Ε
ίναι ένα μαγαζάκι στο οποίο δεν μπαίνει ποτέ καμία ροζ και χαρούμενη αχτίδα. Το μοναδικό του παράθυρο, στην είσοδο αριστερά, το φράζουν χάρτινα βουνά, ένας σωρός από χαρτονένια κουτιά. Έ ν α ς πίνακας κρέμεται από το μάνταλο. Στο ταβάνι, σωλήνες νέον φωτίζουν μια ηλικιωμένη γυναίκα που πλησιάζει ένα μωρό στο γκρι καροτσάκι του. «Α, χαμογελάει!» Μια άλλη γυναίκα, πιο νέα -η έμπορος-, που κάθεται κοντά στο παράθυρο και απέναντι από το ταμείο όπου κάνει τους λογαριασμούς της, εξανίσταται: «Πώς είναι δυνατόν; Ο γιος μου χαμογελάει; Μπα, όχι, δε χαμογελάει. Θα πρέπει να είναι καμιά ζάρα στην άκρη του στόματος. Γιατί θα χαμογελούσε;» Ύστερα ξαναπιάνει τους λογαριασμούς της, ενώ η ηλικιωμένη πελάτισσα βαδίζει γύρω από το παιδικό καροτσάκι με τη σηκωμένη κουκούλα. Το μπαστούνι της την κάνει να φαίνεται -και να περπατάει- αδέξια. Κοιτάζοντας με τα νεκρικά μάτια της, σκοτεινά και παραπονιάρικα πίσω από το πέπλο του καταρράκτη, επιμένει: «Κι όμως, θα 'λεγε κανείς πως χαμογελάει». «Εντύπωση θα μου έκανε. Κανένας από την οικογένεια Τιβάς δεν έχει χαμογελάσει ποτέ!» διαμαρτύ7
ρεται η μητέρα του νεογέννητου, σκύβοντας πάνω από τον πάγκο για να βεβαιωθεί. Σηκώνει το κεφάλι, τεντώνει το λεπτό λαιμό της και φωνάζει: «Μισίμα! Έ λ α να δεις!» Μια καταπακτή ανοίγει, σαν στόμα, στο πάτωμα και εμφανίζεται, σαν γλώσσα, ένα φαλακρό κρανίο. «Τι είναι; Τι συμβαίνει;» Ο Μισίμα Τιβάς βγαίνει από την καταπακτή κουβαλώντας ένα σακί τσιμέντο, που το ακουμπάει στο δάπεδο, ενώ η γυναίκα του του λέει: «Η πελάτισσα ισχυρίζεται ότι ο Άλαν χαμογελάει». «Τι είναι αυτά που λες, Λουκρές;» Τινάζοντας τα μανίκια του για να φύγει η τσιμεντόσκονη, πλησιάζει με τη σειρά του το νεογέννητο, το κοιτάζει επίμονα με ύφος δύσπιστο και κάνει τη διάγνωση: «Σίγουρα έχει κολικούς. 'Οταν πονάει η κοιλιά τους, δημιουργούνται δίπλες στα χείλη τους, έτσι...» εξηγεί κουνώντας τα χέρια του οριζόντια, το ένα πάνω από το άλλο, μπροστά στο πρόσωπο του. «Καμιά φορά τις περνάμε για χαμόγελο, αλλά δεν είναι. Είναι γκριμάτσες». Κατόπιν γλιστράει τα δάχτυλά του κάτω από την κουκούλα του καροτσιού και ζητάει τη μαρτυρία της ηλικιωμένης. «Κοιτάξτε. Αν σπρώξω τις άκρες των χειλιών προς το πιγούνι, δε χαμογελάει. Κάνει μούτρα, όπως ο αδελφός του και η αδελφή του τη στιγμή που γεννήθηκαν». «Αφήστε τον», του ζητάει η πελάτισσα. Ο έμπορος υπακούει. 8
«Ορίστε! Το βλέπετε κι εσείς ότι χαμογελάει», αναφωνεί η ηλικιωμένη γυναίκα. Ο Μισίμα Τιβάς σηκώνεται, φουσκώνει το στήθος και λέει εκνευρισμένος: «Τι θα θέλατε να σας δώσουμε;» «Ένα σκοινί για να κρεμαστώ». «Είναι ψηλοτάβανο το σπίτι σας; Δεν ξέρετε; Ορίστε, πάρτε αυτό. Δύο μέτρα θα πρέπει να είναι αρκετά», συνεχίζει παίρνοντας από το ράφι ένα κανναβόσκοινο. «Η θηλιά είναι ήδη έτοιμη! Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να την περάσετε γύρω απ' το λαιμό σας και να τη σφίξετε...» Την ώρα που πληρώνει, η κυρία στρέφεται προς το καροτσάκι λέγοντας: «Είναι βάλσαμο στην καρδιά το παιδικό χαμόγελο». «Καλά, καλά, εντάξει!» μουρμουρίζει ο Μισίμα. «Άντε, πηγαίνετε σπίτι σας. Έχετε καλύτερα πράγματα να κάνετε τώρα πια». Η ηλικιωμένη και απελπισμένη γυναίκα φεύγει, με το σκοινί περασμένο στον ώμο, κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό. Ο έμπορος ξαναμπαίνει στο μαγαζί. «Ουφ, επιτέλους την ξεφορτωθήκαμε! Μου τη σπάει αυτή η γυναίκα. Όχι, δε χαμογελάει!» Η γυναίκα του στέκεται δίπλα στο παιδικό αμαξάκι που κουνιέται μόνο του. Το τρίξιμο των ελατηρίων μπερδεύεται με τα τιτιβίσματα και τα γέλια που ακούγονται μέσα από το καροτσάκι. Όρθιοι δεξιά και αριστερά, οι γονείς κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με περίλυπο ύφος. «Να πάρει...» 9
Α
λαν! Πόσες φορές πρέπει να σ' το πω; Δε λέμε "εις το επανιδείν" στους πελάτες που φεύγουν απ' το μαγαζί μας. Τους λέμε "αντίο", αφού δεν πρόκειται να ξανάρθουν. Πότε θα το καταλάβεις επιτέλους;» Η Λουκρές Τιβάς, έξαλλη, σφίγγει στα κρυμμένα πίσω από την πλάτη χέρια της μία κόλλα χαρτιού που τρέμει στο ρυθμό του θυμού της. Σκύβοντας πάνω από το στερνοπαίδι της, που στέκεται όρθιο μπροστά της και την κοιτάζει με τη χαρούμενη φατσούλα του, του κάνει κήρυγμα, του δίνει ένα μάθημα. «Και πάψε να σιγοτραγουδάς (τον μιμείται) "Καλημέεερα..." όποτε μπαίνουν πελάτες. Πρέπει να λες με ύφος θλιμμένο "Κακημέρα, κυρία..." ή "Σας εύχομαι μεγάλη νύχτα, κύριε". Και, κυρίως, πάψε να χαμογελάς! Θέλεις να διώξεις την πελατεία; Τι μανία είναι αυτή να υποδέχεσαι τον κόσμο στριφογυρίζοντας τα μάτια και κουνώντας τους δείκτες των χεριών σου πλάι στα αφτιά; Νομίζεις ότι οι πελάτες έρχονται εδώ για να θαυμάσουν το χαμόγελο σου; Έχει καταντήσει ανυπόφορο. Θα σου βάλουμε φίμωτρο ή θα σε χειρουργήσουμε!» Η κυρία Τιβάς, ένα μέτρο κι εξήντα και σαράντα χρόνων, είναι έξω φρενών. Μαλλιά καστανά, μάλλον 11
κοντά, τραβηγμένα πίσω από τα αφτιά, και μια κυματιστή τούφα στο μέτωπο να δίνει ζωή στο χτένισμά της. Οι μπούκλες του Άλαν κυματίζουν λες και στέκεται μπροστά στον ανεμιστήρα, απέναντι στις φωνές της μητέρας του, που τώρα του κουνάει το χαρτί το οποίο έκρυβε πίσω από την πλάτη της. «Για πες μου, τι είναι αυτή η ζωγραφιά που έφερες απ' τον παιδικό σταθμό;» Με το ένα χέρι κρατάει το χαρτί μπροστά της και περιγράφει το σχέδιο, ενώ με το δείκτη του άλλου της χεριού το χτυπάει θυμωμένα. «Ένα μονοπάτι που οδηγεί σ' ένα σπίτι με μία πόρτα και ένα παράθυρο ορθάνοιχτα στον καταγάλανο ουρανό, όπου λάμπει ένας μεγάλος ήλιος! Δε μου λες, γιατί στη ζωγραφιά σου δεν υπάρχουν ούτε σύννεφα ούτε ρύπανση; Πού είναι τα αποδημητικά πουλιά που μας κουτσουλάνε ασιατικούς ιούς στο κεφάλι και πού είναι οι επικίνδυνες ακτινοβολίες και οι τρομοκρατικές εκρήξεις; Αυτό που ζωγράφισες είναι εκτός πραγματικότητας. Καλύτερα να θαυμάσεις τις ζωγραφιές που έκαναν στην ηλικία σου ο Βίνσεντ και η Μέριλιν!» Η Λουκρές, με το μακρύ της φόρεμα, ορμά προς μια βιτρίνα γεμάτη ένα σωρό γυαλιστερά και χρυσαφιά μπουκαλάκια. Περνάει μπροστά από τον πρωτότοκο γιο της, δεκαπέντε χρόνων και αδύνατος, με μπανταρισμένο κεφάλι, που τρώει τα νύχια του και δαγκώνει τα χείλη του. Δίπλα του, η Μέριλιν, δώδεκα χρόνων και κάπως παχιά, σωριασμένη σε ένα σκαμνί, βαριέται αφόρητα -θα κατάπινε τον κόσμο με ένα χασμουρητό-, ενώ ο Μισίμα κατεβάζει τα σιδερένια ρολά και αρχίζει να σβήνει με12
ρικά φώτα. Η μητέρα ανοίγει ένα συρτάρι κάτω από το ταμείο και από ένα ντοσιέ παραγγελιών βγάζει δυο κόλλες χαρτιού και τις ξεδιπλώνει. «Κοίτα πόσο σκοτεινό είναι το σχέδιο της Μέριλιν, και αυτό εδώ, του Βίνσεντ, κάγκελα μπροστά σ' έναν τοίχο από τούβλα! Αυτό μάλιστα. Να ένα αγόρι που κάτι κατάλαβε απ' τη ζωή! Το καημένο το ανορεξικό, που υποφέρει από πονοκεφάλους και νομίζει πως το κεφάλι του θα σπάσει κάτω απ' τον επίδεσμο... Αυτός, βέβαια, είναι ο καλλιτέχνης της οικογένειας. Ο Βαν Γκογκ μας!» Η μητέρα τον φέρνει ως παράδειγμα. «Την αυτοκτονία την έχει στο αίμα του. Πραγματικός Τιβάς. Ενώ εσύ, Άλαν...» Ο Βίνσεντ, με το δάχτυλο στο στόμα, χώνεται στην αγκαλιά της γυναίκας που τον γέννησε. «Θα ήθελα να επιστρέψω στην κοιλιά σου, μαμά...» «Το ξέρω», του απαντάει εκείνη χαϊδεύοντας τους επιδέσμους και συνεχίζοντας να περιγράφει το σχέδιο του μικρού Άλαν. «Και ποιο είναι αυτό το κοριτσάκι με τα μακριά πόδια, που το ζωγράφισες με ύφος πολυάσχολο δίπλα στο σπίτι;» «Η Μέριλιν», αποκρίνεται το εξάχρονο παιδί. Ακούγοντάς τον, η νεαρή Τιβάς, με τους σκυφτούς ώμους, σηκώνει ανόρεχτα το κεφάλι -τα μαλλιά της κρύβουν σχεδόν εντελώς το πρόσωπο και την κόκκινη μύτηενώ η μητέρα της αναφωνεί ξαφνιασμένη: «Γιατί την έκανες απασχολημένη και όμορφη, αφού ξέρεις πολύ καλά ότι συνεχώς επαναλαμβάνει πως είναι άχρηστη και άσχημη;» 13
«Εγώ τη βρίθκω ωραία». Η Μέριλιν βουλώνει τα αφτιά της με τις παλάμες της, σηκώνεται μεμιάς από το σκαμνί, τρέχει προς το βάθος του μαγαζιού φωνάζοντας και ανεβαίνει τη σκάλα που οδηγεί στο διαμέρισμα. «Ορίστε! Κάνει την αδελφή του να κλαίει!» ουρλιάζει η μητέρα ενώ ο πατέρας σβήνει τα τελευταία φώτα του μαγαζιού.
14
Α
φού θρήνησε το θάνατο του Αντώνιου, η βασίλισσα της Αιγΰπτου έβαλε στο κεφάλι της ένα στεφάνι από λουλούδια και έπειτα ζήτησε να της ετοιμάσουν το μπάνιο της...» Καθισμένη στο κρεβάτι της Μέριλιν, η μητέρα νανουρίζει την κόρη της με την ιστορία της αυτοκτονίας της Κλεοπάτρας. «Μόλις τελείωσε το μπάνιο της, η βασίλισσα κάθισε στο τραπέζι και έφαγε ένα πλουσιοπάροχο γεΰμα. Ύστερα έφτασε ένας χωρικός φέρνοντας ένα καλάθι για την Κλεοπάτρα. Όταν οι φρουροί τον ρώτησαν τι περιείχε το καλάθι, εκείνος το άνοιξε, παραμέρισε τα φύλλα και τους έδειξε τα σύκα που βρίσκονταν από κάτω. Οι φρουροί θαύμασαν την ομορφιά και το μέγεθος των φρούτων. Ο άντρας χαμογέλασε και τους κάλεσε να τα δοκιμάσουν. Αφού κέρδισε έτσι την εμπιστοσύνη τους, τον άφησαν να περάσει με το καλάθι του». Η Μέριλιν, ξαπλωμένη ανάσκελα, κοιτάζει το ταβάνι με μάτια κατακόκκινα και ακούει την απαλή φωνή της μητέρας της που συνεχίζει: «Μετά το γεύμα της, η Κλεοπάτρα πήρε έναν πάπυρο, τον οποίο είχε γράψει και σφραγίσει, και ζήτησε να τον παραδώσουν στον Οκτάβιο. Ύστερα, αφού 15
τους έδιωξε όλους και κράτησε κοντά της μόνο μία υπηρέτρια, έκλεισε την πόρτα». Η Μέριλιν κλείνει τα βλέφαρα και αρχίζει να αναπνέει πιο ρυθμικά... «Όταν ο Οκτάβιος έσπασε τη σφραγίδα και διάβασε τα παρακάλια και τις ικεσίες της Κλεοπάτρας, που του ζητούσε να τη θάψουν μαζί με τον Αντώνιο, αμέσως κατάλαβε τι είχε κάνει. Στην αρχή σκέφτηκε να τρέξει να τη βοηθήσει, αλλά μετά άλλαξε γνώμη και έστειλε κάποιους να μάθουν τι είχε συμβεί... Το δράμα θα πρέπει να τελείωσε γρήγορα, αφού, όταν έφτασαν τρέχοντας, οι άνθρωποι του Οκτάβιου αιφνιδίασαν τους φρουρούς, οι οποίοι δεν είχαν αντιληφθεί το παραμικρό, και, ανοίγοντας την πόρτα, βρήκαν την Κλεοπάτρα νεκρή, ξαπλωμένη σε ένα χρυσό κρεβάτι και ντυμένη με τα βασιλικά της ενδύματα. Η υπηρέτρια της, που ονομαζόταν Ιράς, τακτοποιούσε το στέμμα στο κεφάλι της βασίλισσας. Ένας από τους άντρες τής είπε οργισμένα: "Ωραία τα κατάφερες, Ιράς!" "Πολύ ωραία", του αποκρίθηκε εκείνη, "και όπως αρμόζει στην απόγονο τόσων βασιλέων". Το φίδι ήταν κρυμμένο μέσα στο καλάθι με τα σύκα, επειδή έτσι είχε προστάξει η Κλεοπάτρα, που ήθελε να τη δαγκώσει το ερπετό χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Μόνο που, όταν έβγαλε τα σύκα, το είδε και είπε: "Εδώ είναι, λοιπόν". Ύστερα γύμνωσε το μπράτσο της και του το πρόσφερε». Η Μέριλιν ανοίγει τα μάτια της σαν υπνωτισμένη. Η μητέρα της της χαϊδεύει τα μαλλιά ολοκληρώνοντας την αφήγηση: «Στο μπράτσο της Κλεοπάτρας ανακάλυψαν δύο ελα16
φρά τσιμπήματα, σχεδόν ίδια. Αν και απελπισμε'νος από το θάνατο αυτής της γυναίκας, ο Οκτάβιος θαύμασε το μεγαλείο της ψυχής της και την ε'θαψε δίπλα στον Αντώνιο με βασιλικές τιμές». «Εγώ, θτη θέθη της, θα έφτιαχνα με το φίδι ωραία παπούτθια, για να μπορεί η Μέριλιν να χορεύει θτην ντιθκοτέκ Κερτ Κομπέιν\» λέει ο Αλαν, που στέκεται όρθιος στη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της αδελφής του. Η Λουκρές γυρίζει απότομα σουφρώνοντας τα φρύδια. «Εσύ, στο κρεβάτι! Δε σε ρωτήσαμε!» λέει και σηκώνεται ενώ ταυτόχρονα υπόσχεται στην κόρη της: «Αύριο το βράδυ θα σου περιγράψω πώς έπεσε η Σαπφώ απ' την κορυφή ενός βράχου στη θάλασσα για τα ωραία μάτια ενός νεαρού βοσκού». «Μαμά», λέει κλαψουρίζοντας η Μέριλιν, «όταν μεγαλώσω, θα μπορώ να χορεύω με τα αγόρια στην ντίσκο;» «Και βέβαια όχι! Μην ακούς τον αδελφό σου. Λέει βλακείες. Πώς είναι δυνατόν να σκέφτεσαι ότι οι άντρες θα ήθελαν να χορέψουν με μια χαζή όπως εσύ; Άντε, δες καλύτερα κανέναν εφιάλτη». Η Λουκρές Τιβάς, με το ωραίο, σοβαρό της πρόσωπο, πηγαίνει και βρίσκει τον άντρα της στο δωμάτιο τους, όταν από κάτω ακούγεται το κουδούνι των επειγόντων περιστατικών. «Α, ναι, το είχα ξεχάσει. Απόψε έχουμε εφημερία...» λέει ο Μισίμα αναστενάζοντας. «Πάω». Κατεβαίνει τη σκάλα μες στο σκοτάδι, μουρμουρίζοντας: 17
«Ποπό, δε βλέπεις τη μύτη σου. Θα μπορούσες να φας τα μούτρα σου!» «Μα, μπαμπά, γιατί δεν πατάθ το διακόπτη αντί να βρίδειθ θτο θκοτάδι;» «Παράτα με κι εσύ, κύριε ξερόλα, με τις συμβουλές σου!» Παρ' όλα αυτά, ο πατέρας ακούει το γιο του και φτάνει στο μαγαζί κάτω από το τρεμουλιαστό φως του λαμπτήρα της σκάλας. Εκεί, ανάβει μια σειρά από λάμπες νέον. Όταν επιστρέφει, η γυναίκα του, μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι με ένα περιοδικό στο χέρι, τον ρωτάει: «Ποιος ήταν;» «Δεν ξέρω. Κάποιος απελπισμένος περαστικός μ' ένα άδειο πιστόλι. Στο κουτί με τα πολεμοφόδια βρήκα ό,τι χρειαζόταν για να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του. Τι διαβάζεις;» «Τις περσινές στατιστικές: μία αυτοκτονία κάθε σαράντα λεπτά, εκατόν πενήντα χιλιάδες απόπειρες, δώδεκα χιλιάδες νεκροί. Είναι πολύ...» «Ναι, είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των ανθρώπων που χάνονται. Ευτυχώς που είμαστε κι εμείς... Σβήσε το φως, καλή μου». «Σβήσε το φως, αγάπη μου». Από την άλλη μεριά του τοίχου, ακούγεται η φωνή του Άλαν. «Όνειρα γλυκά, μαμά. Όνειρα γλυκά, μπαμπά». Οι γονείς αναστενάζουν.
18
Ε
δώ Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών. Σας ακούω...»
Η κυρία Τιβάς, με κατακόκκινο σαν αίμα πουκάμισο, σηκώνει το τηλέφωνο και παρακαλεί το συνομιλητή της να κάνει λίγη υπομονή λέγοντας «Ένα λεπτό, παρακαλώ, κύριε», ενώ δίνει τα ρέστα σε κάποια πελάτισσα με χαρακτηριστικά παραμορφωμένα από την αγωνία. Η πελάτισσα φεύγει κουβαλώντας μια χάρτινη σακούλα που στη μια πλευρά της γράφει «Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών» και στην άλλη «Αποτύχατε στη ζωή σας; Με εμάς θα έχετε έναν πετυχημένο θάνατο!» Η Λουκρές χαιρετάει την πελάτισσα -«Αντίο, κυρία μου»- και έπειτα ξαναπιάνει το ακουστικό. «Εμπρός; Α, εσείς είστε, κύριε Τσανγκ! Φυσικά και σας θυμάμαι - το σκοινί, σήμερα το πρωί, σωστά; Θέλετε... Θέλετε να μας...; Δε σας ακούω καλά (ο πελάτης θα πρέπει να παίρνει από κινητό). Να μας καλέσετε στην κηδεία σας; Α, πολύ ευγενικό! Πότε, όμως, θα το κάνετε; Α, έχετε ήδη περάσει τη θηλιά στο λαιμό σας; Λοιπόν, σήμερα είναι Τρίτη, αύριο Τετάρτη..., επομένως η τελετή θα γίνει την Πέμπτη. Μια στιγμή να ρωτήσω τον άντρα μου...» Φωνάζει στο βάθος του μαγαζιού, προς το τμήμα των νωπών προϊόντων: 19
«Μισίμα! Είναι ο κύριος Τσανγκ στο τηλέφωνο. Ξέρεις, ο θυρωρός της συνοικίας των Λησμονημένων Θρησκειών... Μα ναι, απ' τον ουρανοξύστη Μωάμεθ. Μας καλεί στην κηδεία του την Πέμπτη. Εκείνη τη μέρα δε θα έρθει ο νέος αντιπρόσωπος της εταιρίας Σκοτίστηκα για το Θάνατο; Α, είναι την άλλη Πέμπτη. Εντάξει τότε». Ξαναμιλάει στο ακουστικό: «Εμπρός; Κύριε Τσανγκ; Εμπρός;» Ύστερα κλείνει το τηλέφωνο μονολογώντας: «Τα σκοινιά είναι εντελώς στοιχειώδη, αλλά αποτελεσματικά. Πρέπει να θυμηθούμε να παραγγείλουμε κι άλλο κανναβόσκοινο. Τώρα που πλησιάζουν οι γιορτές... Α, Μέριλιν, έλα να δεις». Η Μέριλιν Τιβάς είναι πλέον δεκαεπτά χρόνων. Νωθρή και δυσκίνητη, με μαστούς που κρέμονται βαριά, ντρέπεται για το σώμα της, που την ενοχλεί. Φοράει ένα στενό μακό μπλουζάκι, διακοσμημένο με ένα άσπρο παραλληλόγραμμο με μαύρη μπορντούρα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχει γραμμένο: «Η ΖΩΗ ΣΚΟΤΩΝΕΙ». Με το ξεσκονόπανο στο χέρι, μετακινεί ανόρεχτα τη σκόνη στην άκρη ενός ραφιού όπου είναι αραδιασμένες ξυριστικές λεπίδες για το κόψιμο των φλεβών. Δίπλα, μια ετικέτα διευκρινίζει: «Ακόμη και αν δεν τις κόψετε αρκετά βαθιά, θα πάθετε τέτανο». Η μητέρα λέει στην κόρη της: «Πήγαινε στο ανθοπωλείο Τριστάνος και Ιζόλδη και αγόρασε ένα στεφάνι, μικρό όμως! Στην κορδέλα ζήτησε να γράψουν: "Στον πελάτη μας κύριο Τσανγκ, Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών". Σίγουρα θα έχει καλέσει ένα σωρό ενοικιαστές από τον ουρανοξύστη Μωάμεθ, οι οποίοι θα σκεφτούν: "Καλά τα κατάφερε ο θυ20
ρωρός μας". Κι έτσι θα μας κάνει λίγη διαφήμιση. Άντε, κουνήσου! Εσΰ, που όλη την ώρα λες "Τι να κάνω, μαμά;" Ύστερα θα το πας στον καινούριο φύλακα του νεκροταφείου». «Ναι, καλά... Πάντα εγώ κάνω τις αγγαρείες εδώ μέσα, επειδή είμαι άχρηστη! Για ποιο λόγο να μην πάνε τ' αγόρια;» «Ο Βίνσεντ πειραματίζεται στο δωμάτιο του και ο Άλαν, έξω, μεθάει με το φθινοπωρινό ήλιο. Παίζει με τον άνεμο, κουβεντιάζει με τα σύννεφα. Και να σκεφτείς πως είναι έντεκα χρόνων... Νομίζω ότι ο αδελφός σου δεν πάει καθόλου καλά. Άντε, πήγαινε». Η Μέριλιν Τιβάς γλυκοκοιτάζει τον άντρα που μιλάει με τον πατέρα της στο βάθος του μαγαζιού. «Γιατί οι ωραίοι πελάτες δε μου ρίχνουν ούτε μία ματιά; Πολύ θα ήθελα να τους κινήσω το ενδιαφέρον...» «Μα τι ανόητο που είναι αυτό το παιδί! Τι νομίζεις, ότι έρχονται εδώ για τον ποδόγυρο; Εμπρός, δρόμο». «Γιατί δεν μπορούμε να σκοτωθούμε κι εμείς, μαμά;» «Σου το έχω πει εκατό φορές. Γιατί είναι αδύνατον. Ποιος θα κρατούσε μετά το μαγαζί; Κάνουμε ένα λειτούργημα εδώ μέσα εμείς οι Τιβάς! Τέλος πάντων, όταν λέω εμείς, εννοείται ότι αφήνω απ' έξω τον Άλαν. Άντε, τρέχα». «Καλά... Ε... Εντάξει...» «Καημενούλα μου...» Η μητέρα αφήνει τη θέση της πίσω από το ταμείο. Αισθάνεται τρυφερότητα για την άμορφη κόρη της βλέποντάς τη να βγαίνει από το μαγαζί. «Έτσι ήμουν κι εγώ στην ηλικία της, πλαδαρή και 21
γκρινιάρα, ένιωθα εντελώς χαζή μέχρι την ημέρα που συνάντησα τον Μισίμα». Περνάει το δάχτυλο από την επιφάνεια του ραφιού και μαζεύει λίγη σκόνη. «Κι όταν καθάριζα, ακόμη και οι γωνίες άστραφταν...» Παίρνει το ξεσκονόπανο και ξαναπιάνει τη δουλειά της κόρης της μετακινώντας προσεκτικά τις ξυριστικές λεπίδες. Στη βάση της σκάλας που οδηγεί στο διαμέρισμα, δίπλα στο τμήμα των νωπών, ο Μισίμα, με γιλέκο, εκθειάζει το εμπόρευμάτου σε ένα μυώδη άντρα, πιο ψηλό από τον ίδιο. «Μου ζητάτε κάτι πρωτότυπο και ανδροπρεπές κι εγώ σας προτείνω το σεπούκου, το οποίο οι άσχετοι αποκαλούν χαρακίρι - όρος της αργκό. Εξυπακούεται ότι δεν το συστήνω σε όλους, γιατί προορίζεται για τύπους αθλητικούς! Κι εσείς, έτσι γεροδεμένος που είστε, θα πρέπει να είστε αθλητικός τύπος, σωστά; Ποιο είναι το... Συγγνώμη, εφόσον είστε εδώ, θα έπρεπε να ρωτήσω "Ποιο ήταν το επάγγελμά σας;"» «Καθηγητής γυμναστικής στο Γυμνάσιο Μοντερλάν». «Τα βλέπετε; Ακριβώς αυτό που σας έλεγα!» «Δεν αντέχω πια ούτε τους συναδέλφους ούτε τους μαθητές μου...» «Α, μερικές φορές τα παιδιά είναι δύσκολα», ομολογεί ο Μισίμα. «Εμείς το ξέρουμε καλά αυτό, με τον μικρό μας...» «Σκεφτόμουν τη βενζίνη ή το ναπάλμ...» 22
«Α, μια ωραία αυτοπυρπόληση κάτω από ένα υπόστεγο του σχολείου δεν είναι καθόλου κακή ιδέα», επικροτεί ο έμπορος. «Έχουμε ό,τι χρειάζεστε, αλλά, ειλικρινά, το σεπούκου... Τέλος πάντων, δεν έχω σκοπό να σας βάλω σε έξοδα, εσείς αποφασίζετε». Ο καθηγητής φυσικής αγωγής αμφιταλαντεΰεται ανάμεσα στις δύο προτάσεις: «Αυτοπυρπόληση, χαρακίρι...» «Σεπούκου», τον διορθώνει ο κύριος Τιβάς. «Απαιτεί μεγάλο εξοπλισμό;» «Ένα κιμονό σαμουράι στο μέγεθος σας -νομίζω ότι έχει μείνει ένα XXL- και, φυσικά, το τάντο. Το κάνουμε ολόκληρο θέμα, αλλά, κοιτάξτε, είναι απλώς ένα μάλλον κοντό σπαθί», υποβαθμίζει ο κύριος Τιβάς ξεκρεμώντας από τον τοίχο ένα όπλο λευκό (που τελικά είναι αρκετά μακρύ), το οποίο εναποθέτει στα χέρια του πελάτη. «Τα ακονίζω εγώ ο ίδιος. Αγγίξτε αυτή την κοφτερή λάμα. Χώνεται στο κορμί σαν σε βούτυρο». Ο καθηγητής γυμναστικής κοιτάζει προσεκτικά τη λάμψη της λάμας κάνοντας μια γκριμάτσα ενώ ο Μισίμα βγάζει από ένα χαρτονένιο κουτί ένα κιμονό και το απλώνει μπροστά του. «Ο μεγάλος μου γιος είχε τη φαεινή ιδέα να ράψει επάνω ένα σταυρό από μετάξι, για να φαίνεται πού πρέπει να βυθίσει κανείς το σπαθί, γιατί, καμιά φορά, οι άνθρωποι σημαδεύουν πολύ ψηλά, στο στέρνο, οπότε η λάμα δεν εισχωρεί, ή πολύ χαμηλά, στην κοιλιά. Πράγμα που, εκτός από τη διάτρηση της σκωληκοειδούς απόφυσης, δεν οδηγεί πουθενά». «Είναι ακριβά;» ρωτάει ο εκπαιδευτικός. 23
«Όλα μαζί, τριακόσια ευρώ-γεν». «Α, δεν είναι και λίγα! Μήπως μπορώ να πληρώσω...» «Με πίστωση;» ρωτάει ο έμπορος. «Σ' εμάς; Αστειεύεστε. Γιατί όχι και με μια πιστωτική κάρτα μέλους!» «Είναι που πρόκειται για επένδυση». «Ναι, βέβαια, είναι πιο ακριβό από ένα μπιτόνι βενζίνη, αλλά, στο κάτω κάτω, είναι τα τελευταία σας έξοδα... Χωρίς να υπολογίσουμε ότι το σεπούκου είναι ο πιο αριστοκρατικός τρόπος αυτοκτονίας. Και δεν το λέω μόνο επειδή οι γονείς μου με βάφτισαν Μισίμα». Ο πελάτης αμφιταλαντεύεται. «Φοβάμαι πως δε θα βρω το κουράγιο...» ομολογεί ο καταθλιπτικός καθηγητής ζυγίζοντας στο χέρι του το τάντο. «Δεν παρέχετε κατ' οίκον υπηρεσίες;» «Α, όχι!» λέει αγανακτισμένα ο κύριος Τιβάς. «Στο κάτω κάτω, δεν είμαστε δολοφόνοι. Καταλαβαίνετε τι μου ζητάτε; Απαγορεύεται. Εμείς απλώς προμηθεύουμε τα απαραίτητα και ο κόσμος τα βγάζει πέρα μόνος του. Είναι δικό του θέμα. Είμαστε εδώ μόνο για να εξυπηρετούμε πουλώντας προϊόντα ποιότητας», συνεχίζει ο έμπορος οδηγώντας τον πελάτη στο ταμείο. Και, αφού διπλώνει προσεκτικά το κιμονό, το βάζει μαζί με το σπαθί σε μια σακούλα, λέγοντας για να δικαιολογηθεί: «Βλέπετε, πολλοί λειτουργούν ερασιτεχνικά... Ξέρετε ότι, από τους εκατόν πενήντα χιλιάδες που κάνουν την απόπειρα, οι εκατόν τριάντα οκτώ χιλιάδες αποτυγχάνουν; Αυτοί οι άνθρωποι συχνά καταλήγουν σακάτηδες, σε αναπηρικά καροτσάκια, παραμορφωμένοι για όλη τους τη ζωή... Ενώ μ' εμάς... Οι αυτο24
κτονίες μας είναι εγγυημε'νες. Πεθαίνετε ή αποζημιώνεστε! Εμπρός, ελάτε, δε θα μετανιώσετε γι' αυτή την αγορά, εσείς, ένας αθλητής! Παίρνετε μια βαθιά ανάσα και οπ! Κι έπειτα, όπως συνηθίζω να λέω, μία φορά πεθαίνει κανείς, γι' αυτό και πρέπει να είναι μια στιγμή αξέχαστη». Ο Μισίμα εισπράττει τα χρήματα του καθηγητή φυσικής αγωγής και έπειτα, την ώρα που του δίνει τα ρέστα, προσθέτει: «Ορίστε, θα σας εμπιστευτώ ένα μυστικό του επαγγέλματος...» Κοιτάζει γΰρω του, για να βεβαιωθεί ότι δεν τον ακούει κανείς, και διευκρινίζει: «Όταν κάνετε την απόπειρα στην τραπεζαρία σας, να πέσετε στα γόνατα. Έτσι, ακόμη και αν η λάμα δε χωθεί αρκετά βαθιά... διότι, όπως και να 'χει, πονάει... αν είστε στα γόνατα, θα πέσετε μπροστά με την κοιλιά, γεγονός που θα βυθίσει τη λάμα μέχρι τη λαβή. Και, όταν σας ανακαλύψουν, οι φίλοι σας θα μείνουν άφωνοι! Δεν έχετε φίλους; Τότε θα μείνει άφωνος ο ιατροδικαστής, που θα πει: "Είχε γερά κότσια ετούτος εδώ!"» «Ευχαριστώ», λέει ο πελάτης, καταρρακωμένος και λόγω της πράξης την οποία έπρεπε να εκτελέσει. «Παρακαλώ. Καθήκον μας. Στις διαταγές σας».
