ΤΟΜΑΣ ΜΑΝΝ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ Μετάφραση: Μαρία Κωνςταντινιδη Εισαγωγικό σημείωμά: Ηρακλής Δ. Λογοθέτης
• • • •
ΠΡΟΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ Τό άπομεσήμερο... ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝΝ
ΠΡΟΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΗ Ο Γουστάβος 'Άσσενμπαχ η Φόν ’’Άσσενμπαχ -από τότε πού γιόρταζε τα πενηντάχρονά του είχε αποκτήσει 9 τό σπίτι αυτόν τον τίτλο— βγήκε άπ του πού βρισκόταν στην Πρίντσεγκεντεστράσσε στο Μόναχο, με την απόφαση να κάνει εναν περίπατο, ολομόναχος... δίχως τήν παραμικρή
νύξη υποψίας ότι ο περίπατος αύτος τον οδηγούσε στήν Βενετία, δπου με θά τή σειρά μας θά τον ακολουθήσουμε βήμα προς βήμα. Ό ήρωάς μας αισθάνεται κάποιον εκνευρισμό, τή φθοροποιό ένταση μιας αχαλιναγώγητης ορμής πού προέρχεται από τήν άσωτεία τής δημιουργικής του δύναμης, όλον εκείνο τον μετεωρισμό των συγκεχυμένων διαθέσεων — νά οι πρώτες πινελιές του
3/379
Τόμας Μάνν στο σπετσάτο φόντο παρατεταμένης υγρασίας πού επιστέφεται άπό ένα νοσηρό, όψιμο καλοκαίρι καί συνάμα τό αίσθημα τής πνιγηρής ασφυξίας ή μάλλον ή προαναγγελία της σέ τόνους βαθύχροα υπαινικτικούς πού μέλλεται νά πυκνώσουν στή συνέχεια. Οί άπομόναχοι δρόμοι φέρνουν τον συγγραφέα —ο νεαρός Τόμας Μάνν μέ τήν άνεπίσχετη ρώμη διαπιστεύεται όχι στήν ολύμπια persona τής ώριμης διασημότητάς του αλλά στήν ταραχή των άνείκαστων φόβων του— σ’ ένα τρίγωνο εύεξήγητων προοιωνισμών: Τό Βορεινό νεκροταφείο, τά μαρμαράδικα μέ τούς σταυρούς, τις ταφόπετρες και τ’ άγάλματα πού συγκροτούν ενα δεύτερο άκατοίκητο νεκροταφείο και τό
4/379
παρεκκλήσι βυζαντινού ρυθμού μέ τή διάφανη κι ώστόσο άναποκρυπτογράφητη ακόμα μυστικοπάθεια των σχημάτων του. Στο παρεκκλήσι αύτό, άπό τή στοά με τά δύο ζώα τής άποκαλύψεως πού φρουρουν τά σκαλοπάτια τής εισόδου, προβάλει ο πρώτος δυσάγγελος. "Ενας Έρμης πυλαίος καί ψυχοπομπός, ένόδιος καί νεκροπομπός κατά τήν ελληνική παράδοση, ενας ξένος από πολύ μακριά πού μοιάζει νά προκύπτει από τή ρωγμή τού τοπίου γιά νά βαθύνει τό ρήγμα τό όποιο μόλις αρχίζει νά σχηματίζεται στήν αυστηρή προσωπικότητα του ’Άσσενμπαχ. Ή εμφάνισή του είναι εξίσου δυσοίωνη με αύτό τό τοπίο: Μεσόκοπος, αδύνατος, δίχως γένι και με χτυπητά σιμη μύτη · ό
5/379
φίλος, ηταν κοκκινοτρίχης, από κείνους τούς τύπους με τό γαλατένιο φακιδωτό δέρμα... είχε κρεμασμένο στην πλάτη τό απαραίτητο σακίδιο... κρατούσε μια 9
γκρίζα μουσαμαδιά σταριστερό... και στο δεζί ενα μπαστούνι με σιδερένια μύτη. Ό ψηλόλιγνος λαιμός, τό προτεταμένο καρύδι, τά στενά τραβηγμένα χείλη, τά άχρωμα μάτια με τις κόκκινες βλεφαρίδες — ολες οι αρετές του φτασμένου πορτραιτίστα στήν υπηρεσία τής άτμόσφαιρας, μιά δεξιοτεχνική μανιέρα τής όποιας ό Τόμας Μάνν άν δεν είναι πρωτουργός δεν είναι σίγουρα κι ο τελευταίος της έργάτης. "Όμως μαζί μέ τον άέρα τής άόριστης απειλής πού άναδίδει ή προπετής καί γριφώδης φυσιογνωμία τού ταξιδιώτη, περνάει στον
6/379
’Άσσενμπαχ καί ή ανάσα μιας ύψηλόσφυγμης υπόσχεσης. Ή δίψα τής φυγής καί ή λαχτάρα τών περιπλανήσεων κυκλώνουν τον έρμαιο συγγραφέα με τήν ωστική δύναμη ενός παροξυσμικού κύματος. Στή φαντασία του θεριεύει ενας άλλόφρων εξωτισμός μέ οράματα καί θάματα αινιγματικών αποκρίσεων. "Ενα σκίρτημα τόσο αλλόκοτο γιά έ'ναν συγγραφέα μέ σχολαστικό πρόγραμμα εργασίας (γνωρίζουμε ότι ό ίδιος ο Τόμας Μάνν έγραφε κάθε μέρα μία τουλάχιστον σελίδα), πού ή εύρωπαική του ψυχή δεν τον άφησε ποτέ νά έγκαταλείψει τήν Ευρώπη (γνωρίζουμε επίσης τις μετέπειτα δυσχέρειες του συγγραφέα στήν Αμερική, τά άχθοφορικά των οποίων διακρίνονται στο σημαδιακό
7/379
έργο του Κλάους Μάνν, Ή κρίσιμη καμπή), άλλά και τόσο βαθύριζο ώστε τελικά ό νΑσσενμπαχ εξουθενωμένος άπό τήν άνιση πάλη μαζί του δεν θά καταφέρει νά τό άγνοήσει. Βέβαια τά εξωτικά σχέδια των ορμητικών δραπετεύσεων είναι πάρωρα, μοιάζουν φαντασιοκοπήματα εξημμένης εφηβικής φαντασίας καί θά έγκαταλειφθούν. Ό ’ Ασσενμπαχ σάν γνήσιος γερμανός θά πάει στήν ’Ιταλία. ’Ανέκαθεν οί γερμανοί, συγγράφεις καί καλλιτέχνες, κατέβαιναν στήν ’Ιταλία. Τό χρονικό αυτής τής ταξιδιωτικής ίντελλιγκέντσιας μέ τήν μεταναστευτική διάθεση του νότου καί τήν πειθαναγκαστική έμμονή τής γενέθλιας καθήλωσης, είναι ογκωδέστατο.
8/379
Μοιάζει μέ πλανητικό εκκρεμές άπεριόριστων, καί λίγο ώς πολύ προκαθορισμένων διαδρομών, στά άκρα του οποίου ό Γκαιτε άναζητεΐ τήν αναγεννησιακή ρίζα της περιώνυμης ευρωπαϊκής ψυχής καί ό Νίτσε τήν νοσταλγική αύτοθεραπεία τών βόρειων νευρώσεων πού τον βασανίζουν άδιαλείπτως. Ό ’Άσσενμπαχ είναι συγγραφέας πού οφείλει τήν στυλιστική του άρτιότητα στήν πειθαρχημένη έργασία άλλά καί σέ κείνο τό άνικανοποίητο πού άπό τήν περίοδο τής νεότητας ύπέβοσκε μέσα του σάν ουσία καί εσωτερική φύση τού ταλέντου του. Σπεύδοντας στήν ’Ιταλία γιά νά κατασιγάσει αύτό το ανικανοποίητο άνατρέπει τήν επίμοχθη ισορροπία ψυχρής πειθαρχίας καί θερμών
9/379
παρορμήσεων. Τό δυναστικό άρμα τής γραφής έκτροχιάζεται καί ή παραμυθία της νότιας διαφυγής θά άποβεΐ θανατηφόρα. Στο σημείο αύτό ή ανάγνωση τουΔοκιμίου για τήν καταγωγή των γλωσσών τοΰ Ζάν-Ζάκ Ρουσσώ προσφέρει τήν αποφασιστική κλείδα για τήν ανάγνωση τής καθόδου τοΰ ’Άσσενμπαχ στήν Ιταλία. Αλλά προτρέχουμε στήν κλιμάκωση τής καθόδου, καλύτερα νά σταθούμε γιά λίγο στο κεφαλόσκαλο δπου δεσπόζει ή επιβλητική καί ήδη ρωγμώδης προσωπογραφία τού συγγραφέα: Οι πρόγονοι τοΰ ’Άσσενμπαχ ήταν αξιωματικοί, δικαστές και κυβερνητικοί παράγοντες, άνθρωποι που είχαν υποτάξει τή φειδωλή και μονότονη ζωή
10/379
τους στήν υπηρεσία του βασιλιά και τής πολιτείας [...] πιο ορμητικό αιμα είχε ανακατωθεί στήν προηγούμενη γενιά, από τή μητέρα τοΰ ποιητή, κόρη :
κάποιου Βοημοΰ άρχιμουσικου. Από κείνη προέρχονταν τά σημάδια ξενικής ράτσας, εκδηλα στήν εξωτερική. του εμφάνιση. Τό συνταίριασμα τής αυστηρής υπηρεσιακής ευσυνειδησίας μέ τις πιο σκοτεινές φλογερές παρορμήσεις, έφτιαξαν τον καλλιτέχνη και μάλιστα τούτον τον ξεχωριστό καλλιτέχνη. [...] Ή ευνοούμενή του λέξη ήταν <<συγκρατήσου»[...] που τή θεωρούσε σαν συμπύκνωση τής παθητικής αρετής. [...] Ό "Ασσενμπαχ ήταν ό ποιητής ολων εκείνων πού δημιουργούν στα ορόσημα τής εξάντλησης, πού λυγίζουν κάτω9 άπ τό
11/379
βαρύ μόχθο, πού εΐναι κιόλας τσακισμένοι καί στέκουν ωστόσο ορθοί, ολων αυτών τών ήθικολόγων τής άγωνιστικής άξίας, πού βιολογικά εύθραυστοι και δίχως καμμιά εύκολία σέ μέσα, πετυχαίνουν γιά κάμποσο καιρό τά πιο μεγάλα πράματα, χάρη στήν ένταση τής θέλησης και σ' ενα σοφό χειρισμό. [...] Στή νεότητά του είχε πάρει και αύτός μέρος στή βάρβαρη, νεανική ορμή τού αιώνα και κάτω9άπ τήν επίδρασή της δέν έδείλιασε νά χάνει φανερά παραστρατήματα, πολλά σφάλματα πού τον εξέθεσαν, καθώς και τολμηρότητες ενάντια στο ήθος, τή διακριτικότητα και τή φρόνηση [...] 6 ’Άσσενμπαχ ήταν απόλυτος'και προβληματικός, οσο κανένας νέος. Ήταν ολοκάθαρα και δουλόπρεπα
12/379
εγκεφαλικός και μέ πλήρη επίγνωση, κάνοντας κατάχρηση τού πνευματικού στοιχείου, άσώτευε τους πνευματικούς καρπούς, 6ε£ήλωνε τά μεγάλα προβλήματα, δέν είχε έμπιστοσύνη στο ταλέντο, πρόδιδε τήν τέχνη. [...] Φαίνεται ομως, πώς σ' εναν άξιόλογο και εύγενικό άνθρωπο τίποτα δέν άμβλύνεται πιο γρήγορα και πιο ολοκληρωτικά οσο ή αιχμηρή και πικρή γοητεία τής γνώσης. [...] Μιά εξέλιξη είναι μιά μοίρα. Και πώς θάταν βολετό ενας καλλιτέχνης, πού πασχίζει γιά τή σταδιοδρομία του και τον συνοδεύουν ή εμπιστοσύνη και ή επιδοκιμασία τού μεγάλου κοινού, νά μήν άκολουθεΐ διαφορετικό δρόμο άπό κείνον πού άκολουθει οποίος δε δεσμεύεται άπό υποχρεώσεις προς τή φήμη; Μόνο ενας
13/379
άδιόρθωτος μποέμ γελάει καί ειρωνεύεται, όταν κάποιος προικισμένος μέ ταλέντο ξεπερνάει τό στάδιο τού ξένοιαστου άρχάριου και άποκτώντας συνείδηση τής αξίας του, υποχρεώνει και τον κόσμο νά τήν άναγνωρίσει και νά τήν τιμήσει, ενώ συγχρόνως τυλίγεται μ ' ενα λαμπρό μανδύα γιά νά κρύψει τούς σκληρούς άγώνες του και τή μοναξιά του. ’Αληθινά, πόση δραματική ηθοποιία, πείσμα και άπόλαυση γιά τον ίδιο τον καλλιτέχνη, δέν περικλείει ο ρόλος τοΰ άναπτυσσόμενου ταλέντου! Μέ τον καιρό στον τρόπο εργασίας τοΰ ”Ασσενμπαχ μπήκε κάτι τό σχολιαστικό και τό επίσημο. Τό στυλ του απογυμνώθηκε άπ' τό πηγαίο, τις άσυγκρά-τητες τολμηρότητες, τήν
14/379
πρωτοτυπία και τήν έξοχη λεπτότητα των συναισθηματικών αποχρώσεων πού είχε στα πρώτα χρόνια και εγινε τώρα σταθερό, ευγενικό οπως τοθελε ή παράδοση, συντηρητικό, αποφθεγματικό, μορφικά τελειωμένο. Ή τελείωση όμως είναι ήδη ενα άποτέλειωμα, το άριστα συντελεσμένο γίνεται άνάβλεμψια προς τήν πλήρη συντέλεια, καί τό ρίγος αυτής τής οδυνηρής καί όψιμα κατορθωμένης αυτεπίγνωσης φαίνεται νά συνέχει τον ’Άσσενμπαχ σ’ αυτή τήν παλίμψηστη εικονογραφία: πίσω του διακρίνεται ή φιγούρα τού γηραλέου Γκαίτε, μπροστά του ή επίφοβη εικασία τού ιδίου τού Τόμας Μάνν προβεβλεμένη σε ό,τι τον άναμένει τριάντα χρόνια μετά τήν
15/379
κατάθεσή της. Ό συγγραφέας σπεύδει λοιπόν στήν Ιταλία, έπανερχόμαστε μαζί του, γιά νά τον παρακολουθήσουμε, ολομόναχο, σε τούτη τήν έξορκιστική κάθοδο. Ό Νότος, ένας Νότος άπόλυτος στήν καταγώγική του ρήτρα, κείμενος στο περιθώριο κάθε χαρτογραφικής απόπειρας, λίκνο όλων των γλωσσών κατά τό Ρουσσώ άναμένει τον ’Άσσενμπαχ γιά τή δεινή βάπτιση. Στά νερά του οι γλώσσες τού πάθους, πού είναι γλώσσες τής ομιλίας καί των όμιλούντων υποκειμένων τους, θά υποδεχθούν έναν άμίλητο, σχεδόν άφασικό συγγραφέα, πού σε όλη τή διάρκεια τού ακροτελεύτιου ταξιδιού του θ’ άνταλλάξει ελάχιστες μόνο λέξεις μέ δευτερεύοντα πρόσωπα καί καμμιά
16/379
άπολύτως μέ τό άπόλυτο πρόσωπο τού Τάτζιο. Ή προσωρινή διακοπή τής γραφής είναι γιά τον ’Άσσενμπαχ τό οριστικό της τέλος καί τούτη ακούσια ή άπάρνηση γίνεται χωρίς καμμιά άνταποδοτική εισφορά αφού ό συγγραφέας άπαρνούμενος τή γραφή δεν θ’ άπο-πεφαθει καν νάμιλήσει προς τον πόλο αυτής τής άπάρνησης. Ό Νότος, ώς άπόλυτος πόλος τής ομιλίας λειτουργεί ώς μαγνητικός σιγαστήρας τής γραφής τοΰ βορρά. Κατά τον Ρουσσώ (εξαίρετες σελίδες γιά τό Δοκίμιο αφιερώνει ό Starobinski, La transparence et L obstacle καί ό Derrida, DelaGrammatologie), ή νότια ομιλία τοΰ πάθους καί ή βόρεια γραφή τής άνάγκης θά άναμετρηθοΰν υπό τήν έποπτεία μιας χαλασμένης πυξίδας στά
17/379
χάσματα τής μουσικής σημειογραφίας (ή πίσω πλευρά τής διαμάχης Ρουσσώ καί Ραμώ γιά τό παραστατικό εύρος τής σημειογραφίας αυτής, τήν αποτύπωση τοΰ τονικοϋ ίχνους καί τήν διαφορά τής φωνής τής ομιλίας καί φωνής του άσματος, είναι κατάστικτη άπό τά σημάδια τής παρούσας άναμέτρησης). Καί ό Τόμας Μάνν, ύπέρμαχος τής μουσικής πρόζας, στήν οποία άναζητά τήν τελείωση τοΰ ύφους του (άνάγνωθι τις περιπέτειες του Αντριάν Λέβερκιν στο μεταγενέστερο Δρ. Φάουστους), στέλνοντας τον συγγραφέα στήν Βενετία ν’ άντικρύσει τήν άπόλυτη μορφή, προεξοφλεί τήν θριαμβική πτώση τοΰ ήρωα. Ό τελευταίος άπογυμνωμένος άπό τήν πανοπλία τής βόρειας γλωσσικής άρθρωσης θά
18/379
υποταχθεί στο άναρθρο πάθος τοΰ νότου, στήν εξίσου άπόλυτη με τό πρόσταγμα τής γραφής πλήν άχάρακτη υπεροχή τής επιθυμίας. Μιας έπιθυμίας τήν ομιλία τής οποίας ό άποπλανημένος άπό τήν γραφή βόρειος άνθρωπος εχει ξεχάσει, άρα δέν μπορεί, ώς τό τέλος νά γίνει επιτέλους εταίρος τοΰ έρώμενου υποκειμένου της, αύτοΰ πού δέν θ’ άργήσει νά εμφανιστεί με τή μορφή τοΰ Τάτζιο, προείκασμα μιας πράγματι απτόητης φόρμας μέ δικαιώματα άπαράγραπτα, άνείκαστα σέ όποιαδήποτε γραφή. ’Έτσι, θά σημειώσει ο Ντε-ριντά, ή γραφή ανήκει στο Βορρά: ψυχρή, ενδεής λελογισμένη, στραμμένη προς τό θάνατο βέβαια, άλλα με αυτή τήν επίδειξη δυνάμεως, αυτόν τον ελιγμό δυνάμεως, 6 όποιος
19/379
πασχίζει νά διατηρήσει τήν ζωή. Πράγματι δσο πιο πολύ άρθρωμένη είναι μία γλώσσα, τόσο περισσότερο ή άρθρωση διευρύνει τον τομέα της, κερδίζει σε αυστηρότητα και σφρίγος, τόσο περισσότερο προσφέρεται στή γραφή, τόσο περισσότερο τήν επικαλείται. Μά ή προσφορά (αυτή είναι ή καίρια λέξη γιά εναν άνθρωπο πού έντυσε τήν έργώδη του αύτεπάρκεια μέ το ρήμα «συγκρατήσου» κι έζησε σάν κλειστή γροθιά σφίγγοντας τή γραφή στήν υπολογιστική παλάμη του) είναι τώρα στραμμένη στο Νότο. ’Έτσι τουλάχιστον δείχνει ή πάντοτε αναξιόπιστη κα' γι’ αύτό άκαταμάχητα έλκυστική πυξίδα τής έπιθυμίας πού κοχλάζει γιά τήν άσφαλή της παροχέτευση. Καί ή
20/379
άσφάλεια τής έπιθυμίας άπασφαλίζει τά δρώντα της υποκείμενα. Γιά τήν άπασφάλιση αύτή ή βιο-γραφία τού ’Άσσενμπαχ πού, χαλαρώνοντας, τή βαλβίδα τού αιφνίδιου πόθου διαστέλεται σέ βίο καί γραφή, είναι έτοιμη, άφ’ ότου τουλάχιστον ό ίδιος ομολογεί τή ρωγμή της. "Ο,τι ακολουθεί δέν είναι παρά τό μουσικό προανάκρουσμα αυτής τής παραδοχής. Άς μή ξεχνάμε ότι μιλάμε γιά κάθοδο. Ή τοπιογραφία των (έκφοβιστικής άσχήμιας καί χυδαιότητας) προσώπων πού άπαντά στο δρόμο της διαγράφει τό θανατηφόρο καί υποσχετικό πλαίσιο γιά τό οριστικό συναπάντημά του μέ τήν άπόλυτη ομορφιά. Στο πλοΐο γιά τή
21/379
Βενετία υποδέχεται τον ’Άσσενμπαχ ενας καμπούρης και βρώμικος ναύτης, μέ μια κακομοιριασμένη ευγένεια... τραγογένης μεσόκοπος, φυσιογνωμία διευθυντοΰ τσίρκου τής παλαιάς εποχής... Στο ιδιο πλοίο, ένας γελοίος γέρος, δανδής και παρδαλός, βαμμένος μέ περούκα κι ολωσδιόλου, ανάρμοστα γιά τήν ήλικία του φερσίματα (ας. θυμηθούμε εδώ τά κομψευομενα χάλια τοΰ ιδιου τοΰ ^Ασσενμπαχ όταν βγαίνει άπό τό κουρείο στο τελευταίο στάδιο τής κατάπτωσής του...). Μά έδώ ό συγγραφέας βρίσκεται στήν άρχή τής καθόδου, βλέπει καθαρά κάτω άπό τό πέπλο: ο άηδής γέρος σταματούσε τον καθένα που περνούσε άπό κοντά του, πιάνοντάς τον απ’ τά κουμπιά, φώναζε, χαχάνιζε, εγνεφε κλείνοντας τό μάτι,
22/379
κουνούσε τό ζαρωμένο καί γεμάτο δαχτυλίδια δάχτυλό του σχεδιάζοντας σαχλά υπονοούμενα καί έγλειφε μέ τή γλώσσα του τις άκρες των χειλιών του άηδιαστικά καί μέ διφορούμενη έννοια. Ο 'Άσσενμπαχ τον παρατηρούσε μέ μισόκλειστα τά βλέφαρα και τον κυρίεψε πάλι ένα αίσθημα σά νάρκη και ήταν σάν νάπαιρνε ό κόσμος μιά άνάλαφρη μά άσυγκράτητη στροφή προς τό άλλόκοτο, νά πήγαινε νά πάρει μιά διεστρεμμένη μορφή. Ένα αίσθημα που δέν κράτησε πολύ... (μέλλεται νά έπανέλθει ωστόσο και μάλιστα συντριπτικό). Τέλος, τρίτος, στή σειρά, ο γονδολιέρης: κοκαλιάρης, ωστόσο τραβούσε γερό κουπί σείοντας ολάκερο τό κορμί του σε κάθε τράβηγμα με μεγάλη σβελτάδα... χείλη πού
23/379
τσιτωμένα απ' τήν προσπάθεια ξεγυμνώνουν λευκά δόντια, κόκκινα φρύδια... Καί ή ιδια ή βενετσιάνικη γόνδολα φυσικά: Τούτο τό αλλόκοτο μεταφορικό μέσο πού έμεινε άνάλλαγο απ' τήν εποχή τής μπαλάντας, διατηρώντας τό ιδιότυπα μαύρο χρώμα του, που μονάχα στις νεκροκάσες τό βλέπουμε, θυμίζει σιθ)πη~λες, γεμάτες εγκλήματα περιπέτειες στήν κατασκότεινη νύχτα, οπου δέν άκούγονται παρά μονάχα τά μουρμουρητά τής λιμνοθάλασσας και υπογραμμίζει άκόμα πιότερο στή φαντασία τον ίδιο τό θάνατο, τό φέρετρο και τή θλιβερή ακολουθία , του τήν τελευταία Ποιά λιμνοθάλασσα; σιωπηλή εκφορά ... Ό ταξιδιώτης βρίσκεται σέ μια σωστή Αχερουσία. Καί δέν χρειάζεται καν νά
24/379
καταβάλει τά διαπύλια γιά τον κάτω κόσμο, νά χρεωθεί σέ πορθμείς, νά πληρώσει λεμβούχους. Αύτός ό γονδολιέρης τού "Αδη εξαφανίζεται μυστηριωδώς, χωρίς νά πληρωθεί κι άς έχει άπειλήσει ήσυχα καί σταθερά τον ’ Ασσενμπαχ: «θά πληρώσετε». Ξέρει προφανώς ότι 6 συγγραφέας έχει ήδη άναλάβει τό χρέος μιας στυγνής ζωής πού στέγνωσε τά σχέδια της στο χαρτί, μαζί μέ τό μελάνι. Τό μελανό της υπόλοιπο θά εξοφληθεί στή Βενετία. Πρόκειται γιά τήν ιδια Βενετία πού θά μεταγραφει μέ μοναδικό τρόπο στο Δρόμο τής ελληνικής λογοτεχνίας από τον Ανδρέα Εμπειρικό, γιά τό ιδιο άχθοφορικό χρέος, κούρσος στήν πραγματικότητα μιας άρτι εγνωσμένης καί λαθραία λελογισμένης άπώλειας
25/379
πού άναγράφεται στο πινάκιο -τής τελικής άπογραφής:... μιά πινακίς μή ορατή παρά στους καλούμένους , πάντα εμφανίζεται γιά τον καθένα, δπου κι άν
βρίσκονται οι γηγενείς καί οι ταξιδιώται, μιά πινακίς με γράμματα χονδρά καί απλά που γράφει: «Τέρμα εδώ. Έτοιμασθητε Ό . , οποία κι ποταμός Άχερων». Τήν ίδια στιγμή , οποίο κι αν είναι τό τοπίον, αν είναι ή χώρα γίνεται μιά τελευταία Βενετιά ’ ενα Κανάλε μ Γκράντε -όραμα πάντα θειον καί τών αισθήσεων χαιρετισμός στερνός— μιά τελευταία Βενετιά στις αποβάθρες της όποιας γόνδολες μαύρες περιμένουν (πήγα νά πώ σάν νεκροφόρες) καί ένας περάτης
γονδολιέρης, ωχρός καί κάτισχνος μά , τούς τερματίζοντας δυνατός στα μπράτσα κάθε φορά καλεΐ: «Περάστε, κύριοί, απ' εδώ. Τούτη είναι ή βάρκα σας. Εμπάτε.
26/379
Και οι καλούμενοι, με βλέμμα σάν αυτό που συναντά κάνεις στά μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των άποσπασμάτων, σέ ώρες ορθρινές κατά τάς έκτελέσεις, μισό λεπτό πριν άκουσθοΰν οι τουφεκιές καί σωριαστούν σφαδάζοντας στη γη τά σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γόνδολες πάντα χωρίς άποσκευές καί φεύγουν. Αργότερα θά θυμηθούμε και πάλι τούτες τις άποσκευές καθώς θ’ άποτελέσουν τή μοι'ραία πρόφαση γιά τον ’Άσσενμπαχ προκειμένου νά παρατείνει τήν ολέθρια παραμονή του στή Βενετία. Μά γιά τήν ώρα θά έγκύψουμε στά έπεισόδια τής
27/379
αιχμαλωσίας του άπό τή μορφή του Τάτζιο, ενός άγοριού δεκατεσσάρων περίπου ετών άπό τήν Πολωνία, μέ πρόσωπο ωχρό καί σοβαρό πλαισιωμένο άπό μελίχρωμα μαλλιά, μύτη όλόισα, χαριτωμένο στόμα, έκφραση γλυκείας καί θεϊκής σοβαρότητας πού θύμιζε τά ελληνικά ... Τό εργα τέχνης της πιο λαμπρής έποχής άγόρι ξεχωρίζει άπό τις φρόνιμες καί υποτακτικές άδελφές του, έχει κάτι τό νωχελικό καί άτίθασο μαζί. Μπαίνω στον πειρασμό νά σημειώσω ότι αν ζήσει (γιατί άπό τις πρώτες περιγραφές ή παράδοξη λευκότητα τού προσώπου, ή κίτρινη, εύθραυστη διαφάνεια τών
δοντιών εγείρει στον συγγραφέα φόβους γιά τήν ύγεία του πού θά υπογραμμιστούν άργότερα μέ διόλου ένοχη εύφροσύνη ή οποία διόλου
28/379
τυχαία συνάδει μέ τήν ελληνική άντίληψη τής ολιγοζωίας τών εύτυχών καί τού άλώβητου επομένους τής άκμάζουσας ομορφιάς τους άπό τό γήρας), αν λοιπόν ζήσει τό άγόρι αύτό, μέ ποιον άλλον θά ομοιωθεί άν δχι μέ τον Φέλιξ Κρούλ, του οποίου ή έράσμια μορφή επίσης μετεωρίζεται στον αστερισμό τής αιώνιας νεότητας άφού ό Τόμας Μάνν ουδέποτε εστερξε ν’ άποσώσει τό μυθιστόρημα πού φέρει τ’ όνομά του. Ή καταγωγή καί ή κοινωνική θέση τού Άσσενμπαχ, ή άσπίδα τού γοήτρου καί ή φροντίδα^τής φήμης του, ολόκληρο τό πλέγμα των τρόπων τής ύπαρξης τού καλλιεργημένου εύρωπαίου πού άποστεώθηκαν άλλά καί λειάνθηκαν σέ
29/379
ραφινάτους μά άκαμπτους κώδικες κοινώς αποδεκτών δημοσίων συμπεριφορών καί ιδιωτικού βίου, δέν επιτρέπουν φυσικά στον επονείδιστα αίσχυντηλό καί στυγερά πεπεισμένο γιά τήν αύταπόδεικτη ανωτερότητα τής ήθικής του φύσης, συγγραφέα νά άντιληφθεΐ άμέσως τά κίνητρα τή; προσήλωσής του σέ τούτη τή θεϊκή ομορφιά. Καί μονάχα υπό τή μορφή μιας άμετάκλητης πλήν γενναιόδωρα παραχωρητικής χειρονομίας ό ’Άσσενμπαχ ολισθαίνει στήν παρήγορη δολιοφθορά τής σκέψης σχεδόν ότι σέ κάθε καλλιτεχνική φύση είναι συνυφασμενη ή ήδονιστική και προδοτική διάθεση νά 9 εκτιμά τήν ομορφιά πού δημιουργειται άπ τήν άδικία και νά μήν άρνεΐται τή συμμετοχή καί τό σεβασμό της στήν
30/379
’Έτσι ενώ ό άριστοκρατική προτίμηση. Σωκράτης γνωρίζει από τήν αρχή τί σημαίνει ή έμφάνιση (ύπό τήν διπλή έννοια τής νωπής παρουσίας καί τής φυσιογνωμίας) τού Χαρμίδη, τού ’Αλκιβιάδη ή τού Φαιδρού, ό ’Άσσενμπαχ πού στις πλατωνικές του αναδρομές θά ντυθεϊ τον σωκρατικό μανδύα, περιορίζεται, αλλοίμονο κατά τά πρώτα μόνο στάδια τής επαφής του μέ τον Τάτζιο, στήν αισθητική αποτίμηση τής μορφής του. Βαθιά ταραγμένος καί ανυπόκριτα φοβισμένος μπροστά στή λαμπρή εκδήλωση αύτής τής ομορφιάς παρασιωπά, τις άντηχήσεις της πού φανερώνουν καθαρά ότι τό δριο αισθητικότητας και αισθησιασμού είναι ρευστό και οιονεί άσύνορο. Ό
31/379
πλατωνισμός βέβαια τοΰ Τόμας Μάνν ουδέποτε ύποστέλλεται άντιθέτως ένισχύεται μέσα άπ’ τους διαδοχικούς του ακρωτηριασμούς. Οι συγκρίσεις τού άπροσέγγιστου μεταξύ ’ΆσσενμπαχΤάτζιο και τών προσεγγίσεων τοΰ Σωκράτη μέ τον Χαρμίδη καί τον Φαιδρό είναι ιδιαίτερα εύγλωττες. Ή ομορφιά καί μάλιστα ή άγαλμάτινη δέν μένει ποτέ άσυνόδευτη. Ό Τάτζιο είναι τριγυρισμένος άπό παιδιά, παίζουν στήν παραλία όλοι μαζί άλλά όλα τους τον προσέχουν μέ ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ό θαυμασμός τών άνδρών γιά τον πάγκαλο Χαρμίδη είναι εύεξήγητος θά πει ο Σωκράτης, άλλά είναι ή δεητική προσήλωση τών παιδιών πού δίνει καθολική υπόσταση
32/379
σ’ αύτό τον θαυμασμό: καί τό μέν ήμέτερον τό τών άνδρών ήττον Θαυμαστόν ήν άλλ’ εγώ και τοϊς παισί προσέσχον -τον 9 νοϋν, ώς ούδείς άλλοσ' εβλεπεν αυτών , ούδ δστις σμικρότατος ήν, άλλά πάντες ώσπερ άγαλμα έθεώντο αυτόν Είναι . όμως ο ’Άσσενμπαχ σέ θέση νά γίνει εγγύηση αθωότητας προς τούς ωραίους —άτεχνώς γάρ λευκή στάθμη είμι προς τούς καλούς— δπως ο Σωκράτης στήν εύθαρσώς αινιγματική του διατύπωση; Ή εύφρόσυνη υποδοχή τοΰ Τάτζιο είναι γενική: το όνομά του άκουγόταν πιο συχνά. Φανερό πώς όλοι τον έζητούσαν, όλοι τον έλάτρευαν και τον εθαύμαζαν , θά ει ο
Τόμας Μάνν. Καί ο Σωκράτης θά πεΐ: άτάρ ουν δή καί τότε εκείνος εμοί θαυμαστός έφάνη τό τε μέγεθος καί τό κάλλος, οι δέ δή άλλοι πάντες έράν εμοιγε έδόκουν αυτού —
33/379
ούτως έκπεπληγμένοι τε καί τεθορυ&ημένοι ήσαν... Ή ομορφιά γεννάει καί τήν ντροπαλότητα, θά σκεφτεΐ ο ’Άσσενμπαχ, όταν τήν πρώτη φορά πού
συναντάει άπό κοντά το ίνδαλμά του σ’ ένα άσανσέρ, το άγόρι θά βγεΐ πισωπατώντας μέ χαμηλωμένα μάτια. Όπως ό Χαρμίδης πού θά καταβάλει μεγάλη προσπάθεια νά σηκώσει τά μάτια καί νά ρωτήσει τον Σωκράτη γιά τό θαυματουργό φάρμακο ενέβλεφέν — τε μοι τοΐς όφθαλμοϊς άμήχανόν τι οϊον και άνήγετο ώς ερωτήσεων Αύτή ... ή ντροπαλότητα τής αύθεντικής ομορφιάς μεταβαίνει φυσικά καί στον έκθαμβο παρατηρητή της. Ό Σωκράτης πού κατά προτροπή τού Κριτία δέχεται νά τό παίξει καί γιατρός άκόμα προκειμένου νά καθήσει κοντά του ό Χαρμίδης
34/379
προκαλεΐ μέ τήν αδημονία του μιάν έξόχως κωμική σκηνή, (τή βλέπουμε άλλωστε νά παίζεται κάθε μέρα στις ταβέρνες μέ τις πολυπρόσωπες παρέες) — ήκε γάρ, και έποίησε γέλωτα πολύν’ έκαστος γάρ ήμών τών καθημένων συγχωρών τον πλησίον εώθει σπουδή ΐνα παρ5 αύτώ καθεζοιτο, εα>ς τών επ’ εσχάτων καθημένων τον μεν άνεστησαμεν, τον δε πλάγιον κατεβάλομεν. ό δ’ έλθών μεταξύ έμοϋ τε και τοΰ Κρίτίου έκαθέζετο. Άλλά ό Σωκράτης διαθέτει πλεόνασμα άθωότητος καί τό άλας τής άττικής εύτραπελίας ένώ ό άστικός καθωσπρεπισμός τού ’Άσσενμπαχ δέν τού επιτρέπει νά διανοηθεϊ κάν άνάλογο έστω καί πολύ ήπιότερο συμπλησίασμα. Ή σοφία πάντως υποκλίνεται τραυλίζοντας μπροστά
35/379
στήν ομορφιά, ή ορμή τοΰ Σωκράτη θ’ άνακοπεΐ προσωρινά ενταύθα — μέντοί ,ώ φίλε, εγώ ήδη ήπόρουν, καί μου ή πρόσθεν θρασύτης έξεκέκοπτο , ήν είχον εγώ ώς πάνυ ραδίως αύτώ διαλεξάμενος — τού ή ορμή ’Άσσενμπαχ όμως είναι εξαρχής δεμένη χειροπόδαρα. ’Ίσως γιατί δέν κατέχει τον φάρμακον (στο όποιο θά έπανέλθουμε), ίσως άκόμα γιατί όσμιζόμενος πλέον τον κίνδυνο επιχειρεί νά λύσει τά δεσμά τής γοητείας με μιάν άπέλπιδα άπόπειρα φυγής άπό τή Βενετία.
Τά σύννεφα έχουν πυκνώσει, γιά τις μυστικές προαναγγελίες πού σημαίνουν στο στήθος τού ’Άσσενμπαχ μιλώ, καί ή πόλη ξαφνικά τού φαίνεται άνυπόφορη. Βρωμάει σαπίλα κι
36/379
άναθυμιάσεις λογιών λογιών κάνουν τήν άτμόσφαιρα πνιγηρή, ό θαλασσινός άγέρας μέ τό σορόκο φέρνει ταυτόχρονα εκνευρισμό κι άποχαύνωση. ’Έτσι ό συγγραφέας κανονίζει εσπευσμένα μιά άναχώρηση γιά τήν οποία είναι ήδη μετανοιωμένος. Καθυστερεί στο πρόγευμα, περιμένοντας φυσικά τον πάντα άργοπορημένο Τάτζιο, καί ξαποστέλνει στον προορισμό του βαλίτσες πού πρόκειται, άπό μία κακοποιό καί συνάμα εύεργετική σύμπτωση νά καταλήξουν άλλου. Κι ό ταξιδιώτης ξαρμάτωτος καί ελαφρύς, εμπλεος άλλόκοτης χαράς καί μέ άπέραντη άνακούφιση, άρπάζει τήν εύκαιρία ν’ άναβάλλει (γιά πάντα) μιά φυγή ματαιωμένη κιόλας. Αύτό τό
37/379
ίντερλούδιο τής άνεσταλμένης φυγής διαδραματίζει καίριο ρόλο στήν εξέλιξη τών δρώμενων. Ό ’Άσσενμπαχ γνωρίζει βέβαια ότι ό άποφασισμένος ταξιδιώτης φεύγει πάντα χωρίς άποσκευές. Μόνο πού ό ήρωας κάθε άλλο παρά αποφασισμένος είναι γιά ένα ταξίδι πού θά τον όρφανέψει καί σάν ερωτευμένος ξέρει ότι τά καλύτερα τρένα είναι αύτά πού χάνουμε, όταν τουλάχιστον ό έ'ρωτας δέν συνταξιδεύει μαζί μας. Ξανά στο Λίντο, μέ τήν αίσθηση τής επείγουσας καί συντριπτικής άποκάλυψης. Ή σαγήνη, μιά ζάλη φωτεινή καί ή άνάγκη τής φαρμακείας. Ό έρωτας καί τά φάρμακά του, ο έρωτας καί τά φαρμάκια του. Φαρμάκι στον
38/379
έραπτα είναι ή συστροφή άνομολόγητου, ή σιωπή.
τού
Φάρμακον ή ομιλητική του εκδήλωση, ο λόγος. Ό Σωκράτης σέ κάθε περίπτωση όμιλεΐ. Καί μιλώντας θέλγει καί ρίχνει τή σαγήνη τών λόγων του στον άκροώμενο. ’Ιατρός ψυχών θά προτείνει γιά τούς λαβωμένους ως ίαμα τον λόγο τον καλό. Δεινός γόης, ζαλίζει τούς ακροατές του μέ τό έλιξήριο τής ομιλητικής πειθοΰς. Αυτός ο αγαθοποιός μάγος (φαρμακεύς) πού δέ θ’ άργήσει νά καταδικαστεί καί νά πάρει τό φαρμάκι ώς κακοποιός μάγος (φαρμακός) γνωρίζει τό φάρμακο, πού είναι ιδιο γιά τήν ψυχή καί τον έρωτα. Οι συνομιλητές του τό αναγνωρίζουν: ό Άγάθων μέ έπιφύλαξη —Φαρμάττειν
39/379
βούλει με, ώ Σώκρατες, ΐνα Θορυβηθώ διά τό οίεσθαι τό θέατρον προσδοκίαν μεγάλην εχειν ώς ευ έροΰντος έμοΰ— καί ό Μένων (πού έφυολογώντας θά τον παρουσιάσει ώς θαλασσία νάρκη) μέ θαυμαστική έγκαρτέρηση — καί νΰν, ώς γέ μοι δοκεις, γοητεύεις με καί φαρμάττεις καί άτεχνώς κατεπάδεις, ώστε μεστόν απορίας γεγονέναι. Ό Πλάτων θά τον ταυτίσει μέ τον ιδιο τον ’Έρωτα στήν σύντονη προσωπογραφία πού ή Διοτίμα καταθέτει στο Συμπόσιο: πρώτον μεν πενης αεί εστι, καί πολλοΰ δει απαλός τε καί καλός, οΐον οι πολλοί οΐονται, άλλά σκληρός καί αύχμηρός καί ανυπόδητος καί άοικος, χαμαιπετής αεί ών καί άστρωτος, επί Θύραις καί εν όδοϊς υπαίθριος κοιμώμενος, τήν τής μητρός (Πενίας) φύσιν εχων, αεί ένδεια
40/379
σύνοικος, κατά δέ αυ τον πατέρα (Πόρος) επίβουλός έστι τοΐς καλοϊς καί τοϊς άγαθοΐς, άνδρεΐος ών καί ιτης καί σύντονος, θηρευτής δεινός, αεί τινας πλέκων μηχανάς, καί φρονήσεως επιθυμητής καί πόριμος, φιλοσοφών διά παντός τοΰ βίου, δεινός γόης καί φαρμακεύς καί σοφιστής... Ό ’Άσσενμπαχ όλ’ αυτά τά γνωρίζει. ’Ιδιαίτερα τώρα πού πλήττεται άπό τή φλογερή τους άλήθεια. Παρατηρώντας τον Τάτζιο στήν παραλία ονειροπολεί καί άναμιμνήσκεται τήν συνομιλία τού Σωκράτη μέ τον Φαιδρό γιά τον φιλόσοφο νΕρωτα καί τήν άθανασία τής ψυχής. Εισερχόμενος στο σκηνικό τού πλατωνικού διαλόγου (άττική έξοχή, οί όχθες τού ’Ιλισού, ό πανύψηλος
41/379
πλάτανος μέ τή σκιά του κι έκεινο τό πνεύμα Βορέου πού δέ σταμάτησε ποτέ νά φυσά...) ό ’Άσσενμπαχ θά ύποκαταστήσει σέ μία φαντασιακή πλέον συνομιλία τον Σωκράτη ένώ στήν θέση τού Φαίδρου θά τοποθετήσει τον Τάτζιο. Μά δπως ή γραφή είναι τό νόθο υποκατάστατο τής ομιλίας έτσι καί ή υποκατάσταση τού συγγραφέα στερημένη άπό τήν ζώσα παρουσία καί άφιστάμενη τής φωνής τού ειδώλου του είναι έξαρχής νοθευμένη. Άν καί εύφραδέστατος ό ’Άσσενμπαχ δέν θά μιλήσει ποτέ στον Τάτζιο, θά παραμείνει μέχρι τέλους ό άνθρωπος τής γραφής μέ τήν κλειδωμένη γλώσσα. Ή ομιλία, ή μόνη πού μπορεί πραγματική υπόστασή στήν διά ζώσης ζωής έπαφή μέ τον ’Άλλο, δέν θ’
42/379
άκουστεΐ παρά σάν πνιγηρός μονόλογος. Γιατί έδώ δέν φυσά έκείνο τό πνεύμα τού Βορέου πού ζωογονεί κάθε ομιλία άλλά τό βόρειο πνεύμα τής σιωπηρής (καί νεκρικής) γραφής. Στήν πλατωνική συνάντηση, διόλου τυχαία, ή συνομιλία Σωκράτους καί Φαίδρου άρχίζει μέ τήν άγαθή ειρωνεία τού Σωκράτη προς τον Φαιδρό πού κουβαλάει μαζί του στήν έξοχή ένα βιβλίο μέ λόγους τού Λυσία. Ξεδιπλώνοντας μπροστά στον Φαιδρό τον μύθο τής καταγωγής τής γραφής ό Σωκράτης θά καταγγείλει διά στόματος θαμού τήν έφεύρεση τού θεύθ πού ισχυριζόταν οτι ανακάλυψε στά γράμματα το φάρμακο τής μνήμης και τής σοφίας — ούκουν μνήμης άλλά
43/379
ύπομνήσεως φάρμαχον ηύρες. σοφίας 8ε τοις μαθηταΐς δόξαν, ούχ αλήθειαν πορίζεις' πολυήχοοι γάρ σοι γενόμενοι άνευ διδαχής πολυγνώμονες είναι δόξουσιν, άγνώμονες ώς επί τό πλήθος δντες, χαί χαλεποί συνεϊναι, δοξόσοφοι γεγονότες άντί σοφών. Και θά σαρκάσει τήν άδυναμία τής άμήχανης εφεύρεσης τού γραπτού λόγου νά ύπερασπιστεΐ τον εαυτό του αν δέν σπεύσει ό πατέρας του (ό ζωντανός λόγος) σέ βοήθεια — πλημμελούμενος δε χαί ούχ εν δίκη λοιδορηθείς τού πατρός άεί δεΐται βοηθού" αύτός γάρ ούτ ’ άμύνασθαι ούτε βοηθήσαι δυνατός αύτώ. Είναι άλήθεια ότι ό ’Άσσενμπαχ θά προσπαθήσει μία τουλάχιστον φορά ν’ άπαλλαγεΐ άπό τό χλωμό διάμεσο τής (έπιστολικής) γραφής: Με τό μιχρό
44/379
ταξιδιωτικό χαρτοφύλακά του στά γόνατα, άρχισε με τό στυλό του νά γράφει τήν άλληλογραφία του. ”Υστερα όμως άπό ενα τέταρτο, βρήκε κιόλας πώς ήταν κρίμα νά άποστερηθεΐμιά περίπτωση άπ ’ τις πιο άπολαυστικές πού γνώρισε [γιά τήν θέα τού Τάτζιο πρόκειται], νά τήν άφήσει νά χαθεί, γιά μιά άνούσια άπα'σχόληση. Άπόθεσε, λοιπόν, πένα καί χαρτί καί ξαναγύρισε στή θάλασσα... Αλλά ή άπόπειρα αύτή δέν θά έχει συνέχεια καθώς τό πρόταγμα τής γραφής καραδοκεί. Ό συγγραφέας παρατηρεί τήν εξαίσια μορφική συμμετρία τού Τάτζιο καί μεταβαπτίζει τήν σφριγηλή του παρουσία στήν γνώριμη γιά τον καλλιτέχνη άφαίρεση τής γλωσσικής μεταφοράς:
45/379
Πόσο καλλιεργημένη σκέψη, πόση άκρίβεια στήν εκτέλεση ήταν άποτυπωμένη σέ τούτο τό νεανικό, στέρεο καί τέλεια κατορθωμένο σώμα! Ή αύστηρή όμως, καί καθαρή βούληση,, πού χάρη στή μυστική της κατεργασία μπόρεσε νά παρουσιάσει στο φώς τούτο τό θεϊκό εργο τέχνης, δέν ήταν γνώριμη και στον καλλιτέχνη τον ''Άσσενμπαχ και δέν τού ήταν οίκεΐα; Τούτη ή ίδια βούληση δέν κυριαρχούσε καί σ’ αυτόν, όταν γεμάτος φωτεινό πάθος άποσπούσε άπ9 τον μαρμάρινο όγκο τής γλώσσας τή λυγερή μορφή πού σχέδιαζε καί τήν παρουσίαζε στούς άνθρώπους σάν άγαλμα ν καί καθρέφτη πνευματικής ομορφιάς; Αγαλμα καί καθρέφτης!
