Ο 5ιγ ΚοηηεΐΗ Οονετ γεννήθηκε στο Ο ογάοη της Αγγλίας στις 11 Μαρτίου του 1920. Σπού δασε στο 81. ΡαιιΓδ δοΗοο! του Λονδίνου και στο ΒαΙΠοΙ (]ο1ΐ6§6 τ^ς Οξφόρδης και παντρεύτηκε στα 1947* απέκτησε από τον γά μο του έναν γιο και μια κόρη. Διετέλεσε: Ρείΐονν και ΤιιΙογ του Β&ΙΗοΙ €ο\\ε& (1948-1955). Καθηγητής των Αρχαίων Ελλη νικών στο δί. Αη(ΐΓ6\νδ υηΐνεΓδίΐγ 1955-1976, Κα θηγητής στο (Ζοφίΐδ (ΖΗπδΐΐ €ο11ς§6 της Οξφόρδης (1976-1986), Καθηγητής Κλασσικών Σπουδών (χειμερινό τρίμηνο μόνο) στο δΙαηίοΓά υηΐνεΓδΐΐν (1987:), Πρόεδρος της Ηεΐΐεηΐς δοοΐεΐγ (19711974), Πρόεδρος της ΟΐΕδδΐο&1 Αδδοααΐΐοη (1975), Πρόεδρος της Βρετανικής Ακαδημίας (1978-1981). Του απονεμήθηκε ο τίτλος του δΐτ στα 1977. Ο δίτ ΚοηηείΗ ϋονεΓ υπηρέτησε στο βασιλικό πυροβολικό την περίοδο 1940-1945. Έργα: ΟτεεΙί \νοιχ! ΟΓάεΓ (^αιτώπίΐξε 1960 Εγδΐ&δ αηά ΐΗε (ΙοΓριίδ Εγδΐ2<:ιΐΓη ΒειΊ<:€ΐ€γ 1968 (έκδοση και σχολιασμός) Νεφέλες, Αριστοφά νη, Οξφόρδη 1968 (έκδοση και σχολιασμός), επι λογή ποιημάτων, Θεόκριτος, Λονδίνο 1971 Η Κωμωδία του Αριστοφάνη Λονδίνο 1972 ΡορυΙαΓ ΜοιήΙιΙυ ΐη ΐΗε Τΐηΐ€ οί ΡΙ^ίο %χ\ά Αιΐδίοΐΐϋ, Οξφόρδη 1974 (σε συνεργασία) ΗίδΐοποΗΐ (^οιτιιτιοηΐΗΓν οη ΤΙίιιογάΐίΐεδ, τόμ. ΐν και ν Οξφόρδη 1970 και 1981. Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, Λονδίνο 1978, ΤΗο θΓ66ΐ<δ, Λονδίνο 1980, (σε συνεργασία) Αηοϊεπί Οτεείί ΙίΙεΓ&ΙιίΓε, Οξφόρδη 1980, Ογ€€1< ζηά ΐΗε Οτοοίίδ (Συλλογή Μελετών I) Οξφόρδη 1987, ΤΗε Οι*£€ΐ<δ ζηά ΐΗεΐτ Ε^§3ογ (Συλλογή Μελετών II) Οξφόρδη 1989.
Κ. ϋ. ϋΟνΕΚ ΜΙ
Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα
Μετάφραση Π Α Ν Α ΓΙΩ ΤΗ ΧΙΩΤΕΛΛΗ
Μ Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Π . Χ ΙΩ ΤΕΛΛ Η
Το αγγείο αυτό, έργο του Ζωγράφου του Βερολίνου από τις αρχές του πέμπτου αιώνα π.Χ., απεικονίζει τον Γανυμήδη, το θρυλικό αγόρι, που η ομορφιά του διήγειρε τον πόθο του Δία (Ε 348* στον κατάλογο αγγείων δες επίσης τον πίνακα I).
Περιεχόμενα Λίγα λόγια για την έκδοση Πρόλογος Δεύτερος Πρόλογος Συντομογραφίες
ϊχ χί χν
χχί
I ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 1 Κλίμακα 2 Εικαστικές Τέχνες β ]Λ ογοτεχ νία Λ εξιλόγιο
1 5 10 17
II Η ΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΤΙΜΑΡΧΟΥ Α Ο Νόμος ( 1/Α ντρική Π ορνεία 2 Π οινές 3 Νομική Κατάσταση 4 Ύ βρις Β Εκδηλώσεις Έρωτα
21 25 34 38 Ο /\0 '
1 Υπεράσπιση κατά κατηγορίας για πορνεία (ίΤ)Έρωτάς και επιθυμία £ΤΥΕρωτας και αγάπη 4 Παρακολούθηση και Φιλονικία 5 0 μ ο φ νλο φιλι κή^Ποΐήσ η ' \
43 47 54 60 63
Γ Φύση και Κοινωνία (Ύ)Φυσική Παρόρμηση
66
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
νϋϊ
2 3 4 5 6
Αντρική και γυναικεία σωματική διάπλαση Αντρικό και γυναικείο ύφος Κ υνήγι και φυγή Ερωτική πολιορκία και~σεξουαλική επαφή Ρόλοι κυριαρχίας και εξάρτησης
74 80 89 100 110
III ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ Α Δημοσιότητα Β Προτιμήσεις και Φαντασιώσεις Γ Κωμική Εκμετάλλευση Δ φιλοσοφική Εκμετάλλευση ν ΐ Ε Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
121 135 148 168 187
IV ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ (α Κ Δωριείς Β Μύθος και Ιστορία
Κατάλογος Αγγείων Βιβλιογραφία Ευρετήριο Αρχαίων Κειμένων και Γραπτών Τεκμηρίων Ευρετήριο Αρχαίων Λέξεων Γενικό Ευρετήριο
203 217
226 252 260 266 270
Αίγα Λόγια για την Έκδοση Με ιδιαίτερη ικανοποίηση θέτουμε σε κυκλοφορία τη μελέτη του καθηγητή Ωον€Γ μεταφρασμένη στα Ελληνικά. Ο αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι αυτή η έκδοση είναι ίσως η πληρέστερη από όσες έχουν κυκλοφορήσει, ακόμα και στα Αγγλικά, αφού ο συγγραφέας πρόσθεσε και διόρθωσε το περιεχόμενο με όλα τα στοιχεία που προέκυψαν και υπέπεσαν στην αντίληψή του κατά τα δώδεκα χρόνια που πέρασαν από την πρώτη έκδοση του βιβλίου. Επίσης η έκδοση αυτή περιέχει έναν νέο πρόλογο-επισκόπηση αυτών των νέων στοιχείων, γραμμένον μόλις πέρυσι, ο οποίος περιέχεται μόνον, από όσο γνωρίζω, στην Ολλανδική έκδοση του έργου. Π ολλοί φίλοι βοήθησαν με διάφορους*τρόπους για να ολοκληρωθεί η προσπάθειά μας. Θα πρέπει να ευχαριστήσω ιδιαίτερα, για την προσοχή που έδωσε και τον πολύτιμο χρόνο που αφιέρωσε για να απαντήσει στις απορίες μου, τον συγγραφέα δίΓ Κοηηείΐι Όονζτ. Επίσης οφείλω να αναφέρω και να ευχαριστήσω για τη βοήθειά τους: την κ. Δήμητρα Φωτιάδη της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής και την αρχαιολόγο κ. ϋοιηίηκμιε Νεηηα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, τον εκδοτικό οίκο Καρδαμίτσα και τον εκδοτικό οίκο Παπαδήμα, τον βιβλιοπώλη κ. Γιώργο Θεοδώρου, Π.Χ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το βιβλίο αυτό έχει έναν απλό και περιορισμένο στόχο, να περιγράψει τα ομοφυλοφιλικά φαινόμενα στη συμπεριφορά και το συναίσθημα, που συνα χτώ νται στην Ελληνική τέχνη κ α ^ ^ ^ ^ εχ ν ία ανάμεσα στον όγδοο και δεύτε ρο αιώνα να'προσφέρει έτσι μια βάση για λεπτομερέστερη και περισσότερο ειδικευμένη^διερεύνηση (την οποία αφήνω σε άλλους) των σε ξουαλικών πτυχών της Ελληνικής τέχνης, κοινωνίας κοα τ|θικής. Σ ’ ένα άρθρο, πουΊΒήμοσιεύτηκε πριν από εβδομήντα χρόνια, ο Εποΐι ΒείΗε παρατηρούσε ότι η εισβολή της ηθικής αξιολόγησης, «του θανάσιμου εχθρού της επιστήμης», είχε μολύνει τη μελέτη της Ελληνικής ομοφυλοφι λίας- και συνεχίζει να τη μολύνει. Έ νας συνδυασμός αγάπης για την Αθήνα και μίσους για την ομοφυλοφιλία βρίσκεται πίσω από τις γνώμες ότι οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις ήταν «Δωρικό αμάρτημα, καλλιεργημένο από μια πολι μικρή μειοψηφία στην Αθήνα» (Ι.Α.Κ. ΤΗοπίδοη, αγνοώντας τη μαρτυρία «ων εικαστικών τεχνών) ή ότι «εθεωρούντο ατιμωτικές από τον νόμο και... την κοινή γνώμη» (Α.Ε. Ταγ1θΓ, αγνοώντας τις βαθύτερες προεκτάσεις του κειμένου, στο οποίο αναφέρεται στην υποσημείωσή του). Έ νας συνδυασμός αγάπης για τον Ελληνικό πολιτισμό γενικά και ανικανότητας ή απροθυμίας να αναγνωριστούν διαφορές στη συμπεριφορά, που είχαν μεγάλη σπουδαιότητα μέσα σ ’ αυτόν τον πολιτισμό, δημιουργεί απόψεις, που υποστηρίζουν ότι «η ομοφυλοφιλία» ίουί οοηΠ ή η «παιδεραστία» απαγορευόταν από τον ^ ν ό μ ο στις περισσότερες Ελληνικές πόλεις (ΡΙαοοΙίέΓβ, Μ&ιτοιι). Δεν γνωρίζω κανένα θέμα στις κλασικές σπουδές, όπου να αποδυναμώνεται τόσο εύκολα η φισική ικανότητα του μελετητή να αντιλαμβάνεται διαφορές και να εξάγει σιμπεράσματα και κανένα στο οποίο ο συγγραφέας είναι τόσο πιθανό να θεωρηθεί ότι είπε όσα δεν είπε ή να κατηγόρηθεί ότι παρέλειψε να πει πράγματα που είπε πολλές φορές. Από προσωπική πείρα υποστηρίζω το σχόλιο του Κ^Γίεπ ότι: «Ορισμένοι (ενν. δημόσιοι και ακαδημαϊκοί ειδικοί σε σεξουαλικά θέματα) είναι κρυφοί ομοφυλόφιλοι και οι “έρευνέ(ΐ” τους μεταμφιεαμένη απολογία. Ά λ λ ο ι ερευνητές και κλινικοί αποκαλύπτουν ένα προ σωπικό εκδικητικο~μίσος κατά των σεξουαλικά αποκλινόντων, που δεν θα εκδήλωναν ποτέ γραπτά ή προφορικά δημοσίως». Φυσικά δεν μπορώ να δω τις δικές μου αδυναμίες ή να εξηγήσω ικανοποιητικά γιατί η θέση μου είναι αυτή
χϋ
Η Ομοφν?ιθφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