25
Λ
ουκρές! Έρχεσαι λίγο;»
Μια πόρτα ανοίγει κάτω από τη σκάλα στο βάθος του μαγαζιού και εμφανίζεται η κυρία Τιβάς. Μια αντιασφυξιογόνος μάσκα καλύπτει όλο της το πρόσωπο, από το λαιμό μέχρι την κορυφή του κρανίου. Τα δύο στρογγυλά ανοίγματα δεξιά και αριστερά του κεφαλιού, στο ύψος των ματιών, και, μπροστά στο στόμα, ο χοντρός σωλήνας με το φίλτρο την κάνουν να μοιάζει με θυμωμένη μύγα. Φορώντας μια άσπρη μπλούζα, βγάζει τα πλαστικά χειρουργικά γάντια και πλησιάζει τον άντρα της που τη φώναξε και τώρα της εξηγεί μπροστά σε μια πελάτισσα: «Η κυρία θα ήθελε κάτι γυναικείο». «Βζιν-βζιν-βζιν, βζιν-βζιν-βζιν», βουίζει το στόμα μύγας της κυρίας Τιβάς, η οποία, συνειδητοποιώντας ότι έχει ακόμη στο κεφάλι την προστατευτική συσκευή, την αφαιρεί ενώ επαναλαμβάνει, κρατώντας τη στα χέρια της αυτή τη φορά: «Α, κάτι γυναικείο... Μα δηλητήριο! Είναι ό,τι πιο γυναικείο υπάρχει! Αυτό ακριβώς έφτιαχνα στο πίσω μέρος της κουζίνας...» Ξεκουμπώνει την μπλούζα της και ακουμπάει την εξάρτυση στον πάγκο, κοντά στο ταμείο. 27
«Δηλητήριο... Τι θα μπορούσα να σας προτείνω; Προτιμάτε ένα δηλητήριο επαφής -το αγγίζετε, πεθαίνετε-, κάποιο που θα το εισπνεύσετε ή ένα υγρό που θα το πιείτε;» «Ε...» κάνει η κυρία, που δεν ήταν προετοιμασμένη για τέτοια ερώτηση. «Ποιο είναι το καλύτερο;» «Επαφής, είναι γρήγορο!» διευκρινίζει η Λουκρές. «Έχουμε οξύ από γαλάζιο χέλι, δηλητήριο από χρυσό βάτραχο, το βραδινό αστέρι, τη μάστιγα των πνευμάτων, υπνωτικό ζελέ, γκρίζα φρίκη, λιποθυμικό λάδι, δηλητήριο από γατόψαρο... Βέβαια, δεν υπάρχουν όλα εδώ. Κάποια προϊόντα βρίσκονται στο τμήμα των νωπών», λέει ενώ στέκεται μπροστά σε μια βιτρίνα γεμάτη ένα σωρό φιαλίδια. «Και με την εισπνοή πώς γίνεται;» «Είναι πολύ απλό: Ξεβιδώνετε το καπάκι και εισπνέετε όλο το περιεχόμενο του φιαλιδίου. Μπορεί να είναι τρελός χορός, ανάσα απαγχονισμένου, κίτρινο σύννεφο,τοξίνη δολοφονικού ματιού, "πνοή ερήμου"...» «Αχ, δεν ξέρω τι να διαλέξω. Σας κουράζω», λέει απολογητικά η γυναίκα. «Μα τι λέτε; Καθόλου», αποκρίνεται η έμπορος. «Είναι απολύτως φυσικό να διστάζετε. Αν, πάντως, θέλετε να το πιείτε, έχουμε μέλι ιλίγγου, που κάνει την επιδερμίδα κόκκινη, γιατί με την εφίδρωση αποβάλλουμε αίμα». Η πελάτισσα κάνει μια γκριμάτσα. «Με δυο λόγια, για ποιο λόγο το θέλετε;» τη ρωτάει η Λουκρές. «Μου έχει στοιχίσει πολύ ο θάνατος ενός δικού μου, 28
τον οποίο σκέφτομαι αδιάκοπα. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να ξεχάσω είναι ν' αγοράσω κάτι απ' το μαγαζί σας». «Ώστε έτσι. Τότε σας προτείνω τη στρυχνίνη. Είναι εκχύλισμα εμετικού κάρυου. Μόλις το πίνει κανείς, χάνει τη μνήμη του... Έτσι, ούτε θα υποφέρετε ούτε θα στενοχωριέστε... Στη συνέχεια, η παράλυση εξαπλώνεται και το δηλητηριασμένο άτομο πεθαίνει από πνιγμό χωρίς να θυμάται το παραμικρό. Είναι ό,τι πρέπει για εσάς». «Εμετικό κάρυο...» επαναλαμβάνει η πενθούσα κυρία τρίβοντας με τις παλάμες τα κουρασμένα της βλέφαρα. «Αν, όμως, προτιμάτε να θρηνήσετε μία τελευταία φορά», προτείνει η Λουκρές, «μπορείτε να φτιάξετε το δικό σας δηλητήριο. Σε πολλές γυναίκες αρέσει η ιδέα να αναμασούν τον πόνο τους προετοιμάζοντας το θάνατο τους. Για παράδειγμα, η διγιταλίνη. Λιώνετε σ' ένα γουδί τα πέταλα της δακτυλίτιδας, τα οποία έχουμε στο τμήμα των νωπών. Ξέρετε, είναι ένα λουλούδι που η ταξιανθία του έχει σχήμα ανοιχτών δακτύλων, κάνοντάς το να μοιάζει με τα άτονα χέρια των καταβεβλημένων ανθρώπων. Μόλις μετατρέψετε τα πέταλα σε λεπτή σκόνη, τα αναμειγνύετε με νερό και τα βάζετε να βράσουν. Στη συνέχεια, αφήνετε το μείγμα να κρυώσει -αυτό θα σας δώσει το χρόνο να σκουπίσετε τα δάκρυά σας και να γράψετε ένα γράμμα που θα εξηγεί το διάβημά σας- κι έπειτα το φιλτράρετε. Το ξαναβάζετε στη φωτιά ώσπου το υγρό να εξατμιστεί. Έτσι, θα έχετε ένα κρυσταλλικό άλας, 29
το οποίο θα καταπιείτε. Έ χ ε ι το πλεονέκτημα ότι είναι φτηνό - 2,50 το κουτί! Έχουμε, επίσης, κλαδάκια στρΰχνου απ' όπου παράγεται το κουράριο, καθώς και ρώγες από καρπό αρκουδοποΰρναρου, για τη θεοβρωμίνη...» Η πελάτισσα, ζαλισμένη από όλες αυτές τις πληροφορίες, δεν ξέρει πια τι να σκεφτεί: «Εσείς τι θα παίρνατε;» «Α, εγώ, δεν έχω ιδέα», λέει με ΰφος απολογητικό η Λουκρές και καρφώνει τα ωραία σοβαρά μάτια της μπροστά, σαν να κοιτάζει πολύ μακριά. Μοιάζει λες και δε βρίσκεται πια στο μαγαζί. «Πάσχουμε κι εμείς από κατάθλιψη κι έχουμε πολλούς λόγους να τα τινάξουμε, αλλά δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε τα προϊόντα μας· διαφορετικά, ο τελευταίος που θα έμενε θα κατέβαζε και τα σιδερένια ρολά. Και οι πελάτες; Τι θα έκαναν τότε οι πελάτες;» Ύστερα η κυρία Τιβάς δείχνει να συνέρχεται: «Αυτό που ξέρω είναι ότι το κυάνιο ξηραίνει τη γλώσσα και προκαλεί άσχημη αίσθηση. Γι' αυτό κι εγώ, όταν το ετοιμάζω, προσθέτω φύλλα μέντας, ώστε να δροσίζεται το στόμα... Αυτά είναι τα μικρά συν που προσφέρει το κατάστημά μας. Απ' την άλλη, έχουμε και το κοκτέιλ της ημέρας! Τι έφτιαχνα εγώ σήμερα το πρωί;» Στρέφεται προς τον πίνακα που κρέμεται στο μάνταλο του παραθύρου, στον οποίο είναι γραμμένη με κιμωλία η φράση: «Έμπορος άμμου». «Α, ναι, το μείγμα "έμπορος άμμου". Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Αυτές τις μέρες χάνω το μυαλό μου. Λοιπόν, για εσάς, κυρία μου, που δεν μπορού30
σατε να επιλέξετε ανάμεσα στα δηλητήρια επαφής, εισπνοής ή κατάποσης, τούτο εδώ είναι ένα μείγμα και των τριών: μπελαντόνα, υπνωτικό ζελέ και "πνοή ερήμου". Έτσι, ό,τι κι αν επιλέξετε την τελευταία στιγμή - ν α πιείτε το κοκτέιλ, να το αγγίξετε ή να το εισπνεύσετε-, το αποτέλεσμα είναι εγγυημένο». «Ωραία, λοιπόν, αυτό θα πάρω», αποφασίζει η πελάτισσα. «Δε θα το μετανιώσετε. Α, τι ανόητη που είμαι! Θα σας έλεγα "Περάστε να μου πείτε τι έγινε". Φταίει αυτό το παιδί που με τρελαίνει!» μουρμουρίζει η Λουκρές δείχνοντας προς τον Άλαν, που στέκεται όρθιος, με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια πάνω στο κεφάλι, στη γωνία του τμήματος με τα σκοινιά. «Εσείς, κυρία μου, έχετε παιδιά;» «Ναι, είχα ένα... Ή ρ θ ε μια μέρα και αγόρασε μία σφαίρα των είκοσι δυο χιλιοστών για μακρύκαννο όπλο». «Α...» «Τα έβλεπε όλα μαύρα. Ποτέ δεν κατάφερα να τον κάνω ευτυχισμένο...» «Ε, λοιπόν, δεν μπορούμε να πούμε κι εμείς το ίδιο για το στερνοπαίδι μας...» λέει με απελπισία η κυρία Τιβάς. «Αυτός τα βλέπει όλα ρόδινα, καταλαβαίνετε; Λες και υπάρχει λόγος! Δεν ξέρουμε πώς γίνεται. Κι όμως, σας διαβεβαιώνω ότι τον μεγαλώσαμε όπως και τα άλλα δύο μας παιδιά, που είναι καταθλιπτικά όπως πρέπει, ενώ ο μικρός προσέχει μόνο την καλή πλευρά των πραγμάτων», εξηγεί αναστενάζοντας η Λουκρές σηκώνοντας ένα χέρι που τρέμει 31
από αγανάκτηση. «Τον αναγκάζουμε να βλέπει τις ειδήσεις στην τηλεόραση, προκειμένου να τον αποθαρρύνουμε, όμως, αν πέσει ένα αεροπλάνο που μεταφέρει διακόσιους πενήντα επιβάτες και υπάρχουν διακόσιοι σαράντα επτά νεκροί, εκείνος θα συγκρατήσει μόνο τον αριθμό των επιζώντων: (τον μιμείται) "Αχ, μαμά, είδεθ πόθο ωραία είναι η ζωή;! Τρειθ άνθρωποι έπεθαν απ' τον ουρανό χωρίθ να πάθουν τίποτε". Δεν αντέχουμε άλλο. Σας διαβεβαιώνω ότι υπάρχουν φορές που ευχαρίστως θα παίρναμε λίγο "έμπορο άμμου" αν δεν είχαμε το μαγαζί». Η πελάτισσα πλησιάζει με περιέργεια τον Άλαν. «Είναι αυτός στη γωνία;» Ο μικρός γυρίζει το γεμάτο μπούκλες ξανθό κεφάλι του προς το μέρος της. Έ ν α μεγάλο τσιρότο κλείνει ερμητικά το στόμα του. Πάνω στο ροζ τσιρότο, μια άσχημη γκριμάτσα και μια γλώσσα βγαλμένη έξω -ζωγραφισμένες με μαρκαδόρο, ενώ οι άκρες του στόματος κρέμονται προς τα κάτω- τον κάνουν να δείχνει στις πολύ κακές του. Η μητέρα του, ενώ τυλίγει το φιαλίδιο με τον «έμπορο άμμου», εξηγεί στην κυρία: «Την γκριμάτσα τη ζωγράφισε ο μεγάλος αδελφός του, ο Βίνσεντ. Εγώ δεν ήθελα να τον κάνει να βγάζει τη γλώσσα, αλλά τουλάχιστον έτσι είναι καλύτερα απ' το να τον ακούμε να ξεκαρδίζεται στα γέλια όλη την ώρα και να φωνάζει ότι η ζωή είναι υπέροχη...» Η πελάτισσα εξετάζει το αυτοσχέδιο φίμωτρο. Από το σχήμα που έχει πάρει το κολλημένο στα χείλη τσιρότο καταλαβαίνει κανείς ότι, κάτω από τη ζωγραφιστή 32
γκριμάτσα, το παιδί χαμογελάει. Η Λουκρές δίνει το πακέτο στην κυρία. «Είναι τιμωρημένος. Όταν τον ρώτησαν στο σχολείο τι είναι οι αυτόχειρες, εκείνος απάντησε "Οι γυναίκες αυτές που είναι χήρες"».
33
Τ
ο λιπόσαρκο κορμί του Βίνσεντ κολυμπάει σε μια γκρίζα κελεμπία διακοσμημένη με σχέδια από εκρηκτικά - ράβδους δυναμίτιδας και στρογγυλές μαύρες βόμβες που εκρήγνυνται μέσα σε κίτρινες και πράσινες λάμψεις. Είναι είκοσι χρόνων. Τίποτε δε στολίζει τους τοίχους του δωματίου του. Κάθεται απέναντι από ένα στενό κρεβάτι, με τους αγκώνες του ακουμπισμένους σε ένα παραφορτωμένο τραπέζι κολλημένο σε ένα μεσότοιχο, ενώ ένα σωληνάριο κόλλα τρέμει στο χέρι του. Ο πρωτότοκος των Τιβάς έχει κοντά άγρια κόκκινα γένια και, πάνω από τα έντονα οφρυακά τόξα, πυκνά φρύδια. Η αναπνοή του είναι σφυριχτή και βαριά, και το σταθερό και λοξό βλέμμα αποτελεί την τραγική αντανάκλαση της εσωτερικής ταραχής του. Οι επίδεσμοι καλύπτουν όλο του το κρανίο, που ταλανίζεται από ισχυρές κεφαλαλγίες. Καφετιά κακάδια σκεπάζουν το σαρκώδες κάτω χείλος του, που το δαγκώνει ώσπου να ματώσει, ενώ το επάνω είναι ρόδινο και λεπτό και σχηματίζει στη μέση δύο μύτες, όπως η κατακόκκινη τέντα κάποιου μικρού τσίρκου. Μπροστά του, στο τραπέζι, υπάρχει μια παράξενη, καταθλιπτική μακέτα υπό κατασκευή ενώ πίσω από την πλάτη του, από την άλλη πλευρά του μεσότοιχου, ακούγεται ένα «Ντιρ-λα, ντιρ-λα ντα ντα!» 35
Ο Βίνσεντ δίνει μια γροθιά και διαλύει τη μακέτα. «Μαμά!» «Τι είναι πάλι;» ρωτάει η μητέρα από την κουζίνα. «Ο Άλαν βάζει χαρούμενα τραγούδια!» «Αμάν πια μ' αυτό το παιδί... Αχ, καλύτερα να είχα γεννήσει ολόκληρη σφηκοφωλιά παρά να μεγαλώνω αυτό τον ξεφτίλα!» ωρύεται η Λουκρές καθώς διασχίζει το διάδρομο και ανοίγει την πόρτα του δωματίου του μικρού της γιου. «Θα σταματήσεις επιτέλους; Πόσες φορές σου έχουμε πει ότι δε θέλουμε ν' ακούς αυτά τα χαζοχαρούμενα κατασκευάσματα; Μήπως νομίζεις ότι τα πένθιμα εμβατήρια έγιναν για τα σκυλιά; Ξέρεις πολύ καλά τη δυσαρέσκεια και τον πονοκέφαλο που προκαλείς στο μεγάλο σου αδελφό κάθε φορά που ακούς αυτά τα τραγουδάκια», λέει αλλάζοντας δωμάτιο και πηγαίνοντας στου Βίνσεντ, όπου βλέπει τα κομμάτια της διαλυμένης μακέτας, ενώ συνεχίζει να απευθύνεται στον Άλαν. «Α, μπράβο, ωραία τα κατάφερες! Κοίτα την καταστροφή που προξένησε η μουσική σου. Μπορείς να αισθάνεσαι περήφανος για το κατόρθωμά σου!» Σε λίγο καταφθάνει και ο πατέρας. «Τι συμβαίνει;» ρωτάει ενώ εμφανίζεται η Μέριλιν σέρνοντας τα πόδια. Τώρα βρίσκονται και οι τρεις -η Λουκρές, η Μέριλιν και ο Μισίμα- γύρω από τον Άλαν. «Συμβαίνει», ξεφωνίζει η μητέρα, «ότι ο μικρός γιος σου έκανε πάλι τα δικά του!» «Δεν είναι γιος μου», αποκρίνεται ο πατέρας. «Γιος μου είναι ο Βίνσεντ. Αυτός είναι αληθινός Τιβάς». «Κι εγώ;» ρωτάει η Μέριλιν. «Τι θέση έχω εγώ;» 36
Ο Μισίμα χαϊδεύει το μπανταρισμένο κεφάλι του πρωτότοκου γιου του. «Λοιπόν, τι έγινε; Έσπασες τη μακέτα σου;» «Τι μακέτα ήταν αυτή;» ρωτάει η κόρη Τιβάς. «Ήταν η μακέτα ενός πάρκου ψυχαγωγίας με θέμα την αυτοκτονία». «Με ποιο θέμα;»
37
Θ
α ήταν... Θα ήταν κάτι σαν λοΰνα παρκ για τους ανθρώπους που θέλουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Στο περίπτερο της σκοποβολής οι πελάτες θα πλήρωναν, αλλά για να είναι αυτοί ο στόχος». Ο Μισίμα, ακούγοντας τον Βίνσεντ, κάθεται στο κρεβάτι. «Ο γιος μου είναι ιδιοφυία». «Θα ήταν ένα πάρκο ψυχαγωγίας μοιραίας. Γλυκά δάκρυα θα κυλούσαν στα μάγουλα των πελατών στις αλέες, ανάμεσα στις μυρωδιές από τις τηγανητές πατάτες και τα δηλητηριώδη μανιτάρια που θα πουλούσαμε». «Φαλλοειδείς αμανίτες!1» ουρλιάζει ο Βίνσεντ στο δωμάτιο, και η Λουκρές με τη Μέριλιν μπαίνουν στο κλίμα - στα ρουθούνια τους φτάνει η μυρωδιά της τηγανητής πατάτας... «Εκκλησιαστικά όργανα θα έπαιζαν θλιμμένα τραγούδια. Τα αλογάκια, με ειδικά ελατήρια, θα εκτόξευαν τους ανθρώπους σαν σφεντόνες πάνω απ' την πόλη. Θα υπήρχε ένας πολύ ψηλός φράχτης, καθώς κι ένας απόκρημνος βράχος απ' όπου θα έπεφταν οι ερωτευμένοι κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου». Η Μέριλιν σταυρώνει και τρίβει τα δικά της. «Μέσα στο σαματά που θα έκαναν οι ρόδες ενός τρέ39
νου-φάντασμα, γέλια ανάμεικτα με λυγμούς θα αντηχούσαν στο εσωτερικό ενός ψεύτικου γοτθικού κάστρου που θα ήταν γεμάτο διασκεδαστικές παγίδες, όλες θανατηφόρες: ηλεκτροπληξία, πνιγμός, μυτεροί "καταρράκτες" στις πόρτες, που θα έπεφταν απότομα στις πλάτες. Οι φίλοι ή οι συγγενείς που θα συνόδευαν το καταρρακωμένο άτομο θα έφευγαν παίρνοντας ένα μικρό κουτί με τη στάχτη του απελπισμένου - διότι στην άκρη θα υπήρχε ένα κρεματόριο όπου θα έπεφταν τα κορμιά το ένα μετά το άλλο». «Είναι εκπληκτικό», λέει ο πατέρας. «Ο μπαμπάς θα τροφοδοτούσε το λέβητα και η μαμά θα έκοβε τα εισιτήρια...» «Κι εγώ τι θα έκανα;» ρωτάει η Μέριλιν. «Τι θέση θα είχα;» Ο Βίνσεντ Τιβάς κάνει στροφή τριών τετάρτων, με το κεφάλι γυρισμένο προς την αδελφή του. Συγκλονιστική η δύναμη του βλέμματος του, μισοσβησμένη η λάμψη την οποία εκπέμπουν τα ίχνη της αγωνίας κάτω από τον επίδεσμο του κρανίου! Έξω, στη νύχτα, μέσα από τα τζάμια του μικρού παραθύρου του σκοτεινού δωματίου του, μια διαφημιστική πινακίδα με νέον τον λούζει ξαφνικά με ένα φως κίτρινο, έντονο, τρελό. Οι σκιές στο πρόσωπο του γίνονται τότε ανοιχτοπράσινες και τα κοντά του γένια, που φαίνονται ροζ, δείχνουν σαν ζωγραφισμένα με μικρές πινελιές σε καμβά. Εκτεθειμένος έτσι στην τεχνητή λάμψη, είναι σαν να τον στεφανώνουν επίσης οι δονήσεις ενός απίστευτου αυτοκαταστροφικού πάθους. Γύρω του, οι άλλοι τρεις διαισθάνονται με συγκίνηση αυτή τη σπαρακτική κραυγή. 40
Το φως αλλάζει και γίνεται κόκκινο. Ο Βίνσεντ, που οκΰβει το κεφάλι, είναι σαν να έχει πιαστεί στην έκρηξη μιας βόμβας: «Θα ήταν όπως όταν ονειρεύομαι και ξυπνάω και ξανακοιμάμαι και ονειρεύομαι πάλι, πάντα μέσα στην ίδια μαγεία, στο ίδιο περιβάλλον...» «Είναι καιρός που το σκέφτεσαι αυτό το σχέδιο;» ρωτάει η μητέρα. «Στις αλέες, γυναίκες υπάλληλοι μεταμφιεσμένες σε κακές μάγισσες θα προσέφεραν μήλα εμποτισμένα με δηλητήριο. "Ορίστε, δεσποινίς. Φάτε αυτό το μήλο με δηλητήριο..." θα έλεγαν κι έπειτα θα πλησίαζαν τον επόμενο». «Αυτό θα μπορούσα να το κάνω εγώ», προτείνει η Μέριλιν. «Είμαι άσχημη». Ο πρωτότοκος γιος αποκαλύπτει όλα του τα σχέδια: τις καμπίνες του Μεγάλου Τροχού, των οποίων το πάτωμα θα υποχωρούσε σε ύψος είκοσι οκτώ μέτρων, και το τρενάκι το Μεγάλο Οκτάρι, ελλιπές, που οι ανοδικές ράγες του, έπειτα από μια ιλιγγιώδη κάθοδο, θα σταματούσαν απότομα πάνω από το κενό. Τους δείχνει τη μακέτα την οποία είχε καταστρέψει με μια γροθιά πριν από λίγα λεπτά ενώ ο μικρός του αδελφός βγαίνει από το δωμάτιο του και περνάει μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου του Βίνσεντ σιγοτραγουδίόντας και χτυπώντας τα δάχτυλά του ρυθμικά: «Don't wony, be happy!» Η μητέρα, έξαλλη και έτοιμη να τον βρίσει, στρέφεται και του δείχνει τις σφιγμένες γροθιές της. Τα 41
δάχτυλα του Άλαν, που χτυπούν ρυθμικά, είναι γι' αυτήν και τον άντρα της σαν άβυσσος.
Σ.τ.Μ. 1 Αμανίτης: Μανιτάρι, πολύ κοινό στα δάση του βόρειου ημισφαιρίου, που περιλαμβάνει είδη δηλητηριώδη (μυγοκτόνος), θανατηφόρα (φαλλοειδής) ή εδώδιμα (καισαρική).
42
Σ
την πραγματικότητα, για να πω την αλήθεια, κύριε αντιπρόσωπε, εμείς δεν επιθυμούσαμε τρίτο παιδί. Γεννήθηκε επειδή δοκιμάσαμε ένα τρύπιο προφυλακτικό - ξέρετε, από εκείνα τα οποία πουλάμε στους ανθρώπους που θέλουν να πεθάνουν από σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα». Η Λουκρές κουνάει το κεφάλι φουρκισμένη με το χτύπημα της μοίρας. «Πρέπει να παραδεχτείτε ότι, για μία φορά που δοκιμάσαμε κι εμείς κάποιο απ' τα προϊόντα μας, δε σταθήκαμε και πολύ τυχεροί». «Α, μα τα προφυλακτικά της εταιρίας Σκοτίστηκα για το Θάνατο έχουν εγγυημένες οπές. Θα έπρεπε να μας είχατε δείξει εμπιστοσύνη», αποκρίνεται ο αντιπρόσωπος. «Τέλος πάντων...» λέει αναστενάζοντας η μητέρα του Άλαν, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά στο μαγαζί. «Καλημέεερα, μαμά! Καλημέεερα, μπαμπά!» συνεχίζει ενώ πλησιάζει αυθόρμητα τον αντιπρόσωπο και τον φιλάει ευγενικά στα μάγουλα. «Είδατε, βρέχει, τι ωραία. Έχουμε ανάγκη το νερό, ε;» «Όλα καλά στο σχολείο;» τον ρωτάει η μητέρα του. «Πολύ καλά. Θτο μάθημα τηθ μουσικήθ τραγούδηθα και όλη η τάκθη γελούθε μαζί μου». 43
«Ορίστε. Τι σας έλεγα;» αναφωνεί η κυρία Τιβάς, επικαλούμενη τη μαρτυρία του συνομιλητή της. «Είναι αλήθεια πως δε δείχνει εύκολος...» αναγνωρίζει ο αντιπρόσωπος σκουπίζοντας τα μαγουλά του. «Ελπίζω οι άλλοι δύο να μην του μοιάζουν». «Όχι. Εκείνοι θα περνούσαν αναστενάζοντας και θα σας έσπρωχναν χωρίς να σας ζητήσουν συγγνώμη. Ο πρωτότοκος, αν και δίχως όρεξη, μας προσφέρει μόνο ικανοποίηση, πάντα κλεισμένος στο δωμάτιο του. Η καημένη η Μέριλιν όμως, που σε λίγο θα κλείσει τα δεκαοκτώ, νιώθει χαζή και άχρηστη. Συνεχώς ζεσταίνεται και ιδρώνει. Αναζητά τη θέση της». «Χμμ...» μουρμουρίζει ο καινούριος αντιπρόσωπος της Σκοτίστηκα για το Θάνατο ανοίγοντας την τσάντα του και βγάζοντας ένα δελτίο παραγγελιών. Ταυτόχρονα, παρατηρεί την επιχείρηση στην οποία έρχεται πρώτη φορά. «Πολύ ωραίο το μαγαζί σας. Είναι πράγματι εκπληκτικό το πώς στέκεται ολομόναχο, περιτριγυρισμένο από ουρανοξύστες. Α, είναι όντως το πιο ωραίο μαγαζί της λεωφόρου Μπερεγκοβουά! Επιπλέον, έχει περίεργη πρόσοψη. Αλήθεια, γιατί υπάρχει αυτός ο στενός πύργος πάνω από τη στέγη, σαν καμπαναριό ή μιναρές; Τι ήταν αυτό το μέρος προηγουμένως; Εκκλησία; Παρεκκλήσι;» «...Ή τζαμί. Ναός ίσως. Κανένας δεν ξέρει πια», απαντάει η Λουκρές. «Κατά μήκος του διαδρόμου του πρώτου ορόφου θα πρέπει να ήταν τα κελιά των μοναχών, που αργότερα μετατράπηκαν σε δωμάτια, τραπεζαρία και κουζίνα του διαμερίσματος. Επιπλέον, στο 44
κεφαλόσκαλο, αριστερά, το πορτάκι οδηγεί στις φθαρμένες πέτρες της ελικοειδούς σκάλας του πύργου, όπου όμως εμείς δεν ανεβαίνουμε ποτέ. Εκεί κάτω, στο βάθος, στο σημείο όπου κάποτε θα έπρεπε να ήταν το σκευοφυλάκιο, παρασκευάζω τα σπιτικά μου δηλητήρια». Ο αντιπρόσωπος χτυπάει με την παλάμη του έναν τοίχο που αντηχεί κούφιος. «Έχετε καλύψει τα πάντα με γυψοσανίδες;» λέει παρατηρώντας τις προθήκες, τις οποίες σχολιάζει μονολογώντας: «Διπλή βιτρίνα στη μέση, μια απλή βιτρίνα σε κάθε κάθετο τοίχο... Πλακόστρωτο δάπεδο παλιάς εποχής, ωραίος φωτισμός νεκροτομείου στο ταβάνι, μια αίσθηση καθαριότητας και, επιπλέον, μεγάλη δυνατότητα επιλογής! Τα σκοινιά με τις θηλιές είναι εδώ...» «Τώρα που το λέτε, χρειαζόμαστε κι άλλο κανναβόσκοινο», δηλώνει ο Μισίμα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή στεκόταν σιωπηλός. «Το βράδυ μου αρέσει πολύ να φτιάχνω ο ίδιος τα σκοινιά βλέποντας δραματικές σειρές στην τηλεόραση. Επιπλέον, ο κόσμος εκτιμάει ιδιαιτέρως τα χειροποίητα. Μια χρονιά είχαμε πάρει βιομηχανικά. Πολλοί έπεσαν απ' το σκαμνί». «Πόσο να γράψω, ένα ρολό;» σημειώνει ο αντιπρόσωπος. «Και κυάνιο», λέει η Λουκρές, που στέκεται μπροστά στη βιτρίνα του αριστερού τοίχου, όπου είναι αραδιασμένα τα φιαλίδια. «Δεν έχει μείνει σχεδόν καθόλου. Και λευκό αρσενικό, ένα σακί των πενήντα κιλών». «Σημειώστε και ένα κιμονό σε μέγεθος XXL», προσθέτει ο Μισίμα. 45
Ο αντιπρόσωπος προχωράει στο μαγαζί καταγράφοντας τις παραγγελίες του ενός και του άλλου και φτάνει μπροστά στο τμήμα των νωπών, που το κοιτάζει ξαφνιασμένος: «Μα αυτό είναι σχεδόν άδειο! Λίγα πέταλα διγιταλίνης, μερικοί καρποί αρκουδοπούρναρου, κάποια εκπληκτικά δηλητηριώδη μανιτάρια Galerina marginata, αλλά σχεδόν καθόλου ζώα σε κουτιά με τρύπες για να αναπνέουν...» «Α, με τα ζώα είχαμε πάντοτε προβλήματα», ομολογεί ο Μισίμα. «Τόσο με τους χρυσούς βατράχους όσο και με τα τριγωνοκέφαλα ερπετά ή τις αράχνες όπως η μαύρη χήρα... Βλέπετε», εξηγεί στον αντιπρόσωπο, «το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι αισθάνονται τόσο μόνοι, ώστε τελικά δένονται με τα ζώα που τους πουλάμε. Και τα ζώα, όλως περιέργως, το καταλαβαίνουν και δεν τους δαγκώνουν. Μια φορά -θυμάσαι, Λουκρές;- κάποια πελάτισσα, που είχε αγοράσει μια δηλητηριώδη μυγαλή, επέστρεψε στο μαγαζί. Εγώ την κοίταξα κατάπληκτος και εκείνη με ρώτησε αν πουλάω βελόνες. Νόμιζα πως τις ήθελε για να βγάλει τα μάτια της. Ε, λοιπόν, κάθε άλλο. Ήθελε να πλέξει μικρά βαμβακερά καλτσάκια για την αράχνη της, την οποία είχε βαφτίσει Ντενίζ. Είχαν γίνει φιλενάδες και η γυναίκα την είχε ελεύθερη στην τσάντα της. Την έβγαλε και την άφησε να τρέξει στην παλάμη της. Εγώ της φώναζα "Μα τι κάνετε εκεί, βάλτε την πίσω!" κι εκείνη γελούσε λέγοντας "Η Ντενίζ μ' έκανε να αγαπήσω ξανά τη ζωή"». «Μια άλλη φορά», υπερθεματίζει η Λουκρές, «ένας 46
καταθλιπτικός πήρε μια κόμπρα που χύνει δηλητήριο, μόνο που αυτό το δηλητήριο δεν το έχυσε ποτέ και ο πελάτης κατέληξε να τη βαφτίσει Σαρλ Τρενέ 1 . Δεν μπορούσε να την πει Αδόλφο; Εμείς πώς δώσαμε στα παιδιά μας ονόματα διάσημων αυτόχειρων - Βίνσεντ από τον Βαν Γκογκ, Μέριλιν από τη Μονρόε...» «Και ο Αλαν;» ρωτάει ο αντιπρόσωπος. «Θα μπορούσε να βαφτίσει το ερπετό του Νίνο Φερέ», συνεχίζει η Λουκρές χωρίς να χάσει τον ειρμό της. «Κι αυτό θα το καταλαβαίναμε». «Πράγματι, τα ζώα είναι απογοητευτικά», επεμβαίνει ο Μισίμα. «Όταν οι χρυσοί βάτραχοι το σκάνε, αρχίζουν να πηδούν σε όλο το μαγαζί. Και είναι δύσκολο να τους πιάσεις με το δίχτυ, κυρίως επειδή δεν πρέπει να τους αγγίξεις, διαφορετικά θα πεθάνεις. Δε θα πάρουμε ξανά ζώα και δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε με το τμήμα των νωπών». Καθισμένος στα σκαλοπάτια της σκάλας που οδηγεί στο διαμέρισμα, ο νεαρός Αλαν κρατάει ένα πλαστικό σωληνάκι που καταλήγει σε ένα χαλκά, στο οποίο φυσάει. Σαπουνόφουσκες γεμίζουν τον αέρα. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, αιωρούνται, πολύχρωμες και λαμπερές, στο Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών. Περιφέρονται ανέμελες ανάμεσα στα ράφια. Ο Μισίμα ακολουθεί το ταξίδι τους στριφογυρίζοντας το λαιμό του. Μια μεγάλη σαπουνόφουσκα σκάει στις βλεφαρίδες του αντιπροσώπου, που σκουπίζει το μάτι του και κατευθύνεται μορφάζοντας προς την τσάντα του, την οποία έχει αφήσει στον πάγκο. 47
«Νομίζω πως κάτι έχω στο μυαλό μου για το δύσκολο παιδί σας». «Ποιο; Τον Άλαν;» «Α, όχι, όχι αυτόν... Το κορίτσι. Στη Σκοτίστηκα για το Θάνατο έχουμε λανσάρει ένα νέο προϊόν που δε θα τη βάλει σε κίνδυνο». «Δε θα τη βάλει σε κίνδυνο;...» επαναλαμβάνει σκεπτική η Λουκρές.
