br/zav
ΤΟ
ΚΟΚΚΙΝΟ
ΦΟΥΣΤΑΝΙ
br/zav
Σειρά ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΛΕΝΑ ΜΕΡΙΚΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ Copyright® Λένα Μερίκα και Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, 2005 Επιμέλεια
κειμένου:
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΕΛΟΥΔΗ
Παραγωγή: ΜΙΝΩΑΣ Α.Ε.Ε. 1η έκδοση: Ιανουάριος 2005 2η έκδοση: Μάρτιος 2005 3η έκδοση:Ιούνιος 2005 4η έκδοση: Ιούνιος 2005 5η έκδοση: Ιούλιος 2005 Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ Τ.Θ. 504 88,141 10 Νέο Ηράκλειο, ΑΘΗΝΑ τηλ.: 210 27 11 222 -fax: 210 27 11 056 www.minoas.gr · e-mail:
[email protected] ISBN 960-699-080-Χ
br/zav
Λένα Μερίκα
Το κόκκινο φουστάνι
br/zav
br/zav
Στις κοπελούδες κάθε ηλικίας που δεν το βάζουν κάτω...
-
br/zav
br/zav
ΚΑΛΩΣ Ο Ρ Ι Σ Ε Σ Σ Τ Ο ΚΛΑΜΠ!
Η ΒΙΟΛΕΤΙΑ ΠΙΝΑΚΙΔΑ ΜΑΓΝΗΤΙΖΕΙ το βλέμμα μου με το που βγαίνω απ' το ασανσέρ: SEX Club! Μα τι γίνεται εδώ; Μήπως είμαι σε λάθος όροφο; Όχι, είμαι στο σω στό όροφο και η πινακίδα όντως κοσμεί την εξώπορτα της Φαίδρας. Χ α ! Ώρα είναι να γυρίσαμε πίσω στο χρόνο και το διαμέρισμα της μοναχικής πενηντάρας φί λης να ξανάγινε αυτό που ήταν κάποτε: φωλίτσα για άστεγους εραστές! Εγώ τι να κάνω τώρα; Να τολμήσω ή να λακίσω; Για περίμενε, κάτι λέει εδώ. Ίσως πρόκειται περί παρεξή γησης. Η λέξη SEX δε σημαίνει σεξ, δεν είναι καν λέξη. Τα γράμματα S, Ε και Χ είναι τα αρχικά τριών άλλων λέξεων που λόγω στραβομάρας αδυνατώ να διαβάσω. Αποφασίζω να μην μπω στην επίπονη διαδικασία ανα ζήτησης των γυαλιών μου. Θ' αποτολμήσω μια ηρωική είσοδο - από το εσωτερικό του σπιτιού ακούγονται, άλλωστε, τα πρώτα χάχανα. Μια κλεφτή ματιά στο καθρεφτάκι, ένα πέρασμα του χεριού πάνω απ' το γνωστό απείθαρχο τσουλούφι πριν χτυπήσω το κουδούνι και η πόρτα ανοίγει από μόνη της, ενώ κάποιο χέρι μού τείνει επιθετικά ένα ματσάκι βιο λέτες. Σπεύδω να το αρπάξω, οπότε η Φαίδρα,η κάτο χος του - τ ο υ χεριού εννοώ-, ορμάει και μ' αγκαλιάζει.
9
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
«Καλώς όρισες στο κλαμπ, Έρση girl!» «Καλώς όρισες» επαναλαμβάνει εν χορώ ένα τσούρ μο γυναίκες, παλιές μου συμμαθήτριες, όλες ντυμένες σε αποχρώσεις του ίδιου μοβ-βιολετί χρώματος. Μα φυσικά, πώς δεν το σκέφτηκα! Νιώθω αμήχανα μέσα στη μακριά μου κόκκινη πουκαμίσα. Τι προδοσία, μια τέτοια σημαδιακή μέρα να μην τιμήσω το χρώμα μας,το συμβολικό της γυναικείας περηφάνιας! «Καλώς σας βρήκα, λουλούδια μου λ ι λ ά ! » ψελλίζω αμήχανα. « Γ ι α κοίτα κ ε ι ! Μια παπαρούνα ανάμεσα μας!» Σκαρφίζομαι μια δικαιολογία: «Ήμαρτον! Ν' απολογηθώ: Όλη τη βδομάδα έπεσε φοβερή δουλειά στο γραφείο και δεν πρόλαβα ν' αγο ράσω το μοβ συνολάκι που λέγαμε,οπότε...». «...οπότε καλύτερα ν' απολογηθείς για τη βλακεία σου. Άκου κει πολλή δουλειά στο γραφείο! Από πότε συχνάζουν στα γραφεία οι βετεράνες σαν κι εμάς;» πε τάγεται η κατ' επάγγελμα συνταξιούχος Φωτεινή. « Κ α λ ά , εσείς αποσυρθήκατε νωρίς...» αναστενάζω με σημασία. « . . .ή μας απέσυραν. Χα χ α ! » Σωστά. Η Άννα υποχρεώθηκε πάλαι ποτέ από το -μακαρίτη πια-σύζυγο να κάτσει σπίτι, με το δίπλωμα της αρχιτεκτονικής σε χρυσή κορνίζα να δεσπόζει πάνω απ'το τζάκι. «Άλλη για απόσυρση;» ρωτάει με χαιρέκακη προ σμονή η Φαίδρα, η οικοδέσποινα και οργανώτρια της ωραίας βραδιάς. « Ε γ ώ ! Μόλις χθες μου δήλωσε ο Αργύρης ότι με
10
br/zav
TO
ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
αποσύρει, γιατί βρήκε, λ έ ε ι , πιο πρόσφατο μοντέλο» δηλώνει ακομπλεξάριστα η Αναστασία, πρώην Τασία. «Ποια, μωρέ; Εκείνη την αλογομούρα τη γραμματέα του;» « Όοοχι, αυτή πάει, πάλιωσε. Πάτησε τα τριάντα πέ ντε. Όχι, μια Ρουμάνα βρήκε,λέει, θα 'ναι δε θα 'ναι εί κοσι π έ ν τ ε » . « Α , μάλιστα! Αποσυρθείσης λοιπόν και της Αναστα σίας, μένεις μόνη εσύ να κυκλοφορείς στους δρόμους με τις παλιές πινακίδες!» Η Φαίδρα με καρφώνει με το βλέμμα τροχονόμου που μόλις συνέλαβε ένα μεθυσμένο σάτυρο. Όλα τα μάτια στραμμένα πάνω μου - νιώθω πάλι σαν να πρέ πει ν' απολογηθώ για κάτι. Για τι όμως; «Ποιες πινακίδες; Με το λεωφορείο ήρθα. Μα τι με κοιτάτε; Γιατί μου κλείνετε το δρόμο προς το μ π α ρ ; Δεν έχει τίποτα να πιει κανείς σ' αυτό το σπίτι;» « Δ ι ά λ ε ξ ε τι θα π ι ε ι ς και κάτσε κάτω ν' απολογη θείς!» «Είσαι η μόνη από μας που κυκλοφορείς ακόμη με σύζυγο!» «Α, ναι;» Ρουφώντας το ουίσκι μου, περιφέρω το βλέμμα στις παλιές μου συμμαθήτριες. Ναι, αλήθεια ε ί ν α ι , όλες έχουν ξεμείνει από σύζυγο. Η Άννα η αρχιτεκτόνισσα, χήρα από διετίας, με το γιο μόνιμα εγκατεστημένο στη Γερμανία, ξεγελάει τη μοναξιά της κανακεύοντας το αντιπαθέστατο κανίς της. Η Αλίκη, κατ' εξακολούθηση ζωντοχήρα -για δεύτε-
11
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ρη ή τρίτη φορά;-, έχει αναγάγει το διαζύγιο σε επι στήμη. Χωρίς παιδιά και σκυλιά αυτή, ταξιδεύει πολύ εις αναζήτησιν του επόμενου συζύγου-αγελάδας για άρμεγμα, αλλά για πόσο ακόμη θα περνάει η μπογιά της; Η Φωτενή, πάλαι ποτέ τραπεζοϋπάλληλος με δυο άχαρες κόρες, τελεί εν διαστάσει εδώ και κάποια χρόνια, αλλά διαζύγιο του πρώην δεν του δίνει! Η Τασία -άλλως « μ α σ τ ο ύ » , όπως την αποκαλεί πα ραστατικότατα ο άντρας μου, «λόγω των επιθετικών μαστών της, που έχουν μια δική τους ζωή, καθώς κι νούνται ανεξάρτητα απ' το υπόλοιπο σώμα εδώ κι ε κ ε ί » - σ ε απόσυρση, όπως μόλις πληροφορήθηκα. Δε φαίνεται να το παίρνει και τόσο κατάκαρδα, αφού έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε πάντα: να αναζητά την εσωτερική της αρμονία μέσα από ατέ λειωτες ώρες γιόγκα, διαλογισμού και λοιπών παρα κλαδιών του New Age - « n e w » το πάλαι ποτέ δηλαδή. Η Φαίδρα, η οικοδέσποινα και διοργανώτρια αυτής της λαμπρής βραδιάς επί τη συμπληρώσει μισού αιώνα ζωής όλου του τ ι μ , η καλύτερη όλων: Ουδέποτε πα ντρεύτηκε, ουδέποτε καταδέχτηκε τη « μ ί σ θ ι α δου λ ε ι ά » - ν α 'ναι καλά η σύνταξη και τ' ακίνητα που της κληροδότησε ο κομουνιστής κατά τ' άλλα πατέρας της! Προσέφερε πάντα ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες της στο κ ό μ μ α , μεταπολιτευτικούς β έ β α ι α , όσο μια τ έ τ ο ι α ένταξη προσέδιδε οντότητα. Σήμερα φρονίμως απέχει. «Άντε, γεια μας λοιπόν!» «Να ζήσουν οι μεστωμένες γυναίκες, οι ζουμερές!» «Οι "ναφθαλίνες", για να συνεννοούμαστε» μου ξε-
12
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
φεύγει και αμέσως μετά καταπίνω τη γλώσσα μου. «Μίλα για τον εαυτό σου, Έ ρ σ η . Καλαμπούρι του άντρα σου είναι πάλι αυτό; Άκου "ναφθαλίνες"...» « Ε , ναι, του Κώστα είναι, αλλά το βρίσκω πετυχημέ νο. Λίγος αυτοσαρκασμός δε β λ ά π τ ε ι » . «Μωρέ, μπράβο χιούμορ! Σε αγνοούμε επιδεικτικά! Ορμάτε, κορίτσια! Μην κομπλάρετε,η ζωή είναι μπρο στά μας. Αρπάξτε την απ' τα κέρατα!» «Τώρα αρχίζουν τα εύκολα! Τα πρώτα πενήντα χρό νια ήταν τα δύσκολα!» Κοίτα σύμπτωση, και σ' αυτό δ ι α φ έ ρ ω : Έχοντας κερδίσει χρόνο, είμαι μόλις σαράντα εννιά - τζόβενο δηλαδή. Επιλέγοντας να μη διαφοροποιηθώ από το υπόλοιπο τιμ με καμιά ανάρμοστη ατάκα, μπουκώνο μαι μ' ένα ντολμαδάκι. Η Φαίδρα κάνει τώρα επίσημη πρόποση: « Μ ' ακούτε όλες; Τώρα που συμπληρώσαμε ή συ μπληρώνουμε οσονούπω τα πενήντα, προτείνω την ίδρυση μη κερδοσκοπικού σωματείου με αντικείμενο τη δικαίωση της ώριμης, υπέροχης και πολύ ενδιαφέ ρουσας γυναίκας των "...ήντα και", σ' έναν κόσμο φαλ λοκρατικό που π ρ ο β ά λ λ ε ι τη νεότητα ως μοναδική προϋπόθεση αποδοχής του θηλυκού ανθρώπου, με φε ρέφωνο τα ξενόφερτα καταναλωτικά πρότυπα π ο υ . . . » . «Εντάξει, εντάξει, καταλάβαμε!» « Κ α ι με τι ακριβώς θ' ασχολείται το σωματείο; Θα... ψαρεύει γαμπρούς για τις "ναφθαλίνες";» «Θα διοργανώνει εκδρομές και επισκέψεις σε μου σεία ;» «Κόφτε την πλάκα, βρε σαχλές. Μιλάω σοβαρά. Θα
13
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
συναντιόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα, την πρώτη Τετάρτη κάθε μήνα π.χ., και θα συζητάμε τα προβλήματά μας, θα στηρίζουμε η μία την άλλη, θ' ανταλ λάσσουμε ιδέες για την καλλιέργεια νέων ενδιαφε ρόντων που να καλύπτουν τον ελεύθερο χρόνο μας, θα...» Τι ανέκδοτο είναι πάλι αυτό; Ελεύθερος χρόνος λέ ε ι ; Μα πού τον ε ί δ ε ; αναρωτιέμαι μασουλώντας το τρί το ντολμαδάκι, που παραλίγο να μου κάτσει στο λαιμό, καθώς η ομιλήτρια με καρφώνει με το πιρούνι της στον αέρα: « Ε σ ύ , Έρση, δε λες τίποτα, ε; Εμ βέβαια, τι ανάγκη έχεις εσύ;». « Έ χ ω , έχω, αλλά πεινάω. Κάτσε να καταπιώ και θα πάρω το λόγο». «Προτείνω να συντάξουμε απόψε το καταστατικό». «Μετά το φαί, βρε Τασία...» «Αναστασία ε ί π α μ ε ! » «Εντάξει, Αναστασία. Άσε να φάμε κάτι, να στυλω θούμε». «Είναι κι αυτό ένα θέμα με το οποίο μπορεί ν' ασχο ληθεί το σωματείο: το φαγητό. Τρώμε και παχαίνουμε επειδή το φαΐ αποτελεί μια διέξοδο στη μοναξιά μας, στη χαμηλή μας αυτοεκτίμηση. Θα δημιουργήσουμε μια ομάδα αλληλοϋποστήριξης και όλες μαζί θα τρέ χουμε στο γυμναστήριο. Μόνες μας το παραμελούμε, αν όμως η μία ξεσηκώνει την άλλη...» « Τ ι λες, βρε Αναστασία; Δεν το πιστεύω! Εδώ κιν δυνεύεις με απόσυρση, το αερόμπικ σε μάρανε; Αντί να...»
14
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Αντί τ ι , βρε Αλίκη; Να β γ ε ι και να κυνηγάει τον Αργύρη με την απόχη; Όχι, πες μου εσύ, τι να κάνει δη λαδή η κοπέλα; Καιρός να σκεφτεί τον εαυτό της τώρα που βγήκε στη σύνταξη - έτσι, άλλωστε, πού ξέρεις; Αποκτώντας κορμάρα, αυτοπεποίθηση... έναν άλλο αέρα,τέλος πάντων,δείχνοντας ανωτερότητα απέναντι στον άπιστο, μπορεί να τον ξανακερδίσει!» «Εντάξει, Άννα. Αυτή θα ιδρώνει στα πουσάπ και ο λεγάμενος θ' αλωνίζει. Μωρέ, μπράβο συμβουλές που παρέχει τ ο . . . σωματείο! Β ρ ε , βάλε έναν ντετέκτιβ να σου μαζέψει ντοκουμέντα του εγκλήματος, βρες ένα δικηγόρο σαΐνι να δεις τι θα κάνεις, μη μείνεις στον άσο και καταλήξεις να επιβιώνεις με την ψωροσύνταξη του ΙΚΑ!» Η Αλίκη έχει πείρα σ' αυτά, πρέπει να το παραδε χτώ. Τσακάλι είναι στο να αποκομίζει το μέγιστο δυ νατό όφελος από κάθε πολιτισμένο διαζύγιο. «Λοιπόν, κορίτσια! Προτείνω να καθιερώσουμε ως λογότυπο της λέσχης μας το SEX Club, όπου S .Ε . Χ . ίσον: S υνειδητοποιημένες Ε υαισθητοποιημένες Χειραφετημένες. «Δεν αφήνουμε τα κουλτουριάρικα; Εγώ λέω να επικε ντρώσουμε την προσοχή μας σ' αυτό που περισσότερο μας λείπει. Και ποιο είναι αυτό; Δε θέλω χαζές ερωτή σεις, το σεξ είναι, και ζητώ συγνώμη απ' τις... παντρε μένες. Οπότε προτείνω να πάρουμε το "SEX Club" τοις μετρητοίς. Θα είμαστε απλώς σ έ ξ ι ! »
15
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
«Μαζί σου, Φ ω τ ε ι ν ή ! Αν μη τι άλλο, όσοι ακούνε τ' όνομα θα φαντάζονται πράματα για μας. Θα... ανα βαθμιστούμε στα μάτια τ ο υ ς ! » παραμυθιάζεται η προς απόσυρσιν Τασία. Β ρ ε , τις λυσσάρες, μανία με το σεξ! σκέφτομαι, αλ λά φυσικά το καταπίνω. « Τ ι μιλάς εσύ, παντρεμένη γυ ναίκα ;» θα ρωτούσαν. Θα μπορούσα ν' απαντήσω ότι η έ λ λ ε ι ψ η ενδιαφέροντός μου για το αντικείμενο δεν οφείλεται στο... γάμο αλλά στην εν γένει αδιαφορία μου γι' αυτό, αφότου μπήκα στην κατηγορία της «να φθαλίνης». Για να μην τους χαλάσω τη σούπα, προσποιούμαι ότι τη βρίσκω κι εγώ με τη φαεινή ιδέα. Η Άννα, που από την τρίτη γυμνασίου ήταν το αστέ ρι της τάξης στο σχέδιο, παίρνει μια χαρτοπετσέτα και σχεδιάζει ένα βελτιωμένο λογότυπο του σωματείου: SEX CLUB
« Β ρ ε Άννα, δεν αλλάζεις αυτό το "ευαισθητοποιημέ νες"; " Σ υ ν ε ι δ η τ ο π ο ι η μ έ ν ε ς , ευαισθητοποιημένες..." πολύ δήθεν το βρίσκω». « Κ α ι τι να βάλω στο Ε ; » «Επιτυχημένες! Αυτό να β ά λ ε ι ς ! » Ασφαλώς. Η Αλίκη έχει κάθε λόγο να αισθάνεται επιτυχημένη. Το τελευταίο της διαζύγιο της απέφερε, εκτύς από τα συνήθη ακίνητα, και μια γερή διατροφή. Θα τη συμβούλευα στο σημείο αυτό να τερματίσει την καριέρα της. « Ε ν τ ά ξ ε ι . Επιτυχημένες λοιπόν. Ας το αλλάξουμε.
16
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ελάτε, δείτε το όλες! Σας αρέσει τώρα;» «Άψογο!» «Ουάου! Στην υγειά του κλαμπ!» « Ο λ ε ! Στα επόμενα υπέροχα πενήντα μας χρόνια!» Για άλλη μια φορά το αλκοόλ έκανε το θαύμα του.
17
br/zav
Α Χ , ΝΙΟΤΗ Α Π Ε Ρ Ι Σ Κ Ε Π Τ Η . . .
με τα μάτια γλαρά, παρακο λουθώ τις αεικίνητες αδελφές-ναφθαλίνες ν' ανταλλάσ σουν απόψεις, να κρατούν σημειώσεις, να πίνουν ακατά παυστα - τι διάολο, δε νυστάζουν ποτέ αυτές; Θα μου πεις τώρα, γιατί να νυστάζουν; Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν όλες καταφέρει να βγουν στη σύνταξη, είτε ατομική είτε του πρώην τους είτε -σαν τη Φαίδρα, καλή ώρα!- του... πατρός τους. Η Φωτεινή κατέχει τα σκήπτρα - συνταξιοδοτήθηκε ως μητέρα στα τριάντα πέντε τ η ς , κι αυτό χάρη στη διορατικότητα του μπαμπά της να βολέψει την κόρη του στην τράπεζα που δούλευε κι ο ίδιος, μετά τη δεύ τερη αποτυχία της στις πανελλήνιες. Δυο ολόκληρα χρόνια έχασε με τις εξετάσεις - αν είχε διοριστεί στα δεκαοχτώ, με το που έβγαλε το γυμνάσιο, θα 'χε βγει στη σύνταξη από τα τριάντα τρία. Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ! ΑΡΑΧΤΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ,
Στον αντίποδα εγώ, που πρέπει να κλείσω -άκουσον, άκουσον!-τα εξήντα -αν εν τω μεταξύ δεν αυξηθεί κι άλλο το ό ρ ι ο - για να δω Θεού πρόσωπο. Αυτά παθαίνω, αφού στα δεκαεπτά μου δεν είχα τη σύνεση να εκμεταλ λευτώ τις προσβάσεις του τότε τμηματάρχη Α' μπάρμπα μου για να διοριστώ στη σωστή μόνιμη θέση, αλλά πε-
18
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
τούσα στα ουράνια οραματιζόμενη καριέρα στη δημο σιογραφία -μια άλλη Οριάνα Φαλλάτσι θα γινόμουναύστερα από σπουδές στο εξωτερικό,εννοείται. Άσε που τότε, για τις αρχές της δεκαετίας του 70 μιλάμε, το τρί πτυχο των τριών Δέλτα (Δούλες, Δ ό κ ι μ ο ι , Δημόσιοι υπάλληλοι) δεν έχαιρε της πρέπουσας εκτιμήσεως, είχε ακόμη έναν μάλλον αρνητικό απόηχο και ασφαλώς δεν ταίριαζε σε μια συνειδητοποιημένη νέα της εποχής του αντιδικτατορικού αγώνα να επιδιώκει τη βολή της μέσα από τους αντιδραστικούς μηχανισμούς της αμαρτωλής άρχουσας τάξης, προβάλλοντας την ιδιαιτερότητα της «ντελικάτης» γυναικείας φύσης της ως μελλοντικής συ ζύγου και μάνας, ας πούμε. Κούνια που με κούναγε! Να τα τώρα! Και σαν να μην έφτανε αυτό, βιάστηκα η αδαής να γίνω μάνα από τα είκοσι έξι μου. Ενώ, αν περίμενα να περάσω τα τριάντα δύο, όπως πολύ σοφά έπραξε η Αναστασία, θα 'βγαινα κι εγώ στη σύνταξη στα πενήντα μου, έστω και από το ΙΚΑ, ως μητέρα «ανήλικου» τ έ κνου. Καλά να πάθω, ας πρόσεχα. Οι απερισκεψίες της νιότης εδώ πληρώνονται.
19
br/zav
Ο Ε Μ Π Ρ Η Σ Μ Ο Σ ΤΩΝ ΣΤΗΘΟΔΕΣΜΩΝ
Οι Σ Υ Ν Τ Ρ Ο Φ Ι Σ Σ Ε Σ Τ Η Σ Ε Π Ο Χ Η Σ εκείνης -για τις αρχές της δεκαετίας του 70 μιλάμε π ά ν τ α - υπερέβαλλαν εαυτές σε επαναστατικότητα. Εγώ η δύστυχη πάντα υστερούσα. Τελευταία και καταϊδρωμένη, δίσταζα να συμμετάσχω ενεργά στα ακραία «αντιεξουσιαστικά» δρώμενα - πώς με ανεχόντουσαν αλήθεια στην παρέα τους, των «επίλεκτων, συνειδητοποιημένων στο πνεύ μα του Μάη νέων γυναικών»;
Θυμάμαι μια εκδρομή σ' ένα παραλιακό κλαμπ στην Αίγινα... μέρα μεσημέρι ήταν, ο ήλιος να καίει ντάλα, κόσμος να μπαινοβγαίνει πλατσου ρίζοντας στη θάλασσα. Κάποιος απ' την παρέα μας έβαλε ένα ζεϊμπέκικο της Μπέλλου να παίζει στο τζουκμπόξ. «Χορεύουμε;» «Τρελάθηκες, ρε Πάνο; Μ' αυτήν τη ζέστη, θα πεθάνουμε!» «Προσέξτε εσείς, μην πεθάνετε! Θα χορέψω ε γ ώ ! Δώσ' μου άλλο ένα ούζο, συντρόφισσα!» πετάχτηκε πάνω η Φαίδρα. Οχ, τα 'χει πιει και δεν ξέρει τι λέει, σκέφτη-
20
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
κα και κοίταξα ανήσυχη γύρω μου -αρκετοί απ' τους θαμώνες ήταν άσχετοι, οι καιροί πονηροί, δεν μπορούσες να ξέρεις από πού θα σου 'ρθει το καρφί. Απτόητη, η Φαίδρα άρχισε να τη βρί σκει αιωρούμενη στο ρυθμό της μουσικής. Κά ποιοι τη συνόδευαν χτυπώντας ρυθμικά παλα μάκια. «Άσε τον εαυτό σου ελεύθερο! Δώσ' τα ό λ α ! » « Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ! Ελεύθερο!» Ευκαιρία βρήκαν οι διάφοροι να κάνουν... αντίσταση στη χούντα. Η μαγική λέξη φούσκω νε σαν τσιχλόφουσκα σε όλα τα στόματα. Τη φωνάζανε ρυθμικά, όλο και πιο δυνατά, σαν αφιονισμένοι. «Κουνήσου ελεύθερα, συντρόφισσα! Ε-λεύθε-ρααα!» Ξεθαρρεμένη, η Φαίδρα ταλαντευόταν με το τσιγάρο στο στόμα απλόχερα, τσαμπουκαλίδικα,σαν μαινάδα της επανάστασης. Όσο συνεχι ζόταν όμως ο χορός όλο και πιο πολύ έφερνε προς την ατίθαση Στέλλα της Μελίνας Μερκού ρη, σαν πάνω απ' ύλα να την ενδιέφερε να μπει στο μάτι του αυστηρού μπαμπά της. Φτάνοντας το τραγούδι στο τέλος, ήρθε το αποκορύφωμα: Με μια θεατρική κίνηση τράβηξε αποφασιστικά το πάνω μέρος του μπικίνι της και το πλούσιο στήθος της, ανυπόμονο και περήφανο, ξεπετά χτηκε στην κοινή θέα. « Μ π ρ ά β ο ! Γεια σου, ντερμπεντέρισσα! Κά τω οι στηθόδεσμοι! Κάτω όλοι οι δεσμοί! Απε-
21
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
λευθέρωση από τα δεσμά! Ελευθερία, εδώ και τώρα! Σπάστε τις αλυσίδες, ραγιάδες! Φωτιά στα δεσμά!» Ο Πάνος πρόσφερε τον αναπτήρα του στη Φαίδρα κι εκείνη, με μια τελετουργική κίνηση, έβαλε φωτιά στο σουτιέν. Η ομήγυρη παραλη ρούσε. Οι υπόλοιπες της παρέας, εκτός από μέ να , απαλλάχτηκαν η μία μετά την άλλη απ' τα σουτιέν τους και τ' ανεμίζανε σαν επαναστατικά λάβαρα. Μόνο όσα ήταν βρεγμένα γλίτωσαν τον εμπρησμό. Τα μάτια των αρσενικών θαμώνων είχαν πεταχτεί έξω - τ α βλέμματά τους, ένας μοναδικός συνδυασμός λαγνείας και επανα στατικού παροξυσμού. Εγώ έμεινα να χαζεύω μια γιαγιά που, βγαί νοντας απ' το μαγαζί μ' ένα δίσκο για να μαζέ ψ ε ι ποτήρια, αποσβολώθηκε απ' το θέαμα κι έκανε το σταυρό της μουρμουρίζοντας ξόρκια. Προσπερνώντας με περιφρονητικά η Τασία, που ήταν από τότε « μ α σ τ ο ύ » , με τα βυζιά έξω να τρεμουλιάζουν σαν κρεμ καραμελέ και να με απειλούν ευθέως με βυζοσκάμπιλο, δεν παρέ λειψε να με καρφώσει: «Οχ, βρε Έ ρ σ η ! Πάντα ξενέρωτη ήσουνα! Ή μήπως τα 'κανες πάνω σου; Να σου πήγε, ε ; » .
Δε μου πήγε να, απλώς δε θεωρούσα το κάψιμο των σουτιέν επαναστατική πράξη, αλλά εντελώς ηλίθια - κι ας το συνήθιζαν τω καιρώ εκείνω οι απανταχού της γης
22
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
αγριοφεμινίστριες. Ίσως και ακριβώς γι' αυτό. Δε θα 'κανα εγώ κάτι επειδή έτσι αποφάσισαν κάποιοι άλλοι πριν από μένα για μένα, ούτε μου άρεσε η ιδέα να κά νω «αντίσταση» πετώντας έξω τα βυζιά μου. Άσε που είχα δώσει μια περιουσία για κείνο το μαγιό και δεν εί χα καμιά όρεξη να το κ ά ψ ω . Γ ι α τ ι ς συντρόφισσες όμως τέτοιου είδους αποστάσεις από το συλλογικό γί γνεσθαι σήμαιναν ότι αλληθωρίζεις προς την αντιδρα στική αστική ευπρέπεια.
23
br/zav
ΟΙ Β Ι Ο Λ Ε Τ Ε Σ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
ΠΑΡΑ Τ Ι Σ ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΤΩΝ ΦΑΓΗΤΩΝ και την κάπνα των τσιγάρων, ένα ανεπαίσθητο άρωμα ναφθαλίνης πλανά ται στην ατμόσφαιρα και μου ανακαλεί φευγαλέες ει κόνες απ' τα παιδικά μου χρόνια. Με το που άνοιγαν τα σχολεία το φθινόπωρο κατεβάζαμε τα μάλλινα απ' τα πατάρια και η μυρωδιά της ναφθαλίνης ήταν κυρίαρχη για κάποιες μέρες, ακόμη και στην κουζίνα. Παράθυρα δεν επιτρεπόταν ν' ανοίξουμε, επειδή η θεία η Ξένη, μια ζωντανή ναφθαλίνη η ίδια, ήταν ευαίσθητη στα ρεύμα τα. Βλέπω τώρα τις παλιές συντρόφισσες, αργόσχολες, με τα σινιέ συνολάκια, τα στιλιζαρισμένα μαλλιά, την άκαμπτη σιλουέτα -λες να ευθύνεται ο εμπρησμός των στηθόδεσμων για τα πεσμένα στήθη;-, ντυμένες στα λιλά, σαν ένα μάτσο μαραμένες βιόλες, να αντιστέκο νται σθεναρά στον πανδαμάτορα χρόνο και στη συνα κόλουθη έλευση του (αλίμονο, προ των πυλών μας καραδοκούντος) χειμώνα. « Ο ι βιολέτες του χειμώνα», να ένα εύστοχο όνομα για τη λέσχη μας,σκέφτομαι,αλλά δεν τολμώ να το εκστομίσω, από φόβο μήπως δώσω ξανά αφορμή να με κράξουν. Πώς τα καταφέρνω, διάολε, και βρίσκομαι πάντα στη γωνία; Καταλήγω στο συμπέρασμα πως, αν
24
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
σε κάτι διαφέρω από αυτές, είναι απλώς και μόνο το γεγονός ότι εγώ τουλάχιστον όσα -μειωμένης έστω επαναστατικότητας- διακήρυσσα τότε τα πίστευα στ' αλήθεια και εξακολουθώ η αφελής να τα πιστεύω. Γιατί συνεχίζω στα πενήντα μου τις μεταφράσεις,τις επιμέλειες και τις διορθώσεις σ' ένα μικρό εκδοτικό οί κο, τη στιγμή που ο άντρας μου είναι πια αρχισυντά κτης σ' εφημερίδα; Την προφανή απάντηση, ότι κάνω μεταφράσεις επειδή αυτή είναι η δουλειά μου και δε θέλω να εξαρτώμαι απ' το σύζυγο, δεν τη μαντεύουν, κι εγώ δεν τους την πετάω κατάμουτρα, για να μην τις... προσβάλω -τέτοιο ζώο ε ί μ α ι ! Αυτές θεωρούν πολύ φε μινιστικό να ζουν όπως ζουν. Η κοινωνία, οι άντρες, ακόμη κι οι γέροι ή μακαρίτες γονείς, όλοι κάτι τούς χρωστάνε, μόνο εγώ δεν το βλέπω και μένω προσκολ λημένη σε ασύμφορες θεωρητικολογίες. Αρνούμαι δη λαδή να «μεγαλώσω». Αυτό θα φταίει μάλλον που τις προάλλες με στρίμω ξαν στον τοίχο με άγριες διαθέσεις, όταν τόλμησα να παρατηρήσω ότι, πέρα απ' τις «κατάφωρες α δ ι κ ί ε ς » εναντίον μας, εμείς οι γυναίκες, εδώ στην Ελλάδα του λάχιστον, έχουμε και προνόμια, συχνά εξοργιστικά -εξώφθαλμο παράδειγμα εμείς ( « ε σ ε ί ς » εννοούσα, αλλά είπα « ε μ ε ί ς » ) οι ίδιες. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Κατά τ' άλλα διεκδικούμε, λέει, ισότητα!
25
br/zav
Μ Ι Κ Ρ Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΕ Τ Σ Ε Ρ Ο Κ Ι
«ΥΠΟΓΡΑΨΕ Ε Δ Ω ! »
« Ν α . . . υπογράψω. Τι είναι αυτό; Το καταστατικό του... συλλόγου;» « Ν α ι . Διάβασε το, μήπως έχεις να προσθέσεις τίπο τα». «Δεν έχω. Είμαι βέβαιη ότι τα σκεφτήκατε όλα. Λοι πόν, παιδιά, εγώ να φεύγω. Έχω πεθάνει στη νύστα. Σόρι, ε ; » «Πώς θα πας; Τα ταξί έχουν απεργία». «Θα την πετάξω εγώ. Στο δρόμο μου ε ί ν α ι » . « Σ ' ευχαριστώ πολύ, Αλίκη μου. Με υποχρεώνεις. Άντε, καληνύχτα σε όλες. Ως την παράλλη Τετάρτη!» « Ε , 'Ερση, πάρε την κάρτα σου!» « Π ο ι α ; Α, την κάρτα μέλους του κλαμπ... Μάλιστα! Οργανωμένα πράματα! Ωραία λοιπόν! Γ ε ι α » . Χώνω βιαστικά την καρτούλα στο τσεπάκι της τσά ντας και μες στη μαύρη νύχτα ακολουθώ την Αλίκη δυο δρόμους παρακάτω, ως το ασημί Τσερόκι της. « Τ ι γίνεται ο Κώστας;» «Καλά υποθέτω. Έχω να τον δω από προχθές». Αλήθεια, γιατί δε μου τηλεφώνησε σήμερα; σκέφτο μαι μ' ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά - αχ, Κώστα, Κώστα, όχι πάλι τα ίδια, προς Θεού, πέρασαν πια τα
26
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«άγρια» χρόνια και για τους δυο μας! Μετά όμως θυ μάμαι ότι ξέχασα να ελέγξω τα μηνύματα στο κινητό μου. Η Αλίκη επιμένει στην ανάκριση. «Γύρισε απ' τη Λισσαβόνα;» « Ν α ι , αλλά θα ξανάφευγε α π ό ψ ε » . « Γ ι α τη Σύνοδο Κορυφής, ε; Και η Δάφνη;» Κουνάω το κεφάλι για να κερδίσω χρόνο και ν' απο φύγω την απάντηση -σχεδόν φτάσαμε. «Μπορείς να μ' αφήσεις εδώ, Αλίκη. Μην κάνεις όλη τη στροφή, είναι μονόδρομος». «Είσαι σίγουρη;» « Ν α ι . Σ' ευχαριστώ πολύ. Καλόν ύπνο!»
27
br/zav
Τ Ρ Ω Γ Ο Ν Τ Α Σ ΠΟΡΤΑ ΝΥΧΤΙΑΤΙΚΑ
ΜΠΡΟΣΤΑ Σ Τ Η ΜΙΣΟΦΩΤΙΣΜΕΝΗ είσοδο της πολυκατοι
κίας ψάχνω πυρετωδώς όλα τα τσεπάκια της τσάντας μου, αλλά χωρίς επιτυχία. Πουθενά τα κλειδιά! Απο φασίζω τελικά να αδειάσω το περιεχόμενο της τσάντας πάνω στο γείσο του παρτεριού με τις ντάλιες, μήπως και δω Θεού πρόσωπο, αλλά την κρίσιμη στιγμή θυμά μαι ότι η κόρη μου « δ α ν ε ί σ τ η κ ε » το μπρελόκ χτες το βράδυ και, ως συνήθως, δεν το επέστρεψε. Τόμπολα! Τι κάνουμε τώρα; Θα περιμένουμε μες στο κρύο να τελειώσει η πορεία του Αντικαπιταλιστικού Μετώπου για να γυρίσει η Δάφνη απ' την Πράγα; Ως εδώ, νισάφι πια! Θα της ξεριζώσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα - κάτι που έπρεπε να 'χα κάνει από καιρό. Τώρα όμως τι γίνεται; Να φέρω κλειδαρά στις τρεις το πρωί; Μήπως θυμάμαι κανένα νούμερο απέξω; Αχ, δεν έπρεπε να πετάξω εκείνη την καρτούλα... Λες να λειτουργεί τέτοια ώρα το 131; Μήπως είναι καλύτερα να πάω σε ξενοδοχείο; Αυτό θα κάνω. Πέφτει, βέβαια, λίγο μακριά από δω -δεν έχουμε ξενοδοχεία στη γειτο νιά μας-, αλλά κοντά στο γραφείο έχει πολλά. Έτσι, θα γλιτώσω τουλάχιστον τον πρωινό μαραθώνιο. Χ α ! Ε υ τυχώς, έχω γραμμένα τα τηλέφωνα των ταξί στην ατζέ ντα μου - να τα, εδώ είναι. Λοιπόν... Καλούμε πρώτα
28
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
το 210 και μετά... μα πού είναι το κινητό; Αυτή τη φορά αδειάζω την τσάντα στο πεζούλι, αλ λά το κινητό άφαντο. Δεν μπορεί, αφού το είχα φεύγο ντας απ' το σπίτι! Κι όμως, μπορεί. Και τώρα; Κοιτάζω με απόγνωση τον έρημο δρόμο. Θα πρέπει να βγω στην κεντρική λεωφόρο. Παίρνω δρόμο τρικλί ζοντας πάνω στις γόβες με το τακούνι-στιλέτο - τ ι τα 'θελα εγώ τα λούσα; Λες και δεν ξέρουμε ότι όλα αυτά τα σατανικά αντικείμενα είναι επινοήσεις των φαλλο κρατών που σκοπό έχουν να κρατάνε τη γυναίκα δ έ σμια κάποιου άντρα-συνοδού, για να τη στηρίζει σε κάθε της βήμα, μην πάρει τούμπα και φάει τα μούτρα της! Τι τα 'θελα; Έλα όμως που η Φαίδρα,η ηγερία μας, επέμενε στον επίσημο χαρακτήρα της βραδιάς και με απειλούσε με αποκλεισμό από τη λέσχη εάν τολμούσα να παρουσιαστώ με τα συνήθη άρβυλα πορείας. Ένα παλιό αυτοκίνητο που έρχεται απ' την αντίθετη κατεύθυνση με τυφλώνει με τους προβολείς του - ώ ρ α είναι να μου την πέσει κανένας τσαντάκιας! Το αυτοκί νητο με προσπερνάει αδιάφορα. Θυμάμαι άλλες επο χές που γύριζα νύχτα στο πατρικύ μου, δεν υπήρχε πε ρίπτωση μια γυναίκα μόνη να μη γίνει στόχος πειραγ μάτων από επίδοξους εποχούμενους εραστές. Τώρα ο κόσμος άλλαξε, οι άντρες γίνανε πιο κουλ, πιο Ευρω παίοι. Αλλά τι λέω,η κατεδαφισμένη! Δεν άλλαξαν οι άντρες, εγώ άλλαξα. Ποιος ενδιαφέρεται να τα ρίξει σε μια ληγμένη πενηντάρα που του θυμίζει τη θεία τ ο υ ; Τι αλλόκοτη κατάσταση, Θεέ μου, να τρικλίζω μο νάχη νυχτιάτικα στους έρημους δρόμους! Πόσα χρόνια έχει να μου συμβεί αυτό; Στο πλευρό του Κώστα, στη-
29
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ριγμένη στο στιβαρό του μπράτσο, μέσα από απανω τές νυχτερινές επιστροφές στην εστία μας, μεταβλήθη κα σταδιακά από ερωτικό αντικείμενο σ ε . . . σ' αυτό που είμαι σήμερα. Αχ, να 'μουνα τώρα στο ζεστό μου δωμάτιο και άλλο τ ί π ο τ α ! Το κλειδί μου λ ε ί π ε ι , το κλειδί του παραδείσου!
30
br/zav
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ Τ Η Σ Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Σ ΛΕΩΦΟΡΟΥ
Τουρτουρίζοντας απ' το κρύο, περιμένω στη στάση. Περνάνε είκοσι λεπτά, ούτε ίχνος ταξί. Η κίνηση αραιή - είναι και καθημερινή, βλέπεις. Ένα φορτηγάκι σταματάει μπροστά μου, ανοιγοκλεί νοντας μου τα φώτα. « Ε , κυρία, τι περιμένεις;» Ξένος είναι. Προτιμώ να κάνω πως δεν άκουσα. «Αν περιμένεις ταξί, δε θα έ ρ θ ε ι . Έχουν... ανερ γία». Θεέ μου, πώς το ξέχασα; Νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν, όπου να 'ναι θα βάλω τα κλάματα. «Έλα να σε πάω. Πού πας;» Το δίλημμα κρατάει λίγα μόνο δευτερόλεπτα -σκέ φτομαι με φρίκη τα φώτα του φορτηγού ν' απομακρύ νονται μες στη μαύρη νύχτα και να μ' αφήνουν π ί σ ω και, αποφασισμένη να κάνω χρήση της δελεαστικής πρότασης του νυχτερινού ιππότη, πλησιάζω το παρά θυρο του συνοδηγού. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ.
«Αλήθεια, μπορείς να με πας πιο κάτω;» « Ε , αλήθεια, ν τ ε » . «Ευχαριστώ πολύ. Δεν ήξερα για την απεργία. Πά γωσα τόσην ώρα». Βολεύομαι όπως όπως στο σκληρό κάθισμα.
31
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
«Καλά είσαι; Απλώσου, άραξε. Πού πας;» « Ε . . . στην Ομόνοια. Άσε με όμως όπου σε βολεύει. Κάπου κεντρικά». Νιώθω το βλέμμα του να με περιεργάζεται με την ακρίβεια μικροβιολόγου. Είναι γύρω στα σαράντα. Ανάβει τσιγάρο και πατάει το ON στο ραδιόφωνο, για να φτιάξει ατμόσφαιρα, υποθέτω. Ένας καψουρεμένος γαβγίζει στη διαπασών. « Ε κ ε ί , στην Ομόνοια, μένεις;» « Όχι, εκεί εργάζομαι». Με κοιτάει με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Οχ, τι είπα; «Τέτοια ώρα εργάζεσαι;» «Όχι... το πρωί. Τώρα πάω για ύπνο». « Μ α αφού δε μένεις εκεί, λ ε ς » . « Δ ε μένω ε κ ε ί . Εδώ κοντά μένω, αλλά έχασα τα κλειδιά του σπιτιού και θα πάω να μείνω σε ξενοδο χείο, κοντά στη δουλειά». « Α , τα κλειδιά... Και σε ποιο ξενοδοχείο θα πας;» «Δεν ξέρω, σε όποιο να 'ναι. Για λίγες ώρες είναι μό νο, ως το π ρ ω ί » . « Γ ι α τ ί να πληρώνεις λεφτά για λίγο; Έλα στο δικό μου ξενοδοχείο. Στην Ομόνοια είναι κι αυτό». «Ευχαριστώ. Δεν μπορώ όμως». « Γ ι α τ ί ; Μήπως θες να πάμε σε μαγαζί πρώτα; Θες να φας;» Η κατάσταση εκτρέπεται επικίνδυνα. Το χέρι του ψαχουλεύει τώρα το γόνατό μου - κάτι πρέπει να κά νω. Πλησιάζουμε το Φάρο του Ψυχικού. Τι ειρωνεία! Από δω φύγαμε με την Αλίκη πριν από - πόση ώρα να πέρασε; Μία; Μιάμιση; Ευτυχώς, μας πιάνει κόκκινο
32
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
και δίπλα μας σταματάνε άλλα αυτοκίνητα. Τέτοια ευ καιρία δε θα ξαναβρώ - με μια απότομη κίνηση ανοίγω την πόρτα και πετάγομαι έξω, στη μέση της Κηφισίας. Ένα κορνάρισμα μου κόβει τη χολή, αλλά είμαι ελεύθε ρη! «Γεια σου κι ευχαριστώ!» φωνάζω χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
33
br/zav
Κ Α Τ Ι Τ Ρ Ε Χ Ε Ι ΜΕ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΟΥ
αυτή την αποφράδα νύχτα μπροστά στην κλειστή είσοδο ενός σπιτιού -αυτό είναι τριπλοκατοικία. Ένα παράθυρο του πρώτου ορόφου έχει φως. Υπολογίζω ότι πρέπει να 'ναι η κρεβατοκά μαρα της Φαίδρας και χτυπάω το κουδούνι της. Αργεί λίγο, αλλά, δόξα τω Θεώ, απαντάει. «Φαίδρα, η Έρση είμαι. Μπορείς να μου ανοίξεις, σε παρακαλώ; Κλείστηκα έξω απ' το σπίτι μ ο υ » . 0 ήχος του εσωτερικού κουδουνιού που ανοίγει την πόρτα μοιάζει με προσκλητήριο σάλπισμα για τη νιρ βάνα. Μπαίνω και σωριάζομαι σ' έναν καναπέ. « Μ ε συγχωρείς για την ταλαιπωρία. Δεν είχα άλλη λύση. Ήταν εφιαλτικό, ήταν... Δώσε μου ένα ποτό, σε παρακαλώ!» Ν Α Μ Ε Γ Ι Α Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η ΦΟΡΑ
«Μην το σκέφτεσαι. Μπορείς να μείνεις εδώ. Μα πώς κλείστηκες έξω;» «Δεν είχα κλειδιά. Μου τα 'χει πάρει η Δάφνη». « Κ α ι δεν της τηλεφωνούσες, να τσακιστεί να σ' τα φέρει;» « Α π ό πού να μου τα φ έ ρ ε ι , βρε Φ α ί δ ρ α ; Απ' την Πράγα;» «Α ναι, έπρεπε να το φανταστώ. Πορεία εναντίον της παγκοσμιοποίησης χωρίς τη Δάφνη γίνεται;»
34
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ο τόνος της φωνής της είναι ειρωνικός - το 'χει πει άλλωστε πολλές φορές: « Σ ή μ ε ρ α , χρυσό μου, στις πο ρείες πάνε πια οι αστικές μ π ε μ π έ κ ε ς » . « Ε ν ώ στην εποχή μας πήγαιναν οι βουκόλες εξ επαρχίας» μου 'ρχεται να της τη σπάσω, αλλά συνήθως κρατιέμαι. Όχι πάντα, δυστυχώς, και τότε γινόμαστε κώλος. Έτσι τώ ρα πια σωπαίνω. Εκείνη διεκδικούσε, όσο ήταν στη μόδα, την προλε ταριακή της υπόσταση, κληρονομικώ δικαίω: ως κόρη αγωνιστού ιατρού εξ επαρχίας, εξορισθέντος εις Μακρόνησον. « Ε ί μ α ι κόρη του τ ά δ ε » κόμπαζε σε κάθε ευκαιρία, παραθέτοντας λεπτομερώς τις ελέω πατρός αντιστασιακές της περγαμηνές. Εγώ, ως κόρη Γερμανίδας μητέρας, ήτοι εξ ορισμού με ναζιστικό αίμα στις φλέβες μου, βρίσκομαι ακριβώς στον αντίποδα. Είμαι ψυχρή, ορθολογίστρια και μου λείπει το μεσογειακό πάθος. Το ήθος μου είναι, λ έ ε ι , καλβινικό. Η ζωή μου είναι άχρωμη και άοσμη - ούτε διαζύγια ούτε γκόμενοι ούτε ξεκατινιάσματα. Και να 'χα κάνει τουλάχιστον καριέρα... Τίποτα, μια απλή με ταφράστρια ήμουν και παρέμεινα. Αλλά και ως μητέρα έχω αποτύχει. Η «κόκκινη Φαί δρα» δε χάνει ευκαιρία να μου τρίψει στα μούτρα την απαράδεκτη αγωγή που έδωσα στη μοναχοκόρη μου, με τα ιδιωτικά σχολεία και τα ιδιαίτερα. Μεταξύ μας, δεν έχει κι άδικο... Καθώς ανασηκώνομαι να πιάσω ένα τσιγάρο απ' το πακέτο της, βλέπω ένα κινητό μισοπλακωμένο κάτω από μια μαξιλάρα του καναπέ. «Και να σκεφτείς, έχω χάσει και το κινητ...»
35
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Η φράση μου κόβεται στη μέση, καθώς ανασύρω το κινητό και διαπιστώνω ότι είναι το δικό μου. Η Φαίδρα μού τείνει ένα ποτήρι με ουίσκι όταν, βλέποντας με να κρατάω τη συσκευή, χάνει προς στιγμήν το χρώμα της -γιατί άραγε;-, γρήγορα όμως ξαναβρίσκει την αυτο κυριαρχία της. « Κ ι αυτό που κρατάς... τι είναι;» «Αυτό είναι, το βρήκα. Ήταν εδώ, δεν το 'χες δ ε ι ; » « Ό . . . όχι. Είπα ν' αφήσω το συγύρισμα για το πρωί». «Περίεργο. Πολύ περίεργο πώς βρέθηκε ε δ ώ » . « Γ ι α τ ί περίεργο; Θα το ξέχασες, φαίνεται, αφού τ η λεφώνησες». « Μ α δεν τηλεφώνησα καθόλου από δ ω » . «Ποιος ξέρει; Θα σου γλίστρησε απ' την τσάντα». Βιάζεται να κλείσει το θέμα, μου γυρίζει την πλάτη και πάει προς την κουζίνα. Παρατηρώ ότι στην οθόνη του τη λεφώνου δείχνει το μενού: Κάποιος έπαιζε με το κινητό μου, αυτό είναι σίγουρο. Εισερχόμενα μηνύματα: μηδέν. Βάζω τη συσκευή στην τσάντα και αποφασίζω να μην ασχοληθώ άλλο με το θέμα - φτάνει που ξαναβρήκα το τηλέφωνό μου. Με μια μαξιλάρα στην πλάτη χαλαρώνω ρουφώντας το ουίσκι μου. Ωραία, εδώ στον καναπέ θα βολευτώ για δυο τρεις ώρες και ύστερα δρόμο. Μα για κάτσε: Όλα εδώ λάμπουν από τάξη και καθαριότητα. Πού είναι τα χρησιμοποιημένα ποτήρια, πού είναι τα τασάκια με τ' αποτσίγαρα; Τα μάζεψε όλα - αλλά τότε γιατί μου 'πε ότι... «Θες να σου βάλω μουσική ή θα ξαπλώσεις αμέσως; Θα σου στρώσω μ έ σ α » .
36
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Όχι, Φαίδρα μου. Σ' ευχαριστώ πολύ, αρκετά σ' ανα στάτωσα. Εδώ θα την αράξω για λίγο και μόλις κυκλο φορήσουν λεωφορεία θα την κάνω για το γραφείο. Ξά πλωσε εσύ και άσε με μένα. Μια χαρά είμαι δ ω » . «Όπως θέλεις. Ξέρεις πού είναι ο καφές». Ασφαλώς και ξέρω. Ξέρω αυτό το σπίτι σπιθαμή προς σπιθαμή.
37
br/zav
Ε Ν Α Σ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
ανακατεύω ένα πάκο παλιές φωτογραφίες, αφημένες ατημέλητα πάνω σ' ένα σκαμπό. Να οι γονείς της, να η Φαίδρα μωρό, να την και σε μια παραλία με το φίλο « μ α ς » τον Πάνο, τα χά δια του οποίου κάποτε -ερήμην όμως εμού-μοιραστήκ α μ ε . Μάλιστα! Υπάρχει, λοιπόν, και πειστήριο του παλιού εγκλήματος! Αφήνω τις φωτογραφίες και τις κακές σκέψεις και περιεργάζομαι προσεχτικά το δωμάτιο. Λίγα άλλαξαν εδώ μέσα με τα χρόνια. Αυτός ο ίδιος καναπές υπήρχε από τότε, με άλλη ταπετσαρία. Πάνω σ' αυτόν ολοκλη ρώθηκε η σχέση μου με τον Πάνο, τον πρώτο μεγάλο μου έρωτα, προ... πόσων ετών; Προ τριακονταετίας περίπου. Επί δικτατορίας, φυσικά, αφού ο πατέρας της Φαίδρας ήταν εξόριστος, η μάνα της δούλευε αποκλει στική τις νύχτες για να τα φέρνει βόλτα κι εμείς... Π Ι Ν Ο Ν Τ Α Σ ΈΝΑ ΑΚΟΜΗ Ο Υ Ι Σ Κ Ι ,
Στη συζυγική κρεβατοκάμαρα η Φαίδρα με το Γιάν νη, στο θρυλικό καναπέ εμείς οι κολλητές, μία μία εκ περιτροπής. Σε βάρδιες, ανάλογα με τη μέρα - εγώ εί χα καπαρώσει τις Τετάρτες, μετά το φροντιστήριο. Με τον Πάνο πάντα συνηθίζαμε να χτυπάμε κάνα ουισκάκι ή κάνα Drambuie απ' το μπαρ, ό,τι είχε τέλος πά ντων, πριν φύγουμε για τα σπίτια μας, ντυμένοι και σε
38
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
πλήρη ετοιμότητα. « Έ λ α , γεια μας, ένα για το δρόμο» λέγαμε. Αυτό μας έσωσε.
Πρώτα ακούσαμε το κ λ ε ι δ ί . Η πόρτα έ τ ρ ι ξ ε εφιαλτικά μες στην ησυχία της νύχτας. Πετα χτήκαμε πάνω πανικόβλητοι. Οχ, η κυρία Μερό πη θα γύρισε! Θα της πέθανε πάλι ο ασθενής εν μέση νυκτί - τι γίνεται τώρα; Ξέρει για το Γιάν νη , αλλά να τον βρει και τσίτσιδο στο κρεβάτι της; Κι εμείς, τι παριστάνουμε εμείς εδώ τέτοια ώρα; Ο Πάνος αναποδογύρισε το ποτήρι του με το ο υ ί σ κ ι . Τα β ή μ α τ α , β α ρ ι ά όμως και συρτά, αντρίκεια, πλησίαζαν, μέχρι που ο άνθρωπος φάνηκε στο ημίφως του χολ. Δεν τον είχα ξανα δεί, για κάποια δευτερόλεπτα δεν ήξερα τι να φοβηθώ περισσότερο, το διαρρήκτη ή . . . Εκείνος πάτησε το διακόπτη και το φως αποκάλυψε το πρόσωπό του - αξύριστο, με βαθιές ουλές και κόκκινα μάτια. Κουτσαίνοντας, πλησίασε: « Ε ί ναι το σπίτι μου εδώ ή μπήκα α λ λ ο ύ ; » . « Ε . . . κ α λ η σ π έ ρ α . . . κ α λ η μ έ ρ α . Ε ί μ α σ τ ε φίλοι της Φ α ί δ ρ α ς , ξ έ ρ ε τ ε , κ α ι . . . » Έ κ α ν ε ένα νόημα, όπως «Καθίστε, μη σας ενοχλώ», και σέρνοντας με κόπο τα βήματά του - ε μ φ α ν ώ ς π ο ν ο ύ σ ε κατευθύνθηκε προς το διάδρομο. 0 Πάνος με άρπαξε απ' το χέρι και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο κεφαλόσκαλο. «Την τσάντα μ ο υ ! » πήγα να πω, αλλά εκείνος μου
39
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
κλείσε το στόμα με την παλάμη του κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τρέχοντας τη σκάλα. Πριν φτά σουμε στο ισόγειο μαρμαρώσαμε. Μια δυνατή φωνή, σαν κραυγή πληγωμένου ζώου, έσκισε στα δυο τη σιωπή: «Πουτάνα! Πουτάνααα!». «Πουτάνα! Πουτάνααα!» Τώρα κάποιος κυ νηγάει εμένα. Τρέχω τρικλίζοντας πάνω στις μυτερές μου γόβες. Τα πόδια μου, βαριά σαν σίδερο,δεν υπακούουν, τρέχω με όλο και μεγα λύτερη δυσκολία. Ο Κώστας άφαντος -ή ήταν ο Πάνος που με συντρόφευε μόλις πριν; «Πουτά νααα!» η φωνή με καταδιώκει αμείλικτα. Σκο ντάφτω , πέφτω και, ω της φρίκης, είμαι μισόγυ μνη. «Πουτάνααα! Οι ήρωες σακατεύονταν στα ξερονήσια κι εσύ γαμιόσουνα! Γαμιόσουνααα!» Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω το πρόσωπο του διώκτη μου: Ο πατέρας της Φαίδρας, με το πρό σωπο γεμάτο ανοιχτές πληγές και σταγόνες αί μα να στάζουν στο γυμνό μου στήθος, ξεκου μπώνει το σκισμένο του παντελόνι έτοιμος να... «Φαίδρα! Φαίδρα!» τσιρίζω, αλλά η φωνή μου πνίγεται,βγαίνει σαν ψίθυρος.. « Φ α ί δ ρ α ! »
«Έρση ,τι σου συμβαίνει; Ξύπνα, μ' ακούς; Ξύπνα! Όνει ρο είναι!» «Φαίδρα!» «Να που αποκοιμήθηκες τελικά. Έλα μέσα να συνε χίσεις». «Όχι, όχι. Δε θέλω να κοιμηθώ ά λ λ ο » .
40
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Μη φοβάσαι. Θα κοιμηθούμε μαζί στο διπλό κρε βάτι. Έ λ α ! » «Ευχαριστώ, δε θέλω. Θα φύγω όπου να 'ναι. Πή γαινε εσύ να κοιμηθείς. Με συγχωρείς και π ά λ ι . Σε τρέλανα α π ό ψ ε » . «Δεν είχα ύπνο έτσι κι αλλιώς. Θα φτιάξω κ α φ έ » . Να της πω τι έ β λ ε π α ; Πώς όμως η ανάμνηση γλί στρησε στ' όνειρο; Πού τελειώνει το ένα και πού αρχί ζει το άλλο; Και είναι τόσο, μα τόσο οδυνηρό... Δε θα πω τίποτα. Αρκετά υπέφερε τότε και αυτή και -πολύ περισσότερο-εκείνος. Ας αναπαύονται οι νεκροί εν ε ι ρήνη... «Λοιπόν; Τι ήταν αυτό που σε τρόμαξε τόσο;» «Τίποτα δεν ήταν». «Τίποτα! Ποτέ δεν είναι τίποτα. Ποτέ δε λες τι σε απασχολεί. Ποτέ δε μοιράζεσαι τίποτα. Στον ύπνο σου όμως με φώναξες, δεν είν' έτσι; Λοιπόν, είμαι εδώ! Πες μου γιατί με φώναξες!» Με χαϊδεύει προστατευτικά στην πλάτη, μετά το χέ ρι της γλιστρά στο γόνατό μου. Ενστικτώδικα αποτρα βιέμαι - δεν πάει πολλή ώρα που το τριχωτό χέρι του ξένου οδηγού επιχείρησε να εξερευνήσει αυτό ακριβώς το σημείο, το κατά γενική ομολογία ελκυστικότερο του σώματός μου. «Να φοράς φούστες, Έρση μου, σε κολακεύουν τό σο! Τέτοια πόδια τι τα κρύβεις μέσα σ' αυτά τα άχαρα παντελόνια; Και να μου το θυμάσαι: Ακόμα κι όταν γε ράσεις, οι γάμπες είναι οι τελευταίες που θα σε προδώ σουν!» Η θεια μου η Σοσώ τώρα δικαιώνεται, αλλά πού 'ντη να δρέψει τους καρπούς της δικαίωσης της μ' εκεί-
41
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
νο το θρυλικό της «σ' τα 'λεγα ε γ ώ ! » που πέταγε σε κά θε δεύτερη φράση της; «Λοιπόν; Ποιος σε τρόμαξε;» «Ο μπαμπάς σου!» μου 'ρχεται να το ξεστομίσω, αλ λά κρατιέμαι και πετάω το πιο ανώδυνο: «Ο Κώστας. Ήμουνα ημίγυμνη σε κάποιο δρόμο και...». «Κατάλαβα. Κλασικό όνειρο αυτών που κρύβουν τα συναισθήματά τους. Αλλά εδώ η παρουσία του Κώ στα... χμ... Εσύ ημίγυμνη στο δρόμο εκτίθεσαι, κάτι προσπαθείς να βγάλεις από μέσα σου, κάτι ως τώρα καλά κρυμμένο, εμφανίζεται όμως εκείνος και με την αρσενική του διεισδυτική βία σε απειλεί, για να μην τολμήσεις...» «Αχ, βρε Φαίδρα, πού τα βρίσκεις όλ' αυτά;» « Έ χ ε ι ς πρόβλημα, Έρση. Παραδέξου ότι έχεις πρό βλημα. Γιατί δε μου ανοίγεσαι;» «Μα δεν...» «Πες μου την αλήθεια: Αν απατούσες τον Κώστα, θα μου το έλεγες;» « Δ ε . . . δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Γιατί να σ' το πω;» « Γ ι α να σου κάνω πλάτες ίσως. Γ ι ' αυτό είναι οι φί λες». «Νόμιζα πως και ο Κώστας είναι φίλος σου». « Σ ω σ τ ά . Αν όμως μου ζήταγε να του κάνω πλάτες εκείνου, δεν ξέρω... Εμείς οι γυναίκες έχουμε, υποτίθε τ α ι , μια αλληλεγγύη μεταξύ μας, δεν είν' έ τ σ ι ; Εδώ ιδρύσαμε και σωματείο! Γέλα, ντε, αστειεύομαι. Λοι πόν; Εσύ τι λες; Τι θα αισθανόσουν αν ήξερα κάτι για τον Κώστα και δε σου το 'λεγα;»
42
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Τώρα πια τ ί π ο τ α » θα 'θελα να της πω. Αλλά της λέω απλώς: «Είναι ώρα να φεύγω. Με συγχωρείς και πάλι. Σ' ευ χαριστώ για ό λ α ! » . «Ώστε δε θέλεις να ξέρεις τίποτα, έτσι; Προτιμάς να κρύβεις το κεφάλι στο χώμα. Σαν τη στρουθοκάμηλο». « Ν α ι . Σαν τη στρουθοκάμηλο. Μ' αρέσει το είδος. Είναι ψηλή και άχαρη. Μου μοιάζει». Είμαι σίγουρη ότι, αν γυρίσω τώρα το κεφάλι, θα δω στο πρόσωπό της τα σφιγμένα χαρακτηριστικά της μνησικακίας εκείνου που τρελαίνεται να μιλήσει και δεν του δίνουν το λόγο. Μόλις κλείσει την εξώπορτα και μπει μέσα, θ' ανάψει τσιγάρο. Πάει να σκάσει!