που είναι, θα την περιγράψω όμως με λίγα λόγια έτσι ώστε να την έχει υπόψη του ο αναγνώστης. Η καθιερωμένη χρήση της γλώσσας με αναγκάζει να μεταχειριστώ τα «ετεροφυλοφιλικός» και «ομοφυλοφιλικός» ως αντίθετα, αν όμως ακολουθού σα την προσωπική μου προτίμηση θα αντικαθιστούσα το «ετεροφυλοφιλικός» με το «σεξουαλικός» και θα θεωρούσα αυτό που ονομάζεται «ομοφυλοφιλία» υποδιαίρεση του «οιονεί σεξουαλικού» (ή του «ψευδοσεξουαλικού»· όχι του «παρασεξουαλικού»). Ό π οιος επιθυμεί να με εντυπωσιάσει αποδίδοντας την προτίμησή μου σε προκατάληψη πρέπει πρώτα να με πείσει ότι έχει κάνει μια σοβαρή απόπειρα να διακρίνει την προκατάληψη από την κρίση. Κανένα επιχείρημα, που εμφανίζεται ότι αποδεικνύει πως η ομοφυλοφι λία γενικά είναι φυσική ή αφύσικη, υγιής ή νοσηρή, νόμιμη ή παράνομη, σύμφωνη με τη θέληση του Θεού ή αντίθετη προς αυτήν, δεν μου λέει αν μια συγκεκριμένη ομοφυλοφιλική πράξη είναι ηθικά ορθή ή ηθικά εσφαλμένη. Είμαι τυχερός, γιατί δεν αισθάνομαι καμιάν ηθική αναστάτωση ή αποτροπια σμό για καμιάν απολύτως γενετήσια πράξη, υπό τον όρο ότι είναι ευπρόσδεκτη και ευχάριστη σε όλους όσους συμμετέχουν (είτε αυτοί είναι ένας, δύο ή περισσότεροι από δύο). Κάθε πράξη μπορεί να είναι — για μένα και για κάθε άλλον άνθρωπο — αισθητικά ελκυστική ή αισθητικά αποκρουστική. Κάθε πράξη μπορεί να γίνει για την εξυπηρέτηση μιας ηθικά καλής ή ηθικά κακής πρόθεσης. Κάθε πράξη μπορεί να έχει καλές ή κακές ^συνέπειες. Καμιά πράξη δεν καθαγιάζεται και καμιά δεν υποβιβάζεται ηθικά, απλώς επειδή έχει μια γενετήσια διάσταση. Ορισμένοι αναγνώστες, ιδιαίτερα αν είναι οικείοι με προηγούμενη ανά πτυξη του θέματος, ίσως εκπλαγούν από τον καταμερισμό της έμφασης στο βιβλίο αυτό. Ασχολήθηκα συγκριτικά λίγο με αρκετούς διάσημους ανθρώ πους και τόπους (Σαπφώ, Σωκράτη, Σπάρτη) και εκτενέστερα από όσο συνηθί ζεται με θέματα όπως οι ξυστές επιγραφές, η νομική ορολογία και οι λεπτομέ ρειες του σωματικού ερεθισμού και της σωματικής αντίδρασης. Η αιτία είναι ότι το ερώτημα, στο οποίο προσπάθησα να απαντήσω, δεν αναφέρεται στις διασημότητες αλλά στην Ελληνική κοινωνία γενικά. Οι αναγνώστες ίσως ακόμα εκπλαγούν επειδή δεν αναφέρομαι αναλυτικά στις σχέσεις ανδρών και γυναικών. Ζητώ από τους αναγνώστες αυτούς να θυμηθούν πρώτα ότι το βιβλίο αναφέρεται σ ’ ένα στοιχείο της Ελληνικής σεξουαλικής ζωής και δεύτερον ότι το κύριο αντικείμενό μου είναι η περιγραφή όσων παρατηρού νται ευκολότερα και καθαρότερα, προσφέροντας ερμηνείες, όπως αυτές που υπαγορεύει η καθημερινή εμπειρία (στην οποία όσα πραγματικά ενδιαφέρουν τους ανθρώπους είναι συχνά πολύ διαφορετικά από όσα «θα έπρεπε» να τους ενδιαφέρουν) προσπαθώντας (χωρίς καθολική επιτυχία) να αποφύγω τη διατύ πωση υποθέσεων σε περισσότερο αφηρημένα επίπεδα. Αρχικά υπήρχε η πρόθεση να γράψουμε αυτό το βιβλίο ο Καθηγητής θ £ 0Γ££ ΟονοΓειιχ κι εγώ σε συνεργασία. Η πίεση άλλων υποχρεώσεων δεν
χϋΐ
επέτρεψε στον Καθηγητή ΒενοΓϋΐχχ να συνεισφέρει στο βιβλίο, αντλούσα όμως ωφέλιμες πληροφορίες συνεχώς, συζητώντας μαζί του πολλά προβλή ματα, που προέκυψαν κατά τη συγγραφή· δεν αποπειράθηκα να θίξω εγώ θέματα στα οποία εκείνος είναι ειδικός, εξαιτίας της μεγάλης του πείρας και γνώσης στην ανθρωπολογία και την ψυχανάλυση. Π ολλοί φιλόλογοι, εδώ και στο εξωτερικό, μου πρόσφεραν χρήσιμα σχόλια, κρίσεις, συμβουλές και πληροφορίες* όλα τα λάθη είναι δικά μου. (ϋοΓριίδ Οΐιπδΐί <ϋο1ΐ€£6, Οξφόρδη
Κ.3. Όουογ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ*
Η σημαντικότερη εξέλιξη στη μελέτη της Ελληνικής ομοφυλοφιλίας, από τότε που έγινε η πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου στα 1978, ήταν η παρουσίαση της υπόθεσης ότι οι έφηβοι των Ελληνόφωνων λαών της προϊ σ τ ο ρ ικ ά επογύο υποβάλλοντο σ ’ ένα σύστημα μύησης, του οποίου αναπό σπαστο τμήμα ήταν η σεξουαλική επαφή ανάιιεσα σε ιιυητές και μυούμενους. Παρόμοια συστήματα μύησης υπάρχουν σε πολλούς πολιτισμούς της Νέας Γουινέας, της Μελανησίας και της Αυστραλίας. Σε πρόσφατες εποχές, μια μορφή ομοφυλοφιλικών σχέσεων, με ενσωματωμένα μυητικά στοιχεία, συναντάται στην Κεντρική Αφρική και, στους αρχαίους καιρούς, ανάμεσα στους Γερμανούς Ταίφαλους (περιγράφονται με συντομία από τον Αμμιανό Μαρκελλίνο) και στους Κρητικούς (που περιγράφονται πολύ λεπτομερέστερα από τον Έφορο). Μια υπόθεση αυτού του είδους αναπτύχθηκε σε γενικές γραμμές από τον ΒοΐΗο στα 1907 και αναφέρθηκα σ ’ αυτήν (με διάθεση απορριπτική) στο Κεφάλαιο IV. Οι σχετικές μαρτυρίες είναι τώρα πλουσιότερες και μια πληρέ στερη ανάπτυξη της ιδέας του Βείΐιε βρίσκεται στο έργο του Ηαι-αίά ΡαίζοΓ, ϋ ΐ € 1982), του Β. δοΓ^εηί, υ Ηοιηο86χιιαΙίΐέ άαη8 Ια ιηγίήοΐοβίβ βΓεοςυο (Παρίσι 1984) και σ ’ ένα άρθρο του Ιαπ ΒΓεηιηιεΓ στην ΑΓ0 ίΙιη8α, 1980. Δεν δέχομαι την υπόθεση κι εκθέτω τις αιτίες γ ι’ αυτό στο Κεφάλαιο 12 ενός τόμου της συλλογής μελετών μου με τίτλο, Τήο Ο γο€^8 αηά ΙΙιείΓ Τοβαογ, που πρόκειται να εκδοθεί από τον Βαδίΐ Βίαοΐίννεΐΐ στα 1989. Έ νας από τους λόγους της αρνητικής μου στάσης προς την υπόθεση αυτήν είναι ότι οι λέξεις από ορισμένα κείμενα, στις οποίες βασίζονται οι εισηγητές της υπόθεσης, δεν σημαίνουν όσα υποστηρίζεται ότι σημαίνουν και δεν συνεπάγονται όσα υπο στηρίζεται ότι συνεπάγονται. Επιπλέον η υπόθεση απαιτεί να πιστέψουμε ότι το ομοφυλοφιλικό πνεύμα, της εποχής των συστημάτων μύησης, πρώτα απωθήθηκε για μακρά περίοδο, μετά τον μετασχηματισμό του συστήματος στο
* Σ.Μ. Ο πρόλογος αυτός γράφτηκε ειδικά για την Ολλανδική έκδοση του έργου και παρα/ωρήθηκε στις εκδόσεις Π. Χιωτέλλη από τον δίΓ ΚεηηεΐΗ Οονει\
χνί
Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα
οποίο ανήκε, κι ύστερα (γύρω στα 600 π.Χ.) ξαναφούντωσε και έγινε τόσο σημαντικό για τους Έ λληνες ώστε εισχώρησε σκόπιμα σε μύθους που κληρονομήθηκαν, όπου αρχικά δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Αν συνέβηκε κάτι στα τέλη του έβδομου αιώνα π.Χ., το οποίο είχε τόσο βαθιά και εκτεταμένη επίδραση, η θεωρία ότι η φανερή ομοφυλοφιλία ήκμασε σε πολύ προγενέστε ρη εποχή γίνεται περιττή. Οι οπαδοί της υπόθεσης, που αναφέρεται στη μύηση, αρνούνται εκείνο που έχω ονομάσει περίοδο απώθησης (με την εξαί ρεση ότι ο ΡαΙζεΓ παραδέχεται μια συμβατική απώθηση στην επική ποίηση) και τονίζουν τις προεκτάσεις της εικόνας του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, που δίνει ο Ό μη ρος, και την αναφορά του στον Γανυμήδη. Θεωρούν επίσης τους ομοφυλοφιλικούς μύθους, που συναντάμε στην ύστερη αρχαϊκή και στην κλασική περίοδο, πολύ παλιούς μύθους. Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός έρχεται σε αντίθεση προς τα υπάρχοντα τεκμήρια, στην περίπτωση των μύθων του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, του Ποσειδώνα κςρ^ο^-Πέ^οπα και (θα έλεγα) του Λάιου και του Χρύσιππου. Το ζήτημα της(^απώθησης>^συνδέεται μ 5 ένα θέμα, που φαίνεται θα έπρεπε να^ είχα αναπτύξει λεπτομερέστερα και τονίσει περισσότερο: τη διάκριση ανά-< μεσα στη «φανερή» και τη^^σ^γ4ςαλ^μέ^Iι>> ομοφυλοφιλία. Οι '^λλτ]ν^ς, απο τη μέση αρχαϊκή περίοδο και μετά, διέί^ραν^βπό τους αρχαίους Αιγύπτιους, Εβραίους και Ασσύριους (δεν γνωρίζουμε αρκετά γύρω από τους Χετταϊκούς και Βαβυλωνιακούς ηθικούς και νομικούς κανόνες, που ίσχυαν για την ομο φυλοφιλία) επειδή θεωρου&(α ^ ό ν ν0Γέ£ουαλικό πόθο των ενήλικων ανδοών ωραίους ανήλικους άρρενες φυσικό και ομαλό, επειδή αρνούντο ότι η εκπλτί- ] ρωσή του με την ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή ήταν Ρ€Γ 86 εκτεθειιιένη ! σε θρησκευτικέςΑ,_τιθικές ή νομικές αντίο οιίσ.£ΐτ^επει5^ ^ ομοφυλοφιλικού πόθου και σεξουαλικής επαφής σε (θεούς)και πίοωεα και θεωρούσαν τις ομοφυλοφιλικές τους σγέσεις υλη ^ καταΧληλο για τητΓτέννη και τη λογοτεχνία κι επειδή χρησιμοποιούσαν ελεύθερα εκφράσεις όπως, «είμαι ερωτευμενος», «ερωτεύομαι», «κυνηγώ», «πιάνω», «ξελογιάζω», «παρα δίνομαι». «κάνω γάοεο>. «εκπληρώνω τον πόθο μου» και άλλες παρόμοιες για ομοφυλοφιλικές και έτέρο<ρΰ%^ ί ο λεξιλόγιο αυ^ο δεν χρησιμοποιείται ποτέ για σχέσεις ανάμεσα σε ομοφύλους από τογ Ό μη^, ρο.τ ο ν Ησίοδο, τον Α ρχίλοχο ή τον Τυρταίο. Αυτό στ^αίνει πω^ ό^τι κι αν πίστευαν ο Ό μηρος ή οι ακροατές του για τον Αγιλλεα καιτον Πάτροκλο και 6πω^ κια ν συ στη ν π ραγματικόττ^ ο ι Βοιωτοί του Ησίοδου, οι Σ παρτιάτες τ^ Τ ϋρ τά ίουκ α ί όί Π ά ^ ο Ι ^ τους ήταν (ΤύΤ^αΧ^ . Η ϋα^ τη συνκαλυμμένπ στη φανερή ομΙοφυλ οφιΠα η ^ Γ με τον Αλκμάνα, τη Σαπφώ, τον Α λκαίο και τον Σόλωνα και αστραπιαία έγινε σημαντικό Θέμα στις εικαστικές τέγνες. Οι θε1ορι£ς71^ ερμηνεύσουν την Ελληνική ομοφυλοφιλία, θα έπρεπε να στρέφονται προς την ερμηνεία αυτής της μετάβασης σ ’ αυτήν την περίοδο.
