Θεέ μου! Γιατί δε μου το είπες; Μου είπες ψέματα. Μισώ τις αδερφές, το ξέρεις αυτό. Είπες ότι δεν ήθελε αυτό. Είπες...» «Αυτό που είπα είναι ότι δεν ήθελε εσένα. Είπα ότι θα σε άφηνε ήσυχη. Ό τ ι θα ήσουν ασφαλής μαζί του. Και οι δυο θα ήμαστε». «Και γιατί δε μου το είπες ξεκάθαρα;» Ό π ω ς συνήθως, η Τερέζα αγνόησε την ερώτηση. «Ήταν μια πολύ καλή συμφωνία και την τίναξες στον αέρα». «Μα πρόκειται για τη δική μου ζωή!»
«Και για τα δικά μου λεφτά! Και για το δικό μου σπίτι και για τα δικά μου ρούχα. Ήθελες να φύγεις από το Γουεστλέικ και σε άφησα. Ήθελες να φύγεις από εδώ και θα το έκανα. Αλλά όχι χωρίς κάποιον να σε φροντίζει. Ό χ ι ν' αρχίσεις να ζεις άγρια και να δίνεις λαβή για σχόλια. Και το κανόνισα. Το έστησα. Τον βρήκα, τον πλήρωσα... και αυτό είναι το ευχαριστώ; Θυσιάστηκα για την ασφάλειά σου. Για να νιώθεις σιγουριά». «Άσε με ήσυχη, μητέρα. Το επόμενο που θα μου πεις είναι ότι η Κάντι και η Σκίνι είναι πιο όμορφες από μένα». Η Λάιλα πήρε βαθιά ανάσα. Δεν μπορούσε να κλάψει. Ή τ α ν τόσο θυμωμένη, αλλά η οργή της ήταν παγωμένη. Είχε παγώσει όλα της τα δάκρυα. Κοίταξε την Τερέζα, το ερείπιο μιας σταρ. «Η αλήθεια είναι ότι με ζηλεύεις. Πάντα με ζήλευες». «Ζηλεύω; Ας γελάσω! Εγώ είμαι η Τερέζα Ο' Ντόνελ. Είμαι μία σταρ. Είμαι διάσημη. Εσύ με ζηλεύεις!» «Εγώ μπορώ να γίνω διάσημη, μητέρα. Αλλά εσύ δεν μπορείς να ξαναγίνεις νέα!» Με απίστευτη ταχύτητα η Τερέζα τινάχτηκε και χαστούκισε τη Λάιλα. Εκείνη έπιασε το μάγουλο της, έκανε ένα βήμα προς τη μητέρα της και σταμάτησε. Η φωνή της έγινε χαμηλή, βαθιά, τρομαχτική. «Αυτό δε θα το ξανακάνεις. Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Γιατί αν το κάνεις, θα σε σκοτώσω. Και δεν το αξίζεις. Με αηδιάζεις, με αηδιάζουν οι μηχανορραφίες σου, δεν είμαι μαριονέτα. Και, διάβολε, ούτε κόρη σου είμαι»; Το πρόσωπο της Τερέζα έγινε σταχτί. «Μην τολμήσεις να το ξαναπείς αυτό! Σε κανέναν! Ποτέ!» Στις άκρες από το στόμα της έβγαιναν αφροί. Η Τερέζα έκανε να φύγει. «Φεύγω». Πήρε το δρόμο για το σπίτι. «Μην τολμήσεις να φύγεις! Πού θα πας;» ούρλιαζε η Κούκλα του Έρωτα πίσω της. «Δεν μπορείς μόνη σου. Δεν έχεις δεκάρα. Μην τολμήσεις να φύγεις, Λάιλα. Δεν έχεις πού να πας». Τώρα που απομακρυνόταν, η Λάιλα άφησε να της ξεφύγουν οι λυγμοί.
6 Για να καταλάβετε αυτή τψ ιστορία, ηρέηει να γνωρίσετε τον Νιλ Μορέλι. Όλοι τον ξέρουν τώρα, αλλά κανείς δεν τον γνώριζε ηριν αηό κείνο το βραβείο ΕΜΜΙ. Τώρα έχει χάσει τψ καλή του φήμη, αλλά τότε ήταν άλλος ένας κωμικός που πάσχιζε να βρει το δρόμο του. Ο καλύτερος φίλος της Μέρι Τζέιν κι ένας τύπος που πέθαινε για λίγη αναγνώριση, ήταν ένας από τους διασκεδαστές της Νέας Υόρκης, αυτούς πον περιμένουν το εισιτήριο για να διαβούν τη μεγάλη πόρτα. *
*
*
Ό τ α ν ο Νιλ Μορέλι έφυγε από το υπόγειο όπου διαδραματίστηκε η σκηνή της ταπείνωσης της Μέρι Τζέιν, πήγε στη δουλειά του. Μπορεί μια μέρα να έβαζε μυαλό και να πρόσεχε τον άντρα που την αγάπησε πραγματικά. Τώρα δεν μπορούσε να στενοχωριέται άλλο γι' αυτό. Φτάνοντας στον εικοστό όγδοο όροφο του ουρανοξύστη στο Κέντρο Ροκφέλερ, προσπέρασε τη ρεσεψιονίστ που καθόταν πίσω από ένα τεράστιο ξύλινο γραφείο. Τρία χρόνια είχε δουλέψει σ' ένα από τα πιο γνωστά δικηγορικά γραφεία της πόλης της Νέας Υόρκης. Γελούσε με τον εαυτό του. Στο κάτω κάτω ένας καλός κωμικός έπρεπε να βρίσκει το καλύτερο ακροατήριο στον εαυτό του. Το ντεκόρ ήταν τέτοιο, που νόμιζε κανείς ότι για να φτιαχτεί είχε επιβλέψει η ίδια η βασίλισσα. Ναι, σκέφτηκε, αλλά ποια βασίλισσα; Μ' ένα μορφασμό άνοιξε την πόρτα στο τέλος του διαδρόμου και μπήκε στη φωτισμένη με νέον αίθουσα. Τρεις σειρές με έξι κομπιούτερ η καθεμιά, μέσα σε μια αίθουσα χωρίς παράθυρα. Ό χ ι πια δεύτεροι ρόλοι στο δικηγορικό γραφείο. Αυτή τη στιγμή την περίμενε για τρία ατέλειωτα χρόνια.
Η Ντάνα καθόταν, όπως πάντα, στο γραφείο της προϊστάμενης. Ο Νιλ της πέταξε ένα «Γεια», έριξε στο γραφείο του το χαρτοφύλακά του και είπε ένα γενικό «Γεια» στους συναδέλφους του. Είδε την Ντάνα να χαμηλώνει τα γυαλιά της πάνω χττη σκελετωμένη μύτη της και να τον καλεί στο γραφείο της με μια υπερβολική κίνηση του δείκτη. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τη μοναχή στο σχολείο του Αγίου Δομίνικου, την αδερφή Χέλγκα. Εκείνη η γριά αγελάδα τον είχε ρωτήσει μέσα στην τάξη πού πίστευε ότι θα τον οδηγούσαν τα καραγκιοζιλίκια του. «Σόου μπίζνες», της είχε απαντήσει και όλη η τάξη έβαλε τα γέλια. Αργότερα έφαγε της χρονιάς του. Και τώρα η Ντάνα. Σαν τον Νιλ, θεωρούσε κι αυτή πως ανήκε στον κόσμο του σινεμά. Σε αντίθεση με τον Νιλ, κορόιδευε τον εαυτό της. Οι αποτυχημένες οντισιόν δεν αποτελούν καριέρα. Προσπάθησε να γίνει ηθοποιός, αλλά και ηλίθια ήταν και τεμπέλα. Και τώρα είχε γίνει πικρόχολη. Ό τ α ν ο Νιλ είχε πρωτοπάει στην εταιρεία ήταν μαζί του ζεστή και φιλική. Ό τ α ν εκείνος άρχισε κάπως να τα καταφέρνει, δουλεύοντας σαν κωμικός στα κλαμπ, η συμπεριφορά της Ντάνα άλλαξε από το φθόνο. Κι αν ο φθόνος είχε και μια δόση σεβασμού, ο Νιλ θα τον ανεχόταν. Αλλά όταν ο Νιλ έβγαλε τα πρώτα του είκοσι πέντε δολάρια σαν κωμικός, εκείνη έγινε ακόμη πιο σκληρή. Είχε και μια θέση που της έδινε μεγάλη δύναμη- έτσι του ανέθετε τις χειρότερες δουλειές. Στατιστικές. Πίνακες. Διορθώσεις. Κι όλα αυτά για είκοσι πέντε δολάρια. Του έκανε τη ζωή μαρτύριο για είκοσι πέντε δολάρια, για όνομα του Θεού. Αλλά δεν ήταν μόνο τα είκοσι πέντε δολάρια. Όταν πήρε το ρόλο στον Ταχυδρόμο, άρχισε η σταύρωση του. Αλλά όχι πια. Ο Νιλ χαμογέλασε στον εαυτό του. «Άργησες πάλι», του είπε η Ντάνα καθώς πλησίαζε το γραφείο του. «Το ξέρω. Λυπάμαι», είπε ο Νιλ. Ό λ α τα μάτια είχαν καρφωθεί πάνω του, αν και τα δάχτυλα συνέχιζαν να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα. Φρόντισε η έκφρασή του να δείχνει τη σωστή έκταση της συντριβής του. Ήξερε να παίζει μπροστά σε ακροατήριο.
Στράφηκε προς τους άλλους υπαλλήλους. «Εϊ, παιδιά. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ' ένα όρνιο κι ένα δικηγόρο;» Περίμεναν το αστείο. «Το πρώτο ζει από τα δυστυχισμένα θΰματά του. Ο δεύτερος είναι πτηνό». Οι υπόλοιποι άρχισαν να φωνάζουν, αλλά η Ντάνα δεν κούνησε οΰτε το φρΰδι της. «Αυτή είναι η τρίτη φορά μέσα σε μια βδομάδα, Νιλ. Και ακόμη βρισκόμαστε στην Τετάρτη». Ο Νιλ την κοίταξε ολόισια στα μάτια. Η Ντάνα χαμήλωσε τη φωνή της. «Δεν μπορώ να συνεχίσω να σε καλύπτω στο διευθυντή», είπε. Τρομερό ψέμα. Ο διευθυντής μάθαινε μόνο ό,τι του έλεγε η Ντάνα. «Σου μιλάω σαν φίλη, Νιλ. Παραδέξου το. Εδώ πληρώνεσαι καλύτερα απ' ό,τι με το να κάνεις τον κωμικό στα δείπνα των συνταξιούχων». «Το ξέρω», της είπε. «Αλλά δε θα πηγαίνω πια σε δείπνα συνταξιούχων για είκοσι πέντε δολάρια, Ντάνα». «Τα παρατάς, λοιπόν. Δεν μπορώ να πω ότι διαφωνώ. Το ξέρω ότι τελευταία δε σε πολυπαίρνουν. Καλύτερα είσαι εδώ. Εδώ βγάζεις το ψωμί σου». Πολύ την καλή παίζει, σκέφτηκε. Καιρός για ένα ηλεκτροσόκ. «Και, επίσης, θα σταματήσω να εργάζομαι εδώ». Τα δάχτυλα στα πλήκτρα έχασαν το γοργό ρυθμό τους. Κάποιοι μάλιστα σταμάτησαν εντελώς τη δακτυλογράφηση. «Τι; Γιατί;» ρώτησε η Ντάνα. «Επειδή», είπε εκείνος, κάνοντας ένα βήμα πίσω και ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του, «πήρα ένα τηλεοπτικό σόου στο Λος Άντζελες!» Σταμάτησαν να δουλεύουν και οι υπόλοιποι και άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν τα συγχαρητήριά τους. Μόνο η Ντάνα κοιτούσε σαν χαμένη. Ο Νιλ περίμενε να ησυχάσουν και της μίλησε με πιο φυσιολογική φωνή. Δεν υπήρχε λόγος να φωνάξει. Όλοι ήταν ακίνητοι. Ούτε ένα πλήκτρο. «Παραιτούμαι», είπε, καθώς άρπαξε την τσάντα του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Το σαγόνι της Ντάνα έτρεμε. Στράφηκε και της είπε: «Συνέχισε να τους βάζεις να χτυπούν τα πλήκτρα, Ντάνα. Θυμήσου, έτσι βγάζεις το ψωμί σου». Έκλεισε την
πόρτα και, σφυρίζοντας, προχώρησε στο διάδρομο προς τ' ασανσέρ. *
*
*
Ο Νιλ γύρισε στο διαμερισμό του, έριξε την τσάντα και την αλληλογραφία του στο τραπέζι της κουζίνας και πήρε μια μπίρα από το ψυγείο. Συνήθως δεν έπινε, αλλά σήμερα θα το γιόρταζε. Φέρνοντας στο νου του το πρόσωπο της Ντάνα πριν κλείσει την πόρτα, ύψωσε το ποτήρι του σαν σε πρόποση και ήπιε μια γουλιά. Έσπρωξε ένα κουτί από μια καρέκλα της κουζίνας και κάθισε να δει την αλληλογραφία του. Λογαριασμοί και πάλι λογαριασμοί και μια αστεία καρτ ποστάλ από την αδερφή του, την Μπρέντα, τη λεσβία. Το κρεμασμένο στον τοίχο τηλέφωνο χτύπησε πίσω του. Άπλωσε το χέρι κι έφερε το ακουστικό στο αυτί του, συνεχίζοντας να ψαχουλεύει τους φακέλους. «Παρακαλώ;»· «Γεια σου, Νιλ, επιτέλους σε βρίσκω. Πού ήσουν;» ρώτησε μια χαρωπή φωνή. «Ποιος είναι;» ρώτησε ευγενικά ο Νιλ. «Ο Νέιτ» «Ποιος Νέιτ;» ρώτησε ο Νιλ με το ίδιο σιρόπι στη φωνή. «Ο Νέιτ. Ο Νάθαν Φίσμαν, για όνομα του Θεού. Ο ατζέντης σου». Η φωνή του Νέιτ είχε χάσει λίγο από το φιλικό της ύφος. «Νέιτ Φίσμαν, για όνομα του Θεού, δεν αναγνώρισα τη φωνή σου. Πάει τόσος καιρός... Πρέπει να πήρες τα είκοσι με τριάντα μηνύματά μου». «Άκου, Νιλ, ήμουν πολύ απασχολημένος. Αλλά έμαθα τα καλά νέα. Πήρες το ρόλο. Βλέπεις, φίλε; Τα καταφέραμε». Η φωνή του Νιλ γέμισε οργή. «"Τα καταφέραμε", γελοίε; Εμείς; Πού ήταν το "εμείς" όταν αγωνιζόμουν; Πού ήταν το "εμείς" όταν προσπαθούσα να έρθω σ' επαφή με τους παραγωγούς; Πού ήταν το "εμείς" όταν σ' εκλιπαρούσα να μου δανείσεις τα λεφτά του εισιτηρίου για να πάω στο Λος Άντζελες για κείνη την οντισιόν; Ό χ ι "εμείς", Νέιτ. Γιατί μ' εξαπάτησες. Κι επειδή απολύεσαι».
Νεκρική σιγή από την άλλη πλευρά της γραμμής για ένα λεπτό. Μετά ένα βιασμένο γέλιο. «Τι εννοείς απολύομαι; Δεν είναι σωστό αυτό, φίλε, μετά απ' όσα έκανα για σένα...» «Σκατά έκανες για μένα, Νέιτ. Φάγαμε δυο φορές πέρσι μαζί — και τις δυο πλήρωσα εγώ — έκανα κάτι πριν από τρία χρόνια και συνεχίζεις να μου παίρνεις το δέκα τοις εκατό ακόμη κι από τη γαμημένη τη δουλειά στο δικηγορικό γραφείο. Εγώ βρήκα τη δουλειά, όχι εσύ. Εσύ δε μου βρήκες καμιά δουλειά, ουτε στα τηλεφωνήματά μου δεν απαντούσες. Αλλά κάθε μήνα φρόντιζες να εξαργυρώνεις τις επιταγές μου». «Δηλαδή, έκανες κάτι και φεύγεις από μένα;» Η φωνή του Νέιτ υψώθηκε αγανακτισμένη. «Είσαι άχρηστος, πάρ' το απόφαση, Νέιτ». «Είμαι άχρηστος; Εσύ είσαι άχρηστος. Πας στο Λος Άντζελες για να κάνεις τον πιλότο του τηλεοπτικού σόου; Σπουδαία τα λάχανα. Πεντακόσιους πιλότους τη σεζόν έχουν. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο δικός σου θα βγει στον αέρα; Σ' ένα μήνα θα γυρίσεις πίσω και θα χτυπάς την πόρτα μου». «Μόλις πήρα τα μηνύματά μου από τον τηλεφωνητή», είπε ο Νιλ. «Και μάντεψε από ποιον ήταν. Τον Σάι Όρτις. Τον Σάι Όρτις, Νέιτ. Νέοι Καλλιτέχνες, Έτσι λένε την εταιρεία του. Δυο μηνύματα, Νέιτ. Και νομίζω πως αξίζει να του τηλεφωνήσω! Άντε πηδήξου, λοιπόν». Ο Νιλ κατέβασε το ακουστικό, πήρε μια βαθιά αναπνοή και μετά έκανε μια χειρονομία. Έμεινε για λίγο σιωπηλός, προσπαθώντας να συνέλθει. Όλοι οι μπάσταρδοι θα κάνουν τώρα την περατζάδα τους για να πουν ότι αυτοί τον ανακάλυψαν. Τους έχω χεσμένους. Εγώ τα κατάφερα. Εγώ χτυπούσα πόρτες και ταπεινωνόμουν. Εγώ πάλευα να πληρωθώ από τα σκουλήκια των κλαμπ. Τα θυμόταν όλα αυτά τώρα και χαμογελούσε στον εαυτό του, Ο Νιλ στενοχωριόταν που άφηνε τη Μέρι Τζέιν και την ομάδα. Αλλά χάρηκε που πέταξε κατάμουτρα την επιτυχία του στον Σαμ, μπροστά σε όλους. Ο μπάσταρδος πίστευε ότι η ομάδα είναι ιδιοκτησία του. Ταπεινώνοντας τη Μέρι Τζέιν μπροστά σε όλους. Και απατώντας τη δεξιά αριστερά. Ό χ ι πως η Μέρι Τζέιν άφηνε τον εαυτό της να το δει. Ο Νιλ αναστέναξε.
Γιατί κάποιος σαν τον Σαμ τα φτιάχνει με κάποια σαν τη Μέρι Τζέιν; αναρωτήθηκε για εκατομμυριοστή φορά. Δεν είναι άμορφη, αλλά είναι καλή φίλη και ηθοποιός με τεράστιο ταλέντο. Είναι μια γυναίκα με ψυχή, που αγαπά έναν άντρα χωρίς ψυχή. Ο Νιλ δεν μπορούσε να ξεπεράσει το γεγονός ότι το βίαιο στυλ του Σαμ τα κατάφερνε τόσο καλά με τις γυναίκες. Τα μαύρα ρούχα, το δήθεν καλλιτεχνικό στυλ. Ψηλός και ωραίος, τι τα ήθελε τα υπόλοιπα; Είχε δει μια ντουζίνα τΰπους σαν τον Σαμ Σιλντς. Τόπους που είχαν πάει σε καλά σχολεία και παρίσταναν πως προέρχονται από το σχολείο του δρόμου. Τύπους που έγραφαν σενάρια κι έβαζαν λέξεις όπως «πληθώρα» και «κοσμολογία». Μόνο που ο Νιλ ήταν πράγματι του δρόμου. Ο πατέρας του ήταν αρχηγός μιας από τις «οικογένειες» της Νέας Υόρκης και γι' αυτό μισούσε όσους μιλούσαν τη διάλεκτο του δρόμου. Ο Νιλ έβλεπε τον Σαμ να το παίζει άγριος και τις γυναίκες να του παραδίδονται. Κάτι τέτοια σε κάνουν να χάνεις το σεβασμό σου σ' αυτές. Κοντός, κοκαλιάρης, ο Νιλ είχε φέρει πολλές γυναίκες στο κρεβάτι του, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να τους φερθεί αρκετά άγρια για να τον αγαπήσουν. Και, καθώς αγαπούσε τη Μέρι Τζέιν, δε θα μπορούσε ποτέ να της φερθεί σκληρά. Έλα τώρα, είπε στον εαυτό του. Δε χρειαζόταν να νιώθει οίκτο για τον εαυτό του αυτή τη στιγμή. Σηκώθηκε απότομα, μπήκε στο μικρό υπνοδωμάτιο και άρχισε ν' αδειάζει το περιεχόμενο των συρταριών μέσα σε μια άδεια κούτα. Η Μέρι Τζέιν ήταν η μοναδική γέφυρα που δε θα έκαιγε, σκέφτηκε και πήγε στο τηλέφωνο για ν' αφήσει ένα αστείο μήνυμα στον τηλεφωνητή της. Μπορεί αυτή η τελευταία ταπείνωση μπροστά σε όλη την ομάδα να ήταν αρκετή. Μπορεί επιτέλους η Μέρι Τζέιν να ξυπνούσε.
7 Η Σαρλίν ήταν ευτυχισμένη. Πιο ευτυχισμένη από κάθε άλλη φορά. Το να βγαίνει με τον Μπόιντ ήταν πολύ ωραίο και τα ραντεβού τους συνεχίζονταν εδώ κι ένα μήνα τώρα. Ακριβώς όπως και στην τηλεόραση. Κι εκείνος ήταν καλός. Πολύ καλός. Της έκανε καλό μόνο και μόνο να κάθεται δίπλα του στην καμπριολέ κόκκινη Τρανς Αμ του. Μετά το αυτοκίνητο βγήκε από τον κεντρικό δρόμο και η Σαρλίν ένιωσε να σβήνει. Κούρνιασε κοντά του κι έβαλε το δάχτυλο της στα χείλη. Εκείνος έσβησε τη μηχανή, ενώ γύρω τους έπεφτε η σιωπή μέσα στη νύχτα του Τέξας. Η Σαρλίν έριξε πίσω το κεφάλι και κοίταξε πάνω στο γεμάτο άστρα ουρανό, από τη μια άκρη ως την άλλη. Τι ακριβώς ένιωθε; Διαφορετική; Σημαντική; Ένιωθε σημαντική. Από την πρώτη φορά που η Σαρλίν άρχισε να βγαίνει με τον Μπόιντ, ένιωσε πόσο σημαντική ήταν γι' αυτόν. Το έβλεπε στα μάτια του, που μέσα τους καθρεφτιζόταν η εικόνα της. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Η Σαρλίν ένιωθε ευγνωμοσύνη που ο Μπόιντ δεν άρχισε να τη χαϊδολογάει μόλις έσβησε τη μηχανή. Αυτό τον έκανε να διαφέρει απ' όλα τ' άλλα αγόρια του σχολείου. Ή τ α ν τόσο κύριος απόψε στο πάρτι. Τα άλλα αγόρια έμοιαζαν πλάι του μωρά. «Πέρασες όμορφα, Σαρλίν;» τη ρώτησε. Γύρισε το κεφάλι της για να βλέπει το πρόσωπο του μέσα στο αχνό φως. «Ω, ναι, Μπόιντ, πολύ όμορφα. Σ' ευχαριστώ». Κι έτσι ήταν. Κρατούσε στα χέρια της το χνουδωτό ζωάκι που εκείνος είχε κερδίσει γι' αυτήν σ ένα. από τα ομαδικά παιχνίδια της γιορτής. Όταν της έδωσε εκείνο το χνουδωτό σκυλάκι, κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο σημαντικό. Της είπε: «Θυμάμαι που μου είχες πει πως κάποτε είχες ένα κουταβάκι που πέθανε». Ο Μπόιντ άκουγε αυτά που του έλεγε.
«Σαρλίν, είσαι το ωραιότερο κορίτσι στο σχολείο, το ξέρεις;» τη ρωτούσε τώρα. Η Σαρλίν έγινε κατακόκκινη από την ικανοποίηση. Μετά ένιωσε λίγο άβολα για το τι μπορούσε να επακολουθήσει. «Και γράφεις τα πιο όμορφα ποιήματα». Γύρισε στο πλάι για να τη βλέπει. Η Σαρλίν ένιωσε μια ένταση. «Δεν είσαι σαν τ' άλλα κορίτσια. Είσαι...» Σταμάτησε. «Σαρλίν», της είπε απαλά. «Θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;» Έστρεψε το πρόσωπο της για να τον κοιτάξει και μελέτησε προσεκτικά το πρόσωπο του. Ο Μπόιντ ήταν το πιο πλούσιο αγόρι του σχολείου, το μόνο αγόρι που είχε καινούριο αυτοκίνητο και όχι μεταχειρισμένο. Ή τ α ν στην τελευταία τάξη, αλλά είχε πρόσωπο παιδικό σαν του Ντιν. Με τα ακροδάχτυλά της άγγιξε το τετράγωνο σαγόνι του. Θα τα κατάφερνε να βγαίνει μαζί του ένα βράδυ την εβδομάδα, αλλά αργά ή γρήγορα ο πατέρας της θα το ανακάλυπτε. Κι ακόμη, ο Ντιν θα έμενε πολύ μόνος. Αλλά πώς να τα εξηγήσει όλα αυτά στον Μπόιντ; «Μπόιντ, δε θέλω να είμαι το κορίτσι κανενός. Ό χ ι πως δε μ' αρέσεις, Μπόιντ. Μ' αρέσεις πολύ. Αλλά δεν μπορώ να δημιουργήσω δεσμό με κανέναν αυτή τη στιγμή». Ένιωσε την απογοήτευσή του κι έσπευσε να τον ανακουφίσει. «Δε θα μπορούσαμε να είμαστε απλώς φίλοι για λίγο, Μπόιντ; Να κάνουμε διάφορα πράγματα μαζί, να πηγαίνουμε βόλτες και να κουβεντιάζουμε; Μου αρέσεις πολύ, αλλά οι επισημότητες δημιουργούν θόρυβο». Αν γινόταν το κορίτσι του, θα 'πρεπε να φορά το δαχτυλίδι του. Θα το μάθαιναν όλοι. Και ο πατέρας της θα έκανε φασαρία. Έσκυψε και τον φίλησε στα χείλη. Έμεινε εκεί, με τα χείλη της στα δικά του, χωρίς να τον αγγίξει αλλού. Μετά, απαλά, ανασηκώθηκε. «Σαρλίν, ο αγαπώ. Θα κάνω ό,τι θέλεις. Θέλω να είμαι μαζί σου», είπε ο Μπόιντ. Πρώτα άκουσε το θόρυβο από κάτι ξύλινο που πέφτει. Μετά τον είδε, με το μπαστούνι του μπέιζμπολ να το κατεβάζει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Μπόιντ. Το κεφάλι του Μπόιντ έπεσε Πάνω στο τιμόνι. Παντού αίμα, πολύ αίμα. Το κάθισμα πλημμύρισε αίμα.
7 Η Σαρλίν ήταν ευτυχισμένη. Πιο ευτυχισμένη από κάθε άλλη φορά. Το να βγαίνει με τον Μπόιντ ήταν πολύ ωραίο και τα ραντεβού τους συνεχίζονταν εδώ κι ένα μήνα τώρα. Ακριβώς όπως και στην τηλεόραση. Κι εκείνος ήταν καλός. Πολύ καλός. Της έκανε καλό μόνο και μόνο να κάθεται δίπλα του στην καμπρίολέ κόκκινη Τρανς Αμ του. Μετά το αυτοκίνητο > βγήκε από τον κεντρικό δρόμο και η Σαρλίν ένιωσε να σβήνει. Κούρνιασε κοντά του κι έβαλε το δάχτυλο της στα χείλη. Εκείνος έσβησε τη μηχανή, ενώ γύρω τους έπεφτε η σιωπή μέσα στη νύχτα του Τέξας. Η Σαρλίν έριξε πίσω το κεφάλι και κοίταξε πάνω στο γεμάτο άστρα ουρανό, από τη μια άκρη ως την άλλη. Τι ακριβώς ένιωθε; Διαφορετική; Σημαντική; Ένιωθε σημαντική. Από την πρώτη φορά που η Σαρλίν άρχισε να βγαίνει με τον Μπόιντ, ένιωσε πόσο σημαντική ήταν γι' αυτόν. Το έβλεπε στα μάτια του, που μέσα τους καθρεφτιζόταν η εικόνα της. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Η Σαρλίν ένιωθε ευγνωμοσύνη που ο Μπόιντ δεν άρχισε να τη χαϊδολογάει μόλις έσβησε τη μηχανή. Αυτό τον έκανε να διαφέρει απ' όλα τ' άλλα αγόρια του σχολείου. Ή τ α ν τόσο κύριος απόψε στο πάρτι. Τα άλλα αγόρια έμοιαζαν πλάι του μωρά. «Πέρασες όμορφα, Σαρλίν;» τη ρώτησε. Γύρισε το κεφάλι της για να βλέπει το πρόσωπο του μέσα στο αχνό φως. «Ω, ναι, Μπόιντ, πολύ όμορφα. Σ' ευχαριστώ». Κι έτσι ήταν. Κρατούσε στα χέρια της το χνουδωτό ζωάκι που εκείνος είχε κερδίσει γι' αυτήν σ' ένα από τα ομαδικά παιχνίδια της γιορτής. Όταν της έδωσε εκείνο το χνουδωτό σκυλάκι, κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο σημαντικό. Της είπε: «Θυμάμαι που μου είχες πει πως κάποτε είχες ένα κουταβάκι που πέθανε». Ο Μπόιντ άκουγε αυτά που του έλεγε.
«Σαρλίν, είσαι το ωραιότερο κορίτσι στο σχολείο, το ξέρεις;» τη ρωτούσε τώρα. Η Σαρλίν έγινε κατακόκκινη από την ικανοποίηση. Μετά ε'νιωσε λίγο άβολα για το τι μπορούσε να επακολουθήσει. «Και γράφεις τα πιο όμορφα ποιήματα». Γύρισε στο πλάι για να τη βλέπει. Η Σαρλίν ένιωσε μια ένταση. «Δεν είσαι σαν τ' άλλα κορίτσια. Είσαι...» Σταμάτησε. «Σαρλίν», της είπε απαλά. «Θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;» Έστρεψε το πρόσωπο της για να τον κοιτάξει και μελέτησε προσεκτικά το πρόσωπο του. Ο Μπόιντ ήταν το πιο πλούσιο αγόρι του σχολείου, το μόνο αγόρι που είχε καινούριο αυτοκίνητο και όχι μεταχειρισμένο. Ή τ α ν στην τελευταία τάξη, αλλά είχε πρόσωπο παιδικό σαν του Ντιν. Με τα ακροδάχτυλά της άγγιξε το τετράγωνο σαγόνι του. Θα τα κατάφερνε να βγαίνει μαζί του ένα βράδυ την εβδομάδα, αλλά αργά ή γρήγορα ο πατέρας της θα το ανακάλυπτε. Κι ακόμη, ο Ντιν θα έμενε πολύ μόνος. Αλλά πώς να τα εξηγήσει όλα αυτά στον Μπόιντ; «Μπόιντ, δε θέλω να είμαι το κορίτσι κανενός. Ό χ ι πως δε μ' αρέσεις, Μπόιντ. Μ' αρέσεις πολύ. Αλλά δεν μπορώ να δημιουργήσω δεσμό με κανέναν αυτή τη στιγμή». Ένιωσε την απογοήτευσή του κι έσπευσε να τον ανακουφίσει. «Δε θα μπορούσαμε να είμαστε απλώς φίλοι για λίγο, Μπόιντ; Να κάνουμε διάφορα πράγματα μαζί, να πηγαίνουμε βόλτες και να κουβεντιάζουμε; Μου αρέσεις πολύ, αλλά οι επισημότητες δημιουργούν θόρυβο». Αν γινόταν το κορίτσι του, θα 'πρεπε να φορά το δαχτυλίδι του. Θα το μάθαιναν όλοι. Και ο πατέρας της θα έκανε φασαρία. Έσκυψε και τον φίλησε στα χείλη. Έμεινε εκεί, με τα χείλη της στα δικά του, χωρίς να τον αγγίξει αλλού. Μετά, απαλά, ανασηκώθηκε. «Σαρλίν, σ' αγαπώ. Θα κάνω ό,τι θέλεις. Θέλω να είμαι μαζί σου», είπε ο Μπόιντ. Πρώτα άκουσε το θόρυβο από κάτι ξύλινο που πέφτει. Μετά τον είδε, με το μπαστούνι του μπέιζμπολ να το κατεβάζει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Μπόιντ. Το κεφάλι του Μπόιντ έπεσε Πάνω στο τιμόνι. Παντού αίμα, πολύ αίμα. Το κάθισμα πλημμύριζ ε αίμα.
«Βρομιάρα σκύλα», γρυλιοε ο πατέρας της. «Το δίνεις στους άγνωστους. Βγες έξω, πουτάνα». Με τα μάτια διεσταλμένα, η Σαρλίν κοίταζε μία το ματωμένο κεφάλι του Μπόιντ πάνω στο τιμόνι, μια τον πατέρα της που προσπαθούσε ν' ανοίξει την πόρτα, αλλά μέσα στην τρέλα του δεν τα κατάφερνε. Πετάχτηκε πίσω, τιναζόταν πότε εδώ και πότε εκεί σαν σε κλουβί, αλλά τελικά ο πατέρας της έβαλε το χέρι του από το παράθυρο και την άρπαξε με τόση δύναμη που της κόπηκε η αναπνοή. Ενστικτωδώς κατάλαβε πως είχε πια ξεπεράσει κάθε όριο. Κατάλαβε πως θα τη σκότωνε. Για μια στιγμή ο πατέρας της χαλάρωσε τη λαβή του και τότε εκείνη βρήκε την ευκαιρία να τον κλοτσήσει και να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του. Άρχισε γα τρέχει προς το τροχόσπιτο. «Ντιν, Ντιν!» ούρλιαξε. «Βοήθησέ με, Ντιν! Βοήθεια!» Τότε ο πατέρας της έπεσε πάνω της και την έριξε στο χώμα. «Σιχαμένη. Σαν τη μάνα σου. Πηδιέσαι με όποιον βρίσκεις μπροστά σου». Την αναποδογύρισε και την άρχισε στα χαστούκια. Ήξερε πως τώρα θα τη σκότωνε. Ή θα έκανε κάτι ακόμη χειρότερο. «Ντιννννννννν! Βοήθειααααααα!» ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Εκείνος με μια κίνηση ανασήκωσε τη φούστα της και άνοιξε την μπλούζα της, με το σώμα του να πιέζει τα πνευμόνια της. Η Σαρλίν άρχισε να προσεύχεται δυνατά. Θα συνέβαινε, πάντα το ήξερε ότι θα συνέβαινε. Έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε την αναπνοή του στο πρόσωπο της. Τον άκουσε να κατεβάζει το φερμουάρ του. Συνέχισε να προσεύχεται. Δεν είδε το μπαστούνι, ούτε τον Ντιν να το κρατά, ούτε το τόξο που έκανε μέχρι να πέσει στο κρανίο του πατέρα της. Αλλά άκουσε ένα κρακ και τον ένιωσε να γλιστρά από πάνω της. Και μόνο όταν άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να κείτεται εκεί, με το αίμα του γύρω, συνειδητοποίησε πως είχε πεθάνει. Κι εκείνη ήταν ευχαριστημε'νη. Κατέβασε τη φούστα της, κοίταξε τον Ντιν, που τώρα έδειχνε να έχει παραλύσει και μετά έτρεξε στον Μπόιντ. Δε χρειάστηκε να τον αγγίξει για να καταλάβει ότι το μπαστούνι τον είχε σκοτώ-
σει. Το πρόσωπο του ήταν ήρεμο και γαλήνιο. Ποτε' δεν έμαθε τι του συνέβη. Γύρισε πίσω στον Ντιν και τον αγκάλιασε. «Ντιν, ο' ευχαριστώ. Μου έσωσες τη ζωή. Θα με σκότωνε». Ο Ντιν κοιτούσε ακόμη το σώμα του πατέρα τους. Δεν κουνήθηκε, δεν κούνησε βλέφαρο, έδειχνε να μην την ακούει καν. Η Σαρλίν τρομοκρατήθηκε και αποφάσισε ν' αναλάβει αυτή. «Ντιν, άκουσε' με. Σκότωσε τον Μπόιντ. Κοίτα, Ντιν». Τον πήγε με το ζόρι ως το αυτοκίνητο. «Του χτύπησε το κεφάλι με το μπαστούνι του μπέιζμπολ, Ντιν. Θα με σκότωνε κι εμένα». Στεκόταν πλάι του, τον ζέσταινε με τα χέρια της, του ξανάδινε ζωή, γιατί ήταν ένα φοβισμένο ζώο που έβγαινε από το λήθαργο του τρόμου καθώς μύριζε την τόσο γνωστή μυρωδιά της. Κούνησε το κεφάλι του και την κοίταξε. «Σκότωσε το κουτάβι μας, Σαρλίν. Χτύπησε τη μαμά. Σ' έκανε να πονάς, Σαρλίν. Σ' έκανε να πονάς». «Το ξέρω, αλλά τώρα είμαι καλά. Και πρέπει να είσαι κι εσύ καλά». Έριξε το κεφάλι του στον ώμο της και άρχισε να κλαίει. «Είμαι εντάξει, Σαρλίν, είμαι εντάξει. Δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Αλλά δε θ' αφήσω ποτέ κανένα να σε πειράξει. Ποτέ».
8 Η Μέρι Τζέιν στριφογυρνούσε το φλιτζάνι της με τον καφέ πάνω στο τραπέζι από φορμάικα της κουζίνας. Έφαγε μια κουταλιά γιαούρτι και σκεφτόταν τι καλά που θα 'ταν αν είχε και φράουλα. Μετά έσπρωξε μακριά τον κεσέ. Κράτησε το φλιτζάνι με τα δυο της χέρια και ήπιε μια γουλιά. Ακουσε τον Σαμ στο άλλο δωμάτιο. Συχνά μιλούσε στον ύπνο του, αλλά τώρα φώναζε. Τον άκουσε να βήχει και μετά το τρίξιμο του κρεβατιού καθώς άλλαζε πλευρό.
H Μέρι Τζέιν χαλάρωσε ανακουφισμένη. Δεν μπορώ να του μιλήσω ακόμη, σκέφτηκε. Πρέπει να ξανασκεφτώ όσα έγιναν χτες. Τι να πω; Πώς να το πω; Ποια γραμμή να τραβήξω για να σώσω τον αυτοσεβασμό μου; Πραγματικά με πλήγωσε, σκέφτηκε. Και το έκανε μπροστά στη Μόλι και τον Νιλ και τον Τσακ. Μπροστά σε όλους. Ό π ω ς πάντα, άρχισε να κάνει πίσω, να ψάχνει για δικαιολογίες. Είχαν περάσει δύσκολες μέρες τελευταία. Ενοχή, ντροπή, οργή, πολλές οι συγκινήσεις που έβραζαν. Τα είχαν κουβεντιάσει πολΰ, αλλά όλα έδειχναν πως τίποτε δεν μπορούσε ν' αλλάξει. Δεν άντεχε στη σκέψη να είναι μακριά του. Αλλά και δεν άντεχε να τον ακολουθήσει με την ιδιότητα της άνεργης φιλενάδας. Ήξερε πως είχε θυμώσει μαζί της επειδή δεν πήγαινε μαζί του· τον εγκατέλειπε ακριβώς τη στιγμή που ένιωθε τέτοια νευρικότητα για την πρώτη του ταινία. Ίσως γι' αυτό να σκηνοθέτησε τη σκηνή ταπείνωσης χτες βράδυ. Για να την εκδικηθεί που δεν πήγαινε μαζί του στο Λος Άντζελες. Η Μέρι Τζέιν κούνησε το κεφάλι της. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ο Σαμ είχε ξεπεράσει τα όρια. Αλλά μπορεί να υπήρχε και κάτι ακόμη. Ο Φρόιντ δεν είχε πει ότι δεν υπάρχουν αστεία; Μπορεί ο Σαμ να ήθελε να τη μεταμορφώσει. Μπορεί να ήθελε κάποια που να μοιάζει με την Μπέθανι Λέικ. Ή μπορεί να ήθελε την ίδια την Μπέθανι. Αυτή σίγουρα τον θέλει, πάντως. Η Μέρι Τζέιν σηκώθηκε, διέσχισε τη μικρή κουζίνα και στάθηκε στο κατώφλι του στενόχωρου υπνοδωματίου. Ο Σαμ ήταν ξαπλωμένος, με τα μακριά μαλλιά του ν' απλώνονται στο μαξιλάpt, με το μακρΰ του χέρι πεσμένο από το πλάι του κρεβατιού ν' αγγίζει το πάτωμα. Κι αυτό το χέρι, το γεμάτο μυς, την έκανε να νιώθει αδύναμη, τη γέμιζε ευχαρίστηση. Με τα σκούρα μακριά μαλλιά του και τη γαμψή μύτη, της θύμιζε έναν κοιμώμενο ιππότη. Από τότε που το Τζακ και Τζιλ πουλήθηκε, ο Σαμ έδειχνε συνεχώς οργισμένος. Οργισμένος όχι με τα Ιντερνάσιοναλ Στούντιο. Ούτε με τον Σέιμορ Λε Βιν, που είχε υποσχεθεί το ρόλο
στη Μέρι Τζέιν. ΑΛλά με την ίδια τη Μέρι Τζέιν. Δεν άντεχε την γκρίνια της, όπως έλεγε. Είχε χάσει την υπομονή του, εκνευριζόταν εύκολα. Και τα έβαζε με όλους. Με την ίδια, με τον Νιλ, με τη Μόλι, με όλους. Και η χθεσινή σκηνή ήταν ο πιο υπερβολικός τρόπος για να δείξει την οργή του. Έφευγε, λοιπόν, για το Λος Άντζελες. Μεγάλη υπόθεση, είπε στον εαυτό της. Ή τ α ν μόνο για μια ταινία. Τη δική του. Ο Σαμ ποτέ του δεν έδειξε ενδιαφέρον για το Χόλιγουντ —ήταν κι αυτός Τσιγγάνος του Μπρόντγουεϊ. Ίσως και να τον τρόμαζε το Χόλιγουντ. Αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν δικαιολογία για τα χθεσινοβραδινά. Ρούφηξε τον καφέ της και αναστέναξε. Το μυαλό της συνέχισε να κάνει κΰκλους, σαν ποντίκι στην παγίδα. Ένιωθε παγιδευμένη. Ειδικά χτες βράδυ. Άντεξε την πρόβα, απέφυγε να πιει καφέ με τους άλλους, πήγε κατευθείαν στο σπίτι, έπεσε στο κρεβάτι κι έκανε πως κοιμόταν όταν εκείνος ήρθε, πολύ αργότερα. Πήρε τον καφέ της, τυλίχτηκε με το μπουρνούζι της και πήγε στο λίβινγκ ρουμ. Έβαλε ένα δίοκο στο CD κι έκλεισε τα μάτια. 1 Άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές, όπως είχε μάθει στην τάξη της γιόγκα. Δεν μπορώ να το αφήσω να περάσει, σκέφτηκε. Ό χ ι όπως τις άλλες φορές. Πρέπει να είμαι σαφής σχετικά με το τι έγινε και πώς αισθάνομαι. Όπως πάντα, ένα κομμάτι του εαυτού της την πίεζε να το αφήσει να περάσει, να κάνει οτιδήποτε, αρκεί να μη χρειαστεί να τον αντιμετωπίσει. Αλλά είχε πληγωθεί πολύ. Οι ματιές οίκτου της Μόλι και της Μπέθανι περνούσαν ξανά από μπροστά της. Και πάλι, σκέφτηκε, πώς μπόρεσε; Δάκρυα άρχισαν ν' αυλακώνουν τα μάγουλά της. Όχι, έπρεπε να τον αντιμετωπίσει. Η φωνή του Σαμ από το. υπνοδωμάτιο την έβγαλε από τις σκέψεις της. «Υπάρχει καφές, μωρό;» ; «Στην καφετιέρα», του απάντησε. Ας πάρει μόνος του τον j παλιοκαφέ του, σκέφτηκε. Τον χάλασα με το να του φέρνω κάθε [ πρωί τον καφέ στο κρεβάτι. Είμαι τόσο πολύ παθητικά ευγνώμων ;για την παρουσία του δίπλα μου, που τον υπηρετώ σαν πιστό ρκυλί. Αλλά όχι σήμερα, είπε στον εαυτό της και σκούπισε βια"(Τΐΐκά τα δάκρυα. Μετά, κάτι σκέφτηκε. Μπορεί να ζητούσε
συγνώμη. Από μόνος του. Να πει ότι είχε άγχος, ότι τον πείραξε το τζετ λαγκ. Να δώσει μπροστά της μια καλή παράσταση μεταμέλειας. Ο Σαμ ήρθε στο λίβινγκ ρουμ. «Να α' το ξαναγεμίσω;» ρώτησε. Ω, το 'ξερε πως είχε άδικο. Διαφορετικά δε θα πρόσεχε ποτέ το άδειο της φλιτζάνι. Καθώς ακουμπούσε το δικό του φλιτζάνι, η Μέρι Τζέιν ένιωσε πως αισθανόταν δυσάρεστα. Τουλάχιστον ένιωθε κάποια ενοχή. Πήγε να πάρει το φλιτζάνι της. «Όχι, ευχαριστώ, δε θέλω άλλο». Ωραία, είπε στον εαυτό της. Καλύτερα η παθητική επιθετικότητα. Τον παρακολουθούσε στην προσπάθειά του να δείχνει άνετος. Σίγουρα δε θα της ζητούσε συγνώμη. Έπρεπε να κάνει εκείνη την αρχή. Θύμισε στον εαυτό της να μην του επιτεθεί, να του μιλήσει ήρεμα για το τι αισθάνεται. Δεν ήθελε να καταλήξουν σε καβγά. Μισούσε τους καβγάδες. Κι όποτε τσακώνονταν γινόταν φασαρία. Κάθε φορά, εκείνος χτυπούσε την πόρτα πίσω του κι εκείνη φοβόταν πως δε θα τον ξανάβλεπε. Τώρα τον παρακολουθούσε καθώς έπαιρνε την εφημερίδα. «Σαμ, θέλω να μιλήσουμε για χτες βράδυ». «Τι έγινε χτες βράδυ; Τα μάτια του δεν έφευγαν από τη χθεσινή εφημερίδα, που, σκέφτηκε εκείνη, τη διάβαζε λες και ήταν η αυριανή! «Έλα, Σαμ. Για τη σκηνή με το μάγο. Αυτό εννοώ, Θεέ μου. Με πλήγωσες». Ο Σαμ σήκωσε το κεφάλι σαν χαμένος. Ω Χριστέ μου, όχι πάλι η ίδια σκηνή με το αθώο αγοράκι. «Σε πλήγωσα; Τι εννοείς; Τι δουλειά έχουν αυτά με το θέατρο; Προσπαθώ να κάνω ένα σόου». Χριστέ μου. Είχε πάλι βρει τρόπο να μπει στην άμυνα. Η Μέρι Τζέιν αναστέναξε. Γιατί όλοι οι κατά τ' άλλα φυσιολογικοί άντρες δεν μπορούν να παραδεχτούν ποτέ ότι έφταιξαν; Γιατί έπρεπε να είναι τόσο τυφλοί και πεισματάρηδες; «Αλλά το να με γελοιοποιήσεις και να με ταπεινώσεις μ' αυτό τον τρόπο... Προσπαθούσες να με πληγώσεις;» Ο Σαμ ακούμπησε το φλιτζάνι του. «Για στάσου μια στιγμή, Μέρι Τζέιν. Αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν ένα σκετς για
το σόου. Ή τ α ν αστείο. Αν δε σου αρέσει ο ρόλος, θα τον δώσω αλλού. Υπερβάλλεις, δε σε ταπείνωσα». Δεν πίστευε στ' αυτιά της. Αυτό την εξόργιζε ακόμη πιο πολύ. Λες και ο Σαμ έκανε πως δε βλέπει έναν ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο τους. «Τελικά, όμως, εγώ γελοιοποιήθηκα λόγω της εμφάνισης μου. Και πες μου πως δεν είναι έτσι. Και πες μου πως αυτό δεν είναι ταπεινωτικό». «Μέρι Τζέιν, ήθελα να κάνω ένα σόου σαν κι αυτό. Κι εσύ ήσουν εκεί. Και σου πήγαινε γάντι το "πριν". Αυτό δεν είναι ανακάλυψη. Δεν έπαιξες καλά την Τζιλ επειδή μοιάζεις της Μισέλ Φάιφερ». Η Μέρι Τζέιν ένιωσε μια κράμπα στο στομάχι. Ο Σαμ ξανάπιασε την εφημερίδα. «Δε θέλω να νιώθεις άσχημα. Σ' το έχω ξαναπεί: για μένα είσαι μια χαρά. Αυτά τα 'χουμε ξαναπεί εκατό φορές». Ο Σαμ σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Τον άκουσε να ξαναβάζει καφέ στο φλιτζάνι του. Γύρισε και ξαναπήρε τη θέση του στον καναπέ. «Έχω πληγωθεί, Σαμ. Χτες βράδυ, άλλοι γέλασαν μαζί μου και άλλοι ένιωσαν οίκτο. Και δεν αντέχω ούτε το ένα ούτε το άλλο». Αλλά κι αυτό ακόμη δεν ήταν τίποτε μπροστά σ' αυτό που συνέβαινε τώρα. Να παριστάνει ότι δε συνέβη τίποτε. Και να φτάνει στο σημείο να την κατηγορεί κι από πάνω. Ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν, έναν κόμπο στο λαιμό. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της να κλάψει. Ό χ ι τώρα. Ο Σαμ στεκόταν στην πόρτα και την κοίταζε. «Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα σου; Είσαι παρανοϊκή», είπε και πήγε στο υπνοδωμάτιο. Σηκώθηκε και τον ακολούθησε. «Παρανοϊκή; Τι λες, Σαμ; Ό τ ι δεν έδειξα αναισθησία; Ό τ ι δεν πληγώθηκα;» Η Μέρι Τζέιν ύψωνε τον τόνο της φωνής της· η οργή έδιωχνε τα δάκρυά της. Ο Σαμ γύρισε προς το μέρος της και κοίταξε πάνω στο ξεφλουδισμένο ταβάνι. «Εντάξει, Μέρι Τζέιν. Τώρα δεν είσαι παρανοϊκή. Τώρα γίνεσαι υστερική. Και όταν είσαι έτσι δεν μπορώ να μιλήσω μαζί σου». Ή ρ ε μ α , έβαλε ένα ζευγάρι κάλτσες και βούλιαζε στη μαύρη πολυθρόνα πλάι στο κρεβάτι. «Πάω έξω μέχρι να Ηρεμήσεις». Έχωσε το μπλουζάκι μέσα στο τζιν του και φόρεσε
τις καουμπόικες μπότες του. Άρπαξε το μαύρο μπουφάν του από την ντουλάπα και είπε: «Και μην παίζεις τη μάρτυρα, Μέρι Τζέιν. Δεν πιάνει αυτό πια». «Σαμ, μη φύγεις. Ό χ ι πριν το ξεκαθαρίσουμε», είπε. Ο Σαμ στάθηκε στην πόρτα, πιάνοντας το πόμολο. «Δεν είναι το στυλ μου. Και σταμάτα να φωνάζεις». «Μπάσταρδε!» Έβαλε τα κλάματα. «Πάντα το κάνεις αυτό. Πότε αρχίσαμε μια συζήτηση για το τι νιώθω και δεν το έβαλες στα πόδια;» «Ίσως επειδή κάτι νιώθω κι εγώ», της είπε ήρεμα. «Κι εγώ δε σε καταλαβαίνω, οπότε πας να βρεις κατανόηση στην Μπέθανι, έτσι;» Ο Σαμ κοντοστάθηκε στην πόρτα, με το χέρι ακόμη στο πόμολο. «Αυτό ήταν, Μέρι Τζέιν. Το παράκανες. Είσαι θεότρελη». Άνοιξε την πόρτα και τη χτύπησε πίσω του. Η Μέρι Τζέιν έμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα - ένα κομμάτι από το λούστρο της είχε πέσει κάτω, τόσο βίαια την είχε χτυπήσει ο Σαμ. «Να πάρει», είπε μ' ένα λυγμό.
9 Η Λάιλα άνοιξε τα μάτια της και κατέβαλε προσπάθεια για να δει το ρολόι, μέσα στο δωμάτιο των ξένων με τις βαριές κουρτίνες. Ο μικρός πράσινος αριθμός έδειχνε 11.17'. Ανασηκώθηκε και είδε το ακόμη μικρότερο «π.μ.». Πού να το καταλάβει έτσι σκοτεινά που ήταν εκεί μέσα. Ολόκληρο το δωμάτιο ήταν βουτηγμένο στο μετάξι, έμοιαζε σαν σκηνή από τις Χίλιες και Μία Νύχτες, με τις σέλες για καμήλες και τις μπρούντζινες λάμπες. Έμεινε ακίνητη, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Τα όνειρα παιχνίδιζαν ακόμη πίσω από τα βλέφαρά της. Για μια στιγμή
έκανε προσπάθεια για να φέρει πίσω τις εικόνες, αλλά μόνο τρόμο της έφερναν και τις έδιωξε μακριά. Οι μέρες και οι νύχτες βούλιαζαν σε μια πληγή, που διακοπτόταν μόνο από το ευλογημένο κενό του ύπνου. Μόλις κούνησε το κεφάλι της διαπίστωσε πως το μαξιλάρι ήταν μούσκεμα. Πρέπει να έκλαψα στον ύπνο μου, σκέφτηκε. Έβαλε το χέρι κάτω από το κεφάλι. Τι μέρα ήταν; Τρίτη; Τετάρτη; Πόσο καιρό βρισκόταν εκεί; Εφτά, ίσως οχτώ —όχι, εννέα μέρες. Πριν από εννέα μέρες είχε φθάσει τρέχοντας στο σπίτι της θείας Ρόμπι. Η ανάμνηση του Κέβιν, πεσμένου μπρούμυτα στο τραπέζι, πλημμύρισε το δωμάτιο. Ο πονοκέφαλος έγινε πάλι καρφί στην ανάμνηση εκείνων των γρυλισμάτων ζώου που έβγαιναν από το στόμα του. Ένιωσε σπασμούς στο στομάχι. Κατάπιε προσπαθώντας ν' αποτρέψει τον εμετό. Ένας χαμηλός θόρυβος ακουγόταν από την άλλη άκρη του σπιτιού που η θεία Ρόμπι είχε χτίσει στο Μπένεντικτ Κάνιον. Ο γνωστός θόρυβος πλησίαζε. Μετά σταμάτησε και η Λάιλα άκουσε το σφύριγμα της θείας Ρόμπι έξω από την πόρτα. Πρέπει να ήταν ο Ρόμπι — ο γκέι φίλος της Τερέζα που όλοι τον φώναζαν θεία Ρόμπι. Ο Χοσέ, το παιδί για τις δουλειές, άφηνε συνήθως το πρωινό έξω από την πόρτα της. «"Ο πόνος ήταν πάντα αυτό που μ' έκανε να νιώθω ζωντανός"», τραγούδησε με την μπάσα φωνή του καθώς έμπαινε στο δωμάτιο, κρατώντας το δίσκο από κινέζικη λάκκα με το πρωινό. Σταμάτησε μπροστά στο χαμηλό τραπεζάκι, ακούμπησε το δίσκο και πήγε ν' ανοίξει τις κουρτίνες. Το δωμάτιο λούστηκε αμέσως στο φως. Ξανατραγούδησε το ίδιο ρεφρέν. «Σκάσε και σήκω φύγε», γρύλισε η Λάιλα. «Έλα, αδελφή του ελέους. Εννιά μέρες σπαραγμού για έναν άντρα είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να επιτρέψει ο καλός Θεός». Με χάρη μοναδική, ο Ρόμπι κάθισε πάνω σε μια σέλα, με το σατέν καφτάνι νά τυλίγει τα πόδια του. «Έλα τώρα, είπα του Χοσέ να Ετοιμάσει κάτι πολύ ειδικό για σένα». Ο Ρόμπι άδειασε μαύρο δυνατό καφέ από ένα ρώσικο σαμοβάρι, που ορκιζόταν πως του το χάρισε η πρώτη του αγάπη — ένας απόγονος των Ρομανόφ.
«Λάιλα;» ρώτησε και σταμάτησε. Και καθώς δεν πήρε απάντηση, άρπαξε ένα γκονγκ και άρχισε να το χτυπά. Η Λάιλα αναπήδησε. «Άκου, φιλενάδα, για σύνελθε τώρα». Χτύπησε το γεμάτο φλιτζάνι Λιμόζ πάνω στον μπρούντζινο δίσκο. Το κεφάλι της βούιζε από την αντήχηση του γκονγκ. «Μη μου το κάνεις αυτό, θεία Ρόμπι, να χαρείς», ικέτευσε η Λάιλα. «Τώρα, τώρα. Είναι ώρα να κάνουμε μια κουβεντούλα οι δυο μας». Έσπρωξε τα μικρά μαξιλαράκια πίσω του. Η φωνή του μαλάκωσε. «Έλα, κάθισε πλάι στη γριά, αλλά ακόμη τόσο ελκυστική, θεία». Η Λάιλα αναστέναξε, σηκώθηκε και κινήθηκε με δυσκολία προς τα μαξιλάρια. Ή τ α ν εξαντλημένη, έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο και άρχισε να κλαίει. «Ρόμπι, δεν αντέχω άλλο». Έκλαιγε αθόρυβα κι εκείνος την άφησε να ξεσπάσει. Μετά σκούπισε τα μάτια της με το μανίκι από το πενιουάρ που της είχε δώσει τη μέρα που έφθασε. Μετά από λίγα λεπτά ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της. «Τι θα κάνω;» ρώτησε για χιλιοστή φορά. «Τι θέλεις να κάνεις;» τη ρώτησε. Η θεία Ρόμπι άγγιξε το πιγούνι της Λάιλα. Η Λάιλα ήξερε πως την αγαπούσε όσο είχε αγαπήσει τον πατέρα της, αλλά τινάχτηκε στο άγγιγμά του. Η ευγενική και απαλή φωνή του μαρτυρούσε το ενδιαφέρον του. «Γλυκιά μου κοπέλα, ξέρω πόσο σκληρό ήταν για σένα, πόση σύγχυση σου έφερε. Αλλά δεν μπορείς να συνεχίσεις να βασανίζεις τον εαυτό σου. Μιλώ σοβαρά. Εννιά μέρες είναι πολλές». Ο Ρόμπι ξανασηκώθηκε και πήγε ξανά προς το παράθυρο, αγγίζοντας στο πε'ρασμά του το μπράτσο της Λάιλα. «Από την ημέρα που ήρθες δε βγήκες απ' αυτό το δωμάτιο». «Τη μισώ», είπε η Λάιλα. Ο Ρόμπι γύρισε να την κοιτάξει. «Αυτή κανόνισε το γάμο. Η ίδια μου η μητέρα. Μου είπε πως δε θα μ' ενοχλούσε ποτέ. Αλλά δε μου είπε το γιατί. Δεν το ήξερα μέχρι που μπήκα και τον είδα...» Η φωνή της Λάιλα τρεμούλιασε. Δεν ήθελε να προσβάλει τη θεία Ρόμπι, αν και ήξερε πως μαζί του μπορούσε να είναι ειλικρινής. «Ξέρεις, τώρα», συνέχισε. «Δεν
ήταν μόνο αηδιαστικός. Μ' εξαπάτησε κιόλας. Είχε πει πως μ' αγαπά». «Μπορεί και να σ' αγαπά. Υπάρχουν πολλά είδη αγάπης, ξέρεις». Τώρα ο Ρόμπι στεκόταν μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη, τακτοποιώντας τα μαλλιά του. «Αν πάθαινα κατάθλιψη κάθε φορά που κάποιος εραστής μου αποφάσιζε να μου κάνει μια απιστία, τώρα θα ήμουν υποχόνδριος». Το ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε: «Δηλαδή, είμαι πια υποχόνδριος, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω». Η Λάιλα σηκώθηκε από τα μαξιλάρια και κάθισε στην καρέκλα του σεκρετέρ. Κοιτάχτηκε στον τριπλό καθρέφτη. «Αυτό που δεν καταλαβαίνω», είπε, «είναι πώς η ίδια μου η μητέρα δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στα δικά μου αισθήματα. Με έσυρε σ' αυτόν το δεσμό, αλλά δεν το έκανε για μένα». Πέταξε τη βούρτσα και γύρισε προς τη θεία Ρόμπι, που τώρα καθόταν στα πόδια του κρεβατιού σταυροπόδι, κουνώνταξ αργά το ένα της πόδι πέρα δώθε. «Αυτό λέγεται ναρκισσισμός», είπε ο Ρόμπι. «Ξέρω τη μητέρα σου πολύ καιρό και την αγαπώ, αλλά δεν μπορώ να πω ότι πάντα τη συμπαθούσα. Αλλά, Λάιλα, πρέπει ν' αναλογιστείς πως πάντα υπάρχουν λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι είναι αυτό που είναι». Σταμάτησε να κουνά το πόδι του. «Ξέρεις τίποτε για τα παιδικά της χρόνια;» ρώτησε. «Α, για στάσου ένα λεπτό! Θ' αρχίσεις να μου λες πώς έφθασε ξυπόλυτη στην πρώτη της οντισιόν στο Λος Άντζελες;» του πέταξε η Λάιλα. «Ξέρεις, η μόνη καλή εκπαίδευση για να γίνεις καλός γονιός είναι να είχες εσύ καλούς γονείς. Αυτή δεν είχε και σε μεγάλωσε με τον τρόπο που έκανε καριέρα. Πιστεύεις ότι εσύ θα μεγάλωνες Καλύτερα ένα παιδί, αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο σε μεγάλωσε εκείνη;» «Εγώ δεν έχω παιδιά». «Κι αν αποκτούσες;» «Θα προτιμούσα όχι», είπε η Λάιλα. «Το ίδιο και η Τερέζα. Κι όμως, τα κατάφερε καλύτερα απ' tS,TX οι γονείς της». Ο Ρόμπι σηκώθηκε.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μετά ο Ρόμπι πήγε ξανά στο ανοιχτό παράθυρο. Κοίταξε τον εραστή του, τον Κεν, που καθάριζε την πισίνα φορώντας μόνο το μικροσκοπικό μαγιό του. Ξαφνικά άρχισε να φωνάζει: «Μέρι, πόσες φορές θα σου πω πως αυτό το μαγιό είναι γελοίο;» Στράφηκε στη Λάιλα λες και δεν είχε προηγηθεί καμιά διακοπή. Η Λάιλα ένιωσε την ανάγκη να χαμογελάσει και να ρίξει κι αυτή μία ματιά κάτω. Είδε τον Κεν να συνεχίζει τις κινήσεις του στην πισίνα, σαν να μην είχε καν ακούσει τον Ρόμπι. Κάποιος ήταν μαζί του. «Γιατί δεν τον αφήνεις ήσυχο;» είπε στον Ρόμπι. «Ποτέ δε α ακούει και το ξέρεις». «Μα δεν εννοώ τον Κεν. Βλέπεις εκείνο το κορίτσι που έχει ξαπλώσει στη σεζλόνγκ και του μιλά;» «Εννοείς εκείνο το μαύρο κοριτσάκι;» ρώτησε η Λάιλα. «Αυτή είναι η Σιμόν Ντουσνέσν, το αστέρι της τηλεοπτικής σειράς Τα Ετερώννμα Έλκονται. Και δεν είναι κοριτσάκι. Είναι είκοσι δύο χρονών». «Αυτή είναι η Σιμόν Ντουσνέσν; Μα εγώ νόμιζα πως έχει την ίδια ηλικία με το κοριτσάκι που υποδύεται —έξι ή εφτά». «Ναι», είπε ο Ρόμπι. «Έτσι νομίζουν όλοι. Μοιάζει με Παιδί. Εξαιτίας μιας ορμονικής ανεπάρκειας έχει πάψει να μεγαλώνει. Θα μπορούσε να θεραπευθεί με μια απλή εγχείρηση σε μικρή ηλικία. Αλλά οι γονείς της, που είναι και οι μάνατζέρ της, αποφάσισαν να μην το κάνουν. Και τώρα είναι πολύ αργά». «Γιατί;» ρώτησε η Λάιλα, αν και το σφίξιμο στο στομάχι της έδειχνε πως σωστά υποψιαζόταν. «Αένε πως ήταν πολύ φτωχοί και πως αν η κόρη τους μεγάλωνε θα έχανε το ρόλο στη σειρά». «Φτωχό παιδί», είπε η Λάιλα και ανατρίχιασε. «Κυνηγάει τον Κεν τώρα;» «Όχι. Δεν έχει ορμές. Με το να μην της κάνουν την εγχείρηση, οι γονείς της αποφάσισαν και γι' αυτό. Έχει προσκολληθεί στον Κεν, τον ακολουθεί παντού σαν σκυλάκι. Ξέρεις πόσο καλός είναι στο ν' ακούει τους άλλους. Συναντήθηκαν στο σόου. Ο Κεν ήταν
υπεύθυνος για το φωτισμό». Ο Ρόμπι απομακρύνθηκε από το παράθυρο. «Δε θα την προσλάβουν ποτέ για οτιδήποτε άλλο», είπε. «Θα παίζει πάντα το παιδί. Ζωή κι αυτή, ε, Αάιλα;» Η Λάιλα δε μιλούσε· άφηνε τη σιωπή να δίνει τις απαντήσεις. «Υπάρχουν και χειρότερα από το να είσαι το παιδί μιας σταρ. Ας πούμε το να είσαι η ίδια παιδί σταρ. Οι γονείς της την εμπόδισαν να μεγαλώσει, της στέρησαν τη σεξουαλική ζωή και τα λεφτά της. Ο Κεν μου είπε ότι ξεκίνησε δικαστικό αγώνα εναντίον τους. Αλλά, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, η χαμένη θα είναι πάντα αυτή». «Ξέρω πώς νιώθει», ψιθύρισε η Λάιλα. «Τι μας λες; Ξέρεις, αδελφή του ελέους; Για ρίξε μια ματιά στον καθρέφτη. Δεν εννοώ τα πρησμένα μάτια και το χλομό πρόσωπο —αυτά θα εξαφανιστούν σε κάνα δυο μέρες. Κοίτα όμως τον εαυτό σου. Τι βλέπεις; Πάντως όχι ένα μαύρο κορίτσι που δεν είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα, τίποτε». Η Λάιλα μελέτησε για μια στιγμή το είδωλο της στον καθρέφτη. «Το ξέρω πως είμαι όμορφη, θεία Ρόμπι. Και πως οι άντρες με θέλουν. Αλλά δεν τους θέλω εγώ. Και η μητέρα μου φρόντισε να διαλέξει για μένα το μοναδικό άντρα που δε με ήθελε! Και η αλήθεια είναι πως ουτε κι εγώ τον θέλω». «Μήπως σου αρέσουν τα κορίτσια, τότε;» Η Λάιλα τινάχτηκε και γύρισε το κεφάλι της σαν να είχε φάει χαστούκι. «Όχι! Τις μισώ τις γυναίκες». «Δε μένουν και πολλές εναλλακτικές λύσεις, έτσι δεν είναι; Πάντως, αν αυτό σε παρηγορεί, η αλήθεια είναι πως προέρχεσαι από μια οικογένεια με μεγάλη σύγχυση στο σεξ. Ο πατέρας σου υπήρξε ο μοναδικός άντρας που αγάπησα, αλλά το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η απόλαυση του. Κυνηγούσε όλους τους άντρες και όλες τις γυναίκες. Η Τερέζα φορούσε τα παντελόνια στο σπίτι. Μπορείς να διδαχτείς πολλά απ' αυτήν. Ό σ ο βλαμμένη κι αν είναι, κατάφερε να πάρει έστω και μια σωστή απόφαση στη ζωή της, όταν συνειδητοποίησε πως θα την έκανε δυστυχισμένη για πάντα. Δε μου αρέσουν οι επιπτώσεις που αυτή η απόφαση είχε σ' εσένα, αλλά την ίδια την έσωσε. Αποφάσισε — αφού η ερωτική της ζωή δεν της εξασφάλιζε μια καριέρα— να μετατρέψει σε
καριέρα αυτή καθαυτή την ερωτική της ζωή. Αυτό ήθελε και αυτό έκανε. Κι εσΰ, Λάιλα; Τι θέλεις να κάνεις εσΰ;» Η Λάιλα κοίταξε ξανά το είδωλο της στον καθρέφτη. Μετά, χωρίς να πάρει τα μάτια της από εκεί, είπε: «Θέλω να με αγαπούν όλοι —αλλά από κάποια απόσταση».
10 Εφτάμισι μίλια έξω από το Φορτ Ντραμ του Τέξας, η Σαρλίν στεκόταν στην άκρη του Αυτοκινητόδρομου 10, με τον ήλιο να τη χτυπά στο κεφάλι και το λιοπύρι της ασφάλτου να διαπερνά τις σόλες των λεπτών σανδαλιών της. Μαζί της ήταν ο Ντιν, που κουβαλούσε το σακίδιο τους. Όταν ξεκίνησαν να περπατούν, ήξεραν πως ήταν το καλύτερο που είχαν να κάνουν. Δεν ήταν να εμπιστεύεσαι κανένα φορτηγατζή. Και η μαμά περπατώντας έφυγε. Από μέσα της ευχαρίστησε τον Κύριο που τους φώτισε να φύγουν μακριά από το Λάμσον και να μην μπουν σ' εκείνο φορτηγό με τον πολύ φιλικό οδηγό. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ο Θεός θα τους τιμωρούσε για ό,τι έκαναν στον πατέρα τους. Αλλά μετά είπε πως ο Κύριος σίγουρα θα καταλάβαινε. «Καλέ μου Θεέ, συγχώρεσέ μας, δε θα ξαναγίνει ποτέ», είπε. Ο Ντιν αγωνιζόταν να περπατήσει δίπλα της, με τον ιδρώτα να λούζει το κεφάλι και το πρόσωπο του, με το λευκό μπλουζάκι του να έχει πια γίνει γκρίζο. Είχε παραβεί τουλάχιστον δύο από τις Δέκα Εντολές, αλλά η Σαρλίν πίστευε πως ο Ιησούς θα τον συγχωρούσε. Κι αν πάλι αποφάσιζε να στείλει τον Ντιν στην Κόλαση, εκείνη ευχαρίστως θα τον ακολουθούσε. ,Σίγουρα, σκέφτηκε, στην Κόλαση δε θα ήταν πιο ζεστά από τούτη την άσφαλτο. Ένα λευκό αυτοκίνητο πέρασε από δίπλα τους σαν τον άνεμο. «Σαρλίν», φώναξε ο Ντιν. «Είχε πινακίδα του Νιου Χαμσάιρ! Πρώτη μου φορά βλέπω τέτοια πινακίδα. Τι θα πει "Ζήσε ελεύθερος ή πέθανε!";»
Από τότε που ήταν παιδί, ο Ντιν καθόταν στην άκρη του αυτοκινητόδρομου, εντοπίζοντας τις πινακίδες των άλλων πολιτειών. Η φιλοδοξίγ του ήταν να δει και τις πενήντα πινακίδες. Καθόταν με τις ώρες, αν και τα περισσότερα αυτοκίνητα που περνούσαν είχαν πινακίδες του Τέξας, ενώ άλλα περνούσαν πολύ γρήγορα για να τις διαβάσει. Αλλά ο Ντιν ήταν πολύ υπομονετικός. «Τώρα έχω δει δεκαπέντε, Σαρλίν: Τέξας, Αρκάνσας, Οκλαχόμα, Φλόριντα, Νέο Μεξικό, Αριζόνα, Νέα Υόρκη, Οχάιο, Κολοράντο, Ιντιάνα, Καλιφόρνια, Τενεσί, Μισισίπι, Λουιζιάνα και Νιου Χαμσάιρ!» «Πολύ ωραία, Ντιν». Αναρωτιόταν πόσο μακριά βρισκόταν η επόμενη πόλη. Και πόσο μακριά απ' αυτήν η επόμενη. Δε θυμόταν πόσα μίλια έπρεπε να διασχίσουν για να περάσουν τα σύνορα του Τέξας. Για μια στιγμή ένιωσε τόσο κουρασμένη, που φοβήθηκε πως δε θα μπορούσε να κάνει άλλο ένα βήμα. Αλλά έπρεπε. Και έπρεπε να διακινδυνεύσουν να μπουν σε κάποιο αυτοκίνητο. Γιατί έπρεπε να φύγουν από το Τέξας, ίσως και από τη χώρα. Κι αν περνούσε από εκεί κανένας σερίφης, τότε σίγουρα αυτή και ο Ντιν θα είχαν μεγάλους μπελάδες. Είχαν μεταφέρει το πτώμα του πατέρα τους στο αυτοκίνητο του Μπόιντ, μαζί με το μπαστούνι. Η Σαρλίν είπε μια προσευχή και παρακάλεσε το Θεό να δεχθεί τις ψυχές τους. Αλλά πίστευε πως ο Ιησούς δε θα συγχωρούσε ποτέ τον μπαμπά τους. Ούτε η ίδια θα τον συγχωρούσε ποτέ. Μετά έτρεξαν με τον Ντιν στο σπίτι, πήραν τη Βίβλο της μαμάς, λίγα ρούχα και μερικά χαρτονομίσματα που είχαν κρυμμένα κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας. Κοιμήθηκαν όλη νύχτα, έκαναν οτοστόπ κι έφθασαν ως το Φορτ Ντραμ, κοιμήθηκαν όλη την επόμενη ημέρα σ' ένα πάρκο, μετά πήγαν να κάνουν εκείνο το οτοστόπ αλλά ο οδηγός της φάνηκε πολύ φιλικός. Η Σαρλίν ήξερε πως έπρεπε να καταστρώσει ένα σχέδιο, ένα καλό σχέδιο. Αλλά το μόνο που της ερχόταν στο μυαλό ήταν: «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν». Πρώτα το άκουσε και μετά το είδε. Πριν το καλοκαταλάβει, το πρώτο αυτοκίνητο που έβλεπαν εκείνο το απόγευμα να μην τρέχει σαν τρελό, φάνηκε στον ορίζοντα.
Χωρίς ν' ανταλλάξουν λέξη, πήραν τις θέσεις τους. Ο Ντιν σήκωσε τον αντίχειρα και άρχισε να κάνει οτοστόπ. Η Σαρλίν κάθισε πάνω στο σακίδιο, κρυμμένη σχεδόν από τη σκιά του Ντιν και με το φουστάνι της να καλύπτει επιμελώς όλες της τις καμπύλες. Ή τ α ν μια Πόντιακ. Μεγάλο αυτοκίνητο, με κλειστά τα παράθυρα για να μην μπαίνει η ζέστη. Η Σαρλίν έριξε μια ματιά στον οδηγό, καθώς εκείνος σταματούσε δίπλα τους. Μεγάλης ηλικίας, μεταξύ πενήντα και εξήντα, είχε κι ένα σκύλο μαζί του. Οι διεστραμμένοι κυκλοφορούσαν με σκύλους; Ήλπιζε πως όχι. Έτρεξαν κι οι δυο, καθώς ο οδηγός κατέβαζε το παράθυρο. «Πού πάτε;» ρώτησε. «Μοντάνα», είπε ο Ντιν. «Καλιφόρνια», είπε εκείνη. Είχαν απαντήσει μαζί. Ο οδηγός έσκασε στα γέλια. «Σαν λίγο μπερδεμένους σας βλέπω», είπε χαμογελώντας. «Όχι, ξέρουμε που πάμε», πήρε το λόγο η Σαρλίν. «Πρώτα στην Καλιφόρνια και μετά στη Μοντάνα. Εσείς που πάτε;» ρώτησε, πιστεύοντας ότι δε θα είχαν προβλήματα με αυτό τον κύριο. Είδε τον Ντιν να πλησιάζει το σκύλο, ένα μεγάλο μαύρο λαμπραντόρ. «Στην Καλιφόρνια και ακόμη πιο πέρα. Πηδήξτε μέσα», είπε κι έσκυψε για ν' ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού. Η Σαρλίν κοίταξε τον Ντιν και μετά άνοιξε την πίσω πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Ντιν έσπρωξε το σακίδιο πίσω μαζί της και μπήκε μπροστά, πλάι στο σκύλο. Μόλις οι πόρτες έκλεισαν, όλα έγιναν δροσερά. Η Σαρλίν έριξε μια ματιά και διαπίστωσε πως ο οδηγός είχε τεράστιες αποσκευές. Πρέπει να λείπει καιρό, σκέφτηκε. Ακούμπησε πίσω και βούλιαξε στο μαλακό μαξιλαράκι. Ο κρύος αέρας από το αιρ κοντίσιον στέγνωσε τον ιδρώτα και τα ρούχα της, σκληραίνοντας τις θηλές της. Για μια στιγμή ο Ντιν γύρισε πίσω να την κοιτάξει και στραβομουτσούνιασε. «Πώς σας λένε;» ρώτησε ο οδηγός, καθώς το αυτοκίνητο ανέπτυσσε ταχύτητα. «Εγώ είμαι η Σαρλίν και αυτός είναι ο αδερφός μου ο Ντιν», απάντησε, αγγίζοντας απαλά τον ώμο του αδερφού της με το ένα
χέρι και τακτοποιώντας τα μαλλιά της με το άλλο. «Εσάς πώς σας λένε;» «Ντόουμπ Σάμιουελ. Και τη σκύλα τη λένε Ό π ρ α , γιατί είναι παχιά, μαΰρη κι έξυπνη». Συνέχισαν σιωπηλοί. Ο Ντιν χάιδευε την Ό π ρ α και η Σαρλίν είχε νανουριστεί από το αιρ κοντίσιον και το κούνημα του αυτοκινήτου. Μεγάλη ανακούφιση, σκέφτηκε, ευχαριστώντας το Θεό για την καλή τους τύχη. Έριξε μια ματιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Ντόουμπ και παρατήρησε πως ήταν φρεσκοκουρεμένος. Ο γιακάς του ήταν καθαρός και καλοσιδερωμένος. Κοίταξε τον καθρέφτη για να δει αν την κοίταζε, αλλά ικανοποιημένη διαπίστωσε πως είχε την προσοχή του στραμμένη στο δρόμο. Πρόσεξε πως από το καθρεφτάκι κρεμόταν μια επιγραφή που έλεγε: Αφέντης μου είναι ένας Εβραίος ξυλουργός. Ποιος είναι ο αφέντης του; αναρωτήθηκε και μετά συνειδητοποίησε τι σήμαινε αυτό. Είναι χριστιανός, σκέφτηκε, και μ' έναν αναστεναγμό έδιωξε την ένταση από το κορμί της. Σ' ευχαριστώ, Κΰριε, γι' αυτό το μήνυμα. Μετά ένα αυτοκίνητο βρέθηκε πίσω τους, πολύ κοντά, λες και τους ακολουθούσε. Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται, ακριβώς όπως αισθανόταν όταν έβλεπε τα επεισόδια του Φυγάδα. Η Σαρλίν στράφηκε και χαρούμενη διαπίστωσε πως δεν ήταν περιπολικό. Αλλά μπορεί και να τους κυνηγούσαν αστυνομικοί με πολιτικά. Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει. «Τρέχω σαν τρελός κι αυτός θέλει να με προσπεράσει», παραπονέθηκε ο Ντόουμπ. «Ναι, το σκυλί», συμφώνησε ο Ντιν και κοίταξε την Ό π ρ α . «Ελπίζω να μην παρεξηγηθεί», πρόσθεσε. Ο Ντόουμπ γέλασε. «Μπα, δεν προσβάλλεται εύκολα», είπε και χάιδεψε την Ό π ρ α . «Σκέψου πως ένας σκύλος μπορεί να σε αγαπά περισσότερο απ' όσο αγαπάς εσύ τον εαυτό σου». Το αυτοκίνητο τους προσπέρασε και συνέχισε το δρόμο του. Η καρδιά της Σαρλίν πήγε στη θέση της. Συνέχισαν να τρέχουν. Η Πόντιακ εξαφάνιζε τα χιλιόμετρα που οι δυο τους θα έπρεπε να περπατήσουν. Βρίσκονταν πια
μακριά από το Λάμσον. Έμοιαζαν με οικογένεια που έφευγε διακοπές. Μάλλον δε θα τους πρόσεχαν τα περιπολικά. Πολύ σύντομα θα έβγαιναν από το Τέξας. Μπορεί όλα να πήγαιναν καλά. Ο Ντόουμπ έσπασε πρώτος τη σιωπή. «Πρέπει να σταματήσουμε στο βενζινάδικο», είπε. Η Σαρλίν τινάχτηκε. «Θα πάρετε βενζίνη;» ρώτησε. Μήπως περίμενε να πληρώσουν κι αυτοί; Με τα εξήντα δολάρια που είχαν, μόνο λίγο φαγητό μπορούσαν να εξασφαλίσουν. «Θα δείτε», είπε ο Ντόουμπ. Σταμάτησε το αμάξι πλάι σε μια από τις αντλίες. Κατέβηκε και χαιρέτησε ένα νεαρό. Μετά άνοιξε την πίσω πόρτα και πήρε το ντεπόζιτο που βρισκόταν πλάι στη Σαρλίν. «Να σας ενοχλήσω για λίγο νερό;» ρώτησε. «Βενζίνη;» ρώτησε ο νεαρός. «Δε χρειάζομαι. Μόνο νερό». «Εγώ πουλάω βενζίνη». «Δε χρειάζομαι βενζίνη, νεαρέ. Μόνο νερό», είπε ο Ντόουμπ χαμογελώντας πλατιά. Τότε η Σαρλίν βγήκε από το αυτοκίνητο κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες. «Θα μας υποχρεώνατε», φώναξε. Ήξερε πώς ν' αποφεύγει τις φασαρίες. Σαν να φωτίστηκε το αλογίσιο πρόσωπο του νεαρού. Τα μικρά του μάτια μεγάλωσαν. «Και βέβαια», είπε. «Εκεί στο πλάι. Βάλτε μόνοι σας». Ο Ντιν πήδηξε έξω και πήγε με τον Ντόουμπ. «Τι το θέλετε το νερό, κύριε Σάμιουελς; Δεν έχει ζεσταθεί πολύ το αμάξι». Ο Ντιν ήξερε από αυτοκίνητα, όσο και από ζώα. Ο Ντόουμπ έπιασε την άκρη του σωλήνα και την έβαλε στο στόμιο του πλαστικού σκεύους. «Ετοιμάσου να δεις ένα θαύμα της σύγχρονης επιστήμης, γιε μου», είπε στον Ντιν, με τα μάτια του να παρακολουθούν το νερό καθώς ανέβαινε. «Τι είδους θαύμα;» «Θ' αδειάσω αυτό το νερό στο ντεπόζιτο της βενζίνης, θα ρίξω μέσα μια μαγική ταμπλέτα και αμέσως θα έχω τη στιγμιαία βενζίνη μου».
«Μπορείτε να κάνετε τέτοιο πράγμα;» ρώτησε ο Ντιν, με τη φωνή χρωματισμένη από την κατάπληξη. «Φυσικά. Έλα να δεις». Ο Ντιν φώναξε τη Σαρλίν. «Ε, Σαρλίν! Ο Ντόουμπ θα κάνει το αυτοκίνητο του να τρέξει με νερό. Έχει ένα ειδικό χαπάκι». Η Σαρλίν κοίταξε τον Ντόουμπ, καθώς περπατούσε με δυσκολία προς το αυτοκίνητο, κουβαλώντας το νερό. Τι ανοησία είναι πάλι αυτή; αναρωτήθηκε. Να είναι κι ο Ντόουμπ ένας από κείνους τους εξυπνάκηδες που κοροϊδεύουν τον Ντιν; Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι στο Λάμσον. Για άλλη μια φορά έπρεπε να προστατέψει τα αισθήματα του Ντιν. «Και βέβαια, Ντιν. Ο Ντόουμπ είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο πόυ μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο». Δεν έδειξε την έκπληξή της μέχρι την ώρα που ο Ντόουμπ άνοιξε τη βαλβίδα του ντεπόζιτου. «Κύριε...» Ο βενζινάς είχε πλησιάσει. «Αν ρίξεις νερό στη βενζίνα σου, θα μείνεις εδώ αμανάτι. Πάω στοίχημα πέντε δολάρια». «Αρνούμαι το στοίχημα, νεαρέ. Θα ήταν σκέτη κλοπή», είπε ο Ντόουμπ ρίχνοντας το νερό. «Μην το κάνεις αυτό, κύριε! Θα καταστρέψεις το αμάξι σου». Ο Ντόουμπ αγνόησε τις διαμαρτυρίες του ξένου και άδειασε το υπόλοιπο νερό. Μετά στράφηκε στον Ντιν: «Δώσε μου, γιε μου, το κουτί με τις ταμπλέτες που θα βρεις στο ντουλαπάκι». Ο Ντιν έτρεξε με μεγάλη προθυμία. Εκείνος άνοιξε το κουτί και τόσο ο Ντιν, όσο και ο βενζινάς εξέτασαν με περιέργεια τις κοκκινωπές τεράστιες ταμπλέτες. Ο Ντόουμπ πήρε μία και την κράτησε ψηλά, προς την κατεύθυνση του ήλιου. Μετά, με αργές κινήσεις, λες και εκτελούσε κάποιο τελετουργικό, έριξε την κάψουλα στο ντεπόζιτο και το έκλεισε. Μετά έτεινε τα κλειδιά στον Ντιν. «Βάλε μπροστά, γιε μου. Πάω να φέρω μερικά αναψυκτικά». Προχώρησε προς το μηχάνημα, την ώρα που η μηχανή άρχιζε να παίρνει μπροστά. Η Σαρλίν κοίταξε μια το αυτοκίνητο και μια τον Ντόουμπ. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Τι είχαν αυτά τα χάπια; «Πού τα βρήκες αυτά τα χάπια, κύριε;» ακούστηκε η κατάπληκτη φωνή του βενζινά.
«Εγώ τα έφτιαξα», είπε ο Ντόουμπ, επιστρέφοντας με τέσσερα αναψυκτικά στο χέρι. «Βρήκα τον τρόπο να φτιάχνω βενζίνη από το νερό». Έδωσε από ένα αναψυκτικό στη Σαρλίν, τον Ντιν και το βενζινά. «Με λένε Σάμιουελς —Ντόουμπ Σάμιουελς», είπε, δίνοντας στον άντρα το χέρι του. «Εσάς πώς σας λένε;» Ο νεαρός δέχθηκε και το αναψυκτικό και το χέρι. «Εμπ Κλουν». Προχώρησε προς το αυτοκίνητο. «Πόσα μίλια κάνετε μ' αυτή την ποσότητα;» Ο Ντόουμπ ήπιε μια χορταστική γουλιά. «Δεν αντιστοιχεί σ' ένα γαλόνι βενζίνης, αλλά σε τρία ή τέσσερα ντεπόζιτα» «Τρία ή τέσσερα ντεπόζιτα;» «Σαρλίν, ξανασταματήσαμε καθόλου για νερό σήμερα;» ρώτησε ο Ντόουμπ. «Όχι, είναι η πρώτη φορά», απάντησε εκείνη. Ο Ντιν ένιωθε μεγάλη έξαψη. «Έτσι είναι», είπε με περηφάνια. «Και ξεκίνησα σήμερα το πρωί από το Σαν Αντόνιο». «Από τι είναι φτιαγμένα;» «Αυτό είναι το αστείο, Εμπ. Μου επιτρέπεις να σε φωνάζω έτσι;» Ο Εμπ Κλουν κούνησε καταφατικάτο κεφάλι. «Είναι φτιαγμένα από υλικά που υπάρχουν στο σπίτι μας. Τίποτε που να μην μπορείς να το βρεις στην κουζίνα σου. Αλλά, βέβαια, δε θα το πω σε κανέναν. Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν ενδιαφερθεί, σας βεβακονω». «Πόσο κοστίζουν τα χάπια;» ρώτησε ο Εμπ. «Δεν είναι για πούλημα, νεαρέ. Πηγαίνω να δείξω την εφεύρεσή μου σε κάποια μεγάλη πετρελαϊκή εταιρεία». Ή π ι ε άλλη μια γουλιά. «Θ' αγόραζα μερικές ταμπλέτες αν με συνέφερε η τιμή», προσφέρθηκε ο Εμπ. Ο Ντόουμπ σήκωσε το κεφάλι ψηλά σαν να το σκεφτόταν. «Θα υποσχεθείς πως δε θα προσπαθήσεις ν' αντιγράψεις την πατέντα;» ρώτησε ο Ντόουμπ και ο Εμπ ένευσε καταφατικά. «Τότε θα σου πουλήσω μερικές, προς πέντε δολάρια τη μία. Αλλά όχι πάνω από δέκα. Πρέπει να φθάσουμε στην Καλιφόρνια
και μετά στη Μοντάνα», είπε και κοίταξε χαμογελαστός τη Σαρλίν. Είχε ένα ωραίο, φιλικό χαμόγελο. «Με τη συμφωνία πως θα μου δώσεις λίγο ακόμη νερό για το σκύλο. Έχει διψάσει πολύ». «Εντάξει, κύριε, θα τα πάρω». Έτρεξε στο βενζινάδικο να φέρει τα λεφτά. «Πάρε όσο νερό θέλεις», φώναξε απομακρυνόμενος. «Και τώρα, να θυμάσαι...» είπε ο Ντόουμπ, αφού έδωσε στην Ό π ρ α να πιει το νερό της, έβαλε στο χέρι του Εμπ δέκα κάψουλες και πήρε τα πενήντα δολάρια. «Ένα γαλόνι νερού και μια από αυτές τις κάψουλες, αντιστοιχεί σε τρία ντεπόζιτα βενζίνης. Μπορεί και τέσσερα, αλλά δε μου αρέσει να υπερβάλλω και δε θέλω να σε απογοητεύσω». Ο Εμπ κουνούσε το κεφάλι του. Ο Ντόουμπ είπε στην Ό π ρ α να γυρίσει στο αμάξι και κάθισε στη θέση του οδηγού. Ο Ντιν πέρασε στη θέση του συνοδηγού και η Σαρλίν γλίστρησε ξανά στο πίσω κάθισμα. Ο Ντόουμπ έβαλε μπροστά τη μηχανή, κατέβασε το παράθυρο και έτεινε το χέρι του. Ο Εμπ το πήρε. «Μακάρι να είχα να σου δώσω περισσότερες κάψουλες», είπε καθώς ο Εμπ τον ευχαριστούσε και τον χαιρετούσε φιλικά. Ξεκίνησαν και ο Ντιν έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά είπε: «Μόλις φτάσουμε στην Καλιφόρνια θα γίνετε πλούσιος, κύριε Σάμιουελς». «Είμαι ήδη αρκετά πλούσιος, γιε μου», απάντησε εκείνος, χαϊδεύοντας την Ό π ρ α και χαμογελώντας στη Σαρλίν από τον καθρέφτη. *
*
*
Η Σαρλίν ξύπνησε νωρίς. Ο Ντιν κοιμόταν ακόμη πλάι της, στο μονό κρεβάτι που μοιράζονταν, αφού αποφάσισαν να μην αναστατώσουν και το δεύτερο που υπήρχε στο δωμάτιο. Σηκώθηκε αθόρυβα για να μην τον ξυπνήσει και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα του δωματίου τους στο μοτέλ. Το προηγούμενο βράδυ, τα καθαρά σεντόνια την είχαν κάνει να στενάξει από ευχαρίστηση, καθώς άπλωνε το κορμί της πάνω τους. Κουρασμένοι, γεμάτοι εμπειρίες κι ευτυχισμένοι, η Σαρλίν και ο Ντιν είχαν αμέσως βυθιστεί στον ύπνο, με το χέρι του Ντιν προστατευτικά τυλιγμένο
γύρω της. Ποτέ της δεν είχε κοιμηθεί σε τέτοιο κρεβάτι, σκέφτηκε καθώς άγγιζε το κεφαλάρι του. Οι κουρτίνες εμπόδιζαν το φως. Και το χαλί κάτω από τα πόδια της ήταν ζεστό καθώς προχωρούσε ξυπόλυτη προς το μπάνιο. Όλα ήταν τόσο ωραία και καθαρά — όπως στις εικόνες που έβλεπε στα περιοδικά. Ήταν το ωραιότερο δωμάτιο που είχε δει ποτέ. Αυτό ήταν το τέταρτο μοτέλ όπου διανυκτέρευαν, μετά από ταξίδι μιας εβδομάδας με τον Ντόουμπ και η Σαρλίν εξακολουθούσε να μη μυρίζεται κάποιον κίνδυνο. Σίγουρα ο Κύριος τους είχε φροντίσει. Και σαν να ήταν αυτό ένα καλό σημάδι, η Σαρλίν έβρισκε πάντα σε κάθε δωμάτιο μια Βίβλο. Είχαν ταξιδέψει πάνω από χίλια μίλια, υπολόγισε η Σαρλίν και επιτέλους την προηγουμένη είχαν βγει από το Τέξας. Ο Ντόουμπ πήγαινε από μικρούς δρόμους και τρεις τέσσερις φορές την ημέρα σταματούσε για νερό. Έπρεπε να πειραματιστεί, όπως έλεγε. Και σε κάθε στάση γέμιζε το ντεπόζιτο νερό και πουλούσε μερικά χάπια. Έδειχναν όλα τόσο εύκολα, που η Σαρλίν κατέληξε να δέχεται τα γεύματα που τους πρόσφερε, καθώς και το να πληρώνει το δωμάτιο τους στα μοτέλ. Επιπλέον δεν είχε ποτέ του προσπαθήσει να την αγγίξει. Η Σαρλίν κοίταξε το μπάνιο. Υπήρχαν δύο πετσέτες για τον καθένα τους και από δύο σαπούνια. Ή τ α ν όλα τόσο ωραία κι ένιωθε πως θα γίνονταν σπάταλοι αν τα χρησιμοποιούσαν όλα μόνο για μια φορά. Έριξε μια ματιά στα περισσευούμενα σαπούνια, αλλά σίγουρα δεν μπορούσε να κλέψει κανένα. Τράβηξε το καζανάκι. Έσυρε την κουρτίνα της μπανιέρας κάι άνοιξε το νερό. Έτρεχε άφθονο, όχι με το σταγονόμετρο όπως στο Λάμσον. Βρήκε κι εκεί δύο σαπουνάκια κι ένα μπουκαλάκι με σαμπουάν. Ο Ντόουμπ της είχε πει πως μπορούσε να τα παίρνει γιατί περιλαμβάνονταν στο λογαριασμό του δωματίου. Αλλά εκείνη εξακολουθούσε να μην το βρίσκει σωστό. Αυτό το μέρος πρέπει να είναι πολύ ακριβό, σκέφτηκε, αλλά δεν μπορούσε να υπολογίσει την τιμή. Δεν είχε ξαναμείνει ποτέ της σε μοτέλ. Και τούτο εδώ ήταν το καλύτερο απ' όλα. Ο Ντιν πετούσε στον έβδομο ουρανό.
Το προηγούμενο βράδυ, πριν αποκοιμηθεί, σκεφτόταν πόσο τυχεροί ήταν, αυτή και ο Ντιν, να βρουν στο δρόμο τους το Ντόουμπ και να τρώνε σε ωραία εστιατόρια, να κοιμούνται σε καθαρά κρεβάτια. Τώρα πρόσθετε στον κατάλογο και το ζεστό νερό. Καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα, από το παράθυρο είδε τον Ντόουμπ να έρχεται από το βενζινάδικο, κουβαλώντας δυο ντεπόζιτα. Τον ακολουθούσε η Ό π ρ α . Η Σαρλίν τον είδε να πλησιάζει στο αυτοκίνητο, ν' ανοίγει τη βαλβίδα και, αφού έριξε δυο βιαστικές ματιές γύρω του, να ρίχνει μέσα τη βενζίνη! Μετά προχώρησε προς την άλλη πλευρά, απ' όπου είχε ρίξει το νερό την προηγουμένη. Γονάτισε και τράβηξε κάτι. Το νερό άρχισε να τρέχει και να πλημμυρίζει το χώρο γύρω από τα πόδια του. Η Ό π ρ α άρχισε να το γλείφει. Έπειτα έβαλε το χέρι στην κωλότσεπη, έβγαλε ένα μαντίλι, σκούπισε το χέρι του και κατευθύνθηκε προς το μοτέλ. Η Σαρλίν απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Τι είχε δει; Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Δεν ήταν σίγουρη, αλλά κάτι δεν της πήγαινε καλά. Φόρεσε γρήγορα το τζιν και το μπλουζάκι της κι έτρεξε ν' ανοίξει την πόρτα πριν τη χτυπήσει ο Ντόουμπ. Δεν πρόλαβε. Στο άκουσμα του χτύπου, ο Ντιν τεντώθηκε. Καθώς περνούσε, η Σαρλίν του έδειξε το μπάνιο. «Έτοιμοι για το πρωινό;» ρώτησε ο Ντόουμπ. «Και βέβαια», φώναξε ο Ντιν, κουνώντας το κεφάλι του για να ξυπνήσει καθώς έμπαινε στο μπάνιο. «Σας περιμένω στο εστιατόριο σε δέκα λεπτά», είπε ο Ντόουμπ μ' ευχάριστη φωνή. Η Σαρλίν του κούνησε το χέρι καθώς έκλεινε την πόρτα κι έτρεξε στον Ντιν. «Δέκα λεπτά, Ντιν. Βιάσου». Καθώς εκείνος πλενόταν και ντυνόταν, η Σαρλίν έστρωνε το κρεβάτι και δίπλωνε τις πετσέτες. Το εστιατόριο ήταν σχεδόν άδειο την ώρα που μπήκαν. Μόνο μερικοί φορτηγατζήδες κάθονταν στο μπαρ. Πλησίασαν στο τραπέζι όπου ο Ντόουμπ καθόταν κιόλας, διαβάζοντας την εφημερίδα του. Γλίστρησε στο κάθισμα απέναντι από τον Ντόουμπ
και ο Ντιν κάθισε δίπλα της. Ή ρ θ ε η σερβιτόρα, έβαλε καφέ στα φλιτζάνια τους και άλλαξε το φλιτζάνι του Ντόουμπ. «Τι θέλετε, παιδιά; Ό,τι θέλετε. Εγώ πληρώνω, μην το ξεχνάτε», είπε ο Ντόουμπ, σπρώχνοντας τον κατάλογο. Ο Ντιν ξύπνησε για τα καλά. «Μπριζόλα και αβγά», είπε. «Και κέικ και βούτυρο με μαρμελάδα». Ο Ντόουμπ γέλασε. «Αυτός είσαι. Μ' αρέσουν οι άντρες που δε φοβούνται τη χοληστερίνη». Κοίταξε τη Σαρλίν. «Το ίδιο και οι γυναίκες. Δεσποινίς!» Στράφηκε στη σερβιτόρα. «Μπορώ να έχω και μια μερίδα μπέικον για το σκύλο; Το τρώει τραγανό». Μπέικον από εστιατόριο για ένα σκύλο; Η Σαρλίν είχε μείνει άναυδη. Αλλά μετά θυμήθηκε τη σκηνή με τη βενζίνη. Ο Ντόουμπ κέρδιζε εύκολα χρήματα και εύκολα τα ξόδευε. Έφαγαν σιωπηλοί· μόνο τα πιρούνια και τα κουτάλια τους ακούγονταν. Ο Ντιν τέλειωσε πρώτος. Πέταξε με θόρυβο το πιρούνι του, ακούμπησε πίσω και χτύπησε το στομάχι του και με τα δυο χέρια. «Κοντεύω να σκάσω. Πάω να κάνω μια βόλτα. Θα το πάω εγώ το μπέικον στην Όπρα, κύριε Σάμιουελς, αν συμφωνείτε». Ο Ντόουμπ κατένευσε. «Σαρλίν, έξω θα είμαι», είπε και βγήκε. Η Σαρλίν ήπιε μια γουλιά καφέ και μετά άφησε το φλιτζάνι στο πιατάκι χωρίς θόρυβο. «Κύριε Σάμιουελς...» ξεκίνησε. «"Κύριε";». Ο Ντόουμπ ανασήκωσε τα φρύδια. Χαμογελώντας ακούμπησε την εφημερίδα του. «Μου φαίνεται πως κάτι σοβαρό έχεις να μου πεις». «Ντόουμπ», διόρθωσε η Σαρλίν. Θα του έδινε μια ευκαιρία να δικαιολογηθεί. «Ξέρω ότι είστε ένας πολύ έξυπνος και ευγενικός άνθρωπος, αλλά σχετικά μ' εκείνες τις ταμπλέτες, υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω». Η Σαρλίν δίστασε- δεν ήθελε να τον προσβάλει. Αλλά, πάλι, αν υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε καλά, έπρεπε να το γνωρίζει. Αρκετούς μπελάδες είχαν ήδη αυτή και ο Ντιν. «Τι δεν καταλαβαίνεις, Σαρλίν;» ρώτησε ο Ντόουμπ. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως ήταν προτιμότερο να του πει τι είχε δει. «Σήμερα το πρωί σας είδα να ρίχνετε βενζίνη στο αυτοκίνητο. Κι έχω μπερδευτεί», πρόσθεσε βιαστικά η Σαρλίν.
«Όχι πως έχω καμιά διάθεση να σας κρίνω. Δεν είναι δική μου δουλειά να κρίνω'οποιονδήποτε. Α\λά, ξέρετε...» «Καταλαβαίνω», είπε εκείνος και η φωνή του χαμήλωσε καθώς έσκυβε μπροστά και την κοίταξε ολόισια στα μάτια. «Σε εκτιμώ, κοπέλα μου». Σταμάτησε για λίγο, σαν να προσπαθούσε να βρει πώς θα σερβίρει κάτι. Μετά συνέχισε: «Μπορώ να καταλάβω πότε οι άνθρωποι βρίσκονται σε μπελάδες και ας πούμε πως εσύ και ο Ντιν χρειάζεστε ένα φίλο. Ξέρω πόσο προσέχεις αυτό το αγόρι και πόσο σε προσέχει κι εκείνος. Είναι πολύ ωραίο αυτό. Πολύ ωραίο». Έκανε μια παύση. «Ξέρεις, ο Θεός μου έδωσε ένα ταλέντο και το χρησιμοποιώ για να κερδίζω χρήματα. Και δεν το χρησιμοποιώ ποτέ για κακό, το βλέπεις, δεν το βλέπεις;» Η Σαρλίν σκέφτηκε τον Εμπ Κλουν και τους άλλους. «Το ξέρω», είπε. «Αλλά ίσως είναι καλύτερα εγώ και ο Ντιν να φύγουμε από τη μέση». Την κοίταξε λυπημένος. «Κάτι τέτοιο δε θα μου άρεσε βέβαια. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να μοιράζομαι αυτά που μου προσφέρει ο Θεός. Επιπλέον νιώθω μεγάλη μοναξιά στους δρόμους. Ακόμη και με την Ό π ρ α . Γι' αυτό και σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε να σας φροντίζω, τουλάχιστον ως την Καλιφόρνια. Ο Ντιν το έχει ανάγκη». Η Σαρλίν σκέφτηκε πόσο καλά ήταν να έχουν ένα αυτοκίνητο, φαγητό και μαλακά κρεβάτια. Αλλά ο Ντόουμπ παραδεχόταν πως έκανε κάτι κακό. Ύπαγε οπίσω μου, σατανά, σκέφτηκε. Αλλά ο Ντόουμπ, με το ευγενικό πρόσωπο και τα συμπαθητικά μάτια του δεν έμοιαζε με τον σατανά. Μήπως ήθελε κάτι άλλο απ' αυτήν; «Ντόουμπ, το ξέρεις πως εγώ και ο Ντιν δεν έχουμε λεφτά. Δεν μπορούμε να σου προσφέρουμε καμιά βοήθεια. Δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτε άλλο». Να λοιπόν που το είχε πει. Ο Ντόουμπ συνέχιζε να την κοιτά στα μάτια. «Το σέβομαι αυτό. Δε μου χρωστάς το παραμικρό, Σαρλίν. Εκτιμώ τον τρόπο που βγαίνεις από το αμάξι όταν φτάνουμε στα βενζινάδικα. Σαν να παίρνεις μέρος στη σκηνοθεσία. Αυτό με βοηθά πολύ. Χωρίς εσένα, ίσως μερικές φορές να μη μου έδιναν νερό. Ούτε που θα με πρόσεχαν. Αυτά τα παιδιά των βενζινάδικων είναι ηλίθια. Το
μόνο που σου ζητώ είναι να συνεχίσεις να συμπεριφε'ρεσαι ε'τσι όταν φτάνουμε σε βενζινάδικο. Μερικές φορές αρκεί ένα ωραίο πρόσωπο για να τα βγάζει πέρα ένας καλός χριστιανός». Η Σαρλίν χαμήλωσε τα μάτια. «Ντόουμπ, αυτά τα χάπια είναι άχρηστα, έτσι;» «Είναι χρήσιμα σ* εμένα, Σαρλίν. Και ποτέ δεν πουλάω πολλά. Τα αγοράζουν μόνο οι άνθρωποι που είναι άπληστοι. Δε σου ζητώ να λες ψέματα —το μόνο που θέλω είναι να στέκεις πλάι στο αμάξι». Σταμάτησε για λίγο και συνέχισε: «Θα σας πάω στην Καλιφόρνια — και στη Μοντάνα, αν το θέλετε — καλοταϊσμένους και ξεκούραστους». Η Σαρλίν έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, σιωπηλή, με τα χέρια σταυρωμένα. «Εντάξει, Ντόουμπ. Αν δε χρειαστεί να πω ψέματα ή να κάνω κάτι κακό, θα συνεχίσουμε». Ο Ντόουμπ έτεινε το χέρι του πάνω από το τραπέζι κι έσφιξε ζωηρά το χέρι της Σαρλίν. «Μου κάνεις μεγάλη χάρη, κυρά μου», της είπε και σήκωσε το χέρι στο υποθετικό γείσο ενός υποθετικού καπέλου. Μετά ακούμπησε πίσω, τεντώθηκε και χαμογέλασε. «Ξέρεις, είμαι πολύ μεγαλύτερος από σένα και πολύ ευγενικός με τις γυναίκες. Μαζί μου είσαι ασφαλής. Αλλωστε τα τελευταία χρόνια έστρεψα το ενδιαφέρον μου στους σκύλους. Όταν έχεις ένα σκύλο κοντά σου, μπορείς ακόμη και να γελοιοποιηθείς, αλλά εκείνος δε θα σε θεωρήσει γελοίο. Βλέπεις, έχω ένα πρόβλημα. Ποτέ δε μου άρεσαν οι εύκολες γυναίκες. Αλλά και οι καλές γυναίκες είναι πολύ εξαρτημένες. Καλύτερη η μοναχική ζωή». Σταμάτησε. Έμειναν εκεί μαζί, με τον ήλιο να μπαίνει από το παράθυρο, λουσμένοι στο φως, σε μια φιλική σιωπή. Μετά ο Ντόουμπ έσκυψε προς τη Σαρλίν. «Σαρλίν, όταν το πρωί ήρθα να σας ξυπνήσω, είδα πως εσύ και ο Ντιν χρησιμοποιείτε ένα κρεβάτι. Αυτό είναι δική σας δουλειά. Θα σου δώσω μια μικρή συμβουλή. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι πρέπει να χώνουν τη μύτη τους παντού. Γι' αυτό καλύτερα να λες πως ο Ντιν είναι ο φίλος σου· θα είναι πιο εύκολο για σας». Η Σαρλίν έγινε κατακόκκινη και το μυαλό της άρχισε να τρέχει. Μα τι έλεγε τώρα; Ό λ α αυτά τα χρόνια κοιμούνταν
αγκαλιά με τον Ντιν, ένωναν τη ζεστασιά τους, παρηγορούσαν ο ένας τον άλλο. Αλλά ποτέ δεν είχαν πει κάτι τέτοιο φωναχτά, ούτε οι ίδιοι οΰτε κάποιος άλλος. Είχε σοκαριστεί, αλλά έπρεπε κάτι να πει. «Είναι ο φίλος μου», είπε και το πρόσωπο της, το ένιωθε, ήταν ακόμη κόκκινο. «Τον αποκαλώ "αδερφό μου", για να μη λένε πως ζούμε στην αμαρτία». Το ψέμα έπεσε καυτερό στη γλώσσα της. Τώρα είχε παραβεί άλλη μία από τις Δέκα Εντολές. Ο Ντόουμπ έπεσε βαρύς στην καρέκλα του. «Συγνώμη για την παρεξήγηση», είπε και χαμήλωσε τα μάτια. Τότε ο Ντιν επέστρεψε στο τραπέζι και ο Ντόουμπ σηκώθηκε και τεντώθηκε. «Ώρα να φΰγουμε. Ώ ρ α για νέες περιπέτειες». Χτύπησε τον Ντιν στον ώμο και η Σαρλίν έβλεπε πόσο αυτή η πατρική χειρονομία ευχαριστούσε τον Ντιν. Ο πατέρας τους άγγιζε τον Ντιν μόνο για να τον χτυπήσει. Καθώς ο Ντιν προχώρησε μπροστά στο πάρκινγκ, ο Ντόουμπ έσκυψε προς τη Σαρλίν και είπε: «Είναι πολύ καλό παιδί ο Ντιν, όλο ενθουσιασμό. Και για τίποτε δε θα ήθελα να τον χάσει». «Το ίδιο κι εγώ», συμφώνησε η Σαρλίν. Μετά μπήκαν και οι τρεις στο αυτοκίνητο.
11 Η Μέρι Τζέιν αφέθηκε σ' έναν ελαφρύ ύπνο. Είχαν περάσει τέσσερις μέρες χωρίς ούτε μια λέξη από τον Σαμ. Τα συναισθήματά της κυμαίνονταν μεταξύ ανησυχίας και οργής. Έφαγε δυο σακούλες κουλουράκια. Ή π ι ε το υπόλοιπο Τζακ Ντάνιελς και άνοιξε καινούριο μπουκάλι. Αποκοιμήθηκε, ξύπνησε, έκανε ντους, ξανάπιε και ξανακοιμήθηκε. Δεν έβγαινε γιατί φοβόταν μήπως εκείνος τηλεφωνούσε και δεν την έβρισκε εκεί. Αλλά μήπως είχε και πού να πάει; Παρήγγειλε κινέζικο φαγητό και το έφαγε για μεσημεριανό και βραδινό. Τώρα, μόνη στο μεγάλο
κρεβάτι, έβηχε μέσα στον ύπνο της. Την ξύπνησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο Σαμ, σκέφτηκε τρέχοντας. Δόξα τω Θεώ! Στάθηκε μπροστά στη μαύρη συσκευή και το άφησε να χτυπήσει άλλη μια φορά πριν σηκώσει το ακουστικό. «Εμπρός». Ας μην ήταν τόσο ξέπνοη, ας μην ακουγόταν τόσο γεμάτη πάθος. «Γεια σου, Μέρι Τζέιν. Ο Νιλ είμαι. Είσαι καλά;» «Ω, Νιλ». Λες και τα πνευμόνια της είχαν ξαφνικά χάσει όλο τους το οξυγόνο. «Όχι, δεν είμαι καλά. Για να πω την αλήθεια, νιώθω απαίσια». «Κοίτα», είπε ο Νιλ, «ξέρεις τι είχε πει ο Κομφούκιος: Έτσι είναι τα σκατά». «Ναι, σωστά. Και οι προτεστάντες λένε: Αν πέσεις στα σκατά, το αξίζεις». «Κι άλλες φασαρίες με τον Σαμ;» «Όχι, αλλά έφυγε. Έχει εξαφανιστεί». «Θες να το κουβεντιάσουμε;» «Άσ' το καλύτερα! Κάνε κάτι να μου ανεβάσεις το ηθικό». «Μου φαίνεται ότι έχω τη συνταγή. Δεν πιστεύω να ξέχασες πως σήμερα ανεβάζω καινούριο νούμερο στο κλαμπ; Η τελευταία μου αρπαχτή πριν το μεγάλο ξεκίνημα». Διάβολε, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν. Και βέβαια το είχε ξεχάσει. Θεέ και Κύριε, δεν ήξερε καν τι μέρα ήταν. «Όχι, Νιλ, πώς ήταν δυνατό να το ξεχάσω;» του είπε. «Θα έρθεις, λοιπόν; Θα κρατήσω ένα τραπέζι μπροστά στην πίστα για σένα και την παλιοπαρέα». «Και βέβαια θα έρθω». Ήξερε τα αισθήματα του Νιλ για τον Σαμ και τη γνώμη του σχετικά με το επεισόδιο. Δεν ήθελε, λοιπόν, να τα κουβεντιάσει όλ' αυτά μαζί του. Αναστέναξε και πρόσθεσε: «Τι ώρα είναι το σόου;» Κάτι ακόμη που έπρεπε να κάνει χωρίς τη θέλησή της, σκέφτηκε καθώς κατέβαζε το ακουστικό. Η περσική γάτα της άρχισε να διαμαρτύρεται. Η Μέρι Τζέιν έψαξε όλα τα ντουλάπια για να βρει να της δώσει κάτι να φάει, αλλά το μόνο που ανακάλυψε ήταν μια κονσέρβα με τόνο. «Ορίστε», είπε στη γάτα, καθώς την άνοιγε. «Φά' την όλη».
Μπήκε παραπατώντας στο μπάνιο και άνοιξε το νερό, περιμένοντας να ζεσταθεί περισσότερο απ' όσο άντεχε. Είχε μόλις τελειώσει το πρώτο χέρι σαμπουάν στα πυκνά μαύρα μαλλιά της όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Άνοιξε την κουρτίνα, αφήνοντας το νερό να τρέχει, κι έτρεξε προς τη συσκευή, αφήνοντας στο πάτωμα πατημασιές με σαπουνάδα. Γλίστρησε, πιάστηκε από την άκρη του τραπεζιού της κουζίνας, στραμπούλιξε τον αστράγαλο της και άρπαξε το ακουστικό. «Εμπρός». «Γεια». Η φωνή του Σαμ ήταν απόμακρη, ψυχρή, όπως ήταν πάντα μετά από κάποιον καβγά τους. Αλλά ήταν η φωνή του Σαμ. «Γεια. Είσαι καλά;» ρώτησε. «Ναι. Εσύ;» «Είμαι καλύτερα». «Άκου, Μέρι Τζέιν, λυπάμαι για κείνο το βράδυ. Δεν το σκέφτηκα. Ξέρεις, μόλις είχα γυρίσει από το Λος Άντζελες, μετά από τόσες διαπραγματεύσεις. Έχω'πιεστεί πολύ τελευταία και...» Καλέ μου Θεέ! Ζητούσε συγνώμη! Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. «Καταλαβαίνω», τον διέκοψε. Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ό λ α θα πήγαιναν καλά. Είχε ζητήσει συγνώμη. Θα πήγαινε μαζί του στο Λος Άντζελες. Την αγαπούσε ακόμη. Κι εκείνη τον αγαπούσε. «Θέλω να έρθω μαζί σου», του είπε. «Δε με νοιάζει ο ρόλος». Σιωπή από την άλλη άκρη της γραμμής. Μια μακριά σιωπή. «Σαμ;» είπε. «Με ακούς;» «Και βέβαια... Απλώς να... Ένιωσα έκπληξη. Αλλά αυτό είναι θαυμάσιο. Είναι σπουδαίο. Άκου, Μέρι Τζέιν, πρέπει να μιλήσουμε. Λέω να 'ρθω εκεί απόψε και...» «Πρέπει να πάω να δω τον Νιλ», τον διέκοψε. «Είναι η τελευταία του αρπαχτή». «Στο, διάολο ο Νιλ». Είχε εκνευριστεί ξανά. Η Μέρι Τζέιν αναστέναξε. «Η αλήθεια είναι ότι σε θέλω πολύ. Πάει πολύς καιρός που εμείς οι δυο δεν αγκαλιαστήκαμε. Αλλά πρέπει να πάω. Άκου, όμως, το σόου είναι στις δέκα. Θα είμαι πίσω πριν τα μεσάνυχτα.
Γιατί δεν έρχεσαι εκείνη την ώρα;» Είχε κάνει τη φωνή της όσο πιο ζεστή γινόταν. «Εντάξει», είπε εκείνος κι έκλεισε. Το ίδιο έκανε κι εκείνη και τότε συνειδητοποίησε την κατάστασή της: τα μαλλιά της ήταν μούσκεμα, το κορμί της γυμνό και υγρό. Ανάγκασε τον εαυτό της να κοιτάξει. Τα στήθη της κρέμονταν σαν μπαλόνια, η κοιλιά της ήταν στρογγυλή και χοντρή κι έφτανε ως την περιοχή του εφηβαίου. Τα μπούτια της ήταν άλλο ένα μνημείο πάχους. Τα πισινά της με κυτταρίτιδα. Ακόμη και τα γόνατά της ήταν άσχημα. Είχε αφήσει εντελώς τον εαυτό της. Ακόμη και τα πυκνά, μακριά μαλλιά της, που κάποτε ήταν το μοναδικό ωραίο πράγμα πάνω της, άρχισαν τώρα να γκριζάρουν. Καμιά ηθοποιός δεν αφήνει έτσι τον εαυτό της. Δεν υπήρχε λόγος ν' αναρωτηθεί γιατί ο Σαμ δεν ακούστηκε και πολύ χαρούμενος στο τηλέφωνο ούτε έδειξε μεγάλη λαχτάρα να της κάνει έρωτα. Θεέ μου, πώς θα μπορούσε να μ' ερωτευτεί κανείς; αναρωτήθηκε. Ή τ α ν πολύ τυχερή που είχε τον Σαμ. *
*
*
Εκείνο το βράδυ, στις δέκα παρά τέταρτο, ο Νιλ είδε τη Μέρι Τζέιν να μπαίνει στο κλαμπ και να περιμένει για να συνηθίσουν τα μάτια της στο σκοτάδι. Έτρεξε, την αγκάλιασε και φώναξε: «Σ' ευχαριστώ που ήρθες, Μέρι Τζέιν. Θεέ μου, νιώθω τέτοια νευρικότητα... Όλοι οι τύποι βρίσκονται εδώ, έτοιμοι να με ξεσκίσουν. Με φθονούν τόσο πολύ, που μπορεί να ρίξουν και δηλητήριο στο ποτό μου. Εϊ, είσαι μια χαρά». Ή τ α ν τόσο ευγενικός... Πάντα της έλεγε πως είναι μια χαρά και η Μέρι Τζέιν το αγνοούσε. Πήρε το παλτό'της και κατευθύνθηκε προς την γκαρνταρόμπα. «Μεγάλο κλαμπ, Νιλ», είπε η Μέρι Τζέιν. «Πόσα καθίσματα παίρνει;» «Καθίσματα; Ξέχνα τα καθίσματα. Απόψε θα έχουμε και όρθιους. Όλα τα αποβράσματα της πόλης. Και είναι πολλοί, θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα γήπεδο». Και, δείχνοντας ένα άδειο τραπέζι μπροστά, συνέχισε: «Έγινε τέτοια διαφήμιση με την επιτυχία μου, που με ανταμείβουν μ' αυτό».
Έσκυψε να τη φιλήσει και συμπλήρωσε: «Ευχήσου να τα καταφέρω, Μέρι Τζέιν», Εκείνη τον χάιδεψε στο μάγουλο: «Το εύχομαι, αστείε τύπε. Και τώρα ξεκίνα, κάνε με να γελάσω». Ακολούθησε το σερβιτόρο ως το τραπέζι της. Ο Νιλ ήταν καλός φίλος. Και όλα της φαίνονταν ρόδινα τώρα που ήξερε πως ο Σαμ θα την περίμενε στο σπίτι. Στο κάτω κάτω είχε ζητήσει συγνώμη. Ο κόσμος έκανε πολλή φασαρία απόψε. Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται - συμμεριζόταν την αγωνία του Νιλ. Αλλά είναι καλός, θύμισε στον εαυτό της. Ό λ α θα πάνε καλά. Ο Νιλ έκανε την εμφάνιση του, με το μικρόφωνο στο χέρι. «Γεια σου Βερόνικα», της είπε. Έτσι τη φώναζε γιατί μαζί διάβαζαν το κόμικ Άρτοι και Βερόνικα. Εκείνη τον φώναζε χαϊδευτικά Τζάκχεντ. «Γεια σας, παιδιά. Καλό το ακροατήριο. Όλοι δείχνετε πλούσιοι. Εσείς, κύριε», είπε απευθυνόμενος σ' έναν καλοντυμένο άνθρωπο που καθόταν μπροστά, «δείχνετε να τα καταφέρνετε μια χαρά. Τι δουλειά κάνετε;» Τι ήταν αυτό; Η Μέρι Τζέιν ήξερε πως ο Νιλ ποτέ δεν έκανε τέτοιους διάλογους με το κοινό του. Έλεγε πως αυτά τα έκαναν οι ατάλαντοι και οι ερασιτέχνες. Τώρα έψαχνε για θύματα στο ακροατήριο, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι. Η Μέρι Τζέιν μετακινήθηκε αμήχανα στο κάθισμά της. Ο Νιλ ετοιμαζόταν να φέρει σε δύσκολη θέση αυτό τον άνθρωπο; «Είμαι τραπεζίτης», είπε ο τύπος, με αρκετή αυταρέσκεια. «Τραπεζίτης;» είπε ο Νιλ. «Και ο πατέρας σου τι δουλειά έκανε;» «Ο πατέρας μου;» ρώτησε ο τύπος. Πάει η αυταρέσκειά του. Ένιωθε άβολα. Η Μέρι Τζέιν ανασήκωσε τους ώμους της. «Ο πατέρας μου ήταν φύλακας σε σχολείο». «Φύλακας σε σχολείο;» είπε ο Νιλ. «Εννοείς άνθρωπος για τα θελήματα, έτσι;» Κάποιοι είχαν αρχίσει να γελάνε, αλλά οι υπόλοιποι έμεναν σιωπηλοί. Μα τι κάνει; αναρωτήθηκε η Μέρι Τζέιν. Γελοιοποιεί τον κόσμο. Θα χάσει το κοινό του.
Ο τύπος μετακινήθηκε στο κάθισμα του και είπε: «Ναι, ακριβώς αυτό ήταν», βάζοντας μάλιστα τα γέλια. «Κι αυτός σου βρήκε τη δουλειά;» Σύγχυση στο ακροατήριο. Σΐγςυρα δεν ένιωθαν καθόλου άνετα. Πού το πήγαινε; αναρωτήθηκε με νευρικότητα η Μέρι Τζέιν. «Μα πώς θα μπορούσε να μου βρει αυτή τη δουλειά; Μόνος μου τη βρήκα». «Κι εγώ το ίδιο», συμφώνησε ο Νιλ. «Έχουμε κάτι το κοινό εμείς οι δυο. Κι εγώ μόνος μου τα κατάφερα. Κι αυτό είναι παράδοξο γιατί δε συμβαίνει πια. Τώρα έχουμε μια καινούρια γενιά Φόντα στον κινηματογράφο. Τα εγγόνια του Χένρι! Το πιστεύετε αυτό; Σαν να μη μας έφτανε η δεύτερη γενιά! Σαν να μη μας έφταναν η Τζέιν και ο Πίτερ! Ο Πίτερ ήταν σκέτο χάλι και η Τζέιν το ίδιο. Πιστεύετε ότι πήρε τους ρόλους της χάρη στην ομορφιά και το ταλέντο της; Αν δεν παντρευόταν τον Βαντίμ δε θα έπαιζε ποτέ στην Μηαρμηαρέλα. Λέτε να μην υπάρχουν εδώ μέσα τουλάχιστον δέκα κορίτσια με μεγαλύτερο ταλέντο και πολύ πιο όμορφες; Ό σ ο για τον Πίτερ, άλλος ατάλαντος αυτός. Τι διάβολο έκανε στην καριέρα του; Και τώρα πρέπει να υποστούμε τα παιδιά τους. Τους λένε δυναστείες της σόου μπίζνες. Κάθε άλλο παρά για δυναστεία πρόκειται. Είναι η νομιμοποίηση των αταλάντων. Δεν είναι δυναστεία, είναι συνωμοσία. Υποτίθεται πως σ αυτή τη χώρα έχουμε δημοκρατία, αλλά πρέπει να πολεμάμε ακόμη το νεποτισμό». Έκανε μια παύση κι έριξε μια ματιά στο κοινό του. «Βλέπετε, υποτίθεται ότι στην Αμερική υπήρχε αξιοκρατία. Σημασία είχε τι έκανες και όχι ποιος ήσουν. Και σίγουρα δεν είχε σημασία τι ήταν ο πατέρας σου. Ποιος, διάβολε, ήταν ο πατέρας του Τόμας Τζέφερσον; Ή του Τζορτζ Ουάσιγκτον; Αλλά ο κόσμος των σόου μπίζνες έχει απομακρυνθεί από το μεγάλο αμερικανικό ιδανικό, που είναι ν' αναγνωρίζεσαι επειδή έχεις ταλέντο και δουλεύεις σκληρά. Μήπως μετρήσατε πόσα μέλη της οικογένειας Κόπολα έπαιξαν στο Νονό Νούμερο 3 ; Και τι λέτε για την Αντζέλικα Χιούστον; Μια άσχημη γυναίκα που δεν ξέρει να παίζει. Ο Τζον Χιούστον την έβαλε να παίξει σε όλες του τις τελευταίες ταινίες, γιατί ο Τζακ Νίκολσον δεν την παντρευόταν και κάπως έπρεπε
να βγάζει το ψωμί της. Το καταπληκτικό είναι πως όλοι αυτοί λένε πως για να πάρουν τον πρώτο τους ρόλο πέρασαν από οντισιόν, όπως όλοι οι άλλοι. Όλοι ξέρουμε τι οντισιόν της έκανε ο Νίκολσον». Ο κόσμος άρχισε να ζωντανεύει. Η Μέρι Τζέιν τους είδε να κουνούν καταφατικά τα κεφάλια τους και ο καλοντυμένος κύριος στο πρώτο τραπέζι φώναξε: «Δίκιο έχεις!» «Είμαι ηθοποιός και σπάνια βρίσκω δουλειά. Και μετά κάθεσαι στην τηλεόραση και ακούς όλους αυτούς τους τιποτένιους να διηγούνται πόσο δυσκολότερο είναι να πετύχεις όταν είσαι κόρη της Ντέμπι Ρέινολντς, γιατί οι άνθρωποι περιμένουν πολλά από σένα. Φαντάζομαι πόσο δύσκολο είναι να είσαι πλούσιος και με διάσημους και ισχυρούς γονείς. Γι' αυτό κι όταν με καλέσουν στην τηλεόραση, θα τους εξηγήσω πόσο εύκολα ήταν τα πράγματα για το γιο του Νούντσιο Μορέλι, αφού οι άνθρωποι δεν περίμεναν τίποτε απ' αυτόν». Ακολούθησε μια ειλικρινής έκρηξη γέλιου και η Μέρι Τζέιν αναστέναξε με ανακούφιση. Παρά το γεμάτο πικρία και επιθετικό ύφος του, ο κόσμος τον παρακολουθούσε. «Το ξέρω ότι γίνεστε έξω φρενών με όλ' αυτά. Αλλά υπάρχει λύση. Ελάτε κι εσείς στην Ένωση Μορέλι κατά του Νεποτισμού. Δε θα έκανε κακό και λίγη τρομοκρατία»! Ω Θεέ μου! Το είχε παρακάνει, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν. Από μερικά στόματα ακούστηκαν κάποιες κραυγές κατάπληξης. «Το βρίσκετε πολύ εξτρεμιστικό, ε;» συνέχισε ο Νιλ, δίνοντας φωνή στις σκέψεις της. «Θα σας πω ένα όνομα και θα πειστείτε: Σιν. Έ χ ω άδικο; Πρώτα ο Μάρτι, μετά ο Τσάρλι και ο Εμίλιο. Είπε πως δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει το όνομα του πατέρα του για να προχωρήσει. Κι όμως, κάνουν κάθε τους ταινία οικογενειακή υπόθεση, για να μη χαθεί το μυστικό τους. Ξανασκεφτείτε το: Μπορεί και ο Εμίλιο να κάνει παιδιά». Συνέχισε έτσι, αναφέροντας πολλές καλλιτεχνικές οικογένειες. Τους σκότωσε όλους. Στο τέλος, όλοι τον χειροκροτούσαν όρθιοι και σκασμένοι στα γέλια.
Λίγο αργότερα η Μέρι Τζέιν περίμενε τον Νιλ, καθώς εκείνος δεχόταν τα συγχαρητήρια. Τελικά την πρόσεξε. Πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί στα χείλη. Μύριζε ιδρώτα και αλκοόλ. «Πρέπει να είσαι αριστοκράτης», του είπε. «Δε σου άρεσε;» «Μου άρεσε, Νιλ. Αλλά ανησυχώ. Κάτι τέτοια δεν αρέσουν στο Χόλιγουντ». «Και ποιος νοιάζεται για το Χόλιγουντ; Στο Λος Άντζελες δε θα βρω άνθρωπο που να μπορώ να τον σεβαστώ». «Νιλ, θα πάω στο Λος Άντζελες». Έκανε μια παύση, κούνησε το μουσκεμένο στον ιδρώτα κεφάλι του σαν σπάνιελ και για μια στιγμή της φάνηκε σοβαρός, κουρασμένος. «Σπουδαία νέα για μένα. Σπουδαία νέα για τον Σαμ. Για σένα;» Ανασήκωσε τους ώμους της. Ο Νιλ της ξαναχαμογέλασε, με την ενεργητικότητά του να επιστρέφει. Την έπιασε από τους ώμους και την ταρακούνησε. «Θα τους καταπλήξουμε τους κερατάδες. Και μη φοβάσαι, δε θα χρειάζεται πια να στΰβω το κεφάλι μου για να κατεβάζω ιδέες. Αυτή πια θα είναι δουλειά των συγγραφέων». *
*
*
Η Μέρι Τζέιν έφυγε όσο πιο νωρίς μπορούσε. Έφτασε στο διαμέρισμά της με ταξί. Αν εξαιρέσουμε τη μοιραία πρόβα και τον καβγά που ακολούθησε, είχαν να βρεθούν μαζί από τότε που εκείνος έφυγε για το Λος Άντζελες. Το μόνο που μπορούσε να φέρει στο νου της ήταν η αίσθηση του κορμιού του πάνω στο δικό της. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκε τη γάτα και ζήτησε από τον ταξιτζή να σταματήσει στη γωνία για ν' αγοράσει γατοτροφές κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Τι διάβολο! Ανέβηκε τρέχοντας τα τρία πατώματα, αλλά όταν έφτασε μπροστά στο διαμέρισμά της, δε φαινόταν φως από τη χαραμάδα. Μπήκε, έπεσε πάνω στη γάτα, την έσπρωξε μαλακά και άναψε το φως. Άρχισε να φωνάζει το όνομά του. Μήπως είχε αποκοιμηθεί; Μήπως δεν είχε έρθει; Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Πήγε στην κουζίνα με τη γάτα πίσω της, μπήκε στο λίβινγκ ρουμ, προχώρησε στο μικρό υπνοδωμάτιο. Μπορεί, σκέφτηκε απελπισμένα, να κοιμόταν. Ο Σαμ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Κι έδειχνε να κοιμάται. Με τόση ταλαιπωρία, φυσικό ήταν. Όπως πάντα, πρόσεξε πόση χάρη διέθετε. Το μακρΰ του κορμί ήταν ξαπλωμένο διαγώνια, το ένα του πόδι στη μια γωνία του κρεβατιού, το χέρι του απλωμένο στην άλλη. Πόσο το είχε επιθυμήσει αυτό το κορμί. Αλλά ήταν κουρασμένος. Θα τον άφηνε να κοιμηθεί. Πάντα υπήρχε το αύριο. Άρχισε να γδύνεται στα σκοτεινά. Αλλά όταν έπεσε στο κρεβάτι πλάι του, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, εκείνος γύρισε προς το μέρος της. Άπλωσε το χέρι του στη μαλακή σάρκα του λαιμού της. «Λυπάμαι», της είπε. «Λυπάμαι πολύ». Τον είχε μονομιάς συγχωρήσει. Αυτή η λυπημένη φωνή του εξανέμιζε την οργή της, εξαφάνιζε τον πόνο της. Πονούσε κι αυτός. Τον αγαπούσε πολύ. «Εντάξει», του είπε. «Εντάξει». «Μ' αγαπάς;» τη ρώτησε, με το στόμα του ν' ακουμπά στο αυτί της, με την υπέροχη αναπνοή του να τη γαργαλά. «Και βέβαια». «Σε χρειάζομαι, Μέρι Τζέιν». Πίεσε το κορμί της πάνω του, τη μαλακή σάρκα της πάνω στη δική του, τη γεροδεμένη. Τον ακουμπούσε παντού, με όλα της τα μέλη. Μετά τα χέρια του χούφτώσαν τα στήθη της, το στόμα του σφράγισε το δικό της και το κορμί του κυλούσε πάνω της. Ένιωσε τη διέγερσή του και δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της — δάκρυα ευγνωμοσύνης κι ευχαρίστησης. Είχε τη δύναμη να τον ανάβει. Και την αγαπούσε. Τ η χρειαζόταν. Έτσι είχε πει. Κι αυτή χρειαζόταν την αγάπη του, τον χρειαζόταν τόσο απελπισμένα. «Σαμ, ω Σαμ», ψιθύριζε τώρα. «Υποσχέσου πως θα με συγχωρήσεις». «Ναι, Σαμ». «Όχι. Να μου υποσχεθείς ότι θα με συγχωρείς πάντα. Το έχω ανάγκη». Μέσα στο σκοτάδι η φωνή του ακουγόταν απελπισμένη. «Ναι, ναι, το υπόσχομαι».
Με μια κραυγή ανακούφισης και πόνου, μπήκε μέσα της. Έμεινε ακίνητος, κρατώντας τη στην αγκαλιά του. Ναι, σκέφτηκε, ήταν αυτή, αυτή που του χάριζε παρηγοριά και ανακούφιση. «Σ' αγαπώ», του είπε. «Το ξέρω». Πολΰ αργότερα συνειδητοποίησε πως δεν της είχε πει πως την αγαπούσε κι αυτός. *
*
*
Το άλλο πρωί ξύπνησε μ' ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της. Άπλωσε το χέρι πλάι της, αλλά ο Σαμ είχε κιόλας σηκωθεί. Στα γρήγορα σηκώθηκε κι αυτή, φόρεσε τη ρόμπα της και βγήκε ξυπόλυτη για να τον βρει, με τη γάτα ξοπίσω της. Ο Σαμ δεν ήταν στο μπάνιο ούτε στο λίβινγκ ρουμ. Δε μύρισε φρέσκο καφέ, αλλά σκέφτηκε πως θα τον έβρισκε στην κουζίνα, έτοιμο να βάλει την καφετιέρα. Δεν ήταν. Είχε φύγει. Αλλά υπήρχε ένα σημείωμα πάνω στο τραπέζι από φορμάικα. Είχε φύγει! Ξεδίπλωσε το χαρτί, με την καρδιά της πλημμυρισμένη φόβο. Μ.Τζ. Πρώτ απ' όλα, χτες βράδυ τηλεφώνησε η γιαγιά σου και είπε πως είναι άρρωστη και πως θέλει να πας κοντά της. Σκέφτηκα πολύ το τι συνέβη και νομίζω ότι ηαρεκιράηηκα. Λυπάμαι. Λυπάμαι επίσης επειδή δεν πιστεύω πως είναι καλή ιδέα να έρθεις στο Λος Άντζελες. Πάντα σου έλεγα πως δεν είμαι άνθρωπος τον συμβιβασμών. Κάτι έχει χαθεί και νομίζω ότι δεν πρέτιει να συνεχίσουμε χωρίς αυτό. Ακολουθούσε η υπογραφή του και η φράση: Προσπάθησε να μη με μισήσεις. Η Μέρι Τζέιν στεκόταν εκεί, στη μικρή κουζινούλα της, κοιτάζοντας το σημείωμα. Με πηδάει και με πετάει, σκέφτηκε πριν ξαναβάλει τα κλάματα.
12 Η mo παράξενη συνέντευξη που έκανα ποτέ, ήταν στη διάρκεια ενός μπραντς με την Τερέζα Ο' Ντόνελ, στο σπίτι της στο Μπελ Αιρ, εδώ και πάνω από δώδεκα χρόνια. Έψτασα μ' ένα φωτογράφο και ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν στο σπίτι της Τερέζα. Και η πρώτη γνωριμία μου με τη Λάιλα Κάιλ. Η Τερέζα φορούσε ένα από κείνα τα δαντελωτά νεγκλιζέ και το παιδί ήταν ντυμένο αθλητικά. Το ίδιο και οι Κάντι και Σκίνι, οι δυο κούκλες πον παρουσιάζονταν εκείνη την εποχή στο τηλεοπτικό σόου της Τερέζα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο για πέντε. Και σέρβιραν και τις κούκλες! Η Τερέζα ήταν καλή συνομιλήτρια, αλλά εγώ πρόσεχα τη Αάιλα. Ήταν τότε πέντε ή έξι χρονών και συμπεριφερόταν σαν να συνέβαινε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Φώναζε τη μητέρα της «αγαπημένη μανούλα» και στο τραπέζι είχε τέλειους τρόπους. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι προκάλεσε το επεισόδιο. Νομίζω ότι η Αάιλα δεν ήθελε ν' αποτελειώσει τη φρουτοσαλάτα της. Η Τερέζα της είπε πως έπρεπε. Η Αάιλα παρατήρησε πως ούτε η Κάντι και η Σκίνι είχαν φάει τις δικές τους. Η Τερέζα χαμογέλασε γλυκά και είπε: «Πολύ κακώς». Αλλά η Αάιλα έπρεπε να φάει τη δική της. Και τότε η Αάιλα άδειασε τη φρουτοσαλάτα της στο κεφάλι της Σκίνι. Συχνά αναρωτιόμουν πώς θα ήταν η ζωή γι' αυτό το κοριτσάκι σ εκείνο το μεγάλο σπίτι. Αλλά δεν την ξαναείδα, μέχρι το πάρτι των γενεθλίων της, πριν από πέντε χρόνια. *
#
*
Η Λάιλα θυμόταν το πάρτι. Ή τ α ν μια κρίσιμη καμπή στη ζωή της. Και τώρα, στο ήσυχο σπίτι της θείας Ρόμπι, καθώς έπρεπε ν' απαντήσει γιά το τι ήθελε να κάνει, το πάρτι ερχόταν ξανά στο μυαλό της.
Κι όταν προσπαθούσε να βρει τι ήθελε, αυτό που επιθυμούσε περισσότερο από καθετί ήταν να γίνει μια σταρ. Μια δυνατή, σημαντική σταρ. Μια σταρ μεγαλύτερη από τη μητέρα της, ακόμη και από τον πατέρα της. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε ταλέντο —σχεδόν δεν την ένοιαζε. Ήξερε πως αυτό που μπορούσε να πετύχει ήταν να κάνει τους ανθρώπους να την προσέχουν, να θέλουν να τη γνωρίσουν, να ενδιαφέρονται γι' αυτήν, να γοητεύονται απ' αυτήν. Θυμόταν όταν σ' εκείνο το πάρτι ανέβηκε στη σκηνή και σε μια αίθουσα γεμάτη διασημότητες τραγούδησε το Ωραιότερο Κορίτσι στον Κόσμο. Θυμόταν την αίσθηση που έκανε. Όλοι έμειναν ακίνητοι - το μόνο που ήθελαν ήταν να την κοιτάζουν. Ανατρίχιασε. Το τραγούδι που έκανε διάσημη τη μητέρα της! Το μισούσε. Η Λάιλα Κάιλ ήξερε πως είχε γεννηθεί σε μια διάσημη χολιγουντιανή οικογένεια. Αλλά σαν την πριγκίπισσα Άννα ή τη Μαργαρίτα ή και την ίδια την καημένη τη βασίλισσα Ελισάβετ, η Λάιλα ήξερε πως τα γενεαλογικά δένδρα δεν εξασφαλίζουν την ευτυχία. Αλλά δε σκόπευε να καταλήξει σαν τη Νάνοι Σινάτρα ή τον αδερφό της Φρανκ, σαν τον Τζούλιαν Λένον ή ακόμη και την Τζέιν Φόντα που, από πλευράς ταλέντου, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον πατέρα της. Αυτή, η Λάιλα Κάιλ, θα γινόταν διάσημη με τα δικά της φτερά. Θυμόταν πως πριν από χρόνια είχε καθίσει μπροστά στον καθρέφτη, στο σεκρετέρ του δωματίου της, παρακολουθώντας μέσα απ' αυτόν την Εστρέλα, που έστεκε πίσω της. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Ί σ ω ς μέχρι τότε να μην είχαν ξανακοιταχτεί στα μάτια. «Γίνεσαι δέκα χρονών», της είχε πει η Εστρέλα. «Έτσι λέει η μητέρα σου». Η Εστρέλα την έβαλε να κάνει μια στροφή γυρω από τον εαυτό της, καθώς την κοιτούσε εξεταστικά από την κορυφή ως τα νύχια. «Μα γίνομαι έντεκα χρονών», επέμεινε η Λάιλα. «Δέκα έγινα πέρσι. Και νομίζω ότι είμαι πια πολύ μεγάλη για να μου βάζετε φιόγκους στα μαλλιά». Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους. Τέτοιες ώρες θυμόταν πως δεν ήξερε αγγλικά. Η Λάιλα ήταν σίγουρη πως δέκα χρονών είχε γίνει πέρσι. Γιατί η αγαπημένη μανούλα και η Εστρέλα έλεγαν πως φέτος έκλεινε
τα δέκα; Πέρσι δεν είχε γίνει τόσο μεγάλο πάρτι. Μόνο μια τούρτα με τη θεία Ρόμπι και την Εστρέλα, γιατί η αγαπημένη μανούλα και τα κορίτσια είχαν πολλή δουλειά. Αλλά αυτά συνέβαιναν πριν κόψουν το τηλεοπτικό σόου της μανούλας κι από τότε η μανούλα είχε γίνει δύσκολη, δεν την καταλάβαινε, ακόμη κι όταν μιλούσε ήρεμα. Η Λάιλα δεν ήξερε τι σημαίνει να σου «κόβουν» τη σειρά, αλλά στ' αυτιά της ηχούσε σαν κάτι πιο σοβαρό ακόμη και από την αρρώστια, ακόμη και από το θάνατο. Έτσι τουλάχιστον έδειχναν η μανούλα και η θεία Ρόμπι. Η Εστρέλα έδεσε το φιόγκο στα μαλλιά της και της έδωσε μια απαλή ξυλιά. «Τέλεια», είπε. Ακούμπησε τη βούρτσα στην τουαλέτα και προχώρησε προς την πόρτα. Πριν την κλείσει πίσω της, είπε: «Λάιλα, άκου την Εστρέλα. Για τελευταία φορά θα είσαι δέκα χρονών και η μητέρα σου είπε πως πρέπει να έχεις ένα μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά. Σε παρακαλώ», πρόσθεσε. «Μην κάνεις άλλες ερωτήσεις. Το υπόσχεσαι;» Η Λάιλα έλαβε υπόψη το αίτημα της Εστρέλα και κούνησε το κεφάλι. Δεν τη συμπαθούσε την Εστρέλα, αλλά οι δυο τους είχαν ένα κοινό σημείο: ήθελαν να βλέπουν χαρούμενη τη μανούλα. Όταν έμεινε μόνη, η Λάιλα έτρεξε στο παράθυρο και ανασηκώθηκε στις μύτες, ελπίζοντας να μη χαλάσει τα μαύρα λουστρίνια της. Προσπαθούσε να δει ποιοι έβγαιναν από τις λιμουζίνες και αναγνώρισε μερικά πολύ διάσημα ονόματα: «Τέιλορ, Στιούαρτ, Πεκ», μουρμούρισε. Η μητέρα της είχε ζητήσει να είναι ευγενική και να χαιρετά όλους, αναφέροντας τα ονόματά τους. Μερικοί ήταν πολύ διάσημοι και τους είχε δει στην τηλεόραση, αλλά ήταν δύσκολο να θυμάται τους υπόλοιπους. Και, το σπουδαιότερο, έπρεπε να γοητεύσει τους πάντες. Τον κύριο Σαγκάριαν, τον ατζέντη της αγαπημένης μανούλας. Τον κύριο Βάγκνερ από το CBS. Κι ένα σωρό ακόμη χοντρούς, φαλακρούς τύπους. Όλοι μεγάλοι, σκέφτηκε. Η Λάιλα δεν είχε φίλους στο σχολείο, αλλά, μια και ήταν τα γενέθλιά της, θα ήθελε κοντά της μερικά παιδιά. Για τη Λάιλα ήταν ανακούφιση που δε γίνονταν πια τόσα πάρτι, όσα τον καιρό που η μητέρα της δούλευε. Πόσο επιθυ-
μούσε τότε να κάθεται μπροστά στην τηλεόραση με τη μητέρα της, την Κάντι και τη Σκίνι. Κάθε Παρασκευή βράδυ παρακολουθούσε το σόου της μητέρας της. Συχνά παρίστανε τη Σταχτοπούτα: είχε δύο κακές αδερφές και μια στρίγκλα μητριά που δεν την άφηνε να πάει στο χορό. Γιατί να μην έβγαινε μαζί τους στην τηλεόραση; Το Σόου της Τερέζα και της Λάιλα. Χωρίς αυτές τις ηλίθιες, την Κάντι και τη Σκίνι. Η αγαπημένη μανούλα μπορεί να την έπαιρνε, αν ήταν πολύ καλή απόψε και αν της έδιναν άλλο σόου. Μόνο που η Λάιλα δεν ήταν πολύ σίγουρη πως το ήθελε πια. Η μανούλα ήταν στο σπίτι συνέχεια. Και μερικές φορές η Λάιλα ευχόταν να έλειπε. Δεν ήταν και πολύ διασκεδαστικό να μένει με τη μανούλα. Μπορεί όμως ν' άλλαζαν όλα αν έπαιρναν ένα καινούριο σόου. «Αυτό είναι το σημαντικό», της είχε επαναλάβει ένα σωρό φορές η Τερέζα καθώς έκαναν τις ετοιμασίες για το πάρτι. «Αν καταφέρουμε να κάνουμε τον Τζακ Βάγκνερ ή κάποιον άλλον από αυτούς τους μπάσταρδους να ενδιαφερθούν, θα πετάξουμε έξω την Κάντι και τη Σκίνι. Θά κάνεις εσύ το ντεμπούτο σου. Έ ν α οικογενειακό σόου. Οι άνθρωποι δε θέλουν άλλο να βλέπουν τα παιδιά τους όλ' αυτά τα αστυνομικά και τα γουέστερν». Της Λάιλα της άρεσε η ιδέα να εξαφανίσουν την Κάντι και τη Σκίνι. Τις μισούσε αυτές τις κούκλες. Ό τ α ν ήταν μικρή, η αγαπημένη μανούλα της είχε πει πως ήταν αληθινές —οι αληθινές της αδερφές. Τώρα η Λάιλα ήξερε πως ήταν μόνο κούκλες, πως η μαμά τις έκανε να μιλούν. Αλλά ακόμη και τώρα, στα έντεκά της — έντεκα, ήταν σίγουρη— μερικές φορές κάθε άλλο παρά σίγουρη ένιωθε πως δεν ήταν αληθινές. Πάντως είχε κάνει μεγάλο αγώνα προβάροντας και ξαναπροβάροντας, με τη μανούλα και τη θεία Ρόμπι, το τραγούδι της. Παρά το γεγονός ότι όλ' αυτά είχαν συμβεί πολλά χρόνια πριν, η Λάιλα δεν είχε ξεχάσει ούτε στιγμή από κείνη τη βραδιά. Είχε βγει από το δωμάτιο της και είχε τρέξει στο δωμάτιο των ξένων, στην άλλη πλευρά του σπιτιού, για να ξαναδεί το διάκοσμο στην πισίνα. Γιαπωνέζικα φαναράκια κινούνταν νωχελικά πέρα δώθε με κάθε φύσημα του αέρα, η επιφάνεια της πισίνας ήταν γεμάτη
δίσκους με αναμμένα κεριά, ενώ οι γαρδένιες επέπλεαν ανάμεσά τους. Ή δ η τα λευκοντυμένα γκαρσόνια κινούνταν ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος. Ο ήχος από τις φωνές τους την έκανε να θέλει να τρέξει εκεί. Αλλά γύρισε στο δωμάτιο της, περιμένοντας να την καλέσουν, όπως την είχαν ορμηνέψει. Κοίταξε την Κάντι Φλος και τη Σκίνι Μαλΐνκ να κάθονται στις συνηθισμένες θέσεις τους στο τραπέζι, χαμογελώντας αδιάφορα. Εύκολα τα πράγματα για σας, σκέφτηκε. «Εγώ πρέπει να κάνω την καλή απόψε», είπε με περηφάνια, ανάμεικτη με τρόμο. Η Κάντι Φλος και η Σκίνι Μαλίνκ αποτελούσαν κομμάτι της ζωής της μαμάς της, πολύ πριν προστεθεί και η Λάιλα. «Τις αγαπώ όσο κι εσένα», της έλεγε. Η Λάιλα έκλεισε τα μάτια και ξαναπροβάρισε το ρόλο της. Σίγουρα όλα ήταν εντάξει. Τακτοποίησε τα φουστάνια της Κάντι και της Σκίνι και το δικό της ροζ φόρεμα, προσπαθώντας να μη χαλάσει τον πίσω φιόγκο. Τινάχτηκε καθώς άκουσε τη μητέρα της να πλησιάζει, φωνάζοντας το όνομά της. «Εδώ είμαι», είπε η Λάιλα. «Κορίτσια, ήρθα να σας πάρω για να διασκεδάσετε τους προσκεκλημένους μας. Πω, πω, τι όμορφα είναι τα μωρά μου!» Μήπως η μανούλα μπέρδευε ξανά τα λόγια της; Η Λάιλα ανατρίχιασε. Η μανούλα χάιδεψε τα κεφάλια τους. «Για να σε δω», είπε στη Λάιλα. Εκείνη έκανε μια στροφή, περιμένοντας με αγωνία τα σχόλια της μητέρας της. «Θαυμάσια», είπε, καθώς το συνοφρύωμά της μετατρεπόταν στο αστραφτερό τηλεοπτικό της χαμόγελο. Η Λάιλα ανέπνευσε και χαμογέλασε κι αυτή. «Πώς σου φαίνονται τα μαλλιά μου, μανούλα; Η Εστρέλα μου έβαλε ένα μεγάλο φιόγκο». «Τέλεια», είπε η μητέρα της. «Μόνο να μην ήσουν τόσο ψηλή». Την κοίταξε πιο προσεκτικά. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε. «Κολιέ; Βγάλ' το αμέσως. Η Κάντι και η Σκίνι δεν έχουν κολιέ, επομένως δεν είναι και πολύ δίκαιο, ε;» Η Τερέζα στράφηκε στις κούκλες. «Μη στενοχωριέστε», είπε. «Η Λάιλα θα το βγάλει». Η Λάιλα δάγκωσε το μέσα μέρος από το μάγουλο της καθώς έβγαζε το κολιέ που η θεία Ρόμπι της είχε δώσει για γούρι. Το
ασφάλισε στο συρτάρι του μικρού γραφείου. Θεέ μου, γιατί η μανούλα εξακολουθούσε να μιλά στις κούκλες; Γιατί συνέχιζε να υποκρίνεται; «Λάιλα». Η μητέρα της έγινε πολύ σοβαρή. «Έχουν έρθει εδώ πολλοί άνθρωποι που είναι πολύ σημαντικοί για μένα. Θέλω να κάνεις τη μητέρα περήφανη για το μικρά της κοριτσάκι». Στράφηκε προς τις κούκλες. «Τα άλλα δύο κοριτσάκια μου με κάνουν πάντα περήφανη». Φίλησε τις κούκλες στα ξύλινα μάγουλά τους και είπε στη Λάιλα: «Θα είσαι τέλεια, έτσι;» Η Λάιλα είδε τη μητέρα της να πιάνει τα μαλλιά της Κάντι και να τα τραβά, χωρίς να χάνει την κόρη της από τα μάτια της. Σχεδόν ένιωθε τον πόνο και για πρώτη φορά η Λάιλα φοβήθηκε την Κάντι. Ασυναίσθητα άγγιξε τα δικά της μαλλιά και ψιθύρισε: «Ναι, αγαπημένη μανούλα». Τότε η Τερέζα άφησε τα μαλλιά της Κάντι και απαλά τα τακτοποίησε ξανά. «Κορίτσια, χαμογελάστε, φεύγουμε», είπε, βάζοντας τις κούκλες κάτω από τις δυο μασχάλες της και αρχίζοντας να κατεβαίνει προσεκτικά τις σκάλες, με τη Λάιλα ν' ακολουθεί. «Τις μισώ αυτές τις ηλίθιες σκάλες», πρόσθεσε. Φτάνοντας στο ισόγειο, η Τερέζα στάθηκε για μια στιγμή, για να συγκεντρώσει πάνω της τα βλέμματα του πλήθους. «Σας καλωσορίζω και σας παρουσιάζω απόψε το τρίτο κοριτσάκι μου, τη Λάιλα, που απόψε θα κάνει εδώ μαζί μας το ντεμπούτο της». Η Κάντι έσκυψε μπροστά και είπε: «Ντεμπούτο και τέλος καριέρας μαζί». «Κάντι, αυτό είναι απαίσιο εκ μέρους σου», είπε η Τερέζα. «Απαίσιο, αλλά αληθινό», είπε η Σκίνι από την άλλη πλευρά. Ο κόσμος έβαλε τα γέλια και της Λάιλα η καρδιά άρχισε να χτυπά τρελά. Αυτά δεν υπήρχαν στις πρόβες. Θέλησε να βάλει τις φωνές στις κούκλες, να τους πει να το βουλώσουν, αλλά μετά θυμήθηκε πως ήταν η μητέρα της αυτή που τα έλεγε. Και η μητέρα της συνήθιζε να της λέει ξανά και ξανά: «Μη φέρεσαι άσχημα στις αδερφές σου, αυτές βγάζουν το ψωμί σου».
«Δε θα ήταν η κόρη της Τερέζα Ο' Ντόνελ αν δεν μπορούσε να χορεύει και να τραγουδά μαζί με τις κούκλες», είπε η μανούλα. «Παρακαλώ, ακολουθήστε με στην αίθουσα του χορού». Η Λάιλα περπάτησε ως εκεί, με τη θεία Ρόμπι πλάι της να της ψιθυρίζει στο αυτί: «Μην ανησυχείς για τίποτε, μωρό μου. Το μόνο που θα κάνεις είναι να επαναλάβεις ό,τι κάναμε στις πρόβες». Καθισμένη σε μια μικρή καρέκλα πλάι στη μητέρα της, η Λάιλα περίμενε έως ότου η θεία Ρόμπι σταμάτησε να παίζει την εισαγωγή. Η Κάντι και η Σκίνι κάθονταν στα γόνατα της μητέρας της, με τα κεφάλια τους να γυρίζουν πέρα δώθε. Η μουσική σταμάτησε και μίλησε η Τερέζα. «Σκίνι, Κάντι, ποιο είναι το άλλο όμορφο κοριτσάκι που κάθεται στη σκηνή; Μαζί σας είναι;» Η Σκίνι και η Κάντι κοιτάχτηκαν, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δε βλέπω κανένα όμορφο κοριτσάκι στη σκηνή», είπε η Κάντι. «Εσύ, Σκίνι;» «Όχι», είπε η Σκίνι. «Τα μόνα όμορφα κοριτσάκια που βλέπω είμαστε εμείς». Η Λάιλα ένιωσε τα πόδια της να παγώνουν μέσα στα παπούτσια της. Δεν προβλεπόταν να ξεκινήσουν έτσι. Η μανούλα είχε ξεχάσει την αρχή. Ό χ ι , Θεέ μου. Η θεία Ρόμπι της είχε πει τι να κάνει αν η μητέρα ξεχνούσε τα λόγια της. «Εγώ», είπε η Λάιλα, «βλέπω ένα όμορφο κοριτσάκι και δύο κούκλες». Οι δυο κούκλες έστρεψαν τα κεφάλια τους προς την Τερέζα και μετά προς τη Λάιλα. Άκουγε τα γέλια του κοινού και της άρεσε. «Συγνώμη, παιδιά», είπε η Σκίνι. «Θέλει να γίνει ηθοποιός». «Εγώ δε στέκομαι στη σκηνή σαν κούτσουρο», είπε η Λάιλα. Ο κόσμος γέλασε ξανά' η Λάιλα ήταν ενθουσιασμένη. Αλλά η αγαπημένη μανούλα έδειχνε έξω φρενών. Συνέχισαν, με τη μητέρα να ξεχνά μερικές φορές τα λόγια της και τη Λάιλα ν' αυτοσχεδιάζει με τις σωστές ατάκες. Κουνούσε το κεφάλι της όπως και οι κούκλες και κρατούσε ακίνητα τα χέρια της όπως αυτές. Μετά το σκετς τελείωσε και το μόνο που είχε να
κάνει ήταν να κάθεται εκεί, περιμένοντας τη μητέρα της να τραγουδήσει το περίφημο τραγούδι της. Όταν η θεία Ρόμπι άρχισε να παίζει τη μουσική, η μανούλα συνέχισε να χαμογελά. Ή τ α ν ένα παράξενο χαμόγελο. Ο κόσμος άρχισε ένα μουρμουρητό που θύμιζε τον άνεμο που φυσά ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Γιατί δεν τραγουδούσε η μανούλα; Υποτίθεται πως αυτή θα τραγουδούσε το Ωραιότερο Κορίτσι στον Κόσμο. Η θεία Ρόμπι ξανάπαιξε την εισαγωγή και η Λάιλα κατάλαβε τι ήθελε να της πει. Μέσα στην απελπισία της, η Λάιλα άρχισε να τραγουδά. Είχε τέτοιο άγχος που δεν παρατήρησε πως ησυχία είχε απλωθεί στην αίθουσα και όλοι είχαν στραμμένα πάνω της τα μάτια τους, ακόμη και η μητέρα της. Έβαλε όλη της τη δύναμη για να πει το τελευταίο ρεφρέν. Η Λάιλα δεν το είχε ποτέ της προβάρει, αλλά είχε τόσές φορές δει την ταινία της μητέρας της Ένα Αστέρι Γεννιέται, που το ήξερε τέλεια. Και στο τελευταίο ρεφρέν, έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε και κοίταξε προς τη θεία Ρόμπι, είδε πως σήκωνε τα χέρια για να χειροκροτήσει. Ο κόσμος ζωντάνεψε ξαφνικά, άρχισαν να φωνάζουν, να χειροκροτούν, να σφυρίζουν. Τα κατάφερα, σκέφτηκε. Θυμήθηκα κάθε λέξη και κάθε κίνηση και, όταν χρειάστηκε, είπα και το τραγούδι της μανούλας. Και τους άρεσα. Κοίταξε τη μητέρα της με το χαμόγελο της επιτυχίας. Εκείνη την κοίταξε ανέκφραστη, κρατώντας την Κάντι και τη Σκίνι χαμηλά. Σαν... κούκλες. Ποτέ της δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο. Η Λάιλα ένιωθε μπερδεμένη, αλλά συνέχισε να υποκλίνεται προς το κοινό και να δέχεται τα χειροκροτήματα. Τελικά η μανούλα έκανε ένα βήμα μπροστά, στάθηκε δίπλα στη Λάιλα, χαμογέλασε πλατιά και υποκλίθηκε. Οδήγησε τη Λάιλα εκτός σκηνής και στράφηκε για μια τελευταία υπόκλιση μόνη της, κρατώντας τις κούκλες στα χέρια της σαν μωρά. Αγνοώντας τις φωνές του κόσμου που μπιζάριζε, είπε: «Σας ευχαριστώ όλους. Το κοριτσάκι έπρεπε να είναι κιόλας στο κρεβάτι του. Αλλά θα μας ξαναδείτε». Σαν να ταξίδευε μέσα σ' ένα σύννεφο, η Λάιλα χαιρετούσε καθώς η μητέρα της την απομάκρυνε από το πλήθος. Ο κύριος Βάγκνερ ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της Τερέζα, καθώς εκείνη περνούσε από κοντά του. Ο κόσμος στα-
μάτησε να κουβεντιάζει. «Τζακ, χρυσέ' μου, τι ευγενικό εκ με'ρους σου να έρθεις», είπε η αγαπημένη μανούλα τόσο δυνατά ώστε ν' ακούσουν όλοι, δίνοντάς του ένα φιλί στο μάγουλο. «Τι γνώμη έχεις για το μικρό οικογενειακό μας σόου;» «Τέλεια παράσταση. Μου έδωσε μια ιδέα για ένα τηλεοπτικό σόου. Ενδιαφέρεσαι;» Η Τερέζα του χαμογέλασε πλατιά. «Πάντα μας ενδιαφέρει η τηλεόραση, Τζακ. Θα μας άρεσε πολύ να κάνουμε άλλο ένα σόου, έτσι δεν είναι κορίτσια;» Η καρδιά της Λάιλα αναπήδησε. Μιλούσε και γι' αυτήν; «Μιλώ για τη Λάιλα, Τερέζα. Το κοριτσάκι σου έχει τρομερή φυσικότητα. Θα ξεκινήσουμε μ' ένα ημίωρο μετά το σχολείο, να δούμε πώς θα πάει». Έσκυψε προς τη Λάιλα. «Τι λες εσύ, μικρή; Θέλεις ένα δικό σου τηλεοπτικό σόου;» «Αχ, ναι, κύριε Βάγκνερ». Θυμήθηκε το όνομά του. Τότε είδε την έκφραση στο πρόσωπο της αγαπημένης μανούλας και κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. «Θέλω να πω, δεν ξέρω. Πρέπει να ρωτήσω τη μητέρα μου». Καταλάβαινε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν ν' απομακρυνθεί από τον κύριο Βάγκνερ. Ή τ α ν σίγουρη πως η αγαπημένη μανούλα δεν έβρισκε και πολύ καλή την ιδέα του. Η μητέρα της έκλεισε την πόρτα πίσω της στο δωμάτιο της Λάιλα και ακούμπησε πάνω της, πετώντας την Κάντι και τη Σκίνι, όπως πετούσε τα άπλυτα στο καλάθι. «Ποια νομίζεις ότι είσαι», γρύλισε η αγαπημένη μανούλα. «Τι εννοείς, μανούλα;» «Απόψε με ταπείνωσες μπροστά σε όλους τους σημαντικούς ανθρώπους της πόλης. Και, κυρίως, στα μάτια του κυρίου Βάγκνερ. "Αχ, ναι, κύριε Βάγκνερ", τη μιμήθηκε». Πλησίασε ακόμη πιο κοντά και ούρλιαξε: «Με ταπείνωσες», και η ανοιχτή παλάμη της προσγειώθηκε στο πρόσωπο της Λάιλα. Η Λάιλα έπεσε πάνω στις κούκλες. «Μανούλα». Αρχισε να κλαίει. «Τι έκανα; Θυμήθηκα τα λόγια όποτε τα ξεχνούσες, μανούλα. Και ήμουν καλή. Το είπε και ο κύριος Βάγκνερ». Η Λάιλα τα είχε χαμένα.
«Σκάσε, μικρή προδότρα. Δεν ξέχασα τα λόγια μου. Ποτε' δεν τα ξεχνώ». Η Λάιλα είδε πως καθώς μιλούσε σταγόνες σάλιου εκτοξεύονταν από το στόμα της. «Επίτηδες έκλεψες το τραγούδι μου». Η Τερέζα άρπαξε τη Λάιλα από τα μαλλιά και την τράβηξε κοντά της. Εκείνη έκλαιγε με λυγμούς, ικετεύοντας τη μητέρα της να της πει τι κακό είχε κάνει. «Όλοι γελούσαν μαζί μου. Πρέπει να με μισείς πραγματικά για να με κάνεις να νιώσω τόσο γελοία». Ούρλιαζε σαν τρελή. «Ποτέ δε θα κλείσω συμβόλαιο τώρα, γιατί εσύ τα σκότωσες όλα. Αν δεν ήσουν εσύ, σ' εμένα θα έκανε πρόταση ο Βάγκνερ». Η Τερέζα άρπαξε τις δύο κούκλες και τις κούνησε μπροστά στο πρόσωπο της Λάιλα. «Προσπαθείς να πάρεις τη θέση τους στην τηλεόραση; Νομίζεις ότι μπορείς να βγάλεις όσα λεφτά έχουν βγάλει αυτές;» Δεν περίμενε απάντηση. «Όχι, δεν μπορείς, ποτέ σου δε θα μπορέσεις. Αυτό να το θυμάσαι: εγώ έχω το ταλέντο. Όχι εσύ, Λάιλα. Εγώ!» Η Τερέζα σήκωσε το χέρι της για να την ξαναχτυπήσει, αλλά η Λάιλα έκανε πίσω με απίστευτη ταχύτητα. Πήγε και ζάρωσε στη γωνία του δωματίου. Η μητέρα της, με κομμένη την αναπνοή, έκανε μια παύση. Μετά έβγαλε τα μαλλιά από το πρόσωπο της και η αναπνοή της άρχισε να επανέρχεται αργά. Πήγε ως τον καθρέφτη και τακτοποίησε τα μαλλιά και τη φούστα της. «Επιστρέφω στους καλεσμένους μου τώρα. Θα τους κοιτάζω καταπρόσωπο και θα παριστάνω ότι η κόρη μου δε με ταπείνωσε απόψε μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Θα μείνεις στο δωμάτιο σου μέχρι να σου πω εγώ να βγεις. Και θέλω να βάλεις το μυαλό σου να σκεφτεί πώς απόψε κατέστρεψες την καριέρα μου». Η Τερέζα έκανε στροφή και βγήκε από το δωμάτιο, με μια κούκλα σε κάθε χέρι, κλείνοντας με πάταγο την πόρτα πίσω της. Η Λάιλα έπεσε στο πάτωμα και άφησε τα δάκρυά της ν' αναβλύσουν. Τι έκανα; Τι συνέβη; Για τίποτε δεν ήταν σίγουρη, εκτός από το ότι δε θα ξανατραγουδούσε ποτέ πια. Και από κείνο το βράδυ η Λάιλα δεν ξανατραγούδησε. Αλλά εκείνο το βράδυ κατάλαβε πως όλα τα λάθη τα έκανε πάντα η
Κούκλα του Έρωτα. Κι όμως, την τιμωρούσε. Εγώ τα πήγα καλά, έλεγε μέσα από τους λυγμούς της. Τους άρεσα. Με χειροκρότησαν. Εγώ άρεσα στο κοινό και όχι η Τερέζα Ο' Ντόνελ. Εγώ άρεσα στον κύριο Βάγκνερ. Και παρά το ότι το μάγουλο της έκαιγε, παρά το ότι τα δάκρυα αυλάκωναν τα μαγουλά της, αυτή η σκέψη την έκανε να νιώθει όμορφα. *
*
*
Τώρα η Λάιλα έβαζε το χέρι της στο μάγουλο. Ένιωθε ακόμη το χαστούκι της μητέρας της. Από τότε δεν είχε ξανατραγουδήσει, αλλά τώρα ήξερε πως το ήθελε. Το ήθελε εκείνο το ακροατήριο κι έπρεπε να το ξανακερδίσει. Το πρώτο βήμα ήταν να κερδίσει μερικά χρήματα. Η Κούκλα του Έρωτα δεν επρόκειτο να της δώσει δεκάρα, ούτε θα τη βοηθούσε για να προχωρήσει στην καριέρα της. Έτσι, μετά από έντεκα μέρες στο σκοτεινό δωμάτιο των ξένων, στου Ρόμπι, να τη στο γραφείο των Μούντι, Σλομ και Στόουν, που ήταν οι δικηγόροι του πεθαμένου πατέρα της. Γιατί ακόμη και νεκρός, ο πατέρας της θα τη βοηθούσε. Της είχε αφήσει χρήματα που θα τα έπαιρνε μέσω αυτών των δικηγόρων. Παρ' όλ' αυτά δείλιαζε. Δεν είχε ξαναμπεί σε δικηγορικό γραφείο. Όποτε υπήρχε κάποιο ζήτημα σχετικά με την περιουσία του πατέρα της, ο κύριος Σλομ πήγαινε να βρει την Κούκλα του Έρωτα στο σπίτι της. Τώρα ο κύριος Μούντι έβγαινε στο χώρο της ρεσεψιόν κι έδειχνε πραγματικά ευχαριστημένος που την έβλεπε. «Είμαι ο Μπαρτ Μούντι», της είπε, σφίγγοντας το χέρι της. «Σε έχω ξαναδεί, αλλά αποκλείεται να το θυμάσαι», της είπε. «Ήσουν μόνο δύο μηνών, νομίζω». Την οδήγησε σ' ένα γραφείο που το ντεκόρ του θύμιζε σκηνικό θεάτρου. Η Λάιλα κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα απέναντι από το γραφείο του, σταύρωσε τα πόδια της, ανασηκώνοντας λίγο τη φούστα της και χαμογέλασε στο δικηγόρο του πατέρα της. «Συγχώρεσε' με», είπε γελώντας ο ηλικιωμένος δικηγόρος, «αλλά έχεις μεγαλώσει σίγουρα πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα».
H Λάιλα γέλασε κι έκανε πως προσπαθεί να κατεβάσει τη φούστα της. Αποτελεσματικό. Πρόσεξε πως το βλέμμα του είχε πέσει στα πόδια της. «Κι εσείς δεν έχετε αλλάξει καθόλου», του πέταξε. Κοκκίνισε. «Βλέπω ότι έχεις κληρονομήσει όλα τα όμορφα από τον πατέρα και τη μητέρα σου», είπε ο δικηγόρος και αμέσως μετά συνήλθε. Καθάρισε το λαιμό του: «Πες μου, όμως, τι μπορώ να κάνω για σένα;» «Όπως είπα και χτες στη γραμματέα σας, ήθελα να κουβεντιάσουμε τα του κληροδοτήματος του πατέρα μου». «Ναι, ο πατέρας σου υπήρξε πολύ συγκεκριμένος. Παρά το γεγονός ότι δεν το συνήθιζε σε όλη του τη ζωή, εσένα σε φρόντισε». «Μου έχει μιλήσει γι' αυτό η μητέρα. Γι' αυτό και ήρθα α' εσάς. Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να ζω άλλο σε βάρος της μητέρας μου. Έ χ ω ανάγκη να γίνω οικονομικά ανεξάρτητη, για ν' αφοσιωθώ στα σχέδιά μου, που είναι να γίνω ηθοποιός. Αποφάσισα πως αυτό θέλω να γίνω πραγματικά. Αλλά αντιλαμβάνομαι πως δεν μπορώ να έχω κάποιο εισόδημα έως ότου γίνω είκοσι ενός χρόνων». Ο κύριος Μούντι κούνησε το κεφάλι του. «Σκέφτηκα μήπως, στη δική μου την περίπτωση, μπορούσε να γίνει μια εξαίρεση, αφού κάνω αυτό ακριβώς που ήθελε ο πατέρας μου —και η μητέρα μου. Θα μπορούσατε, λοιπόν, να μου εξασφαλίσετε ένα εισόδημα τώρα;» Χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο του δεν της άρεσε. Σαν να της έλεγε να μην παριστάνει την ηλίθια. Της Λάιλα της ήρθε η διάθεση να τον κλοτσήσει. «Λυπάμαι, αλλά οι όροι της διαθήκης είναι πολύ συγκεκριμένοι και ο νόμος με υποχρεώνει να τους τηρήσω». Έβαλε τα γυαλιά του κι έριξε μια ματιά στις σημειώσεις του. «Φοβάμαι ότι ο συνεταίρος μου Μπέρνι Σλομ, που δε ζει πια, χειριζόταν αυτή την υπόθεση και δεν έχω ρντελώς ενημερωθεί. Πόσων χρονών είσαι τώρα, αγαπητή μου;» τη ρώτησε ανασηκώνοντας το κεφάλι. «Δεκαοχτώ», του είπε ψέματα. Αν και δεν απείχε πολύ. «Α, ο καιρός περνά γρήγορα. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Υπάρχει πρόβλεψη να έχεις ένα εισόδημα μετά τα δεκαοχτώ».
Η Λάιλα χαμογέλασε. Δόξα τω Θεώ. Τελικά μπορεί ο γέρος να μην ήταν και τόσο κακός. «Ναι; Πότε; Μπορώ και τώρα;» Κοίταξε στο βάθος του συρταριού του κι έβγαλε έναν κίτρινο φάκελο. Κοίταξε απέναντι του τη Λάιλα και είπε: «Μπορώ να υποβάλω αίτηση για ν' αρχίσεις να εισπράττεις αμέσως». Η Λάιλα του χάρισε το πιο αστραφτερό της χαμόγελο. Μετά άρπαξε από το γραφείο του δικηγόρου ένα χαρτί κι ένα μολυβί κι έβαλε την υπογραφή της. Ή τ α ν πολύ πιο εύκολο απ' ό,τι φανταζόταν. «Ορίστε», του είπε. «Μπορείτε να συμπληρώσετε τα υπόλοιπα;» Για άλλη μια φορά τη φιλοδώρησε με την ενοχλητική γκριμάτσα του. «Κατ αρχήν», είπε, «πρέπει να έρθουμε α επαφή με τον εκτελεστή της διαθήκης του πατέρα σου». «Και ποιος είναι ο εκτελεστής;» αναστέναξε η Λάιλα. Να πάρει! Ο Μοΰντι της έδωσε να διαβάσει ένα χαρτί. Η Λάιλα το κοίταξε και μετά σήκωσε το βλέμμα της προς το δικηγόρο. Έτρεμε, αλλά είχε αποφασίσει να τα καταφέρει. «Η μητέρα μου; Και γιατί πρέπει να δώσει την άδειά της;» «Έτσι προβλέπεται από τη διαθήκη. Αν θελήσεις χρήματα πριν κλείσεις τα είκοσι ένα, τότε είτε πρέπει να παντρευτείς, είτε να πάρεις την άδεια της μητέρας σου». Η Λάιλα βούλιαξε στην πολυθρόνα με τα χέρια μπροστά στο στήθος της. Γιατί της το έκανε αυτό ο πατέρας της; Να δώσει τέτοια δύναμη στην Τερέζα! Στο κάτω κάτω την Τερέζα ούτε καν τη συμπαθούσε! Η Λάιλα έσκυψε προς τα εμπρός. «Ας ξεχάσουμε για λίγο την Τερέζα, κύριε Μούντι. Τι θα λέγατε για κάποιο ποσό έναντι; Θα το κάνατε αυτό για μένα;» Ο γέρος δικηγόρος κούνησε το κεφάλι· έδειχνε χαμένος. «Μόνο η μητέρα σου μπορεί να σε βοηθήσει», είπε. «Φοβάμαι πως χωρίς την άδειά της δεν μπορείς ν' αγγίξεις ούτε σεντς». Η Λάιλα τινάχτηκε. «Η μητέρα μου δεν είναι καν σε θέση να βοηθήσει τον εαυτό της. Την έχετε συναντήσει καθόλου τα τελευταία δέκα χρόνια; Είναι μονίμως μεθυσμένη. Μια τρελή αλκοο-
λική! Για τίποτε δε δίνει την άδεια της. Και τα χρήματα τα χρειάζομαι για να φύγω από το σπίτι της». «Μα, Λάιλα, είσαι δεκαοχτώ χρονών. Η νόμιμη ηλικία για να πάρεις την κληρονομιά απέχει μόνο τρία χρόνια. Επομένως...» Η Λάιλα έσκυψε πάνω από το γραφείο του Μούντι και τον κοίταξε στα μάτια. «Τρία χρόνια; Ξέρετε τι μπορεί να πάθει μια γυναίκα στο Λος Άντζελες μέσα σε τρία χρόνια; Θα μπορούσα να πεθάνω σε τρία χρόνια, για όνομα του Θεού. Τα χρειάζομαι τώρα τα χρήματα». Ο Μπαρτ Μούντι σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Με το χέρι του στο πόμολο, είπε: «Τότε σε συμβουλεύω να κάνεις αυτή τη συζήτηση με το μοναδικό άνθρωπο που μπορεί να σε βοηθήσει». Άνοιξε την πόρτα. «Καλή σου μέρα». Ή τ α ν τόσο εξοργισμένη, ένιωθε τόσο μειωμένη, που δεν περίμενε καν το ασανσέρ. Κατέβηκε από τις σκάλες. Τι στο διάβολο θα έκανε τώρα; Πώς θα έβρισκε μια δουλειά; Ακόμη κι αν πήγαινε να ζητήσει τη συμβουλή κάποιου ειδικού, τι θα έλεγε σε κάποια που θέλει να γίνει σταρ; Έπρεπε να βρει χρήματα. Χρειαζόταν ένα καλό αυτοκίνητο, καλλυντικά, ρούχα κι ένα αξιοπρεπές μέρος για να μείνει. Αναρωτιόταν για πόσο θα μπορούσε να συνεχίσει να μένει στης θείας Ρόμπι. Πόσο θα μπορούσε να τον αντέξει ακόμη. Πόσο καιρό ήταν δυνατό να του ζητά χρήματα. Δεν ήταν πλούσιος και σίγουρα δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει τις δικές της απαιτήσεις σε ρούχα. Έπρεπε λοιπόν να κάνει οικονομίες. Θα φρόντιζε τον εαυτό της, θα έκανε το πεντικιούρ της, θα χτενιζόταν μόνη της. Και θα ζητούσε από τη θεία Ρόμπι συγκεκριμένο ποσό, που θα του το επέστρεφε. Και δε θα ξέφευγε από τον προϋπολογισμό της.
13 «Τι ώρα είναι η πτήση σου;» είχε ρωτήσει η Μέρι Τζέιν τον Νιλ, από ευγένεια. Δε άντεχε να του μιλά, ούτε στη Μόλι ούτε σε κανέναν. Ο Σαμ είχε φύγει για το Λος Άντζελες. Η ζωή της είχε γίνει αφόρητη. Τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα ώστε ν' αυτοκτονήσει, σκεφτόταν βαριεστημένα. Αλλά αρκετά άσχημα για να εύχεται να μην είχε γεννηθεί. Δεν είχε κάνει μπάνιο ούτε είχε αλλάξει ρούχα ούτε είχε καθαρίσει το σπίτι από την ημέρα που έφυγε ο Σαμ. Ί σ ω ς να τ' άφηνε όλα όπως όταν έφυγε. Να σταματούσε όλα τα ρολόγια. Της φαινόταν πως ο Νιλ τηλεφωνούσε από κάποια άλλη εποχή. Αλλά ο Νιλ, παρ' όλη τη βιασύνη και την έξαψή του, ήταν καλός μαζί της κι έτσι έπρεπε να παριστάνει πως ενδιαφέρεται. Με τον Σαμ μακριά, τον Νιλ έτοιμο να φύγει και την προοπτική να επισκεφτεί την άρρωστη γιαγιά της, η Μέρι Τζέιν ένιωθε σαν μελλοθάνατη. «Στις εννιά το πρωί από το Κένεντι», άκουσε τον Νιλ ν' απαντά στην ερώτησή της. «Θα έρθεις να με αποχαιρετήσεις;» Η Μέρι Τζέιν δίστασε. Θα ήταν η τέταρτη φορά που αποχαιρετούσε κάποιο φίλο α ένα χρόνο. Όλοι έφυγαν για το Λος Άντζελες με κάποιο συμβόλαιο. Ας αφήσουμε που η Μέρι Τζέιν είχε πληροφορηθεί ότι ο Σαμ έφυγε με την Μπέθανι. Να είχε πάρει την απόφαση να φύγει μακριά της όταν της έκανε έρωτα; Ή να το σκέφτηκε μετά; Ή μήπως της έκανε έρωτα για να την αποχαιρετήσει; Είχε γνωρίσει κάποια στο Λος Άντζελες; Κι αν ναι, τότε γιατί πήρε την Μπέθανι μαζί του; Μήπως επειδή χρειαζόταν κάποιον μαζί του; Μήπως τον πίκρανε πολύ με την αρχική της άρνηση; Την αγαπούσε; Την είχε ποτέ του αγαπήσει;
Ερωτήσεις που δεν έπαιρναν απάντηση. Ίσως ο Σαμ να μην είχε καταφέρει να της το πει πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να λέει και να ξαναλέει στον εαυτό της: Γιατί; Γιατί; Και τώρα έπρεπε ν' αντιμετωπίσει την αναχώρηση του Νιλ. Η Μέρι Τζέιν μισούσε τους αποχαιρετισμούς στα αεροδρόμια, μισούσε τις ατέλειωτες διαδρομές με τα λεωφορεία ως εκεί. Τουλάχιστον μιάμιση ώρα χαμένη, ενώ μπορούσε να βρίσκεται στο σπίτι της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, τρώγοντας ντόνατς και βλέποντας βίντεο. Αλλά δεν μπορούσε ν' απογοητεύσει τον Νιλ. Θα έπαιρνε μαζί της μερικά ντόνατς κι ένα βιβλίο. «Και βέβαια, Νιλ», είπε. «Τι ώρα θα πάρεις το λεωφορείο;» «Εδώ είναι τα καλά νέα: δε θα πάω με λεωφορείο. Ο παραγωγός πληρώνει για να ταξιδέψω ως το αεροδρόμιο με λιμουζίνα. Ό μ ω ς έχω και κακά νέα- σχετικά με την ώρα αναχώρησης: εφτά το πρωί! Αλλά θα πάρουμε πρωινό στο αεροδρόμιο μόλις τσεκάρω», πρόσθεσε βιαστικά. Κι όταν εκείνη συμφώνησε, αισθάνθηκε την ευγνωμοσύνη στη φωνή του Νιλ. Αλλά όλα αυτά είχαν συμβεί χτες. Χαράματα της Κυριακής και όλα έμοιαζαν μακρινά. Ανυπομονούσε να βρεθεί και πάλι στο κρεβάτι της για να χάσει ξανά κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Ποτέ της δεν ένιωθε τόσο κουρασμένη, τόσο μόνη. Ντύθηκε αργά, πιέζοντας τον εαυτό της ν' αλλάξει διάθεση. Σήμερα ήταν ο θρίαμβος του Νιλ, σκέφτηκε. Δεν έπρεπε οι αγωνίες της για τη δική της καριέρα να επηρεάσουν την επιτυχία του Νιλ. Μπορεί αυτή να έφταιγε που έφυγε ο Σαμ. Δάκρυα άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια της. «Ω Θεέ μου!» είπε, καθώς τα δάκρυα σχεδόν έπεφταν μέσα στον καφέ της. «Ας τελειώνω και μ' αυτό». Στις εφτά ακριβώς η Μέρι Τζέιν βρισκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Καθώς περίμενε, μελετούσε τον εαυτό της στο τζάμι της πόρτας. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα πυκνά μαλλιά της. Τουλάχιστον είχε ωραία μαλλιά. Αλλά κάτι έπρεπε να κάνει με τα γκρίζα. Η φούστα που φορούσε έκανε τα πισινά της να φαίνονται ακόμη πιο χοντρά, αλλά ο Νιλ είχε πει πως αυτή
η φούστα του άρεσε. Την έκανε να μοιάζει ακριβώς σαν τη Βερόνικα των κόμικς, της είχε πει. Φορούσε κι ένα λουλουδάτο πουκάμισο της Λόρα Άσλεϊ κι ένα γιακά που είχε αγοράσει στην Τρίτη Λεωφόρο. Πολύ Βερόνικα, σκέφτηκε. Στον ένα γιακά είχε βάλει μια μικρή χρυσή καρφίτσα και στο χέρι ένα γελοίο βραχιόλι, πλαστικό. Είχε μόλις βάλει την τσάντα της στον ώμο, όταν είδε τη σκούρα λιμουζίνα να στρίβει από τη Δέκατη Λεωφόρο προς την Πεντηκοστή Τέταρτη Οδό. Ό τ α ν το αυτοκίνητο πλησίασε, ο Νιλ βρισκόταν πλάι στο ανοιχτό παράθυρο και φώναζε: «Βερόνικα!» «Τζάκχεντ», του απάντησε στο ίδιο μοτίβο κι έκανε μια μικρή πιρουέτα πριν μπει στο αυτοκίνητο. «Είσαι τρελή, Μέρι Τζέιν», της είπε γελώντας ο Νιλ, καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν. «Γι' αυτό σ' αγαπώ». «Εγώ είμαι η τρελή;» ρώτησε η Μέρι Τζέιν δήθεν κατάπληκτη. «Μα εσύ έχεις φετιχισμό με τη Βερόνικα. Δεν ξέρω κανέναν άλλο τόσο ερωτευμένο με την ηρωίδα ενός κόμικ. Οι άλλοι άντρες διαβάζουν το Πλεϊμηόι. Εσύ όμως έπρεπε να είσαι πάντα διαφορετικός». Κοίταξε εξεταστικά τον Νιλ: ροζ μεταξωτό πουκάμισο, με ανοιχτά τα πρώτα τρία κουμπιά, λευκά παπούτσια Γκούτσι, ξεκάλτσωτος. «Τι λες, είμαι καλός για το Χόλιγουντ;» «Ένα λεπτό», του είπε, ψάχνοντας στα βάθη της τσάντας της. «Κάτι λείπει. Ένα αποχαιρετιστήριο δώρο». Ο Νιλ άνοιξε ανυπόμονα το κουτί και μετά τραντάχτηκε από τα γέλια καθώς έβγαζε από μέσα μια ψεύτικη χρυσή αλυσίδα με το σύμβολο του Αιγόκερου στη θέση του μενταγιόν. «Τώρα είσαι μέσα στην ατμόσφαιρα», είπε η Μέρι Τζέιν καθώς του κούμπωνε την αλυσίδα και τακτοποιούσε το μενταγιόν στο γυμνό στήθος του. Στο αεροδρόμιο η Μέρι Τζέιν παρακολούθησε τον οδηγό να μεταφέρει τις βαλίτσες του Νιλ. Ο συνήθως συνοφρυωμένος Νιλ τώρα χαμογελούσε πλατιά. Θεέ μου, πόσο θα της έλειπε. «Να σε βοηθήσω», του είπε.
«Ούτε να το συζητάς», απάντησε. «Οι σταρ δεν κουβαλούν ποτέ τις βαλίτσες τους». Έκανε νόημα σ έναν αχθοφόρο, που τον οδήγησε στο γκισέ. Όταν τέλειωσε με το τσεκάρισμα, η Μέρι Τζέιν άφησε τον Νιλ να την πιάσει από το μπράτσο και να την οδηγήσει στο μπαρ. Η σερβιτόρα γέμισε καφέ τα φλιτζάνια τους και πήρε την παραγγελία τους για το πρωινό. «Και δύο διπλά Μπλάντι Μέρι», είπε ο Νιλ καθώς εκείνη απομακρυνόταν. «Τι έγινε, Τζάκχεντ;» ρώτησε η Μέρι Τζέιν. «Θέλεις να με μεθύσεις;» Εκείνος έσκυψε προς το μέρος της κι έπιασε το χέρι της. «Έλα μαζί μου, Μέρι Τζέιν», της είπε απαλά και η φωνή του είχε γίνει σοβαρή. Αχ, όχι αυτό, σκέφτηκε. Όχι τώρα. Δεν έχω τη δύναμη να φανώ γενναία. Καλά τα κατάφερα μέχρι τώρα. «Βέβαια», του είπε. «Αυτό ακριβώς χρειάζεται το Χόλιγουντ. Μια χοντρή και άσχημη που δεν μπορεί να βρει δουλειά». Η σερβιτόρα τους έφερε τα ποτά. Τη χρειαζόταν αυτή τη διακοπή. «Σ' εσένα, Νιλ. Και στην επιτυχία σου», είπε και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του. Ή π ι ε μια γουλιά. Ή π ι ε κι ο Νιλ μία και μετά ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι. «Το εννοώ, Μέρι Τζέιν. Έλα μαζί μου τώρα. Θ' αγοράσω ένα εισιτήριο με την πιστώτική μου κάρτα και φύγαμε. Μόνο πάρ' το απόφαση». Η Μέρι Τζέιν μετακινήθηκε στην καρέκλα της. «Δεν μπορώ να το κάνω, Νιλ. Το ξέρεις αυτό». «Σ' αγαπώ», της είπε ο Νιλ. «Τώρα που τα χάλασες με τον Σαμ, μπορώ να σου το πω. Σ' αγαπώ. Σε ονειρεύομαι κάθε βράδυ. Θέλω να σ' αγγίζω συνεχώς. Θέλω να σε φροντίζω». Η Μέρι Τζέιν ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Ω Θεέ μου, αυτό πήγαινε πολύ. Δεν ήταν δυνατό! Λες και κάποιος από το σύμπαν της έστελνε το μήνυμα: ο Σαμ σου πήγαινε πολύ. Αυτός εδώ ο κλόουν είναι ό,τι πρέπει. Αλλά ο Νιλ δεν ήταν απλώς ένας κλόουν. Ή τ α ν φίλος της. Τον κοίταξε και είδε τον πόνο του. «Νιλ, πίστευα... πίστευα πως απλώς ήμαστε καλοί φίλοι. Δεν το ήξερα». Αρχισε να κλαίει. «Πόσο λυπάμαι, Νιλ».
«Αν δεν το κάνεις για μένα», της είπε ο Νιλ, «κάν' το για τον εαυτό σου. Έχεις μοναδικό ταλέντο, Μέρι Τζέιν. Εκεί θα έβρισκες δουλειά». Προσπάθησε ν' αυτοκυριαρχηθεί, σκουπίζοντας τα μάτια της με μια πετσέτα. «Νιλ, αν δεν πήρα το ρόλο στο Τζαχ και Τζιλ, που μου ανήκε, είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να μου δώσουν κανέναν άλλο ρόλο. Το ξέρω καλά». Το πρόσωπο του Νιλ ήταν τόσο λυπημένο, που η Μέρι Τζέιν δεν το άντεχε. Δεν ήθελε να φύγει τόσο λυπημένος από τη Νέα Υόρκη. Και προσευχόταν να μη νιώθει γι' αυτήν ό,τι ένιωθε η ίδια για τον Σαμ. «Ε, Νιλ», του είπε. «Τι ώρα είναι όταν η καλύτερη φίλη σου ντύνεται όπως στις φαντασιώσεις σου;» Ο Νιλ προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν απάντησε. «Ώρα να φύγεις από την πόλη», του είπε, χτυπώντας του χαϊδευτικά το χέρι. Ο Νιλ αναστέναξε. «Εντάξει», είπε. «Φεύγω από την πόλη. Κι εσύ τι θα κάνεις;» «Εγώ;» ρώτησε η Μέρι Τζέιν. «Εγώ έχω τη θεατρική ομάδα, έχω φίλους. Δεν ξέρω, μπορεί μια απ' αυτές τις μέρες να βρεθεί άλλος ένας επιτυχημένος ρόλος. Και όταν γυρίσει ο Σαμ...» «Τον Σαμ ξέχνα τον». «Μη, Νιλ. Σου το έχω ξαναπεί». Η Μέρι Τζέιν ένιωσε τα μάγουλά της ν' ανάβουν. Σταμάτησαν για λίγο, κοιτάζοντας έντονα ο ένας τον άλλο, ακούγοντας την αναγγελία από τα μεγάφωνα. «Η πτήση σου είναι», του είπε, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που θα ξεμπέρδευε. Ο Νιλ έπιασε το σακ βουαγιάζ του από το διπλανό κάθισμα. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια, είπε: «Ξέχνα τον Σαμ, Μέρι Τζέιν. Δε σου άξιζε. Ή τ α ν απλώς ένα ωραίο ψηλό αγόρι με παραφουσκωμένο εγωισμό». Η Μέρι Τζέιν σηκώθηκε. «Ούτε η κατάλληλη ώρα είναι ούτε το κατάλληλο μέρος για να το κουβεντιάσουμε αυτό, Νιλ. Δεν ήθελα ν' ακούσω τέτοια πράγματα από σένα». Άρχισε να προχωράει προς την έξοδο. «Λυπάμαι, Μέρι Τζέιν», είπε ο Νιλ καθώς έφτανε κοντά της. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο Νιλ άφησε κάτω την τσάντα του
και την έπιασε με τα δυο του χέρια. «Σ' αγαπώ, Μέρι Τζέιν. Αλλά δε θα ήμουν φίλος σου αν δε σου έλεγα τι σκέφτομαι. Δεν αντιπαθώ τον Σαμ επειδή είναι μαζί σου. Τον αντιπαθώ επειδή χρησιμοποιεί τους ανθρώπους. Και χρησιμοποίησε κι εσένα. Το έργο του δε θ' άξιζε μία αν δεν υπήρχες εσύ και το ταλέντο σου. Και πιστεύω, Μέρι Τζέιν, πως απλώς ερωτεύθηκες έναν ωραίο άντρα. Μην είσαι τόσο ρηχή». «Μακάρι να μην το είχες πει αυτό», είπε η Μέρι Τζέιν, κοιτάζοντας τον έντονα στα μάτια. «Αντίο, Νιλ. Και καλή τύχη». Έκανε στροφή και άρχισε να περπατά, καταπίνοντας τα δάκρυα της λύπης και της οργής. Αλλά ο Νιλ την τράβηξε και πάλι κοντά του. Την αγκάλιασε. «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ, Μέρι Τζέιν», της είπε και τη φίλησε στα χείλη. Ένα αληθινό φιλί, με τη γλώσσα του στη δική της. Η Μέρι Τζέιν πάγωσε. Ο Νιλ την άφησε να φύγει και σήκωσε το σακ βουαγιάζ του. «Ακόμη βάτραχος είμαι ή με μεταμόρφωσες σε πρίγκιπα;» ρώτησε και η φωνή του είχε σκληρύνει. «Πάντα ήσουν ένας πρίγκιπας για μένα», του απάντησε. «Αυτό είναι το πρώτο ψέμα που μου λες», της είπε. «Και ξέρεις γιατί; Γιατί βαρέθηκα να παίζω τον κομπάρσο στη ζωή σου. Εγώ σε φώναζα Βερόνικα, αλλά εσύ ποτέ Άρτσι. Πάντα Τζάκχεντ. Βέβαια, ο Τζάκχεντ ήταν καλός, αλλά ο Αρτσι τραβούσε τα κορίτσια. Κάθε φορά που με φώναζες Τζάκχεντ πονούσα. Κάθε φορά. Τον βαρέθηκα αυτόν το ρόλο. Και προσπάθησα να παίξω τον Αρτσι. Απέτυχα στην οντισιόν μαζί σου». Μετά περπάτησε προς την πύλη και πέρασε μέσα. Δεν κοίταξε πίσω του. Σε λίγο είχε χαθεί. Η Μέρι Τζέιν στεκόταν έξω από το αεροδρόμιο, περιμένοντας το λεωφορείο που θα την πήγαινε πίσω στην πόλη. Σκούπισε τα μάτια της μ' ένα υγρό μαντιλάκι και μετά το πέταξε στο καλάθι δίπλα της. Σήκωσε το κεφάλι και είδε το λεωφορείο να πλησιάζει. Στράφηκε προς το καλάθι, έβγαλε την καρφίτσα και το ηλίθιο βραχιόλι και τα πέταξε κι αυτά. Μετά μπήκε στο λεωφορείο χωρίς να κοιτάξει πίσω της. *
*
*
Όταν επέστρεψε στο διαμέρισμα της, την υποδέχθηκε η γάτα, μαζί μ' έναν κίτρινο φάκελο. Τι στο διάολο ήταν πάλι αυτό; Έσχισε το φάκελο κι έβγαλε το μήνυμα. Η ΓΙΑΓΙΑ ΣΑΣ ΠΕΘΑΝΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ. ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΝΑ ΕΡΘΕΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΜΙΡΑ ΤΟ ΑΡΓΟΤΕΡΟ ΩΣ ΑΥΡΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕ1Σ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΕ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΗΔΕΙΩΝ ΤΟΥΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΡΟΜΠΙΝΣΟΝ. Η Μέρι Τζέιν κοίταξε το τηλεγράφημα. Η γιαγιά της είχε πεθάνει. Μετά απ' όλα εκείνα τα παράπονα περί επικειμένου θανάτου της, είχε πεθάνει. Και ήταν αυτή η πρώτη φορά που η Μέρι Τζέιν είχε αγνοήσει τις εκκλήσεις της. Με τα μάτια στεγνά, πολύ κουρασμένη, η Μέρ ν Τζέιν ξανακοίταξε το χαρτί. Η γιαγιά της είχε πεθάνει. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως τη ζήλευε τη γιαγιά της.
14 Χάρη στις ανέσεις που τους πρόσφερε ο Ντόουμπ, οι φοβίες της Σαρλίν είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται. Σκεφτόταν πως η αστυνομία μπορεί να έψαχνε αυτή και τον Ντιν, αλλά όχι και μια ολόκληρη οικογένεια. Γιατί οι τρεις τους έμοιαζαν με οικογένεια. Ή τ α ν όμορφα στο αυτοκίνητο. Ο Ντόουμπ τους διηγόταν αστείες ιστορίες και ο Ντιν σημείωνε συνεχώς τις πινακίδες των αυτοκινήτων. «Να ε'να από την Οκλαχόμα», φώναξε. Η Οκλαχόμα είναι οκε'ι, έγραφε η πινακίδα. «Τουλάχιστον δε λένε υπερβολές», είπε ο Ντόουμπ. «Όχι όπως στη Λουιζιάνα». «Ο παράδεισος του αθλητισμού», είπε ο Ντιν περήφανος. «Εξαρτάται από τι θεωρεί κανείς αθλητισμό», είπε ο Ντόουμπ.
Σταματούσαν σε βενζινάδικα και κάθε φορά ο Ντόουμπ έριχνε νερό, πουλούσε καμιά δεκαριά χαπάκια κι έφευγαν. Πέρασαν πάνω από μια εβδομάδα στην Αριζόνα και μετά έφτασαν στη Νεβάδα. Και κάθε φορά που περνούσαν τα σύνορα μιας πολιτείας, η Σαρλίν ανέπνεε ακόμη πιο βαθιά. *
*
*
Εκείνο το βράδυ, σ' ένα άλλο μοτέλ, αυτή τη φορά έξω από το Κάρσον Σίτι της Νεβάδα, η Σαρλίν ευχαριστούσε γονατιστή τον Κύριο για τη βοήθειά Του. Και Τον ευχαριστούσε και για τον Ντόουμπ, που ήταν κύριος και χριστιανός. Και, όπως πάντα, προσευχόταν και για την ανάπαυση των ψυχών του πατέρα της και του Μπόιντ. Σηκώθηκε κάι προχώρησε προς το κομοδίνο, ανοίγοντας το συρτάρι. Βρήκε και πάλι τη Βίβλο. Ο Θεός τους οδηγούσε. Αλλά είχε κιόλας αρχίσει να σκέφτεται πως σε κάθε μοτέλ υπήρχε η Βίβλος, όπως γινόταν με τις πετσέτες και τα σαπούνια. Προχώρησε προς την πόρτα του μπάνιου, χτύπησε και φώναξε τον Ντιν. «Έχουν κι εδώ τη Βίβλο, Ντιν. Έτοιμος είσαι;» «Τι θα διαβάσεις απόψε;» ρώτησε ο Ντιν πίσω από την πόρτα. Η Σαρλίν πήρε το βιβλίο με το μαύρο εξώφυλλο και το κοίταζε. «Μ' αρέσει να διαβάζω από τη Βίβλο της μαμάς», είπε, καθώς έβαζε τη Βίβλο του μοτέλ πίσω στο συρτάρι του κομοδίνου. Έπιασε τη Βίβλο της μαμάς και απάντησε στον Ντιν: «Δεν ξέρω ακόμη τι θα διαβάσω, Ντιν. Μου αρέσει ν' ανοίγω τη Βίβλο τυχαία σε μια σελίδα, αφήνοντας το Θεό και τη μαμά να μου στέλνουν το μήνυμά τους». Από την ώρα που ο Ντόουμπ της είχε μιλήσει για τον Ντιν, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τα λόγια του. Το ψέμα πως ο Ντιν δεν ήταν αδερφός της την ανησυχούσε. Αλλά πιο πολύ την ανησυχούσε το γεγονός πως είχε δεσμό μαζί του κι ας ήταν ετεροθαλής αδερφός της. Ό λ α έδειχναν τόσο μπερδεμένα. Συχνά ο Ντιν συμπεριφερόταν σαν παιδί, αλλά ήταν και ο προστάτης της. Τον φρόντιζε, αλλά και τον χρειαζόταν. Ή τ α ν η οικογένειά της. Στο Αάμσον προσπαθούσε να μη σκέφτεται το πρόβλημα. Αλλά τώρα η σχέση τους την απασχολούσε πολύ περισσότερο.
Ο Ντιν βγήκε από το μπάνιο. «Διάβασε' μου ξανά το κομμάτι για τον Δανιήλ και το λιοντάρι, Σαρλίν. Μου αρέσει. Κάτι άλλα δεν τα καταλαβαίνω». Η Σαρλίν κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Ο Ντιν ξάπλωσε φαρδύς πλατύς, φορώντας μόνο το σλιπ του. Είχε τα μάτια του κλειστά, τα χέρια πίσω από το κεφάλι κι ένα μικρό, γαλήνιο χαμόγελο στα χείλη. Η Σαρλίν τον κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια, θαυμάζοντας, ως συνήθως, την ομορφιά και την τελειότητα του κορμιού του. Της θύμιζε έναν άγγελο, έναν τρομαγμένο, ευγενικό, αξιαγάπητο άγγελο. Και δική της ευθύνη ήταν να τον φροντίζει, για να μην καταστραφεί αυτή η ευγένεια και αυτή η ομορφιά από τη σκληρή ζωή. Η Σαρλίν ήξερε πως δεν ήταν πολύ έξυπνη. Αρκετά έξυπνη όμως για να εμποδίσει τους κακούς της γης να βλάψουν αυτή και τον Ντιν. Ξεφύλλισε τη Βίβλο της μαμάς και σταμάτησε σε μια σελίδα. «Απόψε, Ντιν, θα διαβάσουμε από το Δευτερονόμιον, κεφάλαιο δέκα, ψαλμός εννέα. Είναι η Παλαιά Διαθήκη, Ντιν, δηλαδή πριν γεννηθεί ο Χριστός». Κοίταξε προσεκτικότερα και είδε πως αυτό τον ψαλμό, όπως και πολλούς άλλους, είχε σημειώσει με μολύβι η μητέρα τους. «Ντιν, μάντεψε! Και στη μαμά άρεσε αυτό το κομμάτι και το σημείωσε! Ας δούμε, λοιπόν, τι μας λέει με τα λόγια του Θεού». Η Σαρλίν ακούμπησε στο κεφαλάρι του κρεβατιού, με τη Βίβλο μπροστά της. Καθώς προσπαθούσε να βολευτεί, ο Ντιν γύρισε προς το μέρος της, ακούμπησε το σώμα του στο δικό της και άπλωσε το ένα πόδι του πάνω αίιό τα δικά της. Είχε ακόμη τα μάτια του κλειστά. Η Σαρλίν άρχισε να διαβάζει. Ξαφνικά έκλεισε τη Βίβλο, βάζοντας το δάχτυλο της για να μη χάσει τη σελίδα και σκέφτηκε ξανά όσα της είχε πει ο Ντόουμπ. «Συνέχισε, Σαρλίν, είναι πολύ όμορφο». «Ντιν», του είπε απαλά. «Αυτό είναι μήνυμα από τη μαμά». «Τα λέει τόσο ωραία, Σαρλίν». «Η μαμά μας λέει κάτι, Ντιν. Κάθισε και άκουσε». Ο Ντιν άνοιξε τα μάτια του και κάθισε στο κρεβάτι, χρησιμοποιώντας κι αυτός το κεφαλάρι για στήριγμα. «Δεν μπορώ να τα
καταλάβω όλα όσα η μαμά μας λέει μέσα από το βιβλίο, Σαρλίν. Δε μας μιλούσε έτσι όταν ήταν στο σπίτι». «Δεν είναι ακριβώς τα λόγια της μαμάς, Ντιν. Είναι τα λόγια του Θεού. Η μαμά απλώς μας λέει τι να διαβάσουμε. Και απόψε μας είπε να διαβάσουμε αυτά τα λόγια γιατί κάτι μας λένε. Κάτι το πολΰ σημαντικό. Λέει ότι ο Λεβί δεν πρέπει να κοιμάται με τον αδερφό του». «Εγώ δεν ξέρω κανένα Λεβί, Σαρλίν. Τι εννοείς; Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Ντιν. «Δεν έχει σημασία ποιος είναι. Αυτό που έχει σημασία είναι πως δεν πρέπει να κοιμάται με τον αδερφό του». Ο Ντιν την κοίταξε και αργά, πολΰ αργά, είδε τον τρόμο να πλημμυρίζει τα καθάρια γαλανά του μάτια. Η Σαρλίν έβαλε το χέρι της γύρω από τον ώμο του και χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά του', τόσο ίδια με τα δικά της. «Ντιν, η μαμά λέει πως από δω και πέρα πρέπει να κοιμόμαστε σε χωριστά κρεβάτια. Έχουμε μεγαλώσει και καιρός είναι να κοιμόμαστε χώρια». «Μα γιατί; Εσένα δε σε λένε Λεβί. Δε λέει πως η Σαρλίν δεν πρέπει να κοιμάται με τον αδερφό της. Και γιατί να θέλει η μαμά να κοιμόμαστε χώρια; Πάντα μαζί μας κοίμιζε στο σπίτι. Γιατί;» Ή τ α ν έτοιμος να ξεσπάσει σε λυγμοΰς. «Επειδή δεν κοιμόμαστε απλώς. Και αυτό που κάνουμε δεν είναι σωστό. Οι αδερφοί και οι αδερφές δεν πρέπει να μοιράζονται τα ίδια κρεβάτια. Δεν πρέπει ν' αγγίζουν ο ένας τον άλλο όπως κάνουμε εμείς». Ο Ντιν ήταν έτοιμος να καταρρεύσει: «Εννοείς πως δεν μπορούμε πια να νιώθουμε κοντά και όμορφα;» «Ακριβώς, Ντιν. Μπορούμε να είμαστε πολύ καλοί φίλοι, αλλά δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να νιώθουμε ευτυχισμένοι μ' αυτό τον,τρόπο». Πριν μιλήσει με τον Ντόουμπ, όλα της φαίνονταν απλά. Της φαινόταν φυσικό να ξαπλώνει τα βράδια με τον Ντιν και να νιώθει όμορφα. Πάντα έτσι γινόταν. Διαφορετικά, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ή τ α ν το μυστικό τους. Αλλά ο Ντόουμπ ήταν καλός και έξυπνος άνθρωπος. Και η μαμά έστελνε το μήνυμά της. Την είχαν πια προειδοποιήσει διπλά.
Η Σαρλίν σηκώθηκε από το κρεβάτι και σκέπασε τον Ντιν με την κουβέρτα. Βιαστικά, γιατί είχε παρατηρήσει τη διέγερσή του. Ο Ντιν συνέχιζε να κλαίει. «Μα είναι τα όνειρα, Σαρλίν. Φοβάμαι. Δεν μπορώ να κοιμηθώ αν δε με κρατάς, Σαρλίν. Ποτέ μου δεν το έχω ξανακάνει». Η Σαρλίν σκέφτηκε και τους δικούς της εφιάλτες. Αλλά έσκυψε πάνω του και τον φίλησε στο μέτωπο. «Θα είμαι στο διπλανό κρεβάτι. Δεν πρόκειται να σου συμβεί το παραμικρό όσο ακολουθούμε τις εντολές του Θεού». Τράβηξε τα σκεπάσματα του άλλου κρεβατιού, γλίστρησε μέσα κι έσβησε το φως, αφήνοντας τη Βίβλρ της μητέρας τους στο κομοδίνο ανάμεσά τους. «Και τώρα, πες την προσευχή σου και κοιμήσου. -Ο καλός Θεός θα μας προσέχει. Και μην ξεχάσεις να προσευχηθείς για τον Μπόιντ και τον μπαμπά. Και κυρίως για τη μαμά, ευχαριστώντας την που μας καθοδηγεί». Ο Ντιν κλαψούρισε: «Εντάξει, Σαρλίν, θα το κάνω, αφού αυτό θέλεις». Έμειναν ξαπλωμένοι και σιωπηλοί για πολλή ώρα. Η Σαρλίν ήξερε ποίς δε θα τα κατάφερνε να κοιμηθεί, αλλά ήλπιζε πως τελικά τον Ντιν θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Και προσευχόταν να μη δει κανένα όνειρο. Ό χ ι πάλι εκείνους τους εφιάλτες. Έμεινε ξαπλωμένη στο σκοτάδι, μέχρι που άκουσε την αναπνοή του Ντιν να σιγανεύει. Της έλειπε η ζεστασιά του, αλλά ήξερε τι εννοούσε ο Ντόουμπ. Και πάλι, όμως, δεν μπορούσε να χαλαρώσει χωρίς τον Ντιν πλάι της. Ανοησίες, ο πατέρας τους δεν μπορούσε πια να τους κάνει κακό. Δεν ήταν σωστό να κοιμάται με τον Ντιν. Αυτό το μήνυμα δεν τους είχε στείλει και η μαμά; Ο Ντιν αποκοιμήθηκε, η ίδια λαγοκοιμήθηκε, αλλά μόλις το πρώτο φως μπήκε στο δωμάτιο, τον άκουσε. Ο Ντιν πάλευε στο κρεβάτι του φωνάζοντας: «Όχι, όχι, σε παρακαλώ!» Η Σαρλίν δεν το άντεχε, αλλά πίεσε τον εαυτό της να μείνει στο κρεβάτι της. Θα του περάσει, σκέφτηκε. Αλλά οι φωνές του Ντιν συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση και οι κινήσεις του στο κρεβάτι έγιναν πιο βίαιες. «Όχι, μπαμπά! Σε παρακαλώ!» φώναζε. Η Σαρλίν ήξερε πως ο Ντιν ζούσε έναν από τους χειρότερους εφιάλτες του, αλλά ήταν αποφασισμένη να
κάνει το θέλημα του Θεού. Παρ' όλα αυτά, ήταν βασανιστικό. Αρπαξε από το κομοδίνο τη Βίβλο της μαμάς, ελπίζοντας να βρει κάποια λόγια παρηγοριάς. Ο Ντιν είχε ησυχάσει, αλλά συνέχιζε να κλαίει στον ύπνο του. Η Σαρλίν έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε: «Ω Θεέ μου, βοήθησέ με να κάνω το σωστό. Χάρισε γαλήνιο ύπνο στον Ντιν. Μαμά, βοήθησέ με». Άρχισε κι αυτή να κλαίει και άνοιξε ξανά τη Βίβλο στους Ψαλμούς. Από την πλευρά του Ντιν ακούστηκε πάλι μια κραυγή πόνου. Και πάλι άνοιξε στην τύχη το βιβλίο και πάλι έπεσε στο σωστό Ψαλμό. Εκεί που εκθειάζεται η αγάπη ανάμεσα στ' αδέρφια. Διάβασε και ξαναδιάβασε το κείμενο. Μετά έβαλε τη Βίβλο πίσω στο κομοδίνο και ψιθύρισε. «Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου». Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε κοντά στον Ντιν. Τον άγγιξε απαλά για να κάνει λίγο χώρο και ξάπλωσε πλάι του. Τον αγκάλιασε και ψιθύρισε στο αυτί του: «Εδώ είμαι, Ντιν. Ό λ α θα πάνε καλά τώρα». Ο Ντιν είχε ξυπνήσει. Με τα μάτια ακόμη κλειστά της ψιθύρισε: «Μη με ξαναφήσεις ποτέ μόνο, Σαρλίν». Η Σαρλίν τον έσφιξε στην αγκαλιά της απαλά. «Όχι, Ντιν», του υποσχέθηκε. «Ποτέ».
15 Η Μέρι Τζέιν είχε ξυπνήσει εντελώς, αλλά το ν' ανοίξει τα μάτια της εκείνη τη στιγμή ήταν πέρα από τις δυνάμεις της. Έμενε ξαπλωμένη, με το κορμί της να βουλιάζει στο στρώμα. Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Ανοιγόκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και μετά τα ξανάκλεισε. Θεέ μου, δεν μπορούσε να κάνει κάτι σωστό; Ή τ α ν ντυμένη ακόμη με το μαύρο φόρεμα που είχε βάλει την προηγουμένη στην κηδεία, χωρίς κουβέρτα πάνω της.
Η κηδεία. Γύρισα εδώ με.τά την κηδεία. Και μετά; Μετά ήπια ένα ποτά, θυμήθηκε. Και προς το παρόν δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε άλλο. Το σώμα της ανατρίχιασε ξανά από το κρύο και αναγκάστηκε να σηκωθεί απότομα. Ζαλίστηκε. Με αργές κινήσεις κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι. Έμεινε για λίγο εκεί, συγκεντρώνοντας δυνάμεις για την επόμενη κίνηση. Και τότε, εντελώς απροειδοποίητα, έκανε εμετό. Όταν συνήλθε, κοίταξε το φτωχά επιπλωμένο δωμάτιο. Ένιωθε ξένη κι ας είχε μεγαλώσει εκεί. Αλλά και τότε ένιωθε ξένη, διάβολε! Τα μάτια της έπεσαν στην πόρτα της ντουλάπας, ξέροντας πως εκεί μέσα βρίσκονταν στοιβαγμένα όλα τ' απομεινάρια των παιδικών της χρόνων. Σκούπισε τους εμετούς με μια παλιοπετσέτα. Άνοιξε το παράθυρο για να μπει λίγος φρέσκος αέρας. Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, την πείραζε το γεγονός ότι η γιαγιά της είχε πακετάρει όλα τα υπάρχοντά της αμέσως μόλις εκείνη έφυγε για τη σχολή νοσοκόμων. Η Μέρι Τζέιν δε θ' άντεχε ν' ανοίξει εκείνα τα κουτιά με τα παλιά ρούχα, τα ημερολόγια, τις αναμνήσεις. Την κάκιζε ακόμη τη γιαγιά της που θέλησε να σβήσει όλα τα σημάδια της παρουσίας της εκεί. Ακόμη και τώρα, που η γριά είχε πεθάνει. Τύλιξε γύρω της μια ρόμπα, έκλεισε πίσω της την πόρτα του δωματίου και κατέβηκε την παλιά ξύλινη σκάλα που έτριζε σε κάθε της κίνηση. Πλάι της, σχεδόν άκουγε το γέρο γάτο της να τη συνοδεύει όλο έξαψη. Εκείνος ο γάτος, που είχε πεθάνει από καιρό, ήταν η μόνη της παρηγοριά στα παιδικά της χρόνια. Τώρα είχε έναν άλλο γάτο στη Νέα Υόρκη. Επομένως, σκέφτηκε, δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα. Μπήκε στην κουζίνα και αντίκρισε χάος. Πήρε την καφετιέρα, τη γέμισε κρύο νερό και καφέ και την έβαλε στη φωτιά. Περίμενε να βράσει, καθισμένη μπροστά στο τραπέζι, με το πιγούνι ανάμεσα στα χέρια της. Τα μάτια της πλανήθηκαν στο ακατάστατο δωμάτιο και στάθηκαν σε μια γωνία, γεμάτη άδεια κουτιά κονσέρβας. Η ταπετσαρία είχε ξεφλουδίσει. Ό λ α ήταν παλιά εκεί μέσα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την γκρίζα μέρα. Η κηδεία, η ταφή. Ελάχιστοι γείτονες ήρθαν στην εκκλησία και μόνο η κυρία
Ουίλις, η πιο κοντινή γειτόνισσα της γιαγιάς, έφτασε ως τον τάφο. Μετά η Μέρι Τζέιν πλήρωσε το λογαριασμό στον κύριο Ρόμπινσον και με το νοικιασμένο αυτοκίνητο πήγε την κυρία Ουίλις σπίτι της. Επέστρεψε στο εγκαταλειμμένο αγροτόσπιτο και ήπιε ένα ποτό. Κι άλλο. Κι άλλο. Κι έκλαψε. Τουλάχιστον έκλαψα, σκέφτηκε, καθώς έβαζε καφέ στο φλιτζάνι της. Αλλά δεν έκλαψα για τη γιαγιά μου. Έκλαψα για μένα. Και μετά πήγε στο δωμάτιο της γιαγιάς και πήρε όλα της τα χάπια. Τα κατάπιε μαζί με το Σίβας που είχε φέρει μαζί της από τη Νέα Υόρκη. Σκόπευε να μην ξαναξυπνήσει, να μην ξαναδεί το κενό μπροστά της. Ήξερε πως στα τριάντα τέσσερά της είχε πια ζήσει όλες τις ευκαιρίες —ένα σημαντικό ρόλο, ένα σημαντικό άντρα. Τώρα όλα είχαν γλιστρήσει μέσα από τα. χέρια της. Κι αν μια χοντρή και άσχημη ηθοποιός δεν τα καταφέρει μέχρι τα τριάντα τέσσερά της, τι καλύτερο περίμενε να της συμβεί στα σαράντα έξι; Στα πενήντα; Τέλος με τις μεγάλες μου προσδοκίες, σκέφτηκε. Αλλά τελικά δεν είχε καταφέρει προφανώς ν' αυτοκτονήσει. Τι ειρωνεία, αυτή, μια νοσοκόμα, και να μην μπορεί να διαλέξει τα κατάλληλα χάπια. Απλώς έχασε τις αισθήσεις της, αν και η ίδια ήλπιζε πως θα επρόκειτο για μια μόνιμη κατάσταση. Κι όμως, είχε ξυπνήσει, βρόμικη σ' ένα βρόμικο δωμάτιο. Από εδώ προέρχομαι, σκέφτηκε, και αυτό είμαι. Δε θα έβρισκε άλλον Σαμ ούτε άλλο ρόλο σαν της Τζιλ οΰτε άλλο φίλο σαν τον Νιλ οΰτε άλλη θεατρική ομάδα σαν τη δική της. Κάθισε μπροστά στο τραπέζι, πολΰ άρρωστη, πολΰ κουρασμένη ακόμη και για να κλάψει. Η καφετιέρα άρχισε να βράζει καθώς έψαχνε κάτι να βάλει στο στομάχι της. Επιθεώρησε το περιεχόμενο των ραφιών. Παντού βάζα με μαρμελάδες και φασόλια και συντηρημένα λαχανικά, που η γιαγιά της ετοίμαζε ευλαβικά κάθε χρόνο, αλλά δεν τα χρησιμοποιούσε ποτέ. Σειρές ατέλειωτες από τοματοπολτούς και φασόλια ξερά. Η ματιά της έπεσε σε κάτι κρακεράκια. Αυτή ήταν η μοναδική στέρεα τροφή που θα έβρισκε εκεί μέσα. Πήρε την πλαστική σακούλα και περπάτησε πάλι προς το τραπέζι. Δοκίμασε ένα, το έφτυσε, άνοιξε το δεύτερο κουτί και διαπίστωσε πως η
ημερομηνία λήξης είχε προ πολλού παρέλθει. Μέσα στη σακούλα είδε κάτι. Κάτι γκριζοπράσινο. Ποντίκι; Η σακούλα έπεσε από τα χέρια της, αλλά τίποτε δεν κινήθηκε. Έσκυψε και κοίταξε πιο προσεκτικά. Όχι. Δεν ήταν ποντίκι. Κάτι ήταν τυλιγμένο μέσα σ' ένα κομμάτι πανί. Το άνοιξε κι έμεινε για λίγο βουβή πριν φωνάξει δυνατά: «Λεφτά!» Τα χαρτονομίσματα ήταν τόσο πολύ χιλιοδιπλωμένα που της πήρε αρκετή ώρα να τα ισιώσει και να τα μετρήσει: 637 δολάρια. Το σοκ της ανακάλυψης την έκανε να καθίσει ξανά στην ετοιμόρροπη καρέκλα. Πού βρέθηκαν αυτά; Για μια στιγμή ευχήθηκε η γιαγιά της να ήξερε για τα λεφτά. Μετά συνειδητοποίησε την αλήθεια: η γιαγιά της τα είχε βάλει εκεί! Αχ, όχι, γιαγιά, σκέφτηκε. Γιατί; Τι θα τα έκανες αυτά τα χρήματα; Και, επιτέλους, η Μέρι Τζέιν έκλαψε για την τρελή γριά, πενθώντας επειδή η γιαγιά της δεν μπόρεσε να ξοδέψει όλ' αυτά τα χρήματα, που σίγουρα αποτελούσαν τις οικονομίες μιας ζωής. Μόλις τα δάκρυά της στέρεψαν, ήπιε άλλη μια γουλιά από τον καφέ της, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Συνειδητοποίησε πως δεν είχε ξανασχοληθεί με τα οικονομικά της γιαγιάς της στο παρελθόν. Είχε συμβιβαστεί με την ιδέα πως ήταν πάμπτωχοι, κάτι που η γιαγιά δεν έχανε ευκαιρία να της επαναλαμβάνει. Πάντα έδινε την εντύπωση στη Μέρι Τζέιν πως επιζούσε επειδή η γιαγιά της έκανε αυτή την αγαθοεργία. Αλλά ήταν η αλήθεια; Σίγουρα η γιαγιά της εισέπραττε το επίδομα που δίνεται στις οικογένειες που μεγαλώνουν παιδιά άλλων, όταν η μητέρα της σκοτώθηκε στο αυτοκινητικό και ο πατέρας της έμεινε ανάπηρος. Και μήπως ο παππούς της δε δούλευε στους σιδηροδρόμους πριν πεθάνει; Άρα, κάποια σύνταξη θα έπαιρνε και από κει. Και δε θα έπαιρνε και τη στρατιωτική σύνταξη του πατέρα της; Ούτε της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως η γιαγιά της μπορεί να συμπλήρωνε το εισόδημά της νοικιάζοντας τη γη της σε αγρότες. Πάντα της έλεγε πως τα χρήματα από τα ενοίκια της γης πήγαιναν στην αποπληρωμή του δανείου για το σπίτι. Αλλά αυτό το δάνειο δεν έπρεπε να είχε πια εξοφληθεί; Σηκώθηκε και
κούνησε το κεφάλι της σαν υπνοβάτης. Τα κρακεράκια έπεσαν στο πάτωμα και θρυμματίστηκαν. Προχώρησε και άνοιξε άλλο ένα κουτί κρακεράκια. Τίποτε. Και βέβαια, τι ανόητη ιδέα. Παντού σκόνη και βρομιά. Η γιαγιά δεν καθάριζε ποτέ. Μα κι αν υπήρχαν κι άλλα χρήματα κάπου κρυμμένα στο σπίτι; Τρέμοντας άρχισε να μετακινεί όλα τα βάζα με τις μαρμελάδες και τα λαχανικά, μελετώντας το περιεχόμενο τους. Ξαφνικά, κάποιο από τα βάζα της φάνηκε διαφορετικό. Πήγε στο νεροχύτη, το ξέπλυνε και το περιεργάστηκε. Βιαστικά, άνοιξε το καπάκι που είχε σφηνώσει και βρήκε άλλο ένα ρολό με χαρτονομίσματα. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, τα χέρια της έτρεμαν, άρχισε να μετρά τα χρήματα. Σχεδόν δύο χιλιάδες δολάρια. Έβαλε κι άλλο καφέ στο φλιτζάνι της κι έπεσε στην καρέκλα, με την καρδιά της να χτυπά ακόμη. Πάνω από δύο χιλιάδες δολάρια. Κι αν υπήρχαν αυτά, σίγουρα θα υπήρχαν κι άλλα. Κοιτάζοντας τα χαρτονομίσματα, η Μέρι Τζέιν βεβαιώθηκε: Η γιαγιά μου δε με αγάπησε ποτέ. Με πήρε μετά το θάνατο της μητέρας μου και την αναπηρία του πατέρα μου. Ή τ α ν ο μοναδικός συγγενής μου, αλλά δε μ' αγάπησε. Γι' αυτό και μ' έκανε πάντα να νιώθω περιττή, ένα φορτίο. Και θυμόταν πως όποτε της ζητούσε χρήματα για να πάει, όπως όλα τα παιδιά, στο σινεμά ή να αγοράσει καραμέλες, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: «Όχι, δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα τώρα που έχω δύο στόματα να θρέψω, τώρα που σε φορτώθηκα». Γρήγορα σταμάτησε να της ζητά οτιδήποτε, το πήρε απόφαση πως ήταν ένα βάρος γι' αυτήν. Κι όταν χρειάστηκε να πιάσει μια νυχτερινή δουλειά και οι βαθμοί της στη σχολή νοσηλευτριών έπεσαν, με αποτέλεσμα να χάσει την υποτροφία της, η γιαγιά της είπε: «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Διά της βίας τρέφω τον εαυτό μου». Η Μέρι Τζέιν χτύπησε με δύναμη τη γροθιά της στο τραπέζι. Η γριά έλεγε ψέματα. Πού τα έβρισκε όλ' αυτά τα χρήματα; Κι αν υπήρχαν κι άλλα; Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω το δωμάτιο. Έδωσε μια κλοτσιά σ' εκείνο το γελοίο σωρό από τις άδειες κονσέρβες.
Π' ανάθεμα σε, γιαγιά, πώς μπόρεσες; Ήμουν καλό κορίτσι. Πώς μπόρεσες να κρύβεις όλ' αυτά τα χρήματα; Πώς δεν μπόρεσες να μ' αγαπήσεις, έστω και λίγο; Η Μέρι Τζέιν έκανε άνω κάτω το σπίτι. Της πήρε ώρες. Μέσα στο ψυγείο βρήκε τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες δολάρια, σ' ένα κομμάτι πάγου. Στο μπάνιο βρήκε άλλο 760 δολάρια, μέσα σ ένα παλιόκουτο. Και καθώς έσχιζε κι έκοβε κάθε αντικείμενο σε κάθε γωνιά του απαίσιου σπιτιού, μέσα στο οποίο υποχρεώθηκε να μεγαλώσει, έκλαιγε συνεχώς. Βρήκε και κάτι ομόλογα αξίας έντεκα χιλιάδων δολαρίων! Εκείνο το βράδυ η Μέρι Τζέιν πήρε το ρευστό και τα ομόλογα, συνολικής αξίας εξήντα επτά χιλιάδων δολαρίων και άρχισε ν' ανεβαίνει προς το δωμάτιο της. Η έρευνα, η οργή και το κλάμα την είχαν εξαντλήσει κι έσερνε τα βήματά της. Περνώντας μπροστά από το θερμοστάτη, θυμήθηκε πως η γιαγιά πάντα τον κρατούσε σε χαμηλά επίπεδα. Με μια κίνηση, ανέβασε τη θερμοκρασία. Ήξερε πως τώρα πια, επιτέλους, θα ζεσταινόταν.
16 Ένα πράγμα έμαθα στα σίγουρα, στα είκοσι τιέντε χρόνια θητείας μου στο μέτωπο του Χόλιγουντ, εγώ, η Λόρα Ρίτσι. Υπάρχουν πρόσωπα που αρέσουν στις κάμερες, που ζωντανεύουν μπροστά τους. Δεν είναι απλώς ζήτημα εμφάνισης, αν και η φωτογένεια βοηθά. Αλλά είναι κάτι περισσότερο an' αυτό, κάτι σπανιότερο. Το είχε η Σοφία Λόρεν. Δεν το είχε η Τζίνα Λολομπρίτζιτα. Το είχε ο Γκάρι Κούπερ, δεν το είχε ο Γκρέγκορι /7εκ. Το είχε ο Μπαρτ Ρέινολντς, αλλά όχι ο Τομ Σέλεκ. Είναι κάτι π,ου δεν μπορείς να το μάθεις, ούτε να εξασκηθείς α' αυτό. Υπάρχει ακριβώς όπως η αναπνοή σου. Οι άνθρωποι θέλουν να σε βλέπουν. Πώς; Γιατί; Κανείς δε γνωρίζει. Και δεν είναι το παίξιμο. Υπάρχουν μερικοί μεγάλοι ηθοποιοί που δεν το διαθέτουν. Στη δεκαετία τον '30, τα μεγάλα ονόματα της κινηματογρα-
ψκής παραγωγής το ονόμαζαν «ηοιότψα τον σταρ». Και ο όρος είναι καλός. Και, πιστέψτε με, αγαπητοί αναγνώστες, είναι τόσο σπάνιο και ακόμη πιο πανάκριβο κι από ένα μαύρο διαμάντι. *
*
*
Η Λάιλα οδήγησε το παλιό καμπριολέ Μάστανγκ της στο πάρκινγκ του χαμηλού γκρίζου κτιρίου στο Δυτικό Χόλιγουντ. Πήδηξε έξω και, ρίχνοντας την τσάντα της στον ώμο, περπάτησε βιαστικά προς την πλαϊνή είσοδο. Ανέβηκε τα σκαλιά με την κοκκινωπή χαίτη της ν' ανεμίζει πίσω της. Από τις φωνές που άκουγε μάντευε πως η πόρτα της τάξης ήταν ακόμη ανοιχτή. Είμαι στην ώρα μου, σκέφτηκε. Δεν της άρεσε καθόλου ν' αργεί στα μαθήματα της υποκριτικής. Ο Τζορτζ Γκετς ένιωθε μια διαστροφική ικανοποίηση να εντοπίζει τους αργοπορημένους και να τους επιτίθεται μ' ένα λογύδριο περί συνέπειας κι ευθύνης προς την «ομάδα». Ό χ ι πως θα κατάφερνε ποτέ να κάνει τη Λάιλα να νιώσει δυσάρεστα. Αντίθετα. Ο Τζορτζ έχανε συνήθως πολύ χρόνο κολακεύοντας την κόρη της Τερέζα Ο' Ντόνελ. Έριξε μια ματιά στο δίχως παράθυρα δωμάτιο, με την γκρίζα μοκέτα, που ανέβαινε ως το μισό των τριών από τους τοίχους. Στη μια πλευρά βρίσκονταν τοποθετημένες ότη σειρά οι γκρίζες πτυσσόμενες καρέκλες. Δίπλα τους ένα σωρό μαλακά μαξιλάρια. Ο ένας τοίχος ήταν επενδυμένος ολόκληρος με καθρέφτη. Η Λάιλα πέρασε μπροστά από μια παρέα γυναικών που τη χαιρέτησαν φωνάζοντας τη με το μικρό της όνομα. Ακριβώς όπως και στο Γουεστλέικ. Ή τ α ν πάντα το πιο δημοφιλές κορίτσι και αυτό συνέβαινε επειδή δεν έδινε δεκάρα. Δεν κοίταξε προς την κατεύθυνση τους, αλλά έστειλε σε όλους ένα γενικό γεια, καθώς άνοιγε την πόρτα των γυναικείων τουαλετών. Βούρτσισε γερά τα μαλλιά της που είχαν μπλεχτεί από τον άνεμο καθώς οδηγούσε. Το αυτοκίνητο ήταν του Κεν, για να πούμε την αλήθεια. Η θεία Ρόμπι του είχε ζητήσει να της το δανείσει. Το καφέ χρώμα του δεν ταίριαζε με τα μαλλιά της, αλλά όταν πας παρακαλώντας δεν μπορείς να έχεις και πολλές απαιτήσεις. Η πόρτα πίσω της άνοιξε και μέσα από τον καθρέφτη είδε να ορμά μια από τις ξανθές της παρέας. Η Μπάντι, που δε θυμάμαι
το επώνυμο της, σκέφτηκε και συνέχισε ν1 ασχολείται με τα μαλλιά της. Ή τ α ν φιλική, όλοι ήταν φιλικοί μαζί της, διότι όλοι είχαν δει τη μητέρα της με την Κάντι και τη Σκίνι. Σκέφτονταν πως ίσως η διάσημη Τερέζα Ο' Ντόνελ να τους βοηθούσε κι αυτούς. Ναι, ακριβώς όπως βοηθούσε τον εαυτό της! Ή την ίδια της την κόρη, που ήταν αίμα της! «Γεια σου, Λάιλα», είπε η Μπάντι καθώς έριχνε την τσάντα της στο τραπέζι, μπροστά στον καθρέφτη, και άρχιζε κάτι να ψάχνει. «Μάντεψε τι έγινε», είπε. Και χωρίς να περιμένει την απάντηση της Λάιλα, συνέχισε: «Πήρα ένα διαφημιστικό!» Έβαλε το απαλό κραγιόν που στο μεταξύ είχε επιτέλους βρει. «Με διάλεξαν ανάμεσα σε δεκαέξι υποψήφιες». «Συγχαρητήρια», είπε η Λάιλα. Παρά το γεγονός ότι είχε οικονομικά προβλήματα, η ίδια δε θα έπαιζε ποτέ σε διαφημιστικό. Ήξερε όμως πως για όλες τις συμμαθήτριές της το να τις διαλέξουν για ένα διαφημιστικό ήταν μεγάλη επιτυχία. Τα έσοδα από κάτι τέτοια έλυναν πολλά προβλήματα, καθώς μ' αυτά θα πληρώνονταν τα μαθήματα υποκριτικής, ορθοφωνίας, τραγουδιού και χορού. Για να μην αναφέρουμε τα ρούχα, τ αυτοκίνητα, τα ιδιωτικά μαθήματα, τους ορθοδοντικούς, τις βαφές μαλλιών και — μερικές φορές— τις πλαστικές επεμβάσεις. Αλλά η Μπάντι, όπως οι περισσότεροι, θεωρούσε τη συμμετοχή σε διαφημιστικό πραγματική ηθοποιία. Και η Λάιλα ήξερε πως, για τους πιο πολλούς, αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να εμφανιστούν ενώπιον κοινού. Αλλά αυτή δε θα διαφήμιζε ποτέ απορρυπαντικά και σαμπουάν στην τηλεόραση. Η Λάιλα θυμόταν όταν ζήτησαν από τη μητέρα της να διαφημίσει κάτι —ένα απορρυπαντικό ή κάτι τέτοιο— μαζί με την Κάντι και τη Σκίνι. Η Τερέζα είχε γίνει έξαλλη. «Οι σταρ δε βάζουν μπουγάδα στην τηλεόραση», είχε ουρλιάξει στον Άρα Σαγκάριαν, τον ατζέντη της. Ό λ ' αυτά τα χρόνια η Λάιλα είχε ακούσει πολλά αποφθέγματα περί αστέρων από τη μητέρα της. Η Κούκλα του Έρωτα μπορεί να ήταν μια μονίμως μεθυσμένη σκύλα, αλλά σίγουρα είχε υπάρξει πραγματική σταρ. Κι αυτό ήθελε να γίνει η Λάιλα: μια σταρ. Που δεν έχει ποτέ μαζί της μετρητά, κυκλοφορεί με λιμουζίνα, δεν ανοίγει μια πόρτα, ποτέ
δεν καπνίζει σε δημόσιους χώρους, δεν αρνείται να δώσει ένα αυτόγραφο, θυμάται τα ονόματα όλων, δε φορά ποτέ ένα ρούχο πάνω από μια φορά, αποκαλεί τους σκηνοθέτες της «κυρίους», ζητά από τους άλλους να την αποκαλούν «μις», δεχ έχει πολλά πολλά με τους τεχνικούς, δεν τηλεφωνεί ποτέ η ίδια για να της κρατήσουν θέση κάπου, αποφεύγει τα φιλιά και σφίγγει μόνο τα χέρια, φωνάζει τους παραγωγούς της με τα μικρά τους ονόματα, έχει γραμματέα, δεν οδηγεί η ίδια το αυτοκίνητο της παρά μόνο όταν θέλει να διασκεδάσει, κάνει φιλανθρωπίες, παρακολουθεί τις παραστάσεις των άλλων σταρ, ξέρει πως ν' αποθαρρύνει έναν άντρα χωρίς να τον απορρίπτει, φτάνει αργά και φεύγει νωρίς, στα πάρτι καταλαμβάνει την καλύτερη θέση και μπροστά της γίνεται λαϊκό προσκύνημα, δε σερβίρεται ποτέ από μπουφέ, ξέρει να διαβάζει ένα συμβόλαιο... Αυτό ήθελε να γίνει η Λάιλα: μια σταρ διασημότερη από τη μητέρα της. Στο διάολο λοιπόν τα διαφημιστικά. Γύρισε στην Μπάντι. «Ποιο είναι το προϊόν;» ρώτησε με φωνή ευχάριστη, σαν να την ενδιέφερε το θέμα. «Ένα καινούριο χαλάκι για το μπάνιο», είπε η Μπάντι θριαμβευτικά. Στείλε μου ένα, σκέφτηκε η Λάιλα. «Συγχαρητήρια», είπε ευγενικά κι έβαλε τη βούρτσα της στην τσάντα. «Τηλεφώνησα αμέσως στον κύριο Γκετς. Είναι τόσο περήφανος για μένα». Σπουδαία. Έτσι ένιωθε περήφανος o καθηγητής τους. Η Λάιλα αναστέναξε. Ο Ρόμπι είχε ορκιστεί πως ο Γκετς είχε διασυνδέσεις και η Λάιλα από κάπου έπρεπε ν' αρχίσει. Επέστρεψε στην αίθουσα διδασκαλίας κι έπεσε σ' ένα από τα μαξιλάρια. Έριξε ξανά μια ματιά γύρω και της έκανε πάλι εντύπωση πόσοι πολλοί ωραίοι άντρες και πόσες πολλές ωραίες γυναίκες υπήρχαν εκεί μέσα. Τυπικό στυλάκι του Λος Άντζελες. Εδώ μέσα υπάρχουν μερικά από τα ωραιότερα αγόρια όλων των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά στο Χόλιγουντ η καλή εμφάνιση μπορεί να σου εξασφαλίσει μια θέση σερβιτόρου ή παρκαδόρου. Η Λάιλα κούνησε το κεφάλι της.