43
br/zav
Γ Ι Α Κ Α Φ Ε ΕΝΩΠΙΑ ΕΝΩΠΙΑ
ΑΓΟΡΑΖΩ Τ Σ Ι Γ Α Ρ Α , για
πρώτη φορά μετά από δυο βδο μάδες εγκράτειας, κι αποφασίζω να περπατήσω ως την επόμενη στάση. Είναι ακόμη νωρίς και προλαβαίνω να πιω κάπου έναν καφέ κανονικό, χωρίς πικρό κατακάθι. Έναν καφέ με την Έρση, τη δικιά μου Έρση, την αλη θινή, την αφτιασίδωτη, χωρίς τη μάσκα της κάθε μέρας. Τον εαυτό μου -ή μάλλον την « ε α υ τ ή » μου,για να κυ ρ ι ο λ ε κ τ ο ύ μ ε - π ο υ συνηθίζω να « υ λ ο π ο ι ώ » κάθε που νιώθω την ανάγκη. Έναν καφέ αυτογνωσίας, ενώπια ενωπία με τη μοναξιά μου. «Επιτέλους! Σε βρίσκω μόνη, καλωσορίζω τον πρω ινό μου εαυτό, ανακατεύοντας με το κουταλάκι τον κα φέ μ ο υ » . Μιλάω από μέσα μου φυσικά, δεν είμαι ψώνιο. Σιω πηλά αντιδράει και η δικιά μου, η « ε α υ τ ή » μου δηλα δή , αφήνοντας έναν αναστεναγμό. « Ουφ! Τι νύχτα κι αυτή...» «Δεν πειράζει. Σήμερα θα την πέσουμε για ύπνο νω ρίς». « Ξ έ ρ ε ι ς . . . ανησυχώ λίγο. Γιατί δεν τηλεφώνησε;» «Αν ανησυχείς μην έπεσε το αεροπλάνο, άραξε. Περ νά απ' την εφημερίδα να μάθεις όλες τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Τώρα, αν ανησυχείς για τίποτε άλλο...»
44
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Χ μ . . . λες; Νόμιζα ότι αυτά τα "άλλα" τέλειωσαν, με τα χρόνια...» . . « Έ τ σ ι νόμιζες, ε; Τι αφέλεια, Θεέ μου. Δεν ξέρεις την παροιμία: Ο λύκος κι αν εγέρασεν...; Αλλά τι να περιμένω από σένα; Έτσι ήσουν ανέκαθεν, επιπόλαια. Θυμάσαι που όταν ήμαστε μικρές σ' έλεγε ο μπαμπάς "επιπόλαια"; Ε, δίκιο ε ί χ ε » . «Άσε με κι εσύ τώρα, που πας να μου βάλεις ιδέ ες...» «Αλήθεια, δε θα σ' ενδιέφερε καθόλου να μάθεις;» «Οχ, βρε Έ ρ σ η , απ' τη Φαίδρα θα περίμενα να μά θω ; Δε θυμάσαι; Για τότε με τον Πάνο λέω...»
Από ψηλά είδα ένα φανταστικό ηλιοβασίλεμα, εντελώς ψυχεδελικό, λόγω της διάθλασης των ακτίνων μέσα από τα βουρκωμένα μου μάτια. Την ώρα της προσγείωσης το σούρουπο είχε πια πέσει για τα καλά και μέχρι να παραλάβω τη βαλίτσα μου - ο ι αποσκευές από Θεσσαλονίκη είχαν καθυστερήσει για κάποιο λ ό γ ο - σκοτεί νιασε εντελώς. Η βαλίτσα μου 'πεφτε βαριά και πονούσα - βγαίνοντας έξω ένιωσα το αίμα να μου τρέχει μέχρι κάτω στα πόδια. Μετάνιωσα που δεν ακολούθησα τη συμβουλή του φίλου γιατρού να μείνω ξαπλωμένη μια δυο μέρες -η επέμβαση ήταν πολύ πρόσφατη και με κάποιες επιπλοκές. Δάκρυα ανέβαιναν ξανά στα μάτια μου, δάκρυα ενοχής μα και φόβου, ότι ίσως στο μέλλον δε θα μου χαριζόταν ποτέ ένα παιδί.
45
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Και τότε τους είδα. Εκείνος με τη χαίτη του ν' ανεμίζει, ξεκαρδισμένος στα γέλια, εκείνη κά τι να του ψιθυρίζει στ' αυτί, όταν γυρίζοντας απότομα το κεφάλι με είδαν. «Έρση, εδώ!» Ο Πάνος, αλλάζοντας απότομα ύφος, έτρεξε να μου πάρει τη βαλίτσα. Εκείνη με αγκάλιασε προστατευτικά. «Όλα εντάξει, κορίτσι μου;» « Ν α ι , Φαίδρα. Όλα εντάξει». Εκείνος κοίταζε αλλού. Κι όταν μίλησε,είπε: «Βρήκα τη Φαίδρα, πού νομίζεις; Κατεβαί νοντας τη Σ υ γ γ ρ ο ύ . . . » . « Ν α ι , τη Σ υ γ γ ρ ο ύ . Στο στέκι μου, πού αλ λού;» αστειεύτηκε αυτή, αλλά το γέλιο της ήχη σε παράξενα. Σαν η όλη κατάσταση να 'χε κά ποια σχέση με το καλαμπούρι. Έμεινα πίσω βαδίζοντας αργά για να καθυ στερήσω τη διαρροή του αίματος. Και στο αυ τοκίνητο προτίμησα το πίσω κάθισμα. Στα αρι στερά μου, μέσα απ' το θολό τζάμι, η βραδινή θάλασσα. Στο βάθος του ορίζοντα ένα ολόγιομο φ ε γ γ ά ρ ι . Σ τ ο λαιμό του μια γρατζουνιά, στα μαλλιά της δυο ξερά φύκια. Άμμος στο κρεμα σμένο αμπέχονό του και μ υ ρ ω δ ι ά χλωρίνης στον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο. Τι μυρίζει σαν χλωρίνη; Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμί δια; Τι θέλω εγώ σ' αυτό τ' αυτοκίνητο της ντρο πής; Πνίγομαι, η μυρωδιά της χλωρίνης με σκο τώνει. Ασφυκτιώ!
46
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Έ ρ σ η , είσαι καλά;» Δεν απάντησα. Άνοιξα διάπλατα το παράθυ ρο κι άναψα τσιγάρο... Με την πρώτη κιόλας ρουφηξιά αποφάσισα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τον Πάνο. Πριν ακόμη τον σιχαθώ γι' αυτή του την προδοσία, τον είχα μισήσει απ' τη στιγμή που, μόνη και ανυπεράσπιστη, ξάπλωσα στο χειρουργικό κρεβάτι και είδα εκείνη τη λαβίδα να μπαίνει μέσα μου. Με τη Φ α ί δ ρ α δεν ασχολήθηκα καθόλου -δεν τη θεωρούσα φίλη έτσι κι αλλιώς. Αλλά, κι αν ακόμη στη θέση της ήταν η Εύα, η μοναδική αληθινή μου φίλη, κι αν ακόμη ήταν η ίδια μου η αδερφή, η Ιωάννα, πάλι τον Πάνο θα έφτυνα. Από κείνον περίμενα συμπαράσταση. Σ' εκεί νον είχα εμπιστευτεί το κορμί και την ψυχή μου, στα δικά του χέρια έφτασα στον πρώτο μου ορ γασμό -αυτός με πρόδωσε,όχι η Φαίδρα. Ποτέ, άλλωστε, δε μου άρεσε η ιδέα να εναποθέτω την καθαρότητα του μετώπου μου στην καλή θέλη ση, στην αλληλεγγύη μιας άλλης γυναίκας.
Γι' αυτό και ποτέ δεν κατάλαβα πώς μπορεί μια γυναί κα να ξεμαλλιάζει την αντίζηλή της - όπως η Φωτεινή, καλή ώρα, που έστησε καρτέρι στη « λ ε γ ά μ ε ν η » και την έκανε με τα κρεμμυδάκια εν μέση οδώ Τσακάλωφ. Ή η Αλίκη, που κόπτεται και κατεβαίνει μάλιστα στο δρό μο να διαδηλώσει απαιτώντας το σεβασμό των προσω-
47
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
πικών μας δεδομένων, η ίδια όμως δεν είχε πρόβλημα να βάλει στο χέρι τα ραβασάκια που βρήκε στην τσέπη του πρώην της. Θα μου πεις, έτσι κατάφερε κι έβγαλε το σωστό διαζύγιο - ε ι ς βάρος του. Ναι, αλλά τότε χέ σε μας με τα προσωπικά δεδομένα!
48
br/zav
ΓΙΝΟΜΑΙ ΣΟΥΡΓΕΛΟ Σ Τ Α ΚΑΛΑ ΚΑΘΟΥΜΕΝΑ
τα προσωπικά δεδομένα του συζύγου μου, αποτολμώ ένα πέρασμα απ' την εφημερί δα, να βεβαιωθώ τουλάχιστον ότι έχει καλά στην υγεία του. «Καλημέρα, Μάκη. Ήρθε κανείς απ' τα παιδιά;» «Κάποιοι πέρασαν κιόλας. Θα βρείτε σίγουρα τον Ηλία». Η αίθουσα ανταποκριτών είναι ακόμη μισοάδεια, αλλά τα φαξ και οι οθόνες έχουν πάρει φωτιά. «Καλημέρα, Έ ρ σ η . Πώς από δω τέτοια ώρα; Πού οφείλουμε τη χαρά; Να παραγγείλω καφέ;» «Όχι, Ηλία. Ευχαριστώ, ήπια. Πέρασα να μάθω αν έφτασε καλά η αποστολή κι αν όλα είναι εντάξει. Δεν είδα καθόλου τον Κώστα, βλέπεις, κ α ι . . . » « Δ ε . . . δεν τον ε ί δ ε ς ; Περίεργο. Χ μ . . . δεν έρχεσαι από το σπίτι;» Συνειδητοποιώ ότι ε ί μ α ι παράξενα ντυμένη για πρωί, αλλά αποφεύγω ν' απαντήσω. Από τα διπλανά γραφεία εισπράττω τα πρώτα περίεργα βλέμματα. «Γιατί να τον δω; Σπίτι έπρεπε να 'ναι; Δεν έφυγε;» « Ό χ ι , β έ β α ι α . Ειδοποίησε εγκαίρως ότι κάτι του 'τυχε και πήγε ο Σταμάτης στη θέση του. Δε σου 'πε τί ποτα ;» ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΘΙΞΩ
49
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
« Δ ε . . . δεν τον είδα. Δεν τηλεφώνησε κιόλας. Ήταν καλά... χτες;» « Μ ι α χαρά ήταν. Έφυγε με τ' αυτοκίνητο. Έδωσε μάλιστα εντολή στο Μάκη να του το φουλάρει με βεν ζίνη». « Κ α λ ά . Ε ν τ ά ξ ε ι τ ό τ ε . Θα επικοινωνήσει κάποια στιγμή, υποθέτω. Εντάξει. Γ ε ι α » . Αν τα βλέμματα ήταν βέλη, θα μου 'χανε κάνει την πλάτη κόσκινο, καθώς έβγαινα μουδιασμένη ισορρο πώντας αδέξια πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες, με την κόκκινη πουκαμίσα να ανεμίζει ανέμελα στο πέρασμά μου μπροστά απ' τα γυάλινα γκισέ. Ο καθρέφτης του ασανσέρ -ω της φρίκης!- μου πέταξε κατάμουτρα την εικόνα της απόλυτης παρακμής, σαν να 'χα βγει από ολονύκτιο όργιο. Η μάσκαρα να 'χει λιώσει και να χα ράζει μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια μου και το γνωστό τσουλούφι να ξεφεύγει απ' την υπόλοιπη κόμ μωση και να πετάγεται στο πλάι σαν κέρατο. Βγαίνοντας επιτέλους στο πεζοδρόμιο, πήρα μια βαθιά ανάσα κι έκανα ν' ανάψω τσιγάρο, αλλά μετά νιωσα. Αυτό θα 'ταν πια το κερασάκι στην τούρτα, για να δείχνω η απόλυτη ξεφτίλω. « Ψ υ χ ρ α ι μ ί α , αγάπη μ ο υ ! » ψιθυρίζω στην Έρση,στην « ε α υ τ ή » μου. « Σ τ ά σου μια στιγμή να χαράξω πορεία: Πρώτη στάση στο απέναντι παπουτσάδικο, να προμηθευτώ κάνα (συμπο νετικό παπούτσι, ν' απαλλαγώ τουλάχιστον απ' αυτές τις σουβλιές στους κάλους. Για ύστερα έχει ο Θεός». Δαγκώνοντας μια αχνιστή μπουγάτσα, βρίσκομαι για τρίτη φορά μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο να περι μένω μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Το μαγαζί δε
50
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
θ'ανοίξει πριν τις εννιά, αλλά η αναμονή αξίζει τον κό πο: Μπροστά μπροστά στη βιτρίνα κρέμεται μια δερ μάτινη ζακέτα μούρλια, που θα με απαλλάξει από την χόκκινη πουκαμίσα, και μάλιστα διατίθεται σε τ ι μ ή σοκ, ειδικά για σήμερα! Λες ν' άνοιξε επιτέλους η τύχη μου;Άμποτε,γιατί μέχρι πριν από πέντε λεπτά είχα πέσει σε μαύρη κατάθλιψη, μ' ένα ζοφερό προαίσθημα ότι στο εξής η μοίρα μου θα είναι να τρώω συνέχεια πόρτα. Καθισμένη στο γείσο της βιτρίνας, δοκιμάζω το κι νητό του Κώστα -τίποτα, απενεργοποιημένο, ως συνή θως. Μα τι κάνω, αφού λογικά θα πρέπει να 'ναι σπίτι και να κοιμάται. Ή μήπως... Οχ! Λες ν' ανησύχησε με την απουσία μου; Ω, Θεέ μου, τι θα 'χει να μου σούρει! Μ' ένα χτυποκάρδι που δεν μπορώ να ελέγξω, ακούω το τηλέφωνο να καλεί, με την ελπίδα η φωνή που θα μου απαντήσει να ε ί ν α ι α γ ο υ ρ ο ξ υ π ν η μ έ ν η , α λ λ ι ώ ς . . . Αλλιώς θ' αρχίσω να μιλάω εγώ ασταμάτητα για να προλάβω τις φωνάρες του και να του εξηγήσω τι μου συνέβη και δε γύρισα όλη νύχτα: «Αχ, και να 'ξερα ότι ήσουνα μέσα, πόση ταλαιπωρία θα γλίτωνα! Θα χτύπα γα απλώς το κουδούνι και θα μου άνοιγες, αλλά πού να το ξέρω; Αφού δε με ειδοποίησες, φταις κι ε σ ύ ! » . Δε μου χρειάστηκαν όμως οι δικαιολογίες. Δεν απά ντησε κανείς. Τι να συνέβη άραγε; Πήγε σπίτι, κοιμήθηκε κι έφυγε νωρίς; Πήρε τους δρόμους και με ψάχνει στα νοσοκο μεία; Πήρε τους δρόμους και πήγε... αλλού; Μήπως δε γύρισε καθόλου σπίτι κι έφυγε κατευθείαν γι' αλλού; Και πού είναι αυτό το « α λ λ ο ύ » ; Ίσως κάτι σημαντικό,
51
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
για ν' αναβάλει το ταξίδι στη Σύνοδο Κορυφής. Κάτι μυστικό, κάτι που ήθελε να κρύψει από μένα, πράγμα όχι ιδιαίτερα δύσκολο δηλαδή, αφού εγώ εδώ και χρό νια δε διαβάζω πια ανταποκρίσεις από ταξίδια πολιτι κών -τους τελευταίους μήνες μάλιστα ούτε καν ανοίγω την εφημερίδα. Κάτι διαφορετικό από τα συνήθη ξεστρατίσματα πρέπει να συμβαίνει. Κάτι τόσο σοβαρό, που ν' απειλεί το γάμο μας ίσως; Κάποια γυναίκα που τον έχει ξετρελάνει; Καμιά απορία μου δεν επρόκειτο να λυθεί έτσι κι αλλιώς πριν πάω σπίτι, όπου πιθανόν να υπήρχαν κά ποια ίχνη της παρουσίας του ή κάποιο σημείωμα. Εκτός κι αν έκανε, επιτέλους, τον κόπο να μου τηλε φωνήσει. Ας φροντίσω να το έχω συνέχεια ανοιχτό, σκέφτηκα, την ίδια στιγμή όμως είδα ότι όπου να 'ναι τελειώνει η μπαταρία. Θα το βάλω στην πρίζα μόλις φτάσω στο γραφείο. Να το θυμηθώ αμέσως μόλις φτά σω , αποφάσισα σθεναρά. Η ατμόσφαιρα όμως που κυριαρχούσε στο γραφείο μ' έκανε να το ξεχάσω εντελώς.
52
br/zav
Α Ν Ε - Μ Ο Ν Ε Σ ΚΑΙ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ
έφτασαν εδώ πριν από μένα. Έπρεπε να το περιμένω, εφημερίδα και εκδοτικός οί κος είναι μια δρασκελιά, μια πόρτα σχεδόν, και τα «κακά» νέα -χωρισμοί, κερατώματα, χρεοκοπίες, αρ ρώστιες-ουδέποτε β ρ α δ υ π ο ρ ο ύ ν . Σ τ ρ ο β ι λ ί ζ ο ν τ α ι ανάλαφρα, κυνηγιούνται ταχύτατα μέσα από στοές και σκάλες και εισβάλλουν χαρωπά στην ξινή καμαρίλα, πάντα εγκαίρως, για να τέρψουν τη μιζέρια κάθε πι κραμένου. ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ Τ Α Ν Ε Α
Η άφιξή μου σηματοδότησε την απότομη διακοπή κάποιων ψιθύρων. Τα βλέμματα-βέλη αυτή τη φορά με στόχευαν καταπρόσωπο: Σημάδευαν το στήθος μου, ίσα στο μέρος της καρδιάς. Πριν ακόμα βγάλω την καινούρια μου δερμάτινη ζα κέτα, αντί για το αναμενόμενο « μ ε γεια το ρούχο» η -νεότερη απ' όλες, αλλά πρωταθλήτρια στο θ ά ψ ι μ ο ξινομούτσουνη διορθώτρια Εράσμια έδωσε το έναυσμα της ενορχηστρωμένης επίθεσης με ολοφάνερο αποδέ κτη εμένα: «Κορίτσια, έφτασε νέα παραλαβή από Barnes & Noble. Ω,τι βλέπω; "Απιστίες και αμαρτίες" του Γούντυ Άλλεν». «'Εεελα! Βγήκε και σε βιβλίο; Δεν το πιστεεεύω!»
53
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
«Ποια θα το αναλάβει; Τι λες εσύ, Έρση, που είσαι και ειδική; Τελειώνεις με το "Άγριες νύχτες", δεν τελει ώνεις ;» « Γ ι α τ ί , καλέ, να βιαστεί να το τελειώσει τέτοιο βι βλίο; Γιατί να θες να τελειώσουν οι "άγριες νύχτες"; Τα λέω καλά, Έ ρ σ η ; » Μ' ένα ηλίθιο χαμόγελο - τ ι να πω στις κ ά ρ ι ε ς ; έσκυψα στις διορθώσεις μου, απ' όπου δε σήκωσα κε φάλι ως τις τρεις. «Κοίτα να δεις που στο τέλος θα με πούνε και γεροντοφρικιό. Δε μου φτάνει ο πόνος μου, τ' ακούω κι αποπάνω. Και να δεις που οι φήμες θα φτάσουν και στ' αυτιά του Κώστα, που θα μ' εγκατα λείψει, αν δεν το έχει κάνει ήδη δηλαδή. Να που έφτα σε η ώρα ν' αλλάξω κι εγώ πινακίδες, να γίνω μία απ' αυτές, τις μοναχικές, τις πικρόχολες» ψιθύρισα με πα ράπονο στην Έρση. « Ε σ ύ μία απ' αυτές; Π ο τ έ ! Για κοίταξέ τες καλά! Έ λ α , λοιπόν, κοίταξέ τ ε ς ! » μ' έ κ ο ψ ε εκείνη και μου 'στριψε τη μούρη να ατενίσω θαρρετά τις γύρω στυφές φάτσες. « Ε ν τ ά ξ ε ι , το υπόσχομαι. Δίνω λόγο βαρύ: Ανε-μόνη ναι, τσουκνίδα π ο τ έ ! » διαβεβαίωσα επίσημα την εαυτή μου κι ένα βάρος έφυγε από πάνω μου. Λίγο πριν το σχόλασμα θυμήθηκα το ίντερνετ και μπήκα να διαβάσω τα εισερχόμενα e-mail με τη μικρή, πολύ μικρή ελπίδα μήπως υπήρχε εκεί κάποιο μήνυμα απ' τον Κώστα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα ότι όντως με περίμενε κάποιο μήνυμα, από άγνωστο απο στολέα όμως, κάποιον «bloody brotherfucker 8 » . Τι ταραχή ήταν πάλι αυτή ; Άκου κει « b l o o d y brother-
54
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
fucker»! Δίστασα προς στιγμήν, από το φόβο των ιών, η αγωνία μου όμως για τυχόν μήνυμα του συζύγου μου ή -Θεός φυλάξοι- των απαγωγέων του ήταν μεγαλύτερη, κι έτσι πάτησα το πλήκτρο. Μια βιολετιά κηλίδα πρόβαλε απ' το βάθος, που όλο πλησίαζε, μεγάλωνε και μεγάλωνε, μέχρι που έγινε μια τεράστια ροζ τσιχλόφουσκα και μ π α μ ! έσκασε. Από μέσα ξεχύθηκαν ροζ καρδούλες και παιχνιδιάρικα λου λουδάκια που κατέλαβαν ολόκληρη την οθόνη, ενώ κά ποιο σχέδιο άρχισε να σχηματίζεται, υπερβολικά αργά, δοκιμάζοντας τα νεύρα μου. Όταν ολοκληρώθηκε, δεν πίστευα στα μάτια μου: Τεράστια μοβ γράμματα που αναβόσβηναν χοροπηδούσαν στο ρυθμό του ύμνου των απανταχού φεμινιστριών και λεσβιών « I w i l l survive» και σχημάτιζαν το γνωστό λογότυπο: «Καλώς όρισες στο SEX C l u b ! » . Το κομπιούτερ μου μου 'βγαζε κανονι κά τη γλώσσα! « Ε , όχι, αυτό πάει πολύ!» εξοργίστηκα, αλλά, πριν σπάσω την οθόνη, συγκρατήθηκα κι έκανα κάτι ηπιότε ρο. Έσβησα τις λέξεις «Συνειδητοποιημένες, Ευαισθη τοποιημένες, Χειραφετημένες» και στη θέση τους έβαλα: S ιτεμένες Ε γκαταλειμμένες Χ ολωμένες. Έτσι, ο λογότυπος φάνταζε πολύ καλύτερος. Σχε δόν ανεκτός. Ετοιμάστηκα να περάσω την τροποποιημένη σελίδα στον άγνωστο αποστολέα, αλλά την τελευταία στιγμή
55
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
το ανέβαλα για την ε π ο μ έ ν η . Δεν είχα το κουράγιο ν' ασχοληθώ με το ποιος -ή μάλλον π ο ι α - με λοιδωρούσε κρυμμένος πίσω απ' τον αιμοσταγή διακορευτή του αδερφού του. Φτάνοντας σπίτι το απόγευμα, διαπίστωσα ότι η μπαταρία του κινητού ήταν νεκρή. Ευτυχώς, δυο τ ε τράγωνα πιο κάτω βρήκα τουλάχιστον κλειδαρά.
56
br/zav
Ο Κ Ω Σ Τ Α Σ ΤΟ ' Σ Κ Α Σ Ε !
Τρία συρτάρια του κομοδίνου ανοιχτά: Λείπουν κάποιες αλλαξιές εσώρουχα, δυο τρία πουκάμισα,το κοτλέ παντελόνι, η ξυριστική μηχα νή, η οδοντόβουρτσα. Α, και το βιβλίο του Σαραμάγκου που το 'χε εδώ και μήνες δίπλα του στο κομοδίνο, αλλά είναι ακόμα στην αρχή επειδή τον παίρνει ο ύπνος πριν γυρίσει σελίδα. Πού είναι το β ι β λ ί ο ; Πόσο επείγων μπορεί να είναι ένας προορισμός που σε αποσπά απ' τη ρουτίνα σου έτσι απότομα, αφήνει όμως χώρο για το διάβασμα ενός «δύσκολου» βιβλίου οχτακοσίων σελί δων; Τέτοια βιβλία παίρνει μαζί του μόνο τις καλοκαι ρινές διακοπές. Διακοπές; Να 'φυγε ξαφνικά για δια κοπές χωρίς προειδοποίηση, χωρίς ένα μήνυμα; Διακο πές... από μένα; ΤΟ Κ Ρ Ε Β Α Τ Ι Α Θ Ι Κ Τ Ο .
Είναι ολοφάνερο: Βρήκε πάτημα να την κοπανήσει με την πρόφαση της Συνόδου Κορυφής. Στηρίχτηκε στο ότι δε θα μάθαινα τίποτα για την ακύρωση του τα ξιδιού, αλλά κι αν μάθαινα πάλι από πάνω θα 'βγαινε, αφού είμαι εγώ αυτή που σπεύδει να ξεπορτίσει με την πρώτη ευκαιρία - απόδειξη ότι έλειπα όλη νύχτα. Τι πουστιά εκ μέρους τ ο υ ! Αφού ήξερε πού πάω, του το 'χα πει. Ένα τηλεφώνημα στη Φαίδρα θα αρκούσε για να με βρει, αν υποθέσουμε ότι ανησύχησε. Του το 'χα
57
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
πει όμως; Δεν είμαι πια σίγουρη, δε θυμάμαι... Ε, ας μ' έπαιρνε τότε στο κινητό. Το κινητό! Να το φορτίσω τώρα αμέσως! Να μην έχει καμία δικαιολογία για την ασυγχώρητη συμπεριφορά τ ο υ ! Να δούμε τότε τι θα βρει να πει. Χαλαρώνω μ' ένα ποτό. Τουλάχιστον ξέρω ότι πέ ρασε από δω, άρα είναι καλά, άρα δε χρειάζεται ν' ανη συχώ μήπως έπαθε τίποτα. Κατά τ' άλλα βέβαια... Τα άλλα. Νόμιζα ότι αυτά «τα άλλα» είχαν τελειώ σει. Έπιανα τη διαφορά στο βλέμμα του: Δεν πετάριζε όπως παλιά. Δεν ανανέωνε το στοκ των εσωρούχων του - α ν δε θυμόμουνα εγώ αραιά και πού ν' αγοράσω κα μιά κάλτσα, θα 'μενε με τις τρύπιες. Ξεχνούσε να βάλει κολόνια. Αδιαφορούσε για τη μάρκα του αποσμητικού που του αγόραζα. Και το κυριότερο: Στο τελευταίο αυτοκίνητο που αγόρασε τα καθίσματα δε μετατρέπο νται σε κρεβάτια. Ε, πολύ θέλει για να καταλάβεις, ως συμβία λέμε τώρα, το τέλος των «παράπλευρων» δρα στηριοτήτων του όποιου συγκατοικούντος αρσενικού; Με ανακούφιση; Εντάξει, σχετική. Δε βαριέσαι, το τέ λος των «στραβοπατημάτων» ενός συζύγου είναι κά πως ουδέτερο -επέρχεται αφού έχεις συνηθίσει την όλη κατάσταση και ενδεχομένως ελάχιστα πια σε απασχο λεί. Η αρχή είναι που πονάει. Για μένα αυτή η αρχή, που, κρίνοντας από τις προη γούμενες εμπειρίες μου με άντρες, έτσι κι αλλιώς την περίμενα, άργησε να έρθει, άργησε αρκετά. Και όταν κάποτε ήρθε, δε με πόνεσε ιδιαίτερα. Είχα, βλέπετε, προλάβει να εξοκείλω πρώτη εγώ. Σε χρόνο ανύποπτο - πριν καν σκεφτούμε το γάμο.
58
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
*
*
*
« Τ ι σου συμβαίνει, Έ ρ σ η ; » «Τίποτα». «Πώς τίποτα; Είμαι βέβαιος ότι δεν παρακο λούθησες ούτε στιγμή την ταινία, ότι δεν κατά λαβες τίποτα. Αν σε ρώταγα...» « Μ η με ρωτήσεις. Η ταινία ήταν ακαταλαβί στικη έτσι κι αλλιώς». « Ν α ι . Φταίω εγώ που επιμένω να βλέπω αυ τές τις ταινίες του νέου ελληνικού σινεμά και σέρνω κι εσένα μαζί. Θες ένα ποτό;» « Ν α ι . . . ή μάλλον όχι, δεν κάνει...» « Δ ε ν κ ά ν ε ι ; Γιατί δεν κ ά ν ε ι ; Ε π ι τ έ λ ο υ ς , τι συμβαίνει;» Καθόμαστε σ' ένα καφέ στα Εξάρχεια, τρα πεζάκια έξω. Η άνοιξη ήρθε νωρίς φέτος. Ο Κώ στας με αγκαλιάζει προστατευτικά, ενώ με το άλλο χέρι ακουμπά απαλά το γόνατο μου κάτω απ' το τ ρ α π ε ζ ο μ ά ν τ ι λ ο - σήμερα κ λ ε ί ν ο υ μ ε τρεις μήνες που είμαστε μαζί. Είμαι έγκυος, αλ λά από ποιον; Πριν δυο μήνες βρέθηκα με το Σωτήρη,τον πρώην μου, για μία και μοναδική φορά, αποχαιρετιστήρια. Η συνάντηση ήταν επεισοδιακή, είχαμε πιει και λίγο... και « α υ τ ό » συνέβη. Δεν μπορώ να το πω του Κώστα, ούτε όμως μπορώ να ρίξω κι αυτό το παιδί... φοβά μαι, φοβόμουνα και πριν απ' αυτό, ότι δε θα πιάνω παιδί μετά από κείνη την τραυματική πρώτη φορά - Θεέ μου, νύχτες και νύχτες ξανα-
59
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
γύριζαν οι εφιάλτες. Το έβλεπα με το τεράστιο κεφάλι του, με τα ατροφικά χεράκια-πτερύγια ικετευτικά απλωμένα προς εμένα, να κλαίει γο ερά, όλη νύχτα να σπαρταράει για να γλιτώσει απ' το νυστέρι που το καταδίωκε - και μετά να σβήνει πνιγμένο στο αίμα. Όχι, όχι, δεν μπορώ, δεν μπορώ! « Μ α τι έχεις επιτέλους, Έ ρ σ η ; » Τρέμοντας σύγκορμη, χώνομαι στην αγκαλιά του. Του εμπιστεύομαι το πρόβλημά μου - κα τά το ήμισυ. Ο Κώστας δεν έχει αντίρρηση να παντρευτούμε, κλείνει άλλωστε τα τριάντα πέ ντε οσονούπω, «καιρός να βάλω ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου, μια νοικοκυρά στην κουζίνα μ ο υ » αστειεύεται. Ξεσπάω σε δάκρυα και τον αγκαλιάζω, δεν του αποκαλύπτω όμως το ένοχο μυστικό. Προσπαθώ να κερδίσω χρό νο. « Α ς περιμένουμε λίγο. Άσε να περάσει το καλοκαίρι και β λ έ π ο υ μ ε » . Να μεγαλώσει το έμβρυο, μήπως και υπάρχει τρόπος να του πάρουν αίμα - α ν όχι, θα περιμέ νω να γεννηθεί και τότε θα το συγκρίνω με το αίμα του Κώστα. Αν είναι δικό του, όλα καλά. Αν όχι,τότε θα του πω την αλήθεια. Πριν γίνει ο γάμος.
0 γάμος έγινε τελικά, είκοσι μέρες αφού το παιδί χάθη κε. Απέβαλα στον τέταρτο μήνα. Δεν είχα επομένως τί-
60
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ποτα να περιμένω και πολύ λίγα να ελπίζω απύ ένα γά μο. Θα μπορούσα ποτέ να φέρω στον κόσμο ένα παιδί; Άρα γιατί να παντρευτώ και να κρεμάσω κι εκείνον;
«Επειδή μου προσφέρουν θέση ανταποκριτή στο Λονδίνο, αγάπη μου. Θα 'ναι πιο κόσμιο, πιο... κόμοντο, πώς να το πω, πιο απλό να 'ρθεις μαζί μου σαν σύζυγος παρά σαν... συντρόφισσα ζωής. Αυτές οι αστικές συμβάσεις μπορεί να 'ναι μαλα κίες, αλλά σου εξασφαλίζουν ένα ευρύχωρο σπί τ ι , επιδόματα συζύγου και άλλα πολλά. Και ύστερα μπορείς να γραφτείς στο πανεπιστήμιο για μάστερ στη δημοσιογραφία. Λοιπόν; To City University ή τη στήλη των φαρμακείων στη γνω στή φυλλάδα;»
Ήθελε και ρώτημα; Άρχισα να ξεσκονίζω τ' αγγλικά μου. Πέραν όλων των άλλων πλεονεκτημάτων που μου προσέφερε η πρότασή του, είχα προλάβει ν' αγαπήσω τον Κώστα. Να τον αγαπήσω αληθινά εννοώ. Όχι σαν έναν οποιονδήποτε γκόμενο, αλλά σαν κάποιον που εκτιμάς ως άτομο, ασχέτως φύλου. Που απολαμβάνεις να κάνεις πράματα και να κ ο υ β ε ν τ ι ά ζ ε ι ς μαζί του -ακόμη και όταν σιωπάς, κυρίως τότε. Και που, πάνω απ' όλα, βρέξει χιονίσει, μείνει μαζί σου ή λακίσει, θέ λεις το καλό του. Είπαμε: Είμαι κρυόκωλη εγώ. Είμαι αλλεργική στις ιδιοσυγκρασίες τ ύ π ο υ Μ ή δ ε ι α ς , Σ ε ρ α φ ί ν α ς ( μ ε το
61
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
τριαντάφυλλο στο στήθος) και της φλογερής Κατίνας, που στυλώνει τα πόδια, βάζει τα χέρια στη μέση και κάνει βούκινο τα κέρατά της. Μου τη σπάει το μεσο γειακό ταμπεραμέντο που οπλίζει το χέρι της απατη μένης μαυριδερής - μ ε υποψία μύστακος κατά κανό να-, καθώς κατακεραυνώνει τον άπιστο με την ατάκα: «Καλύτερα να σε νεκροφιλήσω παρά σ' αυτήν να σε χα ρίσω».
62
br/zav
Σ Τ Α ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΙΣΤΟΥ
«ΕΜΠΡΟΣ;»
« Έ λ α , βρε Έρση. Ακόμα εκεί είσαι;» «Πού έπρεπε να είμαι δηλαδή;» «Καλά, δε θα 'ρχόσουνα να φάμε με τον μπαμπά;» « Α χ , συγνώμη, βρε Ιωάννα. Το ξέχασα. Ε ί μ α ι λί γο...» « Τ ι ; Άρρωστη είσαι;» « Ό χ ι , μόνο κ ο υ ρ α σ μ έ ν η . Ζήτα συγνώμη απ' τον μπαμπά, σε παρακαλώ». « Κ α λ ά . Σε συγχωρούμε. Το βρήκες το αυτοκίνητο; Σου το έφερε ο Δημήτρης πριν από καμιά ώρα. Σ τ ο στενό το 'χει παρκάρει». «Ευχαριστώ πες τ ο υ » . « Ε μ ε ί ς ευχαριστούμε. Τι άλλα νέα; Η Δάφνη; Σου τηλεφώνησε; Ο Κώστας; Έφτασε καλά; Να κανονίσου με να 'ρθείτε μαζί κάνα βράδυ. Μπορείτε μ ε θ α ύ ρ ι ο ; Πότε έρχεται;» «Ειλικρινά,δεν ξ έ ρ ω » . « Δ ι ά β α σ α ότι αύριο το βράδυ επιστρέφει όλο το κλιμάκιο». « Τ ο κλιμάκιο ίσως. Γ ι α τον Κώστα δεν ξέρω. Δε συμμετέχει στην αποστολή. Κάπου αλλού έχει π ά ε ι » . « Έ ρ σ η ; Μη μου πεις ότι... Υποψιάζεσαι τίποτα; Μη
63
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
μου απαντήσεις τώρα, θα περάσω αύριο να καταστρώ σουμε σχέδιο δράσης. Μην κάνεις τίποτα πριν έρθω, ακούς;» Ετοιμοπόλεμη όπως πάντα η αδερφή μου, εφ' όπλου λόγχη μια ζωή! Τίποτα δεν απολαμβάνει όσο τα παθή ματα των άλλων - τ α κερατώματα ιδίως, που είναι και η ειδικότητά τ η ς : Της δίνουν αφορμή για δράση, ένα σκοπό στη ζωή. Τις συναρπαστικότερες ώρες της τις έχει περάσει έξω από πόρτες ύποπτων ξενοδοχείων, κρυμμένη πίσω από κουρτίνες παραθύρων που βλέ πουν αμαρτωλά σαλόνια και κρεβατοκάμαρες, καμου φλαρισμένη πίσω από θάμνους ή μέσα σε παρκαρισμέ να αυτοκίνητα με μαύρα γυαλιά και κιάλια. Διαθέτει ολόκληρο οπλοστάσιο: κασετόφωνα, μικροπομπούς, κοριούς, προσφάτως και μια υπερσύγχρονη ψηφιακή βιντεοκάμερα σε μέγεθος παλάμης, όπου καταγράφει όλα τα αδιάσειστα αποδεικτικά για τη διαπόμπευση του ενόχου στοιχεία, τα οποία κραδαίνει θριαμβευτικά μπροστά στα μούτρα της απατηθείσης φίλης, εξαδέλ φης, ανιψιάς, βαφτισιμιάς ή γειτόνισσας, την κορυφαία στιγμή της αποκάλυψης, της υπέρτατης δικαίωσης, που λίγο απέχει από τον οργασμό. Τέτοιους οργα σμούς έζησε τουλάχιστον τρεις τον περασμένο χρόνο. Ευτυχώς, γιατί από τους άλλους...
Μου έ δ ι ν ε τη φωτογραφία, μου την κόλλαγε στα μούτρα, μου τράνταζε τους ώμους. « Κ α λ ά , δε λες τίποτα;» « Τ ι να πω;»
64
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Τ ι να πεις; Βλέπεις τον άντρα σου με αυτή την πουτάνα και τι να π ε ι ς ; » «Δεν είναι πουτάνα. Η διευθύντρια σύνταξης είναι». « Τ ι ; Και δεν είναι πουτάνα μια γυναίκα που κλέβει τον άντρα μιας άλλης;» « Κ λ έ β ε ι ; Μπα, μάλλον τον νοικιάζει. Ο χρό νος της είναι εξαιρετικά περιορισμένος». « Α , έτσι. Δεν αντιδράς επειδή πιστεύεις ότι είναι κάτι περαστικό;» « Ό χ ι . Δεν αντιδρώ επειδή πιστεύω ότι είναι δικαίωμά του να διαθέτει τον εαυτό του όπως θ έ λ ε ι . Τι δηλαδή, όταν παντρεύεσαι κάποιον τον θεωρείς κτήμα σου; Κατέχεις τα μέσα ανα παραγωγής μια ζωή; Ξεχνάς το επαναστατικό σου παρελθόν, Ιωάννα;» « Μ α καλά, δε σ' ενοχλεί αυτό, δ ε ν . . . » «Φυσικά και μ' ενοχλεί. Έχω όμως δύο επι λογές: Ή τον παρατάω ή δέχομαι την κατάστα ση χωρίς γκρίνιες και μεμψιμοιρίες. Το να τον παρατήσω, αυτήν ειδικά τη στιγμή, με τη Δάφνη σε άγρια εφηβεία και τα γραμμάτια του σπιτιού να τρέχουν, είναι εξαιρετικά άβολο και ασύμ φορο. Επομένως...» «Επομένως, κάνεις τα στραβά μάτια, σαν τις γιαγιάδες μας. Μωρέ, μπράβο χειραφέτηση!» « Δ ε ν ξέρω για τις γιαγιάδες μας, εμάς πά ντως κανείς δε μας εμποδίζει να κάνουμε τη ζωή μας όπως μας αρέσει, έχοντας κι ένα σύζυγο για ώρα ανάγκης, έτσι; Για τα υδραυλικά του σπι-
65
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
τ ι ο ύ , ας π ο ύ μ ε . Δε θυμάσαι το τραγούδι της Μπαρντό απ' τα νιάτα μας; "J'ai un amant pour le jour et un mari pour la nuit..."» « . . . "j'ai un amant pour l'amour et un mari pour la vie"». « Μ π ρ ά β ο , τ ο θυμάσαι, βλέπω. Άρα; Όπερ έδει δ ε ί ξ α ι ! » « Α , τώρα μού γ ί ν ε σ α ι κ υ ν ι κ ή , τάχα μ ο υ . "Άμα δε σ' αρέσει, κυρά μου, τράβα βρες κι εσύ γκόμενο", αυτό μου λες. Ε λοιπόν, θα γίνω κι εγώ κυνική: Βγες εσύ κι όλες οι σαραντάρες οι φίλες σου στην πιάτσα, να δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος! Ενώ ένας άντρας, χρυσή μου, και στα εξήντα του δεν έχει πρόβλημα: Να σου οι εικοσάρες κι οι τριαντάρες στα πόδια τ ο υ , λ ε φ ο ύ σ ι α ! Άκου με που σου λ έ ω , έχω πείρα εγώ, ζωντοχήρα πέντε χρόνια τώρα...» « Κ α ι ογδόντα κιλά» μου 'φτασε στη γλώσσα να το πω, αλλά το κατάπια και το πήγα αλλού. «Ωραία. Έτσι είναι. Άρα όλα είναι θέμα πιά τσας. Δε σεβόμαστε την ανεξαρτησία του άλλου επειδή δε μας παίρνει. Δε μας συμφέρει, κύριε. Όποια επρόλαβε τον Κύριον ε ί δ ε : Καπάρωσε ένα μαλάκα στα νιάτα της και τον έχει μια ζωή να τον νέμεται. Όπως παλιά δηλαδή. Δε μετρά νε η προσωπικότητα, η μόρφωση, η καριέρα, τί ποτα. "Όσο είσαι νέα και ωραία, φρόντισε να βρεις τον άνθρωπο σου", γιατί άμα είσαι μεστω μένη και κακάσχημη... Ε λοιπόν, αν ο κάθε με στωμένος και κακάσχημος βρίσκει καλύτερο
66
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
πράμα στην πιάτσα, ας πάει στο καλό! Να 'ναι μαζί μου με το ζόρι, να τον κάνω τ ι ; Υπάρχει, ξέ ρεις, και η αξιοπρεπής παραίτηση. Η ευλογημέ νη μοναξιά...»
67
br/zav
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΤΣΟΝΤΑΣ
σχεδόν χρόνια. Σκέψου δηλαδή τώρα τι γίνεται. Η ανταλλακτική μου αξία στην πιάτσα πρέπει να 'χει πέσει στο επίπεδο μετοχής της Φούσκας Α . Ε . Γύρω στο μηδέν δηλαδή. « Δ ε φαίνεται να σε στενοχωρεί ιδιαίτερα αυτό» πα ρατηρεί η Ιωάννα. « Γ ι α να είμαι ειλικρινής, καθόλου. Έχω κλείσει σαν γυναίκα». « Κ α ι πότε άνοιξες; Αναρωτιέμαι συχνά αν είσαι φτιαγμένη από πάγο, Έρση. Ποτέ δε σε είδα να τσαλα κώνεσαι , να κλαις». « Τ ο 'πες μόνη σου, Ιωάννα. Επειδή είμαι φτιαγμένη από πάγο». « Ε π ε ι δ ή , και να 'θελα να σου μιλήσω, ποτέ δε μου έδωσες την ευκαιρία. Πάντα γυρίζεις την κουβέντα και μιλάς για τον εαυτό σου» μου 'ρθε να της πω, αλλά δε χρειάστηκε. Η Ιωάννα κάθισε αναπαυτικά απέναντί μου μ' ένα μπολ φιστίκια στο χέρι και μασουλώντας ακατάπαυστα άρχισε να μου εξιστορεί για πολλοστή φορά την τελευταία της - κ α ι οριστική, απ' ό,τι φαίνε τ α ι - ερωτική απογοήτευση. ΑΥΤΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΕΚΑ
*
*
*
68
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Ήμουν περαστική απ' τα γραφεία του κόμμα τος κι ετοιμαζόμουν να φύγω, όταν τον είδα να μπαίνει. Μου συστήθηκε ως συγγραφέας - ή δ η αυτό θα 'πρεπε να με βάλει σε σκέψεις. Το όνο μά του μου ήταν άγνωστο. » " Ε ί ν α ι το πρώτο μου μυθιστόρημα, ξέρε τε... Το 'φερα να το διαβάσει κάποιος σχετικός με το κόμμα, μήπως έχει κάποια ιστορική ανα κρίβεια. Διαδραματίζεται την εποχή του Εμφυ λίου, κι εγώ τότε δεν είχα γεννηθεί ακόμη". » Τ ο ν κοιτούσα π ε ρ ί ε ρ γ α , φ α ί ν ε τ α ι , γ ι α τ ί βιάστηκε να προσθέσει: »"Μου είπαν ότι εσείς είσαστε μέλος εδώ από παλιά. Η κυρία Ιωάννα Τσακίρη δεν είστε;". » " Ν α ι , αλλά καλύτερα ν' απευθυνθείτε στο γενικό γ ρ α μ μ α τ έ α . Ε γ ώ ε ί ν α ι χρόνια τώρα που..." »"Δεν πειράζει. Δε μ' ενδιαφέρουν τα πρό σφατα γεγονότα. Θέλω, ά λ λ ω σ τ ε , τη γνώμη μιας γυναίκας - βασικά είναι ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα, γραμμένο απ' την πλευρά μιας γυναίκας, παλιάς αντάρτισσας. Έχω εντρυφή σει στη γυναικεία ψυχολογία. Αφήστε με να σας κοιτάξω στα μάτια για ένα λ ε π τ ό : Βλέπω το παράπονο σας, τη λαχτάρα σας για ζωή. Νιώθω τους κραδασμούς σας, βλέπω τη λύπη σας - μια βιολετιά αύρα σάς περιβάλλει. Είναι απολύτως υλική - αν απλώσω το χέρι θα την πιάσω". »"Μην το κάνετε, παρακαλώ..." »Ήμουνα πράγματι φορτισμένη συναισθη-
69
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ματικά εκείνο τον καιρό. Τα λόγια του, που υπό κανονικές συνθήκες θα μου 'φερναν γέλια, με άγγιξαν μ' έναν τρόπο άμεσο και παράλογο: Έκαναν τα μάτια μου σχεδόν να βουρκώσουν. Χρόνια είχε να μου μιλήσει κάποιος τόσο τρυ φερά, να μου δείξει ενδιαφέρον. »Εκείνος πρότεινε να πάμε για καφέ - ή θ ε λ ε να μου διαβάσει κάποια αποσπάσματα απ' το έργο του. Θα με βοηθούσαν, είπε. Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα απέναντι του να του μιλάω για τη ζωή μου, για τα παράπονά μου, για τον Τάσο που μ' εγκατέλειψε, για τον υπαρκτό σο σιαλισμό που κατέρρευσε, για τα χαμένα μου όνειρα. » " Ε ί σ α ι μια πολύ ενδιαφέρουσα γυναίκα, Ιωάννα. Μια προσωπικότητα συγκλονιστική. Αλλά πόνεσες, πόνεσες πολύ στη ζωή σου. Ασε με να στάξω βάλσαμο στις πληγές σου". »Καταλήξαμε στην γκαρσονιέρα του, σε μια πάροδο της Σκουφά. Ήταν τόσο ευαίσθητος, τόσο τρυφερός... Η σχέση μας κράτησε πάνω από χρόνο. Ήταν πάντα εκεί, πάντα διαθέσιμος για μένα, όλος αυτιά για τα προβλήματά μου - δεν έκανε τίποτ' άλλο πέρα απ' αυτό που δή λωνε: σ υ γ γ ρ α φ έ α ς . Ζούσε με κάποια μικρά ενοίκια από διαμερίσματα που βρήκε έτοιμα απ' τον πατέρα του. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας την έβγαζε στο γνωστό στέκι των ομο τέχνων του, στη Σκουφά. »Το βιβλίο του το απέρριπτε ο ένας εκδότης
70
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
μετά τον άλλο -και δικαίως δηλαδή, γιατί ήταν απαράδεκτο-, εκείνος όμως ήταν σίγουρος ότι η αξία του δε θ' αργούσε ν' αναγνωριστεί αργά ή γρήγορα. Μου ζήτησε χρήματα για να χρηματο δοτήσει ο ίδιος την έκδοση και ύστερα από κά ποιο δισταγμό τού τα διέθεσα, παρότι δε μου περίσσευαν. Τουλάχιστον κράτησα μια πισινή: Υποτίθεται ότι ζούσα με τον κατάκοιτο πατέρα μου και τα βγάζαμε πέρα με μια μικρή σύνταξη -ποιος Θεός με φώτισε και δεν τον έφερα ποτέ σπίτι; Τελικά, τα κατάφερε, μέσω ενός άλλου καφενόβιου φίλου, να του βγάλει το βιβλίο επί πληρωμή ένας περιφερειακός εκδότης. »Από κείνη τη στιγμή άλλαξε εντελώς: Από κτησε ύφος σαράντα καρδιναλίων. Τύπωσε και κάρτες με την επίσημη πλέον ιδιότητα του ως συγγραφέα και γύρναγε από εφημερίδα σ' εφη μερίδα να ψήσει τους κριτικούς να γράψουν κά τι για το έργο του. » Σ τ ο σπίτι τον έβρισκες όλο και πιο δύσκο λα, αλλά και τις σπάνιες φορές που βλεπόμα σταν πια και κάναμε έρωτα αυτός νοερά β ρ ι σκόταν αλλού: σε μια κατάμεστη αίθουσα όπου του απονέμανε κάποια διάκριση, σ' ένα γνωστό π ο λ ι τ ι σ τ ι κ ό κέντρο που το ακροατήριο τον αποθέωνε, στο γραφείο κάποιου τηλεοπτικού παραγωγού που εκλιπαρούσε για τα δικαιώμα τα του βιβλίου του. Ο πρώην τρυφερός εραστής, η γλυκιά μου παρηγοριά μετά από χρόνια ερω τικής στέρησης, είχε μεταλλαχθεί σ' ένα σκέτο
71
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ψώνιο. Είχα πάρει την πικρή απόφαση να τον εγκαταλείψω, πράγμα που του ήταν αδύνατον να υποψιαστεί - υπάρχει γυναίκα που εγκατα λείπει ένα συγγραφέα; » Έ ν α μουντό φθινοπωρινό βράδυ πήγα να τον βρω με σαμπάνια και καπνιστό σολομό - θ α γιορτάζαμε την πρώτη μας επέτειο και θα περ νούσαμε τη νύχτα μαζί. Περίμενα καμιά ώρα, θυμάμαι, να τελειώσει τις " δ ο υ λ ε ι έ ς " τ ο υ . Δε σταμάτησε στιγμή να τηλεφωνάει πίνοντας φτη νό ουίσκι από μια μπουκάλα. Κυνηγούσε διά φορους δημοσιογράφους και κριτικούς να γρά ψουν για την παρουσίαση που ετοίμαζε. Η σα μπάνια ίδρωνε στην παγονιέρα, τα ψωμάκια με το σολομό ξεράθηκαν ανέπαφα στο π ι ά τ ο . Η ώρα πήγε δώδεκα. Χωρίς να πω τίποτα, ση κώθηκα, πήρα την τσάντα μου και το παλτό μου κι έκανα να φύγω. Εκείνος όμως με πρόλαβε. »"Πού πας; Με συγχωρείς, άργησα λίγο, αλ λά τώρα τελείωσα. Ένας συγγραφέας έχει, βλέ πεις... πολλές υποχρεώσεις". »Αυτό το τελευταίο το είπε αργά και καθα ρά, κοιτώντας με έντονα στα μάτια. Υποχρεώ σεις; Μα φυσικά, έπρεπε να καταλάβω αμέσως τι εννοούσε, αλλά δεν κατάλαβα. Ανέλαβε εκεί νος να μου εξηγήσει. » " Μ ι α παρουσίαση βιβλίου για να είναι σω στή και ν' αποδώσει τα αναμενόμενα στοιχίζει κάποια χρήματα. Είναι μια επένδυση. Πρέπει να εξασφαλίσεις την κατάλληλη αίθουσα, να ορ-
72
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
γανώσεις ένα gourmet catering. Δεν μπορείς να καλείς εξέχοντες δημοσιογράφους και κριτι κούς και να τους ξεπετάς με μπόμπες και τυροπιτάκια. Έπειτα, είναι και τα δώρα που πρέπει να μοιράσεις εδώ κι εκεί... Λοιπόν, τι λ ε ς ; " » " Τ ι να πω εγώ; Εσύ ξέρεις..." » ' Έ γ ώ ξέρω, αλλά εσύ είσαι που θα πρέπει να επωμιστείς τη δαπάνη, αν βέβαια πιστεύεις σε μένα. Όταν το βιβλίο αναγνωριστεί, θα έχεις μερίδιο απ' τα κέρδη, μην ανησυχείς". » " Δ ε ν ανησυχώ, απλώς δεν ε ί μ α ι σε θέση να..." »"Ώστε αρνείσαι;" » " Ε ί μ α ι αναγκασμένη. Απλώς, δεν έχω". » " Γ ι α να στέλνεις όμως πακέτα με λιχουδιές στον κανακάρη σου στην Αγγλία με door to door delivery έχεις, ε; Να μην του λ ε ί ψ ε ι του παιδιού η ταραμοσαλάτα απ' τα χέρια της μα μάς και μελαγχολήσει εκεί στα ξένα, το καμάρι μου. Ενώ για μένα που προσφέρω, ναι, προ σφέρω , πνευματική τροφή σ' αυτή τη χώρα, δεν περισσεύει φράγκο. Θα 'πρεπε να ντρέπεσαι. Σ ο υ δίνεται η ευκαιρία να συνεισφέρεις στη διάδοση ενός κορυφαίου πνευματικού έργου, κι εσύ..." »Βρισκόμουνα κιόλας μπροστά στην πόρτα έτοιμη να φύγω και να γλιτώσω επιτέλους απ' τη φωνή του, που όλο και δυνάμωνε, όταν εκείνος μ' άρπαξε απ' τον ώμο και μ' έσφιξε βίαια πάνω του. Η ανάσα του βρομοκοπούσε.
73
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
»"Πού πας; Η νύχτα είναι δικιά μας, δεν εί π α μ ε ; Γδύσου και πέσε, σου έχω μια έκπληξη. Γδύσου, σου λ έ ω ! " »Ο τόνος του ήταν τόσο επιτακτικός, απειλη τικός σχεδόν, που δεν τόλμησα να φέρω αντίρ ρηση και γδύθηκα. Εκείνος πέταξε από πάνω του τη ρόμπα που φορούσε κι έπεσε κι αυτός στο κρεβάτι, πατώντας συγχρόνως το κουμπί του βίντεο. » " Τ ι είναι αυτό;" ρώτησα παραξενεμένη. »Εντελώς ξαφνικά σκηνές άγριου πορνό κα τέκλυσαν τη μικρή οθόνη - τ ο είχε, φαίνεται, από πριν γυρισμένο στο σωστό σ η μ ε ί ο . Μου 'ρθε να βάλω τις φωνές. » " Τ ι είναι αυτό;" ξαναρώτησα. »" Δε βλέπεις; Η βασίλισσα της τσόντας. Έλα, έλα... μας περιμένει μια καυτή νύχτα α π ό ψ ε ! " »Έκλεισα αηδιασμένη τα μάτια μου. Αυτός έπεσε πάνω μου και κουνιόταν πέρα δώθε με το κεφάλι στραμμένο στην οθόνη. Μία "ηθοποιός" με τεράστια βυζιά και κωλομέρια ήταν φανερό ότι τον ερέθιζε μέχρι παροξυσμού. » " Φ ύ γ ε , δε θέλω ά λ λ ο ! " » " Θ έ λ ε ι ς και π α ρ α θ έ λ ε ι ς , τσουλάρα μ ο υ ! Κοίτα, κοίτα κι εσύ να φτιαχτείς! Τη β λ έ π ε ι ς αυτή την πουτάνα, πώς κουνάει τα κωλομέρια της, ε; Τη β λ έ π ε ι ς ; Κούνα κι εσύ την κωλάρα σου, κούνα την, ντε! Τι μου παριστάνεις, ρε, τη μυξοπαρθένα; Δεν είσαι και κάνα ξεπεταρούδι, τα 'χεις τα χρονάκια σου και τις πατσές σου.
74
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ούτε Αλβανός μπετατζής δε γυρίζει να σε κοι τ ά ξ ε ι . Να λες κι ευχαριστώ που κάποιος σαν εμένα γουστάρει να σ' το κάνει, και μάλιστα τζάμπα. Ναι, τζάμπα, μωρή σκρόφα. Είμαι γεν ναιόδωρος εγώ. Τ ι , νόμισες ότι με τα κάλλη σου μπορείς να μου πηδιέσαι; Πώς νομίζεις ότι τα κατάφερνα μαζί σου, ε; Μ' αυτή την κασέτα φτιαχνόμουνα για να σε κανονίσω. Κάτσε τώρα να τη βρούμε μαζί. Μαζί, είπα! Μπρος, κουνήσου!" »Αγνοώντας τις αντιστάσεις μου, που μάλ λον ενίσχυαν το ζήλο του ακόμη περισσότερο, με περιέλουζε με βρομόλογα, με χαστούκιζε, με ταπείνωνε με κάθε τρόπο, μέχρι που ολοκλήρω σε με μια κραυγή ζώου κι έπεσε αποκαμωμένος δίπλα μου. Δεν άργησε ν' αποκοιμηθεί μ' ένα αποκρουστικό ροχαλητό που έκανε ολόκληρο το δωμάτιο να σείεται. »Σηκώθηκα αθόρυβα και μάζεψα τα ρούχα μου. Το βίντεο, απτόητο, συνέχιζε να παίζει. »Βγαίνοντας στο δρόμο, σύρθηκα μέχρι την πιάτσα των ταξί. Δυο τρεις οδηγοί με κοίταξαν π ε ρ ί ε ρ γ α και κ ά τ ι ψ ι θ ύ ρ ι σ α ν μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς . Ο ένας μού γέλασε πλατιά και μου άνοιξε την πόρτα να περάσω. Καθώς έκανα να καθίσω, το φόρεμά μου ανασηκώθηκε και πρόλαβα να δω το λιγούρικο βλέμμα του καρφωμένο στις γά μπες μου. »Δηλαδή τώρα πρέπει να 'μαι κι ευχαριστη μένη που με λιγουρεύεται αυτός! σκέφτηκα πι-
75
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
κρόχολα κι έδωσα στον ταξιτζή τη διεύθυνσή μου. »Ήταν η ωραιότερη διαδρομή που έχω κάνει ποτέ με προορισμό το σπίτι μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να χωθώ στο καβούκι μου και να μην ξεμυτίσω ποτέ ξανά. Ποτέ! »Σκύβοντας να πληρώσω την κούρσα, είδα το πρόσωπό μου στο καθρεφτάκι του ταξί και τρόμαξα: Είχα γεράσει απότομα, μέσα σε μία νύχτα! »Μπαίνοντας επιτέλους σπίτι, όρμησα στο ψυγείο και το άδειασα όλο...»
Κάθε φορά που διηγείται την πονεμένη αυτή ιστορία η αδερφή μου χώνει το κεφάλι της στην αγκαλιά μου και ξεσπάει σ' αναφιλητά. Εγώ της χαϊδεύω τα μαλλιά και της τραγουδάω ένα γερμανικό τραγουδάκι απ' τα παι δικά μας χρόνια. Ύστερα εκείνη σηκώνεται και πάει στην κουζίνα, απ' όπου επιστρέφει μ' ένα βουνό τηγα νητές πατάτες και δυο ομελέτες. Τρώμε αμίλητες βλέ ποντας τηλεόραση. Όταν πια μένω μόνη, βγάζω ένα ουρλιαχτό και μπή γω τα νύχια μου όπου βρω. Φαντασιώνομαι ότι έχω μπροστά μου το « σ υ γ γ ρ α φ έ α » που τσαλάκωσε την αδερφή μου και τον ξεσκίζω.
76
br/zav
ΒΡΑΔΥ, ΜΟΝΗ Σ Τ Ο ΣΠΙΤΙ
ΑΝ ΚΑΙ ΠΤΩΜΑ Σ Τ Η Ν ΚΟΥΡΑΣΗ, δε μου κολλάει ύπνος. Η ώρα πήγε δέκα και η τηλεόραση δείχνει τους συνή θεις οικειοθελώς έγκλειστους να σέρνουν την πλήξη τους στις οθόνες. Καθώς απουσιάζουν σύζυγος και θυ γατέρα, οι θεματοφύλακες της υψηλής τηλεοπτικής μας αισθητικής υποτίθεται, μου παρουσιάζεται μια μοναδι κή ευκαιρία να εντρυφήσω στα τεκταινόμενα των μ ι κρών και μεγάλων αδερφών, μετά τα πρώτα πέντε λε πτά όμως το χασμουρητό πάει να με πνίξει και εγκατα λείπω τον καναπέ. Για κοίτα να δεις, αδερφέ μου, που αυτή η χλαπάτσα πυροδοτεί τέτοια πάθη! Πνευματικοί ταγοί, πολιτικοί, καλλιτέχνες, αρχιεπίσκοποι -όλοι νιώθουν υποχρεωμέ νοι να εξαπολύσουν μύδρους ενάντια σ' αυτούς τους άκακους νέους που πάνε να πιάσουν την καλή και στους αγαθούς καναλάρχες που τους δίνουν αυτή τη χρυσή ευ καιρία, ενώ το βασικό πταίσμα τους είναι η αφόρητη βα ρεμάρα που εκπέμπουν. Ε και; Οι μόνοι είναι; Αν έπρε πε να συλλάβουν όλους τους πομπούς βαρεμάρας ανά την υφήλιο, οι οθόνες θα πρόβαλλαν άσπρες ξέξασπρες ολόκληρο σχεδόν το εικοσιτετράωρο και οι δέκτες εθι σμένοι στην εικονική βαρεμάρα, καθότι αυτοί οι ίδιοι, εισέτι βαρετότεροι, θ' αυτοκτονούσαν μαζικά, γιατί άντε
77
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
τώρα με τέτοιο ψοφόκρυο να βγάζεις καρέκλες στη ρούγα, ν' ανοίγεις παράθυρα στο δρόμο ή να τρέχεις στους καφενέδες για να πάρεις μάτι αληθινούς παίκτες. Έτσι όμως όλοι χαίρονται και χαμογελούν και περισσότερο απ' όλους οι αγέρωχοι τιμητές. Κουβέντα να γίνεται δη λαδή, να περνάει η ώρα, να γεμίζουμε κενά στο πρό γραμμα και να τα πιάνουμε απ' τη διαφήμιση. Δέκα και τέταρτο. Αν νιώσω μοναξιά, αν χρειαστώ έναν ώμο να γείρω για παρηγοριά, μπορώ πάντα να περάσω απ' το στέκι του φίλου μας του Βαλέριου - κ ά θε Πέμπτη « α ν ο ί γ ε ι το ιδιαίτερο σπίτι τ ο υ » , κοινώς «δέχεται». Το στέκι είναι ένα ευρύχωρο τριάρι στο Κολωνάκι. Εκεί έμενε μόνιμα μέχρι πριν από τρία χρόνια, οπότε μετακόμισε σ' ένα διαμέρισμα στο Μοσχάτο, δίπλα στην πάλαι ποτέ σύζυγο του και στην οικογένεια της - ν α ι , υπήρξε παντρεμένος ένα φεγγάρι-, « γ ι α να 'χω κάποιον δίπλα μου να μου δώσει ένα ποτήρι νερό όταν γεράσω», όπως λ έ ε ι . Κράτησε όμως και το στέκι, τη «φωλίτσα» του, διά παν ενδεχόμενον. Ένας γνωστός γκαλερίστας, έστω και πρώην, έχει, όσο να 'ναι, τα τυ χερά τ ο υ : Νέοι φ ε ρ έ λ π ι δ ε ς ζωγράφοι, φοιτητές της Α.Σ.Κ.Τ., ιδίως εξ επαρχίας, συμβαίνει ενίοτε να επιζη τούν την πνευματική καθοδήγηση, τις πρακτικές συμ βουλές, την πείρα, την πατρική φροντίδα -την προώθη ση , για να πούμε τα πράγματα με τ' όνομα τ ο υ ς - ενός ε β δ ο μ η ν τ ά ρ η αλλά κ α λ ο σ τ ε κ ο ύ μ ε ν ο υ πάντα bon vivant. Για το σκοπό αυτόν είναι έτοιμοι να προβούν σε μερικές ανώδυνες παραχωρήσεις, με θετικό κατά κα νόνα για την καριέρα τους αποτέλεσμα.