Ό φ ειλα επίσης να δηλώσω συχνότερα και εντονότερα (γιατί ένας κριτι κός με παρεξήγησε σ ’ αυτό το σημείο) ότι το βιβλίο μου δεν είχε την πρόθεση να είναι μια «Έ κθεση ϋονοΓ» για τις σεξουαλικές αντιλήψεις, προτιμήσεις και συνήθειες του πληθυσμού του Ελληνικού κόσμου. Μια παρόμοια έκθεση είναι αδύνατη χωρίς πληθώρα προσωπικών στοιχείων και απαντήσεων σε καλοσχεδιασμένα ερωτηματολόγια. Έ χουμε πολύ λίγα προσωπικά στοιχεία από τον αρχαϊκό και κλασικό Ελληνικό κόσμο και προφανώς δεν έχουμε κοινωνικές μελέτες. Το βιβλίο μου ενδιαφέρεται κυρίως για την αναπαράσταμτ^^ θούμε Τ τ Γ ^ ή ^ ^ δ ^ φ ^ έ ς^α ^ ^ εσ α ^ τ φ ^ ν α παράσταση και στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η αναπαράσταση ενδιαφέρεται για τη μονοδρομική σχέση, όπου ο ενήλικός άντρας ποθεί, κυνηγά και πιάνει έναν ανήλικο, ενώ ο ανήλικος μπορεί να παραδοθεί από αγάπη και θαυμασμό για τον ενήλικο αλλά δεν δοκιμάζει πόθο ή διέγερση.^ Σύμφωνα με την αναπαράσταση, ο αμοιβαίος πόθος ενήλικων..ανδρών ήταν σπάνιο φαινόμενο και η υιοθέτηση του «παθητικού» ρόλου κατά την ^ ώριμη ηλικία επέσυ^ε τη ^ε^οιοττοίτιση, ττ]ν περιφρόνηση και την εχθρότη τα, έτσι υποδείχθηκε (ιδιπίτερπαττο τπν Ρ^ί/ΡΓί πτι η Ι5 [^ ν^ ^ > ^ αλλά «παιδεραστία» κι αν η άποψη) αυτή υιοθετηθεί, ακολό&θεί,χο. σ υ έ ί ^ έ λϋ&ός τίτλο. Επιτέλους όμως έχουμε δμα^ζύλα κι όχι τρία. Το ένα φύλο έχει κ ό λ π ο ι μήτρα και στήθη και το άλλο έχει πέ
χνίϋ
Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα
ότι η σωματική επαφή, που οδηγεί στον οργασμό μ 9 ένα πρόσωπο του ίδιου φύλου, είναι μίμηση παρόμοιας επαφής με πρόσωπο του άλλου φύλου. Προ σθέστε σ ’ αυτό το γεγονός ότι η σεξουαλική επαφή στα θηλαστικά είναι αναπαραγωγικός μηχανισμός και προκύπτουν επιχειρήματα για να υποστηριχθεί ότι κάθε σεξουαλική επαφή, που αποκλείει ή επιζητεί να αποφύγει την αναπαραγωγή, παίζειτν\ν αναπαραγωγή. Τα συμπεράσματα αυτά δεν θα έπρε πε να ερμηνευθούν ως εχθρική υποκειμενική εκτίμηση. Τίποτα δεν υπαγορεύ ει να μην είναι μια μίμηση, από ορισμένες σημαντικές απόψεις, καλύτερη από εκείνο που μιμείται και το παιχνίδι είναι απόλυτα απαραίτητο στοιχείο της ζωής του ανθρώπου. Θα φανεί, ελπίζω, ότι δεν είμαι μεταφυσικός και δεν δοκίμασα ποτέ τον παραμικρό πειρασμό να συμφωνήσω με τη στάση του Πλάτωνα προς τη σχέση «πραγματικότητας» και «μίμησης». Έ νας γνωστός φιλόσοφος αποκάλεσε το βιβλίο μου «εκχυδαϊστικό». Το σχόλιο δεν με ενοχλεί καθόλου. Είμαι μελετητής της συμπεριφοράς των Ελλήνων — συγκεκριμένα της γλωσσικής, λογοτεχνικής, κοινωνικής, ηθικής, σεξουαλικής και θρησκευτικής συμπερι φοράς — και καμιά γενίκευση σε καμιά από τις περιοχές αυτές δεν έχει πιθανότητες να είναι σωστή, παρά μόνον από κάποιαν ευτυχή σύμπτωση, εκτός αν βασίζεται στην ορθή ερμηνεία ανεξάρτητων λεπτομερειών. Έ χω τη δική μου «φιλοσοφία του έρωτα», όπως θα λέγαμε, αν και οι περισσότεροι από όσους παίρνουν τις φιλοσοφίες του έρωτα στα σοβαρά θα ήταν πιθανώς απρόθυμοι να την ονομάσουν έτσι. Πιστεύω ότι η εμπειρία μας, όταν εξετάστεί προσεκτικά χωρίς προκαταλήψεις, στηρίζει την άποψη ότι ο σεξουαλι κός έρωτας δεν μοιάζει με χημική ένωση, η οποία έχει ιδιότητες άλλες από τις ιδιότητες των συστατικών της, αλλά με χημικό μείγμα, όπου τα συστατικά είναι δυνατόν να συνδυασθούν σε άπειρα ποικίλες αναλογίες και το καθένα να διατηρεί τις ιδιότητές του. Μ ’ αυτήν την άποψη η «ερμηνεία» του σεξουαλι κού έρωτα δεν είναι αντικείμενο της φιλοσοφίας αλλά της επιστήμης και της ιστορίας. Η έννοια «φύση», ως συνήθως, παρουσιάζει προβλήματα. Έ να ζωντανό είδος έχει δυνατότητες, που δεν πραγματοποιούνται αναγκαία μέσα σ ’ αυτό που θεωρούμε, σε μια δεδομένη στιγμή, φυσικό του περιβάλλον. Για παρά δειγμα, ο οραγγουτάγγος, στο τροπικό φυσικό του περιβάλλον, είναι εξαιρε τικά μοναχικός και διαφέρει από τον κοινωνικό χιμπατζή, αφού επιδεικνύει ελάχιστη ή καμιά ευκολία στη μετατροπή αντικειμένων σε στοιχειώδη εργα λεία, σε περιβάλλον αιχμαλωσίας όμως, γίνεται ιδιαίτερα κοινωνικός, πολύ τροπος και εφευρετικός. Ποια είναι λοιπόν η «φύση» του οραγγουτάγγου; Η νθρωπολογία και η ιστορία συνδυάζονται για να μας διαβεβαιώσουν ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια ευρύτατα κατανεμημένη δυνατότητα στο ανθρώπινο είδος. Η πραγματοποίηση οποιασδήποτε δυνατότητας είναι δυνατόν να μεγεθυνθεί σαν έκρηξη, όταν ξεπεραστεί ένα όριο (ίΙίΓεδΙιοΙά) (σκεφτείτε, για παράδειγμα, τι συνέβηκε στον ήοιηο 8αρί6Π8 από την εποχή της επινόησης της
γραφής) κι αυτό που προκαλεί την υπέρβαση ενός ορίου ίσως είναι κάτι τόσο ασήμαντο ώστε να είναι απίθανο να το αποκαλύψει η ιστορική έρευνα. δΐ. ΑηάΓ0\νδ Αύγουστος 1988
ΚεηηεΐΗ ϋονεΓ
Συντομογραφίες Αρχαίοι συγγραφείς και έργα: Αρ(ιστοφάνης) Λχ(αρνείς), Εκκλ(ησιάζονσες), Λνσ(ιστράτη) Δημ(οσθένης) Ευρ(ιπίδης) Ηρόδ(οτος) Ό μ(ηρος) Ιλ(ιάδα), Οδ(ύσσεια) Λυσ(ίας) Πλ(άτωνας) Χαρμ(ίδης), Ευθύδ(ημος), Γοργ(ίας), Λύσ(ης), Φαίδρ(ος), Πρωτ(αγόρας), Πολ(ιτεία), Σνμπ(όσιο) Πλούτ(αρχος) Ερωτ(ικός), Λυκ(ούργος), Ερωτ(ικές) Διηγ(ήσεις) Θουκ (υδίδης) Ξεν(οφώντας) (Κύρου) Ανάβ(αση), (Κύρου) Παιδ(εία), Ελλ(ηνικά), Λακ(εδαιμονίων) Πολ(ιτεία), Απομνημονεύματα), Συμπ(όσιο)
ΟοΓροΓα, επιγραφές και αγγεία: €Α ΟΑΕ
= Οοΐΐβοίαηβα ΑΙεχαηάήηα, εκδ. Ρο\νε11, Ι .υ . (Οχίοπΐ 1925) = Οοτωιοοπχτω Αίύοοτχιτη ΕΓαβίηαιία, εκδ. Κοοίε, ΤΗοοάοΓ (Ιχίρζί§ 1880-8) ΟΟΡ = ΟοτηίοοΓηιη Οταβοοηιιη ΡταβίΏβΩία εκδ. ΑιΐδΙίη, (ϋοϋη, ί (ΒογΗπ 1973) €νΑ - Οοτρηε ν&8θτ\χτη Αηίίςυοηιιη ΩΚ = Όίο ΕΓα&Ώοηίβ άοτ νοΓΞοΙίΓαή^Γ, εκδ. Ώίεΐδ, Η., έκτη έκδοση, αναθεωρημένη από τον Κγ&πζ, (ΒογΗπ 1951-2) ΡΟ γΗΪ81 - ΡΓΒβΐηοΏΐα ΟΓΒβοοΓυΐΏ Ηίδίοήοοηιπι, εκδ. Ι&οοβγ, Ε. (ΒογΗπ, 1923-30, Εείάοη 1943-) ΗΕ = Τήο ΟΓ66& Αηίήο1ο§γ, εκδ. Οο>ν, Α.8.Ρ., και ϋ6ηγδ, ί: ΗβΙΙοηΐΞϋο ΕρίβΓΒΐΏΒ ((Ζ&ιη&πάβε, 1965) ΙΕΟ = ΐΒΐηδΐ οί Ε1ε§ί Οταοά, εκδ. λΥβδί, Μ.Ε. (ΟχίοΓά 1971-2) ΙΟ - ΐΩ8οήρύοηο8 Οταοοαο ΡΕΡ = Ροοίατυπι Εβδδίοηιιη Ρτα£πΐ6ηΙ&9 εκδ. Εο&εΐ, Ε., και Ρα§β, ϋοηγδ (Οχίοτά, 1955)
χχϋ
ΡΜΟ 8ΕΟ 8ΕΟ
ΤΟΡ λΥεΙίΓΐί
- Ροβίαε ΜοΙϊοί Οταοά, εκδ. Ρα§€, Οεηγδ (Οχίοιχΐ 1962) = Ξνρρίαηεηίυηι ΕρϊβταρΜοηιη Οταοουπι = Ξυρρίαηοηΐυπι Εγήάδ θΓα€0ΐ8, εκδ. Ρα£ε, Όεηγδ (Οχίοιχΐ 1974) = ΤΓα^ίοοΓίιιη ΟΓΖβοοηιιη ΡΓΖβΐηαιΙα, εκδ. Ν&ικ±, Α. (Ιχίρζί§ 1889, ανατ. Ηϋάεδίιοίιη 1964) = Οΐ6 ΞοΙιυΙο άθ8 Αή8ΐοΐ€ΐ€8, εκδ. ^ Μ ι , Ρ. (Β&δεί 1944-59)
3. Σύγχρονα βιβλία: ΕΞ^
ΚΕ
- ΠάίΜΙ, Η.Ο., και δοοΙΙ, Κ., θΓ66ΐε-Εη£Η8ΐι Εβχίοοη, αναθεωρημέ νο από τους δίυ&Γΐ Ιοηοδ, δίΓ Ηεηι-γ, και ΜοΚεηζΐε, Κ., με Συμπλή ρωμα (Οχίοιχΐ 1968) - ΚβαΙ-ΕηζγΜοραάίε άοτ &1α88ΐ8€ίΐ6η Α11βΓΐυπΐ8\νΪ88€η8€ήαΓΐ
Λεπτομέρειες για τα ακόλουθα έργα δίνονται στη βιβλιογραφία σ. ΑΒν Αϋ ΑΚν ΕΟ Ο ΡΜ ΙΟ Ό £05 Ρατα Ρήν ΚϋΑ
= = = = = = = = = =
Βε*ζ 1εγ ( 1956) ϋονεΓ ( 1972) Βε 3 ζ 1εγ ( 1963 ) Βθ 3 ΓάΓΠΗΠ 3 Π(Ι ίΗ Κ 0003 ϋονεΓ ( 1975) ΤΓεηϋαΙΙ ίΐηά Α^εβδΐεΓ ( 1971 ) ΤΓεηςΙαΙΙ ( 19671)) Ββ 3 ζ 1εγ ( 1972 ) ΤΓεηά&ΙΙ ( 1967 ε) Μ είζ§εΓ ( 1951 )
4. Περιοδικά: ΑΑ ΑΒ 5Α Α ΙΑ Α ΙΡ ΑΚ Β Ιϋ 5 ΟΡ ϋΚ Η 80Ρ
= ΑΓθΜθ1θ£Ϊ8€ίΐ6Γ ΑΠΖ6Ϊ§€Γ Αηηηαΐ ο ί ίήβ Βήίΐ8ή Ξοήοοί αί Αίήβη8 = Αιηοήοαη Ιο υ π ια ΐ ο ί ΑΓοΗα^οΙο^γ = Ατηοήοαη ΙοιίΓηαΙ ο ί ΡΜ1οΙο§γ Αηίΐ^β Κ υη8ί = Βυΐΐοίΐη ο ί Ιήε Ιη8ίιίυί€ ο ί €1&88ίοα1 ΞίηάΐοΒ αα88ΐοα1 Ρήί1ο1ο§γ αα88ΐοαΙ ζ)υαΓί£ήγ αα88ΐοάΙ Κονΐ€\ν = ΗαΓναΓά 5ίυάΐ€8 ΐη Ο ^ ί ο α ΐ Ρ Μ ο1ο§γ
:
χχιϋ
ΙΗ8 - ^υτηζΐ ο ί Ηβΐίοηίο Ξίιιάΐ€8 Μ ΌΑΙ = ΜΐΙΙ&Ιυηββη άβ8 άβυίΞοήβη αΓοΜοΙοβίβοήβη Ιη8ίΐΙυΐ8 (^υΟΟ = (^υαάβΓηί υΓόίηαΐί άΐ ΟηΙίηΓα Οα88ίθ2
ΚΜ = Κή6ίηί8θ1ΐ68 Μηδοητη ΤΑΡΑ = ΤΓαη8αοίίοη8 ο ί ίΗβ ΑΐΏβήοαη ΡΜο1ο§ίοα1 Α88οααύοη ΖΡΕ = Ζβίί8θΙιήίί ίύτ ΡαργΓθ1θ£ΐ6 υηό Ερί&το,ρήίΙα Σημείωση: Ο κωδικός αριθμός των αγγείων, των οποίων εικόνα υπάρχει στο βιβλΓο, φέρει αστερίσκο, π.χ.: Ε295*
I Προβλήματα, Πηγές και Μέθοδοι
'
^Ο μοφυλοφιλία, για τον σκοπό της έρευνας αυτής, ορίζεται η τάση αναζήτησης αισθησιακών απολαύσεων ιαέσω της σωιιατικής επαφής κατά ποοτίιιηση με ομοφύλους παρά με πρόσωπα του αντίθετου φύλου. Ίσως υπάρχουν περιπτώσεις, με διαφορετικό αντικειμενικό σκοπό, όπου ο ορισμός αυτός θα^ ^ήταν επιπόλαιος και ανεπαρκής. Ο Ελληνικός* πολιτισμός όμως διέφερε από/ τον δικό μας* είχε την ικανότητα ναπαραδέχεται την εναλλαγή τωνομοφυλο-ί ^ωιλϊκών και ετεροφυλοφιλικών προτιμήσεων στο ίδιο άτομο* άφηνε να εν νοηθεί οτι μια παρόμοια εναλλαγή ή συνύπαρξη δεν δημιουργούσε ιδιαίτερο προβλήματα στο άτομο ή στην κοινωνία*1έδειχνε κατανόηση στην ελεύθερη έκφραση των ομοφυλοφιλικών επιθυμιών με λόγια και με πράξεις και απόλαυε τη χωρίς αναστολές χρησιμοποίηση ομοφυλοφιλικών θεμάτων στη λογοτε χνία και στις εικαστικές τέχνες. Παρουσιάζει λοιπόν ο Ελληνικός πολιτι.σμός τόση αφθονία ασυγκάλυπτων2 φαινομένων ώστε λίγες πιθανότητες υ πάρχουν για την άντληση επιχειρημάτων, από τη θεώρηση του έργου οποιουδήποτε Έ λληνα συγγραφέα, καλλιτέχνη ή φιλοσόφου, που θα συνηγορού σαν με τη διάγνωση μιας λανθάνουσας ή απωθημένης ομοφυλοφιλίας.
* Σ.Μ. Εννοείται ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός. 1. Οι Έλληνες γνώριζαν (πρβλ. σ.68) ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ανθρώπων διαφέρουν, η γλώσσα τους όμως δεν έχει ουσιαστικά, που να αντιστοιχούν προς τα αγγλικά ουσιαστικά «ομοφυλόφιλος» και «ετεροφυλόφιλος», αφού πίστευαν (πρβλ. σ.66 κ.ε.) ότι (α) στην πραγματικότητα όλοι αντιδρούν, σε διαφορετικές στιγμές, σε ομοφυλοφιλικό και σε ετεροφυλοφιλικά ερεθίσματα, και ότι (β) στην πραγματικότητα κανένας άντρας δεν έρχεται τόσο σε ενεργητική όσο και σε παθητική σεξουαλική επαφή κατά το ίδιο στάδιο της ζωής του (πρβλ. σ. V5). Πρβλ. ν/εδίννοοό, 100-13. 2. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έκρυβαν ή δεν αποσιωπούσαν τίποτα (πρβλ. σ. 187 υποσ. 2) ή ότι τίποτα δεν απωθείτο στη συνείδηση.