Στο βάθος του δωματίου άνοιξε μια πόρτα κι έκανε την εμφάνιση του ένας πενηντάρης, με δεμένα σε αλογοουρά τα μακριά γκρίζα μαλλιά του. Μερικοί από τους καινούριους χειροκρότησαν διστακτικά. Μετά σιωπή, καθώς ο Τζορτζ Γκετς έπεφτε βαρύς πάνω ο ένα μαξιλάρι που του έφερε κάποιος σπουδαστής. Γύρω του δημιουργήθηκε ένα ημικύκλιο. Μόνο η Λάιλα δεν κινήθηκε. Μελετούσε τον Τζορτζ καθώς καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα, κοιτάζοντας κάτι σημειώσεις του. Η κοιλιά ακουμπούσε στα πόδια του, που ήταν κατάλευκα και προεξείχαν σαν σπιρτόξυλα από το χακί κοντό παντελονάκι του. Στα πόδια του φορούσε μαύρα δερμάτινα σανδάλια. Το ξεβαμμένο μπλουζάκι του έγραφε Σώστε τις Φάλαινες και με κόπο κάλυπτε το στομάχι του. Τα γυαλιά του ήταν χοντρά, τα μικρά του μάτια έδιναν την εντύπωση ότι βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς κατάπληξης. Τέλος πάντων, τον είχε προτείνει η θεία Ρόμπι. Και οι απόψεις του Ρόμπι περί καθηγητών της υποκριτικής ήταν γνωστές. Πίστευε πως ή μπορείς να γίνεις ηθοποιός ή δεν μπορείς. Αν δεν μπορείς, ουδείς μπορεί να σου διδάξει πώς. Κι αν μπορείς, αυτό που χρειάζεσαι είναι κάποιον να σου μάθει μερικά τρικ. Και η γνώμη του ήταν πως ο Τζορτζ είναι ο καλύτερος σ αυτό. Τώρα ο Τζορτζ έδινε οδηγίες για τις ασκήσεις αναπνοής και αυτοσυγκέντρωσης. «Θέλω να με πείσετε πως είστε παγωτό βανίλια που λιώνει στον ήλιο. Θέλω να γίνετε παγωτό βανίλια που λιώνει στον ήλιο. Ξεχάστε το χρόνο. Εγώ θα σας πω πότε να σταματήσετε. Ξεκινήστε». Η Λάιλα ανέπνεε αργά. Τι βλακείες! Πίστευε ότι καλός ηθοποιός είναι αυτός που μπορεί να μπει στο πετσί του ρόλου του. Αλλά να γίνει και παγωτό! Δε σχεδίαζε να γίνει ηθοποιός, σχεδίαζε να γίνει σταρ! Η φωνή του Τζορτζ έσπασε τη σιωπή. «Κόρεϊ», φώναξε, «συνέχισε την άσκηση αλλά μην ανοίγεις τα μάτια σου. Εσείς οι υπόλοιποι ανοίξτε τα και κοιτάξτε τον. Τι βλέπετε; Βλέπετε ένα παγωτό βανίλια να λιώνει στον ήλιο; ΟΧΙ!» ούρλιαξε ξαφνικά. Η τάξη αναπήδησε. «Μοιάζει μ' ένα βουνό από πουρέ πατάτας. Και ο πουρές δε λιώνει, έτσι, Κόρεϊ;»
Ο Κόρεϊ άνοιξε τα μάτια του και χάρισε στον Τζορτζ το πιο απολογητικά του χαμόγελο. Το χρώμα του προσώπου του άλλαξε όταν συνειδητοποίησε πως όλη η τάξη είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του. «Αυτό, παιδιά, είναι ένα παράδειγμα του τι δεν πρέπει να κάνουμε», είπε ο Τζορτζ. «Α, Λάιλα, έρχεσαι λίγο μπροστά; Θέλω να τους δείξεις πώς το έκανες. Προσέξτε την», είπε κι έκανε ένα βήμα πίσω. Η Λάιλα είχε πια συνηθίσει σ' αυτές τις εγωιστικές εκρήξεις του Τζορτζ. Αλλά πώς διάβολο ήταν ένα παγωτό που έλιωνε; Από ένστικτο ήξερε πώς να συγκεντρώνει την προσοχή πάνω της. Έδιωξε κάθε σκέψη από το μυαλό της. Χαλάρωσε, άφησε ελεύθερο πρώτα το λαιμό της, μετά τους ώμους της, μετά τα χέρια της. Ό λ α τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω της. Και είχε τη δύναμη να τα κρατήσει πάνω της. Μετά η φωνή του Τζορτζ έσπασε ξανά τη σιωπή. «Αυτό είναι ένα παγωτό βανίλια που λιώνει στον ήλιο», είπε στην τάξη. Και μετά γύρισε ξανά προς το μέρος της: «Λάιλα, μελέτησες τις ατάκες της Πόρσια;» «Φυσικά, Τζορτζ». Ή τ α ν το μάθημα της περασμένης εβδομάδας. «Τότε σε ακούμε. Έ χ ω ανάγκη να δω λίγη υποκριτική τέχνη σήμερα». Ακούμπησε πίσω στον τοίχο κι έκλεισε τα μάτια του. Οι συμμαθητές της Λάιλα μετακινήθηκαν στα μαξιλάρια για να βολευτούν καλύτερα, λες και αλλάζοντας θέση θα έπαυε να τους τρώει η ζήλια. Η Λάιλα σηκώθηκε, είπε μερικές φράσεις και μετά άνοιξε τον εσωτερικό της διακόπτη, αυτόν που τη μεταμόρφωνε σε μαγνήτη. Δεν είχε καταλάβει πολλά από το μονόλογο, αλλά ο Ρόμπι την είχε εκπαιδεύσει καλά. Είχε παίξει τη σκηνή με ακροατήριο τον Κεν κι εκείνος ενθουσιάστηκε. Τώρα, χωρίς να διστάσει στιγμή, μεταμορφώθηκε στη σαιξπηρική ηρωίδα, με τις παράξενες λέξεις να βγαίνουν σαν μελωδία από το στόμα της. Όλοι την παρακολουθούσαν με θαυμασμό και φθόνο. Εκείνη τη στιγμή η Λάιλα τους αγαπούσε όλους αυτούς τους ασήμαντους, απελπισμένους, λυπημένους ανθρώπους και η αγάπη αυτή ξεπηδούσε από κάθε λέξη και χειρονομία της. Ήθελε να τους δώσει ένα κομμάτι από
τον εαυτό της, να τους δώσει κάτι που δεν είχαν, που δεν μπορούσαν να έχουν, που δε θα είχαν ποτέ. Ή τ α ν σαν να μη μιλούσε σε όλη την ομάδα, αλλά σε καθένα χωριστά. Κι όταν πρόφερε και τις τελευταίες φράσεις, η σιωπή συνεχίστηκε. Και ξαφνικά ξέσπασαν όλοι σε χειροκροτήματα και φωνές. Η Λάιλα χαμογέλασε, έκανε μια βαθιά υπόκλιση κι επέστρεψε στη θέση της, αποφεύγοντας τα μάτια τους. Τώρα ένιωθε σχεδόν άδεια —όχι, ένιωθε νεκρή μέσα της. Η Μπάντι άπλωσε το χέρι της και τη χτύπησε χαϊδευτικά στο δικό της για να τη συγχαρεί. Η Λάιλα τράβηξε το χέρι της και το έφερε στο λαιμό της, σαν να ήθελε να συγκρατήσει την αηδία που ανέβαινε στο στόμα της. Ο Τζορτζ άρχισε τα εγκώμια. «Μόνο τέσσερις μήνες μαζί μου και ορίστε πώς τα" καταφέρνει. Πρέπει όλοι ν' ακολουθήσετε το παράδειγμά της. Είναι η μέθοδος Γκετς». Και συνέχισε με άλλο θέμα. Η Λάιλα κοίταζε την τάξη με την άκρη των ματιών της, αλλά τώρα είχαν όλοι αφοσιωθεί στον Τζορτζ. Λες και μπορούσαν να μάθουν αυτό για το οποίο η ίδια ήταν γεννημένη. Σχεδόν έβαλε τα γέλια. Είναι όλοι όμορφοι, σκέφτηκε, αλλά αυτή ήταν η καλύτερη. Το ήξερε πως μόνο η εμφάνιση δε σε κάνει σταρ. Ούτε οι γνωριμίες της Τερέζα ούτε η θεία Ρόμπι ούτε ο φτωχός ο Τζορτζ. Ούτε το ταλέντο ήταν αρκετό. Βαθιά μέσα της, η Λάιλα ήξερε πως είχε κάτι που τραβούσε την προσοχή, το ενδιαφέρον των άλλων. Αλλά αυτό το κάτι έπρεπε να βγει στην επιφάνεια. Και δε θα το πετύχαινε μένοντας για εβδομάδες μέσα σ' αυτή την τάξη. Οι μισοί εκεί μέσα ήλπιζαν πως μια μέρα θα έμπαινε στην αίθουσα ο Σάι Όρτις και θα τους ανακάλυπτε. Ε, λοιπόν, εκείνη ήξερε πως αυτό δε θα γινόταν ποτέ. Και, επομένως, το μόνο κόλπο που έπρεπε να σκεφτεί ήταν πώς να πετύχει αυτό ακριβώς που όλοι περίμεναν.
17 Η Μέρι Τζέιν έφυγε από το σπίτι της γιαγιάς της την επομένη. Πέρασε και από του κυρίου Σλέιτερ, ενός δικηγόρου της Ελμίρα, για να συζητήσει το ζήτημα της πώλησης του σπιτιού με όλα του τα υπάρχοντα. Είχε μαζί της τη διαθήκη της γιαγιάς της —την είχε βρει όπως και τα χρήματα— που της άφηνε το σπίτι αλλά έδινε την επικαρπία στον πατέρα της, στον άνθρωπο που οδηγούσε μεθυσμένος κι έστειλε στο θάνατο τη μητέρα της Μέρι Τζέιν, μετατρέποντας τον εαυτό του σε φυτό. Είπε στον κύριο Σλέιτερ να φροντίσει να εκτελεστεί η διαθήκη και να πουλήσει το σπίτι το γρηγορότερο δυνατό. Μετά οδήγησε ως τη Μασαχουσέτη κι έκανε κάποιες επαφές σχετικά με τα ομόλογα. Τέλος, πήρε το δρόμο για τη Νέα Υόρκη. Πώς αυτά τα 67.411 δολάρια —όλα δηλωμένα και με τους φόρους πληρωμένους— θ' άλλαζαν τη ζωή της; Τι ήθελε; Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά για ν' αγοράσει ένα σπίτι στου Χάμπτονς, ούτε καν ένα διαμερισματάκι στη Νέα Υόρκη. Δεν έφταναν για ν' αποκτήσει μια επιχείρηση ούτε το ήθελε. Θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να ζήσει, αλλά τι θα γινόταν όταν τελείωναν; Θα επέστρεφε στην Ελμίρα για ουίσκι και μια χούφτα χάπια; Δυο πράγματα είχε επιθυμήσει στη ζωή της η Μέρι Τζέιν: τον Σαμ και μια καριέρα ηθοποιού. Αλλά τα χρήματα δε θα έφερναν πίσω τον Σαμ. Ούτε έφταναν για ν' αγοράσει ένα θέατρο. Συνέχισε να οδηγεί, ακούγοντας στο ραδιόφωνο μια ηλίθια μουσική ντίσκο της δεκαετίας του '70. Σταμάτησε για καφέ σ' ένα αηδιαστικό μπαρ, κάθισε σ ένα τραπέζι και συνέχισε να σκέφτεται. Και τότε της ήρθε η ιδέα. Αυτό που ήθελε ήταν αυτό που πραγματικά είχε ανάγκη. Είχε ανάγκη να είναι όμορφη.
Πώς και δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Είχε ταλέντο για να πετύχει σαν ηθοποιός —το αποδείκνυαν οι κριτικές για το Τζακ και Τζιλ, και μπορούσε να προσφέρει όλη την αγάπη που χρειάζεται ένας άντρας. Στο κάτω κάτω παρά την εμφάνιση της, ο Σαμ ,την είχε επιθυμήσει. Αυτό που την περιόριζε ήταν η εξωτερική της εμφάνιση. Αυτή την κατέστρεφε. Είχε προσπαθήσει να σκοτώσει αυτή την εμφάνιση, αλλά μαζί της θα πέθαιναν όλα —το ταλέντο, η ικανότητά της να κάνει φίλους, ν' αγαπά. Καθισμένη μπροστά στο τραπέζι από κίτρινη φορμάικα, με τ' αυτοκίνητα να περνούν τρέχοντας μπροστά από τα μάτια της, ένιωσε τα ακουμπισμένα στο φλιτζάνι του καφέ χέρια της να τρέμουν. Γιατί δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλ' αυτά τα χρήματα που βρίσκονταν μέσα στην τσάντα δίπλα της για ν' αγοράσει ένα καινούριο πρόσωπο και σώμα; Να γίνει ένας καινούριος άνθρωπος, τουλάχιστον εξωτερικά; Διαμέσου των αιώνων, αυτοί που είχαν πάντα χρήματα και αγόραζαν τη γυναικεία ομορφιά ήταν οι άντρες. Τώρα, για πρώτη φορά, μια γυναίκα θ' αγόραζε την ομορφιά για τον εαυτό της. Αυτή, η Μέρι Τζέιν Μόραν είχε τα χρήματα για ν' αγοράσει ένα καινούριο πρόσωπο και, ίσως, ένα τέλειο κορμί. Ήξερε πως υπήρχε τρόπος. Το τρεμούλιασμα προχώρησε στα μπράτσα της και τύλιξε όλο της το κορμί. Προσπάθησε ν' αναπνεύσει βαθιά, ελπίζοντας να μην την προσέχει κανείς. Η χοντρή γυναίκα με τα τρία άτακτα παιδιά στο διπλανό τραπέζι και ο γέρος με τη σύζυγο που έμοιαζε να πάσχει από τη νόσο αλτσχάιμερ, δεν της έδιναν καμιά σημασία. Έσπρωξε το φλιτζάνι και για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια. Μπορούσε να γίνει αυτό; Είχε το κουράγιο να το κάνει; Το ταξίδι ως τη Νέα Υόρκη της φαινόταν ατέλειωτο. Έσβησε το ραδιόφωνο, πάτησε τέρμα το γκάζι και όρμησε στο δρόμο, με ανάμεικτα συναισθήματα φόβου και έξαψης. Τόσα χρόνια νοσοκόμα, κάτι είχε μάθει. Έτσι, όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, καταχώνιασε το θησαυρό της στο σπίτι και ξεκίνησε την έρευνα. Γνώριζε φυσικά το δόκτορα Γουάλντεν και τον Τζον Άρμστρονγκ, τους πλαστικούς χειρουργούς της Παρκ Άβενιου που εμπιστευό-
ταν η καλή κοινωνία. Είχαν μεγάλη φήμη, αλλά η Μέρι Τζέιν χρειαζόταν κάτι παραπάνω απ' αυτό. Δε μίλησε πουθενά για τα λεφτά και τα σχέδιά της — δεν είδε άλλωστε και κανέναν. Πρώτα έπρεπε να τελειώσει την έρευνά της. Τηλεφώνησε στη Νάνσι Νόρτον, μια παλιά συμφοιτήτριά της, που τώρα δούλευε στο τμήμα εγκαυμάτων του νοσοκομείου Ό ρ ο ς Σινά. Μετά τ η θεραπεία των εγκαυμάτων, τις περισσότερες φορές χρειάζονταν πλαστικές επεμβάσεις. Μίλησε και με τον Μπόμπι Γουάτκινς, ένα μαύρο ηθοποιό που δούλευε σαν νοσοκόμος σε σταθμό πρώτων βοηθειών και είχε δει πολλά. Πέρασε ώρες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη του Ιατρικού Κέντρου Κορνέλ, διαβάζοντας το Λάνσετ, το περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου, καθώς και τα ειδικά φυλλάδια περί αισθητικής χειρουργικής. Ό σ α στοιχεία απομόνωνε, φρόντιζε να τα διασταυρώνει. Κατέληξε σε τέσσερις: Ρόμπερτ Ντάκερ από το Μαϊάμι, που είχε αναπτύξει πολλές νέες τεχνικές, την εποχή που δούλευε στην Αϊτή και στη Δομινικανική Δημοκρατία, δουλεύοντας με φτωχούς που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν τα νοσήλια. Ουίλιαμ Ριντ, που δούλευε στο Λος Άντζελες και θεωρούνταν ο καλύτερος ειδικός για μύτη. Τζον Κόλινς της Π α ρ κ Άβενιου. Και Μπριούστερ Μουρ, διευθυντής κλινικής πλαστικής χειρουργικής στο νοσοκομείο Κοσμοπόλιταν της Νέας Υόρκης. Υπήρξε στρατιωτικός γιατρός, είχε δουλέψει με βετεράνους του Βιετνάμ και είχε γίνει διευθυντής της κλινικής πριν από δώδεκα χρόνια. Τον φώναζαν «ο γιατρός των γιατρών» και είχε γίνει γνωστός επειδή διόρθωνε τα λάθη που έκαναν οι άλλοι πλαστικοί χειρουργοί. Η Μέρι Τζέιν ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της —το δικό της κρεβάτι, που έμοιαζε τόσο μεγάλο και τόσο άδειο από τότε που έφυγε ο Σαμ— και σκεφτόταν, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. Ή τ α ν στ' αλήθεια δυνατό να σταματήσει να είναι η παλιά Μέρι Τζέιν, με το ταλέντο της κρυμμένο κάτω από το λίπος, και να γίνει όχι απλώς καλύτερη, όχι απλώς χαριτωμένη, αλλά όμορφη; Ή τ α ν δυνατόν τώρα, στα τριάντα τέσσερά της να μεταμορφωθεί σε μια από κείνες τις γυναίκες που κάνουν τους άντρες να γυρίζουν το κεφάλι μόλις περνούν από μπροστά τους; Ή να προκαλεί εκείνη τη στιγμιαία σιωπή, τη γεμάτη όνειρα και φα-
ν ιασιώσεις, μόνο μ' ένα κοίταγμα, ένα χαμόγελο, ένα τίναγμα του κεφαλιού; Πώς θα ήταν η ζωή της όταν δε θα έπρεπε να συμβιβάζεται με τα δίχως συγκεκριμένο σχήμα μάγουλά της, τη μακριά μΰτη ιης, το ανύπαρκτο πιγούνι της; Όταν δε θα ξανάβλεπε εκείνες τις ιιερίεργες γκριμάτσες κάθε φορά που συναντιόταν με κάποιον ιιαραγωγό ή την παρουσίαζαν σε κάποιον άντρα; Πώς θα ήταν η ζωή της όταν οι άντρες θα την κυνηγούσαν, θα την έγδυναν με τα μάτια τους, όπως ακριβώς συνέβαινε με την Μπέθανι και τις άλλες καλλονές; Όταν δε θα περνούσε πια απαρατήρητη; Ή τ α ν δυνατόν; Πόση τέχνη κι επιστήμη χρειάζονταν για να ζωγραφιστεί από την αρχή το απαράδεκτο προφίλ της, ν' ανορθωθούν τα κρεμασμένα στήθη της, να εξαφανιστούν τα ψωμάκια και το ξεχειλωμένο στομάχι της, να γίνει αυτό που όλοι οι άντρες ταυτίζουν με την έννοια της «ωραίας»; Πόσο θα κόστιζε; Πόσος χρόνος θα χρειαζόταν; Πόσο θα πονούσε; Και, τελικά, ήταν δυνατόν να γίνει; Οι ιατρικές γνώσεις της τη βοηθούσαν να καταλαβαίνει τις ονομασίες και τις τεχνικές. Αλλά θα δεχόταν ένας χειρουργός να προχωρήσει σε όλ' αυτά; Ήξερε πως δεν αρκούσε να είναι χειρουργός, έπρεπε να είναι καλλιτέχνης, με διάθεση να δουλέψει μαζί της επί μήνες, να την πάρει στα σοβαρά, να θέλει να λάβει μέρος σε μια τέτοια ριζική μεταμόρφωση. Και να τα κάνει όλ' αυτά για κάποιον που δεν είχε παραμορφωθεί μετά από ατύχημα, αλλά επειδή ήθελε να κατακτήσει την ομορφιά. Μπορεί να την έβρισκαν επιπόλαιη ή κενή. Και ήξερε πως ούτε επιπόλαιη ήταν ούτε κενή. Μπορεί να ήταν τρελή. Αλλά το είχε αποφασίσει. Τι άλλο μπορούσε να κάνει για να καλυτερεύσει τη ζωή της; Τα λεφτά που της άφησε η γιαγιά της δεν ήταν αρκετά για να τακτοποιήσει τη ζωή της διαφορετικά. Θα μπορούσε βέβαια να εξοφλήσει τις πιστωτικές της κάρτες, να κάνει ένα ταξίδι, αλλά μετά θα επέστρεφε σ' αυτή τη μίζερη ζωή. Και αυτή τη ζωή δεν μπορούσε να τη ζήσει. Έκλεισε ραντεβού με τον Κόλινς και τον Μουρ. Το χέρι της έτρεμε καθώς σχημάτιζε τους αριθμούς στο παλιό της τηλέφωνο — ίσως το μοναδικό με καντράν που υπήρχε στο Μανχάταν. Δεν
ήταν εύκολο να κλείσει ραντεβού μαζί τους. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει το όνομα ενός γνωστού της διοικητικού διευθυντή νοσοκομείου. Πρώτα θα έβλεπε τον Κόλινς και μετά τον Μουρ. Μετά θα έβλεπε. *
*
*
Το γραφείο του δόκτορα Κόλινς βρισκόταν σ' ένα πολύ εντυπωσιακό κτίριο, γωνία Παρκ Άβενιου και 64ης. Η είσοδος είχε αριστοκρατική επένδυση από λευκό και μαύρο μάρμαρο. Το πάτωμα έλαμπε, σε σημείο που να μοιάζει υγρό και τα κουμπιά στη στολή του θυρωρού έλαμπαν όσο και η πλακέτα με το όνομα του γιατρού πάνω στην πόρτα. Η Μέρι Τζέιν μπήκε μέσα δειλά· ντρεπόταν για το παλιό παλτό της και τη μαύρη ξεθωριασμένη τσάντα της. Η γραμματέας που καθόταν στη ρεσεψιόν δεν την έκανε να νιώσει πιο άνετα. Ή τ α ν ψηλόλιγνη, ξανθιά και πανέμορφη, με τα μαλλιά χτενισμένα αλά γαλλικά, με τρόπο που η Μέρι Τζέιν δε θα το πετύχαινε ποτέ. Αναρωτήθηκε αν ήταν κι αυτή δημιούργημα του δόκτορα Κόλινς. Κι αν δεν ήταν, τότε τσάμπα η διαφήμιση. Περίμενε τουλάχιστον μισή ώρα, συμπληρώνοντας το ιστορικό της. Τα χέρια της έτρεμαν. Τελικά η γυναίκα την οδήγησε στα άδυτα των αδύτων του Κόλινς, με τον ήχο των βημάτων τους να σβήνει στο παχύ χαλί. Ό τ α ν μπήκε, εκείνος σηκώθηκε, κοιτάζοντάς την εξεταστικά από την κορυφή ως τα νύχια. «Λοιπόν, μις Μόραν, πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» Η Μέρι Τζέιν καθάρισε το λαιμό της. «Είμαι ηθοποιός», είπε. «Αλήθεια;» Μήπως η φωνή του έκρυβε δυσπιστία; Στα γρήγορα του απαρίθμησε μερικές από τις θεατρικές εμφανίσεις της. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να δουλέψω. Εξαιτίας της εμφάνισής μου», του είπε. Θεέ μου, κατάφερα να το πω. Τον κοίταξε. Το πρόσωπο του ήταν απαθές, τα μάτια του προσεκτικά αλλά ψυχρά. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. «Σκέφτεστε να καταφύγετε στην πλαστική χειρουργική;» την αιφνιδίασε. «Ναι».
«Πόσων χρονών είστε;» «Τριάντα τεσσάρων, σχεδόν τριάντα πέντε», παραδέχθηκε. «Και τι ακριβώς έχετε στο μυαλό σας;» «Τα πάντα. Ό,τι θα μπορούσε να χρειαστεί», ξέσπασε εκείνη. «Δε σας καταλαβαίνω. Ρινοπλαστική ή...» «Ό,τι χρειάζεται για να γίνω όμορφη», φώναξε. Ο άντρας την κοίταξε και αναστέναξε. «Γιατρός είμαι, μις Μόραν, δεν είμαι μάγος». *
*
*
Πέρασε δυο μέρες στο κρεβάτι και παραλίγο να μην πάει στο ραντεβού με το δόκτορα Μουρ. Αλλά, τελικά, αποφάσισε πως μπορούσε ν' αντέξει άλλη μία ταπείνωση πριν αυτοκτονήσει. Η νοσοκόμα του δόκτορα Μουρ, η μις Χενεσέι, ήταν μια από κείνες τις παλιές καραβάνες που η Μέρι Τζέιν συναντούσε συχνά στα νοσοκομεία. «Ο γιατρός δεν κάνει επεμβάσεις στο σώμα. Τι ακριβώς έχετε στο νου σας;» ρώτησε στο τηλέφωνο. «Να δω το γιατρό», της είχε πει η Μέρι Τζέιν και την ανάγκασε να το βουλώσει. Κι όταν έκανε την εμφάνισή της στο ιατρείο του Μουρ, η μις Χενεσέι ξίνισε τα μούτρα της. Την οδήγησε σιωπηλά στο λιτό γραφείο. Ο Μπριούστερ Μουρ ήταν ένας μικρόσωμος, μελαχρινός άντρας. Πρόσεξε τα χέρια του —πολύ μικρά και απαλά. Το δέρμα του ήταν χλομό αλλά απέπνεε υγεία, το πρόσωπο στεφανωμένο με τα μαύρα μαλλιά. Φορούσε σκούρο κοστούμι, με λευκό πουκάμισο και μπλε γραβάτα. Ποτέ της δεν είχε δει τόσο καθαρό άνθρωπο. Τον κοίταξε. Μετρημένος, με ψυχρούς, επαγγελματικούς τρόπους. Κάθισε μπροστά του με τα μάτια χαμηλωμένα κι αισθανόταν χειρότερα απ' ό,τι με τον Κόλινς, πιο νευρική απ' ό,τι σε οποιαδήποτε οντισιόν της. Για όνομα του Θεού, με ποιον τρόπο μπορούσε κανείς να κερδίσει τη συμπάθεια και τη συμπόνια ενός πλαστικού χειρουργού; Υπάρχει κανένας που να διαθέτει τουλάχιστον μια από τις δύο αυτές αρετές; «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε και τότε αυτή ξέσπασε σε λυγμούς.
Έκλαψε για πολλή ώρα, ενώ εκείνος έμενε ακίνητος και σιωπηλός. Μοναδική του κίνηση ήταν να σπρώξει ένα κουτί με χαρτομάντιλα προς το μέρος της. Τελικά, αφοΰ φύσηξε τη μύτη της και σκούπισε τα μάτια της, σήκωσε το κεφάλι της και η έκφραση του προσώπου της μαρτυρούσε την ντροπή της. «Είμαι ηθοποιός», είπε. Κούνησε το κεφάλι του υπομονετικά. Κ α μ ι ά γκριμάτσα, καμιά αλλαγή στο πρόσωπο του, τίποτε. «Είμαι πολύ. καλή ηθοποιός», συνέχισε καθώς έβγαζε από την τσέπη της μια από τις κριτικές. «Πρέπει να το πιστέψετε», πρόσθεσε. Διάβασε την κριτική και την ξανακοίταξέ. «Πολλοί από τους ασθενείς μου είναι πολύ θαρραλέοι, μις Μόραν. Χρειάζεται πολύ κουράγιο για να χτυπήσει κανείς τέτοιες πόρτες. Γιατί δε μου λέτε τι θέλετε; » Κι εκείνη το έκανε. Ή ρ ε μ α . Με τον πιο επαγγελματικό της τρόπο. Τελείωσε με την απογοήτευση που ένιωσε όταν δεν τη διάλεξαν για το Τζακ και Τζιλ. «Όπως βλέπετε, χρειάζομαι πολλές επεμβάσεις. Για τη δουλειά μου. Αλλά δεν ξέρω αν είναι δυνατόν. Και δεν ξέρω πόσο θα κοστίσει». Συνέχισε να την κοιτάζει. Στο τέλος αποφάσισε να μιλήσει. «Αντιλαμβάνομαι το πρόβλημά σας, μις Μόραν». Σηκώθηκε κι έκανε έναν κύκλο για ν' απομακρυνθεί από το τραπέζι που χρησιμοποιούσε σαν γραφείο. Απαλά, την άγγιξε κάτω από το πιγούνι, σήκωσε το κεφάλι της, το γύρισε πρώτα αριστερά, μετά δεξιά. «Το κρέας δεν είναι πέτρα, μις Μόραν. Είναι απρόβλεπτο. Κινείται, πληγώνεται. Το πρόσωπο σας δεν έχει συγκεκριμένες γραμμές. Το πιγούνι σας είναι αδύναμο. Η μύτη σας αγγίζει το πάνω χείλος σας. Βέβαια, το πιγούνι και η μύτη δεν αποτελούν σπουδαίο πρόβλημα, αλλά η πλαστική χειρουργική δεν μπορεί ν αλλάξει το σχήμα του προσώπου ή του κεφαλιού. Και η ομορφιά εξαρτάται από πολλά μεμονωμένα πράγματα και τη μεταξύ τους σχέση». Έκανε μια παύση. «Και βέβαια μπορώ να προχωρήσω σε βελτιώσεις. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να σας υποσχε-
θώ την ομορφιά. Και σας συμβουλεύω ν' αποφύγετε κάθε χειρουργό που σας την υπόσχεται». Θυμήθηκε τι της είχε πει ο Κόλινς, έβρεξε με τη γλώσσα τα χείλη της, πήρε μια ανάσα και μίλησε: «Γιατρέ, δεν ψάχνω ένα μάγο, αλλά χρειάζομαι κάποιες βελτιώσεις. Δε θέλω να μου φτιάξετε μΰτη γαλλική. Ψάχνω ένα γιατρό καλλιτέχνη. Άκουσα να μιλούν για σας, είδα τη δουλειά σας. Πιστεύω πως μπορείτε να κάνετε αυτό που θέλω». «Ευχαριστώ. Έ χ ω κι εγώ δει τη δουλειά σας. Στην παράσταση Τζακ και Τζιλ και ο Συμβιβασμός υπήρξατε εκπληκτική. Είστε πολΰ καλή». «Αλλά μπορώ και να το δείχνω;» «Από εμπορική άποψη, υπάρχουν κάποια στάνταρ ομορφιάς», είπε ο Μπριοΰστερ, κοιτάζοντας από το γκρίζο παράθυρο την γκρίζα μέρα. «Σ' αυτή τη χώρα η αντιαισθητική εμφάνιση δεν τυγχάνει της δέουσας ανοχής· υπάρχει ένας ρατσισμός απέναντι στις μειονότητες, στις ατέλειες, στο ασυνήθιστο. Παρ' όλ' αυτά, η ομορφιά είναι πράγματι κάτι το ασυνήθιστο. Γι' αυτό και την κυνηγάμε, υποθέτω». Αναστέναξε, δίνοντας την εντΰπωση ότι τον απασχολεί ένα πρόβλημα παλιό όσο κι ο κόσμος, με το οποίο έχει ασχοληθεί χιλιάδες φορές. «Όταν έπαιρνα την ειδικότητά μου, δούλεψα σε πτώματα. Χειρούργησα τουλάχιστον τετρακόσιες μύτες προσπαθώντας να εντοπίσω τη μαγική φόρμουλα. Τι είναι αυτό που κάνει μια μύτη ωραία; Ποια η μαγική αναλογία, ποια η σχέση της μύτης με το υπόλοιπο πρόσωπο, ποια γραμμή, ποια καμπύλη έχει την ευθύνη; Αυτή ακριβώς την τελειότητα προσπαθούσα να πετύχω». Τα είχε καταφέρει; Ήθελε να τον ρωτήσει, αλλά φοβόταν μήπως η απάντηση ήταν αρνητική. Έφυγε από το παράθυρο «Κατά τη γνώμη μου, η κοινωνία νοσεί. Δημιούργησαν ένα πλαστό, ένα σχεδόν ανύπαρκτο πρότυπο γυναικείας ομορφιάς και μετά ανάγκασαν τις γυναίκες να ριχτούν στον αγώνα για να το πετύχουν. Όλες τους αποτυγχάνουν. Πελάτισσές μου είναι μερικές από τις ωραιότερες γυναίκες στον κόσμο. Και πάντα έρχονται τρομαγμένες γιατί φοβούνται πως δεν είναι αρκετά όμορφες».
«Αυτή δεν είναι η δική μου περίπτωση», είπε η Μέρι Τζέιν κοφτά. «Όχι, δεν είναι», συμφώνησε εκείνος ωμά. «Αλλά οι περισσότεροι πλαστικοί χειρουργοί ρίχνουν νερό στο μύλο αυτής της πάσχουσας κοινωνίας. Υπάρχουν γυναίκες που έγιναν νευρωτικές, που πιστεύουν ότι τα στήθη τους έπρεπε να είναι μεγαλύτερα, οι μύτες τους μικρότερες. Ή που έχουν συζύγους οι οποίοι το πιστεύουν αυτό. Ή που θέλουν συζύγους οι οποίοι να το πιστεύουν. Το ιατρικό επάγγελμα έχει ενισχύσει την ασθένεια της κοινωνίας μας. Καταργούμε το φυσικό για να δημιουργήσουμε το υπερφυσικό». «Και τι γίνεται, λοιπόν;» «Δεν είναι ο δικός μου τομέας. Εγώ ασχολούμαι με την αποκατάσταση. Και υπάρχει μια γοητεία στη δουλειά μου. Θα έλεγα ψέματα αν δεν το παραδεχόμουν. Και φυσικά τα χρήματα που κερδίζω είναι πολλά. Μπορώ να χρεώνω ό,τι θέλω. Για παράδειγμα, κάνω λίφτινγκ με εφτά χιλιάδες δολάρια και είναι δουλειά δύο ωρών. Με το ποσό αυτό μπορώ ν' αποκαταστήσω τα πρόσωπα δύο παιδιών που έπεσαν θύματα ατυχημάτοιν. Ή να δημιουργήσω ένα καινούριο χειρουργείο στο μικρό νοσοκομείο μας στην Ονδούρα». «Δουλεύετε στην Ονδούρα;» «Ναι, υπάρχουν εκεί πολλοί τραυματίες. Προτιμώ τις φτωχές και τις υπανάπτυκτες χώρες. Στην Ονδούρα οι άνθρωποι δεν κάνουν λίφτινγκ. Εκεί σημασία έχει να επιζείς και χειρουργείσαι μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις. Δεν κάνουν εγχειρήσεις για να μεγαλώνουν τα στήθη τους και ν' ανορθώνουν τις θηλές τους». «Οπότε δεν κινδυνεύουν να πάθουν και καρκίνο από τη σιλικόνη;» ρώτησε η Μέρι Τζέιν. Ο Μπριούστερ Μουρ κούνησε το κεφάλι του. « Ή δ η από το 1979 έχουν δημοσιευθεί τα ανησυχητικά στοιχεία σχετικά με τις εμφυτεύσεις σιλικόνης. Αλλά φαίνεται ότι στην Αμερική οι γυναίκες προτιμούν να πάθουν καρκίνο από το να ζουν με μικρά στήθη. Και οι γιατροί δέχονται να μπουν στο παιχνίδι. Θανατηφόρα η αναζήτηση της ομορφιάς».
«Εντάξει, γιατρέ», του είπε, κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια. «Τώρα ξέρουμε και οι δυο ποια είναι η κατάσταση. Λοιπόν! Τι θα χρειαζόταν για να γίνω αληθινά όμορφη;» Ο γιατρός κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Χρειάζονται αρκετές επεμβάσεις», άρχισε. Στράφηκε ξανά και την κοίταξε. «Στο σώμα θα υπάρξουν κάποιες ουλές που δε θα εξαφανιστούν εντελώς. Εγώ δεν ασχολούμαι με το σώμα, αλλά μπορώ να σας συστήσω κάποιους». Έκανε μια παύση. «Θα νιώσετε δυσάρεστα. Όχι, δε θα πονέσετε. Αλλά χρειάζεται χρόνος. Χρόνος για τις επεμβάσεις και τα μεταξύ τους διαστήματα. Και δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Αυτές οι δουλειές είναι δύσκολες. Και δαπανηρές». «Αλλά θα μπορούσατε να το κάνετε;» τον ρώτησε. «Θα ήταν δυνατόν;» Πήρε μια ανάσα και συνέχισε: «Όλοι μου είπαν πως είστε μοναδικός. Ό τ ι κάνετε θαύματα. Θα με κάνετε όμορφη;» Ο γιατρός δίπλωσε τα χέρια του πάνω από ένα φάκελο στο γραφείο του. «Είναι πολύ νωρίς για να σας πω. Πρέπει να δω ακτινογραφίες και τ' αποτελέσματα της προεργασίας». Άγγιξε απαλά το κεφάλι της, το κούνησε από τ' αριστερά προς τα δεξιά, από τα δεξιά προς τ αριστερά. «Αλλά μπορεί και να γίνει». Αναστέναξε, «θα χρειάζονταν περισσότερα από δύο χρόνια και από εξήντα επτά χιλιάδες δολάρια;» ρώτησε. «Δεν είμαι σίγουρος. Ίσως. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι μπορούν να γίνουν όλα. Γιατί ρωτάτε;» «Γιατί τόσο χρόνο και τόσα χρήματα διαθέτω», είπε κι έσπρωξε την τσάντα της προς το μέρος του. Ο γιατρός κοίταξε την τσάντα και μετά τη Μέρι Τζέιν. Και για πρώτη φορά από την αρχή της κουβέντας τους, σχεδόν χαμογέλασε. «Χαίρομαι που έχετε τα λεφτά, αν και είναι νωρίς ακόμη. Δε θεωρώ ότι αυτή η εγχείρηση είναι αποτέλεσμα ματαιοδοξίας, μις Μόραν, αλλά η κλινική πρέπει να πάρει τα λεφτά της. Και θα κοστίσει πολύ. Και για μεγάλα διαστήματα μετά τις επεμβάσεις δε θα είστε σε θέση να δουλέψετε». Η Μέρι Τζέιν γέλασε. «Μα ούτε και τώρα δουλεύω». Ή τ α ν ένα γέλιο πικρό. «Αλλά δε θα κοστίσει περισσότερα χρήματα απ' όσα διαθέτω;»
«Ίσως, δεν ξέρω. Αλλά όταν θα φτάσουμε εκεί θ' αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Προς το παρόν, θέλω μια σειρά ακτινογραφίες προσώπου και το ιστορικό για την κατάσταση των δοντιών σας. Και θέλω να σκεφτείτε πόσο σοβαρό είναι αυτό που μου προτείνατε. Μετά θα ξανασυναντηθούμε». «Ναι, ναι, σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ, γιατρέ». «Παρακαλώ, μις Μόραν». «Πρέπει να σας αφήσω κάτι; Θέλω να πω μια προκαταβολή;» «Δώστε μου είκοσι κιλά», είπε και η Μέρι Τζέιν τα έχασε. «Δεν είμαστε καν σε θέση να δούμε τι θέλουμε να κάνουμε αν δε χάσετε βάρος», συνέχισε ο δόκτωρ Μουρ. Είκοσι κιλά! Ήξερε πως ήταν παχιά, αλλά είκοσι κιλά! Πραγματικά είχε εντελώς αδιαφορήσει για τον εαυτό της. Γι' αυτό έχασε τον Σαμ, γι' αυτό δεν πήρε το ρόλο. Έπρεπε να γίνει 58 κιλά. Τόσο δεν ήταν οΰτε όταν πήγαινε στο σχολείο. Θεέ μου, αυτή δεν μπορούσε να χάσει πέντε κιλά, πώς θα έχανε είκοσι; Αλλά αν χρειαζόταν θα το έκανε. Θα σταματούσε το φαγητό, θα έκανε γυμναστική, θα λιμοκτονούσε. Έπρεπε να φανεί αποφασιστική. Έπρεπε ν' αλλάξει τον εαυτό της, τη ζωή της. Κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε. «Είκοσι κιλά, μις Μόραν. Και τότε θα μπορέσουμε να δούμε πώς είστε πραγματικά». Η Μέρι Τζέιν ξανακούνησε το κεφάλι της και κατάφερε να βγει τρικλίζοντας από το γραφείο του.
18 «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Ντιν, όλο έξαψη που ο Ντόουμπ ετοιμαζόταν να τους κάνει μια έκπληξη. «Θα δεις, νεαρέ. Λίγα χιλιόμετρα από εδώ είναι». Η Σαρλίν ανασηκώθηκε, αγκαλιάζοντας με τα μπράτσα το κάθισμα του Ντιν. «Τι έχετε πάλι στο μανίκι σας εσύ και η Ό π ρ α ,
Ντόουμπ;» ρώτησε χαμογελώντας. Λυπόταν που αυτή και ο Ντιν θα έμεναν μόνοι από την επομένη, όταν θα έφταναν στο Μπέικερσφιλντ. Ο Ντόουμπ υπήρξε κύριος σ όλο το ταξίδι, ποτέ του δεν της ζήτησε να πει ψέματα, ποτέ του δεν της φέρθηκε απρεπώς. Αλλά η Σαρλίν ήξερε πως αυτό που έκανε ο Ντόουμπ δεν ήταν σωστό και, ούτως ή άλλως, είχε έρθει η ώρα αυτή και ο Ντιν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Δεν ήταν σίγουρη για το πώς ακριβώς θα το πετύχαιναν αυτό, αλλά σίγουρα θα τους φρόντιζε ο καλός Θεός. Αυτός δεν τους είχε πάει στην Καλιφόρνια; Βέβαια, είχαν αμαρτήσει. Είχαν παραβεί δύο εντολές στα σίγουρα και η Σαρλίν κάθε βράδυ ζητούσε συγχώρεση από τον Ιησού. Αλλά θυμόταν και τα τελευταία λόγια της μαμάς: έπρεπε να φροντίσει τον Ντιν. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα τα έβγαζαν πέρα χωρίς τον Ντόουμπ. Κι αυτός είχε παραβεί μερικές εντολές, σίγουρα. Ο νους της πήγε στην ιστορία του οδοιπόρου που έπεσε στα χέρια των ληστών και τον έσωσε ο καλός Σαμαρείτης. Αλλά τι έλεγε η Βίβλος για την περίπτωση που ο κλέφτης και ο καλός Σαμαρείτης είναι το ίδιο πρόσωπο; «Από το μανίκι μου;» ρωτούσε τώρα ο Ντόουμπ με υπερβολική κατάπληξη. «Δε μου λες, κοπέλα μου, πιστεύεις ότι κρύβω κάτι στο μανίκι μου;» Την κοίταξε με μάτια διάπλατα από τον καθρέφτη. «Σαρλίν, αυτό δεν είναι σωστό. Ζήτησε συγνώμη από τον Ντόουμπ. Ή τ α ν πολύ καλός μαζί μας», είπε ο Ντιν, κάνοντας μισή στροφή στο κάθισμά του. «Και στο κάτω κάτω η Ό π ρ α δεν έχει μανίκια, έτσι δεν είναι, Ντόουμπ;» «Συγνώμη αν σε πλήγωσα, Ντόουμπ», είπε η Σαρλίν. Χτύπησε τον Ντιν στον ώμο απαλά και χαμογέλασε. Ο Ντόουμπ κοίταξε ξανά μπροστά και μείωσε την ταχύτητα. «Φτάσαμε», είπε. «Κοίτα πόσα αυτοκίνητα!» φώναξε ο Ντιν. Βρίσκονταν μπροστά σε μια μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Αυτός και ο Ντόουμπ πήδηξαν από το αυτοκίνητο και η Σαρλίν ακολούθησε. Ο Ντόουμπ χαιρέτησε έναν άνθρωπο που καθόταν μέσα σ' ένα κουβούκλιο και άρχισε να περπατά ανάμεσα στ' αυτοκίνητα. Σταμάτησε μπροστά σ' ένα που το είχαν σε προσφορά: 1.999
δολάρια. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα ν' αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο», είπε. «Κι αυτό ταιριάζει στην Καλιφόρνια». Ή τ α ν σπορ, ένα Ντάτσουν 280Ζ. Ασημί. Η Σαρλίν στάθηκε στο πλευρό του Ντιν, που αμέσως άρχισε να περιεργάζεται το αυτοκίνητο, να χτυπά την οροφή και να κλοτσά τα λάστιχα. «Είναι σκέτη κούκλα, Ντόουμπ», είπε ο Ντιν. «Και είναι ασημί. Σαν το αυτοκίνητο σου. Σαν το άλογο του Λόουν Ρέιντζερ». «Πολΰ ωραίο», είπε και η Σαρλίν. «Αλλά τι το θες το δεύτερο αυτοκίνητο, Ντόουμπ;» ρώτησε ο Ντιν. «Αυτό που έχεις είναι πολΰ καλό. Φτάνει μια χαρά για σένα και την Όπρα». «Δεν είναι για μένα. Σκεφτόμουν ότι μπορεί και να σας άρεσε». Τα μάτια του Ντιν άνοιξαν διάπλατα. «Σ' εμάς;» «Φυσικά, γιατί όχι; Η Ό π ρ α κι εγώ θέλουμε να σας κάνουμε ένα αποχαιρετιστήριο δώρο, σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης που μας κρατήσατε συντροφιά. Και θα χρειαστείτε αυτοκίνητο στην Καλιφόρνια. Έμαθα πως εδώ συλλαμβάνουν όσους κυκλοφορούν χωρίς αυτοκίνητο». Και πριν εκείνη προλάβει να μιλήσει, πριν προλάβει ν' αρνηθεί, ακούστηκε η φωνή του ιδιοκτήτη της μάντρας πίσω τους. «Καλό θα σας κάνω, κακό δε θα σας κάνω. Α, εσείς είστε πάλι, κύριε Σάμιουελς; Κι αυτός είναι ο γιος για τον οποίο μου είχατε μιλήσει;» Η Σαρλίν πλησίασε τον Ντόουμπ και τον άγγιξε στον ώμο. «Στάθηκες ήδη πολΰ καλός μαζί μας, Ντόουμπ», είπε απαλά. «Από τότε που σε συναντήσαμε ζούμε σαν πλούσιοι και τρώμε καλύτερα απ' ό,τι σε κηδεία. Και υπήρξες κύριος. Δεν είναι ανάγκη να μας κάνεις δώρο. Μας πρόσφερες ήδη αρκετά». Ο Ντόουμπ χαμήλωσε το βλέμμα στις μπότες του. «Θα μου έδινε μεγάλη χαρά, Σαρλίν», είπε. «Πέρασα πολύ ωραία μαζί σας, Σαν να ήσαστε πραγματικά παιδιά μου. Και με βοηθήσατε πολύ. Τα κερδίσατε αυτά τα λεφτά». «Σαρλίν», είπε ο Ντιν. «Αυτό το αυτοκίνητο είναι σκέτη κούκλα». Ο τόνος της φωνής του πρόδιδε την επιθυμία του.
«Αλλά, αν έχω ξεπεράσει κάποια όρια, αρκεί να μου το πείτε», συνέχισε ο Ντόουμπ. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Σαρλίν. Από τότε που είχε φύγει η μαμά κανείς δε στάθηκε τόσο καλός μαζί της. «Σ' ευχαριστούμε, Ντόουμπ. Θα σου είμαστε ευγνώμονες. Και μια μέρα θα σ' το ξεπληρώσουμε». Ο Ντόουμπ στράφηκε προς τον ιδιοκτήτη της μάντρας. «Αυτό θα μπορούσε να είναι το ένα», είπε καθώς τον έπιανε από τον ώμο και του ψιθύριζε κάτι στ' αυτί, απομακρύνοντάς τον από τα παιδιά. Όταν γύρισαν, πέταξε τα κλειδιά στον Ντιν και είπε: «Λοιπόν, γιε μου, πάμε μια βόλτα». Άνοιξε την μπροστινή πόρτα για τη Σαρλίν, έβαλε την Ό π ρ α στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησαν. «Πώς πάει;» ρώτησε τον Ντιν. «Σπουδαία. Σκέτη κούκλα», είπε ξανά ο Ντιν. «Και είναι όλο δικό σας, παιδιά. Για να γίνει λίγο πιο ευχάριστος ο αποχαιρετισμός μας». Η Σαρλίν αναρωτήθηκε αν χρειάζεται κάποιος έλεγχος από την αστυνομία όταν αγοράζεις αυτοκίνητο. Αναρωτήθηκε αν ο σερίφης του Λάμσον είχε βάλει τα ονόματά τους σε κάποιον κομπιούτερ. Αλλά μόλις γύρισαν στη μάντρα, ο Ντόουμπ την πήρε παράμερα. «Σαρλίν, από την πρώτη στιγμή που σας είδα, μου δώσατε την εντύπωση ότι σας κυνηγούν. Δε γνωρίζω τίποτε και δε θέλω να μάθω. Αλλά ξέρω τι σημαίνει αυτό. Πίστεψε με. Έβαλα το αυτοκίνητο στο όνομα μου. Καθαρές δουλειές. Πάρ' το σαν δάνειο. Κάποια μέρα μπορεί κι εγώ να σου ζητήσω μια χάρη. Και είμαι σίγουρος ότι θα το κάνεις. Και μακριά από τις κακοτοπιές, ε;» Η Σαρλίν ξεροκατάπιε και κούνησε σιωπηλά το κεφάλι. Μετά ανασηκώθηκε στις μύτες<κι έδωσε στον Ντόουμπ ένα θερμό φιλί στο μάγουλο. *
*
*
Όταν επέστρεψαν στο μοτέλ, η Σαρλίν και ο Ντιν φόρτωσαν τη βαλίτσα τους στο πορτ μπαγκάζ του Ντάτσουν. Ο Ντόουμπ
έστεκε με τα χέρια στις πίσω τσέπες, καθώς ο Ντιν έκανε ξανά το γύρο του αυτοκινήτου, κ,αμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι. «Σαρλίν, μπορώ να σου δώσω άλλη μια συμβουλή;» είπε ο Ντόουμπ χαμηλόφωνα. «Και βέβαια, Ντόουμπ. Είσαι έξυπνος άνθρωπος. Και καλός». «Κι εσύ είσαι κάτι παραπάνω από χαριτωμένη, Σαρλίν. Είσαι πανέμορφη. Και για ένα κορίτσι η ζωή μπορεί να είναι ή πολύ εύκολη ή πολύ δύσκολη. Κι εσύ δεν είσαι τύπος για τα εύκολα. Αλλά μην την κάνεις και πολύ δύσκολη». Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. «Αν κάποτε χρειαστεί να πεις ναι σε κάποιον, Σαρλίν, βεβαιώσου ότι το κάνεις για το σωστό λόγο». Η Σαρλίν κούνησε το κεφάλι, όχι και πολύ σίγουρη γι' αυτό που της έλεγε ο Ντόουμπ. Αλλά σκέφτηκε πως, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τη Βίβλο, κάποια στιγμή θα καταλάβαινε ξαφνικά. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον ξαναφίλησε στο μάγουλο. Μετά τον έσφιξε πάνω της. «Σ' ευχαριστώ, Ντόουμπ, που ήσουν τόσο καλός μαζί μας». Ή ρ θ ε κι ο Ντιν και αγκάλιασε τον Ντόουμπ. «Σίγουρα θα μου λείψεις. Τώρα δε θα έχω άλλον από τη Σαρλίν για να κουβεντιάζω για τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Και σ' ευχαριστώ για το αυτοκίνητο, Ντόουμπ. Και για το φαγητό. Και για τα κρεβάτια». Το πρόσωπο του Ντιν έγινε κόκκινο. Γονάτισε και αγκάλιασε την Ό π ρ α . «Θα τον προσέχεις, ε;» της είπε κι εκείνη του έγλειψε το πρόσωπο. Μετά ο Ντόουμπ φώναξε το σκυλί και μπήκαν μαζί στο αυτοκίνητο. Ο Ντιν έκλεισε την πόρτα και ο Ντόουμπ οδήγησε τη μεγάλη ασημιά Πόντιακ έξω από το πάρκινγκ του μοτέλ. Η Σαρλίν του έστειλε ένα φιλί. Ο Ντιν φύσηξε τη μύτη του. «Στάθηκε πολύ καλός μαζί μας, Σαρλίν», είπε. «Σκόπευα να του ζητήσω μερικές κάψουλες για το αυτοκίνητο, αλλά, αφού δεν προσφέρθηκε, θα ήταν αγένεια. Έτσι δεν είναι, Σαρλίν;» «Ακριβώς, καλέ μου», είπε εκείνη και τύλιξε το μπράτσο της στον ώμο του.
19 Η Μέρι Τζέιν καθόταν στο γραφείο μπροστά στο παράθυρο, κοιτάζοντας κάτω την κίνηση στη Δυτική Πεντηκοστή Τέταρτη Οδό. Ζήτημα ήταν αν είχε συνολικά κοιμηθεί πέντε ώρες μετά τη συνάντησή της με το δόκτορα Μουρ πριν από δυο μέρες. Είχε αποσυνδέσει τον τηλεφωνητή της και περνούσε την ώρα της πηγαίνοντας πάνω κάτω στο διαμέρισμα, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. Πώς, ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον εαυτό της, πώς θα το έκανε αυτό; Το ήξερε όμως πως ή θα το έκανε ή θα πέθαινε. Αλλά πώς θα κατάφερνε να επιζήσει της μεταμόρφωσης που οραματιζόταν; Ό χ ι μόνο από πλευράς εμφανίσεως. Μια ζωή άσχημη, πώς θα μπορούσε να παίξει το ρόλο μιας ωραίας; Πόσα πολλά ήταν τα όμορφα κορίτσια που είχε γνωρίσει και που, ακριβώς επειδή δεν πίστευαν στην ομορφιά τους, δεν ήταν σε θέση να πείσουν και τους άλλους; Το ήξερε πως χωρίς κίνηση κανένας ρόλος δεν πετύχαινε. Και πόσες πολλές ήταν οι γυναίκες που χωρίς να είναι ιδιαίτερα όμορφες, εξέπεμπαν μια ακτινοβολία ομορφιάς; Έπρεπε να τελειοποιήσει την προσωπικότητα της ωραίας γυναίκας. Πώς αυτή, που ήξερε ότι σαν εμφάνιση ήταν ένα μηδενικό, θα παρίστανε την ωραία; Μήπως κινδύνευε να γελοιοποιηθεί; Μήπως κινδύνευε ν' αποτύχει; Και πάλι σηκώθηκε και άρχισε το πέρα δώθε. Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος. Η κάμπια που γίνεται πεταλούδα. Και τα γενετικά χαρακτηριστικά; Επέστρεψε στο γραφείο και κοίταξε το σημειωματάριο. Στην πρώτη σελίδα είχε γράψει τέσσερις κατηγορίες: «Οικονομικό Πρόγραμμα», «Κοινωνικό Πρόγραμμα», «Επαγγελματικό Πρόγραμμα», «Εμφανισιακό Πρόγραμμα». Είχε πάρει την απόφαση να μη βγει από το σκοτεινό της διαμέρισμα αν προηγουμένως δεν εξέταζε λεπτομερώς όλα τα προβλήματα της κάθε κατηγορίας και
δεν έβρισκε τις λύσεις τους. Αλλωστε πάντα υπήρξε καλή στην παρατηρητικότητα και τη μίμηση, τα εργαλεία της δουλειάς της. Και θα χρησιμοποιούσε τα κόλπα που είχε μάθει από τον ψυχαναλυτή για να μπει στο πετσί του καινούριου της ρόλου. Ή τ α ν όμως δύσκολο μια αποτυχημένη, απωθητική γυναίκα μιας κάποιας ηλικίας να φανταστεί πως είναι νέα, επιτυχημένη και όμορφη. Έ ν α πράγμα ήξερε: δεν μπορούσε να τα κάνει όλ' αυτά μπροστά στους φίλους της —ή στους εχθρούς της. Κι αν ο κόσμος ολόκληρος επρόκειτο να γίνει η δική της σκηνή, ήξερε πως δεν μπορούσε να υποβιβαστεί τόσο πολύ ώστε ν' αφήσει τους ανθρώπους να μπουν στο καμαρίνι της. Η Μόλι, για παράδειγμα, θα της έλεγε πως είναι όμορφη έτσι όπως είναι. Αν η Μπέθανι βρισκόταν ακόμη στην πόλη, θα αισθανόταν το δίχως άλλο ανώτερη και θα πρόσφερε την υποστήριξή της. Ο πατήρ Ντάμιεν θα μιλούσε για την αξία της προσευχής ή θα της έδινε μερικά από τα δικά του αντικαταθλιπτικά χάπια. Ο Τσακ θα της συνιστούσε μάλλον να πάει σε ψυχίατρο. Ο Νιλ, αν την είχε συγχωρήσει, θα έπαιρνε κάποια από τις γνωστές του αστείες πόζες και θα την έκανε να γελάσει. Αλλά η Μέρι Τζέιν ήξερε πως όλη η στοργή και οι συμβουλές των φίλων της δε θα τη βοηθούσαν ν' αλλάξει εμφάνιση, ούτε θα της πρόσφεραν αυτό που χρειαζόταν. Αν δεν προχωρούσε σ' αυτό το αποφασιστικό βήμα και αν δεν πετύχαινε, δε θα ξανάβλεπε ρόλο στη ζωή της. Και κανένας άντρας, ούτε ο Σαμ ούτε κάποιος άλλος, δε θα την ερωτευόταν έτσι. Οι φίλοι της έκαναν λάθος στις συμβουλές τους. Η ευγένεια και τα ψέματά τους της ήταν άχρηστα. Η Μέρι Τζέιν που οι φίλοι γνώριζαν είχε πεθάνει μόνη σ εκείνο το αγροτόσπιτο έξω από τη Νέα Υόρκη. Τινάχτηκε ξανά και άρχισε πάλι το βάδισμα. Τρύπες θα γέμιζε το παλιό χαλί. Τύλιξε τα χέρια γύρω της και συνέχισε να πηγαινοέρχεται. Αποφάσισε πως έπρεπε να εξαφανιστεί. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Θα μετακόμιζε και δε θα έδινε σε κανέναν την καινούρια διεύθυνση. Η Νέα Υόρκη είναι μεγάλη πόλη. Στο κάτω κάτω δεν είχε οικογένεια για να ψάξει να τη βρει. Ο καβγάς με
τον Νιλ θα ήταν μια καλή δικαιολογία για να κόψει κάθε επαφή. Μπορεί και να μη σκόπευε να της ξανατηλεφωνήσει ποτέ. Προφανώς και ο Σαμ δεν είχε σκοπό να έρθει σ επαφή μαζί της. Αυτό λοιπόν που χρειαζόταν ήταν μια αξιόπιστη δικαιολογία για να εξαφανιστεί. Αλλά πάντα της ήταν Τσιγγάνα του θεάτρου, όπως όλοι τους. Απλώς θα έλεγε στη Μόλι, στον Τσακ και στους άλλους πως βρήκε κάποια δουλειά και θα σταματούσε να πηγαίνει στην ομάδα. Θα έφευγε και δε θα ξαναγύριζε κοντά της. Μπορεί μετά, όταν η κάμπια θα είχε γίνει πεταλούδα, μπορεί τότε να τους τηλεφωνούσε, να τους ξανασυναντούσε και να τους τα έλεγε όλα. Αλλά όχι τώρα. Αν άρχιζαν την κριτική και προσπαθούσαν να τη μεταπείσουν, δε θα έβρισκε το κουράγιο να συνεχίσει. Και αν δεν άλλαζε, δεν την ήθελε άλλο τη ζωή της. Θεέ μου, όλα φάνταζαν τόσο μελοδραματικά! Έπρεπε να χαμογελά στον εαυτό της, αλλά κατέληγε σε μια γκριμάτσα. Πήγε ως το μικρό, σπασμένο καθρέφτη που κρεμόταν από τη βιβλιοθήκη και περιεργάστηκε τα σκούρα μάτια της, το χλομό, δίχως σχήμα πρόσωπο της. Ανατρίχιασε. Ένιωσε σαν να κοίταζε το κεφάλι ενός πτώματος. Έκανε στροφή και κινήθηκε προς το παράθυρο. Μετά πήγε πάλι στο γραφείο και τράβηξε το σημειωματάριο. Αν σκόπευε να προχωρήσει, έπρεπε να βρει τους τρόπους και τα μέσα. Το άνοιξε και είδε πως είχε ακόμη 1.471 δολάρια. Είχε και το παλιό της βιβλιάριο καταθέσεων: 3.054 δολάρια συν τους τόκους. Ό λ α αυτά χωρίς τα λεφτά της γιαγιάς της, που τα είχε ήδη ασφαλίσει σε μια θυρίδα στην τράπεζα. Αυτά θα τα χρειαζόταν για τις εγχειρήσεις και ήταν αποφασισμένη να μην τ' αγγίξει. Αλλά αφού δε θα μπορούσε να δουλέψει για τουλάχιστον ένα χρόνο — και οπωσδήποτε όχι στη διάρκεια της ανάρρωσης — θα χρειαζόταν πολύ περισσότερα χρήματα για να ζήσει, όσες οικονομίες κι αν έκανε. Θ' άρχιζε λοιπόν να ξεπουλά. Καθώς ήταν πάντα άφραγκη, ψώνιζε τα έπιπλα και τ' άλλα αντικείμενα του σπιτιού από τους δρόμους. Δε θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα από την πώλησή τους. Αλλά θα μπορούσε να πουλήσει τα βιβλία και τους
δίσκους της. Θα ξεφορτωνόταν το στερεοφωνικό και την τηλεόραση. Και κάποια ρούχα της. Για μια στιγμή ένιωσε απόγνωση. Χρόνια συγκέντρωνε τα μεταξωτά φουστάνια της, τις τσάντες από αλιγάτορα, τους ταφτάδες, πηγαίνοντας σε διάφορες δημοπρασίες. Με αγάπη τα έπλενε στο χέρι, τα σιδέρωνε προσεκτικά. Αλλά μήπως δεν τα είχε όλ' αυτά για ν' απομακρύνει την προσοχή από την εμφάνισήτης; Ένα είδος απάτης: Κοιτάτε τα ρούχα μου, όχι εμένα. Θα έδινε στη Μόλι το σακάκι από κασμίρ που της άρεσε και θα πήγαινε τα υπόλοιπα σε κάποιον που ήξερε στο Σόχο. Θα κέρδιζε μερικές χιλιάδες ακόμη. Και θα επινοικίαζε το διαμέρισμα, παίρνοντας κάποια χρήματα προκαταβολικά. Ήξερε πολλά παιδιά του θεάτρου που θα το ήθελαν. Θα το έδινε για δύο χρόνια. Πήρε το στυλό της. Και κάτω από τη στήλη «Οικονομικό Πρόγραμμα» έγραψε: 1 ) Πώληση συσκευών 2) Πώληση βιβλίων/δίσκων/ρούχων 3) Ανάρτηση ενσικιαστηρίσν Έκανε ένα γρήγορο υπολογισμό. Θα κέρδιζε περίπου έντεκα χιλιάδες δολάρια. Αλλά χρωστούσε και κάποια χρήματα. Πρόσθεσε στον κατάλογο: 4) Πληρωμή της Μάστερκαρντ 5) Πληρωμή της συνδρομής στην Ένωση Νοσηλευτριών Θα μπορούσε επίσης να εξαγοράσει το ασφαλιστικό συμβόλαιο της από τη Μέριλ Λιντς. Οχτώ χιλιάδες δολάρια, αλλά αν τα έπαιρνε πίσω τώρα θα έπρεπε να πληρώσει το φόρο. Και δε θα μπορούσε πια να ελπίζει σε μια σύνταξη. Αλλά τι στο διάβολο θα τα έκανε αυτά τα χρήματα στα εξήντα πέντε της; Ούτε για το γηροκομείο δε θα της έφταναν. Και ποιος θέλει να ζήσει αυτή τη ζωή περιμένοντας να φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης; Το παιχνίδι που έπαιζε ήταν χοντρό. Ή θα τα ποντάριζε όλα για όλα ή θα τα παρατούσε. Ξανάπιασε το στυλό.
6) Εξαγορά συμβολαίου 7) Κλείσιμο των τραπεζικών λογαριασμών. Ν' ανοίξω καινούριους. Μια και όλοι την ήξεραν προσωπικά, δεν ήθελε να τη δουν ν' αλλάζει εμφάνιση, εμφανιζόμενη κάθε τόσο με επιδέσμους στο πρόσωπο. 8) Καθορισμός προϋπολογισμού για ημερήσια έξοδα 9) Αυστηρή τήρηση του ηροϋηολογισμού 10) Καμιά αγορά 11) Να βρω φτηνό ξενοδοχείο όπου θα πληρώνω με την εβδομάδα Το είχε σκεφτεί διεξοδικά. Θα της κόστιζε λιγότερο να μοιραστεί ένα διαμέρισμα, αλλά δεν είχε διάθεση ν' αντιμετωπίσει τις ερωτήσεις και την περιέργεια των συγκατοίκων της. Χρειαζόταν όμως κάποιους ανθρώπους κοντά για την περίπτωση που συνέβαινε κάτι έκτακτο κι έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Η καλύτερη περίπτωση ήταν ένα είδος πανσιόν, όπου οι υπόλοιποι ένοικοι δε θα την πρόσεχαν και στη ρεσεψιόν δε θα έκαναν ερωτήσεις όσο έπαιρναν τα λεφτά τους. Μπορεί να υπήρχε κάτι το αξιοπρεπές στο Μπρούκλιν ή στο Κουίνς. Κι αν χρειαζόταν να εργαστεί λίγο, θα μπορούσε να πιάσει μια νυχτερινή δουλειά. Κάτω από το «Εμφανισιακό Πρόγραμμα», έγραψε: 1 ) Απώλεια βάρους 2) Γυμναστική Σταμάτησε για λίγο και χαμογέλασε. Εύκολο να το λες και δύσκολο να το κάνεις. Αλλά θα ζούσε κάπου όπου δε θα υπήρχε κουζίνα. Δε θα έμπαινε στον πειρασμό να μαγειρέψει μια ωραία μακαρονάδα με σκόρδο, βασιλικό και λάδι ελιάς. Άλλωστε το πρώτο που είχε να κάνει ήταν ν ακολουθήσει την πρώτη οδηγία του δόκτορα Μουρ. Σ' αυτό έπρεπε να συγκεντρωθεί τώρα που δε θα πιεζόταν από τα θέματα της δουλειάς και τις συναισθηματικές της υποθέσεις. Σε όλη της τη ζωή υπήρξε πάντα κατά οχτώ κιλά πιο παχιά από το φυσιολογικό. Πάντα αγωνιζόταν να χάσει βάρος και πάντα
ξανάπαιρνε τα περιττά κιλά. Φορούσε δέκα νούμερο, ενώ έπρεπε να φορά οχτώ. Και τελικά, τον τελευταίο χρόνο, άρχισε να παχαίνει πολύ. Αλλά είκοσι κιλά! Πόσο θα της έπαιρνε να τα ξεφορτωθεί; Στο περιθώριο του σημειωματάριου της έκανε μερικούς υπολογισμούς. Αντιστοιχούσαν περίπου- 700 θερμίδες στο κιλό. Αν έχανε ένα κιλό την εβδομάδα, έπρεπε να παίρνει εφτά χιλιάδες θερμίδες λιγότερες και η προσπάθεια θα διαρκούσε είκοσι εβδομάδες. Α\λά αν μείωνε κι άλλο τις θερμίδες, ήξερε πως θα βρισκόταν σε μόνιμη κατάσταση πείνας. Έπρεπε να βοηθήσει με τη γυμναστική. Αλλά ποτέ δεν της άρεσε να πηγαίνει στα γυμναστήρια και σίγουρα τώρα δεν είχε την οικονομική άνεση για κάτι τέτοιο. Επομένως, έπρεπε να περπατά. Της άρεσε και δε θα της κόστιζε. Άλλωστε, όταν περπατάς δεν έχεις στο νου σου τα εκλεράκια. Έσβησε τη «Γυμναστική» και την αντικατέστησε με «Περπάτημα τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα την ημέρα». Ένα χιλιόμετρο σήμαινε δεκατρία τετράγωνα. Αυτό σήμαινε περπάτημα από τη Γέφυρα Τζορτζ Ουάσιγκτον ως το Γκρίνονιτς Βίλατζ. Μπορούσε να τα καταφέρει και μπορούσε ν' αλλάζει και δρομολόγια. Αν έδειχνε αποφασιστικότητα, θα μπορούσε να χάσει το βάρος που έπρεπε μέσα σε τέσσερις μήνες. Ή τ α ν νοσοκόμα και ήξερε πως αν αδυνάτιζε σε μικρότερο χρονικό διάστημα, θα κινδύνευε η υγεία της και θα ξανάπαιρνε τα κιλά. Ήξερε επίσης πως έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένη κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων της. Διαφορετικά, θα μπορούσε να γράψει «να γίνω μεγάλη σταρ και να κερδίσω την αγάπη ενός καταπληκτικού άντρα» και να ξεμπερδέψει. Ξανάπιασε το στυλό της και πρόσθεσε: 3) Ν' αποφασίζω από την προηγουμένη τα γεύματα κάθε ημέρας 4) Να καταγράφω ό,τι τρώω 5) Να μην έχω τρόφιμα στο δωμάτιο Κάτω από το «Επαγγελματικό Πρόγραμμα», πήγε να σημειώσει κάτι αλλά δίστασε. Μετά έγραψε:
1 ) Να ετοιμάσω καινούριο βιογραφικό 2) Να στείλω επιστολές σε εταιρείες παραγωγής της Δυτικής Ακτής 3) Μετά τψ εγχείρηση, να βγάλω καινούριες φωτογραφίες 4) Να διαλέξω το καινούριο μου όνομα Αν άλλαζε το όνομά της, θα έπρεπε ν' αποκτήσει και καινούρια ταυτότητα από το Σωματείο Ηθοποιών. Κουράστηκε πολύ για να την αποκτήσει και της πρόσφερε τόσο κύρος που κατά τη γνώμη της αυτό ήταν το πιο βαρύ απ' όλα όσα έπρεπε ν' απαρνηθεί. Σκέφτηκε πως η πρώτη ερώτηση που της έκαναν πάντα στις οντισιόν ήταν αν είναι μέλος του Σωματείου Ηθοποιών. Και τις περισσότερες φορές που επισκεπτόταν κάποιο γραφείο, απέξω υπήρχε η ταμπέλα «Μόνο Μέλη Σωματείου Ηθοποιών». Ανασήκωσε τους ώμους της. Ας πάει στο καλό. Το Σωματείο Ηθοποιών δεν την είχε βοηθήσει να φτάσει εκεί που ήθελε. Αλλά τώρα όλα θ' άλλαζαν. Δε θα είχε μάλιστα καμιά δυσκολία να γράψει κι ένα παραφουσκωμένο βιογραφικό σημείωμα. Ήξερε πολλούς θεατρικούς επιχειρηματίες που είχαν πεθάνει και δε θα μπορούσαν να τη διαψεύσουν αν έλεγε πως είχε παίξει την Ελίζα Ντούλιτλ ή στον Πυγμαλίωνα. Φυσικά, έπρεπε ν' απαρνηθεί και το μοναδικό της θρίαμβο: το ρόλο της Τζιλ. Αλλά το ταλέντο της θα το ανακάλυπταν. Αυτό και μια ενδιαφέρουσα εμφάνιση θα την οδηγούσαν στην κορυφή του βουνού. Αλλά έπρεπε να δουλέψει και προς την κατεύθυνση ενός καινούριου εαυτού. Έπρεπε να μελετήσει το πώς θα παίξει το ρόλο της ωραίας και της επιτυχημένης νέας γυναίκας. Είχε διαβάσει μερικές συνεντεύξεις τέτοιων τύπων. Ήξερε πώς να μπαίνει στο πετσί ενός ρόλου. Αυτή θα ήταν και η μεγαλύτερη πρόκλησή της. Μεγαλύτερη και από το να παίζει τη χοντρή Τζιλ. Η Μέρι Τζέιν τεντώθηκε στην καρέκλα της και μετά σηκώθηκε. Έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει και οι άνθρωποι περπατούσαν βιαστικά, επιστρέφοντας στα σπίτια τους. Τους περίμενε άραγε κάποια οικογένεια; Θα έβρισκαν ένα ζεστό πιάτο φαΐ, μια αγκαλιά, γέλια που θα τους ξεκούραζαν από την ένταση της ημέρας; Για μια στιγμή ένιωσε οίκτο για τον εαυτό της. Κουράγιο,
είπε. Αλλά τι θα γινόταν αν δεν μπορούσε ν' αδυνατίσει; Αν ο δόκτωρ Μουρ δε δεχόταν να την αναλάβει. Και αν αποτύγχανε; Θα έχανε τα περιττά κιλά. Ο δόκτωρ Μουρ θα την αναλάμβανε, διαφορετικά θα πήγαινε σε άλλο γιατρό. Κι αν και πάλι αποτύγχανε, αυτή τη φορά χωρίς τη δικαιολογία της κακής εμφάνισης; Στο κάτω κάτω ποια νομίζεις ότι είσαι; Πόσα και πόσα ωραία κορίτσια δεν είχαν προσπαθήσει και κατέληξαν σερβιτόρες στο Σαν Ντιέγκο; Και πόσες θέσεις εργασίας υπήρχαν για τις καινούριες σταρ; Ποια νομίζεις πως είσαι; Και τότε, εκεί, μέσα στο σούρουπο, άκουσε ξανά τα λόγια της γιαγιάς της: «Θα παίξεις στο θέατρο; Ποια νομίζεις πως είσαι; Θα πας στη Δραματική Σχολή; Πιστεύεις ότι είσαι η Σάρα Μπερνάρ; Ποια νομίζεις πως είσαι; Ποια νομίζεις πως είσαι; Ποια νομίζεις πως είσαι;» Έφερε τα χέρια στ' αυτιά της, αλλά η φωνή της γιαγιάς της ήταν πολύ δυνατή. «Δεν ξέρω ποια είμαι ή ποια θα γίνω, αλλά δε θα είμαι αυτό που ήμουν!» φώναξε. «Δε θα είμαι αυτό που ήμουν!»
20 Ο απογευματινός ήλιος δημιουργούσε ψηλόλιγνες σκιές γύρω από την πισίνα της θείας Ρόμπι. Η Λάιλα ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στη σεζλόνγκ, με το σουτιέν του μπικίνι της ξεκούμπωτο για να δέχεται η πλάτη της τις ακτίνες. Τα κόκκινα μαλλιά της τα είχε τυλιγμένα σε πια πετσέτα. Σε λίγο ο Χοσέ θα της έφερνε ένα μεγάλο ποτήρι παγωμένη φρέσκια λεμονάδα με γλυκαντικό. Έβαζε μέσα κι ένα φύλλο μέντας. Θεέ μου. Πραγματική ευλογία να μένει στης θείας Ρόμπι, ενώ ο κόσμος γύρω της είχε γίνει ένα κουβάρι. Και η θεία Ρόμπι ενδιαφερόταν για την καριέρα της όσο και η ίδια. «Αποφάσισε τι θέλεις και μετά άρπαξέ το από τα μαλλιά», της είχε πει. Και σύντομα αυτό θα έκανε.
Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία για το τι ήθελε. Ήθελε μια ταινία, μια ταινία πολΰ καλύτερη απ' οποιαδήποτε της μητε'ρας της. Ένα μέσο για να φτάσει στο κοινό και να το καταπλήξει. Άκουσε τα μαλακά βήματα κάποιου που την πλησίαζε. Άνοιξε τα μάτια και είδε τη θεία Ρόμπι, μ' ένα τεράστιο καπέλο στο κεφάλι. «Τι κάνεις κάτω από τον ήλιο;» τη ρώτησε. «Δεν έχεις ακούσει για την τρύπα του όζοντος; Θα πάθεις καρκίνο του δέρματος. Αν σου συμβεί κάτι, θα σε σκοτώσω». «Πρέπει να γίνω ηλιοκαμένη». «Πρέπει να βάλεις μυαλό, νομίζω». «Είμαστε στο Χόλιγουντ», επανέλαβε αυτό που πάντα της έλεγε. «Κι έτσι ζουν οι άνθρωποι στο Χόλιγουντ». «Όχι, αγαπητή μου. Κάνουν πολύ περισσότερα. Προσπαθούν να χτίσουν την καριέρα τους». Έστρεψε το κεφάλι του προς το σπίτι και φώναξε: «Χοσέ!» Ο μικρόσωμος μελαψός άντρας βγήκε από την πόρτα της κουζίνας, σκουπίζοντας τα χέρια του στη δαντελωτή ποδιά του. Πλησίασε και στάθηκε μπροστά στον Ρόμπι με το ένα χέρι στο γοφό. «Τι θέλετε, μις υψηλοτάτη;» Ο Ρόμπι αγνόησε τη συμπεριφορά του και είπε: «Μια παγωμένη Μαργαρίτα για μένα, Χοσέ, σε παρακαλώ, και άλλη μια λεμονάδα διαίτης για τη συνοδό μου». Ο Χοσέ έκανε στροφή και απομακρύνθηκε κουνιστός και λυγιστός. «Και τώρα είναι ώρα να κάνουμε μερικά ακόμη σχέδια για την καριέρα σου. Η θεία Ρόμπι σκέφτηκε πολύ το μέλλον σου, Λάιλα. Κι έχω μερικές φρέσκιες ιδέες». Η Αάιλα τα είχε ξανακούσει όλ' αυτά από τον Ρόμπι. Είχε καλές προθέσεις, αλλά μέχρι στιγμής οι ιδέες του δεν είχαν αποδειχθεί και πολύ σπουδαίες. Είχε χάσει τις επαφές του και η Λάιλα δεν είχε όρεξη ν' ακούσει χτεσινά νέα. Πολύ περισσότερο αν οι καινούριες ιδέες θύμιζαν δεκαετία του '50. «Κάποια ταινία;» τον ρώτησε όλο έξαψη. «Μήπως κανένας από τους φίλους σου γυρίζει κάποια ταινία;» «Για περίμενε, φιλενάδα. Θα ήσουν τυχερή αν έκανες λίγη τηλεόραση».
«Δεν κάνω τηλεόραση», είπε η Λάιλα και στράφηκε, αφήνοντας το σουτιέν να γλιστρήσει από τα τέλεια στήθη της. «Θέλω να κάνω μια ταινία. Η τηλεόραση σε φέρνει πολΰ κοντά στους ανθρώπους. Και στην τηλεόραση δεν υπάρχουν πραγματικοί σταρ. Μόνο διασημότητες». «Θεέ μου, τι έπαρση! Λίγη αυτοσυγκράτηση, παρακαλώ!» «Άκου ποιος μιλάει», του πέταξε. «Εσΰ είσαι εκείνος που έχει πει πως η τηλεόραση είναι δεύτερο πράγμα. Αυτό έλεγες πάντα στον Κεν». «Επειδή ο Κεν δουλεΰει στην τηλεόραση. Αλλά εγώ προτείνω την τηλεόραση για το ξεκίνημα. Πολλά αστέρια ξεκίνησαν από την τηλεόραση». «Πες μου ένα». Ο Ρόμπι σκέφτηκε για λίγο. «Ρομπ Ράινερ». «Αυτός δεν είναι σταρ, είναι σκηνοθέτης, για όνομα του Θεοΰ», είπε η Λάιλα. «Προφανώς εννοείς τον Ρον Χάουαρντ. Τέλος πάντως, ανάφερέ μου μια γυναίκα». Σταμάτησε για λίγο. «Μην μπαίνεις στον κόπο, θεία Ρόμπι. Δεν υπάρχουν σταρ στην τηλεόραση». «Κάρολ Μπάρνετ». «Αυτή δεν είναι σταρ. Αυτή είναι πρώην σταρ». «Σέλεϊ Λονγκ». «Ποια;» «Εκείνη η ξανθιά». «Ακριβώς. Καμιά ταινία έχει κάνει;» «Σάλι Φιλντ». «Θεέ μου. Κάθε φορά δουλεΰει σε κάποιο εργοστάσιο. Μιλάμε για σταρ, θεία Ρόμπι. Για λάμψη. Πρέπει να βρω μια ταινία. Μια σπουδαία ταινία». «Μέρι Τάιλερ Μουρ». «Α, θαυμάσια. Τι έχει κάνει; Αν δεν έπαιζε σ εκείνη την ταινία που σκηνοθέτησε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, θα πέθαινε σαν το σκυλί. Όχι. Ό χ ι τηλεόραση!» Η Λάιλα άρχιζε να χάνει την υπομονή της. «Έλα τώρα, Ρόμπι. Θέλω να γίνω αυτό που ήταν η μητέρα μου. Θέλω να γίνω κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Ξέρεις τι ακριβώς εννοώ».
Ο Χοσέ επέστρεψε με τα ποτά κι ένα μπολ καρύδια. «Νομίζω ότι προτρέχουμε, Λάιλα. Πρέπει πρώτα να βρεις έναν ατζέντη», είπε ο Ρόμπι, πετώντας μια χούφτα καρύδια στο στόμα του. «Τι θέλεις να πεις, Ρόμπι; Κάποιον από τους φίλους σου; Το βοηθό του βοηθού; Άσε με ήσυχη, Ρόμπι. Έ χ ω στο νου μου σημαντικότερα πράγματα». «Σταμάτα να έχεις στο νου σου διάφορα πράγματα, χρυσό μου. Η πολλή σκέψη δε σου πρόσφερε τίποτε, έτσι δεν είναι; Καιρός να σταματήσεις να σκέφτεσαι και ν' αρχίσεις τις πράξεις. Συμβαίνει να γνωρίζω τον κατάλληλο άνθρωπο. Και σκέφτεται πολύ. Ό,τι πρέπει για σένα». Η Λάιλα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά είπε: «Περίμενε, ξέρω ποιον εννοείς». «Όχι, δεν ξέρεις». «Ναι, ξέρω. Και μη μου προτείνεις τον Άρα. Είναι ατζέντης της μητέρας μου, είναι· εκατό χρονών και βρομάει η αναπνοή του. Επιπλέον, δεν πρόκειται να με συναντήσει ποτέ γιατί κάτι τέτοιο δε θα το άντεχε η Τερέζα. Και, πώς να το κάνουμε, είναι με το ένα πόδι στον τάφο». «Είναι τρομερό πόσο παρανοϊκή γίνεσαι με τη μητέρα σου. Αν είχε τέτοια δύναμη, δε νομίζεις πως θα εξασφάλιζε κάποιο ρόλο για τον εαυτό της; Δεν πρόκειται να σε σταματήσει. Και ο Άρα είναι μόνο 81 χρονών. Κι αν το ένα του πόδι είναι στον τάφο, το άλλο σίγουρα έχει ριζώσει στο Χόλιγουντ. Ο Άρα Σαγκάριαν έχει τόσο καλές διασυνδέσεις, που θα βρίσκει δουλειά στους δικούς του ακόμη και από τον τάφο». «Ναι, αλλά τον μισώ», είπε η Λάιλα. «Και βέβαια τον μισείς», είπε ο Ρόμπι με απίστευτη υπομονή. «Είναι ατζέντης. Αλλά έκανε σταρ τους Τζίμι Στιούαρτ, Φρανκ Σινάτρα, Τζόαν Κρόφορντ και τη μητέρα σου, φυσικά. Και οι επιτυχίες του συνεχίζονται. Χάγκμαν και Μάικλ Κίτον και πολλοί άλλοι». «Α, τώρα μ' εντυπωσίασες». «Μπορείς να γελάσεις, αν θέλεις. Αλλά ο Άρα Σαγκάριαν πιστεύει πολύ στην τηλεόραση. Λέει πως στις μέρες μας η τηλεόραση είναι ό,τι ήταν στη δεκαετία του '40 ο κινηματογράφος. Και
δε βλέπω τίποτε άλλο για σένα στον ορίζοντα, μις υψηλοτάτη. Εγώ μπορώ να σε πάω σ αυτόν. Κι εσύ θ' αναλάβεις να τον γοητεύσεις». «Μπορεί να κάνω μια κουβέντα μαζί του», συμβιβάστηκε η Λάιλα. Μα έβαλε τα γέλια: «Μπορώ να μπω μέσα και να του πω ότι θέλω να μου βρει ένα ρόλο πρωταγωνίστριας; Και πως δε θέλω να κάνω τηλεόραση, αλλά θέλω να γίνω μια πραγματική σταρ;» Στο κάτω κάτω ήταν η κόρη της Τερέζα Ο' Ντόνελ. Ο γέρος δε θα πάθαινε σοκ, όπως κάθε φορά που άκουγε αυτές τις φράσεις από τις διάφορες στάρλετ. Αλλά, βέβαια, αν δεχόταν να τη δει. Η Λάιλα γινόταν έξω φρενών στη σκέψη, αλλά ο Ρόμπι μπορεί να τα κατάφερνε. «Είσαι βέβαιος ότι θα με δει; Θέλω να πω επαγγελματικά, όχι τυπικά». «Α, μην ανησυχείς γι' αυτό», είπε ο Ρόμπι. «Ο Άρα είναι ο νονός της μαφίας των ομοφυλόφιλων του Χόλιγουντ. Θα έκανε τα πάντα για μένα. Αν συμφωνείς, θα του τηλεφωνήσω». Ο Ρόμπι έσκυψε και την κοίταξε στα μάτια. «Αρκεί να μου πεις πως θα δεχθείς να κάνεις τηλεόραση». Η Λάιλα ήπιε λίγη από τη λεμονάδα της. «Εντάξει, Ρόμπι. Αλλά μόνο σε μίνι σειρά και μόνο για τον πρώτο ρόλο, κι ας είναι η πρώτη μου φορά. Χωρίς γκεστ σταρ και τα λοιπά. Το εννοώ». «Θεέ μου, μις υψηλοτάτη! Εμείς δεν πάμε γυρεύοντας;» «Γεια». Η Λάιλα άκουσε τη φωνή του Κεναπότο γκαράζ. «Εγώ λιώνω όλη μέρα κάτω από τα φώτα κι εσείς εδώ καλοπερνάτε». Ο Ρόμπι κοίταξε το ρολόι του. «Δεν κατάλαβα ότι είχε περάσει η ώρα», είπε, χρησιμοποιώντας το πιο γλυκό του ύφος. «Ετούτη εδώ φταίει, που μ' έχει βάλει σε μπελάδες. Μπορεί εσείς οι δυο να έχετε κάτι να πείτε». Έκανε στροφή, κατευθυνόμενος προς το σπίτι. Ετοιμαζόταν να φωνάξει τον Χοσέ, όταν τον είδε να τρέχει κρατώντας τον ασημένιο δίσκο με το παγωμένο ποτό του Κεν πάνω. Ο Ρόμπι επέστρεψε στη σεζλόνγκ του. «Κεν, κάθισε να πιεις ένα ποτό», είπε μαζεύοντας τα χοντρά του πόδια για να του κάνει χώρο. «Τι κουβεντιάζετε εσείς οι δυο, λοιπόν;» ρώτησε ο Κεν.
Η Λάιλα του χαμογέλασε. «Έκανα ηλιοθεραπεία και η θεία με συμβούλεψε να σταματήσω, γιατί έτσι προκαλείται καρκίνος του δέρματος». «Συνήθως δίνει καλές συμβουλές. Δε στέκει και πολύ καλά, αλλά από συμβουλές σκίζει». «Ωραίος είσαι. Να σε κάψω, Γιάννη, να α' αλείψω λάδι», φώναξε ο Ρόμπι και οι δυο τους άρχισαν ν' αστειεύονται. Στο μεταξύ η Λάιλα πήρε την απόφασή της. Θα έβλεπε τον Άρα. Στο κάτω κάτω τι είχε να χάσει; «Εντάξει, Ρόμπι», είπε. «Κανόνισέ το. Αλλά όχι με κανέναν ηλίθιο βοηθό του. Με τον ίδιο τον Άρα».
21 Η Μέρι Τζέιν βρήκε την άκρη: εννιακόσιες θερμίδες και εννέα δολάρια την ημέρα για το φαγητό της, για τους επόμενους τρεις μήνες. Πέρασε τις πρώτες δύο ημέρες της δίαιτας στο κρεβάτι, κοιμισμένη τον περισσότερο χρόνο. Αλλά ήξερε πως έτσι δε θα έκανε τίποτε. Στο κρεβάτι συνήθιζε να τρώει. Έπρεπε να βγει έξω. Για να χάσει βάρος έπρεπε να κινηθεί. Και έπρεπε να χάσει αυτά τα κιλά πριν πάει στο ραντεβού της με τον Μουρ ή εκείνη τη δράκαινα τη μις Χενεσέι. Ή τ α ν ανάγκη να του δείξει κάποια αποτελέσματα. Έτσι, την Τετάρτη, ακριβώς δύο εβδομάδες μετά την κηδεία της γιαγιάς της, φόρεσε το ξεβαμμένο παλτό της και βγήκε. Είχε φάει ένα βραστό αβγό, δυο φέτες ψωμί κι ένα ντοματόζουμο. Ή τ α ν μια κρύα μαρτιάτικη μέρα, αλλά τουλάχιστον ο αέρας δε θέριζε, σκέφτηκε καθώς πήρε το δρόμο προς τ ανατολικά. Η Δυτική Πεντηκοστή Τέταρτη Οδός δεν ήταν ωραία σε καμιά στιγμή της ημέρας, αλλά το πρωί φαινόταν ακόμη χειρότερη. Η Εντέκατη Λεωφόρος ήταν γεμάτη από τα καυσαέρια των φορτηγών. Προχώρησε στη Δέκατη, μετά βρέθηκε στην Ένατη, προ-
σπέρασε τα σκουπίδια των εστιατορίων, μετά στην Όγδοη και μετά πήρε το δρόμο για το Μπρόντγουε'ι. Χριστέ μου, είναι ακόμη χειρότερα εδώ, είπε καθώς έβλεπε κάποιους τύπους να μπαίνουν στα πορνοσινεμά. Μα ποιος μπορεί να βλέπει πορνό στις εννιά το πρωί; Πήρε το δρόμο προς τα νότια, γιατί δεν ήθελε να βρει απάντηση στην ερώτηση της. Είχε παγώσει και σταμάτησε γωνία Εβδόμης Λεωφόρου και Τριακοστής Ογδόης Οδού για ένα φλιτζάνι καφέ. Ξόδεψε ένα πολύτιμο δολάριο, αλλά τουλάχιστον δεν πήρε καμιά θερμίδα. Έριξε μια ματιά στην εφημερίδα δίπλα στο ταμείο. Οι συνηθισμένοι σκοτωμοί. Έψαξε τη σελίδα των κουτσομπολιών. Τα συνηθισμένα ονόματα του Χόλιγουντ. Η Σίρλεϊ Μακλέιν έγραφε ένα ακόμη βιβλίο για μια ακόμη από τις περασμένες ζωές της, ενώ ο αδερφός της είχε κοιμηθεί πάλι με κάποια στάρλετ. Και τότε το είδε: Η Κρίσταλ Πλένουμ έχει τόσο ηολύ ενθουσιαστεί με τη δουλειά της, που παίρνει και στο σπίτι. Το σενάριο του Τζακ και Τζιλ και ο Συμβιβασμός προχωρά και ο σκηνοθέτης Σαμ ΣΛντς επίσης δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του. Κρίσταλ και Σιλντς έχουν συχνά εμφανιστεί μαζί. Ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει και μετά να παγώνει. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα έπεφτε από την καρέκλα του μπαρ. Ζαλίστηκε. Παράξενο, σκέφτηκε, καθώς πλήρωνε κι έβγαινε έξω. Ή τ α ν όλη μου η ζωή για πάνω από τρία χρόνια και τώρα έχει φύγει. Κοίταξε το ρολόι της. Αυτή ακριβώς τη στιγμή θα ήταν στο κρεβάτι του, θα κοιμόταν πλάι στην Κρίσταλ Πλένουμ, που πήρε το ρόλο μου. Δεν ήξερε τι την πονούσε περισσότερο: το ότι αυτή η γυναίκα της είχε πάρει το ρδλο ή το ότι της είχε κλέψει τον Σαμ; Περπατούσε κι έκλαιγε μέχρι την Εικοστή Τέταρτη Οδό. Συνέχισε να περπατά και σταμάτησε μόνο για να πάει στις τουαλέτες του ξενοδοχείου Τσέλσι, το μέρος όπου έμεναν όλοι οι άσημοι ηθοποιοί και συγγραφείς. «Λοιπόν», είπε στον εαυτό της, κοιτάζοντας στο ραγισμένο καθρέφτη, «αν ο δόκτωρ Μουρ δε σε αναλάβει ή δε φέρεις σε πέρας τον προγραμματισμό σου, θα επιστρέψεις εδώ. Τέλειο μέρος για ν' αυτοκτονήσεις». Δε θα ήταν η πρώτη και αυτή ήταν η μοναδική σκέψη που την παρηγορούσε.
Κατηφόρισε την Έβδομη Λεωφόρο προς την Όγδοη Οδό, σταμάτησε α ένα μαγαζί που πουλούσε παλιά βιβλία κι έμεινε εκεί να χαζεύει αφηρημένα για μια ώρα. Θα μάθαινε να μη σκέφτεται τον Σαμ. Θα εκπαίδευε τον εαυτό της. Και θα ξεκινούσε τώρα. Περιπλανήθηκε στην Οδό Χάντσον. Μετά έφαγε κάτι σ ένα ελληνικό εστιατόριο. Πλήρωσε 3,5 δολάρια και δε βρήκε τυρί κότατζ. Συνέχισε προς τη Χιούστον Στρητ. Με έξι δολάρια αγόρασε τέσσερις ώρες ξενοιασιάς στον κινηματογράφο. Μετά γύρισε σπίτι και μασούλισε λίγη σαλάτα πριν πέσει στο κρεβάτι. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της να σκεφτεί τον Σαμ. Είχε βρει, λοιπόν, το πρόγραμμά της: θα έφευγε το πρωί στις εννιά, θα περπατούσε σχεδόν οχτώ ώρες, με μια διακοπή για ένα σινεμά κι ένα σκέτο καφέ. Δε θα τηλεφωνούσε πουθενά, δε θ' απαντούσε σε κανένα τηλεφώνημα, ούτε κι αν την έπαιρνε η Μόλι. Μετά από μια εβδομάδα αποσύνδεσε τον τηλεφωνητή της. Βρήκε δυο νεαρούς να επινοικιάσουν το διαμέρισμα, πούλησε όλα της τα πράγματα και βρήκε ένα φτηνό μέρος για να μείνει στην Ανατολική Δέκατη Ένατη Οδό. Αλλά δε δέχονταν γάτες. Έτσι έκανε μια τελευταία επίσκεψη στη Μόλι, με το κασμιρένιο σακάκι στο ένα χέρι και το γάτο στο κουτί του. Τώρα θα ένιωθε περισσότερο μόνη. Η Μέρι Τζέιν περπατούσε πάνω κάτω στο Μανχάταν, χωρίς να βρίσκει το κουράγιο να ζυγιστεί ή να διαβάσει μια εφημερίδα. Το δωμάτιο της ήταν μίζερο. Απέφευγε τους καθρέφτες. Θα μπορούσα ν' αποκτήσω το στόμα της Ζαν Μορό; Το πιγούνι της Γκάρμπο; Τη μύτη της Μάι Φον Τρίλινγκ; Τα ζυγωματικά της Χέπμπουρν —είτε της Κάθριν είτε της Όντρεϊ; Αλλά αυτό που κυρίως έκανε ήταν να περπατά. Και όταν δεν άντεχε άλλο, ξεκουραζόταν σε κάποιο σταθμό ή στο λόμπι κάποιου ξενοδοχείου. Κι όταν περπατούσε, οι αναμνήσεις την πλημμύριζαν. Θυμόταν τη γιαγιά της, το Σκάντερσταουν, τη σχολή νοσηλευτριών. Αλλά πιο πολύ θυμόταν τον Σαμ. Τις συζητήσεις που είχαν. Τη βραδιά που κλειδώθηκαν έξω από το διαμέρισμα της. Τη μέρα που τη διάλεξε για να παίξει την Τζιλ. Το πάρτι των γενεθλίων που του οργάνωσε. Τον τρόπο που της έκανε έρωτα. Μερικές φορές περπατούσε με τα δάκρυα ν' αυλακώνουν τα μάγουλά της.
Ευτυχώς βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, και εκεί κανείς δε σου δίνει σημασία. Και ανακάλυψε κάτι: αν έχεις βάλει κάποιο στόχο, δεν είναι δύσκολο να τον πετύχεις. Κι όταν πια φορούσε το τζιν της, σφίγγοντας τη ζώνη της, αποφάσισε να τηλεφωνήσει σ' εκείνη τη σκύλα τη μις Χενεσέι. Θα του έδειχνε τις φωτογραφίες διάφορων σταρ που είχε συγκεντρώσει. Η νοσοκόμα του, η Γιέντα, θα τη ζύγιζε. Αλλά είχε χάσει αρκετά κιλά; αναρωτιόταν. Θα του αποδείκνυε την αποφασιστικότητά της. Θα την έπαιρνε στα σοβαρά; Τηλεφώνησε στη μις Χενεσέι κι εκείνη ήταν ψυχρή. Αλλά χωρίς καμιά συζήτηση της έκλεισε ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα. Επί έξι ημέρες, η Μέρι Τζέιν κυριολεκτικά λιμοκτόνησε. Στο νοσοκομείο έφθασε σχεδόν μια ώρα πριν από το ραντεβού. Τελικά βρήκε το κουράγιο να μπει στο ασανσέρ. Φορώντας μια μπλούζα νοσοκομείου, στεκόταν χωρίς παπούτσια στη ζυγαριά. Η μις Χενεσέι κοίταζε την καρτέλα της. Σύγκρινε το βάρος της. «Είναι δυνατόν;» ρώτησε. «Μέσα σε εφτά εβδομάδες χάσατε δέκα κιλά;» «Αλήθεια;» είπε η Μέρι Τζέιν και δεν ήξερε αν ήταν αρκετά. *
*
*
Όταν η Μέρι Τζέιν μπήκε στο γραφείο του Μουρ, νόμισε πως θα λιποθυμούσε. Πρέπει να του είχαν ήδη πάει τις πρώτες ακτινογραφίες. Κι αν της έλεγε πως δεν μπορούσε να της εξασφαλίσει κάποιο αποτέλεσμα; Κι αν της έλεγε πωξ μπορούσαν να προχωρήσουν, αλλά όλα ήταν θέμα τύχης; Θα το διακινδύνευε; Κι αν πάλι απλώς της έλεγε πως μπορούσε να το κάνει; Τότε τι; Ή τ α ν αποφασισμένη να προχωρήσει, αλλά, έπρεπε να το παραδεχθεί: ένιωθε σαν να είχε πετρώσει. Ο δόκτωρ Μουρ στεκόταν μπροστά σε μια φωτεινή οθόνη, κοιτάζοντας τις ακτινογραφίες του κρανίου της. Όταν εκείνη μπήκε, σήκωσε το κεφάλι του κι έδειξε προς τις εικόνες. «Το πρόσωπο είναι κάτι πολύ γοητευτικό», είπε. «Όταν ετοιμαζόμουν να επιλέξω ειδικότητα, είχα σκεφτεί την καρδιοχειρουργική. Εκεί προσανατολίζονταν οι πιο έξυπνοι γιατροί. Αλλά μετά μετάνιωσα· σκέφτηκα πως θα ήταν βαρετό. Κι όταν έκανα μια κουβέντα μ'
έναν πλαστικό χειρουργό, πήρα την απόφασή μου». Ξανακοίταξε τις ακτινογραφίες. «Οι δικές μου είναι;» τον ρώτησε κι εκείνος ένευσε καταφατικά. «Ελάτε να ρίξετε μια ματιά». Πλησίασε και, προς μεγάλη της έκπληξη, διαπίστωσε πως ήταν πολΰ πιο ψηλή από κείνον. Αμίλητη κοίταξε τις σκοτείνές σκιές. Δεν ήταν σε θέση να προφέρει λέξη. Κι εκείνος, σαν να διάβασε τις σκέψεις της, απάντησε χωρίς να παίρνει τα μάτια του από την οθόνη. «Ναι, νομίζω ότι μπορώ να σας κάνω όμορφη. Είστε από τις τυχερές. Το μόνο που θα χρειαστεί είναι χρόνος και χρήμα. Βέβαια, δεν υπάρχουν εγγυήσεις και θέλω να κατανοήσετε πλήρως τους κινδύνους». Κούνησε το κεφάλι της, ανίκανη να πει κάτι. Ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη, όχι μόνο για την απάντησή του, αλλά και για τη διακριτικότητά του. Ή τ α ν πολύ κοντά του. Μύριζε αποσμητικό και κάτι ακόμη —μήπως βανίλια; «Θα πρότεινα να ξεκινήσουμε με τις αλλαγές του σκελετού. Χρειάζονται κάποιες εμφυτεύσεις στα μάγουλα. Και ν' αποκτήσει το πιγούνι σας αρμονική σχέση με το υπόλοιπο πρόσωπο». Μιλούσε κουνώντας το χέρι του στις ακτινογραφίες. Κι όταν έφθασε στο πιγούνι την κοίταξε. Εκείνη κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. Ακόμη δεν μπορούσε ν' αρθρώσει λέξη. «Η δουλειά αυτή απαιτεί έξι μήνες, πάντα σε συνάρτηση με την ταχύτητα που θ' αναρρώνετε. Και μετά θα προχωρήσουμε στους ιστούς». «Τι σημαίνει αυτό;» κατάφερε να μουρμουρίσει. «Την ανακατανομή του δέρματος σας, πάνω στο καινούριο κρανίο. Βλεφαροπλαστική κι ένα μικρό λίφτινγκ στα μάτια. Δεν έχετε σακούλες και αυτό διευκολύνει. Θ' ακολουθήσω μια δική μου μέθοδο. Θα βάλω μια βελόνα εδώ». Ακούμπησε απαλά το βλέφαρο της, αλλά εκείνη τραβήχτηκε. «Και δε θα μείνουν σημάδια». Ακούμπησε το λαιμό της, ψαύοντας απαλά το δέρμα. «Εδώ πρέπει να κάνουμε λιποαναρρόφηση και μετά πλαστική». «Θα μείνουν σημάδια;»
«Δε θα φαίνονται. Ξαναράβω το δέρμα πάνω από τη γραμμή των μαλλιών, που όταν μεγαλώνουν κρύβουν εντελώς τις ουλές». «Δηλαδή θα πρέπει να ξυρίσω το κεφάλι μου;» ρώτησε τρομοκρατημένη. Τα πλούσια πυκνά μαλλιά της ήταν το μόνο ωραίο που διέθετε. Ο Σαμ λάτρευε τα μαλλιά της. «Όχι. Θ' αποστειρώσουμε τα μαλλιά. Μέχρι στιγμής δεν έχουν προκληθεί μολύνσεις». Πήγε στο γραφείο του και της έδειξε μια καρέκλα. «Χαίρομαι που τα πήγατε τόσο καλά με το αδυνάτισμα. Αποδεικνύει ότι έχετε πραγματικό κίνητρο». Την κοίταξε προσεκτικά. Προσπάθησε να μη ζαρώσει κάτω από το βλέμμα του, αλλά αναρωτιόταν ποια ακόμη ατέλεια εντόπιζε. Την ίδια στιγμή ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη. Αισθανόταν πως τον είχε πλησιάσει μ' έναν παράξενο τρόπο. Επιτέλους, να ένας άντρας από τον οποίο δεν είχε τίποτε να κρύψει. Και για άλλη μια φορά, είπε σαν νά είχε διαβάσει πάλι τις σκέψεις της: «Ξέρετε, σε μια τέτοια συνεργασία, υπάρχει πολύ στενή σχέση. Είναι σαν να ερωτευόμαστε ο ένας τον άλλο και μετά να παντρευόμαστε. Θα δουλέψουμε μαζί και πολλά εξαρτώνται από το χαρακτήρα σας, από την ικανότητά σας να επικοινωνείτε, ν' ακολουθείτε τις οδηγίες. Ό λ α τα υπόλοιπα, αφήστε τα σ' εμένα και στο ταλέντο μου. Το να χειρουργείς το πρόσωπο είναι χάρισμα. Δεν είναι μόνο θέμα τεχνικής, αλλά και οράματος. Κι εγώ, για να κάνω καλή δουλειά, πρέπει να ερωτευτώ το αντικείμενο της δουλειάς μου». «Το έχετε ερωτευτεί;» τον ρώτησε. Έξω έβρεχε. «Ναι», είπε και η Μέρι Τζέιν ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. «Πρόκειται για μεγάλη πρόκληση». Την πλησίασε πολύ. «Έχετε καπνίσει ποτέ;» «Όχι». «Ωραία. Και να μην καπνίσετε ποτέ. Και ποτέ δε θα εκτεθείτε στον ήλιο. Επίσης, καθόλου αλκο,όλ». «Ούτε ένα ποτήρι κρασί;» «Ούτε μια μπίρα. Δεν κάνει καλό στο δέρμα. Λοιπόν, για να δω. Χάσατε βάρος και ο ήλιος δεν έχει καταστρέψει το δέρμα σας».
«Δεν είχα ποτέ μου χρήματα για διακοπές και ηλιοθεραπείες». «Σ' αυτό σταθήκατε τυχερή». Έμεινε σιωπηλός. Πήρε το χέρι της και για μια στιγμή εκείνη σκέφτηκε πως θα γινόταν πιο διαχυτικός. Αλλά εκείνος τσίμπησε το δέρμα της και το παρακολούθησε να επανέρχεται. «Έχετε ακόμη καλή ελαστικότητα για την ηλικία σας. Αυτό βοηθά πολύ. Τι δίαιτα ακολουθείτε;» Του είπε. «Ωραία. Αλλά θα ήθελα να τρώτε περισσότερα λαχανικά. Και πολΰ περισσότερο νερό. Η ενυδάτωση είναι σημαντική για το δέρμα. Προσπαθείτε να πετύχετε μια εντελώς αφύσικη εικόνα, να γίνετε όπως οι έφηβες. Πρέπει, λοιπόν, να προσπαθήσετε. Και αυτά τα μεγάλα στήθη σας βοηθούν. Πολλά λεπτά μοντέλα θα τα επιθυμούσαν». «Υπάρχουν λεπτές στις οποίες προσφέρετε τόσο μεγάλα στήθη;» ρώτησε. «Δεν κάνω πλαστικές στο σώμα. Μόνο στο πρόσωπο. Και δεν ξέρω κανέναν άντρα χειρουργό που να κάνει καλή δουλειά στα στήθη. Θα σας συστήσω μια γυναίκα, τη Σίλβια Ράιτ. Είναι περίεργο που μια γυναίκα αντιλαμβάνεται καλύτερα από έναν άντρα πώς πρέπει να είναι τα γυναικεία στήθη». Χαμογέλασε. «Αλλά η Ράιτ δε χρησιμοποιεί σιλικόνη. Εδώ και εννέα χρόνια θεωρείται επικίνδυνη. Όμως εσείς δε θα χρειαστείτε κάτι τέτοιο. Το μόνο που θα χρειαστείτε είναι η ανόρθωση». Χαμήλωσε το βλέμμα στο πεσμένο της στήθος. Το αδυνάτισμα το έκανε να φαίνεται χειρότερο από ποτέ. Εντάξει, είπε στον εαυτό της, κάθε πράγμα στον καιρό του. Το σημαντικό ήταν πως θα την αναλάμβανε. Και πως η ίδια πίστευε ότι αυτός ο γιατρός μπορούσε να κάνει θαύματα.
22 Η Σαρλίν πάρκαρε το Ντάτσουν στο πάρκινγκ μπροστά στο εστιατόριο της Μινγκ Άβενιου. Κρατούσε ανοιχτή μπροστά της μια εφημερίδα, διπλωμένη στη σελίδα με τις μικρές αγγελίες. Οχτώ εστιατόρια είχε επισκεφτεί σε μια μέρα και όλοι ζητούσαν πεπειραμένες σερβιτόρες. Ας αφήσουμε που όλοι οι ιδιοκτήτες τους της είχαν κάνει κι από μια πρόταση. Μα πόση πείρα χρειαζόταν τέλος πάντων για να σερβίρει αβγά με μπέικον στους φορτηγατζήδες; Έχω φάει σε τόσα εστιατόρια που θα τα κατάφερνα ακόμη και με κλειστά μάτια, σκέφτηκε. Τι θα έκανε τώρα; Ή έπρεπε ν' αφήνει αυτούς τους τύπους να της βάζουν χέρι ή να τους πει κάποιο ψέμα. Αλλά το να πει πως είχε εμπειρία δεν ήταν και μεγάλο ψέμα. Αυτό είναι, σκέφτηκε. Οχτώ μήνες τώρα είχε τόσες πολλές φορές μπει σ' εστιατόριο, που πείρα σίγουρα διέθετε. Η Σαρλίν ανασηκώθηκε για να κοιτάξει το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Τσίμπησε τα μάγουλά της, όπως θυμόταν τη μητέρα της να κάνει, όταν δεν είχε λεφτά για μεϊκάπ. Αμέσως ένα ροζ χρώμα απλώθηκε πάνω τους. Μετά δάγκωσε τα χείλη της για να τα κάνει να κοκκινίσουν σαν κεράσια. Τακτοποίησε το γιακά της μεξικάνικης μπλούζας της και προσπάθησε να βάλει στη θέση της την τιράντα. Αλλά αυτή συνέχιζε να πέφτει, αποκαλύπτοντας τον έναν της ώμο. «Θεέ μου, βοήθησέ με», προσευχήθηκε. Βγήκε από το αυτοκίνητο, κλείδωσε την πόρτα κι έσφιξε ακόμη πιο πολύ την καουμπόικη ζώνη της. Κράτησε την αναπνοή της και με τα χέρια της διαπίστωσε πως είχε μέση δαχτυλίδι. Πολύ καλά, σκέφτηκε.
Σκούπισε τα ψηλοτάκουνα πέδιλά της με το μέσα μέρος από το μπλουτζίν της και προχώρησε αποφασιστικά προς την μπροστινή πόρτα. Πριν προλάβει ν' ακουμπήσει το πόμολο, η πόρτα άνοιξε και μπροστά της εμφανίστηκε ο πιο χοντρός άνθρωπος που είχε δει ποτέ στη ζωή της. «Σε περίμενα», της είπε. «Θα έλεγα πως προσευχόμουν να έρθεις». Παραμέρισε, κρατώντας την πόρτα, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στη Σαρλίν για να περάσει. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και μετά ανασήκωσε τους ώμους και προχώρησε στη γεμάτη θορύβους αίθουσα. Αντρικά και γυναικεία βλέμματα έπεσαν πάνω της. Την είχαν προσέξει, σκέφτηκε. «Με λένε Τζέικ και αυτό είναι το μαγαζί μου», της είπε καθώς την οδηγούσε στο βάθος. «Εντάξει, Τζέικ. Έχω έρθει για...» «Προσλαμβάνεσαι. Πέτα λοιπόν αυτή την εφημερίδα κι έλα να πιούμε έναν καφέ μαζί. Θα μου μιλήσεις για τη ζωή σου». Πήγε πίσω από το ταμείο κι επέστρεψε κουβαλώντας ένα δίσκο με δυο φλιτζάνια καφέ και μερικά ντόνατς. «Για στάσου μια στιγμή, Τζέικ. Τι θα πει προσλαμβάνομαι; Δε με ρώτησες αν έχω καμιά εμπειρία. Στην αγγελία μιλούσες για εμπειρία». Με ανακούφιση σκεφτόταν πως μπορεί και να μη χρειαζόταν να πει ψέματα ή να φλερτάρει. Ένας παχύσαρκος σαν τον Τζέικ σίγουρα δε θα μπορούσε να την κυνηγά γύρω από τα τραπέζια. Ο Τζέικ έβαλε τα χοντρά του χέρια πάνω στο τραπέζι και χαμογέλασε. «Άκου, κοπέλα μου, είδα ότι έχεις πείρα από την πρώτη στιγμή που περπάτησες μέσα στο μαγαζί. Αυτό το είδαν όλοι». Η Σαρλίν ένιωθε το πρόσωπο της ν' ανάβει. Ο οποιοσδήποτε θα παρατηρούσε την αμηχανία της. Αλλά όχι και ο Τζέικ, που κοιτούσε το φλιτζάνι του. «Και όλοι εδώ μέσα ήξεραν ότι θα προσληφθείς πριν καν περάσεις το κατώφλι του μαγαζιού». Έδειξε τους λιγοστούς πελάτες στα τραπέζια και τους φορτηγατζήδες στο μπαρ. «Είναι πελάτες μου και θέλω να νιώθουν
όμορφα». Έχωσε στο στόμα του μισό ντόνατς. «Λοιπόν, έχεις προσληφθεί. Πώς σε λένε;» Η Σαρλίν έγειρε πίσω και γέλασε. Ο Θεός σίγουρα έκανε με παράξενο τρόπο τα θαύματά του. Έριξε μια ματιά στο μαγαζί. Πλαστικά λουλούδια, γκρίζα από τη σκόνη. Τραπέζια με λαδωμένα τραπεζομάντιλα, μ' ένα ξεβαμμένο βάζο στη μέση, με το αλατοπίπερο, τη θήκη για τις πετσέτες κι ένα μπουκάλι κέτσαπ. Πορτοκαλιές πλαστικές καρέκλες, σχεδόν ξεχαρβαλωμένες. Τραπεζάκια από μπλε φορμάικα. Η ματιά της έπεσε στο μακρύ μπλε πάγκο του μπαρ με τους μεγαλόσωμους φορτηγατζήδες. Τρομερός θόρυβος. Μιλούσαν για το μπέιζμπολ, για τις συνθήκες οδήγησης, για κυνήγι. Οι μοναδικές δύο γυναίκες πελάτισσες κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Μια ογκώδης γυναίκα με ροζ πλαστική ποδιά πηγαινοερχόταν στην κουζίνα, κουβαλώντας πιάτα και φωνάζοντας τις παραγγελίες στον Μεξικάνο μάγειρα, που ιδροκοπούσε στη μικροσκοπική κουζίνα. Καλύτερα από τα Μακντόναλντ, σκέφτηκε η Σαρλίν. Όλο και κάποια φιλοδωρήματα θα έπαιρνε. Τώρα ο Τζέικ σκούπιζε το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού του. «Πώς σε λένε;» επανέλαβε. «Σαρλίν, Τζέικ. Πότε ξεκινάω;»
23 ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΑΝ Ασθενής: Ηλικία:
Μέρι Τζέιν Μόραν 34
Ασφάλιση: Διεύθυνση:
Ημ/νία γεννήσεως:
22 Σεπτ. 1958
Νέα Υόρκη
Ημ/νία: Επέμβαση: Ιατρός: Ημ/νία: Επέμβαση:
Ουδεμία 749 Ανατολική 19η Οδός
Ιατρός: Ημ/νία: Επέμβαση: Ιατρός:
22 Ιουλίου 199Πλαστική κοιλίας Σίλβερμαν 18 Οκτ. 199Λίφτινγκ και λιποαναρρόφηση Μουρ 11 Ιαν. 199Γλουτοί Σίλβερμαν
Κόστος: 3.830 δολάρια
Ημ/νία: Επέμβαση: Ιατρός:
21 Απριλίου 199Βλεφαρο πλαστική Μουρ
Κόστος: 1.540 δολάρια
Ημ/νία: Επέμβαση:
28 Σεπτ. 199Λιπεκτομή, αφαίρεση λίπους από τα μπράτσα Σίλβερμαν Κόστος: 1.950 δολάρια
Ιατρός:
Κόστος: 7.425 δολάρια
Κόστος: 4.300 δολάρια
Ημ/νία: Επέμβαση: Ιατρός: Ημ/νία: Επέμβαση: Ιατρός: Ημ/νία: Επέμβαση: Ιατρός:
28 Φεβρ. 199Μαστοπηξία Ράιτ Κόστος: 4.300 δολάρια 11 Απριλίου 199Απόξεση του δέρματος Μουρ Κόστος: 1.750 δολάρια 3 Ιουνίου 199Ρινοπλαστική Μουρ Κόστος: 4.100 δολάρια Από το αρχείο της Λόρα Ρίτσι
Όταν ολοκληρώθηκαν όλες οι προκαταρκτικές εργασίες, ο Μπριοΰστερ Μουρ της ετοίμασε ένα πρόγραμμα. Της πρότεινε τους άλλους γιατρούς που θ' αναλάμβαναν τις επεμβάσεις του σώματος. Σκόπευε ν' αναλάβει ο ίδιος την εποπτεία όλης της διαδικασίας. Πολλοί από αυτούς δούλευαν μαζί του στην κλινική που είχε ιδρύσει για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. «Δεν είναι καταθλιπτική αυτή η δουλειά;» ρώτησε η Μέρι Τζέιν. «Λιγότερο καταθλιπτική από το να συζητάς με μια κοσμική κυρία για το τρίτο λίφτινγκ της», είπε ο Μουρ. «Θα ήθελες να δεις τη δουλειά μου;» Η Μέρι Τζέιν κολακεύτηκε και δέχθηκε την πρότασή του. Ή τ α ν η πρώτη φορά που αποκάλυπτε κάτι για τον εαυτό του και τα ενδιαφέροντά του. Είχε συνηθίσει τους ψυχρούς γιατρούς, αλλά αυτός δεν τους έμοιαζε — είχε τη σιγουριά των γιατρών αλλά διέθετε κι έναν παράξενο συνδυασμό αφοσίωσης και συμπόνιας. Ανακάλυψε το μυστικό του κατά την ξενάγηση. Η κλινική του ήταν το πάθος του. Είδε εκεί παιδιά απ όλο τον κόσμο, γεννημένα με παραμορφώσεις τόσο τρομερές και τερατώδεις που τα περισσότερα είχαν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. «Βλέπεις», της είπε, «όλοι περιμένουμε να δούμε ένα παιδί να μας χαμογελά. Αλλά μερικά από αυτά τα παιδιά δεν είχαν καν στόμα για να χαμογελάσουν. Ακόμη και οι πιο μορφωμένοι γονείς δεν μπορούν εύκολα να δεχθούν κάτι τέτοιο».
Τη συνέστησε στον Γουίντροπ, ένα αγόρι από τον Καναδά, που οι γονείς του είχαν σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα, ενώ ο ίδιος είχε επιζήσει, αλλά γεμάτος εγκαύματα. Τώρα είχε ένα ήταν εντελώς καινούριο πρόσωπο. Και στη Χίλντα, μια ξανθούλα τριών χρονών, που την είχαν αφήσει έξω από μια εκκλησία της Βρέμης την επομένη της γέννησής της. Από την ημέρα που είχε φτάσει εκεί, πολλά είχαν διορθωθεί, αλλά έπρεπε ακόμη ν' αποκτήσει μια μύτη. Και τον Ραούλ, ένα δωδεκάχρονο από την Ονδούρα, που τα φωτεινά του μάτια και τα έξυπνα χαρακτηριστικά του αποτελούσαν τα μόνα μέσα επικοινωνίας του, γιατί είχε γεννηθεί χωρίς γλώσσα και κάτω σιαγώνα. Οι θάλαμοι ήταν χαρούμενοι, ο εξοπλισμός σύγχρονος και το χειρουργείο το καλύτερο στη χώρα. «Πώς αντιμετωπίζετε τα έξοδα;» ρώτησε κοιτάζοντας γύρω της. «Με μια μικρή κρατική επιχορήγηση και πολλές ιδιωτικές δωρεές. Τα υπόλοιπα, από τα χρήματα που κερδίζω εγώ. Πελάτες μου είναι μερικοί από τους πιο πλούσιους και ισχυρούς της χώρας». Χαμογέλασε. «Συμβάλλουν πολύ σε όλ' αυτά». «Όλ' αυτά με κάνουν να νιώθω ακόμη πιο τιποτένια», είπε η Μέρι Τζέιν. Σταμάτησε και την κοίταξε. «Δεν πρέπει», είπε. «Μην υποκύπτεις στις πουριτανικές μοιρολατρίες, ούτε στη σύγχρονη άποψη, σύμφωνα με την οποία η εμφάνιση είναι ζήτημα ματαιοδοξίας. Μερικά πράγματα δεν έχουν αλλάξει από καταβολής κόσμου. Το πρόσωπο σου είναι η τύχη σου. Και αυτά τα παιδιά θα σε διαβεβαίωναν». *
*
*
Τον εμπιστεύθηκε όλυτα. Στο κάτω κάτω ήταν νοσοκόμα και είχε δουλέψει χρόνια σε νοσοκομεία. Κι όμως, τα νοσοκομεία πάντα της προκαλούσαν νευρικότητα. Άλλωστε ποτέ της δεν είχε ξαναμπεί σε νοσοκομείο σαν ασθενής. Η πρώτη επέμβαση ήταν σκέτη φρίκη. Η μακριά διαδρομή πάνω σε φορείο, στους διαδρόμους, στα ασανσέρ που χρησιμοποιούσαν οι επισκέπτες, οι υπάλληλοι και τα παιδιά των ανθοπω-
λείων, υπήρξε ταπεινωτική. Και ο νοσοκόμος που τη μετέφερε, σταματούσε κάθε τόσο για να κουβεντιάσει με όποιον περνούσε. Σε σημείο που να νιώσει ανακούφιση όταν έφτασαν στο χειρουργείο. Αν επρόκειτο για κάποια επέμβαση που ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου, οι νοσοκόμοι θα φέρονταν διαφορετικά. Αλλά πλαστική χειρουργική! Τη θεωρούσαν νευρωτική, εγωκεντρική. Είχε χάσει δεκαεννιά κιλά και το στομάχι της είχε ξεφουσκώσει. Αλλά δεν είχε εξαφανιστεί, κρεμόταν σαν άδεια σακούλα. Γι' αυτό και χρειαζόταν η πλαστική κοιλίας. Ή τ α ν μια πολύ σοβαρή επέμβαση, αλλά ο δόκτωρ Μουρ είχε θελήσει να ξεκινήσουν από αυτήν, για να της δώσει χρόνο ν' αναρρώσει. *
*
*
Η εγχείρηση, που απαιτούσε μία περίοδο ανάρρωσης εφτά ως δέκα ημερών, είχε προγραμματιστεί για τις εφτάμισιτο πρωί μιας γκρίζας Πέμπτης. Το προηγούμενο βράδυ, μια νοσοκόμα της είχε ξυρίσει το εφήβαιο, για να μειωθούν οι κίνδυνοι από τις μολύνσεις, όπως της εξήγησε. Το πιο γνωστό αστείο είναι πως στα νοσοκομεία σε ξυπνούν για να σου δώσουν το υπνωτικό σου χάπι. Εκείνο το πρωί, τη Μέρι Τζέιν την ξύπνησαν από τις πεντέμισι για να της κάνουν μια ένεση προνάρκωσης που θα τη βοηθούσε να χαλαρώσει. Γρήγορα ένιωσε σαν να πετά, αλλά και πάλι ένιωσε άσχημα μέσα στο ασανσέρ με τους άλλους γύρω της να κάνουν ότι δεν τη βλέπουν. Κανείς δεν την κοίταζε στα μάτια και ξαφνικά της ήρθε να σκάσει στα γέλια με τη γελοιότητα της κατάστασης. Ο γιατρός που θα έκανε την επέμβαση ήταν επιλογή του δόκτορα Μουρ. Το προηγούμενο βράδυ την είχε επισκεφτεί και την είχε συγκινήσει με το ενδιαφέρον του. «Ο Μπομπ Σίλβερμαν είναι καλός άνθρωπος. Το δέρμα σου είναι καλό και δε θα υπάρξουν ουλές. Την ανόρθωση στήθους θ' αναλάβει η Σίλβια Ράιτ. Κανένας άντρας δεν έχει τη δική της αίσθηση όταν πρόκειται για το σχήμα ενός στήθους». Ο δόκτωρ Μουρ κοκκίνισε Ή τ α ν πολύ τυπικός, αλλά διέθετε χιούμορ. Μετά χαμογέλασε. Είχε πολύ ωραίο χαμόγελο. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ», είπε.
Στο δρόμο για το χειρουργείο, η Μέρι Τζέιν είχε καρφωμένα τα μάτια της στο ταβάνι, παρακολουθώντας αφηρημένη τα φώτα. Χάρη σ εκείνη την ένεση, όλες οι ενοχές, η ντροπή και η νευρικότητα είχαν εξαφανιστεί. Την άφησαν έξω από το χειρουργείο. Ο χρόνος περνούσε, αλλά δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο. Λεπτά; Ώρες; αναρωτιόταν. Μια νοσοκόμα την πλησίασε, πρόφερε το όνομά της και της έκανε μια ένεση στο μπράτσο. «Προχωρούμε, μις Μόραν», είπε και έσπρωξε το φορείο, μέσα από τις αυτόματες πόρτες, σ ένα βαμμένο σε απαλό πράσινο δωμάτιο με τεράστιους προβολείς. Είδε μια ομάδα ανθρώπων ντυμένων στα πράσινα. Έδειχναν να στέκουν γύρω από ένα τραπέζι που δε φαινόταν. Και ξαφνικά εκείνη είχε γίνει το τραπέζι και όλοι την κοίταζαν. «Γεια σου, Μέρι Τζέιν», ακούστηκε από κάπου η φωνή του δόκτορα Μουρ. «Νιώθεις άνετα;» Δεν περίμενε να βρίσκεται εκεί. «Νιώθω πολύ χαλαρωμένη», μουρμούρισε. «Αρχισε να μετράς κατεβαίνοντας από τα εκατό», τη συμβούλεψε. Προσπάθησε να σκεφτεί ένα ανέκδοτο, αλλά δεν κατάφερνε και να μετρά συγχρόνως. «Εκατό, ενενήντα εννιά». Μετά δε θυμόταν το επόμενο αριθμό... *
*
*
Δόξα τω Θεώ, όλα είχαν τελειώσει. «Μπορείς να κοιμηθείς τώρα», είπε η νοσοκόμα. Η Μέρι Τζέιν έκανε μια προσπάθεια να την ευχαριστήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Αργότερα ξανάνοιξε τα μάτια, αλλά δεν μπορούσε να κινηθεί. Το στόμα της ήταν στεγνό, η γλώσσα της σαν γυαλόχαρτο. Πονούσε, δεν είχε ξανανιώσει τόσο έντονο πόνο. Προσπάθησε να φωνάξει κάποιον, αλλά δεν έβγαινε η φωνή της. Η παραμικρή κίνηση μεγάλωνε τον πόνο. Είχε την αίσθηση πως η κοιλιά της ήταν μια πληγή, σαν να την είχαν κλοτσήσει ένα εκατομμύριο φορές. Μετά βούλιαξε ξανά στην ανυπαρξία. Είχε αποκοιμηθεί. Ή είχε λιποθυμήσει. Ξανάνοιξε τα μάτια της και συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο της. Πονούσε ακόμη, αλλά ήξερε πως κάτι θα έκαναν σύντομα για να την
ανακουφίσουν. Αμέσως μόλις τους ειδοποιούσε πως είχε ξυπνήσει. Αλλά δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι της. Ένα χέρι άγγιξε απαλά τον ώμο της. «Γεια σου, πρέπει να ξυπνήσεις τώρα. Έλα, Μέρι Τζέιν, ξύπνα. Πώς αισθάνεσαι;» Η φωνή δε σταματούσε να μιλά. Η νοσοκόμα είχε αποφασίσει να την κάνει να συνέλθει εντελώς από την αναισθησία. Η Μέρι Τζέιν προσπάθησε να συνεργαστεί. «Νερό», ήταν το μόνο που κατόρθωσε να πει. Ήθελε ακόμη να προσθέσει «πονάω», αλλά απλώς έσφιξε τα μάτια της. Η νοσοκόμα το κατάλαβε και με ευγνωμοσύνη δέχθηκε το τσίμπημα της βελόνας. Τότε, αργά αργά, ο πόνος άρχισε να υποχωρεί και η Μέρι Τζέιν ένιωσε θαυμάσια. Η τελευταία της σκέψη, πριν αποκοιμηθεί ξανά, ήταν πως είχε τελειώσει με τη μια εγχείρηση κι έμεναν μόνο άλλες πέντε. *
*
*
Οι ραφές την πονούσαν πολύ. Αλλά, όταν βγήκαν οι επίδεσμοι, η Μέρι Τζέιν είχε μια κοιλιά εφηβικά επίπεδη. Την κοίταξε γοητευμένη. Η δική της σάρκα ήταν αυτή; Τόσο απαλή, τόσο σφιχτή; Ξέχασε τον πόνο, τα λεφτά, την αίσθηση πως το ίδιο της το κρέας το είχαν αφαιρέσει και πετάξει κάπου. Κι έμεινε να θαυμάζει τ' αποτελέσματα της επέμβασης. *
*
*
Η ανόρθωση και η μείωση του όγκου του στήθους της φαινόταν χειρότερη, αν και ο Μπριούστερ Μουρ την είχε διαβεβαιώσει πως ο μετεγχειρητικός πόνος δε θα ήταν τόσο μεγάλος. «Δεν κόβουμε μυς, μόνο λίπος. Αύριο, η δόκτωρ Ράιτ θα σηκώσει το στήθος σου και θα ξανατοποθετήσει τις θηλές σου». «Θα τις ξανατοποθετήσει; Θέλεις να πεις ότι θα τις έχει προηγουμένως κόψει;» «Ναι. Νόμιζα πως το είχες καταλάβει όταν μίλησες με τη δόκτορα Ράιτ. Αλλά οι ουλές δε θα φαίνονται...» Η Μέρι Τζέιν αισθάνθηκε ένα κύμα ναυτίας. «Αλλά όταν θα τις ξανατοποθετήσει, θα είναι όπως πριν; Εννοώ...» Σταμάτησε όλο αμηχανία. «Θα αισθάνομαι τίποτε;»
«Δε θα μπορέσεις να θηλάσεις, αλλά η αίσθηση μερικές φορές επιστρέφει. Κατά τη γνώμη μου όμως δεν είναι εύκολο. Αυτό είναι σημαντικό και πίστευα ότι το είχες καταλάβει. Βέβαια, εσύ είσαι που θ' αποφασίσεις αν αυτή η θυσία αξίζει τον κόπο. Μερικές γυναίκες έχουν αναφέρει πως μετά την εγχείρηση αυξήθηκε η σεξουαλική τους απόλαυση, αλλά πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι νιώθουν υπερήφανες για το καινούριο τους στήθος. Ξέρεις, ο εγκέφαλος είναι το σημαντικότερο σεξουαλικό όργανο». «Ναι, αλλά δε χειρουργείτε τον εγκέφαλο μου, γιατρέ». «Αυτό το ξέρω. Και ελπίζω ν' αντιλαμβάνεσαι πόσο εκτιμώ το κουράγιο σου». «Άκου, παιδιά σαν τον Ραούλ και τον Γουίντροπ κι εκείνα που έχουν χάσει το μισό τους πρόσωπο λόγω του καρκίνου, έχουν κουράγιο. Αλλά α ευχαριστώ. Όμως θα κάνουμε μια συμφωνία: η δόκτωρ Ράιτ θα μου κόψει τις θηλές αλλά θα μου χαρίσει τέλεια στήθη κι εσύ θα μου φτιάξεις μια μύτη σαν της Μάι Φον Τρίλινγκ». «Μεγάλο παζάρι, Μέρι Τζέιν». Γέλασε. «Θα δω τι μπορώ να κάνω». Έκανε να φύγει. «Και... γιατρέ; Σχετικά μ' εκείνες τις θηλές...» Γύρισε και την κοίταξε με το συνηθισμένο του ενδιαφέρον. «Θα βεβαιωθείς ότι η δόκτωρ Ράιτ θα θυμηθεί να μου τις ξαναβάλει, έτσι;»
24 Γεια σας, παιδιά, εδώ Λόρα Ρίτσι. Μου φαίνεται πως με ξεχάσατε εδώ στο Χόλιγουντ, Παρακολουθώντας τη Μέρι Τζέιν ν' αντιμετωπίζει τον πόνο της. Δεν εκπλήσσομαι. Στο Χόλιγουντ η μνήμη είναι κάτι το πολύ ασθενές. Σ' αυτή την πόλη οι μισοί ανεβαίνουν και οι μισοί κατεβαίνουν. Σαν τους καρχαρίες που κολυμπούν στον ίύκεανό, είναι ανίκανοι να σταματήσουν. Και σαν τους καρχαρίες, όλοι αντιδρούν με βάση το φόβο και τψ πείνα τους. Η πείνα και ο φόβος είναι τα καύσιμα που τροφοδοτούν τους ατζέντηδες του
Χόλιγουντ. Οι νεαρές ανερχόμενες στάρλετ φοβούνται τους ατζέντηδες σαν θεούς. Αυτοί μπορούν να δημιουργήσουν ή να καταστρέψουν καριέρες. Αλλα ο φόβος είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Μόλις γίνουν διάσημοι, οι αστέρες σπεύδουν να πουλήσουν τους ατζέντηδές τους για άλλους, καλύτερους. Και οι ατζέντηδες τρέμουν μήπως πουληθούν. *
*
*
Στην αίθουσα υποδοχής του Άρα Σαγκάριαν, η Λάιλα αυτόν το φόβο μπορούσε να τον μυρίσει, ελπίζοντας να μην είναι ο δικός της. Υπήρχαν πέντε έξι νεαρά πρόσωπα στο δωμάτιο, ο ένας ωραιότερος από τον άλλο, και όλοι ξεφύλλιζαν το Βαράιτι. Μόνο οι ηττημένοι αναγκάζονταν να περιμένουν τις μισούσε τις αναμονές. Αλλά η Λάιλα ήταν σίγουρη πως κανείς τους δεν είχε ραντεβού με τον Άρα. Πρέπει να ήταν οι συνηθισμένοι τύποι που έπαιρναν σβάρνα τα γραφεία των ατζέντηδων, με την ελπίδα, κάθε φορά, πως το συγκεκριμένο πεντάλεπτο της συνάντησης μαζί του θα τους εξασφάλιζε κάποιο ρόλο, έστω και τον πιο μικρό. Γιατί στο Χόλιγουντ, ένας ηθοποιός χωρίς ατζέντη είναι ένας ηθοποιός δίχως καμιά ευκαιρία. «Μις Κάιλ;» είπε η νεαρή γραμματεύς και όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς τη Λάιλα. «Ο κύριος Σαγκάριαν σας περιμένει. Με ακολουθείτε, παρακαλώ;» Η Λάιλα χαμογέλασε, σαν να περίμενε αυτή την ειδική μεταχείριση, και πήρε την τσάντα της από το πάτωμα πλάι στην καρέκλα της. Την πέρασε στον ώμο της, ακολουθώντας τη γυναίκα στον μακρύ, καλυμμένο με παχύ χαλί διάδρομο. Οι τοίχοι ήταν σε όλο τους το μήκος και το πλάτος καλυμμένοι από φωτογραφίες με αυτόγραφα. Με μια ματιά είδε τον Φρανκ Σινάτρα, τον Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, τη Λουσίλ Μπολ, τον Ντιουκ Γουέιν, την Τζόαν Κρόφορντ και καμιά δεκαριά άλλους. Στον Άρα, έγραφαν όλες οι αφιερώσεις. «Να η φωτογραφία της μητέρας σας, μις Κάιλ». Η Λάιλα αναγνώρισε τη σκηνή από την ταινία Ένα Αστέρι Γεννιέται. Είχε δει εκατοντάδες τέτοιες στο σπίτι της. «Κι αυτή είναι η σουίτα του κυρίου Σαγκάριαν», είπε η γραμματέας, ανοίγοντας μαλακά την ξύλινη πόρτα.
Η Λάιλα ένιωθε νευρικότητα, αλλά θύμισε στον εαυτό της πως ο Άρα Σαγκάριαν δεν ήταν αυτός που υπήρξε στο παρελθόν. Δεν ήταν πια ο ατζέντης του Σινάτρα, του Ντέιβις, του Γουέιν, της Κρόφορντ, της Μπολ. Μερικοί από τους πελάτες του είχαν πάρει σύνταξη και άλλοι είχαν πεθάνει. Χρειαζόταν νέο αίμα, αλλά όχι το αίμα αυτών των χαμένων στην αίθουσα αναμονής. Χρειαζόταν μια Μαντόνα, έναν Τομ Κρουζ, μια Λάιλα Κάιλ. Ένα αστέρι ή κάποιον που είχε όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει αστέρι. Χρειαζόταν τη Λάιλα Κάιλ. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκε στον εαυτό της. «Πέρασε, πέρασε», άκουσε τη φωνή του Άρα, καθώς η Λάιλα έκανε την εμφάνισή της στην πόρτα. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία τους συνάντηση; Πέντε χρόνια; Δέκα; Δεν είχε προετοιμαστεί γι' αυτό που θα συναντούσε. Ο άλλοτε ψηλός, πανίσχυρος Άρα Σαγκάριαν, έμοιαζε να έχει μαζέψει. Το αριστερό του χέρι κρεμόταν ακυβέρνητο κι έσερνε το αριστερό του πόδι. Η αριστερή πλευρά του στόματος του είχε σχεδόν παραλύσει και οι λέξεις που πρόφερε ακούγονταν παράξενες. Ό λ α έδειχναν ότι είχε πάθει εγκεφαλικό. «Κύριε Σαγκάριαν, τι ευγενικό εκ μέρους σας να με δείτε. Ξέρω πόση δουλειά έχετε». Η Λάιλα πλησίασε με το χέρι της απλωμένο. Ο Άρα της έσφιξε το χέρι και μετά σκούπισε το στόμα του μ' ένα λινό μαντίλι. Το λεπτό μουστάκι του ήταν υγρό. «Κάθε άλλο, αγαπητή μου. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Έ χ ω να σε δω από τότε... Για να σκεφτώ... Από τότε που ήσουν επτά ή οχτώ χρονών κι έδωσες μια παράσταση με τις κούκλες σ' ένα πάρτι στο σπίτι της μητέρας σου. Μεγάλωσες πολύ από τότε», πρόσθεσε κοιτάζοντάς την εξεταστικά. «Έλα, κάθισε εδώ. Πώς είναι η γοητευτική μητέρα σου;» «Πολύ καλά, κύριε Σαγκάριαν. Σας στέλνει την αγάπη της. Είναι πολύ χαρούμενη που δεχθήκατε να χάσετε το χρόνο σας για να κουβεντιάσουμε για την καριέρα μου. Η μητέρα λέει πως αν δεν πάρεις για ατζέντη σου τον κύριο Σαγκάριαν, δεν μπαίνεις στις σόου μπίζνες».
«Σε παρακαλώ, να με φωνάζεις Άρα. Εμείς ουσιαστικά είμαστε μια οικογένεια. Και τώρα, για ποια καριέρα μιλάμε;» ρώτησε και ξανασκούπισε το στόμα του. «Είμαι ηθοποιός», είπε η Αάιλα και ξαφνικά ένιωσε πολύ νέα. «Η μητέρα λέει πως είμαι γεννημένο ταλέντο και χρόνια τώρα με πιέζει ν' ασχοληθώ με τις σόου μπίζνες». Η Λάιλα τακτοποίησε νευρικά τη φούστα της και συνέχισε: «Έτσι, τελικά, υποχώρησα. Και να με», είπε στέλνοντάς του το πιο αστραφτερό της χαμόγελο. «Να σε, πράγματι. Και πολύ όμορφη, θα πρόσθετα εγώ. Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αγαπητή μου;» ρώτησε ο Άρα. Η Λάιλα τα 'χασε. Ό λ ο το κουράγιο της την εγκατέλειψε μονομιάς. Παρά την ηλικία του, παρά το εγκεφαλικό, εξακολουθούσε να είναι τόσο... σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν είχε προετοιμαστεί για να δώσει ρεσιτάλ μπροστά του. Μήπως την κορόιδευε; Αισθάνθηκε το αίμα ν' ανεβαίνει στο κεφάλι της, αλλά προσπάθησε να παραμείνει ήρεμη. «Να... Ήθελα να σας ρωτήσω αν θα με δεχόσαστε σαν πελάτισσα. Βλέπετε, σκεπτόμουν να ξεκινήσω από την τηλεόραση, αλλά η αλήθεια είναι πως μ' ενδιαφέρει περισσότερο η καριέρα στον κινηματογράφο». Του παρουσίασε έναν κατάλογο ψεύτικες τηλεοπτικές συμμετοχές της. Ποτέ της δεν είχε σταθεί ούτε ένα λεπτό μπροστά στην κάμερα. Ο Άρα συνοφρυώθηκε. «Λυπάμαι που σ' έκανα να χάσεις το χρόνο σου, Λάιλα. Δεν αναλαμβάνω καινούρια ταλέντα. Δεν είναι προσωπικό. Είναι κάτι που δεν κάνω εδώ και χρόνια. Αν ήξερα πως γι' αυτό μ' επισκέπτεσαι, θα σ' ενημέρωνα για να γλιτώσεις το ταξίδι ως εδώ. Αλλά ίσως θα μπορούσα να σε βοηθήσω διαφορετικά. Να σε συστήσω σε κάποιον άλλο;» Η Λάιλα βρισκόταν στα πρόθυρα του πανικού. Δεν τα είχε σχεδιάσει έτσι τα πράγματα. Και δε χρειαζόταν να τη στείλει σε κάποιον άπειρο ατζέντη. Ίσως αν επιστράτευε την κολακεία... «Μα εγώ δε θέλω άλλον ατζέντη, Άρα. Εγώ Θέλα) εσένα. Η μητέρα πάντα έλεγε πως μυρίζεσαι το καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο καλύτερα απ' οποιονδήποτε άλλον στην πόλη, καλύτερα και από οποιονδήποτε σκηνοθέτη». Η Λάιλα χαμήλωσε τα μάτια της, τάχα
για να μη δει εκείνος τα δάκρυα της απογοήτευσης. «Θέλω να δουλέψω μαζί σας, κΰριε Σαγκάριαν». «Είμαι σίγουρος ότι το σκέφτηκες πολύ», είπε ο Άρα, «και ότι η μητέρα σου σε προετοίμασε προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά άσε με να σου εξηγήσω πώς είναι τα πράγματα στο Χόλιγουντ. Κάπως έτσι: "Ποιος είναι ο Γκλεν Φορντ;" "Φέρε μου τον Γκλεν Φορντ". "Φέρε μου κάποιον σαν τον Γκλεν Φορντ". "Φέρε μου έναν καινούριο Γκλεν Φορντ". Και μετά, ξανά: "Ποιος είναι ο Γκλεν Φορντ;" Το ξέρω, σου φαίνεται λίγο κυνικό, αλλά έτσι γίνεται εδώ». Ο Άρα ξανασκούπισε το στόμα του. «Είδες τι χρειάστηκε να κάνει η μητέρα σου για να φτάσει στην κορυφή και να μείνει εκεί όσο περισσότερο μπορούσε. Σίγουρα δε θα θέλεις να περάσεις έτσι την υπόλοιπη ζωή σου». Θεέ μου, άρχιζε να της δίνει πατρικές συμβουλές τώρα. Γιατί δεν το βούλωνε, δε σκούπιζε το στόμα του και δεν την έστελνε στον Σπίλμπεργκ ή στον Ρόμπερτ Άλτμαν, για όνομα του Θεού; Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπρεπε να πει ψέματα. «Φαίνεται πως η μητέρα μου το ήθελε πολύ, πριν το θελήσω εγώ. Εκπαιδεύτηκα απ' αυτήν». «Δηλαδή η μητέρα σου σε στηρίζει απόλυτα;» ρώτησε ο Άρα, ανασηκώνοντας τα φρύδια του. «Είναι πεισμένη ότι διαθέτεις το ταλέντο και την όρεξη να δουλέψεις σκληρά;» Ξαναχρησιμοποίησε το μαντίλι του και μετά συνέχισε: «Αστείο, αλλά δε θυμάμαι κάτι τέτοιο. Βέβαια, η μνήμη μου με ξεγελά πια. Βλέπεις, σέβομαι πολύ τη γνώμη της Τερέζα. Τον παλιό καιρό εντόπιζε τα ταλέντα καλύτερα απ' οποιονδήποτε άλλον. Πρέπει να την ευχαριστήσω για την ανακάλυψη πολλών σπουδαίων ταλέντων που έχω για πελάτες μου. Η Τερέζα μου έστειλε τη Μέριλιν. Και τον Τζέιμς Ντιν. Αν, λοιπόν, η Τερέζα πιστεύει ότι διαθέτεις ταλέντο, θα το ξανασκεφτώ. Βέβαια, είμαι γέρος και άρρωστος και σκέφτομαι να πάρω σύνταξη. Αλλά ίσως για μια ακόμη φορά...» Έκανε μια παύση. Η Λάιλα άρχισε να χαλαρώνει. Τι διάβολο... Το είχε φάει το ψέμα της και η Λάιλα ήξερε πως μόλις την έστελνε κάπου, θα έπαιρνε αμέσως το ρόλο. Χαμογέλασε. «Η μητέρα είναι χίλια τα εκατό στο πλευρό μου. Περάσαμε πολλές ώρες συζητώντας τα
υπέρ και τα κατά της απόφασης μου και στάθηκε πολΰ ειλικρινής όταν με κατατόπιζε». «Τότε, με συγχωρείς, Λάιλα, θα κάνω ένα σΰντομο τηλεφώνημα», είπε ο Άρα κι έπιασε το ακουστικό. Η καρδιά της Λάιλα αναπήδησε μέσα στο στήθος της. Ιησοΰ Χριστέ, σκέφτηκε, τόσο εΰκολο είναι; Θα κάνει ένα τηλεφώνημα και τελειώσαμε; Σε ποιον θα τηλεφωνήσει; Στον Κόπολα; Σέρι Λάνσινγκ; Μπάρι Λέβινσον; Η Λάιλα ευχαρίστησε όλους τους θεούς της τΰχης και της δόξας. Τότε τον άκουσε να μιλάει. «Καλημέρα, Εστρέλα. Άρα Σαγκάριαν εδώ. Μπορώ να μιλήσω στη μις Ο' Ντόνελ;» Κοίταξε τη Λάιλα και της χαμογέλασε στραβά. Μετά ξανασκοΰπισε την άκρη του στόματος του. Για μια στιγμή η Λάιλα σταμάτησε ν' αναπνέει. «Τερέζα, αγάπη μου. Τι κάνεις; Έ χ ω να σε δω από τότε που μπήκα στο νοσοκομείο. Πολΰ ευγενικό εΚ μέρους σου να μ' επισκεφτείς. Όχι. Όχι. Κάθε άλλο. Αλλά μάντεψε ποια έχω εδώ». Ο Άρα άκουσε για λίγο και συνέχισε: «Είναι η Λάιλα, η κόρη σου. Σ' ευχαριστώ που μου την έστειλες, καλή μου. Νομίζω ότι μπορώ να τη βοηθήσω». Η Λάιλα παρακολουθούσε την έκφραση του Άρα ν' αλλάζει, να γίνεται σοβαρή. Ένιωσε το αίμα ν' ανεβαίνει στο κεφάλι της και το στομάχι της να σφίγγεται. Θεέ μου! Τι να του έλεγε η Κούκλα του Έρωτα; Δεν έπρεπε να έχει έρθει εδώ. Δεν έπρεπε ν' ακοΰσει τον Ρόμπι! «Λυπάμαι που σ' ενόχλησα, αγαπητή μου. Πρέπει να έγινε κάποια παρεξήγηση. Θα σε δω στο πάρτι των ΕΜΜΙ, έτσι;» Σταμάτησε ξανά. «Ωραία. Πάρτι χωρίς εσένα δε γίνεται». Ο Άρα κατέβασε το ακουστικό και σηκώθηκε. Πήγε στο γραφείο του, άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε ένα κουτάκι κι έβγαλε ένα χάπι. Έριξε στο ποτήρι του νερό από την ασημένια καράφα και κατάπιε το χάπι. Μετά στράφηκε προς τη Λάιλα και επιτέλους την κοίταξε στα μάτια. «Έπρεπε να το ξέρετε, μις Κάιλ, πως δε γεννήθηκα χτες. Όχι μόνο η μητέρα σας δε σας έστειλε εδώ, αλλά και διαφωνεί με τις επιλογές σας». Έκανε το γΰρο του γραφείου και κάθισε στην καρέκλα του. «Πιστεύει επίσης ότι έχεις ψυχολογικά προβλήματα
και πως κάτι τέτοιο είναι απαγορευτικό για κάποιον που θέλει να γίνει δημόσιο πρόσωπο. Και πως δεν έχεις σταλιά ταλέντο και καμία πείρα. Και ότι σε παρακάλεσε να πας στο πανεπιστήμιο, να επιλέξεις ένα άλλο επάγγελμα... Αλλά, εδώ που τα λέμε, όλ' αυτά εμένα δε με απασχολούν. Αυτό που μ' ενοχλεί είναι πως μου είπες ψέματα». «Άρα... Κΰριε Σαγκάριαν, παρακαλώ, αφήστε με να σας εξηγήσω», τραΰλισε η Λάιλα πανικόβλητη. «Δε χρειάζομαι εξηγήσεις. Έ χ ω αντιληφθεί τα πάντα. Αλλά δε θα σε βοηθήσω για δΰο λόγους. Ο ένας είναι το γεγονός ότι εκμεταλλεύτηκες μια πολύ παλιά και πολύ σημαντική σχέση μου με μια από τις μεγαλύτερες σταρ. Και ο δεύτερος ότι με υποτίμησες». Τώρα ο Άρα κρατούσε το μαντίλι στο στόμα του, καθώς τα σάλια του έτρεχαν συνεχώς. «Και γι' αυτό, μις Κάιλ, μπορείτε να θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό που απλώς σας πετώ έξω από το γραφείο μου και όχι από τις σόου μπίζνες». Ο Άρα πίεσε ένα κουμπί και αμέσως η πόρτα άνοιξε. «Μις Μπράντλεϊ, παρακαλώ, συνοδέψτε τη μις Κάιλ στο ασανσέρ. Και, μις Μπράντλεϊ, η μις Κάιλ δε θα ξαναζητήσει ραντεβού μαζί μου. Η υπόθεση έχει κλείσει». Η Λάιλα ακολούθησε τη μις Μπράντλεϊ, αυτή τη φορά σιωπηλά. Όταν έφτασαν στο ασανσέρ και η Λάιλα μπήκε μέσα, η μις Μπράντλεϊ είπε: «Λυπάμαι πολύ, μις Κάιλ. Πάντα μου άρεσε η μητέρα σας». Μετά η πόρτα έκλεισε ανάμεσά τους. Κι 8κεί, στην απομόνωση του ασανσέρ, η Λάιλα σκέπασε το πρόσωπο της κι έκλαψε.
25 Αν θέλεις να βρεις μια πόλη για να χαθείς, δεν υπάρχει καλύτερη από τή Νέα Υόρκη. Της Μέρι Τζέιν της φάνηκε εκπληκτικά εύκολο να εξαφανιστεί, να χαθεί από την προηγούμενη ζωή της
και να γίνει ένα φάντασμα. Περνούσε τον περισσότερο χρόνο της μόνη. Εκείνες οι μέρες με το ατέλειωτο περπάτημα, τις οικονομίες, την πείνα, που δε μιλούσε με κανέναν και δεν είχε πού να πάει —παρά μόνο σ' εκείνο το δωμάτιο που η ίδια ήθελε να ονομάζει «σπίτι»— έδειχναν τρομερά άδειες. Αλλά έτσι έπρεπε, αφού ήθελε κάτι καινούριο, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της. Μήπως ήταν εύκολη η γέννα; Ή το να γεννιέσαι; Οι αναμνήσεις τής κρατούσαν συντροφιά. Αναμνήσεις από τότε που γελούσε με τον Νιλ, έβγαινε για ψώνια με τη Μόλι, διασκέδαζε με την ομάδα, αναμνήσεις από τον Σαμ. Δεν μπορούσε να τον ξεχάσει. Αντίθετα, όσο πιο πολύ περνούσε ο καιρός, τόσο πιο πολύ τον σκεφτόταν. Πώς τη διάλεξε για το ρόλ,ο της Τζιλ, οι πρόβες, πώς γεννήθηκε ο έρωτάς τους. Τι της είχε πει, πώς την κοίταζε. Η ανάμνησή του δεν ξεθώριαζε —ίσως επειδή ήταν τόσο μόνη — γινόταν πιο ζωηρή. Η δίαιτα, η γυμναστική, οι επεμβάσεις, η ανάρρωση. Ό λ α έπρεπε να τα κάνει μόνη. Αλλά όλ' αυτά τη δίδασκαν. Τ η δίδασκαν πως δεν υπήρχε τίποτε που να μην μπορούσε να το πετύχει. Αρκεί να έμενε συνεχώς συγκεντρωμένη σ' έναν και μοναδικό στόχο. Δε σκεφτόταν τη γνωριμία της μ' έναν άντρα, τους φίλους, τους ρόλους, τα ρούχα, τα βιβλία, το φαγητό. Συγκεντρωνόταν μόνο στην τελειοποίηση του σώματος της και στη μελέτη αυτής της νέας και όμορφης γυναίκας που ήλπιζε να γίνει. Μετά την τρίτη επέμβαση ηρέμησε αρκετά. Είχε δει τα εμφυτεύματα που θα έμπαιναν στα μάγουλα και στο πιγούνι της. Ο δόκτωρ Μουρ της έδειξε πώς θα εμφυτεύονταν και πού θα κρύβονταν οι ραφές. Δε φοβόταν πριν την εγχείρηση, αλλά το κάψιμο και ο πόνος μετά απ' αυτήν ήταν κάτι το τρομερό. Και βέβαια έπρεπε να έχει τις αισθήσεις της. Αυτό βοηθούσε το χειρουργό ν' αντιλαμβάνεται το βαθμό ελαστικότητας του δέρματος. Ο Μπριούστερ Μουρ της το είχε πει και το ήξερε. Αλλά δε φανταζόταν πόσο θα την ενοχλούσε, να βλέπει γύρω της πρόσωπα με μάσκες, ν' ακούει τον ήχο από το σκάλισμα των κοκάλων. Αλλά ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει και ήδη έβλεπε την αλλαγή. Το νούμερο της ήταν τώρα πια το έξι και τα στήθη της στητά κάτω από την μπλούζα.
Άλλωστε, θύμισε στον εαυτό της, οι επεμβάσεις στο στόμα ήταν χειρότερες. Της έβγαλαν οχτώ δόντια για να δημιουργηθεί χώρος ν' αναπτυχθούν τα υπόλοιπα. «Το πρόβλημα δεν είναι τα μεγάλα σου δόντια, αλλά το μικρό σου στόμα», της είχε πει ο δόκτωρ Κλάινμαν. «Μακάρι να μπορούσε να σας ακούσει η γιαγιά μου», μουρμούρισε η Μέρι Τζέιν. Η γριά πάντα τη φώναζε γλωσσοκοπάνα. Ο δόκτωρ Μουρ είχε σπάσει και ξαναπλάσει το σαγόνι της. Και τότε, ο δόκτωρ Κλάινμαν, ο ορθοδοντικός, άρχισε να δουλεύει. Για εβδομάδες δε στάθηκε δυνατόν να μασήσει κι αυτό τη βοήθησε να χάσει άλλα τέσσερα κιλά. Όταν πονούσε της έδιναν Περκοντάν. Αλλά χειρότερη και από τον πόνο στα δόντια ήταν η διαδικασία καψίματος των τριχών της, για να μεγαλώσει το μέτωπο της. Σκέτη αγωνία και η μυρωδιά αβάσταχτη. «Έχεις θαυμάσια μαλλιά», της είχε πει ο δόκτωρ Μουρ, κάνοντάς της για πρώτη φορά ένα κομπλιμέντο. «Η γιαγιά μου έλεγε πως είναι σαν των Ινδιάνων. Τόσο βαριά και πυκνά που ντρεπόμουν γι' αυτά». «Αν θέλεις την επιστημονική μου γνώμη, η γιαγιά σου ήταν μια ηλίθια», είχε πει ο δόκτωρ Μουρ κι έσκασαν στα γέλια, παρά το δυσάρεστο της διαδικασίας. Της άρεσε. Της άρεσε πολύ. Και της φερόταν ευγενικά. Της συμπαραστεκόταν. Ακριβώς όπως έκανε με όλα εκείνα τα δυστυχισμένα πλάσματα της κλινικής του. Στο μεταξύ τελείωναν τα λεφτά. Μετά από έντεκα επεμβάσεις, η Μέρι Τζέιν συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Επί είκοσι δύο μήνες δεν είχε δουλέψει —οι πιο μακρόχρονες «διακοπές» της ζωής της. Ο δόκτωρ Μουρ της είχε πει πως ήταν τυχερή και το μόνο που θα χρειαζόταν ήταν χρόνος και χρήμα. Αλλά το χρήμα τελείωνε. Μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο ήταν η φάρμα στο Σκάντερσταουν. Αλλά δυο χρόνια μετά το θάνατο της γιαγιάς της, οι νομικές διαδικασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί — εξαιτίας της περίφημης διαθήκης της γριάς. Την είχε αφήσει στο γιο της, που επί τριάντα χρόνια κρατιόταν στη ζωή με τη βοήθεια
των μηχανημάτων. Ακόμη και νεκρή θέλει να μου καταστρέψει τα σχέδια, σκέφτηκε. Ο Σλέιτερ, ο δικηγόρος, αγωνιζόταν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση. Αλλά είχε πάρει τόσο χρόνο που ελάχιστα θα έμεναν αφού εισέπραττε την αμοιβή του. Αποφάσισε ακόμη πιο αιματηρές οικονομίες και πούλησε τη βέρα της μαμάς της. Αλλά τα τετρακόσια δολάρια που πήρε δε θα κρατούσαν για πολύ. Κι όταν πια της είχαν απομείνει μόνο χίλια δολάρια, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Μίλησε στο δόκτορα Μουρ. Η Μέρι Τζέιν κάθισε απέναντι του στο αυστηρό γραφείο. «Πρέπει να σταματήσω τις επεμβάσεις για την ώρα», είπε. Κατέβαλε προσπάθεια για να μην τρέμει το πάνω χείλος της. Θυμήθηκε το ξέσπασμά της ο εκείνο το ίδιο γραφείο, την πρώτη φορά που συναντήθηκαν. «Θέλω να συνεχίσω. Αλλά πρέπει να περιμένω λίγο». «Γιατί;» ρώτησε εκείνος. «Προσωπικοί λόγοι», του απάντησε. Τον συμπαθούσε τον Μουρ και είχε πια μάθει να διακρίνει τη συμπόνια πίσω από το τυπικό του ύφος, αλλά δεν ήθελε να κουβεντιάσει τα προβλήματά της μαζί του. «Το ξέρω πώς όλη αυτή η διαδικασία υπήρξε πολύ δύσκολη για σένα. Αλλά αν υπάρχει κάτι που εγώ και οι συνεργάτες μου μπορούμε να κάνουμε...» Διέκρινε την ανησυχία του. Ίσως να πίστευε πως η Μέρι Τζέιν είχε μετανιώσει. «Δεν έχω άλλα λεφτά!» μουρμούρισε η Μέρι Τζέιν. «Τι;» «Δεν έχω άλλα λεφτά!» Το είπε πιο δυνατά και πιο θυμωμένα απ' ό,τι υπολόγιζε. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. «Αυτό ήταν; Θεέ μου, νόμισα πως το είχες μετανιώσει ή είχες κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Απλώς για λεφτά πρόκειται;» «Απλώς;» «Θέλω να πω ότι εφόσον το πρόβλημα είναι μόνο οικονομικό, μπορούμε να το τακτοποιήσουμε».
«Μα πρέπει να βρω μια δουλειά. Οι οικονομίες μου τελειώνουν. Και να δουλέψω, όμως, πάλι τα λεφτά δε θα επαρκούν για το νοίκι και τα χειρουργεία. Πρέπει να διακόψω τα πάντα μέχρι να πουληθεί το κτήμα της γιαγιάς μου». Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Πόση ακόμη αναμονή και απογοήτευση μπορούσε ν' αντέξει; Αλλά ο δόκτωρ Μουρ συνέχισε απτόητος: «Δεν είπες πως ήσουν νοσοκόμα;» ρώτησε. «Θα μπορούσες να δουλέψεις για μένα». «Με τη μις Χενεσέι; Όχι, ευχαριστώ». Η νοσοκόμα του εξακολουθούσε να της δίνει στα νεύρα. Και είχε την αίσθηση πως η στενή σχέση της με τον Μουρ την ενοχλούσε. Ό χ ι πως ανάμεσά τους υπήρχε κάτι περισσότερο από μια επαγγελματική σχέση — η Μέρι Τζέιν μερικές φορές αναρωτιόταν αν θα επιθυμούσε κάτι περισσότερο. Κι αν η μις Χενεσέι έτρεφε επίσης κάποια αισθήματα για το γιατρό. «Μα δεν είναι και τόσο κακιά». «Το λες επειδή είναι υπάλληλος σου». «Είναι ωραίο να σε θαυμάζουν, ακόμη κι όταν πρόκειται για τη μις Χενεσέι», γέλασε εκείνος. «Όχι, εγώ σκεφτόμουν μήπως ήθελες να δουλέψεις στην κλινική, με τα παιδιά». «Τον Ραούλ και τους άλλους;» «Ναι». Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. «Δεν το νομίζω». «Εγώ πιστεύω πως θα τα βοηθούσες. Θέλω να βλέπουν ανθρώπους που υποβλήθηκαν σ' επιτυχημένες επεμβάσεις. Βέβαια, το δικό σου πρόβλημα δεν ήταν σαν το δικό τους, αλλά θα μπορέσεις να παίξεις το ρόλο σου. Θα έκανε καλό και σ' εσένα. Επιπλέον, εγώ χρειάζομαι τη βοήθειά σου κι εσύ χρειάζεσαι τη ρινοπλαστική. Μια πολύ καλή συναλλαγή για όλους». «Μα θα μου πάρει πολύ χρόνο για να μαζέψω τα χρήματα». «Θα σου πω κάτι. Θα συνεχίσουμε τώρα κι εσύ θα με πληρώσεις μετά, όταν πάρεις την κληρονομιά ή κερδίσεις χρήματα. Επιπλέον, αν είσαι υπάλληλος της κλινικής, θα μπορέσω να σου εξασφαλίσω δωρεάν νοσηλεία στο νοσοκομείο». Πάλι ένιωσε τα δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια της. Ή τ α ν τόσο καλός... Να αισθανόταν μόνο οίκτο γι' αυτήν; Ή επαγγελματική
υπερηφάνεια, κάθώς έβλεπε το σχέδιο του να ολοκληρώνεται; Αποφάσισε να μην προχωρήσει τόσο βαθιά στις αναλύσεις της. Ένιωθε ευγνωμοσύνη. Έτσι, τα συμφώνησαν. *
*
*
Τώρα η Μέρι Τζέιν καθόταν σ' ένα κινέζικο εστιατόριο, τρώγοντας ένα πιάτο άνοστα, μαγειρεμένα στον ατμό, λαχανικά. Ούτε στον Βούδα δε θ' άρεσαν, σκέφτηκε. Έσπρωξε το πιάτο μακριά της. Ο Μπριούστερ Μουρ της το είχε ξεκαθαρίσει: «Για να διατηρήσεις αυτό το αφύσικο βάρος, δεν μπορείς να τρως παρά μόνο δύο λειψά γεύματα την ημέρα». Εκείνο το απόγευμα θα πήγαινε για πρώτη φορά να δουλέψει στην κλινική του κι ένιωθε νευρικότητα. Ήξερε πως εκεί ο Μπριούστερ αντιμετώπιζε τις πιο σοβαρές παραμορφώσεις. Τι θα έλεγαν όλ' αυτά τα φτωχά πλάσματα αν μάθαιναν πως αυτή, χωρίς τέτοια προβλήματα, υποβαλλόταν σε τόσες εγχειρήσεις; Έριξε μια ματιά στο πιάτο της. Το φαγητό υπήρξε πάντα η λύση στα άγχη της, αλλά όχι πια. Τώρα, ακόμη κι όταν ήταν αγχωμένη, έτρωγε λίγα λαχανικά στον ατμό και μια χούφτα ρύζι. Το σουπλά είχε πάνω του το κινέζικο ωροσκόπιο. Αυτή ανήκε στο ζώδιο του Σκύλου: «Γενναιόδωρος και υπάκουος, έχετε την ικανότητα να συνεργάζεστε καλά με τους άλλους. Ταιριάζετε με το Αλογο και την Τίγρη. Δεν ταιριάζετε με τον Δράκο. 1910,1922, 1934, 1946, 1958, 1970, 1982, 1994». Είχε γεννηθεί το 1958. Ή τ α ν γενναιόδωρη και υπάκουη και συνεργαζόταν καλά με τους άλλους —με τον Μπριούστερ οπωσδήποτε, κι ας ζήλευε η μις Χενεσέι. Ο Σαμ είχε γεννηθεί το 1952. Έψαξε και το βρήκε. Δράκος. Λοιπόν, οι Κινέζοι ήξεραν πως η σχέση τους ήταν από την αρχή καταδικασμένη. Έγραφε πως είναι σκληρός και όλο πάθος, με. μια περίπλοκη ζωή. Ταίριαζε με τον Πίθηκο. Παρά τους ατέλειωτους μήνες, παρά το χωρισμό, παρά τον πόνο, συνέχιζε να τον σκέφτεται. Το χαμόγελο του. Τα μακριά, νωχελικά χέρια του πάνω στο κορμί της. Το γέλιο του. Ο τρόπος που κουνούσε το κεφάλι του μετά από ένα ανέκδοτο. Της έλειπε
το ίδιο όσο και την πρώτη μέρα που την παράτησε. Να του έλειψε άραγε καθόλου κι εκείνου; Αναρωτήθηκε πότε να γεννήθηκε η Κρίσταλ Πλένουμ. Οι Πίθηκοι ήταν το 1944, το 1956, το 1968. Να ήταν η σκΰλα δυο χρόνια μεγαλΰτερή της ή δέκα χρόνια νεότερή της; Τι εγχειρήσεις να είχε κάνει; Πόσα ψέματα να είχε πει; Πάντως, σκέφτηκε η Μέρι Τζέιν, ό,τι και να 'κανε, για το κινέζικο ωροσκόπιο θα παρέμενε πάντα Σκύλος. Αλλά μετά τις επεμβάσεις, δε θα ήταν Σκύλος του 1958, αλλά του 1970. Θα μπορούσε να φαίνεται δώδεκα χρόνια νεότερη —οι επεμβάσεις είχαν εξαφανίσει όλες τις ρυτίδες και η ελαστικότητα του δέρματος της ήταν τέτοια που διέψευδε όλους τους πριν τις επεμβάσεις φόβους της περί «τεντώματος». Η μύτη μόνο την ανησυχούσε πια. Συνέχιζε να μην κοιτάζεται στον καθρέφτη. Και τα ωραία μάγουλα και το λεπτό πιγούνι τόνιζαν τώρα περισσότερο την τεράστια μύτη που τραβούσε τον κατήφορο στο πρόσωπο της. Κατά κάποιον τρόπο, τώρα έδειχνε πιο άσχημη από πριν. Απέφευγε όλους τους καθρέφτες. Ο δόκτωρ Μουρ είχε επιμείνει να γίνει τελευταία η ρινοπλαστική. Του είχε εμπιστοσύνη. Αλλά, παρά το λεπτό της σώμα, που τώρα έμπαινε στα πιο στενά τζιν, παρά τα .μάγουλα, το μέτωπο, τα δόντια, τους χρωματιστούς φακούς επαφής, το πρόσωπο της δεν είχε ακόμη γίνει ελκυστικό. Θα τα διόρθωνε όλα η ρινοπλαστική; Αναστέναξε. Η καινούρια της δουλειά θα της έδινε τη δυνατότητα ν' αποκτήσει κάποια αίσθηση των αναλογιών. *
*
*
Και στο τέλος της πρώτης εβδομάδας συνειδητοποίησε πως την είχε αποκτήσει. Ο Μπριούστερ της είχε ζητήσει να δουλέψει σαν νυχτερινή νοσοκόμα. Δε χρειαζόταν να επιστρατεύσει σπουδαίες γνώσεις. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να δίνει παυσίπονα στα παιδιά που μόλις είχαν υποβληθεί σε επέμβαση και ν' ανακουφίζει όσα ήταν πολύ τρομοκρατημένα ή νευρικά για ν' αποκοιμηθούν. Ο Μπριούστερ έλεγε πως είχαν ανάγκη προσοχής και κουβέντας, περισσότερο από καθετί. «Κι έχουν ανάγκη να τα
κοιτάς στα μάτια. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν να τα κοιτούν στα μάτια. Κοίταζε τα. Πρόσφερε τους αυτό το δώρο. Το δώρο να σε κοιτάζουν». Το δώρο να σε κοιτάζουν. Ναι, ήταν ένα δώρο να σε κοιτούν επιδοκιμαστικά. Με το καινούριο λεπτό της σώμα, η Μέρι Τζέιν προκαλούσε τα σφυρίγματα των αντρών. Μόνο όταν την έβλεπαν από πίσω όμως και μόνο όταν επρόκειτο για εργάτες των οικοδομών. Αλλά, παρ' όλ' αυτά, θα έλεγε ψέματα αν ισχυριζόταν πως δεν ενθουσιαζόταν. Πόσα χρόνια περνούσε απαρατήρητη; Τριάντα έξι χρόνια ήταν πολλά. Θα κοίταζε τα παιδιά, θα τους πρόσφερε αυτό το δώρο και είχε πάρει όρκο να μην κάνει πίσω. Υπήρχαν δεκάδες παιδιά και όλα τους, αν εξαιρέσουμε τα παραμορφωμένα τους πρόσωπα, είχαν το χάρισμα όλων των παιδιών: ήταν αθώα και ευάλωτα, περίεργα και ζωηρά. Υπήρχαν και κάποια που τους είχε ιδιαίτερη αδυναμία, βέβαια. Η δεκατετράχρονη Σάλι, που είχε υποβληθεί σε πάνω από δέκα επεμβάσεις, για να διορθώσει το τρομερά παραμορφωμένο κεφάλι της. Και η Τζένιφερ, ένα μαύρο κοριτσάκι τριών χρονών, με το μικροσκοπικό κεφαλςίκι της. Αλλά από την πρώτη στιγμή, αυτός που τράβηξε την προσοχή και το ενδιαφέρον της ήταν ο Ραούλ. Είχε γεννηθεί στη Νότιο Αμερική, χωρίς γλώσσα και κάτω σιαγώνα και δεν μπορούσε να τραφεί. Οι γονείς του τον εγκατέλειψαν αμέσως μετά τη γέννησή του. Τώρα, με καινούριο στόμα και γλώσσα, μάθαινε να μιλά. Και την έκανε να γελάει. Ο Ραούλ ήταν δώδεκα χρονών και πολύ ζωντανό παιδί. Είχε ήδη υποβληθεί σε έξι μεγάλες επεμβάσεις στο στόμα και στη γλώσσα και ετοιμαζόταν για την έβδομη. Είχε περάσει τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του σε νοσοκομείο και τα επόμενα δύο στο ορφανοτροφείο. Αλλά παρ' όλα αυτά είχε μεγάλα αποθέματα ζωτικότητας και αγάπης. Ο Ραούλ δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, αλλά έγραφε και ζωγράφιζε σχεδόν τα πάντα. Η Μέρι Τζέιν έπαιζε με τις ώρες μαζί του και του αγόρασε ένα βιβλίο με πνευματικά παιχνίδια. Του άρεσαν περισσότερο εκείνα που ενώνεις τις τελείες και καταλήγεις σε μια εικόνα. Τη δεύτερη εβδο-
μάδα, ο Ραούλτης έφερε μια μαγική εικόνα που είχε ετοιμάσει ο ίδιος. Η Μέρι Τζέιν πήρε το μολυβί και ακολούθησε τις τελείες με τους αριθμούς. Ό τ α ν έφθασε στο πρόσωπο, συνειδητοποίησε ότι ήταν ένα δ ι κ ό της πορτραίτο. Με τα λεπτά της μάγουλα, τα αμυγδαλωτά μάτια της, την απαίσια, γελοία μΰτη της. Κούνησε το κεφάλι της και προσπάθησε να χαμογελάσει. Τότε ο Ραούλ πήρε το μολύβι κι έγραψε: Λίντα Μέρι Τζέιν και την κοίταξε με α π έ ρ α ν τ η αφοσίωση. Για μια στιγμή μπερδεύτηκε, αλλά μ ε τ ά θυμήθηκε πως «λίντα» στα ισπανικά σημαίνει όμορφη. Κοίταξε το παραμορφωμένο πρόσωπο του. Καμιά ειρωνεία. Ή τ α ν το πρώτο αρσενικό που την είχε ποτέ αποκαλέσει έτσι. *
*
*
Συχνά, νωρίς το βράδυ, ο Μπριούστερ Μουρ περνούσε από κει για να δει τα παιδιά και τους καταβεβλημένους γονείς που τα επισκέπτονταν. Με τον Ραούλ έμενε παραπάνω. Κι ύστερα έπινε συνήθως ένα φλιτζάνι καφέ μαζί της. Κατέληξε να τον περιμένει με ανυπομονησία. Τα βράδια που δεν ερχόταν, ένιωθε μια παράξενη απογοήτευση. Θαυμάσια, σκέφτηκε. Η ζωή μου έχει περιοριστεί τόσο πολύ που απέκτησα έμμονη ιδέα με τη μύτη μου κι ερωτεύτηκα το χειρουργό μου. Τέλεια. Τίποτε το κακό σ' αυτό. Αλλά θα 'πρεπε ίσως να σκεφτώ πώς να δημιουργήσω μια καινούρια ζωή. Για πρώτη φορά την ενδιέφερε η δουλειά της νοσοκόμας, ένιωθε να την τραβούν ο γιατρός και τα παιδιά. Η ιδέα πως θα τα εγκατέλειπε, όπως όλοι οι άλλοι, τη στενοχωρούσε. Καλύτερα να φύγεις πριν παγιδευτείς, έλεγε στον εαυτό της. Ένα βράδυ το αποφάσισε: μετά την εγχείρηση θα έφευγε για την Καλιφόρνια. Καιρός ήταν. Εδώ και δυο χρόνια η ζωή της συρρικνωνόταν. Τώρα είχε έρθει η ώρα να επεκταθεί. Χρειαζόταν ένα καινούριο όνομα. Η νέα της ηλικία ήταν τα είκοσι τέσσερα. Πάντα γεννημένη στον αστερισμό του Σκύλου, αλλά διαφορετική χρονιά. Θα συνέχιζε την ίδια καριέρα, αλλά με τρόπο πιο επιτυχημένο από πριν, στην πρώτη της ενσάρκωση.
Βέβαια, φοβόταν μήπως αποτύχει ξανά. Αλλά το 'ξερε πως ήταν πια καιρός να δοκιμάσει. Φυσικά, μόλις αποκτούσε την καινούρια της μύτη. * *
*
Αν σκέφτηκα ποτέ να καταφύγω στην πλαστική χειρουργική; Νομίζω πως αν }ΐε ρωτούσαν στα είκοσι μου, μπορεί να σας απαντούσα καταφατικά. Αλλά μετά από τόσα αποτυχημένα λίφτινγκ που έχω δει, η απάντηση είναι όχι, απαντούσε η Έ μ α Σαμς, σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Πιπί. Η Μέρι Τζέιν πέταξε το περιοδικό στο πάτωμα. Είχε πια βαρεθεί να διαβάζει πώς οι φυσικές καλλονές διατηρούσαν την ομορφιά τους. «Πίνω πολύ νερό». «Δεν τρώω πολύ κρέας». «Με ασκήσεις γιόγκα και διαλογισμό εξωτερικεύω την εσωτερική μου ομορφιά!» Στο διάολο η εσωτερική ομορφιά. Ποτέ δεν της εξασφάλισε έναν άντρα ή ένα ρόλο. Σιγά μήπως το Περιέ διόρθωνε το σχήμα του σκελετού σου! Τους τελευταίους μήνες είχε διαβάσει κάθε είδους αηδίες: «Πώς να χάσετε τρία κιλά αυτό το Σαββατοκύριακο!» «Δέκα εντολές για να προλάβετε τα γηρατειά». «Τα μυστικά των τοπ μόντελ». Ναι, σκεφτόταν, το μυστικό τους είναι πως γεννήθηκαν ωραίες και ψηλές και καλλίγραμμες! Τώρα πια, η Μέρι Τζέιν ήξερε ποιο είναι το πραγματικό μυστικό. Ομορφιά σήμαινε πόνος, έξοδα, εγχειρήσεις και ανεργία. Έριξε μια ματιά στο καθρεφτάκι που κουβαλούσε τώρα στην τσάντα της. Το πρήξιμο κάτω από τα μάτια είχε φύγει. Είχαν περάσει μερικές εβδομάδες από την εγχείρηση στη μύτη, αλλά εξακολουθούσε να μην είναι όμορφη. Ο δόκτωρ Μουρ της είχε εξηγήσει πως θα χρειαζόταν καιρός για να φύγει το πρήξιμο από τη μύτη. Είχε απομείνει μόνο το τελευταίο στάδιο της ρινοπλαστικής —το «φινίρισμα», όπως το ονόμαζε ο δόκτωρ Μουρ. Παρατήρησε ότι ο δόκτωρ Μουρ δεν έλεγε ποτέ «η μυτη σου», αλλά «η μυτη». «Πολλές αισθητικές επεμβάσεις απαιτούν πολλά στάδια», της είχε εξηγήσει. «Για οικονομικούς λόγους —αλλά και για συνάισθηματικους— οι περισσότεροι γιατροί με πελατεία της μεσαίας τάξης αγνοούν αυτό τον κανόνα. Συχνά χρειάζονται μήνες για να
βρει η μύτη τη μορφή της. Οι περισσότεροι χειρουργοί είναι χασάπηδες. Κάνουν βιαστικές και βίαιες δουλειές, ενώ πρέπει να περιμένουν. Και μετά να προχωρούν στο φινίρισμα. Κι αυτό συχνά σημαίνει δεύτερη επέμβαση. Αλλά οι περισσότερες γυναίκες δε θέλουν να υποβάλλονται σε δεύτερη εγχείρηση. Θέλουν... στιγμιαία μύτη». Ο Μπριούστερ της εξήγησε ότι είχε τελειοποιήσει τη διαδικασία και δε χρειαζόταν να σπάει τη μύτη. «Κι αυτό σημαίνει λιγότερο πρήξιμο. Και δεν ήθελα ν' ασχοληθώ με τη μύτη πριν ολοκληρωθούν οι υπόλοιπες διαδικασίες. Τώρα περιμένω τη δεύτερη ευκαιρία, προκειμένου να τη βελτιώσω». Είχε ζήσει με το πρήξιμο, τη συνεχή γεύση του αίματος, τη δυσκολία στον ύπνο. «Φινίρισμα;» Γέλασε. Αλλά ακόμη κι όταν χαμογελούσε, πονούσε. Α, όχι, θυμήθηκε. Δεν ήταν πόνος. Απλώς μια «δυσάρεστη αίσθηση». *
*
*
Η τελευταία επέμβαση κράτησε πολύ λίγο- λιγότερο από μια ώρα. Η Μέρι Τζέιν σηκώθηκε από το χειρουργικό τραπέζι λίγο ζαλισμένη και με τη μύτη της καλυμμένη ξανά με γάζες. Κοιμήθηκε μια ολόκληρη νύχτα και το πρωί μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά της και είπε στο ξενοδοχείο ότι θα έφευγε. Όχι πως είχε καμιά στενοχώρια το προσωπικό της ρεσεψιόν. Δούλεψε την τελευταία της εβδομάδα στην κλινική κι αποχαιρέτησε τα παιδιά. Έκανε τα πάντα για να προετοιμάσει την αναχώρησή της, εκτός από το να βγάλει τη γάζα. Είχαν πια τελειώσει οι μήνες του πόνου και της αναμονής και της ευγένειας του δόκτορα Μουρ. Τώρα είχε αποκτήσει το πρόσωπο με το οποίο θα ζούσε. Και φοβόταν. Τόσο πολύ που δεν μπορούσε να το κάνει μόνη της. Έπρεπε να εμπιστευθεί αυτόν το μικρόσωμο άντρα, το γιατρό, το μοναδικό της φίλο. Έκλεισε ένα ραντεβού μέσω της πάντα ψυχρής μις Χενεσέι για την τελευταία επίσκεψη. Τώρα, εδώ στο γραφείο του, είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας. Ένιωθε τέτοια νευρικότητα που ήθελε να του ζητήσει να της κρατά το χέρι. Αλλά ήταν υπερβολικά ντροπαλή για κάτι τέτοιο.
Σαν να κατάλαβε πώς νιώθει, ο γιατρός την πλησίασε. Έβαλε τα χέρια του στους ώμους της και την οδήγησε στη γωνία του δωματίου. Την έστρεψε ώστε να κοιτά τον καθρέφτη στον τοίχο και έβγαλε τον τελευταίο επίδεσμο από τη μυτη της. Η Μέρι Τζέιν κοίταξε στον καθρέφτη. Μπροστά της έβλεπε μια άγνωστη. Εντελώς άγνωστη. Ένα πρόσωπο οβάλ, με αποφασιστικό σαγόνι. Μεγάλο μέτωπο, λεπτά φρύδια, σταθερά μάγουλα. Και η μύτη. Η μύτη! Μακριά, αλλά τέλεια, ίσια και μακριά. Ή τ α ν όμορφη! Ή τ α ν εντελώς διαφορετική και όμορφη! Είχε γίνει όμορφη! Ό λ α είχαν αλλάξει. Εκτός από τα μάτια της. Τότε, για μια στιγμή, πανικόβλητη ένιωσε πως τα μάτια της την κοιτούσαν σαν παγιδευμένα σ' αυτό το ξένο, όμορφο πρόσωπο, το πρόσωπο της! Από ένστικτο σήκωσε τα χέρια της και τα δάχτυλά της κινήθηκαν πάνω στο πρόσωπο αυτής της ξένης. Και πείσθηκε πως αυτό το τέλειο πρόσωπο ήταν το δικό της. Εκείνος της έδωσε όσο χρόνο ήθελε. Η Μέρι Τζέιν κοίταζε και ξανακοίταζε. Τέλος, εκείνος έσπασε τη σιωπή. «Ικανοποιημένη;» τη ρώτησε απαλά. Η Μέρι Τζέιν με δυσκολία πήρε τα μάτια της από τον καθρέφτη και τον κοίταξε. «Ευχαριστώ», είπε. «Θα σε ευγνωμονώ πάντα». Ξανακοίταξε στον καθρέφτη, που είχε πια γίνει φίλος της. Απαλά άγγιξε το πρόσωπο της, το δικό της πρόσωπο. Μετά του έδωσε το χέρι. «Μου χάρισες μια καινούρια ζωή. Τώρα μπορώ να φύγω. Μου έδωσες άλλη μια ευκαιρία. Ποτέ δε θα μπορέσω να α ευχαριστήσω». Εκείνος κοίταξε μακριά. Μπορεί να τον έφερε σε αμηχανία. Αλλά γρήγορα την ξανακοίταξε και χαμογέλασε. «Είσαι έτοιμη για μια καινούρια ζωή;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, περήφανη. «Τα έχω όλα σχεδιάσει. Ακόμη κι ένα καινούριο όνομα». Ανασήκωσε τα φρύδια του. «Γαλάτεια;» ρώτησε. Σειρά της να χαμογελάσει. «Τζέιν», είπε. «Πάντα μισούσα το "Μέρι", αλλά φοβόμουν να το αφήσω σκέτο 'Τζέιν". Τώρα θα είναι ΤΖΕΙΝ!» «Λοιπόν, Τζέιν Μόραν...»
Ξανακούνησε το κεφάλι της. «Όχι Μόραν», είπε. «Θα προτιμούσα ένα καινούριο επίθετο. Αλλά με το ίδιο αρχικό. Θα μου άρεσε το "Μουρ". Εννοώ...» Κοκκίνισε, «...αν δεν έχεις πρόβλημα». «Θα χαιρόμουν πολΰ. Στ αλήθεια. Με κολακεύεις». «Και κάτι ακόμη, δόκτορ Μουρ». Σταμάτησε. «Μπορώ να σου γράφω; Και στον Ραούλ; Θέλω να πω... από καιρό σε καιρό. Ξέρω πόση δουλειά έχεις. Δε χρειάζεται να μου απαντάς». «Θα χαιρόμουν πολΰ. Και θα σου απαντώ». Ο μικρόσωμος άντρας χαμογέλασε. Η Τζέιν σηκώθηκε. Της φαινόταν πολΰ πιο δΰσκολος ο αποχαιρετισμός απ' ό,τι φανταζόταν. Ένιωθε την καρδιά της γεμάτη αισθήματα γι' αυτό τον καλλιτέχνη, αυτό τον καλό γιατρό. «Θα επισκεφτώ για τελευταία φορά τον Ραοΰλ». «Θα χαρεί πολΰ». «Ελπίζω να με αναγνωρίσει χωρίς τους επιδέσμους». «Είναι καλλιτέχνης. Βλέπει βαθιά. Θα σε αναγνωρίσει. Αλλά κανένας άλλος δε θα τα καταφέρει». «Είσαι σίγουρος; Βέβαιος;» «Μέρι Τζέιν, είσαι πανέμορφη και μοιάζεις για είκρσι τεσσάρων χρονών. Έχεις επίπεδο στομάχι, λεπτά πόδια, στητά στήθη και τέλειο πρόσωπο. Για να μην κάνουμε λόγο για τη μΰτη της Μάι Φον Τρίλινγκ. Ποιος θα σε αναγνωρίσει;» «Κανείς», συμφώνησε και χαμογέλασε. *
*
*
«Μέρι Τζέιν!» φώναξε ο Ραοΰλ μόλις την είδε να μπαίνει στο θάλαμο. Είχαν γίνει πια πολΰ φίλοι. Της ζωγράφιζε πανέμορφες εικόνες κι εκείνη του έφερνε καλούδια. Θα της έλειπε. Π ομιλία του είχε βελτιωθεί πολύ από τότε που πρωτάρχισε να δουλεύει μαζί του. Καθώς τον πλησίασε, η έκφρασή του άλλαξε, ένα παιχνίδισμα στα καστανά μάτια, ένα αχνό χαμόγελο σ' αυτό που ήταν το στόμα του. «Μπουένος ντίας, Ραούλ», του είπε. «Τι συμβαίνει;» Για μια στιγμή, το στομάχι της κλότσησε. Μπορεί να μην ήταν αυτό που πίστευε. Μπορεί το πρόσωπο της να τον είχε απογοητεύσει.
«Τι συμβαίνει, Ραοΰλ;» «Ο γιατρός το έκανε αυτό;» ρώτησε το αγόρι. Ακόμη δυσκολευόταν να καταλάβει την ομιλία του. Θεέ μου, μήπως ο Μπριούστερ της είχε πει ψέματα; Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ο Ραούλ έκανε να φύγει. «Τι συμβαίνει;» «Και τώρα θα φύγεις». «Πώς το ξέρεις;» «Γιατί τώρα είσαι πολύ όμορφη», είπε και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. «Ω, Ραούλ», είπε ξέπνοα και τον αγκάλιασε. *
*
*
Η Μέρι Τζέιν περίμενε, ακούγοντας τα κουδουνίσματα του τηλεφώνου. Τελικά ο κύριος Σλέιτερ σήκωσε το τηλέφωνο. «Εδώ Μέρι Τζέιν Μόραν», του είπε. «Συγνώμη, μις Μόραν, σκόπευα να σας τηλεφωνήσω. Αλλά δεν υπήρξε πρόοδος στη διαδικασία. Σκεφτόμουν μήπως έπρεπε να προσβάλουμε τη διαθήκη και να γίνετε εσείς ο εκτελεστής της. Αυτό θα...» «Κύριε Σλέιτερ», τον διέκοψε η Μέρι Τζέιν. «Έχω να σας κάνω μια πρόταση. Όταν όλα θα τελειώσουν και το ακίνητο θα μπορεί να πουληθεί, ποια νομίζετε πως θα είναι η αξία του;» «Τα πράγματα δεν είναι και πολύ καλά στην αγορά ακινήτων. Αλλά ίσως σαράντα, πενήντα χιλιάδες δολάρια. Μπορεί και λιγότερα». «Θα θέλατε να γίνει δικό σας το ακίνητο και να μου στείλετε τώρα μια επιταγή δέκα χιλιάδων δολαρίων;» Για μια στιγμή έμεινε ν' ακούει τη σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Αυτό δεν είναι δεοντολογικά σωστό και δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε θα πουληθεί τελικά...» «Το ξέρω. Γι' αυτό και δέχομαι να πάρω τόσο λίγα. Θα το διακινδυνεύσετε;» Το ήξερε πως τον είχε δελεάσει, το καταλάβαινε από τον ήχο της φωνής του. Όλοι αυτοί οι δικηγόροι των μικρών επαρχιακών πόλεων ήταν ίδιοι. Τώρα που θα είχε συμφέρον θα τέλειωνε σε μια βδομάδα. Κι αυτή χρειαζόταν τα χρήματα
τώρα, για να χρηματοδοτήσει την καινούρια της ζωή. Κράτησε την αναπνοή της. «Θα δω τι μπορώ να κάνω». Ναι! «Και κάτι ακόμη, κύριε Σλέιτερ. Επιθυμώ επίσης να μου κάνετε μια νόμιμη αλλαγή ταυτότητας. Είναι σημαντικό για την καριέρα μου». «Αυτό δεν είναι πρόβλημα, εφόσον δεν έχετε παντρευτεί. Χρειάζομαι το πιστοποιητικό γεννήσεώς σας και μερικά ακόμη χαρτιά». «Τα έχω και θα σας τα στείλω ταχυδρομικώς σήμερα. Αλλά πρέπει κι εσείς σήμερα να μου ταχυδρομήσετε την επιταγή». «Κανένα πρόβλημα», της είπε. Και δεν υπήρχε πια κανένα πρόβλημα. *
*
*
Η Τζέιν ανέβηκε την Πρώτη Λεωφόρο, με τον ήλιο να κάνει ακόμη πιο λαμπερά τα μαλλιά της και λικνίζοντας το κορμί της. Πρέπει να εξασκηθώ σ' αυτό, σκέφτηκε. Μπορεί να μην είχε γεννηθεί σέξι ή όμορφη, αλλά ήταν ηθοποιός και τη μισή της ζωή παρακολουθούσε όλες τις Μπέθανι του κόσμου. Μπορεί να μην είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν όμορφη, αλλά μπορούσε να παραστήσει την όμορφη. Και τώρα το σώμα και το πρόσωπο της δε θα την πρόδιδαν. Σταμάτησε μπροστά στο μηχάνημα της τράπεζας στην Εξηκοστή Τέταρτη Οδό, έβγαλε την κάρτα της και στάθηκε στην ουρά. Ένας νεαρός ετοιμαζόταν να βγάλει το πορτοφόλι του όταν στάθηκε πίσω του. Στάθηκε, με το χέρι στην πίσω τσέπη και την κοίταξε. Απλώς την κοίταξε. «Παρακαλώ», είπε και της παραχώρησε τη θέση του. «Ω, όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα». «Παρακαλώ», είπε ξανά εκείνος και χάιδεψε τα μαλλιά του. Δέχθηκε την προσφορά του και γλίστρησε μπροστά του. Τοποθέτησε την κάρτα της, χτύπησε τον κωδικό και ζήτησε στοιχεία για το λογαριασμό της. Τα πράσινα γράμματα στην οθόνη σχημάτισαν το νούμερο: 694,18 δολάρια. Πήρε είκοσι δολάρια και μετά τράβηξε την κάρτα.
«Ευχαριστώ», είπε. «Εγώ ευχαριστώ», είπε εκείνος ξέπνοα, Πέρασε από δίπλα του αργά, απολαμβάνοντάς το και προχώρησε προς το γραφείο ταξιδιών. Ή τ α ν άδειο και μόνο μία υπάλληλος καθόταν στη μέση του πάγκου. Ξανθή και όμορφη. Η Τζέιν την πλησίασε. «Τι μπορώ να κάνω για σας;» ρώτησε η γυναίκα και της έριξε μια ματιά από την κορυφή ως τα νύχια, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι γυναίκες όταν μυρίζονται τον ανταγωνισμό. «Το όνομά μου είναι Τζέιν Μουρ. Και θα ήθελα ένα εισιτήριο για το Λος Άντζελες. Χωρίς επιστροφή».
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ «Η αγάπη και η επιδεξιότητα γεννούν αριστουργήματα» Τζον Ράσκιν «Στο Χόλιγουντ, "πρωινό", σημαίνει μπορεί και να συνεργαστούμε, "γεύμα" σημαίνει ναι και "δείπνο" σημαίνει πέφτουμε στο κρεβάτι». Ρίτσαρντ Ρούιλαρντ
/ Τώρα ma —εκτός κι αν περάσατε τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής σας αιχμάλωτοι σε κάποια εχθρική τριτοκοσμική χώρα— ξέρετε γιατί ταίριαξαν τρεις γυναίκες τόσο απελπισμένες, όσο η Λάιλα, η Σαρλίν και η Τζέιν. Αλλά δε γνωρίζετε το πώς. Θυμάστε που σας είπα ότι όλα εξαρτώνται από ένα κραγιόν; Μια υπεραπλούστευση, ίσως, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Άλλωστε όλα ξεκίνησαν από μια διαφωνία για ένα κραγιόν. Θα έλεγε κανείς ότι έχουν περάσει χίλια χρόνια — στην πραγματικότητα πρόκειται για λίγες μόνο δεκαετίες— από τότε που ο Χίραμ ΦΧάντερς ζούσε στη σκιά της μαμάς του. Η Μόνικα Φλάντερς ήταν η βασίλισσα των καλλυντικών, πρόεδρος της Εταιρείας Φλάντερς Κοσμέτικς, αφεντικό και συγχρόνως μητέρα του Χίραμ. Καθόλου περίεργο που ο Χίραμ μίσησε τις δυναμικές γυναίκες. Κι όταν επιτέλους ανέλαβε αυτός πρόεδρος άρχισε ν' αναζητά ένα νέο προϊόν ομορφιάς. Αυτά που μέχρι τώρα πουλούσαν ήταν πάνω κάτω τα ίδια. Κι εκείνος αναζητούσε κάτι που θα μείωνε τα έξοδα για τη διαφήμιση. Γιατί η ομορφιά πουλιέται μέσω της διαφήμισης. Κι αν αυτός συνέχιζε να πουλά τις ίδιες παρτίδες, περικόπτοντας τον αστρονομικό προϋπολογισμό για τη διαφήμιση, θα γινόταν ήρωας για όλους. Για όλους, εκτός από τη μητέρα του. Η Μόνικα είχε απορρίψει κάθε πρόταση για περικοπή των εξόδων διαφήμισης. Σαν να πίστευε κι αυτή στη δύναμή της όσο και οι καταναλωτές. Και ο Χίραμ παρακολουθούσε το κόστος ν' ανεβαίνει συνεχώς, ενώ στη αγορά έκαναν την εμφάνισή τους όλο και πιο πολλές εταιρείες. Η Εταψεία Φλάντερς παρασκεύαζε είκοσι τρεις διαφορετικές σειρές για νέες, πολύ νέες, όχι, και τόσο νέες, μεσήλικες που δεν το παραδέχονταν, μεσήλικες που το παραδέχονταν... Ένας ατέλειωτος κατάλογος.
Πρώτος ο Χίραμ μίλησε στον Λες Μέρτοαντ, διευθυντή του Νέτγουορκ, για να γίνει χορηγός σ' ένα σόου για τηλεθεάτριες διαφορετικών ηλικιών. Σε αντίθεση με τον κινηματογράφο, το κοινό της τηλεόρασης είναι κυρίως γυναικείο. Ο Χίραμ και ο διαφημιστής του, ο Μπράιαν Ο' Μάλεϊ της Μηάνιον Ο' Μάλεϊ, δούλεψαν πολύ αυτή την ιδέα. Και ο Λες Μέρτσαντ, πανικόβλητος ατιό την πτώση της ακροαματικότητας, μετέφερε την ιδέα στον Σάι Όρτις, έναν από τους πιο επιτυχημένους ατζέντηδες του Χόλιγουντ. Ο Σάι, μάλλον άκεφα, τη μετέφερε με τη σειρά του στον Μάρτι Ντι Τζενάρο, το σκηνοθέτη που δεν έκανε ποτέ λάθος —και δεν είχε ποτέ τον κάνει τηλεόραση. Λοιπόν, αναγνώστες μου, σίγουρα δεν εκπλήοσεσθε όταν ακούτε ότι οι περισσότερες, αν όχι όλες, από τις τηλεοπτικές εκπομπές σκοπό έχουν να σας πουλήσουν κάτι. Ίσως να είστε πολύ νέοι για να θυμάστε τον πρώτο καιρό της τηλεόρασης, τότε που οι παραγωγοί χρηματοδοτούσαν κάτι απλώς για να το βλέπουν οι τηλεθεατές. Μετά δημιουργήθηκαν προγράμματα που ακόμη και το όνομα του διαφημιζόμενου είχαν για τίτλο τους! Όπως Η Ώρα της Σούπας Κάμπελ. Αυτό συμβαίνει ακόμη, αν και όχι τόσο κραυγαλέα. Ή, μερικές φορές, ακόμη πιο κραυγαλέα. Έτσι, όταν η Μόνικα Φλάντερςείπε στο γιο της πως είναι αδύνατο να πουλάς πάνω από ένα προϊόν στην ίδια κατηγορία καταναλωτών, ο Χίραμ αποφάσισε να βρει τη λύση. «Μη με απασχολείς», είπε η μητέρα του. «Καμιά γυναίκα δε φορά το ίδιο κραγιόν με τη μητέρα της». Έτσι φτάνουμε στον Σάι Όρτις. Στις μέρες μας, το Χόλιγουντ διοικούν οι ατζέντηδες. Ελέγχουν τους αστέρες και τους ταιριάζουν με σκηνοθέτες και σεναριογράφους — επίσης πελάτες των ατζέντηδων — ετοιμάζοντας «πακέτα» που μετά προσπαθούν να πουλάνε στις εταιρείες παραγωγών. Οι ατζέντηδες που έχουν υπό την επιρροή τους τα μεγαλύτερα αστέρια, είναι αυτοί που όλοι φθονούν, τα πιο μισητά πρόσωπα στο Λος Άντζελες. Και μεταξύ όλων, ο Σάι Όρτις ήταν ο πιο μισητός. * * *
Ο Σάι Όρτις τέντωσε το κοντό του σώμα, έτσι καθώς τα πόδια του ακουμπούσαν στο τραπέζι των συνεδριάσεων από μπλε λάκα και η πλάτη του ακουμπούσε στη μαύρη δερμάτινη καρέκλα. Μετά σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο, κοίταξε κάτω το Μπουλβάρ Λα Σιενέγκα και αναστέναξε. Χριστέ μου, δεν τους άντεχε
άλλο τους ανίκανους! Και να σκεφτεί κανείς ότι οι Βάινμπεργκ και Γκλικ ήταν ένα από τα καλύτερα πρακτορεία του Λος Άντζελες. Στράφηκε προς τον Μίλτον Γκλικ. «Κάθισε να σου το ξαναεξηγήσω», του είπε, αρχίζοντας να μιλά αργά και χαμηλόφωνα. «Ο Μάρτι είναι ιδιοφυΐα. Και ο Μάρτι θέλει τρία καινούρια πρόσωπα. Φρέσκια σάρκα. Μη μου δείχνετε αυτές τις γνωστές εικοσιεξάχρονες που πουλάνε το πράμα τους σε όλο το Χόλιγουντ εδώ και δέκα χρόνια. Ο Μάρτι θέλει κάτι καινούριο. Και όταν θέλει κάτι ο Μάρτι, το θέλω κι εγώ». Ο Γκλικ πέρασε τη γλώσσα του από τα λεπτά του χείλη και κούνησε νευρικά το κεφάλι, με τα δάχτυλά του να τρέχουν ανάμεσα στα επίσης λεπτά μαλλιά του, που σχημάτιζαν λεπτές μακριές μπούκλες. Θεέ μου, σκέφτηκε ο Σάι, από πού προέρχονταν όλ' αυτά τα μαλλιά; Όλοι έμεναν σιωπηλοί, κοιτώντας τις μύτες των παπουτσιών τους. Αες και σκέφτονταν με τα πόδια και όχι με το κεφάλι τους, παρατήρησε ο Σάι. Μετά ο Μίλτον καθάρισε το λαιμό του. «Νομίζω ότι μπορούμε να το κάνουμε, Σάι». «Όχι αν επιμένετε σ αυτά τα σκατά», του πέταξε ο Σάι και με το χέρι του πέταξε από το τραπέζι τις δεκάδες φωτογραφίες με τα χαμογελαστά όμορφα πρόσωπα, γκρεμίζοντας με μια κίνηση όλες τις ελπίδες τους. Αδιαμφισβήτητα, ο Σάι Όρτις ήταν ο πιο ισχυρός ατζέντης του Χόλιγουντ κι ένας από τους πέντε ισχυρότερους ανθρώπους στη βιομηχανία των σόου μπίζνες. Δούλευε σαν σκυλί και οι περισσότεροι άνθρωποι στο Χόλιγουντ έκαναν ό,τι ζητούσε δωρεάν. Και τώρα καθόταν μπροστά σε μια χούφτα ηλίθιους που πλήρωνε για να τον βοηθούν κι αυτοί δεν κουνούσαν το δαχτυλάκι τους. «Ακούστε», τους ξανάπε αργά, λες και μιλούσε σε διανοητικώς καθυστερημένους. «Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο δεν έχει ξανακάνει τηλεόραση. Κι αυτό θα είναι το μεγαλύτερο σόου. Και το τηλεοπτικό δίκτυο του έχει δώσει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Ό,τι θέλει, για όνομα του Θεού!» Το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο, η φωνή του θυμωμένη. Θα έκανε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ντι Τζενάρο και του Νέτγουορκ, αλλά ο Μάρτι είχε απαιτήσει άκρα μυστικότητα, έτσι που κανείς να μη μάθει πως
όλες οι δάφνες ανήκαν στον Σάι. Τον αποκαλούσαν «ο ισχυρότερος άνθρωπος των παρασκηνίων». Και με μυστικοπαθείς και παρανοϊκούς πελάτες σαν τον Μάρτι, δεν είχε μεγάλα περιθώρια επιλογής. «Λοιπόν, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι καινούριο. Το πιάνετε; Ο Μάρτι θέλει νέο αίμα και πρέπει να του το βρείτε. Σ' εσάς ανέθεσε αυτή την αποκλειστικότητα. Το καταλαβαίνετε αυτό;» Ο μικρόσωμος άντρας ανέπνεε βαριά, η φωνή του σιγά σιγά υψωνόταν σε κραυγή. Χριστέ μου, δεν μπορούσε ν' αναπνεύσει! Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε το σπρέι του. Το έβαλε στο στόμα του. Ό χ ι κι άλλη κρίση άσθματος. Παναγία Παρθένα, ήταν από το στρες. Και τη μόλυνση της ατμόσφαιρας. Σιγά την Πόλη των Αγγέλων, σκέφτηκε οργισμένος. Με τέτοια μόλυνση, έπρεπε να τη λένε Πόλη του Θανάτου. Αλλά εδώ κλείνονταν όλες οι δουλειές και ο Σάι δεν είχε γίνει διάσημος αναπνέοντας τον καθαρό αέρα της Αριζόνα. Δεν έφταιγε μόνο ο Μίλτον και η σκατοδουλειά του, παραδέχθηκε ο Σάι, προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα. Ή τ α ν όλη αυτή η ιστορία με τον Μάρτι Ντι Τζενάρο. Ο Μάρτι ήταν ο σκηνοθέτης των μεγάλων παραγωγών. Είχε επίπεδο και λεφτά και ξαφνικά του ήρθε η τρέλα να κάνει τηλεόραση. Τηλεόραση! Το γκέτο των σόου μπίζνες! Αλλά ο Μάρτι ήθελε να κάνει τηλεόραση. Μ' ένα γελοίο θέμα, σχετικό με τρία κορίτσια που διασχίζουν την Αμερική. Αλλά τι διάβολο; Ο Μάρτι ήταν ιδιοφυΐα και ο καλύτερος πελάτης του, αλλά αυτή η υπόθεση είχε εκνευρίσει τον Σάι. «Θέλω να ξεφύγω από τα σίριαλ και τις συνωμοσίες», είχε πει ο Μάρτι. «Τις σκυλοβαρέθηκα αυτές τις ιστορίες. Ας κάνουμε κάτι καινούριο». Καινούριο! Καινούριο! Γιατί δεν έλεγε απλώς «επικίνδυνο», «ριψοκίνδυνο», «αποτυχία»; Ο Σάι καθόλου δε νοιαζόταν αν ο Μάρτι έχανε τα λεφτά του στα καζίνα του Λας Βέγκας. Αλλά γιατί ήθελε να παίξει στη ρουλέτα με την ίδια του την καριέρα; Και τότε τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ο Μάρτι του ανήγγειλε πως δε σκόπευε να χρησιμοποιήσει καμιά από τις συνηθισμένες πελάτισσές του. Ένας ολόκληρος στρατός από αστέρια που θα 'διναν τα πάντα για να δουλέψουν με τον Μάρτι στην τηλεόραση
κι εκείνος λέει όχι! «Φέρε μου κάτι καινούριο», είχε πει. Και τώρα να τος στα γραφεία των Βάινμπεργκ και Γκλικ, με το σπρέι στο χέρι. Αν ο Μάρτι δε βρει αυτό που θέλει σύντομα, θ' αρχίσει να ψάχνει αλλοΰ και ο Σάι θα έχανε τον έλεγχο στην επιλογή των ηθοποιών. Και μόνο η σκέψη της απώλειας του ελέγχου έκοβε εντελώς την αναπνοή του Σάι. Τελικά η αναπνοή του επανήλθε. Οι άλλοι συνέχιζαν να κάθονται γΰρω του σαν αγάλματα. Στράφηκε στον Μίλτον, που συνέχιζε να γλείφει νευρικά τα χείλια του. «Μίλτον», είπε. «Αυτά τα κορίτσια θα γίνουν διάσημα. Θα εμφανίζονται στα εξώφυλλα όλων των περιοδικοίν, θα προσκαλούνται στα τοκ σόου. Και, αν όλα πάνε καλά, θα γίνουν χρυσοφόρες αγελάδες. Γι' αυτό τις θέλω νέες και φρέσκιες. Να μην έχουν ποζάρει γυμνές στο Πεντχάουζ. Να μην έχουν δουλέψει πουθενά αλλοΰ, οΰτε να έχουν πει τον καιρό σε κάποιο κανάλι. Να μην έχουν γυρίσει πορνό, να μην έχουν ατζέντηδες, να μην έχουν συζύγους, να μην έχουν προβλήματα. Καινούριες και καθαρές για να τις δέσουμε φιόγκο. Επομένως, Μίλτον, μην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου. Φέρε μου καινούρια πρόσωπα». Ο Σάι έκανε στροφή και προχώρησε προς την πόρτα. «Γιατί, αν δεν το κάνεις εσύ, Μιλτ, θα το κάνει ο Πολ Γκράσο». Ο Σάι είδε τον Μιλτ να τινάζεται στο άκουσμα του ονόματος του πρώην συνεταίρου του, που τώρα ήταν ο χειρότερος εχθρός του. «Θα τα έχεις μέχρι την Τρίτη». «Θα το κάνω», τον διαβεβαίωσε ο Μιλτ, αλλά ο Σάι είχε κιόλας βγει στο διάδρομο. *
*
*
Αν ο Σάι Όρτις στριμώχτηκε στο ραντεβού του με τον Γκλικ, ήξερε πως τα πράγματα θα ήταν χειρότερα στην επόμενη συνάντησή του. Θ' αντιμετώπιζε μαζί τον Λες Μέρτσαντ, διευθυντή του Νέτγουορκ, τον Μπράιαν Ο' Μάλεϊ της Μπάνιον Ο' Μάλεϊ, της μεγαλύτερης διαφημιστικής εταιρείας στον κόσμο, τη Μόνικα Φλάντερς και το γιο της, Χίραμ, το πιο μικρό ψαράκι. Ανασήκωσε τους ώμους. Μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο κανείς δε θ' άξιζε λιγότερο από πενήντα εκατομμύρια δολάρια.
Και δεν υπήρχε τίποτε στον κόσμο που να σέβεται ο Σάι περισσότερο από τα χρήματα. Και μόνο η σκέψη των πενήντα εκατομμυρίων δολαρίων, έκανε τα γόνατά του να τρέμουν. Κάποια μέρα θ' άξιζε κι αυτός τόσο και τότε θα έβλεπαν. Ως συνήθως, ο Σάι ήταν στην ώρα του. Αλλά προς μεγάλη έκπληξήτου, το ίδιο συνέβαινε και με τους υπόλοιπους. Αυτή ήταν η διαφορά ανάμεσα στις μεγάλες μπίζνες και τις σόου μπίζνες. Οι μεγάλες μπίζνες απαιτούσαν πειθαρχία και ακρίβεια. Ο Σάι χαμογελούσε καθώς έσφιγγε τα χέρια όλων. Δεν του ανταπέδωσαν το χαμόγελο. Άλλη μια διαφορά. Η σύσκεψη γινόταν στην αίθουσα συνεδριάσεων της Μπάνιον Ο' Μάλεϊ και ο Σάι εκπροσωπούσε εκεί τον πελάτη του Μάρτι Ντι Τζενάρο. Είχαν και οι δυο αποφασίσει πως αυτό ήταν το καλύτερο. Και σήμερα, όλη την πίεση θα τη δεχόταν ο Σάι. «Λοιπόν, κύριοι. Και, κυρία Φλάντερς, φυσικά», ξεκίνησε ο Μπράιαν Ο' Μάλεϊ, ένας μεγαλόσωμος Ιρλανδός. Η Μόνικα Φλάντερς, στα ογδόντα της πια, έκανε μια χειρονομία σαν να του το επέτρεπε. «Νομίζω πως θα σας αρέσει αυτό που θα δείτε». «Το ελπίζουμε», είπε η Μόνικα Φλάντερς και κοίταξε το γιο της, τον πρόεδρο της πολυεθνικής καλλυντικών. Εκείνος κατένευσε. Ο Λες Μέρτσαντ, ένας πανύψηλος τύπος με τεράστιο κεφάλι, καλυμμένο με λευκά μαλλιά, καθάρισε το λαιμό του. Στον Σάι είχαν πει πως η σημερινή συνάντηση θα ήταν τυπική, πως η Εταιρεία Φλάντερς είχε πάρει την απόφασή της και πως ο Χίραμ είχε την εξουσιοδότηση να υπογράψει. Αλλά έβλεπε πως όλοι αγωνιούσαν μήπως η γριά δεν εγκρίνει τα σχέδιά τους. «Γνωρίζετε τα θέματα πληθυσμιακής κατανομής», συνέχισε ο Ο' Μάλεϊ. Και καθώς μιλούσε, ο τοίχος πίσω του φωτίστηκε κι έκανε την εμφάνισή του ένα σχεδιάγραμμα. «Έχουμε μπροστά μας μια όλο και περισσότερο κατακερματιζόμενη αγορά». Άρχισε ν' αναλύει τις κατηγορίες γυναικών που αγοράζουν καλλυντικά. «Τι γνώμη θα είχατε αν σας έλεγα ότι μπορούμε με μια και μόνο διαφημιστική καμπάνια να πλησιάσουμε σαράντα με πενήντα εκατομμύρια γυναίκες;» Η Μόνικα Φλάντερς έκανε ένα μορφασμό ανυπομονησίας και αποδοκιμασίας. «Θα έλεγα ότι είσαι τρελός, Μπράιαν. ΟΙ KO-
ΡΕΣ ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΡΑΓΙΟΝ ΜΕ ΤΙΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ΤΟΥΣ». «Κι αν σας έλεγα πως θα το αγοράσουν;» «Κύριοι, είμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα, αλλά τη δουλειά μου την ξέρω. Μπράιαν, πάσες αποχρώσεις κραγιόν παράγει η Ρεβλόν;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Εκατόν εβδομήντα. Ακόμη και η Σανέλ έχει εξήντα οχτώ αποχρώσεις. Γιατί η αγορά έχει κατακερματιστεί. ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΡΑΓΙΟΝ ΜΕ ΤΙΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ΤΟΥΣ». Η Μόνικα Φλάντερς σηκώθηκε. «Χίραμ, μπορείς να καλέσεις το αυτοκίνητο;» «Μητέρα, περίμενε, σε παρακαλώ, ένα λεπτό». Η Μόνικα κοίταξε το φαλακρό γιο της, με την κοιλιά, που ήταν πια εξήντα δύο χρονών και ανασήκωσε τους ώμους. Χωρίς να πει λέξη ξανακάθισε. «Κυρία Φλάντερς, τι θα λέγατε αν υπήρχε ένα σόου, ένα εβδομαδιαίο τηλεοπτικό πρόγραμμα, που θ' άρεσε και στις μικρές και στις μεγάλες;» «Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν θα ήταν πατίνι», είπε εκείνη. «Οι νέοι θέλουν να βλέπουν νέους. Και οι γέροι θέλουν να βλέπουν παλιές ταινίες. Ή τίποτε σειρές με χοντρές νοικοκυρές». Σκέφτηκε τη Ροζάν Άρνολντ και ανασήκωσε τους αριστοκρατικούς της ώμους, φέρνοντάς τους κοντά στ' αυτιά της σαν να επρόκειτο για γούνινο γιακά. «Τι θα λέγατε αν υπήρχε ένα σόου με νέες γυναίκες...» «Δε θα το έβλεπαν οι μεγάλες», είπε κοφτά εκείνη. «Κι αν τοποθετούσαμε το μύθο στη δεκαετία του '60, τότε που κι αυτές ήταν νέες;» Για μια στιγμή έμεινε σιωπηλή. Για μισό σχεδόν αιώνα, η Μόνικα Φλάντερς πουλούσε την ομορφιά στις Αμερικανίδες. Είχε ξεκινήσει ετοιμάζοντας κρέμες μέσα στην κουζίνα της και τώρα καταλάμβανε σχεδόν το ένα τρίτο της ετήσιας αγοράς των έξι δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ήξερε τι πετυχαίνει και τι όχι κι εξακολουθούσε να διαθέτει την ικανότητα να βρίσκει τα καλύτερα ονόματα για τα προϊόντα. Για πρώτη φορά μίλησε ο Λες Μέρτσαντ. Τα τελευταία δέκα χρόνια το κανάλι του έχανε συνεχώς ακροαματικότητα. Αλλά
χάρη α αυτό το σχέδιο πίστευε στην αναγέννηση του. Ή τ α ν έτοιμος να ποντάρει τα πάντα. Αλλά για κάτι τέτοιο χρειαζόταν ισχυρούς συνεταίρους. Ο Χίραμ είχε ήδη συμφωνήσει, κατ' αρχήν, να γίνει, ο χορηγός του σόου. Αλλά ο Λες δεν ήταν ηλίθιος, ήξερε πως χρειαζόταν την υποστήριξη της Μόνικα. «Μόνικα, σκέψου το. Ένα ποιοτικό σόου με ωραία, νέα κορίτσια. Για να νοσταλγήσουν οι γριές τα νιάτα τους και για ν' αναζητήσουν οι νέες την ομορφιά. Μοναδικά κορίτσια, κορίτσια στα οποία δε θα μπορείς ν' αντισταθείς, Μόνικα». Καθόλου δεν της άρεσε να κάνει λάθος. Κάθισε αμίλητη, ανοιγοκλείνοντας μόνο τα μάτια της. Ή τ α ν η μοναδική κίνηση που γινόταν στο δωμάτιο. Πέρασε ένα λεπτό —μετά δύο. Μετά τρία. Κανείς δε μιλούσε. Ούτε ν' αναπνεύσουν τολμούσαν. «Θα μπορούσε να πάει καλά», είπε τότε η Μόνικα, κουνώντας το γέρικο κεφάλι της. Παρά τα λίφτινγκ και το προσεκτικό μακιγιάζ, θύμιζε μακιγιαρισμένο πίθηκο. Έναν πανίσχυρο μακιγιαρισμένο πίθηκο. Ο Ο' Μάλεϊ χαμογέλασε και ο Λες Μέρτσαντ συνέχισε: «Έχουμε μια αποκλειστικότητα. Σκηνοθέτης θα είναι ο Μάρτι Ντι Τζενάρο». «Πόσα κορίτσια;» «Τρία». «Θέλω μια ξανθιά, μια μελαχρινή και μια κοκκινομάλλα. Θέλω αποκλειστικά τριετή συμβόλαια. Δε θα πληρώσουμε πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια για κάθε συμβόλαιο, αλλά θα τις διαφημίσουμε σαν συμφωνίες του ενός εκατομμυρίου. Θα δημιουργήσουμε μια νέα σειρά. Θα περιλαμβάνει και μακιγιάζ και κρέμες. Τα κορίτσια θα φορούν μόνο αυτά τα καλλυντικά, τόσο στο πλατό, όσο και στη ζωή τους. Και να χρησιμοποιούν μοτοσικλέτες. Είναι πιο σέξι. Χρειαζόμαστε και το αντρικό κοινό. Τους πουλάμε τα αρώματα που χαρίζουν στα κορίτσια τους». «Ποια αρώματα, μητέρα;» ρώτησε ο Χίραμ. «Τα καινούρια αρώματα. Αυτά που θα πάρουν τα ονόματα των τριών ηρωίδων της σειράς. Πώς διάβολο θα τις λένε;» «Κάρα, Κρίμσον και Κλόβερ», προθυμοποιήθηκε ο Σάι. «Τέλεια», μόρφασε η Μόνικα.
«Μα, μητέρα! Το κόστος; Να παρασκευάσουμε τρία αρώματα σ ένα χρόνο! Δεν είναι στο σχεδιασμό!» «Αν εσύ δεν έχεις το χρόνο να το κάνεις, Χίραμ, θα το κάνω εγώ», είπε η Μόνικα. Ο Λες χαμογέλασε στον Μπράιαν Ο' Μάλεϊ. «Θέλετε να σας δείξουμε μερικά σχέδια σεναρίων;» «Δείξτε τα στον Χίραμ, εγώ κουράστηκα». Ξανασηκώθηκε και άρχισε ν' απομακρύνεται από το τραπέζι, με το ένα χέρι της στηριγμένο στο μπαστούνι με τη χρυσή κεφαλή. Κοντοστάθηκε πάλι και είπε: «Πρέπει να συμφωνήσουμε στα βασικά. Όχι ναρκομανείς. Ό χ ι πόρνες. Ψάξτε τις στον Καναδά, αν χρειαστεί. Εκεί πρέπει να έχουν απομείνει μερικές παρθένες». Μετά έστρεψε την πλάτη του Σανέλ ταγέρ της και αποχώρησε.
2 Η Τζέιν πήρε τη μοναδική της βαλίτσα από το λουρί του αεροδρομίου του Λος Άντζελες και προχώρησε προς τα γκισέ όπου νοίκιαζαν αυτοκίνητα. Στην τσάντα της είχαν απομείνει λιγότερα από έξι χιλιάδες δολάρια. Καλύτερα να βρω το πιο φτηνό αυτοκίνητο, σκέφτηκε. Στη Νέα Υόρκη, ένα αυτοκίνητο ήταν πανάκριβη πολυτέλεια και όλα τα χρόνια που ζοΰσε εκεί δεν είχε αποκτήσει δικό της. Αλλά ήξερε πως στο Λος Άντζελες ήταν υποχρεωτικό. Στάθηκε πίσω από τους επιχειρηματίες, μπροστά στο γκισέ της Μπάτζετ. «Ελάτε, αφήστε με να σας βοηθήσω στη μεταφορά της βαλίτσας σας», της είπε ένας ηλιοκαμένος γκριζομάλλης με μπλε κοστούμι. «Ευχαριστώ», είπε και το χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπο της· «Μπομπ», είπε ο επιχειρηματίας στον υφιστάμενο του. «Βοήθησε την κυρία».
«Μα δεν είναι απαραίτητο», είπε παριστάνοντας την Όντρεϊ Χέπμπουρν στο Μπρέκφαστ στον Τίφανι. Μια γυναίκα στεκόταν μπροστά της. Χοντρή και κάθε άλλο παρά ωραία. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε ο υπάλληλος πίσω από το γκισέ την Τζέιν. «Μα προηγούμαι», διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα, κοιτάζοντας με αποδοκιμασία την Τζέιν. «Είναι αλήθεια», συμφώνησε η Τζέιν. Απρόθυμα ο υπάλληλος στράφηκε προς την εκνευρισμένη γυναίκα. «Έχετε κάνει κράτηση;» ρώτησε. «Όχι». «Τότε λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω», είπε μορφάζοντας. «Δεν έχουμε άλλα αυτοκίνητα. Μπορούμε να εξυπηρετήσουμε μόνο τους πελάτες που έχουν κάνει κράτηση». Η γυναίκα μετακινήθηκε σε άλλο γκισέ. Μετά, μ' ένα χαμόγελο ανακούφισης, ο υπάλληλος στράφηκε προς την Τζέιν. «Λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για σας;» τη ρώτησε μ' ένα χαμόγελο. «Μάλλον δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε. Ήθελα ένα αυτοκίνητο, αλλά οΰτε εγώ έχω κάνει κράτηση». «Τι αυτοκίνητο θέλετε;» τη ρώτησε. «Το λιγότερο δαπανηρό», αναγκάστηκε να του πει. «Ειδικά για σας θα βρω ένα από τις ειδικές προσφορές μας. Για πόσο θα το χρειαστείτε;» «Για δυο εβδομάδες», είπε η Τζέιν. Και παρά τις ενοχές της, έστειλε άλλο ένα χαμόγελο αλά Όντρεϊ Χέπμπουρν. *
*
*
Το Σταρ Ντροπ Ιν είχε δΰο προτερήματα: το δωμάτιο ήταν καθαρό και κόστιζε μόνο 286 δολάρια την εβδομάδα, προπληρωμένα- Ή τ α ν ένα από κείνα τα μέτρια κτίρια που έμοιαζαν σαν κάποιος να τα είχε πετάξει ξεκάρφωτα μέσα στην πόλη. Το δωμάτιο της Τζέιν είχε τον αριθμό 29. Δΰο κρεβάτια μ' ένα ράφι ανάμεσά τους, μια ντουλάπα στον τοίχο και μια τηλεόραση κρεμασμένη στον τοίχο. Υπήρχε κι ένα μικροσκοπικό μπάνιο. Αλλά ήταν καθαρό και διέθετε διπλή κλειδαριά στην πόρτα. Τη νΰχτα
δεν ακούγονταν μεγάλοι θόρυβοι ή καβγάδες. Παρατήρησε ότι στο δωμάτιο 28 έμενε ένας όμορφος άντρας με μακριά ξανθά μαλλιά. Υπήρχαν και χειρότερα, σκέφτηκε. Η Τζέιν ξάπλωσε στο ένα κρεβάτι. Το άλλο ήταν καλυμμένο με περιοδικά του Χόλιγουντ. Κρατούσε ένα μολύβι κι ένα σημειωματάριο. Στη μια πλευρά της σελίδας σημείωνε όλες τις οντισιόν που αναγγέλλονταν. Στην άλλη κρατούσε σημειώσεις για το τι έψαχναν. Περίεργο. Μετά από τόσα χρόνια, πρώτη φορά αναζητούσε ρόλους για νέες και ωραίες. Είχε διψάσει, χρειαζόταν μια κρύα σόδα ή μια μπίρα, αλλά η πανσιόν δε διέθετε μηχάνημα με αναψυκτικά. Θα πήγαινε απέναντι για ένα λεπτό, διασχίζοντας το πάρκινγκ μέσα στη ζέστη. Είχε σχεδόν γεμίσει τη σελίδα. Τακτοποίησε τις φωτογραφίες της με τα βιογραφικά της πίσω από καθεμιά. Πριν φύγει από τη Νέα Υόρκη, είχε ξοδέψει σχεδόν δυο χιλιάδες δολάρια από τα πολύτιμα χρήματα του δικηγόρου για μια σειρά φωτογραφίες. Ο φωτογράφος είχε κάνει τόσο καλή δουλειά, που, έπρεπε να το παραδεχθεί, άξιζε και το τελευταίο σεντς. Τα σκούρα μαλλιά της στεφάνωναν ένα τέλειο πρόσωπο. Γύρισε σελίδα στο περιοδικό. Υπήρχε ένας κατάλογος όλων των νέων τηλεοπτικών σόου της σεζόν. Και η αναγγελία του σόου του Νιλ. Ξανάριξε μια ματιά στο μακρύ κατάλογο. Αναστέναξε. Την είχε δει μερικές φορές αυτή τη σειρά και ήταν απαίσια. Και κάθε φορά που η κάμερα έκανε ζουμ στο πρόσωπο του Νιλ, στα μάτια του διάβαζε την απογοήτευση. Σκέτη ειρωνεία που αυτός και ο Σαμ ήταν οι μόνοι άνθρωποι που γνώριζε στην πόλη και δεν μπορούσε να τους τηλεφωνήσει — στον έναν επειδή την αγαπούσε και στον άλλο επειδή δεν την αγαπούσε. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και τινάχτηκε. Έριξε μια γρήγορη ματιά για να δει αν η αλυσίδα βρισκόταν στη θέση της. Διαπίστωσε πως ήταν εκεί και προχώρησε προς την πόρτα. Έξω, ο ψηλός, ξανθός άντρας του διπλανού δωματίου, στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο. «Γεια, είμαι ο Πιτ Γουόρεν», της είπε. Κρατούσε μια μπίρα. «Θέλεις;»
«Όχι, ευχαριστώ». Κοίταξε αυτό το ωραίο νεαρό παιδί με την πανέμορφη οδοντοστοιχία. Μόνο στην Καλιφόρνια έβλεπες τέτοια δόντια. «Έλα τώρα, μια μπίρα είναι μόνο», της είπε. Είχε φαρδείς ώμους και μπορούσε να δει τους μυς του να κινούνται κάτω από το μπλουζάκι του. «Ευχαριστώ», θυμήθηκε να του φωνάξει καθώς απομακρυνόταν. Αναρωτιόταν αν ο νεαρός θα πρόσεχε ποτέ τη Μέρι Τζέιν. Σίγουρα όχι, αποφάνθηκε. Τελικά, το να είσαι όμορφη σε βοηθούσε να βρεις ένα φτηνό αυτοκίνητο και μια μπίρα χάρισμα. Και ήλπιζε να την προσέξουν περισσότερο οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες.
Τα τελευταία δΰο χρόνια —και όλα όσα είχαν προηγηθεί — της θΰμιζαν εφιάλτη. Τώρα νόμιζε πως ονειρευόταν. Το Λος Άντζελες φάνταζε τόσο λαμπερό μετά τη μουντή Νέα Υόρκη. Αλλά αυτό που περισσότερο είχε αλλάξει ήταν ο εαυτός της. Ταίριαζε τόσο στο Λος Άντζελες με το ψηλόλιγνο κορμί της. Και μόνο που περπατούσε ένιωθε θαυμάσια. Όταν ντυνόταν ένιωθε θαυμάσια. Όταν έβαζε το μεϊκάπ της ένιωθε θαυμάσια. Αν εξαιρέσουμε πως καμιά φορά την πονούσαν οι ραφές, ένιωθε θαυμάσια. Και γεμάτη ελπίδες. Αυτή ήταν η πραγματική διαφορά. Στο Λος Άντζελες υπήρχε ελπίδα. Η Τζέιν έφτιαξε ένα πρόγραμμα. Κάθε πρωί πήγαινε με το αυτοκίνητο ως το σχολείο κι έτρεχε ενάμισι χιλιόμετρο. Μετά επέστρεφε στην πανσιόν, έκανε ένα μπάνιο, έριχνε μια μπανάνα και αποβουτυρωμένο γάλα στο μπλέντερ κι έπινε το χυμό. Συγχρόνως μακιγιαριζόταν. Μετά ντυνόταν και περνούσε το πρωινό της περπατώντας. Κατά τη μία, έτρωγε κάτι ελαφρύ. Οι άντρες την πλησίαζαν με προτάσεις κάθε είδους: να της προσφέρουν το γεύμα, να την καλέσουν για το δείπνο, να τη συστήσουν στον ατζέντη τους. Να την ξεναγήσουν στο Μαλιμπού ή στο κορμί τους. Κατά κάποιον τρόπο, οι προσφορές τους τη σόκαραν. Ό χ ι επειδή ήταν σεμνότυφη. Απλώς έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα πως
συγκέντρωνε την προσοχή των άλλων. Όταν είσαι νέα και όμορφη, όλα μοιάζουν εύκολα. Τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα χρόνια δε θα ένιωθε μοναξιά. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βρεθεί ανάμεσα σε κόσμο, να διαλέξει κάποιον και να τον κοιτάξει. Είχε παρατηρήσει πως οι οχτώ στους δέκα την πλησίαζαν μετά από ένα απλό χαμόγελο της. Υιοθέτησε μια έκφραση αρκετά προκλητική. Ένας στους δέκα αποζητούσε ένα σοβαρό βλέμμα, όχι χαμόγελα. Έμαθε να τους ξεχωρίζει. Συνήθως ήταν ντυμένοι με σκούρα ρούχα. Μόνο ένας στους δέκα δεν ανταποκρινόταν, αλλά σκεφτόταν πως στην πόλη υπήρχαν και ομοφυλόφιλοι και πιστοί σύζυγοι. Δεν το έπαιρνε προσωπικά. Μετά από τόσα χρόνια συναισθηματικής πείνας, το Λος Άντζελες ήταν σκέτο γλέντι. Οι ορμόνες της την αναστάτωναν. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που ήταν με τον Σαμ; Από τότε που την άγγιξε κάποιος άντρας; Αλλά, παρά την εμφάνισή της, δεν έπαυε να είναι τριάντα έξι χρονών και βλέποντας τους άντρες να την πολιορκούν της ερχόταν να σκάσει στα γέλια. Ή τ α ν «παραγωγοί» ή «φίλοι παραγωγών» ή «δούλευαν σε κάποια εταιρεία παραγωγών». Κανείς τους δε δήλωνε άλλο επάγγελμα. Όλοι δούλευαν στη βιομηχανία του σινεμά. Κουβέντιαζε και γελούσε και φλέρταρε. Το έβλεπε σαν ένα είδος πρόβας και δεν έκανε φίλους ούτε έδινε το τηλέφωνο της. Άλλωστε ήταν πολύ κουραστικό να παίζει την ωραία, μέρα και νύχτα. Τη νύχτα τη χρειαζόταν για να συνέρχεται. Ο Πιτ Ουόρεν, ο γείτονάς της στην πανσιόν, συνέχιζε να της χτυπά την πόρτα. Ή τ α ν είκοσι τεσσάρων χρονών, από το Εντσίνο, και δούλευε σαν βοηθός οπερατέρ. Ο πατέρας του δούλευε σε στούντιο και τον έμπασε στη δουλειά. Ή τ α ν γλυκός — πολύ Καλιφορνέζος και πολύ νέος. Περνούσε σχεδόν κάθε βράδυ κι έπιναν μαζί μια δυο μπίρες, βλέποντας τηλεόραση. Έμενε εκεί γιατί είχε λήξει το συμβόλαιο του ενοικίου του. Ή τ α ν εύκολο να είναι μαζί του. Ο Πιτ είχε υποθέσει πως είχαν την ίδια ηλικία και τον άφησε να το πιστεύει. Αλλά είχε ξεχάσει τις διαφορές μεταξύ του να είσαι είκοσι τεσσάρων και τριάντα έξι, του να βρίσκεσαι στη Νέα Υόρκη ή στην Καλιφόρνια.
Ο Πιτ της μίλησε για το Μελρόουζ Πλεϊχάουζ, μια θεατρική ομάδα στο Δυτικά Χόλιγουντ. Η αδερφή του ήταν υπεύθυνη φωτισμού εκεί και μπορούσε να κανονίσει μια οντισιόν για την Τζέιν, αν το ήθελε. Το ήθελε. Πάλι η προσπάθεια να τη δεχτούν σε οντισιόν. Έπαιξε ρόλο κομπάρσου σε μια σκηνή στην παραλία. Κάτι ήταν κι αυτό. Την ενθάρρυνε. Το ίδιο και ο Πιτ. Είχε πια γίνει φίλος της. Το βράδυ τον περίμενε πώς και πώς για να του διηγηθεί τις περιπέτειές της. Ή τ α ν αισιόδοξος και τη στήριζε. Δήλωνε σίγουρος πως τελικά η Τζέιν θα έβρισκε ένα ρόλο. Και δεν της ριχνόταν όπως όλοι οι άλλοι άντρες στη διάρκεια της ημέρας. . Τελικά ο Πιτ προσπάθησε να τη φιλήσει κι εκείνη τον απώθησε. Το άλλο βράδυ δεν την επισκέφτηκε και η Τζέιν στενοχωρήθηκε. Η απουσία του την έκανε να συνειδητοποιεί τη μοναξιά της. Της ήταν πολύ ευχάριστο να βλέπει τα στιβαρά του χέρια γύρω από το μπουκάλι της μπίρας. Ότάν δυο βράδια αργότερα χτύπησε την πόρτα της, του χάρισε το ωραιότερο χαμόγελο της. «Γεια, πώς τα πας;» τη ρώτησε. «Πολύ καλά», του απάντησε. Μπήκε μέσα με το απαραίτητο μπουκάλι της μπίρας. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. «Τζέιν, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Δε θέλεις να κοιμηθείς μαζί μου;» Χαμογέλασε. «Δε νομίζω», είπε. «Δε βγαίνεις με κάποιον άλλο. Επομένως, δε σου αρέσω;» «Και βέβαια μου αρέσεις, Πιτ. Αλλά όχι αρκετά για να κοιμηθώ μαζί σου». «Πόσο περισσότερο θα έπρεπε να σου αρέσω;» τη ρώτησε. Δεν ακουγόταν θυμωμένος. Απλώς λίγο μπερδεμένος. Γέλασε. «Δεν είμαι σίγουρη». «Τζέιν, μου αρέσεις πολύ. Σκεφτόμουν μήπως θα ήθελες να έρθεις μαζί μου στο καινούριο μου σπίτι». «Μα, Πιτ, δε γνωριζόμαστε καλά». «Ναι, αλλά αυτός θα ήταν ένας καλός τρόπος για να γνωριστούμε». Σηκώθηκε κι έβαλε το μακρύ του μπράτσο γύρω από
τους ώμους της. Έσκυψε και τη φίλησε. Εκείνη ένιωσε μια διέγερση. Το χέρι του κατέβαινε τόσο ζεστό στην πλάτη της. Τ η φίλησε ξανά και, παρά το ότι ήξερε πως δεν έπρεπε, του το ανταπέδωσε. Δεν μπορούσε ν' αντισταθεί. Η σάρκα του κάτω από το μπλουζάκι ήταν ζεστή. Μοσχοβολούσε νιάτα. Για μια στιγμή, αλλά μόνο για μια στιγμή, η σκέψη της φτερούγισε στον Σαμ. Μετά άφησε τον Πιτ να την ακουμπήσει απαλά στο κρεβάτι.
3 Αφού πέρασε μια βδομάδα θρηνώντας και επουλώνοντας τις πληγές της, η Λάιλα μίλησε ξανά με τον Ρόμπι. Η αλήθεια είναι πως δε μιλούσε, ούρλιαζε, αλλά τουλάχιστον επικοινωνούσαν ξανά. «Ποτέ μου δεν ένιωσα τέτοια ταπείνωση», φώναζε η Λάιλα. «Και βέβαια ένιωσες», απαντούσε ο Ρόμπι. «Απλώς δε θέλει να θυμηθείς πότε». Τα πανέμορφα μάτια της έγιναν δυο σχισμές. «Μου' ρχεται να σε σκοτώσω. Παριστάνεις πάντα το σπουδαίο, το σίγουρο. Ότι γνωρίζεις τους πάντες και ότι μπορείς ν' ανοίγεις όλες τις πόρτες». «Λάιλα, ηρέμησε», είπε ο Ρόμπι. «Πού να ξέρω ότι ο Άρα θα τηλεφωνούσε στην Τερέζα; Εγώ δε σε συμβούλεψα να πεις ψέματα. Αν δεν του είχες πει ψέματα, μπορεί και να σε αναλάμβανε. Σωστά σε συμβούλεψα». «Μην προσπαθείς να τα ρίξεις πάνω μου. Δικό σου ήταν αυτό το ηλίθιο σχέδιο. Η μητέρα μου είναι ακόμη κολλητή του Άρα. Κι εσύ είσαι ένα τίποτα. Απλώς προσκολλείσαι σε διάσημους σαν τη μάνα μου». Μια τρομερή σκέψη πέρασε από το μυαλό της. «Το ξέρω ότι συνεχίζεις να τη βλέπεις». Για μια στιγμή, η Λάιλα σταμάτησε να φωνάζει. Μπορεί ο Ρόμπι να συνωμοτούσε με την Κούκλα του Έρωτα. Ίσως να της την είχαν φέρει μαζί. Ένιωσε μια ζαλάδα. Κλότσησε το τραπεζάκι μπροστά της.