78
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Τις Πέμπτες το στέκι γιορτάζει: Ζωγράφοι, εκδότες, μοντελίστ, επώνυμα ζεύγη, ακόμη και ποιητές διανθί ζουν με την παρουσία τους το βιομηχανικού ντιζάιν σα λόνι. Άλλοι την αράζουν με τις ώρες, επιδιδόμενοι σε βαθυστόχαστες συζητήσεις, άλλοι κάνουν το πέρασμά τους για ένα ποτό με μπλίνι απ' το γειτονικό μεζεδοπωλείο και περιορίζονται σε λίγες αλλά καίριες ατά κες. Ένα φιλόξενο στέκι σίγουρα. Κι ο Βαλέριος, ένας πρόθυμος παρηγορητής κυριών. Έχει ένα τσούρμο κα λές φίλες, τις οποίες νουθετεί και συμβουλεύει, συμπά σχων με τα προβλήματα τους - ω, ναι, έχει νιώσει τον πόνο της εγκατάλειψης στο πετσί του. Ξέρει τι σημαί νει να χάνεις έναν άντρα μέσα απ' τα χέρια σου. «Λες, βρε Έρση, να τον χάσαμε τον Κώστα αυτή τη φορά;» Εκείνη σιωπά - μάλλον νυστάζει. Η παχυδερμία της με τρελαίνει, νιώθω ξαφνικά να πνίγομαι στο έρημο σπίτι. Πεισμωμένη, τραβάω τον άλλο μου μισό εαυτό απ' το χέρι και ένα εικοσάλεπτο αργότερα παρκάρω στη Σκουφά.
79
br/zav
ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ ΚΥΡΙΩΝ
γκαρσόνια μπαινοβγαίνουν, φωνές και μουσική ανάκατα βουίζουν σαν μελίσσι. Μπάζει ένα παγωμένο ρεύμα απ' την εξώπορτα που ανοιγοκλείνει συνεχώς, έτσι παίρνω ένα ποτό και κα τευθύνομαι προς το διάδρομο. Στο ένα δωμάτιο -πρώην κρεβατοκάμαρα, νυν εκ θετήριο- ένα σμπάρο νέοι καλλιτέχνες σχολιάζουν δη μιουργικά ένα ταμπλό με μουντζούρες. Ο μέντορας ανευρίσκεται τελικά στο επόμενο υπνοδωμάτιο-στούντιο, όπου, αραγμένος νωχελικά σ' ένα νικελένιο ανά κλιντρο, περιστοιχίζεται από ένα λεφούσι γυναικών κάθε ηλικίας και εμφάνισης, αλλά συγκεκριμένης ενδυ ματολογικής αντίληψης. Μου γνέφει μ' ένα νεύμα οι κείας εγκαρδιότητας και συνεχίζει την αγόρευση του. Ίσως, αν περιμένω να διαλυθεί η ομήγυρη κάποια στιγ μή , μπορέσω να τον απομονώσω και να του πω τον πό νο μου. Κ Ο Σ Μ Ο Σ ΠΑΕΙ ΚΙ Ε Ρ Χ Ε Τ Α Ι ,
Δεν ξέρω πού να βολευτώ, πού να κουρνιάσω, να γί νω αόρατη, ει δυνατόν. Πρώτη φορά νιώθω αμήχανα σ' αυτόν το χώρο. Με τον Κώστα έχουμε περάσει εδώ αξέχαστες ώρες χαζεύοντας τους διερχόμενους, πιάνο ντας κουβέντα με κάθε λογής ψώνιο και σχολιάζοντας τα πάντα χαμηλόφωνα, πνιγμένοι στα γέλια.
80
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Τώρα σε ποιον να πω ότι θέλω άλλο ένα ποτό; Ότι οι γόβες μου με ταλανίζουν; Ότι αυτή η ξανθιά είναι στην πραγματικότητα ο Τάκης ο διορθωτής - θυμάσαι που τον είχαμε τρακάρει μ' ένα τσόλι στου Τζίμη κι έκανε πως δε μας είδε και παράτησε το τεκνό στα κρύα του λουτρού και την άλλη μέρα έλεγε ότι χτες βράδυ ήταν στο Μέγαρο και περιέγραφε τη συναυλία με κά θε λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι α ; Αχ, Κώστα, πού 'σαι ν' ακούσεις τι ακούω... « Κ α λ έ , κοιτάχτε δω χρώματα, κοιτάχτε κίνηση, κοιτάχτε ζωή που έχει αυτός ο πίνακας!» παραληρεί ο Βα λέριος. « Κ α ι . . . τι συμβολίζει αυτή η σκιά που κόβει το μήλο στη μέση;» « Μ α τη σκοτεινή λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης, τι άλλο; Έχω δ ί κ ι ο ; » επεξηγεί θριαμβευτικά η γνωστή οξιζεναρισμένη νεοφιλότεχνη. Τώρα θα τα παίξω εντελώς! Θέλω να σχολιάσω, θα σκάσω αν δε μιλήσω σε κάποιον! Αχ και να 'ταν ο δικός μου εδώ, με όλα του τα στραβά... «Κοίτα να δεις ση μεία και τέρατα, φιλαράκι μου Κώστα - χαλάλι σου, παλιομπαγάσα, όπου και να 'σαι! Θαύμασε την πλατινέ συμβία του αρχιδιαπλεκόμενου μιζαδόρου με τα σκου λαρίκια Fragonard και τα εξτένσιον του μετρ Jeanneu σε ρόλο οργισμένης ακτιβίστριας! Η παγκοσμιοποίηση τη μάρανε κι αυτήν! Υποφέρει η γυναίκα απ' το βάρος της αδικίας. Εξανίσταται ως καλλιτέχνις και ως άνθρω π ο ς ! » «Καλλιτέχνις ε ί π ε ς ; » « Ν α ι , βρε Κώστα. Δε θυ μάσαι που σου 'λεγα ότι βρήκε στα εξήντα της - ν α ι , εξήντα ε ί π α ! - τον προορισμό της ζωής της και επιδίδε-
81
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ται μετά πάθους εις την γλυπτικήν;» «Γλυπτικήν επί μαρμάρων ή επί βαρβάρων;» « Τ ο 'πες π ά λ ι ! Αχ, μου λείπεις! Μου λείπεις πολύ,πιγκουινάκο μου άτακτε, το ξέρεις; Γύρνα πίσω και όλα σού τα συγχωρώ -πάνω απ' όλα είμαστε φιλαράκια εμείς οι δύο,δεν είμαστε;» 0 Βαλέριος εξανίσταται εναντίον της πασιονάριας. « Μ α τι λες, χρυσή μ ο υ ; Δε β λ έ π ε ι ς το σχήμα της σκιάς; Το φαλλό συμβολίζει, θέλει και ρώτημα; Τον παντοδύναμο φαλλό! Μπορούμε, αν θέλετε, να ρωτή σουμε τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Έχουμε την τιμή να τον έχουμε κοντά μας α π ό ψ ε . Κορίνα, φώναξέ μας τον Άλκη απ' το διπλανό δωμάτιο, να τον γνωρίσουν οι φί λες μας! Είναι ένα ψηλό αγόρι με μακρύ φουλάρι». « . . . κ α ι μακρύ κρεμαστάρι, φυσικά» θα 'λεγα στον Κώστα αν ήταν εδώ. Μοναχική όμως και παραπονεμέ νη, συνειδητοποιώ για πρώτη φορά κάποια πράγματα που μέσα στην τρελή χαρά και ανεμελιά μου δεν είχα ως τώρα προσέξει: Ο Βαλέριος ξέρει να κανακεύει τις κυρίες, χαρίζει όμως την εύνοια του υπό όρους. Όρος πρώτος: Εσύ κι εγώ λατρεύουμε το φαλλό άνευ όρων! Επί τη ευκαιρία, δε θυμάμαι να προώθησε ποτέ το έργο κάποιας καλλιτέχνιδος. Ένας νέος με δερμάτινο τζάκετ εισέρχεται με το ανάλογο τουπέ στο χώρο και γίνεται δεκτός μ' ενθου σιασμό. Όρος δ ε ύ τ ε ρ ο ς : Μπορεί θεωρητικά να βάλλουμε κατά της φαλλοκρατίας, στην πράξη όμως το στιλ « μ α τ σ ό » πολύ μας αρέσει. Γουστάρουμε τον «αληθι ν ό » άντρα, το ζόρικο. Αν μάλιστα φοράει και δερμάτι νο σλιπάκι, ακόμη καλύτερα.
82
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ο Βαλέριος κάποιον ψάχνει με το βλέμμα. «Πού χάθηκε το αγόρι σου, βρε Νατάσα;» « Β γ ή κ ε στο μπαλκόνι να καπνίσει». «Πώς βγήκε δηλαδή; Έτσι, με το Πόλο τ ο υ ; » «Προφανώς». « Κ ι εσύ, καλέ, αδιαφορείς; Αφήνεις τέτοιον κούκλο να τουρτουρίζει, μ' αυτό το ψοφόκρυο; Δεν του κρατάς κανένα ρούχο; Δώσ' του το μαντό σου τ ό τ ε ! » « Μ ε το Πόλο του και τον κώλο του αυτός ο νέος έχει μέλλον! Τον καψουρεύτηκε ο Βαλέριος για τα καλά» θα σχολίαζες εσύ κι εγώ θα σου 'κλεινα το στόμα με την παλάμη, σκανδαλισμένη τάχατες αλλά και κατάτι σο φότερη: Όρος τρίτος λοιπόν: Περιποιούμαστε και κανακεύ ουμε τ' αγόρια μέχρις αυτοθυσίας. Χαλί γινόμαστε να μας πατήσουν. Και, προς Θεού: Δε στεκόμαστε με κα νέναν τρόπο εμπόδιο στην κοινωνική τους ανέλιξη! Μια κοκκινομάλλα ακαθορίστου ηλικίας προσφέρει στον αμφιτρύωνα ένα πιάτο με ορεκτικά. « Ό χ ι , ευχαριστώ, δε θα πάρω. Δεν πεινάω. Έφαγα το μεσημέρι στης Μαρίζας - π ο π ό , τι το 'θελα; Μουνί τα 'χε κάνει τα φασολάκια, η ανεπρόκοπη. Ακόμη τα ρεύ ομαι». Όρος τέταρτος: Νιώθουμε βαθιά αποστροφή για τα γυναικεία γεννητικά όργανα. Μια κορακάτη μελαχρινή ψιθυρίζει στο αυτί του παρηγορητή ναζιάρικα το παράπονό της και περιμένει μ' έκδηλη ανυπομονησία την αντίδρασή του. « Έ λ α , καλέ Τζόρτζια! Ήταν ανάγκη κι εσύ να του πεις ότι τον έψαχνε η μάνα τ ο υ ; Ορίστε, σαν καλός γιος
83
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
έτρεξε σ' αυτήν και σένα σ' άφησε μπουκάλα. Πάει, πέ ταξε το πουλί, κι άντε βρες το τώρα! Χάθηκαν οι συ σκευές με αναγνώριση κλήσης; Πάρε μια να βρεις την υγειά σου, να σε βρίσκει η πεθερά σου μόνο Χριστού γεννα και Πάσχα!» Όρος π έ μ π τ ο ς : Αν χρειαστεί, δε λ έ μ ε όχι σε κά ποιες δοκιμασμένες κατινιές. Τώρα ο έμπειρος συμβουλάτορας καθοδηγεί μια νιόπαντρη: « Τ ι του μαγείρεψες σήμερα; Αγκινάρες; Οχ, καημέ ν η ! Φτιάξ' του το κουνέλι αλά μπορντελέζ να τον απο πλανήσεις, να δεις χαρά στα σκέλια σου! Φτιάξ' το και θα με θυμηθείς!». Όρος έ κ τ ο ς : Μ α γ ε ι ρ ε ύ ο υ μ ε ανελλιπώς για τους εκλεκτούς μας. Τώρα που το σκέφτομαι, θυμάμαι ότι όποτε τηλεφωνάει ο Βαλέριος αντί για καλημέρα με ρωτάει: « Τ ι μ α γ ε ι ρ ε ύ ε ι ς ; » . Μα, φυσικά. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει μια γυναίκα απ' το να μαγειρεύει; Μια στεγνή μεσήλιξ με γυαλιά και αέρα λεσβίας κουλτουριάρας πλησιάζει τον ειδήμονα με πηδηχτά β η ματάκια και του τείνει, δισταχτικά μεν και άτολμα αλ λά με μια υπόγεια προσδοκία επιδοκιμασίας, μια τυ πωμένη σελίδα. « Β α λ έ ρ ι ε , η Ιζαμπέλα γράφει ποιήματα, το 'ξερες;» « Έ ε ε λ α , δεν το πιστεύω!» « Ν α ι . Και μάλιστα καλά. Ένα ποίημά της δημοσι εύτηκε στην τελευταία " Σ τ ί ξ η " . Το 'κοψα και το 'χω εδώ, μαζί μου. Πάρ' το και διάβασε το δυνατά, αν θέ λεις. Αν σου αρέσει να της τηλεφωνήσουμε, να της πεις συγχαρητήρια. Θα τρελαθεί απ' τη χαρά τ η ς ! »
84
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ο Βαλέριος παίρνει τη σελίδα του περιοδικού, με τ ε λετουργικές κινήσεις βγάζει απ' το τσεπάκι και φοράει τα γυαλιά του, αλλά φωνή δε βγάζει. Όσο προχωράει η ανάγνωση συνοφρυώνεται, στη συνέχεια παίρνει ύφος έντονα ειρωνικό και κακιασμένο. Τέλος, ξεροβήχει και πετάει το ποίημα στην άκρη μ' έκδηλη περιφρόνηση. « Μ α πιστεύει στ' αλήθεια η φίλη σου ότι αυτό το... πόνημά της μπορεί να χαρακτηριστεί ποίημα; Θεός φυλάξοι, είναι απίστευτο το τι σκουπίδια δημοσιεύουν πια αυτά τα περιοδικά! Να πεις στη δικιά σου να δια βάσει ξανά τον Καβάφη - λ έ ω ξανά, διότι υποθέτω ότι θα τον έχει διαβάσει, αν και, κρίνοντας απ' το... ποίημά της, ούτε αυτό είναι σίγουρο. Κι εσύ, καλή μου, πάψε ν' ασχολείσαι με πομφόλυγες. Κάνε κάτι παραγωγικό. Αύριο το πρωί, ας πούμε, τι κάνεις; Είδα στου Βάρδα ένα σακάκι μούρλια, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Νώντα. Πάμε μαζί να του το πάρουμε;» Όρος έβδομος: Αν είσαι ολίγον κακομοίρα, ολίγον στερημένη, ριγμένη από κάποιον αρσενικό, συμπαρα στέκομαι. Αν σου έκοψε το αυγολέμονο, συμπάσχω βαθιά. Για άλλες σου ανησυχίες, επαγγελματικές ή -ω της φ ρ ί κ η ς ! - καλλιτεχνικές, αδιαφορώ. Τι γ υ ρ ε ύ ε ι ς εσύ, γυναίκα πράμα, σε ξένα χωράφια; Πώς τολμάς; Άραξε στην κουζίνα σου και μη μας ζαλίζεις. Αποφασίζω ότι γι' απόψε αυτός θα είναι και ο τ ε λευταίος όρος που διδάσκομαι. Αρκετά. Ώρα να του δίνω. Πέρασα μίζερα, αλλά έβγαλα τα συμπεράσματά μου: Πρώτον: Ποτέ πια στο στέκι του Βαλέριου χωρίς το « μ ω ρ ό » μου.
85
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Δεύτερον: Δε θα μου ξεφύγει μπροστά στο Βαλέριο λέξη για το μυθιστόρημα που σκαρώνω εδώ και μήνες, ούτε όταν κάποτε με το καλό εκδοθεί - αν δηλαδή ευ τυχήσει ποτέ να εκδοθεί. Με ψευδώνυμο θα το βγάλω. Τρίτον: Αν -ο μη γένοιτο- μ' εγκαταλείψει ο Κώστας, δε θα 'ρθω να κλαφτώ στον ώμο του Βαλέριου. Αυτά, κι άσε τη Φαίδρα και την ακολουθία της να πιστεύουν ακόμα το αναληθέστατο σλόγκαν για τους γκέι, που τόσο πια μας λατρεύουν, ότι «a fag is a girls best friend», που τόσο φορέθηκε την τελευταία δεκαε τ ί α . Άκυρον! Ο καλύτερος φίλος της γυναίκας ήταν ανέκαθεν και εξακολουθούν να είναι τα διαμάντια. Πώς λέει και το τραγούδι; «Diamonds are a girls best friend ». Αθάνατη Μέριλυν!
86
br/zav
Τ Ο Β Ι Α Γ Κ Ρ Α ΚΑΝΕΙ Φ Τ Ε Ρ Α !
«ΕΜΠΡΟΣ;»
« Έ λ α , Έ ρ σ η . Ο Ηλίας ε ί μ α ι . Μου δίνεις τον Κώ στα ;» «Δεν είν' ε δ ώ » . « Μ π α ; Πότε θα 'ρθει;» «Δεν ξέρω, Ηλία. Δε με ενημέρωσε. Ούτε που τον εί δα». «Ούτε σήμερα, ε; Περίεργο. Μόλις τώρα έλαβα φαξ με την κυριακάτικη στήλη του. Ήθελα να του πω ότι το όνομα του νομάρχη Καβάλας δεν είναι Καζαντζίδης αλλά... τέλος πάντων. Θα το διορθώσω, έ τ σ ι ; » «Ναι». «Να του πεις ότι τηλεφώνησα, σε παρακαλώ. Να μη λέει ό τ ι . . . » «Θα του το π ω » . Να 'σαι καλά, Ηλία. Με το ευγενικό σου τηλεφώνη μα με καθησύχασες εντελώς. Ο άντρας μου, όπου και να 'ναι, είναι καλά. Τόσο καλά, ώστε να μην παραλεί πει τη στήλη του. Να μια ιδέα: Ζητάω απ' τον Ηλία να μου δώσει τον αριθμό τηλεφώνου απ' όπου εστάλη το φαξ και στέλνω στον άπιστο ένα απεγνωσμένο μήνυμα ι κ ε σ ί α ς : «Τηλεφώνησε μ ο υ , ε π ι τ έ λ ο υ ς ! Γράψε μ ο υ ! Η καταφρονεμένη σύζυγος».
87
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Ε, όχι! Αφού δε συντρέχει λόγος ανησυχίας για την αρτιμέλειά του, να πάει να... στην κυριολεξία αυτό κά νει, άλλωστε. 0 τρόπος που το κάνει διαφέρει ωστόσο από παρελθούσες παρεκτροπές κατά τούτο: Δεν μπαί νει καν στον κύπο να δικαιολογηθεί, να σκαρφιστεί ένα ψέμα. Να το κάνει «πολιτισμένα», βρε αδερφέ, τηρώ ντας κάποια προσχήματα -αυτή ήταν άλλωστε η άτυπη συμφωνία μεταξύ μας, τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χρόνια, και ποτέ ως τώρα δεν τύλμησε να την καταπα τήσει. Αυτό μπορεί να σημαίνει ένα μόνο πράγμα: ότι το πάει για διάλυση! Οριστική διάλυση! Το θέμα σηκώνει τσιγάρο. Φτου να πάρει - μου τέ λειωσαν. Μα κάπνισα χθες ένα ολόκληρο πακέτο; Σ υ μπέρασμα: Ο Κώστας βλάπτει σοβαρά την υγεία μου. Με σκοτώνει! Τι μου απομένει;Να λάβω κάποια μέτρα. Όχι ενα ντίον του, εννοείται. Με τον εαυτό μου πρέπει να δου λέψω. Να συνηθίσω στην ιδέα ότι θα είμαι κι εγώ μία μοναχική μεσήλικη γυναίκα. Ένα τακτικό μέλος του SEX Club. Μία απ' αυτές. Όχι όμως τσουκνίδα. Α-νεμ ό ν η ! Ακούς, Έρση ; Μία αξιοπρεπής ανε-μόνη, μία σωστή κυρία. Δε θέλω κατινιές! Ανε-μόνη! Ανε-μόνη είπα! Ανε... ουουου... Τρέμοντας σύγκορμη, ανίκανη ν' αναχαιτίσω το λυγμικό παραλήρημα που, καταχωνιασμένο μέσα μου από χθες, βρήκε μια μικρή χαραμάδα αφύλακτη και ξεχύνε ται ακάθεκτο έξω σαν λάβα που μου καίει τα σωθικά, σκύβω ν' ανοίξω το συρταράκι του κομοδίνου που φυ λάμε, αφότου « κ ό ψ α μ ε » το κάπνισμα, κάποια εφεδρι κά τσιγάρα για ώρα μεγάλης λύσσας. Και δέχομαι τη
88
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
χαριστική βολή: Από τη θέση του στο βάθος του συρταριού λ ε ί π ε ι το μπλε κουτί με τα Β ι ά γ κ ρ α ! Και το ακόμη χειρότερο: Ούτε τσιγάρα έχει. Σαν τρελή ξαμολιέμαι στο δρόμο. Έτσι κι αλλιώς, είναι ώρα να φύγω για το γραφείο. Η σκέψη όμως των τσουκνίδων μού φέρνει αναγούλα. Τηλεφωνώ απ' το περίπτερο ότι θα απουσιάσω σήμερα λόγω ασθενείας. « Μ π α ; Από ασθενοφόρο τηλεφωνείς;» σαρκάζει η στυφή Εράσμια. « Φ ά ε τη γλώσσα σου, βρε ξινομυζήθρα!» « Ό χ ι , αλλά είπα κι εγώ, άρρωστος μέσα σε τέτοιο σαματά από κλάξον μόνο σε ασθενοφόρο μπορεί να βρίσκεται. Περαστικά!» Κοπανάω κάτω το ακουστικό και βάζω πλώρη για καφέ. « Ε , μαντάμ! Ξέχασες να πληρώσεις το τηλέφωνο!» Γαμώτο! Και το κινητό μου ξέχασα πάλι. Αλλά σκασίλα μου! Μη σώσει και τηλεφωνήσει! Και το Βιάγκρα να το βάλει εκεί που ξέρει! Ο χαμένος!
89
br/zav
ΟΙ ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ Τ Η Σ ΓΙΑΓΙΑΣ ΑΠ' Τ' ΑΪΒΑΛΙ
« Π Α Ρ Α Κ Α Λ Ω , Ξ Ε Ρ Ε Τ Ε ΑΝ Π Ε Ρ Ν Α Ε Ι
από Γενικό Κρατι
κό;» « Όχι, δυστυχώς ». «Νίκαια δεν π ά ε ι ; » «Ούτε αυτό το ξέρω, λυπάμαι». Ο ηλικιωμένος κύριος -εμφανώς επαρχιώτης- με κοιτάει σαν να βλέπει ούφο. « Τ ο νέφος θα φταίει. Κα λύτερα στα βουνά και στα λαγκάδια» λέει το βλέμμα του. «Ακόμα καλύτερη μια σουλάτσα από λεωφορείο σε λ ε ω φ ο ρ ε ί ο , χωρίς π ρ ο ο ρ ι σ μ ό » λέω ε γ ώ . Κάνω sightseeing σ' αυτή την πόλη που απλώθηκε ερήμην μου, που δεν τη γνωρίζω. Ανακαλύπτω γωνιές σε συνοικίες που μόνο κατ' όνομα ήξερα ότι υπάρχουν και διασκε δάζω σαν παιδί, κατεβαίνοντας όπου μου αρέσει και συνεχίζοντας με άλλο λεωφορείο. Και όλ' αυτά μέσα σ' ένα πρωί, μια εργάσιμη μέρα που μου χαρίστηκε ουρανοκατέβατα. Μια σκανταλιά, ένα σκασιαρχείο και τ' αφήνεις όλα πίσω. Εδώ θα κατέβω. Σερβίρουν «λου κουμάδες της γιαγιάς απ' τ' Αϊβαλί». Δεν είναι η νοσταλγία που με οδηγεί, απλώς πεινάω. Δεν είχα γ ι α γ ι ά απ' τ' Αϊβαλί, κι αυτή που είχα δεν έφτιαχνε λουκουμάδες, έφτιαχνε Apfelstrudel, γερμα νική μηλόπιτα δηλαδή, καθότι Γερμανίδα. Η αδερφή
90
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
μου κι εγώ λατρεύαμε το Apfelstrudel, αφότου κυρίως το στερηθήκαμε. Η γιαγιά βάρυνε και αραίωσε τα τα ξίδια της στην Ελλάδα, η μαμά πήγαινε όλο και συχνό τερα να τη δει, έμενε όλο και περισσότερο κοντά της, μέχρι που το σπίτι στο Αμβούργο έγινε η κύρια κατοι κία της, από τότε ιδίως που έπιασε δουλειά ως αντα ποκρίτρια σε τοπική εφημερίδα. Η μαμά έφευγε από κοντά μας σε δόσεις. Απομα κρυνόταν απ' την Ελλάδα σταδιακά, σχεδόν ανώδυνα, καθώς εμείς μεγαλώναμε και την είχαμε, υποτίθεται, όλο και λιγότερο ανάγκη. Εν μέρει αυτό αληθεύει: Τα του οίκου είχε αναλάβει με μεγάλη προθυμία η θεία η Ξ έ ν η , ανύπαντρη αδερφή του μπαμπά, που, από την κήρυξη της δικτατορίας και μετά, εγκαταστάθηκε πλέ ον μόνιμα στο σπίτι, κηρύσσοντας τη δική της δικτατο ρία. Στη μαμά απαγορεύτηκε η είσοδος στην Ελλάδα για κάποιους μήνες, επειδή είχε υπογράψει στη γερμανική εφημερίδα ένα σκωπτικότατο άρθρο για τους συνταγ ματάρχες. Απ' τη μια μέρα στην άλλη απόκτησε τον τίτλο της «αντιστασιακής», και μάλιστα μιας από τις πρώτες, χρονολογικά τουλάχιστον - τίτλος που καθό λου δεν ε ν δ ι έ φ ε ρ ε την ίδια τη μαμά, της προσέδιδε όμως μία αίγλη στα μάτια των «προοδευτικών» συγγε νών και φίλων, αλλά και μια ρετσινιά στα μάτια των «συμπαθούντων», που, για να λέμε την αλήθεια, ήταν και οι πολυπληθέστεροι. Μεταξύ αυτών και η θεία η Ξένη, ο προσωπικός μας συνταγματάρχης. Το πρώτο που έκανε ήταν να εξαλείψει οποιοδήπο τε ίχνος της « ά λ λ η ς » , της Γερμανίδας, της ανάξιας συ-
91
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ζύγου και μητέρας - « έ τ σ ι είναι αυτές οι ξένες, παιδά κι μου, δεν είναι για σπίτι. Είναι πράματα αυτά τώρα, να παρατάει άντρα και παιδιά και να παίρνει τα βου νά, να κάνει αντίσταση στην εθνική μας επανάσταση,η αντάρτισσα, η αναρχικιά;». Γερμανικές συνταγές μα γειρικής, η φόρμα για το Apfelstrudel, ο πατατοτρίφτης για τα Kartoffelpuffer, καλλυντικά, ρούχα, φωτο γραφίες στοιβάχτηκαν σ' ένα παλιό μπαούλο στο υπό γειο. Εγώ έκρυψα και κράτησα τρία ζευγάρια κάλτσες και τις μαύρες ζαρτιέρες της στο βάθος ενός συρταριού. Ήταν ένα είδος φετίχ για μένα οι μακριές χυτές γάμπες της, όπως τις σταύρωνε νωχελικά και άναβε τσιγάρο. Τις τελευταίες μέρες που ήταν εδώ λόγω πένθους -είχε πεθάνει η γ ι α γ ι ά - φ ο ρ ο ύ σ ε μαύρες κάλτσες και οι σταυρωμένες γάμπες είχαν αποκτήσει μιαν άλλη σαγή νη στα μάτια μου - έκλεβα μαύρες κάλτσες και τις προβάριζα κρυφά μπροστά στον καθρέφτη. Ήμουνα κοντά δεκαπέντε χρονών και διεκδικούσα επιτέλους το δικαίωμα να πετάξω τα σοσόνια και να πενθήσω τη γιαγιά μου με τον πρέποντα τρόπο. Η μαμά άκουσε μ' ενδιαφέρον το παράπονό μου, θυ μάμαι. Γύρισε και με κοίταξε παραξενεμένη, σαν μόλις να 'κανε μια ξαφνική αποκάλυψη: « Μ α ναι, φυσικά. Θεέ μου, πόσο μεγάλωσες, κι η γιαγιά σου δε ζει να σε καμαρώσει!» είπε και αγκαλιάζοντάς με ξέσπασε σε λυγμούς. Το ίδιο βράδυ, φεύγοντας για το Αμβούργο, για το μνημόσυνο της γιαγιάς, μου 'βαλε εμπιστευτικά στο χέρι ένα ολόκληρο χιλιάρικο. « Π ά ρ ε κι αγόρασε ό,τι
92
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
σ' αρέσει και όταν γυρίσω θέλω να σε βρω σωστή δε σποινίδα. Αληθινή φίλη. Συγνώμη αν σε παραμέλησα, Έρση. Έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δ υ ο » . Αλλά θ' αργούσε πολύ να γυρίσει από εκείνο το τα ξίδι.
93
br/zav
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ δεν πήραν ποτέ. Τα δύο καλο καίρια που μεσολάβησαν μέχρι να βγάλω το γυμνάσιο τα περάσαμε η Ιωάννα κι εγώ με τη μαμά στο Αμβούρ γο. Η Ιωάννα λαχταρούσε να γυρίσει πίσω μια ώρα αρ χύτερα - τ ρ ί α χρόνια μεγαλύτερή μου, ήταν φουλ ερω τευμένη με τον Τάσο, το συμφοιτητή και μετέπειτα σύ ζυγό της. Εγώ πάλι ένιωθα σαν το ψάρι στο νερό στην ξένη πόλη. Προσπαθούσα με μανία να τελειοποιήσω τα γερ μανικά μου για να γραφτώ στο εκεί πανεπιστήμιο αμέ σως μετά την αποφοίτησή μου απ' το σχολείο. Υπήρχε Τμήμα Επικοινωνίας, σπουδές ειδικές για να γίνεις δη μοσιογράφος - τ ο όνειρό μου! Θα γινόμουνα ανταπο κρίτρια, σαν τη μαμά. Θα ταξίδευα παντού, θα 'γραφα βαρυσήμαντα άρθρα που θα φέρνανε τον κόσμο άνω κάτω - μ ι α δεύτερη Οριάνα Φαλλάτσι! Πίσω στην Αθήνα, τελειόφοιτη πια, αντί να γραφτώ σε φροντιστήριο, όπως όλοι οι άλλοι συμμαθητές μου, έτρεχα στο Ινστιτούτο Γκαίτε για το Abitur, το γερμα νικό απολυτήριο. Τρεις μήνες πριν το τέλος της σχολι κής χρονιάς ήρθε η μεγάλη ανατροπή. *
*
*
94
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Αρχές της άνοιξης ήταν, θυμάμαι. Η Εύα, η κολ λητή μου, κι εγώ παίζαμε νωχελικά ναυμαχία, ενώ ο πιο υπναλέος απ' τους καθηγητές μας πα ρέδιδε Ηθική και ένας εκμαυλιστικός ήλιος, που έμπαινε απ' το ορθάνοιχτο παράθυρο της τάξης, μας χάιδευε τα μαλλιά. «Προσοχή! Προσοχή! Διακόπτουμε το μάθη μα για λίγα λ ε π τ ά ! » Σήκωσα ανόρεχτα το βλέμμα απ' τις τελίτσες και τις γραμμές της ναυμαχίας - και τι να δω: Μπροστά στην έδρα, δίπλα στον κύριο Υπναλέο, ο μπαμπάς, με το κεφάλι χαμηλωμένο, εμ φανώς καταβεβλημένος. «Πετροπούλου, παιδί μου, μάζεψε τα πράγ ματα σου. Ανάγκη ιερή επιβάλλει ν' ακολουθή σεις τον πατέρα σου τώρα αμέσως». Με τα γόνατα κομμένα σηκώθηκα. Ένα σούσουρο ακολούθησε τα βήματά μου ανάμεσα στα θρανία. Δεν ήθελα να δρασκελίσω την πόρτα της τάξης, δεν ήθελα να χάσω το μάθημα της Ηθικής - ω , πόσο συναρπαστικό φάνταζε ξαφνικά! Ήξερα ότι εκεί έξω κάτι φοβερό με περίμενε, ένα ανείπωτα πικρό ποτήρι. Βγαίνοντας γύρισα και κοίταξα την Ε ύ α . Μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά, δείχνοντάς μου το κοκαλάκι των μαλλιών μου, που είχα ξεχά σει. Γύρισα πίσω και το πήρα, κλέβοντας λίγο απ' τον εξαίσιο χρόνο της ανεμελιάς και των λυ τών μαλλιών. Δρασκελίζοντας την πόρτα, είχα πια τα μαλλιά μαζεμένα πίσω.
95
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Ήμουν πια και επίσημα η κόρη μιας νεκρής μάνας. Ήταν πάντα τόσο κοντινή και μακρινή ταυ τόχρονα. Δεν πρόλαβε η ενήλικη οικειότητα να μας χ α ρ ι σ τ ε ί . Ένα μεθυσμένο φορτηγό που έπεσε καταπάνω της έκοψε το νήμα της ζωής της στα σαράντα δύο της χρόνια. Η κηδεία της έγινε στο Αμβούργο. Μετά την τελετή μαζευτήκαμε στο σπίτι, που ήδη ήταν προς πώληση. Βρήκα πανέτοιμο το δωμάτιό μου δίπλα στο δικό της, με το μεγάλο παράθυ ρο να β λ έ π ε ι στον κήπο, τα κλαδιά της ιτιάς ν' αγγίζουν το τζάμι και τα σκιουράκια να πα σχίζουν μ' ένα σάλτο να τρυπώσουν μέσα. Πάνω στο κρεβάτι που προόριζε για μένα, μια γενναι όδωρη συλλογή νάιλον κάλτσες και ζαρτιέρες σε όλα τα χρώματα. «Καλώς όρισες, Έ ρ σ η » έγραφε μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα κρεμασμένη ανάμεσα σε δύο λαμπατέρ. « Μ α τότε γιατί, μαμά, γ ι α τ ί ; » Ένα λούτρινο λαγουδάκι ξαπλωμένο στο κεντητό μαξιλάρι με κοιτούσε τείνοντας μου το χέρι για να με οδηγήσει πίσω στα πρώτα παιδικά μου χρόνια και να μου ψιθυρίσει την απάντηση. Τριών χρονών ήμουνα, ήταν το βράδυ της Ανάστασης και κ ρ α τ ο ύ σ α κ α μ α ρ ω τ ά στην αγκαλιά μου αυτό το ίδιο λαγουδάκι, μαζί με μια λαμπάδα ψηλότερη απ' το μπόι μου. «Άσ' το αυτό το πράμα, μπέμπα! Πέτα τ ο ! Τι τα θες αυτά τα ξενόφερτα στην εκκλησιά το βράδυ της
96
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ανάστασης; Γερμανάκι είσαι, να ψάχνεις λα γούς μες στους θάμνους;» «Α πα πα, Ξένη μου, γνήσια Ελληνοπούλα είναι η μπέμπα, δε β λ έ πεις πώς παίζει το μάτι τ η ς ; » Πράγματι, το μάτι μου έπαιζε και πρόλαβα να δω τα γαλάζια μάτια εκείνης να πλημμυρί ζουν δάκρυα. Αυτά τα βαθυγάλαζα μάτια που θόλωναν ξανά και ξανά με κάθε ευκαιρία. Με κάθε κακόβουλο σχόλιο για τα φαγητά, για τα γλυκά, για τα τραγούδια, για τα ταξίδια της, για τα παντελόνια της, για το άρωμά της, την προ φορά τ η ς , την ψηλόλιγνη κορμοστασιά της ακόμη και για το γεγονός ότι οι Γερμανοί έκα ψαν τα Καλάβρυτα. Δεν προσαρμόστηκε ποτέ στα καθ' ημάς. Εγώ της μοιάζω.
97
br/zav
Β Α Λ Ε ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ...
«DO YOU WANT TO TRY one of these trousers? Come in, please!» Η προφορά της πωλήτριας είναι φρικτή. Σπεύδω να τη βγάλω απ' την πλάνη της ότι είμαι αλλοδαπή. «Δώστε μου εκείνο το βιολετί, παρακαλώ». « Α , Ελληνίδα είστε;» Ώρα είναι να προμηθευτώ τη στολή αγγαρείας του σωματείου, στο οποίο, φαίνεται, ο άντρας μου έχει βαλθεί ντε και καλά να με εγγράψει. « Ω , μα εσείς ε ί σ τ ε πολύ λ ε π τ ή . Να σας φέρω το small». « Ό χ ι , μην κάνεις τον κόπο. Δε θα μου κλείνει στη μέση. Τα γεροντόπαχα, β λ έ π ε ι ς » . « Μ α τι λέτε τώρα; Φορέστε το small και αν δεν κλεί νει στη μέση θα σας το ανοίξει λίγο η μοδίστρα». Θα μου το ανοίξει. Ωραία. Φτάνει να 'ναι βολικό και να πλένεται εύκολα. Παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι που διάλεγα κοκέτικα τα ρούχα μου. Που μια βόλτα για ψώνια ήταν shopping therapy. Τώρα, που σημασία για μένα έχουν πια μόνο η βολή και η ευπρέπεια, τα ψώνια έχουν γίνει αγγαρεία. Ούτε που θυμάμαι πότε μπήκα για τελευταία φορά σε μπουτίκ. «Θα πρέπει να προτιμάτε τ' ανοιχτά χρώματα. Φω-
98
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
τίζουν το πρόσωπό σας. Βλέπετε πόσο σας κολακεύει αυτό το ροζ;» « Τ ο χ ρ ε ι ά ζ ο μ α ι όμως σ ε β ι ο λ ε τ ί . Δεν έ χ ε τ ε την μπλούζα στο ίδιο χρώμα με το παντελόνι;» «Φυσικά. Όπως θ έ λ ε τ ε » . Θέλω ό,τι θέλει η Φαίδρα. Τίποτα δε θέλω. Κοιτάζο μαι προσεχτικά στον καθρέφτη να εντοπίσω αν είναι ήδη αισθητές οι διαφορές μεταξύ της προχθεσινής ακό μη παντρεμένης, « λ ο γ ι κ ά » ευτυχισμένης μεσόκοπης και της σημερινής μοναξιασμένης τσουκνίδας. Βλέπω μια απ' τα ίδια. Εντάξει, είμαι πάντα ψηλή -αυτό δεν αλλάζει- και σχετικά λεπτή, αλλά με φυσιογνωμία βα ρετή , μουντή και παραιτημένη. «Αν είχα εγώ το δικό σας σκαρί, θα τολμούσα αυτό το φόρεμα. Τι λ έ τ ε ; » Έχοντας ήδη μετανιώσει πριν βγω καλά καλά στο δρόμο, ανεβαίνω στο επόμενο λεωφορείο κρατώντας μια τσάντα μ' ένα ανοιξιάτικο αποκαλυπτικό κόκκινο φόρεμα.
99
br/zav
ΤΟ ΒΟΥΝΑΛΑΚΙ ME Τ Ι Σ ΜΗΤΕΡΟΥΛΕΣ
η επόμενη στάση;» « Χ μ . . . ένα λεπτό να δω. Ναι, πράγματι». Μόλις περάσαμε τη « Σ ό ν ι α » στο απέναντι πεζο δρόμιο. Σαν να μου μυρίζει μακαρονάδα. Νιώθω μια ακατάσχετη επιθυμία να κατέβω εδώ, αλλά δε θα φάω. Αποφασίζω από τώρα να προσέχω τη σιλουέτα μου αν δε θέλω να ξανατρέχω στου διαόλου τη μάνα για ν' αλ λάξω το καινούριο μου φόρεμα. Όχι, δεν είναι η λαι μαργία. Είναι η νοσταλγία που με κατέβασε άρον άρον μπροστά στο θέατρο « Λ α μ π έ τ η » , πρώην «Γρανάδα». «ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ Δ Ε Ν ΕΙΝΑΙ
Περνάω την Αλεξάνδρας απέναντι και παίρνω την ανηφόρα για το παλιό μου σπίτι, το σπίτι που γεννήθη κα. Στον επάνω όροφο ενός νεοκλασικού -όλη η γειτο νιά γ ε μ ά τ η νεοκλασικά ήταν και μερικά χαμόσπιτα διάσπαρτα γύρω απ' την πλατεία του Αγίου Ελευθερί ου, που παίζαμε κουτσό και σκάβαμε για θησαυρούς. Συχνά τ' απογεύματα του καλοκαιριού τραβούσαμε μακρύτερα, μέχρι το βουναλάκι, και γυρνούσαμε σπίτι με γόνατα ματωμένα απ' τις φραγκοσυκιές που κυρι εύαμε και τις κάναμε κάστρα. Θα περπατήσω τον ίδιο δρόμο ξανά, θ' ανεβώ το βου ναλάκι μέχρι επάνω και μετά θα επιστρέψω σπίτι απ' τον παράλληλο - τ ι δρόμοι, Θεέ μου! Όλοι με ονόματα
100
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ποιητών: Κ ά λ β ο υ , Παράσχου, Ρ α γ κ α β ή . . . Θα σταθώ μπροστά στην εξώπορτα και θ' ατενίσω ψηλά το μπαλ κονάκι του πάνω ορόφου με τα φουρούσια και την κε ραμιδένια στέγη με τ' ακροκέραμα, δε θα χτυπήσω όμως κουδούνι, γιατί θυμάμαι από παλιά ότι ο ηλικιωμένος σπιτονοικοκύρης είναι ένας τύπος ιδιαίτερα στρυφνός - μα τι λέω; Θα ζει ο άνθρωπος, σαράντα τόσα χρόνια μετά; Έτσι κι αλλιώς, εγώ θα χτυπήσω το κουδούνι του δι πλανού σ π ι τ ι ο ύ . Η κυρία Χαρίκλεια σίγουρα θα ζει ακόμη, δεν μπορεί! Φίλη και συνομήλικη με τη μαμά μου ήταν - πόσο θα 'θελα να μου μιλήσει για κείνη, για τις συνήθειές τους, τις συζητήσεις τους όταν οι δυο τους, νεαρές μαμάδες, βγάζανε εμάς τα παιδιά βόλτα με το καροτσάκι. Πριν γυρίσουμε σπίτι κάναμε πάντα μια στάση στην Ε Β Γ Α του κυρ Αντώνη για παγωτό ή γλειφιντζούρι, ανάλογα με την εποχή, και μετά γραμμή στ' αλογάκια, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, απ' όπου εμείς τα παιδιά δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε κι όλο ζη τούσαμε κι άλλο κι άλλο. Το βουναλάκι - μα πού 'ναι το βουναλάκι; Έ λ α , Χριστέ μ ο υ , αυτό το ανάχωμα είναι που ασφυκτιά ανάμεσα στις πολυκατοικίες; Πώς μίκρυνε έτσι; Εκείνο ήταν επιβλητικό, αγέρωχο, φρούριο άπαρτο! Πώς με γάλωσα εγώ να λες. Και η απόσταση ως το σπίτι δυο δρασκελιές είναι όλες κι όλες, όχι η μακρά, ένδοξη πο ρεία των ματωμένων υπερασπιστών του κάστρου προς την ελευθερία που θυμόμουνα εγώ. Το σπίτι - πού είναι το σπίτι; Δεν υπάρχει πια, ολό κληρο το τετράγωνο είναι ένα γιαπί όπου ρίχνουν τα
101
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
θεμέλια ενός μεγαθήριου. Ούτε η κυρία Χαρίκλεια θα υπάρχει πια όπως την ήξερα, κοντούλα και πληθωρική σαν ανθισμένη πορτοκαλιά - σε χτυπητή αντίθεση με τη μαμά μου. Κι αν ακόμη ζει με κάποιο από τα παιδιά της ή σε κανένα γηροκομείο, δε θα θυμάται τίποτα να μου πει, όπως κι εγώ δε θυμάμαι καν το επώνυμο της οικογένειας. Τίποτα, ένα ερείπιο κατεδαφισμένο είναι το σπίτι, οι μητερούλες, τ' αλογάκια, τα φρούρια τ' άπαρτα της νιότης μου, η ζωή μου όλη. Για τρίτη -ή τέταρτη-φορά μέσα σε λίγες ώρες νιώ θω τα μάτια μου ανίκανα να τιθασεύσουν το χείμαρρο των δακρύων που απειλεί να σπάσει το φράγμα της ευ πρέπειας και να ξεχυθεί ακατάσχετος, να πνίξει όλα όσα ως σήμερα συγκροτούσαν την ύπαρξη μου. Κλαίω. Κλαίω και παραμιλώ. « Μ η ν κοιτάς πίσω, Έ ρ σ η , ανεμώνη μου. Έχουμε ακόμη η μία την άλλη. Φίλα σταυρό ότι δε θα χωρίσου με π ο τ έ ! » μου ψιθυρίζει η εαυτή μου, που την υλοποιώ νοερά και τη φαντάζομαι να μ' αγκαλιάζει. Αντιδρώ σαν πεισμωμένο παιδί. « Ό χ ι , δε φιλάω σταυρό. Δε σε πιστεύω. Είσαι μια άθεη, μια προδότρα! Εσύ κι η φίλη σου η Εύα είχατε φι λήσει σταυρό, αλλά μετά χωρίσατε. Δεν το θυμάσαι;» « Τ ο θυμάμαι. Αν όμως χάσω εσένα, χάνω τα πάντα. Αφανίζομαι. Μια γυναίκα στα πρόθυρα των γηρατειών που χάνει την εαυτή της χάνει την ψυχή της. Μ' εγκατέ λειψε εκείνος, μ' εγκατέλειψε η μάνα μου, μ' εγκατέλει ψε η ίδια μου η κόρη - ακόμη και η κυρία Χαρίκλεια μ' εγκατέλειψε. Έλεος! Δώσ' μου ένα χαρτομάντιλο». «Μην κλαις. Πάμε σπίτι. Δε ζούμε άσκοπα, έχουμε
102
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
δουλειά. Θα γίνουμε συγγραφείς,το ξέχασες; Το μυθι στόρημά μας, το πρώτο μας μυθιστόρημα περιμένει. Η Ε ύ α , η ηρωίδα μας, απαιτεί να γράψουμε γι' αυτήν». «Πού είχαμε μείνει;» « Ε κ ε ί που η Εύα σπουδάζει στη Σορβόννη και τα φτιάχνει με το Μισέλ». « Α , ναι. Με το Μισέλ. Μου τον είχε γνωρίσει». «Πάμε λοιπόν! Η Εύα είναι ετοιμόγεννη - έ χ ε ι πράγ μα να βγάλει από μέσα της. Σκάει για να μιλήσει. Πάμε να την καταγράψουμε!»
103
br/zav
Μ Ι Σ Ε Λ Ο ΧΟΥΝΤΟΦΑΓΟΣ
και ασφαλής μπροστά στο κομπιούτερ μου, αφήνομαι να παρασυρθώ και να γίνω η Εύα. Να ζήσω ξανά την ιστορία της, όπως η ίδια μου τη διηγήθηκε. Κλείνω τα μάτια και καταφέρνω την υπέρβαση. Μέσα απ' τις κοινές μας μνήμες έχουμε τώ ρα γίνει τρεις: η Εύα που υπαγορεύει, η 'Ερση, ο άλλος μου εαυτός, που χτυπάει τα πλήκτρα με ταχύτητα, κι εγώ που καπνίζω και είμαι απλώς εκεί. Για τις ανάγκες της γραφής γίνομαι η ίδια η Εύα που εξιστορεί: Κ Λ Ε Ι Σ Μ Ε Ν Η ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΧΩΡΟ
«...σας έλεγα, λοιπόν, για το Μισέλ. Ήταν ψ η λός κι αδύνατος, σχεδόν λιπόσαρκος, με βλέμμα υγρό, έντονο - η μορφή ενός επαναστάτη, ενός ο ρ α μ α τ ι σ τ ή . Τ α μ α λ λ ι ά τ ο υ είχαν α ρ χ ί σ ε ι ν' αραιώνουν και να γκριζάρουν λίγο, στα τριά ντα εννέα του. Ήμουν μόλις δεκαεννιά όταν αρ χίσαμε να βλεπόμαστε, εκτός πανεπιστημίου εννοώ. Δίδασκε αρχαία ελληνική τραγωδία εκεί, στη Σορβόννη, και δεν έχανε ευκαιρία να στιγ ματίζει την εκτροπή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. »Τον άκουγα μ α γ ε μ έ ν η . Ήταν ο ήρωας, ο
104
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
διαπρύσιος κήρυκας της λευτεριάς και της δη μοκρατίας, ο ατρόμητος Έλληνας που διέσωζε τη φήμη της χώρας του στο ε ξ ω τ ε ρ ι κ ό . Που αποκαθιστούσε τη χαμένη τιμή της. »Δεν άργησα να ξεκόψω από την έως τότε παρέα μου. Οι περισσότεροι συμπατριώτες μας ήταν αντιστασιακοί της δεκάρας - λ ί γ ο ι ήμαστε οι αληθινοί, αυτοί που τρώγαμε ξύλο στις δια δηλώσεις. Οι άλλοι, οι " δ ή θ ε ν " , κάνανε αντί σταση στους καφενέδες ακούγοντας Θεοδωρά κη και ξύδευαν το συνάλλαγμα τους στην πόκα ή στο καζίνο. Κάποιοι είχαν κι αυτοκίνητο. »Εγώ από κάποια στιγμή και μετά δεν είχα λεφτά και αναγκαζόμουνα να δουλεύω σαν σερ βιτόρα. Μου 'χανε κόψει το συνάλλαγμα επειδή δε δεχόμουνα να υπογράψω δήλωση αποκήρυ ξης των ανατρεπτικών ιδεών - δήλωση αποκή ρυξης του Μισέλ δηλαδή. Δε θα υπέγραφα τ έ τοιο πράγμα, ο κόσμος να χανόταν. Πάνω απ' το πτώμα μου θα περνούσαν για ν' αποκηρύξω τον ήρωά μου. »Πριν γίνει δικτατορία ο Μισέλ δίδασκε στη Θεσσαλονίκη. Με το που επικράτησε η χούντα αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία με τη γυναίκα του τη Ρούλα, που από Αργυρώ μετονομάστηκε σε Σ ι λ β ί - αλλά αυτά τα 'μαθα αργότερα. Τ ό τ ε , στη Σορβόννη, η οικογενειακή κατάσταση του Μισέλ ήταν ασαφής, νεφελώδης. Δε φορούσε βέρα, κάπου πλανιόταν μια συγκεχυμένη φήμη για μια γυναικεία παρουσία δίπλα του - γ κ ό μ ε -
105
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
νά τ ο υ ; Γυναίκα τ ο υ ; Συντρόφισσά τ ο υ ; Ποιος ασχολιόταν μ ε τ έ τ ο ι ε ς λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ε ς μέσα σ' εκείνο το κλίμα της επαναστατικής ελευθε ριότητας του Μ ά η ; Κ α ν ε ί ς ! " Τ α θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα!" "Η φαντασία στην εξου σία!" Έμοιαζε ν' αλλάζουν όλα. »Την εποχή εκείνη, λοιπόν, ο Μισέλ είχε επα φές με οργανώσεις στη νότια Γαλλία, ακόμη και στη βόρεια Ιταλία. Μπαίναμε στο βυσσινί Ντε Σ ε β ό του και χανόμαστε για μέρες σε μικρές, υγρές επαρχιακές π ό λ ε ι ς . Κάναμε έρωτα σε όλες. » Ε γ ώ εκμεταλλευόμουνα κάθε στιγμή που εκείνος αφιέρωνε στα πολιτικά του καθήκοντα για μελέτη. Αφού πέρασα μ' επιτυχία τις εξετά σεις του τρίτου εξαμήνου, ετοίμαζα μια πραγ ματεία με θέμα τους γυναικείους χαρακτήρες στις τραγωδίες του Σοφοκλή. Τότε κατάλαβα πως ήμουν έγκυος. » Τ ι ς πρώτες μέρες το κράτησα μυστικό απ' το Μισέλ. Θα του το 'λεγα αμέσως μετά την πα ρουσίαση της εργασίας μου στο αμφιθέατρο της σχολής. Την ίδια μέρα -8 Απριλίου ήταν. Ήθε λα να νιώθει περήφανος για μένα, από κάθε άποψη. Ήξερα πια ότι ήταν παντρεμένος με τη Σ ι λ β ί , αλλά δεν είχαν παιδιά. Θα του πρόσφερα εγώ και αυτό το δώρο,χωρίς να νοιάζομαι αν θα παντρευόμαστε ποτέ. Τι ανάγκη είχα εγώ από αστικές συμβάσεις; Μαζί με τη συγκάτοικο μου, τη Ζιζέλ, και με το επίδομα ανύπαντρης μητέ-
106
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ρας που θα έπαιρνα θα μεγαλώναμε το παιδί μια χαρά. Εμείς οι δραστήριες, οι απελευθερω μένες γυναίκες θα σπάγαμε το ταμπού του γά μου και της πατριαρχικής οικογένειας! Εμείς θα δ ε ί χ ν α μ ε το δρόμο γ ι α τη χ ε ι ρ α φ έ τ η σ η ! Θα γκρεμίζαμε τα ταμπού για πάντα - όλα τα τα μπού! Θα φτύναμε στους τάφους του κάθε φαλ λοκράτη συντηρητικού! » Έ φ τ α σ ε , λοιπόν, η μεγάλη μέρα! Έλαμπα ολόκληρη ε κ ε ί ν ο το πρωί μέσα στο κόκκινο πουά φορεματάκι μου. Το αμφιθέατρο κατάμε στο - τ ρ ί τ ο κάθισμα δεξιά ο κύριος πρύτανης αυτοπροσώπως! »Ήρθε η σειρά μου κι άρχισα να διαβάζω. Άξαφνα γίνεται μια αναταραχή, ένα σούσουρο, και μέχρι να καταλάβω τι συμβαίνει βρίσκομαι αντιμέτωπη με μια άγνωστη γυναίκα, μια μαι νάδα που χειρονομεί και ξεφωνίζει, σ' έξαλλη κατάσταση, μπροστά στην έ δ ρ α : "Πουτάνα! Βρομερό κωλοκόριτσο, που νόμισες ότι θα μου πάρεις τον άντρα! Μάζεψ' τα και φύγε από δω, μη σε μαδήσω τρίχα τρίχα! Φτου σου, μωρή!". »Αφού μ' έφτυσε και σκόρπισε κάτω τα χαρ τιά μου, άρχισε νά οπισθοχωρεί βρίζοντας στα γαλλικά τώρα - μ ε μια ανεκδιήγητη προφοράγια την περίπτωση που κάποιος δεν κατάλαβε. »Έχασα τον κόσμο - π ρ έ π ε ι να λιποθύμησα. Ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα έξω απ' το αμφι θέατρο. Το μόνο -που θυμάμαι είναι το κτίριο των γκαλερί Λαφαγέτ, που το 'βλεπα ανάποδα
107
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
καθώς έστριβε το ταξί. Ήμουνα ξαπλωμένη στα γόνατα της Ζιζέλ. »Φτάνοντας σπίτι, συνήλθα εντελώς και ξέ σπασα σε λ υ γ μ ο ύ ς . Πουτάνα! Μια πουτάνα ήμουνα λοιπόν! Για όλον αυτό τον κόσμο,για τον κύριο πρύτανη... ω Θεέ μου, πώς δεν κατά πια ολόκληρο το μπουκάλι με τα ηρεμιστικά! »Η Ζιζέλ δεν έφευγε ρούπι από κοντά μου, μέρες και μέρες μετά. Περιμέναμε να εμφανι στεί εκείνος. »Αν περιμέναμε τον Γκοντό, θα είχαμε π ε ρισσότερες ελπίδες... »Ήταν αργά πια για να διακόψω την εγκυ μοσύνη μου - ο ύ τ ε και το ήθελα. Εκείνος δεν ερ χόταν και μ έ ρ α με τη μ έ ρ α η λαχτάρα μ ο υ ν' αποκτήσω ένα παιδί δικό του έδινε τη θέση της στην επιθυμία να 'χω ένα παιδί μόνο δικό μ ο υ , που να μην του μοιάζει σε τίποτα. Είχα πράξει σοφά που δεν του είχα μιλήσει, του γε λοίου. Του μαλάκα, που ακολούθησε εκείνο το γύναιο με την ουρά στα σκέλια, αφήνοντας με στο έλεος ενός αδηφάγου πλήθους έτοιμου να με κατασπαράξει. Του ίδιου εκείνου πλήθους που λίγο πριν με άκουγε μ' έκδηλο ενδιαφέρον, έτοιμο να με αποθεώσει με το χειροκρότημα του. Αυτός ο μίζερος, ο αξιολύπητος, αυτό το ψωριάρικο σκυλί ήταν λοιπόν ο μέγας αντιστα σιακός , ο ατρόμητος χουντοφάγος!...» *
*
*
108
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Πώς σου φαίνεται ως εδώ;» ρωτάω την εαυτή μου. « Χ μ . . . εντάξει. Θα τη βάλουμε τελικά να παντρεύε ται τον Ντέιβιντ, όπως έγινε στ' αλήθεια;» « Ν α ι , βρε Έρση, θα τον παντρευτεί, αλλά πολύ αρ γότερα, στην Αμερική. Εμάς όμως κανείς δε μας υπο χρεώνει να καταγράψουμε τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν - μυθιστόρημα γράφουμε, ό,τι θέλουμε κάνου μ ε . Λοιπόν, στην επόμενη σκηνή, στα εξωτερικά ια τρεία του γαλλικού ΙΚΑ, θα βάλουμε την Εύα να γνωρί ζει το νεαρό, πολλά υποσχόμενο μελαχρινό μαιευτήραγυναικολόγο... Ξέχασα τίποτα;» « Ν α ι ! Ξέχασες το "Αμερικανοεβραίος"». « Μ π ρ ά β ο ! Τον Αμερικανοεβραίο μαιευτήρα-γυναικολόγο Ντέιβιντ -ή Νταβίντ στα γ α λ λ ι κ ά - Ν ι ο ύ μ α ν , που την παίρνει μαζί του στη Βοστόνη». « Γ ι α τ ί Βοστόνη; Προτιμώ τη Νέα Υόρκη». « Έ σ τ ω . Μυθιστόρημα γ ρ ά φ ο υ μ ε , όπου θέλουμε τους πάμε. Νέα Υόρκη λοιπόν». « Ξ έ ρ ε ι ς τι λέω; Αρκετά προχωρήσαμε για σήμερα. Νιώθω ικανοποιημένη, έχουμε φτάσει κιόλας στις πε νήντα δακτυλογραφημένες σελίδες. Είσαι να το τυπώ σουμε ;» « Μ α γιατί... μπορεί να κάνουμε κάποιες τροποποι ήσεις, κάποιες διορθώσεις. Ύστερα, παραλείψαμε να πούμε για το διαγώνισμα των γερμανικών στην τρίτη γυμνασίου, που πήγες εσύ στο Γκαίτε κι έγραψες στη θέση της Εύας, με κίνδυνο να σε αποβάλουν για πάντα απ' το...» « Ξ έ ρ ω , ξέρω, αλλά μην ξεχνάς ότι είναι το πρώτο μας μυθιστόρημα. Ίσως είναι σκόπιμο να δείξουμε
109
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
στον Πάτροκλο ό,τι έχουμε γράψει μέχρι τώρα, να μας πει κι αυτός την άποψη τ ο υ » . « Μ α , Έρση μου, είναι σίγουρο ότι θα το εγκρίνει για έκδοση. Πόσες φορές δε μου ε ί π ε : "Κοίταξε μην το δώ σεις αλλού, ε; Εγώ θα σ' το βγάλω! Φέρ' το μου εσύ και μη σε νοιάζει! Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην ευαισθη σία σου,στο κρυμμένο ταλέντο σ ο υ ! " » « Ε , άσ' τον να το ξαναπεί και αφού δει το δακτυλο γράφο. Εγώ τουλάχιστον με άλλη σιγουριά, με άλλο κέφι θα συνεχίσω να γράφω αν δείξει ότι του αρέσει. Λοιπόν, άσε τα πολλά λόγια και τ ύ π ω ν ε ! Να πάμε απόψε κιόλας να του το δώσουμε». « Α π ό ψ ε ; Να τον ψάχνουμε Παρασκευή βράδυ; Εί σαι σοβαρή;» « Ε γ ώ ναι. Εσύ ξέχασες την πρόσκληση για την απο ψινή παρουσίαση της συλλογής του Μάνου στο Κέντρο Ποίησης και Πεζογραφίας. Λες να λ ε ί π ε ι ο εκδότης; Άντε, ντύσου να φύγουμε. Επιπόλαια, ε επιπόλαια!»
110
br/zav
ΞΥΠΝΑ, Έ Ρ Σ Η !
Τι γίνεται;» «Καλά». «Ο Κώστας;» «Καλά υποθέτω. Οι παρουσιάσεις δεν είναι και το φόρτε του, όπως ξέρεις». « Α . . . Δώσ' του τα χαιρετίσματά μ ο υ » . « Δ ε θα παραλείψω». Είχε ο τόνος του Πάρη - ε π ί των δημοσίων σχέσεων του οίκου- μια ειρωνική χροιά ή είναι η ιδέα μου; Ξαφ νικά, νιώθω άβολα σ' αυτό το οικείο μέχρι πρόσφατα περιβάλλον. Τα ποιήματα που απαγγέλλονται μου φαίνονται απόψε ακόμη πιο κακότεχνα, οι αφειδώλευτα εγκωμιάζοντες τη συλλογή ακόμα πιο φαφλατάδες, τα χαμόγελα των δήθεν ακουόντων ακόμα πιο ψεύτικα, οι χειραψίες κι οι φιλοφρονήσεις ακόμα πιο στημένες απ' ό,τι συνήθως. « Γ Ε Ι Α ΣΟΥ, Έ Ρ Σ Η .