2
I Προβλήματα, Πηγές και Μέθοδοι
Το πώς, πότε και γιατί η φανερή και χωρίς ψυχολογικούς ενδοιασμούς ομοφυλοφιλία έγινε ένα τόσο έκδηλο χαρακτηριστικό της ζωής των Ελλήνων είναι ενδιαφέρον θέμα για υποθέσεις. Μας λείπουν δυστυχώς όμως οι μαρτυ ρίες, γιατί δεν υπάρχει αμφιβ#Μα>ότι η ωανεοή οιιοωυλοφιλία ήταν κιήλπΓ διαδεδομένη στις αργές τουΓεκτου\χιώνα π.Χ. Οι ομοιότητες προς άλλες εποχές και τόπους και η^άναγν8η5^^ σε πολλούς διαφο ρετικούς πολιτισμούς έχουν σημαντική καθοδηγητική αξία, όμως και πάλι είναι πολλές οι πιθανές απαντήσεις που δεν αποκλείονται. Μια επιπλέον περιπλοκή αποτελούν οι δογματικές διαφορές των βιολόγων, ανθρωπολόγων και ιστορικών σχετικά με την ευαισθησία της σεξουαλικής συμπεριφοράς και του σεξουαλικού συναισθήματος απέναντι σε αρχικά ασήμαντες μεταβολές του συρμού.3 Γιατί οι Αθηναίοι του τέταρτου αιώνα π.Χ. δέχτηκαν την ομο φυλοφιλία τόσο εύκολα και προσαρμόστηκαν ευχαρίστως στο ομοφυλοφιλικδΐΐνεύμα, είναι ένα ερώτημα στο οποίο επιφανειακά μπορούμε,ν^ απαντή;: Τη δέχτηκαν, γιατί τη δέχονταν οι πατεράδες, οι θείοι και οι παπούδεςτους] Το ενδιαφερον καισημαντικό ερώτημα σχετικά με τον τέταρτοΊοΓΓώνα Είναι το εξής: Πώς πραγματικά λειτουργούσε η ομοφυλοφιλία; Πώς συνυπήρχε με την ετεροφυλοφιλία και ποια σχέση ειχε η ηθική και αισθητική αξιολόγηση της καλής και της κακής ομοφυλοφιλικης συμπεριφοράς με τις αξιες“τη ς1 ^ α σ νικής κοινωνίας γενικά; ΤοΤίεμΙΓ^ τεκμηριωμένο, αν και έχει ένα σημαντικό μειονεκτημα: ολόκληρη η Ελληνική τέχνη, η λογοτεχνία και το αρχειακό υλικό, με την εξαίρεση λιγοστής ποίησης, που σώζεται μόνο σε αποσπασματα και παραθέσεις, ήταν έονο αν^ρωΤκαίοι μαρτυρίες, που αναφέρονται στη γυναικεία σεξουαλικότητα, οποΐουδη^ είναι πενιγρες σε σύγκριση με τις πληθωρικές μαρτυ ρίες για την αντρική ομοφυλοφιλία. Το επίθετο «αντρική» επομένως, πρέπει να εννοείται ότι συνοδεύει τη λέξη «ομοφυλοφιλία» στο βιβλίο αυτό εκτός αν ρητά δηλώ^ταΐτ^ζρ αντίθετο. Ο^μαρτυρίες^αλύπτουν μακρά χρονική περίοδο και είνα Περιλαμβανσυ^7γϊαπ^^ ξυστές επιγραφές σε^ράχσυςΤης^ Θήρας, Γην τοιχογραφία ενός τάφου στην Π οσειδωνία, χυδαία πολιτικά ανέκδοτα και λίρελους, τη θεωρία του Πλάτωνα για μιαν ιδεώδη φιλοσοφική παιδεία και τα προϊόντα τη~ς αρχαίας έρευνας για τους θεσμούς της Κρήτης. Οι αναγνώστες, που δεν γνωρίζουν αρκετά για τους Έ λληνες και προσεγγίζουν το θέμα της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα από ψυχολογικό ή κοινω νιολογικό ενδιαφέρον —ή από την κοινή ανθρώπινη περιέργεια για τη σε ξουαλική συμπεριφορά των άλλων— ίσως επιθυμούν έναν σύντομο προσανα3. Πρβλ. Ο.Ι. \νεδΙ, 45-7, 114, για τη δύναμη του πολιτισμού και της κοινωνίας στον καθορισμό της σεξουαλικής συμπεριφοράς, και ΟενεΐΌΐιχ (1967), 69-73, για τη σημαντική διαφο ρά ανάμεσα στους τρόπους συμπεριφοράς και στους θεμελιώδεις προσανατολισμούς τής προσω πικότητας.
Κλίμακα
3
νατολισμό στις ενότητες, που συνηθίζεται και είναι χρήσιμο να διαιρούμε την Ελληνική ιστορία, και στις χαρακτηριστικότερες διαφορές μεταξύ των ενοτή των αυτών. Οι αρχαιότερες λέξεις, που σώζονται, χαραγμένες με γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, χρονολογούνται από τον όγδοο αιώνα π.Χ. Είναι πιθανό ότι το αρχαιότερο γνωστό έργο της Ελληνικής λογοτεχνίας, η Ιλιάδα του Ομήρου, διαμορφώθηκε αυτόν τον αιώνα επίσης, ενώ το τέλος του είδε τις αρχές τής αναπαράστασης (σε αντιδιαστολή προς τη διακόσμηση) στις εικα στικές τέχνες. Επομένως ο Ελληνικός λόγος γίνεται καταληπτός, για μας, ανάμεσα στα 800 και 700 π.Χ.4 Η τελευταία σελίδα του αρχαίου Ελληνικού κόσμου είναι ο έκτος αιώνας μ.Χ., κατά τον οποίο εξαφανίστηκε η ελεύθερη έκφραση της καθαρά ειδωλολατρικής σκέψης και του καθαρά ειδωλολατρικού συναισθήματος. Μέσα σ ’ αυτήν την περίοδο χιλίων τριακοσίων ετών υπάρχουν τέσσερις κρίσιμες στιγμές. Η πρώτη είναι η αποφασιστική ήττα της Περσικής απόπειρας, στα 480 π.Χ., να περιληφθεί η ηπειρωτική Ελλάδα στην Περσική Αυτοκρατορία* αυτή η στιγμή είναι το σύνορο ανάμεσα στην «αρχαϊκή» και στην «κλασική» περίοδο. Η δεύτερη κρίση έρχεται στα τελευ ταία πενήντα χρόνια του τέταρτου αιώνα π.Χ., όταν η ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου υποτάχθηκαν στο βασίλειο της Μακεδονίας, ο Μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος κατέκτησε την Περσική Αυτοκρατορία και οι Ελληνόφωνοι, ο Ελληνικός πολιτισμός και οι παραδόσεις του διασπάρθηκαν έτσι σ ’ ολόκληρη τή Μέση Ανατολή. Η τρίτη κρίση εξελίσσεται τον δεύτερο αιώνα π.Χ., όταν όι όλο και περισσότερες Ρωμαϊκές επεμβάσεις στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο κορυφώθηκαν με την ενσωμάτωση, ως επαρχίας, της ηπειρω τικής Ελλάδας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (146 π.Χ.). Την τελευταία κρίση καθορίζει η προϊούσα αποσύνθεση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον τέταρτο και πέμπτο αιώνα μ.Χ., από την οποία το Ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα, το μισό της Αυτοκρατορίας, με την πρωτεύουσά του, στο Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη), πρόβαλε ως ο ακατάλυτος κρίκος ανάμεσα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο και τις κατοπινές εποχές. Στην αρχαϊκή και στην κλασική περίοδο ανεξάρτητο κράτος ήταν η πόλη, άν και αστεία μικρό πολλές φορές, σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια, είχε τη δική του νομοθε σία, θεσμούς και ιεροτελεστίες και διεξήγε πολέμους ή συνήπτε συνθήκες με τους γείτονες. Οι μεγάλες πόλεις έσυραν τις μικρές σε «συμμαχίες», που συχνά ήταν περισσότερο αυτοκρατορίες παρά οργανισμοί ίσων εταίρων. Η αυτοκρατορική όμως δύναμη αυτού του είδους ήταν ευάλωτη και ρευστή. Έ χει ζωτική σημασία να θυμόμαστε, όποτε υποκύπτουμε στον πειρασμό να κάνουμε γενικεύσεις σχετικά με τους Έ λληνες, ότι στην αρχαϊκή και στην 4. Λέγοντας αυτό, αγνοώ τα Μυκηναϊκά γραπτά τεκμήρια, εν μέρει, γιατί δεν είναι υλικό από το οποίο μαθαίνουμε πολλάγια τη σκέψη και τα αισθήματα των ανθρώπων, αλλά κυρίως, εξαιτίας της πολιτιστικής ασυνέχειας, που δημιούργησε η ημιχιλιετία αγραμματοσύνης, η οποία μεσο λαβεί ανάμεσα στον Μυκηναϊκό κόσμο και την επινόηση του αλφάβητου.
4
I Προβλήματα, Π ηγές και Μέθοδοι
κλασική περίοδο ο όρος «Έ λληνες» καλύπτει εκατοντάδες ανεξάρτητες πόλεις - κράτη, διεσπαρμένες σ 9 ολόκληρη την Ελλάδα, το Αιγαίο και τα παράλια της Τουρκίας (κυρίως), τη Μαύρη Θάλασσα, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, οι οποίες αποτελουσαν ένα γλωσσικό και πολιτιστικό συνεχές, που όμως επέτρεπε την ύπαρξη εντυπωσιακών διαφορών στην πολιτική δομή και τα κοινωνικά ιόεώόη. ~ Η κλασική Ελληνική λογοτεχνία είναι κυρίως Αττική (η Αττική ήταν το έδαφος της πόλης - κράτους της Αθήνας), ενώ στην κλασική περίοδο η Αττική αντιπροσωπεύεται και α π ό π ερισσότερες επιγ ρα^έςαπό όσες^ολοΊΞΧηρος ο ϋπόλοιπ'δςΈλληνικος κόσμος. Η αρχαϊκή λογοτεχνία, απο την άλλη μεριά, ήτάν~σχεδόν στο”σύνολό της μη Αττική και γ ι 9 αυτό είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε πώς (ας πούμε) η Αθήνα στα 350 π.Χ. διέφερε είτε από τις Ιωνικές πόλεις της ίδιας εποχής είτε από την Αθήνα του 550 π.Χ. Η πολιτιστική κυριαρχία, την οποία επέβαλε η Αττική κατά την κλασική περίοδο, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία, εξασφάλισε την εξέλιξη της Αττικής διαλέκτου σε βάση της κοινής Ελληνικής κατά την επόμενη περίοδο και σε πρόγονο των μεσαιωνικών και σύγχρονων Ελληνικών διαλέκτων. Στην «Ελ ληνιστική» όμως εποχή, που άρχισε στα τέλη του τέταρτου αιώνα π.Χ., η Αθήνα έπαψε να είναι πολιτικά ισχυρή. Ο όρος «Ελληνιστικός» είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για τους ' Ελληνες ως το τέλος της ειδωλολατρείας, συνη θίζεται όμως να τον χρησιμοποιούμε με τη στενότερη έννοια, υποδηλώνοντας τους τρεις τελευταίους αιώνες π.Χ., και αναφερόμαστε στην κατοπινή περίο δο με τον όρο «Ρωμαϊκή» ή «αυτοκρατορική». Τα πρώτα σημάδια νοσταλγίας του Ελληνικού πολιτισμού αρχίζουν να διαφαίνονται από τον τέταρτο κιόλας αιώνα π.Χ., τουλάχιστον στην Αθήνα, όταν κανένας μεγαλοφυής τραγικός ποιητής, διάδοχος του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, δεν είχε εμφανιστεί. Και ήταν αναμφίβολα η νοσταλγία αυτή προϊόν εν μέρει της λύπης των Αθηναίων για την απώλεια της αυτοκρατορικής δύναμης, που είχαν ασκήσει πάνω στο Αιγαίο για πάρα πολλά χρόνια κατά τον πέμπτο αιώνα. Η νοσταλγία διαδόθηκε και ενισχύθηκε από την εξαφάνιση των πόλεων - κρατών μέσα σε Μακεδονικές και Ελληνομακεδονικές μοναρχίες και ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με την απορρόφηση του Ελληνόφωνου κόσμου από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Συνέπεια της διεργα σίας αυτής ήταν να τιμάται ως ορθόδοξη η λογοτεχνία της κλασικής περιό δου* υποπροϊόντα ήταν η ανάπτυξη ισχυρού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εκ μέρους πολλών μορφωμένων ανθρώπων και η επιθυμία να διατηρηθούν στη λογοτεχνία οι κανόνες της μορφής, του ύφους και του κοινωνικού ήθους, που ανήκαν στο κλασικό παρελθόν. Εξαιτίας αυτού μεταγενέστεροι συγγραφείς — ιδιαίτερα των δύο πρώτων αιώνων μ.Χ. — περιλαμβάνουν πολλά, που έχουν άμεση σχέση με την κλασική περίοδο* είχαν τη δυνατότητα εξάλλου να διαβάσουν και να χρησιμοποιήσουν έναν όγκο Ελληνικής λογοτεχνίας, που για μας έχει οριστικά χαθεί, και συμβαίνει συχνά η μοναδική μας πρόσβαση
Εικαστικές Τέχνες
5
σε συγγραφείς του τέταρτου αιώνα π.Χ. να γίνεται από έμμεσες αναφορές, παραφράσεις και παραθέσεις σε έργα συνθεμένα στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επειδή όμως τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Ελληνικού πολιτισμού ήταν πλήρως ανεπτυγμένα πριν από το τέλος της κλασικής περιό δου, δεν έκρινα σκόπιμο να συγκεντρώσω στοιχεία, που δείχνουν μόνον ότι ο χαρακτηριστικά Ελληνικός τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς επέζησε για πολύν καιρό ως συστατικό ενός Ελληνορωμαϊκού αμαλγάματος κι ούτε αναφέ ρω τίποτα για χαρακτηριστικά Ρωμαϊκά στοιχεία σ ’ αυτό το αμάλγαμα.