46/379
Στο επίκεντρο τής ερωτικής δίνης πού τον ζώνει, ο ’Άσσενμπαχ θά προσεγγίσει τον πυρήνα του πλατωνικού ιδεώδους γιά τό κάλλος καί τό αγαθό μεταγράφοντας τήν ομιλία του Σωκράτη προς τον Φαιδρό κι απευθυνόμενος μυστικά στον ανύποπτο Τάτζιο μέ μιά χειρονομία μετέωρη δπως άνάκρεμος θά μείνει κι ό παλμός τοΰ ανεκδήλωτου έρωτα: «Γιατί ή ομορφιά άγαπητέ μου Φαιδρέ, μόνο ή ομορφιά είναι κάτι ορατό καί άζιο σεβασμού συνάμα. Καί μήν ξεχνάς ποτέ πώς είναι ή μοναδική μορφή τοΰ πνευματικού πού μπορούμε νά τή νοιώσουμε μέ τις αισθήσεις καί μέ τις αισθήσεις τή δεχόμαστε... Ή ομορφιά , 9 λοιπόν, είναι ό δρόμος πού μάς οδηγεί άπ τό αισθητό στο πνεύμαΉ...».σχέση ωστόσο τής ομορφιάς μέ τήν αλήθεια, ή
47/379
δισυπόστατη ενότητά τους, παραμένει εκκρεμής. Αντίθετα μέ τήν ισχύουσα (μετα-άναγεννησιακή) αντίληψη τής Δύσης πού από τον Ντεκάρτ καί μετά επιχείρησε νά διαχωρίσει τήν ομορφιά από τήν αλήθεια, διαπιστεύοντας τήν πρώτη στις καλές τέχνες και τήν δεύτερη στις έπιστήμες, ή αρχαία ελληνική παράδοση ούδέποτε έξεχώρισε αύτές τις δύο έννοιες. Γιά τούτη, τήν οικεία μας παράδοση δ,τι αληθεύει δέν είναι απλώς τό πραγματικό άλλά εκείνο τό όντως όν πού διασώζει τήν πραγματικότητά του άπό τή λήθη. Καί άπό τήν λήθη γλυτώνει τό επιφανές καί μορφούμενον. "Ο,τι λανθάνει τής άντιλήψεώς μας καί κρύβεται στά έγκατα μονάχα έν δυνάμει έχει άξια. Τό έν δυνάμει αύτό γονιμοποιεΐται άπό
48/379
τήν υποσχετική τής έμφανίσεως. Οί πραγματικότητες πού δέν διαθέτουν εχέγγυο άληθείας καταποντίζονται στή λησμονιά. Μά τό έχέγγυο καί ο έλεγχος μαζί τής άλήθειας διασφαλίζεται άπό τήν παρουσία τής απτής μορφής. Ή πραγμάτωση τού άληθούς είναι μορφοπλαστική. Αληθεύει λοιπόν τό μορφούμενο καί διά τής μορφής ή άλήθεια έρχεται στήν έπιφάνεια τού κόσμου γινόμενη τό ύπερέχων θεάσθαι αύτού τού κόσμου. ’Έκτοτε ή έπιφάνεια τής άλήθειας, τό έπιφανώς άληθεύειν καί ή μορφούμενη έπαλήθευση αύτής τής έπιφάνειας είναι έννοιες πραγμάτων άναπόσπαστα δεμένων. Ή φάνεια τής άλήθειας ορίζεται άπό τό εύ τής μορφής καί μιας φανερώνει τήν άληθεύουσα εύμορφία. Ή έπίτευξη τής
49/379
μορφής καί τό τεύχειν τής άλήθειας συνασπίζονται σέ άρραγή ένότητα. ’Όμορφος είναι ό άνθρωπος πού μορφώνεται άπό τήν άληθεύουσα φάνεια τής μορφής πού ό ιδιος σμιλεύει, ένώ άσχημος αύτός πού δέν έλαβε είδηση δ,τι ή σμίλη καί τό άντικείμενό της ταυτίζονται στήν ιδια τήν άνθρώπινη υπόσταση. Ό μορφωμένος φέρει έν έαυτώ τή σμίλη τής άληθείας του καί λαξεύοντας τή μορφή του ομορφαίνει καί άποκτά πρόσωπο πού διαφεύγει άπό τή ληθαργικότητα τοΰ άναισθητικοΰ χρόνου. Ένώ οί άμορφες πραγματικότητες άπαιωνίζονται μέσα στό χρόνο, ή μορφούμενη άρα καί έπιφανής άλήθεια πρυτανεύει στό βασίλειο τής στιγμής πού διαρκεΐ. Ή διαρκής παροντοποίηση τής στιγμής
50/379
αποτελεί τον πυλώνα του περάσματος από τήν τύχη στή διάρκεια. Ή δήλωση τοΰ διαρκούς γίνεται διά τής άπτότητος. Και ή απτική σύλληψη προϋποθέτει μορφή ζώσα, παλμώδη και έγρήγορη. Μόνον αυτή ή ζώσα μορφή είναι άληθεύουσα και ή αλήθεια Υης συντελεΐται άλλά δέν είναι τετελεσμένη. Ή ιδια ή άλήθεια τού έργου τέχνης έφ’ δσον εχει, οφείλεται στή ζωντανή του υπόσταση, στο δ,τι, σύμφωνα μέ τήν πλατωνική αντίληψη πού περνά εξ ολοκλήρου και στον Αριστοτέλη, τό εργο τέχνης είναι ζωντανός καί ολοκληρωμένος οργανισμός ζώον ( καί
ολον). Σάν ένα τέτοιο εργο τέχνης θά παρατηρήσει ο ’Άσσενμπαχ τον Τάτζιο
51/379
καί όμως θά ύποπέσει στο ολέθριο σφάλμα νά προσπαθήσει νά μετακενώσει τή μορφή του σέ γραφή, ξαστοχώντας ότι αύτό τό ζωντανό έ'ργο τέχνης δέν βγαίνει άπ’ τό καλούπι του, γιατί δέν έχει καλούπι: μορφή καί ούσία του είναι ένα καί τό αύτό. Άς παρακολουθήσουμε όμως τό ξετύλιγμα αύτής τής παράσπονδης άπόπειρας: Ξαφνικά τοΰ ηρθε ή επιθυμία νά γράφει. 'Ο ’Έρωτας είναι αλήθεια, άγαπάει τήν τεμπελιά, πού σίγουρα γι ’ αυτόν δημιουργήθηκε. Άλλά. σέ τούτο τό στάδιο τής κρίσης, ή διέγερση τοΰ θύματός του στράφηκε προς την παραγωγή. Λίγο ένδιαφέρει η αφορμή. Μιά έρευνα πάνω σ’ ενα άπ ’ τά μεγάλα φλογερά προβλήματα τοΰ πολιτισμοΰ
52/379
καί τοΰ ωραίου είχε εισχωρήσει στον πνευματικό του κόσμο καί είχε δημιουργήσει πολλά έρωτήματα μετά την αναχώρησή του. Τό άντικείμενο τοΰ Τ
ήταν οίκεΐο. Ηταν κάτι πού τό είχε ζήσει. Ή σφοδρή του έπιθυμία νά τό λαμπρύνει μέ τό φωτεινό του λόγο εγινε ξαφνικά άκατανίκητη. Καί πραγματικά ή έπιθυμία του εφτανε ίσαμε τό σημεΐο νά δουλεύει μέ την παρουσία τοΰ Τάτζιο, νά γράφει παίρνοντας γιά υπόδειγμα τό άγόρι και αφήνοντας τό στυλ του ν9 άκολουθεϊ τις γραμμές τοΰ κορμιοΰ τοΰ Τάτζιο, πού τοΰ φαινόταν θεϊκό και ζητούσε νά άνεβάσει τήν ομορφιά του ώς τό βασίλειο τοΰ πνεύματος, οπως 6 αετός μετέφερε στούς αιθέρες τό βοσκόπουλο τής Τροίας. Ποτέ ώς τώρα δέν είχε νοιώσει τόσο
53/379
γλυκειά τήν ηδονή τοΰ λόγου, ποτέ δέν είχε τόσο καλά καταλάβει πώς ό Έρωτας ζει μέσα στό λόγο, οπως τονοιωθε και τό καταλάβαινε τις επικίνδυνες και υπέροχες εκείνες ώρες, οπου καθισμένος 9 στό χοντρό τραπέζι κάτω άπ τήν τέντα καί παρατηρώντας τό είδωλό του, ένοιωθε νά τοΰ χαϊδεύει τ' αύτί ή μουσική τής φωνής του καί 9 μορφοποιοΰσε άπ τήν εικόνα τής ομορφιάς τοΰ Τάτζιο τή μικρή πραγματεία του, μιάμιση σελίδα διαλεχτή πρόζα, οπου ή διαύγεια, ή εύγένεια καί ή πάλλουσα ένταση τοΰ αισθήματος θά ενθουσίαζαν γρήγορα πολλούς θαυμαστές. Σίγουρα είναι καλό πού ό κόσμος γνωρίζει μόνο τό άριστούργημα καί οχι τις πηγές, τις προϋποθέσεις καί τά καθέκαστα τής
54/379
γέννησής του. Γιατί συχνά ή 9 γνωστοποίηση τής πηγής άπ οπου ο δημιουργός άντλησε τήν έμπνευσή του, μπορούν νά δημιουργήσουν σύγχυση καί παρεξήγηση τοΰ έργου καί ετσι νά καταστραφεΐ ή εντύπωση τής τελειότητας. Παράξενες ώρες ! Παράξενη καί γόνιμη σύζευξη τοΰ πνεύματος 9μ ένα κορμί! Όταν ό ’Άσσενμπαχ μάζεψε τά χειρόγραφά του 9 τήν άκρογιαλιά, ένοιωθε καί έφυγε άπ τον εαυτό του κουρασμένο, τσακισμένο καί τοΰ φαινόταν πώς ή συνείδησή του διαμαρτυρόταν σά νάχε κάνει καμμιά άκολασία. Ό ’Άσσενμπαχ λοιπόν χάνει τήν τελευταία του ευκαιρία καθώς
55/379
υποτάσσεται συγγραφέα:
στον
πειρασμό
του
γράφει παίρνοντας γιά υπόδειγμα τό άγόρι και αφήνοντας τό στυλ του ν’ άκολουθεΐ τις γραμμές τοΰ κορμιοΰ τοΰ Τάτζιο... ένοιωθε νά τοΰ χαϊδεύει τ’ αύτί ή μουσική τής φωνής του και μορφοποιοΰσε άπ’ τήν εικόνα τής ομορφιάς τοΰ Τάτζιο τή μικρή πραγματεία του, μιάμιση σελίδα διαλεχτή πρόζα... Όμως ή φωνή τοΰ Τάτζιο δέν βρίσκει τον άντίλαλό της στή δική του, μονάχα καθηλώνεται στο γράμμα του. Ή εικόνα του δέν καθρεφτίζεται στή δική του άλλά σάν άποπλανημένο είδωλο χωρίς είδωλικότητα σβήνει στις γραμμές τής δάνειας πραγματείας. Ή ζωντανή
56/379
μορφή πού ’χει άνάγκη τό άντίκρυσμά της σέ εξίσου ζωντανή μορφή γιά νά προκύψει ώς έρως, δραπετεύει καί χάνεται. Καί ο Συγγραφέας-’Άσσενμπαχ νοιώθει εξουθενωμένος γιατί ή συγγραφική του ιδιότητα εξουδετέρωσε τό πρόσωπό του καί άφάνισε τήν ιδια τήν είδωλική του προβολή, τήν μορφή τοΰ έν άληθεία πνεύματος πού θά εμφανιζόταν ώς πληρότητα τοΰ Τάτζιο μόνο στήν ομιλητική εκδήλωση τοΰ έραστοΰ άλλά καθόλου στήν γραφική άπεικόνιση τοΰ έρώμενου. Ή επιτυχία τοΰ κειμένου είναι βεβαία, δπως εξάλλου καί ή συντριβή τοΰ συγγραφέα, άφοΰ τό άπείκασμα τοΰ Τάτζιο είναι κατακείμενο καί ή φωνή τοΰ ’Άσσενμπαχ, ή μόνη πού θά μπορούσε
57/379
νά τό σηκώσει άπ’ τις γραμμές δέν θ’ άκουστει ποτέ. Μετά τό παραπάνω έπεισόδιο, ή άπόπειρα τοΰ ’Άσσενμπαχ νά μιλήσει στον Τάτζιο, άπόπειρα πού εξιστορείται στήν άμέσως επόμενη σελίδα τοΰ κειμένου πού γράφει ό Τόμας Μάνν, είναι καίρια καί ολοκληρωτικά υπονομευμένη. Ό συγγραφέας διστάζει καί άγκομαχάει πίσω άπό τον Τάτζιο, άπαρνεΐται τό σκοπό του καί προσπερνά ήττημένος μέ τό κεφάλι σκυφτό. Άλλά ή ήττα του έγγράφεται στό προδοτικό περιστατικό τής γραφής πού συντελέστηκε τήν προηγούμενη μέρα. Δικαίως αισθάνεται καταπτοημένος, ό ύπνος του λιγοστεύει... χάνεται σ’ ένα κόσμο ιερά
58/379
παραμορφωμένο, γεμάτο βουκολικές ονειροφαντασίες... καί ό ίδιος ό Τάτζιο παρόλο πού τού χαμογελά φιλικά κι άνυπόκριτα, έχει τό χαμόγελο τού Νάρκισσου, μέ τήν όλβια αύτοπληρότητα τού ειδώλου πού άπομακρύνεται άποκλείοντας πλέον κάθε συνάντηση, έξω άπό τή συνάντηση τής σύμπτωσης στήν ίδια του τή μορφή. "Επονται ό πανικός τού έρωτευμένου, ή θλίψη τής νεάζουσας μεταμφίεσής του, ή καταδρομή τής έπιδημίας καί ή σηπτική άτμόσφαιρα μιας έμφοβης πόλης κι ενός χαμένου παιχνιδιού — στίγματα έρωτα, σημάδια θανάτου... ό έν ύδασι γράψας. Ηρακλής Δ. Λογοθέτης Σεπτέμβριος ’98
59/379
Τομας Mann ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ Γουστάβος ’Άσσενμπαχ ή Φόν ’Άσσενμπαχ —άπό τότε πού γιόρτασε τά πενηντάχρονά του είχε άποκτήσει αυτόν τον τίτλο— βγήκε άπ’ τό σπίτι του πού βρισκόταν στήν μέ Πρίντσεγκεντεστράσσε στό Μόναχο, τήν άπόφαση νά κάνει εναν περίπατο, ολομόναχος, κάποιο άνοιξιάτικο άπομεσήμερο τού 19..., έκεΐνο τό χρόνο πού μήνες τώρα εδειχνε ενα μούτρο γιομάτο άπειλές γιά τήν ήπειρό μας. Εκνευρισμένος άπό τή δύσκολη καί κουραστική πρωινή δουλειά, πού τώρα
61/379
άκριβώς βρισκόταν στήν πιο κρίσιμη φάση της καί άπαιτούσε εξαιρετική προσοχή, περίσκεψη, διεισδυτικότητα καί πειθαρχημένη θέληση, ό συγγραφέας δέν τά κατάφερνε νά χαλιναγωγήσει τήν ορμή τής δημιουργίας του πού ξεπετιόταν άπ’ τά κατάβαθα τής ύπαρξής του, έκείνη τήν «άδιάκοπη άνακύκληση τής ψυχής», πού προσδιορίζει κατά τον Κικέρωνα τήν εύγλωττία. Καί δέν ευρισκε ούτε καί τό άπομεσήμερο τον εύεργετικό άνάλαφρο ύπνο, πού τού ήτανε καθημερινά τόσο άπαραίτητος, έτσι καθώς άσώτευε ολοένα καί περισσότερο τή δύναμή του. Γι’ αύτό άμέσως ύστερα άπ’ τό τσάι, έβγήκε έξω μέ τήν έλπίδα πώς ο καθαρός άγέρας καί ό περίπατος
62/379
θά τούκαναν καλό καί θά τού χάριζαν μιά άποδοτική βραδιά. Πρώτες ήμέρες τού Μάη καί ύστερα άπό μιά υγρασία πού βάσταξε μερικές βδομάδες, πλάκωσε ενα νοσηρό, οψιμο καλοκαίρι. Ό άγγλικός κήπος πού τώρα μόλις άρχιζε νά σκεπάζεται άπό απαλό πράσινο χνούδι, ήτανε πνιγερός οπως τον Αύγουστο καί στη μεριά κατά τήν πόλη γιομάτος αμάξια καί διαβάτες. Στο ’Άουμάιστερ, δπου φέρανε τον ’Άσσενμπαχ ολοένα πιο ξεμοναχιασμένοι δρόμοι, έρριξε μιά ματιά στο δημόσιο κήπο, πού χρωστούσε συχνά τήν κίνησή του στο λαϊκό τον κόσμο καί στις άκρες του ήτανε σταματημένα λίγα αμάξια ιδιωτικά καί άγοραΐα. Έκειθε ξαναπήρε
63/379
τό δειλινό τό δρόμο τής έπιστροφής, έξω άπ’ τό πάρκο. ’Ένοιωθε πολύ κουρασμένος καί βλέποντας τον καιρό νά χαλάει, σταμάτησε στο Βορεινό νεκροταφείο, νά πάρει τό τράμ πού θά τον έφερνε όλόισα πίσω στήν πόλη. Σύμπτωση, στή στάση καί στά γύρω κανένας! Μήτε στο λιθόστρωτο τής Ουγκερερστράσσε πού οι ράγες τοΰ τράμ της ξετυλίγονταν μονότονες γλιστρώντας στήν έρμιά, μήτε καί στήν ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο Φόριγκερ έπαιρνε τό μάτι σου ρόδα. Πίσω άπ’ τά κάγκελα στά μαρμαράδικα, δπου ot άπλ.ωμένοι γιά πούλημα σταυροί, οι ταφόπετρες καί τά άγάλματα, έφτιαχναν ένα δεύτερο άκατοίκητο νεκροταφείο — ψυχή ζώσα. Καί τό παρεκκλήσι βυζαντινού ρυθμού
64/379
κειτόταν άντίκρυ σιωπηλό στο άντιφέγγισμα τής ήμέρας πού ξεψυχούσε. Στή μετόπη του πού ήταν στολισμένη μ’ ελληνικούς σταυρούς καί ιερατικά σχήματα σέ φωτεινά χρώματα, αιχμαλώτιζαν τήν προσοχή σου συμμετρικές έπιγραφές, φιλοτεχνημένες μέ χρυσά γράμματα, ρητά πού μιλούν γιά τήν άλλη, τήν αιώνια ζωή: «Είσέρχεσθε εις τον Οικον τοΰ Θεοΰ», «Άς φωτίζει υμάς τό Φως τό Αιώνιον». Καί έτσι ό ’Άσσενμπαχ στο διάστημα τής μικρής άναμονής του βρήκε κάποια άπασχόληση μέ τό νά ξεδιαλύνει τά σχήματα καί ν’ άφήνει τή σκέψη του ν’
Sta-φανη μυστικοπάθειά άφαιρεθεΐ στή τους. ’Άξαφνα ξαναγυρίζοντας άπ’ τά ονειροπολήματα του, παρατήρησε στή στοά με τά δυο ζώα τής Άποκαλύψεως
65/379
πού φρουρούν τά σκαλοπάτια τής εισόδου, κάποιον άνθρωπο πού ή παράξενη έμφάνισή του έστρεψε τούς λογισμούς του σ’ όλότελα διαφορετική κατεύθυνση. Δέν ήταν σίγουρος αν ό άνθρωπος αύτός έβγήκε άπό τό παρεκκλήσι, άπ’ τή μπρούτζινη πόρτα του ή ειχε φτάσει ισαμ’ έκεί άπ’ έξω, δίχως νά τον άντιληφθεΐ. Δέν πολυνοιάστηκε νά τό ξεκαθαρίσει καί πήγε νά πιστέψει μάλλον τήν πρώτη εκδοχή. Μεσόκοπος, άδύνατος, δίχως γένι καί μέ χτυπητά σιμή μύτη· ό φίλος ήταν κοκκινοτρίχης, άπό κείνους τούς τύπους μέ τό γαλατένιο, φακιδωτό δέρμα. 'Ωστόσο καταφάνερο πώς δέν ήταν Βαυαρός, καθώς τουλάχιστον εδειχνε ή πλατειά
66/379
καί μέ ίσιο μπόρ ψάθα πού φορούσε καί τον έκανε νά φαίνεται σάν ξένος πού έρχόταν άπό πολύ μακριά, Ειχε κρεμασμένο στήν πλάτη τό άπαραίτητο σακίδιο, φορούσε μιά κιτρινωπή φορεσιά άπό «λόντεν» —έτσι έδειχνε— κρατούσε μιά γκρίζα μουσαμαδιά στ’ άριστερό του χέρι πού τό έστήριζε στή μέση του καί στό δεξί ένα μπαστούνι μέ σιδερένια μύτη πού τήν ειχε σφηνώσει στραβά στό χώμα καί στή λαβή τού μπαστουνιού έστήριζε τή μέση του, έχοντας σταυρωμένα τά δυό του πόδια. Καθώς έσήκωνε τό κεφάλι, ξεπρόβαλλε τό καρύδι άπ’ τον ψηλόλιγνο λαιμό του, σκληρό καί ολόγυμνο. Τά μάτια του άχρωμα, μέ κόκκινες βλεφαρίδες, πού ανάμεσά τους, τόσο παράξενα συνταιριασμένες μέ την κοντή
67/379
πλακουτσωτή μύτη του, κατέβαιναν δυό κάθετες ζωηρές αυλακιές, τάχε έπίμονα βυθισμένα στον πλατύ ορίζοντα. ’Έτσι —μπορεί σέ τούτη τήν εντύπωση νά βοηθούσε καί ή θέση δπου στεκόταν— ή σιλουέτα του έπαιρνε κάτι τό δεσποτικά υπεροπτικό, αγέρωχο ή καί άγριο άκόμα. Δέν άποκλείεται πάλι νάδινε αύτή τήν εντύπωση, επειδή τού θάμπωναν τά μάτια οι αχτίδες τού ήλιου πού βασίλευε καί τον υποχρέωναν νά κάνει γκριμάτσες. Έκτος πιά άν έπρόκειτο γιά μία μόνιμη παραμόρφωση τής φυσιογνωμίας του: Τά χείλη του ήταν πολύ στενά καί όλότελα τραβηγμένα άπ ’ τά δόντια πού φαίνονταν ίσαμε τά ούλα καί πρόβαλλαν άπειλητικά, άσπρα καί μακρουλά.
68/379
Δέν άποκλείεται ο ’Άσσενμπαχ, στήν άφηρημάδα του μέσα, νά παρατηρούσε τον ξένο άδιάκριτα. Γιατί άξαφνα πρόσεξε πώς καί κείνος τον έκοίταζε καί μάλιστα εριστικά, όλόισα στά μάτια καί απροκάλυπτα, μέ τήν άπόφαση νά τον άναγκάσει ν’ άποτραβήξει τό βλέμμα του. Ό ’Άσσενμπαχ ξαφνιάστηκε πολύ καί προχώρησε κατά τό φράχτη, άποφασισμένος νά μήν άσχοληθεΐ άλλο μέ τούτον τον άνθρωπο. Καί τον ειχε ξεχάσει κιόλας στή στιγμή. Νάταν όμως σέ τούτη τήν εμφάνιση τού ξένου, τής ταξιδιωτικής ζωής του ή αίγλη πού τού αιχμαλώτισε τόσο τή φαντασία ή μήπως κάποια φυσική ή καί ψυχική επίδραση έπαιζε τήν' ώρα έκείνη τό παιχνίδι της; Ό ’Άσσενμπαχ ένοιωσε άναπάντεχα κάποιο παράξενο συναίσθημα νά τον
69/379
κυριεύει, μιά άνησυχία νά κλωθογυρίζει μέσα του, μιά δίψα γιά νεανικές περιπλανήσεις σ’ άγνωστους τόπους, αίσθημα πολύ ζωηρό, θαρρείς πρωτόγνωρο, μπορεί όμως και άπό καιρό ξεχασμένο και ξεσυνηθισμένο. Σταύρωσε τά χέρια πίσω στήν πλάτη και στηλώνοντας τό βλέμμα χάμω, άπόμεινε άπολιθωμένος, γιά νά εξετάσει τή φύση καί τήν ούσία αύτής του'τής συγκίνησης. Ήταν λαχτάρα γιά ταξίδι καί τίποτ’ άλλο. Καί πραγματικά ή επιθυμία τούτη τον έκυρίεψε σάν παροξυσμός καί σέ τέτοιο παθολογικό βαθμό, πού έφτανε ίσαμε τήν άλλοφροσύνη. Ή λαχτάρα του ήταν τόσο φανερή καί άχαλίνωτη, πού ή φαντασία του ερεθισμένη άκόμα
70/379
άπ’ τήν πρωινή δουλειά, έφτιαξε ενα δραμα μ’ όλα τά θαύματα καί τούς τρόμους τού πλανήτη: ’Έβλεπε ένα τροπικό τοπίο γιομάτο βάλτους, μέ καταχνιασμένο ούρανό, υγρό, μέ θεριεμένη βλάστηση καί άπέραντο, έναν άγριο πρωτογονικό τόπο ολόγυρα ζωσμένο άπό νησιά, οπου πλήθος ποτάμια άπλώνανε τά πλοκάμια τους παρασέρνοντας πέτρες καί λάσπη. ’Έβλεπε άνάμεσα άπό κοπάδια λάγνους ταύρους καί κάμπους άπό Παχύφυλλα καί σ’ οργιαστική βλάστηση φυτά, νά υψώνονται μπροστά του καί πέρα στό άσωστο βάθος, τριχωτοί φοίνικες.. ’Έβλεπε παραμυθένια, τερατόμορφα δέντρα νά ξεπετούν ρίζες στον άγέρα, πού ξαναβυθίζονταν ύστερα στή γη σέ δύσκαμπτα, μέ πράσινες αποχρώσεις
71/379
κύματα, οπουέκολυμπούσαν στον άφρό κατάλευκα καί μεγάλα σά χύτρες λουλούδια καί άνάμεσά τους, στά ρηχά, στέκονταν λογής λογής έξωτικά πουλιά μέ σηκωμένους ώμους καί άπαίσιες μύτες, νά κοιτάνε λοξά δίχως νά σαλεύουν. ’Έβλεπε, άνάμεσα άπ’ τις γιομάτες κόμπους καλαμιές τού άδιαπέραστου δάσους, τ’ αστραφτερά μάτια μιας τίγρης καθισμένης άνακούρκουδα καί ένοιωθε τήν καρδιά του νά συγκλονίζεται άπό αινιγματικούς πόθους. 'Ύστερα ή όψη του γαλήνεψε καί μέ μιά κίνηση τού κεφαλιού ό ’Άσσενμπαχ ξανάρχισε τον περίπατό του στους φράχτες μέ τις ταφόπετρες.
72/379
Σχεδόν ποτέ, άπό τότε πού ολάκερος ειχε δοθεί σάν προσφορά τιμής στις άπασχολήσεις του, ποτέ δέ θέλησε ν’ άπολαύσει, έτσι οπως θά τού άρεσε, τις ομορφιές τών ταξιδιών. Δέν τά έλογάριαζε παρά σάν ένα κανόνα υγείας, πού θά έπρεπε νά γίνονται κάπου κάπου σάν ξαλάφρωμα τού νού καί χαλινάρι στά πάθη. Απασχολημένος μέ τά ένδιαφέροντά εγώ του καί ή του πού τού έπέβαλλε τό εύρωπαϊκή του ψυχή, καταφορτωμένος άπό υποχρεώσεις γιά παράδοση έργασίας, ήταν άπρόθυμος σέ ξενοιασιές. Καί καθώς ειχε έλάχιστη κλίση νά εύχαριστιέται άπ’ τά άξιοθέατα τού κόσμου, τον ικανοποιούσε ή άποψη πώς μπορεί κανείς, δίχως νά τό κουνήσει άπ’ τή
73/379
θέση του, νά σχηματίσει μιά δική του εικόνα γιά δ,τι έχει νά παρουσιάσει στήν έπιφάνειά του ό πλανήτης. Καί ποτέ δέν έκανε· καμμιά προσπάθεια νά έγκαταλείψει τήν Ευρώπη. Έξ άλλου, τώρα στό γέρμα τής ζωής του, είχε κυριέψει τον καλλιτέχνη τό άγχος πώς μπορεί νά μήν προλάβει νά άποτελειώσει τό έργο του. Ή έγνοια πώς μπορεί νά φτάσει ή ώρα δίχως νά πετύχει αύτό πού έταξε γιά σκοπό τής ζωής του, δίνοντας ολοκληρωτικά τον εαυτό του καί πώς μπορεί ν’ άπομείνει ένα κοινό τζιτζίκι, τον έκανε νά περιορίσει τις έμφανίσεις του μονάχα σέ τούτη τήν ωραία πόλη, τ-ούγινε πια δεύτερή του πατρίδα καί περνούσε τά βροχερά καλοκαίρια σ’ ενα καταφύγιο βίλα χτισαένη στά βουνά.
74/379
Δέν αποκλείεται, λοιπόν, τούτη ή ψύχωση γιά ταξίδι πού τόσο άργά καί αναπάντεχα τον έκυρίεψε, νά μετριαζόταν άπ’ τή λογική καί τήν αυτοκυριαρχία του τή γυμνασμένη άπ’ τά μικρά του χρόνια. Καί τότε, βέβαια, θά ενεργούσε μέ φρονιμάδα. Λογάριαζε νά προχωρήσει τό εργο του πριν νά εγκατασταθεί στήν έξοχή καί ή σκέψη γιά μιά περιπέτεια μέ ταξίδια πού θά τον άποσπούσανε μήνες άπ’ τή δουλειά του, τού φαινότανε όλότελα επιπόλαια καί σίγουρα θά τού άνέτρεπε τά σχέδια. Δέν έπρεπε, λοιπόν, νά τον άπασχολεΐ σοβαρά. Καί όμως καταλάβαινε πολύ καλά πόσο μεγάλος ήταν ό πειρασμός πού έτσι ξαφνικά τον άδραξε. ’Ήτανε παρόρμηση γιά φυγή — καί τό παραδέχτηκε. Νοσταλγία γιά ξένους
75/379
καινούριους τόπους, λαχτάρα γιά άπελευθέρωση, ξαλάφρωμα καί ξενοιασιά — ή έπιθυμία νά βρεθεί μακριά άπ’ τον τόπο τής καθημερινής, στυγνής καί σκληρής δουλειάς, υποταγμένης στο ψυχρό, καταθλιπτικό καθήκον γιά τήν έκπλήρωση τού έργου του. Μπορεί βέβαια, νά τήν άγαπούσε, άγαπουσε άκόμα καί τόν ξεθεωτικό, τον καθημερινά άνανεούμενο άγώνα, ανάμεσα στήν έπίμονη, περήφανη καί τόσο δοκιμασμένη θέλησή του καί σέ τούτη, τήν ολοένα αύξανόμενη κόπωση, πού θά έπρεπε νά κρύβεται καί μέ κανένα τρόπο νά μήν προδώσει τό δημιούργημα, μέ σημάδια βαριεστημάρας ή καμάτου. Φανερό πάλι καί ευκολονόητο πώς δέν έπρεπε νά παρατεντώσει τό σκοινί καί νά
76/379
καταπνίξει πεισματάρικα μιά παρόρμηση τόσο ζωηρή καί αυθόρμητη, έστω καί αν θά χρειαζόταν νά σταματήσει σήμερα, οπως καί άλλοτε, ή πορεία τής εργασίας του. Καταλάβαινε πώς ή άντίσταση πού εδειχνε αύτή ή τόσο επίμονη επιθυμία του γιά φυγή, δέν έπρεπε ούτε νά ένισχυθεί παθολογικά, άλλά ούτε καί νά εξουδετερωθεί μέ μιά άλόγιστη χειρονομία. Ξανάρχισε, λοιπόν, νά ξαναεξετάζει τό πράμα, άποφασισμένος νά μήν άναβάλει τή λύση του, νά μήν παρατείνει τήν άβουλία. Διαπίστωσε ομως,.μέ τρόμο πώς δέν μπορούσε ν’ άποτελειώσει τήν προσπάθειά του. ’Όχι πώς είχε ν’ άντιμετωπίσει καμμιά έξαιρετική δυσκολία, άλλά γιατί έβλεπε νάχει παραλύσει ή βούλησή του άπ’
77/379
τούς ένδοιασμούς, τήν κατάθλιψη, τή διέγερση πού τού προκαλούσε τούτη ή άπαίτηση γιά φυγή, πού καταντούσε νά μήν μπορεί νά ικανοποιηθεί μέ τίποτ’ άλλο. Βέβαια, τό άνικανοποίητο ύπέβοσκε μέσα του άπ’ τήν περίοδο τής νεότητας, σάν ούσία καί έσωτερική φύση τού ταλέντου του, πού γιά χάρη του ειχε χαλιναγωγήσει καί ψυχράνει τό αίσθημα, γιατί έμαθε νά μένει άδιάφορος στις τέρψεις, καθώς ειχε καί τήν κλίση νά ικανοποιείται μέ τά λίγα, μέ μιά λειψή πληρότητα. Εκδικιόταν, λοιπόν, τό καταπιεσμένο αίσθημα έγκαταλείποντάς τον, άποστερώντας του τή δύναμη γιά τήν προώθηση τού έργου του, άποξενώνοντάς τον άπό κάθε ένθουσιασμό, άπό κάθε δημιουργική χαρά; ’Ήξερε βέβαια, πώς
78/379
ετοίμαζε κάτι ώραίο: Αύτό τουλάχιστον ήταν τό κέρδος τής ώριμης ζωής του, νά νοιώθει κάθε λεπτό μέ ίκανοποι-ηση τή σιγουριά τής δεξιοτεχνίας του. "Ωστόσο ή τέχνη του, δσο καί άν τήν τιμούσε τό έθνος, δέν τουδινε αύτοΰ του ιδιου, καμμιά ιδιαίτερη χαρά. Καί τοΰ φαινόταν πώς άπ’ τό έργο του λείπανε πιά κάποια φανερώματα πού νά τό κάνουν νά σπιθίζει άπό παιχνιδιάρικη διάθεση, πού νά τό δείχνουν σάν ένα δημιούργημα χαράς καί γιά τό δημιουργό του καί γι’ αύτούς πού θά τό άπολάβαιναν. Καί όλα τοΰτα θά τάθελε νά βαραίνουν πιότερο άπ’ τήν άναγνωρισμένη τεχνική τελειότητα καί τό βάθος τοΰ έργου του. Φοβόταν πολύ τή μοναξιά, τό καλοκαίρι στήν έξοχή, στο μικρό σπιτάκι μέ τήν υπηρέτρια
79/379
πού τού ετοίμαζε τό φαγητό καί τον υπηρέτη πού τοΰ τό έφερνε. Φοβόταν τά γνώριμα πρόσωπα τών βουνών, πού οι κορφές καί οί πλαγιές τους θάγραφαν πάλι κύκλους γύρω του, καθώς θ’ άπέμενε βαριεστημένος άπ’ τή δουλειά καί σκυθρωπός. Χρειαζόταν λοιπόν, μιά άνάπαυλα, κάτι τό καινούριο, λίγη περιπλάνηση, λεύτερο άγέρα, πού θά τοΰ άνανεώσει τό αίμα, γιά νά γίνει πιο υποφερτή καί γόνιμη ή ζωή του, στο διάστημα τοΰ καλοκαιριού. Ταξίδι — αύτό έπιθυμοΰσε. ’Όχι πολύ μακριά, δχι άκριβώς στις χώρες μέ τις τίγρεις... Μιά νύχτα στο βαγκόν λί καί άναψυχή τρεις τέσσερις βδομάδες σέ κάποιον άπ’ τούς πολυσύχναστους τόπους στή γελαστή Μεσόγειο...
80/379
Τέτοιες σκέψεις κλωθογυρίζανε στο μυαλό του, καθώς ό θόρυβος τοΰ τράμ τον έζύγωνε άπ’ τήν Ούγκερερστράσσε καί άποφάσισε τοΰτο τό βράδυ νά τό χαρίσει στούς χάρτες καί στά τουριστικά βιβλιαράκια. Στήν πλατεία θυμήθηκε τον άνθρωπο μέ τήν ψάθα, τό σύντροφο μιας στιγμής, πού δέν πέρασε ανώφελη. ’Έψαξε μέ τό βλέμμα νά τον βρει, άλλά δέν μπόρεσε νά εξακριβώσει αν βρισκόταν άκόμα έκεΐ πέρα, γιατί δέν τον ειδε ούτε στήν πρωτινή του θέση, ούτε καί στό τράμ μέσα. Ό συγγραφέας τής κρυστάλλινης καί ρωμαλέας άφήγησης τής επικής ζωής τού Φρειδερίκου της Πρωσίας · ό υπομονετικός τεχνίτης πού μέ μακρόχρονη επιμέλεια υφανε, σά
81/379
μυριόπλουμο ύφάδι, τό μυθιστόρημά του Μάγια, οπου στό πολύμορφο σχέδιό του χιλιάδες άνθρώπινα πεπρωμένα ήταν συνυφασμένα στον ίσκιο μιας ιδέας ' ό δημιουργός τού συγκλονιστικού διηγήματος"Ενας άθλιος, οπου άποκάλυψε σέ μιά ολάκερη γενιά πού τον εύγνωμονούσε πώς ύπάρχει ή δυνατότητα γιά μιά άκλόνητη ήθική, παρ’ όλο πού ξέρουμε πόσο βαθύ είναι τό βάραθρο τής ψυχής' ό συγγραφέας, τέλος, τού έργου Πνεύμα και Τέχνη—καί μ’ αύτό τελειώνουν τά έργα τής ώριμης ήλικίας του— ενα δοκίμιο γεμάτο πάθος, πού ή άξιολογική του δύναμη καί ή διαλεκτική του εύγλωττία, άπαιτούσαν σοβαρούς κριτικούς γιά νά τό τοποθετήσουν οπωσδήποτε δίπλα στά
82/379
εργα κριτικής τού Σίλλερ, γιά τήν άγνή ποίηση, ο Γουστάβος ’Άσσενμπαχ, γεννήθηκε στό Λ..., σέ μιά επαρχιακή πόλη τής Σιλεσίας, γιος άνώτερου δικαστικού υπαλλήλου. Οι πρόγονοί του ήταν άξιωματικοί, δικαστές καί κυβερνητικοί παράγοντες, άνθρωποι πού είχαν ύποτάξει τή φειδωλή καί μονότονη ζωή τους στήν υπηρεσία τού βασιλιά καί τής πολιτείας. Μιά γνησιότερη πνευματικότητα ειχε άντιπροσωπευθει κάποτε άνά-μεσά τους στή μορφή κάποιου ιεροκήρυκα. Καί πιο ορμητικό αίμα είχε ανακατωθεί στήν προηγούμενη γενιά, από τή μητέρα τού ποιητή, κόρη κάποιου Βοημοΰ αρχιμουσικού. ’Από κείνη προέρχονταν τά σημάδια ξενικής ράτσας, εκδηλα στήν εξωτερική του
83/379
εμφάνιση. Τό συνταίριασμα τής αύστηρής υπηρεσιακής εύσυνειδησίας μέ τις πιο σκοτεινές φλογερές παρορμήσεις, έφτιαξαν τον καλλιτέχνη καί μάλιστα τούτον τον ξεχωριστό καλλιτέχνη. Μιά καί ειχε αφιερωθεί όλη ή ύπαρξή του στήν κατάκτηση τής δόξας, ας μήν πούμε πρόωρα, ωστόσο αρκετά νωρίς, παρουσιάστηκε στή δημοσιότητα ώριμος, χάρη στο θάρρος του καί στήν σημαντικότητα τού προσωπικού του ύφους. ’Απ’ τό γυμνάσιο κιόλας ειχε δημιουργήσει ένα δνομα. Δέκα χρόνια αργότερα ήξερε πώς νά εμφανίζεται στή δημοσιότητα άπ’ τό γραφείο του, νά κατοχυρώνει τή φήμη του μέ μιά μόνο φράση έπιστολής —ή έπιτυχία καί
84/379
καθετί άξιο θαυμασμού, έπιβάλλει τήν ικανοποίηση πολλών άπαιτήσεων— γεμάτη σημασία καί καλωσύνη. Στά σαράντα του χρόνια καταπονημένος άπ’ τή σκληρή δουλειά, είχε καί τό πρόσθετο βάρος νά διεκπεραιώνει καθημερινά μιά άλληλογραφία μέ σπουδαία πρόσωπα άπ’ όλες τις χώρες. Δίχως νά καταφεύγει σέ χοντροκοπιές καί νά ξιπάζεται, τό ταλέντο του είχε τή δύναμη νά κερδίσει τήν έμπιστοσύνη τής πλατείας μάζας, συγχρόνως όμως καί τό θαυμασμό καί τήν άπαιτητική συμμετοχή καί τών έκλεκτικών. ’Έτσι άπό τήν πρώτη του άκόμα νεότητα, δοσμένος πάντα στο πολύπλευρο καθήκον —και μάλιστα τό υπέρτατο— δέν έγνώρισε τήν ξενοιασιά τής άνεργης
85/379
νιότης. 'Όταν στά τριάντα πέντε του χρόνια άρρώστησε στή Βιέννη, νά πώς τον έχαρακτήρισε κάποιος λεπτός παρατηρητής, σέ μιά συντροφιά: «Βλέπετε, 6 ’Άσσενμπαχ, πάντοτε έζοΰσε έτσι» καί ό ομιλητής έκλεισε σφιχτά σέ γροθιά τά δάχτυλα τού άριστερού του χεριού, «καί ποτέ έτσι» καί άφησε άνοιχτή τήν παλάμη του νά πέσει άνετα έξω άπ’ τό μπράτσο τής πολυθρόνας. Καί έτσι όπως τάλεγε ήταν. Καί πρέπει νάχουμε ύπ’ δψι μιας, πώς στήν περίπτωση τού ’Άσσενμπαχ μιά τέτοια στάσή άποτελούσε γενναιότητα καί ήθική άντοχή, γιατί δέν ήταν γερός οργανισμός καί ή λεπτή του ιδιοσυγκρασία άπό γεννησιμιού του δέν άντεχε σέ μιά συνεχή υπερένταση.
86/379
'Όταν ήταν παιδί ο γιατρός τού ειχε άπαγορεύσει νά πηγαίνει στό σχολείο καί έτσι παρακολουθούσε μαθήματα στό σπίτι. Μονάχος, μεγάλωσε χωρίς συντροφιές μέ συνομήλικους καί κατάλαβε άπό πολύ νωρίς πώς είναι άπ’ τούς άνθρώπους πού δέν τούς λείπει τό ταλέντο, άλλά τούς λείπει ή υγεία, τόσο άπαραίτητη γιά νά άνθοβολήσει τό ταλέντο τους. Πώς άνήκε στή γενιά, οπου ο καλλιτέχνης δίνει άπό νωρίς δ,τι καλύτερο έχει νά δώσει, γιατί πολύ σπάνια θά μπορούσε νά φτάσει στήν άνάλογη ήλικία γιά νά τό προσφέρει. Ή εύνοούμενή του λέξη ήταν «συγκρατήσου» καί μέσα στό άγαπημένο του μυθιστορηματικό άφήγημα τούΜεγάλου Φρειδερίκου δέν υπογράμμιζε τιποτ’ άλλο άπ’ τήν
87/379
άποθέωση αύτής τής εντολής, πού τή θεωρούσε σάν συμπύκνωση τής παθητικής αρετής. Λαχταρούσε μάλιστα, νά φτάσει γρήγορα στά γερατιά, γιατί πάντα είχε τή γνώμη πώς άληθινά μεγάλο καί πραγματικά άξιόλογο καί μεστό θά ήταν ένα καλλιτεχνικό εργο, μονάχα οταν ό δημιουργός του θά ήταν βολετό νά δώσει διαλεχτούς καρπούς πάνω σ’ όλα τά στάδια τής ανθρώπινης ζωής. Αφοΰ, λοιπόν, τό ταλέντο του τον επιφόρτισε μέ καθήκοντα πού ήθελε νά τά επωμιστεί μέ άγάπη καί νά τά πάει μακριά, πολύ μακριά, του ήταν άπαραιτητη ή άγωγή. Καί ευτυχώς οικογενειακή αγωγή καί πειθαρχία ειχε κληρονομήσει άπ’ τον πατέρα του. Στά
88/379
σαράντα καί στά πενήντα του χρόνια, πού άλλοι σ’ αυτή τήν ήλικία τό ρίχνουν έξω, τεμπελιάζουν καί άναβάλλουν τήν έκτέλεση σοβαρών άποφάσεων, ετούτος άρχιζε τήν ήμέρα του μέ κρύα ντούς στο στήθος καί στις πλάτες καί ύστερα ξόδευε τις δυνάμεις του, πού τοΰ ειχε χαρίσει 6 ύπνος, σέ μεγάλα σχέδια, θυσιάζοντας δυο τρτεις πρωινές ώρες γεμάτες σφρίγος πάνω στά χειρόγραφά του, μ’ ένα ζευγάρι μεγάλα κεριά-στ’ άσημένιο κηροπήγιο. Ήταν, λοιπόν,.δικαιολογημένοι —καί τοΰτο υπογράμμιζε τήν ήθική νίκη τοΰ ’Άσσενμπαχ— δσοι μή ξέροντας πώς εργαζόταν, πέφτανε στήν πλάνη νά νομίζουν πώς ό κόσμος τής Μάγιαςκαί τά επικά πλήθη, δπου ξετυλιγόταν ή ήρωική ζωή τοΰ Φρειδερίκου, ήταν
89/379
συνθέσεις μιας συγκεντρωμένης, δυνατής έμπνευσης, ένώ άντίθετα ηταν τό άποτέλεσμα χίλιων δυο μικροεμπνεύσεων πάνω σέ καθέκαστα τής καθημερινής ζωής. Καί δέ θά ήταν οι συνθέσεις αυτές τόσο τέλειες καί σά σύνολο καί στήν παραμικρή τους λεπτομέρεια, αν ό δημιουργός τους μ’ επίμονη θέληση καί αγάπη, όμοια μέ κείνη πού κατέκτησε τήν εκτίμηση τής επαρχίας τής πατρίδας του, δέν έμενε απόλυτα πειθαρχημένος στό έργο του καί δέν έδινε γιά νά τό πραγματοποιήσει τις πιο άκριβές καί δημιουργικές του ώρες. 'Ένα άξιόλογο έργο τέχνης, γιά νά μπορέσει νά άσκήσει μιά πλατειά καί βαθειά επίδραση, έχει άνάγκη άπ’ τήν
90/379
ύπαρξη μιας μυστικής συγγένειας ή άκόμα μιας συνταύτισης, άνάμεσα στήν προσωπική μοίρα' τού δημιουργού του καί ολάκερης τής σύγχρονής του γενιάς. Οί σύγχρονοι τού καλλιτέχνη δέν ξέρουν γιά ποιο λόγο χαρίζουν τή δόξα σ’ ένα έργο τέχνης. ’Αγνοώντας τον πραγματικό λόγο, νομίζουν, πώς είναι γιατ' ανακαλύπτουν σ’ αύτό εκατοντάδες προτερήματα, γιά νά υπογραμμίσουν έτσι καί τή δική τους συμμετοχή. Ό πραγματικός όμως λόγος τής έπιδοκιμασίας τους είναι κάτι τό άστάθμητο: Eivat ή συμπάθεια. Ό ’Άσσενμπαχ σέ κάποιο έργο του τό ειπε καθαρά: Σχεδόν κάθε μεγάλο πού υπάρχει, τό χρωστά σ’ ένα «παρά τούτο», σέ μιά πρόκληση ένάντια στά βάσανα καί τις έγνοιες, τή φτώχεια, τήν
91/379
έγκατάλειψη, τή σωματική άδυναμία, τά έλαττώματα, τά πάθη, τις χιλιάδες τά έμπόδια. Ή διαπίστωση όμως αύτή δέν ήταν απλώς μιά παρατήρηση, ήταν πιότερο μιά πείρα, ήταν άκριβώς ό κανόνας τής ζωής του καί τής δημιουργίας τής δόξας του, τό κλειδί γιά τή δημιουργία καί κατανόηση τού έργου του. Δέν υπάρχει, λοιπόν, τίποτα τό έκπληκτικό στή στάση καί στή βαθειά αγωγή πού μάς φανερώνουν τά κυριότερα πρόσωπα στά έργα του. Γιά τον καινούριο τύπο τού ήρωα πού προτιμούσε ό συγγραφέας καί εμφανιζόταν κάθε τόσο σέ ποικιλόμορφες υποστάσεις, κάποιος οξυδερκής άνατόμος από πολύ νωρίς ειχε παρατηρήσει πώς ήταν μιά
92/379
ιδιότυπη σύλληψη, μιά «διανοητική καί αρρενωπή αγνότητα». πού ορθώνεται ατάραχη καί μέ περήφανη σεμνότητα σφίγγει τά δόντια, ένώ τά σπαθιά καί τά κοντάρια τρυπούν το κορμί της. Ό χαρακτηρισμός ήταν ωραίος, μέ πνεύμα καί ακρίβεια, παρ’ όλη τή φαινομενικά υπερβολική παθητική του έκφραση. Γιατί ή αντιμετώπιση τής μοίρας μέ αξιοπρέπεια καί τό θάρρος στον πόνο, δέ σημαίνουν μονάχα παθητική εγκαρτέρηση. Είναι μιά ένεργητική εκδήλωση, ένας θετικός θρίαμβος. Καί ή μορφή τού Αγίου Σεβαστιανού είναι τό ωραιότερο σύμβολο, άν δχι γενικά γιά όλη τήν τέχνη, σίγουρα όμως γιά τήν τέχνη, δπου γίνεται τώρα λόγος. 'Αν διεισδύσει κανείς σ’ αύτό τον ιδεατό κόσμο τού ’Άσσενμπαχ θάβλεπε τήν
93/379
εύγενική αύτοκυριαρχία νά κρύβει άπ’ τά μάτια τού κόσμου ίσαμε τήν τελευταία στιγμή τήν' εσωτερική της διάβρωση, τή βιολογική της κατάρρευση. Θάβλεπε τήν ωχρή, άποκρουστική ασχήμια πού διεγείρει τά ταπεινά πάθη καί φέρνει στήν καταστροφή, νά μπορεί νά ζωντανεύει τήν άδολη φλόγα πού ύποφώσκει καί νά τή μεταφέρει θριαμβικά ίσαμε τό βασίλειο τής ομορφιάς. Θάβλεπε τον ωχρό καί αδύναμο ν’ άντλεί δύναμη άπ’ τά πυρακτωμένα βάθη τού πνεύματος γιά νά ρίξει ένα περήφανο λαό στά πόδια τού σταυρού, ύποταχτικό του. Θάβλεπε τήν αξιαγάπητη κοσμιότητα νά υποδουλώνεται καλόβολη στήν αυστηρή καί κούφια φόρμα. Τήν
94/379
αισχρή καί γεμάτη κινδύνους ζωή, τήν έξουθενωτική υποταγή τού γεννημένου άπατεώνα στήν τέχνη του. "Αν μελετούσε κανείς όλα τούτα τά πεπρωμένα καί τόσα άλλα παρόμοια, σίγουρα θά παραδεχόταν πώς δέν υπάρχει άλλος ήρωισμός, άπ’ τον ήρωισμό τής άδυναμίας. Πάντως ποιός άλλος ήρωισμός θάταν γιά τήν εποχή μας πιο επίκαιρος; Ό Άσσενμπαχ ήταν ό ποιητής όλων έκείνων πού δημιουργούν στά ορόσημα τής εξάντλησης, πού λυγίζουν κάτω άπ’ τό βαρύ μόχθο, πού είναι κιόλας τσακισμένοι καί στέκουν ωστόσο ορθοί, ολων αύτών τών ήθικολόγων τής άγωνιστικής άξίας, πού βιολογικά εύθραυστοι καί δίχως καμμιά εύκολία σέ μέσα, πετυχαίνουν γιά κάμποσο
95/379
καιρό τά πιο μεγάλα πράματα, χάρη στήν ένταση τής θέλησης καί σ’'ενα σοφό χειρισμό. Τέτοιοι είναι πολλοί καί είναι οί ήρωες τής εποχής. Καί τούς βλέπει κανείς στό έργο του νά επιβεβαιώνονται άμοιβαΐα, νά εξυμνούνται, νά εκδηλώνουν τήν εύγνωμοσύνη τους στό συγγραφέα καί νά διαλαλούν τό όνομά του. Στή νεότητά του ειχε πάρει καί αύτός μέρος στή βάρβαρη νεανική ορμή τού αιώνα καί κάτω άπ’ τήν επίδρασή της δέν έδείλιασε νά κάνει φανερά παραστρατήματα, πολλά σφάλματα πού τον έξέθεσαν, καθώς καί τολμηρότητες ενάντια στό ήθος, τή διακριτικότητα καί τή φρόνηση, τόσο στις κουβέντες του όσο και στά έργα
96/379
του. Σ’ άντάλλαγμα όμως, ειχε άποκτήσει τήν υψηλή συνείδηση, οπως έλεγε, πώς ή όρμητικότητα καί τό ευερέθιστο είναι έμφυτα σέ κάθε αληθινό ταλέντο. Πραγματικά, μπορεί κανείς νά πει, πώς όλη του ή εξέλιξη ήταν αντάξια μιας συνειδητής καί πεισματωμένης ανόδου, πού άντιμαχούσε μέ κάθε λογής εμπόδια πού όρθωναν μπροστά του ή αμφιβολία καί ή ειρωνεία. Οι αστικές οι μάζες ευχαριστιούνται νά σχηματίζουν μιά χοντροκομμένη, χειροπιαστή, χωρίς πνευματικές εύθύνες, συνείδηση γιά κάθε δημιούργημα, ενώ ή παθολογικά απόλυτη νεολαία γοητεύεται μόνο μέ τήν αντιμετώπιση προβλημάτων. Καί ό
97/379
’Άσσενμπαχ ήταν απόλυτος καί προβληματικός, δσο κανένας νέος. Ήταν ολοκάθαρα καί δουλόπρεπα εγκεφαλικός καί μέ πλήρη επίγνωση, κάνοντας κατάχρηση τού πνευματικού στοιχείου, άσώτευε τούς πνευματικούς καρπούς, βεβήλωνε τά μεγάλα προβλήματα, δέν ειχε εμπιστοσύνη στο ταλέντο, πρόδιδε τήν τέχνη. Καί καθώς τά αποκυήματα τής φαντασίας του έμψύχωναν καί ενθουσίαζαν τούς απλοϊκούς καί δίχως ώριμη σκέψη πιστούς του, αύτός ό νέος καλλιτέχνης έκανε τούς εικοσάχρονους εφήβους νά κρέμονται απ’ τά χείλη του, μέ τούς κυνισμούς του γύρω άπ’ τά προβλήματα τής τέχνης καί τών καλλιτεχνών.