Τι θέλω εγώ και συχνάζω σε τέτοιες ανούσιες φαν φάρες ; Άκου ερώτηση... Να γίνω μέρος αυτού του χώ ρου θ έ λ ω , να γ ε υ τ ώ την αίσθηση τ η ς . . . ας π ο ύ μ ε «πνευματικότητας» αυτού του κόσμου,στον οποίο ελ πίζω αργά ή γρήγορα να ενταχτώ. Σιγά τον κόσμο, θα μου πεις εσύ τώρα. Εντάξει, βρε 'Ερση, αλλά, αν δεν προορίζεις το μυθιστόρημα σου για τα σκοτάδια του
111
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
συρταριού, θα καλλιεργήσεις κάποιες κοινωνικές επα φές, κάποιες δημόσιες σχέσεις, πώς να το κάνουμε; Υπομονή, επομένως, και μόλις τελειώσει αυτή η ταλαι πωρία, με το που θα δοθεί το σήμα και όλοι οι λιγούρηδες θα εφορμήσουν στους μ π ο υ φ έ δ ε ς , πλευρίζουμε εμείς τον Πάτροκλο και του εγχειρίζουμε το αριστούρ γημα. Νομίζω, άλλωστε, ότι έφτασε η ώρα. « Χ ά ι , Έρση. Πώς από δω;» « Γ ι α τ ί ε κ π λ ή σ σ ε σ α ι ; Σ π α ν ί ζ ε ι η παρουσία μου εδώ;» « Χ μ . . . δεν το είχα προσέξει... μάλλον έχεις δίκιο. Βλέπεις, με τόσο κόσμο... Πώς σου φάνηκε η εκδήλω ση ;» « Ά ψ ο γ η , όπως πάντα». «Αγόρασες το β ι β λ ί ο ; » «Φυσικά. Πάω να σταθώ στην ουρά για υπογραφή. Κοίταξε... Πάτροκλε, σου 'φερα τις πρώτες πενήντα σελίδες απ' το βιβλίο μ ο υ » . « Β ι β λ ί ο ; Για ποιο βιβλίο λες; Έβγαλες β ι β λ ί ο ; » « Ό χ ι , αλλά προτίθεμαι να βγάλω. Δε θυμάσαι που μιλήσαμε για το μυθιστόρημά μου; Λοιπόν, έγραψα τις πρώτες πενήντα σελίδες και σου τις έφερα να τις δεις, να μ ο υ . . . » « Α , όχι, αυτό α π ο κ λ ε ί ε τ α ι ! Ε ί μ α ι π ι ε σ μ έ ν ο ς ω ς τ' αυτιά για τους επόμενους τρεις μήνες, δεν έχω ούτε λεπτό ελεύθερο». « Ν α το δώσω τότε σε κάποιον από τους readers να το δ ε ι ; » «Να το δώσεις,χρυσή μου, αφού το τελειώσεις. Δεν ασχολούνται οι readers με ημιτελείς... συμφωνίες. Ξ έ -
112
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ρεις πόσα χειρόγραφα μας υποβάλλουν την ημέρα; Μη σου πω, γιατί θα σε αποθαρρύνω και δεν το θέλω, δεν το θέλω καθόλου. Δε χρειάζεται να βιαστείς, έτσι κι αλ λιώς το πρόγραμμά μας για φέτος είναι ήδη κομπλέ. Λοιπόν, τα λ έ μ ε . . . Α, γεια σου, Χρήστο! Τα 'παμε για μετά, ε; Μην εξαφανιστείς! Καλά, άμα δε γίνεται, ρα ντεβού αύριο βράδυ στην Αράχοβα. Τσάο!» Στέκω σαν παγοκολόνα στη μέση του πουθενά, ενώ με σκουντάνε διάφοροι μπουρεκολάγνοι στην προ σπάθειά τους ν' ανοίξουν δρόμο για τον μπουφέ. Ο Πά τροκλος χαριεντίζεται τώρα με τον καλλιτεχνικό διευ θυντή της εφημερίδας που δίνει ψωμί και στο σύζυγό μου, με τον ίδιο δουλικό τρόπο που μέχρι προχθές χα ριεντιζότανε με μας - με μένα, για την ακρίβεια, γιατί με τον Κώστα είναι πλέον ή βέβαιον ότι θα συνεχίσει να χαριεντίζεται. Αλλά ο Κώστας κι εγώ δεν πάμε πια πα κέτο - ε ί π α μ ε , τα κακά μαντάτα ουδέποτε βραδυπορούν. Και ουδέποτε αστοχούν. Καρφώνονται αλάθητα στο κέντρο την κατάλληλη στιγμή. «Ξύπνα, Έ ρ σ η ! Προσαρμόσου στη νέα κατάσταση! Αλλάξανε τα πράματα για μας, πάρ' το απόφαση!» « Ν α ι , ανεμώνη μου. Αλλάξανε». Σφίγγοντας την εσάρπα στους ώμους μου, αγκαλιά ζω π ρ ο σ τ α τ ε υ τ ι κ ά την ε α υ τ ή μου και βγαίνω έξω ν' ανασάνω.
113
br/zav
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Τ Η Σ Α Σ Ω Τ Η Σ ΚΟΡΗΣ
Η Β Ρ Α Δ Ι Α Ε Ι Ν Α Ι ΓΛΥΚΙΑ Α Π Ο Ψ Ε , σχεδόν ανοιξιάτικη - ά λ λ α ξ ε ο καιρός. Κατηφορίζοντας για την πλατεία, με το δακτυλογράφο ακόμα ν' ανεμίζει στο δεξί μου χέ ρι , διασταυρώνομαι με παρέες νέων που προγραμματί ζουν τη βραδινή τους έξοδο -η παρουσία μου ανάμεσα τους, μια παράφωνη νότα. Νιώθω ξαφνικά τα χρόνια να με βαραίνουν. Μ' εγκαταλείπει με βήματα γοργά η σιγουριά για μια δεύτερη ζωή, ένα νέο ξεκίνημα. Είχα ονειρευτεί ένα σενάριο ουτοπικό: Με το που συμπληρώνω είκοσι τρία συντάξιμα έτη ως το τέλος του χρόνου, με κατοχυρωμένο επομένως το συνταξιοδοτι κό μου δικαίωμα όταν έρθει η ώρα,παραιτούμαι απ' τις μεταφράσεις και τις διορθώσεις στον τσουκνιδότοπο και αφοσιώνομαι στη συγγραφή. Εν τω μεταξύ, έχει μόλις κυκλοφορήσει από το μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο το πρώτο μου μυθιστόρημα, που δεν αργεί να γίνει επι τυχία, κι έτσι δε ζω παρασιτικά εις βάρος του Κώστα ούτε στιγμή - ά ν τ ε για λίγους το πολύ μήνες. Συγχρό νως μου γίνεται πρόταση ν' αναλάβω μια μόνιμη στήλη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας - ως συγγρα φέας αφενός, ως σπουδάσασα φιλολογία και δημοσιο γραφία αφετέρου, είμαι απολύτως ενδεδειγμένη για μια τέτοια θέση, αν μάλιστα συνυπολογιστεί το γεγο-
114
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
νός ότι γράφω σαφώς καλύτερα από πολλούς και πολ λές που γράφουν τώρα. Α, παρεμπιπτόντως, είμαι (εί μαι;•) και σύζυγος του διευθυντή σύνταξης. Αλλά, β έ βαια , αν δεν ισχύει πια το τελευταίο, ξέχνα όλα τα υπό λοιπα! Μιλάμε για αξιοκρατία! Ένα γκρίζο τοπίο ανοίγεται τώρα μπροστά μ ο υ : Δουλειά στον τσουκνιδότοπο ως τα εξήντα, οι απορρι πτικές απαντήσεις απ' τους εκδότες -ακόμη και απ' τον τσουκνιδότοπο, ιδίως απ' α υ τ ό ν ! - να πέφτουν βροχή, το SEX Club να είναι ο φυσικός μου χώρος, το σημείο αναφοράς μου. Εκτός και... εκτός και αν απο φάσιζα να διεκδικήσω απ' τον Κώστα τα «δικαιώμα τά» μου. Να διατηρήσω τα « κ ε κ τ η μ έ ν α » μου ως συζύ γου. Να του παραχωρήσω διαζύγιο υπό όρους. Αλλά τότε σε τι θα διέφερα απ' την αρχιτσουκνίδα Σ ι λ β ί ; Όχι, όχι, αυτό π ο τ έ ! Θα τ' αντιμετωπίσω όλα με αξιο πρέπεια, με το κεφάλι ψηλά. Μια αληθινή ανε-μόνη! Και θα συνεχίσω να γράφω για την Εύα, ό,τι κι αν γί νει. Είναι το μυθιστόρημα αυτό ένας τρόπος να υπάρ χω κάπου αλλού, να δραπετεύω απ' τη μιζέρια μου, να ξεχνιέμαι, να... Το κινητό μου τσιρίζει. «Ναι;» « Έ λ α , βρε μαμά! Πού είσαι;» « Σ τ α Εξάρχεια. Εσύ πού είσαι;» « Σ π ί τ ι . Γυρίσαμε νωρίτερα γιατί δε μας άφησαν οι μπάτσοι να διαδηλώσουμε στη Γέφυρα του Καρόλου, οπότε δεν είχε νόημα. Δε μου λες,τι ώρα θα 'ρθεις;» « Σ ε κάνα μισάωρο υπολογίζω». «Αχ, όχι, βρε μαμά. Καθυστέρησε λίγο. Πήγαινε σε
115
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
κάνα θέατρο! Είμαι με το Στάθη και θέλουμε να μεί νουμε λίγο μόνοι... καταλαβαίνεις». «Καλά, μαζί με το Στάθη δεν πήγατε στην Πράγα;» «Μαζί και με άλλους εκατό όμως. Δέκα δέκα σε κά θε δωμάτιο. Θέλουμε να αράξουμε λίγο. Θα του φτιά ξω το σουφλέ με τα έξι τ υ ρ ι ά » . «Τυριά υπάρχουν δεν υπάρχουν τρία, απ' όσο θυμά μαι». «Αγόρασα τυριά και κρασιά απ' το wine bar. Με την πιστωτική σου κάρτα, β έ β α ι α » . « Β έ β α ι α . Άλλο τίποτα, Δάφνη ; Μήπως χρειάζεσαι και τ' αυτοκίνητο μου; Το κρεβάτι μου;» « Ό χ ι , αλλά το κόκκινο φόρεμα σου πολύ το πάω. Το δανείζομαι γι' απόψε. Ή σκόπευες έτσι κι αλλιώς να μου το χαρίσεις;» « Τ ο δοκίμασες; Αν σου μπαίνει, πάρ' τ ο ! » Δε θα της μπαίνει. Έβαλε πάλι δυο τρία κιλά τελευ ταία. Είναι άλλο σκαρί η κόρη μου, πήρε απ' το σόι του πατέρα της -όπως η αδερφή μου, που κι αυτή πήρε απ' το σόι του δικού μας πατέρα. Μοιάζουν σε πολλά η Δάφνη με την Ιωάννα. Ένα απ' αυτά είναι η μητρική φροντίδα που επιδαψιλεύουν στους άντρες τους -παλ λακίδες ιδανικές για την αυλή του Βαλέριου! Κανακεύοντας όμως εκείνους μπουκώνονται πρώτα οι ίδιες και τ' αποτελέσματα είναι εμφανή, ιδίως στην περιφέρεια. «Ναι;» «Μαμά, δε μου μπαίνει!» «Ποιο;» « Τ ο φόρεμα. Δεν το 'χουν ένα νούμερο μεγαλύτε ρο ;»
116
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Δεν κοιτάς να χάσεις κάνα κιλό, λέω ' γ ω ; Άκου κει μεγαλύτερο! Ξεχνάς ότι είναι δικό μου;» «Μα νόμιζα ό τ ι . . . » «Αδυνάτισε εσύ και θα γίνει δικό σου. Θες τίποτ' άλλο;» « Ν α ι . Κρέμα γάλακτος ένα κουτί έχει μόνο;» Β ρ ε , άι και... λέω μέσα μου και κλείνω το τηλέφωνο.
117
br/zav
SEX A N D T H E CITY OF LONDON
το κινητό και κάθο μαι σ' ένα από τα τραπεζάκια της ίδιας εκείνης καφε τέριας - μ ' άλλο όνομα τώρα-που πριν από... -πόσα;είκοσι έξι χρόνια δέχτηκα την πρόταση γάμου του Κώ στα. Ήμουν απόφοιτος της Φιλολογίας -σχολή με την οποία συμβιβάστηκα όταν το όνειρο της δημοσιογρα φίας στο Αμβούργο χάθηκε μαζί μ' ε κ ε ί ν η - κι έψαχνα τρόπο να τρυπώσω σε κάποια ε φ η μ ε ρ ί δ α , πράγμα μάλλον δύσκολο για την κόρη ενός κομματικά ανέντα χτου ιδιωτικού υπαλλήλου πολυεθνικής εταιρείας, χω ρίς καμιά πρόσβαση σ' αυτόν το χώρο. Προτεραιότητα είχε ωστόσο το παιδί αμφιλεγόμενου πατρός που περί μενα. Είχα μαγευτεί από το πιτσιρίκι της Εύας, που εί χε έρθει, έγκυος ξανά, μαζί με τον Ντέιβιντ το περα σμένο καλοκαίρι, και οι ενοχές για την παλιά εκείνη έκτρωση επί Πάνου με είχαν ζώσει ξανά. Α Π Ο Φ Α Σ Ι Ζ Ω ΝΑ ΑΠΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΩ
Όταν απέβαλα το παιδί που π ε ρ ί μ ε ν α , έπαθα το τράκο της ζωής μου. Ήμουνα πια βέβαιη ότι η θεία δί κη με τιμωρεί για την παλιά μου εκείνη αμαρτία και ότι στο μέλλον δε θα μπορώ πια ν' αποκτήσω παιδί. Προσπάθησα να συμφιλιωθώ με την ιδέα -η ανέμε λη καθημερινότητα στο Λονδίνο, μια πόλη που έσφυζε
118
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
από ζωή, βοηθούσε αρκετά. Χωρίς προφυλάξεις για πρώτη φορά στη ζωή μου, απολάμβανα τον έρωτα μ' ένα νόμιμο σύντροφο όπως ποτέ πριν δε μου είχε ξανα συμβεί. Έ τ σ ι , όταν ενάμιση χρόνο μετά την αποβολή, στο Λονδίνο πάντα, έμεινα έγκυος ξανά, δε δίστασα ούτε στιγμή: Ασφαλώς και ήμουν διατεθειμένη να τη βγάλω οκτώ μήνες στο κρεβάτι μέχρι τη γέννα. Το μάστερ μπορούσε να περιμένει.
Από την πρώτη στιγμή που μου την έφεραν, μι κρούλα και ζαρωμένη, μοσχομυριστή και ντελι κάτη, τυλιγμένη μέσα στις πάνες της σαν σου βλάκι, και την έκλεισα στην αγκαλιά μου η ζωή μου άλλαξε. Τίποτα πια δε θα 'ταν όπως πριν. Έ μ ε ι ν α άγρυπνη όλη νύχτα, περιμένοντας να χαράξει για να μου τη φέρουνε ξανά. Όλο μου το κορμί πονούσε από ευτυχία. Μια πρωτόγνω ρη αίσθηση πληρότητας με πλημμύριζε. Το θη λυκό αυτό πλασματάκι που βγήκε απ' τα σπλά χνα μου θα ήταν στο εξής όλη μου η ζωή, αλλά και η διαιώνιση μου, κάτι που ασφαλώς δε θα συνέβαινε αν είχα φ έ ρ ε ι στον κόσμο αγόρι πώς να διαιωνιστείς μέσα από κάτι τόσο διαφο ρετικό από σένα; Ένιωθα παντοδύναμη. Κανείς δε θα ήταν πια ικανός να με πληγώσει τώρα που υπήρχε ο απόλυτος αποδέκτης της αγάπης μου. Τους πρώτους μήνες ζούσα μέσα σε μια νιρ βάνα, σ' ένα γλυκό λήθαργο. Δεν πήγαινα ούτε μέχρι τον μπακάλη χωρίς το μωρό μου. Εκείνη
119
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
όμως όσο μεγάλωνε τόσο έδειχνε ότι ήταν το παιδί του μπαμπά της. Όχι μόνο του έμοιαζε αλλά και τον λάτρευε. Ό,τι και να 'κανα, όσο και να την κανάκευα, με το που έσκαγε μύτη ο Κώστας η μικρή ε γ κ α τ έ λ ε ι π ε άσπλαχνα την αγκαλιά μου και γαντζωνόταν πάνω του. Αυτό με π ί κ ρ α ι ν ε λίγο στην αρχή, τ ε λ ι κ ά όμως έδρασε απελευθερωτικά στην όλη μου ψυχοσύνθεση. Τι υπέροχη αυτή η μυστική σχέ ση , αυτή η απόλυτη ταύτιση πατέρα - κόρης! Και πόσο φυσιολογική! Μου άφηνε χώρο να ξα ναβρώ τον εαυτό μου σαν αυθύπαρκτη οντότη τα. Άρχισα να νοσταλγώ το πανεπιστήμιο.
Πάνω στο χρόνο η Δάφνη μας είχε ξεπεταχτεί κι έκανε τα πρώτα της βηματάκια. Είχα βρει μια έμπιστη κοπέ λα , Ισπανίδα, να την προσέχει λίγες ώρες την ημέρα και διάβαζα πυρετωδώς για να συνεχίσω τις σπουδές μου από κει που τις είχα αφήσει. Πάνω στο μήνα όμως ο Κώστας πήρε μετάθεση για την Αθήνα, κι έτσι ακύρω σα προσωρινά την εγγραφή μου στο πανεπιστήμιο. Γυρνώντας στην Αθήνα αποφάσισα ό τ ι , μόλις η Δάφνη ξεπετιόταν λίγο και πήγαινε σε παιδικό σταθμό, θα κοίταγα να βρω δουλειά σε κάποια ε φ η μ ε ρ ί δ α . Η μικρή όμως τις μισές μέρες του χρόνου ήταν άρρωστη από ιώσεις που τις έφερνε ακριβώς απ' τον παιδικό σταθμό. Χρειαζόμουνα μια απασχόληση με ευέλικτο ωράριο, που θα μου επέτρεπε να εργάζομαι και στο σπίτι, αφού στο θέμα του παιδιού δεν είχα καμιά βοή-
120
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
θεια απ' τον Κώστα, ο οποίος συχνά έλειπε σε δημο σιογραφικές αποστολές, ούτε είχα μάνα ή πεθερά να συνδράμει. Έ τ σ ι , έπιασα δουλειά, προσωρινά πάντα, ως μεταφράστρια στον εκδοτικό οίκο που δουλεύω μέ χρι σήμερα, αφού, ως γνωστόν, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Μοιραία, από κάποια στιγμή και μετά, τα όνειρα περί μάστερ και καριέρας στη δημοσιογραφία στοιβά χτηκαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
121
br/zav
Ε Ν Α Σ ΑΝΤΡΑΣ Σ Τ Ο ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΟΥ
Μπορώ να κάτσω;» Νεύω αδιάφορα, με την άκρη του ματιού όμως δια πιστώνω ότι υπάρχουν δύο τουλάχιστον ελεύθερα τρα πεζάκια. « Μ ε λένε Νίκο. Χάρηκα π ο λ ύ » . Εγώ καθόλου. Νιώθω όμως έντονη επιθυμία για τσι γάρο. Τι το 'θελα; Εκείνος σπεύδει να μου δώσει φωτιά πριν βρω τον αναπτήρα στο χάος της τσάντας μου. Τα κεφάλια μας πλησιάζουν φυσιολογικά καθώς μου ανά βει το τσιγάρο και αμέσως μετά, με την ίδια φλόγα, το δικό του. Είναι πολύ νέος, γύρω στα τριάντα πέντε, και καθόλου άσχημος. « Ε Ι Ν Α Ι ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΟ Κ Α Θ Ι Σ Μ Α ;
« Μ ό ν η , λοιπόν, κι εσείς Παρασκευή βράδυ. Μόνος κι εγώ, είπα ν α . . . » «Δεν είναι κατ' ανάγκη άσχημο να είσαι μόνος, Νίκο. Εγώ, πάντως, το απολαμβάνω ». « Α , καλά, με συγχωρείτε τότε. Να πηγαίνω, μη σας ενοχλώ». « Δ ε ν ενοχλείς. Κάτσε να κάνουμε το τσιγάρο κι ύστερα θα φύγω. Κράτα εσύ το τραπέζι. Όλο και κά ποιον της ηλικίας σου θα βρεις να κάνεις π α ρ έ α » . Κάποια κεφάλια στρέφονται προς το μέρος μας ή εί ναι η ιδέα μου; Λες ο Νίκος να 'ναι κάνα γνωστό καμά-
122
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
κι της περιοχής; Κάποιος νεύει από μακριά -εμένα χαι ρετάει ή το Νίκο; Θεέ μου, εμένα χαιρετάει και είναι ο Τάκης, ο διορθωτής που είχαμε κάνει τσακωτό στου Τζίμη με το τεκνό, αυτός που χτες βράδυ στου Βαλέρι ου μου συστήθηκε ως Τάνια. « Ε μ ε ί ς οι δυο καταλαβαινόμαστε» μου λέει με τα μάτια. Μάλιστα! Το πράμα ήρθε κι έδεσε! Αυτό ακρι βώς μας έλειπε τώρα. Αλλά τι σημασία έχουν πια όλ' αυτά; Μια εγκαταλελειμμένη σύζυγος είναι φυσικό να ζητάει εφήμερη παρηγοριά, δεν είναι; Εδώ κάποια γει τόνισσα μου 'λεγε για μια παρέα φιλενάδων που 'χουν σπιτώσει νεαρούς Αλβανούς, ως κηπουρούς τάχατες, και τη βγάζουν ζάχαρη και οι μεν και οι δ ε . Γιατί όχι; Εμένα όμως δε με παίρνει να το παίζω νταντά του κά θε ξέμπαρκου, που ψάχνει μητρικό υποκατάστατο. Αρκετά με ταλαιπωρεί το ντάντεμα της Δάφνης. Χαιρετάω συντροφικά το Νίκο και κατευθύνομαι προς το αυτοκίνητο. Προορισμός μου, η αδερφή μου. Στο μυαλό μου έρχεται ξανά ο Βαλέριος. Είναι, φαί νεται , η μοίρα των όπου γης γηρασκόντων μοναχικών να βρίσκουν καταφύγιο στη σίγουρη αγκαλιά της οικο γένειας. Τουλάχιστον, στην περίπτωσή μου, μέχρι να μου επιτραπεί η είσοδος στο ίδιο μου το σπίτι. Το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο τρία στενά πα ρακάτω. Πώς άλλαξε ξαφνικά η ατμόσφαιρα! Απ' το πολύβουο μελίσσι της πλατείας βρίσκομαι σ' ένα σκηνι κό ερημιάς κι εγκατάλειψης. Σκοτάδι, περίεργες φά τ σ ε ς , ε ρ ε ι π ω μ έ ν α νεοκλασικά, σκουπίδια π α ν τ ο ύ . «Ποιος ξέρει πόσοι αρουραίοι κατοικοεδρεύουν μέσα στα παρηκμασμένα σαλόνια και στις εσωτερικές αυ-
123
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
λες, εκεί που άλλοτε τέτοια εποχή θα έδεναν μπου μπούκια οι λεμονιές και οι γ α ζ ί ε ς ! » ψιθυρίζω στην Έρση και θυμόμαστε με συγκίνηση το παλιό μας σπίτι που δεν υπάρχει πια. « Μ α πότε ήταν που πήγαμε εκεί; Σήμερα έγιναν όλ' αυτά;» Λες και ο χρόνος απέκτησε μιαν άλλη διάσταση από τότε που... Ω Θεέ μου, τι κουνιέται ε κ ε ί ; Μισοκρυμμένος στην εσοχή μιας πόρτας, ένας χοντρός μεσόκοπος ανοίγει με μια απότομη κίνηση την καμπαρντίνα του και μοστράρει το ερεθισμένο του όργανο μπροστά στα μούτρα μου! « Α α α α » μου ξεφεύγει, περισσότερο από ξάφνια σμα παρά από αποτροπιασμό. Κάνω μεταβολή και τρέχω προς τα πίσω με το κεφάλι κ ά τ ω . Δε β λ έ π ω μπροστά μου και τρακάρω πάνω σ' έναν περαστικό, που με αγκαλιάζει προστατευτικά για να μην πέσω κάτω απ' την ταραχή μου. Μες στο μισο σκόταδο διακρίνω το Νίκο και ξεφυσάω με ανακούφιση. «Έλα,ησύχασε. Τι έπαθες και τρέχεις έτσι;» « Ή . . . ήταν ένας εκεί που... καθώς περνούσα άνοιξε την καμπαρντίνα του και από μέσα δ ε . . . δε φορούσε τίποτα!» « Α , τ ο κάθαρμα! Να τος,'εκεί είναι, φεύγει. Περίμε νε να τον πιάσω, να σ' τον συγυρίσω ε γ ώ ! » « Ό χ ι ! Νίκο, όχι! Μη μ' αφήνεις. Μη φεύγεις...» «Πού το 'χεις το αυτοκίνητο;» «Πού το ξέρεις ότι έχω αυτοκίνητο;» «Πολλά ξέρω για σένα. Έ λ α , π ά μ ε . Εσύ τ ρ έ μ ε ι ς . Θες τσιγάρο;» «Ναι». « Μ η φρικάρεις με όλ' αυτά που σου συμβαίνουν. Στο
124
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
κάτω κάτω είναι ε μ π ε ι ρ ί ε ς . Πάντα χρειάζονται οι εμπειρίες σε κάποιον που γράφει, δεν είν' έ τ σ ι ; » «Μα πώς... εσύ...» « Έ λ α , ηρέμησε. Δε θέλει και πολλή φιλοσοφία για να καταλάβεις ότι κάποιος που σηκώνεται να φύγει κρατώντας ένα κλειδί αυτοκινήτου έχει αυτοκίνητο!» «Α ναι,σωστά. Τι είν' αυτό; Το χειρόγραφό μου; Ω, Θεέ μου, το ξέχασα;» « Τ ο ξέχασες, γ ι ' αυτό σε ακολούθησα. Κοίτα, δεν ξέρω και τ' όνομά σου...» «Έρση». «Τώρα που συστηθήκαμε, να σε κεράσω ένα ποτό, Έρση;» Βυθισμένη στις τύψεις μου για την επιπόλαιη αρχική εκτίμηση που έκανα για το πρόσωπό του, δέχομαι την πρόσκληση χωρίς δισταγμό. Μπαίνοντας στο ημιυπόγειο μπαράκι αναρωτιέμαι για μια ακόμη φορά αν τόσα πολ λά και περίεργα συμβαίνουν πράγματι σε μένα σε διά στημα δύο μόλις ημερών. Καθόμαστε σε δυο ψηλά καθίσματα στο μπαρ και παραγγέλνουμε ουίσκι. « Κ ο ί τ α , Έ ρ σ η , αν σπέρνεις τα γραπτά σου όπου σταθείς κι όπου β ρ ε θ ε ί ς , βλέπω άλλους να δρέπουν δάφνες στη θέση σου». «Ποπό. Σ' ευχαριστώ. Σ' ευχαριστώ πολύ! Δεν ξέρω τι να π ω » . « Ξ έ ρ ε ι ς , γ ι α λίγο, για πολύ λίγο, μπήκα στον πειρα σμό να το κρατήσω και να το διαβάσω προτού σ' το επιστρέψω. Είδα όμως ότι δεν είχες γραμμένο τ' όνομα σου επάνω, κι έ τ σ ι . . . »
125
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
«Να το διαβάσεις; Πραγματικά θα σ' ενδιέφερε να το διαβάσεις;» «Ασφαλώς. Αφού είναι μυθιστόρημα -αυτό το γρά φεις πάνω πάνω. Αν και λίγο μικρό μού φαίνεται για μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα είναι συνήθως τρι πλάσιο σε πάχος». « Δ ε . . . δεν το 'χω τελειώσει ακόμα. Αλλά εσύ πώς ξέ ρεις από...» «Η δουλειά μου είναι. Ξέρεις πόσα τέτοια περνούν απ' τα χέρια μου κάθε μέρα; Αλλά πρόσεξε: Εγώ δου λεύω για τον ανταγωνισμό!» «Δηλαδή;» «Δηλαδή για το Μινώταυρο». « Α ! Και πού ξέρεις με ποιον δουλεύω ε γ ώ ; » « Μ α σε είδα νωρίτερα, στο Κέντρο. Ήμουν κι εγώ εκεί. Είδα που μίλαγες με τον εκδότη. Έχεις βγάλει σ' αυτούς κι άλλα β ι β λ ί α ; » « Κ ι άλλα; Θα αστειεύεσαι! Ούτε αυτό δεν πρόκει ται να μου βγάλει. Είναι το πρώτο μ ο υ » . « Κ α ι ; Σου το απέρριψε;» « Τ ο 'φτυσε. Ούτε που δέχτηκε να το δει. Μη με κοι τάς έτσι, δεν παραλογίζομαι. Ξέρω ότι δε συνηθίζεται ν' ασχολείται ένας εκδότης μ' ένα ημιτελές δακτυλο γράφο , μ' ένα πρωτόλειο, φυσικά και το ξέρω. Αν απο φάσισα να του το δώσω, είναι επειδή αυτός ο ίδιος με είχε ενθαρρύνει να γράψω, σχεδόν φορτικά. Πίστευε ακράδαντα στο κρυφό μου ταλέντο, έ λ ε γ ε » . « Κ α ι δεν πιστεύει π ι α ; » «Πώωως! Όσο ταλέντο είχα τότε που μ' έγλειφε τό σο ατάλαντη είμαι τώρα, που έγινα πρώην».
126
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Τ ι ; Πρώην γκόμενά τ ο υ ; Μη μου π ε ι ς ! Δεν το πι στεύω !» «Όχι αυτουνού, ν τ ε ! Αλλουνού πρώην. Τέλος πά ντων, ας τ' αφήσουμε α υ τ ά » . « Κ α λ ά . Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Εμένα αυτό εδώ μ' ενδιαφέρει». « Σ ο β α ρ ά , σ' ενδιαφέρει; Μα σου λέω, ένα πρωτό λειο είναι, ένα πείραμα. Εσύ τι λόγο έχεις ν α . . . » «Η δουλειά μου είναι, σου το είπα. Σε ξεχώρισα απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα να κάθεσαι μόνη, στην πρώτη σειρά, με το δακτυλόγραφο στο χέρι. Άκουγες τι έλεγαν οι διάφοροι φλούφληδες, παρά τη φανερή απα ρέσκειά σου, πραγματικά άκουγες χωρίς να κουνάς πέ ρα δώθε το κεφάλι, τάχα μου εκστασιασμένη, χωρίς να κοιτάς γύρω σου να δεις αν η παρουσία σου έγινε από κάποιους αισθητή. Μετά παρακολούθησα τη σκηνή της απόρριψης και την αξιοπρόσεκτη περιφρόνησή σου στα πλούσια εδέσματα. Δεν ήθελα άλλη αφορμή για να σ' ακολουθήσω». « Ε γ ώ , πάλι, ούτε που σε πρόσεξα. Όταν ήρθες να κάτσεις μαζί μου μάλιστα, σκέφτηκα...» « Ξ έ ρ ω τι σκέφτηκες. Για να σου πω την αλήθεια, συνειδητά επιδίωξα να το σκεφτείς. Καιγόμουν από περιέργεια να δω τι σόι τύπισσα είσαι. Σε υπέβαλα σ' ένα τεστ και η αντίδρασή σου μου άρεσε. Κατόπιν όλων αυτών σου ζητώ να μου αφήσεις το χειρόγραφό σου. Μ' ενδιαφέρει, μ' ενδιαφέρει π ο λ ύ » . « Κ ρ ά τ α τ ο , άλλο που δ ε θ έ λ ω ! Σ ε π ρ ο ε ι δ ο π ο ι ώ όμως: Αν περιμένεις να δεις μια τυπικά "γυναικεία" γραφή, απ' αυτές που τόσο πουλάνε...»
127
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
«Ακριβώς αυτό είναι που δεν περιμένω από σένα». « Σ ε προϊδεάζω επίσης ότι δεν είναι ένα βιβλίο που εξυμνεί τον έρωτα. Σ' το λέω αυτό ε π ε ι δ ή το θέμα "έρωτας" είναι κάτι σαν ιερή αγελάδα, θα το ξέρεις - κι αυτό δεν ισχύει μόνο για γλυκερά ρομάντζα. Ουδείς διανοούμενος, ουδείς πρωτοπόρος συγγραφέας, όσο δυσκοίλιος, στρυφνός, εικονοκλάστης και να 'ναι, δε διανοείται ν' αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του έρωτα, που είναι, υποτίθεται, φύσει και θέσει αναρχι κός». « Κ α ι τι βάζεις εσύ στη θέση τ ο υ ; » « Τ η συντροφικότητα ίσως. Την αποδοχή. Τη φιλία - μ ' ένα μεγάλο ερωτηματικό. Τη δημιουργία, ενδεχομέ νως. Αξίες σταθερές και αναλλοίωτες στο χρόνο. Μα τι σ' τα λέω αυτά; Νέος άνθρωπος είσαι. Στην ηλικία σου έβλεπα τα πράγματα εντελώς διαφορετικά. Ήμουν κι εγώ ερωτευμένη με τον έρωτα». «Ασφαλώς. Αλλιώς δε θα μπορούσες να μιλάς έτσι. Έχεις πληγωθεί βαθιά, Έρση, αυτό είναι φανερό». «Όχι πιο βαθιά απ' ό,τι συνηθίζεται. Είναι στη φύση του έρωτα να πληγώνει, αφού παρέρχεται τόσο γρήγο ρα. Ίσως πάλι γι' αυτό που νιώθω να μη φταίει τίποτ' άλλο απ' το γεγονός ότι γερνάω και δε με παίρνει πια για τέτοια ανοίγματα. Όσα δε φτάνει η αλεπού... κα τάλαβες; Τόσο απλά!» « Μ ο υ αρέσουν τα απλά και σταράτα. Λοιπόν: Ή μου δίνεις το τηλέφωνό σου ή, αν δε θέλεις, πάρε την κάρτα μου και τηλεφώνα μου σε καμιά βδομάδα». « Έ γ ι ν ε . Πάρε κι εσύ την κάρτα μου. Θα με συνο δεύσεις μέχρι τ' αυτοκίνητο;»
128
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Καθώς μέσα στο μισοσκόταδο του έρημου δρόμου ανταλλάσσουμε τη χειραψία του αποχαιρετισμού, φέρ νει το άλλο του χέρι στο πρόσωπό μου και παραμερίζει το απείθαρχο τσουλούφι. Μετά σκύβει και με φιλάει απαλά στο αυτί ψιθυρίζοντας: «Νιώθω ευτυχισμένος που σε γνώρισα». Μια ηλεκτρική εκκένωση διαπερνά όλο μου το σώ μα... Βιάζομαι να χωθώ στη σίγουρη αγκαλιά του αυ τοκινήτου. « Μ ι α στιγμή, Έ ρ σ η » . «Ναι;» «Πεινάω». Μένω να τον κοιτάω χαζά κι εκείνος σπεύδει να μου εξηγήσει. « Ε ν ν ο ώ . . . μήπως πεινάς κι ε σ ύ ; Ε ί μ α ι σε θέση να γνωρίζω ότι είσαι θεονήστικη. Ήταν λάθος μου που δε σου πρότεινα νωρίτερα να πάμε να φάμε, αλλά...» «...αλλά το ξέχασες ότι πεινάς. Κι εγώ το ίδιο. Άσε, καλύτερα να μην το θυμηθώ ούτε και τώρα. Είμαι σε δίαιτα». «Πάμε για ψάρι τότε. Ξέρω μια ψαροταβέρνα στην παραλία της Γλυφάδας...» « Ό χ ι , πραγματικά δεν μπορώ. Σ' ευχαριστώ πολύ, πάντως. Μιαν άλλη φορά ίσως». Βλέπω την απογοήτευση στο πρόσωπό του - μοιά ζει γνήσια. Βιάζομαι να φύγω από φόβο μήπως αλλά ξω γ ν ώ μ η : Η πρότασή του παραείναι εκμαυλιστική. Πώς να συγκρίνεις ένα ρομαντικό δείπνο υπό το σελη νόφως παρά θίν' αλός με το ανούσιο τσιμπολόγημα ενός τοστ στο τραπέζι της κουζίνας ή, στην καλύτερη
129
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
περίπτωση, με μια ομελέτα μπροστά στη μονίμως ανοι χτή τηλεόραση της Ιωάννας; «Καλά. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις διαβάσω το χει ρόγραφο, δηλαδή απόψε κιόλας». « Α π ό ψ ε ; Με δουλεύεις;» « Ό χ ι , απλώς δουλεύω. Τις νύχτες έχω πιο καθαρό μυαλό». «Καλά. Βοήθειά σου τ ό τ ε ! » « Κ α ι δική σου! Όσο γρηγορότερα το διαβάσω τόσο γρηγορότερα θα χρειαστεί να συναντηθούμε και να το συζητήσουμε». « Ε ν τ ά ξ ε ι . Σ' ευχαριστώ για όλα, Νίκο». Αυτή τη φορά τού ανταποδίδω το φιλί που μου δίνει πεταχτά, μέσα απ' το ανοιχτό τζάμι του αυτοκινήτου. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, τα χέρια μου στο τιμόνι ιδρώνουν. Κλείνω το παράθυρο και πατάω γκάζι. Ε π ι τέλους μόνη στο καβούκι μου, με μοναδικό συνοδηγό τον εαυτό μου. « Β ρ ε συ Έρση, τι ήταν αυτό; Κι εγώ που έλεγα ότι είχαμε κλείσει ως γυναίκες και ως άνθρωποι ερωτι κοί...» «Πρόσεχε, επιπόλαια! Κοίτα μπροστά σου, παραλί γο να τρακάρουμε! Πρόσεχε, σου λ έ ω ! »
130
br/zav
Τ Ο ΠΑΓΚΑΚΙ Τ Η Σ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
ΑΝΕΒΑΙΝΩ Μ Ε ΤΑΧΥΤΗΤΑ
την Αλεξάνδρας και θυμάμαι
τα λόγια του. « Έ χ ε ι ς πληγωθεί,Έρση. Έχεις πληγωθεί βαθιά, αυ τό είναι φανερό!» Πόσο βαθιά, αλήθεια;Και πόσο είναι φανερές οι διαψεύσεις του ονείρου στο πρόσωπο μιας κουρασμένης μεσόκοπης; Εδώ που τα λέμε, ποιας με σόκοπης; Οι διαψεύσεις είχαν αρχίσει από πολύ νωρίς, απ' την πρώτη πρώτη αρχή για να α κ ρ ι β ο λ ο γ ο ύ μ ε . Ήταν από πάντα εκεί οι διαψεύσεις - καραδοκούσαν πίσω απ' το παγκάκι που φιλοξενούσε τα πρώτα μου ερωτικά σκιρτήματα.
Ήμουν δεκάξι και πολύ περήφανη για τις σκού ρες νάιλον κάλτσες μου. «Πρόσεχε! Θα μου σκίσεις τις κάλτσες! Μην τις τραβάς!» Ε κ ε ί ν ο ς β α ρ ι α ν ά σ α ι ν ε σαν α φ η ν ι α σ μ έ ν ο κριάρι. Σε κάθε ραντεβού όλο και προχωρούσε προς την ολοκλήρωση, εκπορθώντας σταδιακά τα μικρά αναχώματα που έστηνα στην προσπά θειά μου να διασώσω «ό,τι πολυτιμότερο είχα», εθιζόμενη όμως σιγά σιγά στην ηδονή. Χρόνο
131
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
χρειαζόμουνα, λίγο ακόμη χρόνο κι ένα χώρο πιο εχέμυθο, πιο πονετικό απ' το πράσινο πα γκάκι, για ν' αφεθώ, ν' ανοίξω πλέρια τα πέταλά μου, να ξαμπαρώσω τις βαριές μπουκαπόρτες και να καλοδεχτώ τον έρωτα-πορθητή με τις τι μές που του έπρεπαν. « Μ η ! Σταμάτα! Κάτι κουνήθηκε πίσω απ' το δέντρο! Κάποιος είναι ε κ ε ί ! » « Γ ά τ ε ς είναι. Μην κάνεις έτσι! Έλα, έ λ α . . . » « Ό χ ι ! Πήγαινε να δ ε ι ς ! » «Ε λοιπόν, όχι! Δεν π ά ω ! Όχι ξανά το ίδιο βιολί! Μπάστα! Πάμε να φύγουμε!» « Σ υ γ ν ώ μ η . . . ε ε ε . . . δεν ήθελα ν α . . . » « Δ ε ν ήθελες... ήθελες... αυτό είναι το κακό με σένα. Δεν ξέρεις τι θέλεις. Μια μυξοπαρθένα είσαι κι εσύ, μια χαμηλοβλεπούσα Ελληνίδα, που μου κάνεις και την προχωρημένη, ότι είσαι τάχα μου απελευθερωμένη, σαν τις ξένες. Αμ, δεν είναι έτσι οι ξένες! Τράβα να δεις, να ξε στραβωθείς! Δυο δυο τις παίρνουμε στα νησιά! Να, χθες που γύριζα απ' την Ύδρα, πάνω στο πλοίο μού την πέσανε τρεις Γερμανίδες, έτσι στα ίσα, μ ι λ ά μ ε » . « Κ α ι ; Κι εσύ... τι έκανες;» « Ε σ ύ τι λες να 'κανα; Τις άδειασα στου Άρη, δώσαμε σήμα και στον Τάσο να κοπιάσει, πα ραγγείλαμε μπίρες και την καταβρήκαμε. Όχι θα τις αφήναμε! Ε, για πού το 'βαλες;» Τ ρ ι κ λ ί ζ ο ν τ α ς , μ ε τ α πάνω κ ο υ μ π ι ά τ η ς μπλούζας μου ανοιχτά, έτρεχα ξεμαλλιασμένη
132
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
στα δρομάκια του πάρκου. Ένα ατίθασο κλαδί έσκισε σαδιστικά τη δεξιά μου κάλτσα. Έσκυ ψα να δω πόσο μεγάλη ήταν η ζημιά και διαπί στωσα ότι είχα ξεχάσει τη σχολική μου τσάντα στο παγκάκι. Η επιστροφή ήταν αδύνατη, αφού αυτός μ' ακολουθούσε φωνάζοντας τ' όνομά μου, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να δικαι ολογήσει τη συμπεριφορά του. « Ε , Έ ρ σ η ! Γύρνα πίσω, βρε Έ ρ σ η , τρελάθη κες; Δεν ήταν τίποτα το σοβαρό, κάτι τσιβιτζιλούδες ήταν, κάτι πατσούρες της συμφοράς! Β λ έ π ε ι ς , κι εσύ δε μ' αφήνεις να... Τι να σου κάνω, άντρας είμαι κι εγώ, δεν είμαι μαλάκας! Τι ήθελες, κάνα μαλάκα ήθελες, κάναν μ π ι ν έ ; Όχι, πες μου, τι ήθελες;» Κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο και τον πα ρακολουθούσα μέχρι που χάθηκε στη στροφή του δρόμου, επαναλαμβάνοντας το ίδιο μοτίβο περί ανδρισμού και εξομολογούμενος τον έρω τά του για μένα, μόνο για μένα - γ ι α πρώτη φο ρά ύστερα από τόσα ραντεβού. Έπρεπε να γί νει αυτό που έγινε για ν' ακούσω επιτέλους από τα χείλη του αυτό που τόσον καιρό περίμενα με λαχτάρα ν' ακούσω, αλλά που πια δεν πίστευα. Με τα μάτια θολά γύρισα στο παγκάκι να πάρω τη σάκα μου, φτάνοντας όμως είδα μες στο μισοσκόταδο μια σκοτεινή φιγούρα να πε τάγεται μέσα από ένα θάμνο και πάγωσα. « Ε , μικρή, τι έγινε; Το σκάσαμε απ' το μάθη μα; Έ λ α , έλα να πάρεις τη σάκα σου! Έλα να
133
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
μελετήσουμε μαζί - δάσκαλος είμαι κι ε γ ώ ! » Κρατούσε με το ένα χέρι τη σάκα και με το άλλο κατέβασε μ' ένα χρατς το φερμουάρ του παντελονιού του. Το εργαλείο του ξεπρόβαλλε σε πλήρη στύση και με σημάδευε σαν ρεβόλβερ. Τρελάθηκα, τα 'χα εντελώς χαμένα. Η αντοχή μου είχε φτάσει στα όριά της και, πιο πολύ από απελπισία παρά από φόβο, έβγαλα μια στριγγλιά. Ο εφιάλτης εξαφανίστηκε σαν καρτούν, πετώντας κάτω τη σάκα. Την άρπαξα και το 'βαλα στα πόδια.
Καιρό μετά συνειδητοποίησα ότι ο πρώτος μου έρωτας μπορεί πραγματικά να το εννοούσε ότι μ' αγαπούσε, γιατί συνέχισε να με πολιορκεί για μήνες μετά το μοι ραίο συμβάν.
Στηνόταν έξω απ' την τάξη μου να με δ ε ι να βγαίνω για δ ι ά λ ε ι μ μ α , ξέκοβε απ' την παρέα του για να μ' ακολουθήσει από μακριά ως το σπίτι, μου τηλεφωνούσε μόνο για ν' ακούσει τη φωνή μου, αφού συστηματικά του έκλεινα το τηλέφωνο. Στο τέλος το πήραν μυρωδιά όλη η τάξη του και η δική μου τάξη και κάποιοι συμ μαθητές του -τελειόφοιτοι ήταν, σωστά γομά ρ ι α - τον πέθαναν στην καζούρα. Αυτός κοκκί νιζε και έ σ π ε υ δ ε να κ ρ υ φ τ ε ί , μέχρι που ένα πρωί δεν εμφανίστηκε στο σχολείο.
134
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Ούτε την επόμενη μέρα τον είδα, Παρασκευή ήταν, θυμάμαι, και σκέφτηκα ότι θ' άρπαξε κα μιά γρίπη. Βγαίνοντας στο δρόμο μετά το σχό λασμα, με σταμάτησε η καθηγήτρια της ιστο ρίας. « Έ λ α , έχω να σου κάνω κάποιες ερωτή σεις» μου είπε. Στο γραφείο του διευθυντή ήταν μαζεμένοι πέντε έξι συμμαθητές του Νότη - έ τ σ ι τον έλεγαν- κι ένα μεσόκοπο ζευγάρι, εμφανώς αναστατωμένο- οι γονείς του. «Μήπως ξέρεις εσύ τίποτα για την εξαφάνιση του μαθητή Αναστασίου;» με ρώτησε αυστηρά ο διευθυντής. Κοκκίνισα από τ' αυτιά ως τα δάχτυλα των ποδιών, ολόκληρη μια φλεγόμενη παπαρούνα, κι έχασα τα λόγια μου. Οι συμμαθητές του Νό τη κάτι μουρμούριζαν μεταξύ τους -ήταν φανε ρό ότι αυτοί είχαν δώσει τ' όνομά μου. Η μάνα του με κοιτούσε με λαχτάρα, σαν να κρεμόταν όλη της η ζωή από τα χείλη μου. Μια λυτρωτική σκοτοδίνη με τύλιξε και λιποθύμησα. Δυο ολόκληρα μερόνυχτα πάλευα με τους εφιάλτες μου. Έβλεπα το Νότη να σαλτάρει στο κενό από το ρετιρέ του έκτου ορόφου που έ μ ε ν ε , να γκρεμοτσακίζεται στην αφρισμένη θά λασσα, ν' αφήνει την τελευταία του πνοή, σφα δάζοντας απ' τους πόνους, μ' ένα άδειο μπου κάλι ακουαφόρτε στο δεξί του χέρι. «Ίσως αυτοκτόνησε από έρωτα για μ έ ν α ! » τόλμησα να εμπιστευτώ την αγωνία μου στην Εύα, που είχε έρθει να μου συμπαρασταθεί, κι
135
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
εκείνη γούρλωσε τα μάτια με θαυμασμό. « Έ ν α ς άντρας ν' αυτοκτονήσει για σένα! Μα τι γυναίκα είσ' ε σ ύ ! » έλεγε το βλέμμα της. Εκείνη τη στιγ μή τη μίσησα - μου 'ρθε να τη σκοτώσω. Πώς μπορούσε να βλέπει μια τέτοια ευτελή πλευρά σε μια τραγωδία, πώς βαστούσε η καρδιά της; Την έσπρωξα να φύγει και κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου. Εγώ προτιμούσα να πεθάνω πα ρά να ζω με τις ενοχές μου. Άρχισα να μελετάω τρόπους αυτοκτονίας. « Έ ρ σ η , άνοιξέ μου! Έχω να σου πω! Βρέθη κε ο Νότης, ακούς; Είχε πάει στον αδερφό του, που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη».
Ψέματα ήταν. Όπως διέρρευσε αργότερα, ο Νότης είχε πάει να πνίξει τον πόνο του στον κόρφο μιας τριαντά ρας, που ο άντρας της ήταν ναυτικός και έλειπε συνέ χεια... Πάλι καλά, η πληροφορία με απενοχοποίησε εντελώς. Αυτή η ιστορία με δίδαξε ν' αποφεύγω σαν το διάο λο τις παθιασμένες καταστάσεις, τις μοιραίες και δα κρύβρεχτες, γιατί προκαλούν πολύ πόνο για το τίποτα. Ναι, για το τίποτα. Και ο πιο φλογερός έρωτας κατα ντάει αργά ή γρήγορα να σέρνεται με παντόφλες μετα ξύ κουζίνας και καθιστικού, πνιγμένος στο χασμουρη τό και στην τηλεοπτική αποχαύνωση. Μια ματιά να ρί ξεις γύρω σου, θα πειστείς για του λόγου το αληθές. Έμαθα ακόμη ότι οι άντρες εννοούν τον έρωτα δια φορετικά από μας. Μπορεί να καίγονται από πόθο για
136
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
σένα, την άλλη στιγμή όμως την πέφτουν όπου βρουν. Στη μετέπειτα ενήλικη ζωή μου η πεποίθηση αυτή επα ληθεύτηκε πλείστες όσες φορές κι εγώ ήξερα πια πώς να φυλαχτώ, στα δεκάξι μου όμως ήμουν ευάλωτη. Δεν μπορούσα ν' αφεθώ, να δοθώ ελεύθερα στην ηδονή. Χρειαζόμουν απεγνωσμένα την επιβεβαίωση ότι δε θα ήμουν ποτέ ξανά εγώ η « α π α τ η μ έ ν η » . Μετρούσα το σεξ απίλ μου στα βλέμματα των αγοριών, αφηνόμουν στα χάδια τους, την ίδια στιγμή που στην πλάτη τους ακόνιζα τα νύχια μου. Έπαιζα με τη φωτιά, τη σκάλιζα καλά καλά μέχρι να θ ε ρ ι έ ψ ε ι και την κρίσιμη στιγμή πηδούσα από πάνω της και πέταγα γ ι ' α λ λ ο ύ . Μια κρυμμένη φλόγα ήμουν, ένα ηφαίστειο εν υπνώσει. Μόνο μετά από πολλή περιπλάνηση από αγκαλιά σε αγκαλιά, μόνο χάρη στη μεγάλη υπομονή και τρυφερό τητα του συγκεκριμένου παρτενέρ και, κυρίως, αφού βρέθηκα σε χώρο ασφαλή και οικείο - σ τ ο σπίτι της Φαίδρας-, κατάφερα επιτέλους ν' αφεθώ στα χέρια του Πάνου και ν' αφήσω τη στοιβαγμένη λάβα να ξεχυθεί αβίαστα από μέσα μου. Κι αυτό όμως έμελλε να κρατήσει λίγο, τόσο λίγο...
137
br/zav
ΤΑΜΑΡΑ ΜΟΥ, ΤΡΟΜΑΡΑ ΜΟΥ!
« Ε Λ Α , ΙΩΑΝΝΑ, Ε Γ Ω Ε Ι Μ Α Ι .
Ν' ανέβω ή είναι πολύ αρ
γά;» «Πού γυρνάς τέτοια ώρα, βρε παιδί μου; Σ' έψαχνα. Ανέβα αμέσως!» Ο διαπεραστικός ήχος του κουδουνιού που ανοίγει την εξώπορτα πληγώνει βάναυσα την περιρρέουσα νυ χτερινή σιωπή του απόκεντρου δρόμου. Σπρώχνοντας τη βαριά πόρτα, βρίσκομαι αντιμέτωπη με τον εαυτό μου στον καθρέφτη της εισόδου. Να 'ναι το απαλό νυ χτερινό φως που με κολακεύει ή είμαι όντως ελκυστική απόψε; Το προβληματικό τσουλούφι υποταγμένο πε ριέργως στην επιθυμητή του θέση - περιέργως ή ήταν το άγγιγμα του Νίκου μαγικό; Τα μάτια μου υγρά, τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα - να οφείλεται άραγε η μεταμόρφωση στο τσουχτερό κρύο, στα δυο ουίσκι που κατέβασα ή στο ζωηρό ενδιαφέρον του Νίκου; Και σε ποιο ενδιαφέρον τ ο υ ; Για το βιβλίο που γράφω ή για το πρόσωπό μου; Για την ιστορία της Εύας ή για μένα την ίδια; Η Εύα είχε ανέκαθεν μεγαλύτερη πέραση, αυτό να λέγεται... « Μ α πού ήσουν όλη μέρα; Σ' έψαχνα!» « Γ ι α τ ί ; Συμβαίνει τίποτα στον μπαμπά; Είναι κα λά;»
138
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Καλά είναι, παραείναι καλά μάλιστα... χμμμ... θα σ' τα πω. Εσύ πώς είσαι;» «Πώς να ε ί μ α ι ; » «Πώς να είσαι; Καλά, ξέχασες; Τι μου 'λεγες χθες; Για τον Κώστα εννοώ. Είχες νέα τ ο υ ; » «Όχι, αλλά μην ανησυχείς, καλά είναι. Έστειλε σή μερα στην εφημερίδα φαξ με το μεθαυριανό άρθρο του, οπότε...» «Δεν εννοώ αυτό, βρε ούφο! Το ξέρω ότι είναι καλά. Αλλά πού είναι;Με ποιον ή μάλλον... με ποιαν;» «Άγνωστο. Κέρνα ένα ουίσκι, βρε Ιωάννα!» «Καημενούλα μ ο υ ! Θες να πνίξεις τον καημό σου στο ποτό, ε; Πήρες τους δρόμους νυχτιάτικα ψάχνο ντας παρηγοριά! Ε λοιπόν, είσαι στο σωστό μ έ ρ ο ς ! Έλα, κάτσε ε δ ώ ! Βγάλε τα παπούτσια σου, βολέψου και πες τα μου όλα! Μίλα στην αδερφή σου, που ανη συχεί για σένα όλη μέρα! Δεν ξέρεις πώς τρόμαξα όταν μου είπαν από το γραφείο σου ότι είσαι άρρωστη!» «Οχ, δεν έπρεπε να πάρεις, βρε Ιωάννα! Θα βεβαι ώθηκαν τώρα ότι τους είπα ψέματα αυτές οι τσού χτρες!» « Μ α τι να 'κανα; Εξαφανίζεσαι χωρίς να πεις κουβέ ντα! Και το κινητό σου, τι το 'χεις το κινητό, βρε Έ ρ σ η ; Μέχρι και πριν από λίγο...» «Ποπό, πάλι κλειστό το ξέχασα! Μ' έπαιρνε συνέ χεια η Δάφνη, βλέπεις, για να της λέω συνταγές και μου την έσπασε». « Κ α λ ά , για να μαγειρέψει πήγε στην Πράγα;» «Όχι, βρε παιδί μου. Γύρισε και μαγειρεύει για τον καλό της. Έχουν κάνει κατοχή στο σπίτι και πρέπει να
139
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
περιμένω να πάει δύο η ώρα για να γυρίσω, κατάλα βες ;» «Αααα... αυτό είναι; Και γιατί δε μένεις εδώ από ψε ;» «Να μείνω, αφού το λες. Έχεις τίποτα για φ α ί ; » «Θα σου φτιάξω στα γρήγορα μια ομελέτα μέχρι να πιεις το ουίσκι σου. Δεν έχω τίποτ' άλλο, είμαι σε δί αιτα. Όσο για τον μπαμπά - αυτός σπάνια κατεβαίνει πια για φαγητό. Προτιμάει την κουζίνα της Ταμάρας, βλέπεις. Τον έχει μ α γ έ ψ ε ι , το άτιμο το θηλυκό. "Ταμάρα μου" και "Ταμάρα μου" τη φωνάζει όλη μέρα ξελιγωμένος. "Τρομάρα μου" λέω ε γ ώ . Τρομάρα που μας β ρ ή κ ε , με τη Βουλγάρα που του ρ ί ξ α μ ε δίπλα τ ο υ ! Περίμενε και θα δ ε ι ς ! Αυτή, παιδί μου, το 'βαλε αμανάτι να τον τυλίξει και να μας τα φάει όλα - στο δρόμο θα μείνουμε, να μου το θυμηθείς! Αλλά καλά να πάθουμε, οι ανόητες! Κουζουλές είμαστε και πήγαμε και κουβαλήσαμε το διάολο μες στο σπίτι μας, δυο μέτρα θηλυκό! Πού πήγες και την ξετρύπωσες, βρε Έ ρ σ η ; Στο Θεό σου πια! Αλλά, θα μου πεις, από σένα όλα να τα π ε ρ ι μ έ ν ε ι κανείς. " Ε π ι π ό λ α ι α " σ' έλεγε ο μπαμπάς από μωρό παιδί που ήσουνα. Όμως εγώ, η χαζοβιόλα, πώς τυφλώθηκα κι είπα το ναι; Ορίστε τώ ρα!» Η φωνή της απ' την κουζίνα φτάνει στ' αυτιά μου όλο και πιο απόμακρη, καθώς σκεπάζεται απ' το τσιτσίρισμα της ομελέτας. Η μυρωδιά μού γαργαλάει τα ρουθούνια, η νύστα όμως παίρνει το πάνω χέρι και γέρνω στον κ α ν α π έ , σε κατάσταση τρανς, μ ε τ α ξ ύ ύπνου και ξύπνιου.
140
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
*
*
*
« Π ο ύ ήσουν Απόστολε; Γιατί δε γύρισες για φαΐ;» Κρυφακούω τη σκηνή απ' το κρεβάτι μ ο υ , αγκαλιά με το γ ε ρ μ α ν ι κ ό μου λαγουδάκι. Η θεία η Ξένη ανακρίνει τον μπαμπά κι εκείνος, σαν βρεμένος γάτος, ψελλίζει κοινότοπες δικαι ολογίες. Μα γιατί; Γιατί δεν της λέει να πάει να κουρεύεται; Αδερφή του είναι στο κάτω κάτω, όχι μάνα τ ο υ ! « Π ρ ό σ ε χ ε , Α π ό σ τ ο λ ε ! Δε με γελάς ε μ έ ν α ! Εκείνη η σουρλουλού, η γραμματέας σου είναι; Έ ν ν ο ι α σου και θα με β ρ ε ι μ π ρ ο σ τ ά τ η ς , η αντροχωρίστρα. Ακούς εκεί, παντρεμένος άν θρωπος! Εντάξει, ο γάμος σου δεν είναι και ο καλύτερος -η τρελή που πήγες και κουκουλώ θηκες όλο παίρνει τους δρόμους-, αλλά έχεις π α ι δ ι ά ! Πρόσεχε λοιπόν! Ας με άκουγες πριν παντρευτείς την ξένη, σε είχα προειδοποιήσει εγώ, αλλά τώρα είναι αργά. Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς!»
« Ε , κοιμήθηκες; Περίμενε να σου στρώσω, ν τ ε ! Έ λ α , φάε λ ί γ ο » . « Α , ευχαριστώ. Δε μου λες, βρε Ιωάννα, θυμάσαι που η θεία η Ξένη τραμπουκάριζε τον μπαμπά τότε που τα 'χε μπλέξει με τη γραμματέα τ ο υ ; » «Φυσικά και θυμάμαι. Πώς να το ξεχάσω; Δεν ξέρω
141
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
αν τα 'χε μπλέξει στ' αλήθεια. Έτσι έλεγε η θ ε ί α » . « Κ α ι την έπαιρνε τηλέφωνο και την έβριζε, ε; Και πήγε και σπίτι της -κάπου στο Αιγάλεω δεν ήταν ;-και την έκανε ρόμπα στη γειτονιά και σ' όλους τους δικούς της. Και στο τέλος, με το πες πες, κατάφερε τον μπα μπά να την απολύσει;» « Ν α ι . Αλλά εσύ πού τα θυμάσαι αυτά; Ήσουνα μι κρή». «Ήμουνα μικρή, αλλά μισούσα τη θεία γι' αυτό που έκανε στην κοπέλα». « Κ α ι πού την ήξερες εσύ αυτήν;» «Δεν την ήξερα, αλλά ήταν αυτός λόγος να μη στε νοχωριέμαι; Να μη λυπάμαι μια φτωχή κοπέλα που έχασε τη δουλειά της; Και τα δικαιώματα του εργαζο μένου; Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και η ιδεολο γία , κυρία ινστρουχτόρισσα; Τα ξεχάσαμε όλα;» «Τώρα πλάκα μού κάνεις;» « Δ ε σου κάνω πλάκα. Αυτό είναι το κακό με μένα, όσα πιστεύω στη θεωρία τα πιστεύω και στην πράξη. Σε αντίθεση με κάποιους άλλους». «Άκουσε, Έρση, αν εννοείς ε μ έ ν α . . . » «Όοοχι, πώς σκέφτηκες κάτι τ έ τ ο ι ο ; Εσένα δε θα σου περνούσε ποτέ απ' το μυαλό η ιδέα να επηρεάσεις έναν ενήλικο άνθρωπο, και μάλιστα τον ίδιο σου τον πατέρα, στις προσωπικές του επιλογές. Και με τι επι χείρημα, π α ρ α κ α λ ώ ; Μα με το " ά θ λ ι ο , απωθητικό, άδικο κληρονομικό δίκαιο των αστών εκμεταλλευτών της εργατικής τάξης". Θυμάμαι καλά τα λόγια σου;» « Ε , άι να χαθείς! Εσύ δεν έχεις το Θεό σου! Δεν εί σαι απλώς επιπόλαια, κακοηθέστατη είσαι. Και για
142
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
όσα σου συμβαίνουν καλά να πάθεις! Στρώσε και φάε μόνη σου! Εγώ φεύγω!» «Αχ, όχι, μ η ! Πλάκα σού κάνω, βρε Ιωάννα! Κάτσε, σε παρακαλώ. Πιες ένα κρασί μαζί μου. Δε θα πω τίποτ' ά λ λ ο . Β ά λ ε τ η λ ε ό ρ α σ η , αν θ έ λ ε ι ς . Έ λ α , μη μ' αφήνεις μόνη. Σε παρακαλώ...»