2. Οι εικαστικές τέχνες Πολλές εκατοντάδες Ελληνικές αγγειογραφίες5 απεικονίζουν ενήλικες άντρες ν α προσφέρουν δώρα σε νεότεο15υςΓ^^ μα£ί τους, να τους κοΛακεύουν ή να τους παρακαλούν. να τους \ι/πλαωούν τι να τους αγκαλιάζουν. Εξαιτίας του είδους τους, μεγάλος αριθμός από τις παραστάσεις αυτές δεν είναι εύκολα κατανοητός έτσι ώστε, αν ένα αντιπροσωπευτικό τους δείγμα έφτανε στα χέρια μας, από κάποιον ξένο σε μας πολιτισμό, για τον οποίο δεν γνωρίζαμε πολλά, λίγοΓεπΐχεϊρήματα θα είχαμε για να τις ερμηνεύσουμε ως αναπαραστάσεις ομοφυλοφιλικών σχέσεων. Είναι δυνατόν επιτέλους να συ νομιλεί κανείς μ 5 ένα αγόρι ή να του προσφέρει κάποιο δώρο χωρίς να υποκινείται από σαρκικό πόθο· μπορεί να αγκαλιάζει τον γιο ή τον ανιψιό του και είναι πιθανό να απλώνει τα χέρια για να πιάσει κάποιον κλέφτη ή δραπέτη. Στην περίπτωση των Ελληνικών παραστάσεων όμως, ακόμα κι αν δεν λάβου με υπόψη κανένα άλλο στοιχείο εκτός από το σύνολο των εικόνων, αντιπρο σωπεύεται πλήρως κάθε βαθμίδα μιας κλίμακας οικειότητας. Στο ενα άκρο τη^κλίμακας, μια προφανώς άνετη και αβρή συζήτηση, στο άλλο, ένας άντρας καθώς σπρώχνει το ορθωμένο πέος του ανάμεσα στους μηρούς ενός νέου* σε ενδιάμεσα σημεία, το αγόρι, που αρνείται με αγανάκτηση κάποιο δώρο, ή ο άντρας, που απλώνει το χέρι για να αγγίξει τα γεννητικά όργανα
λ' 5. Γράφοντας αυτό το βιβλίο, είδα τις περισσότερες από τις δημοσιευμένες φωτογραφίες με Ελληνικά αγγεία. Οι γενικεύσεις μου ίσως χρειαστεί να τροποποιηθούν, κάτω από το φως νέας ύλης, ή για να διορθωθούν λάθη, που προκάλεσε η αμέλεια και η απειρία μου στην ερμηνεία της ύλης που υπάρχει, θα μου προκαλούσε έκπληξη όμως, αν οποιαδήποτε γενίκευσή μου μπορεί ^ πραγματικά αντικατασταθεί από μιαν αντίθετη γενίκευση. Δεν έχω την αξίωση να θεωρηθώ ειδικός στην ερμηνεία εικόνων, ενισχύομαι όμως βλέποντας ότι κάποτε οι ειδικοί κάνουν λάθος, π.χ. περιγράφοντας ένα ζευγάρι ανδρών, που επιδίδεται σε διαμήρια σεξουαλική επαφή σαν «παλαιστές» ή εκλαμβάνοντας μια σκηνή ομοφυλοφιλικής ερωτοτροπίας, κατά την οποία προσφέρονται λαγοί ως δώρα, για «συζήτηση γύρω από το κυνήγι της ημέρας». Παρόμοια λάθη ίσως κρύβονται πίσω από τον εσφαλμένο ισχυρισμό των Κοβίηδοη και Ρΐιιοΐί, 14, (που επαναλαμβάνε ται στο ΟΡΜ, 214, και, με μεγάλης έκτασης τυπογραφικά λάθη, στο ΟονοΓ [1973α], 67) για τη σπανιότητα σκηνών ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής επαφής στις αγγειογραφίες. /
6
I Προβλήματα, Π ηγές και Μέθοδοι
ενός νέου^Οι χαρακτηριστικές ομοιότητες αυτών των παραστάσεων με σκη νές, όπου το ένα από τα πρόσωπα που συμμετέχουν είναι γυναίκα, είναι επίσης καθοδηγητικές. Στη μία εικόνα μπορούμε να δούμε έναν άντρα ενώ προσφέρει δώρο σε ημίγυμνη γυναίκα, ενώ στην άλλη ένας άντρας, με την ίδια στάση, μπορεί να προσφέρει το ίδιο δώρο σ 9 ένα αγόρι και η έκφραση και η χειρονο μία του αγοριού μπορεί να είναι ίδιες με την έκφραση και τη χειρονομία της γυναί ^ ^ Ι Ορισμένες χειρονομίες είναι ερμηνεύσιμες μόνο στο ιδιαίτερο πολιτισμικό τους πλαίσιο, γ ι9 αυτό είναι πιθανό να κάνουμε άσχημα λάθη ερμηνεύοντάς τες. Ά λ λ ε ς αποκτούν νόημα αν τις θεωρήσουμε κοινές σε μας και στους Έ λληνες, όπως όταν (Ε52) ένας νέος φορά την πανοπλία του έτοιμος ν 9 αναχωρήσει για τη στρατιωτική του θητεία κι ο πατέρας του κουνά τον δείκτη του χεριού συμβουλεύοντάς τον. Οι εκφράσεις του προσώπου, που δηλώνουν οργή, λύπη ή ηδονή, είναι συνήθως αυτό που θα περιμέναμε να είναι, αν βάζαμε τον εαυτό μας στη θέση των ανθρώπων που απεικονίζονται. Το ίδιο ισχύει και για τη στάση του σώματος, αν και εδώ εναλλακτικές ερμηνείες είναι συχνότερα πιθανές. Έ τσι στο Ε841 ο νέος, που φαίνεται σε στάση αμηχανίας και αναποφασιστικότητας, ενώ ο σύντροφός του συνομιλεί με μια γυναίκα, μπορεί είτε να αισθάνεται ζήλεια για τις διεκδικήσεις του αντίθετου φύλου επί του επιστήθιου φίλου του είτε να εύχεται να είχε πάρει εκείνος την πρωτοβουλία, και ο άντρας στο ε344, που κοιτά σκεπτικός έναν νέο κι ένα αγόρι να συνομιλούν, μπορεί να είναι αντίζηλος του νέου στην ερωτική πολιορκία τού αγοριού ή συγγενής τού αγοριού ταραγμένος από την πορεία που ακολουθεί η συζήτηση. Το αγόρι στο Ε381 βρίσκεται σχεδόν βέβαια υπό ομοφυλοφιλική πολιορκία από τρεις νέους, αλλά ο άντρας στο Ε684*, που χαϊδεύει συλλογισμένος το γένι του, ενώ μιλάει σ 9 ένα αγόρι, ίσως είναι δάσκαλος στον οποίο το αγόρι έχει υποβάλει μια δύσκολη ερώτηση.6 Ακόμα και το δείξιμο και η επίδειξη μπορεί να είναι αμφίβολα* δύσκολα θα μπορούσαμε να παρερμηνεύσουμε το Ε647, όπου η γυναίκα, που συζητά μ 9 έναν άντρα, σηκώνει ελαφρά τη φούστα της με το ένα χέρι και δείχνει τα στήθη της με το άλλο, είναι όμως δύσκολο να γνωρίζουμε αν ο νέος στο μ258, που γυρίζει και δείχνει με το δάχτυλο τα οπίσθιά του προς έναν άντρα, που τον ακολουθεί, κάνει μια πραγματική πρόταση ή μιαν αναιδή, κοροϊδευτική χειρονομία και υπάρχει η πιθανότητα να είναι τυχαία η ομοιότητα της θέσης του χεριού προς τη χειρονομία που κάνει κάποιος όταν δείχνει.» Π ολλά άλλα γνωρίσματα μας βοηθούν να κρίνουμε αν είναι ή δεν είναι ερωτική μια παράσταση. Στο Ε636 ένας άντρας και μια γυναίκα συζητούν και στο βάθος φαίνεται η άκρη ενός κρεβατιού. Ορισμένες φορές μια μικρή παράσταση του Έρωτα, της θεϊκής προσωποποίησης του ετεροφυλοφιλικού και ομοφυλοφιλικού πάθους, πετά από πάνω ή ανάμεσα στα πρόσωπα της
6. Πρβλ. Ο. ΝεαπίΕηη, 109.
Εικαστικές Τέχνες
1
σκηνής, για παράδειγμα, στο Μ478 (άντρες και αγόρια), στο Ε168 (γυναίκες με γυμνά στήθη, που αγκαλιάζουν νέους). Πολλές φορές ένα αγόρι ή νέος δέχε ται κάποιο δώρο από μεγαλύτερον άντρα (π.χ. κοκοράκι ή λαγό), όπως το δώρο που κρατά ο παθητικός σύντροφος σε μια σκηνή ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής πράξης. Που και που, σε μια συζήτηση ανάμεσα σ 9 έναν μεγαλύ τερο κι έναν νεότερο άντρα, ο ζωγράφος βάζει λέξεις πλάι στον ένα ή τον άλλο, όπως, για παράδειγμα (Ε463): « Ά σ ε με!» και «Σταμάτα!».7 Η γνώση της μυθολογίας είναι χρήσιμη* όταν βλέπουμε έναν γενειοφόρο άντρα να αφήνει το σκήπτρο για να αδράξει έναν νέο, που προβάλλει αντίσταση, γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε μάρτυρες κάποιας οικογενειακής διαμάχης ή πολιτικής φιλο νικίας αλλά της εκδήλωσηΓ|τοη^^ του Δία γΐΓ> τον Γ μήδη, γιατί μπορούμε να συγκρίνουμε παρόμοιες σκηνές με άλλες στις οποίες μια φτερωτή γυναίκα (Ηώς) απλώνει βίαια τα χέρια πάνω στον Τιθωνό, για τον οποίο κυριεύτηκε από πάθος. Γ Οι αναπαραστάσεις του Γανυμήδη και του Τιθωνού, μυθικών προσώπων, που η ομορφιά τους διήγειρε ακόμα και θεότητες, μας δίνουν τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε τα κριτήρια της αντρικής ομορφιάς και μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στα ίδια κριτήρια ανταποκρίνονται οι παραστάσεις των αιώνια νέων θεών (ιδιαίτερα του Απόλλωνα) και των αγοριών ή των νέων, που^> ^απεικονίζονται καθώς τους κυνηγούν, τους πολιορκούν ερωτικά ή τους αγκα λιάζουν κοινοί, θνητοί εραστές. Αυτό δικαιώνει την ταξινόμηση ως «ερωτι κού προτύπου» του μεγάλου αριθμού των νέων, που εικονίζονται σε μια ποικιλία στάσεων σε αγγεία όλων των ειδών, ιδιαίτερα του χαρακτηριστικού απομονωμένου νέου (συνήθως γυμνού, μερικές φορές την ώρα που ντύνεται ή γδύνεται), ο οποίος καταλαμβάνει την εσωτερική επιφάνεια ενός ρηχού αγί γείου. Δεν μπορούμε να μην προσέξουμε πόσο πολύ υπερτερεί αριθμητικά το αντρικό από το γυναικείο ερωτικό πρότυπο, στις αρχές της κλασικής περιό\ δου, και πώς η αριθμητική ισορροπία αποκαθίσταται, κατά κάποιον τρόπο, Χαργότερα.8 Οι θετικές μαρτυρίες των εικόνων αυτών ενισχύονται από τις αρνητικές μαρτυρίες εικόνων στις οποίες ο ζωγράφος έχει την πρόθεση να περιγράψει ό,τι είναι άσχημο, αηδιαστικό ή γελοίο: Σάτυρους (πρβλ. Ξεν., Συμπ. 4.19: «Αν δεν ήμουν ομορφότερος από σένα, θα ήμουν ασχημότερος από όλους τους σειληνούς9 των σατιρικών δραμάτων!»), «κωμαστές» (μεθυσμέ νους γλεντζέδες που χορεύουν έχοντας απωλέσει κάθε αναστολή),10 ρυτιδια-
7. Είναι πιθανόν ότι το εασονεδώ δεν σημαίνει « Ά σ ε με!» αλλά « Ά σ ε με ήσυχο!», στην περίπτωση αυτή και το εασον και το «Σταμάτα!» προφέρονται από το αγόρι. 8. Πρβλ. λνίώδΐει·, 226-43. 9. «Σειληνός» είναι το όνομα του πατέρα και ηγέτη των σατύρων (που για τη χαρακτηριστική εμφάνιση και συμπεριφορά τους πρβλ. σ. 78, 109), αλλά (όπως το «Πάνας» και το «Έρωτας») μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όνομα γένους. 10. Πρβλ. Οι·είί€η1ι&§6η (1929), 26, 43 κ.ε., 47 κ.ε.