98/379
Φαίνεται όμως, πώς σ’ εναν άξιόλογο καί εύγενικό άνθρωπο τίποτα δέν άμβλύνεται πιο γρήγορα καί πιο ολοκληρωτικά δσο ή αιχμηρή καί πικρή γοητεία τής γνώσης. Καί είναι σίγουρο πώς ή σοβαρή καί μελαγχολική διάθεση τοΰ νέου νά φτάσει ίσαμε τήν άπώτατη γνώση δέ σημαίνει παρά επιπολαιότητα, άν τή συγκρίνουμε μέ τή βαθειά αύτοπεποί-θηση τοΰ ώριμου τεχνίτη, πού περιφρονει τή γνώση καί τήν προσπερνά άγέρωχος, επειδή έμαθε πώς είναι στή φύση της νά χαλαρώνει τήν ενεργητικότητα, νά χαλιναγωγεί τις πράξεις καί ν’ άποδιώχνει άκόμα καί τό μεγάλο πάθος. Τί άλλο ήθελε νά πει στό περίφημο διήγημά του ό 'Ένας οίθλιος ’Άσσενμπαχ, παρά νά διατρανώσει τήν άηδία γιά τήν άθλια ψυχολογία τής
99/379
εποχής, πού ενσαρκώνεται στή μορφή τού γελοίου εκείνου, μέ ελαστική συνείδηση παλιανθρωπάκου, πού κάνει τήν τύχη του σπρώχνοντας τή γυναίκα του στήν άγκαλιά κάποιου νεαρού, άπό λιγοψυχία, έλλειψη χαρακτήρα καί ήθικής ύπόστασης καί πιστεύει ειλικρινά πώς δέν είναι άνήθικο νά μετέρχεται τέτοια ποταπά μέσα; Ή δύναμη τού λόγου πού σ’ έκανε έδώ νά άποστρέφεσαι τό άξιοκατάκριτο, έκήρυττε τήν καταδίκη κάθε ήθικής άμφιταλάντευσης, κάθε συμπάθειας στήν ήθική κατολίσθηση, νά μήν ένδίδει κανείς στον έξαχρειωμένο οίκτο καί στήν άποψη, πώς έκεινο πού έχει σημασία είναι όλα νά τά καταλαβαίνεις καί όλα νά τά συγχωρεις. Καί έκεινο πού προετοιμαζόταν έδώ καί πρώτευε
100/379
ήταν τό «θαύμα τής ξανακερδισμένης ειλικρίνειας», γιά τό όποιο γίνεται λίγο άργότερα λόγος σ’ ένα διάλογο τού συγγραφέα, παραστατικά μέ μυστικόπαθο τόνο. Παράξενες συμφωνίες! Νά ήτανε τάχα πνευματική συνέχεια αύτής τής άναγέννησης, τής καινούριας άξιοπρέπειας καί αύστηρότητας, αύτά πού τήν ίδια έποχή διαπίστωνε κανείς στό έργο τού συγγραφέα: Υπέρμετρο δυνάμωμα τής αίσθησης τού ώραίου, εύγενική καθαρότητα, λιτότητα καί συμμετρία στή διαγραφή τών σχημάτων, επιτεύξεις πού άπό δώ και πέρα σημαδεύουν τά έργα του μ’ ενα τόσο προσωπικό καί θεληματικό τόνο στήν πορεία προς τήν τελείωση τής τέχνης του καί τον κλασικισμό; Τό νά παίρνεις όμως,
101/379
ξεμακραίνοντας άπ’ τή γνώση, μία ήθική στάση τόσο άποφασιστική, σέ βαθμό πού νά καταπνίγει κάθε διαλυτική διανοητική περιέργεια, δέ σημαίνει νά ξαναγυρίζεις πάλι σέ μιά απλοποίηση, σέ μιά ήθική αφέλεια τοΰ κόσμου καί τής ψυχή$ καί συνεπώς σέ μιά ενίσχυση τοΰ κακοΰ, τοΰ άπαγορευμένου; Δέν ξαναγυρίζεις, έτσι, σέ μιά ήθική αδυναμία; Καί μήπως ή μορφή δέν έχει δυο όψεις; Δέν είναι ήθική καί μαζί άνήθικη; Ήθική σάν έπίτευγμα καί μορφοποίηση τής πνευματικής καλλιέργειας, άνήθικη, πάλι, καί άπό μόνη της άρνηση τής ήθικής, άφοΰ άπό φυσικού της περικλείει μιά ήθική άδιαφορία, όταν μάλιστα έχει τήν τάση νά υποτάσσει τό
102/379
ήθικό κάτω άπ’ τό περήφανο καί παντοδύνάμο σκήπτρο της; Μιά έξέλιξη είναι μια μοίρα. Καί πώς θάταν βολετό ένας καλλιτέχνης, πού πασχίζει γιά τή σταδιοδρομία του καί τον συνοδεύουν ή εμπιστοσύνη καί ή έπιδοκιμασία τοΰ μεγάλου κοινοΰ, νά μήν άκολουθεΐ διαφορετικό δρόμο άπό κείνον πού άκολουθει όποιος δέ δεσμεύεται άπό υποχρεώσεις προς τή φήμη; Μόνο ένας άδιόρθωτος μποέμ γελάει καί ειρωνεύεται, όταν κάποιος προικισμένος μέ ταλέντο ξεπερνάει τό στάδιο τοΰ ξένοιαστου άρχάριου καί άποκτώντας συνείδηση τής άξίας του, υποχρεώνει καί τον κόσμο νά τήν άναγνωρίσει καί νά τήν τιμήσει, ενώ
103/379
συγχρόνως τυλίγεται μ’ ένα λαμπρό μανδύα γιά νά κρύψει τούς σκληρούς αγώνες του καί τή μοναξιά του. ’Αληθινά, πόση δραματική ήθοποαα, πείσμα καί απόλαυση γιά τον ιδιο τον καλλιτέχνη, δέν περικλείει ό ρόλος τού άναπτυσσόμενου ταλέντου! Μέ τον καιρό στον τρόπο εργασίας τού ’Άσσενμπαχ μπήκε κάτι τό σχολιαστικό καί τό επίσημο. Τό στύλ του άπογυμνώθηκε άπ’ τό πηγαίο, τις άσυγκράτητες τολμηρότητες, τήν πρωτοτυπία καί τήν έξοχη λεπτότητα τών συναισθηματικών άποχρώσεων πού είχε στά πρώτα χρόνια καί έγινε τώρα σταθερό, εύγενικό οπως τόθελε ή παράδοση, συντηρητικό, άποφθεγματικό, μορφικά τελειωμένο.
104/379
Καί καθώς γερνούσε ό συγγραφέας, έξοστράκισε άπ’ τά κείμενά του, οπως είχε καθιερωθεί άπ’ τήν εποχή τού Λουδοβίκου ΙΔ', κάθε χυδαία έκφραση καί λέξη. Τότε μάλιστα, ή Διεύθυνση Σχολικών ’Αναγνωσμάτων τής Α Διοικήσεως τής Παιδείας σταχυολόγησε μερικές σελίδες άπ’ τά έργα του καί τις περιέλαβε στά σχολικά άναγνωστικά. 'Ο ’Άσσενμπαχ ένοιωσε βαθειά ικανοποίηση καί δέν μπόρεσε νά μήν άποδεχτεΤ τον τίτλο εύγενείας πού τού άπένειμε ό νέος αύτοκράτορας, τιμώντας τά πενηντάχρονα τού ποιητή τού Μεγάλου Φρειδερίκου. 'Ύστερα άπό μερικά χρόνια περιπλάνησης καί προσπάθειες γιά τήν εκλογή τόπου διαμονής, διάλεξε πολύ
105/379
γρήγορα τό Μόναχο, οπου ζούσε μόνιμα σάν μέλος τής έξέχουσας άστικής κοινωνίας, οπως γινόταν σέ σπάνιες περιπτώσεις μέ τούς πνευματικούς άνθρώπους. Ό γάμος του, πού έκανε άπό πολύ νέος, μέ μιά κοπέλα άπό μορφωμένη οικογένεια, διαλύθηκε μέ τό θάνατό της, ύστερα άπό μιά σύντομη ευτυχία. 'Ένα κορίτσι, σύζυγος τώρα, ήταν δ,τι τού άπόμεινε. Γιο δέν απόκτησε. 'Ο Γουστάβος Φόν ’Άσσενμπαχ ήταν λίγο χαμηλότερος άπ’ τό μέτριο, καστανός καί ξουρισμένος. Τό κεφάλι του εδειχνε κάπως μεγαλύτερο άπ’ δ,τι ταίριαζε στή χαριτωμένη κορμοστασιά του. Τά μαλλιά του χτενισμένα προς τά πάνω, άφηναν φωτεινή τήν κορφή καί
106/379
άρκετά πυκνά καί γκρίζα στούς κροτάφους πλαισίωναν ενα ψηλό, ρυτιδωμένο καί γεμάτο ούλές μέτωπο. Τό στόμα του μεγάλο, πότε χαλαρό καί πότε στενόμακρο καί τεντωμένο. Τά μάγουλα άδύνατα καί βαθουλωμένα καί σΐό καλοφτιαγμένο πηγούνι φαινόταν καθαρά ενα λακουβάκι. Περιστατικά ξεχωριστής σημασίας φαινόταν ν’ άφησαν τή σφραγίδα τους πάνω σ’ αύτό τό κεφάλι, πού συνήθιζε νά γέρνει παθητικά στά πλάγια. Καί όμο3ς ή τέχνη ήταν εκείνη πού ειχε άναλάβει έδώ τή φυσιογνωμική διαμόρφωση, άποτυπώνοντας στό έργο της τις περιπέτειες καί τή δύσκολη ζωή μιας ταραγμένης ύπαρξης. Πίσω άπό τούτο τό μέτωπο είχαν γεννηθεί οί άστραφτερές άνταπαντήσεις, μεταξύ
107/379
τού Βολταίρου καί τού Μεγάλου Φρειδερίκου, στή συνομιλία τους γιά τον πόλεμο. Τούτα τά μάτια, τά κουρασμένα καί διεισδυτικά πίσω άπ’ τά γυαλιά, είδαν τή ματωμένη κόλαση τών νοσοκομείων στον επταετή πόλεμο. Άλλά ή τέχνη άναφορικά προς τον καλλιτέχνη άτομο, είναι μιά ζωή σέ μεγαλύτερες διαστάσεις. Τού χαρίζει μιά βαθειά εύτυχία, άλλά καί πολύ γρήγορα τον φθείρει. Σκάβει στό πρόσωπο τού ύποταχτικού της βαθιά σημάδια άπ’ τά φανταστικά καί πνευματικά καθέκαστα πουζησε καί τοΰ προξενεί, άκόμα καί άν σέ βιολογική υπόσταση ζεΐ σέ μιά μοναστική ήρεμία, παντοτινή κόπωση, υπερευαισθησία καί νευρική υπερδιέγερση, πού είναι άμφίβολο άν θά μπορούσε νά τά
108/379
δημιουργήσει όλα αυτά, σέ τέτοιο βαθμό, μιά ζωή γεμάτη απολαύσεις καί άκόλαστα πάθη. Διάφορες παγκοσμίου καί φιλολογικού ενδιαφέροντος υποθέσεις κράτησαν τό φίλο τής άποδημίας άκόμα δυο σχεδόν βδομάδες, μετά τον περίπατό του εκείνο στο Μόναχο. Τέλος τό Μάη πήρε τήν άπόφαση καί έδωσε εντολή νά τού έχουν έτοιμο τό εξοχικό του σπίτι μετά ενα μήνα. Καί μιά μέρα, τό τελευταίο δεκαήμερο τού Μάη, πήρε τό τρένο γιά τό Τριέστι, δπου έμεινε μονάχα εικοσιτέσσερις ώρες καί τήν άλλη μέρα μπαρκάρισε γιά τήν Πόλα. Ζητούσε κάτι τό εξωτικό, πού νά μήν τού θυμίζει τον γνώριμό του κόσμο καί νά μπορούσε νά τό βρει δίχως
109/379
δυσκολία. Κατέβηκε, λοιπόν, σ’ ενα νησί τής Άδριατικής πολύ φημισμένο εδώ καί λίγα χρόνια, πού βρισκόταν δχι μακριά άπ’ τις άκτές τής Ίστρίας, οπου έζούσαν άγρότες μέ πολύχρωμα κουρέλια καί μιλούσαν μιά γλώσσα μέ βαρβαρικούς φθόγγους. "Ένα νησί μέ σχισμένα βράχια στήν άνοιχτή θάλασσα. Ή βροχή όμως, καί ό πνιγερός άγέρας, μιά μικρή, μονάχα άπό Αύστριακούς, συντροφιά στο ξενοδοχείο καί ή έλλειψη έκείνου τού γιομάτου ψυχική γαλήνη θαλασσινού τοπίου, πού θά μπορούσε νά τού χαρίσει μονάχα μιά άμμουδερή άκρογιαλιά, όλα τούτα τον άπογοήτευσαν καί ή συνείδησή του δέν έδινε τήν επιδοκιμασία της γιά τήν εκλογή αύτού τοΰ νησιοΰ ώς τόπου
110/379
άναψυχής. Μελετοΰσε τις θαλάσσιες συγκοινωνίες, ερευνούσε τά γεωγραφικά πλάτη καί ξαφνικά, σάν κάτι όλότελα φυσικό, παρουσιάστηκε ξεκάθαρη μπροστά στά μάτια του ή επιθυμία του. 'Όταν σέ κυριέψει τή νύχτα ή επιθυμία νά γνωρίσεις τό άσύλληπτο, τό φανταστικό, οπως στά παραμύθια, τί κάνεις; Μά ήταν καταφάνερο! Τί ήθελε σέ τούτο τό μέρος; Έπήρε στραβό δρόμο! Έκει κάτω έπρεπε νά βρίσκεται καί όχι έδώ! Δέν άργησε νά τό παραδεχτεί πώς έπεσε έξω στήν έκλογή τής διαμονής του καί σέ μισή βδομάδα μετά τήν άφιξή του στό νησί, ένα γοργοτάξιδο βενζινάκι τον έγύρισε μαζί μέ τις άποσκευές του πίσω στό πολεμικό λιμάνι, ένα πρωινό γεμάτο ομίχλη. Έβγήκε έξω, μόνο οσο
111/379
νά περπατήσει πάνω στό σανιδένιο δρομάκι πού οδηγούσε στό υγρό κατάστρωμα τού πλοίου, πού τον έπερίμενε γιά νά τον φέρει στή Βενετία. ’Ήτανε ένα παμπάλαιο ιταλικό καράβι, ξεχαρβαλωμένο, γιομάτο σκουριές, σκυθρωπό. Σέ μιά θολωτή καί φτωχά φωτισμένη αίθουσα τού πλοίου, όπου υποδέχτηκε τον ’Άσσενμπαχ ένας καμπούρης καί βρώμικος ναύτης, μέ μιά κακομοιριασμένη ευγένεια, καθότανε πίσω άπό ένα τραπέζι μέ τό καπέλο στραβά στό μέτωπο καί μ’ ένα τσιγάρο στήν άκρη τών χειλιών του, ένας τραγογένης μεσόκοπος, φυσιογνωμία διευθυντού τσίρκου τής παλαιάς έποχής. Μ’ άνάλαφρους μορφασμούς κατά τή διεκπεραίωση τής
112/379
δουλειάς του, ζητούσε τις ταυτότητες τών έπιβατών καί τούς έδινε τά εισιτήριά τους. «Γιά τή Βενετία!», έπανέλαβε τήν έπιθυμία τοΰ ’Άσσενμπαχ, τεντώνοντας τό χέρι του καί βουτώντας τον κοντυλοφόρο στο πηχτό άπομεινάρι κάποιου γερμένου μελανοδοχείου. «Βενετία, πρώτη θέσις. Είστε έν τάξει, κύριε!». Καί έγραψε κάτι μεγάλα ορνιθοσκαλίσματα, τά πασπάλισε μέ μαύρη άμμο, υστέρα τήν έχυσε σέ μιά πήλινη κούπα, δίπλωσε τό χαρτί μέ τά κίτρινα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του καί ξανάσκυψε στο γράψιμο δίχως νά σταματήσει καί τή φλυαρία:
113/379
«Πολύ πετυχημένη έκλογή», μουρμούρισε, « Ά! Βενετία! Εξαίσια πόλη! Τραβάει μέ μιά άκαταμάχητη έλξη κάθε μορφωμένο, έξ αιτίας καί τής ιστορίας της, μά καί τής σημερινής της αίγλης!». Οι μηχανικές κινήσεις του καί τά ανούσια λόγια του πού τις συνόδευαν σ’ ένα τόνο άποχαυνωμένο, είχαν κάτι τό άποκαρδιωτικό, σά νάθελε μέ τον τρόπο αύτό νά κάνει τον ταξιδιώτη ν’ άλλάξει τήν άπόφασή του γιά ένα ταξίδι στή Βενετία. Είσέπραξε τό άντίτιμο βιαστικά καί άφησε τά ρέστα μέ γρηγοράδα γκρουπιέ πάνω στο λεκιασμένο τραπεζομάντηλο. ' «Καλή διασκέδαση, κύριέ μου», είπε καί έκανε μιά θεατρινίστικη υπόκλιση.
114/379
«Τιμή μου νά διεκπεραιώνω τις υποθέσεις σας, κύριοι!», φώναξε μέ σηκωμένο τό χέρι ψηλά, σά νάχε φούριες τό μαγαζί καί ας μή βρισκόταν έκεΐ κανείς πού νά χρειαζόταν τήν έξυπηρέτησή του... Ό ’Άσσενμπαχ γύρισε στο κατάστρωμα. Μέ τό ένα χέρι ακουμπισμένο στά κάγκελα κοιτούσε τούς αργόσχολους πού κόβανε βόλτες στήν προκυμαία, περιμένοντας νά δούνε τό καράβι πού θά σαλπάρει σέ λίγο, καθώς και τούς ταξιδιώτες πού διασχίζανε τό λιμάνι. Στή δεύτερη θέση, άντρες καί γυναίκες μασουλούσαν, καθισμένοι σέ κιβώτια καί μπόγους. 'Ένας όμιλος άπό νεαρούς άποτελούσε τήν ταξιδιωτική παρέα τού πρώτου καταστρώματος. Σίγουρα ήταν
115/379
έμπορούπάλληλοι άπ’ τήν Πόλα, πού γιομάτοι διάθεση είχαν άποφασίσει νά κάνουν μιά εκδρομή στήν ’Ιταλία. Παίνευαν τον εαυτό τους καί τις δουλειές τους, φλυαρούσαν, γελούσαν, χαιρόντουσαν άπολαβαίνοντας τά καμώματά τους καί πείραζαν τούς συναδέλφους τους πού κάτω στό λιμάνι τραβούσαν μέ τό χαρτοφύλακα στό χέρι γιά τις δουλειές τους. Καί κείνοι άπό κάτω φοβέριζαν μέ τό μπαστουνάκι τούς γλεντζέδες, πού άκουμπισμένοι στήν κουπαστή τόχαν ρίξει στήν καζούρα. 'Ένας άπό δαύτους, μ’ άνοιχτοκίτρινο, τής τελευταίας μόδας, καλοκαιρινό κοστούμι, κόκκινη γραβάτα καί γυρισμένο άγέρωχα τον παναμά προς τά πάνω, έξέδήλωνε άσυγκράτητα τό μεγάλο κέφι του μέ
116/379
τσιριχτή φωνή. 'Όταν όμως, ό ’Άσσενμπαχ τον έπρόσεξε άπό πιο κοντά, διαπίστωσε μέ έκπληξη πώς ό «νεαρός» αύτός δέ φαινόταν νάναι καί Τ
τόσο νέος. Ηταν ήλικιωμένος, δέ χωρούσε συζήτηση. Ρυτίδες αύλάκωναν τά μάτια καί τό στόμα του. Τό κόκκινο σκούρο χρώμα στά μάγουλά του ηταν βαρύ, τά καφετιά μαλλιά του κάτω άπ’ τό γυρισμένο χρωματιστό παναμά ήταν περούκα, ό πλαδαρός λαιμός του όλο φλέβες καί ζάρες, τό στριμμένο μουστάκι του καί τό μουσάκι του βαμμένα. Τά κίτρινα καί χωρίς κενά δόντια του, πού τάδειχνε όταν γελούσε— φτηνό υποκατάστατο καί τά χέρια του στολισμένα στους δυο δείχτες μ’ αρχοντικά δαχτυλίδια ήταν καί αυτά γεροντικά. Μέ δέος ό ’Άσσενμπαχ τον
117/379
παρατηρούσε καί απορούσε γιά τό θάρρος πού έδειχνε στή συντροφιά. Δέν τό βλέπανε, δέν καταλαβαίνανε, πώς τον είχαν πάρει τά χρόνια; Δέν ήταν άνάρμοστο νάναι ντυμένος δανδίστικα καί παρδαλά σάν καί αυτούς καί νά χαριεντίζεται μαζί τους; Άπό συνήθεια, βέβαια, φαίνεται πώς τον ανέχονταν στήν παρέα τους καί τον μεταχειρίζονταν σάν όμοιό τους, ανταποδίδοντας, δίχως νά θυμώνουν, τά άγαρμπα καμώματά του. «Πώς γινόταν τέτοιο πράμα;», άναρωτήθηκε ό ’Άσσενμπαχ, σηκώνοντας τό χέρι στο μέτωπό του καί κλείνοντας τά ερεθισμένα άπό τήν άυπνία βλέφαρά του. Ειχε τήν παραίσθηση πώς πήγαινε ν’ άλλάξει ό γνώριμος ρυθμός τών πραγμάτων, πώς άρχιζε ν’
118/379
άποξενώνεται άπ’ τήν γύρω πραγματικότητα, πώς γινόταν μιά μετάθεση τοΰ κόσμου στο άλλόκοτο. Καί πίστευε πώς θά μπορούσε νά κρατηθεί καί νά σταματήσει ίσως τούτη τήν κατάσταση, άν σκέπαζε τό πρόσωπό του γιά λίγο καί ξανακοίταζε πάλι γύρω του. Ξαφνικά τήν ίδια στιγμή ένοιωσε νά ταλαντεύεται καί ρίχνοντας μιά τρομαγμένη ματιά γύρω σά νά τραντάχτηκε άπότομα, διαπίστωσε πώς 6 βαρύς καί σκυθρωπός όγκος τού καραβιού ξεμάκραινε άργά άργά άπ’ τήν άποβάθρα. Σέ γραμμές, τή μιά δίπλα στήν άλλη, απλωνόταν μιά λουρίδα βρώμικα καί χρωματιστά νερά, πού άντιφέγγιζαν άνάμεσα στήν προκυμαία καί στά ύφαλα τοΰ καραβιού. Μέ τό μπρος πίσω τής
119/379
μηχανής καί ύστερα άπό δύσκολες μανούβρες τό καράβι εβαλε πλώρη γιά τήν άνοιχτή τή θάλασσα. Ό ’Άσσενμπαχ μετατοπίστηκε στήν πλώρη, οπου ο καμπούρης τού ειχε έτοιμάσει μιά σαίζ λόγκ καί ενας καμαρότος μέ λεκιασμένο φράκο περίμενε διαταγές του. Ό ούρανός γκρίζος, ό άγέρας υγρός. Λιμάνι καί νησιά μείνανε πίσω καί γρήγορα εξαφανίστηκε κάθε Γχνος άπ’ τις άκτές στον γεμάτο ομίχλη ορίζοντα. Νοεσμένες άπ’ τον άτμό ψιλές κουκίδες άπό κάρβουνο πέφτανε στό πλυμένο κατάστρωμα, πού δέν ελεγε νά στεγνώσει. Δέν πέρασε ώρα καί άπλωσαν τήν τέντα, γιατί άρχισε νά βρέχει.
120/379
Τυλιγμένος στό ελαφρύ πανωφόρι του, μ’ ενα βιβλίο στά γόνατα, ξεκουραζόταν ό ταξιδιώτης. Οί ώρες περνούσαν άνώφελες. Ή βροχή σταμάτησε. Μαζέψανε τήν τέντα. Ό ορίζοντας άκέραιος. Κάτω άπ’ τό μελαγχολικό θόλο τού ούρανού άπλωνόταν όλοτρόγυρα ό άσωστος καθρέφτης τής έ'ρημης θάλασσας. Καθώς όμως, στον άδεΓιο, τον άτεμάχιστο χώρο, εξαφανίζεται άπ’ τήν αίσθησή μας καί τό μέτρο τού χρόνου, περνούμε καί έμείς στό άπειρο. Παράξενες, σκοτεινές σιλουέτες, ό γελοίος γέρος, ό τραγογένης, περνούσαν άπ’ τό εσωτερικό τού πλοίου μέ άπροσδιόριστες χειρονομίες, συγκεχυμένα λόγια σάν σ’ όνειρο καί
121/379
άναδεύονταν στό πνεύμα τού ταξιδιώτη πού άναπαυόταν. Και άποκοιμήθηκε. Τό μεσημέρι τον φώναξαν γιά τό πρόγευμα, κάτω στήν τραπεζαρία, πού ειχε σχήμα διαδρόμου, δπως έδιναν σ’ αύτή οί καμπίνες. Καθώς έγευμάτιζε, στήν άλλη άκρη τού τραπεζιού χαλούσαν τον κόσμο οί έμποροϋπάλληλοι μαζί μέ τό γέρο άπ’ τις δέκα τό πρωί, έχοντας συντροφιά καί τον πρόσχαρο καπετάνιο. Τό γεύμα ήταν φτωχό καί άπόφαγε γρήγορα. Τον έκαιγε ή έπιθυμία νά βγει έξω στον έλεύθερο άγέρα, ν’ άντικρύσει τον ουρανό: Σίγουρα ήθελε νάχει μιά φωτεινή ιδέα γιά τή Βενετία.
122/379
Δέν ειχε φανταστεί πώς μπορούσε νάναι καί διαφορετικά, γιατί πάντα τούτη ή πόλη τον καλωσόριζε μέ μεγαλοπρέπεια. Ουρανός όμως, καί θάλασσα μένανε σκυθρωποί καί μολυβένιοι, πού καί πού ή ομίχλη άναλυόταν σέ βροχή καί εβλεπε τώρα πώς άκολουθώντας τό δρόμο τής θάλασσας θάφτανε σέ μιά Βενετία αλλιώτικη άπό κείνη πού θάβρισκε πηγαίνοντας απ’ τήν ξηρά. Στεκόταν στο μπροστινό κατάρτι, μέ τό βλέμμα βυθισμένο στήν άπεραντοσύνη, περιμένοντας ν άναδυθει ή πόλη. ’Έφερε στή θύμησή του τό γεμάτο ένθουσιασμό καί μελαγχολία ποιητή, πού κάποτε οι τρούλοι καί τά καμπαναριά τών ονείρων του, είχαν άναδυθεί άπό τούτα τά κανάλια καί
123/379
ξαναψιθύρισε λίγες λέξεις άπό κείνες πού ό σεβασμός, ή εύτυχία καί ή θλίψη τις είχαν μετουσιώσει σ’ ένα ρυθμικό τραγούδι. Καί τώρα μή συγκροτώντας τή συγκίνησή του άπ’ τό συνειδητοποιημένο του αίσθημα, έξέταζε τή σοβαρή καί κουρασμένη καρδιά του άν μπορούσε τάχα, άκόμα καί τώρα, νά χαρίσει στον άνεργο ταξιδιώτη τή δύναμη γιά κάποιο καινούριο ένθουσιασμό, μιά άναταραχή, κάποια δψιμη αισθηματική περιπέτεια. · Καί νά! Φάνηκε δεξιά ή ρηχή άκροθαλασσιά, τά ψαράδικα πούδιναν ζωή στή θάλασσα, φάνηκε τό νη-σάκι οπου είναι τά λουτρά καί τό καράβι τ’ άφησε άριστερά του γλιστρώντας
124/379
νωχελικά στό στενό λιμάνι πού πήρε τό όνομά του καί κει στή λιμνοθάλασσα, μπροστά στά παρδαλά φτωχά σπιτάκια έρριξε άγκυρα, περιμένοντας άναγκαστικά τή βάρκα 'Υγειονομικού Ελέγχου.
τού
Πέρασε μιά ώρα, ώσπου επί τέλους έφάνηκε. Είχαν καί δέν είχαν φτάσει. Κανένας δέ βιαζόταν καί όμως ένοιωθες νά σέ τυραννά ή άνυπομονησία. Οι νεαροί Πολωνοί, φορώντας τις τοπικές τους φορεσιές, καθώς άκουσαν τις στρατιωτικές τις σάλπιγγες, πού πέρα άπ’ τούς δημόσιους κήπους, περνώντας τις θάλασσες ό άχός τους έφτανε ίσαμε τό καράβι, παραταχτήκανε στό κατάστρωμα καί μαγεμένοι άπ’ τό πανόραμα τής πόλης ζητωκραυγάζανε
125/379
τούς βερσαλλιέρους, πού κάνανε γυμνάσια. Ήταν όμως, άηδιαστικό νά βλέπεις σέ ποιά χάλια ειχε καταντήσει τον άξιοθρήνητο τό γέρο ή άταίριαστη συντροφιά του μέ τή νεολαία. Τό γερασμένο καύκαλό του δέν άντεξε στή δοκιμασία τού κρασιού, όπως άντεξαν τά νεανικά κεφάλια καί ήταν γιά κλάματα, έτσι καθώς ειχε παραλύσει. Μέ βλέμμα ήλίθιου καί ένα τσιγάρο άνάμεσα στά τρεμάμενα δάχτυλά του, τρίκλιζε κρατώντας μέ δυσκολία τήν ισορροπία του καί ταλαντευόταν μπρος πίσω, στήν ιδια παντα θεση. Δεν συζητειται πως με το πρώτο βήμα θάπεφτε κάτω καί γι’ αύτό δέν ξεκόλλαγε άπό κει πού βρισκόταν. 'Ωστόσο, εξακολουθούσε νά δείχνει μιά άξιοθρήνητη υπεροψία: Σταματούσε
126/379
τον καθένα πού περνούσε άπό κοντά του, πιάνοντάς τον άπ’ τά κουμπιά, φώναζε, χαχάνιζε, εγνεφε κλείνοντας τό μάτι, κουνούσε τό ζαρωμένο καί γεμάτο δαχτυλίδια δάχτυλό του σχεδιάζοντας σαχλά υπονοούμενα καί έγλειφε μέ τή γλώσσα του τις άκρες τών χειλιών του άηδιαστικά καί μέ διφορούμενη έννοια. Ό ’Άσσενμπαχ τον παρατηρούσε μέ μισόκλειστα τά βλέφαρα καί τον κυρίεψε πάλι ένα αίσθημα σά νάρκη καί ήταν σάν νάπαιρνε ό κόσμος μιά άνάλαφρη μά άσυγκράτητη στροφή προς τό άλλόκοτο, νά πήγαινε νά πάρει μιά διεστραμμένη μορφή. "Ένα αίσθημα πού δέν κράτησε πολύ. Ή μηχανή ξανάρχισε νά δουλεύει μέ θόρυβο καί τό καράβι συνέχισε τήν πορεία του, πού ειχε διακόψει,
127/379
πλησιάζοντας στον προορισμό του, άνάμεσα άπ’ τό κανάλι τού Σάν Μάρκο. Ξαναντίκρυσε πάλι τήν πιο εκπληκτική άποβάθρα, τον πιο εκθαμβωτικό συνδυασμό κτηρίων, πού ή Δημοκρατία παρέτασσε στά γεμάτα θαυμασμό βλέμματα τών ποντοπόρων πού τή ζύγωναν: Τήν άνάλαφρη μεγαλοπρέπεια τού παλατιού, τή γέφυρα τών στεναγμών, τις κολώνες μέ τό λιοντάρι καί τον αγιο στήν παραλία, τήν πλάγια πλευρά τού παραμυθένιου ναού, πού πρόβαλλε έπιδεικτικά, τή θέα προς τό δρόμο τής πύλης καί τό πελώριο ρολόι. Καί κοιτώντας τα ό ’Άσσενμπαχ σκεφτόταν πώς άν έρχόταν άπ’ τό δρόμο τής ξηράς, θάφτανε στο
128/379
σιδηροδρομικό σταθμό τής Βενετίας καί θάταν σά νάμπαινε σ’ ένα παλάτι άπ’ τήν πίσω πόρτα. Ένώ τώρα μέ τό πλοίο, πάνω άπ’ τή λικνιστική θάλασσα φτάνει στήν πιο άπίθανη άπ’ όλες τις πόλεις. Ή μηχανή έκανε «κράτει», γόνδολες στριμώχνονταν γύρω στό καράβι, ρίξανε τή σκάλα. Τελωνιακοί έζύγωσΛν στήν αποβάθρα καί περίμεναν. Ή απόβαση μπορούσε ν’ αρχίσει. Ό ’Άσσενμπαχ τούς έδωσε νά καταλάβουν πώς ήθελε μιά γόνδολα, άπ’ αυτές πού κάνουν τή συγκοινωνία άπ’ τήν πόλη στό Λίντο, γιά νά τον μεταφέρει έκεΐ μέ τις άποσκευές του, γιατί άποφάσισε νά νοικιάσει σπίτι κοντά στή θάλασσα. Περιμένει! Ελέγχουν τις άποσκευές του καί διαβιβάζουν τήν επιθυμία του κάτω
129/379
στήν επιφάνεια τού νερού, οπου οι γονδολιέροι τσακώνονταν στή διάλεκτό τους. Δέν μπορεί όμως, άκόμα νά κατέβει. Τον έμποδίζει ή βαλίτσα του πού τώρα τήν κατρακυλούν καί τή σπρώχνουν μέ κόπο άπ’ τήν αιωρούμενη σκάλα. ’Έτσι, γιά κάμποσα λεπτά είναι καταδικασμένος νά ύποστεΐ τή φορτικότητα τού άπαίσιου γέρου πού τό μεθύσι, άθελά του, τον υποχρεώνει νά κάνει στούς ξένους άποχαιρετιστήριες ρεβεράντζες: «Σάς εύχόμαστε τήν πιο εύχάριστη διαμονή», τραυλίζει κάνοντας υποκλίσεις. «Καί τις πιο ώραιες άναμνήσεις! Au revoir, excusez und bon jour, euer exzelenz!».
130/379
Τρέχουν τά σάλια του, μισοκλείνει τά μάτια, γλείφει τις άκρες τών χειλιών του καί άνασηκώνονται οί τρίχες στό βαμμένο γενάκι του. «Τούς χαιρετισμούς μας στήν άγαπούλα, τήν πολυαγαπημένη, τήν όμορφη άγαπούλα!». Καί ξαφνικά πέφτει ή ψεύτικη μασέλα του. Ό ’Άσσενμπαχ ξεμακραίνει. «Στήν άγαπούλα, στήν τρυφερή άγαπούλα», άκουγε πίσω στις πλάτες του τις στριγγιές τούτες, κούφιες καί απόμακρες λέξεις, καθώς πιασμένος άπ’ τή σχοινένια σκάλα κατέβαινε προσεκτικά. Ποιός δέ θάνοιωθε ενα ελαφρό ρίγος και δέ θάχε νά κατανικήσει ενα κρυφό
131/379
φόβο καί μιά δυσφορία, όταν γιά πρώτη φορά ή ύστερα άπό μακρόχρονο ξεσυνήθισμα ήταν ν’ άνέβει σέ βενετσιάνικη γόνδολα; Τούτο τό άλλόκοτο μεταφορικό μέσο πού έμεινε άνάλλαγο άπ’ τήν εποχή τής μπαλάντας, διατηρώντας τό ιδιότυπα μαύρο χρώμα του, πού μονάχα στις νεκροκάσες τό βλέπουμε, θυμίζει σιωπηλές, γεμάτες εγκλήματα περιπέτειες στήν κατασκότεινη νύχτα, οπου δέν άκούγονται παρά μονάχα τά μουρμουρητά τής λιμνοθάλασσας καί υπογραμμίζει ακόμα πιότερο στή φαντασία τον ίδιο τό θάνατο, τό φέρετρο, καί τή θλιβερή άκολουθία του, τήν τελευταία σιωπηλή εκφορά. Καί νά πρόσεξε, άραγε κανείς πώς καθισμένος σέ μιά τέτοια κορακόμαυρη βάρκα, μέ
132/379
τή λουστραρισμένη σκοτεινόμαυρη πολυθρόνα, είναι σά νά κάθεται στήν πιο άναπαυτική, αβρή καί άποχαυνωτική καρέκλα τού κόσμου; Ό ’Άσσενμπαχ τό πρόσ,εξε, όταν ξαπλώθηκε στά πόδια τού γονδολιέρη, άντικρύ στις άποσκευές του, πού τις είχαν τοποθετήσει άνετα κοντά στο ράμφος. Αύτοί πού τραβούσαν κουπί τσακώνονταν άκόμα. Σκληρά, άκατανόητα, μ’ άπειλητικούς μορφασμούς. Ή τέλεια όμως, ήρεμία πού απλωνόταν στήν ύδάτινη πόλη σ’ έκανε νά νομίζεις πώς έμάζευε απαλά τις φωνές τους, τις εξαΰλωνε καί τις σκορπούσε πάνω στά κύματα. Έδώ στο λιμάνι έ'κανε ζέστη. Ακουμπισμένος στο μαλακό μαξιλάρι, αφημένος νά τον χαϊδεύει ή χλιαρή άνάσα τού σορόκου,
133/379
έκλεισε τά μάτια ο ’Άσσενμπαχ άπολαβαίνοντας τήν τόσο άσυνήθιστη καί γλυκειά άκινησία. «Τό ταξίδι», άναλογίστηκε, «θάναι μικρό. ’Άς μήν τέλειωνε ποτέ!». Μέσα σ’ ενα άπαλό λίκνισμα, ένοιωθε νά ξεγλιστράει άπ’ τό συνωστισμό καί τις άνάκατες φωνές. Όλοτρόγυρα απλωνόταν ολοένα καί περισσότερη γαλήνη! Δέν άγροικούσες τίποτ’ άλλο εξόν άπ’ τό πλατάρισμα τού κουπιού, τό μουγγό χτύπημα τών κυμάτων κατάφατσα στή μάσκα, οπου τό αιχμηρό ράμφος τής γόνδολας, άπότομο, μαύρο, ετοιμασμένο γιά τήν άμυνα, άγνάντευε πάνω άπ’’ τά νερά καί τέλος τή σιγανή κουβέντα, ενα ψιθύρισμα — τό μουρμουρητό τού γονδολιέρη, πού άνάμεσα άπ’ τά δόντια
134/379
του, μαζεύοντας τούς φθόγγους πού τούς ζουπούσε τραβώντας κουπί, σιγομιλούσε μονάχος του. eO ’Άσσενμπαχ ψήλωσε τό βλέμμα καί μ’ έκπληξη διαπίστωσε πώς γύρω του απλωνόταν ή λιμνοθάλασσα καί έπλεαν προς τ’ άνοιχτό πέλαγο. ’Ήτανε, λοιπόν, φυσικό νάχει τό νού του καί λίγο γιά τήν πραγματοποίηση τής επιθυμίας του. «Λοιπόν, στήν άποβάθρα τών πλοίων!», ειπε μέ μιά ελαφρά κλίση προς τά πίσω. Τό μουρμουρητό τού γονδολιέρη επαψε. Δέν έλαβε όμως άπάντηση. «Στήν άποβάθρα τών πλοίων!», ξανάπε, γυρίζοντας τώρα ολάκερος καί κοιτώντας κατάματα τό γονδολιέρη,
135/379
πού όρθιος πίσω του άγνάντευε τον άχρωμο ουρανό. Ήταν ενας άντρας μέ άντιπαθητική καί μάλιστα κτηνώδη φυσιογνωμία. Φορούσε τά μπλε ρούχα τών ναυτικών, μ’ ενα κίτρινο ζουνάρι στή μέση καί ενα τσαλακωμένο ψάθινο καπέλο, πού άρχισε νά ξεφτά ή πλέξη του, στο κεφάλι στραβά καί άγέρωχα. Το σχήμα τού προσώπου του, το ξανθό καί κατσαρό μουστάκι του, κάτω άπό μιά κάπως σουβλερή μύτη έδειχναν πώς σίγουρα δέν ήταν ’Ιταλός. Παρ’ ολο πού ήταν κοκκαλιάρης, τόσο πού θάλεγες πώς δέν κάνει γιά τούτο τό επάγγελμα, ώστόσο τραβούσε γερό κουπί, σειώντας ολάκερο τό κορμί του σέ κάθε τράβηγμα μέ μεγάλη σβελτάδα. Καί νά,
136/379
δυο φορές τσίτωσε τά χείλια του άπ’ τήν προσπάθεια, ξεγυμνώνοντας έτσι τά λευκά του δόντια. Μέ σουφρωμένα τά κόκκινά του φρύδια έρριξε τό βλέμμα του κάτω στον ξένο καί μέ σταθερό, σχεδόν άπότομο, τόνο άποκρίθηκε: «Πηγαίνετε στο Λίντο;». Ό ’Άσσενμπαχ άντιπαρατήρησε: «Όπωσδήποτε! Άλλά έγώ νοίκιασα τή γόνδολα μόνο καί μόνο γιά νά μέ πάει στο Σάν Μάρκο. Θέλω άπό κει νά πάρω τό βαποράκι...». «Δέν μπορείτε νά πάτε μέ τό βαποράκι, κύριε!». «Καί γιατί δέν μπορώ;».
137/379
«Γιατί τά βαποράκια δέ δέχονται άποσκευές!». Ειχε δίκιο ό γονδολιέρης. Ό ’Άσσενμπαχ τό ειχε ξεχάσει. Σώπασε. Άλλά τό άκαμπτο άλαζονικό φέρσιμο τού γονδολιέρη, τόσο παράταιρο μέ τις συνήθειες τού τόπου, τού ήταν άνυπόφορο. «Αύτό είναι δική μου δουλειά», άπάντησε. «Μπο-ρεΐ ν’ άφήσω τις άποσκευές μου νά μου τις φυλάξουν. Νά γυρίσεις πίσω!». Ησυχία. Τό κουπί πλατσουλουσε, τό νερό χτυπούσε υπόκωφα στήν πλώρη. Καί τό μουρμουρητό καί τό σιγανοψιθύρισμα ξανάρχισε: Ό
138/379
γονδολιέρης μονολογούσε άνάμεσα στά δόντια του.
πάλι,
Τί έπρεπε νά κάνει; Μονάχος στή θάλασσα ό ταξιδιώτης με τον ιδιόρρυθμο, δύστροπο καί πεισματάρη άνθρωπο. Δέν έβλεπε πώς θά μπορούσε νά τον μεταπείσει. Έξ άλλου τί θαυμάσια καί άμέριμνα θά ήταν τώρα ξαπλωμένος, αν δέ διαμαρτυρόταν! Επιθυμία του δέν ήταν τούτος ό περίπατος στή θάλασσα νά βαστάξει πολύ, ίσως νά μήν τελειώσει ποτέ; Τό καλύτερο θά ήταν, λοιπόν, ν’ άφήσει τά πράματα νά τραβήξουν τό δρόμο τους καί ήταν, άλλωστε, τόσο εύχάριστα! Μιά μαγεία νωθρότητας θαρρείς καί ξεχυνόταν άπ’ τό κάθισμά του, τούτη τή χαμηλή, λουστραρισμένη, μαύρη
139/379
πολυθρόνα πού λικνιζόταν πίσω στή ράχη άπ’ τά κουμπιά τού πεισματάρη γονδολιέρη. Ή σκέψη πώς δέν άποκλείεται νάπεσε στά χέρια κάποιου παλιανθρώπου περνούσε σάν σ’ όνειρο άπ’ τό λογισμό τού ’Άσσενμπαχ — δίχως νά μπορεί νά τον επιστρατεύσει γιά μιά ενεργητική άμυνα. Καί άκόμα πιο δυσάρεστη τού φαινόταν ή υπόθεση πώς όλα τούτα θάχανε σχεδιαστεί μονάχα γιά κερδοσκοπία. "Ένα αίσθημα, σάν καθήκον ή περηφάνεια, μαζί καί ή υπόμνηση πώς ειχε ύποχρέωση νά υποτάσσεται σέ τούτα τά δυό, τούδωσαν τή δύναμη νά ξανασηκωθεΐ άλλη μιά φορά. Καί ρώτησε: «Τί ζητάς γιά τή μεταφορά;».
140/379
Ό γονδολιέρης κοιτώντας τον άπό ψηλά, απάντησε: «Θά πληρώσετε!». Έδώ ήταν φανερό τί θάπρεπε νά τοΰ άπαντήσει ο ’Άσσενμπαχ. Ειπε μηχανικά: «Δέ θά πληρώσω τίποτα, μά τίποτα, άν έξακολουθήσεις νά μέ πηγαίνεις εκεί που δέ θέλω!». «Θέλετε νά πάτε στο Λίντο». « Όχι όμως, μέ σένα!». «Σάς πηγαίνω καλά». Αύτό ήταν άλήθεια, σκέφτηκε ό ’Άσσενμπαχ καί μαλάκωσε. Είναι άλήθεια πώς μέ πας ώραια. Καί άν
141/379
άκόμα άποβλέποντας στήν πληρωμή μέ γύριζες ολοταχώς πίσω στο Τελωνείο, πάλι θά μ’ είχες μεταφέρει καλά... Άλλά δέν έγινε τέτοιο πράμα. Παρουσιάστηκε μαλιστα καί μιά συντροφιά, ενα πλοίο μέ γυρολόγους τραγουδιστές, άντρες καί γυναίκες, πού γιαλό γιαλό τραγουδούσαν μέ τις κιθάρες καί τά μαντολίνα τους καί προχωρώντας μαζί μέ τή γόνδολα έτάραζαν τή γαλήνη τού νερού μέ τή βιοποριστική έξωτική τους ποίηση. Ό ’Άσσενμπαχ έρριξε στο άπλωμένο καπέλο τήν προσφορά του. "Ύστερα, σταμάτησαν τό τραγούδι τους καί άπομακρύνθηκαν. ’Άρχισε νά ξανακούγεται πάλι τό μουρμούρισμα τού γονδολιέρη, πού μονολογούσε πότε μ’ ορμή καί πότε σταματούσε.