«Λάιλα, βλέπω τη μητέρα σου επειδή είναι φίλη μου και με χρειάζεται. Κι εσύ με χρειάζεσαι». «Κανέναν δε χρειάζομαι». Ο Κεν μπήκε στο δωμάτιο μορφάζοντας. «Μακάρι να σταματούσατε εσείς οι δυο». «Άκου, έχω μια καιούρια ιδέα», είπε ο Ρόμπι αγνοώντας τον. «Ας ξεχάσουμε για λίγο τους ατζέντηδες. Αε προσπαθήσουμε να βρούμε ένα ρόλο για σένα. Το σωστό ρόλο. Και μετά, θα διαλέγεις εσύ ατζέντη. Ακόμη και τον Άρα Σαγκάριαν». «Κάποια μέρα ο Άρα θα σέρνεται μπροστά μου», είπε η Λάιλα. «Αυτό μπορεί να συμβεί και την άλλη βδομάδα. Ή δ η δυσκολεύεται να περπατήσει», αστειεύτηκε ο Κεν. Ο Ρόμπι έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να διώξει ένα ενοχλητικό έντομο. «Θέλω η Λάιλα να ξεκινήσει την καριέρα της από την τηλεόραση. Είμαι σίγουρη πως μπορούμε να της βρούμε κάτι». Στράφηκε προς τον εραστή του. «Πες της να μ' ακούσει, Κεν. Η τηλεόραση προσφέρει προβολή, αλλά λέει πως οι σταρ δεν κάνουν τηλεόραση. Λες και είναι σταρ!» Η Λάιλα Κοίταξε τον Ρόμπι, έτοιμη να τον κατασπαράξει. Για να αποφευχθεί η σύρραξη, μπήκε στη μέση ο Κεν. «Γιατί όχι, Λάιλα; Αν ο Μάρτι Ντι Τζενάρο αποφάσισε να κάνει τηλεόραση, γιατί όχι κι εσύ;» Η Λάιλα και ο Ρόμπι κοίταξαν σιωπηλοί τον Κεν. «Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο δεν κάνει τηλεόραση», είπε η Λάιλα. «Κι όμως, τώρα κάνει και τηλεόραση», επιβεβαίωσε ο Κεν. «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε απορημένος ο Ρόμπι. «Μα καλά, εσείς δε διαβάζετε τα κουτσομπολιά; Σε μια συνέντευξή του στο Βάνιτι τον προηγούμενο μήνα, είπε ότι για κείνον η τηλεόραση είναι το καλύτερο απ όλα τα MME, πιο συναρπαστική κι από τον κινηματογράφο και με περισσότερες δυνατότητες δημιουργικότητας». «Γιατί ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες να σκέφτεται να κάνει τηλεόραση;» ρώτησε η Λάιλα. «Πού να ξέρω; Πάντως, είναι σίγουρο ότι αυτή τη στιγμή κάνει διαπραγματεύσεις μ' ένα τηλεοπτικό κανάλι». «Θεέ μου, και τι δε θα 'δινα για να δουλέψω μαζί του», αναφώνησε η Λάιλα.
«Λες να έχει κάτι συγκεκριμένο στα σκαριά;» ρώτησε ο Ρόμπι. «Έτσι πρέπει. Προς το παρόν ψάχνουν για τεχνικό προσωπικό. Ο βοηθός σκηνοθέτη του Μάρτι Ντι Τζενάρο με ρώτησε αν θα ήθελα να είμαι κι εγώ ένας απ' αυτούς». «Τώρα με εντυπωσίασες». Ο Ρόμπι κοίταξε τη Λάιλα, της έκανε ένα νεύμα που σήμαινε «σου τα 'λεγα εγώ», ακούμπησε πίσω στον καναπέ και κατέβασε το καπέλο του χαμηλά, μέχρι τα μάτια του. Ξαφνικά, αποφάσισε να δείξει λίγο οίκτο για κείνη. «Ίσως μπορέσουμε να σε φέρουμε σ' επαφή μαζί του. Μέσω του Πολ Γκράσο, του Ντίνο ή κάποιου απ' όλους αυτούς τους Ιταλούς. Ξέρω και μια δακτυλογράφο στους Ζέλερ και Μόσμπαχερ που χειρίζονται τις νομικές υποθέσεις του. Ίσως μπορέσουν να ρίξουν μια ματιά στο συμβόλαιο του. Κάποτε μάλιστα μου άρεσε ένα τύπος στο Όρτις· είναι ο ατζέντης του Μάρτι. Ίσως να μπορούσα να ρωτήσω αυτόν να μου επιβεβαιώσει την πληροφορία». Η Λάιλα δεν είπε τίποτα για μια στιγμή. Τι στο διάολο! Μπορεί να τα κατάφερνε στην τηλεόραση. Τα πάντα εξαρτώνταν από το πώς θα παρουσιαζόταν σε αυτή. «Και τι είδους εκπομπή ετοιμάζει;» ρώτησε ο Ρόμπι. «Είναι άκρως απόρρητο. Πρόκειται για την ιστορία τριών κοριτσιών που ταξιδεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί». «Τρία κορίτσια;» Χωρίς κανένα λόγο, ο νους της Λάιλα πήγε αμέσως στη Σκίνι και την Κάντι. *
*
*
Ο Πολ Γκράσο, καθισμένος στο τραπέζι του εστιατορίου,, παρακολουθούσε κουρασμένος το σκηνοθέτη που εδώ και ώρα μιλούσε ασταμάτητα. Μακάρι να μην ήταν υποχρεωμένος ν' ακούει αυτό τον ηλίθιο. Όμως γι' αυτό ακριβώς πληρωνόταν, οπότε έπρεπε να τον υπομείνει αγόγγυστα. «Ζητάμε ένα τελείως καινούριο, συναρπαστικό πρόσωπο. Προσπαθώ να φανταστώ μια εικόνα γνήσιας αθωότητας, βαθιάς αγνότητας που να...» Όπως όλοι, έτσι και ο Α. Τζόελ Γκρόσμαν ήθελε φρέσκα, όμορφα πρόσωπα για να διαφημίσουν το προϊόν του. Σιγά τα σπουδαία προϊόντα! Αυτοκίνητα, αφροί ξυρίσματος ή όπως στην
προκειμένη περίπτωση, τζιν παντελόνια. Κι όμως, όλοι αυτοί οι ηλίθιοι σκηνοθέτες διαφημιστικών σποτ αναλάμβαναν τις σπουδαιότερες σκηνοθετικές δουλειές στο Χόλιγουντ. Ενώ ο Πολ το μόνο που έκανε ήταν να κεράσει αυτόν το μαλάκα ένα παραγεμισμένο σάντουιτς στου Γκέλερ. '0λη η βιομηχανία του κινηματογράφου είχε κατακλυστεί από Εβραίους. Δεν μπορούσες να υπογράψεις συμβόλαιο, να γυρίσεις ταινία και να τη διανείμεις χωρίς να μπλέξεις με κάποιον Εβραίο. Εντάξει, μπορεί να ήταν πικρόχολος, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν είχε δίκιο. Κι όμως, κάποτε, όταν δοΰλευε με τον πρώην συνεργάτη του, τον Μίλτον Γκλικ, ανήκε κι εκείνος στο κύκλωμα. Τότε είχαν πάρει τα πάνω τους και το γύρισμα μιας καινούριας ταινίας ήταν σημαντική υπόθεση. Αυτά όμως συνέβαιναν πριν πολύ καιρό. Από τότε ο Μίλτον τον είχε παραγκωνίσει και είχε πείσει και τους συναδέλφους του να του κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα. Ό μ ω ς και ο Μιλτ και αυτός ο μικρόσωμος σκηνοθέτης μπροστά του ήταν θρασύδειλοι. Δεν ήξερε ούτε έναν Εβραίο που να ήταν αληθινός άντρας. Ο Πολ κοίταξε το παιδαρέλι που ακόμα μιλούσε. «Η όλη διαφημιστική εκστρατεία βασίζεται ακριβώς σε αυτό το δεδομένο. Η εικόνα του γνήσιου θηλυκού πρέπει να παρουσιαστεί με μεγάλη ευαισθησία...» Μα ποιος νόμιζε πως ήταν αυτός ο μαλάκας; Πολύ θα 'θελε να τον ξαποστείλει από κει που 'ρθε. Αυτοί οι τύποι συνέχεια κοκορεύονταν για τη συνεισφορά τους στις τέχνες και τις επιστήμες. Σύμφωνα με τη γνώμη του Γκράσο, το μόνο τους επίτευγμα ήταν η εφεύρεση του παστουρμά. Δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά από το σάντουιτς μπροστά του. «...Γιατί αυτή δεν είναι απλά μια διαφήμιση. Λέμε πολλά, όχι μόνο για το προϊόν αλλά και για τους ίδιους τους εαυτούς μας». Ο Πολ έφαγε και την τελευταία μπουκιά από το σάντουιτς. Άσε τον ηλίθιο να μιλάει. Ό μ ω ς ο ηλίθιος είχε σταματήσει και τον κοίταζε. Τώρα που ο Πολ ήταν μπουκωμένος και δεν μπορούσε να βγάλει άχνα, τώρα βρήκε την ώρα να περιμένει μια απάντηση
αυτός ο απαίσιος Εβραίος. Ο Πολ στραβοκατάπιε. Παραλίγο να πνιγεί, του ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Ο σκηνοθέτης άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το δικό του. Ο Πολ κατάφερε να καταπιεί τελικά. Μα στ' αλήθεια ήταν αδερφή αυτός ο τύπος; Ο Πολ την ήθελε τη δουλειά βέβαια, αλλά δεν ήταν και τόσο απελπισμένος. «Σ' ευχαριστώ που συμμερίζεσαι το όραμά μου», είπε το παιδαρέλι. «Εκτιμώ την ειλικρινή σου αντίδραση. Είναι σημαντικό για μένα να ξέρω ότι κάποιος ενδιαφέρεται για τις ιδέες μου». Να πάρει! Αυτός ο μπάσταρδος είχε την εντύπωση ότι ένας Πολ Γκράσο έδινε δεκάρα για μια διαφήμιση μπλουτζίν; Κοίταξε γύρω του στο εστιατόριο. Ποιος άλλος θα γινόταν μάρτυρας του εξευτελισμού του; Αυτό παραπήγαινε. Ο Πολ πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε. Αν δεν είχε μείνει απένταρος, τότε να δεις τι θα πάθαινε ο Α. Τζόελ. Αυτή ήταν σίγουρα η τελευταία του επίσκεψη στο Λας Βέγκας. Προσπάθησε να χαμογελάσει στο παιδαρέλι. «Νομίζω πως ξέρω τι ακριβώς ψάχνεις. Πάμε να δούμε το κορίτσι», κατάφερε να αρθρώσει. *
*
*
Ο Πολ Γκράσο κοίταξε τα μηνύματα που ήταν σκορπισμένα στο γραφείο του. Τα περισσότερα ήταν από δανειστές του, όπως ένα απειλητικό μήνυμα από τον Μπένι Εγκς, ένα δανειστή που σου 'κοβε τα πόδια. Τίποτε άλλο, εκτός από ένα μήνυμα από τον Ρόμπι Λάιμον. Ο Πολ αναρωτήθηκε τι να ήθελε άραγε. Κάποια χάρη το δίχως άλλο. Ο Α. Τζόελ ξερόβηξε. Ο Πολ στράφηκε στην υπέρβαρη γυναίκα που φορούσε ψηλοτάκουνα σανδάλια και στεκόταν στην πόρτα του γραφείου του, χτυπώντας το πόδι της με ανυπομονησία. «Είναι στην τουαλέτα», εξήγησε στον Πολ, έκανε ένα νεύμα προς τα κει και ανασήκωσε τους ώμους. Ο Πολ κοίταξε κάτω και πρόσεξε τα έντονα βαμμένα νύχια του ποδιού της που παρ' όλ' αυτά δεν έκρυβαν τη βρόμα των δαχτύλων της. Ρίγησε. Τι κτήνος! Όμως είχε δει το κορίτσι και ήταν σκέτη γλύκα. Ίσως ν' αποτελούσε τη λύση στα προβλήματα του Α. Τζόελ.
«Νομίζω πως θα σου αρέσει. Έχει κάτι το απροσδιόριστα ωραίο». Ναι, τα καλύτερα οπίσθια, το πιο επίπεδο στομάχι στο Λος Άντζελες και ωραία στήθη. Το πρόσωπο της δεν ήταν άσχημο. Άλλωστε, σε μια διαφήμιση για τζιν τα οπίσθιά της ήταν αυτά που μέτραγαν· Κρίμα που η μικρή ήταν μόνο δεκαπέντε. Όταν τα παιδιά ήταν ανήλικα, πάντα αντιμετώπιζε προβλήματα με το Γραφείο Προστασίας Ανηλίκων. Όμως γι' αυτή τη διαφήμιση ίσως ν' άξιζε τον κόπο η προσπάθεια. Ο Πολ θα έκανε οτιδήποτε προκειμένου να ξεφορτωθεί τον Α. Τζόελ και τον Μπένι Εγκς, και να βάλει και μερικά δολάρια στην μπάντα. Το κορίτσι επέστρεψε από την τουαλέτα. Παρ' όλο που είχε σκύψει το κεφάλι, ο Πολ δεν μπόρεσε να μην προσέξει τα οπίσθια, τα μακριά πόδια, τα ωραία στήθη της. Έριξε μια ματιά στον πελάτη του. Για πρώτη φορά είχε απομείνει να κοιτάζει σιωπηλός. Ο Γκράσο χαμογέλασε κρυφά. Ναι, ακόμα περνούσε η μπογιά του. «Θα μπορούσα να δω το δεξί της προφίλ;» ρώτησε ο σκηνοθέτης, και το κορίτσι γύρισε αργά το κεφάλι. Τα καστανά μαλλιά της σκοτείνιαζαν το πρόσωπο της, αλλά η στάση της αποκάλυπτε τις απαλές καμπύλες των γλουτών της που τονίζονταν από το επίπεδο στομάχι της. «Κυρία Γκοντόβσκι», είπε ο Πολ, «θα ζητήσω από την Αντριάν να βγάλει την μπλούζα και το παντελόνι της». «Θα κάνει ό,τι της πείτε, κύριε Γκράσο», είπε γλυκά η γυναίκα και στράφηκε στο κορίτσι. «Άκουσες τι είπε ο κύριος, Αντριάν». Πολύ ευγενική και μητριαρχική η κυρία Γκοντόβσκι, σκέφτηκε ο Γκράσο, καθώς η κοπέλα άρχισε να ξεκουμπώνει την μπλούζα της. Την έβγαλε και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Φορούσε ένα κόκκινο δαντελένιο σουτιέν με μπανέλα που τόνιζε τα στήθη της. Η κοπέλα έβγαλε και τα παπούτσια της με μια επιτηδευμένη κίνηση και έκανε να κατεβάσει το φερμουάρ του στενού λευκού τζιν της. Άρχισε να το βγάζει άτσαλα, αλλά το εσώρουχο της πρέπει να πιάστηκε στο φερμουάρ και βγήκε και αυτό. Από τη μέση και κάτω ήταν γυμνή. Έτσι όπως στεκόταν στην αίθουσα
συνεδριάσεων, φαινόταν ανέμελη, άνετη. Το τέλειο κορμί της δεν είχε οΰτε ψεγάδι, οΰτε ένα χιλιοστό περιττού βάρους. Αυτή την τελειότητα ονειρεύονταν όλες οι γυναίκες. Αυτό το κορμί θα πουλούσε σίγουρα οποιοδήποτε διαφημιζόμενο προϊόν. Το κορίτσι κοίταξε αυθάδικα τους δυο άντρες. Ο Πολ Γκράσο στράφηκε γεμάτος προσδοκία στο παιδαρέλι, το σκηνοθέτη. «Είναι πολΰ μικρή», είπε ο Α. Τζόελ Γκρόσμαν.
4 Η Σαρλίν ισορρόπησε τα πιάτα στο ένα της χέρι, από το μπράτσο ως την παλάμη, κι έπιασε την καφετιέρα με το άλλο. Πήγε βιαστικά, με την καρδιά της να χτυπά, προς το τραπέζι με τους τρεις αστυνομικούς. «Εντάξει, παιδιά», είπε προσπαθώντας να φανεί ευχάριστη. «Κρέας και πατάτες, τσίλι και κρεμμύδια και τηγανητό κοτόπουλο για τον ωραίο στη γωνία». Έβαλε τα πιάτα μπροστά τους και άδειασε καφέ στα ποτήρια τους, προσπαθώντας να μην τους κοιτάξει στα μάτια. Οι άντρες άρχισαν ν' αλλάζουν τα πιάτα χωρίς να της πουν πως τα είχε μπερδέψει. Η Σαρλίν ήλπιζε να μη δει ο Τζέικ πως είχε πάλι κάνει λάθος στις παραγγελίες. «Συγνώμη, παιδιά», είπε. Οι αστυνομικοί την τρόμαζαν. Ένιωθε τόσο εύθραυστη όσο κι ένα πορσελάνινο φλιτζανάκι. Ο νεαρός αξιωματικός στη γωνία την κοίταζε. Έσκυψε κι άλλο το κεφάλι της, αλλά ήξερε πως ακόμη την κοιτούσε. «Κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί;» τη ρώτησε. Προσπάθησε να κρατήσει σταθερό το χέρι της και γέμισε το τελευταίο φλιτζάνι. Μετά σκούπισε στα γρήγορα το λεκέ που είχε αφήσει στο τραπέζι. «Και βέβαια, κάθε φορά που έρχεστε εδώ», αστειεύτηκε. «Όχι, εννοώ πριν. Ό χ ι εδώ μέσα». Το πρόσωπο της Σαρλίν έγινε κάτασπρο, αλλά τόλμησε να σηκώσει το κεφάλι και να τον κοιτάξει στα μάτια. Τώρα έπρεπε
να στρέψει το ενδιαφέρον του αλλοΰ. «Όχι, κούκλε. Δε νομίζω. Θα σε θυμόμουν». Έκανε να φΰγει, αλλά ο αστυνομικός σηκώθηκε και την έπιασε από τον καρπό. «Ναι, σ' έχω ξαναδεί. Σε καταζητούν όλοι οι αστυνομικοί της πολιτείας». Η Σαρλίν ένιωσε το χέρι της να παγώνει. «Εμένα;» ρώτησε. «Μάλλον κάποιο λάθος κάνετε». «Όχι, χρυσό μου. Σε σκέφτομαι συνεχώς. Ό π ω ς και όλοι οι αστυνομικοί στο Μπέικερσφιλντ. Όλοι σε θέλουμε». Οι άλλοι δΰο αστυνομικοί άρχισαν να γελοΰν. «Είναι ερωτευμένος, κοΰκλα», της είπε ο χοντρός. «Δεν το βλέπεις;» Η Σαρλίν ανέπνευσε. «Τότε, παιδιά, είμαστε δΰο οι ερωτευμένοι. Γιατί κι εγώ είμαι ερωτευμένη με τον άντρα μου», είπε και τράβηξε γρήγορα για την κουζίνα. Ακούμπησε στον καυτό τοίχο. Ο Κάρλος, ο μάγειρας, την κοίταξε, ανασήκωσε τα φρΰδια και μετά έστρεψε αλλοΰ το βλέμμα. Ή π ι ε μονοροΰφι ένα ποτήρι νερό. Ηρέμησε, σκέφτηκε. Πάψε να σκέφτεσαι το Αάμσον. Είναι πολΰ μακριά και έχει περάσει πολΰς καιρός. Βγήκε πάλι, τινάζοντας τα μαλλιά της και παίρνοντας μια πετσέτα για να σκουπίσει τον ιδρώτα από τις μασχάλες της. Αλλά δε συνειδητοποίησε πως, σηκώνοντας τα χέρια, το στήθος της πρόβαλε προκλητικά μπροστά. Καθώς κατέβαζε τα χέρια, είδε κάποιον να την κοιτά από το τέρμα του μπαρ. Όχι, Θεέ μου, όχι άλλο σήμερα, προσευχήθηκε. Γιατί γίνομαι πάντα στόχος; Αναστέναξε, πήρε έναν κατάλογο και τον πλησίασε. Παρατήρησε πως την κοιτοΰσε καθώς πλησίαζε. Αλλά δεν είναι σαν τους άλλους, σκέφτηκε. Ή τ α ν πενηντάρης και δεν έμοιαζε με τους άλλους άντρες της ηλικίας του. Πυκνά μαλλιά τραβηγμένα πίσω, βαθΰ μαΰρισμα, λευκό μπουφάν πάνω από το γκρίζο μεταξωτό πουκάμισο, λευκό πανταλόνι. Οΰτε επιχειρηματίας ήταν οΰτε πωλητής. Η Σαρλίν δεν μποροΰσε να σκεφτεί τι δουλειά μπορεί να έκανε, αλλά ορκιζόταν πως δεν είχε καμιά σχέση με τους φορτηγατζήδες της περιοχής. «Θέλετε τον κατάλογο;»
«Όχι, ευχαριστώ, ξέρω τι θέλω. Δυο αβγά ομελέτα, μερικές φέτες ντομάτα πλάι, όχι ψωμί, όχι πατάτες, καφέ σκέτο». «Βέβαια», είπε και άρχισε να περπατά προς την κουζίνα για να δώσει την παραγγελία στον Κάρλος. Αλλά την είχε κιόλας ξεχάσει. Γύρισε βιαστικά πίσω και πρόσεξε πως την κοιτούσε ακόμη. «Πώς είπατε πως θέλετε τα αβγά σας;» ρώτησε. Τρέμοντας άκουσε τον Τζέικ ν' αναστενάζει πίσω από το ταμείο. Θεέ μου, κάνε με καλύτερη σερβιτόρα, προσευχήθηκε. Η Σαρλίν τοποθέτησε το φαγητό μπροστά στον καινούριο πελάτη και άρχισε να γεμίζει τις ζαχαριέρες, μια και η δουλειά είχε αραιώσει. Ο τύπος έφαγε γρήγορα και της ζήτησε να του ξαναγεμίσει το φλιτζάνι. Στο μεταξύ πρόσεξε πως προσπαθούσε να διαβάσει το καρτελάκι με το όνομά της. «Σαρλίν», είπε. «Ωραίο όνομα. Ηθοποιός είσαι, Σαρλίν;» Η Σαρλίν έβαλε τα γέλια. «Ηθοποιός; Μπα, όχι. Σερβιτόρα είμαι. Αλλά κάποτε δούλευα σε ροντέο. Κι αυτό σόου μπίζνες δεν είναι;» Ο τύπος γέλασε, αλλά όχι με αγένεια. «Ναι, πιστεύω πως ναι. Αλλά δεν έχεις ποτέ παίξει σε σκηνή;» «Όχι», είπε γελώντας ξανά και αρχίζοντας ν' απομακρύνεται. «Δεν έκανες ποτέ ένα διαφημιστικό, δεν έπαιξες σε καμιά ταινία;» «Μόνο στα όνειρά μου». «Ποτέ δε δημοσιεύτηκε φωτογραφία σου σε περιοδικό;» «Κάποτε μου τράβηξαν μια φωτογραφία στο ροντέο, αλλά δε μου την έστειλαν ποτέ. Ποτέ μου δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο». «Θα το 'θελες, Σαρλίν;» Η Σαρλίν σταμάτησε. Δεν ήθελε ν' ακούσει τον Τζέικ να ξαναλέει πως μιλάει πολύ και δεν προσέχει τη δουλειά της. Αλλά αυτός ο τύπος της κινούσε πραγματικά το ενδιαφέρον. Ή τ α ν διαφορετικός. Μιλούσε διαφορετικά. Απαλά, όπως οι πλούσιοι. Αλλά καλύτερα ας ήταν προσεκτική. «Τι κάνετε στο Μπέικερσφιλντ;» τον ρώτησε, «ψάχνετε για ηθοποιούς;» «Η αλήθεια είναι πως αυτό κάνω. Αλλά είχα κι ένα πρόβλημα με το αυτοκίνητο μου». Γύρισε το κεφάλι του και η Σαρλίν είδε μια λευκή Μερσεντές καμπριολέ. Μια απ' αυτές που ο Ντιν θα
πλήρωνε ακόμη και για να την αγγίξει. «Αλλά αυτή πρέπει να είναι η τυχερή σου μέρα». «Αλήθεια;» «Με λένε Μίλτον Γκλικ και ψάχνω ηθοποιούς για ένα τηλεοπτικό σόου. Νομίζω ότι είσαι ό,τι πρέπει για το ρόλο. Ενδιαφέρεσαι;» Πρέπει να τη θεωρούσε ηλίθια. Τώρα θα της έλεγε πως θα την έκανε πλούσια. «Πόσα θα βγάλω;» ρώτησε η Σαρλίν. Ο Μίλτον παραλίγο να πέσει από το σκαμπό του. Έδειχνε να το διασκεδάζει. «Πολλά», είπε. «Περισσότερα απ όσα έχεις ποτέ σου ονειρευτεί». Η Σαρλίν τον πλησίασε. «Και τι πρέπει να κάνω για να πάρω τη δουλειά;» ρώτησε με το κεφάλι να γέρνει λίγο αριστερά και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Τίποτε», της είπε, απομακρυνόμενος από κοντά της και πηγαίνοντας να πληρώσει το λογαριασμό. «Μόνο να έρθεις σ αυτό το γραφείο την άλλη εβδομάδα και να σε δουν μερικοί άνθρωποι». Συνέχισε να βγάζει χαρτονομίσματα από το πορτοφόλι του. «Δε σου εγγυώμαι τίποτε, αλλά μπορεί και να βρεθείς μ' ένα ρόλο στην τηλεόραση». Έδωσε στη Σαρλίν την κάρτα του και είπε: «Λέω την αλήθεια, Σαρλίν. Και δεν κρύβεται τίποτε από πίσω». Πήρε την κάρτα του. «Εντάξει, κύριε Γκλικ. Αν αποφασίσω να γίνω ηθοποιός θα σας τηλεφωνήσω». Και απομακρύνθηκε βιαστικά καθώς ο Τζέικ σήκωσε το κεφάλι και την κοίταζε συνοφρυωμένος. «Κάν' το, Σαρλίν», της φώναξε ο Γκλικ. «Αν θέλεις να γίνεις πολΰ, πολΰ πλοΰσια».
5 Με τη βοήθεια του Πιτ, η Τζέιν μετακόμισε από το Σταρ Ντροπ Ιν. Ωστόσο δεν πήγε στο διαμέρισμά του. Βρήκε ένα διαμέρισμα για να το μοιραστεί με δΰο ακόμη κοπέλες. Κι όταν, παρέα με τον
Πιτ, έβαλαν στη θέση του το καινούριο της κρεβάτι, ξάπλωσε πανευτυχής. Κοιμήθηκε μόνη —γιατί ο Πιτ περίμενε ένα τηλεφώνημα νωρίς το πρωί— βυθισμένη στον πιο βαθΰ ύπνο. Το άλλο πρωί, η Τζέιν άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε το ξεφλουδισμένο φωτεινό γαλάζιο ταβάνι και χαμογέλασε. Ω, ναι. Καλιφόρνια. Στο καινούριο της σπίτι, στη Μελρόουζ Άβενιου, για την ακρίβεια. Το δωμάτιο της στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με δύο ακόμη ηθοποιούς. Στάθηκαν όλα τόσο εύκολα, αλλά και τόσο παράξενα. Αυτό που κάνει όλους να ξεχωρίζουν είναι ένα πρόσωπο, ένα σώμα και ένα όνομα. Αυτή τα είχε αλλάξει και τα τρία. Κάτι τέτοιο δύσκολα θα συνέβαινε στο παρελθόν. Πολύ τολμηρό, πολύ οδυνηρό, πολύ ριψοκίνδυνο. Όμως έπαιρνε κιόλας την ανταμοιβή της. Χαμογέλασε και τεντώθηκε. Όλα ήταν διαφορετικά τώρα. Ό χ ι μόνο το όνομα, το πρόσωπο και το σώμα της, αλλά όλα. Κάθε πρωί ξυπνούσε με ένα χαμόγελο στο ωραίο της πρόσωπο. Πεταγόταν στη στιγμή από το κρεβάτι. Μεγάλη ευχαρίστηση ένιωθε όποτε ντυνόταν. Τα πάντα έδειχναν ωραία πάνω σ' ένα ψηλόλιγνο κορίτσι. Τα τζιν εφάρμοζαν στους λεπτούς της γοφούς. Τα μπλουζάκια έστρωναν πάνω στα τέλεια στήθη της. Το να κοιτάζεται στον καθρέφτη ήταν μια απόλαυση. Αλλά ακόμη μεγαλύτερη απόλαυση ήταν να την κοιτάζουν. Οι άνδρες την κοίταζαν. Όλες της οι κινήσεις έδειχναν να τους γοητεύουν και να τους ευχαριστούν. Είχε μάθει να τινάζει το κεφάλι της, να τεντώνει πίσω την πλάτη της, να χρησιμοποιεί όλα τα μυστικά της γλώσσας του σώματος. Πώς μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να σταυρώσει τα πόδια της, αναδεικνύοντας τη γραμμή τους; Να βρέχει με τη γλώσσα της τα πανέμορφα πια χείλη της; Ήξερε πώς να υποδυθεί τη σέξι γούμαν. Και τώρα μπορούσε να την υποδυθεί. Ήξερε ότι την κοίταζαν και οι γυναίκες. Όχι τόσο προκλητικά, αλλά την κοίταζαν. Δεν ήταν πια ένας απλός παρατηρητής, είχε μπει στο παιχνίδι. Οι γυναίκες την έβλεπαν σαν πιθανή αντίπαλο. Την έκοβαν με την άκρη του ματιού τους. Καλύτερη μύτη, καλύτερο στήθος, ωραιότερα μαλλιά.
Στο παρελθόν, όλες οι Μπέθανι τον κόσμου την είχαν γραμμένη. Την αγνοούσαν ή γίνονταν φίλες της, αλλά από συμπόνοια. Η Τζέιν δε νοιαζόταν αν τώρα κάποιες γυναίκες τη μισούσαν εξαιτίας της εμφάνισης της. Αισθανόταν πως αυτό την τιμούσε, αποτελούσε αναγνώριση και μάθαινε να ζει μ' αυτό. Γιατί όταν μια γυναίκα είναι όμορφη —και η Τζέιν ήταν — όλες οι πόρτες ανοίγονταν μπροστά της με τρόπο πιο μαγικό κι από το λυχνάρι του Αλαντίν, πιο εύκολα κι απ' ό,τι αν ήταν δική της η περιουσία του Ωνάση. Σκέφτηκε την καημένη τη Χριστίνα που πέθανε από μοναξιά. Κρίμα που δεν είχε συναντήσει το δόκτορα Μουρ. s Και το καλύτερο; Η οντισιόν που της εξασφάλισε η αδερφή του Πιτ άξιζε τον κόπο. Βέβαια, ήταν ειρωνεία να παίζει στο θέατρο εδώ, στο Λος Άντζελες, όπου βασίλευε η κάμερα. Όμως το Μελρόουζ Πλεϊχάουζ στο Δυτικό Χόλιγουντ συγκέντρωνε πολλούς ατζέντηδες, σκηνοθέτες, παραγωγούς, κυνηγούς ταλέντων. Και ποια θα ήταν καλύτερη αρχή γι' αυτή, μια ηθοποιό του θεάτρου, από το να κάνει θεατρικά το ντεμπούτο της στο Χόλιγουντ; Και πήρε εύκολα το ρόλο. Ή τ α ν μια παράσταση του Κουκλόσπιτου, αλλά σε χολιγουντιανή έκδοση. Το έργο του Ί ψ ε ν σε σύγχρονη μεταφορά. Ήρωες: ένας επιτυχημένος παραγωγός του Χόλιγουντ και η εξαρτώμενη από αυτόν στάρλετ σύζυγος του. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, τα παλιά, προσφιλή θέματα του Ί ψ ε ν συνέχιζαν να έχουν απήχηση. Η ειρωνεία ήταν πως αυτή, μια γυναίκα που ποτέ της δεν είχε την πολυτέλεια να εξαρτάται από έναν άντρα, θα έπαιζε τη Νόρα. Ωραίος ρόλος πάντως κι ας της εξασφάλιζε μόνο εκατόν εβδομήντα πέντε δολάρια την εβδομάδα. Λιγότερα απ' όσα της έδινε το γραφείο ανεργίας της Νέας Υόρκης. Όμως αν ήταν τυχερή, αυτός ο ρόλος θα έκανε τους σημαντικούς ανθρώπους να την προσέξουν. Η Τζέιν σηκώθηκε, πετώντας το σεντόνι από πάνω της. Κοιμόταν μ' ένα μακρύ βαμβακερό νυχτικό. Είχε και μια φτηνή ρόμπα που την χρησιμοποιούσε και σαν μπουρνούζι. Μοναδικό πρόβλημά της οι ουλές, αλλά προσπαθούσε να μην τις κοιτάζει
και να μην τις δείχνει. Όταν έκανε μπάνιο, έστρεφε το βλέμμα της αλλού. Συνέχιζε να πίνει βιταμίνη Ε και ήταν χαρούμενη που δεν έκανε κυτταρίτιδα. Αλλά ακόμη και τώρα οι ραφές την πονούσαν. Μερικές φορές, είχε την αίσθηση πως φωσφόριζαν στο σκοτάδι. Όταν ήταν με τον Πιτ, έσβηνε πάντα τα φώτα. Κι αν ποτέ κοιμόταν με άλλον άντρα, θα έβλεπε τι θα έκανε. Αν και δεν ήταν πιθανό. Γιατί τώρα, παρά τα τριάντα έξι της χρόνια, είχε αναπτύξει εφηβική συμπεριφορά. Ο Έκτωρ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου, ήταν ομοφυλόφιλος, δόξα τω Θεώ, γι' αυτό το ενδιαφέρον του για κείνη ήταν καθαρά επαγγελματικό. Ωστόσο την εκτιμούσε, και όχι μόνο επειδή ήταν όμορφη. Την είχε διαλέξει αμέσως μετά την πρώτη της οντισιόν. Ο Έκτωρ δεν ήταν και καμιά ιδιοφυΐα και το να υπακούει στις σκηνοθετικές ενΐολές του ήταν μια οδυνηρή εμπειρία που την έκανε να νοσταλγεί τον Σαμ. Εδώ που τα λέμε, τα πάντα της θύμιζαν τον Σαμ. Οι αναμνήσεις γύριζαν ξανά και ξανά στο μυαλό της. Πόσο μάλλον τώρα που ήταν στην Καλιφόρνια, όπου βρισκόταν κι εκείνος. Και κάθε φορά που φανταζόταν την ίδια και τον Σαμ να μοιράζονται απλά, καθημερινά πράγματα, δάκρυα της έρχονταν στα μάτια. «Θεέ μου, είμαι μια αδιόρθωτη μαζοχίστρια», μονολόγησε δυνατά. Η σκέψη που την απασχολούσε περισσότερο ήταν ότι αν τότε ήταν όπως τώρα, θα την εγκατέλειπε ο Σαμ; Κι επειδή την εγκατέλειψε, αυτό σήμαινε ότι ποτέ δεν την είχε αγαπήσει; Τι θα έλεγε αν την έβλεπε τώρα; Η ομορφιά της ήταν αρκετή για να τον κάνει να γυρίζει δεξιά αριστερά, θα τον κρατούσε ικανοποιημένο; Ή τ α ν γελοίο ακόμα και να το σκέφτεται! Κι όμως, η σκέψη αυτή τριβέλιζε το νου της. Και μαζί με αυτή, μια ακόμα πιο καταχθόνια. Τώρα που άρεσε στον κόσμο, τώρα που ο Πιτ της έδειχνε την προτίμησή του, τώρα που οι άλλοι άντρες της χαμογελούσαν και οι γυναίκες υποτάσσονταν στην ομορφιά της, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν τη Μέρι Τζέιν Μόραν ή την Τζέιν Μουρ; Κι αν ο κόσμος δεν την εκτιμούσε στο παρελθόν, εκείνη έπρεπε να τον εκτιμάει τώρα που ανταποκρινόταν στη γοητεία της; Αναστέναξε και απόδιωξε αυτές τις σκέψεις. Είχε αποκτήσει
ακριβώς αυτό που ήθελε, κι όμως εξακολουθούσε να βρίσκει λόγους να νιώθει δυστυχισμένη! Τελείωσε το ντύσιμο της και κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη. Τέλεια. Είχε τη συναίσθηση του ότι δεν ήξερε να ντύνεται — άλλωστε, πότε είχε το χρόνο, τα χρήματα ή το κίνητρο να μάθει; — γι' αυτό προτιμούσε το απλό ντύσιμο. Η γκαρνταρόμπα της αποτελούνταν από τρία ζευγάρια μακριά, στενά τζιν, μερικά άσπρα πουκάμισα και ένα ροζ κασμιρένιο πουλόβερ. Είχε αγοράσει κι ένα ζευγάρι καφέ μπότες από μαλακό δέρμα, με επτά πόντους τακούνι. Έδεσε γύρω της και μια καφέ δερμάτινη ζώνη και ετοιμάστηκε για το μεϊκάπ. Όχι ότι το χρειαζόταν. Ωστόσο φορούσε, γιατί το να δείχνει κούκλα αποτελούσε μέρος του ρόλου της και επειδή έπαιζε ένα όμορφο, νέο κορίτσι, ποτέ δεν έβγαινε από το πετσί του ρόλου. Μονάχα τη νύχτα, αφού έκανε έρωτα με τον Πιτ και έμενε ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, είχε την ευκαιρία να ριλαξάρει. Ο Πιτ δεν είχε τη λεπτότητα ενός πεπειραμένου εραστή. Έμπαινε βίαια μέσα της και δε φαινόταν να ξέρει τι είχε ανάγκη μια γυναίκα. Όμως την αδεξιότητά του την κάλυπτε με τον ενθουσιασμό του. Μετά τον πρώτο οργασμό, ερεθιζόταν ξανά γρήγορα και τότε της έδινε όσο χρόνο χρειαζόταν. Εκείνη πάντοτε τον άφηνε εξουθενωμένο. Και τότε, στο σκοτάδι, με το νεανικό του κορμί ξαπλωμένο δίπλα της, αναρωτιόταν ποια ήταν στην πραγματικότητα και πού είχε εξαφανιστεί η δυστυχής Μέρι Τζέιν. Την ημέρα, δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις. Άλλοτε βαφόταν απλά, όποτε έβγαινε στη σκηνή βαφόταν πιο έντονα, ενώ το μακιγιάζ ήταν πιο εξεζητημένο στις βραδινές της εξόδους ή σε ειδικές περιστάσεις. Ό χ ι ότι πήγαινε πουθενά σπουδαία. Τους συναδέλφους της στο στούντιο τους έβρισκε ανιαρούς. Όμως εδώ που τα λέμε, ήταν δεκαπέντε χρόνια νεότεροι της. Όχι ότι της φαινόταν, αλλά τα φαινόμενα απατούσαν στη δική της περίπτωση. Έβλεπε τα όμορφα κορίτσια να βγαίνουν ραντεβού με τους λάθος άντρες, να κάνουν πολλά λάθη και να θέτουν λάθος στόχους. Τώρα ήξερε αυτά που αγνοούσε κάποτε. Τώρα ήξερε να ξεχωρίζει το αληθινό από το ψεύτικο.
6 Ο Σαμ κοίταξε ανάμεσα από τα στόρια του γραφείου του. Είχε σκοτεινιάσει. Το σούρουπο του Λος Άντζελες είχε γρήγορα μετατραπεί σε πυκνό σκοτάδι. Το φως του πρέπει να ήταν το μοναδικό στο κτίριο. Ο Σέιμορ Λε Βιν του είχε παραχωρήσει αυτό το γραφείο και τη Ρίτα, τη γραμματέα του. Κι όσο θα δούλευε για την ταινία, αυτό το μικρό κομματάκι του Χόλιγουντ θα ήταν δικό του. Έριξε μια ματιά στο χαμηλό ταβάνι, στους λευκοβαμμένους τοίχους με την μπουαζερΐ. Κάποτε εδώ βρισκόταν η Πτέρυγα Συγγραφέων των Ιντερνάσιοναλ Στούντιο, τότε που δεκάδες σεναριογράφοι απασχολούνταν, ετοιμάζοντας τρεις ταινίες την εβδομάδα. Ποιος να είχε δουλέψει εδώ; Ο Μπέντσλεϊ; Ο Έιτζι; Να είχε περάσει από εδώ ο Ουίλιαμ Φόκνερ για ένα ποτήρι μπέρμπον; Τι να έγραψε σ' αυτό το δωμάτιο ή, καλύτερα, μπόρεσε να γράψει τίποτε εδώ μέσα; Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Βρισκόταν ακόμη στα μισά της πρώτης του δουλειάς και ήδη ανησυχούσε για την επόμενη. Έτσι τρελαίνεσαι, σκέφτηκε, αλλά συνέχισε ν' ανησυχεί. Είχε ήδη δώσει δυο έργα του στην Έιπριλ. Ο Σαμ έβλεπε τι συνέβαινε σ' ένα σκηνοθέτη και σ έναν παραγωγό εδώ στο στούντιο, μόλις τέλειωνε η δουλειά τους: εγκατέλειπαν τα γραφεία τους, τις θέσεις στο πάρκινγκ με τα ονόματά τους, τα μάζευαν κι έφευγαν. Αλλά ο Σαμ δεν ήθελε να φύγει. Στα δύο σχεδόν χρόνια που δούλευε το Τζακ και Τζιλ, έφθασε στο σημείο να θέλει να γίνει κομμάτι αυτής της πόλης. Και πού θα πήγαινε αν έφευγε; Η σκέψη της παγωμένης, γκρίζας Νέας Υόρκης τον ανατρίχιαζε- η θεατρική ομάδα, οι μικρές παραγωγές του έξω από το Μπρόντγουεϊ. Θα μπορούσε να επιστρέψει σ' εκείνη την ανύπαρκτη ζωή,
γράφοντας μόνος με τις ώρες μέσα σ' ένα δωμάτιο; Τι θα έβρισκε να γράψει; Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε κάτι παραπάνω από τρομαγμένος. Ή τ α ν τρομοκρατημένος. Από την πρώτη στιγμή που άρχισε να δουλεύει το Τζακ και Τζιλ, δεν πέρασε ούτε μια νύχτα διαρκούς ύπνου. Σχεδόν από την πρώτη εβδομάδα είχε υπερβεί τον προϋπολογισμό και είχε μείνει πίσω στον προγραμματισμό, τόσο που η Έιπριλ δυο φορές τα είχε βάλει μαζί του. Το πρώτο οργισμένο της τηλεφώνημα τον είχε σοκάρει. Στο κάτω κάτω για ένα διάστημα υπήρξαν και εραστές. Αλλά μετά άρχισε να κοιμάται με την Κρίσταλ. Κι όταν τηλεφώνησε η 'Ειπριλ, ο Σαμ περίμενε μια σκηνή γι' αυτό και όχι για τον προϋπολογισμό. «Τι στο διάβολο νομίζεις πως κάνεις;» είχε ακούσει να τον ρωτά ψυχρά. Ο Σαμ είχε έτοιμες τις δικαιολογίες: δεν υπήρχε τίποτε σοβαρό ανάμεσα σ' αυτόν και την Κρίσταλ, ήταν απλώς θέμα χημείας, είχε κάνει λάθος και ζητούσε συγνώμη. Η Έιπριλ Άιρονς δεν ήταν από τις γυναίκες που μπορούσες να προσβάλεις. Στην πραγματικότητα, ο Σαμ παραδεχόταν πως τη φοβόταν. «Λυπάμαι, δεν ήθελα να σε πληγώσω, Έιπριλ. Δεν ξέρω καν πώς συνέβη». Ούτε τον εαυτό του δεν έπειθε, έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο, να... «Τι στο διάβολο λες;» τον ρώτησε. Ή τ α ν δυνατόν να μην ξέρει τίποτε; Ο Σαμ δεν ήταν τόσο αφελής. Όλοι στο πλατό ήξεραν εκτός από το σύζυγο της Κρίσταλ. Και η Έιπριλ αυτά δεν τα έχανε ποτέ. Ακόμη κι αν δεν είχε πάρει είδηση, ο Σέιμορ Λε Βιν θα έσπευδε να την ενημερώσει. Ο πατέρας του Σέιμορ ήταν ο πρόεδρος των Ιντερνάσιοναλ Στούντιο και αφεντικό της Έιπριλ. Η Έιπριλ πρέπει να ήξερε. Αλλά γιατί του τηλεφωνούσε; Μπορεί να ήθελε να τον ακούσει να ομολογεί. Αρέσει αυτό σε μερικές γυναίκες. «Η Κρίσταλ κι εγώ... δεν ξέρω πώς έγινε». «Χριστέ μου, γι' αυτό μου μιλάς; Αυτή κοιμάται με όλους τους σκηνοθέτες. Ποιος ασχολείται μαζί της; Αλλά γιατί που να σε πάρει ο διάολος έχεις κιόλας μείνει δυο μέρες πίσω από το πρόγραμμα; Ξέρεις τι οικονομικό κόστος έχει αυτό; Ακόμη δε
βρήκαμε που θα γίνουν τα γυρίσματα, Ο Σέιμορ υπολογίζει ότι θα μείνουμε τουλάχιστον μια εβδομάδα πίσω». Ο Σαμ προσπάθησε να επανορθώσει. «Κράτα τα απ' το μισθό μου», είπε. «Ωραία προσφορά, μόνο που ήδη το κόστος της καθυστέρησης είναι διπλάσιο απ' όλο το μισθό σου. Δεν ξέρεις πόσο κοστίζει μια μέρα δουλειάς στο στούντιο. Οι συνδικαλιστές θα μας φάνε ζωντανούς αν τους το επιτρέψουμε. Τέρμα οι καθυστερήσεις και το εννοώ. Τι χρειάζονται οι πρόβες μέσα στο στούντιο; Δεν είμαστε στο Μπρόντγουεϊ». «Ο Μάικ Νίκολς πάντα κάνει πρόβες στο στούντιο. Και, σαν ηθοποιός, η Κρίσταλ χρειάζεται...» «Εσύ, Σαμ, δεν είσαι ο Μάίκ Νίκολς. Και η Κρίσταλ δεν είναι ηθοποιός. Τέλειωνε με τις μαλακίες, εντάξει;» Και του έκλεισε το τηλέφωνο. Έκτοτε, τρομοκρατημένος, με δυσκολία τα έβγαζε πέρα με τον προϋπολογισμό. Αυτός μπορεί να ήταν ή να μην ήταν ο Μάικ Νίκολς, αλλά η Έιπριλ είχε δίκιο όταν έλεγε πως η Κρίσταλ Πλένουμ δεν ήταν ηθοποιός. Ή τ α ν σταρ και ο Σαμ μόλις τώρα έβλεπε τη διαφορά. Είχε αντισταθεί σε κάθε προσπάθειά του να βγάλει κάτι από μέσα της. Αυτή ήθελε να παίξει το ρόλο της Τζιλ μακιγιαρισμένη χολιγουντιανά, με τέλειο μανικιούρ και ακριβά ρούχα. Έδωσε μάχη για να πάρει το ρόλο, ικέτεψε και τώρα ήθελε να τον αλλάξει για να χρησιμεύσει μόνο για την προβολή της. Αλλά αν αποτύγχανε θα τον έπαιρνε μαζί της στον πάτο. Και μόνο τώρα, που υπήρχε κάτι να χάσει, ένιωθε να τον παραλύει ο φόβος. Η Κρίσταλ επιβαλλόταν σε όλα. Μόνο στο κρεβάτι μπορούσε να τη φέρει βόλτα, να την ηρεμεί, να την κάνει να υποχωρεί. Την κρατούσε αγκαλιά, τη χάιδευε και της έλεγε ξανά και ξανά και ξανά πως θα τα κατάφερνε, πως θα ήταν σπουδαία. Νύχτα με τη νύχτα, στο κρεβάτι αγωνιζόταν να την πείσει να μπει στο πετσί του ρόλου, να παίξει την ηττημένη και ότι είχε ταλέντο και μπορούσε να παίξει. Και μετά, κάθε πρωί στο πλατό, η κομμώτριά της, ο μακιγιέρ, η αμπιγιέζ της άρχιζαν τα ίδια. Αρνιόταν να κάνει γύρισμα όπως
το απαιτούσε ο ρόλος. «Σαν σκατά είμαι», έλεγε καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη. «Μοιάζεις πολύ με την Τζιλ», της έλεγε ο Σαμ. «Μοιάζω γριά», απαντούσε. «Είσαι τέλεια. Κουρασμένη. Μοναχική. Τίποτε δεν πάει καλά στη ζωή σου». «Θα 'πρεπε να χρησιμοποιήσουμε περούκα. Είναι τόσο λεπτά τα μαλλιά μου». «Κρίσταλ, το είπαμε, όχι περούκες. Έτσι είναι τέλεια». Της έπιασε το πρόσωπο και την ανάγκασε να μην κοιτάζει στον καθρέφτη, να μη βλέπει τον εαυτό της. «Είσαι τέλεια. Θα τους μαγέψεις. Θα παίξεις το ρόλο της ζωής σου». «Αλήθεια;» Μερικές φορές, όταν κρεμόταν τόσο πάνω του, ανακάλυπτε πόσο παιδί ήταν, ένα κοριτσάκι που πάντα το μόνο που μετρούσε γι' αυτήν ήταν να είναι όμορφη. Και που πίστευε πως δεν είχε τίποτε άλλο να δώσει εκτός από τον εαυτό της. «Αλήθεια», της είπε και προσπάθησε να μη σκέφτεται πως είχαν κιόλας χάσει μισή ώρα. Όταν η Κρίσταλ είδε τα πρώτα δοκιμαστικά, έπαθε μια κρίση που κράτησε δυο μέρες. Έκλαψε τόσο πολύ εκείνο το βράδυ και την επομένη, που σταμάτησαν τα γυρίσματα μέχρι να ξεπρηστούν τα μάτια της. «Θεέ μου, φαίνομαι τόσο γριά, τόσό άσχημη», έλεγε και ξανάλεγε θρηνώντας. «Φαίνεσαι σαν μια φυσιολογική γυναίκα μιας κάποιας ηλικίας», της είχε πει ο Σαμ, αλλά εκείνη άρχισε να κλαίει πιο δυνατά. «Μα δεν είμαι μιας κάποιας ηλικίας», ούρλιαξε. «Η Τζιλ όμως είναι», της θύμισε. «Δεν μπορώ να το κάνω! Αυτό κάνει για τη Φάρα Φόσετ. Εγώ δε θέλω να περάσω την καριέρα μου παίζοντας ρόλους κακοποιημένων γυναικών. Θεέ μου!» Την ηρέμησε, της έκανε έρωτα και ακολούθησε μια νέα τακτική: Κανείς δεν έβλεπε τα δοκιμαστικά εκτός από τον Σέιμορ, τον Σαμ και τον καμέραμαν. Έκλεισε το πλατό. Πρόσεχε τα θέματα του προϋπολογισμού. Και έκανε έρωτα με την Κρίσταλ δυο φορές κάθε βράδυ. Δύσκολο πρόγραμμα, αλλά τα κατάφερε.
Καν, παρά την πίεση, τα προβλήματα, τις φοβίες του, είχε πια την αίσθηση ότι έλεγχε την κατάσταση. Και πως τώρα πια θα μοιραζόταν το όραμά του, όχι μόνο με μερικές εκατοντάδες ανθρώπους, αλλά με εκατομμύρια. Και πως το όραμά του θα διαρκούσε όσο και ο κινηματογράφος. Κατά κάποιον τρόπο, θα γινόταν αθάνατος. Η Νέα Υόρκη έμοιαζε τόσο μακρινή. Ένιωθε ακόμη δυσάρεστα όταν θυμόταν την υπόσχεσή του να επιστρέψει. Αλλά η ιδέα μιας ομάδας ηθοποιών στο υπόγειο μιας εκκλησίας δεν τον συγκινούσε πια. Σταμάτησε ν' απαντά στα τηλεφωνήματα του Τσακ έως ότου κι εκείνος έπαψε να τηλεφωνεί. Θα ένιωθαν προδομένοι, θα έλεγαν πως τους πούλησε. Αλλά κι εκείνοι αν βρίσκονταν στη θέση του δε θ' άφηναν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Γιατί τώρα ήταν ένας παίκτης. Για την ώρα είχε δικό του γραφείο στα Ιντερνάσιοναλ Στούντιο. Είχε γραμματέα και ερωμένη την πρωταγωνίστρια του έργου. Ή τ α ν δική του η Κρίσταλ Πλένουμ, όσο κι αν δυσκολευόταν να το πιστέψει κι ο ίδιος. Τον ενοχλούσε όμως το γεγονός πως ήταν παντρεμένη. Αλλά η Κρίσταλ του είχε εξηγήσει πως ο γάμος της ήταν τελειωμένος, μόνο στα χαρτιά υπήρχε. Και δεν έδειχνε να την ενοχλεί, όπως δεν την ενοχλούσε η ύπαρξη της τετράχρονης κόρης της. Αυτό βέβαια σήμαινε πως χρειάστηκε να ξεφορτωθεί την Μπέθανι, αλλά αυτή η σχέση υπήρξε λάθος από την αρχή. Εξάλλου, δεν της είχε υποσχεθεί τίποτε. Αυτή είχε αγοράσει το εισιτήριο της για το Λος Άντζελες και είχε βρει πού να μείνει. Βρήκε μάλιστα κι ένα μικρό ρόλο στο Χιούστον, μια από κείνες τις αφόρητες σαπουνόπερες. Δεν έπρεπε να έχει παράπονο. Αλλά φυσικά είχε. Πάντα έχουν παράπονο. Εκτός από τη Μέρι Τζέιν. Πέρασε ξανά μπροστά από την οθόνη του μυαλού του. Από τότε που έφυγε από τη Νέα Υόρκη, οι ενοχές και κάτι άλλο τον εμπόδιζαν να της τηλεφωνήσει. Ό,τι έγινε, έγινε, όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του. Αλλά μετά από τόσο καιρό, με έκπληξή του διαπίστωνε πως τη σκεφτόταν ακόμη, τη νοσταλγούσε. Θα γελούσαν πολύ μαζί για τις γελοιότητες του Λος Άντζελες. Όλες οι άλλες γυναίκες στη ζωή του τον φόρτιζαν.
Μόνο η Μέρι Τζέιν τον γέμιζε αυτοπεποίθηση και τον παρηγορούσε. Αλλά ευτυχώς δεν είχε έρθει σ' επαφή μαζί της. Ειδικά τώρα με όλ' αυτά τα προβλήματα της Κρίσταλ. Η ταινία και η ερμηνεία της Κρίσταλ είχαν γίνει όλη του η ζωή. Το πλατό, οι τοποθεσίες των γυρισμάτων, οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί είχαν γίνει ο κόσμος τους. Όλους τους μήνες της προετοιμασίας και τους τελευταίους δύο μήνες των γυρισμάτων, δεν είχε κάνει καμιά καινούρια γνωριμία. Ναι, η πίεση ήταν μεγάλη, αλλά ήλπιζε πως άξιζε τον κόπο, πως θα έπαιρνε την ανταμοιβή του. Είχε κατορθώσει να κάνει την Κρίσταλ να παίξει. Το όνομά της σίγουρα θα έφερνε κόσμο. Θα έβλεπαν τη δουλειά του. Κι αν τώρα έβρισκε λίγο χρόνο για να γράψει, όλα θα πήγαιναν καλά.
7 Η Τζέιν κατέβηκε από τη σκηνή μετά την τελευταία αυλαία, με την αντήχηση των χειροκροτημάτων ακόμη στ' αυτιά της. Η αδρεναλίνη της την έκανε σχεδόν να παραπατά, καθώς περνούσε μπροστά από την Μπέβερλι, τη διευθύντρια σκηνής, που της έδωσε μια εφημερίδα. «Διάβασε την κριτική στη σελίδα τριάντα έξι. Πρέπει να πετάς από τη χαρά σου». Η Τζέιν έκλεισε την πόρτα του καμαρινιού της και ακούμπησε πάνω, προσπαθώντας να ξαναβρεί την αναπνοή της. Αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν να ξεσπάσει σε γέλια. Απόψε υποδύθηκε για δέκατη πέμπτη φορά τη Νόρα στο Κουκλόσπιτο. Και κάθε βράδυ τα μπιζαρίσματα πολλαπλασιάζονταν. Απόψε την κάλεσαν οκτώ φορές —οκτώ φορές, Τζέιν— στη σκηνή κι εκείνη κάθε φορά πλημμύριζε από χαρά. Τελικά, αυτό δεν ήθελε; Το χειροκρότημα, την αγάπη και το σεβασμό του κοινού. Και τι σημασία είχε αν έπαιζε σε θέατρο του Δυτικού Χόλιγουντ, με ένα κοινό που
δεν ξεχώριζε τον Ί ψ ε ν από τον Ιονέσκο; Κρατήθηκε για να μην κλάψει από χαρά. Γδύθηκε και στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη. Έβαλε τα χέρια στους γλουτοΰς και στράφηκε πρώτα από τη μια και μετά από την άλλη μεριά. Τα κάποτε κρεμασμένα στήθη της τώρα ήταν μικρά και στητά, με τις θηλές να κοιτάζουν προς το ταβάνι. Το μάτι της έπεσε σε κάποιες ραφές και έτρεξε να βεβαιωθεί πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Πάντα την κλείδωνε όταν ντυνόταν ή ξεντυνόταν. Δεν το διακινδυνεύε. Η ραφή στην κοιλιά είχε αρχίσει να ξεθωριάζει πάνω από το εφήβαιό της. Όμως οι δυο ραφές του στήθους παρέμεναν ακόμη έντονα ροζ. Τις άλειφε καθημερινά με κρέμα που περιείχε βιταμίνη Ε, αλλά βρίσκονταν ακόμη εκεί. Οι ραφές γύρω από τις θηλές δύσκολα διακρίνονταν, αλλά όταν σήκωνε τα χέρια, φαίνονταν αυτές κάτω από τα μπράτσα. Το ίδιο και αυτές στο μέσα μέρος των γλουτών τους και εκείνες στο κάτω μέρος των οπισθίων της. Κανείς εκτός από τον Πιτ δεν την είχε δει γυμνή, αλλά και μ' εκείνον επέμενε να κάνουν έρωτα στα σκοτεινά. Ο δόκτωρ Μουρ είχε πει πως έχει καλό δέρμα και είχε δίκιο. Όλες οι ουλές εξαφανίστηκαν γρήγορα και οι ραφές χάνονταν σιγά σιγά. Όμως θα έμεναν πάντα εκεί, έστω και εντελώς αχνές, για να της θυμίζουν τη Νέα Υόρκη κι αυτό που ήταν τότε. Δεν ήθελε να τις κοιτάζει. Φόρεσε ένα βαμβακερό κιμονό και συνέχισε να μελετά το είδωλο της στον καθρέφτη. Ήταν όμορφη και ταλαντούχα, είπε στον εαυτό της. Βυθίστηκε σε μια σεζλόνγκ και πήρε να διαβάσει την εφημερίδα που της είχε δώσει η Μπέβερλι. Η εφημερίδα ήταν διπλωμένη στις θεατρικές κριτικές και το μάτι της πήρε μια κριτική του Μπλιτστάιν. «Η ιστορία του Μελρόουζ Πλεϊχάουζ είναι η ιστορία του θεάτρου στη Δυτική Ακτή και υπόσχεται συνεχείς επιτυχίες. Ακόμα μια φορά γράφει ιστορία τόσο με την παραγωγή της εκμοντερνισμένης εκδοχής του Κουκλόσπιτου, όσο και με την επιλογή της πρωταγωνίστριας. Η Τζέιν Μουρ είναι μια ταλαντούχα και πανέμορφη ηθοποιός. Στο ρόλο της συζύγου που νιώθει παγιδευμένη από τη ζωή της σιο Μπέβερλι Χιλς, και αναζητά την ελευθερία της από τα δεσμά του Λος Άντζελες,
ξυπνάει μέσα μας το πάθος, αλλά και τη συμπάνοια, ένας δύσκολος συνδυασμός, αφού η ίδια είναι τόσο χαριτωμένη και η ζωή της αξιοζήλευτη. Ό μ ω ς η Μουρ, με το ταλέντο της, υπερπηδά αυτό τό εμπόδιο, και ενώ η προσαρμογή του έργου έχει ψεγάδια, η δική της ερμηνεία είναι αψεγάδιαστη». Η Τζέιν συνέχισε να διαβάζει έκπληκτη, αν και η κριτική έμοιαζε με τόσες άλλες που είχε διαβάσει από την ημέρα της πρεμιέρας του έργου. Όλες συμφωνούσαν ότι η Τζέιν Μουρ ήταν ένα ξεχωριστό ταλέντο. Όμως αυτή η κριτική του Μπλιτστάιν στους Λος Άντζελες Τάιμς θα τραβούσε τον κόσμο στα ταμεία. Ξαφνικά άκουσε ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα της. Τρόμαξε. Σηκώθηκε, φόρεσε ένα μακρύτερο ρούχο και ρώτησε: «Ποιος είναι;» «Είμαι ο Μάρτι», είπε μια φωνή, «ο Μάρτι Ντι Τζενάρο». Η Τζέιν χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα. Οι συντελεστές του έργου μερικές φορές της έκαναν πλάκα. «Ποτέ δεν έχω ακούσει για...» Σταμάτησε να μιλάει. Πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα στεκόταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος. Να πάρει! «Κύριε Ντι Τζενάρο, με συγχωρείτε», είπε. «Νόμιζα πως κάποιος από τους συναδέλφους μου μου έκανε πλάκα. Ξέρετε τώρα τι σκαρώνουν όποτε κάνουμε επιτυχία». Χασκογέλασε. Αν δεν ήξερε ο Μάρτι Ντι Τζενάρο από επιτυχίες, τότε ποιος ήξερε; «Μπορώ να περάσω;» ρώτησε χαμογελώντας. Διέσχισε το δωμάτιο και κάθισε σε μια καρέκλα με ίσια πλάτη. Δε μιλούσε, απλά την κοίταζε. Σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. «Κύριε Ντι Τζενάρο, σας παρακαλώ, συγχωρέστε την κατάπληξη και την αμηχανία μου. Να σας βάλω κάτι να πιείτε;» «Όχι, ευχαριστώ, Τζέιν. Και λέγε με, σε παρακαλώ, Μάρτι. Ή ρ θ α να σε δω για να σου δώσω τα συγχαρητήριά μου για την αποψινή σου ερμηνεία. Πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν ήθελα να έρθω. Κάποιοι φίλοι μου με πίεσαν να έρθω, γιατί συνήθως όποτε ακούω σχόλια του είδους: "Πρέπει να έρθεις να τη δεις, είναι καταπληκτική", απογοητεύομαι από την παράσταση». Σταμάτησε και την κοίταξε με τόσο έντονο βλέμμα, ώστε η Τζέιν είχε την εντύπωση ότι διαπερνούσε το ρούχο της. Λες να μπορούσε να δει τις ουλές στη σάρκα της; «Απόψε όμως δεν απογοητεύτηκα.
Είσαι πράγματι τόσο ταλαντούχα όσο λένε». Γέλασε δυνατά. «Να και μια φορά που συμφωνώ απόλυτα με τους κριτικούς. Ή τ α ν τιμή μσυ που παρακολούθησα την αποψινή παράσταση». Έκανε να σηκωθεί όταν η Τζέιν ξαναβρήκε τη φωνή της. «Δεν ξέρω τι να πω. Σας ευχαριστώ πολύ, βέβαια. Δεν ξέρετε τι σημαίνει αυτό για μένα. Εσείς είστε ο άνθρωπος του οποίου τη γνώμη σέβομαι περισσότερο σε όλο το Χόλιγουντ». Σταμάτησε και γέλασε. Η φωνή της χαμήλωσε και του είπε μισοαστεία μισοσοβαρά: «Είστε στ' αλήθεια ο Μάρτι Ντι Τζενάρο, ε; Ό χ ι κανένας σωσίας του;» «Να σου πω, ποιος θα 'θελε να είναι δικός μου σωσίας και να μου μοιάζει;» Ο Μάρτι γέλασε και μετά βγήκε από το δωμάτιο και από τη ζωή της Τζέιν. Ξαφνικά όμως δίστασε, έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε μια επαγγελματική κάρτα από μέσα και της την έδωσε. «Τηλεφώνησέ μου αύριο. Ο ιδιωτικός μου αριθμός τηλεφώνου είναι γραμμένος στο πίσω μέρος. Θα ήθελα να συνεργαστούμε». Και μετά έφυγε. *
*
*
Μετά την παράσταση, η Τζέιν συνήθως περνούσε τα βράδια μόνη της, εκτός από μια δυο φορές που πήγαινε στο σπίτι του Πιτ. Εκείνος έφτιαχνε μπουρίτος, έπιναν μπίρα, έβλεπαν τις βραδινές ειδήσεις και μετά έκαναν έρωτα. Το κορμί του ήταν δυνατό, το πρόσωπο του όμορφο και ο ίδιος ενθουσιώδης και ευγενικός. Ποτέ δε μιλούσαν όταν έκαναν έρωτα, κι εκείνος ποτέ δε διαμαρτυρόταν που η Τζέιν επέμενε ν' αφήνουν τα φώτα κλειστά. Ποτέ δεν ανέφερε τίποτα για τις ουλές της, αν της είχε ανακαλύψει. Ό μ ω ς απόψε, μετά την επίσκεψη του Μάρτι Ντι Τζενάρο, εκείνη επέμενε να βγουν έξω να τον κεράσει. «Άλλωστε, αν δεν ήσουν εσύ, δε θα είχα μάθει ότι γινόταν οντισιόν». Πήγαν σ' ένα φτηνό ιταλικό ρεστοράν στο Μελρόουζ. Για να γιορτάσουν το γεγονός, εκείνη παρήγγειλε ένα μπουκάλι Κιάντι. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Πιτ. «Ιταλικό κρασί», του απάντησε αναστενάζοντας. Ε, καλά, ήταν νέος και καταγόταν από την Καλιφόρνια. Πού στο καλό να ξέρει
από ευρωπαϊκά κρασιά; Ωστόσο, τα νιάτα και η απειρία του μερικές φορές την έκαναν να αισθάνεται μοναξιά. «Λες να το εννοούσε στ' αλήθεια;» ρώτησε, τόσο για να το παίξει κοκέτα, όσο και γιατί πράγματι ένιωθε φοβισμένη. «Λες να έχει ένα ρόλο για μένα; Λες να τον πάρω;» «Ασφαλώς». «Γιατί;» τον ρώτησε. Ήθελε ν' ακούσει για τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της. «Γιατί είσαι όμορφη και έξυπνη», απάντησε εκείνος. Είχε αρχίσει να της χαλάει η διάθεση. Είχε καιρό να την καθησυχάσει. Παρήγγειλαν δείπνο κι εκείνη προσπάθησε να συνεχίσει τη συζήτηση, καθώς ο ενθουσιασμός τής έφευγε σιγά σιγά. Έπινε το Κιάντι της, ενώ το δικό του ποτήρι παρέμενε σχεδόν άθικτο. «Δε σου αρέσει;» τον ρώτησε. «Όχι πολύ», παραδέχτηκε εκείνος. «Ε, τότε, παράγγειλε μια μπίρα Κορόνα!» Δεν είναι ν' απορεί κανείς που ποτέ δεν έβγαιναν μαζί. Ήταν ανυπόφορος. Αναρωτήθηκε πόσο θα διαρκούσε η σχέση τους. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να ζήσει και χωρίς την παρουσία του. Τον κοίταξε που καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. «Τίποτα», απάντησε και ανασήκωσε τους φαρδιούς ώμους του. «Ω, έλα τώρα», τον πίεσε. «Θα συμβεί αυτό που προέβλεψε η αδερφή μου. Εσύ θα γίνεις επιτυχημένη και θα με παρατήσεις». Η κατηγορία αυτή σαν να την κάρφωσε σαν μαχαίρι. Συνήθως οι άλλοι την παρατούσαν πρώτοι, όχι εκείνη τους άλλους. Προς έκπληξή της, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Ο Πιτ πάντοτε ήταν ευγενικός μαζί της, αλλά ο φόβος του πως θα την έχανε ήταν η πρώτη ένδειξη της τρυφερότητας που ένιωθε για κείνη. Σαν ένα καλό, πιστό σκυλί, της κρατούσε συντροφιά. Και τώρα περίμενε να τον ξεχάσει. Ίσως χρειάζονται κάμεραμαν», του είπε απαλά. «Θα μιλήσω στον Μάρτι αν με πάρει». «Και βέβαια θα σε πάρει», είπε ο Πιτ μ' ένα λυπημένο χαμόγελο. Και καθώς χαμογελούσε, της θύμισε ένα μεγάλο, φιλικό λαμπραντόρ ή ένα μικρό, τρυφερό κουταβάκι.
8 Ο Πολ Γκράσο καθόταν στο άθλιο γραφείο του. Οι σελίδες του ημερολογίου του γυρνούσαν πέρα δώθε εξαιτίας του αέρα που έστελνε το μισοχαλασμένο αιρ κοντίσιον κάτω από το παράθυρο. Ο θόρυβος από τα φΰλλα τον έκανε να κατεβάσει τη ματιά του από το ταβάνι, όπου αναζητούσε κάποιες λύσεις για τα προβλήματά του. Κάθισε σωστά στην καρέκλα του και άρχισε να τακτοποιεί ξανά τις σελίδες, ευχαριστημένος που είχε κάτι να κάνει. Αλλά ήταν τόσο άδειες αυτές οι σελίδες, που στο μυαλό του επανήλθαν οι αρχικές ανησυχίες. Τίποτε! Τίποτε το καινούριο όλους αυτούς τους μήνες. Σχεδόν εδώ κι ένα χρόνο. Τριάντα χρόνια στο επάγγελμα και δε μετρούσαν. Αξίζεις μόνο όσο η τελευταία σου δουλειά —και από τότε είχε περάσει πολύς καιρός. Χριστέ μου, τις μισούσε τις σόου μπίζνες! Ειδικά κάτι τέτοιες στιγμές που σαν ναυαγός αναζητούσε σανίδα σωτηρίας για να κρατήσει το κεφάλι του έξω από το νερό. Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα, βέβαια. Κάποτε ήταν ο καλύτερος. Αυτός και ο Μίλτον Γκλικ, ο πρώην συνεταίρος του, είχαν το καλύτερο πρακτορείο ηθοποιών. Τότε δεν ασχολούνταν με γελοία διαφημιστικά. Και κάθε βράδυ έβγαιναν με άλλη. Κι είχαν ένα γραφείο με θέα. Διάβολε, δεν μπορούσε ν' αφήσει τα πράγματα να συνεχιστούν έτσι! Παρά τον καβγά με τον Μίλτον, παρά τις αναδουλειές του, δεν ήταν εντελώς άχρηστος. Την ημέρα που ο Μίλτον έφευγε από το γραφείο, του είχε πει πως κάποτε θα τον παρακαλούσε. Ο Μίλτον έφυγε φωνάζοντας, έλεγε πως ο Πολ θα σερνόταν, αλλά εκείνος ήταν σίγουρος πως ο συνεταίρος του θα επέστρεφε. «Τι είναι λίγα χρέη από τον τζόγο;» του είχε πει ο Πολ. «Έλα τώρα, Μιλτ, ηρέμησε. Χωρίς εμένα θα βουλιάξεις».
Αλλά ο Γκλικ δε βούλιαξε. Συνέχισε να κολυμπά, με σωσίβιο εκείνο το χοντρό τον Βαϊνστάιν και τώρα είχαν το δικό τους γραφείο. Είχαν γίνει οι καλύτεροι. Πάντα σ' αυτούς τηλεφωνούσαν όταν ήθελαν να βρουν ηθοποιούς για κάποια ποιοτική δουλειά. Κι όταν έπρεπε να γυρίσουν κάποιο γελοίο διαφημιστικό για τζιν, τηλεφωνούσαν στον Γκράσο. Ο Πολ Γκράσο είχε βουλιάξει. Δεν ήταν ότι δεν έβγαζε κάποια χρήματα. Αλλά αυτά δεν επαρκούσαν. Και δεν έκανε καμιά από κείνες τις μεγάλες δουλειές που συνήθιζε. Αλλά γρήγορα θα γινόταν κι αυτό, υποσχόταν στον ραυτό του. Και τότε θα εξοφλούσε τον Μπένι Εγκς και τους άλλους καρχαρίες. Θεέ μου, έπρεπε κάτι να κάνει και γρήγορα. Γιατί αν οι άλλοι συνειδητοποιούσαν πως ο Πολ Γκράσο είχε ξοφλήσει, τότε θα ερχόταν το τέλος. Θα τον κατασπάραζαν οι καρχαρίες. Αλλά δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Ό χ ι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να μην προσφέρει την ικανοποίηση στον Πολ Γκράσο. Κανείς δεν μπορούσε να ειρωνευτεί τον Πολ Γκράσο. Η γραμματέας του ανήγγειλε πως η Λάιλα Κάιλ ήταν εκεί, είχαν ραντεβού για τις δύο. «Πες της να περιμένει». Έτσι γινόταν πάντα. Κάποιοι ζητούσαν μια χάρη, άλλοι έστελναν τα παιδιά κάποιων αστέρων, οι παραγωγοί ήθελαν να τον ξεζουμίσουν. Και τώρα έπρεπε να χάσει το χρόνο του με την κόρη της Τερέζα Ο' Ντόνελ. Αλλά δεν μπορούσε να ξαποστείλει τον Ρόμπι Λάιμον. Αυτός και η Τερέζα είχαν γράψει ιστορία. Ή τ α ν επίσης περίεργος να δει την κόρη μιας καλλονής σαν την Τερέζα Ο' Ντόνελ και ενός όχι ιδιαίτερα ποιοτικού, αλλά ωραιότερου και από τον Τάιρον Πάουερ ηθοποιού σαν τον Κέρι Κάιλ. Χτύπησε στη γραμματέα να του του στείλει τη Λάιλα, θυμίζοντάς της να του ξαναχτυπήσει σε δεκαπέντε ακριβώς λεπτά. Είχε αποφασίσει πως δεκαπέντε λεπτά ήταν αρκετά για να μη φανεί αγενής. Άλλωστε, ακόμη κι αν η μικρή ήταν η Τζούλια Ρόμπερτς, δεν είχε τίποτε γι' αυτήν. Της έσφιξε το χέρι και της έδειξε μια καρέκλα. Ιησοΰ Χριστέ! Τι καλλονή! Προκλητικά στήθη, απίθανα πόδια και μια χαίτη πυρρόξανθα μαλλιά. Και τίποτε το επιπό-
λαιο πάνω της. Αυτό το κορίτσι είχε τον αέρα και το λούστρο του νικητή! «Λάιλα. Λάιλα Κάιλ. Δεν ήξερα πως σας λένε έτσι. Νόμιζα πως το όνομά σας είναι Λάιλα Ο' Ντόνελ, αλλά ο Ρόμπι ενημέρωσε τη γραμματέα μου. Λάιλα Κάιλ, έχω μείνει άφωνος. Έχεις μεγαλώσει πολΰ. Πόσων χρονών είσαι τώρα; Είκοσι ένα; Είκοσι δΰο; Είσαι πανέμορφη, Λάιλα». «Ευχαριστώ, Πολ. Κι εσΰ δεν έχεις αλλάξει πολΰ. Καπνίζεις ακόμη εκείνα τα απαίσια ποΰρα, έχεις πάρει λίγο βάρος, αΧλά παραμένεις άντρας με τα όλα του». Η Λάιλα χαμογέλασε και σταΰρωσε τα πόδια της. Αν είναι δυνατόν. Ας πιει λίγο νερό. Ό χ ι πως θα βοηθοΰσε πολΰ την κατάστασή του, αλλά δεν ήθελε να πει στη μητέρα της ότι τη βίασε. «Λάιλα, πάντα έλεγα πως θα γινόσουν πολΰ πιο όμορφη από τη μητέρα και τον πατέρα σου. Και φώναζέ με "θείο Πολ"». Ί σ ω ς δεν έπρεπε να δείξει τόσο ενθουσιασμό. Ποτέ δεν ξέρεις τι έχουν στο νου τους τα παιδιά του Χόλιγουντ. Κάθισε κι έβαλε τους αγκώνες του πάνω στο γραφείο. «Και σαν παιδί ήσουν όμορφη, αλλά δεν είχες γεμίσει, δεν είχες ψηλώσει, με καταλαβαίνεις. Αλλά τώρα έχω μπροστά μου μια εκθαμβωτική καλλονή!» είπε ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του. Παρακολουθούσε την έκφραση του προσώπου της. Καμιά αντίδραση. Άκουγε ευγενικά, αλλά όλ' αυτά τα ήξερε και από μόνη της. Λοιπόν, ας ποΰμε κάτι. «Πώς είναι η μητέρα σου;» «Δεν είμαι εδώ για να κουβεντιάσω μαζί σου το παρελθόν, Πολ. Οΰτε εσΰ είσαι τέτοιος τΰπος οΰτε εγώ. Ας πάμε, λοιπόν, κατευθείαν στο θέμα. Έ χ ω να σου κάνω μια επαγγελματική πρόταση που θα ωφελήσει κι εμένα κι εσένα». Ακοΰμπησε πίσω και άναψε ό,τι είχε απομείνει από το ποΰρο του στο σταχτοδοχείο, χριστουγεννιάτικο δώρο για τον Μιλτ. Αυτή εδώ δεν ερχόταν όπως όλα τα παιδιά του Μπελ Αιρ, ψάχνοντας μια οποιαδήποτε δουλειά. Ποια νόμιζε πως ήταν; Η ΜέριΆστορ; Άφησε τον καπνό να βγει από το στόμα του και είπε: «Εντάξει, λοιπόν, τι δουλειά έχεις να μου προτείνεις;» «Κατ' αρχήν θα με παρουσιάσεις στον Μάρτι Ντι Τζενάρο».
Ο Πολ χαμογέλασε πλατιά και σταύρωσε τα χέρια του. Πάλι τα ίδια. Ή τ α ν ερωτευμένη ή ήθελε τον Ντι Τζενάρο για να την κάνει σταρ; Ή και τα δυο; «Και με ποιον τρόπο κάτι τέτοιο θα βοηθούσε εμένα;» Η Λάιλα έσκυψε στην καρέκλα της. «Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο θα γυρίσει μια τηλεοπτική σειρά και ψάχνει καινούρια ταλέντα. Παλιομοδίτικα παρθενικά ταλέντα». Ο Πολ γέλασε δυνατά. «Διάβολε, αν μου επιτρέπεις την έκφραση. Πρέπει να τον έχεις μπερδέψει με τον Μπάρι Λέβινσον. Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο δε γυρίζει τηλεοπτικές σειρές». Το κοριτσάκι ήταν ηλίθιο. Σαν να διάβασε τη σκέψη του, η έκφρασή της άλλαξε. «Τρεις εβδομάδες προσπάθησα να για να κλείσω ένα ραντεβού μαζί σου. Κι εσύ μου συμπεριφέρεσαι λες και είμαι καμιά ηλίθια. Αν όμως με ακούσεις, μπορεί και να μάθεις κάτι. Εντάξει, θείε Πολ; Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο θα γυρίσει τηλεοπτική σειρά. Έχει το σενάριο, την ιδέα, το κανάλι, τα πάντα —τα πάντα εκτός από τις πρωταγωνίστριες. Είδα το συμβόλαιο. Το αμφισβητείς;» Κούνησε το κεφάλι του. Μπορούσες σ αυτή την πόλη να κρατήσεις κάποιο μυστικό, αλλά όχι τόσο μεγάλο. Κι αυτό ήταν πολύ μεγάλο. Το κορίτσι έγινε έξω φρενών και σκύβοντας άρχισε να ψάχνει στη μεγάλη άσπρη δερμάτινη τσάντα της. «Ορίστε», είπε κι έριξε κάτι χαρτιά στο γραφείο του. Ξαναβολεύτηκε στη θέση της και περίμενε να τα μελετήσει ο Γκράσο. Ή τ α ν πράγματι ένα συμβόλαιο. Έδειχνε να μην έχέι το παραμικρό ψεγάδι. Τι συμφωνία! Ο Πολ συνειδητοποίησε πως είχαν αρχίσει να τον αγνοούν. Μια φορά το μήνα έπαιζε χαρτιά με τον Μάρτι εδώ και χρόνια και κάποτε πήγαιναν μαζί στο Λας Βέγκας. Ή τ α ν εντάξει το συμβόλαιο; Και πού το 'μαθε αυτή, πώς βρέθηκε στα χέρια της, ενώ εκείνος βρισκόταν στο πλήρες σκότος; «Αν ο Μάρτι σκόπευε να κάνει τηλεόραση, θα ερχόταν σ' εμένα, Λάιλα. Αποκλείεται ν' απευθύνθηκε σε άλλο πρακτορείο. Και αποκλείεται να μην ξέρω τα πάντα για τις δραστηριότητές του. Οι δυο μας είμαστε πολλά χρόνια συνεργάτες».
«Σωστά, Πολ. Μόνο που ο Μάρτι Ντι Τζενάρο δεν κοιτά ποτέ πίσω, μόνο μπροστά. Χρειάζεται τρεις πρωταγωνίστριες. Καινούρια πρόσωπα. Εντελώς καινούρια». Έδειξε στον τοίχο με τις μαυρόασπρες φωτογραφίες των ηθοποιών που ο Πολ εξακολουθούσε να πρακτορεύει. Και όλες είχαν τραβηχτεί τουλάχιστον τρία χρόνια πριν. «Γιατί ο Μάρτι θα ερχόταν σ' εσένα για ηθοποιούς; Τι το καυτό έχεις; Γιατί θα ερχόταν;» Η γραμματέας του χτύπησε κι εκείνος της απάντησε: «Δε θέλω να μ' ενοχλήσει κανείς». Αυτή εδώ είτε ήξερε τι έλεγε, είτε ήταν μια ηλίθια που ήθελε να τον γελοιοποιήσει. Καθόταν μπροστά του και περίμενε την απάντησή του. Όχι, δεν έλεγε παραμύθια, αποφάσισε. «Εντάξει. Αν αυτό είναι γνήσιο και αν σε πάω στον Μάρτι και αν του αρέσεις και αν σε πάρει, εγώ πώς θα ωφεληθώ;» «Αυτή την ώρα που μιλάμε», είπε η Λάιλα, «ο παλιός σου συνεταίρος, ο Μίλτον Γκλικ, έχει την αποκλειστικότητα για το κάστινγκ των ηθοποιών. Του την έδωσε ο Όρτις. Είναι βέβαιο, πάντως, ότι την περασμένη εβδομάδα υπήρξε μια συνάντηση των Γκλικ και Βάινμπεργκ με τον Όρτις. Δεν είχαν βρει τίποτε και ο Σάι έφυγε έξω φρενών. Πέταξε όλες τις φωτογραφίες και τα βιογραφικά που του παρουσίασαν στο καλάθι των αχρήστων». Χαμογέλασε, πέρασε τη γλώσσα από τα χείλη της και ξανασταύρωσε τα πόδια. Ο Πολ είχε αρχίσει να βλέπει τη Λάιλα με άλλο μάτι. Ή τ α ν πιο σκληρή από τη Μέρι Άστορ. Και η αναφορά του ονόματος του Μίλτον έκανε τον κόσμο να γυρίζει γύρω του. «Έτσι», συνέχισε η Λάιλα, «κάθονται τώρα σε αναμμένα κάρβουνα. Και αν δε βρουν μερικά κορίτσια, θα χάσουν τη δουλειά. Ξέρεις καλά ότι ο Σάι Όρτις δεν εννοεί ν' αποτυγχάνει». Η Λάιλα έκανε μια γκριμάτσα. «Αλλά όλ' αυτά έπρεπε να τα γνωρίζεις, Πολ, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, υποτίθεται ότι βρίσκεσαι σ' επαφή με τον Μάρτι Ντι Τζενάρο». Περίμενε μια απάντηση. Το μυαλό του Γκράσο δούλεψε γρήγορα. Ήθελε σκληρό παιχνίδι; Θα το είχε. «Και πώς θα σε πάω σ' αυτόν; Ο καθένας θέλει να παρουσιάσει κάποιους στον Μάρτι. Και άντε και το κάνω. Είσαι ωραίο παιδί, Λάιλα, αλλά ο Μάρτι έχει μπουχτίσει από τέτοια. Πώς θα τον πείσεις;»
«Έχω διαβάσει άλα όσα έχουν γραφτεί για τον Μάρτι Ντι Τζενάρο, τον ιδιοφυή σκηνοθέτη. Μεγάλωσε σ' έναν κόσμο όπου κυριαρχούσαν οι παλιές ταινίες και οι μεγάλοι σταρ. Ξέρεις ότι έχει την καλύτερη συλλογή παλιών ταινιών; Μήπως ξέρεις ποια είναι η αγαπημένη του;» Ο Πολ ανασήκωσε τους ώμους, παριστάνοντας πως αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Αλλά ήξερε πως είχε. Διάβολε, γιατί δεν ξέρω ποια είναι η αγαπημένη ταινία του Μάρτι; αναρωτήθηκε. «Μήπως σου λέει τίποτε το Ένα Αστέρι Γεννιέται·, Σωστά! Είχε δίκιο! Ο Μάρτι του το είχε αναφέρει. Του άρεσε η πρώτη μεγάλη ταινία της Τερέζα. Ναι, τώρα το θυμόταν ο Πολ. Ο Μάρτι του είχε κάποτε πει πως είχε δει την ταινία πενήντα δύο φορές! Τρελό νούμερο! Επειδή έπαιζε η Τερέζα Ο' Ντόνελ! Έλεγε πως ήταν μια από τις τελευταίες φυσικές καλλονές του Χόλιγουντ. Ο Πολ δεν έδινε ποτέ σημασία α αυτές τις αηδίες. Ο Μάρτι όμως έδινε. Και μπροστά του είχε την κόρη της Τερέζα Ο' Ντόνελ, μια φυσική καλλονή. Η μικρή είχε σηκωθεί και στεκόταν μπροστά στο γραφείο κοιτάζοντάς τον. «Το μόνο που χρειάζομαι είναι να δειπνήσω μια φορά μαζί του. Μια ώρα μαζί του. Κάν' το, Πολ, εντάξει;» Ο Πολ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Μπορούσε όμως να το κάνει. «Ωραία, θα σε πάω στον Μάρτι. Και μετά;» Η Λάιλα αναστέναξε υπομονετικά. «Τα υπόλοιπα άσ' τα σ εμένα, Πολ. Είμαι μεγάλο κορίτσι πια. Και να είσαι σίγουρος ότι ο Μάρτι θα ευχαριστηθεί πολύ που έκανες αυτό το οποίο δεν μπόρεσε να κάνει ο Μίλτον. Θα ευχαριστηθεί πολύ. Το σόου χρειάζεται πολλούς ηθοποιούς. Εβδομαδιαία σειρά μιας ώρας. Για σκέψου το». Ο Πολ το σκέφτηκε κι έγλειψε τα χείλη του. «Τηλεφώνησε, λοιπόν, στον Μάρτι Ντι Τζενάρο και κάλεσέ τον να φάμε μαζί. Αλλά μην του πεις ποιοι είναι οι γονείς μου. Λέξη. Κατάλαβες;» «Είσαι τρελή; Μα αυτά είναι τα διαπιστευτήρια σου!» «Άκουσέ με. Μην τολμήσεις ν' αναφέρεις το όνομά μου. Θα είμαι η κοπέλα με την οποία βγαίνεις. Πες του πως δε θέλω ν' ακούω συζητήσεις για δουλειές και πως το μόνο που σ' ενδιαφέρει
είναι να κοιμηθείς μαζί μου. Δεν έχω φιλοδοξίες, δεν έχω ταλέντο, δεν έχω αυταπάτες. Το 'πιασες;» «Ναι, αλλά γιατί;» «Είναι σημαντικό να με ανακαλύψει ο Μάρτι. Μπορεί και να μη γυρίσει να με κοιτάξει αν σκεφτεί πως με προωθείς ή πως είμαι πεινασμένη για ένα ρόλο. Είμαι μαζί σου επειδή προσπαθείς να με ρίξεις. Και δεν μπορείς. Εντάξει;» «Ωραία, εντάξει». Ξεκίνησε να φύγει, μετά σταμάτησε και γύρισε στον Πολ, που εξακολουθούσε να κάθεται ακίνητος στο γραφείο του. Έσκυψε και τον φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού και προχώρησε προς την πόρτα. Καθώς την άνοιγε, είπε: «Κανείς δεν έχει πια φρέσκο πράγμα, Πολ. Αυτή είναι η δεύτερη ευκαιρία σου». Για αρκετή ώρα ο Πολ έμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα. Μετά το βλέμμα του έπεσε στο τηλέφωνο. Φρόντισε να γίνει, είπε στον εαυτό του. Φρόντισε αμέσως, έδωσε εντολή στον εαυτό του και σήκωσε το ακουστικό, θυμόταν απέξω τον προσωπικό αριθμό του Μάρτι Ντι Τζενάρο.
9 Η Σαρλίν έμενε ξαπλωμένη στο κρεβάτι ακούγοντας την αναπνοή του Ντιν πλάι της. Συνήθως ήταν πολύ παρηγορητικό να τον νιώθει τόσο κοντά της τις νύχτες που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αλλά απόψε είχε εκνευριστεί. Δεν ήθελε ν' ανάψει το φως. Όταν την προηγούμενη μέρα το είχε κάνει, είδε τις κατσαρίδες να τρέχουν εδώ κι εκεί. Η μακριά φωτεινή πινακίδα του μοτέλ έλαμπε στο σκοτάδι. Σύντομα θα την έσβηνε το φως της αυγής. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και ακροπατώντας πήγε στο μπάνιο. Έκλεισε την πόρτα και κάθισε στην κλειστή λεκάνη. Μια απαίσια μυρουδιά ήρθε στα ρουθούνια της. Άναψε ένα τσιγάρο κι έμεινε εκεί να το καπνίζει αφήνοντας μια μακριά λευκή ουρά
καπνού. Είναι άδικο, σκέφτηκε, ο Τζέικ δεν έπρεπε να με απολύσει. Δεν ήμουν τόσο καλή σερβιτόρα όσο η Θέλμα, αλλά δε μου έδωσε καθόλου χρόνο. Ένα μήνα μόνο, για όνομα του Θεοΰ! Το ήξερε πως έφταιγε η Θέλμα. Η Σαρλίν αναστέναξε. Οι γυναίκες τη μισούσαν, κι ας προσπαθούσε να τους φέρεται καλά. Για τον ίδιο λόγο την είχαν απολύσει κι από το ροντέο. Είχε φερθεί ωραία στη Θέλμα, αλλά δεν έπιασε. Φοβόταν μήπως της κλέψω το χοντρό άντρα της. Αν ήξερε πόσο την απωθούσε ο Τζέικ... Αλλά, αν της έλεγε κάτι τέτοιο, η Θέλμα θα ένιωθε προσβεβλημένη. Η Σαρλίν αναστέναξε, τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά κι έβηξε. Δεν ήταν καπνίστρια. Τα είχε αγοράσει επειδή ένιωθε απαίσια και η μαμά πάντα έλεγε πως το κάπνισμα ηρεμεί. Αλλά τη Σαρλίν την αρρώσταινε. Αυτή και ο Ντιν έκαναν περιοδεία με το ροντέο. Ο Ντιν τα κατάφερνε μια χαρά με τα ζώα, αλλά όταν την πλησίαζαν διάφοροι τύποι —και αυτό συνέβαινε πάντα— ο Ντιν πιανόταν μαζί τους στα χέρια. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν. Είχε δουλέψει και σ ένα χαμπουργκεράδικο. Αλλά για ένα μήνα ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται στο αυτοκίνητο. Ή τ α ν κουρασμένοι και πεινασμένοι και βρόμικοι όταν βρήκε τη δουλειά στου Τζέικ. Και τώρα την είχε χάσει. Τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά και πνίγηκε. Τι θα έκανε τώρα; Δεν είχε δουλειά και ο Ντιν δούλευε σ' ένα βενζινάδικο για 2,85 δολάρια την ώρα. Θεέ μου, πες μου τι να κάνω! Η Σαρλίν συνέχιζε να καπνίζει, κοιτάζοντας το ταβάνι. Ή τ α ν ασέβεια να προσεύχεται και να καπνίζει συγχρόνως, σκέφτηκε και πέταξε το τσιγάρο μέσα στη λεκάνη. Μετά γονάτισε στο βρόμικο πάτωμα. Θεέ μου, ξέρω ότι είμαστε αμαρτωλοί και ξέρω πως Εσύ μας έστειλες στην έρημο, άρχισε. Αλλά, σε παρακαλώ, γλυκέ Ιησού, είμαι τόσο κουρασμένη. Με κούρασε η βρομιά, με κούρασαν τα παλιά ρούχα, δεν αντέχω άλλο το φόβο, τα φριχτά μοτέλ, τις σχισμένες πετσέτες, το απαίσιο φαγητό. Δάκρυα φάνηκαν στις άκρες των υπέροχων γαλάζιων ματιών της. Αρχισαν να κατεβαίνουν στα τέλεια μάγουλά της, πλάι στην αξιαγάπητη μύτη της, φτάνοντας στα ροζ σαρκώδη χείλη της. Ό π ω ς κάνουν τα παιδιά, τα έγλειψε και συνέχισε.
Να χαρείς, γλυκέ Ιησού. Δείξε μου το δρόμο. Πήρε από το μικρό φαρμακείο τη Βίβλο της μητέρας της και κάθισε πάλι στο καπάκι της λεκάνης. Θα την ανοίξω και θα μου πει τι να κάνω, σκέφτηκε. Σκούπισε το πρόσωπο της με το πίσω μέρος του χεριού της, φύσηξε τη μύτη της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Γρήγορα άνοιξε το βιβλίο και το μάτι της έπεσε στη λέξη «πράξη». Πράξη, πράττω, παίζω. Στύλωσε το βλέμμα στο ταβάνι. Τι της είχε πει εκείνος ο τύπος, ο Μίλτον, την περασμένη εβδομάδα; Θα μπορούσε να βρει μια δουλειά στην τηλεόραση και να κερδίσει πολλά λεφτά; Σηκώθηκε, επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο και πήρε την τσάντα της. Τελικά βρήκε το μικρό χαρτάκι που έψαχνε. Μίλτον Γκλικ, Πρακτορείο Βάινμηεργκ και Γκλικ, 25550 Λα Σιενέγχα Μηουλβάρ, Χόλιγουντ, Καλιφόρνια. «Ο Κύριος φέρεται πολύ μυστήρια», μουρμούρισε. *
*
*
Δεν ήταν εύκολη η διαδρομή από το Μπέικερσφιλντ στο Λος Άντζελες για τη Σαρλίν. Το αιρ κοντίσιον του. Ντάτσουν δε δούλευε καλά και δυο φορές χάθηκαν με τον Ντιν. Όταν τηλεφώνησε, ο κύριος Γκλικ της έδωσε οδηγίες, αλλά η Σαρλίν δεν τα κατάφερνε με τους χάρτες. Ας αφήσουμε που το Λος Άντζελες ήταν μεγαλύτερο και πιο πολύβουο από το Μπέικερσφιλντ. Όταν επιτέλους έφτασαν στη Λα Σιενέγκα, η Σαρλίν αναστέναξε με ανακούφιση. Είχε βάλει τα καλά της — μια ωραία φούστα με μια καινούρια γαλάζια μπλούζα, με λευκή δαντέλα στο γιακά και στα μανίκια. Είχε γυαλίσει τα παπούτσια της. Πίστευε πως ήταν μια χαρά, αλλά όταν βγήκε από το αυτοκίνητο της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Η φούστα είχε τσαλακωθεί και η μπλούζα της ήταν μούσκεμα στην πλάτη και κάτω από τις μασχάλες. Το πρόσωπο της έλαμπε από τον ιδρώτα και τα μαλλιά της είχαν κατσαρώσει από την υγρασία. «Ντιν, περίμενε ένα λεπτό εδώ, εντάξει;» «Και βέβαια, Σαρλίν. Πας να βρεις άλλη δουλειά;» Κι αν ο τύπος ήταν απατεώνας; Αν της έλεγε ψέματα και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να τη ρίξει στο κρεβάτι του; Αν ήταν μαφιόζος ή κάτι ακόμη χειρότερο; Τα χέρια της έτρεμαν καθώς
έκλεινε την πόρτα και απαντούσε στον Ντιν. «Το ελπίζω, χρυσό μου». Προχώρησε προς την είσοδο του κτιρίου. Ή τ α ν μεγάλο, καινούριο, με μαρμάρινα πατώματα, καθρέφτες και αστραφτερά πόμολα. Ο δροσερός αέρας από το αιρ κοντίσιοντην ανακούφισε καθώς έμπαινε. Ένιωθε μεγάλη νευρικότητα. Τι θα έκαναν αν δεν της έδιναν τη δουλειά; Στην τσέπη της είχε μόνο εβδομήντα έξι δολάρια και μερικά κέρματα από φιλοδωρήματα. Κι αν ο κύριος Γκλικ ήταν σαν όλους τους άλλους άντρες; Θυμήθηκε την προειδοποίηση του Ντόουμπ. Και καθώς έμπαινε στο ασανσέρ και πατούσε το κουμπί για το δωδέκατο όροφο, προσευχόταν να βρει μια τίμια δουλειά. *
*
*
«Πρέπει ν' αναπέμψω ικεσίες προς τον Κύριο για να κάνετε μια τίμια δουλειά;» ρωτούσε ο Σάι Όρτις τον Μίλτον Γκλικ. «Σάι, είμαι σίγουρος ότι αυτό το κορίτσι θα σου αρέσει». «Το εύχομαι. Και το εύχεται και ο Μάρτι. Διαφορετικά θα πάρει εκείνη τη Νεοϋορκέζα και θα μείνετε στον άσο». Ο Σάι ήταν έξω φρενών που ο Μάρτι συζητούσε για την Μπέθανι Λέικ, μια άσχετη από την Ανατολική Ακτή. Του την είχε κιόλας παρουσιάσει η Τζούντι Πρίστλι και ο ίδιος θα βρισκόταν έξω από το παιχνίδι. Κι αν την πάθαινε ο Σάι, θα την πάθαινε και ο Μίλτον. Αυτό ήταν σίγουρο. Μερικές φορές η απελπισία αλλάζει πορεία πλεύσης. Ακόμη και αν η Σαρλίν Σμιθ δεν ήταν μια από τις ωραιότερες κοπέλες του πλανήτη, θα ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή από αυτούς τους δύο απελπισμένους άντρες. Αλλά καθώς έμπαινε στην αίθουσα συνεδριάσεων, έδειχνε ωραιότερη από κάθε άλλη φορά. Τα φτηνά ρούχα, τα νοτισμένα μαλλιά, το κοκκίνισμά της, όλα συνεισέφεραν στη δημιουργία μιας εικόνας ακαταμάχητης σεξουαλικότητας και νεανικής δροσιάς. «Κύριε Γκλικ;» ρώτησε. «Με θυμάστε; Είμαι η Σαρλίν από το Μπέικερσφιλντ». «Δεν είναι η καταγωγή σου από εκεί», απάντησε ο Σάι Όρτις. «Δεν έχεις την προφορά».
«Έχω κάποια προφορά;» ρώτησε και οι άντρες γέλασαν. Ο Σάι Όρτις σηκώθηκε και προχώρησε προς τη Σαρλίν. Δεν της είχαν ζητήσει να καθίσει κι έτσι έμεινε όρθια. Ο Σάι έκανε μια στροφή γύρω της και κοίταξε τον Μίλτον. «Πολύ ξανθιά. Και χωρίς παρελθόν. Θ' αρέσει στη Μόνικα Φλάντερς. Είναι πιθανόν», είπε στον Μίλτον. «Τα μαλλιά... Δικά σου είναι τα μαλλιά;» «Και βέβαια είναι δικά μου». «Δώσ' της ένα κείμενο», είπε ο Όρτις στον Γκλικ κι εκείνος με αγαλλίαση έδωσε στο κορίτσι έναν μπλε φάκελο, δείχνοντάς της πού να διαβάσει. «Θα διαβάσεις μερικές αράδες, εντάξει; Είναι ο ρόλος της Κλόβερ». «Εντάξει», είπε η Σαρλίν και οι δυο άντρες διαπίστωσαν πως είχε κάποια ιδιωματική προφορά. Ο Μίλτον διάβασε μια αράδα και η Σαρλίν μουρμούρισε την επόμενη. Μετά ο Μίλτον ξαναδιάβασε. Ο Σάι σχεδόν δεν άκουγε. Ήξερε πως αυτό που κυρίως ενδιέφερε τον Μάρτι ήταν η εμφάνιση. Και αυτή εδώ η εμφάνιση ήταν καλή. Φορούσε άραγε η μικρή μακιγιάζ; Δεν είχε σημασία. Η μικρή θα μπορούσε να υπογράψει συμβόλαιο για λιγότερα από εκατό χιλιάδες δολάρια. Και ίσως να μπορούσε να βγάλει και ο ίδιος άλλα τόσα. Ξαναμμένος από τη σκέψη, αλλά πολύ έμπειρος για να το δείξει, ο Σάι σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό. Έμεινε ν' ακούει το κουδούνισμα του κινητού του Μάρτι. Όταν άκουσε τη φωνή του, πάτησε τη συνακρόαση και κατέβασε το ακουστικό. «Μάρτι;» «Ναι, Σάι». «Μάρτι, θέλεις να πεις ένα γεια στην καινούρια Κλόβερ σου;» «Και βέβαια». Ο Σάι έκανε νόημα στη Σαρλίν με το χέρι του. «Πες καλημέρα στον κύριο Ντι Τζενάρο», της είπε. «Καλημέρα, κύριε Ντι Τζενάρο». Ο Μάρτι ρουθούνισε. «Πού τη βρήκες αυτή τη φωνή;»
«Ανήκει στην ωραιότερη παρθένα που έχεις δει ποτέ». Τότε του πέρασε η ιδέα από το μυαλό. «Παναγιά Παρθένα!» Γύρισε προς τη Σαρλίν. «Πόσων χρονών είσαι;» «Δεκαεννιά», είπε, αλλά και πάλι αισθάνθηκαν την ιδιομορφία στην προφορά της. Στο μεγάφωνο του τηλεφώνου ακούστηκε το γέλιο του Μάρτι. «Μου κινείτε την περιέργεια». «Έλα εδώ και ρίξε μια ματιά μόνος σου», του είπε ο Σάι. Για πρώτη φορά εδώ κι ένα μήνα, ο Μίλτον Γκλικ χαμογέλασε. «Σάι, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια αν με βάλεις να κάνω τέτοια διαδρομή αυτή την ώρα για το τίποτε», απείλησε ο Μάρτι. «Καθόλου για το τίποτε», υποσχέθηκε ο Σάι. * *
*
Πέρασαν την επόμενη ώρα διαβάζοντας ατάκες μαζί της. Η Σαρλίν είχε αρχίσει ν' ανησυχεί για τον Ντιν, αλλά φοβόταν να τους ζητήσει την άδεια για να τον καθησυχάσει. Ήθελαν τη διεύθυνσή της, ρωτούσαν πόσο καιρό έμενε στο Μπέικερσφιλντ, ποια ήταν η καταγωγή της, αν είχε ξαναπάει σε οντισιόν, αν ήταν παντρεμένη. Κι άλλες πολλές ερωτήσεις. Η Σαρλίν σκέφτηκε το Λάμσον και είπε ψέματα. Μίλησε για το Άρκανσο και την Οκλαχόμα. Προσευχόταν να έκανε το σωστό. Μια ώρα τώρα έμενε όρθια πάνω στα λευκά ψηλοτάκουνα παπούτσια της. Τα πόδια της είχαν αρχίσει να την πονούν. «Σας παρακαλώ», είπε επιτέλους. «Μπορώ να καθίσω;» «Και βέβαια», είπε ο Μίλτον Γκλικ. Ο Σάι Όρτις συνειδητοποίησε πως τόση ώρα η μικρή φοβόταν να ζητήσει την άδεια να καθίσει. Πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Μίλτον», είπε, «είναι τέλεια». # *
*
Όταν πια έφτασε και ο τρίτος, η Σαρλίν ένιωθε εξοντωμένη. Φοβόταν να ρωτήσει αν είχε πάρει τη δουλειά, πόσα λεφτά θα κέρδιζε κι αν θα την απασχολούσαν μία ή δύο εβδομάδες. Διάβα-
ζε τις ατάκες όπως την είχαν δασκαλέψει κι έκανε το παν για να r μην την απορρίψει ο κύριος Ντι Τζενάρο, που έκανε γύρους γύρω της, πότε πολύ κοντά της, πότε λίγο πιο μακριά, πότε ανεβαίνοντας σε μια καρέκλα και κοιτάζοντάς τη από ψηλά. «Απίστευτο», είπε τελικά. «Δεν έχει ούτε μια κακή γωνία. Ξέρεις πόσο εύκολα θα γίνουν τα γυρίσματα μαζί της;» Η Σαρλίν δεν κατάλαβε τι έλεγε. Έκανε ένα βήμα πίσω. Μήπως ήταν μαφιόζοι; Άλλωστε το όνομα αυτού του τελευταίου για μαφιόζικο της φαινόταν. Έγλειψε τα χείλη της, συγκέντρωσε όλο της το κουράγιο και είπε τελικά: «Θα την πάρω τη δουλειά ή όχι;» «Ω, νομίζω ότι θα την πάρεις, ειλικρινά πιστεύω ότι θα την πάρεις», απάντησε ο κύριος Ντι Τζενάρο.
10 Πιθανόν να έχετε στο μεταξύ ξεχάσει τον Νιλ Μορέλι. Και γιατί όχι; Εκατομμύρια άνθρωποι που τον είδαν στψ τηλεοπτική σειρά, η οποία τον έφερε στη Δυτική Ακτή, τον ξέχασαν επίσης. Εγώ —η Αόρα Ρίτσι— πήρα συνέντευξη από τον Νιλ πριν βγει στον αέρα το σόου του. Είχε τόσο μεγάλη έπαρση που έμεινα κατάπληκτη. Μιλούσε συνέχεια για το πώς θα τους βγάλει όλους άχρηστους. Έβγαινε με τη συμηρωταγωνίστριά του, μια ξανθή σεξοβόμβα, που χρειαζόταν υποβολέα για κάθε φράση που έπρεπε να προφέρει. Όχι πως η σειρά δεν ήταν χιουμοριστική. Ήταν. Θέμα της είχε έναν αστρολόγο, έμπιστο του προέδρου, που στην κυβέρνηση είχε ορκιστεί «υπουργός Αστρολογίας». Και θα ήταν καλό το σόου αν οι σεναριογράφοι του ήξεραν να γράφουν αστεία. Δεν ήξεραν όμως. Ο Νιλ γνώριζε πως μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα. Το έκανε μάλιστα, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία στις αλλαγές του επί τον κειμένου και στους αυτοσχεδιασμούς του, επειδή οι ατάκες δεν ταίριαζαν. Ήταν κείμενα γραμμένα από τους άχρηστους του Όρτις. Αλλά και του Νιλ ατζέντης ο Όρτις ήταν. Τι στο διάβολο γινόταν;
Ο Νιλ αποφάσισε να φτάσει ως τον παραγωγό, αγνοώντας το σκηνοθέτη, και τον έδειξε μερικές προτάσεις τον γι' αλλαγές στο κείμενο. Δε φέρθηκε και πολύ διπλωματικά βέβαια. Και ο τύπος έγινε έξω φρενών. «Τσακίσον από το γραφείο μου», είχε ουρλιάξει ο Λένι Χάρτλεϊ, πετώντας του το κείμενο στα μούτρα. «Εγώ αποφασίζω εδώ και όχι εσύ. Σαν κι εσένα βρίσκω με το τσουβάλι. Κι αν δεν κάνεις σήμερα ό,τι σου λένε, αύριο να μην ξανάρθεις». Αυτό τρομοκρατούσε πραγματικά τον Νιλ. Υποτίθεται πως α αυτή την ηλιθιότητα θα ήταν αυτός ο πρωταγωνιστής. Και δεν του φέρονταν όπως άρμοζε σ' ένα σταρ. Νόμιζε ότι τα είχε καταφέρει και τώρα έβλεπε πως έπρεπε να δίνει μάχη για να τον σέβονται. Πάλι λάθος έκανε. Βγαίνοντας από το κτίριο, έτρεμε και σκεφτόταν πως δε θα μπορούσε να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή του. Είχε επιτέλους φτάσει, είχε πάει στο Χόλιγουντ, είχε γκρεμίσει όλες τις γέφυρες. Δεν υπήρχε οδός επιστροφής. Αλλα το κείμενο ήταν απαίσιο και ο πρόεδρος ένας γελοίος ηθοποιός, ενώ η πρωταγωνίστρια μια ηλίθια σκύλα, που κοιμήθηκε με όλους μέχρι να πάρει το ρόλο. Κοιμήθηκε και με τον Νιλ. Κι αν δεν τα κατάφερνε εδώ, ήξερε πια τη συνταγή για να βρει έναν άλλο ρόλο. Αυτός όμως; Αν αποτύγχανε, πού θα πήγαινε; Ο Νιλ ήξερε πως ή θα τα κατάφερνε ή θ' αποτύγχανε για πάντα. Ίσως να μην έπρεπε να βάλει τις φωνές σαν μανιακός στη γραμματέα του Σάι Όρτις. Ίσως να μην έπρεπε να μιλήσει έτσι στο μικροατζέντη που είχε ο Σάι στο γραφείο του, αυτόν τον Μπραντ ή Ταντ ή Τοντ ή Τεντ ή κάτι τέτοιο, στον οποίο ο Όρτις είχε αναθέσει τον Νιλ. Αλλά ήταν κι αυτός ένας από τους άσχετους και ανίκανους, που φορούσε Αρμάνι και είχε ειδίκευση να κοιμάται με όλες τις ηλίθιες τον Χόλιγουντ. Κάθε χρόνο γυρίζονται πάνω από τετρακόσιοι πιλότοι τηλεοπτικών σειρών. Μόνο καμιά εικοσαριά απ' αυτούς καταλήγουν να βγουν στον αέρα. Και από αυτούς, μόνο ένας ή δύο κρατούν πάνω από ένα χρόνο. Ουσιαστικά ο Νιλ ήταν ένα νούμερο α αυτές τις στατιστικές. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να συνηθίσεις να μένεις σ' ένα σπίτι στην παραλία, να κυκλοφορείς με Μπε Εμ Βε, να έχεις μια καθαρίστρια για τις δουλειές τον σπιτιού, για να σου μαγειρεύει και να σου σιδερώνει τα ρούχα. Ειδικά μετά από μια ολόκληρη ζωή στερήσεων. Και ο Νιλ Μορέλι δε δυσκολεύτηκε να δεχθεί αυτές τις αλλαγές. Σαν να είχε γεννηθεί με όλ' αυτά —το σπίτι στο Μαλιμπού και την Μπε
Εμ Βε και τψ ωραία φιλενάδα και το οργιώδες σεξ και τψ καθαρίστρια. Όχι, αντές δεν ήταν αλλαγές στις οποίες ο Νιλ δε θα μπορούσε να προσαρμοστεί. Ήταν οι καινούριες αλλαγές στις οποίες έπρεπε να συνηθίσει τους τελευταίους μήνες, όταν το σίριαλ ακυρώθηκε. Έπρεπε να συνηθίσει στο μικρό γκρίζο διαμέρισμα στο Εντσίνο, στα βρόμικα ρούχα που δεν πλένονταν μόνα τους και στις αρπαχτές. *
*
*
Να τος πάλι να δουλεύει σαν σκλάβος με διάφορους βλάκες να του λένε τι να κάνει. Ο Νιλ Μορέλι επέστρεψε στο σπίτι του μετά απά μια ακόμη αρπαχτή, εξαντλημένος και πανάθλιος. Ο Νιλ δεν ένιωσε καμιά έκπληξη όταν το σίριαλ ακυρώθηκε. Ήξερε από την αρχή πως το σενάριο ήταν σκέτη αηδία. Μάλιστα το είχε προβλέψει πως όλα θα κατέληγαν στην καταστροφή. Τις πρώτες εβδομάδες μετά την ακύρωση, πέρασε τον περισσότερο χρόνο του στο τηλέφωνο, μιλώντας με όποιον από το γραφείο του Όρτις είχε διάθεση να τον ακούσει. Τους Τοντ, Ταντ, Μπραντ και τους άλλους. Μετά από ένα διάστημα, από το γραφείο του Σάι Όρτις ήρθε η αναπόφευκτη απάντηση: «Μη μας ξανατηλεφωνήσετε. Αν έχουμε κάτι, θα σας καλέσουμε εμείς». Και με τον μεγάλο δε μίλησε ούτε μια φορά. Ποιος ήταν τέλος πάντων αυτός ο Σάι Όρτις; Προσπάθησε, όπως πάντα, να πάρει την υπόθεση στ' αστεία. Θυμήσου, έλεγε στον εαυτό του, τι λένε οι μουσουλμάνοι: Αν πέφτουν πάνω στο κεφάλι σου σκατά, είναι τα σκατά του Αλλάχ. Θυμήθηκε και το περί Χόλιγουντ απόφθεγμα του Γούντι Άλεν: «Είναι χειρότερο κι από το θέαμα ενός σκυλιού που τρώει το πτώμα ενός άλλου σκυλιού. Εδώ το σκυλί δεν απαντά στα τηλεφωνήματα του άλλου σκυλιού». Αλλά τ' αστειάκια δεν τον βοήθησαν. Δεν υπήρχε εκεί η Μέρι Τζέιν ή κάποιος άλλος φίλος για να γελάσει μαζί του. Έπεσε στην απομόνωση και στην αδράνεια. Ήξερε πως έπρεπε να κάνει κάτι. Τα λεφτά του τέλειωναν, δεν είχε κανένα σχέδιο, ο ατζέντης του τον είχε πουλήσει και δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια. Έτσι έκανε το μόνο που γνώριζε. Συνέχισε το γράψι-
μο. Αλλά δεν είναι εύκολο να γράφεις αστεία όταν ξέρεις πως α έχουν πετάξει σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Από το Μαλιμπού είχε βρεθεί στο Εντσίνο. Και από την Μπε Εμ Βε σ' ένα μεταχειρισμένο Χόντα. Και από πρωταγωνιστής κωμικής σειράς, σερβιτόρος ενός κλαμπ. Οι μήνες περνούσαν και το μόνο που μπορούσε να πει ήταν: «Τι συνέβη;» Σκατά, αυτό συνέβη, σκεφτόταν. Ή , όπως έλεγαν οι ινδουιστές, αυτά τα σκατά έχουν ξανασυμβεί. Μόνο που έβλεπε το πρόβλημα, αλλά όχι τους ινδουιστές. Ο Νιλ πέταξε το πουκάμισο και τη μαύρη γραβάτα του στην ντουλάπα, που ποτέ του δεν έμπαινε στον κόπο να κλείσει, και ρίχτηκε στο κρεβάτι. Έτσι, μπρούμυτα, έβγαλε τα παπούτσια Γκούτσι με τις τρύπιες πια σόλες και τ' άκουσε να πέφτουν στα μαλακά, πάνω σ' ένα σωρό ρούχων στο πάτωμα. Η απαίσια μυρωδιά του στρώματος τον ανάγκασε να γυρίσει ανάσκελα. Δεν υπήρχε κανείς για να μοιραστεί μαζί του το πρόβλημα. Ακόμη και η αδερφή του, η Μπρέντα, θα του πρόσφερε λίγα χρήματα και τη συμπόνια της και θα του έλεγε να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Χριστέ μου! Ένιωθε σαν δαρμένο σκυλί. Και καθώς έμενε ξαπλωμένος στο σκοτάδι, η σκέψη του πήγε, όπως συχνά έκανε, στη Μέρι Τζέιν. Μόνο αυτή θα τον καταλάβαινε, μόνο αυτή ήξερε να τον παρηγορεί. Κανένας άλλος. Αλλά είχε περάσει πολύς καιρός. Όταν, λίγους μήνες μετά την άφιξή του στο Λος Άντζελες, προσπάθησε να τη βρει στο τηλέφωνο, διαπίστωσε ότι το δικό της ήταν κομμένο. Και δυο τρεις κάρτες που της είχε στείλει, του είχαν επιστραφεί. Πρέπει να μετακόμισε και να μην άφησε πουθενά τη νέα της διεύθυνση. Ο Νιλ τη νοσταλγούσε. Και τη νοσταλγούσε περισσότερο τώρα που είχε αποτύχει. Σηκώθηκε, έβγαλε το παντελόνι του, το άφησε να πέσει στο πάτωμα και το κλότσησε ως τον τοίχο. Μετά έβγαλε και το σλιπ του. Μπήκε στο μπάνιο, άνοιξε το θερμοσίφωνα, πήγε στην κουζίνα, πήρε μια μπίρα από το ψυγείο και περίμενε δέκα λεπτά έως ότου ζεσταθεί το νερό. Έριξε στο πάτωμα τις εφημερίδες από τη μοναδική καρέκλα στο δωμάτιο και κάθισε τεντώνοντας τα πόδια του. 'Ενιωθε ανακούφιση που δεν είχε ακόμη ξημερώσει.
Ήλπιζε ν' αποκοιμηθεί πριν το πρώτο φως μπει στο δωμάτιο και φωτίσει το αηδιαστικό περιβάλλον. Ήξερε πως η τρυπά στο ακρυλικό χαλί ήταν ακόμη εκεί. Και μέσα στο σκοτάδι ένιωθε τη ρωγμή στο ταβάνι της κουζίνας που όταν έβρεχε προκαλούσε πλημμύρα. Και τη γλίτσα στα μάτια της κουζίνας. Και τη διαπεραστική μυρωδιά. Αυτή δεν μπορούσε να την κρύψει ούτε το σκοτάδι, γι' αυτό και κρατούσε την μπίρα ακριβώς κάτω από τα ρουθούνια του. Επέστρεψε στο μπάνιο και δοκίμασε το νερό. Ζεστό. Ακριβώς σε δέκα λεπτά. Το μοναδικό αξιόπιστο πράγμα στη ζωή του. Διόρθωσε τη θερμοκρασία, τράβηξε τη βρόμικη κουρτίνα και μπήκε στην μπανιέρα. Έπιασε το σαπούνι και βλαστήμησε που είχε γίνει σαν τσιγαρόχαρτο. Το σαμπουάν κόντευε επίσης να τελειώσει. Πλύθηκε γρήγορα και βγήκε. Η πετσέτα που πήρε από το πίσω μέρος της πόρτας μύριζε, αλλά τουλάχιστον ήταν η δική του μυρωδιά. Σκουπίστηκε γερά, πέταξε την πετσέτα σ' ένα καλάθι κι επέστρεψε στο άλλο δωμάτιο. Πήγε στο ψυγείο γι άλλη μια μπίρα, αλλά βρήκε μόνο μια κόλα διαίτης κι ένα χαλασμένο μήλο. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα και ξανάπεσε στο κρεβάτι. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε να μείνει μόνος αυτή τη νύχτα. Αλλά δε θα έμενε. Για λίγο ανάπνευσε ήρεμα και μετά, ακριβώς την ώρα που γλάρωνε, το άκουσε. Οι λέξεις έμπαιναν από το αριστερό του αυτί, τρυπούσαν τον εγκέφαλο και τράνταζαν τη σπονδυλική του στήλη. Ή τ α ν ο ρόλος του από την αρπαχτή του στο νάιτ κλαμπ. Αυτό γινόταν μήνες τώρα. Κάθε βράδυ, πήγαινε στο κλαμπ κι έκανε το. σερβιτόρο έως ότου ερχόταν η ώρα για το δικό του νούμερο, στο τελευταίο από τα τρία σόου της βραδιάς. Μετά επέστρεφε σπίτι, έκανε μπάνιο, έπεφτε στο κρεβάτι και πριν αποκοιμηθεί άκουγε ξανά το ρόλο. Βούιζε το κεφάλι του. Μερικές νύχτες ήταν αρκετά ήσυχες και ο Νιλ κατάφερνε να κοιμηθεί. Άλλες πάλι —τις περισσότερες— ούρλιαζε πως ο ρόλος ήταν χάλια και σηκωνόταν να τον γράψει και να τον ξαναγράψει, προσθέτοντας κάτι και αφαιρώντας κάτι άλλο, εδώ κι εκεί. Και μετά ξανακοιμόταν και η ρουτίνα συνεχιζόταν. Μετά τη δουλειά,
ξανά στο σπίτι για τις ιδιωτικές παραστάσεις, όπως αποκαλούσε τον εφιάλτη του. Τουλάχιστον η αποψινή παράσταση ήταν καλή. Άκουγε το κομμάτι που είχε προσθέσει σχετικά με τους ατζέντηδες του Χόλιγουντ και το πλήθος να γελάει. Ναι, ήταν καλό. Μετά από τόσους μήνες δυστοκίας, κάτι καλό είχε γράψει. Και θα το βελτίωνε. Θα ξαναπροσπαθούσε. Τεντώθηκε, εξουθενωμένος, πάνω στο απαίσιο στρώμα. Δε θα ζω πάντα στ' αχούρια του Εντσίνο, είπε στον εαυτό του. Κάποια μέρα, σκέφτηκε, κάποια μέρα... πρέπει να βάλω μπουγάδα. Και αποκοιμήθηκε.
Η Τζέιν προσπάθησε να είναι ήρεμη καθώς κατευθυνόταν προς τα τηλεοπτικά στούντιο. Στην είσοδο, ένας φύλακας σταμάτησε την Τογιότα της κι έψαξε το όνομά της σ' έναν κατάλογο. Τι κάνει κανείς όταν ετοιμάζεται ν' αρπάξει τη μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής του; Πηγαίνει στον καλύτερο κομμωτή του Λος Άντζελες. Η Βιέντρα ήταν γένους αρσενικού, αλλά φορούσε ένα μίνι κόκκινο φόρεμα και ψηλοτάκουνα παπούτσια. Θα κοίταζε τα βαριά μαλλιά της Τζέιν. «Τι έχουμε εδώ;» θα ρωτούσε. «Τι θα έλεγες για ένα μοντέρνο κόψιμο; Θα σου πηγαίνει στο πρόσωπο». «Όχι, δε θέλω να μου τα κόψεις. Μπορείς να καλύψεις τα γκρίζα;» «Χμμ». Έκανε ένα μικρό χορευτικό κύκλο γύρω από την καρέκλα της. Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Θα γίνονταν μουντά τα υπόλοιπα. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τα μουντά μαύρα μαλλιά. Έ χ ω μια καλύτερη ιδέα. Θα τα φωτίσουμε με μερικές μπλε μες». «Μπλε;» ρώτησε και η φωνή της ήταν πνιχτή. Αλλά εκείνος της τα εξήγησε όλα με ηρεμία. Το μπλε χρώμα θα έκανε τα μαύρα
μαλλιά να φαίνονται ακόμη πιο σκούρα και θα δημιουργούσε ένα γοητευτικό σύνολο. Συμφώνησε να προσπαθήσουν. Τώρα τίναζε τα μαλλιά της μπροστά στο φύλακα. Έλαμπαν. «Πηγαίνετε στο τρίτο κτίριο», της είπε. Προχώρησε ανάμεσα στα σκηνικά, αναγνωρίζοντας το περιβάλλον μερικών από τα πιο γνωστά σίριαλ. Παλιά, έκανε εδώ τα γυρίσματά του ο Σέλτσνικ. Η Τζέιν έστριψε σε μια γωνία και βρέθηκε μπροστά στην Τάρα, το αγρόκτημα της Σκάρλετ, από την υπερπαραγωγή του Σέλτσνικ Όσα παίρνει ο Άνεμος. Άρχισε να κοιτάζει σαν τουρίστας, αλλά ξαφνικά είδε πως βρισκόταν μπροστά στο Κτίριο 3. Τώρα θυμόταν ότι αυτό το κτίριο χρησιμοποιούσε ο Σέλτσνικ για τα γραφεία —το δικό του και των συνεργατών του. Εκεί πήγαινε κι αυτή. Ό χ ι σαν τουρίστας, αλλά σαν ηθοποιός. Ό π ω ς ακριβώς είχαν κάνει στο παρελθόν η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ και η Βίβιαν Λι. Πάρκαρε τη νοικιασμένη Τογιότα και πήρε μερικές βαθιές αναπνοές. Τα χέρια της έτρεμαν. Αυτός ο ρόλος ήταν πολύ δυσκολότερος απ' ό,τι φανταζόταν. Κατέβασε το καθρεφτάκι και κοιτάχτηκε. Ή τ α ν όμορφη, αν και λίγο χλομή. Τα μαλλιά της έλαμπαν. Θυμήθηκε τη φωνή του Πιτ, ψιθυριστή στο αυτί της: «Είσαι τόσο όμορφη. Είσαι τόσο πολύ όμορφη». Και σίγουρα ο Μάρτι Ντι Τζενάρο δε θα την είχε καλέσει εδώ αν δεν ήταν. «Είσαι όμορφη», ψιθύρισε στο είδωλο της στον καθρέφτη. «Είσαι όμορφη. Έχεις ταλέντο. Πήγαινε να του το δείξεις. Πήγαινε να του δείξει πόσο όμορφη και ταλαντούχα είσαι». Τα χέρια της έτρεμαν ακόμη. «Μη φοβάσαι», είπε στον εαυτό της. «Αυτή είναι μια περιπέτεια». Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η δική της η φωνή δεν τη βοηθούσε πολύ, αλλά η ηχώ της φωνής του Πιτ ξανάφτανε στ' αυτιά της: «Είσαι τόσο όμορφη». Αυτή τη φωνή πίστευε. Βγήκε από το αυτοκίνητο και περπάτησε ως το Κτίριο 3. Μετά, ακολουθώντας τις οδηγίες της ρεσεψιονίστ έφθασε στη σουίτα όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Μάρτι. Μια όμορφη γυναίκα, με κοντοκομμένα μαλλιά, στεκόταν έξω από την πόρτα. Είχε πάει στη Βιέντρα; «Τζέιν;» είπε. «Ο Μάρτι σε περιμένει».
Χωρίς να βγάλει άχνα, η Τζέιν την ακολούθησε στο μακρύ διάδρομο που είχαν πατήσει δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες ηθοποιοί πριν απ' αυτή. Είσαι η Τζέιν Μουρ κι έχεις ταλέντο και ομορφιά, βρήκε το χρόνο να πει περήφανα στον εαυτό της. Μετά μπήκε στο γραφείο του. Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο ήταν μισοξαπλωμένος σ' ένα μεγάλο δερμάτινο καναπέ, περικυκλωμένος από καλώδια, φώτα και κάμερες. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, εκείνος σηκώθηκε και πήρε το χέρι της. Ή τ α ν τόσο νευρικός και μικρόσωμος. «Κάθισε, Τζέιν». Γλίστρησε στον μπεζ δερμάτινο καναπέ απέναντι του. Εκείνος έκανε μια χειρονομία προς τους άλλους που βρίσκονταν στο δωμάτιο. «Αυτοί, Τζέιν, είναι ο Μπιλ, ο Στιβ και ο Ντίνο. Αν δε σε πειράζει, εμείς θα μιλάμε και αυτοί θα μας μαγνητοσκοπούν». Θαύμα, σκέφτηκε η Τζέιν. Αναρωτιόταν τι θα έκανε αν του έλεγε πως την πειράζει. Ένιωσε τις παλάμες της να ιδρώνουν. Ήξερε πως μπορούσε να τον εντυπωσιάσει σε μια οντισιόν ή διαβάζοντας ένα κείμενο, αλλά δεν της ήταν εύκολο να παίζει το ρόλο της Τζέιν Μουρ. Κούνησε το κεφάλι, ανασήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε. «Εσύ είσαι το αφεντικό», είπε. Γέλασε μ' ένα γάργαρο γέλιο. Από τότε που γύρισε εκείνες τις δύο υπερπαραγωγές, όλοι στο Χόλιγουντ τον φώναζαν «Το Αφεντικό». «Τι ξέρεις για τη δεκαετία του εξήντα, Τζέιν;» τη ρώτησε. «Εννοείς τους χίπηδες και τα παιδιά των λουλουδιών;» τον ρώτησε με τη σειρά της. «Ακριβώς!» της είπε μ' ενθουσιασμό. «Να», συνέχισε. «Νομίζω πως ήταν η εποχή των Μπιτλς». Έκανε ένα γρήγορο υπολογισμό σχετικά με το πόσα μπορούσε να ξέρει μια εικοσιτετράχρονη για κείνη την εποχή. «Δεν ήταν ο Πολ Μακάρτνεϊ ένας απ' αυτούς;» τον ρώτησε αθώα. «Οχ!» είπε ο Μάρτι. «Αυτά μας κάνουν να νιώθουμε γέροι, έτσι, Ντίνο; Και τι άλλο θυμάσαι, Τζέιν;» «Λοιπόν», είπε εκείνη. «Ο Μπόμπι Κένεντι ήταν πρόεδρος και τον δολοφόνησαν». Πέρασε τη γλώσσα της από τα χείλη και κοίταξε την κάμερα. «Και δεν είχε γίνει ένας πόλεμος κάπου;»
Χρειάστηκαν τουλάχιστον ένα λεπτό για να καταλάβουν ότι αστειευόταν. Μετά έσκασαν όλοι στα γέλια. «Εντάξει, εντάξει, πολΰ έξυπνο», της χαμογέλασε ο Μάρτι. Σηκώθηκε και προχώρησε στο παράθυρο αριστερά της. Γύρισε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει και η κάμερα έμεινε σταθερή πάνω της. Αν, λοιπόν, αυτό ήταν το δικό της τεστ μπροστά στην κάμερα, θα έπαιζε το ρόλο της. «Τζέιν, είμαι παιδί της δεκαετίας του '60 κι έχω έμμονη ιδέα με την εποχή αυτή. Αλλά συμβαίνει καν σε άλλους ανθρώπους. Άνθρωποι που τότε ήταν νεαροί και νέοι που θα ήθελαν να είχαν ζήσει εκείνη την περίοδο. Κάθε χρόνο, ένα Ινστιτούτο Σφυγμομετρήσεων ζητά από τους τηλεθεατές ιδέες για προγράμματα. Με βάση αυτές οργανώνονται τα τηλεοπτικά δίκτυα. Η ιδέα μου για μια σειρά που ο μύθος της θα τοποθετείται στη δεκαετία του εξήντα είναι δοκιμασμένη. Συγκέντρωσε τις περισσότερες προτιμήσεις τόσο μεταξύ των μεγάλων, όσο και μεταξύ των νέων. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί. Θέλω να κάνω ένα σίριαλ για κείνη την περίοδο. Μπορώ να μεταφέρω τη μουσική και το στυλ της εποχής, αλλά και τις πολιτικές αναταραχές. Αυτή εδώ είναι η χώρα του Κλίντον. Υπάρχει πολλή νοσταλγία». Κινήθηκε πίσω προς την καρέκλα απέναντι της. Κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε στην κάμερα καθώς τον παρακολουθούσε με το βλέμμα. «Έχεις δει τον Ξένοιαστο Καβαλάρη;» «Φυσικά, ήταν η πρώτη ταινία του Τζακ Νίκολσον, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Θέλω, λοιπόν, αυτή η σειρά να κινηθεί σ' αυτό το πνεύμα της επιστροφής στο παρελθόν. Τότε που ανακαλύπταμε τους εαυτούς μας. Τότε που ανακαλύπταμε την Αμερική. Και θέλω να το κάνουν αυτό τρία κορίτσια. Τρία κορίτσια με μοτοσικλέτες». «Ενδιαφέρον ακούγεται», είπε. Ιησού Χριστέ, δεν είχε ποτέ της ανεβεί σε κάτι μεγαλύτερο από το μηχανάκι του Νιλ. Σταύρωσε τα πόδια της, χαμογέλασε στην κάμερα και περίμενε. Ο Μάρτι χαμογέλασε. «Έχω πολλές ιδέες. Θέλω αυτό το σόου να είναι διαφορετικό από κάθε άλλο. Θα χρησιμοποιούμε μόνο μια κάμερα και πολλές διαφορετικές τοποθεσίες γυρισμάτων. Αυτά τα κορίτσια θα διασχίσουν την Αμερική. Δε θα μοιάζει με
κανένα άλλο σίριαλ. Τίποτε το στατικό. Ή δ η εξασφάλισα μερικούς από τους καλύτερους τεχνικούς. Τι μακιγιάζ φοράς;» Τα 'χασε. Γιατί τη ρωτούσε; Μήπως φαινόταν καμιά ραφή; Υπήρχε κάτι στο πρόσωπο της που αυτός, σαν μεγάλος σκηνοθέτης, μπορούσε να δει, κάτι που οι άλλοι δεν έβλεπαν; «Κάτι συνηθισμένο. Λανκόμ, νομίζω και...» «Έχεις καμιά αντίρρηση στο να υπογράψεις αποκλειστικό συμβόλαιο με συγκεκριμένη εταιρεία καλλυντικών και να φοράς μόνο τα δικά της προϊόντα;» «Όχι». Προσπάθησε να μη δείξει ίχνος από την ανακούφισή της. «Εϊ, Ντίνο», είπε ο Μάρτι. «Πώς σου φαινόμαστε;» «Πολύ καλοί, αφεντικό». Η Τζέιν έστειλε στην κάμερα άλλο ένα χαμόγελο. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε. Ο Μάρτι της έδωσε μερικές άδετες σελίδες. «Τι θα 'λεγες να διαβάσεις αυτό; Είναι ο ρόλος της Κάρα». Πήρε το κείμενο. Μια νεαρή κοπέλα μιλούσε σε μια άλλη για τον πρώην φίλο της, για τους γονείς της, για την κοινωνία, για τη ζωή. Βλακείες, αλλά χαριτωμένο. Σήκωσε το κεφάλι. «Εντάξει, ποιος θα διαβάσει μαζί μου;» «Εγώ θα σου δίνω τις ατάκες εκτός κάμερας», είπε ο Μάρτι. Και άρχισε. Ύψωσε λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο τον τόνο της φωνής της, είπε το μονόλογο για τον πατέρα της πολύ γρήγορα, σαν να μην ήθελε να την ακούσουν και τέλειωσε με τη φράση: «Καταλαβαίνεις τι εννοώ;» προφέροντάς τη σαν σφύριγμα. Ήξερε πως τα είχε πάει καλά. Πολύ καλά. Αλλά ήταν όσο καλά χρειαζόταν;
Αγαηψέ δόκιορ Μουρ, Τα κατάφερες μια χαρά με το σώμα μου, αλλά ηώς τα ηας αηό ψυχανάλυση; Έχω τόσα πολλά να σου πω που δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω.
Χαίρομαι ηον έλαβες τις κριτικές — προσπαθώ πάντως να μη δίνω μεγάλη σημασία σ αυτά τιου λένε οι κριτικοί. Μία απ' αυτές όμως μ' έκανε γνωστή σε τιολλούς ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και ο Μάρτι Ντι Τζενάρο! Όχι, δεν αστειεύομαι. Ήρθε στο καμαρίνι να με συγχαρεί, κι αυτό ήταν μόνο η αρχή! Μου ζήτησε να περάσω από οντισιόν και χτες μου πρότεινε να είμαι μια από τις πρωταγωνίστριες στην καινούρια του τηλεοπτική σειρά. Εντάξει, ξέρω τι θα πεις τώρα: Πέρασες όλη αυτή την αγωνία για να • γίνεις μια τηλεοπτική ηθοποιός; Αλλά, δόκτορ Μουρ — Μπριούστερ — μιλάμε για τον Μάρτι Ντι Τζενάρο! Και η σειρά είναι πράγματι γεμάτη καινοτομίες. Τη λένε Τρεις για το Δρόμο και διάβασα ένα μέρος του σεναρίου. Τρία κορίτσια — ναι, περνιέμαι για κορίτσι— ταξιδεύουν μαζί στη χώρα πάνω στις μοτοσικλέτες τους. Ο Μάρτι λέει πως θέλει να μας δει να παίζουμε και οι τρεις μαζί για να δει πώς κολλάμε, αλλά εγώ ζήτησα ήδη από τον ατζέντη μου ν' ασχοληθεί με τα τον συμβολαίου. Όταν του είπα ότι δεν είχα ατζέντη, έπαθε την πλάκα του! Τέλος πάντων, μ' έστειλε στον Σάι Όρτις, το δικό τον ατζέντη. Τον Σάι Όρτις! Τον ισχυρότερο ατζέντη του Χόλιγουντ. Έχω πάντως ακούσει ότι ο Σάι Όρτις είναι αδίστακτος κι εύκολα σε πουλάει αν δεν του κάνεις. Ψάχνω κι ένα σπίτι για να μείνω — θα το νοικιάσω, βέβαια — και η Ροξάν Γκρίλι, η μεσίτιοσα των σταρ, μου έδειξε ένα εκπληκτικό μπανγκαλόου δύο δωματίων με θέα στη θάλασσα. Μου τη σύστησε ο Μάρτι. Όλοι αυτοί οι διάσημοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Δε θα σου πω πόσο είναι το νοίκι, γιατί θα με σκοτώσεις. Αλλά δεν υπογράψω τίποτε πριν κλείσει η δουλειά. Και μια και μιλάμε για χρήματα —δεν μπορούσα ούτε να το φανταστώ. Μιλούν για 33.000 δολάρια το επεισόδιο και το συμβόλαιο είναι για δεκαοχτώ επεισόδια! Τέτοιους πολλαπλασιασμούς δεν μπορώ να κάνω. Πάντως, η πρώτη επιταγή που θα υπογράψω είναι για το ποσό που σου χρωστώ. Και σ' ευχαριστώ που είχες την υπομονή να περιμένεις και να πιστεύεις α εμένα. Υπάρχει κι ένα πρόβλημα. Πρέπει να υπογράψω συμβόλαιο με την Εταιρεία Καλλυντικών Φλάντερς για να διαφημίζω τα προϊόντα τους. Μισώ την ιδέα, αλλά πρέπει να πάρω τη δουλειά — ας αφήσουμε που για να το κάνω μου υποσχέθηκαν διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια! Δόκτορ Μουρ —Μπριούστερ— το ξέρεις πως όλα αυτά τα χρωστώ σ εσένα..Εσύ ξέρεις ποια πραγματικά είμαι —η χοντρή, άσχημη και
κάποιας ηλικίας Μέρι Τζέιν Μόραν— και επομένως ξέρεις πως τα χρωστώ όλα σ εσένα. Ποτέ δε θα μπορέσω να σ ευχαριστήσω αρκετά. Είναι περίεργο πόσα μπορείς να πετύχεις όταν είσαι όμορφη. Γίνεσαι μια υπερδύναμη. Μόνο με την εμφάνισή μου, καταφέρνω να ξεπερνώ όλα τα εμπόδια, ακόμη και να κινήσω βουνά. Εντάξει, αυτό το τελευταίο δεν μπορώ να το κάνω, αλλά όλα τα υπόλοιπα σίγουρα. Άγριο πράγμα. Τι κάνει ο Ραούλ; Πήγαν όλα καλά με την επέμβαση στη μύτη του; Τα δώρα που στέλνω είναι γι' αυτόν. Δώσ' τον τψ αγάπη μου. Κράτα λίγη αγάπη και για σένα και φίλησε'μου όλα τ' άλλα παιδιά. Νιώθω σαν παιδί, σαν ευτυχισμένο παιδί, μέσα στο μαγαζί με τα ζαχαρωτά. Γράψε μου! Αγάπη, Τζέιν
12 Υπάρχουν μερικά εστιατόρια γύρω από τα στούντιο του Λος Άντζελες που περισσότερο θυμίζουν σκηνικό. Ένα απ' αυτά είναι βέβαια του Μόρτον, όπου δειπνούν αυτοί που δημιουργούν τους σταρ. Λένε πως ο Πίτερ Μόρτον μπαίνει μέσα, αλλά διατηρεί το ρεστοράν του για να μην καπέβει από τη σκηνή. Μετά υπάρχει το Λε Ντομ, το στέκι των ομοφυλόφιλων. Οι νεαροί ηθοποιοί τρώνε στο Άιβι, που σερβίρει μόνο σαλάτες και κρέπες με λαχανικά — πενήντα δολάρια το άτομο για τα μπραντς της Κυριακής. Και, βέβαια, υπάρχει και το Σπάγκο. Οι τουρίστες πάντα απογοητεύονται. Απέξω μοιάζει με συνοικιακό κατάστημα χαλιών. Αλλά μέσα λάμπουν οι αστέρες. Εκεί ο Μάρτι αποφάσισε να συναντήσει τον Πολ Γκράσο. #
*
*
Ο Μάρτι καθόταν στο μπαρ όσο η σερβιτόρα ετοίμαζε το καλύτερο τραπέζι του Σπάγκο. Αφού έκανε τις υποχρεωτικές στάσεις στα τραπέζια των διάφορων σταρ, αγκάλιασε με χολιγου-
ντιανό στυλ τον Βόλφγκανγκ, τον ιδιοκτήτη, και περίμενε τη σερβιτόρα να εγκαταστήσει στο τραπέζι τη συνοδό του, την Μπέθανι. Μόνο τότε την πρόσεξε. «Συγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά ξέρεις τι τραβάω». Κοίταξε εξεταστικά το τέλειο πρόσωπο της, τους καλοφτιαγμένους ώμους της, το ωραίο ντεκολτέ της, το φρέσκο παιδικό δέρμα της, ελαφρά ηλιοκαμένο. «Είσαι πανέμορφη απόψε, Μπέθανι», είπε τυποποιημένα και σκεφτόταν πως όλες το ίδιο ωραίες ήταν. Σκεφτόταν να τη χρησιμοποιήσει στη σειρά, αλλά είχε τις αμφιβολίες του. Ή τ α ν όμορφη, αλλά πάνω της δεν υπήρχε τίποτε το εξαιρετικό, το ξεχωριστό. Είχε βρει την ξανθιά —για την ακρίβεια την είχαν βρει ο Σάι και ο Μίλτον — ένα απίστευτα φρέσκο κορίτσι. Σαρλίν τη λένε, δεν θυμόταν το επώνυμο. Με την Τζέιν Μουρ είχε εξασφαλίσει και τη μελαχρινή. Τέλεια αντίθεση με τα χρώματα της Σαρλίν. Θα ήταν η Μπέθανι η τρίτη; Χρειαζόταν μια κοκκινομάλλα και η Μπέθανι ήταν ξανθιά — δεν υπήρχε όμως αμφιβολία πως θ' άλλαζε αμέσως το χρώμα των μαλλιών της. Θεέ μου, ήταν διατεθειμένη ακόμη και να ξυρίσει το κεφάλι της για να πάρει το ρόλο. Αλλά μόνο παρθένα δεν ήταν. Από κάθε άποψη. Είχε εμφανιστεί αρκετά σε διάφορα γελοία τηλεοπτικά σόου και σίγουρα κανείς δε θα μπορούσε να την κατατάξει στα καινούρια πρόσωπα. Έπρεπε να βρει γρήγορα λύση στο πρόβλημα, ο χρόνος έτρεχε σαν νερό. Έβγαλε μια ασημένια ταμπακέρα, αυτή που κάποτε είχε χρησιμοποιήσει ο Κάρι Γκραντ, πήρε ένα Ντάνχιλ, το χτύπησε στην ταμπακέρα και το έβαλε στα χείλη του. Ο Μάρτι δεν κάπνιζε, δεν πήγαινε κάτω τον καπνό, αλλά του άρεσε η φιγούρα. Ο μαιτρ του άναψε το τσιγάρο. Απόψε όλα θα ήταν εύκολα, εις ανάμνησιν ευκλεών χρόνων. Μπορεί και να διασκέδαζαν. Πάντα φρόντιζε να διατηρεί τις παλιές του φιλίες —κανείς ποτέ δε θα έλεγε ότι ο Μάρτι Ντι Τζενάρο ξεχνά τους παλιούς του φίλους — αλλά τελευταία προτιμούσε να μην πολυκυκλοφορεί με τον Πολ Γκράσο. Το είχε παρακάνει με τον τζόγο, είχε γι' αυτόν γίνει σωστό αλκοολίκι. Ο Μάρτι είχε δει πολλούς σ' αυτή την πόλη να καταστρέφονται από τα ναρκωτικά, το σεξ, το χρήμα και τις κακές συναναστροφές.
Αλλά με τον Πολ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ήξερε από τότε που ήταν παιδιά. Προσπάθησε μάλιστα να τον συγκρατήσει, αν και ήξερε από την πείρα του πως οι τζογαδόροι είναι σκληρά καρύδια. Αλλά ο Πόλ μπορούσε ακόμη να κάνει τον Μάρτι να γελά. Αυτή ήταν η μεγάλη προσφορά του προς τον Μάρτι: ανέκδοτα και αναμνήσεις που έβγαζαν γέλιο. Κι εφόσον ο Πολ στο τηλέφωνο δεν του είχε ζητήσει τίποτε, ο Μάρτι υπέθεσε το καλύτερο: ο Πολ χρειαζόταν απλώς να βγει μ' έναν παλιό του φίλο. Ο Πολ δεν τον είχε ποτέ ενοχλήσει για δουλειές. Ή τ α ν πολύ υπερήφανος και γνώριζε τι κινδύνους διέτρεχε αν προσπαθούσε κάτι τέτοιο. Επίσης ο Πολ είχε βεβαιώσει τον Μάρτι πως η κοπέλα που θα συνόδευε δε θα γινόταν κολλιτσίδα. Ή τ α ν πανέμορφη, αλλά ο Πολ τόνισε πως είχε γεννηθεί πλούσια, προερχόταν από κάποια κινηματογραφική οικογένεια, αλλά μισούσε τις σόου μπίζνες. Ο Πολ ήθελε απλώς να την πηδήξει. Πάντα ο ίδιος. Κι αν ήταν τόσο όμορφη όσο έλεγε, θα έπρεπε να την παρουσιάσει σε όλους τους παραγωγούς της πόλης και όχι να καταναλώνει όλη του την ενέργεια στο πώς θα την πηδήξει. Η Μπέθανι διέκοψε τις σκέψεις του. «Ποιον περιμένουμε, Μάρτι; Τον ξέρω;» Το οποίο, μεθερμηνευόμενον, σήμαινε: Μπορεί να με βοηθήσει; Μπορώ να τον χρησιμοποιήσω; Αλλά ο Μάρτι ήταν ανεκτικός με τις ωραίες γυναίκες. Και η Μπέθανι ήταν ωραία. «Όχι, δε νομίζω πως τον ξέρεις. Ένας παλιός φίλος, ο Πολ Γκράσο, με την κοπέλα του». Δε θα μπορούσες να τον ξέρεις, Μπέθανι, γιατί έχει καιρό να κάνει κάτι για οποιονδήποτε. Ο Μάρτι κοίταξε το παλιό χρυσό Πατέκ Φιλίπ ρολόι του, αυτό που είχε αγοράσει όταν βγήκαν στο σφυρί τα πράγματα του Έρολ Φλιν. Πίσω ήταν χαραγμένο: Στον Ε.Ε. από τη Σ.Τ. Συχνά είχε αναρωτηθεί ποια μπορεί να ήταν αυτή η Σ.Τ. Το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό —και τον διασκέδαζε η ιδέα— ήταν η Σίρλεϊ Τεμπλ. Καθώς σήκωσε το κεφάλι, το βλέμμα του έπεσε στην είσοδο του ρεστοράν. Και παρατήρησε πως όλοι οι υπόλοιποι πελάτες προς αυτή την κατεύθυνση κοιτούσαν.
Μια γυναίκα —μια πανέμορφη γυναίκα— στεκόταν μόνη, με τη μικρή μεταξωτή της τσάντα στα χέρια, που βρίσκονταν μπροστά στο φουστάνι της από μαύρο σιφόν. Το φόρεμα ήταν κοντό και αποκάλυπτε δυο υπέροχα πόδια. Η ματιά του γλίστρησε ως τα μαύρα παπούτσια της με την επένδυση από μετάξι. Και ήταν τόσο ψηλή —Θεέ μου, τόσο ψηλή που τον έκανε να νιώθει μειονεκτικά. Το πάνω μέρος του φουστανιού της ήταν στενό και σ' άφηνε να μαντέψεις το τέλειο, γεμάτο στήθος της. Και πόσο ψηλή ήταν! Τι χρώμα ήταν τα μαλλιά της; Ό χ ι απλώς πυρρόξανθα, αλλά με τόνους μοναδικά ζωντανούς. Μόνα κοσμήματα, ένα διαμάντι στο λαιμό κι ένα ζευγάρι διαμαντένια σκουλαρίκια. Σε μια πόλη όπου οι ωραίες γυναίκες ήταν καθημερινό θέαμα, όπου κάθε σερβιτόρα είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό ομορφιάς, όπου η τελειότητα ήταν κάτι το συνηθισμένο, αυτή έκανε την καρδιά σου να σταματά. Και υπήρχε πάνω της κάτι το οικείο, κάτι που ο Μάρτι θυμόταν. Να είχαν συναντηθεί; Σίγουρα όχι —ο Μάρτι ποτέ δεν ξεχνούσε ένα πρόσωπο. Και σίγουρα όχι ένα πρόσωπο σαν κι αυτό. Παρά το ότι έβλεπε πως είχε απόλυτη επίγνωση της αίσθησης που είχε προκαλέσει, ο Μάρτι παρατήρησε ότι, αντίθετα με τις αντιδράσεις των άλλων ωραίων γυναικών, εκείνη έδινε την εντύπωση πως αδιαφορεί. Υπήρχε μια ηρεμία —όχι, κάτι το απόμακρο — στο φέρσιμο της. Μετά ένας άντρας την πήρε από το μπράτσο και την οδήγησε. Διάβολε! Αυτός ήταν ο Πολ Γκράσο. Αυτή βγαίνει με τον Πολ Γκράσο; Ο Μάρτι γέλασε από μέσα του, παρακολουθώντας τους να φτάνουν. Μα τι διάβολο έκανε ο μπάσταρδος; Τούτο εδώ δεν ήταν το στυλ του —το στυλ του ήταν οι στριπτιζέζ του Λας Βέγκας. Και καθώς ο Μάρτι κοιτούσε, ένιωσε πάλι αυτή την έντονη οικειότητα. Κάπου την έχω γνωρίσει, σκέφτηκε. Ή επιθυμώ διακαώς να τη γνωρίσω. Η Μπέθανι, όπως και όλες οι άλλες ωραίες του εστιατορίου, είχε παρακολουθήσει τη θεαματική είσοδο. Τώρα κάτι του έλεγε ασταμάτητα. «Τι;» ρώτησε ο Μάρτι.
«Λέω, ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που μόλις μπήκαν;» Εκείνος ο μπάσταρδος ο Σαμ Σιλντς την είχε παρατήσει και δε σκόπευε να της συμβεί το ίδιο και με τον Μάρτι. Ήξερε ποιος ήταν ο κανόνας επιβίωσης στο Χόλιγουντ —να πηδιέσαι με τους ανωτέρους σου. Ο Σαμ χρειαζόταν, λοιπόν, την Κρίσταλ Πλένουμ και αυτή χρειαζόταν τον Μάρτι Ντι Τζενάρο. Αυτό που δε χρειαζόταν ήταν μια ανταγωνίστρια σαν αυτή την αμαζόνα. Ο Μάρτι σηκώθηκε, έδωσε το χέρι στον Πολ και συνέχισε να κοιτάζει αυτή την κοπέλα που κάτι του θύμιζε. «Πολ, χαίρομαι που σε βλέπω. Από εδώ η Μπέθανι Λέικ. Μπέθανι, ο Πολ Γκράσο, ένας από τους πιο παλιούς μου φίλους». Ο Πολ του έσφιξε γερά το χέρι - δεν έκρυβε την καλή του διάθεση. «Μάρτι Ντι Τζενάρο, Λάιλα και Μπέθανι... Λέικ, σωστά;» «Ναι», είπε η Μπέθανι με φανερή δυσφορία. Σκατά! Που βρέθηκε αυτή η σκύλα; Θα κάθεται όλο το βράδυ απέναντι από τον Μάρτι; Γιατί ήταν τόσο άτυχη; Ο μαιτρ είχε σπρώξει την καρέκλα της Λάιλα απέναντι από τον Μάρτι κι εκείνη είχε καθίσει με χάρη. «Ζητώ συγνώμη που εξαιτίας μου καθυστερήσαμε, κύριε Ντι Τζενάρο». Έστρεψε τη ματιά της στην Μπέθανι, μετά στον Μάρτι και χαμογέλασε. «Παρακαλώ, να με φωνάζετε Μάρτι. Και είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας ν' αναλαμβάνετε την ευθύνη για την αργοπορία του Πολ. Πάντα καθυστερεί, τον ξέρω καλά». Κοίταξε χαμογελαστός τον Πολ. «Ο Πολ κι εγώ γνωριζόμαστε πολλά χρόνια». Ο Μάρτι πρόσεξε πως η Λάιλα κοιτούσε έντονα την Μπέθανι. «Μπέθανι Λέικ. Εσείς δεν παίζατε τη Λεόρα στο Χιούστον,» Η Μπέθανι κατένευσε, σχεδόν απολογητικά. «Φύγατε εγκαίρως», συνέχισε η Λάιλα. «Μετά πήγαν όλα στραβά». Ο Μάρτι ένιωσε την Μπέθανι να χαλαρώνει δίπλα του, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τη Λάιλα. Και να το ήθελε δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτά. Χαριτωμένη, πολύ χαριτωμένη, σκεφτόταν. Όλοι ήξεραν πως η Μπέθανι είχε διαπράξει μια ηλιθιότητα. Άφησε μια επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά για να γυρίσει μια μέτρια ταινία. Ο ατζέντης της το είχε επισημάνει,
συμβουλεύοντας τη να περιμένει λίγο. Αλλά αυτή δεν άκουγε κουβέντα. Χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που απλώνει τα πόδια του πέρα από το πάπλωμα. Η Μπέθανι δεν είχε πείρα και κατέστρεφε την καριέρα της. Και, κοιτώντας τη θεία κοκκινομάλλα, υπέθεσε πως αυτό το ήξερε και η Λάιλα. Ο Μάρτι προσπάθησε να μιλήσει, λέγοντας πως είχε παραγγείλει κρασί για όλους. «Εγώ θα προτιμούσα ένα Μανχάταν, αν δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε η Λάιλα κι έβγαλε από τήν τσάντα της τα τσιγάρα της. Ο Μάρτι την κοίταξε καθώς έφερνε ένα τσιγάρο στα καλοσχηματισμένα χείλη της. Κανείς δεν κάπνιζε πια στην Καλιφόρνια! Έβγαλε αμέσως τον αναπτήρα Ντάνχιλ και πρόλαβε το σερβιτόρο που έσπευδε ν' ανάψει το τσιγάρο της Λάιλα. Την ήξερε, ήταν σίγουρος πως την ήξερε. Οι κινήσεις της, η φωνή της. Ή τ α ν τρελό πόση οικειότητα εξέπεμπε. Αλλά πώς ήταν δυνατό να την έχει ξεχάσει; «Μου φαίνεται πως κάπου έχουμε γνωριστεί», είπε ο Μάρτι. «Μου φαίνεστε πολύ γνωστή». Η Μπέθανι έφερε το ποτήρι της στα χείλη και μετά το άφησε, βήχοντας σαν να καθάριζε το λαιμό της. «Στραβοκατάπιατε;» τη ρώτησε ο Πολ, δίνοντάς της ένα μικρό χτύπημα στην πλάτη. Η Λάιλα χαμογέλασε κι ανασήκωσε τα φρύδια της. «Μήπως από το κολέγιο θηλέων του Γουεστλέικ; Όχι, λυπάμαι, δε γνωριζόμαστε». Είχε πάρει ένα ύφος σαν ν' άρχιζε να πλήττει. Και μετά, σαν να ξαναθυμήθηκε τους καλούς της τρόπους, είπε: «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να ρωτάτε». Ο Μάρτι παρακολουθούσε τα μακριά λεπτά της δάχτυλα καθώς κρατούσαν το ποτήρι από τη βάση του. Φαντάστηκε αυτά τα ίδια δάχτυλα να κρατούν κάτι άλλο, παρόμοιου σχήματος. Τα είχε χαμένα. «Είστε ηθοποιός; Είμαι σίγουρος ότι κάπου σας έχω δει». Ή τ α ν τόσο οικεία και τόσο απόμακρη. «Το μόνο πράγμα που δεν κάνω είναι να παίζω. Η μητέρα μου προσπάθησε να με βάλει στις σόου μπίζνες, αλλά αρνήθηκα». «Εϊ, φίλε, είπαμε να μη μιλήσουμε για δουλειές απόψε», του θύμισε ο Πολ. Πήρε τον κατάλογο. «Λοιπόν, Μπεθ, τι με συμβουλεύεις;»
Για μια ατιγμή, μόνο για μια στιγμή, η Μπέθανι πήρε τα μάτια της από τον Μάρτι και τη Λάιλα. Ο Μάρτι συνέχιζε να μελετά το πρόσωπο της Λάιλα, αγνοώντας τον Πολ και τη Μπέθανι. «Τι έκανε η μητέρα σου, Λάιλα;» «Σχετικά με τι;» ρώτησε εκείνη. Ο Μάρτι γέλασε. Αυτή η γυναίκα τον διασκέδαζε. Και ο Πολ περνούσε καλά. Μόνο η Μπέθανι δεν ένιωθε ωραία απόψε. Και δεν είχε άδικο, σκέφτηκε ο Μάρτι, που ένιωθε έξω από τα νερά της. «Τι έκανε στη ζωή της, Λάιλα; Ή μήπως γεννήθηκε πλούσια;» «Γεννήθηκε φτωχή κι έγινε πλούσια. Και εγώ γεννήθηκα πλούσια και σκοπεύω να μείνω. Αλλά δεν έχω ακόμη βρει τον τρόπο να το κάνω. Η μητέρα μου είχε ταλέντο. Και της μοιάζω». Με μια κίνηση έκανε νόημα στο σερβιτόρο για ένα ακόμη ποτό. Ο Μάρτι θαύμασε τη φυσικότητα των κινήσεών της. Η Λάιλα τον κοίταξε. «Κι εσύ γεννήθηκες φτωχός κι έγινες πλούσιος και ο Πολ γεννήθηκε φτωχός κι έγινε πλούσιος και μετά ξανά φτωχός και μετά ξανά πλούσιος». Γέλασε. «Θα μπορούσες να γίνεις ηθοποιός, Λάιλα, σου το έχω ξαναπεί», είπε ο Πολ. «Η μητέρα σου δεν έκανε πάντα λάθος, αν θυμάσαι. Την ήξερα τότε. Κι εσύ είσαι ίδια. Στα καλά της ήταν πιο δύσκολο να της πουλήσω ένα ρόλο από το να πουλήσω την ίδια στους παραγωγούς». Τότε άστραψε κάτι στο μυαλό του. Μα βέβαια! Η ομοιότητα ήταν ολοφάνερη. Δεν έμοιαζε μόνο στη μητέρα της, αλλά και στον εκπληκτικό πατέρα της, που πάντα έλεγαν πως για άντρας ήταν υπερβολικά όμορφος. Ο Μάρτι χαμογέλασε, ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι και είπε: «Η κόρη της Τερέζα Ο' Ντόνελ!» Δε θα κουραζόταν τόσο αν η Λάιλα έδειχνε διάθεση να τον βοηθήσει. Αλλά σίγουρα δεν ήταν το «παιδί της μαμάς». «Θα προτιμούσα να έλεγαν για κείνη "είναι η μητέρα της Λάιλα Κάιλ", αλλά προς το παρόν δεν έχω καταφέρει να το πετύχω αυτό. Τέλος πάντων, είμαι και κόρη του Κέρι Κάιλ». Ο Μάρτι άρχισε να μιλά στη Λάιλα για τον πατέρα της. Την εντυπωσίασε. Χάρηκε τόσο, που πήρε το κεφάλι του στα δυο της χέρια και του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Ένιωσε την Μπέθανι
δίπλα του να βγάζει κάτι περίεργους ήχους. «Ω! Σ' ευχαριστώ», φώναξε η Λάιλα. «Γνώρισα τον πατέρα μου μέσα από τις ταινίες του. Πέθανε όταν ήμουν πολΰ μικρή. Κι έχω δει εκατό φορές τις ταινίες της μητέρας μου. Αυτό μ' έκανε να τη νοσταλγώ λιγότερο όταν έλειπε. Αλλά πού τα ξέρεις εσύ όλ' αυτά;» Ο σερβιτόρος, που αρκετή ώρα στεκόταν διακριτικά πλάι τους, καθάρισε το λαιμό του. Παρήγγειλαν, τους έφεραν τα ορεκτικά και άρχισαν να τρώνε κουβεντιάζοντας. Τέλος, τους έφεραν το κυρίως γεΰμα. Ο Μάρτι συνέχισε να μιλά: «Είναι λυπηρό που χάθηκε εκείνη η εποχή. Είμαι τόσο χαροΰμενος που έχω κάνει δικές μου μερικές από κείνες τις πρώτες κόπιες. Βέβαια, ο Τεντ Τέρνερ απαγορεύεται και να τις πλησιάσει». Ο Πολ, που τίποτε δεν τον ενδιέφερε περισσότερο από τον τζόγο, ρώτησε: «Γιατί, τι σου έκανε ο Τεντ Τέρνερ;» Η Λάιλα αγανάκτησε. «Ο Τεντ Τέρνερ παίρνει τις παλιές ταινίες και τους βάζει χρώμα!» «Και λοιπόν;» Ο Πολ ανασήκωσε τους ώμους. Ο Μάρτι τον κοίταξε έξαλλος. Το να παρακολουθείς τον Πολ όταν τρώει μοιάζει με το να παρακολουθείς ταινία τρόμου. Θέλεις να κλείσεις τα μάτια, αλλά δεν μπορείς. Ο Μάρτι προσπάθησε να του εξηγήσει. «Φίλε, αυτό που λέει η Λάιλα είναι πως δεν μπορεί κανείς ν' αλλάζει ένα έργο τέχνης. Ο Τεντ Τέρνερ έχει πάρει μερικές από τις καλύτερες παλιές μαυρόασπρες ταινίες και με τη βοήθεια των κομπιούτερ τις έκανε έγχρωμες. Αυτό είναι απαράδεκτο, το πιάνεις;» «Ναι, εντάξει, Μάρτι, είναι τρελό. Αλλά, ξέρεις, κι εμένα δε μου πολυαρέσει να βλέπω παλιές ασπρόμαυρες ταινίες». Ο Μάρτι και η Λάιλα γέλασαν. Η Μπέθανι έσπευσε να τους μιμηθεί. Αλλά το γέλιο της έμοιαζε περισσότερο με σφύριγμα βόα, σκέφτηκε ο Μάρτι. Καταλάβαινε πως ήθελε επειγόντως να λάβει κι αυτή μέρος στη συζήτηση. «Λοιπόν, Λάιλα, πώς είναι να είσαι κόρη της Τερέζα Ο' Ντόνελ και του Κέρι Κάιλ;» ρώτησε η Μπέθανι. «Πρέπει να σε παραχάιδεψαν». «Για να πω την αλήθεια, όταν ήμουν παιδί δεν ένιωθα διαφορετική από τ' άλλα παιδιά. Έμενα πολύ μόνη. Και όταν μεγάλωσα
και πήγα σχολείο, είχα για συμμαθητές μου παιδιά σαν κι εμένα — ξέρεις, τον Τόρι Σπέλινγκ, τους μικρούς Νέλσον, την κόρη του Κάρι Γκραντ. Οπότε και πάλι ένιωθα όπως όλοι». Ο Μάρτι την κοίταζε καθώς άλειφε με βούτυρο μια λεπτή φέτα ψωμιού. «Τα ίδια και στο γυμνάσιο. Ό χ ι βέβαια ακριβώς, γιατί ήδη είχα αρχίσει να μαθαίνω πολλά για τον κόσμο έξω από το γκέτο του Χόλιγουντ. Αλλά τίποτε δε μου φαινόταν αληθινό. Ήμουν α ένα χρυσό κλουβί. Αλλά πολλά ήταν δεδομένα για μένα. Πέρασα όμως και κάποιες μοναδικές στιγμές. Κάποτε ο Κάρι Γκραντ μ' έπαιζε στα γόνατά του. Τα μαλλιά του ήταν ασημιά, δεν ήταν πια νέος, αλλά εξακολουθούσε να είναι όμορφος. Ή ρ θ ε στο σπίτι μας με τα ρούχα του Aï-Βασίλη. Αλλά εγώ απογοητεύτηκα. Τον κατάλαβα αμέσως, είχα δει τόσες ταινίες του. Άρχισα να φωνάζω: "Δεν είσαι ο Αγιοβασίλης, είσαι ο θείος Κάρι". Και του τράβηξα τη γενειάδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έσκασαν όλοι στα γέλια». Η Μπέθανι είπε αυτό που είχαν όλοι στο στόμα: «Ο Κάρι Γκραντ ήρθε στο σπίτι σου κι έπαιξε τον Αγιοβασίλη για σένα;» Έβγαλε ένα βεβιασμένο γέλιο. «Έλα τώρα, Λάιλα», συνέχισε, πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της. Η Λάιλα έδειχνε ενοχλημένη· το πρόσωπο της είχε γίνει ροζ. Αλλά παρέμενε όμορφη· το εκπαιδευμένο μάτι τον Μάρτι το έβλεπε. Είναι ωραιότερη από τη μητέρα της, έχει τα μάτια του πατέρα της, το δέρμα της Μερλ Όμπερον, τη φωνή της Λορίν Μπακόλ και το σώμα της Ανν Μάργκρετ, αλλά είναι πιο ψηλή. Τι σύνολο! Η Λάιλα ανασήκωσε τον έναν ώμο, σε μια κομψή κίνηση. «Έτσι γίνεται πάντα όταν μιλώ για τα παιδικά μου χρόνια. Οι άνθρωποι ζηλεύουν». Η Μπέθανι δε γελούσε πια. «Ζηλεύω; Δε ζηλεύω καθόλου! Απλώς δε σε πιστεύω. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Κάρι Γκραντ ντυμένο Αγιοβασίλη να κρατά στα γόνατά του ένα κακομαθημένο παιδί του Μπέβερλι Χιλς. Γιατί θα έκανε κάτι τέτοιο ο Κάρι Γκραντ;» «Γιατί ήθελε να πηδήξει τη μητέρα μου. Κι αυτό ήταν μέσα στη συμφωνία», είπε η Λάιλα.
Ο Μάρτι κοίταξε έντονα τη Λάιλα. Δεν ήταν απλώς άμορφη. Ή τ α ν έξυπνη και είχε ένα έμφυτο ταλέντο. Κι ένα πρόσωπο φτιαγμένο για τις κάμερες, που θα ήταν ευπρόσδεκτο σε κάθε αμερικανικό λίβινγκ ρουμ. Και σε κάθε κρεβατοκάμαρα. Αναρωτιόταν αν αυτή και ο Πολ του την είχαν στήσει. Αλλά κι αν ήταν έτσι, τι σημασία είχε; Ο Σέλτσνικ ποτέ του δεν παραπονέθηκε που με δόλο του παρουσίασαν τη Βίβιαν Λι για το Ό σ α παίρνει ο Άνεμος. «Λάιλα, νομίζω ότι ο Πολ έχει δίκιο. Θα σου πρότεινα να σκεφτείς σοβαρά το ενδεχόμενο να παίξεις στην τηλεόραση». «Μα η τηλεόραση είναι για τα σκουπίδια», είπε εκείνη. «Όχι όταν κάνω εγώ τηλεόραση». «Εσΰ δεν κάνεις τηλεόραση». «Τώρα κάνω. Και θα φέρω τα πάνω κάτω». Ο Μάρτι παρακολούθησε τη Λάιλα ν' αφήνει τα μαχαιροπίρουνα και να σηκώνει το κεφάλι. «Δεν αστειεύεσαι, έτσι;» «Όχι, δεν αστειεύομαι. Κι αν μου τηλεφωνήσεις αύριο, μπορεί να έχω κάτι για σένα». Η Λάιλα έβαλε το χέρι στο λαιμό της, τίναξε πίσω την πυρρόξανθη χαίτη της και κοίταξε ψηλά, σαν να έψαχνε την απάντηση στο ταβάνι του Σπάγκο. Ο Πολ Γκράσο, που είχε ώρα να μιλήσει, είπε: «Για όνομα του Θεού, Λάιλα. Πες "Ευχαριστώ, κύριε Ντι Τζενάρο" και να μ' ευγνωμονείς που απόψε βγήκα μαζί σου». Η Λάιλα χαμογέλασε και είπε: «Ευχαριστώ, Μάρτι. Θα σου δώσω το τηλέφωνο μου». Μετά γύρισε στον Πολ Γκράσο. «Πολύ νωρίς για να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου, Πολ. Στο κάτω κάτω, δεν έχω ακόμη παραγγείλει το επιδόρπιο».
13 Μετά το πάρτι για την ολοκλήρωση του Τζακ και Τζιλ, ο Σαμ Σιλντς γύρισε μόνος στο σπίτι. Παραληρούσε γιατί ήξερε πως η ταινία ήταν πραγματικά καλή. Ένιωθε το θαυμάσιο συναίσθημα όλων των δημιουργών που βλέπουν τη δουλειά τους και τη βρίσκουν καλή. Είχε κάνει τα λόγια του έργα και τα έργα ήταν εκπληκτικά. Βέβαια, όλ' αυτά δεν είχαν επιτευχθεί χωρίς μόχθο και ταλαιπωρία. Και συμβιβασμούς. Άλλωστε, αυτό δεν μπορούσε να λείπει από ένα έργο με τον τίτλο Ο Τζακ, η Τζιλ και ο Συμβιβασμός. Και, στο κάτω κάτω, όλη η ζωή ένας συμβιβασμός είναι. Αυτή την αλήθεια δεν προσπαθούσε να εκφράσει; Και μ' αυτή δεν προσπαθούσε να ζήσει; Για μια στιγμή, για μια μόνο στιγμή, σκέφτηκε πώς η Μέρι Τζέιν Μόραν είχε μεταμορφωθεί σε Τζιλ. Καθώς γυριζόταν η ταινία, η εικόνα της είχε πολλές φορές έρθει στο νου του. Υπήρξαν φορές στη Νέα Υόρκη που πίστευε πως το πρόσωπο της, το άσχημο πρόσωπο της, φώτιζε τη σκηνή. Αλλά τελικά κατάφερε να βγάλει μια καλή Τζιλ από την Κρίσταλ Πλένουμ. Μπορεί να μην ήταν τόσο ευαίσθητη σαν της Μέρι Τζέιν, αλλά ήταν καλή. Η Κρίσταλ δεν είχε παίξει ποτέ στο θέατρο. Μόνο τώρα, έχοντας περάσει τα τριάντα, προσπάθησε να παίξει πραγματικά. Και ο Σαμ ένιωθε περήφανος που την έκανε να παίξει. Χαμογέλασε καθώς οδηγούσε την Μπε Εμ Βε στον αυτοκινητόδρομο. Ακόμη και τώρα, πολλούς μήνες μετά, που είχε μπει στο δρόμο για να γίνει ένας επιτυχημένος σκηνοθέτης, ο Σαμ δεν το πίστευε ότι κοιμόταν με μια σταρ. Την Κρίσταλ Πλένουμ. Κι έπρεπε να το παραδεχθεί πως ήταν σκέτη απόλαυση να βλέπει το τέλειο πρόσωπο της καθώς της έκανε έρωτα. Ή τ α ν ένα πρόσωπο που πάντα παρακολουθούσε εκστασιασμένος στο σινεμά, παρακολουθώντας τον Μελ Γκίμπσον, τον Γουόρεν Μπίτι, τον
Κέβιν Κόστνερ να της κάνουν έρωτα. Αυτός το ζοΰσε πραγματικά. Το μεταξωτό της δέρμα, το τέλειο στήθος της, τα μακριά της πόδια — όλα γι' αυτόν. Κολακευόταν που ήταν μια από τις τρεις ωραιότερες και πιο επιθυμητές σταρ της χώρας. Και ήταν δική του. Ή τ α ν δική του. Δικό του και ό,τι φαινόταν στην ταινία. Βέβαια, υπήρχε ακόμη πολλή δουλειά να γίνει. Τα κοψίματα, η μουσική. Από τώρα και μέχρι την ώρα που η ταινία θα έφτανε στις κινηματογραφικές αίθουσες, θα δοΰλευε μόνος με μια ομάδα τεχνικών, χωρίς ακροατήριο, χωρίς ηλίθιες ερωτήσεις, χωρίς λάθη. Και μετά θα ερχόταν η α>ρα της προβολής. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη και το ηλίθιο χαμόγελο του θριάμβου βρισκόταν ακόμη στο πρόσωπο του. Και γιατί όχι; Τα είχε καταφέρει καλά και ήταν σίγουρος πως θα του ανέθεταν κι άλλη ταινία. Για μια στιγμή ένιωσε ν' ανατριχιάζει από το άγχος. Δεν είχε τίποτε άλλο στο νου του. Το γεγονός ότι δεν είχε γράψει αράδα από τότε που έφθασε στο Λος Άντζελες δεν έπρεπε να τον ανησυχεί. Στο κάτω κάτω, η δουλειά στο Τζακ και Τζιλ τον απορροφούσε ολοκληρωτικά. Αλλά η ιδέα να τελειώσει και ν' αποσυρθεί σε μια γωνιά του νοικιασμένου σπιτιού του για να γράφει, δεν τον ενθουσίαζε. Αλλά στο μεταξύ έπρεπε να προετοιμαστεί για το θρίαμβο του. Κι έπρεπε να παραδεχθεί πως το να δείξει την ταινία στη μητέρα του και στον πατέρα του ήταν σωστή απόλαυση. Ποτέ τους δεν ενδιαφέρθηκαν για την καριέρα του. Γι' αυτούς, θεατρική καριέρα σήμαινε Μπρόντγουεϊ. Τώρα είχαν εντυπωσιαστεί. Τους είχε φέρει από τη Φλόριντα να παρακολουθήσουν τα γυρίσματα για μια εβδομάδα. Έμεναν στο πολυτελές σπίτι του, στο Λόρελ Κάνιον, κολυμπούσαν στην πισίνα του, πήγαιναν στο στούντιο και τον παρακολουθούσαν να διευθύνει τα πάντα. Η μητέρα του, πάντα άψογη και όμορφη, παρά την ηλικία της και το αλκοόλ, παρακολουθούσε τα πάντα ψυχρά. Εκείνος είχε ανάγκη από ένα αγκάλιασμά της, ένα φιλί, μια ματιά αγάπης, λίγη ζεστασιά, μια κίνηση επιδοκιμασίας. Επιτέλους, στο αεροδρόμιο, λίγο πριν φύγουν, η μητέρα του τον κοίταξε δακρυσμένη. Και μ'
ένα τρέμουλο στη φωνή είπε: «Δεν είσαι σαν τον πατέρα σου».Ό Σαμ δεν μπορούσε παρά να το πάρει σαν επιδοκιμασία. Ο πατέρας του είχε πάρει το χέρι του και, χωρίς ν' ακούει η μητέρα του, αφοΰ κοίταξε το λινά κοστούμι του γιου του, το ηλιόλουστο Λος Άντζελες, τα φοινικόδεντρα, τη λιμουζίνα, είπε: «Μην τα κάνεις σκατά!» Δεν έδειξε, βέβαια, μ' αυτό τον τρόπο στο γιο του πως του έχει εμπιστοσύνη, αλλά πάντως τον παραδεχόταν. Και ένα πράγμα που ο Σαμ ήταν αποφασισμένος να μην κάνει ήταν να τα σκατώσει. Ή τ α ν αστείο: όσο έβγαινε από την αφάνεια, τόσο πιο αποφασισμένος γινόταν να μη βουλιάξει ξανά πίσω. Δεν ήθελε μόνο την επιτυχία, αλλά και όλα τα συμπαρομαρτούντα: το σωστό τραπέζι στο Πόλο Λάουντζ, ένα σπίτι, τους ανθρώπους ν' απαντούν αμέσως στα τηλεφωνήματά του. Δεν τον ένοιαζαν τόσο τα λεφτά —ωραίο αυτό— αλλά ήθελε τη δύναμη και ό,τι αυτή σήμαινε. Τώρα ο Σαμ οδηγούσε προς το Λόρελ Κάνιον. Το σπίτι που νοίκιαζε ήταν μικρό, αλλά χαριτωμένο, απέξω βαμμένο μπεζ και από μέσα διακοσμημένο αλά Σάντα Φε, με ινδιάνικα χειροτεχνήματα και χαλιά. Τεράστια φυτά στον κήπο και γύρω από την πισίνα. Μπήκε μέσα και άνοιξε τον τηλεφωνητή. Άκουγε καθώς έβαζε βότκα και παγάκια σ' ένα ποτήρι. Η απόλαυση της ημέρας: να πίνει το ποτό του ακούγοντας τα μηνύματα. «Γεια σου, Σαμ, η Μπέθανι είμαι. Έ χ ω πιθανότητες να παίξω στην παραγωγή του Ντι Τζενάρο, αλλά έμπλεξα λίγο. Μπορώ, άραγε, να χρησιμοποιήσω το όνομά σου; Θα μπορούσες να μου τηλεφωνήσεις στο...» Κρατώντας το κοντρόλ, ο Σαμ πήγε στο επόμενο μήνυμα. Μ' αυτήν είχε τελειώσει από καιρό και δεν ήθελε νέα μπλεξίματα. Αλλά κι αν έλεγε την αλήθεια; Ο Σαμ θαύμαζε τον Μάρτι Ντι Τζενάρο περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη. Η Μπέθανι το ήξερε και προφανώς το χρησιμοποιούσε. «Από το γραφείο της Έιπριλ Άιρονς. Θα μπορούσατε, παρακαλώ, να επικοινωνήσετε μαζί της απόψε στις εφτά, στο...» Ο Σαμ σημείωσε γρήγορα τον αριθμό. Είχε σχεδιάσει να το γιορτάσει απόψε με την Κρίσταλ, αλλά στην Έιπριλ θα τηλεφωνούσε.
«Σαμ, η Μόλι είμαι. Έχουμε καιρό να μιλήσουμε και αναρωτιόμουν αν είσαι καλά και αν έχεις καμιά είδηση από τη Μέρι Τζέιν...» Ο Σαμ αναστέναξε και προχώρησε την ταινία. Στο διάβολο κι αυτή. Η Μόλι και ο Τσακ είχαν γίνει κουραστικοί, τον γέμιζαν ενοχές που τους άφησε κι έφυγε, του θύμιζαν πόσο τιποτένια υπήρξε κάποτε η ζωή του. Κι άλλο μπιπ. «Σαμ, η Κρίσταλ είμαι. Φοβάμαι πως δε θα τα καταφέρω απόψε. Μια άλλη φορά». Για μια στιγμή ένιωσε να τον πλημμυρίζει η απογοήτευση. Απογοήτευση και κάτι άλλο. Μήπως ήταν φόβος; Αλλά η ζωή της Κρίσταλ ήταν μπερδεμένη. Είχε σύζυγο και παιδί. Γύρισε πίσω την ταινία και ξανάκουσε το μήνυμα. «Σαμ, η Κρίσταλ είμαι. Φοβάμαι πως δε θα τα καταφέρω απόψε. Μια άλλη φορά». Ένιωσε δυσάρεστα. Θεατρικός συγγραφέας ήταν και ήξερε από διάλογους. Κάτι είχε η φωνή της. Ή τ α ν τυπική, πολύ τυπική. Κι αυτό το «μια άλλη φορά» ακουγόταν πολύ επαγγελματικό. Ξανάβαλε το μήνυμα. Διάβολε, δεν ήταν η φαντασία του. Το καταλάβαινε όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Από ένστικτο. Γι' αυτό ήταν και τόσο καλός σκηνοθέτης. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό της Κρίσταλ. Απάντησε η υπηρεσία της και προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά τελικά την κατάφερε να δώσει το τηλέφωνο στην Κρίσταλ. «Κρίσταλ, σχετικά με το αποψινό», άρχισε γρήγορα. «Μόλις μου τηλεφώνησε η Έιπριλ και πρέπει να τη δω. Μπορούμε να το αναβάλουμε ή να συναντηθούμε αργότερα;» «Δεν πήρες το μήνυμά μου;» «Όχι, μόλις μπήκα». «Σου έλεγα πως δεν μπορώ». «Ωραία. Έτσι βολευόμαστε όλοι. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο». Ακολούθησε μια παύση. «Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα, Σαμ». Ένιωσε την παλάμη του να ιδρώνει, το ακουστικό να γλιστρά. Για μια στιγμή πρόβαλε μπροστά του το πρόσωπο της μητέρας του, καθώς τον αποχαιρετούσε στο αεροδρόμιο. Κούνησε το
κεφάλι του για ν' απαλλαγεί από την εικόνα, για ν' ακούσει καθαρά τη φωνή της Κρίσταλ. «Άκου, Σαμ, ήταν πολΰ ωραίο, αλλά έκανε τον κΰκλο του», την άκουσε να λέει. «Θέλω να πω... είναι κουτό να επιμείνουμε». Το στόμα του ήταν ξερό, η παλάμη του υγρή, αλλά κατάφερε να πει ήρεμα, σχεδόν ψυχρά: «Έτσι απλά, Κρίσταλ;» «Μα», του απάντησε με μια δόση ανυπομονησίας στη φωνή της, «τελικά τα γυρίσματα τέλειωσαν, η ταινία είναι έτοιμη. Έτσι δεν είναι, Σαμ;»
14 Το πρωί της επομένης από την υπογραφή του συμβολαίου της — για να παίξει την Κρίμσον και για την αποκλειστική παρουσίαση των καλλυντικών της Εταιρείας Φλάντερς — η Λάιλα ξΰπνησε νωρίς. Η φωτογραφία της, μαζί μ' εκείνη των άλλων δΰο κοριτσιών, είχε δημοσιευθεί στην τρίτη σελίδα του Ντέιλι Βαράιτι και ο Άρμι Άρτσερντ είχε γράψει ολόκληρο άρθρο. Έβαλε μια φρέσκια πορτοκαλάδα, πήρε το ασύρματο τηλέφωνο και βγήκε στη βεράντα. Τα λεφτά από την εταιρεία καλλυντικών θα τα έπαιρνε προκαταβολικά. Και, βέβαια, δε σκόπευε να συνεχίσει να φορά αυτά τα φτηνά ρούχα. Αλλά όλοι ντύνονταν πια απλά και το ίδιο θα έκανε κι αυτή. Θ' αγόραζε ένα καινούριο αυτοκίνητο, μερικά καινούρια ρούχα κι ένα δικό της σπίτι. Και θα έπαιρνε την εκδίκησή της. Σχημάτισε έναν αριθμό. «Τον Άρα Σαγκάριαν, παρακαλώ. Εδώ Λάιλα Κάιλ». Μετά από μια παύση, η Λάιλα είπε: «Ξέρω τις σας είπε ο Άρα, μις Μπράντλεϊ. Αλλά αν του πείτε πως του τηλεφωνώ γιατί έχω να πάρω μια πολύ σοβαρή απόφαση, νομίζω πως θα δεχθεί να μου μιλήσει. Ό χ ι , θα περιμένω». Δε χρειάστηκε να περιμένει για πολύ. «Καλημέρα, Λάιλα, με έκπληξή μου βλέπω ότι μου τηλεφωνείς».
«Κΰριε Σαγκάριαν, σας φέρθηκα απαίσια και λυπάμαι πολύ. Θα ήθελα να επανορθώσω. Δεν πρόκειται να σας ζητήσω καμιά χάρη, μόνο μια συμβουλή. Γνωρίζετε ότι θα παίξω στη νέα τηλεοπτική σειρά του Μάρτι Ντι Τζενάρο. Ουσιαστικά, έχω σχεδόν υπογράψει με τον Σάι Όρτις, αλλά θα ήθελα και τη δική σας γνώμη. Πρόκειται για συμβόλαιο ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Πιστεύετε ότι κάνω το σωστό;» Η Λάιλα τον άκουσε ν' αναπνέει βαριά. Μια μεγάλη παύση. Θα έτρωγε το δόλωμα; «Δε μου χρωστάς τίποτε, Λάιλα. Έτσι είναι οι σόου μπίζνες. Χαίρομαι που πήρες το ρόλο και που σ εκπροσωπεί ο κύριος Όρτις». «Είσαι πραγματικός τζέντλεμαν, Άρα». Περίμενε ν' ακούσει την ερώτησή του. «Όχι, δεν έχω ακόμη υπογράψει με τον Σάι». «Λάιλα, αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα για σένα. Άσε με να σου κάνω το τραπέζι σήμερα. Σου φέρθηκα άσχημα και πρέπει να επανορθώσω. Να πούμε στο Πόλο Λάουντζ στη μία;» «Θαυμάσια. Θα σε δω εκεί», είπε και κατέβασε χαμογελώντας το ακουστικό. Επί χρόνια το Πόλο Λάουντζ ήταν το μέρος για τους σημαντικούς. Αλλά όταν το Μπέβερλι Χιλς Οτέλ ανακαινίστηκε, του έκλεψε τη φήμη. Ο Άρα όμως πήγαινε πάντα εκεί. Δήλωνε υπερήφανος για τη σταθερότητά του. Ο Άρα καθόταν α αυτό που κάποτε ήταν το πιο περιζήτητο γωνιακό τραπέζι. Η Λάιλα έφθασε στη μία και δέκα. Με μεγάλη προσπάθεια σηκώθηκε για να την υποδεχθεί κι εκείνη με χάρη του φίλησε το αφυδατωμένο του μάγουλο. «Σ' ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση, Άρα. Φοβόμουν πως δε θα με συγχωρούσες. Κι αυτό δε θα το άντεχα. Σε εκτιμώ πολύ». Ο Άρα χαμογέλασε. «Λάιλα, πώς κατάφερες τον Μάρτι Ντι Τζενάρο να σου δώσει το ρόλο; Βλέπω ότι τα κατάφερες μια χαρά μόνη σου. Εσύ δε χρειάζεσαι καν ατζέντη». «Μόνο πού έχουν να γίνουν πολλά. Είμαι σίγουρη πως η σειρά του Μάρτι θα γίνει μεγάλη επιτυχία και πως θα μου φέρει κι άλλες προτάσεις —δουλειές εκατομμυρίων, μου είπαν. Δεν είναι απλώς μια καινούρια σειρά, Άρα. Θα μπορούσε να εξελιχθεί σε φλέβα χρυσού. Ο Λες Μέρτσαντ και το Νέτγουορκ τα δίνουν όλα για όλα.
Χρειάζομαι κάποιον στον οποίο να μπορώ να στηριχτώ. Κάποιον που θα ήμουν σίγουρη πως θα φρόντιζε τα συμφέροντά μου με τον καλύτερο τρόπο. Ό π ω ς έκανες εσύ με τη μητέρα μου». Η Λάιλα χαμήλωσε τα μάτια. «Είναι εντάξει ο Σάι Όρτις, Άρα;» Πήρε το χέρι της στο δικό του. «Με δυσκολία θα σου απαντούσα αρνητικά, καλή μου», είπε. «Το περίμενα αυτό! Ξέρεις, στην αρχή δε μου άρεσε ο τρόπος που μου φέρθηκες. Αλλά, όταν συνήλθα, ένιωσα σεβασμό για την πίστη σου στη μητέρα μου. Παρά το ότι δε σου φέρνει πια πολλά χρήματα, την υπερασπίστηκες σαν πελάτισσα σου». Τον κοίταξε ολόισια στα μάτια και είπε; «Μου αρέσει αυτό». Η Λάιλα παρακολούθησε τον Άρα να βολεύεται στην καρέκλα του. Μετά έβγαλε ένα πεντακάθαρο λινό μαντίλι και σκούπισε το στόμα του. Η επόμενη κίνηση ήταν δική του και η Λάιλα έβλεπε πως το ήξερε. «Δεν είμαι σίγουρος αν μπορείς να περιμένεις την ίδια αφοσίωση από τον Σάι Όρτις», της είπε ευγενικά. «Αλλά είπες πως δίεν έχεις ακόμη υπογράψει μαζί του...» «Όχι, δεν έχω», είπε κοφτά η Λάιλα κι έσκυψε στη σαλάτα της. «Τότε...» άρχισε ο Άρα καθώς η Λάιλα έμενε σιωπηλή. Δεν ήθελε να τον διευκολύνει στο ελάχιστο. «Λοιπόν», ξανάρχισε ο Άρα κι έγλειψε τα χείλη του. Ναι, Λάιλα, σκέφτηκε. Ναι. Ο γερο-μπάσταρδος θα το προσπαθήσει. Δεν είναι τόσο γέρος και τόσο άρρωστος για να εγκαταλείψει το πεδίο. Πότε ήταν η τελευταία φορά που υπέγραψε συμβόλαιο μ' ένα καινούριο ταλέντο; «Μια και δεν έχεις ακόμη υπογράψει με τον Όρτις, μπορούμε ίσως να κουβεντιάσουμε». Ο Άρα έβαλε το κουτάλι στη σούπα του και το έφερε με τρεμάμενο χέρι στο στόμα. «Για να δούμε, υπάρχουν, όπως λες, τα μελλοντικά σχέδια. Θα υπάρξουν συμβόλαια, συμβόλαια, συμβόλαια. Ατέλειωτος κατάλογος. Και μια και το 'φερε η κουβέντα, διάβασε κανείς το συμβόλαιο σου με τον Μάρτι; Πρέπει να μελετηθεί καλά. Υπάρχουν πολλά παραθυράκια και κίνδυνοι που θα μπορούσαν ν' αποφευχθούν. Χρειάζεται όμως κάποιος που κάνει χρόνια αυτή τη δουλειά». «Κάποιος σαν κι εσένα;» ρώτησε η Λάιλα για να βεβαιωθεί ότι το ψάρι είχε δαγκώσει καλά το δόλωμα, πριν αρχίσει να το τραβά.
«Όχι κάποιος σαν κι εμένα, αγαπητή μου. Μόνο εγώ!» είπε ο Άρα. «Αλλά νόμιζα πως η μητέρα δε θα σου το επέτρεπε. Ή τ α ν έξω φρενών», είπε η Λάιλα. «Μπορώ να το κανονίσω με την Τερέζα», απάντησε ο Άρα. «Στο κάτω κάτω δε δουλεΰει πια και δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων». «Φοβάμαι πως θα φτάσουμε στο "ή εγώ ή αυτή", Άρα», είπε κι ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος ικανοποίησης. Θα ήταν τόσο εύκολο; «Η Τερέζα δε θα έκανε ποτέ την ηλιθιότητα να με πιέσει τόσο πολΰ». «Δε μιλώ για την Τερέζα, Άρα. Μιλώ για μένα. Αν αναλάμβανες ατζέντης μου, θ' απαιτούσα να παρατήσεις την Τερέζα Ο' Ντόνελ». Ο Άρα άφησε τα μαχαιροπίρουνα και κράτησε τη λινή πετσέτα στο στόμα του. Κοίταζε τη Λάιλα. Για μια πολύ σύντομη στιγμή, η Λάιλα φοβήθηκε πως όλα θα χάνονταν. Αλλά το δόλωμα ήταν πολΰ γευστικό και το αγκίστρι είχε χωθεί βαθιά. Ο Άρα, ο ετοιμοθάνατος γερο-καρχαρίας, είχε μυριστεί φρέσκο αίμα στο νερό. Η Λάιλα διά της βίας κρατήθηκε να μην ξεσπάσει σε δυνατά γέλια, καθώς τον παρακολουθούσε να διστάζει και μετά να υποκύπτει. «Το καταλαβαίνω, Λάιλα. Φυσικά. Θα το κάνω με όση περισσότερη λεπτότητα μπορώ». Η Λάιλα του χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο και φώναξε το σερβιτόρο. «Φέρτε στον κύριο Σαγκάριαν το τηλέφωνο». Συνέχισε να τον κοιτά καθώς τοποθετούσαν τη συσκευή πλάι του. «Εμένα δε με απασχολεί η λεπτότητα, Άρα. Μ' ενδιαφέρει να γίνονται όλα στην ώρα τους. Θα ήθελα να μου δείξεις την αφοσίωσή σου. Λοιπόν, Άρα, τηλεφώνησέ της τώρα. Ξέρεις τον αριθμό». Ο Άρα την κοιτούσε άναυδος. Σαν υπνωτισμένος σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό κι έβγαλε το μαντίλι από την τσέπη του για να ξανασκουπίσει το στόμα του. Τελικά πήρε τη ματιά του από πάνω της. Είδε την ντροπή να ζωγραφίζεται σ' αυτά ή της φάνηκε; Η Λάιλα κάθισε αναπαυτικά εξακολουθώντας να χαμογελά. «Την Τερέζα, παρακαλώ». Σχεδόν σφύριξε και η Λάι-
λα φαντάστηκε την Εστρέλα να πηγαίνει το τηλέφωνο στην Κούκλα του 'Ερωτα. «Τερέζα, εδώ ο Άρα. Φοβάμαι πως έχω κακά νέα». Η Λάιλα άκουγε τον Άρα να μιλά σαν σε όνειρο. Ένα όνειρο πιο γλυκό κι από το ονομαστό μους σοκολά του Πόλο Λάουντζ. Όταν ο Άρα τελείωσε τη συνομιλία του και κατέβασε το ακουστικό, η Λάιλα έσκυψε προς το. μέρος του και του χτύπησε το μάγουλο. «Και τώρα που τελειώσαμε μ' αυτό», είπε ικανοποιημένη, «τι θα 'θελες για επιδόρπιο;»
15 Ο Σάι Όρτις είχε εκνευριστεί πολύ με το χαρακτήρα του Μορέλι. Πραγματικός ηλίθιος. Κατάφερε να πάρει έναν πιλότο και τα έκανε σκατά. Γιατί, λοιπόν, δε γυρνούσε πίσω στην τρύπα απ' όπου είχε σκάσει μύτη; Γιατί του έσπαγε τα νεύρα με όλ' αυτά τα τηλεφωνήματα, τα γράμματα και τις εφόδους του στο γραφείο; Αυτός και όλοι οι άλλοι ανίκανοι; Από την άλλη πλευρά, η ΈιπριλΆιρονς ήταν έναταλέντο. Ένα μεγάλο ταλέντο. Τόσο μεγάλο, που θα μπορούσε να διευθύνει τα Ιντερνάσιοναλ Στούντιο, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής. Και ο Σάι, προς μεγάλη του θλίψη, την είχε περάσει για ανόητη. Τον καιρό που δεν είχε κάνει ακόμη τίποτε, την είχε ρίξει σε μια συμφωνία με τον Μάρτι Ντι Τζενάρο κι αυτό η Έιπριλ δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Μα πώς να το 'ξερε τότε πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα; Έτσι, αν και θα μπορούσε ν' αναλάβει την τελευταία ταινία της Κρίσταλ Πλένουμ, παραγωγή της 'Ειπριλ Άιρονς, ο Σάι θα έμενε να κοιτάζει από μακριά σαν δαρμένο σκυλί. Παρά το γεγονός πως αυτός ήταν ο ατζέντης της Κρίσταλ, αυτός ήταν ο πιο ισχυρός άνθρωπος των παρασκηνίων σ' ολόκληρο το Χόλιγουντ. Αυτή η σκύλα δεν ξεχνούσε ποτέ.
Δεν ξεχνούσε όμως και ο Σάι. Ας αφήσουμε που ο Μάρτι έφθασε στο σημείο να προσλάβει μόνος του μια απ' αυτές τις μικρές σκύλες της γελοίας τηλεοπτικής σειράς, χωρίς καν να ζητήσει τη συμβουλή του. Η καινούρια «ανακάλυψη» του Μάρτι είχε κιόλας πάρει για ατζέντη της εκείνη την ετοιμοθάνατη αδερφή, τον Άρα Σαγκάριαν —τουλάχιστον έτσι του είχαν πει. Ο Άρα ήταν ατζέντης της μητέρας της. Και τώρα πια ο Σάι δεν μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση. Καθώς οδηγούσε έψαξε για το σπρέι του. Θα τον έκανε να πληρώσει γι' αυτό τον Μίλτον Γκλικ. Εντάξει, ο Μιλτ του είχε φέρει την ξανθιά και την ανέλαβαν μαζί. Αλλά ο ίδιος ο Μάρτι είχε βρει και την άλλη, αυτήν από το Μελρόουζ. Ο Σάι έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει ο ατζέντης της. Αν εκπροσωπούσε δύο από τις τρεις θα είχε κάποια δύναμη. Τουλάχιστον ο Γκλικ είχε βρει την ξανθιά. Είχε καταλάβει πως όλα θα ήταν εύκολα μ' αυτήν: υπόγραψε εδώ, κάνε αυτό, χαμογέλασε. Γιατί να μην είναι πάντα έτσι εύκολα τα πράγματα; Το τηλέφωνο του αυτοκινήτου του κουδούνισε κι έπιασε το ακουστικό, κάνοντας ένα μορφασμό. Καθόλου δεν του άρεσε να οδηγεί μιλώντας στο τηλέφωνο. Αναστέναξε. «Εμπρός;» «Κύριε Όρτις, είναι ο Μάικλ Μακλέιν», άκουσε τη γραμματέα του. «Να σας τον περάσω;» «Ναι». Ακούστηκαν κάτι θόρυβοι. Ο Σάι παραλίγο να πέσει στη διαχωριστική μπάρα. Ιησού Χριστέ! «Κύριε Όρτις; Να σας μιλήσει ο κύριος Μακλέιν;» Αυτή τη φορά ήταν η γραμματέας του Μάικλ. «Διάβολε, δώσ' τον μου!» «Γεια σου, παλιόφιλε, πώς τα πας;» ρώτησε ο Σάι, αποφεύγοντας συγχρόνως μια Τογιότα που βγήκε ξαφνικά μπροστά του. Βέβαια. Αυτός οδηγούσε ένα αυτοκίνητο της δεκάρας. Τι τον ένοιαζε; Σχεδόν του έπεσε το ακουστικό, το ξανάπιασε κι έβαλε το σπρέι στο στόμα του. «Τι συμβαίνει, Μάικ;» ρώτησε. Ήξερε πως ο Μάικλ γινόταν έξαλλος όταν τον φώναζαν Μάικ. «Άκου, αναρωτιόμουν τι γίνεται με τον Άντισον και το σενάριο που μου άρεσε».
Ο Σάι αναστέναξε. Ο Ρεξ Άντισον αποκλειόταν να χρησιμοποιήσει τον Μάικλ στη νέα του περιπετειώδη ταινία. Για όνομα του Θεού, ο Ρεξ ήταν μόνο είκοσι οχτώ χρονών. Είχε μεγαλώσει βλέποντας τις ταινίες του Μάικλ Μακλέιν. Για τον Ρεξ, ο Μάικλ ήταν ένας ξοφλημένος γέρος. «Νομίζω ότι μπορούμε να βρούμε κάτι καλύτερο», είπε ο Σάι. «Το σενάριο δεν έχει στυλ και δε θα εξασφαλίσουμε το κασέ σου». «Στο διάολο το κασέ. Οι τελευταίες τρεις ταινίες του Άντισον έσπασαν ταμεία. Και το στυλ θα το δώσω εγώ». Ναι, του αγίου Ποτέ. «Άκουσε, Μάικ, έχω κάτι καλύτερο. Μια ταινία με τον Ρίκι Ντιουν». «Ποιον;» Ο Μάικλ ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο Ρίκι Ντιουν. Πρόσφατα είχε κατακτήσει τον τίτλο του «πιο σέξι εν ζωή άντρα». Ο Σάι συνέχισε για ν' αποφύγει τις αντιδράσεις του άλλου. «Θα παίξει έναν αρχιτέκτονα στην καινούρια ταινία του Μπένσον». «Σπουδαία. Κι εγώ θα είμαι αυτός που θα του λέει πώς να χτίσει έναν ουρανοξύστη; Ξέχασε το». «Μάικλ, έρχεται μια στιγμή στην καριέρα όλων που πρέπει να διευρύνουμε...» «Θα δεχθώ μόνο αν το όνομά μου μπει μόνο του πάνω από τον τίτλο». Ο Σάι ήξερε πως αυτό ήταν αδύνατο. Προφανώς και ο Μάικλ το ήξερε. Παρ' όλ' αυτά δεν μπορούσε να του πει πως έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Ο Μάικλ είχε να κάνει ταινία εδώ και τρία χρόνια. Έπρεπε να νιώθει ευγνώμων για μια τέτοια ευκαιρία. Ο Σάι έπρεπε να οδηγήσει τη σκέψη του προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί αν έπειθε τον Μάικλ θα έκλεινε μια πολύ καλή συμφωνία πακέτο —ήταν ατζέντης και του Μπένσον και του σεναριογράφου. «Μάικ», είπε ήρεμα. «Πρόκειται για τρομερή ευκαιρία. Ο Μπομπ Ρέντφορντ ζήτησε να δει το σενάριο». «Κοίτα, μην προσπαθήσεις να με πείσεις ότι το να παίξω δεύτερο ρόλο πλάι σ' εκείνο το παιδαρέλι αποτελεί διεύρυνση», ούρλιαξε ο Μάικλ.
«Κοίτα τι κάνει ο Πολ Νιοΰμαν», ξανάρχισε ο Σάι. «Ο Πολ Νιοΰμαν είναι σχεδόν εβδομήντα χρονών. Εγώ είμαι σαράντα έξι». «Μάικλ, είσαι πενήντα τριών και αυτό το ξέρουν όλοι εκτός από σένα». «Άκου, εξακολουθώ να παίζω όπως παλιά. Και εξακολουθώ να πηδάω όπως παλιά. Και ακόμη καλΰτερα». «Εγώ, δόξα τω Θεώ, δεν υπάρχει περίπτωση να το πληροφορηθώ από πρώτο χέρι», είπε ο Σάι. Πάτησε φρένο και σχεδόν κόλλησε το κεφάλι του στο παρμπρίζ, σχεδόν άγγιξε τον ηλίθιο με την Μερσέντες μπροστά του. Θεέ και Κΰριε, οι δρόμοι είχαν γεμίσει μαλάκες! Κι αυτός οδηγοΰσε ένα αυτοκίνητο που κόστιζε περισσότερο και από σπίτι πολυτελείας. Αναστέναξε. «Άκουσέ με. Σκέψου την ταινία με τον Ρίκι Ντιουν. Αυτό ακριβώς χρειάζεσαι τώρα». «Άντε πηδήξου!» οΰρλιαξε ο Μάικλ και του έκλεισε το τηλέφωνο. Θεέ μου, γιατί έπρεπε όλα να είναι τόσο δύσκολα; Ο Μάικλ είχε ξεπέσει τελευταία και είχε γεράσει, αλλά ήταν ακόμη σημαντικός και τον χρειαζόταν σαν πελάτη για τουλάχιστον ένα δυο χρόνια. Ο Σάι ένιωσε ξανά να του λείπει ο αέρας και ξανάπιασε το σπρέι του. Εντάξει, παραδέχτηκε. Είχε εκνευριστεί. Συνήθως δεν επέτρεπε στον εαυτό του να εκνευρίζεται με μικροπράγματα. Στο κάτω κάτω μεγάλες δουλειές μεγάλες φουρτούνες. Ή τ α ν ο μεγαλύτερος στο Χόλιγουντ. Η Έιπριλ Άιρονς μπορεί να ήταν ισχυρή, αλλά όχι του δικού του διαμετρήματος. Στη δεκαετία του είκοσι κυβερνούσαν τις σόου μπίζνες άνθρωποι σαν· τον Λάσκι και τον Μάγιερ. Τα μεγάλα αφεντικά των στούντιο ήταν οι σουλτάνοι, με εξουσία ζωής και θανάτου στους ηθοποιούς. Μετά, στα τέλη της δεκαετίας του σαράντα, τα πράγματα άρχισαν ν' αλλάζουν. Οι σταρ απέκτησαν την ανεξαρτησία τους και το παλιό σύστημα άρχισε να καταρρέει. Αλλά κανένας αστέρας, όσο μεγάλος κι αν ήταν, δεν είχε απεριόριστη εξουσία. Μόνο ελέγχοντας δεκάδες από δαύτους η Γουόρνερ ή η Μάγιερ έμειναν στην κορυφή. Στις μέρες μας, κανένα στούντιο δεν άντεχε να πληρώνει δεκάδες μεγάλους αστέρες.
Αλλά οι ατζέντηδες δεν πλήρωναν τους αστέρες. Πληρώνονταν απ' αυτούς. Τέλειος διακανονισμός. Και όσο πιο πολλές διασημότητες εκπροσωπείς, τόσο μεγαλύτερη δύναμη έχεις και τόσο περισσότερα χρήματα κερδίζεις. Έτσι έκαναν την εμφάνισή τους οι σούπερ ατζέντηδες. Στη δεκαετία του σαράντα ήταν οι Λιου Βάσερμαν και Λέλαντ Χέιγουορντ. Στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα οι Λιου Βάσερμαν και Άρα Σαγκάριαν. Στη δεκαετία του εβδομήντα οι Λιου Βάσερμαν και Σου Μένγκερς. Στη δεκαετία του ογδόντα, ο Μάικ Όβιτς. Τώρα, σκέφτηκε ο Σάι μ' ένα χαμόγελο, ακουμπώντας το σπρέι του, είμαι εγώ. Ο καινούριος Λιου Βάσερμαν. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένος. Περισσότερο από ευτυχισμένος. Γιατί ο Σάι Όρτις είχε ένα μυστικό. Είχε πολλά μυστικά, αλλά αυτό ήταν το μεγαλύτερο. Ή τ α ν ότι είχε κρατήσει το μπακάλικο, όπως του έλεγε η γιαγιά του. Όταν ήταν μικρός, αυτόν και τις πέντε αδερφές του τους είχε μεγαλώσει η γιαγιά τους. Η Τία Μαρία, όπως την ήξεραν όλοι, είχε το μπακάλικο της γειτονιάς. Και αυτή του έμαθε τι θα πει μπίζνες. «Πεπίτο», του έλεγε κοιτάζοντάς τον βαθιά στα μάτια. «Αν ήμουν ο Ροκφέλερ, θα ήμουν πλουσιότερη από τον Ροκφέλερ. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δε θα έκλεινα το μπακάλικο όσο πλούσια κι αν γινόμουν». Αυτό έκανε και ο Σάι στη δουλειά του. Κράτησε πάντα ανοιχτό το μπακάλικο του. Τώρα έπρεπε κάτι να κάνει μ' αυτές τις κοπέλες της σειράς. Οι ίδιες θα γίνονταν το πιο μοσχοπουλημένο προϊόν της Αμερικής. Και προέβλεπε πως σύντομα θα ήταν πιο περιζήτητες απ' ό,τι τα προφυλακτικά στα μπορντέλα. Τώρα ο Σάι βρισκόταν μόλις λίγα τετράγωνα μακριά από το γραφείο του. Τουλάχιστον εκείνη η ξανθιά είχε υπογράψει εύκολα. Και θα μπορούσε να γίνει διάσημη. Πολύ διάσημη. Σαρλίν Σμιθ. Μια εκπληκτικά όμορφη κοπέλα. Ο Γκλικ την είχε κυριολεκτικά βγάλει από το μανίκι του. Αλλά ο Σάι ήξερε πως την κοκκινομάλλα την είχε χαμένη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένα ένα τα θέματα. Αυτό που είχε να
κάνει σήμερα ήταν να υπογράψει μ' αυτή την ηθοποιό από τη Νέα Υόρκη, να πείσει τον Μακλέιν να παίξει με τον Ρίκι Ντιουν και να υποστεί την πρεμιέρα της Έιπριλ Άιρονς. Αυτά και να κατορθώσει ν' αναπνεύσει. *
*
*
Η Τζέιν καθόταν απέναντι από τον Σάι Όρτις, παρακολουθώντας τον καθώς τηλεφωνούσε. Χριστέ μου, τους μισούσε αυτούς τους γλοιώδεις τύπους. Η κατάρα του κινηματογράφου, αλλά, παραδέχθηκε, αναγκαίο κακό. Δε θα 'θελε να βρίσκεται εκεί. Αλλά ο Μάρτι την είχε συμβουλέψει να δει τον Όρτις. Και η Τζέιν θα έκανε πάντα ό,τι της έλεγε ο Μάρτι. Στο πλατό, εκτός πλατό, η Τζέιν θα έκανε όλα όσα θα της ζητούσε ο Μάρτι. Δηλαδή όχι και όλα ακριβώς. «Ήταν ο Μάικλ Μακλέιν», της είπε χωρίς να προσπαθήσει να δικαιολογηθεί που την έκανε να περιμένει. Πίστευε ότι η αναφορά του ονόματος του Μακλέιν ήταν αρκετή. «Λοιπόν, τι έλεγα;» «Μου λέγατε τι θα μπορούσατε να κάνετε για μένα αν αναλαμβάνατε να με εκπροσωπείτε. Να σας ρωτήσω πόσον καιρό δουλεύετε με τον Μακλέιν;» «Με τον Μάικλ», τη διόρθωσε ο Σάι. «Μπορεί δέκα, μπορεί και δώδεκα χρόνια. Γιατί;» «Αυτό σημαίνει πως όταν ήρθε σ' εσάς ήταν ήδη φτασμένος σταρ. Δεν τον ανακαλύψατε ούτε δημιουργήσατε την καριέρα του». Παρακολούθησε τον Σάι να διορθώνει τα μανίκια του πουκαμίσου του κάτω από το σακάκι Αρμάνι. Παρά το ότι η επωνυμία της εταιρείας του Σάι ήταν Νέοι Καλλιτέχνες, στην πραγματικότητα δεν ανακάλυπτε νέα αστέρια. Συνέχιζε να δουλεύει με τους παλιούς. «Δούλευε, αν εννοείτε αυτό. Αλλά δεν ήταν πλούσιος. Χωρίς εμένα δε θα γινόταν πλούσιος». Την κοίταξε στα μάτια. «Και θα μπορούσα να το κάνω και για σένα, Τζέιν, αν μου επιτρέπεις να σου μιλώ στον ενικό. Πλούσια και διάσημη». Συνέχισε να την κοιτάζει χαμογελαστός. Η Τζέιν ήξερε πως είχε δίκιο. Είχε κάνει τον Μακλέιν πλουσιότερο και διασημότερο. Και πολλούς άλλους επίσης. Αυτό δεν
ήθελε κι αυτή, τελικά; Χρήμα και δόξα; Αυτά σου δίνουν τη δύναμη να παίρνεις τους ρόλους που θέλεις. «Το χρήμα βέβαια είναι σημαντικό. Θα με κάνει ανεξάρτητη. Αλλά η δόξα; Αυτό που θα ήθελα είναι ν' αποκτήσω τόσο καλή φήμη σαν ηθοποιός που να μπορώ να διαλέγω τους ρόλους που θέλω. Αυτό θα μ' έκανε ευτυχισμένη». «Θέλεις να πεις κάτι σαν τη Μέριλ Στριπ;» Ειρωνεία ήταν αυτό που φαινόταν στα χείλη του; «Ακριβώς. Σαν τη Μέριλ Στριπ», είπε η Τζέιν. «Με τη διαφορά, Τζέιν, πως κανείς δε φτάνει ποτέ εκεί. Και η Μέριλ Στριπ χρειάστηκε να κάνει συμβιβασμούς. Άσε να σου εξηγήσω. Έ ν α ς ατζέντης δε φροντίζει μόνο για τα συμβόλαια. Δημιουργεί και καριέρες. Κάποιος έδωσε λανθασμένες συμβουλές στη Μέριλ και μερικές φορές δεν μπόρεσε να διακρίνει μια μεγάλη επιτυχία». «Σ' αυτό, λοιπόν, είναι χρήσιμος ένας καλός ατζέντης;» ρώτησε γλιτώνοντας τον Σάι από το να πει κάτι το οφθαλμοφανές. «Ακριβώς. Και δεν πρόκειται απλώς για έναν καλό ατζέντη, αλλά για έναν καλό επιχειρηματία. Κάποιος που βλέπει μακριά, που έχει πείρα στο χώρο, που μπορεί να διαβάσει ανάμεσα από τις γραμμές ενός συμβολαίου. Που θα προστατεύει τα συμφέροντά σου. Και αυτός είμαι εγώ. Αυτό κάνω. Αυτό κάνω για τον Μακλέιν και τους άλλους», είπε κι έδειξε με το χέρι του το γεμάτο φωτογραφίες τοίχο. «Πες το ναι κι αυτό θα κάνω και για σένα», είπε με τα χέρια ανοιχτά, περιμένοντας την απάντησή της. Η Τζέιν είχε αφοσιωθεί στο θέατρο, αλλά δεν ήταν ηλίθια. Άφησε κατά μέρος τις προκαταλήψεις της κι έδωσε το χέρι στον Σάι. «Έγινε», του είπε.
Ο Μάικλ Μακλέιν του ξανατηλεφώνησε. Ο Σάι ένιωθε εξοντωμένος. Είχε βέβαια πείσει την Τζέιν, αλλά μέχρι να υπογράψει του είχε βγάλει την ψυχή, σε σημείο να μην μπορεί τώρα να πανηγυρίσει για το θρίαμβο του. Και τώρα ο Μάικλ θα του έσπαγε ξανά τα νεύρα. Αναστέναξε και σήκωσε το ακουστικό.
«Μάικλ, μου τηλεφωνείς για να μου πεις άτι θα κάνεις την ταινία με τον Ρίκι Ντιουν;» «Μπορεί. Αλλά υπάρχει κάτι που δεν το συζητήσαμε». Ο Σάι ένιωθε πολΰ κουρασμένος. «Θα μου πεις ή θέλεις να μαντέψω;» «Εγώ θ' αποφασίσω για το κορίτσι. Ό χ ι ο Ντιουν. Και το όνομά μου πάνω από τον τίτλο». Ο Σάι έπιασε το κεφάλι του. Αυτός ο άνθρωπος σκοπεύει να μ' εξοντώσει. «Πρέπει να μιλήσω μαζί τους». «Εσύ αποφασίζεις! Με ποιους θα μιλήσεις;» «Μάικλ, δεν το καταλαβαίνεις πως δε θα παίξεις εσΰ τον εραστή; Πως δεν μπορούμε να βάλουμε τον Ολίβιε να κάνει έρωτα με μια δεκαεννιάχρονη; Θα ήταν γελοίο. Οι θαυμαστές σου περιμένουν κάτι πιο ποιοτικό από σένα. Και, όπως ξέρεις, πάνω από τον τίτλο μπαίνει πάντα το όνομα αυτού που κοιμάται με το κορίτσι. Αλλά το όνομά σου θα γραφτεί με μεγαλύτερα γράμματα από το δικό του». «Τι διάβολο θέλεις να πεις, Σάι; Κοιμάμαι συνεχώς με δεκαεννιάχρονες. Αυτό έπρεπε να το ξέρεις». • Ο Σάι έχανε την ψυχραιμία του. Αυτό δεν του συνέβαινε συχνά. Αλλά εκείνη η σκύλα η Τζέιν Μουρ τον είχε ήδη εξωθήσει στα άκρα. Ιησού Χριστέ, είκοσι χρόνια στο κουρμπέτι και αναγκάστηκε να δώσει εξετάσεις σε μια πιτσιρίκα! Αλλά για τον Μάικλ χρειαζόταν να κάνει υπομονή. «Είναι γελοίο όταν υπάρχει μια διαφορά ηλικίας τριάντα τεσσάρων χρόνων. Θα ήταν σαν να βλέπαμε τον Σον Κόνερι να πηδάει την Ντριου Μπάριμορ, Μάικλ». «Εγώ την έχω πηδήξει», είπε ο Μάικλ. Θεέ μου, σκέφτηκε ο Σάι. Να ήταν αλήθεια; Αλλά τι τον ένοιαζε. «Αλήθεια; Είσαι φοβερός, Μάικλ. Πιστεύεις πως μπορείς να πηδήξεις όποια θέλεις, ε;» Ο Μάικλ γέλασε. «Τι θα έλεγες για μια πραγματική πρόκληση, Μάικλ; Πάω στοίχημα πως δεν μπορείς να πηδήξεις και τις τρεις πρωταγωνίστριες της τηλεοπτικής σειράς του Μάρτι Ντι Τζενάρο. Είναι όλες γύρω στα δεκαεννιά και πάω στοίχημα ότι δεν μπορείς».
«Κι αν το κάνω τι θα κερδίσω;» «Θα σου βάλω το όνομα πάνω από τον τίτλο». «Κι αν όχι;» Ο Σάι γέλασε για πρώτη φορά από τη στιγμή που άρχισαν τη συζήτησή τους. «Θα κάνεις αυτή την ταινία χωρίς απαιτήσεις, καθώς και τις δύο επόμενες που θα σου υποδείξω». Ο Μάικλ δεν είπε λέξη. «Ε, τι συμβαίνει, Μάικλ; Δε βλέπω να έχεις κανένα πρόβλημα σε τέτοια θέματα, έτσι δεν είναι; Μήπως ο Μάικλ Μακλέιν αμφιβάλλει για τις δυνατότητές του;» «Εντάξει, λοιπόν. Και τις τρεις». «Αυτός είσαι! Αλλά θέλω αποδείξεις, Μάικλ! Ό χ ι παραμύθια! Αποδείξεις!» Ο Σάι έκλεισε το τηλέφωνο. Είτε τα κατάφερνε ο Μάικλ είτε όχι, κερδισμένος θα ήταν αυτός. Για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα, ο Σάι ανέπνευσε βαθιά. Τώρα ένιωθε καλύτερα.
16 Το Χόλιγουντ, οαν τψ Κόλαση τον Δάντη, έχει ηολλά επίπεδα. Και σπάνια, σχεδόν ποτέ, αναμειγνύονται εκτός δουλειάς. Εγώ — η Λόρα Ρίτσι — έχω βρεθεί σε τηλεοπτικά πλατό, σε κινηματογραφικά πλατό, σε γυρίσματα και, πιστέψτε με, αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει ποτέ. Το τεχνικό προσωπικό, οι τεχνικοί ήχου, οι φωτιστές, οι οπεροπέρ και άλλοι για διάφορες δουλειές, ανήκουν ο' ένα επίπεδο. Οι ασχολούμενοι με τα θέματα παραγωγής, προϋπολογισμούς, διαφήμιση, μάρκετινγκ και άλλες τέτοιες δουλειές γραφείου, ανήκουν σε άλλο επίπεδο. Μετά υπάρχουν οι κομπάρσοι, αυτοί που παίζουν μικρούς ρόλους και σε σκηνές με πλήθη. Και υπάρχουν και οι σταρ. Σ' ένα επιτυχημένο τηλεοπτικό σόου, όλα στήνονται γι' αυτούς, όλα σχεδιάζονται με βάση αυτούς, όλα και όλοι αναφέρονται σ' αυτούς.
Τέλος, υηάρχει ο σκηνοθέτης. Ακόμη και στα σόου όπου τον τελευταίο λόγο έχουν οι σταρ, ο σκηνοθέτης βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο της Κόλασης. Αλλά μην το ξεχνάτε: Πρόκειται ατιλώς για το υψηλότερο επίπεδο της Κόλασης. Η Κόλαση προσπαθεί να συγκεντρώσει τριακόσιους ανθρώπους και να τους ρίξει , στην κατάλληλη τοποθεσία με τα κατάλληλα ρούχα, τον κατάλληλο καιρό και το κατάλληλο φως, το κατάλληλο σενάριο και τις κατάλληλες ερμηνείες, για να δημιουργηθεί η βεβαιότητα πως όλα γίνονται σύμφωνα με το όραμα του σκηνοθέτη. Έτσι είναι θεωρητικά τουλάχιστον τα πράγματα. Και στο Τρεις για το Δρόμο, ο Μάρτι Ντι Τζενάρο ήταν αποφασισμένος να μεταφέρει τη θεωρία στην πράξη. Θα δημιουργούσε ένα σόου, ένα πολύ ζύραίο σόου, που μπροστά του θα ωχριούσαν όλα όσα είχαν γίνει στο παρελθόν για τψ τηλεόραση. Και για να το κάνει έπρεπε απλώς να συγκεντρωθεί α' ένα και μόνο πράγμα. Ο Αάνφορντ Ουίλσον δεν είχε πει πως το στυλ δεν είναι τίποτε, σημασία έχει να συγκεντρώνεσαι σ ένα πράγμα; Ο Μάρτι είχε στα χέρια του το μέσο για μια μεγάλη επιτυχία. Είχε το σενάριο, τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς. Το μόνο που μπορεί να του έλειπε ήταν η αυτοσυγκέντρωση. Γιατί από τότε που συνάντησε τη Αάιλα Κάιλ, δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. * *
*
Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο έριξε μια ματιά σε όσα τον βοηθούσαν να κατασκευάζει όνειρα. Ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια επιτυχιών, του ήταν δύσκολο να πιστέψει πως όλ' αυτά τα παιχνίδια ήταν δικά του. Σαν παιδί, ήταν ένα Ιταλάκι με αστεία εμφάνιση, μεγαλωμένο στο Κουίνς, που έκανε θόρυβο στο σχολείο, δεν τα κατάφερνε με τα κορίτσια και τα σπορ, δεν κατάφερνε να κουμαντάρει ούτε τα ίδια του τα χέρια. Όποτε είχε τη δυνατότητα κατέφευγε στη σκοτεινή ασφάλεια των κινηματογράφων. Εκεί ήταν ο παράδεισος του, το σπίτι του, ένα καθημερινό θαύμα γι' αυτόν, που έκανε τη ζωή να φαίνεται σχεδόν τέλεια. Η επιτυχία, τα λεφτά, η ευκαιρία να δημιουργήσει δικές του ταινίες... Στάθηκε απίστευτα τυχερός. Μόνο στην προσωπική του ζωή τα πράγματα δεν ήταν απολύτως τέλεια. Γιατί ήταν δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να ξέρει ποιοι ήταν οι πραγματικοί του φίλοι.
Ακόμη και η Τζοάνι, η γυναίκα από την οποία σύντομα θα έπαιρνε διαζύγιο, τον είχε εκμεταλλευτεί για να χτίσει την καριέρα της. Δεν τον ένοιαξε αυτό, αλλά όταν απέκτησε το παιδί του κι εκείνος της ζήτησε να μείνει στο σπίτι με τον Σάσα, τον εγκατέλειψε. Τώρα οι γυναίκες, όλες οι γυναίκες, οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, ήταν περισσότερο από διαθέσιμες. Τον ήθελαν πολΰ. Γιατί, παρά την επιτυχία του, τη δΰναμή του, τα μυθώδη πλοΰτη του, τα συμβόλαιά του, ήξερε πως ήταν ακόμη ο Μάρτι Ντι Τζενάρο, ένα αδύνατο, διασκεδαστικό Ιταλάκι που δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια του. Υποπτευόταν πως όλες αυτές οι γυναίκες απογοητεύονταν από τις επιδόσεις του στο κρεβάτι, κι ας υποκρίνονταν το αντίθετο. Το σεξ ήταν πάντα γι' αυτόν ένα πρόβλημα. Και όλη εκείνη η στρατιά των ανώνυμων καλλονών που άρχισε να βλέπει μετά τη διάλυση του γάμου του, σπάνια του ζητούσαν να ξανακοιμηθούν μαζί του. Δουλειά, δουλειά, κι άλλη δουλειά, αυτό είχε μόνο. Γιατί, ακριβώς όπως τότε στο Κουίνς, το μόνο μέρος όπου ένιωθε άνετα ήταν το σινεμά — μόνο που τώρα, αντί να παρακολουθεί τη μαγεία, τη δημιουργούσε. Έτσι ήταν τα πράγματα για τον Μάρτι. Ό π ω ς στο ανέκδοτο: Ένας τύπος πάει στο γιατρό για να δει σε ποια κατάσταση βρίσκεται η υγεία του. Ο γιατρός, ένας Εβραίος με έντονη προφορά, αφού τον εξετάζει προσεκτικά, του λέει: «Μίστερ, η υγεία σας είναι εξαιρετική για την ηλικία σας. Πνεύμονες, καρδιά, πεπτικό σύστημα, όλα στην εντέλεια. Είστε πολύ τυχερός. Θα μπορούσατε να ζήσετε άλλα εκατό χρόνια!» Ο τύπος ευχαριστεί το γιατρό, ντύνεται, βγαίνει από την πόρτα και εκεί απέξω παθαίνει θρόμβωση και πεθαίνει. Ο γιατρός κοιτάζει το πτώμα, ανασηκώνει τους ώμους και λέει: «Και τώρα μπορείς να πηγαίνεις». Το Χόλιγουντ θαύμαζε τη δουλειά του Μάρτι. Και όλοι αναρωτιόνταν ποια ήταν η μαγική του φόρμουλα, το μυστικό του. Ο Μάρτι ήξερε αυτό το μυστικό. Δεν υπήρχε μαγική φόρμουλα. Μόνο ο Μάρτι ήξερε πόσο επικίνδυνο ήταν το παιχνίδι που έπαιζε. Και τον είχε κουράσει. Ακόμη και η αναζήτηση της καινούριας ιδέας, η δημιουργία μιας ταινίας, το να προταθεί άλλη
μια φορά για Όσκαρ, ακόμη και να πάρει το Όσκαρ, είχαν πάψει να τον συγκινούν. Έτσι άρχισε τον τζόγο στο Λας Βέγκας. Αλλά και αυτή η συγκίνηση είχε χαθεί. Τότε σκέφτηκε την τηλεόραση. Μια άγνωστη γη. Γεμάτη μετριότητες. Αλλά ο κόσμος τις παρακολουθούσε τις μετριότητες. Κι αν αυτός ο μάγος της οθόνης βοηθούσε ένα από κείνα τα καταδικασμένα κανάλια, έναν από τους δεινοσαύρους που είχαν φάει κλοτσιά από το MTV, την καλωδιακή, το βίντεο; Για τον Λες Μέρτσαντ θα γινόταν ήρωας. Αλλά, πάνω απ' όλα, ο ίδιος θ' αποκτούσε την αυτονομία του. Και αποφάσισε να δημιουργήσει κάτι που ποτέ κανείς δεν είχε ξαναδεί στο παρελθόν. Η ιδέα τον γαργαλούσε. Και όταν διάβασε το σενάριο του Τρεις για το Δρόμο, εκείνης της περίεργης Γκρέις Βέμπερ από το Τζέρσεϊ, κατάλαβε πως αυτό ζητούσε. Τώρα, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ένιωθε έξαψη. Έ ξ α ψ η και φόβο. Θύμιζε στον εαυτό του πως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να συγκεντρωθεί. Είχε τους ηθοποιούς, το σενάριο, τους τεχνικούς. Κι όμως, εξακολουθούσε να φοβάται. Γιατί, αν έσπαγε τα μούτρα του, όλοι αυτοί οι φθονεροί μπάσταρδοι της πόλης — και σ' αυτή την πόλη ήταν όλοι φθονεροί μπάσταρδοι— θα χόρευαν πάνω από τον τάφο του. Αλλά ο φόβος τον έκανε να νιώθει ζωντανός. Ή τ α ν μέσα στο παιχνίδι. Θύμισε στον εαυτό του πως είχε όλα όσα ήθελε για άλλη μια μεγάλη επιτυχία. Και τώρα, μπορείς να πηγαίνεις. *
*
*
Η Τζέιν και ο Πιτ έφτασαν χωριστά στο στούντιο. Είχε χαρεί που του είχε βρει τη δουλειά και δέχθηκε την παρότρυνσή της να είναι διακριτικοί με τη σχέση τους, γιατί ο Μάρτι έδειχνε ν' ανησυχεί πολύ για την πορεία της δουλειάς. Αλλά ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο λόγος; αναρωτήθηκε η Τζέιν. Με το στομάχι της να σφίγγεται ήξερε πως το να έχει τον Πιτ εκεί στο πλατό, αποτελούσε έναν ακόμη μπελά. Η σχέση της μαζί του υπήρχε γιατί από το ολότελα... Ή τ α ν ένα ζεστό κορμί
στο σκοτάδι, ένας γενναιόδωρος εραστής, ένα καλό παιδί, αλλά τίποτε περισσότερο. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η σχέση την έκανε να νιώθει περισσότερη μοναξιά απ' ό,τι αν θα ήταν πραγματικά μόνη της. Γιατί πώς μπορούσε να του εξηγήσει πώς ένιωθε; Πώς ήταν δυνατόν ένα παιδί καλό και καθαρό και τίμιο σαν τον Πιτ να καταλάβει τι περνούσε αυτή; Δεν υπήρχε τρόπος να του το εξηγήσει. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούσε ούτε στον εαυτό της να το εξηγήσει. Και τώρα, πρώτη μέρα στο πλατό, ήξερε τι ένιωθε. Ή τ α ν ένα μοναδικό συναίσθημα, δυνατό και βαθύ, και άφηνε μια μεταλλική γεύση στο πίσω μέρος της γλώσσας της. Ποτέ της δεν είχε τρομοκρατηθεί τόσο στη ζωή της. * *
*
Η Σαρλίν βγήκε από το τροχόσπιτο που της είχαν δώσει για καμαρίνι κι έβαλε το χέρι της στην πάνινη πολυθρόνα που στην πλάτη έγραφε το όνομά της. Με το άλλο χέρι της κρατούσε τη μικρή Βίβλο της μητέρας της. Μέχρι αυτή τη στιγμή, τίποτε δεν της είχε φανεί πραγματικό: το συμβόλαιο, οι φωτογραφίες για τη διαφήμιση, οι συναντήσεις της με όλους αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους. Ούτε καν το καμαρίνι της. Αλλά αυτό ήταν αληθινό. Προσπάθησε να θυμηθεί. Ό χ ι δεν είχε ποτέ της δει ολόκληρο το όνομά της τυπωμένο κάπου. Μακάρι να το έβλεπε ο Ντιν, αλλά δεν μπορούσε να τον πάρει μαζί της στο πλατό. Θα του τα έλεγε όλα απόψε. «Μις Σμιθ», είπε ο άνθρωπος που κρατούσε το γουόκιτόκι. «Ο κύριος Ντι Τζενάρο σας περιμένει στη σύσκεψη». «Ω, μήπως έχω αργήσει;» ρώτησε και τινάχτηκε. «Όχι, μις Σμιθ. Η μις Κάιλ δεν έχει φθάσει ακόμη». Η Σαρλίν άρχισε να περπατά βιαστικά ανάμεσα σε καλώδια και λάμπες και σε ανθρώπους που εργάζονταν πυρετωδώς. «Σαρλίν», είπε ο κύριος Ντι Τζενάρο, πλησιάζοντάς την. «Λυπάμαι που σε κάναμε να περιμένεις. Θέλω να σε συστήσω σε όλους».
Η Σαρλίν έριξε μια ματιά γύρω της και όλα της θύμισαν τον πυρετό στο τσίρκο. «Ξέρουν όλοι τι πρέπει να κάνουν;» ρώτησε και ο Μάρτι έβαλε τα γέλια. «Ναι, αυτή είναι η δουλειά μου. Είμαι ο σκηνοθέτης και αν δεν μπορώ να τους πω τι να κάνουν, καλύτερα να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Αυτός είναι ο Τεντ Σίνγκλετον, καλλιτέχνης στα ειδικά εφέ. Από εδώ ο Ντίνο, το δεξί μου χέρι. Και ο Μπομπ Μπάρτον από το βεστιάριο. Ο Τζιμ Σπέρλμαν, διευθυντής φωτισμού. Ο βοηθός σκηνοθέτη Μπάρι Τίλντεν. Και, εκεί πέρα, ο Τσάρλι Μπράντφορντ, τεχνικός σύμβουλος από τη Χάρλεϊ Ντάβιντσον...» «Πω, πω, κύριε Ντι Τζενάρο, να χαρείτε. Δώστε μου ένα λεπτό να ξαναβρώ την αναπνοή μου. Δεν ξέρω ποια ακριβώς είναι η δουλειά τους, αλλά, αν δεν τους πειράζει, για την ώρα απλώς θ' απομνημονεύσω τα ονόματά τους. Εγώ», πρόσθεσε γελώντας, «δεν ξέρω ακόμη ποια είναι η δική μου δουλειά. Αλλά θα μάθω. Είμαι η Σαρλίν», είπε στους άλλους και κάθισε στο τραπέζι των συσκέψεων. Αναρωτιόταν γιατί η Λάιλα και η Τζέιν δεν είχαν φτάσει ακόμη. Τις είχε βέβαια ξανασυναντήσει, αλλά ένιωθε λίγο φοβισμένη που θα τις ξανάβλεπε σήμερα. Ή τ α ν πραγματικά πολύ όμορφες. Θεέ μου, αναρωτήθηκε, πώς και με διάλεξαν να σταθώ πλάι τους; Κοίταξε γύρω της τους άλλους και χαμογέλασε. Χάρηκε που της ανταπέδωσαν το χαμόγελο. Όλα είναι ωραία εδώ στο Χόλιγουντ, σκέφτηκε. Πολύ ωραιότερα από το Μπέικερσφιλντ. * *
*
Η Τζέιν Μουρ ήξερε πως πάντα παίζει ρόλο η πρώτη εντύπωση. Θα καθόριζε τις σχέσεις της με τον Μάρτι και με τους άλλους, καθώς και το πώς θα της φέρονταν οι τεχνικοί σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο Μάρτι είχε κιόλας φτάσει, το ίδιο και οι άλλοι, αλλά πάντα σ' αυτές τις συνάξεις οι πρωταγωνιστές έφταναν τελευταίοι. Σκέφτηκε τη Λάιλα και τη Σαρλίν. Δεν τις είχε ξαναδεί μετά το εναρκτήριο πάρτι για την υπογραφή των συμβολαίων. Η Σαρλίν της άρεσε και ήξερε πως δεν αποτελούσε απειλή. Φοβόταν όμως πως η Λάιλα θα ήταν άλλο πράγμα. Καλύτερα όμως να περιμένω να δω, μονολόγησε. Ας μη βγάζω αμέσως συμπεράσματα.
Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο πήγε να την υποδεχθεί, την έπιασε από το μπράτσο και την οδήγησε στο τραπέζι. «Σαρλίν, γνωρίζεσαι με την Τζέιν Μουρ, τη συμπρωταγωνίστριά σου;» Μετά την παρουσίασε στους υπολοίπους κι εκείνη φρόντισε να σφίξει το χέρι όλων. Ήξερε καλά πως κάθε παραγωγή ήταν αποτέλεσμα της ομαδικής δουλειάς. Και πόσο θα εξαρτιόταν απ' αυτοΰς. Μπορεί να είχε πρώτο ρόλο, αλλά ήξερε πως αν όλοι αυτοί δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους, κανείς δε θα είχε επιτυχία. Ο Πιτ ήταν εκεί, καθόταν πίσω από τον Τζιμ Μπερτ, τον επικεφαλής των οπερατέρ. Η Τζέιν κάθισε πλάι στη Σαρλίν. «Γεια σου, Σαρλίν», είπε. «Πώς τα πας;» «Τζέιν», είπε η Σαρλίν κι έσκυψε προς το μέρος της. «Καλύτερα να με ρωτούσες τι κάνω εδώ. Μην το πεις πουθενά, αλλά νομίζω πως κοιμάμαι και ονειρεύομαι». Η Τζέιν γέλασε και άγγιξε το μπράτσο της Σαρλίν. Ναι, της άρεσε η Σαρλίν. Αν ήταν ειλικρινής. Και οπωσδήποτε ήταν μια καλλονή που σου έκοβε την αναπνοή. Θα έπαιζε την Κλόβερ από το Τέξας, ενώ η Τζέιν θα ήταν η Νεοϋορκέζα Κάρα. Η Τζέιν άκουγε την Σαρλίν να μιλά με άνεση με δυο τύπους πλάι της, λες και τους γνώριζε πάντα. Μακάρι να κρατήσει την αθωότητά της, σκέφτηκε. Μετά γέλασε. Δύσκολο πράγμα. Εδώ ήταν το Χόλιγουντ. Και με το κορμί που διέθετε, η μικρή θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από τη μικρή Βίβλο που κουβαλούσε πάντα μαζί της. Η Τζέιν κοίταξε προς τη μοναδική άδεια καρέκλα στο τραπέζι και κατάλαβε ποιον περίμεναν όλοι. Τ η Λάιλα Κάιλ. Δεν είχε ακόμη βγει από το καμαρίνι της. Γιατί αργούσε τόσο; Μια προκαταρκτική συνάντηση ήταν απλώς, έτσι για να γνωριστούν μεταξύ τους. Μάλλον το παίζει σταρ, σκέφτηκε η Τζέιν. Από τώρα; Και με τον Μάρτι Ντι Τζενάρο; Περισσότερο από καθετί άλλο, η Τζέιν ήταν επαγγελματίας. Στο παρελθόν, μπορεί κάποιοι ν' ασκούσαν κριτική στο ταλέντο της, στην εμφάνισή της, στην ερμηνεία κάποιου ρόλου. Αλλά ποτέ στην αφοσίωσή της στη δουλειά. Πάντα στην ώρα της, πάντα διαβασμένη, πάντα πεισμένη ρως στο σκηνοθέτη ανήκε ο τελευταίος λόγος.