Σ.ΐ.Μ. 1 Σαρλ Τρενε': Γάλλος συνθέτης και τραγουδιστής μελωδικών τραγουδιών.
48
Π
ρώτη Νοεμβρίου... Χρόνια πολλά, Μέριλιν!»
Η μητέρα βγαίνει από την κουζίνα κρατώντας ένα μεταλλικό δίσκο με μια τούρτα γενεθλίων σε σχήμα φέρετρου. Ο πατέρας, όρθιος μπροστά στο στρογγυλό τραπέζι της τραπεζαρίας, ανοίγει με θόρυβο ένα μπουκάλι σαμπάνια λέγοντας στην κόρη του την ώρα που τη σερβίρει: «Σκέψου ότι έχεις να ζήσεις ένα χρόνο λιγότερο...» Ο αφρός ξεχειλίζει στο ποτήρι. Η Μέριλιν Τιβάς βάζει το δείκτη της στο χείλος του και ο αφρός σταματάει να ανεβαίνει. Η θλιβερή τούρτα είναι θρονιασμένη στο κέντρο του τραπεζιού, ανάμεσα στα απομεινάρια του οικογενειακού δείπνου και μπροστά στο άδειο, ανέπαφο πιάτο του Βίνσεντ, στον οποίο ο πατέρας θέλει να σερβίρει σαμπάνια. «Όχι, ευχαριστώ, μπαμπά. Δε διψάω». Ο πατέρας ρίχνει λίγες σταγόνες στο ποτήρι του Άλαν. «Άντε! Πάρε κι εσύ, μαγεμένη ψυχή... για να γιορτάσεις την ενηλικίωση της αδελφής σου, που ξεμπέρδεψε με την παιδική ηλικία και την εφηβεία. Κάτι είναι κι αυτό». Οι κάθετες πλευρές από σοκολάτα γάλακτος της 49
τούρτας μιμούνται το γυαλισμένο ξύλο της προς αποτέφρωση λεύκας. Το καπάκι από σκούρο κακάο διακοσμημένο με νερά θυμίζει ακαζού. Τα δύο τρίτα του καπακιού ανοίγουν αποκαλύπτοντας ένα κρεμ μαξιλάρι, στο οποίο αναπαύεται ένα ροζ κεφάλι από ψίχα φιστικιού. Ξύσμα λεμονιού σχηματίζει ανοιχτόξανθα μαλλιά. «Α, αυτή είμαι εγώ!» αναφωνεί η Μέριλιν φέρνοντας τα χέρια στα χείλη της. «Μαμά, τι ωραίο που είναι!» «Εγώ δεν έκανα πολλά», ομολογεί ταπεινά η μητέρα. «Η ιδέα ήταν του Βίνσεντ, που μου το ζωγράφισε. Δεν μπορούσε να το ψήσει, ο καημένος, λόγω της απέχθειάς του για το φαγητό, αλλά ασχολήθηκε με τα κεριά». Πράγματι, τα κεριά, μπεζ και λυγισμένα σαν σκοινιά, τα είχαν λιώσει ελαφρά, ώστε να σχηματίσουν δύο αριθμούς που στέκονταν όρθιοι και αναμμένοι πλάι πλάι: 10 και 8, δεκαοκτώ. Η Μέριλιν παίρνει το ένα και το τοποθετεί από την άλλη πλευρά του οκτώ: «Θα προτιμούσα να ήμουν ογδόντα ενός ετών...» Ύστερα φυσάει τα κεριά σαν να ξεφορτωνόταν έτσι την ύπαρξή της. Ο Μισίμα χτυπάει τα χέρια του. «Και τώρα, τα δώρα!» Η μητέρα, αφού πρώτα κλείνει τον καταψύκτη της κουζίνας, επιστρέφει με ένα πακέτο, που μοιάζει με τυλιγμένο ζαχαρωτό. «Μέριλιν, σου ζητάμε συγγνώμη για την εμφάνιση. Είχαμε παρακαλέσει τον Άλαν ν' αγοράσει χαρτί περιτυλίγματος λευκό με μαύρη μπορντούρα, όπως τα αγγελτήρια θανάτου, κι εκείνος μας έφερε χρωματιστό, με γελαστούς κλόουν. Τέλος πάντων, τον ξέρεις τον 50
αδελφό σου... Ορίστε, κόρη μου. Είναι από τους γονείς σου». Η Μέριλιν, συγκινημένη για τη γιορτή που της είχαν ετοιμάσει, ξετυλίγει την άκρη του χαρτιού και το ανοίγει. «Μια σύριγγα; Μα τι είναι αυτό το υγρό που μοιάζει με νερό;» «Ένα τρομερό δηλητήριο». «Ω, μαμά, μπαμπά! Επιτέλους, μου προσφέρετε το θάνατο. Αλήθεια, μπορώ να σκοτωθώ;» «Όχι βέβαια, όχι εσύ!» αναφωνεί η Λουκρές στρέφοντας το βλέμμα ψηλά. «Αλλά όλοι όσους φιλήσεις». «Πώς γίνεται αυτό;» «Στη Σκοτίστηκα για το Θάνατο μας πρότειναν αυτό το καινούριο υγρό το οποίο μόλις ανακάλυψαν. Κάνεις μια ενδοφλέβια ένεση χωρίς εσύ να αρρωστήσεις, χωρίς να πάθεις το παραμικρό. Ωστόσο, στο σάλιο σου θα αναπτυχθεί ένα δηλητήριο που θα σκοτώσει όλους όσοι σε φιλήσουν. Κάθε φιλί σου θα είναι θανατηφόρο...» «...Και, καθώς αναζητούσες τη θέση σου στο μαγαζί», συνεχίζει ο Μισίμα, αποφασίσαμε με τη μητέρα σου να σου εμπιστευτούμε το τμήμα των νωπών. Θα στέκεσαι εκεί και θα δίνεις ένα φιλί στους πελάτες στους οποίους θα προτείνουμε αυτό τον τρόπο ηθελημένου θανάτου - το φιλί του θανάτου, the Death Kiss\...» Η Μέριλιν, που τόση ώρα καθόταν χαλαρά, ανασηκώνεται τρέμοντας από συγκίνηση. Ο πατέρας διευκρινίζει: «Θα πρέπει, όμως, να προσέχεις, ώστε να μη μας φιλήσεις ποτέ». 51
«Αλλά, μαμά, πώς είναι δυνατό να είναι κανείς δηλητηριώδης χωρίς να δηλητηριάζεται ο ίδιος;» «Και τα ζώα πώς τα καταφέρνουν;» αποκρίνεται ως ειδικός η Λουκρές. «Τα ερπετά, οι αράχνες και όλα τ' άλλα ζουν μια χαρά με το θάνατο στο στόμα. Το ίδιο, λοιπόν, θα γίνει και μ' εσένα». Ο πατέρας σφίγγει το μπράτσο της κόρης του με ένα λάστιχο. Η Μέριλιν χτυπάει τη σύριγγα, πιέζει το έμβολο για να βγει μία σταγόνα υγρό και κάνει μόνη της την ένεση μπροστά στον Άλαν, που την κοιτάζει. Δακρύζει. «Φταίει η σαμπάνια», απολογείται. «Ωραία. Κι εσείς, αγόρια, πού έχετε τα δώρα της αδελφής σας;» ρωτάει ο Μισίμα. Ο κάτισχνος Βίνσεντ με το μπανταρισμένο κρανίο βγάζει κάτω από το τραπέζι ένα ογκώδες δέμα. Η Μέριλιν αφαιρεί το περιτύλιγμα με τους κλόουν. Ο μεγάλος αδελφός της της εξηγεί τη χρησιμότητα αυτού του εκκεντρικού δώρου: «Είναι ένα κράνος μοτοσικλετιστή από άφθαρτο άνθρακα, που του θωράκισα το γείσο. Από μέσα στερέωσα δύο ράβδους δυναμίτιδα απ' όπου κρέμονται δύο κορδόνια... Έτσι, αν μια μέρα η μαμά και ο μπαμπάς μάς επιτρέψουν να αυτοκαταστραφούμε, μπορείς να βάλεις το κράνος, να στερεώσεις το λουρί κάτω απ' το σαγόνι κι έπειτα να τραβήξεις τα κορδόνια. Το κεφάλι σου θα εκραγεί μέσα στο κράνος χωρίς να λερώσει τους τοίχους». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που σκέφτεσαι τέτοιες λεπτομέρειες!» επικροτεί η Λουκρές. Ο πρωτό52
τοκος γιος της προκαλεί την περηφάνια και του Μισίμα: «Ο παππούς μου ήταν ίδιος εσύ: εφευρέτης. Άλαν, πού είναι το δικό σου δώρο;» Το εντεκάχρονο παιδί ξεδιπλώνει ένα μεγάλο τετράγωνο λευκό μεταξωτό μαντίλι. Η Μέριλιν το αρπάζει αμέσως, το στρίβει και το σφίγγει γύρω από το λαιμό της: «Α, ένα σκοινί για να κρεμαστώ!» «Μπα, όχι...» λέει χαμογελώντας ο Άλαν δείχνοντάς της. «Πρέπει να είναι πιο χαλαρό, αέρινο. Να το νιώθειθ θαν θυννεφένιο χάδι γύρω απ' το λαιμό, τουθ ώμουθ, το θτήθοθ θου». «Πώς το αγόρασες;» ρωτάει ανήσυχη η μητέρα, κόβοντας ένα κομμάτι από την τούρτα σε σχήμα φέρετρου, το οποίο προσφέρει στον Βίνσεντ. «Όχι, ευχαριστώ, μαμά». «Το πλήρωθα με το χαρτζιλίκι μου», αποκρίνεται ο Άλαν. «Όλου του χρόνου;» «Ναι». Η Άουκρές μένει ασάλευτη, με τη σπάτουλα στον αέρα πάνω από την τούρτα. «Δεν καταλαβαίνο.) γιατί», λέει τελικά, κόβοντας άλλο ένα κομμάτι γλυκό. Η Μέριλιν κοιτάζει την οικογένεια γύρω της και τυλίγει απαλά το φουλάρι γύρω από το λαιμό της. «Δε σας φιλάω, εννοείται, αλλά σας ευχαριστώ μέσα απ' την καρδιά μου».
53
Ε
ίχε ήδη πέσει η νύχτα όταν η Μέριλιν, στο δωμάτιο της, βγάζει τα ροΰχα της και, όρθια και γυμνή, παίζει με το μεγάλο τετράγωνο μεταξωτό άσπρο μαντίλι κοιτάζοντας το είδωλο της στα τζάμια του παραθύρου που βλέπει στη συνοικία των Λησμονημένων Θρησκειών. Άνθρωποι πέφτουν από τα μπαλκόνια στους ουρανοξύστες Μωυσής, Ιησούς, Δίας, Όσιρις, σαν φθινοπωρινή ψιχάλα. Η δεσποινίς Τιβάς, όμως, ανεμίζει γύρω της το φουλάρι. Μόλις έρχεται σε επαφή με τους ώμους της, το μετάξι προκαλεί ρίγη που την κάνουν να σφίγγει τους μηρούς. Αφήνει το άσπιλο ύφασμα να γλιστρήσει κατά μήκος των γλουτών της, το πιάνει μπροστά ανάμεσα στις γάμπες της και το πετάει ψηλά στον αέρα. Το λευκό τετράγωνο ξεδιπλώνεται με τη γεμάτη χάρη κίνηση που έχει ένα πεφταστέρι. Ξαναπέφτει αργά, σαν αλεξίπτωτο, στο στραμμένο προς τα επάνω πρόσωπο της κόρης των εμπόρων που έχουν Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών. Με τα βλέφαρα κλειστά, φυσάει και το μετάξι ίπταται ξανά. Η Μέριλιν το πιάνει από την άκρη και το περνάει γύρω από την κοιλιά, τους γοφούς της, θαρρείς και ένα ανδρικό χέρι την κρατάει από τη μέση. Αααα... το φουλάρι ανεβαίνει πάλι ανάμεσα στα πόδια 55
της, πιάνεται στις τρίχες... Αααα... Η Μέριλιν, συνήθως σκυφτή με πεσμένους ώμους, στέκεται στητή. Αααα... Το σώμα της σχηματίζει τόξο τη στιγμή που το δώρο του Άλαν υψώνεται με φόρα κατά μήκος του στέρνου της και αγγίζει το στήθος της, για το οποίο ντρεπόταν - άδικα. Οι ρώγες ορθώνονται, σκληραίνουν. Τα γεμάτα στήθη της είναι πανέμορφα και, με τα χέρια πλεγμένα πίσω από το λαιμό της, μπροστά στα τζάμια του δωματίου της, η Μέριλιν ανακαλύπτει έκπληκτη το κορμί της ενώ το φουλάρι πέφτει. Το πιάνει στο ΰψος των κομψών αστραγάλων της, σκύβει. Τα οπίσθιά της είναι εκπληκτικά έτσι όπως φουσκώνουν κάτω από μια μέση ελάχιστα πιο φαρδιά από το κανονικό. Και το μετάξι ξαναρχίζει το ταξίδι του, αποκαλύπτοντας στη σαστισμένη κοπέλα την κρυφή αρμονία του κορμιού της. Είναι η πιο ωραία της γειτονιάς! Κανένα κορίτσι από τη συνοικία των Λησμονημένων Θρησκειών δεν τη φτάνει ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι - το οποίο είναι πανέμορφο. Το δώρο του μικρού της αδελφού καλύτερο και από όνειρο... Και το φουλάρι συνεχίζει τον υπνωτιστικό και αισθησιακό χορό του πάνω στο δέρμα που πάλλεται. Τα βλέφαρα μισοκλείνουν από μια έκσταση άγνωστη στη Μέριλιν. Τι άλλο ανακαλύπτει, όμως; Μήπως γίνεται η Μονρόε; Μισανοίγει τα χείλη, από τις άκρες των οποίων τρέχει λίγο σάλιο... θανατηφόρο.
56
Α
νοιχτό λόγω πένθους». Η μικρή πινακίδα, στραμμένη προς τα έξω και στερεωμένη με μια μικρή βεντούζα στην είσοδο, αναπηδά ενώ από πάνω ακούγεται έντονο κουδούνισμα. Κρεμασμένος σαν καμπανάκι στο κούφωμα της πόρτας, ένας μικροσκοπικός σκελετός αποτελούμενος από σιδερένιους σωλήνες εκπέμπει τις πένθιμες νότες ενός ρέκβιεμ. Η Λουκρές γυρίζει το κεφάλι και βλέπει να μπαίνει μια νεαρή πελάτισσα. «Για φαντάσου... Μα εσύ δεν είσαι γριά. Πόσων χρόνων είσαι; Δώδεκα; Δεκατριών;» «Δεκαπέντε!» λέει ψέματα η έφηβη. «Θα ήθελα δηλητηριώδεις καραμέλες, σας παρακαλώ, κυρία». «Α πα πα, "καραμέλες"! Είσαι άπληστη. Από τα μοιραία γλυκά μας μπορείς να πάρεις μόνο ένα. Δεν πρόκειται να μοιράσεις σε όλες τις συμμαθήτριές σου. Δεν είμαστε εδώ για ν' αποδεκατίσουμε το Γυμνάσιο Μοντερλάν ή το Λύκειο Ζεράρ ντε Νερβάλ!» συνεχίζει η Λουκρές ξεβιδώνοντας το μεγάλο καπάκι ενός στρογγυλού γυάλινου βάζου, που είναι γεμάτο ζαχαρωτά. «Είναι όπως οι σφαίρες - τις πουλάμε μία μία. Αυτός που φυτεύει μία σφαίρα στο κεφάλι του δε χρειάζεται δεύτερη! Κι αν απαιτεί να του πουλήσουμε ένα 57
ολόκληρο κουτί, τότε άλλα πράγματα έχει στο μυαλό του. Κι εμείς δεν είμαστε εδώ για να δημιουργούμε δολοφόνους. Εμπρός, διάλεξε... αλλά διάλεξε προσεκτικά, γιατί σ' αυτό το βάζο μόνο μία καραμέλα στις δύο είναι θανατηφόρα. Ο νόμος προστάζει να δίνουμε στα παιδιά μία ευκαιρία». Η πολύ νεαρή κοπέλα διστάζει ανάμεσα στις τσίχλες Μιστράλ, με το χάρτινο περιτύλιγμα, και στις Ρουντουντού Θανάτου - αχιβάδες γεμιστές με μια τοξική καραμέλα κίτρινη, πράσινη ή κόκκινη, που πρέπει να τις αψήνεις να λιώσουν σιγά σιγά στο στόμα, διότι προκαλούν θάνατο αργό. Μπροστά στο παράθυρο μεγάλα χάρτινα χωνάκια-έκπληξη, γαλάζια για τα αγόρια και ροζ για τα κορίτσια. Η έφηβη δεν ξέρει τι να διαλέξει. Τελικά παίρνει μία τσίχλα Μιστράλ. «Γιατί θέλειθ να πεθάνειθ;» τη ρωτάει καθισμένος πλάι στη μητέρα του ο νεαρός Άλαν, που ζωγραφίζει μεγάλους ήλιους στις σελίδες του τετραδίου του. «Επειδή η ζωή δεν αξίζει να τη ζει κανείς», απαντάει το κορίτσι, που είναι σχεδόν συνομήλικη με το στερνοπαίδι των Τιβάς. «Αυτό παλεύω να του βάλω στο κεφάλι!» επεμβαίνει η Λουκρές γεμάτη θαυμασμό για τη νεαρή πελάτισσά της. «Ορίστε, πάρ' τη για παράδειγμα», συνεχίζει απευθυνόμενη στο γιο της. Η μαθήτρια πλησιάζει τον Άλαν και εξομολογείται: «Είμαι μόνη εναντίον όλων. Κανένας δε με καταλαβαίνει σ' έναν κόσμο σκληρό... και η μητέρα μου είναι τόσο άσχετη... Μου κατέσχεσε το δορυφορικό μου τηλέφωνο μόνο και μόνο επειδή ξεπέρασα το όριο κατά 58
λίγες ώρες. Μα όχι, πείτε μου, σε τι χρησιμεύει το τηλέφωνο αν δεν μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις; Βαρέθηκα πια. Αν είχα όριο πενήντα ωρών, δε θα το είχα ξεπεράσει... Στην πραγματικότητα, ζηλεύει επειδή εκείνη δεν έχει κανέναν να καλέσει, γι' αυτό και εκδικείται την κόρη της: "Μπλα, μπλα, μπλα, μπλα! Γιατί περνάς τόσες ώρες μιλώντας με τη Ναντέζ; Αφού μπορείς να πας να τη δεις, απέναντι μένει!" Ώστε, λοιπόν, δεν έχω δικαίωμα να μείνω στο δωμάτιο μου;» διαμαρτύρεται η έφηβη. «Γιατί πρέπει να βγω έξω; Δε θέλω να βλέπω τον ήλιο, αυτό το μαλακισμένο αστέρι. Δε χρησιμεύει σε τίποτε ο ήλιος...» συνεχίζει παρατηρώντας τις ζωγραφιές του Άλαν. «Κάνει πολλή ζέστη εκεί πάνω και είναι αδύνατο να κατοικηθεί». Επιστρέφει στο ταμείο και πληρώνει για τη Μιστράλ που πήρε. «Η μητέρα μου δε συνειδητοποιεί πόσο χρόνο χρειάζομαι για να ντυθώ, να χτενιστώ και να μακιγιαριστώ προτού βγω. Δεν έχω σκοπό να περάσω τη ζωή μου μπροστά σ' έναν καθρέφτη, τη στιγμή που μπορώ να τηλεφωνώ!» Ακούγονται ξανά οι πένθιμες νότες του ρέκβιεμ και η κοπέλα βγαίνει από το μαγαζί ξετυλίγοντας την τσίχλα της - μοναδική διέξοδος στο δράμα της. Το στερνοπαίδι των Τιβάς σηκώνεται με ένα πήδημα, τρέχει πίσω της και, στο κατώφλι, της αρπάζει την τσίχλα και έπειτα βάζει το χέρι στο στόμα. Η Λουκρές ορμάει ουρλιάζοντας: «Άλαν!» Ήταν φάρσα. Το παιδί ξεφορτώνεται στο χαντάκι το 59
πιθανόν θανατηφόρο γλυκό, ενώ η κυρία Τιβάς, κάτωχρη, το σφίγγει στην αγκαλιά της: «Θα την πεθάνεις από το φόβο τη μητέρα σου!» Ο Άλαν, με το μάγουλο ακουμπισμένο στο στήθος της μαμάς του, χαμογελάει. «Ακοΰω την καρδιά θου να χτυπάει, μαμά». «Ωραία. Κι εγώ; Και η τσίχλα μου;» Το σαστισμένο κοριτσάκι βρίσκει τη ζωή τόσο άδικη, που η Λουκρές, απλώνοντας το χέρι πίσω της, της προτείνει να διαλέξει ξανά κάτι από το βάζο. Η μαθήτρια πιάνει μία Μιστράλ και τη βάζει αμέσως στο στόμα. «Λοιπόν;» τη ρωτάει η έμπορος. «Το στόμα σου ξηραίνεται;. Αισθάνεσαι το κάψιμο του αρσενικού στο λαιμό σου;» «Τίποτε, μόνο ζάχαρη...» αποκρίνεται το κορίτσι. «Τελικά, δεν είναι η τυχερή σου μέρα», ομολογεί η Λουκρές. «Πέρνα πάλι καμιά άλλη φορά». «Εκτόθ κι αν αλλάκθειθ γνώμη», προσθέτει ο Άλαν. «Βέβαια, εκτός κι αν αλλάξεις γνώμη», επαναλαμβάνει μηχανικά η μητέρα υπό το κράτος της συγκίνησης. «Μα τι λέω;» Στο μαγαζί, σπρώχνει το μικρό της γιο, που γελάει, κατηγορώντας τον: «Εσύ φταις! Με κάνεις να λέω ανοησίες!»
60
I
1 κοσμος μας ρωτάει συχνά γιατί ονομασαμε το μικρό μας γιο Άλαν. Ε, λοιπόν, εξαιτίας του Άλαν Τούρινγκ». «Ποιου;» ρωτάει έκπληκτη μια χοντρή κυρία με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, που εμφανίζεται κάτω από ένα σύννεφο βροχής. «Δε γνωρίζετε τον Άλαν Τούρινγκ;» ρωτάει η Λουκρές. «Ήταν ένας Άγγλος, που η ομοφυλοφιλία του του είχε δημιουργήσει προβλήματα με τη δικαιοσύνη και που θεωρήθηκε πατέρας των πρώτων υπολογιστών. Στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμβολή του στην τελική νίκη υπήρξε αποφασιστικής σημασίας, διότι κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει το σύστημα Αίνιγμα, ένα μηχάνημα ηλεκτρομαγνητικής κωδικοποίησης που επέτρεπε στο γερμανικό επιτελείο να μεταδίδει στα υποβρύχια μηνύματα τα οποία ήταν αδύνατο να αποκωδικοποιήσουν οι μυστικές υπηρεσίες των Συμμάχων». «Α, όχι, δεν το ήξερα...» «Είναι ένας απ' τους μεγάλους λησμονημένους της Ιστορίας». Η διστακτική πελάτισσα περιφέρει στο μαγαζί το βλέμμα της, βαρύ από τη θλίψη για τις χαμένες χίμαιρες... «Σας το αναφέρω», συνεχίζει η Λουκρές, «επειδή 61
σας είδα προηγουμένως να κοιτάζετε την μπορντοΰρα με τους μικρούς πίνακες, όλους στο ίδιο μέγεθος, τους οποίους έχουμε κρεμάσει στον τοίχο, ακριβώς κάτω απ' το ταβάνι». «Γιατί δείχνουν όλοι ένα μήλο;» «Μα ακριβώς εξαιτίας του Τούρινγκ. Ο εφευρέτης του υπολογιστή αυτοκτόνησε με πολύ παράξενο τρόπο. Στις 7 Ιουνίου του 1954 βούτηξε ένα μήλο σε διάλυμα κυανίου και το ακούμπησε σ' ένα στρογγυλό τραπεζάκι. Κατόπιν το ζωγράφισε και μετά έφαγε το μήλο». «Αστειεύεστε!» «Λένε πως γι' αυτό το λόγο το λογότυπο της Apple είναι ένα δαγκωμένο μήλο. Είναι το μήλο του Άλαν Τούρινγκ». «Αυτό πια... τουλάχιστον δε θα πεθάνω ανίδεη». «Γι' αυτό κι εμείς», συνεχίζει η Λουκρές, που δε χάνει ποτέ το εμπορικό της δαιμόνιο, «μόλις γεννήθηκε το στερνοπαίδι μας, φτιάξαμε αυτό το σετ αυτοκτονίας». «Τι είναι;» ρωτάει η πελάτισσα πλησιάζοντας με ενδιαφέρον. Η κυρία Τιβάς της δίνει διευκρινίσεις: «Σ' αυτή τη διάφανη πλαστική σακούλα βλέπετε ένα μικρό μουσαμά στερεωμένο σ' ένα καβαλέτο, δύο πινέλα -ένα χοντρό κι ένα λεπτό-, μερικά σωληνάρια με χρώματα και, φυσικά, το μήλο. Προσοχή, είναι εμποτισμένο με δηλητήριο! Έτσι, μπορείτε κι εσείς να πεθάνετε με τον τρόπο του Άλαν Τούρινγκ. Το μόνο που θα σας ζητήσουμε, αν δεν έχετε αντίρρηση, είναι να μας κληροδοτήσετε τον πίνακα. Μας αρέσει πολύ να τους 62
κρεμάμε εκεί. Ως αναμνηστικά. Κι. έπειτα, είναι ωραία όλα αυτά τα μήλα αραδιασμένα στη σειρά κάτω απ' το ταβάνι. Ταιριάζουν πολΰ με τα πλακάκια του δαπέδου. Έχουμε εβδομήντα δύο. Περιμένοντας να πληρώσει στο ταμείο, ο κόσμος μπορεί να βλέπει την έκθεση». Αυτό κάνει και η χοντρή πελάτισσα. «Έχει απ' όλα τα στυλ...» «Ναι. Κάποια μήλα είναι κυβιστικά, άλλα σχεδόν αφηρημένα. Το μπλε μήλο, αυτό εκεί, είναι κάποιου που έπασχε από αχρωματοψία». «Θ' αγοράσω αυτό το σετ αυτοκτονίας», λέει αναστενάζοντας η χοντρή κυρία, με την καρδιά της να χτυπά στο σκοπό ενός πένθιμου εμβατηρίου. «Έτσι θα μεγαλώσετε τη συλλογή σας». «Είστε πολΰ ευγενική. Μην ξεχάσετε να υπογράψετε τον πίνακα και να βάλετε την ημερομηνία. Σήμερα έχουμε...» «Τι ώρα είναι;» ρωτάει η πελάτισσα. «Δυο παρά τέταρτο». «Πρέπει να φύγω. Δεν ξέρω αν φταίνε όλα αυτά τα φρούτα, αλλά μ' έπιασε πείνα». Τη στιγμή που της ανοίγει την πόρτα, η κυρία Τιβάς την προειδοποιεί: «Προσέξτε μη φάτε το μήλο προτού ετοιμάσετε τον πίνακα! Δεν πρέπει να ζωγραφίσετε τα κουκούτσια. Έτσι κι αλλιώς, δε θα προλάβετε». Ο Μισίμα, καθισμένος σε ένα σκαμνί στο βάθος του μαγαζιού, ανακατεύει σε μια λεκάνη ένα μείγμα από τσι63
μέντο, άμμο και νερό. Ο Άλαν κατεβαίνει τη σκάλα σφυρίζοντας ένα χαρούμενο σκοπό. Ο πατέρας του τον ρωτάει: «Έτοιμος για το απογευματινό σχολείο; Τελείωσες το φαγητό σου, είδες τις ειδήσεις στην τηλεόραση;» «Ναι, μπαμπά. Η παρουθιάθτρια του μεθημεριανου δελτίου άλλακθε κόμμωθη. Ήταν πολΰ ωραία χτενιθμένη». Η μητέρα επεμβαίνει σηκώνοντας το βλέμμα στο ταβάνι: «Αυτό συγκράτησες μόνο; Μη με τρελαίνεις. Δεν ανέφερε τοπικούς πολέμους, οικολογικές καταστροφές, λιμούς;» «Ναι. Κθανάδεικθαν τιθ εικόνεθ από τα προχώματα τηθ Ολλανδίαθ, που υποχώρηθαν μετά την τελευταία παλίρροια, και την παραλία που τώρα εκτείνεται μέχρι την Πράγα. Έδεικθαν κατοίκουθ των χωριών τηθ Γερμανίαθ, αδύνατουθ και γυμνούθ, που φώναζαν και τριγύριζαν θτουθ αμμόλοφουθ. Ανακατεμένοι με τον ιδρώτα του κορμιού τουθ, αν μιθοκλείθει κανείθ τα μάτια, οι αθτραφτεροί κόκκοι τηθ άμμου έμοιαζαν με αθτεράκια. Ήταν εκθωπραγματικό, αλλά όλ' αυτά θα φτιάκθουν. Θα την αποθύρουν την άμμο». «Αυτός εδώ, με την αισιοδοξία του, είναι ικανός να κάνει την έρημο ν' ανθίσει...» σχολιάζει η Λουκρές. «Άντε, δρόμο για το σχολείο. Βαρέθηκα πια να σε βλέπω πάντοτε χαρούμενο σαν πουλί στο δάσος». «Ειθ το επανιδείν, μαμά!» «Εις το επανιδείν, δυστυχώς...» Δίπλα στο υπό ανακαίνιση τμήμα των νωπών, ο Μι64
σίμα ανεβάζει το ένα μανίκι του πουλόβερ του. Ρίχνει στο χέρι του πρώτα νερό και ύστερα άμμο, και το στριφογυρίζει κάτω από το φως του νέον μισοκλείνοντας τα μάτια. Η γυναίκα του κοιτάζει απορημένη: «Μα τι στο καλό κάνεις εκεί;»
65
Ε
ίναι ένας τσιμεντόλιθος, εξοπλισμένος μ' ένα χαλκά. Έχει μια αλυσίδα την οποία περνάτε γύρω απ' τον αστράγαλο. Στέκεστε στην άκρη του ποταμού. Τον ρίχνετε στο νερό, οπ, παρασύρεστε στο βυθό, και τέλος». «Ενδιαφέρον», λέει κουνώντας το κεφάλι ένας πελάτης με μουστάκι. Ο Μισίμα χαϊδεύει με την παλάμη του το μέτωπο και το άδειο μπροστινό τμήμα του κρανίου του, και έπειτα συνεχίζει: «Τους κατασκευάζω εγώ ο ίδιος εδώ ή στο υπόγειο, με το όνομα του μαγαζιού ανάγλυφο στη μία πλευρά. Να, βάλτε το χέρι σας επάνω. Μπορείτε να το διαβάσετε, Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών. Αυτοί οι τσιμεντόλιθοι χρησιμεύουν, επίσης, και στην εκπαραθύρωση». Ο πελάτης ξαφνιάζεται. Μπροστά του, ο Μισίμα τεντώνει τις άκρες των χειλιών του, γεγονός που τονίζει τη στρογγυλάδα των ζυγωματικών κάτω από δυο μάτια στρογγυλά σαν μπίλιες και φρύδια σηκωμένα: «Ναι, ναι, ναι, οι τσιμεντόλιθοι σε κάνουν πιο βαρύ, γιατί προηγουμένως, ξέρετε, τις νύχτες με ανεμοστρόβιλους ή καταιγίδες, όταν έπεφταν απ' το παράθυρο άνθρωποι με ελαφρύ σώμα, τους έβρισκαν την επομένη με 67
τις πιτζάμες πάνω σε κλαδιά δέντρων, πιασμένους σε φανοστάτες ή ξαπλωμένους στο μπαλκόνι του γείτονα. Ενώ με τον τσιμεντόλιθο Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών στερεωμένο στον αστράγαλο, πέφτεις ίσια κάτω». «Α!» «Εγώ τις νύχτες τραβώ συχνά την κουρτίνα του δωματίου μας και τους κοιτάζω να πέφτουν απ' τους ουρανοξύστες της πόλης. Με τον τσιμεντόλιθο στον αστράγαλο, μοιάζουν με διάττοντες αστέρες. Όταν είναι πολλοί, όπως για παράδειγμα τα βράδια έπειτα από κάποια ήττα της τοπικής ομάδας, θα 'λεγε κανείς ότι απ' τους ουρανοξύστες πέφτουν κόκκοι άμμου. Ωραίο θέαμα». Η Λουκρές, ανήσυχη κοντά στο ταμείο, με το ωραίο σοβαρό βλέμμα της συλλογισμένο, παρατηρεί τον άντρα της, τον ακούει, αναρωτιέται: «Μήπως τον κόλλησε ο Άλαν;»
68
Θ
έλετε να πεθάνετε; Φιλήστε με».