Καημένε μ π α μ π ά ! Μια ζωή ριγμένος. Σ τ η Γερμανία είχες αυτόματα συμμορφωθεί με τα εκεί κρατούντα, πειθήνιος πάντα και ευπροσάρμοστος. Η σχέση σου με τη χειραφετημένη Γερμανίδα θα είχε εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά αν μένατε για πάντα εκεί και παίζατε στο δικό της γήπεδο. Εδώ όμως βρεθήκατε και οι δυο κά τω από την μπότα των συνταγματαρχών, πραγματικά και μεταφορικά. Μειλίχιος εσύ και πολιτισμένος - ναι, ένας πραγματικά πολιτισμένος άνθρωπος. Ευγενική, συγχρόνως όμως και περήφανη ψυχή εκείνη, δε δια νοήθηκε στιγμή να ε π ι λ έ ξ ε ι την κατά μέτωπον σύ γκρουση. Ακολούθησε την αναίμακτη μέθοδο της στα διακής υποχώρησης, μέχρι που βρέθηκε μακριά, πολύ μακριά σου. Γίνατε δυο ξένοι, δ έ σ μ ι ο ι όμως μιας παράλογης επιταγής που σας ήθελε συμβατικά ενωμένους -για χάρη ημών των παιδιών άραγε ;-που δεν είχατε τη δύ ναμη να την αντιμετωπίσετε κατάματα. Ή που δεν προλάβατε. Να 'ταν η κοπέλα αυτή απ' το Αιγάλεω η λύση για σένα; Να 'ταν το πεπρωμένο εκείνης ο Ρίχαρντ, ο μυστηριώδης άντρας που ο αυτόματος τηλεφω νητής της είχε καταγράψει ολοζώντανα τη φωνή του τη
143
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
μέρα που άφησε την τ ε λ ε υ τ α ί α της π ν ο ή ; Άκουσα πρώτη, ευτυχώς, τα τρία του μηνύματα, όταν ανοίξαμε το σπίτι στο Αμβούργο, και πρόλαβα να τα σβήσω. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Ούτε εγώ θέλησα να μάθω.
144
br/zav
ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΡΩΗΝ Κ Ν Ι Τ Ι Σ Σ Α
« Τ Ι ΒΛΕΠΟΥΜΕ, Β Ρ Ε Ι Ω Α Ν Ν Α ; »
« Μ ι α συζήτηση για την κλωνοποίηση σε ανθρώπους, δεν ακούς;» « Α , μάλιστα». Καλύτερα να τελειώσω γρήγορα με την ομελέτα και να το ρίξω στον ύπνο. Το έργο το 'χω ξαναδεί,τα σχό λια των αγανακτισμένων «προοδευτικών» τα 'χω ξα νακούσει. «Αίσχος! Άκουσες τι είπε αυτός;» «Ποιος;» «0 γιατρός του πάνελ, αυτός ο καθηγητής, βρε παι δί μ ο υ » . «Τι είπε;» « Σ ' ένα ερευνητικό κέντρο στην Αμερική έχουνε, λέ ει, έμβρυα στην κατάψυξη, έτοιμα για να τα εμφυτεύ σουν όταν υπάρξει ζήτηση». « Ε και;» « Τ ι ε και; Άκου κει όσα έχουν ζήτηση! Εμπόρευμα δηλαδή, κανονικό εμπόρευμα ο άνθρωπος! Κι όσα δεν έχουν ζήτηση τι θα τα κάνουν;» «Προφανώς, θα τα καταστρέψουν». «Αχά! Θα τα καταστρέψουν! Έτσι απλά! Σαν να μι λάμε για κουτάβια. Κοίτα εξαχρείωση! Κοίτα πού έφτα-
145
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
σε η απαξία, της ανθρώπινης ζωής! Μπράβο σου, κοπέλα μου, ωραία τους τα λες! Πες τους κι άλλα!» «Αυτή δεν είναι η Νταή-Δερβέναγα της Συσπείρω σης ενάντια...» «Δεμέναγα. Νταή-Δεμέναγα. Ήταν και στην Πράγα, μαζί με τη θυγατέρα σου. Μιλάμε για πολύ μαχητική αγωνίστρια!» «Φυσικά. Χ μ . . . » Προλαβαίνω να πνίξω την ατάκα που μου 'ρχεται αυ θόρμητα στο στόμα, για να μην έχουμε πάλι δράματα. « Δ ε λες τίποτα;» « Τ ι να πω, βρε Ιωάννα; Να αγανακτεί ο πάπας ή η Μητέρα Τερέζα το καταλαβαίνω. Να αγανακτείς εσύ με τις τρεις εκτρώσεις σου... πάει κι έρχεται. Αλλά να αγανακτεί και η Νταή-Δερβέναγα...» «Δεμέναγα ε ί π α μ ε » . « Ε ν τ ά ξ ε ι , Δεμέναγα. Ν' αγανακτεί κι αυτή, που είχε βγει δημύσια τύτε με την αποποινικοποίηση των εκτρώ σεων και δήλωνε με καμάρι ότι έχει κάνει δεκαπέντε εκτρώσεις; Ε, όχι!» « Μ π α ; Τι μου λες; Κι εγώ την είχα για λ ε σ β ί α » . «Την μπερδεύεις με την άλλη, αυτή με το μαλλί μαύ ρος σίφουνας, ντε, την ακτιβίστρια του Γκρίζου Δεκέμ βρη. Η Δεμέναγα, καμία σχέση. Το παίζει και πολύ θη λύκια, αγριογκόμενα όμως. Το ξέρω καλά, γιατί πρό σφατα πέρασε απ' την εφημερίδα κι έδωσε συνέντευξη, όπου ξανακαυχιέται για τις δεκαπέντε εκτρώσεις - τ ο πάλαι ποτέ, βέβαια, γιατί τώρα...» «Τώρα σίτεψε κι αυτή, ε ; » « Ε σ ύ τι λες; Δεν τη βλέπεις;»
146
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Τ η β λ έ π ω . Έχεις μια μανία να υποβαθμίζεις τις ώριμες γυναίκες, βρε Έ ρ σ η ! Ένα μένος εναντίον μας! Δε σε καταλαβαίνω, πραγματικά. Δεν είσαι κι εσύ μια από μας;» «Ιωάννα μ ο υ , με π α ρ ε ξ ή γ η σ ε ς . Δεν εννοώ ότι η Νταή-Δεμέναγα δε βρίσκει επιβήτορα. Εννοώ απλώς ότι μια γυναίκα μετά την κλιμακτήριο δε χρειάζεται πια να κ α τ α φ ε ύ γ ε ι στις εκτρώσεις, όσο δραστήρια ερωτικά και να είναι, κατάλαβες;» « Α , σωστά. Αυτό το καλό το έχουμε εμείς οι ώρι μες». «Αλλά πες μου, βρε Ιωάννα, στο Θεό σου: Αυτή την κυρία τώρα την έπιασε ο πόνος για τα έμβρυα του ερ γαστηρίου; Αυτό τη μάρανε; Τα δικά της έμβρυα, τα κανονικά, δεν τα λυπήθηκε;» « Χ μ . . . δεν ξέρω. Αυτό με τις δεκαπέντε εκτρώσεις που λες δεν το θ υ μ ά μ α ι » . «Μα χρειάζεται να θυμάσαι το συγκεκριμένο; Ποιος " π ρ ο ο δ ε υ τ ι κ ό ς " δεν είναι υπέρ της ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς των εκτρώσεων; Άρα προς τι η . . . ιερή αγανάκτηση όλων αυτών για τα έμβρυα του σωλήνα; Όχι, πες μου, έχω άδικο που τους θεωρώ κάφρους;» «Τώρα με μπέρδεψες. Δηλαδή τι είναι "προοδευτι κό"; Τι θέση πρέπει να πάρουμε;» « Δ ε ν έχεις κανέναν καθοδηγητή να ρωτήσεις; Να σου δώσει γραμμή; Δεν επιτρέπεται να μην έχεις απο κρυσταλλωμένη και ξεκάθαρη θέση για ένα τόσο σοβα ρό θέμα, Ιωάννα. Επιτρέπεται; Εσύ μια πρώην κνίτισσα...» «Αχ, καιρός είναι να ξαναγραφτώ στο κόμμα, μου
147
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
φαίνεται. Ή έστω στο Τμήμα Προστασίας Περιβάλλο ντος του δήμου,που πέφτει και πιο κοντά». «Αυτό να κάνεις. Χαμήλωσε λίγο την τηλεόραση, νομίζω ότι χτυπάει τηλέφωνο». «Περίεργο, τέτοια ώρα!» «Να το σηκώσω; Ναι; Λέγετε;» « Έ λ α , βρε μαμά! Τι κάνεις ε κ ε ί ; » «Εσύ το ρωτάς;» «Εντάξει, ν' αργήσεις σου 'πα. Δε σου 'πα να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου!» «Α,ναι. 'Οταν λήγει η καραντίνα μου, να με καλείς! Ξέ ρεις : "Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή"». « Μ α μ ά , άσε τ' αστεία. Πρέπει να 'ρθεις αμέσως! Μόλις τηλεφώνησαν από το Γενικό Λαϊκό... Γενικό Κρατικό, Περιφερειακό... κάτι τ έ τ ο ι ο » . « Τ ι τέτοιο;» «Νοσοκομείο, βρε παιδί μ ο υ » . «Ποιος τηλεφώνησε;» « Κ α ν ε ί ς . . . δηλαδή δεν ξ έ ρ ω . . . δε μίλησε κανείς. Ακουγόντουσαν κάτι περίεργοι ήχοι, ηλεκτρονικοί... ψυχεδελικοί... περίεργοι πάντως. Μπορεί να μπλόκα ραν οι γραμμές, δεν ξέρω». « Μ ε δουλεύεις, Δάφνη; Και τότε πώς ξέρεις ό τ ι . . . » « Α π ' την αναγνώριση κλήσης, βρε μαμά. Πάτησα αυτόματη κλήση στο νούμερο που είχε καλέσει και βγήκε το Γενικό Κρατικό ή Περιφερειακό... κάτι τ έ τοιο. Άρα κάποιος προσπάθησε να καλέσει από κει, τ έ τοια ώρα. Άδικο έχω που ανησύχησα;» « Δ ε . . . δεν ξέρω. Ποιος μπορεί να... Κλείσε το τηλέ φωνο, να ξανακαλέσει».
148
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Κλειστό είναι. Απ'το κινητό σε παίρνω. Μαμά, φο βάμαι. Έχω κακό προαίσθημα,ότι κάτι συμβαίνει. Πού είναι ο μπαμπάς;» « Δ ε . . . δεν ξέρω». « Δ ε ν ξ έ ρ ε ι ς ; Πώς δεν ξ έ ρ ε ι ς ; . . . Ν α ι ; Μαμά, έ λ α ! Έλα αμέσως εδώ, μήπως ξανακαλέσουν. Φοβάμαι μό νη μου! Έλα αμέσως!»
149
br/zav
ΝΥΧΤΑ, Σ Τ Ο ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ Σ Π Ι Τ Ι .
σιχτιρίζω τον εαυτό μου που για μια ακόμη φορά υπέκυψα στις απαιτήσεις της Δάφνης. Τι είναι πάλι τούτο νυχτιάτικα; Μιλάμε γ ι α πλάσμα εντελώς ανεύθυνο και κακομαθημένο - σ τ ι γ μ ή δεν κάνει μόνη της. Με το που έφυγε ο δικός της, αμέσως να φέρει πίσω τη μαμά. Άκου, λ έ ε ι , κά ποιος κάπου τηλεφώνησε από κάποιο νοσοκομείο... Μα φταίω κι εγώ που την έκανα έτσι - ποιος άλλος να φταίει; Εντάξει, φταίει και ο πατέρας της. Ποτέ δεν της χάλασε χατίρι. Β Α Ζ Ο Ν Τ Α Σ Μ Π Ρ Ο Σ Τ' Α Υ Τ Ο Κ Ι Ν Η Τ Ο ,
« Δ ε θες να δώσεις για πανελλήνιες, Δάφνη μου; Να μη δώσεις! Θες να σπουδάσεις θέατρο στην Αγγλία; Να σπουδάσεις! Άλλαξες γνώμη μετά τα πρώτα δυο χρό νια και προτιμάς α ρ α β ι κ έ ς σπουδές στη Γ ε ρ μ α ν ί α ; Έχει καλώς. Τα παράτησες επειδή οι Άραβες γράφουν ανάποδα και τα κείμενα σε ζαλίζουν; Καμιά αντίρρηση - θ α χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας για τ' αραβουργήματα; Πώς; Βαρέθηκες τις σπουδές γενικά και προτιμάς να αφιερωθείς στους κοινωνικούς αγώνες, να γίνεις ακτιβίστρια; Με γεια σου και χαρά σου! Πώς είπες,γυ ναίκα; Το 'χει παρακάνει η κοκόνα μας; Καλά, ξεχνάς τα νιάτα μας,την τρέλα μας; Το ένα-ένα-τέσσερα; Άμα ο νέος δεν είναι επαναστατημένος... Τι θα πει τι σόι
150
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
επαναστατημένος; Γενικά επαναστατημένος, ενάντια στο σύστημα. Στρατευμένος στον όποιον αγώνα, ό,τι αγώνας και να 'ναι, δεν το εξετάζουμε. Γιατί, αν ο νέος δεν είναι στρατευμένος, ξέγραψε τον - σίγουρα θα πέ σει στην ηρωίνη. Θες να δεις την κόρη σου βαποράκι, Έρση;» Πατέρας και θυγατέρα σε θαυμαστή σύμπνοια. Ένα αχτύπητο ντουέτο! « Τ ι να 'κανα κι εγώ, βρε Έ ρ σ η ; » ρωτάω τον μπαϊλντισμένο, νυσταλέο εαυτό μου, που είναι έτοιμος να παραδώσει το πνεύμα στο κάθισμα του συνοδηγού. «Έχουμε μήνυμα στο κινητό» μου λέ ει αντί άλλης απάντησης. « Ν α ι ;Φτου να πάρει,αδύνα τον να σταματήσω εδώ! Υπομονή μέχρι να βγούμε απ' αυτό το μποτιλιάρισμα». Κοίταξε να δεις που μόλις το ενεργοποίησα έφτασε κιόλας μήνυμα! Λοιπόν, πρέπει να 'μαι πολύ χήνα για να μην μπορώ ακόμη να συνηθίσω το κινητό. Όλο το ξεχνάω από δω κι από κει ή ξεμένω από μπαταρία ή το έχω απενεργο ποιημένο. Είδα κι έπαθα μέχρι να μάθω να διαβάζω τα μηνύματα - μόλις απόψε ή μάλλον χθες το βράδυ συνέ βη αυτό, στης αδερφής μου, που μου το εξήγησε δέκα φορές ο ανιψιός μου ο Δημήτρης πριν φύγει. Μέχρι και χθες βράδυ πάταγα λάθος κουμπιά και τα έσβηνα όλα. Τα ίδια και χειρότερα τράβηξα μέχρι να μάθω τον υπολογιστή -τρόπος του λέγειν δηλαδή, μόνο τα βασι κά ξέρω για να γράφω τα κείμενα μου και να σερφάρω στοιχειωδώς. Με το παραμικρό πρόβλημα σηκώνω τα χέρια και φωνάζω τη Δάφνη, η οποία, παρόλο που ου δέποτε ασχολείται συστηματικά, τα καταφέρνει μια χαρά. Αυτά τα νέα παιδιά είναι σαν να γεννήθηκαν
151
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
μ' ένα ποντίκι στο χέρι. Αχ και να 'χα τα νιάτα σου, Δάφνη, Δάφνη... « Τ ι θα 'κανες δηλαδή αν είχες τα νιάτα της;» ρωτά ει σαρκαστικά η εαυτή και συνονόματη μου, που ως διά μαγείας ζωντάνεψε. «Δεν ξέρω, Έρση, σαφώς όμως δε θ' άφηνα τη ζωή μου να φεύγει μέσα απ' τα χέρια μου χάφτοντας μύγες, όπως εκείνη». «Δεν πολυεκτιμάς τη μοναχοκόρη σου, μου φαίνε ται». « Ε κ τ ι μ ώ ; Ρωτάς αν την ε κ τ ι μ ώ ; Παράξενο ρήμα όταν αναφέρεται στο παιδί σου, αλήθεια!» « Ν α ι . Γιατί άραγε; Γιατί τα παιδιά μας έχουν δικαί ωμα να μας εκτιμούν ή όχι, να μας κρίνουν δηλαδή, ενώ ε μ ε ί ς απλά και ξεκάθαρα τ' α γ α π ά μ ε ; Γιατί εκείνα έχουν όλα τα δικαιώματα κι εμείς κανένα; Ακόμα και διαζύγιο μπορούν να ζητήσουν και να πάρουν απύ μας, τ' ακούς; Ναι, μη γελάς, κάπου το διάβασα. Στη Σουη δία, λέει, ήδη εφαρμόζεται κάτι τέτοιο. Εμείς γιατί δεν μπορούμε να πάρουμε διαζύγιο απ' αυτά;» « Γ ι α τ ί είναι παιδιά μας. Τα θέλαμε και τα κάναμε και υπογράψαμε μαζί τους συμβόλαιο εφ' όρου ζωής. Αυτό είναι και τελείωσε». « Χ μ . . . δηλαδή ισόβια». «Ακριβώς, ισόβια». «Να θέσω τότε το ερώτημα αλλιώς: Αν ήσουν στην ηλικία της Δάφνης, θα τη διάλεγες για φίλη;» « Μ η ρωτάς. Ξέρεις την απάντηση». « Τ η θεωρείς ανεύθυνη... εγωίστρια... αιθεροβάμονα;»
152
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Τ η θεωρώ βαθιά συντηρητική. Ανήκει στην κατη γορία των "νεογέρων" ή μήπως "νεόγερων" - ο όρος ανήκει στο Βαγγέλη το Ραπτόπουλο, νομίζω. Μια "νεόγρια" είναι, φτυστή η θεία μας η Ξένη η χουντική. Όλη αυτή η θολή αντίσταση στο καινούριο που έρχεται,αυ τή η εμμονή σε χαμένες τάχα μου αξίες, που είναι κα ραμέλα στο στόμα των σημερινών "προοδευτικών" και στο δικό της στόμα... τι να σου πω! Με αφήνει άφωνη. Σαν κάτι λογοτέχνες που θεωρούν πολύ... διανοουμενίστικο ν' αρνούνται την τεχνολογία και να γράφουν -όχι στο χέρι, πρόσεχε! αλλά-στη γραφομηχανή. Αντί να πουν ευθαρσώς ότι βαριούνται να μάθουν κομπιού τ ε ρ , ότι δεν τους παίρνει λόγω ηλικίας και προϊούσης μαλάκυνσης εγκεφάλου ή έστω να προσπαθήσουν να εξοικειωθούν κάπως με το καινούριο, αυτοί το δαιμονοποιούν και ησυχάζουν, βαφτίζοντας μάλιστα και πο λύ "προοδευτική" αυτή τους τη στάση. Περνιούνται για εργολάβοι του προοδευτισμού με το έτσι θέλω και κα νείς δε βρίσκεται να τους πετάξει ένα σφουγγαρόπανο στη μούρη. » Έ τ σ ι και η Δάφνη, κι ας είναι τόσο νέα. Ή ίσως γι' αυτό ακριβώς. Αυτή η γενιά μεγάλωσε με "προοδευτι κά" βιβλία γεμάτα κλάψα για τα καημένα τα παιδιά που μεγαλώνουν σε διαμερίσματα-κλουβιά και για τις κακές βιομηχανίες που διώχνουν τα λαγουδάκια απ' τα δάση. Κι έχεις τώρα τη Δάφνη ως γνήσια "οικολόγρια" να κινδυνολογεί για το μέλλον του πλανήτη, που όμως πρώτη αυτή η ίδια ρυπαίνει καταναλώνοντας ασύστολα. Όσο για τις ανθρώπινες "αξίες" που υποτί θεται ότι πρεσβεύει... η ίδια ζει διαμετρικά αντίθετα
153
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
- π α ρ α σ ι τ ι κ ά , για να πούμε τα πράματα με τ' όνομά τους... Δεν ξέρω. Παραείναι... προοδευτικά όλ' αυτά για μ έ ν α » . « Χ μ . . . Μη μου μελαγχολείς, όχι τώρα! Ας αλλάξου με θέμα. Δεν παρκάρουμε κάπου να διαβάσουμε το μήνυμα;» « Μ α δε βλέπεις; Φτάσαμε. Ωραία, εδώ θα παρκά ρω». «Άνοιξε το, ντε, να το διαβάσουμε! Όχι αυτό το κου μπί , επιπόλαια! Πρόσεχε μην το σβήσεις. Εκείνο πάτα!» Μια ακόμη διάψευση - δεν είναι από τον Κώστα. 0 αριθμός του αποστολέα μού είναι άγνωστος και μου παίρνει δύο λεπτά μέχρι να καταλάβω ποιος είναι ο κύ ριος Μαρκίδης που το έστειλε. Στο τέλος του μηνύματος όμως υπογράφει «Νίκος», οπότε μπαίνω στο νόημα. «Εκπληκτικό! Το κείμενο του αρέσει πολύ! Το διά βασε μονορούφι, λέει, και θέλει να βρεθούμε αύριο για καφέ!» «Αυτό τώρα πώς σου φαίνεται; Τόοοσο ευσυνείδη τος είναι, να κάθεται Παρασκευή βράδυ - τ ι βράδυ δη λαδή, νύχτα- να διαβάζει χειρόγραφα της δουλειάς; Ή του 'πεσε πια το μοναδικό αριστούργημα στα χέρια και σπεύδει να το καπαρώσει; Όχι πως θέλω να υποτι μήσω τη δουλειά μας, Έρση μου, αλλά...» « . . .αλλά και το άλλο, το να μας ηράσθη, πολύ χλωμό το β λ έ π ω » . « Μ α γιατί; Εκείνο το φιλί στ' αυτί...» Στη σκέψη εκείνου του φιλιού νιώθω ένα γλυκό μυρ μήγκιασμα σ' όλο μου το σώμα. «Μπα, σε καλό σου!» μαλώνω την εαυτή μου και κλειδώνω το αυτοκίνητο.
154
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Μια δέσμη έντονου φωτός με περιλούζει. - κάποιος με καρφώνει με τους προβολείς του αυτοκινήτου του. Δεν μπορώ να δω τίποτα. Οι προβολείς αναβοσβήνουν δυο τρεις φορές σαν να μου κάνουν σινιάλο και μετά σβήνουν, αφήνοντας τα φώτα πορείας σε φάση αναμο νής. Η άνοιξη από τις «Τέσσερις εποχές» του Βιβάλντι ξεχύνεται σε ελεγχόμενη ένταση από το ανοιχτό παρά θυρο του σταθμευμένου αυτοκινήτου - σαν το ασημί Τσερόκι της Αλίκης μοιάζει. Τι να έπαθε νυχτιάτικα; Να κλείστηκε κι αυτή έξω; «Αλίκη; Εσύ είσαι;» « Ν α ι . Η Χώρα των Θαυμάτων ε δ ώ ; » Μια παιχνιδιάρικη αντρική φωνή που μιμείται ανε πιτυχώς τη φωνή μικρού κοριτσιού. Ρίχνω μια φευγα λέα ματιά γύρω μου, να βεβαιωθώ ότι αν φωνάξω όλο και κάποιος θα βρεθεί να με σώσει και πλησιάζω θαρ ρετά να δω ποιος είναι. « Ν ί κ ο ! Εσύ; Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;» «Διάβασα το χειρόγραφο και ήρθα να συζητήσουμε. Έτσι δεν είχαμε π ε ι ; Δεν πήρες το μήνυμά μου;» « Τ ο πήρα. Έλεγε να βρεθούμε αύριο». « Μ α τώρα είναι αύριο. Σάββατο είναι πια, ψέμα τα ;» «Αχ, Νίκο, δεν ξέρω τι να πω. Σ' ευχαριστώ, σ' ευχα ριστώ πάρα πολύ για το ενδιαφέρον σου, αλλά...» « Τ ι αλλά; Αν δεν έφαγες, πάμε να τσιμπήσουμε κά τ ι , αλλιώς θα σε κεράσω ένα π ο τ ό » . « Σ τ ι ς δύο η ώρα το πρωί;» « Τ έ τ ο ι α ώρα βγαίνει ο κόσμος, Σταχτοπούτα μου. Μετά μπορείς να κοιμηθείς όσο θέλεις, Σάββατο είναι».
155
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Έχει βγει απ' τ' αυτοκίνητο και, πιάνοντάς μου το χέρι, με τραβά ελαφρά προς το μέρος του. Το φως του φεγγαριού αντανακλάται στις κόρες των ματιών του που λάμπουν παράξενα. Η ανοιχτή πόρτα του συνοδη γού με καλεί, η μουσική μού παίρνει τα μυαλά - γ ι α τ ί όχι δηλαδή; Σε ποιον έχω να δώσω λογαριασμό; Ασυ ναίσθητα του σφίγγω το χέρι κι εκείνος με τ ρ α β ά ε ι απότομα και κολλάει τα χείλη του στα δικά μου. Με μια αποφασιστική κίνηση ελευθερώνομαι, ενώ τα γό νατά μου τρέμουν. «Όχι ε δ ώ ! » «Πάμε να φύγουμε τ ό τ ε » . «Δεν μπορώ. Με περιμένει η κόρη μου επάνω. Πρέ πει να φύγω». « Γ ι α τ ί ; Έφυγε η μπέιμπι σίτερ;» «Πες το κι έτσι. Αχ, Νίκο, Νίκο... ξέρεις πόσων χρο νών ε ί μ α ι ; » « Ό χ ι , ούτε φλέγομαι να μάθω. Ε γ ώ , πάντως, κο ντεύω σαράντα. Β λ έ π ε ι ς ; Δε μας χωρίζει και καμιά άβυσσος, ε ; » «Πρέπει να φύγω τώρα, πραγματικά πρέπει. Η κό ρη μ ο υ . . . » «Ανέβα τότε να τη δεις κι έρχεσαι αργότερα, μόλις μπορέσεις. Εγώ θα περιμένω εδώ ως το πρωί. Εν ανά γκη θα συζητήσουμε πάνω από ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ και ντόνατς. « Κ α λ ά , περίμενέ με τότε στο "Corner" καλύτερα. Το προτιμώ». Απομακρύνεται κουνώντας μου παιχνιδιάρικα ένα μαντίλι. Περιμένω να εξαφανιστεί το αυτοκίνητό του
•156
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
καπνίζοντας ένα τελευταίο τσιγάρο γι' απόψε - δ ε θέλω να με δει η κόρη μου να καπνίζω στο σπίτι. Θα την κα θησυχάσω, θα περιμένω να κοιμηθεί, θα φορέσω το καινούριο μου κόκκινο φόρεμα και θα... όχι, αυτό άσ' το καλύτερα! Τι θα σκεφτεί αν σπάσει ο διάολος το πο δάρι του και ξυπνήσει η Δάφνη νωρίς και με δει να γυ ρίζω μ' ένα τέτοιο φόρεμα; Άντε μετά να την πείσεις ότι είχες πάει να δεις τον παππού της ή ότι πετάχτηκες σαββατιάτικα στο γραφείο για να ελέγξεις τα e-mail σου. « Κ ο ί τ α κατάντια, β ρ ε δικιά μ ο υ ! Κοίτα α δ ι κ ί α ! Ο Κώστας να βόσκει ανέμελος και ανενόχλητος όπου του αρέσει. Η Δάφνη να φέρνει σπίτι τον γκόμενο με το έτσι θέλω και να πετάει μάλιστα τη μάνα της έξω, ενώ εγώ να μην τολμώ ούτε άδεια εξόδου να πάρω χωρίς άνωθεν έγκριση». «Άσε, Έρση μου, μην το ψάχνεις, η αδικία στη ζωή είναι δεδομένη. Βολέψου τώρα όπως όπως, να περάσει αυτή η π ε ρ ί ε ρ γ η νύχτα, και για αύριο το βράδυ θα σκαρφιστούμε το τέλειο άλλοθι - ακόμη και ολόκληρο Σαββατοκύριακο μπορούμε να χτυπήσουμε. Άσε να ξημερώσει η νέα μέρα και β λ έ π ο υ μ ε » . Θ' αργούσε όμως πολύ να ξημερώσει.
157
br/zav
ΟΙ Α Ν Α Π Α Ν Τ Η Τ Ε Σ Κ Λ Η Σ Ε Ι Σ
έπεσα πάνω σε μια έξαλλη Δάφνη. «Μαμά, πού είναι ο μπαμπάς;» « Σ ο υ το είπα, παιδί μου. Δεν ξ έ ρ ω » . « Κ α ι αδιαφορείς, ε ; » «Ποιος σου είπε ότι αδιαφορώ;» Μ Ε ΤΟ ΠΟΥ ΜΠΗΚΑ Σ Π Ι Τ Ι
« Κ α λ ά , δε σκέφτηκες να του τηλεφωνήσεις; Εντά ξει, το κινητό του είναι κλειστό τώρα, αλλά μπορούσες να μάθεις νωρίτερα απ' την εφημερίδα...» «Από την εφημερίδα μου είπαν ότι ανέβαλε το ταξί δι για τη Σύνοδο Κορυφής την τελευταία στιγμή και αναχώρησε για άγνωστη κατεύθυνση. Έ σ τ ε ι λ ε όμως κανονικά το κυριακάτικο άρθρο του σήμερα το πρωί με e-mail, οπότε προφανώς είναι καλά». « Κ α ι δε σου τηλεφώνησε, ε ; » «Όχι». «Αφού έχεις συνέχεια το τηλέφωνό σου απενεργο ποιημένο, πώς να σου τηλεφωνήσει; Μηνύματα δεν ξέ ρεις έτσι κι αλλιώς να διαβάζεις. Τουλάχιστον κοίταξες εδώ στο σπίτι αν τηλεφώνησε;» « Έ χ ε ι κάποιο πρόβλημα ο τηλεφωνητής. Ως το από γευμα, πάντως, που έφυγα μήνυμα δεν ε ί χ ε » . «Ναι, αλλά προσπάθησε να καλέσει επανειλημμένα».
158
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Πού το ξέρεις;» « Ε δ ώ , παιδί μου, κοίταξε ε δ ώ ! » « Τ ι είναι αυτό;» «Άντε, άντε... οι εισερχόμενες κλήσεις είναι. Δεν ξέ ρεις ότι το τηλέφωνο μας έχει αναγνώριση κλήσεων; Εδώ κοίτα! Ο αριθμός του κινητού του μπαμπά, τρεις φορές!» «Ποπό... δεν ήξερα ότι... Ε, δόξα τω Θεώ, είναι κα λά λοιπόν!» « Ν α ι , αλλά το τηλέφωνο απ' το νοσοκομείο;» « Τ ι να σου π ω ; Μπορεί κάποιος να έκανε λάθος. Ο πατέρας σου, πάντως, έχει ιδιωτική ασφάλιση. Αν, ο μη γένοιτο, του συνέβαινε κάτι, ποτέ δε θα πήγαινε σε κρατικό νοσοκομείο». Ο άντρας μου έκανε ιδιωτική ασφάλιση και για τους δυο μας, όταν πρύπερσι το Πάσχα -Μεγάλη Παρα σκευή ή τ α ν - μ ε πήγαν σηκωτή νυχτιάτικα στο νοσοκο μείο μ' ένα σουβλερό πόνο στην κοιλιά. «Καμιά κρίση σκωληκοειδούς πρέπει να 'ναι» απε φάνθη αδιάφορα η προϊσταμένη του ορόφου και απε χώρησε, αφήνοντάς με να βγάλω τη νύχτα σ' ένα ράντζο. Έξαλλος, ο Κώστας την ακολούθησε, απαιτώ ντας κρεβάτι στην πρώτη θέση. Ενοχλημένη, εκείνη τού επισήμανε ότι η σφραγίδα στο βιβλιάριό μου είναι για τρίτη θέση. Και είχε δίκιο. Μπορεί η Δάφνη να νοση λεύτηκε στην πρώτη θέση όταν έβγαλε τις αμυγδαλές της, αυτό όμως συνέβη επειδή ήταν προστατευόμενο μέλος στο βιβλιάριο του πατέρα της, που ως υψηλόμι σθος ασφαλισμένος του Ταμείου Συντακτών δικαιού ται πρώτη θέση. Εγώ, ως πληβεία του ΙΚΑ, θεωρούμαι
159
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ασθενής τρίτης κατηγορίας, χύδην όχλος δηλαδή. «Αν ήσασταν γραμμένη στο βιβλιάριο του συζύγου ως προστατευόμενο μέλος, τότε θα σας βάζαμε στην πρώτη θ έ σ η » κατέληξε η π ρ ο ϊ σ τ α μ έ ν η . Σ ω σ τ ά . Αν ήμουν μια απ αυτές τις αργόσχολες που τα πρωινά κα βαλάνε το Τσερόκι τους και πάνε στο «Βασιλόπουλο» για ένα μαρούλι, θα δικαιούμουν πρώτη θέση. Έτσι εί ναι. Κράτος, ασφαλιστικά ταμεία, εφορίες, σύσσωμο το σύστημα επιβραβεύει τη γυναικεία πουτανιά. Τι την ήθελα τη χειραφέτηση; Ας πρόσεχα. « Τ ι σκέφτεσαι, βρε μ α μ ά ; » « Σ ο υ είπα, ο πατέρας σου έχει ιδιωτική ασφάλιση». « Ν α ι , αλλά αυτά τα τηλεφωνήματα; Εγώ λέω να κα λέσουμε αυτό το νούμερο και να ρωτήσουμε μήπως...» « Ε ν τ ά ξ ε ι , κάλεσε να δ ο ύ μ ε » . Η Δάφνη καλεί πατώντας ένα μόνο πλήκτρο. Την κοιτάω σαν χαζή. Πώς το καταφέρνει αυτό πάλι; Αυτή η νέα τεχνολογία με αποδιοργανώνει εντελώς. Η κόρη μου μου βάζει το ακουστικό στ' αυτί. «Ορίστε. Άκου και μόνη σου! Άκουσες; Γενικό Περι φερειακό!» «Μάλιστα. Και τι λες να κάνουμε τώρα; Να πάμε στο Γενικό Περιφερειακό στις τρεις το πρωί, να ψά χνουμε τον πατέρα σου;» «Δεν ξέρω, μαμά... έχω ένα προαίσθημα. Κάτι κακό συμβαίνει». « Κ α λ ά . Δώσ' μου τότε να καλέσω ξανά και να ρωτή σω αν εισήχθη ασθενής με τ' όνομα του πατέρα σου. Άκου,για να ηρεμήσεις. Ναι; Γενικό Περιφερειακό;... Μια πληροφορία, παρακαλώ... Ναι, είναι επείγον. Μου
160
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
λέτε αν εισήχθη σήμερα ασθενής με το όνομα Δημητρί ου;... Ναι, να περιμένω. Μάλιστα, Δ-η-μ-η-τ-ρ-ί-ο-υ. Πώς; Εισήχθη τώρα το βράδυ στην Εντατική; Ααα... Συγνώμη, μην κλείνετε, παρακαλώ. Το μικρό του όνομα; Κ.;... Α, Κ. Δημητρίου. Μάλιστα. Και για ποιο λό γο εισήχθη στην Εντατ... Φτου να πάρει! Μου το 'κλεισε». Πριν κατεβάσω το ακουστικό και καταρρεύσω στον καναπέ, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που μόλις άκουσα, η Δάφνη είχε προλάβει να τσιρίξει τρις και να βάλει τα κλάματα. « Σ ' το 'λεγα εγώ! Σ' το 'λεγα ότι κάτι συμβαίνει! Το 'ξερα!» «Είχες δίκιο, Δάφνη μου. Ευτυχώς που είδες την ει σερχόμενη κλήση. Έλα, ντύσου τώρα να φύγουμε».
161
br/zav
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΑΣΘΕΝΗ
η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας τρεις η ώρα το πρωί του Σαββάτου. Όταν επεί γεσαι να φτάσεις κάπου, καταντά εφιαλτική. Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή, αλλά προσπαθώ όσο μπορώ να μην το δείχνω -η Δάφνη είναι έτοιμη να εκραγεί. «Κόρναρέ τους να σ' αφήσουν να περάσεις! Προ σπέρασέ τον αυτόν, τι περιμένεις; Είναι κόκκινο; Ε και; Πέρνα με κόκκινο!» «Δάφνη, ηρέμησε, γιατί θα μας τρέχουν κι εμάς στην Εντατική». «Ας μας τρέχουν. Δώσ' μου να οδηγήσω εγώ! Εσύ να πατάς την κόρνα και να κάνεις την άρρωστη». «Ησύχασε επιτέλους και βρες το νοσοκομείο στο χάρτη. Δε θυμάμαι πού ακριβώς ε ί ν α ι » . « Ε δ ώ στρίψε αριστερά. Ξέρω ε γ ώ » . Περασμένες τρεισήμισι φτάνουμε στο προαύλιο του νοσοκομείου, που είναι τίγκα στ' αυτοκίνητα. Νοσοκο μειακά κορνάρουν, φορεία πηγαινοέρχονται, οδηγοί μαλώνουν με το φύλακα που δεν τους αφήνει να περά σουν μέσα - μ ι α κόλαση. Το νοσοκομείο έχει εφημερία. Ε Ι Ν Α Ι Α Π Ι Σ Τ Ε Υ Τ Η ΑΥΤΗ
«Ας δοκιμάσουμε στον πλαϊνό δρόμο. Ας ελπίσουμε να έχει άλλη είσοδο από κ ε ι » . « Ε γ ώ κατεβαίνω εδώ. Όταν παρκάρεις, έλα πάνω».
162
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Μετά από απίστευτες μανούβρες στο τ έ ρ μ α του πλαϊνού δρόμου καταφέρνω να παραχώσω τ' αυτοκί νητο μεταξύ ενός φορτηγού και μιας νταλίκας, με το ραδιόφωνο να γαβγίζει στη διαπασών. Η μουσική με συνοδεύει μέχρι την πλαϊνή είσοδο του νοσοκομείου, που, ευτυχώς, είναι ανοιχτή. Κόσμος πολύς πηγαινοέρχεται από το νοσοκομείο στο καφέ, που είναι ακριβώς απέναντι κι έχει απόψε πιένες, προφανώς λόγω εφημερίας. Μέσα στο νοσοκο μείο η κατάσταση θυμίζει καταυλισμό προσφύγων: φο ρεία έξω από κλειστές πόρτες, φορεία περιμένουν το ασανσέρ, φορεία στους διαδρόμους. «Παρακαλώ, σε ποιον όροφο είναι η Εντατική;» « Γ ι α τ ί ρωτάς;» «Νοσηλεύεται ο άντρας μου κ α ι . . . » «Μα τι λες, κυρά μου; Με δουλεύεις; Νοσηλεύεται ο άντρας σου και δεν ξέρεις ότι στην Εντατική δεν πάμε για επίσκεψη έτσι χαλαρά, όποτε μας τη δώσει; Στα μπουζούκια νομίζεις ότι πας τέτοια ώρα;» « Σ υ γ ν ώ μ η , μόλις ειδοποιήθηκα ότι... Πότε μπορώ να πάω;» «Δώδεκα με δωδεκάμισι το μεσημέρι, αν το επιτρέ ψει ο γιατρός». « Κ α ι πού θα βρω το γιατρό;» «Εμένα ρωτάς; Πού ξέρω εγώ...» « Μ η φεύγετε, σας παρακαλώ. Πέστε μου, πού είναι οι Πληροφορίες;» Ο τραυματιοφορέας εξαφανίζεται στην άκρη του διαδρόμου σέρνοντας το φορείο τ ο υ , που απλώς το αφήνει έξω από μια κλειστή πόρτα, μαζί με πέντε έξι
163
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
άλλα. Κάποια απ' αυτά συνοδεύονται από συγγενείς -γυναίκες κυρίως. Τι απέγινε αλήθεια η Δάφνη; Μή πως κατάφερε να βρει κάποια άκρη μέσα σ' αυτό το χάος; «Παρακαλώ, πού είναι οι Πληροφορίες;» «Πληροφορίες τέτοια ώρα γυρεύετε;» «Καλά,πώς μπορεί να μάθει κανείς... πού... πότε;» « Τ ι να σας πω; Φαντάζομαι μάλλον σε κάποιο γκι σέ, ώρες γραφείου». Πίσω απ' τα γκισέ δε βλέπω κανέναν. Κανείς δεν ξέ ρει τίποτα. Αποφασίζω να κάνω μια βόλτα γύρω γύρω, μήπως πέσω σε κανένα γιατρό ή καμιά νοσοκόμα. Αλλά γιατρούς και νοσοκόμες βλέπω μόνο μέσα στα εξωτερικά ιατρεία, κάθε φορά που μια πόρτα ανοίγει για να μπει το επόμενο φορείο. Μοιάζει εντελώς εξω πραγματικό να προσπαθήσεις να μπεις μέσα χωρίς να φωνάξουν τ' όνομά σου - κ ι ύστερα, τι θα ξέρει ο κάθε τυχαίος γιατρός για τη δική σου περίπτωση; Θα πάρω σβάρνα τους ορόφους μήπως ανακαλύψω την Εντατική - δεν μπορεί, κάποια αδελφή, κάποια προϊσταμένη θα εποπτεύει απ' έξω. Κι αν δε με αφήσει να μπω, θα με πληροφορήσει τουλάχιστον τι συμβαίνει στον άντρα μου. Από πού ν' αρχίσω την έρευνα; Από τη δεξιά πτέρυ γα ή την άλλη απέναντι; Από ποιον όροφο; Μήπως να 'κανα μια ακόμη βόλτα εδώ κάτω, να βρω τη Δάφνη; Μήπως να πεταγόμουνα ως το απέναντι καφέ, να πάρω τσιγάρα; Τα πόδια μου τρέμουν απ' την αγωνία - τ ι θα μάθω εκεί πάνω,Θεέ μου,τι θα πάθω;Τι κακό μάς βρή κ ε ; Τι συμβαίνει στον Κώστα μου; Πνίγομαι! Τρελαίνο-
164
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
μαι! Ένα τσιγάρο! Το βασίλειο μου για ένα τσιγάρο! Διασχίζοντας το στενό δρόμο βλέπω ένα ασημί Τσερόκι παρκαρισμένο έξω απ'το καφέ. Ω, Θεέ μου, ο Νί κος θα με περιμένει στο « C o r n e r » ! Ξέχασα το Νίκο! Να τον πάρω ένα τηλέφωνο, να του εξηγήσω. Θα βρω μια ήσυχη γωνιά στο καφέ και θα... Μα για κοίτα! Ένα άσπρο Άουντι πίσω απ' το Τσερόκι, με σπασμένο το μπροστινό δεξί φανάρι -ολόιδιο με το δικό μας, που το τράκαρα προ ημερών προσπα θώντας να παρκάρω. Πλησιάζω να δω -σαν το αυτοκί νητο να εκπέμπει μια αύρα οικειότητας, σαν να με κα λεί. Λες; Σκύβω να δω τον αριθμό κυκλοφορίας μέσα στο μισοσκόταδο. Μα ναι! Είναι το Άουντι του Κώστα, το δικό μας Άουντι! Θεέ μου, είναι καλά! Δεν μπορεί να είναι τόσο κρίσιμη η κατάσταση του αν έφτασε ως εδώ οδηγώντας το αμάξι του. Αλλά, πάλι, στο τηλέφωνο μου είπαν ότι... Μα ξέρουν τι λένε κι αυτοί στα τηλέ φωνα; Δε βλέπεις τι χαμός γίνεται εδώ; Μια τρελή ελπίδα με κυριεύει: Ο Κώστας αισθάνθη κε κάποια ενόχληση, ήρθε ως εδώ, αλλά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τίποτα το σοβαρό και τη στιγμή αυτή βρί σκεται μέσα στο καφέ για τσιγάρο -αχ, θα πρέπει να το κόψει στα σοβαρά αυτή τη φορά!- και όπου να 'ναι θα βγει για να πάρει τ' αυτοκίνητο. Δε θα τον περιμένω εδώ έξω όμως. Θα μοιραστώ μαζί του το τελευταίο μας τσιγάρο ύστερα από τέτοια λαχτάρα και μετά τέρμα! Κομμένο διά παντός - μαζί θα το κόψουμε. Τέρμα οι ζαβολιές! Τελεία και παύλα. Έ μ π λ ε η αγωνιστικού μένους εναντίον του υπονομευτού της υγείας μας, μπαίνω στο μικρό καφέ, με την
165
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
προδοτική πρόθεση όμως να παραδοθώ στον εχθρό για μια τελευταία φορά. Οι φρούδες ελπίδες μου δεν επα ληθεύονται φυσικά -ο Κώστας πουθενά-, κι έτσι, με το κεφάλι κάτω, ξαναπαίρνω το δρόμο για τον τόπο του μαρτυρίου. Συντροφιά μ' ένα πακέτο τσιγάρα. Παρήγορη φιγούρα μες στη μαύρη νύχτα, το πάλλευκο αυτοκίνητο μας πάντα στη θέση του.
166
br/zav
ΜΠΛΙΑΧ!
ΕΧΩ ΗΔΗ ΠΕΡΙΔΙΑΒΕΙ τους τρεις πρώτους ορόφους της αριστερής πτέρυγας - καμία πρόοδος. Οι διάδρομοι έρημοι, τα φώτα χαμηλά. Στο χώρο επισκεπτών του τρίτου ορόφου μια ηλικιωμένη έχει γείρει και μισοκοιμάται πάνω σ' έναν πάγκο. Διστάζω να την ξυπνήσω, ούτε και θα είχε νόημα άλλωστε. Μια πόρτα ακούγεται να κλείνει -πετάγομαι πάνω σαν ελατήριο και προλα βαίνω μια άλλη γυναίκα που μόλις βγήκε απ' την τουα λέτα επισκεπτών και σέρνει τα βήματά της προς το διάδρομο. « Σ α ς παρακαλώ πολύ, μήπως ξέρετε πού είναι η Εντ...» «Ντεν μιλάω ελληνικά». «Συγνώμη». Θα στηθώ εδώ, έξω απ' την τουαλέτα. Όλο και κά ποια αποκλειστική, όλο και κάποιος απ' τους συγγε νείς που ξενυχτάνε δίπλα στους αρρώστους θα κάνει χρήση. Πράγματι, μια νεαρή κοπέλα που για είκοσι συ ναπτές μέρες, όπως μου λ έ ε ι , έχει εγκατασταθεί εδώ μαζί με τον πατέρα της λόγω εγκεφαλικού με πληρο φορεί ότι κάθε φορά που έχει εφημερία έχει δει ν' ανε βάζουν τα φορεία με τους νεοεισαγόμενους στον τ έ ταρτο όροφο, στην απέναντι πτέρυγα.
167
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Δεν αργώ να επιβεβαιώσω το ορθόν της πληροφο ρίας. Πράγματι, ο διάδρομος του τέταρτου ορόφου εί ναι γεμάτος ράντζα. Κάποια απ' αυτά εκτός απ' τον ασθενή φιλοξενούν και κάποιο συγγενή, που έχει γείρει εξουθενωμένος στο προσκεφάλι του αγαπημένου προ σώπου. « Π ε ρ ι μ έ ν ε τ ε καλύτερα στο βάθος του διαδρόμου, έξω απ' το γραφείο της προϊσταμένης» με συμβουλεύ ει ένας περαστικύς τραυματιοφορέας. Περιμένω, όρθια φυσικά. Κάθισμα ούτε για δείγμα. Μία αποφορά, μια αφόρητη μπόχα με τυλίγει. Μπλιαχ! Πλησιάζω το παράθυρο κι επιχειρώ να το ανοίξω. Μια χαραμάδα ζωογόνου αέρα της μολυσμένης πόλης, κρύα σαν ξαφνικό χαστούκι, εισβάλλει στα ρουθούνια μου και εισπνέω άπληστα. « Τ ι κάνεις εκεί, τρελάθηκες; Κλείσε το παράθυρο!» « Μ ε συγχωρείτε... Αυτή η . . . μυρωδιά...» « Κ α ι τι θες να κ ά ν ο υ μ ε ; Άρρωστους ανθρώπους έχουμε, να μας αρπάξουν καμιά πνευμονία; Υπομονή. Ο κύριος εκεί έχει γαστρορραγία και βγάζει αέρια. Τι να κάνουμε, να του ζητήσουμε το λόγο;» «Όχι, φυσικά». « Ε σ ύ τι κάνεις εδώ; Έχεις άρρωστο;» « Ν α ι . Τον άντρα μου. Απόψε τον φέρανε. Πρέπει να δω κάποιο γιατρό για ν α . . . » «Απ' όσο ξέρω, στους θαλάμους αυτούς νοσηλεύο νται γυναίκες. Αλλά, πάλι, δεν ξέρει κανείς... Κοίτα, μην περιμένεις εδώ, έλα σε καμιά ώρα. Στις πέντε έρ χεται επίσκεψη ο πρώτος γιατρός, κάθε πρωί. Τον κύ ριο Ζήκα θα ζητήσεις».
168
br/zav
TO
ΚΟΚΚΙΝΟ
ΦΟΥΣΤΑΝΙΙ
«Ευχαριστώ. Θα περιμένω λίγο ακόμη όμως». Η μπόχα έρχεται ορμητική κατά κύματα ανά τακτά χρονικά διαστήματα τριών λεπτών κατά μέσο όρο. Κοιτάζω με τρυφερότητα τον ακούσιο πρόξενο αυτής της όχλησης, ανήμπορο στο φορείο του και μόνο. Πώς να νιώθει; Εκτός από τ' άλλα μύρια όσα που υποφέρει, εκτός απ' την αγωνία του για την έκβαση της αρρώ στιας, έχει κι αυτό το ταπεινωτικό συναίσθημα της ανημπόριας να τον βασανίζει, της αδυναμίας του να ελέγξει την αποστροφή που προκαλεί στους άλλους. Τι φρίκη! Ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί σ' αυτή τη θέση -ή και σε πολύ χειρότερη. Πόσο ποταπή πολυτέλεια μοιάζει εδώ η δική μου εμμονή στην τήρηση των κανόνων σωστής συμπεριφο ράς, ακόμη και στις πιο οικείες σχέσεις! Ποτέ δε θ' ανε χόμουνα ένα σύντροφο που θα συμπεριφερόταν μπρο στά μου με τον τρόπο που συμπεριφέρεται κανείς στην τουαλέτα, όπως ο Τάσος, ο πρώην άντρας της αδερφής μου, ας πούμε. Πα πα πα! Εγώ έχω σύζυγο άψογο, πολιτισμένο - τ ' ακούς, Ιω άννα; Θεέ μου, έχω ακόμη; Με συγχωρείς για τα λάθη μου, συγχώρεσέ με κι εσύ, Ιωάννα. Θα κάνω τις υπερ βάσεις μου - π ο τ έ δε θα ξαναπώ τον πρώην σου «κλανιάρη». Από ζήλια ήθελα να σε πληγώσω, τώρα το κα ταλαβαίνω. Από ζήλια, που ο Δημήτρης σας βγήκε πο λύ πιο άξιος από τη δική μας, την κόρη των «φωτισμέ νων και εκλεπτυσμένων». Ας με συγχωρήσει κι εκείνη που την παραχάιδεψα. Συγχωρήστε με όλοι σας ή τ ι μωρήστε εμένα - μόνο ο Κώστας μου, Θεέ μου, να 'ναι καλά. Ακόμα και χωρίς εμένα. Ακόμα κι αν ήταν με κά-
169
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ποια άλλη όταν συνέβη... αυτό. Ποιο αυτό; Ποια είναι επιτέλους αυτή η άνανδρη απειλή; Γιατί δε φανερώνε ται να πει στα ίσια τ' όνομά τ η ς ; Πού τον έχουν τον άντρα μου; Και η Δάφνη, τι έγινε η Δάφνη; Δαγκώνομαι για να μη φωνάξω. Με κόπο συγκρατώ ένα χείμαρρο δακρύων. Αποφασίζω να πάω στην αί θουσα επισκεπτών για ένα τσιγάρο, μήπως καταφέρω να ρίξω λίγο την ένταση. Μέχρι τις πέντε έχουμε ακόμη μισή ώρα,που μοιάζει αιώνας. Η αίθουσα είναι, ευτυχώς, άδεια και ανεμπόδιστη μισανοίγω ένα πλαϊνό παραθυρόφυλλο. Ρουφάω ηδο νικά εναλλάξ φρέσκο αέρα και καπνό και συλλογίζο μαι πόσο απίστευτα άλλαξε η ζωή μου μέσα σε δυο μό λις μέρες και -το χειρότερο- πόσο πρόκειται ν' αλλάξει τις επόμενες ώρες. Από δω πάνω φαίνεται, ευτυχώς, η σειρά των παρ καρισμένων στον πλαϊνό δρόμο αυτοκινήτων και παρη γορητική η θέα του Άουντί μας μου ζεσταίνει την ψυχή. Πώς μπορεί αλήθεια ένα αυτοκίνητο να γίνεται τόσο ακριβό για σένα, τόσο οικείο; Πόσο τον καταλαβαίνω τώρα τον Κώστα που παθιάζεται με τ' αμάξια του! Αυ τό εδώ, πάντως, ποτέ δεν πρέπει να το αλλάξει, δε θα τον αφήσω! Θυμάμαι πριν από τρία χρόνια...
170
br/zav
ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ-ΦΕΤΙΧ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
π ρ έ π ε ι να 'ταν, όταν μου χτύπησε το κουδούνι απ' την είσοδο της πολυκατοικίας να κατέβω. Ν Α Ι , ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΡΙΑ Χ Ρ Ο Ν Ι Α
« Έ λ α δυο λεπτά κάτω, 'Ερση!» «Από τώρα; Μα στις εννιά δε θα φύγουμε;» «Δεν μπορώ να περιμένω ως τότε. Σου έχω μια έκπληξη!» Τι είναι πάλι τούτο; Έχει γούστο να θυμήθη κε την επέτειό μας, έστω κι ετεροχρονισμένα! Μπα... αυτό δεν έχει γίνει ποτέ, είκοσι χρόνια τώρα. Ανοίγοντας την εξώπορτα, τον είδα να ποζά ρ ε ι χορευτικά μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ενός άσπρου Άουντι - ά λ λ α στοιχεία του αυτο κινήτου δεν ήξερα να ξεχωρίσω, ούτε τώρα ξέ ρω. Μόλις με είδε πάτησε το κουμπί του στερε οφωνικού και η εισαγωγή απ' το πρώτο κο ντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι ξεχύθηκε θριαμβευτικά στον ήσυχο δρόμο, ενώ με το άλ λο του χέρι ανέσυρε ένα χορταστικό μπουκέτο
171
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ανεμώνες που 'χε κρυμμένο στο κάθισμα του συνοδηγού. «Κοπιάστε στο κινητό σας ανάκτορο, κυρία Δημητρίου! Δούλος σας! Ορίστε,τα άνθη σας, πα ρακαλώ !» «Κώστα, τι σημαίνουν αυτά;» «Χρόνια μας πολλά, ανεμώνη μ ο υ ! » « Μ η μου πεις ότι το θυμήθηκες!» « Τ α είκοσι πρώτα χρόνια είναι δύσκολα, με τά συνηθίζεις στον έγγαμο β ί ο . Έ λ α , μπες να πάμε μια βόλτα!» «Μα με τις σαγιονάρες;» « Τ ι , κρυώνεις ξυπόλυτη; No problem! Σε μι σό λεπτό γίνεται φούρνος. Ζεσταίνεσαι; Μετα τρέπεται σε ιγκλού! Έλα, απλώσου! Β ο λ έ ψ ο υ ! » « Χ μ . . . πού πρέπει να πατήσω για να γίνει κρεβάτι;» « Α , όχι! Λυπάμαι, κυρία μου! Τέτοια κομφόρ δε δ ι α θ έ τ ε ι . Γ ι α . . . ύπνο έχουμε κ ρ ε β ά τ ι στο σπίτι μας. Κ α ι . . . πολύ άνετο μάλιστα! Συμφω νείς ;» Σταμάτησε το Άουντι στη μέση του δρόμου και με κοίταξε με σημασία. Του χαμογέλασα με ύφος σ υ γ κ α τ α β α τ ι κ ή ς α ν ω τ ε ρ ό τ η τ α ς , π ο υ έστελνε το μήνυμα: «Άντε, σε συγχωρώ επειδή σ' αγαπάω. Ας κάνουμε μια νέα αρχή» - έ τ σ ι τουλάχιστον έδειξε να το εξέλαβε αυτός: Η μεγαλόθυμη σύζυγος που, σοφά παραβλέποντας τις μικρές, επιπόλαιες, άνευ σημασίας παρα σπονδίες του συντρόφου της, διατηρεί ζωντανό
172
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
το γάμο της - κ α ι να που στο τέλος δικαιώνεται! Χα! Πού να 'ξερε ότι η ολύμπια αταραξία μου οφειλόταν στο γεγονός ότι μόλις πρόσφατα, για δικούς μου λόγους, είχα αποφασίσει κι εγώ να «κλείσω» ως ερωτικό αντικείμενο εκτός γάμου; Εκείνος βέβαια, πέρα από κάποιες ανεπιβεβαί ωτες, θολές υποψίες που ίσως είχε κατά και ρούς, δε θα δεχόταν ποτέ ν' αντιμετωπίσει άμε σα τις δικές μου ατασθαλίες - γ ι ' αυτό και δε χρειαζόταν να τις ξέρει. Ιδού η εξήγηση του γρί φου, πώς γίνεται οι άντρες να 'ναι πολυγαμικοί κι εμείς μονογαμικές, τη στιγμή που αριθμητικά σχεδόν ισοβαθμούμε: Απλώς εμείς δρούμε υπο γείως, δεν το κάνουμε θέμα! Αναβαθμισμένη απ' τις απαγορευμένες αυ τές σκέψεις, αποπνέοντας το μυστήριο ενός κα λά κρυμμένου ερωτισμού, του χαμογέλασα εκμαυλιστικά. Εκείνος έσκυψε και με φίλησε με πάθος. «Αφού νυστάζεις, δεν παρατάμε τους Δημόπουλους να πάμε για νάνι;» Εκείνη τη νύχτα κάναμε έρωτα μ' ένα πάθος αλλοτινό.
Αχ, Κώστα, Κώστα... εραστή μ ο υ ! Συνεταιράκι μ ο υ ! Φίλε μου! Πού να 'σαι;
173
br/zav
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΑΙΡΝΕΙ Τ Ε Λ Ο Σ
του παραθύρου, μια οδυνηρά γνώριμη φωνή πίσω μου: «Πώς από δω, Έ ρ σ η ; » Μια καρέκλα! Μια καρέκλα δώστε μ ο υ , γιατί θα σωριαστώ κάτω! Τι είν' αυτό που βλέπω μπροστά μου; «Κώστα! Είσαι... καλά;» Προφανώς,είναι καλά, αφού στο αριστερό χέρι κρα τάει τσιγάρο και στο δεξί ένα πλαστικό κυπελλάκι κα φέ. Στάζει τη στάχτη του στο μισάνοιχτο παραθυρό φυλλο και κοιτάει κάπου έξω, μακριά. Δεν μπορώ να πιστέψω το θαύμα - τ ο ν ψηλαφώ στα χέρια, στο πρό σωπο, προσπαθώ να διαβάσω το βλέμμα του. ΜΙΑ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ
« Μ α τι με κοιτάς έ τ σ ι ; » «Είσαι καλά λοιπόν; Θεέ μου, Θεέ μ ο υ . . . » « Δ ε σε καταλαβαίνω. Τώρα σ' έπιασε το μαράζι αν είμαι καλά;» «Πότε να με πιάσει; Στις δύο το πρωί τηλεφωνήσα με και μας ε ί π α ν . . . κι αυτό κατά τ ύ χ η . Αν η Δάφνη δεν...» «Ποια Δάφνη; Από την Τετάρτη το βράδυ σού είχα αφήσει τρία μηνύματα στο κινητό. Σπίτι δε γύρισες όλη νύχτα. Πριν φύγω για την Κύμη τηλεφώνησα στη Φαί δρα - ο ύ τ ε εκείνη σου είπε τίποτα; Στο σπίτι δεν απα-
174
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ντούσε ούτε ο τηλεφωνητής. Σήμερα το πρωί -χθες δη λαδή, Παρασκευή- σου έστειλα δύο e-mail στο γρα φείο. Και το κινητό σου, όπως πάντα, νεκρό». « Ω , Χ ρ ι σ τ έ μ ο υ ! Δεν πήγα στο γραφείο σήμερα... χθες δηλαδή. Το κινητό ήθελε φόρτιση... ο τηλεφωνη τής έχει πρόβλημα... η Φαίδρα δε μου είπε τίποτα». « Δ ε θα σ' έβρισκε κι αυτή. Βρήκες ευκαιρία να πά ρεις τους δρόμους! Πού γύρναγες, Έ ρ σ η ; Συμβαίνει κάτι που δεν ξέρω;» Σαν αστραπή περνάει απ' το μυαλό μου η εικόνα του κινητού μου να μισοεξέχει κάτω απ' τη μαξιλάρα στον καναπέ της Φαίδρας. Βλέπω ξανά ολοκάθαρη μπρο στά μου την οθόνη του τηλεφώνου: μηνύματα μηδέν! Εκείνη έκρυψε το κινητό. Εκείνη έσβησε τα μηνύματα. Εκείνη « α μ έ λ η σ ε » να μου πει ότι τηλεφώνησε ο Κώ στας. «Περίμενε, περίμενε ένα λεπτό, γιατί το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Τι έλεγαν τα μηνύματα; Γιατί ανέβα λες το ταξίδι; Είπες ότι έφυγες για την Κ ύ μ η ; Δεν μπή κες στην Εντατική; Γιατί βρίσκεσαι εδώ;» Εκείνος μένει να με κοιτάει ανέκφραστος. Αναρω τιέται μάλλον αν όντως μιλάω ειλικρινά. Με δοκιμάζει. « Ω , Θεέ μου, Κύμη είπες! Η μάνα σου; Είναι η μάνα σου που αρρώστησε; Μα ναι... Κάπα... Καλλιόπη Δη μητρίου. Πού ε ί ν α ι ; Είναι στην Ε ν τ α τ ι κ ή ; Πώς είναι, πες μου! Ω, Κώστα, με συγχωρείς... με συγχωρείς. Δεν ήξερα, δ ε ν . . . » Καταρρέω με λυγμούς στον πάγκο, τη στιγμή που εισβάλλει η Δάφνη. « Έ λ α , μπαμπά! Ξύπνησε και σε ζητάει».
175
br/zav
ΜΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΠΡΩΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ
γ ι α το σπίτι γύρω στις οχτώ. Η δική μου βάρδια είναι ως τις τρεις, οπότε θα παραδώσω τη σκυτάλη στη Δάφνη, για να κοιμηθεί επιτέλους ο Κώστας ύστερα από τρεις μέρες και νύχτες αϋπνίας. Η πεθερά μου όλο και συνέρχεται. Οι πρώτες εξετά σεις δείχνουν ότι το σπάσιμο, ευτυχώς, δεν έχει την έκταση που είχαν φοβηθεί αρχικά στο νοσοκομείο της Κύμης, απ' όπου ο εκεί διευθυντής και παλιός φίλος του Κώστα τηλεφώνησε στον εδώ και έκλεισε κρεβάτι στην Εντατική, που ευτυχώς δε χρειάστηκε τελικά. Π Α Τ Ε Ρ Α Σ ΚΑΙ ΚΟΡΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΝ
Είμαστε σ' έναν κανονικό θάλαμο με δυο ακόμη ηλι κιωμένες γυναίκες - τ η μια τη φροντίζει η κόρη της, την άλλη η νύφη της. Ανεξάντλητη η δεξαμενή της γυναι κείας εθελοντικής προσφοράς εργασίας, κι ας άλλαξαν οι καιροί, κι ας είμαστε οι περισσότερες - ο ι νεότερες τουλάχιστον από μ α ς - επαγγελματικά ενεργές! Προσπαθώ να φανταστώ τον άντρα μου τις τελευ ταίες αυτές μέρες και νύχτες, στην Κύμη κι εδώ - σαν τη μύγα μες στο γάλα θα 'νιωθε, μόνος ανάμεσα σε τό σες γυναίκες! Μοναδική του συντροφιά τις ατέλειωτες ώρες της ξαγρύπνιας, ο Σαραμάγκου -ο σελιδοδείκτης ε ί ν α ι σφηνωμένος σε μια σελίδα κοντά στο τ έ λ ο ς .