142/379
Φτάσανε, έτσι, παρασυρμένοι καί άπ’ τό αύλάκι κάποιου καραβιού πού τραβούσε γιά τό Λίντο. Δυο δημαρχιακοί υπάλληλοι μέ τά χέρια πίσω στήν πλάτη καί τό πρόσωπο στραμμένο στή λιμνοθάλασσα έκοβαν βόλτες στήν άποβάθρα. Ό ’Άσσενμπαχ έγκα-τέλειψε τήν γόνδολα καί στήν άποβάθρα τον έβοήθησε ο ίδιος γέρος, πού οπως φαίνεται δέ λείπει άπό καμμιά άποβάθρα τής Βενετίας, μέ το σιδερένιο μπαστουνάκι του. Επειδή δέν ειχε ψιλά, πήγε νά χαλάσει στό άντικρινό ξενοδοχείο γιά νά πληρώσει τό γονδολιέρη. Πόσο; "Ο,τι ειχε εύχαρίστηση. Στήν είσοδο τού ξενοδοχείου τον έξυπηρέτησαν. Γυρίζει πίσω στήν άποβάθρα. Οί άποσκευές του πάνω σ’ ενα καροτσάκι τού λιμανιού,
143/379
άλλά ούτε γόνδολα, ούτε γονδολιέρης. Είχαν εξαφανιστεί! «Γκρεμοτσακίστηκε άπό ’δώ;», ειπε ό γέρος μέ τό σιδερικό του. «Πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος χωρίς άνατροφή, κύριε! Ό μόνος γονδολιέρης πού δέν έχει δικαίωμα νάρχεται έδώ. Μάς τό τηλεφώνησαν οί άλλοι. Ειδε πώς τον περιμέναμε καί εξαφανίστηκε!». Ό ’Άσσενμπαχ κούνησε άδιάφορα τούς ώμους. «Ό κύριος ήρθε τσάμτία!», ειπε ό γέρος καί άπλωσε τό καπέλο του. Ό ’Άσσενμπαχ ερριξε μέσα μερικά νομίσματα. ’Έδωσε έντολή νά πάνε τις άποσκευές του στό ξενοδοχείο τών Λουτρών καί άκολούθησε τό καρότσι
144/379
άνάμεσα άπ’ τήν άλλέα, πού πλημμυρισμένη άπό κατάλευκα λουλούδια διασχίζει όλόισα τό νησί, άνάμεσα άπό ταβέρνες, άγορές, πανσιόν καί άπό τις δυό πλευρές καί φτάνει μέχρι τήν όχθη. Έμπήκε στό μακρύ ξενοδοχείο άπό τήν πίσω μεριά, άπ’ τήν ταράτσα τού κήπου, πέρασε άπ’ τό χώλ, τό προχώλ καί ύστερα τό όφφίς. Επειδή τον είχαν άναγγείλει, τον καλωσόρισαν μ’ έγκαρδιότητα πού υποχρέωνε. Ό διευθυντής, ενας κοντούλης, μουλλωχτός όλο τσιριμόνιες καί κολακείες, μέ μαύρο μουστάκι καί φορεσιά σέ στύλ γαλλικό, τον συνόδεψε μέ τόασανσέρ στό δεύτερο πάτωμα καί τούδειξε τό δωμάτιό του, άναπαυτικό μέ
145/379
έπιπλα άπό κερασιά. Τό στόλιζαν λουλούδια μέ δυνατό άρωμα καί τά ψηλά παράθυρά του βλέπανε στήν άνοιχτή θάλασσα. Προχώρησε μέσα, καί ένώ ό ύπάλληλος παραμέρισε καί τοποθετούσαν τις άποσκευές του, αύτός άγνάντευε έξω τήν παραλία, πού τώρα τό καταμεσήμερο είχε άπομείνει έρημη, καθώς καί τή μουντή θάλασσα πού είχε φουσκώσει καί χτυπούσε μέ μικρά, πλατιά κύματα ρυθμικά τήν όχθη. Οί έντυπώσεις καί τά καθέκαστα σ’ ένα μοναχικό καί σιωπηλό άτομο είναι πιο βαθειές καί πιο ζωηρές άπ’ ότι σ’ ένα κοινωνικό άτομο. Οί σκέψεις του πιο βαρειές καί πιο ιδιόμορφες καί πάντα λίγο θλιμμένες. Εικόνες καί έντυπώσεις, πού μ’ ένα γέλιο, μέ μιά άνταλλαγή
146/379
σκέψης, θά μπορούσαν εύκολα νά ξεχαστούν, άπασχολούν τό μοναχικό άτομο υπερβολικά, κατακαθίζουν στήν ψυχή, παίρνουν σπουδαίες διαστάσεις, γίνονται περιπέτεια, αίσθημα. Στή μοναξιά ώριμάζει τό πρωτότυπο, ή τολμηρή καί άπόκοσμη ομορφιά, τό ποίημα. Στή μοναξιά ωριμάζουν όμως, καί τά άντίθετά τους: Ή ύπερβολή, τό άσυνάρτητο, τό άθέμιτο. ’Έτσι, έφερναν στον ’Άσσενμπαχ άναταραχή οί εικόνες άπό τήν άφιξή του, ό σιχαμερός γεροδανδής μέ τις άνοησίες του γιά άγαπούλες, ό άποδιωγμένος γονδολιέρης, πού τον ξεγέλασαν, καί τώρα άκόμα ή ψυχική του διάθεση. Χωρίς τό λογικό του νά τοΰ δημιουργεί δυσκολίες, χωρίς νά τοΰ προσφέρει υλικό γιά σοβαρή απασχόληση,
147/379
διαπίστωνε πώς όλα τοΰτα υπήρχαν μέσα του άπό φυσικοΰ του καί αυτή άκριβώς ή άντίφαση τον άνησυχοΰσε. "Ωστόσο, έχαιρέτησε μέ τό βλέμμα τή θάλασσα καί ένοιωσε χαρά ποΰκανε τή γνωριμία τής Βενετίας τόσο γρήγορα καί εύκολα. Τέλος έπήγε καί έπλυνε τό πρόσωπό του, έδωσε μερικές παραγγελίες στήν καμαριέρα γιά τήν πιο άνετη διαμονή του καί κατέβηκε κάτω μαζί μέ τον πρασινοντυμένο "Ελβετό πού οδηγούσε τό άσανσέρ. ’Ήπιε τό τσάι του στήν ταράτσα πού έβλεπε στή θάλασσα καί ύστερα πήρε τό δρόμο στήν παραλία, άρκετά μακριά άπ’ τό ξενοδοχείο «Έξέλσιορ». "Όταν έγύρισε, ειχε φτάσει ή ώρα ν’ άλλάξει γιά τό δείπνο. Φόρεσε άργά τό βραδινό
148/379
του κοστούμι, μέ πολύ φροντίδα, όπως συνήθιζε, θεωρώντας τήν άπασχόληση μέ τήν τουαλέτα του σάν 7ςραγματική έργασία. Καί ωστόσο βρέθηκε στο χώλ άπ’ τούς πρώτους, άνάμεσα σέ πολλούς ένοικους, άγνωστους μεταξύ τους καί όλοι τους μέ θεατρική άδιαφορία νά περιμένουν πότε θά τούς σερβίρουν. Πήρε μιά εφημερίδα άπ’ τό τραπέζι, ξάπλωσε σέ μιά πολυθρόνα καί παρατηρούσε τή συντροφιά εύχαριστημένος πού τήν εύρισκε τόσο διαφορετική άπό κείνη τής πρώτης του διαμονής. "Ένας καινούριος ορίζοντας άνοιξε, πού άγκάλιαζε υπομονετικά χίλια δυο πράματα: Οι φθόγγοι άπ’ τις μεγάλες γλώσσες άνακατεύονταν μέ βιάση. "Η
149/379
καθιερο^ένη άπ’ όλο τον κόσμο βραδινή φορεσιά, ένα σύμβολο πολιτισμού, πού έδενε εξωτερικά σέ μιά άξιό-πρεπη ενότητα τούς διάφορους τρόπους, οπου ξετυλιγόταν τό ανθρώπινο παιχνίδι. ’Έβλεπες τή στεγνή και μακρουλή φάτσα τού άμερικάνου, τή μεγάλη ρωσική οικογένεια, άγγλίδες κυρίες, γερμανόπουλα μέ γαλλίδες δασκάλες. Ή σλάβικη ράτσα επιβαλλόταν. Πολύ κοντά του μιλούσαν πολωνέζικα. Μιά παρέα άπό νέα παιδιά μέ τήν επίβλεψη μιας παιδαγωγού ή οικογενειακής φίλης είχαν μαζωχτει γύρω άπ’ ενα καλαμένιο τραπεζάκι. Ήταν τρία νεαρά κορίτσια γύρω άπό τά δεκαπέντε δεκαεφτά χρόνια καί'ενα
150/379
άγόρι ίσαμε δεκατέσσερα, μέ μακριά μαλλιά. Μέ κατάπληξη ό ’Άσσενμπαχ πρόσεξε πώς τό άγόρι ήταν πανέμορφο! Τό πρόσωπό του ωχρό καί σοβαρό μέ χάρη, πλαισιωνόταν άπό μελίχρωμα μαλλιά, μύτη ολόισε, χαριτωμένο στόμα, έκφραση γλυκείας καί θεϊκής σοβαρότητας. Θύμιζε τά ελληνικά εργα τέχνης τής πιο λαμπρής εποχής. Καί ή πιο καθαρή τούτη πληρότητα τής μορφής συνοδευόταν άπό μιά μοναδική προσωπική γοητεία, πού δέν περίμενε κανείς νά συναντήσει τόσο τέλεια συνταιριασμένη ούτε στή φύση, ούτε στις εικαστικές τέχνες. Σέ ξάφνιαζε άκόμα ή χτυπητή άντίθεση στό ντύσιμο καί στον τρόπο συμπεριφοράς, άνάμεσα στά τέσσερα τούτα άδέλφια. Ή εμφάνιση τών τριών κοριτσιών, πού τό
151/379
μεγαλύτερο μπορούσες νά τό πάρεις γιά έφηβο, ήταν μέχρι διαστροφής αύστηρή καί άγνή. Τά φουστάνια τους σάν τής καλόγριας, σταχτόχρωμα, κομμένα ραμμένα χωρίς γούστο, μέ μοναδικό στόλισμα τούς άσπρους γιακάδες, έκρυβαν καί εμπόδιζαν κάθε σωματική χάρη. Τά ίσια καί κολλημένα στό κεφάλι μαλ-λ'ά, έδιναν στή μορφή τους έκφραση καλόγριας, άχρωμη καί άνούσια. Έδώ, ήταν ολοφάνερο, πώς είχε επιβληθεί ή μητέρα, πού όμως, δέν ειχε φαίνεται ποτέ γιά σκοπό νά εφαρμόσει τήν ιδια αύστηρή άνατροφή καί στ’ άγόρι της. "Όλη ή ύπαρξή του ύπογραμμιζόταν ολοφάνερα άπό μιά τρυφερότητα καί απαλότητα. Φυλάχτηκαν νά μήν
152/379
κόψουν τά ώραια του μαλλιά, πού σφιχτόσγουρα βίδωναν στο μέτωπο, πίσω στ’ αύτιά, έως κάτω στο σβέρκο. "Η εγγλέζικη ναυτική φορεσιά του, μέ τά φουσκωμένα μανίκια πού στένευαν κάτω καί κλείνανε σφιχτάστους λεπτεπίλεπτους καρπούς, μέ τά κορδονέτα καί τά κεντήματά της, έδιναν σ’ αύτή τήν τρυφερή κορμοστασιά κάτι τό πλούσιο καί παραχαϊδεμένο. ’Έτσι πού καθόταν, μέ τό μισό προφίλ στον ’Άσσενμπαχ, τό ένα πόδι στο μαύρο λουστρίνι, βαλμένο μπροστά άπ’ τ’ άλλο, τον άγκώνα στηριγμένο στο χέρι τής ψάθινης πολυθρόνας καί άκουμπισμένη τήν κλειστή του παλάμη στο μάγουλο, είχε μιά στάση νωχελική, πού δέν ειχε τίποτα τό κοινό μέ τήν ύποταχτική
153/379
σχεδόν άβουλη στάση πού συνήθιζαν, φαίνεται, νάχουν οί άδελφές του. ’Έπασχε άπό τίποτα; Γιατί τό χρώμα τού προσώπου του φάνταζε σάν έλεφαντόδοντο μπροστά στις χρυσοσκότεινες μπούκλες πού τό πλαισίωναν. ’Ή μήπως ήταν ένα παραχαϊδεμένο παιδί, πού τού είχαν άδυναμία, βλαστάρι μιας παράξενης παθολογικής αγάπης; Ό ’Άσσενμπαχ πίστευε περισσότερο τό δεύτερο. Σχεδόν σέ κάθε καλλιτεχνική φύση είναι συνυφασμένη ή ήδονιστική καί προδοτική διάθεση νά εκτιμά τήν ομορφιά πού δημιουργειτοα άπ’ τήν άδικία και νά μήν άρνεΐται τή συμμετοχή καί το σεβασμό της στήν άριστοκρατική προτίμηση.
154/379
"Ένας σερβιτόρος έκοβε βόλτες καί έδήλωνε στ’ άγγλικά πώς τό γεύμα ήταν έτοιμο. ’Αργά άργά πέρασε ή συντροφιά άπ’ τή τζαμόπορτα στήν τραπεζαρία. Οί καθυστερημένοι, πού ερχόντουσαν άπ’ τό βεστιάριο καί άπ’ τά άσανσέρ, περνούσαν μέσα. ’Άρχισε τό σερβίρισμα. Άλλά οί νεαροί Πολωνοί δέν τό κουνούσαν άπ’ τό ψάθινο τραπεζάκι τους καί ό ’Άσσενμπαχ χωμένος άναπαυτικά στήν πολυθρόνα του μέ τά μάτια καθηλωμένα στήν ομορφιά, περίμενε μαζί τους. Ή γκουβερνάντα, μιά μικρόσωμη καί παχουλή μεσόκοπη, μέ κόκκινο πρόσωπο, έδωσε επί τέλους τό σύνθημα νά σηκωθούν. Μ’ άνασηκωμένα τά βλέφαρα, έσυρε πίσω τήν καρέκλα της
155/379
καί ύποκλίθηκε, οταν μιά υψηλή κυρία, ντυμένη γκριζόλευκα καί στολισμένη πολύ πλούσια μέ μαργαριτάρια, φάνηκε στήν ε’ισοδο. Ή στάση τού κορμιού αύτής τής γυναίκας ήταν ψυχρή καί ύπολογισμένη. Τή χτενισιά καί τήν άμφίεσή της τή διέκρινε ή χαρακτηριστική εκείνη άπλότητα πού ξέρει νά υπογραμμίζει τό γούστο παντού όπου ή άρχοντιά λογαριάζεται σάν μέρος τής άξιοπρέπειας. Μπορούσε νά είναι καί ή γυναίκα κάποιου άνώτερου γερμανού υπαλλήλου. Φανταχτερή πολυτέλεια έδιναν στήν εμφάνισή της μονάχα τά κοσμήματά της πού δύσκολα θά μπορούσες νά εκτιμήσεις τήν άξία τους: σκουλαρίκια μέ μιά τριπλή μακριά σειρά λαμπερά μαργαριτάρια μεγάλα σάν κεράσια.
156/379
Οι άδελφάδες σηκώθηκαν. Χαιρέτησαν τή μητέρα, φιλώντας τό χέρι της. Εκείνη μ’ ενα συγκρατημένο χαμόγελο στο περιποιημένο, κάπως κουρασμένο καί μέ σουβλερή μύτη πρόσωπό της κοίταζε πέρα ψηλά ψιθυρίζοντας λίγες γαλλικές λέξεις στή ντεμουαζέλ. "Ύστερα προχώρησε στήν τραπέζαρία. Οί άδελφές τήν άκολούθησαν: Τά κορίτσια σύμφωνα μέ τήν ήλικία τους, πίσω ή γκουβερνάντα καί τελευταίο τό άγόρι. ’Έτσι, τυχαία, προτού πατήσει τό σκαλοπάτι, έκανε μεταβολή καί καθώς δέ βρισκόταν πιά κανένας στο χώλ τά γκριζοσκότεινα παράξενα μάτια του συνάντησαν τά μάτια τού ’Άσσενμπαχ, πού μέ τήν εφημερίδα στά γόνατα, άφηρημένος παρακολουθούσε τον όμιλο.
157/379
Ό,τι ειδε δέν ήταν, βέβαια, σέ καμμιά λεπτομέρεια κάτι τό άσυνήθιστο: Τά παιδιά δέν πήγαν στήν τραπεζαρία, περίμεναν τή μητέρα τους, τήν
τους καλωσόρισαν μέ σεβασμό, μ’ όλους τύπους τής καλής άνατροφής, όταν παρουσιάστηκε στο χώλ. ’Ετούτα ήταν μονάχα, πού έκαναν τόση έντύπωση στον ’Άσσενμπαχ. Είχαν γίνει όλα μ’ ενα έξαιρετικό τόνο καλής άνατροφής, μέ συναίσθηση καθήκοντος καί αύτοσεβασμού. ’Έμεινε διστακτικός γιά λίγο καί ύστερα πήγε καί αύτός στήν τραπεζαρία. Μέ κάποια στεναχώρια ζύγωσε στο τραπεζάκι του, καθώς παρατήρησε πόσο μακριά του βρισκόταν ή πολωνική οικογένεια.
158/379
Κουρασμένος, μ’ άγρυπνο όμως τό πνεύμα, έκανε διάφορες σκέψεις, δσο άργούσε τό γεύμα, πάνω σέ άφηρημένα καί μεταφυσικά προβλήματα. Σκεφτόταν ποιά μυστηριακή σχέση πρέπει νά ύπάρχει άνάμέσα στό νόμιμο καί τό ατομικό, ώστε νά πραγματώνονται ώραιες άνθρώπινες εκδηλώσεις. Καί άπό ’δώ έφτασε σέ γενικά προβλήματα τής μορφής καί τής τέχνης καί τέλος βρήκε πώς οί σκέψεις καί τά εύρήματά του μοιάζουν μέ τις φαινομενικά ευχάριστες επιδράσεις τοΰ ονείρου πού άποδεικνύονται έπειτα, σάν λαγαρίσει τό μυαλό, πράγματα άνούσια καί άνώφελα. Μετά τό φαγητό πέρασε τήν ώρα του καπνίζοντας, κάθησε καί περπάτησε στό πάρκο μέ τή βραδινή μοσχοβολιά καί ύστερα γύρισε
159/379
νωρίς νά ξεκουραστεί καί πέρασε τή νύχτα σέ βαθύ ύπνο, ζωντανεμένο άπό λογής λογής ονειροφανερώματα. Τήν άλλη μέρα ό καιρός δέν ήταν καλύτερος. Φύσαγε νοτιάς. Κάτω άπό έναν άχρωμο πνιχτικό ούρανό ή θάλασσα κειτόταν σέ μιά νωχελική ήρεμία, άναδιπλωμένη στά πόδια τού νηφάλιου κοντινού ορίζοντα καί άποτραβηγμένη τόσο μακριά άπ’ τήν παραλία, πού άφηνε λεύτερες πολλές σειρές άπό μακρόσυρτες ξέρες. 'Όταν ο ’Άσσενμπαχ άνοιξε τό παράθυρό του, είχε τήν αίσθηση πώς μύριζε τή σάπια μυρουδιά τής λιμνοθάλασσας. Τον έκυρίεψε ή άνία. Κείνη τή στιγμή σκέφτηκε κιόλας νά φύγει. Κάποτε, πριν άπό χρόνια, ύστερα άπό μερικές
160/379
άνοιξιάτικες βδομάδες πού πέρασε έδώ, τον είχε ξαναβρεΐ τούτος ό καιρός καί τού είχε χαλάσει τόσο τή διάθεσή του πού άναγκάστηκε νά έγκαταλείψει τή Βενετία σά δραπέτης! Νά τον κυρίεψε πάλι έκείνη ή έκνευριστική κακοκεφιά, μέ τήν πίεση ^στουςκροτάφους καί τό βάρος στά ματόκλαδα; Ν’ αλλάξει, πάλι τή διαμονή του θά ήταν πολύ κουραστίκό. Άν όμως, δέ γύριζε ο καιρός, οπωσδήποτε θάπρεπε νά φύγει. Γιά καλό και κακό, δέν έβγαλε όλα του τά πράματα. Στις εννέα προγευμάτισε στο μπουφέ πού είχανε φροντίσει νά τοποθετήσουν άνάμεσα στο χώλ καί στήν τραπεζαρία. Μέσα στήν αίθουσα βασίλευε μιά έπίσημη ησυχία πού είναι πάντα ή
161/379
φιλοδοξία τών μεγάλων ξενοδοχείων. Τά γκαρσόνια κυκλοφορούσαν μ’ άνάλαφρες περπατησιές. Τό θόρυβο άπ’ τά φλιτζάνια, μιά ψιθυριστή λέξη πού καί πού —αύτά μονάχα μπορούσες ν’ άκούσεις. Σέ μιά γωνίτσα άπέναντι άπ ’ τήν πόρτα καί δυο τραπέζια μακριά του, άντιλήφθηκε ο ’Άσσενμπαχ τά πολωνέζικα κορίτσια μέ τήν παιδαγωγό τους. Όλόστητες, μέ φρεσκοχτενισμένα τά όλόξανθα μαλλιά τους, πυρωμένα μάτια, σκούρα μπλέ φουστάνια, γαρνιρισμένα μέ μικρούς άσπρους γιακάδες καί μανσέτες, κάθονταν εκεί καί έπαιρναν τό πρωινό τους. Είχαν σχεδόν τελειώσει τό πρόγευμά τους. Τό άγόρι έλειπε. Ό Άσσενμπαχ χαμογέλασε: «Λοιπόν, μικρέ μου Φαίακα!», σκέφτηκε. «Φαίνεσαι ν’
162/379
άπολαβαίνεις μέ περισσότερα δικαιώματα τον άγαπημένο σου ύπνο!». Καί ξαναβρίσκοντας τή διάθεσή του, ψιθύρισε τούς στίχους: Στολίδια ν ’ αλλάζεις συχνά, λουτρά Θερμά και ξεγνοιασιά____ Πήρε το πρωινό του χωρίς νά βιάζεται, δέχτηκε άπ’ τό εύγενικό χέρι τού θυρωρού τό ταχυδρομείο του καί καπνίζοντας ένα τσιγάρο άνοιξε μερικά γράμματα... ’Έτσι, βρέθηκε καί αύτός έκει σάν έφθασε ό καθυστερημένος, πού τον περίμεναν. Έμπήκε άπ’ τή τζαμόπορτα, πέρασε λοξά τήν αίθουσα και πλησίασε τό τραπέζι πού ήταν οί άδελφές του. Τό περπάτημά του, τόσο στή στάση πού έπαιρνε τό πάνω μέρος
163/379
τού κορμιού του, όσο καί στήν κίνηση πού έκαναν τά γόνατα, ειχε μιά ξεχωριστή γοητεία, μέ τά κατάλευκα παπούτσια του. Ήταν άνάλαφρο καί μαζί τρυφερό καί περήφανο. Καί γινόταν άκόμη ωραιότερο άπό τήν παιδιάστικη ντροπαλότητα, καθώς δυό φορές στό πέρασμά του στό σαλόνι σήκωσε τά μάτια του καί τά κατέβασε μέ μιά χαριτωμένη κλίση τής κεφαλής. Χαμογελαστός ό μικρός καί μ’ άπαλή ψιθυριστή φωνή κάθησε κοντά τους καί ξαφνικά έστρεψε τό κανονικό του προφίλ στον ’Άσσενμπαχ, πού θαμπώθηκε πάλι καί μάλιστα τρόμαξε μπροστά στήν πραγματικά θεϊκή ομορφιά αύτού τού παιδιού. Τό άγόρι φορούσε σήμερα ενα έλαφρό κοστουμάκι άπό λαβάμπλ, μέ μπλέ καί
164/379
άσπρες ρίγες, κόκκινο μεταξωτό φιόγκο στό στήθος καί λευκό γιακά στό λαιμό. Πάνω ομως, σέ τούτο τό γιακά πού δέν έταίριαζε καί τόσο μέ τούτη τή φορεσιά, άνθιζε τό κεφάλι μέ μιά άπαράμιλλη χάρη — τό κεφάλι τού ’Έρωτα, κα'μωμένο άπ’ τή χρυσή λαμπράδα μαρμάρου τής Πάρου, μέ αβρά καί σοβαρά ματόκλαδα. Οί κρόταφοι καί τ’ αύτιά σκεπάζονταν άπό μιά τούφα σκούρα μεταξένια μαλλιά σέ φουντωτή ορθή γωνία. «Ώραΐα! Ώράια!», σκεφτόταν ό Άσσενμπαχ, μέ κείνη τήν ψυχρή έπιδοκιμασία πού ντύνουν κάποτε οί καλλιτέχνες τον ενθουσιασμό καί τή συγκίνησή τους μπροστά σ’ ενα έργο τέχνης. Καί συνεχίζοντας μονολόγησε:
165/379
«Αλήθεια, ας μήν περίμεναν ή θάλασσα και ή αμμουδιά καί θάμενα εδώ δσο μένεις καί εσύ!». Καί σηκώθηκε, κατέβηκε στή μεγάλη βεράντα καί περνώντας άπ’ τό μεγάλο σαλόνι, δπου τον περίμεναν οι υποκλίσεις τού προσωπικού, τράβηξε όλόισα στήν άμμουδιά, πού προοριζόταν άποκλειστικά γιά τούς ένοικους τού ξενοδοχείου. Ό ξυπόλητος γέρος πού ήταν σάν επιστάτης στις καμπίνες, μέ λινό παντελόνι, ναυτικό πουκάμισο καί ψάθινο καπέλο, τούδειξε τή νοικιασμένη ομπρέλα του, έστειλε νά τού φέρουν τό τραπέζι καί τήν καρέκλα του έξω καί ό ’Άσσενμπαχ ξάπλωσε άνετα στή σαίζ λόγκ, πού τήν τράβηξε
166/379
κάτω, κοντά στή θάλασσα, στήν κίτρινη σάν κερί άμμουδιά. Ή πολιτισμένη τούτη άπόλαυση στήν άμμουδιά πού τή χαιρόσουν μ’ όλες τις αισθήσεις ξένοιαστα, μπροστά στο υγρό στοιχείο, εύχαριστούσε τον ’Άσσενμπαχ καί τούδινε σπάνια χαρά. Ή γκρίζα καί ρηχή θάλασσα ειχε κιόλας πάρει ζωή άπ’ τά παιδιά πού περπατούσαν μέσα στά νερά, άπό κολυμβητές, πολύχρωμες σιλουέτες, πού κάνοντας προσκεφάλι τά χέρια τους, κυλιόνταν στήν ξέρα. ’Άλλοι πάλι τραβούσαν κουπί σέ μικρές σχεδίες, μέ κόκκινες καί γαλάζιες γραμμές, καί τούς άλλαζαν τήν κατεύθυνση μέ γέλια καί φωνές. Μπρος άπ’ τή μακριά γραμμή άπό περίπτερα πού πάνω στά ισώματά τους κάθονταν
167/379
σάν σέ μικρές βεράντες, έβλεπες άλλού μιά παιχνιδιάρικη κίνηση καί άλλού μιά νωθρή άδιατάραχτη ήσυχία, επισκέψεις καί φλυαρίες, φροντισμένη πρωινή επίδειξη, δίπλα στο ξεγύμνωμα, πού άνέμελα άπολάβαινε τις ελευθερίες τού τόπου. Μπροστά στήν υγρή άμμουδιά περνούσαν
καί στέρεη χαρούμενα
μερικοί, τυλιγμένοι σέ λευκά μπουρνούζια, μέ μακριά χτυπητά πουκάμισα. Δεξιά, ένας πολυγωνικός πύργος πού έφτιαξαν τά παιδιά άπό άμμο καί έμπηξαν τριγύρω του σημαιούλες άπό όλες τις χώρες. Μικροπωλητές γονατίζοντας άπλωναν τό εμπόρευμά τους, στρείδια, γλυκά, φρούτα. Αριστερά, μπροστά άπό ένα
168/379
λοξό άπό τούτα τά περίπτερα, πού βρίσκονταν κοντά στή θάλασσα καί άπό τούτη τή μεριά έκλειναν τή γραμμή τής παραλίας, εγκαταστάθηκε μιά ρωσική οικογένεια: ’Άντρες μέ γενειάδες καί μεγάλα δόντια, πλαδαρές καί χοντρές γυναίκες, μιά κοπέλα άπ’ τις Βαλτικές χώρες, καθισμένη σ’ ένα σκαμνί ζωγράφιζε τή θάλασσα, άνάμεσα σέ κραυγές άπελπισίας, δυό καλόβολα, άσχημούτσικα παιδιά, μιά γριά ύπηρέτρια μέ φακιόλι στό κεφάλι καί προθυμία καί ύποταχτικότητα σκλάβας. ’Απολάβαιναν έκει τή διαμονή τους, φώναζαν διαρκώς τά ονόματα τών παιδιών τους, πού δέν τούς άκουγαν καί μέ τά λίγα ιταλικά πού ήξεραν χαριεντίζονταν γιά πολλή ώρα μέ τοναστείο γέρο, πού άγόραζαν
169/379
τά ζαχαρωτά του, φιλιόντουσαν μεταξύ τους καί δέ νοιαζόντουσαν αν τούς έπρόσεχε κανείς. «Θά μείνω», σκέφτηκε ό ’Άσσενμπαχ. «Πού άλλού θά ήταν καλύτερα;». Καί έχοντας διπλωμένα τά χέρια στήν άγκαλιά του, άφησε τό βλέμμα του νά πλανηθεί στήν άπεραντοσύνη τής θάλασσας, νά ξεγλιστρά, νά θαμπώνεται καί νά θρυμματίζεται στό σύθαμπο τού άσωστου χώρου. ’Αγαπούσε τή θάλασσα άπό τά κατάβαθα τής ψυχής του: Γιατί καταλάβαινε πώς μπορούσε να ικανοποιήσει την αναγκη που ενοιωθε ό τεχνίτης γιά άνάπαυση υστέρα άπό μιά σκληρή δουλειά, πού άποκαμωμένος άπ’ τήν άπαιτητική ποικιλομορφία τών
170/379
εντυπώσεων λαχταρούσε νά βρει ξεκούρασμα στήν άγκαλιά τής απλότητας και τής άπεραντοσύνης. Τήν άγαπούσε άκόμα γιατί ή λατρεία τούτου τού στοιχείου τού ήταν άπαγορευμένη, επειδή άκριβώς δέ συμβιβαζόταν μέ τήν άφοσίωση στή δουλειά του παρά τον άποπλανούσε νά τραβήξει στο άδέσμευτο, τό άμετρο, τό αιώνιο, τό άσκοπο. Τό ξεκούρασμα στήν εκπλήρωση τού καθήκοντος είναι ή επιθυμία εκείνου πού πασχίζει γιά τό καλύτερο. Καί μήπως τό άσκοπο δέν είναι μιά μορφή τού τέλειου; Καθώς όμως, ονειρευόταν τόσο βαθιά καί άσκοπα, ξαφνικα η ιδια γραμμή της παραλίας κόπηκε απο μιά άνθρώπινη μορφή, πού μόλις τράβηξε ό
171/379
’Άσσενμπαχ τό βλέμμα του άπ’ τό άσύνορο βάθος καί τό συγκέντρωσε άπάνω της, άναγνώρισε πώς ήταν τό ωραίο άγόρι πού ερχόταν άπ’ τ’ άριστερά καί ειχε προσπεράσει μπροστά του, στήν άμμουδιά. Περπατούσε ξυπόλητος, έτοιμος γιά τό μπάνιο του, μέ τά λεπτοκόκκαλα πόδια του ξεγυμνωμένα ίσαμε τά γόνατα, μέ άργά βήματα, άλλά καί τόσο άνάλαφρα καί περήφανα λές καί ήταν συνηθισμένος νά περπατάει δίχως παπούτσια καί κοιτούσε γύρω τά περίπτερα. Μόλις όμως πρόσεξε τή ρώσικη οικογένεια νά περνάει έκει τήν ώρα της εύτυχισμένη καί μονιασμένη, τό πρόσωπό του κατσούφιασε, σά νά έχασε κάθε διάθεση άπ’ τήν
172/379
περιφρόνηση πούνοιωθε. Ιο μετο/πο του σκοτείνιασε, τό στόμα του τραβήχτηκε προς τά πάνω καί τά χείλη του, σάν πυρωμένη γραμμή μπήγονταν στό μάγουλο. Τά βλέφαρά του ζάρωσαν τόσο πολύ, πού άπ’ τήν πίεσή τους τά μάτια του είχαν βουλιάξει καί σκοτεινά καί θυμωμένα έδειχναν τό μίσος τους. Κοίταξε κάτω, κοίταξε άλλη μιά φορά άπειλητικά πίσω προς τό μέρος τής ρωσικής οικογένειας καί ύστερα μέ μιά άποφασιστική κίνηση στούς ώμους, τής γύρισε τήν πλάτη του καί άφησε πίσω του τούς εχθρούς του. Ό ’Άσσενμπαχ άπόσυρε τό βλέμμα του, σά νά μήν ειχε δει τίποτε άπ’ όλα τούτα, πες άπό αβρότητα ή κατάπληξη ή άκόμα άπό εκτίμηση καί ντροπή. Γιατί
173/379
ένας σοβαρός παρατηρητής, όταν βρεθεί τυχαία μπροστά σ’ ενα περιστατικό πάθους, δέ θέλει κανείς άλλος, έκτος άπ’ τον εαυτό του, νά άντιληφθει τά δσα ειδε. Ήταν όμως, ό ’Άσσενμπαχ χαρούμενος καί συγκινημένος, δηλαδή εύχαριστημένος. Τούτος ό παιδικός φανατισμός πού έδειχνε τήν εχθρα του μπροστά σέ μιά τόσο καλοκάγαθη σκηνή, δπου έπαιρνε θέση τό θεϊκό, άσήμαντο στις άνθρώπινες σχέσεις, έκανε ένα σπάνιο τεχνούργημα τής φύσης, πού έως τώρα τοβρισκε άξιο μόνο γιά νά γοητεύει τήν δράση, νά φαίνεται πώς συμμετέχει βαθιά σ’ ένα πάθος. Καί χάριζε στήν τόσο άξιοπρόσεχτη, έξ αίτιας τής ομορφιάς, τής κορμοστασιάς τού έφηβου μιά λάμψη, πού έκανε τον
174/379
’Άσσενμπαχ νά τον λογαριάζει περισσότερο άπ’ δ,τι ήθελε ή ήλικία του. Γερμένος άκόμα άφουγκραζόταν ό ’Άσσενμπαχ τή φωνή τού παιδιού, αύτή τήν καθαρή καί λίγο άδύνατη φωνή, πού ζητούσε νά γνωστοποιήσει άπό μακριά τήν έλευσή του στά παιδιά πού έπαιζαν γύρω άπ’ τον πύργο με τήν άμμο. Καί κείνα τού άπαντούσαν φωνάζοντάς τον μέ τ’ όνομά του ή τό χαϊδευτικό του πολλές φορές, ένώ ό ’Άσσενμπαχ άκουγε μέ ιδιαίτερη περιέργεια, δίχως νά μπορεί νά ξεκαθαρίσει κ^τι πιο καθαρό άπό δυό μόνο μελωδικές συλλαβές: «Άτζιο!», ή καί συχνότερα: «Άτζιου!», μέ τραβηγμένο τό «ου» στό τέλος. Χαιρόταν ν’ άκούει τον ήχο, εύρισκε
175/379
πώς οί φθόγγοι του ταίριαζαν μέ τό άντικείμενο, τούς ξανάλεγε μόνος του καί εύχαριστημένος ξανάσκυψε στά γράμματα καί τά χαρτιά του. Μέ τό μικρό ταξιδιωτικό χαρτοφύλακά του στά γόνατα, άρχισε μέ τό στυλό του νά γράφει τήν άλληλογραφία του. 'Ύστερα όμως, άπό ενα τέταρτο, βρήκε κιόλας πώς ήταν κρίμα νά άποστερηθει μιά περίπτωση άπ’ τις πιο άπολαυστικές πού γνώρισε, νά τήν άφήσει νά χαθεί, γιά μιά άνούσια άπασχόληση. Άπόθεσε, λοιπόν, πένα καί χαρτί καί ξαναγύρισε στή θάλασσα...-Καί σέ λίγο, γοητευμένος άπ’ τις νεανικές φωνές τών παιδιών, ξάπλωσε νωχελικά τό κεφάλι του στή σαίζ λόγκ προς τά δεξιά, γιά νά
176/379
παρακολουθεί τις κινήσεις καί τή θέση τού εξαίσιου ’Άτζιο. Μέ τήν πρώτη ματιά τον άνακάλυψε. Ό κόκκινος φιόγκος στό στήθος του τον έδειχνε άπό μακριά. Πάσχιζε μέ τούς άλλους συντρόφους του νά τοποθετήσει μιά παλαιά σανίδα γιά γέφυρα πάνω στήν υγρή τάφρο τού πύργου καί έδινε οδηγίες μέ λόγια καί μέ κινήσεις τού κεφαλιού του γιά τή δουλειά. Ηταν έκεί μαζί του ίσαμε δέκα παιδιά, άγόρια καί κορίτσια, άλλα τής ήλικίας του καί άλλα πιο μικρά, πού μιλούσαν ανάκατα όλες τις γλώσσες, πολωνικά, γαλλικά, ακόμα καί ιδιωματισμούς τών Βαλκανίων. Όμως τό όνομά του άκουγόταν πιο συχνά. Φανερό πώς όλοι τον έζητούσαν, όλοι τον έλάτρευαν καί
177/379
τον έθαύμαζαν. Καί μάλιστα, ένας Πολωνός σάν καί αύτόν, μέ λεπτή κορμοστασιά, πού τον έφώναζαν κάπως «Γιατσού», μέ μαύρα μπριγιαντινισμένα μαλλιά καί λινή σπόρ φορεσιά, φαινότανε νάναι ό .πρώτος ύποταχτικός καί φίλος του. Τώρα πού ειχε τελειώσει τό χτίσιμο, περπατούσαν άγκαλιασμένοι στήν'παραλία καί αύτός πού τον έφώναζαν «Γιατσού» φίλησε τον ώραιο του σύντροφο. Ό Άσσενμπαχ έκανε νά τον μαλώσει μέ τό δάχτυλο: «Μά εσένα, Κριτόβουλε, σέ συμβουλεύω», σκεφτόταν χαμογελώντας, «νά κάνεις ταξιδάκι κανένα χρόνο! Γιατί τό λιγότερο τόσος καιρός σού χρειάζεται γιά νά γίνεις
178/379
καλά!». Καί ύστερα δάγκωνε μεγάλες ώριμες φράουλες, πού τις άγόρασε άπ’ ένα μικροπωλητή. Πλάκωσε ή ζέστη μ’ όλο πού ό ήλιος δέν κατάφερνε νά λευτερωθεί άπ’ τήν ομίχλη πού ειχε σκεπάσει τον ούρανό. Μιά νωθρότητα αλυσόδενε τό μυαλό τού ’Άσσενμπαχ, ένώ γευόταν μ’ όλες τις αισθήσεις του τό άπέραντο καί χαυνωτικό μουρμούρισμα τής θαλάσσιας γαλήνης. Νά μαντέψει, νά ψάξει νά βρει ποιο τάχα νάταν τό όνομα πού άκουγόταν κάπως σάν «’Άτζιο», φαινόταν στο σοβαρό τούτο άνθρωπο ή καλύτερη καί πιο ταιριαστή άπασχόληση πού είχε νά προσφέρει στο μυαλό του. Καί έχοντας γιά βοήθεια τις λίγες πολωνικές γνώσεις του κατέληξε στο συμπέρασμα πώς θέλανε νά πούνε «Τάτ-ζιο», πού ήταν
179/379
σύντμηση τού «Τανταίους» και καθώς το φωνάζανε τραβηγμένα άκουγόταν «Τατζιού». Ό Τάτζιο κολυμπούσε. Ό "Άσσενμπαχ, πού τον είχε χάσει άπ’ τά μάτια του, άνακάλυψε τό κεφάλι καί τό μπράτσο του, πού τό άπλωνε καθώς κολυμπούσε μακριά στ’ άνοιχτά, γιατί ή θάλασσα)ήταν ρηχή έως πέρα. ’Άρχισαν όμως, ν’ άνησυχούν τώρα γιά δαύτον, οί γυναίκες άπ’ τις καμπίνες τον καλούσαν φωνάζοντάς ολοένα τ’ όνομά του, πού τώρα είχε απλωθεί, σ’ όλη τήν άμμουδιά σά σύνθημα καί μέ τούς μαλακούς φθόγγους καί τό τραβηγμένο «ου» στό τέλος γινόταν άπαλό καί πότε άγριο: «Τάτζιου! Τάτζιου». Γύρισε πίσω, διασχίζοντας τά κύματα, τρέχοντας
180/379
περήφανος, σηκώνοντας άφρισμένα νερά πού χτυπούσαν τις γάμπες του. Νά βλέπεις τούτη τή ζωντανή μορφή, νάρχεται εράσμια καί άδρά άρρενωπή άπ’ τήν άπεραντοσύνη τής θάλασσας καί τ’ ουρανού, νά άναδύεται σά θέική ομορφιά με τά σγουρά μαλλιά, πού σταλάζουν άπ’ τό ύγρό στοιχείο καί νά λευτερώνεται! Τούτο τό θέαμα, τόσο ύποβλητικό, θύμιζε μυθικές παραστάσεις, ποιητική παράδοση άρχαϊκής εποχής, ξαναζωντάνευε τις πηγές τής ομορφιάς καί τή γέννηση τών θεών. 0 Άσσενμπαχ άκουγε μέ τά μάτια κλειστά τούτο τό επικό τραγούδι νά δονεί τήν ψυχή του καί ξανασκέφτηκε πώς έδώ περνούσε καλά καί γι’ αύτό θάμενε.
181/379
Λίγο άργότερα ό Τάτζιο ξαπλωμένος στήν άμμουδιά ξεκουραζόταν άπ’ τό μπάνιο, τυλιγμένος στό άσπρο του μπουρνούζι πού τόχε άπλωμένο κάτω άπ’ το δεξί του ώμο, στηρίζοντας τό κεφάλι του πάνω στο γυμνό του χέρι. Ό ’Άσσενμπαχ καί όταν ακόμα δέν τον πρόσεχε καί διάβαζε μερικές σελίδες άπ’ το βιβλίο του, δέν ξεχνούσε ποτέ πώς βρισκόταν ξαπλωμένος εκεί κάτω καί πώς δέν ειχε παρά νά γυρίσει τό κεφάλι δεξιά γιά νά άποθαυμάσει τό εξαίσιο θέαμα. Πήγαινε νά πιστέψει πώς βρισκόταν έκει γιά νά προστατέψει τήν άνάπαυση του παιδιού, πώς μαζί μέ τήν άπασχόλησή του γιά τις άτομικές του υποθέσεις, έπρεπε νά βρίσκεται σέ διαρκή έπαγρύπνηση γιά χάρη τής ευγενικής αυτής ανθρώπινης μορφής,
182/379
έκει στά δεξιά, δχι μακριά του. Πλημμύριζε τήν καρδιά του καί τή ζωογονούσε μέ πατρική στοργή, συγκινητική κλήση έκείνου, πού τό πνεύμα του είναι άφοσιωμένο στή δημιουργία τής ομορφιάς προς εκείνον πού τήν κατέχει.
Τό άπομεσήμερο άφησε τήν ακροθαλασσιά καί γύρισε στο ξενοδοχείο καί πήγε στο δωμάτιό του. Σπατάλησε άρκετή ώρα μπροστά στον καθρέφτη, κοιτάζοντας τά γκρίζα του μαλλιά καί τό κουρασμένο καί αύστηρό του πρόσωπο. Κείνη τή στιγμή θυμήθηκε τή φήμη του, θυμήθηκε πώς πολλοί διαβάτες τον αναγνώρισαν καί τον πρόσεχαν μέ θαυμασμό, χάρη στήν εύφράδεια καί τήν άσύγκριτη γοητεία τής ομιλίας του, ξανάλεγε δσες θυμόταν άπ’ τις φανερές αρετές τού ταλέντου του καί δέν ξέχασε ούτε τήν εύγενική του καταγωγή. "Ύστερα πήγε κάτω, στήν τραπεζαρία έγευμάτισε τραπεζάκι του.καί Σάν άπόφαγε μπήκε στο στο άσανσέρ, δπου στριμώχτηκαν καί πολλοί νεαροί, πού καί αύτοί κείνη τή
184/379
στιγμή είχαν τελειώσει τό φαΐ τους. Άνάμεσά τους καί ό Τάτζιο. Στάθηκε πολύ κοντά στον ’Άσσενμπαχ, γιά πρώτη φορά τόσο κοντά, πού πιά δέν τον έβλεπε σά μιά εικόνα άπό άπόσταση, μά πολύ καθαρά, ώστε νά μπορεί νά βλέπει καί νά καταγράφει κάθε λεπτομέρεια στήν άνθρώπινή του εμφάνιση. Κάποιος τού μιλούσε και ένώ τό άγόρι τού άπαντούσε μ’ εναλάνείπωτο, γοητευτικό χαμόγελο, έβγήκε κιόλας στό πρώτο πάτωμα πισωπατώντας, μέ κατεβασμένα μάτια. «Ή ομορφιά γεννάει καί τή ντροπαλότητα», σκέφτηκε ό ’Άσσενμπαχ καί βασάνιζε τό μυαλό του νά βρει τήν αιτία. 'Ωστόσο, πρόσεξε πώς τά δόντια τού Τάτζιο δέν ήταν καί τόσο ώραΐα: κάπως λιμαρισμένα, κίτρινα,
185/379
δέν είχαν τήν στιλπνότητα τής υγείας, παρά μιά παράξενη, εύθραυστη διαφάνεια όπως στούς χλωροτικούς. «Είναι πολύ λεπτός, άσθενικός», σκέφτηκε ό ’Άσσενμπαχ. «Δέ θά φθάσει ώς τά γεράματα». Καί δέν ένδιαφέρθηκε νά έξηγήσει, γιά ποιο λόγο τή σκέψη του τούτη τήν συνόδευε ενα αίσθημα ικανοποίησης ή καθησυχαστικό. Περάσανε δυό ώρες στό δωμάτιό του καί τό άπόγευμα πέρασε μ’ ενα βαπορέτο τή λιμνοθάλασσα πού βρώμαγε σαπίλα, καί έφτασε στή Βενετία. Κατέβηκε στό Σάν Μάρκο, πήρε τό τσάι του στήν πλατεία καί ύστερα, οπως συνήθιζε έδώ, έκανε ενα περίπατο άνάμεσα στούς δρόμους τής πόλης. Τούτος ό περίπατος τού χάλασε
186/379
όλότελα τή διάθεσή του καί τον έκανε ξαφνικά ν’ άλλάξει πάλι τά σχέδιά του. Μιά άηδιαστική άπόπνοια τύλιγε τούς στενούς δρόμους. Ό άγέρας είχε μπουκώσει άπ’ τις μυρουδιές πού ξεχύνονταν άπ’ τά σπίτια, τά μαγαζιά καί τις ταβέρνες, τό καμένο λάδι, αναθυμιάσεις, μυρουδιές λογιών λογιών στόμωναν τήν ατμόσφαιρα, δίχως νά είναι βολετό νά διαλυθούν. Καπνοί άπό τσιγάρα άναδεύονταν στο μέρος πού βρισκόταν καί τραβούσαν πέρα άργά άργά. Ό συρφετός άπ’ τον κόσμο πού κυκλοφορούσε, τον στενοχωρούσε πιότερο, παρά πού τον εύχαριστούσε. Καί δσο προχωρούσε τόσο τού πίεζε τήν ψυχή τούτη ή φρικτή κατάσταση, πού προκαλεί ό θαλασσινός άγέρας μέ τό σορόκο, φέρνοντας
187/379
συγχρόνως έκνευρισμό καί άποχαύνωση. ’Ανυπόφορος ιδρώτας τον έμούσκεψε. Τά μάτια του βάραιναν, τό στήθος του πνιγόταν, εκαιγε άπ’ τον πυρετό καί τό αίμα χτυπούσε τά μηλίγγια του. τοσκασε γρήγορα άπ’ τούς πολυθόρυβους δρόμους τής άγοράς καί περνώντας τις γέφυρες μπήκε στά σοκάκια τής φτωχολογιάς. Έδώ πάλι, τον έπείραζαν οί ζητιάνοι καί ή βρώμικη μυρουδιά άπ’ τά κανάλια τού δυσκόλευε τήν άναπνοή. Σέ μιά ήσυχη πλατεία, σέ μέρος άπόμερο, άπό κείνα πού μένουν ξεχασμένα στο έσωτερικό τής Βενετίας, στάθηκε μπροστά σ’ ενα πηγάδι, σκούπισε τό μέτωπό του καί παραδέχτηκε πώς έπρεπε νά φύγει.