8
I Προβλήματα, Π ηγές και Μέθοδοι
σμένους γέρους, ηθοποιούς ντυμένους κατάλληλα για κωμικές παρωδίες με θέματα από τη μυθολογία, Ασιάτες και δούλους σε εξευτελιστικές καταστά σεις ή — αναγνωρίσιμες από τον συνδυασμό χαρακτηριστικών στοιχείων αυτών των άλλων κατηγοριών — απλές κωμικές γελοιογραφίες. Η έντονη αντίθεση ανάμεσα στα ερωτικά πρότυπα και στους άσχημους μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε τι θαύμαζαν και τι περιφρονούσαν οι Έ λληνες στο σχήμα και το μέγεθος όχι μόνο των χαρακτηριστικών του προσώπου και του κορμιού αλλά και των γεννητικών οργάνων. Δεν πρέπει να υποθέσουμε πάντως ότι η αγγειογραφία είναι μια άμεση «εικονογράφηση» της λογοτεχνίας, ^ ο υ έχουμε στη^ιάθεσή^ μας, ή ότι η λο^ατ^χνία^αυτή είναι κατά οποιονδήποτε τρόπο «σχολιασμός» της αγγειο γραφίας. Τα περϊσσοτερϊΓαΙΐό^α αγγεία, που απεικονίζουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις, και πάρα πολλά από τα αγγεία που απεικονίζουν ο,τιδήποτε σχετικό προς τα ερωτήματα, που προκύπτουν από μια μελέτη της ομοφυλοφιλίας, έγιναν ανάμεσα στα 570 και 470 π.Χ., επομένως η χρυσή εποχή της ερωτικής αγγειογραφίας βρισκόταν στο τέλος της μισόν αιώνα πριν από τη γέννηση του Πλάτωνα και τα πρώτα έργα του Αριστοφάνη. Πέρα από κάποια αποσπά σματα από τα ποιήματα του Σόλωνα, δεν έχουμε άλλη Αττική λογοτεχνία “αλαιότερη από τους Πέρσες του Αισχύλου (472 π.Χ.). Ό τα ν οι μαρτυρίες της Αττικής λογοτεχνίας γίνονται άφθονες, η ερωτική αγγειογραφία είναι ιόλας σημαντικά περιορισμένη (πρβλ. σ. 165 κ.ε.) και η αγγειογραφία στο σύνολό της φθίνει, ώσπου εξαφανίζεται στην Αττική κατά τον τέταρτο αιώνα. Πολύ ενδιαφέρον υλικό συναντάμε στα αγγεία, που παράγονται από τα μέσα του πέμπτου ως τα τέλη του τέταρτου αιώνα στις Ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, η Αθήνα όμως απέχει πολύ από δω. Πρέπει να προσθέσουμε ότι, ως τα μέσα του έκτου αιώνα, η Κόρινθος ήταν σημαντικό κέντρο γραπτής κεραμεικής και ότι μεγάλη επίσης είναι η παραγωγή της αρχαϊκής περιόδου, που προέρχεται, για παράδειγμα, από τη Λακωνία, την Εύβοια και τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου. Το Αθηναϊκό «μονοπώλιο» αυτής της μορφής τέχνης δεν είναι εμφανές ως τα τέλη του έκτου αιώνα και οι φιλολογικές μαρτυρίες, που έχουμε για τη σεξουαλική συμπεριφορά και τις τάσεις στην αρχαία Κόρινθο, για παράδειγμα, είναι αμελητέες (πρβλ. σ. 214).11 Επίσης υπάρχουν πολύ λίγες φιλολογικές μαρτυρίες σε σχέση με τη Βοιωτία, όπου ορισμένα είδη αγγειογραφίας διατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Αθηναϊκής πολιτιστικής και καλλιτεχνικής κυριαρχίας. Παρά τους περιορισμούς, που επιβάλλει η άνιση κατανομή του υλικού, ως προς τον χρόνο και τον χώρο, μπορούμε, κατά τη χρησιμοποίηση των 11. Παρακαλείται ο αναγνώστης να προσέξει ότι εδώ και αλλού δεν χρησιμοποιώ τα «αμελητέος», «πολύ λίγος» κ.τ.λ. ως συνώνυμα των «καθόλου» και «κανένα», ούτε χρησιμοποιώ το «σπάνιος» με την έννοια «ποτέ» ή το «ουσιαστικά» και το «βασικά» με την έννοια του «ολοκληρω τικά» ή του «αποκλειστικά».
Εικαστικές Τέχνες
9
αγγειογραφιών ως συγκαιρινής εικονογράφησης φιλολογικών αναφορών στην ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, να ανακαλύψουμε ότι μια αγγειογραφία κι ένα λογοτεχνικό απόσπασμα, που απέχουν διακόσια χρόνια μεταξύ τους ή περισσότερο, συνεισωερουν σημαντικα το ενα στην κατανόηση τρυ άλλου, ακόμα κ α ιπ τη ν περίπτωση που το καθένα χωριστά θα επιδεχόταν ποικίλες ερμηνείες. Αυτό δεν είναι τόσχΓπερίεργο, γιατί ο ρυθμός μεταβολής των ^λλήτΓίΓωντάσεων, συνηθειών και θεσμών, αν και ταχύτερος από τον ρυθμό αρχαιότερων πολιτισμών — και ταχύτερος στην Αθήνα απ’ όσο σε άλλες περιοχές του Ελληνικού κόσμου — ήταν και πάλι πολύ αργός σε σύγκριση με τον ρυθμό στον οποίο έχουμε συνηθίσει στην εποχή μας. Η σημαντικότερη επιφύλαξη στη χρησιμοποίηση της αγγειογραφίας για την ερμηνεία της Ελληνικής λογοτεχνίας ή κοινωνίας δεν αφορά στη χρονική κλίμακα ή στην ποικιλία των τοπικών πολιτισμών αλλά στην αυτονομία των εικαστικών τεχνών γενικά και στην αυτονομία κάθε καλλιτεχνικού είδους. Αν σε κάποια περίοδο συναντήσουμε μεγάλη αύξηση της απεικόνισης ενός ορισμένου τύ που συμπεριφοράς, δεν συνεπάγεται ότι αυτός ο τύπος συμπεριφοράς είχε πράγματι αυξηθεί. Μπορεί η απεικόνιση της συμπεριφοράς αυτής να ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη για το σχήμα της επιφάνειας, που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι, ή προτίμηση ενός ορισμένου ζωγράφου, που απόλαυε μεγάλου θαυμασμού και αποτελούσε πρότυπο, ή μπορεί ακόμα, εξαιτίας ενός ασήμα ντου περιστατικού, να έγινε η συμπεριφορά αυτή θέμα που συνδέθηκε μ ’ ένα συγκεκριμένο ζωγραφικό ύφος και επομένως αναμενόταν από αυτό. Αξίζει να θυμηθούμε εδώ ότι η ιστορία του Ηρακλή, σύμφωνα με την οποία αποπειράθηκε να αρπάξει τον τρίποδα από το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, μια ιστορία εικονογραφημένη σε περισσότερα από 150 αγγεία και σε ορισμένα σημαντικά γλυπτά των Δελφών και άλλων περιοχών, είναι γνωστή στην κλασική λογοτεχνία, που σώζεται, μόνον από μιαν έμμεση αναφορά στον Πίνδαρο (Ο λνμπιόνικος9.32 κ.ε.). Οι ιστορίες γύρω από βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε θεότητες ήταν αναμφίβολα λιγότερο αποδεκτές κατά την κλασική περίοδο, α π’ όσο ήταν κατά την αρχαϊκή, είναι όμως αλήθεια επίσης ότι η μορφολογία της πάλης για τον τρίποδα καθιστούσε την ιστορία αυτή ιδεώδες ν θέμα για την αγγειογραφία12 ή για αετωματικό γλυπτό. Κατά τον ίδιο τρόπο, το γεγονός ότι οι αγγειογράφοι συνηθέστατα παριστάνουν την ετεροφυλοφιλική συνουσία ως εισαγωγή του πέους εκ των όπισθεν, τον άντρα όρθιο και τη γυναίκα σκυφτή, δεν μας λέει από μόνο του ότι οι Έ λλη νες προτιμούσαν αυτήν τη στάση, γιατί είναι μια διάταξη η οποία μπορεί να προέκυψε από τον 12. Είτε προορίζεται ως κύριο θέμα της εικόνας ο τρίποδας είτε όχι, οι δυο μορφές, μέσα στην ένταση της σύγκρουσης, αποσπούν την προσοχή μας, κι αν πλαισιώνονται από τις σχετικά ήρεμες μορφές της Άρτεμης και της Αθηνάς, η σκηνή σχηματίζει ένα χαρακτηριστικό και εκφραστικό, ΙΧΙ. Για την επίδραση του σχήματος και της μορφολογίας στην απεικόνιση νέων, πρβλ. σ. 79.
10
I Προβλήματα, Π ηγές και Μέθοδοι
«πομπικό» χαρακτήρα της αρχαιότερης Ελληνικής ανθρωπόμορφης αγγειο γραφίας· χρειαζόμαστε μεταγενέστερες λογοτεχνικές μαρτυρίες (και είναι γεγονός ότι έχουμε ορισμένες) για να στηρίξουμε το συμπέρασμα ότι ήταν πραγματικά μια ευνοούμενη στάση. Πολλές αγγειογραωίε(: περιλαμβάνουν σύντοιιεο: επιγραφές· ο συνηθέστερος τύπος είναι η έκφραση θαυμασμού για την ομορφιά κάποιου επώνυμου ή ανώνυμου αγοριού ή εφήβου. Εκφράσεις θαυμασμού για τη θηλυκή ομορφιά είναι πολύ λιγότερο συνήθεις. Το γεγονός αυτό συμφωνεί με την αριθμητική υπεροχή των αντρικών γυμνών στην αγγειογραφία, σε σύγκριση με τα γυναι κεία, και είναι ένα ανεξάρτητο γεγονός, αφού η επιγραφή μεταφέρει συχνά ένα μήνυμα, που δεν έχει φανερή σχέση με καμιά από τις μορφές, τα αντικεί μενα ή τα θέματα της εικόνας. Οι επιγραφές των αγγείων δεν θα πρέπει να μελετώνται χωριστά από τις ξυστές επιγραφές, τις ζωγραφισμένες13 ή χαραγ μένες σε αγγεία μετά το ψήσιμο ή τις ζωγραφισμένες πάνω σε σπασμένα κομμάτια, πέτρες ή τοίχους, και υπάρχουν τύποι ξυστών επιγραφών στους οποίους γίνονται έμμεσες αναφορές στη λογοτεχνία (πρβλ. III Α). Η εξέταση όλων αυτών των κατηγοριών υποδεικνύει ότι η έκφραση θαυμασμού, για την ομορφιά ενός άντρα, συνηθιζόταν πολύ περισσότερο από την έκφραση προ σωπικής και πολιτικής έχθρας και χλευασμού, όμως μας προειδοποιεί επίσης ότι η ποικιλία των νοημάτων μιας αγγειακής ή ξυστής επιγραφής μπορεί να είναι ευρύτατη. Οι Έ λληνες ήταν συχνά αυθαίρετοι, παρορμητικοί, επιπό λαιοι, κυνικοί, πνευματώδεις ή αστείοι και δεν εξυπηρετούνται πάντα επιτυχώς από την τυχόν υπερβολικά σοβαρή ή σεμνή ιδιοσυγκρασία του σύγχρο νου ερμηνευτή. 3. Λ ογοτεχνία Οι πέντε σπουδαιότερες πηγές υλικού για την ομοφυλοφιλία είναι: (ά) η ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική ομοφυλοφιλική ποίηση* (β) η Αττική κωμωδία, ιδιαίτερα ο Αριστοφάνης και οι σύγχρονοί του* (γ) ο Πλάτωνας* (5) ένας λόγος του Αισχίνη, ο Κατά Τιμάρχου' (ε) η ομοφυλοφιλική ποίηση της Ελληνιστικής περιόδου. Στα ερωτήματα, που προκύπτουν από το υλικό αυτό, είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση ορισμένες φορές αν ανατρέξουμε σε σχετικά σύντομες έμμεσες αναφορές και σχόλια άλλων συγγραφέων, ιδιαίτερα του Ξενοφώντα (του οποίου η συγγραφική δραστηριότητα εκτείνεται στο πρώτο μισό του τέταρτου αιώνα) και των λογογράφων, που οι λόγοι τους εκφωνήθηκαν στα Αθηναϊκά δικαστήρια σε διάφορες περιπτώσεις κατά τον τέταρτο αιώνα.14 13. Οι αρχαιολόγοι κάνουν διάκριση ανάμεσα στα εγχάρακτα «§Γαίίιΐί» και τα ζωγραφιστά «ίϋρΐηΐΐ», όμως στη συνήθη χρήση η διάκριση δεν τηρείται πια. 14. Ό σ α είναι ευρέως γνωστά ή αισθητικώς εντυπωσιακά ή ελκυστικά δεν είναι πάντα και
Λ ογοτεχνία
11
(α) Το κυριότερό άθροισμα ομοφυλοφιλικής ποίησης, πριν από τους Ελληνι στικούς χρόνους, είναι οι τελευταίοι 164 στίχοι («Βιβλίο II») της συλλογής των Ελεγειών που αποδίδεται στον Θέογνη από τα Μέγαρα. Είναι μια σειρά μικρών ποιημάτων (ορισμένα αποτελούνται από ένα μόνο ελεγειακό δίστιχο) κατ’ εξοχήν ομοφυλοφιλικού χαρακτήρα, που απευθύνεται σε αγόρια ή εκ φράζει συναισθήματα για αγόρια. Ο διαχωρισμός αυτών των στίχων από το σύνολο του έργου του Θέογνη (το «Βιβλίο I» περιέχει 1220 στίχους) έγινε πιθανώς στις αρχές του Μεσαίωνα, όταν τα αισθήματα συνταράσσοντο από την αντιπαράθεση των υπερβολικών εκφράσεων ομοφυλοφιλικού πάθους προς τις αυστηρές παραινέσεις για τιμιότητα και ειλικρίνεια.15Το πότε έζησε ο Θέογνης και η αυθεντικότητα μεγάλου μέρους της ποίησης που του αποδί δεται, είναι θέματα που χωρούν συζήτηση. Έ να Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο των αρχών του πέμπτου αιώνα (Ε1053) απεικονίζει έναν άντρα σε δείπνο ενώ τραγουδά λέγοντας: «Ω ομορφότερο από τ αγόρια», που είναι οι πρώτες λέξεις ελεγειακού δίστιχου του Θέογνη (1365 κ.ε.): «Ω ομορφότερο και πιο ποθητό α π ’ όλα τ ’ αγόρια», η φράση όμως δεν είναι ασυνήθιστη και ίσως ήταν στερεότυπη ποιητική έκφραση. Πάντως τα αποσπάσματα του Θέογνη στο έργο του Πλάτωνα υποδηλώνουν ότι υπήρχε σημαντικός βαθμός σύμ πτωσης ανάμεσα στο κείμενο του Θέογνη, που γνώριζε ο Πλάτωνας, και στο πρώτο τρίτο, εν πάση περιπτώσει, εκείνου που εμείς ονομάζουμε «Θέογνης». Αν λάβουμε υπόψη μας (α) ότι η χρυσή εποχή της ηθικολογικής ελεγειακής ποίησης κράτησε σχεδόν από τα μέσα του έβδομου ως τα μέσα του έκτου αιώνα π.Χ. (β) ότι τουλάχιστον ένα απόσπασμα του Θέογνη (1103 κ.ε.) κάνει έναν ιστορικό υπαινιγμό, για τον οποίο το τέλος του έβδομου αιώνα, ως χρονολογικός προσδιορισμός, ταιριάζει απόλυτα και (γ) ότι πολλοί άλλοι υπαινιγμοί μπορούν λογικά να θεωρηθούν ότι υποδεικνύουν την ίδια περίοδο, τότε η καρδιά του έργου του Θέογνη μπορεί να μας πάει πολύ πίσω στην αρχαϊκή περίοδο.16 Οι προσθήκες όμως είναι δυνατόν να εκτείνονται σ ’ ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, που φτάνει ίσως και στην Ελληνιστική εποχή. (β) Η ομοφυλοφιλία πρόσφερε πλούσιο υλικό για αστεία στον Αριστοφάνη, του οποίου τα έντεκα σωζόμενα έργα είναι γραμμένα από τα 425 ως τα 388 π.Χ., και στους πολλούς άλλους κωμικούς ποιητές, που τα έργα τους μας είναι γνωστά από αποσπάσματα και παραθέσεις (σχετικά λίγα μπορούν με βεβαιό-
απαραίτητα τόσο σημαντικά για τον σκοπό αυτής της έρευνας όσο τα αισθητικώς αδιάφορα αλλά αδιαμφισβήτητα χωρία συγγραφέων, που δεν προσφέρουν έμπνευση και λίγο έχουν διαβαστεί. Εξαιτίας αυτού και η απουσία ορισμένων διακεκριμένων ονομάτων από τις,«πέντε σημαντικότε ρες πηγές» μου. 15. Πρβλ. Μ.Ε. \ν 6δ1 (1974), 43-5. 16. Πρβλ. ώΐά., 65-71.