Οι χαμηλόφωνες συζητήσεις σταμάτησαν καθώς η Λάιλα Κάιλ έφτανε με αργό βήμα. Λες και κάθε βήμα της είναι αποτέλεσμα χορογραφίας, σκέφτηκε η Τζέιν. Φορούσε στενό μαύρο δερμάτινο παντελόνι, μαύρο δερμάτινο μπουφάν, ψηλές δερμάτινες μπότες. Τίποτε δεν έδειχνε υπερβολικό πάνω της, σκέφτηκε η Τζέιν. Και σίγουρα της ταίριαζε ο ρόλος της Κρίμσον, του πλουσιοκόριτσου από το Σαν Φρανσίσκο. Η Λάιλα έφτασε στο τέρμα του τραπεζιού, καθώς ο Μάρτι σηκωνόταν για να την υποδεχτεί. Πριν προλάβει να κάνει τις συστάσεις, εκείνη τον φίλησε στο μάγουλο και στράφηκε προς τους υπόλοιπους. «Γεια σας, είμαι η Λάιλα Κάιλ», είπε με δυνατή φωνή και κάθισε. Η Τζέιν κοίταξε γύρω της και είδε πως όλοι οι άντρες είχαν σηκωθεί. Τι στο διάβολο; σκέφτηκε η Τζέιν. Πώς το κατάφερε αυτό η Λάιλα; * * *
Η Λάιλα καθόταν παρακολουθώντας τους άντρες γύρω της. Ή τ α ν ένα από τα κόλπα που της είχε μάθει η μητέρα της όταν την έπαιρνε μαζί της στα πλατό: πώς να κάνει μια θεαματική είσοδο. Φτάνεις τελευταία και τους καθιστάς σαφές πως είσαι μια κυρία. Έτσι τους φεύγει από την αρχή η μαγκιά. Ο Μάρτι έκανε τις συστάσεις, αναφέροντας τα ονόματα όλων, αλλά η Λάιλα δε γύριζε να κοιτάξει, απλώς διατηρούσε ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη. Με τη Σαρλίν και την Τζέιν είχε ξανασυναντηθεί. Κοίταξε την Τζέιν στο πλάι της και είδε πως παρακολουθούσε τον Μάρτι στο στόμά λες και ήταν θεός. Ήξερε πως η Τζέιν είχε πίσω της μια καριέρα ηθοποιού. Ήταν όμορφη, αλλά όχι πολύ ψηλή. Ό σ ο για την ξανθιά, δεν είχε καν πείρα ηθοποιού. Πρώην σερβιτόρα, για όνομα του Θεού, αλλά πάντως καλλονή κι αυτή. Δεν υπάρχει τίποτε το ανησυχητικό, διαβεβαίωσε τον εαυτό της η Λάιλα. Γιατί ενώ ο Μάρτι επέμενε πως θα υπήρχαν τρεις συμπρωταγωνίστριες, η Λάιλα βρισκόταν εκεί για να γίνει η μοναδική σταρ, ό,τι κι αν έλεγε ο Μάρτι.
H Λάιλα ένιωσε το χέρι της Σαρλίν στο μπράτσο της και γύρισε και την κοίταξε ψυχρά. «Θαυμάσιο το παντελόνι σου, από που το αγόρασες;» ρώτησε η Σαρλίν. «Το παρήγγειλα, είναι από τη Φλωρεντία», απάντησε η Λάιλα. Δεν έκανε κακό να φανεί λίγο φιλική. «Μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις το τηλέφωνο της Φλωρεντίας; Θα ήθελα να της δώσω κι εγώ μια παραγγελία», είπε η Σαρλίν. Η Λάιλα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε. Τρομερό, σκέφτηκε. Τα μάτια της έπεσαν στη μικρή Βίβλο μπροστά στη Σαρλίν. Αν είναι δυνατόν! «Η Φλωρεντία είναι πόλη της Ιταλίας», είπε και η Σαρλίν έγινε κατακόκκινη. Η Λάιλα κοίταξε τους άντρες και είπε ένα ανέκδοτο για τις ξανθιές. Εκείνοι γέλασαν τρανταχτά. Μόνο η Τζέιν δε γέλασε. Στράφηκε προς τη Σαρλίν. «Η Φλωρεντία είναι μια ιταλική πόλη, πασίγνωστη και για τα δερμάτινά της», εξήγησε στο κορίτσι. Άντε πηδήξου, σκέφτηκε η Λάιλα. *
*
*
Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο κάθισε και τους κοίταξε όλους γύρω του. Η συνάντηση πήγαινε πολύ καλά, πραγματικά πολύ καλά. Όλοι οι γνωστοί του του έδιναν διάφορες συμβουλές. Το δυσκολότερο πράγμα, του έλεγαν, θα είναι να διευθύνεις τρεις καλλονές που δεν είχαν ξαναδουλέψει στην τηλεόραση. Δύσκολα, έλεγαν, θα κατάφερνε να διατηρήσει την ισορροπία για να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Αναρωτιόταν αν τα ίδια έλεγαν στη δεκαετία του τριάντα στον Τζορτζ Κιούκορ, όταν γύριζε τις Γυναίκες. Κι αν ο Κιοΰκορ μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με την Τζόαν Κρόφορντ, την Πολέτ Γκοντάρ, τη Ρόζαλιντ Ράσελ και τη Μάρτζορι Μέιν, διάβολε, θα τα έβγαζε κι αυτός πέρα μ' αυτές τις τρεις. Όλες τους ήταν πανέμορφες και όλες τους θα έδειχναν κούκλες στη μικρή οθόνη. Αλλά ήξερε επίσης πως μόνο μια απ' αυτές είχε γεννηθεί για την κάμερα, όχι μόνο λόγω της ομορφιάς της, αλλά και από τον τρόπο που κάρφωνε τη ματιά της στην κάμερα. Η Μονρόε το είχε αυτό: μπορούσε να κοιτάζει τόσο
βαθιά οτην κάμερα που έδινε την εντύπωση ότι κοίταζε στα μάτια το θεατή. Σαν να διάβαζε το μέλλον και τις καρδιές των ανθρώπων. Και ποτέ της δε συνειδητοποίησε αυτό το χάρισμα. Ο Μάρτι κοίταζε τώρα τη Λάιλα. Αυτή είχε το χάρισμα. Αλλά, σε αντίθεση με τη Μονρόε, αυτή το ήξερε. Και αυτό την έκανε επικίνδυνη και δύσκολη στο χειρισμό. Αλλά και πολύ συγκλονιστική. Ο Κιούκορ έλεγχε απόλυτα τις πρωταγωνίστριές του. Τις έβαζε στη γραμμή, απαιτούσε να δουλεύουν ομαδικά. Και είχε κάνει την ταινία της ζωής του. Μια ταινία με γυναίκες. Θα αποδείκνυε και ο Μάρτι πως μπορούσε να το κάνει. Στο κάτω κάτω αυτός ήταν ο Μάρτι Ντι Τζενάρο και αυτό δεν ήταν παρά η τηλεόραση.
17 Μετά τη δουλειά η Τζέιν επέστρεφε στο σπίτι εξουθενωμένη. Πολλά βράδια ο Πιτ τηλεφωνούσε και ζητούσε να την επισκεφτεί. Η Τζέιν ήλπιζε να μην ήταν ο σνομπισμός αυτό που την εμπόδιζε ν' αποκαλύψει τη σχέση τους, αν και ουσιαστικά δεν υπήρχε καμιά σπουδαία σχέση. Ή τ α ν ευγενικός και συνεργάσιμος. Της έκανε έρωτα και την κρατούσε στην αγκαλιά του κι αυτό εκείνη το είχε ανάγκη. Αλλά λίγα ήταν τα πράγματα που μοιράζονταν εκτός απ' αυτές τις στιγμές. Μοναδικό θέμα συζήτησης για τον Πιτ ήταν τα τηλεοπτικά σόου. Μαζί του χαλάρωνε και διεγειρόταν όσο και μ' ένα ζεστό μπάνιο. Ή τ α ν τόσο διαφορετικός από τον Σαμ... Έδιωξε γρήγορα τη σκέψη της από τον Σαμ. Ή τ α ν σκέτη τρέλα, της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Το γεγονός ήταν ένα: κοιμόταν με τον Πιτ για ένα σωρό λάθος λόγους. Επειδή ένιωθε ανία, μοναξιά και είχε ανάγκες. Φερόταν με τον τρόπο που φέρονταν οι άντρες. Ο καημένος ο Πιτ πλήρωνε το τίμημα.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η Τζένν αναστέναξε. Ήξερε πως θα ήταν ο Πιτ. Δεν ήθελε να τον αποφύγει κι απόψε. «Τζέιν; Μπορώ να έρθω;» «Είμαι πολύ κουρασμένη, Πιτ». «Κι εγώ. Αλλά θέλω να σε δω για ένα λεπτό. Έχουμε να κουβεντιάσουμε». Ή τ α ν τόσο ασυνήθιστο αυτό εκ μέρους του, που συμφώνησε. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχε φτάσει. Η Τζέιν κάθισε στον καναπέ, αλλά εκείνος δεν τη μιμήθηκε. Στεκόταν όρθιος, με την πλάτη στον τοίχο. «Τζέιν, δεν είμαι κανένας Αϊνστάιν, αλλά έχω καταλάβει τι συμβαίνει. Δε θέλεις να μου μιλάς στη δουλειά κι αυτό το καταλαβαίνω. Νιώθω επίσης ευγνωμοσύνη που μου εξασφάλισες τη θέση. Αλλά ο μπαμπάς μου εξήγησε πώς γίνονται αυτά τα πράγματα. Θα γίνεις διάσημη και σου είναι άχρηστο βάρος ένας τεχνικός. Μπορείς πλέον να δημιουργήσεις δεσμό με όποιον θέλεις και είμαι σίγουρος ότι δε θέλεις εμένα». Η Τζέιν έμεινε σιωπηλή. Ή τ α ν καλόκαρδος, αισθησιακός κι ευγενικός μαζί της. Πώς να του πει ότι δεν την ένοιαζε η δουλειά του, αλλά η διαφορά της ηλικίαςτους; Και ότι τον χρησιμοποίησε; Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως την είχε αγαπήσει με το δικό του καλιφορνέζικο τρόπο. Αλλά τι ακριβώς είχε ερωτευτεί; Ένα φτιαγμένο από την αρχή σώμα; Ένα εντελώς αλλαγμένο πρόσωπο; «Μπορεί και να έχεις δίκιο», είπε και τον άφησε να φύγει. *
*
*
Η Τζέιν δεν είχε ποτέ της ενδιαφερθεί πολύ για το χρήμα. Και, βέβαια, ουσιαστικά δεν είχε τι να σκεφτεί μέχρι τη στιγμή που βρήκε τα λεφτά της γιαγιάς της, που ξοδεύτηκαν όλα στις εγχειρήσεις και στα νοσήλια. Είχε δουλέψει στο θέατρο, πότε με αμοιβή, πότε δωρεάν και όταν βρισκόταν σε ανάγκη εξασκούσε το επάγγελμα της νοσοκόμας. Στη Νέα Υόρκη έκανε πάντα οικονομίες. Σπάνια είχε λεφτά, ο λογαριασμός της στην τράπεζα και οι κάρτες της ήταν πάντα φορτωμένες. Ζούσε περιθωριακά και της άρεσε να σκέφτεται πως αυτό είναι η μιιοέμικη ζωή, η μοναδική ζωή που είχε γνωρίσει.
Τώρα έβγαζε λεφτά με το τσουβάλι. Πρώτα ήρθε η επιταγή απ<5 την Εταιρεία Καλλυντικών Φλάντερς. Εξακολουθούσε να νιώθει δυσάρεστα που προωθούσε κάποιο προϊόν, αλλά αυτό ήταν όρος για να πάρει το ρόλο. Πάντως, το συμβόλαιο της ήταν για ένα χρόνο και όχι για τρία, όπως της είχαν ζητήσει. Είχε στείλει στο δόκτορα Μουρ αυτά που του χρωστούσε, είχε πληρώσει τον Σάι και τους φόρους και πάλι της είχαν μείνει πάνω από ενενήντα χιλιάδες. Κι όταν πήρε την πρώτη της επιταγή για τη σειρά — σχεδόν πενήντα χιλιάδες δολάρια— συνειδητοποίησε πως θα έπαιρνε άλλα τόσα μετά από δύο εβδομάδες. Υπογράφοντας το συμβόλαιο με τον Σάι είχε δει πως η αμοιβή της θα ήταν τριάντα τρεις χιλιάδες ανά επεισόδιο. Αλλά μέσα στην έξαψή της δε βρήκε τον χρόνο να κάνει τους υπολογισμούς της. Άνοιξε λογαριασμό στην Καλιφόρνια Νάσιοναλ και τα κατέθεσε μαζί με την επιταγή από τους Φλάντερς. Αλλά καθώς η μία επιταγή ακολουθούσε την άλλη, άρχισε να νιώθει δυσάρεστα. Τώρα κοιτούσε την εκκαθάριση του λογαριασμού της: διακόσιες δεκαεφτά χιλιάδες, εξήντα τρία δολάρια και σαράντα επτά σεντς! Απίστευτο! Και η Τζέιν ήξερε πως αυτό ήταν μόνο η αρχή. Παρά το ότι η σειρά δεν είχε καν αρχίσει να παίζεται, ο Σάι Όρτις της είχε δώσει ήδη μερικά σενάρια για ενδεχόμενη μελλοντική νέα συνεργασία της. Ό λ α είχαν να κάνουν με εύκολες και γρήγορες τηλεοπτικές δουλειές, αλλά το μικρότερο ποσό που της πρόσφεραν ήταν 250.000 δολάρια. Τόσα λεφτά για δουλειά πέντε εβδομάδων! Κούνησε το κεφάλι της. Ακόμη και στην εποχή των παχιών αγελάδων, στη Νέα Υόρκη, η Μέρι Τζέιν δεν είχε ποτέ της κερδίσει πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες δολάρια το χρόνο. Ο Όρτις ήθελε επίσης να κουβεντιάσουν για τη συμμετοχή της σε διάφορες διαφημίσεις. Και όλ' αυτά, όσο γελοία κι αν φαίνονταν, σήμαιναν πολλά λεφτά. Και παρά το ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να κάνει τίποτε από αυτά, καταλάβαινε πως είχε πέσει ο ένα ποτάμι γεμάτο χρυσό. Ό π ω ς συνέβαινε με την Τζάκλιν Σμιθ και την Κέιτ Τζάκσον. Ό λ α της φαίνονταν εξωπραγματικά. Όπως ακριβώς πίστευε πως ήταν άδικο να μην έχει δεκάρα στη Νέα Υόρκη, το ίδιο άδικο
πίστευε πως ήταν να κερδίζει τώρα τόσα λεφτά. Και όλ' αυτά της τα είχε εξασφαλίσει η εμφάνιση της. Την οποία —τι ειρωνεία! — είχε αγοράσει πληρώνοντας μόνο το δεκαπέντε τοις εκατό του σημερινού εισοδήματος της. Καλή επένδυση, σκέφτηκε χαμογελώντας. Μετά από τόσα χρόνια ταλαιπωρίας, το άξιζε. Αλλά τι γινόταν με όλους εκείνους τους ηθοποιούς που ποτέ δεν αγωνίστηκαν όσο αυτή για να πετύχουν; Που όλα υπήρξαν εύκολα γι αυτούς; Εύκολα το έριχναν και στα ναρκωτικά, στις υπερβολές, φτάνοντας ακόμη και στη χρεοκοπία. Μεγάλες οι ευθύνες που επωμιζόταν. Ακόμη κι αυτή, που είχε τόση πείρα, κοιτούσε τώρα τον τραπεζικό της λογαριασμό και αναρωτιόταν τι θα τα έκανε όλ' αυτά τα χρήματα. Φυσικά, μερικά απ' αυτά θα μπορούσε να τα σκορπίσει. Ν' αγοράσει ωραία ρούχα που τόσο της είχαν λείψει, να βρει ένα ακόμη ωραιότερο σπίτι. Ίσως θα μπορούσε να κάνει καμιά φιλανθρωπία, να βοηθήσει καινούριους ηθοποιούς που αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Αλλά πώς; Δεν ήταν δυνατόν να στείλει έτσι στα ξαφνικά μια επιταγή στη Μόλι και τον Τσακ! Λοιπόν, θα έστελνε μια επιταγή στον πατέρα Ντάμιεν. Η εκκλησία ταυ πρόσφερε άσυλο στους ηθοποιούς της Νέας Υόρκης. Και δέκα χιλιάδες δολάρια γι' αυτόν θα ήταν το παν και για κείνη τίποτε. Αλλά θα έπρεπε να δώσει χρήματα σε μεμονωμένα πρόσωπα; Τότε συνειδητοποίησε πως σαν Μέρι Τζέιν δεν είχε ποτέ εκτιμήσει αυτές τις φιλανθρωπίες και τις χορηγίες. Πρώτα απ' όλα θα έβρισκε ένα ωραίο επιπλωμένο μπανγκαλόου στο Μπέρντλαντ. Εκεί, στους Λόφους του Λος Άντζελες, οι δρόμοι είχαν ονόματα πουλιών και πολλοί ομοφυλόφιλοι είχαν μετακομίσει σε ωραία μικρά σπίτια. Κι επιτέλους δεν άντεχε άλλο τις συγκατοίκους της. Μπορεί να της έλεγαν και να της ξανάλεγαν πόσο περήφανες κι ευτυχισμένες ένιωθαν με την επιτυχία της, αλλά της ζητούσαν συνεχώς δανεικά και χάρες και ενδιαφέρονταν μόνο για τους εαυτούς τους. Αυτό θα έκανε λοιπόν. Θ' αποκτούσε το δικό της σπίτι. Και μετά;
Ξαφνικά απόρησε πώς δεν το είχε σκεφτεί τόση ώρα. Πώς δεν είχε σκεφθεί όλα εκείνα τα παιδάκια που είχαν γεννηθεί παραμορφωμένα. Εκείνη είχε περάσει δύσκολα χρόνια λόγω της εμφάνισης της, αν και ήταν φυσιολογική. Ενώ αυτά! Υπήρχε, λοιπόν, κάτι που μπορούσε να κάνει. Σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο και πήρε μια λευκή κόλλα. Έκοψε μια επιταγή των εκατό χιλιάδων δολαρίων. Αγαπητέ δόκτορ Μονρ, έγραψε και χαμογέλασε καθώς έβαζε το Μπριούστερ ανάμεσα σε παύλες. Θυμάμαι πως κάποτε είχες αναφέρει ότι μια κινητή χειρουργική μονάδα κοστίζει 20.000 δολάρια το μήνα. Σου στέλνω τα λεφτά για πέντε τέτοιες μονάδες κι ελπίζω να βοηθήσω για ν' αποκτήσουν ξανά τα πρόσωπά τους πενήντα παιδιά. Προσπάθησε να μην τα κάνεις όλα να μοιάζουν με εμένα! Πάντα με ευγνωμοσύνη Η φίλη σου Τζέιν Μουρ.
18 Η Σαρλίν κοίταξε την πράσινη επιταγή στα χέρια της και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Έπρεπε να είναι προσεκτική με όλους αυτούς τους αριθμούς. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως ήταν δικά της. Κοίταξε τον κύριο Όρτις. «Μόνο και μόνο επειδή θα φορέσω λίγο κραγιόν;» ρώτησε. «Τι θα τα κάνω όλ' αυτά;» «Βάλ' τα στην τράπεζα». «Σε ποια τράπεζα;» «Στην τράπεζά σου». «Κύριε Όρτις, δεν έχω τράπεζα». Ποτέ τους δεν είχαν λεφτά αυτή και ο Ντιν. Οι τράπεζες, τα σχολεία και τ αστυνομικά τμήματα της προκαλούσαν εκνευρισμό. Ό σ α χρήματα είχαν, τα έκρυβαν μέσα στη Βίβλο της μαμάς.
Είδε τον κύριο Όρτις να την κοιτά και μετά να σηκώνει το ακουστικό. «Πες στον Αένι να έρθει στο γραφείο μου». Έκλεισε και την κοίταξε. «Θα το τακτοποιήσουμε αυτό, χρυσό μου. Έχω κάποιον που θα τα κάνει όλα —λογαριασμούς, επενδύσεις, φόρους— τα πάντα». Ακούστηκε ένα ευγενικό χτύπημα στην πόρτα. Μπήκε ένας ψηλόλιγνος άντρας με σοβαρό πρόσωπο. Την κοίταξε αμίλητος. Η Σαρλίν του χαμογέλασε. «Σαρλίν, αυτός είναι ο Αένι Φάρμερ. Θα τον διορίσω οικονομικό διευθυντή σου». Ο Σάι κοίταξε τον Αένι και του έδειξε την επιταγή στα χέρια της Σαρλίν. «Άνοιξε ένα λογαριασμό στο όνομα της μις Σμιθ και φρόντισε τις διαδικασίες για να γίνεις πληρεξούσιος της. Και πες στην Ανίτα να της δώσει ένα ποσό σε ρευστό». Ο Σάι στράφηκε στη Σαρλίν και χαμογέλασε. «Έτσι, θα μπορέσεις να κάνεις λίγα ψώνια σήμερα. Και τώρα που τελειώσαμε με τα χρήματα, πρέπει να σου βρούμε ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, πιστωτικές κάρτες. Ό,τι χρειάζεσαι, δηλαδή. Εξήγησέ της, Αένι. Δε χρειάζεται να σε ξαναπασχολήσει το χρήμα. Το μόνο που θα σε απασχολεί είναι το πώς θα το ξοδεύεις». Για την ώρα, της έφυγε ένα βάρος. Για μια στιγμή σκέφτηκε αν έπρεπε να εμπιστευθεί τον Αένι Φάρμερ —ή οποιονδήποτε άλλον. Αλλά στο κάτω κάτω θ' ακολουθούσαν πολλές επιταγές. Περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε να ξοδέψει ο Ντιν! Βγήκε από το κτίριο και προχώρησε προς το Ντάτσουν, όπου ο Ντιν την περίμενε υπομονετικά. Ο καφέ φάκελος που της είχε δώσει η Ανίτα, η λογίστρια, ήταν βαρύς. Κάθισε πλάι στον Ντιν και τον άνοιξε. «Θεέ μου!» μουρμούρισε. «Τι συμβαίνει, Σαρλίν;» ρώτησε ο Ντιν. Η Σαρλίν του είχε ήδη εξηγήσει πως θα έπαιζε σε μια τηλεοπτική σειρά σαν τον Άντι Γκρίφιθ. Ποτέ της δεν ήταν σίγουρη πόσα απ αυτά που του έλεγε καταλάβαινε. Αλλά και η ίδια δεν καταλάβαινε πολλά, έπρεπε να το παραδεχτεί. «Τι συμβαίνει;» ξαναρώτησε ο Ντιν. «Τίποτε, αγόρι μου», του είπε χτυπώντας τον στον ώμο. «Μόλις πήρα τα πρώτα μου λεφτά. Πάμε για ψώνια. Είναι πολλά λεφτά, Ντιν. Τι θα ήθελες, λοιπόν, περισσότερο από καθετί στον κόσμο;»
«Δεν ξέρω, Σαρλίν. Δε θέλω τίποτε. Έ χ ω εσένα κι ένα αυτοκίνητο και τώρα μένουμε σ' ένα πολΰ ωραίο διαμέρισμα. Και δεν πεινάω πια. Δεν ξέρω, Σαρλίν. Νομίζω πως δε χρειάζομαι τίποτε άλλο». Η Σαρλίν τον πίεσε. «Και βέβαια χρειάζεσαι. Ξέρω πως υπάρχει κάτι που το επιθυμούσες πάντα. Σκέψου, Ντιν». Ο Ντιν έσμιξε τα φρύδια του. «Πάντα ήθελα ένα σκύλο. Ξέρεις, ένα λαμπραντόρ. Ίσως κάποιο σαν αυτά που είχε ο Ντόουμπ». Είχαν ήδη αποκτήσει μια γάτα, μια καλοθρεμμένη μαύρη γάτα που ο Ντιν είχε βαφτίσει Ό π ρ α . Αλλά η Σαρλίν δεν ήταν σίγουρη για το αν τους χρειαζόταν ένας σκύλος. Αλλά γιατί όχι; «Ωραία», είπε. «Τι περιμένουμε, λοιπόν;» Ο Ντιν γούρλωσε τα μάτια του. «Το εννοείς;» ρώτησε. «Έχεις τόσο πολλά χρήματα;» «Ντιν, από τότε που άρχισα να παίζω την Κλόβερ, έχω περισσότερα χρήματα και από τον πλουσιότερο άνθρωπο του Λάμσον». Ο Ντιν έβαλε μπροστά και βγήκε από το πάρκινγκ. «Ουάουουου!» ούρλιαξε και τα λάστιχά του στρίγκλισαν. *
*
*
Όταν μπήκαν στο κατάστημα με τα ζώα, η Σαρλίν διαπίστωσε πως όλα ο αυτή την πόλη ήταν μοναδικά. Ο καλοντυμένος πωλητής τους πλησίασε. «Τι θέλετε να σας δείξω;» ρώτησε. «Θέλουμε ένα σκυλάκι», είπε ο Ντιν. «Θα θέλαμε να δούμε ένα μαύρο λαμπραντόρ, αν έχετε», πρόσθεσε η Σαρλίν, κοιτάζοντας γύρω της. Αλλά δεν είδε τίποτε παρά μόνο φωτογραφίες στους τοίχους. «Πού τα έχετε τα σκυλιά;» ρώτησε. «Είστε τυχεροί. Τα παρουσιάζουμε πάντα μετά από ραντεβού, αλλά είχαμε μια ακύρωση». Πάτησε το κουμπί στο γραφείο του. «Λίζα, φέρε το μαύρο λαμπραντόρ που θα δείχναμε στη Μέρι Τάιλερ Μουρ. Και το σέτερ και το άλλο». Λίγα λεπτά αργότερα, μια νεαρή γυναίκα, που επίσης ήταν καλοντυμένη και ατσαλάκωτη, άνοιξε μια πόρτα κι έβαλε μέσα
ένα καλάθι με τρία κουταβάκια. Θεέ μου, σκέφτηκε η Σαρλίν, κοιτάζοντας τους σατινένιους φιόγκους στα κεφάλια τους. Ο Ντιν γονάτισε πλάι τους. Τον είδε ν' ακουμπά το πρόσωπο του στις μουσούδες τους και να κλείνει τα μάτια καθώς τον έγλειφαν. «Σας παρακαλώ, κύριε, βγάλτε τους φιόγκους. Δεν είναι στη φύση τους», είπε. «Μπορώ να τ αγγίξω;» «Και βέβαια». Έχωσε τα χέρια του στο καλάθι. «Εϊ, Σαρλίν, κοίταξέτα. Σκέτα κουκλιά». Την κοίταξε με ανήσυχο βλέμμα. «Δεν μπορώ να διαλέξω το ένα και ν' αφήσω τα άλλα». «Θεέ μου», είπε η Σαρλίν στον πωλητή. «Γιατί να τα φέρετε και τα τρία;» Έβαλε το χέρι στη Βίβλο της μαμάς και στο φάκελο με τα λεφτά. Ένιωσε σιγουριά και ο κύριος Όρτις της είχε υποσχεθεί πολλά λεφτά. Κοίταξε τον Ντιν και είπε: «Θα τα πάρουμε όλα». «Όλα, Σαρλίν; Στ' αλήθεια μπορούμε; Στ' αλήθεια;» «Και βέβαια μπορούμε. Αλλά πώς θα τα βαφτίσεις, Ντιν;» Κοίταξε το ευτυχισμένο πρόσωπο του. Της ερχόταν να κλάψει. Κανείς τους δεν αναφέρθηκε στο κουταβάκι που είχε σκοτώσει ο μπαμπάς τους. «Δεν μπορούμε να την πούμε Όπρα», είπε ο Ντιν, χαϊδεύοντας το λαμπραντόρ. «Αλλά ας βαφτίσουμε την ξανθιά Κλόβερ!» «Αυτό είναι, Ντιν!» είπε η Σαρλίν και άρχισε να γελά. «Αυτή θα είναι η Κλόβερ, η μαύρη η Κάρα και αυτή με το κοκκινωπό τρίχωμα η Κρίμσον. Ακριβώς όπως στο σόου!» *
*
*
Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, η Σαρλίν είπε, κοιτάζοντας το καλάθι στο πίσω κάθισμα: «Τώρα πρέπει να πάμε στο σούπερ μάρκετ ν' αγοράσουμε μερικές σκυλοτροφές. Και άλλα πράγματα για να γεμίσουμε το ψυγείο και τον καταψύκτη του σπιτιού μας. Τι λες;» Το μαγαζί ήταν τόσο μεγάλο, όσο και τα γήπεδα που έβλεπαν στην τηλεόραση. «Από που θα ξεκινήσουμε;» ρώτησε ο Ντιν μπερδεμένος.
«Πρώτα θα πάρουμε ένα άδειο καρότσι», είπε η Σαρλίν. «Και μετά θ' αρχίσουμε ν' ανεβοκατεβαίνουμε τους διαδρόμους, παίρνοντας ό,τι — με άκουσες, Ντιν, είπα ό,τι — θέλουμε από τα ράφια. Πάρε ένα καρότσι εσύ και θα πάρω κι εγώ άλλο ένα. Θα συναντηθούμε στη μέση του καταστήματος. Εντάξει;» «Εντάξει!» «Φύγαμε λοιπόν!» Πρώτος έφθασε ο Ντιν. Πρώτος και με τα περισσότερα πράγματα στο καρότσι του. Κρατούσε και μερικά πράγματα στα χέρια του. «Σαρλίν, ποτέ μου δε φαντάστηκα πως τα σούπερ μάρκετ είναι τόσο διασκεδαστικά. Κουράστηκα, αλλά ας ξανάρθουμε». Ξεφυσούσε λαχανιασμένος. «Και βέβαια, αγάπη μου. Αύριο, αν το θέλεις. Αλλά δεν τελειώσαμε ακόμη. Έμειναν τα εύκολα: να πληρώσουμε».
19 Το Χόλιγουντ υπήρξε πάντα ένα μέρος όπου οι δημόσιες σχέσεις έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Και πολλοί είναι εκείνοι που επωφελούνται. Εγώ — η Λόρα Ρίτσι — το ξέρω καλά αυτό και επωφελούμαι καθημερινώς: προσκλήσεις σε πάρτι, συνεντεύξεις Τύπου, δώρα και κάποιες αμοιβές για «συμβουλές», ένα είδος νόμιμης δωροδοκίας. Γιατί η δημοσιότητα πάντα αγοράζεται. Το πιο περίεργο για το πώς λειτουργεί το Χόλιγουντ είναι ο τρόπος που όλοι αντιλαμβάνονται τις δημόσιες σχέσεις. Όταν ξεκινά κάτι καινούριο και επιτυχημένο ξεσηκώνεται θύελλα. Και ήδη είχε ξεσηκωθεί θύελλα για τη σειρά του Μάρτι Ντι Τζενάρο Τρεις για το Δρόμο. Τα υλικά υπήρχαν: τρία φρέσκα πρόσωπα, η αναβίωση της δεκαετίας του εξήντα και, το' σπουδαιότερο, το τηλεοπτικό ντεμπούτο του Ντι Τζενάρο. Είκοσι χρόνια θητείας μου στο Χόλιγουντ με έπεισαν ότι αυτή η θύελλα είναι ό,τι καλύτερο: όχι αγορασμένες δημόσιες σχέσεις, αλλά κάτι πραγματικά συγκλονιστικό, κάτι που θα γινόταν η
επιτυχία της σεζόν, όλων των σεζόν. Και αυτές οι Λάιλα Κάιλ, Σαρλίν Σμιθ και Τζέιν Μουρ ήταν τα καινούρια αστέρια. * *
*
Το γύρισμα μιας τηλεοπτικής σειράς απαιτεί σκληρή δουλειά. Η Τζέιν ήξερε από σκληρή δουλειά από την εποχή της Νέας Υόρκης που πολλές φορές χρειαζόταν να κάνει ένα σωρό δουλειές εκτός από το να παίζει. Αλλά αυτή εδώ η σειρά ήταν τόσο εξουθενωτική, που έκανε τη δουλειά της στη Νέα Υόρκη να μοιάζει με καλοκαιρινές διακοπές. Η δουλειά μπήκε σε μια ρουτίνα. Έπαιρνε το κείμενο της μόλις την προηγουμένη, το διάβαζε μια φορά και μετά άρχιζε ν' αποστηθίζει τις ατάκες. Το πρωί έφτανε στο στούντιο στις έξι. Σχεδόν δεν υπήρχε χρόνος για πρόβες. Το βράδυ της πρώτης ημέρας είχαν κιόλας γυριστεί μερικές σκηνές. Έπρεπε να ξέρει καλά τα λόγια της και να παρακολουθεί τις κινήσεις της κάμερας. Και μόνο τότε, αν της απέμενε καθόλου ενέργεια, μπορούσε να συμπεριφερθεί σαν ηθοποιός. Κάθε βράδυ, στις εφτά, έφευγε εξοντωμένη και ευχαριστημένη που η λιμουζίνα με το σοφέρ την πήγαινε στο σπίτι της. Μετά τσιμπούσε κάτι, δούλευε κι έπεφτε στο κρεβάτι για να ξεκινήσει τα ίδια την επομένη. Κάθε μέρα, έξι μέρες την εβδομάδα. Την Κυριακή κατέρρεε και ξεκουραζόταν, αλλά το βράδυ είχε πάλι διάβασμα. Μετά από δύο εβδομάδες, η Τζέιν άρχισε να σέβεται τους τηλεοπτικούς ηθοποιούς που αυτή και η Μόλι και όλοι στην εκκλησία του Αγία Μαλαχία συνήθιζαν να λοιδορούν. Στο πλατό συναντούσε τον Πιτ, που είχε γίνει όπως όλοι οι άλλοι τεχνικοί: έτοιμοι να προσφέρουν τη βοήθειά τους και ευχάριστοι. Λοιπόν, έλεγε στον εαυτό της, δεν μπορούσε να έχει και τα δύο: να τον χρησιμοποιεί όποτε ήθελε έρωτα και στοργή και να τον κρατά σε απόσταση στη δουλειά. Άλλωστε δεν είχε πια άλλες δυνάμεις παρά μόνο για τη δουλειά. Τα βράδια ζούσε σαν καλόγρια και ήταν τόσο κουρασμένη που η παρουσία του δε θα τη βοηθούσε. Τότε, ένα βράδυ, είδε την εκπομπή Απόψε Διασκεδάζουμε. Είχαν κάτι για τη σειρά, αλλά προηγουμένως παρουσίασαν την Κρίσταλ
Πλένουμ και τον Σαμ Σιλντς. Έμεινε εκεί, με τα μέλη παράλυτα. Μιλούσαν για το Τζακ και Τζιλ. Κάθισε ν' ακούσει τη συνέντευξη και να δει μερικές σκηνές με την Κρίσταλ στο ρόλο της Τζιλ. Και μέσα της ένιωσε ένα κενό. Ένα κενό που είχε ρουφήξει όλα όσα είχε μέχρι τότε πετύχει. Δεν είχε μείνει τίποτε εκτός από τη ζήλια και το κενό. Μέσα σ' εκείνο το κενό το μυαλό της πλημμύρισε ξανά από τις αναμνήσεις. Σε απέρριψε, είπε στον εαυτό της. Σου είπε ψέματα. Παραβίασε τις συμφωνίες σας. Αλλά, παρ' όλ' αυτά, ήταν πάντα γοητευτικός, όλο πάθος κι ένταση. Την κοιτούσε στ' αλήθεια, την άκουγε στ' αλήθεια, την ήξερε στ' αλήθεια. Ή τ α ν ικανός να κάνει τέχνη, να μιλά για την τέχνη. Και να την κάνει να γελά. Στις ελεύθερες στιγμές της θυμόταν το γέλιο του Σαμ, τα γέλια και τ' αστεία τους. Αυτό της αποσπούσε την προσοχή. Αλλά οι αναμνήσεις από τη ζωή με τον Σαμ της κρατούσαν συντροφιά. Γιατί το να δουλεύεις σε μια τηλεοπτική σειρά ήταν λίγο σαν να υπηρετείς στο στρατό. Ή τ α ν εξοντωτικό να είσαι συνέχεια σ' επιφυλακή, να είσαι πάντα έτοιμος, να περιμένεις και μετά να παίρνεις εντολή και να τρέχεις. Τους έπαιρνε μια ώρα για να γυρίσουν ένα λεπτό ταινίας, μερικές φορές και περισσότερο. Ή τ α ν μια πολύ δύσκολη και σοβαρή δουλειά. Και στο πλατό, η μόνη που έβγαζε γέλιο ήταν η Σαρλίν. Η Τζέιν και η Σαρλίν είχαν κιόλας τοποθετηθεί στις μοτοσικλέτες τους. Ως συνήθως, υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τα φώτα. Και τώρα που διορθώθηκε, η Λάιλα, ως συνήθως, πάλι τις έκανε να περιμένουν. Η Τζέιν ένιωσε το μεϊκάπ να τρέχει στο πρόσωπο της και το μέτωπο της άρχισε να γυαλίζει. Και τελικά έκανε την εμφάνισή της η Λάιλα, χωρίς καν να ζητήσει συγνώμη. «Φώτα», φώναξε ο Ντίνο. «Εϊ, παιδιά», είπε η Λάιλα. «Ξέρετε πώς μια ξανθιά ανάβει το φως μετά το σεξ;» ρώτησε και ακολούθησε μια όλο προσμονή σιωπή. «Ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου», είπε η Λάιλα και απλώς χαμογέλασε την ώρα που όλοι ξεσπούσαν σε γέλια. Η Σαρλίν κοκκίνισε ως τις ρίζες των μαλλιών της. Η Τζέιν ένιωσε απαίσια. «Είσαι έτοιμη τώρα;» είπε στη Λάιλα. « Ή μήπως θα χρειαστεί να περιμένουμε κι άλλο ακούγοντάς σε;»
«Εγώ δε λέω τις ατάκες μου οχτώ φορές», απάντησε η Λάιλα. Η αλήθεια ήταν πως η Σαρλίν έχανε συχνά τα λόγια της, αλλά η εχθρική συμπεριφορά της Λάιλα δε βοηθούσε. «Ελάτε τώρα, πάρτε θέσεις», ακούστηκε η φωνή του Μάρτι που μόλις είχε αντικαταστήσει τον Ντίνο. Η Λάιλα τον κοίταξε ψυχρά και μετά άπλωσε τα μακριά της πόδια στην Τράιουμφ. Μόλις η Λάιλα έμαθε ότι οι άλλες δύο είχαν Χάρλεϊ, επέμεινε να έχει αυτή τη μοναδική Τράιουμφ. Μετά από δύο μήνες δουλειάς κοντά του, η Τζέιν δε συμπαθούσε ούτε εμπιστευόταν πια τον Μάρτι, αλλά σεβόταν το ταλέντο και τη διορατικότητά του. Ό σ ο για τη Λάιλα Κάιλ, η Τζέιν είχε δει πολλές σαν κι αυτή στη Νέα Υόρκη, πάντα έτοιμες να κάνουν το παν για να κλέβουν την παράσταση. Αλλά εδώ στην Καλιφόρνια αυτές οι επιδειξιομανείς κυριολεκτικά βασίλευαν. Ή τ α ν σαφές πως η Λάιλα, σωστή καλλονή, έπασχε από ναρκισσισμό. Όταν έπρεπε να κάνει κάτι, συμπεριφερόταν σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος γύρω της. Κι όμως, οι τεχνικοί τη λάτρευαν. Ακόμη κι όταν δε δούλευε, τα μάτια του Μάρτι την παρακολουθούσαν παντού. Η Τζέιν αναρωτιόταν μήπως οι δυο τους τα είχαν κιόλας φτιάξει. Η Σαρλίν ήταν το ακριβώς αντίθετο. Έκανε πάντα ό,τι της έλεγαν, ανεχόταν τα πάντα, μιλούσε σε όλους στον πληθυντικό κι έλεγε χίλια ευχαριστώ στο μακιγιέρ, που ερχόταν να την πουδράρει λίγο πριν αρχίσει το γύρισμα. Αλλά η Τζέιν δεν είχε ακόμη αποφασίσει αν αυτό ήταν το πραγματικό πρόσωπο της Σαρλίν. Και τι ήταν πια αυτή η Βίβλος; Στα διαλείμματα η Σαρλίν δε σταματούσε νά διαβάζει. Η Τζέιν ένιωθε άνετα με το ρόλο της. Η Κάρα ήταν έξυπνο κορίτσι, η πιο εγκεφαλική από τις τρεις και, ακριβώς επειδή αυτόν το ρόλο κρατούσε, όλοι οι υπόλοιποι την έβλεπαν κι έτσι. Οι τεχνικοί τη συμπαθούσαν και τη σέβονταν και η σχέση της με τον Μάρτι ήταν καλή. Είχε όμως προσέξει πως εκνευριζόταν όταν του έκανε πολλές ερωτήσεις. Δεν είχε καμιά διάθεση να κουβεντιάζει τα θέματα του σεναρίου. Ό,τι είχε στο μυαλό του, το ήθελε και στην οθόνη. Και η δική της δουλειά ήταν να κάνει ό,τι της έλεγε. Πολύ διαφορετική συνεργασία από κείνη με τον Σαμ. Ο
Μάρτι φώναζε «Τρέξτε» και όλοι μαζί ρωτούσαν «Που;» και μετά έτρεχαν. Εκτός από τη Λάιλα που κάθε λίγο αποφάσιζε να δημιουργήσει μια σκηνή. Η Τζέιν αυτό το έβρισκε εξουθενωτικό. Στο κάτω κάτω, παρά το αψεγάδιαστο πρόσωπο της, δεν ήταν είκοσι τεσσάρων χρονών. Για να είναι ειλικρινής, είχε αρχίσει ν' απογοητεύεται. Πίστευε πως με τον Μάρτι να σκηνοθετεί θα ζούσαν μαγικές στιγμές, θα γινόταν επανάσταση στην τηλεόραση. Αλλά ο Μάρτι ήταν το Αφεντικό και τους κινούσε σαν μαριονέτες προς κάποιο όραμα που η ίδια δε μοιράστηκε ποτέ μαζί του. Αλλά ίσως αυτό που έκαναν να ήταν τέχνη — ΐέχνη μ' εμπορική επιτυχία. Στα λίγα επεισόδια που είχαν γυρίσει, δε φαινόταν πουθενά αληθινή υποκριτική τέχνη. Ίσως επειδή τόσο η Λάιλα όσο και η Σαρλίν δεν ήταν πραγματικές ηθοποιοί. Αλλά η κάμερα τις μετέτρεπε σε θεές κι έπαιζαν με φυσικότητα· η Τζέιν έπρεπε να το παραδεχτεί. Μάλιστα η Τζέιν φοβόταν μήπως αυτή, μια επαγγελματίας ηθοποιός, δεν τα έβγαζε τόσο καλά πέρα. *
*
*
Περισσότερο και από τις απαιτήσεις του σεναρίου, την κάμερα και τον Μάρτι, η Τζέιν φοβόταν το βεστιάριο. Την πρώτη φορά είχε τρομοκρατηθεί, δεν τολμούσε να διαβεί το κατώφλι του δωματίου. Μήπως έβλεπε κανείς τις ουλές της; Φορούσε πάντα κάτω από τα ρούχα της ένα μπόντι από λύκρα. Αυτό τα έκρυβε όλα. Αλλά αν κανείς την κοιτούσε προσεκτικά, οι ραφές θα φαίνονταν. Η Τζέιν μπήκε διστακτικά. Είχε ήδη γνωρίσει τον Μπομπ Μπάρτον, τον υπεύθυνο βεστιαρίου, και τη βοηθό του, μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε ξεχάσει το όνομά της. Της ζήτησε να βγάλει τα ρούχα της. Κλότσησε τις μπότες της, έβγαλε το τζιν και την μπλούζα της. Έμεινε εκεί, εκτεθειμένη, με το λεπτό μπόντι. Έπρεπε ν' απαλλαγεί κι απ' αυτό; Και τότε τι θα γινόταν; «Ανάλαβέ την εσύ, Μάι», είπε ο Μπομπ και βγήκε από το δωμάτιο. Η βοηθός του, η Μάι, άρχισε να της παίρνει μέτρα για τα καινούρια ρούχα. Άρχισε να την αγγίζει παντού. «Έχεις ιδρώσει», της είπε και σταμάτησε.
«Είναι από τα φώτα», κατάφερε ν' απαντήσει. «Θέλεις μια πετσέτα ή ν' ανάψω το αιρ κοντίσιον;» «Ναι, σε παρακαλώ, βάλε το αιρ κοντίσιον». Η Τζέιν ήξερε πως δεν έφταιγε η ζέστη που έλιωνε από τον ιδρώτα. Μέχρι στιγμής δεν της είχε ζητήσει να βγάλει το μπόντι. «Πώς είναι τα κοστούμια;» ρώτησε. «Έχεις δει τα σκίτσα;» «Χμμ!» είπε η Μάι. «Τι κοστούμια! Όλο τζιν και μπλουζάκια. Τι τον ήθελαν το σχεδιαστή;» Κούνησε το κεφάλι της. Η Τζέιν γέλασε. «Ναι, αλλά θα είναι καταπληκτικά τζιν. Ό Μάρτι τα θέλει όλα τέλεια». «Ναι, είναι ωραία. Και τα μπλουζάκια μεταξωτά. Κι εσύ θα είσαι ντυμένη στα μπλε. Το καλύτερο χρώμα για την κάμερα. Το άσπρο δεν είναι καλό». Η Τζέιν σκέφτηκε για μια στιγμή. Η Μέρι Τζέιν δε φορούσε ποτέ μπλε. Αλλά τώρα, με τα βαμμένα μαλλιά της και τους γαλάζιους φακούς επαφής, το μπλε θα ήταν τέλειο. «Ναι», είπε χαμογελώντας στη Μάι, «το καλύτερο μου χρώμα είναι το μπλε». Η Μάι χαμογέλασε. «Έχεις τέλειο σώμα. Αλλά η κάμερα τους δείχνει όλους πέντε κιλά πιο χοντρούς. Αλλά να μην αδυνατίσεις και πολύ, σαν την κοκκινομάλλα, δεν είναι φυσικό. Η ξανθιά σύντομα θα παχύνει. Αλλά εσύ δουλεύεις σκληρά για να διατηρείσαι». Μόνο που η Μάι δεν ήξερε πόσο σκληρά είχε δουλέψει η Τζέιν για ν' αποκτήσει αυτό το σώμα. Ο νους της πήγε πάλι στη Νέα Υόρκη, όχι μόνο στις εγχειρήσεις, αλλά και στις εξαντλητικές δίαιτες, εκείνα τ ατέλειωτα νεοϋορκέζικα απογεύματα που χωνόταν στους κινηματογράφους για να ξεχάσει την πείνα της. Σχεδόν νηστική, περπατούσε, περπατούσε, περπατούσε, μέσα στο κρύο, μέσα στη βροχή... Φοβόταν να γυρίσει σπίτι, φοβόταν να φάει κάτι, φοβόταν να ξεκουραστεί. Μοναδικά της ενδιαφέροντα να χάσει βάρος και οι παλιές ταινίες. Αλλά κι εδώ στην Καλιφόρνια, όπου όλοι ήταν λεπτοί και ηλιοκαμένοι, πάλι φοβόταν το φαγητό. Καφές και φρούτα για πρωινό, τυρί κότατζ και σαλάτα για μεσημεριανό, ένα μικρό κομματάκι κοτόπουλο και λίγα λαχανικά μαγειρεμένα στον ατμό για βραδινό. Κι όταν έπινε μια μπίρα δεν έτρωγε καθόλου βραδινό.
Η Τζέιν δεν ήθελε να σκέφτεται εκείνες τις μέρες στη Νέα Υόρκη, αλλά κάτι σ' αυτή τη γυναίκα τη γύριζε πίσω στα παλιά. Το πρόσωπο της, τα μάγουλά της, η μύτη της, παρά τις ρυτίδες, βρίσκονταν όλα εκεί... Την κοίταξε πιο προσεκτικά. Προσιιαθούσε να σκεφτεί πού την είχε ξαναδεί, αν την είχε συναντήσει σε κάποιο νεοϋορκέζικο βεστιάριο. Και τότε θυμήθηκε τη νεαρή σταρ των προπολεμικών ταινιών, τη μοναδική γυναίκα που μπορούσε τότε να συγκριθεί με την Ντίτριχ και, κατά τη γνώμη της Τζέιν, ήταν ωραιότερη από την Ντίτριχ. «Θεέ μου! Είσαι η Μάι Φον Τρίλινγκ!» φώναξε. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε ευγενικά. «Όχι, όχι», διόρθωσε. «Ήμουν η Μάι Φον Τρίλινγκ».
20 Η 'Ειπριλ περίμενε τη νεοπροσληφθείσα γραμματέα να οδηγήσει στο γραφείο της εκείνο τον αντιπαθέστατο δημοσιογράφο από τους Τάιμς του Λος Άντζελες, που ήθελε σώνει και καλά να της πάρει μια συνέντευξη. Ποτέ της δεν είχε χρόνο για τέτοιες αηδίες, αλλά από τότε που παρουσιάστηκε στο εξώφυλλο του Γουέστ Κόουστ, ως νικήτρια του παγκόσμιου διαγωνισμού για την ανάδειξη του χειρότερου εργοδότη —την κατέτασσαν ψηλότερα και από τα αδαμαντωρυχεία της Νότιας Αφρικής — το τμήμα δημοσίων σχέσεων είχε αποφασίσει πως η προβολή της ήταν απαραίτητη. Θα έχανε, λοιπόν, σαράντα ολόκληρα λεπτά μ' έναν ηλίθιο δημοσιογράφο. Η Έιπριλ Άιρονς υπήρξε η μεγάλη ανακάλυψη του εαυτού της και δούλευε σκληρά. Μερικοί άνθρωποι έλεγαν πως το μόνο που είχε να επιδείξει ήταν η δουλειά της, αλλά εκείνη αδιαφορούσε για τέτοιες ανοησίες. Δεν ήταν δυνατόν να ενδιαφέρεται για το τι
λέει ο κόσμος ένας άνθρωπος που διηύθυνε το μεγαλύτερο στούντιο του Χόλιγουντ. Μέσα στα Ιντερνάσιοναλ Στούντιο είχε γίνει κράτος εν κράτει. Ό χ ι μόνο της εμπιστεύονταν τη δουλειά τους όλοι οι παραγωγοί, αλλά έκανε και δικές της παραγωγές. Είχε δύναμη κι εξουσία: εξουσία πάνω τους, εξουσία να κάνει ό,τι ήθελε, όσο το τελικό αποτέλεσμα άρεσε στον Μπομπ Λε Βιν και τους άλλους μετόχους. Στα σαράντα τέσσερά της, αν και πάντα έκρυβε τρία χρόνια, η Έιπριλ Άιρονς έκανε επιτέλους αυτό που ήθελε και ήταν αυτό που ήθελε. Μετά απ' όλα εκείνα τα χρόνια της ανέχειας, είχε πετύχει. Και κανείς από τους μπάσταρδους των σόου μπίζνες δεν την είχε βοηθήσει. Είχε περάσει τέσσερα χρόνια δουλεύοντας στου Γουόρνερ, ασχολούμενη με ό,τι σκατοδουλειά της έδιναν. Είχε εκλιπαρήσει για μια δουλειά με τον Ρέι Σταρκ, με τον Τζον Χιούστον. Ξόδεψε όλες της τις οικονομίες —τα εξήντα χιλιάδες δολάρια που της είχε αφήσει ο παππούς της και τα έσοδα από το σπίτι της μαμάς της στη Μασαχουσέτη. Έφτασε στο σημείο να πληρώνει με τις πιστωτικές της κάρτες χωρίς να ξέρει αν θα τις εξοφλήσει. Και μετά έβαλε την Άντζελα Μπλέικ να γυρίσει την πρώτη της γυμνή σκηνή. Το πρώτο Σαββατοκύριακο που παίχτηκε η ταινία, τα έσοδά της έφτασαν τα οχτώ εκατομμύρια! Και το πήδημα δεν της είχε κοστίσει σχεδόν τίποτε! Αυτή ήταν η επιτυχία της. Άρχισε να δουλεύει χρησιμοποιώντας τα λεφτά των άλλων. Και είχε το στυλ της: πολύ έξυπνη, πολύ τολμηρή, πολύ εργατική. Επιπλέον, δεν επέτρεπε σε κανέναν μπάσταρδο να της πει όχι. Τώρα κοιτούσε το δημοσιογράφο απέναντι της. Υπήρχαν τρία είδη από δαύτους: πολύ φιλόδοξοι ηλίθιοι που ενδιαφέρονταν μόνο να βγάλουν είδηση. Φυσιολογικά φιλόδοξοι ηλίθιοι που ήθελαν να έχουν μια επαφή μαζί της και να βεβαιωθούν πως δε θα τους κλείσει την πόρτα της. Και τέλος, οι χειρότεροι ηλίθιοι που ενδιαφέρονταν να φύγουν με την τσέπη γεμάτη δολάρια, για να γράψουν καλά λόγια. Όλο τό Χόλιγουντ την αποκαλούσε σιδηρά κυρία. Το αστείο είναι πως οι μισοί τη θεωρούσαν νυμφομανή και οι άλλοι μισοί
ανέραστη. Αλλά αυτά δεν την απασχολούσαν τώρα που ήταν πανίσχυρη. Ο δημοσιογράφος, ένας νεαρός γΰρω στα τριάντα, κουνιόταν νευρικά στο κάθισμά του. Έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει, ζήτησε από τη γραμματέα της να τους φέρει καφέ και περίμενε. Ξεκίνησαν με τις συνηθισμένες ανόητες ερωτήσεις. Ή τ α ν εύκολο για μια γυναίκα να δουλεύει στις σόου μπίζνες, για ποια επιτυχία της ένιωθε τη μεγαλύτερη περηφάνια, τι δυσκολίες συνάντησε; Απαντούσε ενώ το μυαλό της βρισκόταν αλλού. Ή θ ε λε να φρεσκαριστεί πριν βγει για φαγητό με τον Σαμ Σιλντς. Φαίνεται πως το Τζιλ και Τζακ θα πήγαινε καλά και ήθελε να υπογράψει μαζί του για μια ακόμη ταινία. Τον ήθελε και για κάτι πιο προσωπικό. Για συνοδό της. Είχε βαρεθεί όλους αυτούς τους άβουλους άντρες που έπεφταν στο δρόμο της. Όσοι δεν είχαν σχέση με τη δουλειά τής προκαλούσαν ανία, οι εντός δουλειάς κοιτούσαν πώς θα την εκμεταλλευτούν, αλλά ο Σαμ Σιλντς τη διασκέδαζε. Είχε κάτι το απόμακρο που την προσήλκυε, έναν ηλίθιο σνομπισμό της Ανατολικής Ακτής που τον έβρισκε αφελή και παλιομοδίτικο. Επιπλέον, ήταν ένας άντρας που του άρεσαν οι γυναίκες. Και δεν υπήρχαν πολλοί άντρες που ερωτεύονταν γυναίκες. Μπορεί ο Σαμ να μην τις αγαπούσε ακριβώς τις γυναίκες — υπάρχει κανένας άντρας που ν' αγαπά πραγματικά τις γυναίκες; — αλλά του άρεσαν σ αυτές ακριβώς εκείνα που και οι ίδιες θαύμαζαν στους εαυτούς τους. Αγαπούσε τη θηλυκότητα. Η Έιπριλ είχε περάσει καλά στη σύντομη σχέση τους. Βέβαια, μετά ο Σαμ άρχισε να τρέχει πίσω από την Κρίσταλ Πλένουμ — όλοι οι άντρες έτρεχαν πίσω από την Κρίσταλ Πλένουμ. Και, ως συνήθως, η Κρίσταλ είχε ανταποκριθεί. Πάντα πηδιόταν με τους σκηνοθέτες των ταινιών της. Και η Έιπριλ δεν έδινε δεκάρα. Αλλά τώρα η ταινία είχε τελειώσει και, αυτό το ήξερε καλά, είχε τελειώσει και η ιστορία τους. Η Κρίσταλ θα τα ξανάφτιαχνε με το σύζυγο και μάνατζέρ της και θα έψαχνε για την επόμενη περιπέτεια. Και ο Σαμ θα ήταν έτοιμος για κάτι καινούριο. Η Έιπριλ αποφάσισε πως αυτό το «κάτι» θα μπορούσε να είναι
αυτή. Ον δυο τους μπορούσαν να γίνουν ένα πολΰ καυτό δίδυμο. Μπορεί και να παντρεύονταν. Όταν έχεις φτάσει στα σαράντα τέσσερα δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια. Η Έιπριλ αποφάσισε να δώσει στο νεαρό με το στυλό άλλα τρία λεπτά. Μετά θα πήγαινε για φαγητό με τον Σαμ στο Γκριλ. «Άλλη ερώτηση;» ρώτησε, βγάζοντας το κραγιόν της για να διορθώσει το μεϊκάπ της. «Άκουσα πρόσφατα ότι απολύσατε τη γραμματέα σας, αφού προηγουμένως και επί ένα μήνα δε χρησιμοποιούσατε το όνομά της, αλλά την αποκαλούσατε "σκύλα". Είναι αλήθεια;» Η Έιπριλ έμεινε με το κραγιόν στον αέρα. Δεν είχε πει κανείς σ αυτό το καθίκι πως δε θα δεχόταν ερωτήσεις αυτής της φύσεως; Έστρεψε το ψυχρό γκρίζο βλέμμα της πάνω του: «Ποτέ δεν είπα αυτή την ηλίθια "σκύλα"». Σηκώθηκε. «Εαι τώρα μπορείτε να πηγαίνετε». * *
*
Ό σ η ώρα οδηγούσε ως το ρεστοράν, μιλούσε στο τηλέφωνο με το τμήμα δημοσίων σχέσεων για να τακτοποιήσουν το ζήτημα με τους Τάιμς τον Λος Άντζελες. Δεν της έμειναν παρά δυο λεπτά για να προετοιμαστεί για τον Σαμ. Καθόταν περιμένοντας στο μπαρ, με το σώμα του διπλωμένο σε σχήμα ερωτηματικού. Ή τ α ν μελαγχολικός τύπος και γι' αυτό της άρεσε. Είχε βαρεθεί τους γλυκανάλατους της Καλιφόρνια. «Μελαγχολία μετά τον τοκετό;» ρώτησε καθώς τον πλησίαζε. Ένας παραγωγός που την υπολόγιζε καθόταν στο σκαμπό δίπλα του και αμέσως σηκώθηκε για να της το προσφέρει. «Αυτό δεν παθαίνουν οι γυναίκες μετά τη γέννα;» «Ναι, αλλά το παθαίνουν και οι σκηνοθέτες μόλις γεννήσουν το δικό τους μωρό. Κι αν πρέπει να παραγγείλω μόνη το ποτό μου, τότε τι διάβολο κάνω εδώ μαζί σου;» τον ρώτησε γλυκά. Ο Σαμ προσπάθησε να συνέλθει. «Συγνώμη, Έιπριλ, τι θα ήθελες;» «Να πιω;» Ο Σαμ την κοίταξε. «Ναι. Ή οτιδήποτε».
«Παράγγειλε μου μια παγωμένη βότκα. Και μετά παράγγειλε και για τον εαυτό σου ένα πραγματικό ποτό, αντί να πίνεις μπίρα. Και, επιτέλους, ας καθίσουμε στο τραπέζι». Η Έιπριλ προχώρησε και ο Σαμ ακολούθησε με τα ποτά. «Λοιπόν, θα με συνοδεύσεις στην πρεμιέρα;» ρώτησε, προσπαθώντας να παραστήσει την αδιάφορη. «Αν πρέπει να πάω οπωσδήποτε, δεν υπάρχει καλύτερη συνοδός από σένα». «Και βέβαια πρέπει να πας. Και είναι και για ιερό σκοπό». «Εννοείς πως τα έσοδα θα πάνε σε τίποτε φιλανθρωπίες;» Γέλασε. «Όχι. Εννοώ τους μετόχους των Ιντερνάσιοναλ Στούντιο». «Για πες μου κάτι: πάντα τη δουλειά σκέφτεσαι;» «Κάθισε να σου πω δυο πράγματα. Το ένα το είπα ήδη: οι σκηνοθέτες παθαίνουν κατάθλιψη μετά το τέλος της ταινίας τους. Είναι φυσιολογικό. Όλοι νιώθουν θλίψη όταν τελειώνουν τα γυρίσματα. Γι' αυτό κάνουμε και τα πάρτι, για να μειώνουμε την ένταση». Η Έιπριλ ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. «Το άλλο που έχω να σου πω, μίστερ Μπρόντγουεϊ, είναι πως κάθε σκηνοθέτης πηδά την πρωταγωνίστρια και κάθε πρωταγωνίστρια πηδάει το σκηνοθέτη. Ποτέ δε γεννιέται ανάμεσά τους ερωτάς και ποτέ δε νιώθουν σεβασμό. Γίνεται γιατί έτσι επικοινωνούν καλύτερα στη δουλειά. Μερικές φορές αυτό φαίνεται στην οθόνη. Είναι καλό για την ταινία». Ο Σαμ έκανε μια γκριμάτσα και κούνησε το κεφάλι του. «Είσαι φοβερή, Έιπριλ. Με συγκινεί το ενδιαφέρον σου, αλλά γιατί ανησυχείς τόσο για μένα; Μεγάλο παιδί είμαι πια. Μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Δεν έχω αυταπάτες, Έιπριλ. Ένα καλό πήδημα είναι ένα καλό πήδημα. Και, όταν τελειώνει, τελειώνει». Κατάπληκτη η Έιπριλ διαπίστωνε πόσο πολύ της άρεσε αυτός ο τύπος. Σχεδόν αστείο της φαινόταν. «Τότε γιατί αυτά τα μούτρα;» Ο Σαμ ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, το ακούμπησε στο τραπέζι και την κοίταξε. «Πρέπει να πάρω κάποιες αποφάσεις. Πρέπει ν' αποφασίσω για την επόμενη δουλειά μου, για τον αν
θα μείνω εδώ ή θα γυρίσω στη Νέα Υόρκη. Έ χ ω πολλά στο μυαλό μου». «Τότε κάθισε να σου δώσω κάτι να σκέφτεσαι. Τι θα έλεγες για μια ακόμη ταινία μαζί μου;» «Έχεις απορρίψει όλα μου τα έργα». «Δε μίλησα για τα έργα σου, μίλησα για ταινία». «Τι ταινία;» «Μην κάνεις ερωτήσεις, απλώς απάντησέ μου. Θέλεις να ξαναδουλέψεις μαζί μου;» Ο Σαμ συνοφρυώθηκε. «Θα προτιμούσα να φάω ένα τσουβάλι γυαλιά», είπε χαμογελώντας. «Δεν ξέρω πώς να το πάρω αυτό. Σημαίνει ότι θέλεις ή δε θέλεις να δουλέψεις μαζί μου ξανά;» Τώρα του χαμογελούσε κι αυτή. «Πρέπει να σου πω κάτι, Έιπριλ. Εσύ πραγματικά ξέρεις τι κάνεις. Ποτέ μου δεν έχω ξαναδουλέψει με κάποιον που να είναι τέτοια αυθεντία στη δουλειά του. Ο Σέιμορ είναι γελοίος. Αλλά το ν' ακολουθώ μια δική σου απόφαση είναι σκέτη ευχαρίστηση. Ευχαρίστηση ήταν να σε βλέπω να μπαίνεις εδώ σήμερα». «Οπότε θα θεωρήσω ότι μου λες ναι. Και πήρα μια από τις περίφημες απαντήσεις μου. Θέλω να ξαναγυρίσουμε το Ένα Αστέρι Γεννιέται. Κατάφερα να πάρω τα δικαιώματα και θέλω να το σκηνοθετήσεις εσύ». Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Δεν ξαναγυρίζω παλιές ταινίες σε νέες βερσιόν». «Έχεις δει ποτέ την ταινία;» «Όχι», αναγκάστηκε να παραδεχτεί. «Ωραία. Τότε για σένα θα είναι σαν να τη φτιάχνεις από την αρχή. Περιμένω μια απάντηση». «Έχεις το σενάριο;» «Θέλεις να το γράψεις;» «Είχα ορκιστεί να μην δουλέψω ποτέ με σενάριο άλλου». «Ναι, αλλά μόλις άλλαξες γνώμη. Άσε που πρόκειται για κάτι κλασικό. Με έρωτα και καταστροφές. Άλλα εμείς θα το κάνουμε μοντέρνο. Απελευθερωμένο. Για τη δεκαετία του ενενήντα» «Και ποιος θα είναι ο πρωταγωνιστής;» «Ο Μάικλ Μακλέιν»
«Ο Μάικλ Μακλέιν; Ιησού Χριστέ, ο τύπος είναι με το ένα πόδι στον τάφο». «Ακριβώς, αλλά είναι καλός και φθηνός και μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη. Ακούω ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την τελευταία του δουλειά, κάποια ταινία με τον Ρίκι Ντιουν». «Και για το γυναικείο ρόλο;» «Πρότεινε μου κάποια». «Δεν ξέρω. Αλλά, αν πάρουμε τον Μακλέιν που είναι στη δυση του, ας βρούμε κάποια που να είναι στην ανατολή της. Πολυ ρεαλιστικός κινηματογράφος». «Σαν ποια;» «Ίσως τη Φοίβη Βαν Γκέλντερ. Ή το κορίτσι που έπαιζε στην τελευταία ταινία του Ρέντφορντ». «Πιθανόν». « Ή κάποιο από τα κορίτσια του Μάρτι Ντι Τζενάρο. Έχουν γίνει κιόλας διάσημες». Η Έιπριλ τον κοίταξε σκεφτική. Μια απ' αυτές δεν ήταν η κόρη της Τερέζα Ο' Ντόνελ; Αν έπαιζε αυτή στην καινούρια βερσιόν, θα ήταν καλό για τον Τύπο. «Δεν ξέρω. Η τηλεόραση δεν είναι σινεμά». «Πράγματι. Αλλά οι κοπέλες είναι τέλειες. Καινούριες, φρέσκες». «Και βέβαια δε μας ενοχλεί καθόλου που είναι κούκλες και επομένως ό,τι πρέπει για να πέσουν στο κρεβάτι σου, έτσι; Αλλά ξέρουν να παίζουν;» Η Έιπριλ έβαλε τα γέλια. «Θα προτιμούσα μια οποιαδήποτε άσχετη παρά μια τηλεοπτική σταρ». Ο Σαμ αναστέναξε. «Γίνεται μεγάλος ντόρος γι' αυτές τελευταία. Δεν το ξανασκέφτεσαι;» «Θα το σκεφτώ και κάτι θα κανονίσω», είπε. Ο Σαμ γύρισε και την κοίταξε. «Εσυ ξέρεις τους πάντες και τα πάντα;» τη ρώτησε. «Ξέρω μόνο ό,τι αξίζει να ξέρω», είπε και πέρασε τη γλώσσα ,της πάνω από τα κατακόκκινα χείλη της.
21 Η Λάιλα επέστρεψε στο σπίτι του Ρόμπι, έχοντας περάσει όλη της τη μέρα ψάχνοντας για κατοικία και με τρομερό πονοκέφαλο. Έπεσε στο κρεβάτι της και παρακαλούσε να μην την ενοχλήσει. Έτριψε το μέτωπο της και προσπάθησε να βολέψει το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Ο ήλιος του Μαλίμπού έκανε τα μάτια της να δακρύζουν και τα μηλίγγια της να χτυπούν. Αλλά τώρα επιτέλους ήξερε πως θα έφευγε από τον Ρόμπι. Θα νοίκιαζε το σπίτι της Νάντια Νέγκρον, της σταρ του βωβού κινηματογράφου που πρωταγωνίστησε στην πρώτη βερσιόν του Ένα Αστέρι γεννιέται. Δεν ήταν απλή σύμπτωση, ένιωθε πως η μοίρα της το 'θελε να μείνει εκεί. Χρειαζόταν ένα δικό της σπίτι. Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο και η σειρά ήταν απλώς το πρώτο σκαλοπάτι της καριέρας της. Της έσπαγε τα νεύρα το γεγονός πως ακόμη δεν ήξεραν αν το σόου θα ήταν καλό ή όχι. Κι αν όταν έβγαινε στον αέρα κατέληγε σε αποτυχία, ήξερε πως η Κούκλα του Έρωτα θα το γλεντούσε με την ψυχή της. Κι εκείνος ο Άρα θα την παρατούσε. Ακόμη και ο Ρόμπι θ' απογοητευόταν. Αν είχε το δικό της σπίτι, θα έμενε περισσότερο μόνη, θ' αποκτούσε τον έλεγχο. Και μπορεί ν' άφηνε τον Μάρτι Ντι Τζενάρο να την αγγίξει, αν αυτό τελικά ήθελε. Αλλά πρώτα έπρεπε να βεβαιωθεί πως την ήθελε απεγνωσμένα. Πραγματικά απεγνωσμένα. Και ήξερε πώς να το πετύχει αυτό. Ακούστηκε το ενοχλητικό χτύπημα στην πόρτα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Λάιλα σε απόγνωση. Ο Ρόμπι όρμησε μέσα. «Τηλέφωνο από το σκηνοθέτη σου», είπε. Η Λάιλα χαμογέλασε από μέσα της, αλλά φρόντισε να κάνει μια γκριμάτσα. «Γιατί δεν του είπες ότι λείπω;»
«Γιατί είνα,ι ο Μάρτι Ντι Τζενάρο, ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ. Και γιατί είναι το αφεντικό σου. Γι' αυτό! Δεν μπορείς να κάνεις μια προσπάθεια, για όνομα του Θεού;» Θυμωμένη έπιασε το ακουστικό. Αναρωτιόταν ποια δικαιολογία θα χρησιμοποιούσε τώρα ο Μάρτι. Τελευταία επέμενε όλο και πιο πολύ να συναντηθούν εκτός πλατό. Αλλά έπρεπε να βεβαιωθεί πως ήθελε μόνο αυτήν. Ό χ ι απλώς κάποια από τις τρεις. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε στο τηλέφωνο. «Τι έγινε, Λάιλα, μου φαίνεσαι άρρωστη». «Έχω πονοκέφαλο». «Λυπάμαι, αν το ήξερα δε θα ο ενοχλούσα». «Δεν πειράζει. Πες μου τι συμβαίνει», τον ξαναρώτησε. «Ήθελα να σε ρωτήσω αν μπορούσαμε να φάμε μαζί απόψε. Αλλά αν δεν αισθάνεσαι καλά, άσ' το». «Τηλεφώνησε στην Τζέιν ή στην άλλη, την ηλίθια. Μπορείς να δειπνήσεις με κάποια απ' αυτές». «Μα έλα τώρα! Τόσο άρρωστη είσαι; Θέλεις να σου φέρω κάτι; Ασπιρίνες ή κοτόσουπα;» «Όχι, ευχαριστώ, Μάρτι. Θα συνέλθω. Θα σε δω αύριο». «Εντάξει. Σου εύχομαι περαστικά». «Πολύ αμφιβάλλω», του είπε. Αλλά μόλις έκλεισε τΟ τηλέφωνο κι έφυγε ο Ρόμπι, η Λάιλα ένιωσε ν' απαλλάσσεται από τον πονοκέφαλο.
22 Οι ανελέητοι τον Χόλιγουντ θα μπορούσαν ν αποκαλέσουν τον Μάικλ Μακλέιν νταβατζή, αλλά όχι μπροστά τον. Ήταν πολύ δυνατός και με πολλές διασυνδέσεις για να προσβάλει κανείς έτσι στα ίσια το γερασμένο αλλά ακόμη όμορφο πρόσωπο τον. Κι αν ρωτούσατε τη γνώμη τηςΛόρα Ρίτσι — και γιατί να μην το κάνετε; — θα συμφωνούσα, αλλά θα πρόσθετα πως είναι νταβατζής
της καριέρας του. Σαν τον Σάι Όρτις, ό Μάικλ Μακλέιν είχε αποφασίσει να κρατήσει το μπακάλικο. Από τότε που ήταν νεαρός ηθοποιός είχε προβλέψει πως όλα είναι απρόβλεπτα. Και ήξερε πως αν έκανε πάντα κάτι για να τραβά την προσοχή του κοινού, ακόμη και όταν δε βρισκόταν στο καλλιτεχνικό προσκήνιο, θα κατόρθωνε ν'αντιμετωπίζει καλύτερα τις καταιγίδες. Και επί τον προκειμένου δεν υπήρχε καλύτερη θέση για να βρίσκεσαι στο προσκήνιο από την οριζόντια! Η τακτική του Μάικλ ήταν να οδηγεί στο κρεβάτι του κάθε καινούρια σταρ του Χόλιγουντ. Αν η πρώτη του καριέρα ήταν εκείνη του σταρ, η δεύτερη ήταν να κάνει έρωτα με τις ωραιότερες και mo επιθυμητές γυναίκες του πλανήτη. Ωραία δουλειά, αλλά πάντως δουλειά. Ο Μάικλ είχε εκπαιδευτεί όχι μόνο στις ερωτικές τεχνικές, αλλά και α' ένα σωρό κινήσεις και χειρονομίες που τον έκαναν ακαταμάχητο και απαραίτητο στα κορίτσια που γίνονταν τα αρώματα του μήνα στο Χόλιγουντ. Κι αν το άρωμα έχανε τη μεθυστική μυρωδιά του κι εκείνος απομακρυνόταν, ουδείς μπορούσε να τον κατηγορήσει. Όλοι το ίδιο έκαναν. Αυτή ήταν η φύση του αρώματος του μήνα. Και στο κάτω κάτω ποιος θέλει να τρώει συνεχώς το ίδιο φαγητό; Όλοι επιθυμούν μετά από ένα καλό γεύμα μια Μπλακ Φόρεστ ή μια Μόκα Πραλίνα. Και, επιτελούς, ποτέ δεν έδινε υποσχέσεις αιώνιας πίστης. Στην πραγματικότητα, ο Μάικλ Μακλέιν ήταν πολύ προσεκτικός: δεν έδινε καμία υπόσχεση. * *
#
Ο Μάικλ ήταν τώρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι της θεραπεύτριάς του για την εβδομαδιαία τους συνεδρία, μ' ένα σωρό πλαστικούς σωλήνες γύρω του. Η Μάρσια υπέβαλλε κάθε εβδομάδα τον Μάικλ σε καθαρισμό εντέρου, κάτι στο οποίο υποβάλλονταν τουλάχιστον είκοσι ακόμη σταρ. «Ένα καθαρό έντερο είναι ένα υγιές έντερο», έλεγε πάντα ο Μάικλ. Η τρελοαδερφή του του είχε συστήσει τη Μάρσια και για πρώτη φορά είχε κάνει κάτι το λογικό στη ζωή της. Ό σ η ώρα έμενε στο τραπέζι την εκμεταλλευόταν για να σκέφτεται. Και ανακάλυψε πως όσο δυσάρεστο αίσθημα κι αν του προκαλούσε ο υποκλυσμός, τόσο μεγαλύτερη ήταν η ικανοποίηση όταν έβλεπε τις τοξίνες να περνούν μπροστά από τα μάτια του. Τότε ήταν που έκανε τις πιο σωστές σκέψεις.
Τώρα σκεφτόταν ποια τακτική θ' ακολουθούσε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως μπορούσε να κερδίσει το στοίχημα με τον Σάι και να κοιμηθεί και με τα τρία κορίτσια του σόου. Δε θα ήταν εύκολο να πετύχει κάτι τέτοιο. Αλλά ο Μάικλ ήταν ένας βετεράνος και ποτέ δεν έπαιρνε αρνητικές απαντήσεις. Και το τίμημα ήταν πολύ δελεαστικό. Και αυτό που επιθυμούσε δεν ήταν οι γυναίκες — πήγαινε πολύς καιρός από τότε που ο Μάικλ άρχισε να τις θεωρεί κομμάτι της δουλειάς του — αλλά να μπει στη μύτη εκείνου του Ρίκι Ντιουν που το έπαιζε εραστής. Ο μικρός ήταν τόσο λαχταριστός, όσο και ο Μάικλ πριν από είκοσι χρόνια. Ό,τι έπιανε ο Ρίκι στα χέρια του γινόταν χρυσός. Και ο Μάικλ ήξερε πως αν κατάφερνε ν' αποκτήσει μεγαλύτερη δημοσιότητα από τον Ρίκι κάνοντας έρωτα μ' εκείνη τη φοβερή τριάδα, τότε θα φορούσε το στεφάνι του νικητή. Πώς όμως θα το πετύχαινε αυτό; Ένιωσε ένα ξαφνικό τίναγμα πίσω καθώς η Μάρσια άνοιγε το νερό. «Εϊ, πρόσεχε», είπε άγρια. «Συγνώμη, Μάικλ». Γονάτισε κι ένιωσε την πίεση του νερού. «Οχ!» φώναξε και κοίταξε προς το σωλήνα για να δει αν αυτή τη φορά η πίεση και η ποσότητα του νερού ήταν μεγαλύτερες. «Συγνώμη, Μάικλ, μήπως αυτές τις μέρες έφαγες πολύ κρέας σενιάν;» «Όχι, που να με πάρει ο διάβολος». Είχε πια βαρεθεί να τον κατηγορούν επειδή κάτι είχε κάνει ή είχε παραλείψει. Από το 1981 είχε να φάει κρέας, διάβολε. Πολλοί άλλοι θεραπευτές θα έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να τον αναλάβουν. «Πρόσεχε», της είπε και μάζεψε πιο πολύ τα πόδια του κάτω από το στομάχι. Σκεφτόταν τις κοπέλες. Η μία ήταν η Σαρλίν, η ξανθιά, που δεν αποτελούσε πρόβλημα. Είχε κάνει μια έρευνα και είχε μάθει πως ζούσε μ' ένα νεαρό, στον οποίο δεν έδινε και μεγάλη σημασία. Και επιτέλους δεν ήθελε να δεσμευτεί μαζί της. Ί σ α ίσα να τους ανακαλύψουν μαζί οι φωτογράφοι. Ακόμη και μόνο μέσα στη λιμουζίνα. Αυτή η απόδειξη θα ήταν αρκετή για τον Σάι Όρτις. Η Τζέιν Μουρ, η μελαχρινή, έδειχνε λίγο πιο προβληματική. Έλεγαν πως αυτή και η Λάιλά Κάιλ δεν τα πήγαιναν καλά. Η
Τζέιν Μουρ ήταν Νεοϋορκέζα και επαγγελματίας ηθοποιός. Ίσως να μπορούσε να το εκμεταλλευτεί αυτό. Κι έπειτα, όταν ο Μάικλ πρωτοήρθε στο Χόλιγουντ, γύρισε μερικές ποιοτικές ταινίες. Αλλά να είχε ακούσει τίποτε γι' αυτές η Τζέιν Μουρ; Είχαν από τότε περάσει δυο δεκαετίες, προφανώς όσα και τα χρόνια της. Αλλά, απ' όλες, αυτή που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν η Λάιλα Κάιλ. Σίγουρα δε θα εντυπωσιαζόταν εύκολα από το παραμύθι του σταρ. Βέβαια, με μια μόνο τηλεοπτική σειρά στο ενεργητικό της, δεν είχε ακόμη γίνει η ίδια σταρ. Αλλά είχε περάσει όλη της τη ζωή παρακολουθώντας αυτό το παιχνίδι. Είχε ακούσει όχι μόνο για τον απότομο χαρακτήρα της, αλλά και για την αδυναμία που έτρεφε γι' αυτήν ο Μάρτι Ντι Τζενάρο. Έπρεπε, λοιπόν, ο Μάικλ να βρει κάτι το εξαιρετικά πρωτότυπο. Χαμογέλασε. Μπορεί στη Λάιλα ν' άρεσε η ιδέα να πάρει το γυναικείο ρόλο στην ταινία με τον Ρίκι Ντιουν. Και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως από τις τρεις, η Λάιλα ήταν η μοναδική με την οποία άξιζε να δημιουργήσει κανείς μια πιο μόνιμη σχέση. Και κάποιες φωτογραφίες του με τη Λάιλα θα τον βοηθούσαν να μείνει για πάντα νέος. Χαμογέλασε ξανά. Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια είχε ένα σύντομο δεσμό με την Τερέζα Ο' Ντόνελ — περνούσε τότε τη φάση των μεγαλύτερων γυναικών. Στο κρεβάτι συμπεριφερόταν σαν μητρομανής. «Τέλειωσες;» ρώτησε τη Μάρσια. «Είσαι πεντακάθαρος», του απάντησε εκείνη. * * *
Ο ήχος από το χτύπημα του μπαστουνιού του μπέιζμπολ έδινε στην Σαρλίν την αίσθηση πως έπεφτε ξανά στο κεφάλι του πατέρα της. Μετά άκουσε μια σειρήνα. Όχι, το τηλέφωνο ήταν. Ονειρευόταν πως χτυπούσε το τηλέφωνο. Αλλά ξαφνικά ξύπνησε και συνειδητοποίησε πως αυτό που χτυπούσε ήταν πράγματι το τηλέφωνο. Κοίταξε το ρολόι: 8.53' μ.μ. Αυτή και ο Ντιν έπεφταν για ύπνο στις οχτώ —άλλωστε ξυπνούσε πάντα το πρωί στις πέντε. Τα τρία κουταβάκια στα πόδια του κρεβατιού βούλιαξαν πιο βαθιά στην κουβέρτα τους. Μετακίνησε το χέρι του Ντιν Που είχε τυλιχτεί
γύρω από τη μέση της και το ακούμπησε απαλά πλάι του. Μετά έσκυψε στο πάτωμα κι έπιασε το ακουστικό. «Εμπρός;» είπε βραχνά και μετά καθάρισε το λαιμό της. «Γεια, η Σαρλίν στο τηλέφωνο;» «Ναι», είπε σχεδόν κοιμισμένη. Μα ποιος να ήταν; Μόνο ο Σάι Όρτις, ο Μάρτι Ντι Τζενάρο και ο Λένι είχαν το τηλέφωνο της. Αλλά και ο Ντόουμπ, αν έπαιρνε κανονικά την αλληλογραφία του. Η φωνή αυτή δεν ήταν κανενός από τους τέσσερις και όμως της φαινόταν γνωστή. «Ο Μάικλ Μακλέιν είμαι, μήπως ενοχλώ;» «Έλα τώρα». Μήπως κανείς από τα παιδιά στο στούντιο είχε βρει το τηλέφωνο της; Εκείνος ο Μπάρι Τίλντεν, ο νέος βοηθός σκηνοθέτη, είχε την μανία να την πειράζει. «Ναι, βέβαια, σίγουρα αυτός είσαι», είπε σαρκαστικά. Επιτέλους, δεν ήταν ηλίθια. Τότε άκουσε το γέλιο στην άλλη άκρη της γραμμής. Θεέ μου, έμοιαζε πράγματι με το γέλιο του Μάικλ Μακλέιν. Στις ταινίες του, ακόμη κι όταν ξέρει πως είναι χαμένος, γελάει. «Αν δεν είναι η ώρα κατάλληλη...» ξανακούστηκε η φωνή του. «Πώς βρήκατε το τηλέφωνο μου;» Και για να είναι ακριβής, για ποιο λόγο ο Μάικλ Μακλέιν —αν ήταν αυτός— θα της τηλεφωνούσε; «Μου το έδωσε ο Σάι. Είναι και δικός μου ατζέντης. Αλλά μάλλον πρέπει να ενοχλώ», είπε, χωρίς να δείχνει να το εννοεί. «Ενοχλώ;» ξαναρώτησε μετά από μια μικρή παύση. «Είσαι πράγματι ο Μάικλ Μακλέιν;» ρώτησε η Σαρλίν. Εκείνος ξαναγέλασε. Το ίδιο γέλιο — δεν μπορεί να ήταν άλλος. Η Σαρλίν ανακάθισε με την πλάτη στον τοίχο. Δίπλα ο Ντιν συνέχιζε να κοιμάται βαθιά. «Κύριε Μακλέιν, και βέβαια δεν ενοχλείτε. Αλλά είστε σίγουρος ότι πήρατε το σωστό αριθμό;» «Αν είσαι η Σαρλίν Σμιθ, η σταρ της νέας σειράς, τότε πήρα το σωστό αριθμό». Και ξανά εκείνο το γέλιο. «Μαζί με άλλες δύο», τον διόρθωσε. «Δεν υπάρχει σταρ στη σειρά». Ο Ντιν τεντώθηκε μέσα στον ύπνο του. Είχε κουραστεί όλη μέρα να βάφει το καινούριο σπίτι κι έπεσε στο κρεβάτι πριν τις οχτώ, τρώγοντας μάλιστα με δυσκολία το χάμπουργκερ που του είχε φέρει. Και η Σαρλίν είχε εξαντληθεί μετά από έξι συνεχείς
ημέρες γυρισμάτων, αλλά, δόξα τω Θεώ, αύριο είχε ρεπό, «Κύριε Μακλέιν, περιμένετε ένα λεπτό;» «Βέβαια». Η Σαρλίν άφησε το ακουστικό και γλίστρησε έξω από το κρεβάτι. Ή τ α ν τόσο πλούσιοι τώρα που είχαν κι άλλη συσκευή στο λίβινγκ ρουμ, ακόμη και στην κουζίνα και στο μπάνιο. Σκέπασε τον Ντιν με το σεντόνι και βγήκε περπατώντας στις μύτες των ποδιών. Να ήταν πράγματι ο Μάικλ Μακλέιν στο τηλέφωνο ή της έκαναν φάρσα; «Ευχαριστώ που περιμένατε, κύριε Μακλέιν», είπε, σηκώνοντας το ακουστικό. «Λέγε με Μάικλ, σε παρακαλώ. Μόνη είσαι;» Η Σαρλίν κοίταξε γύρω στο άδειο δωμάτιο. «Ουσιαστικά, ναι», είπε. «Ωραία. Τι θα 'λεγες να δειπνουσαμε μαζί;» «Θέλετε να δειπνήσουμε μαζί;» Αν τελικά αυτός ο Μπάρι Τίλντεν έκανε φάρσα, την είχε πια εντελώς γελοιοποιήσει. «Βέβαια. Πότε;» «Τι θα 'λεγες γι' απόψε;» Η Σαρλίν κοίταξε τις πιτζάμες της. «Μα έχω ήδη φάει». Η ώρα είχε πια φτάσει εννιά. Οι φυσιολογικοί άνθρωποι τρώνε σας πέντε ή στις έξι. Αλλά δεν ήθελε ν' απορρίψει τον Μάικλ Μακλέιν. Θα μπορούσε να βγει χωρίς να ενημερώσει τον Ντιν; Αλλά και πώς θα έλεγε όχι στον Μάικλ Μακλέιν — αν ήταν πράγματι αυτός; «Καλά, τότε ας πιούμε ένα ποτό». «Δεν πίνω», είπε η Σαρλίν. «Αλλά, αντο θέλετε, θα μπορούσαμε να βγούμε για έναν καφέ». «Σπουδαία ιδέα», είπε ο Μάικλ. «Θα είμαι εκεί σε είκοσι λεπτά». «Δεν το κάνετε μισή ώρα, αν μπορείτε; Πρέπει ν' αλλάξω». Έκλεισε το τηλέφωνο και για μια στιγμή έμεινε ακίνητη, με το χέρι της ακόμη στο ακουστικό. Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει σ εμένα, σκέφτηκε. Ο Μάικλ Μακλέιν δεν μπορεί ξαφνικά να τηλεφωνεί σε άγνωστές του κοπέλες και να τις καλεί σε δείπνο! Αλλά εδώ είναι το Χόλιγουντ και η ίδια θα γινόταν σταρ, θύμισε στον εαυτό της. Και αυτό ήταν το πιο περίεργο απ' όλα. Έτρεξε στο δωμάτιο και ντύθηκε όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Στο πάτωμα
βρήκε τη βαλίτσα που μόλις είχαν αγοράσει με τον Ντιν, γεμάτη καινούρια ρούχα. Διάλεξε ένα γαλάζιο μεταξωτό πουκάμισο κι ένα άσπρο τζιν. Μετά πήγε στο μπάνιο, έπλυνε το πρόσωπο της και φόρεσε το μεϊκάπ όπως της είχαν δείξει στο στούντιο. Βούρτσισε γρήγορα τα μαλλιά της, τα έδεσε αλογοουρά και πρόσθεσε μια γαλάζια κορδέλα. Περνώντας από το δωμάτιο, άκουσε τον Ντιν αγουροξυπνημένο. «Μα τι κάνεις, Σαρλίν;» «Ξανακοιμήσου, αγάπη μου. Πρέπει να βγω. Είναι για δουλειά». «Δουλεύεις πολύ», είπε ο Ντιν καθώς το κεφάλι του ξανάπεφτε στο μαξιλάρι. Του χάιδεψε την πλάτη και βγήκε. Στο λίβινγκ ρουμ φόρεσε τα σανδάλια που κρατούσε στο χέρι και κατέβηκε στο δρόμο. Θα περίμενε εκεί τον Μάικλ για να μην ενοχληθεί ο Ντιν arid την κόρνα. Αυτό της θύμισε τα βράδια που περίμενε τον Μπόιντ Τζέιμσόν. Κι εκεί, μέσα στη νύχτα της Καλιφόρνια, ένιωσε ν' ανατριχιάζει. Αυτή ήταν η ιδιοκτησία τους τώρα, ένα ωραίο δικό τους σπίτι, με κήπο και πισίνα. Μαμά, σκέφτηκε, βγαίνω ραντεβού με τον αγαπημένο σου ηθοποιό. Χαιρέτησε τον Μπερτ, το φύλακα του συγκροτήματος, την ώρα που τα δυνατά φώτα την έκαναν να κλείσει τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, βρισκόταν μπροστά στην ωραιότερη λιμουζίνα που είχε δει ποτέ. Για μια στιγμή ευχήθηκε να ήταν εκεί ο Ντιν για να τη δει. Είδε τον Μπερτ να προχωρά προς το αυτοκίνητο με το καπέλο στο χέρι και ν' ανοίγει την πόρτα του οδηγού. Τότε ένας άντρας βγήκε από το αυτοκίνητο και προχώρησε προς το μέρος της. Τα χέρια της είχαν παγώσει. Ή τ α ν ο Μάικλ Μακλέιν! Και στεκόταν χαμογελαστός μπροστά της! Κοίταξε τα μάτια του. «Αληθινά γαλάζια είναι», του είπε. «Όλα πάνω μου είναι αληθινά», της απάντησε και της άνοιξε την πόρτα. «Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε. Ό χ ι πως είχε και μεγάλη σημασία. Θα πήγαινε οπουδήποτε με τον Μάικλ Μακλέιν. «Όπου θέλεις», της είπε. «Θέλεις ακόμη εκείνο τον καφέ;» «Ναι, ξέρεις κανένα μέρος;»
«Στο Δυτικό Χόλιγουντ. Αλλά μπορούμε να κάνουμε και μια βόλτα για να δούμε τις βιτρίνες της Μελρόουζ Άβενιου». Πώς θα ήταν να κυκλοφορεί δημόσια με τον Μάικλ Μακλέιν; Τότε εκείνος άρχισε τις ερωτήσεις. Για το σόου, για τις συμπρωταγωνίστριές της, για την προηγούμενη ζωή της. Τα κατάφερε καλά κι ας απέφυγε να μιλήσει για τον Ντιν και τον πατέρα της. Κι εκείνος τη διευκόλυνε. Έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον. Κι όταν έφτασαν στη Μελρόουζ Άβενιου, η Σαρλίν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ποτέ της δεν είχε δει βιτρίνες με τέτοια εκπληκτικά ρούχα. Ακόμη και δερμάτινα μπικίνι υπήρχαν. Η Σαρλίν ένιωσε σαν να είχε μπει σ' έναν καινούριο κόσμο. «Πρέπει να σε ξαναφέρω εδώ σε ώρα που είναι ανοιχτά», είπε ο Μάικλ κι εκείνη συμφώνησε. «Δύσκολα φορά κανείς τέτοια ρούχα, αλλά εσένα σίγουρα θα σου ταιριάζουν». Η Σαρλίν κοκκίνισε. «Και τώρα πάμε για έναν καπουτσίνο», της είπε, πιάνοντάς την από τον αγκώνα. Υπήρχε κάτι σκληρό το άγγιγμά του. Για μια στιγμή ένιωσε εκείνο τον παλιό φόβο. Μετά θυμήθηκε αμέσως πως αυτός ήταν ο Μάικλ Μακλέιν και όχι κάποιος φορτηγατζής από το Τέξας. Μπήκαν στο Καφέ Μάικλ Τζάκσον και όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω τους. Η Σαρλίν γέλασε δυνατά. «Όλοι σε ξέρουν; Δεν υπάρχει κανείς που να μη σε γνωρίζει;» «Όχι, Σαρλίν. Εγώ είμαι παλιά καραβάνα. Τα φρέσκα νέα είσαι εσύ», της είπε ο Μάικλ. Η Σαρλίν γλίστρησε στο κάθισμα και η σερβιτόρα έφθασε με τον καφέ. «Με συγχωρείς ένα λεπτό», της είπε εκείνος και βγήκε από το μαγαζί. Ω Θεέ μου, ήταν τόσο βαρετή που τον έκανε να φύγει; Τι θα έκανε τώρα; Θα καλούσε ένα ταξί ή θα τηλεφωνούσε στον Ντιν; Αλλά μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε. «Με συγχωρείς, έπρεπε να κάνω κάτι». «Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου τηλεφώνησες», είπε η Σαρλίν. «Μήπως σου το ζήτησε ο κύριος Όρτις; Φοβάται ότι δε βγαίνω αρκετά, αλλά πού να προλάβω με τα γυρίσματα;» Συνειδητοποίησε πως είχε μιλήσει πολύ και ήπιε μια γουλιά από τον καπουτσίνο της. «Πολύ ωραίος καφές».
Ο Μάικλ χαμογέλασε, έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα μικρό κουτάκι, τυλιγμένο με γαλάζιο χαρτί και λευκή κορδέλα. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Σαρλίν που βρισκόταν σε σύγχυση. «Είναι ένα μικρό δώρο από μένα για σένα», της είπε. «Για να σε καλωσορίσω στην πόλη μας. Εμπρός, άνοιξε' το!» Η Σαρλίν έβγαλε το περιτύλιγμα και σήκωσε το καπάκι. Μετά έβαλε τις φωνές. «Ω Μάικλ!» Ή τ α ν ένα κολιέ μ' ένα διαμάντι για παντατίφ! «Είναι πανέμορφο, αλλά δεν μπορώ να το κρατήσω». Κι όμως, το ήθελε πολύ. «Θα με προσβάλεις». «Ευχαριστώ, ποτέ μου δεν είχα κάτι τέτοιο στο παρελθόν». «Μα φυσικά, είναι ειδική παραγγελία για σένα». «Ειδική παραγγελία; Μα γιατί;» ρώτησε κρατώντας το κολιέ. «Γιατί είσαι μια σταρ. Μια από τις τρεις, αλλά άκουσα πως εσύ είσαι το πραγματικό διαμάντι». «Μα τι λες τώρα;» Κοκκίνισε από την ικανοποίηση. «Να το φοράς, να γίνει το γούρι σου», της είπε. «Πιστεύω ότι είσαι πολύ τυχερό κορίτσι». Χαμογελώντας τη βοήθησε να το βάλει στο λαιμό της. «Και τώρα, τέλειωσε τον καφέ σου. Θέλω να σου δείξω κάτι ακόμη». «Είμαι έτοιμη», είπε η Σαρλίν και σηκώθηκε. Όλα ήταν τόσο ωραία! Ο Μάικλ πλήρωσε το λογαριασμό και την ακολούθησε. Περπατώντας ανάμεσα στα τραπέζια, παρατήρησε πως ο κόσμος κοιτούσε κι αυτήν. Αλλά ήταν σίγουρη πως οφειλόταν α.εκείνον. Μετά άστραψαν τρεις φορές τα φλας. Τινάχτηκε από την έκπληξη. «Δεν είναι τίποτε», την καθησύχασε ο Μάικλ. «Οι δημοσιογράφοι. Αύριο θα κάνεις την εμφάνισή σου στις εφημερίδες». Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, η Σαρλίν τον ρώτησε: «Γιατί είσαι τόσο καλός μαζί μου;» Ο Μάικλ χαμογέλασε. «Επειδή είσαι καινούρια στην πόλη και σου χρειαζόταν ένας καλός φίλος για να κάνεις μια σωστή εμφάνιση». Μετά ακούμπησε το χέρι του στο γόνατο της. «Και γιατί είναι πολύ εύκολο να είναι κανείς καλός μαζί σου».
Πολύ εύκολο ήταν, είπε στον εαυτό του ο Μάικλ, μισοϊκανοποιημένος και μισοβαριεστημένος. Ούτε ιδιαίτερα έξυπνη είναι ούτε ιδιαίτερα ηλίθια, αν και, κατά τη γνώμη του, περισσότερο έκλινε προς το δεύτερο. Δε θ' άντεχε για πολύ σ' αυτή την πόλη. Στο μεταξύ υπήρχαν οι φωτογραφίες των δυο τους και το κολιέ στο λαιμό της. Μπορεί κι αυτά να ήταν αρκετά για τον Σάι, αλλά ο Μάικλ σκεφτόταν πως έπρεπε να κάνει και το άλλο. Άλλωστε ήταν ελκυστική. Έριξε μια ματιά στην παγωνιέρα. Η ακριβή σαμπάνια ήταν παγωμένη. Ο Τζιμ ήξερε καλά τη δουλειά του. Έξι χρόνια τώρα ήταν ο σοφέρ της Ρολς του, τη διατηρούσε πεντακάθαρη και διακριτικά συνέβαλε στις περιστασιακές κατακτήσεις του Μάικλ. Αμίλητος οδήγησε ως τους λόφους, προς το σημείο που ο Μάικλ είχε τόσες φορές χρησιμοποιήσει στο παρελθόν. «Είναι τόσο ωραία με το φως του φεγγαριού. Ποτέ μου δεν έχω πάει στους λόφους», είπε η Σαρλίν. «Μπορούμε να σταματήσουμε κάπου για λίγο; Θέλω να δω τα φώτα της πόλης». «Καλή ιδέα», είπε ο Μάικλ. «Θα πω του Τζιμ να μας πάει σ ένα μέρος που ξέρω στην κορυφή αυτου του λόφου. Και τότε θα δεις θέα». Ή τ α ν θεαματικό. Χρόνια τώρα έφερνε τις γυναίκες εδώ, αλλά πάντα εντυπωσιαζόταν το ίδιο. Ή τ α ν η πόλη του. Απλωμένη ολόκληρη στα πόδια τους, με τα φώτα της να λαμπυρίζουν. «Αχ, τι ωραία!» είπε το κορίτσι. «Πάμε σ' εκείνο το βράχο», πρότεινε ο Μάικλ. «Από κει απολαμβάνεις την καλύτερη θέα». Πήρε μαζί του τη σαμπάνια, μαζί με δυο ποτήρια. Η Σαρλίν τον ακολούθησε. Για πρώτη φορά ο αέρας της νύχτας ήταν καθαρός, με τη μυρωδιά του ευκάλυπτου να κυριαρχεί. Στα πόδια τους απλωνόταν όλο το Λος Άντζελες. Πήγε ως την άκρη κι έμεινε να κοιτάζει τα φώτα, λες και ο ουρανός με τ άστρα είχαν αναποδογυρίσει. «Θεέ μου!» έλεγε. «Θεέ μου!» Πίσω της ο Μάικλ άνοιγε τη σαμπάνια με θόρυβο. Μετά στάθηκε δίπλα της και της πρόσφερε ένα ποτήρι. «Είναι σαμπάνια», της είπε. «Είπες ότι δεν πίνεις, αλλά αυτό δεν είναι σαν τ' άλλα ποτά. Είναι σαν να πίνεις τη φεγγαράδα. Την πίνουν πάντα
αυτοί που γιορτάζουν κάτι σημαντικό. Ό π ω ς γιορτάζουμε εμείς σι δυο τη φιλία μας. Δοκίμασε το». Στο στόμα του είχε σχηματιστεί το χαμόγελο του νικητή. Η Σαρλίν ήπιε μια γουλιά και ζάρωσε τη μύτη της. «Αυτή είναι, λοιπόν, η σαμπάνια;» ρώτησε. «Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνουν τόση φασαρία. Μοιάζει σαν ξινισμένο τζίντζερ έιλ». Ο Μάικλ γέλασε. «Έλα κάθισε δίπλα μου, αυτή είναι η καλύτερη θέση». Ο Τζιμ είχε ήδη βγάλει το χαλί και τα μαξιλάρια από τη Ρολς και είχε εξαφανιστεί. Η Σαρλίν κάθισε στα μαλακά μαξιλάρια, ήπιε άλλη μια γουλιά και είπε σαν να ονειροπολούσε: «Ξέρεις, αυτά τα βλέπεις στις ταινίες, αλλά ποτέ σου δεν πιστεύεις πως υπάρχουν πραγματικά ή ότι θα μπορούσες να είσαι κι εσύ μέσα». Είναι πράγματι αξιαγάπητη, σκέφτηκε και άρχισε την προθέρμανση. «Πίνω για σένα, Σαρλίν», είπε, υψώνοντας το ποτήρι του. «Που έγινες κομμάτι του Χόλιγουντ». Η Σαρλίν τσούγκρισε το ποτήρι του και ήπιε άλλη μια γουλιά. Τεντώθηκε, ξάπλωσε πίσω στα μαξιλάρια και είπε: «Νιώθω πολύ ευτυχισμένη». «Γι' αυτό αρέσει η σαμπάνια στους ανθρώπους», της είπε ο Μάικλ. «Τους βοηθά να νιώθουν ευτυχισμένοι». Γέμισε ξανά το ποτήρι του κι έκανε νόημα στη Σαρλίν. «Πιες λίγη ακόμη». Η Σαρλίν ήπιε άλλες δυο βιαστικές γουλιές κι έβηξε. Ο Μάικλ τη χτύπησε απαλά στην πλάτη. «Στραβοκατάπιες, Σαρλίν;» ρώτησε χαμογελώντας. «Καλά είμαι. Απλώς το ήπια πολύ γρήγορα». «Πιες άλλη μια γουλιά για να καθαρίσεις το λαιμό σου». «Δε μεθάς μ' αυτό;» μουρμούρισε. «Μόνο αν πιεις πολύ. Ενώ εμείς απλώς μοιραζόμαστε ένα μπουκάλι», τη διαβεβαίωσε ο Μάικλ και γέμισε ξανά το ποτήρι της. Ο ίδιος πάντως έπρεπε να μην πιει πολύ αν ήθελε να τα καταφέρει στην παράσταση που θα έδινε σε λίγο. «Νιώθω τόσο ωραία. Μου φαίνεται ότι μπορώ να πιάσω με το χέρι μου ένα από κείνα τ' αστέρια. Σαν διαμάντια είναι», μουρμούρισε.
Καιρός ν' αναλάβει δράση. Σήκωσε το χέρι και της άγγιξε απαλά το λαιμό. Μετά της έπιασε το χέρι κι έσκυψε πλάι της, φέρνοντας το πρόσωπο του πολΰ κοντά στο δικό της. «Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί κορίτσι σαν κι εσένα», της είπε. Την κοίταξε στα μάτια και τη φίλησε απαλά, γλυκά, στα χείλη. Την είδε να τραβιέται κι έπιασε το πίσω μέρος του κεφαλιοΰ της με το ελεύθερο χέρι του. Ή ρ ε μ α τώρα, ήρεμα, είπε στον εαυτό του. «Είσαι πολΰ όμορφη», της είπε. «Πολΰ πιο όμορφη από τ' άλλα κορίτσια. Και πολΰ πιο γλυκιά». Μετά τραβήχτηκε πίσω. Δεν πρέπει να βιαστώ, είπε στον εαυτό του. Τέλειωσε το ελάχιστο ποτό στο ποτήρι του και παρακίνησε τη Σαρλίν να κάνει το ίδιο με το δικό της, που ήταν γεμάτο. Μετά ξαναγέμισε τα ποτήρια τους και άγγιξε το δικό της με το δικό του. «Πίνω στη επιτυχία σου. Το ξέρω ότι θα γίνεις μεγάλη σταρ». «Ευχαριστώ», είπε εκείνη και ο Μάικλ συνειδητοποίησε πως έμοιαζε μ' ένα ξανθό λαγουδάκι, παγιδευμένο και ακινητοποιημένο από τα φώτα του αυτοκινήτου. Αλλά πολΰ ωραίο λαγουδάκι. «Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ. Θα σου μάθω πολλά μυστικά». Έσκυψε πάνω της. Αυτή τη φορά δεν τραβήχτηκε. Πήρε το ποτήρι από τα χέρια της και την κράτησε στην αγκαλιά του. Αργά, πολΰ αργά, την έγειρε στην κουβέρτα. «Άσε με να σε αγαπήσω, Σαρλίν», είπε και το σώμα του έπεσε πάνω στο δικό της. Η Σαρλίν κοίταξε προς την πλευρά του Μάικλ, ανίκανη να διακρίνει το παραμικρό μέσα στο σκοτάδι. Μια σταρ, είχε πει. Μια μεγάλη σταρ. Πώς ήταν δυνατόν; σκεφτόταν. Αυτή οΰτε που είχε θελήσει κάτι τέτοιο, αλλά αφοΰ της το έλεγε ο Μάικλ Μακλέιν... Ίσως να μην ήταν πια ανάγκη να φοβάται τους πάντες και τα πάντα: μήπως χάσει τη δουλειά της, την απαίσια Αάιλα, την έξυπνη Τζέιν, την αστυνομία, τους εφιάλτες από το Αάμσον, ότι κάποια μέρα θα τους ανακάλυπταν... Ένιωσε το ζεστό χέρι του Μάικλ να μπαίνει κάτω από την μπλούζα της. Ή τ α ν διαφορετικό, πολύ πιο διαφορετικό από το άγγιγμα του Ντιν. Έτσι έκαναν φαίνεται οι αστέρες του κινηματογράφου, σκέφτηκε μέσα στη ζαλάδα της. Ένιωσε πάλι τα χείλη του Μάικλ στα δικά της και καθώς τα άνοιγε για να δεχθεί το φιλί του απόλαυσε πάλι τη γεύση
της σαμπάνιας. Ο Μάικλ άρχισε να τη γδύνει, να τη φιλά, να την αγγίζει. Σχεδόν της ερχόταν να βάλει τα γέλια! Άκουσε ένα φερμουάρ ν' ανοίγει και συνειδητοποίησε πως ήταν το δικό της. «Όχι», είπε, προσπαθώντας ν' αντισταθεί. Λες και ο θόρυβος του φερμουάρ την είχε ξυπνήσει από ένα όνειρο. Δε σκόπευε να τον αφήσει να προχωρήσει τόσο πολυ. Και δεν ήταν όνειρο, ήταν η πραγματικότητα! Θεέ μου, πώς έγινε αυτό; Να κάνει τέτοια κακή εντύπωση! «Όχι», είπε. «Ναι», της ψιθύρισε και τα γερά χέρια του την έσπρωχναν πίσω. «Δε σου αρέσω, μωρό μου;» της ψιθύρισε. «Ναι, ναι, αλλά...» Το στόμα του κάλυψε ξανά το δικό της. «Φτάνει το ναι», της μουρμούρισε. Θεέ μου, δεν ήθελε να τον πληγώσει. Αυτή τον έφερε σ' αυτό το σημείο; Μα δεν είχε τέτοιο σκοπό. Σχεδόν δεν τον γνώριζε. Κι όμως τα χείλη του βρίσκονταν τώρα στα στήθη της, στα χείλη της, στις θηλές της, στον αφαλό της. Προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά και πάλι βυθιζόταν στο όνειρο. Τ αστέρια λαμπύριζαν πάνω από το κεφάλι της. Ένιωσε σαν να κολυμπούσε πάνω από την πόλη. Ο Μάικλ της κατέβασε το παντελόνι ως τον αστράγαλο. Θεέ μου, τι της έκανε; Τα χείλη του τώρα κινούνταν όλο και πιο χαμηλά. Ένιωσε τις θηλές της να σκληραίνουν κι εκείνος άρχισε να τις τσιμπά απαλά, τόσο που η ευχαρίστηση την έκανε να κουνά τους γοφούς της. Η Σαρλίν έκλεισε για λίγο τα μάτια. Ένιωσε τα δάκρυα να κατεβαίνουν στα μάγουλά της. Μα τι έκανε; Τι της έκανε; Άνοιξε τα ματόκλαδα και τον είδε όρθιο να βγάζει το παντελόνι και το πουκάμισο του με σχεδόν μια και μοναδική κίνηση. Θα της το έκανε εδώ; Θα της το έκανε εδώ ακριβώς; Έπρεπε να του πει να σταματήσει. «Ο οδηγός μπορεί να μας δει, σταμάτα, σε παρακαλώ». «Κανείς δε μας βλέπει», της είπε εκείνος ήσυχα. Μετά βρέθηκε ξανά πάνω της, ανοίγοντας απαλά τα πόδια της. Άρχιζε κιόλας να κουνιέται ρυθμικά. «Όχι», είπε. «Σε παρακαλώ». Αλλά ήταν πολύ αργά.
«Κανείς δε μας βλέπει», είπε ο Μάικλ, την ώρα που ο Τζιμ αμίλητος έβγαινε από τη Ρολς με τη φωτογραφική μηχανή.
23 Μπορεί σε όλα τ άλλα μέρη τα πάρτι να είναι πάρτι, αλλά στο Χόλιγουντ ποτέ ένα πάρτι δεν είναι απλώς ένα πάρτι. Είναι ένα μέρος για να δεις και να σε δουν, για να κάνεις συμφωνίες, για να κλείσεις συμβόλαια. Κι αν το Χόλιγουντ υπήρξε πάντα ονομαστό για τα πάρτι του, το μοναδικό, το πιο ενδιαφέρον, το πιο εξαιρετικό ήταν αυτό που ο Άρα Σαγκάριαν έδινε για τα τηλεοπτικά βραβεία ΕΜΜΙ, αμέσως μετά τη βραδιά της απονομής τους. Στην αρχή ήταν ένα πάρτι που το σνόμπαραν όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί. Αλλά, χρόνια τώρα, η μικρή οθόνη είχε γίνει πολύ σημαντική για να τη σνομπάρει κανείς. Και το πάρτι είχε γίνει πια τόσο σπουδαίο, nop δεν επιτρεπόταν η είσοδος στους δημοσιογράφους. Και κανείς δεν αισθανόταν σημαντικός στην πόλη αν δεν έπαιρνε πρόσκληση. Το μοναδικό σημαντικό πάρτι στο οποίο εγώ, η Λόρα Ρίτσι, δεν προσκλήθηκα ποτέ. Ο Άρα, παρά τους ιπποτικούς τρόπους του και την εξαιρετική ευγένεια του, έκανε ανελέητες περικοπές στον κατάλογο των προσκεκλημένων. Πριν γυριστεί η Δυναστεία, είχε αποκλείσει την Τζόαν Κόλινς. Και δεν καλούσε πια τον Μπαρτ Ρέινολντς. Στο κάτω κάτω σ' ένα τέτοιο πάρτι έδινε το παρών μόνο η αφρόκρεμα της αφρόκρεμας. Αλλά, όπως συμβαίνει με όλους τους κανόνες, ο Άρα έκανε κι εδώ μια εξαίρεση μη καλώντας τψ Τερέζα Ο' Ντόνελ. Επί είκοσι δύο χρόνια, που έκανε τον οικοδεσπότη, τψ καλούσε πάντα. Γιατί, παρά το ότι το άστρο της είχε σβήσει, παρέμενε πάντα η πρώτη μεγάλη σταρ του Άρα. Και παρά το αλκοολίκι της, τα χάπια και την παράνοιά της, παρέμενε θρύλος. Ήταν το φυλαχτό του, το γούρι του κι έδειχνε σε όλους, κυρίως στους πελάτες τον και στους πιθανούς πελάτες τον, πως ο Άρα Σαγκάριαν δεν εγκατέλειπε ποτέ τους ανθρώπους τον. AX\G τώρα που δεν την εκπροσωπούσε πια, το να μψ τψ καλέσει τον έκανε να νιώθει ένοχος —τρομερά ένοχος. Ο Άρα στήριζε
μεγάλο μέρος της φήμης του στην πεποίθηση όλων πως είναι τζέντλεμαν και πιστός. Αλλά δεν έμεινε πιστός στην Τερέζα. Μοναδική του δικαιολογία ήταν πως, παρά την ηλικία του, παρά το εγκεφαλικό, παρά την αναπηρία του, ο Άρα ήθελε να είναι ακόμη μέσα στο παιχνίδι. Να δίνει πάντα τα μεγαλύτερα πάρτι, να εκπροσωπεί πάντα τα πιο μεγάλα αστέρια. Και ήξερε πως είχε μείνει πίσω. Ένιωθε πως δεν έπρεπε ν' αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία της Λάιλα Κάιλ. * * *
Ο Νιλ Μορέλι σήκωσε τον τελευταίο δίσκο με τα καναπεδάκια και τον μετέφερε από το φορτηγό του κέτερινγκ στην κουζίνα. Ο χοντρός που είχε αναλάβει την όλη επίβλεψη συνέχισε να γαβγίζει τις εντολές του προς τους σερβιτόρους και τους σεφ. Την είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά ο Νιλ, αλλά τώρα είχε μετανιώσει που δέχτηκε. Από τότε που ακυρώθηκε το σόου, η ζωή του ήταν μεροδούλι μεροφάι. Και ήταν υποχρεωμένος να δέχεται οποιαδήποτε δουλειά. Γιατί ο Σάι Όρτις δεν ήταν σε θέση να του βρει κάποια δουλειά, ούτε στα τηλέφωνά του απαντούσε. Κι αυτή εδώ η δουλειά δεν ήταν και πολύ κακή· τουλάχιστον δεν έπρεπε να βρίσκεται πάνω στη σκηνή κάνοντας τον καραγκιόζη για ψίχουλα. Αλλά μόνο όταν έφτασαν όλοι μαζί στον προορισμό τους, ο χοντρός τους είπε σε τίνος το σπίτι θα δούλευαν. Ο Αρα Σαγκάριαν έδινε το πάρτι για τα ΕΜΜΙ. Χριστέ μου! Σχεδόν δάκρυσε. Από παιδί διάβαζε στις εφημερίδες γι' αυτό το πάρτι. Συνήθιζε να κόβει τις φωτογραφίες των διασημοτήτων γύρω από την πισίνα —όλοι τόσο γελαστοί, όλοι τόσο τέλειοι. Ονειρευόταν να γίνει ένας απ' αυτούς. Κι όμως, αυτός, ο Νιλ Μορέλι, θα έκανε το σερβιτόρο τους. Γι' αυτό είχε λοιπόν έρθει σ' αυτή την πόλη; Στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας σαν παράλυτος, καθόλου σίγουρος ότι τα πόδια του θα υπάκουαν σε οποιαδήποτε εντολή. «Ε, εσύ με τη μύτη. Κουνήσου», ούρλιαξε ο χοντρός.
Όταν ο Σάι Όρτις τηλεφώνησε στην Τζέιν και την κάλεσε στο πάρτι του Άρα Σαγκάριαν, εκείνη ξαφνιάστηκε. «Το απαιτεί η δουλειά», της είπε. «Πρέπει ν' αρχίσεις να κυκλοφορείς». Η Τζέιν είχε αρχίσει να κυκλοφορεί, αλλά εξακολουθούσε να είναι άγνωστη στους πιο πολλούς. Έτσι αποφάσισε να δεχτεί, αν και δύσκολα θα μπορούσε να πει άχι στον Σάι. Ήξερε πως μπορεί να ήταν ισχυρός, αλλά όχι και πολύ συμπαθής. Ο Άρα ήταν πάντα ευγενικός, αλλά ψυχρός μαζί του. Φυσικά. Ποιος ήταν δυνατόν να συμπαθεί τον Σάι Όρτις; Ένιωθε νευρικότητα για το ντεμπούτο της στη χολιγουντιανή κοινωνική ζωή. Αλλά ο Σάι επέμεινε, υποσχόμενος πως θα έφταναν από τους τελευταίους και θα έφευγαν από τους πρώτους. Τώρα το στομάχι της σφιγγόταν καθώς εκείνος τη ρωτούσε: «Ποιον θα ήθελες να γνωρίσεις; Τ η Σερ; Εϊ, ο Μάικλ Κίτον κάθεται στο μπαρ. Όχι; Τι θα έλεγες για την Κρίσταλ Πλένουμ;» Το χαμόγελο της Τζέιν εξαφανίστηκε. Ψυχραιμία, είπε στον εαυτό της. «Όχι ευχαριστώ». «Ποιον τότε;» ρώτησε ο Σάι. Η Τζέιν κοίταξε γύρω της. Στο μπαρ κοντά στη πισίνα καθόταν ένας αληθινός γίγαντας. Πρέπει να ήταν ο Μάρβιν Ντέιβις. Ο Τζεφ Κάτσενμπεργκ στεκόταν στο μπαρ, μ' ένα σωρό ανθρώπους γύρω του. Και δεν ήταν κι εκείνος ο ψηλός, ο γερο-Ντέιβιντ Λιν; Μα δεν είχε πεθάνει ο Ντέιβιντ Λιν; Αλλά πριν η Τζέιν προλάβει να το καλοσκεφτεί, ο Σάι την πήρε από το χέρι. «Να κάποιος που πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσεις. Γεια σου, Μάικλ». Ο άντρας γύρισε την πλάτη του και η Τζέιν βρέθηκε να κοιτάζει τα γαλάζια, καταγάλανα μάτια του Μάικλ Μακλέιν. Της χαμογέλασε και δεν μπορούσε να μην του ανταποδώσει το χαμόγελο. «Από δω η Τζέιν Μουρ. Παίζει στην τηλεοπτική σειρά του Μάρτι Ντι Τζενάρο». «Ναι; Ο Μάρτι θα κάνει τηλεόραση; Με τι θέμα;» τη ρώτησε ο Μάικλ. Άρχισε να του εξηγεί και διαπίστωσε πως ήταν εύκολο να μιλάς μαζί του. Της φάνηκε κοντός. Μετά από τόσες φορές που τον είχε
δει στο σινεμά και της φαινόταν πανύψηλος, τώρα της φαινόταν δύσκολο να συνηθίσει στην πραγματικότητα. Αλλά, αν εξαιρέσουμε το ύψος του, κρατιόταν μια χαρά. Φλυάρησαν ευχάριστα για λίγα λεπτά. «Ήμουν σίγουρος ότι οι δυο σας θα τα πηγαίνατε μια χαρά», είπε ο Σάι απομακρυνόμενος. «Αλλά πρόσεχέ τον, Τζέιν. Κορίτσια σαν κι εσένα τα τρώει για πρωινό». «Μόνο αν θέλουν να φαγωθούν, Σάι». Ο Μάικλ χαμογέλασε, αλλά αυτή τη φορά το χαμόγελο δεν έφτασε ως τα γαλάζια μάτια του. * *
*
Η Κρίσταλ Πλένουμ διόρθωσε την τουαλέτα της και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα, με τον άντρα της ν' ακολουθεί. Αυτό εκείνος το κατανοούσε. Η Κρίσταλ έπρεπε να κάνει εισόδους μεγαλοπρεπείς και μοναχικές. Είδε τους υπόλοιπους να σταματούν, άκουσε τις ομιλίες να χαμηλώνουν και χαμογέλασε. «Γουέιν...» Στράφηκε στον άντρα της. «Δε θα φύγεις λεπτό από κοντά μου. Και φρόντισε να θυμηθείς τα ονόματα όλων. Ξέρεις τι ξεχασιάρα είμαι». Η Κρίσταλ τα έκανε μούσκεμα στα ονόματα, αλλά ήξερε πόσο σημαντικό ήταν σ' αυτή την πόλη να ταιριάζεις τα πρόσωπα με τα ονόματα. Οι άνθρωποι ήθελαν να τους αναγνωρίζουν. Και η Κρίσταλ ήξερε πως σ αυτό το πάρτι όλοι οι προσκεκλημένοι ήταν σημαντικοί. Πέρσι ο Άρα είχε αποφύγει να της στείλει πρόσκληση. Είχε πει σε όλους πως θα βρισκόταν στη Νέα Υόρκη και πήγε και κλείστηκε στο ξενοδοχείο Μπελ Αιρ. Αλλά τώρα το Τζακ και Τζιλ έπαιρνε καλές κριτικές και ήδη είχε προταθεί για το Βραβείο των Κριτικών της Νέας Υόρκης και για τ η Χρυσή Σφαίρα. Γινόταν μάλιστα και συζήτηση για Όσκαρ. Άξιζε ο κόπος και η ανάγκη να φαίνεται η ηλικία της στην οθόνη. Βρισκόταν και πάλι στην κορυφή. Κι έπρεπε να κρατήσει ακόμη τον Γουέιν. Ένα διαζύγιο, ειδικά από έναν άντρα που ήταν και ο μάνατζέρ της, θα κόστιζε στην καριέρα της. Αναρωτιόταν αν θα την έβαζαν εξώφυλλο στο Πιηλ. Αργότερα θα της έμενε χρόνος να σκεφτεί το διαζύγιο.
«Κρίσταλ», είπε ο Άρα, σέρνοντας το πόδι του προς το μέρος της. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να έρθεις». «Άρα Σαγκάριαν», άκουσε τον άντρα της να της ψιθυρίζει στο αυτί. «Αυτόν τον ξέρω, Γουέιν», του απάντησε εκνευρισμένη. Μπορεί τελικά να χώριζε φέτος. «Εγώ σ ευχαριστώ που με κάλεσες», είπε στο μικρόσωμο άντρα που πλησίαζε. «Είναι τιμή μου να βρίσκομαι εδώ, Άρα. Δε θα ήμουν πιο ευχαριστημένη αν είχα κερδίσει απόψε ένα βραβείο». Γέλασαν. * *
*
Στο πίσω κάθισμα του ταξί, ο Πολ Γκράσο είδε το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του Άρα Σαγκάριαν φωταγωγημένο. Μετά από τριάντα χρόνια σ' αυτή την πόλη, μετά από είκοσι χρόνια καριέρας, εκείνος ο ανάπηρος τον είχε απορρίψει, δεν είχε θεωρήσει πως αυτός, ο Πολ Γκράσο, άξιζε μια πρόσκλησή του. Ο Πολ ήξερε πως αν οι προσβάσεις του προς τους σημαντικούς ανθρώπους κόβονταν, έπρεπε να τα μαζέψει και να φύγει από το χώρο. Και δε σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Άρα μπορούσε να βάλει τις προσκλήσεις του εκεί που ήξερε. Το φεγγάρι έλαμπε- άλλο ένα στοιχείο εναντίον του. Ο Πολ ήξερε πως έπρεπε να βρεθεί σ αυτό το πάρτι. Χρωστούσε τόσα πολλά λεφτά και είχε τόσο πολύ ανάγκη από μια δουλειά, που δεν μπορούσε να λείπει. Έμεινε εκεί, περιμένοντας την ευκαιρία. Έπρεπε να εκμεταλλευτεί τον κήπο των Βάιζμαν που έμοιαζε με ζούγκλα και βρισκόταν δίπλα ακριβώς στην έπαυλη του Άρα. Με την προϋπόθεση ότι δε θα υπήρχαν σκύλοι. Βγήκε από το ταξί και το έδιωξε. Δεν ήξερε πώς θα γύριζε σπίτι του, αλλά όταν ερχόταν η ώρα θα έβρισκε μια λύση. Προχώρησε αργά ανάμεσα στα δέντρα και μετά έτρεξε προς τον κήπο του Άρα. * *
*
Ο Πολ Γκράσο δεν ήταν ο μόνος που γνώρισε την πίκρα να μην προσκληθεί. Στο Μπελ Αιρ, η Τερέζα Ο' Ντόνελ καθόταν στο δωμάτιο της Κάντι και της Σκίνι. Δεν τους μιλούσε, καθόταν άψυχη σαν τις δυο κούκλες. *
*
*
Αμίλητη, η Έιπριλ Άιρονς έδωσε το άδειο ποτήρι της στον Σαμ Σιλντς και κοίταξε γύρω της καθώς ο συνοδός της πήγαινε να της ανανεώσει το ποτό. Συζητούσαν την καινούρια της ταινία, το Ένα Αστέρι Γεννιέιαι. Σκεφτόταν τι θα γινόταν όταν θα το ανακάλυπτε ο Μάρτι Ντι Τζενάρο! Την είχε λατρέψει αυτή την ταινία. Μπορεί και να γνώριζε τον Σαμ στον Μάρτι, αποκαλύπτοντάς του την αλήθεια. Τον μισούσε! Τα μάτια της έπεσαν πάνω στον ωραίο άντρα με την Κίκι Μάνσαρντ, την καινούρια στην πόλη. Και, όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν, του έκανε νόημα να πλησιάσει. «Εγώ;» έκανε εκείνος. Η Έιπριλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ο άντρας άρχισε να περπατά προς το μέρος της, με το χέρι του στην πλάτη της Κίκι. Μετά τον είδε να της λέει κάτι στο αυτί και να συνεχίζει μόνος του. «Έιπριλ, με κολακεύεις», είπε ο Μάικλ Μακλέιν. «Δε θέλεις να γνωρίσεις την Κίκι; Παίζει στην ταινία του Ντε Λαουρέντις». «Όχι, ευχαριστώ, να μου λείπει. Πρόκειται για δουλειά. Υποτίθεται ότι θα μου τηλεφωνούσες. Με παρακάλεσες να δεις το σενάριο, σου το έστειλα κι εξαφανίστηκες. Και τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω εγώ; Να σε κυνηγώ σ' όλη την πόλη για να σου δώσω ένα ρόλο που όλοι θα έκαναν σαν τρελοί για να τον εξασφαλίσουν; Δεν είμαι καμιά από τις πιτσιρίκες που πηδάς». «Και βέβαια είσαι», της είπε στο αυτί, μ' εκείνη τη φωνή που έκανε να λιώνουν όλες οι γυναίκες της Αμερικής. Η Έιπριλ ανασήκωσε τους ώμους, αν και πάντα της άρεσε αυτό το κρυφτούλι με τον Μάικλ Μακλέιν. «Τέλειωνε, Μάικλ. Ο Μπίτι θέλει το ρόλο κι εγώ δεν έχω πολύ χρόνο. Επομένως, ή μου τηλεφωνείς ή διαδίδω α όλη την πόλη πως του Μάικλ Μακλέιν δεν του σηκώνεται πια».
Ο Μάικλ την κοίταξε δήθεν τρομοκρατημένος. «Μην το κάνεις αυτό, να χαρείς! Θα μείνω άυπνος για μήνες. Ό λ ε ς οι γυναίκες οτην πόλη θα το έβλεπαν ως τη μεγαλύτερη πρόκληση». *
*
*
Ο Σαμ Σιλντς στεκόταν στο μπαρ, κουνώντας το ποτήρι με τη βότκα νευρικά πέρα δώθε. Δεν τον είχαν καλέσει σ αυτό το πάρτι. Κι όταν η Έιπριλ του ζήτησε να τη συνοδέψει ξαφνιάστηκε. Δεν ήξερε αν τον ήθελε κοντά της για επαγγελματικούς λόγους ή όχι. Και παρά το ότι ήθελε να δουλέψει ξανά με την Έιπριλ, δεν ήξερε αν ήθελε να ξανακοιμηθεί μαζί της. Ή τ α ν πολΰ απαιτητική ερωμένη και το γεγονός ότι είχε τη συνήθεια να χρησιμοποιεί άντρες και γυναίκες τον εκνεΰριζε. Αυτό πάθαινε πάντα σε τέτοιες εκδηλώσεις. Ό τ α ν ήταν μόνος ένιωθε σπουδαίος και ανάμεσα σε όλους αυτοΰς ασήμαντος και ανασφαλής. Κανείς δεν του είχε δώσει την παραμικρή σημασία κι ευχόταν να γύριζε σπίτι. Για να σκοτώσει το χρόνο του, άρχισε να κοιτάζει γύρω. Τότε είδε την κοκκινομάλλα. Ή τ α ν με τον Ντι Τζενάρο. Μπορεί να έκανε για το Ένα Αστέρι Γεννιέται. Ή τ α ν νέα και φρέσκια. Κοίταξε προς την πλευρά της Έιπριλ. Κουβέντιαζε με τον Μάικλ Μακλέιν. Πήγε κοντά της. Μπορεί να τον γνώριζε στον Ντι Τζενάρο. Να έβλεπε και την κοκκινομάλλα... «Έχω δει πολλές τέτοιες στη ζωή μου», του απάντησε εκείνη. «Άσε με να μιλήσω με μερικούς ακόμη και μετά τι θα 'λεγες να πάμε σπίτι μου για σεξ;» *
*
*
Η Τζέιν στεκόταν πλάι στην πισίνα - τ' αστέρια έριχναν το φως τους ανάμεσα στις φυλλωσιές. Παντού γύρω της ένα σωρό διασημότητες. Δεν την ήξερε κανείς και διαπίστωσε πως σ' ένα τέτοιο πάρτι μόνο η ομορφιά δεν μπορούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον. Γιατί εδώ βρίσκονταν οι πιο ωραίοι, οι πιο επιτυχημένοι
και πιο διάσημοι άνθρωποι του κόσμου. Και αυτή, η Τζέιν Μουρ, στεκόταν ανάμεσά τους. Χαμογέλασε. Αυτή η ψεύτικη στιγμή ήταν η δική της πραγματικότητα. Αλλά η πραγματικότητα που ζούσε γινόταν όλο και πιο ψεύτικη. Ανέπνευσε. Η μυρώδιά του γιασεμιού ανακατευόταν με το χλώριο της πισίνας. Αυτό ήταν το άρωμα του Χόλιγουντ. Μετά ένας κοντός, μελαχρινός άντρας την πλησίασε. «Γεια», της είπε και απομακρύνθηκε. Πίσω της, δυο κυρίες του καλού κόσμου άρχισαν το κουτσομπολιό. Μεγάλες γυναίκες, προφανώς σύζυγοι κάποιων. Η μία σήκωσε το κεφάλι της. «Πω, πω! Κοίτα!» φώναξε. «Η Μέρι Τζέιν». Η Τζέιν ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται, ένιωθε να καταρρέει. Θεέ μου! Από τή Νέα Υόρκη ήταν! Μα πώς... Τότε άκουσε τη γυναίκα να λέει: «Από δω η Μέρι Τζέιν Γουίκ, από δω η φίλη μου Έσθερ Γκουντμπόντι». Η Τζέιν δεν άκουγε παρά το βουητό στ' αυτιά της. Προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα. Και τότε, πέρα από την πισίνα, τον είδε. Ή τ α ν ντυμένος όπως όλοι οι άντρες, με μαύρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο. Δεν πίστευε στα μάτια της. Είχε περάσει τόσος καιρός από την τελευταία τους συνάντηση στη Νέα Υόρκη! «Ω Θεέ μου!» είπε δυνατά. Ό χ ι , είπε στον εαυτό της. Προφανώς είχε επηρεαστεί από κείνες τις γυναίκες και το άκουσμα του ονόματος της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, πήρε άλλη μια αναπνοή και προσπάθησε να ηρεμήσει. Τώρα θα ξανακοιτάξω, τώρα θα ξανακοιτάξω και θα δω πως έκανα λάθος. Αλλά, καθώς σήκωνε ξανά τα μάτια της, ήξερε πως ήταν αυτός. Ή τ α ν ο Νιλ, ντυμένος σερβιτόρος, και πρόσφερε καναπεδάκια στους προσκεκλημένους. *
*
*
Ο Πολ Γκράσο κυκλοφορούσε μ' ένα ποτήρι στο χέρι. Τα μισούσε αυτά τα γελοία σουαρέ των σόου μπίζνες. Κατάφερε ν' ανακαλύψει τον Μάρτι και είδε πως συνόδευε τη Λάιλα Κάιλ, ωραιότερη από ποτέ, αλλά χωρίς ίχνος ευγνωμοσύνης στη συμπεριφορά της. Αλλά ο Πολ ήξερε πως σ' αυτή την πόλη δεν υπήρχε
ευγνωμοσύνη. Η Λάιλα τον μισούσε. Πήρε το ρόλο αλλά ποτέ δεν έκανε αυτά που είχε υποσχεθεί. Δεν του εξασφάλισε τη δουλειά που τόσο απεγνωσμένα ήθελε. Και τώρα στεκόταν πλάι στον Μάρτι, πανέμορφη και βαριεστημένη. Έπιασε κουβέντα με τον Μάρτι. Τον ρώτησε πώς πάει το σόου. Και στο τέλος το ξεστόμισε: «Μήπως μπορώ να βοηθήσω στο κάστινγκ;» «Θέλεις να πεις μήπως εγώ μπορώ να σε βοηθήσω. Ψάχνεις για δουλειά, Πόλ; Τηλεφώνησε μου αύριο στο γραφείο», είπε και ο Πόλ ήξερε πως θα ξανάμπαινε στο παιχνίδι. Η Λάιλα καθάρισε το λαιμό της και μετακίνησε το βάρος του σώματος της από το ένα πόδι στο άλλο. Ή τ α ν φανερό πως έπληττε θανάσιμα. Ο Άρα την είχε καλέσει ως πελάτισσά του, αλλά ο Μάρτι είχε δική του πρόσκληση για δύο άτομα. Η Λάιλα είχε αρνηθεί να εμφανιστούν μαζί, λέγοντάς του ότι θα συναντιόνταν μέσα. Είδε έναν ψηλό μελαχρινό άντρα να πλησιάζει και να χαμογελά στη Λάιλα. Με την άκρη του ματιού του, ο Πολ είδε τον Μάρτι. «Μις Κάιλ; Είμαι ο Σαμ Σιλντς. Και από δω η Έιπριλ Άιρονς». Η Λάιλα χαμογέλασε πλατιά στην Έιπριλ. Η Έιπριλ Άιρονς έκανε τις καλύτερες ταινίες στην πόλη. Ο Μάρτι έφτασε κοντά τους. «Γεια σου, Έιπριλ», είπε κι έπιασε τ η Λάιλα από το μπράτσο. Η Λάιλα άρχισε να φουντώνει. Δεν ήταν ιδιοκτησία του. Τράβηξε το χέρι της. «Τι ετοιμάζεις, Έιπριλ;» ρώτησε. «Μια καινούρια ταινία. Με σκηνοθέτη τον Σαμ». «Αλήθεια;» ρώτησε ο Μάρτι, ξινίζοντας τα μούτρα του. «Και ποιος θα είναι ο τίτλος;» «Ένα Αστέρι Γεννιέται», είπε η Έιπριλ. *
#
*
Ο Νιλ στεκόταν κρυμμένος στο σκοτάδι, μ' ένα τσιγάρο στο τρεμάμενο χέρι του. 0 Σαμ Σιλντς! Ο γαμημένος ο Σαμ Σιλντς! Περνούσε μ ένα δίσκο με χαβιάρι. Αναγνώρισε τους Μάικλ
Ντάγκλας, Κέβιν Κόστνερ, Ρίτσαρντ Γκιρ, Μάρτι Ντι Τζενάρο, Κρίσταλ Πλένουμ, Μισέλ Φάιφερ, Φοίβη Βαν Γκέλντερ, Κερκ Κιρκόριαν κι εκείνη τη σκύλα την Έιπριλ Άιρονς. Μετά ένας τύπος έσκυψε στο μπολ με το χαβιάρι Μπελούγκα και του Νιλ παραλίγο να του πέσει ο δίσκος. Ή τ α ν ο Σαμ Σιλντς! Πρώτη του αντίδραση ήταν να του χώσει το μπολ με το χαβιάρι στα μούτρα. Μετά σκέφτηκε πως έπρεπε να εξαφανιστεί. Η ταπείνωση τον πονούσε. Ένιωθε συγχρόνως ανακούφιση και προσβολή που ο Σαμ ούτε που τον αναγνώρισε, ούτε που γύρισε να δει ποιος τον σερβίρει. Το μόνο που έβλεπε ο μπάσταρδος ήταν αυτά τ' αβγά από ψάρι που του προσφέρονταν δωρεάν. «Σ' το είπα, μυτόγκα, δε θα κάνεις διαλείμματα», άκουσε την προειδοποιητική φωνή του χοντρού. «Μη μου πεις!» είπε ο Νιλ, σβήνοντας το τσιγάρο του μέσα στο μπολ με το χαβιάρι, και απομακρύνθηκε. «Πού πας, μυτόγκα; Έχεις να κάνεις κάποια δουλειά». «Ναι, χοντρομπαλά, έχεις δίκιο. Αλλά όχι αυτή τη δουλειά».
Πού στο διάβολο είχε πάει το χαβιάρι; αναρωτήθηκε ο Σάι Όρτις και άρπαξε ένα σερβιτόρο από το μπράτσο. Μόνο που αυτός κουβαλούσε ωμά λαχανικά. Αυτές τις αηδίες τις πετάμε ακόμη και στο Μεξικό, σκέφτηκε. Αλλά πεινούσε πολύ και πήρε μερικά πριν εξαφανιστεί και τούτος. Αυτοί οι σερβιτόροι έχουν τη συνήθεια να γίνονται καπνός. «Θα ήθελα να ήταν δικό μου το δέκα τοις εκατό απ' όλους αυτούς». Ο Σάι σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον Μίλτον Γκλικ. «Σιγά», του είπε. «Για να πετύχεις κάτι τέτοιο έπρεπε να πηδάς άντρες». Έδειξε τον Αρα που κουβέντιαζε με κάτι νεαρούς. «Και, βέβαια, να μην είχες αυτή τη φάτσα». «Τους έχω ήδη πηδήξει όλους σ' αυτή την πόλη», είπε ο Μίλτον. «Με ποιον έχεις έρθει;» «Με τη γυναίκα μου. Είναι εκεί πέρα και κουβεντιάζει με τη Μέρι Τζέιν Γουίκ. Εσύ;»
Ο Σάι ανασήκωσε τους ώμους του. «Με την Τζέιν Μουρ. Την πελάτισσα που βρήκα μόνος μου, Μιλτ. Γιατί εσύ δε μου βρήκες δύο Σαρλίν Σμιθ». «Ουδείς τέλειος, Σάι. Εκτός από σένα, φυσικά». *
#
*
Ο Νιλ στεκόταν στο δρόμο. Τι στο διάβολο κάνω τώρα; Πώς θα φύγω από δω; Δεν είχε λεφτά για ταξί. Σε μια στιγμή άκουσε μια κόρνα. Είδε μια γυναίκα μέσα σ' ένα αυτοκίνητο να του κάνει νόημα. Περίεργο. Ποτέ δεν του είχαν κάνει'καμάκι σ' αυτή την πόλη —ούτε και σε καμιά άλλη. Ί σ ω ς ν' άλλαζε η τύχη του. Καθώς πλησίαζε, η γυναίκα βγήκε από το αυτοκίνητο. Δεν ήταν όμορφη. Σκατά. Άσχημη ήταν. Και μεγάλη. Αλλά, τι διάβολο, μήπως αυτός ήταν κούκλος; Και δεν είχε και μεταφορικό μέσο. «Γεια», του είπε. «Δουλεύεις εκεί;» Έδειξε το σπίτι του Άρα. «Ναι. Για την ακρίβεια, δούλευα. Μόλις παραιτήθηκα». «Σου δίνω εκατό δολάρια για τη στολή του σερβιτόρου», του είπε. Ο Νιλ έμεινε για μια στιγμή άφωνος. Έ π ρ ε π ε να το είχα καταλάβει. «Δεν υπάρχει κανείς που να μη θέλει να δει το πάρτι του Άρα; Εκατό δολάρια; Ο Τζον Ρίτερ θα μου έδινε χίλια». #
*
*
Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους. Ναι, ήμουν εγώ, η Αόρα Ρίτσι. Τόσο χαμηλά ξέπεσε η Λόρα Ρίτσι, για χάρη σας, αναγνώστες. «Τότε πήγαινε να το κουβεντιάσεις με τον Τζόνι Ρίτερ». «Και τι θα φορέσω για να πάω σπίτι μου; Το φόρεμά σου;» Άνοιξα τψ πίσω πόρτα του αυτοκινήτου κι επέστρεψα μ' ένα μαύρο παντελόνι. «Ορίστε το παντελόνι. Κι εγώ θα χρειαστώ το πουκάμισο, το σακάκι και το παπιγιόν. Και θα σου χαρίσω το δερμάτινο μπουφάν μου». «Ρίξε μου άλλα είκοσι δολάρια για να πάρω ταξί και α' τα χαρίζω», είπε, ξεκουμπώνοντας το πουκάμισο του.
24 «Πήρες εκείνη την κασέτα;» ρώτησε ο Σαμ Σιλντς όταν κάθισαν στο κρεβάτι. Τ ο πάρτι του Άρα τον είχε εξουθενώσει και η προοπτική του εξαντλητικού σεξ με την Έιπριλ δεν τον ενθουσίαζε. Άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του, καθώς η Έιπριλ έβγαζε την μπλούζα της. «Μπορείς να μου φέρεις την κασέτα, από το Τρεις για το Δρόμο·,» «Φυσικά, γιατί ρωτάς;» «Θέλω να της ρίξω μια ματιά», απάντησε καθώς έπιανε το κοντρόλ και άναβε την τηλεόραση. Μόλις είχαν κλείσει μια συμφωνία. Εκείνος θα σκηνοθετούσε την ταινία κι εκείνη θα του έδινε πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια, τα διπλά απ όσα είχε πάρει για το Τζακ και Τζιλ. Δεν το πίστευε. «Σαμ, τι κάνεις;» ρώτησε η Έιπριλ, χωρίς να καταβάλει καμιά προσπάθεια να κρύψει τον εκνευρισμό της. «Κλείσε την παλιοτηλεόραση. Δεν είναι αυτή η κατάλληλη στιγμή». «Το ξέρω, το ξέρω», είπε ο Σαμ, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. «Αλλά τώρα που είδα τη Λάιλα Κάιλ, θέλω να ρίξω μια ματιά στο σόου. Όλοι γι' αυτό μιλάνε. Πού είναι η κασέτα;» «Στην τσάντα μου». Δεν ήταν εύκολο να βρει την κασέτα ακόμη και αυτή, η Έιπριλ Άιρονς. Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο ήθελε απόλυτη μυστικότητα, δεν είχε όρεξη να δει κάτι παρεμφερές σε άλλο κανάλι. Αλλά τελικά τα κατάφερε. Είδε τον Σαμ να διασχίζει το δωμάτιο, φορώντας μόνο τις κάλτσες του. Έψαξε, βρήκε την κασέτα και την έβαλε στο βίντεο. «Θέλω να δω τι μπορεί να κάνει ο Μάρτι Ντι Τζενάρο». Ο Σαμ σήκωσε το κεφάλι και διαπίστωσε πως η Έιπριλ είχε βγει από το δωμάτιο. «Πού πήγες;» φώναξε. «'Ελα να δεις τι φτιάχνουν οι μεγαλοφυίες».
H Έιπριλ επέστρεψε. Ή τ α ν κι αυτή περίεργη. Μισούσε τον Μάρτι Ντι Τζενάρο. Είχε την ελπίδα πως το σόου θα πήγαινε στον πάτο. Πολλή φασαρία είχε γίνει, αλλά μπορεί να καταβαράθρωνε εκείνο τον ψωροπερήφανο. Κάθισε στην άλλη άκρη του κρεβατιού. «Έλα κοντά μου», της είπε. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Για λίγα λεπτά έμειναν να παρακολουθούν σιωπηλοί. Μετά η Έιπριλ ανασηκώθηκε κι έσκυψε προς την οθόνη. Αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη τηλεοπτική σειρά, σκέφτηκε. Κάι πώς ήταν δυνατόν, αφου σκηνοθετούσε ο Μάρτι Ντι Τζενάρο; Ή τ α ν καθίκι, αλλά ταλαντούχο καθίκι. Κι αυτό εδώ έμοιαζε περισσότερο με κινηματογράφο, π α ρ ά με μικρή οθόνη. Ή τ α ν καλό. Και πολυ διαφορετικό. «Σαμ, δώσε μου τα γυαλιά μου. Είναι στο συρτάρι του κομοδίνου», είπε χωρίς να παίρνει τα μάτια της από το μόνιτορ. Παρακολουθούσε προσεκτικά. Είχε χρησιμοποιήσει όλες τις γνωστές τεχνικές, αλλά όλες ανανεωμένες. Οι γυναίκες ήταν σκληρές, απελευθερωμένες, σχεδόν ανδροπρεπείς. Είχε νοσταλγία, αλλά όχι τη συνηθισμένη νοσταλγία. Και ίσως να υπήρχε εδώ η πρωταγωνίστρια για το Ένα Αστέρι Γεννιέται. «Τι λες για την κοκκινομάλλα;» είπε ο Σαμ σαν να διάβασε τις σκέψεις της. «Την είδαμε στο πάρτι». Η Έιπριλ κοίταξε εξεταστικά το κορίτσι. Είχε κάτι από τη μητέρα της. Αυτό σήμαινε δωρεάν διαφήμιση. Ή τ α ν όμορφη, αλλά... Η Έιπριλ ήθελε η ταινία να είναι μια εντελώς καινούρια βερσιόν. Ό χ ι . Ο Σαμ κοίταζε την οθόνη. «Ναι, αλλά δες την άλλη, τη μελαχρινή». Η Έ ι π ρ ι λ την κοίταξε. Ό μ ο ρ φ η κοπέλα, αλλά και με φυσικό παίξιμο. Ναι, αυτή ήταν σε θέση να παίξει. «Καλή», παραδέχτηκε. «Χρειαζόμαστε ένα καινούριο πρόσωπο». «Ναι, μπορεί να είναι αυτή». «Ας τη δούμε».
«Ναι, αλλά, Σαμ, δίπλα στον Μάικλ Μακλέιν δεν μπορούμε να βάλουμε μια τηλεοπτική ηθοποιό». «Εντάξει. Τότε φέρε μου την Κίκι Μάνσαρντ. Ή την Τζούλια Ρόμπερτς». «Δε θα είσαι καλά. Έχουν πάρει τα μυαλά τους αέρα. Θα θέλουν ποσοστά. Κι εγώ ποσοστά δεν δίνω». Έπιασε το κοντρόλ κι έκλεισε την τηλεόραση.
25 Από τότε που είδε τον Νιλ στο πάρτι του Άρα, η Τζέιν δεν σταμάτησε να τον αναζητά. Φυσικά, με μεγάλη διακριτικότητα. Πήρε την τηλεφωνική υπηρεσία, αλλά δεν τον είχαν καταγραμμένο. Έψαξε στις σελίδες του Χρυσού Οδηγού, τίποτε. Να είχε το τηλέφωνό του στ' απόρρητα; Ή μήπως συνέβαινε κάτι χειρότερο; Μήπως δεν είχε καθόλου τηλέφωνο; Γιατί ένας άνεργος ηθοποιός χωρίς τηλέφωνο, είναι ένας πρώην ηθοποιός. Μήπως ο Νιλ τα είχε παρατήσει; Της έλειπε ο Νιλ και ανησυχούσε. Αναρωτιόταν όμως τι θα μπορούσε να κάνει γι' αυτόν, ακόμη κι αν τον έβρισκε. Θα του έλεγε ποια είναι; Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Ό χ ι προς το παρόν. Αλλά ίσως μπορούσε να τον βοηθήσει έμμεσα, στέλνοντάς του χρήματα ή ζητώντας από τον Μάρτι να το χρησιμοποιήσει κάπου. Μακάρι να είχε ένα φίλο σαν το Νιλ. Ο Πιτ ήταν καλός, αλλά δεν είχαν τίποτε κοινό. Ή τ α ν ακόμη φιλικός, αλλά όχι φίλος. Και η Σαρλίν ήταν φιλική, αλλά πολύ περιορισμένων ικανοτήτων. Η Τζέιν συνειδητοποίησε πως ήταν μόνη. Της έλειπαν το χιούμορ του Νιλ, οι εξομολογήσεις με τη Μόλι, οι εκ βαθέων συζητήσεις με τον Σαμ. Βέβαια, η έξαψη που της προκαλούσε η δουλειά στην εκπομπή ήταν μεγάλη, αλλά η εκτός δουλειάς ζωή της ήταν ανύπαρκτη. Και τώρα που είχε μπει στο ρυθμό της δουλειάς, όλα είχαν εξελιχθεί
σε ρουτίνα. Στην οθόνη ήταν καλή, ακόμη και στα κοντινά πλάνα. Ευτυχώς, γιατί αυτό την ανησυχούσε. Στην τηλεόραση τα φώτα είναι πιο σκληρά απ' ό,τι στο θέατρο, διεισδύουν σε κάθε πόρο του δέρματος. Γιά την Τζέιν, η χρήση του μεϊκάπ ξεπερνούσε τα επαγγελματικά όρια, είχε γίνει σωστή έμμονη ιδέα. Προσπάθησε να γίνει φίλη με το μακιγιέρ και συμφώνησαν πως τα προϊόντα Φλάντερς δεν επαρκούσαν. Παρά το συμβόλαιο, έβαζαν πρώτα μια άλλη βάση. Κι όταν το μακιγιάζ τέλειωνε κι εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω για να θαυμάσει τα έργα των χεριών του —λες και είχε δημιουργήσει τη Μόνα Λίζα, η Τζέιν είχε πια αρχίσει να χαλαρώνει. Αλλά κι εκείνος ο πρώτος ενθουσιασμός γι' αυτή καθαυτή τη δουλειά είχε χαθεί. Η Τζέιν κατάπληκτη διαπίστωνε πόσο περιορισμένος μπορεί να είναι ο έλεγχος του σκηνοθέτη. Και το κείμενο της φαινόταν εντελώς βάρβαρο. Ξεκινούσε μια φράση για να τη συνεχίσει η Σαρλίν και να την τελειώσει η Λάιλα. Αδύνατο να υπηρετηθεί η τέχνη μέσα από τέτοιες ατάκες. Σύμφωνα με το σενάριο, η Τζέιν ήταν η έξυπνη, η Λάιλα η σέξι και η Σαρλίν η χαζούλα. Και τις ανάγκαζαν να συμπεριφέρονται έτσι και στην πραγματική τους ζωή. Η Τζέιν ήταν έξυπνη κι έμπειρη, έτσι δε δυσκολευόταν. Και η Λάιλα ήταν σέξι. Ό χ ι ιδιαίτερα αισθησιακή πάντως, είχε καταλήξει η Τζέιν. Ό σ ο για τη φτωχούλα τη Σαρλίν, δεν ήταν ακριβώς κουτή, αλλά τα μαργαριτάρια που πετούσε κάθε τόσο αποκάλυπταν την άγνοια της και την εμφάνιζαν μειωμένης πνευματικής ικανότητας. Και η Τζέιν είχε τη βεβαιότητα πως δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αλλά από τις τρεις τους μόνο η Λάιλα αποδείχτηκε αρκετά έξυπνη για να γοητεύσει τον Μάρτι. Βλέποντας τα έξι πρώτα επεισόδια, η Τζέιν διαπίστωσε πως η Λάιλα είχε πετύχει περισσότερα κοντινά πλάνα και καλ,ύτερες ατάκες. Και η «έξυπνη» Τζέιν είχε όλο και λιγότερα κοντινά πλάνα και όλο και λιγότερες ατάκες. Όλες βέβαια οι ατάκες ήταν γελοίες, αλλά η πραγματικότητα δεν άλλαζε. Τίποτε δεν είχε γίνει όπως το είχε φανταστεί. Και μόνο όταν βρισκόταν με τη Μάι Φον Τρίλινγκ ένιωθε πως πραγματικά
βρισκόταν κοντά στις σόου μπίζνες. Στις ατέλειωτες ώρες της αναμονής, περνούσε το χρόνο της κουβεντιάζοντας με τη Μάι, ακούγοντας την ιστορία της ζωής της και τους έρωτές της. Η Τζέιν ποτέ δεν κουραζόταν να την ακούει και η Μάι έδειχνε μεγάλη ικανοποίηση που έβρισκε κάποιον να διηγείται τις ιστορίες της. Τώρα η Τζέιν βρισκόταν στο βεστιάριο διαλέγοντας ρούχα, χωρίς να χάνει λέξη απ' όσα έλεγε η Μάι. Την παρακολουθούσε μ' ένα ποτήρι μπίρα στο χέρι και τις καρφίτσες στο στόμα να δουλεύει και να μιλά συγχρόνως. «Έτσι, τον εγκατέλειψα, χρυσή μου. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Ζήλευε πάντα την επιτυχία μου. Ή τ α ν κάτι που τον δηλητηρίαζε». «Ναι, αλλά τον αγαπούσες». «Και βέβαια. Υπήρξε ο μεγαλύτερος ερωτάς μου. Γιατί κι αυτός με είχε αγαπήσει πραγματικά. Όλοι οι άλλοι δεν έβλεπαν εμένα, αλλά αυτό που ήμουν στην οθόνη. Κι έκαναν συγκρίσεις. Θα το νιώσεις κι εσύ αυτό. Δεν είναι τόσο ψηλή, όσο νόμιζα. Τ α δόντια της δεν είναι τόσο ωραία. Είναι πιο αδύνατη». Η Μάι γέλασε, αλλά η Τζέιν δεν έβλεπε πού ήταν το αστείο. Ή τ α ν τόσο σκληρό να βλέπει αυτή τη γεμάτη ρυτίδες γυναίκα, γονατισμένη μπροστά της, να θυμάται τις μέρες της δόξας. Πώς να ένιωθε τώρα που κανείς δεν της έδινε σημασία; Τώρα που το πρόσωπο και το σώμα της την είχαν πια προδώσει; Πώς να ένιωθε; Η Τζέιν δεν ήταν ούτε αρκετά θαρραλέα, ούτε αρκετά σκληρή για να τη ρωτήσει. «Παράξενη είσαι», της έλεγε τώρα η Μάι. «Η έκφραση των ματιών σου δείχνει μεγαλύτερη ηλικία απ' ό,τι το πρόσωπο σου». Η Τζέιν ένιωσε ν' ανατριχιάζει. Μπορούσε μήπως αυτή η γυναίκα να δει την πραγματικότητα; «Είσαι συνέχεια σ' επιφυλακή», συνέχισε η Μάι. «Σαν να κινδυνεύεις. Αλλά είσαι τόσο όμορφη, τι μπορεί να σε απασχολεί; Εγώ ποτέ δεν ανησύχησα μέχρι τα σαράντα μου». «Είναι ο χαρακτήρας μου», είπε η Τζέιν. «Όχι, είσαι παράξενη». «Γιατί το λες;» «Να, κάθεσαι και με ακούς πάντα. Και δε με φωνάζεις στο καμαρίνι σου, αλλά έρχεσαι εσύ εδώ...»
«Μα αυτό που κάνεις για μένα είναι μια μεγάλη χάρη. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα». «Ανόητο κορίτσι. Οι σταρ απολαμβάνουν τις χάρες. Αλλά, πάντως, χάρη σ εσένα δε θ' απολυθώ». «Μα τι λες τώρα, Μάι! Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο; Ο Μπομπ α αγαπά. Είσαι εκπληκτική!» «Εκπληκτική σήμερα, άνεργη αύριο. Για κοιτάξου στον καθρέφτη. Σου αρέσει;» Πραγματικά, η Μάι ήταν μοναδική. Παρ' όλες τις δίαιτες και τις εγχειρήσεις, η Τζέιν δεν ήταν τόσο αδύνατη όσο οι άλλες δύο. Και ήταν πιο κοντή και πιο μεγάλη. Αλλά τώρα έδειχνε πολύ καλύτερη. «Ω Μάι, είναι φοβερό, πώς το έκανες;» «Είναι μερικά κόλπα. Σου έχω ετοιμάσει άλλα τζιν για τις σκηνές που είσαι όρθια και άλλα γι' αυτές στη μοτοσικλέτα. Και οι γυναίκες που θα σε βλέπουν ποτέ δε θα καταλάβουν γιατί τα δικά σου τζιν δείχνουν τόσο ωραία πάνω σου. Αυτά είναι τα μαγικά κόλπα του Χόλιγουντ». Αρχισε να μαζεύει τις καρφίτσες και τα κουρελάκια από το πάτωμα. «Στάσου, αυτό θα το κάνω εγώ», είπε η Τζέιν και άρχισε να τη βοηθά. Η ηλικιωμένη γυναίκα την κοίταξε. «Βλέπεις; Αυτό είναι το παράξενο. Ποτέ δε συμπεριφέρεται έτσι μια καινούρια σταρ. Κι ούτε πιστεύει πως είναι κομπλιμέντο να την αποκαλούν όμορφη. Θέλεις ένα ποτήρι μπίρα;» Η Τζέιν θα το 'θελε, αλλά σκέφτηκε τις θερμίδες. «Καλύτερα όχι», είπε. «Μήπως λίγο νερό;» «Ναι, αυτό θα το 'θελα». «Τότε κάθισε. Αλλά προηγουμένως βγάλε το παντελόνι σου. #
*
*
Όταν η Τζέιν γύρισε σπίτι της εκείνο το βράδυ, ήταν τόσο εξαντλημένη που δεν είχε το κουράγιο να σηκώσει το χέρι για να πάρει την αλληλογραφία της από το γραμματοκιβώτιο. Άλλωστε σπάνια έβρισκε πολλά πράγματα εκεί μέσα. Μόνο κανένα γράμμα από το δόκτορα Μουρ και κανένα σκίτσο από τον Ραούλ, στον οποίο έστελνε κάθε τόσο διάφορα δώρα. Και γι αυτό έκανε την
προσπάθεια τώρα, κι ας ήταν τόσο κουρασμένη. Αυτή ήταν όλη κι όλη η προσωπική της ζωή. Η ίδια είχε κάνει τις επιλογές της, θύμισε στον εαυτό της. Αλλά παρ' όλ' αυτά της έλειπαν ο Νιλ, οι Νεοϋορκέζοι φίλοι της, οι συναντήσεις τους στα ελληνικά καφέ, τα δείπνα τους με ζυμαρικά. Και, πάνω απ' όλα, της έλειπε ακόμη ο Σαμ. Περισσότερο από καθετί της έλειπε ο όμορφος κι έξυπνος Σαμ. Αλλά για χιλιοστή φορά θύμισε στον εαυτό της πόσο άσχημα είχε τελειώσει η ιστορία τους. Μήπως το ίδιο άσχημα θα τέλειωναν και όσα ζούσε σήμερα; Κι αν η σειρά δεν πήγαινε καλά; Κι αν την ξεχνούσαν μετά τον πρώτο ενθουσιασμό; Κι αν κατέλήγε σε μια τηλεοπτική ηθοποιό της σειράς; Σαν όλες τις άλλες που ποτέ δεν μπόρεσαν να κάνοϋν μιά σοβαρή καριέρα; Μήπως οι προσδοκίες της ήταν υπερβολικές; Μερικές φορές, με το καινούριο της πρόσωπο και το καινούριο της σώμα, η Τζέιν ένιωθε αήττητη. Κι άλλες πάλι φορές ένιωθε σαν όλα γύρω της να ήταν απατηλά. Ακριβώς όπως συνέβη με το Τζακ και Τζιλ. Ο φόβος έκανε το στομάχι της κόμπο. Ή τ α ν πια πολύ μεγάλη και πολύ κουρασμένη για να ξαναπροσπαθήσει. Και για να δημιουργήσει καινούριους φίλους. Η δουλειά της ήταν εξαντλητική και ο ρόλος της Τζέιν Μουρ την καταρράκωνε. Μ' έναν αναστεναγμό πήρε την αλληλογραφία και την άδειασε πάνω στο κάθισμα της καινούριας της Μάζντα. Τ α συνηθισμένα, σκέφτηκε απογοητευμένη. Κανένα γράμμα από το δόκτορα Μουρ, κάποιοι λογαριασμοί, δύο διαφημιστικοί κατάλογοι. Αλλά κι ένας μεγάλος μπεζ φάκελος. Με το όνομά της γραμμένο καλλιγραφικά με μαύρο μελάνι. Με τη σφραγίδα του Λος Άντζελες. Αν επρόκειτο για τα εγκαίνια κάποιας καινούριας μπουτίκ, θα ήταν σίγουρα πολύ ακριβή, σκέφτηκε. Τα πήρε όλα και μπήκε στο σπίτι της. Αμέσως άνοιξε το μεγάλο φάκελο. Η Έιπριλ Άιρονς θα χαρεί πολύ να σας έχει στη σνντροψιά της, το βράδυ της Τρίτης. Κοκτέιλ και δείπνο.
Πάνω από τη διεύθυνση, υπήρχε μια χειρόγραφη σημείωση: Θα σε περιμένω με χαρά. Φέρε κι ένα φίλο σον. Έιηριλ. Η Έιπριλ; Η Έιπριλ Άιρσνς; Η πιο ισχυρή γυναίκα του Χόλιγουντ την προσκαλούσε σε δείπνο και με δική της μάλιστα σημείωση; Θα σε περιμένω με χαρά; Μια διάσημη γυναίκα που η Τζέιν δε γνώριζε προσωπικά της έστελνε αυτή την πρόσκληση; Ανασήκωσε τους ώμους της. Αυτό ήταν το Χόλιγουντ στο κάτω κάτω, κι αυτή ζούσε σ' ένα παραμύθι. Μόλις τώρα δεν ευχόταν να γλιτώσει από τη μοναξιά της; Η ευχή της είχε εκπληρωθεί. Την είχαν καλέσει σ' ένα πάρτι όπου θα μπορούσε να βρει ακόμη και τον πρίγκιπα της! Βέβαια, είχε βρει το πάρτι του Άρα Σαγκάριαν απαίσιο, αλλά έπρεπε να βγαίνει, να συναντά καινούριους ανθρώπους, να δημιουργήσει μια καινούρια ζωή. Ένιωσε να τη λούζει κρύος ιδρώτας. Με ποιον θα μιλούσε; Τι θα έλεγε; Ποιος θα ενδιαφερόταν γι' αυτήν; Και τι θα φορούσε; Αλλά γι' αυτό το τελευταίο θα κατέφευγε στις συμβουλές της Μάι. Μπορεί να έβγαιναν μαζί για ψώνια. Τέλεια! Αλλά πώς θα έπρεπε να φερθεί; Και ποιον συνοδό να διαλέξει; Υπήρχε ο Πιτ, αλλά είχαν χωρίσει. Και, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να φανταστεί τον Πιτ να κουβεντιάζει με την Έιπριλ Άιρονς. Θα το έλεγε στον Σάι Όρτις, αυτός σίγουρα ήξερε πώς να φερθεί. Και θα χαιρόταν που θα είχε την ευκαιρία να πάει σε μια τέτοια σπουδαία δεξίωση. Αυτός την πίεζε πάντα να κάνει δημόσιες εμφανίσεις. Μήπως αυτός είχε προκαλέσει και την πρόσκληση; Η Τζέιν γέμισε την μπανιέρα ζεστό νερό, πήρε ένα ποτήρι Μποζολέ κι έμεινε να κοιτάζει την πρόσκληση. Μπορεί αυτό να ήταν το πραγματικό ξεκίνημα γι' αυτήν. * * *
«Κατ' αρχήν, για ποιο λόγο θέλεις να πας στο πάρτι της Έιπριλ Άιρονς; Είναι μια πουτάνα πολυτελείας». «Θέλω να πάω. Να πάω μόνη;» «Θεέ μου, ξέχασέ το. Θα σου βρω εγώ κάποιον». «Κανέναν άγνωστο; Τ α μισώ αυτά».
«Τζέιν, εδώ είναι το Χόλιγουντ. Και δεν υπάρχουν άγνωστοι». «Εντάξει τότε», συμφώνησε η Τζέιν αναστενάζοντας. *
*
#
Η επιλογή του φορέματος στάθηκε εύκολη. Η Μάι είχε φέρει τρία κομμάτια και διάλεξαν το καλύτερο, μια μακριά σκούρα μπλε ταφταδένια τουαλέτα. «Λοιπόν, ξεκινάς», είπε η Μάι ικανοποιημένη. «Είμαι τόσο τρομοκρατημένη. Τι θα γίνει αν δε μου απευθύνει κανείς το λόγο και μείνω εκεί να κοιτάζω σαν ηλίθια;» «Μα, για όνομα του Θεού, Τζέιν! Οι άντρες πάντα θα θέλουν να σου μιλούν, τουλάχιστον για άλλα δέκα χρόνια». * * *
Ο Σάι καθόταν στο γραφείο του και οσμιζόταν τον κίνδυνο. Η Τζέιν Μουρ είχε αρχίσει να γίνεται μπελάς. Και σε συνδυασμό με την Έιπριλ Άιρονς θα εξελισσόταν σε διπλό μπελά. Ο Σάι τις μισούσε αυτές τις γυναίκες. Κι αν αποφάσιζε να συνοδεύσει την Τζέιν στης Έιπριλ; Κάτι τέτοιο ίσως ευνοούσε τα σχέδιά του. Αυτές οι δύο θα ξεκινούσαν πολύ άσχημα τη συνεργασία τους, εξαιτίας της παρουσίας του Σάι. Ας αφήσουμε που θα μπορούσε και να τις παρακολουθεί. Πολύ καλή ιδέα, σκέφτηκε και άφησε κάτω το σπρέι. Αλλά ίσως να μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Ο Μάικλ Μακλέιν δεν είχε ακόμη συμφωνήσει να μπει το όνομά του κάτω από του Ρίκι. Είχε βάλει μαζί του ένα γελοίο στοίχημα και είχε μετανιώσει. Ή δ η ο Μάικλ τον είχε ενημερώσει πως είχε πηδήξει τη Σαρλίν. Την πουτάνα! Αλλά τώρα ίσως να έπιανε μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Θα έριχνε τον Μάικλ πάνω στην Τζέιν. Αυτή δεν ήταν τόσο εύκολη όσο η Σαρλίν. Κι όταν ο Μάικλ θα έτρωγε τη χυλόπιτά του, τότε θα δεχόταν τα πάντα. Ο Σάι σήκωσε χαμογελαστός το ακουστικό. * * *
H Τζέιν στεκόταν στο κατώφλι του καλοβαλμένου σπιτιού με τον Μάικλ Μακλέιν να την κρατά από το μπράτσο. Οι διπλές πόρτες άνοιξαν και βρέθηκαν σε μια αίθουσα υποδοχής μεγάλη όσο ένα γήπεδο. Παντού αντίκες και κεριά, ορχιδέες και λινά τραπεζομάντιλα. Υπήρχε χώρος για εκατοντάδες ανθρώπους, αλλά αυτό το πάρτι ήταν πολΰ κλειστό, μόνο καμιά δεκαριά άτομα. Οι σερβιτόροι κρατούσαν ασημένιους δίσκους γεμάτους εκπληκτικά ορντέβρ και ποτά. Μόλις η Έιπριλ κατέβηκε τα τρία σκαλιά προς το λίβινγκ ρουμ, την υποδέχτηκε μια μελαχρινή, υπερβολικά αδύνατη γυναίκα με σατέν φόρεμα: η ΈιπριλΆιρονς. «Τζέιν, χαίρομαι πολΰ που ήρθες», είπε και της έδωσε το χέρι. Η Τζέιν χαμογέλασε, την ευχαρίστησε και στράφηκε προς τον Μάικλ Μακλέιν. «Μάικ, χαίρομαι που σε βλέπω. Βλέπω ότι δε χάνεις τον καιρό σου». Ο Μάικλ χαμογέλασε. «Αν δε σας πειράζει, θα πάμε αμέσως για φαγητό. Μετά θέλω να κάνουμε κάτι που θα σας αρέσει». Όταν κάθισαν στο τραπέζι, η Έιπριλ έκανε τις συστάσεις. Όλοι ήταν γνωστοί και διάσημρι. Η Τζέιν τσίμπησε το χέρι της για να βεβαιωθεί πως δεν ονειρεύεται. Και τότε τον είδε. Είχε αργήσει να έρθει - με μια δρασκελιά κατέβηκε και τα τρία σκαλιά και προχώρησε με τη γνωστή του χάρη προς το μοναδικό κάθισμα που είχε απομείνει κενό. Η Τζέιν κατάφερε να μην της πέσει το ποτήρι. Αλλά έμεινε να τον κοιτάζει. Έμεινε να κοιτάζει τον Σαμ, το δικό της Σαμ, να τον τρώει με τα μάτια. Και ένιωθε σαν να μην είχε περάσει τόσος χρόνος, τόσες εγχειρήσεις, σαν να μην είχε αποκτήσει καινούριο όνομα και καριέρα, σαν να μην είχε παίξει στο Μελρόουζ, να μην είχε γνωρίσει τον Μάρτι Ντι Τζενάρο, να μην υπήρχε η τηλεοπτική σειρά. Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Και τον ήθελε πιο απεγνωσμένα από κάθε άλλη φορά.
Η ΔΟΞΑ «Θυμάσαι τότε ηον ο Πινόκιο πήγε στον Στρόμτιολι και ο Στρόμτιολι τον έπεισε να γίνει ηθοποιός; Και ο Πινόκιο έπαιξε κάτι και ο Στρόμπολι τον έβαλε σ'ένα κλουβί; Λοιπόν, κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Θέλεις να κάνεις κάτι, έχεις γοητευτεί από το όνειρο. Και φτάνεις ως εκεί. Και τότε, ξαφνικά, βρίσκεσαι μέσα στο κλουβί». Μ Π Ε Τ Ι ΜΙΝΤΛΕΡ «Τρομοκρατούμαι όταν οι φωτογράφοι κατασκηνώνουν συνεχώς έξω από το σπίτι μου, μέσα στα αυτοκίνητα τους». ΤΖΟΥΛΙΑ ΡΟΜΠΕΡΤΣ
1 Όλοι μας δεν έχουμε κατά καιρούς αναρωτηθεί ηώς θα νιώθαμε αν ήμαστε στη θέση των σταρ; Όχι σαν παρατηρητές, όηως εγώ, ή Λόρα Ρίτσι, αλλά από τη θέση του σταρ. Όχι απλώς να είμαστε ανεκτοί, όπως συμβαίνει στους ρεπόρτερ, αλλά σαν ίσοι προς ίσους. Πώς είναι να κάθεσαι στο ίδιο τραπέζι με καμιά δεκαριά από τους πιο διάσημους και πιο ταλαντούχους ανθρώπους του κόσμου; Πώς είναι να σε φωνάζει η Ελίζαμπεθ Τέιλορ —ποτέ «Λιζ»— με το μικρό σον όνομα, να σον ζητά η Σερ το βούτυρο, να σου χαμογελά ο Γουόρεν Μπίτι; Προηγουμένως, η Τζέιν ζούσε στο περιθώριο. Τώρα είχε φθάσει στο κέντρο. *
*
*
Για την Τζέιν όλ' αυτά αποτελούσαν πρωτόγνωρη εμπειρία, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτε. Το μόνο που προσπαθούσε, ήταν να μ η γελοιοποιηθεί στα μάτια του Σαμ Σιλντς. Πάσχιζε να μην τον κοιτάζει, να έχει στραμμένο το κεφάλι της από την άλλη πλευρά, προς τον Μάικλ Μακλέιν, την Ελίζαμπεθ και τον Λάρι, την Έιπριλ Άιρονς. Κι αν ο Σαμ την αναγνώριζε; Βέβαια ήταν εντελώς διαφορετική πια, όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στην κίνηση. Ή τ α ν σίγουρη πως έπαιζε καλά το ρόλο της Τζέιν Μουρ. Αλλά κανείς δεν τη γνώρισε όσο ο Σαμ. Τι θα γινόταν αν την καταλάβαινε; Θα την περιφρονούσε; Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, τόσο γρήγορα, που ήταν σίγουρη πως δίπλα της ο Μάικλ την άκουγε. Οι χτύποι της καρδιάς της ήταν σχεδόν ο μοναδικός ήχος που έφτανε στ' αυτιά της. Είχε ιδρώσει. Προσπάθησε να σηκώσει το ποτήρι με το νερό, αλλά τα χέρια της έτρεμαν. Έριξε μια ματιά γύρω να δει αν την παρακολου-
θούσαν, αλλά μόνο η Έιπριλ την κοιτούσε χαμογελαστή. «Πού μένεις, Τζέιν;» τη ρώτησε. «Στο Μπέρντλαντ». «Είναι δικό σου το σπίτι;» ρώτησε ο Μάικλ. «Όχι, το νοικιάζω», κατάφερε να πει. «Είναι ασφαλής η περιοχή;» ρώτησε η Γκόλντι. Άρχισαν να κουβεντιάζουν για τα θέματα ασφαλείας και για τα πλεονεκτήματα του Μαλιμπού σε σχέση με το Μπελ Αιρ και τους Λόφους. Η Τζέιν τους άκουγε να παραπονούνται για την ακρίβεια. Αναρωτιόταν αν είχαν όλόι τους σωματοφύλακες. «Εγώ δεν αντιμετωπίζω τέτοια προβλήματα στη σουίτα του ξενοδοχείου μου», είπε ο Μάικλ. «Αυτό δεν είναι καλό για τα παιδιά», απάντησε κάποιος κοφτά. «Μια σουίτα δεν είναι ποτέ σπίτι». «Για μένα είναι μια χαρά εδώ και δέκα χρόνια», απάντησε ο Μάικλ. «Φαίνεται ότι σου χρειάζονται οι αυτόματες πόρτες», είπε κάποιος και γέλασαν. Η Τζέιν αναρωτιόταν αν γελούσαν και μαζί της — έδινε σαφώς την εντύπωση της τελευταίας κατάκτησης του Μάικλ. «Πρέπει να ζεις κοντά σε γνωστούς», είπε η Έιπριλ. «Για να είσαι ασφαλής, κυρίως αν έχεις παιδιά». «Μα δεν είναι παρανοϊκό αυτό;» ρώτησε ο Σαμ και η φωνή του ήταν ωραιότερη και πιο βαθιά από πότέ. «Θέλω να πω πως μετά τη Νέα Υόρκη, από πλευράς ασφάλειας, εδώ μοιάζει με παιδική χαρά». «Αυτό δεν είχε πει και η Σάρον Τέιτ;» ρώτησε ο Μάικλ. «Δεν είναι παρανοϊκό», είπε η Έιπριλ. «Αυτό που κάνει ο Μπάρι Ντίλερ είναι παρανοϊκό. Έχει φρουρό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο». Η Τζέιν δεν μπορούσε να κατεβάσει μπουκιά και για πρώτη φορά δε χρειαζόταν ν' ανησυχήσει για τις θερμίδες. Είχε το βλέμμα καρφωμένο στο πιάτο της και άκουγε. Αλλά ήξερε πως έπρεπε κάτι να πει. Τώρα ο Μάικλ αναφερόταν στο γραφείο ιδιωτικών φρουρών που είχε αναλάβει τη δική του φρούρηση. Όλοι βρήκαν πως είχε το πιο ακριβό.
«Ακριβοί, αλλά οι καλύτεροι», είπε ο Μάικλ. «Και μιλάμε για τη ζωή μας». «Δεν ακούγεται λίγο μελοδραματικά αυτό;» ρώτησε η Τζε'ιν. «Έτσι λες; Υπάρχει ένας τύπος στη φυλακή που μου στέλνει απειλητικά γράμματα. Η γυναίκα μου ήταν φανατική Θαυμάστρια μου και τη σκότωσε. Και τώρα ορκίζεται πως μόλις βγει αιίό τή φυλακή θα σκοτώσει κι εμένα». Όλοι τον κοίταξαν με συμπάθεια. Ο Σαμ καθάρισε το λαιμό του. «Υποθέτω πως όσο βρίσκεται στη φυλακή δεν έχεις πρόβλημα», είπε. «Ναι, αλλά πέρσι παραλίγο να πάρει χάρη. Αλλά το γραφείο παρακολουθεί την υπόθεση και παρουσίασε τις απειλητικές επιστολές. Και στο κάτω κάτω οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες δεν έχουν τέτοια προβλήματα. Εμείς οι ηθοποιοί βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή». Στράφηκε στην Τζέιν. «Είναι ασφαλές το σπίτι σου;» «Δεν ξέρω», παραδέχτηκε. «Αλλά και δε μ' έχει ποτέ ενοχλήσει κανείς». «Μακάρι να είναι πάντα έτσι τα πράγματα, αλλά πρέπει να λάβεις τα μέτρα σου. Πότε είναι η πρεμιέρα του σόου;» «Την Κυριακή». «Αχ, τι καλά!» είπε ευγενικά η Ελίζαμπεθ. «Πώς έχει πάει;» ρώτησε η Έιπριλ. «Δεν υπάρχει κάτι που να μπορώ να το συγκρίνω, αλλά νομίζω ότι πήγε καλά», είπε η Τζέιν. Θεέ μου, δεν μπορούσε να πει κάτι έξυπνο; Πάντως αυτό είχε και τα καλά του, όλοι την περνούσαν για αυθεντική εικοσιτετράχρονη με περιορισμένη εμπειρία. «Είμαι σίγουρος ότι θα έχει μεγάλη επιτυχία», είπε ο Κουρτ και η Γκόλντι κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Πάντως, υπάρχουν όλες οι εγγυήσεις· ήδη βγαίνεις με τον Μάικλ Μακλέιν», πρόσθεσε η Έιπριλ και όλοι γέλασαν. Η Ανέτ κλότσησε τον Γουόρεν κι έβαλαν κάτι πνιχτά γέλια. Αλλά η Τζέιν δεν έβλεπε καμιά κακεντρέχεια στα πρόσω πάτους. Όταν ήρθε το επιδόρπιο, σορμπέ λεμόνι, η συζήτηση στράφηκε προς την επόμενη φιλανθρωπική εκδήλωση για τα θύματα του AIDS. Μετά πέρασαν όλοι για καφέ στο λίβινγκ ρουμ. Αλλά
η Τζέιν χρειαζόταν λίγες στιγμές για τον εαυτό της. Με τρεμάμενα γόνατα προχώρησε προς τη βεράντα. «Αριστούργημα». Ή τ α ν η φωνή του Σαμ, ένα απαλό μουρμουρητό πάνω από τον ώμο της. Η Τζέιν χλόμιασε. Γύρισε και τον κοίταξε. Μήπως μιλούσε για την καινούρια ενσάρκωσή της; Την είχε κιόλας καταλάβει; «Αριστούργημα», επανέλαβε. «Το φόρεμα και τα μαλλιά σου. Ταιριάζουν απόλυτα. Απλά και μοναδικά». Βρισκόταν πολύ κοντά της. Μπορούσε να μυρίσει το άφτερ σέιβ του και τη γλυκιά μυρωδιά της ανάσας του όταν έπινε κρασί. Να τος λοιπόν, σκέφτηκε, ο άντρας που τόσο ονειρεύτηκα, τόσο νοστάλγησα και τόσο προσπάθησα να ξεχάσω. Ή τ α ν εδώ και την είχε ακολουθήσει στη βεράντα, στεκόταν δίπλα της. Έτρεμε. Να ήταν από οργή, επιθυμία ή φόβο; Ή τ α ν σκοτεινά στη βεράντα κι αυτός πολύ κοντά της. Πόσο καλά την έβλεπε; «Μένεις, λοιπόν, στο Μπέρντλαντ», της είπε. Έμεινε σιωπηλή. Έκανε ένα βήμα για να γυρίσει πίσω στα φώτα. «Σκέφτηκες ποτέ να παίξεις στον κινηματογράφο ; » τη ρώτησε. Κοντοστάθηκε και γύρισε προςτο μέροςτου. Πώς νατου έλεγε πως αυτό είχε προσπαθήσει μαζί του; «Μπορεί κάποια μέρα», απάντησε. Έ ν α αεράκι άρχισε να φυσά πάνω στο πανέμορφο φόρεμά της. «Ετοιμάζω μια ταινία και νομίζω ότι υπάρχει ένας ρόλος για σένα». «Είμαι πολύ απασχολημένη με τη σειρά του Μάρτι Ντι Τζενάρο». «Και με τον Μάικλ Μακλέιν;» Θεέ μου, τι συνέβαινε; Τ η φλέρταρε; Τι θα έκανε τώρα; Πόσες φορές θα επέτρεπε σ' αυτό τον άντρα να την πληγώσει; Έπρεπε να φύγει, να φύγει μακριά του, να σταματήσει την καταστροφή πριν αρχίσει. «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά», του είπε και τον άφησε μόνο στο σκοτάδι. *
*
*
Ο Μάικλ Μακλέιν τη βοήθησε να μπει στο αυτοκίνητο. Σε κάτι τέτοια ήταν πολΰ πεπειραμένος. Μετά έκανε το γΰρο του σεντάν και κάθισε στη θέση του οδηγοΰ. Τώρα που το μαρτύριο του πάρτι είχε τελειώσει, η Τζέιν ένιωθε όαν ν' απομακρυνόταν από ένα όνειρο, το ωραιότερο όνειρο της ζωής της. Ή τ α ν επιθυμητή, ήταν πετυχημένη και είχε στα χέρια της τη μοίρα της. Τι καλύτερο απ' αυτό; Να έχεις απορρίψει τον άντρα που σε πλήγωσε και τώρα να κάθεσαι μέσα σε μια Ρολς που οδηγεί το ίνδαλμα όλων των γυναικών; Δεν είχε απλώς επιζήσει. Είχε θριαμβεύσει. Αισθανόταν μεθυσμένη. «Ευχαριστώ που με συνόδεψες», είπε στον Μάικλ. «Ήταν πολΰ ευγενικό εκ μέρους σου». Ο Μάικλ γέλασε. «Ευχαρίστησή μου», είπε. «Αλλά πρέπει να είσαι πολΰ καινοΰρια στην πόλη για να φέρεσαι τόσο ευγενικά». «Ξέρω ότι σου το ζήτησε ο Σάι και...» «Και του το χρωστάω. Αλλωστε του Σάι του αρέσει να του χρωστούν χάρες». Η Τζέιν χαμογέλασε. «Πώς τα πας, λοιπόν; Έχεις εξουθενωθεί;» «Ναι!» «Δεν είχα καμιά αμφιβολία. Ο Μάρτι θα σ' εξοντώσει. Είναι τελειομανής». «Δε με πειράζει αυτό. Μ' ενοχλεί η υπόθεση με τα καλλυντικά Φλάντερς. Είμαι ηθοποιός, δεν είμαι μοντέλο ή πωλήτρια. Αλλά δεν μπορούσα να πάρω διαφορετικά το ρόλο». Αναστέναξε. «Η φωτογράφιση κρατάει ώρες. Σε σημείο που νιώθω φυσικό πόνο». «Είμαι σίγουρος ότι τα λεφτά, δεν πονάνε», είπε ο Μάικλ. «Μην είσαι τόσο σκληρή με τον εαυτό σου. Όλοι χρειάστηκε ν' αγωνιστούμε για να επιζήσουμε. Ακόμη και η Ελίζαμπεθ πουλάει αρώματα». Όταν έφτασαν στο σπίτι, η Τζέιν συνειδητοποίησε πως τον κάλεσε μέσα. «Κάθισε», του είπε. «Πάω να φέρω κάτι να πιούμε». «Μην αργήσεις πολύ, μου αρέσει να σε βλέπω», της απάντησε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι της άρεσε. Οι μικρές ρυτίδες γύρω από τα μάτια του, το αισθησιακό του στόμα... Επιτέλους είχε μια
ηλικία, δεν ήταν παιδί σαν τον Πιτ. Κρατιόταν καλά για την ηλικία του. Και στο κάτω κάτω, παρά την εξωτερική της εμφάνιση, πλησίαζε τα σαράντα. Κι αυτός πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα. Υπήρξε πάντα ο ηθοποιός που της άρεσε και τώρα καθόταν στον καναπέ της και την επιθυμούσε. Ένα είδος ιερού τέρατος του Χόλιγουντ που κυκλοφορούσε στους καλύτερους κύκλους. «Μου αρέσεις», της είπε απλά, λες και διάβαζε τις σκέψεις της. «Είσαι όμορφη». Ή τ α ν κομπλιμέντο. Ο Μάικλ Μακλέιν είχε όποια γυναίκα ήθελε εδώ και είκοσι χρόνια. Και τώρα ήθελε αυτήν. Κατά κάποιον τρόπο ήταν σαν να την καλούσε στη λέσχη των ωραιότερων γυναικών του κόσμου. Πήρε ένα μπουκάλι παγωμένο κρασί και δυο ποτήρια και κάθισε πλάι του στον καναπέ. Το χέρι του ήταν τόσο ζεστό και τόσο ηλιοκαμένο. Πώς θα ήταν αλήθεια αν έκανε έρωτα με τον Μάικλ Μακλέιν; Θα ήταν το τέλειο αντίδοτο εναντίον του Σαμ; Γιατί ήταν αποφασισμένη να μη βρεθεί ξανά στα δίχτυα του Σαμ. Κοίταξε τον Μάικλ και ονειρεύτηκε τα χείλη του στα δικά της· Αλλά τότε έκανε την εμφάνισή της η λογική ή η ηθική ή ο φόβος. Τρελάθηκες; Ούτε που τον ξέρεις. Και τι γίνεται με το AIDS; Στη δεκαετία του ενενήντα, το ευκαιριακό σεξ ανήκε στο παρελθόν. Και ο Μάικλ κάθε άλλο παρά προσεκτικός υπήρξε στο παρελθόν. Ήθελε να δει τις φωτογραφίες της στις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες; Και τι θα γινόταν με τις ουλές; Με τον Πιτ έκαναν έρωτα στα σκοτεινά, αλλά ο Μάικλ δε θα δεχόταν κάτι τέτοιο. «Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε κι εκείνη κοκκίνισε. «Σκέφτομαι πόσο άνετα νιώθω καθισμένη εδώ μαζί σου», του είπε ψέματα. Γιατί μόνο άνετα δεν αισθανόταν με όλη αυτή τη σεξουαλική φόρτιση. «Έτσι μου λένε πάντα οι γυναίκες», είπε. «Νομίζω πως αυτό συμβαίνει επειδή μ' έχουν δει πολύ στις ταινίες κι έχουν συνηθίσει να με κοιτάζουν». «Αλήθεια;» γέλασε εκείνη.
«Δεν αστειεύομαι, θα το δεις. Μόλις βγει στον αέρα το σόου σου, qi άνθρωποι θα νιώθουν σαν να σε ξέρουν προσωπικά. Στο δρόμά θα σε φωνάζουν με το μικρό σου όνομα. Θα βρουν το τηλέφωνο σου. Θα σου γράφουν. Θα σε ονειρεύονται». Σηκώθηκε και προχώρησε ως το παράθυρο, κοιτάζοντας έξω τα φώτα της πόλης. «Δεν είναι καταπληκτική η θέα;» τον ρώτησε. Ο Μάικλ βρέθηκε πίσω της, χωρίς να την ακουμπά. «Αν σ' αρέσει, είναι δική σου», της είπε. «Όχι, δεν είναι κανενός», είπε η Τζέιν. «Αυτή η πόλη είναι σαν το νερό. Γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά σου». Ο Μάικλ την έστρεψε προς το μέρος του. «Λίγο κυνικό αυτό για κάποια τόσο νέα και τόσο καινούρια στο Χόλιγουντ. Κάποτε οι στάρλετ ριγούσαν μπροστά σ αυτά τα φώτα. Σαν να γίνονταν αληθινά τα όνειρά τους. Είσαι κυνική, Τζέιν; Ή μήπως είσαι πολύ σοφή;» Η Τζέιν το σκέφτηκε για μια στιγμή. Ανάμεσά τους υπήρχε ένας ηλεκτρισμός, αλλά οι ατάκες τους θύμιζαν παλιά ταινία. «Και τα δύο, μάλλον», του απάντησε. «Εσύ συνεχίζεις να παρασύρεσαι ή έγινες σοφός;» Έβαλε το χέρι του στο μπράτσο της. Ή τ α ν ζεστός, πολύ ζεστός και τον ένιωθε να τρέμει. Θεέ μου! Ο Μάικλ Μακλέιν έτρεμε γι' αυτήν! Γι αυτήν! Και σίγουρα δεν ήταν δυνατόν να υποκρίνεται. «Οι παγίδες της λάμψης δε με συγκινούν πια. Αυτό που με συγκινεί τώρα είναι το ταλέντο. Σαν το δικό σου». «Πρέπει να καταβάλω προσπάθεια για να πείσω τον εαυτό μου πως ο Μάικλ Μακλέιν με θεωρεί ταλαντούχα και πως αυτό τον συγκινεί. Είναι ωραίο ν' ακούει κανείς τέτοια κομπλιμέντα, όμως σίγουρα δεν είμαι το πρώτο κορίτσι που τ' ακούει αυτά από το στόμα σου. Ας αφήσουμε πως δεν έχεις ποτέ σου δει τη δουλειά μου. Πώς ξέρεις ότι έχω ταλέντο;» «Δε λέω ποτέ ψέματα όταν πρόκειται για ταλέντο. Και γιατί; Για να φέρω μια γυναίκα στο κρεβάτι μου; Δεν έχω ανάγκη από κάτι τέτοιο». Η Τζέιν σκέφτηκε τον Σαμ και όσα της είπε για ένα ρόλο στην ταινία του. Ρίγησε.
Ο Μάικλ συνέχισε να την κοιτά στα μάτια. «Είσαι μια από τις τρεις πραγματικά ταλαντούχες γυναίκες που γνώρισα μέσα στα τελευταία δώδεκα χρόνια. Δε θ' αναφέρω τις άλλες δύο —είμαι ιππότης— αλλά, Τζέιν, πρέπει να με πιστέψεις: έχεις ταλέντο. Σε είδα στο Μελρόουζ. Μοναδικό ταλέντο. Με ψυχή». «Μάικλ, το επόμενο που θα μου πεις είναι ότι γνωριζόμαστε σε κάποια προηγούμενη ζωή». Αλλά είχε συγκινηθεί που την είδε στη σκηνή. Ο Μάικλ γέλασε, μ' εκείνο το γοητευτικό, βαθύ γέλιο του. «Είσαι πολύ ώριμη». Σιωπή έπεσε ανάμεσά τους και τότε ο Μάικλ έσκυψε και τη φίλησε. Η Τζέιν δεν ανταποκρίθηκε, απλώς πέρασε τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της μετά το φιλί του. Αυτό ήταν πολύ διασκεδαστικό. Μπορεί επικίνδυνο, αλλά πάντως διασκεδαστικό. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που έκανε κάποια σοβαρή κουβέντα μ' έναν άντρα. Από την εποχή του Σαμ. Πολύς καιρός. Ήξερε πια πως είχε πάρει την απόφαση να κοιμηθεί με τον Μάικλ. Έδειχνε ευγενικός κι ενδιαφέρων. Και φιλούσε ωραία. Αλλά τι θα γινόταν με τις ραφές; Μήπως θα τον απωθούσαν; Σήκωσε το χέρι της και τράβηξε το κεφάλι του Μάικλ κοντά στο δικό της. Αυτή τη φορά τον φίλησε, πρώτα απαλά, μετά πιο επίμονα. Ανταποκρίθηκε, κρατώντας τη σφιχτά πάνω στο στήθος του. Αργά το χέρι του χώθηκε κάτω από το φόρεμά της. Τον απομάκρυνε. «Μάικλ, περίμενε. Είχα ένα ατύχημα. Υπάρχουν κάποιες... ουλές». Γέλασε. «Ποιος δεν έχει ουλές σ' αυτή την πόλη;» ρώτησε και την τράβηξε κοντά του. «Είσαι πολύ όμορφη. Καμιά ουλή δεν μπορεί να καταστρέψει αυτή την ομορφιά», ψιθύρισε καθώς άρχισε να τη γδύνει. Το φόρεμα έπεσε στο πάτωμα και τότε η Τζέιν, μέσα στα φώτα, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να γδύνεται εντελώς. Στράφηκε προς το μέρος της μόνο όταν απαλλάχτηκε κι αυτός από τα ρούχα του. Τι θα έλεγε; Δεν είπε τίποτε. Μόνο που με τα δάχτυλά του άρχισε να χαϊδεύει μια μια τις ραφές της. Το άγγιγμά του ήταν απαλό σαν αεράκι. Σκεφτόταν τι θα έλεγε αν έβλεπε τις ραφές κάτω από τις
μασχάλες ή τις άλλες στα οπίσθια. Δεν ήταν δυνατόν να τις περρσει για ουλές από δυστύχημα, ήταν υπερβολικά συμμετρικές. Τρέμοντας, περίμενε την αντίδρασή του. Αλλά εκείνος την οδήγησε στον καναπέ, έβγαλε ένα προφυλακτικό, το φόρεσε κι έπεσε πάνω της με το ζεστό του κορμί. Τότε η Τζέιν άρχισε να τρέμει. «Σε παρακαλώ. Είναι η πρώτη φορά που με βλέπει κάποιος γυμνή μετά το...» Πώς θα μπορούσε να του εξηγήσει; Πήρε μια ανάσα που ακούστηκε σαν λυγμός. «Φοβάμαι για το πώς σου φαίνομαι». Ο Μάικλ ακούμπησε στους αγκώνες του και κοίταξε τις ραφές στο στήθος της. Μετά την κοίταξε στα μάτια. «Όμορφη», είπε. «Μου φαίνεσαι όμορφη».
2 Μια τηλεοπτική πρεμιέρα δε μοιάζει καθόλου με μια θεατρική πρεμιέρα, σκέφτηκε η Τζέιν, καθώς φορούσε την παλιά ρόμπα της και προχωρούσε ξυπόλυτη προς την τηλεόραση. Για την αποψινή πρεμιέρα της δε θα ντυνόταν ούτε θ' άναβαν τα φώτα του θεάτρου ούτε θα έκαναν θεαματικές εμφανίσεις οι σταρ, οι σκηνοθέτες, οι παραγωγοί, οι ατζέντηδες. Ούτε θα υπήρχε ζωντανή μετάδοση από τους ρεπόρτερ. Τόσο το καλύτερο, σκέφτηκε η Τζέιν. Με τόση νευρικότητα που είχε... Γιατί αυτή η νύχτα θα ήταν καθοριστική για το μέλλον της, το ίδιο καθοριστική όσο και οι επεμβάσεις του δόκτορα Μουρ. Για πρώτη φορά απόψε ολόκληρη η Αμερική θα έβλεπε το Τρεις για το Δρόμο. Και όλος ο χρόνος και τα χρήματα, όλη η προσπάθεια, η φαντασία, ο ιδρώτας, τα εφέ, οι ώρες της αναμονής, τα γυρίσματα, το μακιγιάζ, οι φωτισμοί, η μουσική υπόκρουση, τα τρικ της Μάι, όλη αυτή η δουλειά θα έμπαιναν στην κρίση του κοινού. Θα τους χειροκροτούσαν ή θα τους απέρριπταν.
Ήξερε πως κάποιοι από τους τεχνικούς της σειράς θα συγκεντρώνονταν κάπου για να το δουν μαζί. Αλλά δεν την είχαν καλέσει. Ή τ α ν επειδή είχε διακόψει με τον Πιτ; Επειδή είχε απορρίψει έναν από τους δικούς τους; Ή μήπως έτσι συνήθιζαν στο Χόλιγουντ; Μήπως κάποιος είχε κιόλας μάθει ότι συναντούσε τον Μάικλ Μακλέιν; Πίστευαν άραγε πως συμπεριφερόταν σαν μια οποιαδήποτε στάρλετ; Μήπως είχαν την εντύπωση πως γι αυτή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από τεχνικοί; Είχε πάντα την ελπίδα πως δε φάνηκε ποτέ σνομπ και πως όλοι ένιωθαν πως συμπαθούσε και σεβόταν τους τεχνικούς. Αλλά αυτοί τη συμπαθούσαν και τη σέβονταν άραγε; Δεν ήταν σίγουρη. Το μόνο που ήξερε ήταν πως όσο πλησίαζε η μέρα της πρεμιέρας, τόσο πιο πολύ απομακρύνονταν από κοντά τής οι τεχνικοί. Εκτός από τη Μάι Φον Τρίλινγκ. Δόξα τω Θεώ, είχε τη Μάι. Η Τζέιν ένιωθε πως η Μάι ήταν η μοναδική της φίλη στο Χόλιγουντ. Ίσως και σε ολόκληρο τον κόσμο, αν εξαιρέσουμε το δόκτορα Μουρ και τον Ραούλ. Η ηλικιωμένη είχε κάτι στους τρόπους της που γοήτευε την Τζέιν. Και απόψε η Μάι της είχε προτείνει να δουν μαζί το σόου και η Τζέιν είχε δεχθεί μ' ευγνωμοσύνη. Κατά κάποιον τρόπο πίστευε πως θα νιώθει πολύ μόνη να παρακολουθεί τη σειρά μαζί με άλλα δέκα, ίσως και είκοσι, εκατομμύρια τηλεθεατές. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και η Τζέιν έτρεξε ν' ανοίξει. Στο κατώφλι στεκόταν η Μάι, κρατώντας μια καφέ χαρτοσακούλα. Φορούσε όπως πάντα λευκό μπλουζάκι, μαύρο παντελόνι και αθλητικά παπούτσια, ένα ντύσιμο που είχε γίνει το σήμα κατατεθέν της. Έριξε μια ματιά στην παλιά ρόμπα της Τζέιν και στα ακόμη υγρά μαλλιά της. «Δεν το ήξερα πως θα ήμαστε τόσο επίσημα», είπε ξερά. Έβαλε τη σακούλα στο χαμηλό τραπεζάκι κι έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι Veuve Cliquot. «Άρεσε στο Ναπολέοντα και την Ιωσηφίνα», είπε. «Τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει να λένε, μq φανταστείς πως είμαι τόσο γριά!» Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. «Δεν πιστεύω να έχεις ποτήρια της σαμπάνιας; Γι' αυτό έφερα αυτά», είπε χαμογελώντας και ακoύμπqσε στο τραπέζι δυο απί-
στευτα όμορφα κρυστάλλινα ποτήρια. «Παγωνιέρα όμως σίγουρα πρέπει να έχεις ακόμη κι εσύ». «Ακόμη κι εγώ;» ρώτησε η Τζέιν και πήγε να τη φέρει. «Τόσο βάρβαρη είμαι;» «Οποιοσδήποτε κάτω από τα σαράντα είναι βάρβαρος. Κι εγώ βάρβαρη ήμουν». Η Μάι έβγαλε από τη σακούλα ένα δεύτερο μπουκάλι σαμπάνια. «Πιστεύεις ότι εγώ μεγάλωσα πίνοντας γαλλικά κρασιά; Εγώ, η κόρη ενός ράφτη; Η ομορφιά μου με ανέβασε και μετά μου πήρε μια εικοσαετία για να μάθω ετούτο κι εκείνο και τ' άλλο. Και τελικά έμαθα. Η Γκλόρια Σβάνσον έμεινε πάντα βάρβαρη». Η Τζέιν συμφώνησε μαζί της. «Αλλά δΰο μπουκάλια, Μάι;» ρώτησε. «Είναι υπερβολικό». Σκεφτόταν πόσο να της κόστισε και αν δεν ήταν πάρα πολλά για το βαλάντιο της. Ήξερε όμως πως η Μάι ήταν πολΰ υπερήφανη για να δεχθεί να της πληρώσει έστω το ένα μπουκάλι. «Άκου, πόσο συχνά κάνεις το ντεμπούτο σου σ' εθνική κλίμακα; Την άλλη φορά θα είμαστε πιο συντηρητικές». Κάθισε και περίμενε την Τζέιν που έβαλε το ένα μπουκάλι στο ψυγείο και το άλλο στην παγωνιέρα. Προσεκτικά έβγαλε την ταινία και φάνηκε ο φελλός. «Να την ανοίξω τώρα;» ρώτησε και κοίταξε το ρολόι της. «Μας μένουν έξι λεπτά για ν' αρχίσει το σόου. Θα κάνουμε μια πρόποση;» Η Τζέιν κούνησε ντροπαλά το κεφάλι. Έστρεψε αργά το σιδεράκι πάνω από το φελλό κι αυτός τινάχτηκε μ' ένα μικρό παφλασμό. Η Μάι κρατούσε τα δυο κολονάτα ποτήρια καθώς η Τζέιν τα γέμιζε βιαστικά, για να μην πέσει ούτε σταγόνα στο πάτωμα. Το μυαλό της ήταν στον Μάικλ. Θα ήταν ωραία να ερχόταν κι αυτός, αλλά από την περασμένη Τετάρτη ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Αυτό την έκανε ν' ανησυχεί, αλλά και να ντρέπεται για τη βραδιά που πέρασε μαζί του. Μήπως είχε βρει καμιά άλλη; Μα ήταν τόσο ζεστός, τόσο ειλικρινής. Δεν ήταν σίγουρη για το τι ένιωθε γι' αυτόν, αλλά ήξερε Πως ήθελε πολΰ να του αρέσει. «Αρχίζει!» φώναξε η Μάι και ακούστηκε το μουσικό θέμα της έναρξης. Μια γυναίκα εμφανίστηκε πάνω σε μια μοτοσικλέτα,
μετά μια δεύτερη και μετά έγιναν τρεις. Έτρεχαν ανάμεσα σε λωρίδες και ξαφνικά το φόντο ξεκαθάρισε: οι λωρίδες ήταν κόκκινες, μαύρες και λευκές. Και μετά η κάμερα κινήθηκε γρήγορα κι έκανε ζουμ πρώτα στη Λάιλα, μετά στην Τζέιν και τέλος στη Σαρλίν. Η Κρίμσον, η Κάρα και η Κλόβερ. Τα ονόματά τους φάνηκαν κάτω από τα πρόσωπά τους. Και τότε το φόντο έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρο και η οθόνη γέμισε μαλλιά, τα μαλλιά των τριών κοριτσιών ανακατεμένα, να χορεύουν στο ρυθμό της μουσικής. Στο τέλος έκανε την εμφάνισή του ο τίτλος Τρεις για το Δρόμο, γραμμένος με μικρά λευκά αστεράκια. Η εκπομπή άρχισε θορυβωδώς, ένα σκέτο χάος. Ή τ α ν η αντιπολεμική διαδήλωση που είχαν τραβήξει στο Μπέικερσφιλντ. Ο Μάρτι είχε φροντίσει να είναι όλα τόσο τέλεια, που έμοιαζε με ντοκιμαντέρ. Αλλά τότε είδε το πρόσωπο της. Ή τ α ν τόσο καλός στα κοψίματα ο Μάρτι, που έμοιαζε με ντοκιμαντέρ από τη δεκαετία του εξήντα με τον αέρα της δεκαετίας του ενενήντα. Η Τζέιν παρακολουθούσε την Κάρα να συναντά για πρώτη φορά την Κρίμσον στα σκαλιά του δικαστικού μεγάρου, να βρίσκονται αντιμέτωπες με τους αστυνομικούς και να καταλήγουν στη φυλακή. Ο διάλογος έβγαινε φυσικός, σκέφτηκε. Το σόου είχε το δικό του στυλ. Ή τ α ν μοναδικό. «Είναι καλό», είπε η Μάι στο πρώτο διάλειμμα για διαφημιστικά μηνύματα. «Έτσι νομίζω», συμφώνησε η Τζέιν. Αλλά ήταν αρκετά καλό για να το αγαπήσει το κοινό; Ή τ α ν πολύ καλό; Μήπως ήταν υπερβολικά καλό και δεν το καταλάβαιναν; Η Τζέιν ήξερε πως το κάθε επεισόδιο, κόστιζε πάνω από ένα εκατομμύριο. Και ήδη είχαν ετοιμάσει τα έντεκα πρώτα. Πάντως δεν υπήρχε τίποτε για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται. Τ ο σόου είχε ποιότητα. Αναρωτιόταν αν κανείς από τους γνωστούς της το έβλεπε τώρα. Αν το παρακολουθούσαν οι φίλοι από τη Νέα Υόρκη ή οι παλιοί συμμαθητές της από το Σκάντερσταουν. Χτύπησε το τηλέφωνο και κοίταξε τη Μάι. «Κανείς δεν έχει τον αριθμό μου». Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Τον είχε ο Μάικλ Μακλέιν, ο Σάι και ο Μάρτι. Η Τζέιν σήκωσε το ακουστικό.
«Είσαι σπουδαία. Τσ ίδιο και το σόου. ΑΑλά εσΰ είσαι η καλύτερη». Ή τ α ν η φωνή του Σαμ. Η Τζέιν ένιωσε να τρέμει το χέρι με τρ οποίο κρατούσε το ακουστικό. «Ευχάριστο)», κατάφερε να πει. «Ο Σαμ Σιλντς είμαι. Ελπίζω να είμαι ο πρώτος που σε συγχαίρω και ο πρώτος που σου προσφέρει μια καινούρια δουλειά». Η Τζέιν κοίταξε προς την πλευρά της Μάι. Να καταλάβαινε πόσο αναστατωμένη είναι; Πήρε μια βαθιά ανάσα. Αλήθεια της έλεγε τότε στη βεράντα της Έιπριλ; «Ενδιαφέρεσαι;» τη ρώτησε. «Θέλουμε να ξαναγυρίσουμε το Ένα Αστέρι Γεννιέται. Νομίζω πως θα είσαι τέλεια στο ρόλο της πρωταγωνίστριας. Θα το σκεφτείς;» «Τηλεφώνησε στον ατζέντη μου, τον Σάι Όρτις. Να ρίξω μια ματιά στο σενάριο και θα σου πω». «Μιλάς σαν αληθινή σταρ!» γέλασε ο Σαμ. «Θα του μιλήσω το πρωί».
Η Λάιλα καθόταν μέσα στο σκοτάδι στο σπίτι της, στο άδειο δωμάτιο του πρώτου ορόφου, με θέα τον Ειρηνικό. Ή τ α ν το δωμάτιο της Νάντια, εκεί όπου η Νάντια είχε αφήσει την τελευταία της πνοή. Η Νάντια Νέγκρον, η πρώτη πρωταγωνίστρια του Ένα Αστέρι Γεννιέται. Το δωμάτιο δεν ήταν εντελώς άδειο. Γύρω η Λάιλα είχε τοποθετήσει κεριά, μαύρα κεριά όλων των μεγεθών. Και τώρα ήταν όλα αναμμένα. Μετά το πάρτι του Άρα, η Λάιλα είχε μια μοναδική έμμονη ιδέα, μια μοναδική επιθυμία, ένα μοναδικό σκοπό. Να παίξει το ρόλο της Νάντια, το ρόλο της Τερέζα, τον πρώτο ρόλο στο «Ένα Αστέρι Γεννιέται. Στον τοίχο είχε μετατρέψει ένα ράφι σε βωμό. Με τη φωτογραφία της Νάντια, δύο ασημένια κηροπήγια, ένα δίσκο με αναμμένο λιβάνι και τη βιντεοκασέτα από τη βερσιόν της ταινίας στην οποία είχε πρωταγωνιστήσει η Τερέζα. Από τότε που άκουσε πως θα ξαναγυριζόταν, δεν είχε άλλο σκοπό. Σηκώθηκε και γονάτισε μπροστά στη φωτογραφία της Νάντια. Απόψε είχε πολλά να της ζητήσει. Ή θ ε λ ε η μητέρα της, η Κούκλα του Έ ρ ω τ α , να δει το σόου και να νιώσει φθόνο γι'
αυτήν. Ή θ ε λ ε ν' αρέσει πολΰ η σειρά. Ή θ ε λ ε να τη δει η Έιπριλ Άιρονς. Και, πάνω απ' όλα, ήθελε να την επιλέξει ο Σαμ Σιλντς. Η Λάιλα έμεινε ξαπλωμένη στο πάτωμα, μπροΰμυτα, με τα χέρια ανοιχτά. Και είπε δυνατά τη μοναδική προσευχή που ήξερε: «Με οποιοδήποτε κόστος. Με οποιοδήποτε κόστος». *
*
*
Η Σαρλίν έκλεισε την τηλεόραση και γΰρισε στον Ντιν, που καθόταν δίπλα της στο πάτωμα τρώγοντας ποπκόρν. «Τι λες, λοιπόν;» «Ήσουν καλή, Σαρλίν. ΓΙολΰ καλή». «Αλήθεια; Στ' αλήθεια το πιστεύεις;» «Βέβαια». Καταλάβαινε το δισταγμό στη φωνή του. «Αλλά;» «Ξέρεις...» «Πες μου». «Κοίτα, δεν ήταν και τόσο καλό σαν του Άντι Γκρίφιθ». *
*
*
Το κτήμα των Φλάντερς ήταν η μεγαλύτερη ιδιοκτησία στο Μπελ Αιρ. Μέσα, στη μεγάλη σουίτα, η Μόνικα Φλάντερς καθόταν πλάι στο σκυλάκι της, πάνα) στο κρεβάτι με το σατινένιο κάλυμμα και την οροφή. Και δεν επρόκειτο για ένα οποιοδήποτε κρεβάτι, αλλά γι' αυτό που ανήκε στην Ιωσηφίνα, τον καιρό που ήταν ένα απλό κοριτσόπουλο από τις Δυτικές Ινδίες. Βέβαια η Μόνικα το είχε ξαναφτιάξει, αλλά γι' αυτή σήμαινε πολλά. Ή τ α ν το κρεβάτι μιας γυναίκας, όχι εξαιρετικής καλλονής, που η γοητεία και το μυαλό της την έκαναν αυτοκράτειρα. Μια γυναίκα που της έμοιαζε. «Θα χρειαστείτε τίποτε άλλο, κυρία;» ρώτησε ο Ιρλανδός θαλαμηπόλος της. Η Μόνικα Φλάντερς είχε τον τίτλο της Βασίλισσας των Καλλυντικών και ζούσε σαν βασίλισσα. Όλες οι άλλες είχαν αποσυρθεί ή είχαν πεθάνει. Έλενα Ρουμπινστάιν, Ελίζαμπεθ Άρντεν, Κοκό Σανέλ. Τώρα όλη η βιομηχανία των καλλυντι-
κών βρισκόταν στα χέρια πολυεθνικών που ζούσαν από τις στατιστικές, τις μελέτες, τις αναλύσεις αγοράς και τις σφυγμομετρήσεις. Ο γιος της ήταν καλό παιδί και καλός πατέρας, αλλά λίγο άχρωμος και άοσμος. Τι μπορεί να ήξεραν όλοι αυτοί οι άντρες που έλεγχαν τη βιομηχανία για τις ανάγκες μιας γυναίκας; Εδώ και μισό αιώνα η Μόνικα πουλούσε στις γυναίκες το όνειρο, το όνειρο της ομορφιάς και της τελειότητας. Ίσως μια καινούρια κρέμα προσώπου, κάποιο διαφορετικό χρώμα σκιάς, που θα τις έκανε όμορφες, αξιαγάπητες, ευτυχισμένες. Και φαίνεται πως δεν είχε καμιά σημασία ότι αυτά τα προϊόντα δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό που πουλούσε ήταν η ελπίδα και η ικανότητα να κρατά όλες αυτές τις γυναίκες σε εγρήγορση, αναζητώντας το τέλειο, αυτό που θα έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα. Ξεκίνησε ακούγοντας τα παράπονά τους στο μικρό ινστιτούτο αισθητικής στο Μανχάταν: κάποιος σύζυγος που τις απατούσε, ένας αρραβώνας που διαλύθηκε, ένας λευκός γάμος, ανασφάλεια, δυστυχία, δυσφορία. Και σε όλες είχε φερθεί με συμπάθεια και κατανόηση, για όλες είχε δακρύσει. Τις καταλάβαινε. Και μετά έλεγε: «Για δοκίμασε αυτό. Μπορεί τα πράγματα ν' αλλάξουν. Μπορεί να νιώσεις νεότερη. Θ' αλλάξεις και οι άλλοι θα το παρατηρήσουν». Από τότε, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει εκτός από το γιγάντωμα της επιχείρησής της. Κι απόψε η Μόνικα ένιωθε πως είχε φτάσει στο απόγειο. Έ ν α εκατομμύριο, δέκα εκατομμύρια, ίσως και πενήντα εκατομμύρια γυναίκες θα παρακολουθούσαν το σόου που η ίδια δέχθηκε να δημιουργηθεί. Και όλες τους, ανεξαρτήτως ηλικίας και εμφάνισης, θα παρακολουθούσαν τη σειρά και θα ζήλευαν τις εικόνες που θα περνούσαν μπροστά από τα μάτια τους. Σαν να είχε αγοράσει διαφημιστικό χρόνο μιας ώρας. Και καλύτερα. Και είχε έτοιμα τα προϊόντα που όλες οι γυναίκες έπρεπε ν' αγοράσουν για να μοιάσουν ο' αυτές τις τρεις καλλονές. «Άναψέ μου την τηλεόραση και φέρε μου το κοντρόλ και τα γυαλιά μου», είπε στο θαλαμηπόλο. «Έχω να δω κάτι». Η Μόνικα στοιχημάτιζε πως το σόου θα ήταν επιτυχημένο.
Και, όπως πάντα, είχε δίκιο. * * *
Στο Μπέικερσφιλντ, το μαγαζί του Τζέικ έμενε κλειστό τις Κυριακές. Ή τ α ν το μοναδικό βράδυ που μόνος, χωρίς τη Θέλμα, περνούσε το βράδυ μπροστά στην τηλεόραση. Έβλεπε όλες του τις αγαπημένες σειρές. «Θέλμα», φώναξε κι όταν δεν πήρε απάντηση ξαναφώναξε για να σιγουρευτεί ότι είχε φύγει. Ξάπλωσε και ετοιμάστηκε να περάσει ευχάριστα το βράδυ του. Μετά, εντελώς ξαφνικά, η Θέλμα έκανε την εμφάνισή της, πέταξε από τα πόδια της τις σαγιονάρες κι έπεσε βαριά στον καναπέ. «Τι συμβαίνει, Τζέικ;» ρώτησε, βάζοντας ένα μπολ με ποπκόρν στο τραπεζάκι ανάμεσά τους, μαζί με δυο μπίρες. Και το χειρότερο: έπιασε στα χέρια της το κοντρόλ. «Τι κάνεις;» τη ρώτησε. «Αρχίζει το 911». Η Θέλμά έβαλε το χέρι στην τσέπη της, πήρε ένα χαρτομάντιλο, φύσηξε τη μύτη της και μετά τον κοίταξε ήσυχα. «Όχι απόψε. Απόψε θα δούμε άλλο». «Μα τι λες τώρα, Θέλμα; Εσύ ποτέ δε βλέπεις τηλεόραση τα βράδια της Κυριακής. Νόμιζα ότι θα πας να παίξεις μπίνγκο με τις κυρίες». Η φωνή του ξεχείλιζε από απογοήτευση. «Ξέχασες ότι δε θα συναντιόμαστε πια τις Κυριακές, αλλά τις Δευτέρες, εξαιτίας της καινούριας τηλεοπτικής σειράς;» Ποιας σειράς; αναρωτήθηκε. Ας ελπίσουμε πως δεν ήταν εκείνη που προσπάθησε να τον πείσει να δουν μαζί την περασμένη εβδομάδα. Έπρεπε να πάει στο εστιατόριο και να δει τις αγαπημένες του εκπομπές στη μαυρόασπρη τηλεόραση της κουζίνας. «Εγώ νόμιζα πως ήταν μια κι έξω». «Μα πού ζεις; Αυτό είναι το πιο δημοφιλές σόου της Αμερικής. Πού πήγε ο πατριωτισμός σου; Ούτως ή άλλως, υπάρχει κάτι που πρέπει να δεις. Μια έκπληξη!» Ο Τζέικ ακούμπησε ξανά στην πολυθρόνα του, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ή τ α ν έξαλλος. Άλλη μια βλακεία για γυναίκες θα του έτρωγε το βράδυ. Κοίταξε την οθόνη: μια έρημος στη Γιούτα ή κάπου αλλού. Καθώς η κάμερα πλησίαζε, είδε τρεις
μοτοσικλέτες με τρεις κοπέλες που φορούσαν κολλητά μπλουζάκια. Ωραίες γκόμενες. Και λοιπόν; «Πάω στο εστιατόριο». «Δεν έχ§1ς να πας πουθενά. Θα μείνεις εδώ. Κοίτα προσεκτικά. Κοίτα αυτά τα κορίτσια». Η Θέλμα τον έβαζε να κοιτάζει γκόμενες; Αυτό δεν είχε ξαναγίνει. «Θυμάσαι που σου είπα την περασμένη εβδομάδα ότι κάπου την είχα ξαναδεί αυτή την ξανθιά;» ρώτησε η Θέλμα. «Λοιπόν, την έχω δει. Και την έχεις δει κι εσύ. Για κοίτα τώρα που της κάνει ζουμ». Ο Τζέικ τινάχτηκε. Η Θέλμα είχε δίκιο. Κάτι του θύμιζε πράγματι. «Ίσως. Αλλά και τι μ' αυτό;» «Τζέικ, νομίζω ότι κάπου παίζουμε κι εμείς». Πήρε ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψε: Η Κλόβερ δούλευε στο μαγαζί του Τζέικ. Η κάμερα κινήθηκε γρήγορα και ο Τζέικ την είδε. Η Σαρλίν με σάρκα και οστά! «Θέλεις να πεις πως εκείνη η ξανθιά σερβιτόρα είναι αυτή; Διάβολε, Θέλμα! Έχεις δίκιο. Είχαμε μια σταρ να σερβίρει και εσύ την απέλυσες!» «Και καλά έκανα. Διαφορετικά εσύ θα γινόσουν γελοίος κι εκείνη δε θα γινόταν σταρ!» % * %
Στο Ιστ Βίλατζ του Μανχάταν η συνάντηση όσων είχαν απομείνει από τη θεατρική ομάδα δε γινόταν πια τα σαββατόβραδα, αλλά τα βράδια της Κυριακής. Τώρα κάθονταν όλοι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί στο σπίτι της Μάλι και παρακολουθούσαν το Τρεις για το Δρόμο. «Θέλει κανείς τίποτε;» φώναξε η Μόλι από την κουζίνα. «Δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ αν αρχίσει το σόου, οπότε καλά θα κάνετε να μου το πείτε τώρα». Ο Τσακ, που είχε αντικαταστήσει τον Σαμ στη θέση του σκηνοθέτη, ανέβασε τον ήχο, καθώς η Μόλι σκούπιζε τα χέρια της με μια πετσέτα. Η σειρά είχε ήδη αρχίσει. Ξαφνικά ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Αυτή η φωνή της θύμιζε έντονα την παλιά της φίλη, τη Μέρι Τζέιν. Να έπαιζε άραγε στη
σειρά; Βγήκε γρήγορα από την κουζίνα. Αλλά είδε την Τζέιν Μουρ, μια από τις πρωταγωνίστριες. Η Μόλι αναστέναξε. Από τότε που η Μέρι Τζέιν είχε εξαφανιστεί, η Μόλι την είχε «δει» στο μετρό, στα λεωφορεία, στα μουσεία, ακόμη και στου Μπλουμινγκντέιλ. Και, όπως και τώρα, έκανε πάντα λάθος. Η Μέρι Τζέιν είχε εξαφανιστεί. Η κάμερα έκανε τώρα ζουμ σε καθεμιά από τις πρωταγωνίστριες. «Ωραίες γυναίκες», αναστέναξε η Μόλι. «Πραγματικά ωραίες». Και νέες, σκέφτηκε. Πολΰ, πολΰ νέες. «Έχουν τα προσόντα που χρειάζεται η τηλεόραση», είπε σαρκαστικά η Σάρον Μαλόουν. «Γι' αυτό εγώ έχω μείνει στο θέατρο. Η τηλεόραση δεν έχει ανάγκη από ταλέντα». «Ας μην είμαστε κακοί», είπε η Μόλι. «Σωστά», είπε ο Τσακ. «Μερικές φορές παίζουν ωραία. Ειδικά η Τζέιν Μουρ. Διάβασα ότι την ανακάλυψαν όταν έπαιζε Ί ψ ε ν στο Μελρόουζ». «Διαβάζεις ακόμη το Πιηλ, Τσακ;» γέλασε κάποιος. «Τη βλέπετε αυτή, την πιο ψηλή, τη Λάιλα Κάιλ;» ρώτησε η Σάρον. «Διάβασα ότι δυσκολεύτηκαν να την πάρουν στα σοβαρά σαν ηθοποιό, επειδή και οι δυο γονείς της ήταν πολΰ διάσημοι». «Για στάσου μια στιγμή... Πιστεύεις αυτές τις βλακείες; Δε θυμάσαι τι μας έλεγε ο Νιλ Μορέλι; Έλα τώρα... Τ η Λάιλα Κάιλ δεν την ανακάλυψαν στα σκουπίδια. Την "ανακάλυψε" ο ίδιος ο Μάρτι Ντι Τζενάρο, την ώρα που δειπνούσαν μαζί, για όνομα του Θεού! Πότε δείπνησες για τελευταία φορά με τον Μάρτι;» ρώτησε σαρκαστικά ο Χάρβεϊ Τζιούετ. «Φαίνεται πως δεν είμαι ο μόνος που διαβάζω το Πιηλ», γέλασε ο Τσακ. «Μην είσαι τόσο πικρόχολος, Χάρβεϊ». «Τα ξέρω αυτά, αλλά πού είναι ο Νιλ Μορέλι, τώρα που τον χρειαζόμαστε;» «Πού είναι ο Νιλ Μορέλι;» ρώτησε η Μόλι για πρώτη φορά. «Άκουσε κανείς τίποτε γι' αυτόν;» «Τώρα που μιλάμε για χαμένους και εξαφανισμένους, πιστεύετε ότι ο Σαμ τα έχει καταφέρει; Μήπως έχει κάποια σχέση μ' αυτές τις κούκλες;» ρώτησε ο Χάρβεϊ. «Θυμάστε τι γινόταν από κατακτήσεις στη Νέα Υόρκη;»
«Χάρβεϊ», είπε ο Κρεγκ, άλλος ένας άνεργος ηθοποιός. «Αυτές οι κοπέλες έχουν να κάνουν με τον Μάρτι Ντι Τζενάρο. Και ο Σαμ δε θα μπορούσε οΰτε να πλησιάσει». Μετά η σειρά ξανάρχισε κι έμειναν να την παρακολουθούν σιωπηλοί. Κι όταν τελείωσε, σηκώθηκαν αναστενάζοντας. Την άλλη μέρα έπρεπε να πάνε για το μεροκάματο. * * *
Στο Λος Άντζελες, ο Τζορτζ Γκετς κάθισε σε μια πολυθρόνα και άναψε την τηλεόραση που μόλις είχε αγοράσει. Ο Τζορτζ, παιδί της δεκαετίας του εξήντα, μισούσε την τηλεόραση. Ή τ α ν άνθρωπος του σινεμά. Αλλά ανακάλυψε πως όλοι οι σπουδαστές στην τάξη του μιλούσαν για μια καινούρια σειρά με μεγάλο ενθουσιασμό. Το Τρεις για το Δρόμο είχε γίνει φαινόμενο της δεκαετίας. Παρ' όλ' αυτά, αντέδρασε μόλις άκουσε τα ονόματα των πρωταγωνιστριών. Η Λάιλα Κάιλ, η πρώην μαθήτριά του, έπαιζε στη σειρά του Μάρτι Ντι Τζενάρο. Αυτό του είχε κάνει καλό. Τώρα είχε διπλάσιους μαθητές στην τάξη του κι ένα μακρύ κατάλογο αναμονής. Και, επιτέλους, ήταν ευτυχισμένος. Για τα χρήματα, σκέφτηκε. Ό χ ι μόνο για τα χρήματα, αλλά και για την αναγνώριση αγωνίστηκε όλ' αυτά τα χρόνια. Παρακολούθησε με προσοχή το αποψινό επεισόδιο. Κι αν ζητούσε κανείς τη γνώμη του, θα έλεγε πως του φαινόταν ψυχεδελικό, χωρίς ουσία. Παρατήρησε πως απόψε η Λάιλα είχε περισσότερα κοντινά πλάνα. Πάντα ήξερε πώς να τραβά πάνω της την προσοχή των άλλων! «Εγώ της έμαθα όλα όσα ξέρει», είπε δυνατά, ρουφώντας τον καπνό από το τσιγάρο του, βαθιά ως τα πνευμόνια του. * * #
Η Τερέζα Ο' Ντόνελ τα έβλεπε όλα διπλά στην τηλεόραση. Κρατούσε στο χέρι ένα ποτήρι βότκα. Στο σαλονάκι του υπνοδωματίου της μπήκε ο Κέβιν. Πήγε κάτι να πει. «Κάθισε κάτω και σκασμός», γρύλισε η Τερέζα πριν προλάβει ν' ανοίξει το στόμα του. Από τότε που η Λάιλα έδιωξε τον Κέβιν, τον είχε κλήρο-
νομήσει. Έμενε εκεί, φρόντιζε να είναι πάντα γεμάτο το ποτήρι της και της κρατούσε συντροφιά, προς μεγάλο εκνευρισμό του Ρόμπι και της Εστρέλα. Ό σ ο για την Τερέζα δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Κέβιν ήξερε όλα της τα μυστικά. Στο διάολο η Εστρέλα. Ας έφευγε, δεν την ένοιαζε. Είχε ακόμη τα δυο μικρά της κοριτσάκια. Στράφηκε πρός την κούκλα δίπλα της. «Πρέπει οπωσδήποτε να το υποστούμε αυτό;» ρώτησε η Κάντι. «Είναι τόσο βαρετό!» γκρίνιαξε η Σκίνι. «Α, μα είστε πολύ ζηλιάρες!» είπε η Τερέζα χαμογελώντας. «Στο κάτω κάτω, είναι αδερφή σας». «Είναι μια κακιασμένη σκύλα!» απάντησε η Σκίνι. «Πρόσεχε πώς μιλάς, σε παρακαλώ! Εκτός κι αν θέλεις να σου βάλω πιπέρι». Αλλά η Λάιλα συνέχισε να χαμογελά μέχρι που άρχισε το σόου κι εμφανίστηκε η Λάιλα. Και τότε το χαμόγελο εξαφανίστηκε. Η Τερέζα έβλεπε το πρόσωπο της Λάιλα στη μικρή οθόνη για τρίτη εβδομάδα στη σειρά. Η Λάιλα είχε γίνει σταρ. Αυτά δεν ήταν καλά νέα, καθόλου καλά νέα. Την έκανε να νιώθει γριά. Τι θ' απογίνω τώρα; αναρωτήθηκε. Αυτή η μικρή σκύλα δεν ενδιαφερόταν παρά μόνο για τον εαυτό της. Ποιος θα με προσλάβει τώρα, βλέποντας ότι έχω μια κόρη στην ηλικία της Λάιλα; Θεέ μου, και μάλιστα στην τηλεόραση. Η τηλεόραση ήταν τελειωμένη υπόθεση. Όλοι το ήξεραν αυτό, εκτός από τον Μάρτι Ντι Τζενάρο. Και τη Λάιλα. «Απαίσια είναι», είπε η Σκίνι. «Το ίδιο και οι άλλες δύο», συμφώνησε η Τερέζα. «Ναι, αλλά είναι διάσημες», πρόσθεσε η Κάντι. «Αν ξανακούσω κάτι τέτοιο θα φωνάξω τον Γούντι τον Τρυποκάρυδο», απείλησε η Τερέζα. Αλλά η Κάντι είχε πει την αλήθεια. Η Λάιλα ήταν διάσημη. Το ίδιο και οι άλλες. «Της είπα να μην ασχοληθεί με τις σόου μπίζνες. Της το είπα, αλλά δε με άκουσε», είπε στον Κέβιν. Αδειασε το ποτήρι της και του το έδωσε. Ο Κέβιν, αμίλητος, σηκώθηκε και το πήρε, το ξαναγέμισε και της το επέστρεφε.
«Λένε πως είναι μια από τις ωραιότερες γυναίκες της Αμερικής», παρατήρησε ο Κέβιν. «Γλυκέ Ιησού! Θα γίνει η αγαπημένη όλων των Αμερικανών. Το ωραιότερο κορίτσι στον κόσμο». Ό π ω ς η μάνα της, σκέφτηκε η Τερέζα και γέλασε πικρά, καθώς ο βήχας άρχισε να την πνίγει. Μπορεί να της είχε φερθεί πολύ σκληρά. Ίσως να υπήρχε τρόπος να επανορθώσει. Να εκμεταλλευτεί τις επιτυχίες της Λάιλα. Μπορεί να είναι αυτό, σκέφτηκε. Έ ν α σόου μαζί με τη Λάιλα. Τέλειο. Αυτό εδώ δε θα κρατήσει για πάντα. Δεν έχει τίποτε, ούτε τραγούδι ούτε χορό. Κι όταν ξεμείνει, θα εμφανιστώ να τη σώσω μ' ένα δικό μας σόου. «Μην ανησυχείτε, κορίτσια», είπε στη Σκίνι και την Κάντι. «Έχω ένα σχέδιο». Την επομένη κιόλας θ' άρχιζε τις πρόβες μαζί τους. «Ξέχνα τα σχέδια», είπε ξερά ο Κέβιν. «Δε σε χρειάζεται πια». «Σκάσε, ηλίθιε! Θα έρθει γονατιστή να ζητήσει τη βοήθειά μου, όταν συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. «Κέβιν, σήκω και φύγε!» είπε η Σκίνι. «Θέλουμε να το δούμε μόνες». Ο Κέβιν σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, κουνώντας το κεφάλι του. Η Τερέζα ξαναβολεύτηκε και γύρισε το βλέμμα προς την τηλεόραση. Μπορεί να τα κατάφερνε. * # *
Ο Ντόουμπ καθόταν στο δωμάτιο με την τηλεόραση, στο ξενοδοχείο Γουέιφαρερ του Έντμουντ, στη Μινεζότα. Δίπλα του καθόταν ο Τζον Ντιρ, ένας πλασιέ από το Σεν Πολ. Ο ρεσεψιονίστ καθόταν κοντά στην πόρτα για να βλέπει και συγχρόνως ν' ακούει τα τηλέφωνα. Ο Ντόουμπ έβαλε τα δάχτυλα του στο στόμα, φοβούμενος πως η μεγάλη του ικανοποίηση θα τον έκανε να χαμογελάσει, προκαλώντας αδιάκριτες ερωτήσεις. Στη θέση του, καλό ήταν να μην προκαλεί το ενδιαφέρον. Αλλά δύσκολα κρατιόταν. Η Σαρλίν άστραφτε, γέμιζε το δωμάτιο, τον έκανε να ξανανιώνει. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένος, όσο ένας πατέρας που παρακολουθεί την
κόρη του. Μπράβο, κορίτσι μου, είπε από μέσα του. Τα κατάφερες. Είμαι περήφανος για σένα. * * *
Ο Μπριούστερ Μουρ καθόταν απέναντι από την τηλεόραση. Οι τρεις γυναίκες ήταν απίστευτα όμορφες, τις είχαν διαλέξει περισσότερο για την εμφάνισή τους Και λιγότερο για το ταλέντο τους. Αλλά αυτός ήξερε πως η Μέρι Τζέιν είχε ταλέντο. Και χάρη σ αυτόν, τώρα πια είχε και ομορφιά. Παρακολουθούσε με προσοχή το πρόσωπο της στην οθόνη. Από επαγγελματικό ή από προσωπικό ενδιαφέρον; αναρωτήθηκε. Τα μάτια της δεν πρόδιδαν μόνο την επιτυχία της, αλλά και τη θλίψη επειδή ένιωθε μόνη στον κόσμο. Και ο Μπριούστερ Μουρ, που είχε εδώ και πέντε χρόνια χωρίσει, ήξερε από μοναξιά. Ό π ω ς και η Μέρι Τζέιν, είχε τη δουλειά του, αλλά ήξερε πως αυτό δε θα ήταν ποτέ αρκετό. Έπρεπε να καταβάλλει προσπάθεια για να μην της γράφει τόσο συχνά. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν σωστό. Είχε δημιουργήσει την εμφάνισή της, αλλά τώρα έπρεπε κι εκείνη να δημιουργήσει μια καινούρια ζωή. Και δεν μπορούσε να παίζει κάποιο ρόλο τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν της. Οι άνθρωποι ήθελαν να τους ξεχνά όταν τέλειωνε τη δουλειά του. Δεν του χρωστούσε τίποτε και δε θα ήθελε να θυμάται τις υπηρεσίες του. Έτσι ήταν οι ασθενείς του. Αλλά τουλάχιστον του έγραφε. Τώρα δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από τη Μέρι Τζέιν Μόραν —την Τζέιν Μουρ, διόρθωσε τον εαυτό του. Το δημιούργημά μου, σκέφτηκε. Η δική μου Γαλάτεια. Εγώ την έφτιαξα, όχι ο Θεός. Αλλά, φυσικά, όλ' αυτά δε θα τα επαναλάμβανε ποτέ δυνατά. Ο θρίαμβος του ήταν μια μοναχική απόλαυση. Αλλά πολύ ευχάριστη. Μετά απ' όλα όσα είχε κάνει με τα παραμορφωμένα Πρόσωπα των παιδιών και όσων είχαν πέσει θύματα εγκαυμάτων, μετά απ' όλα εκείνα τα λίφτινγκ που δεχόταν να κάνει σε διάφορα ψώνια της Παρκ Άβενιου, μετά απ" όλα εκείνα τα μοντέλα με τις τέλειες μύτες που τις ήθελαν ακόμη... τελειότε-
ρες, η Τζέιν Μουρ ήτα ν κάτι το μοναδικό. Ήταντέλεια, πανέμορφη,γενναία. Ή τ α ν μια γυναίκα που θα μπορούσε ν' αγαπήσει. * * #
Ο Νιλ Μορέλι δεν είχε τίποτε δικό του εκτός από τα ρούχα του και τη μικρή έγχρωμη τηλεόρασή του, που είχε αγοράσει από έναν Κορεάτη για πενήντα δολάρια. Χρωστούσε μάλιστα τα είκοσι από αυτά. Δεν είχε λεφτά, δεν είχε αυτοκίνητο, δεν είχε φίλους, δεν είχε πού να πάει. Αλλά χάρη σ' αυτή την τηλεόραση μπορούσε ακόμη να νιώθει σ' επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Ή τ α ν Κυριακή βράδυ, αλλά θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε βράδυ, οποιασδήποτε μέρας. Το ημερολόγιο δεν είχε πια σημασία γι' αυτόν. Απόψε κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να δει την τηλεοπτική σειρά που έβλεπαν όλοι οι βλάκες του κλαμπ όπου δούλευε. Δε θα το παραδεχόταν βέβαια την επομένη, αλλά για πρώτη φορά απόψε θα έβλεπε το Τρεις για το Δρόμο. Γρήγορα διαπίστωσε πως δεν ήταν και τόσο απαίσιο. Τ ρ ί α πανέμορφα κορίτσια παρουσιάστηκαν μπροστά του. Ή τ α ν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με την τηλεόραση πάνω σε μια καρέκλα, πολύ κοντά για να μη χάσει τίποτε. Ό τ α ν τέλειωσε, περίμενε να δει τα ονόματα. Σαρλίν Σμιθ, Τζέιν Μουρ, Λάιλα Κάιλ. Για ένα λεπτό... Λάιλα Κάιλ; Αυτή την ήξερε ο Νιλ. Ή τ α ν κόρη δύο σταρ. Ένιωσε και πάλι εκείνη την οργή που τον πλημμύριζε όταν σκεφτόταν το νεποτισμό στην τέχνη. Σίγουρα βρήκε τη δουλειά χάρη στις γνωριμίες της. Η μητέρα της το κανόνισε. Ενώ αυτός, ο Νιλ Μορέλι, δεν είχε τέτοια δυνατότητα. Ο Νιλ Μορέλι δεν είχε τίποτε.