Η Μέριλιν Τιβάς είναι θρονιασμένη σαν βασίλισσα στο τμήμα των νωπών. Με το στενό φόρεμα και το βαθύ ντεκολτέ της, κάθεται σε μια μεγάλη βελούδινη κόκκινη πολυθρόνα, με μπράτσα και πλάτη από σκαλιστό ξΰλο που αναπαριστά χρυσά φύλλα ακάνθου. Γέρνει προς το μέρος ενός πελάτη που κοιτάζει φοβισμένος την καινούρια της μεγαλοπρέπεια, τα νιάτα και την ξανθότητά της. Εκείνη τείνει τα βαμμένα χείλη της προς τον απελπισμένο: «Εδώ, στο στόμα, με τη γλώσσα...» Ο πελάτης τολμά να πλησιάσει. Η Μέριλιν ξεδιπλώνει το μεγάλο τετράγωνο λευκό μαντίλι της -το δώρο του Άλαν- και καλύπτει το κεφάλι του άντρα και το δικό της. Και κάτω από το φουλάρι, που φτάνει μέχρι την πλάτη και τους κάνει να μοιάζουν με φάντασμα, μπορεί κανείς να μαντέψει ότι φιλιούνται. Τα κεφάλια κουνιούνται επί ώρα αργά κάτω από το μετάξι. Έπειτα, η Μέριλιν το τραβάει. Μια λεπτή κλωστή από σάλιο ενώνει τα στόματά τους. Ο πελάτης την πιάνει στη ράχη του χεριού του και τη γλείφει, για να μη χάσει τίποτε. «Ευχαριστώ, Μέριλιν...» «Μην καθυστερείτε. Περιμένουν κι άλλοι πελάτες». 69
Τα νέα καθήκοντα της κόρης Τιβάς σημειώνουν τρομερή επιτυχία στην επιχείρηση των γονιών της. «Έπειτα από σπουδές που κατέληξαν σε παταγώδη αποτυχία στο σχολείο, βρήκε επιτέλους τη θέση της... στο τμήμα των νωπών», λέει αναστενάζοντας η μητέρα. «Μετά το σετ Άλαν Τούρινγκ, είναι η καλύτερη ιδέα που είχαμε ποτέ», υπερθεματίζει ο πατέρας. Και το συρτάρι του ταμείου δεν παύει να ανοιγοκλείνει. Υπάρχει λίστα αναμονής. Στους πελάτες που τηλεφωνούν προκειμένου να κάνουν κράτηση για ένα Death Kiss η Λουκρές απαντά: «Βεβαίως, εφόσον το επιθυμείτε, αλλά όχι πριν από την ερχόμενη εβδομάδα!» Υπάρχουν τόσοι υποψήφιοι για το φιλί του θανάτου, που πρέπει να προσέχουν, ώστε οι πελάτες να μην έρχονται και ξανάρχονται πολλές φορές. Ορισμένοι παραπονιούνται: «Μα δεν πέθανα ακόμη!» «Είναι επειδή το Death Kiss αργεί να δράσει, αλλά θα γίνει οπωσδήποτε. Άλλωστε, πρέπει να μείνει αρκετό για όλους». Κάποιοι ρωτούν αν, πληρώνοντας κάτι παραπάνω, θα μπορούσαν να περάσουν με τη Μέριλιν μία ολόκληρη νύχτα. Η Λουκρές σοκάρεται: «Τι άλλο θα μας ζητήσετε; Στο κάτω κάτω, δεν είμαστε και προαγωγοί!» Ο Μισίμα, προσβεβλημένος, τους διώχνει από το μαγαζί του. «Εμπρός, αδειάστε μου τη γωνιά! Δε χρειαζόμαστε τέτοιους πελάτες εδώ!» 70
«Μα θέλω να πεθάνω». «Βγάλτε τα πέρα μόνος σας. Πηγαίνετε ν' αγοράσετε τσιγάρα!» Και στο βάθος του μαγαζιού, η Μέριλιν, φιλώντας τους πελάτες, ανθίζει σαν εξωτικό λουλούδι, σαρκοβόρο. Ο Άλαν περνάει από δίπλα της σιγομουρμουρίζοντας: «Βλέπειθ; Καλά το έλεγα εγώ πωθ είθαι όμορφη! Όλοι οι τύποι τηθ θυνοικίαθ των Ληθμονημένων Θρηθκειών δεν έχουν μάτια παρά μόνο για θένα. Κοίτα τουθ...» Περιμένουν όσοι ήρθαν από τον ουρανοξύστη Όσιρις, που πέτυχαν ομαδική τιμή. Στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον, ανάμεσα στις βιτρίνες, προχωρούν βήμα βήμα, προσπερνώντας τα ράφια με τα άπειρα σύμβολα που τους κοιτάζουν με βλέμμα οικείο - νεκροκεφαλές για τα τοξικά προϊόντα, μαύροι σταυροί σε πορτοκαλί φόντο για όσα είναι βλαβερά και ερεθιστικά, ένα τρομακτικό σκίτσο με μια σταγόνα χαρακτηρίζει τα καυστικά, ένας μαύρος κύκλος από όπου ξεκινούν ακτίνες δείχνει τα εκρηκτικά, μια φλόγα συμβολίζει τα εύφλεκτα προϊόντα, ένα δέντρο δίχως φύλλα πλάι σε ένα νεκρό ψάρι προειδοποιεί για τους κινδύνους για το περιβάλλον. Τρίγωνα που μέσα τους υπάρχει μια αστραπή, ένα θαυμαστικό ή μια νεκροκεφαλή, και τρεις κύκλοι για τους βιολογικούς κινδύνους. Παρόλο που κάθε προϊόν προς πώληση στο μαγαζί φέρει κάποιο από αυτά τα σύμβολα, οι πελάτες δείχνουν ενδιαφέρον μόνο για το φιλί της Μέριλιν. Οι ζηλιάρες πελάτισσες κάνουν μούτρα. 71
«Μα μπορείτε να γραφτείτε κι εσείς στον κατάλογο», τους λέει ο Μισίμα, που έχει ευρύ πνεύμα. «Η Μέριλιν δεν έχει αντίρρηση». Έ ν α ς ευγενικός νεαρός μπαίνει στο γεμάτο μαγαζί, υποστηρίζοντας ότι έχει κάνει κράτηση για ένα Death Kiss. Η Λουκρές στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος του. «Εσείς έχετε ξανάρθει. Σας θυμάμαι». «Όχι, πρώτη φορά έρχομαι». «Αφού σας λέω ότι σας θυμάμαι». «Είμαι ο φύλακας του νεκροταφείου στο οποίο άφηνε η κόρη σας, πριν, τα στεφάνια για τους πελάτες που σας καλούσαν στην κηδεία τους». «Α, συγγνώμη!» αναφωνεί η Λουκρές σαστισμένη, σκεπάζοντας το στόμα με την παλάμη της. «Δε σας αναγνώρισα. Κι όμως, θα έπρεπε, διότι εμείς δε βγαίνουμε συχνά, εκτός αν είναι να πάμε στο νεκροταφείο. Μερικές φορές, τα σαββατοκύριακα, πηγαίνουμε να μαζέψουμε δηλητηριώδη μανιτάρια. Διαφορετικά... Φταίνε οι πελάτες που προσπαθούν να έρθουν πολλές φορές... με κάνουν και χάνω το μυαλό μου». Ο ευγενικός νεαρός στέκεται στην ουρά πίσω από τους υπολοίπους. Απομεινάρι της ανθρωπότητας ώριμο στην αιωνιότητα, είναι κίτρινος σαν το κερί. Το ωραίο του πρόσωπο, καταφαγωμένο από τα καρκινώματα της καρδιάς, παρατηρεί, μέσα από το ντεκολτέ, το στήθος και το μισάνοιχτο φόρεμα της Μέριλιν την ώρα που σκύβει για να φιλήσει άντρες. Κοιτάζει με φόβο εκείνη από την οποία περιμένει ένα φιλί. Όταν φτάνει η σειρά του, παίρνει το λόγο: 72
«Μεταγγίστε μου το δηλητήριο σας, Μέριλιν». Η κόρη Τιβάς, που σκούπιζε τα χείλη της, τον κοιτάζει. «Όχι», απαντά.
73
Γ
ιατί όχι;» ρωτάει έκπληκτη η μητέρα, με τα χέρια στους γοφούς, από το βάθος του μαγαζιού. «Ναι, γιατί όχι;» επαναλαμβάνει ο πατέρας, που, περνώντας με το γιλέκο του με τα κρόσσια ανάμεσα στο πλήθος, θέλει να μάθει τι έχει πάθει η Μέριλιν. Μήπως έπαθε βλάβη; «Δε θα φιλήσω αυτό το αγόρι», του λέει η κόρη του. «Μα γιατί; Τι έχει; Φαίνεται πολύ ευγενικό και ωραίο αγόρι. Έχεις φιλήσει πολύ πιο άσχημους, που μάλιστα έδειχναν και απωθητικοί». Ο νεαρός άντρας, όρθιος μπροστά στην ξανθιά Τιβάς που κάθεται στο θρόνο της, δεν την αφήνει από τα μάτια του. «Δε σας βλέπω πια, Μέριλιν. Δεν έρχεστε στο νεκροταφείο. Φιλήστε με». «Όχι». «Θα τελειώσετε επιτέλους εσείς οι δυο;» εκνευρίζεται ο πατέρας. «Οι πελάτες περιμένουν. Μέριλιν, φίλησε αυτό το αγόρι!» «Όχι». Ο Μισίμα την κοιτάζει εμβρόντητος. Πλάι του, η Αουκρές κουνάει το κεφάλι. «Εντάξει, κατάλαβα...» 75
Οδηγεί τον άντρα της παράμερα, κοντά στη σκάλα, για να μην τους ακούσουν αδιάκριτα αφτιά. «Η κόρη σου είναι ερωτευμένη. Έτσι όπως φιλάει όλο τον κόσμο, επόμενο ήταν να συμβεί...» «Τι είναι αυτά που λες, Λουκρές;» «Αγαπάει το νεαρό φύλακα του νεκροταφείου, γι' αυτό δε θέλει να τον φιλήσει». «Είναι ο φύλακας του νεκροταφείου; Δεν τον αναγνώρισα. Παρ' όλα αυτά, είναι ανόητο. Όταν αγαπάς, φιλάς». «Έλα, τώρα, Μισίμα! Σκέψου λίγο! Η κόρη μας δίνει το Death Kiss!» «Σκατά...» λέει χλομιάζοντας ο σύζυγος, που το είχε ξεχάσει, και με κομμένα πόδια κάθεται σε ένα σκαλοπάτι και κοιτάζει γύρω του ασάλευτος. «Τώρα που δεν έχουμε πια αμανίτες να σαπίζουν και χρυσούς βατράχους να το σκάνε, η Μέριλιν ερωτεύεται. Είναι καταραμένο αυτό το τμήμα των νωπών». Στο μαγαζί το πλήθος διαμαρτύρεται και αδημονεί. «Λοιπόν, κοντεύουμε;» Ο Μισίμα σηκώνεται, στρέφεται προς το νεαρό φύλακα του νεκροταφείου και του προτείνει μια συμφωνία: «Δεν προτιμάτε ένα σκοινί ή κάποιο δηλητήριο; Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να βάλει κανείς τέλος στη ζωή του, πόσω μάλλον εδώ! Οι ξυριστικές λεπίδες, το μήλο του Τούρινγκ δε σας λένε τίποτε; Λουκρές, τι θα μπορούσαμε να του προτείνουμε; Ελάτε, θα σας το κάνουμε δώρο! Οτιδήποτε, ένα τάντο κι ένα κιμονό, ό,τι θέλετε, μόνο αποφασίστε!» 76
«Θέλω να με φιλήσει η Μέριλιν». «Όχι», απαντά η κόρη Τιβάς. «Σας αγαπώ, Έρνεστ». «Κι εγώ», λέει ο φύλακας του νεκροταφείου. «Μέχρι θανάτου». Η κατάσταση είναι αδιέξοδη. Παρά το πλήθος, νεκρική σιγή βασιλεύει τώρα στο μαγαζί, όταν, ξαφνικά, ακούγονται ουρλιαχτά.
77
Π
λουμ πλουμ τραλαλά! Να τι τραγουδάμε, να τι τραγουδάμε! Πλουμ πλουμ τραλαλά! Να τι τραγουδάμε στην πατρίδα μου!» «Τι είναι πάλι αυτό;» Ο κύριος Τιβάς σηκώνει το κεφάλι προς το ταβάνι, γιατί το τραγούδι, που η ένταση του ήχου του έχει φτάσει στα ύψη, φαίνεται να έρχεται από τον επάνω όροφο. «Πλουμ πλουμ τραλαλά!» Η κυρία Τιβάς τρίζει τα δόντια. Τα νεύρα της, που πάλλονται, σκάβουν τα μάγουλά της. Τα χείλη της σφίγγονται και αδειάζουν από το αίμα τους. Στα ράφια, τα φιαλίδια με τα δηλητήρια τρέμουν και χτυπούν μεταξύ τους. Κάτω από τις ηχητικές δονήσεις του τραγουδιού που ακούγεται στη διαπασών, κουνιούνται και μετακινούνται, είναι έτοιμα να πέσουν. Η Λουκρές τρέχει να τα συγκρατήσει. «Αυτός είναι ο Άλαν!» Μία λάμπα νέον σπάει. Ελευθερώνεται λίγος καπνός, που προκαλεί τσούξιμο στα μάτια όλων των υποψηφίων για αυτοκτονία, οι οποίοι περιμένουν το Death Kiss της Μέριλιν. Έ ν α σπαθί του σεπούκου, στερεωμένο στον τοίχο πάνω από τη σκάλα, ξεκολλάει και καρφώνεται σε ένα σκαλοπάτι. Η αστραφτερή λάμα του 79
πάλλεται σκορπώντας τριγύρω λάμψεις, ενώ τα σκοινιά του απαγχονισμού ξετυλίγονται και καταλήγουν στο δάπεδο, όπου οι πελάτες, με το κεφάλι στη θηλιά, μπερδεύουν τα πόδια τους. Ο Μισίμα είναι έξαλλος. Το βάζο με τις καραμέλες πέφτει από τον πάγκο και γίνεται χίλια κομμάτια. Οι ξυριστικές λεπίδες πετάγονται στον αέρα. Οι μικροί πίνακες με τα μήλα του Τούρινγκ πέφτουν - θαρρείς και βρίσκεσαι κάτω από μια μηλιά και κουνάς τα κλαδιά της. Το συρτάρι του ταμείου ανοίγει μόνο του, εκθέτοντας σε κοινή θέα τα χαρτονομίσματα τα οποία απέφερε τελευταίως το τμήμα των νωπών. Οι ανέντιμοι του ουρανοξύστη Βούδας τα βουτούν με τις χούφτες. Βλέποντας αυτή τη λεηλασία, ο Μισίμα διατάζει κραδαίνοντας το τάντο: «Εμπρός, όλοι έξω! Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο νυχτώνει. Θα πεθάνετε μιαν άλλη φορά. Κρατήστε τα αριθμημένα εισιτήριά σας κι ελάτε πάλι αύριο, όταν η κατάσταση θα έχει τακτοποιηθεί! Κι εσείς, νεαρέ φύλακα του νεκροταφείου... Άντε, έξω! Πάρτε αυτό το ρεβόλβερ μίας χρήσης και μην ξανατολμήσετε να μας ενοχλήσετε με τους έρωτές σας». «Πλουμ πλουμ τραλαλά! Να τι τραγουδάμε στην πατρίδα μου!» Οι διωγμένοι καταθλιπτικοί βγαίνουν σιγοτραγουδώντας μηχανικά «Πλουμ πλουμ τραλαλά...» ενώ όλα τα φώτα νέον αρχίζουν να αναβοσβήνουν όπως οι προβολείς στην πίστα της ντισκοτέκ Κερτ Κομπέιν. «Άλαν, θα σταματήσεις αυτή τη μουσική;» φωνάζει η μητέρα. Ο μικρός γιος, όμως, δεν μπορεί να την ακούσει, 80
διότι διακόσιοι καλλιτέχνες-στρατιώτες -τενόροι, βαρΰτονοι και μπάσοι- της χορωδίας του Κόκκινου Στράτου τραγουδούν με όλη τους τη δύναμη «Πλουμ πλου μ τραλαλά!» χτυπώντας από πάνω από τα παπούτσια τους. Η Αουκρές εγκαταλείπει τα φιαλίδια που συγκρατούσε και εκείνα πέφτουν σαν βροχή, σκορπώντας την επικινδυνότητά τους στα πλακάκια του δαπέδου, κυλώντας κάτω από τις βιτρίνες. «Τουλάχιστον έτσι θα εξολοθρευτούν οι ποντικοί». Τη στιγμή που σκαρφαλώνει δυο δυο τα σκαλιά, ξαφνιάζεται με αυτή τη σκέψη. Μπαίνει στο δωμάτιο του Άλαν. «Θα το κλείσεις επιτέλους καμιά ώρα;» «Πλουμ πλουμ τρα...» Η Λουκρές τραβάει την πρίζα. «Εσύ είσαι άρρωστος, τελικά! Ζούσαμε μια αρχαία τραγωδία στο τμήμα των νιυπών, κι εσύ βάζεις αυτή τη μουσική, ανόητε! Κι ο αδελφός σου; Δεν τον σκέφτεσαι τον αδελφό σου; Θα πρέπει να κατέστρεψε πάλι ό,τι είχε φτιάξει ακούγοντας τις βλακείες σου...» συνεχίζει βγαίνοντας στο διάδρομο για να πάει στο δωμάτιο του Βίνσεντ. Ο οποίος, μπροστά στην ανέπαφη μακέτα του, χτυπάει στωικά τα δάχτυλά του στο τραπέζι στο ρυθμό του «Πλουμ πλουμ τραλαλά». Η μητέρα πλησιάζει το μπανταρισμένο κρανίο του, παρατηρεί το οικοδόμημα το οποίο ο Βίνσεντ ατενίζει με βλέμμα τρελού, και λέει ξαφνιασμένη: «Τι; Τελικά ένωσες τις γραμμές του Μεγάλου Οκτώ;» 81
«Ο Άλαν μου είπε ότι έτσι θα είναι καλύτερα και οι άνθρωποι θα είναι πιο ευτυχισμένοι...» «Μου φαίνεται πως εδώ μέσα ο καθένας κάνει ό,τι θέλει! Και σαν να μην έφτανε αυτό, το φαγητό καίγεται στο φούρνο! Εμπρός, όλοι στο τραπέζι!» Ο Μισίμα, που κατέβασε τα σιδερένια ρολά και έσβησε τα φώτα αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή για να αεριστεί το μαγαζί, προχωράει σέρνοντας τα πόδια του. Αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αλλά μετά σταματάει και ανάβει το γλόμπο που κρέμεται από πάνω του. Στο κεφαλόσκαλο, ο Άλαν τον κοιτάζει και χαμογελάει... Η μητέρα, στις κακές της, έρχεται φουριόζα από την κουζίνα και ακουμπάει με δύναμη μια πιατέλα στο τραπέζι της τραπεζαρίας. «Και δε θέλω ν' ακούσω κανένα σχόλιο, εντάξει; Με όλες αυτές τις ιστορίες, το έφτιαξα όπως μπόρεσα». «Τι είναι;» ρωτάει ο Βίνσεντ. «Το μπούτι ενός αρνιού που αυτοκτόνησε πέφτοντας από ένα βράχο. Ο χασάπης μού το εγγυήθηκε. Γι' αυτό και το κόκαλο είναι σπασμένο. Τι σε νοιάζει όμως εσένα, αφού είσαι ανορεξικός; Μισίμα, το πιάτο σου!» «Εγώ δεν πεινάω», ενημερώνει η Μέριλιν. Η ατμόσφαιρα γύρω από το τραπέζι είναι αξιοθρήνητη. Η Μέριλιν κλαψουρίζει και όλοι έχουν κατεβασμένα μούτρα, εκτός από τον Άλαν, που εκστασιάζεται: «Α, αυτό είναι εκθαιρετικά νόθτιμο, μαμά!» Η Λουκρές σηκώνει το βλέμμα ψηλά και λέει εκνευρισμένη: «Πώς θέλεις να είναι νόστιμο, ανόητε; Αφού δεν 82
ήξερα τι έκανα! Εδώ άρχισα να το ψήνω κι έπειτα το σκέπασα με αλουμινόχαρτο, σαν να ήταν ψάρι, κι εσύ μου λες... Μάλιστα, πρώτα το πασπάλισα με ζάχαρη κι ύστερα συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να το αλατοπιπερώσω». «Α, γι' αυτό...» χαμογελάει γεμάτη όρεξη η φατσούλα του Άλαν. «Έτθι εκθηγείται αυτή η ελαφρώθ καραμελωμένη γεύθη. Φοβερή η ιδέα θου να το θκεπάθειθ μετά με αλουμινόχαρτο! Γι' αυτό έγινε τραγανό απ' έκθω και τρυφερό από μέθα». Ο Βίνσεντ, με το κεφάλι ενός Βαν Γκογκ σε κρίση, σπρώχνει το πιάτο του προς την πιατέλα. Η μητέρα και ο πατέρας κοιτάζονται. Η Λουκρές σερβίρει τον πρωτότοκο γιο της ενώ ο μικρός τη συγχαίρει: «Θα έπρεπε ν' ανοίκθειθ εθτιατόριο. Θα ήταν πολύ καλύτερο απ' το απέναντι, το Φρανθουά Βατέλ, και οι πελάτεθ, κατευχαριθτημένοι, θα έρχονταν θυχνά». «Τους πελάτες δεν έχω το ταλέντο να τους τρέφω, καημενούλη μου. Εγώ τους δηλητηριάζω, και δεν ξανάρχονται ποτέ! Θα το καταλάβεις αυτό κάποτε;» Ο Άλαν σκάει στα γέλια. «Μήπωθ αυτό δεν κάνουν και θτο Βατέλ; Γι' αυτό θα κλείθουν όπου να 'ναι. Παριθτάνειθ τη θυμωμένη, αλλά κθέρω ότι κατά βάθοθ είθαι χαρούμενη που το βρίθκω υπέροχο το πθητό θου...» «Αλήθεια λέει, είναι φανταστικό», οφείλει να ομολογήσει ο πατέρας. Η γυναίκα του του ρίχνει μια δολοφονική ματιά. «Μην αρχίζεις κι εσύ, Μισίμα!» Ο Βίνσεντ σκουπίζει τα σκασμένα χείλη του και ξα83
νασπρώχνει το πιάτο του προς την πιατέλα. Βάζει μόνος του ένα μεγάλο κομμάτι. Η Λουκρές πιάνει τα μαχαιροπίρουνά της. Μόνο η Μέριλιν δεν αγγίζει τα δικά της και εξακολουθεί να έχει ύφος αηδιασμένο. «Σε καταλαβαίνω», της ψιθυρίζει η μητέρα της. «Να κι ένας απ' την οικογένεια που έχει καλό γούστο. Δεν χαλάει το σάλιο της για να λέει βλα...» «Μπουουου!» Η ξανθιά κλαίει μες στο πιάτο της. «Τι έγινε; Τι είπα;» φωνάζει η μητέρα βλέποντας την επίπληξη στα μάτια του άντρα της. «Μπουουου! Μαμά, μπαμπά... Δε θα μπορέσω ποτέ να φιλήσω τον Έρνεστ, το αγόρι που μ' αγαπάει... Γιατί, αν τον φιλήσω, θα τον σκοτώσω!» «Έρνεστ τον λένε;» ρωτάει ο Μισίμα. «Όπως τον Χέμινγουεϊ; Φαίνεται πως το ρεβόλβερ Σμιθ & Ουέσον, με το οποίο αυτοκτόνησε, του το έστειλε η μητέρα του ταχυδρομικώς μαζί μ' ένα σοκολατένιο γλυκό... Ο πατέρας του είχε ήδη σκοτωθεί, όπως έκανε αργότερα και η εγγονή του, στην τριακοστή πέμπτη επέτειο από το θάνατο του συγγραφέα. Είχε απαιτήσει να τη βαφτίσουν Μαργκό, το όνομα του αγαπημένου του κρασιού. Έγινε αλκοολική και τίναξε τα μυαλά της στον αέρα! Αστείο δεν είναι;» Αυτή τη φορά η Λουκρές αγριοκοιτάζει τον άντρα της, ο οποίος συνέρχεται: «Εντάξει, σταματάω. Είναι αλήθεια πως αυτή η ιστορία με το Death Kiss δεν είναι καθόλου αστεία. Α, σκατά! Έ ν α αγόρι τόσο καθωσπρέπει, που θα μπορούσε να μας εξασφαλίσει απογόνους, και μ' ένα επάγ84
γελμα του μέλλοντος - φύλακας του νεκροταφείου! Για ν' αποκτήσει απογόνους ο Βίνσεντ, ούτε λόγος... Ό σ ο για τον άλλον, αν ποτέ παντρευτεί, θα πάρει καμιά κλόουν. Αν είναι να γεμίσουμε το μαγαζί με καλλιτέχνες του τσίρκου, που θα κάνουν ταχυδακτυλουργικά με τα φιαλίδια των δηλητηρίων ή χούλα χουπ με τα σκοινιά του απαγχονισμού, δεν αξίζει τον κόπο...» Ο Βίνσεντ Τιβάς, αφοσιωμένος στο φαγητό του, μασάει σαν μηρυκαστικό. Εκείνος που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, στη σκέψη και μόνο ότι θα κατάπινε τροφή έβγαζε τα σωθικά του, τώρα ευχαριστιέται, μασάει αργά και απολαμβάνει τους χυμούς του αυτοκτονήσαντος αρνιού που κυλούν στο λαρύγγι του. Καθισμένος στα αριστερά του Άλαν, τον ρωτάει με γεμάτο στόμα: «Τρεις φορές πρέπει να τραγουδήσουμε το "πλουμ" πριν από το "τραλαλά";» «Όχι. Δύο», απαντάει ο αδελφός του. «Πλουμ πλουμ τραλαλά». Η μητέρα, απέναντι από τον Βίνσεντ, έχει μείνει άφωνη από την αδιαφορία των αγοριών μπροστά στην απελπισία της αδελφής τους. Ακούει καταρρακωμένη το μικρό της γιο να τη συμβουλεύει σκουπίζοντας το πιάτο του με ψωμί: «Θκεφτόμουν ότι ίθωθ... θα μπορούθεθ να βάλειθ και ροδέλεθ μπανάναθ θτη θάλτθα του πθητού και να το παθπαλίθειθ με κθύθμα πορτοκαλιού...» Η Λουκρές κοιτάζει το μικρότερο παιδί της και μετανιώνει πικρά: «Αχ, γιατί να δοκιμάσουμε ένα τρύπιο προφυλακτικό;» 85
Καθισμένη στα αριστερά της και απέναντι από τον Άλαν, η Μέριλιν αρχίζει πάλι να κλαψουρίζει βάζοντάς τα με τη μητέρα της: «Μαμά, γιατί θέλησες να μου βάλεις το θάνατο στο στόμα, σαν να ήμουν κροταλίας; Τίποτε δε σκέφτεστε πια;» «Δηλαδή... η πρόβλεψη για το μέλλον... δεδομένου του επαγγέλματος μας...» λέει απολογητικά ο πατέρας από την άκρη του τραπεζιού. «Θέλω να πω, είμαστε πιο συνηθισμένοι να προβλέπουμε το άμεσο μέλλον». Η Λουκρές δεν αντέχει άλλο και πετάει μια φράση αδιανόητη για εκείνη: «Βίνσεντ, σταμάτα να χλαπακιάζεις! Δεν είναι σωστό. Η αδελφή σου υποφέρει!» «Αλήθεια; Γιατί;» ρωτάει ο Άλαν. Ο Μισίμα κοιτάζει το μεγάλο μαχαίρι με το οποίο έκοψαν το μπούτι και έπειτα εντοπίζει στο στέρνο του μικρού το ακριβές σημείο στο οποίο πρέπει να το βυθίσει για να εκτελέσει ένα σεπούκου. Αν και βρίσκεται στα πρόθυρα της παιδοκτονίας, καταφέρνει να συγκρατηθεί και του υπενθυμίζει με ουδέτερη φωνή: «Από τότε που ενηλικιώθηκε, η αδελφή σου είναι δηλητηριώδης...» «Μπα, όχι!» λέει γελώντας το στερνοπαίδι των Τιβάς. «Τι νομίζατε; Για τα γενέθλιά τηθ, άνοικθα το πθυγείο και αντικατέθτηθα το βρομερό υγρό που υπήρχε θτη θύριγγα με ορό γλυκόζηθ, όπωθ κάνει ο γιατρόθ για τον Βίνθεντ όταν είναι πολύ αδύναμοθ». Επικρατεί απόλυτη σιωπή, που επιτρέπει τη μελέτη του στυλ της τραπεζαρίας: μοβ καναπές -το χρώμα του 86
πένθους- μπροστά από τις κουρτίνες στο παράθυρο που βλέπει στη συνοικία των Λησμονημένων Θρησκειών, ένας παλιός μπουφές, που ίσως χρονολογείται τον 21ο αιώνα, ένα πολύφωτο σε σχήμα Κρόνου πάνω από το τραπέζι και, στο βάθος, σε μια γωνιά, μια τηλεόραση τρισδιάστατη, που την ώρα των ειδήσεων σε κάνει να νομίζεις ότι η παρουσιάστρια βρίσκεται με σάρκα και οστά στην τραπεζαρία, για να σου ανακοινώσει και να σου πετάξει στα μούτρα τις πιο απροσδόκητες καταστροφές. «Τι είπες, Άλαν;» «Το ήξερες εσύ, Βίνσεντ;» «Ναι», ρεύεται ο πρωτότοκος των Τιβάς σκουπίζοντας το στόμα με την πετσέτα του. Οι γονείς ζαλίζονται. Η Λουκρές αισθάνεται όπως όταν είχε εισπνεύσει μια φορά κατά λάθος λίγο «έμπορο άμμου». Νομίζει ότι θα λιποθυμήσει. Η Μέριλιν δεν είναι ακόμη σίγουρη ότι άκουσε καλά. «Τι είπες;» Ο πατέρας, αναπνέοντας αργά και με δυσκολία, βρυχάται σαν καταιγίδα που εμφανίζεται στον ορίζοντα και σκορπάει όξινη βροχή: «Μπορείς να πας να βρεις το φύλακά σου, Μέριλιν. Τα φιλιά σου είναι αβλαβή και, άθελά σου, εξαπάτησες την πελατεία...» Η φωνή του Μισίμα δυναμώνει: «Κι όλ' αυτά επειδή αυτά τα δυο καθοίκια...» τα μάτια του πετούν αστραπές, «...σου χορήγησαν πλασέμπο». Η γλώσσα του, μέσα στο στόμα του, βροντάει σαν κεραυνός: «Να κάνουν τέτοιο πράγμα... οι Τιβάς! Είστε η ντροπή της γενιάς σας! Δέκα γενιές αφιερωμένες στην αυτοκτονία, και πρώτη φορά βλέπουμε τέ87
τοια αισχροκέρδεια! Έλεγα κι εγώ βλέποντας τους να ξανάρχονται "Μα, γιατί δεν πεθαίνουν;". Ακόμη κι εσύ, Βίνσεντ... και ήμουν τόσο περήφανος για σένα... Καλύτερα να σε είχα βαφτίσει Βρούτο! Άφησες να σ' επηρεάσει ο μαλάκας ο αδελφός σου, που του αξίζει το όνομα Άγγλου πούστη! Α, το κωλόπαιδο!» «Μα εσύ τα μπερδεύεις όλα μαζί, Μισίμα!» παρεμβαίνει η μητέρα, που στο μεταξύ έχει συνέλθει. Ο άντρας της, όμως, σηκώνεται και απλώνει τα χοντρά χέρια του προς τον Άλαν, που το σκάει γελώντας στο διάδρομο. Ο πατέρας του τον ακολουθεί. Η Μέριλιν σηκώνεται και αυτή από το τραπέζι και καλπάζει πίσω από το μικρό της αδελφό. Οι δυο τους κυνηγούν τον Άλαν. Ο ένας, ο Μισίμα, για να τον πνίξει, η άλλη, η Μέριλιν, για να τον αγκαλιάσει και να του πει «Ω Άλαν!» Η μητέρα, που ακόμη δεν έχει χωνέψει την πληροφορία, ικετεύει: «Μέριλιν! Μη φιλάς τον αδελφό σου αν τον αγαπάς!» Ο Βίνσεντ, καθισμένος απέναντι της, της υπενθυμίζει: «Μα, μαμά, αφού σου είπαμε ότι στις φλέβες της τρέχει ορός γλυκόζης...» «Α, ναι, α πα πα!»