12
I Προβλήματα, Π ηγές και Μέθοδοι
τητα να τοποθετηθούν νωρίτερα από τα 430, ενώ η δημοτικότητα17τού φανερά σεξουαλικού αστείου έπεσε μετά τα μέσα του τέταρτου αιώνα). Δεν ήταν καθήκον των κωμικών ποιητών να παρουσιάσουν στους μεταγενέστερους λόγιους μιαν αντικειμενική σκιαγραφία της Αθηναϊκής κοινωνίας, το καθή κον τους ήταν να προκαλέσουν το γέλιο των θεατών και συγκεκριμένα να προσφέρουν στους θεατές εκείνους ένα υποκατάστατο απελευθέρωσης από τους περιορισμούς, που επέβαλλαν οι νόμοι, η θρησκεία και η κοινωνική συμβατικότητα. ΓΓ αυτό οι χαρακτήρες του Αριστοφάνη πραγματοποιούν εξωφρενικές φιλοδοξίες, συχνά με μέσα που ανήκουν περισσότερο στον κόσμο του παραμυθιού παρά στον γνώριμό μας κόσμο της αιτίας και του αποτελέσματος, κι έτσι είναι δυνατόν να προσβάλουν, να ξεγελάσουν και να θριαμβεύσουν πάνω σε στρατηγούς, πολιτικούς, κυβερνήτες, διανοούμενους και θεότητες.18 Αυτό το είδος κωμωδίας χαρακτηρίζεται από τη γενναιόδωρη χρήση ρημάτων ισοδύναμων προς το σημερινό «τετραγράμματο» ρήμα, γνώ ρισμα που μοιράζεται με την ιαμβική ποίηση της αρχαϊκής περιόδου (Αρχί λοχος και Ιππώνάκτας) όχι όμως με άλλα λογοτεχνικά είδη. Η γλώσσα της σοβαρής Ελληνικής λογοτεχνίας, τόσο του ποιητικού όσο και του πεζού λόγου, είναι ευφημιστική και οι έμμεσες αναφορές της στο γεννητικό και ουροποιητικό σύστημα είναι μάλλον ασαφείς. Οι κωμικοί ποιητές κληρονό μησαν επίσης μια παράδοση, που τους παραχωρούσε το δικαίωμα να νουθε τούν και να επιπλήττουν την κοινότητα κι αυτός ο συνδυασμός δασκαλίστι κου και απελευθερωτικού ρόλου δημιουργεί τον κόσμο του κωμικού, στον οποίο οι άνθρωποι είναι (με τα λόγια του Αριστοτέλη, Π οιητική 1448* 16-18): « Ό χ ι τόσο καλοί» όσο τους συναντάμε στη ζωή.19 Η κωμωδία έχει την τάση να υποθέτει ότι όλοι θέλουμε να εξαπατάμε τους γείτονές μας και να ξεφεύ γουμε από τις υποχρεώσεις μας* και μετατρέπει ετεροφυλοφιλικές και ομοφυλοφιλικές σχέσεις σε σαφέστατους ανατομικούς όρους, δίνοντας μικρή ση μασία στη «ρομαντική» τους πλευρά (πρβλ. III Γ). Ο κωμικός ποιητής θα είχε ίσως ισχυριστεί ότι μέσω των χορικών του και των έξυπνων, στιβαρών, κάπως ακαλλιέργητων και κυνικών χαρακτήρων του, μας γλιτώνει από την απάτη και την αυταπάτη, ο ερμηνευτής της κωμωδίας όμως πρέπει να θυμάται ότι υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή, τα οποία η Αριστοφανική κωμωδία δεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει. Είναι δύσκολο συχνά να αποφασίσει κανείς τι 17. Πρβλ. ΗθικάΝικομάχεια, Αριστοτέλης, 1128322-5. Η γενίκευσή του υποστηρίζεται από όσα μας πληροφορεί η κωμωδία του τέλους του τέταρτου και των αρχών του τρίτου αιώνα, το κύρος της όμως δεν είναι τόσο απόλυτο όσο ίσως θα φανταζόμαστε, αν δεν γνωρίζαμε απολύτως τίποτα για τα χαμένα έργα της εποχής του. 18. Πρβλ. ΛΟ, 30-48. 19. Κατά λέξη, «χειρότεροι από τους σημερινούς». Το «χειρότεροι από...» είναι σύνηθες στα Ελληνικά με την έννοια «όχι τόσο καλοί όσο ...»(έτσι επίσης π.χ. «ασχημότεροι από ...» = «όχι τόσο όμορφοι όσο ...»). Σ.Μ. Η δεύτερη περίοδος της υποσημείωσης είναι μια παρατήρηση που αφορά στην Αγγλική γλώσσα.
Λ ογοτεχνία
13
ακριβώς αποδεικνύουν οι μαρτυρίες ενός κωμικού αποσπάσματος, ευτυχώς όμως όχι τόσο δύσκολο να διακρίνει τα ήθη και τις διαθέσεις, που πρέπει να δεχθεί ως υπόβαθρο ενός αστείου ή κωμικής σκέψης, αν το κοινό πρόκειται να αντιληφθεί την ουσία του έργου. ^ 2% ^
Γ Πλάτωνας, που γεννήθηκε στα 428 και πέθανε στα 347 π.Χ., θεωρούσε τον έρωτα, που προκαλεί το ερέθισμα της εξωτερικής ομορφιάς, ειδική περί πτωση, λειτουργική σε κατώτερο επίπεδο, της δύναμης που εξωθεί την αν θρώπινη φύση να αναζητά την κατανόηση της αιώνιας, αμετάβλητης «μορ φής» ή «ιδέας» του «Ωραίου». Αφού ο Πλάτωνας ένιωθε, και δεν ήταν ικανός να αποβάλει, την επιθυμία20 να πιστέψει τόσο ότι η έσχατη τάξη του σύμπαντος είναι προσιτή στην ανθρώπινη σκέψη όσο και ότι η έσχατη αιτία τού ότι το σύμπαν είναι αυτό που είναι, είναι καλή και αφού η αντίδρασή μας στο καλό είναι ο έρωτας και ο πόθος (γιατί αυτό εννοούμε21 όταν ονομάζουμε κάτι καλό), είναι επόμενο ότι για τον Πλάτωνα ο φιλόσοφος, καθώς ελευθερώνεται από το ενδιαφέρον του για το σώμα και τον υλικό κόσμο των επιμέρους και ωθείται συνεχώς προς τα «άνω» από τη λογική, αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο ότι η λογική και ο έρωτας συγκλίνουν σ 9 ένα σημείο στο οποίο τ^επέ^τελικά να συγχωνευθούν. Σε δύο έργα, κυρίως, στο Σνιιπόσιύ και στον ο Πλάτωνας θεωρεί τον ομοφυλοφιλικό πόθο και τ ^ ο μ ο ^ λ ο φ ιλ ικ ό I έ^ώΐ^τα σημεία αφετηρίας, από τα οποία πρέπει να ξεκινήσει για να αναπτύ ξει τη μεταφυσική θεωρία του. Έ νει ιδιαίτερη σημασία ότι δεν θεωρεί τη φιλοσοφία δραστηριότητα, που π ρ |π εΓ να \α λλΤ ^ με μονήρη στοχα-, σμοΊοαι να μεταδίδεται με εχ οαίίιεάΓα'αποφθέγματα από τον δάσκαλο προς τους μαθητές,22 αλλά διαλεκτική πορεία, που μπορεί κάλλιστα να έχει αφετη ρία την αντίδραση ενός μεγαλύτερου άντρα στο ερέθισμα που παρέχεται από έναν νεότερο, ο οποίος συνδυάζει τη σωματική ομορφιά με την «ομορφιά της ψυχής».23 Αιτία και αποτέλεσμα δεν είναι εύκολο να διαχωριστούν κατά την Ερμηνεία της φιλοσοφικής μεθόδου του Πλάτωνα. Αθηναίος αριστοκράτην ο ' Πλάτωναν εκινείτο σ' ένα τιιτιιια της κοινωνία<: που ασφαλώς θεωοούσε τον ισχυρό ομοφυλοφιλικό πόθο και τη συγκίνη(τηΤ ενώ και η Αθηναϊκή κοινωνία γενικά έτρεφε περιφρονητικές απόψεις για τη
20. Πρβλ. Νγ§Γ€Π, 166, «φιλοσοφία... με την έννοια μιας φιλοσοφίας για τη ζωή, οικοδομημένη εν μέρει πάνω σε θρησκευτική βάση». 21. Πρβλ. Σνμπ. του Πλ., 204ε-205α. 22. Πρβλ. πάντως με την υποσ. 24 παρακάτω. 23. Χρησιμοποιώ εισαγωγικά, αφού (α) η λέξη «ψυχή» (δοιιΐ) ως μετάφραση του ψνχή [αντίθετα από το σώμα, «σώμα» (6ο<1γ)] συχνά φέρει θρησκευτικές σημασιολογικές αποχρώσεις, που δεν είναι απαραίτητα παρούσες στη λέξη ψνχή, και (β) δεν χρησιμοποιώ τις λέξεις «ομορφιά» και «όμορφος», παρά μόνο σε σχέση με τη μορφή, το χρώμα και τον ήχο, έτσι ώστε για μένα η έκφραση «όμορφη ψυχή» δεν έχει νόημα.
14
I Προβλήματα, Πηγές και Μέθοδοι
διανοητική ικανότητα και την αντοχή των γυναικών.24 Η Πλατωνική φιλο σοφική ανάπτυξη τ ου θέματος η|ΐηφΐΐληφιλικ·ής έοιοτα(: ισοκ τίταν αποτέλεσμα του περιβάλλοντος του φιλοσόφου. Πρέπει όμως να μην αποκλείουμε την πιθανότητα ότι η ομοφυλοφιλική του συγκίνηση ήταν αφύσικα έντονη και οι ετεροφυλοφιλικές του αντιδράσεις αφύσικα ανεπαρκείς. Ίσως παρουσιάζει επομένως, ο Πλάτωνας, μια κάπως υπερβολική εικόνα του ομοφυλοφιλικού προσανατολισμού της εποχής, του τόπου και της τάξης του. Ό πω ς και να 5ναι ο Πλάτωνας δεν μιλάει ίη ρτορήα ρβΐέοηβ, αλλά παρουσιάζει τον Σωκρά τη και άλλους να συζητούν ηθυ^ά^και-ψτλΘσοφικά προβλήματα. Ο Σωκράτης δεν άφησε τίποτα γραπτό και τα άλλα πρόσωπα των Σωκρατικών διαλόγων, που ο Πλάτωνας συνέθεσε, εκφράζουν ποικίλες απόψεις.25 Θα μπορούσαμε να διαπράξουμε μεγάλο λάθος αν, για παράδειγμα, αβασάνιστα υποθέταμε ότι όλες οι απόψεις γύρω από τις Αθηναϊκές αντιλήψεις, πού ακούγονται από το στόμα του «Παυσανία» στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, πρέπει να είναι αντικει μενικές αναφορές, που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ή ακόμα η ζυγισμένη άποψη του Πλάτωνά πάνω σ ’ ένα πραγματικό πρόβλημα. Ίσως αποδειχθεί ότι είναι αντικειμενικές στο φως άλλων μαρτυριών (και νομίζω ότι είναι), όμως χρειαζόμαστε αυτές τις άλλες μαρτυρίες και η διαφορά ανάμεσα στις διατυπώσεις, «οι Αθηναίου θεωρούσαν...» και «ο Πλάτωνας παρουσιάζει τον Παυσανία, στα εξής συμφραζόμενα και για τον εξής σκοπό, να λέει ότι οι Αθηναίοι θεωρούσαν...», είναι πράγματι μια πολύ σημαντική διαφορά και δεν είναι η λιγότερο σημαντική αιτία της το γεγονός ότι ο Παυσανίας υπήρξε αληθινό πρόσωπο του οποίου η προδιάθεση, έχουμε αρκετούς λόγους να πιστεύουμε (πρβλ. σελ. 92), ήταν περισσότερο ομοφυλοφιλικό προσανατολι σμένη από όσο ήταν συνηθισμένο στον κόσμο των Ελλήνων. Είναι ακόμα σπουδαιότερο να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σ ’ εκείνο που ήταν χαρακτηρι στικά και ιδιαίτερα Πλατωνικό και σ 9 εκείνο που γενικά πίστευε και αισθανό ταν η Αθήνα του τέταρτου αιώνα, για να μην πούμε το σύνολο του Ελληνικού κόσμου. Ο Πλάτωνας διέφερε από τους περισσότερους Αθηναίους της εποχής του σε πλούτο και ανέσεις, σε απεριόριστο ζήλο για τη μελέτη της φιλοσο φίας και των μαθηματικών και ακόμα επειδή έτρεφε μια φιλύποπτη και επικριτική στάση για τις τέχνες26 και περιφρόνηση για τη δημοκρατία (σ ’ αυτά Είναι δίκαιο να προσθέσουμε άτι επίσης διέφερε από τους περισσότερους
24. Για την εξαιρετική περίπτωση της Διοτίμας στο Συμπόσιο πρβλ. σ. 176 υποσ. 11. 25. Η φωνή του ηλικιωμένου Πλάτωνα ακούγεται μέσω του ανώνυμου Αθηναίου, που είναι ο εισηγητής στους Νόμους του Πλάτωνα (μη Σωκρατικού διαλόγου)· πρβλ. Ιοίιη Οοαίά, 71-130. 26. Πολλές δικαιολογίες είναι δυνατόν να προσφερθούν για τον Πλάτωνα και ορισμένες αρχικές εντυπώσεις τροποποιούνται με τη σκέψη, όμως πάλι μπορεί να περιγράφει ως «καχύποπτος και επικριτικός» σε αντίθεση με πολυάριθμους Έλληνες, που η αισθητική τους αντίδραση προς την τέχνη και τη λογοτεχνία ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να μετριάζει το άγχος τους για τις ηθικές επιπτώσεις.