188/379
Γιά δεύτερη φορά καί τώρα πιά αποφασιστικά, ειχε άποδειχτεΐ πώς τούτη ή πόλη, μέ τέτοιο καιρό, τού έκανε κακό. "Π πεισματική έγκαρτέρηση, τώρα πιά, θάτανε παράλογη, ή πρόβλεψη γιά μεταβολή τού καιρού άβέβαιη. ’Έπρεπε νά πάρει γρήγορες αποφάσεις. Νά γυρίσει τώρα άμέσως στο σπίτι του — δέ γινόταν. Ούτε θερινό, ούτε χειμερινό κατάλυμα ύπήρχε πού νά τον δεχτεί. "Ωστόσο, θάλασσα καί άμμουδιές υπήρχαν και σ’ άλλα μέρη, όχι μονάχα έδώ και μάλιστα, δίχως τό κακό συμπλήρωμα τής λιμνοθάλασσας και τις άπαίσιες μυρουδιές της. Θυμήθηκε κάτι παραθαλάσσια λουτρά, όχι πολύ μακριά άπ’ τό Τριέστι, πού τού
189/379
τά είχαν τόσο παινέψει. Και γιατί νά μήν πάει έκεΐ; Και μάλιστα, δίχως άναβολή, όσο άκόμη είναι καιρός γιά μιά άλλαγή διαμονής. Πήρε τήν άπόφασή του καί σηκώθηκε. Στήν πρώτη άποβάθρα καραβιών, νοίκιασε μιά γόνδολα καί περνώντας άνάμεσα άπ’ τό σκοτεινό λαβύρινθο τών καναλιών, κάτω άπό τά στολισμένα μαρμάρινα μπαλκόνια, πού είχαν σκαλισμένα λιοντάρια γιά φιγούρες, γλιστρώντας κοντά σέ μαρμάρινες γωνιές, προσπερνώντας πένθιμες προσόψεις παλατιών, πού οί μακριές έπιγραφές τους άντικαθρεφτίζονταν στά τρεμάμενα νερά, τράβηξε στό Σάν Μάρκο. Κόπιασε πολύ γιά νά φτάσει. Γιατί ό γονδολιέρης, πού είχε ύποπτες σχέσεις μέ τούς ύφαντές καί τούς
190/379
κατασκευαστές βάζων, προσπαθούσε μέ κάθε τρόπο νά τον κατεβάσει καί νά τον πάει στά μαγαζιά γιά νά άγοράσει διάφορα τέτοια πράματα. Καί όταν ή παράξενη πορεία άνάμεσα άπ’ τή Βενετία άρχισε νά άσκεΐ τή γοητεία της στον ταξιδιώτη, το κερδοσκοπικό πνεύμα τής ξεπεσμένης βασίλισσας τών θαλασσών ερχόταν μέ τήν άποκρουστική επιμονή του νά διαλύσει τή μέθη τής φαντασίας. "Όταν έγύρισε στό ξενοδοχείο ό ’Άσσενμπαχ, πριν άπ’ τό γεύμα, γνωστοποίησε στό γραφείο πώς άπρόβλεπτες ύποθέσεις τον άνάγκαζαν νά φύγει αύριο κιόλας τό πρωί. Λυπήθηκαν καί τού τακτοποίησαν τό λογαριασμό. Γευμάτισε καί πέρασε τό χλιαρό βράδυ διαβάζοντας τις έφημερίδες σέ μιά σαίζ
191/379
λόγκ στήν πίσω βεράντα. Πριν νά πέσει νά κοιμηθεί ετοίμασε όλα του τά πράματα γιά τό ταξίδι. Δέν κοιμήθηκε καλά, γιατί άνησυχοΰσε μέ τήν άναμονή τής αυριανής ήμέρας. Τό πρωί, όταν άνοιξε τά παράθυρά του, ειδε τον ουρανό φορτωμένο πάλι, σά καί χτές, ο άγέρας όμως, φυσούσε δροσερός καί άρχισε νά τό μετανοιώνει. Μήπως ή άρνησή του νά μείνει ήταν μιά άπερίσκεπτη ενέργεια, μιά άπόφαση πού πήρε σέ στιγμές άρρωστης καί δχι νηφάλιας κατάστασης; Άν έκανε υπομονή, σίγουρα θά προσαρμοζόταν στο βενετσιάνικο τό κλίμα, ή θάφτιαχνε ο καιρός. Τώρα, άντί νά βιάζεται καί νά κουράζεται, θά χαιρόταν στήν ά.
192/379
ιροθαλασσιά ενα ώραΐο πρωί σάν καί χτές. Πολύ άργά πιά! Τώρα έπρεπε νά φύγει καί νά μείνει στή χθεσινή του άπόφαση. Ντύθηκε καί στις οχτώ κατέβηκε νά πάρει τό γάλα του, στο ισόγειο. Δέν ήταν άκόμη κανείς στο μπουφέ. ’Άρχισαν νάρχονται λίγοι λίγοι, όταν πιά ειχε παραγγείλει τό πρόγευμά του καί περίμενε νά τού τό φέρουν. Μέ τό φλιτζάνι στά χείλη ειδε τά πολωνέζικα κορίτσια μέ τή συνοδό τους. Αύστηρά, δροσερά καί μέ τά μάτια άκόμη κόκκινα, ζύγωσαν στο τραπέζι τους, στήν άκρη στο παράθυρο. Κείνη τή στιγμή παρουσιάστηκε ο θυρωρός μέ τό πηλήκιο στο χέρι νά τού θυμίσει τήν άναχώρησή του. Τό αύτοκίνητο
193/379
περίμενε έξω γιά νά τον πάει μαζί μέ τούς άλλους ταξιδιώτες στο ξενοδοχείο «Έξέλσιορ», άπ’ δπου τό βενζινάκι περνώντας άπ’ ένα ιδιωτικό κανάλι θά τούς άφηνε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Δέν τοΰ έ'μενε πολλή ώρα... Ό Ασσενμπαχ όμως, δέν είχε τήν ιδια γνώμη. Ειχε παραπάνω άπό μιά ώρα στή διάθεσή του... Θύμωνε μέ τις συνήθειες τοΰ ξενοδοχείου πού έφρόντιζε δσους είναι νά φύγουν νά τούς ξεφορτώνεται μιά ώρα άρχύτερα και μήνυσε στό θυρωρό πώς ήθελε νά πιει τό πρωινό του μέ τήν ήσυχία του. Ό άνθρωπος εφυγε δισταχτικά και ξαναγύρισε σέ πέντε λεπτά: «’Αδύνατο νά περιμένει άλλο τό άμάξι!». «Άς φύγει, τότε!», είπε νευριασμένος ό ’Άσσενμπαχ, «Καί άς πάρει τή βαλίτσα
194/379
μου!». Ό ιδιος τήν ώρα πού θάπρεπε, θάπαιρνε τό κοινό καραβάκι καί παρακάλεσε νά τον άφήσουν νά φροντίσει μονάχος γιά τούτη τή δουλειά. Ό υπάλληλος ύποκλίθηκε. Εύχαριστημένος ό ’Άσσενμπαχ πού γλίτωσε άπό τις φορτικές εξυπηρετήσεις, τελείωσε τό πρόγευμά του δίχως βιάση καί μάλιστα ζήτησε νά τοΰ φέρουν καί μιά έφημερίδα. 'Όταν σηκώθηκε νά φύγει ειχε πιά εξαντλήσει τό περιθώριο τού χρόνου. Τή στιγμή έκείνη έμπήκε άπ’ τή τζαμόπορτα ό Τάτζιο. Πηγαίνοντας στό τραπέζι, οπου τον περίμεναν οί δικοί του, διασταυρώθηκε μέ τον ξένο πού έ'φευγε. Μπροστά σέ τούτον τον άντρα μέ τά γκρίζα μαλλιά, τό μεγάλο μέτωπο, χαμήλωσε ντροπαλά
195/379
τά μάτια, επειτα τά σήκωσε πάλι καί τον κοίταξε εύθύς άμέσως μέ κείνο τον γλυκό τρόπο πού συνήθιζε, μέ πραότητα καί ειλικρίνεια. ’Έπειτα εφυγε. «’Αντίο, Τάτζιο!», σκέφτηκε ό ’Άσσενμπαχ. «Σέ ειδα πολύ λίγο».Καί άντίθετα στή συνήθειά του νά μήν έξωτερικεύει τή σκέψη του, πρόσθεσε σέ χαμηλό τόνο: «Νάσαι καλά!». ’Έπειτα γνωστοποίησε τήν αναχώρησή του, έμοίρασε πουρμπουάρ καί άφοϋ τον κατευόδωσε ό κοντούλης άμίλητος διευθυντής μέ τό φράκο, έγκατέλειψε τό ξενοδοχείο καί τράβηξε μέ τά πόδια, έτσι όπως είχε έρθει, μέ τόν ύπηρέτη πίσω του πού τού κουβαλούσε τις βαλίτσες καί πέρασε άπ’ τήν άνθισμένη άλλέα πού διασχίζει τό νησί' καί έφθασε
196/379
στήν προκυμαία. Πήρε θέση καί ύστερα άκολούθησε μιά βασανιστική πορεία γεμάτη θλίψη καί μετάνοιωμα άπ’ τά κατάβαθα τής ψυχής του. Ηταν ή γνώριμη πορεία μέσα στή λιμνοθάλασσα, μπροστά άπ’ τόν "Άγιο Μάρκο, άνεβαίνοντας τό μεγάλο κανάλι. Ό ’Άσσενμπαχ κάθησε στήν πλώρη στηρίζοντας τό χέρι του στήν κουπαστή καί προστατεύοντας :ά μάτια του άπ’ τόν ήλιο. Οί δημόσιοι κήποι έμειναν πίσω, ή Πιατσέττα έδειχνε άκόμη μιά φορά τήν άρχοντική της χάρη γιά νά χαθεί σέ λίγο, φάνηκε ύστερα, ή τεράστια γραμμή τών παλατιών καί καθώς έστριβε ό ύδάτινος δρόμος εμφανίστηκε τό περίλαμπρο μαρμάρινο τόξο τού Ριάλτο. Ό
197/379
ταξιδιώτης θαύμαζε τό θέαμα καί ξεσχιζόταν ή καρδιά του. Τήν άτμόσφαιρα τής πόλης, τούτη τή μυρουδιά τής σαπίλας πού έρχόταν άπ’ τή θάλασσα καί τά κανάλια, πού τόν άνάγκασε νά τό σκάσει άπό κει, τώρα τή ρουφούσε μέ βαθειές καί γεμάτες τρυφερό πόνο αναπνοές. Πώς μπορούσε νά μήν ήξερε, πώς μπορούσε νά ξεχάσει πόσο πολύ ή καρδιά του ήταν δεμένη μ’ όλα τούτα; Άν σήμερα τό πρωί είχε νοιώσει μιά άόριστη λύπη, μιά άκαθόριστη άμφιβολία γιά τήν ορθότητα τής άπόφασής του νά φύγει, τώρα ή αμφιβολία παραχώρησε τή θέση της στή θλίψη, σ’ αληθινό πόνο, σέ μιά στεναχώρια τόσο δυνατή πού συχνά έκανε τά μάτια του νά δακρύζουν καί έλεγε πώς αύτό ήταν άδύνατο νά τό
198/379
προβλέψει. Εκείνο πού δέ μπορούσε άληθινά νά ύποφέρει, πού τού φαινόταν σάν κάτι άβάσταχτο, ήταν ή σκέψη πώς δέ θάβλεπε πιά τή Βενετία. Καί τούτος θάταν ό τελευταίος άποχαιρετισμός της. Γιατί γιά δεύτερη φορά άποδείχτηκε πώς τούτη ή πόλη τον άρρώσταινε. Καί έπειδή γιά δεύτερη φορά έπρεπε νά έγκαταλείψει όλα δσα είχε σχεδιάσει, καταλάβαινε πώς δέν μπορούσε, πώς τού ήταν άπαγορευμένο νά μείνει εδώ, γιατί δέν τον έσήκωνε τό μέρος καί θάταν άσκοπο νά ξανάρθει έδώ πάλι. Ναί, ένοιωθε πώς άν έφευγε τούτη τή φορά, ή ντροπή καί τό πείσμα θά τον έμπόδιζαν νά ξαναδεί τούτη τήν πόλη πού τήν πρόδωσε δυο φορές ή σωματική του αδυναμία. Καί τούτη ή διαμάχη άνάμεσα στήν ψυχική
199/379
του'κλήση καί τις φυσικές του δυνάμεις, φαινόταν ξαφνικά σέ τούτον τον κουρασμένο άνθρωπο τόσο σπουδαία καί θλιβερή, ή φυσική του ήττα τόσο ταπεινωτική, τόσο απαράδεχτη, πού δέν μπορούσε νά καταλάβει πώς συνέβη νά ύποκύψει τόσο εύκολα στή χθεσινή του άπόφαση καί νά τήν παραδεχτεί χωρίς σοβαρό άγώνα. Στο μεταξύ, καθώς τό καραβάκι πλησιάζει στήν άποβάθρα τού σταθμού, ή λύπη καί ή άμηχανία του μεγαλώνουν καί φτάνουν στο κατακόρυφο. Κατασυντριμμένος έβλεπε πώς τού ήταν τό ίδιο άδύνατο νά φύγει, όσο καί νά γυρίσει πίσω. ’Έτσι, σάν ξερριζωμενος, μπήκε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Δέν τού μένει
200/379
καιρός, ούτε λεπτό, άν θέλει νά προφτάσει το τρένο. Θέλει καί δέ θέλει. Ό χρόνος βιάζεται καί τόν τραβάει μαζί του' τρέχει νά πάρει εισιτήρια καί ψάχνει μέ τό βλέμμα νά βρει μέσα στή φασαρία τής αίθουσας άναμονής τόν ύπάλληλο τού ξενοδοχείου. Ό ύπάλληλος φάνηκε καί τού γνωστοποίησε πώς ή βαλίτσα του δόθηκε έκει πού πρέπει.' Τήν έδωσε κιόλας; Ναί, τή σιγούρεψε καλά, γιά τό Κόμο. Γιά τό Κόμο; Καί μέ πολλά πέρα δώθε, θυμωμένες έρωτήσεις καί μπερδεμένες άπαντήσεις, άποδεικνύεται πώς ή βαλίτσα μαζί μέ άλλες ξένες άποσκευές, προωθήθηκε άπ’ τήν υπηρεσία μετακομίσεως τού ξενοδοχείου «Έξέλσιορ» σέ λανθασμένη κατεύθυνση.
201/379
Ό ’Άσσενμπαχ κατάφερε νά διατηρήσει τό κατάλληλο ύφος πού ταίριαζε σέ τούτη τήν περίσταση. Μιά άλλόκοτη χαρά, μιά άπίστευτη εύθυμία άνατάραζε άπ’ τά κατάβαθα, σχεδόν σάν σπασμός, τά στήθια του. Ό ύπάλληλος πήγε νά σταματήσει μέ κάθε τρόπο τήν πορεία τής βαλίτσας, άλλά γύρισε, οπως ήταν φυσικό, δίχως άποτέλεσμα. Τότε ό ’Άσσενμπαχ f δήλωσε πώς δέν τόχε άπόφαση νά συνεχίσει τό ταξίδι του δίχως τις άποσκευές του καί πώς ήταν άναγκασμένος νά γυρίσει στό ξενοδοχείο τών Λουτρών, ώσπου νά τού τις φέρουν. ’Άν βρισκόταν άκόμη τό βενζινάκι τής κοινοπραξίας στό σιδηροδρομικό σταθμό! Ό ύπάλληλος βεβαίωσε πώς βρισκόταν έκεΐ.
202/379
Κατάφερε μέ τήν ιταλική του πειστικότητα νά ξαναπάρει πίσω άπ’ τόν προϊστάμενο τού ταμείου τά λεφτά τού εισιτηρίου πού τού τό ξανάδωσε καί ορκίστηκε πώς θά τηλεγραφούσε καί θάκανε ό,τι χρειαζόταν γιά νά ξαναφέρουν τή βαλίτσα γρήγορα πίσω. Καί έγινε τούτο τό παράξενο: Ό ταξιδιώτης είκοσι λεπτά μιετά τήν άφιξή του στο σιδηροδρομικό σταθμό, βρισκόταν πάλι στο μεγάλο κανάλι γιά τήν επιστροφή του στο Λίντο. Τί άλλόκοτη, άπίθανη περιπέτεια, ταπεινωτική καί κωμικά φανταστική! Μέρη πού άποχαιρέτησες γιά πάντα μέ βαθειά θλίψη καί τούς έγύρισες τήν πλάτη, νά τά ξαναβλέπεις, χάρη στή θέληση τής μοίρας, μέσα σέ μιά ώρα! Τό
203/379
γρήγορο καραβάκι, μ’ άφρούς στήν πλώρη, έσχιζε μέ δεξιοτεχνία τά νερά, άνάμεσα στις γόνδολες καί τά καράβια, όδεύοντας όλόισα στο σκοπό του, ενώ ο μοναδικός του επιβάτης έκρυβε κάτω άπ’ τή μάσκα τής καρτερικής του ύποταγής τήν υπεροπτική άγωνία τού παραστρατημένου παιδιού. Καί κάθε τόσο άναγελούσε ή ψυχή του στή σκέψη πώς τούτη ή κακοτυχιά, δπως ομολογούσε στον εαυτό του, δέ θά μπορούσε νά προσβάλλει τήν εύνοια τής τύχης. Θάχε νά δώσει εξηγήσεις, σκεφτόταν, ν’ άντικρύσει έκπληκτα πρόσωπα καί ύστερα όλα θά πήγαιναν καλά: Θάχε περάσει μιά δυστυχία, θάχε διορθωθεί μιά μεγάλη πλάνη καί όλα δσα ειχε νομίσει πώς θάπρεπε νά τά έγκαταλείψει, θά μπορούσαν πάλι νά
204/379
γίνουν δικά του, δποτε ήθελε. "Ωστόσο, πραγματικά φυσούσε άγέρας άπ’ τή θάλασσα, σάν συμπλήρωση τής εύτυχίας του ή είχε αύτή τήν εντύπωση επειδή έτρεχε γρήγορα τό καραβάκι; Τά κύματα χτυπούσαν τά τσιμεντένια μουράγια στο στενό κανάλι, πού έφερνε άπ’ τό νησί στο ξενοδοχείο. Τον έπερίμενε ένα βενζινάκι καί τον έφερε κατ’ ευθείαν στό ξενοδοχείο τών Λουτρών. Ό κοντούλης μέ τά μουστάκια διευθυντής, κατέβηκε, οπως πάντα, μέ τό φράκο του νά τόν ύποδεχτεί. Μέ τόνο πολύ σιγανό και λόγια κολακευτικά τού έξέφρασε τή λύπη του γιά τό άτύχημα, πού τό άπέδωσε σέ κακή σύμπτωση, τόσο θλιβερή γι’ αύτόν
205/379
καί τό ξενοδοχείο του. 'Ωστόσο, χάρηκε πολύ γιά τήν άπόφαση τού ’Άσσενμπαχ νά περιμένει έδώ τήν έπιστροφή τής βαλίτσας του. Τό δωμάτιό του, βέβαια, τό είχαν διαθέσει. Θά τού έδιναν όμως ένα έξίσου καλό. «Pas de chance, monsieur», ειπε γελώντας ό Ελβετός οδηγός τού άσανσέρ καθώς άνέβαιναν. ’Έτσι ο δραπέτης ξανατακτοποιήθηκε σ’ ενα δωμάτιο, εύχάριστο όσο καί τό παλαιό ώς προς τή θέση καί τήν έπιπλα ση. Κατακουρασμένος καί ζαλισμένος άπ’ τις λαχτάρες τού πιο παράξενου τούτου πρωινού ό ’Άσσενμπαχ, άφού τακτοποίησε τά πράματα πού ειχε στήν τσάντα του, ξάπλωσε σέ μιά πολυθρόνα, κοντά στό άνοιχτό παράθυρο. Ή θάλασσα ειχε πάρει ένα ώχροπράσινο χρώμα, ό άγέρας φαινόταν νάχε γίνει
206/379
πιο λεπτός καί καθαρός, ή άκρογιαλιά μέ τις καμπίνες -καί τις βάρκες της πήρε πιο έ’ντονο χρώμα μ’ όλο πού ό ούρανός έξακολουθούσε νάναι άκόμα γκρίζος. Ό ’Άσσενμπαχ κοίταζε πέρα, μέ τά χέρια διπλωμένα άνάμεσα στά γόνατα, εύχαριστημένος πού ξαναβρισκόταν πάλι έκεΐ, άλλά καί οίκτείροντας τον εαυτό του γιά τις άμφιταλαντεύσεις του καί γιά τήν άγνοιά του στις έπιθυμ,ίες του. ’Έμεινε έκεΐ ίσαμε μιά ώρα νά ξεκουράζεται καί νά ονειροπολεί άόριστα. Τό μεσημέρι είδε τόν Τάτζιο, μέ τήν λινή φορεσιά του καί τά κόκκινα κορδόνια, που γύριζε άπ’ τή θάλασσα στο ξενοδοχείο, περνώντας άπ’ τήν είσοδο τής άκρογιαλιάς καί τις άσπρες γέφυρες. Ό ’Άσσενμπαχ άπό ψηλά δπου βρισκόταν
207/379
τον άναγνώρισε άμέσως πριν καλά καλά τον δει καί πήγε νά σκέφθει: «Βλέπεις, Τάτζιο, νά πού ξανάρθες πάλι καί έσύ!». Άλλά τήν ιδια στιγμή ένοιωσε ό τετριμμένος αύτός χαιρετισμός νά καταποντίζεται καί ν’ άποβουβαίνεται μπροστά στήν άνυπόκριτη άποκάλυψη τής καρδιάς του. ’Ένοιωσε τό αίμα του νά φλογίζεται, ένοιωσε τή χαρά καί τή λύπη τής ψυχής του καί κατάλαβε πώς ο Τάτζιο ήταν ή αιτία πού ή άναχώρησή του τού είχε προξενήσει τόση θλίψη. Καθόταν έκει σιωπηλός, άόρατος εδώ ψηλά απ’ τούς κάτω καί έξέτασε μέ εύσυνειδησία τον εαυτό του. Τά χαρακτηριστικά τού προσώπου του είχαν ξανανοιώσει, τά ματόκλαδά του άνασηκώθηκαν καί ένα χαμόγελο πού
208/379
υπογράμμιζε τήν προσοχή καί τήν περίεργη έρευνητικότητά του διέστειλε τά χείλη του. "Ύστερα έσήκωσε τό κεφάλι του καί μέ τά δυό του χέρια, πού κρέμονταν άπ’ τή μιά καί τήν άλλη μεριά τής πολυθρόνας, διέγραψε άργά μιά κίνηση πού αγκάλιαζε καί άνύψωνε, άναστρέφοντας τις φούχτες του, έτσι σά νάθελε νά παρουσιάσει ένα αίνιγμα μέ τούτο τό άνοιγμα και άπλωμα τών χεριών του, πού ήταν ένα προσεχτικό καλωσόρισμα, μιά τρυφερή υποδοχή. Καί νά πού τώρα ό θεός μέ φλογισμένη τήν όψη οδηγούσε καθημερινά τό τέθριππο φλογοβόλο άρμα του στις άπέραντες στράτες τ’ ουρανού καί ή δαχτυλιδόχρυση χαίτη του άνέμιζε άπό
209/379
τον άπηλιώτη πού φυσούσε τήν ιδια ώρα. Μιά κατάλευκη άραχνούφαντη λαμπράδα σκέπαζε σ’ όλη του τήν έκταση το πέλαγο, πού κυμάτιζε νωχελικά. Ή άμμουδιά φλογισμένη. Κάτω άπ’ τόν άσημογάλαζο τρεμάμενο αιθέρα ήταν άνοιγμένες μπροστά στις καμπίνες οί ξεθωριασμένες τέντες καί στήν παχιά σκιά τους μπορούσε νά περάσει κανείς τά πρωινά. Άλλά καί τό βράδυ ήταν ύπέροχο, όταν τά λουλούδια τού πάρκου σκορπούσαν το δροσιστικό τους άρωμα, τ’ άστέρια ψηλά, σημάδευαν τή μεγαλόπρεπη τροχιά τους καί τό μουρμούρισμα τής βυθισμένης στό σκοτάδι θάλασσας άνέβαινε σιγανά καί εφτανε ίσαμε τις ψυχές καί τούς έφερνε μυστικά μηνύματα. Μιά τέτοια βραδιά εδινε τή
210/379
χαρούμενη ύπόσχεση μιάς καινούριας μέρας μέ ήλιο καί άφροντισιά, μιάς μέρας γεμάτης άνέσεις καί χίλιες δυνατότητες γιά νά χαρει κανείς αύτό πού επιθυμεί. Ό ξένος μας πού μιά τόσο εύχάριστη κακοτυχιά τόν έκράτησε έδώ, δέν ειχε καθόλου τή διάθεση, ξαναποκτώντας τις άποσκευές του, νά σκεφθει γιά μιά νέα άναχώρηση. Πέρασε δυό ολάκερες ήμέρες δίχως τή βαλίτσα του καί παρουσιαζόταν στή μεγάλη τραπεζαρία μέ τά ρούχα τού ταξιδιού. Μετά, όταν τού τή φέρανε στό δωμάτιό του, τήν άνοιξε καί μοίρασε τά πράματά του στά ντουλάπια καί τά συρτάρια, βολεύτηκε στήν’προσωρινή άπρόβλεπτη διαμονή του καί εύχαριστιόταν νά περνάει τις
211/379
πρωινές του ώρες στήν άκρογιαλιά μέ τή μεταξωτή φορεσιά του, ένώ τό βράδυ στά γεύματα νά κάθεται στό τραπεζάκι του μέ τά έπίσημά του ρούχα. Τόν ειχε κιόλας μαγέψει ό ευχάριστος ρυθμός τούτης τής ζωής καί ειχε ύποταχτεί στό γλυκό καί φωτεινό της λίκνισμα. Πραγματικά, τι ύπέροχος τόπος διαμονής, πού συνταιριάζει τήν γοητεία μιάς ζωής γεμάτης άνέσεις σέ μια μεσημβρινη ακρογιαλια, με τήν τόσο κοντινή γειτονιά μιάς εξωτικής και υπέροχης πόλης! Ό ’Άσσενμπαχ δέν επιζητούσε τις άπολαύσεις. 'Όταν τύχαινε νά μείνει άργος, να παραδοθεΐ στήν άφροντισιά καί τήν άπόλαυση, ύστερα άπό λίγο ένοιωθε —καί τούτο τού συνέβαινε συχνά, όταν ήταν πιο
212/379
νέος— μιά άνησυχία καί μιά άηδία, πού τόν ξανάφερναν στούς εύγενικούς του άγώνες, στήν άγια καί αύστηρή υποταγή τής καθημερινής δουλειάς. Μονάχα τούτος ό τόπος τόν έμάγευε, τού έξουθένωνε τή βούληση, τόν έκανε εύτυχισμένο. Κάποτε τά πρωινά, κάτω άπ’ τήν τέντα τής καμπίνας του, κοιτώντας τή γαλάζια θάλασσα καί ονειροπολώντας, καί άκόμα τά ζεστά βράδια, άκουμπισμένος στό προσκεφάλι τής γόνδολας, πού τόν έπήγαινε κάτω στό Λίντο άπ’ τήν πλατεία τού Αγίου Μάρκουοπου περνούσε συχνά τις ωρες του, κάτω άπ’ τόν άνοιχτό ξάστερο ούρανό καί άφηνε πίσω του τά φανταχτερά φώτα καί τούς διαλυμένους ήχους τής σερενάτας, θυμόταν τή βίλα του στά βουνά πού
213/379
ήταν τό θέατρο τών αγωνων του, όσο βαστούσε τό θέρος, όπου τά σύγνεφα περνούσαν χαμηλά άπ’ τόν κήπο του καί τα βραδια άγριες καταιγίδες τούσβηναν τό φώς στά δο;ματια και τά κοράκια, πού έτάιζε, ταλαντεύονταν στις κορφές τών πεύκων. Σέ τέτοιες στιγμές τού φαινόταν πως βρισκόταν στά Ήλύσια Πεδία, στά σύνορα τής Γής, έκει πού χαρίστηκε στούς ανθρώπους μιά εύκολη ζωή, πού δέν υπάρχουν χιόνια καί χειμώνες, ούτε καταιγίδες καί φοβερές βροχές, παρά μονάχα ό ’Ωκεανός στέλνει τή δροσερή γλυκειά πνοή του καί οί μέρες κυλούν σέ ήδονική άνεμελιά, δίχως κόπους καί άγώνες, άφιερωμένες στον "Ήλιο καί τή λατρεία του.
214/379
"Ο ’Άσσενμπαχ έβλεπε ταχτικά, σχεδόν χωρίς διακοπή, τό μικρό Τάτζιο. "Ο περιορισμένος χώρος καί χρόνος γιά τον καθένα εκεί, τοφερνε έτσι πού ή ώραία άθωότητα νά βρίσκεται καθημερινά κοντά του, μέ μικρές διακοπές. Τον έβλεπε, τον συναντούσε παντού: Στο ισόγειο τού ξενοδοχείου, στούς ολόδροσους περιπάτους μέ τό βαποράκι άπ’ τήν ακρογιαλιά στήν πόλη καί άπ’ τήν πόλη στήν ακρογιαλιά, άκόμα καί στή λαμπρή πλατεία καί πολύ συχνά καί στούς δρόμους καί τά μονοπάτια, όταν τοφερνε ή τύχη καμμιά φορά. Πιο πολύ όμως, καί ταχτικά ειχε τήν εύκαιρία τά πρωινά στήν άκρογιαλιά νά άφοσιώνεται στήν κατανυκτική μελέτη αύτής τής υπέροχης έμ, φάνισης. Καί
215/379
μάλιστα, αύτή ή πειθαρχία τής εύδαιμονίας, ή καθημερινά μέ ομοιομορφία άνατέλλουσα εύνοια τών περιστάσεων, τον έγέμιζε μέ ικανοποίηση καί χαρά γιά τή ζωή, έκανε πιο πολύτιμη τή διαμονή του καί άφηνε τις ώραιες ήμέρες νά διαδέχονται ή μία τήν άλλη καί νά περνούν εύχάριστα. Ειχε σηκωθεί νωρίς, καθώς τό συνήθιζε, όταν τό επέβαλλε ή ανάγκη γιά επείγουσα δουλειά καί έφτασε άπ’ τούς πρώτους στήν άκρογιαλιά, τήν ώρα πού ό ήλιος ηταν άδύναμος καί ή θάλασσα, θαμπωτικά κα-τάλευκη, κείτονταν ξαπλωμένη μέσα στά πρωινά της τά όνειρα. Καλημέρισε εγκάρδια τό φύλακα και τον ξυπόλυτο με τ’ άσπρα
216/379
γένεια γέρο μέ οικειότητα, πού τού έτοίμασε τή θέση του, απλώνοντας τήν καφετιά τέντα του και βγάζοντας τα λιγα έπιπλα τής καμπίνας του εξω, στο πλακοστρωτο. Και καθησε. θάχανε περάσει τρεις ή τέσσερις ώρες πού ό ήλιος είχε ψηλώσει καί άποκτήσει τή φοβερή του δύναμη, τρεις ή τέσσερις ώρες πού ή θάλασσα επαιρνε όλο καί πιο βαθυγάλαζο χρώμα, καί θά ειχε σέ λίγο τήν εύτυχία νά βλέπει τον Τάτζιο. Τον εβλεπε νάρχεται άπ’ τ’ άριστερά, πέρα άπ’ τήν άμμουδιά τής θάλασσας, τον εβλεπε νά εμφανίζεται άνάμεσα στις καμπίνες, πίσω άπό κεΐ πού καθόταν ή φτάνοντας καμμιά φορά καθυστερημένος, παρατηρούσε, δχι δίχως χαρούμενη συγκίνηση, πώς ό
217/379
μικρός βρισκόταν κιόλας εκεί μέ τό μπλε καί άσπρο μαγιό του, πού ήταν ή μοναδική τώρα στή θάλασσα άμφίεσή του καί ειχε άρχίσει τή συνηθισμένη άπασχόλησή του στον ήλιο καί τήν άμμουδιά καί τούτη ή άργόσχολη ζωή μέ τήν άξιαγάπητη μηδαμινότητά της, πού ήταν πότε παιχνίδι καί πότε άνάπαυση, εύρισκε εύχαρίστηση στο σουλάτσο, στο νερό καί στήν άμμο, στο σκάψιμο, ψάξιμο, στο κολύμπι καί στο ξάπλωμα. "Ωστόσο, οι γυναίκες πού τον συνόδευαν καί τον πρόσεχαν άπ’ τήν πλατεία, τον έφώναζαν: «Τάτζιο!», «Τατζιού!». Καί αύτός ερχόταν τρεχάτος μέ ζωηρές χειρονομίες γιά νά διηγηθεΐ τά κατορθώματά του, νά τούς δείξει τί βρήκε καί τί επιασε: αχιβάδες, σταυρούς, μέδουσες, καβουράκια πού
218/379
περπατούν πλάγια. Ό ’Άσσενμπαχ δέν καταλάβαινε ούτε λέξη άπ’ αύτά πού έλεγε, και μπορούσε νάταν τά πιο συνηθισμένα πράματα, ωστόσο τού χάιδευαν τό αύτί σάν μιά άόριστη τρυφερή μελωδία. Καί καθώς τό παιδί μιλούσε μιά άγνωστη γλώσσα, ή κουβέντα του γινόταν μουσική καί ένας λαμπρός ήλιος έχυνε πάνω του σπάταλη τήν αίγλη του καί ή μεγαλόπρεπη σκηνογραφία τής θάλασσας γινόταν τό πλαίσιο γιά τήν άνάδειξη τής ομορφιάς του. Γρήγορα, ό παρατηρητής έμελέτησε κάθε γραμμή καί στάση αύτού τού νεανικού καί εύκίνητου κορμιού, έχαιρετούσε χαρούμενα καί μ’ άνανεωμένη κάθε φορά εύχαρίστηση
219/379
ολες του τις γνώριμες χαρές καί δέν έχόρταινε νά τον θαυμάζει μέ μιά τρυφερή ήδυπάθεια. Έκάλεσαν τ’ άγόρι νά χαιρετήσει κάποιον επισκέπτη πού καθόταν μέ τις γυναίκες μπροστά στήν καμπίνα. ’Έτρεξε, βγαίνοντας άπ’ τά κύματα βρεγμένος, τίναξε πίσω τά μαλλιά του, ενώ στηριζόταν στο ενα του πόδι καί άκουμπούσε πάνω σ’ αύτό καί τό άλλο πέλμα, παίρνοντας έτσι μιά γοητευτική στάση, καθώς λύγιζε καί έστρεφε τό κορμί του μέ χάρη, σεμνότητα καί φιλαρέσκεια, δπως ταίριαζε στούς εύγενικούς του τρόπους. Κάποια άλλη φορά ήταν ξαπλωμένος στήν άμμουδιά έχοντας τυλιγμένο τό μπουρνούζι του στο στήθος καί στηρίζοντας τό τρυφερό του χέρι στήν
220/379
άμμο καί τό σαγόνι του στήν άνοιχτή παλάμη. Τό παιδί, πού τον φωνάζανε «Γ ιατζιού», καθόταν άνακούρκουδα κοντά του καί τού έδειχνε τή φιλία καί τήν άγάπη του καί άφηνε νά φανεί πώς τίποτε δέ θάτανε γι’ αυτόν πιο γοητευτικό άπ’ τό χαμόγελο τών ματιών και τών χειλιών πού τού χάρισε σ’ άνταπόδοση ό μικρός πρίγκιπας στον πιστό ύποταχτικό του. Τέλος, κάποια άλλη φορά, στεκόταν στήν άκρη τής θάλασσας, μόνος, μακριά άπ’ τούς δικούς του, πολύ κοντά στον ’Άσσενμπαχ, ολόρθος μέ τά δάχτυλα τών χεριών του μπλεγμένα πίσω στό λαιμό, λίκνιζε τό κορμί του πάνω στις πατούσες καί φαινόταν βυθισμένος σέ ρεμβασμούς, ένώ μικρά
221/379
κυματάκια έσπαζαν μπροστά του καί τού έλουζαν τά νύχια. Τά χρυσαφένια του μαλλιά έφτιαχναν δαχτυλιδάκια στούς κροτάφους καί στό λαιμό, ό ήλιος έκανε νά λάμπει τό χνούδι στή γραμμή τής σπονδυλικής του στήλης, οι γραμμές τών πλευρών καί τό συμμετρικό στήθος ξεπρόβαλλαν μέσα άπ’ τό άβρό περίβλημα τού κορμιού, οί καμπύλες στούς ώμους ήταν άκόμα λείες, οπως στά άγάλματα, τά σφυρά στά γόνατά του φεγγοβολούσαν καί οί γαλαζωπές φλέβες του έδιναν τήν έντύπωση πώς τό κορμί ήταν φτιαγμένο άπ’ τήν πιο διάφανη ύλη. Πόσο καλλιεργημένη σκέψη, πόση άκρίβεια στήν έκτέλεση ηταν άποτυπωμένη σέ τούτο τό νεανικό,
222/379
στέρεο καί τέλεια κατορθωμένο σώμα! Ή αύστηρή όμως, καί καθαρή βούληση, πού χάρη στή μυστική της κατεργασία μπόρεσε νά παρουσιάσει στό φώς τούτο τό θεϊκό έργο τέχνης, δέν ήταν γνώριμη καί στον καλλιτέχνη τόν ’Άσσενμπαχ καί δέν τού ήταν οικεία; Τούτη ή ιδια βούληση δέν κυριαρχούσε καί σ’ αύτόν, όταν γεμάτος φωτεινό πάθος άποσπούσε άπ’ τον μαρμάρινο δγκο τής γλώσσας τή λυγερή μορφή πού σχεδίαζε καί τήν παρουσίαζε στούς ανθρώπους σάν άγαλμα καί καθρέφτη πνευματικής ομορφιάς; ’Άγαλμα καί καθρέφτης! Τά μάτια του άγκάλιαζαν τήν εύγενική κορμοστασιά πού ορθωνόταν έκει στήν άκρη τού γαλάζιου πέλαγου καί συνεπαρμένος
223/379
άπό τούτη τήν έκσταση πίστεψε πώς μέ τό βλέμμα του αύτό μπορούσε νά νοιώσει τήν αύσία τής ομορφιάς, τής μορφής σέ όλη της τή θεϊκή σκέψη, τή μοναδική καί καθαρή τελειότητα πού ζεΤ μέσα στο πνεύμα καί πού τώρα ενα ισάξιό τους άνθρώπινο άντίτυπο έχει στηθεί εδώ μπροστά του, φωτεινό σύμβολο λατρείας. Ήταν μιά κατάσταση μέθης! Καί ό καλλιτέχνης, πού γερνούσε, τήν ύποδέχτηκε δίχως δισταγμό, μέ άπληστία. Ή φαντασία του ειχε φλογιστεί, ή βαθειά πνευματική του καλλιέργεια άρχισε ν’ άναταράζεται, ή μνήμη του ξαναγύρισε σέ παλαιές ξεθωριασμένες σκέψεις άπ’ τή νεότητά του, πού ποτέ ίσαμε τώρα ή φλόγα της άπό μόνη της δέν ειχε ξαναζωντανέψει. Σάμπως, δέν έχει
224/379
γραφτεί πώς ό ήλιος στρέφει τήν προσοχή μας άπ’ τον πνευματικό στον ύλικό τον κόσμο; «Ζαλίζει», έλεγε ένας "Έλληνας φιλόσοφος> «μαγεύει τό νού καί τή μνήμη μέ τέτοιο τρόπο, πού ή ψυχή άποξεχνιέται στήν εύδαιμονική της αύτή κατάσταση καί αιχμαλωτίζεται άπ’ τό ώραιότερο άπ’ δσα φωτίζει ό ήλιος! Τόσο πού μόνο μέ τή βοήθεια τού κορμιού μπορεϊ ύστερα νά βρει τή δύναμη νά άνυψωθεΐ σ’ άνώτερες θεωρήσεις. "Ο θεϊκός ό ’Έρωτας συναγωνίζεται, άληθινά, τούς μαθηματικούς, πού δείχνουν στά παιδιά, τά άδύνατα διανοητικά, παραστατικές εικόνες τών άφηρημένων σχημάτων: τό ιδιο και ο ’Έρωτας' γιά νά μάς κάνει φανερό τό άυλο' θεώρησε σκόπιμο νά χρησιμοποιήσει τό σχήμα
225/379
καί τό χρώμα τής νεότητας, πού γιά νά μή φεύγει άπ’ τή θύμησή μας, τήν έστόλισε μ’ όλες τις άνταύγειες τής ομορφιάς, ετσι πού στ’ άντίκρυσμά της νά καιγόμαστε στον πόνο καί τήν έλπίδα». ’Έτσι σκεφτόταν στον ενθουσιασμό του μέσα καί άπό τέτοια αισθήματα ήταν κυριαρχημένος. Καί άπ’ τή μέθη τής θάλασσας καί τού ήλιου τό ήδονικό άγκάλιασμα ύφάνθηκε μιά γοητευτική εικόνα! Ζούσε ό γέρο πλάτανος κοντά στά τείχη τής ’Αθήνας καί στό θεϊκό Γσκιο του πλημμυρισμένο 'άπ’ τά άρώματα τής άνθισμένης λυγαριάς, έφερναν άφιερώματα καί εύλαβικά δώρα γιά νά τιμήσουν τις νύμφες καί τόν Αχελώο. Όλοκάθαρο τό νερό τής
226/379
πηγής εφτανε στά πόδια τού πλατύκλαδου δέντρου περνώντας πάνω άπό γυαλιστερά βότσαλα. Τά τζιτζίκια σκορπούσαν τό τσιριχτό τραγούδι τους. Πάνω όμως, στή χλόη πού άπλωνόταν τόσο μαλακά οπου μπορούσες ξαπλωμένος νά κρατάς ψηλά τό κεφάλι, ξεκουράζονταν δυό άνθρωποι προφυλαγμένοι άπ’ τό λιοπύρι. Ό ενας, πές, γέρος καί άσχημος καί ό άλλος νέος καί ώραιος — ή Σοφία κοντά στή Χάρη. Καί μέ γοητευτικό τρόπο, γιομάτο γαλιφιές καί σπινθηροβόλο πνεύμα, ό Σωκράτης έδιδασκε στον άκριβό του τό Φαιδρό τί είναι πόθος καί άρετή. Τού μιλούσε γιά τήν άνείπωτη συγκίνηση πού νοιώθει ό αίσθαντικός ό άνθρωπος, όταν τά μάτια του άντικρύσουν ενα σύμβολο τής αιώνιας ομορφιάς. Τού
227/379
μιλούσε γιά τις επιθυμίες τού βέβηλου καί τού χυδαίου, πού δέν μπορεί νά νοιώσει τήν ομορφιά άπ’ τήν άπεικόνισή της καί δέν είναι άξιος νά τή σεβαστεί... Του μιλούσε γιά τήν ιερή άγωνία πού νοιώθει ό εύγενικος άνθρωπος, όταν παρουσιάζεται μπροστά του μιά θεϊκή μορφή, ενα τέλειο κορμί. Πώς τότε συγκλονίζεται καί φοβάται ν’ άφήσει πάνω στο άντικείμενο τού θαυμασμού του τό βλέμμα! Καί άν δέ φοβόταν πώς οι άνθρωποι θά τόν περνούσαν γιά τρελό, θά τιμούσε έκεινον πού ειχε τήν ομορφιά καί θά τού πρόσφερε θυσίες, δπως καί σ’ ενα άγαλμα. «Γιατί ή ομορφιά, άγαπητέ μου Φαιδρέ, μόνο ή ομορφιά είναι κάτι ορατό καί
228/379
άξιο σεβασμού συνάμα. Καί μήν ξεχνάς ποτέ πώς είναι ή μοναδική μορφή τού πνευματικού πού μπορούμε νά τή νοιώσουμε μέ τις αισθήσεις καί μέ τις αισθήσεις τή δεχόμαστε. Καί τί θά παθαίναμε άν γινόταν διαφορετικά; Άν τό θεϊκό, τό λογικό, ή άρετή καί ή άλήθεια παρουσιαζόταν στις αισθήσεις μας! Δέ θά καταστρεφόμασταν καί θά γινόμασταν στάχτη άπ’ τόν έρωτα, δπως κάποτε ή Σεμέλη γιά τόν Δία; Ή ομορφιά, λοιπόν, είναι ό δρόμος πού μάς όδηγεϊ άπ’τό αισθητό στο πνεύμα. Μόνο ό δρόμος, μόνο ενα μέσο, μικρέ μου Φαιδρέ...». Καί ύστερα, είπε ό πονηρός ξεπλανευτής, πώς αύτός πού άγαπάει είναι πιό θεϊκός άπό κείνον πού
229/379
άγαπιέται, γιατί μέσα στον πρώτο βρίσκεται ό θεός, όχι όμως καί στο δεύτερο. Σκέψη ίσως, πολύ τρυφερή, ή πιό περιγελαστική, άπ’ δσες θά μπορούσαν νά γίνουν, άπ’ δπου ξεπηδά ή κατεργαριά καί ό πιό κρυφός ήδονικός πόθος. Ή σκέψη πού μπορεί ολάκερη νά γίνει αίσθημα, τό αίσθημα πού μπορεί ολάκερο νά γίνει σκέψη, αποτελούν τήν ευτυχία του συγγραφέα. Μιά τέτοια σκέψη, πού νά πάλλει άπό αίσθημα, ενα αίσθημα, γεμάτο σκέψη, άνήκαν τώρα καί ύπάκουαν στον ξεμοναχιασμένο συγγραφέα: ’Ήξερε, ένοιωθε πώς ή φύση άνατριχιάζει άπο ήδονή όταν το πνεύμα γονατίζει ύποταχτικά μπροστά στήν ομορφιά.
230/379
Ξαφνικά τού ήρθε ή επιθυμία νά γράψει. Ό ’Έρωτας είναι άλήθεια, άγαπάει τήν τεμπελιά, πού σίγουρα γι’ αύτον δημιουργήθηκε. ’Αλλά σέ τούτο τό στάδιο τής κρίσης, ή διέγερση τού θύματός του στράφηκε προς τήν παραγωγή. Λίγο ενδιαφέρει ή άφορμή. Μιά ερευνά πάνω σ’ ένα άπ’ τά μεγάλα φλογερά προβλήματα τού πολιτισμού καί τού ώραίου ειχε εισχωρήσει στον πνευματικό του κόσμο καί ειχε δημιουργήσει πολλά ερωτήματα μετά τήν άναχώρησή του. Τό άντικείμενο τού ήταν οικείο. Ήταν κάτι πού τό είχε ζήσει. Ή σφοδρή του επιθυμία νά τό λαμπρύνει μέ τό φωτεινό του λόγο έγινε ξαφνικά άκατανίκητη. Καί πραγματικά ή έπιθυμία του έφτανε ίσαμε τό σημείο νά δουλεύει μέ τήν παρουσία τού
231/379
Τάτζιο, νά γράφει παίρνοντας γιά ύπόδειγμα τό άγόρι καί άφήνοντας τό στύλ του ν’ άκολουθει τις γραμμές τού κορμιού τού Τάτζιο, πού τού φαινόταν θεϊκό καί ζητούσε νά άνεβάσει τήν ομορφιά του ώς τό βασίλειο τού πνεύματος, δπως ό άετός μετέφερε στούς αιθέρες τό βοσκόπουλο τής Τροίας. Ποτέ ώς τώρα δέν είχε νοιώσει τόσο γλυκειά τήν ήδονή τού λόγου, ποτέ δέν είχε τόσο καλά καταλάβει πώς ό ’Έρωτας ζει μέσα στό λόγο, δπως τονοιωθε καί τό καταλάβαινε τις έπικίνδυνες καί υπέροχες εκείνες ώρες, οπου καθισμένος στο χοντρό τραπέζι κάτω άπ’ τήν τέντα καί παρατηρώντας τό είδωλό του, ένοιωθε νά του χαϊδεύει τ’ αύτί ή μουσική τής φωνής του καί μορφοποιούσε άπ’ τήν εικόνα τής
232/379
ομορφιάς τού Τάτζιο τή μικρή πραγματεία του, μιάμιση σελίδα διαλεχτή πρόζα, οπου ή διαύγεια, ή εύγένεια καί ή πάλλουσα ένταση τού αισθήματος θά ενθουσίαζαν γρήγορα πολλούς θαυμαστές. Σίγουρα είναι καλό πού ό κόσμος γνωρίζει μόνο τό άριστούργημα καί όχι τις πηγές, τις προϋποθέσεις καί τά καθέκαστα τής γέννησής του. Γιατί συχνά ή γνωστοποίηση τής πηγής άπ’ δπου ό δημιουργός άντλησε τήν έμπνευσή του, μπορούν νά δημιουργήσουν σύγχυση καί παρεξήγηση τού έργου καί έτσι 'νά καταστραφει ή έντύπωση τής τελειότητας. Παράξενες ώρες! Παράξενη καί γόνιμη σύζευξη τού πνεύματος μ’ ενα κορμί! "Όταν ο ν Ασσενμπαχ μάζεψε τά χειρόγραφά του
233/379
καί έφυγε άπ’ τήν άκρογιαλιά, ενοιωθε τόν εαυτό του κουρασμένο, τσακισμένο καί τού φαινόταν πώς ή συνείδησή του διαμαρτυρόταν σά νάχε κάνει καμμιά άκολασία. Τήν άλλη ήμέρα, τή στιγμή πού πήγαινε νά φύγει άπ’ τό ξενοδοχείο, ειδε τόν Τάτζιο άπ’ τή σκάλα νά τραβάει γιά τή θάλασσα μονάχος του καί νά φτάνει στήν άμμουδιά. "Η έπιθυμία, ή απλή σκέψη νά εκμεταλλευτεί τήν εύκαιρία πού τού δινόταν, καί νά πετύχει μιά εύκολη καί εύχάριστη γνωριμία μαζί του, πού ήταν ή αιτία νά δοκιμάσει άθελά του τόση ταραχή καί συγκίνηση, νά τού μιλήσει, νά πάρει μιά άπάντηση, ένα βλέμμα του, τού παρουσιαζόταν
234/379
όλότελα φυσική καί δέν έπρεπε νά τή χάσει. Ό ωραίος Τάτζιο πήγαινε σιγά, μπορούσε νά τόν προφτάσει και τάχυνε τό βήμα. Τόν πρόφτασε στις άσπρες γεφυρούλες, μπροστά στις καμπίνες. Σχεδιάζει νά άκουμπήσει τό χέρι του πάνω στό κεφάλι του, στούς ώμους του καί μιά γαλλική φιλική φράση κλωθογυρίζει στά χείλη του. Τήν ιδια στιγμή νοιώθει τήν καρδιά -μπορεί καί άπ’ τό γρήγορο περπάτημα— νά χτυπάει σά σφυρί καί καταλαβαίνει πώς δ,τι έχει νά πεί θά τό πεί με κομμένη άνάσα, μ’ άγκομαχητό. Διστάζει, προσπαθεί νά βρεί τήν αύτοκυριαρχία του καί ξαφνικά τόν κυριεύει ο φόβος, νά περπατάει τόσο δρόμο πίσω άπ’ τόν
235/379
Τάτζιο καί τόσο κοντά του, φοβάται μήπως τόν άντιληφθεί καί γυρίζοντας τόν κοιτάξει έρωτηματικά. Παίρνει μιά τελευταία άνάσα, σταματά γρήγορα, άπαρνείται τό σκοπό του καί προσπερνά μέ τό κεφάλι κάτω καί μέ γρήγορα βήματα. «Πολύ άργά!», άργά!». Νάταν
σκέφτηκε, «Πολύ πραγματικά άργά;
Εκείνο τό βήμα, πού έχασε τήν εύκαιρία νά τό κάνει, ίσως νά μπορούσε νά τόν οδηγήσει άνάλαφρα καί χαρούμενα σέ μιά εύκολη καί ποθητή λύση, σέ μιά λυτρωτική νηφαλιότητα. Άλλά χωρίς άμφιβολία, ό καλλιτέχνης πού γερνούσε ειχε φτάσει στό σημείο νά μή θέλει νάναι ήρεμος καί νά τού άρέσει ή κατάσταση τής μέθης. Ποιός μπορεί νά
236/379
έξιχνιάσει τήν αινιγματική υπόσταση καί ψυχοσύνθεση τού καλλιτέχνη; Πώς μπορεί ν’ άναλύσει τή βαθειά συγχώνευση τού διπλού ένστικτου τής πειθαρχίας άπ’ τή μιά καί τού άχαλίνωτου άπ’ τήν άλλη πού ισορροπούν μέσα της; Τό νά είναι κανείς ανίκανος νά θέλει τή λυτρωτική επιστροφή στήν ήρεμιία, είναι ή πιο άχαλίνωτη ασυδοσία. Ό ’Άσσενμπαχ δέν ήταν ικανός νά κάνει αυτοκριτική. Ή καλαισθησία του, ή πνευματική διάθεση στήν ήλικία πού βρισκόταν, ό αύτοσεβασμός, ή ωριμότητα καί άργότερα ή άπλότητα σάν καρπός της, δέν τόν έβοηθούσαν νά μπορεί νά ξεδιαλύνει τά κίνητρά του καί νά καθορίσει, άν άπό τύψεις ή άπό επιπολαιότητα καί δειλία δέν εφερε σέ
237/379
πέρας τό σκοπό του. Ήταν ταραγμένος καί φοβόταν πώς μπορούσε κάποιος, έστω καί ό φύλακας τής παραλίας, νά άντιληφθει τό τρέξιμό του καί έτρεμε τή γελοιοποίηση. Γελούσε, άλλωστε καί μόνος του γιά τόν αγιο φόβο πού τόσο κωμικά τόν ειχε κυριέψει. «Καταπτοημένος!», σκέφτηκε. Καταπτοημένος σάν τόν κόκορα, πού αφήνει νά πέσουν τά φτερά του στή μάχη. Πραγματικά, έτσι τό θέλησε ό θεός νά χάνουμε τό θάρρος μας μπροστά στό άντικείμενο τής λατρείας μας καί νά ταπεινώνεται ή περηφάνειά μας. ’Αστειευόταν έτσι, παραμιλούσε περήφανος καί σίγουρος πού δέν ειχε • νά φοβηθεί άπό κανένα αίσθημα.