3 Αν η πολιτική γίνεται αφορμή για παράξενα ζευγαρώματα, φανταστείτε τι μπορεί να συμβαίνει στο Χόλιγουντ: Ντόρις Ντει και Ροκ Χάντσον, Μαντόνα και Μάικλ Τζάκσον. Μάικλ Τζάκσον και Μπρουκ Σιλντς. Μαντόνα και Γουόρεν Μπίτι. Μάικλ Τζάκσον και Νταϊάνα Ρος. Μαντόνα και όποιος λάχει. Επιφανειακά, ο Μάρτι Ντι Τζενάρο και η Λάιλα Κάιλ έμοιαζαν πολύ διαφορετικοί και γελοίοι. Αλλά, λαμβανομένου υπόψη του παρελθόντος τους, μπορούσε να βρεθεί μια συμμετρία. Ήταν και οι δύο μόνοι. Και οι δυο είχαν περάσει τα παιδικά τους χρόνια μέσα σε σκοτεινά δωμάτια, παρακολουθώντας κινηματογραφικά έργα. Μάλιστα έβλεπαν και τις ίδιες ταινίες. Και οι δυο τουςλάτρεναν το Ένα Αστέρι Γεννιέται και φυσικό ήταν η Λάιλα, που μητέρα της ήταν η πρωταγωνίστρια, να γοήτευε τον Μάρτι. Έτσι, παρά το μέτριο πρόσωπο και την ανύπαρκτη κορμοστασιά του Μάρτι, σε πλήρη αντίθεση με τη λάμψη και τψ ομορφιά της Λάιλα, οι δυο τους έγιναν το πιο παράξενο ζευγάρι του Λος Άντζελες. Στο Χόλιγουντ, άλλωστε, ουδέποτε μια καλλονή μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου όταν στέκει πλάι σ' έναν άσχημο, πολύ mo κοντό και πολύ πιο μεγάλο άντρα, όταν αυτός είναι πανίσχυρος. * * *
Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο ξάπλωσε στη λιμουζίνα, ακουμπώντας τα πόδια του στο διπλωμένο κάθισμα μπροστά του. Η στιγμή ήταν απολαυστική. Τα πράγματα πήγαιναν περισσότερο από καλά. Η δεξίωση για το Τρεις για το Δρόμο —3/4 αποκαλούσαν τη σειρά μεταξύ τους— είχε πάει λαμπρά. Μόλις είχε μάθει ότι το Νέτγουορκ είχε υπογράψει για άλλα δεκατρία επεισόδια. Η Μόνικα Φλάντερς βρισκόταν σε έκσταση. Ή δ η είχαν αρχίσει να φαίνονται τα κέρδη από τη νέα σειρά καλλυντικών. Και, πάνω απ' όλα, η Λάιλα Κάιλ είχε αποδεχθεί την πρόσκλησή του να δειπνήσουν
μαζί. Στην πραγματικότητα, είχε τόσο απρόσμενα πει το ναι που δεν του έμεινε χρόνος να κάνει σχέδια. Πολύ παράδοξο αυτό για έναν τύπο σαν τον Μάρτι, που ήθελε να τα ελέγχει όλα. Πόσες φορές της είχε ζητήσει να βγουν; Και κάθε φορά άκουγε ένα ψυχρό «Όχι, ευχαριστώ». Και ξαφνικά δέχτηκε! Ί σ ω ς συνειδητοποίησε η Λάιλα πως κράτησε την υπόσχεσή του: την έκανε σταρ. Μέσα σ' ένα μόλις μήνα η σειρά απέκτησε μια άνευ Προηγουμένου ακροαματικότητα. Δεν υπήρχε μέρος και περιοδικό που να μην έβλεπε κανείς τα πρόσωπα των τριών κοριτσιών. Γιατί λοιπόν ν' αναρωτιέται για την τύχη του και τα κίνητρά της; Η έξαψή του είχε φτάσει στο ζενίθ. Ό π ω ς τότε, στα παιδικά του χρόνια, όταν περίμενε ν' αρχίσει μια ταινία με την Τζόαν Κρόφορντ. Ή τη Μίρνα Λόι. Ή τη Μερλ Όμπερον. Τα άλλα παιδιά περίμεναν το Σάββατο για να δουν κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση. Αλλά όχι ο Μάρτι. Αυτός βούλιαζε μέσα στην ομορφιά. Τώρα η σταρ της ζωής του ήταν η Λάιλα Κάιλ. Μια πραγματική σταρ, με σάρκα και οστά, όχι κάποια έγχρωμη αυταπάτη στο σελιλόιντ. Από την πρώτη στιγμή που τη συνάντησε ήξερε πως είναι διαφορετική, πολύ διαφορετική. Και ήταν παιδί του Χόλιγουντ. Ένας συνδυασμός παλιού μεγαλείου και σύγχρονης γεύσης. Όταν τα βράδυ τέλειωναν τα γυρίσματα, δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του: τα πλούσια πυρρόξανθα μαλλιά της, τη λεπτή της μέση, τα μακριά πόδια της, τόσο μακριά που, έμοιαζαν να ξεκινούν από το λαιμό της. Συνελάμβανε τον εαυτό του να την κοιτάζει ακόμη και στις στιγμές που έπρεπε όλη η προσοχή του να είναι συγκεντρωμένη στα γυρίσματα των σκηνών με την Τζέιν και τη Σαρλίν. Και το πιο τρελό ήταν πως έδειχνε να μην την απασχολεί το θέμα, ν' αδιαφορεί που αυτός, ο Μάρτι Ντι Τζενάρο, προσευχόταν για ένα της βλέμμα. Ό χ ι πως το χρειαζόταν, αλλά, εδώ που τα λέμε, όταν προσφέρεις σε μια άγνωστη την ευκαιρία της ζωής της, περιμένεις κάποια ανταμοιβή. Δεν ήταν απαραίτητο να κοιμηθεί μαζί του. Δεν ήταν αυτό που ήθελε σώνει και καλά. Ήθελε λίγη ευγνωμοσύνη, σεβασμό, φιλία, ζεστασιά. Και η Λάιλα δε γύριζε να τον κοιτάξει.
Και το πιο καταπληκτικό ήταν πως κατά τη γνώμη του δεν υποκρινόταν, όπως είχε κάνει η γυναίκα του για να τον κρατά σε έξαψη. Η Λάιλα ήταν απλώς ψυχρή. Βλέπονταν μόνο στα γυρίσματα. Κι απόψε είχε δεχθεί να δειπνήσουν οι δυο τους και τελικά του ζήτησε να μείνουν σπίτι. Είχε χαμογελάσει ζεστά. Του είχε πει πως αντιπαθούσε να βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο. Ήθελε να μιλήσουν ανενόχλητοι. Όλες που εκείνος γνώριζε, το μόνο που ήθελαν ήταν να επισκεφτούν μαζί του το πιο «ιν» στέκι της πόλης και να καθίσουν στο πιο καλό τραπέζι. Οι γυναίκες που έβγαιναν με τον Μάρτι Ντι Τζενάρο, ήθελαν να τις βλέπουν μαζί του. Κάποτε μάλιστα μια σκύλα έφερε μαζί της και δικό της φωτογράφο για ν' απαθανατίσει τη στιγμή. Αλλά η Λάιλα δεν ήταν σαν κι αυτές και αυτό τον Μάρτι τον ανακούφιζε. Είχε αναθέσει όλες τις λεπτομέρειες της βραδιάς στη γραμματέα του, τη Στέισι, αλλά δεν μπορούσε να μένει αδρανής. Τηλεφώνησε στον ανθοπώλη του και ζήτησε να γεμίσει το σπίτι του με γλαδιόλες, δεκάδες γλαδιόλες, τουλάχιστον σαράντα σε κάθε δωμάτιο. Σε κάποια από κείνες τις ηλίθιες συνεντεύξεις είχε διαβάσει πως αυτό ήταν το αγαπημένο λουλούδι της Λάιλα. Φρόντιζε τις κοσμικές του εκδηλώσεις με την ίδια ακρίβεια που γύριζε τις ταινίες του. Τα ήθελε όλα τέλεια. Η Στέισι είχε κανονίσει το θέμα του κέτερινγκ, αλλά έκανε κι αυτός έναν έλεγχο. Λοιπόν, έχουμε και λέμε, άρχισε πάλι. Ποτά και ορντέβρ στις οχτώ. Δείπνο στις εννιά. Κρεβάτι στις δέκα; Ο Μάρτι δεν ήταν σίγουρος. Αλλά τελικά αυτή του είχε ζητήσει να μείνουν μέσα. Ο Μάρτι σκέφτηκε το μαλακό της δέρμα, τα μακριά, λαμπερά μαλλιά της. Πώς θα ένιωθε αν αυτά τα μαλλιά απλώνονταν πάνω στο στήθος του; Είπε στο σοφέρ του να παραλάβει τη Λάιλα στις εφτάμισι ακριβώς. Και να φορά το λευκό του σακάκι. Να σερβίρει τα ποτά και να εξαφανιστεί μετά το σερβίρισμα του δείπνου. «Μπορεί να σε χρειαστώ μετά», πρόσθεσε. «Γι αυτό μείνε στο σπιτάκι της πισίνας. Δες λίγη τηλεόραση. Μην πιεις σταγόνα. Το 'πιασες; Θα είσαι σε υπηρεσία μέχρι να σου πω».
Ο Μάρτι ήξερε πολλά χρόνια τον Σάλι, από τότε που έφτασε στο Λος Άντζελες. Και ήξερε πως μπορούσε να στηρίζεται σ' αυτόν. Έδειχνε να μην έχει δική του ζωή, βρισκόταν πάντα στις προσταγές του αφεντικού του. Έμενε σ' ένα άνετο διαμέρισμα πάνω από το σπιτάκι της πισίνας και εκεί δεχόταν περιστασιακά καμιά γυναίκα. Και για τον Μάρτι ένιωθε απερίγραπτη ευγνωμοσύνη. Η προηγούμενη δουλειά του ήταν μ' έναν τύπο που κάθε τόσο τον πυροβολούσαν ώσπου στο τέλος τον σκότωσαν. Και ο Σάλι κινδύνευε συνεχώς κοντά του, ιδροκοπούσε κάθε φορά που έβαζε το κλειδί στη μηχανή. Πλάι στον Μάρτι ένιωθε σαν να βρισκόταν στην Ντίσνεϊλαντ. * * *
Η Λάιλα ήξερε να μετατρέπει το κακό σε καλό- τόσα χρόνια πλάι στην Τερέζα Ο' Ντόνελ κάτι είχε μάθει. Κι έτσι, όταν ένας γερο-νάρκισσος σαν τον Μάικλ Μακλέιν της τηλεφώνησε για να βγουν, του πέταξε τη χυλόπιτά του. Ό χ ι μόνο επειδή ήταν ένας πλεϊμπόι της σειράς, ούτε επειδή φοβόταν πως θ' αναγκαζόταν να κοιμηθεί μαζί του. Αλλά επειδή δεν ήθελε να βγαίνει με κανέναν. Και οπωσδήποτε δεν είχε όρεξη να βγει μ' έναν άντρα που κάποτε είχε πηδήξει τη μητέρα της. Η Τερέζα κοκορευόταν πάντα για τους άντρες της ζωής της και ο Μακλέιν βρισκόταν πάντα πρώτος στον κατάλογο των κατακτήσεών της. Η Λάιλα ένιωθε αηδία. Ο Μακλέιν ανήκε στην κατηγορία των αντρών που όταν είναι νέοι βγαίνουν με μεγαλύτερες και όταν γερνάνε κυνηγάνε τις μικρούλες. Παρ' όλ' αυτά, ήταν σημαντικός. Είχε τρομερές γνωριμίες. Και δεν υπήρχε λόγος να τον εκνευρίσει. Γι' αυτό και του απάντησε: «Συγνώμη, πρέπει να δω το σκηνοθέτη μου. Μια άλλη φορά ίσως». Ο Μάρτι ήταν καλή κάλυψη. Και τώρα που το σκεφτόταν, μάλλον είχε έρθει η στιγμή να συναντηθεί μαζί του για να δει αν μπορεί να της εξασφαλίσει τον πρώτο ρόλο στο Ένα Αστέρι γεννιέται. Τώρα, ντυμένη και μακιγιαρισμένη, επιθεωρούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Είμαι τέλεια, σκέφτηκε. Η Τερέζα της είχε
μάθει την τέχνη να γίνεται ακόμη ωραιότερη ήδη από τα εννιά της χρόνια. Αλλά θα μπορούσε να πείσει την Έιπριλ Άιρονς να της δώσει το ρόλο; Και θα ήταν δυνατό ο Μάρτι να τη βοηθήσει; Η Λάιλα το 'ξερε πως κάτι τέτοιο θα έστελνε την Τερέζα στον άλλο κόσμο. Ο Μάρτι κάνει σαν τρελός για μένα, μπορεί να δώσει τη μάχη του. Είχε προσπαθήσει βέβαια ν' αποφύγει ένα ραντεβού μαζί του, αλλά τώρα πια όλα έδειχναν πως κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευκτο. Η σκέψη πως θα έβγαινε ραντεβού με κάποιον την τρομοκρατούσε από την εποχή του Κέβιν. Αλλά τώρα ένιωθε πολύ καλύτερα. Και τον Μάρτι μπορούσε να τον χειριστεί. Ασκούσε μεγαλύτερ η επιρροή στο Χόλιγουντ απ' οποιονδήποτε άλλον. Οπωσδήποτε μεγαλύτερη απ' ό,τι ο Μάικλ Μακλέιν. Χτύπησε το κουδούνι και η Λάιλα αναπήδησε. Ποιος διάβολος μπορούσε να είναι; Γι' αυτό έμενε στο Μαλιμπού, για να έχει ιδιωτική αστυνομία. Ποιος κατάφερε να φτάσει ως εκεί και πώς; Κοίταξε από την τρύπα της πόρτας. Ο σοφέρ του Μάρτι στεκόταν ακίνητος, με το καπέλο του στο χέρι. Η Λάιλα άνοιξε την πόρτα. «Τι κάνεις εδώ, Σάλι; Χάθηκες;» «Όχι, μις Κάιλ. Ο κύριος Ντι είπε να έρθω να σας πάρω». «Θα πάω μόνη μου, Σάλι, πάρε άδεια». Βρόντηξε την πόρτα κι επέστρεψε στο δωμάτιό της. Τι ήταν πάλι αυτό; Δεν της άρεσε η ιδέα να βρεθεί παγιδευμένη στο σπίτι του Μάρτι χωρίς το αυτοκίνητο της. Βούρτσισε για τελευταία φορά τα μαλλιά της, ίσιωσε τις κάλτσες με τη ραφή, έβαλε μια μαύρη δαντελένια μαντίλα στα μαλλιά της και Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι. Ο Σάλι βρισκόταν ακόμη εκεί. «Τι παριστάνεις;» τον ρώτησε η Λάιλα καθώς κατευθυνόταν προς το μαύρο Λαντ Ρόβερ της. «Μις Κάιλ, το υποσχέθηκα στον κύριο Ντι. Γιατί δεν έρχεστε; Υπόσχομαι να πηγαίνω αργά και να σας φέρω πίσω μόλις μου το ζητήσετε. Ελάτε, μις Κάιλ, το υποσχέθηκα στον κύριο Ντι». «Αυτά που υπόσχεσαι στον κύριο Ντι Τζενάρο δε με απασχολούν. Θέλω να πάω μόνη μου κι αυτό θα κάνω». Μπήκε στο αυτοκίνητο και οδήγησε σαν τρελή για να μην μπορέσει να την
ακολουθήσει ο Σάλι. Έφτασε στου Μάρτι με κομμένη την ανάσα, αλλά χαμογελαστή. «Πού είναι ο Σάλι; Πού είναι το αυτοκίνητο μου; Τίνος είναι αυτό το τζιπ;» Ο Μάρτι ρωτούσε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Μπορώ να μπω, κύριε Ντι Τζενάρο, ή ως εδώ ήταν η πρόσκληση;» ρώτησε ατάραχη η Λάιλα καθώς η λιμουζίνα του Μάρτι έκανε την εμφάνισή της. «Συγνώμη, κύριε Ντι. Αλλά δεν ήθελε να μπει στο αυτοκίνητο, κύριε Ντι. Επέμενε να έρθει μόνη». «Καλά, Σάλι. Πέρασε μέσα, Λάιλα». Μπήκαν μέσα, προχώρησαν στο μεγάλο μαρμάρινο φουαγιέ και βγήκαν στη βεράντα. Ο Σάλι τους ακολούθησε και σέρβιρε το κρύο κρασί. «Σε τι θα πιούμε;» τη ρώτησε. «Τι θα έλεγες να πιούμε στην υγειά όσων πετυχαίνουν αυτό που θέλουν;» απάντησε, τσούγκρισε το ποτήρι της και ήπιε μια γερή γουλιά. «Εγώ πάντως έχω αποκτήσει αυτό που θέλω. Μια μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία, ένα ωραίο σπίτι και την ωραιότερη γυναίκα της Αμερικής να στέκεται απέναντι μου». «Εγώ όμως όχι. Εγώ πρέπει να γίνω σταρ». «Μα είσαι σταρ. Οι φωτογραφίες σου βρίσκονται στα εξώφυλλα όλων των περιοδικών της Αμερικής, της Ευρώπης, ακόμη και της Νότιας Αφρικής. Κάθε εβδομάδα παίρνεις εξακόσια γράμματα θαυμαστών». «Αυτό σημαίνει ότι είμαι μια διασημότητα, Μάρτι. Δεν πρόκειται για πραγματική δόξα. Οι Πίσω Δρόμοι, έκαναν εσένα διάσημο και το Τρεις για το Δρόμο, εμένα. Οι διασημότητες είναι διασημότητες μόνο και μόνο επειδή έγιναν διάσημοι. Καταλαβαίνεις τη διαφορά;» «Θα έρθει και η στιγμή της δόξας, έχε υπομονή. Είσαι πολύ νέα ακόμη. Θα έρθει ο ρόλος που θα σου τη χαρίσει». «Υπάρχει κάτι», είπε η Λάιλα. «Και θέλω τη γνώμη σου. Και τη βοήθειά σου». Είχε κεντρίσει την περιέργειά του, το καταλάβαινε. «Και τι είναι αυτό;» ρώτησε συνοφρυωμένος.
«Το Ένα Αστέρι Γεννιέται», είπε εκείνη και ακούμπησε πίσω για να περιεργαστεί την έκφραση του. Ή τ α ν η ταινία που περισσότερο είχε αγαπήσει ο Μάρτι. Πριν από χρόνια, είχε προσπαθήσει ν' αγοράσει τα δικαιώματα. Κι ένιωθε πίκρα που τώρα το είχε πετύχει κάποιος άλλος. Κι όχι ένας οποιοσδήποτε άλλος, αλλά η παλιά του αντίπαλος. Πώς τα είχε καταφέρει η Έιπριλ; Αλλά δεν έπρεπε να δείξει την οργή του στη Λάιλα. «Τρελάθηκες;» της απάντησε. «Το μόνο καλό σ' αυτή την ταινία ήταν η Τερέζα Ο' Ντόνελ. Η οποία, όποια ταινία και να γύριζε τότε, θα τη μετέτρεπε σε αριστούργημα». «Θέλω να παίξω στην καινούρια βερσιόν», απάντησε η Λάιλα με χαμηλή και σταθερή φωνή. «Οι διάφορες βερσιόν είναι αηδίες, Λάιλα. Το ξέρω, το ξέρεις και, για όνομα του Θεού, το ξέρει και το κοινό. Είναι πάντα χειρότερες από το πρωτότυπο. Η μόνη που δεν το ξέρει είναι αυτή η ηλίθια η Έιπριλ Άιρονς. Θα είναι αποτυχία, πίστεψέ με». Ο Μάρτι σηκώθηκε και άρχισε να κάνει βόλτες. Δεν τα είχε σχεδιάσει έτσι τα πράγματα. Κανένας ενθουσιασμός για τα 3/4. Καμιά ευγνωμοσύνη. Κανένας σεβασμός. «Λάιλα, άκουσέ με. Αυτή τη στιγμή μπορείς να έχεις ό,τι ζητήσεις. Το καλύτερο σενάριο, τον καλύτερο ρόλο, τα πιο εξωφρενικά λεφτά. Για ποιο λόγο πρέπει να παίξεις σ αυτή την παλιατζούρα;» «Επομένως, δε θα με βοηθήσεις;» είπε και για πρώτη φορά άφηνε το άγχος της να φανεί. «Να σε βοηθήσω; Θα κάνω τα πάντα για να σε σταματήσω. Δε θα σ' αφήσω να πετάξεις στα σκουπίδια τη μέχρι τώρα δουλειά σου. Και να ξέρεις πως όσο παίζεις στη σειρά, μόνο εγώ έχω δικαίωμα να εγκρίνω τις κινηματογραφικές σου δραστηριότητες. Το λέει το συμβόλαιο. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να το κάνεις, Λάιλα». Η Λάιλα σηκώθηκε, σήκωσε τη μαντίλα από τους ώμους της, τύλιξε ξανά τα μαλλιά της και είπε: «Δεν μπορείς να με σταματήσεις. Κανείς δεν μπορεί, Μάρτι. Το ρόλο τον θέλω και θα τον πάρω». Άρχισε να περπατά στο μονοπατάκι του κήπου, κα-
τευθυνόμενη προς το τζιπ της. «Κι αν είναι, όπως λες, αλήθεια πως είμαι μια διασημότητα, θα το πετύχω σίγουρα». * * *
Η Λάιλα δεν ένιωσε καμιά έκπληξη όταν ο Μάικλ Μακλέιν ξανατηλεφώνησε. Ο Ρόμπι όμως δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του. «Ο Μάικλ Μακλέιν! Ο Μάικλ Μακλέιν! Είναιτόοσοοοσο ωραίος!» «Είναι τόοοοοοοσο γέρος», απάντησε η Λάιλα, παίρνοντας το χαρτάκι με τον αριθμό του τηλεφώνου του. «Λένε πως θα παίξει σε μια ταινία με τον Ρίκι Ντιουν». Η Λάιλα κοντοστάθηκε. «Αλήθεια;» ρώτησε. Ο Ρίκι είχε μεγάλη απήχηση. «Καλά, μπορεί και να του τηλεφωνήσω». «Μπορεί; Μπορεί;» θ ε έ μου, γιατί ο Ρόμπι ορμούσε κάθε τόσο στο σπίτι της; «Είπα, μπορεί». «Τάρα να του τηλεφωνήσεις. Και ν' ακούω από το άλλο». «Ξέχνα το, Ρόμπι». «Δε θα έσπευδες να τον απορρίψεις αν ήξερες ό,τι ξέρω». «Και τι είναι αυτό;» ρώτησε η Λάιλα εκνευρισμένη. Πάντα παρίστανε τον πολύξερο, αλλά εκείνη ήξερε πως όλες τις πληροφορίες του τις έπαιρνε δίνοντας φιλοδωρήματα στους σερβιτόρους που ήταν αδερφές. «Φαντάζομαι πως δε σ ενδιαφέρει το Ένα Αστέρι Γεννιέται», είπε δήθεν αδιάφορα. «Μα τι λες τώρα;» «Άκουσα ότι η Έιπριλ Άιρονς θέλει τον Μάικλ Μακλέιν για το Ένα Αστέρι Γεννιέται». «Άντε χάσου! Σιγά μην πάρει αυτόν το γέρο!» «Όχι και πολύ γέρος για το συγκεκριμένο ρόλο. Ούτε για να παίζει κοντά στον Ρίκι Ντιουν», της απάντησε. Αλλά η Λάιλα δεν ήθελε να δείξει στον Ρόμπι το πόσο ενδιαφερόταν. «Σκασίλα μου», του είπε. * * *
Την άλλη μέρα, από το τροχόσπιτο της στο στούντιο, τηλεφώνησε στον Μάικλ Μακλέιν. Ή τ α ν το προσωπικό του τηλέφωνο απάντησε ο ίδιος. «Λάιλα Κάιλ εδώ, νομίζω ότι μου τηλεφωνήσατε». «Μπορούσα να κάνω και διαφορετικά;» «Δε σας ξέρω προσωπικά», του είπε. «Μήπως θα θέλατε να με γνωρίσετε;» της απάντησε με υποβλητική φωνή. «Έμαθα ότι καβγαδίσατε με το φίλο σας το σκηνοθέτη». Θεέ και Κΰριε, πώς κυκλοφορούσαν έτσι τα κουτσομπολιά σ' αυτή την πόλη; Με ταχύτητα μεγαλύτερη κι από κείνη του φωτός. Αλλά πώς μπορούσε να επαληθεύσει αυτό που της είχε πει ο Ρόμπι; Δεν ήταν δυνατόν, έτσι στα ξαφνικά, να ρωτήσει τον Μάικλ για τις επόμενες δύο ταινίες του. Έπρεπε να τον συναντήσει. «Εντάξει», είπε. «Θα το ήθελα πολύ».
4 Χάρη στα κοπιαστικά γυρίσματα, τις διαφημιστικές φωτογραφίσεις, τη γυμναστική και τις περιστασιακές συναντήσεις της με τον Μάικλ Μακλέιν, η Τζέιν είχε κατορθώσει να μη σκέφτεται τον Σαμ Σιλντς. Μέχρι την ημέρα που ο Σαμ της τηλεφώνησε. Από τότε δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της. Και δεν ένιωσε καμιά έκπληξη όταν της τηλεφώνησε ο Σάι Όρτις. «Μου τηλεφώνησαν από το γραφείο της Έιπριλ Άιρονς. Κάτι ετοιμάζουν και θέλουν να πας από κει για ένα δοκιμαστικό. Ενδιαφέρεσαι;» Η καρδιά της άρχισε να χτυπά τρελά, αλλά ήξερε να παριστάνει την αδιάφορη. «Γιατί ρχι;» είπε. «Εγώ πιστεύω ότι είναι αναξιοπρεπές. Να πας για δοκιμαστικό εσύ που είσαι το πιο ζεστό πράγμα στην πόλη. Η Έιπριλ είναι από τους ανθρώπους που πρέπει κανείς ν' αποφεύγει. Σωστός
καρχαρίας. Και άκουσα ότι σκηνοθέτης θα είναι ο Σαμ Σιλντς. Αυτός που έκανε την Κρίσταλ Πλένουμ να μοιάζει σαν σκατά στην τελευταία της ταινία». «Ναι, αλλά επρόκειτο για θρίαμβο υποκριτικής. Διάβασα τις κριτικές». «Παράτα με με τις κριτικές. Το χάλι της είχε». «Δε θα πάθω τίποτε με το να πάω. Εμπειρία είναι». Και πραγματικά, τι θα πάθαινε; Θα έβλεπε τον Σαμ και θ' απέρριπτε την προσφορά του. Θα έπαιρνε την εκδίκησή της για ό,τι της έκανε. Και το ωραίο είναι πως εκείνος δε θα καταλάβαινε το γιατί. Θα ήταν ένα δώρο προς τη φτωχή Μέρι Τζέιν Μόραν. Συνάντησε τον Έιπριλ και τον Σαμ στου Τσέιζεν, εκεί όπου γευμάτιζε το κατεστημένο του Χόλιγουντ. Τους έριξε μια γρήγορη ματιά και για άλλη μια φορά αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάτι ανάμεσά τους. «Ευχαριστούμε που ήρθες, Τζέιν», είπε η Έιπριλ. «Ξέρω πόσο απασχολημένη είσαι με το γύρισμα και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις σου. Φαίνεσαι να τα πηγαίνεις πολύ καλά, έτσι;» Η Τζέιν απαντούσε φροντίζοντας να μη χρησιμοποιεί καμιά από τις νεοϋορκέζικες εκφράσεις της. Έριξε μια ματιά στο μενού και συνειδητοποίησε ότι πεινούσε σαν λύκος. Πάντα της συνέβαινε αυτό ότάν βρισκόταν σε εκνευρισμό. Αλλά έκανε και πάλι δίαιτα, δεν μπορούσε να φάει. Παρήγγειλε μια σαλάτα. Το ίδιο και η Έιπριλ. Αλλά ο Σαμ προτίμησε ένα φιλέ μινιόν με σος μπεαρνέζ. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, σκέφτηκε η Τζέιν και χαμογέλασε. Ο Σαμ δεν μπορούσε ποτέ να ζήσει χωρίς κρέας. Αρχισαν να μιλούν για την ταινία. «Δεν ξέρω αν κάνω από πλευράς ηλικίας», είπε η Τζέιν μ' ένα παράξενο σφίξιμο στο στομάχι. «Η Τερέζα Ο' Ντόνελ ήταν τριάντα πέντε ή τριάντα έξι χρονών όταν γύρισε την ταινία». «Είσαι στην κατάλληλη ηλικία, Τζέιν», είπε ο Σαμ, μασώντας μια μεγάλη μπουκιά από το κρέας του. «Η Τερέζα ήταν μεγάλη για το ρόλο, αλλά είχε τη δύναμη να τον εξασφαλίσει και πολύ καλό δέρμα».
H Έιπριλ συμφώνησε και συνέχισαν να κουβεντιάζουν για το ίδιο θέμα, με την Τζέιν να τσιμπολογάει τη σαλάτα της, προσπαθώντας να κάνει έξυπνες παρατηρήσεις. Στην πραγματικότητα, η Τζέιν βρισκόταν εκεί μόνο για να κοιτάει τον Σαμ. Αλλά τελικά, παρ' όλα όσα της είχε πει ο Σάι, έβρισκε τα σχέδιά τους πολύ ενδιαφέροντα. Και ήταν παράξενο. Μπορούσε να κάθεται εκεί και να κρυφοκοιτάζει στη ζωή του Σαμ, χωρίς εκείνος να το αντιλαμβάνεται. Σαν να κοιτούσε από την κλειδαρότρυπα του σπιτιού του. Ή τ α ν πολύ πιο όμορφος απ' ό,τι τον θυμόταν. Σίγουρα του πήγαινε το κλίμα της Καλιφόρνια. Φορούσε μαύρο παντελόνι και ακριβά παπούτσια, χωρίς κάλτσες. Και για πρώτη φορά τον έβλεπε με λευκό πουκάμισο που τόνιζε την ηλιοκαμένη επιδερμίδα του. Και τα δόντια του έδειχναν πιο λευκά από ποτέ. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και του πήγαινε. Πάντα δεμένα σε αλογοουρά. Διαπίστωνε ακόμη πως στη συζήτηση το προβάδισμα το είχε η Έιπριλ. Η Τζέιν θυμόταν πάντα τον Σαμ να κάνει ό,τι ήθελε, ν' αποφασίζει. Ακόμη και οι κινήσεις του ήταν μελετημένες, ας πούμε ο τρόπος που σκούπιζε τις άκρες των χειλιών του. Η Τζέιν χαμογέλασε πρώτα στην Έιπριλ και μετά στον Σαμ. Τα είχε πάει μια χαρά, είχε παίξει τέλεια το δυσκολότερο ρόλο της, αυτόν της Τζέιν Μουρ. Κοίταξε το σχεδόν άδειο φλιτζάνι του καφέ μπροστά της και είδε τον Σαμ να σκύβει προς το μέρος της. Η Έιπριλ έβαζε το κραγιόν της, με όλη της την προσοχή συγκεντρωμένη σ' ένα μικρό χρυσό καθρέφτη Ντιορ. Ένιωσε κάτι στο δεξί της χέρι. Ή τ α ν το χέρι του —το χέρι του Σαμ— που άγγιζε το δικό της. Και θυμόταν — αχ, πώς τα θυμόταν όλα— πως έτσι την άγγιζε πάντα όταν περίμενε μια απάντηση. Για ν* αποφύγει την άρνηση και να εξασφαλίσει την επιτυχία. Και τώρα, για άλλη μια φορά είχε το χέρι του στο δικό της. Κι ένιωθε όμορφα, όπως τότε. Γιατί είχε περάσει πολύς καιρός και της είχε λείψει. Κι επειδή ήξερε τι μπορούσε να της κάνει αυτό το χέρι. Ανατρίχιασε. Ό χ ι , είπε στον εαυτό της. Αυτό πήγαινε πολύ. Τι απέγινε η αποφασιστικότητά της; Είχε ήδη δεσμό με τον Μάικλ.
Μήπως είχε πάψει να είναι πιστή στους άντρες; Και τι θα γινόταν αν κοιμόταν με τον Σαμ; Τότε σίγουρα θ' ανακάλυπτε ποια ήταν. Και τότε αποφάσισε αυτό που της φαινόταν αδιανόητο: δε θα κοιμόταν ποτέ πια μαζί του.
5 Η Σαρλίν καθόταν κρατώντας το ακουστικό σφιχτά στο αυτί της, προσπαθώντας να μην εκνευριστεί με τον Όρτις, που ανέπνεε βαριά στην άλλη άκρη της γραμμής. Έλεγε στον εαυτό της πως ήθελε το καλό της, πως της μάθαινε τρόπους. Αλλά για κάποιο λόγο το συγκεκριμένο δεν της φαινόταν σωστό. «Οι σταρ δεν πάνε στα .πάρτι των τεχνικών. Αυτό δεν γίνεται», τον άκουσε να της λέει ξανά. Η Σαρλίν αναστέναξε. «Μα γιατί όχι; Πάντα πάω μαζί τους και πάντα διασκεδάζω. Τι έχει αλλάξει;» «Τα πάντα. Βλέπεις κανέναν τεχνικό στα εξώφυλλα των περιοδικών; Κερδίζει κανείς τους ένα εκατομμύριο δολάρια το χρόνο; Σαρλίν, πρέπει να συναντιέσαι με ανθρώπους του επιπέδου σου. Με σταρ. Για πες μου, συναντήθηκες ποτέ με τον Μάικλ Μακλέιν; Μου ζήτησε τον αριθμό σου». Η Σαρλίν κοκκίνισε. Χαιρόταν που μιλούσαν από το τηλέφωνο. Εκείνη τη νύχτα τη θυμόταν, αν και αυτό τη δυσαρεστούσε. Ντρεπόταν. Ή τ α ν ωραία που βγήκε μ' ένα σταρ σαν τον Μάικλ Μακλέιν, με την ευγένεια, το δώρο που της πρόσφερε, τις προβλέψεις του για την καριέρα της. Αλλά μετά θυμόταν και το μεθύσι της και όλ' αυτά που έγιναν πάνω στο λόφο. Της φαινόταν περίεργο που δεν της ξανατηλεφώνησε. Φαίνεται πως η συμπεριφορά της τον έκανε να μην την εκτιμά. Ένιωθε τόσο βρόμικη, που προσπαθούσε να μην το σκέφτεται. «Με πήρε μια φορά. Αλλά μετά τίποτε». Μάλλον θα έβλεπε κάποια άλλη, πολύ πιο όμορφη. Έφερε το χέρι στο λαιμό της, το κολιέ ήταν ακόμη εκεί. «Λοιπόν, είμαι σταρ τώρα; Και όλα έχουν αλλάξει;»
«Ακριβώς. Τώρα, γλυκιά μου, είσαι σπουδαία, πολΰ σπουδαία για να πηγαίνεις στα πάρτι των κομπάρσων. Σαρλίν, σκέψου μόνο τα θέματα ασφαλείας. Αυτά τα πάρτι είναι ανοιχτά, δε γίνονται έλεγχοι μπαίνοντας. Κι αν μαθευτεί πως είσαι εκεί, πολΰ εύκολα το πάρτι μπορεί να μετατραπεί σε διαδήλωση με επεισόδια. Και κανείς δε θα είναι εκεί για να σε προστατεύσει. Μη φέρνεις τους ανθρώπους σε δύσκολη θέση. Είναι καλά παιδιά αλλά ξέρουν τους κανόνες του παιχνιδιοΰ». «Κάποτε, παιδιά σαν κι αυτά με φώναζαν Σαρ. Και τώρα πρέπει να με λένε μις Σμιθ. Δε νιώθω καλά, το καταλαβαίνεις;» Η φωνή του Σάι χαμήλωσε. «Το ξέρω, καλή μου. Αλλά μπορείς ν' αποκτήσεις άλλους φίλους. Τον Μάικλ. Ή κάποιον άλλον. Θέλεις να πω εγώ σε κάποιον να σου τηλεφωνήσει;» «Όχι!» είπε βιαστικά η Σαρλίν. Αυτό που είχε συμβεί με τον Μακλέιν την είχε πληγώσει. Δεν ήθελε να επαναληφθεί. «Συμπαθείς την Τζέιν Μουρ, έτσι δεν είναι;» «Και βέβαια, μια χαρά είναι. Αλλά δεν είμαστε φίλες». Η Σαρλίν αναστέναξε. «Θέλω να διασκεδάσω λίγο. Το μόνο που κάνω είναι δουλειά και μαθήματα. Τραγοΰδι, χορός και όλα τ άλλα που μου κανονίζεις. Έ χ ω κουραστεί πολΰ. Θέλω να πάω α ένα πάρτι. Στο σπίτι κάποιου κανονικοΰ ανθρώπου». «Εντάξει, όλα θα γίνουν. Για πες μου τώρα, τι λες για κείνο το δίσκο;» «Μα δεν μπορώ να τραγουδήσω!» «Και βέβαια μπορείς. Και ο δίσκος θα πουλήσει». «Αισθάνομαι σαν ηλίθια. Αρκεί που είμαι μια ηθοποιός που δεν ξέρει να παίζει. Αλλά να γίνω και τραγουδίστρια που δεν ξέρει να τραγουδάει;» Η μοναξιά την πλημμΰριζε ξανά. Ήθελε να κλάψει. Είχε τον Ντιν κι ένα καινούριο σπίτι με όλα τα δωμάτια επιπλωμένα. Ή τ α ν ωραία τότε που αυτή και ο Ντιν διάλεγαν μαζί τα πράγματα και μετά ερχόταν ο διακοσμητής και τα τοποθετούσαν. Κι όταν πια τα απέκτησαν όλα, δεν είχαν πια τι να κάνουν, δεν είχαν που να πάνε οΰτε φίλους για να βλέπουν. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα για τον Ντιν. Αυτός τουλάχιστον μποροΰσε να πάει όπου ήθελε όλη μέρα και να μην
ενοχλείται απ' όλους αυτοΰς που αναγνώριζαν τη Σαρλίν και την κυνηγούσαν. Κοίταξε το ρολόι της. «Πρέπει να φύγω», είπε. «Σε έξι λεπτά αρχίζει το μάθημα της ορθοφωνίας και η μις Καρντόζα δεν αστειεύεται. Αυτό που μ' ενοχλεί είναι πως κάθε εβδομάδα πρέπει ν' αλλάζω τον αριθμό του τηλεφώνου μου. Με παίρνουν συνέχεια. Κάποτε δεν ήμουν σε θέση να πληρώσω το αντίτιμο ενός τοπικού τηλεφωνήματος και τώρα έχω συσκευές παντού, ακόμη και στο μπάνιο. Και δεν μπορώ ν' απαντήσω στα τηλέφωνα. Ούτε έχω κανένα για να του τηλεφωνήσω. Τι ειρωνεία!» «Σύντομα θα συνηθίσεις, Σαρλίν, και τότε θα τ' αντιμετωπίζεις όλα με άνεση», «Θα μπορέσω ποτέ να ξαναπάω σε σούπερ μάρκετ;» «Ελπίζω όχι», της είπε γελώντας ο Σάι Όρτις. Η Σαρλίν κατέβασε το ακουστικό κι έριξε μια ματιά στο μεγάλο δωμάτιο του καινούριου τους σπιτιού. Χρειάστηκε να εγκαταλείψουν το διαμέρισμά τους, γιατί στην είσοδο πάντα υπήρχαν κάποιοι θαυμαστές που την περίμεναν. Ο Αένι τους βρήκε αυτό το μεγάλο σπίτι με τον κήπο, τον πανύψηλο φράχτη και την καγκελόπορτα. Ο Σάι Όρτις είχε προσλάβει για λογαριασμό της σωματοφύλακες που τη φρουρούσαν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Αλλά η Σαρλίν θα 'θελε να περπατήσει ξανά μόνη στο δρόμο, να χαζέψει στις βιτρίνες, να δοκιμάσει μερικά ρούχα, να φάει ένα χάμπουργκερ, ν' αγοράσει παπούτσια, να μπει σ ένα σινεμά. Νοσταλγούσε όλα όσα έκανε παλιά στο Τέξας. Και τώρα που είχε χρήματα, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Πολλά χρήματα. Έβγαζε σε μια εβδομάδα όσα ο κύριος Χάρντιμαν, ο πλουσιότερος άνθρωπος στο Λάμσον, α ένα χρόνο. Ίσως και σε δέκα χρόνια. Κι όμως, τίποτε δεν άξιζε όσο ένα χάμπουργκερ στου Μακντόναλντ. Ο Θεός τους είχε προσφέρει όλα όσα του είχαν ζητήσει, όλα όσα είχαν ονειρευτεί: ένα ωραίο σπίτι, μια έγχρωμη τηλεόραση, πολλά ρούχα, καλό φαγητό. Η Σαρλίν έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη. Θεέ μου, ψιθύρισε, έπρεπε να ήμουν πιο προσεκτική όταν σου τα ζητούσα όλ' αυτά. Αλλά μάλλον δεν το πολυπίστευα ότι θα μου τα έδινες όλα...
6 Η Τζέιν είχε μπλέξει στην κίνηση. Τι στο καλό συνέβαινε; Είχε ραντεβού με τον Σάι Όρτις σε μισή ώρα και δεν ήθελε ν' αργήσει. Έριξε μια ματιά και είδε πως οι οδηγοί είχαν στραμμένα τα κεφάλια τους προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ακολούθησε το βλέμμα τους και το είδε: ένα τεράστιο πανό με τις τρεις κοπέλες του σόου πλάι πλάι, να φορούν δερμάτινα μπουφάν. Μόλις που κάλυπταν τις ρώγες του στήθους τους, καθώς από μέσα ήταν γυμνές. Οι μόνες λέξεις που υπήρχαν γραμμένες ήταν Κυριακή Βράδυ. Η Τζέιν πάρκαρε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και βγήκε έξω. Κοίταξε τις γιγάντιες φιγούρες. Είμαι εγώ, σκέφτηκε. Η Τζέιν Μουρ. Ή η Μέρι Τζέιν Μόραν. Ό π ο ι α είμαι, τέλος πάντων. Παραλίγο να λιποθυμήσει. Τα είχε καταφέρει. Βρισκόταν εκεί, πενήντα φορές μεγαλύτερ η από το κανονικό, πάνω στον αυτοκινητόδρομο. Και μέσα σε μια εβδομάδα, την έβλεπαν πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι! Η θέλησή της, ο πόνος, η δουλειά, το κουράγιο, την οδήγησαν σ' αυτό. Σε αντίθεση με τ' άλλα κορίτσια, δεν είχε φυσική ομορφιά, ούτε προερχόταν από διάσημη οικογένεια. Μπορεί να μην είχε γίνει διάσημη παίζοντας Σαίξπηρ, αλλά πάντως τα είχε καταφέρει. «Δεσποινίς;» άκουσε μια φωνή πίσω της. Γύρισε και είδε τον αστυνομικό. «Έχετε κάποιο πρόβλημα;» «Όχι, απλώς κοίταζα την αφίσα». «Όλοι την κοιτάζουν την αναθεματισμένη την αφίσα. Και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Μπείτε στο αυτοκίνητο σας και προχωρήστε». Μετά κοντοστάθηκε, την ξανακοίταξε και το πρόσωπο του φωτίστηκε. «Εϊ, είσαι η έξυπνη».
Η Τζέιν κούνησε το κεφάλι της. «Έτσι λέω», είπε καί ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο.
Δείτε τψ... ΚΥΡΙΑΚΗ 8.00' μ.μ. Οι Διάσημοι Ψάχνουν το Σωσία τους. Απόψε η Ρέα Πέρλμαν. 9.00' μ.μ. Τρεις για το Δρόμο. Η Κρίμσον βρίσκεται στη μέση της διαδήλωσης, την ώρα που φτάνει η Εθνοφρουρά. Ή Κλόβερ και η Κάρα φτάνουν εγκαίρως και τη σώζουν.
Ο Τζέσε Χελμς πολεμάει τις «Τρεις» Γουίνστον-Σάλεμ, Βόρεια Καρολίνα. Η πολυδιαφημισμένη διαδήλωση που οργάνωσαν ο Τζέσε Χελμς και η Τηλεόραση της Χριστιανικής Οικογένειας, εναντίον της σειράς Τρεις για το Δρόμο, υπήρξε η μοναδική που ο συγκεκριμένος γερουσιαστής έχει κάνει, υπερασπιζόμενος αυτό που ονομάζει οικογενειακές αξίες. Ελάχιστοι οπαδοί του γερουσιαστή παρουσιάστηκαν στη διαδήλωση, η οποία είχε προγραμματιστεί για τις εννιά, το βράδυ της Κυριακής. Φτάνοντας στο γραφείο του στην Ουάσιγκτον, ο Χελμς δεν ήταν σε θέση να ε-
ξηγήσει γιατί απέτυχε η διαδήλωση. Και αρνήθηκε ν' απαντήσει στο σχόλιο του συντάκτη μας, ο οποίος υποστήριξε πως προφανώς έμειναν όλοι στο σπίτι για να δουν τη σειρά. ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΟ ΤΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ 10. Τα κορίτσια κυκλοφορούν με μοτοσικλέτες. 9. Δεν μπορούν να τις δουν αλλού. 8. Άκουσαν ότι σε κάποιο επεισόδιο, η Κρίμσον θα παλέψει με την Κλόβερ. 7. Δεν υπάρχουν και πολλές καλές τηλεοπτικές σειρές. 6. Για να πουν στις γυναίκες τους πώς θα ήθελαν να γίνουν. 5. Για την πλοκή. 4. Επειδή τα γυρίσματα είναι εξωτερικά. 3. Για να κάνουν τις φιλενάδες τους να προσπαθήσουν περισσότερο. 2. Τους αρέσει η ιδέα πως μπορούν να έχουν δικές τους και τις τρεις συγχρόνως. 1. Είναι οι πιο "καυτές" γυναίκες στην πόλη. Ο Χάρολντ, ο ταχυδρόμος, χτύπησε την πόρτα της Λάιλα. Δεν πήρε απάντηση και μπήκε. Η Λάιλα είχε απαγορεύσει από την αρχή να μπαίνει οποιοσδήποτε στο καμαρίνι της, χωρίς να είναι η ίδια μέσα. «Μις Κάιλ, πού ν' αφήσω την αλληλογραφία σας;» «Πού στο διάβολο λες να την αφήσεις; Πάνω στο γραφείο φυσικά». Ο Χάρολντ ήξερε πως δεν ήταν για να μένει πολύ στο καμαρίνι της, ήταν η πιο επικίνδυνη απ' όλες. «Μα, μις Κάιλ...» «Γιατί, διάβολε, πρέπει να γίνει μεγάλο θέμα και το πού θ' αφήσεις τα γράμματα; Κάνε ό,τι σου λέω και ξεκουμπίσου. Και βγόλ' τα όλα έξω από τους σάκους».
Κοίταξε γύρω του. Έ ξ ω δεν τα ήθελε η σκύλα; Ορίστε, λοιπόν. Τ α πέταξε όλα, αδειάζοντας τους σάκους, και βγήκε. Τότε η πόρτα άνοιξε και άκουσε τη Λάιλα να ουρλιάζει. «Έλα εδώ, βρε ηλίθιε! Δεν ήξερα πως ήταν τόσα πολλά. Έ λ α πίσω και ξαναβάλ' τα μέσα στους σάκους. Όλα!» Ο Χάρολντ αναστέναξε και γύρισε στο τροχόσπιτο, μαζεύοντας ξανά τους φακέλους. «Πόσοι σάκοι ήρθαν;» ρώτησε η Λάιλα. «Εφτά, μις Κάιλ. Και υπάρχουν άλλοι τέσσερις που δεν μπορούσα να κουβαλήσω». Συνοφρυώθηκε. «Πόσους σάκους γράμματα παίρνουν η Σμιθ και η Μουρ;» ρώτησε.
Δείτε τψ... ΚΥΡΙΑΚΗ 8.00' μ,μ. Οι Διάσημοι Ψάχνουν το Σωσία τους. Απόψε, η Ιβάνα Τραμπ. 9.00' μ.μ. Τρεις για το Δρόμο. Στο Σαν Φρανσίσκο η Κάρα ερωτεύεται. Η Κρίμσον, η Κάρα και η Κλόβερ δοκιμάζουν το LSD. Ο Πολ Γκράσο μιλούσε στο τηλέφωνο. Τ α ίδια και τα ίδια. Όλοι ήθελαν να γίνουν γκεστ σταρ σε κάποιο από τα επεισόδια της σειράς. Έκλεισε το τηλέφωνο, έβγαλε την ξυριστική μηχανή από το συρτάρι του και άρχισε να ξυρίζεται. Τότε χτύπησε ξανά η γραμματέας του. Θεέ μου, αυτή η δουλειά θα τον έστελνε στον άλλο κόσμο. «Τι συμβαίνει, Πάτι;» «Έχετε κι άλλη γραμμή». «Έχω φύγει. Πες ό,τι θες». «Δε νομίζω ότι πρέπει». «Έχω φύγει», επανέλαβε και αναρωτήθηκε γιατί μερικές φοk ρές η Πάτι συμπεριφερόταν σαν ηλίθια. 'ι «Είναι ο Μπράντο», του είπε.
«Ο Μπράντον Ταρτνκόφ; Και τι στο διάβολο θέλει;» «Όχι ο Μπράντον. Ο Μπράντο!» «Αν είναι δυνατό! Μήπως θέλει κι αυτός να κάνει τον γκεστ σταρ;» «Κατά πάσα πιθανότητα». Ο Πολ Γκράσο γέλασε κι έκλεισε την ξυριστική μηχανή. «Δε μου λες, Πάτι, λες να μπορεί ακόμη ν' ανέβει σε μοτοσικλέτα;» * * *
Η Τζέιν έτριψε νευρικά τα χέρια της. Μακάρι να μην είχε συμφωνήσει να δώσει αυτή τη συνέντευξη. Αυτή ήταν ηθοποιός, όχι βεντέτα. Τι θα έκανε σ αυτή την περίπτωση ο Νιλ; Πάλι ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Ο ίδιος ο Αρσένιο είχε έρθει για τη συνέντευξη. Άρχισαν να μιλούν. «Είσαι, λοιπόν, το ίδιο πολιτικοποιημένη και στη ζωή σου;» «Όχι ακριβώς». «Επομένως δεν παίρνεις θέση». «Για τα δικαιώματα των γυναικών, ναι». «Για τις αμβλώσεις, ας πούμε;» «Ναι. Πιστεύω ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να υποβάλλονται σε αμβλώσεις». Είδε τον Αρσένιο να στραβομουτσουνιάζει. «Εκτός αν είναι έγκυες», πρόσθεσε και όλοι έβαλαν τα γέλια. Σ' ευχαριστώ, Νιλ Μορέλι, σκέφτηκε και η συνέντευξη συνεχίστηκε ομαλά.
Δείτε τψ... ΚΥΡΙΑΚΗ 8.00'μ.μ. Οι Διάσημοι Ψάχνουν το Σωσία τους. Απόψε, ο Λάρι Φορτένσκι. 9.00'μ.μ. Τρεις για το Δρόμο. Η Κρίμσον, η Κλόβερ και η Κάρα πηγαίνουν στη Νέα Υόρκη για τη συναυλία του Γούντστοκ. Γκεστ σταρ ο Μπομπ Ντίλαν και ο Νιλ Γιανγκ.
Η Τζέιν είχε ρεπό και ήταν εξουθενωμένη. Ποιος να της το έλεγε ποτέ πως η επιτυχία είναι τόσο κουραστική; Ο Σάι την είχε ήδη ενημερώσει πως έφταναν συνέχεια προτάσεις για συμμετοχή της σε ταινίες. Η συνέντευξη με τον Αρσένιο είχε παραδόξως βγει πολΰ καλή. Τώρα ο Σάι την πίεζε για πιο συχνές εμφανίσεις. Έριξε μια ματιά στις προτάσεις, στα σενάρια, στα γράμματα, στις φωτογραφίες που έπρεπε να υπογράψει για τ αυτόγραφα. Αναστέναξε. Ό χ ι , σήμερα θα ξεκουραζόταν. Είχε αγοράσει ένα βιβλίο της Ανν Τάιλερ. Θα ξάπλωνε πλάι στην πισίνα και θα το απολάμβανε. Αλλά πρώτα έπιασε ένα αντίτυπο του Βογκ. Μέσα είχε μια αφίσα, μια υπέροχη μαυρόασπρη φωτογραφία των τριών τους. Όλες τους ήταν πανέμορφες. Και μόνο αυτές ήξεραν πόσες ώρες είχαν περάσει κάτω από τά αναμμένα φώτα, πόσοι είχαν ασχοληθεί μαζί τους για να φτάσουν α αυτή την τελειότητα. Δε χόρταινε να κοιτάζει τη δική της φωτογραφία. Ο δόκτωρ Μουρ την είχε προειδοποιήσει για τις βλαβερές συνέπειες του ήλιου κι έτσι έπαιρνε τα μέτρα της. «Ο ήλιος κάνει κακό σε όλους, αλλά εσένα μπορεί να σε σκοτώσει», της θΰμιζε στο τελευταίο του γράμμα. «Πέτυχα τόσο καλά αποτελέσματα επειδή δεν είχες κάνει ποτέ ηλιοθεραπεία. Έτσι, το δέρμα σου, παρά την ηλικία, διατήρησε την ελαστικότητά του. Αλλά δε θα εκτεθείς ποτέ στον ήλιο». Είχε γελάσει και του είχε απαντήσει πως την έκανε να νιώθει σαν βαμπίρ, ενώ η ίδια δεν είχε ποτέ στο παρελθόν εκτεθεί στον ήλιο επειδή ποτέ της δεν είχε λεφτά για να πάει διακοπές. Τώρα είχε τη δική της πισίνα. Πριν από μισή ώρα αλείφτηκε με αντιηλιακό πολύ υψηλού δείκτη προστασίας και είχε αδειάσει μισό μπουκάλι κοντίσιονερ στα μαλλιά της. Τύλιξε τα μαλλιά της με μια πετσέτα, φόρεσε ένα βαμβακερό μπουρνούζι και ζήτησε από τον οικονόμο της να της ετοιμάσει ένα παγωμένο τσάι. Για πρώτη φορά θα περνούσε ένα ολόκληρο πρωινό ήσυχη, κοιτάζοντας τη θέα. Στις δύο θα ερχόταν ο μασέρ που της είχε συστήσει η Μάι. Η Τζέιν ξάπλωσε, τεντώθηκε και άνοιξε το βιβλίο. Ξαφνικά τους άκουσε. Ένα πούλμαν είχε σταματήσει μπροστά στο σπίτι της και κάποιος μιλούσε στο μικρόφωνο. Μετά άκουσε καθαρά.
«Βρισκόμαστε έξω από την κατοικία της Τζέιν Μούρ, την πασίγνωστη Κάρα του Τρεις για το Δρόμο. Η ηθοποιός μένει μόνη. Έχει δική της πισίνα και αυτή τη στιγμή μπορεί να βρίσκεται εδώ». Η Τζέιν αναπήδησε, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Έριξε μια ματιά από τα φιμέ παράθυρα. Μήπως μπορούσαν να τη δουν; Τ ο πούλμαν έφερε την επιγραφή Επίσκεψη στ' Αστέρια. Και από κάτω: Επιοκεφτείτε,τα σπίτια των αγαπημένων σας σταρ. Η Τζέιν δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να γελάσει ή να κλάψει. Α π ό τ η Σελίδα Αγοράς Τ α καλλυντικά Φ λ ά ν τ ε ρ ς στην κ ο ρ υ φ ή Ιστορικής συλλήψεως και εφαρμογής αποδείχθηκε η ιδέα της Εταιρείας Φλάντερς να συνδέσει την καινούρια σειρά καλλυντικών ρε την τηλεοπτική σειρά Τρεις για το Δρόμο. «Το οραματίστηκα και κατάφερα να γίνει», λέει η Μόνικα Φλάντερς. Μαζί της συμφώνησε και ο Μπάνιον Ο' Μάλεϊ, υπεύθυνος του διαφημιστικού προγράμματος, ο οποίος... «Μόνο μπλουζάκια, Φιλ. Θα κάνουμε διαφορετικά πόστερ για τα υπόλοιπα». Ο Σάι κοίταξε τον άνθρωπο που περίμενε τρεις εβδομάδες για να τον συναντήσει. «Σάι, σε π α ρ α κ α λ ώ , πρέπει να μας τα δώσεις όλα. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε ν' αντέξουμε στο πέντε τοις εκατό που μ α ς δίνεις. Τ ι λες;» Εκλιπαρούσε τον Σάι, αλλά κοίταζε τ η Σαρλίν. «Τα έχουμε ήδη δώσει αλλού τα πόστερ, Φιλ. Θα μπορούσα να δώσω σ' αυτούς και τα μπλουζάκια, αλλά θέλω να σε βοηθήσω. Δεν ξεχνώ τους φίλους μου, αλλά μη μου γίνεσαι στενός κορσές. Μόνο τα μπλουζάκια, τελειώσαμε. Και μόνο το πέντε τοις εκατό». Τότε ο Φιλ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και η Σαρλίν έβαλε την υπογραφή της. Άνοιξε το στόμα της μόνο όταν ο Φιλ έκλεισε πίσω του την πόρτα.
«Μόνο πέντε τοις εκατό; Πώς θα τα βγάλει πέρα ο καημένος;» «Με τα λεφτά που θα κερδίσει θα μπορέσει να βγει στη σύνταξη, Σαρλίν. Ξέρεις πόσα μπλουζάκια θα πουληθούν; Πάνω από πέντε εκατομμύρια μέσα σ' ένα μήνα. Πέντε εκατομμύρια μπλουζάκια!» «Κι εμείς θα βγάζουμε χρήματα απ' όλα;» Ο Σάι κούνησε το κεφάλι καταφατικά και περίμενε-να δει αν η Σαρλίν ήταν σε θέση να υπολογίσει το μερίδιό της. Αλλά δεν μπορούσε. Ο Σάι παραλίγο να βάλει τα γέλια. Τελικά ήταν ευχάριστο να έχεις μπροστά σου μια όμορφη γυναίκα χωρίς κομπιούτερ στη θέση της καρδιάς. Έτσι ήταν πολύ πιο εύκολο γι' αυτόν να διευθύνει το μαγαζί του. «Ακριβώς, γλυκιά μου. Και δεν έχουμε α κ ό μ η υπολογίσει τα λεφτά α π ό τα πόστερ, τα ρούχα, τα στυλό, τα δερμάτινα, τις τσάντες... Μιλάμε για εκατομμύρια γλυκιά μου. Εκατομμύρια». «Εκατομμύρια; Μόνο ε π ε ι δ ή θα μπει η φωτογραφία μου σ' αυτά τα πράγματα; Είστε σίγουρος ότι δεν κάνετε λάθος;» Ο Σάι γέλασε. «Σαρλίν, όταν πρόκειται για λεφτά, δεν κάνω ποτέ λάθος. Είπα εκατομμύρια και εννοώ εκατομμύρια».
Δείτε τψ... ΚΥΡΙΑΚΗ 8.00'μ.μ. Οι Διάσημοι Ψάχνουν το Σωσία τους. Απόψε, οι Μίλι Βανίλι. 9.00'μ.μ. Τρεις για το Δρόμο. Η Κλόβερ συναντά τους Μέρι Πράνκστερς και αυτή, η Κάρα και η Κρίμσον φεύγουν μαζί τους για το Σαν Φρανσίσκο. Γκεστ σταρ, η Μισέλ φ ά ι φ ε ρ και ο Μάρλον Μπράντο.
Ο ΤΥΠΟΣ... Μια νοσταλγική σειρά με τρεις πρωταγωνίστριες δεν είναι κάτι το καινούριο σ' αυτή την εποχή των μιμήσεων και των επαναλήψεων. Αλλά το Τρεις για το Δρόμο είναι διαφορετικά. Σκηνοθετημένο από τον Μάρτι Ντι Τζενάρο, το διάδοχο του Τζορτζ Κιούκορ όσον αφορά την ικανότητα του να σκηνοθετεί γυναίκες, το σόου μεταφέρει το στυλ και τις αγωνίες της δεκαετίας του ενενήντα, ενώ ζωντανεύει τις πληγές και τις. ομορφιές της δεκαετίας του εξήντα. Οι τρεις συμπρωταγωνίστριες — Σαρλίν Σμιθ, Τζέιν Μουρ και Λάιλα Κάιλ (διαβάστε γι' αυτές στη στήλη «Προσωπικότητες»), εμφανίστηκαν από το πουθενά και, κάτω από τη διεύθυνση του Ντι Τζενάρο, εξελίχθηκαν στην ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι άγγιξαν την αμερικανική ψυχή. Τ ο κάθε επεισόδιο κοστίζει ένα εκατομμύριο δολάρια και αποτελεί ένα μείγμα ταινιών αρχείου, σύγχρονων γυρισμάτων και ειδικών εφέ. Η ακροαματικότητα της σειράς συνεχώς ανεβαίνει. Και, παρά το γεγονός ότι οι κριτικοί υπήρξαν αυστηροί (κάποιος διερωτήθηκε αν στο επόμενο επεισόδιο η Κάρα θα βγει ραντεβού με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ),
δεν υ π ά ρ χ ε ι α μ φ ι β ο λ ί α άτι για το Νέτγουορκ ήταν το φιλί της ζωής. Π ε ρ ι ο δ ι κ ά Time
ΜΝΗΜΟΝΙΟ Προς ιον: Αρα Σαγκάριαν Από τη: Λάιλα Κάιλ θέμα: Συνημμένη επιστολή Άρα, χι σχο διάβολο συμβαίνει; Πήρα αυτό το γράμμα από ένα θαυμαστή και, όπως βλέπεχς, οι θαυμαστές της Σαρλίν Σμιθ και χης Τζέιν Μουρ έχουν σχη δχάθεσή χους μεταξωτά μπλουζάκια με χχς φωτογραφίες χους. Δ,ουλεχά ίου Σάι ϋρχχς, προφανώς. Πίσχευα όχι αυτά χα θέματα χα είχες συνεννοηθεί με χο Νέχγουορκ. Οχ άνθρωποχ χου δχαφημχσχχκού χμήμαχος βρχσκονχαχ σχον χδχο πλανήχη; Μη με αναγκάσεχς να πάω η ίδχα σχον Σέλμα Γκολνχ. Κανόνχσέ χον, λοχπόν, εσύ. Μου βγαίνεχ η πίσχη καθημερχνά καχ χελχκά ανακαλύπτω πως οχ δχαφημχσχές έχουν εχδχί^ές προχχμήσεχς. Πες χου να εχοχμάσεχ χα πάνχα, μπλουζάκχα, κονκάρδες, μεχάλλχα καχ όλα χ' άλλα. Εγώ θα χα σκέφχομαχ όλα; Πάρε χην υπόθεση σχα χέρχα σου, Άρα. 0 Σάχ Ορχχς σ' έχεχ πηδήξεχ —καχ μαζί μ' εσένα κχ εμένα. Λ. Κ. . Η Τ ζ έ ι ν στεκόταν στο τ α μ ε ί ο εξπρές στης κυρίας Γκούτσες, το ο π ω ρ ο π ω λ ε ί ο ό π ο υ ψ ώ ν ι ζ α ν οι διάσημοι. Έ ν α καταπληκτικό μέρος: τ α φ ρ ο ύ τ α και τα λ α χ α ν ι κ ά π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ν σε βιτρίνες σαν ν α ήταν κ ο σ μ ή μ α τ α και φυσικά ανάλογες ήταν και οι τιμές τους. Φορούσε ένα μαντίλι, μ ε το ο π ο ί ο κάλυπτε και μ έ ρ ο ς του π ρ ο σ ώ π ο υ της και μ ι α παλιά κ α π α ρ ν τ ί ν α κι α ς έκανε ζέστη. Έ ν ι ω θ ε σαν να το είχε σκάσει α π ό κάπου και η σ κ έ ψ η π α ρ α λ ί γ ο
να την κάνει να χαμογελάσει, προκαλώντας τα αδιάκριτα βλέμματα. Ξαφνικά, το να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ είχε γίνει μια τρομερά τολμηρή πράξη. Ακούμπησε το καλάθι της στην άκρη του ταμείου, περιμένοντας τη σειρά της. Γύρω της βρίσκονταν περιοδικά με το πρόσωπο της. Πήρε ένα και το ξεφύλλισε. Η Τζέιν Μουρ, η μελαχρινή του Τρεις για το Δρόμο χρησιμοποιεί μόνο...» Ναι, σκέφτηκε, χρησιμοποιεί μόνο πλαστική χειρουργική. Τι βλακείες! Ξανάβαζε το περιοδικό στη θέση του, όταν μια γυναίκα πίσω της της απηύθυνε το λόγο. «Πιστεύετε αυτές τις τρεις;» ρώτησε κι έδειξε το περιοδικό με τη φωτογραφία των κοριτσιών. Η Τζέιν χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Με κάνουν έξω φρενών, ξέρετε. Τι θέλουν να πουν, δηλαδή; Ό τ ι όλες εμείς μπορούμε να τους μοιάσουμε; Τι πρέπει να κάνω εγώ δηλαδή; Αν τρώω καρότα και κάνω γυμναστική θα γίνω διαφορετική; Εγώ πάντα το έλεγα: αν δε σου το δώσει ο Θεός, δεν μπορείς να το αποκτήσεις». Επιτέλους έφτασε η σειρά της. «Ξέρω τι εννοείτε», απάντησε και παίρνοντας βιαστικά τη σακούλα της απομακρύνθηκε. Προς: Σαρλίν Σμιθ και. Τζέιν Μουρ Από: Σάι Ορχις θέμα: Συνημμένη πρόταση από το Σπορτς
Ιλουστρέιτιντ
Το είδαχε αυχό; Μόλις μου χηλεφώνηοε ο Μπιλ Γκόχλιμπ από χο Σπορτς Ιλουστρέιτιντ. Τι θα λέγαχε να φωτογραφηθείτε για το ετήσιο αφιέρωμα στα μαγιό; Το συζήχησα ήδη με χον Μάρχι και συμφωνεί. Προτείνω να χο συζηχήσουμε. Σ. Ο.
ΑΑΪΛΑ ΚΑΪΛ ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝ ΤΟΥ
ΧΟΛΙΓΟΥΝΤΙΑΝΟΥ ΝΕΠΟΤΙΣΜΟΥ. ΔΕ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΟΥΤΕ ΝΑ ΣΕ ΠΗΔΗΞΩ. ΤΖΑΚΧΕΝΤ Πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Κατά του Νεποτισμοΰ Η Στέισι, η γραμματέας του Μάρτι Ντι Τζενάρο, άνοιξε την πόρτα. «Απίστευτο!» είπε. «Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα παραιτηθώ». Ο Μάρτι την κοίταξε, καθισμένος μπροστά στο χάος του γραφείου του. «Τι συμβαίνει; Έλα μέσα και κάθισε. Θα σου φέρω λίγο καφέ. Τι συμβαίνει;» «Τι συμβαίνει; Έ χ ω γίνει έξαλλη. Όλοι οι ηλίθιοι του Χόλιγουντ — όχι της Καλιφόρνια, όχι, ίσως ολόκληρης της χώρας — κάνουν το παν για να με κοροϊδέψουν και να φτάσουν ως εσένα. Μόνο σήμερα το πρωί είχα τρία τηλεφωνήματα από τους "αδερφούς" σου, ένα από το "γιατρό" σου που ήθελε επειγόντως να μιλήσετε για τα "αποτελέσματα των εξετάσεων" κι ένα υστερικό από την 'Τζοάνι" σχετικά με το γιο σου». «Έπαθε τίποτε ο Σάσα;» «Ναι, έχει για πατέρα του έναν τρελό. Δεν ήταν οι αδερφοί σου οΰτε ο γιατρός σου οΰτε η Τζοάνι. Ή τ α ν κάτι γελοίοι. Και δώρα. Τι θα έλεγες για ένα Ρόλεξ χρυσό με διαμάντια και χαραγμένη τη φράση "Στο φίλο μου Μάρτι από το φίλο του Λάρι;"» «Ποιος είναι ο Λάρι;» «Ένας παραγωγός που θέλει να μιλήσετε για μια ταινία. Θέλει τις δΰο από τις τρεις γυναίκες και σημειώνει: "Δε με νοιάζει ποιες θα είναι και αν θέλεις μπορούμε να περικόψουμε τις λεσβιακές σκηνές". Έχει στείλει κι ένα σενάριο, τι να σου πω». Ο Μάρτι γέλασε. «Έλα τώρα, Στέισι. Δεν είναι η πρώτη φορά που τα παθαίνεις αυτά μαζί μου. Τα έχεις βγάλει πέρα και με χειρότερες καταστάσεις». «Ναι, αλλά όχι συνέχεια. Εδώ συνεχίζεται εβδομάδα με την εβδομάδα. Όταν πρόκειται για ταινία, αυτά τα παθαίνουμε μια κι έξω. Μάρτι, μ' έχεις ακοΰσει να παραπονούμαι στο παρελθόν;
Αλλά τώρα νιώθω εξοντωμένη. Δεν ξέρω αν θα τα βγάλω πέρα». Η Στέισι ξάπλωσε πίσω και τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους. «Ωραία, πάρε μια γραμματέα». «Μα εγώ είμαι η γραμματέας». «Όχι πια. Τώρα είσαι η διευθύντρια του γραφείου μου. Και παίρνεις αύξηση. Να προσλάβεις, λοιπόν, μια γραμματέα αμέσως τώρα, εκπαίδευσέ τη για μια εβδομάδα και μετά φύγε άλλη μια εβδομάδα διακοπές στο Οτέλ Ντελ Map, στο Σαν Ντιέγκο. Ό τ α ν γυρίσεις θα είσαι ξεκούραστη». «Σ' ευχαριστώ, Μάρτι. Δεν το εννοούσα. Μερικές φορές μου αρέσει να κάνω κακίες. Αλλά το ήθελα βέβαια ν' απαλλαγώ απ όλ' αυτά. Σ' ευχαριστώ, Μάρτι». Έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο. «Κι εσύ; Πρέπει κι εσύ να ξεκουραστείς λίγο. Να ξεφύγεις». «Να ξεφύγω; Ό λ η μου τη ζωή δούλευα για να φτάσω ως εδώ. Και θα μείνω όσο περισσότερο μπορώ».
Δείτε τψ... ΚΥΡΙΑΚΗ 8.00'μ.μ. Οι Διάσημοι Ψάχνουν τους Σωσίες τους. Απόψε, η Σίρλεϊ Μακλέιν. 9.00'μ.μ. Τρεις για το Δρόμο. Η Κάρα, η Κρίμσον και η Κλόβερ βοηθούν έναν παλιό φίλο που έχει μπλεξίματα. Καταφέρνουν να τον φυγαδέψουν στον Καναδά. Γκεστ σταρ ο Ρίκι Ντιουν.
ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΟ ΤΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ 10. Για να μισούν τους εαυτούς τους το πρωί. 9. Γιατί βλέπουν γυναίκες σε μοτοσικλέτες. 8. Τις αναγκάζουν οι εραστές τους. 7. Γιατί αν έχαναν λίγο βάρος και αγόραζαν ένα στενό τζιν θα ήταν ίδιες η Κλόβερ. 6. Για να έχουν θέμα συζήτησης με τις φίλες τους. 5. Τις αναγκάζουν οι άντρες τους. 4. Βαρέθηκαν να βλέπουν το Θέλμα και Λουίζ 3. Θέλουν να τιμωρούν τον εαυτό τους. 2. Η Κρίμσον, η Κάρα και η Κλόβερ είναι πιο όμορφες από τη Λιόνα Χέλμσλεϊ, που κλέβει εκατομμύρια, τον Τάμι Μπέικερ, που κλέβει εκατομμύρια, και την Μπες Μίερσον, που κλέβει από του Γούλγουορθ. 1. Επειδή τρέφουν αισθήματα αλληλεγγύης για τις αδερφές τους.
«Αρρωστημένοι», «Ζητιάνοι», «Αρνητικοί» και «Πραγματικοί Θαυμαστές». Οι λέξεις αυτές ήταν γραμμένες πάνω στα άδεια κουτιά και η Λάιλα εξηγούσε στη γραμματέα και την υπάλληλο που είχε προσλάβει γι αυτή τη δουλειά πώς ήθελε να της ταξινομούν τις επιστολές. Ήξερε από τη μητέρα της πως τα γράμματα των θαυμαστών δείχνουν σε ποιο σημείο βρίσκεται η δημοτικότητα ενός ηθοποιού. «Όσα φαίνονται αρρωστημένα, θέλω να τα βλέπει ο υπεύθυνος ασφαλείας του στούντιο καθημερινά. Να κρατάτε αρχείο με ονόματα, διευθύνσεις και αριθμούς τηλεφώνων, αν και συνήθως στέλνουν ανώνυμα γράμματα. Και μην πετάτε τους φακέλους, θα έχουν δακτυλικά αποτυπώματα». Η
Μίρα, η γραμματέας, μια ηλικιωμένη μαύρη, κούνησε το κεφάλι. Είχε ξανακάνει αυτή τη δουλειά. «Στους ζητιάνους να στέλνετε τη φωτογραφία μου, ένα συμπαθητικά γράμμα κι έναν κατάλογο των φιλανθρωπικών σωματείων με τα οποία μπορούν να έρθουν σ' επαφή. Δεν είμαι ο Ερυθράς Σταυρός. Και μη μου δείχνετε ποτέ την αρνητική αλληλογραφία. Μην την πετάτε, όμως, μπορεί να θελήσω να τη διαβάσω κάποια μέρα. Θέλω να βλέπω όλα τα γράμματα των πραγματικών θαυμαστών. Με καταλάβατε;» Η Μίρα κούνησε το κεφάλι της. Η φτωχή σκύλα δεν είχε ιδιωτική ζωή. Διαφορετικά δε θ' ασχολιόταν με όλ' αυτά.
7 Η Τζέιν εξακολουθούσε να εκπλήσσεται από το πόσο πολύ της άρεσε το Λος Άντζελες. Στη Νέα Υόρκη οι φίλοι της μιλούσαν πάντα υποτιμητικά γι' αυτό. Αλλά ήταν όμορφο. Και εύκολο. Πολύ πιο ήσυχο από τη Νέα Υόρκη. Η Τζέιν αγαπούσε το μικρό σπιτάκι που είχε νοικιάσει στους Λόφους του Χόλιγουντ. Είχε μόνο δυο μικρά υπνοδωμάτια κι ένα μεγάλο λίβινγκ ρουμ, αλλά είχε ωραία θέα και μεγάλη πισίνα. Κι ένα παιδί για τις δουλειές και όσα πορτοκάλια ήθελε από τις πορτοκαλιές. Στην αρχή βέβαια είχε να κάνει πολλές δουλειές. Ό χ ι πως είχε και πολύ χρόνο με τη δουλειά της και όλα εκείνα τα ραντεβού με τους κομμωτές, τους μακιγιέρ, τις μανικιουρίστες, τις μοδίστρες και τις φωτογραφίσεις για τα καλλυντικά Φλάντερς. Ό τ α ν όμως βρισκόταν στο σπίτι, ένιωθε μόνη. Γι' αυτό πήρε μια γάτα, μια μαύρη περσική γάτα. Και τη βάφτισε Σνόουμπολ για να της θυμίζει το γάτο που είχε στο Σκάντερσταουν κι εκείνο το φτωχό λευκό γάτο που είχε στη Νέα Υόρκη.
Σκεφτόταν τους φίλους της στη Νέα Υόρκη κι ευχόταν να έβρισκαν αυτό που αναζητούσαν. Τι θα έλεγαν άραγε αν την έβλεπαν τώρα, τηλεοπτική σταρ, με απίθανο σπίτι, λεφτά στην τράπεζα και μια περιπέτεια με τον Μάικλ Μακλέιν; Εξακολουθούσε να την εντυπωσιάζει το γεγονός πως ένας σταρ σαν κι αυτόν ενδιαφερόταν για κείνη. Φέρθηκε τόσο ευγενικά με το θέμα των ουλών της... Άκουγε τα προβλήματα της σχετικά με τη δουλειά, της έδινε σωστές συμβουλές, συχνά τη βοηθούσε να μάθει τις ατάκες της. Στο κρεβάτι, βέβαια, της έδινε την εντύπωση ότι έπαιζε θέατρο, αλλά καταλάβαινε πως αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να τον έχει κοντά της. Της έκανε καλή συντροφιά και ήξερε ν' ακούει. Παρ' όλ' αυτά, της έλειπαν οι παλιοί της φίλοι. Ποτέ της όμως δε σκέφτηκε πως έκανε λάθος να εξαφανιστεί - η ζωή της στη Νέα Υόρκη ήταν άθλια. Ακόμη και τώρα μπορούσε να νιώσει το γεμάτο οίκτο βλέμμα της Μόλι πάνω της. Είχε βαρεθεί το ρόλο της χοντρής, άσχημης, καλόκαρδης και αξιοθρήνητης Μέρι Τζέιν, που δεν ήθελε, δεν μπορούσε να έχει καμιά σχέση με όλους εκείνους που την ήξεραν τότε. Και τώρα, αν και πολύ θα το ήθελε, θα ήταν πολύ παράδοξο να τηλεφωνήσει στη Μόλι ή τον Τσακ ή τον Νιλ ή σε οποιονδήποτε άλλο και να πει: «Γεια! Συγνώμη που εξαφανίστηκα, αλλά τώρα είμαι διάσημη, όμορφη και πλούσια. Παίζω στην τηλεόραση. Πώς τα πάτε;» Με το ωραίο της σπίτι, το καινούριο της πρόσωπο, το τέλειο σώμα της, τη χαριτωμένη της γάτα, το νέο της ειδύλλιο και την καριέρα της σε άνοδο, δεν υπήρχε τίποτε για το οποίο θα μπορούσε να παραπονεθεί. Ένιωθε βέβαια κάποιο κενό. Κάθε εβδομάδα όμως έφτανε ένα γράμμα από το δόκτορα Μουρ, που τώρα δούλευε σε κάποια Κινητή χειρουργική μονάδα στην Ονδούρα. Της φαινόταν λίγο ειρωνικό που ο καλύτερος της φίλος, ο μοναδικός άνθρωπος που την ήξερε πραγματικά, ζούσε σ' έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Κι όμως, έβρισκε το χρόνο να της στέλνει μακροσκελή γράμματα. Αλλά τίποτε απ' όλ' αυτά δεν ήταν σε θέση να διώξει από το μυαλό της τις σκέψεις για το παρελθόν, για τον Σαμ.
Ήξερε πως η απάντηση ήταν να βρει καινούριους φίλους. Αλλά αυτά αποδείχθηκε δυσκολότερο απ' όσο φανταζόταν. Ίσως να μπορούσε να δημιουργήσει ένα είδος φιλικής σχέσης με τη Σαρλίν. Και με τη Μάι είχε γίνει φίλη. Καλά ήταν για αρχή. Το ήξερε πως σιγά σιγά ο κόσμος της θα επεκτεινόταν, απλώς χρειαζόταν χρόνος, θύμισε στον εαυτό της πως οι μεταβατικές περίοδοι ήταν πάντα δύσκολες. ( Αλλά από τότε που είδε τον Σαμ, κάτι είχε αλλάξει. Η μοναξιά που προσπάθησε να διασκεδάσει πρώτα με τον Πιτ και μετά με τον Μάικλ, τώρα έδειχνε πιο βαθιά. Την ημέρα ήταν τόσο απασχολημένη που δεν προλάβαινε νά το σκεφτεί. Τα βράδια όμως ξαναζούσε τις στιγμές με τον Σαμ στο πάρτι και στου Τσέιζεν, προσπαθώντας να ερμηνεύσει το νόημά τους. Την είχε δει, αλλά δεν την είχε αναγνωρίσει. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν σαν να είχε δώσει εξετάσεις και να είχε πάρει το απολυτήριο της με άριστα. Και τώρα έπρεπε να τον ξεχάσει. Αλλά η αίσθηση του χεριού του πάνω στο δικό της, η σύντομη συζήτησή τους στη βεράντα της Έιπριλ, έρχονταν και ξανάρχονταν στο μυαλό της. Ή τ α ν περήφανη για τη συμπεριφορά της: Τον είχε απορρίψει. Δεν του είχε ξανατηλεφωνήσει για την οντισιόν. Αλλά σκεφτόταν το άφτερ σέιβ του και τη ζεστή του ανάσα. «Κάπως έτσι τρελαίνεται κανείς», μουρμούρισε. Και προσπαθούσε να μη σκέφτεται πώς την κοίταζε, την επιδοκιμασία στο βλέμμα του, τα κομπλιμέντα του. Είχε φλερτάρει μαζί της. Τον είχε γοητεύσει, την είχε ξεχωρίσει. Μπορούσε να δουλέψει μαζί του; Τι θα έκανε αν της ζητούσε να βγουν; Μπορεί και να τον δω, σκέφτηκε. Μπορεί να τον έκανα να μ' ερωτευτεί. Και. μετά θα τον παρατούσε. Η τελευταία της εκδίκηση. Σχεδόν χαμογέλασε και μετά κούνησε το κεφάλι της. Είχε εκπαιδευτεί στο ρόλο της μοιραίας γυναίκας, αλλά τελικά θα τα κατάφερνε; Θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του θύτη και όχι του θύματος; Πώς θα ήταν να τον κάνει να την επιθυμήσει, να την ερωτευτεί και μετά να τον απορρίψει; Του άξιζε του Σαμ, αλλά θα τα κατάφερνε να μην επηρεαστεί από την παρουσία του; Ένιωθε όμως κάποιες ενοχές. Να, τώρα καθόταν εδώ, σκεφτόταν
τον Σαμ και περίμενε τον Μάικλ. Τον χρησιμοποιούσε τον Μάικλ. Φέρομαι όπως φέρονται οι άντρες, σκέφτηκε. Αυτοί κοιμούνται με κάποια άλλη όταν δεν μπορούν να κάνουν δική τους αυτή που θέλουν. Βρισκόταν σε σύγχυση, αλλά, έπρεπε να το παραδεχθεί, πολύ ωραία σύγχυση. Και οπωσδήποτε τώρα δεν είχε καιρό για να τα σκεφτεί όλ' αυτά. Περίμενε τη Λόρα Ρίτσι. Θα της έπαιρνε συνέντευξη! Και όχι για κάτι το συνηθισμένο, αλλά για το εξώφυλλο του Βάνιτι Φερ. Εγώ και η Ντέμι Μουρ, σκέφτηκε. Και δεν είμαι καν έγκυος ή γυμνή. Πάντως, κάποια νευρικότητα ένιωθε κι ας μην ήταν η πρώτη φορά που της έπαιρναν συνέντευξη. Η Τζέιν όμως ήξερε πως με τη Λόρα δε θα ένιωθε άνετα. Η Ρίτσι είχε τη φήμη δημοσιογράφου που αφού αναζητούσε τις σκοτεινές πλευρές σου, μετά σε ανάγκαζε να τα πεις όλα. Στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις της ήταν γνωστή για τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, πάντα με το βαμβάκι. Λεγόταν πως δεν έπαιρνε συνέντευξη από κανέναν αν δεν ήταν σίγουρη πως θα έβγαζε είδηση. Και η Τζέιν ήξερε πως έπρεπε ν' ακροβατήσει σήμερα: να κρατήσει τη συζήτηση σε επίπεδο που θα ενδιέφερε τη Ρίτσι και να την εμποδίσει να μυριστεί την πραγματική της ιστορία. Το διαφημιστικό γραφείο είχε θέσει κάποιους κανόνες: η συνέντευξη θα εστιαζόταν στο Τρεις για το Δρόμο, δε θα μιλούσαν μόνο για την Τζέιν Μουρ. Η Τζέιν αποφάσισε πως θα έλεγε τη μισή αλήθεια. Γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη έξω από τη Νέα Υόρκη. Κι αν την πίεζε πολύ θα της μιλούσε για το αυτοκινητικό δυστύχημα, αλλά δε θα θυμόταν καλά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη. Και θα έλεγε πως είχαν σκοτωθεί και οι δύο γονείς της. Θα έπαιζε το ρόλο του ορφανού. Και μόνο ο Θεός ξέρει ότι πάντα ορφανή ένιωθε. Έκλεισε τα μάτια της και σκέφτηκε το ρόλο της, όπως έκανε πάντα πριν βγει στη σκηνή ή μπροστά στην κάμερα. Ό τ α ν τα ξανάνοιξε, ένα αυτοκίνητο πάρκαρε έξω από το σπίτι της. Η Τζέιν άνοιξε την πόρτα πριν η Λόρα Ρίτσι χτυπήσει το κουδούνι. «Γεια», είπε. «Είμαι η Τζέιν Μουρ».
Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα τψ Τζέιν Μουρ. Μου άνοιξε η ίδια και με πέρασε από την κουζίνα. Σέρβψε τον καφέ κι έβαλε σ ένα δίσκο μερικά σάντουιτς και πτι φουρ που προφανώς είχε φέρει το κέτερινγκ. Για μένα η συνέντευξη αυτή φαν άλλο ένα πορτραίτο ρουτίνας και ευχόμουν να τελειώσει γρήγορα. Τι ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει μια εικοσιτετράχρονη σταρ; «Μαγειρεύεις, λοιπόν», είπα, παρακολουθώντας τψ Τζέιν να κινείται με χάρη μέσα στην κουζίνα. Αν μου έλεγε ψέματα, θα ήξερα με ποια είχα να κάνω. Η Τζέιν κοντοστάθηκε, προσπαθώντας ν' ανακαλύψει αν αστειευόμουν. Γέλασε. «Όχι, εγώ τα ζεσταίνω ή τα ξαναζεσταίνω. Κάποτε μαγείρευα, αλλά τώρα το πρόγραμμά μου έχει παραφορτωθεί». Είχε περάσει το πρώτο τεστ. «Τι ωραίο σπιτάκι, μις Μουρ». Μου αρέσει να ξεκινώ πολύ τυπικά, για να δω πώς θέλουν να τους φέρομαι και πώς μου φέρονται. Στο Χόλιγουντ ο καθένας κάνει ό,τι Θέλα, αλλά καλύτερα να ξέρεις τη θέση σου πριν στην υποδείξουν αυτοί. «Παρακαλώ, να με λέτε Τζάν. Αν μου επιτρέπετε να σας λέω Λόρα...» Είχε περάσει και το δεύτερο τεστ. Έδειχνε συμπαθητική κοπέλα. «Κι εμένα μ' αρέσει το σπίτι», συμφώνησε. «Όχι μεγάλο, μπορώ και το φέρνω βόλτα. Συμφωνείς να καθίσουμε μέσα; Δεν έχω ακόμη συνηθίσει αυτό τον εκτυφλωτικό ήλιο». Κι έλεγε την αλήθεια, το πρόσωπο της ήταν πολύ χλομό. Με πήγε στο λίβινγκ ρουμ. Ήταν ωραία διακοσμημένο, με μεγάλες πολυθρόνες αλά Μίκι Μάους και λευκές κουρτίνες για να φιλτράρουν τις ακτίνες του ήλιου. Μήπως και για να μην την περιεργαστώ προσεκτικά; Αλλά τότε δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Τότε μου άρεσε. Έδειχνε να μη δίνει δεκάρα για κανέναν, ούτε και για τον εαυτό της. «Πολύ ωραίο ταγέρ, Λόρα. Έχεις γούστο. Εγώ αντιπαθώ τα ψώνια και δεν πηγαίνω ποτέ μόνη όταν πρόκειται ν' αγοράσω ρούχα». Αγνόησα το κομπλιμέντο της· στο κάτω κάτω δε βρισκόμαστε εκεί για να μιλήσουμε για μένα και το ταγέρ όφειλε να είναι καλό. Το είχα πάρει από τψ Εσκάντα και είχα πληρώσει διακόσια εξήντα δολάρια. «Μπορούμε να το θεωρήσουμε αυτό σαν αρχή της συνέντευξης; Ξέρω ότι οι αναγνώστες θέλουν να διαβάζουν για το πώς ντύνονται οι σταρ, αν τους αρέσει να διακοσμούν οι ίδιοι το σπίτι τους και τέτοια».
Έβγαλα ατιό την τσάντα μου ένα μικρό κασετόφωνο και το έβαλα στο τραπεζάκι ανάμεσα μας. «Πρέπει να έχεις κάτι το ξεχωριστό για να με στείλουν να πάρω συνέντευξη πρώτα από σένα». «Δεν πρόκειται για κάποια μαγική συνταγή. Είναι θέμα επιμονής. Ήμουν συνεχώς και πάντα σε επιφυλακή. Όπως οι πλασιέ. Με το δάχτυλο στο κουδούνι. Κάποια μέρα, κάποιος θα σου ανοίξει την πόρτα». Ακούμπησα το φλιτζάνι μου στο τραπέζι και άνοιξα το σημειωματάριο μου. «Πεςμου κάτι για το παρελθόν. Πώς ξεκίνησες για να φτάσεις ως εδώ;» Είναι η καλύτερη ερώτηση για να μου τα πουν όλα. Οι ηθοποιοί είναι νάρκισσοι. «Τψ ίδια ερώτηση έχω κάνει κι εγώ πολλές φορές στον εαυτό μου», είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Στην αρχή σκεφτόμουν πως έχω ταλέντο και πως το ταλέντο πάντα φαίνεται, είναι σαν τον αφρό της κρέμας. Μετά σκέφτηκα πως δεν ήμουν και άσχημη. Και, τελικά, κατέληξα πως είχε έρθει και η δική μου ώρα. Τώρα πια το μόνο που μπορώ να πω είναι πως με βοήθησαν οι συγκυρίες. Τίποτε περισσότερο». «Είσαι πολύ προσγειωμένη, Τζέιν». Τη ρώτησα μερικά ακόμη πράγματα για το παρελθόν της. Άκουσα και ξανάκουσα την κασέτα και δε μου φάνηκε πως υπήρχε κάτι το ψεύτικο στις απαντήσεις της. Εκτός ίσως από κείνο το στιγμιαίο δισταγμό όταν την ρώτησα αν ήταν πάντα τόσο όμορφη. Τώρα μου φαίνεται πως η φωνή της είχε κάποια ένταση όταν με ρώτησε: «Τι εννοείς;» Αλλά τότε δεν έδωσα σημασία. «Μήπως υπήρξες ασχημόπαπο που έγινε κύκνος; Είχες δύσκολη εφηβεία; Ή ένιωθες πάντα βασίλισσα της ομορφιάς;» τη ρώτησα. Συνήθως όλες μου λένε πως σαν παιδιά ήταν πολύ άσχημες. Σαν να νιώθουν ένοχες για τψ εμφάνισή τους. Και πολλές προσπαθούν να με πείσουν πως ούτε και τώρα είναι τόσο όμορφες. Αλλά η Τζέιν απλώς γέλασε. «Νομίζω πως πάντα ήμουν νόστιμη», είχε τιει. «Και οι άντρες της ζωής σον;» Πάντα φρόντιζα να τιετάω αυτή τψ ερώτηση στα ξαφνικά. Τψ είχα δει με τον Μάικλ στο πάρτι του Άρα. Αλλά με αντιμετώπισε με ψυχραιμία. «Δεν υπάρχει κάτι τώρα. Υπήρξε όμως στο παρελθόν κι ελπίζω και στο μέλλον. Αυτό τον καιρό έχω χρόνο μόνο για δουλειά κα ύπνο. Λατρεύω τη δουλειά μου».
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, σκέφτηκα πως πήρα μια συνηθισμένη συνέντευξη, αλλά πέρασα ευχάριστα. Τίποτε το καινούριο. Τίποτε που να κεντρίσει το ενδιαφέρον ακόμη και της έτοιμης να μυριστεί τα πάντα Λόρα Ρίτσι. * * *
Μετά τη συνέντευξη, η Τζέιν χρειαζόταν λίγο χρόνο για να ξαναβρεί τον εαυτό της. Εκείνη η ερώτηση για το αν υπήρξε πάντα τόσο όμορφη, την είχε σοκάρει. Έκανε ένα μπάνιο και διάλεξε τα ροΰχα που θα φορούσε στην αποψινή πρώτη χολιγουντιανή της έξοδο. Η Τζέιν ανακάλυπτε πως οι διασημότητες ανήκαν σε μια συγκεκριμένη λέσχη. Κι αν ήθελες να συναντήσεις κάποιον από τη λέσχη, δεν είχες παρά να ρωτήσεις ένα άλλο μέλος. Έτσι είχαν βρει το τηλέφωνό της ο Μάικλ Μακλέιν και ο Σαμ Σιλντς. Και αυτή ήταν τώρα μέλος αυτής της λέσχης. Αυτή και ο Μάικλ είχαν στην αρχή αποφασίσει να κρατήσουν το δεσμό τους μακριά από τη δημοσιότητα. Αλλά, τελικά, τι είχαν να κρΰψουν; Αν ο Μάικλ τη χρησιμοποιούσε για να κάνει διαφήμιση του εαυτού του, το ίδιο θα έκανε κι αυτή. Τελικά δεν τον χρησιμοποιούσε για να μη σκέφτεται συνέχεια τον Σαμ; Της άρεσε ο Μάικλ, αλλά δεν ήταν και ο Αϊνστάιν. Κι έπρεπε να παραδεχτεί πως η αποψινή δημόσια έξοδος τους θα ήταν γι' αυτήν άλλη μια επιτυχία. Αυτή, η ασήμαντη Μέρι Τζέιν Μόραν, θα έβγαινε με τον Μάικλ Μακλέιν! Το πρωί της -είχαν χτυπήσει το κουδούνι και είχε βρεθεί μπροστά σε τρεις ντουζίνες ροζ τριαντάφυλλα. Κι ένα σημείωμα : Η ομορφιά σου κάνει τα λευκά τριαντάφυλλα να ροδίζουν. Δεν είχε δει ωραιότερη ανθοδέσμη, σου έκοβε την αναπνοή. Τι ευγενικό εκ μέρους του! Ο Μάικλ πέρασε να την πάρει ο ίδιος με τη Ρολς του· δεν έστειλε λιμουζίνα κι αυτό της άρεσε. Το εσωτερικό της θύμιζε πολυτελές κουτί κοσμηματοπωλείου. Κι εκείνη ένιωσε σαν κόσμημα. Πήγαν σ' ένα συμπαθητικό ταϋλανδέζικο μαγαζί, πλημμυρισμένο στις ορχιδέες. «Σ' ευχαριστώ για τα λουλούδια», του είπε.
«Δική μου η ευχαρίστηση. Πολΰ καλή η ιδέα του Σάι να μας γνωρίσει. Σπάνια έχει τέτοιες εμπνεύσεις. Δύσκολα ταιριάζει με ανθρώπους. Για παράδειγμα, η Έιπριλ Άιρονς δεν τον συμπαθεί». «Οΰτε κι εγώ». «'Αλλος ένας πόντος υπέρ σου», γέλασε ο Μάικλ. Το φαγητό ήταν εξαίσιο και ο- Μάικλ σωστός τζέντλεμαν. Η Τζέιν ένιωθε να χαλαρώνει. Αυτή ήταν η πρώτη φυσιολογική της έξοδος μετά από μήνες. 'Αρχισε να του μιλά για διάφορα επαγγελματικά θέματα, όπως συνήθιζε. «Τι σκέφτεσαι να κάνεις την επόμενη σεζόν;» την ρώτησε. «Σκεφτόμουν να δεχθώ κάποιον κινηματογραφικό ρόλο». «Καλή ιδέα. Και τι σκέφτεσαι;» Ντρεπόταν να του αναφέρει το «Ένα Αστέρι Γεννιέται». «Έχω βέβαια εκείνο το συμβόλαιο με τα Καλλυντικά Φλάντερς. Τη μισώ αυτή τη δουλειά. Ποτέ μου δεν ήθελα να γίνω μοντέλο». «Ναι, αλλά ήταν καλή δουλειά. Την είδα στο Βογκ και στο Χάρηερς. Δουλειά επιπέδου». Της άρεσε που την έπαιρνε στα σοβαρά. Ο Μάικλ πλήρωσε το λογαριασμό και αυτό της έκανε εντύπωση. Συνήθως οι σταρ θεωρούν πως η παρουσία τους σ' ένα εστιατόριο ήταν αρκετή. Καμιά φορά έδιναν στο μαγαζάτορα και κανένα αυτόγραφο. Δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η βραδιά και χάρηκε όταν ο Μάικλ της πρότεινε να πάνε σ ένα κλαμπ. Ό τ α ν έφτασαν, οι παπαράτσι έπεσαν πάνω τους. Μπαίνοντας μέσα, οι γυναίκες φώναζαν το όνομα του Μάικλ, αλλά η Τζέιν εντυπωσιάστηκε από το γεγονός πως πρόσεχαν κι αυτήν. Η αίθουσα ήταν γεμάτη, αλλά ο μαιτρ τους οδήγησε σ' ένα μικρό τραπέζι μπροστά ακριβώς στη σκηνή. «Είναι εδώ ο Κέβιν Αιρ», της είπε ο Μάικλ αφού χαιρέτησε τον ωραίο νεαρό. «Με την τελευταία αγαπημένη του, τη Φοίβη Βαν Γκέλντερ». «Και η Κρίσταλ Πλένουμ είναι εκεί μπροστά», είπε η Τζέιν, δείχνοντας την ηθοποιό μ' ένα νεύμα του κεφαλιού της. Ένιωσε
πάλι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ή τ α ν αυτή που είχε παίξει την Τζιλ. «Θέλεις να σου τους γνωρίσω;» ρώτησε ο Μάικλ. Η Τζέιν κούνησε αρνητικά, δήθεν αδιάφορα, το κεφάλι. Δεν την πείραζε να γνωρίσει το Κέβιν Λιρ, αλλά σίγουρα δεν είχε καμιά όρεξη να της συστήσουν την Κρίσταλ Πλένουμ. Κι ας είχε πια δημιουργήσει τη δική της καριέρα. Σε τέτοια κλαμπ η Τζέιν είχε πάει δεκάδες φορές, στη Νέα Υόρκη, με τον Νιλ. Είχε κιόλας αρχίσει να βαριέται και οι τύποι πάνω στη σκηνή δε βλέπονταν. Ξαφνικά έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ή τ α ν ο Νιλ! Ο Νιλ Μορέλι! Ντυμένος σερβιτόρος. Ένας σερβιτόρος που περίμενε να έρθει η σειρά του για ν' ανέβει στη σκηνή και να κάνει το νούμερο του. Ανέβηκε στη σκηνή κι έβαλε το χέρι στα μάτια για να κοιτάξει την πλατεία. «Βλέπω κάτι διασημότητες εδώ. Να ο Κέβιν Λιρ. Σ' ευχαριστώ για το δολάριο που μου έδωσες πριν για πουρμπουάρ, Κέβιν. Αν ζούσε η μάνα μου, θα μπορούσα να της τηλεφωνήσω». Το κοινό ξέσπασε σε γέλια, αλλά η Τζέιν είχε παγώσει. Ο Νιλ ξανακοίταξε τον κόσμο και μετά σταμάτησε ξαφνικά, σαν να είχε μείνει εμβρόντητος. «Ω Θεέ μου, είναι και ο Μάικλ Μακλέιν. Και, για προσέξτε, συνοδεύει μια στάρλετ! Την Τζέιν Μουρ, που παίζει στο Τρεις για το Δρόμο». Η Τζέιν δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Και χρειάστηκε να τη σκουντήσει ο Μάικλ για να σηκωθεί και μετά να ξανακαθίσει βιαστικά, με τα πόδια της να τρέμουν. «Όλοι ξέρουν πως η μανία του Μάικλ είναι να καβαλικεύει μοτοσικλέτες». Μα τι έκανε τώρα; Πάλι τα έβαζε με το κοινό; Και με ηλίθιες πλακίτσες; Δεν ήταν το στυλ,του Νιλ. «Μήπως μου ξεφεύγει κάποιος; Μήπως είναι κανείς από τους Φόντα εδώ μέσα; Ό χ ι ; Τίποτε Κόπολα; Αυτοί είναι πανταχού παρόντες. Είστε σίγουροι; Για κοιτάξτε γύρω σας. Βεβαιωθείτε, γιατί έχω κάτι πολύ σημαντικό να σας πω και πρέπει να σιγουρευτώ πως κάποιοι άνθρωποι δεν είναι εδώ μέσα. Υπάρχει κανένας Καραντάιν; Μπρίτζες; Μήπως η Τόρι Σπέλινγκ; Ωραία. Τώρα κάποιος ν' αναλάβει να κοιτά προς την πόρτα για να με ειδοποιήσει αν κανείς απ' αυτούς κάνει την εμφάνισή του». Μετά
τα μάτια του καρφώθηκαν στην Τζέιν. Είχε αδυνατίσει πολΰ και στα μάτια του άστραφτε μια παρανοϊκή έκφραση. «Μις Μουρ, με συγχωρείτε, αλλά τι δουλειά έκανε ο μπαμπάς σας;» Η Τζέιν ένιωσε να παγώνει ξανά. «Ήταν δημόσιος υπάλληλος». «Διπλωμάτης;» «Όχι, ήταν αξιωματικός», είπε ψέματα. Ο Νιλ γέλασε. «Ήθελα να βεβαιωθώ. Ό χ ι όπως η συμπρωταγωνίστριά σας, η Λάιλα Κάιλ, έτσι; Η μητέρα της είναι η Τερέζα Ο' Ντόνελ και ο πατέρας της ήταν ο Κέρι Κάιλ. Και τώρα, πείτε μου, μις Μουρ. Πόσο σκληρά προσπάθησε η Λάιλα Κάιλ για να εξασφαλίσει το ρόλο; Τόσο σκληρά όσο κι εσείς; Δεν πιστεΰετε πως οι παραγωγοί επηρεάστηκαν από την καταγωγή της; Ό χ ι , όχι, μη μου απαντάτε. Δε θέλω να σας φέρω σε δύσκολη θέση». Στράφηκε προς τους άλλους. «Εντελώς τυχαία, η Λάιλα Κάιλ πήγε στο σχολείο του Γουέστλεϊκ και ήταν συμμαθήτρια με την Τόρι Σπέλινγκ. Τη χρονιά που τέλειωσα εγώ το σχολείο στο Μπρονξ, πήραν το δίπλωμα τους και άλλοι τετρακόσιοι. Και οΰτε ένας από αυτοΰς δεν έπαιξε σε κάποιο τηλεοπτικό σόου. Βλέπετε, για να μπείτε στη βιομηχανία των σόου μπίζνες, πρέπει ν' ανήκετε σε μια δυναστεία». Ή τ α ν εξαγριωμένος, πικρόχολος, πολΰ χειρότερος από τότε που έκανε το ίδιο στη Νέα Υόρκη. Το ίδιο σόου, αλλά είχε γίνει πιο ενοχλητικός και πιο απελπισμένος. Ω Νιλ, σκέφτηκε, τι σου συνέβη; Πάντοτε ήταν των άκρων, αλλά τώρα είχε γίνει απαίσιος. «Το αίμα είναι πιο παχύ από το ταλέντο», έλεγε τώρα. «Από κάπου το έκλεψα αυτό, αλλά, διάβολε, όλοι αυτοί κλέβουν τους δικοΰς μου ρόλους. Ξέρετε ποιοι είναι οι μόνοι που κερδίζουν τα λεφτά τους με την αξία τους σ' αυτή την πόλη; Οι κλέφτες και οι πόρνες». Επιτέλους, τελείωσε. Δόξα τω Θεώ, τελείωσε. Και πριν βγει από τη σκηνή, έβγαλε ένα λογΰδριο για τη δημιουργία ενός συνδέσμου κατά του νεποτισμοΰ, που σκοπός του θα είναι να εξοντώσει όλες τις Τόρι Σπέλινγκ και όλες τις Κάιλ. Η Τζέιν
ένιωθε απαίσια. «Μπορούμε να φύγουμε, Μάικλ;» ρώτησε χαμηλόφωνα., Στο αυτοκίνητο ένιωσε χειρότερα, ζαλισμένη. Ο Νιλ συμπεριφερόταν σαν ζώο τρελαμένο από τον πόνο. Και πάλι την πλημμύρισε εκείνο το τρομερό αίσθημα μοναξιάς. «Δε σου άρεσε... Με συγχωρείς που σε πήγα εκεί», είπε ο Μάικλ. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και της πρόσφερε ένα κουτάκι. «Για σένα», της είπε και η Τζέιν έμεινε για λίγο ακίνητη. Μετά πήρε το κουτί και το ξετύλιξε. Άνοιξε τη βελούδινη κασετίνα. Έμεινε να κοιτάζει θαμπωμένη. Μια χρυσή αλυσίδα, με τρία χρυσά αστέρια κι ένα διαμάντι στο κέντρο. «Πολύ όμορφο», είπε. «Αλλά πώς μπορώ να το δεχτώ;» «Είναι απλό», είπε εκείνος και της το πέρασε στο λαιμό. «Μόλις το δέχτηκες». Η Τζέιν είχε συγκινηθεί. Αυτή ακριβώς τη στιγμή, που ένιωθε τόσο μόνη, τόσο στενοχωρημένη, εκείνος, γενναιόδωρος και ευγενικός, της πρόσφερε αυτό το δώρο. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δεχθεί τόσο ακριβό δώρο από έναν άντρα. Και ποτέ της δεν είχε αποκτήσει ένα διαμάντι, αν και τώρα είχε αρκετά λεφτά. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, ξαφνικά αλάφρωσε απ όλους της τους πόνους. Πλημμύριζε από ευγνωμοσύνη. Πήγαν στο σπίτι του. Έκανε ένα μπάνιο και μετά τη βοήθησε να κάνει κι αυτή το μπάνιο της, σαν να ήταν μικρό παιδί. Σαν να καταλάβαινε πόσο είχε ταραχτεί. Μετά την τύλιξε με μια πετσέτα και τη μετέφερε στο δωμάτιο του. Έκαναν έρωτα κι αυτό τη χαλάρωσε ακόμη πιο πολύ. Έπαιξε μαζί της αρκετή ώρα, την τραβούσε κοντά του και μετά την απωθούσε, την έκανε να νιώθει ελαφριά, μικρή και πολύ θηλυκιά. «Σ' ευχαριστώ», του μουρμούριζε. «Σ' ευχαριστώ». Ένιωθε το κολιέ στο λαιμό της. Έβγαζε μικρές κραυγές απόλαυσης. Τελείωσε πολύ γρήγορα. Μετά, ξαπλωμένη πλάι του, τον ρώτησε: «Πώς τα καταφέρνεις όλ' αυτά;» «Με πολλά πούσαπς», της απάντησε.
Γέλασε κι έπεσε πάνω του, καλύπτοντας το στάμα του με το δικά της. Και φυσικά, δεν είδε τη μικροσκοπική κάμερα στην απέναντι γωνία.
8 Την ώρα που ο Νιλ ηρεμούσε μετά το νούμερο του και η Τζέιν κοιμόταν στην αγκαλιά του Μάικλ, ο Σαμ Σιλντς βημάτιζε νευρικά στο γραφείο του μ' ένα σωρό χαρτιά σκορπισμένα γύρω του. Καμιά πρόοδος στο σενάριο που έγραφε. Ίσως επειδή ήταν άλλο ένα μελόδραμα χωρίς νόημα. Το Χόλιγουντ τον είχε γοητεύσει, αλλά μέσα του ζούσε ακόμη ο παλιός Σαμ, που του άρεσαν οι ενδιαφέροντες μύθοι, οι σημαντικοί ρόλοι, η αλληλουχία των σκηνών. Πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έμοιαζε σαν τρελός. Ή τ α ν τρελός. Επέστρεψε στο γραφείο του και κοίταξε τον κομπιούτερ. Θεέ μου, ήταν χειρότερο απ' ό,τι πίστευε. Το τύπωσε. Ακόμη χειρότερο από το χειρόγραφο! Τσαλάκωσε τη σελίδα και πέταξε το μπαλάκι κάτω. Ένιωθε πολύ πιεσμένος. Του φαινόταν ευκολότερο να κάνει το γενναίο όταν δεν είχε τίποτε να χάσει. Τώρα δεν ήταν πια ένας καινούριος σκηνοθέτης. Τώρα ήταν ο Σαμ Σιλντς, ο επιτυχημένος σκηνοθέτης του Τζακ και Τζιλ. Κι αυτό, αντί να ενισχύει την αυτοπεποίθησή του, τον έκανε να νιώθει πως τώρα έπρεπε να πάρει κάποιο ρίσκο. Πώς και μέχρι τότε δεν είχε εντοπίσει τις νάρκες εδώ κι εκεί; Αν το σενάριο δεν άρεσε στην Έιπριλ, πήγαινε χαμένος. Αν ο Μπομπ Λε Βιν δεν άναβε το πράσινο φως, πήγαινε χαμένος. Κι αν ξεκινούσαν κι έπεφτε έξω στον προϋπολογισμό, πάλι χαμένος πήγαινε. Κι αν τελικά όλα πήγαιναν καλά, αλλά η ταινία δεν άρεσε στο κοινό, ξανά θα ήταν αυτός ο χαμένος. Υπήρχαν τόσες
πολλές πιθανότητες ν' αποτύχει και τόσο μικρές ελπίδες επιτυχίας! Θυμήθηκε τη συμβουλή του πατέρα του να μην τα κάνει μούσκεμα. Προσπαθώ, μπαμπά, προσπαθώ. Αλλά εσύ και η μαμά δε με κάνατε ποτέ να νιώσω αυτοπεποίθηση. Έδωσε μια κλοτσιά στα χαρτιά γύρω του. Καλύτερα να τα μάζευε. Στο Χόλιγουντ δεν πρέπει ποτέ να παραδέχεσαι πως νιώθεις πείνα, θυμό, μοναξιά, κόπωση. Και δεν πρέπει ποτέ να παραδεχτείς ότι φοβάσαι. Τα βράδια έβλεπε την Έιπριλ και η προσπάθεια να παριστάνει τον παθιασμένο εραστή, διαβεβαιώνοντάς τη συγχρόνως πως στη δουλειά όλα πήγαιναν καλά, τον εξόντωνε. Αν τουλάχιστον μπορούσε να κουβεντιάσει με την Έιπριλ, ( να της μιλήσει για τα προβλήματά του, για τους φόβους του... Αλλά η Έιπριλ δεν ήταν η Μέρι Τζέιν Μόραν. Ο Σαμ αναστέναξε και θυμήθηκε τις μέρες που η Μέρι Τζέιν τον άκουγε υπομονετικά, καθώς εκείνος ξεδίπλωνε μπροστά της όλα τα προβλήματα και τις ανασφάλειές του. Εκείνη ήξερε πότε έπρεπε να τον βοηθήσει με τις συμβουλές της και πότε απλώς να τον ακούσει και να τον αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνος του. Μπορεί η δουλειά που έκαναν μαζί να βγήκε τόσο καλή επειδή συνεργάζονταν τέλεια. Ήξερε τι χρειαζόταν. Χρειαζόταν την ηρεμία μιας σεξουαλικής σχέσης, όπου αυτός δε θα έπρεπε να είναι συνεχώς σ' επιφυλακή. Σκέφτηκε το γεύμα με την Τζέιν Μουρ. Του φαινόταν πως ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλώς ωραίο κορίτσι. Την είχε σκεφτεί πολύ. Κάτι τον τραβούσε σ αυτήν, κάτι τον μαγνήτιζε. Έδειχνε τόσο νέα, τόσο φρέσκια. Και διέθετε εκείνη την αγωνία του ηθοποιού να παίξει έναν καλό ρόλο, αυτό που πάντα τον γοήτευε. Και ένιωθε πως ήξερε ν' ακούει. Θα πίεζε την Έιπριλ να την κάνει να έρθει στην οντισιόν. Τώρα χρειαζόταν κάποιον ν' ακούσει τις ιδέες του. Κάποιον που ούτε θα τις ωραιοποιούσε, αλλά ούτε και θα τις φτήναινε. Κάθισε στον καναπέ. Υπήρχε κάτι στο σενάριο που εξακολουθούσε να συγκινεί: ο επιτυχημένος άντρας που βλέπει τη γυναίκα του να τον ξεπερνά. Μια ιστορία ζήλιας κι έρωτα. Αλλά πώς διάβολο θα τη μετέφερε ξανά στην οθόνη;
Ο Σαμ τινάχτηκε και ξανάρχισε, να περπατά πάνω κάτω. Κάθισε στο γραφείο του και είπε στον εαυτό του: «Έλα, λοιπόν, προχώρα. Μην τα κάνεις μούσκεμα!»
9 «Εντάξει, πάμε από την αρχή», είπε ο Μάρτι και προσπάθησε να χαμογελάσει. Η σκηνή δε θα διαρκούσε πάνω από δύο λεπτά και ήδη τους είχε πάρει η νύχτα, ήδη τους είχε κοστίσει τριάντα πέντε χιλιάδες δολάρια. Και η Λάιλα επέμενε να είναι μόνη στη σκηνή. Έπρεπε να την πείσει πως χρειάζονταν και οι άλλες δύο. Η Σαρλίν έχανε συνεχώς το βήμα της. «Είσαι μια χαρά, Σαρλίν», την ενθάρρυνε. «Δεν έχεις παρά να κατέβεις τις σκάλες, να γυρίσεις προς την κάμερα και να πεις την ατάκα σου». Η Λάιλα τον κοίταξε ενοχλημένη. Γιατί την παραχάιδευε; Μερικές φορές ο Μάρτι έδινε την εντύπωση πως πρόσεχε περισσότερο τις άλλες δύο. Μετά από κείνη τη συνάντησή τους στο σπίτι του, η Λάιλα ήξερε πως έπρεπε να βρει τρόπο να εξισορροπήσει ξανά τα πράγματα. Να απειλήσει τον Μάρτι ή να του υποσχεθεί κάτι. Έδειχνε υπερβολική υπομονή με τη Σαρλίν. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον αναγκάσει να στρέψει ξανά όλη του την προσοχή πάνω της. Να του θυμίσει πόσα θα μπορούσε να κερδίσει αν της έδειχνε αφοσίωση. Ή , έστω, αν την πρόσεχε λίγο περισσότερο. «Πόσες φορές αυτή η ηλίθια πρέπει να πει την ατάκα της πριν μας επιτραπεί να επιστρέψουμε σπίτι μας;» ρώτησε δυνατά. «Έχω ένα ραντεβού». Ας το σκεφτόταν λίγο αυτό το τελευταίο ο Μάρτι. Ο Μάρτι συνέχισε ν' ασχολείται με τη Σαρλίν, χωρίς να της δώσει σημασία.
«Λοιπόν», είπε η Λάιλα. «Η Σαρλίν δεν είναι απλώς μια ηλίθια ξανθιά. Κι αν έβαφε τα μαλλιά της καστανά, ξέρετε πώς θα τη φώναζαν;» Όλοι είχαν πια κουραστεί από τη συνεχή προσπάθεια της Λάιλα να μειώνει τη συμπρωταγωνίστριά της. «Τεχνητή ευφυΐα», είπε η Λάιλα κι έβαλε τα γέλια. * * *
Τώρα που το γύρισμα είχε επιτέλους τελειώσει, η Λάιλα έφευγε με το αυτοκίνητο της. Η Σαρλίν, όπως ήταν φυσικό, δεν είχε καταφέρει να πει εκείνη την ατάκα. Στο μεταξύ νύχτωσε και θα συνέχιζαν την επομένη. Η Λάιλα χαμογέλασε. Δεν είχε και μεγάλη όρεξη να οδηγήσει από την Πασαντένα ως το Μαλιμπού, ούτε να πάει σ' εκείνο το ραντεβού. Αλλά έπρεπε να το κάνει, μόνο έτσι — αυτό τουλάχιστον πίστευε— θα κέντριζε ξανά το ενδιαφέρον του Μάρτι. Η Λάιλα δεν ήθελε να το σκέφτεται, αλλά οι περισσότεροι άντρες που είχε γνωρίσει στη ζωή της ήταν ομοφυλόφιλοι. Ή τ α ν και ο πατέρας της. Στην πραγματικότητα τα έκανε όλα. Η άποψή του ήταν να πηδάει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Είχε μάθει για την περίφημη υπόθεση βιασμού μιας μικρής δεκατριών χρονών. Αλλά αυτά είχαν συμβεί πριν γεννηθεί. Ό χ ι πως είχε ζήσει και πολύ μαζί του. Αυτός και η Κούκλα του Έρωτα είχαν χωρίσει όταν η Λάιλα ήταν ακόμη βρέφος. Καμιά φορά ερχόταν να τη δει, αλλά την κηδεμονία την είχε η μητέρα της. Και δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να γνωριστεί πραγματικά μαζί του. Είχε όμως γνωρίσει καλά τον Ρόμπι και όλες τις άλλες αδερφές που συνωστίζονταν γύρω από τη μητέρα της. Ο κομμωτής της ο Τζέρι και ο πρώτος μάνατζερ της, ο Σάμι Μπράντκιν και ο διάδοχος του ο Μπόμπι Μέιζερ και ο τρίτος μάνατζερ, ο Ρον Γούντροου κι εκείνος ο φωτογράφος ο Αλέν. Και, φυσικά, ο Κέβιν. Ο αηδιαστικός, ο ψεύτης Κέβιν. Ο Ρόμπι της είχε πει πως έμενε ακόμη στης μητέρας της. Η Λάιλα ανασήκωσε τους ώμους της. Ό λ ' αυτά εξακολουθούσαν να της προκαλούν αηδία.
Έναν από αυτούς τον είχε κληρονομήσει. Ο Ρόμπι είχε εγκαταλείψει την Τερέζα και είχε στρέψει όλο του το ενδιαφέρον προς τη Λάιλα. Πάντα έστρεφε το ενδιαφέρον του προς τα εκεί όπου υπήρχε δράση. Η Λάιλα ήξερε πως δεν ήταν καλύτερος από'τον Κέβιν. Και όταν αναφερόταν στις επιτυχίες της, μιλούσε πάντα στο πρώτο πληθυντικό. Αλλά τελικά, εκτός από το να της προσφέρει ένα κρεβάτι να κοιμηθεί, τι είχε κάνει για την καριέρα της; Που την έστειλε στον Τζορτζ; Και που εξαιτίας του την ταπείνωσε ο Άρα; Τι στο διάβολο είχε κάνει; Τίποτε. Όλα τα είχε πετύχει μόνη της. Και η θεία Ρόμπι της είχε γίνει στενός κορσές. Κι αν η Λάιλα δεν ήταν σίγουρη πως μόλις θα τον πετούσε έξω θα επέστρεφε στην Τερέζα, θα το είχε κάνει από καιρό. Αλλά τέτοια ικανοποίηση δε θα την πρόσφερε στην Κούκλα του Έρωτα. Το πρόβλημα με τις αδερφές είναι ότι μιλάνε συνέχεια για σεξ. Κι αυτό είναι βαρετό. Το σεξ ήταν κάτι που δεν ήθελε να σκέφτεται και οπωσδήποτε δεν της άρεσε σαν θέμα συζήτησης. Ό λ ' αυτά η Λάιλα τα έβρισκε απωθητικά και γελοία. Για σκέψου: ένα κομμάτι κρέας να μπαίνει κάπου! Περισσότερο από καθετί ήθελε να φαίνεται σέξι, αλλά η σκέψη να κάνει σεξ την ανατρίχιαζε. Όταν ήταν μικρή, πίστευε πως όλα θ' άλλαζαν όταν αποκτούσε δική της ζωή. Αλλά τώρα που βρισκόταν ανάμεσα σε φυσιολογικούς άντρές, δεν ένιωθε καμιά διαφορά απ' ό,τι όταν ζούσε ανάμεσα σε αδερφές. Συμπεριφέρονταν διαφορετικά βέβαια αλλά κι αυτοί το . μόνο για το οποίο ενδιαφέρονταν ήταν πώς θα πηδήξουν. Μόνο που τώρα ήθελαν να πηδήξουν αυτή. Το έβλεπε στα μάτια τους. Η Λάιλα χώριζε τους ετεροφυλόφιλους άντρες σε δύο κατηγορίες. Στη μία ανήκαν οι τύποι σαν τον Μάρτι και τον Μακλέιν, που αγαπούσαν πολύ τις γυναίκες, ήθελαν να βρίσκονται μαζί τους και παρατηρούσαν τα πάντα πάνω τους. Πώς ντύνονται, πώς μυρίζουν, πώς κινούνται, ακόμη και πώς σκέφτονται. Και αυτοί οι τύποι την αρρώσταιναν. Και μετά υπήρχε η άλλη κατηγορία, στην οποία ανήκαν ο Σάι Όρτις και ο Πολ Γκράσο, που μιλούσαν συνέχεια για δουλειές και κέρδη και συμφωνίες. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτοί είναι οι άντρες. Ό λ ' αυτά της έφερναν πονοκέφαλο, εκείνες τις αφόρητες ημικρανίες που την έπιαναν όταν κάτι την απασχολούσε πολύ. Γι'
αυτό και απέφευγε αυτές τις σκέψεις, καταλήγοντας πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: οι άντρες ήταν άχρηστα όντα και αυτή τους μισούσε. Μισούσε τον τρόπο που μιλούσαν, τον τρόπο που περπατούσαν. Μισούσε το πόσο τριχωτοί ήταν και το ότι πίστευαν πως όλος ο κόσμος ήταν δικός τους και το ότι ακόμη κι όταν την ήθελαν πολύ την έκαναν να νιώθει τιποτένια. Δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν απ' αυτούς. Τους φοβόταν. Και τους μισούσε, ακόμη και τον Ρόμπι, ακόμη και τον Μάρτι. Ειδικά τον Μάρτι. Δεν υπήρχε αμφιβολία: η Λάιλα μισούσε τους άντρες. Το ζήτημα ήταν πως, άσχετα από το πόσο πολύ μισούσε τους άντρες, η Λάιλα ήξερε ότι ακόμη περισσότερο μισούσε τις γυναίκες. Τ η μητέρα της περισσότερο απ' όλες, φυσικά. Αυτό δε χρειαζόταν να το πει. Αλλά τώρα που δούλευε με την Τζέιν και τη Σαρλίν, έκανε καθημερινή εξάσκηση. Μέχρι τότε ποτέ της δεν είχε έρθει σε τόσο στενή επαφή με γυναίκες. Η Τερέζα δεν είναι ο τύπος της γυναίκας που έκανε φίλες. Οι παρέες της περιορίζονταν στις αδερφές. Και δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τη Λάιλα να καταλάβει γιατί έγινε τόσο μοναχικός τύπος. Υπήρχαν μόνο η Κάντι και η Σκίνι, αλλά κι αυτές τις μισούσε. Μοναδική γυναίκα στο σπίτι ήταν η Εστρέλα, αλλά αυτή δε μετρούσε. Ή τ α ν Μεξικάνα και υπηρέτρια. Τώρα η Λάιλα είχε δύο γυναίκες, δύο γυναίκες της ηλικίας της και όμορφες. Δεν ήταν συνηθισμένη να ζει κοντά σε γυναίκες, να βλέπει καθημερινά την ομορφιά τους. Της προκαλούσε νευρικότητα και οργή. Δόξα τω Θεώ, ο Μάρτι —ο μόνος που μετρούσε στο πλατό εκτός από την ίδια — την πρόσεχε ιδιαίτερα. Κι όταν γύριζε τις σκηνές όπου έπαιζε μόνη της, η προσοχή όλων συγκεντρωνόταν πάνω της. Αλλά στις ομαδικές σκηνές είχε συνεχώς την αίσθηση πως κοντά της βρίσκονταν η Κάντι και η Σκίνι. Το κλειδί ήταν ο Μάρτι. Και η Λάιλα ήξερε, από το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους, τότε, με τον Πολ Γκράσο, ποιο ήταν το αδύνατο σημείο του. Η ομορφιά, βέβαια. Και το ταλέντο, αλλά όχι τόσο όσο η ομορφιά. Κι αυτό που τον ερέθιζε περισσότερο
ήταν να γίνεται απρόσιτη. Είχε το μυστήριο που δε διέθεταν η Σαρλίν και η Τζέιν. Ένα βασανιστήριο που γοήτευε τον Μάρτι — και τόσους πολλούς άντρες. Η Μερλ Όμπερον, η Τζένιφερ Τζόουνς, η Πολέτ Γκοντάρ, η Τερέζα Ο' Ντόνελ και όλες οι γυναίκες που θαύμαζε ο Μάρτι, είχαν ένα κοινό σημείο. Κανείς δεν μπορούσε να τις κάνει εντελώς δικές του. Όλες ξέφευγαν, ξεγλιστρούσαν. Και για τη Λάιλα αυτό ήταν εύκολο. Δεν είχε καμιά διάθεση να προσφέρει τίποτε από τον εαυτό της μακριά από την κάμερα. Η Λάιλα είχε τελειοποιήσει αυτό το ταλέντο της, παρακολουθώντας τη μητέρα τής και τις ταινίες της μητέρας της. Οι άλλες δύο έδιναν πολλά από τον εαυτό τους, δεν ήξεραν πώς να κρατούν κάτι και γι' αυτές. Τώρα αναρωτιόταν αν τα κουτσομπολιά που είχε ακούσει ο Ρόμπι είχαν οποιαδήποτε βάση αλήθειας. Αν ήταν αλήθεια πως ο Μάικλ Μακλέιν θα έπαιζε σε ταινία με τον Ρίκι Ντιουν κι αν θα του έδιναν τον πρώτο αντρικό ρόλο στο Ένα Αστέρι Γεννιέται. Θα το ανακάλυπτε απόψε που θα έτρωγαν μαζί. Ό ι προηγούμενες αρνήσεις της, απλώς τον είχαν κάνει να προσπαθήσει περισσότερο. Κι αν το Va τη δουν με τον Μάικλ Μακλέιν θα έκανε και τον Μάρτι να προσπαθήσει περισσότερο, τόσο το καλύτερο.
Ο Μάικλ Μακλέιν κάθισε απέναντι από τη Λάιλα στο μεγάλο ψηλοτάβανο εστιατόριο του Μπέβερλι Γουίλσαϊρ και χαμογέλασε. Η Λάιλα παρατήρησε τις μικρές ρυτίδες στις άκρες των ματιών του, που απλώνονταν ως τα ζυγωματικά του. Το δέρμα του ήταν ακόμη σε καλή κατάσταση —ήξερε πως έκανε δύο περιποιήσεις την εβδομάδα— αλλά αναρωτιόταν πόσο θα κρατούσε. Θεέ μου, πόσων χρόνων να ήταν; Φαντάστηκε τον εαυτό της να τον φιλά στο πλατό κι ένιωσε μια αναγούλα. Αλλά μπορεί και να έπαιζε το κορίτσι του Ρίκι Ντιουν. Τουλάχιστον εκείνος δεν είχε ρυτίδες. Αλλά και πάλι, αν έπρεπε να φιλήσει τον Μάικλ Μακλέιν, θα το έκανε. «Πω, πω, πω! Μεγάλωσες πολύ, Λάιλα. Πόσος καιρός πάει από τότε που σε είδα για τελευταία φορά;»
Για όνομα του Θεού, ας μην άρχιζε να της μιλά για τα περασμένα χολιγουντιανά μεγαλεία! Δε θα το άντεχε. Θυμήθηκε όμως πως ο Μάικλ ήταν αυτός που μπορεί να οδηγούσε τα βήματά της από την τηλεόραση στον κινηματογράφο και του χάρισε το πιο αστραφτερό της χαμόγελο. «Πρέπει να ήμουν έξι ή εφτά χρονών. Είχα τα γενέθλιά μου». «Αλήθεια;» είπε και η Λάιλα κατάλαβε πως είχε αρχίσει να ψάχνει στη μνήμη του. Κι αυτός, όπως και η Τερέζα και όλες οι άλλες μούμιες του Χόλιγουντ, αγαπούσε τις νοσταλγικές αναπολήσεις, αλλά ποτέ του δεν παραδεχόταν την πραγματική του ηλικία. Η Λάιλα ήξερε πώς παίζεται αυτά το παιχνίδι. Έπρεπε να είναι συγκεκριμένη ως προς τα γεγονότα κι εντελώς ασαφής ως προς τις χρονικές τους στιγμές. «Συνήθιζες να έρχεσαι συχνά στο σπίτι μας», του είπε. «Πραγματικά μου έλειψες όταν σταμάτησες αυτές τις επισκέψεις». «Η μαμά σου μένει ακόμη στο Μπελ Αιρ;» Θεέ μου, όλοι το ήξεραν αυτό. Το κτήμα της εξακολουθούσε να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. «Μα βέβαια, η Τερέζα μένει πάντα εκεί. Αλλά εγώ μένω στο Μαλιμπού. Στο σπίτι που κάποτε ανήκε στη Νάντια Νέγκρον. Αυτή που πρωταγωνίστησε στην πρώτη —βωβή— ταινία του Ένα Αστέρι Γεννιέται». Η Λάιλα μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Αλήθεια; Πού; Μένω κι εγώ, εδώ και λίγο καιρό, στο Μαλιμπού». Και πριν προλάβει ν ανοίξει το στόμα της, άρχισε να της αραδιάζει ιστορίες από το παρελθόν. Προσπαθούσε να κουνά το κεφάλι της στα σωστά σημεία. Της διηγήθηκε κάτι για τον Στιβ Μακ Κουίν κι ένα πάρτι στην παραλία. «Αυτές ήταν εποχές». Ο Μάικλ καθάρισε το λαιμό του. Διάβολε, πάλι τον έκανε να νιώθει γέρος. Την κοίταξε κι εκείνη χαμογελούσε. «Λοιπόν, γνωριζόσουν με τον Στιβ Μακ Κουίν;» τον ρώτησε και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
10 «Νομίζεις ότι δεν ξέρω πως οι άλλοι γελάνε μαζί μου; Επειδή δεν ξε'ρω να μιλάω και να ντύνομαι και όλ' αυτά;» ρώτησε η Σαρλίν με δάκρυα στα μάτια. «Το ξέρω, αλλά προσπαθώ να τους αγνοώ. Αυτό μου έλεγε η μητέρα μου να κάνω όταν με κορόιδευαν τ' άλλα κορίτσια στο σχολείο». Η Τζέιν κούνησε το κεφάλι της και της έδωσε άλλο ένα χαρτομάντιλο. Την είχε λυπηθεί και είχε πάει μαζί της στο τροχόσπιτο, μετά από κείνες τις σκηνές στο γύρισμα. Για πρώτη φορά έμεναν μόνες. «Ξέρεις, μπορεί να ήταν καλύτερα αν διαβάζαμε μαζί». «Εννοείς να κάνουμε εξάσκηση οι δυο μας;» Η Τζέιν χαμογέλασε στη μικρή. «Όχι εξάσκηση, Σαρλίν. Πρόβα». «Θα έκανες κάτι τέτοιο για μένα; Α, όχι, θα ήταν μεγάλος μπελάς για σένα». «Το θέλω, Σαρλίν. Θα βοηθήσει κι εμένα να μαθαίνω τις ατάκες μου», είπε η Τζέιν, αν και δεν το εννοούσε. «Για πες μου τώρα, ποιος σε κοροϊδεύει;» Ένιωθε ενοχές που κι αυτή, όταν ήταν μόνη της, βρισκόταν σε παρόμοια διάθεση. «Η Λάιλα, φυσικά. Θυμήσου τι έκανε σήμερα. Το ξέρω πως το κάνει επειδή και η ίδια νιώθει νευρικότητα, αλλά με αναστατώνει. Προσπαθώ τόσο πολύ- κάθε βράδυ διαβάζω ξανά και ξανά τα λόγια μου. Με βοηθάει και ο Ντιν. Το ξέρω, δεν είναι πολύ έξυπνος, αλλά το ίδιο είμαι κι εγώ. Και ξέρω πως οι τεχνικοί εκνευρίζονται όταν γυρίζουμε και ξαναγυρίζουμε τις σκηνές, αλλά παθαίνω σύγχυση. Και είμαι πολύ κουρασμένη. Ό λ η μέρα δουλεύω και κάνω μαθήματα, κοιμάμαι ελάχιστα. Και η συμπεριφορά της Λάιλα δε βοηθάει».
«Ναι», είπε η Τζέιν. «Αστειεύεται. Αλλά μας μισεί και τις δυο. Μην το παίρνεις προσωπικά. Ποιος άλλος σ' ενοχλεί;» «Και ο κύριος Τίλντεν, ο βοηθάς σκηνοθέτη. Κάθε τόσο με παρομοιάζει με διάφορες ηλίθιες από τις σαπουνόπερες. Οι τεχνικοί γελάνε μαζί μου». Η Τζέιν κούνησε το κεφάλι. Μα βέβαια, ο Τίλντεν, μια πικρόχολη αδερφή. Η Σαρλίν είχε αρχίσει να γίνεται το μαύρο πρόβατο. «Το ξέρω ότι οι άλλοι με θεωρούν αμόρφωτη. Και είμαι. Αλλά δεν είμαι κουφή, ούτε μουγκή, ούτε τυφλή», συνέχισε να κλαψουρίζει η Σαρλίν. «Όχι, δεν είσαι», συμφώνησε η Τζέιν και της έδωσε άλλο ένα χαρτομάντιλο. «Και δεν είσαι πια εφτά χρονών. Έχεις δύναμη. Το ξέρεις πως αν το θέλεις ο Τίλντεν μπορεί ν απολυθεί;» Η Σαρλίν σήκωσε το κεφάλι. Θεέ μου, σκέφτηκε η Τζέιν, είναι ακόμη πιο όμορφη όταν κλαίει. «Ω! Δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο. Το μεροκάματο του βγάζει. Μπορεί να έχει παιδιά να θρέψει!» «Το ζήτημα δεν είναι να ζητήσεις την απόλυσή του, αλλά να συνειδητοποιήσεις πως αν θελήσεις μπορείς να το κάνεις», απάντησε η Τζέιν. «Σ' αυτή την παραγωγή, οι σημαντικές είμαστε εμείς οι τρεις. Και δεν πρέπει να σε κοροϊδεύει κανείς. Αν το ήθελες, θα μπορούσες να πεις στον Μάρτι ή στον Σάι πως δεν τους θέλεις για συνεργάτες». «Σ' έχουν απολύσει ποτέ;» ρώτησε η Σαρλίν με χαμηλή φωνή. Η Τζέιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι, λέγοντας ψέματα. «Εμένα όμως μ' έχουν απολύσει. Και τίποτε δεν είναι χειρότερο από το να χάσεις τη δουλειά σου και να μην έχεις να πληρώσεις το νοίκι και το μπακάλικο». Η Τζέιν της χαμογέλασε. «Είσαι πολύ καλή κοπέλα. Αλλά εγώ δε σου είπα να ζητήσεις την απόλυση του Μπάρι. Σου είπα να του δώσεις να καταλάβει πως αν το θελήσεις μπορεί ν' απολυθεί». «Τι να κάνω, δηλαδή;» «Απλώς να τον κοιτάξεις και να του πεις: Μην μου ξαναμιλήσεις έτσι ποτέ. Είναι κακιασμένος, αλλά όχι ηλίθιος. Θα σταματήσει αμέσως».
«Μπορεί να το έκανε αν επρόκειτο για σένα ή για τη Λάιλα». «Σαρλίν, δεν το καταλαβαίνεις;» «Τι να καταλάβω;» «Ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε τα κορίτσια χτενίζονται όπως εσΰ, αγοράζουν ροΰχα σαν τα δικά σου, υπάρχουν μητέρες που βαφτίζουν τα κορίτσια τους Σαρλίν!» «Έλα τώρα!» «Καλά, οΰτε τα περιοδικά δε διαβάζεις; "Πώς να γίνετε σαν τη Σαρλίν" και τα τοιαΰτα;» «Εγώ και ο Ντιν δε βγαίνουμε πολΰ οΰτε πολυδιαβάζουμε». «Σαρλίν, νομίζω ότι πρέπει να ξέρεις τι συμβαίνει. Είμαστε ένα φαινόμενο. Σαν την Γκάρμπο». «Ποια είναι αυτή;» «Δεν ξέρεις την Γκάρμπο;» «Δε νομίζω να μου θυμίζει τίποτε το όνομα». Η Τζέιν ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Πόσων χρονών είσαι;» «Δεκαεννιά» Η Τζέιν αναστέναξε. «Σαρλίν, είσαι πολΰ δημοφιλής τώρα. Και οι άνθρωποι θέλουν να ξέρουν τα πάντα για σένα. Τι τρως για πρωινό, πόσο ζυγίζεις, ποΰ ψωνίζεις, ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα». «Για ποιο λόγο;» «Έτσι γίνεται πάντα, αγαπητή μου. Μπορεί οι άνθρωποι να νιώθουν μόνοι ή να έχουν βαρεθεί κι εμείς τους προσφέρουμε κάτι για ν' ασχοληθοΰν. Υπάρχουν άνθρωποι που απλώς έχουν την ανάγκη να κοιτοΰν κάποιον. Να ενδιαφέρονται για κάποιον». «Μα αυτά που λέω στην τηλεόραση δεν είναι δικά μου, άλλοι τα έχουν γράψει». «Το ξέρω, αλλά οι άνθρωποι δεν κάνουν πάντα όλες τις διακρίσεις». «Μα δε μου αρέσει να υπάρχουν άνθρωποι που χώνουν την μΰτη τους για ν' ανακαλύψουν τα πάντα για μένα!» «Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Έχεις χρήμα και δόξα. Αλλά χάνεις την ιδιωτική σου ζωή». Η Τζέιν είδε να εξαφανίζεται κάθε ίχνος χρώματος από το πρόσωπο της Σαρλίν και διέκρινε στα μάτια της μια υποψία
τρόμου. Για μια στιγμή ένιωσε απέραντο οίκτο γι αυτήν. Στο κάτω κάτω, είπε στον εαυτό της, αν όλα αυτά σου είχαν συμβεί πριν από δεκαπέντε χρόνια, ούτε κι εσύ θα ήξερες τι να κάνεις. Ακόμη και σήμερα μπορεί να μην ξέρεις. «Σαρλίν, δεν Είναι τόσο σπουδαίο. Απλώς πρέπει να είσαι προσεκτική όταν δίνεις συνεντεύξεις και διακριτική στην προσωπική σου ζωή. Να είσαι προσεκτική μ' αυτούς που εμπιστεύεσαι. Να είσαι ιδιαίτερα προσεκτική με τους δημοσιογράφους σαν τη Λόρα Ρίτσι. Μη λες σε κανέναν τα μυστικά σου. Πρόσεχε με ποιον κοιμάσαι. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να πουλήσει την ιστορία σας στις εφημερίδες για χίλια δολάρια. Μην κρατάς ημερολόγιο, μην εμπιστεύεσαι τους σερβιτόρους, τους κομμωτές, αυτούς που καθαρίζουν το σπίτι σου». «Και τι γίνεται αν ήδη δεν υπήρξα πολύ προσεκτική;» ρώτησε η Σαρλίν. * # *
Εκείνο το βράδυ, μετά την κουβέντα της με τη Σαρλίν και την επιστροφή στο σπίτι από την Πασαντένα, η Τζέιν δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί. Αλλά ήταν ανακούφιση να είναι μόνη. Δεν της ήταν εύκολο να κοιμάται με τον Μάικλ, όπως συνέβαινε παλιότερα και με τον Πιτ. Παρά την ευγένειά του, δεν ένιωθε τίποτε βαθύ γι' αυτόν. Ας αφήσουμε που δεν είχε χρόνο για καριέρα κι ερωτική ζωή συγχρόνως. Αυτή ήταν η ειρωνεία: τώρα που είχε γίνει πραγματικά επιθυμητή, δεν είχε χρόνο. Ανάμεσα στα βράδια με τον Μάικλ, τις σκέψεις της για τον Σαμ Σιλντς και την ένταση της δουλειάς, πήγαινε καιρός που είχε να κοιμηθεί καλά. Και δεν μπορούσε να έχει την πολυτέλεια να μην κοιμάται καλά. Κι από τότε που είχε δει τον Νιλ να κάνει το σερβιτόρο, περιμένοντας τη σειρά του για ν' ανέβει στη σκηνή, δεν της κολλούσε ύπνος. Είχε νιώσει απαίσια. Ήθελε να τρέξει στον παλιό της φίλο, να τον αγκαλιάσει, να τον παρηγορήσει, αλλά σαν Τζέιν Μουρ δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Βέβαια, είχε διαβάσει πως η σειρά για την οποία τον είχαν προσλάβει ακυρώθηκε και τον είχε δει στο πάρτι του Αρα, αλλά καθώς δεν τον έβρισκε πουθενά, πίστεψε πως είχε επιστρέψει στη Νέα Υόρκη και είχε συνεχίσει να δου-
λεύει εκεί. Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό είχε ελπίσει. Και τώρα ανησυχούσε πολύ γι' αυτόν. Αλλά όταν τον είδε συνειδητοποίησε πως γι' αυτόν δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής. Ο Νιλ έκαιγε πάντα τις γέφυρες πίσω του, σε αντίθεση με τήν ίδια, που ήταν συντηρητική και συμβιβαζόταν. Βέβαια, τώρα πια είχε κι αυτή κάψει κάποιες γέφυρες. Τώρα είχαν κάτι κοινό οι δυο τους. Στριφογύρισε με τις ώρες στο κρεβάτι της. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει· η ιδέα της ήρθε πριν ξημερώσει. Τώρα τηλεφωνούσε στο γραφείο του Σάι Όρτις. «Είμαι η Τζέιν Μουρ, μπορώ να του μιλήσω;» ρώτησε ευγενικά. Δε χρειάστηκε να περιμένει. «Γεια σου. Επιμένουν να πας για τα δοκιμαστικά του Ένα Αστέρι Γεννιέται. Αλλά εγώ επιμένω πως είναι χάσιμο χρόνου. Έ χ ω τουλάχιστον τρεις καλύτερες προτάσεις για σένα». Ένιωσε το γνωστό σφίξιμο στο στομάχι. Η Έιπριλ είχε ξανατηλεφωνήσει! «Ναι, αλλά...» «Δεν καταλαβαίνω γιατί ενδιαφέρεσαι. Είναι μια βλακεία!» «Καλά, Σάι. Αλλά τώρα σου τηλεφωνώ επειδή θέλω μια χάρη». «Δεν έχεις παρά να μου πεις τι θέλεις». «Υπάρχει ένας τύπος στην πόλη, ένας κωμικός. Τον είδα και νομίζω πως έχει ταλέντο. Θέλω να τον πάρεις σαν γκεστ σταρ στη σειρά. Είναι πολύ καλός». «Θα κάνω ό,τι μπορώ, Τζέιν. Πώς τον λένε;» «Νιλ Μορέλι», είπε κι έπεσε σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. Μια μακριά σιωπή. «Σάι, τι συμβαίνει; Τον έχεις ξανακούσει;» Ο Σάι ξαναβρήκε τη φωνή του. «Ναι, τον έχω ξανακούσει. Για να πω την αλήθεια, τον εκπροσωπεί το γραφείο μου. Τουλάχιστον στο παρελθόν. Και πρέπει να σου πω, Τζέιν, πως το να του βρούμε δουλειά δεν είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε. Περισσότερος ο μπελάς του από την αξία του. Έχει κάποιο πρόβλημα, καταλαβαίνεις; Είναι εντελώς μαλάκας. Δεν τον χωνεύει άνθρωπος». Δεν ήταν περίεργο, σκέφτηκε η Τζέιν. «Ναι, αλλά κάν' το για μένα, εντάξει;»
«Δεν ξέρω, Τζέιν. Δεν προσλαμβάνω εγώ τους ηθοποιούς. Αυτή είναι δουλειά του Πολ Γκράσο. Μπορεί και να μην τον θέλουν». Τι διάβολο! Λες και ο Σάι δεν είχε καμιά επιρροή. Δεν της άρεσαν τα νάζια, αλλά τώρα δεν είχε άλλη επιλογή. «Σάι, άκουσε. Πέρασα μια πολΰ άσχημη νΰχτα και τώρα έχω πολλή δουλειά. Εκπροσωπείς τις δΰο από τις τρεις πρωταγωνίστριες της σειράς. Και αυτό σου δίνει κάποιο ειδικό βάρος απέναντι στον Πολ Γκράσο. Το μόνο που θέλω είναι ένα μικρό ρόλο για τον Νιλ Μορέλι. Και όσο το δυνατό γρηγορότερα. Μη με στενοχωρήσεις, Σάι». «Μα για πες μου, Τζέιν. Τι σημαίνει για σένα αυτός ο τΰπος;» Η Τζέιν την είχε φοβηθεί αυτή την ερώτηση και είχε προετοιμαστεί. «Είναι φίλος κάποιας που ήξερα. Και της το χρωστάω». «Όπως είπα, θα...» Η Τζέιν είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. «Κάν' το, Σάι. Είναι η μοναδική χάρη που σου έχω ζητήσει από τότε που βρέθηκα στο στάβλο σου. Θυμάσαι που μου είχες πει ότι η σχέση ηθοποιού και ατζέντη είναι διπλής κατευθύνσεως; Τώρα ήρθε η σειρά σου». Πήγε να κατεβάσει το ακουστικό, αλλά πριν το κάνει σκέφτηκε να προσθέσει: «Ευχαριστώ». Ξάπλωσε στην πολυθρόνα της και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Γιατί, διάβολε, όλα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολα σ' αυτή την πόλη; Αλλά μόλις είχε κάνει μια χάρη σ ένα φίλο. Και θα πήγαινε για το δοκιμαστικό. Ας μην γκρίνιαζε άλλο. Τα πράγματα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. * * *
Το άλλο απόγευμα η Σαρλίν είχε να κάνει μια μικρή σκηνή με τη Λάιλα στην Πασαντένα. Μετά την κουβέντα της με την Τζέιν, ένιωθε κάπως καλύτερα. Οι πρόβες με την Τζέιν θα τη βοηθούσαν. Και στο μεταξύ ήλπιζε η Λάιλα να βρίσκεται σε καλύτερη διάθεση από την προηγουμένη. Η Σαρλίν προχωρούσε Προς το τροχόσπιτό της για να ντυθεί όταν είδε κάποιο βοηθό να τρέχει προς τη Λάιλα μ' ένα από τα
κινητά τηλέφωνα. «Μις Κάιλ», φώναζε ξέπνοα. «Είναι ο Μάικλ Μακλέιν!» Η Λάιλα γύρισε και πήρε το τηλέφωνο από τα χέρια του, κάνοντάς του νόημα να φύγει. Η Σαρλίν πάγωσε. Ο Μάικλ Μακλέιν τηλεφωνούσε στη Λάιλα; Τι μπορεί να την ήθελε; Η Σαρλίν πλησίασε τη Λάιλα που τώρα έπαιζε με μια μπούκλα από τα μαλλιά της. Άκουσε τη Λάιλα να λέει κάτι για μια βόλτα στους λόφους. Η Σαρλίν έπαθε σοκ. Μήπως της μιλά για τη βόλτα που κάναμε μαζί; Ή μήπως σχεδίαζε να κάνει στη Λάιλα αυτό που έκανε και σ' εμένα; Ένιωσε απαίσια. Η Λάιλα της είχε φερθεί απαίσια, αλλά ακόμη κι αυτή δεν άξιζε κάτι τέτοιο. Τι έπρεπε να κάνει η Σαρλίν σαν καλή χριστιανή; Έκανε ένα βήμα και στάθηκε μπροστά στη Λάιλα. «Με συγχωρείς μια στιγμή, Μάικλ», είπε η Λάιλα, παριστάνοντας την υπομονετική. «Ποια νομίζεις πως είσαι και κάθεσαι εκεί παρακολουθώντας τι λέω στο τηλέφωνο;» «Λάιλα, πρέπει να σου πω...» «Δεν πρέπει να μου πεις τίποτε. Ξεκουμπίσου από δω και να κοιτάς τις δουλειές σου. Πήγαινε να ετοιμαστείς για το γύρισμα και κοίτα να μην ξανακάνεις σαρδάμ όπως χτες». Η Σαρλίν προσπάθησε να ξαναμιλήσει, αλλά η Λάιλα έκανε στροφή και με το τηλέφωνο στο αυτί κατευθύνθηκε προς το τροχόσπιτο της. Το μόνο που η Σαρλίν μπορούσε ν ακούσει καθώς απομακρυνόταν, ήταν το χαμηλόφωνο γέλιο της, καθώς συνέχιζε να μιλά με τον Μάικλ. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, προσευχήθηκε. Μην τον αφήσεις ν' αναφέρει το όνομά μου στη Λάιλα. Και μην τον αφήσεις να την πληγώσει.
11 Το καλύτερο το είχε πει ο Χίτσκοκ: Όλοι οι ηθοποιοί είναι ε'να κοπάδι. Ο Άρα Σαγκάριαν το ήξερε αυτό· και στα πενήντα ένα χρόνια της καριέρας του τον είχε βοηθήσει να τα βγάλει μια χαρά πέρα μαζί τους, από την υστερική Κλοντέτ Κολμπέρ ως την ευέξαπτη Τζόαν Κρόψορντ και το δύσκολο Σον Πεν. Το μόνο πράγμα που είχαν κοινό όλοι οι πελάτες του ήταν πως όλοι ήθελα,ν αυτό που δεν μπορούσαν να έχουν! Η Λάιλα Κάιλ, ας πούμε! Τα πόστερ της υπήρχαν σε κάθε γωνιά της χώρας, οι φωτογραφίες της στα μισά γυναικεία περιοδικά και σε όλα τα αντρικά. Ολόκληρα φορτηγά με σενάρια έφταναν συνέχεια στο γραφείο του- της ζητούσαν συνεντεύξεις· είχε φτάσει ακόμη και μια πρόσκληση από το Λευκό Οίκο. Τ α πάντα, εκτός από μια πρόταση για την ταινία της Έιπριλ Άιρονς Ένα Αστέρι Γεννιέται. Και η Λάιλα ήθελε το ρόλο που δεν μπορούσε να έχει. Ο Άρα είχε κουραστεί απ' όλες αυτές τις απαιτήσεις. Βολεύτηκε με δυσκολία στον καναπέ και ζήτη®ε από τη γραμματέα του να του περάσει τη γραμμή. «Πώς είσαι, Λάιλα καλή μου;» «Μίλησες μαζί της;» του πέταξε χωρίς πολλές ευγένειες. Του τηλεφωνούσε πολλές φορές καθημερινά μ' ένα σκοπό: ν' αποσπάσει τον πολυπόθητο ρόλο. «Είναι στη Νέα Υόρκη, Λάιλα. Σου το είπα. Όταν επιστρέψει, θα μου τηλεφωνήσει. Ηρέμησε, παιδί μου». «Δεν είμαι παιδί σου! Να της τηλεφωνήσεις στη Νέα'Υόρκη. Δεν καταλαβαίνω γιατί δε σου τηλεφωνεί αφού τη ζήτησες. Υπάρχουν τηλέφωνα στη Νέα Υόρκη, Άρα. Μήπως δεν ξέρει ποιος είσαι;» Τι ήθελε τώρα, να του κάνει μαθήματα για το πώς παίζεται το παιχνίδι με τα τηλεφωνήματα; Μα αυτό το παιχνίδι ήταν δική του
εφεύρεση. Δεν άντεχε άλλο. «Λάιλα, χρυσή μου, η Έιπριλ επιστρέφει στο γραφείο της σήμερα το απόγευμα. Αν δεν μου τηλεφωνήσει ως τις τρεις, θα την πάρω εγώ. Ηρέμησε τώρα και βρες κάτι να κάνεις μέχρι να σου τηλεφωνήσω. Και καλύτερα να σκέφτεσαι την ταινία με τον Ρίκι Ντιουν. Αυτή την προτιμώ». «Δεν πιστεύω να τα κάνεις μούσκεμα επίτηδες, Άρα; Δεκάρα δε δίνω για το ποια είναι η γνώμη σου. Θέλω να δω τον Έιπριλ Άιρονς. Θέλω το ρόλο». Ο Άρα ήξερε τι πραγματικά ήθελε η Λάιλα. Ήθελε ν' αποκτήσει ό,τι είχε αποκτήσει η μητέρα της. Ακόμη και τον ίδιο. «Θα μιλήσουμε μετά τις τρεις», της είπε όσο πιο ευγενικά γινόταν και κατέβασε το ακουστικό. Ή τ α ν τέτοια η απόγνωση της Λάιλα, που ο Άρα δεν μπορούσε ούτε να χαμογελάσει. Αυτό το κορίτσι δεν μπορούσε να γίνει καλή ηθοποιός. Και ούτε το χρειαζόταν. Ή τ α ν όμορφη και τραβούσε την προσοχή. Είχε αυτό που έκανε τους ανθρώπους να θέλουν να τη βλέπουν, να μαθαίνουν όσο περισσότερα γίνεται γι' αυτήν. Ή τ α ν σαν την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να παίξει στις κατάλληλες ταινίες. «Η μις Άιρονς, κύριε Σαγκάριαν», ακούστηκε λίγο αργότερα η φωνή της μις Μπράντλεϊ. «Έιπριλ, πώς ήταν η Νέα Υόρκη;» «Αν σου πω θα κοκκινίσεις». «Θα σον το συγχωρήσω, Έιπριλ, αν δεχθείς να συναντηθούμε σήμερα. Ξέρεις γιατί, σου έδωσα μια ιδέα με το φαξ μου. Για το Ένα Αστέρι Γεννιέται. Και τη Λάιλα Κάιλ». Εκμεταλλεύτηκε την παύση για να σκουπίσει το στόμα του με το μαντίλι. Ευτυχώς, χάρη στη θεραπεία που υποβαλλόταν, είχε συνέλθει αρκετά. «Ω Άρα, λυπάμαι πολύ, αλλά ο ρόλος έχει σχεδόν δοθεί. Είδαμε την κοπέλα και είναι καλή. Ο Σαμ Σιλντς τη θέλει σαν τρελός». Ο Άρα διέκρινε τη στενοχώρια στη φωνή της. Γιατί όχι; Την είχε βοηθήσει πολύ στο παρελθόν. «Αυτό σημαίνει πως έρχομαι σε πολύ δύσκολη θέση, Έιπριλ. Φαίνεται πως η μις Κάιλ πιστεύει ότι αρκεί ένα ραντεβού μαζί σου για να της δώσεις το ρόλο. Πιστεύει ότι αυτό θα συμβεί οπωσδήποτε. Και δεν μπορώ να πω ότι διαφωνώ εντελώς μαζί
της, αφού η μητέρα της είχε παίξει τον ίδιο ρόλο». Ξανασκούπισε το στόμα του από συνήθεια, γιατί πια δεν το χρειαζόταν. «Ποια πήρες;» «Είναι αστείο, αλλά πρόκειται για τη συμπρωταγωνίστριά της, την Τζέιν Μουρ». Ο Άρα έπνιξε την κατάπληξή του, βάζοντας το μαντίλι στο στόμα του. «Και για το ρόλο του Τζέιμς Μέισον;» «Μπορεί να υπογράψει ο Μάικλ Μακλέιν». «Καταλαβαίνω τι κάνεις. Παίρνεις ένα σταρ που βρίσκεται στη δύση του και μια νεαρή που ξεκινά τώρα. Καλό κόλπο. Κι έτσι θα δείχνεις ότι έχεις δυο σταρ, ενώ θα τους πληρώνεις για έναν». «Ελπίζω να είναι έτσι». «Τότε, αφου θα πάρεις μια άγνωστη, γιατί δεν παίρνεις τη Λάιλα; Τι σημασία έχει ποια θα είναι η άγνωστη; Επιπλέον, θα είναι μεγάλη διαφήμιση να χρησιμοποιήσεις την κόρη της Τερέζα». «Άρα, χρυσέ μου, άκουσέ με. Θέλω ηθοποιό και λένε πως η Τζέιν Μουρ ξέρει να παίζει. Δε θέλουμε μια διασημότητα, Άρα, θέλουμε μια ηθοποιό». Ο Άρα αναστέναξε. «Φυσικά, έχεις απόλυτο δίκιο. Αλλά θα μπορούσες τουλάχιστον να μου κάνεις τη χάρη να συναντηθείς με τη Λάιλα; Έχει τέτοια έμμονη ιδέα που δεν μπορώ να την πείσω πως ο ρόλος δεν της ταιριάζει. Θέλω να τη συνεφέρω, αλλά δεν τα καταφέρνω μόνος μου». Δεν του άρεσε αυτό που έκανε, αλλά είχε κουραστεί πολύ. Αν δεν κατάφερνε να κλείσει στη Λάιλα ραντεβού με την παραγωγό, θα ήταν δική του η αποτυχία. Αλλά αν πήγαινε στην παραγωγό και την απέρριπταν, τότε η αποτυχία θα ήταν δική της. Ο Άρα συνήθως προσπαθούσε να προστατεύει τους ανθρώπους του από τέτοια πράγματα, αλλά τη Λάιλα δεν μπορούσε να την προστατεύσει άλλο. Ίσως της χρειαζόταν να την απορρίψουν, να την ταπεινώσουν. Και ίσως ο ίδιος να είχε γεράσει και να είχε κουραστεί πολύ για να τη φέρει βόλτα μόνος του. Η Έιπριλ δεν ήταν κουτή, το ήξερε το παιχνίδι. «Άρα, να χαρείς, μη μου το ζητάς αυτό. Ό χ ι πως έχω πρόβλημα να παίξω την κακιά αρκούδα, αλλά αυτό τον καιρό είμαι μέχρι το λαιμό». «Τότε θα πρέπει να σου φρεσκάρω τη μνήμη, Έιπριλ. Μήπως θυμάσαι πώς σ' έβγαλα από τη δύσκολη θέση όταν είχες προ-
βλήματα με τον Σταλόνε; Εγώ σου βρήκα τρόπο να πάρεις τον Νιούμαν και τον Ρέντφορντ μαζί. Και τότε...» «Εντάξει, γερο-μπάσταρδε», γέλασε η Έιπριλ. «Δώσε μου το τηλέφωνο της». *
*
*
Ο Άρα Σαγκάριαν δεν ήταν ο μόνος ατζέντης στο Χόλιγουντ που περνούσε μια άσχημη εβδομάδα. Σε άθλια κατάσταση βρισκόταν και ο Σάι Όρτις. Ο Μάικλ Μακλέιν ήταν ένα αγκάθι στα πλευρά του. Ο Μάικλ ήταν για τον Σάι ένας Κινέζος βασανιστής. Τώρα ο Σάι έτρωγε ψητό με σαλάτα και ο Μάικλ οσομπούκο. Είχε κάποια προβλήματα στο να το κόψει, αλλά τώρα είχε φθάσει στο κόκαλο. «Μη μου ξαναμιλήσεις για τον Ρίκι Ντιουν. Για όνομα του Θεού, Σάι, με τίνος το μέρος είσαι; Για μένα δουλεύεις, έτσι δεν είναι; Ξέχνα, λοιπόν, τον Ρίκι Ντιουν και άκουσέ με. Δεν πρόκειται να κάνω αυτή την ταινία αν δεν μπει το όνομά μου πρώτο, ίσως ούτε και τότε. Μήπως θέλεις να σου το πω στα ισπανικά για να το καταλάβεις;» Δεν ήταν η πρώτη φορά που καβγάδιζε με τον Μακλέιν για ένα ρόλο. Στην πραγματικότητα, αυτό συνέβαινε πάντα. Ο Σάι έκανε μια νέα πρόταση στον Μάικλ και πάντα — μα πάντα — εκείνος απαντούσε αρνητικά. Και ο Σάι έπρεπε πάντα να του εξηγεί. Γιατί έπρεπε να το κάνει. Γιατί ήταν σωστό για την καριέρα του. Και·τελικά ο Μάικλ συμφωνούσε —πάντα απρόθυμα. Και το χειρότερο —αυτό που έκανε τον Σάι έξω φρενών— ήταν που ο Μάικλ τελικά παρίστανε πως δική του ήταν η απόφαση. Τις περισσότερες φορές δεν τον ένοιαζε τον Σάι. Αρκεί να έπαιρνε τα λεφτά του. Αλλά τώρα δε σκόπευε να υποστεί την ίδια ταλαιπωρία. Και γιατί να το κάνει; Βρισκόταν στην κορυφή. Και τι τον ένοιαζε που ο Μάικλ Μακλέιν υπήρξε ο πρώτος σταρ που είχε αναλάβει; Τώρα είχε τις δικές του χρυσοφόρες αγελάδες. Τα δύο κορίτσια από το Τρεις για το Δρόμο θα τον βοηθούσαν να γίνει ακόμη πιο ανεξάρτητος.
«Τώρα που κανονίσαμε αυτό το θέμα, να σου πω και τα καλά νέα. Σκέφτομαι να παίξω στο Ένα Αστέρι Γεννιέται, είπε ο Μάικλ. «Το χρηματοδοτεί η Έιπριλ και έχει ένα σπουδαίο, καινούριο σκηνοθέτη». Τι στο διάβολο γινόταν μ' αυτή την ταινία; Πρώτα η Τζέιν Μουρ, τώρα ο Μάικλ. Μήπως το έκανε αυτό η Έιπριλ για να του σπάσει τα νεύρα; Το ήξερε ο Μάικλ πως η Τζέιν είχε δείξει ενδιαφέρον; «Και αυτή είναι η τελική σου απόφαση;» ρώτησε ο Σάι. «Άσχετα από το τι πιστεύω, θα το κάνεις; Με εκπλήσσεις». «Σε εκπλήσσω;» «Βλέπω ότι δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου». «Μα τι θέλεις να πεις;» «Είχαμε βάλει ένα στοίχημα. Ότι θα πηδούσες και τις τρεις από το Τρεις για το Δρόμο». «Ναι;» «Λοιπόν;» «Τι θέλεις να πεις δηλαδή;» Ο Μάικλ ήξερε πως ήταν επικίνδυνο να πει ψέματα, αλλά και δε σκόπευε να του πει όλη την αλήθεια. Δεν τα είχε καταφέρει με τη Λάιλα. Τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Είχε προσπαθήσει να τη φιλήσει κι εκείνη είχε βάλει τα γέλια. Δεν ήθελε ούτε να θυμάται το αηδιασμένο πρόσωπο της Λάιλα Κάιλ. Και οπωσδήποτε δεν είχε καμιά διάθεση να το συζητήσει με τον Σάι. «Λοιπόν, τις πήδηξες και τις τρεις;» «Θέλεις φωτογραφίες;» Ο Σάι κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο Μάικλ έβγαλε τις φωτογραφίες. «Θεέ μου! Είναι φυσική ξανθιά», είπε ο Σάι κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της Σαρλίν. Ο Μάικλ πέταξε μερικές ακόμη φωτογραφίες στο τραπέζι. Ξανάρχισε να τρώει, ενώ ο Σάι κοίταζε λαίμαργα τις φωτογραφίες. Ο Μάικλ ήξερε πως ο Σάι είχε μια Μεξικάνα σύζυγο, αλλά δεν την παρουσίαζε ποτέ. «Τι έκανες με την Τζέιν Μουρ;» «Δεν έχω φωτογραφίες, αλλά βιντεοταινία». «Βιντεοταινία;» γέλασε ο Σάι. «Πρέπει να τη δω». «Ξέρεις, Σάι, δε μου φαίνεται πολύ σωστό αυτό. Δεν ταιριάζει σ έναν τζέντλεμαν».
«Βλακείες! Πήδηξες και τη Λάιλα Κάιλ;» Θα του αποσπούσε την προσοχή μ' ένα αστείο. Άρχισε να του αραδιάζει ανέκδοτα. «Μάικλ, τη Λάιλα Κάιλ την πήδηξες;» «Ξέχασέ το, Σάι». «Επομένως, δεν κατάφερες να την πηδήξεις! Λες να τα κατάφερε ο Μάρτι;» «Δεν είπα ότι δεν τα κατάφερα, ούτε ότι δε θα μπορούσα. Είπα ότι δε θέλω να το συζητήσω. Νομίζω ότι πρέπει να ξεχάσουμε το στοίχημα». Για μια στιγμή, ο Σάι έμεινε να τον κοιτάζει. Ο Μάικλ προσπαθούσε να φανεί ανώτερος του ηθικά, τον κοιτούσε όπως είχε κοιτάξει τον Ροντ Στάιγκερ στη Διαφθορά. Ακριβώς το ίδιο βλέμμα, η ίδια συγκέντρωση, έπαιζε τέλεια· Ο Σάι έσκασε στα γέλια. «Πολύ καλό, Μάικλ. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως είχες δαγκώσει κι εσύ τη λαμαρίνα μαζί της, όπως ο Μάρτι. Αλλά ούτε τη λαμαρίνα δάγκωσες, ούτε τη Λάιλα πήδηξες. Σταμάτα, λοιπόν, να μου κάνεις επίδειξη όσων έμαθες στο Άκτορς Στούντιο. Μα τι είναι τελικά αυτή η σκύλα; Επαγγελματίας παρθένα ή κάτι άλλο; Και το έχω ελέγξει. Δεν έχει πάει με κανέναν άλλον, ούτε με τον Ρίκι Ντιουν. Και μια και τον ανέφερα, νομίζω ότι μου χρωστάς μια συνάντηση μαζί του». «Σάι, είπα πως θέλω να τελειώνουμε με το στοίχημα. Είναι...» «Αυτό δε γίνεται. Το στοίχημα το έχασες. Μου είχες πει πως ή θα κοιμόσουν και με τις τρεις ή θα δεχόσουν τους όρους μου για την ταινία με τον Ντιουν». Ο Μάικλ δεν τα σήκωνε κάτι τέτοια. «Τις πήδηξα και τις τρεις!» γρύλισε. «Το απόγευμα θα σου στείλω το βίντεο και τις άλλες φωτογραφίες. Και τώρα μου χρωστάς εσύ μια συνάντηση. Και το όνομά μου πρώτο, Σάι. Αν δεν μπορείς, σε παρατάω και πάω στον Μάικ Όβιτς».
Ο Σάι επέστρεψε εξοργισμένος στο γραφείο του. Αν όσα είχε πει ο Μάικλ ήταν αλήθεια, έπρεπε να πείσει τον Ντιουν ν' αλλάξει τη σειρά των ονομάτων. Κι αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο! Έπιασε
το σπρέι του. Ή τ α ν ατζέντης του Ντιουν, αλλά κι αυτός δεν ήταν ηλίθιος. Πώς θα τον έπειθε να δεχθεί κάτι τέτοιο; Ό π ω ς κάθε φορά που ένιωθε παγιδευμένος, ο Σάι άρχισε να σκέφτεται πώς θα κερδίσει περισσότερα χρήματα από τις υπόλοιπες δουλειές του. Είχε για πελάτισσες τις δΰο πιο καυτές νέες σταρ μετά την Τζούλια Ρόμπερτς, αλλά ήξερε πως δεν μπορούσε ν' αναγκάσει την Τζέιν Μουρ να κάνει κι άλλα διαφημιστικά. Θα έπαιζε στο Ένα Αστέρι Γεννιέται, αλλά απ' αυτό δε θα έβγαινε χρήμα. Η Έιπριλ ήταν τσιγκούνα κι έξυπνη. Του έμενε η Σαρλίν. Τουλάχιστον αυτή ήταν εύκολη. Έπρεπε να την πιέσει να υπογράψει το συμβόλαιο για το δίσκο. Ο Χαλ Κινγκ επέμενε. Μόνο το πρόσωπο της θα πουλούσε μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Δεν μπορούσε να τραγουδήσει; Και λοιπόν; Ακόμη κι αν γάβγιζε, θα τη λάτρευαν. Και ο Χαλ Κινγκ του είχε υποσχεθεί εβδομήντα χιλιάδες δολάρια μετρητά, αν ίου πήγαινε τη μικρή στο στούντιο. Είκοσι φορές είχε κάνει ο Σάι αυτή τη συζήτηση με τη Σαρλίν. Αυτή τη φορά έπρεπε να την πείσει. «Εμπρός, Ντιν; Μπορώ να μιλήσω με τη Σαρλίν;» Ο τύπος ήταν πιο αργόστροφος και από τη Σαρλίν. Τι τον είχε; Φίλο; Σύζυγο; Ευτυχώς που δεν τον εμφάνιζε πουθενά. Το ότι είχαν βρει ο ένας τον άλλο, αποτελούσε την απόδειξη πως υπάρχει Θεός. «Γεια σου, Σαρλίν. Εδώ Σάι Όρτις. Με συγχωρείς που σ' ενοχλώ, αλλά πρέπει να τελειώνουμε μ' εκείνο το δίσκο». «Μα...» «Λοιπόν, θα τους τηλεφωνήσω να τους πω ότι θα πάμε σε κάνα δυο μέρες». «Δυο μέρες; Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω, κύριε Όρτις. Θέλω να πω ότι δεν έχω κάνει αρκετά μαθήματα και...» «Άκου, Σαρλίν, είμαι σίγουρος πως θα τα πας μια χαρά. Τα καταφέρνεις τόσο καλά στην τηλεόραση που είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα συμβεί και με το δίσκο». «Δεν ξέρω», μουρμούρισε η Σαρλίν. «Άκουσε», είπε ο Σάι. «Έλα στο στούντιο και προσπάθησε. Αν τελικά δε σου αρέσει, τα παρατάς». «Όχι, δε νομίζω...»
Ο Σάι έψαχνε στο γραφείο του. «Πού διάβολο είναι το σπρέι μου;» «Κΰριε Όρτις, είστε καλά; Δε θέλω να σας αναστατώσω, κΰριε Όρτις. Αν νομίζετε άτι όλα θα πάνε καλά, λέω να το κάνω. Μόνο που είμαι συνέχεια κουρασμένη και...» Ο Σάι πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Σπουδαία, Σαρλίν. Θα με ευγνωμονείς πηγαίνοντας στην τράπεζα». «Στην τράπεζα; Δεν μπορώ να πάω τώρα, κΰριε Όρτις. Είναι περασμένες πέντε». Ο Σάι γέλασε. «Μην ανησυχείς γι' αυτό, θα σε δω σε δυο μέρες». Ο Σάι έκλεισε το τηλέφωνο και ακούμπησε πίσω στη δερμάτινη πολυθρόνα του, ανεβάζοντας τα πόδια του στην άκρη του γραφείου. Αυτό σήμαινε εβδομήντα χιλιάδες δολάρια στη σακοΰλα. Κΰριε των δυνάμεων, αν έπρεπε να παθαίνει μια κρίση άσθματος κάθε φορά που χρειαζόταν να πείσει έναν πελάτη, θα δοκίμαζε το κόλπο και με τον Μάικλ Μακλέιν.
12 Η Τζέιν είχε κρατήσει την υπόσχεσή της. Τώρα, μετά από μια ώρα πρόβας, η Σαρλίν ένιωθε μεγαλύτερη σιγουριά. «Με βοηθά πολύ αυτό», είπε χαρούμενη. «Σ' ευχαριστώ, Τζέιν». Βρίσκονταν στο σπίτι της Τζέιν. Και η Τζέιν είχε παρατηρήσει πως είχαν ένα κοινό σημείο. Όπως και η ίδια, η Σαρλίν δεν έκανε ποτέ ερωτήσεις για το παρελθόν της ή την ιδιωτική της ζωή. Αλλά τώρα που η πρόβα είχε τελειώσει, η Σαρλίν έδειχνε να θέλει κουβεντούλα. Τεντώθηκε, τίναξε τα εκπληκτικά μαλλιά της και προχώρησε προς το τζάκι. «Θυμάσαι που μου είπες τις προάλλες πως πρέπει να είμαι προσεκτική;» «Ναι».
«Λοιπόν, δε νομίζω πως ήμουν προσεκτική». Η Τζέιν χαμογέλασε. «Αν δεν έκανες έρωτα με κανέναν παντρεμένο, δε νομίζω πως θα μπεις πρώτη σελίδα στο Ινκονάιαρ ή στο Ινψόρμψ». «Ο Μάικλ Μακλέιν δεν είναι παντρεμένος, ε;» Η αναφορά του ονόματος του Μάικλ έκανε την Τζέιν να νιώσει σαν να είχε φάει χαστούκι. Πού ξέρει η Σαρλίν για το δεσμό μου με τον Μάικλ; Είχαν δημοσιευτεί στις εφημερίδες οι φωτογραφίες από τη μοναδική τους έξοδο; Μήπως κουβέντιαζε το όνομά της στην πόλη; Και, το σπουδαιότερο, μήπως είχε μιλήσει για τις ουλές της; Τρομαγμένη και σοκαρισμένη, η Τζέιν κοίταζε εξεταστικά τη Σαρλίν. «Σε πήδηξε κι εσένα;» ρώτησε η Σαρλίν. «Ω, με συγχωρείς», πρόσθεσε κοκκινίζοντας. «Συνήθως δε χρησιμοποιώ τέτοιες εκφράσεις. Απλώς ένιωσα έκπληξη». Η Τζέιν δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά της. «Κοιμήθηκες με τον Μάικλ Μακλέιν;» Η Σαρλίν κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Πότε;» ρώτησε η Τζέιν. «Δεν πάει πολύς καιρός. Μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να βγούμε. Στις εννιά το βράδυ. Εγώ δεν έφαγα, ήπια λίγο καφέ. Και ήταν πολύ καλός μαζί μου. Δεν έπρεπε να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά ήταν τόσο ευγενικός κι έδειχνε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για μένα. Με άκουγε και μου έδωσε μερικές καλές συμβουλές». Αυτό είναι χαρακτηριστικό του Μάικλ, παραδέχθηκε η Τζέιν. Το στομάχι της ανακατευόταν. «Αρχισες, λοιπόν, να βγαίνεις μαζί του;» «Όχι, μόνο εκείνη τη φορά. Και τότε...» Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Με πήγε με το αυτοκίνητο στους λόφους και ήπιαμε σαμπάνια και... Το άλλο πρωί δε μου ξανατηλεφώνησε». Η Τζέιν είχε πάθει σύγχυση. Είχε κοιμηθεί με τη Σαρλίν ακριβώς τότε που τη συνόδεψε στο πάρτι της Έιπριλ; Εδώ που τα λέμε, ποτέ του δεν ισχυρίστηκε πως είναι παρθένος, είπε στον εαυτό της. Ούτε πως έβγαινε μόνο μαζί της. Βγήκε με τη Σαρλίν κι έκανε μαζί της έρωτα μια φορά. Και τι έγινε;
«Μου έδωσε αυτό», είπε ντροπαλά η Σαρλίν και της έδειξε το κολιέ στο λαιμό της. Ξαφνικά άρχισε να κλαίει. «Δεν ήταν σωστό αυτό που κάναμε. Δεν ήταν σωστό», είπε. Και της διηγήθηκε πώς έγιναν τα πράγματα. Η Τζέιν δεν το πίστευε! Αυτός ήταν ο άντρας που έδειξε τόσο ανεκτικός με τις ατέλειές της; Μέθυσε τη Σαρλίν και τη βίασε παρά τη Θέλησή της; Δύσκολο να πιστέψει πως ο Μάικλ, αυτός ο ευγενικός εραστής, ήταν ικανός για κάτι τέτοιο. Αλλά η Τζέιν για ένα πράγμα ήταν σίγουρη: η Σαρλίν ήταν ανίκανη να πει ψέματα. «Πήρα ό,τι μου άξιζε»., είπε η Σαρλίν. «Δεν ήμουν αρκετά έξυπνη γι' αυτόν. Εσύ του αρέσεις, ε; Και σ' αρέσει κι εσένα». «Μου άρεσε. Αλλά οΰτε εγώ του αρέσω, Σαρλίν. Όμως δε με βίασε. Και δεν έφταιγες εσΰ για ό,τι έγινε». Μα πώς μπορούσε αυτή, η Τζέιν, να φανεί τόσο ηλίθια; Φαίνεται ότι με όλες το ίδιο κάνει. Οι συμβουλές, το κολιέ... Κι εσύ που νόμιζες πως ήσουν κάτι το ξεχωριστό! Κοίταξε τη Σαρλίν. Έλεγε την αλήθεια. Φτωχό παιδί! Η Τζέιν μπορούσε να της πει την αλήθεια, αλλά όχι όλη την αλήθεια. Δεν μπορούσε να της πει πως ο δεσμός συνεχιζόταν. «Κοιμήθηκα μαζί του», παραδέχθηκε. «Όχι πως κοιμηθήκαμε και πολύ». «Σου άρεσε;» Η Τζέιν ένιωσε έκπληξη μ' αυτή την τόσο ωμή ερώτηση. «Περισσότερο μου άρεσε η ιδέα πως ο διάσημος Μάικλ Μακλέιν έκανε όλ' αυτά τα πράγματα μαζί-μου. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι το ευχαριστήθηκα. Πάντα είχα την αίσθηση πως έπαιρνα μέρος σε μια σκηνοθεσία. Σαν να τα είχε ξανακάνει όλ' αυτά εκατοντάδες φορές, σαν να έκανε πρόβα. Έκανε όλες τις σωστές κινήσεις, αλλά δεν μπορούσα να τον νιώσω». «Τζέιν, δεν είναι δική μου δουλειά αυτό, αλλά πρέπει να σου πω ότι ο Μάικλ Μακλέιν τηλεφώνησε χτες στη Λάιλα». «Στη Λάιλα;» «Θυμάσαι που είπε στον Μάρτι πως είχε ένα ραντεβού; Νομίζω πως ήταν μαζί του». «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε η Τζέιν κοφτά. Το στομάχι της είχε ανακατευτεί.
H Σαρλίν της εξήγησε πως είχε ακούσει το τηλεφώνημα. Η Τζέιν δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τι παιχνίδι έπαιζε ο Μάικλ; «Άκσυσέ με, Σαρλίν. Μην κάνεις συζήτηση πουθενά. Πολλά πράγματα άλλαξαν ξαφνικά στη ζωή μας. Τ η μια μέρα ήμαστε οι Σταχτοπούτες και την άλλη οι βασίλισσες. Και δεν μπορείς πάντα να ξέρεις ποιος είναι ο πρίγκιπας και ποιος ο βάτραχος». Ο βάτραχος ήταν ο Μάικλ. «Όλα αυτά ήταν υπερβολικά για μας. Παρασυρθήκαμε. Πρέπει να συγχωρήσουμε τους εαυτοΰς μας και να υποσχεθούμε η μία στην άλλη πως δε θα ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο». «Αλήθεια; Το εννοείς; Σύμφωνοι», είπε κι έσφιξαν τα χέρια. «Ξέρεις, ο Σάι Όρτις θέλει να γυρίσω δίσκο». «Δεν το ήξερα ότι τραγουδάς». «Δεν τραγουδάω. Αλλά ο Σάι λέει πως θα βγουν πολλά χρήματα. Τι λες, να το κάνω;» «Σαρλίν, δεν ξέρω. Αν το θέλεις, κάν' το. Ο Σάι Όρτις δε θέλει να κάνω ένα δοκιμαστικό αύριο, αλλά εγώ θα πάω». «Τι καλά! Έχεις αγωνία;» «Λίγο. Δηλαδή πολύ!» Βγήκαν έξω μαζί και κατευθύνθηκαν προς τα αυτοκίνητά τους. Πριν χωριστούν, αγκαλιάστηκαν. Αλλά καθώς η Σαρλίν έμπαινε στο αυτοκίνητο της, η Τζέιν κάτι σκέφτηκε. «Πώς βρήκε τον αριθμό του τηλεφώνου σου ο Μάικλ;» ρώτησε. «Του το έδωσε ο κύριος Όρτις». Η Τζέιν έμεινε ακίνητη. Ο Σάι είχε κανονίσει και το ραντεβού ανάμεσα στην ίδια και τον Μάικλ. * * *
Η Σαρλίν και ο Ντιν μπήκαν στο πάρκινγκ του στούντιο. Πριν η λιμουζίνα σταματήσει, μια νεαρή γυναίκα άνοιξε την πίσω πόρτα. «Μις Σμιθ, είμαι τόσο χαρούμενη που σας συναντώ επιτέλους», είπε και της έτεινε το δεξί χέρι. «Είναι μεγάλη τιμή. Με λένε Σάντρα και θα είμαι η προσωπική σας βοηθός για όσο θα δουλεύετε εδώ στο στούντιο. Και θα κάνω τα πάντα για να νιώσετε άνετα».
Έφτασε και ο Σάι Όρτις, που την ε'πιασε από το μπράτσο και τη συνόδεψε στις σκάλες. Το καουμπόικο καπέλο που της είχε δώσει την ενοχλούσε, αλλά ο Σάι επέμενε να το φορά. Ένιωθε άνετα με το τζιν και την μπλούζα δεμένη κάτω από το στήθος, αλλά το καπέλο... Θυμήθηκε όσα της είχε πει η Τζέιν, το έβγαλε και το κράτησε στο χέρι. Στο κάτω κάτω δεν το φορούσε όταν ζούσε στο Τέξας, γιατί να το κάνει τώρα; Την ενοχλούσαν και οι μπότες, αλλά προσπαθούσε να μην το σκέφτεται. Ο Σάι είχε επιμείνει στην όλη αμφίεση, πίστευε πως ο Χαλ Κινγκ θα ένιωθε καλύτερα αν του έδειχνε την τεξανική πλευρά της. Η Σαρλίν ένιωθε κάπως δυσάρεστα που είχε φέρει μαζί της τον Ντιν, αλλά δεν μπορούσε να τον αφήνει συνέχεια στο σπίτι, δεν ήταν σωστό. Η γυάλινη πόρτα άνοιξε και βρέθηκαν μπροστά σ' έναν άντρα στρογγυλό σαν βαρέλι. «Γεια σου, κοπέλα μου, θέλω να σε γνωρίσω από την πρώτη μέρα που σε είδα στην τηλεόραση. Με λένε Χαλ Κινγκ», είπε και άπλωσε μια χερούκλα που η Σαρλίν έπιασε και άφησε αμέσως. «Κι εσύ πρέπει να είσαι ο Ντιν, ο φίλος της Σαρλίν. Οι φίλοι της Σαρλίν είναι και δικοί μου φίλοι», είπε κι έσφιξε ζωηρά το χέρι του Ντιν. Ο Σάι Όρτις δεν είχε όρεξη να περιμένει. «ΜΗορεί να φρεσκαριστεί κάπου; Τ ο ταξίδι ήταν μεγάλο». Ο Χαλ τινάχτηκε και ξανάνοιξε τις πόρτες. «Μα και βέβαια. Σάντρα, οδήγησε τη μις Σμιθ στη μεγάλη σουίτα και φρόντισε να έχει ό,τι χρειάζεται. Κέρτις...» Στράφηκε σ' ένα νεαρό, «...γιατί δεν κάνεις μια ξενάγηση στα πέριξ τον Ντιν;» Ό τ α ν έφτασε στη σουίτα, η Σαρλίν κάθισε κάτω και τράβηξε τις μπότες της. Είχαν μείνει μόνοι με τον Όρτις. «Τα πόδια μου έχουν να με πονέσουν έτσι από τότε που πήγαινα ξυπόλυτη στο σχολείο. Μη μου ξαναπείς να τις φορέσω, γιατί δε θα γυρίσω το δίσκο». Άρχισε να κάνει μασάζ στα πόδια της. Γιατί είχε δεχτεί; Ή τ α ν σίγουρη πως δεν μπορούσε να τραγουδήσει παρ' όλα τα μαθήματα. Ποτέ της δεν μπορούσε να τραγουδήσει· στο σχολείο τα παιδιά γελούσαν μαζί της. «Δεν έχεις παρά να επαναλάβεις ό,τι έκανες σ' εκείνη τη σκηνή που είχε χαλάσει η μοτοσικλέτα σου και ο Μάρτι σου είπε να σιγοτραγουδάς καθώς θα τη φτιάχνεις».
«Μα αυτό δεν ήταν κανονικό τραγούδι». «Ναι, αλλά οι τεχνικοί ξετρελάθηκαν με τη φωνή σου. Τότε μου ήρθε η ιδέα να σε βάλω να γυρίσεις δίσκο». Η Σαρλίν τον κοίταξε με αμφιβολία. Λέξη δεν είχαν πει οι τεχνικοί εκείνη τη μέρα.
Όταν εκείνο το βράδυ γύρισαν στο σπίτι με τον Ντιν, η Σαρλίν ήταν πραγματικά εξουθενωμένη. Ό λ η μέρα είχε προσπαθήσει να τραγουδήσει, αλλά ήξερε πως η φωνή της ήταν απαίσια. Ετοιμαζόταν να πέσει στον καναπέ, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν — ούτε με την Τζέιν. «Σαρλίν, μπορείς να το σηκώσεις; Πρέπει να βγάλω τα σκυλιά βόλτα», της φώναξε ο Ντιν. «Καλά. Ελπίζω να μην είναι κανένας από τους συνηθισμένους ενοχλητικούς». Σήκωσε το ακουστικό. «Εμπρός», είπε. «Γεια σου, κορίτσι μου. Πώς είναι η κούκλα μου;» «Ντόουμπ;» «Ο ένας και μοναδικός, κοπέλα μου. Ο Ντόουμπ Σάμιουελς ολοζώντανος. Πώς τα πάτε εσύ και ο Ντιν;» «Ντόουμπ, Ντόουμπ! Δεν το πιστεύω. Πού είσαι; Πώς με βρήκες;» Η Σαρλίν ήταν καταχαρούμενη. «Έχουμε μετακομίσει. Και ο αριθμός μας είναι απόρρητος». «Έχω τους τρόπους μου, έπρεπε να το ξέρεις πια αυτό». «Μπορείς να έρθεις;» Γέλασε. «Όχι τώρα. Είμαι στο Όρεγκον», «Τι κάνεις εκεί πέρα;» Ήθελε να του ζητήσει να έρθει στο Λος Άντζελες. Θεέ μου, της έκανε τόσο καλό ν' ακούει τη φωνή του! «Έχω μια δουλειά. Αλλά ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη». Αυτό ήταν. Η καλή της διάθεση έφυγε απότομα όπως είχε έρθει. Έπρεπε να το ξέρει. Πάντα έτσι γινόταν από τότε που άρχισε το σόου. Όλοι ήθελαν κάτι. Και πολύ λίγόι σκέφτονταν πως είχε κι αυτή ανάγκες. Είχε απογοητευτεί, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη. Στο κάτω κάτω, αν υπήρχε κάποιος που του χρωστούσε μια χάρη, αυτός σίγουρα ήταν ο Ντόουμπ Σάμιουελς. Θα χαιρό-
ταν να τον βοηθήσει, αλλά, πριν προλάβει να του το πει, ο Ντόουμπ ξαναμίλησε. «Γίνεται μια δημοπρασία στο δημαρχείο του Λος Άντζελες. Θέλω να πας εκεί και να χτυπήσεις κάτι. Θα σου πληρώσω όλα τα έξοδα. Αλλά δε θα προσφέρεις πάνω από εβδομήντα πέντε δολάρια. Θα ποντάρεις στον αριθμό 604. Είναι πολύ σημαντικό». «Για τι πρόκειται, Ντόουμπ;» τον ρώτησε καθώς κρατούσε σημειώσεις. «Δεν πιστεύω να είναι κάτι ύποπτο;» «Όχι, είναι καθαρή δουλειά, σου δίνω το λόγο μου». Μετά της έδωσε το τηλέφωνο του για να τον ενημερώσει όταν θα τελείωνε. «Εντάξει, Ντόουμπ, θα το κανονίσω», αναστέναξε. «Πότε θα σε δούμε;» «Θα έρθω να σας δω τον άλλο μήνα. Θα βγούμε έξω οι τρεις μας και θα μου διηγηθείς πώς είναι να είσαι μια πλούσια σταρ του Χόλιγουντ». «Ντόουμπ, δεν είναι καλά. Νιώθω μεγάλη μοναξιά». Άρχισε να κλαίει. «Α, κοίτα να δεις. Σε προειδοποίησα, Σαρλίν. Δεν είναι εύκολο να είσαι όμορφη, ειδικά αν'είσαι και όμορφη και πλούσια. Αλλά τώρα σκούπισε τα δάκρυά σου. Ο Ντόουμπ θα είναι εκεί τον άλλο μήνα και θα σας φροντίσει και τους δυο». «Ντόουμπ, μου λείπεις», είπε ψιθυριστά και δεν ήταν σίγουρη πως την άκουσε πριν κλείσει το τηλέφωνο.
13 Λίγο οίκτο για τη φτωχή συγγραφέα. Για μένα, τη Λόρα Ρίτσι. Γιατί είσαι καλή όσο καλό είναι το τελευταίο σον σκανδαλοθηρικό βιβλίο. Και δεν ντιάρχουν και τόσα πολλά σκάνδαλα γύρω. Καλά, αυτό μπορεί να μην είναι αλήθεια: υπάρχουν ένα σωρό μέσον βεληνεκούς, μεσοαστικά σκάνδαλα, αλλά όχι αρκετά για να γράψει κανείς ένα μπεστ σέλερ. Μείναμε, λοιπόν, με τα σκάνδαλα των θρύλων ή με τους θρύλους των σκανδάλων. Εγώ και η
Κίτι Λίτερ — αγατιψέ αναγνώστη, ξέρεις ποια εννοώ— καλύψαμε αυτό το μέτωπο. Μετά τα βιβλία της για τον Φρανκ Σινάτρα και τη Νάνσι κι εκείνη τη φτωχή προβληματική βρετανική οικογένεια και τα δικά μου για τη Χριστίνα Ωνάση και τη Σερ, δεν έμειναν και πολλά για να γράψει κανείς. Έτσι, έψαχνα για ένα καινούριο θέμα. Γιατί, ηώς να το κάνουμε, όταν πρόκειται για κουτσομπολιά, ο κόσμος θέλει το καλύτερο. Κι ακόμη και τότε τα ξεχνούν γρήγορα, εκτός κι αν πρόκειται για διάσημα πρόσωπα. Και μ' όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ κι εκεί, τίποτε δε σοκάρει πια. Κοιτάξτε τι κάνει η καημένη η Μαντόνα. Αναγκάστηκε να φωτογραφίσει τον εαυτό της κάνοντας έρωτα μ' ένα σκύλο για να διατηρήσει ζωηρό το ενδιαφέρον του κοινού. Ο εκδότης μου με πίεζε. Προσπαθούσα να επιλέξω ανάμεσα στην ιστορία του Γούντι Άλεν και της Μία Φάροου και σε μια σκαμπρόζικη βιογραφία του Μάικλ Μακλέιν. Αλλά φοβόμουν πως ο.Γούντι είναι πολύ Νεοϋορκέζος και πολύ Εβραίος για να έχει μεγάλη απήχηση. Και ο Μάικλ κυκλοφορεί στον πλανήτη από τον κατακλυσμό του Νώε. Επιπλέον, αυτές που αγοράζουν τα σκανδαλοθηρικά βιβλία είναι οι γυναίκες. Και οι γυναίκες θέλουν να διαβάζουν για άλλες γυναίκες. Η γραμματέας μου επέμενε για την τριπλή βιογραφία των πρωταγωνιστριών του Τρεις για το Δρόμο. Αλλά, παρ' όλη τη δημοσιότητα, είχα τψ αίσθηση πως δεν είχαν άρκετά πλούσιο παρελθόν για να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο. Πού να 'ξερα! Όταν η Τζέιν άκουσε τις αποκαλύψεις της Σαρλίν σχετικά με τον Μάικλ, άρχισε να σκέφτεται τους λόγους που τον οδήγησαν να κάνει κάτι τέτοιο. Στην καλύτερη περίπτωση, ήταν ένας σεξομανής ψεύτης. Τη χειρότερη δεν ήθελε ούτε να τη σκέφτεται. Έκανε πρόβες για το τι θα του έλεγε. Ήταν εύκολο να του εκτοξεύσει κατηγορίες και βρισιές. Αλλά κάθε φορά θυμόταν πόσο ευγενικός είχε σταθεί μαζί της σχετικά με τις ουλές, αλλά και πόσα πολλά ήξερε γι' αυτήν. Αναρωτιόταν αν ήταν ασφαλές να τον κάνει εχθρό της. Με τη διαφορά πως δεν υπήρχε λόγος να θέτει τόσα ερωτήματα στον εαυτό της. Ο Μάικλ Μακλέιν δεν της ξανατηλεφώνησε. * * *
Πέρασε πάνω από μια εβδομάδα για να συνειδητοποιήσει η Τζέιν ότι ο Μάικλ την είχε παρατήσει. Της θύμιζε τη γνωστή
φράση: Δεν μπορείς να με απολύσεις, έχω παραιτηθεί! Αλλά πάντως ένιωθε πως έπρεπε να κάνει κάτι για να εξορκίσει την ανάμνηση του. Και πέταξε το κολιέ που της είχε χαρίσει, το πρώτο κόσμημα που της είχε ποτέ προσφέρει ένας άντρας. Κουνώντας το κεφάλι της αναρωτήθηκε αν του έκαναν έκπτωση επειδή αγόραζε πολλά. Αστειευόταν, αλλά είχε πληγωθεί. Δεν είχε ερωτευτεί τον Μάικλ ούτε είχαν δώσει όρκο αιώνιας πίστης. Αλλά της άρεσε και είχε πιστέψει πως και σ αυτόν άρεσε, ότι την καταλάβαινε. Είχε όμως κάνει λάθος. Επέστρεψε σπίτι της κι ετοιμάστηκε για το δοκιμαστικό. Τελικά η τηλεόραση ήταν πολύ διαφορετική από τον κινηματογράφο. Ακόμη και το μακιγιάζ, για παράδειγμα, γινόταν εντελώς διαφορετικά. Ο Μπιλ Γουγκλ, καλλιτέχνης στο είδος του, της ζωγράφισε ένα εντελώς καινούριο πρόσωπο. Και χρειάστηκε πάνω από μια ώρα για να τακτοποιηθεί το θέμα του φωτισμού. Η Τζέιν ξεφύλλιζε με νευρικότητα τα κείμενα που της είχαν δώσει. Δεν έλεγαν και πολλά πράγματα. Ή τ α ν ένας καβγάς ανάμεσα στην ίδια και τον πρωταγωνιστή. Την οδήγησαν στο πλατό και κατάπληκτη είδε πως υπήρχε ένα κρεβάτι. Έψαξε για τον Σαμ· μήπως ήθελε να τη βάλει να παίξει στο κρεβάτι; Τελικά, με την άκρη του ματιού της, τον είδε. Ντυμένος, όπως πάντα, στα μαύρα, πλησίαζε προς το μέρος της, τινάζοντας ώς συνήθως την αλογοουρά του. Τον ένιωθε να την πλησιάζει. Ένιωθε την παρουσία του να τη φορτίζει με ενέργεια. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε, δείχνοντας προς το κρεβάτι, προσπαθώντας να φαίνεται αδιάφορη. Χαμογέλασε. «Τζέιν, θα σε πείραζε να κάνω μια αλλαγή; Έχεις κάθε δικαίωμα ν' αρνηθείς. Αλλά δεν μ' αρέσουν τα κείμενα που σου έστειλα. Θα ήθελα να κάνουμε κάτι που θα μας ξεκούραζε και τους δυο. Κάτι με το οποίο είμαι εξοικειωμένος». Της έδωσε ένα άλλο κείμενο. Κοίταξε το εξώφυλλο. Τζακ και Τζιλ και ο Συμβιβασμός, έγραφε. Παρά το φωτισμό, η Τζέιν ένιωσε για μια στιγμή να σκοτεινιάζουν όλα γύρω της. «Δεν είμαι προετοιμασμένη», είπε. «Το ξέρω, είναι πολύ αυτό που σου ζητώ. Θα το κάνεις;»
Στα γρήγορα σκέφτηκε όλες τις παραμέτρους. Αν επέμενε στην άρνηση της, εκείνος θα πίστευε πως φοβάται ν' αντιμετωπίσει την πρόκληση. Ί σ ω ς και ν' αποφάσιζε πως δεν μπορούσε να δουλέψει μαζί της. Κι αν έλεγε ναι, ήταν σίγουρο πως το θέμα το ήξερε καλύτερα απ' οποιονδήποτε άλλο. Θα τον άφηνε με το στόμα ανοιχτό. Αλλά μήπως την αναγνώριζε; Θα άντεχε να παίξει το ρόλο που είχε χάσει για πάντα; «Άσε με να το σκεφτώ λίγο», του είπε. «Φυσικά», της είπε και την οδήγησε σε μια καρέκλα στη γωνία. «Με την άνεση σου. Έχω σημειώσει το μονόλογο που θα ήθελα να πεις». Περίμενε να τον δει να φεύγει, πλησιάζοντας τον καμέραμαν και τον μπούμαν. Ή τ α ν το Δεν Αγαπήθηκα Ποτέ· το είχε πει συνολικά 426 φορές. Τότε νόμιζε πως την αγαπούσε ο Σαμ. Τότε είχε τη δύναμη να πει τα λόγια της σαν πληγωμένο πουλί, αλλά τι θα έκανε τώρα; Ένιωσε τον ιδρώτα να κατεβαίνει από το λαιμό στην πλάτη της. Οι ουλές στα στήθη της άρχισαν να την τσούζουν. Οι μπογιές που της είχε βάλει ο Μπιλ είχαν αρχίσει να λιώνουν. Τι μπορούσε να κάνει; Τι θα έκανε; Ξανακοίταξε το κείμενο και τότε της ήρθε η έμπνευση. Ό χ ι παθητική, αλλά οργισμένη. Ό χ ι λυπημένη και ευάλωτη επειδή δεν είχε ποτέ αγαπηθεί, αλλά αγανακτισμένη. Θα τα κατάφερνε. Του ξανάριξε μια ματιά για να το θυμηθεί. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τον Σαμ. «Μπορώ να το κάνω», είπε. * * *
Η Τζέιν έτρεχε στον αυτοκινητόδρομο. Τα κατάφερα, σκέφτηκε! Έκανα το πρώτο μου δοκιμαστικό και τον έκανα σκόνη. Βέβαια, δεν μπορούσε να είναι σίγουρη για τίποτε. Αλλά είχε πάρει αυτόν το μονόλογο, το δικό της μονόλογο, και του είχε δώσει καινούρια ζωή. Και στη θέση της πληγωμένης κραυγής, είχε βάλει μια οργισμένη. Έπαιξε με πάθος, οργή, μίσος για την αδικία. Και στο τέλος δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της. Οι τεχνικοί είχαν χειροκροτήσει. Η Τζέιν ήταν αρκετά έμπειρη για να ξέρει πως κάτι τέτοιο συνέβαινε σπάνια. Και ο Σαμ έδειξε σαφές ενδιαφέρον να συνεργαστεί μαζί της.
Η Τζέιν ήθελε να βγει από το αυτοκίνητο, να περπατήσει. Τον παλιό καιρό θ' αποζητούσε ένα καλό γεύμα, κάποιο κέικ ή παγωτό. Αλλά τώρα έπρεπε να προσέχει τη γραμμή της. Αλλά και πάλι, μπορούσε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της. Οδήγησε το αυτοκίνητο στο υπόγειο πάρκινγκ ενός τεράστιου εμπορικού κέντρου. Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ, ένιωθε πάνω της όλα τα βλέμματα. Διάβολε, σκέφτηκε, ξέχασα τα γυαλιά μου. Θα έχω συνεχώς κατεβασμένα τα μάτια μου, σκέφτηκε. Αλλά καθώς κοίταζε μια βιτρίνα, μια νεαρή κοπέλα με τη μητέρα της έτρεξαν κοντά της. «Εσείς δεν είστε η Τζέιν Μουρ;» ρώτησε η μικρή. «Θά ήθελα ένα αυτόγραφο». Της έδωσε ένα χαρτομάντιλο κι ένα στυλό και η Τζέιν υπέγραψε βιαστικά. Πριν προλάβει να μπει στα γρήγορα στο μαγαζί, άκουσε άλλη μια φωνή. «ϊίαι σ' εμένα, μις Μουρ!» Μέσα σε λίγα λεπτά, ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί γύρω της. «Και σ εμένα! Και σ' εμένα!» άκουγε τις φωνές. «Η Τζέιν Μουρ!» φώναξε κάποιος. «Η Κάρα!» κάποιος άλλος. Το πλήθος την έσπρωχνε. Ένιωθε ν' ασφυκτιά. Έχασε την αίσθηση του χώρου. Μετά ακούστηκε μια κραυγή. Η Τζέιν προσπαθούσε να πολεμήσει τον πανικό που της έφραζε το λαιμό. Πάνω από τα κεφάλια του κόσμου είδε έναν άνθρωπο της ασφαλείας του κτιρίου ν' απωθεί τον κόσμο. Την πίεζαν με τους αγκώνες τους, με τα σώματά τους. Κάποιος της τράβηξε τα μαλλιά. Ακούγονταν υστερικές κραυγές, φώναζαν το όνομά της. Ένιωθε να πνίγεται. «Από εδώ, μις Μουρ», άκουσε το φρουρό που επιτέλους είχε φθάσει κοντά της και της άπλωνε το ΧεΡ1· «Μις Μουρ, να χαρείτε, για το κοριτσάκι μου», είπε μια γυναίκα και η Τζέιν υπέγραψε βιαστικά κι έτεινε το χαρτί αόριστα προς την πλευρά της γυναίκας. Το άρπαξε κάποια άλλη. «Είναι δικό μου, δώσ' το μου». Είδε δυο γυναίκες να παλεύουν και για πρώτη φορά άρχισε να φοβάται για την ασφάλειά της. «Δώσε μου ένα, Κάρα! Έδωσες σ' αυτή τη σκύλα, γιατί όχι και σ' εμένα;» ' «Τέρμα τα αυτόγραφα για σήμερα!» φώναξε ο φύλακας. «Άντε πηδήξου, Τζέιν!» της φώναξε μια χοντρή. «Εμείς σε φτιάξαμε, σκύλα!» Αυτό το τελευταίο την πάγωσε και δε θα
μπορούσε να κάνει βήμα, αν ο φύλακας δεν την έσπρωχνε μέσα, κλειδώνοντας την πόρτα. Την οδήγησε στο πίσω μέρος του καταστήματος. Η Τζέιν, ζαλισμένη κι έτοιμη να λιποθυμήσει, άκουσε το φύλακα να καλεί την αστυνομία. Πίσω από τις βιτρίνες, το πλήθος ούρλιαζε - θύμιζαν καρχαρίες σε ενυδρείο. «Πιείτε αυτό», της είπε μια γυναίκα με στολή, δίνοντάς της ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε μόνο και μόνο για να κάνει κάτι. Αλλά της έκανε καλό. «Τι έγινε;» ρώτησε. «Τι έγινε;» επανέλαβε ο φρουρός. «Για σας έγινε αυτό». «Δεν... δεν είχα ιδέα. Θέλω να πω, πρώτη φορά μου συνέβη». Δυο αστυνομικοί όρμησαν μέσα από την πίσω πόρτα. «Ελάτε μαζί μας, μις Μουρ. Θα σας οδηγήσουμε ως το αυτοκίνητο σας και μετά θα σας ακολουθήσουμε έως ότου μπείτε στο σπίτι σας». «Σας ευχαριστώ. Δεν έχω λόγια...» 1 «Μη μας ευχαριστείτε. Απλώς μην το ξανακάνετε. Την άλλη φορά να φέρετε μαζί και τους σωματοφύλακές σας, όπως κάνουν όλοι».
Η Τζέιν δυσκολεύτηκε πολύ να κλείσει ραντεβού με τον Τζέραλντ Λα Μπρεκ και το γεγονός αυτό της προκάλεσε κατάπληξη. Σκέφτηκε πώς είχε παρασυνηθίσει να της συμπεριφέρονται σαν σε σταρ. Τόσο ο Μάικλ Μακλέιν, όσο και το γραφείο του Μάρτι της τον είχαν συστήσει, αλλά χρειάστηκε να περάσουν δύο εβδομάδες για να κλείσει ραντεβού μαζί του και να την επισκεφτεί στο σπίτι της. Στις δυόμισι —στις δυόμισι ακριβώς— χτύπησε το κουδούνι της. Καθόλου άσχημος, σκέφτηκε καθώς άνοιγε την πόρτα. Ωραία, είπε στον εαυτό της. Τέτοια απελπισία πια; Στο μέλλον θα ψάχνω για εραστή ακόμη και μεταξύ αυτών που προσλαμβάνω. Μπορεί τα πλήθη να την κυνηγούσαν, αλλά εξακολουθούσε να νιώθει μόνη. Μόνο εκείνο το περιστατικό την έκανε να πιστεύει πως κάτι είχε αλλάξει. Και ο Σαμ δεν της είχε τηλεφωνήσει. Να την είχε αναγνωρίσει; Μήπως δεν του άρεσε το παίξιμό της; Δυο βδομάδες τώρα, τα ερωτήματα αυτά της είχαν γίνει έμμονη ιδέα.
Δεν ήταν τυχαίο που αναζητούσε λίγη αγάπη κοντά στους πιο ακατάλληλους ανθρώπους. Χαμογέλασε ευγενικά στον ντετέκτιβ. Τελικά ο Λα Μπρεκ πράγματι δεν ήταν άσχημος. Μέτριο ύψος, μελαχρινός, μ' ένα μικρό μουστακάκι. Την κοιτούσε μέσα στα μάτια —τα μάτια του είχαν ένα παράξενο γκριζωπό χρώμα που τα έκανε να δείχνουν σχεδόν άχρωμα. «Συγνώμη που καθυστέρησα να κλείσω αυτό το ραντεβού, μις Μουρ. Αλλά αυτό τον καιρό είμαστε μέχρι το λαιμό». «Δεν πειράζει», άκουσε τον εαυτό της να λέει. Της φαινόταν τόσο ωραίος, τόσο αληθινός. Θεέ μου, πότε ήταν η τελευταία φορά που μίλησε με κάποιον εκτός επαγγέλματος; Ακόμη και το παιδί που είχε για τις δουλειές, άνεργος ηθοποιός ήταν. «Λοιπόν», της είπε, καθώς καθόταν απέναντι της. «Για κάντε μου μια ενημέρωση». «Είναι απλώς ζήτημα ασφαλείας. Όταν βρίσκομαι εδώ και όταν κυκλοφορώ έξω. Ίσως να υπερβάλλω, αλλά υπήρξαν κάποια... περιστατικά, κάποια γράμματα». Τα γράμματα των καταδίκων την ανησυχούσαν περισσότερο. Μερικά ήταν σχεδόν μια χαρά, άλλα πρόστυχα, άλλα περιλάμβαναν ποιήματα. Πάντως, όταν έβλεπε τη σφραγίδα των φυλακών, ένιωθε να την πλημμυρίζει ο φόβος. Εκείνος δεν την καθησύχασε, αλλά έφερε το χέρι του στο πιγούνι. «Μήπως έχετε κρατήσει μερικά;» ρώτησε. «Τα γράμματα; Όχι. Είναι φριχτά. Γιατί να τα κρατήσω;» «Για να σωθείτε». «Να σωθώ από τι;» ρώτησε και ο φόβος της εμπλουτιζόταν με οργή. Για όνομα του Θεού! Έχασε το απόγευμά της για να δει κάποιον που θα καθησύχαζε τους φόβους της. Και τώρα αυτός προσπαθούσε να την τρομοκρατήσει ακόμη πιο πολύ; Έτσι κέρδιζε τη ζωή του; Με το να επιτείνει την παράνοια του Χόλιγουντ; «Θέλετε να πείτε πως αυτά είναι θέματα της αστυνομίας;» «Φοβάμαι πως όχι. Αυτοί ενδιαφέρονται μόνο όταν συμβεί κάτι. Η πρόληψη είναι δική μου δουλειά». «Μα αυτά τα γράμματα είναι γελοία». «Δεν ξέρω, διότι δεν τα έχω διαβάσει. Και πιθανόν τα περισσότερα από αυτά να είναι γελοία. Αλλά υπάρχουν κι εκείνα που
μαρτυρούν ενδεχόμενη παρανοϊκή συμπεριφορά. Εμείς τα κρατάμε στα αρχεία μας, τα περνάμε στους κομπιούτερ και κάνουμε έρευνες. Είναι σημαντικό να μην πετάτε τα γράμματα». «Παίρνω πολλά από κρατουμένους. Με τρομάζουν», παραδέχθηκε τελικά. «Αυτοί είναι πίσω από τα κάγκελα. Οι άλλοι με ανησυχούν. Περιπτώσεις σαν τη δολοφονία της Τζένι Λόγκαν μέσα στο σαλόνι της. Δεν έχει εξιχνιαστεί ακόμη αυτό το έγκλημα και δεν ήταν πελάτισσά μου». Έριξε μια ματιά γύρω του. «Αν μου επιτρέπετε, αδιαφορείτε εντελώς για την ασφάλειά σας. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να μπει εδώ μέσα. Και βέβαια εσείς δεν είστε σε θέση να τους σταματήσετε. Είναι δικό σας το σπίτι;» «Όχι». «Ωραία. Διότι δεν μπορούμε να το ασφαλίσουμε. Αυτό το μέρος το φωνάζουν Ελβετικές Αλπεις. Πολλές αδερφές. Δεν έχω τίποτε εναντίον τους, αλλά συνήθως προκαλούν τους υπόπτους». «Και τι πρέπει να κάνω;» «Να μετακομίσετε. Ν' αγοράσετε ένα σπίτι. Προηγουμένως θα εξετάσουμε κάθε γωνιά του καινούριου σπιτιού. Πρέπει οπωσδήποτε να φύγετε από εδώ». «Μα μόλις το νοίκιασα!» «Μις Μουρ, εδώ συζητάμε για ζητήματα ζωής και θανάτου! Ακούσατε ποτέ να μιλούν για τον Ρόμπερτ Μπάρντο;» «Όχι». «Χτύπησε την πόρτα της Ρεμπέκα Σάφερ, που ζούσε σ' ένα μέρος σαν κι αυτό. Ούτε τον ήξερε ούτε τον είχε ξαναδεί. Του άνοιξε την πόρτα και του έδωσε ένα αυτόγραφο. Ή τ α ν ευγενική, ευχάριστη μαζί του. Αλλά αυτό δε στάθηκε αρκετό. Επέστρεψε και τη σκότωσε». Η Τζέιν ανατρίχιασε. «Θα κάνω ό,τι μου πείτε». «Για να ξεκινήσουμε, θα χρειαστούμε κάποιες πληροφορίες». «Σαν τι;» «Ονόματα φίλων, προηγούμενων εραστών, εχθρών. Επαγγελματικές αντιζηλίες, προηγούμενοι και σημερινοί εργοδότες, τέτοια πράγματα. Συγγενείς, τις διευθύνσεις τους, με ποιους έρχεστε τώρα σε επαφή».
Η Τζέιν καταλήφθηκε από πανικό. Έπρεπε να μιλήσει για το παρελθόν της ή να παραστήσει πως δεν είχε παρελθόν; Θα του μιλούσε για τον Σαμ, τον Μάικλ και τη Σαρλίν, τον Μάικλ και τη Λάιλα; Θεέ μου, δεν μπορούσε πια να ελέγξει τη ζωή της! «Φυσικά», της είπε, «όλ' αυτά θα είναι άκρως εμπιστευτικά. Ουδέποτε υπήρξε κάποια διαρροή από το γραφείο μου». «Και πόσο θα μου κοστίσει;» «Πολλά φοβάμαι. Θα σας κάνω μια ολοκληρωμένη πρόταση. Θα υπάρξει ένα ποσό για την εγγραφή και μετά θα πληρώνετε με το μήνα. Ένας χρόνος συνεργασίας σας μαζί μας θα σας κοστίσει πενταψήφιο νούμερο». Η Τζέιν τον κοιτούσε κατάπληκτη. Δηλαδή, ακόμη και 50.000 δολάρια; Με τόσα λεφτά, θα μπορούσε να βοηθήσει πολλούς ασθενείς του δόκτορα Μουρ. Και θ' αγόραζε μερικά μοντελάκια Ντόνα Καράν για τον εαυτό της. Αναστέναξε. «Θα το ξεπερνούσατε αν σκεφτόσαστε πως κι αυτό είναι ένα κομμάτι της δουλειάς σας», της είπε ευγενικά. Ή τ α ν η ευγένειά του και η λάμψη της βέρας στο δάχτυλό του, που της έφεραν δάκρυα στα μάτια. Γιατί ξαφνικά ήθελε να της χαϊδέψει το μάγουλο, να της πει πως όλα θα πήγαιναν καλά. Να τη φροντίσει. *
*
*
Η Τζέιν πέρασε το βράδυ μαζεύοντας μερικά πράγματα και τηλεφωνώντας σε διάφορα ξενοδοχεία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Στο μεταξύ τηλεφώνησε στη Μάι και της ζήτησε να περάσει το βράδυ στο σπίτι της. Το άλλο πρωί επέστρεψε για να μαζέψει μερικά ακόμη πράγματα. Σκεφτόταν όσα της είχε πει ο Λα Μπρεκ για την παντελή έλλειψη ασφάλειας και πως θα έπρεπε να μετακομίσει, το πόσο θα της κόστιζε αυτό και πόσο προσεκτική έπρεπε να είναι στις δημόσιες εμφανίσεις της. Ό λ α ήταν τόσο καταθλιπτικά, τόσο περιοριστικά. Κι ένιωθε μόνη. Σχεδόν κοκκίνισε όταν θυμήθηκε πώς είχε αντιδράσει μπροστά στον Λα Μπρεκ, λες και είχε χρόνια να δει άντρα. Λες και ήταν εντελώς απελπισμένη. Βέβαια, αυτός δεν
κατάλαβε τίποτε. Ούτε την έκφραση της όταν παρατήρησε πως φορούσε βέρα. Η Τζέιν προχώρησε προς το γραφείο της και τώρα πια ήξερε πόσο επικίνδυνο ήταν να κάθεται εκεί· όποιος περνούσε απέξω την έβλεπε. Έπιασε να γράψει στο μοναδικό φίλο που είχε στον κόσμο. Α γαπητέ Μπριούστερ, Ευχαριστώ για τις φωτογραφίες ταυ Ραούλ. Βελτιώνεται. Και χαίρομαι που βελτίωσε και τψ ομιλία του. Υποθέτω ότι η θεραπεία του πάει καλά. Μου λείπει και μου λείπεις κι εσύ. Μπορούσε να γράψει κάτι τέτοιο; Δεν ήταν πολύ προσωπικό; Μπορεί να την παρεξηγούσε. Χτύπησε το τηλέφωνο και η Τζέιν άφησε το στυλό και πήγε να το σηκώσει. «Τζέιν, η Έιπριλ Άιρονς είμαι. Μήπως παίρνω σε ακατάλληλη ώρα;» «Κάθε άλλο. Καθόμουν εδώ και απολάμβανα τη θέα. Σκεφτόμουν πόσο ωραίο είναι να ζει κανείς στην Καλιφόρνια. Πώς είσαι, Έιπριλ;» «Καλύτερα δε γίνεται. Και θα ισχύσει το ίδιο και για σένα μόλις σου πω γιατί σου τηλεφωνώ. Ο Σαμ κι εγώ ξετρελαθήκαμε μαζί σου. Είδαμε το φιλμάκι δεκάδες φορές. Πιστεύουμε ότι θα είσαι η τέλεια Τζούντι στο Ένα Αστέρι Γεννιέται». Η Τζέιν ένιωσε την καρδιά της να φουσκώνει μέσα στο στήθος της. Είχε δίκιο! Είχε κάνει σκόνη τον Σαμ! «Μου δίνεις μεγάλη χαρά, Έιπριλ! Σ' ευχαριστώ!» Αλλά τι ήταν αυτό που την πλημμύριζε; Δεν ήταν απλώς χαρά, θρίαμβος ή ακόμη και ανακούφιση. Η σκέψη της είχε κολλήσει σ' εκείνο το «Ο Σαμ κι εγώ». Και γιατί δεν της είχε τηλεφωνήσει ο Σαμ; «Βέβαια, θα κανονίσουμε τις λεπτομέρειες με τον ατζέντη σου, αλλά ήθελα να σου το πω και προσωπικά. Μα δε μου λες, είναι ακόμη ατζέντης σου ο Σάι Όρτις;» Ακόμη; Η Τζέιν έπιασε το υπονοούμενο. «Ναι, αυτός είναι». Η Έιπριλ αναστέναξε. «Πολύ καλά. Τότε πρέπει να μιλήσουμε μαζί του. Αλλά είμαι σίγουρη ότι θα πάνε όλα καλά. Είμαι σίγουρη ότι θα είσαι εκπληκτική».
«Σ' ευχαριστώ. Σ' ευχαριστώ πολΰ», μουρμούρισε. Θεέ μου! Τα είχε καταφέρει! Θα έπαιζε στην ταινία. Ό χ ι , θα ήταν η σταρ της ταινίας. Αν το ήθελε, βέβαια. Αλλά ο Σάι θα γινόταν έξω φρενών. Επέμενε πως επρόκειτο για ηλιθιότητα. Αλλά αυτή έπαιρνε τις αποφάσεις για την καριέρα της, όχι ο Σάι. «Έιπριλ, στείλε πρώτα α εμένα το συμβόλαιο. Θέλω να το σκεφτώ. Και θέλω να το δώσω εγώ στον Σάι». «Ωραία. Τζέιν, συγχαρητήρια». Η Τζέιν ακούμπησε το ακουστικό και τύλιξε τα χέρια γύρω της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει! Παρόλο που ήταν σίγουρη πως το δοκιμαστικό είχε πάει καλά, παρά την αυτοπεποίθησήτης, δεν είχε πιστέψει πως θα τα κατάφερνε. Ό τ ι θα την έπαιρναν σε μια μεγάλη παραγωγή, ότι αυτή θα ήταν η πρωταγωνίστρια, πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου, ότι θα δούλευε ξανά με τον Σαμ. Έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο και μετά σταμάτησε ξανά μπροστά στο τηλέφωνο. Θεέ μου, έπρεπε να το πει σε κάποιον! Αλλά σέ ποιον να τηλεφωνούσε; Στη Μάι! Και θα της έβρισκε δουλειά στην ταινία, θα της ανέθετε την γκαρνταρόμπα της. «Ζήτω!» φώναξε κι έκλεισε τις κουρτίνες.
14 Η Λάιλα ένιωθε πως δεν υπήρχε κανείς γύρω της που να μην ήθελε κάτι απ αυτήν. Ο Μάρτι ήθελε την ευγνωμοσύνη της, ο Μάικλ ήθελε το κορμί της, ο Ρόμπι ήθελε τη δόξα της. Και όλοι οι βλάκες εκεί έξω ήθελαν ένα αυτόγραφο της. Αυτό το απόγευμα το μόνο που θα ήθελε ήταν να το περάσει μόνη της, αλλά δε θα την άφηναν. Η θεία Ρόμπι είχε τηλεφωνήσει για να περάσει. Και δε θα ήταν μια απλώς φιλική επίσκεψη, η Λάιλα ήταν σίγουρη γι' αυτό. Από τον τόνο της φωνής του κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε. Αλλά ό,τι και να 'ταν αυτό, η Λάιλα αδιαφορούσε.
Ξάπλωσε στη σεζλόνγκ με το σώμα της ν' αστράφτει από το αντιηλιακό. Μπροστά της η παραλία του Μαλιμπού απλωνόταν λάμποντας πάλλευκη κάτω από τον ήλιο. Αισθάνθηκε το στρες να εξανεμίζεται και οι μυς της άρχισαν να χαλαρώνουν. Άκουσε πρώτα το θόρυβο από τις βαριές του πατημασιές και μετά τον είδε να προβάλλει από την άκρη του κήπου. Η Λάιλα άνοιξε τα μάτια της και ανακάθισε, διορθώνοντας τη σεζλόνγκ. «Αν θέλεις κάτι να πιεις, ετοίμασέ το μόνος σου», είπε στον Ρόμπι. «Και φέρε μου μια κόκα κόλα λάιτ». «Που είναι η Γιολάντα;» «Σύνελθε, Ρόμπι. Τη Γιολάντα την έχω απολύσει από καιρό. Και σήμερα το πρωί απέλυσα και το άλλο το τεμπελόσκυλο, την Κάρμεν ή Καρμέλα ή δεν ξέρω κι εγώ πώς την έλεγαν». «Γιατί;» τη ρώτησε καθώς σέρβιρε τα ποτά τους. «Την έπιασες να φοράει στο κεφάλι την κορόνα σου;» Αυτό πήγαινε πολύ. Έπρεπε να τον ξεφορτωθεί. Ένιωσε την ένταση να επιστρέφει. «Μου αρέσει να μη μ' ενοχλούν. Όταν τους λέω να μην μπουν σε κάποιο δωμάτιο, τρέχουν να μπουν. Όταν κλειδώνω ένα συρτάρι, θέλουν να μάθουν τι έχω μέσα. Και τώρα, Ρόμπι, αν έχεις κάτι να μου πεις, τελείωνε. Μισώ τις προκαταρκτικές συζητήσεις. Μου θυμίζουν κάποια γνωστή μου». «Εντάξει», της είπε και ήπιε μια γουλιά από τη βότκα του, σαν να ήθελε να φρεσκάρει τις φωνητικές του χορδές. Η Αάιλα περίμενε. «Είδα τη μητέρα σου», είπε κι έκανε μια παύση λες και η Λάιλα είχε καμιά σκασίλα. «Δεν πέθανε ακόμη;» ρώτησε η Λάιλα. «Είναι σε πολύ κακή κατάσταση, Λάιλα. Έχει διαλυθεί». «Το ίδιο και η Σοβιετική Ένωση. Αλλά δε δίνω δεκάρα». Ο Ρόμπι κάθισε στην άκρη της καρέκλας της. «Λάιλα, χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να τη συνεφέρω. Αυτοκτονεί και μάλιστα με τη βοήθεια του Κέβιν. Σε παρακαλώ, Λάιλα. Έχεις κι εσύ το μερίδιο της ευθύνης σου». Ή π ι ε άλλη μια γουλιά. «Στο κάτω κάτω είσαι κόρη της». Η Λάιλα δε χρειάστηκε να σκεφτεί τίποτε απ' όλα αυτά. Σήκωσε τα πόδια της και κλότσησε τον Ρόμπι με τέτοια δύναμη,
που τον πέταξε από την καρέκλα, στέλνοντας τον να σκάσει πάνω στο ξύλο. «Σιχαμένε υποκριτή», ούρλιαξε και τώρα στεκόταν από πάνω του. «Ζηλεύεις γιατί περνά περισσότερο χρόνο με τον Κέβιν και όχι μ' εσένα. Και έχεις το θράσος να θέλεις να με κάνεις να νιώσω ενοχές; Λες και η δική σου μητέρα δε ζει κάπου στη Μινεζότα —ούτε που ξέρεις πού. Τολμάς να μου λες ποιες είναι οι ευθύνες μου; Λοιπόν, δεν είμαι κόρη της. Το 'πιασες. Δεν είμαι και ουδέποτε υπήρξα». Με μεγάλη προσπάθεια, ο Ρόμπι στήθηκε ξανά στα πόδια του. Παρ' όλα αυτά συνέχισε το βιολί του. «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου, Λάιλα. Χρειάζεται βοήθεια και μόνο εσύ κι εγώ μπορούμε να τη βοηθήσουμε. Ο Κεν δεν τη βοηθάει πια. Πρέπει να...» «Δεν πρέπει να κάνω τίποτε, Ρόμπι. Με άκουσες; Ούτε το δαχτυλάκι μου δε θα κουνήσω. Δική σου φίλη είναι, όχι δική μου». «Αν δεν κάνεις κάτι...» «Τι; Τι θα γίνει, Ρόμπι αν δεν κάνω κάτι; Τι θα μπορούσε να συμβεί στη Λάιλα Κάιλ αν δεν κάνει κάτι για την Τερέζα Ο' Ντόνελ;» Ο Ρόμπι έτριβε τον πισινό του στο σημείο που είχε χτυπήσει πέφτοντας. «Πήγαινε να τη δεις, Λάιλα. Σε αγαπάει, με το δικό της τρόπο. Και της λείπεις». Ξαφνικά η Λάιλα είχε ηρεμήσει πολύ. Πίστευε ότι ο Ρόμπι είχε καταλάβει, αλλά τώρα έβλεπε πως όχι, ποτέ του δεν είχε καταλάβει. Είχε φερθεί καλά στη Λάιλα για να βρίσκεται κοντά στη δράση, για να μπορέσει να κάνει αυτό που προσπαθούσε σήμερα: να οδηγήσει τη Λάιλα πίσω στην κηδεμονία της Τερέζα. «Δε με αγαπά, ούτε αγαπά κανέναν άλλο. Θέλει απλώς να βρίσκεται κι αυτή κοντά στη δράση. Θέλει να επιστρέψει στο Χόλιγουντ. Αυτό που της λείπει είναι το κοινό, όχι η κόρη της. Πήγαινε στην παλιόγρια και πες της πως μοναδική μου επιθυμία είναι να πεθάνει. Και μια και θα βρίσκεσαι εκεί, , πέθανε κι εσύ μαζί της, προδότη». Η Λάιλα προχώρησε ήρεμα προς τις σκάλες με προορισμό το υπνοδωμάτιο της. Σε μια στιγμή γύρισε και τον κοίταξε. «Και τώρα, Ρόμπι, σήκω και φύγε και μην ξαναφανείς εδώ. Δε θέλω να
σε ξαναδώ μπρσσχά μου. Είσαι γεμάτος τοξίνες, όπως κι αυτή». Η Λάιλα ανέβηκε τις σκάλες και ήξερε πως πριν φτάσει στην κορυφή είχε μείνει μόνη στο σπίτι.
15 Υπάρχει κάτι χεψότερο από το ν' ακυρωθεί το τηλεοπτικό σόου που ετοίμασες, όπως συνέβη στον Νιλ Μορέλι. Κι αυτό είναι το να δημιουργήσεις ένα τηλεοπτικό σόου που da γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Αν το Χόλιγουντ μισεί τους ηττημένους — και, πιστέψτε με, τους μισεί— ακόμη περισσότερο μισεί και·ψθονεί τους νικητές. Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο ήταν πάντα μεγάλος και εμπορικός, αλλά τώρα ήταν μεγάλος, εμπορικός κι έπρεπε να βάζει συνεχώς το μυαλό του να γεννάει. Κι εκεί που ήταν συνηθισμένος να γυρίζει μια ταινία κάθε δύο χρόνια, τώρα η τηλεόραση τον ανάγκαζε ουσιαστικά να γυρίζει μια ταινία κάθε δυο εβδομάδες. Είχε προβλήματα με τους συγγραφείς, προβλήματα με το στούντιο, προβλήματα με τα εξωτερικά γυρίσματα, προβλήματα με το χορηγό και προβλήματα με το Νέτγουορκ. * * #
Ο Μάρτι ήταν συνηθισμένος να λύνει τα προβλήματα, αλλά όχι τόσο πολλά και τόσο συσσωρευμένα. Συνήθως είχε ν' αντιμετωπίσει τους κριτικούς, τον Τύπο, τους διαφημιστές, όταν τέλειωνε μια ταινία του. Τώρα τους είχε όλους πάνω από το κεφάλι του, ενώ ο ίδιος έπρεπε να γυρίζει ένα καταραμένο επεισόδιο μιας ώρας κάθε εβδομάδα! Δεν ένιωθε καμιά έκπληξη που ο Ντέιβιντ Λιντς είχε εγκαταλείψει την τηλεόραση. Είχε ελπίσει σε μια επιτυχία. Την είχε. Είχε ελπίσει στο να προκαλέσει επανάσταση στην τηλεόραση. Το πέτυχε. Επιθυμούσε πράσινο φως για να κάνει ό,τι ήθελε. Του το έδωσαν. Κι όμως, αυτή η πίεση θα τον σκότωνε.
Το χειρότερο απ' όλα ήταν η κατάσταση με τη Λάιλα. Αυτός, ο Μάρτι Ντι Τζενάρο, που είχε κερδίσει κάμποσα Όσκαρ, είχε ρισκάρει μια τηλεοπτική σειρά και είχε πετύχει, δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με τη Λάιλα Κάιλ, τη σταρ που αυτός δημιούργησε, τη γυναίκα που όχι μόνο την έβγαλε από την αφάνεια, αλλά και της έδινε τις καλύτερες ατάκες, τα καλύτερα κοντινά πλάνα. Όταν εκείνη πρόβαλλε κάποια αντίρρηση, υποχωρούσε. Ό ταν ζητούσε κάτι, της το έδινε. Οι φωτογραφίες της υπήρχαν σε όλα τα καταραμένα περιοδικά της χώρας, περισσότερες δημόσιες εμφανίσεις απ' όλες, περισσότερες προσφορές. Και για όλ' αυτά έπρεπε να ευγνωμονεί τον Μάρτι. Αλλά δεν το έκανε. Δε δεχόταν να κοιμηθεί μαζί του. Όχι, συνέβαινε κάτι χειρότερο! Δε δεχόταν ούτε να βγει μαζί του! Ό χ ι πως υπήρχε κανένας άλλος' ο Σάλι είχε ελέγξει τα πάντα. Στο κάτω κάτω, αυτό ο Μάρτι θα το καταλάβαινε. Δε θα του άρεσε, αλλά θα το καταλάβαινε. Ένα ραντεβού με τον Μάικλ Μακλέιν. Και τέλειωσε νωρίς. Τίποτε άλλο. Εδώ και πάνω από δύο εβδομάδες, ο Σάλι την ακολουθούσε παντού. Τίποτε. Ο Μάρτι σκέφτηκε μήπως ήταν ομοφυλόφιλη. Αλλά ούτε και καμιά φίλη είχε. Ο Σάλι του είχε πει πως η Λάιλα δεν είχε φίλους, κανείς δεν την επισκεπτόταν στο σπίτι της στο Μαλιμπού. Ο ίδιος ο Μάρτι δεν είχε ποτέ πατήσει το πόδι του στο καταραμένο το σπίτι της. Μόνο εκείνη η γριά αδερφή, ο Ρόμπι, πήγαινε εκεί. Ο μόνος που μπαινόβγαινε σαν να ζούσε εκεί. Μπορεί η Λάιλα να μην ήθελε δεσμούς, να είχε αφοσιωθεί στην καριέρα της. Ο Μάρτι προσπάθησε να θυμηθεί μερικές από τις άλλες ηθοποιούς με τις οποίες είχε συνεργαστεί. Όλες την καριέρα τους σκέφτονταν, για όνομα του Θεού, αλλά είχε κοιμηθεί και με μερικές, τουλάχιστον με αυτές που εκείνος ήθελε. Και οι ευκολότερες ήταν οι φιλόδοξες. Γιατί, λοιπόν, όχι και η Λάιλα; Μήπως για θρησκευτικούς λόγους; Αποκλείεται. Η Λάιλα δεν ήταν τέτοιος τύπος, ο Μάρτι το ήξερε καλά αυτό. Να φοβόταν το AIDS; Να ήταν ψυχρή; Τι διάβολο συνέβαινε; Δεν είμαι και τόσο άσχημος, σκέφτηκε. Έ χ ω λεφτά, κρατώ το σώμα μου σε καλή κατάσταση, είμαι ευαίσθητος, δεν είμαι εγωιστής στο κρεβάτι — αντίθετα, είμαι γενναιόδωρος. Και είμαι και καλός στο σεξ. Δεν
το ήξερε η σκύλα πως μπορούσε να την καταστρέψει με την (δια ευκολία που τη δημιούργησε; Και βέβαια το ήξερε. Αλλά έδειχνε ν' αδιαφορεί. Είχε μάλιστα φθάσει στο σημείο να του πει ότι θα τα παρατούσε όλα για να παίξει στην ταινία της Έιπριλ Αιρονς. Και είχε το θράσος να ζητήσει τη βοήθεια του. Καμιά ηθοποιός δεν του είχε ποτέ φερθεί έτσι. Όλες είχαν ανταποκριθεί στις προτάσεις του — έτσι γινόταν σ' αυτή τη δουλειά. Οι ηθοποιοί κοιμούνταν με τους σκηνοθέτες, αυτός ήταν νόμος του Χόλιγουντ. Εδώ και καιρό ο Μάρτι είχε αποφασίσει να μην εξετάζει τα κίνητρα των ηθοποιών, απλώς να δέχεται τις προσφορές τους. Αλλά αυτό δε συνέβαινε με τη Λάιλα. Και αυτό ακριβώς έκανε τον Μάρτι να την επιθυμεί ακόμη πιο πολύ.
16 Η πίεση μιας εβδομαδιαίας τηλεοπτικής σειράς ξεπερνά τα όρια της φαντασίας οποιονδήποτε τηλεθεατή. Οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί περνούν περισσότερες ώρες μαζί απ' ό,τι με τις οικογένειες τους. Και όλοι οι φόβοι και οι ανταγωνισμοί, η ζήλια και η ανασφάλεια —όλη αυτή η ασχήμια που εξωτερικεύουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται σε άγχος— μεγεθύνονται υπερβολικά. Η συμπεριφορά των ανθρώπων μέσα στο πλατό φτάνει στο σημείο να κάνει τους γερουσιαστές να φαίνονται ώριμοι! Βέβαια, πολλά από τα επεισόδια που συμβαίνουν στους χώρους της δουλειάς διαρρέουν στον Τύπο. Οι γνναίκες συμπεριφέρονται σαν παιδιά και οι άντρες σαν μωρά. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, όταν ξεσπά καβγάς ανάμεσα σε γνναίκες, τραβά περισσότερο τψ προσοχή τον κοινού. Οι γατοκαβγάδες είναι καλύτεροι από τους σκυλοκαβγάδες. Μερικές φορές η διατήρηση της ειρήνης είναι εύκολη: Αρκεί να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των σταρ. Κι όταν υπάρχει ένας σταρ, τα πράγματα είναι ευκολότερα. Στο Ντάλας το πάνω χέρι το είχε ο Λάρι Χάγκμαν. Στη Δυναστεία, η Τζόαν Κόλινς. Αλλά στο Τρεις για το Δρόμο, όλα τα
κορίτσια ήταν εξίσου σημαντικά. Και όλες τους, η καθεμιά με τον τρόπο της, πρόβαλλαν τις δυσκολίες τους. Ποτέ οι ανταγωνισμοί δεν ήταν τόσο έντονοι. Και στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς, τα πράγματα είχαν φθάσει στο αμήν. Τότε ήταν που στο παιχνίδι μπήκε ο Νιλ Μορέλι. * * *
Ο Νιλ κατέβηκε από το λεωφορείο και προχώρησε τα δυο τετράγωνα ως το στούντιο. Αν είχε ακόμη το αυτοκίνητό του, το όλο ταξίδι θα του έπαιρνε μόνο είκοσι λεπτά. Αλλά με το λεωφορείο του πήρε σχεδόν μια ώρα. Το λεωφορείο γέμιζε κάθε τόσο από γριές που ανεβοκατέβαιναν. Που είχαν βρεθεί όλες αυτές και πού πήγαιναν; Μήπως η κυβέρνηση τις στέλνει στην Καλιφόρνια μόλις φτάνουν σε κάποια ηλικία; Κάποιος νόμος έπρεπε να θεσπιστεί. Αν χρειάζεσαι πάνω από πέντε λεπτά για ν' ανέβεις στο λεωφορείο, απαγορεύεται ν' ανέβεις. «Νιλ Μορέλι», είπε στο φύλακα, που τον κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. «Το αυτοκίνητό μου κατασχέθηκε από την Υπηρεσία Διώξεως Ναρκωτικών», εξήγησε μ' ένα χαμόγελο. Τώρα χαμογελούσε και ο φύλακας. «Μάλιστα, κύριε Μορέλι. Σας περιμένουν. Αριστερά στο κεντρικό κτίριο». Έφερε το χέρι του στο καπέλο καθώς ο Νιλ έκανε πως έβαζε μπροστά τη μηχανή και απομακρυνόταν περιστρέφοντας κάποιο υποθετικό τιμόνι και κάνοντας όλους τους θορύβους του αυτοκινήτου με το στόμα του. Επιτέλους, σκέφτηκε, επιστρέφω εκεί όπου ανήκω. Ό τ α ν του τηλεφώνησε ο Σάι Όρτις, είχε εκπλαγεί, αλλά δεν είχε μείνει εμβρόντητος. Τελικά μπορεί αυτός ο Σάι να ήταν εντάξει τύπος. Δεν είχε μιλήσει με τον ίδιο και σκεφτόταν να του τηλεφωνήσει αργότερα και να του πει πως όλα τώρα είναι περασμένα ξεχασμένα. Μερικά από κείνα τα σημειώματα που του έστειλαν ήταν πολύ σκληρά. Αλλά φαίνεται πως έτσι πρέπει να φέρεται κανείς σ' αυτούς τους βλάκες. Η επιμονή ανταμείβεται, ειδικά αν δεν έχεις γνωριμίες και διασυνδέσεις. Η μεγάλη ατσάλινη πόρτα ήταν ανοιχτή και ο Νιλ μπήκε μέσα στο κτίριο και κοίταξε γύρω του. Ο θόρυβος και η κίνηση
ανέβασαν την αδρεναλίνη του. Πλησίασε τη βοηθό σκηνοθέτη του δεύτερου συνεργείου και περίμενε μέχρι να τελειώσει την κουβέντα της με τους ηθοποιούς. «Γεια», της είπε τότε χαμογελαστός. «Είμαι ο Νιλ Μορέλι». «Ναι», του είπε και συνέχισε να περπατά, απορροφημένη από αυτό που διάβαζε στο κίτρινο χαρτί που κρατούσε. «Παίζω στο σόου. Έγινε κάποιο μπέρδεμα και δεν έχω πάρει κείμενο. Αλλά μαθαίνω γρήγορα». Σταμάτησε, τον κοίταξε, συμβουλεύτηκε το χαρτί της, κούνησε το κεφάλι της και κάτι σημείωσε. «Είμαι η Ρόνι Βάγκνερ, βοηθός σκηνοθέτη. Πάρε το κείμενο σου από κείνο το τραπέζι», είπε, δείχνοντας με τη χρυσή Κρος πένα της. «Κάθισε να διαβάσεις, το γύρισμα αρχίζει σε μια ώρα». Άρχισε ν' απομακρύνεται. «Ποιος είναι ο ρόλος μου;» «Δεν ξέρω. Κάποιος σερβιτόρος ή κάτι τέτοιο». «Δηλαδή δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο ρόλο;» «Όχι βέβαια. Όσοι λένε από τέσσερις αράδες και κάτω, δεν υπογράφουν συμβόλαιο. Δε σου τα εξήγησαν όλ' αυτά, όταν σου έδωσαν τη δουλειά;» Δεν του άρεσε το ύφος ούτε ο τρόπος της. Ποιος μου βρήκε αυτή τη δουλειά; Ένιωσε να φουντώνει. «Άκου να σου πω, σκύλα, εμένα κανείς δε μου βρίσκει δουλειά. Μου τη βρίσκει το ταλέντο μου. Ο ατζέντης μου, ο Σάι Όρτις. Και δεν έχω ακόμη συζητήσει μαζί του τις λεπτομέρειες. Θα συναντηθούμε απόψε, μετά το γύρισμα. Και θα του αναφέρω το όνομά σου». Πήγε στο τραπέζι, άρπαξε το σενάριο και άρχισε να ψάχνει για το ρόλο του. Σκατά. Για άλλη μια φορά του έδιναν ένα σκατορόλο. «Πρώτος σερβιτόρος», έλεγε. Ποιος διάβολος ήταν ο δεύτερος σερβιτόρος; Έχουν και τα σκατά διαβαθμίσεις; Ό χ ι πως αυτό τον έκανε να νιώθει καλύτερα. Η σκύλα είχε δίκιο, σκέφτηκε, καθώς μετρούσε τις γραμμές. Κάτω από τέσσερις. Κι αυτό, βέβαια, σήμαινε πως ο ατζέντης δεν παίρνει ποσοστά. Αλλά αν ο Σάι δεν επρόκειτο να βγάλει φράγκο, γιατί ενδιαφέρθηκε; «Πώς τα πας;» άκουσε μια φωνή πίσω του. «Είμαι ο Τοντ Σάνλεϊ, ο δεύτερος σερβιτόρος. Είμαι φίλος της Ρόνι από το σχολείο».