88
Τ
ο άλλο πρωί, ανάμεσα στην είσοδο του μαγαζιού και στο παράθυρο κοντά στον πάγκο, το ρολόι με τον κούκο στον τοίχο χτυπάει οκτώ φορές. Πάνω στο εμαγέ καντράν εμφανίζεται η φιγούρα του Θανάτου -σκελετός από ξύλο φλαμουριάς, που φοράει έναν μακρύ λευκό μανδύα και κρατάει στο χέρι ένα δρεπάνι- ο οποίος τραγουδάει: «Κούκου! Κούκου!» Το ραδιόφωνο στο μαγαζί ανάβει αυτόματα για τις ειδήσεις: «Μετά τη ρωγμή που εμφανίστηκε στο ρήγμα του Αγίου Ανδρέα, κοντά στο Λος Άντζελες, και την πυροδότηση επαναλαμβανόμενων ηφαιστειακών εκρήξεων που σκόρπισαν τη λάβα τους σε ολόκληρη την ήπειρο τον προηγούμενο αιώνα, η ζωή επανέρχεται στην Αμερική. Ιρανοί επιστήμονες εντόπισαν στη θέση της Νέας Υόρκης τα πρώτα δείγματα λειχήνων μετά το Μπιγκ Ουάν. Αθλητικά: Νέα ήττα της τοπικής ομάδ...» Η Λουκρές, με μπλούζα και αντιασφυξιογόνο μάσκα, πλένει με άφθονο νερό τα δηλητήρια που είχαν πέσει την προηγουμένη στο δάπεδο και αναρωτιέται: «Βζινβζιν-βζιν-βζιν-βζιν-βζιν;» Ο Μισίμα κλείνει το ραδιόφωνο διακόπτοντας τις ειδήσεις. 89
«Τι λες;» Η γυναίκα του χαλαρώνει τα λουριά και βγάζει το σωλήνα με το φίλτρο από τη μάσκα της. «Τι θα κάνουμε τελικά με τη Μέριλιν; Συνεχίζει σαν να μην έγινε τίποτε ή σταματάει; Δε σου κρύβω ότι θα ήταν κρίμα, γιατί ξαφνικά αυτό το τμήμα των νωπών είχε αρχίσει να αποδίδει. Κλείσε το συρτάρι του ταμείου, Μισίμα». Ο άντρας της εκτελεί την εντολή και έπειτα τακτοποιεί τα σκοινιά συλλογισμένος. Σκουπίζει, μαζεύει με ένα φαράσι τα υπολείμματα του βάζου και τις καραμέλες, και τα ακουμπάει όλα μαζί στον πάγκο. Ύστερα προστάζει τον Άλαν: «Βγάλε τα γυαλιά απ' τα ζαχαρωτά. Δεν πρέπει να κόψουν τη γλώσσα τους τα παιδιά! Και πρόσεχε μην κοπείς. Δεν ξέρω...» ομολογεί στη γυναίκα του. Η Μέριλιν, με το λαμέ φόρεμα της δουλειάς, στενό και με βαθύ ντεκολτέ, σηκώνει τα χέρια, πράγμα που τονίζει μέχρι τρέλας την καθαρότητα των γραμμών της. Μέση στενή, κοιλιά εντελώς επίπεδη, γλουτοί προκλητικά στρογγυλοί, στήθη τορνευτά και ελαφρά ανασηκωμένα καθώς, ανεβασμένη σε μια σκάλα, κρεμάει τους τελευταίους μικρούς πίνακες σχηματίζοντας ξανά την μπορντούρα με τα μήλα. «Ορίστε, τελείωσα! Προτού ανοίξουμε, και όσο εσείς θα σκέφτεστε, έχω σχεδόν μία ώρα για να πάω να δω αν ο Έρνεστ πήγε στο νεκροταφείο και να του αναγγείλω τα καλά νέα». «Α, να πάρει!» αναφωνεί ο Μισίμα στο κάτω μέρος της σκάλας. 90
Η κόρη του, νομίζοντας ότι του έριξε κανέναν πίνακα στο κεφάλι, σκύβει και τον ρωτάει: «Τι;» Με την παλάμη, ο πατέρας χτυπάει το άδειο μπροστινό μέρος του κρανίου του: «Έκανα μια βλακεία...» Η Λουκρές, με τα χειρουργικά γάντια, στύβει το σφουγγαρόπανο στον κουβά και ανασηκώνεται: «Τι;» «Χθες βράδυ, μέσα στον πανικό, έδωσα στον Έ ρ νεστ ένα Σμιθ & Ουέσον». «Τι;!» Η μητέρα τον κοιτάζει εμβρόντητη, και η Μέριλιν, στη σκάλα της, νιώθει τα πόδια της να κόβονται. Και τότε αρχίζει να γλιστράει κατά μήκος των σκαλιών μέχρι το έδαφος. Το ελαστικό φόρεμά της, που ήταν τόσο σέξι, φουσκώνει ξαφνικά και γίνεται σαν αστείο αλεξίπτωτο. ' «Μα, μπαμπά, πρέπει να κάνεις κάτι!» «Τι;» «Η αγάπη μου, χθες βράδυ, με το ρεβόλβερ σου...» αρχίζει να τραυλίζει, «ίσως σκο... Τσως σκοτώ...» «Τι;» Ο πατέρας, άναυδος, αρνείται να ακούσει το αναπόφευκτο, ενώ η Λουκρές, βγάζοντας τα χειρουργικά της γάντια, παίρνει την κατάσταση στα χέρια της. «Ξέρω τι θα κάνουμε, Μισίμα». «Τι;» «Πήγαινε γρήγορα να ρωτήσεις στο ανθοπωλείο Τριστάνος και Γζόλόη αν τον είδαν να περνάει σήμερα το 91
πρωί, κι εγώ θα τρέξω στη μητέρα του, στον ουρανοξύστη Μωυσής. Μέριλιν, τρέχα στο νεκροταφείο, κι εσυ, ώσπου να επιστρέψουμε για το άνοιγμα, αναλαμβάνεις το μαγαζί». Ο Άλαν στρέφεται ξαφνιασμένος. «Τι;»
92
Λ
ίγο πριν από τις εννιά, η Αουκρές και ο Μισίμα επιστρέφουν μαζί, αλλά μπαίνουν από την πίσω πόρτα αυτού του αρχαίου τόπου λατρείας που μετατράπηκε στο Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών. Ο μικρός τους γιος δεν τους παίρνει είδηση, γιατί, με τα ακουστικά του γουόκμαν στα αφτιά, από το οποίο οι γονείς ακούν ένα μουρμουρητό, είναι απορροφημένος σε ένα αισιόδοξο τραγούδι και σιγομουρμουρίζει τα λόγια: «Χρειάζονται πολύ λίγα για να 'θαι ευτυχιθμένοθ, θτ' αλήθεια πολύ λίγα για να 'θαι ευτυχιθμένοθ...» Με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού το ξανθό σγουρομάλλικο παιδί κρατάει το ρυθμό, μπροστά στο παράθυρο, όπου έχει τοποθετήσει τα χάρτινα χωνάκια-έκπληξη. Με το δεξί του χέρι πιάνει τις τοξικές καραμέλες, τις σηκώνει ψηλά, τις κοιτάζει και πετάει μία στις δύο στον κουβά της Λουκρές, όπου διαλύονται στο δηλητηριασμένο νερό. «Χρειάζονται πολύ λίγα!» συνεχίζει το τραγούδι. «Τι κάνει;» ψιθυρίζει ο Μισίμα στο αφτί της Λουκρές, η οποία απαντάει: «Ξεχωρίζει στο φως τις καραμέλες που είναι γεμισμένες με κυάνιο και τις πετάει». «Α, τον...» 93
Η κυρία Τιβάς κλείνει με την παλάμη της το στόμα του άντρα της, που, από το κακό του, σκοντάφτει στην άκρη της διπλής κεντρικής βιτρίνας και με μια αδέξια κίνηση ρίχνει ένα τυλιγμένο σκοινί. Το οποίο πέφτει στο πλακόστρωτο δάπεδο με έναν υπόκωφο θόρυβο. Μπροστά στο παράθυρο, ο Άλαν γυρίζει το κεφάλι. Με τη μωρουδίστικη φατσούλα του γεμάτη σπυράκια, βγάζει ένα ακουστικό, ακούει, προσέχει το πεσμένο στο πάτωμα σκοινί. Αφήνοντας τον πάγκο εξακολουθώντας να σιγοτραγουδάει, παίρνει μια ξυριστική λεπίδα, σηκώνει το σκοινί και αρχίζει να το χαράζει στην τύχη. «Χρειάζονται πολύ λίγα για να 'θαι ευτυχιθμένοθ, θτ' αλήθεια πολύ λίγα για να 'θαι ευτυχιθμένοθ...» Στο ρυθμό του τραγουδιού, χαρακώνει τη θηλιά και ύστερα, αφού σαλιώνει το δείκτη, τον περνάει πάνω από τις ίνες, για να κρύψει τη δολιοφθορά του. Ύστερα τακτοποιεί το σκοινί ανάμεσα στα υπόλοιπα. Οι γονείς, κρυμμένοι πίσω από τη σκάλα, σκανδαλίζονται, αλλά συνεχίζουν να κατασκοπεύουν το παιδί τους, το οποίο επιστρέφει στον πάγκο ψευδίζοντας και μιμούμενο με τρόπο κωμικό το λικνιστικό χορό μιας χαρούμενης αρκούδας. «Βγάλτε απ' το μυαλό όλεθ θαθ τιθ έγνοιεθ! Δείτε την καλή πλευρά τηθ ζωήθ και θα είθτε χαρούμενοι κι ευτυχιθμένοι!» Φθείρει σε έναν από τους τσιμεντόλιθους του πατέρα του την ακμή της ξυριστικής λεπίδας και στη συνέχεια, όταν αυτή γίνεται αβλαβής, την τακτοποιεί με τις υπόλοιπες. Ανοίγει μερικά διαφανή πλαστικά σακουλάκια με το 94
σετ αυτοκτονίας Άλαν Τούρινγκ και αντικαθιστά τα δηλητηριασμένα μήλα με φρέσκα. «Πού τα βρήκε;» ψιθυρίζει ο Μισίμα. «Στο καλάθι με τα φρούτα που έχουμε στην τραπεζαρία». «Ελπίζω να μην έχει βάλει τα άλλα στη θέση των... Α, το κοπρόσκυλο!» Ο κύριος Τιβάς εμφανίζεται αστράφτοντας και βροντώντας. Η φιγούρα του Θανάτου βγαίνει από το ρολόι του τοίχου και χτυπάει εννέα: «Κούκου! Κούκου!» Το ραδιόφωνο ανάβει αυτόματα για τις ειδήσεις. «Καιρός: Ο καιρός χαλάει. Προβλέπονται βροχές με θειικό οξύ...» Ο πατέρας κλείνει απότομα το ραδιόφωνο και απευθύνεται στο στερνοπαίδι του, που, ξαφνιασμένο, βγάζει τα ακουστικά από τα αφτιά του για να ακούσει το γεννήτορά του να ουρλιάζει: «Λοιπόν, μ' εσένα τελειώσαμε!» Ψηλά στον τοίχο, η φιγούρα του Θανάτου εξακολουθεί να επαναλαμβάνει σαν λιτανεία τα εννέα εκνευριστικά «κούκου» της, για να δείξει την ώρα. Ο Μισίμα της πετάει ένα δηλητηριασμένο μήλο. Ο Θάνατος χάνει το κεφάλι του από ξύλο φλαμουριάς και το μοιραίο φρούτο καρφώνεται στη λάμα του δρεπανιού. «Κουκ!» Το μήλο και η στραβή και ακέφαλη φιγούρα εμποδίζουν το δίφυλλο μικρό στρογγυλό πορτάκι, που είναι σκαλισμένο πάνω από το καντράν, να κλείσει ενώ ο χυμός του φρούτου στάζει πάνω στο μανδύα του Θανάτου. Η γλώσσα του Μισίμα στριφογυρίζει μες στο στόμα 95
του με την ταχύτητα των πτερυγίων ενός ανεμιστήρα, και οι μπούκλες του Άλαν ανεμίζουν. Το αξιολάτρευτο μουτράκι μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στον άνεμο του πατρικού θυμού. «Τις δύο εβδομάδες των χειμερινών σχολικών διακοπών σου θα τις περάσεις στο Μονακό, παρακολουθώντας ένα σεμινάριο για κομάντο αυτοκτονίας!» Καταφθάνει και η Λουκρές κρατώντας το κεφάλι με τα χέρια της: «Α, όχι, Μισίμα! Ό χ ι στο Μονακό. Ό χ ι αυτό!» «Ναι!» Η μητέρα της οικογένειας θερμοπαρακαλεί τον άντρα της: «Μα, αγάπη μου, εκεί κάτω πάνε μόνο παλαβοί, οι τρελαμένοι από μίσος και βία, ενώ ο Άλαν είναι τόσο... τόσο...» «Αυτό θα του βάλει λίγο μυαλό, κι έτσι θα μπορέσει να αντιληφθεί την κλίση του!» δηλώνει ο πατέρας, που απευθύνεται ξανά στο γιο του: «Πήγαινε να ετοιμάσεις τα πράγματά σου! Μην πάρεις μαζί σου CD. Οι καμικάζι δεν ακούνε μουσική!» Η Λουκρές έχει καταρρεύσει, αλλά ο Άλαν βλέπει την καλή πλευρά της τιμωρίας του: «Θτο Μονακό; Εκεί κάτω θα κάνει ζέθτη, γι' αυτό θα πάρω μαζί μου αντηλιακό κι ένα μαγιό σε περίπτωθη που πάμε για μπάνιο...»
96
Μ
α τι έχετε, Έρνεστ; Εσείς είστε κάτωχρος!»
«Α... Φταίει αυτή η μάσκα, πεθεροΰλα μου! Νόμιζα πως θα πέθαινα απ' το φόβο μου μόλις την είδα». «Η μάσκα που έφτιαξε ο Βίνσεντ σας προκαλεί τέτοιο τρόμο;» λέει έκπληκτη η Λουκρές. «Μα γιατί κατασκευάζει τέτοια φρικιαστικά πράγματα;» ρωτάει τρέμοντας ο νεαρός φύλακας του νεκροταφείου ενώ κάθεται σε ένα σκαλοπάτι για να συνέλθει. «Προτού φύγει για το σεμινάριο, ο Άλαν -ο καημένος, αρκεί να...-τον συμβούλεψε να διοχετεύσει όλα τα άγχη του σε μάσκες που θα αντιπροσωπεύουν τα τέρατα τα οποία στοιχειώνουν τους εφιάλτες του...» «Ε μα πείτε το λοιπόν! Ουφ...» «Ο μνηστήρας μου είναι πολύ ευαίσθητος», λέει εκστατική η Μέριλιν, που κάθεται δίπλα του και τον αγκαλιάζει. «Το μωρό μου...» «Και να σκεφτείς ότι είναι φύλακας του νεκροταφείου...» αρχίζει ο Μισίμα, που πλησιάζει κι αυτός. «Τελικά, πρέπει να πάει σε ψυχίατρο ο Βίνσεντ!» λέει απολογητικά ο αγαπημένος της κόρης Τιβάς. «Διότι είναι σοβαρό...» 97
«Μπα...» προσπαθεί να υποβαθμίσει το θέμα η Λουκρές. «Τώρα που επιτέλους βρήκε την όρεξή του, δε σταματάει να χλαπακιάζει. Κάτι είναι κι αυτά. Κι έπειτα, ξέρετε, Έρνεστ, εμείς οι Τιβάς τους ψυχιάτρους δεν τους συμπαθούμε και τόσο...» «Ναι, αλλά όπως και να 'χει... Ε... Μήπως κατά τύχη έχετε ένα ποτηράκι ρακή;» «Ρακή; Α, όχι, δεν έχουμε τέτοια πράγματα στο μαγαζί», λέει απολογητικά ο Μισίμα. «Αντίθετα, οι μάσκες, σκέφτομαι πως, αν είναι ικανές να προκαλούν τέτοια εντύπωση... για όσους είναι υπερευαίσθητοι ή πάσχουν από καρδιά..., θα δούμε!» καταλήγει, ενώ αρχίζει να κουδουνίζει ο σκελετός από σιδερένια σωληνάκια, που χρησιμεύει ως καμπανάκι πάνω από την πόρτα της εισόδου. Μπαίνει μια κυρία παχουλή και σγουρομάλλα. «Α, η κυρία Πουκέ-Πενσόν!» αναφωνεί η Λουκρές και πηγαίνει προς το μέρος της. «Έρχεστε για να σας εξοφλήσω το λογαριασμό που έμεινε ανοιχτός στο κρεοπωλείο;» «Όχι, δεν έρχομαι γι' αυτό. Είναι για μένα...» «Αλήθεια; Τι σας συμβαίνει, λοιπόν;» «Έμαθα ότι από τότε που αρρώστησα ο άντρας μου έχει ερωμένη τη σερβιτόρα του Βατέλ. Έτσι κι εγώ θέλω να τελειώνω με τη ζωή μου. Έ χ ω ήδη τόσα προβλήματα υγείας...» «Α, ναι... προβλήματα με την καρδιά σας, νομίζω...» ψιθυρίζει υποκριτικά ο κύριος Τιβάς, που πλησιάζει και αυτός κοντά τους, κρατώντας μια σακούλα με τη μάσκα του Βίνσεντ. «Ορίστε, κυρία Πουκέ-Πενσόν. Ή, 98
μάλλον, κλείστε καλύτερα τα μάτια, ώστε να επιβεβαιώσω κάτι...» Η παχουλή, υπάκουη και παραδομένη σαν πρόβατο στη σφαγή κρεοπώλισσα χαμηλώνει τα βλέφαρα με τις μακριές βοδινές βλεφαρίδες. Ο Μισίμα δένει τα κορδόνια της τρομακτικής μάσκας πίσω από το λαιμό της και έπειτα δίνει έναν καθρέφτη στην έμπορο των πεθαμένων ζώων: «Τώρα μπορείτε να κοιταχτείτε». Η κυρία Πουκέ-Πενσόν σηκώνει τα βλέφαρα και ανακαλύπτει τη νέα της εμφάνιση: «Αααα!» Μάγουλα από κόκαλα κοτόπουλου, τα οποία ο Βίνσεντ πήρε και καθάρισε από το σκουπιδοτενεκέ της κουζίνας, δέρμα από φθαρμένο σφουγγαρόπανο στο μέτωπο και στο σαγόνι, μια μύτη σαν ράμφος που κρώζει. Δεξιά και αριστερά, τα μάτια είναι πλαστικοί πράσινοι και κόκκινοι έλικες, όπως αυτοί που πουλάνε χρόνια τώρα γύρω από τα σιντριβάνια των δημόσιων κήπων. Περιστρέφονται και παράγουν μουσική. Δύο γιρλάντες δοντιών αναβοσβήνουν -τα φωτάκια ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου- ανάμεσα σε χείλη σκασμένα, που αποτελούνται από θραύσματα οστών ενός ψητού το οποίο υπέστη ανοιχτό κάταγμα! Οι νύχτες του Βίνσεντ δε θα πρέπει να είναι ήρεμες. Η θέα από τους εφιάλτες του κατατρομάζει την παχουλή κερατωμένη καρδιακή, που ανακαλύπτει επίσης το θέαμα της αχτένιστης κόμης από πολύχρωμο μαλλί διανθισμένο με ψεύτικες αράχνες και άλλα δηλητηριώδη ζωύφια. Χάρη σε ένα έξυπνο σύστημα, καπνός βγαίνει από τα μάτια και στροβιλίζεται ανάμεσα στους έλικες. 99
«Αααα!» Η κρεοπώλισσα πέφτει ξερή. Ο Μισίμα γονατίζει δίπλα της και έπειτα σκύβει. «Κυρία Πουκέ-Πενσόν; Κυρία Πουκέ-Πενσόν...» «Λειτουργεί», παραδέχεται.
100
Η
Μέριλιν μολύνει με τον ιδρώτα της, τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται. Σφίγγει το χέρι του πελάτη: «Ο Θάνατος σας χαιρετά, κύριε». Ένας απελπισμένος νεαρός, καχεκτικός και με ύφος πονηρό, μοναδικός πελάτης του καταστήματος, όρθιος απέναντι της, ξαφνιάζεται -«Αυτό είναι όλο; Πιστεύετε ότι φτάνει;»- ενώ η κόρη Τιβάς γλιστράει τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού σε ένα χοντρό μάλλινο γάντι, κατάλληλο για τους πόλους, προκειμένου να ιδρώσει το χέρι της. «Μα ναι, βέβαια», αποκρίνεται με σιγουριά. «Ο δολοφονικός ιδρώτας μου θα διεισδύσει στους πόρους σας και σε λίγο θα είστε...» Ο άλλος, όμως, επιμένει. «Δε γίνεται ο Θάνατος να μου δώσει κι ένα φιλάκι;» «Αν είναι για ένα φιλάκι, τότε εντάξει». Σκύβει και αφήνει στο μάγουλο του το αισθησιακό αποτύπωμα του κραγιόν της. Ο πελάτης εκδηλώνει την απογοήτευσή του. «Εγώ, δηλαδή, εννοούσα εδώ, στο στόμα, με γλώσσα και σάλιο, όπως πριν... Για να είμαστε πιο σίγουροι». «Α, όχι, αρκετά!» διαμαρτύρεται και κάθεται στητή στο θρόνο της η χυμώδης ξανθιά με το λαμέ φόρεμα. 101
«Τώρα είμαι αρραβωνιασμένη με το φύλακα του νεκροταφείου», ομολογεί κοκκινίζοντας και ανοιγοκλείνοντας τις μακριές ψεύτικες βλεφαρίδες των έντονα μακιγιαρισμένων ματιών της. Ο άλλος, με τη σκέψη ότι τελικά στη ζωή του έχει σταθεί πολύ άτυχος, πηγαίνει να πληρώσει στο ταμείο. «Τι σας οφείλω;» «Δώδεκα ευρώ-γεν». «Δώδεκα; Μωρέ μπράβο! Υπάρχουν άνθρωποι που βγάζουν λεφτά με ουρά... Μ' ένα σφίξιμο του χεριού, βγάζουν δώδεκα». «Ναι, αλλά μετά πεθαίνετε», δικαιολογείται ο κύριος Τιβάς. «Το ελπίζω! Με τέτοια τιμή...» Ο απογοητευμένος από όλα πελάτης φεύγει συνοδευόμενος από το κουδούνισμα που κάνουν τα μικρά σωληνάκια του σκελετού πάνω από την πόρτα. Ο πατέρας, εκνευρισμένος μέσα στο μαγαζί του, κουνάει το κεφάλι. Πέντε ακριβώς! Στο ρολόι του τοίχου, η ακέφαλη και στραβή φιγούρα του Θανάτου από ξύλο φλαμουριάς, που έχει μείνει κολλημένη ανάμεσα στα φύλλα της πορτούλας πάνω από το καντράν, αρχίζει να χτυπάει κουνώντας τη λάμα του δρεπανιού, η οποία είναι χωμένη σε ένα σάπιο μήλο: «Κουκ!» Ο Μισίμα σηκώνει το κεφάλι και σχολιάζει: «Είναι γελοίο... Έτσι κι αλλιώς, όμως, τίποτε πια δε λειτουργεί εδώ μέσα». Το ραδιόφωνο ανοίγει: «Κατά! Η τοπική κυβέρνηση υπόσχεται τρομοκρατικές επιθέσεις από τους κομάντο αυτοκτο...» Ο Μισίμα το κλείνει απότομα. 102
«Αρχίζει να μου τη δίνει αυτό το ραδιόφωνο». «Μα, αγάπη μου, εσύ ήθελες να το προγραμματίσουμε έτσι ώστε ν' ανοίγει αυτόματα την ώρα των ειδήσεων και να κλείνει μόνο του όταν αρχίζουν τα τραγούδια και οι ψυχαγωγικές εκπομπές. Έλεγες ότι για τους πελά...» Η Λουκρές κάθεται αγχωμένη στο ταμείο, δαγκώνει τα χείλη της και στριφογυρίζει ανήσυχη τα χέρια της, γιατί εκείνη πολύ θα ήθελε να ακούσει τη συνέχεια του δελτίου και να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει. Ο άντρας της, ωραίος σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας παρά το μισοάδειο από μαλλιά κεφάλι του, παρακολουθεί εξεταστικά τη Μέριλιν που, στο βάθος του μαγαζιού, με τα γαντοφορεμένα χέρια της, ξεφυλλίζει αδιάφορα ένα γυναικείο περιοδικό στο τμήμα των νωπών. «Δεν είναι τίμιο αυτό που κάνουμε. Οι πρόγονοι μου θα στριφογυρίζουν στον τάφο τους από ντροπή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πουλάμε κι από πάνω αστείες αποκριάτικες μάσκες... Αυτό το κατάστημα, που ήταν τόσο αξιοπρεπές, θυμίζει όλο και περισσότερο μαγαζί που πουλάει τρικ». «Μα όχι, αφού οι άνθρωποι πεθαίνουν από φόβο...» «Φτάνει πια, Λουκρές! Ποιοι πεθαίνουν; Μια καρδιακή, που μόλις βγήκε απ' το νοσοκομείο, και ο ευαίσθητος φύλακας του νεκροταφείου, που απλώς τρόμαξε. Από 'κεί και πέρα... Το ξέρεις, όπως το ξέρω κι εγώ, ο κόσμος τις αγοράζει για να διασκεδάζει στα πάρτι γενεθλίων». «Ίσως πεθαίνουν απ' τα γέλια σβήνοντας τα κεριά...» «Βέβαια, ξέχασα ότι πρέπει να λες πάντα την τε103
λευταία λέξη! Κι αν νομίζεις πως δε βλέπω ότι, μόλις γυρίσω την πλάτη μου, εσύ ξεχωρίζεις τις καραμέλες στο φως του παραθύρου... Είμαι βέβαιος ότι στο βάζο δεν έχει μείνει ούτε μία δηλητηριώδης! Όταν κατεβαίνω στο υπόγειο, σ' ακούω που τις προσφέρεις με τις χούφτες στα παιδιά σκουπίζοντάς τους τα μάτια μ' ένα μαντίλι. Σ' ακούω που τους λες "Όλα θα πάνε καλά. Γυρίστε τώρα στους γονείς σας που θ' ανησυχούν..." Α, όχι, όλα διαλύονται, κι εσύ την κάνεις μ' ελαφρά πηδηματάκια, καημένη μου Λουκρές... Και ξέρω από πότε άρχισε αυτή η απορρύθμιση! Αχ, γιατί θελήσαμε να δοκιμάσουμε ένα τρύπιο προφυλακτικό; Τι έχεις καρφιτσώσει εκεί μπροστά σου στο ταμείο;» «Μια καρτ ποστάλ από τον Άλαν, που έφτασε σήμερα το πρωί», αποκρίνεται η μητέρα ταραγμένη. «Να τη δω. Τι διάλεξε; Το ολόγραμμα μιας βόμβας, ωραία... Α, μα βέβαια, έπρεπε να ζωγραφίσει κι ένα χαμόγελο επάνω!» «Αλήθεια;» «Δεν το πρόσεξες, Λουκρές; Παλαιότερα θα το παρατηρούσες...» συνεχίζει ο Μισίμα που, κρατώντας την καρτ ποστάλ στο χέρι, κατεβαίνει στο υπόγειο για να ετοιμάσει τσιμεντόλιθους για πνίξιμο ή για εκπαραθύρωση. «Αχ, αυτό το παιδί. Ελπίζω ότι θα καταφέρουν να μας τον συνεφέρουν. Διαφορετικά, θα γίνει μάρτυρας». Η Λουκρές, οπαδός ξαφνικά της αυτοφαγίας, τρώει τα νύχια της κοιτάζοντας ίσια μπροστά της.
104
Ο
Μισίμα κλείνει πάνω από το κεφάλι του την καταπακτή του υπογείου, ανάβει μια αδύναμη λάμπα και κατεβαίνει την απότομη σκάλα όπου βουλιάζει η ψυχή του. Κρατάει στο χέρι την καρτ ποστάλ με το ολόγραμμα του Άλαν και, στο λιγοστό φως του χειμωνιάτικου απογεύματος που μπαίνει από το φεγγίτη, διαβάζει: «Αγαπημένοι μου, μπαμπά, μαμά, σας λατρεύω...» Ο Μισίμα νιώθει την καρδιά του να πλημμυρίζει φως. Αυτός, που μερικές φορές το παίζει σκληρός στο μαγαζί ή στο σπίτι, παύει να κάνει τον σπουδαίο όταν κάθεται μόνος στο βάθος του υπογείου και διαβάζει τα λόγια του μικρού του γιου. «Μην ανησυχείτε για μένα. Είμαι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά...» Αχ, ο αιώνιος αισιόδοξος, το αδιόρθωτο ζιζάνιο! Η μέρα τελειώνει, η νύχτα πέφτει. Ο ουρανός κλείνει αργά, σαν κουτί. Είναι η ώρα που οι πόνοι των αρρώστων δυναμώνουν, η σκοτεινή νύχτα τούς σφίγγει το λαιμό. Κάτω από το έδαφος όπως οι πεθαμένοι, σε ένα βωμό στημένο στα βάθη της απόγνωσής του, ο Μισίμα βγάζει μια παραπονεμένη νότα, μια νότα αλλόκοτη του ξεφεύγει: 105
«Άλαν...» Είναι κάτι παραπάνω από μια σκέψη, κάτι λιγότερο από ένα μουρμουρητό. Η άμμος που χρησιμοποιείται στην κατασκευή των τσιμεντόλιθων γλιστράει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Είναι σαν παγωμένο νερό που τον τυλίγει, σαν ντροπή που μεγαλώνει. Εδώ και μία εβδομάδα, κάθε βράδυ, πιασμένος στα δίχτυα κάποιου εφιάλτη, παλεύει σαν κολυμβητής. Στο κρεβάτι του, αριστερά, δεξιά, δε βρίσκει ησυχία. Ενώ, ακόμη και όταν κοιμάται, φωνάζει «Άλαν!» Από το καγκελόφραχτο παράθυρο του υπογείου ακούει θόρυβο τακουνιών στο πεζοδρόμιο. Έτσι όπως τον νανουρίζει ο μονότονος ήχος, του φαίνεται ότι κάπου καρφώνουν ένα φέρετρο. Σουρουπώνει. Οι κυβόλιθοι στο δρόμο σκουραίνουν. Είναι πάντα το βράδυ για κάποιον στον κόσμο, πάντα για κάποιον η ώρα του ρίγους στην πλάτη: «Δεν αντέχω άλλο», λέει η βροχή από θειικό οξύ. «Δεν αντέχω όσα συμβαίνουν». Ο Μισίμα νόμιζε πως ήταν ελεύθερος πάνω σε ένα ατσάλινο σύρμα, τη στιγμή που όλη η ισορροπία προερχόταν από το εκκρεμές. Ο Άλαν τού λείπει. Τίποτε δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει. Έξω, η κραυγή του τραμ -ένα δάχτυλο πιασμένο στα ηλεκτρικά καλώδια- και στο βάθος του υπογείου όλα μοιάζουν με αποτυχημένη αυτοκτονία. Η ψιλή άμμος θυμίζει αόριστα αστέρια. Ο Μισίμα αισθάνεται όπως ο τσιμεντόλιθος μπροστά του - μοναδικός του νόμος είναι το βάρος του. Έ ν α ρούχο του Άλαν ξεχασμένο σε μια καρέκλα. Το παίρνει, χώνει μέσα το κεφάλι του και αδειάζει την ψυχή του, που ήταν σαν ντεπόζιτο δακρύων. 106
Τον άκουσε, άραγε, να κλαίει; Η Λουκρε'ς, κοντά στο ταμείο του μαγαζιού, ανασηκώνει την καταπακτή και ρωτάει στο μισοσκόταδο: «Μισίμα, είσαι καλά; Μισίμα!»
107
Δ
εν υπάρχουν πολλοί πελάτες σήμερα...»