176
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Άθλος! Έπρεπε να σπάσει τη λεκάνη της η δύστυχη η πεθερά μου για να καταφέρει ο Κώστας να διαβάσει ένα βιβλίο. Η καρδιά μου π λ η μ μ υ ρ ί ζ ε ι τ ρ υ φ ε ρ ό τ η τ α γ ι α το στοργικό γιο, τον πολιτισμένο σύζυγο -ούτε στιγμή δε θεώρησε αυτονόητο ότι είναι δουλειά δική μου να φρο ντίσω τη μάνα του-, τον πάντα διαθέσιμο πατέρα. Τελικά, πατέρας και κόρη έχουν αναπτύξει ένα δί κτυο αυτόματης συνεννόησης μεταξύ τους - αν και η πρόσφατη, ταχύτατη και απρόσκοπτη συνάντησή τους οφείλεται σε πεζότερα αίτια: Απλώς η Δάφνη με το που μπήκε στο νοσοκομείο κάλεσε από το κινητό της το κι νητό του πατέρα της, που ήταν αυτή τη φορά σε λει τουργία, κι έτσι βρέθηκαν αμέσως, τη στιγμή που εγώ η ανεπρόκοπη σαδιζόμουν από δω κι από κ ε ι με τ ι ς ώρες. Φεύγοντας μαζί από δω, είχαν κιόλας αρχίσει μια κουβέντα για τα υπέρ και τα κατά της έγγαμης συμ βίωσης - χ μ ! ψύλλοι στ' αυτιά μου μπήκανε! Έχει γού στο η κόρη μου να προαλείφεται για νύφη! Καθόλου δε θα με εξέπλησσε ένα τέτοιο ενδεχόμενο από μια « ν ε ό γ ρ ι α » σαν κι αυτή, να πάει να κουκουλωθεί μ' αυτόν το Στάθη στα καλά καθούμενα! Ούτε δουλειά ούτε σπου δές, ούτε καν ένα μωρό καθ' οδόν -όοοχι, ο γάμος νέτος σκέτος ως υπέρτατος προορισμός της γυναίκας, σύμφωνα με την παράδοση, εννοείται. Να του τυλίγει αυτή ντολμαδάκια, να παχαίνουν κι οι δύο, και όσο για τ' άλλα... έχει ο Θεός -ή μάλλον ο μπαμπάς. Πώς είχα με εμείς παλιά το «χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση»; Κράτα τα αυτά, πέτα μέσα και τον ντολμά μα-
177
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ζί με μια τζούρα αντιπαγκοσμιοποίησης, ήρθε κι έδεσε η συνταγή! Ε ναι, τα πράματα εξελίσσονται επί τ ο . . . προοδευτικότερον. Αυτό που φοβάμαι περισσότερο απ' όλα είναι μή πως η Δάφνη κολλήσει και στον πατέρα της τον ιό του νεοπροοδευτισμού και, περνώντας τα χρόνια, ο άντρας μου αντί σκέτος γέρος μου προκύψει «νεόγερος» -όπως κάποιοι συνάδελφοι του, αστέρες της μαχόμενης δημο σιογραφίας. Ε, όχι και με σύζυγο « ν ε ύ γ ε ρ ο » , αυτό δε θα το άντεχα! Κάλλιο μόνη! Ανε-μόνη και πάλι ανεμόνη! Πόσο εύκολα ξεχνάει ο άνθρωπος! Εντάξει, όχι όλοι οι άνθρωποι, τον εαυτό μου εννοώ. Είναι δεν είναι τρεις τέσσερις ώρες πριν που η ζωή του Κώστα έμοια ζε να κ ρ έ μ ε τ α ι από μια κλωστή και το μέλλον μου μαύρο κι άραχλο. Είναι δεν είναι τρεις μέρες τώρα που η ζοφερή π ρ ο ο π τ ι κ ή , η ζωή μου να πάρει την κάτω βόλτα, ήταν σχεδόν μια βεβαιότητα. Και να με τώρα εδώ, στο προσκεφάλι της πεθεράς μου που κοιμάται γαλήνια, να κάνω ε π ι π ό λ α ι ε ς σ κ έ ψ ε ι ς , εντελώς της πλάκας. Πώς αναγεννήθηκα έτσι γρήγορα εκ της τ έ φρας μ ο υ ; Τι άγρια χαρά είναι αυτή που με κατακλύ ζει, τι ζωντάνια! Μια παρεξήγηση, μια σειρά συμπτώσεων μου 'φερε τη ζωή άνω κάτω μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα - ε υ τ υ χώς, δεν παρέλειψε να την ξαναγυρίσει στην αρχική της όρθια θέση. Πόσο τυχερή νιώθω! Έζησα για λίγο στον προθάλαμο της απόγνωσης και ξαναβγήκα αλώβητη. Μου χαρίστηκε η δωρεά της εμπειρίας χωρίς συνέπειες, της γνώσης χωρίς αντάλλαγμα. Γιατί τώρα ξέρω. Ξέρω
178
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
πολλά για πρόσωπα και πράγματα, για δήθεν φίλους και ευκαιριακούς γλείφτες! Και πρώτα πρώτα η φίλη μας η Φαίδρα. « Έ λ α , η Έρση ε ί μ α ι » . « Α , νωρίς ξύπνησες σαββατιάτικα. Συμβαίνει τίπο τα ; Σ' ακούω ταραγμένη». «Είναι από τη νάρκωση. Απ' το νοσοκομείο σε παίρ νω». «Νάρκωση; Τι έγινε; Έλα, Έρση, μ' ακούς; Τι συμ βαίνει ;» «Δεν το υποθέτεις; Έκανα απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά κάποιος πούστης μ' έσωσε την τελευταία στιγ μή». « Τ ι είν' αυτά που λες; Τρελάθηκες;» « Ν α ι ! Τρελάθηκα επειδή ο άντρας μου τσιλημπουρδίζει με άλλη, η πεθερά μου έπεσε κι έσπασε τη λεκάνη της κι επειδή εγώ η ζουρλοκαμπέρω αδιαφόρησα και αποδείχτηκα κακή νύφη, ο άντρας μου με χωρίζει». « Τ ι ; Σ ε χωρίζει;» «Πολύ θα το 'θελες, ε; Όπως ακριβώς τα είχες σχε διάσει!» «Είσαι στα καλά σου, χριστιανή μου;» «Ποιος βούτηξε το κινητό μου; Ποιος έσβησε τα μη νύματα; Ποιος " π α ρ έ λ ε ι ψ ε " να μου πει ότι μ' έψαχνε στο τηλέφωνο ο Κώστας; Ε; Ίδια κι απαράλλαχτη, βρε ποντικοπαγίδα, όπως τότε, με τον Πάνο». « Μ α τι λες; Ποιον Πάνο;» «Θυμάσαι πολύ καλά ποιον Πάνο. Έχεις και φωτο γραφία μαζί του, σε πρώτη μόστρα. Δεν είπα τίποτα τότε, δικαίωμά σας ήταν να βγάλετε τα μάτια σας την
179
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ώρα που εγώ σφαζόμουνα, γούστο σας και καπέλο σας! Αλλά τώρα; Γιατί μου στήνεις παγίδες; Με ποιο δικαίωμα μπαίνεις στη ζωή μου και την καταστρέφεις; Οχιά!» «Περίμενε, Έρση. Περίμενε να σου εξηγήσω. Για το τηλεφώνημα του Κώστα - αυτό έγινε μετά που είχες φύγει και... ναι; Έρση, μ' ακούς;» Δεν την ακούω πια. Άσ' τη να βουρλίζεται μέχρι να μάθει ότι το σχέδιό της απέτυχε ολοσχερώς. Δεν είμαι εγώ που θα της το αποκαλύψω. Σταλαγματιά σταλαγ ματιά το δηλητήριο, σε δόσεις, για να 'ναι πιο δραστι κό.
180
br/zav
Α Χ , ΠΕΘΕΡΟΥΛΑ ΜΟΥ ΓΛΥΚΙΑ!
« Ε Ρ Σ Η , Δ Ω Σ ' ΜΟΥ ΛΙΓΟ ΝΕΡΑΚΙ
, σε παρακαλώ».
« Ν α ι , μητέρα». « Δ ε φεύγεις κι εσύ να πας να κοιμηθείς λίγο; Άμα θέ λω τίποτα, είναι η κόρη της κυρίας Μερόπης ε δ ώ » . « Μ η ν ανησυχείς, θα κ ο ι μ η θ ώ . Έχω ολόκληρο το Σαββατοκύριακο μπροστά μου. Δεν είμαι κουρασμέ νη. Θέλεις να σου διαβάσω κάτι; Θέλεις να δεις λίγο τ η λεόραση ;» «Όχι, όχι. Έχω πολλά να σκεφτώ. Υπάρχουν, βλέ πεις, κάποιες εκκρεμότητες. Είναι και το σπίτι στην Κύμη». « Τ ι πρόβλημα έχει το σπίτι;» « Ε υ τ υ χ ώ ς κανένα, για την ώρα. Αλλά π ρ έ π ε ι να σκεφτώ να το γράψω επίσημα σε κάποιον, με διαθήκη. Βλέπεις, τη μια στιγμή είσαι καλά και ξαφνικά...» «Μα τι είναι αυτά που λέτε, μητέρα; Ο κίνδυνος πά ει , πέρασε. Αυτά θα σκεφτόμαστε τώρα;» « Κ ι όμως, πρέπει. Αν δε φτιάξω διαθήκη, το σπίτι πάει στον Κώστα. Μήπως όμως είναι καλύτερα να το αφήσω στη Δάφνη, τώρα που είναι να παντρευτεί, για να μην πληρώνει μετά ο πατέρας της φόρο γονικής παροχής;» « Α , ναι;... Χ μ . . . καλά. Θα πρέπει να συμβουλευ-
181
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
τούμε δικηγόρο. Άρα έτσι κι αλλιώς πρέπει να γίνετε πρώτα εντελώς καλά, να βγούμε από δω και ύστερα βλέπουμε». «Είναι καλός αυτός;» «Ποιος;» «Ο γαμπρός». « Ε , ναι... καλός είναι. Δηλαδή λίγο αδημιούργητος ακόμη. Να πάρει με το καλό το πτυχίο τ ο υ , να πάει στρατό...» «Πενήντα χρονών άνθρωπος, να πάει στρατό;» «Πενήντα; Μα πώς... Γύρω στα είκοσι πέντε είναι!» «Μήπως μικροδείχνει; Εγώ άκουσα τη Δάφνη να λέ ει στον πατέρα της ότι ο Μίλτος είναι σαράντα οχτώ χρονών - αύριο, λέει, έχει γενέθλια και θα του ετοιμά σει μια τούρτα μπαβαρουάζ». «Μίλτος; Σοβαρά, έτσι τον ε ί π ε ; Ακούσατε καλά;» «Μπορεί να 'μαι ένα μουσείο ασθενειών, Έρση μου, αλλά από αυτιά, δόξα τω Θεώ... Να, εκειδά καθόντου σαν και τα λέγανε. Νομίζανε ότι κοιμάμαι. Είπανε και για σένα. Ο Κώστας ρώταγε τη Δάφνη πού σε βρήκε τ ε λικά, γ ύ ρ ε υ ε να μάθει αν ήσουνα πραγματικά στην αδερφή σου. Σε ζηλεύει, φαίνεται». « Μ α τι λέτε, μητέρα;» « Σ ε ζηλεύει, κόρη μου, κι αυτό είναι καλό. Δείχνει ότι σε αγαπάει. Να το συντηρείς αυτό με τη συμπερι• φορά σου, να 'σαι πάντα επιθυμητή, περιποιημένη. Μην το παρακάνεις όμως! Μη χάνεις ποτέ την ισορροπία, γιατί από ένα σημείο και μετά ο άντρας σαστίζει και ψάχνει αλλού για επιβεβαίωση και ασφάλεια, κατάλα βες ;»
182
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Έκπληκτη και συγκινημένη μαζί γέρνω στην αγκα λιά της. Το κεφάλι μου ρουφάει ζεστασιά απ' την επα φή με το γενναιόδωρο στήθος της, τα μάτια μου πλημ μυρίζουν από δάκρυα ανακούφισης. Πότε ήταν η τ ε λευταία φορά που χώθηκα να κλάψω σε μια μητρική αγκαλιά; « Ε , τ ι κάνετε εσείς ε δ ώ ; » Η Δάφνη, φρέσκια και δροσερή μέσα στο καινούριο της ριχτό πράσινο φόρεμα που αγόρασε στην Πράγα -στα πλαίσια της αντιεξουσιαστικής πορείας πάντακαι πολύ την κολακεύει, μας χαμογελάει κλείνοντάς μας το μάτι. Κάτι κρατάει, κάτι που μοιάζει ορεχτικό και αχνίζει. « Σ α ς έφτιαξα κολοκυθόπιτα. Τι λέτε, τρώμε;»
183
br/zav
Μ Α Ζ Ι ΞΑΝΑ!
ξένοιαστο ύπνο, ξυπνάω κα τά τις οχτώ. Ο Κώστας είναι κιόλας ντυμένος για έξω. Με άπληστα μάτια ρουφάω την εικόνα του, την ευθυτενή κορμοστασιά του, το φρέσκο μετά τον ύπνο πρόσωπό του, που σκάει από υγεία, και κρυφά, πίσω απ' την πλά τη του, σταυροκοπιέμαι. Τεντώνομαι ηδονικά στο κρε βάτι, παίρνω βαθιά ανάσα και ρωτάω χαλαρά: «Πας για τη βάρδιά σου;» «Όχι άλλη νυχτερινή βάρδια πια! Είναι πολύ καλύτε ρα , μόλις τηλεφώνησε η Δάφνη. Θα περάσω για μια κα λησπέρα και θα κλείσω μια αποκλειστική για τη νύχτα». « Κ α λ ά . Δώσ' της φιλάκια κι από μένα. Θα 'μαι κει πρωί π ρ ω ί » . «Εντάξει. Δε θ' αργήσω». Μια αγαλλίαση με πλημμυρίζει, μέχρι πνιγμού. Όλα είναι στη θέση τους, όλα είναι όπως πριν. Ένα κύμα καλοσύνης και γενναιοδωρίας για όλο τον κόσμο ανα βλύζει από τα σωθικά μου. Μ Ε Τ Α ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΤΕΤΡΑΩΡΟ
«Κώστα; Πόσες μέρες λες να μείνει μέσα; Σου είπε τίποτα ο γιατρός;» « Χ μ . . . καμιά εικοσαριά. Είναι και κάποιες μέρες φυσιοθεραπεία, βλέπεις. Αναγκαστικά θα μείνει μέσα -στην Κύμη δε νομίζω να μπορεί να...»
184
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Σ τ η ν Κύμη όχι, αλλά θα μπορούσε να μείνει ε δ ώ » . «Εδώ;» « Ν α ι , εδώ. Μπορούμε να φτιάξουμε το δωμάτιο με τη σιδερώστρα. Αλλά και όταν τελειώσει η φυσιοθερα πεία θα μπορεί να μένει στην Κύμη μόνη τ η ς ; » «Σκεφτόμουνα να βρούμε καμιά γυναίκα». « Σ κ έ ψ ο υ και τη λύση να μείνει εδώ. Πες το και στην ίδια, να δούμε πώς το β λ έ π ε ι » . «Μα τι λες, μόνιμα να μείνει εδώ; Θα 'μαστε ο ένας πάνω στον άλλο». «Όχι για πολύ. Δε θα φύγει κάποιος;» Τον κοιτάζω με σημασία. Εκείνος μοιάζει να μην κα ταλαβαίνει. Είναι αμήχανος. «Αν εννοείς εμένα, όχι. Αν ετοιμάζεσαι εσύ να κά νεις φτερά...» «Εννοώ τη Δάφνη. Ξέρεις εσύ, έλα τώρα... Μη μου κάνεις τον άσχετο!» « Δ ε σου κάνω τον άσχετο! Μόλις σήμερα μου 'πε κάτι». Φαίνεται ειλικρινής. Ψάχνει για τσιγάρο, δε βρίσκει και κατευθύνεται προς το κομοδίνο. Ανοίγοντας όμως το ντουλαπάκι, το βρίσκει άδειο. «Φτου να πάρει! Τι έγιναν οι εφεδρείες;» «Δεν έχει εκεί; Περίεργο! Μήπως τα πήρες και το ξέ χασες;» «Όχι. Λείπει και το άλλο κουτί, ξέρεις...» «Εννοείς το Βιάγκρα; Δεν το πιστεύω!» Στέκει συνοφρυωμένος απέναντί μου, αλλά κοιτάει το πάτωμα. « Ε γ ώ τι να πιστέψω, Έ ρ σ η ; »
185
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Θεέ μου, ώστε είναι αλήθεια, με υποψιάζεται! Σαν να είχε δίκιο η πεθερά μου. Εδώ που τα λ έ μ ε , άδικο έχει να βάζει ιδέες με το μυαλό τ ο υ ; Χτες βράδυ ήταν ακόμη - λάθος, σήμερα δεν ήταν που ήμουν έτοιμη να ε ξ ο κ ε ί λ ω ; Ο Νίκος, τι απέγινε ο Νίκος; Τον ξέχασα εντελώς! Πόσες ώρες να περίμενε στο « C o r n e r » ; Και τώρα; Να 'χει θυμώσει; Θα μ' εκδικηθεί απορρίπτοντας το βιβλίο μου, πριν καν το ολοκληρώσω; Ή θα είναι στημένος εδώ από κάτω και... Ω, Θεέ μου, καταστρο φ ή ! Πρέπει να μπαλώσω τα πράματα και η καλύτερη άμυνα είναι πάντα η επίθεση. Παίρνω ύφος αυστηρό και θιγμένο. «Κώστα, σαν να παρατράβηξε το αστείο! Ε ί π α μ ε , καλή η υπομονή, καλή η ανωτερότητα που έχω επιδείξει τόσες φορές, ξέρεις καλά τι εννοώ, αλλά... όχι να μου βγαίνεις και από τ' αριστερά! Μέχρι να λυθεί το μυστή ριο της εξαφάνισής σου, ξέρεις τι έβαλα με το μυαλό μου; Ξέρεις τι υπέφερα τρεις ολόκληρες μέρες; Κι έρχε σαι τώρα εσύ και μου λες... Τέλος πάντων, φτάνει που είσαι καλά και είμαστε πάλι μαζί. Τέλος καλό, όλα κα λά. Έλα, κάτσε εδώ. Πάρε ένα τσιγάρο απ' τα δικά μου και πες μου επιτέλους για το... γαμπρό μας. Δεν είναι ο Στάθης που θέλει να παντρευτεί η κόρη σου;» « Ό χ ι . Μίλτο τον λ έ ν ε » . « Κ α λ ά , πότε πρόλαβε; Με το Στάθη ήταν στην Πρά γα, με το Στάθη ήτανε κι εδώ χτες ως αργά τη νύχτα». «Δεν τα λες καλά! Στην Πράγα γνώρισε το Μίλτο και αυτόν έφερε εδώ χτες, σαφές;» « Α , τ η ν άτιμη. Γ ι ' αυτό δε με άφηνε να γυρίσω σπί τ ι . Μου 'χε πει ψ έ μ α τ α ! »
186
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Εκείνη δε σε άφηνε να γυρίσεις;» «Φυσικά, δε σ' το ' π ε ; Αφού την ανάκρινες κανονι κά». « Κ ι εσύ πού το ξέρεις; Έχει γούστο... Μα βέβαια, αυτό είναι... Έτσι έμαθες και για το γάμο. Και όλη αυ τή η ξαφνική αγάπη για την πεθερά σου...» «Δεν είναι ξαφνική. Πάντα την πήγαινα. Την εκτίμη σα ιδιαιτέρως τότε που δεν πρόβαλε καμία αντίσταση στην πρόθεσή μας να βαφτίσουμε τη μικρή Δάφνη αντί Καλλιόπη. Άλλος σημαντικός θετικός παράγοντας εί ναι, βέβαια, το ότι έμενε μακριά». «Αυτό ενδέχεται όμως ν' αλλάξει,έτσι δεν είπες;» « Ν α ι και επιμένω, αν το θέλει κι εκείνη. Κι εσύ, φυ σικά. Και αν βέβαια παντρευτεί τελικά η Δάφνη. Αλλά να παντρευτεί κάποιον που γνώρισε χ τ ε ς ; Κ α ι τον μπάζει κρυφά στο σπίτι της; Αυτός δεν έχει σπίτι; Και γιατί φεύγει στις δύο το πρωί; Μήπως είναι παντρεμέ νος; Τι κάνεις εσύ σαν πατέρας και έμπιστός της; Τι ξέρεις γι' αυτόν το Μίλτο;» « Κ ά τ σ ε , βρε Έ ρ σ η . Δεν την παντρέψαμε κιόλας! Καμιά περαστική ιδιοτροπία της κόρης σου θα είναι. Την έχεις κακομάθει, β λ έ π ε ι ς » . «Εγώ;» « Ε σ ύ , ποιος άλλος; Εγώ το μόνο που ξέρω για το... γαμπρό είναι ότι είναι σαράντα οχτώ ετών. Άλλα δεν πρόλαβε να μου πει. Θα μάθουμε όμως. Πάω να τη φέ ρω να λογοδοτήσει». « Ν α π α ς ! Γ ι α π ε ρ ί μ ε ν ε ένα λ ε π τ ό , πες μου κ ά τ ι : Το π ρ ό σ ε ξ ε ς κι εσύ ό τ ι η Δάφνη κ ά π ν ι ζ ε σ ή μ ε ρ α Marlboro;»
187
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
« Χ μ . . . ναι, τώρα που το λ ε ς » . « Ε , δεν είναι η μάρκα τ η ς ! » « Κ α ι λοιπόν;» «Είναι όμως η δικιά σου. Άρα, μάλλον ξέμεινε χτες τη νύχτα από τσιγάρα και πήρε τα δικά σου Marlboro από το συρτάρι». «Πιθανόν. Αλλά γιατί αυτό είναι τόσο...» «Περίμενε! Τι άλλο έλειπε απ' το συρτάρι; Τα Βιάγκρα. Αυτό, σε συνάρτηση με την ηλικία τ ο υ . . . γα μπρού, οδηγεί στη λύση του μυστηρίου. Λοιπόν; Τι έχεις να πεις; Έχεις ακόμη υποψίες για μένα;» « Μ ε συγχωρείς, ανεμώνη μου. Πώς μπόρεσα, ο χα μένος...» «Άσε, μη δικαιολογείσαι. Μπόρεσα κι ε γ ώ ! » «Μπόρεσες να με υποψιαστείς για το Βιάγκρα μας; Το δικό μας Βιάγκρα; Το ιερό μυστικό μας; Υποψιά στηκες εμένα;» « Ν α ι , εσένα, αθώο μου περιστεράκι, η καχύποπτη, η ασυγχώρητη...» «Δώσ' μου ένα φιλί για να σε συγχωρήσω. Όχι τέτοιο φιλί. Έλα, έ λ α ! » « Μ η , Κώστα, η ώρα πάει εννιά. Άντε, φύγε τώρα!» « Φ ε ύ γ ω , αλλά θα επανέλθω δριμύτερος!» «Θα σου 'χω κις λορέν. A bientot!» «Α bientot, φλογερή μου παπαρούνα!» Τέλος καλό, όλα καλά - τ ο μυστήριο ωστόσο παρα μένει άλυτο: Τα τσιγάρα και το Βιάγκρα έλειπαν απ' το συρτάρι ήδη από χτες το πρωί, άρα ο γαμπρός είναι αμέτοχος. Οπότε; «Άσε καλύτερα, Έρση μου, μην το ψάχνεις! Φτάνει που ηρέμησε ο Κώστας».
188
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Η ρ έ μ η σ ε ; Γιατί να ηρεμήσει; Αν ο ένοχος ήταν ο ίδιος, δεν είχε λόγο να υποψιαστεί εσένα, είχε; Θέατρο σου 'παιζε, χαζοβιόλα!» «Καλό θέατρο όμως, παραδέχεσαι; Άντε, πάμε στην κουζίνα μ α ς ! »
189
br/zav
TO KNOW-HOW Τ Η Σ ΚΑΛΗΣ ΠΑΡΤΟΥΖΑΣ
ούτε μανιτάρια ούτε ίχνος ζα μπόν, δείγμα έστω, δεν υπάρχει στο ψ υ γ ε ί ο . Τίποτα δεν άφησε η προκομμένη, όλα τα τσάκισε! Τρώει καλά ο... γαμπρός - πώς τον ε ί π α μ ε ; Μίλτο. Τι φρούτο να 'ναι πάλι αυτός; «Φρούτα έχουμε, βλέπω, αρκετά, αλλά μπορούμε να τη βγάλουμε με σκέτη φρουτοσαλάτα; Χλωμό το βλέπω. Τι λες κι εσύ, Έ ρ σ η ; » « Δ ε θα κάτσουμε να σκάσουμε βραδιάτικα! Υπάρχει πάντα η λύση ντελίβερι». « Σ ω σ τ ά . Εγώ η καημένη είχα όλη την καλή διάθεση να μαγειρέψω, αλλά...» «Πού είναι τα προσπέκτους των ταχυφαγείων;» « Σ τ ο ράφι με τους τηλεφωνικούς καταλόγους νομί ζω. Ναι, εδώ είναι. Οχ! Κοίτα εκεί! Βλέπεις ό,τι βλέπω;» « Τ ο κουτί με τα Βιάγκρα! Πώς να βρέθηκε εδώ;» «Υποψιάζομαι την Ταμάρα, που την έστειλε προ χθές η Ιωάννα να συγυρίσει. Ξεσκόνισε, φαίνεται, τα συρτάρια του κομοδίνου και ξέχασε να ξαναβάλει μέ σα το κουτί». ΟΥΤΕ ΚΡΕΜΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ
« Μ ε καλύπτει η εξήγησή σας, μις Μαρπλ. Θα είχατε τώρα την καλοσύνη ν' απαντήσετε στο τηλέφωνο, που καλεί;»
190
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Ν α ι ; Ναι; Μπα, έκλεισε». «Ποιος να 'τανε σαββατιάτικα; Λες να 'ταν ο Νίκος;» «Αχ, πόσο άσχημα του φερθήκαμε με όλ' αυτά. Λες;» « Τ ι καθόμαστε και σπάμε το κεφάλι μας; Φέρε δω την κάρτα τ ο υ ! » « Τ ι , να τον πάρω να τον ρωτήσω αν είναι αυτός που τηλεφώνησε και το 'κλεισε;» « Ό χ ι , βρε ανόητη. Θα δούμε απ' την αναγνώριση κλήσεων αν πήρε αυτός ή κάποιος άλλος. Φέρε και το ευρετήριο. Μάλιστα. Λοιπόν, έχουμε: 2106777777». «Η Φαίδρα! Άσ' τη να βουρλίζεται και πάρε το ντε λίβερι». «Βουίζει. Ξέρεις τι λέω; Τώρα που δε χρειάζεται να μαγειρέψουμε, λέω να προχωρήσουμε το μυθιστόρημα ένα βήμα παρακάτω». «Καλά. Πιάσε ένα τσιγάρο και κάτσε κάτω να σκε φτούμε τη συνέχεια». « Ό χ ι τη σ υ ν έ χ ε ι α . Έ χ ο υ μ ε ν' α ν α π τ ύ ξ ο υ μ ε την προηγούμενη σκηνή, εκεί που μας γνωρίζει το Μισέλ». «Α ναι. Λοιπόν;»
Λοιπόν... Είπες, τρία κις λορέν γι' απόψε. Θυ μάσαι πότε πρωτοφάγαμε κις λορέν; Ήταν στο Παρίσι, το 1971. Τότε που είχαμε πάει να δούμε την Ε ύ α . Ήμασταν ήδη μισή ώρα στο μικρό μ π ι σ τ ρ ό , ε ί χ α μ ε κιόλας κ α τ ε β ά σ ε ι από δύο σκορδόψωμα, όταν κατέφτασε εκείνος. «Να σου συστήσω το Μισέλ! Μισέλ, από δω η φίλη μου η Έρση απ' την Αθήνα».
191
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Με κοίταξε εξερευνητικά, σαν μικρόβιο στο μικροσκόπιο, μ' ένα απείθαρχο τσουλούφι να πέφτει πάνω στο αριστερό του μάτι. Αλήθεια, γιατί δε χρησιμοποιούν και οι άντρες τσιμπιδάκια; σκέφτηκα ενοχλημένη. Κάτι με χάλαγε, κά τι δε μου πήγαινε. Το ότι μας έστησε μισή ώρα; Το ότι τον περίμενα πολύ πιο γοητευτικό ύστε ρα απ' όσα μου είχε πει η Εύα γι' αυτόν; Αχ, η Εύα, η Εύα... ήταν τόσο ερωτευμένη... «Λοιπόν; Τι νέα μάς φέρνεις απ' την κατεχό μενη Αθήνα;» Λίγα μπορούσα να του πω, αυτά που ξέραν όλοι. Έ δ ε ι ξ ε έκδηλη απογοήτευση. Ώστε δεν ήμουν στρατευμένη σε κάποια μυστική οργά νωση; Δεν είχα έρθει στη Γαλλία με κάποια ειδι κή αποστολή, με κάποιες δ ι α σ υ ν δ έ σ ε ι ς ; Τον κοίταξα απολογητικά, χαμογελώντας αμήχανα, σαν να του ζήταγα συγνώμη που έχανε τον πο λύτιμο χρύνο του με την ασημαντότητά μου. Αυτή η εκδήλωση υποταγής προφανώς του άρεσε - μου χάρισε ένα γενναιόδωρο χαμόγελο κι ύστερα τα μάτια του ξεχάστηκαν για αρκετή ώρα στο ντεκολτέ μου. Ένιωθα αμηχανία, έριχνα πλάγιες ματιές στην Εύα για να δω τις αντιδρά σεις της, αλλά εκείνη περιέγραφε με οίστρο το τελευταίο τους ταξίδι στη νότια Γαλλία και δεν κ α τ α λ ά β α ι ν ε τ ί π ο τ α . Ο Μισέλ ούτε που την άκουγε. Το βλέμμα του κάποια στιγμή άφησε το στή θος μου κι άρχισε να περιπλανιέται άναρχα εδώ
192
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
κι εκεί και να σταματάει όπου επισήμαινε κά ποιο θηλυκό αξιοθέατο. Μα τυφλή είναι η Ε ύ α ; σκεφτόμουν και δεν μπορούσα ν' αποφασίσω αν θα της έλεγα ευθαρσώς τη γνώμη μου για τον καλό της. Όταν ήρθαν τα κις λορέν, το βλέμμα του Μι σέλ τιθασεύτηκε προσωρινά στο πιάτο του, αλ λά αργότερα, υπό την επίδραση του μπορντό, άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα, αναπτύσσοντας τις θεωρίες του Ράιχ περί σεξουαλικής απελευ θέρωσης και άλλες δικές του, σύμφωνα με τις οποίες η αστική ηθική μάς εμποδίζει από το να γευτούμε πλέρια τον έρωτα ως θεϊκή μέθεξη χω ρίς αναστολές και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Η Εύα κι εγώ υποτίθεται ότι συμφωνούσαμε σιωπηρά κουνώντας το κεφάλι, σαν καλές μα θήτριες του κυρίου καθηγητού. « Ώ σ τ ε συμφωνείτε; Ε, πέστε μου τ ό τ ε , θα δεχόσαστε να λ ά β ε τ ε μέρος σε ομαδικό σ ε ξ ; Λοιπόν;» «Λοιπόν, εγώ δε θα δεχόμουν απλά γιατί δε γουστάρω, ειδικά αν μέσα στο κόλπο ήσουνα κι ε σ ύ ! » θα 'θελα ν' απαντήσω, αλλά αυτολογοκρίθηκα και είπα: « Χ μ . . . εγώ μάλλον δε νιώθω ακόμη έτοιμη για κάτι τ έ τ ο ι ο » . « Κ ι εσύ, Ε ύ α ; » «Αν όλοι οι συμμετέχοντες στην παρτούζα ήταν φτυστοί εσύ, αν όλη η παρτούζα απαρτιζό ταν από Μισέλ, τότε ν α ι » .
193
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Καλά, η Εύα έχει αποβλακωθεί εντελώς, αποφάνθηκα και άρχισα να παρατηρώ τους θα μώνες του μπιστρό, έναν προς έναν. Έπλασα στο μυαλό μου ένα σουρεαλιστικό σενάριο: Από το μετρ δίνεται το σύνθημα ότι τα πιάτα μαζεύονται και προχωρούμε στην π ε μπτουσία της αποψινής σύναξης - κοινώς η παρ τούζα αρχίζει. Όλοι, καμιά τριανταριά άτομα, γδύνονται, βάζουν κατά μέρος τα ρούχα τους και, περιεργαζύμενοι ο ένας τον άλλο, ορμούν ακάθε κτοι σε ό,τι τους γυαλίσει. Ήθελα να 'βλεπα το ύφος του Μισέλ, όταν εν ριπή οφθαλμού καμιά δεκαριά ζευγάρια ανδρικά χέρια θα χούφτωναν τα κάλλη της αγαπημένης του - δεν υπήρχαν δα και πολλές δεκαεννιάχρονες εφάμιλλες της Εύας στην αίθουσα, για την ακρίβεια ούτε μία. Αντιθέ τως, νεαροί υπήρχαν αρκετοί, σκάλες ελκυστικό τεροι από έναν μαυριδερό, σκυφτό σαραντάρη με κοιλίτσα και αρχή φαλάκρας - άρα βλέπω το Μι σέλ να μένει στα αζήτητα και να μην επιτυγχάνει καν μια αξιοπρεπή στύση για να αυτοεξυπηρετη θεί -φιάσκο η παρτούζα! « Ε ί π ε ς τίποτα, Έ ρ σ η ; » «Σκεφτόμουνα ότι... χμ... για να πετύχει μια παρτούζα θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα η σύνθεση της. Αυτός που την οργανώνει δηλαδή θα πρέπει να ε π ι λ έ γ ε ι άτομα πολύ ελκυστικά μεν του αντίθετου, κακάσχημα δε του δικού του φύλου, αν θέλει να περάσει καλά. Οι λόγοι είναι, νομίζω, προφανείς».
194
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Όση ώρα μιλούσα ο Μισέλ με κάρφωνε μ' ένα φιδίσιο βλέμμα, προσπαθώντας να μαντέψει αν ύντως του την έμπαινα άγρια ή ήμουν απλώς μια χαζοβιόλα που λέει τα δικά της. Η Εύα δεν καταλάβαινε τίποτα, είχε όμως μια απορία ιδε ολογικής φύσεως: « Μ α τότε πάει περίπατο η κοινοκτημοσύνη του έρωτα, η ισότητα όλων να έχουν πρόσβαση στη θεϊκή μέθεξη, δεν είν' έτσι; Τι λες κι εσύ, Μι σέλ ;» «Ώρα να πληρώνουμε και να του δίνουμε, λέω. Αύριο ξυπνάω χαράματα. Κορίτσια, σας πειράζει να γυρίσετε με ταξί; Ωραία, a demain, cherie. Λοιπόν, Έρση, χάρηκα. Καλό τ α ξ ί δ ι » .
Δεν τόλμησα τελικά να της ανοίξω τα μάτια της Εύας, δε μου 'κανε καρδιά. Όχι ότι ήμουνα εξυπνότερη ή ωρι μότερη - κ ά θ ε άλλο! Αλλά εκείνη είχε κυριολεκτικά τυ φλωθεί. Είναι φανερό ότι ο Μισέλ δε γοήτευε με τα φυσικά ή τα γνήσια πνευματικά του προσόντα - όχι. Παραμύθιαζε το ακροατήριό του με τις αντιεξουσιαστικές του κορόνες, με τις αντιστασιακές του περγαμηνές, δήθεν κι αυτές, σε μια εποχή χαμέρπειας και ταπείνωσης, που διψούσε για ήρωες. Μετανιώνω που με κάποια δικαιο λογία αποποιήθηκα την πρόσκληση της Εύας να πάω μαζί της την επομένη σε μια διάλεξή του. Έχασα έτσι την ευκαιρία να μελετήσω στην πράξη το φαινόμενο αυτό, του πώς κατασκευάζονται τα τζούφια είδωλα.
195
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Αλλά και να πήγαινα, μήπως θα καταλάβαινα τίποτα; Ήμουν μόλις δεκαεννιά και μέρος του όλου σκηνικού εγώ η ίδια. «Θα το βάλουμε αυτό τώρα στο μυθιστόρημα;» « Ξ έ ρ ω κι ε γ ώ ; Αφού μιλάει, υποτίθεται, η Εύα σε πρώτο πρόσωπο. Αν τη σκηνή στο μπιστρό την αφη γούνταν η Εύα, θα 'ταν εντελώς διαφορετική, συμφω νείς; Ή να βάλουμε κι άλλα πρόσωπα να ιστορούν;» «Καλύτερα όχι, αυτό είναι πολύπλοκο για πρωτά ρηδες. Άσε που μια τέτοια σκηνή θα χάλαγε όλη την ερωτική ατμόσφαιρα της ιστορίας». « Μ α αυτό δεν κάνουμε ε δ ώ ; Αυτό δεν επιδιώκου με ;» «Ποιο δηλαδή;» « Μ α δεν το κατάλαβες ακόμη; Την απομυθοποίηση του έρωτα!» Ναι, από τα δεκαεννιά μου είχα όχι ακριβώς «απο μυθοποιήσει» τον έρωτα, αλλά τουλάχιστον υποψια στεί ότι είναι δονκιχωτισμός να ονειρεύεσαι την από λυτη αγάπη, την απόλυτη πίστη, αφού οι άντρες διαφέ ρουν τόσο πολύ από μας. Όσο ερωτευμένοι και να εί ναι, δε διστάζουν να ενδώσουν στη σαγήνη του πρώτου τσουπωτού πισινού που θα παρελάσει μπροστά τους. « Γ ι α τον άντρα η στύση είναι ο προδότης του σώματος. Ένας Ιούδας. Δρα αυτοβούλως και πάντα επιβάλλεται στη θέλησή τ ο υ » διάβασα κάπου. Αυτό με είχαν διδά ξει και οι ως τότε τραυματικές μου εμπειρίες. Το σοκ απ' την έκτρωση στη Θεσσαλονίκη, η απο γοήτευσή μου απ' την « π ρ ο δ ο σ ί α » του Πάνου ήταν ακόμη πολύ νωπά όταν έφτασα στο Παρίσι, για να δω
196
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
την αγαπημένη μου φίλη να σέρνεται πίσω από μια μει ωτική σχέση, που η ίδια θεωρούσε πεμπτουσία του έρωτα. Αποφάσισα ότι έτσι έχουν τα πράγματα με τους άντρες και ότι εγώ τουλάχιστον δε θα άφηνα ποτέ τον εαυτό μου να πληγωθεί στ' αλήθεια. Εντάξει, δεν είναι και ό,τι καλύτερο να πιάνεις τον καλό σου στα πράσα, αλλά δεν είναι και το τέλος του κόσμου - φ τ ά νει να μην εξαρτάς όλη σου την ύπαρξη από τ' αχαμνά τ ο υ . Φτάνει να ξεδίνεις κι εσύ πού και πού απ' την -αναπόφευκτη και για μας τ ι ς γυναίκες, ψ έ μ α τ α ; ρουτίνα, πράγμα που τα μάλα συντελεί στην αυτοεπιβεβαίωσή μας και μας κάνει πιο easy going με τους, ανυποψίαστους κατά κανόνα, μόνιμους συντρόφους μας. Λάβαρό μου είχα από τ ό τ ε , παλιά, το σχετικό τραγουδάκι της Μπριζίτ Μπαρντό - « ο εραστής για τη μέρα, ο σύζυγος για τη νύχτα, ο εραστής για τον έρωτα, ο σύζυγος για τη ζ ω ή » - και έκτοτε δεν άλλαξα γνώμη. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου μου έκανα κι εγώ τις «αταξίες» μου, περιορισμένες σε διάρκεια και μετρημένες, αλλά (γι' αυτό και) γοητευτικές. Φάσεις αναζωογονητικές αλλά ποτέ αχαλίνωτες ή διεκδικητι κές - δ ε θα τις άφηνα με τίποτα να υποστούν μετάλλα ξη, γι' αυτό και έκανα πάντα πίσω την κατάλληλη στιγ μή. Το ενδιαφέρον μου μονοπωλούσαν σχεδόν αποκλει στικά οι αλλοδαποί συγγραφείς που κατά καιρούς με τέφραζα. Εκτός των άλλων, είχαν και το προσόν να ζουν μακριά. Μέσα απ' το έργο τους, αλλά και από επιστολές που ανταλλάσσαμε, μου δινόταν η ευκαιρία να τους γνωρίσω αρκετά καλά πριν τους συναντήσω.
197
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Όταν πια ερχόντουσαν εδώ - ή , σπανιότερα, ταξίδευα εγώ στη βάση τους-, άφηνα, όποτε άξιζε τον κόπο, την πνευματική σχέση μεταξύ δημιουργού και συνδημιουργού-μεταφραστή να εξελιχθεί σε κάτι πιο χειροπια στό. Η όλη φάση αποδείχτηκε ευεργετική και για τη δου λειά μου, αφού η στενή επαφή με το συγγραφέα με βοηθούσε να μπαίνω κ υ ρ ι ο λ ε κ τ ι κ ά στο πετσί τ ο υ , ν' αποκρυπτογραφώ τ ι ς πιο μύχιες σκέψεις του και ν' αποδίδω σωστά ακόμη και τις λεπτότερες αποχρώ σεις λέξεων και νοημάτων στη μετάφρασή μου. Το γε γονός αυτό, αλλά και η ερωτική σχέση αυτή καθαυτή είχαν ως αποτέλεσμα να επιλέγομαι και για τη μετά φραση του επόμενου βιβλίου από τον εκάστοτε συγ γραφέα, που δε σήκωνε επ' αυτού καμία αντίρρηση. Έτσι, εδραιώθηκε το κύρος μου ως έγκυρης μεταφρά στριας και αναλόγως αυξήθηκαν οι απολαβές μου, επι σύροντας την μήνιν κάποιων στυφών εν μεταφράσει αδελφών και των δύο φύλων. Σύντομα κατέκτησα το προνόμιο να επιλέγω εγώ η ίδια και να προτείνω βιβλία για μετάφραση, πασχίζο ντας πάντα να βρίσκω τη χρυσή τομή μεταξύ αξιοπρό σεχτου κειμένου και αξιέραστου συγγραφέα. Μόλις ο εκδοτικός οίκος εξασφάλιζε τα δικαιώματα του βιβλί ου, άρχιζε το συναρπαστικό παιχνίδι της ανταλλαγής επιστολών με τον επίδοξο εραστή. Οι πρώτες συναντήσεις είχαν πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία και μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως. Σε γραφεία εκδοτών, σε αίθουσες παρουσιάσεων, σε πολι τιστικά κέντρα, σε in εστιατόρια, σε αξιοθέατα της
198
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ημεδαπής ή της αλλοδαπής, εκεί που συχνάζουν κατά κανόνα οι τιμώμενοι ξένοι, έζησα όλη την γκάμα των συγκινήσεων: από το πρώτο ερωτικό σκίρτημα μ' ένα τυχαίο άγγιγμα των χεριών μέχρι την καταβύθιση στην τριζάτη αγκαλιά των μεταξωτών σεντονιών επώνυμων ξενοδοχείων, με τη σαμπάνια εν αναμονή να ιδρώνει στην παγονιέρα. Τρυγούσα μόνο το άλας, ρουφούσα το νέκταρ του έρωτα και άφηνα τα πικρά ιζήματα, που με μαθηματι κή βεβαιότητα θα ανέβαιναν ως το χείλος του κολονά του ποτηριού αν η « π α ρ ά ν ο μ η » σχέση τραβούσε σε μάκρος, να κατακάθονται ήσυχα στον πάτο. Χορτασμένη σωματικά και πνευματικά, γύριζα μετά από κάθε ερωτικό ιντερμέτζο να χαλαρώσω στη φωλιά μου, στη βολή μου, με τις μπαταρίες μου φορτισμένες μέχρι την ε π ό μ ε ν η ε ξ ό ρ μ η σ η , χωρίς καμιά διάθεση μεμψιμοιρίας έναντι του λατρευτού μου συζύγου, στην κωλότσεπη του οποίου μπορεί ν' ανακάλυπτα κάποιο ύποπτο σημάδι - αν έψαχνα. Αλλά δεν έμπαινα στον κόπο να ψάξω. Πού μυαλό για τέτοια...
199
br/zav
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Τ Η Σ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗΣ
τρία περίπου χρόνια. Με την επί σημη παρουσίαση του βιβλίου ενός πρωτοεμφανιζόμε νου τότε στην Ελλάδα και ελκυστικότατου ως άντρα Λατινοαμερικάνου συγγραφέα, που ευτύχησε να γίνει μπεστ σέλερ, αποφάσισα να βάλω τέρμα στις παρά πλευρες δραστηριότητες μου. « Τ α καλύτερα κορίτσια κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι» είπα στην Έρση, καθώς ψόφια στην κούραση άλλαζα πλευρό στο «νόμι μ ο » κρεβάτι μου και βυθιζόμουνα στον ενάρετο λή θαργο μιας αγαθής «ναφθαλίνης». Αυτή η ξενοιασιά μού άρεσε, μου άρεσε πολύ. Α Υ Τ Α Μ Ε Χ Ρ Ι ΠΡΙΝ ΑΠΟ
Πέρασα σε άλλη διάσταση απ' τη στιγμή που έπια σα τον εαυτό μου να βρίσκει τη σύνθεση του μενού στο εστιατόριο πιο ενδιαφέρουσα από εκείνα που θ' ακο λουθούσαν αργότερα, στον όγδοο όροφο του ξενοδο χείου. Αυτή μου η διαπίστωση έγινε το τελευταίο βρά δυ της παραμονής του αρρενωπού Μιγκέλ στην Αθή να.
Με το Μιγκέλ είχαμε ήδη ζήσει τρεις εβδομάδες ν ο τ ι ο α μ ε ρ ι κ ά ν ι κ ο υ μ α γ ι κ ο ύ ρ ε α λ ι σ μ ο ύ : την πρώτη όταν ήρθε στην Αθήνα για την υπογραφή
200
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
του συμβολαίου και μια πρώτη γνωριμία με τη μεταφράστρια του βιβλίου του· τη δεύτερη στη Ζυρίχη, όπου τον είχα επισκεφθεί για να του δείξω την πρώτη γραφή της μετάφρασης και να φωτίσουμε μαζί ορισμένα σκοτεινά σημεία· και την τρίτη με την εδώ παρουσίαση του βιβλίου, που ήδη διέγραφε μια θριαμβευτική πορεία στα βιβλιοπωλεία. Ο Κώστας έλειπε σε μια από τις συνήθεις διασκέψεις στο εξωτερικό, η Δάφνη ήταν ακόμη στο Άαχεν, εντρυφώντας στ' αραβ ο υ ρ γ ή μ α τ α , κι εγώ έζησα μια χ ο ρ τ α σ τ ι κ ή εβδομάδα έρωτα και ευωχίας παντός είδους. Το πράγμα τραβούσε επικίνδυνα, ο Μιγκέλ κιν δύνευε να μου γίνει συνήθεια. Θυμάμαι ολοζώντανα το τελευταίο βράδυ μας στην ταράτσα του « Χ ί λ τ ο ν » . Τα φώτα της πόλης έλαμπαν κάτω απ' τα πόδια μας, η φλόγα τ ρ ε μ ό σ β η ν ε στο κ ε ρ ί β ά φ ο ν τ α ς μ ε γ λ υ κ έ ς ανταύγειες τα πρόσωπά μας. Ο Μιγκέλ μού έσφιξε το χέρι. «Λοιπόν; Καταλήγουμε στον αστακό Θερμιδώρ;» Δίστασα λίγο. Σαν η απόφαση για το μενού να είχε βαρύνουσα σημασία για το μέλλον αυ τής της σχέσης, για τη ζωή μου όλη. Και έτσι ακριβώς ήταν. Έφερα τα χέρια στο στομάχι μου. Οι ασωτίες των τελευταίων ημερών είχαν αφήσει τα σημά δια τους. Η ζώνη με πίεζε - γ ύ ρ ω στην άλλοτε δαχτυλιδένια μέση μου άρχιζαν να συσσωρεύο-
201
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
νται τα πρώτα γεροντόπαχα. Η κλιμακτήριος προ των πυλών, έκανα τη θλιβερή διάγνωση και την ίδια στιγμή φαντάστηκα τον εαυτό μου χορ τάτο και απενοχοποιημένο ν' απλώνεται κατα λαμβάνοντας ηδονικά ολόκληρο το διπλό μου κρεβάτι. «Ας παραγγείλουμε τον αστακό, λοιπόν». 0 κύβος είχε ριφθεί. Έβγαλα τη ζώνη κι άφη σα τον εαυτό μου ελεύθερο να ξεκοκαλίσει τον αστακό - του 'δωσα και κ α τ ά λ α β ε , γ ι α την ακρίβεια. Ψελλίζοντας μια πρόφαση, αποχαιρέ τισα το Μιγκέλ μ' ένα πεταχτό αδερφικό φιλί στο ασανσέρ του ορόφου του και υποσχέθηκα να του γράψω σύντομα για να κανονίσουμε την επόμενη συνάντηση. Δεν έγραψα όμως ούτε στο Μιγκέλ ούτε σε άλλον άντρα συγγραφέα. Ένιωθα ξαφνικά πα ροπλισμένη και πολύ κουρασμένη. Αφέθηκα χωρίς αντίσταση στην προϊούσα ναφθαλινοποίηση. Ήταν τόσο χαλαρή, τόσο ευεργετική αυτή η αδράνεια της ώριμης γυναί κας που βαραίνει. Σταμάτησα σχεδόν να βγαί νω. Άρχισα να βλέπω τη δουλειά σαν βάρος και να μετράω με λαχτάρα τα χρόνια ως τη σύντα ξη. Στο εξής θα επέλεγα βιβλία γυναικών συγ γραφέων και, από κάποια στιγμή και μετά, θα επιχειρούσα να τα γράφω εγώ η ίδια. *
*
*
202
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Τώρα, ο Νίκος πού κολλάει εδώ; Γιατί έρχεται ν' ανα στατώσει την ταχτοποιημένη ντουλάπα μιας ναφθαλί νης; Δε θέλω να το σκεφτώ. Ο Νίκος έχει σχέση μόνο με το βιβλίο και με τίποτ' άλλο, γι' αυτό και θα του κάνω ένα επαγγελματικό τηλεφώνημα τη Δευτέρα στο γρα φείο. Σημασία έχει να προχωρήσω το γράψιμο, για να του παραδώσω τη συνέχεια. Το ρολόι της κουζίνας δείχνει έντεκα. Αδυνατώ να συγκεντρωθώ και ξεφυλλίζω ένα πε ριοδικό. Το μάτι μου πέφτει στη συνέντευξη δυο Ιτα λών μ ό δ ι σ τ ρ ω ν , ζ ε υ γ ά ρ ι στην τ έ χ ν η και στη ζωή. Αμφότεροι δηλώνουν πολύ ευτυχισμένοι που είναι μα ζί, αφού είναι χίλιες φορές προτιμότερο να μοιράζεσαι τη ζωή με τον καλύτερο σου φίλο παρά με κάποιο φλο γερό εραστή. Σοφοί άνθρωποι! Κι εγώ κάπως έτσι πήρα την απόφαση να παντρευ τώ τον Κώστα. Επέλεξα να κολλήσω μαζί του όχι λόγω του παθιασμένου έρωτα που μου ενέπνεε -αυτός θα 'ταν μάλλον λόγος ν' αποφύγω τη « ν ύ μ ι μ η » δέσμευσηαλλά επειδή παρείχε εχέγγυα ότι εκτός από επαρκής εραστής θα γινόταν και ο καλύτερύς μου φίλος, όπερ και εγένετο. Εντάξει, μετά την Εύα εννοείται, αλλά η Εύα βρήκε τον παράδεισό της στην άλλη άκρη του κό σμου , ενώ ο Κώστας είναι πάντα εδώ. Μεγάλη η χάρη Σ ο υ , Θεούλη μου, με τέτοια λαχτάρα που πήρα! Σαν τα μάτια μου πρέπει να τον προσέχω τον άντρα μου, σαν το «Άξιον Ε σ τ ί » να τον προσκυνώ! «Κουραφέξαλα! Όλο λόγια είσαι! Εδώ ένα έτοιμα τζίδικο κις λορέν ήταν να του πασάρεις για βραδινό, κι
203
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
αυτό ξέχασες να το παραγγείλεις, επιπόλαια!» «Οχ, καλά λες, βρε Έρση, πήγε έντεκα! Πού έβαλες το προσπέκτους του ταχυφαγείου; Μα ποιος είναι τέ τοια ώρα, τώρα που θέλω να... Ας ρωτήσω απ' το εσω τερικό κουδούνι».
204
br/zav
ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ
« Ν Α Ι ; ΠΟΙΟΣ Ε Ι Ν Α Ι ; »
«Η Φαίδρα είμαι. Άνοιξέ μου, σε παρακαλώ!» Αυτή μάς έλειπε τώρα! Θυμάμαι όμως ότι πριν από -πόσες;-τρεις μόλις μέρες ήταν εκείνη που με περιμά ζεψε νυχτιάτικα και πατάω το κουμπί της κάτω πόρ τας. Μην μπλέξουμε σε κάνα σκυλοκαβγά και ξεχάσω τα κις λορέν! φρονίμως προνοώ και σπεύδω να τηλεφωνή σω εδώ και τώρα. Το τηλέφωνο του ταχυφαγείου όμως συνεχίζει να είναι κατειλημμένο και το κουδούνι της εξώπορτας χτυπάει ήδη νευρικά. «Καλησπέρα. Συνήλθες, βλέπω, απ' τη νάρκωση». « Ν α ι . Είμαι εφτάψυχη, τελικά. Θα χρειαστεί να καταβάλεις κι άλλες προσπάθειες για να με ξεπαστρέ ψεις». « Μ α , Έρση, σύνελθε! Έχεις τρελαθεί εντελώς; Τι εί ναι αυτά που μου σέρνεις; Μου 'χει ανέβει η πίεση απ' το πρωί που...» « Έ λ α , Φαίδρα. Δεν έχει νόημα, τι προσπαθείς τώρα να...» «Μπορώ να 'χω ένα ποτό; Και πρώτα πρώτα άσε με να σου εξηγήσω τι έγινε με το κινητό. Δε σ' το πήρα επί τηδες, πράγματι πρέπει να 'χε γλιστρήσει απ' την τσά-
205
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
ντα σου. Το βρήκα και το περιεργάστηκα λίγο από πε ριέργεια - τ ' ομολογώ. Θέλησα ν' ακούσω τα μηνύματα, αλλά από αδεξιότητα πάτησα, φαίνεται, λάθος κουμπί και σβήστηκαν. Ντρεπόμουνα να σ' το ομολογήσω, γι' αυτό δεν είπα τίποτα. Αυτό είναι όλο». « Δ ε θέλησες να μου βάλεις δηλαδή τρικλοποδιά, να γίνω ρόμπα με τον Κώστα. Αυτό πας να μου π ε ι ς ; » « Κ α ι πού ήξερα εγώ ότι τα μηνύματα ήταν απ' τον Κώστα; Όποιος και να 'ναι θα την ξαναπάρει, σκέφτη κα. Και ήταν αυτά τα μηνύματα τόσο σημαντικά;» «Α μπα! Απλώς ο Κώστας μου 'λεγε ότι αναβάλλει το ταξίδι του στη Σύνοδο Κορυφής και πάει στην Κύ μη, επειδή η μάνα του έπεσε κι έσπασε τη λεκάνη της. Ψιλοπράματα!» « Π ο π ό ! Και δε σε βρήκε αργότερα; Εσύ δεν επικοι νώνησες...» « Ε γ ώ έγινα σούργελο πρωί πρωί που πήγα στην εφημερίδα να μάθω αν η αποστολή έφτασε καλά και με κοίταγαν όλοι σαν ούφο. Ο Κώστας τραβιόταν στις Εντατικές σε Κύμη και Αθήνα, όπου βέβαια δε συνηθί ζονται τα κινητά, κι εγώ δεν είχα ιδέα, να του πάω του λάχιστον μια αλλαξιά ρούχα». «Λυπάμαι, Έρση. Λυπάμαι πολύ. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα σου προκαλούσα τέτοια αναστάτω ση. Μα κι αυτός ο Κώστας... ξέρεις, όταν τηλεφώνησε σπίτι μου προχθές το πρωί -εσύ μόλις είχες φύγει-, δε μου είπε τίποτα. Δε μου εξήγησε πόσο σημαντικό ήταν να σε βρει, απλώς ρώτησε αν ξέρω πού είσαι κι εγώ του ε ί π α ότι μ ό λ ι ς είχες φ ύ γ ε ι . Αν το ' ξ ε ρ α , θα έκανα τ' αδύνατα δυνατά να σε βρω, αλλά δεν ήξερα τίποτα
206
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
και με πήρε ο ύπνος ως το απόγευμα. Ε, μετά το ξέχα σα». Μάλλον ψέματα θα λ έ ε ι , το μαρτυράει ο τόνος της φωνής της, αλλά... ποιος ασχολείται τώρα... « Έ σ τ ω . Αν είναι έτσι, απολογούμαι που σ' έβρισα. Τα νεύρα μου ήταν εντελώς σπασμένα - τ ο καταλαβαί νεις». « Τ ο καταλαβαίνω. Είναι καλύτερα τώρα η πεθερά σου; Ωραία. Τέλος καλό, όλα καλά. Βάλε να πιούμε άλλο έ ν α ! » Ώρα είναι τώρα να νιώθω και υπόλογη απέναντι στη Φαίδρα. Να 'ναι έτσι όπως τα λ έ ε ι ; Μα κάτι δε μου βγαίνει, κάτι δεν κολλάει... «Έρση;» «Ναι;» « Ξ έ ρ ε ι ς . . . δεν είναι τυχαία όλ' αυτά που συνέβησαν. Για να σκεφτείς τόσο άσχημα για μένα, ότι θα μπορού σα εγώ σκόπιμα να σου προκαλέσω κακό, αυτό κάτι σημαίνει». «Χμ...» «Είναι η παλιά ιστορία με τον Πάνο; Αχ, Έρση, πά νε τόσα χρόνια και το έκρυβες μέσα σου; Ποτέ δεν εί πες τίποτα, ποτέ δεν έδειξες ό τ ι . . . » « Τ ι νόημα είχε να δείξω κάτι; Τον ξέγραψα και πά ει». « Ν α ι , αλλά με μένα συνέχισες να...» «...να βλέπομαι στη χάση και στη φέξη, ναι. Δεν εί χες και τόση σημασία εσύ, Φαίδρα. Ούτε πριν ούτε με τά απ' αυτό. Εμένα αυτός μ' ενδιέφερε τότε. Εγώ σφα ζόμουνα κι εκείνος όρμησε στο πρώτο θηλυκό που του
207
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
κουνήθηκε. Το ποιο ήταν αυτό το θηλυκό είναι δευτε ρεύον. Εγώ από κείνον περίμενα αφοσίωση, δεν περί μενα η λαβωμένη μου ψυχή να γίνεται μπαλάκι στα χέ ρια της κάθε γκόμενας! Να εξαρτάται η ευτυχία μου απ' το αν η γκόμενα είναι "ενάρετη", αλληλέγγυα μαζί μου ή όχι, κατάλαβες;» «Είσαι δυνατή γυναίκα,Έρση. Ξέρεις, οι άντρες...» « Ξ έ ρ ω . Πήρα το μάθημά μου νωρίς, ευτυχώς». « Ε γ ώ άργησα πολύ να καταλάβω. Νόμιζα ότι κάτι το ιδιαίτερο είχα, κάτι περισσότερο από τις άλλες, για να ξεμυαλίζονται λογής λογής ξένοι άντρες μαζί μου. Δεν έμενα με κανέναν για πολύ, δε δίσταζα να ξεριζώ σω τα έμβρυα που γύρευαν να φωλιάσουν στα σπλάχνα μου -ήμουν και... χειραφετημένη, βλέπεις! Δεν ήθελα δεσμεύσεις, για γάμο ούτε λόγος - τ ι ; Να 'χανα τη σύ νταξη του μπαμπά; Έτσι πέρασαν τα χρόνια χωρίς να το καταλάβω. Μέχρι που... κάποιο πρωί ξύπνησα πάλι δίπλα στον άντρα μιας άλλης, πήγα στο μπάνιο, κοιτά χτηκα στον καθρέφτη και -ω της φρίκης!-τι να δω; Το σκληρό φως ανελέητο αποκάλυπτε την κάθε μου ρυτί δα, τα κρεμασμένα μάγουλα,τον πλαδαρύ λαιμό. Αυ τό ήταν! Η μπογιά μου είχε περάσει οριστικά και αμε τάκλητα. Έτσι, ξαφνικά, απότομα γέρασα, απ' τη μια στιγμή στην άλλη». «Ήσουν διψασμένη για έρωτα, επειδή δε βρήκες την αγάπη. Αλλά ο έρωτας δε σε ξεδιψάει π ο τ έ » . « Ν α ι , τ ο ξέρω. Ποτέ δεν ξεδίψασα. Ακόμη διψάω. Κέρασέ με άλλο ένα! Ξέρεις, Έρση, σε ζηλεύω. Πάντα σε ζήλευα. Γ ι ' αυτό και τότε, με τον Πάνο... Αλλά όχι, σε ζήλευα από πιο παλιά. Ζήλευα που ήσασταν τόσο
208
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
φίλες η Εύα κι εσύ. Θυμάσαι; Θυμάσαι που πήγες κι έγραψες εσύ στη θέση της, στις εξετάσεις γερμανικών στο Γκαίτε; Αν σας πιάνανε, ποιος σας γλίτωνε, κακο μοίρα μ ο υ ! Σωστή πλαστοπροσωπία, απάτη ολκής! Αλλά εσείς δεν καταλαβαίνατε τίποτα. Τόσο κοντά η μία στην άλλη... καρφίτσα δεν έπεφτε ανάμεσά σας. Ένα κύκλωμα κλειστό από παντού...» «Ναι». « Τ ώ ρ α όμως εκείνη δεν είναι πια ε δ ώ . Πες μ ο υ , Έρση, δε σου λείπει μια στενή φίλη; Μια φίλη που μα ζί της θα μοιράζεσαι τα πάντα;» Η Εύα είναι που μου λείπει, αλλά δε θα ξαναπατή σει στην Ελλάδα και φταις εσύ και οι όμοιοί σου. Είχε την ατυχία να βρίσκεται εδώ τότε, με την επίσκεψη Κλί ντον, κι έπαθε νευρικό κλονισμό. Με σύζυγο Αμερικανοεβραίο και παιδιά Ελληνο-Αμερικανο-Εβραιόπουλα, πού να τολμήσει να πει τ' όνομά της; Κινδύνευε να την κάψουν στην πυρά οι γνήσιοι Ελληναράδες, ως άλ λη Ζαν ντ' Αρκ. Αυτή η τελευταία της επίσκεψη ήταν το αποκορύφω μα. Είχαν, βέβαια, προηγηθεί άλλα περιστατικά, πιο « ή π ι α » , ας πούμε. Όπως τότε που, χρόνια πριν, είχε φέρει για διακοπές τα δυο της αγόρια, μικρά ακόμη, κι εγώ προγραμμάτισα μια συνάντηση παλιών συμμαθη τριών. Τι το 'θελα;
209
br/zav
Π Ε Ρ Ι ΦΥΛΕΤΙΚΗΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑΣ
Η « Κ Ο Κ Κ Ι Ν Η » ΦΑΙΔΡΑ δέσποζε στην κορυφή του τραπεζιού, περιστοιχισμένη από τις συνήθεις προοδευτικές νεόγριες. Στην άλλη άκρη εγώ, η Εύα και λίγο πιο πέρα τα δυο της αγόρια χάζευ αν την ανοιχτή τηλεόραση, που έδειχνε ένα συλ λαλητήριο με μια κόκκινη θάλασσα από σφύροδρέπανα να πολιορκούν την αμερικανική πρε σβεία. Τα σχετικά συνθήματα περί φονιάδων των λαών έδιναν κι έπαιρναν. Ελπίζω να μην καταλαβαίνουν ελληνικά τα παιδιά, σκέφτηκα. «Πώς είπες τον λέτε το μεγάλο;» ρώτησε η Φωτεινή την περήφανη μάνα. « Σ α μ , δηλαδή Σ ά μ ι ο υ ε λ » . « Κ α ι το μικρό;» επέμεινε η Φαίδρα επιθετικά. «Τζέικομπ. Τζέι για τους φίλους». «Καλά, χάθηκαν τα ελληνικά ονόματα;» « Γ ι α τ ί έπρεπε σώνει και καλά να 'χουν ελλη νικά ονόματα; Εμένα δηλαδή η μάνα μου έπρε πε να με βγάλει Γκούντρουν, τ' όνομα της για γιάς μου, επειδή ήταν η ίδια Γερμανίδα; Δεν το κατάλαβα! Γιατί, λοιπόν, η Εύα θα ' π ρ ε π ε . . . » μπήκα στη μέση εγώ και της έκοψα τη σούπα. Η Φαίδρα τα 'χασε προς στιγμήν, αλλά δεν το
210
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
'βαλε κάτω. Με κάρφωσε με βλέμμα που θύμιζε έντονα τη χουντικιά θεία μου την Ξένη, όταν με επανέφερε στην τάξη κάθε φορά που έκρινε ότι κινδύνευα να ξεφύγω απ' το πρότυπο της σω στής Ελληνοπούλας. « Ε σ ύ ήσουν... είσαι Ελληνίδα. Ή μήπως όχι;» «Ελληνογερμανίδα είμαι και δε με χαλάει κα θόλου. Το αντίθετο. Δε θα με χάλαγε να 'μαι και Ελληνοαλβανίδα, Ελληνοβουλγάρα ή Τουρκογύφτισσα. Σημασία έχει πού ζει κανείς, ποιο μέρος θεωρεί πατρίδα του. Αλλά κι αυτό δεν είναι σταθερό, μπορεί ν' αλλάξει, δεν είν' έτσι, Ε ύ α ; » « Έ τ σ ι είναι. Κι εγώ ήμουνα σκέτη Ελληνίδα, αλλά σπούδασα στη Γαλλία, μετά έγινα Ελληνοαμερικάνα -Ελληνο-Αμερικανο-Εβραία για την ακρίβεια- και στο μέλλον μπορεί να ξανα ζήσω εδώ ή αλλού. Τι έ γ ι ν ε ; » « Ν α ι , αλλά τα π α ι δ ι ά . . . » « Μ α στην Αμερική ζουν τα παιδιά, Φαίδρα μ ο υ » επέμεινε γλυκά η Εύα. «Ε κ α ι ; Ε κ ε ί θα μ ε ί ν ε τ ε για πάντα; Δε θα επιστρέψετε π ο τ έ ; » «Ο Ντέιβιντ κι εγώ λέμε να έρθουμε να μεί νουμε εδώ όταν πάρουμε σύνταξη. Τα παιδιά ίσως όχι, ποιος ξέρει; Ίσως έχουν άλλα σχέδια» συνέχισε απολογητικά η Εύα. «Από σας εξαρτάται τι αγωγή θα τους δώσε τ ε . Από σένα δηλαδή, που είσαι Ελληνίδα, γιατί ο άντρας σου...» « Ο ύ τ ε ο άντρας μου ούτε εγώ θα επηρεά-
211
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
σουμε τα π α ι δ ι ά . Μεγαλώνοντας θα ζήσουν όπου και όπως θέλουν αυτά. Για την ώρα πα τρίδα τους είναι η Αμερική. Εκεί νιώθουν... at home». « Κ α λ ά , Α μ ε ρ ι κ α ν ο ε β ρ α ί ο υ ς τα 'κανες τα π α ι δ ι ά σ ο υ ; Δ ε μ ι λ ά ν ε ε λ λ η ν ι κ ά ; » συνέχισε απτόητη η Φαίδρα. «Μιλάνε λίγο,αλλά καταλαβαίνουν πολλά!» ξέσπασε η Εύα, σε τόνο οξύ, κοιτάζοντας με ση μασία προς τη μεριά των παιδιών. Η Φωτεινή πήρε το λόγο, με σκοπό προφα νώς να κατευνάσει τα πνεύματα. « Ό π ω ς και να ' χ ε ι , ο μ ι κ ρ ό ς ε ί ν α ι β έ ρ ο ς Έλληνας, φτυστός εσύ. Ο μεγάλος... χμ, μάλλον θα μοιάζει στον πατέρα τ ο υ » . Μάλιστα! Τώρα έπεσες διάνα! Αυτός κι αν εί ναι Έλληνας, και με τη βούλα. Βέρος γιος καθα ρόαιμου Γραικού, και δη χουντοφάγου! Αλλά οι άνθρωποι δεν έχουν σφραγίδες στο μέτωπο, δυ στυχώς για σας, σκέφτηκα χαιρέκακα. Η Εύα μου 'ριξε ένα συνωμοτικό βλέμμα και σηκώθηκε. «Λοιπόν, εμείς να πηγαίνουμε. Ελάτε, παι διά! Χαιρετήστε ελληνικά τις κυρίες!» « Γ ε ι α σας! Καληνύχτα!» είπε απρόθυμα ο μεγάλος. « Χ α ρ ή κ α μ ε να γνωρίζουμε αληθινές φίλες της μ α μ ά ς » ε ί π ε ο μ ι κ ρ ό ς και κάρφωσε με βλέμμα ειρωνικό και επίμονο την ομήγυρη, μέ χρι να κατεβάσουμε, η μία μετά την άλλη, το κε φάλι.