Για όνομα του Θεού, κανείς πια σ' αυτή την πόλη δε συμπλήρωνε κάποια αίτηση για να βρει μια δουλειά; Ό χ ι , είπε στον εαυτό του, προφανώς κανείς. «Ποιον πρέπει να πηδήξει κανείς για να πάρει πέντε αράδες;» τον ρώτησε ο Νιλ. «Πώς το είπες αυτό;» «Λέω, πάνε τώρα δύο χρόνια που πηδάω τη Ρόνι Βάγκνερ τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα. Κι αν συνεχίσω έτσι, μου είπε πως στην άλλη σεζόν θα μου βρει μεγαλύτερο ρόλο». Ο Νιλ προχώρησε προς τον τηλεφωνικό θάλαμο, αγνοώντας τον Τοντ που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Σχημάτισε τον αριθμό στο γραφείο του Σάι και άκουσε τη γραμματέα του. «Γεια σου, Λόρα, δώσε μου να του μιλήσω, θέλω να τον ευχαριστήσω». Του τον έδωσε αμέσως. «Γεια σου, Σάι, σ' ευχαριστώ, φίλε, για τον ρόλο. Μου έδωσες μια καλή ευκαιρία και το εκτιμώ». Έκανε μια παρση και συνέχισε. «Ειδικά τώρα που δε χρειάζεται να πάρεις τα ποσοστά σου». Ο Νιλ περίμενε την απάντησή του, αλλά ο Σάι δεν είπε λέξη. «Θα σου το ανταποδώσω, Σάι. Σ' το υπόσχομαι. Θα δεις ότι μετά από τρία επεισόδια θα έχω το ρόλο μου. Αλλά, για πες μου, ποιον άλλον πρέπει να ευχαριστήσω; Δε θέλω να φανώ αγνώμων». Σταμάτησε να μιλά και άκουσε τον Σάι να μουρμουρίζει κάτι, μέσα σε μια κρίση άσθματος. «Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο; Ανάθεμα, αν ήξερα ότι είχε έρθει εκείνο το βράδυ στο κλαμπ θα προσπαθούσα περισσότερο. Αλλά και πάλι, αν ο σκηνοθέτης είχε έρθει στο κλαμπ, πώς και δε μου έδωσε κάποιον κωμικό ρόλο;» Ο Σάι κάτι είπε στην προσπάθειά του να τον καλμάρει. Τ α ίδια σκατά. Η Ρόνι άρχισε να καλεί όλους στο πλατό, που ήταν το εσωτερικό ενός εστιατορίου για χίπηδες. Η καρδιά του Νιλ άρχισε να χτυπά δυνατά όταν είδε τις τρεις πρωταγωνίστριες. Δεν ήταν από κείνους που γίνονται φανατικοί θαυμαστές των σταρ, αλλά αυτές εδώ ήταν εκπληκτικές. Δεν του άρεσε η σκέψη, αλλά έπρεπε να παραδεχθεί πως η Λάιλα ήταν ακόμη πιο όμορφη από κοντά. Το ίδιο και οι άλλες δΰο.
Έφτασε και ο Μάρτι Ντι Τζενάρο και αμέσως έπιασαν δουλειά. Κάθε άλλο παρά τον εντυπωσίασε αυτός ο κοντός τΰπος, αδύνατος σαν σκελετός. Ο Νιλ χαλάρωσε. Κάθε φορά μάλιστα που γινόταν μια διακοπή, έλεγε και κανένα ανέκδοτο. Ό λ α πήγαιναν καλά, μέχρι τη στιγμή που η Λάιλα έριξε το βλέμμα της πάνω του. «Για ένα λεπτό», είπε. «Μήπως σε ξέρω;» «Ποτέ δεν είχα τη χαρά, μις Κάιλ. Είμαι ο Νιλ Μορέλι», είπε χαμογελώντας και αφήνοντας το χέρι του να πέσει στο πλάι. Είχε κοκκινίσει. Όλοι τους κοιτούσαν. Και, Θεέ μου, ήταν πανέμορφη. «Ναι, αλλά εγώ έχω ακούσει πως λες πολλά για την οικογενειοκρατία στη δουλειά μας. Βλέπω όμως πως δε διστάζεις να δουλεύεις και να βγάζεις χρήματα κοντά μας». Ο Νιλ παρατήρησε πως η Σαρλίν Σμιθ ανοιγόκλεισε τα μάτια της και δίπλωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της, ενώ η Τζέιν Μουρ έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. «Όποτε μπορώ δουλεύω, μις Κάιλ». Η Σαρλίν πλησίασε. «Χαίρομαι που σ' έχουμε κοντά μας, Νιλ. Έ χ ω ακούσει πως είσαι πολύ αστείος». Η Τζέιν Μουρ βρισκόταν ακριβώς πίσω της. Τον χτύπησε απαλά στον ώμο κι έφυγε. Η ένταση ήταν μεγάλη. Και ο Νιλ εκνευριζόταν όλο και πιο πολύ, όσο πλησίαζε η ώρα να πει τα λόγια του. Στην πρώτη λήψη, η Λάιλα συνέχισε την ατάκα της χωρίς να του επιτρέψει να πει τη δικιά του και μετά τον κοίταξε σαν να είχε αυτός κάνει το λάθος. Στη δεύτερη λήψη τον έσπρωξε με τον αγκώνα της και μετά είπε πως είχε βγει από το πεδίο της κάμερας. Ο Νιλ ήθελε να τη στραγγαλίσει. Αυτή η μάγισσα τον δούλευε. Προσπάθησαν για τρίτη φορά, μετά για τέταρτη —πήγαινε πολύ για ένα απλό πλάνο. Ο Νιλ άρχισε να ιδρώνει. «Θέλω κάτι να σου πω, Μάρτι», την άκουσε να λέει. «Πέταξε έξω αυτό τον τύπο». Αλλά αυτή τη φορά, ο Μάρτι κούνησε το κεφάλι του και απομακρύνθηκε. Θεέ μου, τι κάνω τώρα; Ο Νιλ ήξερε πως όλων τα μάτια βρίσκονταν πάνω του, το βλέμμα τους τον διαπερνούσε. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή υποσχέθηκε στον εαυτό του πως κάποια μέρα θα δολοφονούσε τη Λάιλα Κάιλ. Στο μεταξύ όμως έπρεπε να συγκρατηθεί.
Προσπάθησε να διασκεδάσει τα πράγματα και ρώτησε τη Σαρλίν: «Μήπως η Λάιλα έκανε ποτέ μοναχή; Μου θυμίζει μια καθηγήτριά μου». «Ω, όχι», απάντησε η Σαρλίν μ' ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Είναι στις σόου μπίζνες από τότε που γεννήθηκε». #
*
$
«Δε φτάνει που πρέπει να πάω σ εκείνη την οντισιόν για το Ένα Αστέρι Γεννιέται σήμερα. Πρέπει ν' ανεχθώ κι αυτόν το βλάκα; Μάρτι, έχουν σπάσει τα νεΰρα μου. Δεν μπορώ να δουλέψω όταν τον βλέπω μπροστά μου». Κρατούσε με το ένα χέρι τηςτο μέτωπο, σαν να είχε πονοκέφαλο. «Ωραία. Ας τελειώσουμε, λοιπόν, τη σκηνή για να μπορέσεις να προετοιμαστείς για την οντισιόν σου. Και μη δίνεις σημασία στον τύπο». «Δεν μπορώ να μην του δίνω σημασία, Μάρτι. Είναι ένας : μπάσταρδος που με ξεφτιλίζει, με συγκρίνει με τφν Τόρι Σπέλιν-j γκ! Αναστατώνει τους πάντες. Κοίτα την έκφραση της Τζέιν!» «Εντάξει, Λάιλα, ηρέμησε. Κοίτα να βοηθήσεις να τελειώνουμε και μετά θα σε βοηθήσω ακόμη και στο κείμενο της οντισιόν». «Πέταξέ τον έξω», είπε, φροντίζοντας η φωνή της να είναι αρκετά δυνατή ώστε ν' ακουστεί. Ό τ α ν θα το απέλυαν αυτό το σκουλήκι, ήθελε να ξέρει ποιος το είχε κάνει. Ο Μάρτι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορώ, Λάιλα. Το χρωστάω σε κάποιον. Πρέπει να τον κρατήσω για τουλάχιστον ένα επεισόδιο». Και της γύρισε την πλάτη. Η Λάιλα ένιωσε ταπεινωμένη. Όλοι είχαν ακούσει την απαίτησή της να ξεκουμπιστεί ο τύπος. Και τώρα όλοι ήξεραν πως ο Μάρτι της είχε πει όχι. Και αυτό δεν μπορούσε να το ανεχθεί. Να πάρει το μέρος αυτού του άθλιου, αυτού του τιποτένιου! Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της· είχε άλλα σημαντικότερα πράγματα να κάνει σήμερα. Είχε μπροστά της την ευκαιρία της ζωής της. Να παίξει στο Ένα Αστέρι Γεννιέται. Μετά θα είχε όλη την άνεση ν' ασχοληθεί με όλους τους Μορέλι του κόσμου. Μετά, όμως, όταν θα έπαιρνε το ρόλο. Όταν θα γινόταν πιο διάσημη από τη μητέρα της. Περίμενε μέχρι να
με δει η Άιρονς. Ο Μάρτι λέει πως θα είμαι καλή. Εγώ ξέρω πως θα είμαι σπουδαία. Και τότε θα τις λιώσω όλες τις κατσαρίδες. Άνοιξε την πόρτα του τροχόσπιτου της και όρμησε μέσα. Σε σχέση με το εξωτερικό φως, εκεί μέσα ήταν σκοτεινά. Δεν άναψε το φως· μετά από τα φώτα του πλατό, ήταν ανακούφιση να κάθεται σ' αυτή τη σκοτεινή δροσιά. Άρχισε να γδύνεται. «Συγνώμη», άκουσε μια φωνή με βαριά προφορά. «Μόλις έφερα το καινούριο κοστούμι σας». Η Λάιλα τινάχτηκε κι έκανε μια κίνηση για να κρύψει τη γύμνια της. Η Μάι Φον Τρίλινγκ πήρε μια βαμβακερή ρόμπα και της την έδωσε. «Τι στο διάβολο κάνεις εδώ;» ούρλιαξε. «Ποιος σου έδωσε την άδεια να με κατασκοπεύεις;» «Συγνώμη, ήθελα μόνο...» «Η Τζέιν σου είπε να ψαχουλέψεις τα πράγματά μου; Μήπως μου πήρες τίποτε;» Άρχισε να την κυνηγά ως την έξοδο, φωνάζοντας τον Μάρτι. «Αυτό ήταν! ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ! Θέλω ν' απολυθεί αυτή η σκύλα. Μάρτι, το εννοώ». Γύρισαν όλοι προς το μέρος τους. Η Τζέιν, ο Μάρτι και μερικοί ακόμη έτρεξαν προς τα εκεί. Ή τ α ν σαφές ότι η Λάιλα ήταν εκτός εαυτού. «Στο διάβολο! Πόσες φορές πρέπει να πω σ' αυτή τη γαϊδούρα να μην μπαίνει στο καμαρίνι μου;» Το πρόσωπο της Μάι ήταν χλομό και η Τζέιν μπορούσε να δει τις σταγόνες του ιδρώτα να κατεβαίνουν από το μέτωπο στη μύτη της. «Θεέ μου, μ αυτό το στόμα τρώει;» είπε η Μάι και, για μια στιγμή, η Τζέιν χαμογέλασε.
17 Ο Μάικλ Μακλέιν είχε ήδη δώσει τις φωτογραφίες της Σαρλίν στον Σάι. Μετά έστειλε το βίντεο με την Τζέιν Μουρ. Αλλά είχε αποφασίσει το στοίχημα να το κερδίσει, είτε ρίχνοντας στο κρεβάτι τη Λάιλα, είτε κατασκευάζοντας μια φωτογραφία. Σκέφτηκε πως στο κάτω κάτω οι άλλες δυο αποδείξεις δεν ήταν πλαστές· τι πείραζε να κατασκευάσει την τρίτη; Του έφτανε να κοιμηθεί με οποιαδήποτε ξανθιά κοκκινομάλλα. Τι περίμενε δηλαδή ο Σάι, κοντινά πλάνα; Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, η όλη υπόθεση του είχε αφήσει μια πικρή γεΰση στο στόμα. Δε νοιαζόταν για κείνη τη σκύλα τη Λάιλα, ούτε για τη Σαρλίν. Ό μ ω ς η Τζέιν του άρεσε, ήταν έξυπνη και με χιούμορ, αλλά είχε καταλάβει πως δεν είχε ξετρελαθεί μαζί του. Ό σ ο για κείνες τις ουλές, ο Μάικλ στιγμή δεν πίστεψε ότι προκλήθηκαν από δυστύχημα. Ή τ α ν πολύ συμμετρικές. Και, άλλωστε, Ποιο δυστύχημα προκαλούσε ουλές στο κάτω μέρος των οπισθίων; Σίγουρα είχε υποβληθεί σε επεμβάσεις, αλλά σε πόσες; Έ ν α κορίτσι της ηλικίας της δεν ήταν δυνατό να χρειάζεται παντού πλαστικές. Έσμιξε τα φρύδια του, αλλά μετά σκέφτηκε πως δεν άξιζε να το πολυσκεφτεί. Απλώς θα σταματούσε το δεσμό του με την Τζέιν. Κανένα πρόβλημα. Και θα κοίταζε να συγκεντρωθεί στη Λάιλα, όσο κακιασμένη κι αν ήταν. Σχημάτισε στο καντράν τον αριθμό της. Σίγουρα δεν της άρεσε. Αλλά ήταν βέβαιο πως η ίδια ήθελε ν' αρέσει. Ο Μάικλ τις ήξερε αυτές τις γυναίκες: ήθελε τη βοήθειά του, την επιρροή του, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να δώσει τίποτε. Ο Μάικλ είχε δύο πειρασμούς γι' αυτή: ένα ρόλο στο Ένα Αστέρι Γεννιέται ή στην ταινία με τον Ντιουν.
Από καιρό σε καιρό, έτσι γι' αλλαγή, του Μάικλ του άρεσε να πηδάει μια γυναίκα που δεν ήθελε να πηδηχτεί μαζί του. Ή τ α ν το αλατοπίπερο της ερωτικής του ζωής, διαφορετικά είχε την αίσθηση ότι έριχνε τις σφαίρες του πάνω σ' ένα βαρέλι. Την τελευταία φορά που το είχε κάνει —αν εξαιρέσουμε εκείνο το επεισόδιο με τη Σαρλίν— ήταν όταν υποσχέθηκε ένα μικρό ρόλο στην αρραβωνιαστικιά του φίλου του του Μπομπ κι εκείνη πηδήχτηκε μαζί του το πρωί του γάμου τους. Μετά τη ρώτησε αν της άρεσε. «Όχι», του απάντησε, σκουπίζοντας το στόμα της και με δάκρυα στα μάτια. «Πολύ ωραία. Ο σκοπός δεν ήταν να σου αρέσει», της είπε ανεβάζοντας το φερμουάρ του. Και η Λάιλα θα μπορούσε τελικά, έστω και χωρίς τη θέλησή της, να υποκύψει. Και μπορεί αυτό του Μάικλ να του άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Της είχε υποσχεθεί ένα ρόλο στην ταινία του Ρίκι Ντιουν και της είχε καταστήσει σαφές πώς θα το πετύχαινε. * * *
Η Τζέιν καθόταν στην πολυθρόνα της, στη σουίτα της στο Ρίτζεντ Μπέβερλι Γουίλσαϊρ Οτέλ. Έμενε εκεί μέχρι να βρει το καινούριο της σπίτι και ήταν πολύ πολυτελές. Το τηλέφωνο που χτυπούσε πλάι της ήταν ένα από τα έξι που υπήρχαν στα δύο τεράστια δωμάτια. Το μπάνιο ήταν εκπληκτικό, μεγαλύτερο από ολόκληρο το διαμέρισμα της στη Νέα Υόρκη. Ή τ α ν μαρμάρινο, με δύο νιπτήρες και μια μπανιέρα σαν πισίνα. Ό σ ο για την τουαλέτα, θύμιζε αυτή που χρησιμοποιούσε η Τζιν Χάρλοου στις ταινίες της, ενώ υπήρχε κι ένα δωμάτιο γκαρνταρόμπα με τρίφυλλο καθρέφτη. «Ανακοινώθηκαν οι προτάσεις για τα ΕΜΜΙ», ακούστηκε θριαμβευτική η φωνή του Σάι. Η Τζέιν θυμήθηκε πως αυτή την εβδομάδα επρόκειτο να γίνουν γνωστές οι ταινίες και οι σειρές που προτείνονταν για τα τηλεοπτικά βραβεία ΕΜΜΙ, τα Ό σ κ α ρ της τηλεόρασης. «Πώς τα πήγαμε;» ρώτησε. Αν και δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τα βραβεία
των σόου μπίζνες, είχαν δουλέψει όλοι τους σκληρά. Δεν κατέληξαν βέβαια στο αποτέλεσμα που ήλπιζε, αλλά το σόου τους άξιζε να πάρει κάποιο βραβείο. «Θέλεις να πεις ότι δεν έμαθες τίποτε; Τ ο πήρες». «Το πήρα; Π ά ω χαμένη». Η Τζέιν θυμήθηκε τις μέρες στο Μπρόντγουεϊ, το Τζακ και Τζιλ και το βραβείο Ό μ π ι που πήρε για την ερμηνεία της. Οι φίλοι της είχαν χαρεί, το ίδιο κι αυτή. Και ο Σαμ. Τότε όλοι προέβλεπαν ένα ρόδινο μέλλον γι' αυτήν. «Και η σειρά; Οι υπόλοιποι;» ξαναρώτησε. «Ξέχνα για λίγο το σόου, Τζέιν. Ξέχνα τους άλλους. Εσύ προτάθηκες για Βραβείο ΕΜΜΙ. Με μόνο έξι μήνες στην τηλεόραση. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό για την καριέρα σου; Με το ταλέντο σου κι ένα βραβείο ΕΜΜΙ; Οι προτάσεις θα πέσουν βροχή, κορίτσι μου». Η Τζέιν έκανε μια γκριμάτσα. Είχε μιλήσει στον Σάι για την οντισιόν συο Ένα Αστέρι Γεννιέται. Και για την πρόταση που της έγινε. Αλλά εκείνος ήθελε να την αποτρέψει. «Σάι, χαίρομαι για την αναγνώριση. Πραγματικά χαίρομαι. Αλλά, ξέρεις, οι ηθοποιοί είναι καλοί όσο βρίσκονται στην κορυφή». Γέλασε. «Μετά από ένα δυο χρόνια, όταν θα σ' εκλιπαρώ για ένα ρόλο, θέλω να θυμηθείς αυτή την κουβέντα μας. Γιατί όταν θα σου πω "Στο κάτω κάτω είχα προταθεί για ΕΜΜΙ", δε θέλω να μου πεις: "Ναι, αλλά τελευταία δεν έχεις κάνει τίποτε". Εντάξει, Σάι;» Τώρα ήταν σειρά του Σάι να γελάσει. «Για τόσο νέα κοπέλα, είσαι πολύ κυνική». «Προτιμώ να βλέπω τα πράγματα στην προοπτική τους». «Ελπίζω η Σαρλίν να δείξει μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Προτάθηκε κι αυτή». «Και οι δύο; Δεν αστειεύεσαι;» «Καθόλου. Και η Λάιλα» «Προταθήκαμε και οι τρεις;» Τυπική χολιγουντιανή συμπεριφορά. Λες και δεν έφταναν όλ' αυτά τα κουτσομπολιά περί του ανταγωνισμού ανάμεσα στις τρεις. Αυτό δε θα μείωνε τις εντάσεις στο πλατό. «Άκου, Σάι, διάβασες το συμβόλαιο για το Ένα Αστέρι Γεννιέται;» «Εσύ άκου. Έ χ ω τρεις καλύτερες προτάσεις για σένα».
«Ξέχασε το, Σάι. Έχεις το συμβόλαιο;» «Ωραία. Αυτό με νοιάζει μόνο. Γιατί την ταινία θα τη γυρίσω. Και να μην ξανακούσω συζήτηση. Λοιπόν, θα τηλεφωνήσεις στη Σαρλίν να της αναγγείλεις τα ωραία νέα;» «Ναι». Η Τζέιν καταλάβαινε πως ήταν έξω φρενών. «Ωραία. Θα της τηλεφωνήσω για να τη συγχαρώ κι εγώ». Αλλά δεν πρόλαβε να το κατεβάσει και το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Έφερε το ακουστικό στο αυτί της και σχεδόν της έπεσε όταν άκουσε τη φωνή του Σαμ Σιλντς. «Συγχαρητήρια». «Τα καλά νέα ταξιδεύουν γρήγορα», γέλασε η Τζέιν. «Πώς θα το γιορτάσεις;» «Δεν έχω αποφασίσει ακόμη». «Τι θα έλεγες να γευματίσεις με το σκηνοθέτη σου την Παρασκευή;» «Όχι», αστειεύτηκε. «Δε μου αρέσει να τρώω με τον Μάρτι». Εκείνος γέλασε. «Εννοώ το σκηνοθέτη σου στον κινηματογράφο. Υπέγραψες το συμβόλαιο;» «Μέχρι τότε θα το έχω υπογράψει», του υποσχέθηκε. «Ωραία! Τότε θα έχουμε δύο πράγματα να γιορτάσουμε! Την Παρασκευή στο Μουσείο Γκετί. Είναι καλά στη μία;» Και στη Νέα Υόρκη ο Σαμ έκλεινε συχνά τα ραντεβού του στις καφετέριες των μουσείων. Δεν ήταν ακριβά και το περιβάλλον ήταν πολύ ωραίο, αν και το φαγητό δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σπουδαίο. Ό σ ο αλλάζουν τα πράγματα, τόσο παραμένουν ίδια, σκέφτηκε. «Στη μία», συμφώνησε και κράτησε το ακουστικό στο αυτί της αρκετή ώρα αφού εκείνος το έκλεισε.
Η Σαρλίν έκλεισε το τηλέφωνο και στράφηκε στον Ντιν. «Τι συμβαίνει, Σαρλίν; Φαίνεσαι σαν κάτι να πηγαίνει στραβά». Ο Ντιν παρακολουθούσε το σόου του Άντι Γκρίφιθ και το συγκεκριμένο επεισόδιο το είχε δει πολλές φορές, αλλά το παρακολουθούσε σαν να μην το είχε ξαναδεί. Η Σαρλίν αναστέναξε. Κάθισε απέναντι του και του έκανε μια χειρονομία ζητώντας του να κλείσει το βίντεο. Ησυχία βασίλεψε στο δωμάτιο. «Όχι, δε
συνέβη τίποτε το κακό, Ντιν. Αντίθετα, όλα πάνε καλά. Μόλις με πρότειναν για το Βραβείο ΕΜΜΙ». «Πω, πω», της είπε, περιμένοντας να συνεχίσει. «Μακάρι να το μάθαινε αυτό η μαμά», είπε η Σαρλίν. «θα χαιρόταν πολύ». Ο Ντιν κούνησε το κεφάλι του και μετά σφύριξε. Η Κάρα, η Κρίμσον και η Κλόβερ έφτασαν τρεχάτες. «Η Σαρλίν κέρδισε ένα βραβείο», τους είπε χτυπώντας παλαμάκια. Τα τρία σκυλάκια άρχισαν κι αυτά να χτυπούν παλαμάκια με τα μπροστινά τους πόδια. Καινούριο κόλπο. Η Σαρλίν χαμογέλασε. Ο Ντιν είχε πάντα το δικό του τρόπο για να τη διασκεδάζει. «Δεν είναι ακόμη βραβείο. Αλλά ο Σάι λέει πως αυτό θα με βοηθήσει να βρω την επόμενη δουλειά μου». «Τι πάει να πει σε προτείνουν;» Η Σαρλίν προσπάθησε να το καταλάβει και η ίδια καθώς το εξηγούσε στον Ντιν. *
*
*
«Ποιοι άλλοι έχουν προταθεί; Ποιοι είναι σι αντίπαλοι μου;» ρωτούσε η Λάιλα τον Άρα και, καθώς εκείνος δεν απαντούσε, τον ξαναρώτησε: «Ποιος, Άρα, πες μου!» «Λάιλα, αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία αυτή τη στιγμή. Σημασία έχει ότι προτάθηκες για ΕΜΜΙ», είπε ο Άρα. «Άλλο να προταθείς και άλλο να πάρεις το βραβείο, Άρα». Η μητέρα της πάντα έλεγε πως σ' έναν αγώνα σημασία έχει το τελικό σκορ. Ο Άρα προσπάθησε να πνίξει τον αναστεναγμό του. «Η Σαρλίν Σμιθ και η Τζέιν Μουρ». «Μήπως με δουλεύεις, Άρα; Αυτές οι δυο άσχετες; Μα αυτές είναι απλώς συμπρωταγωνίστριες. Σαν την Κάντι και τη Σκίνι. Και τώρα πρέπει εγώ ν ανταγωνιστώ αυτές τις δύο;» Η Λάιλα ούρλιαζε. «Μην το βλέπεις έτσι, Λάιλα. Δεν είναι θέμα ανταγωνισμού. Είναι σαφές πως δυσκολεύτηκαν να διαλέξουν μία από τις τρεις». «Εγώ δεν το βλέπω έτσι, Άρα. Εμένα μου βγήκε η πίστη να γίνω ηθοποιός. Δεν είναι εύκολο αυτό για τα παιδιά των σταρ. Δούλεψα
διπλά απά τους άλλους για να φτάσω εδώ που έφτασα. Κι αυτές οι δύο σκύλες ξεπετάχτηκαν από το πουθενά και τα κατάφεραν. Δεν είναι δίκαιο, Άρα. Και τι γίνεται με το Ένα Αστέρι Γεννιέται; Τίποτε ακόμη;» «Μαθαίνω ότι βρίσκονται σε χάος, Λάιλα. Έχουν προβλήματα με το σενάριο. Και η οντισιόν σου ήταν καλή». Η Λάιλα του έκλεισε το τηλέφωνο. Δάγκωσε τα χείλη της. Πρέπει να υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω. Κάτι... Για πρώτη φορά η Λάιλα ένιωθε μόνη στο καινούριο της σπίτι. Δεν είχε κανένα για να του μιλήσει σχετικά με τα ΕΜΜΙ, κανένα για να συνωμοτήσει μαζί του, κανένα για να την παινέψει ή να τη θαυμάσει. Η Λάιλα ταξίδεψε με το βλέμμα της πέρα στον ωκεανό. Τι είχε πει την ημέρα που αγόραζε αυτό το σπίτι; Ό τ α ν ανακάλυψε πως ήταν το σπίτι της Νάντια Νέγκρον; Πως θα της έφερνε τύχη; Πού είναι η τύχη μου, Νάντια; Η Νάντια είχε κερδίσει ένα από τα πρώτα Ό σ κ α ρ για την ερμηνεία της στο Ένα Αστέρι Γεννιέται. Αλλά κάτι είχε συμβεί τότε. Είχαν πεθάνει οι άλλες ηθοποιοί που είχαν προταθεί για το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου; Ό χ ι , είχε ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο. Γιγάντιο σκάνδαλο. Εξόντωσε όλες τις αντίπαλες της Νάντια κι αυτή εξασφάλισε το Όσκαρ. Τώρα το θυμόταν η Λάιλα. Για χρόνια έλεγαν πως πίσω από το σκάνδαλο βρισκόταν η Νάντια. Και η Λάιλα το πίστευε. Η Νάντια ήταν πολύ ισχυρή. Δεν καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Μπορεί η Νάντια να με βοηθήσει. «Θα προσπαθήσω να έρθω σ' επαφή με τη Νάντια», είπε δυνατά και ανέβηκε στον επάνω όροφο.
18 Ο Μάικλ Μακλέιν χτυπούσε με δύναμη τα πόδια του στην είσοδο του Σατό Μαρτίν, με κίνδυνο να καταστρέψει τις πανάκριβες μπότες του α π ό δέρμα φιδιού, τις ζωγραφισμένες στο χέρι. Πήγαινε στο πρώτο ραντεβού του με τον Σάι, τη Λάιλα Κάιλ κι εκείνο τον αυθάδη τον Ρίκι Ντιουν. Κανένας άλλος παρών. Ούτε άλλοι ατζέντηδες ούτε δικηγόροι. Μια οικογενειακή σύναξη. Είχε αργήσει, αλλά σκασίλα του. Ό τ α ν αυτός ο νεαρός κατόρθωνε να μείνει στην κορυφή επί είκοσι χρόνια όπως ο ίδιος, τότε θ' άξιζε κάποιο σεβασμό, Ο Μάικλ είχε αποφασίσει να παίξει στην ταινία — crro κάτω κάτω δεν είχε μείνει για τόσο καιρό στην κορυφή επειδή ήταν ηλίθιος — αλλά ο μικρός έπρεπε να υποχωρήσει. Ό π ω ς είχαν υποχωρήσει ο Νιούμαν και ο Κρουζ στο Χρώμα τον Χρήματος. Ή τ α ν ένας τρόπος να δείξουν το σεβασμό τους κι έκανε και καλή εντύπωση. Ο Σάι είχε δει το βίντεο με την Τζέιν και την πλαστή φωτογραφία με τη Λάιλα και αναγκάστηκε να κανονίσει αυτή τη συνάντηση, ώστε να έρθουν αντιμέτωποι μεταξύ τους. Αλλά ο Μάικλ είχε ενοχληθεί. Για ποιο λόγο αυτή η συνάντηση γινόταν εδώ και όχι στο γραφείο του Σάι ή στα γραφεία της παραγωγού εταιρείας; Τ ο Μαρτίν ήταν κάτι ανάλογο με το νεοϋορκέζικο Τσέλσι: Εκεί πήγαιναν να πεθάνουν από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Ή τ α ν ακριβό, πολυτελές κι έκανε τον Μάικλ να νιώθει δυσάρεστα. Τώρα βρισκόταν έξω από το δωμάτιο 711. Τυχερός αριθμός. Κορδώθηκε και χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε ο Σάι. Γελοίο, αλλά αν ήθελε να το παίξει καμαριέρης ήταν δικό του πρόβλημα. «Μάικλ!» είπε ο Σάι με μια έκφραση μεταξύ έκπληξης και αφάνταστης ευχαρίστησης που τον έβλεπε. Ο Μάικλ δεν του απάντησε και μπήκε στο δωμάτιο. Μπλε οι κουρτίνες, μπλε και το χαλί. Τ α έπιπλα λιγοστά και τα σταχτοδοχεία φτηνά.
«Πού στο διάβολο είναι αυτός ο μικρός μπάσταρδος; Και η Λάιλα;» «Μάικλ, τηλεφώνησε. Είχε κάποιο πρόβλημα. Έρχεται από στιγμή σε στιγμή». «Έχει αργήσει; Άργησε στη συνάντηση που αυτός ζήτησε;» Ο Μάικλ ήξερε πως και ο ίδιος είχε αργήσει είκοσι λεπτά. Αυτό σήμαινε πως ο νεαρός θα καθυστερούσε τουλάχιστον μισή ώρα. «Μήπως πιστεύει ότι κάθομαι εδώ στ' αναμμένα κάρβουνα και προσεύχομαι να έρθει; Του είπες πως και εγώ είχα αργήσει;» Τότε ακριβώς η Λάιλα βγήκε από το μπάνιο. Θαύμα, άλλη μια μάρτυρας της ταπείνωσής του. Γαμώ το! Ο Όρτις αναστέναξε. «Μάικλ, σε παρακαλώ. Αυτός δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος για να ξεκινήσουμε μια συνεργασία. Θα είναι εδώ από στιγμή σε στιγμή. Μόνο...» Η Λάιλα του χαμογέλασε. «Δε θέλεις να μιλήσεις μαζί μου;» τον ρώτησε. «Όχι, αν σκοπεύεις να ζητήσεις να μπει πρώτο το όνομά σου». «Μα τι λες τώρα; Εμένα το μόνο που μ' ενδιαφέρει είναι να παίξω κοντά σου», είπε. Δεν την ήξερε καλά, δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο εύκολα μεταμορφώνεται σε πιράνχα! «Μάικλ, αυτή η συνάντηση είναι πολύ σημαντική», είπε ο Σάι. «Η Λάιλα θέλει να μιλήσει με τον Ρίκι, ο Ρίκι θέλει να συζητήσει μαζί σου και όλοι μαζί έχουμε να κουβεντιάσουμε μερικά πράγματα...» «Ίσως θα έπρεπε να φέρω μαζί μου τον Άρα», είπε η Λάιλα. «Όχι, όχι, είναι μεγάλος άνθρωπος και άρρωστος. Πρώτα θα κάνουμε μια ανίχνευση μεταξύ μας». «Μα νόμιζα ότι τα έχεις κανονίσει όλα», είπε ο Μάικλ στον Σάι. «Όχι όλα. Υπάρχουν μερικά θέματα, σημαντικά θέματα και αυτή η συνάντηση...» «Να τη βάλεις στον κώλο σου τη συνάντηση», ούρλιαξε ο Μάικλ και προχώρησε προς την πόρτα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έμπαινε μέσα ο πιο χλομός και πιο κοκαλιάρης άνθρωπος που ο Μάικλ είχε ποτέ του δει. Ο τύπος πρέπει να έπασχε από ανορεξία. Πίσω του περπατούσε ο Ρίκι Ντιουν και ο Μάικλ παρατήρησε
πως ήταν πράγματι τεραστίων διαστάσεων. Ο μικρός ήταν πολύ πιο ψηλός. Ο Ντιουν φορούσε ένα βρόμικο και σχισμένο τζιν, ένα περίεργο μπλουζάκι που θύμιζε τα ρούχα του καμουφλάζ και γυαλιά ηλίου που δεν τα έβγαλε κι ας ήταν σκοτεινό το δωμάτιο. Ο Ρίκι Ντιουν διατηρούσε το στυλ του. «Είμαι ο Σέι Ράιτ», είπε εκείνος που έμοιαζε με πτώμα, δίνοντας το χέρι του στον Σάι. Ο Μάικλ δεν έκανε την παραμικρή κίνηση και ο Σέι σήκωσε ξανά το σκελετωμένο χέρι του. «Και από δω ο Ρίκι Ντιουν». Ο Σέι χαιρέτησε μ' ένα νεύμα τ η Λάιλα, αλλά ο Ρίκι δεν μπήκε στον κόπο να χαιρετήσει κανέναν. Οι δυο τους προχώρησαν και κάθισαν στον καναπέ, τόσο κοντά που έμοιαζαν σαν σιαμαίοι. Ο Σάι τράβηξε μια πολυθρόνα για τον Μάικλ κι εκείνος, εντελώς απρόθυμα, κάθισε. Η Λάιλα χαμογέλασε στον Ρίκι. Ο Μάικλ παρατήρησε πως έγλειψε τα χείλη της και τίναξε πίσω το κεφάλι της πριν σταυρώσει τα μακριά της πόδια. «Συγνώμη για την καθυστέρησης, είπε ο Σέι. «Κανένα πρόβλημα», πρόλαβε να πει η Λάιλα. «Κι εγώ μόλις είχα φτάσει», πέταξε ο Μάικλ. «Ωραία, ωραία», είπε ο Σάι. «Λοιπόν, Ρίκι, όλα εντάξει με το Ζουμ;» Ο Ρίκι γύρισε προς τον Σέι, έσκυψε και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. «Ο κύριος Ντιουν λέει πως είναι πολύ ευχαριστημένος». Ο Μάικλ δεν πίστευε ούτε στα μάτια του ούτε στ' αυτιά του. Αλλά πριν προλάβει ν' αρθρώσει λέξη, ο Σάι συνέχισε. «Σου άρεσε η συνεργασία σου με τον Κάρπεντερ; Ακούω ότι είναι σπουδαίος σκηνοθέτης». Και πάλι ο Ντιουν έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του Σέι, ο οποίος είπε: «Με όλο το σεβασμό που τρέφει για σας, ο κύριος Ντιουν λέει πως ο Μπιλ Κάρπεντερ είναι ένας μαλάκας και μισός, που δε θα μπορούσε ούτε τον τροχονόμο να κάνει, ακόμη κι αν λειτουργούν οι φωτεινοί σηματοδότες». Ο Σάι ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά προσπάθησε να δείχνει ατάραχος. «Λοιπόν, εμάς μας άρεσε πολύ το καινούριο σενάριο, έτσι δεν είναι, Μάικλ;»
Ό Μάικλ έσκυψε προς την πλευρά του Σάι και ψιθύρισε: «Τι στο διάβολο συμβαίνει εδώ;» Η Λάιλα συνέχιζε να χαμογελά, παρακολουθώντας τα πάντα μ' ένα ζευγάρι μάτια που θύμιζαν τη Σφίγγα. Ο Σάι απλώς ανασήκωσε τους ώμους. «Έχουμε μόνο μερικές απορίες σχετικά με τον Μπακ, το ρόλο που θα παίξει ο Μάικλ». «Που μπορεί να παίξει ο Μάικλ», τον διόρθωσε ο Μάικλ. Είχε βαρεθεί αυτή την παράσταση. Γιατί δεν έμπαιναν κατευθείαν στο θέμα; «Αλλά το σημαντικότερο είναι να συζητήσουμε για τη σειρά των ονομάτων». «Ίσως είναι λίγο νωρίς για να το συζητήσουμε», είπε ο Σάι, καθαρίζοντας το λαιμό του. , «Περιμένω το όνομά μου να μπει πρώτο», επέμεινε ο Μάικλ. Ο Ρίκι παρέμεινε ανέκφραστος, αλλά άρχισε πάλι να μουρμουρίζει κάτι. Τότε ήρθε η σειρά του Σέι να καθαρίσει το λαιμό του. «Χωρίς να θέλουμε να σας προσβάλουμε, ο κύριος Ντιουν λέει πως θα προτιμούσε να πηδήξει τον Μάικλ Τζάκσον, παρά να μπει το όνομά του μετά του κυρίου Μακλέιν. Αντιλαμβάνεστε πως απλώς μεταφέρω τις απόψεις του κυρίου Ντιουν...» Ο Μάικλ τινάχτηκε όρθιος και κλότσησε το τραπέζι. «Για ένα λεπτό! Για ένα λεπτό! Αν ο κύριος Ντιουν έχει να πει κάτι, καλύτερα ν' ανοίξει το στοματάκι του. Άλλη μια λέξη να πεις εσύ, πτώμα, θα σε κόψω κομματάκια...» «Δεν υπάρχει λόγος για τέτοιες συζητήσεις», επενέβη ο Σάι. «Είμαστε λογικοί άνθρωποι και...» Χωρίς καν να κινηθεί ο Ρίκι Ντιουν, ο Σέι είπε: «Με όλο το σεβασμό, ο κύριος Ντιουν λέει πως το όνομά σας θα μπει πρώτο όταν βγάλετε φτερά και πετάξετε». «Αυτό ήταν!» ούρλιαξε ο Μάικλ. «Φεύγω από δω». Κλότσησε το τραπέζι που βρήκε μπροστά του και προχώρησε προς την πόρτα. «Άντε πηδήξου!» είπε γλυκά ο Σέι.
Η Λάιλα έτρεξε πίσω από τον Μάικλ. «Υποθέτω ότι αυτό σημαίνει πως δε θα υπάρξει ρόλος ούτε και για μένα», είπε με
κομμένη την αναπνοή όταν τον έφτασε. «Άκου, ποτέ δεν πίστεψα πως ο Ρίκι Ντιουν αξίζει κάτι. Αλλά εσύ κι εγώ στο Ένα Αστέρι Γεννιέται...» «Ξέχασε το», της είπε. Για μια στιγμή έμεινε αμίλητη. Μετά τίναξε τα μαλλιά της, λες και αυτό θα τη βοηθούσε. «Άκου», του είπε. «Νόμιζα πως υπήρχε κατανόηση ανάμεσά μας. Πως είχαμε κάνει μια συμφωνία». Μόνο όταν ο Μάικλ μπήκε στο αυτοκίνητο του, κοίταξε τη Λάιλα. «Κοίτα, μωρό μου, δυο κουβέντες είπαμε, δε σε πήδηξα κιόλας», της είπε και πάτησε γκάζι. * * *
Ο Σάι Όρτις σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την Τζέιν. «Είσαι τρελή;» τη ρώτησε, χωρίς να υψώσει τη φωνή του. «Είσαι τρελή;» επανέλαβε. Είχε πια χρησιμοποιήσει όλα τα λογικά μέσα για να την πείσει. Της είχε στείλει φαξ, της είχε μιλήσει στο τηλέφωνο. Και την είχε καλέσει στο γραφείο του γι' αυτή τη συνάντηση. Αλλά δεν άκουγε λέξη, δε συνεργαζόταν. Πρώτα ο Μάικλ τα κάνει μούσκεμα με τον Ρίκι Ντιουν. Μετά, μέσα στην απελπισία το,υ, επιμένει να παίξει σ' αυτή τη μαλακία της Έιπριλ Άιρονς. Και τώρα, αυτή εδώ, μάλιστα αυτή εδώ, του λέει —μάλιστα, του λέει, δεν τον ρωτάει καν— ότι θα είναι η συμπρωταγωνίστρια. Παίρνει τα συμβόλαια από την Έιπριλ και τον φέρνει προ τετελεσμένου γεγονότος. Κι αυτός είναι ο μαλάκας της παρέας. Λοιπόν, μπορεί να έτρωγε τα σκατά του Μάικλ και του Ρίκι, αλλά δεν επρόκειτο να φάει για επιδόρπιο τα σκατά της Τζέιν και της Έιπριλ. Έπιασε το άδειο σπρέι του και το κράτησε σαν όπλο, σαν να μπορούσε μ' αυτό να εξαφανίσει την Τζέιν. «Είσαι, λοιπόν, εντελώς τρελή;» Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Έπρεπε να την τρομοκρατήσει. Μόνο έτσι θα την έφερνε στα νερά του. Τον κοίταξε με απάθεια. Ή τ α ν μια απαθής σκύλα. Αυτό ήταν από την αρχή. «Δε νομίζω», του είπε. Ο Σάι γέλασε. «Όχι, δεν είσαι. Νομίζεις πως είσαι έξυπνη και ταλαντούχα κι εγώ δεν ξέρω τι σκατά άλλο. Η επόμενη Σάρα
Μπερνάρ. Πρόσεχε μόνο μη γίνεις η επόμενη Σάντρα Μπερνάρ. Λοιπόν, άσε με να σου εξηγήσω μερικά πραγματάκια. Δε βρίσκεσαι εδώ επειδή έχεις ταλέντο ή ευφυΐα ή εργατικότητα ή οτιδήποτε άλλο. Απλώς είσαι τυχερή. Αυτή τη στιγμή είσαι μια από τις τρεις πιο τυχερές σκύλες του πλανήτη. Και είσαι πολύ ηλίθια για να το καταλάβεις». «Υποθέτω πως αυτό σημαίνει ότι δε θεωρείς το Ένα Αστέρι Γεννιέται σπουδαία ιδέα», του είπε ψυχρά. «Πολύ ωραία. Τώρα γίνεσαι και σαρκαστική. Μπορεί και να μην είσαι ηλίθια». Ο Σάι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Για ηρέμησε, είπε στον εαυτό του. Έχεις χάσει εντελώς τον έλεγχο. Είπαμε να την τρομάξεις, αλλά όχι τόσο που να σηκωθεί να φύγει. Αλλά αυτό που συνέβαινε ήταν τρομερό. Αυτός, ο Σάι, ο άνθρωπος που έκλεινε τις μεγάλες συμφωνίες, είχε αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις. Ούτε καν τον είχαν συμβουλευτεί. Και όχι από ένα μόνο πελάτη του, αλλά από δύο! Η Έιπριλ πρέπει να γελά σαν ύαινα αυτή τη στιγμή. Και μόνο η σκέψη της έκανε να δυναμώνει το σφίξιμο στο στήθος του. Πότε θα του έφερνε το καινούριο σπρέι η γραμματέας του; Χριστέ μου, αυτές οι σκύλες! «Σάι, είναι καλή συμφωνία. Μου πρόσφεραν και ποσοστά. Πέντε τοις εκατό!» «Πέντε τοις εκατό επί του καθαρού κέρδους. Και δεν υπάρχουν ποτέ καθαρά κέρδη! Αυτά είναι ποσοστά μαϊμούδες. Ούτε ο Μηάτμαν παρουσίασε καθαρά κέρδη. Άκουσε, Τζέιν, σου μιλώ όπως θα μιλούσα στην κόρη μου. Παίζεις σε μια τηλεοπτική σειρά που είναι η μεγαλύτερη επιτυχία, ό,τι καλύτερο έχει γίνει στην τηλεόραση. Γιατί να διακινδυνέψεις για να παίξεις σ' αυτή την ταινία; Δεν υπάρχει καν σενάριο της προκοπής!» Η σκύλα χαμογέλασε. Μπορεί και να την είχε πείσει. Αλλά, Παναγία μου, αυτές οι γυναίκες θα τον σκότωναν! «Εγώ δεν το βλέπω έτσι!» Δεν πίστευε στ' αυτιά του. «Τι;» ρώτησε και η φωνή του είχε ραγίσει. Είχε φτάσει στο σημείο να του πει ότι θα γύριζε την ταινία παράλληλα με το Τρεις για το Δρόμο. Και ζητούσε άδεια τεσσάρων εβδομάδων. Λες και το σόου μπορούσε να περιμένει. Λες και ο Μάρτι δε θα είχε κανένα πρόβλημα. Λες και δε θα γίνονταν όλα
άνω κάτω. Λες και δεν έτρεχε τίποτε. Είχε φτάσει στην κορυφή και τώρα, πίσω από τις πλάτες του, ήθελε να παίξει σε μια ξαναμασημένη τροφή με σκηνοθέτη έναν άσχετο. «Το ζήτημα, Σάι, είναι πως ή παίρνω άδεια ή παραιτούμαι». «Τι;» ψιθύρισε. «Άκουσε, η γνώμη μου είναι πως από εδώ και πέρα η σειρά θα πάρει τον κατήφορο. Όταν ξεκίνησε ήταν μια καινοτομία. Στην επόμενη σεζόν θ' αρχίσουν να το αντιγράφουν. Αν φύγω τώρα, που βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του, θα είναι είδηση. Και τελικά αυτό το σόου δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Απλώς το χρησιμοποίησα σαν σκαλοπάτι. Και οι γελοίοι διάλογοι έχουν αρχίσει να μου προκαλούν κατάθλιψη, θέλω να κάνω κάποια σοβαρή δουλειά». «Και από πότε μια βλακεία σαν το Ένα Αστέρι Γεννιέται θεωρείται σοβαρή δουλειά; Για όνομα του θεού, δεν είσαι η Έντα Γκάμπλερ!» «Είναι καλύτερο από την ανοησία που κάνω τώρα. Και είναι ταινία. Μισώ την τηλεόραση. Θέλω να σταματήσω να διαφημίζω τα καλλυντικά Φλάντερς και θέλω να φύγω από τη σειρά». Ή τ α ν απίστευτο. Όλες οι γυναίκες της χώρας θα θυσίαζαν την αρτιμέλειά τους για να διαφημίσουν αυτά τα καλλυντικά. Και θέλει να σταματήσει; Και να φύγει από το σόου; «Γιά μια στιγμή! Τώρα δε ζητάς άδεια, αλλά να φύγεις εντελώς». «Και γιατί όχι; Έχω υπογράψει για ένα χρόνο». «Γιατί όχι; Γιατί όχι; Κύριε των δυνάμεων. Γιατί θα σε αντικαταστήσουν τόσο γρήγορα, που σ' ένα χρόνο από σήμερα κανείς δε θα θυμάται το όνομά σου. Θα σε βάζουν στα σταυρόλεξα». «Μπορεί. Αλλά μπορώ να ζήσω χωρίς να είμαι τόσο διάσημη όσο τώρα. Κι αν δε συμφωνείς, μπορούμε να διακόψουμε και τη δική μας συνεργασία». Ο Σάι σηκώθηκε από το γραφείο του, πρ'οχώρησε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω στο σκονισμένο αυτοκινητόδρομο. Είχε πια πραγματικό πρόβλημα με την αναπνοή του. Πόσοι απ' αυτούς θα τον έβαζαν να σηκώσει το σταυρό του μαρτυρίου; Η Κρίσταλ Πλένουμ επέμεινε να παίξει στο Τζακ και Τζιλ και κατέ-
στρεψε την καριέρα της. Είχε αρχίσει να γίνεται η Ζα Ζα της γενιάς της. Ο Μάικλ είχε γελοιοποιηθεί και είχε γελοιοποιήσει και τον Σάι μπροστά στον Ρίκι και τη Λάιλα Κάιλ. Και τώρα αυτό! Ο Μάρτι θα τον σκότωνε αν έχανε την Τζέιν. Η Τζέιν θα διέκοπτε τη συνεργασία τους αν δεν έπαιζε στην ταινία της Έιπριλ Άιρονς. Και η Έιπριλ θα του τα ζάλιζε μέχρι να υπογράφει η Τζέιν αυτό το ηλίθιο συμβόλαιο. Ή τ α ν ένας από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους των καταραμένων των σόου μπίζνες και τώρα αυτοί οι ηλίθιοι, αυτοί οι τιποτένιοι, έρχονταν να του παραστήσουν τους έξυπνους. Πάντα ήταν έξυπνοι, μέχρι να τους ξεχάσουν εντελώς. Ξαναγύρισε στην Τζέιν. «Λοιπόν, τώρα θα με ακούσεις. Ποτέ δεν πρέπει να παρατάς κάτι επιτυχημένο. Αυτή η πόλη μασάει τις ωραίες κοπέλες με ταχύτερο ρυθμό απ' ό,τι οι δημοσιογράφοι τα τζάμπα γεύματα. Βρίσκεσαι στο απόγειο της δόξας σου, μπορείς να κλείσεις οποιαδήποτε συμφωνία και να ζητήσεις όσα λεφτά θέλεις. Γιατί μετά θα έρθει μια νεότερη και διαφορετική από σένα κι εσύ θα περάσεις στις σελίδες της ιστορίας. Θα παρακαλάς για ένα ρολάκι σε μια μέτρια τηλεοπτική σειρά». «Έλα τώρα. Έχει σημασία η πρώτη ταινία που γυρίζει κανείς, αλλά δεν παύει να είναι μία ταινία. Θέλω να πω, ούτε φτιάχνει ούτε καταστρέφει μια καριέρα. Ξέρεις κανένα να καταστράφηκε από μια και μόνο κακή επιλογή του;» «Ο κατάλογος είναι μακρύς και περιλαμβάνει πολύ γνωστά ονόματα. Σούζαν Σόμερς. Σέξι και όμορφη. Παράτησε την τηλεόραση και δέκα χρόνια τώρα δεν έχει σταυρώσει ρόλο. Σέλεϊ Λονγκ. Άφησε την τηλεόραση και δε γύρισε ούτε μία ταινία. Φάρα Φόσετ. Το πιο ζεστό πράμα μιας ολόκληρης δεκαετίας. Ξαφνικά φεύγει από την τηλεόραση. Και κανείς δε δίνει τα λεφτά του για να δει τις ταινίες της, εκτός, ίσως, από τον Ράιαν Ο' Νιλ. Οι ταινίες είναι επικίνδυνες. Οι άνθρωποι πληρώνουν σε μετρητά για να τις δουν. Δεν είναι όπως οι τηλεοπτικές σειρές που τις βλέπουν δωρεάν κάθε εβδομάδα. Ακόμη και για τις καλές ηθοποιούς είναι επικίνδυνο. Μια κακή ταινία, μια δεύτερη και... Κοίτα τι έγινε με τη Μισέλ Φάιφερ, την Έλεν Μπάρκιν. Τ η Μελάνι Γκρίφιθ. Την
Κάθλιν Τέρνερ. Τ η Χόλι Χάντερ. Όλες τους υπήρξαν μεγάλες σταρ. Που είναι τώρα;» «Δουλεύουν, Σάι. Όλες τους δουλεύουν». Την κοίταξε και η αποστροφή ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. «Δεν το καταλαβαίνεις, έτσι; Δεν το καταλαβαίνεις. Αυτή τη στιγμή είσαι φρέσκο πράμα. Σε θέλουν. Όλοι σε θέλουν. Μπορείς να πας όπου θες. Να δεις όποιον θες. Αλλά αυτό δεν κρατά πολύ, αν δεν έχεις καλό μάνατζμεντ και τύχη. Και όταν αυτά τα χάνεις, μωρό μου, πάει τα έχασες». «Δεν είμαι το μωρό σου», του είπε η Τζέιν ψυχρά. Ο Σάι σταμάτησε και την κοίταξε στα μάτια. Και σ' εκείνη τη σιωπηλή ματιά, η Τζέιν αναγνώρισε την αντιπάθεια και το μίσος του. Ανατρίχιασε. Μου φέρεται έτσι επειδή είμαι πελάτισσα του ή επειδή είμαι γυναίκα; Μήπως θα τα πήγαινα καλύτερα με κάποιον άλλον ατζέντη; «Σάι, το ξέρω πως αυτό που θα σου πω δε σημαίνει τίποτε για σένα, αλλά δεν κάνω πράγματα που δε θέλω να κάνω. Το σόου δε λέει τίποτε. Θέλω να κάνω κάτι σημαντικό. Κάτι που θα το σέβομαι και που θα το σέβονται και οι άλλοι». Ο Σάι άφησε να του ξεφύγει ένας μικρός θόρυβος, κάτι σαν αναστεναγμός, σαν να τα έβρισκε όλ' αυτά παιδικά και σαν να τα 'χε ξανακούσει. Προφανώς του τα έχουν ξαναπεί, παραδέχτηκε η Τζέιν. Η δουλειά του είναι να μετατρέπει τους ανθρώπους σε λεφτά και συμβόλαια. Η δική μου δουλειά είναι να το ελέγχω αυτό. Ο Σάι έγλειψε τα χείλη του, εισέπνευσε ό,τι είχε απομείνει από το σπρέι του και άρχισε να μιλά χαμηλόφωνα και αργά. «Άκουσέ με. Τα πράγματα έχουν αλλάξει τώρα. Τα τηλεοπτικά δίκτυα βρίσκονται σε απελπισία. Η τηλεόραση δημιουργεί συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού. Πρέπει να κάνουν επιτυχίες, διαφορετικά δεν επιζούν. Κι αν ένα δίκτυο κάνει μια επιτυχία, μπορεί να σε προωθήσει πολύ. Μπορούν να προσελκύσουν νέους τηλεθεατές και να τους κρατήσουν. Και μπορούν να προσελκύσουν χορηγούς. Μια σειρά σαν τη δική σας είναι για τον Λες Μέρτσαντ δώρο θεόσταλτο. Θα κάνουν το παν για να πάρεις το ΕΜΜΙ. Και μάλλον θα το κερδίσεις. Και τότε μπορείς να τους
προτείνεις μια τηλεοπτική ταινία. Θα τη χρηματοδοτήσουν. Και θα σε σεβαστούν. Θα σεβαστούν ακόμη και τα σκατά σου». «Σ' ευχαριστώ Σάι, αλλά δε θέλω να έχω σχέση με τα σκατά». «Πες μου τι το αξιοσέβαστο υπάρχει α ένά παλιομοδίτικο μελόδραμα, που θα το σκηνοθετεί ένας καινούριος και θα το χρηματοδοτεί ένας καρχαρίας. Γιατί, γιατί θέλεις να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» Η Τζέιν έμεινε σκεφτική. Όταν έμπαινε στο γραφείο του Σάι ήξερε ακριβώς τι ήθελε, αλλά τώρα έχανε τη σιγουριά της, ένιωθε να φοβάται. Μήπως είχε δίκιο; Μήπως θα επέστρεφε και πάλι στη θέση της άνεργης ηθοποιού; «Εντάξει», είπε τελικά. «Εντάξει. Θα κάνω την ταινία, αλλά δε θα φύγω από τη σειρά. Θα συνεχίσω για άλλη μια σεζόν. Και θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα πείσεις τον Μάρτι να παίρνω μέρος σε περισσότερες σκηνές. Και αν το Ένα Αστέρι Γεννιέται αποτύχει, θα μείνω. Αν γίνει επιτυχία, θα φύγω».
19 Η Σαρλίν είχε ξαπλώσει στον καναπέ του καμαρινιού της, προσπαθώντας να ξεκουραστεί πριν από το επόμενο γύρισμα. Ο Σάι Όρτις καθόταν απέναντι της, κρατώντας τα χαρτιά που είχε φέρει για υπογραφή. «Άκου, βρισκόμαστε στο τέλος της σεζόν κάι το γεγονός ότι προτάθηκες για ΕΜΜΙ σε τοποθετεί στην κορυφή. Έ χ ω μια σπουδαία δουλειά για σένα. Μια πρόταση για ταινία. Μια διασκεδαστική ταινία με τίτλο Μτιάψι, η Καονμτιόισσα». «Κι άλλη δουλειά; Έ χ ω κουραστεί πολύ, κύριε Όρτις. Δε θέλω άλλη δουλειά». Δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας αυτή, αν και μόνο δύο επεισόδια είχαν απομείνει μέχρι το τέλος της σεζόν. Δόξα τω Θεώ. «Όταν δέχθηκα αυτή τη δουλειά,
μου είπατε πως θα γινόμουν τόσο πλούσια, ώστε δε θα χρειαζόταν να ξαναδούλεψω». Ο Σάι γέλασε. «Λοιπόν, μπορεί να χρειαστεί λίγος χρόνος ακόμη, μια και υπάρχουν οι φόροι και τα κέρδη του ατζέντη και οι μισθοί του δικηγόρου και όλ' αυτά. Και για να σου πω την αλήθεια, ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα γινόσουν τόσο διάσημη, Σαρλίν. Στη βράση κολλάει το σίδερο. Έχεις ζήτηση και αυτή η ταινία θα παίξει μεγάλο ρόλο στην καριέρα σου». «Δε θέλω καριέρα, κύριε Όρτις. Μια δουλειά θέλω να έχω. Και νομίζω πως τότε είχατε δίκιο. Με όσα κέρδισα από αυτό το σόου, δε χρειάζεται να ξαναδουλέψω». «Μόνο αν δε θέλεις να ζήσεις σαν βασίλισσα», πρόσθεσε βιαστικά ο Σάι. «Και αυτή η ταινία μπορεί να σε κάνει βασίλισσα. Να σου προσφέρει πλούτη που ούτε έχεις ονειρευτεί». «Έχω ήδη πλούτη που δεν έχω ονειρευτεί». Υπέγραψε και το τελευταίο χαρτί και, με έναν αναστεναγμό, τα επέστρεψε όλα μαζί στον Σάι. «Ας μη συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση τώρα, κύριε Όρτις. Είμαι κουρασμένη, πολύ κουρασμένη». Ο Σάι σηκώθηκε. «Εντάξει, Σαρλίν. Θα χάσω χρήματα και εσύ μπορεί να το μετανιώσεις αργότερα, αλλά κάνε αυτό που νομίζεις καλύτερο. Θα στείλω αύριο το δικηγόρο με τα υπόλοιπα χαρτιά προς υπογραφή. Και σκέψου καλά τι θ' απαντήσεις πριν σου τηλεφωνήσουν». Η Σαρλίν έκλεισε τα μάτια και άγγιξε το χέρι του Σάι καθώς εκείνος περνούσε από δίπλα της. «Ευχαριστώ, κύριε Όρτις. Σταθήκατε πολύ καλός μαζί μου». Η πόρτα έκλεισε πίσω του κι εκείνη έμεινε μόνη στο σκοτεινό δωμάτιο, με μοναδική συντροφιά το θόρυβο του αιρ κοντίσιον. Δεν ήθελε να σκεφτεί πόσο ο κύριος Όρτις είχε απογοητευτεί που είχε αποφασίσει να μη δουλέψει στις διακοπές της. Αλλά της ήταν αδύνατο ν' αναλάβει οποιαδήποτε καινούρια υποχρέωση. Μήνες τώρα δούλευε έξι ημέρες την εβδομάδα, δώδεκα ώρες την ημέρα. Τα πράγματα ήταν κάπως πιο εύκολα τώρα που τη βοηθούσε η Τζέιν, αλλά εξακολουθούσε να νιώθει πιεσμένη. Κι εγώ που πίστευα πως το να κάνεις τη σερβιτόρα είναι πολύ κουραστικό, σκέφτηκε και αποκοιμήθηκε.
Ένιωσε τα χέρια που την έπιαναν και την ταρακουνούσαν, αλλά σίγουρα ονειρευόταν. Μετά ξανά... «Μις Σμιθ, σε είκοσι λεπτά πρέπει να είστε στο πλατό». Η Σαρλίν άνοιξε τα μάτια και είδε τη Ρόνι Βάγκνερ, τη δεύτερη βοηθό σκηνοθέτη να την κουνά απαλά. «Θεέ μου, πρέπει να έβλεπα όνειρο». «Θέλετε να σας φέρω κάτι; Έναν καπουτσίνο;» ρώτησε η Ρόνι. Η Σαρλίν τη συμπαθούσε τη Ρόνι. Πάντα της έφερνε καπουτσίνο όταν είχε ανάγκη να πιει έναν καφέ. «Ναι, θα το ήθελα πολύ», είπε η Σαρλίν. Σηκώθηκε, αλλά ξανάπεσε στον καναπέ. «Είστε καλά, μις Σμιθ;» «Ναι, μια χαρά είμαι. Μόνο λίγο κουρασμένη». Η Ρόνι πήγε να πει κάτι, αλλά σταμάτησε. «Τι είναι;» «Η πρόεδρος ενός από τα κλαμπ θαυμαστών σας βρίσκεται έξω και θέλει να σας δει. Και είναι επίμονη. Θα πρότεινα να τη δείτε, αλλά αν είστε τόσο κουρασμένη, ίσως...» Η Σαρλίν κούνησε το κεφάλι. Ποτέ της δεν είχε καταλάβει αυτή την ιστορία με τα κλαμπ των θαυμαστών, αλλά φαίνεται πως πήγαιναν σετάκι με την επιτυχία. Όλοι οι θαυμαστές τής συμπεριφέρονταν σαν σε θεά, σαν να την ήξεραν μια ολόκληρη ζωή. Αλλά για τη Σαρλίν δεν έπαυαν να είναι ξένοι. Ξένοι με τους οποίους προσπαθούσε να είναι ευγενική. «Θα της μιλήσω πηγαίνοντας προς το πλατό, Ρόνι. Μπορεί και να της ζητήσω να μείνει στο γύρισμα. Υπάρχει πρόβλημα;» «Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, μις Σμιθ». Η Ρόνι έφυγε και στο καμαρίνι μπήκε ο μακιγιέρ. Καθώς αφέθηκε στα χέρια του, η Σαρλίν ξανασκέφτηκε την πρόεδρο που περίμενε έξω, με την ελπίδα πως θα ήταν νέα· οι μεγάλες γυναίκες την τρόμαζαν. Έδειχναν όλες τόσο φτωχές, τόσο απελπισμένες. Της θύμιζαν τη δυστυχία του Αάμσον. Η Σαρλίν μπορούσε να κατανοήσει μια νεαρή κοπέλα που γοητεύεται από τους τηλεοπτικούς αστέρες. Ή ξ ε ρ ε πως τα περισσότερα κορίτσια περνούν από αυτή τη φάση πριν ωριμάσουν. Της τα είχε εξηγήσει όλα η Τζέιν. Αλλά οι μεγάλες την αναστάτωναν. Οι τεχνικοί τις κορόιδευαν.
Αλλά η Σαρλίν καταλάβαινε πόσο δύσκολο ήταν γι' αυτές ν' αποκτήσουν μια δική τους ζωή. Θυμήθηκε τον εαυτό της στο Αάμσον και ανατρίχιασε. Για τους περισσότερους από τους θαυμαστές της, αυτή ήταν η μοναδική ζωή που μπορούσαν να ζήσουν και η Σαρλίν ένιωθε θλίψη. Ποτέ δε χρειαζόταν δεύτερη πρόσκληση για το γύρισμα η Σαρλίν. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε την επισκέπτριά της. Η Ρόνι της έδειξε με τα μάτια τη γυναίκα που περίμενε. Μετά την είδε να σηκώνει το βλέμμα προς τον ουρανό. Η Σαρλίν την ευχαρίστησε μ' ένα νεύμα. Θεέ μου, σκέφτηκε, η γυναίκα δεν ήταν μόνο πολύ ηλικιωμένη, αλλά και φριχτά ντυμένη. Με κουρέλια! Της έκανε νόημα και η Σαρλίν την κοίταξε πολύ προσεκτικά καθώς πλησίαζε. Από κοντά έδειχνε ακόμη χειρότερη. Τα κιτρινισμένα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους σε λαδωμένες μπούκλες. Φορούσε ένα ροζ μπλουζάκι χωρίς μανίκια, πολύ στενό στο στήθος. Ένα από τα κουμπιά του είχε ανοίξει. Η πολύ στενή κίτρινη φούστα της είχε ένα σχίσιμο κι ένα μπάλωμα. Η μεγάλη κοιλιά της σχεδόν τρυπούσε το ύφασμα. Δεν είχε φρύδια, αλλά σκούρες γραμμές ζωγραφισμένες με το μολύβι. Στα μάγουλα φορούσε ρουζ και το στόμα της ήταν βαμμένο πορτοκαλί. Η Σαρλίν στάθηκε μπροστά στη γυναίκα που ταλαιπωρούσε και με τα δυο της χέρια μια παλιά μεξικάνικη τσάντα. Στα μάτια της ζωγραφιζόταν ο πανικός. Η Σαρλίν ανοιγόκλεισε μια δυο φορές τα μάτια της και μετά έμεινε να την κοιτάζει. Η γυναίκα έκανε ένα βήμα μπροστά. «Γεια σου μωρό μου», της είπε. Και μετά από ένα λεπτό, η Σαρλίν απάντησε: «Γεια σου, μαμά». * * *
Η Σαρλίν κάθισε με τη Βίβλο ανοιχτή πάνω στα πόδια της. Ποιος, πριν από δύο χρόνια, θα φανταζόταν πως θα έπαιζε στην τηλεόραση, ότι αυτή και ο Ντιν θ' αποκτούσαν ένα ωραίο σπίτι, ότι θα έβρισκαν τη μαμά τους; Ο Θεός ήταν καλός! Είχε ικετέψει τη μαμά της να πάει μαζί της στο σπίτι, αλλά η Φλόρα Αι είχε αρνηθεί. «Μ' αυτά τα κουρέλια; Κορίτσι μου, ξέρω
πώς φαίνομαι. Σαν να επιστρέφω από την κόλαση. Δε θέλω να με δει το αγόρι μου πριν φτιαχτώ». Συμφώνησαν, λοιπόν, να φρεσκαριστεΐ η μητέρα της στο τροχόσπιτο και μετά να δειπνήσουν οι δυο τους. Την έτρωγε η επιθυμία να τηλεφωνήσει στον Ντιν τα σπουδαία νέα, αλλά συγκρατήθηκε. Πρώτα θα συνήθιζε στην παρουσία της Φλόρα Λι και μετά θα της μιλούσε γι' αυτό που είναι ο Ντιν: αξιαγάπητος, αλλά καθόλου έξυπνος. Αλλά έπρεπε να μιλήσει στη Φλόρα Λι για το τι συνέβη στο Λάμσον; Κι αν η μαμά πίστευε πως έπρεπε να πάνε στην αστυνομία; Η Σαρλίν δεν είχε ποτέ μιλήσει γι' αυτό σε κανέναν και δεν κουραζόταν να θυμίζει στον Ντιν πως έπρεπε κι αυτός να κάνει το ίδιο. Μήπως όμως τα έλεγε όλα στη μαμά; Αναστέναξε και ξανακοίταξε τη Βίβλο. Ή τ α ν σίγουρη πως ο Θεός θα συγχωρούσε τον Ντιν. Σκέφτηκε τη Φλόρα Λι. Σίγουρα ήταν καλή και με κατανόηση. Όταν η μαμά βγήκε από το τρέιλερ, πήγαν στο Σέρατον. Μεγάλο ξενοδοχείο, αλλά ήσυχο. Η Σαρλίν φορούσε ένα φαρδύ φόρεμα που είχε δανειστεί από τη Μάι, καπέλο πλατύγυρο και σκούρα γυαλιά. Είχε μαζέψει τα μαλλιά της μ' ένα μαντίλι. Με την ελπίδα πως δε θα την αναγνώριζε κανείς. «Πού θέλεις να καθίσουμε;» «Εδώ είναι μια χαρά, γλυκιά μου», είπε η μαμά, έτοιμη να εγκατασταθεί σ' έναν καναπέ στο λόμπι. «Καλύτερα όχι εδώ», είπε η Σαρλίν, κοιτάζοντας γύρω της. «Πάμε κάπου πιο ήσυχα». «Γιατί δεν πάμε στο μπαρ;» Στο μπαρ; Η Σαρλίν δεν πήγαινε ποτέ σε μπαρ. Μήπως πήγαινε η μαμά; «Είναι σκοτεινά και ήσυχα», της θύμισε η Φλόρα Λι. Πήγαν στο μπαρ και η Σαρλίν τη βομβάρδισε με ερωτήσεις. «Τι συνέβη όταν έφυγες, μαμά;» «Πήγα στο Ελ Πάσο. Σκέφτηκα ότι μπορούσα να εγκατασταθώ εκεί, είναι ωραία πόλη. Βρήκα δουλειά κι ένα μέρος να μένω. Τότε συνάντησα ένα φορτηγατζή. Έπρεπε να το φανταστώ, αλλά μετά τον πατέρα σου όλοι οι άντρες μου φαίνονταν άγγελοι. Με
παράτησε στο Σάλεμ, στο Όρεγκον. Χωρίς δεκάρα». Η Φλόρα Λι άδειασε το πιατάκι με τους ξηρούς καρπούς και φώναξε τη σερβιτόρα. «Χρυσή μου, μπορείς να μας φέρεις λίγα αμύγδαλα και να πάρεις παραγγελία;» Η σερβιτόρα τις πλησίασε μ' ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Τι θα πάρετε;» ρώτησε. «Τζίντζερ έιλ», είπε η Σαρλίν. «Μια μπίρα, παρακαλώ. Μπαντ». Στράφηκε στη Σαρλίν. «Αυτοί οι ξηροί καρποί φέρνουν δίψα». Η Σαρλίν χαμογέλασε στη μητέρα της κι ένιωθε πως και το δικό της χαμόγελο ήταν βεβιασμένο. Έπινε η μαμά; Ποτέ δεν έπινε στο παρελθόν. Αλλά, στο κάτω κάτω, της άξιζε μια μπίρα στο τέλος μιας τόσο φορτισμένης μέρας. «Και μετά τι έκανες;» ρώτησε η Σαρλίν. «Μου πήρε πολΰ για να φΰγω από το Όρεγκον. Θέλησα να πάω σε σχολή κομμωτικής και το υπουργείο Πρόνοιας πλήρωνε γι' αυτό. Αλλά τότε γνώρισα έναν τΰπο που δοΰλευε στην Κράισλερ —ταξίδευε συνεχώς, εκπαιδεύοντας τους μηχανικούς που αναλαμβάνουν το σέρβις. Με πήρε μαζί του στο Σακραμέντο. Εγκατασταθήκαμε εκεί και ήταν ωραία. Μέχρι που ανακάλυψα ότι στην Ουάσιγκτον είχε γυναίκα και τέσσερα παιδιά». «Ω, μαμά!» είπε η Σαρλίν και τράβηξε ακόμη περισσότερο το καπέλο στο πρόσωπο της. Η σερβιτόρα έφερε τα ποτά τους. Η Φλόρα Αι ήπιε την μπίρα της με δυο τρεις γουλιές, ενώ η Σαρλίν έπαιζε με το ποτήρι στα χέρια. Το ωραίο αίσθημα που ένιωσε το πρωί είχε αρχίσει να εξανεμίζεται. Μην κρίνεις τη μητέρα σου, είπε θυμωμένα στον εαυτό της. Σε μεγάλωσε κι ας μην ήσουν παιδί της. Και ποια είσαι εσύ που θα κρίνεις; Θυμήσου τι έκανες με τον Μπόιντ και ποΰ κατέληξε αυτή η ιστορία. Και πως ο Μάικλ Μακλέιν σε μέθυσε. Η μαμά ήταν τραυματισμένη και μόνη, χωρίς τα παιδιά της. Η Φλόρα Αι συνέχισε τη διήγησή της, με αναφορές σε άλλους άντρες και άλλες πόλεις. Ξαναφώναξε τη σερβιτόρα. «Θέλεις ένα ποτό ακόμη;» ρώτησε τη Σαρλίν. Η Σαρλίν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Εγώ θα πάρω άλλη μια μπίρα», είπε η μαμά. Και προς μεγάλη έκπληξη της Σαρλίν πρόσθεσε: «Φε'ρτε μου κι ένα ουίσκι». Τα μάτια της Σαρλίν γέμισαν δάκρυα. Φτωχή μαμά, πίνεις πολύ για να ξεχάσεις τη μοναξιά σου. Η Φλόρα Λι συνέχισε τη διήγησή της και ήπιε άλλη μια μπίρα και άλλο ένα ουίσκι. «Βλέπεις», είπε στο τέλος στη Σαρλίν, «αν είχα λεφτά κι έστηνα ένα ινστιτούτο ομορφιάς, θα τα κατάφερνα». Κοίταξε τη Σαρλίν με προσμονή. Η Σαρλίν κούνησε το κεφάλι της, δείχνοντας πως θα τη βοηθούσε. «Μα πού πήγε αυτή η σερβιτόρα;» ρώτησε η μαμά.
20 Μετά από εβδομάδες τηλεφωνημάτων στον Άρα, για να μάθει τι έγινε με την οντισιόν στο Ένα Αστέρι Γεννιέται, επιτέλους η Λάιλα έμαθε πως είχε έρθει η ώρα της, η δική της ώρα. Ό λ α τα κεριά και οι προσφορές στη Νάντια είχαν αποδώσει καρπούς. Η Λάιλα ήξερε πως ήταν γεννημένη για να παίξει αυτόν το ρόλο. Ντύθηκε προσεκτικά για τη συνάντησή της με τον Άρα. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να μπει στο γραφείο του. Φόρεσε ένα μπλε ελεκτρίκ καλσόν που αναδείκνυε τα μακριά πόδια της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, χαμογέλασε κι έβγαλε την πετσέτα από τα μαλλιά της. Αν και υγρά ακόμη, έπεσαν σαν φλεγόμενος καταρράκτης, κι αυτό το πυρρόξανθο χρώμα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το μπλε καλσόν. Γυμνή από τη μέση και πάνω, κοίταξε το λευκό της δέρμα που τόνιζε το ροζ των θηλών της. Τα στήθη της ήταν τέλεια, αλλά όχι μεγάλα. Αλλά τώρα που ήταν διάσημη, δεν ήταν εύκολο να υποβληθεί σε πλαστική. Αν έκανε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα κατέληγε στις πρώτες σελίδες των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Με τα δάχτυλα τσίμπησε τις θηλές της για να κοκκινίσουν. Ναι, σκέφτηκε, ήταν το τέλειο θηλυκό.
Έριξε μια ματιά στο γεμάτο ρούχα δωμάτιο και διάλεξε ένα απλό λευκό μεταξωτό μπλουζάκι και μια κοντή δερμάτινη φούστα. Μετά κοίταξε την ατέλειωτη σειρά με τα παπούτσια, μέσα στις ειδικές παπουτσοθήκες. Χαμογελώντας διάλεξε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα μπλε ελεκτρίκ παπούτσια από δέρμα φιδιού. Έδειχνε έτσι ακόμη πιο ψηλή και καθώς λικνιζόταν πάνω τους γινόταν πιο προκλητική. Σωστό μαρτύριο να περπατά πάνω σ' αυτές τις γόβες και μέσα σ' αυτή τη φούστα, αλλά δε θα έτρεχε και στο Μαραθώνιο. Ας πρόσφερε, λοιπόν, στους άντρες αυτό που ζητούσαν να δουν, σκέφτηκε και χαμογέλασε ξανά. Πήγε στο μπάνιο να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ποτέ μην τα βουρτσίζεις όταν είναι υγρά, της έλεγε η Τερέζα. Η βούρτσα σπάει τα βρεγμένα μαλλιά. Προσεκτικά η Λάιλα τα στέγνωσε, έμεινε για λίγο κάτω από τις ειδικές λάμπες που χρησίμευαν για να στεγνώσουν και οι άκρες, χωρίς να καταστρέφονται. Τίναξε το κεφάλι της και κοίταξε επιδοκιμαστικά το αποτέλεσμα. Μετά άνοιξε την κοσμηματοθήκη, έβγαλε το σταυρό με το λάπις λάζουλι που της είχε χαρίσει η θεία Ρόμπι και τον φόρεσε στο λαιμό της. Έτσι, για να υπάρχει κάτι από το λουκτης Μαντόνα. Κοίταξε τη φωτογραφία της Νάντια και χαμογέλασε. * * *
«Θα γίνεις μεγάλη σταρ», χαμογέλασε ο Άρα. Καθόταν στο γραφείο του και την κοιτούσε να μπαίνει. «Έχεις ήδη κάνει όνομα, αλλά θα γίνεις και σταρ». Η Λάιλα γέλασε. «Να με συγχωρείς, Άρα, αλλά αυτό το γνωρίζω. Και ελπίζω να μη με φώναξες εδώ για να μου πεις αυτό. Σε ακούω, λοιπόν». «Λάιλα, πού είναι οι τρόποι σου; Έρχεσαι εδώ, κάθεσαι και αρχίζεις τις ερωτήσεις και τις απαιτήσεις. Πάντα τα ίδια. Γιατί δε γίνεσαι λίγο πιο κοινωνική; Πιες έναν καφέ μαζί μου, ένα ποτήρι κρασί, ας κουβεντιάσουμε λίγο». «Άρα, μιλάμε για σόου μπίζνες. Δηλαδή, τι θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό; Η υγεία σου; Ο καιρός; Λέγε, λοιπόν, έχεις καλά νέα ή όχι;» Δεν άντεχε να περιμένει ούτε ένα λεπτό.
«Και βέβαια έχω καλά νέα. Σου βρήκα τον πρώτο ρόλο στην ταινία της χρονιάς». Το ήξερε! Το ήξερε! Ω, α ευχαριστώ, Νάντια! Χαμογέλασε στον Άρα. «Αυτά είναι καλά νέα. Βλέπεις ότι έχεις να μου πεις κάτι σημαντικότερο από το τι καιρό κάνει; Πρωταγωνίστρια, έτσι, Άρα;» «Ακριβώς. Και η ταινία θα κάνει πάταγο. Η πριγκίπισσα του Θάιμ». «Πώς το είπες; Νομίζω ότι μιλούσαμε για το Αστέρι». «Λάιλα, πόσες φορές τους τελευταίους μήνες σου είπα να την ξεχάσεις αυτή την επανάληψη; Δε θα ήταν καλό για την καριέρα σου. Αυτό που σου προτείνω θα γίνει επιτυχία. Κι ευτυχώς που δεν πήρες αυτόν το ρόλο». «Δεν τον πήρα;» Για μια στιγμή δεν αναγνώρισε την ίδια της τη φωνή. «Δεν τον πήρα;» ξαναρώτησε. «Όχι, Λάιλα», είπε ο Άρα απαλά. «Αλλά σου υπόσχομαι πως αυτή η ταινία που σου προτείνω είναι πολύ καλύτερη, πιο σημαντική». «Ποια πήρε το ρόλο, Άρα;» ρώτησε η Λάιλα με πολύ χαμηλωμένη τη φωνή της. «Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, Λάιλα; Δεν είσαι το κατάλληλο κορίτσι για το ρόλο αυτό, πίστεψέ με». «Άρα, ποτέ μου δεν ήμουν κορίτσι. Και μη με ξαναπείς έτσι. Λέγε τώρα, ποια πήρε το ρόλο;» «Αν αυτό έχει σημασία, νομίζω ότι πήγε στην Τζέιν Μουρ. Και άσ' τη να τον πάρει. Εσύ είσαι φτιαγμένη για μεγάλα πράγματα». «Η Τζέιν Μουρ! Η Τζέιν Μουρ!» Η Λάιλα δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Άχρηστε γερο-μπάσταρδε!» του σφύριξε η Λάιλα με την οργή να πλημμυρίζει το είναι της. «Ο Ρόμπι είχε δίκιο. Είσαι τελειωμένος. Το 'χεις χάσει. Έπρεπε να είχα υπογράψει με τον Όρτις. Γιατί τώρα θα τον είχα πάρει το ρόλο. Και δε θα τον έπαιρνε εκείνη η ανυπόφορη σκύλα». «Υπάρχει ο πρώτος ρόλος στην Πριγκίπισσα του Θάιμ, Λάιλα. Και θα κάνει μεγαλύτερο πάταγο και από τον Πόλεμο των Άστρων. Ο Λούκας σε θέλει. Είναι κανονισμένο». «Κόμικς; Με διαστημόπλοια και διαστημάνθρωπους! Είσαι ηλίθιος; Εγώ ήθελα να παίξω στο Αστέρι». Πόσο καιρό της έκρυβε
τα άσχημα νέα; Πόσο καιρό; Ήθελε να τον ξεσχίσει, να τον κάνει κομματάκια. Δεν τη φρόντιζε. Την έπνιγε, τη χρησιμοποιούσε. Το κτήνος. Ό λ α τα γελοία κτήνη. Αυτός και η μητέρα της. «Πότε πήρε το ρόλο η Τζέιν, Άρα;» ρώτησε αλλά το ήξερε. Τον κοίταξε προσεκτικά και είδε το στόμα του να στραβώνει. Την κοίταζε αμίλητος. Αλλά η Λάιλα δεν κατέβασε τα μάτια. Έμεινε εκεί να περιμένει. «Δεν είμαι σίγουρος», μουρμούρισε στο τέλος. «Μάντεψε!» τον διέταξε η Λάιλα. «Άκου, Λάιλα, σου κανόνισα την οντισιόν. Και δεν έγινε. Αυτοί αποφασίζουν. Αλλά μπορεί και ν' αναθεωρήσουν, τώρα που σε είδαν...» «Είχαν ήδη πάρει την Τζέιν όταν πήγα στην οντισιόν! Έτσι δεν είναι; Παίζατε θέατρο. Όλοι το ήξεραν εκτός από μένα! Συνωμοτήσατε για να με ταπεινώσετε. Το έκανες για να μου κλείσεις το στόμα, για να μου χρυσώσεις το χάπι, λες και είμαι κανένα μωρό. Η Τερέζα σε έβαλε να το κάνεις, έτσι δεν είναι; Εσύ και η Τερέζα τα κάνατε όλα. Πιστεύεις ότι είμαι ηλίθια;» «Όχι, Λάιλα, κάθε άλλο...» «Μαλακίες! Με ζηλεύει. Δεν ήθελε να πάρω το ρόλο της. Δε θ' άντεχε να με δει στην οθόνη. Κι έδωσε το ρόλο στην Κάντι. Η Κάντι παίρνει το ρόλο κι εγώ τίποτε». «Όχι η Κάντι, Λάιλα. Η Τζέιν Μουρ». Η Λάιλα σταμάτησε για μια στιγμή. «Αυτό είπα, Άρα. Η Τζέιν Μουρ». Αλλά δεν είχε πει αυτό. Είχε πει «Κάντι». Χριστέ μου, είχε αρχίσει να τα χάνει και της συνέβαινε εδώ, μπροστά στον Άρα Σαγκάριαν. Θεέ μου, τώρα πάσχουμε και οι δύο από άνοια! Έπιανε ένα μαντίλι για να σκουπίσει το υγρό του στόμα. Η Λάιλα απέστρεψε αηδιασμένη το βλέμμα. Ή τ α ν απαίσιος, της έφερνε εμετό, της θύμιζε ερπετό. «Λάιλα, βλέπω ότι είσαι πολύ εκνευρισμένη, αλλά πρέπει να καταλάβεις πως αυτός δεν ήταν ο μοναδικός ρόλος για σένα. Δεν είναι καν ο καλύτερος. Ο σκηνοθέτης είναι άπειρος και του πάει πολύ να διευθύνει μια τέτοια ταινία. Οι επαναλήψεις των κλασικών έργων είναι πολύ επικίνδυνη υπόθεση. Για δες τι έπαθε ο
Κόστνερ όταν έπαιξε τον Ρομπέν των Δασών στη θέση του Έρολ Φλιν!» «Ναι. Κέρδισε πενήντα εκατομμύρια δολάρια». Άρχισε να τρέμει. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Η Νάντια την είχε προδώσει. Χριστέ μου! Ξανακοίταξε τον Άρα. Έπρεπε να θριαμβεύσει επί της Τερέζας, ν' απελευθερωθεί από τον Άρα, από τον Ρόμπι, απ' όλους τους. Αλλά ο Άρα και η μητέρα της είχαν συνωμοτήσει. Γι' αυτό ήταν σίγουρη. Μπορεί και με τη βοήθεια του Ρόμπι. Θα έκανε ό,τι του ζητούσε η Τερέζα. Θα έκανε ακόμη και το φίλο στη Λάιλα για να πετύχει το σχέδιο τους. Και φρόντισαν να χάσει το ρόλο. «Τι σου είπε η μητέρα μου για μένα;» ρώτησε. «Τι είπες στην Έιπριλ για μένα;» «Τίποτε, Λάιλα, να χαρείς. Πρέπει...» «Τι σου είπε;» ξαναρώτησε υψώνοντας τη φωνή της. «Λάιλα, εγώ και η Τερέζα δεν έχουμε καμιά σχέση. Εσύ πήγες στην οντισιόν. Και δεν τους άρεσες». Σ' ένα δευτερόλεπτο, η Λάιλα βρέθηκε πάνω στο γραφείο με τα χέρια της στο λαιμό του. Με τα μακριά πόδια της και τη φούστα ανασηκωμένη, ανακάτευε τα χαρτιά του. Άρχισε να τον σφίγγει. «Τι σου είπε για μένα;» ούρλιαξε και ο Άρα ένιωσε να λιγοστεύει ο αέρας. «Τι σου είπε;» * * *
Ο Άρα πέρασε το υπόλοιπο πρωινό προσπαθώντας να συνέλθει. Αφού η γραμματέας του και δύο άλλοι τράβηξαν τη Λάιλα από πάνω του, αφού οι φρουροί την έδιωξαν, αφού ο Άρα κατάπιε μερικά χάπια με λίγο ζεστό τσάι, ζήτησε να μην τον ενοχλήσουν. Ξάπλωσε στο μεγάλο γαλάζιο καναπέ του γραφείου του και άρχισε να τρέμει. Η γυναίκα αυτή ήταν μια μέγαιρα. Έφερε το χέρι του στο λαιμό και κούνησε το κεφάλι. Είναι δυνατή και επικίνδυνη. Τι να κάνω; Ο Άρα δεν ήταν πια νέος και τώρα τον βάραιναν περισσότερο από ποτέ τα ογδόντα τέσσερα χρόνια του. Μπορεί να είχε δίκιο ο γιατρός του. Μπορεί να είχε πια έρθει η ώρα ν' αποσυρθεί, να μετακομίσει στο σπίτι του στο Παλμ Σπρινγκς. Ή τ α ν πια πολύ
γέρος και πολύ κουρασμένος για ν' αντέχει την τρέλα αυτής της δουλειάς. Μπορεί να του έμεναν άλλα δέκα χρόνια να ζήσει. Κι έπρεπε να τα περάσει ξαπλωμένος στον ήλιο, αυτός που επέζησε της Σφαγής των Αρμενίων, που επέζησε του Χόλιγουντ. Να παίζει γκολφ. Να κάνει παρέα με τον Φρανκ, τον Τζόνι και όλους τους παλιούς φίλους. Αλλά ακόμη και η σκέψη ότι θα τα παρατούσε, ότι θ' απομακρυνόταν από τη δράση, του έφερνε μια ζαλάδα. Εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια ζούσε για να κλείνει συμφωνίες. Είχε επιζήσει, ενώ οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής πέθαιναν. Είχε κατορθώσει να μη χάσει δύναμη, αλλά να κερδίσει. Έχασε, βέβαια, μερικούς πελάτες, εξαιτίας κάτι καρχαριών σαν τον Ό ρ τις. Αλλά ήταν ακόμη αξιοσέβαστος, ήταν ακόμη παίκτης και η δράση τον αναζωογονούσε ακόμη. Αλλά αυτή η σκηνή με τη Λάιλα Κάιλ πήγαινε πολύ. Είχε κάνει λάθος μ' αυτό το κορίτσι. Ή τ α ν τρελή. Χειρότερη και από τον Κρόφορντ. Και είχε προδώσει την Τερέζα, μια παλιά πελάτισσα, για χάρη της. Και μετά συνέβη το χειρότερο: υπέγραψε με τη Λάιλα κι έπαψε να την ελέγχει. Δεν έπρεπε να τη στείλει σ εκείνη τη στημένη οντισιόν. Δεν έπρεπε να προσπαθήσει να την πείσει μ' αυτό τον τρόπο. Ή τ α ν κι αυτή σαν όλες τις καινούριες σταρ, γεμάτη φιλοδοξίες κι εγωισμούς. Και, βέβαια, τώρα που δεν υπήρχαν οι μεγάλες εταιρείες, αυτό που βασίλευε ήταν το χάος. Θυμήθηκε πώς είχε αντιδράσει ο Λιούις Μάγιερ όταν έμαθε πως ο Τσάρλι Τσάπλιν και η Πίκφορντ είχαν φτιάξει δική τους εταιρεία παραγωγής. «Οι τρελοί ανέλαβαν τη διεύθυνση του φρενοκομείου», είχε πει. Και οι Ενωμένοι Καλλιτέχνες ήταν ένα τρελοκομείο. Οι καλλιτέχνες χρειάζονταν τους επιχειρηματίες για να τους βοηθήσουν και οι επιχειρηματίες χρειάζονταν τους ηθοποιούς για να γυρίζονται οι ταινίες. Ο Άρα είχε περάσει πάνω από πέντε δεκαετίες προσπαθώντας να μη διαλυθεί αυτός ο γάμος, αλλά τώρα τα πράγματα είχαν χειροτερέψει πολύ. Είχε λοιπόν έρθει η ώρα. Το πάρτι είχε τελειώσει. Κατά κάποιον τρόπο, έπρεπε να ευγνωμονεί αυτή τη μικρή που του είχε δείξει το δρόμο. Θα έβγαινε στη σύνταξη. Θα χαιρόταν τη ζωή. Θα ξεκουραζόταν. Ό χ ι με πίκρα, αλλά με ανακούφιση.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε. Μα ποιον μπορεί να του έδινε η Έλεν τέτοια ώρα; «Άρα, με συγχωρείς που σ' ενοχλώ. Αλλά είναι κάτι πολύ σημαντικό. Είναι ο Μάικλ Μακλέιν. Πολύ αναστατωμένος. Λέει πως πρέπει να σε δει το γρηγορότερο δυνατό. Θέλει ν αλλάξει ατζέντη». Ο Άρα ανοιγόκλεισε τα μάτια και σκούπισε το στόμα του. Ο Μάικλ υπήρξε το αστέρι του, ο προστατευόμενός του, η μεγάλη του επιτυχία. Αλλά πριν από εννέα χρόνια τον είχε αφήσει, τότε που βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, για να πάει σιον Σάι Όρτις. Τελευταία είχε ακούσει πως δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο τους. Μήπως επρόκειτο για την επιστροφή του ασώτου υιού; Αν υπέγραφε μαζί του... Αν τον έπαιρνε πίσω, κλέβοντάς τον από τον Σάι Όρτις! Αυτό θ' αποδείκνυε σε όλους ότι ο Άρα Σαγκάριαν βρισκόταν ακόμη στο παιχνίδι. Ο Άρα αναστέναξε. Μετά το ξανασκέφτηκε. Παράτα τα. Θα είσαι καλύτερα στο Παλμ Σπρινγκς. Δεν μπορείς να σταματήσεις; Σκοτώνεις τον εαυτό σου. Έμεινε για μια στιγμή αμίλητος. Τι να κάνω; Μετά χαμογέλασε. «Πες του να έρθει από δω», είπε στη γραμματέα του. «Θα χαρώ να τον δω».
21 «Πεθαίνω από την κούραση», παραπονέθηκε η Σαρλίν στην Τζέιν καθώς έφευγαν μαζί από το πλατό. «Κι εγώ», είπε η Τζέιν γελώντας κι έριξε πάνω της το μπουφάν της. «Τζέιν, μπορώ να σου μιλήσω για ένα λεπτό;» ρώτησε η Σαρλίν. Είχαν τελειώσει τη δουλειά τους και η Τζέιν δεν άντεχε, αλλά η Σαρλίν έδειχνε σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Ή τ α ν φανερό ότι κάτι την απασχολούσε. «Και βέβαια, πάμε στο τροχόσπιτό μου».
«Δεν έχεις αρχίσει να τα βαριέσαι όλ' αυτά;» ρώτησε η Σαρλίν δείχνοντας γύρω της. «Εννοείς το σόου;» Η Σαρλίν κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Το σόου, τον κόσμο, τους θαυμαστές, νιώθω σαν φυλακισμένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι». Η Τζέιν ήξερε τι εννοούσε η Σαρλίν. «Βέβαια. Πριν από λίγες εβδομάδες, πριν μετακομίσω στο ξενοδοχείο, καθόμουν στην πισίνα και άκουσα θόρυβο. Είχαν έρθει με λεωφορείο, για όνομα του Θεού! Και ο ξεναγός τούς έδειχνε πού ζω. Έτρεξα να κρυφτώ, μ' έπιασε τρέλα. Φοβόμουν μήπως αυτές οι γυναίκες με το λουλακί μαλλί ορμούσαν μέσα. Αυτό εννοείς;» «Όλ' αυτά. Να θέλουν να σε γνωρίσουν άνθρωποι που δεν τους ξέρεις. Να εμφανίζονται συγγενείς που δεν τους έχεις δει ποτέ στη ζωή σου. Και να μην είσαι σε θέση ν' αποκτήσεις πραγματικούς φίλους. Βέβαια, έχω εσένα και τους άλλους και τον κύριο Όρτις. Είναι καλός μαζί μου. Αλλά όλοι μου φέρονται λες και μέσα σε μια νύχτα έγινα η βασίλισσα της Αγγλίας. Έκανα αυτό που μου είπες με τον Μπάρι και απέδωσε. Αλλά δε νιώθω άνετα. Θέλω να πω ότι αυτοί περνούν όλη τους τη ζωή έτσι. Θεέ μου, μερικές φορές αρχίζω να πιστεύω πως πραγματικά είμαι η βασίλισσα της Αγγλίας. Ή κάτι τέτοιο». Η Τζέιν γέλασε με την παρατήρηση της Σαρλίν. Είχε δίκιο. Αν οι άνθρωποι της δουλειάς τα έπαιρναν όλ' αυτά τόσο σοβαρά, τότε γιατί τους προκαλούσε έκπληξη η αντίδραση του κοινού; Αλλά η Τζέιν δεν ένιωθε τόσο άσχημα. Την Παρασκευή θα έτρωγε με τον Σαμ. Είχε κάτι να περιμένει. «Άνθρωποι με τους οποίους αστειευόμουν και περνούσα καλά, τώρα με φωνάζουν "μις Σμιθ". Χάθηκε όλο το γούστο», είπε η Σαρλίν. «Βέβαια, έχω εσένα και τον Ντιν. Και τα σκυλάκια». Αλλά η Τζέιν ένιωθε τη θλίψη της Σαρλίν. Κάτι την απασχολούσε. «Σαρλίν, εγώ λέω να πάμε μαζί για ψώνια. Θα πάρουμε μαζί τους σωματοφύλακες. Και δε θα μπούμε σε εμπορικά κέντρα». Η Τζέιν γέλασε. «Εντάξει. Αλλά μόνο που δεν μπορούμε να είμαστε μόνες και ανέμελες», της θύμισε η Σαρλίν. Αναστέναξε. «Έχω όλους τους
μπελάδες των σταρ, αλλά δε διασκεδάζω σαν κι αυτούς». Σκέφτηκε τη μαμά και σε πάσο άσχημη κατάσταση ήταν. Πώς θα μιλούσε στην Τζέιν γι' αυτό; Συνειδητοποίησε πως ήταν αδύνατο. Η Τζέιν ένιωσε συμπόνια για το νεαρό αυτό κορίτσι. «Εγώ λέω αύριο να διασκεδάσουμε σαν σταρ», πρότεινε στη Σαρλίν. «Με τους σωματοφύλακες μας, σ' ένα ακριβό εστιατόριο, μετά από τα ψώνια που θα κάνουμε στα ακριβά καταστήματα». *
*
*
Κάθισαν στο πίσω μέρος του εστιατορίου, αν και η Τζέιν θα προτιμούσε ένα από τα τραπέζια πλάι στο παράθυρο με τη θέα προς το Μελρόουζ. Αλλά ο Τζέραλντ Λα Μπρεκ είχε επιμείνει να μην πηγαίνει γυρεύοντας για μπελάδες. Η Τζέιν ήταν κουρασμένη, πεινούσε και διψούσε. Θα έπινε μια μπίρα, κι ας είχε θερμίδες. «Μια Μπεκ», είπε στο σερβιτόρο, έναν πανέμορφο ξανθό Άδωνη. Στα μάτια του διάβασε πως τις αναγνώρισε, αλλά μετά πήρε και πάλι το ψυχρό επαγγελματικό ύφος, το τόσο απαραίτητο cno Λος Άντζελες. «Μάλιστα, κυρία», είπε και γύρισε στη Σαρλίν. «Κι εσείς, μις Σμιθ;» ρώτησε. «Το ίδιο με την κυρία», είπε η Σαρλίν που πολύ είχε ευχαριστηθεί τα ψώνια τους. «Ω Τζέιν, δεν μπορώ να το πιστέψω πως είδα τόσο ωραία πράγματα. Πού τα ξέρεις αυτά τα μέρη; Σκέψου το μαγαζί με τα δερμάτινα! Τι ωραίο εκείνο το μοβ μπικίνι! Αλλά δεν αγόρασες σχεδόν τίποτε!» Η Τζέιν ένιωθε πιο άνετα όταν την έντυνε η Μάι. Και το απόγευμα είχε ραντεβού μαζί της. «Προτιμώ τα ρούχα της Ντόνα Καράν. Ας αφήσουμε που δε χρειάζομαι τίποτε». «Τζέιν Μουρ, από πότε τα ψώνια έχουν να κάνουν με το τι χρειαζόμαστε; Αυτό το ήξερα ακόμη και τότε που ήμουν φτωχή τον κερατά. Πάντα κοιτάζαμε τα πράγματα και ονειρευόμαστε τι θέλουμε και όχι ποιες είναι οι ανάγκες μας». «Εγώ δε θέλω και πολλά πράγματα. Και όλη αυτή η ποικιλία με μπερδεύει. Μονίμως έχω την εντύπωση πως ποτέ δεν είχα τα κατάλληλα πράγματα. Πρέπει να έχεις τα κατάλληλα παπούτσια,
τα κατάλληλα σπορ ροΰχα, τα κατάλληλα για κάθε περίσταση φουστάνια. Και μετά πάλι πρέπει να σκέφτεσαι τα χρώματα και πώς ταιριάζουν μεταξύ τους. Και μετά τα σακάκια και τα μπουφάν. Και τις ζώνες και τις τσάντες και τα κοσμήματα και το μακιγιάζ. Να μη φοράς σομόν κραγιόν με ροζ σκουλαρίκια. Κι εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τη Μάι». «Κι εσύ;» ρώτησε η Σαρλίν σχεδόν σοκαρισμένη. «Μα είσαι πάντα τόσο περιποιημένη!» «Σοβαρά;» ρώτησε κατάπληκτη η Τζέιν. Το ήξερε πως όλα αυτά ήταν έργο της Μάι. «Απλώς προσπαθώ να είμαι απλή». «Αλλά η Αάιλα δεν είναι απλή. Κάθε μέρα είναι τέλεια. Πώς τα καταφέρνει;» «Μπορεί να το χρωστά στα γονίδιά της. Μπορεί να το κληρονόμησε από τη μητέρα της. Στο κάτω κάτω η μητέρα της υπήρξε σταρ, θα της έμαθε κάποια κόλπα», «Εσένα σου έμαθε τίποτε η μαμά σου;» «Όχι. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα όταν ήμουν πολύ μικρή». «Ω, λυπάμαι. Εμένα η μ α μ ά μου έφυγε από το σπίτι όταν ήμουν εννιά χρονών, αλλά όταν την είχα κοντά μου έμαθα πολλά». Δίστασε για μια στιγμή και η Τζέιν ξανασκέφτηκε πως κάτι την είχε αναστατώσει. Δύσκολο πράγμα να έχεις μια μητέρα που έχει χαθεί, σκέφτηκε η Τζέιν. Ίσως χειρότερο από το να έχει πεθάνει. «Η μαμά μου μ' έμαθε ένα μικρό ποίημα: "Θέλω να φύγω από την Ελμίρα!"» Χαμογέλασε στην ανάμνηση. «Τι είναι η Ελμίρα;» «Μια απαίσια μικρή πόλη έξω από τη Νέα Υόρκη. Εκεί μεγάλωσα με τη γιαγιά μου». Όταν ο σερβιτόρος επέστρεψε με τα ποτά τους, παρήγγειλαν και οι δυο σαλάτες. Εκείνος έφυγε κουνώντας συνωμοτικά το κεφάλι του και η Σαρλίν στράφηκε στην Τζέιν. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» «Και βέβαια», απάντησε η Τζέιν. «Ανησυχείς για το πώς δείχνεις; Θέλω να πω ότι η Λάιλα είναι πολύ όμορφη, αλλά δείχνει ν' ανησυχεί συνεχώς για την εμφάνισή της».
H Τζέιν παραλίγο να ξεσπάσει σε ηχηρά γέλια. «Και βέβαια ανησυχώ». «Κι εσΰ; Γιατί;» Η Τζέιν πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Για ένα λεπτό. Θέλεις να πεις ότι ανησυχείς κι εσΰ, Σαρλίν; Μα είσαι πανέμορφη. Το καταλαβαίνω ν' ανησυχείς για το ντΰσιμό σου, το μακιγιάζ σου, αλλά είσαι τέλεια. Το δέρμα σου, τα μαλλιά σου, τα μάτια σου. Καθετί είναι τέλειο πάνω σου, Σαρλίν». Το πρόσωπο της Σαρλίν έγινε ροζ. «Μα τι λες τώρα; Εγώ δεν είμαι τόσο όμορφη, όσο εσΰ και η Λάιλα. Θέλω να πω πως εσείς οι δυο είστε όμορφες σαν σταρ. Εγώ είμαι απλώς ένα ωραίο κορίτσι». Η Τζέιν την κοίταξε τρομοκρατημένη. Τουλάχιστον δΰο από τις τρεις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου, δεν πίστευαν καν στην ομορφιά τους. Η δική της ομορφιά βέβαια ήταν αποτέλεσμα των εγχειρήσεων. Αλλά η Σαρλίν διέθετε φυσική ομορφιά και όμως πίστευε πως είχε κάποιες ατέλειες. Και το τρομερότερο ήταν πως η Λάιλα, πιθανόν ωραιότερη και από τις δυο τους, ήταν η πιο ανασφαλής. Ξαφνικά, δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχη η Σαρλίν. «Όλ' αυτά είναι τόσο θλιβερά. Αν εσΰ δεν πιστεΰεις ότι είσαι όμορφη κι αν εγώ δεν πιστεΰω ότι είμαι όμορφη, τότε πώς πρέπει να νιώθουν όλες οι φτωχές γυναίκες της Αμερικής που μας βλέπουν στην τηλεόραση;» «Απαίσια, υποθέτω. Αν τις ενδιαφέρει». «Σαρλίν, όλες οι γυναίκες ενδιαφέρονται για την εμφάνισή τους». Σκέφτηκε τη φτωχή Μέρι Τζέιν Μόραν. Έμειναν για λίγο σιωπηλές. Η Τζέιν κοίταξε τη Σαρλίν και συνειδητοποίησε πως τη συμπαθοΰσε πολΰ. Όταν θα τέλειωνε η σειρά θα τη νοσταλγούσε. «Πώς πάει ο δίσκος;» ρώτησε ευγενικά. «Όλοι λένε πως τραγουδώ καλά. Μπορεί να είμαι και καλή. Άλλωστε τελειώνουμε και μετά θα ξεκουραστώ. Θα πάμε με τον Ντιν στο Γέλοουστοουν ή στη Νεβάδα. Με τους σκΰλους, τους σωματοφύλακες και τα σχετικά. Εσΰ τι θα κάνεις;» «Λέω να κάνω εκείνη την ταινία».
«Θα δουλέψεις στη διάρκεια των διακοπών;» Η Σαρλίν δεν πίστευε στ' αυτιά της. «Ο κύριος Όρτις ήθελε να παίξω κι εγώ σε μια ταινία, αλλά αρνήθηκα. Δεν είσαι κουρασμένη;» «Ναι, αλλά θέλω να παίξω σ' αυτή την ταινία». «Θεέ μου, με την τηλεόραση και την ταινία θα γίνεις πραγματικά διάσημη!» «Δε νομίζω ότι μπορούμε να γίνουμε περισσότερο διάσημες απ' όσο είμαστε», γέλασε η Τζέιν. Αλλά αν πάει καλά η ταινία, μπορεί να μην επιστρέψω στο Τρεις για το Δρόμο». «Ω Τζέιν! Δεν είναι δυνατό να με αφήσεις μόνη με τη Λάιλα. Θα με φάει ζωντανή!» «Μα έλα τώρα, πρέπει να γίνεις σκληρή. Πες της να πάει να πηδηχτεί». Η Σαρλίν κοκκίνισε. «Ω, δε θα 'λεγα ποτέ κάτι τέτοιο». «Και βέβαια θα το πεις. Δοκίμασε τώρα. Κάνε εξάσκηση μ' εμένα». «Μα δεν είναι χριστιανικό». «Σαρλίν, σε ποιο σημείο λέει η Βίβλος ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τη φράση "Άντε πηδήξου";» «Δεν ξέρω... Πουθενά, υποθέτω. Αλλά τα καλά κορίτσια δεν...» «Σαρλίν, όλα τα καλά κορίτσια το κάνουμε, αλλά δεν το λέμε. Και σταμάτα να είσαι κορίτσι. Είσαι γυναίκα. Πες στη Λάιλα να πάει να πηδηχτεί». «Εντάξει, θα προσπαθήσω, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ». «Προσπάθησε». Η Σαρλίν πήρε μια βαθιά αναπνοή και είπε: «Άντε...» «Έλα τώρα, συνέχισε». «Εντάξει». Μετά από μια παύση είπε: «Λάιλα, γιατί δεν πας...» «Έλα τώρα. Θέλω να θυμώσεις. Είναι απαίσια, σου φέρεται απαίσια. Το ίδιο και σ' εμένα. Και στους τεχνικούς. Κι εκνευρίζει τον Μάρτι. Έλα, Σαρλίν». «Ω, άντε πηδήξου!» ξέσπασε η Σαρλίν. Οι πελάτες από το διπλανό τραπέζι γύρισαν και τις κοίταξαν. Το πρόσωπο της Σαρλίν έγινε κατακόκκινο κι έπιασε με τα χέρια τα μάγουλά της.
«Μπράβο!» είπε η Τζέιν. «Το είπες. Τώρα μπορείς να ζήσεις στο Χόλιγουντ!» *
*
*
Μετά το φαγητό με τη Σαρλίν, η Τζέιν έδιωξε το σωματοφύλακα και πήγε στο σπίτι της Μάι στην Καχσυένγκα για να συζητήσουν το αυριανό ντύσιμο της. Η Μάι ήταν ντυμένη, όπως σχεδόν πάντα, στα άσπρα. Τα μαλλιά της ήταν καλυμμένα μ' ένα τουρμπάνι. Το πρόσωπο της φωτίστηκε όταν είδε την Τζέιν. «Είσαι καλά; Έτσι δείχνεις τουλάχιστον». «Ναι», είπε η Τζέιν. Και ήταν. Ένιωθε να φεύγει από πάνω της το βάρος της μοναξιάς. Είχε περάσει καλά με τη Σαρλίν και ήταν σίγουρη πως θ' απολάμβανε και τη συντροφιά της Μάι. Επιτέλους αποκτούσε φίλους. Και είχε κάτι να περιμένει: το γεύμα με τον Σαμ. «Κάθισε», της είπε η Μάι. Η Τζέιν είχε ξανάρθει εδώ, αλλά ξανάριξε μια ματιά γύρω. Το διαμέρισμα είχε τρία δωμάτια και τα τρία πεντακάθαρα και κατάλευκα, από το ταβάνι ως το πάτωμα. Τα λιγοστά έπιπλα ήταν κι αυτά άσπρα. Υπήρχε παντού άπλετο φως, αλλά η διακόσμηση ήταν φτωχή. Τίποτε στους τοίχους, κανένα μπιμπελό στα τραπεζάκια. Αλλά έτσι καθαρά και πάλλευκα που ήταν, τα δωμάτια δεν έδειχναν άδεια. «Αυτό το μέρος είναι τόσο φυσικό, Μάι. Σαν κι εσένα». Η Μάι ανασήκωσε τους ώμους Κατ πήρε δύο ποτήρια από τον μπουφέ. «Φυσική είσαι όταν είσαι νέα. Όταν γερνάς σε βαριούνται. Μου αρέσουν τα χρώματα και οι πίνακες και τ αντικείμενα. Αλλά τώρα τα βλέπω στα μουσεία. Είναι ανακούφιση να μην έχω να φροντίζω πολλά πράγματα». Έβαλε μπίρα στο ένα ποτήρι κι ετοιμάστηκε να γεμίσει και το άλλο. «Όχι για μένα», της θύμισε η Τζέιν. «Πρέπει να χάσω βάρος, όχι να παχύνω». Η Μάι αναστέναξε κι έφερε ένα μπουκάλι νερό. «Για δώδεκα χρόνια έτρωγα το ίδιο φαγητό κάθε βράδυ: ένα μικρό φιλέτο και σαλάτα χωρίς ντρέσινγκ. Σκέφτομαι πόσα ωραία γεύματα έχασα. Αν χρειάζεσαι κάποιον για να σε βοηθήσει στη δίαιτά σου, τηλε-
φώνησε στη Νίκι Χάσκελ. Είναι η γκουρού της Λιζ Τέιλορ». Κοίταξε την Τζέιν: «Λοιπόν, αξίζει να είσαι διάσημη;» «Όχι, αν απλώς είσαι διάσημη», της απάντησε η Τζέιν. «Τι άλλο θέλεις; Είσαι διάσημη, πλούσια, νέα και υγιής». «Ποτέ μου δεν αναζήτησα τη δόξα, και τα λεφτά δεν παίζουν μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Ήθελα —και ακόμη θέλω— να παίξω σε καλές ταινίες, να κάνω κάτι για το οποίο θα είμαι περήφανη». «Μάλλον είσαι πια πολύ διάσημη για να κάνεις κάτι τέτοιο». «Τι εννοείς;» ρώτησε η Τζέιν. Για μια στιγμή καταλήφθηκε από πανικό. «Μια διάσημη και όμορφη γυναίκα αποκτά ένα ειδικό είδος δύναμης. Δεν μπορεί να κάνει φυσιολογικά πράγματα. Δεν μπορεί ν' αποκτήσει φυσιολογικούς φίλους. Γίνεται στόχος. Οι ξένοι σε αγαπούν, αλλά δεν έχεις φίλους. Και συχνά, τη στιγμή ακριβώς που πιστεύεις ότι έχεις γίνει θεά, τελειώνεις ή σε τελειώνουν. Θυμήσου πόσες εμφανίστηκαν, έλαμψαν κι έσβησαν. Μπορείς νά θυμηθείς τα ονόματά τους;» «Ναι, βέβαια, η Σούζαν Σάραντον». «Άλλη;» «Η Μέριλ Στριπ». «Ναι, βέβαια, αλλά τι έχει κάνει τελευταία; Και ποια άλλη;» «Υπάρχουν γυναίκες που τα κατάφεραν». «Ναι. Αλλά όσο δύσκολο είναι να γίνεις διάσημη, εκατό φορές δυσκολότερο είναι να μείνεις διάσημη. Εκμεταλλεύσου καλά αυτή τη στιγμή, Τζέιν. Μπορεί να μην κρατήσει πολύ».
22 Η Τζέιν ζήτησε από τη Μάι να τη βοηθήσει για να ντυθεί σωστά στην έξοδό της με τον Σαμ. «Θέλω να είμαι ντυμένη σπορ, αλλά και όμορφα». Είχε επιτέλους υπογράψει το συμβόλαιο για το Αστέρι και, παρά τις αντιρρήσεις του Όρτις, ένιωθε σαν παιδούλα
που πήγαινε στο πρώτο της πάρτι. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, Μάι;» «Ναι. Να δείχνεις σαν να έριξες απλώς κάτι πάνω σού, ενώ εσύ έχεις ασχοληθεί ώρες με το τι θα φορέσεις. Αυτό είναι το κόλπο. Η μελέτη της φυσικότητας. Αλλά γιατί κάνεις έτσι; Δεν τον πήρες το ρόλο;» «Ναι, αλλά...» «Αλλά μπορεί να έχεις βάλει στο μάτι και κάποια άλλη οντισιόν, έτσι;» Η Τζέιν γέλασε χωρίς να ξανοιχτεί. «Τι λες, παντελόνια ή φούστα; Τα παντελόνια είναι πιο απλό ντύσιμο, αλλά με τη φούστα δείχνω τα πόδια μου». «Πού θα φάτε;» «Στο Μουσείο Γκετί». Η Μάι έκανε μια γκριμάτσα. «Μπορεί να είναι κουλτουριάρης, αλλά από φαγητό δεν ξέρει τι του γίνεται». Κοίταξε την Τζέιν. «Θα πρότεινα μεταξωτή μπλε μπλούζα με μπλουτζίν. Τέλειο, ε;» «Τέλειο, ναι. Αλλά θα προλάβεις;» «Πότε είναι το ραντεβού;» «Αύριο», παραδέχθηκε ένοχα η Τζέιν. Η Μάι γέλασε. «Οπότε πρέπει να φύγω αμέσως για ψώνια». «Ναι, βέβαια». Μερικές φορές η Τζέιν αναρωτιόταν αν η Μάι έκανε το παν για να την εξυπηρετήσει επειδή είχε επέμβει τότε που η Λάιλά ζητούσε την απόλυσή της. Ή επειδή χρειαζόταν ένα επιπλέον εισόδημα. Ή επειδή η Τζέιν της είχε υποσχεθεί δουλειά στο Αστέρι. Ή επειδή η Τζέιν ήταν μια σταρ. Θα μπορούσε ποτέ να προσποιηθεί ότι με συμπαθεί αν δεν το ένιωθε πραγματικά; Αλλά η Μάι ποτέ δεν έδειξε κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια στη Σαρλίν. Ούτε στη Λάιλα, φυσικά. Και αυτές θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμες. Πρέπει να πιστέψω ότι με συμπαθεί στ' αλήθεια. Κι αν αυτό σημαίνει ότι θα κερδίσει κάτι από μένα, τι μ' αυτό; Γι' αυτό δεν υπάρχουν οι φίλοι; Και δεν πρέπει να την παίρνω ως δεδομένο, ούτε να την υποτιμώ.
Παρ' <5λ' αυτά, η Τζέιν ένιωθε δυσάρεστα που έπρεπε να πληρώνει τη γυναίκα με την οποία ένιωθε τάση οικειότητα. Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της. Και προσπάθησε να φανταστεί το μεταξωτό μπουφάν που θα φορούσε πάνω από το μεταξωτό μπλουζάκι. Θα ήταν κούκλα. Και ο Σαμ πάντα έδινε σημασία σ' αυτά. *
*
*
Ό λ α στο Λος Άντζελες ήταν πολύ διαφορετικά σε σχέση με τη Νέα Υόρκη. Ακόμη και τα μουσεία, σκέφτηκε η Τζέιν γελώντας. Φαίνεται απίστευτο, αλλά ακόμη και στο Μουσείο Γκετί πρέπει να τηλεφωνήσεις για να κλείσεις τραπέζι. Ό χ ι για να δεις τη συλλογή, αλλά για να παρκάρεις το αυτοκίνητο σου! Αυτό είναι το Λος Άντζελες! Αυτό βέβαια δεν το ήξερε μέχρι τη στιγμή που ο υπεύθυνος του γκαράζ της ζήτησε τον αριθμό για την κράτηση της θέσης. Σκέφτηκε πως αστειευόταν! Αλλά μετά της εξήγησε ότι ο Ζαν Πολ Γκετί είχε χτίσει αυτό το τεράστιο μουσείο με το τεράστιο πάρκινγκ για να μην αφήνει κανείς το αυτοκίνητο του κάτω από τα δέντρα. Αλλά ευτυχώς την αναγνώρισε κι έκανε μια εξαίρεση. «Κρατάμε πάντα μερικές θέσεις για τους πολύ διάσημους, μις Μουρ», της είπε εμπιστευτικά. Δεν της άρεσε να εκμεταλλεύεται τη φήμη της, αλλά εδώ είχε έρθει για να γευματίσει με τον Σαμ. Έτσι, ευχαρίστησε το φύλακα και πάρκαρε το αυτοκίνητο της. Μια στενή σκάλα οδηγούσε σ' ένα μεγάλο κήπο. Κι εκεί, κατά το τελειότερο χολιγουντιανό στυλ, υπήρχε ένα σπίτι που θύμιζε Πομπηία, με κίονες όχι μόνο δωρικού ρυθμού, αλλά και ιονικού και κορινθιακού. Αυτό είναι το Χόλιγουντ: αν το ένα είδος είναι καλό, γιατί να μην πάρουμε και τα άλλα δύο; Ί δ ι ο στυλ και στον κήπο με το περιστύλιο, στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια μεγάλη τιρκουάζ πισίνα. Η Τζέιν φόρεσε τα γυαλιά της για να προστατευθεί από την αντανάκλαση του φωτός. Πριν προχωρήσει προς την τραπεζαρία, πέρασε από την τουαλέτα για έναν τελικό έλεγχο. Χαμογέλασε στο είδωλο της στον καθρέφτη. Τα ρούχα που της είχε διαλέξει η Μάι ήταν τέλεια. Φόρεσε λίγο κραγιόν. Είχε
περάσει πενήντα λεπτά βάφοντας τα μάτια της και φορούσε φακούς επαφής. Κι όταν έβγαλε τα γυαλιά, τα μάτια της φάνηκαν τεράστια. Ήξερε πόσο όμορφη ήταν και ξαναχαμογέλάσε με αυτοπεποίθηση. Εκείνος σηκώθηκε όταν την είδε να πλησιάζει διασχίζοντας τον κήπο. Κάθισε απέναντι του, ευχαριστημένη που είχε σκιά. Μίλησαν λίγο για τέχνη και παρήγγειλαν σαλάτες και παγωμένο τσάι. Ο Σαμ της έδωσε ξανά τα συγχαρητήριά του για την υποψηφιότητά της στα ΕΜΜΙ. Είχε την ευκαιρία να τον περιεργαστεί από κοντά. Δεν είχε αλλάξει πολύ. Απλώς ήταν λίγο πιο αδύνατος με τα σκούρα μαλλιά του και πάλι τραβηγμένα πίσω, αλλά η αλογοουρά του είχε τώρα γίνει μικρό κοτσάκι. Ή τ α ν ηλιοκαμένος και το μελαψό του χέρι, ακριβώς δίπλα στο δικό της, έδειχνε όπως πάντα μακρύ, καθαρό και ευαίσθητο. Είδε τη ματιά της και κοίταξε κι αυτός το τραπέζι. Πήρε το χέρι της στο δικό του. «Είναι τόσο κρύο!» φώναξε. «Μου το έχουν πει πολλοί, αλλά πίστευα πως μ' εσένα θα ήταν διαφορετικά». Για μια στιγμή την κοίταξε αμίλητος, αναγνωρίζοντας το διάλογο από το Τζακ και Τζιλ. Μετά έβαλαν κι οι δυο τα γέλια. Τ α δόντια του, πάντα ωραία και κάτασπρα, έδειχναν ακόμη ωραιότερα καθώς έρχονταν σε αντίθεση με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο. «Έχω μείνει κατάπληκτος από το δοκιμαστικό σου. Έξυπνο. Και μιλούσε στην καρδιά. Πρέπει να το είδα εκατό φορές. Και πάντα κάτι μου θύμιζες. Δεν ξέρω τι. Κάτι που μου ξεφεύγει». Έπρεπε ν' αλλάξει θέμα συζήτησης. «Δε βλέπω την ώρα να παίξω την Τζούντι. Πώς πάει το σενάριο;» ρώτησε και για μια στιγμή αναρωτήθηκε ξανά μήπως είχε δίκιο' ο Σάι. Μπορεί να ήταν ένα σοβινιστικό γουρούνι, αλλά τη δουλειά την ήξερε. «Προχωράει. Είναι δύσκολο θέμα: μια γυναίκα μπορεί ν' αγαπήσει έναν άντρα γι' αυτό που είναι ή για την επιτυχία του;» «Εγώ νόμιζα πως το θέμα της ταινίας είχε να κάνει με το φθόνο. Η Τζούντι αγαπούσε τον Τζέιμς και ποτέ δεν ένιωσε
φθόνο για τις επιτυχίες του. Αλλά όταν εκείνη γίνεται επιτυχημένη, αυτός τη ζηλεύει τόσο πολύ, που σταματά να την αγαπά». «Ενδιαφέρουσα άποψη», είπε και την κοίταξε αυτή τη φορά με πιο βαθύ, ερευνητικό βλέμμα. «Εσύ ζηλεύεις;» τη ρώτησε. «Όχι, πραγματικά όχι». Της είχε προξενήσει έκπληξη η ερώτηση, αλλά και η δική της απάντηση. Ήξερε όμως πως αυτή ήταν η αλήθεια. Κι αναρωτιόταν γιατί. «Ίσως επειδή δεν είχα ποτέ τόσο μεγάλες προσδοκίες. Ποτέ δε φαντάστηκα τον εαυτό μου σε θέση να κλέψει τις επιτυχίες των άλλων». «Αλήθεια;» τη ρώτησε. «Μ' εμένα συμβαίνει το αντίθετο. Όταν ακούω για το θρίαμβο οποιουδήποτε άλλου σκηνοθέτη, η πρώτη μου σκέψη είναι γιατί δεν είμαι στη Θέση του». «Αυτό πρέπει να σου δυσκολεύει πολύ τη ζωή», είπε η Τζέιν και ήπιε μια γουλιά από το τσάι της, κοιτάζοντάς τον πάνω από το ποτήρι της. Τα πήγαινε καλά, πολύ καλά. Είχε καταφέρει να είναι συγχρόνως ελκυστική και απόμακρη — ο συνδυασμός που σκοτώνει. Χαμογέλασε. Τι θα γινόταν αν την ερωτευόταν; Κι αν δεν μπορούσε να του αντισταθεί; «Είσαι τόσο απίστευτα όμορφη», της είπε. «Αυτό το χαμόγελο έπαιξε το μεγαλύτερο ρόλο στο δοκιμαστικό». Η Τζέιν ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Μήπως προχωρούσε πολύ; «Είχα νευρικότητα», του είπε. «Δεν το έδειχνες», απάντησε. «Η Έιπριλ κι εγώ καταγοητευτήκαμε. Είπε...» Η Τζέιν έχασε το χαμόγελο της. Να το πάλι. Να ήταν αποκύημα της φαντασίας της η σκέψη πως ανάμεσα σ' αυτόν και την Έιπριλ υπήρχε κάτι παραπάνω από μια επαγγελματική σχέση; Εκείνος συνέχισε να μιλά. Γιατί την είχε καλέσει; Ή τ α ν επαγγελματικό το γεύμα ή προσωπικό; Προσπάθησε να συγκεντρωθεί σ' αυτά που της έλεγε. «Λένε πως η ταινία αυτή θα είναι η επιτυχία της χρονιάς. Όπως το Πρίτι Γούμαν». «Ελπίζω όχι. Θέλω να πω, εκείνη ήταν μια ταινία με την ιστορία μιας τυχερής πόρνης. Εδώ ελπίζω να υπάρχει περισσότερο περιεχόμενο».
Ο Σαμ έδειξε να δυσφορεί. «Πολύ στα σοβαρά τα παίρνεις όλα». «Για πες μου, ποιος θα είναι ο πρωταγωνιστής;» «Σκεφτόμαστε να πάρουμε τον Μάικλ Μακλέιν, αλλά δε δείχνει και πολΰ μεγάλος». «Αλλά είναι σπουδαίος ηθοποιός! Θα χαιρόμουν να δουλέψω μαζί του!» «Τι γνώμη έχεις για τον Νιοΰμαν;» «Τον Πολ Νιοΰμαν;» Δεν μποροΰσε οΰτε να το πιστέψει. «Η Έιπριλ λέει πως μπορεί να είναι πολΰ μεγάλος, αλλά πιστεΰει ότι μπορεί να τον πείσει». «Θεέ μου! Αυτό θα ήταν θαυμάσιο!» «Πιστεΰεις ότι θα μπορούσες να παίξεις μια πειστική ερωτική σκηνή μαζί του;» Η Τζέιν γέλασε. «Έχε μου εμπιστοσύνη». «Θα το 'θελα», της είπε και χαμογέλασε. Η Τζέιν ένιωσε τη ζεστασιά που εξέπεμπε. Ενδιαφερόταν γι' αυτή! «Θα σου πω ποιος είναι ο μοναδικός ενδοιασμός μου», της εμπιστεύτηκε. «Δεν πιστεύω ότι η Τζούντι είναι ωραία γυναίκα. Φοβήθηκα μήπως δε φανείς αρκετά πειστική». Η Τζέιν έβαλε τα γέλια. Και για μια στιγμή τρόμαξε μήπως και δεν μποροΰσε να σταματήσει. «Θα προσπαθήσω», του είπε τελικά. «Ωραία. Χαίρομαι που σε διασκέδασα». Τότε κοίταξε το ρολόι του και η Τζέιν παρατήρησε πως ήταν χρυσό Ρόλεξ. «Όλα αυτά είναι πολΰ ωραία», είπε, «αλλά πρέπει να γράψω και το σενάριο. Να σε πάω ως το αυτοκίνητο σου;» Χρειαζόταν να μείνει για λίγο μόνη. «Όχι, θα ρίξω μια ματιά στη συλλογή». «Α, καλά. Μήπως θα ήθελες να περάσεις από το γραφείο μου το βραδάκι; Να δούμε λίγο το σενάριο;» «Όχι», του χαμογέλασε. «Νομίζω πως έχεις πολΰ να γράψεις ακόμη πριν αρχίσει η συνεργασία μας». Γέλασε, έσκυψε προς το μέρος της και της έσφιξε το χέρι. «Με συγχωρείς», της είπε. «Δεν μπορώ να συγκρατηθώ». Μετά σήκωσε το χέρι της, της φίλησε την παλάμη και απομακρύνθηκε.
Χρειάστηκε ένα ολόκληρο λεπτό για να ξαναελέγξει τη φωνή της. «Καλή δουλειά», του φώναξε. Μετά έμεινε για λίγο μόνη. Είχαν περάσει ωραία, αλλά μήπως ο Σαμ είχε εξελιχθεί σε επαγγελματία κορτάκια; Θα μπορούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της; Η παραμικρή εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους του την αναστάτωνε. Ξανάβαλε κραγιόν και άρχισε να βολτάρει στην έκθεση. Αλλά το μυαλό της βρισκόταν αλλού. Μετά από τα δύσκολα χρόνια της Νέας Υόρκης, μετά τις επεμβάσεις, μετά το φιάσκο με τον Πιτ και την απαίσια ιστορία με τον Μάικλ Μακλέιν, τώρα που βρήκε τη δουλειά που ονειρευόταν, μια δουλειά κοντά στον Σαμ, ανακάλυπτε πως αυτός και η Έιπριλ ήταν μαζί. Και διαπίστωνε πως φλέρταρε με τον ίδιο αχόρταγο τρόπο. Αλλά μπορεί το ενδιαφέρον του να ήταν απλά επαγγελματικό, σκέφτηκε. Η ζωή της δεν ήταν πια άδεια και γκρίζα, θύμισε στον εαυτό της. Είχε γεμίσει χρώματα, όπως οι πίνακες που έβλεπε. Αλλά σαν κι αυτούς ήταν ψεύτικη, χαώδης, ίσως και άχρηστη. Ό λ α αυτά τα φρούτα! Δε θα τα γευόταν ποτέ; Αυτό είναι το Χόλιγουντ, ξαναμουρμούρισε και πήγε να πάρει το αυτοκίνητό της.
23 Όλα είναι δύσκολα, σκέφτηκε η Σαρλίν. Πριν ακόμα ξημερώσει έπρεπε να σηκωθεί από το ζεστό κρεβάτι. Πίεσε τον εαυτό της να μαζέψει όλα τα ρούχα που είχε ρίξει καταγής το προηγούμενο βράδυ και προχώρησε αθόρυβα προς το μπάνιο. Ένιωθε τόσο κουρασμένη που ζήλευε τον Ντιν, ο οποίος συνέχιζε τον ύπνο του γαλήνια. Εγώ δεν μπορώ να βρω τη γαλήνη, σκέφτηκε χαϊδεύοντας την Κλόβερ που σήκωσε τό κεφάλι της. Τα σκυλιά κοιμόνταν όλα στο κρεβάτι. Το ίδιο και η γάτα και ο Ντιν. Μόνο αυτή, η Σαρλίν, δεν
μποροΰσε να κοιμηθεί. Δεν προλάβαινε να κλείσει τα μάτια της και όλες της οι ανησυχίες περνοΰσαν από μπροστά της σαν σε ταινία. Κι αυτό συνεχιζόταν όλη τη νύχτα. Φοβόταν ακόμη, ακόμη έβλεπε τον εφιάλτη με τον πατέρα της, ακόμη έτρεμε μήπως χτυπήσει την πόρτα η αστυνομία. Κι ανησυχούσε μήπως ξεχάσει τις ατάκες της, μήπως δεν πάει καλά ο ηλίθιος δίσκος. Πάνω απ' όλα, ανησυχούσε για τη μαμά. Στον Ντιν δεν είχε ακόμη πει λέξη. Το αστείο ήταν πως είχε τόσες φορές προσευχηθεί να ξαναβρεί τη μαμά, να τη βοηθήσει, να της αναθέσει τον Ντιν. Άλλη φορά να προσέχεις για τι προσεύχεσαι, μπορεί η προσευχή σου να εισακουστεί, είπε στον εαυτό της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Οι λευκές νύχτες είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο πρόσωπο της και ήξερε πια πως η κάμερα είναι ανελέητη. Αν μιλούσε στην Τζέιν, ίσως ν' ανακουφιζόταν. Αλλά στο τέλος ντράπηκε. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα, αλά κάτι τέτοιο απλώς θα χειροτέρευε το πρόσωπο της. Γέμισε το νιπτήρα με παγωμένο νερό και βύθισε σ' αυτό το πρόσωπο της. Ή τ α ν τρομερό. Σαν να πνίγεσαι σε μια παγωμένη λίμνη. Αλλά θα μειωνόταν το πρήξιμο κάτω από τα μάτια της και το πρόσωπο της θ' αποκτούσε πάλι το φυσικό του χρώμα. Βιαστικά μέτρησε ως το πενήντα κι έβγαλε το κεφάλι από το νερό για ν' αναπνεύσει. Δεν είδε και σπουδαία αποτελέσματα και αποφάσισε να βάλει πάγο. Δεν της άρεσε η σκέψη, αλλά όταν ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη, πείστηκε. Θεέ μου, έδειχνε μεγάλη —ίσως και τριαντάρα! Ξανάβαλε το πρόσωπο στο νερό με τα παγάκια και προσπάθησε να διώξει την σκέψη της Φλόρα Αι. Γιατί έπινε; Ξαναθυμήθηκε όσα τους έλεγε ο πατέρας τους. Η Φλόρα Αι τους παράτησε και δεν προσπάθησε να βρει μια δουλειά για να γυρίσει, να τους πάρει κοντά της, να τους βοηθήσει. Απλώς έγινε μπεκρού. Ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά. Δε λυπόταν μόνο για τον εαυτό της, αλλά και για τον Ντιν. Ο Ντιν ήταν το μωρό της Φλόρα Αι. Πώς μπόρεσε να φύγει και να μην κάνει τίποτε γι' αυτόν; Και
παρά το ότι δεν ήταν πολύ έξυπνος, η Σαρλίν ήξερε πως τις ίδιες σκέψεις έκανε και ο Ντιν. Έβγαλε το κεφάλι της από το παγωμένο νερό. Τότε θυμήθηκε! Για όνομα του Θεού, σήμερα δεν είχε γύρισμα! Ή τ α ν η μέρα που είχε ν' ασχοληθεί μ' εκείνη την υπόθεση του Ντόουμπ! Πήγαν χαμένα και τα παγάκια! Με όλες τις ανησυχίες της για τη μαμά, την αστυνομία και το σόου, η Σαρλίν είχε σχεδόν ξεχάσει τη δημοπρασία του Ντόουμπ. Ευτυχώς που έτύχε να μην έχει γύρισμα. Ντύθηκε βιαστικά. Έξω περίμενε ο σοφέρ και το αυτοκίνητο, όχι λιμουζίνα, ένα Πλίμουθ σεντάν. Φόρεσε το μαντίλι στα μαλλιά, τα τεράστια γυαλιά και την παλιά καπαρντίνα που είχε δανειστεί από την γκαρνταρόμπα της Μάι. Ούτε κι ο Ντιν θα την αναγνώριζε τώρα. «Στο Μέγαρο Δημοπρασιών», είπε στον οδηγό όταν μπήκε μέσα κι εκείνος την κοίταξε από τον καθρέφτη. «Δουλεύεις γι' αυτή;» ρώτησε ο σοφέρ καθώς απομακρύνονταν. «Για ποια;» «Τη Σαρλίν Σμιθ. Από το σπίτι της δε βγήκες τώρα; Πώς είναι;» «Καλή κοπέλα», είπε η Σαρλίν με μισό χαμόγελο. Και αυτή ήταν η αλήθεια. Πράγματι δουλεύω για μένα —και για τον Ντιν και τώρα για τη μαμά — και είμαι καλή κοπέλα. Συνειδητοποίησε όμως πως δεν είχε αλλάξει τη φωνή της. Καλύτερα να μην ξαναμιλούσε. Προσευχήθηκε να μην την έστελνε ο Ντόουμπ σε τίποτε μπελάδες. Γιατί τώρα δεν ήταν μόνο ο Ντιν, ήταν και η μητέρα της που είχε την ανάγκη της. Η Σαρλίν της είχε κιόλας δώσει λεφτά για τα προσωπικά της έξοδα και για ν' αγοράσει ρούχα και για τα δίδακτρα στη σχολή κομμωτικής. Μπήκε στο κτίριο και με μια γρήγορη ματιά διαπίστωσε πως δεν υπήρχαν δημοσιογράφοι. Η αίθουσα δημοπρασιών ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Έδωσε ένα ψεύτικο όνομα, ακριβώς όπως την είχε δασκαλέψει ο Ντόουμπ, αν και δεν ήταν σίγουρη αν αυτό ήταν πολύ νόμιμο. Μια γυναίκα της έδωσε ένα χαρτί με οδηγίες. Βρήκε μια θέση στην τελευταία σειρά και περίμενε να φτάσουν στον αριθμό 604. Κοίταξε το φυλλάδιο· έπρεπε να ξέρει τι θ'
αγόραζε. Πουλούσαν κάθε είδους πράγματα. Μπορεί να υπήρχε κάποια παρανομία. Τον συμπαθούσε τον Ντόουμπ, αλλά ήξερε πως δεν ήταν απόλυτα έντιμος. Του είχε όμως εμπιστοσύνη. Προσευχόταν να μη συμβαίνει κάτι ύποπτο και συνάμα έψαχνε για τον αριθμό 604. Δεν είχε καταφέρει να τον βρει στο φυλλάδιο, όταν άκουσε ν αναγγέλλουν το 604, με τιμή εκκίνησης τα εκατό δολάρια. Η Σαρλίν πάγωσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Και ôjev έκανε τίποτε, αφού ο Ντόουμπ της είχε πει να μη δώσει πάνω από εβδομήντα πέντε δολάρια. Δεν υπήρξε ενδιαφέρον από το ακροατήριο και η τιμή εκκίνησης έπεσε στα πενήντα δολάρια. Θα έκανε αυτό που έπρεπε. Οι παλάμες της ήταν ιδρωμένες και ζεστές. Ζαλίστηκε. Σήκωσε το καρτελάκι που της είχαν δώσει και μετά το ξανακατέβασε βιαστικά. Μετά, ζαλισμένη και χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι γινόταν γύρω της, ξανασήκωσε το καρτελάκι. «Πουλήθηκε. Το 604 για εξήντα δολάρια στο νούμερο 123». Η Σαρλίν κοίταξε τον αριθμό της στο καρτελάκι για να βεβαιωθεί και μετά έριξε μια προσεκτική ματιά στο δωμάτιο. Κανείς δεν της έδινε σημασία. Είχαν ήδη προχωρήσει στο επόμενο είδος. Ηρέμησε και ξαναπήγε στη ρεσεψιόν. Έδωσε στη γυναίκα τα λεφτά και πήρε την απόδειξη. Της είπαν από πού θα παραλάβει αυτό που μόλις είχε αγοράσει. Καθώς απομακρυνόταν, τέντωσε τ αυτιά της, περίμενε κάποια φωνή πίσω της να την καλεί να σταματήσει. Αλλά τίποτε. Μπήκε στο ασανσέρ και όταν έκλεισαν οι πόρτες κι έμεινε μόνη, πήρε μια βαθιά ανάσα. Της φάνηκε πως ήταν η πρώτη μετά από ώρες! Κοίταξε την απόδειξη, διάβασε την περιγραφή αυτού που μόλις είχε αγοράσει για τον Ντόουμπ κι έβγαλε μια κραυγή. Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος με τα μυαλά του στη θέση τους θ' αγόραζε 837 παπούτσια —όλα για το αριστερό πόδι;
24 Ο Νιλ Μορέλι έριξε το αντίτιμο του εισιτήριου του στο κουτί και προχώρησε στο διάδρομο του λεωφορείου, πηγαίνοντας να καταλάβει τη μοναδική κενή θέση, ανακουφισμένος που δεν ήταν υποχρεωμένος να ταξιδέψει όρθιος. Είτε καθιστός είτε όρθιος, όμως, ο Νιλ Μορέλι ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει με το λεωφορείο. Με τη μακριά του μΰτη οσφράνθηκε την ατμόσφαιρα. Είχε ξεχάσει πόσο άσχημα μυρίζουν οι άνθρωποι που ταξιδεύουν με λεωφορεία και τον υπόγειο. Φεύγοντας από τη Νέα Υόρκη, είχε σκεφτεί πως δε θα χρειαζόταν ποτέ πια να μετακινηθεί με δημόσιο μεταφορικό μέσο. Αλλά τώρα που αυτή η σκύλα τον είχε πετάξει από τη σειρά —την τελευταία του ελπίδα— ο Νιλ έπρεπε να ξαναμπαίνει σε λεωφορεία. Και να κάνει τον οδηγό ταξί, αντί να κυκλοφορεί μ' αυτά σαν πελάτης. Και δεν ήταν καν λιμουζίνες, οπότε εκεί πίσω όλο και κάποιος σημαντικός μπορεί να καθόταν, που βρισκόταν σε αναζήτηση νέων ταλέντων, κάποιος που θα του έδινε άλλη μια ευκαιρία. Όχι, ο Νιλ ήταν καταδικασμένος να κάνει τον ταξιτζή στους δρόμους του Λος Άντζελες. Και να κουβαλά στα σπίτια τους μετά τη δουλειά κάτι Βιετναμέζους ή μεθυσμένους που δεν μπορούσαν να οδηγήσουν τα αυτοκίνητό τους. Και πήγαινε ένα σωρό φορές στο Ανατολικό Λος Άντζελες, όπου έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα γιατί εκεί δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει. Δεν του είχε συμβεί τίποτε, αλλά πολλοί συνάδελφοι του —οι πιο πολλοί Μεξικάνοι και Ιρανοί — τον είχαν προειδοποιήσει και του είχαν διηγηθεί ιστορίες τρόμου για το πώς τους είχαν επιτεθεί για λίγα δολάρια ή για ένα πακέτο τσιγάρα. Και πώς δυο ταξιτζήδες που αποπειράθηκαν ν' αντισταθούν, εκτελέσθηκαν με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Ο Νιλ τα πήρε όλ' αυτά στα σοβαρά. Ήξερε πόσο επικίνδυνη μπορούσε να είναι αυτή η πόλη και πώς θα μποροΰσε να πέσει θΰμα ληστείας χωρίς κανείς να τρέξει για να τον βοηθήσει. Σ' αυτή την πόλη σου έκλεβαν την αξιοπρέπειά σου, τη δουλειά σου, τη ζωή σου. Και οι ταξιτζήδες δεν του έλεγαν κάτι που δε γνώριζε ήδη. Ξαναθυμήθηκε τον Σάι Όρτις που τον ξαναπρόδωσε, τη Λάιλα Κάιλ που τον κατέστρεψε. Ό χ ι , οι ταξιτζήδες δεν είχαν τίποτε καινοΰριο να του πουν. Του είπαν όμως κάτι που δεν το είχε σκεφτεί. Μετά τις διαδηλώσεις και τις λεηλασίες, όλοι τους είχαν όπλα, που τα κουβαλούσαν πάντα μαζί τους, κι όταν οδηγούσαν. Στον Νιλ δεν άρεσε η ιδέα να κυκλοφορεί οπλοφορωντας, αλλά είχε αρχίσει να το σκέφτεται. Κι όσο πιο πολύ σκεφτόταν τα όπλα, τόσο πιο ασφαλής ένιωθε. Σκεφτόταν να ρωτήσει τον Ρότζερ απόψε. Αν ο Ρότζερ ερχόταν σ' επαφή μαζί του. Το γκαράζ δεν ήταν μακριά, αλλά μ' όλες αυτές τις στάσεις τού έπαιρνε πάνω από μια ώρα. Και γιατί να είναι καλές οι δημόσιες συγκοινωνίες; Σ' αυτή την πόλη, με το λεωφορείο κυκλοφορούσαν μόνο οι παράνομοι και οι πάμπτωχοι. Κοίταξε γύρω του τις χοντρές γυναίκες και τους σκυφτούς άντρες. Κανείς τους δεν έδειχνε ευχαριστημένος, το έβλεπε. Ζούμε στην κόλαση, σκέφτηκε, φέρνοντας στο νου του και τα δικά του προβλήματα. Ένα από αυτά πλησίαζε κιόλας. Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και κατέβηκε κατευθυνόμενος προς το γκαράζ απ' όπου θα έπαιρνε το ταξί. Τον περίμενε δουλειά δώδεκα ωρών. Τρία βράδια και ο Ρότζερ δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Μετά την πρώτη τους επαφή, ο Ρότζερ σταμάτησε να επικοινωνεί μαζί του. Ο Νιλ δεν ήταν σίγουρος γιατί. Ήξερε γιατί ο Ρότζερ είχε αρχίσει την επαφή τους, αλλά τώρα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε σταματήσει. Δυο βράδια στη σειρά είχε πάρει τα μηνύματα του Ρότζερ. Στην αρχή ο Νιλ είχε εκπλαγεί. Δε φανταζόταν καν πως ο Ρότζερ Μπαντ γνώριζε την ύπαρξή του. Αλλά υπέθεσε πως προφανώς είχε μάθει ότι ο Νιλ τον σέβεται και πως εκτιμά τη δουλειά τρυ ως εκφωνητή. Κι όταν εκείνος του έστειλε τη φωνή του, μέσα
από το ραδιοτηλέφωνο του ταξί, όταν του έστειλε το μήνυμα να μην καταθέσει τα όπλα και υποσχέθηκε να τον βοηθήσει, ο Νιλ άρχισε να νιώθει καλύτερα. Και περίμενε. Ήξερε πως ο Ρότζερ θα εμφανιζόταν ξανά. Το ήξερε. Αλλά φοβόταν. Γιατί δεν ήξερε πώς θα τα 'βγάζε πέρα χωρίς τον Ρότζερ. Μετά σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει αυτός μια προσπάθεια για να τον βρει. Το ταξί βρομούσε. Μια καταραμένη μυρωδιά ξενικού φαγητού, όχι μεξικάνικου, όχι από το δυτικό ημισφαίριο. Αυτή η μυρωδιά έμοιαζε να έρχεται κατευθείαν από κάποια σκηνή της ερήμου. Ο Νιλ αναρωτήθηκε πώς αυτοί οι κωλοάραβες έβρισκαν τέτοια φαγητά σ' αυτή τη χώρα. Κατέβασε το παράθυρο για να μπει λίγος φρέσκος αέρας στο αυτοκίνητο, αλλά από την πείρα του ήξερε πως αυτή η βρόμα δεν έφευγε με τίποτε. Κωλοϊρανοί. Καλύτερα να κάνουν τους τρομοκράτες, παρά να μαγειρεύουν, για όνομα του Θεού. Προσπάθησε να πιάσει το σταθμό στο ξεχαρβαλωμένο ραδιόφωνο, πήγε στο Σέντσιουρι Σίτι, όπου βρισκόταν η πιάτσα του, έσβησε τη μηχανή και ξάπλωσε πίσω. Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στον ύπνο. Τότε ήρθε η φωνή του Ρότζερ να του τα διηγείται όλα. Πώς όλα αυτά τα είχε περάσει κι αυτός, επειδή δεν προερχόταν από το σωστό γενεαλογικό δένδρο. Του μίλησε και για τη Λάιλα Κάιλ και για τις άλλες δυο. Και για όλες τις ωραίες γυναίκες που είχαν κοροϊδέψει τον Νιλ. Ο Νιλ άκουγε χωρίς ν' ανοίγει τα μάτια. Κι ο Ρότζερ συνέχισε. Για το πώς σε πηδάνε αν δεν έχεις πατέρα ιδιοκτήτη τηλεοπτικού δικτύου ή αν δεν έχεις καλές διασυνδέσεις ή αν δεν είσαι εμφανίσιμος. Αλλά τώρα θα γινόταν ο Ρότζερ η διασύνδεση του Νιλ. Αυτός θα τον φρόντιζε. Και μόνο όταν ο Ρότζερ του είπε τι ακριβώς να κάνει, ο Νιλ άνοιξε τα μάτια του. Άρπαξε το μικρόφωνο επικοινωνίας με το κέντρο του ραδιοταξί. Έπρεπε να μιλήσει στον Ρότζερ. Για να σιγουρευτεί ότι άκουσε σωστά τις οδηγίες. Άρχισε να φωνάζει το όνομά του, αλλά δεν έπαιρνε απάντηση. Άρχισε να πατά τα κουμπιά, ουρλιάζοντας συνεχώς. Έπρεπε να ξαναβρεί τον Ρό-
τζερ. «Ποια είναι η συχνότητα σου, Ρότζερ;» φώναζε ξανά και ξανά. «Ε, εσύ από το ταξί σαράντα, άσε ήσυχο το μικρόφωνο. Τι κάνεις, άνθρωπε μου; Τι ουρλιαχτά είν' αυτά;» Με τρεμάμενο χέρι, ο Νιλ ξανάβαλε το μικρόφωνο στη θέση του. Το εννοούσε πραγματικά ο Ρότζερ; Έμεινε για ένα λεπτό σκεφτικός. Ναι, ο Ρότζερ το εννοούσε. Ο Νιλ χρειαζόταν κάτι. Και δεν ένιωθε πια μόνος.
25 Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η Λάιλα δεν ένιωσε καμιά έκπληξη που άκουσε τη φωνή της θείας Ρόμπι. Απλώς δε φανταζόταν πως αυτό θα γινόταν τόσο σύντομα. «Μην το κλείσεις», της είπε. Η Λάιλα δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση, Για να πούμε την αλήθεια, είχε βαρεθεί και ήθελε λίγη αλλαγή. Κι αν αυτή είχε βαρεθεί, φανταζόταν πόσο είχε βαρεθεί ο Ρόμπι — αυτός που είχε χάσει χρόνια και χρόνια κοντά στην Τερέζα, μόνο για να λέει ότι βρίσκεται κοντά στη δράση. «Εκεί είσαι, Λάιλα;» «Πού στο διάβολο λες να είμαι;» Αλλά ήταν γεγονός πως και η Λάιλα χρειαζόταν κάποιον για να γίνεται μάρτυρας της επιτυχίας της. Όλες οι συνεντεύξεις, τα γράμματα των θαυμαστών, οι προτάσεις, οι προσκλήσεις, η διαφήμιση, τίποτε δεν της φαινόταν ότι συνέβαινε πραγματικά, αν δεν υπήρχε πάντα κάποιος δίπλα της για να εντυπωσιάζεται. Δε θα του το έκλεινε. Αλλά και θα του έκανε δύσκολη τη ζωή. Στο κάτω κάτω έπρεπε να τον αναγκάσει να συμφωνήσει με το σχέδιο της. Το καινούριο τέλειο σχέδιο της. «Λάιλα, σκεφτόμουν...» «Τι μου λες;» είπε εξετάζοντας το μανικιούρ της.
«Σκεφτόμουν... Θέλω να πω... υπήρξαμε φίλοι για πολλά χρόνια. Από τότε που ήσουν μωρό. Είναι ανόητο να καβγαδίζουμε, Λάιλα. Δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου». «Τι σημασία έχει αν είσαι θυμωμένος μαζί μου ή όχι;» «Θέλω να πω... μετά απ' όλα όσα συνέβησαν, τον καβγά μας και τα λοιπά». «Και γιατί θα έπρεπε να είσαι;» «Να, με κλότσησες, αλλά...» «Πήγαινες γυρεύοντας, Ρόμπι». Δε μίλησε για λίγο. «Παραδέχομαι ότι δεν έπρεπε να φέρω το ζήτημα της μητέρας σου. Αλλά η αντίδρασή σου υπήρξε πραγματικά υπερβολική». «Τα 'χω μπλέξει. Γιατί μου τηλεφωνείς; Για να μου πεις ότι έκανα λάθος; Έλα τώρα, Ρόμπι, δεν ήταν δικό μου το λάθος». Η Λάιλα ήταν αποφασισμένη να μη συνεχίσει να παίζει άλλο αυτό το παιχνίδι και περίμενε άλλη μια φράση του Ρόμπι. Αν δεν ήξερε πώς να χειριστεί το θέμα, θα του έκλεινε το τηλέφωνο. Ό χ ι θυμωμένα, σαν να σήμαινε κάτι γι' αυτήν. Απλώς ένα μικρό κλικ για να τον κάνει να σκεφτεί —αλλά για μια στιγμή μόνο— ότι απλώς είχε κλείσει η γραμμή. Αλλά ο Ρόμπι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. «Εντάξει, με συγχωρείς, Λάιλα», είπε. «Για ποιο πράγμα, Ρόμπι;» Φερόταν σαν την Τερέζα, τότε που η Λάιλα ήταν παιδί και είχε κάνει κάποια αταξία. Για να τη βάλει να ζητήσει συγνώμη από τις δυο κούκλες. «Λάιλα, είναι πολύ δύσκολο». «Αν δυσκολεύεσαι να βρεις τις λέξεις, Ρόμπι, τότε στείλε μου γράμμα». «Λυπάμαι, ξεπέρασα τα όρια, Λάιλα. Δεν έπρεπε να προσπαθήσω να σου υποβάλω τι να κάνεις. Έχεις δίκιο». Μια μικρή παύση. «Θα συγχωρήσεις τη γριά θεία;» ρώτησε μ' εκείνο το μωρουδίστικο ύφος που την έβγαζε από τα ρούχα της. Η Λάιλα αποφάσισε να μιμηθεί τον τόνο της φωνής του. «Αλλά ήσουν μια κακιά θεία. Θα 'πρεπε να τιμωρηθείς, έτσι δεν είναι, Ρόμπι; Άτακτο, άτακτο κορίτσι».
«H θεία Ρόμπι πρέπει να τιμωρηθεί, Λάιλα. Τι πρέπει να κάνω, λοιπόν;» Αλλά όταν συνειδητοποίησε τι του ζητούσε, έπαθε πανικό. «Θέλω την Κάντι και τη Σκίνι, Ρόμπι. Να οργανώσεις μια απαγωγή. Ξέρεις που βρίσκονται». «Μα η μητέρα σου θα...» «Στο διάολο η μητέρα μου!» «Λάιλα, σε παρακαλώ». «Το εννοώ, Ρόμπι». «Μα γιατί, Λάιλα;» Σχεδόν είχε βάλει τα κλάματα. «Τι τις θέλεις; Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για...» Εγκαίρως απέφυγε να προφέρει ξανά το όνομα της Τερέζας. «Εντάξει, θα το κάνω». «Μπράβο, καλή θεία», είπε η Λάιλα με μπεμπεκίστικο ύφος πάλι. «Λάιλα, τώρα θέλω κι εγώ μια χάρη». Μα δεν είχε καταλάβει; «Όχι, όχι, όχι. Δε γίνεται έτσι, θεία Ρόμπι. Πρώτα θα κάνεις το χρέος σου και μετά θα ζητήσεις τη χάρη», είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Πολύ καλή τιμωρία και θα τον έβαζε στη θέση του. Κι έτσι θα έμπαινε για πάντα στη μαύρη λίστα της Τερέζας. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να τιμωρηθούν οι προδότες, σκέφτηκε η Λάιλα. Και συνειδητοποίησε πως χαμογελούσε για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα.
26 Μετά την άθλια συνάντησή του με τον Ρίκι Ντιουν, ο Μάικλ Μακλέιν είχε αποφασίσει πως έπρεπε ν' αναλάβει δράση κι έπρεπε να το κάνει σύντομα. Θα υπέγραφε, λοιπόν, το συμβόλαιο με την Έιπριλ Άιρονς για το Ένα Αστέρι Γεννιέται. Το υπέγραψε και μετά το έστειλε στο γραφείο του Σάι. Ο Σάι πρέπει να έγινε έξω φρενών, αλλά ποιος τον πηδούσε; Κι αν τον εκνεύριζε περισσό-
τερο, ο Μάικλ θα τον παρατούσε ακόμη και για να πάει στον Άρα. Η Έιπριλ ήξερε τη δουλειά της, η ταινία υπήρξε κλασική, θα τον πλήρωναν καλά και συμπρωταγωνίστρια θα ήταν η Τζούλια Ρόμπερτς. Ο Μάικλ υπέγραψε, παρά το ότι δεν είχε πάρει στα χέρια του ολοκληρωμένο το σενάριο, παρά τις προειδοποιήσεις του Σάι. Τώρα ένιωθε τις τύψεις του ηθοποιού. Πέταξε το σενάριο κάτω και τα φύλλα σκορπίστηκαν σε όλο το δωμάτιο. Ή τ α ν μια αηδία. Κι αυτός είχε πολλές φορές παίξει σε αηδίες, αλλά ετούτο εδώ παραήταν. Καλύτερα να το έλεγαν Ένα Αστέρι Πέθαινα. Και να εννοούσαν το συγκεκριμένο αστέρι. Εμένα. Θα με καταβαραθρώσει. Θα πάθω χειρότερα απ' όσα ο Ρέντφορντ μετά την Αβάνα. Βαθιά μέσα του ήξερε πως έπρεπε να είχε ακολουθήσει τη συμβουλή του Σάι και να παίξει σ' εκείνη τη γαμημένη την ταινία με τον Ρίκι Ντιουν. Αλλά και πάλι, στο διάβολο. Δεν είχε έρθει η ώρα να υποκύψει στα παιδαρέλια. Άρχισε να τρέμει· μετά προσπάθησε να ηρεμήσει. Εντάξει, το σενάριο είναι σκατά. Σ' αυτό δε χωρεί αμφιβολία. Δεν ήθελε να το σκέφτεται άλλο προς το παρόν. Αν όλο κι όλο αυτό ήταν το στραβό της ταινίας, δεν ήταν και προς θάνατον. Τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Τα κείμενα διορθώνονται. Ο Μάικλ έκανε πάντα πολύ καθυστερημένα την ανάλυση των αποφάσεών του: πάντα αφού είχε υπογράψει συμβόλαια, πάντα αφού είχε πάει στα ραντεβού. Και μετά, όταν πια δεν υπήρχε οδός διαφυγής, άρχιζε να βλέπει μόνο τις αρνητικές πλευρές. Προς το παρόν, θα έβλεπε μόνο τις καλές. Και, στην προκειμένη περίπτωση, μία καλή πλευρά ήταν τα λεφτά, πολλά λεφτά. Και μια δουλειά για πρώτη φορά μετά από ενάμιση χρόνο. Καθώς είχε απορρίψει την ταινία με τον Ντιουν, χρειαζόταν κάτι για το άμεσο μέλλον. Υπήρχε και το θέμα του σκηνοθέτη. Η Έιπριλ του είχε μιλήσει για τον Σαμ Σιλντς, τον είχε εκθειάσει όσο δεν έπαιρνε, αλλά όταν συναντήθηκαν ο Μάικλ κάθε άλλο παρά εντυπωσιάστηκε. Ο τύπος είχε κάνει το σκηνοθέτη στη Νέα Υόρκη, ψάξε γύρευε δηλαδή. Μετά έμπλεξε με κάποιον τρόπο με την Έιπριλ και γύρισαν το Τζακ και Τζιλ». Καλές κριτικές, βγήκαν και κάτι χρήμα-
τα και κάποιοι χολιγουντιανοί κύκλοι άρχισαν να συζητούν στα σοβαρά το όνομα του Σαμ. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, η Ταινία αυτή δεν είχε κάνει τον Σαμ σκηνοθέτη. Μικρή παραγωγή. Ενώ αυτή εδώ θα ήταν μεγάλη. Πολύ μεγάλη. Απαίσιο σενάριο, αμφίβολος σκηνοθέτης. Τουλάχιστον, θα υπήρχαν οι ηθοποιοί. Αυτός και η Τζούλια Ρόμπερτς. Οι δυο τους δεν είχαν και μεγάλη ανάγκη από σκηνοθεσία. Η Τζούλια δεν είχε παρά να σταθεί μπροστά στην κάμερα και ο κόσμος την ερωτευόταν. Ευτυχώς γι' αυτήν και για όλους, ήξερε να παίζει. Ο Μάικλ ήταν σίγουρος πως αυτός και η Τζούλια ήταν ικανοί να τα καταφέρουν, αν γίνονταν κάποιες αλλαγές στο σενάριο. Με το ταλέντο του, την ποιότητά της και το γεγονός ότι η Έιπριλ δεν ήταν ηλίθια και θα στρίμωχνε τον Σιλντς, τα πράγματα μπορεί να μην πήγαιναν και πολύ άσχημα. Ο Μάικλ άρχισε να νιώθει καλύτερα. Μάζεψε από το πάτωμα τις σκόρπιες σελίδες. Σήκωσε το ακουστικό και τηλεφώνησε στην Έιπριλ, στο σπίτι της. Ήξερε να παίζει στα ομαδικά παιχνίδια. Θα τηλεφωνούσε στον προπονητή και θα του τα έλεγε ένα χεράκι. Η Έιπριλ σήκωσε το τηλέφωνο. Ο Μάικλ πήρε το πιο βαρύ του ύφος. Αλλά η Έιπριλ του επισήμανε πως ετοιμαζόταν να πλύνει τα δόντια της. «Έλα στο θέμα, Μάικλ. Τι θέλεις;» «Υπέγραψε η Τζούλια Ρόμπερτς, έτσι δεν είναι;» «Ποτέ δεν είπα ότι η Τζούλια υπέγραψε, Μάικλ. Είπα ότι βρισκόμαστε στις συζητήσεις». «Συζητήσεις; Αρχίζουμε σε δυο εβδομάδες και ακόμη να υπογράψει;» «Μάικλ, σκεφτήκαμε ότι η δική σου παρουσία είναι τόσο δυνατή, που η Τζούλια θα πήγαινε πολύ. Θέλαμε κάποια πιο φρέσκια για να σταθεί πλάι σου». Το ήξερε! Το ήξερε, πΟυ να πάρει ο διάβολος! Μετά από δυο εικοσαετίες και βάλε σ αυτή τη δουλειά, ο Μάικλ ήξερε πια να διακρίνει τις σκατοκαταστάσεις. «Σαν ποια;» ρώτησε. «Θα ενθουσιαστείς, Μάικλ. Είναι η Τζέιν Μουρ». Για αρκετή ώρα ο Μάικλ δεν είπε λέξη. Παραπήγαινε. Να έχει δίπλα του μια τηλεοπτική στάρλετ... «Λάθος κάνεις, Έιπριλ. Δεν
ενθουσιάστηκα». Στην πραγματικότητα, είχε πάθει σοκ. «Η Τζε'ιν Μουρ είναι ένα τίποτε», είπε. «Τίποτε; Εγώ ήμουν σίγουρη ότι θα εκστασιαζόσουν. Αυτή είναι το άρωμα του μήνα! Είναι όμορφη, σχετικά άγνωστη —στον κινηματογράφο, εννοώ— και οι δυο σας έχετε...» . «Είναι τιποτένια, Έιπριλ. Τηλεόραση. Ό λ α θα πέσουν πάνω μου. Καινούριος και ο σκηνοθέτης...» «Όχι και πολύ καινούριος, Μάικλ. Μου φέρνει ένα σωρό λεφτά με το Τζακ και Τζιλ». «Σου φέρνει πολλά λεφτά επειδή δεν ξόδεψες πολλά. Ενώ τώρα του δίνεις να χειριστεί έναν προϋπολογισμό σαράντα εκατομμυρίων δολαρίων. Κι εγώ πρέπει να έχω δίπλα μου μια ηλίθια σκύλα;» Ο Μάικλ δεν άντεχε άλλο. Ούρλιαζε. «Είναι συνωμοσία. Ποντάρεις στο να παρουσιάσεις έναν σταρ που τελειώνει και μια τιποτένια που ξεκινά. Εγώ δεν πρόκειται να βγάλω από την τρύπα το φίδι, Έιπριλ! Δεν το κάνω, που να 1 πάρει!» «Την ευθύνη την έχω εγώ, Μάικλ. Και δε χρειάζεται να βγάλεις κανένα φίδι από την τρύπα. Εγώ είμαι η παραγωγός κι εσύ ο ηθοποιός. Και το συμβόλαιο που υπέγραψες δε λέει πουθενά ότι πρέπει να εγκρίνεις την πρωταγωνίστρια. Ετοιμάσου, λοιπόν, να μας έρθεις την Παρασκευή, αλλιώς κλείσε ένα ραντεβού με τους δικηγόρους μας. Εντάξει;» Η Έιπριλ έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να της πει τίποτε άλλο. *
*
*
Ο Σάι Όρτις και ο Μάικλ Μακλέιν κάθονταν στο καλύτερο τραπέζι του Βία Βένετο. Ο Μάικλ είχε αρχίσει να μιλά δυνατά, πολύ δυνατά γι' αυτό το μέρος, όπου σύχναζαν οι πραγματικοί λεφτάδες. Επί είκοσι λεπτά ο Μάικλ ούρλιαζε για το Αστέρι. Για το πώς τον κορόιδεψε η Έιπριλ, λέγοντάς του ότι θα έπαιζε η Τζούλια Ρόμπερτς, για να τον ρίξει μετά στην Τζέιν Μουρ, για το πόσο απαίσιο είναι το σενάριο, για το πώς είχε κιόλας αντιπαθήσει το
σκηνοθέτη. Και για το ότι αυτός, ο Σάι Όρτις, έπρεπε να του βρει έναν τρόπο για να σπάσει το συμβόλαιο του. Ο Σάι απλώς άκουγε. Εδώ κι ένα μήνα ήξερε πως θα έπαιζε η Τζέιν. Αλλά ο Μάικλ είχε κρατήσει τις επαφές του με την Έιπριλ μυστικές. «Πρέπει να με γλιτώσεις απ' αυτό. Πρέπει να με γλιτώσεις. Δεν μπορώ να το κάνω. Δε θα το κάνω». Ό π ω ς πάντα. Σαν τα μωρά. «Είσαι αναγκασμένος. Αν κάνεις πίσω τώρα, θα σου κοστίσει πολΰ». «Πες πως είμαι άρρωστος». «Αν το πιστέψουν, η είδηση θα κάνει το γΰρο του κόσμου σε μια ώρα. Θυμάσαι τι έπαθε η καριέρα του Μπαρτ Ρέινολντς εξαιτίας τέτοιων φημών; Τι έπαθε ο Σίντνεϊ Πόλακ; Μάικλ, όπως έστρωσες θ,α κοιμηθείς. Σε-προειδοποίησα να μη δεχθείς. Σε ικέτεψα. Ό π ω ς σε ικέτεψα να μην επιμείνεις στο θέμα του ονόματος με τον Ρίκι Ντιουν». «Ωραία, γλίτωσέ με απ' αυτό και θα την κάνω την ταινία». «Πολΰ αργά. Υπέγραψε ο Ίστγουντ». «Στο διάβολο, Σάι! Πρέπει να βρεις μια λΰση. Το εννοώ». «Με απειλείς, Μάικλ; Σκοπεύεις να με απολύσεις;» «Σωστά το κατάλαβες. Κι αν δε σου αρέσει, Σάι, ξέρεις ποΰ βρίσκεται η πόρτα». Ο Σάι περίμενε να του το πει αυτό. Πάντα το έλεγε στο τέλος των καβγάδων τους. Συνήθως ο Σάι άλλαζε συζήτηση. Αλλά όχι σήμερα. Ακοΰμπησε το πιροΰνι του, κατάπιε την τελευταία του μπουκιά, σκοΰπισε το στόμα του με την τεράστια λινή πετσέτα και κοίταξε τον Μάικλ απέναντι του. «Πολΰ ευχαρίστως, Μάικλ. Κρίμα που δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε οι δυο μας, αλλά σέβομαι την κρίση σου». Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε. Ο Μάικλ τον κοίταξε με τα μάτια του διεσταλμένα. «Τι; Ποΰ πας;» Είχε μείνει με το πιροΰνι στον αέρα, στη μισή απόσταση από το πιάτο ως το στόμα του. «Στην πόρτα. Επιτέλους βρήκα το δρόμο που οδηγεί εκεί, μετά από τόσα χρόνια που ανέχθηκα εσένα τον πολΰξερο. Ευχαριστώ
που με απολύεις, Μάικλ. Μ' έβγαλες από τον κόπο να παραιτηθώ. Αντιός αμίγκοί»
27 Απογοητευμένη, η Τζέιν είδε πως το σενάριο που της έστειλαν στο Μπέβερλι Γουιλσάιρ Οτέλ δε συνοδευόταν από κάποιο σημείωμα του Σαμ. Τι περίμενες; Πρόταση γάμου; Ή τ α ν πτώμα. Είχε περάσει όλο της το πρωινό σε ραντεβού με την αισθητικό και τον κομμωτή —σωστό μαρτύριο όταν κάλυπτε τα γκρίζα, γιατί την έτσουζαν οι ραφές. Εκείνος τις κοίταζε, αλλά του έδινε πάντα φιλοδώρημα εκατό δολαρίων, με την ελπίδα πως θα κρατήσει το στόμα του κλειστό. Μετά πέρασε άλλες δυο σκληρές ώρες με τον Άρνα, τον ανελέητο γυμναστή της. Τα πόδια της έτρεμαν ακόμη. Και τώρα έπρεπε ν' αλλάξει, να δώσει μια σύντομη συνέντευξη στη Μελίντα Μπαργκρίν, μια δημοσιογράφο από το Σιατλ και μετά να ψάξει να βρει σπίτι. Στο ξενοδοχείο πλήρωνε 480 δολάρια τη μέρα. Έδωσε την συνέντευξη και μετά πέρασε τρεις εξαντλητικές ώρες ακολουθώντας τη Ροξάν Γκρίλι, τη μεσίτισσα των σταρ. Επέστρεψε στο ξενοδοχείο καταπονημένη και με κατάθλιψη. Η Ροξάν της εξήγησε πως μπορεί να έβρισκε κάτι με 750.000 δολάρια, αλλά τα πραγματικά ωραία σπίτια ξεπερνούσαν τα δύο εκατομμύρια! Η Τζέιν ήξερε πως ο κόσμος είναι ένα μάτσο χάλια και τώρα είχε και την απόδειξη. Μόνο αργά το βράδυ επέστρεψε στη σουίτα της για να ξεκουραστεί. Έκανε ένα μπάνιο - σπάνια απόλαυση γι' αυτήν. Ο Μπριούστερ Μουρ την είχε προειδοποιήσει ότι πάνω από τρία λεπτά παραμονής στο νερό, μπορούσε να της προκαλέσει δερματικά προβλήματα, αλλά απόψε δεν την ένοιαζε. Έριξε μέσα μια χούφτα άλατα της εταιρείας Φλάντερς —ούτε αυτό το επέτρεπε ο Μπριούστερ — και μ' έναν αναστεναγμό γλίστρησε στην τερά-
στια μπανιέρα. Μετά άνοιξε το σενάριο και άρχισε να το διαβάζει. Βρισκόταν στη σελίδα 37 όταν χτύπησε το τηλέφωνο πλάι στην μπανιέρα. Έπιασε το ακουστικό διερωτώμενη αν παθαίνει κανείς έτσι ηλεκτροπληξία. Σχεδόν έβλεπε και τους τίτλους των εφημερίδων: «Η ΚΑΡΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΜΠΑΝΙΕΡΑ». Το καλύτερο για την Ινκουάιερ. «Τι λες;» άκουσε τη φωνή του Σαμ. Απάντησε, λες και συνέβαινε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. «Έχω φτάσει μόνο στη σελίδα τριάντα επτά, αλλά ως εδώ μου αρέσει αυτό που διαβάζω. Η αρχή είναι πολύ καλή». «Όσο καλός είμαι κι εγώ», της είπε. «Τι θα 'λεγες για ένα ποτό;» «Απόψε; Με συγχωρείς, είμαι εξουθενωμένη. Πέρασα όλο το απόγευμα ψάχνοντας για σπίτι. Δε βλέπω την ώρα να ξαπλώσω στο κρεβάτι, αγκαλιά με το σενάριο σου». «Τυχερό το σενάριο μου. Βρήκες σπίτι;» «Είδα κάτι στο Μπελ Αιρ. Πολύ ακριβό, αλλά ο Λα Μπρεκ επιμένει,πως πρέπει να μένω σε φρούριο». «Τι θα 'λεγες να δειπνήσουμε μαζί αύριο;» Δείπνο, αντί για γεύμα. Αναβαθμιζόμαστε. «Δεν μπορώ πριν την Πέμπτη. Και όχι πριν τις εννέα», του είπε και μετά το μετάνιωσε. Εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει τα λάθη της Μέρι Τζέιν. Έπρεπε να του πει από την αρχή όχι. «Ωραία. Θα σε πάρω από το ξενοδοχείο». Γιατί το έκανε αυτό; Ή τ α ν γελοίο. Ήθελες να δουλέψεις με τον Σαμ και το πέτυχες, είπε στον εαυτό της. Τι τις θέλεις τις επισκέψεις στα μουσεία και τα δείπνα; Αλλά μήπως δε θα ήταν μόνοι; Μήπως θα ήταν επαγγελματικό; Αυτή, ο Σαμ, η Έιπριλ και κάποιος άλλος. Ο Μάικλ Ντάγκλας; Ο Πολ Νιοΰμαν; Η Τζέιν διάβαζε τη δεύτερη πράξη κι έφτασε στην ερωτική σκηνή. Τζέιμς: Τζούντι, ξέρεις ηώς νιώθω, έτσι δεν είναι; Τζούντι: Ναι, το ξέρω.
Τζέιμς: Δείξε μον ηώς νιώθεις. Τζούντι: Νιώθω γυμνή μηροστά σου. Έτσι... (Βγάζει αργά το φόρεμά της. Φλέγεται αηό επιθυμία. Αφαιρεί και το μοναδικό της εσώρουχο και στέκει ολόγυμνη μπροστά του). Τζέιμς: Είσαι πανέμορφη! Μια γυμνή σκηνή! Και στις σελίδες 50 και 51 κάνουν έρωτα! Βέβαια, ο Τζέιμς και η Τζοΰντι ήταν ζευγάρι, αλλά στην πρώτη βερσιόν δεν υπήρχαν τέτοιες σκηνές. Η Τζέιν συνέχισε να διαβάζει για κοντινά πλάνα και το χέρι του να πλανάται σ' όλο της το σώμα. Θεέ μου! Έπρεπε να το φανταστεί! Την έλουσε ο ιδρώτας. Δεν ήταν σε θέση καν να κρίνει αν η σκηνή ήταν καλή ή όχι. Το μόνο που ήξερε ήταν πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Μ' αυτό το σώμα κι αυτές τις ουλές... Θα μιλούσε στον Σαμ. Θα τον έβαζε να το αλλάξει. Έπρεπε. Θα επέμενε. Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη ηθοποιός που αρνιόταν να παίξει σε τέτοιες σκηνές. Πολλές το έκαναν. Πίστευαν ότι εμφανιζόμενες γυμνές γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Μόνο οι επιδειξιομανείς δέχονταν. Λοιπόν, αυτό δεν αναφερόταν στο συμβόλαιο και δε θα το έκανε. Διάβασε το υπόλοιπο σενάριο, αλλά δεν ήταν σε θέση να κρίνει αν ήταν καλό ή κακό. Προετοιμαζόταν για τη μάχη της Πέμπτης. Η Πέμπτη ήρθε γρήγορα. Το εστιατόριο ήταν γεμάτο κόσμο και τα τραπέζια τοποθετημένα κολλητά. Στους τοίχους υπήρχαν ζωγραφισμένες διάφορες φιγούρες. Γιαπωνέζικος διάκοσμος. Γιαπωνέζικη κουζίνα. Όταν μπήκε στην αίθουσα, σταμάτησαν όλες οι ομιλίες. Μετά ακούστηκε ένα βουητό. Η δόξα. Αναρωτιόταν αν θα συνήθιζε ποτέ. Ο Σαμ παρήγγειλε σάκι, αλλά εκείνη μόλις που το δοκίμασε. Έπαιζε νευρικά με το φλιτζάνι στο χέρι. Δεν την ενδιέφερε το σάκι, αλλά της άρεσε η γιαπωνέζικη μπίρα. Μια μπίρα θα την ηρεμούσε τώρα. Κρίμα που πάχαινε όσο και η αμερικανική. Ο Σαμ την κοίταζε.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. «Κάποια μου θυμίζεις», της είπε χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Κόπηκε η αναπνοή της. «Αλήθεια;» κατάφερε να ρωτήσει, χαμηλώνοντας το κεφάλι και αφήνοντας να πέσουν μπροστά τα μαύρα της μαλλιά. «Όχι», είπε. «Μην το κάνεις αυτό». Με το χέρι του απλωμένο πάνω από το τραπέζι, έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της. «Άσε με να σε κοιτάζω». Τον κοίταξε κι αυτή για μισό λεπτό και της φάνηκε σαν να πέρασαν ώρες. Θα με αναγνωρίσει, σκέφτηκε. Και τι θα γίνει τότε; «Το βρήκα!» είπε θριαμβευτικά. «Η καινούρια Βίβιαν Αι!» Το κορμί της πονούσε, σαν να είχε δουλέψει χειρωνακτικά μια ολόκληρη μέρα. Ή τ α ν τρομαγμένη. Τρομαγμένη και αδύναμη και γοητευμένη. «Λοιπόν, ποια είναι η γνώμη σου για το σενάριο; Πεθαίνω από την αγωνία». «Να...» Έπρεπε να του μιλήσει για τα γυμνά. «Δε σου άρεσε. Θεέ μου, δε σου άρεσε». «Όχι... Όχι. Να... Έ χ ω μερικές επιφυλάξεις». «Κοίτα. Δεν ήταν εύκολο να το μεταφέρω στη σύγχρονη εποχή. Θέλω να πω, είναι η ιστορία ενός άντρα σαδιστή και μιας γυναίκας μαζοχίστριας. Παλιομοδίτικο μελόδραμα». «Παλιομοδίτικο; Εγώ νομίζω ότι είναι πολύ σύγχρονο». «Μα τις λες τώρα; Είναι το παλιό στυλ με τις πολύ ερωτευμένες γυναίκες και τους άντρες που κάνουν τον Χίτλερ να φαντάζει άγγελος». «Μα δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Είναι...» «Με σκοτώνεις. Πρώτα ο Μάικλ Μακλέιν και τώρα εσύ». «Ο Μάικλ Μακλέιν; Τι έγινε μ' αυτόν;» «Παραπονέθηκε κι αυτός. Λέει πως δε θέλει να εμφανιστεί σαν σταρ παλαιού τύπου. Αλλά τότε γιατί δέχθηκε;» «Ο Μάικλ;» ρώτησε η Τζέιν. Μα τι έλεγε τώρα ο Σαμ; «Ναι, αυτός θα είναι ο συμπρωταγωνιστής σου. Δε σου το είπε η Έιπριλ;» «Ναι; Μα είχα ακούσει ότι συζητούσατε για τον Πολ Νιούμαν».
«Ω, όχι, όχι. Η Έιπριλ ήθελε τον Μάικλ και εγώ ήθελα τον Νιοΰμαν. Έτοι, εκείνη υποχώρησε στο δικό σου θέμα κι εγώ υποχώρησα για τον Μάικλ. Σου αρέσει η ιδέα να παίξεις με τον Μάικλ Μακλέιν, ε; Νομίζω ότι θα είναι τέλειος στο ρόλο του Τζέιμς. Λένε πως οι δυο σας έχετε μια συμπάθεια. Πίστευα πως θα πηδούσες από τη χαρά σου». Βέβαια, την είχε δει με τον Μάικλ. Νόμιζε πως είχαν ακόμη δεσμό. Μπορεί γι' αυτό να μην ήταν τόσο επιθετικός μαζί της. Ήξερε καλά πως στον Σαμ δεν άρεσε να έρχεται σε αντίθεση μ' έναν άντρα εξαιτίας μιας γυναίκας. Να του έλεγε πως αυτή και ο Μάικλ δενείχαν πια καμιά σχέση; Πως ο δρόμος ήταν ανοιχτός γι' αυτόν; Και πως δεν ήθελε να δουλέψει με τον Μάικλ —δεν ήθελε καν να τον δει; Αλλά δεν έπρεπε να τον βάλει σ' αυτό το παιχνίδι. Αυτή τη φορά έπρεπε να κρατήσει τα πράγματα υπό τον έλεγχο της. Θεέ, μου, πώς θα ήταν να συνεργάζεται με τον Μάικλ; Και να βλέπει τον Σαμ και την Έιπριλ να σαλιαρίζουν μπροστά της; Δεν ήταν σίγουρη ότι θα τ' άντεχε. «Απλώς νιώθω κατάπληξη. Εγώ να δουλεύω μ' εσένα και τον Μάικλ Μακλέιν! Είναι σαν όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Είμαι ενθουσιασμένη, Σαμ. Είναι τιμή για μένα!» Έδειχνε να μην παρατηρεί πόσο συγκλονισμένη ήταν. Θύμισε στον εαυτό της πως όποτε ο Σαμ ετοιμαζόταν για κάτι καινούριο, ξεχνούσε τα πάντα γύρω του. «Αλλά, κοίτα, υπάρχει ένα πρόβλημα», του είπε. «Δεν μπορώ να παίξω στις γυμνές σκηνές». Την κοίταξε χαμογελώντας. Μετά γέλασε. «Αυτό είναι όλο; Οι γυμνές σκηνές;» «Δεν το θεωρώ λίγο», του απάντησε στυφά. «Αν δε θέλεις να γδυθείς, μπορούμε να σε ντουμπλάρουμε. Κανένα πρόβλημα». «Και γιατί να υπάρχουν αυτές οι σκηνές;» «Γιατί η ιστορία είναι ερωτική». «Ναι, αλλά όχι σεξουαλική ιστορία». «Έλα τώρα. Βασικό Ένστικτο και τα λοιπά. Αναγκαιότητα των καιρών».
«Ναι, αλλά δε βλέπω να θεωρείς αναγκαίο να γδυθεί ο Μάικλ Μακλέιν. Δεν είναι αρκετά μοντέρνο να εμφανιστεί γυμνός ο Μακλέιν;» «Είναι προχωρημένης ηλικίας», είπε ο Σαμ. «Και έπρεπε να ξέρεις ότι στους άντρες αρέσει να βλέπουν γυμνές σκηνές, οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονται. Και στους άντρες δεν αρέσει νά βλέπουν γυμνούς άντρες...» «Γιατί όχι;» Ο Σαμ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Ρώτα τον Νιλ Τζόρνταν. Δε θέλουν να συγκρίνουν τους εαυτούς τους με κάποιους άλλους. Φοβούνται τα ομοφυλοφιλικά τους ένστικτα. Ή νιώθουν να τους υποτιμά η θέα...» «Αλλά ουδείς ενδιαφέρεται για το αν οι γυναίκες νιώθουν να τις υποτιμά η θέα γυμνών γυναικών!» «Μα έλα τώρα. Δεν τον έφτιαξα εγώ αυτό τον κόσμο. Έτσι είναι. Μια γυμνή γυναίκα είναι ωραία. Η εικόνα ενός γυμνοΰ άντρα είναι προσβλητική». «Νομίζω ότι το θέμα είναι αλλού. Είναι ένας τρόπος για να βρίσκονται οι γυναίκες υπό τον αντρικό έλεγχο. Για να τους δείχνουν πόσο τέλειες πρέπει να είναι. Για να χρησιμοποιούν το κορμί τους για να πουλάνε κάτι — ένα προϊόν, μια ταινία, μια ιδέα. Και για να τις διδάσκουν να πουλάνε τους εαυτούς τους, όπως τώρα θέλεις να κάνω εγώ». Με το χέρι του κάλυψε το δικό της. Εκείνη το τράβηξε. «Πιστεύω ότι με συμπαθείς, Τζάνι. Δε θέλεις, αλλά με συμπαθείς». «Και βέβαια σε συμπαθώ. Είσαι ο σκηνοθέτης μου». «Όχι, δεν εννοώ ότι με συμπαθείς επαγγελματικά. Εννοώ ότι με συμπαθείς. Και εγώ έχω πολύ εντυπωσιαστεί από σένα. Είσαι ακέραιη. Είσαι μια πολύ ασυνήθιστη γυναίκα. Ό χ ι απλώς όμορφη, αλλά και πραγματικά έξυπνη. Και μπορούμε να τα πάμε καλά οι δυο μας. Αντιλαμβάνομαι τις ανησυχίες σου. Αλλά πρέπει να με συμπαθείς, να δουλέψεις μαζί μου και να μου έχεις εμπιστοσύνη». Κοίταξε το μακρύ, ηλιοκαμένο και ωραίο πρόσωπο του. Εξακολουθούσε να παραμένει ο ωραιότερος άντρας που είχε γνωρί-
σει ποτέ στη ζωή της. Η εξυπνάδα του καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο του και όλα πάνω του έλεγαν: «Ε, εγώ είμαι από τα καλά παιδιά». Ένιωσε να κοκκινίζει και κατέβασε τα μάτια. Παρά το θόρυβο του εστιατορίου, άκουγε καθαρά την αναπνοή του. Θεέ μου, ας μπορούσαν για μια ώρα, μόνο για μια ώρα, να ξαπλώσουν μαζί και ν' ανακουφίσουν ο ένας τον άλλο. Για λίγο, μόνο για λίγο. Της ξανάπιασε το χέρι και αυτή τη φορά δεν το τράβηξε. «Θα σε προστατέψω», της είπε. «Μόνο άφησέ με να προσπαθήσω. Είμαι καλός σκηνοθέτης. Και τους ηθοποιούς μου τους αγαπώ, Τζέιν. Έχε μου εμπιστοσύνη». «Θα προσπαθήσω», του υποσχέθηκε.
28 Η Σαρλίν είχε φέρει ένα συνεργείο για να καθαριστεί τέλεια το σπίτι, πριν από την άφιξη της μαμάς. Τώρα ήταν όλα τακτοποιημένα, αν εξαιρέσουμε τα κουτιά του Ντόουμπ. Μα τι στο καλό θα τα έκανε όλ' αυτά τ' αριστερά παπούτσια; Η Σαρλίν αναρωτήθηκε για χιλιοστή φορά. Μήπως είχε ετοιμάσει κάποιο καινούριο κόλπο, σαν τις ταμπλέτες; Ντόουμπ, ελπίζω να μη μ' έβαλες να κάνω κάτι παράνομο. Και τι θα έλεγε η μαμά όταν θα έβλεπε όλ' αυτά τα πακέτα; Αν ερχόταν ποτέ η μαμά. Η Σαρλίν καθόταν στον καναπέ ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό και παρακολουθώντας με την άκρη του ματιού της τον Ντιν να παίζει με τα σκυλιά. Η Σαρλίν είχε στείλει ένα ταξί να φέρει τη μαμά στις εφτά. Η ώρα ήταν οχτώ. Το φαγητό είχε κιόλας φτάσει και κρύωνε. Είχε αρχίσει ν' ανησυχεί. Απόψε ο Ντιν θα έβλεπε τη μαμά για πρώτη φορά. Και η Σαρλίν δεν ήθελε να πάει κάτι στραβά. Αλλά ήδη είχαν πάει τόσα πολλά στραβά. Η Φλόρα Αι είχε πάρει τα λεφτά για να μετακομίσει, αλλά δεν το είχε κάνει - έμενε ακόμη α' εκείνο το απαίσιο μέρος στο Λος Άντζελες. Και δυο
φορές είχαν κλείσει ραντεβού yia να έρθει, αλλά και τις δύο είχε εξαφανιστεί. Μετά, την άλλη μέρα, τηλεφωνούσε στη Σαρλίν κι έκλαιγε και της έλεγε πως ντρεπόταν να δει το μωρό της. Ο Ντιν είχε αναστατωθεί. Τώρα τη ρωτούσε, διακόπτοντας τις σκέψεις της: «Πιστεύεις ότι η μαμά θα με αναγνωρίσει;» Πριν εκείνη προλάβει ν' απαντήσει, ο φύλακας άνοιξε την πύλη και άφησε να περάσει μέσα το αυτοκίνητο με τη Φλόρα Λι. Δόξα τω Θεώ! «Και βέβαια», τον καθησύχασε η Σαρλίν. Άνοιξαν μαζί την μπροστινή πόρτα κι έτρεξαν έξω, περιμένοντας στο κεφαλόσκαλο. Η Φλόρα Λι βγήκε έξω και στάθηκε στα πόδια της με τη βοήθεια του ταξιτζή. Κοίταξε τη Σαρλίν και τον Ντιν, έβγαλε μια φωνή και ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας, με τα μπράτσα της ορθάνοιχτα. «Το μικρό μου το κορίτσι», είπε λες και είχε να δει τη Σαρλίν από το Λάμσον. Μετά γλίστρησε. Η Σαρλίν έτρεξε και τη συγκράτησε να μην πέσει. Η Φλόρα Λι ανασηκώθηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Η Σαρλίν ένιωσε αναγούλα. Η Φλόρα Λι ήταν μεθυσμένη. Γι' αυτό είχε αργήσει. «Και πού είναι το μικρό μου αγόρι;» ρώτησε καθώς προχωρούσε προς το εσωτερικό του σπιτιού, προσπερνώντας τον Ντιν. Εκείνος την ακολούθησε. «Εδώ είμαι, μαμά», είπε στη γυναίκα που τρίκλιζε μέσα στο λίβινγκ ρουμ. Στράφηκε και άνοιξε τα χέρια της. Άθελά του, ο Ντιν έκανε ένα βήμα πίσω. Η Σαρλίν τον παρακολουθούσε να κοιτά τη μαμά από την κορυφή ως τα νύχια. Η προσπάθεια της Φλόρα Λι να σουλουπωθεί για τη σημερινή μέρα την είχε κάνει να φαίνεται γελοία. Κυρίως στα μάτια του Ντιν που ήταν μόλις έξι χρονών όταν την είδε για τελευταία φορά. Το πρασινωπό κλαρωτό φουστάνι, τα πολλά κοσμήματα, το βαρύ άρωμα και τα ψηλοτάκουνα κίτρινα παπούτσια δεν τη βοηθούσαν να στέκει στα πόδια της. «Μικρό μου αγόρι, μωρό μου», έλεγε κι έσφιγγε τον Ντιν στην αγκαλιά της κλαίγοντας. «Μεγάλωσες τόσο που δε σε αναγνώρισα! Γύρισε η μαμά, μωρό μου. Γύρισε η μαμά». Ο Ντιν δεν κουνήθηκε, αλλά τα μάτια του συνάντησαν το βλέμμα της Σαρλίν κι έμειναν εκεί. «Μαμά, γιατί δεν καθόμαστε
εδώ;» είπε η Σαρλίν και την οδήγησε απαλά στα μαξιλάρια του καναπέ. «Κάθισε λίγο εδώ και με τον Ντιν θα ετοιμάσουμε τα πάντα στην κουζίνα. Γυρίζουμε αμέσως, έτσι;» «Δε νομίζεις ότι οι περιστάσεις απαιτούν ένα ποτό; Θα το γιορτάσουμε, έτσι δεν είναι;» πρότεινε η Φλόρα Λι. «Εντάξει, μαμά», είπε η Σαρλίν, οδηγώντας τον Ντιν προς την πόρτα της κουζίνας. «Αυτή δεν είναι η μαμά», είπε ο Ντιν μόλις μπήκαν μέσα. «Μα τι λες, Ντιν; Και βέβαια είναι η μαμά». Αλλά η Σαρλίν ένιωθε το στομάχι της να σφίγγεται. Ο Ντιν κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, δεν είναι. Εγώ θυμάμαι πώς μύριζε η μαμά κι αυτή εδώ δε μυρίζει έτσι». «Οι άνθρωποι αλλάζουν. Δεν είναι πια τόσο νέα». «Ναι, αλλά η μαμά ήταν όμορφη και καθόλου παχιά και τα μαλλιά της ήταν καστανά. Και δε φορούσε μακιγιάζ ούτε μύριζε σαν τον μπαμπά». «Θα 'ρθείτε, παιδιά;» ακούστηκε η Φλόρα Λι από το λίβινγκ ρουμ. «Δεν είπαμε ότι θα πιούμε μαζί κάτι;» «Ντιν, δώσ' της μια ευκαιρία. Θα δεις που θα τη θυμηθείς». Όταν επέστρεψαν κοντά της, η Φλόρα Λι καθόταν στον καναπέ, με τη Βίβλο ανοιχτή. Τους κοίταξε κατάπληκτη. «Κρατήσατε, λοιπόν, τη Βίβλο μου όλ' αυτά τα χρόνια;» «Προσπαθήσαμε να ζούμε με βάση τις οδηγίες της Βίβλου, όπως μας είχε διδάξει η μαμά μας», είπε ο Ντιν και πήρε τη Βίβλο από τα χέρια της Φλόρα Λι, δίνοντάς της ένα ποτήρι βότκα με τζίντζερ έιλ. «Έτσι δεν είναι, Σαρλίν;» «Ναι», είπε. «Ακριβώς όπως μας έμαθες, μαμά». Η Φλόρα Λι σήκωσε το ποτήρι της. «Σε τι θα πιούμε;» Ο Ντιν την κοίταξε για πολλή ώρα. Το βλέμμα του την έκανε να κατεβάσει το ποτήρι. «Λοιπόν», είπε, «μπορεί να το παράκανα. Μπορεί εσείς να μη νιώθετε την ίδια χαρά μ' εμένα». «Και βέβαια χαιρόμαστε που σ' έχουμε κοντά μας», είπε η Σαρλίν και την αγκάλιασε. «Έτσι δεν είναι, Ντιν;» Ο Ντιν έστεκε ακόμη εκεί, κρατώντας τη Βίβλο. Δεν είπε λέξη. «Έχουμε ένα ωραίο δείπνο», είπε η Σαρλίν. «Γιατί δεν τρώμε;»
Καθώς έτρωγαν, μιλούσε κυρίως η Φλόρα Λι. Ήθελε να μάθει όλες τις λεπτομέρειες για την τηλεοπτική σειρά, για το πώς η Σαρλίν βρήκε τη δουλειά, για το πώς είναι οι άλλες πρωταγωνίστριες. Έκανε κομπλιμέντα στη Σαρλίν για το φόρεμά της, για το φαγητό, για το σπίτι, και στον Ντιν για το κοστούμι του και για το πώς φρόντιζε τα σκυλάκια: Μετά έσπρωξε μακριά το πιάτο της και ζήτησε άλλο ένα ποτό και μια ξενάγηση στο σπίτι. Η Σαρλίν τριγύρισε μαζί της απρόθυμα, πρώτα κάτω και μετά πάνω, στις τρεις άδειες κρεβατοκάμαρες και στην τέταρτη που μοιράζονταν με τον Ντιν. «Κοιμάστε μαζί εδώ;» ρώτησε η Φλόρα Λι. Η Σαρλίν ένιωσε να κοκκινίζει. «Ο Ντιν φοβάται ακόμη το σκοτάδι», είπε. «Έχετε πολύ χώρο εδώ. Τόσα άδεια δωμάτια. Έπρεπε να δείτε το δικό μου αχουράκι. Ό σ ο μια γωνιά της κρεβατοκάμαράς σας». «Μπορείς να έρθεις να μείνεις εδώ, μαμά», προσφέρθηκε η Σαρλίν. Ένιωσε τον Ντιν πίσω της να στραβομουτσουνιάζει. «Σ' ευχαριστώ για την προσφορά σου, καλή μου», είπε η Φλόρα Λι. «Αλλά μπορεί να σας ενοχλώ με τους επισκέπτες μου. Αλλά, Ντιν, με θέλεις; Θέλεις να γυρίσει πίσω η μαμά σου;» ρώτησε καθώς επέστρεφαν στο λίβινγκ ρουμ. «Γιατί μας άφησες, μαμά;» τη ρώτησε ο Ντιν. Η Σαρλίν παρατήρησε πως η έκφραση στο πρόσωπο της Φλόρα Λι άλλαξε. Το χαμόγελο χάθηκε. «Έπρεπε, αγάπη μου. Αν έμενα, ο πατέρας σας θα με σκότωνε. Έπρεπε να φύγω... να βρω ένα ασφαλές μέρος, να βρω μια δουλειά. Μετά θα ερχόμουν να σας βρω». Η Φλόρα Λι κοίταξε το σχεδόν άδειο ποτήρι σιο χέρι της. Ο Ντιν κατέβασε το κεφάλι. «Και τότε γιατί δεν ήρθες;» «Αγάπη μου, τα πράγματα πήγαν πολύ άσχημα. Πολύ χειρότερα απ' όσο φανταζόμουν. Δεν μπορούσα να στεριώσω σε δουλειά. Απολύθηκα τόσες φορές, που έχασα το λογαριασμό. Αλλά κι όταν δούλευα δεν έβγαζα αρκετά χρήματα για να ζήσω ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Πώς θα φρόντιζα δύο παιδιά; Και μάλιστα όταν μόνο το ένα απ' αυτά ήταν δικό μου;» Η Φλόρα Λι προσπάθησε να χαμογελάσει. «Σίγουρα ήσαστε καλύτερα με τον μπαμπά σας. Τουλάχιστον είχατε πού να μείνετε».
«Αλλά είχες πει ότι θα γύριζες. Σε περιμέναμε. Σε περιμέναμε καιρό». «Το ξέρω, μωρό μου». Τώρα το χαμόγελο της είχε ξαναγυρίσει, ακόμη πιο πλατύ, αλλά το πρόσωπο της έδειχνε να καταρρέει σαν να ήταν φτιαγμένο από χαρτί, «Αλλά τώρα η μαμά γύρισε. Ας πιούμε, λοιπόν στην επανένωση της οικογένειάς μας. Κράτησα την υπόσχεσή μου». Η Σαρλίν ένιωθε εκνευρισμένη, αλλά και τη λυπόταν. «Σίγουρα. Και σύντομα η μαμά θ' αποκτήσει δικό της επάγγελμα, θα γίνει κομμώτρια. Αυτό ήθελε πάντα. Θα πάει στη σχολή, έτσι, μαμά;» «Πήγα, αλλά δε νομίζω ότι μου ταίριαζε το μέρος, Σαρλίν. Αρχίζουν τα μαθήματα στις οχτώ το πρωί. Και θύμωναν αν δεν ήμουν στην ώρα μου. Με έκαναν ρεζίλι μπροστά σε όλα εκείνα τα κοριτσόπουλα. Πολύ ερασιτέχνες μου φάνηκαν». «Ω», ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει η Σαρλίν. «Αλλά ας πιούμε ένα ποτό για την επανένωσή μας», είπε η Φλόρα υψώνοντας το ποτήρι της. «Εμείς δεν πίνουμε», είπε ο Ντιν και βγήκε από το δωμάτιο, φωνάζοντας τα σκυλιά να τον ακολουθήσουν. *
*
*
Η Σαρλίν έστειλε τη Φλόρα Αι στο σπίτι της και πέρασε δυο μέρες προσπαθώντας να παρηγορήσει τον Ντιν που έκλαιγε συνεχώς και κυκλοφορούσε στο σπίτι θρηνώντας. Μια μέρα ήρθε με το ταχυδρομείο το πακέτο που περίμενε. Ή τ α ν το CD της. Φώναξε τον Ντιν και του ζήτησε να το ακούσει. «Πολύ ωραίο, Σαρλίν. Μου αρέσει». «Είδες που είπες πως ξέρω να τραγουδώ και τα κατάφερα;» του είπε εκείνη χαμογελώντας. «Και βέβαια ξέρεις να τραγουδάς. Αλλά αυτή η φωνή που ακούσαμε τώρα τίνος είναι;» «Εγώ είμαι, Ντιν. Είναι ο δίσκος μου. Μου τον έστειλε ο κύριος Όρτις. Θυμάσαι που κάναμε ένα δίσκο;» «Και βέβαια το θυμάμαι, αλλά δεν είναι αυτό». Σταμάτησε για λίγο και άκουσε τη φωνή. «Σαρλίν, αυτή δεν είσαι εσύ. Δε με
νοιάζει τι λες εσύ ή τι λέει ο κύριος Όρτις. Εγώ ξέρω πώς είναι η φωνή σου και η φωνή σου δεν είναι αυτή. Μπορείς και τραγουδάς, το ξέρω. Αλλά μην τους αφήσεις να σου πουν ότι αυτή είναι η φωνή σου, γιατί δεν είναι». Η Σαρλίν τον κοίταξε κι ένας κόκκος αλήθειας έλαμψε στο μυαλό της. «Πώς είσαι τόσο σίγουρος, Ντιν;» «Εσύ, Σαρλίν, ποτέ δε θα μπορούσες να τραγουδήσεις σε τόσο ψηλές νότες. Θυμάσαι τι γέλια κάναμε κάθε φορά που το προσπαθούσες πριν από τους αγώνες του μπέιζμπολ; Όχι, δεν είσαι εσύ». Ο Ντιν συνέχισε ν' ακούει. «Αλλά είναι καλό, ε;»
29 Ο Σαμ Σιλντς δούλευε πυρετωδώς το Αστέρι, τόσο το σενάριο, όσο και τα θέματα της σκηνοθεσίας. Και κοιμόταν με την Έιπριλ. Αλλά σκεφτόταν όλο και πιο πολύ την Τζέιν Μουρ. Και, φυσικά, με όλ' αυτά, ένιωθε συνεχώς κουρασμένος. Σε μια εβδομάδα άρχιζαν τα προκαταρκτικά και ακόμη δεν είχαν βρει όλους τους ηθοποιούς και δεν είχαν τακτοποιηθεί πολλές λεπτομέρειες. Ο Σαμ αναστέναξε και κοίταξε την Έιπριλ. Αν ήθελε να λείψει κάτι από τη ζωή του, αυτό ήταν ο δεσμός του μαζί της. Αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Είχε επιτρέψει και συγχωρήσει την περιπέτειά του με τήν Κρίσταλ Πλένουμ, αλλά του είχε ξεκαθαρίσει πως δε θ' ανεχόταν δεύτερη στραβοτιμονιά του, γιατί θα το. έπαιρνε προσωπικά. Και η προοπτική μιας εκδικητικής Έιπριλ δεν του φαινόταν καθόλου ειδυλλιακή. Χρειαζόταν βοήθεια κι έψαχνε να βρει βοηθό σκηνοθέτη. Το ήξερε πως αυτό είναι αναγκαίο κακό, αν και δεν είχε εντελώς πειστεί ακόμη. Είχε ταλαιπωρηθεί από εκείνον που χρησιμοποίη-
σε στο Τζακ και Τζιλ και δεν εννοούσε να τον ξαναπροσλάβει. Αλλά η Έιπριλ του θύμιζε συνεχώς πως εκείνη ήταν μικρή παραγωγή. Στο θέατρο δε χρειαζόταν βοηθός σκηνοθέτη. Αλλά στον κινηματογράφο, με τα πολλά εξωτερικά γυρίσματα, ήταν απαραίτητος. Δε θα ήταν δύσκολο να βρει έναν. Δε χρειαζόταν κάποιον με μεγάλες εμπνεύσεις, αλλά ένα καλό εκτελεστικό όργανο. Υπέθετε πως ο Α.Τζόελ Γκρόσμαν θα ήταν μια χαρά. Αλλά δεν το είπε αμέσως. «Τι λες;» ρώτησε η Έιπριλ όταν ο Γκρόσμαν έφυγε. «Δεν έχει και μεγάλη εμπειρία», απάντησε ο Σαμ. «Αλλά έχει καλές συστάσεις». «Είναι γιος της γραμματέως του αφεντικού σου; Σύσταση είναι αυτή;» Η Έιπριλ απάντησε μ' ένα κούνημα του κεφαλιού. «Έχει κάνει ένα σωρό καλά διαφημιστικά. Κι εκείνο με τα τζιν. Και κυκλοφορεί πολύ καιρό στα πλατό, ώστε να ξέρει τι του γίνεται. Μπορούμε να βασιστούμε σ' αυτόν. Και νομίζω ότι κάποιες ιδέες θα τις έχει. Αξίζει τα λεφτά που θα πάρει, Σαμ, έχε μου εμπιστοσύνη». Αυτό ήταν το θέμα: ο Σαμ δεν εμπιστευόταν κανέναν. Αλλά πίστευε κι αυτός ότι ο Τζόελ θα τα πήγαινε καλά, χάρη στη μικρή πείρα του και τις καλλιτεχνικές του εμπνεύσεις. Αν μπορούσε να σκηνοθετήσει διαφημιστικά, σίγουρα μπορούσε να πηγαίνει πίσω από τον Σαμ και να καταγράφει τις οδηγίες του. Και τη χρειαζόταν τη δουλειά. «Εντάξει», είπε ο Σαμ τελικά. «Αλλά ελπίζω να μη μου τη φέρει από πίσω». Κοίταξε τον κατάλογο με τα ονόματα των ηθοποιών. «Ποιος έχει σειρά;» ρώτησε. Η Έιπριλ σήκωσε το άδειο φλιτζάνι του καφέ και αμέσως κάποιος το πήρε από το χέρι της για να το ξαναγεμίσει. Μετά ήπιε μια γουλιά και ξαφνικά έφτυσε στο πάτωμα. «Ποιος διάβολος το έκανε αυτό; Έχει ζάχαρη!» Μια νεαρή γυναίκα ήρθε τρέχοντας. «Συγνώμη, μις Άιρονς...» «Ζαχαρίνη! Πόσες φορές θα σας το πω; Χριστέ μου! Από πού έρχονται αυτοί οι άνθρωποι; Δεν μπορούν να θυμηθούν ούτε πώς πίνω τον καφέ μου. Και δεν μπορώ να βρω μια ηθοποιό που να είναι σε θέση να διαβάσει μερικές αράδες. Να τις διαβάσει, για
όνομα του Θεού! Δε ζητάω να τις μάθει απέξω οΰτε να παίξει, που να πάρει!» Ο Σαμ σκέφτηκε την Τζέιν και την οντισιόν της. Τα βράδια έβλεπε και ξανάβλεπε το δοκιμαστικό. Έφερε το χέρι στα σκούρα του μαλλιά και ακοΰμπησε την παλάμη στο μέτωπο του. Ή τ α ν κουρασμένος. Καθόταν στην ίδια θέση από τις οχτώ το πρωί. Και τώρα είχε πάει σχεδόν τέσσερις. Δεκαεφτά οντισιόν και οΰτε μία που ν' αξίζει. Θα νΰχτωναν. «Τα πήγαιναν καλΰτερα τα παιδιά που είχα στην ομάδα, στη Νέα Υόρκη. Αυτοί μποροΰσαν τουλάχιστον να διαβάσουν: Χόλιγουντ, σου λένε». Κοΰνησε το κεφάλι του και αποφάσισε να μη συνεχίσει. Στην Έιπριλ δεν άρεσαν αυτές οι επιθέσεις εναντίον του Χόλιγουντ από τον «κΰριο Μπρόντγουεϊ», όπως τον φώναζε. Αλλά τώρα ο Σαμ θυμόταν τη Μέρι Τζέιν Μόραν και τη μέρα που διάβασε για πρώτη φορά ένα κείμενο από το Τζακ και Τζιλ. Ή τ α ν η καλΰτερη. Γιατί να μην υπάρχει μια Μέρι Τζέιν Μόραν σ' αυτή την πόλη; Συνειδητοποίησε πως, τελευταία, αυτό πού περισσότερο του έλειπε ήταν ο ρόλος του μέντορα. Ή Μέρι Τζέιν ήταν ένα άγριο λουλοΰδι που άνθισε κάτω από τη σκηνοθεσία του. Και είχε ανθίσει και στην προσωπική τους σχέση. Γιατί του άρεσε τόσο ο ρόλος του Πυγμαλίωνα; Του άρεσε να είναι απαραίτητος, να τον θεωροΰν σοφότερο, πιο έμπειρο. Ή τ α ν αυτό ένα σημάδι πως λάτρευε την εξουσία; Ναι. Σήμαινε μήπως ανασφάλεια; Δεν το νόμιζε. Τι το κακό υπήρχε στο να θέλει να διδάσκει κάποιον, να θέλει να βοηθά; Πώς θα έφτανε ο αυτή την ολοκλήρωση; Ποΰ θα έβρισκε κάποιο μαθητή; Υπήρχε βέβαια η Τζέιν Μουρ. Ο Σαμ ήξερε πως είχε κιόλας μάθει από μνήμης τα λόγια της. Και δεν είχαν καν αρχίσει τις πρόβες. Ή τ α ν έξυπνη, δουλευταροΰ και ταλαντοΰχα. Ή τ α ν σίγουρος γι' αυτό. Αλλά ήταν νέα και χρειαζόταν κάποιον να την κατευθΰνει. Δυο εβδομάδες δοΰλευε τώρα μαζί της σε καθημερινή βάση και είχε μείνει κατάπληκτος από την ικανότητά της ν' αφομοιώνει. Θα έδινε νέα πνοή στο Αστέρι. Την είχε ηρεμήσει σχετικά με τις γυμνές σκηνές. Η Τζέιν ήταν επαγγελματίας, φρέσκια, όμορφη και με χιούμορ. Και καθόλου σκληρή, σαν την
Έιπριλ. Μια δυναμική γυναίκα, σκέφτηκε. Αλλά και τόσο ευάλωτη συνάμα. Στην αρχή, ο Σαμ είχε εντυπωσιαστεί από την εμφάνιση της Τζέιν, μετά από το ταλέντο της και τώρα από το μυαλό της και τον επαγγελματισμό της. Και έβλεπε πως αυτό που περισσότερο τον έκανε ν' αδημονεί ν' αρχίσουν τα γυρίσματα, ήταν το γεγονός πως θα δοΰλευε μαζί της. Είχε κάτι το μοναδικό αυτή η κοπέλα. «Χάνεις τον καιρό σου εδώ, Σαμ», έλεγε τώρα η Έιπριλ. «Και ο χρόνος είναι χρήμα. Πρέπει ν' αλλάξεις τον τρόπο που βλέπεις τους ηθοποιούς, Σαμ. Οι ταινίες είναι διαφορετικές από το θέατρο. Σ' το έχω πει τόσες φορές. Ετοιμάζονται σκηνή σκηνή. Υπάρχει χρόνος να μάθουν τα λόγια τους. Μη χάνεις τον καιρό σου και μη σπαταλάς τον δικό μου». «Εγώ δε δουλεύω έτσι». Η Έιπριλ τον κοίταξε ψυχρά. «Εγώ λέω πως αυτός δεν είναι τρόπος δουλειάς. Δεν έχουμε πάρει ούτε έναν ηθοποιό. Μπορεί να φταίει το σενάριο, Σαμ. Υπάρχουν δύσκολες λέξεις. Οπωσδήποτε θα κάνουν σαρδάμ διαβάζοντας τρεις φορές τη λέξη «εγκατάλειψη» μέσα στην ίδια πρόταση. Αυτό δε γίνεται. Και οι διάλογοι είναι μεγάλοι». Φυσικά, είχε δίκιο. Ουδέποτε η Έιπριλ είχε κατηγορηθεί για ηλιθιότητα. Το σενάριο του είχε αυτό που λέμε «κόκαλα». Ο Σαμ ένιωθε, έπρεπε να το παραδεχτεί, φοβισμένος. Κι αυτό το συναίσθημα δεν του άρεσε. Στο παρελθόν, ήταν πάντα ο πιο δυνατός της παρέας, ό,τι έφτιαχνε ήταν αποκλειστικά δικό του. Το ίδιο έγινε και με το Τζακ και Τζιλ. Από τη στιγμή που κοιμήθηκε με την Κρίσταλ Πλένουμ, απέκτησε απόλυτη εξουσία. Βέβαια, σκέφτηκε, δεν κοιμήθηκε γι' αυτό μαζί της. Διάβολε το ήθελε. Ό λ η η Αμερική ήθελε να κοιμηθεί με την Κρίσταλ Πλένουμ. Και πέρασαν καλά όσο γυριζόταν η ταινία. Μετά υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Έιπριλ Άιρονς. Ο Σαμ ήξερε τον κόσμο των σόου μπίζνες. Αλλά η Έιπριλ έδειχνε να ξέρει τα πάντα. Ακόμη και τον τομέα των συμβολαίων, των συμφωνιών, των οικονομικών διαπραγματεύσεων. Ή τ α ν πιο σκληρή απ' όλους τους άντρες και πιο σέξι απ' όλες τις γυναίκες.
Και αυτό του άρεσε. Με την Έιπριλ ένιωθε σαν να κυκλοφορούσε με τη Ρολς Ρόις των γυναικών! Μόνο που μαζί της ένιωθε μερικές φορές ανεπαρκής. Δεν ήταν σαν τις άλλες γυναίκες. Όταν κοιμόταν με την Έιπριλ, ένιωθε να του κλέβει αυτή τη δύναμή του, την εξουσία του. Ή τ α ν σωστή τίγρης, αλλά τα έβγαζε πέρα μαζί της. Και ήξερε πως της άρεσε. Και σαν να μην έφταναν όλ' αυτά, υπήρχε και το πρόβλημα με τον Μάικλ Μακλέιν. Τον μισώ και με μισεί, σκέφτηκε ο Σαμ. Έγινε διάσημος ως κάρδιο κατακτητής και όχι σαν ηθοποιός. Κι επειδή βρίσκεται πράγματι στη δύση του, ο ρόλος του πάει γάντι. Είχε δίκιο η Έιπριλ. Το πρόβλημα ήταν πως αυτός ο μαλάκας είχε δεχθεί το ρόλο και τώρα δεν τον ήθελε. Θεέ μου, ο τύπος δεν ήξερε τι του γινόταν από υποκριτική, αλλά μόνο να διάβαζε τις ατάκες του, θα έπαιρνε Όσκαρ. Ο ρόλος ήταν φτιαγμένος στα μέτρα του. Κι εκείνος έλεγε πως δεν του άρεσε το σενάριο. Ο Σαμ δεν ήθελε να πει στην Έιπριλ πως ο Μάικλ είχε πρόβλημα με το σενάριο. «Βρες τους ηθοποιούς, Σαμ», την άκουσε να λέει. «Υπάρχει πάντα χρόνος να διορθώσουμε το σενάριο». Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του. «Μέλανι», είπε η Έιπριλ. «Στείλε μέσα την επόμενη». Και ξάπλωσε πίσω στην πολυθρόνα της με διπλωμένα τα χέρια.
30 Όταν τράβηξαν τη Λάιλα πάνω από τον Άρα κι εκείνη κατάφερε να φτάσει στο σπίτι της, κλείστηκε μέσα τρεις μέρες, γλείφοντας τις πληγές της. Θα έχανε το ρόλο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι' αυτό. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συγκεντρωθεί στο μέλλον της, ένα μέλλον που έπρεπε να είναι καλύτερο από αυτό της Τζέιν
Μουρ. Τρία πράγματα είχε να κάνει: Πρώτα, να βάλει τον Μάρτι να γυρίσει μια ταινία με πρωταγωνίστρια την ίδια. Μια μεγάλη παραγωγή. Δεύτερον, να εξασφαλίσει αυτή το Βραβείο ΕΜΜΙ, όχι η Σαρλίν ούτε η Τζέιν. Τρίτον, να προσλάβει για ατζέντη της τον Σάι Όρτις. Ξεκίνησε μ' ένα τηλεφώνημα στον Μάρτι, κανονίζοντας να δειπνήσουν μαζί. Η πρόσκλησήτηςτου προξένησε έκπληξη, αλλά δεν το έδειξε. Μετά τηλεφώνησε στο γραφείο του Σάι Όρτις κι έκλεισε ένα ραντεβού. Και μόνο τότε ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι. Έφτασε στον προορισμό της κι έμεινε να κοιτάζει το δίπατο κτίριο. Δε θύμιζε σε τίποτε τις πολυτελείς κατοικίες στο Μαλιμπού και στο Μπέβερλι Χιλς. Η Λάιλα πίστευε πως μόνο έτσι θα εξασφάλιζε το ΕΜΜΙ. Η Νάντια της είχε δείξει πώς. Ό χ ι μ' εκείνα τα ηλίθια κεριά και τις τελετές. Η Νάντια είχε πάρει το βραβείο. Και με λίγη περισσότερη σκέψη, η Λάιλα κατάλαβε τι χρειαζόταν. Η Λάιλα Κάιλ χρειαζόταν έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ. Κοίταξε την κάρτα που της είχε δώσει η θεία Ρόμπι. Μίνος Πάτζ, Ιδιωτικός Ντετέκτιβ. Ο Ρόμπι της είχε πει πως τον χρησιμοποιούσαν συχνά οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες. Αυτός είχε τραβήξει τη φωτογραφία του Τζίμι Σουάγκαρτ, να βγαίνει από το δωμάτιο ενός μοτέλ συντροφιά με μια πόρνη. Και πως αυτός είχε φέρει στην επιφάνεια το σκάνδαλο της Μία Φάροου και του ΓούντιΆλεν. Κάτι τέτοιο ήθελε κι αυτή. Καιρός πια να βρεθεί αυτή από πάνω. Από τότε που έγινε γνωστό πως είχε χάσει το ρόλο στο Αστέρι, η Λάιλα είχε βρεθεί σε μειονεκτική θέση. Οι εφημερίδες είχαν γράψει πως αυτή προκαλούσε τα περισσότερα προβλήματα στα γυρίσματα της σειράς. Όλοι σέβονταν τον επαγγελματισμό της Τζέιν Μουρ, ενώ η Σαρλίν Σμιθ είχε γίνει η εκλεκτή της καρδιάς όλων. Τους συγκινούσε η ιστορία της μικρής φτωχής Τεξανής που τα είχε καταφέρει. Ή τ α ν σαφές ότι είχε έρθει η ώρα να δράσει. Η Λάιλα έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα και ανέβηκε με τις σκάλες στο δεύτερο όροφο. Το γραφείο του Πέιτζ ήταν ένα από τα τέσσερα του ορόφου, το τελευταίο στο τέρμα του διαδρόμου. Χτύπησε δυνατά και άνοιξε την πόρτα χωρίς να περιμένει απά-
ντηση. Και αντί να βρεθεί σε κάποιο χώρο υποδοχής, μπήκε σ' ένα μικρά δωματιάκι, μπροστά σ' ένα μικρό γραφείο, όπου καθόταν ένας μικροκαμωμένος άντρας με φτηνό γκρι κοστούμι, ένα γαριασμένο λευκό πουκάμισο και μια απαίσια πορτοκαλιά γραβάτα. «Ο Μίνος Πέιτζ;» ρώτησε. «Τι δουλειά έχει η Λάιλα Κάιλ με τον Μίνος Πέιτζ;» ρώτησε ο τΰπος και της έδειξε μια καρέκλα στη γωνία του δωματίου. «Τι μπορώ να κάνω για σας;» ρώτησε, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα του. «Θέλω να κάνετε έρευνες για δυο πρόσωπα». «Ποια;» «Την Τζέιν Μουρ και τη Σαρλίν Σμιθ». Ο Μίνος δεν αντέδρασε. Αυτό το ήξερε από την πείρα του: ποτέ μην αντιδράς μ' αυτά που ακοΰς. Κι αυτός, όπως και η Λάιλα, ήξερε επίσης πως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν να κρύψουν περισσότερα απ' αυτά που μπορούν να παραδεχτούν. Η Λάιλα έβαλε το χέρι στην τσάντα της κι έδωσε στον Μίνος δυο κίτρινες σελίδες. «Εδώ είναι οι λεπτομέρειες της σημερινής τους ζωής —διευθύνσεις, πού τρώνε, πού κάνουν τα ψώνια τους, τα ραντεβού και το πρόγραμμά τους. Έ χ ω σημειώσει και μερικά από το παρελθόν τους, που κατάφερα να βρω μόνη μου. Ό σ α έμαθα από τις ίδιες, στη διάρκεια των τυχαίων συζητήσέών μας». Ο Μίνος δεν είπε τίποτε, μόνο κοίταξε τις σημειώσεις της Λάιλα. «Αυτά είναι μια καλή αρχή», είπε η Λάιλα. «Πρέπει να βρούμε τι έκανε η Τζέιν Μουρ πριν παίξει στο Θέατρο Μελρόουζ; Πώς πήρε το ρόλο; Δεν ξέρουμε πολλά γι' αυτά». Ο Πέιτζ συνέχισε να την κοιτάζει. «Και για τη Σαρλίν Σμιθ. Υποτίθεται πως ήρθε από μια πόλη του Τέξας. Ποια ήταν η οικογένειά της; Σε ποιο σχολείο πήγε;» Επιτέλους, ο Μίνος Πέιτζ μίλησε. «Σε τι θα σας χρειαστούν όλ' αυτά, μις Κάιλ;» Για μια στιγμή η Λάιλα σκέφτηκε να του πει πως αυτό δεν είναι δικός του λογαριασμός, αλλά έβλεπε πως ο τύπος είχε κάποιο λόγο για να ρωτά. «Θέλω να γνωρίζομαι με τους ανθρώπους για
τους οποίους δουλεύω. Δε μου αρέσουν τα μυστικά και πιστεύω πως και οι δυο τους έχουν πολλά». «Και ποιο είναι το δικό σας μυστικό;» Η Λάιλα συγκρατήθηκε. «Δεν έχω μυστικά, κύριε Πέιτζ. Αυτό είναι το θέμα. Η ζωή μου είναι ανοιχτό βιβλίο, είμαι το παιδί δύο διασημοτήτων, βλέπετε. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί αισθάνομαι σε μειονεκτική θέση. Αυτές ξέρουν τα πάντα για μένα κι εγώ τίποτε. Κι αυτό, ειλικρινά, μου προκαλεί νευρικότητα». Της φάνηκε πως είδε ένα αδιόρατο ειρωνικό χαμόγελο στο χείλη του, αλλά αποφάσισε να το αγνοήσει. «Σας ενδιαφέρει η δουλειά που σας προσφέρω;» «Αφήστε πρώτα να βεβαιωθώ πως καταλαβαίνω σε τι συνίσταται αυτή η δουλειά. Θέλετε όλα τα βρόμικα μυστικά της ζωής τους, για παράδειγμα με ποιους έχουν κοιμηθεί και αν το έχουν κάνει για λεφτά. Αν υπάρχουν πορνοταινίες ή σκάνδαλα. Το οικογενειακό τους παρελθόν, τα οικονομικά τους προβλήματα, αν έχουν καταδικαστεί για κάτι, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, αν υπάρχουν νόθα παιδιά, εκτρώσεις, ναρκωτικά, κλοπές, ομοφυλοφιλία, νεκροφιλία...» Η Λάιλα χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά την είσοδο της στο γραφείο του. «Νομίζω ότι καταλάβατε απολύτως, κύριε Πέιτζ. Πόσο θα κοστίσει;» «Δέκα χιλιάδες δολάρια για να ξεκινήσουμε. Τα έξοδα θα πληρώνονται χωριστά. Θα γίνουν σίγουρα και κάποια ταξίδια. Θα σας δίνω αποδείξεις γι' αυτά». «Ωραία. Πότε μπορείτε ν' αρχίσετε;» Καθάρισε το λαιμό του. «Μόλις δω την επιταγή σας», είπε και ανασήκωσε απολογητικά τους ώμους. «Βλέπετε, είναι αρχή της επιχείρησης». Η Λάιλα άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε το βιβλιάριο των επιταγών της κι έγραψε το νούμερο. «Υπάρχει και κάτι ακόμη», είπε. «Δεν είναι σπουδαίο πρόβλημα και νομίζω ότι καλύπτεται από το επιπλέον ποσόν που σας έβαλα εδώ». Έβαλε πίσω.στην τσάντα της το βιβλιάριο κι έβγαλε ένα πακέτο γράμματα, μέσα σ' ένα λάστιχο. «Πρόσφατα δέχτηκα αυτές τις επιστολές. Πρέπει να ξέρετε ότι η αλληλογραφία μου
είναι πολΰ παράδοξη. Αλλά μερικά γράμματα ξεπερνοΰντα όρια. Είναι γραμμένα από κάποιον που ανήκει σε μια οργάνωση και υπογράφει σαν Τζάκχεντ. Θα το φροντίσετε κι αυτό;» Ο Μίνος άνοιξε τον πρώτο φάκελο και τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί. «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΠΟΤΙΣΜΟΥ», διάβασε. «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΛΑΪΛΑ ΚΑΪΛ. Ξέρετε ποια κόρη διάσημης σταρ του Χόλιγουντ πρωταγωνιστεί στο Τρεις για το Δρόμο; Η Λάιλα Κάιλ, φυσικά. Και σε πρόσφατη συνέντευξή της ισχυρίζεται πως γι' αυτήν υπήρξε πολΰ δΰσκολο να τα βγάλει πέρα και πως χρειάστηκε να δουλέψει πολΰ σκληρά...» Ο Μίνος ξαναδίπλωσε το χαρτί και το έβαλε στο φάκελο του. «Υπάρχουν πολλά τέτοια. Αλλά δε μ' αρέσει η ιδέα να μου τα στέλνουν τρελοί που ανήκουν σε οργανώσεις. Και αυτά φτάνουν κατευθείαν στο γραμματοκιβώτιο μου. Ό χ ι με το ταχυδρομείο. Είναι κάποιος που φτάνει ώς εκεί. Κι αυτό μ' ενοχλεί». Ο Μίνος Πέιτζ κοΰνησε το κεφάλι του. «Μην ανησυχείτε. Θα το κοιτάξω». *
*
*
Ο Σάι Όρτις γέλασε, απολαμβάνοντάς το πραγματικά. Τα είχε καταφέρει. Κατέβασε το ακουστικό και άρχισε να χορεΰει μέσα στο δωμάτιο. Η Λάιλα Κάιλ θα υπέγραφε μαζί του. Και, το κυριότερο, αφοΰ εγκατέλειπε τον Άρα Σαγκάριαν! Τώρα είχε στα χέρια του και τις τρεις βασίλισσες! Και ο Άρα τίποτε! Χα! Ο γέρος θα πάθαινε τώρα εμβολή από τη δεξιά πλευρά, για να ταιριάζει καλύτερα με την αριστερή. Και τότε θα έπρεπε να κουβαλά δΰο μαντιλάκια! Είχε βέβαια τις επιφυλάξεις του: οι πελάτες του δε συμπαθοΰσαν την ανάμειξή του στην τηλεόραση. Και η Αάιλα ήταν πραγματική σκΰλα. Αλλά ήταν σκΰλα πολυτελείας, ήταν γεννημένη σκΰλα, όχι σαν τις καινούριες με τις οποίες ο Σάι έπρεπε να συναλλάσσεται. Κι αν μποροΰσε να τα βγάζει πέρα με την Κρίσταλ Πλένουμ κι εκείνη την πόρνη την Τζέιν Μουρ, γιατί όχι και με τη Λάιλα; Γιατί η Λάιλα είχε την ποιότητα του σταρ, αυτό το μυστικό μαγικό κάτι που δεν είχε να κάνει με την εμφάνιση και
το ταλέντο, αλλά πήγαινε ακόμη πιο πέρα. Είχε τη δύναμη να σε καθηλώνει! Ο Σάι προχώρησε ως το παράθυρο και γέλασε. Φαντάσου μούτρα που θα κάνουν όλοι οι ατζέντηδες της πόλης όταν το μάθουν.
31 Το Ένα Αστέρι Γεννιέται είχε γυρίσματα εννέα εβδομάδων στη Βόρεια Καλιφόρνια. Η Τζέιν έφθασε εκεί με το 727 των Ιντερνάσιοναλ Στούντιο και, όταν προσγειώθηκαν στο Αεροδρόμιο του Όκλαντ, μια λιμουζίνα την περίμενε για να την οδηγήσει στο ξενοδοχείο Κουπερτίνο, όπου θα έμεναν ηθοποιοί και τεχνικοί. Το άλλο πρωί την πήγαν στην περιοχή όπου θα γίνονταν τα πρώτα γυρίσματα και της έδειξαν το καμαρίνι της, όπου ήδη την περίμενε η Μάι. Το τροχόσπιτο που της έδωσαν ήταν πολύ πιο πολυτελές από το «κουτί» του Τρεις για το Δρόμο. Όλα στις παραγωγές της Έιπριλ Άιρονς ήταν πολυτελή. Υπήρχε ένας μεγάλος και καλά φωτιζόμενος καθρέφτης, ένα τραπέζι του μακιγιάζ από μασίφ ξύλο, μπάνιο, σαλονάκι διακοσμημένο με γούστο, κρυστάλλινες λάμπες, ακόμη και χωριστή κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι! Ό χ ι πως θα έμενε εκεί κάποιο βράδυ, βέβαια. Απλώς για την περίπτωση που θα ήθελε να πάρει έναν υπνάκο! Η Τζέιν ένιωσε σαν σταρ! Μια ανθοδέσμη στο κρυστάλλινο βάζο ήταν το δώρο της Έιπριλ. Αλλά έμοιαζε με σταρ; Με αγωνία άρχισε να εξετάζει ξανά το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Ακόμη κι όταν μπήκε μέσα η Μάι, κουβαλώντας κάτι, δεν την απέσπασε, τόσο αφοσιωμένη ήταν στο είδωλο της—και στις φοβίες της. Το προηγούμενο βράδυ είχε δει έναν τρομερό εφιάλτη: Βρισκόταν γυμνή στη σκηνή ενός κατάμεστου θεάτρου. Και ξαφνικά τα πισινά της άρχισαν να φουσκώνουν, το ίδιο και η κοιλιά της,
τα στήθη της να πέφτουν. Ο κόσμος άρχισε να γελά. Κι όταν έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο, ανακάλυψε πως είχε ξανά την παλιά της μυτη, το παλιό της πιγούνι. Ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα. Λουσμένη στον ιδρώτα ήταν και τώρα μπροστά στον καθρέφτη, με τη Μάι να την κοιτάζει. «Πίστευες πάντα πως ήσουν όμορφη;» «Ποτέ». «Ποτέ; Ποτέ; Μάι, υπήρξες η ωραιότερη γυναίκα της εποχής σου. Και δεν το πίστεψες ποτέ;» «Τώρα ξέρω πώς ήμουν. Τώρα το βλέπω: στις παλιές ταινίες, στις φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Αλλά τότε όχι. Τότε φοβόμουν μήπως υπήρχε κάποια ατέλεια. Έβρισκα το στόμα μου πολΰ μεγάλο, τα μάτια μου πολύ στρογγυλά, συνέκρινα πάντα τον εαυτό μου με τις άλλες. Κι όταν ήρθα εδώ στο Χόλιγουντ, τότε... Υπήρχε η Νάντια Νέγκρον. Και βέβαια η Γκάρμπο. Το Πρόσωπο! Ποτέ δεν ένιωθα αρκετά όμορφη. Για μένα ή για την κάμερα. Ή για τους άντρες. Και πήγαν χαμένα όλα τα χρόνια που ήμουν πραγματικά όμορφη». Η Τζέιν κοίταξε τη Μάι μέσα από τον καθρέφτη και μετά τα μάτια της ξανάπεσαν στο δικό της είδώλο. Η Μάι διατηρούσε την παλιά της γοητεία, αλλά ήταν γεμάτη ρυτίδες. Το πρόσωπο της Τζέιν ήταν νεανικό, φρέσκο. Πόσο θα έμενε έτσι; Ή τ α ν αρκετά όμορφο; Αρκετά όμορφο για να γεμίσει τη μεγάλη οθόνη; Σίγουρα δεν ήταν τόσο όμορφη όσο υπήρξε η Μάι. Πίστευε ότι έψαχνε για ατέλειες εξαιτίας του παρελθόντος της. Αλλά τώρα μάθαινε πως το ίδιο είχε πάθει και η Μάι. Και η Σαρλίν της είχε πει πως δεν ένιωθε τόσο όμορφη όσο η Λάιλα ή η ίδια η Τζέιν. Και η Λάιλα... Η Λάιλα κι αν ήταν. Απαγορευόταν να δημοσιευτεί φωτογραφία της αν δεν είχε προηγουμένως δώσει την έγκρισή της. Τώρα, αντιμέτωπη με τον τρόμο της μεγάλης οθόνης, η Τζέιν διαπίστωνε πως αυτή η έμμονη ιδέα με την εμφάνισή της την είχε κατακλύσει. Και δεν ήταν μόνο αυτή. Ο Τζέρι, ο μακιγιέρ, ο Λάσλο, ο υπεύθυνος φωτογραφίας, ο Μπομπ, ο καμέραμαν, όλοι τους έδειχναν να ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα φαινόταν
στην οθόνη. Η Τζέιν δάγκωσε τα χείλη της και κοίταξε τη Μάι, που όλα αυτά τα είχε περάσει στο παρελθόν. «Ανησυχείς για τη φωτογραφία, καλή μου; Θα είσαι εκπληκτική. Θα γίνουν κάποια τεστ και θα βρουν όλες τις καλές σου γωνίες. Θα γίνεις τέλεια». «Νόμιζα πως ήμουν τέλεια». Η Μάι γέλασε. «Τι κουτή που είσαι! Η-Τζιν Άρθουρ είχε μόνο μια καλή πλευρά, την αριστερή. Ποτέ δεν έδειχναν το δεξί της προφίλ. Όλοι το ήξεραν αυτό. Και ο Κάπρα ουδέποτε ενοχλήθηκε. Το ίδιο και η Κλοντέτ Κολμπέρ. Πολΰ Γαλλίδα, πολΰ σικ, αλλά με πρόσωπο —πώς να το πω; — φουσκωτό σαν κολοκυθά. Χρειαζόταν ειδικός φωτισμός για ν' αδυνατίζουν τα μάγουλά της. Και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Έχει πρόβλημα στο πάνω χείλος της. Επομένως, ποιο είναι το πρόβλημά σου;» Το πρόβλημά μου, σκέφτηκε η Τζέιν, έχει τρεις πλευρές: φοβάμαι για το πώς θα δείχνω στην οθόνη, φοβάμαι για το τι μπορεί να συμβεί με τον Σαμ και είμαι πολΰ θυμωμένη. «Γιατί όλ' αυτά τα τρικ;» ρώτησε τη Μάι. «Πρέπει να ξέρουμε τις καλές μας γωνίες, φωτισμοί, διορθώσεις. Γιατί ποτέ δεν είμαστε αρκετά καλοί;» «Επειδή, καλή μου, αυτό που είμαστε δεν είναι πάντα αυτό που οι άντρες περιμένουν από μας. Ξέρεις την ιστορία του Τζον Ράσκιν, του περίφημου Λονδρέζου τεχνοκριτικού; Παντρεύτηκε μια πανέμορφη νεαρή κοπέλα. Και την πρώτη νύχτα του γάμου, όταν εκείνη γδύθηκε, είδε τις τρίχες του εφηβαίου της κι έπαθε σοκ! Είχε συνηθίσει να βλέπει αγάλματα, που δεν είχαν τρίχες! Και γι' αυτόν, αυτό ήταν το ιδανικό. Τα υπόλοιπα τον αηδίαζαν! Αυτό παθαίνουν οι γυναίκες. Είναι η φάρσα που μας έστησαν οι θεοί. Είμαστε επιθυμητές, πολύ κοντά στην τελειότητα, αλλά ποτέ αρκετά τέλειες. Είναι η τυραννία της ομορφιάς». «Θλιβερό. Είναι αλήθεια;» «Ποιο; Η ιστορία του Τζον Ράσκιν ή η ίδια η ζωή». «Και τα δυο». «Είναι και τα δυο αληθινά. Πάρε τη Μέριλιν Μονρόε. Είχα δουλέψει κοντά της, εκεί έμαθα τα τρικ με τα τζιν. Κάθε φορά που έτρωγε, φρόντιζε να κάνει εμετό για να μην παχύνει. Η
Γκάρμπο ήταν η τέλεια γυναίκα. Στα τριάντα πέντε της ανακαλύπτει πως μερικές ρυτίδες της φαίνονται στην οθόνη, θρηνεί επί τρεις ημέρες και σταματά να παίζει. Και πέρασε την υπόλοιπη ζωή της προσπαθώντας να κρύβεται από το φακό. Το φαντάζεσαι; Όταν έχουμε ατέλειες, μισούμε τους εαυτούς μας. Όταν είμαστε τέλειοι, γερνάμε και τότε πάλι μισούμε τους εαυτούς μας. Οι άντρες κάνουν όνειρα, οι άντρες διευθύνουν τα στούντιο. Και πάντα μας λένε πως κάτι πάει στραβά, κάτι δεν ταιριάζει με τα όνειρά τους». «Μα γιατί το κάνουν αυτό;» φώναξε η Τζέιν. «Για να μας ελέγχουν. Επειδή φοβούνται τη δύναμή μας. Και προτιμούν να φοβίζουν εμάς». «Τι συνέβη στη γυναίκα του Ράσκιν;» ρώτησε η Τζέιν. «Για μεγάλο διάστημα έμεινε παρθένα. Μετά το 'σκάσε μ' έναν καλλιτέχνη. Έναν πραγματικό άντρα. Στην αρχή του έκανε το μοντέλο. Αυτός την έβρισκε τέλεια. Νομίζω πως ήταν ο Μιλέ. Έφερε στον κόσμο και το παιδί του. Ξέρεις ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας;» Η Τζέιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Να ερωτεύεσαι καλλιτέχνες και όχι κριτικούς», χαμογέλασε η Μάι!