«Ναι, είναι νέκρα». «Ίσως φταίει η χθεσινή νίκη της τοπικής ομάδας». «Ίσως...» Στο Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών μπαίνει ένας νεαρός αλήτης. Φοράει ένα μακρύ βρόμικο πανωφόρι, που τον στενεύει, πάνω από ένα συνονθύλευμα από κουρελιασμένα πλεκτά. Έ ν α λεκιασμένο παντελόνι κρέμεται ξεχειλωμένο στις γάμπες του. Με τα πόδια τυλιγμένα σε κουρελιασμένες σακούλες σκουπιδιών, λέει με βραχνή φωνή, βήχοντας: «Θα ήθελα να δώσω τέλος στη ζωή μου, αλλά δεν ξέρω αν έχω τα χρήματα. Ποιο είναι το πιο φτηνό που έχετε;» Ο Μισίμα, με αμάνικο πουλόβερ στο χρώμα της σκουριάς και άνοιγμα V πάνω από ένα γαλαζοπράσινο πουκάμισο, του απαντάει: «Όσοι δεν έχουν μία, πνίγονται με τις σακούλες μας. Είναι πολύ ανθεκτικές. Ορίστε, πάρτε και λίγη αυτοκόλλητη ταινία για να την κλείσετε ερμητικά γύρω απ' το λαιμό σας. «Τι σας οφείλω;» «Τίποτε, τίποτε...» λέει χαμογελώντας -μια γκριμάτσα στις άκρες των χειλιών- ο κύριος Τιβάς. 109
Ο αλητάκος με τα σάπια δόντια, που φοράει ε'ναν κινέζικο μάλλινο κόκκινο σκούφο από τον οποίο ξεφεύγουν κάτι άτονα μαλλιά γεμάτα σκόνη, δηλώνει λυπημένα: «Αν συναντούσα συχνότερα ανθρώπους τόσο ανιδιοτελείς όσο εσείς, δε θα έφτανα σ' αυτό το σημείο... ή αν σας είχα για γονείς στοργικούς και προστατευτικούς...» Ακούγοντάς τον, ο Μισίμα εκνευρίζεται: «Αρκετά!» Ο ευγνώμων άστεγος, όμως, επιμένει, δείχνοντας τη σακούλα την οποία του είχαν χαρίσει: «Για να σας ευχαριστήσω, θα τη φορέσω στο απέναντι παγκάκι. Οι περαστικοί θα διαβάζουν το όνομα του μαγαζιού γύρω απ' το κεφάλι μου, πράγμα που θα σας κάνει λίγη διαφήμιση. Κατά κάποιον τρόπο, θα γίνω για σας ο άνθρωπος-σάντουιτς». «Εντάξει...» λέει κουρασμένα ο Μισίμα ανοίγοντάς του την πόρτα και ανατριχιάζοντας. «Εμπρός, βγείτε τώρα, το κρύο είναι τσουχτερό». Ο κύριος Τιβάς κλείνει την πόρτα τρέμοντας και ριγώντας, σταυρώνει τα μπράτσα και τρίβει τα χέρια πάνω στο πουκάμισο, από τους ώμους μέχρι τους αγκώνες, για να ζεσταθεί. Μετακινεί λίγο τα χωνάκια-έκπληξη στο παράθυρο, δίπλα στο ταμείο, και καθαρίζει με την παλάμη του την άχνα στο τζάμι. Κοιτάζει έξω το νεαρό άστεγο, που φτάνει στο απέναντι πεζοδρόμιο και κάθεται σε ένα παγκάκι. Τον βλέπει να γλιστράει στο κεφάλι του τη σακούλα, να εφαρμόζει το άνοιγμα στο λαιμό του και να το τυλίγει με 110
την αυτοκόλλητη ταινία· σαν ένα μπουκέτο λουλούδια σε βάζο. Λίγο αργότερα, το μπουκέτο αρχίζει να χτυπιέται. Η ερμητικά κλεισμένη σακούλα φουσκώνει, βουλιάζει, ξαναφουσκώνει. Το όνομα του μαγαζιού παραμορφώνεται σαν να ήταν γραμμένο σε μπαλόνι - Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών. Με τα πόδια σταυρωμένα και τα χέρια χωμένα στις τσέπες τού πανωφοριού του, ασφυκτιά, γέρνει στο πλάι. Τώρα μπορεί κάποιος να διαβάσει στην άλλη πλευρά της σακούλας: Αποτύχατε στη ζωή σας; Με εμάς θα έχετε έναν πετυχημένο θάνατο! Ο νεαρός πέφτει στο πεζοδρόμιο. Η Λουκρές, που έχει γλιστρήσει στο πλευρό του συζύγου της σαν τρένο στις ράγες του, κοιτάζει και εκείνη. Εξαιρετικά αξιοπρεπής, με το κομψό κεφάλι πάνω σε λαιμό κύκνου, είναι η χάρη προσωποποιημένη. Πάνω από το μισάνοιχτο μεταξωτό κόκκινο πουκάμισο, ο κυματισμός μιας καστανής τούφας στο μέτωπο δίνει ζωή στο χτένισμά της. Το σαρκώδες στόμα, κάπως σφιγμένο, τεντώνεται, και τα σκοτεινά της μάτια μισοκλείνουν, σαν να μη βλέπει καλά ή σαν να κοιτάζει πολύ μακριά, πάρα πολύ μακριά: «Τουλάχιστον αυτός εκεί δεν κρυώνει πια». «Ποιος;» Ο Μισίμα ξαναβάζει στη θέση τους τα χωνάκια-έκπληξη και γυρίζει. Από το ταβάνι του μαγαζιού φτάνουν σπασμωδικοί λυγμοί, που κόβονται από χαχανητά, κατάρες, φωνές. «Ο Βίνσεντ ξεκίνησε τις δημιουργίες του νωρίς», παρατηρεί ο πατέρας. «Και η Μέριλιν; Δεν έχει κατεβεί ακόμη;» 111
«Αργοπορεί στο κρεβάτι με τον Έρνεστ», του απαντάει η γυναίκα του. «Αι, άι, άι! Ου! Ουάου!» Στο δωμάτιο του, ο Βίνσεντ, με γκρίζα κελεμπία διακοσμημένη με εκρηκτικά, υποφέρει από πονοκέφαλο. «Άλαν!» Του φαίνεται ότι το κρανίο του θα εκραγεί, ότι κομματάκια οστών θα εκτοξευθούν παντού. Έχει δέσει τόσο σφιχτά γύρω από το κεφάλι του το χοντρό επίδεσμο, ώστε μοιάζει με γενειοφόρο φακίρη. Ο Βίνσεντ -αυτή η ανθρώπινη πληγή, με πρόσωπο κόκκινο σαν αίμα καλλιτέχνη σε κρίση- στριφογυρίζει τα μάτια του που μοιάζουν με ορθάνοιχτα ηλιοτρόπια, και όλα του τα έντονα χαρακτηριστικά μετατρέπονται σε ένα εκπληκτικό πύρωμα από αναμμένα κάρβουνα που οι σπίθες τους πετάγονται δεξιά κι αριστερά. Μολονότι έχει παχύνει λίγο, εξακολουθεί να είναι όλο κόκαλα και νεύρα, μια βίαιη έκρηξη κάποιου τσακισμένου από τη ζωή. Έ ν α πρόσωπο, τούβλο πυρακτωμένο, φρενοβλαβούς, που υποφέρει από παραισθήσεις. Έ ν α κύμα τον διατρέχει μπροστά σε μια μάσκα τρελού, χαραγμένη και ζωγραφισμένη από το μεθυσμένο πινέλο του. Μες στον αναβρασμό των ετερόκλητων υλικών μεταμφίεσης, η λάμψη και οι δονήσεις των χρωμάτων του, μαζί με την μπογιά που την παίρνει κατευθείαν από το σωληνάριο, ουρλιάζουν και φωνάζουν: «Άλαν!» Καρφιτσωμένη στη λάμπα του γραφείου του, μια καρτ ποστάλ ολόγραμμα του μικρού του αδελφού, στην οποία μπορεί κάποιος να διαβάσει τη φράση: «Είσαι ο καλλιτέχνης της πόλης».
112
Από την άλλη πλευρά του μεσότοιχου, στο δωμάτιο δεξιά από το δικό του, ο Έρνεστ, πάνω στην κοιλιά της Μέριλιν, χορεύει τον ερωτικό χορό του. Σκυμμένος πάνω της, έχει το ΰφος ανθρώπου που χαϊδεύει ένα μνήμα. Και όταν το νερό της πηγής της όμορφής του φτάνει στην άκρη των δοντιών, το πίνει λέγοντας: «Εσύ, που σαν μαχαίρι μπήκες στην καρδιά μου». Πόση ομορφιά έχουν τα χάδια τους μέσα στο ροζ συννεφάκι που τα περιβάλλει. Και η κόρη Τιβάς κουνά τα χείλη. Λουλούδια λιποθυμούν σε μια γωνιά. Οι ήχοι και τα αρώματα πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα, μελαγχολικό βαλς και οδυνηρός ίλιγγος. Τα στήθη της Μέριλιν, ίδια με ασπίδες, μαγνητίζουν λάμψεις. Ο φύλακας του νεκροταφείου σκοντάφτει στις λέξεις όπως στο πλακόστρωτο: «Σεσε-σε αγαπώ!» Την αγκαλιάζει και νανουρίζει την ψυχή της. Το αιώνιο χαμόγελο των τριάντα δύο δοντιών της κοπέλας τον παρασύρει σε τόπους άγνωστους. Του φαίνεται σαν ωραίο καράβι που βγαίνει στα ανοιχτά. Με τα στήθη γυμνά και τον αγκώνα χωμένο στα μαξιλάρια, η Σειρήνα του έχει ύφος γιορτινό. Με τον πυρετό του έρωτα να την κατατρώγει και εκείνη, σηκώνει το κεφάλι, το ρίχνει προς τα πίσω. Στερεωμένη με πινέζα στον τοίχο, μια καρτ ποστάλ: «Εσύ είσαι η πιο όμορφη». Στη Λουκρές, στη Μέριλιν, στον Μισίμα, στον Βίνσεντ... Σε όλους λείπει ο Άλαν, όπως λείπει ένα νόημα από τη ζωή.
113
ούκου!» Χ JL. Ο πατέρας σηκώνει ξαφνιασμένος το κεφάλι προς το εκκρεμές του μαγαζιού. «Για κοίτα, ώστε τελικά λειτουργεί αυτό το πράγμα;» μονολογεί και έπειτα κατεβάζει το βλέμμα: «Α, εσύ είσαι! Μα τι δουλειά έχεις εδώ;» Μπροστά στη βιτρίνα με τα δηλητήρια, η μητέρα τυλίγει ένα φιαλίδιο για μια γριά με παραμορφωμένο σώμα. Αυτό το εξαρθρωμένο τέρας, που κάποτε ήταν γυναίκα, παραπονιέται: «Τελικά, είναι ατελείωτα τα γεράματα». Επειδή έχει γίνει μικροκαμωμένο σαν παιδί, αυτό το εύθραυστο πλάσμα, με τη σακούλα στο χέρι, είναι λες και κατευθύνεται αργά προς μια καινούρια κούνια. Θα μπορούσε να δημιουργήσει ολόκληρο ποτάμι με τα δάκρυά της. Η Λουκρές γυρίζει το κεφάλι: «Άλαν!» Με το σακίδιο στον ώμο και τα μαλλιά αχτένιστα, ο βενιαμίν της στέκεται κοντά στο ταμείο, ενώ στο μαγαζί είναι σαν να μπήκε ξαφνικά μια ανοιξιάτικη αχτίδα. Η μητέρα τρέχει προς το μέρος του. «Μικρούλη μου, είσαι ζωντανός!» Τα ζωηρά χρώματα που στολίζουν την εμφάνισή του δίνουν την εντύπωση ενός μπαλέτου λουλουδιών, και 115
η ελπίδα λάμπει στο τετράγωνο. Η Μέριλιν, στο τμήμα των νωπών, σφίγγει βιαστικά το χέρι ενός πελάτη, τον οποίο ξεφορτώνεται όπως όπως: «Ορίστε! Ο Θάνατος σας χαιρετά κι εσάς!» Ύστερα τρέχει προς το μικρό της αδελφό ενώ πίσω της ανεμίζει η φαρδιά της φούστα. Η καρδιά της χτυπάει σαν ταμπούρλο: «Άλαν!» Τον αγκαλιάζει, του χαϊδεύει τα μάγουλα, του σφίγγει τα χέρια, γλιστράει τα γυμνά της δάχτυλα κάτω από το ιδρωμένο πουκάμισο του παιδιού, αγγίζει το δέρμα του. Ο πελάτης της Μέριλιν ξαφνιάζεται. «Μα τι κάνετε εκεί; Σκοτώνετε και το μικρό σας αδελφό;» «Τι; Ό χ ι βέβαια!» Ο λυπημένος πελάτης, που πληρώνει τα δώδεκα ευρώ-γεν του, δεν καταλαβαίνει τίποτε. Αγγίζει φευγαλέα τον Άλαν, θαμπωμένος από την υγεία που αναβλύζει σαν φως από τα χέρια, από τους ώμους του. Βγαίνει πίσω από την απογοητευμένη γιαγιά. Η μητέρα φωνάζει και καλεί: «Βίνσεντ! Βίνσεντ! Έ λ α να δεις! Ο Άλαν γύρισε!» Με ένα κουτί σοκολατάκια στο χέρι, μασουλώντας, ο Βίνσεντ εμφανίζεται στο κεφαλόσκαλο, κοντά στην πορτούλα που οδηγεί στην ελικοειδή σκάλα του πύργου του παλιού ιερού κτιρίου - εκκλησία, ναός, τζαμί; Η αύρα που έρχεται από τη χαραμάδα της πόρτας ανεμίζει το κάτω μέρος της κελεμπίας του, που είναι διακοσμημένη με ατομικές βόμβες. Ο Άλαν σκαρφαλώνει τα σκαλιά κι αγκαλιάζει το μεγάλο του αδελφό: «Μα εθύ έκανεθ μάγουλα, καλλιτέχνη τηθ πόληθ!» 116
Ο καλλιτέχνης -ο μπανταρισμένος Βαν Γκογκ- κοιτάζει εξεταστικά το ιδρωμένο πουκάμισο του μικρού, το οποίο έχει ένα σχέδιο που του κινεί το ενδιαφέρον. Στο βάθος ενός ενυδρείου διακρίνεται κάτι γραμμένο: «Αντίο». Πάνω από το άνοιγμα της γυάλας, ένα κοκκινόψαρο πετάει ψηλά πιασμένο στο σκοινί ενός μπαλονιού. Έ ν α άλλο ψάρι, που έχει μείνει στο νερό, κάνει μπουρμπουλήθρες και του φωνάζει: «Όχι, Μπράιαν! Μην το κάνεις αυτό!» Ο Βίνσεντ δε γελάει. «Τι είναι αυτό;» «Χιούμορ». «Α!» Ο Μισίμα, από το κάτω μέρος της σκάλας, σηκώνει το κεφάλι και ρωτάει τον Άλαν, που στέκεται ψηλά: «Γιατί γύρισες νωρίτερα;» «Μ' έδιωκθαν». Το παιδί, που η ειλικρίνεια στα μάτια του αιφνιδιάζει και που αισθάνεται άνετα παντού, όπως ο αέρας στον ουρανό και το νερό στη θάλασσα, κατεβαίνει τη σκάλα στρώνοντας ένα εορταστικό χαλί με τα γέλια του. «Εγώ διαθκέδαζα πολύ εκεί πέρα, αλλά αυτό εκνεύριζε τουθ εκπαιδευτέθ. Τα άλλα παιδιά, ανθρώπινεθ βόμβεθ όπωθ εγώ, κατάφερνα να τα χαλαρώνω. Όταν κάναμε παρέλαθη τη νύχτα, ντυμένοι με άθπρα θεντόνια και φορώνταθ μια μυτερή κουκούλα με δύο τρύπεθ θτα μάτια, έλεγα αθτεία που τουθ έκαναν να κθεκαρδίζονται κάτω απ' τιθ πλαθτικέθ βόμβεθ που ήταν κολλημένεθ θτην κοιλιά τουθ. Και όθο εκείνα έκαναν πιπί θτουθ αμμόλοφουθ τηθ Νίκαιαθ, εγώ μάζευα ρόδα 117
τηθ ερήμου, κι όταν τουθ είπα ότι ήταν ούρα καμήλαθ ανακατεμένα με άμμο και θκαλιθμένα απ' τον άνεμο, βρήκαν τη ζωή υπέροχη. Γύριθαν πίθω τραγουδώνταθ «Μπουμ! Η καρδιά μου κάνει μπουμ!» Ο υπεύθυνοθ του θεμιναρίου για κομάντο αυτοκτονίαθ έγινε ράκοθ. Έκανα ότι δεν καταλάβαινα τίποτε από τιθ τεχνικέθ εκθηγήθειθ του. Τραβούθε τα μαλλιά και τα γένια του. Έ ν α πρωί, εκτόθ εαυτού, ζώθτηκε εκρηκτικά, άρπακθε τον πυροκροτητή θτο χέρι και μου είπε: "Κοίτακθε καλά, γιατί θα θου κάνω την επίδεικθη μόνο μία φορά!" Και ανατινάχτηκε. Μ' έδιωκθαν». Ο Μισίμα κουνάει πρώτα το κεφάλι του κάθετα σιωπηλός. Είναι σαν ηθοποιός που έχει ξεχάσει τα λόγια του. Ύστερα, το κουνάει δεξιά κι αριστερά. «Τελικά, τι θα κάνουμε μ' εσένα;» «Εννοείς ώσπου να τελειώσουν οι διακοπές; Θα με βοηθήσει να ετοιμάσω τα δηλητήρια!» λέει ενθουσιασμένη η Λουκρές. «Και θα φτιάχνει μάσκες μαζί μου», λέει ο Βίνσεντ από το κεφαλόσκαλο.
118
Χ
α χα! Αχ, μα είναι αστείο, χα! Αχ, πονάει η κοιλιά μου. Χα! Δεν μπορώ να αναπνεύσω! Αχ...» Έ ν α ανθρωπάκι καχεκτικό, με μουστάκια και καπέλο, ντυμένο στα γκρι, είχε μπει με ύφος λυπημένο στο μαγαζί. Η Λουκρές τού έδειξε μια μάσκα την οποία είχαν φτιάξει ο Βίνσεντ και ο Αλαν. «Χα χα! Αχ, μα είναι τόσο αστεία! Χα! Α, αυτό το κεφάλι ηλίθιου, α...» Ο Μισίμα, με σκυφτή πλάτη, σωριασμένος σε μια καρέκλα, με τα χέρια ακουμπισμένα στα ανοιχτά πόδια του και τα δάχτυλα πλεγμένα ανάμεσα στα γόνατα, σηκώνει βαριά το μέτωπο προς αυτό τον πρωινό πελάτη, τον πρώτο της ημέρας. Τον βλέπει από μπροστά να ξεκαρδίζεται στη θέα της μάσκας την οποία του δείχνει η Λουκρές, έχει γυρισμένη την πλάτη στον άντρα της. Και ο πελάτης γελάει βάζοντας το χέρι στο στόμα. «Α! Μα πώς είναι δυνατόν να δημιουργήσει κανείς τέτοιο πράγμα; Α!» «Τα αγόρια μου την έφτιαξαν χθες το βράδυ. Πολύ καλή, ε;» «Α! Μα τι κεφάλι μαλάκα! Και τι μάτια! Μπλιαχ! Και η μύτη; Α πα πα, κοιτάξτε τη μύτη του... Μα δεν είναι δυνατόν!» 119
Ο πελάτης διπλώνεται από τα γέλια μπροστά στο προσωπείο που εκθέτει η κυρία Τιβάς κρατώντας το στο ύψος του στήθους της. Πνίγεται, βήχει, ρεύεται. «Α, μα πείτε μου, πώς να ζει κανείς με τέτοιο κεφάλι! Τι φίλους να κάνει μ' αυτό; Α! Και γυναίκα; Γνωρίζετε έστω και μία γυναίκα που θα ήθελε έναν τέτοιο τύπο; Αχ! Ούτε σκύλος, ούτε ποντικός δε θα τον ήθελε! Αχ!» Ο πελάτης κλαίει από τα γέλια, προσπαθεί να πάρει ανάσα. «Για να το ξαναδώ! Αχ, δεν αντέχω άλλο!» «Κοιτάξτε αλλού, τότε», τον συμβουλεύει η κυρία Τιβάς. «Όχι, πήρα την απόφασή μου. Χα! Τι αξιοθρήνητο ύφος που έχει. Θα πρέπει να είναι πολύ μαλάκας! Ακόμη κι ένα κοκκινόψαρο θα προτιμούσε να βγει πετώντας από τη γυάλα του προκειμένου να μην τον βλέπει! Ααααχ!» Ο πελάτης τα κάνει πάνω του από τα γέλια. Βρέχει το παντελόνι του. «Α, συγγνώμη! Πόσο ντρέπομαι. Είχα ακούσει ότι έχετε πολύ αστείες μάσκες, αλλά αυτή εδώ... Ααααχ!» «Θέλετε να δείτε κι άλλες;» του προτείνει η Λουκρές. «Μπα, όχι, σίγουρα δε θα υπάρχει καμία χειρότερη. Χα! Α, το μαλάκα! Ας πάει να πνιγεί, ο παλιομαλάκας! Δε θα λείψει σε κανέναν!» Ο Μισίμα, που μέχρι τότε κοίταζε καταβεβλημένος στο κενό, καρφώνει τα μάτια του στον πελάτη που πεθαίνει από τα γέλια μπροστά στη μάσκα. «Η καρδιά μου! Ααααχ! Χα χα, μα τι χαζό ύφος που έχει! Χα χα!» 120
Παθαίνει συμφόρηση, σπασμούς και, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα δάχτυλα ανοιχτά σαν αστέρι, σωριάζεται στο πλακόστρωτο δάπεδο, φωνάζοντας στη μάσκα: «Παλιό μαλάκα!» Ο Μισίμα σηκώνεται, κάνει τους λογαριασμούς του: «Και δύο... Μα τι σκάρωσαν πάλι αυτά τα παιδιά;» Η Λουκρές γυρνάει και του δείχνει μια μάσκα από λευκό πλαστικό, απρόσωπη, στη μύτη της οποίας ο Άλαν και ο Βίνσεντ έχουν κολλήσει έναν καθρέφτη.
121
Μ
άθετε να βλέπετε τον εαυτό θαθ θτο είδωλο που θαθ θτέλνει αυτή η μάθκα, δεθποινίθ. Κοιταχτείτε κθανά και πάρτε τη θπίτι θαθ. Βάλτε τη θτο μπάνιο θαθ ή θτο κομοδίνο θαθ». «Α πα πα, όχι, ευχαριστώ! Έ χ ω ήδη αντικρίσει πολλά φρικτά πράγματα...» «Δεν έχετε δίκιο», επιμένει ο Άλαν μπροστά στο ταμείο. «Μάθετε ν' αγαπάτε τον εαυτό θαθ. Άντε, άλλη μία φορά, για χάρη μου». «Δεν μπορώ». «Μα γιατί;» «Είμαι σαν τέρας». «Ποιοθ το λέει αυτό; Είθτε όπωθ όλοι οι άλλοι - ίδιοθ αριθμόθ αφτιών, ματιών, μΰτηθ... Πού είναι η διαφορά;» «Τη βλέπεις πολύ καλά, μικρέ. Η μύτη μου είναι γαμψή και μεγάλη. Τα μάτια μου είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, ενώ τα μάγουλά μου είναι τεράστια και γεμάτα σπυράκια». «Μα τι λέτε! Για να δω...» Ο Άλαν ανοίγει το συρτάρι του ταμείου, βγάζει και ξετυλίγει ένα μέτρο. Τοποθετεί τη μεταλλική άκρη της αριθμημένης ταινίας ανάμεσα στα μάτια της πελάτισσας και την τραβάει μέχρι την άκρη της μύτης: 123
«Ωραία, επτά εκατοθτά. Πόθο θα έπρεπε να είναι; Πέντε; Αθ μετρηθούμε τώρα και την απόθταθη ανάμεθα θτα μάτια. Πόθο περιθότερο θα έπρεπε ν' απέχουν μετακθύ τουθ; Το πολύ ένα εκατοθτό. Και τα μάγουλα... πόθο πιο μεγάλα είναι; Μην κουνηθείτε, θα μετρηθώ απ' το λοβό του αφτιού. Εγώ θα έλεγα τέθερα εκατοθτά». «Το καθένα». «Έθτω. Το καθένα, αν προτιμάτε. Όπωθ και να 'ναι, μιλάμε για λίγα χιλιοθτά θε θύγκριθη με το μέγεθοθ του θύμπαντοθ. Δε βλέπω γιατί να θέλει κανείθ να τα τινάκθει! Απ' ό,τι κθέρω, όταν θαθ είδα να μπαίνετε, δεν αντίκριθα καμιά εκθωγήινη με οκτώ πλοκάμια και θτρογγυλά μάτια θτην άκρη δωδεκάμετρων κεραιών! Α, χαμογελάτε... Πολύ θαθ πάει το χαμόγελο. Κοιτάκθτε πόθο θαθ πάει», λέει και σηκώνει την άσπρη πλαστική μάσκα μπροστά στην πελάτισσα, που αμέσως κατσουφιάζει. «Τα δόντια μου είναι απαίσια». «Κάθε άλλο παρά απαίθια είναι. Έτθι όπωθ είναι λίγο θτραβά, θαθ κάνουν να φαίνεθτε θαν κοριτθάκι που δεν έβαλε θιδεράκια. Είναι θυγκινητικό. Χαμογελάθτε». «Είσαι πολύ ευγενικός». «Έχετε δίκιο, είναι συμπαθητικός...» σχολιάζει ψιθυριστά μια σοβαρή φωνή από απόσταση, πίσω από την πλάτη της νεαρής γυναίκας, «γιατί πράγματι δεν είναι και τόσο απαίσια αυτά τα δόντια». «Σσσς...» Ο Μισίμα και η Λουκρές, όρθιοι πλάι πλάι μπρο124
στά στη βιτρίνα με τις ξυριστικές λεπίδες, με χέρια σταυρωμένα στο στήθος, παρατηρούν σιωπηλοί το γιο τους που προσπαθεί να πασάρει μια μάσκα σ' αυτή την πελάτισσα, της οποίας βλέπουν μόνο τη μονοκόμματη πλάτη και το χοντρό πισινό, καθώς και τις γάμπες της, που μοιάζουν με μπουκάλες. Τα άσχημα χαρακτηριστικά του άχαρου προσώπου της τα διακρίνουν μόνο μέσα από τον καθρέφτη της άσπρης μάσκας που κρατάει μπροστά της ο Άλαν. «Χαμογελάθτε. Είναι φυθικό αυτό που θαθ θυμβαίνει. Έ χ ω ακούθει πολλέθ φορέθ ανθρώπουθ να λένε ότι θτην αρχή δεν μπορούθαν να κοιτάζονται θτους καθρέφτεθ των μαγαζιών κι έπειτα έθκιζαν τιθ φωτογραφίεθ τους. Χαμογελάθτε. Θαθ κοιτάζουν!» «Είμαι γεμάτη σπυράκια». «Θπυράκια ανηθυχίαθ... Όταν χαλαρώθετε λιγάκι, θα φύγουν». «Οι συνάδελφοι μου με θεωρούν χαζή». «Επειδή δεν έχετε εμπιθτοθύνη θτον εαυτό θαθ. Πράγμα που θαθ κάνει αδέξια, θαθ κάνει να μιλάτε όταν δεν πρέπει. Αν, όμωθ, καταφέρετε να εκθημερώθετε το είδωλο αυτήθ τηθ μάθκαθ και να το αγαπήθετε... Κοιτάκθτε αυτό το πρόθωπο μπροθτά θαθ. Κοιτάκθτε το. Μην ντρέπεθτε γι' αυτό. Αν το θυναντούθατε θτο δρόμο, θα θέλατε να το θκοτώθετε; Τι έχει κάνει για να το μιθούν τόθο; Για ποιο πράγμα είναι υπεύθυνο; Γιατί να μην το αγαπούν; Αγαπήθτε πρώτα εθείθ αυτή τη γυναίκα, κι έπειτα θ' ακολουθήθουν και οι άλλοι!» «Τον άτιμο! Κι όλ' αυτά για μία μάσκα των εκατό ευρώ-γεν! Οφείλω να ομολογήσω ότι είναι καλός έμπο125
ρος και δεν τσιγκουνεύεται το σάλιο του», λέει με εκτίμηση ο Μισίμα. Η νεαρή γυναίκα, σαστισμένη, κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. «Δεν έχω κάνει λάθος; Βρίσκομαι πράγματι στο Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών;» «Α πα πα, κθεχάθτε αυτή τη λέκθη που δεν οδηγεί πουθενά». «Γιατί το λέει αυτό;» αναρωτιέται συνοφρυωμένος ο πατέρας. «Η ζωή είναι αυτή που είναι. Ακθίζει όθο ακθίζει! Κάνει ό,τι μπορεί, ακόμη και με τα λάθη τηθ. Δεν πρέπει να τηθ ζητάμε πολλά. Όχι, όμως, και να θέλουμε να την αφαιρέθουμε! Καλύτερα να δείτε την καλή τηθ πλευρά. Και τώρα αφήθτε κάτω το θκοινί και το ρεβόλβερ μιαθ χρήθεωθ. Έτθι όπωθ είθτε πανικόβλητη και γεμάτη άγχοθ, θα πυροβολήθετε τη θηλιά και θα γίνει μπάχαλο. Δεν είναι ωραίο να πέθετε απ' το θκαμνί και να θπάθετε το γόνατο. Δεν πονάτε θτο γόνατο;» «Πονάω παντού». «Ναι, αλλά θτο γόνατο; «Όχι, δηλαδή...» «Ωραία, πάνω θτην ώρα! Θυνεχίθτε έτθι. Αφήθτε το γόνατο θαθ να θαθ πάει θτο θπίτι μ' αυτό το πρόθωπο γυναίκαθ θτη μάθκα. Αν δεν το κάνετε για χάρη μου, κάντε το για χάρη τηθ. Πώθ τη λένε, αλήθεια;» Η πελάτισσα σηκώνει το βλέμμα στον καθρέφτη. «Νοεμί Μπεν Σαλά-Νταρτζίλινγκ». «Πολύ ωραίο όνομα, Νοεμί... Αγαπήθτε τη Νοεμί. Θα δείτε, είναι πολύ θυμπαθητική. Πάρτε τη μάθκα 126
τηθ θτο θπίτι θαθ. Χαμογελάθτε χηθ, θα θαθ το ανταποδώθει. Φροντίθτε τη, χρειάζεται αγάπη. Πλύντε τη, παρφουμαρίθτε τη, βάλτε τηθ ωραία ρούχα, για να νιώθει όμορφα. Δοκιμάθτε να την αποδεχτείτε. Θα γίνει φίλη θαθ, η έμπιθτή θαθ, θα είθτε αχώριθτεθ. Πόθο θα γελάτε παρέα! Κι όλ' αυτά για εκατό ευρώ-γεν. Δεν είναι ακριβά. Άντε, θα την τυλίκθω. Θαθ την εμπιθτεύομαι. Να την προθέχετε. Το ακθίζει». Ενώ ακούγεται ο ήχος από το συρτάρι του ταμείου που ανοίγει, ο Μισίμα λέει λυπημένα: «Κρίμα. Θα μπορούσε να της πασάρει και το σκοινί και το ρεβόλβερ...» «Ορίθτε. Διαλέκθτε μία καραμέλα απ' το βάζο», λέει χαμογελώντας ο Άλαν. «Αλήθεια; Δεν είναι...» ρωτάει η πελάτισσα. «Μα όχι! Αντίο θτην κυρία που δεν πονάει ούτε θτο γόνατο!»
127
Ο
ταν η Λουκρές σταυρώνει τα χέρια πίσω από το κρανίο, τα λυγισμένα μπράτσα της σχηματίζουν τα βλέφαρα ενός ματιού, που η κόρη του είναι το κεφάλι της. Στα πλάγια των αφτιών της, μέσα από το κενό που δημιουργούν τα διπλωμένα μπράτσα, ο τοίχος πίσω της αστράφτει λευκός σαν αλάβαστρο. Η κυρία Τιβάς γίνεται ένα τεράστιο σταθερό μάτι τοποθετημένο στο στέρνο μιας γυναίκας. «Εις το επανιδείν, κύριε». Δίπλα της, ο Άλαν ξαφνιάζεται. «Μη μου πειθ ότι άρχιθεθ να λεθ "ειθ το επανιδείν" θτουθ πελάτεθ, μαμά;» «Δεν αγόρασε τίποτε. Του λέω εις το επανιδείν επειδή θα ξανάρθει. Όσοι μπαίνουν μία φορά για να ρίξουν μια ματιά θα ξανάρθουν οπωσδήποτε μια μέρα για ν' αγοράσουν. Χρειάζονται χρόνο ώσπου να συνηθίσουν στην ιδέα. Εκείνοι που μπαίνουν στον πειρασμό του απαγχονισμού ξεκινούν φορώντας φουλάρια τα οποία σφίγγουν όλο και περισσότερο γύρω απ' το λαιμό τους. Μόνοι στο σπίτι τους, σφίγγουν με το χέρι το λαιμό τους, για να αισθανθούν τους σπονδύλους, τους χόνδρους, τους τένοντες, τους μυς, τις φλέβες να χτυπούν. Συνηθίζουν. Θα ξανάρθει...» 129
Η Αουκρές, έχοντας πάντα τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα μαλλιά της, στρέφει το κεφάλι, το γέρνει στα δεξιά. Κι έτσι θαρρείς πως είναι το μεγάλο μάτι που προστάζει το παιδί: «Κατέβασε τα σιδερένια ρολά, σβήσε τα φώτα. Ανεβαίνουμε, Άλαν».