238/379
Τώρα δέ νοιαζόταν πιά γιά τή διάρκεια τής διαμονής του καί τής άνάπαυσης πού ό ίδιος τήν ειχε χορηγήσει στον εαυτό του. Ούτε καί τόν απασχολούσε πιά ή ιδέα τής έπιστροφής. Ειχε πάρει άρκετά λεφτά μαζί του. Γιά ένα μόνο νοιαζόταν: Μήπως φύγει ή πολωνική οικογένεια. Ειχε πληροφορηθει άπό τόν κουρέα τού ξενοδοχείου τυχαία, πώς ή οικογένεια τούτη ειχε καταλύσει στό ξενοδοχείο λίγο πριν φτάσει αύτός. Ό ήλιος τού ειχε μαυρίσει πρόσωπο καί χέρια, ή πνοή τής αρμύρας τόν ερέθιζε, τού δυνάμωνε τις αισθήσεις. Καί δπως καί άλλες φορές, ύστερα άπ’ τήν άνάπαυση πού τού χάριζαν ό ύπνος, τό φαΐ καί τό ύπαιθρο, ξόδευε τις δυνάμεις του σέ μιά σοβαρή δημιουργική εργασία, έτσι καί τώρρτ δ,τι τού χάριζε
239/379
ό ήλιος, ή άνάπαυση καί ο θαλασσινός άγέρας σέ καθημερινή δύναμη, τά ξόδευε σέ αισθηματικούς ένθουσιασμούς. Ό ύπνος του ήταν λίγος. Οί μέρες μέ μιά μονότονη γλυκύτητα έχώριζαν άπ’ τις μικρές νύχτες, πού ήταν γεμάτες άπό εύτυχισμένη άνησυχία. Είναι άλήθεια πώς άποσυρόταν νωρίς στο δωμάτιό του, γιατί στις εννέα τό βράδυ, όταν πιά έξαφανιζόταν ο Τάτζιο άπ’ τή σκηνή, ή μέρα τελείωνε καί γιά τόν ’Άσσενμπαχ. Μέ τό πρώτο όμως, γλυκοχάραμα τόν έξυπνούσε ενα τρυφερό ξάφνιασμα: Ή καρδιά του θυμόταν τήν περιπέτειά της, τού ήταν πιά άνυπόφορο τό κρεβάτι, σηκωνόταν, φορούσε κάτι έλαφρύ γιά νά προφυλαχθεΐ άπ’ τήν πρωινή
240/379
ύγρασία καί καθόταν στ’ άνοιχτό παράθυρο περιμένοντας τήν άνατολή τού ήλιου. Τό ύπέροχο γεγονός έπλημμύριζε μέ κατάνυξη τήν εξαγνισμένη άπ’ τόν ύπνο ψυχή του. Ό ούρανός, ή γή καί ή θάλασσα γαλήνευαν άκόμα μέσα στήν φαντασμαγορική ώχρότητα τού δρθρου. "Ένα διαβατικό άστέρι έκολυμπούσε άκόμα στο άπειρο. Καί νά πού έφθανε τό μήνυμα μ’ ενα άνάλαφρο φτεροκόπημα! "Ένα μήνυμα πέρ’ άπ’ τ’ άπροσπέλαστα βασίλεια, πώς ή Ήώ εφυγε άπ’ τήν άγκαλιά τού άντρα της. Καί τότε γεννήθηκε ή πρώτη ντροπαλή πορφυράδα στ’ άπόμακρα βάθη τού ούρανού καί τής θάλασσας, πού προμηνούσε τό φανέρωμα τής δημιουργίας. Ή θεά έζύγωνε, ή
241/379
πλανεύτρα, πού ειχε ξεπλανέψει τόν Κλείτο καί τόν Κέφαλο καί στό πείσμα όλων τών θεών τού Όλυμπου χάρηκε τόν έρωτα τού ώραίου Ώρίωνα. Καί εκεί στά σύνορα τού Κόσμου στρώνονταν τριαντάφυλλα καί άπλωνόταν μ’ άνείπωτη χάρη μιά φεγγοβολή καί μιά άνθιση. Νιογέννητα παιχνιδιάρικα σύγνεφα γιομάτα λάμψη, λικνίζονταν σάν παθητικοί εραστές σέ ροδογάλαζους αιθέρες. "Ένας πορφυρένιος πέπλος έπεφτε πάνω στή θάλασσα, πού φαινόταν πώς τόν τραβούσε μπροστά μέ τούς κυματισμούς της. Χρυσά βέλη ξεπηδώντας άπό χαμηλά, έφταναν ώς τά ύψη τού Ούρανού καί ή λάμψη έγινε φωτιά. Σιωπηλά μέ μιά θεϊκή δύναμη ή πορφυράδα άπλωνε, ή πυρκαίά
242/379
φούντωνε καί πυρπολούσε τόν ούρανό καί οί θεϊκοί δρομείς τού Φοίβου ’Απόλλωνα καλπάζοντας στό διάστημα μέ τά άνυπόμονά τους πέταλα, άνέβαιναν τόν κύκλο τής Γής. Θαμπωμένος άπ’ τήν αίγλη τού θεού, στεκόταν έκεΐ άγρυπνος ό μοναχικός... ’Έκλεισε τά μάτια καί άφηνε νά τού φιλεΐ τά βλέφαρα τό δοξασμένο άστέρι. Άλλοτινά αισθήματα, γλυκές άνησυχίες τής καρδιάς του, όταν ήταν νέος, πού είχαν θαφτεί στό σκληρό μόχθο τής ζωής, τώρα παράξενα άλλαγμένα, τά ξαναχαιρετούσε μ’ ένα θαμπό γεμάτο έκπληξη χαμόγελο. ’Αναπολούσε, ονειρευόταν καί σιγά ένοιωθε νά σχηματίζεται στά χείλη του ένα άγαπημένο όνομα καί χαμογελώντας μέ τό πρόσωπο άνασηκωμένο προς τόν
243/379
ούρανό καί τά χέρια διπλωμένα στήν άγκαλιά του, άποκοιμήθηκε άλλη μιά φορά στήν πολυθρόνα του. Άλλά ή μέρα, πού ειχε άρχίσει μέ τέτοιο πύρινο οργασμό, πήρε ενα πολύ παράξενο δρόμο καί άλλαξε σά σέ μυθικό κόσμο. Πούθε έρχόταν καί σέ ποιό βασίλειο άνήκε τούτη ή πνοή, πού ξαφνικά έγινε τόσο εύχάριστη σά μιά ούράνια εκμυστήρευση καί παιχνίδιζε στ’ αύτιά καί τά μηλίγγια; Κατάλευκα πουπουλένια σύγνεφα απλώνονταν στον ούρανό σάν κοπάδια πούβοσκαν στά λιβάδια τών θεών. Σηκώθηκε ενας δυνατός άνεμος καί τά άτια τού Ποσειδώνα έτρεχαν καλπάζοντας καί πού καί πού, οί ταύροι τού γαλανού σγουρομάλλη θεού τής θάλασσας,
244/379
δρμούσαν μπροστά μέ χαμηλωμένα τά κέρατα μουγγανίζοντας. Ανάμεσα στούς στρογγυλεμένους βράχους, στις πιό άπόμακρες άκτές, τά κύματα πηδούσαν ψηλά σάν άγριοκάτσικα. "Ένας κόσμος ιερά παραμορφωμένος, γιομάτος βουκολισμό, άγκάλιαζε τόν γοητευμένο ’Άσσενμπαχ καί ή καρδιά του ονειρευόταν ειδυλλιακούς μύθους. Πολλές φορές, οταν ό ήλιος βασίλευε πίσω άπ’ τή Βενετία, καθόταν σ’ ενα πάγκο τού πάρκου γιά νά παρακολουθεί τόν Τάτζιο, πού ντυμένος στ’ άσπρα μέ χρωματιστή ζώνη, χαιρόταν νά παίζει μπάλα καί τού φαινόταν πώς έβλεπε τόν "Υάκινθο προορισμένο νά πεθάνει έπειδή τόν άγαπούσαν δυο θεοί. Ναί, ξανάνοιωθε ό ιδιος τή φαρμακερή ζήλεια πού
245/379
δοκίμαζε ό Ζέφυρος γιά τόν άντεραστή του, πού άφήνοντας τό μαντείο, τό τόξο καί τήν κιθάρα έρχόταν νά παίξει μέ τόν ώραΐο νέο. ’Έβλεπε τό δίσκο τού ήλιου κυριευμένο άπό μιά έγκληματική ζήλεια, νά τοξεύει τό άγαπημένο κεφάλι. ’Έπαιρνε στά χέρια του, κάτωχρος καί αύτός, τό διπλωμένο σώμα. Καί τό λουλούδι, πού ξεπετάχτηκε άπ’ τό γλυκό αίμα, διαλαλούσε τόν άτέλειωτό του θρήνο. Δέν ύπάρχει πιο παράξενο πράμα καί πιο δυσάρεστο άπ’ τις σχέσεις τών άνθρώπων πού γνωρίζονται μόνο μέ τά μάτια, πού καθημερινά, σχεδόν κάθε ώρα συναντιούνται, βλέπει ο ενας τόν άλλο καί ωστόσο δείχνουν, μέ τό νά μή
246/379
μιλιούνται καί νά μή χαιρετιούνται, μιά φαινομενική άδιαφορία. Καί τούτο άπό τήν άνάγκη νά κρατηθούν οί τύποι ή καί άκόμα άπό μιά δική τους παραξενιά. Άνάμεσά τους βασιλεύει μιά άνησυχία καί έκνευριστική περιέργεια, μιά κατάσταση ύστερική, πού προέρχεται άπ’ τήν άνικανοποίητη, άφύσικα καταπιεσμένη άνάγκη τής γνωριμίας, τής επικοινωνίας καί συχνά άπό ενα μετέωρο σεβασμό. Γιατί ό άνθροπος άγαπά καί σέβεται τό συνάνθρωπο οσο δέν είναι σέ θέση νά τόν κρίνει. Καί ή επιθυμία δέν είναι τίποτ’ άλλο άπό τό άποτέλεσμα μιάς ασυμπλήρωτης γνώσης. Μ ’ ενα όποιοδήποτε τρόπο ήταν μοιραίο νά δημιουργηθει μιά γνωριμία καί σχέση άνάμεσα στον ’Άσσενμπαχ καί τό νεαρό
247/379
Τάτζιο καί μέ βαθειά χαρά διαπίστωνε ό ώριμος άνθρωπος πώς ή συμπάθεια καί τό ενδιαφέρον του ευρισκαν άνταπόκριση. Γιατί, ποιός ήταν ό λόγος πού τό ωραίο παιδί δέν περνούσε τά πρωινά άπ’ τό σανιδένιο δρόμο, άπ’ τή μεριά πίσω άπ’ τις καμπίνες, παρά περνούσε άντίθετα γιά νά φτάσει στή δική τους καμπίνα, μπροστά άπ’ τις άλλες, παίρνοντας άποκλειστικά τό δρόμο άπ’ τήν άμμουδιά, δίπλα άπό κει πού καθόταν ό ’Άσσενμπαχ καί κάποτε μάλιστα χωρίς λόγο, δίπλα άπ’ τό τραπέζι του, τόσο κοντά πού άγγιζε τήν καρέκλα του; Δέν ήταν τό αποτέλεσμα τής έλξης καί τής γοητείας πού ασκούσε τό ύπέρτατο αίσθημά του πανω στο τρυφερό καί ανυποψίαστο αντικείμενο τής λατρείας του;
248/379
Ό ’Άσσενμπαχ περίμενε καθημερινά τήν έλευση τού Τάτζιο καί καμμιά φορά έκανε πώς ήταν άπασχολημένος καί άφηνε τό ώραίο παιδί νά προσπερνά, δίχως νά δείξει πώς τό παρατήρησε. ’Άλλες φορές πάλι τόν κοιτούσε καί τά βλέμματά τους συναντιόνταν. "Όταν γινόταν αύτό ήταν καί οι δυό τους πολύ σοβαροί. "Η καλλιεργημένη καί άξιόπρεπη φυσιογνωμία τού ήλικιωμένου άνθρώπου δέν έδειχνε τή βαθύτερή της συγκίνηση, άλλά τά μάτια τού Τάτζιο κοιτούσαν έρευνητικά, ρωτούσαν συλλογισμένα, τό περπάτημά του γινόταν δειλό, κοιτούσε χάμω· ύστερα πάλι, σήκωνε τά μάτια μέ χάρη καί όταν πιά ειχε περάσει, ή δισταχτική του στάση έδειχνε πώς μονάχα ή
249/379
άξιοπρέπειά του τόν έμπόδιζε νά ξαναγυρίσει καί νά ξανακοιτάξει πίσω. "Ωστόσο κάποια βραδιά έγινε κάτι άλλο. Οι πολωνέζες άδελφές μαζί μέ τήν γκουβερνάντα τους έλειπαν άπ’ τήν τραπεζαρία. "Ο ’Άσσενμπαχ τό παρατήρησε μέ μεγάλη στεναχώρια. Μετά τό γεύμα, περπατώντας άνήσυχος καί έξ αιτίας αύτής τής απουσίας έξω άπ’ τό ξενοδοχείο, μέ τό βραδινό κοστούμι του καί τό ψάθινο καπέλο, ειδε ξαφνικά στήν άκρη τής βεράντας νά εμφανίζονται οί τρεις άδελφές πού έμοιαζαν σάν καλόγριες, μέ τήν παιδαγωγό τους καί τέσσερα βήματα πίσω ό Τάτζιο. Σίγουρα γύριζαν άπ’ τήν παραλία άφού θάχαν φάει, ποιος ξέρει γιά ποιο λόγο, στήν πόλη. Στή θάλασσα,
250/379
δίχως αμφιβολία, θάκανε αρκετή υγρασία. Ό Τάτζιο φορούσε ενα μπλέ ναυτικό ζακέτο μέ χρυσά κουμπιά καί μπερέ. "Ο ήλιος καί ό θαλασσινός άγέρας δέν τόν είχαν κάψει καί τό δέρμα του είχε μείνει σάν κιτρινωπό μάρμαρο, δπως ήταν πρώτα. Σήμερα όμως, ήταν πιο ώχρός άπό άλλοτε. Νά ήταν άπ’ τήν υγρασία ή άπ’ τήν ώχρή άνταύγεια πού τόν έτύλιγε τό τεχνητό φως άπ’ τις λάμπες; Τά συμμετρικά του βλέφαρα διαγράφονταν πιο έντονα, τά μάτια του σκοτείνιαζαν πιο βαθιά. Ήταν άνείπωτα όμορφος καί ό ’Άσσενμπαχ διαπίστωσε άκόμα μιά φορά μέ θλίψη πώς ό λόγος μπορεί θαυμάσια νά εξυμνήσει τήν ομορφιά, είναι όμως άνίκανος καί νά τήν άποδώσει.
251/379
Δέν έπερίμενε τήν μυριάκριβη τούτη εμφάνιση, πού ήρθε άναπάντεχα καί δέν είχε τόν καιρό νά φροντίσει τήν έκφραση τής μορφής του, νά τής δώσει τήν σταθερή ήρεμία καί τήν άξιοπρέπειά της. Χαρά, ξάφνιασμα καί συγκίνηση ζωγραφίστηκαν άπροκάλυπτα στή μορφή του, καθώς τό βλέμμα του συνάντησε τό βλέμμα τού άκριβού Τάτζιο καί κείνη τή στιγμή χαμογέλασε καί ό Τάτζιο: Τού χαμογελούσε εκφραστικά, φιλικά καί άνυπόκριτα, μέ χάρη, ένώ τά χείλη του άργά διαστέλλονταν. 'Ηταν τό χαμόγελο τού Νάρκισσου πού σκύβει πάνω στό καθρέφτισμα τού νερού, τό βαθύ μαγευτικό καί πλατύ χαμόγελο τού Νάρκισσου, πού καθώς άντικρύζει τήν εικόνα τής ιδιας του ομορφιάς τής
252/379
άπλώνει τά χέρια — ένα χαμόγελο παραλλαγμένο άπ’ τό αύθόρμητο ψυχικό σκίρτημα, άπ’ τήν άσυγκράτητη λαχτάρα του νά φιλήσει τά έξαίσια χείλη τής εικόνας του, ενα χαμόγελο γεμάτο φιλαρέσκεια, περιέργεια, απαλή θλίψη, γοητευμένο. Αυτός πού άποτύπωσε τούτο τό χαμόγελο, τό πήρε μαζί του σάν ένα ολέθριο δώρο και έφυγε. Ήταν τόσο ταραγμένος, πού άθελά του άπέφυγε τό φως τής βεράντας, τού προαύλιου και έψαχνε νά χωθεί με γρήγορο βήμα στο σκοτάδι τού πάρκου. ’Άφηνε νά τού ξεφεύγουν άπ’ τά κατάβαθα τής ψυχής του οργισμένες καί τρυφερές επιπλήξεις: «Δέν είναι σωστό νά χαμογελάς έτσι! Άκούς; Δέν πρέπει κανείς νά χαμογελά
253/379
έτσι σέ κανένα!». ’Έπεσε πάνω σ’ ενα πάγκο μανιασμένος καί άνάσαινε τή νυχτερινή εύωδιά τού πάρκου. Καί μέ γερμένο πίσω τό κορμί, τά χέρια κρεμασμένα εξουθενωμένος καί άναρριγώντας ψιθύριζε τήν αιώνια φράση τής έπιθυμίας —άταίριαστη σέ τούτη τήν περίπτωση, παράλογη, ταπεινή, γελοία μά καί Ιερή καί όμοια σεβαστή: «Σ’ άγαπώ!». Τήν τέταρτη βδομάδα τής παραμονής του στο Λίντο ό ’Άσσενμπαχ έκανε μερικές άνησυχαστικές παρατηρήσεις πού άφορούσαν τό γύρω του κόσμο. Καί πρώτα πρώτα ειχε τήν έντύπωση πώς ή πελατεία τού ξενοδοχείου στο φόρτε τής εποχής, λιγόστευε άντί νά μεγαλώνει καί προ παντός ή γερμανική γλώσσα ολοένα καί εξαφανιζόταν, τόσο πού καί
254/379
στο γεύμα καί στήν παραλία δέν άκουγε παρά άλλες γλώσσες. Τέλος, κάποια ήμέρα σέ μιά συζήτησή του μέ τόν κουρέα, πού τώρα τόν έπισκεφτόταν συχνά, άρπαξε μιά λέξη πού τόν ξάφνιασε. Τού είπε πώς μιά γερμανική οικογένεια πριν άπό λίγο ειχε φύγει, ύστερ’ άπό μιά σύντομη διαμονή της καί συμπλήρωσε θέλοντας ν’ άστειευτει καί νά κολακέψει: «Θά μείνετε, εσείς κύριε; Εσείς δέν εχετε κανένα φόβο νά πάθετε κακό!». 'Ο ’Άσσενμπαχ τόν έκοίταξε: «Κακό;», ειπε ξανά. Ό φλύαρος σώπασε, έκανε τόν άπασχολημένο καί πώς δέν έπρόσεξε τήν ερώτηση. Καί όταν ό ’Άσσενμπαχ έπέμενε καί τόν ξαναρώτησε, τού έξήγησε πώς δέν ήξερε τίποτα καί
255/379
προσπαθούσε μ’ ολωσδιόλου άδέξιο τρόπο νά ξεφύγει. Τό παραπάνω περιστατικό ειχε γίνει τό μεσημέρι. Τό άπόγευμα ό ’Άσσενμπαχ πήγε στή Βενετία μέ άπνοια καί βαρύ καυτερό ήλιο, Τόν ειχε κυριέψει ή μανία ν’ άκολουθήσει τις δυό πολωνέζες άδελφές, πού τις ειδε νά περνούν τή γέφυρα μέ τήν παιδαγωγό τους. Δέ βρήκε τό ε’ιδωλό του στό Σάν Μάρκο. 'Όταν όμως, έπαιρνε τό τσάι του στό μικρό σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι στον ίσκιο τής πλατείας, ξαφνικά μυρίστηκε στήν άτμόσφαιρα μιά ξεχωριστή μυρουδιά πού τώρα καταλάβαινε πώς άπό μέρες όλότελα άσυναίσθητα ειχε άγγίξει τήν αίσθησή του — μιά γλυκερή, ξεχωριστή
256/379
μυρουδιά, πού τού θύμιζε δυστυχία, πληγές καί ύποπτη καθαριότητα. Τήν εξέτασε καί τήν άναγνώρισε καί σκεφτικός τέλειωσε τό γεύμα του καί άφήνοντας τούτη τή θέση πήγε στήν άπέναντι άπ’ τήν έκκλησία πλευρά. Στό στενό δρόμο ή μυρουδιά δυνάμωσε. Στις γωνιές τών δρόμων τοιχοκολλημένες άφίσες μέ οδηγίες στον κόσμο, πώς νά προφυλάγεται άπ’ τις γαστροεντερικές επιδημίες πού αύτό τόν καιρό μέ τις ζέστες έκαναν θραύση καί τόν συμβούλευαν ν’ άποφεύγει τά θαλασσινά καί τό νερό άπ’ τά κανάλια. Ή επίσημη γνωστοποίηση αυτής τής άλήθειας ήταν δικαιολογημένη. Όμάδες ομάδες άπό σιωπηλούς άνθρώπους στέκονταν στις γέφυρες καί στις
257/379
πλατείες καί άνάμεσά τους καί ο ξένος, σκεφτικός, ζητούσε νά μάθει. Ζήτησε πληροφορίες γιά τήν άπαίσια μυρουδιά άπό έναν καταστηματάρχη πού πουλούσε κοράλια καί κοσμήματα άπό ψεύτικους άμέθυστους, ξαπλωμένος στήν είσοδο τού μαγαζιού. Εκείνος τόν έκοίταξε μέ νυσταγμένο βλέμμα καί γρήγορα συνήλθε: «Προληπτικά μέτρα, κύριέ μου!», άπάντησε υπογραμμίζοντας με μιά κίνηση τή σημασία τους. «Ειδοποίηση τής άστυνομίας πού πρέπει νά τή σεβαστούμε! Ή μεταβολή τού καιρού τό επιβάλλει, ό σορόκος δέν κάνει καλό στήν υγεία, καταλαβαίνετε; Μέ λίγα λόγια... ίσως νάναι μιά ύπερβολική προφύλαξη». Ό ’Άσσενμπαχ τόν
258/379
εύχαρίστησε καί προχώρησε. Καί μέσα στό βαπόρι πού τόν έπήγαινε πίσω στό Λίντο, ένοιωθε πάλι ό ’Άσσενμπαχ τή μυρουδιά τής άντισηψίας πού θά καταπολεμούσε τήν επιδημία. Μόλις έφτασε στό ξενοδοχείο, πήγε άμέσως στό χώλ καί ξεφύλλισε τις εφημερίδες. Στις ξενόγλωσσες δέν βρήκε τίποτα τό σχετικό μέ τήν επιδημία. Οί εφημερίδες τής πατρίδας του διέψευδαν διάφορες διαδόσεις γύρω άπ’ τό θέμα, δημοσίευαν άμφίβολους αριθμούς, άναδημοσίευαν κυβερνητικές διαψεύσεις καί άμφισβητούσαν τήν άκρίβειά τους. ’Έτσι, λοιπόν, εξηγείται ή άναχώρηση τών Γερμανών καί τών Αύστριακών. Οί υπήκοοι τών άλλων κρατών δέν ξέρανε, φαίνεται, τίποτα.
259/379
Δέν είχαν άντιληφθεί τίποτα, δέν άρχισαν νά άνησυχοΰν. «Τσιμουδιά!», σκέφτηκε ο ’Άσσενμπαχ εκνευρισμένος, ενώ πετούσε τις εφημερίδες στο τραπέζι. «Θά το κρατήσω μυστικό!». Σύγχρονα, όμως, ή καρδιά του γιόμιζε άπό ικανοποίηση πού ο κόσμος θά είχε νά δοκιμάσει μιά άσχημη περιπέτεια. Γιατί στο πάθος, δπως καί στο έγκλημα, δέν είναι βολική ή όμαλότητα καί ή εύρυθμία τής καθημερινής ζωής καί γι’ αύτό θά τού ήταν εύπρόσδεχτη κάθε άναταραχή στον κοινωνικό μηχανισμό, κάθε άναστάτωση καί σύγχυση στον κόσμο, επειδή μιά τέτοια κατάσταση παρέχει ελπίδες στήν επιτυχία τής επιδίωξής του. Τό ιδιο καί ο ’Άσσενμπαχ. ’Ένοιωθε μιά σκοτεινή εύχαρίστηση γι’ αύτά πού συνέβαιναν
260/379
στά βρώμικα δρομάκια τής Βενετίας, πού τάκρυβε προσεχτικά ή διοίκηση — γι’ αύτό τό φριχτό μυστικό τής πόλης, πού άνακατευόταν μέ τό δικό του μυστικό καί πού καί αύτός τόσο φρόντιζε γιά τή διαφύλαξή του. Ήταν τόσο ερωτευμένος, πού δέ νοιαζόταν γιά τίποτ’ άλλο, παρά μονάχα μήπως φύγει ο Τάτζιο καί παραδεχόταν μέ τρόμο πώς δέ θά μπορούσε πιά νά ζήσει, άν γινόταν ένα τέτοιο πράμα. Τώρα τελευταία δέν τού έφτανε νά βλέπει τόν Τάτζιο μονάχα στήν καθημερινή συναναστροφή ή τυχαία. Τόν άκολουθούσε, τόν παραμόνευε. Τήν Κυριακή, παραδείγματος χάριν, οι Πολωνοί δέν έμφανίζονταν ποτέ στήν προκυμαία. Ό ’Άσσενμπαχ έμαθε πώς
261/379
παρακολουθούσαν τή λειτουργία στον "Άγιο Μάρκο καί έτρεχε έκει, περνώντας άπ’ τήν κάψα τής πλατείας στο χρυσαφένιο μισοσκόταδο τού "Ιερού, δπου εύρισκε τό άντικείμενο τής λατρείας του γονατισμένο σ’ ενα θρανίο νά παρακολουθεί τή λειτουργία. Στεκόταν έπειτα στό βάθος, στό φθαρμένο μωσαϊκό, άνάμεσα στό γονατισμένο εκκλησίασμα, πού μουρμούριζε και σταυροκοπιόταν καί ή επιβλητική μεγαλοπρέπεια τού άνατολικού ναού τού κατάθλιβε ήδονικά τις αισθήσεις. Πιο κάτω, πηγαινοερχόταν, χειρονομούσε καί έψελνε ό παπάς, πλούσια στολισμένος, τό λιβάνι άνέβαινε ψηλά και τύλιγε άχνά τις άδύναμες φλογίτσες τών κεριών καί στή βαρειά· γλυκάδα πού
262/379
άφηνε ή εύωδία τής θυσίας, φαινόταν ν’ άνακατεύεται άργά άργά καί κάποια άλλη μυρουδιά: Ή μυρουδιά τής άρρωστημένης πόλης. Άλλά άνάμεσα στούς άτμούς άπ’ τά λιβανωτά καί τά σπιθίσματα άπ’ τά ιερατικά στολίδια, ό ’Άσσενμπαχ ειδε τό ώραΐο παιδί νά γυρίζει τό κεφάλι, νά ψάχνει νά τόν βρει καί ύστερα νά τόν κοιτάει. 'Όταν άργότερα πού σχόλασε ή εκκλησία, έφευγε τό πλήθος άπ’ τις άνοιχτές τις πόρτες στή φωτερή πλατεία, πού τήν ειχε κατακλύσει τό ζωηρό σμάρι τών περιστεριών, ό ερωτευμένος μέχρι τρέλας έκρύφτηκε στό προαύλιο καί παραμόνευε. Ειδε τούς Πολωνούς ν’ άφήνουν τήν έκκλησία, τις δυό αδελφές ν’
263/379
άποχαιρετούν τή μητέρα τους μ’ επισημότητα καί ύστερα εκείνη νά τραβάει προς τήν πλατειούλα γιά νά γυρίσει στό ξενοδοχείο. Βλέποντας πώς ό ώραϊος Τάτζιο μέ τις δυό σάν καλόγριες άδελφές του καί τήν παιδαγωγό τους, έστριψαν στό δρόμο κοντά στό ρολόι καί μπήκαν στή Μερκέρια, τούς άφησε νά προχωρήσουν μερικά βήματα καί ύστερα τούς άκολουθούσε μέ προφύλαξη, στον περίπατό τους στή Βενετία. τ
Ηταν αναγκασμένος νά σταματά σέ κάθε χάζεμα καί νά καταφεύγει σέ μαγαζιά καί αύλές γιά νά μήν τόν δούν οι άδελφές όταν γύριζαν πίσω. Πότε πότε τις έχανε, τις έψαχνε ίδρωμένος καί άποκαμωμένος στις γέφυρες καί σέ
264/379
βρώμικα στενοσόκακα, καί όταν ξαφνικά τις άντίκρυζε σέ κανένα άδιέξοδο δρομάκι δοκίμαζε θανάσιμη άγωνία. Καί όμως δέν μπορεί νά πει κανείς πώς ύπέφερε. Ό νούς καί ή καρδιά του ήταν σά μεθυσμένα καί τά βήματά του λές καί τά οδηγούσε ό δαίμονας, πού χαίρεται νά ποδοπατάει τήν άνθρώπινη φρονιμάδα καί άξιοπρέπεια. Σέ κάποιο μέρος ό Τάτζιο καί ot δικοί του νοίκιασαν μιά γόνδολα καί ό ’Άσσενμπαχ, πού τή στιγμή πού έμπαιναν μέσα ήταν κρυμμένος πίσω άπό μιά χτισμένη βρύση, έτρεξε μόλις ξανοίχτηκαν καί τούς μιμήθηκε. Πήδησε γρήγορα, μέσα σέ μιά άλλη γόνδολα καί έταξε γερό πουρμπουάρ
265/379
στο γονδολιέρη νά προφτάσει τήν πρώτη, πού μόλις τώρα έστριβε τή γωνιά πέρα. Καί ένοιωσε ενα ρίγος στήν πλάτη όταν ό βαρκάρης μέ πονηρή προθυμία μεσίτη τού ,έγγυήθηκε στον ιδιο τόνο πώς θά τόν εξυπηρετήσει, πώς θά τόν εξυπηρετήσει εύσυνείδητα. Γλιστρούσε, λοιπόν, καί λικνιζόταν ξαπλωμένος στά μαλακά μαύρα μαξιλάρια, άκολουθώντας τήν άλλη μαύρη βάρκα μέ τήν πουλένια μύτη στήν άνασηκωμένη πλώρη, πού δέσμιος στον πόθο του δέν άφηνε τά χνάρια της. Πότε πότε τήν έχανε καί τότε ένοιωθε πόνο καί άνησυχία. Ό οδηγός του όμως, λές καί ήταν καλά γυμνασμένος σέ τούτες τις δουλειές, ήξερε πάντα μ’ έξυπνες μανούβρες νά τού
266/379
φέρνει μπροστά του αύτό πού ποθούσε, μέ γρήγορες κουπιές και έλιγμούς. Ό αγέρας αλαφρός καί μυρωδάτος. Ό ήλιος έκαιγε δυνατά κάτω άπ’ τήν ομίχλη πού έβαφε γκριζωπά τόν ούρανό. Τό νερό χτυπούσε δυνατά στά δοκάρια καί στούς τοίχους. Ή φωνή τού γονδολιέρη, πότε σάν άπειλή καί πότε σάν χαιρετισμός, άνταποκρινόταν άπό μακριά μέ μιά παράξενη συμφωνία, στό σιωπηλό λαβύρινθο. Άπ’ τούς μικρούς κήπους πού κρέμονταν άπό ψηλά, άσπρα καί καταπόρφυρα μπουμπούκια μέ μυρουδιά μυιδαλιάς πέφτανε πάνω στούς πέτρινους χαλασμένους τοίχους. Τά άραβουργήματα στά κάγκελα τών παραθύρων καθρεφτίζονταν στό θολό νερό. Τά μαρμάρινα σκαλιά μιάς εκκλησίας κατέβαιναν μέσα στά
267/379
κύματα. 'Ένας ζητιάνος καλοκαθισμένος έκεΐ πάνω διεκτραγωδούσε τή δυστυχία του καί άπλωνε τό καπέλο καί έδειχνε τό άσπρο τών ματιών του σά νάταν τυφλός. 'Ένας έμπορος άρχαιοτήτων, μπροστά στό κατώι του, καλούσε τόν περαστικό μέ τις πιο δουλικές χειρονομίες νά σταματήσει, ελπίζοντας πώς θά τόν καταφέρει. Αύτή ήταν ή Βενετία, ή εταίρα πού ξέρει νά σαγηνεύει, ή πόλη τού παραμυθιού καί τής άπάτης γιά τούς ξένους, πού στή λιμνάζουσα άτμόσφαιρά της ή τέχνη κάποτε έγνώρισε μιά οργιαστική άνθηση καί ένέπνευσε τούς λικνιστικούς τόνους μιάς μουσικής γεμάτης λάγνη γοητεία. Ό περιπλανώμενος ειχε πότε πότε τήν εντύπωση πώς τά μάτια του μεθούσαν
268/379
άπ’ αύτή τήν ήδονική πηγή καί τ’ αύτιά του δέχονταν τό χάδι άπό τούτες τις άρχαΐες μελωδίες. Θυμήθηκε πάλι, πώς ή πόλη ήταν άρρωστη καί πώς αυτός τοκρυβε σκοπίμως καί παρακολουθούσε αχόρταγα τή γόνδολα πού λικνιζόταν μακριά του. Ξεμυαλισμένος, καθώς ήταν, δέν είχε άλλη σκέψη, δέ ζητούσε τίποτ’ άλλο, παρά νά παρακολουθεί άδιάκοπα τό άντικείμενο τής λατρείας του πού τόν έφλόγιζε, νά τό ονειρεύεται όταν τού έλειπε, καί δπως κάνουν οί ερωτευμένοι, νά ψιθυρίζει τρυφερά λόγια στή θαμπή εικόνα του. Ή μοναξιά στήν ξενιτιά καί ή εύτυχία μιας όψιμης καί βαθειάς ήδονής τουδιναν θάρρος καί τού έπέτρεπαν νά προχωρεί στις πιό
269/379
εκπληκτικές επιδιώξεις, δίχως ντροπή καί φόβο, έτσι δπως τοφερνε η περίσταση. Καθώς, λοιπόν, γυρνούσε άργά τό βράδυ άπ’ τή Βενετία, σταμάτησε στον πρώτο δροφο τού ξενοδοχείου, μπροστά στήν κάμαρα τού λατρευτού του. Καί άκουμπώντας σά μεθυσμένος τό μέτωπό του πάνω στο χερούλι τής πόρτας, έμενε έτσι πολλή ώρα, δίχως νά έχει τή δύναμη νά ξεκολλήσει, μέ κίνδυνο νά τόν άντιληφθούν σέ μιά τόσο άνάρμοστη γιά τήν άξωπρέπειά του στάση. "Ωστόσο, σέ τούτη τήν κατάστασή του δέν έλει,παν καί στιγμές σχεδόν νηφαλιότητας. «Πού πηγαίνω;», σκεφτόταν τρομαγμένος. «Ποιούς δρόμους έπήρα!». "Όπως κάθε
270/379
άνθρωπος πού ή φυσική του άξία τού εμπνέει ένα άριστοκρατικό ένδιαφέρον γιά τήν καταγωγή του, είναι φυσικό νά θυμάται τούς προγόνους του, έτσι καί αυτός είχε τή συνήθεια νά τούς θυμάται, όταν σημείωνε έπιτυχίες στήν περίοδο τής σταδιοδρομίας του. Νά ζητά νοερά τήν επιδοκιμασία τους, τήν ικανοποίησή τους καί τήν άπαραίτητη γι’ αυτόν έκτίμησή τους. Καί τώρα πάλι, σέ τούτη τήν περίσταση, αιχμάλωτος μιάς άσυγχώρητης δοκιμασίας, μιάς αισθηματικής άκολασίας, επιστράτευσε με τή θύμησή του τή συγκρατημένη αύστηρότητα, τή ρωμαλέα άξιοπρέπειά τους και χαμογέλασε μελαγχολικά. Τί θά λέγανε; Αλίμονο, τί θά λέγανε γιά ολάκερη τή ζωή του, τήν έκτροχιασμένη άπ’ το δικό τους παράδειγμα ίσαμε νά
271/379
πέσει στον εκφυλισμό! Γιά τή ζωή τούτη, πού ήταν άφιερωμένη στήν τέχνη, καί πού μιλώντας κάποτε ό ίδιος γι’ αύτήν, μέ τό προγονικό πνεύμα, ειχε δημοσιεύσει νεανικές κρίσεις τόσο καυστικές γιά τούς νέους. Καί νά πού στό βάθος ώστόσο, έμοιαζε τόσο μέ τή δική τους! Καί αύτός υπηρέτησε, καί αύτός ύπήρξε στρατιώτης καί πολεμιστής άξιος οσο καί μερικοί άπό δαύτους — γιατί ή τέχνη ήταν ένας πόλεμος, ένας άγώνας σκληρός πού κανείς σήμερα δέ θά ήταν ικανός νά τόν άντέξει γιά πολύ. Μιά ζωή γεμάτη αύταπάρνηση καί πείσμα, καρτερική, συγκρατημένη, πού τή διαμόρφωσε σέ σύμβολο τού σύγχρονου τρυφερού ήρωισμού. Ειχε σίγουρα τό δικαίωμα νά τήν ονομάσει αρρενωπή καί γενναία
272/379
καί ήθελε νά πιστεύει πώς ό έρωτας πού τόν εξούσιαζε, ταίριαζε κατά κάποιο τρόπο σέ μιά τέτοια ζωή. Δέν τόν είχαν σέ ιδιαίτερη υπόληψη οί πιο διαλεχτοί καί γενναίοι λαοί καί δέν είναι γνωστό πώς μέ τή χάρη καί τήν άνδρεία του άνθιζε στις πόλεις τους; Αμέτρητοι πολέμαρχοι στήν άρχαιότητα ήταν ζεμένοι στό ζυγό αύτού τού έρωτα, γιατί καμμιά ταπείνωση δέ λογαριαζόταν όταν έπαιρνε τήν εύθύνη της ό ήρωας. Καί πράξεις πού θά μπορούσαν νά τις καταδικάσουν σά δειλές, άν γίνονταν γιά άλλο σκοπό, γονατίσματα, δρκοι, δεητικές ικεσίες, δουλόπρεπα καμώματα, όλα τοϋτα όχι μόνο δέν ντρόπιαζαν τόν έρωτευμένο, παρά τοΰ χάριζαν καί άλλα παινέματα.
273/379
Τέτοιες σκέψεις έ'κανε ό ξετρελαμένος τοΰτος άνθρωπος, στήν προσπάθειά του νά βρει κάποιο στήριγμα γιά νά περισώσει τήν άξιοπρεπειά του. Τήν ίδια, όμως, στιγμή έστρεφε διερευνητική καί επίμονη τήν προσοχή του σ’ δ,τι άποκρυβόταν άπ’ τήν έσωτερική ζωή τής Βενετίας, σ’ εκείνη τήν περιπέτεια τοΰ γύρω κόσμου, πού άνακατευόταν σκοτεινά μέ τή δική του αισθηματική περιπέτεια, καί ετρεφε τό πάθος του μ’ άβέβαιες καί άθέμιτες ελπίδες. Πασχίζοντας νά μάθει κάτι καινούριο καί σίγουρο γιά τήν άρρώστεια καί τήν εξέλιξή της ξεφύλλιζε πυρετώδικα τις γερμανικές εφημερίδες στά καφενεία τής πόλης, γιατί άπό μέρες τώρα τις είχαν εξαφανίσει άπ’ τό άναγνωστήριο τοΰ ξενοδοχείου του. Δημοσιεύματα
274/379
άντιφατικά διαδέχονταν τό ενα τ’ άλλο. Ό άριθμός τών άρρώστων έκυμαίνετο άπό είκοσι ίσαμε σαράντα, κατά τις πληροφορίες πού δημοσιεύονταν, 'άκόμα καί σέ;εκατό. Καί άμέσως λίγο παρά κάτω, κάθε κρούσμα τής επιδημίας, άν δέν τό άμφισβητούσαν ρητώς, τό έχαρακτήριζαν σάν μεμονωμένη περίπτωση, πού είχε έρθει άπ’ εξω. Ανάμεσα στις πληροφορίες αύτές διάβαζε όλοΰθε σκόρπιες προειδοποιήσεις γιά τήν προφύλαξη άπ’ τήν άρρώστεια καί διαμαρτυρίες γιά τό έπικίνδυνο παιχνίδι, τών έπισήμων άρχών. Καί ήταν άδύνατο νά καταλήξεις σ’ ένα σίγουρο συμπέρασμα. 'Ωστόσο, ό ξεμοναχιασμένος μολαταύτα, ένοιωθε πώς ειχε ένα ειδικό
275/379
δικαίωμα νά μετέχει στό μυστικό. Καί επειδή θεωρούσε άδίκως άποκλεισμένο τόν εαυτό του, εύρισκε ικανοποίηση νά κάνει σοφιστικές ερωτήσεις σέ κείνους, πού γνώριζαν τό μυστικό. Καί καθώς ετούτοι ήταν υποχρεωμένοι νά τό κρύβουν, εύχαριστιόταν νά τούς άναγκάζει νά λένε κατάφωρα ψέματα. ’Έτσι, ένα πρωί στό πρόγευμα, στή μεγάλη τραπεζαρία, έμπλεξε στήν κουβέντα τόν διευθυντή τού ξενοδοχείου, τό κοντούλικο άνθρωπάκι μέ τό φράκο, πού μπερδευόταν στά τραπέζια τών συνδαιτυμόνων μέ χαιρετούρες καί ύποκλίσεις καί έπόπτευε γιά τήν περιποίησή τους. 'Όταν έφτασε καί στό τραπέζι του, ό ’Άσσενμπαχ τόν έρώτησε τάχα
276/379
πάρεργα, δίνοντας ένα άδιάφορο τόνο στή φωνή του: «Μά, γιατί, τέλος πάντων, καταπιάστηκαν τούτες τις ήμέρες νά άπολυμάνουν τή Βενετία;». «Πρόκειται γιά μέτρα τήζ άστυνομίας, μέ σκοπό νά προφυλάξουν άπό κάθε ενδεχόμενο τή δημόσια υγεία, εξ αιτίας τής μεγάλης ζέστης καί τής μολυσμένης άτμόσφαιρας», άπάντησε μέ κρυψίνοια ό διευθυντής. «Οί ενέργειες τής άστυνομίας, είναι άξιέπαινες!», πρόσθεσε ό ’Άσσενμπαχ. Καί άφού είπαν μερικά πράματα γιά τις μετεωρολογικές συνθήκες, ό διευθυντής έφυγε.
277/379
Τό βράδυ τής ίδιας κιόλας ήμέρας, ύστερ’ άπ’ τό φαγητό, άκούστηκαν τά τραγούδια μιάς μικρής ομάδας άπό πλανόδιους τραγουδιστές, στό μπροστινό τόν κήπο τού ξενοδοχείου. Ήταν δυό άντρες καί δύο γυναίκες. Στέκονταν στό σιδερένιο στύλο τού φαναριού καί είχαν τά πρόσωπά τους, λευκά άπ’ το φως τοΰ ήλεκτρικοΰ, σηκωμένα προς τή βεράντα, οπου οι παραθεριστές πίνοντας τόν καφέ καί τ’ άναψυκτικά τους, άπολάβαιναν τή λαϊκή τούτη συναυλία. Τό προσωπικό τοΰ ξενοδοχείου, τά παιδιά τοΰ άσανσέρ, ό ξενοδόχος καί οι υπάλληλοι ήρθαν καί αυτοί ν’ άκούσουν, στις πόρτες τής αίθουσας άναμονής. 'Η ρωσική οικογένεια όλο ζωηράδα καί ενθουσιασμό, ζήτησε ψάθινες καρέκλες
278/379
στον κήπο γιά νά είναι πιο κοντά στούς εκτελεστές καί κάθησαν ενα κύκλο γύρω τους κατευχαριστημένοι. Πίσωθέ τους στεκόταν ή γριά σκλάβα μέ τό τουρμπάνι στό κεφάλι. Μαντολίνο, κιθάρα, φυσαρμόνικα καί ενα βιολί, μπήκαν σέ κίνηση στά χέρια τών πλανοδίων βιρτουόζων. Τά τραγουδάκια καί τά μουσικά μοτίβα άλλαζαν κάθε τόσο, καθώς ή μικρότερη άπ’ τις γυναίκες, μέ δυνατή καί τσιριχτή φωνή έκτελοΰσε ενα ντουέτο μέ τόν τενόρο πού έφάλτσαρε πολύ συμπαθητικά. Αλλά πραγματικό ταλέντο καί πρωταγωνιστής τής καλλιτεχνικής συντροφιάς άναδείχτηκε χωρίς άμφιβο,λία, ό δεύτερος άντρας πού έπαιζε κιθάρα, ενα είδος βαθύφωνου μπούφου, σχεδόν δίχως
279/379
φωνή, προικισμένος όμως, μέ μιμητικές ικανότητες καί κωμικά στοιχεία. Συχνά, μέ τό μουσικό όργανο στό χέρι, ξεμοναχιαζόταν άπ’τούς άλλους συντρόφους του, προχωρούσε μέσα στή ράμπα παίζοντας καί χειρονομώντας, δπου τόν υποδέχονταν γιά τά φαιδρά του καμώματα μέ γέλια. Προ παντός οι Ρώσοι στό παρτέρι τους έδειχναν τόν ένθουσιασμό τους γιά τή μεσογειακή του σβελτάδα, καί τόν ένθαρρύνανε μέ επιδοκιμασίες καί προσφωνήσεις νά εκδηλώνεται πιό ελεύθερα καί θαρρετά. Ό ’Άσσενμπαχ καθόταν στά κάγκελα καί δρόσιζε τά χείλη του μέ σόδα καί χυμό άπό μήλα, πού λαμπύριζε καταπόρφυρος μέσα στο ποτήρι. Τά νεύρα του άρπαζαν λαίμαργα τούς
280/379
μονότονους ήχους τής παθητικής αύτής μουσικής καί τις φτηνές βαρβαρικές μελωδίες της. Γιατί τό πάθος σβήνει τήν αίσθηση τής έκλεκτικότητας. Καί στή' γοητεία του άφήνεσαι σ’ ενθουσιασμούς πού σέ κατάσταση νηφαλιότητας θά τούς ευρισκες γελοίους ή θά τούς δεχόσουν μέ πολύ συγκατάβαση. Μέ τούς πηδηχτούς γύρους τού κωμικού μπούφου, τά χαρακτηριστικά τού ’Άσσενμπαχ είχαν μαρμαρώσει σ’ ενα μόνιμο καί πονεμένο κιόλας χαμόγελο. Καθώς ήταν ξαπλωμένος νωχελικά έκειδά, ένοιωσε ν’ άναταράζεται ό εσωτερικός του κόσμος άπό κάτι πού τράβηξε τήν προσοχή του: "Έξι βήματα μακριά του ό Τάτζιο άκουμπούσε στά πέτρινα σκαλοπάτια.