Η Μάι βοήθησε την Τζέιν να λύσει όλα τα θέματα της γκαρνταρόμπας της. Αλλά όλα έδειχναν να πηγαίνουν αργά. Ο Σαμ ήταν συνέχεια αφηρημένος και, δόξα τω Θεώ, ο Μάικλ δεν επρόκειτο νά κάνει την εμφάνισή του για άλλες τρεις ημέρες. Ή τ α ν αργά, περασμένες εφτά, όταν η Μάι τη βοήθησε ν' αλλάξει και την περίμενε ν' απαλλαγεί από το μακιγιάζ της. «Αν θέλεις, έρχομαι μαζί σου στο ξενοδοχείο», προσφέρθηκε η Μάι. «Ναι. Ας φάμε απόψε μαζί», πρότεινε η Τζέιν. «Μια μπίρα. Το μόνο που θέλω είναι μια μπίρα», αναστέναξε η Μάι. Γύρισαν σιωπηλές στο Κουπερτίνο. Ακόμη και ο Ντάνι, ο σοφέρ, που συνήθως δεν έκλεινε το στόμα του, ήταν κουρασμένος. Στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας, μέσα στο σκοτάδι, η Τζέιν
αναρωτιόταν τι έκανε εκεί, σε μια πόλη που δεν είχε ξαναδεί, να δουλεΰει σε μια ταινία που δεν της άρεσε πραγματικά και μ' ένα σενάριο που δεν είχε ακόμη τελειώσει. Δίπλα της είχε τα καινούρια κείμενα, τα διορθωμένα. Οι σελίδες τους ήταν ροζ. Κάθε νέα βερσιόν γραφόταν σε διαφορετικό χρώμα χαρτιού για να μη γίνεται μπέρδεμα. Πόσα χρώματα είχε δει μέχρι τώρα; Ανοιχτό κίτρινο, σκούρο κίτρινο, πράσινο, μπλε. Υπήρχε και λευκό; Γκρι; Δε θυμόταν πια. Και τι θα γινόταν όταν θα τέλειωναν τα χρώματα; Θύμισε στον εαυτό της ότι η Καζαμπλάνκα γυρίστηκε χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί το σενάριο της. Οι ηθοποιοί δεν ήξεραν το τέλος μέχρι την ημέρα που το γύρισαν. Αναρωτήθηκε ξανά μήπως έκανε λάθος. Είχε τόσες προτάσεις, γιατί διάλεξε αυτή; Ή τ α ν ο Σαμ, φυσικά. Σαν προσάναμμα στη φλόγα. Αναστέναξε. Θα καιγόταν κι αυτή σαν τα ξερά κλαδάκια; Μα αυτή είχε μεταμορφωθεί για να είναι η ίδια μια φλόγα. Κι όμως, η εμφάνισή της άλλαξε, αλλά όχι και η ψυχή της. Και ξαφνικά, εκεί, στο πίσω κάθισμα της πολυτελούς λιμουζίνας, την πλημμύρισε ένα κύμα τρομακτικής μοναξιάς και απελπισίας. Αν πέθαινα αυτή τη στιγμή, σκέφτηκε, ποιος θα με ήξερε; Ποιος θα με ήξερε πραγματικά; Τι κάνω σ' αυτό το μέρος; Ανατρίχιασε κι ας μην έκανε κρύο. Τέλος, έφτασαν στο ξενοδοχείο. Όταν έφτασαν επάνω ήταν τόσο κουρασμένη που πρότεινε στη Μάι να παραγγείλουν από το ρουμ σέρβις. Εκείνη δέχτηκε μετά χαράς. Η Τζέιν έκανε ένα μπάνιο και φόρεσε μια ρόμπα. Κάτω από το ζεστό νερό ένιωσε λίγο καλύτερα, αλλά ήξερε πως δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό: Οι εφιάλτες, οι εκρήξεις πανικού. Και τότε, κάνοντας το μπάνιο της στο ξενοδοχείο Κουπερτίνο, πήρε μια απόφαση. Όταν βγήκε, το φαγητό ήταν κιόλας σερβιρισμένο. Κάθισαν με τη Μάι μπροστά στο λευκό λινό τραπεζομάντιλο και στ' ασημένια μαχαιροπίρουνα. Η Τζέιν ρούφηξε το ζεστό κονσομέ και συνέχισαν με το κοτόπουλο. «Μάι, θέλω να σου πω κάτι». Η Μάι ακούμπησε το ποτήρι με την μπίρα και την κοίταξε με προσμονή.
«Έχω την αίσθηση πως πρέπει να το πω σε κάποιον, αλλιώς θα πεθάνω», είπε η Τζέιν και άρχισε. *
*
*
Η Μάι ήξερε ν' ακούει. Άφηνε την Τζέιν να κλαίει, την περίμενε σιωπηλή στη διάρκεια των μεγάλων παύσεων, τότε που πάλευε με τις λέξεις κι έψαχνε το κουράγιο για να τις ξεστομίσει. Δεν τη διέκοψε κι έκανε μόνο μια ερώτηση — σχετικά με το πώς η Τζέιν είχε βρει τον Μπριούστερ Μουρ— αλλά μετείχε στη συζήτηση με μικρές κινήσεις του κεφαλιού και επιφωνήματα συμπαθείας. Τέλος, η Τζέιν τέλειωσε την αφήγησή της και οι δυο τους έμειναν σιωπηλές πλάι στο παράθυρο. Η Μάι αναστέναξε και τράβηξε την καρέκλα της μακριά από το τραπέζι. Σηκώθηκε και περπάτησε ως το παράθυρο. «Τι κάνουμε στον εαυτό μας! Τι κάνουμε!» ψιθύρισε. Μετά κοίταξε την Τζέιν. Το πρόσωπο της δε μαρτυρούσε κατάπληξη ούτε αποστροφή, αλλά μόνο αγάπη και συμπάθεια. «Καλή μου, πόσο λυπάμαι», είπε μόνο. *
*
*
Για πρώτη φορά η Τζέιν κοιμήθηκε αρκετά καλά. Το άλλο πρωί η Μάι βρισκόταν κιόλας στο σαλόνι της σουίτας, περιμένοντάς τη. «Καλή μου, θα ήθελα πολύ να σου μιλήσω», της είπε. «Όλη νύχτα σκεφτόμουν την ιστορία σου. Πρέπει να σου πω ότι διατρέχεις σοβαρό κίνδυνο». Η Τζέιν κάθισε στον καναπέ KC/I η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Τι εννοείς;» ρώτησε. «Όταν ο Θεός δίνει μεγάλη ομορφιά, μας δίνει και το χρόνο για να μάθουμε σε τι χρησιμεύει. Γιατί η ομορφιά είναι η δύναμη αυτού του κόσμου. Αυτό το κανόνισαν οι άντρες. Και μπορεί να είναι ή όπλο ή εργαλείο. Οι περισσότερες από εμάς έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου, πρώτα για να δούμε τη δύναμή μας να μεγαλώνει, μετά για να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας και τέλος για να τις δούμε να φθίνουν αργά. Λίγες υπήρξαν οι άτυχες
γυναίκες που τους δόθηκε μεγάλη ομορφιά, χωρίς τη γνώση ότι την κατέχουν. Αυτό τις σκότωσε. Πάντα. Τζιν Χάρλοου, Μέριλιν Μονρόε, Τζιν Σίμπεργκ. Τον ξέρεις τον κατάλογο». Η Μάι έκανε μια παΰση. «Σου μιλώ επειδή ξέρω. Κάποτε ήμουν όμορφη. Αλλά εσΰ, καλή μου... Εσύ είσαι όμορφη, αλλά δεν έχεις συμφιλιωθεί με τη δύναμή σου. Έ χ ω παρατηρήσει όλες τις περίεργες εκδηλώσεις σου. Είσαι ντροπαλή μπροστά στους άλλους. Οι καλλονές ποτέ δεν είναι έτσι! Χαίρεσαι όταν κάποιος σε λέει "χαριτωμένη". Αυτό για μια ωραία γυναίκα είναι προσβολή. Πολλές φορές είχα μπει σε σκέψεις», Αναστέναξε. «Αλλά τη χρειάζεσαι τη δΰναμή σου. Τ η χρειάζεσαι για να τη χρησιμοποιήσεις, να τη συνειδητοποιήσεις βαθιά. Γιατί, διαφορετικά, αυτό το όπλο θα στραφεί εναντίον σου». «Αχ, Μάι, με τρομάζεις. Τι μπορώ να κάνω;» «Δεν ξέρω. Αυτό είναι πραγματικά επιστημονικό ερώτημα. Αλλά εγώ θα σε βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ. Ίσως μπορώ να σε μάθω μερικά πράγματα. Αν θέλεις». Τα μάτια της Τζέιν πλημμύρισαν δάκρυα. «Ευχαριστώ», είπε.
32 Ο Μάρτι παρακολουθούσε τη Λάιλα καθώς μιλούσε, κουνώντας με χάρη τα χέρια, με τα κομψά κόκκινα νύχια της να τρυπούν τον αέρα. Κάθονταν στον καναπέ του λίβινγκ ρουμ του Μάρτι και η Λάιλα μόλις είχε σταματήσει να του μιλά για το ρόλο που είχε απορρίψει στην ταινία Πριγκίπισσα του Θάιμ. Μετά άρχισε να του μιλά για τον Άρα Σαγκάριαν, που ήταν σκέτη απογοήτευση. Έβλεπε τα μάτια της να μεγαλώνουν από την έξαψη, το δέρμα της να ροδίζει κάτω από τη χρυσαφένια της επιδερμίδα. Κι όλα αυτά για ένα ρόλο σε μια ταινία. Πόσο πιο παθιασμένη μπορούσε να είναι στο κρεβάτι;
Ο Μάρτι είχε σχεδόν παραιτηθεί. Και τότε, ξαφνικά, του ξανατηλεφώνησε. Αυτή τη φορά είχε αποφασίσει να μην κάνει κανένα λάθος. Είχε στείλει τον Σάλι στην πόλη, είχε υποβαθμίσει τα πάντα. Οΰτε λουλοΰδια οΰτε φαγητό απέξω. Και τα πράγματα πήγαιναν καλά. Απλώς χρειαζόταν υπομονή. Θα ερχόταν η ώρα που θα την έκανε δική του. Κάπως, με κάποιον τρόπο, θα έκανε έρωτα με τη Λάιλα Κάιλ. Προς το παρόν δεχόταν τις αποστάσεις που του επέβαλλε σαν κάτι το πρόσκαιρο. Πάντως, του είχε τηλεφωνήσει κι έδειχνε έτοιμη να του προσφέρει τουλάχιστον τη φιλία της. Γιατί τώρα; Ο Μάρτι ήταν κοντός, σκελετωμένος, με το λαιμό μέσα στους ώμους, ίσως άσχημος, αλλά δεν ήταν σίγουρα γελοίος. Και η Λάιλα σχεδόν τον είχε γελοιοποιήσει. Απόψε όμως την ήθελε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Έπρεπε ν' αποκτήσει το πάνω χέρι. Ίσως το μυστικό βρισκόταν στο να τη συμβουλεΰει. Και στην ιώβειο υπομονή. «Ο Άρα είναι απλώς πολΰ γέρος, Λάιλα. Καλό είναι να είσαι παιδί διασήμων, αλλά χρειάζεσαι κάποιον σαν τον Σάι Όρτις για μάνατζερ». «Ναι, Μάρτι;» τον ρώτησε κι εκείνος ένιωσε μια μικρή έξαψη. Του άρεσε ν' ακοΰει τη γνώμη του. «Θέλεις να του τηλεφωνήσω και να το κανονίσω; Είμαι σίγουρος ότι θα χαρεί να κουβεντιάσει μαζί σου». «Ναι. Σπουδαία ιδέα». Η Λάιλα αναρωτιόταν αν θ' ανακάλυπτε πως το είχε κάνει ήδη. Θα έλεγε στη γραμματέα του Όρτις ότι ο Μάρτι την είχε συμβουλέψει. Τι άλλο μποροΰσε να κάνει για να τη βοηθήσει, για να εξασφαλίσει τη φιλία της; «Θέλεις ν' ακοΰσεις την ιδέα μου για το πρώτο επεισόδιο της προσεχοΰς σεζόν;» ρώτησε ο Μάρτι. Μπορεί τώρα να δάγκωνε το δόλωμα, σκέφτηκε. «Και βέβαια. Για πες μου». «Σκεφτόμουν να παρουσιάσω το εναρκτήριο επεισόδιο με μια μόνο κοπέλα. Οι άλλες απλώς ν' αναφέρονται ποΰ και ποΰ ή και καθόλου. Δεν ξέρω ακόμη». Δε χρειαζόταν να κοιτάξει τη Λάιλα για να καταλάβει τι σκεφτόταν.
«Μπορεί να έχει ενδιαφέρον», είπε προσεκτικά. «Μπορεί να πετύχαινε, αλλά αυτό εξαρτάται». «Εξαρτάται από τι;» «Για να είμαι ειλικρινής, Μάρτι, η επιτυχία ή η αποτυχία εξαρτάται απολύτως από το ποια κοπέλα θα επιλέξεις. Πρέπει να είναι αρκετά δυνατή για να σηκώσει μόνη αυτό το βάρος και...» «Έχω ήδη αποφασίσει». Κοίταξε τη Λάιλα, σχεδόν άκουγε το μυαλό της να στριφογυρίζει. «Ναι;» είπε εκείνη. «Έχω διαλέξει εσένα». Η Λάιλα έριξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και τον έσφιξε. Τον άγγιζε για πρώτη φορά. Ο Μάρτι άρχισε να τρέμει. Ήλπιζε να μην το παρατηρήσει η Λάιλα. «Εμένα; Ω Μάρτι, αυτό είναι θαυμάσιο. Είσαι ιδιοφυής». Ξανακάθισε. «Πες μου κι άλλα. Ποιο θα είναι το θέμα;» Βολεύτηκε στον καναπέ, κουλουριάστηκε σαν γάτα πλάι στο τζάκι, έτοιμη ν' ακούσει την κάθε του λέξη, να ρουφήξει κάθε του κίνηση. «Εσύ, που φεύγεις από το σπίτι, εξηγώντας γιατί πήρες τους δρόμους». «Σπουδαία ιδέα. Μου αρέσει». Το πρόσωπο της Λάιλα φωτιζόταν από την προσμονή. Και ίσως κι από κάτι άλλο.
Μπορεί να είχαν διακοπές η Λάιλα, η Σαρλίν και η Τζέιν, αλλά όχι και ο Μάρτι και η ομάδα της παραγωγής. Τα πράγματα πήγαιναν καλά με τη Λάιλα, αλλά υπήρχε το πρόβλημα με το πρόγραμμα της Τζέιν. Σήμερα η σύσκεψη θα ήταν σύντομη και καίρια. «Συνεχίστε να κάνετε αυτό που κάνετε, παιδιά», είπε ο Τζορτζ Γιανγκ, ο παραγωγός. Σε κάθε σύσκεψη το ίδιο τους έλεγε. «Εγώ δεν είμαι εκείνος που θα πηδήξει μια μαγική συνταγή». Όχι πως μπορούσε γα το κάνει, ούτως ή άλλως. Τα συμβόλαια που είχε ετοιμάσει ο Σάι δεν μπορούσε να τα κουνήσει κανείς. Ούτε τρίχα
από την κόμμωση των κοριτσιών δεν μπορούσαν ν' αλλάξουν αν δεν το ήθελε ο Μάρτι. Είχε τον απόλυτο έλεγχο. «Αλλά υπάρχει κάτι που δε λάβαμε υπόψη μας, Τζορτζ». Ο τύπος από το διαφημιστικό γραφείο ετοιμαζόταν να πετάξει κάποια από τις γνωστές λαμπρές ιδέες του. Ο Μάρτι αναστέναξε. «Δέχομαι τηλεφωνήματα, συνεχή τηλεφωνήματα. Όλοι θέλουν να παίξουν στο σόου. Ακόμη και η Κάθριν Χέπμπουρν, μπορείς να το πιστέψεις;» Ο Μάρτι μίλησε απαλά. «Αυτό δεν μπορεί να γίνεται συνεχώς. Είπα ότι θέλω άγνωστους στο σόου, μόνο άγνωστους. Δηλαδή, τα πέτυχα όλα αυτά με τους καινούριους και τώρα θέλετε να μου κουβαλήσετε την Κάθριν Χέπμπουρν, για όνομα του Θεού; Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για να παίξει στο σόου. Εμείς το κάνουμε ντοκιμαντέρ. Αυτή θα παίξει σαν ηθοποιός, για όνομα του Θεού. Έχουν αρχίσει να μας χρησιμοποιούν. Δεν υπάρχει περίπτωση». Κοίταξε στα μάτια τον Τζορτζ Γιανγκ. Ο Τζορτζ κούνησε το κεφάλι του. «Αλλά το πρώτο επεισόδιο της δεύτερης σεζόν πρέπει να είναι καλύτερο από κείνο της πρώτης, όσο καλό κι αν ήταν αυτό. Και δε θέλουμε να χάσουμε ούτε μια μονάδα από την ακροαματικότητά μας. Αντίθετα, θέλουμε να κερδίσουμε κι άλλες. Είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει και πρέπει να προσέχουμε. Μάρτι, νομίζω ότι μια μεγάλη σταρ θα μας κάνει καλό». Ο Μάρτι καθυστέρησε για να δείξει ότι ο σκηνοθέτης σκέφτεται πριν δώσει οποιαδήποτε απάντηση στον παραγωγό. Ακόμη κι όταν αυτά που άκουγε ήταν συνήθως βλακείες, όπως αυτές οι άχρηστες προτάσεις τον Τζορτζ, έπρεπε να δείχνει ότι τις σκέφτεται. Το ίδιο έκανε και τώρα. Αλλά τη σιωπή έσπασε η βοηθός παραγωγής του Τζορτζ, μια κοπέλα πολύ νέα και πολύ όμορφη για να έχει προσληφθεί λόγω των επαγγελματικών της ικανοτήτων. «Γιατί δεν παίρνουμε την Τερέζα Ο' Ντόνελ στη θέση της Χέπμπουρν;» ρώτησε. «Θέλω να πω... και σταρ είναι και μητέρα της Λάιλα. Ντοκιμαντέρ δεν είπαμε;» Κανείς δε μίλησε. Στο τέλος απάντησε ο Τζορτζ. «Τη μητέρα της Λάιλα Κάιλ;»
«Ναι, ακριβώς. Να βάλουμε τη μητέρα της Λάιλα να παίξει τη μητέρα της στη σειρά». Ο Μάρτι χαμογέλασε στην κοπέλα. Τερέζα Ο' Ντόνελ! Θα έδινε δουλειά στην Τερέζα Ο' Ντόνελ! Η μικρή είχε δίκιο. Το δέσιμο θα ήταν τέλειο — αληθινό, εμπορικό αλλά όχι υπερβολικά διαφημιστικό. Αλλά θα δεχόταν; Η Τερέζα Ο' Ντόνελ είχε να δουλέψει χρόνια. Αλλά τώρα, με την κόρη της στο σόου... Ο Μάρτι ήταν σίγουρος ότι η Τερέζα θα εκτιμούσε και την καλλιτεχνική και την εμπορική πλευρά του πράγματος. «Πώς σε λένε;» «Λέσλι Σνόου», του είπε. «Θα το σκεφτώ, Λέσλι. Εντάξει, αγόρια και κορίτσια. Ας ετοιμαστούμε ν' αγωνιστούμε τον αγώνα τον καλό».
33 Δυο εβδομάδες τηλεφωνούσε η Σαρλίν στον αριθμό που της είχε δώσει ο Ντόουμπ, αλλά δεν είχε καταφέρει να τον βρει. Είχε ανησυχήσει πολύ. Τα κουτιά του βρίσκονταν παντού μέσα στο σπίτι και δέν ήξερε τι θα έκανε αν δεν κατόρθωνε να επικοινωνήσει μαζί του. Μήπως πρέπει να βρω να τ' αποθηκεύσω κάπου; Τι μπορεί να υπάρχει σ αυτά τα παπούτσια; Είχε όμως τόσες σκοτούρες που αποφάσισε να μην χο σκεφτεί άλλο αυτό προς το παρόν. Θα του έδινε άλλες δυο εβδομάδες. Και στο μεταξύ θα συνέχιζε τις προσπάθειες. Για άλλη μια φορά σχημάτισε τον αριθμό του Ντόουμπ, όπως κάθε μέρα μετά τη δημοπρασία. Αυτή τη φορά, μετά από δύο ντριν, η Σαρλίν άκουσε τη φωνή του. «Εμπρός». «Ντόουμπ Σάμιουελς, έχεις να μου δώσεις μια εξήγηση! Σου τηλεφωνώ καθημερινά. Πού ήσουν; Και τι στο καλό πρόκειται να κάνεις με εκατό ντουζίνες αρισΓερά γυναικεία παπούτσια;» ρώτησε.
«Σαρλίν, γλυκιά μου. Τα κατάφερες; Πόσα έδωσες;» τη ρώτησε. «Εξήντα δολάρια. Και τώρα θα μου λύσεις τις απορίες;» Η φωνή του Ντόουμπ έγινε σοβαρή. «Έπρεπε να λείψω για κάτι δουλειές. Με συγχωρείς. Έπρεπε να σου είχα τηλεφωνήσει εγώ». «Τι είδους δουλειές; Και τι τα θέλεις τα παπούτσια;» «Κάνω εισαγωγές εξαγωγές τώρα. Και τα χρειάζομαι για έναν πελάτη μου. Αλλά οι φόροι εισαγωγής παπουτσιών είναι πολύ υψηλοί, ποτέ δε θα κέρδιζα αρκετά λεφτά αν ακολουθούσα τη γνωστή οδό. Έτσι, τα έφερα με δύο διαφορετικά φορτία. Το φορτίο με τ' αριστερά παπούτσια έφθασε στο Λος Άντζελες κι εκείνο με τα δεξιά στο Πόρτλαντ. Και καθώς κανείς δε θα τα ζητούσε, ήταν βέβαιο ότι θα έβγαιναν στη δημοπρασία. Και δε θα τα ζητούσε κανείς, αφού κανείς δε θα ήθελε μόνο αριστερά ή μόνο δεξιά παπούτσια. Έτσι, φτάνει στα χέρια μου όλο το φορτίο χωρίς να πληρώνω φόρους και γλιτώνω πολλές χιλιάδες δολάρια. Καταπληκτικό, έτσι;» Η Σαρλίν έμεινε για λίγο αμίλητη. Ό λ α αυτά της φαίνονταν υπερβολικά. «Ντόουμπ, πες μου. Υπάρχει κάτι κρυμμένο μέσα σ' αυτά τα παπούτσια; Πες μου την αλήθεια, Ντόουμπ Σάμιουελς». Η φωνή του έγινε ακόμη πιο σοβαρή. «Σαρλίν, κάποτε σου είπα πως δε θα σε πλήγωνα ποτέ. Και δε θα το κάνω. Δε θα το κάνω ποτέ, κοπέλα μου. Εσύ και ο Ντιν είστε η οικογένειά μου, Σαρλίν. Εντάξει; Θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη». «Σου έχω εμπιστοσύνη, Ντόουμπ. Αλλά διάβασα πως τις προάλλες ένας τύπος συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Μαϊάμι για χρήση και κατοχή ναρκωτικών. Τα είχε μέσα στα τακούνια των παπουτσιών του. Και γι αυτό φοβήθηκα». Έβαλε τα γέλια. «Ντόουμπ, εξακολουθείς να πουλάς ταμπλέτες για τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων;» Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ηχηρό το γέλιο του Ντόουμπ. «Θα σου τα πω όλα όταν σε δω απόψε». «Απόψε;» ρώτησε η Σαρλίν. «Θα είσαι εδώ απόψε;» Θεέ μου! Απόψε περίμενε και τη μαμά. Αλλά ίσως να ήταν καλύτερα. Μπορεί ο Ντόουμπ να τη συμβούλευε τι να κάνει με τη μαμά.
«Πόσο θα μείνεις; Ελπίζω να μείνεις αρκετά, έτσι; Ντόουμπ, έχουμε μεγάλο σπίτι». Του έδωσε οδηγίες για το πώς θα φτάσει και τον ενημέρωσε για τα μέτρα ασφαλείας. «Φαίνεται ότι μένεις σε ασφαλή γειτονιά, κορίτσι μου. Ευτυχώς, γιατί η πόλη ιιου ζεις είναι μεγάλη και με πολλούς κίνδυνους». «Ναι, αλλά είναι σαν φυλακή». Δεν κάθισε να του εξηγήσει. Βιαζόταν να κλείσουν για να ετοιμάσει για το βράδυ και να το πει στον Ντιν. «Θα σε περιμένουμε για το δείπνο, Ντόουμπ». Καιρό είχε να νιώσει τόσο ευτυχισμένη η Σαρλίν. Αστείο, αλλά δεν μπορούσε καν να θυμηθεί από πότε. Άρχισε να ψάχνει γ ι α τον Ντιν. Στο λίβινγκ ρουμ, στην τραπεζαρία, στην τεράστια κουζίνα. «Ντιν», φώναζε ξανά και ξανά. Μετά πήγε στον πίσω κήπο, που ο Ντιν τον είχε κάνει να μοιάζει με αυτούς που έβλεπε κανείς μόνο στα περιοδικά. Περνούσε εκεί τον περισσότερο χρόνο του, έχοντας κοντά του τα σκυλιά. Τέσσερα ολόκληρα εκτάρια που ο Ντιν είχε μετατρέψει σε πραγματική φάρμα. Σκέφτηκε πως ο Ντιν θα χαιρόταν πολύ αν του πρότεινε να οργανώσουν ένα μπάρμπεκιου για τον Ντόουμπ και τη μαμά. Τον είδε να παίζει με τα σκυλιά, εκπαιδεύοντάς τα σε καινούρια κόλπα. Της έκανε αμέσως μια επίδειξη. «Δεν είναι πολύ έξυπνα σκυλιά, Σαρλίν; Τώρα ξέρουν οχτώ κόλπα». Σηκώθηκε και την κοίταξε. «Είσαι κουρασμένη, Σαρλίν. Πάμε μέσα». Κάβισαν στην κουζίνα και η Σαρλίν παρακολουθούσε τον Ντιν καθώς έπινε μια σόδα. Έβλεπε πως κάτι τον ανησυχούσε και σκέφτηκε να μην του μιλήσει για τον Ντόουμπ πριν μάθει τι συμβαίνει. «Χτες που έλειπες, πέρασε από δω η μάμα», της είπε, σαν ν' απαντούσε σε μια υποθετική ερώτησή της. «Ξέχασα να σου πω ότι θα ερχόταν. Είχα αφήσει ένα φάκελο γι' αυτή στο τραπέζι. Είχε ξεμείνει από λεφτά. Ήταν... καλά;» «Ναι, αλλά όχι για πολύ. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να πάρει εκείνο το φάκελο και να φύγει. Και μου έκανε ένα σωρό ερωτήσεις... Να, ήθελε να μάθει πώς κοιμόμαστε μαζί και τέτοια.
Σαρλίν, δε φανταζόμουν έτσι την επιστροφή της μαμάς. Σαν να μην είναι ο ίδιος άνθρωπος. Εγώ δε θυμάμαι να ήταν έτσι. Είναι γριά και βρομάει συνέχεια ουίσκι. Σαν να μην είναι η δική μας μαμά, με καταλαβαίνεις;» Η Σαρλίν τον καταλάβαινε. Δεν ήταν σαν τη μαμά τους. Ό χ ι σαν τη μαμά που γνώρισε όταν ήταν παιδί. Όλ' αυτά τα χρόνια, αυτή και ο Ντιν πίστευαν πως θα γυρνούσε πίσω για να τους βοηθήσει. Αλλά η μαμά ήταν συνέχεια μεθυσμένη κι ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό της. Δεν πήγε στη σχολή και ήθελε να ζει σε βάρος τους. Η Σαρλίν θυμήθηκε την Τζέιν που της είχε πει να μην εμπιστεύεται κανέναν. Μήπως θα έφτανε στο σημείο να μιλήσει στις εφημερίδες για τη Σαρλίν και τον Ντιν; Θα ήταν τρομερό! Δεν ήταν σίγουρη, αλλά δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τη μαμά. Εμπιστευόταν μόνο τον Ντιν. Και τον Ντόουμπ. «Ντιν, γλυκέ μου, έχω καλά νέα για σένα», του είπε ξαφνικά. Σηκώθηκε και πήγε να βγει από την κουζίνα. «Αλλά όχι, νομίζω πως άλλαξα γνώμη. Θα σου κάνω έκπληξη. Κάποιος θα έρθει απόψε». «Η μαμά;» ρώτησε ο Ντιν με σκοτεινιασμένο πρόσωπο. «Η μαμά και κάποιος άλλος», είπε τραγουδιστά η Σαρλίν. «Εγώ το ξέρω, εσύ βρες το». Ο Ντιν χαμογέλασε κι έτρεξε ξοπίσω της. Την άρπαξε από τη μέση καθώς ετοιμαζόταν ν' ανέβει τις σκάλες. Η Σαρλίν προσπάθησε να ξεφύγει από τη λαβή του. «Όχι, Ντιν, δε σου λέω», είπε καθώς του ξέφευγε και άρχιζε να τρέχει. Ο Ντιν την άρπαξε από το ένα πόδι και την έριξε κάτω. «Και βέβαια θα μου πεις», της είπε. «Αλλιώς θα σε γαργαλήσω μέχρι θανάτου». Κούνησε τα δάχτυλά του απειλητικά. «Προσπάθησε να μαντέψεις πρώτα. Θα σε βοηθήσω: δεν είναι ένας, αλλά δύο. Ποιοι είναι αυτοί οι δύο που θέλεις περισσότερο να δεις απ' όλους τους ανθρώπους στον κόσμο;» «Η Ό π ρ α και ο Ντόουμπ;» ρώτησε μετά από λίγο εκείνος. «Ακριβώς, μωρό μου. Η Ό π ρ α και ο Ντόουμπ θα έρθουν να μας βρουν απόψε!»
Ο Ντιν την άρπαξε στην αγκαλιά του με τα γερά του μπράτσα και την πήγε τρέχοντας πάνω, ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά. «Περίμενε να δεις τι θα κάνει ο Ντόουμπ όταν δει τά σκυλιά. Και όλα τα κόλπα που τους έχω μάθει! Η Ό π ρ α θα ξετρελαθεί μαζί τους». Κλότσησε την πόρτα του δωματίου τους και την έριξε στο κρεβάτι. «Ζήτω!» φώναξε. *
*
*
Εκείνο το βράδυ, μετά το φαγητό, οι τέσσερις τους κάθονταν γΰρω από το τραπέζι. Ο Ντόουμπ σκούπιζε τα χέρια του με μια πετσέτα. Η μαμά του χαμογελούσε πλατιά. «Είσαι φοβερός άντρας, Ντόουμπ Σάμιουελς. Πάω στοίχημα πως έχεις κάνει πολλές γυναίκες ευτυχισμένες». Σ' όλη τη διάρκεια του δείπνου, η Φλόρα Λι γελούσε με τ' αστεία του και τον βομβάρδιζε με κομπλιμέντα. Ευτυχώς ο Ντιν δεν είχε καταλάβει τίποτε, γιατί τάιζε συνέχεια την Όπρα. «Έμεινε φαγητό για τα παιδιά έξω;» ρώτησε τη Σαρλίν. Συνήθως ήταν δική του δουλειά να φροντίζει για τους φύλακες, αλλά σήμερά ήταν τόσο μέγάλη η έξαφή του που το είχε ξεχάσει. «Και βέβαια, Ντιν», του απάντησε εκείνη. «Εγώ πρέπει να πάω εκεί που πάνε τα κοριτσάκια μόνα τους», είπε η Φλόρα Λι και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο με βήμα ασταθές, αποτέλεσμα όλου του αλκοόλ που είχε καταναλώσει απόψε. Ο Ντιν σηκώθηκε και άρχισε να παίζει με τα σκυλιά. «Πάμε, κορίτσια, πάμε έξω να παίξουμε!» είπε κι έφυγε με την τετράποδη κουστωδία ξοπίσω του. «Είναι πολύ καλό παιδί», είπε ο Ντόουμπ. «Και βλέπω ότι περνάτε καλά». «Ντόουμπ, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται». Έπρεπε να του μιλήσει. Να μιλήσει σε κάποιον. Δεν της άρεσε να παραπονιέται, αλλά ο Ντόουμπ ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα την καταλάβαινε. Η Σαρλίν του διηγήθηκε όλη την ιστορία. Πώς έγινε ηθοποιός και τι έκανε μέχρι τότε. Και ότι ποτέ δε φανταζόταν πως η επιτυχία και τα λεφτά είχαν τόσο βαρύ αντίτιμο.
Είχε χάσει την ελευθερία της. «Δεν μπορώ να βγω έξω μόνη μου. Δεν μπορώ να πάω στο σινεμά όπως όλοι οι άνθρωποι. Δεν μπορώ να πάω στο σούπερ μάρκετ, κι ας έχω αρκετά χρήματα για ν' αγοράσω ολόκληρο το μαγαζί. Κυκλοφορώ πάντα με αυτοκίνητο, σοφέρ και σωματοφύλακα. Σωματοφύλακα, για όνομα του Θεού! Δουλεύω πολύ και είμαι συνέχεια κουρασμένη. Και το χειρότερο: δεν έχω κανένα για να κουβεντιάσω μαζί του». «Και η μητέρα σου, Σαρλίν. Τώρα που τη βρήκες, δεν μπορείς να κουβεντιάσεις μαζί της;» Η Σαρλίν σκούπισε τα δάκρυά της με τη λινή πετσέτα και γέλασε πικρά. «Δεν τη βρήκαμε εμείς. Αυτή μας βρήκε. Ποτέ δεν πίστευα πως θα την ξαναβλέπαμε, αν και το ήθελα πολύ. Και ξαφνικά εμφανίστηκε στο στούντιο. Στην αρχή χάρηκα. Τώρα; Τώρα δεν είναι ποτέ ξεμέθυστη ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε μια νηφάλια συζήτηση. Έρχεται εδώ μόνο για να παίρνει λεφτά. Ο Ντιν δεν τη συμπαθεί. Ξέρω πως αυτό είναι αμαρτία, Ντόουμπ, αλλά δεν τον κατηγορώ. Δε θέλει ν' αλλάξει, Ντόουμπ. Δε θέλει Της δίνω πολλά λεφτά. Αλλά δεν της φτάνουν ποτέ. Έρχεται όλο και πιο συχνά. Και άρχισε να κάνει ενοχλητικές ερωτήσεις. Αναστατώνει τον Ντιν. Η μαμά μας δεν είναι πια η μαμά». Έ ν α δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της. «Μακάρι να μη μας έβρισκε ποτέ». Ο Ντόουμπ σηκώθηκε και πλησίασε τη Σαρλίν. Την τράβηξε από την καρέκλα της, έβαλε το κεφάλι της στον ώμο του και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Τότε εκείνη ξέσπασε σε λυγμούς. Από κοριτσάκι είχε να κλάψει έτσι. Μετά έπρεπε να είναι αυτή η δυνατή, να φροντίζει τον Ντιν και τον εαυτό της. «Η μαμά σου έχει πιει πολύ. Θα την πάω εγώ στο σπίτι». Η Σαρλίν κούνησε το κεφάλι της. Ένιωθε καλύτερα τώρα.
34 Ποτέ δεν είχα το προνόμιο της ομορφιάς. Δεν εκπλήσσεσθε, σωστά; Ξέρετε κανέναν όμορφο συγγραφέα; Το γράψιμο — ακόμη και το δικό μου είδος— είναι δύσκολη και μοναχική δουλειά. Όχι πως δεν πήρα κι εγώ μια γεύση από τους άντρες. Ένας πολύ κακός γάμος —απ' όπου και το επίθετο μου, Ρίτσι — και πολλοί απαίσιοι δεσμοί. Αλλά και όμορφη να ήμουν, καλύτερους δε θα 'βρισκα. Απλώς θα έβρισκα διαφορετικούς. Κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει το εξής: οι ωραίες γυναίκες ξεκινούν νωρίς και υποφέρουν αργά. Το Χόλιγουντ έχειχεφοτερέψει τη ζωή όλων των γυναικών: οι προσδοκίες είναι μεγαλύτερες και λιγότερο ρεαλιστικές. Παλιά, ο μέσος όρος καλλιτεχνικής ηλικίας των γυναικών ήταν μεγαλύτερος. Ίσως και δέκα χρόνια. Σήμερα ένας χρόνος είναι πολύ. Οι άντρες θέλουν αλλαγή. Καινούρια, φρέσκα πρόσωπα. Και πάντα κάνει την εμφάνισή της κάποια μικρή για να γεμίσει το κενό. Η εποχή των Κρόφορντ, Χέιγουορθ, Χέπμπουρν δεν έχει απλώς τελειώσει, έχει ξεχαστεί. Και οι σημερινές γυναίκες στον κινηματογράφο παίζουν τις πόρνες και τα θύματα. Έχουν χάσει το ανθρώπινο πρόσωπο τους, έχουν μεταμορφωθεί σε σκέτα κορμιά. Υπάρχουν συγκεκριμένα στερεότυπα, κλισέ. Οι γυναίκες ηθοποιοί είναι μονίμως πεινασμένες και θλιμμένες. Αλλα οι πιο θλιμμένες είναι οι κοπέλες που δεν μπορούν να παίξουν ένα ρόλο, αλλά πρωταγωνιστούν στις ταινίες με τα στήθη και τα οπίσθια και τα πόδια τους. Αυτές που κάνουν τα ντουμπλαρίσματα. Τις φωνάζουν οι σκηνοθέτες για μερικά κοντινά πλάνα στα κορμιά τους. Και κανείς δεν ενδιαφέρεται για τα πρόσωπά τους. Οι περισσότερες πληρώνονται ελάχιστα χρήματα και υπογράφουν συμβόλαια για να εξασφαλιστεί η σιωπή τους. Καμιά σταρ δε θέλει να παραδεχτεί τιως τα στήθη ή η κοιλιά της δεν είναι αρκετά εμφανίσιμα για τη μεγάλη οθόνη. Κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε τψ αυταπάτη. Την αυταπάτη που, εσείς αναγνώστες μου, αγοράζετε.
Υπάρχει κι ένα παλιό ανέκδοτο στο Χόλιγουντ: Ο σκηνοθέτης πηδάει τη σταρ και ο βοηθός σκηνοθέτη αυτή που την ντουμπλάρει. Και απ' αυτό τον κανόνα δεν μπορούσε να εξαιρεθεί το. Ένα Αστέρι Γεννιέται. *
*
*
Ο Α,Τζόελ Γκρόσμαν δεν έβλεπε την ώρα να βάλει τα δυνατά του για να ευχαριστήσει τον Σαμ. Αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο εύκολο. Ή τ α ν τυχερός που είχε βρει αυτή τη δουλειά, αλλά ο Σαμ ήταν τΰπος μοναχικός και δεν έκανε πολλές φιλίες. Αυτό ήταν το πρόβλημά του. Ο Σαμ του ανέθετε λίγα πράγματα,, σπάνια του μιλοΰσε, δεν έδειχνε να τον εμπιστεύεται. Αλλά ο Σαμ δεν εμπιστευόταν κανέναν. Και τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Κατά τη γνώμη του, ο Μάικλ Μακλέιν ήταν μια σκέτη φούσκα. Έλεγαν πως δεν είχε φιλενάδα την Τζέιν Μουρ, για την οποία τώρα έδειχνε να ενδιαφέρεται ο Σαμ. Αλλά έλεγαν πως ο Σαμ τα είχε και με την Έιπριλ Άιρονς. Ο Τζόελ αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. Πώς ήταν δυνατό άντρες σαν κι αυτούς να επιτρέπουν στο σεξ να έχει τον πρώτο λόγο στην καριέρα τους; Δεν το καταλάβαινε. Και τα γυρίσματα προχωρούσαν αργά, με μεγάλη δυσκολία. Έτσι, όταν ο Σαμ έδειξε να επείγεται για κάποια που θα έκανε μερικά ντουμπλαρίσματα, ο Τζόελ ενθουσιάστηκε που του δινόταν η ευκαιρία να κάνει κάτι. «Με απόλυτη μυστικότητα», του είχε πει ο Σαμ. «Ούτε ενδιάμεσοι ούτε συζητήσεις. Το εννοώ. Μπορείς να το κάνεις;» Και τώρα έψαχνε σ όλες αυτές τις φωτογραφίες και κοίταζε την πίσω πλευρά για τα ονόματα. Σαν τις φωτογραφίες που του είχε φέρει ο Πολ Γκράσο. Να τη, λοιπόν! Αντριεν Γκοντόφσκι. Χριστέ μου, τι όνομα! Πήρε το τηλέφωνο και βγήκε στη βεράντα που έβλεπε στην πισίνα με το ζαφειρένιο χρώμα. «Εμπρός;» ακούστηκε μια φωνή. Σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. Τι ώρα ήταν; Κοίταξε το Ρόλεξ του. «Τζόελ Γκρόσμαν εδώ. Θα ήθελα την Αντριεν Γκοντόφσκι, παρακαλώ». «Ποιος είπες;» Θεέ μου! Μεθυσμένη ήταν; Μήπως ετοιμοθάνατη;
«Ο Τζόελ Γκρόσμαν είμαι. Κάποτε είχα μιλήσει με την Άντριεν, μέσω του Πολ Γκράσο. Εσείς, κυρία Γκοντόφσκι;» Ακούστηκε ένας βήχας. «Α, μάλιστα, κύριε Γκρόσμαν. Τι θα θέλατε;» «Έχω ένα μικρό ρόλο για την Άντριεν. Μπορεί να έρθει εδώ αμέσως;» Έδωσε τη διεύθυνση. «Θα τη βάλω σ' ένα ταξί. Έχω πάθει μια βαριά ίωση, αλλιώς θα την έφερνα εγώ. Σε είκοσι λεπτά θα είναι εκεί». Έφτασε στα δεκαπέντε λεπτά. «Η μητέρα μου είπε πως θα πληρώσετε εσείς το ταξί. Δεν είχε ψιλά». Ο Τζόελ βγήκε και πλήρωσε. Όταν επέστρεψε, η Άντριεν στεκόταν ακόμη έξω. «Πάμε μέσα», της είπε. «Έχεις μαζί σου το βιογραφικό σου;» Η Άντριεν έψαξε στην τεράστια τσάντα της κι έβγαλε ένα σκοροφαγωμένο χαρτί. Το κοίταξε. Θεέ μου, το Λος Άντζελες ήταν ένα μέρος όπου και οι γάτες είχαν βιογραφικό ηθοποιού, αλλά ετούτο εδώ ήταν σκέτη κόλαση. Κορίτσια στα Λευκά Σατέν, και τέτοια, «Χρειάζεσαι ένα μάνατζερ», της είπε. «Έχω. Τ η μητέρα μου». Ο τόνος της φωνής της ήταν επίπεδος. «Εννοώ έναν επαγγελματία», της είπε αν και το 'ξερε πως ήταν ανώφελο. «Κανείς δεν μπορεί να είναι πιο πιστός από τη μητέρα μου», απάντησε η Άντριεν στον ίδιο τόνο, λες και είχε παπαγαλίσει τη φράση ένα εκατομμύριο φορές. Είχε τα λογικά της; Του έδινε την εντύπωση πως ήταν υπνωτισμένη ή διανοητικά καθυστερημένη ή και τα δυο. Και αυτό του προκαλούσε την πιο παράξενη αντίδραση: ένιωθε το όργανο του να τρυπά το παντελόνι του. Αποφάσισε ν' αγνοήσει τόσο τις απαντήσεις της όσο και την κατάστασή του και να συνεχίσει. «Χρειαζόμαστε κάποια να ντουμπλάρει την Τζέιν Μουρ κι εγώ σκέφτηκα πως είσαι τέλεια γι' αυτό». Ας της πουλούσε λίγη εκδούλευση. «Είχε κάποια άλλη στο μυαλό του, αλλά εγώ θα καταφέρω να τον πείσω. Χρειάζομαι, όμως, μερικές φωτογραφίες». «Τις έχω», είπε και του έδωσε μερικές. «Όχι, όχι. Εννοώ ειδικές φωτογραφίες. Να φαίνεται όλο σου το σώμα. Θα παίξεις στις ερωτικές σκηνές». Σταμάτησε περιμέ-
νοντας την αντίδραση της, αλλά δεν υπήρξε άντίδραση. «Συμφωνείς, λοιπόν;» τη ρώτησε. «Πρέπει να ρωτήσω τη μητέρα μου», του απάντησε και προχώρησε προς το τηλέφωνο. Κινούσε τόσο απαλά τα μέλη της που, από πίσω, θύμιζε τους κυματισμούς του ωκεανού. Αυτά τα τέλεια οπίσθια, τα ίσια πόδια, οι απίστευτα λεπτοί αστράγαλοι, άναβαν μέσα του την επιθυμία. Έγλειψε νευρικά τα χείλη του. Όταν το πράμα σου σηκώνεται, το μυαλό σου βαλτώνει, είπε στον εαυτό του. Αλλά το πράμα του δεν έδειχνε να δίνει σημασία σε τέτοιες νουθεσίες. Μίλησε για λίγο στο τηλέφωνο κι επέστρεψε κοντά του. «Εντάξει», είπε. «Η μαμά λέει πως είναι εντάξει». Και μετά άρχισε να ξεκουμπώνει την μπλούζα της. «Άκου», της είπε. «Ας το κάνουμε έξω, χρειάζεται φως». Και λίγος αέρας. Και η φωτογραφική μηχανή, θύμισε στον εαυτό του, πηγαίνοντας να την πάρει. Όταν επέστρεψε, στεκόταν στη μέση του λίβινγκ ρουμ, με τα ρούχα της ένα κουβάρι πάνω σε μια καρέκλα. Το μόνο που φορούσε ήταν εκείνα τα φτηνά λευκά γοβάκια. Το σώμα της ήταν τέλειο. «Πού θέλεις να σταθώ;» τον ρώτησε. «Έξω», τής απάντησε και δεν της προξένησε καμιά έκπληξη η βραχνάδα της φωνής του. Εκείνη έκανε στροφή και ο Τζόελ ακολούθησε τα τέλεια οπίσθιά της ως την πισίνα. Αυτό που περισσότερο τον ξεσήκωνε ήταν η αντίφαση πάνω της: ήταν αδύνατη, αλλά με καμπύλες, ψηλόλιγνη, αλλά με στρογγυλάδες. Την έβαλε σε μια ξύλινη σεζλόνγκ, χωρίς μαξιλάρια. Της είπε να βάλει τα χέρια κάτω από το κεφάλι, μετά να κρατήσει το ένα στήθος της με το ένα χέρι, μετά να καθίσει. Προσπαθούσε να μη φωτογραφίζει το πρόσωπο της. «Τώρα κάθισε στην άκρη της καρέκλας», είπε. Της ζήτησε μερικές ακόμη περίεργες, δύσκολες και προκλητικές στάσεις. Τι τον είχε πιάσει; Ποτέ δε θα έδειχνε στον Σαμ όλες αυτές τις φωτογραφίες. «Κοίτα, θέλω να βρέξω λίγο το σώμα σου. Υπάρχει μια σκηνή μέσα στο νερό. Εντάξει;» «Ναι, αλλά το νερό είναι λίγο κρύο. Δε θέλω ν' αρρωστήσω σαν τη μαμά μου».
«Μην ανησυχείς». Πήρε το λάστιχο, σκόπευσε στην κοιλιά της και την έβρεξε με δύναμη. Το κρύο νερό έπεσε πάνω στην επίπεδη λευκή κοιλιά της, σκλήρυνε τις ρώγες της, προκάλεσε μικρές συσπάσεις στο μέσα μέρος των ποδιών της. «Ω!» φώναξε. Εκείνος παρακολουθούσε το νερό να τρέχει στην κοιλιά της, να υγραίνει τις τρίχες στο εφήβαιό της, να κατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια της. Το πέος του είχε τόσο πολύ σκληρύνει, που ένιωσε να ζαλίζεται. Πρόσεχε, το παρακάνεις, είπε στον εαυτό του. Ξέρεις με ποιον ήταν πριν έρθει εδώ; «Έλα μέσα», γρύλισε, κάνοντας πέρα όλες τις αναστολές του. «Έλα μέσα. Θέλω να σε πηδήξω». Το ήξερε πως θα τον ακολουθούσε. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο κι εκείνος άνοιξε το συρτάρι. Δόξα τω Θεώ, υπήρχαν τέσσερα προφυλακτικά. Κοίταξε πίσω, αλλά δεν ήταν εκεί. Μήπως δεν είχε καταλάβει; Δε θα ερχόταν; Γύρισε στο λίβινγκ ρουμ τη στιγμή που εκείνη έκλεινε το τηλέφωνο. Χριστέ μου! Είχε καλέσει ταξί; Είχε καλέσει την αστυνομία; Εκείνη τον κοίταξε. «Η μαμά λέει πως αν είναι να πάρω τη δουλειά, δεν υπάρχει πρόβλημα». Και τον ακολούθησε.
35 Η Τζέιν καθόταν στον ήλιο, προστατευμένη από μια κρέμα με την οποία είχε καλύψει όλο της το σώμα, και από μια μεγάλη λευκή πάνινη ομπρέλα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Σήμερα ήταν η πρώτη ημέρα γυρίσματος μαζί με τον Μάικλ Μακλέιν κι ένιωθε νευρικότητα. Νευρικότητα που θα τον έβλεπε, αλλά και σχετικά με τη σημερινή επίσκεψη της Έιπριλ Άιρονς και το γεγονός ότι το σενάριο εξακολουθούσε να χωλαίνει. Είχε αποδειχθεί πως, ως ένα σημείο, ο Σάι Όρτις είχε δίκιο. Τα κείμενα ήταν απαίσια και κάθε καινούρια βερσιόν τους ήταν χειρότερη από την προηγούμενη.
Τώρα υπήρχαν τρεις —μάλιστα τρεις— γυμνές σκηνές. Ο Σάι και το συμβόλαιο που είχε υπογράψει είχαν βέβαια προβλέψει και αυτή την περίπτωση, αλλά λυπόταν το ανώνυμο κορίτσι που θα το έβλεπαν γυμνό όλοι οι τεχνικοί. Χάος επικρατούσε στο πλατό του Σαν Φρανσίσκο. Παντού καλώδια, μηχανήματα, τεχνικοί που φώναζαν ο ένας στον άλλο. Η Μάι της είχε πει πόσο διαφορετική ήταν η δουλειά στον κινηματογράφο απ' ό,τι στην τηλεόραση, αλλά αν δεν το έβλεπε δε θα το φανταζόταν. Θυμήθηκε το μικρό χώρο στην εκκλησία του Αγίου Μαλαχία και αναρωτήθηκε πώς ο Σαμ μπόρεσε να προσαρμοστεί. Η Τζέιν πάντα θαύμαζε τις σκηνοθετικές του ικανότητες, αλλά όλ' αυτά ήταν υπερβολικά. Περπάτησε ανάμεσα σε εργάτες, τεχνικούς, καλώδια και φώτα, με το νεαρό βοηθό σκηνοθέτη πάντα δίπλα της. Πάντα ευγενική, θυμόταν πως το μικρό του όνομα ήταν Τζόελ. «Τζόελ, ποιος θα πάρει μέρος σ' αυτή τη σύσκεψη;» τον ρώτησε. «Ο Σαμ, η Έιπριλ, ο Μάικλ, ο Μπομπ και η Σαμάνθα Ρέιγκερ. Κάτι τέτοια δεν τα συνηθίζει η Έιπριλ, αλλά αυτή εδώ είναι ακριβή παραγωγή και θέλει να ξέρει τα πάντα. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, η ταινία θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία χάρη σ' εσένα. Θαυμάζω τη δουλειά σου». Παραλίγο να σκάσει στα γέλια. Μετά από ένα σχεδόν χρόνο, εξακολουθούσε να παραξενεύεται που οι άνθρωποι έπαιρναν τόσο πολύ στα σοβαρά το Τρεις για το Δρόμο. Βέβαια, καταλάβαινε πως ο Τζόελ απλώς υποκρινόταν και αυτό την διευκόλυνε. Δεν είχε λόγους να τον λυπάται για την κρίση του. Αναστέναξε. «Κουρασμένη;» τη ρώτησε. Θεέ μου, αυτό το σκουληκάκι ήταν πάντα δίπλα της. Το ήξερε βέβαια ότι η σπουδαιότερη δουλειά ενός.βοηθού σκηνοθέτη ήταν να χαϊδολογάει τους σταρ, αλλά εκείνη δε χρειαζόταν μπέιμπι σίτινγκ. Αυτό που χρειαζόταν ήταν λίγη περισσότερη αυτοπεποίθηση και λιγότερα σφιξίματα στο στομάχι. Φοβόταν πως ο Σάι μπορεί να είχε δίκιο. Και τώρα της τηλεφωνούσε καθημερινά για να της θυμίσει πόσο μεγάλο ρόλο έπαιζε η πρώτη της ταινία. «Αν αποτύχει, θα μείνεις για πάντα βασίλισσα της τηλεόρασης», της είχε πει. Αθελά της, ακούμπησε το χέρι της στο στομάχι της.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Τζόελ. «Πολύ καλά», του είπε και από τον τόνο της φωνής της γινόταν αντιληπτό πως είχε αρχίσει να ενοχλείται. Αλλά δεν ήταν καλά. Είχε δουλέψει σκληρά, είχε πονέσει, είχε φανεί τόσο γενναία για να φτάσει ως εδώ. Εδώ. Σ' αυτό το πλατό. Και αν ήθελε να είναι εντελώς ειλικρινής με τον εαυτό της, ήξερε πως δεν είχε κάνει την καλύτερη επιλογή. Αν αποτύγχανε, τότε θα είχε υποστεί τις εγχειρήσεις, τις ταπεινώσεις, τη μοναξιά, το φόβο, για το τίποτε. Δε θα της ξαναπρόσφεραν σημαντικούς ρόλους. Θα κατέληγε μια τηλεοπτική πόρνη, δηλαδή κάτι χειρότερο, κατά τη γνώμη της, από έναν Τσιγγάνο του Μπρόντγουεϊ. Και είχε δεχθεί αυτόν το ρόλο, παρά την αντίθετη γνώμη του τηλεοπτικού σκηνοθέτη της και του ατζέντη της, για ένα λόγο: Για να βρεθεί κοντά στον Σαμ, τον άντρα που ήδη την είχε προδώσει μία φορά. * #
*
Ένιωσε τις πεταλούδες να πετούν μέσα στο στομάχι της. Γιατί να νιώθει νευρικότητα που θα ξανάβλεπε τον Μάικλ; Αυτός είχε συμπεριφερθεί σαν σκυλί, όχι αυτή. Και αν δεν της είχε εκείνος τηλεφωνήσει, αυτή σίγουρα δε θα το επιχειρούσε ποτέ. Γιατί, λοιπόν, ντρεπόταν τόσο πολύ; Γελοίο! είπε στον εαυτό της, αλλά οι πεταλούδες δεν έφυγαν. Ούτε και η περιέργειά της για τη σχέση του Σαμ και της Έιπριλ. Προχώρησε προς τη μεγάλη ομπρέλα. Ô Σαμ γύρισε και την κοίταξε χωρίς ν' αλλάξει την έκφραση του προσώπου του. Αλλά τα μάτια του έγιναν ζεστά. Η Έιπριλ βρισκόταν εκεί, πάντα ψυχρή και κομψή, μαζί με άλλους δύο ηθοποιούς και τον Μάικλ. Καθώς πλησίαζε, ο Μάικλ γύρισε και την κοίταξε. «Τζέιν!» είπε και σηκώθηκε. «Τζέιν!» Και πριν εκείνη κουνηθεί, πριν αντιδράσει, την αγκάλιασε κι έβαλε το στόμα του στο στόμα της! Από την έκπληξη, έχασε τη φωνή της! Με το ένα του χέρι στην πλάτη της, ο Μάικλ την οδήγησε στους άλλους. Παρατήρησε το χαμόγελο ικανοποίησης της Έιπριλ και τα μάτια του Σαμ καρφωμένα πάνω της. Είχε κοκκινίσει σαν μαθητριούλα.
«Κάθισε δίπλα μου», άκουσε τον Μάικλ να λέει κι εκείνη κάθισε, ξέροντας πως η προσοχή όλων ήταν στραμμένη πάνω της. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ο βοηθός σκηνοθέτη έσκυψε κι έκανε μια ερώτηση στον Σαμ. Τότε ο Μπομπ Γκράντλι και η Σαμάνθα Ρέιγκερ, δύο ηθοποιοί που θα κρατούσαν τους δεύτερους ρόλους, της συστήθηκαν. Η σύσκεψη άρχισε. Ο Μάικλ συμπεριφερόταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε ανάμεσά τους! Δεν ήξερε βέβαια πως η Τζέιν τα είχε μάθει όλα για τη Σαρλίν, για τα κολιέ και για τα τηλεφωνήματα στη Λάιλα. Ή τ α ν τόσο οργισμένη, που έτρεμαν τα χέρια της. Όταν η σύσκεψη τέλειωσε, η Έιπριλ τους ευχήθηκε καλή τύχη κι έφυγε αεροπορικώς για το Λος Άντζελες. Τότε ο Μάικλ της απηύθυνε το λόγο. «Πώς τα πας;» «Μια χαρά. Εσύ; Και η Σαρλίν; Και η Λάιλα;» ρώτησε με φωνή ψυχρή και σκληρή. Το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπο του. Κάτι πήγε να πει. «Πώς αισθάνεται κανείς όταν...» «Πώς αισθάνεται μια γυναίκα όταν τή βιάζουν, Μάικλ;» Τα διάσημα γαλάζια μάτια του έγιναν παγερά σαν τον Ειρηνικό. «Τι θέλεις να πεις;» «Μιλώ για τη Σαρλίν Σμιθ. Τ η μέθυσες και τη βίασες». Ο Μάικλ έβγαλε ένα γέλιο σαν γάβγισμα. «Έλα τώρα, Τζέιν. Μια φορά βγήκα μαζί της. Η μικρή με παρακάλεσε να κάνουμε έρωτα». Η Τζέιν ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως η Σαρλίν δεν είχε καταλάβει τι συνέβη ή μήπως υπερέβαλε. Μετά, αηδιασμένη με τον Μάικλ και με τον εαυτό της, είπε: «Είσαι ένα γουρούνι». «Κι εσύ είσαι πουτάνα», της απάντησε και ξεκίνησε να φύγει. Εντελώς ξαφνικά όλη η οργή που ένιωθε γι' αυτόν και για όλους τους άντρες, που έκαναν αυτό που ήθελαν με μια γυναίκα και μετά έφευγαν, φούντωσε μέσα της. Πριν εκείνος προλάβει να κάνει τρία βήματα, βρισκόταν πίσω του και τον είχε αρπάξει από τους ώμους. Γύρισε κατάπληκτος και τότε εκείνη σήκωσε το δεξί της χέρι και το κατέβασε με δύναμη στο διάσημο μάγουλο του. Ο
θόρυβος από το χαστούκι έκανε όλους τους τεχνικούς να γυρίσουν για να δουν τι συμβαίνει. Κατάπληκτος ο Μάικλ έβαλε και τα δυο χέρια στο πρόσωπο του και γρύλισε. Χωρίς να πει λέξη, η Τζέιν έκανε στροφή και προχώρησε προς το τροχόσπιτο της. «Ιησού Χριστέ!» είπε ο Σαμ και με μια δρασκελιά βρέθηκε πλάι στον Μάικλ. *
*
*
Το πανδαιμόνιο καταλάγιασε. Ο Σαμ είχε πάει κι έρθει ένα σωρό φορές από τον έξαλλο Μάικλ στην παγερή Τζέιν, μέχρι που ο ένας παρηγορήθηκε μ' ένα κομμάτι πάγο στο μάγουλο και μια συγνώμη και η άλλη απέσπασε την υπόσχεση πως δε θα ξανασυναντούσε τον Μάικλ παρά μόνο στο πλατό. Και μια πρόσκληση σε δείπνο από το σκηνοθέτη. Οι τεχνικοί τους κουβέντιαζαν όλο το απόγευμα, αλλά τώρα που είχε νυχτώσει τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Μέσα στο αυτοκίνητο, ο Σαμ αναστέναξε και γύρισε στην Τζέιν. «Δεν μπορούσες να περιμένεις να τελειώσουμε τα γυρίσματα και μετά να τον χαστουκίσεις;» τη ρώτησε κι έβαλε τα γέλια. «Όχι πως δεν το αξίζει, αλλά τώρα θα μας κάνει τη ζωή δύσκολη». Η Τζέιν ανασήκωσε τους ώμους. Είχε φερθεί άσχημα και τώρα έπαιρνε την ανταμοιβή της μ' αυτό το ταξίδι. Δεν είχε δει τίποτε από την Καλιφόρνια από τότε που είχε φτάσει και τώρα, μ' αυτό το ταξίδι, της δινόταν η ευκαιρία. Αν βέβαια κατόρθωνε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο και όχι τον Σαμ. Θα έβγαιναν έξω, θα την έκανε μια βόλτα και μετά θα δειπνούσαν μαζί. Χαμογέλασε. Ένιωθε όμορφα. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε φερθεί σαν βεντέτα, ποτέ δεν είχε προκαλέσει σκάνδαλο. Και τώρα, όχι μόνο δεν την τιμωρούσαν γι' αυτό που έκανε, αλλά ο Σαμ την έβγαζε βόλτα για να ηρεμήσει. Αυτός της το είχε προτείνει. Αυτός! Και τώρα, σαν κοριτσόπουλο στο πρώτο του ραντεβού, αναρωτιόταν αν του άρεσε. Αλλά αυτά ήταν ανησυχίες της Μέρι Τζέιν. Τώρα έπρεπε να σκέφτεται αν αυτός της άρεσε. Ο Σαμ είχε περάσει να την πάρει λίγα λεπτά νωρίτερα, σαν να μην έβλεπε την ώρα να βρεθεί κοντά της, Σταμάτα να βλέπεις
πάντα πέρα από τα πράγματα, είπε στον εαυτό της. Σταμάτα. Αλλά δεν μπορούσε. Ξάπλωσε στο κάθισμα του νοικιασμένου του Νισάν S00ZX Τούρμπο και ανάπνευσε τον ίδιο αέρα που ανέπνεε κι εκείνος. Πόνεσαν τα πνευμόνια της. Η Μικρή Νυχτερινή Μουσική πλημμύριζε το χώρο. Καθώς απομακρύνονταν από το ξενοδοχείο, ένιωσε το σώμα της να πιέζεται πίσω, λες και υπήρχε κιόλας πάνω της το βάρος του δικού του κορμιού. «Έλεγα να πάμε για φαγητό στη Σάντα Κρουζ», της είπε. «Έχεις πάει ποτέ;» «Όχι», του απάντησε. «Δεν έχω πάει ποτέ στη Βόρεια Καλιφόρνια». «Ξέρεις, Τζέιν, η σημερινή συμπεριφορά σου θα δυσκολέψει πολύ αυτή την παραγωγή». «Είναι ένα κτήνος». «Δεν ήταν πολύ επαγγελματικό εκ μέρους σου». «Δεν ήταν πολύ επαγγελματικό εκ μέρους του να με αρπάξει και να με φιλήσει στο στόμα. Έχουμε χωρίσει εδώ και μήνες. Είναι ένα γουρούνι. Και δε θέλω να συζητήσω άλλο αυτό το θέμα». Τ ο αυτοκίνητο πήρε μια κλειστή στροφή και η Τζέιν ένιωσε τον ώμο του Σαμ πάνω στο δικό της. Μια ανατριχίλα άρχισε να κατεβαίνει στη σπονδυλική της στήλη. Κάτι είχε αλλάξει ανάμεσά τους. Κατά κάποιον τρόπο το ήξερε πως ενδιαφερόταν γι' αυτήν, πως την ήθελε. Να ήταν το χαστούκι που έδωσε στον Μάικλ; Πάντως κάτι είχε αλλάξει. Αυτή τη φορά το ορκίστηκε, όλα θα ήταν διαφορετικά. Αυτή τη φορά ο Σαμ θα την ερωτευόταν περισσότερο απ' όσο τον είχε ερωτευτεί αυτή. Στο δρόμο η Τζέιν θαύμαζε τους καφετιούς λόφους και απολάμβανε το αεράκι από τον Ειρηνικό. «Πού πάμε;» τον ρώτησε, αν και δεν την ένοιαζε. Με τον Μότσαρτ να γεμίζει το αυτοκίνητο και τον Σαμ επιτέλους πλάι της, το μόνο που ήθελε ήταν αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα. Πρώτη φορά ένιωσε την απόλυτη ικανοποίηση. «Πάμε σ' ένα εστιατόριο στη Σάντα Κρουζ. Σαν να πηγαίνουμε στο τέρμα. Παλιά, όταν έφθαναν στη Σάντα Κρουζ, δεν είχαν πια πουθενά αλλού να πάνε, παρά μόνο στον ωκεανό».
«Μήπως μερικοί από τους πρωτοπόρους της Δύσης έπεφταν και μέσα;» τον ρώτησε. «Προφανώς οι πιο δραστήριοι κολύμπησαν ως την Ασία. Τα κοτόπουλα έμειναν πίσω». «Δηλαδή, η Σάντα Κρουζ είναι ένα είδος ορνιθοτροφείου». Έβαλε τα γέλια. «Είσαι έξυπνη, έτσι;» Ένιωθε τη ζεστασιά του, την καλή του διάθεση. Θα 'θελε πολύ ν' ακουμπήσει το μάγουλο της στο δικό του, ν' ακουμπήσει τα δάχτυλά της στο στόμα του. Έσφιξε τα χέρια της πάνω στα πόδια της και κοίταξε αλλού. Ο Μότσαρτ τελείωσε και ο Σαμ διάλεξε ένα άλλο CD. Η φωνή του Τομ Γουέιτς πλημμύρισε το αυτοκίνητο. «Έχεις ακούσει ποτέ Τομ Γουέιτς;» τη ρώτησε. Σε πόσες γυναίκες είχε κάνει την ίδια ερώτηση; Στην Κρίσταλ Πλένουμ; Στην Έιπριλ Άιρονς; θ ε έ μου, σκέφτηκε, αν συνεχίσω έτσι θα τρελαθώ. «Ναι», του είπε. Ο Σαμ χαμογέλασε ευχαριστημένος. Πίσω στη Νέα Υόρκη, η φίλη της η Μόλι το έλεγε αυτό «Φαινόμενο Σέικο». Όταν δηλαδή δυο άνθρωποι συναντιούνται και ανακαλύπτουν πως έχουν πολλά κοινά σημεία, μεταξύ των οποίων και το ότι φορούν ρολόγια Σέικο. Γέλασε. «Ποιο είναι το αστείο;» «Τίποτε». Την κοίταξε. «Μυστήρια, μυστήρια», μουρμούρισε μια φράση από το Τζακ και Τζιλ. «Μου άρεσε το έργο σου», του είπε. «Το είδες; Το έργο, όχι την ταινία;» «Δεν είδα ποτέ την ταινία, μόνο το θεατρικό. Μου άρεσε πολύ». «θα σου φέρω να δεις και την ταινία. Ίσως θα μπορούσαμε...» «Μάλλον όχι», του είπε βιαστικά. Αυτό πήγαινε πολύ. Άλλαξε θέμα. «Αυτή είναι η Σάντα Κρουζ;» ρώτησε, καθώς σταματούσαν. Αργότερα, μετά τη βόλτα τους και μετά το φαγητό, έβαλε το χέρι του κάτω από το πιγούνι της και της ανασήκωσε το κεφάλι. Έσκυψε και πλησίασε τα χείλη του στα χείλη της· η γλώσσα του στο στόμα της, η μοναδική αναπνοή του μέσα της. Ποτέ δεν την
είχαν ξαναφιλήσει έτσι. Ή τ α ν ο Σαμ και την ήθελε, τη φιλούσε κι ένιωθε τη ζεστασιά του, ένιωθε την επιθυμία του. Το σώμα του, ολοζώντανο, παλλόταν από επιθυμία. Με θέλει, σκέφτηκε. Με θέλει στ' αλήθεια! «Θέλεις ν' ανακαλύψεις ποιος είμαι;» τι ρώτησε. «Πρέπει να ρωτήσω πρώτα την Έιπριλ», του απάντησε. «Και τώρα θα ήθελα να γυρίσουμε πίσω».
36 Ο Μάρτι κατέβασε το τηλέφωνο και χαμογέλασε. Συνήθως ήταν πολύ μεγαλόκαρδος για να εύχεται το κακό οποιουδήποτε. Αλλά η υπεροψία της Έιπριλ, τα προβλήματα με την Τζέιν Μουρ — χρειάστηκε να καθυστερήσει την έναρξη των γυρισμάτων της σειράς και ν' αναδιαρθρώσει ολόκληρο το πρόγραμμά του εξαιτίας της — οι ιστορίες με τη Λάιλα — προσωπικές και επαγγελματικές... Δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει στη σκέψη ότι τα γυρίσματα στο πλατό του Ένα Αστέρι Γεννιέται καθυστερούσαν. Χρειαζόταν άλλες δυο εβδομάδες η Τζέιν, κι εκείνος της τις έδινε. Είχε ήδη έτοιμα τα σενάρια των δύο πρώτων επεισοδίων και δεν την είχε περιλάβει. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό που τον απασχολούσε. Ήταν και το ότι, έπρεπε να το παραδεχθεί, δεν μπορούσε να ευχηθεί στην Έιπριλ να τα πάει καλά. Ο Μάρτι ήξερε καλά τον εαυτό του και ήξερε πως ανήκε στην κατηγορία των καλών παιδιών. Γι' αυτό συνεργαζόταν με τον Σάι, που του ταίριαζε ο ρόλος του κακού. Αλλά ο Μάρτι είχε στο παρελθόν φερθεί άσχημα στην Έιπριλ και αυτό, ακόμη και τώρα, του προκαλούσε ενοχές. Αλλά όταν έμαθε πως είχε πάρει τα δικαιώματα της αγαπημένης του ταινίας, καταλάβαινε πως η Έιπριλ τον απεχθανόταν ακόμη περισσότερο. Και ήξερε τι σημαίνει εκδίκηση, καλύτερα από κάθε άλλο Σικελό.
Γι αυτό η Έιπριλ είχε διαλέξει την Τζέιν Μουρ. Για να του προκαλέσει πρόβλημα. Αλλά αυτός είχε εξασφαλισμένο το θρίαμβο. Θα έδινε τα δΰο πρώτα επεισόδια αποκλειστικά στη Λάιλα. Και στη μητέρα της. Ο Πόλι Γκράσο θα το κανόνιζε. Γιατί ο Μάρτι, έπρεπε να το παραδεχθεί, δεν μποροΰσε να ξεκολλήσει το μυαλό του από τη Λάιλα. Και επειδή μια έναρξη με αυτήν αδιαμφισβήτητο αστέρι και την επιστροφή της μητέρας της θ' ανέβαζε την ακροαματικότητα. Είχε εξασφαλισμένο το νεανικό ακροατήριο, αλλά η Τερέζα Ο' Ντόνελ θα του έφερνε και τους μεγαλύτερους. Το Νέτγουορκ θ' ανακάλυπτε έναν καινοΰριο άγιο, τον άγιο Μάρτι. Επομένως όλα έδειχναν πως το πράγμα θα λειτουργούσε. Και, για ασφάλεια, θα επαναλάμβανε μερικές σκηνές από προηγούμενα επεισόδια με την Τζέιν και τη Σαρλίν, για να μη χάσει η σειρά το ΰφος της. Και μετά θα επέστρεφε στη μαγική φόρμουλα των τριών.
Η Τερέζα Ο' Ντόνελ είχε να νιώσει τέτοια έξαψη από τότε που πρώταγωνιστοΰσε στο δικό της σόου, με την Κάντι και τη Σκίνι. Ο Πολ Γκράσο της είχε πει ότι ο ρόλος της στο Τρεις για το Δρόμο θα ήταν σημαντικός, αλλά δεν είχε ακόμη δει το κείμενο. Στην πραγματικότητα, έπρεπε να της τό έχουν στείλει από το πρωί. Η ώρα ήταν τρεις και οι βλάκες από το γραφείο του Γκράσο δεν είχαν μπει ακόμη στον κόπο. Η Τερέζα αναστέναξε και πήρε το ποτό της από το τραπεζάκι πλάι της, στην πισίνα. Ή π ι ε μια γουλιά. Θα περίμενε. Ποτέ δεν της χρειαζόταν πάνω από μια μέρα για να μάθει το ρόλο της. Πάντα ήταν γρήγορη στη μελέτη. Ή τ α ν αναγκασμένη με όλες αυτές τις μικρές να προσπαθούν να της κλέψουν τους ρόλους. Σαν τη Λάιλα. Η Τερέζα γέλασε, καθώς φαντάστηκε τι μοΰτρα θα έκανε η Λάιλα όταν θα της έλεγαν πως η μητέρα της θα έπαιζε το ρόλο της μητέρας της και στη σειρά. Ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Η σκΰλα. Της χρειαζόταν. Είμαι καλή, σκέφτηκε. Πολΰ καλή. Δεν μπορούσαν να με αγνοήσουν.
Γι' αυτό με μισεί η Λάιλα τόσο πολύ. Μπορεί να είναι νέα, μπορεί να είναι όμορφη, αλλά εγώ έχω ακόμη τη δύναμη να επιβάλλομαι. Και η Λάιλα φοβάται πως δε θ' αντέξει όπως εγώ. Μπορεί να εξαφανίστηκα λίγο, παραδέχτηκε. Είχε καιρό να παίξει σε ταινία ή στην τηλεόραση. Ούτε που θυμόταν πόσο καιρό. Αλλά δεν της άρεσαν οι ταινίες που γύριζαν τώρα. Και πέρσι, όχι, πριν από δύο χρόνια, είχε πάει κάπου σαν γκεστ σταρ. Ο Πολ Γκράσο, ο τύπος που της είχε στείλει ο Μάρτι, την αιφνιδίασε όταν της τηλεφώνησε για να της δώσει το ρόλο. «Προσπάθησα να σας βρω μέσω του ατζέντη σας, αλλά ο Άρα μου είπε ότι δε σας εκπροσωπεί πια». «Κύριε Γκράσο», του είχε απαντήσει. «Δε χρειάζομαι πια εκπροσώπηση». Και βέβαια ο κύριος Γκράσο είχε συμφωνήσει. Θα διέδιδε ότι τον Άρα τον είχε απολύσει. Τώρα έπαιρνε το φορητό τηλέφωνο κι έπινε άλλη μια γουλιά από το ποτό της. Πήρε το ευρετήριο των τηλεφώνων και το άνοιξε. Ποιος έχει σειρά; Είχε περάσει όλο το πρωί ειδοποιώντας αυτούς που έπρεπε πως θα έπαιζε στην τηλεόραση ξανά. Βέβαια είχε χρειαστεί να πει μερικά ψεματάκια. Πως την είχαν εκλιπαρήσει και πως θα ήταν μόνιμος ρόλος στη σειρά και πως η Λάιλα είχε καταχαρεί που θα έπαιζαν μαζί. Κι ακόμη ότι μάλλον θα έκλεινε κάποια συμφωνία για ταινία με τον Μάρτι Ντι Τζενάρο και πως είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα να δουλέψει μ' ένα σκηνοθέτη του ύψους του Μάρτι Ντι Τζενάρο. Έτσι παίζεται αυτό το παιχνίδι, είπε στον εαυτό της, καθώς σήκωνε το ακουστικό. Τότε, μια σκιά έπεσε πάνω της. Σήκωσε το κεφάλι. Ή τ α ν ο Κέβιν. Αξύριστος, πιωμένος, σε κακό χάλι. «Δε σου έστειλαν ακόμη το σενάριο;» τη ρώτησε με την ενοχλητική φωνή του. «Έρχεται», του είπε, αλλά η φωνή της χρωματιζόταν από το φόβο. Του έδινε πάνω από χίλια δολάρια την εβδομάδα τώρα, αλλά δεν της πρόσφερε πια τίποτε. «Λοιπόν, θα δεις το κοριτσάκι μας», της είπε. «Βέβαια, αν σου δώσουν το ρόλο». «Θα πάρω το σενάριο». «Ναι. Κι εγώ θα παντρευτώ».
37 Τίτιοτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το χώρο όπου γυρίζεται μια ταινία, μ' αυτόν το μικρόκοσμο όπου, μια ομάδα καλοεκπαιδευμένων, καλοπληρωμένων και συνήθως με ειδικές επιδόσεις στο σεξ επαγγελματιών, συγκεντρώνονται και δημιουργούν κάτω από τρομερή πίεση και άγχος. Απελευθερωμένοι από τις οικογένειές τους, συνήθως βαριεστημένοι και πολύ κουρασμένοι, απομονωμένοι από τον κόσμο των κανονικών ανθρώπων, τα «ταλέντα» νιώθουν καταπονημένα, μοναχικά και αντικείμενο εκμιετάλλευσης. Και δεν ε}ναι περίεργο που σε τέτοιους χώρους ανθίζουν στενές φιλίες κι έντονοι ερωτικοί δέσμιοι, με αποτέλεσμια να τροφοδοτούν τα κουτσομπολιά. Αυτά καθεαυτά τα κουτσομπολιά κάνουν το δικό τους κύκλο, έχουν τη δική τους ζωή. Κι εκεί υπεισέρχομαι εγώ, η Λόρα Ρίτσι. Τα βρίσκω, τα δημοσιεύω κι επιδρώ τόσο στους πρωταγωνιστές τους, όσο και στο εκτός πλατό περιβάλλον τους. Αλλά ένα από τα μυστικά του Χόλιγουντ είναι πως μιετά το γύρισμα μιας ταινίας, οι φιλές και οι ερωτικοί δεσμοί ουδέποτε συνεχίζονται. Φυσικά, το χαστούκι που έδωσε η Τζέιν στον Μάικλ έκανε το γύρο του κόσμιου. Το πρήξιμιο στο μάγουλο του Μάικλ υποχώρησε την επομένη, αλλά το εγώ του είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Και η Τζέιν έπρεπε να παραδεχθεί ότι όσο εύκολο στάθηκε να χαστουκίσει τον Μάικλ, τόσο δυσκολότερη αποδείχθηκε η συνεργασία μαζί του. «Αχ! Σαν μωρό παιδί!» είχε πει η Μάι και είχε δίκιο. Ο Μάικλ συμπεριφερόταν όπως τα θυμωμένα παιδιά που καταλαμιβάνονται από μανία καταστροφής. Αν χρειαζόταν να περιμένει, ξεσπούσε σε εκρήξεις οργής —η Τζέιν είχε μάθει καλά πως κινηματογράφος σημαίνει να ξέρεις να τρέχεις ή να περιμένεις υπομονετικά ανάλογα με αυτό που σου ζητούν. Κι όταν τελικά γινόταν το δικό του, τότε ήταν αυτός που προκαλούσε τις καθυστερήσεις. Μιλούσαν, αλλά μόνο όταν ήταν απαραίτητο. Η Τζέιν φοβόταν πως ο Μάικλ μπορεί και να έλεγε αστεία σε βάρος της με τους τεχνικούς. Με μεγάλη άνεση έλεγε διάφορα υπονοούμενα προ-
σωπικοΰ περιεχομένου και τις περισσότερες φορές όλα τους είχαν μια δόση αλήθειας, αρκετή για να σημάνει μέσα της συναγερμός. Αν η Τζέιν ξεχνούσε ή παρέλειπε κάτι, την αποκαλούσε «παρθένα του σινεμά». Και απευθυνόταν σε όλους με τα πιο υποτιμητικά επίθετα. «Αχ, είναι αηδιαστικός και θρασύδειλος. Δεν τους καταλαβαίνω αυτούς τους άντρες. Είναι ακόμη τόσο θυμωμένος που του έδωσες εκείνο το χαστουκάκι ή επειδή δε θέλεις να κοιμηθείς μαζί του; Γελοίο! Δεν του έχει ξαναρνηθεί καμιά;» Προφανώς λίγες ήταν εκείνες που του είχαν αρνηθεί, αλλά η Τζέιν πίστευε πως δε μετρούσε μόνο το γεγονός ότι . τον είχε απορρίψει. Ο Μάικλ Μακλέιν είχε ένα δικό του τρόπο να εντοπίζει τον σεξουαλισμό στην ατμόσφαιρα. Πολλές φορές τον έπιανε να παρακολουθεί τις συζητήσεις της με τον Σαμ. Και το ότι δεν ήταν αυτός το αντικείμενο του πόθου, τον έκανε έξω φρενών. Γιατί αυτή και ο Σαμ εξέπεμπαν σίγουρα μια θερμότητα γύρω τους. Η Τζέιν δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό της αυτή την αίσθηση ερωτικής πείνας που ένιωθε γι' αυτόν. Για να πούμε την αλήθεια, σχεδόν δε σκεφτόταν παρά μόνο αυτό. Θυμόταν τα πάντα γι' αυτόν, τι έκάνε, τι έλεγε, πώς ένιωθε. Αλλά οι αναμνήσεις της από τη σεξουαλική τους ζωή της προκαλούσαν ντροπή. Ντροπή για τα τεράστια οπίσθιά της, για τα πεσμένα στήθη της, για το πώς κουνιόταν πέρα δώθε η κοιλιά της όταν ανέβαινε πάνω του. Ντροπή γιατί δεν ήταν αρκετά όμορφη, δεν ήταν αρκετά τέλεια γι' αυτόν. Πάντα ντρεπόταν για την εμφάνισή της. Και τώρα που είχε μεταμορφωθεί, ήξερε πως για όλα έφταιγε τελικά το Χόλιγουντ. Μόνο οι ωραίοι είχαν θέση σ' αυτό. Όλοι οι υπόλοιποι, χοντροί, κοντοί, άσχημοι, γίνονταν αντικείμενο καζούρας. Και πάντα οι εικόνες που έφταναν σ' αυτήν ήταν εικόνες ομορφιάς. Πώς να μην τα έβαζε με τον παλιό άσχημο εαυτό της; Και τώρα δεν έπαιρνε κι αυτή μέρος στη γενική προσπάθεια να νιώθουν δυσάρεστα οι υπόλοιποι άνθρωποι; Όλες αυτές οι σκηνές, ακόμη και οι ντουμπλαρισμένες γυμνές, δε θα έκαναν όλες τις άλλες γυναίκες να νιώσουν απαίσια;
Δεν είχε κάνει ε'ρωτα με τον Σαμ. Και παρά το γεγονός ότι το ήθελε, ότι το ήθελε τόσο πολΰ που δε σκεφτόταν τίποτε άλλο, δεν ήταν σίγουρη ότι θα το έκανε. Τι θα έλεγε για τις ουλές της; Πώς θα του εξηγοΰσε; Και, το χειρότερο, αν τελικά του δινόταν, πώς θα μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά της; Πώς θα κατάφερνε να κρατήσει το πάνω χέρι; Η Μάι είχε δώσει τη συμβουλή της: «Μην τους δείχνεις ποτέ ότι σου αρέσουν περισσότερο απ' όσο τους αρέσεις εσΰ!» Ή τ α ν μια συμβουλή που η Τζέιν είχε αποφασίσει ν' ακολουθήσει, αλλά της φαινόταν όλο και πιο δΰσκολο να του αντισταθεί. Ή τ α ν σίγουρα πολΰ περιποιητικός μαζί της. Στην πραγματικότητα έδειχνε να βρίσκεται συνεχώς πλάι της· κάθε αστείο του, κάθε εντολή του, έμοιαζαν με κάποιο μυστικό μήνυμα προς αυτήν. Κάθε βράδυ, μετά το γΰρισμα, την επισκεπτόταν στη σουίτα της ή έστελνε ένα αυτοκίνητο για να την οδηγήσει στο σπίτι που είχε νοικιάσει για όσο θα διαρκούσαν τα γυρίσματα. Μιλούσαν για όσα είχαν συμβεί όλη μέρα, για τις δυσκολίες που δημιουργούσε ο Μάικλ, για τα προβλήματα με τους τεχνικούς, για το σενάριο. Της περνούσε από το μυαλό να του αποκαλύψει ποια είναι, έπαιζε με την ιδέα αυτή κάθε βράδυ, αλλά δεν προχωρούσε ποτέ. Γελούσαν πολΰ, έτρωγαν μαζί, έπιναν λίγο κρασί — αν και η Τζέιν πρόσεχε πολύ το θέμα των θερμίδων, καθώς και το ότι το αλκοόλ μπορούσε να επηρεάσει τη λίμπιντο της. Δε μιλούσε ποτέ για τον εαυτό της. Και προσπαθούσε να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ελκυστική. Ναι, είχε αρχίσει να τον ξετρελαίνει! Αλλά από κείνο το μοναδικό φιλί στη Σάντα Κρουζ, δεν τον είχε ξαναφήσει να την αγγίξει. Παρά μόνο μια φορά. Χτες, καθώς έφευγε, της πήρε το χέρι και το κράτησε πάνω στο στήθος του. «Ακούς πώς χτυπά η καρδιά μου;» τη ρώτησε. «Ναι». Προσπάθησε να μη δείξει πως της είχε κοπεί η αναπνοή. «Εβδομάδες τώρα κάνεις την καρδιά μου να χτυπά έτσι. Τι γίνεται με τη δική σου καρδιά;» Πίεσε το χέρι της πάνω στο στήθος του, στο σημείο της καρδιάς. «Δεν αισθάνομαι τίποτε», του είπε κι έλεγε ψέματα.
«Ψεύτρα!» της απάντησε και για μια στιγμή πίστεψε πως είχε διαβάσει τις σκέψεις της. «Ψεύτρα!» επανέλαβε και χαμογέλασε. «Είσαι άκαρδη. Άκαρδη ή ανέραστη! Έ ν α από τα δύο». «Οι άντρες κάνουν πάντα το ίδιο λάθος: όταν μια γυναίκα δεν κάνει έρωτα μαζί τους, σημαίνει ότι δεν κάνει γενικώς έρωτα. Είμαι ανέραστη; Γιατί; Επειδή δεν πέφτω στο κρεβάτι μαζί σου;» τον ρώτησε καταβάλλοντος προσπάθεια για να γελάσει. «Όχι», της είπε με σοβαρό ύφος. «Επειδή δεν ανταποδίδεις τα αισθήματά μου. Έτσι δεν είναι;» Απομακρύνθηκε από κοντά του χωρίς να πει λέξη και επέστρεψε στο ξενοδοχείο, στο άδειο κρεβάτι της, για άλλη μια νύχτα γεμάτη εφιάλτες. Ξύπνησε στις δύο τα ξημερώματα κι ένιωσε την ανάγκη να τηλεφωνήσει στη Μάι. Αλλά έπρεπε κι αυτή να ξεκουραστεί. Ή τ α ν μεγάλη γυναίκα πια κι έδειχνε τόσο εξουθενωμένη. Το ίδιο θα συμβεί και σ' εμένα, σκέφτηκε η Τζέιν, αν δεν κλείσω τα μάτια μου. Αλλά τα νεύρα της ήταν τεντωμένα. Τι ήταν αυτό που την εμπόδιζε να κοιμηθεί με τον Σαμ, να τον αγαπήσει; Η υπερβολική ηθικολογία ή η δύναμή της; Ή μήπως απλώς φοβόταν πως οι ουλές της θα τον απωθούσαν και θα την απέρριπτε συνεχίζοντας το δεσμό του με την Έιπριλ; Και το χειρότερο απ όλα θα ήταν να κάνει έρωτα μαζί της και ν' ανακαλύψει την ταυτότητά της. Ακούμπησε ξανά το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Την αγαπούσε ο Σαμ; Και αν ναι, ποια αγαπούσε; Αυτό που είχε υπάρξει ή αυτό που ήταν τώρα; Μήπως είχε εγκαταλείψει τη Μέρι Τζέιν επειδή δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς την ομορφιά και τώρα που ήταν όμορφη θα έμενε μαζί της για πάντα; Ή μήπως απλώς... Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ή τ α ν απαλό, αλλά δεν έκανε λάθος, κάποιος είχε χτυπήσει. Η Τζέιν έμεινε εντελώς ακίνητη. Ήξερε πως οι άνθρωποι της ασφαλείας αγρυπνούσαν. Το χτύπημα ξανακούστηκε, αυτή τη φορά μ' έναν ψίθυρο: «Τζέιν». Η καρδιά της χτύπησε δυνατά, αλλά όχι από φόβο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, άναψε ένα μικρό φως κι έτρεξε στον καθρέφτη. Μετά προχώρησε προς την πόρτα. «Ναι;» ρώτησε. «Ποιος είναι;» Αλλά ήξερε.
«Σε παρακαλώ», της είπε καθώς άνοιγε την πόρτα. Ο Σαμ δεν ε'κανε καμιά κίνηση για να μπει. «Ποτέ μου δεν έχω νιώσει έτσι», της ψιθύρισε. «Ποτέ». Κοίταξε το μακρύ λεπτό του πρόσωπο, τις μικρές ρυτίδες στις άκρες των ματιών, των ματιών που ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα, δάκρυα που έχυνε γι' αυτήν. Αυτό σίγουρα ήταν η απόδειξη. Κανένας άντρας δεν είχε ποτέ κλάψει γι' αυτήν. «Και η Έιπριλ;» τον ρώτησε. «Ξέχνα την! Εγώ την ξέχασα. Αυτό μπορεί να καταστρέψει την καριέρα μου, αλλά την ξέχασα. Κι εσένα δε σε νοιάζει». «Με νοιάζει», του είπε. Και, παίρνοντας το χέρι του, τον τράβηξε μέσα στο δωμάτιο, στο κρεβάτι της.
38 Ο Σαμ ήταν ξαπλωμένος πλάι στην Τζέιν, με το δεξί του χέρι πάνω στον ώμο της, ν' αγγίζει απαλά την πλάτη της. Η Τζέιν δυσκολευόταν ν' αναπνεύσει, δεν μπορούσε να καταπιεί. Κι όλα τα σημεία όπου την ακουμπούσε με το κορμί του ένιωθε να την καίνε. Επιτέλους, τον είχε δικό της! Και τον είχε με τους δικούς της όρους! Είχε έναν άντρα — όχι έναν οποιονδήποτε άντρα, αλλά τον Σαμ Σιλντς— να την αγαπά. Να τη λατρεύει. Να τρέχει ξοπίσω της. Να είναι τρελός μαζί της. Να κλαίει γι' αυτήν. Αλλά αυτή η έξαψη ήταν επώδυνη. Ήθελε να σχίσει το σουτιέν της, την κιλότα της, να του τραβήξει το γαλάζιο σλιπ και να του κάνει έρωτα μέχρι θανάτου. Ήθελε να τον καβαλικέψει, να τον καταπιεί μέσα της, να σπάσει την έντασή του. Ένιωθε να μην μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της. Και πρέπει να του το πω, θύμισε στον εαυτό της. Πρέπει να του πω ποια είμαι τώρα, πριν είναι πολύ αργά. Το πρόσωπο του απείχε ελάχιστα από το δικό της. Μέσα στο μισοσκόταδο έβλεπε τα μάτια του να λάμπουν. Αλλά κι εκείνου
του είχε κόψει την αναπνοή η επιθυμία. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και είδε δυο μικρές λάμψεις ν' αντανακλούν στο πρόσωπο της. Τι έβλεπε μέσα στα μάτια της; Μήπως το φάντασμα της Μέρι Τζέιν; Άρχισε να κουνιέται ελαφρά στο πλάι της και τώρα οι θηλές της τρυπούσαν το γυμνό του στήθος, ένιωσε το όργανο του να πιέζει τα οπίσθιά της. Το σλιπ του ήταν υγρό, είχε και η ίδια γίνει · μούσκεμα. Το χέρι του κατέβηκε στη ραχοκοκαλιά της, απαλά, πολύ απαλά. Ανατρίχιασε. «Κρυώνεις;» την πείραξε και η σχεδόν αγνώριστη φωνή του μαρτυρούσε τον πόθο του. Η Τζέιν δεν μπορούσε να μιλήσει, απλώς κούνησε το κεφάλι της. Την κοίταξε ξανά στα μάτια, κρατώντας το κεφάλι της ακίνητο. Ήθελε να τριφτεί ολόκληρη πάνω του σαν γάτα. Και τότε εκείνος τη φίλησε ξανά και η Τζέιν , σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε. Τα χείλη του έκαιγαν πάνω στα δικά της· με το ένα του χέρι την τραβούσε ξανά πάνω του και με το άλλο κρατούσε το πρόσωπο της και γευόταν το στόμα της σαν φρούτο. Η γλώσσα του κινήθηκε αργά γύρω από το στόμα της, γεύτηκε τα μάγουλά της, χώθηκε κάτω από τη δική της και κάτω από το πάνω της χείλος. Μετά, απαλά, πολύ απαλά, άρπαξε με τα δόντια του το κάτω της χείλος και το δάγκωσε. Έβγαλε μια κραυγή κι εκείνος την άφησε τη στιγμή ακριβώς που η απόλαυση άρχιζε να γίνεται πόνος. «Θέλω να σε φάω ολόκληρη», της ψιθύρισε. «Είσαι πολύ γευστική. Θέλω να σου κάνω έρωτα με τα χέρια μου, με το στόμα μου, με το πράμα μου». Ξεκούμπωσε το σουτιέν της και της το έβγαλε. Ω! Η ζεστασιά του στέρνου του πάνω στα στήθη της ήταν μοναδική· ένιωσε τις θηλές της να σκληραίνουν. Ναι! Ένιωθε κάτι στις θηλές της! Πήρε μια βαθιά αναπνοή και σφίχτηκε ακόμη πιο πολύ πάνω του. Πήρε το χέρι της και το οδήγησε κάτω, στον ανδρισμό του, που ακόμη βρισκόταν φυλακισμένος μέσα στο σλιπ του. Σχεδόν ένιωσε το χέρι της να καίγεται. Ή τ α ν σκληρός και υγρός. «Είναι για σένα», της είπε. «Μόνο για σένα».
Το χέρι του έφθασε στην κιλότα της, άγγιξε με τα δάχτυλα του το εφήβαιό της κι εκείνη μούγκρισε ξανά. Εκείνος γέλασε και την ξαναφίλησε στο στόμα. Απαλά, μόνο στα χείλη, αλλά εκείνη ήθελε τη γλώσσα του, ήθελε το χέρι του, τον ήθελε. Ξανατραβήχτηκε, φίλησε το μάγουλο της, το λαιμό της, το στήθος της. Το ένα του χέρι έμενε εκεί χαμηλά· με το άλλο έπιασε το ένα της στήθος και το έφερε στο στόμα του. «Θεέ μου! Ναι!» του ψιθύρισε, καθώς εκείνος έφερε το στήθος της κοντά στη μυτη του και άρχισε να το μυρίζει. Ο πόθος της τον είχε ξετρελάνει. Κι εκείνη τον ένιωθε αυτό τον πόθο, αλλά και τον αυτοέλεγχο του. Δεν ήταν σαν τον Πιτ, που ορμούσε και τέλειωνε στο άψε σβήσε. Ούτε σαν τον Μάικλ που έκανε επίδειξη των γνώσεών του, αλλά δεν έβαζε καθόλου πάθος. Ο Σαμ είχε την ικανότητα να χορογραφεί το πάθος του. Ποτέ δεν είχε ξανανιώσει τόσο ζωντανό το κορμί της. Το παραμικρό άγγιγμα, η παραμικρή αλλαγή θέσης, την ξεσήκωνε. Τώρα έβαζε επιτέλους και τα δυο του χέρια στα στήθη της. «Κράτα με σφιχτά», της ψιθύρισε στ' αυτί και με τα τεράστια χέρια του έσφιξε τα στήθη της. «Κράτα με έτσι», της είπε και οδήγησε το χέρι της στον ανδρισμό του. Τον έσφιξε κι ένιωσε τις συσπάσεις του. Βόγκηξε, κι εκείνη ένιωσε πως είχε γίνει δυνατή. Αυτή τον είχε κάνει να βογκήξει. Και τον ξανάσφιξε. Με το ελεύθερο χέρι της του κατέβασε το σλιπ. Μετά έτριψε τον ανδρισμό του πάνω στην κοιλιά της. «Αχ, ναι», της ξανάπε και η κοιλιά της μούσκεψε. Αρχισε να τον χαϊδεύει και με τά δυο της χέρια. Είχε τη γλώσσα του στο αυτί της κι εκείνη ένιωσε σαν να μην υπήρχε χρόνος ούτε τόπος, μόνο κύματα επιθυμίας από το αυτί ως τις ρώγες κι εκεί χαμηλά. «Μη φύγεις», την παρακάλεσε. «Μη φύγεις ποτέ από μένα». Και τη φίλησε μ' ένα φιλί βαθύ και άγριο. Έπεσε πάνω της. Πρόσωπο με πρόσωπο, στήθος με στήθος, κοιλιά με κοιλιά, έμειναν έτσι για μια στιγμή. «Άσε με να μπω μέσα σου», της ψιθύρισε κι όταν εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι φόρεσε ένα προφυλακτικό. Για μια στιγμή πήρε μια ανάσα. Τι κάνω; Δεν τα είχα σχεδιάσει έτσι.
Δε θα κοιμόμουν μαζί του. Δε θα του έκρυβα ποια είμαι. Πρέπει να του το πω τώρα. Είναι η τελευταία μου ευκαιρία. Αλλά εκείνος κατέβασε γρήγορα το χέρι του, μέσα από την κιλότα της και ένιωσε την υγρασία της. «Αχ, ναι», αναστέναξε. Ένιωσε το δάχτυλο του να γλιστρά μέσα της. Τραβήχτηκε πίσω. «Σου αρέσει;» τη ρώτησε και η φωνή του ήταν ένας ψίθυρος. Άρχισε να τη χαϊδεύει κι εκείνη νόμισε πως θα πέθαινε από την απόλαυση. «Είναι ωραία;» «Ναι», του ψιθύρισε. «Αλλά θέλω κι άλλο». Της τράβηξε την κιλότα ως τα γόνατα. Εκείνη πήγε να τη βγάλει, αλλά την εμπόδισε. «Όχι, άσε με να σε κοιτάξω έτσι. Άνοιξε λίγο πιο πολύ τα πόδια σου». Καθώς άνοιγε τα πόδια της όσο πιο πολύ μπορούσε, η κιλότα της τσιτώθηκε. «Α! Έτσι σε ονειρευόμουν πάντα. Άσε με ν' ανάψω το φως». «Όχι!» φώναξε. «Όχι τώρα!» Δεν επέμεινε. Την έπιασε με τα δυο του δάχτυλα, την άνοιξε κι εκείνη άρχισε να χτυπιέται από την ένταση της απόλαυσης. «Θεέ μου», της είπε. «Είσαι τόσο όμορφη. Δεν ξέρω αν θέλω να σε κοιτάζω ή να σε πηδήξω». Της έσχισε την κιλότα, της άνοιξε ακόμη πιο πολύ τα πόδια και βρέθηκε ανάμεσα στα γόνατά της. Έσκυψε, της φίλησε την κοιλιά, μετά τα στήθη, το λαιμό κι έφθασε στο στόμα της. «Τώρα;» της ψιθύρισε. «Μπορώ να σε κάνω δική μου τώρα;» «Ω, ναι!» βόγκηξε καθώς τον ένιωθε να μπαίνει μέσα της. Για μια στιγμή εκείνος δεν κινήθηκε, αλλά ήταν τέτοια η επιθυμία της που άρχισε να χτυπιέται από κάτω του. «Ηρέμησε», της είπε. «Έτσι όπως μ' έχεις κάνει, θα τελειώσω σ' ένα δευτερόλεπτο». Σταμάτησε, αλλά έτρεμε ακόμη. Αργά, πολύ αργά, μπήκε ολόκληρος μέσα της. «Αυτό ήθελες, αυτό ήθελες, λοιπόν;» τη ρώτησε κι εκείνη ένιωσε τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της. «Ναι, αυτό ήθελα». «Κι εγώ, κι εγώ», της ψιθύρισε. Άρχισε τότε να κινείται πάνω της, αργά και απαλά, μπαίνοντας και ξαναμπαίνοντας μέσα της πολλές φορές. «Είσαι μοναδικός, είσαι τόσο καλός», έλεγε η Τζέιν.
«Όλα για σένα, μωρό μου. Όλα για σένα». Κύματα απόλαυσης πλημμύρισαν το είναι της. «Α!» έβγαλε εκείνος μια κραυγή. «Δώσ' τα μου, δώσ' τα μου όλα, μωρό μου», της είπε. Κι αυτό έκανε. *
*
*
Το άλλο πρωί η Τζέιν καθόταν χαμογελαστή μπροστά στην τουαλέτα του μακιγιάζ. «Μήπως σου αρέσει περισσότερο απ' ό,τι τόυ αρέσεις εσύ;» ρώτησε η Μάι. «Όχι. Όχι. Καθόλου». «Νομίζω πως αυτό είναι πολύ επικίνδυνο», την προειδοποίησε η Μάι. «Φοβάμαι πως είναι κριτικός και όχι καλλιτέχνης. Εσύ του τα δίνεις όλα. Τι σου δίνει εκείνος;» «Την αγάπη του», είπε απλά η Τζέιν. «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε η Μάι. Η Τζέιν γύρισε γαλήνια προς το μέρος της. Είχε την απόδειξη. Τρεμούλιαζε καθώς θυμόταν το πάθος του και τα δάκρυα που είχαν χαράξει το πρόσωπο του. «Γιατί έκλαψε για μένα», είπε στη Μάι. «Τι μου λες; Πάντα έκλαιγαν για μένα οι άντρες. Οι άντρες πάντα κλαίνε για τις ωραίες γυναίκες. Τι άλλο;» Μέσα απ' τον καθρέφτη, η Τζέιν είδε το χαμόγελο να εξαφανίζεται από το ωραίο της πρόσωπο. Γιατί δεν είχε απάντηση.
39 Η Λάιλα είχε αρχίσει ν' ανυπομονεί για τα ραντεβού της με τον Μάρτι. Στην αρχή, όταν ήταν κάτι παραπάνω από φανερό ότι συγκέντρωνε όλη την προσοχή του, η Λάιλα το δεχόταν σαν πράξη αφοσίωσης στην ομορφιά της. Αλλά η ομορφιά είναι κάτι το αφηρημένο και το αφηρημένο δεν είναι ανθρώπινο. Ο Μάρτι είχε στα χέρια του τη δόξα και η δόξα ήταν κάτι το απόμακρο. Αν του έδειχνε κάποια ζεστασιά, θα συνέχιζε να ενδιαφέρεται; Κανείς
στο παρελθόν δεν της είχε προσφέρει τόσο απλόχερα το χρόνο του. Στην Πραγματικότητα, ποτέ κανείς δεν κάθισε να την ακούσει. Στην αρχή έμοιαζε με άγριο ζώο που μόλις το είχαν απελευθερώσει από το κλουβί και το είχαν αφήσει στη ζούγκλα. Με /κάθε τρόπο έκανε κριτική στον Μάρτι και τον κρατούσε σε απόσταση. Κι εκείνος έκανε υπομονή. Μέχρι που άρχισε να του έχει εμπιστοσύνη. Τώρα την άκουγε πάντα και μερικές φορές τον άκουγε κι αυτή. Ήξερε πολλά. Και ήταν έξυπνος. Η εμπιστοσύνη ήταν κάτι το καινούριο γι' αυτήν. Πώς ήταν δυνατό να νιώσει ποτέ εμπιστοσύνη για οποιονδήποτε; Δεν είχε νιώσει κάτι τέτοιο σίγουρα για την Τερέζα. Ούτε για τον Κέβιν. Ούτε για τη θεία Ρόμπι, όπως διαπίστωσε. Από τότε που είχε βάλει τους όρους της προκειμένου να συγχωρήσει τον Ρόμπι, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Και ήξερε το γιατί: δεν ήθελε να κόψει τις γέφυρες με την Τερέζα, φέρνοντας στη Λάιλα τις «αδερφές» της. Σπουδαία. Είχε κάνει τις επιλογές του. Περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο της με τον Μάρτι και ανακάλυπτε πως δε χρειαζόταν κανέναν άλλον. Στην αρχή, και μόνο που την έβλεπαν με τον Μάρτι, ήταν ένα καλό κίνητρο. Ο άνθρωπος αυτός είχε προσωπικότητα, ήξερε να επιβάλλεται σε άντρες και γυναίκες. Και δε στηριζόταν στην σεξουαλικότητα, σ αυτό δηλαδή που αποτελούσε το στήριγμα όλων των αντρών. Ή τ α ν διαφορετικός. Όταν κυκλοφορούσαν ανάμεσα σε κόσμο ή πήγαιναν σε κάποιο πάρτι, ο Μάρτι δεν την έπιανε από τον αγκώνα για να την επιδείξει σε όλους. Κι αυτό το εκτιμούσε η Λάιλα. Δεν ανεχόταν να την αγγίζουν και να τη γυροφέρνουν σαν σκυλί που το τραβούν με το λουρί. Ο Μάρτι έδειχνε να το κατανοεί αυτό και να σέβεται την ανάγκη της για μια απόμακρη σχέση. Κι όταν οι δυο τους έμπαιναν μαζί κάπου όπου υπήρχε πολύς κόσμος, πλάι του ένιωθε ίση. Κι όσο πιο φανερό γινόταν το ενδιαφέρον του Μάρτι γι' αυτήν, τόσο όλοι της συμπεριφέρονταν με προσοχή, έτοιμοι να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία. Το ήξερε πως αυτή φοβόνταν περισσότερο από τις άλλες δυο. Και το γεγονός ότι προκαλούσε το φόβο την έκανε να νιώθει σιγουριά. Γιατί ήξερε πως αυτό χρεία-
ζόταν για να κρατά τους ανθρώπους στη θέση τους. Και πως ο φόβος εξασφάλιζε τη δύναμη και την εξουσία. Αλλά ο Μάρτι δεν είχε ανάγκη να χρησιμοποιεί το φόβο για να δείχνει δυνατός. Παρά το γεγονός ότι ο Μάρτι είχε μανία με τη δουλειά του, ήξερε πώς να περνά το λιγοστό ελεύθερο χρόνο του. Λάτρευε την όπερα κι έτσι πήγαιναν στο Σαν Φρανσίσκο. Και τις συναυλίες, και το μπαλέτο και τα σόου και το θέατρο. Κι έδειχνε να τον ευχαριστεί το γεγονός πως τη μυούσε σε όλα αυτά που, παρά την προνομιακή προέλευσή της, της ήταν σχεδόν άγνωστα. Ο Μάρτι είχε γνώσεις. Και υπομονή. Και η δημοσιότητα που δινόταν στις κοινές εμφανίσεις τους, κάθε άλλο παρά θα έβλαπτε την υποψηφιότητά της για το βραβείο ΕΜΜΙ. Στο μεταξύ δεν είχε προσπαθήσει να την αγγίξει. Πέρασαν μια ολόκληρη βραδιά στο σπίτι της, καθισμένοι στη βεράντα, να κοιτάζουν τον ωκεανό. Ο Μάρτι της μιλούσε για τα καινούρια του σχέδια κι εκείνη είχε καρφώσει το βλέμμα της στα κύματα. «Και θα βάλουμε την Τερέζα να παίξει τη μητέρα σου», της είπε σε μια στιγμή, σχεδόν τυχαία. Για μια στιγμή η έκφραση της Λάιλα δεν άλλαξε, σαν να μην είχε ακούσει τι της είπε. Μετά, ξαφνικά, το πρόσωπο της έγινε σταχτί. «Τι;» ρώτησε. «Η Τερέζα συμφώνησε να παίξει τη μητέρα σου». Η Λάιλα δεν πίστευε στ' αυτιά της. «Όχι, Μάρτι. Ό χ ι η μητέρα μου», είπε τελικά μ' έναν ψίθυρο. Ο Μάρτι δεν ήξερε πολλά πράγματα για τη σχέση της Λάιλα με τη μητέρα της, αλλά γνώριζε πως δεν ήταν καλή και πως η Λάιλα δεν είχε καμιά σχέση μαζί της. Αλλά δεν είχε φανταστεί πως τη μισούσε τη μητέρα της. Η έκφραση στο πρόσωπο της δεν τον γελούσε. Η Λάιλα μισούσε τη μητέρα της! Κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως τώρα είχε πια το πάνω χέρι. «Γιατί όχι; Είναι φυσιολογικό, Λάιλα. Σκέψου το». «Δεν πρόκειται να δουλέψω με τη μητέρα μου», είπε εκείνη και δίπλωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. «Έλα τώρα. Μην είσαι τόσο βιαστική στις αποφάσεις σου. Δεν καταλαβαίνεις τι θα είναι αυτό για την καριέρα σου; Θα σου έδινε
μια απίστευτη ώθηση και θ' ανέβαζε την ακροαματικότητα του σόου. Και θα τη χρειαστείς αυτή την άνοδο της ακροαματικότητας, μην το ξεχνάς, όταν έρθει η ώρα να δοθούν τα βραβεία ΕΜΜΙ. Κι όταν θ' αρχίσεις να διαπραγματεύεσαι το επόμενο συμβόλαιο σου». «Στο διάολο η ακροαματικότητα! Είπα όχι!» Δεν ήταν τυχαίο που ο Μάρτι ήταν Ιταλός. Και ο Μακιαβέλι ωχριούσε μπροστά του. Επιτέλους! Το σκουλήκι γύρισε ανάποδα, είπε στον εαυτό του. Της χαμογέλασε. «Δεν έχεις λόγο σ αυτό, Λάιλα. Απλώς σου το λέω από ευγένεια. Είμαι ο σκηνοθέτης και είσαι η ηθοποιός. Δε ζητώ την άδειά σου». Έπρεπε να το φανταστεί! Έπρεπε να το φανταστεί και να μην τον εμπιστευτεί, να μην εμπιστευτεί κανέναν! «Και ποιος είσαι εσύ; Ο Θεός; Δεν είσαι ο Θεός, Μάρτι. Είσαι ένας απλός σκηνοθέτης». «Κι εσύ είσαι μια απλή ηθοποιός, Λάιλα. Εγώ σ έκανα ηθοποιό, να το θυμάσαι αυτό». Ο Μάρτι σηκώθηκε και για πρώτη φορά από τότε που συνάντησε τη Λάιλα ένιωσε να έχει αυτός την κατάσταση στα χέρια του. Τώρα θ' ακολουθούσε την οδό της διπλωματίας και θα κέρδιζε όλα όσα ήθελε. «Άλλωστε», είπε καθώς έκανε μερικά βήματα, «δεν πήρα ακόμη τις αποφάσεις μου». «Σχετικά με τη μητέρα μου;» τον ρώτησε και είδε την ελπίδα να λάμπει ξανά στα μάτια της. «Άκου, της έχω δώσει την υπόσχεσή μου, αλλά μπορούμε να κάνουμε μια αλλαγή». «Να την ξεφορτωθούμε;» «Όχι. Να τη βάλουμε να παίξει τη μητέρα της Σαρλίν». Η Λάιλα βούλιαξε ξανά στην πολυθρόνα, λες και η αιωρούμενη απειλή ασκούσε επάνω της μια σωματική πίεση. «Αλλά είχες πει ότι θα είμαι η μοναδική πρωταγωνίστρια», είπε και η φωνή της είχε χρωματιστεί από τη συναίσθηση της προδοσίας. Ο Μάρτι ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτό είναι το δικό μου σενάριο. Αλλά δε φαίνεται να συμφωνείς. Και με την Τερέζα υπογράψαμε τέτοιο συμβόλαιο, που θα πληρωθεί είτε τη χρησιμοποιήσουμε είτε όχι».
Το έβλεπε πως η Λάιλα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα. «Λυπάμαι, Λάιλα, δεν ήξερα ποια είναι τα αισθήματά σου. Δε μου είχες μιλήσει ποτέ». Επιτέλους βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση και θα την εκμεταλλευόταν. Το ίδιο δεν έκανε κι αυτή από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν; Τώρα είχε έρθει η σειρά της. Ήθελε κάτι απ' αυτόν; Αυτή τη φορά η Λάιλα ήταν αναγκασμένη να το διαπραγματευτεί. Έμεινε καθισμένη. «Μάρτι, σε παρακαλώ, δεν μπορούμε να το συζητήσουμε; Γιατί τη μητέρα μου; Θέλω να πω, η ιδέα του πλουσιοκόριτσου που φεύγει από το σπίτι του είναι τέλεια. Η Σαρλίν δεν μπορεί να παίξει αυτόν το ρόλο. Αλλά τι σου χρειάζεται μια γριά σαν την Τερέζα; Αλλά και πάλι, υπάρχουν ένα σωρό άλλες. Για να σκεφτούμε... Τι θα έλεγες για την Ντέμπι Ρέινολντς; Ή την Ντίνα Μέριλ;» Η Λάιλα χαμογέλασε βεβιασμένα. Ο Μάρτι σχεδόν ένιωθε άβολα μπροστά στην απελπισία της. Αλλά όχι εντελώς. Είχε ακόμη στο στόμα του τη γεύση της τόσο πρόσφατης δικής του απελπισίας. Μόλις το περασμένο βράδυ την είχε ονειρευτεί, να γδύνεται μπροστά του, να ξαπλώνει δίπλα του με το μακρύ λεπτό της σώμα, να τον περιμένει, με τα πόδια ανοιχτά, έτοιμη να τον δεχθεί. «Λάιλα, είσαι πολύ όμορφη γυναίκα», της είπε και την κοίταζε ίσια στα μάτια. Η Λάιλα του ανταπέδωσε το βλέμμα και μετά χαμήλωσε τα μάτια. «Ξέρω ότι σου αρέσω, Μάρτι, αλλά...» Σταμάτησε. Ο Μάρτι δεν είπε τίποτε. Ήξερε πως είχε έρθει η ώρα του. Εκείνη ξαναμίλησε. «Δεν είναι επειδή είσαι εσύ». Έκανε μια παύση. «Είμαι... Δε μου αρέσει το σεξ, Μάρτι. Θέλω να πω, δεν έχω κάνει ποτέ έρωτα. Είμαι ακόμη παρθένα». Ο Μάρτι δεν τα έτρωγε αυτά τα περί παρθενίας. Και στο κάτω κάτω, δεν ήταν από τους άντρες που θυσιάζονταν στο βωμό της παρθενίας. «Δε μου χρωστάς τίποτε, Λάιλα. Δε θέλω να νιώθεις υποχρεωμένη να κάνεις κάτι. Οι αποφάσεις μου έχουν να κάνουν με τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες». Η Λάιλα του έπιασε το χέρι. «Ναι, αλλά δεν υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω; Μάρτι, δεν μπορώ να δουλέψω με τη μητέρα μου. Δε φαντάζεσαι τι μου έχει κάνει. Τ η μισώ, Μάρτι. Την
απεχθάνομαι. Σε παρακαλώ, Μάρτι, μην τη χρησιμοποιήσεις. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ». Εκείνος ένιωσε το ελεύθερο χέρι της ν' αγγίζει το φερμουάρ του παντελονιού του και αμέσως ένιωσε ν' ανάβει. Χαμογέλασε. «Όχι, Λάιλα. Είσαι παρθένα, το ξέχασες;» Αλλά εκείνη δεν τον άκουγε. Του κατέβασε το φερμουάρ κι έφερε τον ανδρισμό του στα τέλεια χείλη της, πριν καλά καλά καταλάβει ο Μάρτι τι του συμβαίνει. Θεέ μου, σκέφτηκε, καθώς η ζεστασιά του στόματος της τον κατάπινε. Κοίταξε κάτω και είδε το πανέμορφο κεφάλι της να κινείται. Τελείωσε στο στόμα της. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που είχε στο νου του, αυτό που είχε ονειρευτεί, αλλά ήταν μια καλή αρχή. *
*
*
Το τηλέφωνο πλάι στην Τερέζα χτύπησε. Κοίταξε τον Κέβιν. «Κάνε μου τη χάρη ν' απαντήσεις εσύ, χρυσό μου». Ο Κέβιν σήκωσε απρόθυμα το ακουστικό και μετά της το έδωσε. «Είναι ο Πολ Γκράσο». «Ένα λεπτό να μιλήσετε με τον κύριο Γκράσο, παρακαλώ», άκουσε και μετά την έβαλαν στην αναμονή. Χριστέ μου, μισούσε να της μιλούν οι γραμματείς. «Εγώ γέρασα ή κανείς σ αυτή την πόλη δε σχηματίζει μόνος του έναν αριθμό στο καντράν του τηλεφώνου του;» ρώτησε δυνατά καθώς περίμενε. Μετά άκουσε τη φωνή του. «Ναι, Πολ, χαίρομαι που σ ακούω. Πού είναι το σενάριο;» Καθώς τον άκουγε, το χαμόγελο και το χρώμα εξαφανίζονταν από το πρόσωπο της. Όχι, δεν ήταν δυνατό. Όχι, που να πάρει. Η Τερέζα προσπάθησε να μην προδώσει με τη φωνή τα αισθήματά της. «Τι θέλεις να πεις; Τι θα πει "θα κάνουν κάτι άλλο"; Ποιον εννοούν; Τι κάτι άλλο; Γιατί; Απαιτώ να μάθω. Τον ήθελα το ρόλο. Είναι δικός μου ο ρόλος. Έχω δικαίωμα να ξέρω». Η Τερέζα καθόταν τώρα στην άκρη της καρέκλας της. «Η Λάιλα ο έβαλε να το κάνεις αυτό, έτσι;» Η Τερέζα τα καταλάβαινε όλα τώρα. Κάτι μουρμούρισε.
«Στο διάβολο!» φώναξε. «Στο διάβολο εσύ και η Λάιλα! Με ζηλεύει, δε με θέλει στο ίδιο σόου μαζί της. Φοβάται ότι θα της κλέψω τη δόξα». Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο Γκράσο κάτι τραύλισε. «Στο διάβολο τα χρήματα! Δε χρειάζομαι χρήματα!» Η Τερέζα σταμάτησε για μια στιγμή για να πάρει μια ανάσα. Είχε την αίσθηση πως έχανε τα λογικά της, εκεί, μπροστά στον Κέβιν. Και, το χειρότερο, με τον Πολ Γκράσο στην άλλη άκρη της γραμμής. Έναν τιποτένιο, που την αντιπαθούσε. Δεν έπρεπε να τον αφήσει ν' ακούσει την απελπισία της, το πόσο πολύ ήθελε ν' αποδείξει σε όλους, κυρίως στη Λάιλα, πως ήταν ακόμη στην κορυφή. Πόσο απελπισμένη ανάγκη είχε να δουλέψει, να εμφανιστεί ξανά μπροστά στο κοινό. Κατέβαλε προσπάθεια να κάνει τη φωνή της ψυχρή. Παγερή. «Εντάξει, κύριε Πολ Γκράσο, βλέπω ότι δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε. Και βέβαια, αντιλαμβάνεστε ότι θα σας τηλεφωνήσει ο δικηγόρος μου. Δε μ' ενδιαφέρει το να πληρωθώ. Μ' ενδιαφέρει ο ρόλος». Κατέβασε με δύναμη το ακουστικό και μετά πέταξε ολόκληρη τη συσκευή που πήγε κι έσκασε πάνω στον τοίχο. Κοίταξε τον Κέβιν, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε κουνήσει από τη θέση του. «Άκουσες τι έγινε», του είπε. «Λυπάμαι, Τερέζα, αλλά μπορεί να είναι για καλό». Η Τερέζα τίναξε το κεφάλι της- τα μάτια της έβγαζαν σπίθες οργής. Μπορεί να χρειαζόταν να δείξει κάποιον αυτοέλεγχο μπροστά στον Πολ Γκράσο, αλλά όχι και μπροστά σ αυτό τον μπάσταρδο εκβιαστή. «Για τίνος καλό; Για το καλό της Λάιλα; Πάντως όχι για το δικό μου, Κέβιν». «Θέλω απλώς να πω ότι καλό είναι εσύ και η Λάιλα να μη συνεργαστείτε. Ας αφήσουμε πρώτα να ηρεμήσουν τα πράγματα. Μετά μπορεί να τα ξαναβρείτε. Δώσε στη Λάιλα αυτό που χρειάζεται». «Και πού στο διάβολο ξέρεις εσύ τι,χρειάζεται η Λάιλα; Τι σου είπε;» «Τίποτε, Τερέζα. Αλλά οι νέοι συνήθως επαναστατούν. Το ξέρεις αυτό». «Άκου να σου πω, μικρέ μπάσταρδε. Το ξέρω ότι τ'
απολαμβάνεις όλ' αυτά. Και ότι κάποια μέρα θα βγάλεις λεφτά από τη Αάιλα! Αλλά θα σου τα χαλάσω εγώ τα σχέδια». ' Τα μάτια του Κέβιν στένεψαν. Έκανε στροφή και άρχισε ν απομακρύνεται. «Πού νομίζεις ότι πας;» του φώναξε πανικόβλητη. «Αρκετά για σήμερα, Τερέζα. Θα επιστρέψω όταν ηρεμήσεις».
40 Η Φλόρα Αι άνοιξε τα μάτια της μέσα στο σκοτάδι, καθώς κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Δεν κατάφερνε να βρει το διακόπτη για ν' ανάψει το φως. Μετακινήθηκε στο κρεβάτι κι ένιωσε κάποιον δίπλα της. Ο Ντόουμπ. Κοιμόταν ακόμη. Τι ώρα ήταν; Κοίταξε τους πράσινους φωσφορίζοντες αριθμούς στο ρολόι του κομοδίνου. 4.43' π.μ. Θυμόταν που φλέρταρε μαζί του στο σπίτι της Σαρλίν και του Ντιν. Μετά ο Ντόουμπ προσφέρθηκε να την πάει σπίτι. Το ήξερε πως στο κρεβάτι θα ήταν άγριος, αλλά σταμάτησαν πρώτα σ' ένα μπαρ, μετά σ ένα άλλο και μετά δε θυμόταν τι είχε συμβεί. Σηκώθηκε και προχώρησε προσεκτικά προς την πόρτα, απ' όπου το χτύπημα ξανακουγόταν. «Ποιος είναι;» φώναξε. «Αστυνομία». Θεέ και Κύριε! Τι ήθελαν εδώ; «Τι θα πει αστυνομία; Πού το ξέρω ότι είστε αστυνομικοί;» Κοίταξε από την τρύπα της πόρτας και είδε την ταυτότητα που της έδειχναν. Έριξε μια ματιά στη γύμνια της και είπε: «Μια στιγμή να ντυθώ». Άναψε το φως και κοίταξε γύρω τα άδεια ποτήρια και μπουκάλια πάνω στο τραπεζάκι. Άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου και μπήκε. Το φως από το λίβινγκ ρουμ την ακολούθησε.
Αυτό που είδε πάνω στο κρεβάτι ήταν τόσο τρομακτικό που δεν μπορούσε ούτε να ουρλιάξει. Ούτε καν να κινηθεί. Τα χτυπήματα στην πόρτα ήταν τώρα πιο δυνατά. Η Φλόρα Λι έβαλε το χέρι στο στόμα για να μην ουρλιάξει. Τι είχε συμβεί; Γιατί ο Ντόουμπ κειτόταν ξαπλωμένος εκεί, με το τραπεζομάχαιρο μέσα στο στήθος του; Τι είχε κάνει; Άρπαξε το παλτό της κι έτρεξε στην πόρτα, ευχαριστημένη που η αστυνομία βρισκόταν εδώ. Το χέρι της άγγιζε το πόμολο όταν σκέφτηκε: Θα νομίζουν ότι εγώ το έκανα. Αλλά καθώς τα χτυπήματα συνεχίζονταν, δεν είχε να κάνει άλλο από το ν' ανοίξει την πόρτα και να τους αφήσει να μπουν. Ή τ α ν ένας μόνο αστυνομικός και φορούσε πολιτικά. Της έδειξε την υπηρεσιακή και την αστυνομική του ταυτότητα. Άρχισε να κοιτάζει εξεταστικά μέσα στο δωμάτιο. «Μας είπαν πως άκουσαν καβγά και φωνές από αυτό το διαμέρισμα. Όλα εντάξει, κυρία;» Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι γείτονες καλούσαν την αστυνομία. Μάλλον εκείνη η σκύλα, η κυρία Ραμίρεζ. Η Φλόρα Λι έπεσε βαριά στον καναπέ. Ο αστυνομικός την κοίταξε και μετά έβαλε στη θέση του ένα αναποδογυρισμένο τραπεζάκι. «Τι συμβαίνει, κυρία;» Κάθισε δίπλα της στον καναπέ. Έδειχνε πολύ καλός. Η Φλόρα Λι δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά ήταν σίγουρη πως έπρεπε να μιλήσει στον αστυνομικό για το νεκρό άντρα στο κρεβάτι της. «Είχα πιει πολύ. Δεν ήξερα τίποτε μέχρι που άκουσα τα χτυπήματα στην πόρτα...» Η Φλόρα Λι άρχισε να κλαίει. Μακάρι να ήταν πιο νηφάλια για να μπορούσε να σκεφτεί. «Συνεχίστε, πείτε μου τι συμβαίνει», είπε ευγενικά ο αστυνομικός. Η Φλόρα Λι προσπάθησε να σταματήσει να κλαίει κι έδειξε με το δάχτυλο την πόρτα του δωματίου. Ο αστυνομικός σηκώθηκε αμέσως κι έτρεξε ως εκεί. Μπορεί και να μην έχει πεθάνει, σκέφτηκε η Φλόρα Λι. Μπορεί ο Ντόουμπ να είναι ακόμη ζωντανός. Την ώρα που ετοιμαζόταν να πάει και αυτή στο υπνοδωμάτιο, ο αστυνομικός επέστρεψε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Κυρία, πρέπει να σας διαβάσω τα δικαιώματά σας. Έχετε το δικαίωμα να μη μιλήσετε...» «Περιμένετε, περιμένετε», του είπε. «Εγώ δε δολοφόνησα κανέναν. Απλώς πίναμε και το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ξύπνησα και τον βρήκα νεκρό δίπλα μου, την ώρα που εσείς χτυπούσατε την πόρτα». «Αφήστε με να τελειώσω, πρέπει να σας διαβάσω τα δικαιώματά σας. Μπορείτε να πάρετε δικηγόρο...» «Ακούστε με», ούρλιαξε η Φλόρα Λι. «Δεν το έκανα εγώ. Πρέπει να έπαθε καρδιακή προσβολή ή να το έκανε κάποιος κλέφτης. Δεν μπορεί να το έκανα εγώ». «Και γιατί όχι;» ρώτησε ο αστυνομικός. «Γιατί δεν έχω πειράξει ποτέ κανένα στη ζωή μου. Και ήταν πολύ καλός άνθρωπος, μου φέρθηκε πολύ καλά. Είναι φίλος των παιδιών μου. Ένας τζέντλεμαν». Αρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Δεν ξέρω πώς μπορεί να έγινε αυτό. Θεέ μου, δίνω το λόγο μου σαν χριστιανή, δεν τον πείραξα». «Είστε χριστιανή;» ρώτησε ο αστυνομικός. Αναστέναξε. Ή τ α ν ωραίος τύπος, γύρω στα πενήντα πέντε, ηλιοκαμένος, με ρυτίδες και καστανά μαλλιά. Μπορεί τώρα να τη βοηθούσε. Κάθισε πλάι της στον καναπέ. «Υπάρχει κάποιος στον οποίο να μπορείτε να τηλεφωνήσετε; Κάποιος που να έρθει να σας βρει τώρα στη φυλακή; Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να το κάνω αυτό. Πρέπει να σας οδηγήσω στις φυλακές και να τηλεφωνήσετε από εκεί. Αλλά αφού είμαστε και οι δύο χριστιανοί, ίσως θα ήταν δυνατό...» Η Φλόρα Λι τον κοίταξε, με μια λάμψη ελπίδας στα μάτια. Μήπως θα μπορούσε να κάνει κάτι ακόμη για να βοηθηθεί; Όχι, αποφάσισε, ο φόνος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. «Α, ναι, έχω ένα γιο και μια κόρη. Ίσως να την ξέρετε. Είναι η Σαρλίν Σμιθ. Θα μπορούσα να της τηλεφωνήσω. Θα τ' αναλάβει όλα. Έχει δικηγόρους και λεφτά και...» «Σαρλίν Σμιθ; Δεν πιστεύω να εννοείτε την ηθοποιό της τηλεόρασης; Αυτή είναι; Είναι κόρη σας; Είστε η μητέρα της Σαρλίν Σμιθ;» Η Φλόρα Λι κούνησε ζωηρά το κεφάλι της. Μπορεί να τα κατάφερνε να ξεμπλέξει. Ποιος θα πίστευε ότι η μητέρα μιας
διασημότητας μπορούσε να σκοτώσει κάποιον; «Ναι», είπε κι έπιασε την κορνίζα πλάι της. «Βλέπεις; Αυτό είναι το μωρό μου». Ο αστυνομικός μελέτησε για λίγο τη φωτογραφία και μετά της την έδωσε πίσω. «Ο καθένας θα μπορούσε να έχει τη φωτογραφία μιας σταρ. Έ χ ω κι εγώ στο σπίτι μου μια φωτογραφία της Σαρλίν Σμιθ. Ωραία γυναίκα και καλή χριστιανή». «Μα, βλέπετε, γράφει "Στη μαμά. Αγάπη από την κόρη σου Σαρλίν". Εγώ είμαι η μαμά». Περίμενε καθώς εκείνος εξέταζε ξανά τη φωτογραφία. Μετά σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω. Τελικά στάθηκε μπροστά της. «Αν είναι κόρη σας, πρέπει να έχετε το προσωπικό της τηλέφωνο, έτσι δεν είναι; Δώστε μού το». Η Φλόρα Αι έτρεξε να βρει το σημειωματάριο της κι έβγαλε την κάρτα με τον αριθμό της Σαρλίν. Τον αριθμό που είχε σαφή εντολή να μη δώσει σε κανέναν. «Να τος. Τον έχω πάντα μαζί μου γιατί δεν μπορώ να θυμάμαι αριθμούς». Ο αστυνομικός πήρε την κάρτα και κάθισε στην καρέκλα πλάι στο τηλέφωνο. «Εντάξει, κυρία, θα σας δώσω άλλη μια ευκαιρία. Γιατί σ' αυτή την πόλη η τηλεόραση είναι πολύ σημαντική και δε θέλουμε να δημιουργούμε προβλήματα στις σόου μπίζνες. Αλλά αν λες ψέματα και η Σαρλίν Σμιθ μου πει πως δε σε ξέρει, είσαι άσχημα μπλεγμένη. Ο φόνος τιμωρείται με την ποινή του θανάτου σ αυτή την πολιτεία. Πώς σε λένε;» ' «Φλόρα Αι Σμιθ». Καλύτερα να μην έλεγε ψέματα. «Φλόρα Αι Ντελούς». Και άρχισε να του εξηγεί. «Βλέπετε, δεν ήμουν παντρεμένη με τον πατέρα της Σαρλίν. Είχα παντρευτεί πριν, αλλά ο άντρας μου με είχε εγκαταλείψει. Έζησα με τον πατέρα Ντιν Σμιθ εφτά, οχτώ χρόνια. Ο Ντιν Σμιθ ήταν ο πατέρας της». Η Φλόρα Αι άρχισε να μιλά για τη ζωή της στο Άρκανσο και μετά στο Τέξας και όλα όσα είχαν συμβεί. Αλλά μετά από μερικές ερωτήσεις, ο αστυνομικός τη διέκοψε. «Είναι αλήθεια όλ' αυτά;» ρώτησε. «Έχεις πιστοποιητικά γεννήσεως και όλα τα σχετικά;» «Τα έχουν στο νοσοκομείο. Βλέπετε, απέκτησα κι άλλο παιδί». Κι ετοιμαζόταν να διηγηθεί μια νέα ιστορία.
«Και ποιο ήταν το πατρικό σας όνομα όταν ζούσατε στο Άρκανσο;» Κρατούσε σημειώσεις, κάτι που της προκαλούσε νευρικότητα. Τώρα την κοιτούσε. «Ελπίζω να μη λες ψέματα, κυρία Ντελούς». «Δε λέω ψέματα», ψιθύρισε. «Εντάξει, κυρία Ντελούς. Πήγαινε στο μπάνιο και κάνε ένα ζεστό ντους. Πλύνε όλα τα αίματα. Και καθάρισε την μπανιέρα. Πολύ προσεκτικά. Και μη βγεις αν δε σε φωνάξω. Κατάλαβες;» Σήκωσε το ακουστικό. «Θα μπορούσα... Θέλω να πω, είμαι πολύ συγχυσμένη. Κοιτάξτε, τρέμω. Μπορώ να πιω ένα ποτό πριν πάω; Για τα νεύρα μου». «Πάρε όλο το μπουκάλι μαζί σου. Αδιαφορώ. Πλύνε τα πάντα καλά, αλλά μην προσπαθήσεις να φύγεις. Έ χ ω ήδη ελέγξει το παράθυρο». Η Φλόρα Λι έκλεισε την πόρτα του μπάνιου πίσω της, άνοιξε τις βρύσες, ξεβίδωσε βιαστικά το μπουκάλι της βότκας, ήπιε τρεις γερές γουλιές και μετά μπήκε στο νερό, περιμένοντας να ενεργήσει το αλκοόλ. Πώς διάβολο μπλέχτηκα σ' αυτό; Τι συνέβη; Μήπως μπήκε μέσα κανείς και σκότωσε τον Ντόουμπ την ώρα που είχα πέσει σε λήθαργο; Μπορεί και ν' αυτοκτόνησε. Όχι, το μαχαίρι βρισκόταν στη μέση του στέρνου του. Μεγαλοδύναμε Θεέ! Είναι δυνατό να το έκανα εγώ; Σε μια στιγμή που δεν είχα τα λογικά μου; Της είχε ξανασυμβεί. Έπινε, δεν ήξερε τι έκανε και ξαφνικά βρισκόταν σε βρομερά δωμάτια, με βρομερούς άγνωστους άντρες. Αλλά ποτέ δεν είχε πειράξει κανέναν. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το ξέρει με σιγουριά. Μπορεί και να έκανε κάτι και να μην το θυμόταν. Γλυκέ Ιησού, βοήθησέ με. Δε θέλω να πεθάνω. Αν με βοηθήσεις θα σταματήσω να πίνω. Για πρώτη φορά μετά από δώδεκα χρόνια, η Φλόρα Λι έπεσε στα γόνατα για να προσευχηθεί. Σηκώθηκε κι έκλεισε το νερό. Μετά ήπιε άλλες δυο γουλιές βότκα. Αρχισε να τρίβει το σώμα της μ' ένα σφουγγάρι. Βρισκόταν έξω από την μπανιέρα πίνοντας, όταν άκουσε ξανά τη φωνή του αστυνομικού. Κρατούσε ακόμη το τηλέφωνο.
Η Φλόρα Λι άνοιξε την πόρτα κι επέστρεψε στο λίβινγκ ρουμ, με τη ρόμπα της τυλιγμένη γΰρω της. Ένιωθε λίγο καλύτερα, αλλά αυτό δεν της έλυνε το πρόβλημα. Και ήταν τόσο ωραίος άντρας. «Θα θέλατε ένα ποτό;» τον ρώτησε ήσυχα. «Κυρία Ντελούς, είμαι σε υπηρεσία. Καθίστε». Πήρε μια καρέκλα και κάθισε στην άκρη του καναπέ. «Μόλις μίλησα με την κόρη σας. Είστε αυτή που λέτε πως είστε. Τώρα ακούστε με. Δε μου αρέσει αυτή η κατάσταση, αλλά για τη Σαρλίν Σμιθ θα έκανα τα πάντα. Ο τύπος ήταν γυρολόγος. Κανείς δε θα τον αναζητήσει. Και βρίσκομαι πολύ κοντά στη σύνταξη για να ιςαταστραφώ εξαιτίας του, επειδή θα τα βάλω με τους ανθρώπους των στούντιο». Η Φλόρα Λι ένιωσε να χαλαρώνει κάπως, αλλά έστεκε ακόμη στην <4κρη της καρέκλας. Να άκουσε ο Θεός τις προσευχές της; «Θά ντυθείτε, θα φτιάξετε τη βαλίτσα σας, θα μπείτε σ' ένα ταξί για το αεροδρόμιο και θα πάρετε την πρώτη πτήση για τη Νέα Ορλεάνη. Εκεί, θα τηλεφωνήσετε ο αυτό τον άνθρωπο». Της έδωσε ένα χαρτάκι μ' ένα όνομα κι έναν αριθμό τηλεφώνου. «Θα σας βρει ένα μέρος να μείνετε. Η μις Σμιθ σοκαρίστηκε πολύ, αλλά είπε πως θα συνεχίσει να σας στέλνει χρήματα, αλλά μόνο μέσω αυτού του ανθρώπου. Κάθε μήνα θα σας φέρνει μια επιταγή». Η Φλόρα Λι άρχισε να κλαίει. «Το ήξερα. Το ήξερα πως το μικρό μου κοριτσάκι θα με βοηθούσε. Και σας ευχαριστώ, κύριε». Λυγμοί άρχισαν να τραντάζουν ξανά το σώμα της. «Ένα λεπτό, κυρά μου, δεν τελειώσαμε. Αν απόψε ο αφήσω να φύγεις, δε θα έρθεις ποτέ ξανά σ' επαφή με τη Σαρλίν ή τον Ντιν. Δε θ' αναφέρεις ποτέ σε οποιονδήποτε τη συγγενική σας σχέση. Τίποτε. Αυτό σημαίνει ότι δε θα ξαναδείς τα παιδιά σου. Αλλά μόνο έτσι δε θα σε στείλω μέσα, όπου η μικρότερη ποινή που σε περιμένει είναι τα ισόβια». Η Φλόρα Λι δεν έχασε λεπτό. «Είπε η Σαρλίν ότι θα συνεχίσει να στέλνει τα λεφτά;» Ο αστυνομικός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι, αλλά θα κρατήσεις κλειστό το στόμα σου. Μόλις μιλήσεις, το Εφ
Μπι Αϊ θ' αρχίσει να ψάχνει. Και τότε είσαι σίγουρα για την ηλεκτρική καρέκλα». «Δεν έχει λόγο ν' ανησυχεί η Σαρλίν. Ποτέ δε θα τους έκανα κακό. Εγώ τους μεγάλωσα. Θα πάω στη Νέα Ορλεάνη και από αΰριο δε θα ξαναπιώ. Να της το πεις. Μόλις το υποσχέθηκα και στο Θεό». Σκούπισε τα μάτια της με την άκρη της ρόμπας της και σηκώθηκε. «Πρέπει να μαζέψω τα πράγματά μου... από κει μέσα». Έδειξε το υπνοδωμάτιο με το δολοφονημένο άντρα. «Κάνε γρήγορα. Έχω μερικά πράγματα να κάνω ακόμη για να κουκουλώσω αυτή την υπόθεση. Και οι άλλοι δυο αστυνομικοί έρχονται. Θέλω να φύγεις πριν φτάσουν». Δε χρειάστηκε να της το πει δεύτερη φορά. Η Φλόρα Λι άρπαξε δυο παντελόνια, λίγα εσώρουχα και όσα καλλυντικά της χωρούσαν στο μικρό σακ βουαγιάζ που της είχε χαρίσει η Σαρλίν. Μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά είχε ντυθεί και είχε επιστρέψει στο λίβινγκ ρουμ, αφού προηγουμένως έριξε μια τελευταία ματιά στον Ντόουμπ στο κρεβάτι. Ο αστυνομικός κρατούσε κάτι χαρτονομίσματα και της τα έδωσε. «Αυτά είναι αρκετά για να πας στη Νέα Ορλεάνη. Θα πάρεις περισσότερα όταν φτάσεις και τηλεφωνήσεις στον αριθμό που σου έδωσα». Η Φλόρα Λι πήρε τα λεφτά. «Υπάρχει κάτι ακόμη που πρέπει να κάνεις πριν φύγεις». Η Φλόρα Λι τον κοίταξε με ανησυχία. Θα την έβαζε να υπογράψει την ομολογία της; «Πριν φύγεις, πρέπει να γράψεις ένα σημείωμα με το δικό σου γραφικό χαρακτήρα». Της έδωσε ένα κομμάτι χαρτί. «Αγαπητοί μου Σαρλίν και Ντιν», έγραψε. «Μπορεί και να μη σας ξαναδώ. Σας ευχαριστώ για όλα. Νιώθω να σας γίνομαι βάρος και κάτι τέτοιο δε θα το ήθελα. Μην περιμένετε να επιστρέψω. Με την αγάπη μου, η μαμά». Η Φλόρα Λι αναπήδησε καθώς άκουσε μια κόρνα. «Είναι το ταξί σου, το κάλεσα εγώ. Άκουσα ότι επαναφέρουν την κρεμάλα σαν μέσο εκτέλεσης. Είναι φριχτός θάνατος, κυρία Ντελούς. Καταλάβατε;»
Η Φλόρα Αι κούνησε το κεφάλι της, άρπαξε το σακ βουαγιάζ και το μπουκάλι της βότκας κι έτρεξε έξω. Ο αστυνομικός έμεινε στο παράθυρο και την παρακολούθησε που έφευγε. Κάθισε και σχημάτισε έναν αριθμό στο τηλέφωνο. Ό σ ο βρισκόταν στο τηλέφωνο, η πόρτα του υπνοδωματίου άνοιξε αργά και ο Ντόουμπ βγήκε, με το μαχαίρι ακόμη κρεμασμένο στο στήθος του. Ο αστυνομικός τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Που να πάρει, Μπάρνεϊ, έκανες πολλή ώρα. Κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου», είπε, καθώς άνοιγε το πουκάμισο του και τραβούμε το μισομάχαιρο από το μαγαζί με τα τρικ. «Για ερασιτέχνης έκανες σπουδαία δουλειά», είπε ο Μπάρνεϊ μ' ένά νεύμα επιδοκιμασίας. Ο Ντόουμπ πήγε στο μπάνιο και ακούστηκαν θόρυβοι ανακούφισης. Επιστρέφοντας στο λίβινγκ ρουμ, σωριάστηκε σε μια καρέκλα και ο Μπάρνεϊ του έδωσε μια διπλή βότκα από ένα άλλο μπουκάλι που ξετρύπωσε στην κουζίνα. «Ωραία, Μπάρνεϊ, ποτέ στην καλλιτεχνική σου καριέρα δεν έχεις κερδίσει χίλια δολάρια με τόση ευκολία». «Πώς σου φάνηκε όταν της είπα ότι επαναφέρουν την κρεμάλα;» «Ποτέ δεν ήσουν καλός στους αυτοσχεδιασμούς, Μπάρνεϊ. Και τώρα δώσε μου όλες τις σημειώσεις για τα πιστοποιητικά γεννήσεως και πάμε να φύγουμε από δω».
41 «Πολύ ωραίο το γεύμα, χρυσέ μου, αλλά πρέπει να φύγω τρέχοντας», είπε η Κρίσταλ Πλένουμ στον Σάι Όρτις, καθώς τον φιλούσε και στα δύο μάγουλα. Προχώρησε με τους δυο σωματοφύλακες στο πλευρό της και ο Σάι την παρακολούθησε καθώς έφευγε, μοιράζοντας φιλιά στον αέρα εδώ κι εκεί.
Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από την Κρίσταλ, άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Υπήρχαν δύο είδη γευμάτων: το βαρύ και το ελαφρύ. Ο Σάι έβρισκε πως τα ελαφριά γεύματα ήταν τα πιο δύσκολα. Κι αυτό το ελαφρύ γεύμα δεν είχε άλλο σκοπό από το να κρατήσει την Κρίσταλ «ζεστή», να της πει πόσο όμορφη και ταλαντούχα εξακολουθούσε να είναι και τι σπουδαίες ευκαιρίες έψαχνε για λογαριασμό της. Ως συνήθως, όλα ψέματα. Σκέτο γλείψιμο δηλαδή. Αυτό που ο Σάι μισούσε περισσότερο στη δουλειά του. Μετά από κάτι τέτοια ένιωθε περισσότερο μαριονέτα παρά σαν να κινούσε ο ίδιος τα νήματα. Η Κρίσταλ βούλιαζε και το ήξεραν και οι δυο. Μετά το Τζακ και Τζιλ δεν της είχε γίνει καμιά αξιοπρεπής πρόταση. Υπήρχαν βέβαια πολλοί πρωταγωνιστικοί ρόλοι για τριανταπεντάρες, αλλά το Τζακ και Τζιλ άλλαξε τις απόψεις του κοινού γι' αυτήν. Τώρα πια δεν μπορούσε να ξαναπαίξει τη νέα. Ο Σάι ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ του και δε χρειάστηκε να φωνάξει το σερβιτόρο για να του ξαναγεμίσει το φλιτζάνι. Εμφανίστηκε αμέσως μπροστά του, αλλά αυτό σημαίνει να γευματίζεις στο Πόλο Λάουντζ και να είσαι γνωστός. Ξαφνιάστηκε όταν ο μικρόσωμος άντρας στάθηκε μπροστά του. Του πήρε ένα λεπτό να συνειδητοποιήσει ποιος ήταν. «Άρα Σαγκάριαν;» είπε επιτέλους και τον κοίταξε. Προφανώς ο Άρα προχωρούσε προς το δικό του τραπέζι. «Μπορώ να καθίσω;» τον ρώτησε ο Άρα και ο σερβιτόρος περίμενε την απόφαση του Σάι. «Μόλις έφευγα. Γευμάτισα με την Κρίσταλ. Αλλά θα πιω έναν εσπρέσο». Ο Άρα κάθισε απέναντι του και ο σερβιτόρος βιάστηκε να τον βοηθήσει. «Δεν ξέρω αν το άκουσες», είπε ο Άρα, φτάνοντας με εκπληκτική ταχύτητα στο ψητό. «Αλλά ήθελα να το μάθεις από μένα. Υπέγραψα με τον Μάικλ Μακλέιν. Δεν το προκάλεσα εγώ και θέλω να το ξέρεις. Αυτός ήρθε να με βρει». Αυτό ήταν λοιπόν. Ο γερο-Αρμένης ήθελε να θριαμβολογήσει. Ο Σάι έσκυψε προς το μέρος του. «Ξέρεις ποια πήρα εγώ. Και, κατά τη γνώμη μου, τρεις βασίλισσες δεν είναι μικρό πράγμα. Το
ν' αποκτήσεις τον Μάικλ Μακλε'ιν και να χάσεις τη Λάιλα Κάιλ δεν είναι σίγουρα η αγοραπωλησία του αιώνα. Εγώ δε θα κοκορευόμουν αν ήμουν στη θέση σου». «Δεν κοκορεύομαι. Απλώς έχω την ευγένεια να σου το πω ο ίδιος». «Μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον που ασχολείται με τα σκατά», του πέταξε ο Σάι. /^Άκουσε αυτό που θα σου πω, γιε μου», άρχισε ο Άρα. «Σ' αυτή την πόλη, σ' αυτή τη δουλειά, καλό είναι να φέρεσαι όμορφα σε όλους. Κυρίως όταν βρίσκεσαι στα πάνω σου. Γιατί μπορεί να τους χρειαστείς όταν θα βρίσκεσαι στα κάτω σου». Πώς τολμούσε αυτός ο γερο-παραλυμένος να του δίνει συμβουλές; Ό λ η η οργή του από το γεύμα με την Κρίσταλ και το γλείψιμο που αναγκάστηκε να της κάνει, ξεχείλισε μέσα του. «Είσαι ένας παλιόγερος, ποιος νομίζεις ότι είσαι;» Ο Σάι είδε πως ο Άρα προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Θα σου διηγηθώ μια ιστορία, Σάι». Ο Σάι σήκωσε το ένα του χέρι για να τον διακόψει και το άλλο για να καλέσει το σερβιτόρο. Σ' ένα δευτερόλεπτο, ο σερβιτόρος είχε φτάσει. «Κάνε μου μια χάρη», του είπε ο Σάι. «Άκουσε την ιστορία αυτού του γερο-ξεκούτη. Έ χ ω να κάνω σπουδαιότερα πράγματα». Ο Σάι σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο του μαιτρ, υπέγραψε το λογαριασμό και βγήκε. Με όλ' αυτά που του είχαν συμβεί αυτό το απόγευμα, ήταν θαύμα που δεν είχε δει τον Νιλ Μορέλι να τον περιμένει με το χέρι στην τσέπη.
42 Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο, διάσημος σκηνοθέτης, μέγας κατακτητής της έβδομης τέχνης, με τέσσερα Όσκαρ, νέος τηλεοπτικός πρί-
γκιπας, ο πιο ισχυρός άνθρωπος του Χόλιγουντ, ήταν ξαπλωμένος ολόγυμνος, δεμένος στις τέσσερις άκρες του κρεβατιού. Αγωνιζόταν ν' απελευθερωθεί από τις μεταξωτές κορδέλες που έδεναν τους καρπούς και τους αστραγάλους του στο κρεβάτι. Αναρωτήθηκε αν η Λάιλα είχε κάνει στους προσκόπους. Ή τ α ν κι αυτός πρόσκοπος στο Κουίνς και ήξερε να δένει όλων των ειδών τους κόμπους. Μέσα στο σκοτάδι, έκανε άλλη μια προσπάθεια μορφάζοντας. Ακόμη και στα πιο άγρια όνειρά του δεν το είχε φανταστεί αυτό. Την πρώτη φορά που τον έδεσε η Λάιλα στο κρεβάτι είχε σοκαριστεί, αλλά όχι από πουριτανισμό. Ή τ α ν τόσο πολύ απρόθυμη να κάνει σεξ, που ο Μάρτι κατέληξε πως ακόμη και παρθένα να μην ήταν, σίγουρα ήταν εντελώς άπειρη. Έτσι, όταν άρχισε προσεκτικά να βγάζει το μεταξωτό σχοινί από μια τσάντα Ερμες, είχε μείνει άναυδος. Και η αλήθεια είναι πως η ιδέα τον είχε απωθήσει. Είχε βέβαια κατά καιρούς επιδοθεί σε σεξουαλικές παραδοξότητες, αλλά το να τον δέσουν, να γίνει τόσο ευάλωτος, ακινητοποιημένος στο κρεβάτι, δεν έδειχνε και πολύ διεγερτικό. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η κατάπληξή του όταν συνειδητοποίησε πως η Λάιλα ήταν αυτή που πρότεινε κάτι τέτοιο, ώστε δέχθηκε. Χωρίς να πει λέξη, χωρίς καν ένα χαμόγελο, με τρομερή αυτοσυγκέντρωση, έδεσε τους καρπούς και τους αστραγάλους του. Μετά χαμήλωσε τα φώτα και τον άφησε εκεί, μόνο και δεμένο. Το πιο παράξενο για τον Μάρτι ήταν πως τότε άρχισε να διεγείρεται. Και τότε, αδύναμος και γυμνός μέσα στο σκοτάδι, ένιωσε τη μεγαλύτερη έξαψη της ζωής του, την πιο γρήγορη πρόωρη εκσπερμάτωση. Δεμένος στο κρεβάτι, ήταν πια ο σκηνοθέτης του τίποτε. Η Λάιλα έκανε ξανά την εμφάνισή της, με τα μακριά μαλλιά της λυτά και φωτεινά σαν φλόγες που έλαμπαν στο σκοτάδι. Φορούσε κάτι σαν κορσέ —ο Μάρτι δεν ήξερε πώς να το ονομάσει— ένα μπούστο στο χρώμα του χαλκού, αλλά που άφηνε το στήθος ακάλυπτο. Τα στήθη της, τόσο γεμάτα, τόσο τέλεια, ξεπηδούσαν από πάνω και η μέση της ήταν τόσο σφιχτά δεμένη, που χωρούσε σ' ένα δαχτυλίδι. Κι όταν έκανε στροφή, το πίσω μέρος του
μπούστου αποτελούνταν από μεταξωτές κορδέλες, που αποκάλυπταν την πλάτη και άφηναν να ξεπηδούν ολόγυμνα και τέλεια τα οπισθιά της. Ο Μάρτι προσπάθησε ν' αναπνεύσει, αλλά δυσκολεύτηκε. Αν εξαιρέσουμε μερικούς πεοθηλασμούς, δεν είχε κάνει έρωτα μαζί της και δεν την είχε δει ποτέ γυμνή. Τα απίστευτα μακριά πόδια της, ο τέλειος πισινός της, τα στήθη της, τόσο στρογγυλά, τόσο τέλεια, όλα πάνω της τον συγκλόνιζαν. Ο τεντωμένος ανδρισμός του ήταν το μόνο που μπορούσε να κινήσει απ' όλα του τα μέλη. «Καλό;» ρώτησε η Λάιλα. «Θαυμάσιο», στέναξε. «Ναι». Τα χέρια του τεντώθηκαν στα σχοινιά. «Ξέδεσέ με», είπε. «Α, όχι. Τότε δε θα 'χει γούστο». Ανέβηκε πάνω του και το δεξί της στήθος, το τέλειο δεξί της στήθος, μόλις που ακούμπησε στην παλάμη του, Εκείνος προσπάθησε να το χουφτώσει, αλλά η Λάιλα αποτραβήχτηκε μ' ένα χαμόγελο. «Α, όχι», του ξανάπε ψιθυριστά. «Πρώτα θα το φιλήσεις». «Το θέλω πολύ», της ψιθύρισε. «Ξέδεσέ με, σε παρακαλώ». «Όχι», ξανάπε και κινήθηκε ως τα πόδια του κρεβατιού. Μετά, με μια όλο χάρη κίνηση, σηκώθηκε ορθή πάνω στο κρεβάτι, με τα πόδια ανοιχτά στις δύο πλευρές της μέσης του. Πάνω στους μηρούς του ένιωθε τους λεπτούς της αστραγάλους. Κοίταξε ψηλά και είδε τα στήθη της πάνω του, το ψυχρό, τέλειο πρόσωπο της, τα μαλλιά της σαν βελούδινη κουρτίνα. Χωρίς να έρθει σ' επαφή με τον ανδρισμό του, κάθισε πάνω στο στήθος του. «Φίλησέ το», του είπε και αργά, πολύ αργά, χαμήλωσε το στήθος της πάνω του. Με λαιμαργία αγωνίστηκε να σηκώσει το κεφάλι του, αλλά τα σχοινιά τον κρατούσαν σφιχτά ακίνητο κι εκείνη σταμάτησε ακριβώς λίγο πριν το στόμα του. «Πες "παρακαλώ"», του είπε. «Παρακαλώ», την ικέτεψε. «Παρακαλώ τι;» τον ρώτησε. «Παρακαλώ... παρακαλώ, άσε με να φιλήσω το στήθος σου». Η φωνή του ήταν ένα γρύλισμα. Ένιωθε έτοιμος να εκραγεί.
H Λάιλα χαμογέλασε. Έσκυψε ακόμη πιο πολΰ, με τη θηλή της ελάχιστα μακριά από το ανοιχτό στόμα του. «Εδώ», είπε και άφησε τη ρώγα της ν' ακουμπήσει τα χείλη του. Έπεσε σαν φλόγα πάνω στην πυρακτωμένη γλώσσα του. Μοΰγκρισε. «Κι άλλο», την ικέτεψε. Τότε η Λάιλα γλίστρησε έξω από το κρεβάτι και στάθηκε πλάι του. Άναψε ένα κερί και στο φως του φάνηκε η τελειότητα του κορμιοΰ της. Ο Μάρτι σκέφτηκε πως η Λάιλα είναι το ωραιότερο πλάσμα της δημιουργίας. Το αψεγάδιαστο δέρμα της έλαμπε. Τα μαλλιά της, τόσο πυκνά, τόσο λαμπερά, τόσο μακριά, θύμιζαν ουρά του ωραιότερου καθαρόαιμου. Τα δόντια της, τα μάτια της, τα χείλη της, αντανακλούσαν το φως της φλόγας. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του. «Θέλεις να μ' αγγίξεις;» τον ρώτησε. Ο Μάρτι κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Έβαλε τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα στα στήθη της. «Θέλεις να μ' αγγίξεις εδώ;» ρώτησε και άρχισε να τα μαλάζει. Έκλέισε τα μάτια της. «Ωωω!» βόγκηξε. «Είναι τόσο όμορφα. Θέλεις να το κάνεις κι εσύ;» Ο Μάρτι δεν μπορούσε ούτε να κουνήσει το κεφάλι του. Τα χέρια της Λάιλα έτρεξαν κάτω στη μέση της, τους μηρούς και την κοιλιά της, αγγίζοντας, τρίβοντας, τσιμπώντας την ίδια της τη σάρκα, ενώ ο Μάρτι κειτόταν εκεί, αδύναμος, ανίκανος να κάνει άλλο από το να παρακολουθεί. Του γύρισε την πλάτη και η αναπνοή του κόπηκε στη θέα του πανέμορφου πισινού της. Και τα χέρια της ξανά κινήθηκαν πάνω στα πισινά της, με τα δάχτυλά της να τους δίνουν μικρές τσιμπιές, ώσπου εκείνος ούρλιαξε από τον πόθο. «Θέλεις να σ' αγγίξω;» τον ρώτησε. «Αχ, ναι, σε παρακαλώ», της είπε. Εκείνη χαμογέλασε και αργά κούνησε προς τη μεριά του τα αξιολάτρευτα χέρια της. Ελαφριά, σαν πεταλούδα, μόλις που άγγιζε το στήθος του και μετά κατέβαινε στην επίπεδη κοιλιά του. «Ναι», μούγκρισε και τα χέρια της έτρεξαν πίσω στο στήθος του, στο πρόσωπο, στα μάτια, στο στόμα. Φίλησε τότε τα δάχτυλά της και μετά τα έστειλε να εξερευνήσουν τα φλεγόμενα χείλη του, τη γλώσσα του. Αργά, η
Λάιλα έβαλε ένα δάχτυλο της στο στόμα του κι εκείνος άρχισε να το βυζαίνει λαίμαργα. Μετά κι άλλο δάχτυλο, κι άλλο, μέχρι που Χο στόμα του μπουκώθηκε μ' ολόκληρο το χέρι της. Ένιωσε ένα κομμάτι του εαυτοΰ της, αλλά εκείνη γρήγορα, πολύ γρήγορα, τράβηξε το χέρι της και το έστειλε ξανά στο στήθος του, στις θηλές του και μετά κάτω, κάτω, χωρίς να τον αγγίζει εκεί, μέχρι που βρέθηκε στην άκρη του κρεβατιού. Και τότε, απαλά, άρχισε να τρίβει τα στήθη της στα πόδια του. Ένιωσε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Προσπάθησε μάταια για άλλη μια φορά ν' απελευθερωθεί από τα σχοινιά του. Ποτέ του δεν είχε φτάσει σε τέτοια ύψη σεξουαλικής φρενίτιδας και απόλυτης υποταγής. Τέντωσε τα πόδια του για ν' ακουμπήσουν όσο γινόταν περισσότερο στα στήθη της. Και τότε άρχισε να κλαίει. Οι λυγμοί, μικροί στην αρχή, μετά πιο έντονοι, τον συγκλόνιζαν. Τιναζόταν και τεντωνόταν και ο θρήνος έφτανε από κάπου στο κέντρο του είναι του. Τα δάκρυα έπεφταν στο σεντόνι και το μούσκευαν. Και τότε η Λάιλα βρέθηκε πάνω του, με το πρόσωπο της πλάι στο δικό του, τα μαλλιά της να πέφτουν σαν καταρράκτης στα μάτια του, στη μύτη του, στο στόμα του. «Ωωω, μωρό μου. Ωωωω, όχι. Όχι, μωρό μου», του ψιθύριζε σαν μητέρα που έβλεπε το μωρό της να κλαίει και φιλούσε τα χείλη του, τα βλέφαρά του, τα μάγουλά του. «Εδώ, εδώ, μωρό μου», είπε κι έβαλε το βαρύ της στήθος στο στόμα του. «Εδώ, εδώ», του είπε. Ξετρελαμένος άρχισε να το βυζαίνει. Και μετά άρχισε να τρίβεται πάνω του, έπεσε πάνω στον ανδρισμό του, το απαλό της στόμα άρχισε να τον φιλά εκεί, τα χέρια της να τον τρίβουν. Μέσα από τα δάκρυά του την είδε ν' ανασηκώνεται, να κάθεται πάνω του, να μπαίνει μέσα της, μέσα της. Επιτέλους. Επιτέλους. Είχε μείνει κατάπληκτος, αλλά είχε χάσει την κρίση του, τη σκέψη του, τις λέξεις, τον έλεγχο τον είχε αυτή. Άρχισε να κουνιέται πάνω του, γονατιστή. Ο Μάρτι δεν έβγαζε κανέναν ήχο. Αλλά ένιωθε σαν όλο του το είναι, όλο το σύμπαν, να είχαν το επίκεντρο τους εκεί, στο σημείο που η σάρκα του ενωνόταν με της Λάιλα. Και μετά ένιωσε κάτι που δεν το είχε ξανανιώσει, την πιο όμορφη αίσθηση. Τέλειωσε
επιτέλους κι έκλαιγε καθώς τέλειωνε, χαμένος σ' έναν τρομερό σπασμό, νιώθοντας να πλημμυρίζει, ν' αδειάζει, να καθαρίζει. Κι έτσι συνέχισαν. Το τελετουργικό άλλαζε ελαφρά, μόνο μια φορά την εβδομάδα και κάθε φορά που η Λάιλα έφερνε τα μεταξωτά σχοινιά, ένιωθε μεγαλύτερη λαιμαργία κι ευγνωμοσύνη. Και ήταν παράξενο. Γιατί δεν ανησυχούσε καθόλου που τον βύθιζε στο πιο παθητικό σεξ. Αντίθετα, ένιωθε ν' ανακουφίζεται απεριόριστα. Συνειδητοποίησε πως σε όλη του τη ζωή αγωνιζόταν για να ικανοποιεί τις πιο απαιτητικές, τις πιο δύσκολες γυναίκες. Πρώτα τη μητέρα του, μετά τις δασκάλες του, μετά τη γυναίκα του και μετά ένα σωρό πανέμορφες και κακομαθημένες ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Το ήξερε πως ήταν ένας μικρόσωμος, κοκαλιάρης, σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος, υποχρεωμένος ν' ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις γυναικών που το Χόλιγουντ τις είχε κάνει θεές. Στα τριάντα επτά του, ήταν ακόμη το παιδί από το Κουίνς, που η αγωνία του ήταν πώς θα ικανοποιήσει τα κορίτσια, πώς θα τους κάνει έρωτα επιστρατεύοντας όλες τις γνωστές τεχνικές, για να τους αρέσει. Τώρα, με τη Λάιλα, όλ' αυτά τα βάρη είχαν φύγει από πάνω του. Επιτέλους κάποιος έδινε οδηγίες και στο σκηνοθέτη. Και η ανακούφιση ήταν τόσο μεγάλη, που κάθε φορά του έφερνε δάκρυα στα μάτια. Δεν είχε πια αυτός την ευθύνη για τη σωστή επιλογή του χρόνου, για τις στάσεις, τη χορογραφία γενικά. Η Λάιλα έκανε όλη τη δουλειά γι' αυτόν, είχε αναλάβει τα πάντα. Κι αν αυτό την ανακούφιζε, αν είχε ανάγκη να κρατά αυτή τον έλεγχο για να μη φοβάται, τόσο το καλύτερο για τον Μάρτι. Στην πραγματικότητα, ο Μάρτι ένιωθε ευγνωμοσύνη. Για μια φορά στην τόσο γεμάτη ζωή του, δε χρειαζόταν να δουλέψει σκληρά για να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Η Λάιλα ικανοποιούσε μόνη της τον εαυτό της και δεχόταν τη δική του απόλαυση σαν πολύτιμο δώρο. Για άλλη μια φορά, ένας από τους πιο ισχυρούς άντρες του Χόλιγουντ, έστεκε δεμένος στο κρεβάτι, γυμνός και ανίσχυρος. Ποιος θα το φανταζόταν αυτό; Ποιο από τα ερπετά τον Χόλιγουντ μπορούσε ν' ανακαλύψει τη σεξουαλική ζωή ενός από τους πιο ισχυρούς σκηνοθέτες και μιας από τις πιο δημοφιλείς σταρ; Ο
Màf»ii χαμογέλασε στο σκοτάδι. Αυτό είναι, λοιπόν, σκέφτηκε και άρχισε να τεντώνει το σώμα του σε τόξο, καθώς προσπαθούσε μάταια ν' απελευθερωθεί από τα δεσμά του.
43 Η Τζέιν βρισκόταν στην αγκαλιά του Σαμ, παρακολουθώντας το κοιμισμένο του πρόσωπο. Αυτές οι στιγμές ήταν τόσο πολύτιμες γι' αυτή, που όσο χρόνο κι αν περνούσαν μαζί ένιωθε όλο και μεγαλύτερη πείνα. Κι όμως, σε λίγο έπρεπε να σηκωθούν και να ετοιμαστούν για τα δύσκολα γυρίσματα στην παραλία. Αυτό είχε θελήσει πάντοτε. Και τώρα, επιτέλους, είχε συμβεί. Ο Σαμ την αγαπούσε. Το ήξερε! Από το άγγιγμά του, το βλέμμα του, τον τρόπο που της έκανε έρωτα. Το πάθος του ήταν τόσο δυνατό, που και οι δυο τους ένιωθαν να ζαλίζονται, να εξαντλούνται. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον έχει καταδικό της. Και το μόνο που εκείνος ήθελε ήταν να την έχει δική του. Μακάρι να μην είχαν να δουλέψουν γι' αυτή την ηλίθια ταινία. Της είχε πει πόσο ανασφαλής ένιωθε. Τον ανακούφιζε. Και του έλεγε πως κι εκείνη φοβόταν. Παρηγορούσαν ο ένας τον άλλο. Όταν βρίσκονταν μαζί στο κρεβάτι, δεν είχε τίποτε σημασία. Ο κόσμος έσβηνε γύρω τους. Η Τζέιν αναστέναξε. Κανείς τους δεν το είχε ομολογήσει, αλλά η ταινία δεν πήγαινε καλά. Ή τ α ν αδύνατο να χειριστεί κανείς τον Μάικλ. Στη διάρκεια της βασικής σκηνής, άφησε λυτή τη γραβάτα του —κατά λάθος, ισχυρίστηκε— και η σκηνή χρειάστηκε να γυριστεί από την αρχή την επομένη. Αλλά κι όταν έβλεπε το πρόσωπο της στην οθόνη, το έβρισκε όμορφο, αλλά άψυχο, ξύλινο. Έπρεπε να συνηθίσει σε υπερβολικές κινήσεις, αλλά τώρα ήταν πια αργά, η μισή ταινία είχε γυριστεί. Και ήταν σκέτη αγωνία να πρέπει συνεχώς να προβάλλει ένα νεανικό στυλ. Και ο
Μάικλ δε βοηθούσε. Κάθε μέρα ήταν ένα βασανιστήριο. Και μόνο οι στιγμές με τον Σαμ είχαν αξία. Μόνο γι' αυτές νοιαζόταν. Αφού έκαναν έρωτα εκείνη την πρώτη φορά, στο σκοτάδι, μέσα στη σουίτα της, χρειάστηκε να του μιλήσει για τις ουλές. Την τρομοκρατούσε η σκέψη να νιώσει ο Σαμ απώθηση, ακόμη και αηδία. Αλλά εκείνος την είχε απλώς κοιτάξει και της είχε πει: «Δεν το καταλαβαίνεις; Δε μ' ενδιαφέρει η εμφάνισή σου. Σ' αγαπώ». Μετά ξανάκαναν έρωτα, ακόμη πιο λαίμαργα από πριν. Της αρκούσε που της έλεγε: «Σ' αγαπώ. Μόνο εσένα». Και φαίνεται πως έτσι ήταν. Κάθε βράδυ, χάνονταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τον φιλούσε παντού, με δάκρυα στα μάτια, ευτυχισμένη που η σάρκα του είχε επιστρέψει ο αυτήν. Κι εκείνος τη χάιδευε παντού, της έκανε έρωτα με τον πιο απόλυτο τρόπο, ο έρωτάς του έκαιγε σαν πυρετός. «Σ' αγαπώ», μουρμούριζε καθώς τη φιλούσε στο λαιμό, στα μαλλιά. «Σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ». Κι αυτή, η Τζέιν, τον πίστευε, όσο η Μέρι Τζέιν δεν τον είχε πιστέψει ποτέ. Αλλά τι θα γινόταν αν ανακάλυπτε την αλήθεια; Τώρα πια δεν μπορούσε να του το πει. Κάποτε το είχε σχεδιάσει σαν εκδίκηση. Τώρα είχε γίνει η δική της τιμωρία. Είχε τα πάντα, όλα όσα είχε επιθυμήσει. Τότε γιατί, αναρωτήθηκε κοιτώντας τον, γιατί νιώθω τόσο θλιμμένη; *
*
*
Ο Μάικλ Μακλέιν μισούσε τη Βόρεια Καλιφόρνια, μισούσε τα εξωτερικά γυρίσματα, μισούσε τον Σαμ, μισούσε την Έιπριλ, μισούσε το σενάριο και μισούσε την ταινία. Πάνω απ' όλα, μισούσε την Τζέιν Μουρ. Και συνειδητοποιούσε, με κάποια έκπληξη, πως μισούσε και την ίδια του τη δουλειά. Χριστέ μου, τα έβρισκε όλα παιδαριώδη και γελοία και βαρετά. Μπορεί να τον καλοπλήρωναν, αλλά δε χρειαζόταν άλλα λεφτά. Αλλά και δεν μπορούσε να τα παρατήσει, γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει. Τι στο διάβολο συνέβαινε; Πάντα ήθελε να είναι σταρ και να πηδάει ωραίες γυναίκες. Τώρα και τα δυο είχαν γίνει πολύ κουραστικά.
Ή τ α ν νέος για να βγει στη σύνταξη και καμιά άλλη δουλειά δεν τον ενδιέφερε. Καθόλου δεν του άρεσε η σκέψη ν' ανοίξει για παράδειγμα μια αλυσίδα εστιατορίων. Βέβαια, το επόμενο βήμα θα ήταν να περάσει στη σκηνοθεσία και στην παραγωγή. Όλοι θέλουν να γίνουν σκηνοθέτες. Αλλά ο Μάικλ το είχε ήδη προσπαθήσει μια φορά και δεν ήθελε να το ξανακάνει. Η πίεση ήταν ανυπόφορη. Είσαι το νούμερο ένα, μέχρι να βγει η ταινία. Τότε σε τρώνε ζωντανό. Θα μπορούσε ν' ασχοληθεί με τη διδασκαλία. Ο Ρέντφορντ το είχε κάνει, αλλά ο Μάικλ δεν είχε καμιά όρεξη ν' ακούει διάφορους μαλάκες φοιτητές από το Σικάγο να του αναπτύσσουν τις «απόψεις» τους για το σινεμά. Μια άλλη περίπτωση ήταν η πολιτική. Αλλά όχι αν έπρεπε να το κάνει σε τοπικό επίπεδο σαν τον Σόνι Μπόνο. Θα τον ενδιέφερε να γίνει γερουσιαστής. Αλλά και πάλι τι αξία θα είχε να είναι ένας από τους πολλούς; «Είμαστε έτοιμοι για σας, κύριε Μακλέιν», του φώναξε ένας από τους βοηθούς. Ο Μάικλ χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Χριστέ μου, σκέφτηκε. Μερικές φορές η ζωή είναι τόσο άδικη! Ό χ ι μόνο υπήρξε πάντα πολύ ωραιότερος από τον Ρόναλντ Ρίγκαν, αλλά και καλύτερος ηθοποιός. Πώς τα κατάφερε ο Ρόνι και εξασφάλισε τον καλύτερο ρόλο;
Είχαν παρουσιαστεί αρκετά τεχνικά προβλήματα και κινδύνευαν να χάσουν το φυσικό φως στην παραλία. Επιτέλους, όλα ήταν έτοιμα. Ή τ α ν μια δύσκολη σκηνή, που περιλάμβανε ένα σφιχτό αγκάλιασμα κι ένα φιλί. Η Τζέιν, αρκετά εκνευρισμένη από το ίδιο το περιεχόμενο της σκηνής, είχε γίνει έξαλλη με τις καθυστερήσεις. Επιτέλους, όλα ήταν έτοιμα. Φόρεσε, με τη βοήθεια της Μάι, τη λευκή μπλούζα για το γύρισμα. Υποτίθεται πως ήταν η μπλούζα του Μάικλ, που τη φόρεσε εκείνη αφού είχαν κάνει έρωτα, πανάκριβη και σχεδόν διαφανής, έτσι που διαγράφονταν τα στήθη της. Η Τζέιν είχε ζητήσει να την ντουμπλάρουν σ αυτή τη σκηνή, αλλά ο Σαμ την είχε ικετέψει να το κάνει. «Θα ήταν δύσκολο να
γίνουμε πειστικοί και τα στήθη σου είναι υπέροχα», της είχε μουρμουρίσει, τρίβοντας το πρόσωπο του πάνω τους καθώς βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Η Τζέιν είχε διαφωνήσει, αλλά τελικά κέρδισε εκείνος. «Έχε μου εμπιστοσύνη, οι ραφές δε θα φάνουν». Τώρα αναζητούσε τη σιγουριά στη Μάι. Γιατί όταν επρόκειτο για την εμφάνισή της, η Τζέιν δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλο. Δεν ήξερε πώς θα τα έβγαζε πέρα με την ταινία, αν δεν την είχε κοντά της. «Στη μεγάλη οθόνη», της έλεγε, «όλα εξαρτώνται από το δέρμα. Το αψεγάδιαστο δέρμα δημιουργεί την αυταπάτη της ομορφιάς». Αλλά τώρα, καθώς κοίταζε τη Μάι, έβλεπε πως κάτι της συνέβαινε. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο, οι ρυτίδες της πιο βαθιές από κάθε άλλη φορά. Την ενοχλεί κι αυτήν τόσο πολύ αυτή η ταινία; «Είσαι καλά;» τη ρώτησε. «Έχω πονοκέφαλο», είπε μορφάζοντας και μόνο αυτό πρόλαβε ν' ακούσει η Τζέιν καθώς έπεφταν όλοι πάνω της, ο κομμωτής και ο μακιγιέρ και η ενδυματολόγος. Την ετοίμασαν γρήγορα κι έμεινε να περιμένει και να περιμένει και να περιμένει. Τελικά, όταν πια ο ιδρώτας άρχιζε να στεγνώνει πάνω της, έκανε την εμφάνισή του ο Μάικλ. Χωρίς να χαιρετήσει κανέναν, χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά, στράφηκε στον Σαμ και στον καμέραμαν. «Είμαι έτοιμος», τους είπε με τα χείλη σφιγμένα. Υπήρξε άλλη μια παύση και μετά ξεκίνησαν. Ο Μάικλ την πήρε στην αγκαλιά του, με την κάμερα να παρακολουθεί την ατέλειωτη σκηνή που κατέληγε στο κοντινό πλάνο. Ο Μάικλ την έσφιγγε από το σβέρκο. Μύριζε όμορφα, ένα μείγμα αγγλικού σαπουνιού και άγριου μπαχαρικού. «Σου αρέσει;» τη ρώτησε καθώς την έσφιγγε. Δεν υπήρχε κάτι τέτοιο στο σενάριο, η σκηνή ήταν χωρίς λόγια. «Σου αρέσει;» την ξαναρώτησε. Για να φανεί ευγενική έκανε ένα «μμμμμμ». «Το ξέρω ότι σ' αρέσει, πουτανίτσα. Αλλά το προτιμάς με τον Σαμ ή μ' εμένα;» τη ρώτησε, κρατώντας την ακόμη σφιχτά, ενώ η κάμερα έπιανε το παγερό της ύφος.
Ο Σαμ διέκοψε τη σκηνή. «Το ξέρω ότι σου ζητώ πολλά, Τζέιν», της είπε. «Αλλά δεν μπορείς να προσπαθήσεις να παίξεις χωρίς να δείχνεις την αηδία σου;» Η Τζέιν φώναξε στον Μάικλ: «Κατέστρεψες τη σκηνή!» «Γιατί, τι έκανα;» ρώτησε με δήθεν αθώο ΰφος. «Θεέ μου, είναι δυνατόν εσείς οι δΰο να σταματήσετε τους καβγάδες;» ρώτησε ο Σαμ. «Χάνουμε το φως! Τζέρι, φτιάξε ξανά το πρόσωπο της. Λάσλο, θα προσπαθήσουμε άλλη μια φορά...» Ακούστηκε ένα δυνατό μουρμουρητό. Αλλά αυτά δεν επιτρέπονται όταν ένας σκηνοθέτης δίνει οδηγίες. «Μπορώ να έχω την προσοχή σας;» ρώτησε ο Σαμ ενοχλημένος. Αλλά ο θόρυβος δε σταματούσε. Μεγάλωνε. «Φωνάξτε τη νοσοκόμα. Καλέστε ένα νοσοκομειακό!» ούρλιαξε ο Τζόελ. Η Τζέιν έτρεξε, μαζί με όλους τους άλλους, προς μια ομάδα ανθρώπων που σχημάτιζαν έναν κύκλο. Είδε την Ντόροθι, τη βοηθό της, να κρατά πάνω στα πόδια της το κεφάλι της Μάι. Η Τζέιν είδε τη λεπτή λωρίδα αίματος να κυλά από το στόμα της. «Θεέ μου!» ούρλιαξε. «Φωνάξτε ένα γιατρό!» «Είναι πολύ αργά!» της είπε η Ντόροθι.
Ο Σαμ μπήκε ήσυχα στο σκοτεινό υπνοδωμάτιο. Η Τζέιν κοιμόταν εξαντλημένη κάτω από το σεντόνι. Μόνο τα σκούρα της μαλλιά και το ένα της χέρι φαίνονταν. Το χέρι της έπεφτε άψυχο πάνω στο μαξιλάρι, σαν πεταμένο φύλλο. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε γίνει αποπνικτική από τη ζέστη, καθώς, όταν αυτός και ο γιατρός έβαλαν την Τζέιν στο κρεβάτι, γύρισαν το θερμοστάτη στο φουλ για να σταματήσει να τρέμει. Τώρα ο Σαμ τον χαμήλωσε λίγο και πλησίασε να δει πώς είναι η Τζέιν. Θεέ μου, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν τώρα ήταν άλλη μια καθυστέρηση. Η Έιπριλ είχε ήδη αρχίσει να εκνευρίζεται. Μα γιατί
πήρε τόσο βαριά το θάνατο της γριάς; Πότε θα συνερχόταν; Πολύ ευαίσθητο κορίτσι. Απαλά απομάκρυνε το σεντόνι από το πρόσωπο της. Το πρόσωπο της ήταν χλομό, καλυμμένο από ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα. Κατέβασε το σεντόνι ως τη μέση της. II Τζέιν κάτι μουρμούρισε, γύρισε το κεφάλι της αριστερά και συνέχισε το βαθύ της ύπνο. Έμεινε να την κοιτάζει. Ή τ α ν τόσο όμορφη! Το τέλειο πρόσωπο της ήταν μισοκαλυμμένο από τα μαλλιά, αλλά ο λαιμός της, τα χέρια της, τα στήθη της απλώνονταν γυμνά μπροστά του. Από εκείνο το σημείο δε φαίνονταν οι ραφές της. Ή τ α ν τέλεια και όμορφη, αλλά του θύμιζε ένα πληγωμένο πουλί —το δικό του περιστέρι. Ο Σαμ ένιωσε ένα τσίμπημα στο στήθος. Το ήξερε πως δεν είχε ξανανιώσει έτσι ποτέ. Είχε ποθήσει πολλές γυναίκες και είχε νιώσει μεγάλη τρυφερότητα για τη Μέρι Τζέιν, τότε στη Νέα Υόρκη. Αλλά τώρα, αυτό που ένιωθε για την Τζέιν Μουρ, σχεδόν του έφερνε δάκρυα στα μάτια, μαζί μ' έναν πόθο τόσο έντονο, που ακόμη και τώρα ένιωθε διέγερση. Σε αντίθεση με την Έιπριλ, η Τζέιν ήταν και όμορφη και ευάλωτη. Σε αντίθεση με τη Μέρι Τζέιν, η Τζέιν ήταν και ευάλωτη και όμορφη. Πώς τελικά κατόρθωσε ν' αποκτήσει αυτή τη γυναίκα; Και τώρα, μετά το θάνατο της Μάι, η Τζέιν τον χρειαζόταν. Έβγαλε το τζιν του και γλίστρησε δίπλα της στο κρεβάτι. Θα την κρατούσε στην αγκαλιά του μέχρι να ξυπνήσει. Θα την παρηγορούσε και θα την ανακούφιζε για όσο διάστημα χρειαζόταν. Στο διάολο το γύρισμα. Το κορμί της ήταν ζεστό πάνω στο δικό του. Έβαλε το στήθος του στην πλάτη της κι έμειναν εκεί σαν δυο κουτάλια ενωμένα στο συρτάρι. Τον πλημμύρισε ένα κύμα τρυφερότητας, ανάμεικτο με πόθο, και δεν άντεξε στον πειρασμό να πιάσει με το χέρι του το ένα της στήθος. Το γεγονός ότι ήταν εντελώς αναίσθητη, έκανε τη στιγμή ακόμη πιο ερωτική και προσωπική. Ένιωθε σαν να την είχε τώρα πιο δική του από κάθε άλλη φορά. Κι ένιωσε το όργανο του να πιέζεται πάνω στον πισινό της. Ί σ ω ς να το ένιωσε κι αυτή, γιατί τεντώθηκε λίγο και μουρμούρισε μέσα στον ύπνο της. Ω, πόσο θα ήθελε να μπει μέσα της
τώρα, να μείνει μέσα της έως ότου ξυπνήσει. Αλλά θα το έκανε γι' αυτήν ή γι' αυτόν; Μήπως ήταν εγωιστικό να σκέφτεται κάτι τέτοιο σε μια ώρα σαν κι αυτή; Δεν ήταν ο τΰπος του άντρα που εκμεταλλευόταν μια γυναίκα αναίσθητη ή πιωμένη. Δεν του άρεσαν οι παθητικές γυναίκες. Αλλά τα αισθήματά του για την Τζέιν ήταν τόσο δυνατά και συνάμα ένιωθε τόσο ανασφαλής. Ό σ ο πιο συχνά έκανε έρωτα μαζί της, τόσο λιγότερο αισθανόταν πως την κατείχε. Την κατείχαν το κοινό, ο Τΰπος, οι σόου μπίζνες. Θα τον άφηνε στο τέλος, όπως έκαναν και οι άλλες καλλονές; Θα έφευγε μόλις τέλειωναν τα γυρίσματα; Την τράβηξε ακόμη πιο κοντά του. Αυτή τη φορά, σ' αυτή τη σχέση, ένιωθε τη ζεστασιά, ένιωθε την ειλικρίνειά της. Μήπως επειδή την έκανε δική του όταν ήταν νέα και άπειρη; Αλλά πόσο θα την άλλαζαν η δόξα και ο χρόνος; Ή τ α ν διάσημη και αυτή η ταινία θα την έκανε διασημότερη. Μποροΰσε να διαπραγματευθεί οποιαδήποτε συμφωνία ήθελε. Και μποροΰσε να κάνει δικό της όποιον άντρα ήθελε. Θα συνέχιζε να τον θέλει ή τον έβλεπε σαν μια περιπέτεια; Το χέρι του έτρεξε πάνω στην καμπύλη της μέσης της και κατέληξε στο γοφό της. Το χέρι του έτρεμε από τον πόθο, λες και είχε αποκτήσει δική του ζωή. Τη χάιδεψε σ' όλη την πλάτη και γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια της. Αρχισε να τη χαϊδεΰει εκεί. Και ένιωσε ακόμη μεγαλύτερη διέγερση. Τότε την άκουσε να ξυπνά. «Ω Σαμ!» είπε με τη φωνή βαριά από τη θλίψη, τον ύπνο και το υπνωτικό χαπάκι. Βυθίστηκε στο λαιμό της και τη φίλησε. «Ω Σαμ! Η Μάι! Πέθανε, Σαμ. Είμαι και πάλι μόνη». «Δεν είσαι μόνη. Είμαι κοντά σου. Είμαι κοντά σου και δε θα σ' αφήσω ποτέ». Ανασηκώθηκε στους αγκώνες του και κάλυψε το στόμα της με το στόμα του. Γεύτηκε τα δάκρυά της και κάτι μεταλλικό από το υπνωτικό. Δεν άντεχε να περιμένει ούτε ένα λεπτό ακόμη. Ποτέ του δεν είχε ξανανιώσει έτσι για μια γυναίκα, οποιαδήποτε γυναίκα. Δεν άντεχε. Ανοιξε τα πόδια της και μπήκε μέσα της απαλά. «Δε θα σ' αφήσω ποτέ», της υποσχέθηκε.
45 «Δεν πιστεύω ότι απλώς εξαφανίστηκε!» είπε η Σαρλίν στον Ντόουμπ. Καθόταν στο τραπεζάκι του κήπου, κρατώντας το γράμμα της Φλόρα Αι. Ο Ντόουμπ ετοίμαζε τη φωτιά για το μπάρμπεκιου. Τέλειωσε αυτό που έκανε και κάθισε απέναντι της. «Είναι για καλό, Σαρλίν», της είπε με χαμηλή και σοβαρή φωνή. «Μιλήσαμε για πολύ. Ντρεπόταν για τον εαυτό της και που σου είχε γίνει βάρος. Βρήκε πως αυτό ήταν το καλύτερο». Η Σαρλίν κούνησε το κεφάλι της, κάνοντας νόημα πως ο Ντόουμπ δεν έπρεπε να μιλά μπροστά στον αδερφό της. Ο Ντιν καθόταν στο γρασίδι, πετούσε μπαλάκια στους σκύλους κι εκείνα τα κυνηγούσαν σ' όλο τον κήπο. Η Ό π ρ α καθόταν ακίνητη πλάι του. Η Σαρλίν χαμογέλασε με το θέαμα που παρουσίαζαν το αγόρι και τα σκυλιά. «Θα μας λείψει, Ντόουμπ», είπε. «Σ' εμένα όχι», είπε ο Ντιν χωρίς να κοιτά κανέναν τους. «Δε θα μου λείψει η Φλόρα Λι. Δεν ήταν η μαμά μου. Εγώ τη μαμά θα την αναγνώριζα στο δευτερόλεπτο. Δεν ήταν αυτή». «Γιατί το λες αυτό, Ντιν;» ρώτησε ο Ντόουμπ. «Επειδή μύριζε έτσι. Ό π ω ς μύριζε ο μπαμπάς. Αλλά η μαμά μύριζε πάντα διαφορετικά από κείνον. Πάντα καθαρή, πάντα μοσχομύριζε». Η Σαρλίν ήξερε πως, για κάποιο λόγο, ο Ντιν είχε δίκιο. Η μαμά τους πάντα μύριζε ωραία. Το θυμόταν κι αυτή. Η μαμά πάντα πλενόταν, έπλενε τα ρούχα της, τα μαλλιά της. Η Σαρλίν θυμόταν πώς πάντα βούρτσιζε για ώρα πολλή τα μαλλιά της μαμάς. «Χαίρομαι που η Φλόρα Λι έφυγε», είπε ο Ντιν. «Τώρα μπορώ ν αρχίσω ξανά να θυμάμαι τη μαμά». Σηκώθηκε και τον ακολούθησαν και τα τέσσερα σκυλιά. «Πάω να τους δείξω τα και-
νούρια κόλπα άλλη μια φορά, να βεβαιωθώ ότι τα έμαθαν καλά και θα έρθουμε για μια παράσταση. Σε πόση ώρα θα είναι έτοιμα τα παϊδάκια, Ντόουμπ; Πεινάω σαν λύκος». «Παίξε με τους σκύλους και θα ετοιμαστούν. Αλλά τα χοτ ντογκ είναι έτοιμα. Πάρε ένα να σου κοπεί η πείνα». Παρακολούθησαν τον Ντιν ν' απομακρύνεται, ρίχνοντας μικρά κομματάκια στα σκυλιά που χοροπηδούσαν γύρω του. «Πολλοί θα έλεγαν ότι ο Ντιν βλέπει τα πράγματα απλοϊκά, Ντόουμπ. Αλλά με καταπλήσσει το γεγονός ότι πιάνει πάντα την ουσία. Όμως φοβάμαι για τη Φλόρα Λι. Μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι;» «Σαρλίν, είμαι εδώ για να σου πω μερικές αλήθειες, εκτός κι αν δε θέλεις να τις ακούσεις». Η Σαρλίν τον κοίταξε σιωπηλή, πήρε μια βαθιά ανάσα και δεν είπε λέξη. «Σαρλίν, η μαμά σου — που δεν είναι πια αυτή που ήταν — δεν είναι — και με συγχωρείς γι' αυτό που θα πω — παρά μια πόρνη. Ίσως και κάτι χειρότερο». Η Σαρλίν τινάχτηκε, αλλά έμεινε καθισμένη και σιωπηλή. Μόνο ένα δάκρυ άρχισε να κατεβαίνει στο μάγουλο της. «Δεν το είπα για να σε πληγώσω, κορίτσι μου. Το λέω για να καθαρίσω μια μολυσμένη πληγή. Ξέρω ότι αυτό σε πονάει, αλλά πρέπει να ξέρεις». «Νομίζεις ότι δεν το σκέφτηκα;» ρώτησε ήσυχα η Σαρλίν. Ο Ντόουμπ κοίταξε ντροπιασμένος αλλού. Την είχε υποτιμήσει. «Έπρεπε να το φανταστώ ότι ήξερες. Τώρα έφυγε και δε θα ξαναγυρίσει. Θα είναι καλά μέχρι την ώρα που κάποιος θα τη σκοτώσει ή θ' αυτοκτονήσει. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε για να το αλλάξεις αυτό, Σαρλίν». «Κι αυτό το ξέρω», είπε η Σαρλίν. «Αλλά η μαμά, η Φλόρα Λι, δε με γέννησε, όμως με μεγάλωσε, ήταν καλή μαζί μου. Αυτή είναι η οικογένειά μου». «Οικογένεια δεν είναι αυτό που κληρονομείς, κορίτσι μου. Είναι οι άνθρωποι που αγαπάς και σε αγαπούν». Η Σαρλίν το σκέφτηκε αυτό για λίγο, ακούγοντας τα παϊδάκια στα κάρβουνα να τσιτσιρίζουν. «Ήθελα να είμαι καλή κόρη. Μπορεί, αν προσπαθούσα περισσότερο, να...»
«Καμιά κοπέλα δεν μπορεί να είναι καλή κόρη μιας κακής μητέρας», τη διέκοψε ο Ντόουμπ. Για λίγο έπεσε σιωπή ανάμεσά τους. «Θα σου πω κάτι που θα σου φανεί αστείο», είπε η Σαρλίν. «Έχασα την πραγματική μου μητέρα νωρίς, αλλά απέκτησα τη Φλόρα Λι. Ή τ α ν καλή μητριά, Ντόουμπ. Ή τ α ν τίμια. Μου φερόταν σαν να ήμουν δικό της παιδί. Ποτέ δε με ξεχώριζε από τον Ντιν. Ποτέ δεν την κατηγόρησα που έφυγε. Ο πατέρας μου θα τη σκότωνε. Αλλά όλ' αυτά τα χρόνια μου έλειψε. Και τότε, ξαφνικά, τη βρήκαμε. Και αυτό είναι το αστείο: μου έλειπε περισσότερο εδώ στο Λος Άντζελες, αφού ήρθε να μας βρει. Ή τ α ν σαν να έχασα όχι μόνο τη μαμά, αλλά και την ανάμνησή της». «Ξέρω τι θέλεις να πεις, Σαρλίν. Κάποτε ήμουν παντρεμένος. Θα σου δώσω αυτό». Ή τ α ν ένα κλειδί. «Τι είναι αυτό;» «Το κλειδί μιας θυρίδας στην Κεντρική Τράπεζα της Καλιφόρνια. Υπάρχουν σημαντικά χαρτιά εκεί. Χαρτιά από τη μαμά σου. Να το φυλάξεις το κλειδί. Πήγαινε καμιά μέρα να δεις τι είναι». Άκουσαν το τηλέφωνο να χτυπά. «Θα το πάρω εγώ», είπε ο Ντιν. Γύρισε μ' ένα φορητό και το έδωσε στη Σαρλίν. «Είναι ο κύριος Όρτις», είπε. Ο Ντιν είχε αναλάβει να σηκώνει αυτός πάντα το τηλέφωνο, για να μην ενοχλείται η Σαρλίν. «Ε, κύριε Όρτις, τι έγινε, δουλεύετε και τις Κυριακές;» Αλλά η Σαρλίν ήξερε πως ο Σάι Όρτις δούλευε πάντα και πάντα της τηλεφωνούσε για να της δώσει περισσότερη δουλειά. Η Σαρλίν τον άκουσε να της μιλά με τη φωνή χρωματισμένη από την έξαψη. «Δεν το ξανακάνω», του είπε. «Δεν ξαναγυρίζω δίσκους. Δεν είναι σωστό. Δεν είναι η φωνή μου, ό,τι κι αν μου λέτε. Όχι. Όχι. Το εννοώ». Κι έκλεισε το τηλέφωνο. Καθώς εκείνη ύψωνε τη φωνή της, ο Ντόουμπ ανασήκωνε τα φρύδια του. «Κι άλλο πρόβλημα, Σαρλίν; Είναι επειδή είσαι πολύ σημαντικό πρόσωπο». «Ευτυχώς που με ξέρεις από παλιά, Ντόουμπ. Γιατί μερικές φορές αρχίζω ν' αναρωτιέμαι κι εγώ. Αλλά όταν κοιτάζω εσένα και τον Ντιν, τότε ξέρω ότι είμαι ένας κανονικός άνθρωπος».
«Ναι, αλλά άνθρωπος που μπορεί να τραγουδά». «Ντόουμπ, δεν αστειεύομαι. Δεν μπορώ να τραγουδήσω». «Μα τον άκουσα το δίσκο. Τον παίζουν στο ραδιόφωνο όλη μέρα και όλη νύχτα». «Δεν είμαι εγώ, Ντόουμπ. Ο Σάι λέει ότι αλλάζουν τη φωνή με τα μηχανήματα. Αλλά εγώ πιστεύω ότι έχουν βάλει άλλη να τραγουδά. Κάποια που μπορεί να τραγουδά, αλλά δεν είναι διάσημη σαν κι εμένα. Κι αυτό δεν είναι σωστό». Ο Ντόουμπ την κοίταξε, πλατάγισε τη γλώσσα του κι έβγαλε τα παϊδάκια από τα κάρβουνα.
46 «Μις Άιρονς;» Αν άκουγε το όνομά της άλλη μια φορά σήμερα, κάποιον θα ξεκοίλιαζε. Απάντησε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τις σημειώσεις της. «Τι;» «Ο κυβερνήτης μου ζήτησε να σας πω ότι θα προσγειωθούμε στο Όκλαντ σε δεκαπέντε λεπτά. Μπορώ να κάνω κάτι για σας;» «Όχι», του απάντησε απότομα. «Να βεβαιωθείτε μόνο ότι θα με περιμένει αυτοκίνητο». «Έχουμε ήδη επικοινωνήσει με τον πύργο ελέγχου. Θα βρίσκεται στην πίστα μόλις προσγειωθούμε». Η Έιπριλ έκανε νόημα στην αεροσυνοδό να φύγει, αποτέλειωσε τις σημειώσεις της κι έκλεισε το βιβλίο με το δερμάτινο δέσιμο. Κοίταξε γύρω της στην καμπίνα προς τη μοναδική συνεπιβάτιδά της. Εκείνε έτρεξε κοντά της. «Τον βρήκατε;» «Όχι. Του άφησα τρία μηνύματα, αλλά δεν απάντησε. Η γραμματέας του είπε πως ο κύριος Σιλντς δούλευε με τη μις Μουρ και δεν είχε ζητήσει να μην ενοχληθεί». «Το ξέρει ότι έρχομαι;» «Ναι, από χτες».
H Έιπριλ κούνησε το κεφάλι κι έδωσε στη γραμματέα της το σημειωματάριο. «Δακτυλογράφησε του αυτό. Το θέλω ως την ώρα που θα φτάσουμε στο πλατό». Η γυναίκα κάθισε αμέσως μπροστά στον υπολογιστή. Εκατό λέξεις το λεπτό, αλλά πώς διάβολο ήταν το όνομά της; Η Έιπριλ είχε αλλάξει τρεις τέσσερις απόδαύτες μέσα σε έξι μήνες και δε θυμόταν τα ονόματά τους. Χίλια δολάρια την εβδομάδα για να δακτυλογραφούν και να δέχονται τα τηλεφωνήματα. Και πάλι δεν τα κατάφερναν. Ο επόμενος θα ήταν άντρας, είπε στον εαυτό της. Άντρα γραμματέα είχε και ο Σάμιουελ Μάγιερ. Πενηντάρη, με γνώσεις και πιστό. Μόνο που τώρα πια δε βρίσκεις τέτοιους. Η Έιπριλ κοίταξε κάτω την ακτή του Ειρηνικού και είδε τα κύματα να λυσσομανούν πάνω στις άδειες παραλίες. Κάπου εκεί κάτω, σε μια από αυτές τις παραλίες, δούλευαν για το Ένα Αστέρι Γεννιέται. Ο Μάικλ την είχε προειδοποιήσει με τ' απανωτά του τηλεφωνήματα. «Δεν το αντέχω άλλο αυτό, Έιπριλ. Ο Σαμ ασχολείται μόνο με τη μικρή που τη φωνάζουν κιόλας Τσαρίνα Πασών των Ρωσιών». Το ήξερε αυτό. Ο Σαμ είχε σταματήσει και τις επαφές μαζί της. Κι ας ήταν αυτή η παραγωγός. «Ποια είναι η γνώμη σου, Μάικλ;» τον είχε ρωτήσει. «Ποια είναι η γνώμη μου; Για όνομα του Θεού, Έιπριλ. Έχεις ένα σκηνοθέτη που κάνει μια εβδομάδα να γυρίσει μια σκηνή στην παραλία. Και η γαμημένη η παραλία είναι εκεί. Ή δ η έχει πέσει έξω τρεις εβδομάδες στον προγραμματισμό. Για να μη μιλήσουμε για τον προϋπολογισμό. Και περνά όλη την ώρα του με την ηλίθια αυτή σκύλα. Αν η ταινία πιάσει πάτο, την έχω βαμμένη!» Όλα είχαν πάει στραβά. Και η Τζέιν Μουρ ήταν όλο νευρικότητα. Φυσικά ήταν η πρώτη της ταινία. Θα πήγαινε καλά η μετάβαση από το μικρό κουτί στη μεγάλη οθόνη; Η Έιπριλ είχε ζήσει στο παρελθόν προσωπικές υποθέσεις να τινάζουν στον αέρα τα σχέδιά της. Αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γυρίσει ταινία με την πρωταγωνίστρια να έχει κοιμηθεί και με τον πρωταγωνιστή
και με το σκηνοθέτη. Και οπωσδήποτε όχι όταν ο σκηνοθέτης είχε δεσμό με την ίδια την Έιπριλ! Έτριξε τα δόντια της. Ο Σαμ Σιλντς ξεπέρασε τα όρια. Τον είχε συγχωρήσει για την Κρίσταλ Πλένουμ, αλλά, όταν ξεκίνησαν αυτή τη δουλειά, του είχε ξεκαθαρίσει πως απαιτούσε να της είναι πιστός. Τώρα ο τΰπος κοιμόταν με την Τζέιν Μουρ και η Έιπριλ θα γελοιοποιόταν. Ας αφήσουμε το οικονομικό μέρος. Ο Σαμ πηδούσε και είχε χάσει τον έλεγχο. Τον έλεγχο του εαυτοΰ του, των τεχνικών, του προγραμματισμού, του προϋπολογισμού. Η Έιπριλ θα τα κανόνιζε όλ' αυτά. Θα τους τιμωρούσε όλους. Το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει, η γραμματέας της έδεσε τη ζώνη της και συνέχισε να δακτυλογραφεί. Προσγειώθηκαν και η Έιπριλ σηκώθηκε στρώνοντας τη φούστα της. Κατέβηκε τις σκάλες και προχώρησε προς τη μαύρη λιμουζίνα. Ένας νεαρός άνοιξε τήν πίσω πόρτα για να περάσει μέσα. Δεν ήταν ο Σαμ. Δεν το πίστευε. «Καλησπέρα, μιςΆιρονς». «Ποιος, που να πάρει, είσαι πάλι εσύ;» «Ο Τζόελ Γκρόσμαν, μις Άιρονς. Ο βοηθός σκηνοθέτη, μις Άιρονς. Συναντηθήκαμε στο Λος Άντζελες. Θέλω να πω, ήσαστε παρούσα όταν με προσέλαβε ο Σαμ, μις Άιρονς». Πολύ καλή ευκαιρία για ν' αρχίσει η τιμωρία. «Και γιατί επαναλαμβάνεις συνέχεια το όνομά μου; Φοβάσαι μήπως το ξεχάσεις;» Μπήκε στο αυτοκίνητο και κάθισε χωρίς να του κάνει χώρο. «Μπορώ να καθίσω δίπλα σας, μις... Θέλω να πω, θέλετε να καθίσω μπροστά;» «Πρέπει να μετακινηθώ;» τον ρώτησε. Δεν της απάντησε. Έκλεισε την πόρτα και πήγε από την άλλη πλευρά. Η γραμματέας κάθισε μπροστά, πλάι στον οδηγό. «Ωραία», του είπε χωρίς να τον κοιτά. «Ποια είναι τα προβλήματα και ποιες είναι οι λύσεις; Σε λιγότερο από είκοσι πέντε λέξεις». «Δεν υπάρχουν προβλήματα», βιάστηκε ν' απαντήσει. «Μείναμε μόνο λίγο πίσω λόγω του καιρού. Και επιπλέον...» «Σου έμειναν άλλες δέκα λέξεις».
«Λοιπόν, μις Άιρονς», πήρε πάλι φόρα ο Τζόελ. «Ξέρετε τι καλλιτέχνης είναι ο Σαμ. Τα θέλει όλα τέλεια. Θυμίζει τον Όλιβερ Στόουν...» Όλιβερ Στόουν; Γιατί δεν έλεγε Όλιβερ Χάρντι; «Πες μου ένα πράγμα. Δική σου ιδέα ήταν να έρθεις να με πάρεις εσύ ή του Σαμ;» Του έπεσαν τα μούτρα. «Ήταν, χμμ, του Σαμ, μις Άιρονς». Έσκυψε στο σοφέρ. «Σταμάτα αμέσως». Το αυτοκίνητο στάθηκε. «Βγες έξω», του είπε, κοιτώντας τον στα μάτια. «Και πες στον Σαμ να μην ξαναστείλει ένα παιδί να κάνει τη δουλειά ενός άντρα». «Μα, μις Άιρονς, είμαστε στον αυτοκινητόδρομο. Πρέπει να περπατήσω οχτώ χιλιόμετρα». Το κάτω χείλος του είχε αρχίσει να τρέμει. «Βοηθός σκηνοθέτη είσαι, κάτι θα σκεφτείς. Και τώρα βγες έξω». Γινόταν έξω φρενών όταν την ανάγκαζαν να φερθεί έτσι. Αλλά, διάβολε, δε θα επέτρεπε σε κανένα να τη γελοιοποιεί. «Έξω!» επανέλαβε. Ο Τζόελ βγήκε, το βλέμμα του ήταν ικετευτικό. «Κλείσε την καταραμένη την πόρτα. Βιάζομαι». *
*
*
Η υπό κανονικές συνθήκες άδεια παραλία, ήταν γεμάτη κόσμο. Που να πάρει ο διάβολος, τα εξωτερικά γυρίσματα κοστίζουν αστρονομικά ποσά. Και για ποιο λόγο; Έτσι, για να γυρίζουν με φόντο τον ωκεανό. Πόσο της κόστιζε όλη αυτή η φασαρία; Αλλη μια απόδειξη ότι ο Σαμ είχε χάσει τον έλεγχο. Αν δεν μπορούσε να κρατά ήσυχους τους τεχνικούς, δεν μπορούσε να γυρίζει ταινία. Πού ήταν; Για παιχνιδάκια με την Τζέιν Μουρ; Η ταινία ήταν το σημαντικότερο πράγμα αυτή τη στιγμή, θύμισε στον εαυτό της. Ούτε ο Σαμ, ούτε το ποιος πηδούσε ποια. Η ταινία και τα σαράντα εκατομμύρια δολάρια που είχε επενδύσει σ' αυτήν. Εντάξει, δεν ήταν δικά της τα λεφτά, αλλά τα είχε πάρει από κείνους τους μπάσταρδους της τράπεζας. Σκέφτηκε τον Σαμ που ξόδευε τα λεφτά της και ξανάτριξε τα δόντια της. Ποτέ και σε κανένα δε θα
επέτρεπε να θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της, ακόμη κι αν επρόκειτο για κάποιον που την πηδούσε. Έμεινε για λίγα λεπτά στο αυτοκίνητο, περιμένοντας τον υπεύθυνο του πλατό να παρατηρήσει τη μοναδική καταραμένη λιμουζίνα που βρισκόταν στην παραλία. Τελικά ο υπεύθυνος ήρθε. «Φέρε μου τον Σαμ», του πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο. Περίμενε άλλα δέκα λεπτά για να έρθει ο Σαμ. Π' ανάθεμά τους τους σκηνοθέτες, νομίζουν πως η ζωή είναι ταινία. «Μπες μέσα», του είπε. «Πάνε κάτι μέρες που δε μου στέλνεις αναφορές, ούτε απαντάς στα τηλεφωνήματά μου». Τον κοίταζε καθώς έριχνε πίσω το κεφάλι του και κοίταζε την οροφή του αυτοκινήτου. «Όχι μαλακίες τώρα, Σαμ. Το εννοώ». Ο Σαμ άρχισε να κουνά το κεφάλι του. «Δεν ξέρω τι συμβαίνει, Έιπριλ. Απλώς δεν προχωράει». «Κάν' το, λοιπόν, να προχωρήσει», του πέταξε. «Αν μου έστελνες τις αναφορές, ίσως να ήμουν σε θέση να σε βοηθήσω». Και να γλιτώσουμε χρήμα και χρόνο, για όνομα του Θεού. «Γιατί σταμάτησες να μου τις στέλνεις;» Ο Σαμ φόρεσε εκείνο το έντονο βλέμμα, το γαμημένο βλέμμα του θεατρικού σκηνοθέτη από τη Νέα Υόρκη που έγινε σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ. Το βλέμμα που είχε αρχίσει ν' απεχθάνεται. Ξεχνούν πως εδώ μιλάμε για μπίζνες. Είναι σόου μπίζνες. Ό χ ι τέχνη. Είναι λεφτά. «Η Τζέιν δεν βγαίνει όπως τη θέλω. Δουλεύω πολύ σκληρά μαζί της και καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά...» «Το ξέρω ότι δεν τα καταφέρνει. Αλλά κάν' τη να τα καταφέρει». «Έιπριλ, μη σκεφτείς ότι δεν έχω εντελώς αφοσιωθεί στη δουλειά. Η Τζέιν κι εγώ...» «Λοιπόν, ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Είμαι η παραγωγός σου, άσχετα από το πόσο καλά πηδιόμαστε. Το πιάνεις αυτό; Είμαι το αφεντικό σου και αυτή τη στιγμή δε δίνω πεντάρα για το τι κάνεις με το πουλί σου, εκτός κι αν αυτό επηρεάζει τα οικονομικά μου. Μη μου μιλάς, λοιπόν, για αφοσίωση. Σαν αφεντικό σου, σου λέω πως η δουλειά σου και το μέλλον σου πολύ εύκολα μπορούν να τιναχτούν στον αέρα. Μην μπερ-
δεύεσαι, λοιπόν. Δουλεύεις τώρα. Και δουλεύεις για μένα. Για ποιο λόγο έχεις πέσει έξω και από πλευράς προγραμματισμού και από πλευράς προϋπολογισμού;» «Εξαιτίας του καιρού, κυρίως. Εδώ και εφτά ημέρες δεν είχαμε ήλιο». «Και τι θα γίνει;» «Θα...» Ο Σαμ ανασήκωσε τους ώμους. Η Έιπριλ ένιωσε έντονη την επιθυμία να τον χαστουκίσει. Δεν είχε εναλλακτική λύση; «Ήθελες να παραστήσεις το Θεό και γι αυτό έγινες σκηνοθέτης. Αλλά εδώ δεν είναι καμιά θεατρική σκηνή, κύριε Μπρόντγουεϊ, εδώ μιλάμε για σινεμά, μεγάλη ιστορία. Γι' αυτό όταν δε γίνονται τα εξωτερικά γυρίσματα, γίνονται τα εσωτερικά. Χριστέ μου, εγώ πρέπει να τα λέω όλα; Αλλιώς, βρες τρόπο να φέρεις τη λιακάδα». «Περίμενε. Δεν είναι μόνο αυτό. Ο Μάικλ μ' έχει φέρει ως το λαιμό. Το παίζει κυκλοθυμικός». «Του σπάτε τα τέτοια. Τι στο διάβολο περίμενες;» «Η Τζέιν κι εγώ...» «Σου το είπα, δε μ' ενδιαφέρει. Αλλά μου κοστίζει. Ορίστε, τώρα πού είναι το πρόβλημα; Υποτίθεται ότι έπρεπε να γυρίσετε τη σκηνή με τον Τζέιμς και την Τζούντι να περπατούν στην παραλία μαζί. Πού είναι το πρόβλημα;» «Ο Μάικλ είναι πιο κοντός από την Τζέιν». «Και λοιπόν; Πρώτη φορά συμβαίνει;» «Χρειαστήκαμε χρόνο για να βρούμε μια λύση. Τελικά τη βρήκαμε». «Άκουσε, Σαμ, σου δίνω μόνο την αυριανή μέρα για να τελειώσεις», του είπε και του έδειξε την πόρτα του αυτοκινήτου. «Θα είμαι εδώ αύριο το πρωί, βρέξει χιονίσει. Και, Σαμ, κάτι ακόμη. Το καλό που σου θέλω, να είσαι απόψε στη σουίτα μου. Δε με ενδιαφέρει αν θα σου σηκωθεί ή όχι, αλλά δεν πρόκειται να κρατάω φανάρι αν προτιμάς μια σταρλετίτσα». *
*
#
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, η Έιπριλ ακούμπησε το κεφάλι στο μαξιλαράκι. Κι άλλη ημικρανία. Ο γιατρός έλεγε πώς προκαλεί-
ται από το στρες. Σκατά. Η ζωή είνάι στρες. Για εκατομμυριοστή φορά αναρωτήθηκε γιατί δεν πήρε τον Μπο Γκόλντμαν για την ταινία, μετά το Άρωμα Γυναίκας. Μόλις που πρόλαβε να μπει στο δωμάτιο της και άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο. «Έιπριλ, άκουσα ότι ήρθες στο γύρισμα αλλά δεν έψαξες να με βρεις». Ή τ α ν ο Μάικλ. Αυτό πήγαινε πολΰ. Εσΰ δεν έψαξες να με βρεις, σκέφτηκε. Κι εγώ είμαι εκείνη που υπογράφω τις επιταγές. Αλλά απλώς αναστέναξε. «Έχω πολλά στο μυαλό μου, Μάικλ. Και μια τρομερή ημικρανία. Έπρεπε να ξαπλώσω». «Ημικρανία; Ξέρω μια θεραπεία που εφάρμοζαν στην Αρχαία Κίνα. Θέλεις να έρθω να σου δείξω;» Η φώνή του έσταζε μέλι. «Αυτός είναι πονοκέφαλος σαράντα εκατομμυρίων δολαρίων, Μάικλ. Δε νομίζω πως οι αρχαίοι Κινέζοι είχαν θεραπεία για τόσο ακριβή ασθένεια. Θα σε δω το πρωί στο γΰρισμα. Στις έξι το πρωί, Μάικλ. Θα γυρίζουμε τη σκηνή, είτε έχει ήλιο είτε δεν έχει». Σκέφτηκε τα έξι εκατομμύρια δολάρια της αμοιβής του και ξανάτριξε τα δόντια της. «Και βέβαια θα είμαι εκεί. Είμαι εκεί καθημερινά, πάντα έτοιμος και διαθέσιμος». Η φωνή του έγινε σέξι. «Αλλά, Έιπριλ, ο Μάικλ είμαι, θεραπεύω τα πάντα. Και απόψε είμαι ελεύθερος». «Ποτέ σου δέν ήσουν ελεύθερος», του είπε και κατέβασε το ακουστικό. *
*
*
Το άλλο πρωί η Έιπριλ βρισκόταν στην παραλία πριν από τον Μάικλ, τον Σαμ και την Τζέιν. Μίλησε με το διευθυντή φωτισμού, δίνοντάς του οδηγίες. Πρώτος έφτασε ο Σαμ. «Βλέπω, ανέλαβες χρέη σκηνοθέτη», της είπε. «Σε εκπλήσσει αυτό, Σαμ; Λες και πρόκειται για ένα χάρισμα ή κάτι τέτοιο». Γύρισε προς το μέρος του πριν εκείνος προλάβει να πει κάτι. «Ας το ξεκαθαρίσουμε τώρα. Δεν κάνεις τη δουλειά σου και επομένως κάποιος πρέπει να την κάνει. Αν σήμερα δεν κάνεις ό,τι λέω εγώ, θα βρω άλλον. Με κατάλαβες;» Χλόμιασε, κούνησε το κεφάλι του και άρχισε ν' απομακρύνεται.
«Και, Σαμ, γιατί όλο αυτό το μεϊκάπ στα πόδια της Τζέιν; Πάσχει από ψωρίαση;» Είδε τον Σαμ να κοιτάζει προς το τροχόσπιτο της Τζέιν, απ' όπου εκείνη έβγαινε ερχόμενη προς το μέρος τους. «Νιώθει νευρικότητα για τη σκηνή. Θέλει να είναι όλα τέλεια, γι' αυτό της έδωσα την άδεια να βάλει παραπάνω μεϊκάπ». «Ελπίζω να έχεις δίκιο, Σαμ. Αυτά τα πράγματα είναι στη δική σου κρίση. Και πληρώνεσαι γι' αυτή την κρίση. Ελπίζω μόνο να μη σκέφτεσαι με το πουλί σου». Ο Μάικλ περπατούσε βιαστικά προς το μέρος τους, με τα χέρια του βαθιά χωμένα στις τσέπες της ρόμπας του. «Τι μούτρα είναι αυτά, Μάικλ; Λες και σου είπαν ότι πάσχεις από ανίατη ασθένεια». Καλύτερα να περάσω αμέσως στην επίθεση και να του αφήσω την άμυνα, σκέφτηκε. Ο Μάικλ την αγνόησε και στράφηκε στον Σαμ. «Τι στο διάβολο είναι αυτό;» ρώτησε, δείχνοντας τα ξύλα κατά μήκος της παραλίας. «Ράμπα έφτιαξες;» «Ναι, Μάικλ, είναι ο μόνος τρόπος ν' αντιμετωπίσουμε το υπερβολικό ύψος της Τζέιν». Η Έιπριλ έβλεπε τον Σαμ να ιδρώνει. Ποτέ του δε θα έφερνε βόλτα τον Μάικλ. «Εγώ δεν περπατάω πάνω σε ράμπες. Ξέχάσέ το». «Έχουμε το φωτισμό όπως τον θέλουμε, οι τεχνικοί και οι ηθοποιοί είναι έτοιμοι. Θέλω να γυρίσουμε τη σκηνή σήμερα, Μάικλ. Έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο». Η Έιπριλ στεκόταν τώρα πλάι στον Σαμ. «Άντε πηδήξου», είπε ο Μάικλ, στρέφοντας για πρώτη φορά την προσοχή του προς αυτήν. «Εγώ τον έχω στο κεφάλι μου αυτόν το μαλάκα. Και δεν πρόκειται να θυσιάσω την αξιοπρέπειά μου περπατώντας σε μια άθλια ράμπα». Η Έιπριλ είχε να γυρίσει μια ταινία και τα σαράντα εκατομμύρια δολάρια έφευγαν σαν νεράκι. «Μα, Μάικλ, πώς θα γυρίσουμε τα μακρινά πλάνα;» Έκανε μερικά βήματα πίσω και είπε: «Θάψτε τη σκύλα στην άμμο».
47 Η Τζέιν καθόταν στο τροχόσπιτο της, περιμένοντας να τη φωνάξουν για το επόμενο γύρισμα, γράφοντας στο δόκτορα Μουρ. Γιατί, στο κάτω κάτω, δεν είχε κανέναν άλλο για να επικοινωνήσει. Ο θάνατος της Μάι την είχε επηρεάσει περισσότερο απ' όσο φανταζόταν. Δεν κοιμόταν καλά και τα μάτια της είχαν γεμίσει σακούλες. Και το γεγονός ότι έκλαιγε σχεδόν συνέχεια, δε βοηθούσε. Το ξέρω ηως θα σκεφτείς ότι μου το είχες πει, αλλά... Σταμάτησε. Είχε όλα όσα είχε επιθυμήσει. Μια σπουδαία καριέρα και τον άντρα που αγαπούσε. Αλλά ήταν έτσι; Της φαινόταν δύσκολο να πιστέψει ότι είχε και πάλι δικό της τον Σαμ. Ότι την αγαπούσε, την κρατούσε στην αγκαλιά του, την ήθελε. Ένιωθε ακόμη τα χέρια του να χαϊδεύουν το κορμί της. Το στόμα του πάνω στο δικό της, στο λαιμό, στα στήθη, στους ώμους, στην κοιλιά, κάτω, χαμηλά, πολύ χαμηλά. Με αγαηά, αλλά είναι σαν να μψ είμαι εκεί. Ή, καλύτερα, σαν να μψ είναι αυτός εκεί. Όταν αγγίζει το τιρόσωτιόμου, δεν είναι το πρόσωπο μου. Δηλαδή είναι φυσικά το πρόσωπο μου, αλλά όχι το πρόσωπο που είχα πριν, τότε που δε με αγαπούσε. Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που ο Σαμ χάιδευε το πρόσωπο της ήταν σαν να τη χαστούκιζε. Κάθε φορά που ακουμπούσε το χέρι του στο προφίλ της, υπογραμμίζοντας την τελειότητά του, ένιωθε σαν να είχε πάνω της ένα επικίνδυνο όπλο. Πώς είναι δυνατό; Είναι αυτό που θέλω. Αυτόν ήθελα πάντα και τώρα τον έχω. Επιτέλους, με αγαπά.
Αλλά κάποια πλευρά του εαυτού της δεν μπορούσε να δεχθεί την αγάπη που της έδινε τόσο απλόχερα. Ή τ α ν σίγουρο ότι ο Σαμ τη λάτρευε. Φαινόταν. Το είχε δει να συμβαίνει σε άλλους ανθρώπους, σε φίλους της, στον τρόπο που ο Τσακ έδειχνε τη λατρεία του για τη Μόλι. Σκεφτόταν όλες τις ωραίες γυναίκες και πώς οι άντρες τις κυνηγούσαν πεινασμένα, μαγνητισμένοι. Και θυμόταν πόσο ζήλευε και πόση πίκρα ένιωθε στη σκέψη πως αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ σ αυτήν, πως δε θα ενέπνεε ποτέ τέτοια πάθη. Μετά σκέφτηκε τον Νιλ. Τ η μοναδική κατάκτηση της Μέρι Τζέιν. Ο δικός του πόθος την έκανε να ντρέπεται, την αρρώσταινε. Είχε την αίσθηση πως την είχε αγαπήσει από απελπισία και μοναξιά. Το να την επιλέξει ο Νιλ της φαινόταν σαν καταδίκη. Η επίσημη είσοδος της στο Κλαμπ των Ηττημένων. Αλλά ήταν έτσι ή μήπως όλα οφείλονταν στο ότι μισούσε τον εαυτό της; Μήπως ο Νιλ υπήρξε ο μόνος άντρας που την ήξερε πραγματικά και την ενέκρινε; Που δεχόταν τον πραγματικό της εαυτό; Αυτή είχε φερθεί σαν σνομπ. Ξέφυγε από κείνη τη μοίρα, είπε περήφανη στον εαυτό της. Η Μέρι Τζέιν, εκείνη η γυναίκα που κανείς δεν αγαπούσε, είχε πεθάνει. Στη θέση της είχε γεννηθεί η Τζέιν Μουρ, όμορφη, χαριτωμένη, με ωραίο κι επιτυχημένο εραστή. Το παρελθόν είχε πεθάνει, το παρόν ήταν ειδυλλιακό και το μέλλον προμηνυόταν όλο υποσχέσεις. Γιατί ένιωθε τόσο άδεια; Έπρεπε να βρει τρόπο να ξεπεράσει το θάνατο της Μάι. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε καταρρεύσει. Και δεν μπορούσε να καταρρεύσει μόνη μέσα στο σπίτι της, δυστυχώς. Τώρα, πάνω από διακόσιοι άνθρωποι εξαρτώνταν από τη διάθεσή της, την εμφάνισή της, το πώς είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Σήμερα το πρωί ο Τζέρι έπαθε πανικό καθώς προσπαθούσε να καλύψει το πρήξιμο κάτω από τα μάτια της. Εξέταζαν όλοι προσεκτικά και τον παραμικρό πόρο του σώματός της. Και ο Σαμ εξαρτιόταν από το αν θα συγκεντρωνόταν εκείνη. Αλλά δεν μπορούσε, για όνομα του Θεού. Ένιωθε σχεδόν παράλυτη. Μήπως είχε πάθει σχιζοφρένεια; Ή μήπως ήταν φυσιολογικό για την περίπτωσή της; Πώς αντιδρούν οι φυσιολογικοί άνθρωποι όταν γνωρίζουν πιέσεις σαν αυτές;
Κάθε βράδυ, όταν ο Σαμ της έκανε έρωτα, έκλαιγε. Στην αρχή είχε συγκινηθεί και πλημμύριζαν με δάκρυα και τα δικά του μάτια. Αλλά είχε πια περάσει πάνω από εβδομάδα και τα δάκρυα συνεχίζονταν. Ο έρωτας, το μόνο που την ανακούφιζε και τη χαλάρωνε, είχε γίνει ένας εφιάλτης δακρύων. Και ο Μάικλ μετέτρεπε το κάθε γύρισμα σε πραγματικό εφιάλτη. Ή τ α ν αδύνατο να σταθεί πλάι του. Τον αντιπαθούσε. Ποτέ της δεν είχε δει έναν άντρα να φέρεται έτσι επειδή τον απέρριψε μια γυναίκα. Βέβαια, θύμισε στον εαυτό της, ποτέ δεν είχε την πολυτέλεια ν' απορρίψει έναν ωραίο άντρα στο παρελθόν. Στο κάτω κάτω αυτός την είχε εξαπατήσει, αυτός δεν της είχε μιλήσει για τη Σαρλίν ή τη Λάιλα. Γιατί να τη μισεί; Την κορόιδεψε, την απάτησε, την πρόσβαλε. Γιατί ξαφνιάστηκε με το χαστούκι; Πάντως, όποιος κι αν ήταν ο λόγος που τη μισούσε, τη μισούσε και αυτό την τρόμαζε. Έβρισκε ένα σωρό τρόπους για να τη βασανίζει. Και τώρα ήταν τόσο ευάλωτη. Και τώρα, μετά το θάνατο της Μάι, είχε γίνει πιο άκαρδος. Σήμερα το πρωί την είχε φωνάξει «φούσκα», επειδή το πρόσωπο της ήταν πρησμένο. Αλλά αυτό που περισσότερο την τρόμαζε, ήταν αυτό το αίσθημα που είχε με τον Σαμ. Όταν την κοιτούσε, όταν τη χάιδευε, όταν την κοίταζε μ' εκείνο το βλέμμα λατρείας, αγάπης, πόθου, η Τζέιν ένιωθε... ζήλια. Τότε άρχιζαν τα δάκρυα. Ή τ α ν τρελό. Ζήλευε τα αισθήματα του Σαμ γι' αυτήν, για την Τζέιν. Γιατί τώρα που αυτή, η Τζέιν, είχε την αγάπη του, την ήθελε για τη Μέρι Τζέιν. Θεέ μου, ήταν τρελό. Μήπως όλ' αυτά οφείλονταν στο θάνατο της Μάι, στην πίεση των γυρισμάτων; Θεέ μου, ό,τι κι αν ήταν δε θα την άφηνε να κοιμηθεί, να χαλαρώσει. Την κούραζε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ο Τζέρι, ο μακιγιέρ, καθόταν πλάι στον καθρέφτη, καπνίζοντας ένα τσιγάρο και περιμένοντας να κάνει κάτι γι' αυτήν. Άφησε κάτω το στυλό. Ένιωθε έντονη την ανάγκη να φάει κάτι γλυκό, για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια. Άρχισε να τρώει ένα μπισκότο με σοκολάτα, δεν μπορούσε ν' αντισταθεί. Υπό κανονικές συνθήκες δε θα πείραζε να παχύνει λίγο, αλλά η κάμερα είναι ανελέητη. >
Τι την είχε πιάσει, ήθελε να παχύνει; Η Μάι είχε προσπαθήσει τόσο πολΰ να της ετοιμάσει τα πιο κατάλληλα ροΰχα και σε λίγο δε θα της χωροΰσαν. Γιατί κατέστρεφε τον αγώνα της Μάι; Μήπως για να την εκδικηθεί που είχε πεθάνει; Ή επειδή ένιωθε τόσο μεγάλη απελπισία; Έφαγε το τελευταίο κομματάκι, έγλειψε τη σοκολάτα από τα δάχτυλά της και συνέχισε να γράφει στον Μπριοΰστερ. Έχω συχνά μπει στον πειρασμό να τα τιω όλα στον Σαμ, αλλά δεν ξέρω αν τα πράγματα θα καλυτέρευαν για μένα ή θα χειροτέρευαν: Πιστεύω πως αυτό που θέλω δεν είναι ν' αλλάξει η σημερινή συμπεριφορά του Σαμ, αλλά εκείνη που είχε δείξει στο παρελθόν. Θέλω να τον κάνω να με αγαπήσει στο παρελθόν, όπως με αγαπά στο παρόν. Δυστυχώς, δε χειρούργησες την ψυχή μου. Ω! Ή τ α ν αδΰνατο! Η Τζέιν έσχισε το γράμμα και το πέταξε στο καλάθι, μαζί με το φάκελο που είχε ήδη ετοιμάσει, γράφοντας τη διεΰθυνση του Μπριοΰστερ. Θα του έγραφε αργότερα, όταν τα πράγματα θα ηρεμοΰσαν, όταν θα ηρεμοΰσε η ίδια. Ακούστηκε ένα χτΰπημα στην πόρτα του τροχόσπιτου. «Είναι έτοιμοι, μις Μουρ», ακοΰστηκε η φωνή του Τζόελ. Η Τζέιν στράφηκε στον Τζέρι. «'Ωρα να με αναλάβεις». * * *
Ο Μίνος Πέιτζ στεκόταν έξω από το τροχόσπιτο. Φοροΰσε ένα σκοΰρο μπλε κοστοΰμι. Περίμενε να καλέσουν την Τζέιν Μουρ για το γΰρισμα και τότε χτΰπησε ευγενικά την πόρτα της. «Συνεργείο καθαριότητας», είπε. «Μπορώ να μπω;» Ο μακιγιέρ τον άφησε να μπει. Ο Μίνος άρχισε προσεκτικά να καθαρίζει με την ηλεκτρική σκοΰπα. Και άδειασε το περιεχόμενο του καλαθιού σε μια πλαστική σακοΰλα. Και βγήκε. Αργότερα, στο φορτηγάκι, είχε το χρόνο να ψάξει ανάμεσα σε παλιόχαρτα και περιτυλίγματα από καραμέλες. Μέχρι που βρήκε χρυσάφι: το φάκελο με τη σφραγίδα της Νέας Υόρκης και τη διεΰθυνση του δόκτορα Μπριοΰστερ Μουρ.
48 Η Λάιλα άρπαξε το τηλέφωνο με το πρώτο χτύπημα. Για τη νέα σεζόν, όχι μόνο είχε εξασφαλίσει τον πρώτο ρόλο, αλλά απέκτησε και καινούριο τροχόσπιτο με τρεις τηλεφωνικές γραμμές. Γραμμές που, δυστυχώς, δε σταματούσαν να λειτουργούν. «Μις Κάιλ, λυπάμαι που σας ενοχλώ, αλλά έχετε μια επίσκεψη». Ή τ α ν ο φρουρός από την πύλη. Περίμενε. «Και πρέπει να μαντέψω ποιος είναι;» «Όχι, κυρία... Είναι ο Μίνος Πέιτζ... Δε μίλησα με τη γραμματέα σας γιατί ο τύπος είπε να καλέσω εσάς απευθείας. Και επειδή τον έχω ξαναδεί εδώ, σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Θέλω να πω... δεν είναι θαυμαστής ή κάτι τέτοιο. Λέει πως έχει δουλειά...» «Στείλ' τον μου αμέσως», είπε και βρόντηξε το τηλέφωνο. Κράτησε για μια στιγμή το χέρι της πάνω στο ακουστικό, προσπαθώντας ν' ανακτήσει την ψυχραιμία της. Ο Πέιτζ δεν ερχόταν στο στούντιο, παρά μόνο αν είχε κάτι σημαντικό. Διαφορετικά της έστελνε τις αναφορές του στο σπίτι. Η Λάιλα κάθισε στην τουαλέτα και άρχισε να βουρτσίζει τα μαλλιά της. «Ναι», απάντησε στο χτύπημα της πόρτας. Ο Μίνος μπήκε μέσα κραδαίνοντας ένα φάκελο. Χαμογελούσε. «Σου πήρε πολύ χρόνο», του είπε. Ο Μίνος έχασε το χαμόγελο του. «Μόλις ένα μήνα, μις Κάιλ». «Εννοώ να φτάσεις ως εδώ από την πύλη. Μήπως έκανες περιοδεία στο στούντιο;» Ο Μίνος κάθισε χωρίς να πάρει την άδειά της και η Λάιλα αποφάσισε πως έπρεπε να πάει με τα νερά του. «Είχα μια δύσκολη μέρα, κύριε Πέιτζ, με συγχωρείτε. Θα θέλατε να πιείτε κάτι; Καφέ; Ένα Περιέ;»
«Όχι, ευχαριστώ. Υποθέτω πως θα θέλατε να τ' ακούσετε από κοντά. Γι' αυτό ήρθα εδώ, αλλά μην ανησυχείτε, δε με αναγνώρισε κανείς». «Τι νέα έχουμε;» ρώτησε η Λάιλα. Ο Πέιτζ χαμογέλασε. «Τι θέλετε ν' ακούσετε πρώτα; Τα καλά νέα ή τα πολύ καλά νέα;» Που να πάρει! «Δεν παίζουμε το παιχνίδι με τις εκπλήξεις, για όνομα του Θεού. Ρίξ' τα να τελειώνουμε!» «Η Τζέιν Μουρ», είπε ο Μίνος Πέιτζ. «Το αληθινό της όνομα είναι Μέρι Τζέιν Μόραν. Γεννήθηκε στο Σκάντερσταουν, στη Νέα Υόρκη, στις 22 Σεπτεμβρίου 1958. Ήταν...» «Τι; Πότε γεννήθηκε;» «Στις 22 Σεπτεμβρίου 1958, στο...» «Θεέ και Κύριε, αυτό σημαίνει πως είναι...» Σκέφτηκε για μια στιγμή. «Αυτό σημαίνει πως είναι σχεδόν 38 χρονών. Λάθος στοιχεία μάζεψες». Ο Μίνος της έδωσε ένα πιστοποιητικό γεννήσεως. «Και πώς ξέρεις πως η Μέρι Τζέιν Μόραν και η Τζέιν Μουρ είναι το ίδιο πρόσωπο;» τον ρώτησε. Ο Μίνος της έδωσε τα υπόλοιπα χαρτιά. «Απολυτήριο γυμνασίου, δίπλωμα σχολής νοσοκόμων, πιστοποιητικό ανεργίας...» «•Ναι, αλλά ανήκουν στη Μέρι Τζέιν Μόραν. Εγώ θέλω στοιχεία για την Τζέιν Μουρ. Τι έχεις γι' αυτήν;» «Το χαρτί που αποδεικνύει την αλλαγή ονόματος από ένα δικηγόρο του Όλμπανι. Αλλά δεν τελειώσαμε. Μια νοσοκόμα, από το γραφείο ενός πλαστικού χειρουργού της Νέας Υόρκης, μου έδωσε το φάκελο της. Φαίνεται ότι πρόκειται για Σταχτοπούτα. Κάπου βρήκε τα λεφτά και ξαναφτιάχτηκε από την αρχή. Μόλις είχε πεθάνει η γιαγιά της· μπορεί να της τ' άφησε αυτή. Την ξανάφτιαξαν από την κορυφή ως τα νύχια. Χρειάστηκαν δύο χρόνια. Σύμφωνα με τη νοσοκόμα, από χοντρό ασχημόπαπο, έγινε βασίλισσα της ομορφιάς. Με τα λεφτά όλα αγοράζονται. Και μια και μιλάμε για λεφτά, πήρα την πρωτοβουλία να υποσχεθώ σ' αυτή τη νοσοκόμα ένα μεγάλο ποσό».
Η Λάιλα άρπαξε απά τα χε'ρια του όλο το υλικό. Ιατρικές αναφορές, φωτογραφίες «πριν» και «μετά», τα πάντα! «Αυτά ήταν τα καλά νέα», είπε ο Μΐνος. «Θέλετε και τα πολύ καλά νέα;» Η Λάιλα δεν μπορούσε καν να του απαντήσει. Υπήρχε κάτι καλύτερο από αυτό; Πάρε τις πληροφορίες σου και ηρέμησε, είπε στον εαυτό της. Αργότερα θ' αποφασίσεις τι θα τις κάνεις. «Λοιπόν, η Σαρλίν Σμιθ, από το Λάμσον του Τέξας, έχει έναν αδερφό, τον Ντιν...» «Ένα φίλο που τον λένε Ντιν, θέλεις να πεις», είπε η Λάιλα και σχεδόν φοβόταν V' αναπνεύσει. «Όχι, είναι αδερφός της, τον λένε Ντιν Σμιθ. Δύο χρόνια μικρότερος της. Τα τελευταία χρόνια παριστάνουν το ζευγάρι. Αλλά η μητέρα τους λέει πως είναι παιδιά της». «Το λέει η μητέρα τους; Πού είναι τώρα η μητέρα τους; Πώς ξέρεις ότι λέει την αλήθεια;» Η Λάιλα ένιωθε τις λέξεις να ξεπηδούν από μέσα της. «Βρήκα τη μητέρα τους στη Νέα Ορλεάνη. Έκανε πεζοδρόμιο και ήταν συνέχεια μεθυσμένη μέχρι που άρχισε να παίρνει χρήματα από τη Σαρλίν. Τώρα μόνο πίνει. Η Σαρλίν την κρύβει. Για κάποιο μυστηριώδη λόγο την έστειλε στη Νέα Ορλεάνη». «Δε χρειάζεται να είσαι ντετέκτιβ για να βρεις το λόγο που την έδιωξε, Μίνος. Τα παιδιά της πηδιούνται μεταξύ τους». «Ναι, το ξέρω, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει και κάτι άλλο, αλλά δεν είχα χρόνο να το ψάξω». Της έδωσε δυο φωτογραφίες που βρήκε στο διαμέρισμα όπου ζούσε η μητέρα της Σαρλίν πριν φύγει για τη Νέα Ορλεάνη. Η Σαρλίν με τον αδερφό της, μικρά παιδιά, μπροστά σε κάτι που έμοιαζε με τροχόσπιτο. Ό τ α ν ο Μίνος έφυγε, η Λάιλα έμεινε στη θέση της να κρατά στα χέρια της όλα όσα χρειαζόταν. Τα κατάφερα, είπε. Τα κατάφερα. Τις κρατάω και τις δυο. Τώρα πια ήξερε πως το ΕΜΜΙ ήταν δικό της. Πήγε ως την τουαλέτα κι έπιασε την ασημένια κορνίζα με την ξεθωριασμένη φωτογραφία. Σ' ευχαριστώ, Νάντια. Σ' ευχαριστώ. Τώρα μπορώ να βγάλω από τη
μέση την Κάντι και τη Σκίνι. Μου πήρε χρόνο, αλλά τώρα είναι νεκρές. Ή τ α ν τόσο ευχαριστημένη, που ξέχασε να ρωτήσει για τον Τζάκχεντ και τις απειλές του. * * *
Η Λάιλα μόλις είχε τελειώσει το ξαναδιάβασμα όσων της είχε φέρει ο Μίνος, απολαμβάνοντας μια μια τις λέξεις, όταν η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Τινάχτηκε. «Τι κάνεις εδώ; Πώς μπήκες; Έ χ ω δώσει συγκεκριμένες οδηγίες...» Η φωνή της έτρεμε καθώς έπιανε το ακουστικό. «Λάιλα, Λάιλα, Λάιλα. Μην το παρακάνεις. Πάντα σου το έλεγα, κρατήσου λίγο». Η Τερέζα Ο' Ντόνελ άρχισε να τραβά τα μακριά λευκά γάντια της. Κάθισε στην καρέκλα. Γάντια στην Καλιφόρνια, σκέφτηκε η Λάιλα. Τι παρίστανε; Τ η μις Πίγκι; Τώρα που πέρασε το πρώτο σοκ, η Λάιλα είχε αρχίσει να συνέρχεται. «Δεν είναι λίγο επικίνδυνο για σένα να βρίσκεσαι έξω από το φέρετρο σου τέτοια ώρα;» τη ρώτησε καθώς άφηνε το ακουστικό στη θέση του. Η Τερέζα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Τι να κάνουμε, ρισκάρουμε, χρυσή μου». «Σήμερα όμως το ρίσκο είναι μεγάλο γιατί σκοπεύω να σε πετάξω έξω με μια κλοτσιά στα πισινά». «Λάιλα, ποτέ δεν πετούν τους ιδιοκτήτες από την ιδιοκτησία τους. Και κανείς δεν πετά έξω την Τερέζα Ο' Ντόνελ». «Τι θέλεις;» τη ρώτησε η Λάιλα. «Έγινε μια μικρή παρεξήγηση και θέλω να το ξεκαθαρίσω. Μου πρόσφεραν ένα ρόλο στο Τρεις για το Δρόμο και μετά μου τον πήραν πίσω. Ο Πολ Γκράσο επέμεινε πως θα υπήρχαν προβλήματα. Εγώ πάλι του είπα πως δεν πιστεύω να εννοεί την κόρη μου, γιατί είναι πολύ επαγγελματίας. Αλλά άφησε να εννοήσω ότι δε με ήθελες στο σόου». Η Τερέζα χτύπησε τα μακριά γάντια της στο χέρι της. «Και να με, λοιπόν, αγάπη μου. Πρέπει να δώσεις τέλος στην παρεξήγηση. Να πεις στον Μάρτι ότι με θέλεις. Ανυπομονώ τόσο να δουλέψουμε μαζί, Λάιλα. Πάντα το ήθελα. Τηλεφώνησε, λοιπόν, στον Μάρτι. Θα περιμένω».