130
Σ
το κλειστό δωμάτιο των γονιών, ο Μισίμα στέκεται στο παράθυρο. Ανασηκώνοντας με το ένα χέρι την κουρτίνα, παρατηρεί τον ήλιο που πνίγεται μες στο αίμα του, και τη ζωή, στον εξώστη των ουρανοξυστών, να θρυμματίζεται σε μεγάλα κομμάτια φιλοσοφίας. Το μέλλον, πέφτοντας, δείχνει την άτιμη πληγή του ενώ, κάτω, τσακίζονται οι άνθρωποι και όλα όσα ονειρεύτηκαν. Ο κύριος Τιβάς, έμπορος που έχει γίνει κατακίτρινος, μελαγχολικός, στα χρώματα του δειλινού που αντανακλώνται στα μάτια του, αισθάνεται απελπισμένος, καταβεβλημένος, σκονισμένος, βρόμικος, ελεεινός, γλοιώδης, συντετριμμένος. Σε βαθμό που δεν ενδιαφέρεται πια ούτε για τη Λουκρές. Τα πάντα χάνονται, έρωτας και ομορφιά, ώσπου η λήθη να τα ρίξει στο κοφίνι της για να τα αποδώσει στην αιωνιότητα. Θα ήθελε να μεθύσει με αλκοόλ, αλλά κοστίζει πολύ, κι όσο για τη λειτουργία της σάρκας, είναι μια άλλη ιστορία, που στο τέλος σε φθείρει. Μα την αλήθεια, είναι αστείο το τροπάριο που λέει ότι αυτό το είδος γυμναστικής είναι διασκεδαστικό. Και ο γρίφος των σκέψεών του μετατρέπεται σε απίστευτο βουητό μες στο κεφάλι του. Δεν υπάρχουν πια οι εποχές, έσπασαν το ουράνιο 131
τόξο, δίπλωσαν το χιόνι. Πίσω από τους πύργους της συνοικίας των Λησμονημένων Θρησκειών -αυτής της χώρας-, υψώνονται οι πρώτοι μεγάλοι αμμόλοφοι, που ο αέρας φέρνει μερικές φορές τους κόκκους της άμμου τους στη λεωφόρο Μπερεγκοβουά, μέχρι το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών. Στο έδαφος, περιστρεφόμενοι φανταστικοί προβολείς χτενίζουν τον καλυμμένο ουρανό και τη μόλυνση της ατμόσφαιρας με τεράστιους κώνους από πράσινο φως. Τα πουλιά που περιπλανιούνται μέχρι εδώ ασφυκτιούν, πεθαίνουν από καρδιακή προσβολή πάνω από τους πύργους. Το πρωί γυναίκες μαζεύουν τα φτερά τους και φτιάχνουν ένα εξωτικό καπέλο προτού ριχτούν και οι ίδιες στο κενό. Είναι η ώρα των κραυγών που έρχονται από το μεγάλο γήπεδο, ξαφνικά φωτισμένο, και από τον κόσμο που είναι ερωτευμένος με το αποβλακωτικό μαστίγιο. Είναι η ώρα που, κάπου αλλού, οι εφιάλτες ρίχνονται σαν σμάρι πάνω στο μαξιλάρι των προκων που αποκοιμιούνται. Αλίμονο, τα πάντα είναι άβυσσος -δράση, επιθυμία, όνειρο- και στο μπράτσο του Μισίμα, που εξακολουθεί να κρατάει την κουρτίνα, οι τρίχες ορθώνονται από φόβο, νιώθουν τον αέρα να περνάει από το παράθυρο. Η πόρτα του δωματίου ανοίγει και η Λουκρές ρωτάει: «Θα έρθεις να φάμε, Μισίμα;» «Όχι, δεν πεινάω...» Είναι δύσκολο να είσαι άντρας. Είναι δύσκολο να παραιτείσαι από όλα. «...Θα ξαπλώσω». Γιατί, αύριο, θα πρέπει να ξαναζήσεις. 132
Τ
ο άλλο πρωί, ο κύριος Τιβάς δεν έχει τη δύναμη να σηκωθεί. Η γυναίκα του τον καθησυχάζει: «Μείνε στο κρεβάτι, Θα τα καταφέρω μια χαρά με τη βοήθεια των παιδιών. Ο γιατρός που φώναξα λέει ότι έχεις πάθει μια ωραία κατάθλιψη και πως πρέπει να αναπαυθείς. Το τακτοποίησα με το σχολείο του Άλαν. Θα μπορέσει να λείψει λίγες μέρες. Δεν είναι σοβαρό. Ξέρεις ότι έχει ένα σωρό ιδέες αυτός ο μικρός». «Τι ιδέες;» Ο Μισίμα πασχίζει να κατεβάσει το πόδι του από το κρεβάτι. «Για να ετοιμάσει τσιμεντόλιθους, να πλέξει σκοινιά, να ακονίσει τις λάμες...» Το κεφάλι του όμως γυρίζει, και η γυναίκα του προστάζει: «Μείνε ξαπλωμένος! Και μην ασχολείσαι πια με αυτά. Θα καταφέρουμε να φέρουμε βόλτα το μαγαζί χωρίς εσένα». Φεύγει αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη για την περίπτωση που ο άντρας της τη φωνάξει. Ο κύριος Τιβάς ακούει κάτω, στο μαγαζί, τη φαντασία που οργιάζει στο φως του πρωινού. Η Αουκρές και η Μέριλιν ξανανεβαίνουν. 133
«Έλα, κορίτσι μου, πάρε το καλάθι και πήγαινε να αγοράσεις τρία μπουτάκια, πορτοκάλια και μπανάνες... Α, και ζάχαρη! Θα το φτιάξω όπως την προηγουμένη φορά, ακολουθώντας μάλιστα και τις συμβουλές του Άλαν. Δεν πειράζει αν τα αρνιά δεν έχουν αυτοκτονήσει. Δεν πρόκειται ν' αλλοιωθεί η γεύση τους. Έ ρ νεστ, μπορείτε να με βοηθήσετε ν' αδειάσω αυτά; Για πες μου, Βίνσεντ, έγιναν οι πρώτες;» Ο Μισίμα πιάνει στον αέρα μια περίεργη μυρωδιά. «Τι φτιάχνετε;» Η γυναίκα του εμφανίζεται κρατώντας ένα πιάτο και απαντάει βάζοντας το κεφάλι της στο δωμάτιο: «Κρέπες». «Κρέπες... πένθους;» «Μα όχι, αχ, αυτός ο άντρας μου! Κρέπες για φάγωμα, φυσικά. Κοίτα, ο Βίνσεντ τις σχεδιάζει με το κορνέ στο τηγάνι σε σχήμα νεκροκεφαλής κι αφήνει τρύπες στη θέση των ματιών, των ρουθουνιών και των διαστημάτων ανάμεσα στα δόντια. Κι έπειτα, βλέπεις; Στη συνέχεια αφήνει το χυλό να κυλήσει κάθετα, σαν δυο σταυρωτά καλάμια, όπως εκείνα στις σημαίες των πειρατών». «Και τις σερβίρετε πασπαλισμένες με κυάνιο;» «Α πα πα! Ξεκουράσου», λέει η Λουκρές βγαίνοντας από το δωμάτιο. Όλοι τους πηγαινοέρχονται, περνούν από το διάδρομο σαν πεταλούδες που σκορπίζουν τρέλα σε ένα χορευτικό στροβίλισμα. Την ώρα του μεσημεριανού ακούγονται φωνές που παραγγέλνουν: «Δύο μερίδες μπούτι, Λουκρές! Τρεις κρέπες, Βίνσεντ! Μέριλιν, μπο134
ρείς να πας να σφίξεις το χέρι του κυρίου εκεί κάτω; Οι κρέπες, δύο με σοκολάτα και μία με ζάχαρη». «Λουκρές!» «Τι είναι πάλι;» Η κυρία Τιβάς μπαίνει στο δωμάτιο σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια ποδιά. Ο άντρας της, τρομερά εκνευρισμένος, τη ρωτάει: «Τι το κάνατε το μαγαζί; Εστιατόριο;» «Μα όχι! Τι ανόητος που είσαι. Αφού θα βάλουμε και μουσική!» «Μουσική; Τι είδους μουσική;» «Ο Άλαν έχει κάτι φίλους που παίζουν αρχαία όργανα. Νομίζω ότι τα λένε... κιθάρες. Κι έπειτα, ξέρεις, είναι εκπληκτικός αυτός ο μικρός. Εντοπίζει τα θύματα». «Ποια θύματα;» «Τους πελάτες». «Αποκαλείς θύματα τους πελάτες μας; Μα, Λουκρές...» «Καλά, καλά, δεν έχω χρόνο για κουβέντες τώρα». Αυτά λέει και ξαναβγαίνει. Μελαγχολικό βαλς και ίλιγγος το βλέμμα του Μισίμα, που το σκεπάζει ένα πέπλο. Κάθεται στο κρεβάτι του, με το κιμονό που έχει έναν κόκκινο σταυρό κάτω από το ηλιακό πλέγμα, σε μια ονειροπόλα ανατολίτικη στάση... Και με το χάος να κολυμπάει στην ευφυΐα μες στις υγρές ομίχλες των ματιών του. Ο Άλαν περνάει μπροστά από το δωμάτιο. Κοντοστέκεται. «Όλα καλά, μπαμπά;» 135
Τα μεγάλα μάτια αυτού του παιδιού οικείος θεραπευτής των ανθρώπινων αγωνιών. Τα λατρεμε'να μυστικά του όπου λάμπουν αγνοημένοι θησαυροί. Και τα πυροτεχνήματά του εκρήξεις χαράς, που κάνουν το βουβό και σκοτεινό ουρανό της συνοικίας των Λησμονημένων Θρησκειών να γελάει. Κάτι ξεφεύγει από το λαρύγγι του Μισίμα, κάτι σαν παράφωνο τραγούδι. Το παιδί απομακρύνεται. Ο κύριος Τιβάς θα ήθελε να σηκωθεί, αλλά μπερδεύεται στα σεντόνια του σαν ψάρι πιασμένο στα δίχτυα. Δεν τα καταφέρνει και κατεβάζει τα χέρια στην κουβέρτα. Νιώθει τη μεταμόρφωση και τη φορτώνει εξολοκλήρου στις πλάτες του Άλαν. Ξέρει ότι τώρα στο Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών τα πάντα έχουν εξαερωθεί από αυτόν το σοφό χημικό.
136
ην πόρτα!» JL Στο κρεβάτι του, ο Μισίμα, που πρόσταξε να κλείσουν την πόρτα του δωματίου, ανοίγει την τηλεόραση 3ϋ-ολοκληρωμένες αισθήσεις, είναι η ώρα του βραδινού δελτίου ειδήσεων. Πατάει ένα από τα πολλά κουμπιά του τηλεχειριστηρίου. Μια παρουσιάστρια ενσαρκώνεται στο δωμάτιο. Διάφανη σαν πέπλο στην αρχή, γίνεται στη συνέχεια όλο και πιο καθαρή. «Καλησπέρα. Η ώρα των ειδήσεων!» Αναγγέλλει μόνο εντελώς απαισιόδοξα σκατά. Τουλάχιστον αυτή δεν απογοητεύει τον Μισίμα. Τρισδιάστατη, καθισμένη σε μια καρέκλα με σταυρωμένα χέρια, θαρρείς ότι πράγματι βρίσκεται στο δωμάτιο. Σκύβοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, μπορείς να δεις το προφίλ της. Ο Μισίμα μυρίζει το άρωμά της, το οποίο θεωρεί πολύ μεθυστικό. Μειώνει την έντασή του με τη βοήθεια του τηλεχειριστηρίου. Η παρουσιάστρια σταυρώνει τις ωραίες, καλοσχηματισμένες γάμπες της. Στον κύριο Τιβάς δεν αρέσει και τόσο το χρώμα της φούστας της. Αντιστρέφει τις αποχρώσεις πατώντας ένα κουμπί. Μετακινεί τον κέρσορα προκειμένου να φέρει την καρέκλα της πιο κοντά του. 137
Τώρα η παρουσιάστρια έχει έρθει δίπλα στα μαξιλάρια, σαν να κάθεται στο προσκέφαλο ενός αρρώστου. Αν ο κύριος Τιβάς απλώσει το χέρι, έχει τη δυνατότητα να την αγγίξει, να αισθανθεί το ύφασμα της φούστας της, την οποία μπορεί να σηκώσει ψηλά, πάνω από τα γόνατα με το τόσο λεπτό δέρμα. Αν ήθελε, θα μπορούσε επίσης, όσο εκείνη μιλάει, να της ξεκουμπώσει το πουκάμισο, μόνο που το μυαλό του δεν είναι σε τέτοια πράγματα. Την ακούει. Χαλαρή, σκυφτή, με τον αγκώνα στο μηρό, του ψιθυρίζει την επικαιρότητα σε τόνο εμπιστευτικής συζήτησης. Έ χ ε ι περάσει πια η εποχή της τηλεόρασης με το επίσημο και πομπώδες ύφος. Η κάπως σπασμένη και σοβαρή φωνή -ιταλική- της παρουσιάστριας είναι ωραία: «Η δικτάτορας του Σύμπαντος, κυρία Τντιρα ΤουΚα-Τα, εγκαινίασε σήμερα το πρωί, στην επαρχία της Σιβηρίας, ένα μεγάλο σύμπλεγμα από οκτακόσιες χιλιάδες καμινάδες ύψους εξακοσίων μέτρων η καθεμία, οι οποίες, ελπίζουμε, θα ανασυνθέσουν το στρώμα του όζοντος γύρω από την υδρόγειο. Εγώ, πάντως, δεν το πιστεύω», διευκρινίζει η παρουσιάστρια. Ο Μισίμα συμμερίζεται τη γνώμη της. «...Όλοι οι ειδικοί θεωρούν ότι αυτή η απόφαση θα έπρεπε να είχε ληφθεί τον 21ο αιώνα», συνεχίζει, «και πως τώρα είναι πια πολύ αργά. Η ίδια η πρόεδρος είναι πεπεισμένη...» «Φυσικά», λέει ο Μισίμα. «... Το δήλωσε κατά τη διάρκεια της εναρκτήριας ομιλίας της. Και τώρα, προσοχή, αισθήσεις από το κέ138
ντρο αυτής της μεγάλης έκτασης, που είναι γεμάτη καμινάδες όζοντος. Επικρατεί δριμύ ψύχος. Σκεπαστείτε». Το κρεβάτι του Μισίμα βρίσκεται ξαφνικά στη Σιβηρία. Νιώθει τον παγωμένο αέρα, τυλίγεται με τα σκεπάσματά του, μυρίζει την υγρή και παγωμένη τύρφη. Και παντού πανύψηλες καμινάδες που εκτοξεύουν το όζον στον ουρανό. Το αέριο προκαλεί τσούξιμο στα μάτια. Ο κύριος Τιβάς απλώνει το χέρι έξω από το κρεβάτι, στο πάτωμα. Πάει καιρός που δεν έχει αγγίξει χορτάρι, το οποίο, όταν το τραβάς, σου χαράζει ελαφρά τα δάχτυλα. Κοιτάζει το χέρι του. Δεν έχει ίχνος πληγής. Η Σιβηρία φεύγει ξαφνικά από το δωμάτιο. Εμφανίζεται ξανά η παρουσιάστρια στην καρέκλα. Μπαίνει η ξανθιά Μέριλιν, με φαρδύ σπανιόλικο φόρεμα. Είναι πιο όμορφη ακόμη και από τη γυναίκα της τηλεόρασης. Τη συνοδεύει ο φύλακας του νεκροταφείου. «Καλησπέρα, πεθερέ μου». Η κόρη Τιβάς περνάει μέσα από το φως της παρουσιάστριας. «Κοίτα, μπαμπά, τι ωραίο μπουκέτο μου πρόσφερε ο Έρνεστ. Μάζεψε τα λουλούδια απ' τους τάφους με τη σκέψη του σ' εμένα. Ωραίος που είναι ο έρωτας». «Ο θάνατος;» «Ο έρωτας... Α, μα τελικά εσύ δε θεραπεύτηκες ακόμη! Καλύτερα να κατεβείς να μας βρεις στο μαγαζί. Μόλις δεις τι ωραίο που έχει γίνει με τις γιρλάντες και τα λαμπιόνια, θα συνέλθεις αμέσως. Θέλεις να σου φέρω μια κρέπα;» «Μόνο αν έχει μέσα φαλλοειδείς αμανίτες...» 139
«Α, μα φτάνει πια, μπαμπά! Ορίστε, σου αφήνω στο κομοδίνο το μπουκέτο με τα λουλούδια μου απ' το νεκροταφείο. Μην περιμένεις τη μαμά για να κοιμηθείς, γιατί θα ξαπλώσει αργά. Απόψε θα γίνει μεγάλο γλέντι στο τμήμα των νωπών». «Γλέντι;»
140
Λ
ίγα βράδια αργότερα, ο Μισίμα, με φθαρμε'νες παντόφλες και, αντί πιτζάμας, κιμονό που έχει έναν κόκκινο σταυρό για να ξεκοιλιαστείς εύκολα, βρίσκει λίγη δύναμη και τη θέληση να σηκωθεί, να δοκιμάσει να κάνει τα πρώτα του κουρασμένα βήματα. Κακοξυρισμένος, με πρόσωπο τσαλακωμένο από τα σημάδια των σεντονιών και μάτια με μαύρους κύκλους, σέρνεται στο διάδρομο σαν μεθυσμένος, φτάνει στην πορτούλα που οδηγεί στον πύργο και στέκεται στη σκάλα την οποία πρέπει να κατεβεί για να βρεθεί στο μαγαζί. Κι εκεί, στο κεφαλόσκαλο, κρατώντας την κουπαστή, κοιτάζει κάτω. Και τι βλέπει! ...Δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Το μαγαζί, το ωραίο μαγαζί των γονιών του, των παππούδων του... που ήταν απέριττο σαν νεκροτομείο, καθαρό, λιτό... τι έγινε! Σε ένα μεγάλο πανό τεντωμένο από τον έναν τοίχο στον άλλον, πάνω από τις βιτρίνες, είναι γραμμένο ένα σύνθημα: «Αυτοκτονήστε από γεράματα!» Ο Μισίμα αναγνωρίζει το γραφικό χαρακτήρα του Άλαν. Από κάτω, ένα χαρούμενο πλήθος κουβεντιάζει, γελάει, στριμώχνεται στις μύτες των ποδιών για να δει, στο 141
τμήμα των νωπών, τρεις νε'ους να τραγουδούν, να παίζουν μια μελωδία στην κι... κιθάρα. Χτυπούν τα χέρια στο ρυθμό της μουσικής και παραγγέλνουν κρέπες σε σχήμα νεκροκεφαλής στον Βίνσεντ, που δεν προλαβαίνει να τις ετοιμάζει σε μια ηλεκτρική πλάκα τοποθετημένη στον πάγκο. Ο καπνός που βγαίνει από το τηγάνι θαμπώνει, ελαττώνει, καθιστά αδιαπέραστο το φως των λαμπτήρων νέον ανάμεσα στις μυρωδιές της ζάχαρης άχνης που καραμελώνει και της ζεστής σοκολάτας που πότε πότε στάζει, πέφτει, λεκιάζει το πλακόστρωτο δάπεδο. Το κορνέ σηκώνεται, κατεβαίνει, σχηματίζει τα σταυρωτά καλάμια στο μαγειρικό σκεύος, ενώ η Λουκρές ανοιγοκλείνει το συρτάρι του ταμείου: «Μία κρέπα; Τρία ευρώ-γεν. Ευχαριστώ, κύριε». Στη βιτρίνα με τις ξυριστικές λεπίδες, που έχουν πάρει δρόμο, η Μέριλιν βάζει μήλα -όχι εκείνα από τα σετ Άλαν Τούρινγκ- σε έναν αποχυμωτή και σερβίρει το χυμό σε ποτήρια: «Ένα ευρώ-γεν, παρακαλώ». Ο Έρνεστ κάνει μια επίδειξη σεπούκου, αλλά η λάμα του τάντο λυγίζει στην κοιλιά του, μετατρέπεται σε «οκτάρι», γίνεται φιόγκος. Ο Μισίμα τρίβει τα μάτια, κατεβαίνει τα σκαλιά. Ο φύλακας του νεκροταφείου πουλάει τρία σπαθιά σε εύθυμους πελάτες, τα τυλίγει και τα βάζει σε σακούλες που γράφουν «Γιούπι!» Ο κύριος Τιβάς αναγκάζεται να σκύψει για να περάσει κάτω από τη γιρλάντα, χτυπάει το κεφάλι στα λαμπιόνια με τα γιορτινά χρώματα. Σκέφτεται ότι ίσως βλέπει όνειρο. Αλλά, πάλι, όχι, γιατί τον φωνάζει η γυναίκα του: «Α, αγάπη μου, ήρθες επιτέλους! Τόσο το καλύτερο. 142
Θα μας βοηθήσεις, διότι, όπως βλέπεις, δεν προλαβαίνουμε. Θέλεις μια κρέπα;» Ένας πραγματικά απελπισμένος -κάποιος που δεν έχει ενημερωθεί για τις αλλαγές στο μαγαζί- μπαίνει και, όπως είναι φυσικό, κατευθύνεται προς τον Μισίμα, που φοράει τα ίδια θλιμμένα μούτρα, λέγοντάς του: «Θα ήθελα έναν τσιμεντόλιθο για να πέσω στο ποτάμι». «Έναν τσιμεντόλιθο... Α! Πάνω στην ώρα. Είναι ωραίο να βλέπεις επιτέλους κάποιον φυσιολογικό άνθρωπο. Μήπως τους μετακίνησαν; Μπα, όχι, είναι πάντα στη θέση τους». Ο κύριος Τιβάς παίρνει μια βαθιά ανάσα και σκύβει για να πιάσει έναν, με τα δύο χέρια, αλλά συνειδητοποιεί έκπληκτος ότι μπορεί να τον σηκώσει πολύ εύκολα. Αυτή η πλάκα τσιμέντου τού φαίνεται εξαιρετικά ελαφριά. Θα μπορούσε να τη στριφογυρίσει στο δάχτυλο του. Δεν είναι δυνατόν να απέκτησε τόση δύναμη μόνο με λίγες μέρες ξεκούραση. Εξετάζει την υφή του τσιμεντόλιθου, ξύνει την επιφάνεια με τα νύχια του: «Αφρός πολυαιθυλενίου...» μουρμουρίζει. Ο πελάτης ζυγίζει με τη σειρά του τον τσιμεντόλιθο. «Μα αυτό επιπλέει! Πώς γίνεται να πνιγείς με τέτοιο πράγμα;» Ο Μισίμα κατσουφιάζει και σηκώνει ψηλά τα φρύδια κουνώντας το κεφάλι. «Υποθέτω ότι δεν πρέπει να πιαστείτε πάνω του με τα χέρια... Αν, όμως, στερεώσετε την αλυσίδα στον αστράγαλο σας, θα μπορέσετε να πνιγείτε κάτω από αυτό τον τσιμεντόλιθο-σημαδούρα». 143
«Και γιατί πουλάτε τέτοια πράγματα;» «Ειλικρινά... δεν έχω ιδέα. Θέλετε μια κρέπα;» Ο πελάτης, σαστισμένος, κοιτάζει το πολύχρωμο μασκαρεμένο πλήθος που φυσάει σερπαντίνες και χορεύει το χορό των μαλακισμένων: «Είναι ο χορός των μαλακισμένων, νων, νων, νων!» «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δε βλέπουν ποτέ ειδήσεις στην τηλεόραση, ούτε απελπίζονται με το μέλλον της ανθρωπότητας;» «Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ...» απαντάει ο Μισίμα στον άντρα που έλπιζε να περάσει τη νύχτα του στο βάθος του ποταμού. «Θα σας συνόδευα ευχαρίστως...» Μπούουου! Πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κλαψουρίζοντας, ενώ στο τμήμα των νωπών ο Άλαν, που έχει απλώσει ένα σεντόνι, προτείνει ένα θέαμα με μαριονέτες, όπου τα πάντα είναι θαυμαστά, ωραία, εξωπραγματικά, αναγκαστικά ανόητα. Ο Βίνσεντ φαίνεται μια χαρά μέσα σ' αυτή τη γιορτινή, πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα και στους καπνούς του. Με το μπανταρισμένο κρανίο, δε χαμογελάει βέβαια, αλλά δείχνει πολύ καλύτερα. Η Λουκρές, που ανακαλύπτει το δακρύβρεχτο άντρα της, σπεύδει να τα βάλει με τον πελάτη που τον κρατάει στην αγκαλιά του. «Μα αφήστε τον ήσυχο! Τι του είπατε και είναι σε αυτή την κατάσταση; Εμπρός, δρόμο, έξω!» «Ήθελα μόνο ν' αγοράσω κάτι για να δώσω τέλος στη ζωή μου απόψε», λέει απολογητικά ο άλλος. «Δεν είδατε το πανό πάνω απ' τις βιτρίνες; Εδώ αυτοκτονούμε μόνο από γεράματα! Άντε, ουστ, αδειάστε μας τη γωνιά!» 144
Λέει και συνοδεύει στη σκάλα, περνώντας μέσα από το χαρούμενο πλήθος, τον άντρα της, που παραπαίει και ρωτάει: «Από τι είναι φτιαγμένες αυτές οι καινούριες λάμες του τάντο;» «Από καουτσούκ». «Και γιατί αλλάξατε το υλικό των τσιμεντόλιθων;» «Επειδή δε θέλω, όταν χορεύουν οι πελάτες, να σκοντάψουν και να τους πέσει κανένας στο πόδι. Φαντάζεσαι τη ζημιά; Είναι όπως με τα σκοινιά. Τώρα πουλάμε τα ίδια μ' εκείνα που χρησιμοποιούνται στο μπάντζι τζάμπινγκ. Η ιδέα είναι του Βίνσεντ, που λέει ότι οι άνθρωποι, αφού πηδήσουν απ' το σκαμνί και χτυπήσουν τρεις-τέσσερις φορές το κεφάλι τους στο ταβάνι, δε θα έχουν όρεξη να το επαναλάβουν. Ξέρεις ότι αλλάξαμε προμηθευτή; Τέρμα η Σκασίλα μου για το Θάνατο. Τώρα τα παίρνουμε όλα από τη Σκάω στα Γέλια. Κι επιπλέον, τριπλασιάσαμε τον τζίρο μας». Ο Μισίμα νιώθει τα γόνατά του να λυγίζουν. Η γυναίκα του τον αρπάζει από τις μασχάλες. «Εμπρός, γρήγορα στο κρεβάτι, μελαγχολικέ μου σύζυγε!»
145
Α
ργότερα, όταν το μαγαζί έχει αδειάσει πλέον, στη σιωπή της νύχτας, η κυρία Τιβάς βρίσκεται στο δωμάτιο του Άλαν. Καθισμένη σε μια καρέκλα, τον κοιτάζει που κοιμάται. Με τα χέρια σταυρωμένα στο κεφάλι και τους αγκώνες μακριά από τους ώμους, τα μπράτσα της Λουκρές σχηματίζουν στον αέρα τα βλέφαρα ενός μεγάλου ματιού τοποθετημένου σε ένα στέρνο. Η κόρη -το κεφάλι της κυρίας Τιβάς γερμένο στον ώμο- δείχνει στραμμένη και καρφωμένη στο γλυκό προσωπάκι του Άλαν στο λευκό μαξιλάρι, που κάθε χαρακτηριστικό του μαρτυρά τη χαρά της ζωής. Θα έρθει μήπως μια μέρα που θα πρέπει να τον αλυσοδέσουν, να τον ρίξουν στη θάλασσα, αυτόν το θαλασσοπόρο που ανακάλυψε την Αμερική; Ονειρεύεται, με τη μικρή ανασηκωμένη μυτούλα του, λαμπερούς παραδείσους. Είναι μια όαση σε μια έρημο ανίας. Με τον αυχένα ακουμπισμένο σε ένα συνθετικό μαξιλάρι, κουνάει ελαφρά τα χείλη, βυθισμένος σε κάποια ιστορία των ονείρων του. Με τα κλειστά βλέφαρα και τις μακριές και απαλές σαν αχτίδες φεγγαριού βλεφαρίδες, τα πάντα πάνω του μαρτυρούν μια ελπίδα εντελώς αναχρονιστική για την εποχή. Ετούτος ο μικρός, που την ημέρα κάνει το μυαλό 147
των ανθρώπων να ονειρεύεται, έχει ύφος καθαρό σαν τρεχούμενο νερό που κυλάει σε όλη του την ευτυχισμένη αθωότητα. Μοιάζει με τους ωραίους ορίζοντες που σε παρασύρουν σε μέρη άγνωστα. Και τα πόδια του κάτω από το σεντόνι τρέχουν σε μια κούρσα ριψοκίνδυνη. Η μυρωδιά του δωματίου του... Άρωμα δροσερό, μωρουδίστικο. Ο ύπνος του είναι γεμάτος θαύματα, από ένα καπρίτσιο της τύχης. Δημιουργός μαγείας το παιδικό μυαλό! Απόψε, το φεγγάρι ονειρεύεται ακόμη πιο τεμπέλικα. Η κυρία Τιβάς σηκώνεται και χαϊδεύει τις ξανθές μπούκλες του Άλαν, που ανοίγει τα μάτια και της χαμογελάει. Ύστερα γυρίζει στο πλάι και ξαναβυθίζεται στον ύπνο. Η ζωή, στο πλάι του, είναι σαν να παίζει βιολί.
148
Η
Λουκρές βρίσκεται τώρα στο κρεβάτι, δίπλα στον άντρα της. Είναι ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα χέρια κατά μήκος του κορμιού και μια σιωπή που απλώνεται στην αιωνιότητα να πλανιέται πάνω από το κεφάλι της. Οι μορφές σβήνουν και μετατρέπονται σε όνειρο. Να, όμως, που υψώνεται το φρικτό σύννεφο του παρελθόντος της, κάνοντάς τη να διπλώσει αργά τα γόνατα. Όταν ήταν μικρή -τεσσάρων, πέντε χρόνων-, η μητέρα της της έλεγε να την περιμένει σε ένα παγκάκι στην αυλή του παιδικού σταθμού με την υπόσχεση ότι, αν ήταν πολύ φρόνιμη, θα την πήγαινε στις κούνιες. Η μητέρα της πολλές φορές αργούσε, ενώ μερικές φορές δεν πήγαινε καθόλου, με αποτέλεσμα η διευθύντρια του σχολείου να λέει στο παιδί να γυρίσει μόνο του στο σπίτι. Ο πατέρας, παρά τις υποσχέσεις του, δεν εμφανιζόταν ποτέ. Έτσι συχνά, το βράδυ, το μικρό κοριτσάκι περίμενε φρόνιμα, πολύ φρόνιμα, να έρθει η μητέρα, και μαζί της οι κούνιες. Άραγε, έκανε ποτέ της κούνια; Η Λουκρές δε θυμάται, θυμάται μόνο την αναμονή, τη φανταστική αναμονή της μητέρας της, που θα την κοίταζε να κάνει κούνια. 149
Με τα μικρά παχουλά χεράκια της με τα ανασηκωμένα νύχια ακουμπισμένα στα πόδια της και το σώμα στητό, καθόλου καμπουριασμένο, κοίταζε με τα ορθάνοιχτα μάτια της ίσια μπροστά της. Κοίταζε ίσια μπροστά της, αλλά δεν έβλεπε τίποτε! Ήταν φρόνιμη, τόσο φρόνιμη σαν εικόνα, ώστε η μητέρα της αναγκαστικά θα ερχόταν, τόσο φρόνιμη ήταν! Απαγόρευε στον εαυτό της κάθε κίνηση, κάθε λέξη, κάθε στεναγμό. Περίμενε τόσο φρόνιμη, που η μητέρα της δεν μπορούσε παρά να έρθει. Ακόμη και αν την έτρωγε η άκρη της μύτης της ή μια κάλτσα γλιστρούσε στον αστράγαλο, εκείνη έμενε ασάλευτη. Η μαμά θα ερχόταν. Διαλυόταν μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, απορροφούσε τη φαγούρα στην άκρη της μύτης, τη δροσιά στη γάμπα λόγω της πεσμένης κάλτσας. Είχε μάθει να τα ενσωματώνει όλα αυτά. Ήξερε να αυτοσυγκεντρώνεται, μάθαινε να γίνεται ζεν. Όταν, αργότερα, είδε τα ρεπορτάζ για τους αρχαίους βουδιστές ιερείς, κατάλαβε ότι εκείνη είχε μάθει να μπαίνει στην ίδια πνευματική κατάσταση από τεσσάρων χρόνων. Από την παιδική της ηλικία κράτησε μόνο τη δυνατότητα αυτής της απουσίας, τον τρόπο να δείχνει ξαφνικά ότι κοιτάζει πολύ μακριά μπροστά της. Δημιουργώντας ένα κενό στο κεφάλι της, όπως όταν περίμενε τη μητέρα της στο παγκάκι της αυλής του σχολείου. Εκμηδενιζόταν, δεν αισθανόταν καθόλου το σώμα της, θα μπορούσε να ορκιστεί ότι ούτε καν ανέπνεε. Όταν έφτανε η μητέρα, η κόρη δε ζούσε πλέον. Έ ξ ω βρέχει. Και η βροχή από θειικό οξύ μαστιγώνει τα τζάμια του δωματίου. 150
Τ
ο ξέρω, το ξέρω πολύ καλά, το ξέρω σας λέω!