281/379
Στεκόταν όρθιος, μέ τήν άσπρη φορεσιά του, πού πότε πότε τή φορούσε στά γεύματα, μέ τήν άσύγκριτη χάρη πού άνθιζε πάντα μέ τήν παρουσία του καί άκουμπούσε τό άριστερό του χέρι στο παραπέτο. Ειχε τά πόδια σταυρωμένα, τό δεξί χέρι στή μέση και κοιτούσε κάτω τούς τραγουδιστές μέ μιά έκφραση πού πολύ λιγότερο ήταν χαμογελαστή, παρ’ δσο ήταν μιά παραμικρή περιέργεια, περισσότερο μιά εύγενική υποδοχή. Πότε πότε στηλωνόταν όλόισα τεντώνοντας τό στήθος καί μέ μιά ωραία κίνηση τών δυο χεριών του, κατέβαζε τήν άσπρη μπλούζα κάτω άπ’ τή δερμάτινη ζώνη του. Άκόμα, κάποτε κάποτε —και ό ’Άσσενμπαχ τό διαπίστωνε μέ θριαμβική χαρά, πού σύγχρονα του έφερνε σκοτοδίνη καί
282/379
τρόμο— γύριζε τό κεφάλι άργά καί προφυλακτικά καί άλλοτε άπότομα καί αιφνιδιαστικά καί ερριχνε τό βλέμμα του, κάτω άπ’ τόν άριστερό του ώμο, στον έραστή του μέ τά γκρίζα μαλλιά. Δέ συναντούσε, βέβαια, τά μάτια του, γιατί ενας άκατανίκητος φόβος άνάγκαζε τόν άλαφιασμένο νά μαζεύει τό βλέμμα του μέ άνησυχία. Στό βάθος τής βεράντας κάθονταν οι γυναίκες πού πρόσεχαν τόν Τάτζιο καί τά πράματα είχαν φτάσει σέ τέτοιο σημείο πού έπρεπε ό ερωτευμένος νά φοβάται μήπως τόν άντιληφθοΰν καί άρχίζουν νά τόν υποψιάζονται. Πραγματικά, μέ κατάπληξη πολλές φορές στήν άκρογιαλιά, στό χώλ τού ξενοδοχείου καί στήν πλατεία τού
283/379
Αγίου Μάρκου, ειχε παρατηρήσει πώς φώναζαν τόν Τάτζιο όταν βρισκόταν κοντά του καί φρόντιζαν νά τόν κρατούν άπόμακρα — καί τότε ένοιωθε μιά φριχτή προσβολή, πού άνάγκαζε τήν ύπερηφάνειά του νά ύφίσταται δοκιμασίες πού δέν είχε γνωρίσει ποτέ ώς τώρα, δίχως νά μπορεί νά κυριαρχήσει στή συνείδησή του καί νά τις άποδιώξει. "Ωστόσο, ό κιθαρίστας άρχισε ενα σόλο, πού τό άκομπανιάριζε ό ίδιος. 'Ένα τραγουδάκι λαϊκό μέ πολλές στροφές πού τήν έποχή αύτή τό τραγουδούσαν σ’ όλη τήν Ιταλία καί σέ κάθε ρεφραίν ή συντροφιά του έπαιρνε καί αύτή μέρος μέ τό τραγούδι καί τά όργανά της, ένώ αύτός έπαιζε μέ πλαστική δραματική
284/379
συγκίνηση. Ξερακιανός, μέ άδύνατο πρόσωπο, αποσκελετωμένο, άπομοναχιαζόταν απ’ τή συντροφιά του, και έχοντας ριγμένο τό σκούφο πίσω στο λαιμό, ετσι πού ξεπεταγόταν μιά τούφα κόκκινα μαλλιά, προχωρούσε στά χαλίκια καί παίρνοντας μιά πόζα όλο αναίδεια καί προκλητικότητα, σφεντόνιζε στή βεράντα τις κωμικότητές του, φουσκωμένες άπ’ τις χορδές πού τις δονούσε καί άπ’ τήν ένταση τής φωνής του, ένώ άπ’ τήν προσπάθειά του τέντωναν οί φλέβες στο μέτωπό του. Δέ φαινόταν vavat άπ’ τούς Βενετσάνους, ούτε βέβαια, καί άπ’ τή ναπολιτάνικη ράτσα τών κωμικών, γιατί ήταν λίγο σοβαρός, λίγο άνάλαφρος, άγαρμπος καί θρασύς, επικίνδυνος καί
285/379
διασκεδαστικός. Τό τραγούδι, άπό τά πιό απλά καί άνόητα, γινόταν στο στόμα του, μέ τις παντομίμες καί τις κινήσεις τού κορμιού του, τό γλαφυρό ύφος του καί τά παιχνιδίσματα τής γλώσσας του στις άκρες τών χειλιών του, κάτι παράξενο, πού κεντούσε μέ τά άπροσδιόριστα ύπονοούμενά του καί έδινε κάποια άπρέπεια στο τραγούδι. Από τό μαλακό γιακά τού πουκαμίσου του, πού φορούσε κάτω άπ’ ένα κοινό κοστούμι, πρόβαλε ό άδύνατος λαιμός του μέ τό χαρακτηριστικά μεγάλο καί γυμνό καρύδι. Από τό ώχρό πρόσωπό του, τ’ άτριχα χαρακτηριστικά του καί τήν κοντή του μύτη, δύσκολα μπορούσες νά μαντέψεις τήν ήλικία του. Φαινόταν σκαμμένο άπ’ τις γκριμάτσες καί τις κακίες καί τό
286/379
χλευαστικό άεικίνητο στόμα του άποτελούσε μιά παράξενη άντίθεση μέ τις δυο αύστηρές αύλακιές, πού περήφανες, κυρίαρχες, σχεδόν άγριες, άκινητούσαν άνάμεσα στά κοκκινο^πά του φρύδια. "Όμως, έκεΐνο πού έκανε τόν άπομοναχιασμένο θεατή νά προσηλώνει ιδιαίτερα τή βαθειά προσοχή του σέ δαύτον, ήταν πού είχε παρατηρήσει, πώς ή ύποπτη τούτη μορφή, άπέπνεε μιά ιδιάζουσα άποφορά, εξ ίσου ύποπτη. Πραγματικά, κάθε φορά πού ξανάλεγε τό ρεφραίν καί τό τραγουδούσε κάνοντας ένα παράξενο κύκλο, μέ χειρονομίες καί κωμικά καμώματα, περνούσε άναγκαστικά άπ’ τή θέση τού ’'Ασσενμπαχ. Καί κάθε φορά πού γινόταν αύτό, ξεχυνόταν άπ’ τά ρούχα
287/379
του καί άπ’ τό σώμα του μιά μυρουδιά άπό φαινικό οξύ καί έφτανε ίσαμε τή βεράντα. 'Όταν τέλειωσε τό τραγούδι, άρχισε νά μαζεύει λεφτά. Πρώτα άπ’ τούς Ρώσους πού μέ χαρά του είδε νά τόν ένισχύουν καί ύστερ’ άνέβηκε τις σκάλες. 'Όσο θράσος καί άναίδεια είχε δείξει στό τραγούδι του, άλλη τόση ταπεινοσύνη εδειχνε τώρα; Μέ κυρτωμένη τή ράχη σάν τή γάτα, γλιστρούσε άνάμεσα στά τραπέζια καί ένα χαμόγελο κακόβουλης ύποταγής ξεγύμνωνε τά γερά του δόντια, ένώ οί δυό αύλακιές εξακολουθούσαν νά φαίνονται άπειλητικές άνάμεσα στά κοκκινωπά φρύδια του. Παρατηρούσαν όλοι τό παράξενο τούτο πλάσμα μέ κάποια
288/379
άποστροφή, καθώς ζητιάνευε τή συντήρησή του καί τούριχναν στό καπέλο λεφτά μέ τις άκρες τών δακτύλων τους, προσέχοντας μήν τόν άγγιξουν. Ή κατάργηση τής φυσικής διαφοράς άνάμεσα στον κωμικό καί στούς άνθρώπους τού καλού κόσμου, προξενούσε, οσο μεγάλη καί άν ήταν ή εύχαρίστηση, μιά πραγματικά στενάχωρη κατάσταση: Ό κωμικός τονοιωθε αύτό καί προσπαθούσε μέ εύγε-νικη ταπεινοφροσύνη να πετυχαίνει τή συγγνώμη τους. Πλησίασε στον ’Άσσενμπαχ φέρνοντας μαζί του καί τήν άποφορά, πού φαινόταν νά μήν τήν είχε άντιληφθεΐ κανένας άπ’ δσους ήταν τριγύρω.
289/379
«Δέ μοϋ λές!», ειπε ό άπομοναχιασμένος, σχεδόν μηχανικά καί μέ σβησμένη φωνή. «’Απολυμαίνουν τή Βενετία. Γιά ποιό λόγο;». Ό κωμικός άπάντησε μέ τή βραχνή φωνή του: «Διαταγή τής άστυνομίας, κύριε! Τό επιβάλλει ό καιρός καί ό σορόκος. Ό σορόκος είναι άποπνιχτικός καί τσακίζει τήν υγεία...». "Όπως μιλούσε έδειχνε όλη του τήν κατάπληξη πού τόν ρωτούσαν τέτοια πράματα καί μέ μιά ένδεεκτική κίνηση τής παλάμης υπογράμμισε πόσο βαρύς ηταν ό σορόκος.
290/379
«Λοιπόν, δέν υπάρχει έπιδημία στή Βενετία;», ρώτησε ό ’Άσσενμπαχ πολύ σιγανά, άνάμεσα στά δόντια του. Τά νευρώδικα χαρακτηριστικά τού γελωτοποιού τεντώθηκαν σέ μιά γκριμάτσα κωμικής άμηχανίας: «Έπιδημία; Μά, ποιά έπιδημία; Ό σορόκος είναι έπιδημία; Ή άστυνομία μπορούσε νά είναι έπιδημία; Σάς άρέσει ν’ άστειεύεστε! Έπιδημία! Ά! ’Όχι! Προληπτικά μέτρα, κύριε. Αστυνομική διαταγή έναντίον τών καιρικών έπιδράσεων!...». Χειρονομούσε. «’Έχει καλώς!», είπε ό ’Άσσενμπαχ πάλι μέ σβησμένη φωνή καί ύστερα έρριξε ενα γενναίο φιλοδώρημα μέσα στό καπέλο. Μ’ ένα νεύμα τούγνεψε έπειτα νά φύγει. Εκείνος υπάκουσε μ’ ένα
291/379
σαρκαστικό χαμόγελο κάνοντας καί βαθειές υποκλίσεις. Δέν πρό-φτάσε όμως νά κατέβει τις σκάλες καί δυο υπάλληλοι τοΰ ξενοδοχείου έπεσαν πάνω του καί κολλητά, μούτρα μέ μούτρα, άρχίνισαν ψιθυριστά τις κουβέντες. Ό κωμικός κουνούσε τούς ώμους, τούς διαβεβαίωνε, τούς ορκιζόταν πώς δέ θά ξαναμιλούσε. "Όλα τούτα τά καταλάβαινε κανείς καθαρά. Λεύτερος ύστερα, γύρισε στον κήπο καί άφού τά είπε μέ τούς δικούς του, παρουσιάστηκε κάτω άπ’ τήν κολώνα μέ τό φώς, νά πει τό άποχαιρετιστήριο τραγούδι. Ήταν ενα τραγούδι πού δέ θυμόταν νά τό είχε ξανακούσει ό ’Άσσενμπαχ. "Ένα τολμηρό λαϊκό τραγούδι σ’ άκατανόητη
292/379
διάλεκτο, γαρνιρισμένο μ’ ένα ρεφραίν όλο χάχανα, πού τό επαναλάμβανε ή συντροφιά, μ’ όλη της τή δύναμη. Στο ρεφραίν σταματούσαν τά λόγια καί τά όργανα καί δέν άκουγόταν τίποτ’ άλλο άπ’ τό ρυθμικό χαχανιστό γέλιο, πού δινόταν μέ πολλή φυσικότητα. "Ένα γέλιο πού βέβαια, ό σολίστας ήξερε νά τού δίνει άπόλυτη ζωντάνια. Ειχε ξαναβρει όλο του τό θράσος, καθώς πήρε πάλι προέχουσα θέση άνάμεσα στούς ύπόλοιπους τής παρέας του καί τό γέλιο του, πού έξαπόστελνε τώρα πάνω στή βεράντα, ήταν γεμάτο ειρωνεία. Στά τελευταία λόγια τής στροφής τού τραγουδιού, φαινόταν ν’ άγωνίζεται νά πνίξει έναν άκαταμάχητο έρεθισμό στο λαιμό. Ξεροκατάπινε, έβηχε, τρεμούλιαζε ή
293/379
φωνή του, έβούλωνε μέ τό χέρι τό στόμα του, τρανταζόταν ολάκερος καί στήν κατάλληλη στιγμή ξέσπασε τό γέλιο του τόσο άληθινό, πού σάν κολλητική άρρωστεια μεταδόθηκε καί στούς άκροατές καί στή βεράντα απλώθηκε ξαφνικά μιά αύθόρμητη εύθυμία. Ή επιτυχία τούτη έκανε πιό ξέφρενο τόν τραγουδιστή. Γονάτιζε, χτύπαγε τά μεριά του, πήγαινε νά σκάσει άπ’ τά. χάχανα, κρατούσε τά πλευρά του, στριφογύριζε, δέ γελούσε πιά, μούγκριζε καί έδειχνε μέ τά χέρια του πάνω στή βεράντα, λές καί δέν ύπήρχε πιό κωμικό πράμα άπ’ τή συντροφιά πού καθόταν κει πάνω. Καί στο τέλος ξέσπασαν στά γέλια ολοι καί στον κήπο καί στή βεράντα καί οί ύπάλληλοι
294/379
άκόμα τού ξενοδοχείου καί οί ύπηρέτες πού στέκονταν στις πόρτες. Ό ’Άσσενμπαχ δέν καθόταν πιά ήσυχα στήν καρέκλα του, στεκόταν όρθιος σέ στάση άμύνης ή φυγής. Τά γέλια, όπως καί ή μυρουδιά πού άνέβαινε άπ’ τό ξενοδοχείο καί ή παρουσία τού ωραίου παιδιού, τόν έτύλιγαν μέσα σ’ ενα γοητευτικό όνειρο, όπου είχε αίχμαλωτισθεΐ μέ τό κεφάλι καί τό μυαλό του, δίχως νά μπορεί ν’ απελευθερωθεί. Μέσα στή γενική κίνηση καί σύγχυση έτόλμησε νά ρίξει τό βλέμμα του στον Τάτζιο καί άμέσως διαπίστωσε πώς τ’ ώραίο παιδί άνταποδίδοντας τή ματιά, έμενε καί εκείνο σοβαρό, σά νά ρύθμιζε τή συμπεριφορά του καί τήν έκφραση τού
295/379
προσώπου του, άνάλογα μέ τις διαθέσεις τού μεγάλου του φίλου καί σά νά μήν τόν επηρέαζε ή γενική άτμόσφαιρα πού ειχε δημιουργηθεΐ, μιά πού δέν τήν έπιδοκίμαζε ό φίλος του. Αύτή ή παιδική συμμόρφωση, τόσο χαρακτηριστική, είχε κάτι πού άφόπλιζε καί νικούσε κάθε άντίσταση, τόσο πού ο γκριζομάλλης δύσκολα συγκρατήθηκε νά μή σκεπάσει τό πρόσωπό του μέ τά χέρια. Τού φάνηκε επίσης, πώς ή συνήθεια πού είχε ό Τάτζιο ν’ άνατεντώνει τόν κορμό κάθε τόσο γιά ν’ άνασάνει πιο ελεύθερα, ήταν ένδειξη πώς ήθελε νά λαφρώσει τό στήθος του άπό κάτι πού τό πλάκωνε. «Είναι άδύνατος και δέ θά προφτάσει νά γεράσει», σκέφτηκε πάλι ό ’Άσσενμπαχ, μέ κείνο τό ρεαλισμό πού μ’ ενα
296/379
παράξενο τρόπο καμμιά φορά λευτερώνεται άπ’ τή μέθη τού πάθους. Και ή καρδιά του πλημμύρισε άπό μιά άληθινή και μαζί άνείπωτη ικανοποίηση. 'Ωστόσο, οί βενετσιάνοι τραγουδιστές είχαν τελειώσει καί έφευγαν. Τούς συνόδευαν οί επευφημίες καί ό άρχηγός τους δέν παρέλειψε νά υπογραμμίσει τήν άναχώρησή του μέ άστεια. 'Όσο γελούσαν μέ τις υποκλίσεις καί τά χειροφιλήματά του, τόσο έκεΐνος τά διπλασίαζε. 'Όταν πιά ή συντροφιά του είχε ξεμακρύνει, έκανε πώς έτρεχε νά τούς προφτάσει καί σκόνταψε στό στύλο κάποιου ήλεκτρικού λαμπτήρα καί γλίστρησε σουρτά ίσαμε τή μεγάλη πόρτα, διπλωμένος τάχα άπ’ τούς
297/379
πόνους. Έκεΐ επί τέλους, πέταξε τή μάσκα τού κακομοίρη κωμικού, άνασηκώθηκε μέ μιάς σβέλτος, έβγαλε τή γλώσσα του γιά νά κοροϊδέψει δσους καθόντουσαν στή βεράντα καί χάθηκε στό σκοτάδι. Ό Τάτζιο δέ βρισκόταν πιά στά κάγκελα. Ό ξεμοναχιασμένος, όμως, καθόταν άκόμα έκει, στό τραπεζάκι του μέ τό υπόλοιπο τού άναψυκτικού του, βάζοντας σέ άπορία τούς υπηρέτες. Ή νύχτα προχωρούσε, οί ώρες κυλούσαν. Στό πατρικό του τό σπίτι, πριν άπό χρόνια, υπήρχε κάποτε ένα άμμόμετρο... Τώρα ξανάβλεπε τή μικρή μηχανούλα, τόσο λεπτεπίλεπτη καί σπουδαία, λές καί τήν είχε μπροστά του. Σιωπηλά καί άργά κυλούσε ή κοκκινοβαμμένη άμμος μέσα άπ’ τό γυαλένιο σωληνάκι και καθώς ειχε
298/379
τελειώσει στό πάνω κοίλωμα, διαμορφώθηκε έκεΐ ενας ορμητικός στρόβιλος. Τήν άλλη κιόλας [λέρα, τ’ άπομεσήμερο, ό σκληροτράχηλος ’Άσσενμπαχ έκανε ενα καινούριο βήμα στήν ερευνά του γιά τό τί γινότανε στή Βενετία. Τούτη τή φορά μ’ επιτυχία. Στήν πλατεία τού Αγίου Μάρκου μπήκε στό άγγλικό ταξιδιωτικό πρακτορείο καί άφού άλλαξε στό ταμείο ’λίγα χρήματα, άπευθύνθηκε στον υπάλληλο πού τόν εξυπηρέτησε καί τού υπέβαλε τή μοιραία του ερώτηση. Ήταν ενας καλοντυμένος ’Άγγλος, νέος άκόμα, μέ χτενισμένα τά μαλλιά του χωρίστρα καί μάτια κοντά τό ενα στ’ άλλο. Τό γεμάτο ειλικρίνεια καί πρόθυμη εξυπηρέτηση
299/379
ύφος του ερχόταν σέ χτυπητή άντίθεση, παράξενη καί εύχάριστη, μέ τό άνήσυχο καί κατεργάρικο μεσογειακό ύφος. «Καμμιά άνησυχία, κύριε», άρχισε νά λέει, «Προληπτικά μέτρα, δίχως κανένα σοβαρό λόγο. Τέτοια μέτρα παίρνονται συχνά, γιά νά προφυλαχθεί ό κόσμος άπ’ τις επικίνδυνες επιδράσεις τής ζέστης καί τού σορόκου...». Σηκώνοντας, όμως, τά γαλανά του μάτια συνάντησε τό βλέμμα τού ξένου, τόσο κουρασμένο καί λίγο μελαγχολικό, πού τοχε στηλώσει στά χείλη του μέ μιά έκφραση έλαφράς περιφρόνησης. cO Εγγλέζος κοκκίνισε. «Αύτή είναι ή έπίσημη έξήγηση», συνέχισε μέ σιγανή φωνή καί κάπως συγκινημένος, «πού έδώ τή δέχονται πρόθυμα. Θά σάς έμπιστευθώ πώς καί
300/379
κάτι άλλο κρύβεται πίσω άπ’ αύτή». Καί ύστερα μέ ειλιt κρίνεια καί δίχως περιστροφές ειπε όλη τήν άλήθεια. Πριν άπό κάμποσα χρόνια ή ινδική χολέρα παρουσίασε ισχυρή τάση νά ξαπλωθεί. Ξεπετάχτηκε άπ’ τή ζέστη μέσα άπ’ τό γεμάτο ελη δέλτα του Γάγγη και μέ τή μεφιστοφελική, βρωμερή μυρουδιά πού ξεχυνόταν άπ’ τήν περιφρονημένη και άκατοίκητη ζούγκλα και τό πλήθος τών άγριων νησιών, δπου στά άδιαπέραστα άπό μπαμπού δάση τους έζούσαν μονάχα τίγρεις, ξαπλωνόταν καί δυνάμωνε ολοένα καί χτύπησε βαριά ολάκερο τό Ίνδοστάν καί πέρασε τήν άνατολική Κίνα. "Ύστερα, δυτικά-στο Αφγανιστάν καί τήν Περσία πήρε τούς κυριότερους
301/379
δρόμους τών καραβανιών καί σκόρπισε τόν τρόμο ίσαμε τό Άστραχάν καί τή Μόσχα. Καί ενώ ή Εύρώπη ετρεμε μήπως ό άόρατος εχθρός ξεχυθεί άπό τούτη τή μεριά, θαλασσέμποροι άπ’ τή Συρία τήν έκουβάλησαν μαζί τους καί σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίστηκε σέ πλήθος λιμάνια τής Μεσόγειος, ορθώθηκε φοβερή στήν Τουλώνα καί τή Μαλάγα, εδειξε τ’ άπαίσιο πρόσωπό της πολλές φορές στο Παλέρμο καί φαινόταν πώς είχε γερά θρονιαστεί σ’ ολάκερη τήν Καλαβρία καί τήν Απουλία. Είχε άφήσει ώστόσο, άμόλυντο τό βορεινό μέρος τής Εύρώπης. Καί νά, πού στά μέσα τού φετινού Μάη, βρήκαν τήν ίδια ήμέρα τό τρομερό της μικρόβιο στ’ άποσκελετωμένα καί μαυριδερά
302/379
πτώματα κάποιου μούτσου καί μιας μανάβισσας. Τό πράμα άποσιωπήθηκε, άλλά ύστερα άπό μιά βδομάδα τά θανατερά κρούσματα γενήκανε δέκα, είκοσι, τριάντα καί μάλιστα σέ διαφορετικές συνοικίες. Κάποιος άπό μιά αύστριακή περιοχή, πού ήρθε γιά λίγες εύχάριστες ήμέρες στή Βενετία, πέθανε μόλις ξ'αναγύρισε στήν πατρίδα του μέ κατακάθαρα τά γνωρίσματα τής επιδημίας. Καί αυτός ήταν ό λόγος πού οί πρώτες πληροφορίες γιά τήν επιδημία στή Βενετία γράφτηκαν πρώτα στις γερμανικές τις εφημερίδες. Οι διοικητικές άρχές τής Βενετίας άπάντησαν πώς ποτέ δέν ήταν καλύτερες οί συνθήκες δημόσιας υγείας στήν πόλη καί διέταξαν νά παρθούν όλα τά προφυλαχτικά μέτρα γιά τήν
303/379
καταπολέμηση τής έπιδημίας. Καθώς φαίνεται όμως, είχαν μολυνθεΐ τά τρόφιμα, λαχανικά, κρέας καί γάλα, γιατί άπ’ δσα λένε άντιφατικά καί άπ’ δσα παραδέχονται, ή επιδημία κερδίζει κάθε μέρα έδαφος καί πεθαίνουν ολοένα πιό ύπουλα στά στενοσόκακα. Ή πρώιμη καλοκαιριάτικη ζέστη, πού έκανε χλιαρό τό νερό τών καναλιών, εύνόησε τό ξάπλωμα τής επιδημίας. Φαίνεται πώς δυνάμωνε ή ορμή της καί τά κρούσματά της είχαν γίνέι πιότερο έπικίνδυνα καί θανατερά. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις πού μπόρεσαν νά γίνουν καλά δσοι έ’τυχε νά προσβληθούν. Οι οιδόντα στούς εκατό πεθαίνανε καί μάλιστα μέ φριχτό τρόπο, γιατί ή άρρώστεια χτυπούσε μέ εξαιρετική άγριότητα καί τά πιό πολλά της
304/379
κρούσματα είχαν τήν πιό έπικίνδυνή της μορφή, εκείνη πού άποκαλούν «ξηρά». Στήν περίπτωση αύτή, τό σώμα είναι άνίκανο νά άποβάλει τά ύγρά πού τά αιμοφόρα άγγεΐα διύλιζαν σέ μεγάλες ποσότητες. Μέσα σέ λίγες ωρες ό οργανισμός άποξηραινόταν καί ό άρρωστος πνιγόταν άπ ’ τό αίμα πού γινόταν γλιτσερό καί μαύρο σάν πίσσα καί πέθαινε μέ σπασμούς καί άνυπόφορους πόνους. Τυχερός έκεΐνος πού τόν χτυπούσε ή άρρώστεια μέ τή μορφή τής βαθειάς λιγοθυμίας καί δέν ξαναξυπνούσε πιά. Στις άρχές του ’Ιουνίου, είχαν γεμίσει σιωπηλά τά άπομονωτήρια τοΰ πολιτικού νοσοκομείου. Στά δύο, πάλι, ορφανοτροφεία άδεια θέση δέν είχε άπομείνει καί μιά μακάβρια,
305/379
έκνευριστική κίνηση παρατηρούνταν άνάμεσα στο καινούριο λιμάνι καί στο Σάν Μικέλε, τό νησί νεκροταφείο. Ό φόβος όμως, μπροστά σέ μιά γενική οικονομική καταστροφή, ή προετοιμασία γιά τήν έκθεση ζωγραφικής στο δημόσιο κήπο, οί μεγάλες εκπτώσεις πού σίγουρα θ’ άκολουθοΰσαν, άν κυριαρχούσε ό πανικός καί ή δυσφήμηση τής πόλης, μ’ άντίχτυπο στά ξενοδοχεία, τά καταστήματα, στις λογής λογής βιοτεχνίες πού ζούσαν άπ’ τούς τουρίστες, όλ’ αύτά ήταν πιό ισχυρά κίνητρα άπ’ τήν ειλικρίνεια καί τό σεβασμό στις διεθνείς συνθήκες. ’Έτσι ή διοίκηση κρατούσε μέ πείσμα τήν πολιτική τής άποσιώπησης καί τής ψευτιάς. Ό γενικός άρχίατρος τής
306/379
Βενετίας, πού στάθηκε τίμιος άντρας, διώχτηκε άπ ’ τή θέση του καί τόν άντικατέστησαν μ’ άλλο, δικό-τους, ύποταχτικό πρόσωπο. Ό κόσμος τάξερε. Ή διαφθορά στ’ άνώτερα στρώματα τής κοινωνίας, μαζί μέ τήν άβεβαιότητα καί τήν κρίσιμη κατάσταση, δπου έρριξε τήν πόλη ή περιοδεία αύτή τού θανάτου, προκάλεσαν μιά εύλογη έξαχρείωση στά κατώτερα κοινωνικά στρώματα καί ένθάρρυναν σκοτεινές άντικοινωνικές πράξεις, πού εκδηλώνονταν μέ κυνισμό, έλλειψη κάθε σεβασμού καί μέ αύξηση τής εγκληματικότητας. Τά βράδια συναντούσες πολλούς μεθυσμένους. Διάφοροι κακοποιοί έγύριζαν στούς δρόμους. Καί έλεγαν πώς ήταν επικίνδυνο νά βγαίνεις έξω τή νύχτα.
307/379
Ληστείες, άκόμα καί φόνοι, σημειώθηκαν πολλές φορές. Διαπιστώθηκε μάλιστα, δυό φορές πώς δηλητηριάστηκαν άρρωστοι άπ’ τούς δικούς τους γιά νά γλυτώσουν άπό δαύτους. Ή διαφθορά στις επαγγελματικές τάξεις έπαιρνε άπαίσιες μορφές, πού Γσαμε τώρα ήταν σχεδόν άγνωστες σ’ αύτή τή χώρα καί μονάχα στις νότιες χώρες καί στήν Ανατολή εμφανίζονταν. Ό Εγγλέζος πρόσθεσε μ’ άποφασιστικότητα: «Καλά θά κάνετε, κύριε, νά φύγετε σήμερα, παρά αύριο. Δέν είναι δυνατό νά μή μαθευτεί σέ λίγες μέρες ή καραντίνα». «Σάς εύχαριστώ», ειπε ό ’Άσσενμπαχ καί έφυγε άπ’ τό πρακτορείο.
308/379
Στήν πλατεία άπλωνόταν μιά πνιγερή άνήλιαγη άτμόσφαιρα. ’Ανυποψίαστοι ξένοι κάθονταν στά καφενεία ή στέκονταν μπροστά στήν εκκλησία, τριγυρισμένοι άπ’ τά περιστέρια καί κοιτούσαν πώς φτερούγιζαν καί στριμώχνονταν γιά νά τσιμπήσουν άπ’ τις φούχτες τους κόκκους καλαμπόκι πού τούς πρόσφεραν. Ξαναμμένος άπ’ τόν εκνευρισμό καί περήφανος γιά τό μυστικό πού κρατούσε, μέ τή γεύση τής άηδίας στό στόμα καί τή φρίκη στήν καρδιά, ό άπομοναχιασμένος πηγαινοερχόταν στό πεζοδρόμιο τού μεγαλόπρεπου αύλόγυρου. Άναλογιζόταν μιά απολυτρωτική καί άξιόπρεπη πράξη. Σήμερα τό βράδυ μπορούσε νά πλησιάσει, μετά τό δείπνο, τή στολισμένη μέ μαργαριτάρια κυρία
309/379
καί νά τής μιλήσει, κάπως έτσι: «Επιτρέψετε σ’ ένα ξένο, μαντάμ, νά σάς δώσει μιά συμβουλή, νά σάς προειδοποιήσει γιά κάτι, πού σάς κρύβει ή ύστεροβουλία τών άλλων. Φύγετε γρήγορα μέ τόν Τάτζιο καί τις κόρες σας! Ή Βενετία έχει προσβληθεί άπ’ τή χολέρα!». Τότε θά μπορούσε ελεύθερα ν’ άπιθώσει τό χέρι του, σάν άποχαιρετισμό, πάνω στο κεφάλι, τού αθώου παιδιού πού είχε χρησιμοποιηθεί σάν όργανο κάποιας χλευαστικής θεότητας. Καί έτσι νά λυτρωθεί καί αύτός άπ’ τή σαπίλα. Αλλά τήν ιδια στιγμή ένοιωθε πώς ή άπόσταση πού τόν έχώριζε άπό μιά τέτοια σωστή άπόφαση ήταν άπέραντη. Καί τό σοβαρό τούτο βήμα θά τόν ξανάφερνε πίσω στον εαυτό του. "Όποιος όμως,
310/379
έχει βγει έξω άπ’ τόν έαυτό του, τίποτα δέ σιχαίνεται περισσότερο, παρά νά ξαναγυρίσει εκεί δπου βρισκόταν. Θυμήθηκε ένα λευκό κτήριο διακοσμημένο μ’ έπιγραφές πού αντιφέγγιζαν στο ήλιόγερμα καί ή διάφανη μυστικοπάθειά τους είχε αιχμαλωτίσει τό βλέμμα του καί τήν ξεστρατισμένη σκέψη του. "Ύστερα, έκείνη τήν παράξενη μορφή τού οδοιπόρου, πού ξύπνησε, στο μεσόστρατο τής ζωής του, τή νεανική νοσταλγία τής περιπλάνησης γιά μακρινούς καί ξένους τόπους. Καί ή σκέψη νά ξαναγυρίσει στον τόπο του, στή φρόνηση, τήν ήρεμία, τό μόχθο καί τή συγγραφική του άσχολία, τού ήταν τόσο άποκρουστική, πού τό πρόσωπό του παραμορφώθηκε άπό μιά
311/379
γκριμάτσα άηδίας. «Δέ θά μιλήσω!», ψιθύρισε μέ άποφασιστικότητα. "Η τύψη πού ενοιωθε γιά τήν ένοχή του, τόν άναστάτωνε καί τόν έζάλιζε, δπως ζαλίζει τό κουρασμένο μυαλό ενα μικρό ποτηράκι κρασί. "Η εικόνα τής χτυπημένης άπ’ τό κακό πόλης, πού έφθινε σιγά σιγα στήν εγκατάλειψή της, κλωθογύριζε πυρετώδικα στη φαντασία του και τοΰ άναβε άνείπωτα γλύκες ελπίδες, πού ξεπερνοΰσαν τό μυαλό και τή λογική. Τί άξιζε γιά δαύτον ή τρυφερή εύτυχία πού ειχε ονειρευτεί πριν άπό λίγο, μπροστά στις προσδοκίες του; Τί μπορούσαν νά τοΰ χαρίσουν ή τέχνη καί ή άρετή, μπροστά στήν άνομολόγητη εύτυχία πού τοΰ υποσχόταν τό χάος; Σώπασε καί έμεινε.
312/379
Εκείνη τή νύχτα ειδε ενα φριχτό όνειρο — άν μπορούμε νά χαρακτηρίσουμε σάν όνειρο αύτό τό σωματικό καί πνευματικό δράμα, πού τόζησε βέβαια, μέσα στό βαθύ του ύπνο καί ξετυλίχτηκε ολοζώντανο, μέ άπόλυτη άνεξαρτησία άπ’ τή δική του συμμετοχή. Όστόσο, δέ θά μπορούσες νά πεις πώς δέν ήταν ενα γεγονός καί πώς δέ συμμετείχε καί ό ίδιος σ’ αύτό. Γ ιατί ή ίδια ή ψυχή του ήταν τό θέατρο οπου διαδραματίζονταν τά γεγονότα, πού εισορμοΰσαν άπ’ τόν εξωτερικό τόν κόσμο καί ζητούσαν νά τσακίσουν βίαια τήν άντίδρασή του, τή βαθειά άντίσταση τοΰ πνεύματός του καί άναστάτωναν ολάκερο τό είναι του καί άφηναν λεηλατημένο καί εξουθενωμένο τό διανοητικό έργο τής ζωής του.
313/379
Τ’ όνειρο άρχιζε μέ τήν άγωνία. Τήν άγωνία καί τήν άνείπωτη έπιθυμία καί άκόμα τή γεμάτη φρίκη περιέργεια γιά ό,τι έμελλε σέ λίγο νά επακολουθήσει. Νύχτα βαθειά βασίλευε καί όλάγρυπνες οί αισθήσεις του άφουγκράζονταν τό σάλαγο πού ερχόταν άπόμακρος, μιά χλαπαταγή, χτυπήματα, βίαια τινάγματα καί υπόκωφες βροντές, άνακατεμένες μέ σαλπίσματα καί άνατριχιαστικές κραυγές καί μαζί κάτι σά θρήνος πού έσβηνε μ’ ένα μακρόσυρτο «ου» — όλα τοΰτα άνακατεμένα, φριχτά καί ηδονικά καθώς ήταν καί πνιγμένα σ’ ενα βαθύ βογγητό, είχαν μετουσιωθει σέ επίμονες μελωδίες φλογέρας, που μ’ αδιάντροπο τρόπο ήρθαν νά μαγέψουν τά σωθικά του. Άλλά κάτεχε μια λέξη σκοτεινή πού
314/379
ωστόσο απεικόνιζε αύτό πού ερχόταν: «Ό ξένος θεός!». Μιά λαμπερή φλόγα εκαιγε καί στή λάμψη της αναγνώρισε ενα βουνό παρόμοιο μέ κείνο πού βρισκόταν πάνω απ’ τή θερινή του κατοικία. Καί μέσα στή λάμψη πού έσχιζε τά σκοτάδια τοΰ αψηλού καί κατάφυτου όγκου, έβλεπε άνάμεσα σέ κορμούς καί συντρίμμια πρασινισμένων βράχων, νά χιουμάνε σάν καταρράκτης καί νά γκρεμοτσακίζονται κάτω άνθρωποι καί ζώα, ενα κοπάδι μανιασμένο — καί γιόμιζε ή πλαγιά κάτω μέ κορμιά, φλόγες, χλαλοή καί ξέφρενο χορό. Γυναίκες με κρεμασμένα άπ’ τή μέση τους τομάρια πού μπερδεύονταν ώς κάτω στά πόδια τους, κουνούσαν τά τύμπανα, ένα γύρο πάνω άπ’ τις
315/379
κεφαλές τους, πού τις εγερναν πίσω μ’ άγκομαχητό. ’Άλλες χοροπηδούσαν σειώντας φλογοβόλους πυρσούς καί άστραφτερά σπαθιά, άλλες, ζωσμένες μέ φίδια, πού κρεμούσαν τις γλώσσες τους, ούρλιάζανε κρατώντας τά δυό μαστάρια στις φούχτες. ’Άντρες μέ κέρατα πάνω στά μέτωπά τους καί σγουρόμαλλες προβιές στή μέση, λυγίζοντας τούς σβέρκους τίναζαν χέρια καί πόδια καί βαροΰσαν λυσσασμένα χάλκινα κύμβαλα καί τύμπανα, ένώ ολόγυμνοι έφηβοι μέ λαμπερά κορμιά τσίγκλιζαν με φυλλωμένα κλαριά τράγους, γατζώνονταν στά κέρατά τους καί μ’ άλαλητά τούς άφηναν νά τούς κυλούν χάμω μέ τά πηδήματά τους. Καί οι ξέφρενοι εορταστές τόνιζαν τό άγριο
316/379
τραγούδι τους σέ γλυκερές μελωδίες μέ μακρόσυρτα «ου» στο τέλος, φριχτές καί ήδονικές, τέτοιες πού δέν ακούστηκαν ποτέ ως τώρα. Καί τό τραγούδι ανέβαινε στούς αιθέρες σάν θρηνητική κραυγή ελαφιού καί κάπου γινόταν αντίλαλος πολύφωνος καί αντηχούσε σάν άγριος θρίαμβος παρασέρνοντας όλους σέ ξέφρενο χορό δίχως τελειωμό. Πάνω, όμως, άπ’ όλα ξεχώριζε κυριαρχικά ο βαθύς μαγευτικός ηχος τής φλογέρας. Άκόμα καί αυτόν τόν ί'διο δέν τόν ειχε μαγέψει, παρ’ όλη τήν πεισματική του άντίσταση, καί δέν τόν κατάφερε νά θέλει νά ζήσει τήν άκόλαστη τούτη γιορτή μέ τις παράφορες καί έ'ξαλλες θυσίες; Ή άποστροφή του ήταν μεγάλη καί πιό μεγάλος ο φόβος του' τίμια ή θέλησή
317/379
του νά προστατέψει ίσαμε τό τέλος τήν υπόστασή του άπό τόν ξένο, τόν έχθρό πού έρχόταν νά έκμηδενίσει τό κατορθωμένο καί άξιο πνεύμα του. Άλλά ή χλαλοή, ή. θρηνητική επίκληση, πολλαπλασιασμένη άπ’ τήν άντήχηση τού βουνού, θέριευε, άβγάταινε καθώς προχωρούσε, συνέπαιρνε όλους καί όλα σ’ ενα τρελό παραλήρημα καί έκστασιασμό. Μεθυστικές μυρουδιές ζάλιζαν τό νού, ή άδρή τραγίλα καί ή ιδρωτίλα άπ’ τ’ ασθματικά τά κορμιά καί μιά μπόχα λές καί έρχόταν άπό τά βαλτονέρια καί άκόμα κάποια άλλη μυρουδιά πού τήν ήξερε καλά: Θύμιζε πληγές καί άρρώστεια πού μόλυναν τόν αιθέρα. Μέ τά πρώτα άνακρούσματα τού τυμπάνου άνταριάστηκε, θόλωσε τό μυαλό του, τόν συνεπηρε ή εκστατική
318/379
μέθη καί ή ψυχή του λαχταρούσε νά συμμεθέξει στή γιορτή τού θεού. Μόλις ό πέπλος τραβήχτηκε, καί άποκαλύφθηκε τό τεράστιο ξύλινο αισχρό σύμβολο καί ανυψώθηκε, δσοι βρίσκονταν έκεΐ καί ούρλιαζαν προσδένοντας τούτο τό σύνθημα, ρίχτηκαν αχαλίνωτοι στή βακχεία, βγάζοντας άφρούς άπ’ τό στόμα. Προκαλοΰσε ό ένας τόν άλλο, έρεθίζονταν μεταξύ τους μέ λάγνους μορφασμούς καί έκστατικά χέρια, τρυπιόνταν, χαχανίζοντας καί άναστενάζοντας, μέ τά σουγλερά ραβδιά τους καί υστέρα έγλειφαν τό αίμα πού άνάβλυζε άπ’ τά μέλη τους. Ανάμεσά τους όμως, βρισκόταν καί όνειρευάμενος, έξουσιασμένος άπό τόν ξένο θεό. Καί άλήθεια ειχε ταυτιστεί μέ
319/379
δαύτους, μέ καθένα άπ’ τούς εορταστές πού όρμώντας πάνω στά ζώα τά κατασπάραζαν καί έτρωγαν ώμά τ’ άχνιστά τους κρέατα καί ύστερα κυλιόνταν, κουβαριασμένοι στό πατημένο γρασίδι, δίχως τελειωμό, θυσία στό θεό. Καί ή ψυχή του γευόταν τήν ήδονή τής άσέλγειας καί τήν έκταση τής κατάπτωσης. 'Ύστερα άπό τούτο τ’ όνειρο, τό θύμα ξύπνησε μέ χαλαρωμένα τά νεύρα, εξουθενωμένο καί άφημένο δίχως άντίσταση στό δαίμονα. Δέ φοβόταν πιά τά βλέμματα έκείνων πού τόν παρακολουθούσαν. Λίγο τόν ένοιαζε καί άν πρόδιδε τήν έκτίμησή τους. ’Άλλωστε, σέ λίγο θά έφευγαν όλοι δπως δπως. 'Ένα σωρό ομπρέλες στήν
320/379
άμμουδιά ήταν άδειες, στήν τραπεζαρία τό ίδιο καί στήν πόλη σπάνια συναντούσες ξένο. Ή άλήθεια γιά τή χολέρα δέν κρυβόταν πιά καί ό πανικός δέν μπορούσε νά συγκρατηθεΐ, παρ’ όλες τις προσπάθειες πού είχαν καταβληθεί άπ’ τις Αρχές. Ή κυρία όμως, μέ τά μαργαριτάρια έξακολουθούσε νά μένει μέ τούς δικούς της, είτε γιατί δέν είχαν φτάσει ίσαμε τ’ αύτιά της οι διαδόσεις, είτε γιατί ήταν αρκετα υπερήφανη καί άφοβη καί άψηφούσε τόν κίνδυνο. Καί έτσι έμενε καί ο Τάτζιο. Καί ο ’Άσσενμπαχ κυριαρχημένος άπ’ τήν έκστασή του, υ
κ<χ
πίστευε πότε πότε πώς ή γή Φ ί τό θανατικό μπορούσε ν’ άπομακρύνει κάθε ένοχλητική παρουσία γύρω του, πώς μπορούσε νά μένει στο νησί
321/379
μονάχος μέ τό ώραΐο παιδί. Ναι, θά μπορούσε νά ξεκουράζει τό βαρύ του βλέμμα άπιθώνοντάς το πάνω στο ίνδαλμά του, όταν κατέβαινε τά πρωινά στή θάλασσα, άκαταλόγιστος'καί άμετανόητος, όταν τό σούρουπο θά τόν άκολουθούσε μέσα στά σοκάκια, δπου περιδιάβαινε ό ύπουλος θάνατος. Καί σέ τούτες τις στιγμές τής έκστασης, τού φαινόταν πώς πλήθαιναν οί ελπίδες γιά νά φτάσει στο άνομολόγητο καί πώς ό ήθικός νόμος δέν είχε γερά θεμέλια. "Όπως όλοι οί ερωτευμένοι ήθελε ν’ άρέσει καί ένοιωθε τό πικρό παράπονο πώς τέτοιο πράμα δέν μπορούσε πιά νά γίνει. Πρόσθετε στο ντύσιμό του νεανικά στολίδια, φορούσε πολύτιμα πετράδια καί έβαζε καί άρώματα.
322/379
’Έτρωγε κάμποση ώρα καί πολλές φορές τήν ήμέρα γιά τήν τουαλέτα του, καί κατέβαινε στο τραπέζι του στολισμένος, νευρικός, προσεχτικός. Άντικρυστά στή γλυκειά νεότητα, πού τόσο τή λογάριαζε, σιχαινόταν τό γερασμένο του κορμί. Τά γκρίζα του μαλλιά καί οί βαθειές γραμμές στο πρόσωπό του τόν έγέμιζαν ντροπή καί άπελπισία. Κάτι τόν έσπρωχνε νά θέλει νά φρεσκάρει το κορμί του, νά ξανανοιώσει. Έπήγαινε ταχτικά στον κουρέα τού ξενοδοχείου. Τυλιγμένος μέ τήν άσπρη πετσέτα τού κουρέα καί ξαπλωμένος στήν καρέκλα, δπου δεχόταν τις περιποιήσεις καί τις φλυαρίες του, παρατηρούσε στον καθρέφτη τό πρόσωπό του με βασανισμένο βλέμμα.
323/379
«Γκρίζος!», μορφασμό.
ειπε
μέ
σαρκαστικό
«Λιγάκι...», του απάντησε ό κουρέας. «Και αύτό άπό μιά ελαφρά δική σας άμέλεια. Από μιά άδιαφορία στήν εξωτερική εμφάνιση, τόσο δικαιολογημένη στούς σπουδαίους άνθρώπους, πού'δέ θά μπορούσε, όμως, κάνεις καί νά τήν επαινέσει. Καί μάλιστα, άκριβώς επειδή οί άνθρωποι αύτοί είναι οί πιο αρμόδιοι νά εκτιμήσουν τά πλεονεκτήματα τής καλλωπιστικής τέχνης. Σκεφθείτε σέ ποιο παραλογισμό θά φτάναμε, άν ή αύστηρότητα πού δείχνουν μερικοί άνθρωποι άπέναντι στις καλλωπιστικές τέχνες, εφαρμοζόταν, δπως θά ήταν λογικό, καί στήν περιποίηση τών
324/379
δοντιών! Τό συμπέρασμα είναι πώς έχουμε τήν ήλικία πού έχει τό μυαλό καί ή καρδιά μας. Καί γκρίζα μαλλιά πολλές φορές είναι μιά πιο μεγάλη ψευτιά άπ’ δ,τι είναι μιά επιθυμητή επιδιόρθωση. Στή δική σας τήν περίπτωση, κύριέ μου, έχω υποχρέωση νά ξαναφέρω τά μαλλιά σας στό φυσικό τους τό χρώμα. Μού επιτρέπετε νά σάς ξαναδώσω τά μαλλιά σας;», «Καί πώς;», ρώτησε ό ’Άσσενμπαχ. Ό κουρέας δίχως νά χάσει καιρό ελουσε τά μαλλιά τοΰ πελάτη του μέ δυό ειδών υγρά, ενα καθαρό καί ενα σκούρο καί έγιναν άμέσως μαύρα, δπως στά νεανικά τους τά χρόνια. 'Ύστερα τά τσάκισε μέ τή ζέστη μασιά σ’ άραιές σκάλες, έκανε μιά βόλτα πίσω άπ’ τήν
325/379
καρέκλα καί επιθεώρησε περιποιημένο κεφάλι.
τό
«Τώρα δέν μάς μένει παρά φρεσκάρουμε και τό δέρμα προσώπου!».