212
br/zav
ΨΥΛΛΟΙ Σ Τ ' ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝΕ ΞΑΝΑ
Η ΦΑΙΔΡΑ Δ Ε Ν Π Τ Ο Ε Ι Τ Α Ι . Συνεχίζει ακάθεκτη την πο λιορκία της. «Λοιπόν; Δε μου απάντησες. Δε χρειάζεσαι μια αλη θινή φίλη;» «Δεν ξέρω... δε νομίζω. Έχω τον Κώστα». «Τον Κώστα; Μιλάς σοβαρά; Έναν άντρα στη θέση μιας στενής φίλης; Μπορείς ποτέ να εμπιστευτείς έναν άντρα;» «Περισσότερο πάντως απ' όσο μπορώ να εμπιστευ τώ εσένα και τις κολλητές σου, που όλη σας η "φιλία" δε στηρίζεται παρά στο θάψιμο των αντιπάλων σας ή, ελ λείψει αντιπάλων, στο αλληλοκάρφωμα» μου 'ρχεται να της πω, αλλά σωπαίνω. «Πού είναι τώρα ο Κώστας;» « Σ τ ο νοσοκομείο. Κάτσε να του τηλεφωνήσω, να δω τι ώρα θα 'ρθει. Ναι;... Ναι;... Περίεργο. Το 'κλεισε». «Ο Κώστας;» « Ό χ ι . Ήταν μια γυναικεία φωνή». «Η πεθερά σου;» « Ό χ ι . Νεανική φωνή». «Αααα... Περίεργο... Δε δοκιμάζεις ξανά;» « Ν α ι ; . . . Ν α ι ; . . . Τον κύριο Δημητρίου, παρακαλώ; Ουφ! Πάλι τα ίδια. Κάνει σαν να μην ακούει».
213
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
«Μήπως είναι λάθος το νούμερο που καλείς;» « Ό χ ι . Το νούμερο είναι γραμμένο εδώ. Είναι σωστό. Θα δοκιμάσω τη Δάφνη. Ναι; Έλα, Δάφνη. Πού είσα σ τ ε ; . . . Πώς; Δεν είσαι με τον πατέρα σου;... Α, τον άφησες μ ε τ η γ ι α γ ι ά . Εσύ πού ε ί σ α ι ; Τόσο α ρ γ ά ; Άκουσε να σου πω, Δάφνη, έχουμε να μιλήσουμε πολύ σοβαρά εμείς οι δύο. Ναι; Δάφνη; Μου το 'κλεισε, η χα μένη!» « Μ ε ποιον γυρνάει; Με κείνον το Στάθη είναι ακό μα;» « Ό χ ι . Τώρα είναι κάποιος Μίλτος. Ετών σαράντα οχτώ, παρακαλώ. Τον γνώρισε στην Πράγα». « Α , πάλι καλά. Τουλάχιστον θα 'ναι δικός μας. Σ υ νειδητοποιημένος». «Αυτό σίγουρα! Νεόγερος, όνομα και πράμα!» «Πώς; Της πέφτει γέρος;» « Ε , λίγο μεγάλος ίσως». « Τ α ετερώνυμα έλκονται, είναι κανόνας αυτό. Οι μικρές έχουν αδυναμία στους σιτεμένους. Ζητάνε πα τρικό υποκατάστατο». «Μα η δικιά μου έχει πατέρα, παραέχει μάλιστα». « Ε , τότε το κάνει γιατί της θυμίζει τον πατέρα της. Δεν ξαναπαίρνεις τον Κώστα;» « Ν α ι ; Ναι; Παρακαλώ τον κύριο Δημητρ... μου το 'κλεισε!» «Η ίδια γυναικεία φωνή πάλι; Η νεανική;» « Ν α ι , και βραχνή. Σαν νυσταγμένη». « Έ ρ σ η . . . κοίταξε, χωρίς να θέλω να... είσαι σίγουρη ότι είναι στο νοσοκομείο ο άντρας σου;» Με τη φούστα ξεκούμπωτη, χαλαρή και αραχτή στον
214
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
καναπέ, πίνει σιωπηρή το ουίσκι της, αφού πρώτα πυ ροδότησε τη χειροβομβίδα: Πριν από πέντε έξι μέρες τράκαρε τον Κώστα στο « D a C a p o » με μια νεαρή, σε ώρα δουλειάς μάλιστα, κι εκείνος έκανε πως δεν την εί δε. Από προχθές στο σπίτι της προσπάθησε να μου το π ε ι , αλλά εγώ δεν ήθελα ν' ακούσω. Τώρα όμως, που έχουμε νέο κρούσμα, καλό θα ήταν να ξέρω. Μάλιστα. Πάλι στο start είμαστε λοιπόν. Εκείνη χαί ρεται το θρίαμβό της κι εγώ ασφυκτιώ στο μισοσκότει νο δωμάτιο, Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης, με την τηλεόραση ανοιχτή χωρίς ήχο. Υποθέτω ότι μάλλον δεν έχει νόημα να παραγγείλω φαΐ. Η κόρη μου αλη τεύει , ο άντρας μου... χμ, κι εμένα η όρεξη μου κόπηκε μαχαίρι. Θα φύγει τουλάχιστον η Φαίδρα μετά το τ έ ταρτο ουίσκι, να μου αδειάσει τη γωνιά; Αλλά τι ωφε λεί; Στην κατάσταση που βρίσκομαι ούτε για την Εύα δεν είμαι σε θέση να γράψω, ν' αξιοποιήσω τουλάχιστον δημιουργικά το χρόνο που σέρνεται. «Έρση;» «Ναι;» « Μ η μελαγχολείς, σε παρακαλώ. Δεν αξίζει ν' αφή νουμε τους άντρες να μας τσαλακώνουν. Τους ξέρουμε πια, τους μάθαμε απ' την καλή κι απ' την ανάποδη. Εγώ τους έβγαλα πια απ' τη ζωή μου, πάνε κάποια χρόνια τ ώ ρ α » . Έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Η ανάσα της μυρί ζει ουίσκι. Η φούστα της έχει κυλήσει στο πάτωμα. « Έ τ σ ι να κάνεις κι εσύ, αν χρειαστεί. Δεν είναι τόσο δύσκολο, πίστεψέ μ ε . Μια χαρά τα βγάζουμε πέρα και μόνες μας! Καλύτερα περνάμε, άκου με που σου λέω.
215
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Μόνο μια γυναίκα μπορεί να προσφέρει σε μια άλλη αληθινή φιλία... αληθινή τρυφερότητα...» Το χέρι της εξερευνά τώρα το γόνατό μου. Θεέ μου, θα σταματήσει; Κάν' τη να σταματήσει! Νιώθω χαμένη και αμήχανη, είναι αυτό που νομίζω; Δεν ξέρω τι να κά νω, πώς να την απωθήσω. Το χέρι της ανεβαίνει, ανε βαίνει κι άλλο. Ευτυχώς, ένας ήχος, σιγανός αλλά αισθητός μέσα στην περιρρέουσα ησυχία, με βγάζει την κρίσιμη στιγμή απ' τη δύσκολη θέση. Πετάγομαι πάνω. Τι είναι αυτό που μουρμουρίζει; Το κινητό μου πρέπει να 'ναι, αλλά πού 'ν' τ ο ; Ο ήχος έρχεται από κάπου κάτω απ' τον κα ναπέ. Κάνω πλονζόν πάνω απ' την πλάτη του επίπλου, χώνομαι από κάτω και το ανασύρω τελικά μέσα απ' την κουβαριασμένη φούστα της Φαίδρας. Ματαιοπονία! Ο ήχος σταμάτησε. Με το ζήλο της νεοφώτιστης πατάω το σωστό κουμπί για ν' ακούσω το μήνυμα. «Hello, bloody brotherfucker 8! Bloody brotherfucker 7 εδώ. Πάρε με το συντομότερο, έχω νέα. Το κόλπο με τα σβησμένα μηνύματα δεν έ π ι α σ ε . Κάτι στράβωσε και τα βρήκαν τελικά με το σύζυγο, το 'μαθα από πρόσωπο που ψάρεψε τη Δάφνη. Προχωράμε σε σχέδιο νούμερο 2. Over, you bloody brotherfucker!» «Δώσ' το μου γρήγορα, το δικό μου ε ί ν α ι ! » μου ορ μάει έξαλλη η Φαίδρα. «Δεν αμφιβάλλω, bloody brotherfucker 8 ! » «Άκουσε, Έρση, ένα παιχνίδι είναι που η Φωτεινή κι εγώ...» «...παίζετε σε βάρος μου. Το κατάλαβα. Μάζεψ'τα
216
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
και δρόμο, πριν σ' το σπάσω στο κεφάλι!» «Άκουσε μ ε , Έ ρ σ η . Δεν κάναμε τίποτα σε βάρος σου,για το καλό σου το κάναμε. Για να σου ανοίξουμε τα μ ά τ ι α » . «Μου σβήσατε τα μηνύματα για να μου ανοίξετε τα μάτια;» «Δεν ήθελες ν' ακούσεις, δεν άφηνες να σε βοηθήσει κανείς. Έτσι, μετά που έφυγες απ' το σπίτι μου, σκε φτήκαμε με τη Φωτεινή να σε βοηθήσουμε αλλιώς. Μια σύγκρουση με τον Κώστα, ένας χωρισμός θα ήταν για σένα ό,τι καλύτερο, δεν το βλέπεις; Πότε θα καταλά βεις ότι η ευτυχία σου δε βρίσκεται κοντά σ' έναν κάλ πικο κλόουν, σ' έναν ψεύτη που προδίδει την εμπιστο σύνη σου, όπως όλα τ' ανδρικά γουρούνια; Δεν είναι αδέρφια μας οι άντρες, Έ ρ σ η , εχθροί μας ε ί ν α ι . Θα τους γαμήσουμε! Γίνε κι εσύ μια brotherfucker! Έλα κοντά στις ομόφυλές σου, που σε πονάνε και σε κατα λαβαίνουν. Έλα μαζί μας, Έ ρ σ η . Γίνε επιτέλους μια συνειδητοποιημένη γυναίκα να βρεις το φως σου!» Πιάνω ένα βαρύ κηροπήγιο και με ύφος τρελής αρχί ζω να την κυνηγάω γύρω απ' το τραπέζι. Ίσα που προ λαβαίνει να μαζέψει την τσάντα της, τρέχει μισύγυμνη μέχρι την εξώπορτα κι εξαφανίζεται κουτρουβαλώντας τη σκάλα. Φτάνοντας κάτω, μου χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω το παράθυρο, της πετάω τη φούστα και κάνω να το ξανακλείσω, αλλά βλέπω δυο προβολείς ν' αναβοσβήνουν και μένω σύξυλη, προσπαθώντας να διακρίνω αν είναι αυτό που υποψιάζομαι. Ναι, είναι το ασημί Τσερόκι του Νίκου.
217
br/zav
ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΧΑΜΕΝΗ
ΤΟ Ρ Ο Λ Ο Ι Δ Ε Ι Χ Ν Ε Ι Μ Ι Α Κ Α Ι Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο . Ρίχνω άλλη μια ματιά στον καθρέφτη. Ας μην αφήσω άλλο το Νίκο να περιμένει. Μια τελευταία πινελιά άι λάινερ, ένα ακόμη συννε φάκι πούδρα-σκόνη, μια υποψία ρουζ - τ ο αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου κακό. Το περίγραμμα των χειλιών σε σχήμα καρδιάς γεμισμένο με κραγιόν vieux rose μετα μορφώνει το στόμα μου σε μια ολόδροση ανεμώνη έτοιμη ν' ανοίξει τα νοτισμένα της πέταλα για να ρου φήξει τ' ανοιξιάτικο φως -ή μια ακόμη στάλα ουισκάκι. Ευτυχώς, δε χρειάζεται να οδηγήσω για να φτάσω στο «Corner», ένα τσιγάρο δρόμος είναι από δω. Στην επιστροφή θα με πετάξει ο Νίκος - ή μήπως δεν είναι πρέπον; Αν την ίδια ώρα τύχει να επιστρέφει ο Κώστας ή η κόρη μου και με δουν, τι θα σκεφτούν; « Γ ι α δουλειά είχα β γ ε ι . Υπογράφω, συμβόλαιο! Εκδίδεται το βιβλίο μ ο υ ! » θα τους αποστομώσω πριν προλάβουν ν' αντι δράσουν. Ναι, το αποφάσισα. Θα βγω να ξεσκάσω. Η κόρη μου έχει το κινητό της απενεργοποιημένο, ο σύζυγός μου άφαντος, με τη γνωστή ναζιάρικη φωνή ν' απαντά ει στο δικό του, τα νεύρα μου σμπαράλια απ' την ε ι σβολή της Φαίδρας - κι εκείνη η μαχαιριά στο στήθος:
218
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Αν αυτή η τσούχτρα η Φαίδρα έχει δίκιο; Αν η κοπέλα του « D a C a p o » είναι υπαρκτή; « Κ α ι από πότε, βρε Έρση, είναι επιλήψιμο να πίνεις καφέ στο "Da Capo";» « Ν α ι , αλλά γιατί δε χαιρέτησε τη Φαίδρα;» « Δ ε θα φορούσε τα γυαλιά του ίσως». « Κ α ι γιατί να μην τα φοράει;» « Γ ι α λόγους κοκεταρίας, προφανώς. Για να γοητεύ σει τη νεαρά». Όπερ έδει δείξαι! Και είναι πολύ οδυνηρό αυτό τώ ρα που, χορτασμένοι και οι δυο από περιστασιακά τσιμπολογήματα, είχαμε αρχίσει να διανύουμε ένα δεύτε ρο μήνα του μέλιτος στη χρυσή μας ωριμότητα. «Ανε-μόνη ξανά λοιπόν;» «Όχι, όχι κατ' ανάγκην. Το μάθημά μας το ξέρουμε, Έρση. Έτσι έχουν τα πράματα με τους άντρες. Πρώτη φορά θα είναι που κάνουμε τα στραβά μάτια;» « Ν α ι , αλλά τ ό τ ε , παλιότερα, κρατούσαμε κάποια ισορροπία, δεν το παίζαμε θ ύ μ α » . « Ε ν τ ά ξ ε ι , αλλά μετά γίναμε ναφθαλίνες και απο συρθήκαμε οικειοθελώς». « Γ ί ν α μ ε ; Είσαι σίγουρη;» Όχι. Μάλλον δεν είμαι σίγουρη για τίποτα πια. Σαν αυτόματο γλιστράω μέσα στις μυτερές ψηλοτάκουνες γόβες μου - θ α με ταράξουν πάλι οι κάλοι, αλλά χαλά λ ι ! Το φόρεμα πέφτει χυτό απάνω μου, άψογο. Πρέπει να 'χασα κάνα δυο κιλά από προχθές που το πρόβαρα -ουδέν κακόν αμιγές καλού, τελικά. Πιάνω τ' άλουστα μαλλιά μου πίσω μ' ένα χτενάκι, κλειδιά, τσιγάρα, πορ τοφόλι μέσα στην κόκκινη τσάντα - έτοιμη!
219
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Τη στιγμή που ανοίγω την εξώπορτα χτυπά το στα θερό τηλέφωνο. « Ν α ι ; . . . Έλα, βρε Κώστα, πού είσαι;... Τι είπες; Τη χάσαμε; Θεέ μου, όχι! Δεν μπορεί, δεν... Μα πώς, αφού μια χαρά την άφησα το απόγευμα... Τι επιπλοκή;... Πνευμονική εμβολή; Ω, Θεέ μου. Έρχομαι! Έρχομαι αμέ σως!» Σωριάζομαι στον καναπέ και κατεβάζω το τέταρτο ουίσκι. Δάκρυα τρέχουν ακατάσχετα απ' τα βαμμένα μάτια μου και μου λιώνουν τη μάσκαρα. Πάει η κυρα-Καλλιόπη! Πέταξε από κοντά μας, μέ σα από τα χέρια μας, έτσι απλά, από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν είναι δυνατόν, Θεέ μου, δε χωνεύεται με τίποτα μια τόσο ξαφνική απουσία. Πώς ν' αντέξεις το αμετάκλητο του θανάτου; Εντάξει, ήταν ένα πρόσωπο που σπάνια συναντούσες, ήξερες όμως ότι ήταν κάτι δικό σου, ότι ήταν πάντα εκεί - ω , Έρση, Έρση... Άλλος ένας άνθρωπος φεύγει απ' τη ζωή μου ξαφνικά, πριν προλάβω να τον γνωρίσω. Άλλη μια αγκαλιά για μένα χαμένη. Νιώθω τη ζεστασιά του κόρφου της να καίει τα μάγουλά μου, λίγες μόνον ώρες πριν, και καταρρέω.
220
br/zav
Σ Τ Ο Σ Ω Σ Τ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ ΜΕ ΛΑΘΟΣ ΡΟΥΧΑ
να περιμένω το ταξί. Έτσι κι αλλιώς,δεν είμαι σε θέση να οδηγήσω. Τουλά χιστον αυτή τη φορά πρόλαβα να ειδοποιήσω το Νίκο να μη με περιμένει. Δεν ήταν γραφτό ν' αμαρτήσω - και είναι καλύτερα έτσι. Ίσως κάποια ανώτερη δύναμη, ίσως η ψυχούλα της πεθεράς μου θέλησε να με προφυλάξει. Ποιος ξέρει σε τι π ε ρ ι π έ τ ε ι α θα έ μ π λ ε κ α στα καλά καθούμενα εξαιτίας του πληγωμένου μου εγωισμού -ή μήπως του ουίσκι; Εγώ στα πενήντα μου μ' ένα νεότερο άντρα; Ας μείνουν οι σχέσεις μας με το Νίκο σε επίπεδο εκδότη -συγγραφέα. Τ Ρ Ι Κ Λ Ι Ζ Ο Ν Τ Α Σ Β Γ Α Ι Ν Ω Σ Τ Ο ΔΡΟΜΟ
Συγγραφέα είπα; Για σιγά, στο τέλος θα το πιστέψω και η ίδια! Μήπως μου κάνει πλάκα ο Νίκος; Μήπως με περνάει για ψώνιο; Μήπως επαινεί το πρωτόλειό μου για να με δελεάσει και να μ ε . . . αποπλανήσει; Και τι εί ναι προτιμότερο; Να προσπαθεί με μια υπόσχεση για έκδοση του β ι β λ ί ο υ να με ρίξει στο κ ρ ε β ά τ ι , οπότε αποδεδειγμένα εξακολουθώ να αποτελώ ερωτικό αντι κείμενο, ή να τον ενδιαφέρει όντως το μυθιστόρημα και ν' αδιαφορεί για τα κάλλη μου; Χωρίς δισταγμό, επιλέγω το δεύτερο! Δεν είμαι για περιπέτειες εγώ. Πάει, αποσύρομαι πια απ' το προ-
221
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
σκήνιο. Η θέση μου είναι πίσω απ' την κάμερα, ας το βάλω καλά στο μυαλό μου. Θα καταγράφω ξένες ζωές, πιο συναρπαστικές απ' την πεζή καθημερινότητα μιας μεσήλικης Ελληνογερμανίδας. Ας αποσυρθώ πια απ' τη σκηνική δράση! Ας είμαι μια αποξηραμένη ανεμώνη, φυλακισμένη μέσα στις σελίδες ενός ανατρεπτικού ερωτικού βιβλίου. Του δικού μου βιβλίου. Το ταξί με αφήνει μπροστά στην κεντρική είσοδο - κ α μ ι ά σχέση με τη χθεσινή ταλαιπωρία. Το νοσοκο μείο είναι ήσυχο, σχεδόν σκοτεινό. Απόψε δεν έχει εφη μερία. Το ασανσέρ σταματάει στον τέταρτο όροφο. Ένας τραυματιοφορέας μ' ένα άδειο φορείο βγαίνει πρώτος - γ ι α ποιον άραγε το προορίζει; Τι γυρεύει εδώ πάνω το άδειο φορείο, Θεούλη μου; Με τα πόδια κομμένα,το βλέμμα θολό, διασχίζω τον οικείο διάδρομο. Άκρα του τάφου σιωπή. Τα ράντζα εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας, η απωθητική οσμή σα ρώθηκε από το ανοιξιάτικο αεράκι, που μπαίνει απ' το μισάνοιχτο παράθυρο -ο καιρός γλύκανε σήμερα. Πού να 'ναι ο ασθενής με τη γαστρορραγία; Τι όμορφα που ήταν όλα χθες, κι ας μην το 'ξερα! Ας ήταν να γύριζε ο χρόνος πίσω μια μέρα, να 'ναι ο διάδρομος πήχτρα στα ράντζα, να πνίγει τα πάντα η μπόχα, αλλά εκείνη να 'ταν εδώ, ανάμεσά μας, και κάτι να κάνανε οι γιατροί, να μην την αφήσουν να μας φύγει. Νιώθω ξανά τη θέρ μη της αγκαλιάς της στο δεξί μου αυτί, που ακούμπαγε στο στήθος της και άκουγε τους χτύπους της καρ διάς της. Γιατί, Θεέ μου, γιατί; Ο τραυματιοφορέας που προπορεύεται μπαίνει στο «δικό μας» δωμάτιο, αφού μου κάνει νόημα να μείνω
222
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
εκτός. Μια αποκλειστική που βγαίνει απ' τη διπλανή πόρτα με μια γεμάτη πάπια κοντοστέκεται και με κοι τάει παράξενα πριν χαθεί στο βάθος του διαδρόμου. Ενστικτωδώς, ελέγχω την εμφάνιση μου στην αντανά κλαση του τζαμιού: Ω, Θεέ μου! Το κόκκινο φουστάνι μου βγάζει μάτι, είμαι ακόμη με το κόκκινο φουστάνι! Δαγκώνομαι μ' απελπισία. Πότε ήταν που μου συνέβη ξανά να νιώθω σαν τη μύγα μες στο γάλα; Προχθές μό λις, στην εφημερίδα ήταν. Ξαφνικά, η « π ό ρ τ α μ α ς » ανοίγει. Το φορείο είναι τώρα γεμάτο και σκεπασμένο μ' ένα κάλυμμα. Καθώς ο τραυματιοφορέας κατευθύνεται προς το ασανσέρ, προσπαθώ μες στο σκοτάδι να δια κρίνω το κρεβάτι της. Ο Κώστας, σκυφτός, βουρκωμέ νος, εμφανίζεται απ' το βάθος του δωματίου κι έρχεται προς τα μένα, στο ένα του χέρι μια ταξιδιωτική τσάντα και στο άλλο ο Σαραμάγκου. Κάνω να πάρω την τσά ντα, αλλά ο Κώστας με αποτρέπει και μου δίνει να κρατάω το βιβλίο. Με τα ελεύθερα χέρια μας αγκαλια ζόμαστε απ' τη μέση και προχωράμε στο διάδρομο. Παρατηρώ ότι ο σελιδοδείκτης έχει μετακινηθεί στο τέ λος του βιβλίου. « Κ ύ ρ ι ε Δημητρίου! Το κινητό σας!» Τρέχοντας, μας προλαβαίνει η κόρη της κυρίας Με ρόπης, που νοσηλεύεται στο διπλανό απ' το μέχρι τώ ρα δικό μας κρεβάτι. «Την ώρα που είχατε βγει χτύπησε δυο τρεις φορές. Το σήκωσα, αλλά δεν άκουγα τίποτα. Ίσως υπάρχουν οι κλήσεις στη μνήμη». Η φωνή της κοπέλας είναι βραχνή, σαν νυσταγμένη.
223
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
« Σ α ς ευχαριστώ π ο λ ύ . Π ε ρ α σ τ ι κ ά στη μ η τ έ ρ α σας». «Ευχαριστώ. Ζωή σε σας. Να ζήσετε να τη θυμάστε. Ήταν εξαιρετική κυρία η μητέρα σας». Αχ, Κώστα, βιάστηκα πάλι να σε αδικήσω! Έκανα τόσες ποταπές σκέψεις, την ώρα που εσύ... Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει και βγαίνει η Δάφνη, υποβασταζόμενη από την Ιωάννα. Η Δάφνη κλαίει με λυγμούς και πέφτει στην αγκαλιά του πατέρα της. « Δ ε ν περίμενα να στεναχωρηθεί τόσο πολύ για τη γιαγιά της. Την έβλεπε τόσο σπάνια» μοιράζομαι την απορία μου με την αδερφή μου. «Μην παραμυθιάζεσαι, Έ ρ σ η ! Για άλλον κλαίει, για κάποιον που έβλεπε ακόμη πιο σπάνια - δ υ ο τρεις φο ρές όλες κι όλες, αν κατάλαβα καλά». «Δηλαδή; Για ποιον;» « Γ ι α κάποιο Μίλτο. Μόλις έμαθε ότι είναι παντρε μένος».
224
br/zav
ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ.
Ο Η Λ Ι Ο Σ Κ Α Ι Ε Ι Μ Ε Σ Η Μ Ε Ρ Ι Α Τ Ι Κ Α , μ π ή κ ε απότομα η άνοιξη εφέτος. Η βλάστηση στα παρτέρια των τάφων οργιαστική, οι μυρωδιές εκμαυλιστικές, τα χρώματα των νεκρώσιμων στεφανιών εκτυφλωτικά. Μπαίνουμε στην εκκλησία και παίρνουμε θέση δί πλα στο φέρετρο. Η ψαλμωδία με αποχαυνώνει λυτρω τικά μέσα στη μονοτονία της. Τι χτυπητή αντίθεση με την προτεσταντική κηδεία της δικής μου μητέρας, πριν από τριάντα δύο χρόνια στο Αμβούργο! Η εκκλησία που έμοιαζε να τεντώνει το μυτερό της ανάστημα για να τρυπήσει τον ουρανό, το καταπράσινο τοπίο, η βρο χή που έκλαιγε, τα λόγια του ιερέα, εξατομικευμένα για κάθε νεκρό -όλα θα 'λεγες εκεί, στον προτεσταντι κό βορρά, πασχίζουν να σε κρατήσουν ξύπνιο και ενερ γό. Εδώ, στην καθ' ημάς ορθοδοξία, η λύτρωση έρχεται μέσα από μονότονα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που οδηγούν σε μια συλλογική θεϊκή αποχαύνωση. « Μ α ταιότης ματαιοτήτων τα εγκόσμια» ψιθυρίζεις καρτε ρικά και αποδέχεσαι το αναπόφευκτο. Για πρώτη φο ρά συνειδητοποιώ πόση ποίηση κρύβουν τα λόγια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Και πόση παρηγοριά, πόση συμφιλίωση με τη μοίρα του ανθρώπου...
225
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Είναι όμως έτσι; Ή μήπως απλώς μου πέφτει εύκο λη η συμφιλίωση με το χαμό μιας πλήρους ημερών ηλι κιωμένης γυναίκας, μιας άγνωστης στην ουσία, σε αντίθεση με τη δική μου μητέρα, που δεν πρόλαβε να γεράσει; Πώς να δεχτώ αγόγγυστα το θάνατο μιας νέ ας γυναίκας, που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα είναι πάντα η όμορφη « μ α μ ά » μου και ποτέ η γερόντισσα « μ ά ν α » μου - με όσες αρχετυπικές αναλαμπές του συλλογικού ασυνείδητου συνεγείρει η σεβάσμια μορφή της «γερόντισσας μάνας», κατά προτίμησιν μαυροφο ρεμένης με τσεμπέρι; Απ' τη μια μεριά η αγάπη, κόκκινη σαν τη φωτιά, διεκδικητική και αδηφάγος, απ' την άλλη ο σεβασμός, συγχωρητικός και ελεήμων, στ' άσπρα μαλλιά. Ποια ήταν αυτή που... Μα, ναι, η Γκρούσενκα ήταν, στους «Αδελφούς Καραμαζόφ»: « Δ ε θέλω το σεβασμό σου, την αγάπη σου θέλω». Ή ίσως όχι. Ίσως μια γριά μάνα ν' αγαπιέται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο -ίσως. Δε θα το μάθω ποτέ. Δεν πρόλαβα... δεν πρόλαβα ούτε την πε θερά μου να πλησιάσω, να μάθω πώς ήθελε ν' αγαπιέ ται. Ήταν μια αίσθηση ανεξαρτησίας, διακριτικότητας, αξιοπρέπειας ή τι άλλο ήταν αυτό που την κράταγε μα κριά μας; Τι ήταν αυτό που της έδινε τόση εσωτερική ηρεμία, τόση αυτάρκεια; Ο γενέθλιος τόπος, εκεί που ρίζωσε από παιδί και δεν τον εγκατέλειψε ποτέ; Ο λα χανόκηπός της; Οι γάτες της; Μήπως υπήρχε κάτι κρυ φό στη ζωή τ η ς ; Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας απ' τα χρόνια τα παλιά; Ή να 'ταν μια βαθιά πίστη στο Θεό που την κράταγε όρθια; Τι συναρπαστική γυναίκα, Θεέ
226
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
μ ο υ ! Ποτέ δε ζήτησε τίποτα απ' το γιο της, ποτέ δεν ανακατεύτηκε στη ζωή μας.
Καλοκαίρι ήταν, Αύγουστος μήνας, στην Κύμη. Γυρίζαμε βρεγμένοι ακόμη απ' τη θάλασσα, με τα μαγιό μας να στάζουν αλμυρό νερό και άμμο στο πλακόστρωτο της μικρής βεράντας. Η κόρη μας, ηλικίας ολίγων μηνών, κοιμόταν μακάρια στο πορτ μ π ε μ π έ . Όνομα δεν είχε ακόμη το βρέφος, οι γειτόνισσες όμως της πεθεράς μου το φώναζαν ήδη « Π ί τ σ α » , απ' το « Κ α λ λ ι ο π ί τ σ α » -πώς αλλιώς θα μπορούσε να ονομάζεται η μο ναδική εγγονή της κυρα-Καλλιόπης; Η ίδια η πεθερά μου επέμενε στο « μ π έ μ π α » . «Είναι πολύ διακριτική η μάνα σου» έλεγα στον Κώστα «ασφαλώς όμως θα πικραθεί πολύ αν βγάλουμε αλλιώς το π α ι δ ί » . « Ε δ ώ και τώρα θα της το π ω ! » αποφάσισε ηρωικά ο Κώστας, που εδώ και τρεις μέρες όλο και το ανέβαλλε. «Μάνα, η Έρση κι εγώ θέλουμε κάτι να σου πούμε. Δηλαδή... θα σε πείραζε πολύ αν δίναμε στη μικρή δύο ονόματα;» Η κυρα-Καλλιόπη άφησε το ταψί με τα αχνι στά γεμιστά στο τραπέζι κι έβαλε τα χέρια γύ ρω στη μέση της. «Δηλαδή ποια ονόματα;» ρώ τησε κοιτώντας το γιο της στα μάτια. Οχ, τώρα θα ξεσπάσει η καταιγίδα, σκέφτηκα με δέος, συγχρόνως όμως είδα μια μικρή ειρωνική σπίθα
227
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
να τ ρ ε μ ο π α ί ζ ε ι στο β λ έ μ μ α τ η ς . « Δ η λ α δ ή . . . εκτός από Καλλιόπη λέμε να την ονομάσουμε και Δάφνη» κατάφερε να ψελλίσει ο Κώστας. « Α χ ά » ε ί π ε η μάνα του « α χ ά . Πάλι καλά, γιατί νόμιζα ότι σκοπεύατε να δώσετε στο παι δί τα ονόματα των δυο γιαγιάδων, για να μη μείνει καμία παραπονεμένη. Δηλαδή να το κά ψετε το καημένο». Μείναμε να την κοιτάμε αμήχανοι. Ε κ ε ί ν η , αφού παρέμεινε για λίγο σιωπηλή, παίζοντας μαζί μας σαν το σκύλο με τη γάτα, συνέχισε: « Τ ι με κοιτάτε έτσι; Άδικο έχω; Έρση μου, μη προς κακοφανισμόν σου, δεν έχω τίποτα με τ' όνομα της μακαρίτισσας της συμπεθέρας, αλλά ένα πλασματάκι τόσο δα να το φωνάζουν Καλλιόπη-Μπρουνχίλντε... τι να σου πω; Γ ι ' αυτό χαί ρομαι που θα την πείτε Δάφνη. Δάφνη σκέτο, έτσι; Αφήστε αυτά τα διπλά ονόματα, είναι γε λοία! Σαν κάτι χειραφετημένες, τάχα μου, που μοστράρουν τα δυο επώνυμα για να μας πουν ότι είναι επιστημόνισσες. "Χάιδω ΣτραβοκάνηΚ α ρ α μ ο υ ρ τ ζ ο ύ φ λ η " σου λ έ ε ι η άλλη και δεν αντιλαμβάνεται το γελοίον του πράγματος. Το σκέτο "Στραβοκάνα" θα 'ταν καλύτερο -όνομα και πράμα, που λ έ μ ε - , αλλά άντε να την πείσεις την κυρία. Λοιπόν, ας πιούμε στην υγειά της Δάφνης μ α ς ! » . « Σ τ η ν υγειά σου, μάνα! Να μας ζήσεις, να χαίρεσαι την εγγονή σου!» « Ε κ ε ί ν η να ζήσει, να χαίρεται τ' όνομά της
228
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
και να το τιμήσει όπως πρέπει. Αν και, εδώ που τα λέμε, το πιο σωστό θα ήταν να βαφτίζονται τα παιδιά αργότερα, πολύ αργότερα. Να διαλέ γουν ελεύθερα την πίστη τους και τ' όνομά τους. Αυτό θα ήταν το σωστό» συμπέρανε η κυραΚαλλιόπη, αφήνοντάς μας σύξυλους.
Πες το ψέματα! Είναι δεν είναι δυο χρόνια τώρα που μας ζήτησε το λόγο η Δάφνη γιατί δεν τη βγάλαμε Καλ λιόπη , σαν την πρίμα Μούσα ή μάλλον σαν τη διεθνούς φήμης καλλιτέχνιδα Calliope. Άλλαξαν, β λ έ π ε ι ς , οι καιροί! Στις μέρες μας μια Αρχοντούλα, μια Ευμορφία, μια Βασιλική, μια Αγγελική φέρουν περήφανα το βά ρος του ονόματός τους, δε διανοούνται να καταδεχτούν τα άλλοτε ιν « Τ ο ύ λ α » , « Φ ο ύ λ α » , Κούλα», « Β ά σ ω » ή « Β ά σ ι α » επί το πιο σικάτο, και οι συνειρμοί που συνέ δεαν το « Κ α λ λ ι ό π η » με τα αφοδευτήρια των στρατευ μένων νιάτων μας έχουν προ πολλού ατονήσει.
229
br/zav
Η Ε Κ Δ Ι Κ Η Σ Η Τ Η Σ ΜΑΤΡΗΣ ΜΑΝΤΙΛΑΣ
ΒΛΕΠΩ ΦΑΤΣΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ MOΥ μια συντάκτρια του πο λιτιστικού, που έχει πάρει σβάρνα την επαρχία και μας βομβαρδίζει με τραχανάδες και σκορδοστούπια από την κάθε Κωλοπετινίτσα. Η ίδια υπογράφει πλέον τα άρθρα της ως «Χρυσαφούλα» και σπεύδει να επανα φ έ ρ ε ι στην τάξη όποιον ε π ι μ έ ν ε ι να την αποκαλεί « Χ ρ ύ σ α » , όπως την ξέραμε ως τώρα. « Σ ε παρακαλώ, μάθε επιτέλους να με φωνάζεις με το σωστό μου όνο μα, το όνομα της γιαγιάς μ ο υ ! » διορθώνει τους απρο σάρμοστους. Σωστή, πολύ σωστή η Χρυσαφούλα. Το να βαστάς από γιαγιά βουκόλα, από κάποια κυρα-Παγώνα που ζύμωνε ψωμί και ροβόλαγε αμνοερίφια -μπρρρ, ωρέ, μ π ρ ρ ρ ! - στις ειδυλλιακές βουνοπλαγιές της ελληνικής υπαίθρου θεωρείται tres chic. Φορέας πολιτισμού η κυρα-Παγώνα, αρκεί ν' απεικονίζεται με την αρχετυπική της ιεράς παράδοσης ποδιά, φορτωμένη καλούδια της Ελληνίδας μάνας γ η ς . Απ' αυτό και μόνο το γεγονός καταξιώνεται ως γυναίκα και ως άνθρωπος -η εκδίκη ση της βλαχιάς! Και για όσους δεν κατάλαβαν: Το τσε μπέρι τώρα δικαιώνεται! Βουρ! Πίσω ολοταχώς! Και άμα πάμε ακόμα πιο πί σω θα φτάσουμε και στην μπούρκα - με λίγο καλή θέ-
230
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ληση. Υπομονή, βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Ήδη οι « π ρ ο ο δ ε υ τ ι κ ο ί » διανοούμενοι και οι φεμινίστριες ετάχθησαν υπέρ του να επιτρέπεται η ισλαμική μαντί λα στα γαλλικά σχολεία. Μιλάμε για την πρόοδο, κι αν δεν το καταλαβαίνεις είσαι θλιβερό απολειφάδι της πάλαι ποτέ αντιδραστικής αστικής νεωτερικότητας. Σαν την πεθερά μου, καλή της ώρα όπου και να 'ναι, που πρόδωσε την καταγωγή και την τάξη της. Ουδέπο τε ανέχτηκε τσεμπέρι πάνω στο περιποιημένο ασημόγκριζο μαλλί της. Αχ η κυρα-Καλλιόπη! Μια δέσποινα αισθαντική και απόμακρη ήταν, αλλά σταθερή σαν βράχος. Πάντα ε κ ε ί , στο προγονικό επαρχιακό σπίτι. Μια αγκαλιά ανοιχτή να μας υποδεχτεί όποτε το θέλαμε. Γυναίκα μιας άλλης, στερημένης εποχής, κι όμως τόσο ανεξάρ τ η τ η , τόσο περήφανη! Είναι να χάνεις το μυαλό σου μπροστά στη λεβεντιά αυτής της απλής γυναίκας, που κ α μ ι ά ε υ κ α ι ρ ί α δεν τ η ς δ ό θ η κ ε να κ α λ λ ι ε ρ γ η θ ε ί , ν' ανοίξει το μυαλό της - ιδίως αν τη συγκρίνεις με την προκομμένη την κόρη μου, που της χαρίστηκαν όλα! Που μεγάλωσε με το «σωστό» παιδικό βιβλίο στο χέρι, άκουγε πάντα τη «σωστή» μουσική και έβλεπε «ποιο τ ι κ ό » παιδικό θέατρο από τα γεννοφάσκια της. Και η αντίθεση αυτή στην εξέλιξη των δυο γυναικών να βγαί νει τόσο χτυπητή, τόσο ανεξήγητη, δυο ολόκληρες γ ε νιές μετά. Δυο γενιές υποτιθέμενης γυναικείας χειρα φέτησης... Αντιθέσεις, γεμάτη αντιθέσεις είναι η ζωή! Αρκεί να κοιτάξω γύρω μου: το λευκό μάρμαρο σε χτυπητή αντί θεση με τα μαύρα μας ρούχα· το σερνάμενο βάδισμα
231
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
του πατέρα μου αντάμα με το πηδηχτό και αέρινο της Ταμάρας, που τον στηρίζει· το δροσάτο λιλά των βιο λετών που πλαισιώνουν τα στέφανα σε χτυπητή αντίθε ση με το ξεπλυμένο βιολετί του SEX Club team, που πα ρίσταται σύσσωμο υπό την πρωτοκαθεδρία της Φαί δρας· το καρτερικό παράπονο στο κουρασμένο πρό σωπο της Ιωάννας με τα στυφά προσωπεία των συναδελφισσών μου, που ήρθαν να κόψουν κίνηση· το σομόν πουκαμισάκι του Βαλέριου με το παλιομοδίτικο γκρί ζο σακάκι του κλητήρα της εφημερίδας. Τα κοράκια σαν ξεχαρβαλωμένες μαριονέτες -ποτέ δεν κατάλαβα τη σκοπιμότητα του σπαστικού αυτού βηματισμού- οδηγούν το φέρετρο στην κεντρική αλέα του νεκροταφείου με προορισμό τον τάφο. Ακολου θούμε ο Κώστας κι εγώ αγκαζέ. Μαντεύω την προσπά θειά του να συγκρατήσει τα δάκρυα κάτω απ' τα μαύ ρα του γυαλιά και του σφίγγω το χ έ ρ ι . Πίσω μας η Δάφνη, που βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του Στάθη, και η Ιωάννα με τον ανιψιό μου. Παραπίσω κάποιοι χα μένοι από καιρό συγγενείς του Κώστα. «Κώστα μου,τα θερμά μου συλλυπητήρια!» Αυτός τώρα από πού ξεφύτρωσε; Μέσα από τους θάμνους; Καβάλησε τους τάφους για να μας κόψει το δρόμο; Προφανώς, μόλις έφτασε ο τρανός εκδότης και δεν έχει το χρόνο να περιμένει να φτάσει η πομπή στον προορισμό της για να συλλυπηθεί. «Ευχαριστώ, Πάτροκλε, που έκανες τον κόπο να...» « Μ α τι λες, Κώστα μου; Μόλις πριν από μια ώρα το έμαθα και άφησα στη μέση τη σύσκεψη με τον υφυ πουργό Τύπου για να έρθω. Ζωή σε σας, Έρση μου.
232
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Και σε περιμένω για κείνο που λέγαμε, ε; Όποτε θέλεις πάρε με τηλέφωνο». « Τ ι λέγαμε;» «Μα για το βιβλίο σου! Το ξέχασες;» « Ό χ ι , δεν το ξέχασα. Δεν τα ξεχνάω αυτά. Απλώς, το έδωσα αλλού. Αν για κάποιο λύγο δεν περπατήσει, θα σου το στείλω». Τα χάνει προς στιγμήν, το χαμόγελο παγώνει στα χείλη του, αλλά υπό το βλοσυρό βλέμμα του συζύγου μου αναδιπλώνεται και πριν κάνει στροφή για να φύγει με διαβεβαιώνει: «Φυσικά, φυσικά. Πάντα στη διάθεσή σου! Λοιπόν, ζωή σε λόγου σας». Ζωή χαρισάμενη για έναν επίδοξο συγγραφέα! Πώς και δεν το σκέφτηκα νωρίτερα, να γράφω ό,τι μπούρδα μού κατεβαίνει και να σφάζονται οι εκδότες και οι πο λιτιστικοί συντάκτες στα πόδια μου ποιος θα πρωτοπροωθήσει το έργο μου; Η πομπή έφτασε στο φρεσκοσκαμμένο τάφο και όλοι στριμώχνονται γύρω από τον ιερέα και το νεκρο θάφτη, που έπιασε δουλειά με το φτυάρι του. Διαλέγω να προστατεύσω τον εαυτό μου απ' αυτή την ταραχή. Σ τ έ κ ο μ α ι παράμερα και ανάβω τσιγάρο. Βλέπω τη Φαίδρα να ξεκόβει απ' το υπόλοιπο ασκέρι και να 'ρχεται προς το μέρος μου. Το αίμα μου ανεβαίνει στο κε φάλι. «Ζωή σε σας,Έρση μ ο υ » . «You and your brother fuck each other, αδελφή!» Μένει σύξυλη, μην ξέροντας αν αστειεύομαι ή τη βρίζω στ' αλήθεια. Γρήγορα όμως συνέρχεται και αρ-
233
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
πάζει την πρώτη ευκαιρία για να με δαγκώσει. Μ' ένα νεύμα της οδηγεί το βλέμμα μου προς τη μεριά της λοι πής ομήγυρης. Πίσω απ' τις πλάτες του χοντρού νεκροθάφτη βλέπω τον Κώστα, με σηκωμένα στο μέτωπο τα μαύρα του γυαλιά, να δέχεται τον ασπασμό μιας ξανθιάς τριαντά ρας. Μ' ένα μαντίλι τού σφουγγίζει τρυφερά ένα, ιδεα τό μάλλον, δάκρυ. Ουδέν το μεμπτόν, θα μου π ε ι ς . Η κίνηση της ωστόσο, το όλο στήσιμο του κορμιού προ δίδει μια από καιρό κατακτημένη οικειότητα - τ ο χέρι αυτό δείχνει να 'χει διανύσει αρκετές φορές την από σταση απ' τα βλέφαρα στα χείλη του συζύγου μου. Υπό τα υποψιασμένα όμματα αρκετών περίεργων μένουν αγκαλιασμένοι για κάποια μακρόσυρτα δευτερόλεπτα πριν χωρίσουν κι εκείνη πάρει το δρόμο προς την έξο δο του νεκροταφείου. Η Ιωάννα την ακολουθεί κατά πόδας. Αποκλείεται να της ξεφύγει - π ρ ι ν βγει απ' την κεντρική πύλη θα την έχει φωτογραφίσει.
234
br/zav
Σ Τ Η Ρ Ι Ξ Ο Υ ΠΑΝΩ ΜΟΥ, ΨΥΧΗ ΜΟΥ
αργά το δρόμο προς την έξο δο και το κυλικείο. Μετά το εύγλωττο ενσταντανέ που μόλις είδα δεν έχω καμιά διάθεση να στηριχτώ, για την ώρα τουλάχιστον, στο μπράτσο του συζύγου μου. Αχ, βρε Κώστα, μια ζωή ξεβάψαμε ο ένας πάνω στον άλλο και ακόμη δε σ' έμαθα, σκέφτομαι, όχι τόσο πικραμένη όσο κουρασμένη. Μη βρίσκοντας κάπου να πιαστώ, καταφεύγω στο γνωστό μου αποκούμπι: Ποιο αποκούμπι; Μα θέλει και ρώτημα; «Η πρώτη φορά... θυμάσαι την πρώτη μας φορά, Έ ρ σ η ; Ασφαλώς και δεν τη θυμάσαι - ο ύ τ ε εγώ τη θυ μάμαι. Την έχω όμως συχνά ονειρευτεί». ΣΚΥΦΤΗ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΠΑΙΡΝΩ
Ε ί ν α ι σ κ ο τ ά δ ι . Πεινάω και κρυώνω. Ε ί μ α ι βρεγμένη μέχρι πάνω στο λαιμό. Μυρίζω απαί σια, τα παχουλά μου μπουτάκια είναι συγκαμένα στο μέσα μέρος και κλαίω, κλαίω από ώρα, αλλά κανείς δε μ' ακούει. Κανείς δεν έρχεται. Κι ε κ ε ί ν η ; Εκείνη με τα βελούδινα χέρια, με την τρυφερή ανάσα, την τραγουδιστή φωνή... εκείνη που ο κόρφος της μοσχοβολάει και στάζει χυ-
235
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
μούς ζωής, μέλια ηδονής... πού 'ναι εκείνη; Πλαντάζω στο κλάμα ξανά, έχω γ υ ρ ί σ ε ι μπρούμυτα τώρα. Ανασηκώνω το κεφάλι για να μην πνιγώ μέσα στις μύξες μου. Ένα αχνό φως μπήκε από κάπου. Βλέπω το μαξιλάρι, βλέπω τα κάγκελα, στυλώνω με πείσμα χέρια και πό δια και ανασηκώνομαι. Κάτι κινείται, κάτι έρ χεται προς εμένα. Σταματάω το κλάμα και φω νάζω θριαμβευτικά με τη μόνη λέξη που κατα φέρνω να αρθρώσω. « Έ γ κ ι ι ι , έ γ κ ι ι ι » . « Έ γ κ ι ι ι , έ γ κ ι ι ι » μου κάνει και η άγνωστη φιγούρα απέναντί μου. Απλώνω τα χέρια προς το μέρος τ η ς , μου απλώνει κι εκείνη τα δικά της. « Έ γ κ ι ι ι » κάνουμε κι οι δυο μαζί.
« " Έ ρ σ η , Έ ρ σ η " φωνάζω, σιωπηλά τώρα π ι α , κάθε που σε χρειάζομαι και είσαι εκεί. Ακόμη και χωρίς τη μεσολάβηση του καθρέφτη, εσύ είσαι εκεί. Η παρου σία σου -ολοζώντανη, χειροπιαστή, όπως τώρα που περπατάς δίπλα μου στην αλέα του ν ε κ ρ ο τ α φ ε ί ο υ βάλσαμο στην ψυχή μου. Μοναξιά είπες; Τι είναι αυ τ ό ; Πες μου, πού την είδες τη μοναξιά; Μίλα μου λοι πόν , πες μου... Πες μου, βρε Έρση, στο Θεό σου: Τι εί ναι τελικά αληθινό και τι είναι ψεύτικο; Πώς να επιβιώ σεις σ' έναν κόσμο κάλπικο;» «Στηρίξου πάνω μου, ψυχή μου! Έχουμε η μία την άλλη. Εγώ για σένα θα είμαι τα πάντα. Τι σου λείπει; Η μανούλα; Μα δε με β λ έ π ε ι ς ; Είμαι δω! Έλα, μωρό
236
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
μου, η μανούλα σ' αγαπάει και θα σε βάλει στο κρεβα τάκι σου. Έ λ α ! » Νιώθω εντελώς εξαντλημένη. Η ψυχή μου μαύρη. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης» επα ναλαμβάνω με κάθε μου βήμα. Δε θέλω παρά να χωθώ στο κρεβάτι μου, στο δικό μου κρεβάτι, μόνη, και να κλάψω. Φτάνω στην έξοδο. Να 'φευγα τώρα μ' ένα ταξί; Αχ και να 'χα την τόλμη να προστατέψω τον εαυτό μου απ' το δηλητηριώδες αφέψημα που καλούμαι να μοιραστώ με τους συγγενείς του Κώστα, το λεγόμενο «καφέ της παρηγοριάς»! Παρηγοριά να σου πετύχει, μια φορά, με τις κάριες να καραδοκούν για κάποια σου παράλειψη ως βαρυπενθούσης νύφης, για κάποιο σου «ολίσθη μ α » . Να σ'την έχουν στημένη, πανέτοιμες με κάθε γου λιά πικρού καφέ που κατεβάζουν να σε κάνουν μια χαψιά... « Έ ρ σ η ! Εδώ, Έ ρ σ η ! » Γυρίζω το κεφάλι και βλέπω το Νίκο στο τιμόνι του ασημί Τσερόκι, να 'χει σταματήσει στη μέση του δρό μου , μπροστά σχεδόν στα σκαλάκια του νεκροταφείου. Πλησιάζω και μου ανοίγει την πόρτα. «Πέρνα μ έ σ α ! » «Δεν μπορώ». « Έ χ ε τ ε τον καφέ, ε; Ερχόμουνα, ξέρεις, να σε βρω εκεί, αφού το κινητό σου...» «Εντάξει, Νίκο. Σ' ευχαριστώ. Δέχομαι τα συλλυπη τήριά σου. Δεν ήταν ανάγκη δα να μπεις σε τέτοιον κό πο». Εκείνος κομπιάζει για μια στιγμή, ξαφνιασμένος απ'
237
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
το αδικαιολόγητα σαρκαστικό μου ύφος. Ξαφνιάζομαι κι εγώ η ίδια με τον εαυτό μου. Με κοιτάει στα μάτια διερευνητικά και συνεχίζει: «Είναι και κάτι άλλο που ήθελα να σου πω. Φεύγω αύριο για ένα σεμινάριο στη Βοστόνη - με δέχτηκαν την τελευταία στιγμή στη θέση του διευθυντή μας που έπαθε ε γ κ ε φ α λ ι κ ό . Θα λείψω για τρεις μήνες περί που». « Α , ναι; Τρεις μήνες; Για σκέψου...» « Ν α ι . Αλλά εσύ μπορείς να μου στέλνεις νέα σου με e-mail - ακόμη και ολόκληρο το μυθιστόρημά σου, αν το τελειώσεις ως τότε. Ισχύει και το γνωστό κινητό». Το βλέμμα του είναι καθαρό και μια μικρή λάμψη τρεμοσβήνει στα βλέφαρά του καθώς μου σφίγγει το χέρι. Ένα ρεύμα με διαπερνά και με κρατάει βιδωμένη εκεί, όρθια μπροστά στο ανοιχτό του παράθυρο. Κάτι σαν πυρωμένη λάβα ανεβαίνει από τα σωθικά μου και μου στέκεται στο λαιμό. Θέλω να του πω πολλά και συγχρόνως τίποτα. Ψελλίζω μόνο: «Νίκο...». «Μα τι έχεις; Εσύ κλαις!» « Τ ο παθαίνω αυτό στις κηδείες. Είναι που... που την αγαπούσα πολύ. Όχι... δηλαδή ναι, την αγαπού σα... αλλά για μένα κλαίω τ ώ ρ α » . «Μπες μέσα λοιπόν! Πάμε κάπου να ηρεμήσεις». Στέκομαι δισταχτική για κάποια δευτερόλεπτα, αλ λά το κορνάρισμα ενός ενοχλημένου οδηγού με συνεφέρνει. Κάνω απότομα στροφή και χωρίς να κοιτάξω πίσω μου ανεβαίνω τρέχοντας τα σκαλιά του νεκροτα φείου.
238
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Ε , Έ ρ σ η ! Τηλεφώνα μου σπίτι ή πέρνα καλύτερα να τα πούμε από κοντά. Ως αύριο το απόγευμα θα με βρεις ε κ ε ί » . Η βουή του δρόμου παίρνει τη φωνή του καθώς το αυτοκίνητο χάνεται πίσω από το σκοτεινό όγκο μιας νεκροφόρας. Κοντοστέκομαι στο προαύλιο έξω από το κυλικείο, σφουγγίζοντας ένα τελευταίο δάκρυ και θέ τοντας σε λειτουργία το κινητό μου, με την ελπίδα ότι ίσως ο Νίκος μού τηλεφωνήσει μόλις β ρ ε ι κάπου να παρκάρει. « Ν α ι , ίσως αύριο. Ίσως αύριο περάσω από κ ε ι » θέ λω να του πω, αλλά το ψιθυρίζω νοερά στην Έ ρ σ η . «Ίσως. Ας μην το σκεφτόμαστε τώρα. Και αύριο μέρα είναι». «Ποιος ξέρει όμως πώς θα 'μαστε α ύ ρ ι ο ; Πού θα 'μαστε;» « Σ ω σ τ ά . Μπορεί να γίνει πραξικόπημα και να κα τεβάσουν πάλι τα τανκς». «Ή να κλείσουν οι δρόμοι απ' τα χιόνια. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα δε σου εγγυάται η ζωή». « Ν α ι , βρε κουτό, αλλά αυτή δεν είναι τελικά και η ομορφιά τ η ς ; » λέω στην Έρση χαμογελαστή και πια σμένες χέρι χέρι κατευθυνόμαστε με βήμα σταθερό προς την είσοδο του κυλικείου.