«Βγες έξω» «Ο Τζακ Γουόρνερ με έμαθε κάποτε κάτι. Και δεν το ξέχασα ποτέ, το χρησιμοποίησα σε όλες μου τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συμβολαίων. Μη στέλνεις ποτέ τελεσίγραφο, αν δεν έχεις όλους τους άσους στο μανίκι σου. Είδα ότι σ' επισκέφθηκε ο Μίνος Πέιτζ, Λάιλα. Τι ήθελε εδώ αυτό το ερπετό; Δεν πιστεύω να έχεις καμιά επαγγελματική σχέση με το χειρότερο απόβρασμα του Χόλιγουντ;» «Κι εσύ πού τον ξέρεις τον Πέιτζ;» «Τα ξέρω όλα. Όλα, Λάιλα. Αυτό να το θυμάσαι». Η Τερέζα ξαναγέλασε, σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Κι αυτό πάντα προκαλούσε νευρικότητα στη Λάιλα. «Πρέπει να ξέρεις ότι όσα κάνεις εσύ στους άλλους, μπορεί να τα κάνουν και οι άλλοι σ' εσένα». Η Τερέζα έδειξε το φάκελο στο τραπέζι. «Έχω κι εγώ μερικούς στο σπίτι. Κι αν δεν έχω τίποτε να χάσω, μπορεί... ποιος ξέρει». «Εσύ θα εκτεθείς μ' αυτούς τους φακέλους, μητέρα». «Λοιπόν, αν θέλεις να κάνεις γνωστά τα μυστικά των άλλων, αλλά να μη γίνουν γνωστά τα δικά σου μυστικά, ιδού οι όροι μου: θα είμαι στο πρώτο σόου της σεζόν και θα κάνω μια μίνι σειρά μαζί σου...» «Μίνι σειρά! Δεν πρόκειται...» «Δε σε ρώτησα, αχάριστο καθαρματάκι. Κανόνισέ το με τον Μάρτι Ντι Τζενάρο. Γιατί αυτά που βρίσκει ο Μίνος για τις άλλες, δεν είναι τίποτε αν συγκριθούν με τα δικά σου μυστικά». «Δε θα σταυρώσουν μόνο εμένα, μητέρα. Θα σταυρώσουν κι εσένα». «Προτιμώ μια δημόσια σταύρωση, από το θάνατο στην αφάνεια. Την άλλη εβδομάδα τελειώνει η προθεσμία που σου δίνω. Κάνε αυτό που σου λέω, αλήτισσα, γιατί θα τα φέρω όλα στην επιφάνεια. Κι εγώ δεν έχω τίποτε να χάσω, ούτε τηλεοπτικά σόου ούτε ταινίες ούτε ισχυρούς άντρες. Αλλά εσύ... εσύ έχεις πολλά να χάσεις, έτσι δεν είναι, Λάιλα; Το θέλεις εκείνο το ΕΜΜΙ, έτσι δεν είναι; Αν η απάντηση είναι ναι, τηλεφώνησε στον Μάρτι Ντι Τζενάρο. Και πες του πόσο μ' αγαπάς». Η Τερέζα άνοιξε την πόρτα.
«Κι αν πάλι αποφασίσεις πως δεν έχεις τίποτε να χάσεις, τότε θα μείνουμε πάλι μόνες. Εσύ κι εγώ. Μπορεί και ο Κέβιν. Μια ευτυχισμένη οικογένεια». Βγήκε κι έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω της. Η Λάιλα κάθισε πριν λυγίσουν τα γόνατά της.
49 Τώρα που η Φλόρα Λι είχε φύγει, ο Ντόουμπ έμενε μαζί τους και δεν είχε να δουλεύει για τα 3/4, η Σαρλίν είχε αρχίσει να νιώθει όμορφα. Περνούσε τα απογεύματα στον κήπο, έσπερνε, έβαλε ντομάτες, έφτιαξε βερίκοκα κονσέρβα κι ετοίμαζε μια φοβερή σαλάτα. Ο Ντόουμπ θα έφευγε όπου να ναι, αλλά παρά το ότι θα της έλειπε, η Σαρλίν ένιωθε τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν μπορούσε να τον κακίσει επειδή ήθελε να ζήσει και τη δική του ζωή. Ή τ α ν που ένιωθε πως μόνο α αυτόν μπορούσε να στηριχτεί και το 'ξερε πως όταν θα 'φεύγε θα 'νιώθε απέραντη μοναξιά. Απόψε έτρωγαν βραδινό για τελευταία φορά πριν από την αναχώρησή του. Ο Ντόουμπ τους διηγήθηκε μερικές αστείες ιστορίες και μετά καθάρισαν όλοι μαζί το τραπέζι. «Πού επενδύεις τα λεφτά σου;» τη ρώτησε μετά ο Ντόουμπ. «Δεν ξέρω. Τά έχει αναλάβει όλα ο Λένι». «Αγοράζεις καθόλου γη;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Αγοράσαμε αυτό το σπίτι, αλλά δε νομίζω να έχουμε πάρέι τίποτε άλλο». Ένιωθε άβολα με τη συζήτηση, λες και ήταν κάτι το επικίνδυνο. «Χόρτασες;» τον ρώτησε για ν' αλλάξει θέμα. «Και βέβαια. Είσαι καλή μαγείρισσα, Σαρλίν. Αλλά θέλω να σου κάνω άλλη μια ερώτηση. Θέλεις ακόμη ν' αποκτήσεις ένα δικό σου ράντζο;»
Δεν ήθελε να το συζητήσει αυτό με τον Ντόουμπ. Κατά κάποιον τρόπο, ήξερε πως θα οδηγούσε σε μπελάδες. «Ναι», είπε απρόθυμα. «Ο Ντιν κι εγώ θα θέλαμε ν' αγοράσουμε ένα ράντζο κάποια μέρα. Ό τ α ν θα έχουμε αρκετά χρήματα. Πάμε έξω», είπε, πιστεύοντας ότι θα έβρισκε ευκαιρία ν' αλλάξουν θέμα συζήτησης. «Μήπως θέλεις συνεταίρο στο ράντζο;» επέμεινε εκείνος. «Δεν ξέρω, Ντόουμπ». Θεέ μου, έπρεπε να το φανταστεί ότι η βοήθεια του Ντόουμπ θα είχε ένα τίμημα. Ό π ω ς όλοι οι άλλοι, κοίταζε κι αυτός να επωφεληθεί. Θα το έβρισκε ευκολότερο να της ζητούσε στα ίσα τα χρήματα. «Άκου ποια είναι η γνώμη μου, Σαρλίν», είπε εκείνος. «Όσο περνάει ο καιρός, τόσο ακριβαίνει η γη στη Μοντάνα. Αλλά βρήκα κάποιον που μου πουλάει τετρακόσια εκτάρια για εκατό χιλιάδες δολάρια. Πολύ καλή τιμή. Όταν θα πουλήσω τα παπούτσια, θα έχω πενήντα χιλιάδες. Αν ψάχνεις συνεταίρο, μπορούμε να το πάρουμε μαζί. Έχει ένα ποτάμι εκεί, Σαρλίν. Και η θέα σου κόβει την ανάσα». Η Σαρλίν δεν ήθελε να ξαναπληγωθεί. Την είχε πληγώσει ο πατέρας της. Την είχε πληγώσει η Φλόρα Λι. Τώρα την πλήγωνε και ο Ντόουμπ. Ένιωθε απαίσια, πολύ κουρασμένη, πολύ λυπημένη. Μόνο ο Ντιν δεν περίμενε κάτι απ' αυτήν και τη δουλειά της. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και γύρισε για να μην τα δει ο Ντόουμπ. «Δεν είναι μια απόφαση που πρέπει να την πάρεις τώρα», είπε ο Ντόουμπ κι εκείνη ένιωθε την απογοήτευση στον τόνο της φωνής του. Τους είχε βοηθήσει και μάλιστα τότε που χρειάζονταν απεγνωσμένα βοήθεια. Θυμόταν πώς στέκονταν στην άκρη του δρόμου, κουρασμένοι και φοβισμένοι, χωρίς να έχουν πού να πάνε. Ακόμη και τώρα θυμόταν καλά πόσο όμορφα ένιωσε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του. «Ναι, Ντόουμπ», είπε ήσυχα. «Εγώ και ο Ντιν θα θέλαμε πολύ να γίνουμε συνεταίροι σου. Θα πω στον Λένι να υπογράψει μια επιταγή αύριο». «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε.
«Και βέβαια είμαι σίγουρη», είπε, αλλά ήξερε πως η φωνή της δεν ήταν πειστική. Ό π ω ς είχε αποφανθεί η Λάιλα, η Σαρλίν δεν ήταν καλή ηθοποιός. Ακόμη και αν το πρόσεξε, ο Ντόουμπ δεν το έδειξε. Πήρε το χέρι της και το έσφιξε. «Δε θα μετανιώσεις για το συνεταίρο σου», της είπε. «Να το πω στον Ντιν; Δεν ήθελα να του κάνω συζήτηση πριν συμφωνήσεις. Αλλά τώρα που...» «Όχι, καλύτερα να μην του το πούμε πριν κλείσουμε τη συμφωνία», τον διέκοψε. «Όταν περιμένει κάτι, γίνεται πολύ ανυπόμονος. Ας του το κρατήσουμε για έκπληξη». «Ό,τι πεις εσύ, συνεταιράκι», χαμογέλασε ο Ντόουμπ.
50 Η επίσκεψη της Έιπριλ Άιρονς ταρακούνησε τους τεχνικούς, αλλά πιο πολύ την Τζέιν. Ήξερε πως υπήρχαν προβλήματα με την ταινία —πιθανόν να υπήρχαν μόνο προβλήματα. Αλλά δε σκεφτόταν άλλο από το ότι η Έιπριλ ήταν η πρώην ερωμένη του Σαμ. Την είχε διαβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε τίποτε ανάμεσά τους, αλλά η Τζέιν δεν ήταν σίγουρη. Κι όταν το βράδυ της άφιξης της Έιπριλ, για πρώτη φορά μετά από εβδομάδες, ο Σαμ δεν ήρθε στο δωμάτιο της, η Τζέιν πληγώθηκε και γέμισε αμφιβολίες. Της είπε πως είχαν να μιλήσουν για τη δουλειά, αλλά από τα βλέμματα των τεχνικών κατάλαβε πως το νέο είχε ήδη γίνει γνωστό. Η Μάι θα της έλεγε την αλήθεια. Κανείς άλλος. Είχε περάσει ο Σαμ τη νύχτα του με την Έιπριλ; Ξανάρχισε; Θα με κοροϊδέψει ξανά, θα μου πει ψέματα, όπως έκανε με τη Μέρι Τζέιν; Εξαρτώμαι απ' αυτόν, σκέφτηκε. Συμβαίνει αυτό ακριβώς που η Μάι μου είχε πει ν' αποφύγω. Είναι με την Έιπριλ; Νοιάζεται γι αυτήν; Την αγγίζει; Εκείνο το βράδυ είχε γίνει έξω φρενών και το φιάσκο στην παραλία την επομένη χειροτέρεψε τα πράγματα. Ο Σαμ την πήρε
παράμερα και της είπε πως δούλευε όλη τη νύχτα. Αποφάσισε να τον πιστέψει και όταν έσκαψαν ένα αυλάκι στην άμμο, περπάτησε εκεί κι έβαλε τα δυνατά της για να γυριστεί σωστά η σκηνή. Εκείνη τη νύχτα ο Σαμ ήταν ακόμη πιο παθιασμένος και της είχε υποσχεθεί ξανά και ξανά ότι δεν υπήρχε τίποτε ανάμεσα σ αυτόν και την Έιπριλ. «Θεέ μου», είπε. «Δε βλέπω την ώρα να τελειώσει αυτή η ταινία. Θέλω να γυρίσω σπίτι». Αλλά η Τζέιν, αν και ήθελε απελπισμένα να τελειώσει η ταινία, δεν είχε πού να πάει. * * *
Η Τζέιν ήξερε πως τα πάρτι για το τέλος μιας ταινίας είναι άγρια, χωρίς φραγμούς. Αλλά το πάρτι για την ολοκλήρωση του Ένα Αστέρι Γεννιέται δεν είχε ούτε το στοιχείο της ανακούφισης που τέλειωσε μια επώδυνη διαδικασία. Η συμπεριφορά του Μάικλ, ο θάνατος της Μάι και η οργή της Έιπριλ, είχαν προκαλέσει την κόλαση. Η Τζέιν είχε αγοράσει, όπως συνηθιζόταν, αναμνηστικά δώρα για όλους. Ο Σαμ έβγαλε ένα μικρό λόγο, αλλά ο Μάικλ εμφανίστηκε μόνο για λίγα λεπτά και η Έιπριλ Άιρονς, ο Σέιμορ Λε Βιν και οι υπόλοιποι δεν μπήκαν στον κόπο να έρθουν. Αυτό ήταν κάποια ανακούφιση, κι όμως το πάρτι στάθηκε σωστή δοκιμασία. Λίγο μετά, ο Σαμ αποφάσισε να ξεκουραστεί για λίγες μέρες. Η Τζέιν δεν ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει στο πλατό του Τρεις για το Δρόμο πριν από το τέλος της άλλης εβδομάδας. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν μαζί λίγες διακοπές. Ποτέ της δεν ένιωσε τόσο μεγάλη ανάγκη για ξεκούραση. Καθώς εκείνος έριχνε τα πράγματά της στο πορτ μπαγκάζ, η Τζέιν ένιωσε κάπως καλύτερα για πρώτη φορά μετά το θάνατο της Μάι. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, χαιρέτησαν τον Τζέρι και τους άλλους που έμεναν ακόμη στο ξενοδοχείο και ο Σαμ έβαλε μπροστά τη μηχανή. «Γιατί», τη ρώτησε, «γιατί από μικρός ήθελα να γίνω σκηνοθέτης;» «Αυτό δε θέλουν όλοι;» απάντησε η Τζέιν. Υπήρχε ένα πολύ γνωστό ανέκδοτο στο Χόλιγουντ: Η Μητέρα Τερέζα πεθαίνει και
στον παράδεισο την υποδέχεται ο Θεάς με μια χορωδία αγγέλων. «Ήσουν τόσο καλή πάνω στη γη», της λέει ο Θεός. «Θέλω να κάνω κάτι για σένα. Υπάρχει κάτι που δε σου δόθηκε η ευκαιρία να γίνεις όταν ήσουν στη γη;» Εκείνη παρακαλά το Θεό να μην της κάνει ειδική μεταχείριση, αλλά ο Θεός επιμένει. «Πες μου ένα πράγμα που θέλησες και δεν απέκτησες», λέει. Και η Μητέρα Τερέζα: «Πάντα ήθελα να γίνω σκηνοθέτης». «Εσΰ και η Μητέρα Τερέζα», του χαμογέλασε η Τζέιν. «Ναι, έχουμε τόσα πολλά κοινά σημεία», γέλασε εκείνος. «Πάντως, έχετε και οι δΰο βαπτιστεί». «Ποΰ το ξέρεις;» Τότε, στη Νέα Υόρκη, ο Σαμ της είχε διηγηθεί μια αστεία ιστορία σχετικά με την τελετή της βάπτισής του. «Το υπέθεσα. Όλοι βαφτίζονται». «Η δική σου οικογένεια ήταν θρησκευόμενη;» «Όχι πολΰ». Η Τζέιν απέφευγε όλες τις ερωτήσεις τις σχετικές με την προηγούμενη ζωή της. Δεν ήθελε να παραστήσει τη μυστικοπαθή, αλλά φοβόταν μήπως πέσει σε αντιφάσεις. Άλλωστε, καθώς παρίστανε την εικοσάρα, δεν είχε και σπουδαίο παρελθόν να θυμηθεί. Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε τη φίλη της τη Μόλι να εξηγεί γιατί οι άντρες προτιμούν τις μικρές: Επειδή δεν έχουν μεγάλες ιστορίες να διηγούνται! Δεν είχε περάσει οΰτε μία στιγμή που να μην ένιωσε τον πειρασμό να τα πει όλα στον Σαμ, αλλά τώρα δε γινόταν πια. Είχε πει πολλά ψέματα. Μήπως τη μισούσε για όλ' αυτά τα ψέματα; Μήπως ένιωθε ηλίθιος που την είχε πιστέψει; Κοίταξε τη θέα προς την ακτή. Η διαδρομή ήταν πραγματικά εκπληκτική και η μέρα ηλιόλουστη, αλλά δροσερή. Ο Σαμ της έκανε ένα κομπλιμέντο για το σύνολο Ντόνα Καράν που φορούσε και ο νους της έτρεξε στη Μάι. Αυτή της είχε μάθει να ντύνεται. Αναστέναξε. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Α, σκεφτόμουν το Λος Άντζελες. Βρήκα ένα καινούριο σπίτι. Πιο ασφαλές. Με βοήθησε ο Λα Μπρεκ να το βρω. Μπορεί να είναι ασφαλές, αλλά δε μου αρέσει. Είναι τόσο μεγάλο. Ήλπιζα να ερχόταν να ζήσει μαζί μου η Μάι». Σταμάτησε - τα χείλη της είχαν αρχίσει να τρέμουν. Όχι, όχι άλλα δάκρυα σήμερα, είπε
στον εαυτό της. Η Μάι θα το 'θελε να διασκεδάσω λιγάκι. «Είναι πολΰ μεγάλο για ένα άτομο. Είναι απρόσωπο. Είναι ψυχρό». «Θα σε βοηθήσω να το ζεστάνεις», προσφέρθηκε ο Σαμ, με πονηρό χαμόγελο. «Θα είσαι ο πρώτος μου φιλοξενούμενος», είπε η Τζέιν. «Τιμή μου», της είπε, παίρνοντας το χέρι της και φέρνοντάς το στο μάγουλο του. Ένιωσε πάλι εκείνη την έξαψη από το χέρι στο στήθος της και πιο χαμηλά. Η Μάι είχε φΰγει, ο Νιλ είχε φΰγει, η Μόλι είχε φύγει, η μητέρα της είχε φύγει από Πολύ καιρό. Υπήρχε μόνο ο Σαμ για να τον αγαπά και να την αγαπά. Κι εκείνη τη στιγμή τον αγαπούσε τόσο πολύ, που ένιωθε ένα φυσικό πόνο.
51 Η Έιπριλ έβλεπε να πηγαίνουν χαμένα σαράντα εκατομμύρια δολάρια. Μπορούσε να προβλέπει το μέλλον. Σαν ταινία τρόμου. Η Έιπριλ και οι σταρ. Αυτή ήταν η ζωή της. Όλα μπορούσε να τα χωνέψει. Και τα καπρίτσια των σταρ και τις κακές συγκυρίες. Αλλά όχι και μια αποτυχία σαράντα εκατομμυρίων δολαρίων! Και δεν είχε σημασία πόσες επιτυχίες είχε κάνει πριν. Μια αποτυχία και όλοι οι βλάκες θ' άρχιζαν να λένε ότι δεν καταλάβαινε τη λογική του μάρκετινγκ και ότι μια γυναίκα είναι καλή μόνο για μικρές παραγωγές. Στο διάολο! Αν η ταινία πήγαινε καλά, όλοι δήλωναν συμμετοχή. Αν αποτύγχανε, όλοι ήταν έτοιμοι να της πουν επιτιμητικά: «Σου το είχα πει». Η Έιπριλ βγήκε από το αυτοκίνητο και κοίταξε το κτίριο, όπου είχε ήδη αρχίσει η σφαγή. Όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην αίθουσα των συσκέψεων, όλα ήταν όπως τα είχε φανταστεί: μισοάδεια ποτήρια του καφέ, καπνός, φωνές, με πρώτη αυτή του Μάικλ Μακλέιν.
«Τι στο διάβολο σκοπεύετε να κάνετε; Θα παίξετε την ταινία για καμιά εβδομάδα σε κάποιον κινηματογράφο, θα την περάσετε σε βίντεο με τη ρουμπρίκα Κλασικές Επιτυχίες και μετά θα τη στείλετε στην Ασία;» Ο Μάικλ γύρισε προς το μέρος της καθώς έμπαινε και κάτω από την οργή διέκρινε το φόβο του. Αναστέναξε. Έ π ρ ε π ε να βρει τον τρόπο να μετατρέψει την απελπισία του σε μέρος της λύσης της. «Χαίρετε, κύριοι», είπε ξερά και κάθισε. Ο Σέιμορ Λε Βιν την κοίταξε με μάτια σχεδόν υγρά. Φοβόταν πως ο πατέρας του θα του έβαζε τις φωνές, Ο Μάικλ αναστέναξε και τη χαιρέτησε μ' ένα νεύμα. Αλλά ο Σαμ δεν μπορούσε καν να σηκώσει πάνω της το βλέμμα του. Ένιωθε την ντροπή του, αλλά από την πείρα της ήξερε πως δεν ήταν ντροπή για το γελοίο αποτέλεσμα της ταινίας. Ή τ α ν σεξουαλική ντροπή. Τι ηλίθιος! Λες κϊ ένας δυο οργασμοί πάνω ή κάτω είχαν καμιά σχέση με την απώλεια σαράντα εκατομμυρίων δολαρίων! Για όνομα του Θεού, ακόμη και η ίδια θα έκανε έρωτα με την Τζέιν Μουρ αν αυτό επρόκειτο να διορθώσει κάτι. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Το τέλος του κόσμου», γρύλισε ο Σέιμορ. Ό λ ο ι τον αγνόησαν. «Συζητάμε πώς ο ιδιοφυής σκηνοθέτης κατέστρεψε μια υπερπαραγωγή για να γυρίσει σε ταινία τη φιλενάδα του», ξέσπασε ο Μάικλ. «Μια φιλενάδα, πρέπει να προσθέσω, που το δείχνει παντού εκτός από την οθόνη». «Εμένα δε μου το έχει δείξει ποτέ», παραπονέθηκε ο Σέιμορ. «Ήταν αδύνατο να σκηνοθετήσω τον Μάικλ», μίλησε για πρώτη φορά ο Σαμ, αγνοώντας τους άλλους δύο. «Αυτό και το γεγονός ότι μερικές φορές η Τζέιν φαινόταν άψυχη...» «Δεν έχει σημασία αυτό», τον διέκοψε η Έιπριλ. «Το ζήτημα δεν είναι γιατί η ταινία έγινε σκατά, ούτε τίνος λάθος είναι. Το ζήτημα τώρα είναι πώς θα τη σώσουμε». Η Έιπριλ ήταν ήρεμη. Πάντα ήταν ήρεμη όταν όλα ήταν χαμένα και η ίδια με την πλάτη στον τοίχο. Αυτό που της προκαλούσε μεγαλύτερη αγωνία ήταν η στιγμή πριν χαθούν όλα. Τώρα μπορούσε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
«Πρέπει να τη σώσουμε», επανέλαβε. «Αποκλείεται», είπε ο Μάικλ και η Έιπριλ είδε τον Σαμ να μορφάζει. Η Έιπριλ αναστέναξε. Έβλεπε το άδειο βλέμμα του Σαμ, τη διάθεση του να πάει οπουδήποτε, αρκεί να μη βρίσκεται εκεί. Ο Μάικλ δε συζητιόταν, έτσι τρομαγμένος και οργισμένος που ήταν. Ακόμη και στα πιο ήρεμά του, ο Μάικλ δεν ήταν ο τύπος που τον καλούσες για να σου λύσει ένα πρόβλημα. Και ο Σέιμορ... Ε, αυτός ήταν απλώς ο Σέιμορ. Τα ίδια και ο Αάσλο και ο Μπομπ. Αλλά μπορούσαν ακόμη να γίνουν πολλά στη διάρκεια του μοντάζ. Η σωστή μουσική, η αφαίρεση κάποιων διαλόγων και, στη χειρότερη περίπτωση, να γύριζαν μερικές καινούριες σκηνές. Θα κόστιζε, αλλά ίσως... «Μπορούμε ν' αναστρέφουμε την κατάσταση», είπε η Έιπριλ. «Αδύνατο!» είπε ο Σέιμορ. «Πρέπει κάποτε ν' αποκτήσεις την αίσθηση των αναλογιών. Αυτό που είναι αδύνατο, είναι το να εξαλείψουμε την παιδική θνησιμότητα στην Καλκούτα. Εδώ μιλάμε για μια ταινία». Σηκώθηκε και ίσιωσε τη δερμάτινη φούστα της. «Καλύτερα να είχαμε ν' αντιμετωπίσουμε την παιδική θνησιμότητα», είπε ο Σέιμορ, που πάντα προβλήματα έβλεπε μπροστά του. «Σ' ευχαριστώ για τη συμπαράσταση», του είπε και προχώρησε προς το παράθυρο. «Πολλοί έχουν προσθέσει κάτι σε αποτυχημένες ταινίες». «Ναι. Σεξ. Και τον Κάρι Γκραντ. Εμείς δεν έχουμε τίποτε να προσθέσουμε», αναστέναξε ο Σέιμορ. «Έχετε εμένα», είπε ο Μάικλ. «Δεν έχουμε τίποτε», επανέλαβε ο Σέιμορ. «Ο Κάρι Γκραντ έχει πεθάνει», τους θύμισε η Έιπριλ. «Ούτε ο Κάρι Γκραντ δε θα μπορούσε να σώσει αυτή την ταινία», επέμεινε ο Σέιμορ. «Για όνομα του Θεού, Σέιμορ, γιατί δεν το βουλώνεις;» έβαλε τις φωνές ο Μάικλ. Κοίταξε τον Σαμ. «Λοιπόν, εσύ είσαι ο ιδιοφυής σκηνοθέτης. Τι κάνουμε;» «Περικοπές», άρχισε ο Σαμ. «Είναι πολύ αργό. Κι αν επικεντρωθούμε στην ιστορία αγάπης...»
«Στο διάολο η ιστορία αγάπης». Η Έιπριλ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Είχε ξαναβρεθεί στην ίδια κατάσταση, αλλά κάθε φορά είχε την εντύπωση πως της συνέβαινε κάτι καινούριο, πως αυτή τη φορά δε θα τα 'βγάζε πέρα και θα τα έχανε όλα. Τα λεφτά, τη δουλειά, τη δύναμη, την αξιοπρέπειά της την επαγγελματική. Αλλά όπως και όλες τις άλλες φορές, ένιωθε πως βρισκόταν κοντά σε κάποια λύση. Έπρεπε μόνο να φανεί αρκετά έξυπνη για να τη διακρίνει και μετά να την εφαρμόσει. Ο Γκόλντουιν το έκανε αυτό. Ο Σέλτσνικ το είχε κάνει ένα σωρό φορές. Ο Κάπρα είχε θριαμβεύσει. Προσευχήθηκε στο πάνθεον αυτών των Εβραίων θαυματοποιών, για να τη βοηθήσουν να δει τη λύση. «Θέλω να δω τα πάντα. Κάθε σκηνή. Κάθε γελοίο κομματάκι ταινίας που γυρίσατε. Ξανά και ξανά. Τα πάντα».
52 Η Τζέιν επέστρεψε στο άδειο σπίτι της, μόνη μετά από μια πολύ κοπιαστική ημέρα. Αυτή τη σεζόν, τα 3/4 δεν ήταν παιχνιδάκι. Η Τζέιν δούλευε πολύ κι ένιωθε μόνη, ενώ ο Σαμ ήταν κι αυτός πολύ απασχολημένος. Τον έβλεπε μόνο τα βράδια - ήταν και οι δυο εξαντλημένοι — αυτή ήταν η ζωή τους, αλλά έμοιαζε περισσότερο με εφιάλτη. Ο Σαμ της είχε ζητήσει να του έχει εμπιστοσύνη· εμπιστοσύνη για το σενάριο, για τη δική της ερμηνεία, για την πίστη και την αγάπη του· αλλά έδειχνε όλο και λιγότερο σε θέση για κάτι τέτοιο. Της είχε υποσχεθεί πως απόψε θα έφτανε νωρίτερα. Έστρωσε το τραπέζι και περίμενε. Έφαγε μια σαλάτα και λίγο τυρί κότατζ, έκανε ένα ντους κι έπεσε στο κρεβάτι. Θα ξεκουραζόταν μέχρι την ώρα που θα έφτανε ο Σαμ για να δειπνήσουν μαζί. Η γάτα κουλουριάστηκε γουργουρίζοντας πλάι της. Η Τζέιν αποκοιμήθηκε αμέσως.
Ξύπνησε πολύ αργότερα, έσπρωξε τη γάτα, κατέβηκε από το κρεβάτι και διαπίστωσε πως ο Σαμ δεν είχε έρθει. Έτσι αρχίζουν όλα, σκέφτηκε. Αργοπορίες, ψέματα, καβγάδες, κατηγορίες. Ή τ α ν ανόητη που πίστεψε πως αυτή τη φορά θα ήταν διαφορετικά, πως αυτή τη φορά θα την αγαπούσε και θα της ήταν πιστός. Αυτή το προκάλεσε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην τον εμπιστευθεί, να μην τον αγαπήσει. Το είχε υποσχεθεί και στη Μάι. Αχ, αν ήταν εδώ η Μάι! Αλλά και τι θα κέρδιζε; Η Μάι της είχε πει σε ποια κατηγορία αντρών κατέτασσε τον Σαμ, την είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους. Αλλά δεν την είχε ακούσει. Είχε δεχθεί να παίξει σ αυτή την ηλίθια ταινία, παρά τις προειδοποιήσεις του ατζέντη της. Είχε αγνοήσει τον Μάρτι Ντι Τζενάρο, τη Μόνικα Φλάντερς, τον Σάι Όρτις. Πιθανόν να είχε καταστρέψει την καριέρα της. Κοίταξε γύρω της στο άδειο σκοτεινό δωμάτιο. Της θύμιζε τάφο, το μισούσε. Μπορεί να της το είχε βρει ο Λα Μπρεκ, αλλά εκείνη ένιωθε σαν στόχος, εκτεθειμένη και μόνη. Χωρίς τον Σαμ, δεν άντεχε να βρίσκεται στο σπίτι. Πήγε στην τραπεζαρία, κοίταξε το στρωμένο τραπέζι. Η σαλάτα είχε μαραθεί και το ραγού δεν τρωγόταν. Ανατρίχιασε και ξάπλωσε στον καναπέ. Η ώρα περνούσε κι εκείνος δεν τηλεφωνούσε. Μπορεί και να μην ερχόταν. Μπορεί να μην ξαναεμφανιζόταν ποτέ. Όπως έγινε με τον Μάικλ Μακλέιν. Στο κάτω κάτω η ταινία είχε τελειώσει. Μπορεί να μην τη χρειαζόταν πια. Όταν τον άκουσε στην εξωτερική πύλη, η οργή της αναμείχθηκε με την ανακούφιση. Μετά ο θόρυβος του αυτοκινήτου του, τα βήματά του, το κλειδί στην πόρτα. Έμεινε ακίνητη, ακούγοντας τον να προφέρει απαλά το όνομά της, ψάχνοντάς τη σε όλα τα δωμάτια. «Α, εδώ είσαι; Με συγχωρείς που άργησα». Τα μάτια του ήταν γεμάτα μαύρους κύκλους. «Είχαμε πολλή δουλειά. Γιατί κάθεσαι στο σκοτάδι; Είσαι θυμωμένη;» «Έχεις αργήσει κάτι ώρες, δε μου τηλεφώνησες και ρωτάς αν είμαι θυμωμένη;»
«Λυπάμαι, μωρό μου. Ξέχασα να σου τηλεφωνήσω από το γραφείο και μετά δε λειτουργούσε το καταραμένο το τηλέφωνο στο αυτοκίνητο». «Υπάρχουν και τα τηλέφωνα με τους κερματοδέκτες». «Θεέ μου, Τζέιν! Μόνο οι αλήτες χρησιμοποιούν αυτά τα τηλέφωνα στο Λος Άντζελες! Λυπήσου με! Έ χ ω πολλά στο μυαλό μου! Το παραδέχομαι ότι έκανα λάθος, αλλά δεν είχαμε να πάμε κάπου». Η Τζέιν σηκώθηκε. «Όχι, δεν είχαμε να βγούμε έξω. Είχαμε απλώς να δειπνήσουμε μαζί και να κάνουμε έρωτα. Τίποτε που ν' αξίζει ένα τηλεφώνημα. Και τώρα το φαΐ δεν τρώγεται». «Δεν πειράζει, τσίμπησα κάτι με την Έιπριλ». Είδε την γκριμάτσα της και συνειδητοποίησε πως αυτό που είπε χειροτέρεψε τη διάθεσή της. Αναστέναξε. «Τζέιν, δε φαίνεται να καταλαβαίνεις την πίεση που δέχομαι. Δεν είναι εύκολο να ξεμπερδέψουμε με την ταινία με την ευκολία που θα θέλαμε και οι δύο. Πρέπει να διατηρήσω τις καλές μου σχέσεις με την Έιπριλ. Απλώς είχαμε πολλά να πούμε και πολλά να προγραμματίσουμε». «Και τι άλλο κάνατε με την Έιπριλ;» τον ρώτησε. «Ας μιλήσουμε με ανοιχτά χαρτιά. Δεν είσαι μόνος σου, ξέρεις. Αυτό το παιχνίδι το παίζουμε δύο. Ή μήπως πρόκειται για ιψενικό τρίγωνο;» «Για όνομα του Θεού, Τζέιν. Η Έιπριλ είναι η παραγωγός. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;» «Εσύ δεν καταλαβαίνεις πως ούτε ηλίθια είμαι ούτε τυφλή; Αυτή τη φορά δεν πρόκειται να κλείσω τα μάτια μου ενώ θα με ταπεινώνεις μπροστά...» Σταμάτησε κι έκανε στροφή να φύγει δαγκώνοντας τη γλώσσα της. Ο Σαμ δεν είχε ποτέ ταπεινώσει την Τζέιν Μουρ, θύμισε στον εαυτό της. Είχε ταπεινώσει τη Μέρι Τζέιν Μόραν. «Πότε σου είπα ψέματα;» τη ρώτησε πληγωμένος. «Πότε σε ταπείνωσα;» «Μη μου πεις ότι δεν κοιμήθηκες με την Έιπριλ Άιρονς;» «Τζέιν, σου το είπα, αυτό έγινε παλιά». «Θέλω λεπτομέρειες. Πότε άρχισε;» «Όταν ήρθα για πρώτη φορά εδώ. Προσπαθούσε ν' αγοράσει το Τζακ και Τζιλ κι εγώ έκανα το παν για να το σκηνοθετήσω».
Στο πρώτο του ταξίδι στο Λος Άντζελες, σκέφτηκε. Κοιμόταν με τη Μέρι Τζέιν —εμένα— στη Νέα Υόρκη και με την Έιπριλ Άιρονς στο Λος Άντζελες. Θυμήθηκε τ' απολογητικά τηλεφωνήματά του. Μήπως της τηλεφωνούσε από το κρεβάτι της Έιπριλ; «Ήταν μπερδεμένα τα πράγματα, Τζέιν. Ήθελα να πουλήσω το έργο, αλλά συγχρόνως ήθελα και να το σκηνοθετήσω και να εξασφαλίσω ένα ρόλο για μια φίλη. Δεν είχα ξανακάνει τέτοιες διαπραγματεύσεις. Κλείσαμε τη συμφωνία στο κρεβάτι. Ξέρεις, όλα ήταν υπερβολικά. Οι λιμουζίνες, τα φοινικόδεντρα, οι υποκλίσεις, για πρώτη φορά ένιωθα ότι ήμουν το κέντρο του κόσμου. Για πρώτη φορά είχα δύναμη. Δεν ξέρω. Μπορεί να σκέφτηκα πως ένας δεσμός μαζί της θα μ' έφερνε σε πλεονεκτική θέση. Αλλά δεν έγινε έτσι». Υποκρινόταν συνέχεια, σκέφτηκε. Παρηγορούσε εμένα και πηδούσε την Έιπριλ Άιρονς. Μου έριχνε στάχτη στα μάτια κι έκλεινε συμφωνίες στο κρεβάτι μαζί της. Χρησιμοποιούσε το τζετ λαγκ σαν δικαιολογία για να μην κάνουμε έρωτα. Κι εγώ τα έβαζα με τον εαυτό μου. Ένιωσε να φουντώνει. Ήθελε να τον χαστουκίσει ξανά και ξανά. Αλλά πώς θα του εξηγούσε; «Βγες έξω», ψιθύρισε. «Φύγε τώρα αμέσως».
53 Η Έιπριλ πέρασε δυο μέρες και τρεις νύχτες βλέποντας και ξαναβλέποντας την ταινία. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι επρόκειτο για μεγάλο φιάσκο. Άνθρωπος δε θα πλήρωνε για να τη δει. Και η ίδια πήγαινε χαμένη αν δεν έπαιρνε ριζικά μέτρα. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, σκέφτηκε πόσο μεγάλη ευχαρίστηση θα ένιωθε ο Μπομπ Λε Βιν απολύοντάς τη. Ανατρίχιασε σαν να έβλεπε ταινία τρόμου. Η ερμηνεία του Μάικλ ήταν όλο θυμό και η Τζέιν Μουρ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από άλλό ένα ωραίο πρόσωπο. Έλεγε
τα λόγια της καλά, αλλά οι δυο τους έδιναν την εντύπωση πως δεν έκαναν τίποτε. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να μην τους προκαλεί συσπάσεις ο εκνευρισμός της. Είχε κάνει μια επέμβαση πριν από δύο χρόνια και δεν ήθελε να την επαναλάβει πριν περάσουν άλλα πέντε. Με κλειστά τα μάτια, άκουγε τους διάλογους και τα ροχαλητά του Σέιμορ. Οι διάλογοι δεν ήταν κακοί, σκέφτηκε. Αλλά όλα λέγονταν θυμωμένα, υπήρχε πολλή οργή. Κρίμα που γύριζαν μια ιστορία αγάπης και όχι μια ταινία με τον Σβαρτσενέγκερ. Μόνο ο Μανκίεβιτς μπορούσε να το σώσει αυτό. Αλλά είχε πεθάνει. Έμεινε εντελώς ακίνητη. Τι είχε πει ο Μανκίεβιτς; Πως θα γινόταν δισεκατομμυριούχος όποιος έβρισκε έναν τρόπο να δείξει όλη την ερωτική πράξη επί της οθόνης. Ή μήπως το είχε πει ο Γκόλντουιν; Δεν είχε σημασία. Με κλειστά τα μάτια συνέχισε ν' ακούει. Και τότε της ήρθε η ιδέα. Συνοδευμένη από μια ανατριχίλα, μια μεταλλική γεύση στο στόμα. Ναι! Προσεκτικά, σαν να δοκίμαζε κάτι το πολύ ξινό, άρχισε να το δουλεύει στο μυαλό της. Από την πρώτη στιγμή είχαν δει αυτή την ταινία σαν τη μεταφορά μιας ιστορίας αγάπης στη σύγχρονη εποχή. Και δεν είχαν προχωρήσει αρκετά! Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ενενήντα, για όνομα του Θεού! Είχε έρθει η ώρα. Ας δείξουμε στον κόσμο μια τρυφερή ιστορία αγάπης, αλλά και βίαιη και τραγική. Και ας τους δείξουμε εραστές στην οθόνη. Ό χ ι κάτι στα βιαστικά, αλλά ολόκληρη την πράξη. Ας τους δώσουμε αυτό που θέλουν. Ας κάνουμε τις γυναίκες να μουσκέψουν και τους άντρες να τους σηκωθεί. Και τι πειράζει που ο Μάικλ άρχιζε να γερνά; Θα τον ντουμπλάριζαν. Πίστευε ότι θα εξασφάλιζαν και τους νέους και τους μεγάλους. Και οι νέοι θα έβλεπαν την ταινία πάνω από μια φορά. Στο κάτω κάτω η Τζέιν ήταν το μεγάλο τους όνειρο. Και οι μεγάλοι θα ένιωθαν νοσταλγία. Οι γυναίκες είχαν κάνει τον Μάικλ είδωλο τους πριν από είκοσι χρόνια και οι άντρες τον έκαναν πρότυπο τους, μεγαλώνοντας μαζί του. Θα έβλεπαν ότι ο γερόλυκος τα κατάφερνε ακόμη. Και μαζί μ' αυτόν κι αυτοί. Και όλοι θα γύριζαν στο σπίτι τους και θα πηδούσαν τη γυναίκα τους.
Χρειαζόταν βέβαια τόλμη. Μετά το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι, κανένας άλλος μεγάλος ηθοποιός δεν είχε κάνει σεξ στην οθόνη. Ακόμη και ο Μάικλ Ντάγκλας στο Βασικό Ένστικτο είχε κρατήσει κάποια προσχήματα. Αλλά ο Μακλέιν ήταν απελπισμένος. Και φοβόταν μήπως χάσει τη φήμη του. Η Έιπριλ ήξερε πώς θα τον έπειθε. Αυτή που μπορεί να προκαλούσε πρόβλημα, ήταν η Τζέιν Μουρ. Η Έιπριλ χαμογέλασε. Αυτή η ηλίθια παράγραφος του συμβολαίου που επέβαλε ο Σάι Όρτις και όριζε ντουμπλάρισμα στις γυμνές σκηνές... Το ντουμπλάρισμα που της είχε κοστίσει τόσο ακριβά! Θα έβαζε, λοιπόν, την κοπέλα να ντουμπλάρει και θα έδειχνε πολΰ κοντινά πλάνα του προσώπου της Τζέιν. Αυτή είναι η μαγεία του Χόλιγουντ. Αυτό βέβαια θ' αναστάτωνε τη μις Μουρ, τον Σάι Όρτις ή τον Μάρτι Ντι Τζενάρο. Μπορεί η σκΰλα να έχανε το συμβόλαιο της με τα Καλλυντικά Φλάντερς. Μπορεί να ενοχλούνταν και ο Σαμ. Αίγο την ενδιέφερε. Χαμογέλασε και σηκώθηκε. «Κΰριοι», είπε. «Έχω μια ιδέα».
54 Πέρασαν ήδη δΰο μερόνυχτα που η Τζέιν είχε πετάξει έξω τον Σάμ, και αυτό ήταν πάνω από την αντοχή της. Την ημέρα ήταν σαν αυτόματο και το βράδυ έμενε ξάγρυπνη. Τι της είχε κάνει και τι του είχε κάνει; Πήρε ένα αντίτυπο του βιβλίου Μεγάλες Προσδοκίες και ξαναδιάβασε για την τρελή μις Χάβισαμ και την Εστρέλα με την κρΰα καρδιά. Ξάπλωνε στο κρεβάτι κι έκλαιγε. Ποιον είχε εκδικηθεί; Τι είχε αποδείξει; Πώς και γιατί το έκανε αυτό στον εαυτό της; Τελικά το βράδυ της Παρασκευής του τηλεφώνησε κι εκείνος την κάλεσε στο σπίτι του για το βράδυ του Σαββάτου. Πέρασαν το βράδυ μαζί, κάνοντας έρωτα σαν να είχαν χωριστεί για χρόνια, όχι για μέρες.
Παραδέχτηκε πως είχε φερθεί παράλογα, ότι το παρελθόν είχε τελειώσει και πως τον πίστευε όταν της έλεγε ότι δεν υπήρχε τίποτε ανάμεσα σ' αυτόν και την Έιπριλ. Κοιμήθηκε στην αγκαλιά του· μόνο έτσι μπορούσε να κοιμάται πια χωρίς εφιάλτες, εφιάλτες από το παρελθόν. Κυριακή πρωί και ο Σαμ τεντωνόταν στον καναπέ. Μετά έβαλε το χέρι του στην τσέπη και είπε: «Έχω κάτι για σένα» και όταν είδε κάτι να λάμπει στο χέρι του, για μια στιγμή ο νους της πήγε στο δώρο του Μάικλ Μακλέιν. Αλλά αυτό δεν ήταν ένα διαμάντι. Ή τ α ν ένα κλειδί. Το κλειδί του Σαμ. «Για σένα», της είπε. «Το σπίτι μου είναι σπίτι σου». Αργότερα τον κοιτούσε καθώς διάβαζε τα αθλητικά στην εφημερίδα. Έπαιζε στα χέρια της το κλειδί. Δεν είχε ποτέ δώσει το κλειδί του στη Μέρι Τζέιν. Τον κοίταξε. Πρέπει να ένιωσε το βλέμμα της, γιατί σήκωσε το κεφάλι. Άλλη μια πρωτιά: διέκοπτε ακόμη και το διάβασμα των αθλητικών για χάρη της. «Σαμ, πόσες γυναίκες αγάπησες πραγματικά;» τον ρώτησε. «Δε μου λες τώρα, θα παραβγούμε; Γιατί τέτοια παιχνίδια δεν τα παίζω. Κι έπειτα, θα σε κερδίσω, είμαι πολύ μεγαλύτερος σου. Αν και πολλοί νεαροί πρέπει να έχουν σφαχτεί στην ποδιά σου. Δεν έχω καμιά διάθεση ν' ακούσω γι' αυτούς. Κι έπειτα, πάνε δέκα χρόνια από τότε που βρισκόμουν στη σεξουαλική μου ακμή». Άφησέ τον ήσυχο, είπε στον εαυτό της. Μην το συνεχίσεις. Αλλά δεν μπορούσε. Λες και όλ' αυτά τα χρόνια ανομολόγητης ζήλιας, όλα εκείνα τα τρομερά χρόνια που έζησε σαν Μέρι Τζέιν, κλείνοντας τα μάτια γιατί δεν άντεχε να βλέπει, ήθελαν τώρα να πάρουν την εκδίκησή τους. «Εγώ δε θέλω ν' ακούσω για τις κατακτήσεις σου. Θέλω να μάθω για τις γυναίκες που αγάπησες». Συνοφρυωμένος, χαμήλωσε την εφημερίδα. «Για ποιο λόγο θέλεις να το μάθεις αυτό; Δεν αρκεί να ξέρεις ότι σ' αγαπώ;» «Είχες παντρευτεί», του είπε, σαν να τον κατηγορούσε. «Ναι, είχα παντρευτεί. Τότε νόμιζα ότι την αγαπούσα. Αλλά τώρα συνειδητοποιώ πως ήμαστε και οι δύο πολύ νέοι για να ξέρουμε τι θέλουμε».
Μα τι έψαχνε; Τι ήθελε να μάθει; Δεν ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. «Αν δεν αγαπούσες τη γυναίκα σου, τότε ποια αγάπησες;» «Τζέιν, υπάρχουν ερωτήσεις που δε σου έχω κάνει ποτέ. Είχα την αίσθηση ότι δε θέλεις να συζητήσεις κάποια θέματα. Και το δέχθηκα. Εσύ δεν καταλαβαίνεις ότι μπορεί να συμβαίνει το ίδιο και σ' εμένα;» «Εννοείς τις ραφές; Αυτό είναι άλλο πράγμα. Δεν έχει να κάνει μ' εσένα. Αλλά το ποια αγαπάς και πώς την αγαπάς έχει να κάνει μ' εμένα». Ο Σαμ σηκώθηκε και πήρε το ποτήρι του με το χυμό. Ή π ι ε μια γουλιά και σκούπισε το στόμα του χαριτωμένα με την ανάστροφη του χεριού του. Νόμισε πως θ' αγνοούσε την ερώτησή της και αυτό της προκαλούσε συνάμα οργή και ανακούφιση. Αλλά τότε μίλησε: «Κάποτε αγάπησα μια γυναίκα που την έλεγαν Νόρα. Ή τ α ν τρελή, ήμουν τρελός, αλλά την αγάπησα». Η Τζέιν ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατότερα. Αυτό ήταν, λοιπόν; Δεν είχε ποτέ αγαπήσει τη Μέρι Τζέιν. «Ποια άλλη;» ρώτησε. Να χαρείς, Θεέ μου. Κάνε να πει ότι αγάπησε τη Μέρι Τζέιν. «Αγάπησα και μια γυναίκα στη Νέα Υόρκη. Ηθοποιός κι αυτή». Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ' ευχαριστώ. Αλλά τότε σκέφτηκε ότι μπορεί να μην ήταν η Μέρι Τζέιν. Μπορεί να ήταν η Μπέθανι Λέικ. «Πώς την έλεγαν;» «Δεν έχει σημασία πια. Μπορώ σίγουρα να πω ότι δεν αγάπησα καμιά με τον τρόπο που αγάπησα εσένα. Είσαι εκτός συναγωνισμού. Είναι ευλογία να μπορώ να σ' αγγίζω. Με πιστεύεις;» Να το, λοιπόν. Ο Θεός έδινε και ο Θεός έπαιρνε. Ακόμη κι αν είχε αγαπήσει τη Μέρι Τζέιν, τώρα την απαρνιόταν. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Ω Τζάνι, μην κλαις. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε ν' απαντήσω στις ερωτήσεις σου. Σου ορκίζομαι ότι τις έχω ξεχάσει όλες. Δεν έχουν καμιά σημασία. Μόνο εσύ υπάρχεις». Την πέταξε από την
καρέκλα της και κυλίστηκε μαζί της κάτω. «Υπάρχεις μόνο εσύ», είπε. * * #
Η Τζέιν στεκόταν στο πλατό της σειράς με όλα τα φώτα στραμμένα πάνω της. «Τέλεια», έλεγε ο Μάρτι. «Είσαι τέλεια». Και μετά ακουγόταν η φωνή του Σαμ. «Τέλεια», έλεγε κι αυτός ξεκάθαρα. Ή τ α ν γυμνή, αλλά έστεκε εκεί, περήφανη που τη θαύμαζαν όλοι. Και τότε: «Είσαι τρελή;» στρίγκλισε η Λάιλα. «Κοίτα κάτι ουλές!» Και καθώς αυτοί κοίταζαν, η Τζέιν ένιωθε τις ουλές της να κοκκινίζουν πιο πολύ, να πρήζονται. Και τότε, μέσα στην ντροπή και τον τρόμο της, ένιωσε τα στήθη της να κρεμάνε, τα οπίσθιά της να φουσκώνουν, την κοιλιά της να πέφτει βαριά. Και όλοι άρχισαν να γελάνε, μαζί και η Λάιλα. Δίπλα της βρισκόταν ο Νιλ, ντυμένος σαν μάγος. «Άμπρα κατάμπρα», είπε και κούνησε το ραβδί του. «Πριν και μετά. Μετά και πριν». Η Τζέιν ξύπνησε από τον εφιάλτη μούσκεμα στον ιδρώτα. Δίπλα της κοιμόταν ο Σαμ, αλλά η Τζέιν είχε τρομοκρατηθεί. Η αναπνοή της έβγαινε με λυγμούς, αλλά εκείνος δεν ξύπνησε. Ήσυχα, για να μην τον ξυπνήσει, κατέβηκε από το κρεβάτι, βγήκε από το δωμάτιο και πήγε στο κρύο μαρμάρινο μπάνιο. Ή τ α ν τεράστιο, με μεγάλο τζακούζι, μοντέρνα φώτα, τουαλέτα και μπιντέ. Η Τζέιν έτρεμε από το κρύο. Άναψε το φως, ανοιγόκλεισε τα μάτια και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη που ξεκινούσε από το ταβάνι κι έφτανε στο πάτωμα. Πλησίασε πολύ κοντά και περιεργάστηκε το πρόσωπό της, το πρόσωπο που είχε αγοράσει. Κοίταξε μέσα στα μάτια της, τα δικά της μάτια, που δεν είχαν αλλάξει. Αλλά στο φως του μπάνιου, ακόμη κι αυτά έδειχναν αναμμένα. Δεν άντεχε να τα κοιτάζει. Έσβησε το φως και άρχισε να περιπλανιέται στο ψηλοτάβανο λίβινγκ ρουμ του καινούριου της σπιτιού. Ή τ α ν εντυπωσιακό. Προχώρησε στα τυφλά προς την τζαμαρία που οδηγούσε στην πισίνα και στον κήπο. Βραδιά φεγγαρόλουστη, μια από τις σπάνιες φορές που η ατμόσφαιρα στο Λος Άντζελες ήταν καθαρή.
Κοίταξε τη βεράντα, τα πανέμορφα δέντρα, την τέλεια πισίνα. Και ο Λα Μπρεκ την είχε διαβεβαιώσει πως όλα ήταν απολύτως ασφαλή. Καμιά περίπτωση εισβολής ανεπιθυμήτων. Αλλά δυστυχώς το σπίτι δεν της άρεσε. Δεν είχε καμιά σχέση μαζί της, καμιά σχέση με το γούστο της, μ' αυτό που ήταν και με τον τρόπο που ήθελε να ζήσει. Αναγκαστικά το ανεχόταν, όπως και τη δόξα της, όπως και την καινούρια της ζωή. Αναστέναξε. Τα γυμνά πόδια της είχαν παγώσει. Τότε ένιωσε το γάτο της να τρίβεται στα πόδια της. Ο Σαμ είχε θαυμάσει τα πάντα στο σπίτι της εκτός απ' αυτόν. Και στη Νέα Υόρκη δεν τον συμπαθούσε το γάτο της. «Για ποιο λόγο οι γυναίκες έχουν μανία με τις γάτες;» έλεγε πάντα. Τον χάιδεψε κι επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο. Όταν μπήκε, ο Σαμ είχε ξυπνήσει. «Ποΰ είχες πάει;» τη ρώτησε. «Είδα ένα όνειρο και ξΰπνησα. Είχα βγει μια βόλτα». Τέντωσε το χέρι του προς το μέρος της και προσπάθησε να την τραβήξει στο κρεβάτι. «Είδα κι εγώ ένα όνειρο. Για σένα», μουρμοΰρισε. Τρίκλισε, σχεδόν έπεσε πάγω του. Ο γάτος τρόμαξε και πετάχτηκε πάνω στο στήθος του. Ο Σαμ ούρλιαξε καθώς τον γρατσουνοΰσε. «Μη, Μιντνάιτ!» φώναξε η Τζέιν και συνειδητοποίησε έντρομη πως είχε προφέρει το όνομα του γάτου που είχε στη Νέα Υόρκη. Ο Σαμ έμεινε σιωπηλός. Μέσα στο σκοτάδι, η Τζέιν τρομοκρατήθηκε. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε. Εκείνος δε μίλησε. Μετά τον άκουσε να κινείται μέσα στο σκοτάδι και ν' ανάβει το φως. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, είδε τις γρατσουνιές στο στήθος του που άρχιζαν να ματώνουν. Αλλά αυτό που περισσότερο τη φόβιζε ήταν το πρόσωπο του. «Όχι Μιντνάιτ», είπε. «Δεν τον λένε έτσι το γάτο». «Πώς τον φώναξα;» ρώτησε η Τζέιν. Αλλά ήξερε. Το σκοτάδι, η φωνή της, ο γάτος, όλα είχαν συνωμοτήσει εναντίον της. «Ποια είσαι;» ψιθύρισε. Κάθισε παγωμένη στην άκρη του κρεβατιού.
«Ποια είσαι;» ξαναρώτησε και κινήθηκε προς το μέρος της, με τα χέρια του πάνω στους ώμους της. «Αυτό μου έχει ξανασυμβεί. Ποια είσαι;» Η φωνή του είχε τώρα υψωθεί, την κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια. Μάτια από τα οποία είχε βγάλει τους γαλάζιους χρωματιστούς φακούς. «Ω Θεέ μου», είπε και από την έκφραση του προσώπου του είδε πως την είχε αναγνωρίσει. «Ποια είσαι;» ξαναρώτησε. Ένιωσε σαν να γινόταν ο κόσμος της συντρίμμια. «Δεν ξέρω», ψιθύρισε. * * *
Κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας, ο ένας απέναντι στον άλλο. Άκουγαν το τικ τακ του ρολογιού. Τρεις και τέταρτο τα χαράματα. Ο Σαμ ήταν χλομός, το χρώμα είχε χαθεί από τα χείλη του. «Πότε αποφάσισες να το κάνεις αυτό;» την ξαναρώτησε. Ή Τζέιν δεν είχε ποτέ της νιώσει τόσο κουρασμένη. Είχε προσπαθήσει ν' απαντήσει σε όλες του τις ερωτήσεις. Παρά την οργή της, κατά κάποιον τρόπο ένιωθε ένοχη. Έπρεπε να του το είχε πει. Έπρεπε να του επιτρέψει ν' αποφασίσει μόνος του, όχι να τον αναγκάσει. Αλλά οι ερωτήσεις του την είχαν κουράσει. Του είχε διηγηθεί όλη την ιστορία και τώρα της ζητούσε να την επαναλάβει, να του λύσει κάθε απορία. Σαν να ήταν δικηγόρος ή κάτι τέτοιο. Αλλά του το χρωστούσε τουλάχιστον αυτό, είπε στον εαυτό της και πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Το χειμώνα. Αφού έφυγες». «Έλα τώρα, μη συνδέεις τα πάντα, ακόμα και τις εγχειρήσεις, με τη διάλυση του δεσμού μας». «Κι όμως, έτσι είναι». «Τζέιν... Μέρι Τζέιν... Πήρες την απόφαση να κόψεις φέτες τον εαυτό σου και γι' αυτό δεν μπορείς να κατηγορείς εμένα!» «Αλήθεια; Δεν μπορώ; Και γιατί όχι; Πάντα αυτό δε με άφηνες να εννοώ, ότι δηλαδή δεν ήμουν όμορφη;» «Αυτό είναι ένα τρομερό ψέμα! Διάβολε, ποτέ δεν είπα κάτι για την εμφάνισή σου!»
«Δεν είπα πως είπες κάτι. Αλλά με άφηνες να το εννοώ. Κοιμόσουν με όλες τις ωραίες. Γιατί όπως ήμουν δε σου ήμουν αρκετή. Και μετά πήγες στο Χόλιγουντ και με άφησες. Έτσι αποφάσισα ν' αλλάξω. Και μην τολμήσεις να με κατηγορήσεις γι' αυτό». «Όλα υπήρχαν μέσα στο κεφάλι σου. Χωρίσαμε γιατί είχαμε τελειώσει». Η Τζέιν σηκώθηκε, ένιωσε να τρέμει, αισθάνθηκε το κορμί της ολόκληρο να φουντώνει από την οργή. «Μην τολμήσεις να το αμφισβητήσεις αυτό!» φώναξε. «Κοιμήθηκα μαζί σου και ξέρω. Η Μέρι Τζέιν δεν άκουσε ποτέ μια λέξη θαυμασμοΰ. Αλλά η Τζέιν...» Πήρε μια αναπνοή, χαμήλωσε τη φωνή της και άρχισε να τον μιμείται σε στιγμές ερωτικής απόλαυσης. «"Είσαι τόσο όμορφη. Ναι, Τζέιν, ναι. Θεέ μου, λατρεύω τα πόδια σου, τα στήθη σου. Είσαι τόσο τέλεια... Τόσο..."» «Σκάσε!» ούρλιαξε και τινάχτηκε προς την πόρτα. «Πού πας; Μην τολμήσεις να φύγεις τώρα». «Διάβολε, μη μου λες τι να κάνω!» Μια καρέκλα έπεσε στο πάτωμα, καθώς συνέχισε να περπατά προς την πόρτα. Η Τζέιν ήξερε πως αν έφευγε τώρα ή θα τον σκότωνε ή θα πέθαινε. Άρπαξε ένα βαρύ βάζο και το πέταξε προς την πόρτα. Έπεσε στον τοίχο, έγινε χίλια κομμάτια που σκορπίστηκαν σ' όλο το δωμάτιο. Παραλίγο θα τον πετύχαινε στο κεφάλι. Στράφηκε προς το μέρος της, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. Σαν να διέκρινε κάποιο φόβο σ' αυτά; «Μη μου γυρίζεις την πλάτη», τον προειδοποίησε. «Μη λες ψέματα και μη με παίρνεις για κάτι το δεδομένο. Δεν είμαι η ίδια γυναίκα που εγκατέλειψες στη Νέα Υόρκη, αχρείε!» «Εσύ μου είπες ψέματα. Τι θέλεις να κάνω; Να το αγνοήσω; Δεν ξέρω καν ποια είσαι τελικά. Δεν μπορώ να ο εμπιστευτώ». «Μεγάλη υπόθεση. Λες και δε μου έλεγες ψέματα από το πρωί ως το βράδυ. Για το ρόλο στο Τζακ και Τζιλ, για την Μπέθανι Λέικ, για την Έιπριλ Άιρονς, για το ποιος θα έπαιζε μαζί μου στο Αστέρι, για το αν το σενάριο ήταν καλό...» Παρά το ότι είχε αποφασίσει το αντίθετο, έβαλε τα κλάματα. Γιατί ήξερε πως ο Σαμ είχε δίκιο. Ποια ήταν; Εκείνος έστεκε ακόμη στην πόρτα, ακίνητος σαν
στήλη άλατος, μπροστά στο ξέσπασμά της. Δεν ήταν βίαιος άνθρωπος. «Τι θέλεις από μένα, Τζέιν; Τι διάβολο θέλεις;» «Θέλω να μ' αγαπάς». «Μα σε αγαπούσα». «Εσύ δεν ξέρεις πώς ένιωθα. Σ' αγαπούσα περισσότερο από καθετί στον κόσμο και ήξερα πως εγώ δεν ήμουν αρκετά όμορφη για να με αγαπήσεις το ίδιο. Δεν ήμουν αρκετά νέα». «Κι αποφάσισες να μου δώσεις ένα μάθημα! Χριστέ μου, είναι μακάβριο. Αυτή δεν είναι η μύτη σου, αυτός είναι ο μισός πισινός σου και αυτό είναι ένα πλαστικό πιγούνι. Με κορόιδευες όλον αυτό τον καιρό. Εγώ σερνόμουν στα πόδια σου κι εσύ γελούσες». Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. «Το τελευταίο πράγμα που έκανα ήταν να γελάω», του είπε. Και τότε συνειδητοποίησε το μέγεθος του προβλήματος της. Ή τ α ν ο μόνος άντρας που, αν τώρα την αγαπούσε και την καταλάβαινε, αν τη συγχωρούσε κι αν της πρόσφερε την απόλυτη αγάπη του, θα της έδινε την ευκαιρία να συγχωρήσει και τον εαυτό της. Μόνο αν την αγαπούσε εκείνος, θ' αγαπούσε και η ίδια τον εαυτό της. Κι αν όχι, τότε όλα θα τινάζονταν στον αέρα. Και ποτέ δε θα πίστευε στην αγάπη ενός άλλου άντρα, χωρίς συγχρόνως να νιώθει ότι προδίδει τον παλιό της εαυτό. Ένας φόβος, βαθύτερος και πιο παγερός από κάθε προηγούμενο, μπήχτηκε σαν μαχαίρι στα σωθικά της και πάγωσε την οργή της. Ανατρίχιασε. Το μέλλον της, η ζωή της, όλα είχαν να κάνουν από την ικανότητα του Σαμ να την αποδεχθεί. Την είχε αγαπήσει. Έπρεπε να συνεχίσει να την αγαπά. Κι αν σταματούσε τώρα, αν του έδινε να καταλάβει πως θα μπορούσαν επιτέλους να συναντηθούν οι καλύτεροι εαυτοί τους, τότε υπήρχε μια ευκαιρία να κερδίσουν και οι δύο. «Σε παρακαλώ, Σαμ, σε παρακαλώ», άρχισε. «Το ξέρω ότι σε πλήγωσα, λυπάμαι». Προχώρησε προς το μέρος του, με τα γυμνά της πόδια να πατούν στα σπασμένα γυαλιά. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. «Μη με κατηγορείς, Σαμ, γιατί δε θα μπορέσω να σε συγχωρήσω». Τον πλησίαζε με λυγμούς, αλλά εκείνος, κατάχλομος σαν πεθαμένος, δεν έκανε
καμιά προσπάθεια να,τη ν παρηγορήσει. Απλώς κούνησε το κεφάλι του. «Πώς μπόρεσες;» ρώτησε. «Μέρι Τζέιν, πώς μπόρεσες;» Θεέ μου, ήταν μάταιο. Ξαφνικά ένιωσε τον πόνο από τα γυαλιά που μπήγονταν στη σάρκα της. Το αίμα της έσταζε στα λευκά πλακάκια. Δεν είχε σημασία. Σημασία είχε να τον κάνει να καταλάβει. Πώς θα του εξηγούσε το μίσος για τον εαυτό της, την απελπισία της; Πώς θα του εξηγούσε την απόφασή της να εγκαταλείψει τη ζωή της, τους φίλους της; Πώς θα τα εξηγούσε όλ' αυτά στο μοναδικό άνθρωπο του οποίου την κατανόηση χρειαζόταν; Έπρεπε να κερδίσει τη συμπόνια του. Αλλά πώς; Ο Σαμ την ξανακοίταξε με τρόμο και απέχθεια. «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό σ εμένα;» ρώτησε.
ο ΞΕΠΕΣΜΟΙ Αε θα έπαιζα ποτέ σε γυμνές σκηνές. Το να παίζω με τα ρούχα μου είναι υποκριτική τέχνη, το να παίζω γυμνή είναι ντοκιμαντέρ. ΤΖΟΥΛΙΑ ΡΟΜΠΕΡΤΣ Το ν' αντιμετωπίζεις τον Τύπο είναι πιο δύσκολο από το να μπανιάρεις ένα λεπρό. ΜΗΤΕΡΑ ΤΕΡΕΖΑ Όσοι πιστεύουν πως οι ωραίες έχουν μια τέλεια ζωή και δεν υπάρχει καμιά σκοτεινή πλευρά, βρίσκονται εκτός πραγμιατικότητας. ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΦΕΡ
1 Τον μισείτε, λοιπόν, τον Σαμ Σιλντς, έτσι δεν είναι; Είναι σαν όλους τους αχρείους που γνωρίσατε, όλους τους άντρες που σας άφησαν, πού σας είπαν ψέματα, που τελικά δεν ήταν άξιοί σας. Αλλά μψ ξεχνάτε πως, όπως όλοι αυτοί οι αχρείοι, ο Σαμ Σιλντς νιώθει πως αυτός είναι εκείνος που προδόθηκε. Μετά τη σκηνή στην κουζίνα, ο Σαμ έφυγε σαν μεθυσμένος από το σπίτι της Τζέιν. Ήταν ανίκανος να πιστέψει πως η γυναίκα που αγάπησε, η γυναίκα για χάρη της οποίας διακινδύνευσε την καριέρα του, τον είχε προδώσει μ' αυτό τον τρόπο. Η Τζάν ήταν η Μέρι Τζέιν. Απίστευτο, τρομακτικό. Τον είχε κοροϊδέψει, τον είχε γελοιοποιήσει. Με μια αρρωστημένη εμμονή, αναπολούσε όλες τις στιγμές τους κι αναρωτιόταν πόσες φορές τον κορόιδεψε. Και τι είδους γυναίκα ήταν αυτή που είχε στήσει τέτοιο παιχνίδι. * * *
Ο Σαμ καθόταν στο σκοτεινό δωμάτιο παρακολουθώντας την καινούρια βερσιόν του Ένα Αστέρι Γεννιέται. Κουνιόταν νευρικά στο κάθισμά του. Τελικά η ταινία είχε πάει καλά. Αυτός, η Έιπριλ, ο Λάσλο και ο Μάικλ είχαν πάει στο Χονγκ Κονγκ για δεκαεννιά ημέρες πυρετώδους δουλειάς, γυρίζοντας τις καινούριες σκηνές της ταινίας. Σ' ένα στούντιο που γύριζε δεκάδες πορνοταινίες το μήνα για την ασιατική αγορά. Είχαν τεχνικούς και συνεργεία για ειδικά εφέ, που δούλευαν γρήγορα και φθηνά. Και τώρα οι προσπάθειές τους είχαν μετουσιωθεί σε ταινία. Σήκωσε το ένα του χέρι και το έβαλε στο μέτωπο του. Εδώ και μια εβδομάδα τον βασάνιζε ο πονοκέφαλος. Ίσως να έφταιγε το φαγητό ή το νερό του Χονγκ Κονγκ, ίσως η δουλειά που κρατούσε ώρες ατέλειωτες. Και δεν είχαν βοηθήσει ούτε τα μασάζ ούτε ο βελονισμός.
Ο Σαμ δούλεψε μερόνυχτα για να σώσει την ταινία. Για να σώσει τον εαυτό του. Και μόνο όταν θα τέλειωναν όλα, θα μπορούσε να φύγει από τη σκηνή του εγκλήματος και να επιστρέψει στο Λος Άντζελες, μαζί με τους πονοκεφάλους του. Δεν είχε ξοφλήσει, έλεγε περήφανα στον εαυτό του. Η ταινία δεν ήταν αυτό που είχε φανταστεί, αλλά δεν ήταν και για πέταμα. Η πρώτη της βερσιόν υπήρξε σκέτη αποτυχία. Πάντα είχε τις επιφυλάξεις του για το μελόδραμα. Είχε φύγει για το Χονγκ Κονγκ έξω φρενών με την Τζέιν. Και όταν βρέθηκε στο ξενοδοχείο του, με το λιμάνι του Χονγκ Κονγκ ν' απλώνεται στα πόδια του, κατάλαβε γιατί την είχε αγαπήσει — μπορεί και να την αγαπούσε ακόμη. Είχε καταφέρει να είναι ευχάριστη στα μάτια του, όπως όλες οι ωραίες γυναίκες, και συγχρόνως να νοιάζεται γι' αυτόν όπως μόνο η Μέρι Τζέιν ήξερε. Η Τζέιν είχε όλη την ωριμότητα της σαραντάρας στο κορμί μιας τινέιτζερ. Στη Νέα Υόρκη, ντρεπόταν για τη Μέρι Τζέιν, ντρεπόταν γι' αυτή την εξάρτηση, αλλά τώρα ήξερε πως την είχε αγαπήσει. Κι αν δεν την είχε συστήσει ποτέ στους γονείς του ή δεν ένιωθε άνετα μαζί της στα πάρτι, αυτό ήταν ανθρώπινο, έτσι; Και τώρα το πρόσωπο της Τζέιν, το σώμα της Τζέιν, πλημμύριζαν το είναι του, κυριαρχούσαν πάνω του. Ήξερε ακόμη πως είχε αγαπήσει την Τζέιν και είχε νιώσει περήφανος γι' αυτήν. Ντρεπόταν και η ντροπή αυτή τον εξόργιζε. Και τώρα έπρεπε ν' αποφασίσει τι να κάνει. Τον είχε γελοιοποιήσει η Τζέιν; Μήπως το ήξεραν κι εκείνοι οι γελοίοι, η Μόλι και ο Τσακ και ο Νιλ; Μήπως τον έβρισκαν ρηχό και ηλίθιο; Μήπως όλο το Χόλιγουντ τον θεωρούσε ηλίθιο; Αναστέναξε. Η Τζέιν το είχε κάνει επίτηδες ή μήπως τον είχε αγαπήσει; Η Μέρι Τζέιν σίγουρα τον είχε αγαπήσει. Αλλά είχε αποφασίσει τή μεταμόρφωσή της από οΐγάπη ή από εκδικητική μανία; Γεγονός πάντως ήταν πως, παρ' όλη την προδοσία, εξακολουθούσε ν' αγαπά την Τζέιν. Αλλά όταν θα επέστρεφε στο Λος Άντζελες δε θα την έβλεπε, ούτε θα την καλούσε να δει αν η ταινία είχε σωθεί ή όχι. Αρκετό πόνο του είχε προκαλέσει.
Στο μεταξύ είχε γίνει γνωστό στο κύκλωμα και στους δημοσιογράφους πως υπήρξαν προβλήματα με την ταινία. Η Έιπριλ ήταν έξω φρενών. «Αυτοί οι αλήτες μπορούν να μας θάψουν ζωντανούς», ούρλιαξε. # Ne * Ο Μάικλ Μακλέιν ξάπλωσε στα απαλά σεντόνια και χαμογέλασε. Τα πράγματα είχαν σαφώς πάρει μια τροπή προς το καλύτερο. Τα γυρίσματα είχαν τελειώσει πριν από μια εβδομάδα και, χωρίς αμφιβολία, είχε περάσει καλά. Ό σ ο για την Άντριεν, είχε εγκαταλείψει τον Τζόελ κι έδειχνε να μην έχει μάτια παρά μόνο γι' αυτόν. Τ η χτύπησε χαϊδευτικά στα γυμνά οπίσθια. Μετά το τέλος της δουλειάς, είχαν μείνει άλλη μια βδομάδα στο Χονγκ Κονγκ. Μια βδομάδα για ψώνια και σεξ. Και του άρεσε η ταινία όπως είχε γίνει. Στο πλατό όλοι έκαναν το παν για να του διευκολύνουν τη ζωή. Ντόπιες κοπέλες του έκαναν μασάζ και τον άλειφαν με λάδια, υπήρχε μάλιστα και μία που φρόντιζε να βρίσκεται πάντα σε διέγερση. Μετά απ' αυτό, μπορούσε ν' αποχωρήσει αξιοπρεπώς από τις σόου μπίζνες. Μπορεί τελικά και να παντρευόταν.
2 Στα είκοσι χρόνια της ζωής της, η Λάιλα είχε μισήσει πολλά πράγματα. Αλλά σίγουρα το πιο μισητό ήταν το να δουλέψει με τη μητέρα της. Θα ήταν υποχρεωμένη να παρακολουθεί τη γριά σκύλα συμπεριφερόμενη λες και τα 3/4 ήταν το δικό της σόου, απευθυνόμενη στους τεχνικούς με το μικρό τους όνομα —πώς διάβολο μάθαινε τόσο γρήγορα όλ' αυτά τα ονόματα; Είχε περάσει ένας χρόνος και η Λάιλα δεν είχε μάθει κανένα. Έτρεμε από την οργή της. Και το χειρότερο απ όλα ήταν ότι έπρεπε να παρακολουθεί τον Μάρτι να συνεργάζεται μαζί της. Είχε ξαφνιαστεί όταν η
Λάιλα του ανακοίνωσε πως άλλαξε γνώμη, αλλά ενθουσιάστηκε. Της έδινε τρομερή σημασία, γελούσε με τα ανόητα αστεία της, άκουγε με προσοχή τις συμβουλές της. Η Λάιλα ένιωθε την οργή να την πνίγει, αλλά τα κατάπινε όλα, σε σημείο που φοβόταν πως θ' άρχιζε να ουρλιάζει. Η συμφωνία που είχε κάνει με τη μητέρα της ήταν ξεκάθαρη, κρυστάλλινη. Και μαζί με την οργή, ένιωθε και κάτι άλλο. Ζήλια. Ζήλευε όταν ο Μάρτι πρόσεχε οποιονδήποτε άλλον. Δεν ήθελε να τον μοιράζεται. Την ενοχλούσε που τον μοιραζόταν με τις άλλες δυο. Αλλά να τον μοιράζεται με την Τερέζα ήταν αβάσταχτο. Τους παρακολουθούσε με μισόκλειστα μάτια, δαγκώνοντας το εσωτερικό του στόματος της, σε σημείο που μετά από δυο μέρες, είχε γεμίσει πληγές. Μοναδική της παρηγοριά ήταν τα κουτσομπολιά πως το Αστέρι ήταν για πέταμα. Είχε καταχαρεί όταν ο Μίνος την ενημέρωσε για όλες τις εντάσεις μεταξύ σκηνοθέτη, παραγωγού και πρωταγωνιστών. Κι όταν τέλειωσαν τα γυρίσματα της μητέρας της, αποφάσισε να συγκεντρωθεί στα ΕΜΜΙ. Τη Σαρλίν δεν τη φοβόταν, αυτή που την ανησυχούσε ήταν η Τζέιν. Προσευχόταν να παιχτεί το Αστέρι στους κινηματογράφους ΐ|ριν από τη βραδιά της κρίσης. Το βράδυ που τέλειωσε η συνεργασία της με την Τερέζα, η Λάιλα κατάφερε για πρώτη φορά να χαμογελάσει με τα αστεία του Μάρτι. Είχε πάει στο σπίτι του για φαγητό, δεν έμενε ποτέ εκεί, πάντα επέστρεφε στο Μαλιμπού. «Δεν ήταν και τόσο άσχημα, έτσι, Λάιλα;» τη ρώτησε ο Μάρτι, αναφερόμενος στη συνεργασία με την Τερέζα. «Απαίσια», απάντησε εκείνη. «Ευτυχώς που το σενάριο δε με υποχρέωνε να συμπεριφέρομαι σαν να την αγαπώ, διότι τότε δε θα μου έφτανε το ΕΜΜΙ, θα μου άξιζε Όσκαρ». «Πάντως θα δουν το συγκεκριμένο επεισόδιο πριν την ημέρα που θα βγάλουν την απόφασή τους και εσύ ήσουν πραγματικά πολύ καλή. Αυτό θα βοηθήσει». Αποφάσισε ν' αλλάξει θέμα. «Κάποια έχει πολύ σύντομα τα γενέθλιά της», είπε. «Και πρέπει να της κάνω μια έκπληξη. Πώς θέλεις να τα γιορτάσεις; Η πόλη είναι στα πόδια σου».
«Θέλω να δω το Ένα Αστέρι Γεννιέται πριν βγει στους κινηματογράφους». Θεέ μου, ήξερε πώς να τον προσγειώνει. «Τι σε νοιάζει;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα. «Είναι για πέταμα». «Πού το ξέρεις;» τον ρώτησε. «Το είδες;» «Όχι, αλλά...» «Θέλω να το δω», του είπε. «Αυτό θέλω για δώρο γενεθλίων». * * *
Ο Σάλι τα κατάφερε. Ο Μάρτι δε ρώτησε πώς, αλλά ήξερε πως ο Σάλι είχε τις διασυνδέσεις του και τώρα όλα ήταν έτοιμα για τα γενέθλια. Το τραπέζι τέλεια στρωμένο, οι γλαδιόλες, τα κεριά, η φωτιά αναμμένη στο τζάκι, το μικρό βελούδινο κουτάκι ακουμπισμένο στον μπουφέ. Και ο Μάρτι ήταν πολύ ευχαριστημένος με την εμφάνισή του. Μετά από επιμονή της Λάιλα είχε προσλάβει γυμναστή και τα αποτελέσματα ήδη φαίνονταν στο σφιχτό του σώμα. Για απόψε, του είχε ζητήσει να τον χτενίσει κομμωτής, είχε διαλέξει γι' αυτόν ακόμη και τα μεταξωτά εσώρουχα που θα φορούσε. Ο Μάρτι ανατρίχιασε στη σκέψη του τι θα συνέβαινε μετά την ιδιωτική προβολή. Καμιά γυναίκα δεν τον είχε κάνει να νιώσει έτσι. Ή τ α ν σκλάβος της. Και απόψε θά της το αποδείκνυε. Και είχε ένα ακόμη δώρο γι' αυτήν. Το ωραιότερο. Ένα σενάριο για την ταινία που θα γύριζαν μαζί, αν χρειαζόταν ακόμη και σε βάρος της σειράς. Θα μπορούσαν και να τους παρατήσουν όλους στα κρύα του λουτρού. Σαν ν' άκουγε τα ουρλιαχτά του Σάι, τις αντιδράσεις εκ μέρους του δικτύου, τις μηνύσεις από την Εταιρεία Φλάντερς. Αλλά γι' αυτό υπήρχαν οι δικηγόροι στο Χόλιγουντ. * * *
Η Λάιλα κοίταξε το μεγάλο κουτί που ο Ρόμπι είχε αφήσει στο τραπέζι. Χαμογέλασε ικανοποιημένη. «Δεν ξέρω τι θα κάνει όταν θ' ανακαλύψει ότι λείπουν», της είπε. Τον έλουζε ο ιδρώτας. Αλλά η Λάιλα έπρεπε να ετοιμαστεί για το ραντεβού με τον Μάρτι. Δεν
είχε χρόνο γι' αυτό τον ιδρωμένο χοντρό. Αλλά τα μάτια της έλαμπαν καθώς κοίταζε το κουτί. «Εντάξει», του είπε κοφτά. «Αλλά πρέπει να ετοιμαστώ - έχω να βγω». «Τον ξέρω;» ρώτησε ο Ρόμπι. «Μπορεί», του απάντησε και προχώρησε για να του ανοίξει την πόρτα. «Θα τα πούμε». «Δεν έχεις καιρό ούτε για έναν καφέ;» Το παρακλητικό ύφος του της προκαλούσε οργή και όχι συμπάθεια. «Ούτε για έναν εσπρέσο στα γρήγορα», του είπε κι έκλεισε την πόρτα σχεδόν πάνω στο πρόσωπο του, απ' όπου έσβηνε η ελπίδα.
Ή Λάιλα κάθισε στον καναπέ, στην αίθουσα προβολών του Μάρτι. Το δείπνο υπήρξε τέλειο και τώρα θα έβλεπαν το Αστέρι. Άρχισε η προβολή. Ή τ α ν εντάξει, αλλά τίποτε το σπουδαίο. Άκουσε τον Μάρτι να μετακινείται δίπλα της. Ωραία. Δεν του άρεσε. Ξαφνικά άρχισαν οι ερωτικές σκηνές. Ο Μάικλ Μακλέιν μούγκριζε, της φάνηκε πως έκανε το ίδιο και ο Μάρτι. «Ιησού Χριστέ!» τον άκουσε να λέει. Καινούρια σκηνή με τον Μάικλ να ξεκουμπώνει την μπλούζα της σκύλας, να της κατεβάζει τη φούστα, να τη ρίχνει μπρούμυτα και να πέφτει πάνω της. Μετά εκείνη γύρισε ανάσκελα, τα τέλεια πόδια της τυλίχτηκαν γύρω του. Απίστευτο. Τα τέλεια στήθη της κουνιόνταν μπροστά στο στόμα του. Η Λάιλα ένιωθε σαν υπνωτισμένη. Αυτό το πράμα ήταν πορνό, αλλά πολύ καλά γυρισμένο. Και αισθησιακό. Πολύ πολύ αισθησιακό. Το χέρι της ακούμπησε τον Μάρτι. Της το έσπρωξε μακριά, «Έχεις διεγερθεί!» του φώναξε. «Λάιλα, εγώ...» «Σου αρέσει! Τη θέλεις!» «Λάιλα, μην είσαι ανόητη. Μια ταινία είναι. Μια ταινία με σεξ. Κι εγώ...» «Στο διάβολο! Σου σηκώθηκε γι' αυτήν. Τ η βρίσκεις περισσότερο γυναίκα σε σχέση μ' εμένα». Τώρα πια ούρλιαζε.
«Σάλι, σε παρακαλώ, σταμάτησε το», είπε ο Μάρτι. «Μετά μπορείς να φύγεις». Άναψε τα φώτα και κοίταξε τη Λάιλα. «Λάιλα, συνέβη αυτόματα, πάντα γίνεται έτσι όταν βλέπω ένα καλό πορνό. Είμαι οπτικός τύπος, Λάιλα. Και σοκαρίστηκα που είδα την Τζέιν σε πορνό». «Δε σου άρεσε;» «Εγώ θέλω μόνο εσένα». Η Λάιλα κατέρρευσε στον καναπέ και άρχισε να κλαίει. «Θα τραβήξει πάνω της όλη την προσοχή. Θα πάρει το ΕΜΜΙ. Θα πάρει Όσκαρ». «Τρελάθηκες; Σ' αυτή την πουριτανική πόλη; Η Έιπριλ πρέπει να είναι σε απόγνωση. Διαφορετικά δε θα έκαναν κάτι τέτοιο. Και θα προκαλέσουν την οργή του Νέτγουορκ, την οργή των Φλάντερς. Η Τζέιν μπορεί να χάσει το συμβόλαιο της μαζί τους. Δίνουν μεγάλη σημασία σε θέματα ηθικής». «Αλήθεια;» ρώτησε η Λάιλα, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Λες ότι δε θα πάει καλά;» «Για όνομα του Θεού, Λάιλα. Ένα από τα καλά κορίτσια της Αμερικής να πηδιέται με τον Μάικλ Μακλέιν;» Ο Μάρτι γέλασε. Πήγε ως την κονσόλα και πήρε ένα πακέτο. «Μην ανησυχείς, αγάπη μου. Η Τζέιν τέλειωσε. Ενώ εγώ κοίτα τι σου έφερα για τα γενέθλιά σου». Της έδωσε το σενάριο. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε υποψιασμένη. «Το καλύτερο σενάριο για την ηθοποιό της επόμενης δεκαετίας. Και είναι για σένα. Μπορούμε να το γυρίσουμε πριν από την επόμενη σεζόν. Ή δ η πήρα το πράσινο φως από την Παραμάουντ». Η Λάιλα τινάχτηκε από τον καναπέ κι έτρεξε στην αγκαλιά του. «Ναι», φώναξε. «Ναι!» Και τον έσφιξε. «Χρόνια πολλά», είπε ο Μάρτι. «Σ' ευχαριστώ». Αυτό ήταν! Αυτό ήταν! Θα γινόταν μεγαλύτερη από τη Σαρλίν Σμιθ και την Τζέιν Μουρ. Ο Μάρτι δεν έκανε ποτέ κάτι το δεύτερο. Όλες του οι δουλειές κέρδιζαν υποψηφιότητα για Ό σκαρ. Και, το σημαντικότερο, θα γινόταν μεγαλύτερη από τη
μητέρα της. Δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά της. «Σ' αγαπώ», του ψιθύρισε. «Ωραία», της είπε απλά. Για μια στιγμή κάλυψε το χέρι της με το δικό του και μετά προχώρησε προς το τζάκι. «Υπάρχει κάτι ακόμη για σένα», είπε και επέστρεψε με το μικρό κουτάκι. Η Λάιλα το πήρε και το άνοιξε βιαστικά. Μέσα υπήρχε ένα τεράστιο διαμάντι τέλειας κοπής. «Δώδεκα καράτια. Τέλεια καθαρότητα. Τέλειο χρώμα. Τέλειο. Σαν κι εσένα», της είπε ο Μάρτι. Η Λάιλα κοίταξε το δαχτυλίδι - οι αντανακλάσεις του της έκοβαν την ανάσα. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. «Θα με παντρευτείς;» της είπε ο Μάρτι.
3 Η Τζέιν ούτε έτρωγε, ούτε κοιμόταν. Η σκηνή με τον Σαμ υπήρξε τραγική. Δεν είχε απλώς θυμώσει, είχε εξοργιστεί. Και την είχε κάνει να νιώσει παράξενα ένοχη. Έ ν ο χ η που είχε πει ψέματα, ένοχη που τον αγαπούσε ακόμη, ένοχη που τον άφησε να την αγαπήσει. Είχε ορμήσει έξω, σοκαρισμένος, πληγωμένος και θυμωμένος και είχε τηλεφωνήσει πέντε ημέρες αργότερα, πέντε ατέλειωτες ημέρες αργότερα, σε ώρα που ήξερε πως η Τζέιν δε θα ήταν σπίτι, και της άφησε μήνυμα. Είπε πως είχε πολλή δουλειά με την ταινία και πως θα πήγαινε στο Χονγκ Κονγκ για ειδικά εφέ και πως θα έλειπε αρκετές εβδομάδες. Κι ακόμη ότι θα του δινόταν η ευκαιρία 1 να σκεφτεί, ότι ήθελε να τη δει και θα της τηλεφωνούσε μόλις επέστρεφε. Αλλά δεν της είχε ακόμη τηλεφωνήσει. Και είχε την ηλιθιότητα να πιστέψει πως ο χρόνος θα του έδινε την ευκαιρία να ηρεμήσει, να συγκεράσει την αγάπη του για τη Μέρι Τζέιν με την αγάπη του τη σημερινή. Αλλά το ήθελε η ίδια αυτό; Εξακολου-
θούσε να θέλει έναν άντρα τόσο εγωιστή, τόσο νάρκισσο, που την έβλεπε μόνο μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό; Ξαναθυμήθηκε τον εκνευρισμό του στη σκέψη πως η Τζέιν τα έκανε όλ' αυτά μόνο εξαιτίας του και γι' αυτόν. Τι ηλίθιος! Τις νύχτες στριφογύριζε μέσα στο μεγάλο, αδειανό σπίτι, με τα φώτα αναμμένα. Ένιωθε τόσο εγκαταλειμμένη, σαν να έμπαινε σαν την Αΐντα μόνη στον τάφο της. Κοίταζε στον καθρέφτη το πρόσωπο της, το πρόσωπο που είχε αγοράσει και της είχε προσφέρει τόσο μεγάλη δύναμη. Εύκολα κατάλαβε πόσο αδύναμη ήταν στην πραγματικότητα, όταν την εγκατέλειψε ο Σαμ κι επέστρεψε στο πλατό της σειράς. Αμέσως κατάλαβε πως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η νέα προσέγγιση Λάιλα και Μάρτι είχε εξανεμίσει ακόμη και τη λιγοστή βαρύτητα των λόγων της. Και όποτε τηλεφωνούσε για να μάθει τι έγινε με το Αστέρι, δεν της έδιναν καμιά απάντηση. Απίστευτο! Την πληροφορούσαν πως δεν μπορούσε να μιλήσει ούτε με την Έιπριλ Άιρονς ούτε με τον Σαμ Σιλντς. Είχε χάσει τον έλεγχο. Σε αντίθεση με τη Λάιλα που έδειχνε να ελέγχει τα πάντα. Ο ρόλος της Τζέιν ήταν ακόμη πιο ηλίθιος και ακόμη πιο μικρός. Και ο Σάι Όρτις δεν ήταν σε θέση να τη βοηθήσει. «Τι μπορώ να κάνω;» της είπε στο τηλέφωνο. «Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς. Στον Μάρτι δεν αρέσει η αχαριστία. Του την έφερες με το Αστέρι, τώρα σου τη φέρνει κι αυτός. Τι μπορώ να κάνω;» «Μάλλον έχεις δίκιο, Σάι», του είπε. «Τουλάχιστον εξασφάλισε μου μια κόπια από την ταινία να τη δω κι εγώ». Κι έκλεισε το τηλέφωνο. * * *
Για πρώτη φορά η Τζέιν δεν είχε ν' ανησυχεί για τη δίαιτά της. Δεν πήγαινε μπουκιά κάτω. Τα τζιν της έπλεαν πάνω της. Τα μάγουλά της είχαν βαθουλώσει, μαύροι κύκλοι έζωναν τα μάτια της. Και ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τον Σαμ. Ένα απόγευμα την πλησίασε ο Πιτ. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε. Είχαν να μιλήσουν μήνες, αν εξαιρέσουμε κάποιο «γεια» ή μια
«καληνύχτα». Τον κοίταξε. Ή τ α ν πάντα το ίδιο νέος και απλός. Πρέπει να δείχνω πολύ χάλια, σκέφτηκε. «Όχι και σπουδαία», του απάντησε και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μπορώ να κάνω κάτι;» τη ρώτησε. «Όχι, σ' ευχαριστώ». Τον κοίταζε καθώς απομακρυνόταν και τότε της ήρθε η ιδέα. «Πιτ, περίμενε. Ο πατέρας σου θα μπορούσε να μου εξασφαλίσει μια κόπια;» * * *
Από την αίθουσα προβολής η Τζέιν βγήκε αφού είδε τον εαυτό της να πηδιέται πέντε έξι φορές σε ισάριθμες στάσεις, μ' ένα Μάικλ Μακλέιν που διέθετε πολύ νεανικότερο σώμα. Τον παρακολούθησε να της μαλάζει τα στήθη, τα κοντινά πλάνα στο πρόσωπο της, τον εαυτό της να γονατίζει αποκαλύπτοντας τα τέλεια οπίσθιά της, τα πόδια της ν' ανοίγουν για να τον υποδεχθούν. Καθόταν δίπλα στον Πιτ κι έβλεπε πώς είχε μεταμορφωθεί η ταινία. Κανονικό πορνό. Μια ταινία που δεν είχε γυρίσει αυτή, υπήρχε μρνο το πρόσωπο της, ενωμένο μ' ένα άλλο σώμα, που δεν ήταν το δικό της, αλλά που πρόσφερε σε όλους τη δυνατότητα να τη δουν να έρχεται σε οργασμό, να βιάζεται. Πώς συνέβη αυτό; Ένιωσε να ζαλίζεται. Η ομορφιά της φωτογραφίας του Λάσλο, η ωραία μουσική, η τελειότητα η σκηνογραφική, όλα συνέβαλαν στο βιασμό της. Μα πώς τα κατάφεραν; Αυτό δεν ήταν το σώμα της. Και δεν ήταν το σώμα του Μάικλ. Σε τι κόλπα κατέφυγαν η Έιπριλ, ο Σαμ και ο Λάσλο; Ο Πιτ κουνιόταν αμήχανα πλάι της. Καθάρισε το λαιμό του. Σε μια στιγμή ψιθύρισε: «Θεέ μου!» Μετά έμεινε σιωπηλός. Η Τζέιν αναρωτήθηκε αν του είχε σηκωθεί. Δεν ήθελε να ξέρει. Και τότε ανατρίχιασε. Πόσοι άντρες θ' αυνανίζονταν μπροστά στην εικόνα της; Πόσοι άγνωστοι θα την πηδούσαν νοερά; Ο Λα Μπρεκ την είχε προειδοποιήσει: δεν πρέπει να θεωρούν πως μπορούν να σε πλησιάσουν, πως έχουν πρόσβαση σ' εσένα. Και τώρα είχαν όλοι πρόσβαση σ' αυτήν. Ποιος θα τη σεβόταν πια;
Πώς θ' απαιτούσε ποιοτικές δουλειές; Πώς θα τολμούσε να δείξει το πρόσωπο της στον κόσμο; Πώς είχε συμβεί αυτό; Πίστευε ότι ο Σαμ την αγαπούσε. Αλλά αυτό δεν ήταν αγάπη. Ή τ α ν οργή, προδοσία και βιασμός. Όταν η προβολή τέλειωσε και ο πατέρας του Πιτ άναψε τα φώτα, η Τζέιν σηκώθηκε, κρατήθηκε από το μπράτσο της πολυθρόνας κι έκανε εμετό στην πλαϊνή καρέκλα με το βελούδινο κάλυμμα. * * *
«Τι θέλετε, λοιπόν, να κάνετε;» ρώτησε ο Χάουαρντ Ταφτ την Τζέιν. Ο Χάουαρντ ήταν ο καλύτερος δικηγόρος του Χόλιγουντ. Και ο πιο ακριβός. «Να τους κάνω μήνυση. Να τους σταματήσω. Να κατασχεθεί η ταινία». «Μις Μουρ, Τζέιν, αντιλαμβάνομαι τις καλλιτεχνικές σας ευαισθησίες, αλλά εδώ πρόκειται για τα Ιντερνάσιοναλ Στούντιο. Πρόκειται για την Έιπριλ Άιρονς. Πρόκειται για τον Μπομπ Λε Βιν. Δε μιλάμε γι' ανθρώπους που τους βγάζεις έτσι από τη μέση». «Γιατί όχι; Αυτοί...» «Το συμβόλαιο σας λέει ξεκάθαρα ότι...» «Μα δεν ήξερα ότι θα έκαναν αυτό. Δεν έχω δικαίωμα στο ίδιο μου το πρόσωπο, στο ίδιο μου το σώμα;» «Όχι, σύμφωνα με το συμβόλαιο σας. Ζητήσατε να ντουμπλάρουν το σώμα σας. Επιμείνατε να μη γίνει γνωστό το όνομα αυτής που θα σας ντουμπλάριζε. Δεν μπορείτε να τους μηνύσετε επειδή τήρησαν κατά γράμμα τους όρους του συμβολαίου». «Και τότε ποιον πρέπει να μηνύσω;» «Τον ατζέντη σας, θα έλεγα. Αλλά δε θα σας το συμβούλευα, αν θέλετε να ξαναδουλέψετε». Ο Χάουαρντ άρχισε να καθαρίζει τα γυαλιά του. «Ακούστε, πολύ θα μου άρεσε να πάρω τα λεφτά σας. Αλλά είμαι σίγουρος ότι μια μήνυση θα κατέστρεφε την καριέρα σας». «Στο διάολο η καριέρα μου». Σταμάτησε, σοκαρισμένος. Και λίγα πράγματα μπορούν να σοκάρουν ένα δικηγόρο του Χόλιγουντ. Αρχισε να της εξηγεί πως η Έιπριλ Αιρονς έχει επενδύσει πολλά λεφτά σ' αυτή την ταινία
για να υποχωρήσει τόσο εύκολα. Η Τζέιν έβαλε τα κλάματα, ένιωθε εντελώς αδύναμη. «Δηλαδή, δεν μπορώ να κάνω τίποτε;» ρώτησε. Ο Χάουαρντ της έδωσε ένα καθαρό μαντίλι. «Μπορείτε να φυσήξετε τη μύτη σας». # * *
Βγαίνοντας από το γραφείο του Χάουαρντ Ταφτ, η Τζέιν ένιωθε πολύ οργισμένη για να επιστρέψει σπίτι της. Άρχισε να ψάχνει στα βάθη της τσάντας της και τελικά ανακάλυψε το κλειδί του Σαμ. Έφτασε στο σπίτι του, πήρε μια βαθιά ανάσα και το έβαλε στην κλειδαριά. Ή τ α ν εκεί, δόξα τω Θεώ, και ήταν μόνος. Ό χ ι πως την πολυένοιαζε. «Γελοίο υποκείμενο!» ούρλιαξε η Τζέιν. Εκείνος τινάχτηκε από τον καναπέ και πέταξε αυτό που διάβαζε αμέριμνος. «Θεέ μου! Θεέ μου, Τζέιν. Μέρι Τζέιν. Θεέ μου! Με τρόμαξες! Άκου, ξέρω τι θέλεις να πεις...» Είχε αρχίσει να βαριανασαίνει. Ωραία! Τον είχε τρομάξει. Τον ήθελε τρομαγμένο. «Είσαι ένας ψεύτης, ένας μπάσταρδος». «Εσύ μου είπες ψέματα! Εγώ...» «Το είδα». «Τζέιν, δεν είχα άλλη επιλογή. Η ταινία δεν πήγε καλά. Δεν είχα άλλο τρόπο για να την κάνω να περπατήσει. Και είναι μια χαρά, Τζέιν, Μέρι Τζέιν. Μόλις ξεπεράσεις την... την...» «Αηδία;» «Έκπληξη. Ο τρόπος που σε σκηνοθέτησα...» «Με σκηνοθέτησες; Με πήδηξες! Με πήδηξες σαν να ήμουν καμιά πόρνη. Και μην προσβάλλεις τη νοημοσύνη μου λέγοντας ότι θα μου αρέσει. Με πρόδωσες. Με κορόιδεψες, σαν να ήμουν καμιά ηλίθια. Έκανες τα ίδια που έκανες στη Νέα Υόρκη. Τότε πίστευα πως έφταιγε που δεν ήμουν όμορφη. Τώρα είμαι όμορφη. Ποιος ο λόγος, διάβολε, να με προδώσεις ξανά; Ήξερες πόσο σημαντική ήταν αυτή η ταινία για μένα, για την καριέρα μου...»
«Πάντα εσύ!» ούρλιαξε ο Σαμ. «Εσύ! Πόσο πληγώνεσαι, πώς αισθάνεσαι, τι είναι σημαντικό για τη δική σου καριέρα. Κι εγώ; Νόμιζα πως με αγαιτούσες. Αλλά δε μου είπες ποτέ ποια είσαι. Με κορόιδεψες και μ' έκανες να σε αγαπήσω κι, εγώ έπαιξα κορόνα γράμματα τη δική μου καριέρα. Πιστεύεις πως θα έχω πολλές ευκαιρίες να σκηνοθετήσω ταινίες των πενήντα εκατομμυρίων δολαρίων και να τις πετάξω στον απόπατο; Δε σκέφτηκες πώς ένιωσα; Έπρεπε να σώσω την ταινία. Και το έκανα», «Αλλά με τι κόστος, Σαμ;» «Άκου, το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι δεν πείραξε την καριέρα του Μπράντο». Θεέ μου, ήταν μάταιο. «Όχι», του είπε γελώντας πικρά. «Οι άντρες κερδίζουν πόντους όταν πηδάνε τις γυναίκες στην οθόνη. Αλλά τι έκανε η Μαρία Σνάιντερ; Μια απόπειρα αυτοκτονίας!» «Σ' αγαπώ, Τζέιν. Ήθελα να σε παντρευτώ». Σταμάτησε- η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Σπουδαία στιγμή διάλεξες για να μου το πεις. Αλλά γιατί η πρότασή σου αυτή μου δίνει την αίσθηση ενός όπλου στραμμένου εναντίον μου;» «Δε σε πρόδωσα», της είπε. «Δε μίλησα σε κανένα για τις ουλές σου». «Συγχαρητήρια», του απάντησε. Πέταξε το κλειδί στο πάτωμα και βγήκε. * * *
Η Τζέιν έμεινε για λίγο έξω από το σπίτι του Σαμ. Αν ζούσε η Μάι, θα έπινε μαζί της μια μπίρα, θα έκλαιγαν και θα γελούσαν. Μπήκε στο αυτοκίνητο και άρχισε να οδηγεί τρέχοντας. Πού μπορούσε να πάει; Είχε σίγουρα αποκλείσει το μαυσωλείο που κάποτε αποκαλούσε σπίτι της. Θα πέθαινε αν πήγαινε εκεί. Ένα μόνο μέρος είχε απομείνει. Το σπίτι της Σαρλίν. Στο δρόμο, έκλαιγε και παρακαλούσε το Θεό να είναι εκεί. Ό τ α ν έφτασε, η Σαρλίν έτρεξε να την υποδεχθεί. Και τότε η Τζέιν ξέσπασε σε λυγμούς, βίαιους, άγριους. «Τζέιν, χρυσή μου, τι έγινε; Έλα, βγες από τ αμάξι κι έλα μαζί μου».
Για αρκετή ώρα η Τζέιν δεν μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μείνει εκεί, να τρέμει και να κλαίει.
4 Όταν η Τζέιν άνοιξε τα μάτια της, το δωμάτιο λουζόταν στο φως. Τρεις μέρες τώρα έμενε στο σπίτι της Σαρλίν και γι' αυτήν ήταν μεγάλη ανακούφιση. Η Σαρλίν είχε τηλεφωνήσει στον Μάρτι και είχε πει πως η Τζέιν είναι άρρωστη. Το πρωί έφευγε χωρίς να την ξυπνά και κατά τις δέκα, ο Ντιν της έφερνε το πρωινό στο κρεβάτι. Μετά της έφερνε τους σκύλους και αναλάμβανε να τη διασκεδάσει. Μπορεί να μην ήταν έξυπνος, αλλά ήταν καλός και εξυπηρετικός. Αργότερα την συνόδευε μέχρι τον κήπο, την έβαζε να καθίσει κάτω από ένα δέντρο και καταπιανόταν με τα λαχανικά του, με τους σκύλους να χοροπηδούν γύρω του. Η Τζέιν έμενε εκεί, χωρίς να κάνει τίποτε, πολύ κουρασμένη για να διαβάσει, πολύ κουρασμένη για να σκεφτεί, πολύ κουρασμένη ακόμη και για να νιώσει θλίψη. Η αφθονία που επικρατούσε σ' αυτό τον κήπο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την άδεια ζωή της. Την άδεια ζωή της στη Νέα Υόρκη, άδεια και τώρα που βρισκόταν στο Λος Άντζελες. Ό λ η της η ζωή υπήρξε μια μάταια αναζήτηση αυτών που δεν μπορούσε να βρει: αγάπη και ζεστασιά και αφθονία. Αυτή την είχε διαλέξει, δεν υπήρχε αμφιβολία. Διάλεξε ν' αγαπήσει έναν άντρα ρηχό και εγωιστή. Εγκατέλειψε τους φίλους της, ακολούθησε τη ματαιοδοξία της και δεν κέρδισε τίποτε. Το πρόσωπο της στα εξώφυλλα των περιοδικών. Η εικόνα της στην οθόνη της τηλεόρασης. Χρήμα. Δόξα. Αλλά δε θα πήγαινε ποτέ στην Ευρώπη, δε θ' αποκτούσε ποτέ ένα παιδί, δε θα ανέβαινε
ποτέ σε άλογο, δε θα πήγαινε διακοπές ή μια κρουαζιέρα. Και δε θα βοηθούσε κανέναν, ούτε τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Θεός της είχε δώσει ταλέντο και ο Μπριούστερ Μουρ ομορφιά. Κι ακόμη και η σκέψη του Σαμ ήταν αρκετή για να την κάνει να κλάψει ή να γελάσει. Ποτέ του δεν την κατάλαβε αληθινά. Ποτέ του δεν τη γνώρισε πραγματικά. Είχε ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία της, παρασύροντάς τον στο κρεβάτι της. Αλλά δεν έγινε δικός της, ούτε τον γνώρισε πραγματικά. Πρέπει να προσπαθείς για ένα σκοπό που αξίζει τον κόπο. Ποιος της το είχε πει αυτό; Η Μάι; Ο Μπριούστερ; Ο Νιλ; Η Μόλι; Δεν μπορούσε ν' αποκαλέσει τον εαυτό της θύμα. Με τη θέλησή της έγινε θύμα. Χάρισε στον Σαμ ζεστασιά και εκείνος τη μετέτρεψε σε στάχτη. Ο Σαμ την πρόδωσε, η Έιπριλ Άιρονς την εξαπάτησε, ο Σάι Όρτις τη χρησιμοποίησε, η Μόνικα Φλάντερς την εκμεταλλεύτηκε. Αλλά αυτή δεν τα είχε επιτρέψει όλ' αυτά; Το μεσημέρι ο Ντιν τη φώναζε για φαγητό. Έφερνε λαχανικά από τον κήπο. Η Τζέιν τα έπλενε κι εκείνος τα έκοβε και μετά κάθονταν στη βεράντα κι έτρωγαν πίνοντας λεμονάδα. Κι όταν τα βράδια έβλεπε εφιάλτες, η Σαρλίν έτρεχε κοντά της και την παρηγορούσε και την καθησύχαζε. Κι ένα βράδυ που η Σαρλίν κάθισε πλάι της, η Τζέιν της διηγήθηκε όλη την ιστορία της. «Φτωχό μου κορίτσι», είπε στο τέλος η Σαρλίν και την κράτησε στην αγκαλιά της μέχρι ν' αποκοιμηθεί. Μετά από κείνο το βράδυ, η Τζέιν ένιωσε καλύτερα. Η ζωή τους συνεχίστηκε μέσα στη ρουτίνα και σιγά σιγά η Τζέιν άρχισε να νιώθει πιο ανθρώπινη, μπορεί και να ξανάρχιζε να ζει. Μπορεί. Και στενοχωρήθηκε πολύ όταν η Σαρλίν ένα βράδυ της είπε πως ο Μάρτι είναι έξω φρενών και τη θέλει πίσω στο πλατό. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Γιατί δε μένεις μαζί μας, Τζέιν; Μη γυρίσεις στο σπίτι σου, μείνε εδώ. Έχεις γίνει η οικογένειά μας», πρότεινε η Σαρλίν. «Αλήθεια; Μπορώ;» «Μα και βέβαια μπορείς!» της απάντησε η Σαρλίν. «Και ποιος ξέρει; Μπορεί το χειρότερο να έχει περάσει. Άλλωστε τίποτε χειρότερο δεν μπορεί να μας συμβεί πια».
Έκανε λάθος. * * *
Χτύπησε το τηλέφωνο και η Σαρλίν απάντησε. Κάθονταν όλοι στην πίσω αυλή κι έπαιζαν με τα σκυλιά. Ή τ α ν ο φρουρός από την πύλη για να της αναγγείλει ότι είχε έναν επισκέπτη. «Είναι εδώ η Τζέιν Μουρ;» ακούστηκε μια αντρική φωνή. «Ποιος είναι;» «Πείτε της πως την περιμένει ο Σαμ Σιλντς». «Δε νομίζω να θέλει να σας δει», απάντησε η Σαρλίν. «Ποια είσαι εσύ;» «Μια φίλη της, μια πραγματική φίλη». «Κοίτα, δεν έχω όρεξη για θέατρο. Ούτε για ηθικολογίες. Έχασα πολύ χρόνο προσπαθώντας να την εντοπίσω. Θέλω να τη δω». Αλλά εκείνος επέμενε και η Σαρλίν αναγκάστηκε να ενημερώσει την Τζέιν. Για μια στιγμή εκείνη αμφιταλαντεύτηκε. Και τελικά αποφάσισε να τον διώξει. Το ίδιο βράδυ έγραφε στο δόκτορα Μουρ, ζητώντας του να τον δει. Και μόνο όταν τελείωσε το γράμμα κι έκλεισε το φάκελο, θυμήθηκε εκείνο το παράξενο που είχε πει σε μια στιγμή ο Ντιν. Πως θα 'ταν ωραίο να είχε δύο... αδερφές. Είχε πει αδερφές; Τι παράξενο, σκέφτηκε. Και αποκοιμήθηκε.
5 Το Ένα Αστέρι Γεννιέται έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Και όχι μόνο έσπασε ταμεία, αλλά οι εφημερίδες έγραφαν ύμνους. Και αποκαλούσαν την Τζέιν «πιο σέξι γυναίκα στον κόσμο»! Η Λάιλα είχε γίνει έξω φρενών. Την περασμένη εβδομάδα, τα έσοδα έφτασαν στα ύφη. Και το χειρότερο ήταν πως όλοι μιλούσαν γι' αυτή την ταινία. Είχε σπάσει όλα τα ταμπού, είχε γίνει
εμπορική. Η ζήλια θόλωνε το μυαλό της Λάιλα. Δεν ήταν δίκαιο. Κάτι έπρεπε να γίνει. Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα και ανακάλυψε κάπου θαμμένη την είδηση. Μια είδηση που έπρεπε κανονικά να βρίσκεται στην πρώτη σελίδα: «ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΚΑΙ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΑΝΑΓΓΕΛΛΟΥΝ ΤΟΥΣ ΓΑΜΟΥΣΤΟΥΣ». Για όνομα του Θεοΰ, είχε πει το ναι στον Μάρτι μόνο και μόνο για να τραβήξει πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας. Μιας δημοσιότητας που η θεία Ρόμπι θεωρούσε εξασφαλισμένη. Και τελικά θάφτηκε στη σελίδα 24 των Τάιμς τον Λος Άντζελες. Μεγάλη προσβολή. Στο κάτω κάτω αυτή ήταν μια προσωπικότητα του Χόλιγουντ. Ή τ α ν η κόρη του Κέρι Κάιλ. Και κόρη της Τερέζα που» παρά τις αδυναμίες της, υπήρξε μία σταρ. Ας αφήσουμε που η Τερέζα είχε γίνει έξω φρενών μ' αυτή την αναγγελία. «Λάιλα, τρελάθηκες εντελώς;» της έβαλε τις φωνές. «Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο δεν είναι Κέβιν, Θα μας καταστρέψει. Άκουσε, μπορείς να κοροϊδεύεις κάποιους ανθρώπους συνεχώς, μπορείς να κοροϊδεύεις τους πάντες για λίγο, αλλά...» «Σκάσε ! Δε ζήτησα τη γνώμή σου. Θέλεις να πεις ότι δεν μπορώ να κοροϊδέψω εσένα. Άνεε πηδήξου, λοιπόν. Εσύ και η θεία Ρόμπι και ο Κέβιν και η Κάντι και η Σκίνι και η Εστρέλα και όλοι σας. Σε προειδοποιώ: Άφησέ με ήσυχη!» Και της έκλεισε το τηλέφωνο. Προσπάθησε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. Θα παντρευόταν τον Μάρτι, γιατί μόνο αυτόν χρειαζόταν. Τα χέρια της έτρεμαν. Το μυαλό της πήγε στο κουτί με τις κούκλες. Χαμογέλασε δολοφονικά και πήγε στην κουζίνα. Πήρε ένα μαχαίρι. Ένα πολύ κοφτερό μαχαίρι. * * *
Ο Μίνος Πέιτζ δεν εξεπλάγη όταν του τηλεφώνησε ξανά η Λάιλα Κάιλ. Λίγα πράγματα εξακολουθούσαν να του προκαλούν κατάπληξη. Και δεν είχε καμιά αμφιβολία για το πώς έπρεπε να θέσει σε εφαρμογή τις οδηγίες της Λάιλα. Σχημάτισε χαμογελώντας έναν αριθμό στο τηλέφωνο. Μέχρι τώρα είχε κουραστεί
αρκετά για να συλλέξει τις πληροφορίες του. Του πήρε πάνω από δύο μήνες. Αλλά αυτή η δουλειά θα γινόταν από τηλεφώνου. * * *
Όταν απάντησα στο τηλέφωνο, βρισκόμουν στο γραφείο μου. «Μάντεψε ποιος είμαι και τι νέα σου φέρνω», ακούστηκε μια παιχνιδιάρικη φωνή. Λίγοι άντρες μπόρεσαν να παίξουν μ' εμένα, τη Λόρα Ρίτσι. «Είσαι ο Κέβιν Κόστνερ και Θέλεις να κάνεις ένα παιδί μαζί μου». «Κάτι καλύτερο, Λόρα. Και σου ορκίζομαι πως είσαι η πρώτη που το μαθαίνει. Και δεν το κάνω για λεφτά. Το κάνω γιατί υπήρξες πάντα σωστή μαζί μου. Πάρε, λοιπόν, χαρτί και μολύβι». Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, είχα μάθει τα πάντα. Αργότερα, τα στοιχεία έφτασαν στο γραφείο μου με το φαξ. 0 Μίνος Πέιτζ με ενημέρωσε πλήρως, διευκρινίζοντας ότι λίγο μετά θα τηλεφωνούσε και σε άλλα έντυπα. ΛΑΑα εγώ ήμουν η κράτη που το μάθαινα.
6 Η ΣΑΡΛΙΝ ΣΜΙΘ ΕΝΟΧΗ ΑΙΜΟΜΕΙΞΙΑΣ Σοκ προκαλεί η ιστορία της σταρ που κοιμάται με τον αδερφό της. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Η ΤΖΑΝ ΜΟΥΡ, Η Π Ι Ο ΣΕΞΙ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΟΛΟ Τ Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ, ΑΠΟ Τ Η ΛΟΡΑ ΡΙΤΣΙ. Το τηλέφωνο δε σταμάτησε να χτυπά. Ο Σαμ ένιωθε να βουίζει το κεφάλι του, Όλοι οι κίτρινοι δημοσιογράφοι ήθελαν να του
πάρουν συνέντευξη, να μάθουν πώς είναι να κάνεις έρωτα με την Τζέιν Μουρ. Η γραμματέας του κόντευε να τρελαθεί. Στο σπίτι είχε αποσυνδέσει το τηλέφωνο. Κι όταν επικοινώνησε με την Έιπριλ για να δει αν ήταν έξω φρενών, τη βρήκε ενθουσιασμένη. Τον πληροφόρησε πως το Αστέρι είχε εισπράξεις της τάξης των δεκαέξι εκατομμυρίων μέσα σ ένα Σαββατοκύριακο! Και η τελευταία δημοσιότητα θα ενίσχυε τα έσοδα της ταινίας. * * *
Η Τζέιν ένιωθε σαν πολιορκημένη. Σαν να ζούσε στο Μεσαίωνα, σ έναν πύργο, σε εμπόλεμη περίοδο. Είχε αποσυνδέσει το τηλέφωνο, ο Λα Μπρεκ της έστειλε άλλους τρεις σωματοφύλακες και υπήρχε πάντα απέξω ένα περιπολικό. Δεν μπορούσε να πάει πουθενά, ούτε καν να εμφανισθεί στο παράθυρο. Από πού είχε διαρρεύσει το μυστικό της; Να την είχε προδώσει τόσο πολύ ο Σαμ; Βρήκε το κουράγιο να διαβάσει τις εφημερίδες. Είδε και μια συνέντευξη με τη μις Χενεσέι, τη νοσοκόμα του δόκτορα Μουρ. Υπήρχε και μια φωτογραφία της πριν από την εγχείρηση. Απαίσια! Μετά είδε ότι είχαν περιλάβει και τη Σαρλίν. Θυμήθηκε εκείνο που είχε πει ο Ντιν για δύο αδερφές. Της τηλεφώνησε, αλλά υπήρχε ο τηλεφωνητής. Έπρεπε να πάει κοντά της. Της το χρωστούσε. ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ: Ολους τους υπαλλήλους της Σάι Ορτις και Εταίροι ΑΠΟ: Σάι Ορχχς ΘΕΜΑ: Διαρροές στον Τύπο Οι υπεύθυνοι γχο χχς δχαρροές σχεχχκά με χην Τζέχν Μουρ, τη Σαρλίν Σμχθ καχ το Τρεις για το Δρόμο, θ '
απολυθούν αμέσως και θα υποβληθούν μηνύσεις ντίον τους.
εναΣ. 0.
Η Τζέιν κατάφερε να φτάσει στο σπίτι της Σαρλίν. Τώρα κάθονταν στο λίβινγκ ρουμ και η Σαρλίν ε'δειχνε πολυ πιο χλομή απά το συνηθισμένο, αν και ψύχραιμη. Η Τζέιν της κρατούσε το χέρι. Δυο τύποι απά το γραφείο δημοσίων σχέσεων του Σάι κυκλοφορούσαν μέσα στο σπίτι, απαντώντας στα τηλέφωνα - ένας δικηγόρος ούρλιαζε στο βοηθό του. Ο ηατέρας της Σαρλίν Σμιθ μιλά για τα χρόνια στη φυλακή. Γράψει ο Κλιντ Ρότιερ. Ο Ντιν Σμιθ, ηατέρας της ηθοποιού Σαρλίν Σμιθ και τον ετεροθαλούς αδερφού της Ντιν Τζούνιορ, αποκάλυψε ότι σκότωσε τον Μπόιντ Τζέιμσον ευρισκόμενος σε αυτοάμυνα. Επιβεβαίωσε τις φήμες περί ερωτικής σχέσης μεταξύ του γιου και της κόρης του και κατηγορεί τα παιδιά του πως έμεινε στη φυλακή εξαιτίας της εξαφάνισης τους, οπότε δε στάθηκε δυνατό να καταθέσουν στο δικαστήριο. Υποστηρίζει πως σκότωσε τον Μπόιντ στην προσπάθειά του να σώσει την κόρη του από τη σεξουαλική επίθεση του νεαρού και τόνιζα πως αγαπά τη Σαρλίν, παρά το ότι ζει μέσα στην αμαρτία. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ο μπαμπάς ζει», μουρμούρισε η Σαρλίν. «Αλλά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τον δούμε, έτσι;» ρώτησε ο Ντιν και τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και τρομαγμένα.
«Όχι. ΑλΑά λέει πως είμαστε κακά παιδιά. Και το ίδιο λένε όλοι». «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Ντιν κι έριξε μια ματιά στο σωρό των εφημερίδων μπροστά τους. «Δεν καταλαβαίνω». «Το ξέρω, Ντιν αγάπη μου, το ξέρω». «Μα γιατί τρ κάνουν αυτό, γιατί;» «Επειδή κάνουμε αυτό που κάνουμε το βράδυ. Επειδή κοιμόμαστε μαζί». «Μα πάντα κοιμόμαστε μαζί, Σαρλίν. Γιατί θύμωσαν τώρα;» «Δεν το ήξεραν πριν». «Αυτό σημαίνει ότι δε θα πάρεις το βραβείο;» Για μια στιγμή δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Μετά θυμήθηκε τα ΕΜΜΙ. Δεν είχαν πια καμιά σημασία. Δεν ένιωθε μόνο λύπη, αλλά και ντροπή. * * *
Εκείνες τις μέρες δόθηκαν στη δημοσιότητα και οι πρώτες φωτογραφίες της Τζέιν Μουρ πριν από τις επεμβάσεις. Το έντυπο διαφήμιζε την αποκλειστικότητά του: Θα δείτε ηώς μια άσχημη μεγαλοκοηέλα μεταμορφώνεται σε νεαρή καλλονή. ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ! * * *
Ο Μάρτι Ντι Τζενάρο δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πρώτα τα προβλήματα με την Τζέιν όταν γύρισε το Αστέρι. Μετά τα προβλήματα με τη Λάιλα και την Τερέζα. Μετά η ασθένεια της Τζέιν, που έλειψε για μια βδομάδα. Και τώρα η Τζέιν και η Σαρλίν βρίσκονταν στο επίκεντρο ενός τρομερού σκανδάλου. Δεν το καταλάβαιναν πως αυτός έπρεπε να γυρίσει τη σειρά; Τα γυρίσματα είχαν διακοπεί εδώ και μια εβδομάδα. Ο Λες Μέρτσαντ ήταν έξω φρενών. Και ο Σάι του τηλεφωνούσε κάθε τόσο για να του διαβάζει τα καινούρια δημοσιεύματα στον Τύπο. Το τηλέφωνο του Μάρτι χτυπούσε ασταμάτητα. Είχε ένα μόνιμο πονοκέφαλο. * * #
Το επόμενο δημοσίευμα αφορούσε τη μητέρα της Σαρλίν. Η Φλόρα Λι Ντελούς, είχε συλληφθεί για πορνεία, σε μοτέλ που νοικιάζει τα δωμάτιά του με την ώρα. «Τι οικογένεια!» ούρλιαξε ο Σάι Όρτις στο τηλέφωνο του αυτοκινήτου του. «Υπάρχει κανένα μέλος της οικογένειας Σμιθ που να μην έχει φυλακιστεί για κάτι;» Κι ενώ οι θεαματικότητες έδειχναν πως οι τηλεθεατές είχαν σταματήσει να παρακολουθούν το Τρεις για το Δρόμο, η ταινία της Τζέιν, το Αστέρι, έσπαγε κάθε ρεκόρ σε εισπράξεις. * * *
Η Σαρλίν καθόταν στο λίβινγκ ρουμ, κουκουλωμένη με την κουβέρτα όταν άκουσε μια γνώριμη φωνή. Είχε έρθει ο Ντόουμπ. «Όπως στρώνουμε κοιμόμαστε, Σαρλίν. Εσύ δεν έχεις πειράξει κανέναν. Λοιπόν, καθίστε και ακούστε με και οι δύο προσεκτικά. Δεν υπάρχει καμιά αιμομειξία. Ο Ντιν δεν είναι αδερφός σου. Η Φλόρα Λι κορόιδεψε τον πατέρα σου. Ή τ α ν έγκυος στον Ντιν πριν γνωριστεί με τον πατέρα σου. Ο Ντιν είναι γιος του Ντελούς, του πρώτου της άντρα. Υπάρχει και πιστοποιητικό γεννήσεως που τό αποδεικνύει». Η Σαρλίν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Αλλά και πάλι ήξερε πως τίποτε δε θα ήταν όπως πριν. Ο Ντόουμπ άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε ένα μάτσο χαρτιά. Ή τ α ν το δικό της πιστοποιητικό γέννησης. Και του Ντιν. Φωτοτυπίες. Τα πρωτότυπα βρίσκονταν στη θυρίδα της τράπεζας. «Οι εφημερίδες θα λάβουν τα αντίγραφα αμέσως», είπε ο Ντόουμπ. «Και μετά μπορείς να τους υποβάλεις μήνυση. Εδώ υπάρχουν όλα τ' αποδεικτικά στοιχεία. Και κάποιος Μίνος Πέιτζ βρίσκεται στο νοσοκομείο με μερικά δόντια λιγότερα».
ΗΘΟΠΟΙΟΣ Η αποκάλυψη ότι η Τζέιν Μουρ αποτελεί προϊόν μιας σειράς επεμβάσεων, συγκλόνισε τη Μέκκα του κινηματογράφου. Σε μια πόλη όπου οι πλαστικές επεμβάσεις βρίσκονται στην ημερησία διάταξη, τέτοιες αποκαλύψεις εξοργίζουν. Τώρα, πολλά αστέρια σκέφτονται ν' αποκαλύψουν τις δικές τους επεμβάσεις, πριν γίνουν γνωστές από τις εφημερίδες. Η Ράκελ Γουέλς δήλωσε ότι δεν υπάρχει τίποτε το κακό στο να υποβάλλεται κανείς σε πλαστική χει-
ΡΟΜΠΟΤ; ρουργική και τόνισε ότι σέβεται την Τζέιν Μουρ. «Οι άντρες», είπε, «χρησιμοποιούν καθημερινά το ξυραφάκι τους για να φαίνονται ωραιότεροι». Ο Μάικλ Τζάκσον, η Μισέλ Φάιφερ και η Σερ ανήγγειλαν ότι θα δώσουν συνεντεύξεις Τύπου για να προχωρήσουν σε αποκαλύψεις και να μιλήσουν για την αρνητική επίδραση του Τύπου,όταν επεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή των πολιτών. «Είναι ένα είδος βιασμού», είπε η Σερ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Σύμφωνα με ανακοίνωση της Σαρλίν Σμιθ, δεν υπάρχει καμιά συγγένεια αίματος ανάμεσα στην ίδια και τον υποτιθέμενο αδερφό της. Σαν αποδεικτικά στοιχεία παρουσίασε τα πιστοποιητικά γεννήσεως και μια γραπτή δήλωση του Ντελούς, ο οποίος αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη.
Ερωτηθείσα αν προτίθεται να υποβάλει μηνύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, η μις Σμιθ απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε: «Νομίζω ότι έχει γίνει αρκετό κακό». Η Λάιλα έπεσε μπρούμυτα. Γύρω της οι τσαλακωμένες εφημερίδες σχημάτιζαν σωρό. Τι θα γινόταν αν ο Μάρτι μάθαινε πως αυτή είχε προκαλέσει όλον αυτόν το θόρυβο; Του είχε τάχα συμπαρασταθεί και μετά του είχε προτείνει ν' απολύσει την Τζέιν και τη Σαρλίν. Και είχε εξασφαλισμένο το ΕΜΜΙ. Η ψηφοφορία θα γινόταν την άλλη εβδομάδα και κανείς δε θα έδινε την ψήφο του σ' ένα τέρας ή σε μια ένοχη αιμομειξίας. Είχε το ΕΜΜΙ σίγουρο και μπορεί το Τρεις για το Δρόμο να γινόταν το δικό της σόου.
7 Από τότε που ο Ντόουμπ είχε φθάσει σαν άγγελος καλών ειδήσεων, η Σαρλίν άρχισε να νιώθει καλύτερα. Δεν ήταν μόνο που δε φοβόταν πια τη δημόσια διαπόμπευση. Δεν ήταν που είχε πια πάψει να νιώθει αμαρτωλή. Ο Ντιν δεν είχε κάνει φόνο, ο πατέρας τους ήταν ζωντανός. Ακόμη και μόνο γι' αυτό άξιζε όλος αυτός ο θόρυβος. Την είχε στενοχωρήσει βέβαια η περιπέτεια της Φλόρα Λι, αλλά δεν είχε εκπλαγεί. Θα της έστελνε χρήματα, αλλά θα φρόντιζε να μην ξαναενοχλήσει τον Ντιν. Το καλύτερο απ' όλα ήταν πως αυτή και ο Ντιν θα μπορούσαν να είναι μαζί. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα ν' αγαπιούνται με τον τρόπο που αγαπιούνταν. Ανήγγειλε τα καλά νέα στον Ντιν.
«Μα θέλω να είμαι αδερφός σου», της είπε εκείνος. «Όχι, δεν πρέπει, Ντιν. Τ' αδέρφια δεν κάνει να κοιμούνται μαζί. Θέλεις, λοιπόν, να μείνεις μαζί μου;» «Και βέβαια, Σαρλίν, αυτό το ξέρεις». Ο Ντιν δεν ήξερε να λέει γλυκόλογα, μιλούσε μόνο με τα μάτια του. Και αναστέναζε. «Τότε λέω πως μπορούμε να παντρευτούμε. Να είμαι η γυναίκα σου και όχι η αδερφή σου». Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Και μετά: «Δεν μπορείς να είσαι και τα δυο;» «Όχι, αυτό δε γίνεται». «Εντάξει, τότε ας παντρευτούμε». Και τότε, εκεί, στο σκοτάδι του σπιτιού τους, ένιωσε να την πλημμυρίζει η αγάπη της γι' αυτόν. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Το ήξερε πως ο Ντιν δεν ήταν τέλειος, αλλά αυτόν αγαπούσε και αυτόν ήθελε. Ή τ α ν καλός, καθαρός, αθώος, ό,τι καλύτερο είχε στον κόσμο. Ή τ α ν το αγκυροβόλι της.
Το πρωί της απονομής των ΕΜΜΙ, η Σαρλίν ξύπνησε πανευτυχής και γεμάτη ευγνωμοσύνη. Τα αποδεικτικά στοιχεία είχαν δημοσιευθεί στις εφημερίδες. Και ξεκινούσε ένα νέο κύμα θετικής δημοσιότητας. Η τελετή της απονομής θα ήταν μεγάλη δοκιμασία, αλλά ο Ντόουμπ είχε επιμείνει να πάει με τον Ντιν. «Αλλά δεν τον παίρνω ποτέ μαζί μου στις επαγγελματικές υποχρεώσεις». «Δεν υπάρχει πια κανένας λόγος να τον κρύβεις». «Ντόουμπ Σάμιουελς, δε θέλω κανένα βραβείο και δε θέλω να πάω κάπου όπου όλοι θα με κοιτούν σαν εξωγήινη. Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω ήσυχα, σ' ένα ράντζο, με τον Ντιν». «Όλ' αυτά θα γίνουν, Σαρλίν, υπάρχει χρόνος. Αλλά απόψε πρέπει να δείξεις σ' όλους αυτούς τους μπάσταρδους ποια είσαι. Κανείς απ' αυτούς δεν αξίζει όσο εσύ. Εκτός από την Τζέιν Μουρ, που δείχνει να έχει τσαγανό». Η Σαρλίν συγκινήθηκε. «Ντόουμπ, είσαι ο πιο καλός άνθρωπος του κόσμου. Θα πάω, αλλά με έναν όρο. Θα έρθεις κι εσύ.
Εντάξει;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και μόνο τότε ανέβηκε τις σκάλες για να ετοιμαστεί. «Σ' ευχαριστώ για όλα», την άκουσε να λέει. * * *
Το πρωί της ημέρας που θα γινόταν η απονομή των ΕΜΜΙ, η Τζέιν ξύπνησε τρέμοντας. Είχε πιει δυο ηρεμιστικά χάπια πριν πέσει στο κρεβάτι της το προηγούμενο βράδυ, αλλά αυτό δεν εξηγούσε τόσο μεγάλο τρέμουλο. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό της Σαρλίν. Ξαφνιάστηκε που την άκουσε να μιλά ξανά χαρούμενα, σαν να μη συνέβαινε τίποτε. «Θα πάω στην τελετή με τον Ντιν, Τζέιν», της είπε. «Εσύ δε θα 'ρθεις;» «Δεν ξέρω. Και άλλωστε, με notov να πάω; Κάτι πήγε να κανονίσει ο Σάι, αλλά αρνήθηκα. Προσφέρθηκε και ο Τζέρλαντ Λα Μπρεκ. Αλλά αυτό πάει πολύ. Τόσο απελπισμένη ώστε να συνοδεύομαι από ένα σωματοφύλακα...» «Έλα μαζί μας, Τζέιν. Θα σε συνοδεύσει ο Ντόουμπ. Είναι καλός φίλος. Δεν μπορούμε ν' αφήσουμε τη Λάιλα να θριαμβεύσει». Έκλεισαν το τηλέφωνο χωρίς ν' αποφασίσει. Έτρεμε μέσα σ' αυτό το κρύο σπίτι. Θα μπορούσε ν' αντιμετωπίσει όλ' αυτά τ' αρπακτικά; Η Σαρλίν ήταν τυχερή, σώθηκε. Χωρίς τη Μάι δεν ήξερε ούτε πώς να ντυθεί. «Αδύνατο», είπε και ήπιε άλλα δύο χάπια πριν πέσει ξανά στο κρεβάτι. Μια ώρα αργότερα χτύπησε το τήλέφωνο. Το σήκωσε διστακτικά. «Τζέιν; Δόξα τω Θεώ. Ο Μπριούστερ είμαι». «Μπριούστερ; Θεέ μου, Μπριούστερ». Αμέσως μια ζεστασιά απλώθηκε μέσα της. Αρχισε να του μιλά, να του λέει πώς βρέθηκε σ' ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, ότι έχασε και τη δεύτερη ευκαιρία που της δόθηκε στη ζωή της. «Δεν ντρέπεσαι για μένα, Μπριούστερ; Έκανα εκείνη την απαίσια ταινία, εξαιτίας μου εξετέθης, σε κατέστρεψα». «Μήπως εγώ κατέστρεψα εσένα;»
«Με συμπαθείς ακόμη, Μπριοΰστερ;» «Και βέβαια, Τζέιν. Τζέιν...» Η φωνή του έσβησε. «Μπριοΰστερ; Μπριοΰστερ; Μ' ακοΰς;» Η γραμμή κόπηκε. Μετά από λίγο, ακοΰστηκε το τηλέφωνο επικοινωνίας με την πΰλη. «Περιμένετε τον Μπριοΰστερ Μουρ;» Έμεινε άναυδη. Πώς βρέθηκε ξαφνικά κοντά της; Από πόσο κοντά τηλεφωνούσε; Σε λίγο χτυπούσε η πόρτα. Έτρεξε προς τα κει ζαλισμένη από τα χάπια. Άνοιξε και είδε τον Μπριούστερ Μουρ με μια βαλίτσα στο αριστερό χέρι και το αδιάβροχο του ριγμένο στο δεξί. «Δεν είσαι στην Ονδούρα;» τον ρώτησε. Εκείνος μπήκε μέσα. Άφησε τη βαλίτσα του και το αδιάβροχο. Αγκαλιάστηκαν. * * *
Αργότερα, αφού έκανε το μπάνιο της και ο Μπριούστερ την ανάγκασε να φάει, τη βοήθησε να φτιάξει τα μαλλιά της και να διαλέξει ένα φόρεμα, βρίσκονταν μαζί στη λιμουζίνα. «Αν δεν ερχόσουν, δε θα τα κατάφερνα απόψε», του έλεγε η Τζέιν. «Με συγχωρείς, Τζέιν, αλλά αυτό δεν το έχανα με τίποτε. Ξέρεις πόσοι εκεί μέσα θα πάθουν σοκ όταν με δουν; Ούτε που το φαντάζεσαι πόσοι μου τηλεφώνησαν τρομοκρατημένοι όταν ξέσπασε η υπόθεση. Μήπως πιστεύεις ότι εσύ είσαι η μόνη διάσημη πελάτισσά μου; Χρόνια τώρα διορθώνω τα λάθη που έκαναν άλλοι γιατροί στα πρόσωπα των διασημοτήτων. Και όλοι φοβούνται μήπως ανοίξω το στόμα μου. Ξέρεις πόσοι μ' έχουν πλησιάσει ζητώντας μου να εκδώσω ένα βιβλίο; Και πληρώνουν πολλά λεφτά, μεγάλος πειρασμός. Μ' αυτά θα σώνονταν πολλά παιδιά σαν τον Ραούλ. Θα σε πλησιάσουν κι εσένα, θα το δεις». «Χα! Δεν πρόκειται να μιλήσω σε κανέναν άλλον αιμοδιψή δημοσιογράφο όσο είμαι ζωντανή». «Δεν ξέρεις τι εντύπωση θα κάνεις εμφανιζόμενη μπροστά σ' όλους αυτούς με το χειρουργό σου. Θα τους μπούμε στο μάτι».
«Το κακό είναι πως κανένας δεν ξέρει ότι έχουν κάνει κι αυτοί εγχειρήσεις, ενώ όλοι ξέρουν για μένα», απάντησε η Τζέιν. «Τα ξέρουν όλα για μένα, είμαι εντελώς γυμνή μπροστά τους. Ταπεινωμένη». «Δεν είμαι ψυχίατρος, αλλά μπορώ να καταλάβω ότι από τώρα κάι στο εξής θα σου συμπεριφέρονται σαν να ήσουν η πριγκίπισσα Νταϊάνα. Μη φοβάσαι τίποτε. Ξέρω τόσες λεπτομέρειες γι' αυτούς, έχω φέρει και τους φακέλους μου και τις φωτογραφίες. Το ξέρω ότι αντίκειται στην επαγγελματική δεοντολογία, αλλά μισώ τους υποκριτές». * * *
«Λάιλα, χρυσή μου, χαίρομαι πον σε πρόλαβα. Εγώ είμαι, η Λόρα Ρίτσι. Ελπίζω νά μη α ενοχλεί, αλλά ήθελα να σε συγχαρώ για το ΕΜΜΙ. Το αξίζεις». «Σ' ευχαριστώ, Λόρα. Αλλά με συγχαίρεις για κάτι που δεν έχω πάρει ακόμη. Τόσο σίγουρη είσαι;» «Καιβέβαια είμαι σίγουρη. Έχω τις πληροφορίες μου». «Λόρα, με συγχωρείς. Πρέπει να βιαστώ. Το σπίτι είναι γεμάτο φωτογράφους και δημοσιογράφους. Φυσικά, δε θα πω τίποτε. Θα τα μάθεις όλα πρώτη. Είσαι η καλύτερη φίλη στο Χόλιγουντ». «Θα πας με τον Μάρτι;» «Φυσικά». «Ορίσατε την η}.ιερομηνία;» «Όχι, αλλά θα είσαι η πρώτη που θα το μάθεις». Αυτή ήταν η τελευταία φορά που μίλησα με τη Λάιλα Κάιλ.
8 Ο Μάικλ Μακλέιν καθόταν ξαπλωμένος στη σεζλόνγκ πλάι στην πισίνα, για να διατηρήσει το ηλιοκαμένο του στυλ. Απόψε το πάρτι του Άρα Σαγκάριαν θα ήταν συνάμα ευχαρίστηση και
δοκιμασία — σαν να κάνεις έρωτα με μια γυναίκα με πολΰ ωραίο σώμα και άσχημο πρόσωπο. Πάντως αυτός θα πήγαινε με την Άντριεν. Το Αστέρι του είχε προσφέρει αυτό που ήθελε. Μια ώθηση για να ξαναβρεθεί στην κορυφή. Γιατί αυτός δε θα τέλειωνε την καριέρα του σαν τον Τζον Φορσάιθ, παίζοντας ρόλους ηλικιωμένων. Και τι ήταν αυτό που ο Μάικλ Μακλέιν δεν είχε ποτέ του κάνει με μια γυναίκα; Δεν είχε παντρευτεί. Έπρεπε να το κάνει τώρα. Και η Άντριεν' του είχε πει πως είχε καθυστέρηση. Θα την παντρευόταν. Θα αποκτοΰσε μωρό. Ναι. Μετά την απονομή των Όσκαρ, θ' άφηνε να διαρρεΰσει ότι το σώμα της Άντριεν εμφανιζόταν στο Αστέρι. Και μετά θ' ανήγγελλε τους γάμους τους. Άλλη μια καλή ευκαιρία για δημοσιότητα. * * *
Η Τερέζα Ο' Ντόνελ βγήκε από το μπάνιο και τΰλιξε μια πετσέτα γΰρω της. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη· με τις ρυτίδες, τις σακοΰλες κάτω από τα μάτια. Και να σκεφτεί κανείς ότι κάποτε ήταν μια καλλονή. Και τα μαλλιά της είχαν αδυνατίσει, αραιώσει, μετά από σαράντα χρόνια βαφών και περμανάντ. Έβαλε κρέμα και φρόντισε το μακιγιάζ της για να καλΰψει τις ρυτίδες. «Η ώρα της μεταμόρφωσης», άκουσε τον Κέβιν να λέει, καθώς έμπαινε με δυο ποτήρια τζιν. Δεν είχε πια μυστικά από τον Κέβιν. Και σήμερα ήταν πιο πικρόχολος, γιατί στο πάρτι του Άρα θα πήγαινε με τον Ρόμπι και όχι μ' αυτόν. Πήρε το ποτήρι από το χέρι του και ήπιε μια γουλιά. «Σου είπα ότι δεν πρόκειται να σου μιλήσω πριν φέρεις πίσω τη Σκίνι και την Κάντι», «Δεν τις πήρα εγώ. Αλλά νομίζω ότι ξέρω που βρίσκονται». * * *
Ο Ρόμπι έφθασε στης Τερέζα στις τέσσερις. «Ποΰ είναι;» ρώτησε τον Κέβιν. «Μήπως έχει παραπιεί;»
«Δεν ξέρω και δε μ' ενδιαφέρει». Ο Ρόμπι έτρεξε πάνω. Μπήκε στο δωμάτιο της κι έμεινε στήλη άλατος. Όλα ήταν άνω κάτω. Ρούχα παντού πεταμένα, το κρεβάτι ανάστατο, τα μαξιλάρια κάτω. Κι εκείνη, πεσμένη πλάι στην πόρτα του μπάνιου, γυμνή και βρόμικη. Τράβηξε τις κουρτίνες και το δωμάτιο γέμισε φως. Η Τερέζα μούγκρισε. Ο Ρόμπι φώναξε την Εστρέλα. «Σιδέρωσε το μαύρο της φόρεμα και βρες ένα ζευγάρι μακριά γάντια κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Ευχαριστώ, Εστρέλα. Είναι τυχερή που σ' έχει κοντά της». «Κι εσάς, κύριε Ρόμπι. Κανείς δε θα τη συνόδευε πια. Είστε καλός φίλος». «Δεν έχω φίλους», άρχισε να κλαίει η Τερέζα. «Κανείς δε νοιάζεται για μένα». «Αν δεν εμφανιστείς απόψε, είσαι τελειωμένη, Τερέζα», έβαλε τις φωνές ο Ρόμπι. «Δεν μπορώ να πάω. Θα ταπεινωθώ». «Όχι αν είσαι ξεμέθυστη». «Μα θα είναι εκεί η Λάιλα. Και θα πάρει το ΕΜΜΙ». «Γελοίο. Πότε σε τρόμαξε κανείς;» «Θα με σκοτώσει. Ό π ω ς σκότωσε την Κάντι και τη Σκίνι». Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ρόμπι δεν είχε δώσει σημασία στις ασυναρτησίες της. Αλλά τώρα είχε αναφερθεί στις κούκλες. Έπρεπε να το ξεκαθαρίσει. «Τι είναι αυτά που λες;» «Έκανα το σωστό. Μεγάλωσα ένα κορίτσι. Έ ν α αξιαγάπητο κορίτσι. Αλλά τώρα με μισεί. Δεν έπρεπε να της το κάνω αυτό». «Τι;» «Ο τρόπος που τη μεγάλωσα. Τ η μισούσα επειδή ήταν νέα και όμορφη. Και τώρα θέλει να με σκοτώσει. Σκότωσε την Κάντι και τη Σκίνι». Με δυσκολία σύρθηκε ως το κρεβάτι και άρχισε να τραβά ένα κουτί, κάτι σαν φέρετρο. Μετά άλλο ένα. Δύο φέρετρα. Ή τ α ν φέρετρα, μικρά, παιδικά! Ο Ρόμπι ανατρίχιασε. Κοίταξε μέσα. Η Σκίνι βρισκόταν εκεί, αποκεφαλισμένη. Και η Κάντι γεμάτη
μαχαιριές. Και οι δυο κούκλες ήταν γυμνές. Και είχαν τέλεια γεννητικά όργανα. Σαν αληθινά. # * *
Ο Νιλ Μορέλι δεν είχε πάρει πρόσκληση για το πάρτι του Άρα. Καμιά έκπληξη. Αλλά μετά από μια μακριά σιωπή, είχε έρθει σ' επαφή μαζί του ο Ρότζερ. Του μίλησε τόσο ευγενικά... Και, το κυριότερο, του έδωσε οδηγίες πώς να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Αυτός του έδωσε πληροφορίες για το ποιος προσελάμβανε αυτούς που θα δούλευαν για τη βραδιά των ΕΜΜΙ. Και ο Νιλ έτρεξε και κατάφερε να προσληφθεί. Τον βοήθησε να ντυθεί στην τρίχα και τον συμβούλεψε ν' απομνημονεύσει πού θα κάθονταν όλες οι διασημότητες. Του υπέδειξε και το μέρος όπου θα στεκόταν ο ίδιος. «Αυτό που παίζει πάντα ρόλο είναι η επιλογή του χρόνου», του είχε πει και ο Νιλ Μορέλι είχε χαμογελάσει μ' ευγνωμοσύνη. * * *
Ο Σαμ ετοιμαζόταν για το πάρτι του Άρα. Αυτή τη φορά δε θα πήγαινε σαν συνοδός της Έιπριλ Άιρονς. Είχε δική του πρόσκληση. Μετά την επιτυχία της ταινίας Ένα Αστέρι Γεννιέται, είχε γίνει το χαϊδεμένο παιδί του Χόλιγουντ. Η Έιπριλ του είχε Κάνει μια καινούρια πρόταση, το ίδιο και η Κολούμπια. Θα φορούσε το καινούριο κοστούμι του Αρμάνι κι ένα μεταξωτό πουκάμισο. Και θα έβλεπε και τη Μέρι Τζέιν, την Τζέιν. Θα έφευγε νωρίς, αλλά ήθελε να τη δει. Ή τ α ν έτοιμος να τη συγχωρήσει. Την ήθελε πίσω. Μακάρι να κέρδιζε αυτή το ΕΜΜΙ. Θα έφτιαχνε η διάθεσή της και θα μπορούσαν να τα ξαναβρούν. Σκεφτόταν πως η Τζέιν Μουρ πρέπει να τον αγαπούσε πολύ, κι ας τον έδιωξε από το σπίτι της Σαρλίν. Και ήταν σίγουρος πως θα τα ξανάβρισκαν. Άλλωστε καμιά δεν τον είχε αγαπήσει έτσι.
Η Μόνικα Φλάντερς περίμενε ανυπόμονα τον Χίραμ να περάσει να την πάρει. Η γυναίκα του Χίραμ, η Σίλβια, είχε θυμώσει
που δε θα πήγαινε στο πάρτι του Άρα Σαγκάριαν. Αλλά είχε προσκληθεί μόνο η Μόνικα κι εκείνη θα έπαιρνε μαζί της τον Χίραμ. Απόψε θα πετύχαινε τη μεγαλύτερη διαφήμιση. Ό π ο ι α κι αν κέρδιζε, θα φορούσε τα δικά της καλλυντικά. Αρκεί να μην ήταν εκείνη που έκανε τις επεμβάσεις. Θα την έδιωχνε από το σόου. Εκτός κι αν τελικά κέρδιζε. Η Μόνικα φόρεσε τα διαμαντένια σκουλαρίκια της. Ή τ α ν τεράστια και την πονούσαν τ' αυτιά της, αλλά άξιζε τον κόπο. Απόψε ένα από τα κορίτσια θα κέρδιζε. Μαζί τους θα κέρδιζε κι αυτή. Οι πωλήσεις των καλλυντικών της θα έφταναν στα ύψη. Παρ' όλα τα σκάνδαλα ή χάρη σ" αυτά. Η καλύτερη ιδέα που είχε ποτέ στη ζωή της. * * *
Ο Πολ Γκράσο ήπιε άλλη μια γουλιά από τη βότκα του και άρχισε να δένει τη γραβάτα του. Απόψε ήταν γι' αυτόν μια βραδιά θριάμβου. Τα είχε καταφέρει και χωρίς τον Γκλικ. Πέρσι μπήκε κλεφτά στον κήπο του Άρα. Φέτος, θα έβλεπε τη δική του ανακάλυψη, τη Λάιλα Κάιλ, να παίρνει το βραβείο. Και μετά θα πήγαινε στο πάρτι του Άρα. Με πρόσκληση. Απόψε ο Πολ Γκράσο ένιωθε σαν τους μεγάλους παίκτες γύρω από τη ρουλέτα. Αρκεί να τα κατάφερνε να δέσει αυτή τη διαβολεμένη γραβάτα. * * *
Ο Σάι δεν το έβρισκε καθόλου σωστό να έχει και τις τρεις υποψήφιες για το ΕΜΜΙ πελάτισσές του και καμιά από τις σκύλες να μην του ζητήσει να γίνει ο συνοδός της. Θα έπαιρνε μαζί του την Κρίσταλ τελικά, που είχε πάθει κατάθλιψη επειδή δεν είχε προσκληθεί. Αλλά απόψε ήταν μια μεγάλη νύχτα, η μεγαλύτερη της καριέρας του. Και ο θρίαμβος του επί του Άρα. Καιρός ήταν πια να πάρει σύνταξη κι αυτός. Του χρόνου το πάρτι θα γίνει στο σπίτι
μου, σκέφτηκε. Ήλπιζε το βραβείο να πάει στη Σαρλίν ή στην Τζέιν, αυτές ήξεραν τι θα πει θετική δημοσιότητα.
Η Έιπριλ Άιρονς κοιτάχτηκε στον καθρέφτη αποτελειώνοντας το μακιγιάζ της. Η ταινία είχε πάει περισσότερο από καλά και απόψε θα γνώριζε μια νΰχτα θριάμβου. Απόψε, μετά από έντεκα σχεδόν χρόνια, θα έβρισκε την ευκαιρία να ταπεινώσει τον Μάρτι Ντι Τζενάρο και τον Σάι Όρτις. Ό π ω ς την ταπείνωσαν κι αυτοί πριν από πολλά χρόνια.
Καθώς ντυνόταν, ο Μάρτι σκεφτόταν πως ποτέ του δεν είχε κάνει τόσο θεαματική εμφάνιση σε τελετή. Συνόδευε πάντα ωραίες γυναίκες, αλλά η Λάιλα Κάιλ ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό. Ό λ α έδειχναν ρόδινα. Είχε μια πανέμορφη αρραβωνιαστικιά, είχε αποσπάσει ένα σωρό Όσκαρ, ό,τι έπιανε στα χέρια του γινόταν επιτυχία. * * *
Οι προσκεκλημένοι του Άρα άρχισαν να φτάνουν και παρά την εξάντλησή του έβλεπε πως άξιζε τον κόπο. Δεν τα είχε καταφέρει κι άσχημα για την ηλικία του. Χαμογέλασε. Αυτός που παραλίγο να πάρει σύνταξη, έδινε και πάλι ένα λαμπρό πάρτι, με όλη την αφρόκρεμα του Χόλιγουντ εκεί. Η αφρόκρεμα στα πόδια σου, γερο-Αρμένη μου, είπε στον εαυτό του. Ή τ α ν ακόμη μέσα στο παιχνίδι. Ένας μεγάλος παίκτης. Όλοι θα συγκεντρώνονταν εκεί, κάτω από την ίδια στέγη. Τ η δική του στέγη. Χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε για να υποδεχθεί τον πρώτο προσκεκλημένο του.
«Έλεγα στον... Ποιος ήταν; Ό Ουόρεν Μπίτι; Ό χ ι , η Ανετ. Ό χ ι , η Έιπριλ Άιρονς. Έλεγα πως ο Άρα Σαγκάριαν δε γερνά ποτέ. Πώς τα καταφέρνεις, Άρα; Ποιο είναι το μυστικό σου;» Μέσα στην απελπισία της, η Κρίσταλ είχε πάθει ακατάσχετη πολυλογία. Έ π ρ ε π ε να χαμογελά σε όλους αυτοΰς τους βλάκες, να τους κολακεύει. Και τότε τον είδε. Τον είδε τον παλιάνθρωπο! Με μικρά βηματάκια, όσο της επέτρεπε το στενό της φόρεμα, προχώρησε προς τον Σαμ Σιλντς. Γΰρω του, ένα σωρό ισχυροί του Χόλιγουντ. Τους αγνόησε. «Δε θα πεις καλησπέρα;» τον ρώτησε. «Καλησπέρα, Κρίσταλ», της είπε στέλνοντάς της ένα από κείνα τα προσποιητά ευγενικά χαμόγελα που δεχόταν συνεχώς τον τελευταίο καιρό. Τον κοίταξε στα μάτια. «Ήθελα να σ' ευχαριστήσω», του είπε. «Να σ' ευχαριστήσω που κατέστρεψες την καριέρα μου. Και ήθελα να σου δώσω αυτό». Και τον έφτυσε κατάμουτρα. * * *
Ή τ α ν εκεί η Ελίζαμπεθ με τον Λάρι. Ο Γουόρεν, γελαστός, με την Ανέτ. Ο Κέβίν Κόστνερ και η Σίντι. Ο Τζακ Νίκολσον. Ο Στίβεν Σίγκαλ. Όλοι εκεί συγκεντρωμένοι, περιμένοντας την Τερέζα Ο' Ντόνελ να σχίσει το φάκελο. Όλοι περίμεναν σιωπηλοί. Ο Άρα χαμογελούσε. Αρκεί να μην έπαιρνε το ΕΜΜΙ η Λάιλα Κάιλ. Η Τερέζα έσχισε το φάκελο, κάνοντας τάχα ότι δυσκολευόταν να τον ανοίξει, παρατείνοντας την αγωνία. Έβγαλε ένα χαρτί και διάβασε. «Το βραβείο πηγαίνει...»
9 Η Τζέιν κάθισε πλάι σισν Μπριούστερ Μουρ, παίρνοντας βαθιές αναπνοές και με το χέρι του να σφίγγει το δικό της. Επαναλάμβανε συνεχώς στον εαυτό της ότι θα τα έβγαζε πέρα. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ανακάλυψε πως την ενδιέφερε να νικήσει απόψε. Ό χ ι επειδή έδινε καμιά σημασία στους διαγωνισμούς, αλλά επειδή ακριβώς αυτή τη στιγμή χρειαζόταν μια ψήφο επιδοκιμασίας και αποδοχής. Η Σαρλίν έφθασε με τον Ντιν και τον Ντόουμπ, που βρήκε εκείνη τη στιγμή κατάλληλη για να της πει: «Δε ρώτησες ποτέ τι έκανα τα χρήματα που μου έδωσες». «Δε με νοιάζει, Ντόουμπ. Αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι να μη σε χάσω, να μη χάσω τη φιλία σου». «Ωραία, λοιπόν, να σου πω τότε πως δεν αγόρασα το ράντζο στη Μοντάνα». Θεέ μου, ετοιμαζόταν να ομολογήσει. «Δεν έχει σημασία, Ντόουμπ». «Η Μοντάνα ήταν απαίσια. Αγόρασα, λοιπόν, για μας το ωραιότερο κομμάτι γης στο Γουαϊόμινγκ. Έχω να σου δείξω όλα τα χαρτιά και τα σχετικά». «Αλήθεια, Ντόουμπ;» Το πρόσωπο της φωτίστηκε από ένα χαμόγελο ευτυχίας. Η τελετή προχωρούσε αργά· όλοι περίμεναν τη μεγάλη στιγμή. Τη στιγμή που ή Τερέζα Ο' Ντόνελ έπιασε στα χέρια της το φάκελο. Η Λάιλα ένιωσε να παραλύει. Είχε προετοιμαστεί για να κερδίσει, αλλά όχι γι' αυτό. Όχι για να παρουσιάσει το βραβείο η Κούκλα του Έρωτα. Έπιασε το χέρι του Μάρτι. «Θεέ μου! Τα χέρια σου είναι παγωμένα», τον άκουσε να λέει. «Το βραβείο πηγαίνει στη... Λάιλα Κάιλ!»
Το θέατρο ξέσπασε σε χειροκροτήματα και η κάμερα έπιασε το πρόσωπο της Λάιλα στην αρχή σε μια δήθεν έκπληξη και μετά μ' ένα πλατύ χαμόγελο. Φίλησε τον Μάρτι και μετά τινάχτηκε, έπιασε το μακρύ της φόρεμα για να μη σκοντάψει κι έτρεξε προς τη σκηνή. Πλησίασε τη μητέρα της κι έκανε να πιάσει το βραβείο. Εκείνη συνέχισε να το κράτά και να την κοιτά. Η Λάιλα το τράβηξε. Η μητέρα της το κρατούσε ακόμη. Αλλά η Λάιλα ήξερε πως ήταν δικό της. Το τράβηξε και τελικά η μητέρα της υποχώρησε. Η Λάιλα κράτησε το βραβείο στο στήθος της. Ο κόσμος ξέσπασε σε παραλήρημα. Ποτέ της δεν είχε βρεθεί μπροστά σε τέτοιο πλήθος. Ένας λόγος παραπάνω που μπροστά της βρισκόταν η αφρόκρεμα του Χόλιγουντ. Η ζεστασιά τους απλωνόταν στο σώμα της. «Ω!» είπε στο μικρόφωνο. «Ω! Σας ευχαριστώ!» Η μικρή ομιλία που είχε προετοιμάσει είχε κάνει φτερά από το μυαλό της. Και το κοινό, κουρασμένο από τους συνήθως ατέλειωτους λόγους, ενθουσιάστηκε ακόμη πιο πολύ. Το χειροκρότημα ξανάρχισε. Το πανδαιμόνιο κράτησε λίγα λεπτά και η Λάιλα άρχισε να κλαίει. Από ανακούφιση, από χαρά, αλλά και επειδή ήταν η πρώτη φορά που γνώριζε την επιδοκιμασία τόσων ανθρώπων. Η Λάιλα υποκλίθηκε και, αγνοώντας τη μητέρα της, κατέβηκε από τη σκηνή. Ή τ α ν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της. Και η τελευταία.
10 Ο υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε από το πίσω μέρος της αίθουσας και η Λάιλα έπεσε μπροστά με το βραβείο να φεύγει από τα χέρια της και να κυλά στο διάδρομο. Χρειάστηκαν τουλάχιστον τέσσερα δευτερόλεπτα για να καταλάβουν οι καμέραμαν τι συνέβαινε. «Πίνει κι αυτή σαν τη μητέρα της;» ρώτησε κάποιος από το συνεργείο. «Δώσε μου ένα κοντινό».
Πρώτος έφτασε κοντά στη Λάιλα ο παρουσιαστής της βραδιάς, ο Τζόνι Μπάρτον. Την κοίταξε και φώναξε. «Την έχουν πυροβολήσει. Φέρτε ένα γιατρό». «Στο διάολο οι ζωντανές μεταδόσεις», γρύλισε ο επικεφαλής των καμέραμαν. * * *
«Ω! Θεέ μου!» φώναξε ο Μάικλ Μακλέιν. Οι γυναίκες ούρλιαζαν. «Είναι νεκρή;» ρώτησε κάποιος. Η Βερονίκ Πεκ έκλαιγε. «Ησυχία, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι γίνεται», φώναξε ο Μάικλ Ντάγκλας. Μέσα στο πανδαιμόνιο, μόνο ο Άρα συνέχισε να κάθεται στην καρέκλα του. * * *
Ο Σαμ μόλις είχε βγει από την τουαλέτα των αντρών. Μόλις είχε συνέλθει από το επεισόδιο με την Κρίσταλ. Θεέ μου! σκέφτηκε, είναι άραγε καλά η Τζέιν; Θα την πυροβολούσαν αν είχε κερδίσει το βραβείο; Θεέ μου, τι θα έκανε αν ήταν νεκρή; Τι θα έκανε αν δεν την ξανάβλεπε, αν δεν την ξανακρατούσε στην αγκαλιά του, αν δεν της ξανάκανε έρωτα; Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως δε θα μπορούσε ν' αγαπήσει καμιά άλλη. * * *
Ο Ρόμπι δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν μπορούσε να βάλει δυο λέξεις στη σειρά, κι έτσι παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Απλώς σήκωσε από κάτω την Τερέζα που είχε λιποθυμήσει. Μπορεί να είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Έπρεπε να φτάσει στο νοσοκομείο. Ο Σάι Όρτις είχε μείνει ακίνητος σαν άγαλμα. Για μια στιγμή έβαλε το χέρι του στο στήθος και μετά έψαξε για το σπρέι του. Πυροβόλησαν τη Λάιλα. Ιησού Χριστέ! Έ ν α ΕΜΜΙ και μια ζωντανή κάλυψη της δολοφονίας της! Πάντα τη θαύμαζε αυτή τη γυναίκα. Μήπως τα είχε όλα στήσει; Θυμήθηκε τι έγινε μετά το δυστύχημα της Γκλόρια Εστεφάν. Αν η Λάιλα επιζούσε, θα έμενε
στο προσκήνιο για χρόνια. Αυτή η βρομοπόλη θα γινόταν δική της. * * *
Το δωμάτιο γύριζε τώρα και ο Άρα δεν μπορούσε να το σταματήσει, ακόμη κι όταν έκλεινε τα μάτια του. Όταν τα άνοιγε, έβλεπε τα πάντα μέσα από μια ροζ κουρτίνα. Το ήξερε. Το ένιωθε να έρχεται. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε. Προσπάθησε ν' ανοίξει το στόμα του, να καλέσει σε βοήθεια, αλλά τίποτε. Έπεσε πίσω στην καρέκλα, ευχαριστημένος που έμπαινε σε λήθαργο. Λ π ο ί ρ ά σ ι σ ε να μείνει εκεί μέχρι να τελειώσουν όλα. Και τελικά, γι' αυτόν, όλα τέλειωσαν. * * *
«Αχ, όχι, το φτωχό κορίτσι». Η ξανθιά στάρλετ πλάι στον Πολ Γκράσο έκλαιγε με το κεφάλι της πάνω στον ώμο του. Η τηλεόραση μετέδιδε την είδηση απευθείας, αλλά τώρα είχε βγει ο εκφωνητής και διάβαζε κάτι. «Την ευθύνη ανέλαβε η Διεθνής Ένωση Κατά του Νεποτισμού. Η αστυνομία αναζητεί το δολοφόνο. Θεωρείται βέβαιο ότι την υπόθεση θ' αναλάβει το FBI». Ο Πολ στράφηκε προς την ξανθιά στάρλετ που συνέχιζε να ρουθουνίζει. «Εγώ την ανακάλυψα τη Λάιλα Κάιλ», της είπε.
11 Ο Νιλ Μορέλι απομακρύνθηκε ήρεμα, δεν περίμενε καν να δει τη συνέχεια. Άλλωστε ο Ρότζερ του είχε πει ακριβώς τι να κάνει. Ή τ α ν εντελώς ήρεμος- το χειρότερο είχε περάσει. Οι φωνές τού φαίνονταν μακρινές. Τις άκουγε, αλλά όλο αυτό. το πανδαιμόνιο ήταν σαν να μην τον αφορούσε. Δεν είχε προλάβει ν' απομακρυνθεί αρκετά όταν τον έπιασαν. Ένιωσε το σπρώξιμο
από πίσω, έπεσε στα γόνατα και μετά στο πάτωμα. Δεν πόνεσε, ο Ρότζερ του το είχε πει ότι δε θα πονέσει. Του πήραν το όπλο από το χέρι, αλλά δεν το χρειαζόταν πια. Αυτό που χρειαζόταν ήταν λίγος αέρας. Ένιωσε τα πνευμόνια του εντελώς άδεια, καθώς διάφορα κορμιά είχαν πέσει πάνω του. Δεν πονούσε —ο Ρότζερ του το είχε υποσχεθεί— αλλά ένιωθε μεγάλη πίεση. Μετά τον σήκωσαν κι ένιωσε να του δένουν πίσω τα χέρια, αλλά οΰτε κατάλαβε πως αυτά που του φοροΰσαν ήταν χειροπέδες, έτσι καθώς κύριο μέλημά του ήταν να γεμίσει τα πνευμόνια του με αέρα. Και τότε είδε τα φώτα και τις κάμερες, όλα στραμμένα πάνω του, όπως του το είχε υποσχεθεί ο Ρότζερ. Χαμογέλασε. Δεν ήταν πια ένας χαμένος. Είχε γίνει σταρ. Ο απελευθερωτής. Τέρμα ο νεποτισμός. Και ο Ρότζερ τα είχε προβλέψει όλ' αυτά. Ο Νιλ είχε τους φόβους του και τις αμφιβολίες του, αλλά τελικά θριάμβευσε. Είχε φέρει σε πέρας την αποστολή του. Άνθρωποι του έκαναν ερωτήσεις. Εκείνος απ\ώς χαμογελούσε. «Εκπροσωπώ τη Διεθνή Ένωση Κατά του Νεποτισμοΰ», φώναξε. «Θάνατος α αυτούς που μας περιφρονούν». Και μετά άρχισε πάλι έναν από τους γνωστούς μονολόγους του.
12 Η ώρα της μεγάλης επιτυχίας έρχεται μια χρορά στη ζωή μας και μόνο αν είμαστε τυχεροί. Η είδηση του πυροβολισμού ήταν αρκετή για να πληρώσω 210 δολάρια μετρητά και να χαρίσω το Ρόλεξ μου, προκειμένου ο οδηγός μιας λιμουζίνας να εγκαταλείψει τον πελάτη τον και να με πάει στο νοσοκομείο. Οι δρόμοι γύρω από το νοσοκομείο ήταν γεμάτοι κόσμο και αστυνομικούς. Το ασθενοφόρο έχανε πολύτιμο χρόνο, καθώς τα περιπολικά προσπαθούσαν ν' ανοίξουν δρόμο μπροστά του. Επιτέλους έφτασαν στα επείγοντα περιστατικά. Πλάι στο φορείο, έβλεπα να τρέχει ο Μάρτι Ντι Τζενάρο.
Στην είσοδο τον νοσοκομείου Κέδροι τον Σινά γινόταν πανδαιμόνιο, καθώς άλλο ένα ασθενοφόρο έφτανε. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα πως κονβαλούσαν ό,τι είχε αηο}ΐείνει από τον Άρα Σαγκάριαν. Έβλεπα και την Τερέζα Ο' Ντόνελ να τρέχει ανάμεσα στο πλήθος. Τότε άκονσα πως ο Άρα ήταν νεκρός και πας καλύτερα να τον άφηναν εκεί, εγκαταλειμμένο, για ν' ασχοληθούν με τη Λάιλα. Εγώ φρόντισα να βρίσκομαι ακριβώς πίσω απ,ό τον Μάρτι, την Τερέζα και τον Ρόμπι, όταν μια πόρτα άνοιξε και τονς κάλεσαν να μπουν στην αίθουσα αναμονής. Ήξερα πως δεν μπορούσα να προχωρήσω mo μέσα, πως θ' αναγκαζόμουν να κοιτάζω από το τζάμι, μαζί με τους άλλους δημοσιογράφους. Και τότε ήρθε άλλη μια τυχερή μου στιγμή. Η πόρτα ανοιγόκλεισε και χτύπησε πάνω μου, ανοίγοντάς μου τη μύτη, κάτι που μου συμβαίνει εύκολα. Μέσα στο νοσοκομείο το πανδαιμόνιο συνεχιζόταν, αλλά ο φρουρός είδε τα αίματα και μου έκανε νόημα να μπω. «Είμαι μαζί τους», μονρ^ωύρισα σε μια νοσοκόμα κι εκείνη, βλέποντάς με καλοντυμένη και να αιμορραγώ, }ΐε οδήγησε κοντά τους. Χωρίς να με προσέξουν, χαμήλωσα το κεφάλι για να μη σταματήσει η αιμορραγία. Η μεταξωτή μου μπλούζα είχε καταστραφεί και φρόντισα να έχω αίματα α όλο μου το πρόσωπο. Ένας γιατρός έκανε την εμφάνισή του και ρώτησε ποιοι είναι οι συγγενείς της Λάιλα. «Εδώ», φώναξε η Τερέζα. «Κι εγώ είμαι η θεία της, συγνώμη, ο θείος της», είπε ο Ρόμπι. «Είμαι ο αρραβωνιαστικός της, γιατρέ», ακούστηκε ο 'Μάρτι Ντι Τζενάρο. «Θέλω να μιλήσω με κάποιο συγγενή της εξ αίματος», είπε ο γιατρός. «Αυτή είναι η μητέρα της, η μις Ο' Ντόνελ», είπε τότε ο Ρόμπι. Ο γιατρός μίλησε στην Τερέζα. «Μις Ο' Ντόνελ», είπε, «δεν ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη, αλλά μην ανησυχείτε. Ο ασθενής που έχουμε μέσα δεν μπορεί να είναι η κόρη σας. Γι' αυτό μπορώ να σας βεβαιώσω». Η Τερέζα έπεσε στα γόνατα και μετά κατέρρευσε. Εξακολουθούσε όμως να κρατά στα χέρια της το ΕΜΜΙ, όπως παρατήρησα. «Αδελφή», είπε ο γιατρός σε μια νοσοκόμα. «Οδηγήστε τη μις Ο' Ντόνελ σ ένα από τα εξεταστήρια». Ο Μάρτι κατάφερε στο μεταξύ να ξαναβρεί τη φωνή του. «Μα τι λέτε, γιατρέ; Πρόκειται για τψ αρραβωνιαστικιά μου. Είδα που την πυροβολούσαν. Μαζί της ήμουν στο ασθενοφόρο».
«Από φυσικής πλευράς αυτό είναι αδύνατο», είπε κοφτά ο γιατρός. «Δεν μπορεί να είναι η Λάιλα Κάιλ». «Γιατί;» ξανάπε ο Μάρτι. «Γιατί ο ασθενής που φέρατε, αυτός που έχει πυροβοληθεί, έχει πέος».
13 Η Τερέζα και ο Ρόμπι οδηγήθηκαν τελικά σ' ένα μεγάλο, ωραία διακοσμημένο γραφείο. Η ταμπέλα απέξω έγραφε Δόκτωρ Ρόμπερτ Στερν, Διοικητικός Διευθυντής. Ο Ρόμπι δεν μπορούσε να καταλάβει τι διάβολο συνέβαινε. Τους είπαν πως ο δόκτωρ Στερν τους παραχωρούσε το γραφείο του για να μην ενοχληθούν από τον Τύπο. Και πως η ασθενής ήταν ακόμη στη ζωή. Μια νοσοκόμα τους πρόσφερε κάτι να πιουν κι έδωσε στην Τερέζα έναν αριθμό με τον οποίο θα επικοινωνούσαν αν χρειάζονταν τίποτε άλλο. Μετά τους έδειξε ένα άλλο τηλέφωνο, το προσωπικό του δόκτορα Στερν, από το οποίο μπορούσαν να κάνουν τα τηλεφωνήματά τους. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από τη νοσοκόμα, ο Ρόμπι έπεσε σε μια δερμάτινη πολυθρόνα. Η Τερέζα άρχισε να περπατά πάνω κάτω στο δωμάτιο, ανοιγοκλείνοντας ντουλάπια, έως ότου βρήκε αυτό που χρειαζόταν. Πήρε ένα μπουκάλι μπράντι και δυο ποτήρια και πλησίασε τον Ρόμπι. «Πες μου τι στο διάβολο συμβαίνει, Τερέζα». «Δε θέλω ν' ακούσω κουβέντα, κατάλαβες; Όλο το βράδυ το έπαιξα καλή και έκανα ό,τι ακριβώς μου είπες. Το γλέντι τελείωσε. Πιες ένα ποτό μαζί μου, είσαι κατάχλομος. Δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα». «Μα είπαν ότι η Λάιλα είναι ακόμη ζωντανή». «Δε μιλώ για τη Λάιλα. Δεν μπορείς να σκεφτείς εμένα για ένα λεπτό; Δε βλέπεις τι έπαθα;»
Ο Ρόμπι την κοίταξε για μια στιγμή και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Άκουσαν το φρουρό να μιλά με κάποιον και μετά μπήκε ένας νεαρός γιατρός. Ή τ α ν νευρικός, μ' επαγγελματικό ύφος κι έδειχνε βιαστικός. Η λευκή του μπλούζα ήταν ματωμένη και κρατούσε μια στοίβα χαρτιά στα χέρια του. «Πρέπει να σας δω ιδιαιτέρως», είπε στην Τερέζα. «Είναι ζωντανή;» ρώτησε ο Ρόμπι. «Ναι», είπε και στους δυο τους και μετά στράφηκε ξανά στην Τερέζα. «Πρέπει να μιλήσουμε». «Μπορείτε να πείτε ό,τι θέλετε μπροστά στον κύριο. Τι συμβαίνει, γιατρέ;» ρώτησε λες και δεν είχε ιδέα για το τι θ' άκουγε. «Η Λάιλα Κάιλ είναι παιδί σας; Εσείς τη γεννήσατε;» «Ναι», απάντησε η Τερέζα. «Προφανώς γνωρίζετε το φύλο του παιδιού σας». Ο Ρόμπι δεν πίστευε στ' αυτιά του. «Τι; Τι διάβολο είναι όλ' αυτά, Τερέζα; Τι λέει;» Η Τερέζα του έκανε νόημα να σωπάσει. «Ναι», είπε. «Τότε γνωρίζετε ότι η Αάιλα Κάιλ είναι άντρας και όχι γυναίκα». «Ναι», είπε ξανά. «Τι;» ψέλλισε ο Ρόμπι, αλλά τον αγνόησαν. «Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό δεν παίζει ρόλο στην προσπάθειά μας να την... τον σώσουμε. Αλλά για νομικούς λόγους πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε. Θέλουμε να υπογράψετε αυτά τα χαρτιά». «Τι πιθανότητες έχει;» ρώτησε η Τερέζα υπογράφοντας. «Είναι πολύ νωρίς για να σας πω, λυπάμαι. Αλλά κάνουμε ό,τι είναι δυνατό. Δε θέλω να σας δημιουργήσω μάταιες ελπίδες». «Και, γιατρέ, πόσο μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τα υπόλοιπα θα κρατηθούν μυστικά;» «Δεν πρόκειται να δοθεί συνέντευξη τύπου και δε θ' αναφέρουμε το φύλο του ασθενούς, οπωσδήποτε όχι πριν ειδοποιηθείτε. Βεβαίως, πρέπει να σας πω ότι όλα εξαρτώνται από την εχεμύθεια του προσωπικού. Εκεί έξω υπάρχουν πολλοί δημοσιογράφοι». Ο Ρόμπι ξαναμίλησε: «Τι διάβολο σημαίνει αυτό;» , «Πάντα ήθελα ένα κορίτσι», είπε η Τερέζα πίνοντας μια γουλιά. «Δεν ήταν δυνατό να μεγαλώσω αγόρι».
«Απάντησε μου», απαίτησε ο Ρόμπι. «Μη μου μιλάς εμένα μ αυτό το ύφος. Το μωρό είχε ένα πρόβλημα. Του έλειπε ο ένας όρχις. Τον ήξερες τον Κέρι. Έ ν α βράδυ, μεθυσμένοι κι οι δυο, κάναμε έρωτα. Εκείνος επέστρεψε σ' εσένα και εγώ έμεινα έγκυος. Όταν του το είπα γέλασε τόσο πολΰ που νόμισα ότι θα πάθει επεισόδιο. Ό τ α ν συνηθίσαμε στην ιδέα, αρχίσαμε να μιλάμε για το κοριτσάκι που θ' αποκτούσαμε. Οΰτε που το σκεφτήκαμε πως θα ήταν αγόρι». «Αλλά ήταν». «Από τεχνικής πλευράς, ναι». «Τι στο διάβολο εννοείς από τεχνικής πλευράς; Υπήρχε θέμα;» «Είχε μόνο έναν όρχι. Έδεσα τον άλλο σφιχτά και ατρόφησε. Κανένα πρόβλημα. Και μεγάλωσα τη Λάιλα σαν κορίτσι». «Ναι, αλλά το πιστοποιητικό γέννησης της Λάιλα λέει ότι είναι κορίτσι. Αυτό πώς το έκανες;» «Τα κανόνισα με το δόκτορα Κάρλτον αυτός έκανε τα πάντα αρκεί να τον πλήρωνες. Αυτός έδεσε τον όρχι. Και όταν ήρθε η ώρα, της έκανε θεραπεία με ορμόνες. Μου κόστισε μια περιουσία». «Για όνομα του Θεοΰ, Τερέζα. Και τι είπε ο Κέρι;» Η Τερέζα γέλασε. «Λες και δεν τον ήξερες. Το βράδυ που γέννησα ήταν ο ένα από κείνα τα όργια που οργάνωνε ο Αρα. Όταν ήρθε να δει εμένα και το μωρό, όλα είχαν τακτοποιηθεί. Μόνο η Εστρέλα το έμαθε 1 γι' αυτό πληρώνεται αδρά μέχρι τώρα. Ή τ α ν τόσο όμορφο κοριτσάκι... Όταν ήρθε η ώρα, ο δόκτωρ Κάρλτον άρχισε τις ορμόνες. Μετά πήγαμε στο Μεξικό και της βάλαμε στήθος. Ποτέ δεν αναρωτήθηκε γιατί, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Ή τ α ν ευτυχισμένη σαν κοριτσάκι. Και το πέος ήταν μικροσκοπικό, ούτε που φαινόταν. Το ξεχάσαμε πως είχε γεννηθεί αγόρι». «Δεν ήταν ευτυχισμένη τη μέρα που μετακόμισε σπίτι μου. Για όνομα του Θεοΰ, Τερέζα, της έκλεψες το φύλο. Την έκανες ένα ουδέτερο πλάσμα. Την ακρωτηρίασες. Γι' αυτό σε μισεί». «Αυτό δεν έχει να κάνει», ούρλιαξε η Τερέζα. «Με μισεί επειδή δεν τη βοήθησα στην καριέρα της. Αλλά εγώ το ήξερα πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Δεν μπορείς να είσαι διάσημος και να έχεις
ιδιωτική ζωή. Το ήξερα πως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα γινόταν γνωστό. Και δεν πρόκειται να πάθει τίποτε. Ό,τι και να γίνει, έχει τα λεφτά του πατέρα της. Και πήρε και το ΕΜΜΙ». Χτύπησε το τηλέφωνο και η Τερέζα έτρεξε ν' απαντήσει. Της ανήγγειλαν πως σε λίγο θα έρχονταν να τη δουν οι γιατροί. Έτσι κι έγινε. Σε λίγο έμπαιναν μέσα δύο άντρες με λευκές μπλούζες. «Μις Ο' Ντόνελ», άρχισε ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Έπιασε το χέρι της Τερέζα. «Μις Ο' Ντόνελ», είπε. «Έχω κακά νέα. Λυπάμαι, τη χάσαμε». Η Τερέζα έμεινε για λίγο σιωπηλή. «Τι εννοείτε;» «Είναι νεκρός, μις Ο' Ντόνελ. Πέθανε κατά την εγχείρηση». Ο Ρόμπι έκανε έναν περίεργο θόρυβο και άρχισε να προχωρά προς την πόρτα. Η Τερέζα άρχισε να ουρλιάζει. «Ρόμπι, μη φεύγεις. Σε χρειάζομαι». Αλλά ο Ρόμπι ούτε καν βράδυνε το βήμα του.
14 Η Τζέιν άκουσε τον πυροβολισμό, είδε τη Λάιλα να πέφτει μπροστά, σαν μαριονέτα που της έκοψαν τα σχοινιά και ακολούθησε μια στιγμή σιωπής· αυτή η στιγμή την έκανε να καταλάβει πως κάτι τρομερό είχε συμβεί. Μετά άρχισαν τα ουρλιαχτά. Αργότερα η Τζέιν αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν δεν είχε κοντά της τον Μπριούστερ. Τη σήκωσε από το κάθισμά της και μέσα στις φωνές, στα σπρωξίματα και στις εκδηλώσεις του υστερικού πλήθους, βρήκε τον τρόπο να φτάσουν στη Σαρλίν, τον Ντόουμπ και τον Ντιν. «Κράτησέ την κοντά σου», είπε στον Ντόουμπ. «Είμαι γιατρός και πρέπει να δω αν μπορώ να βοηθήσω». Σε λίγο ο Μπριούστερ έφτασε λαχανιασμένος πίσω. «Τον έπιασαν, του πήραν το όπλο. Είμαστε ασφαλείς, εκτός κι αν μας ποδοπατήσουν κατά την έξοδό μας». «Είναι καλά η Λάιλα;» ρώτησε η Σαρλίν.
«Δεν το νομίζω. Έχει πυροβοληθεί στο στήθος. Σοβαρό τραύμα, αλλά ίσως όχι μοιραίο». «Θεέ μου! Μπορούσε να είναι κάποια από μας», ανατρίχιασε η Τζέιν. Η Σαρλίν άρχισε να κλαίει. Τότε, επιτέλους, έφτασαν οι άντρες του Λα Μπρεκ. Άρχισαν να κουβεντιάζουν για τον ασφαλέστερο τρόπο απομάκρυνσής τους, αλλά η Τζέιν δεν τους άκουγε πια. Είχε αρχίσει να τρέμει, όπως το πρωί, κι αυτή τη φορά δεν μπορούσε να σταματήσει. Ξαφνικά άρχισε να φοβάται τα πάντα, το θέατρο, τη σκηνή, τους άντρες ασφαλείας, το πλήθος, τα φώτα, το θόρυβο. «Η Τζέιν είναι άρρωστη!» είπε ο Ντιν κι εκείνη ένιωσε ευγνωμοσύνη που το πρόσεξε. Ο Μπριούστερ τύλιξε το σακάκι του γύρω της και την αγκάλιασε. Βγήκαν από το θέατρο και μπήκαν στο αυτοκίνητο, ενώ γύρω τους σφύριζαν οι σειρήνες. Μέσα στο σκοτάδι δεν ξεχώριζαν τα φώτα των περιπολικών από τα φλας των φωτογραφικών μηχανών.
Ο Μπριούστερ έμεινε μαζί της άλλες δυο μέρες. Σε μια σουίτα του Μπέβερλι Γουιλσάιρ, γιατί το σπίτι είχε κριθεί επικίνδυνο. Ο Μπριούστερ της μιλούσε και της διάβαζε βιβλία, αλλά κρατούσε κλειστή την τηλεόραση, δεν της έδινε τα τηλεφωνήματα, είχε απαγορεύσει τις εφημερίδες. Τη δεύτερη μέρα της είπε για τη Λάιλα. Η Τζέιν ένιωσε σοκ. «Άντρας; Είχε κάνει αλλαγή φύλου;» «Όχι, δεν είχε κάνει καν έρώτα. Ή τ α ν ανέραστη. Έπασχε από ανικανότητα». Η Τζέιν άρχισε να κλαίει. Της κράτησε το χέρι, μέχρι που αποκοιμήθηκε. Δεν της επέτρεπε να σηκωθεί, παρά μόνο για να πάει στο μπάνιο. Τελικά κατάφερε ν' ανασηκωθεί στο κρεβάτι και να χαμογελάσει. «Είσαι σπουδαίος γιατρός», είπε. «Όχι, σπουδαία νοσοκόμα είμαι», της απάντησε. «Νιώθεις καλύτερα;» «Πολύ καλύτερα. Εξακολουθώ να μην το πιστεύω, αλλά είμαι καλά».
«Υπάρχει κάποιος που θέλει να σε δει. Έχει κατασκηνώσει απέξω εδώ και δυο μέρες. Δεν ένιωσα άνετα που τον έδιωξα». «Ο Σαμ;» ρώτησε κι ένιωσε να κοκκινίζει. «Θέλεις να τον δεις ή να τον διώξω;» Η Τζέιν αναστέναξε. «Τον έχω ήδη διώξει μια φορά. Καλύτερα να τον δω. Λυπάμαι». «Για ποιο λόγο; Έχεις τη ζωή σου, Τζέιν. Δε χρειάζεται ν' απολογείσαι. Δε μου χρωστάς τίποτε». Γύρισε προς την πόρτα. Σε λίγο έμπαινε ο Σαμ. «Είσαι καλά; Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έπρεπε να σε δω. Είσαι καλά;» Η Τζέιν κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Θεέ μου, θα μπορούσε να συμβεί και α εσένα. Μέρι Τζέιν, δεν... δεν ξέρω τι θέλεις να σου πω, αλλά ξέρω πως δεν υπάρχει καμιά γυναίκα στον κόσμο που να θέλω να παντρευτώ, εκτός από σένα». «Να σε παντρευτώ; Μα εγώ δε θέλω να σε ξαναδώ». «Το ξέρω πώς ένιωσες, αλλά σίγουρα θα καταλαβαίνεις πως ήταν απαραίτητο να...» «Είσαι τρελός; Έχεις τρελαθεί εντελώς;» «Άκουσέ με. Κάναμε και οι δυο πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι. Αλλά δεν είναι αργά...» «Κάνεις μεγάλο λάθος. Είναι πολύ αργά». «Τζέιν, ό,τι είπες, κάθε σου λέξη, όλα ήταν αλήθεια. Σκέφτηκα πολύ. Και τώρα ξέρω τι θέλω. Θέλω εσένα. Μόνο εσένα. Ας τα ξεχάσουμε όλα». Πήρε το χέρι της. «Η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλάμε». Τον κοίταξε. Τι είχε αγαπήσει σ' αυτόν; Την εμφάνισή του; Τον εγωισμό του; Το ρηχό του ύφος; Πώς είχε νοιαστεί γι' αυτό τον άντρα; «Έχεις δίκιο», του είπε τελικά. «Η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλάμε. Γι' αυτό και δεν πρόκειται να σπαταλήσω ούτε ένα λεπτό ακόμη μαζί σου». * * *
Μόνο την τρίτη ημέρα ο Μπριούστερ άφησε την Τζέιν να παρακολουθήσει τις ειδήσεις. Είδε φωτογραφίες του εαυτού της με τη Λάιλα και τη Σαρλίν, να φτάνουν στην τελετή. Ή τ α ν
μακάβριο. Ποιος ήθελε να τα βλέπει όλ' αυτά τώρα; Ήθελαν να δουν το θάνατο ενός ειδώλου; Ενός ψεύτικου ειδώλου; Φτωχή, φτωχή Λάιλα. Η Τζέιν ένιωθε απαίσια. Το στομάχι της ανακατευόταν. Έπινε ένα τζίντζερ έιλ όταν είδε τη φωτογραφία του δολοφόνου. Εκεί μπροστά της, στη μικρή οθόνη, εμφανίστηκε η φωτογραφία του Νιλ Μορέλι.
15 Η Τζέιν αποχαιρέτησε τον Μπριούστερ στην εξώπορτα. Η σκέψη να πάει στο αεροδρόμιο μαζί του, της θύμισε τον αποχαιρετισμό της με τον Νιλ στη Νέα Υόρκη και ανατρίχιασε. «Γιατί είσαι παγωμένη; Σου συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε ανήσυχος. «Όχι, είμαι καλά, πολύ καλά. Δε νομίζω να μπορέσω να σ' ευχαριστήσω ποτέ». «Το έκανες», της είπε κοιτώντας τις μύτες των παπουτσιών του. «Όχι, αξίζεις κάτι περισσότερο από λέξεις». «Έλα τώρα, γι' αυτό υπάρχουν οι φίλοι», είπε εκείνος, τη φίλησε απαλά στα χείλη κι έφυγε. Η Τζέιν γύρισε στο σπίτι. Ο τελευταίος που την είχε φιλήσει στο στόμα ήταν ο Σαμ. Πήρε χαρτί και μολύβι και άρχισε να σημειώνει. Είχε πολλά να κάνει. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, δεν ήξερε αν ήθελε να το σηκώσει ή όχι. Αλλά το έκανε γι' αυτήν ο σωματοφύλακας του Λα Μπρεκ. «Είναι κάποιος που τον λένε Σαμ. Θα του μιλήσετε;» Η Τζέιν σήκωσε το τηλέφωνο. «Μέρι Τζέιν, Τζέιν, εσύ είσαι;» «Ναι, εγώ είμαι». «Άκου, σε πήρα για δουλειά. Γυρίζω μια ταινία με την Παραμάουντ και σε θέλω για τον πρώτο ρόλο».
Ποιος νόμιζε ότι είναι; Και ποια νόμιζε πως είναι; «Λυπάμαι, δεν ξανασχολούμαι», του είπε. Εκείνος άρχισε να της εξηγεί τα της ταινίας και πόσο σημαντική είναι και για πρώτη φορά η Τζέιν είχε την αίσθηση πως άκουγε την πραγματική φωνή του. «Θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, Τζέιν», της είπε. Κι εκείνη έκλεισε απαλά το τηλέφωνο.
16 Ο Σάι Όρτις είχε πια πραγματικό πρόβλημα με την αναπνοή του. Ό λ η αυτή η ιστορία ήταν καταστροφική για τη δουλειά του- σε λίγο θα έχανε όλους τους πελάτες του. Ό λ α γκρεμίζονταν γΰρω του. Ο Μάρτι είχε πάθει ένα είδος νευρικού κλονισμού, η ξανθιά ήταν ηλίθια, η Τζέιν Μουρ πλαστή και η Λάιλα Κάιλ άντρας! Στο κανάλι είχαν όλοι τρελαθεί. Ο Λες Μέρτσαντ απειλούσε να καταργήσει το σόου. Ο Χίραμ Φλάντερς θα μπορούσε να κάνει ακόμη και φόνο. Κι εκείνη η σκύλα η Λόρα Ρίτσι είχε το θράσος να του τηλεφωνήσει για να τον ρωτήσει αν είχε ποτέ δει την Τζέιν Μουρ ή τη Λάιλα Κάιλ γυμνές! Μετά άρχισε να σκέφτεται. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν ήταν δύσκολο να βρει καινούριες πρωταγωνίστριες στο Χόλιγουντ. Το μοναδικό πρόβλημα τελικά ήταν ο Μάρτι. Όμως σε λίγες εβδομάδες θα γινόταν σίγουρα καλά. Αλλά, σκέφτηκε ο Σάι Όρτις, ακόμη και ο Μάρτι Ντι Τζενάρο δεν είναι αναντικατάστατος. Μπορεί να τα κατάφερνε κι εκείνος ο τύπος, ο πώς τον λένε, ο Τζόελ, κάτι τέτοιο. Ακόμη κι αυτός μπορούσε να τα καταφέρει. Και στο κάτω κάτω δεν υπήρχε και τίποτε να καταφέρέι. * * *
Πέρασαν άλλες τέσσερις ημέρες, κατά τις οποίες ο Σάι Όρτις προσπάθησε να διατηρήσει τους χαμηλούς τόνους με όλους. Το
μόνο που έπρεπε να κάνει τελικά, ήταν ν' αντικαταστήσει τη Λάιλα και τον Μάρτι. Τότε ήταν που δέχθηκε την επίσκεψη της Τζέιν Μουρ. «Γεια σου, Σάι», του είπε. «Ήρθα να εξασκήσω το δικαίωμά μου». «Ποιο δικαίωμα;» «Φεύγω από τα 3/4». «Τι;» «Φεΰγω, Σάι. Υπάρχει στο συμβόλαιο. Και κάνω χρήση». Τι στο διάβολο ήταν πάλι αυτό; Τα μάτια του Σάι έγιναν δυο σχισμές. «Το ξέρω ότι έχεις πολλές προτάσεις, αλλά δεν είναι ώρα να παρατήσεις το σόου». «Φεύγω, Σάι. Μακριά από τηλεόραση, ταινίες, διαφημίσεις καλλυντικών. Φεύγω απ' όλα». Η γραμματέας τον ειδοποίησε: «Η γυναίκα σας είναι στη γραμμή». «Ποια;» «Η Σάντρα». «Όχι ποια γυναίκα μου, αλλά ποια γραμμή». Πήρε το τηλέφωνο κι έβαλε τις φωνές. «Όχι, δε θα πας στη λέσχη, δε θα μιλήσεις με κανέναν. Και δε θα μιλήσεις στη φίλη σου την Ανν, που ο άντρας της είναι δημοσιογράφος στους Τάιμς τον Λος Άντζελες. Να καθίσεις στ' αβγά σου. Και της έκλεισε το τηλέφωνο, γυρίζοντας προς την Τζέιν. «Άκουσε», της είπε. «Είσαι αναστατωμένη. Με το Αστέρι. Με τη βία. Με το θάνατο. Είσαι υπερβολική. Το καταλαβαίνω, όμως. Είσαι ευαίσθητη, καλλιτέχνης. Αλλά όλ' αυτά πρέπει να τα δεις σαν πρόκληση». «Σάι, δεν κατάλαβες. Όλα όσα λέγονται είναι αλήθεια». «Τι στο διάβολο χαμογελάς. Χαμογελάς που φτιάξαμε μια σειρά με τις ωραιότερες κοπέλες και όλα εξελίχθηκαν σε εφιάλτη;» Η Τζέιν έβαλε τα γέλια. «Μου φαίνεται πολύ αστείο. Δημιουργήσατε τις τρεις πιο σέξι γυναίκες της Αμερικής. Η μια είναι ο Φρανκεστάιν, η δεύτερη κοιμάται με τον αδερφό της και η τρίτη ήταν άντρας!»
17 Ποτέ δεν είχε ξαναγίνει τέτοια κηδεία. Οΰτε του Ροδόλφο Βαλεντίνο, οΰτε της Τζιν Χάρλοου, οΰτε της Μέριλιν Μονρόε. Όλα τα κανόνιζε ο Ρόμπι. Αυτός διάλεξε και το φόρεμά της —αν ήθελε να είναι γυναίκα στη ζωή, έπρεπε να μείνει γυναίκα και στο θάνατο, είπε — κοιτάζοντας τη Λάιλα μέσα στο φέρετρο με απλωμένα τα πυρρόξανθα μαλλιά της. Χιλιάδες πέρασαν να τη δουν. Δεν την αγαπούσαν όλοι αυτοί. Μια γυναίκα, μάλιστα, προσπάθησε να βγάλει το μεϊκάπ από το πρόσωπο της. Μετά έβαλαν γυαλί στο φέρετρο κι έμοιαζε σαν τη Χιονάτη. Και πολλοί ήταν οι νέοι που της έφερναν δώρα, κραγιόν και ψηλοτάκουνα παπούτσια και λιποθυμούσαν εκεί, μπροστά στο φέρετρο. Όλοι αυτοί που έκαναν ουρά για να τη δουν, ίσως να μην πίστευαν την τρομερή αλήθεια. Ή να τη συμπαθούσαν πιο πολύ. Κι όταν έφτασαν στο νεκροταφείο, ο μόνος που γνώριζε τη Λάιλα πραγματικά, ήταν ο Ρόμπι, που τον απομάκρυναν στα χέρια από τον τάφο.
18 Μικρά πράγματα. Αν φρόντιζε να σκέφτεται μόνο μικρά, μικροσκοπικά πράγματα, ο Μάρτι Ντι Τζενάρο ήξερε πως θα ένιωθε καλά. Αργά, με τη ρόμπα και τις παντόφλες του, πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω στον κήπο. Στην Ιαπωνία, σκέφτηκε. Πρέπει να βρίσκομαι στην Ιαπωνία, γι' αυτό όλα είναι τόσο
τακτικά. Αλλά μετά θυμήθηκε και απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Άκουσε το κλειδί στην πόρτα και είδε τη νοσοκόμα — πώς την έλεγαν; — να μπαίνει. «Πώς είστε σήμερα, κύριε Ντι Τζενάρο; Εγώ λέω πως πάτε καλύτερα, άνοιξε η όρεξή σας». Μετά έκλεισε πάλι πίσω της την πόρτα και τον άφησε στις σκέψεις του. Το νοσοκομείο ήταν τέλειο. Ό λ α γίνονταν με απόλυτη τελειότητα. Είχε εντυπωσιαστεί από την παροχή υπηρεσιών. Αλλά αν δε βρισκόταν στην Ιαπωνία, μήπως τότε στην Αγγλία; Όχι, είχε πολΰ ήλιο. Μερικές φορές, όπως τώρα, ένα μικρό παράθυρο άνοιγε στο μυαλό του και θυμόταν. Η Λάιλα. Η Λάίλα ήταν νεκρή. Και μετά έκλαιγε. Η Λάιλα του είχε πει ψέματα. Η Λάιλα ήταν άντρας. Δεν υπήρχε λόγος να του πει ψέματα. Θα την αγαποΰσε ακόμη κι έτσι. Αλλά πάλι ήταν σίγουρος πως δεν ήταν ομοφυλόφιλος. Αλλά θα έβρισκαν έναν τρόπο. Είχαν βρει έναν τρόπο. Αρκεί να μην του έλεγε ψέματα. Αλλά του είπε ψέματα και πέθανε. Θα μπορούσαν να είναι ακόμη μαζί. Αλλά τώρα ο Μάρτι ήταν μόνος. Περίγελος του Χόλιγουντόλοι ένιωθαν οίκτο γι' αυτόν. Κι αυτός ο οίκτος τον πλήγωνε περισσότερο. Ίσως το χειρότερο να ήταν που δε θα ξανάβλεπε τη Λάιλα. Όχι, ήταν που δε θα ξαναδούλευε ποτέ. Σύντομα θα ξαναρχόταν η νοσοκόμα με τα χάπια. Και μετά θα ξανάκλαιγε. Δεν μπορούσε ν' αναγνωρίσει κανέναν. Ούτε τον Σάλι. Τον θυμόταν, αλλά δε θυμόταν για ποιο λόγο. Και καθώς δε θυμόταν τίποτε, δεν ήξερε πώς είχε βρεθεί σ' αυτό το μέρος, να ζει πίσω από μια κλειδωμένη πόρτα, ένιωθε πως αυτό ακριβώς του άρεσε.
19 Η Μόνικα Φλάντερς ήταν έξω φρενών. Σηκωνόταν στις μύτες για να πλησιάσει το ύψος του γιου της. «Πρώτα ανακαλύπτουμε ότι η ξανθιά κοιμάται με τον αδερφό της...» «Δεν ήταν αδερφός της, μαμά», είπε ο Χίραμ. «Α, με συγχωρείς», είπε η Μόνικα παγερά. «Μόλις πρόσφατα το ανακάλυψε αυτό. Μετά ανακαλύπτουμε ότι η μελαχρινή είναι ένα τέρας». «Όχι τέρας, μαμά. Απλώς υποβλήθηκε σε κάποιες επεμβάσεις». «Μα τι λες τώρα; Πριν από τις επεμβάσεις ήταν ένα τέρας. Είναι δυνατό ν' αντιπροσωπεύει τα καλλυντικά Φλάντερς; Και τέλος μια γυναίκα που είναι άντρας βρέθηκε να διαφημίζει τι κραγιόν να φοράνε οι άλλες γυναίκες. Τέλεια, Χίραμ, τέλεια. Σπουδαία η ιδέα σου». «Μαμά, αυτή την εβδομάδα το σόου ξεπέρασε κάθε προηγούμενο σε θεαματικότητα...» «Είναι θρίλερ, γι' αυτό. Και στο διάβολο οι θεαματικότητες. Μίλησέ μου για τις πωλήσεις». «Θα έχουμε μια μικρή πτώση...» «Χίραμ, είσαι πραγματικά ηλίθιος. Ακόμη και το να σκεφτώ ότι θα μπορούσες να με διαδεχθείς, θα ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Δεν το καταλαβαίνεις, Χίραμ; Καμιά γυναίκα δε θ' αγοράσει τα καλλυντικά αυτά πια. Πουλάμε όνειρα, Χίραμ, όχι εφιάλτες. Το γλέντι τελείωσε, που λένε». «Μα έχουμε επενδύσει εκατό εκατομμύρια δολάρια σ αυτή τη σειρά». «Μάθε να χάνεις».
«Τρελάθηκες, μητέρα; Θα βρούμε άλλη για τη θέση της Αάιλα Κάιλ. Μπορούμε ακόμη και να ξεφορτωθούμε τις άλλες δύο. Αλλά πρέπει να συνεχίσουμε, μητέρα». «Τέλειωνε με τη συμμετοχή μας σ' αυτή την υπόθεση». «Αποκλείεται. Δεν πρόκειται να εξευτελιστώ από τον πρώτο μου χρόνο ως πρόεδρος. Μητέρα, το εννοώ. Σ' αυτή την υπόθεση θα με βρεις απέναντι σου. Θα κάνω αυτό που θέλω. Θα τους πείσω όλους και θα με ακολουθήσουν». «Ναι, θα το κάνουν, Χίραμ. Και μετά θα θυμηθούν ότι η ιδέα ήταν δική σου. Μήν το κάνεις. Θα το μετανιώσεις». Αλλά το έκανε. Και μετάνιωσε.
20 Η Τζέιν καθόταν στη βεράντα της Σαρλίν. Οι δυο φίλες κοιτούσαν σιωπηλές το ηλιοβασίλεμα. «Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω πως ήταν άντρας», είπε η Σαρλίν. «Ε, δεν ήταν και πολύ άντρας. Αναρωτιέμαι τι έκανε μαζί της ο Μάρτι. Πώς μπόρεσε να τον ξεγελάσει; Κι εγώ μερικές φορές υποκρίνομαι ότι βρίσκομαι σε οργασμό, αλλά όχι και να υποκριθώ πως ανήκω σε άλλο φύλο!» «Τι θέλεις να πεις;» «Γιατί, εσένα δε σου έχει συμβεί να κάνεις πως έφτασες σε οργασμό;» «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» «Για να ηρεμήσεις, για να καθησυχάσεις εκείνον, για να τον κάνει να βιαστεί όταν βαριέσαι». «Δεν έχω κοιμηθεί με πολλούς άντρες και δεν υποκρίθηκα ποτέ. Αλλά πιστεύω ότι η ώρα του έρωτα δεν είναι η καλύτερη για να υποκριθεί κανείς».
«Έχεις δίκιο, Σαρλίν, Αλλά οι περισσότερες γυναίκες το κάνουν αυτό». «Εμένα πάντως το σεξ με αφήνει αδιάφορη». «Καλώς ήρθες στην παρέα μας». «Ντράπηκα τόσο πολύ για μένα και τον Ντιν». «Θα τις ξεπεράσεις τις ενοχές σου. Αρκεί να πειστείς και εσύ η ίδια, να το πιστέψεις ότι δεν είναι αδερφός σου». «Ναι, αλλά ακόμη κι αν δεν είναι αδερφός μου, έτσι εξακολουθεί να αισθάνεται. Κι αυτό μ1 αρέσει. Γνωριζόμαστε καλά. Αλλά τώρα δεν ντρέπομαι πια. Ξέρω ότι οι άλλοι συνεχίζουν να σχολιάζουν. Αλλά δε με νοιάζει. Στ αλήθεια δε με νοιάζει. Με τον Ντιν δε νιώθω να βρίσκομαι σε αντίπαλο στρατόπεδο, όπως συμβαίνει με τους άλλους άντρες». «Τι πρόκειται να κάνεις τώρα;» ρώτησε η Τζέιν τη Σαρλίν. «Εγώ και ο Ντιν θα δεχθούμε την προσφορά του Ντόουμπ. Θα πάμε μαζί στο Γουαϊόμινγκ. Έχουμε αγοράσει μια έκταση εκεί. Αργότερα ο Ντιν κι εγώ θα παντρευτούμε. Δεν πρόκειται να μου λείψουν όλ' αυτά. Εσύ θα μου λείψεις. Αλλά ελπίζω να μας επισκέφτεσαι»-. «Σίγουρα», υποσχέθηκε η Τζέιν. «Εσύ τι θα κάνεις; Θα μείνεις;» «Υπάρχουν μερικά πράγματα που έχω ακόμη να τακτοποιήσω». «Και μετά;» «Μετά δεν ξέρω». «Όποτε θέλεις θα είσαι καλοδεχούμενη στο ράντζο, Τζέιν». «Ευχαριστώ». Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Ίσως να μην της άξιζε μια φίλη τόσο ευγενική όσο η Σαρλίν, αλλά ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη που την είχε αποκτήσει. Καλύτερα όμως να φρόντιζε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. «Έτσι», είπε, «τέρμα η Κρίμσον, η Κάρα και η Κλόβερ». Η Σαρλίν κατάλαβε τη διάθεση της Τζέιν να το διακωμωδήσει. «Λάθος κάνεις, τα σκυλιά θα τα πάρουμε μαζί μας». Και ξέσπασαν σε γέλια.
21 Η Τζέιν ντύθηκε σαν να πήγαινε σε μια επίσημη τελετή. Γιατί το έκανε αυτό; Σαν παλιά φίλη; Ο Νιλ οΰτε που θα με αναγνωρίσει, σκέφτηκε. Κοίταξε στον καθρέφτη το τέλειο σώμα της, το αψεγάδιαστο πρόσωπο της, τον καταρράκτη των μαΰρων της μαλλιών. Ακόμη δεν μποροΰσε να πιστέψει αυτή την αλλαγή. * * *
Άλλο ένα προνόμιο των διασημοτήτων, σκέφτηκε η Τζέιν καθώς κατευθυνόταν προς τις φυλακές. Μόνο σε συγγενείς και δικηγόρους επιτρεπόταν η είσοδος. Και σε σταρ. Οι φύλακες της ζήτησαν μόνο αυτόγραφα κι εκείνη είχε φροντίσει να έχει μαζί της. Την είχαν όλοι κοιτάξει προσεκτικά και ήταν σίγουρη πως έψαχναν για τα σημάδια. Λίγο αργότερα έμπαινε στο μικρό δωμάτιο με τα λιγοστά ξΰλινα έπιπλα. Ο Νιλ γΰρισε και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Την περιεργάστηκε για ώρα, χωρίς καμιά σΰσπαση του προσώπου ή του σώματος του. Μετά σηκώθηκε. «Βερόνικα», είπε και καθώς άπλωνε τα χέρια του προς το μέρος της, τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει δάκρυα. * * *
Παράξενο που την αναγνώρισε τόσο γρήγορα, παρ' όλες τις επεμβάσεις, το χρόνο, τα γεγονότα. Αλλά ίσως αυτό να ήταν η μαγεία της αγάπης. Ο Νιλ την είχε αγαπήσει. Και συνέχιζε να την αγαπά. Τον αγκάλιασε και μετά πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του. «Λυπάμαι που άργησα τόσο πολΰ να σε βρω», του είπε. «Έψαξα, αλλά το τηλέφωνο σου δεν ήταν στον κατάλογο και...»
«Δεν πειράζει, Βερόνικα», της είπε γλυκά. «Σε συγχωρώ». Έδειχνε φυσιολογικός. Αλλά πώς μιλάς σ έναν παλιό φίλο που έγινε δολοφόνος; Μήπως δεν έπρεπε ν' αναφερθεί στο θέμα; «Τι συνέβη;» τον ρώτησε απαλά. «Κάποιο λάθος έγινε. Εγώ δεν έπρεπε να είμαι ο Τζάκχεντ, αλλά ο Άρτσι. Αυτός που άρεσε σε όλους. Ή τ α ν λάθος. Αλλά ο Ρότζερ το τακτοποίησε. Δε φταίω εγώ που πυροβολήθηκε η κοπέλα». «Είμαι σίγουρη ότι θα σε απαλλάξουν». «Γιατί; Για να επιστρέψω στη δουλειά που δεν έχω;» «Πες μου τι χρειάζεσαι. Θα σου φέρω ό,τι μου ζητήσεις, αρκεί να επιτρέπεται από τη διεύθυνση των φυλακών». «Έχω όλα όσα χρειάζομαι». «Τι έκανες για δικηγόρο; Θα μπορούσα να...» «Η φίλη της αδερφής μου είναι δικηγόρος. Και είναι και ο Ρότζερ. Αυτός θα τα τακτοποιήσει όλα». «Νιλ, θέλω να σε βοηθήσω και...» Το πρόσωπο του έγινε μια μάσκα. «Όχι "Νιλ", όχι! Είμαι ο Άρτσι τώρα! Είμαι δημοφιλής. Όλοι με συμπαθούν». «Εντάξει, εντάξει, Άρτσι», προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Ή τ α ν τρελός; Την είχε στ' αλήθεια αναγνωρίσει; «Λοιπόν, Άρτσι, σου φέρονται καλά εδώ;» «Αν μου φέρονται καλά; Είμαι το πιο δημοφιλές πρόσωπο εδώ μέσα. Με έβγαλαν και πρόεδρο». Η Τζέιν προσπάθησε να γελάσει, αλλά δεν ήταν εύκολο. «Άρτσι, λυπάμαι για όσα έγιναν, που κατάργησαν το σόου σου και που...» Ο Νιλ τινάχτηκε αναποδογυρίζοντας την καρέκλα. Η Τζέιν αναπήδησε, περισσότερο έκπληκτη παρά τρομαγμένη. Η πόρτα άνοιξε αμέσως κι ένας δεσμοφύλακας στάθηκε μπροστά τους. Ο Νιλ τον κοίταξε. «Γεια σου, Βερόνικα», είπε. Μετά άπλωσε τα χέρια του και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. * * *
Καθώς η Τζέιν απομακρυνόταν, χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη την υποκριτική της τέχνη για να μην ξεσπάσει σε δυνατούς
λυγμούς. Δεν την είχε αναγνωρίσει. Δεν ήξερε τι μέρα ήταν ούτε τι είχε συμβεί. Ό π ω ς της είπαν μετά, όλους Βερόνικα τους φώναζε. Για πρώτη φορά η Τζέιν κατάλαβε για ποιο λόγο οι άνθρωποι αναζητούν τη βολή τους στην τρέλα. Ένιωσε ζαλάδα. Πόσο θ' άντεχε να μείνει ο Νιλ κλειδωμένος σ' ένα κελί; Θεέ μου, όλα είχαν πάει στραβά. Η Μέρι Τζέιν και ο Νιλ είχαν ένα κοινό σημείο: δεν είχαν φυσικά χαρίσματα. Αλλά και οι δυο διέθεταν μυαλό και ευαισθησία για να το ξέρουν. Και ο Νιλ είχε αποτύχει σε όλες τις προσπάθειές του να συμβιβαστεί μ' αυτό που ήταν. Ένα κοκαλιάρικο, αστείο ανθρωπάκι χωρίς ακροατήριο, χωρίς ένα φίλο. Ένας δολοφόνος. «Αχ, Νιλ, πώς μπόρεσες;» μουρμούρισε. Αλλά πόσο κοντά στη δική της δολοφονία βρέθηκε τότε, μετά το θάνατο της γιαγιάς της; Αυτή ήταν η διαφορά. Οι γυναίκες σκοτώνουν τους εαυτούς τους. ΓΙοια είναι η μεγαλύτερη αμαρτία; Σταμάτησε, ακούμπησε το μακρύ της σώμα στον τοίχο και άρχισε να τρέμει. Γιατί τότε συνειδητοποίησε πως κι αυτή ήταν ένοχη φόνου. Στη Νέα Υόρκη είχε δολοφονήσει τη Μέρι Τζέιν Μόραν. Η Μέρι Τζέιν είχε πεθάνει από το μαχαίρι του Μπριούστερ, όπως η Αάιλα από τη σφαίρα. Είχε βάλει τέρμα στη ζωή/της Μέρι Τζέιν, την είχε καταδικάσει σε θάνατο, επειδή δεν ήταν αρκετά όμορφη, αρκετά επιτυχημένη για να ζήσει. Φτωχέ, μοναχικέ Νιλ. Φτωχή, ορφανή, δίχως αγάπη, Μέρι Τζέιν.
22 Ο Σαμ γλίστρησε σ' ένα κάθισμα κοντά στο διάδρομο για να μπορεί ν' απλώνει τα πόδια του. Είχε ξεχάσει πόσο άβολες είναι οι θέσεις των κινηματοθεάτρων. Τώρα πια έβλεπε ταινίες μόνο στις πρεμιέρες. Το Αστέρι διένυε την έβδομη εβδομάδα προβολής του και είχε ήδη ξεπεράσει σε εισπράξεις τα εκατό εκατομμύρια
δολάρια. Κι αυτό σήμαινε ότι ο ίδιος θα κέρδιζε πάνω από τρία εκατομμύρια, οπότε θ' αποκτούσε και το πρώτο δικό του σπίτι. Ας αφήσουμε που είχε γίνει το πιο δημοφιλές παιδί της πόλης. Όλοι τον ζητούσαν για να σκηνοθετήσει την επόμενη ταινία τους. Ωραίο πράγμα να είσαι δημοφιλής. Τα φώτα έσβησαν, κάποιοι τον ενόχλησαν για να περάσουν στις θέσεις τους και ν' ανοίξουν τις σακούλες με τα ποπκόρν τους και στην οθόνη φάνηκε η εικόνα της Τζέιν. Η ταινία ξετυλιγόταν και αυτός παρακολουθούσε τις αντιδράσεις του κοινού. Ο Μάικλ και η Τζέιν —ο Τζέιμς και η Τζούντι — αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί και όταν εκείνος της ξεκούμπωσε την μπλούζα, ο Σαμ άκουσε τις βαριές ανάσες του κοινού. Η κοπέλα δίπλα του πήρε το χέρι του συνοδού της από τη σακούλα με τα ποπκόρν και το έβαλε στο στήθος της. Η Τζέιν έδειχνε πράγματι πολύ όμορφη. Και η δική του παλάμη στρογγύλεψε, σαν να έπιανε νοητά το στήθος της Τζέιν. Το κοινό κρατούσε την αναπνοή του. Πήγε καλά επειδή ένιωθα πραγματικά έρωτα και οργή, σκέφτηκε ο Σαμ. Την αγάπησα. Την αγαπώ. Και τώρα που μπορώ να έχω ό,τι θα επιθυμούσε μια γυναίκα δεν έχω τη γυναίκα που μ' αγάπησε πριν από την επιτυχία. Δίπλα του ο νεαρός κρατούσε σφιχτά το χέρι της κοπέλας πάνω στο φουσκωμένο μπλουτζίν του. Ο Σαμ ένιωσε ένα κύμα μοναξιάς τόσο δυνατό, που ασυναίσθητα έφερε το χέρι στο στήθος του. Η ερωτική σκηνή τελείωσε και ο Σαμ κοίταζε το γυμνό πισινό της Αντριεν, το ηλιοκαμένο χέρι του Μάικλ να της χαϊδεύει τις καμπύλες των γλουτών. Μόνο που τελικά για τον κόσμο, για όλους, δεν ήταν η Αντριεν εκεί, ήταν η Τζέιν. Την Τζέιν πηδούσαν έτσι άγρια και ο Σαμ μπορούσε να νιώσει τις διαθέσεις των θεατών. Αυτό που τους μετέδιδε η ταινία ήταν ένας σεξουαλισμός, ανάμεικτος με οργή και φόβο. Και δεν υπήρχε έρωτας. Ο άντρας δεν αγαπούσε τη γυναίκα, απλώς την πηδούσε. Και ολόκληρη η ταινία πηδούσε την Τζέιν. Ο Σαμ έμεινε εκεί, στο σκοτάδι, να παρακολουθεί τι είχε κάνει στην Τζέιν. Και τι προκαλούσε στο κοινό αυτό που είχε κάνει στην Τζέιν.
23 Η Σαρλίν έκλεισε την πόρτα του σπιτιού πίσω της και πήδηξε στο καινούριο μεγάλο φορτηγό του Ντόουμπ. Ο Ντιν καθόταν ήδη πίσω με τα τέσσερα σκυλιά. Πέρασαν την πύλη και χαιρέτησαν τους φρουρούς. «Θα σου λείψει τίποτε απ' όλ' αυτά, Ντιν;» ρώτησε η Σαρλίν. Ο Ντιν έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Ναι», είπε και η λύπη τον έκανε να μιλά απαλά. «Ο κήπος μου». Η Σαρλίν τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη. «Και τι θα έλεγες για μια ολόκληρη φάρμα;» «Πόσο μεγάλη;» ρώτησε ο Ντιν για τριακοστή φορά. «Μεγάλη όσο ένα τεράστιο πάρκο». «Ναι, αλλά τότε δεν μπορώ να την καλλιεργώ όλη μόνος,μου. Θα χρειαστώ βοήθεια». «Θα σε βοηθήσουμε, Ντιν. Έτσι δεν είναι, Ντόουμπ;» «Βέβαια. Γι' αυτό κι εγώ αποφάσισα ν' αποκτήσω μια τίμια δουλειά», γέλασε ο Ντόουμπ. «Αυτό ακριβώς θα είναι, Ντόουμπ», είπε η Σαρλίν. «Τίμια και σκληρή δουλειά». «Ο καλύτερος τρόπος για να ζει κανείς, Σαρλίν. Τίμιος και σκληρός». «Και θα πάρουμε ένα άλογο», είπε ο Ντιν. «Θα πάρουμε τρία άλογα». Η Σαρλίν σκέφτηκε ξανά όλα όσα άφηνε πίσω της και τι ένιωθε. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο, σκέφτηκε, καθώς το φορτηγό απομακρυνόταν με τα λιγοστά πράγματα που είχε επιλέξει να πάρει μαζί της από την Καλιφόρνια στο Γουαϊόμινγκ. Τώρα είχε όλα όσα ήθελε. Έ ν α ράντζο στο Γουαϊόμινγκ, τον Ντιν, τον Ντόουμιί, τα σκυλιά. Θα δούλευαν πολύ και θα ήταν χαρούμενοι.
Και δε θα υπήρχαν άλλοι άνθρωποι μίλια γΰρω τους. Το είχε πει ο Ντόουμπ. Οΰτε τηλεόραση οΰτε συνεντεύξεις, πάρτι, άνθρωποι καλοντυμένοι που έκαναν ότι σε συμπαθούσαν, αλλά κάτι τέτοιο δε συνέβαινε. Οΰτε εφημερίδες, περιοδικά, σκάνδαλα. Οΰτε ντροπή, ψέματα, μυστικά. Και όχι άλλα χρήματα, φυσικά, αυτά της τα είχαν εξηγήσει. Είχαν όμως τη γη, τα έπιπλα θα έφταναν σε λίγο και αυτά ήταν ήδη περισσότερα απ όσα θα επιθυμούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι. Και όλα τ άλλα τους τα χάριζε' μόνο θλίψη και μοναξιά της έφερναν.
24 Τελικά δεν ήταν και τόσο δΰσκολο να τα παρατήσει όλα, σκέφτηκε η Τζέιν καθώς δίπλωνε τα ρούχα της και τα έβαζε στις ανοιχτές βαλίτσες πάνω στο κρεβάτι. Τι θα της έλειπε; Στο κάτω κάτω, αν εξαιρέσουμε το Τζακ και Τζιλ, ποτέ της δεν έπαιξε τους ρόλους που ήθελε. Έριξε μια ματιά όλο αηδία στους σωρούς των σεναρίων που της είχαν στείλει. Όλοι οι ρόλοι αναφέρονταν σε γυναίκες όπως τις ήθελε το Χόλιγουντ, όπως τις ήθελε η Αμερική: πόρνες, θύματα, απελπισμένες, εξαρτημένες. Ναι, θα τα παρατούσε. Θεέ μου, γιατί το είχε τόσο πολΰ θελήσει να γίνει ηθοποιός; Σκέφτηκε τον Νιλ. Σαν κι αυτόν, υπήρξε κι αυτή ένα παιδί που αποζητοΰσε την επιδοκιμασία των άλλων. Αυτό που ήθελα ήταν κάποιος να ρίξει το βλέμμα του πάνω που και να με επιδοκιμάσει. Είχα τόσο κουραστεί που δε με κοίταζε κανείς. Με πόνο στην καρδιά σκέφτηκε όλα εκείνα τα παιδιά της Νέας Υόρκης που αγωνιούσαν για να τα δουν, να τ ακοΰσουν, ν' αρέσουν. Και όλους εκείνους τους ανθρώπους του Λος Άντζελες που θα δέχονταν ακόμη και να πεθάνουν, αρκεί να γίνονταν το άρωμα του μήνα. Αυτή το είχε πετΰχει, σειρά τώρα είχαν άλλοι.
Είχε πετύχει να εμφανιστεί γυμνή, να τους δείξει αυτά που οποιοσδήποτε μπορούσε ν' αγοράσει έναντι λίγων δολαρίων. Τους είχε δείξει πόσο καλή ήταν υποκρινόμενη ότι έχει οργασμό. Υπήρχε και κάτι άλλο: η υποκριτική τέχνη την είχε προσελκύσει τόσο πολύ, επειδή φοβόταν να ζήσει. Φοβόταν να βουλιάξει στην καθημερινή ρουτίνα μιας δουλειάς, ενός συζύγου, μιας οικογένειας. Σκέφτηκε τη γενναιότητα της Σαρλίν, να πάει στο Γουαϊόμινγκ και να ζήσει οικογενειακά. Θα τα κατάφερνε η Τζέιν; Τελικά το να παίξεις ένα ρόλο είναι πολύ ευκολότερο από το να ζεις. Είχε μάθει πια να ξεχωρίζει έναν ήρωα από έναν πρόστυχο. Και πρόστυχοι υπήρχαν πολλοί, κι ας παρίσταναν τους ήρωες. Σάι Όρτις, Λες Μέρτσαντ, Χίραμ Φλάντερς, Μπομπ Λε Βιν, Μάικλ Μακλέιν, Μάρτι Ντι Τζενάρο. Και, φυσικά, ο Σαμ. Έριξε μια ματιά στη φωτογραφία της με τον Σαμ και μετά την πέταξε με την κορνίζα της στο καλάθι των αχρήστων. Ή τ α ν από την Σάντα Κρουζ. Τότε που νόμιζε πως την αγαπούσε. Τότε που πίστευε πως άξιζε να τον αγαπά. Τίποτε δεν είχε αλλάξει. Η ομορφιά δε σε προστατεύει από την προδοσία. Δεν της το είχε πει η Μάι; Δεν της το είχε πει ο Μπριούστερ Μουρ; Στο διάολο, λοιπόν! Τι την ήθελε την ομορφιά; Ή τ α ν άλλη μια παγίδα για τις γυναίκες. Η μεταξωτή παγίδα, η επιθυμητή παγίδα, αλλά πάντως παγίδα. Κι όταν μπήκε στο μπάνιο για να μαζέψει τα καλλυντικά της, είδε πάλι στον καθρέφτη το τέλειο πρόσωπο της και είδε τα μάτια της που τα είχε προδώσει. Τα μάτια ενός προδομένου και εγκαταλειμμένου παιδιού. Σαν να φορούσε μάσκα και να φαίνονταν μόνο αυτά. «Λυπάμαι», τους είπε. «Λυπάμαι γι' αυτό που σας έκανα». Στον καθρέφτη είδε τα μάτια της να πλημμυρίζουν δάκρυα. «Λυπάμαι που σας μίσησα, λυπάμαι που σας προκάλεσα τόσο πόνο». Θυμήθηκε ξανά τα χρόνια στη Νέα Υόρκη, με τους σκηνοθέτες που δεν την ήθελαν, με τους άντρες που δεν την ήθελαν. «Συγνώμη», ξανάπε, «που πίστεψα αυτούς και όχι εσάς. Δε θα το ξανακάνω ποτέ, το υπόσχομαι. Δε θα τους ξαναπιστέψω ποτέ». Μετά
πήρε μια μια τις πανάκριβες κρέμες και άρχισε να πετά τα πολυτελή βαζάκια κάτω. Ποτέ πια, είπε. Το Χόλιγουντ, η βιομηχανία του σινεμά, είχαν κάνει όλες τις γυναίκες να μισούν τους εαυτούς τους επειδή δεν έμοιαζαν στη Λάιλα Κάιλ, ένα πανύψηλο αγόρι με στήθη από σιλικόνη. Η Τζέιν ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το χειρότερο, σκέφτηκε, ήταν πως έλαβε μέρος κι αυτή σ' αυτό το ψέμα. Τους βοήθησα, σκέφτηκε. Βοήθησα τον Μάρτι και τον Σάι και τον Σέιμορ και την Έιπριλ. Βοήθησα τους Φλάντερς να πουλήσουν το ψέμα. Και αγαπήθηκα γι' αυτό το ψέμα. Αυτό σημαίνει ότι δεν αγαπήθηκα καθόλου. Ποτέ πια, φώναξε και πέταξε πάνω στον καθρέφτη ένα κραγιόν Σανέλ. Και δε φτάνει που σε κάνουν να ντρέπεσαι για την εμφάνισή σου, σε κάνουν να ντρέπεσαι και για τη μυρωδιά σου. Πρέπει να μυρίζεις κάτι άλλο, λεβάντα ή ευκάλυπτο, να φοράς αποσμητικό, μετά άρωμα, να κάνεις μπάνιο με αφρόλουτρα. Με μια και μοναδική κίνηση πέταξε όλα τα μπουκάλια με τα ακριβά αρώματα στο πάτωμα. Τ α γυαλιά σκόρπισαν στα πόδια της. Οι ανακατωμένες μυρωδιές τη ζάλισαν. Τ ο σπίτι της μύριζε όπως τα μπορντέλα. Ακριβώς! Μετά άδειασε ένα ένα τα συρτάρια με τα ρόλεϊ, τους αφρούς για τα μαλλιά, τα ζελ, τις μάσκες προσώπου, όλα από φρούτα, αρκετά φρούτα για να τραφεί ένα ολόκληρο χωριό για μια εβδομάδα. Το μπάνιο είχε πια γίνει ένας σωρός ερειπίων. Ό χ ι πια, είπε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. * * *
Η Τζέιν άκουγε το τηλέφωνο να χτυπά στην άλλη άκρη της γραμμής. Σε παρακαλώ, γιατρέ, σήκωσέ το. Αναρωτήθηκε πώς να ήταν το διαμέρισμα του Μπριούστερ Μουρ. Κοιμόταν σε μονό ή σε διπλό κρεβάτι; Κοιμόταν μόνος; Θεέ μου, παρακάλεσε, κάνε να κοιμάται μόνος. «Εμπρός;» «Μπριούστερ; Είμαι η Μέρι Τζέιν». Δόξα τω Θεώ, τον άκουγε καθαρά. «Μήπως σε ξύπνησα; Με συγχωρείς». «Δεν πειράζει. Είχα καιρό να μιλήσω με τη Μέρι Τζέιν».
«Το ξέρω. Κι εγώ το ίδιο». Σταμάτησε. Πώς να του εξηγούσε; Πώς θα μπορούσε οποιοσδήποτε, ακόμη κι αυτός, να καταλάβει τι της είχε συμβεί; «Κάτι συνέβη, θέλω να πω νιώθω αλλαγμένη και...» «Ναι, Μέρι Τζέιν;» «Πότε θα ξαναπάς στην Ονδούρα;» «Τον άλλο μήνα». «Χρειάζεσαι μια νοσοκόμα;» «Χρειάζεσαι μια δουλειά;» «Όχι, δε χρειάζομαι μια δουλειά. Θέλω μια δουλειά. Νομίζω ότι θυμάμαι ακόμη όσα έίχα μάθει. Ό χ ι όλα όμως, πρέπει να ξαναδιαβάσω. Και δεν ξέρω ισπανικά, εκτός απ' όσα μου έμαθε ο Ραούλ... Θα μπορούσα να βοηθήσω με τα παιδιά. Το ξέρω ότι μπορώ. Θα μπορούσα να κοιτάζω τα παιδιά που δεν έχουν πρόσωπο και να τα βλέπω». Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. «Μπορώ να έρθω, Μπριούστερ;» «Είσαι καλοδεχούμενη», της είπε.
ΑΦΑΝΕΙΑ II Αστειεύεσαι; Θα τα έδινα όλα αρκεί ν' αποκτούσα ξανά τψ ανωνυμία μου. ΚΕΒΙΝ ΚΟΣΤΝΕΡ Στο μέλλον θα υπάρχουν άνθρωποι που θα γίνονται διάσημοι για δεκαπέντε λεπτά. ΑΝΤΙ ΟΥΟΡΧΟΛ Δεκαπέντε λεπτά διασημότητας ήταν υπερβολικά αρκετά. ΤΖΕΙΝ ΜΟΥΡ
Εδώ Λόρα Ρίτσι. Και βέβαια ήμουν εδώ συνέχεια, μεταφέροντας γεγονότα, αναζητώντας λεπτομέρειες της ιστορίας. Και τι ιστορία!. Συγκλόνισε όλη την Αμερική με τα τρία πλαστά είδωλα του σεξ: το ένα κοιμόταν με τον «αδερφό» του, το άλλο ήταν ο Φρανκενστάιν, το τρίτο ήταν άντρας! Ξέρετε τι λένε τώρα: η πραγματικότητα είναι πιο παράξενη από τη φαντασία. Δεν πιστεύω να έχετε παράπονο. Μου πήρε πάνω από τρία χρόνια για να κάνω την έρευνα και να ενώσω όλα τα κομμάτια αυτής της εκπληκτικής ιστορίας. Δεν πιστεύω ότι θα πάρω Πούλιτζερ, αλλά δούλεψα σκλψά. Έβγαλα πάντως κάτι λεφτάκια κι έδωσα στη γραμματέα μου τη Νάνσι το εφάπαξ της για ν' αποσυρθεί στο Σαν Ντιέγκο. Της λέω πως θα βαρεθεί να μην κάνει τίποτε ολημέρα, αλλά εκείνη γελάει και λέει πως θα προσπαθήσει. Λέει πως το μόνο που θέλει είναι να ζει χωρίς να δακτυλογραφεί. Κι εγώ κουράστηκα από τη βρομιά, τα μυστικά, τα σκάνδαλα που η Αμερική λατρεύει να διαβάζει στα βιβλία. Ίσως βαθιά μέσα μου να πιστεύω αυτό που είπαν για τη δουλειά μου οι κριτικοί. Ότι η συμβολή μου στη λογοτεχνία ήταν μικρή και βρόμικη. Αλλά εσύ, ευγενικέ αναγνώστη, αγόρασες το βιβλίο και ο' ευχαριστώ. Ίσως εσύ να μπορέσεις να εξηγήσεις στους κριτικούς και στους δημοσιογράφους και στους κοινωνιολόγους, γιατί οι Αμερικανοί γοητεύονται από τα κουτσομπολιά σχετικά με τους πλούσιους και διάσψιους. Και μη νομίσετε πως ήταν εύκολο. Ακόμη και για μένα, τη Λόρα Ρίτσι, τη φοβερή και τρομερή κουτσομπόλα. Η Λάιλα βέβαια πέθανε η φτωχή. Και δε μιλούσε σε κανέναν. Μετά τψ κηδεία την αποτέφρωσαν και η τέφρα της τοποθετήθηκε στο Φόρεστ Λόουν, κοντά στον πατέρα της. Και τότε χρειάστηκε να περιμένω. Γιατί χωρίς την Τερέζα, δεν είχα την ιστορία της Λάιλα και χωρίς αυτήν δεν είχα τίποτε.
Τους ξέρω καλά τους διάσημους. Όταν τα φώτα της δημοσιότητας σβήνουν, ανακαλύπτουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν στο σκοτάδι. Και καταλήγουν στην κακή δημοσιότητα. Δείτε τι έγινε με τη Ζα Ζα Γκαμπόρ. Η Τερέζα έμεινε κλεισμένη στο σπίτι της για μήνες. Αλλά όταν οι εφψιερίδες σταμάτησαν να γράφουν, όταν ο Ρόμπι έφυγε και δεν είχε πια κανένα για να δώσει τψ παράσταση της, δεν είχε ακροατήριο για να την παρακολουθεί να υποφέρει, η Τερέζα βαρέθηκε. Βαρέθηκε πολύ. Και τελικά η Τερέζα μίλησε. Πολλά απ' αυτά που είπε ήταν ψέματα, αλλά υπήρχαν και μερικές αλήθειες. Μετά πλήρωσα τψ Εστρέλα και μου είπε κι αυτή όσα ήξερε, αφού η Τερέζα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Όχι στο Ίδρυμα Μπέτι Φορντ για αποτοξίνωση, ήταν πια πολύ αργά. Στους Κέδρους του Σινά, με κίρρωση του ήπατος. Σε τελικό στάδιο. Πέθανε την περασμένη άνοιξη. Ο Ρόμπι άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο στο Άσπεν και η πελατεία του είναι διάσημη. Βρήκα και τον Κέβιν, που άρχισε να μιλά και δε σταματούσε. Φυσικά, οι Νέοι Καλλιτέχνες φαλίρισαν. Ο Σάι Όρτις έχασε μονομιάς τις τρεις καλύτερες πελάτισσες του, ο Μάικλ Μακλέιν έφυγε, το ίδιο και οι άλλοι. Έτσι ο Σάι,μάζεψε όλα τα λεφτά του και αποσύρθηκε. Η κηδεία του Άρα Σαγκάριαν έγινε την ίδια εβδομάδα με τψ κηδεία της Λάιλα Κάιλ. Ο θάνατος του επισκιάστηκε από το θάνατο της Λάιλα. Στο θάνατο, όπως και στη ζωή, τον είχε ξανανικήσει. Μου πήρε πολύ καιρό για να εντοπίσω τη .Σαρλίν και τον Ντιν. Στην αρχή πίστεψα πως είχαν εξαφανιστεί από τον πλανήτη. Τελικά η Νάνσι κι εγώ ανακαλύψαμε πως βρίσκονταν κάπου στο Γουαϊόμινγκ. Εγκατασταθήκαμε σ' ένα μοτέλ, στη μέση του πουθενά, αλλά δεν έβρισκα την ευκαιρία να μιλήσω με τη Σαρλίν; Το καταπληκτικό ήταν πως μετά τις πρώτες δύο εβδομάδες, άρχισε να μου αρέσει εκεί. Δεν ήταν σαν το Λος Άντζελες. Ήταν καθαρό μέρος. Αλλά δεν ήμουν τόσο πλούσια για να μπορέσω να μείνω εκεί σε μόνιμες διακοπές. Στην πραγματικότητα ή].ιουν έτοιμη να παραιτηθώ και ν' αρχίσω ένα βιβλίο για την οικογένεια Ντάγκλας, όταν η ίδια η αδυναμία μου μ' έβγάλε από το αδιέξοδο. Πήρα το αυτοκίνητο και πήγα.μέχρι τη φάρμα. Δεν έβρισκα τρόπο να μπω μέσα, είχα πάει ως εκεί δεκάδες φορές. Και τελικά χάθηκα.
Ευτυχώς με βρήκε ο Ντιν. Και γλυκός, όπως πάντα, με πήρε μαζί του στο σπίτι. Φάγαμε όλοι μαζί μεσημεριανό και μέσα σ ένα μήνα τα είχα μάθει όλα. Με τον Μίνος τα πράγματα ήταν ευκολότερα. Όταν πληρώνεις, αυτοί οι τύποι ανοίγουν το στόμα τους. Ο Μάικλ Μακλέιν παντρεύτηκε την Άντριεν, απέκτησαν ένα παιδί και χώρισαν. Κι αν πριν από το γάμο ο Μάικλ διαφήμιζε τη γυναίκα του ως παρθένα, εγώ ανακάλυψα τα πάντα μετά το διαζύγιο, όταν ο Μακλέιν άρχισε να διαδίδει ότι παντρεύτηκε μια πόρνη. Φαίνεται ότι η Άντριεν είχε δεσμό /te τον Τζόελ Γκρόσμαν σ' όλο το διάστημα που έμεινε παντρεμένη με τον Μάικλ Μακλέιν. Μετά το διαζύγιο, οι δυο τους ζουν μαζί, χάρη στα λεφτά της διατροφής από τον Μάικλ. Η Κρίσταλ Πλένουμ κατάφερε ν' αναγεννηθεί από τις στάχτες της, λένε ότι τώρα μπορεί να πάρει και Όσκαρ. Ο Λες Μέρτσαντ παρακολούθησε το κανάλι του να βουλιάζει. Ο Μπομπ Λε Βινβγήκε από το παιχνίδι, αλλά ο γιος του, ο Σέιμορ, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή, Η επιτυχία έχει πολλούς πατεράδες, αλλά η αποτυχία είναι ορφανή. Κανείς δε θέλησε να συνδεθεί με την αποτυχία του Τρεις για το Δρόμο. Και ο φτωχός Μάρτι βγήκε τον περασμένο μήνα από το νοσοκομείο. Και αποσύρθηκε. Ο Πολ Γκράσο ζει τώρα στο Σιατλ ή σε κάποια άλλη πόλη εξίσου ζεστή και είναι έτοιμος να μου μιλήσει. Η Μόνικα Φλάντερς πέθανε στον ύπνο της, αφού προηγουμένως ο γιος της Χίραμ βρέθηκε εκτός εταιρείας. Για να μην το ξεχάσω, στην κηδεία, η όψη της ήταν απαίσια. Η Έιπριλ τα κατάφερε μια χαρά. Είναι η νέα πρόεδρος των Ιντερνάσιοναλ Στούντιο και άλλαξε τη διακόσμηση στο γραφείο του Μπομπ Λε Βιν. Και ο Σαμ Σιλντς; Τι του συνέβη; Γύρισε δυο ταινίες και η τελευταία φαίνεται πως θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία. Τουλάχιστον έτσι λένε. Και θα έχετε ακούσει πως με την Έιπριλ Άιρονς ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πραγματική ιστορία αγάπης. Τις τελευταίες λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας τις έμαθα από τον άντρα μου. Και υπάρχει άλλο ένα κουτσομπολιό για σας. Γαμήλιο δώρο από τον καινούριο σύζυγο μου κι εμένα για σας. Βέβαια το κοινό δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τψ ιδιωτική ζωή των συγγραφέων, έστω κι αν πρόκειται για
μια συγγραφέα σαν κι εμένα. Η είδηση είναι ότι παντρεύτηκα. Όταν συνάντησα τον Ντόουμπ Σάμιουελς κατάλαβα αμέσως πως άξιζε να γίνει άντρας μον άξιζε που περίμενα τόσο πολύ. Σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο, έγινα κυρία Ντόουμπ Σάμιουελς. Εκεί βρίσκονταν και ο Μπριούστερ Μουρ με τη σύζυγο τον. Ο ίδιος αποφεύγει να μιλά, αλλά η γυναίκα του μου είπε πολλά. Η ζωή στην Ονδούρα αρέσει στη Μέρι Τζέιν κι εκεί ζει ήσυχα. Εκτός από τις ώρες που στο σπίτι βρίσκονται ο θετός της γιος, ο Ραούλ, και οι φίλοι του. Αυτή και η Σαρλίν είναι ακόμη στενές φίλες, αν και συναντιούνται μόνο τα καλοκαίρια στο ράντζο. Η Σαρλίν δε φεύγει ποτέ από κει. Και δε νομίζω ότι θα φύγω κι εγώ. Από τα έσοδα αυτού του βιβλίου, ο Ντόουμπ κι εγώ θ' αγοράσουμε άλλα τρεις χιλιάδες εκτάρια. Λέει πως αν φυτεύουμε δυο χιλιάδες δέντρα το χρόνο, θα προσθέσουμε στην ατμόσφαιρα περισσότερο όζον an' ό,τι όλα μου τα βιβλία. Όλα είναι θέμα κάρμα. Πιστεύει πως αυτός ο τρόπος ζωής είναι ο καλύτερος για να περάσω την υπόλοιπη ζωή μον. Και λέει ότι τρεις χιλιάδες εκτάρια είναι αρκετά για να ζήσουμε όλοι. Λέει επίσης ότι δε θα επιτρέπει την είσοδο δημοσιογράφων και διασημοτήτων.
ΤΕΛΟΣ