Τι νομίζατε; Τα πάντα άλλαξαν εδώ μέσα κατά τη διάρκεια της κατάθλιψης μου, δεν αναγνωρίζω πια τίποτε. Εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα!» Ο Μισίμα, κάπως καλύτερα, με γιλέκο και καρό πουκάμισο, έχει στο κεφάλι έναν κώνο από λευκό χαρτόνι διακοσμημένο με πολύχρωμες βούλες. Έ ν α λάστιχο περασμένο κάτω από το πιγούνι συγκρατεί αυτό το καπέλο, το οποίο παρατηρεί με ύφος διστακτικό ο πολύ σοβαρός άντρας που, μπροστά στον Μισίμα, τον ακούει να του εξηγεί: «Κι όμως, είχα ένα σωρό ιδέες, ώστε το μαγαζί να συνεχίσει όπως πρώτα. Σκόπευα να οργανώσω το γύρο του κόσμου με αεροπλάνο. Κανένας δε θα επέστρεφε! Θα επιλέγαμε τις πιο επικίνδυνες αεροπορικές εταιρίες του κόσμου και τους λιγότερο αξιόπιστους πιλότους. Στη Σκασίλα μου για το Θάνατο είχαν προσλάβει καμιά εικοσαριά - αλκοολικούς, καταθλιπτικούς που έπαιρναν ηρεμιστικά, τύπους με τη μύτη πάντα χωμένη στη σκόνη, ακόμη και στο πιλοτήριο. Είχαμε προβλέψει τα πάντα. Σε κάθε ενδιάμεση στάση, οι ταξιδιώτεςεπίδοξοι αυτόχειρες θ' ανέβαιναν σ' ένα νέο διαλυμένο αεροπλάνο και θ' αναρωτιούνταν εάν θα έπεφτε στον 151
ωκεανό, σε κάποια έρημο, πάνω σε μια πόλη... Οι άνθρωποι δε θα ήξεραν σε ποιο σημείο της Γης θα πέθαιναν. Όμως αλλάξαμε προμηθευτή...» «Δε θα έπρεπε να παραπονιέστε», σχολιάζει ο συνομιλητής του Μισίμα, «αφού οι δουλειές δείχνουν να πηγαίνουν περίφημα...» συνεχίζει κοιτάζοντας γύρω του τους πολυάριθμους πελάτες που μπαίνουν στο Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Φιλούν τρυφερά τη Λουκρές στα μάγουλα: «Α, τι κάνετε, κυρία Τιβάς; Πολύ χαιρόμαστε που ξαναρχόμαστε στο μαγαζί σας». Η Λουκρές, μεταμφιεσμένη σε φιαλίδιο για δηλητήριο, με το κεφάλι χωμένο σε ένα σκούφο που μοιάζει με καπάκι, τους προτείνει τις σπεσιαλιτέ της Δευτέρας -αρνάκι που έχει αυτοκτονήσει, βόδι που έχει απαγχονιστεί, πάπια με αίμα...- που τις έχει σημειώσει στον πίνακα στον οποίο άλλοτε σημείωνε το όνομα του δηλητηριώδους κοκτέιλ της ημέρας. Έβαλε να λύσουν και να κατεβάσουν στο υπόγειο τη διπλή κεντρική βιτρίνα, για να εγκαταστήσουν στη θέση της ένα μεγάλο μακρόστενο τραπέζι, γύρω από το οποίο συγκεντρώνονται οι πελάτες προκειμένου να βρουν λύσεις για το μέλλον του κόσμου. «Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ερημοποίησης», προτείνει ο ένας, «θα έπρεπε να μετατρέψουμε την άμμο σε πρώτη ύλη χρήσιμη στους πληθυσμούς, όπως έχει γίνει με τα δάση, το κάρβουνο, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο...» «Σίγουρα, εάν τη συμπιέζαμε και τη θερμαίναμε σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες», παρεμβαίνει ένας άλλος, «θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε υαλότουβλα εξαιρε152
τικής ανθεκτικότητας, που θα ήταν απαραίτητα στις οικοδομές». «Α, ναι!» αναφωνεί μια κοπέλα, «κι έτσι κάθε πολυκατοικία, γέφυρα ή όποιο άλλο οικοδόμημα θ' αποτελούσε μια μικρή νίκη απέναντι στους αμμόλοφους». «Οι περιοχές του κόσμου που υποφέρουν περισσότερο από αυτή τη μάστιγα θα γίνονταν οι πλουσιότερες. Θα ήταν θαυμάσιο». «Θα θημειώθω την ιδέα θαθ», λέει ενθουσιασμένος ο Άλαν, μες στο κοστούμι του Αλαντίν, από την άκρη του τραπεζιού. «Πάντα υπάρχει λύθη για κάθε πρόβλημα. Δεν πρέπει ν' απελπιζόμαθτε ποτέ». Το να ακούει τέτοια λόγια στο μαγαζί του κάτι προκαλεί στον Μισίμα... Ολοένα αυξάνεται ο αριθμός όσων θέλουν να έρχονται, να συναντιούνται, να ελπίζουν στο Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών, που τώρα πια ονομάζεται ΜΤΑ. Ο Μισίμα, πετρωμένος, προτιμάει να παραμείνει στις παλιές του θέσεις, απέναντι στο σοβαρό άντρα: «Ήθελα να εγκαταστήσω ένα γραμματοκιβώτιο στο οποίο οι πελάτες θα έριχναν ένα σημείωμα που θα εξηγούσε το διάβημάτους. Ωραία ιδέα, ε; Οι γονείς του νεκρού, οι φίλοι του, αν είχε, θα μπορούσαν να πάρουν την αλληλογραφία του. Σκέφτομαι ότι σίγουρα, μες στον πόνο τους, θα επισκέπτονταν μια άλλη στιγμή τα ράφια του μαγαζιού και ίσως αγόραζαν κάτι για τους ίδιους. Είχα προγραμματίσει εβδομάδες προσφορών - εβδομάδα κανναβόσκοινου, για παράδειγμα, κ.λπ. Για τη γιορτή των ερωτευμένων, δύο προϊόντα στην τιμή του ενός». Η Μέριλιν, μεταμφιεσμένη σε σέξι και διασκεδα153
στική νεράιδα στο τμήμα των νωπών, αγγίζει πλέον τους πελάτες μόνο με το μαγικό ραβδί της: «Οπ, είστε νεκρός!» Έ ν α πράσινο φωτάκι αναβοσβήνει στην άκρη του ραβδιού πετώντας σπίθες κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με κάποιον. Και οι υποτιθέμενοι αυτόχειρες κυλιούνται στο δάπεδο κάνοντας ότι συστρέφονται από τον πόνο, προς μεγάλη απελπισία του Μισίμα, που εισπράττει, παρά τη θέλησή του, τα δώδεκα ευρώ-γεν του Death Ki..., έστω κι αν δεν είναι φιλί! Ο έμπορος τραβάει το λάστιχο του καπέλου του, που γδέρνει το δέρμα του λαιμού του: «Η κόρη μου είναι έγκυος απ' το φύλακα του νεκροταφείου. Θέλει να φέρει στον κόσμο μια ζωή. Καταλαβαίνετε;» Ο άντρας απαντάει: «Μα κι εσείς, εφόσον έχετε τρία παιδιά, σημαίνει ότι αγαπούσατε τη ζωή». «Τρία παιδιά... Το τρίτο...» λέει υποτιμητικά ο Μισίμα. «Είχα προγραμματίσει να εφαρμόσω μια ιδέα του πρωτότοκου προτού τον καταστρέψει ο μικρός. Επρόκειτο για ένα απλό μεταλλικό στεφάνι, το οποίο θα τοποθετούνταν στο κεφάλι και από πίσω θα είχε ένα μικρό βραχίονα, στην άκρη του οποίου θα υπήρχε ένας φακός. Έτσι οι άνθρωποι, το καλοκαίρι, θα μπορούσαν ν' αυτοκτονήσουν από ηλίαση. Θα αρκούσε να καθίσουν σ' ένα ηλιόλουστο μέρος και να ρυθμίσουν το φακό στο σημείο πυράκτωσης. Όταν άρχιζαν να κοκκινίζουν τα μαλλιά, θ' αρκούσε να μείνουν ακίνητοι. Η συμπυκνωμένη άκρη της ακτίνας θα έκανε επίθεση στο τριχωτό της κεφαλής κι έπειτα στο κρανίο. Όταν θα 154
μάζευαν τους απελπισμένους, απ' τη μεγάλη μαύρη τρύπα στο καρβουνιασμένο κεφάλι τους θα έβγαιναν αναθυμιάσεις... Όμως όλ' αυτά δυστυχώς έπαψαν να είναι επίκαιρα. Κοιτάξτε αυτόν εκεί, τον πρωτότοκο, που ήταν η περηφάνια μου, κοιτάξτε πώς κατάντησε! Πρώην ανορεξικός, με πραγματική ψυχοπαθητική ιδιοσυγκρασία κατά συρροήν δολοφόνου, ανακάλυψε ένα νέο πάθος. Ξέρετε ποιο; Τις κρέπες! Ειλικρινά... Τρώει απ' το πρωί ως το βράδυ». Ο Βίνσεντ, με ολοστρόγγυλα μάγουλα, κοντά κόκκινα γένια και μάτια ακόμη γεμάτα θυμό κάτω από τους επιδέσμους του κρανίου, έχει μεταμφιεστεί σε Θάνατο - φοράει μια φόρμα μαύρη με άσπρα οστά. Ανακατεύοντας το χυλό σε ένα μεγάλο μπολ, κοιτάζει τον πατέρα του που πλησιάζει και χτυπάει με την παλάμη του τη φουσκωμένη κοιλιά του: «Έχει τα κιλάκια του ο σκελετός, ε;» Ύστερα, ο Μισίμα στρέφεται και πάλι προς τον επισκέπτη: «Βλέπετε ότι δε μου έλειπαν οι ιδέες. Γεγονός που μ' έκανε ν' αδιαθετήσω λίγες μέρες - όσο χρειαζόταν προκειμένου η υπόλοιπη οικογένεια να παραβεί το καθήκον της επηρεασμένη από τον άλλο αιώνια ευτυχισμένο, τον Αισιόδοξο, να, εκεί... Και τώρα, ιδού το αποτέλεσμα. Κοιτάξτε γύρω σας... τα καινούρια μας πιστόλια μίας χρήσειος ρίχνουν άσφαιρα πυρά, οι καραμέλες του θανάτου κάνουν κακό μόνο στα δόντια. Όσο για τα σκοινιά του απαγχονισμού, αν σας έλεγα... Τα σπαθιά του σεπούκου χρησιμεύουν για μυγοσκοτώστρες». 155
«Ωραία όλ' αυτά, αλλά η υπόθεση μας;» ρωτάει ανήσυχος ο επισκέπτης, που δείχνει πρόσωπο επίσημο, το οποίο έχει έρθει με ειδική αποστολή. «Εδώ πρόκειται για τη συλλογική αυτοκτονία όλης της περιφερειακής κυβέρνησης! Δεν είναι δυνατόν να τους δώσουμε μυγοσκοτώστρες!» «Τι θα θέλατε;» «Δεν ξέρω... Μια που το αναφέρατε νωρίτερα, ίσως "έμπορο άμμου", αν η ποσότητα επαρκεί για σαράντα άτομα». Ο Μισίμα φωνάζει τη γυναίκα του, που, μεταμφιεσμένη σε σπειροειδές φιαλίδιο για δηλητήριο, δίπλα στο τραπέζι συνεδριάσεων, ακούει όλα τα «θα μπορούσαμε», «θα ήταν δυνατόν», «θα κάνουμε αυτό ή εκείνο»... «Λουκρές! Μήπως έχει μείνει στο πίσω μέρος της κουζίνας μπελαντόνα, υπνωτικό ζελέ και "πνοή ερήμου";» «Γιατί τα θέλεις;» «Γιατί τα θέλω...» απαντά αναστενάζοντας ο έμπορος μπροστά στον απεσταλμένο της κυβέρνησης. «Σας διαβεβαιώνω, υπάρχουν φορές που τα χάνει τελείως αυτή εδώ...» Ύστερα υψώνει και πάλι τη φωνή προς τη συμβία του: «Η κυβέρνηση, επειδή αναγνωρίζει την ανικανότητα και την ενοχή της, αποφάσισε ν' αυτοκτονήσει σε απευθείας μετάδοση απ' την τηλεόραση! Θα μπορέσεις να τους ετοιμάσεις ό,τι χρειάζεται;» «Θα δω τι έχω! Θα με βοηθήσεις, Άλαν;» «Ναι, μαμά».
156
Π
οιος το έχανε αυτό, ποιος; Ποιος τόλμησε; Ποιο κάθαρμα;» Ο Μισίμα βγαίνει από το διαμέρισμά του με μάτια που στριφογυρίζουν σαν ιπτάμενοι δίσκοι. Καταφέρνει να δέσει την -κίτρινη- ζώνη ενός κιμονό που έχει ένα μεταξωτό κόκκινο σταυρό στο σημείο του ηλιακού πλέγματος. Με χέρια και πόδια ανοιχτά, κρατάει στη χούφτα του ένα τάντο με ακονισμένη και αστραφτερή λάμα -όχι από καουτσούκ-, την οποία ξεκρέμασε από τον τοίχο πάνο:> από τον μπουφέ της τραπεζαρίας. Πίνει μονοκοπανιά ένα ποτηράκι σακέ. Στο κεφαλόσκαλο, με ανθισμένα πασούμια στα πόδια, δείχνει απειλητικός, σαν σαμουράι έτοιμος να επιτεθεί. Θαρρείς ότι μιλάει γιαπωνέζικα: «Πι-ος το έ-κα-νε αφ-τό, πι-ος!» Μπορεί να ρωτάει ποιος το έκανε αυτό, ποιος, αλλά ενστικτωδώς κατευθύνεται προς τον Άλαν, που κουνάει αθώα τις μαριονέτες του στο τμήμα των νωπών. Η Αουκρές, που είχε τα χέρια στο κεφάλι, τα κατεβάζει γρήγορα και στέκεται μπροστά στον άντρα της. «Μα τι συμβαίνει πάλι, αγάπη μου;» Δείχνει να κοιτάζει πολύ μακριά μπροστά της ενώ 157
ο σύζυγος της μαστιγώνει τον αέρα με τη λάμα του, πασχίζοντας να φτάσει τον Άλαν, που το σκάει και περνάει τρέχοντας ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του πατέρα του για να ανεβεί τη σκάλα. «Αααχ!» Ο κύριος Τιβάς κάνει μεταβολή και τον κυνηγάει. Μόλις ανεβαίνει, ο Άλαν, αντί να παγιδευτεί στο δωμάτιο του ή σε κάποιο άλλο δωμάτιο του διαμερίσματος, προτιμάει να ανοίξει το πορτάκι στα αριστερά του, εκείνο που οδηγεί στην ελικοειδή σκάλα του πύργου - καμπαναριού εκκλησίας, μιναρέ τζαμιού ή... Ο πατέρας του τον κυνηγάει στα γλιστερά πέτρινα φθαρμένα σκαλοπάτια. Η λάμα του σπαθιού του, χτυπώντας τους τοίχους, πετάει σπίθες ενώ εκείνος ουρλιάζει: «Ποιο κάθαρμα έβαλε στο κοκτέιλ της κυβέρνησης αέριο που προκαλεί γέλιο;» Η μητέρα, νομίζοντας ότι ο άντρας της θα σκότωνε το μικρό της, παίρνει από το πίσω μέρος της κουζίνας ένα δοχείο με μπελαντόνα και σπεύδει στη στενή σκάλα του πύργου, ακολουθούμενη από τη Μέριλιν που φωνάζει «Μαμά!» και τον Βίνσεντ. Ο Έρνεστ, που εξακολουθεί να είναι κάπως χαμένος μέσα στο τοξικό νέφος, ρωτάει: «Τι συμβαίνει;» «Συμβαίνει ότι, ότι...» Ο κύριος Τιβάς, λαχανιασμένος που ανέβηκε τη σκάλα, πνίγεται ενώ δίπλα του, στον εξώστη του στενού και πανύψηλου πύργου, συγκεντρώνεται η υπόλοιπη οικογένεια. Ο πλακόστρωτος εξώστης είναι κυκλικός και καλύπτεται από μια κωνική σκεπή από σχιστόλιθο με ξύλινα δοκάρια. Στους τοίχους, ανοίγματα όμοια 158
με επάλξεις, σίγουρα για να μεταδίδεται καλύτερα ο ήχος της καμπάνας του παρελθόντος ή η φωνή, το μεγάφωνο, κάποιου χαμένου από καιρό μουεζίνη. Εδώ πάνω μουγκρίζει αδιάκοπα ο αέρας. Το φαρδΰ λευκό πλισέ φόρεμα της Μέριλιν φουσκώνει, ενώ εκείνη προσπαθεί να το συγκρατήσει βάζοντας τα χέρια ανάμεσα στους μηρούς της. Είναι νΰχτα! Κόκκινες και πράσινες λάμψεις από φώτα νέον, που προέρχονται από γιγάντιες κινεζικές διαφημιστικές πινακίδες, λοΰζουν τον πΰργο. Η κυρία Τιβάς φέρνει το άσπρο πλαστικό δοχείο με την μπελαντόνα στο στόμα της και απειλεί τον άντρα της που πλησιάζει τον Άλαν: «Αν τον σκοτώσεις, θα σκοτωθώ!» «Κι εγώ!» λέει η Μέριλιν δένοντας κάτω από το πιγούνι της το λουρί του κράνους με τις δύο ράβδους δυναμίτη, το οποίο της είχε χαρίσει ο Βίνσεντ όταν ενηλικιώθηκε. Σφίγγει στα χέρια της τα κορδόνια του πυροκροτητή. Ο πρωτότοκος έχει ακουμπήσει την κοφτερή πλευρά ενός μεγάλου κουζινομάχαιρου στο λαιμό του: «Εμπρός, μπαμπά...» Ο Μισίμα ξεσπάει: «Δε θέλω να σκοτώσω αυτόν, αλλά τον εαυτό μου!» Η Λουκρές, με τα χείλη κολλημένα στο στόμιο, δεν παραιτείται: «Αν σκοτωθείς, θα σκοτωθώ!» «Κ' εώ... το ίιο...» ακούγεται η πνιχτή φωνή της Μέριλιν μέσα από το κράνος με το θωρακισμένο γείσο, που σημαίνει: «Κι εγώ το ίδιο». «Εμπρός, μπαμπά», επαναλαμβάνει ο άλλος παλαβός, ο Βίνσεντ, τρώγοντας μια κρέπα. 159
«Ώστε, λοιπόν, δε θα τελειώσει ποτέ!» επεμβαίνει ο γλυκός Έρνεστ, που ξαφνικά είναι εκτός εαυτού. «Μέριλιν, αγάπη μου, θα γίνεις μαμά! Κι εσείς, πεθερέ μου, αν το κάνετε αυτό, ποιος θα κρατάει το μαγαζί;» «Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών δεν υπάρχει πια!» δηλώνει ο Μισίμα. Επικρατεί παγωμάρα. «Τι λες;» ρωτάει η Αουκρές κατεβάζοντας απότομα το δοχείο με την μπελαντόνα. «Θα γκρεμίσουν το μαγαζί! Το πολύ μέχρι αύριο το πρωί θα το έχουν κλείσει!» «Μα ποιοι;» θέλει να μάθει η Μέριλιν. «Αυτοί που γελοιοποιήσαμε απόψε...» Ο αέρας φυσάει δυνατά στην κορυφή του πύργου, σφυρίζει στη ραχοκοκαλιά των τοίχων. Ο Άλαν οπισθοχωρεί, ενώ ο πατέρας του προχωράει λέγοντας: «Αφού ο αρχηγός της κυβέρνησης, σε απευθείας σύνδεση στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων, έκανε την αυτοκριτική του, ξεβίδωσε το φιαλίδιο με τον "έμπορο άμμου", που ήταν μπροστά του, και το εισέπνευσε. Όλοι οι υπουργοί και οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων της περιοχής έκαναν το ίδιο. Κανένας δεν άγγιξε το κοκτέιλ, ούτε το ήπιε - κρίμα, γιατί κανένας δεν πέθανε. Αντίθετα, ξέσπασαν όλοι σε τρανταχτά γέλια, ενώ ο καθένας αφηγούνταν με τη σειρά του κάποιο φρικτό γεγονός της παιδικής του ηλικίας ξεσπώντας σε γέλια. "Όταν πήγαινα διακοπές στην εξοχή", είπε ο υπουργός Οικονομικών, "η γιαγιά μου, για να με ξυπνήσει, έριχνε κάθε πρωί ζωντανές οχιές στο κρεβάτι μου. Δη160
λαδή, στην πραγματικότητα ήταν νεκρές δενδρογαλιές, αλλά εγώ έτρεμα απ' το φόβο μου! Όταν επέστρεφα στη συνοικία των Λησμονημένων Θρησκειών, ψεύδιζα από τρόμο και κατουριόμουν πάνω μου. Αχ, ξαναρχίζει..." Πράγματι, στο δωμάτιο απλώθηκε η μυρωδιά των ούρων. "Εμένα", τον διέκοψε ο υπουργός Στρατιωτικών, "μου έλεγαν κλείσε τα μάτια και άνοιξε το στόμα. Νόμιζα πως ήταν για να μου δώσουν καραμέλες, ενώ εκείνοι μου έβαζαν στο στόμα κόπρανα λαγού! Ουουου..." Κι άρχισε να κυλιέται στο πάτωμα και να πηδάει τριγύρω σαν λαγουδάκι. "Θυμάμαι ότι στα έντεκα χρόνια μου", είπε ο υπουργός Περιβάλλοντος, "μου απαγόρευαν να κόβω λουλούδια από τους φράχτες, λέγοντάς μου ότι ήταν λουλούδια-κεραυνοί κι ότι, αν έκοβα ένα, ο κεραυνός θα έπεφτε πάνω μου. Βέβαια, ήταν την εποχή που υπήρχαν ακόμη λουλούδια στις πλαγιές! Χα χα χα! Τώρα πια, μετά τη θητεία μου στο υπουργείο, δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος! Δεν υπάρχουν πια αγριολούλουδα!" Ύστερα άρχισε να ξεριζώνει τα μαλλιά του γελώντας: "Μ' αγαπάω λίγο, μέχρι τρέλας, καθόλου!" Κοίταζα άναυδος, όπως σίγουρα όλοι οι τηλεθεατές, τινάζοντας τις μπουκλίτσες του υπουργού που είχαν πέσει πάνω στα μανίκια μου. "Κι εμένα μια φορά..." δήλωσε επιτέλους ο πρόεδρος, που έκλαιγε απ' τα γέλια, "ένας θείος μου μ' έκλεισε μέσα σ' ένα τσουβάλι πατάτες που ήταν τοποθετημένο σ' ένα κάρο και μαστίγωσε το άλογό του για να φύγει καλπάζοντας. Αναπηδώντας στο χάος που επικράτησε, έπεσα και βρέθηκα στη μέση του δρόμου κλεισμένος σ' ένα τσουβάλι πατάτες! Αααχ! Έπρεπε να με είχαν αφήσει εκεί. Ουουου! 161
Έτσι, δε θα οδηγούσα την περιοχή μου στην καταστροφή! Αχ! Αχ, αχ, αχ!" Ή τ α ν ένα δελτίο ειδήσεων τρελό, που ο παρουσιαστής αναγκάστηκε να το διακόψει απότομα, αφού ξεκαρδίζονταν και οι κάμεραμεν του στούντιο. Η κάμερα 3ϋ-ολοκληρωμένες αισθήσεις χοροπηδούσε προς κάθε πλευρά. Ούτε έβλεπες ούτε καταλάβαινες τίποτε. Κι όλ' αυτά επειδή ένας άτιμος... έβαλε τα μέλη της κυβέρνησης να εισπνεύσουν αέριο που προκαλεί γέλιο! Ε, Άλαν;» ρωτάει στρέφοντας το βλέμμα. Μέσα στα μάτια του περνούν κινεζικές διαφημίσεις. Το εντεκάχρονο παιδί οπισθοχωρεί. «Μα, μπαμπά, δεν ήκθερα! Με τη μάθκα τηθ μαμάθ θτο πρόθωπο, δεν το κατάλαβα. Το δοχείο που νόμιζα ότι είχε την "πνοή ερήμου" το πήρα απ' τη θυνηθιθμένη του θέθη, μόνο που κθέχαθα ότι είχαμε αλλάκθει προμηθευτή... ότι τώρα παίρνουμε απ' τη Θκάω θτα Γέλια...» Ο πατέρας προχωρά κρατώντας τη μύτη τού τάντο στραμμένη στον κόκκινο σταυρό του κιμονό του. Το κρανίο του γυαλίζει από φευγαλέα χρώματα. Η γυναίκα του βαδίζει στο πλευρό του, έτοιμη να καταπιεί ενάμισι λίτρο μπελαντόνα. Η Μέριλιν, με το μεγάλο μαύρο κράνος στο κεφάλι, μοιάζει με εφιαλτική μύγα. Με σούπερ σέξι φόρεμα που θυμίζει ηθοποιό, προχωράει στα τυφλά, σφίγγοντας στα χέρια της τους δύο πυροκροτητές. Ό σ ο για τον καλλιτέχνη Βίνσεντ, τον άλλο πεφωτισμένο μαλακισμένο φακίρη, ανάμεσα σε μια απαίσια γκριμάτσα και στο ρέψιμο από την κρέπα, απολαμβάνει εκ των προτέρων τον κόκκινο πίδακα που θα αναβλύσει από το σωληνάριο του λαιμού του. 162
Ο Άλαν οπισθοχωρεί πανικόβλητος μπροστά στο εφιαλτικό θέαμα της απίστευτης οικογένειας του, που είναι έτοιμη να αποδεκατιστεί μπροστά στα μάτια του! Μια διαφήμιση για αναβράζοντα δισκία ανεβάζει τις φυσαλίδες της σε όλο το ύψοςτου πύργου Δίας. Ο Άλαν αρνείται να δεχτεί το αναπόφευκτο, απλώνει το χέρι, λέει «Όχι, όχι, μην το κάνετε...» οπισθοχωρεί και παραπατάει. Η πλάτη του περνάει μέσα από κάποιο άνοιγμα. Τα πόδια τινάζονται στον αέρα και πέφτουν ολόισια. Η Αουκρές, ο Μισίμα, η Μέριλιν, ο Βίνσεντ, ακόμη και ο Έρνεστ, παρατούν τα πάντα στις πλάκες -μπελαντόνα, τάντο, μαχαίρι- για να τρέξουν και να σκύψουν πάνω από το άνοιγμα. Η Μέριλιν, έχοντας μπερδευτεί στα κορδόνια των πυροκροτητών του κράνους με το θωρακισμένο γείσο που την τυφλώνει, ρωτάει: «Τι συνέβη;» Ο φύλακας του νεκροταφείου τραβάει το λουρί. «Ο Άλαν έφυγε απ' το παράθυρο», της απαντάει. «Τι;» Ωστόσο, ακόμη δεν έχει τσακιστεί στη λεωφόρο Μπερεγκοβουά! Είναι εκεί, έναν όροφο παρακάτω, στην άκρη μιας μικρής στέγης, κρέμεται στο κενό, έχοντας πιαστεί με το δεξί του χέρι από μια τσίγκινη υδρορροή, που οι συγκολλήσεις της σπάνε και πετάγονται μία μία. Ο αριστερός του ώμος έχει χτυπήσει από το πέσιμο ακινητοποιώντας του το ένα χέρι. Η υδρορροή διαλύεται σιγά σιγά παρασύροντας τον Άλαν. Από στιγμή σε στιγμή θα σπάσει εντελώς. Και τότε αρχίζει να πέφτει προς το παιδί μια μακριά άσπρη κορδέλα. 163
Ο Βίνσεντ βγάζει τον επίδεσμο του! Με μεγάλη ταχύτητα, σκυμμένος στο κενό, ξετυλίγει από το κρανίο του τον πολΰ μεγάλο επίδεσμο, που σύντομα φτάνει κοντά στο δεξί χέρι του Άλαν, ο οποίος τον αρπάζει ακριβώς την ώρα που η υδρορροή ξεκολλάει από τον τοίχο και πέφτει στο πεζοδρόμιο, όπου αναπηδάει, εκεί κάτω, σαν στο βάθος του σκότους. Οι γονείς και η αδελφή στρέφονται άναυδοι προς το μεγάλο αδελφό, που κρατάει γερά στις σφιγμένες γροθιές του το μακρύ επίδεσμο, στην άκρη του οποίου κρέμεται ο Άλαν. «Γρήγορα, βοηθήστε με». Ο Μισίμα, η Λουκρές, η Μέριλιν και ο Έρνεστ βοηθούν τον Βίνσεντ τραβώντας σιγά και μαλακά τον επίδεσμο, για να μη σκιστεί. Και ο Άλαν ανεβαίνει αργά, πολύ αργά. Δέκα στοργικά χέρια τον φέρνουν πάλι κοντά τους. Θα τα καταφέρουν. Κι όσο ανεβαίνει το ελαφρύ παιδί, εκείνοι αφήνουν πίσω τους τον επίδεσμο που ελευθερώνεται, ώστε να αυξήσουν την αντοχή και την ασφάλεια. «Πόσο φοβήθηκα», ομολογεί η Λουκρές. «Ευτυχώς που ήσουν εκεί, μεγάλε», λέει αναστενάζοντας ο Μισίμα. «Δεν έχω πια πονοκέφαλο!» δηλώνει έκπληκτος ο Βίνσεντ. «Το αγοράκι μας θα το βαφτίσουμε Άλαν», αποφασίζει η Μέριλιν με δάκρυα στα μάτια. «Κι αν είναι κορίτσι, θα την πούμε Άλανα». Ο Έρνεστ κουνάει το κεφάλι του καταφατικά, και ο μικρός Τιβάς ανεβαίνει, ανεβαίνει. Κοιτάζει τα σκυμμένα προς το μέρος του κεφάλια του πατέρα του, της μη164
τέρας του, της αδελφής, του αδελφού και του σχεδόν γαμπρού του. Ο Μισίμα γελάει. «Έτσι κι αλλιώς, δε θα είχαμε κανένα πρόβλημα αν η τοπική κυβέρνηση έκλεινε με διάταγμα το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών! Με τα χρήματα που κερδίσαμε τελευταίως πουλώντας τρικ, μπορούμε κάλλιστα ν' αγοράσουμε το Φρανσουά Βατέλ, το οποίο θα μετονομάσουμε σε Εδώ Καλύτερα από Απέναντι. Θα το φτιάξουμε...» «Κρεπερί;» ρωτάει ο Βίνσεντ. «Αν θέλεις!» απαντάει γελώντας ο κύριος Τιβάς, που ο μικρός του γιος δε θυμάται ποτέ να τον έχει ξαναδεί τόσο χαρούμενο όσο εκείνη τη στιγμή. Ο πρωτότοκος λάμπει κι αυτός -πρώτη φορά- τραβώντας τον επίδεσμο: «Θα σταματήσω τις νεκροκεφαλές -τελικά, είναι πολύ ψυχοφθόρο- και θα φτιάχνω κρέπες στρογγυλές όπως το πρόσωπο του Άλαν, με δύο τρύπες στη θέση των γελαστών ματιών του και μια σχισμή σε σχήμα μεγάλου, αισιόδοξου χαμόγελου. Γύρω απ' την κρέπα, θα κάνω με το κορνέ χρυσαφένιες μπούκλες και θα πασπαλίσω τα μάγουλα με λίγη σοκολάτα σε σκόνη, για να μιμηθώ τα σπυράκια. Ακόμη και όσοι δεν έχουν όρεξη, θα θελήσουν να το κορνιζώσουν και να το βάλουν πάνω απ' το κρεβάτι τους για να πιστέψουν σε κάτι όμορφο». «Αυτό θα πει ευτυχία!» σιγοτραγουδάει η Λουκρές, που ο μικρός της γιος δεν την έχει ακούσει ποτέ να τραγουδάει. Και το παιδί ανεβαίνει. Δεν απέχει πια παρά μόνο 165
τρία μέτρα. Στην πλάτη του ανοιχτόχρωμου πουλόβερ και στο παντελόνι του γλιστρούν οι αντανακλάσεις των κινεζικών ιδεογραμμάτων. Ο Άλαν, σφίγγοντας τον επίδεσμο, δίχως να φωνάζει βοήθεια, ούτε να αισθάνεται μίσος ή φόβο γι' αυτό που ήταν, τους κοιτάζει ανεβαίνοντας σταδιακά. Η ευτυχία όλων, η ξαφνική πίστη στο μέλλον και τα αστραφτερά χαμόγελα στο πρόσωπο τους είναι το έργο της ζωής του. Δύο μέτρα πιο πάνω, η αδελφή του είναι καταχαρούμενη. Η κυρία Τιβάς τον κοιτάζει να πλησιάζει σαν να βλέπει ξαφνικά να φτάνει η μητέρα της στην αυλή του σχολείου. Η αποστολή του Άλαν ολοκληρώθηκε. Ανοίγει το χέρι του!
166