239
br/zav
Ο Κ Α Φ Ε Σ Τ Η Σ ΓΚΛΑΜΟΥΡΙΑΣ
τα πρώτα τραπέζια που έχουν καταληφθεί από διάφορους μεγαλοσχήμονες της πολιτικής, των εκδόσεων και των λοιπών Μ Μ Ε . Καημένη κυρα-Καλλιόπη, μια ζωή ασάλευτη στην ίδια γειτονιά, ποιος να σου 'λεγε ότι το ξόδι σου από το μάταιο τούτο κόσμο θα γινόταν με τόση γκλαμουριά! Πού 'σαι να κα μαρώσεις το μοναχογιό σου να μην προλαβαίνει να σφίγ γει περιποιημένα επώνυμα χέρια; Δεν προλαβαίνει ούτε να βουρκώσει, ο δύστυχος. Καταπνίγω την παρόρμησή μου να βρεθώ κοντά του, να του σφίξω το χέρι, να του προσφέρω το μαντίλι μου - « ά σ ε για σήμερα, βρε Έρση, πρόλαβε άλλη» μαλώνω τον εαυτό μου και πάω παρα κάτω. Π Ρ Ο Σ Π Ε Ρ Ν Α Ω ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ
Στριμώχνομαι ανάμεσα στο Βαλέριο και σε μια χο ντρή αγνώστου ταυτότητος, σ' ένα τραπέζι όσο γίνεται μακριά απ' αυτό του συζύγου μου. Η χοντρή έχει κατε βάσει κιόλας τέσσερα κονιάκ και καμιά δεκαριά κου λούρια με σπανάκι. « Β λ έ π ε ι ς πουθενά καμιά οδοντογλυφίδα;» ρωτάει το συνοδό της, ένα νεαρό μουρόχαυλο με μπιμπίκια και σαρκώδη χείλη. 0 νεαρός τσακίζεται να σηκωθεί και κατευθύνεται προς την κουζίνα του κυλικείου, αναζητώντας προφα-
240
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
νώς οδοντογλυφίδες. Ο Βαλέριος τον τρώει με τα μά τια, καθώς εκείνος γυρίζει άπρακτος. « Τ ι έ γ ι ν ε ; Δε διαθέτουν τελικά ούτε οδοντογλυφί δες;» βρίσκει ο Βαλέριος την ευκαιρία να πιάσει κου βέντα. « Ό χ ι , κ ύ ρ ι ε . Δυστυχώς, δεν έχουν. Λυπάμαι, μα μά». Ο νεαρός κατεβάζει αμήχανα το κεφάλι - να φοβά ται την αποδοκιμασία της μαμάς ή το αρπαχτικό βλέμ μα του κυρίου απέναντι; «Μήπως σας εξυπηρετεί αυτό;» ρωτάει τη χοντρή τάχα μου ο Βαλέριος, δίνει όμως το αρωματισμένο επι σκεπτήριο του στο νεαρό. «Μα αυτό είναι κάρτα. Η... κάρτα σας;» « Ν α ι , καλέ, αλλά κάνει και για οδοντογλυφίδα, ελ λείψει άλλης. Δοκιμάστε την και θα με δικαιώσετε». 0 νεαρός, παραξενεμένος, ακουμπάει την κάρτα στην άκρη των χειλιών του, πράγμα που εξιτάρει φανε ρά το Βαλέριο, αλλά η αυστηρή μαμά μ' ένα εύγλωττο βλέμμα επαναφέρει τον άτακτο γιο στην τάξη. Βλέπω την Ιωάννα να μπαίνει στην αίθουσα, καθυ στερημένη προφανώς από την καταδίωξη της ύποπτης ξανθιάς, και να ψάχνει για θέση. Να η ευκαιρία! απο φασίζω αστραπιαία και μ' ένα πλαστικό χαμόγελο αφήνω τη θέση μου και τρέχω κοντά της. Καθόμαστε σ' ένα μισοάδειο ακόμη τραπέζι, που σύντομα γεμίζει από γνωστές άγνωστες φάτσες: πρώ ην και νυν συνάδελφοι του Κώστα, λίγο πολύ άσχετοι με μας προσωπικά, διεσπαρμένοι σε κάθε λογής έντυ πα και οπτικοακουστικά μέσα διφορούμενης ιδεολογι-
241
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
κής θολούρας. Ένας απ' αυτούς πάντως, ο αξύριστος αλογομούρης, και αναγνωρίσιμος είναι και ξεκάθαρης πολιτικής γραμμής. Κάνω πως κοιτάω αλλού για την περίπτωση που θυμηθεί τι ρόλο παίζω εδώ και θελήσει να μου υποβάλει τα συλλυπητήριά του. Ρουφάμε αμίλητοι τον πικρό καφέ. Η Ιωάννα ασφυ κτιά να μου μιλήσει για την ξανθιά, αλλά δεν τολμά για λόγους ευπρέπειας και περιορίζεται αναγκαστικά σε υποτραπέζιες χειρονομίες: Μου δείχνει με σημασία την τσάντα της. « Ε δ ώ σ' την έχω φακελωμένη την ξεδιά ντροπη, εδώ έχω τα πειστήρια του εγκλήματος!» ουρ λιάζει μέσα στ' αυτί μου, κι ας μη βγάζει ήχο. «Κατάλαβες, αγαπητέ μ ο υ ; » αγορεύει τώρα ο αλο γομούρης. « Ε δ ώ καταποντίζεται κάθε αξία, κάθε ίχνος τσίπας, και οι πνευματικοί μας άνθρωποι σιωπούν. Ψαρώνουν. Λακέδες γίναμε, δούλοι κατάπτυστοι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, κι αυτοί δε βγάζουν κιχ. Τ ί π ο τ α . Ούτε μια δ ι α μ α ρ τ υ ρ ί α , ούτε ένα ψήφισμα έστω, για την τιμή των όπλων». «Τους πέταξαν ένα κόκαλο απ' το τραπέζι της εξου σίας κι αυτοί το γλείφουν, οι πουλημένοι σκύλοι» συ μπληρώνει ο διπλανός του, ανερχόμενος σχολιαστής σε «αντιεξουσιαστική» ραδιοφωνική εκπομπή. Βρήκε τη χρυσή συνταγή ο τύπος και χτυπάει νούμερα τρελά. Βγάζει κάθε μεσημέρι στον αέρα τηλεφωνήματα αγα νακτισμένων πολιτών σε συνακρόαση και, μπλέκοντας δεξιοτεχνικά τις γραμμές των διαμετρικά διαφωνού ντων, πετυχαίνει το τ έ λ ε ι ο ξεκατίνιασμα. Ιδιοφυές, έτσι; «Αμ δεν είναι Έλληνες αυτοί. Πράκτορες είναι, μα-
242
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
σόνοι. Ενεργούμενα του διεθνούς σιωνισμού!» συμπε ραίνει ο αλογομούρης μελοδραματικά αλλά χαμηλό φωνα, εμπιστευτικά δήθεν, ως διωκόμενος για τις ιδέ ες του από σκοτεινές δυνάμεις. Η ομήγυρη κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι, με πρώτη και καλύτερη την αδερφή μου, που κρέμεται κυ ριολεκτικά από τα χείλη του ινστρούχτορα. «Όπως σας τα λέω είναι, κυρία μ ο υ » της απευθύνει το λόγο εκείνος. «Υπάρχει διεθνής συνωμοσία εναντίον των ελευθεροφρόνων αγωνιστών. Μη σας κάνει καμία εντύπωση αν τη στιγμή αυτή μια κρυφή κάμερα κατα γράφει λεπτομερώς εμάς και τη συνομιλία μ α ς » . « Έ τ σ ι , ε; Λέτε να έφτασε εκείνο το δαιμόνιο το Echelon μέχρι ε δ ώ ; Να καταγράφουν αυτοί όλες μας τις κινήσεις;» «Ουου, σίγουρα. Εσένα ειδικά σ' ακολουθούν παρά πόδα. Καίγονται να μάθουν τι ψωνίζεις στη λαϊκή και πώς μαγειρεύεις τον καπαμά» μου 'ρχεται να της πω, αλλά εκείνη έχει μάτια μόνο για τον ινστρούχτορα. Μάλλον βάζει και δεύτερες σκέψεις στο μυαλό τ η ς , γιατί τη βλέπω να κιαλάρει το δεξί χέρι του ομιλητή, να δει αν φοράει βέρα, ένα εντυπωσιακό μονόπετρο όμως που κοσμεί το ύποπτο δάχτυλο δεν επιτρέπει την πλή ρη οπτική διερεύνησή του. Τελικά, δεν κρατιέται. Ζητώντας συγνώμη απ' την ομήγυρη, σηκώνεται και μου ζητάει να τη συνοδεύσω στην τουαλέτα.
243
br/zav
ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
τη σάλα του δήθεν πό νου, εγώ επειγόμενη ν' αδειάσω την ουροδόχο κύστη μου και η αδερφή μου γεμάτη υπερένταση να μου εκ μαιεύσει πληροφορίες για το άτομο που ήδη έβαλε στο στόχαστρο και διακαώς επιθυμεί να γνωρίσει καλύτε ρα. Πριν καλά καλά κλείσουμε την πόρτα πίσω μας, με ρωτάει ευθέως: «Ποιος είναι αυτός, βρε Έ ρ σ η ; Σαν κάπου να τον ξέρω». « Γ ι α θυμήσου, ν τ ε ! » «Μπας κι έχει καμιά θέση στο κίνημα;» «Ποιο κίνημα;» « Τ ο αντιεξουσιαστικό, β έ β α ι α » . « Α , ναι. Εξέχουσα θέση». «Καλά το κατάλαβα. Ποιος ακριβώς είναι;» «0 Φασιστιέρης είναι, της Χρυσής Εποχής». «Ποιας; Της...; Μα τι λες;» «Αυτό που σου λ έ ω » . «Αποκλείεται! Δεν το πιστεύω!» «Άνοιξε τη συσκευή σου στο Τέρας Σίτι και θα πέ σεις πάνω τ ο υ » . « Τ ι λες; Και τα έλεγε τόσο ωραία... τόσο προοδευ τικά...» ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΜΕ ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΕΣ
244
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Ε , αφού σου αρέσουν τόσο, γράψου κι εσύ στη Χρυσή Εποχή». «Τώρα, σοβαρά το λες;» «Απολύτως σοβαρά». «Είσαι στα συγκαλά σου, παιδί μου; Εγώ, μια παλαίμαχη...» « Ν α ι , εσύ. Ξέρω τι σου λέω. Πήγαινε και θα δεις. Θα σου 'ρθει μαλακά, δε θα πολυκαταλάβεις τη διαφορά. Μία απ' τα ίδια είσαστε, έτσι κι αλλιώς». « Έ ρ σ η , πρόσεχε τι λ ε ς ! » «Προσέχω πολύ καλά τις "επαναστατικές" κορόνες σας, γι' αυτό σ' το λέω. Το σλόγκαν "Ελλάς Ελλήνων χριστιανών" τώρα δ ι κ α ι ώ ν ε τ α ι ! Έ χ ε ι αναβαθμιστεί κιόλας σε "Ελλάς Ελλήνων ορθοδόξων", επί το προοδευτικότερον». « Ε , όχι πια! Αυτό δε θα το ανεχτώ! Αυτό που είπες ξεπερνάει κάθε όριο! Άκουσε με καλά, Έρση. Η σχέση μας μετά απ' αυτό...» « Μ ε συγχωρείς ένα λεπτό, έχω μήνυμα». Προσπαθώ να βρω το κατάλληλο κουμπί για να δια βάσω το εισερχόμενο μήνυμα στο κινητό μου, αλλά υπό το κράτος της γενικής αναταραχής, με την Ιωάννα να με τραβάει απ' το μανίκι για να μου τα ψάλει, πατάω λά θος κουμπί και η ένδειξη « m e s s a g e » χάνεται. « Ε ί σ α ι μια αναίσθητη, ένα τέρας, μια αριβίστρια. Πού, τέλος πάντων, ανήκεις εσύ, θες να μου εξηγή σεις ;» « Σ ε παρακαλώ, βρε Ιωάννα, άφησέ μ ε . Ένα αστείο είπα». «Όχι, να μου πεις σε τι Θεό πιστεύεις!»
245
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, εντάξει;» Δυο στυφές γριές που πουδράρουν τη μύτη τους μας στέλνουν ενοχλημένα βλέμματα μέσα απ' τον καθρέ φτη. Μια τρίτη, βγαίνοντας απ' την τουαλέτα, μας σιχτιρίζει μέσα απ' τα δόντια της - το μουρμουρητό της εναρμονίζεται με τον ήχο απ' το καζανάκι. Κάνω απε γνωσμένες γκριμάτσες στην Ιωάννα, που δεν καταλα βαίνει τίποτα. Μ' έχει στριμώξει πάνω σ' ένα καλοριφέρ που καίει και με το τετράγωνο σώμα της ακυρώνει κά θε απόπειρα διαφυγής μου. Πνίγομαι, πάω να σκάσω - κ α ι για να γίνουν όλα τέλεια ανοίγει η πόρτα και ει σβάλλει σαν σίφουνας η Δάφνη. « Ε δ ώ είσαι, βρε μαμά, κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω;» Η Ιωάννα χαλαρώνει τον πολιορκητικό κριό, οι δυο γριές βγαίνουν έξω, αλλά η τρίτη (και φαρμακερή) δεν το βάζει κάτω: Προσποιούμενη ότι βάφει τα ανύπαρ κτα χείλη της, παρακολουθεί τα τεκταινόμενα καρέ κα ρέ. Η Δάφνη συνεχίζει ακάθεκτη. « Τ ι κάνεις εδώ; Γιατί δεν έρχεσαι κοντά στον μπα μπά ;» « Έ ρ χ ο μ α ι οσονούπω. Προσπαθώ να διαβάσω ένα μήνυμα που ήρθε στο κινητό μου, αλλά...» « Κ α λ ά , εσύ είσαι εντελώς ανεπίδεκτη μαθήσεως. Φέρε δω το κινητό σου! Ορίστε! Να το το μήνυμα! Εί ναι από Αμερική, και συγκεκριμένα...» « Δ ε χρειάζομαι άλλο τη βοήθειά σου, ξέρω να δια βάζω. Δώσ' το μου ε δ ώ ! » «Καλά,τι έπαθες εσύ; Έχουμε τώρα και μυστικά μη νύματα; Ε, μανούλα; Έχουμε πράματα να κρύψουμε;»
246
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Μετά βίας κρατιέμαι να μην τη χαστουκίσω. Τα μά τια της γριάς τσούχτρας έχουν πεταχτεί έξω. Η Ιωάννα συνέρχεται απότομα και ξαναβρίσκει το γλυκό εαυτό της. Μ' ένα βλέμμα ψυχανεμίζεται το ηφαίστειο που ετοιμάζεται να εκραγεί μέσα μου και, αγκαλιάζοντας μητρικά την κόρη μου, τη σπρώχνει προς τα έξω. « Έ λ α , Δάφνη μου. Πάμε εμείς έξω και θα 'ρθει κι η Έρση. Να διορθώσει λίγο το μεϊκάπ της θέλει. Κατα λαβαίνεις, στην ηλικία μας λίγο σοβάντισμα είναι απα ραίτητο». « Μ α εγώ θέλω μόνο να μου δώσει την πιστωτική της κάρτα. Β ι ά ζ ο μ α ι , είναι ε π ε ί γ ο ν . Φεύγω α π ό ψ ε γ ι α Μπουένος Άιρες και είπε ο μπαμπάς να χρεώσω τα ε ι σιτήρια...» « Κ α λ ά , καλά. Πάμε τώρα να κάτσουμε και θ α . . . » « Τ ι να κάτσουμε, βρε θ ε ί α ; Εγώ σε είκοσι λεπτά φεύγω, έχω καλέσει τ α ξ ί » . « Ε ν τ ά ξ ε ι , εντάξει. Όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Λοιπόν, πάμε εμείς τώρα. Έρση, σε περιμένουμε έξω ». Μαζί βγαίνει κι η τελευταία γριά. Αχ, τι ανακούφιση είν' αυτή, Θεέ μ ο υ ! Αχ, ν' ανασάνω, ν' ανασάνω βαθιά - έ σ τ ω και αέρα του καμπινέ! Ή μάλλον αέρα τσιγά ρου. Χώνομαι σε μια τουαλέτα, σκεπάζω τη λεκάνη, στρογγυλοκάθομαι και τραβάω την πρώτη ρουφηξιά. Τι ηδονή, Παναγιά μ ο υ ! Τι ευτυχία! Και την οφείλω ολόκληρη στην Ιωάννα. Αχ, αδερφούλα μου, πόσο πο λύτιμη είσαι! Γιατί σε κακοκαρδίζω; Τι είναι αυτός ο διάολος που μπαίνει μέσα μου και με γαργαλάει και δεν μπορώ ν' αντισταθώ στον πειρασμό να σε βουρλίσω; Μήπως είμαι τελικά ένα αχάριστο καθίκι; Πρέπει
247
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
κάτι να κάνω για σένα, Ιωάννα, κάτι πολύ καλό, πολύ μεγάλο... κάτι υπέροχο και απρόβλεπτο, κάτι... Μια πόρτα ανοίγει και βήματα ακούγονται, βήματα από πόδια που ισορροπούν σε γόβα-στιλέτο και κα τευθύνονται στη διπλανή τουαλέτα. Θεέ μου, πού βρί σκομαι; Γιατί κάθομαι πάνω σε μια κλειστή λεκάνη; Ήμουν ά τ α κ τ η και με κλείδωσαν στην τ ο υ α λ έ τ α ; Α, ναι, το μήνυμα. Να διαβάσω το μήνυμα. Διαβάζοντας φρικάρω και ανάβω δεύτερο τσιγάρο. Και μετά τρίτο. Είναι αυτό που λέμε «η υπόθεση ση κώνει τσιγάρο».
248
br/zav
ΤΟ Σ Τ Ρ Ι Β Ε Ι Ν ΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΠΙΚΟΥ ΚΛΑΥΘΜΩΝΟΣ
και τελευταίο του πακέτου, μαζεύω τα συμπράγκαλά μου και, ανοίγοντας με προ φύλαξη την πόρτα, ρίχνω μια διερευνητική ματιά στη σάλα του κυλικείου. Ο κόσμος έχει αρχίσει να αραιώ νει , μπροστά απ' το τραπέζι του συζύγου όμως γίνεται ο πανικός της αρκούδας. Ένα τείχος από ανθρώπους που σπρώχνονται περιμένοντας να πάρουν σειρά για να συλλυπηθούν -ορισμένοι από αυτούς μάλιστα αναλυόμενοι σε κάλπικα δάκρυα συμπόνιας για τον ορφα νό πια σύζυγό μ ο υ - μου προσφέρει προσωρινή κάλυψη από τα μάτια των δικών μου. Π Ρ Ι Ν ΑΝΑΨΩ ΤΟ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο
« Τ ι , φεύγουν όλοι; Δεν έχει μάσα, ε ; » ψιθυρίζει κά ποιος δίπλα μου. « Ό χ ι , βρε λιγούρη, δεν έχει μ ά σ α » μου 'ρχεται να του φωνάξω. «Άντε, να πηγαίνουμε κι εμείς, αφού δεν έχει τραπέ ζωμα» λέει η χοντρή που κατέβαζε τα κουλουράκια πέ ντε πέντε σε μια άλλη που ιδροκοπάει μέσα σε μια ατυχή απομίμηση γούνας. «Σίγουρα δεν έχει; Μα δεν είναι το έθιμο να προ σφέρουν ψαρόσουπα;» « Σ τ ο σπίτι προσφέρουν ψαρόσουπα, άμα ε ί ν α ι .
249
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Αλλά δε βαριέστε, ποιος τηρεί τα έθιμα σήμερα; Κου βαλάνε τον κόσμο και τον αφήνουν νηστικό. Αν είχε τσιμπούσι, δε θα μας το είχανε π ε ι ; » « Σ ω σ τ ά . Αλλά ποιος να φροντίσει; Εδώ ούτε τη νοικοκυρά του σπιτιού δεν ε ί δ α μ ε » . « Μ α δεν είναι αυτή που κάθεται δίπλα στον κύριο Κώστα; Η εύσωμη;» Τώρα μάλιστα! Είπ' ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα! Ακούς ε κ ε ί , ν' αποκαλεί ο τόφαλος την αδερφή μου « ε ύ σ ω μ η » ! Μου 'ρχεται να της αστράψω μία ανάποδη, αλλά βλέπω τον κανακάρη της, σωστό γομάρι, να 'ρχε ται φουριόζος προς το μέρος μας και κουλάρω. « Έ λ α , Αντωνάκη μου. Φεύγουμε, δεν έχει τσιτσί. Άντε, π ά μ ε να συλλυπηθούμε και θα σε πάω στου "Τσέλιγκα" γι' αρνάκι καπαμά». Μάνα και γιος αρμενίζουν προς την έξοδο. Αθόρυβη κι απαρατήρητη διασχίζω την αίθουσα προς την αντί θετη κατεύθυνση και από μια πλαϊνή πόρτα δίπλα στην κουζίνα βγαίνω στον κάθετο δρόμο. Απέναντι βλέπω ένα περίπτερο, τη στιγμή όμως που ετοιμάζομαι να διασχίσω το δρόμο για να πάρω τσιγά ρα φρενάρει μπροστά μου ένα ταξί. «Εσείς καλέσατε ταξί για τ' αεροδρόμιο;» ρωτάει ο ταξιτζής. « Ν α ι , ε γ ώ » ακούω τον εαυτό μου ν' απαντάει και σαν αυτόματο ανοίγω την πόρτα και στρογγυλοκάθομαι. Το ταξί ξεκινάει αμέσως. Πριν στρίψουμε δεξιά στην κεντρική λεωφόρο με την άκρη του ματιού μου βλέπω τη Δάφνη μπροστά στην είσοδο του νεκροταφείου να κοιτάει νευρικά το ρολόι της.
250
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Θα κόψουμε από Αγία Βαρβάρα και θ' ανέβουμε την Πεντέλης για να πάρετε τη βαλίτσα σας από το σπί τι στα Βριλήσσια. Τα λέω σωστά;» « Σ ω σ τ ά . Πολύ σ ω σ τ ά ! » απαντάω και βυθίζομαι ηδονικά στο κάθισμα. Προσπερνώντας με ταχύτητα το « Χ ί λ τ ο ν » , έχω την αίσθηση ότι μια νέα σελίδα ανοίγει στη ζωή μου.
251
br/zav
ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΠΛΗΡΩΣ Ή ΛΑΪΤ;
Ω, δυστυχία μου, σωστά το κατάλαβα. 0 Ντέιβιντ πεθαίνει μετά από ένα αυτοκι νητικό που του συνέβη μόλις χθες και η Εύα παραπαί ει και ζητά απεγνωσμένα βοήθεια. Τι να εννοεί άραγε; Ό,τι και να εννοεί, εγώ απόψε κιόλας -ή μάλλον αύριο, για να κυριολεκτούμε- θα βρεθώ κοντά της. Αχ, Εύα, Εύα... Μια γυναίκα μόνη, μια ανε-μόνη θα 'σαι κι εσύ, αλλά πόσο διαφορετική από μας τις άλλες που προδοθήκαμε, είτε πλήρως, όπως οι αδελφές-ναφθαλίνες, είτε λάιτ, όπως εγώ. Αβάσταχτος ο πόνος σου, καλή μου, γιατί άλλο είναι να σ' έχει χωρίσει ο θά νατος απ' την αγάπη σου και άλλο η κάθε τυχαία σκυ λού. Στη μια περίπτωση είναι για να κλαις αιώνια, στην άλλη... κλάφ' τα, Χαράλαμπε. Ρίχνεις μια μούντζα, στα μούτρα σου πρώτα, και πας παραπέρα. ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΩ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ.
Κι εγώ πού πάω; Όπου θέλω πάω! Δε ρίχνω μούντζα στη ζωή μου, στον Κώστα... όχι, δεν του αξίζει μούντζα. Ένα ραβασάκι θα του αφήσω, ναι, ένα ραβασάκι - θ α το γράψω τώρα αμέσως. Χαρτί και μολύβι! Λοιπόν: «Θα 'θελα να μείνω κοντά σου τις ώρες αυτές, πιγκουινάκο μου, να στεγνώσω τα δάκρυά σου μ' ένα φιλί, αλλά είδα ότι πρόλαβε άλλη. Δεν μπόρεσα να το αντέξω, με συγ χωρείς. Θα μου πάρει λίγο χρόνο να το χωνέψω. Φεύγω
252
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
προσωρινά - πίστεψέ μ ε , είναι καλύτερο και για τους δυο μας. Πάω κοντά στην Εύα που με χρειάζεται. Χάνει, βλέπεις, τον άντρα της. Όχι από κάποια άλλη γυναίκα, όχι από αιτία χυδαία, όχι... είναι ο θάνατος που της τον παίρνει μακριά. Μη με αναζητήσεις. Άσε με απερίσπα στη να επουλώσω το τραύμα της φίλης μου και το - ε π ι πολαιότερο, ασφαλώς- δικό μου τραύμα». Άσ' τον να βράζει στις τύψεις του. Εξασφαλίζω έτσι αρκετή πίστωση χρόνου για τον εαυτό μου. Γιατί χρει άζομαι χρόνο: χρόνο πρώτα πρώτα για την Εύα. Χρό νο για να βρω ενδιαφέροντα καινούρια βιβλία για με τάφραση εκεί στο Νέο Κόσμο - μπορώ να δουλεύω και από μακριά για τον τσουκνιδότοπο, βρε αδερφέ! Χρό νο για το μυθιστόρημά μου, που δυστυχώς θα έχει, κα θώς φαίνεται, πικρό τέλος. Χρόνο για το Νίκο. Τι σύ μπτωση κι αυτή, να φτάνουμε στη Βοστόνη σχεδόν την ίδια μέρα! «Να 'ναι κάποια ζαβολιάρικη μοίρα που το πάει φι ρί φιρί να με ρίξει στην αγκαλιά του;» «Ποιος ξέρει; Θα δείξει! Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Δε ρισκάρουμε και τίποτα, δεν είν' έτσι, Έρση μου;» « Σ ω σ τ ά . Δε θα σκάσουμε κιόλας!» « Έ τ σ ι κι αλλιώς, βάλε εσύ το κόκκινο φουστάνι στη βαλίτσα. Σ' το θυμίζω επειδή είσαι επιπόλαια. Α, και το συμβόλαιο της ασφαλιστικής εταιρείας». « Μ π ρ ά β ο ! Το συμβόλαιο ασφαλίσεως ανηλίκου τ έ κνου, που προβλέπει εξασφάλιση κεφαλαίου για να εγκαινιάσει το παιδί την επαγγελματική του ζωή στα είκοσι πέντε του, αυτό δε λες;» «Ακριβώς αυτό λέω, που το πληρώναμε συλλογικά
253
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
απ' το υστέρημά μας όλες οι χαζομαμάδες στο γρα φείο , μην και πεινάσουν στο μέλλον τα βλαστάρια μας. Θα το ρευστοποιήσουμε μόλις φτάσουμε. Δε θέλω ου, Έρση, το δικαιούμαστε. Τόσα χρόνια πληρώνουμε τις δόσεις». «Ασφαλώς και το δικαιούμαστε. Σιγά μην το χαρί σουμε στη Δάφνη». « Σ ι γ ά . Ούτε που θα τα πάρει είδηση αυτά τα λεφτά, αν της κάτσουν. Αυτά, παιδί μου, είναι στραγάλια για τη θυγατέρα μας μπροστά σ' αυτά που χαλάει. Ο μπα μπάς της να 'ναι καλά!» «Όλοι να 'ναι καλά, Έρση μου, κι εμείς καλύτερα!» «Λοιπόν, φτάσαμε. Εδώ θα σας περιμένω. Μην αρ γήσετε, παρακαλώ» λέει ο ταξιτζής και σταματά μπρο στά στην είσοδο του σπιτιού μου. « Δ ε θ' αργήσω. Πέντε λεπτά μόνο». Τι να πρωτομαζέψεις σε πέντε λ ε π τ ά ; Αλλά είναι καιρός να ρισκάρουμε τώρα; Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να καταφτάσει η Δάφνη. Αφήνω το ραβασάκι μέσα στο γνωστό συρτάρι, πετάω δυο τρεις αλλαξιές -μαζί και το κόκκινο φ ο υ σ τ ά ν ι - με το νεσεσέρ των καλλυντικών στη βαλίτσα, βουτάω και το καινούριο λάπτοπ της Δάφνης που ουδέποτε χρησιμοποίησε, κι έξω απ' την πόρτα. Α ναι, και το συμβόλαιο. Για τα υπόλοιπα χρειώδη υπάρχει η πιστωτική μου κάρτα, που κατά τύχη διασώθηκε απ' την αρπαχτικότητα της κόρης μου την τελευταία στιγμή. Καθώς το ταξί ανοίγει ταχύτητα στην Αττική Οδό, σκέφτομαι την Εύα και τα μάτια μου βουρκώνουν. Εκεί, στο νοσοκομείο της Βοστόνης, θα γραφτεί ο επί-
254
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
λόγος του βιβλίου μου. Θα 'ναι τελικά ένα μυθιστόρη μα χωρίς χάπι εντ, όπως το ήθελα αρχικά. Μια ιστορία αληθινή, χωρίς τις χαρωπές αναλαμπές, τις σπινθηρο βόλες ανατροπές της πλοκής που μου έβγαζαν γλώσσα τις πιο ακατάλληλες στιγμές κι έφερναν με το έτσι θέ λω τα πάνω κάτω. Μάλλον θα πρέπει να ξαναγράψω την ιστορία της Εύας απ' την αρχή, με μεγαλύτερο σεβασμύ στα δραματικά γεγονότα - μια ιστορία πονεμέ νη , όπως την υπαγορεύει η ίδια η ζωή. «Δεν μπορείς όλα να τα γελοιοποιείς, Έ ρ σ η , να τα φέρνεις στα μέτρα σου. Δεν έχεις το δικαίωμα. Η Εύα δε σου έμοιαζε ποτέ. Δινόταν ολόψυχα σε ό,τι πίστευε -θυμάσαι το Μισέλ το χουντοφάγο; Τον λάτρευε χωρίς όρους, του πρόσφερε με τυφλή εμπιστοσύνη τα δεκα εννιά της χρόνια. Προσκύναγε εκεί που εσύ αποπατούσες. Θυμάσαι; Μόνο σαρκασμό, άντε κι ένα συμβατικό οίκτο σού προκαλούσε η κατάστασή της. Εκείνη όμως πρόσφερε θυσία τον εαυτό της στο βωμό της αγάπης. Σαν φλεγόμενη βάτος αφέθηκε να πυρποληθεί. Και το παιδί του Ιούδα ούτε στιγμή δε σκέφτηκε να το ρίξει. Το αγάπησε πριν ακόμη γεννηθεί. Της άξιζε της γυναί κας αυτής ν' αξιωθεί μια αγάπη σαν του Ντέιβιντ. Ενώ εσένα... εσένα κι αυτό που σου δόθηκε πολύ σου πά ει». « Ν α ι , ώρα είναι να τ' ακούσω κι από σένα τώρα». «Να τ' ακούσεις! Γιατί, τι ήταν η ζωή σου ως τώρα; Οι έρωτες σου, η δουλειά, το παιδί... πήρες τίποτα απ' αυ τά στα σοβαρά; Άφησες ποτέ τον εαυτό σου να ρισκά ρει, δόθηκες ποτέ ολόψυχα σε κάποιον; Όχι, ποτέ. Μια ζωή το παίζεις ντούκου. Μια καραμπίνα είσαι, αυτό εί-
255
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
σαι. Η ζωή σου όλη ένας ντολμάς γιαλαντζί - τίποτα γνήσιο, τίποτα αυθεντικό και άδολο. Ούτε η ιστορία που γράφεις είναι αληθινή. Πήγαινε, λοιπόν, στη Β ο στόνη. Τράβα να σταθείς δίπλα στο κρεβάτι του πόνου. Άνοιξε επιτέλους διάπλατα για μια φορά τα στόρια της ψυχής σου, να μπει γυμνή και κοφτερή σαν λεπίδι η αύ ρα της αληθινής ζωής - και τότε θα μπορέσεις ίσως να γράψεις σωστά. Ή ακόμη και να ζήσεις ουσιαστικά». « Σ ω σ τ ά . Έχω όλο τον καιρό μπροστά μου. Η ζωή αρχίζει στα πενήντα. Δε με παρατάς, λέω γω, βρε κα κοφορμισμένη ναφθαλίνη!» Το κινητό μου καλεί και άκαρδα με αποσπά απ' τον αυτιστικό συγκρουσιακό διχασμό μου. Απότομα ξα ναγίνομαι μονοδιάστατη και συμπαγής. Τι κάνουμε τώρα; Τι θα πω αν είναι ο Κώστας και με ψάχνει; Άσ' το καλύτερα να χτυπάει, θα βρει το σημείωμα. Απαντάει η αυτόματη τηλεφωνήτρια με τη φωνή μου. Ακολουθεί μια γυναικεία φωνή: « Έ ρ σ η , dear, δεν ξέρω αν πήρες το προηγούμενο μήνυμά μου. Τον χάσα με τον Ντέιβιντ, Έρση μου, τον χάσαμε. Συγχώρεσέ με, I ' m so sorry αν σε αναστάτωσα με το τηλεφώνημά μου. Είχα χάσει το μυαλό μου, ήμουν μόνη, ήθελα κάποιος να προσευχηθεί μαζί μου... thats all. Τώρα όλα τελείω σαν. Τον λυπήθηκε ο Θεός, στην κατάσταση που ήταν. Δεν είχε νόημα να βασανίζεται. Μόλις τώρα ήρθαν τα παιδιά να με πάρουν. Φεύγουμε σε λίγο. Η κηδεία θα γίνει στη Φλόριντα, στον τόπο καταγωγής τ ο υ . Στο Φορτ Λοτερντέιλ, αν έχεις ακουστά. Όταν τελειώσουν όλα αυτά, ίσως έρθω στην Ελλάδα για λίγες μέρες. Αυ τά, καλή μου. See you! And God bless y o u ! » .
256
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
« Ω , Θεέ μ ο υ » μου ξεφεύγει και ο οδηγός σταματά και γυρίζει ανήσυχος προς το μέρος μου. «Λυπάμαι πολύ, κυρία μου. Συγγενής σας ήταν;» «Όχι ακριβώς... σας παρακαλώ πολύ, αφήστε με να βγω έξω για λίγο. Ένα τσιγάρο θέλω να κάνω». «Κάντε το εδώ. Να σας προσφέρω ε γ ώ » . Ευτυχώς, γιατί έχω ξεμείνει, ως συνήθως. «Ευχαριστώ πολύ. Προτιμώ όμως να το καπνίσω έξω». Ρουφάω ανάσες καπνού και καθαρού αέρα εναλ λάξ. Σε κοντινή απόσταση διακρίνονται τα φώτα του αεροδρομίου. Η εαυτή μου έχει διάθεση για κουβέντα. «Λοιπόν, Έ ρ σ η ; » « Τ ι λοιπόν; Δεν την άκουσες;» «Την άκουσα». « Δ ε μου φάνηκε και τόσο... απαρηγόρητη. Εκείνο το "see you and God bless you" σαν κάπως χαζοχαρού μενα να το ε ί π ε » . « Α ς πούμε απλώς ότι το 'πε λίγο... αμερικάνικα. Πραγματισμός, Έρση μου. Η ζωή συνεχίζεται. Μην πα ρεξηγείς». « Δ ε ν παρεξηγώ. Αγαπώ την Εύα έτσι κι αλλιώς. Άλλωστε, τόσα χρόνια μακριά η μία από την άλλη, πόσο καλά γνωριζόμαστε; Κι αυτή μπορεί να πιστεύει για μέ να και τον Κώστα ότι είμαστε η μετενσάρκωση του Ρω μαίου και της Ιουλιέτας. Ας είμαστε πραγματίστριες». «Πραγματισμός λοιπόν. Οπότε τι κάνουμε τώρα;» « Τ ι να κάνουμε; Ακόμη κι αν η Εύα χρειάζεται πα ρηγοριά, δε θα τη βρούμε στη Βοστόνη, αφού φεύγει για Φλόριντα, οπότε...»
257
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
« . . . ο π ό τ ε τα παρατάμε όλα και γυρνάμε πίσω με την ουρά στα σκέλια, ε; Αυτό λες;» «Ό,τι και να πω εγώ, εσύ του κεφαλιού σου θα κά νεις, όπως πάντα». «Καλά το κατάλαβες. Και το κυριότερο: Το μυθι στόρημα θα το γράψω όπως θέλω εγώ. Όπως μου βγαί νει. Η Εύα από ένα σημείο και μετά θα δρα... πολιτικά ανορθόδοξα, όπως μου αρέσει εμένα. Τέρμα τα ηθικο πλαστικά και οι χ ρ η σ τ ο μ ά θ ε ι ε ς , έ τ σ ι ; Η δικιά μου ιστορία θα έχει φευγάτο τέλος. Κουφό. Χωρίς κρυμμέ νους συμβολισμούς και μηνύματα». «Ευτελές δηλαδή. Ρηχό. Αυτό εννοείς;» «Ακριβώς. Εντελώς ρηχό, άρα απρόβλεπτο και ανα τρεπτικό... κάπως έτσι. Τέρμα η μιζέρια!» Η Έρση σκύβει συγκαταβατικά το κεφάλι κι εγώ πατάω τη γόπα του τσιγάρου στην άσφαλτο. « Μ ε συγχωρείτε που ρωτάω... σας βλέπω πολύ τα ραγμένη. Μήπως αλλάξατε σχέδια σχετικά με το ταξί δι σας; Μετά από ένα τόσο θλιβερό συμβάν, εννοώ... μήπως...» ρωτάει με ανθρώπινο ενδιαφέρον ο ταξιτζής ανάβοντας τσιγάρο. Για μια στιγμή μένω να παρατηρώ τα δαχτυλίδια του καπνού απ' το τσιγάρο τ ο υ . Αργά κατεβάζω το βλέμμα και τον βλέπω για πρώτη φορά. Είναι περίπου συνομήλικός μου, με μάτια καστανά και αρχή φαλά κρας. Το ενδιαφέρον του μοιάζει γνήσιο. « Τ ι ώρα φεύγει η πτήση σας, αν επιτρέπεται;» συνε χίζει εκείνος. «Δεν ξέρω... δεν έχω κρατήσει θ έ σ η » . « Ε ί σ τ ε σίγουρη ότι επιθυμείτε να ταξιδέψετε;»
258
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Πάνω απ' τα κεφάλια μας ακούγεται το βουητό ενός αεροπλάνου που μόλις απογειώθηκε. Μια ακατάσχετη επιθυμία με πιάνει να μπω σ' ένα τέτοιο αεροπλάνο και να φύγω, να φύγω... « Ε ί μ α ι σίγουρη. Δεν άλλαξα σχέδια. Ας συνεχίσου με το δρόμο μας, παρακαλώ ». Μπαίνοντας ξανά στο ταξί, απενεργοποιώ το κινητό μου. Απ' το ανοιχτό παράθυρο εισβάλλουν οι μυρωδιές της άνοιξης, αλλά, καθώς πέφτει το βράδυ και κάνει ψύχρα, ο οδηγός ανεβάζει το τζάμι. Στα ρουθούνια μου εισχωρεί τώρα μια αλλιώτικη μ υ ρ ω δ ι ά , παράξενη αλλά όχι δ υ σ ά ρ ε σ τ η . Μοιάζει ν' αναδύεται απ' την ταπετσαρία του αυτοκινήτου κι έρχεται να κατακάτσει στο φάρυγγα μου. Εισπνέω βα θιά κ α ι , προσπαθώντας να εντοπίσω το ποιόν της οσμής, που από κάπου μού φαίνεται οικεία και δρα επάνω μου αγχολυτικά, βυθίζομαι χωρίς να το καταλά βω σ' ένα λυτρωτικό λήθαργο.
259
br/zav
ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ Τ Ω Ρ Α
Πώς βρέθηκα να κάθομαι σ' ένα τραπέζι στο βάθος του μπαρ του ξενοδοχείου με το Σωτήρη -αυτό είναι τ' όνομα του ταξιτζή- απέναντί μου; Ούτε που το κατάλαβα πώς προέκυψε. Υποθέτω ότι έπραξα σωστά που τον κάλεσα για ένα ποτό - το επιβάλλουν οι καλοί τρόποι άλλωστε. Όταν ο οδηγός σου δεν περιορίζεται να σ' αφήσει, ψαρωμένη από ένα σύντομο υπνάκο, μπροστά στην είσοδο του αεροδρο μίου, αλλά σε ακολουθεί κουβαλώντας τη βαλίτσα σου μέχρι το γκισέ και από κει πίσω στο ταξί, επειδή δε βρήκες πτήση για Νέα Υόρκη νωρίτερα από αύριο το βράδυ, κι από κει στο παρακείμενο ξενοδοχείο, του 'χεις κάνει και τράκα πέντε τσιγάρα, και όλ' αυτά χωρίς να δεχτεί έξτρα αμοιβή -τον καλείς για ένα ποτό ή δεν τον καλείς; Άσε που είναι και ευγενέστατος, σωστός κύριος. Η συντροφιά του, μετά από μια τόσο επεισο διακή μέρα και πριν από μία άλλη, ακόμη επεισοδια κότερη, που προβλέπεται ν' ακολουθήσει, δρα πάνω μου χαλαρωτικά. ΤΩΡΑ ΤΙ ΓΥΡΕΥΩ ΕΓΩ Ε Δ Ω ;
Η κουβέντα μας κυλάει αβίαστα. Μαθαίνω ότι είναι χωρισμένος, με δυο παιδιά που σπουδάζουν στα Γιάν νενα, και ότι πίνει το ουίσκι του on the rocks.
260
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Βλέπω την αλλοδαπή σερβιτόρα που έρχεται με το δίσκο και πίσω της στο φόντο - Θεέ μου, τι είν' αυτό; Ποια είναι η πληθωρική μελαχρινή με το πράσινο φόρε μα που, με την πλάτη γυρισμένη σε μένα, παίρνει θέση στο μοναδικό ελεύθερο σκαμπό του μπαρ; Κι αν ακό μη δυσκολευόμουνα ν' αναγνωρίσω την ίδια, έτσι δια φορετική, έτσι ώριμη και fatale που φαντάζει ξαφνικά, θ' αναγνώριζα το ριχτό πράσινο φόρεμα απ' την Πράγα ανάμεσα σε χίλια άλλα: η κόρη μου η Δάφνη! Παραλύω. Τα πόδια μου τρέμουν, κρύος ιδρώτας με περιλούζει. « Σ ο υ συμβαίνει κάτι, Έ ρ σ η ; » « Μ ι α απλή σκοτοδίνη είναι, Σωτήρη. Απ' την κού ραση μάλλον. Δεσποινίς, θα είχατε την καλοσύνη να μας σερβίρετε τα ποτά στο δωμάτιο;» «Κανένα πρόβλημα. Ανεβείτε εσείς και θα σας σερ βίρω αμέσως». Ευτυχώς, το μπαρ έχει κι άλλη έξοδο που βγάζει στο κλιμακοστάσιο. Με την άκρη του ματιού προλαβαίνω να δω την κόρη μου ν' ανταλλάσσει ένα παθιασμένο φι λί με κάποιο μεσόκοπο που κάθεται δίπλα της. «Αν αυτός δεν είναι ο μοιραίος Μίλτος, εμένα να με φτύ σεις» λέω στην Έρση. «Παντρεμένος ξε-παντρεμένος, μαζί πάνε στο Μπουένος Άιρες, τα πουλάκια μου. Το 'πιασες;» « Ε σ ύ το 'πιασες ότι με τις σπασμωδικές κινήσεις σου έβαλες πράματα στο μυαλό του Σωτήρη;» « Τ ι πράματα δηλαδή;» « Ά κ ο υ τι πράματα! Πονηρές σ κ έ ψ ε ι ς , παιδί μου. Επιπόλαια! Δε βλέπεις πώς σε κοιτάει;»
261
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
Πράγματι, όσην ώρα ανεβαίνει το ασανσέρ στον έκτο όροφο, ο συνοδός μου με περιεργάζεται απροκά λυπτα απ' την κορυφή ως τα νύχια με τη μεθοδικότητα εντομολόγου. Να τα μας! Ώρα είναι να κοκκινίσω ως τ' αυτιά και να γίνω εντελώς ρόμπα. «Μπορούμε να πιούμε το ποτό μας κι εδώ, στο σα λονάκι» λέω για να σπάσω την αμήχανη σιωπή, μάλλον όμως όχι όσο αποφασιστικά θα έπρεπε, γιατί ο Σωτή ρης έχει έτοιμη την ένσταση: « Δ ε γίνεται δυστυχώς, γιατί η καημένη η σερβιτόρα θα μας ψάχνει στο 630. Πάμε, λοιπόν, εκεί που της εί παμε, για να μην ταλαιπωρείται ά δ ι κ α » . Κοίταξε τώρα σε τι κουβάρι μπλέχτηκα, στα καλά καθούμενα. Πάλι καλά που το δωμάτιο έχει δύο μονά κρεβάτια και όχι ένα διπλό, να εκμαυλίζει συνειδήσεις επί τη εμφανίσει. Έχει και ένα ευρύχωρο τραπέζι με δυο καρέκλες - ένα τραπέζι φαγητού. Να η ευκαιρία! « Σ ω τ ή ρ η , έχω να φάω... κι εγώ δε θυμάμαι από πό τ ε . Το ποτό θα με ζαλίσει. Λέω να παραγγείλω κάτι για φαγητό. Συμφωνείς;» Συμφωνεί με την προϋπόθεση να κεράσει αυτός το φαγητό. Εγώ συμφωνώ με την προϋπόθεση να κεράσω το κρασί. Έτσι, μετά το πρώτο διπλό ουίσκι ακολου θούν κάμποσα τριπλά κρασιά και γύρω στα μεσάνυχτα δε βλέπω τη μύτη μου. «Εμένα θα με συγχωρήσεις για λίγο» λέω στο συνδαιτυμόνα μου και εξαφανίζομαι στο μπάνιο, να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου να συνέλθω. Σ' ένα γάντζο κρέμεται το κόκκινο φουστάνι, έτοιμο για το αυριανό ταξίδι - οι πιθανότητες να είμαστε στο
262
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ίδιο αεροπλάνο με το Νίκο είναι πολλές. Να βγάλω επιτέλους από πάνω μου αυτά τα μαύρα που φοράω απ' την κηδεία! Ως εδώ το πένθος! Νέος Κόσμος, νέα ζωή! σκέφτομαι ξαναμμένη και αγκαλιάζω το φόρεμα. Μια μυρωδιά με τυλίγει ανεπαίσθητα, η ίδια εκείνη μυ ρωδιά που... « Έ ρ σ η , είσαι καλά;» μου χτυπάει την πόρτα ο Σ ω τήρης. « Ν α ι , μια χαρά είμαι. Έρχομαι αμέσως». Θυμάμαι άλλες εποχές σε τουαλέτες ξενοδοχείων, τότε που με την τρέλα στο μάτι έβγαζα απ' το κρυφό μου τσαντάκι μπροστά στον καθρέφτη τη σπαστή οδο ντόβουρτσα, το σπρέι για δροσερή αναπνοή και το εκμαυλιστικό άρωμα σε μίνι συσκευασία, για μια ανασύνταξη-εξπρές της τελευταίας στιγμής προ της επικεί μενης επί κλίνης ερωτοπραξίας. Τι εποχές... Μα ήμουν εγώ αυτή; Δεν μπορεί, κάποια άλλη θα ήταν. Εγώ είμαι η ληγμένη μεσόκοπη που δείχνει ο καθρέφτης, αυτή που σπάει το κεφάλι της με τι τρόπο να ξεφορτωθεί το συνοδό της ευγενικά. Ίσως αν του έλεγα ότι αδιαθέτη σα ξαφνικά, ότι μου 'ρχεται εμετός, ότι προτιμώ να κοι μίζω γυναίκες στο κρεβάτι μου, ότι... Τίποτα απ' αυτά δε χρειάστηκε. Βγαίνοντας απ' το μπάνιο, τον βρήκα να ροχαλίζει μακάρια στο ένα απ' τα κρεβάτια.
263
br/zav
ΑΡΩΜΑ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗΣ
προσπαθώ να ξανακοιμηθώ. Το ρολόι μου δείχνει τέσσερις. Πόση ώρα τον πήρα; Το ρο χαλητό του Σωτήρη πρέπει να με ξύπνησε. Αν και ντυ μένη -στα μαύρα πάντα-, κρυώνω. Στην ντουλάπα βρίσκω μια χνουδωτή κουβέρτα. Τυλίγομαι σφιχτά και διπλώνομαι σε στάση εμβρύου, αλλά για στάσου: Τι μυρίζει; Πάλι αυτή η μυρωδιά η παράξενη, η τόσο οικεία, που μοιάζει μ ε . . . κάτσε να δεις με τι μοιάζει... με ναφθαλίνη! Ναι, ναφθαλίνη μυ ρίζει η κουβέρτα. Ναφθαλίνη μυρίζει το κόκκινο φου στάνι. Και το ταξί; Ναφθαλίνη μύριζε και το ταξί. Όλα μυρίζουν ναφθαλίνη! Όλα; Όλα, επειδή ναφθαλίνη μυ ρίζω εγώ και ό,τι αγγίζω μυρίζει επίσης ναφθαλίνη. Η εσάνς αναδύεται από μέσα μ ο υ . Βγαίνει από την ανάσα μου, απ' τον ιδρώτα μου, από κάθε πόρο του σώματός μου, συμπεραίνω αβίαστα. ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΠΛΕΥΡΟ,
Συνειδητοποιώ την κατάστασή μου έτσι απλά, χωρίς πικρία. Η διαπίστωση δε συνοδεύεται από πανικό, δε με εκπλήσσει καν. « Έ χ ε ι γούστο να 'ναι έτσι, τελικά» σχολιάζει η εαυ τή μου. « Ν α ι , πολύ γούστο έ χ ε ι » . « Γ ι α τ ί καγχάζεις, Έ ρ σ η ; Σε χαλάει;»
264
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Όχι, με φτιάχνει. Με φτιάχνει κανονικά». Δεν αντέχω άλλο. Γιατί είμαι τόσο κουλ; Η ίδια μου η αταραξία μού τη δίνει στα νεύρα. « Έ ρ σ η , πάρε με να φύγουμε. Τι γυρεύουμε νυχτιά τικα σ' ένα δ ω μ ά τ ι ο ξενοδοχείου μ' έναν άγνωστο άντρα να ροχαλίζει στο διπλανό κρεβάτι; Έναν άντρα που ούτε καν η προοπτική να περάσει μια ξέφρενη νύ χτα με μιαν άγνωστη δεν κατάφερε να τον κρατήσει ξύ πνιο ;» « Ν α ι , με μιαν άγνωστη, αλλά τι σόι άγνωστη; Μια γοητευτική άγνωστη;» «Γοητευτική; Χ μ . . . όπως το πάρεις. Θέμα γούστου. Συνηθισμένη, πάντως, οπωσδήποτε όχι!» « Σ ω σ τ ά . Μια άγνωστη μ ε άρωμα ν α φ θ α λ ί ν η ς ! Άντε, κάλεσε ένα ταξί, να χαρείς. Μίλα σιγά, μην ξυ πνήσει αυτός». « Έ γ ι ν ε . Για πού το ταξί;» Για πού, αλήθεια;
265
br/zav
L U C Y I N T H E SKY..
ανάβω τσιγάρο και τραβάω την κουρτίνα. Έξω είναι ακόμα σκοτάδι. Λίγα αυτοκίνητα περιμένουν παρκαρισμένα μ' αναμμένα φώτα και ένα αεροπλάνο προσγειώνεται. Μια γυναίκα μόνη με τη βαλίτσα της προχωράει προς την είσοδο που γράφει «Αναχωρήσεις». Τα μαλλιά της ανεμίζουν στον πρωινό αέρα. Σ Ε Ρ Β Ι Ρ Ο Μ Α Ι ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ Κ Ρ Α Σ Ι ,
«Φυσάει. Θέλεις να πάμε μέσα;» «Πήγαινε εσύ, Εύα. Θα μείνω εδώ λίγο ακό μη». Σκυμμένη στο κιγκλίδωμα της βεράντας, με τις παλάμες μου να σφίγγουν το κάγκελο, τη βλέπω, να προχωράει προς την ανοιχτή πόρτα του λεωφορείου. Οι άλλοι επιβάτες έχουν ήδη επιβιβαστεί, η μαμά μου έμεινε τελευταία για να μας αποχαιρετίσει, για να μου δώσει ακόμη ένα φιλί. Αχ, μαμά, μαμά, πότε θα με πάρεις μαζί σου; Πότε θ' ανεβαίνω δίπλα σου τις σκάλες του αε ρ ο π λ ά ν ο υ ; α ν α ρ ω τ ι έ μ α ι χωρίς να π ε ρ ι μ έ ν ω απάντηση και τα δάκρυα μου θολώνουν το
266
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
βλέμμα. Αχνά διακρίνω την ψηλόλιγνη φιγούρα της να μου κουνάει το χέρι - βέβαιη πως είμαι ακόμα εδώ και τη βλέπω. Μετά η πόρτα κλείνει και το λεωφορείο ξεκινά. Το αεροπλάνο περι μένει λίγο πιο κει. Σκουπίζω τα μάτια και προσπαθώ να ξεχω ρίσω τη μορφή της ανάμεσα στο μπουλούκι των επιβατών που ανεβαίνουν τη σκάλα. Τη βλέπω τελικά στο κεφαλόσκαλο με φόντο την πόρτα του αεροπλάνου, αέρινη και πανέμορφη, ίδια η Γκίλντα της Ρίτα Χ έ υ γ ο υ ο ρ θ , να μου γ ν έ φ ε ι κουνώντας το μακρύ άσπρο της κασκόλ, που μαζί με την πυρρόξανθη χαίτη των μαλλιών της ανεμίζει σαν τρελό στον πρωινό αέρα. Τι όμορφη που ε ί σ α ι ! Άραγε θα γίνω ποτέ σαν κι εσένα; Θα σου μοιάσω; αναρωτιέμαι με παράπονο, κι ας είμαι μια δεκαεφτάχρονη καλ λονή εγώ η ίδια. Ξέρω ότι θα κρατήσω αυτή την εικόνα της ολοζώντανη για πάντα στην καρδιά μου, δεν ξέρω όμως ότι θα είναι η τελευταία. Από την καφετέρια του αεροδρομίου ξεχύνε ται η φωνή του Τζον Λέννον που τραγουδάει: «Lucy in the sky with diamonds». Ένα σκούντημα στον ώμο μου και... « Τ ι έγινε, Έ ρ σ η ; Στους ουρανούς βρίσκεσαι κι εσύ; Έλα επιτέλους, προσγειώσου. Σου πα ρήγγειλα κ α φ έ » . Μου παίρνει κάποια δ ε υ τ ε ρ ό λ ε π τ α , αλλά προσγειώνομαι τελικά και αγκαλιάζω την κολ λητή μου.
267
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
« Ε ύ α , το σκέφτεσαι; Είναι η τελευταία φορά που η μαμά φεύγει κι εγώ μένω πίσω να την πε ριμένω. Με το που θα τελειώσει το σχολείο φεύ γ ω ! Φεύγω και δε θα γυρίσω π ο τ έ ! » «Ποτέ;» « Π ο τ έ για πολύ, εννοώ. Θα 'ρχομαι και θα ξαναφεύγω, θα ταξιδεύω, δε θα βρίσκομαι που θενά για πολύ. Δε θα έχω μόνιμο σ τ έ κ ι » . « Ω , Θεέ μου, Έ ρ σ η ! Το βρίσκω εφιαλτικό. Εγώ δε θα μπορούσα να κάνω χωρίς το σπίτι μου μια ζωή». «Μια ζωή ίσως όχι. Δύο όμως;» «Κατάλαβα. Πάλι μαλακίες λες. Εγώ φταίω που κάθομαι και σ' ακούω. Για τιμωρία σου δε θα πιεις καφέ. Γυρνάμε σπίτι αμέσως. Μπρος, έλα. Πάμε σπίτι!» Πάμε σπίτι λοιπόν, κι ας επιμένει ο Τζον Λέν νον: «Lucy in the sky with diamonds»...
«Πάμε σπίτι; Είναι μια ιδέα κι αυτή...» Τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά, η πλάτη μου διαμαρ τύρεται. Να φύγω, να φύγω από δω, αλλά για πού; Δε θέλω να πετάξω στη Βοστόνη - όχι σήμερα, όχι τώρα". Ίσως μεθαύριο, ίσως σ' ένα μήνα, αλλά όχι τώρα. Αν αυτός ο άντρας μού άδειαζε τη γωνιά, αν τον ξυ πνούσα, θα μπορούσα ίσως να κοιμηθώ δυο τρεις ώρες, να ξελαμπικάρει το μυαλό μου, να δω τι θα κάνω... αλ λά όχι. Δε θέλω αυτό το κρεβάτι, θέλω το κρεβάτι μου, με τη σομόν λαμπίτσα, με το πλουμιστό κουβρ-λι, με τα σε-
268
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
ντόνια μου που μυρίζουν πράσινο μήλο. Με τη ροζ κού πα μου στο κομοδίνο, γεμάτη νερό που ποτέ δεν πίνω. « Τ ι τη θες την κούπα, για τη μασέλα σου;» με πειράζει ο Κώστας. Πες το ψέματα, με τα χάλια που έχουν τα δό ντια μου δε θ' αργήσει η μέρα που θα βάλω μασέλα. «Πάμε πίσω λοιπόν; Γυρνάμε σπίτι με την ουρά στα σκέλια; Πίσω σ' έναν άντρα που δεν είναι παρά ένας κα λός φίλος; Σε μια κόρη που δε με συνδέει μαζί της παρά η τυπική μητρική αγάπη, η αυτονόητη, η προγραμματι σμένη; Την αγαπώ γιατί είναι κόρη μου, είναι αξίωμα, τελεία και παύλα. Αχ ναι, η οικογένειά μου: Μια αγάπη χωρίς ουσία και αιτία, ένας σκελετός χωρίς αίμα». « Ε , και λοιπόν; Λίγα είναι αυτά; Τι περίμενες, βρε χαζοβιόλα; Να λατρεύεσαι ως άλλη Ιουλιέτα; Ν' ανα δύεσαι στους ουρανούς ως Lucy με διαμάντια; Δεν κοι τάς την κατάντια σου; Ναφθαλίνη, ε ναφθαλίνη!» « Ν α ι , μπορεί να είμαι ναφθαλίνη, αλλά η ηρωίδα μου... Μιλάμε για την Εύα - γ ι ' αυτήν που γράφω, όχι την αληθινή. Η δική μου Εύα θα είναι μια σούπερ γούμαν. Δε θα καταδέχεται τις ροζ κούπες και τις παρακμιακές παντόφλες. Μ' ένα βαλιτσάκι στο χέρι θα είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να πετάξει στην άκρη του κό σμου , να ερωτευτεί τρελά, ακόμη και ως πενηντάρα, να βγει απ' τα όριά της, ν' αναληφθεί στα ουράνια, να... να...» «Λοιπόν; Για πού το τ α ξ ί ; » επιμένει ρεαλιστικά η δικιά μου. Γυρίζω και την κοιτάω στον απέναντι καθρέφτη. Παρ' όλο το ξενύχτι, παρά το μισό αιώνα που βαραίνει την πλάτη τ η ς , είναι φρέσκια σαν μ π ο υ μ π ο ύ κ ι . Με
269
br/zav
ΛΕΝΑ
ΜΕΡΙΚΑ
καρφώνει γλυκά με βλέμμα σκανταλιάρικου παιδιού. Αν μπορούσα, θα την αγκάλιαζα, θα την έσφιγγα πά νω μου με απληστία. Έστω κι έτσι, εικονική, είναι ο μόνος αληθινά δικός μου άνθρωπος που δε θα μ' εγκα ταλείψει ποτέ - και αποκλείεται να πεθάνει πριν από μένα. Η μόνη μου παρηγοριά, το αποκούμπι μου στις ζόρικες φάσεις και όχι μόνο. Και στις φάσεις της τρε λής χαράς - κυρίως σ' αυτές! Ποιος άλλος θα μοιραζό ταν μαζί μου αυτή τη χαζοχαρούμενη διάθεση, αυτή την παράλογη ευφορία που με πλημμυρίζει τώρα, στη σκέψη και μόνο ότι έχω ραντεβού με τη ροζ κούπα που κάποια μέρα θα δεχτεί τη μασέλα μου; Πρέπει να την προσέχω, να την κανακεύω την Έρση μ ο υ . Θα π ε ι ν ά ε ι σαν τ ρ ε λ ό , το τ ρ ε λ ο κ ό ρ ι τ σ ό μ ο υ . «Έννοια σου, και μόλις φτάσουμε σπίτι θα σου σκαρώ σω εγώ μια ομελετάρα...» Είμαστε κιόλας στην είσοδο του ξενοδοχείου και το ταξί φτάνει από στιγμή σε στιγμή. Η δικιά μου ξεφυσά, τάχα μου εκνευρισμένη. « Δ ε μου απάντησες. Για πού το ταξί;» « Γ ι α Βριλήσσια, άσχετη. Για πού αλλού;» «Άσχετη είσαι και φαίνεσαι. Ξέχασες το κόκκινο φουστάνι στο μπάνιο!» «Δεν το ξέχασα. Νόμιζα πως τώρα πια... Είσαι σί γουρη ότι θα μας ξαναχρειαστεί;» « Φ ά ε τη γλώσσα σου, τσούχτρα. Ασφαλώς και θα μας χρειαστεί. Εμένα τουλάχιστον σίγουρα θα μου χρεια στεί. Θυμήσου να τηλεφωνήσεις να μας το κρατήσουν». « Κ ι εσύ θυμήσου ν' ακυρώσεις το εισιτήριο». «Όχι να το ακυρώσω. Απλώς να το αναβάλω».
270
br/zav
TO ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
«Να το αναβάλεις». «Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας για να πάμε στο Νέο Κόσμο, ψέματα;» «Όχι, δηλαδή ναι. Έχουμε. Τώρα όμως, σε παρακα λώ, πάμε σπίτι!» «Home, sweet home, λοιπόν; Ό,τι πεις, nafthie girl, ναφθαλινούλα μου! Το 'ξερα ότι στο τέλος θα πρυτά νευε η λογική στο τρελό σου κεφάλι. Τέλος καλό, όλα καλά. Να το γιορτάσουμε». «Πώς να το γιορτάσουμε;» «Άσε με να σου τραγουδάω γλυκά στ' αυτί όσο κρα τάει η διαδρομή». «Άντε, τραγουδά. Από μέσα σου όμως, μη γίνουμε ρεζίλι και σ' αυτό τον ταξιτζή κι έχουμε πάλι μπλεξίμα τα». « Ο κ έ ι . Ψιθυριστά λοιπόν: "It's a long way to get a nafthie, its a long way to get old. Its a long way to get an oldie..."» « Σ κ ά σ ε γιατί φτάσαμε. Πλήρωσε τον άνθρωπο να φύγει». « Έ γ ι ν ε . Ωραία». « Τ ι ωραία; Βγάλε λοιπόν το κλειδί! Τι κάθεσαι;» « Τ ο κλειδί; Ποιο κλειδί; Οχ...» « Τ ι έγινε, επιπόλαια; Πάλι δεν έχεις κλειδί;»
«...» « Ε , όχι! Έ λ ε ο ς ! Φτάνει π ι α ! Τ ο ποτήρι ξεχείλισε. Αυτό θα είναι το τέλος σου. Το
ΤΕΛΟΣ
σου!»
ΤΕΛΟΣ
271
br/zav
Τζόζεφιν Κοξ
Τα παιχνίδια της μοίρας Μετάφραση: Καίτη Οικονόμου Εγκαταλελειμμένος από τις δύο γυναίκες της ζωής του, ο Ρόμπερτ Σάλλιβαν πρέπει να μεγαλώσει μόνος του την τρίχρονη Νάνσυ και τον επτάχρονο Τζακ. Ανίκανος να τα βγάλει πέρα με τον πόνο της απώλειας και την απείθαρχη συμπε ριφορά του γιου του, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα παιδιά του. Κι όταν αλλάζει γνώμη και προσπαθεί να γυρίσει κοντά τους, η μοίρα τού παίζει ένα άσχημο παιχνίδι...
«Ερωτικό, αστυνομικό, περιπετειώδες! Δυνατό, παθιασμένο, μιλάει κατευθείαν στην καρδιά». THE SUNDAY TIMES «Η φρεσκάδα στην πλοκή και στους χαρακτήρες της Κοξ είναι δείκτης του αφηγηματικού της ταλέ ντου. Οι θαυμαστές της θα ενθουσιαστούν με αυτό το μυθιστόρημα εποχής. Το ίδιο και οι θαυμαστές της Κάθριν Κούκσον και της Ρόζαμουντ Πίλτσερ, που περιμένουν απεγνωσμένα κάποιον να τις αντικα ταστήσει». BIRMINGHAM POST « Ό , τ ι ζητάτε από ένα μυθιστόρημα βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο... Φόνοι, υιοθεσίες, ζήλια, θυμός, πάθος κι αγάπη. Το βιβλίο περιγράφει πώς μια νύχτα μπορεί να αποβεί μοιραία, με τραγικά αποτε λέσματα. Ένα πραγματικά συναρπαστικό βιβλίο από μια υπέροχη συγγραφέα». AMAZON.COM
br/zav
br/zav