νά τού
Και σά νά μήν ήθελε νά τελειώσει ποτέ, άλλαζε χέρια καί συνέχιζε τό έργο του μέ καινούρια ολοένα σβελτάδα. Ό ’Άσσενμπαχ καθισμένος άναπαυτικά καί άνίκανος ν’ άντιδράσει καί γεμάτος ελπίδες καί ταραχή άπ’ αύτό πού γινόταν, παρατηρούσε στον καθρέφτη τά φρύδια του νά καμπυλώνουν συμμετρικά, τά μάτια του νά μεγαλώνουν καί νά παίρνουν μιά πιό ζωηρή λάμψη, χάρη σέ μιά άδιόρατη σκίαση τών βλεφάρων. Κοίταζε ύστερα παρακάτω καί έβλεπε τό δέρμα τού
326/379
προσώπου, λείο καί σφριγηλό, νά παίρνει μελαψοκίτρινο χρώμα, ελαφρά ρόδινο, τά άναιμικά χείλη νά φουσκώνουν σά φράουλες, οι αύλακιες στά μάγουλα, στο στόμα καί οί ρυτίδες στις άκρες τών ματιών νά εξαφανίζονται, χάρη στις κρέμες καί στά θαυματουργά νερά πού ξανανοιώνουν. Καί άναγνωρίζει τώρα με καρδιοχτύπι ό ’Άσσενμπαχ πώς έχει μπροστά του ένα νέο, πού βρίσκεται σέ πλήρη άνθηση. Ό αισθητικός, τέλος, έμεινε ικανοποιημένος άπ’ τό έργο του καί κατά τή συνήθεια τού επαγγέλματος του εύχαρίστησε μέ κολακευτικές φιλοφρονήσεις τόν κύριο πού έδέχθηκε τις περιποιήσεις του. «Μιά άσήμαντη επιδιόρθωση!», ειπε, κάνοντας τήν τελευταία του περιποίηση στο πρόσωπο
327/379
τού ’Άσσενμπαχ. «Καί τώρα, ό κύριος μπορεί χωρίς φόβο νά ερωτευτεί». Γοητευμένος, κυριαρχημένος άπ’ τ’ όνειρό του, ζαλισμένος καί ντροπαλός ο ’Άσσενμπαχ έγκατέλειψε τό κουρείο. Φορούσε μιά κόκκινη γραβάτα καί τό πλατύγυρο ψάθινο καπέλο του ειχε μιά πολύχρωμη κορδέλα. Πλάκωσε ένας χλιαρός άγέρας. ’Έβρεχε σπάνια ^ καί στάλα τή στάλα, καί ομως ό άνεμος ήταν υγρός και πυκνός, γιομάτος άναδοσιές μούχλας. Στ’ αύτιά τού ’Άσσενμπαχ φτερούγιζαν βουητά, παλαμάκια, σφυρίγματα. Μέσα στήν έξαλλη και φκιασιδωμένη κατάστασή του, ένόμιζε πώς φτερούγιζαν γύρω του τά κακά πνεύματα τού άγέρα καί πλανιόταν στον ελεύθερο χώρο, καί
328/379
όρνια τής θάλασσας πού ξέσχιζαν τις σάρκες τού κρεμασμένου, τις άνασκάλευαν καί τις έβρώμιζαν... Γιατί πραγματικά, ό άγέρας ήταν τόσο πνιχτικός πού έχανε κανείς όλότελα τήν όρεξή, του καί δέν μπορούσε νά διώξει άπ’ τή φαντασία του τήν εντύπωση, πώς καθετί τό φαγώσιμο ήταν μολυσμένο άπ’ τήν άρρώστεια. Από τό άπόγευμα ό ’Άσσενμπαχ ειχε πάρει κατά πόδι τό ώραίο παιδί, άνάμεσα στά μπερδεμένα δρομάκια τής πόλης. Μήν ξέροντας καλά τά μέρη, γιατί τά στενοσόκακα, τά κανάλια, οι γέφυρες καί οι πλατειούλες σέ τούτο τό λαβύρινθο μοιάζανε τόσο πολύ μεταξύ τους, έχανε άκόμα καί τόν προσανατολισμό του. Καί καθώς
329/379
πρόσεχε πολύ μή χάσει άπ’ τά μάτια του τή μορφή πού νοσταλγούσε, καί ηταν υποχρεωμένος νά ρίχνεται κάθε τόσο σέ μιά οδυνηρή προσπάθεια γιά νά προφυλαχτει καί νά μήν τόν άντιληφθούν, κολλώντας στούς μαρμάρινους τοίχους καί προφυλάγοντας τόν εαυτό του πίσω άπ’ τις πλάτες τών διαβατών, δέν καταλάβαινε πόσο ειχε κουραστεί, πόσο είχε ταλαιπωρηθεί τό κορμί καί τό πνεύμα του άπό τούτη τήν άδιάκοπη ένταση. Ό Τάτζιο περπατούσε πίσω άπ’ τούς δικούς του καί συνήθιζε ν’ αφήνει νά τόν οδηγούν πηγαίνοντας μπροστά ή γκουβερνάντα μέ τις ντυμένες σάν καλόγριες άδελφές του καί αυτός πότε πότε έστριβε τό κεφάλι κοιτάζοντας μέ τά παράξενα βαθυγάλανα μάτια του άν
330/379
τόν άκολουθεΐ ό εραστής του. Τόν έβλεπε και δέν τόν έμαρτυροΰσε. Αναστατωμένος άπό τούτη τή διαπίστωση ό ερωτευμένος ’Άσσενμπαχ, άφηνε νά τόν δέρνουν αύτά τά μάτια καί ειχε φτάσει στό άπόγειο τού πάθους του, έτσι καθώς έκυνηγούσε τήν παράλογη ελπίδα του. Στό τέλος τήν έπαθε. Οί Πολωνοί πέρασαν μιά καμπυλωτή γέφυρα καί καθώς τό άψηλό της τόξο τούς έκρυβε, ό ’Άσσενμπαχ πού τούς παρακολουθούσε, όταν έφθασε έως εκεί, τούς ειχε πιά χάσει. Τούς έψαξε προς τρεις κατευθύνσεις, όλόισα καί στις δυό πλάγιες πλευρές τής στενής καί βρώμικης προκυμαίας, μά δίχως άποτέλεσμα. Νευριασμένος καί
331/379
διαπιστώνοντας πώς έψαχνε μάταια, σταμάτησε. Τό κεφάλι του έκαιγε, τό κορμί ήταν καταμουσκεμένο άπ’ τόν ιδρώτα, τά γόνατά του έτρεμαν, τόν έβασάνιζε μιά άνυπόφορη. δίψα καί έψαχνε νά βρει κάπου νά ξεκουραστεί γιά μιά στιγμή. Αγόρασε άπ’ ένα μικρό οπωροπωλείο λίγα φρούτα, φράουλες παραγινωμένες καί τις έτρωγε περπατώντας. Μιά πλατειούλα έρημη, σά νά τήν έκάλεσε ή μπαγκέτα κάποιου μάγου, παρουσιάστηκε μπροστά του. Τήν άναγνωρισε: ΤΗταν ή ίδια πλατειούλα πού πριν απο λίγες βδομάδες είχε ξανακαθήσει καί είχε καταστρωσει το σχέδιο τής φυγής του άπ’ τή Βενετία, που επειτα το έγκατέλειψε. Στά σκαλιά
332/379
τής δεξαμενής, στή μέση της πλατειούλας, ξάπλωσε τό κορμί του και ακουμπησε το κεφάλι στό πέτρινο περίζωμα. Όλούθε ησυχία, έφύτρωνε γρασίδι άνάμεσα στις πλάκες στό λιθόστρωτο, σκουπίδια πεταμένα δώθε κείθε. Ανάμεσα στα ακανόνιστα και άθλια σπίτια ενα γύρο στήν πλατειούλα, υψωνόταν ενα σάν παλάτι, με καμπυλωτά παράθυρα, οπου πίσωθέ τους έχασκε τό κενό καί με μικρά μπαλκόνια στολισμένα μέ λιοντάρια. Στό ισόγειο κάποιου άλλου ήταν ενα φαρμακείο. Ή θερμή πνοή τού άγέρα έφερνε μυρουδιά άπό φαινόλη. Καθόταν, λοιπόν, εκεί ό μαίτρ, ό άναγνωρισμένος καί άξιος τεχνίτης, ό συγγραφέας τού "Ενας άθλιος , αύτός πού
333/379
μέ τήν παραδειγματική καθαρότητα στή φόρμα άπαρνήθηκε τή νοοτροπία τού μποέμ καί τις ρηχές άνησυχίες, πού άρνήθηκε τή συμπάθειά του σέ κάθε άβυσσαλέο αίσθημα, πού άποδοκίμασε κάθε αξιοκατάκριτο. Καθόταν έκεΐ αύτός πού είχε φτάσει τόσο ψηλά, πού ξεπερνώντας τις γνώσεις του καί λευτερωμένος άπό κάθε ειρωνεία, είχε συνηθίσει νά πιστεύει πώς είχε υποχρέωση νά μήν προδώσει τήν έμπιστοσύνη πού έτρεφε σ’ αύτόν τό κοινό. Ό Γουστάβος ’Άσσενμπαχ, πού ή φήμη του ειχε άναγνωριστεΐ έπίσημα άπό τήν Πολιτεία, πού τού άπονεμήθηκε τίτλος εύγενείας καί τό ύφος του άναγνωρίστηκε σάν ύπόδειγμα γιά τήν διαπαιδαγώγηση τής σχολικής νεολαίας' καθόταν έκεΐ μέ
334/379
κλεισμένα τά βλέφαρα. Κάπου κάπου μονάχα, τού ξέφευγε κάποιο λαθραίο βλέμμα άπ’ τόν ξανθό, ειρωνικό καί ταραγμένο, καί γρήγορα τό ξανάπαιρνε πάλι πίσω. Καί τά πλαδαρά του χείλη, τονισμένα άπ’ τό κοκκινάδι, σχημάτιζαν λέξεις παρμένες άπό τό διάλογο, πού σκάρωνε τό ναρκωμένο του μυαλό μέ μιά παράξενη λογική ονείρου: «Γιατί —θυμήσου το καλά, Φαιδρέ— ή ομορφιά, μονάχα ή ομορφιά, είναι θεϊκή και φανερή συνάμα. Καί γι’ αυτό είναι ο δρόμος πού μάς φέρνει στο αισθητό. Απ’ αύτό τό δρόμο, μικρέ μου Φαίδρε, ό καλλιτέχνης οδεύει προς τό πνεύμα. Πιστεύεις, λοιπόν, άκριβέ μου, πώς ό καλλιτέχνης θά μπορούσε νά
335/379
φτάσει στή σοφία καί τήν ήθική ρωμαλεότητα, όδεύοντας προς τό πνεύμα άπ’ τό δρόμο τών αισθήσεων; Ή μήπως πιστεύεις —είσαι άπόλυτα ελεύθερος νά τό κρίνεις μόνος σου— πώς ό δρόμος ετούτος είναι γεμάτος γοητευτικά ξεστρατίσματα, πώς είναι πραγματικά ενας ύπουλος καί άμαρτωλός δρόμος, πού φέρνει άναγκαστικά στο χαμό; Γιατί πρέπει νά ξέρεις, πώς έμείς οι ποιητές, δέν μπορούμε νά πάρουμε τό δρόμο τής ομορφιάς, δίχως νά μάς συντροφεύει μπροστάρης ό έρωτας. Άκόμα καί όταν γινόμαστε ήρωες —μέ τό δικό μας τόν τρόπο— καί άξιοι άγωνιστές, είμαστε σάν τις γυναίκες. Γιατί τό πάθος είναι ή εξύψωσή μας καί ό έρωτας ό πόθος τής ψυχής μας — αύτή είναι ή άπόλαυση
336/379
καί ή ντροπή μας. Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί εμείς οί ποιητές δέν είναι βολετό νάμαστε μήτε φρόνιμοι, μήτε άξιοπρεπείς; Πώς άναπόφευκτα ξεγελιόμαστε, πώς μένουμε άνικανοποίητοι, πώς δέ μπορούμε νά μήν είμαστε άκόλαστοι, νά μήν είμαστε ριψοκίνδυνοι, παράξενοι στά αίσθήματά μας; Ή μαστοριά στο ύφος μας είναι ψευτιά καί άπάτη, ή δόξα μας καί οί τιμές φάρσα, ή εμπιστοσύνη τού κοινού ολότελα γελοία καί ή διαπαιδαγώγηση τού λαού καί τής νεολαίας άπ’ τήν τέχνη παρακινδυ^ νευμένο έγχείρημα, πού πρέπει ν’ άπαγορευτεί. Γιατί πώς μπορεΐ να είναι άξιος παιδαγωγός αύτός πού άπό τή φύση του τήν ίδια, άναπόφευκτα, τόν τραβάει ή άβυσσος; Θά θέλαμε βέβαια,
337/379
ν’ άπαρνηθοΰμε τούτη τήν κλίση μας, μ’ όλη μας τήν εύχαρίστηση, γιά νά μείνουμε άξιοπρεπεΐς. Αλλά μόλις έπιχειροΰμε τή στροφή, μάς τραβάει ή άβυσσος. Νά, γιατί άπαρνιόμαστε τήν καταλυτική γνώση, Φαιδρέ'. Γιατί ή γνώση δέν έχει νά κάνει ούτε μέ τήν άξιοπρέπεια, ούτε μέ τή σοβαρότητα. Γνωρίζει, κατανοεί, συγχωρεΐ, δέν έχει μήτε αύστηρότητα, μήτε φόρμα. Συμπαθεί τήν άβυσσο, είναι ή ίδια ή άβυσσος. Τήν άπορρίπτουμε, λοιπόν, μέ άποφασιστικότητα καί μάς ενδιαφέρει πιά μονάχα ή ομορφιά, δηλαδή τό απλό, τό μεγάλο καί τό αύστηρό, ή ξαναποκτημένη ειλικρίνεια, τό αυθόρμητο καί ή φόρμα. Ή φόρμα όμως καί τό αύθόρμητο, Φαιδρέ, παρασέρνουν στή μέθη, στήν ήδονή καί
338/379
τό πάθος καί υπάρχει πάντα ό κίνδυνος νά οδηγήσουν δποιον έχει εύγενική αίσθηση σέ φοβερά αισθηματικά παραστρατήματα. Ακόμα καί αύτή τήν προτίμησή του στήν αύστηρή ομορφιά, τήν άτιμάζουν ■καί γκρεμίζουν στήν άβυσσο καί αύτόν καί τήν ομορφιά. Έγώ πιστεύω, πώς εμείς οι ποιητές φτάνουμε έδώ, έπειδή είμαστε άνίκανοι γιά σταθερές άνυψώσεις. Είμαστε ικανοί μόνο γιά άσυγκράτητες έκδηλώσεις. Καί τώρα, Φαιδρέ, μείνε. Έγώ φεύγω καί όταν πιά δέ θά μέ ξαναδεις, φεύγα καί έσύ». Μερικές ήμερες άργότερα, ό Γουστάβος φόν Άσσενμπαχ δέν έβγήκε άπ’ τό ξενοδοχείο τό πρωί νωρίς δπως έσυνήθιζε, γιατί ένοιωθε πολύ
339/379
κουρασμένος. Αγωνιζόταν νά κατανικήσει κάτι ζαλάδες καί κομάρες που συνοδεύονταν άπό άγχος, ενα αίσθημα κενού καί άπελπισίας, δίχως νά μπορεί νά ξεκαθαρίσει άν ή κατάστασή του αύτή ειχε τις αιτίες της σέ εξωτερικές επιδράσεις ή στον ιδιο τόν εαυτό του. Στό χώλ παρατήρησε όγκους, άποσκευές έτοιμες γιά ταξίδι. Ρώτησε τό θυρωρό ποιοι φεύγουν καί εκείνος τού έδωσε γιά άπάντηση τό όνομα τής πολωνικής οικογένειας, συνοδεύοντάς το μέ τούς τίτλους εύγενείας της. Ό Άσσενμπαχ δέχτηκε τήν άπάντηση σά νάκουγε κάποιο μυστικό, δέν άφησε όμως ν’ άλλοιωθούν τά χαρακτηριστικά τού προσώπου του πού ήταν τόσο θλιμμένο καί κούνησε άδιάφορα τό κεφάλι, σά νάθελε νά δείξει πώς έμαθε
340/379
εντελώς συμπτωματικά κάτι πού δέν τόν ένδιέφερε. Ρώτησε μονάχα: «Πότε;». «Μετά τό lunch», τού άπάντησε. Χαιρέτησε μέ μιά κίνηση τού κεφαλιού του καί τράβηξε γιά τή θάλασσα. Τό μέρος ήταν άφιλόξενο. Στά πλατιά καί ρηχά νερά, πού χώριζαν τήν παραλίά άπ’ τήν πρώτη άμμουδερή λουρίδα, κυλούσαν άπ’ τό ένα καί τ’ άλλο μέρος σγουροί άφροί. Στή φθινοπωρινή πνοή κάτι άπομεινάρια ζωής, δείχνανε πώς άλλοτε σκιρτούσε άπό κίνηση, ό σχεδόν έρημος τώρα τούτος τόπος χαράς, δπου ή άμμουδιά, καθώς τήν είχαν παραμελημένη, δέν ήταν καθαρή. Μιά φωτογραφική μηχανή ήταν άφημένη στήν άκρη τής θάλασσας πάνω στον τρίποδά της καί
341/379
τό μαύρο πανί πού τήν έσκέπαζε, άνέμιζε κροταλώντας στον άγέρα. Ό Τάτζιο, μέ δυό τρεις τής συντροφιάς του πού είχαν άπομείνει, παίζανε στή δεξιά μεριά τής καμπίνας τους καί ό ’Άσσενμπαχ μέ μιά κουβέρτα στά γόνατα, αναμεσα στή θάλασσα καί τις καμπίνες, ξαπλωμένος στήν πολυθρόνα του τόν παρακολουθούσε ακόμα μιά φορά μέ τό βλέμμα. Τό παιχνίδι τους, καθώς δέν τούς πρόσεχε κανείς, γιατί οί γυναίκες ήταν άπασχολημένες μέ τις προετοιμασίες τού ταξιδιού, ειχε ξεφύγει άπό τόν κανονικό του τό δρόμο καί ειχε άγριέψει. Τό κοντόχοντρο παιδί μέ τά μαύρα καί γυαλισμένα άπ’ τήν μπριγιαντίνη μαλλιά καί τό σακάκι μέ τή ζώνη, πού τό φωνάζανε
342/379
«Γιατσού», φουρκισμένο καί τυφλωμένο άπ’ τήν άμμο πού τούριξαν στό πρόσωπο, άνάγκασε τόν Τάτζιο σέ πάλη πού άπόληξε γρήγορα μέ τήν ήττα τού ώραίου, τού πιό άδύνατου. Αλλά καθώς τή στιγμή τού άποχωρισμού, τό αίσθημα τής μειονεκτικότητας στον ύποταχτικό ειχε μεταβληθει σέ άπάνθρωπη σκληρότητα καί ζητούσε εκδίκηση γιά τή μακρόχρονη σκλαβιά, ό νικητής Γιατσού καί τώρα άκόμα, δέν εννοούσε ν’ άφήσει τό νικημένο, παρά ζουπούσε τήν πλάτη τού Τάτζιο μέ τά γόνατά του καί τού κρατούσε τή μούρη χωμένη στήν άμμο, έτσι πού ό κακομοίρης δέν μπορούσε νά πάρει άνάσα καί πήγαινε νά σκάσει. Οί προσπάθειες τού Τάτζιο νά έλευθερωθεΐ άπ’ τό βάρος πού τόν έπλάκωνε ήταν
343/379
σπασμωδικές, γρήγορα έσβησαν όλότελα καί τώρα πιά έπαναλαμβάνονταν σάν σπαρταρίσματα. Αναστατωμένος ό ’Άσσενμπαχ πεταχτηκε πάνω γιά νά σώσει τόν Τάτζιο, άλλά τήν Ιδια στιγμή ό θεριακωμένος παράτησε τό θύμα του. Ό Τάτζιο κατακίτρινος έγειρε στό ένα πλευρό καί άκουμπισμένος στό ένα χέρι του καθόταν έτσι γιά καμποσα λεπτά άσάλευτος, μ’ άνακατωμένα τά μαλλιά καί σκοτεινιασμένο τό βλέμμα. Μετά, σηκώθηκε καί ξεμάκραινε σιγά σιγά. Τοΰ φωνάξανε νά γυρίσει. Στήν άρχή μέ δυνατή φωνή, υστέρα σιγότερα καί παρακλητικά. Δέν τούς άκουγε. Τό χεροδύναμο παιδί μέ τά μαύρα μαλλιά, πού γρήγορα μετάνοκυσε γιά τό σκληρό φέρσιμό του, τόν έφώναζε
344/379
έπίμονα νά γυρίσει καί ζητούσε συγγνώμη. Ό Τάτζιο τόν άπόδιωξε άνασηκώνοντας τούς ώμους καί τράβηξε γιά τήν άκρογιαλιά. Ήταν ξυπόλητος καί φορούσε τή λινή ριγωτή φορεσιά μέ τόν κόκκινο φιόγκο. ’Έφτασε στήν άκρογιαλιά μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί μέ τή μύτη τοΰ ποδιού του σχεδίαζε φιγούρες στήν υγρή άμμο. 'Ύστερα προχώρησε στά ρηχά, πού καί τό πιο βαθύ τους μέρος δέν έφτανε Γσαμε τό γόνατο, τά πέρασε βαριεστημένα και έφθασε στή δεύτερη άμμουδερή λουρίδα. Στάθηκε κειδά γιά λίγο, άφησε τό βλέμμα του νά πλανηθεί στό άσύνορο πέλαγο καί μετά άρχισε πάλι νά περπατάει άργά πάνω στή στενή καί μακριά άμμουδερή έκταση.
345/379
Απομονωμένος έκεΐ πάνω άπ’ τήν άπέραντη θάλασσα, ξεμοναχιασμένος άπ’ τούς συντρόφους άπό περηφάνεια, βημάτιζε σιγά —λεύτερη άπό κάθε δεσμό οπτασία, μ’ άνεμοδαρμένα μαλλιά, πέρα μακριά στή θάλασσα καί τόν άγέρα, άντίκρυ στή θαμπή άπεραντοσύνη. Γιά μιά φορά άκόμα, άπόμεινε άσάλευτος καί άγνάντευε τ’ άσωστο βάθος. Καί ύστερα, ξαφνικά, σά νά θυμήθηκε κάτι ή νά υπάκουε σέ κάποια παρόρμηση, έστριψε μ’ έξοχη χάρη τό κορμί του, έχοντας τό ’να χέρι στή μέση καί κοιτούσε λοξά κατά τήν άκροj γιαλιά. Ό ’Άσσενμπαχ καθόταν έκεΐ, δπως καί κείνη τήν ήμέρα, οπου γιά πρώτη φορά, καθώς περνούσε τό σκαλοπάτι, ειχε τό βλέμμα του συναντήσει εκείνα τά βαθυγάλαζα
346/379
μάτια. Τό κεφάλι του, γερμένο στό μπράτσο τής πολυθρόνας, στριφογύριζε άργά παρακολουθώντας τις κινήσεις εκείνου, πού περπατούσε πέρα έκεΐ στό βάθος. Καί τώρα, καθώς τό άνασήκωσε γιά νά μπορεί νά τόν βλέπει άπέναντι, τόνοιωσε νά ξαναπέφτει άτονο πάνω στό στήθος του, ένώ τό βλέμμα του έξακολουθούσε νά είναι στραμμένο κατά κει καί ή όψη του φαινόταν νάχει πάρει τή χαύνη έκφραση καί τό βάθος βαθύτατου ύπνου. Καί όμως, τοΰ φαινόταν πώς ό ώχρός νέος πού τούδινε τόση χαρά στήν ψυχή καί άξιζε νά τόν άγαποΰνε, σάμπως νά τοΰ χαμογελούσε άπό πέρα, νά τούγνεφε. Σάμπως, λευτερώνοντας τό χέρι του άπ’ τή μέση, έδειχνε μέ τό δάχτυλο άπό μακριά κατά τό μέρος πού καθόταν ό ’Άσσενμπαχ
347/379
καί προχωρούσε μ’ ορμή σάν ίσκιος στό θεόρατο κενό, γεμάτος υποσχέσεις. Καί όπως έ'κανε τόσες φορές ό ’Άσσενμπαχ, σηκώθηκε νά τόν άκολουθήσει... Πέρασαν κάμποσα λεπτά ώσπου νάρθουν νά βοηθήσουν ετούτον πού ήταν γερμένος στήν πολυθρονα του. Τόν μετέφεραν στό δωμάτιό του. Καί τήν ίδια κιόλας ήμέρα όλος ό κόσμος έμάθαινε μέ συγκίνηση καί σεβασμό τήν ε’ιδηση τοΰ θανάτου τοΰ ποιητή.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝΝ
1875 Στις 6 ’Ιουνίου γεννιέται στήν πόλη Liibeck τής τό Βόρειας Γερμανίας Thomas Mann, δεύτερο άπό τάόπέντε παιδιά τοΰ επιχειρηματία Th. J. Η. Mann (1840-1891) καί τής Julia da Silvia-Bruhns (l851-1923). 1891 Στις 13 ’Οκτωβρίου πεθαίνει ό πατέρας του. Τόν ’Απρίλιο τής επόμενης χρονιάς ή μητέρα του μαζί μέ τά μικρότερα αδέλφια του μετακομίζουν στό Μόναχο. 1893
349/379
Εκδίδει, μαζί μέ άλλους συμμαθητές, ενα αυτοσχέδιο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό δπου δημοσιεύει τά πρώτα κείμενά του (σύντομα πεζά, ενα ποίημα καί ενα μικρό δοκίμιο γιά τόν Χάινε). 1894 Όλοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές. Γράφει τήν πρώτη του νουβέλα μέ τόν τίτλο Gefallen, πού δημοσιεύει τόν ’Οκτώβριο στό περιοδικό Die Gesellschaft. 1895 Τό καλοκαίρι (άπό τά τέλη ’Ιουλίου εως τόν ’Οκτώβριο) ταξιδεύει γιά πρώτη φορά στήν ’Ιταλία μέ τόν μεγαλύτερο άδελφό του συγγραφέα Heinrich Mann (1871-1950). Συνεργάζεται μέ τό
350/379
περιοδικό Das Zwanzigste Jahrhundert δημοσιεύοντας β ιβλιοκριτικές. 1897 Γράφει καί δημοσιεύει στό περιοδικό Neue Deutsche Rundschau τη νουβέλλα Der kleine Herr Friedemann [ Ό μικρός κύριος Φρψτεμανν]. Γνωρίζει τόν εκδότη Samuel Fischer (1859-1934), ό όποιος τόν προτρέπει νά δοκιμάσει τις δυνάμεις του στό μυθιστόρημα. Τόν ’Οκτώβριο άρχίζει νά γράφει τό πρώτο του μυθιστόρημα Οί Μπούντενμπρωκ [Buddenbrooks]. 1898
351/379
Έκδίδεται τό πρώτο του βιβλίο Der kleine Herr Friedemann (νουβέλες). Από τόν Νοέμβριο έως τό φθινόπωρο τής μεθεπόμενης χρονιάς θά έργασθεΐ ώς συντάκτης στό γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό Simplicissimus. 1899 Ταξιδεύει στή Δανία (Aalsgaard), όπου κάνει τά πρώτα σχεδιάσματα της νουβέλας Τόνιο Κράΐγκερ [TonioKroger]. 1900 Στις 18 ’Ιουλίου ολοκληρώνει τό πρώτο μυθιστόρημά του Οί Μπούντενμπρωκ. Τήν 1η ’Οκτωβρίου κατατάσσεται στον στρατό γιά τήν εκπλήρωση τών στρατιωτικών του υποχρεώσεων.
352/379
’Απολύεται τρεις μήνες άργότερα λόγω προβλημάτων υγείας. 1901 Τήν άνοιξη ταξιδεύει στήν ’Ιταλία. Τόν ’Οκτώβριο κυκλοφορεί τό μυθιστόρημά του Οί Μπούντενμπρωκ. Εργάζεται γιά λίγους μήνες (έως τόν Μάιο τής επόμενης χρονιάς) στον εκδοτικό οικο τοΰ Μονάχου Albert Langen. 1902 Γράφει τήν ώραιότερη, Γσως, νουβέλα του, Τόνιο Κράΐγκερ. 1903 Ή νουβέλα Τόνιο Κράΐγκερ δημοσιεύεται στό περιοδικό Neue Deutsche Rundschau. Στό Βερολίνο,
353/379
οπου βρίσκεται τήν άνοιξη φιλοξενούμενος άπό τόν εκδότη του Samuel Fischer, γνωρίζει καί συνδέεται φιλικά μέ τόν γνωστό συγγραφέα Gerhart Hauptmann (1862-1947). Τόν Αύγουστο γνωρίζει τή μετέπειτα σύζυγό του (εβραϊκής καταγωγής) Katja Pringsheim, οχτώ χρόνια νεότερή του καί κόρη τού μαθηματικού καί καθηγητή στό Πανεπιστήμιο τοΰ Μονάχου Alfred Pringsheim, ενός άπό τούς γνωστότερους καί σημαντικότερους πανεπιστημιακούς τής πόλης. 1905 Στις 11 Φεβρουάριου νυμφεύεται τήν Katja Pringsheim. Γράφει τό κείμενο «Schwere Stunde» [«Δύσκολη ώρα»] γιά τό τεύχος Μαίου τοΰ περιοδικού
354/379
Simplicissimus πού είναι άφιερωμένο στον Σίλλερ. Στις 9 Νοεμβρίου γεννιέται ή κόρη τους Erika, τό πρώτο άπό τά έξι παιδιά. 'Έναν χρόνο αργότερα, στις 18 Νοεμβρίου, γεννιέται ό γιός τους Klaus, ό μετέπειτα γνωστός συγγραφέας. 1908 Αρχίζει νά χτίζει ένα εξοχικό στήν τοποθεσία Bad Tolz έξω άπό τό Μόναχο. Τόν Μάιο ταξιδεύει οίκογενειακώς καί με τά άδέλφια του Heinrich καί Carla στήν ’Ιταλία (Βενετία). Τόν Νοέμβριο γνωρίζει στή Βιέννη τούς συγγράφεις Άρθουρ Σνίτσλερ (1862-1931) καί Ούγκο φόν Χόφμαννσταλ (1874-1929).
355/379
1909 Στις 27 Μαρτίου γεννιέται ό γιός τους Golo πού θά γίνει αργότερα ένας άπό τούς γνωστότερος γερμανούς ιστορικους. Τον ’Ιούλιο στό Bayreuth γιά τήν παράσταση τοΰΠαρσιφαλ. Ό Ρίχαρντ Βάγκνερ θά γίνει ένας άπό τούς πλέον αγαπημένους του συνθέτες. 1910 Αρχίζει νά γράφει τό μυθιστόρημα Φέλιξ Κρούλ [Felix Krull ]. Γεννιέται ή κόρη τους Monika (7 ’Ιουνίου). Στις 30 Ιουλίου αύτοκτονει ή αδελφή του Carla. Στις 12 Σεπτεμβρίου παρακολουθεί τήν πρώτη παρουσίαση τής"Οιδοης Συμφωνίας τού Γκούσταυ Μάλερ
356/379
(1860-1911) στό Μόναχο. ’Αρχή μιας στενής φιλίας με τόν συνθέτη. 1911 Τήν άνοιξη έκ νέου στή Βενετία μέ τή γυναίκα του και τόν άδελφό του Heinrich. Έπιστρέφοντας στό Μόναχο αρχίζει νά γράφει τή γνωστότερη νουβέλα του [ Tod in θάνατος στη Βενετία Στις 20 Νοεμβρίου Venedig\. παρακολουθεί στό Μόναχο τήν πρώτη παρουσίαση τού έργου τοΰ Γκούσταυ Μάλερ Τό τραγούδι της γης [Das Lied von derErde], πού διευθύνει ό Bruno Walter, μέ τόν όποιο συνδέεται φιλικά. 19ι2 Από τά μέσα Μάιου έως τά μέσα ’Ιουνίου μένει στό Davos τής 'Ελβετίας,
357/379
δπου ή γυναίκα του νοσηλεύεται σέ σανατόριο γιά λόγους υγείας. Σχεδιάζει μια νουβέλα μέ τόν τίτλο Τό μαγεμένο βουνό [DerverznuberteBerg\. Τό καλοκαίρι ολοκληρώνει τή νουβέλα θάνατος στη Βενετία πού γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Ξαναπιάνει τό μυθιστόρημα Φελιζ ΚρουΧ 1913 ’Αρχίζει νά γράφει τό μυθιστόρημά του Το μαγιχο βουνο [Der Zauberberg\ y πού θά ολοκληρώσει δέκα χρόνια αργότερα. 1914 Τόν ’Ιανουάριο εγκαθίσταται στήν ιδιόκτητη κατοικία στήν οδό Poschinger άρ. 1, στό Μόναχο, οπου θά
358/379
ζήσει εως τό 1933. Τό καλοκαίρι ξεσπά ό Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. 1915 1 Αρχίζει νά γράφει τή συλλογή δοκιμίων Στοχασμοί ενός απολιτικού [Betrachtungen eines Unpolitischen]. 1918 Τόν Μάρτιο ολοκληρώνει τό βιβλίο μέ τά δοκίμια Στοχασμοί ενός απολιτικού, πού κυκλοφορεί τόν ’Οκτώβριο. Στις 24 ’Απριλίου γεννιέται ή κφη τους Elisabeth. 1919
359/379
Στις 21 ’Απριλίου γεννιέται ό γιός τους Michael (θά αύτοκτονήσει στις 31 Δεκεμβρίου 1976). Ξαναπιάνει τό μυθιστόρημα Τό μαγικό βουνό. Στις 3 Αύγουστου άνακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας τοΰ Πανεπιστημίου τής Βόννης. 1920 Πρώτη δημόσια άνάγνωση άπό τό μυθιστόρημα Τό μαγικό βουνό σε εκδήλωση στήν πόλη Augsburg. Ανάμεσα στούς άκροατές είναι καί ό νεαρός Μπέρτολτ Μπρέχτ (1898-1956), πού καταγράφει τις έντυπώσεις του σ’ ενα σύντομο κείμενο, τό όποιο δημοσιεύεται στις 22 ’Απριλίου στήν έφημ. Volkswillen.
360/379
1921 Τον Μάιο ολοκληρώνει τόν πρώτο τόμο τοΰ μυθιστορήματος Τό μαγικό βουνό. Γράφει τό δοκίμιο Γκαΐτε καί Τολστόι. 1922 Ταξιδεύει δίνοντας διαλέξεις στήν Πράγα, τή Βουδαπέστη καί τή Βιέννη, οπου γνωρίζει τόν Γκέοργκ Λούκατς. 1923 Στις 11 Μαρτίου πεθαίνει ή μητέρα του. Από τις 19 Απριλίου εως τις 23 Μαΐου ταξίδι στήν 'Ισπανία οπου γίνεται δεκτός άπό τήν πριγκίπισσα Ισαβέλλα. 1924
361/379
Τόν Απρίλιο καί τόν Μάιο στήν Αγγλία. Στις 28 Σεπτεμβρίου ολοκληρώνει τό μυθιστόρημά Τό του μαγικό βουνό , ο πρώτος τόμος του οποίου κυκλοφορεί δύο μήνες άργότερα. Τόν Δεκέμβριο έκ νέου στή Δανία γιά διαλέξεις. 1925 Τήν άνοιξη ταξίδι στήν Αίγυπτο, δπου άρχίζει νά σχεδιάζει τήν τετραλογία του Ίωσηφ. Έπιστρέφοντας άπό τήν Αίγυπτο μένει τόν Μάιο στή Φλωρεντία καί τή Βενετία. Επίσημος εορτασμός τών πεντηκοστών γενεθλίων του στό Μόναχο τόν ’Ιούνιο. 1926
362/379
Τόν ’Ιανουάριο βρίσκεται στό Παρίσι γιά μιά σειρά διαλέξεων. Συμμετέχει στον επίσημο εορτασμό τών 700 χρόνων τής γενέτειράς του Liibeck. 1927 Στις 10 Μαΐου πεθαίνει ή άδελφή του Julia. Γράφει ενα εκτενές δοκίμιο γιά τόν Κλάιστ καί τό εργο αύτοΰ Άμφιτρύων [Amphitryon]. 1929 Γράφει ενα κείμενο γιά τόν Ουγκο φόν Χόφμαννσταλ πού ειχε πεθάνει τόν Ιανουάριο. Τό καλοκαίρι γράφει τή νουβέλα ΌΜάριο και 6 μάγος [Mario und der Zauberer]. Τού άπονεμιεται τό βραβείο Nobel Λογοτεχνίας.
363/379
1930 Από τόν Φεβρουάριο εως τόν Απρίλιο ταξιδεύει γιά δεύτερη φορά στήν Αίγυπτο. Δημοσιεύει τό κείμενό του Επίκληση στη λογική [Appellan die Vernunft], δπου κρούει τόν κώδωνα τού κινδύνου γιά τόν άνερχόμενο εθνικοσοσιαλισμό. 1931 Τόν Μάιο βρίσκεται στό Παρίσι γιά τήν έκδοση τής γαλλικής μετάφρασης τού μυθιστορήματος του Τό μαγικό βουνό [La Montagne Magique]. Τόν ’Ιούλιο τόν επισκέπτεται στό Μόναχο ό γάλλος συγγραφέας Αντρέ Ζίντ (1869-1951). 1932
364/379
Σειρά διαλέξεων μέ τό κείμενο Ή συγγραφική πορεία του Γκαΐτε [GoethesLaufbahn als Schriftsteller] στή Λουκέρνη, τήν Πράγα και τή Βιέννη, δπου γνωρίζει τόν Ζίγκμουντ Φρόυντ. Όλοκληρώνει τό πρώτο μέρος της μυθιστορηματικής τετραλογίας τού Τωσηφ μέ τόν τίτλο Ό νεαρός Τωσηφ [Der junge Joseph]. 1933 Στις 10 Φεβρουάριου δίνει στό Μόναχο τή διάλεξή του Τά βάσανα και τό μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ [Leiden und Grosse Richard Wagners] , τήν οποία επαναλαμβάνει στις πόλεις ’Άμστερνταμ, Βρυξέλλες και Παρίσι. Μέ τήν
365/379
άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στήν εξουσία εγκαταλείπει τή Γερμανία έξαιτίας τής εβραϊκής καταγωγής τής γυναίκας του. Εγκαθίσταται άρχικά στή Νότια Γαλλία (Sanary-sur-Mer, ΊούνιοςΣεπτέμβριος) καί στή συνέχεια στό Kussnacht λίγο εξω άπό τή Ζυρίχη. 1934 Πρώτο ταξίδι στήν Αμερική (17 Μαΐου εως 18 ’Ιουνίου) μετά άπό πρόσκληση τού άμερικανοϋ εκδότη του Alfred A. Knopf μέ άφορμή τήν έκδοση τής τετραλογίας τού Ιωσήφστά άγγλικά μέ τόν τίτλοThe Tales of Jacob. Πάνω στό καράβι πού τόν μεταφέρει στήν Αμερική διαβάζει τόν Αόν Κιχώτητού Θερβάντες καί γράφει τό κείμενο Θαλασσινό ταξίδι μέ τόν Δον Κιχώτη
366/379
[Meerfahrt mit Don Quijote]. Στις 15 ’Οκτωβρίου πεθαίνει ό εκδότης του S. Fischer. 1935 Στή Νίκαια τής Γαλλίας δίνει τή διάλεξη Προσοχή , Ευρώπη! [Achtung, Europa!]. Τό καλοκαίρι γιά δεύτερη φορά στήν ’Αμερική οπου άνακηρύσσεται, μαζί μέ τόν Άλμπερτ ’Αϊνστάιν (1879-1955), επίτιμος διδάκτορας τού Πανεπιστημίου τού Χάρβαρντ. Στις 30 ’Ιουνίου επισκέπτεται στον Λευκό Οικο τόν άμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ. Διαβάζει Προύστ. 1936
367/379
Στις 14 ’Ιουνίου δίνει στή Βιέννη τή διάλεξη ΌΦρόυντ και τό μέλλον [Freud und die Zukunft]. ’Αρχίζει νά γράφει τό μυθιστόρημα Ή Λόττε στή Βαϊμάρη [Lotte
in Weimar]. 'Οριστική ρήξη μέ τή ναζιστική Γερμανία· παίρνει τήν τσέχικη υπηκοότητα στις 19 Νοεμβρίου. 1937 Τρίτο ταξίδι στήν Αμερική μετά άπό επίσημη πρόσκληση του ιδρύματος New School for Social Research. Γνωρίζει καί συνδέεται φιλικά μέ τις Agnes Ε. Meyer (σύζυγο τοΰ Eugene Meyer, ιδιοκτήτη τής Washington Posd καί Caroline Newton. Στις 16 Νοεμβρίου δίνει στή Ζυρίχη τή διάλεξη Ό Ρίχαρντ Βάγκνερ καί τό Δαχτυλιδι
368/379
τού Νιμπελούνγκεν [Richard Wagner und der Ring des Nibelungen]. 1938 Από τόν Φεβρουάριο εως τά μέσα ’Ιουλίου βρίσκεται γιά μιά σειρά διαλέξεων (The Coming Victory of Democracy) στήν ’Αμερική περιοδεύοντας σέ ολόκληρη τή χώρα. Τό Πανεπιστήμιο Princeton τού προσφέρει μιά θέση ώς Lecturer in the Humanities. Επίτιμος διδάκτωρ τού Πανεπιστημίου Columbia τής Ν. 'Τόρκης (ΐη ’Ιουνίου). Στις 11 ’Ιουλίου επιστρέφει στό Kilssnacht μέ τή σταθερή απόφαση νά έγκαταλείψει τήν Ευρώπη. Στις 25 Σεπτεμβρίου φτάνει στή Ν. Ύόρκη καί τρεις μέρες αργότερα εγκαθίσταται στό Princeton. Στή
369/379
Στοκχόλμη, οπου στό μεταξύ εχει μεταφερθεΐ ό εκδοτικός οικος S. Fischer, κυκλοφορεί ή συλλογή δοκιμίων Προσοχή, Ευρώπη! [Achtung, Europa/ ]. 1939 Δίνει μιά σειρά διαλέξεων στό Princeton γιά τόν Βάγκνερ καί τόν Φρόυντ. Τήν 1η Σεπτεμβρίου ξεσπά ό Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Στις 26 ’Οκτωβρίου ολοκληρώνει τό μυθιστόρημά του Ή Λόττε στή Βαϊμάρη. 1940 Προσφέρει τή βσήθειά του στήν Emergency Rescue Committee γιά τήν υποδοχή προσφύγων άπό τήν Εύρώπη. Αρχή μιας σειράς ραδιοφωνικών
370/379
εκπομπών πού μεταδίδονται, μέσω τού BBC, καί στή Γερμανία μέ τίτλο Γερμανοί ακροατές! [Deutsche Horer!]. 1941 Στις 14 Ίανουαρίου έπισκέπτεται εκ νέου τόν άμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ στον Λευκό Οικο. Στις 27 Μαρτίου άνακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας τού Πανεπιστημίου τού Berkeley (California). Τού προσφέρεται μιά θέση στή Βιβλιοθήκη τού Κογκρέσσου (Library of Congress) ώς Consultant in Germanic Literature, θέση πού χρηματοδοτείται άπό τό ζεύγος Eugene καί Agnes Ε. Meyer. 1942
371/379
Εγκαθίσταται στήν ιδιόκτητη κατοικία του στό Pacific Palisades, (California) δπου θά μείνει ώς τήν έπιστροφή του στήν Εύρώπη. 1943 Στις 15 Μαρτίου κάνει τά πρώτα σχεδιάσματα τού σημαντικότερου, δπως ομολογεί ό ίδιος, μυθιστορήματος του Τόν Δόκτωρ Φάουστους [Doctor Faustus]. ’Ιούλιο γνωρίζει καί συνδέεται φιλικά μέ τόν Τέοντορ Άντόρνο δπως καί μέ τούς Άρνολντ Σένμπεργκ καί ’Ίγκορ Στραβίνσκυ. 1944 Συνεχίζει τό μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους. Στις 23 ’Ιουνίου, μετά άπό αίτησή του, άποκτά τήν άμερικανική
372/379
υπηκοότητα. Τόν Δεκέμβριο γράφει τό εικοστό πέμπτο κεφάλαιο, ένα άπό τά θαυμαστότερα τού μυθιστορήματος. 1945 Τόν Φεβρουάριο δημοσιεύει στό περιοδικό Free World τό κείμενό του «The End» («μιά νεκρολογία τού εθνικοσοσιαλισμού»). Στις 29 Μάίου στή Library of Congress δίνει τή διάλεξη Germany and the Germans. Επίσημος εορτασμός τών εβδομηκοστών γενεθλίων του στή Ν. Ύόρκη. Αρνεΐται νά επιστρέφει στή Γερμανία. 1947 Στις 29 Ίανουαρίου ολοκληρώνει τό μυθιστόρημα Δόκτωρ Φάουστους. Από
373/379
τόν Απρίλιο εως τόν Σεπτέμβριο ταξιδεύει στήν Εύρώπη χωρίς νά έπισκεφτεΐ τή Γερμανία. Τόν ’Οκτώβριο κυκλοφορεί στή ΣτοκχόλμηΔόκτωρ δ
Φάουστους. 1949 Τήν άνοιξη εκ νέου στήν Εύρώπη. Στις 13 Μάίου άνακηρύσσεται έπίτιμος διδάκτωρ τοΰ Πανεπιστημίου τής ’Οξφόρδης. Στις 21 Μάίου ι^ύτοκτονεΐ ο γιός του Claus στις Κάννες. Στις 27 Μάίου έπίτιμος διδάκτωρ τού Πανεπιστημίου Lund τής Σουηδίας. ’Επισκέπτεται τή Γερμανία γιά τις έορταστικές έκδηλώσεις μέ αφορμή τά διακόσια χρόνια άπό τή γέννηση τού Γκαΐτε. Στις 28 Αύγούστου τού άπονέμεται τό Βραβείο «Γκαΐτε» τής
374/379
πόλης τής Φρανκφούρτης. Σειρά διαλέξεων γιά τόν Γκαΐτε τόν ’Οκτώβριο σέ πόλεις στήν Καλιφόρνια. 1950 Έχ νέου στήν Εύρώπη (19 Άπρ.-19 Αύγ.). Στις 23 Μάίου έπισκέπτεται τόν Έρμαν "Έσσε. Τόν Δεκέμβριο ξαναπιάνει τό μυθιστόρημα Φέλιζ Κρουλ. 1952 Αποφασίζει νά επιστρέφει στήν Ευρώπη. Στις 24 Απριλίου εγκαταλείπει, υστέρα άπό 14 ολόκληρα χρόνια, τήν ’Αμερική. Εγκαθίσταται στήν Ελβετία, άρχικά στό Erlenbach καί λίγο άργότερα στό Kilchberg (τοποθεσίες κοντά στή Ζυρίχη). Τόν
375/379
’Οκτώβριο, μετά άπό είκοσι ολόκληρα χρόνια, βρίσκεται γιά λίγες μέρες στό Μόναχο. 1953 Τόν Απρίλιο επισκέπτεται στή Ρώμη τόν Πάπα Π ίο τόν XII. Τόν Δεκέμβριο τελειώνει τό πρώτο μέρος τών ’Εξομολογήσεων τοΰ απατεώνα Φέλιξ Κρούλ [Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Kruli]. 1954 Ταξιδεύει στήν ’Ιταλία (Ταορμίνα, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο). Γράφει τό κείμενο Δοκίμιο γιά τον Τσέχωφ. Εγκαθίσταται στήν ιδιόκτητη κατοικία στό Kilchberg, πάνω άπό τή λίμνη της Ζυρίχης. Τό φθινόπωρο άρχίζει νά
376/379
γράφει τό Δοκίμιο γιά τον Σίλλερ [Versuch tiberSchiller]. Κυκλοφορεί τό μυθιστόρημα Φέλιξ Κρούλ. Στις 6 Δεκεμβρίου άρνεϊται τό Βραβείο «Στάλιν» γιά τήν Ειρήνη, 1955 Στις 11 Ίανουαρίου ολοκληρώνει τό Δοκίμιο γιά τόν Σίλλερ. Εισάγεται στό νοσοκομείο στήν πόλη Chur οπου μένει τις δύο πρώτες εβδομάδες τού Φεβρουάριου. Στις 8 Μαΐου, στήν Κρατική ’Όπερα τής Στουτγάρδης, εκφωνεί τόν πανηγυρικό γιά τά 150 χρόνια άπό τόν θάνατο τού Σίλλερ (τό Δοκίμιο γιά τόν Σίλλερ σε συντομευμένη μορφή). Στις 14 Μαΐου επαναλαμβάνει τήν ομιλία του στό
377/379
Εθνικό θέατρο τής Βάιμάρης, ένώ τήν επόμενη μέρα άνακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ τοΰ Πανεπιστημίου τής Ίένα. Στά τέλη τοΰ μήνα επισκέπτεται τή γενέτειρά του γιά τελευταία φορά. Στις 4 Ιουνίου άνακηρύσσεται έπίτιμος διδάκτωρ τοΰ Πανεπιστημίου τής Ζυρίχης, δπου γίνονται επίσημες εκδηλώσεις γιά τή συμπλήρωση τών οιδόντα χρόνων του. Από τις 30 Ιουνίου εως τις 23 ’Ιουλίου ταξιδεύει στήν Όλλανδία. ’Επιστρέφει εσπευσμένα καί εισάγεται στό νοσοκομείο Kantonsspital τής Ζυρίχης, λόγω ραιδαίας έπιδείνωσης τής υγείας του. Στις 12 Αύγούστου, στις οχτώ τό βράδυ, ό Τόμας Μάνν πεθαίνει άπό θρόμβωση τής στεφανιαίας άρτηρίας
378/379
στή Ζυρίχη, καί λίγες μέρες άργότερα, στις 16 Αύγούστου, ενταφιάζεται στό μικρό κοιμητήρι στό Kilchberg. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
@Created by PDF to ePub