Λ ογοτεχνία
15
Αθηναίους, επειδή είχε την ικανότητα να γράφει μ 9 έναν τρόπο που συνδυάζει σε μοναδικό βαθμό τη δραματική δύναμη, την πειστική περιγραφή χαρακτή ρων, ζωντάνια και κομψότητα). Οι σύγχρονοι αναγνώστες του Φαίδρον και του Συμποσίου, έργα που πολύ πιθανώς θα έχουν δει στο πορνογραφικό τμήμα κάποιου βιβλιοπωλείου, έχουν την τάση να πιστεύουν ότι μέσα σ ’ αυτά θα βρουν την πεμπτουσία του πιστεύω των Ελλήνων, πάνω στο όλο θέμα της ομοφυλοφιλίας, αποκρυσταλλωμένη από τους γενικά αποδεκτούς εκπροσώ πους τους. Και όμως το δικαίωμα του Πλάτωνα να μιλήσει έστω και για την Ελληνική φιλοσοφία — για να μην αναφερθούμε στο δικαίωμά του να μιλήσει για τον Ελληνικό πολιτισμό— δεν ήταν παραδεκτό από άλλους μαθητές του Σωκράτη και, αν και ο Πλάτωνας έδωσε μεγάλη ώθηση στη φιλοσοφία, ούτε οι μαθητές του ούτε οι φιλοσοφικές σχολές που αναφάνηκαν κατά τις δύο επόμενες γενιές τοποθετούσαν τη διδασκαλία του στο επίπεδο αποκάλυψης. (δ) Στα 346 π.Χ. ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Αθηναίου πολιτικού Τίμαρχου βάσει ενός νόμου που πρόβλεπε την απαγόρευση συμμετοχής στην πολιτική ζωή κάθε Αθηναίου πολίτη, που είχε εκδοθεί σε άλλον άρρενα —είχε δηλαδή δεχθεί χρήματα ή αγαθά ως αμοιβή για ομοφυλοφιλική χρήση του σώματός του. Ο Κατά Τιμάρχου λόγος του Αισχίνη (αριθμός «ί» στις σύγχρονες εκδόσεις των λόγων του Αισχίνη, που σώζονται) είναι μια γραπτή εκδοχή του αρχικού λόγου για τη δίωξη και η ιδιαίτερη σημασία του είναι διττή. Είναι το μοναδικό έργο της Ελληνικής λογοτεχνίας, που σώζεται σε μεγάλη έκταση (45 τυπωμένες σελίδες σε σύγχρονη έκδοση), το οποίο ασχολείται από την αρχή ως το τέλος του με τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις και συνήθειες και ακριβώς όπως ο αρχικός λόγος είχε προορισμό να πείσει το σώμα των δικαστών, που το αποτελούσαν αρκετές εκατοντάδες κοινών πολι τών, έτσι και η γραπτή εκδοχή είναι προορισμένη να πείσει τον αναγνώστη ότι ο κατήγορος είναι άξιος, ως πολιτικά ενεργό μέλος της κοινότητας, και ο κατηγορούμενος ανάξιος να ασκεί τα καθήκοντα του πολίτη. Δεν υπήρχε πρόεδρος στα Αθηναϊκά δικαστήρια, κανένας αρμόδιος για να δώσει στους δικαστές δόκιμες και αντικειμενικές συμβουλές ή για να αποφασίσει αν κάποια στοιχεία ήταν απρόσφορα ή για να περιορίσει τον ομιλητή, που θα χρησιμοποιούσε περιγραφικά στοιχεία χωρίς ουσία ή ισχυρισμούς άσχετους προς το θέμα που εσυζητείτο.27 Καθένας από τους ομιλητές έπρεπε να προ σπαθήσει να πείσει τους δικαστές ότι αυτός και όχι ο αντίδικος ήταν το άξιο εμπιστοσύνης πρόσωπο, ο καλός πολίτης, που το υποδειγματικό παρελθόν του στη δημόσια και ιδιωτική ζωή τεκμηρίωνε το δίκαιο των ισχυρισμών του
27. Η έλλειψη σχέσης προς το θέμα ήταν αντικείμενο επικρίσεων και οι διαδικαστικοί κανόνες επιχειρούσαν να την περιορίσουν (Η&ΓΠδοη, ϋ 163), κρίνοντας όμως από τους λόγους που διαβάζουμε, ο περιορισμός δεν ήταν πολύ αποτελεσματικός.
16
I Προβλήματα, Π ηγές και Μέθοδοι
και έπρεπε ο ομιλητής να προσπαθήσει να παρουσιάσει με την ακριβώς αντίθετη προσωπικότητα τον αντίπαλό του. Επομένως ο ομιλητής δεν μπορού σε να διακινδυνεύσει την έκφραση αισθημάτων, που κατά την κρίση του ήταν πιθανώς ύποπτα ή απεχθή για τον μέσο δικαστή. Αν θέλουμε να ανακαλύψουμε τους κοινωνικούς και ηθικούς κανόνες, που ο μέσος Αθηναίος του τέταρτου αιώνα π.Χ. περιέβαλλε με επιδεικτικό σεβασμό και διακήρυσσε ότι τηρούσε, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο να κάνουμε παρά να μελετήσουμε τα συναισθή ματα και τις γενικεύσεις, που οι δικανικοί ρήτορες κάνουν σαφείς, τις προε κτάσεις των υπαινιγμών, καυχησιολογιών ή μομφών τους και τα σημεία όπου εισάγουν ή παραλείπουν αξιολογικούς όρους στην περιγραφή.28 Ο λόγος ΐ του Α ισχίνη είναι έτσι το μόνο σωζόμενο κείμενο, που μας δίνει πρόσβαση στις πεποιθήσεις, που ήταν συνετό να επαγγέλλεται κανείς δημόσια για το θέμα της ομοφυλοφιλίας στην Αθήνα κατά την κλασική περίοδο. Ο Πλάτωνας αντίθετα έγραφε για αναγνώστες που ενδιαφέροντο για τη φιλοσοφία, που μπορούσαν να παρατήσουν το βιβλίο αν τους εξόργιζε, τους ξάφνιαζε^ή τους κούραζε, όχι για δικαστές, που είχαν τη δύναμη να του αφαιρέσουν τη ζωή, την υπηκοότητα ή την περιουσία, αν αποτύγχανε "να τους κατευνάσει, ενώ η ευτράπελη παρουσίαση της ομοφυλοφιλίας στα έργα του Αριστοφάνη ήταν το αλατοπίπερο όχι το κεντρικό θέμα κι αυτό δεν μπορούσε να μειώσει σοβαρά τις πιθανότητές του να κατακτήσει το πρώτο βραβείο σε δραματικούς αγώνες. Πρέπει πάντως να θυμόμαστε, χρησιμοποιώντας τον λόγο ί του Αι σχίνη, ότι οι αντιλήψεις του 346 π.Χ. δεν ήταν απαραίτητα όμοιες με τις αντιλήψεις (ας πούμε) του 446* για τα μέσα του πέμπτου αιώνα δεν έχουμε κανένα απολύτως στοιχείο από δικανΐκούς λόγους. (ί) Σημαντικός αριθμός «επιγραμμάτων», δηλαδή μικρών ποιημάτων (τα πε ρισσότερα με δύο ως πέντε ελεγειακά δίστιχα), με ομοφυοφιλικό θέμα, έχουν συντεθεί τον τρίτο αιώνα π.Χ. ή αργότερα. Ενσωματώθηκαν σε μια σειρά ανθολογιών από τις οποίες η αρχαιότερη και σημαντικότερη ήταν ο Στέφανος του Μελέαγρου, γύρω στα 100 π.Χ. Ό πω ς θα περίμενε κανείς, κάθε ανθολό γος άντλησε πολλά από τους προδρόμους του, απέρριψε μερικά από τα στοι χεία τους και πρόσθεσε καινούργιο υλικό. Αυτό που ονομάζουμε «Ελληνική Ανθολογία» συγκεντρώθηκε από τον Κωνσταντίνο Κεφαλά κατά τον δέκατο αιώνα μ.Χ. και διασώζεται στην «Παλατινή Ανθολογία», χρονολογικά πλησιέστερη στον Κεφαλά, στην «Πλανούδεια Ανθολογία», που συγκεντρώθηκε από τον Μάξιμο Πλανούδη στα 1301, και σε ορισμένες μεταγενέστερες δευτερεύουσες συλλογές.29 Τα ομοφυλοφιλικό επιγράμματα, που φτάνουν περίπου τα τριακόσια, είναι συγκεντρωμένα στο βιβλίο χϋ της Ελληνικής Ανθολογίας και τα ετεροφυλοφιλικά επιγράμματα στο βιβλίο ν. Κάποια ελαφρά απροσε 28. Πρβλ. ΟΡΜ, 5-14. 29. Πρβλ. ΗΕ, ΐ χΐϋ-χχΐ, χχχπ-χίν.
Λ εξιλόγιο
17
ξία στην ταξινόμηση φαίνεται από λίγα κακώς τοποθετημένα επιγράμματα. Τα επιγράμματα, που είναι μεταγενέστερα από τον Μελέαγρο, δεν μας λένε κάτι σημαντικό για τις Ελληνικές αντιλήψεις και συνήθειες, γύρω από τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το οποίο δεν γνωρίζουμε ήδη από προγενέστερο υλικό.30 Αυτό που βρίσκουμε στον Στέφανο, από την άλλη μεριά, έχει συχνά σημαντική αξία, όταν μελετάται σε συνδυασμό με υπαινιγμούς της κωμωδίας ή λεπτομέρειες αγγειογραφιών, χάρη στα πολυάριθμα σταθερά στοιχεία (πρβλ. σελ. 122) στην ιστορία του Ελληνικού πολιτισμού. Τα κεφάλαια που ακολουθούν δεν εξετάζουν τα τεκμήρια με χρονολογική σειρά* δεν αρχίζουν από την αρχή αλλά από τη μέση των πραγμάτων, από εκεί που οι μαρτυρίες είναι περισσότερο άφθονες και λεπτομερείς. Ο αριθμός των διαφόρων θεμάτων, που είναι σχετικά με την ομοφυλοφιλία και προβάλλονται από τον Κατά Τιμάρχον, είναι αξιοσημείωτος και σκοπεύω να διερευνήσω το καθένα σε αρκετό βάθος ώστε να κάνω αντιληπτά όσα είπε ο Α ισχίνης στους δικαστές, στα 346 π.Χ., υπό το πρίσμα του πνεύματος και των προκαταλήψεων των δικαστών. ΓΓ αυτό το Κεφάλαιο II είναι το κύριο στήριγμα του βιβλίου και ακολουθεί μια διερεύνηση όσων θεωρώ ειδικές περιπτώσεις και δευτερεύοντα ζηττηατα.
Λ εξιλόγιο Θα είναι απαραίτητο αργότερα (II Β. 2-3) να συζητήσουμε τις Ελληνικές λέξεις για τον έρωτα; τον σεξουαλικό πόθο και ποικίλες πράξεις και συναισθή ματα, που έχουν σχέση με τον έρωτα, τον πόθο ή και τα δύο. Τρία όμως άλλα μεταφραστικά προβλήματα θα είναι παρόντα σχεδόν από την αρχή και θα μείνουν ως το τέλος. Το ένα από αυτά αποτελεί η λέξη καλός>τ\ οποία! σημαίνει «ωραίος», «όμορφος», «ελκυστικός» ή «χαριτωμένος», όταν αναφέρεται σε άνθρωπο, ζώο, αντικείμενο ή τόπο, και «αξιοθαύμαστος», «αξιέπαι νος» ή «αξιότιμος», όταν αναφέρεται σε πράξεις ή θεσμούς. Πρέπει να υπο γραμμιστεί ότι οι Έ λληνες δεν αποκαλούσαν κάποιον «ωραίο» με αφορμή το ήθος,.τη νοημοσύνη, τις ικανότητες ή τον χαρακτήρα του, αλλά μόνο για το παράστημα, το χρώμα, τη σωματική διάπλαση και την Ηνησή~του. Δεν
30. Για παράδειγμα, ο Στράτωνας, Έλληνας ποιητής των Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρό νων, θεωρεί τους νέους ηλικίας 16 με 17 περισσότερο ερεθιστικούς από τους νέους κάθε άλλης ηλικίας. Αν την άποψη αυτή είχαν (όπως πιστεύω ότι πιθανώς συνέβαινε) οι Αθηναίοι της κλασικής περιόδου, ο Στράτωνας δεν μας λέει τίποτα καινούργιο κι αν δεν την είχαν, ο Στράτωνας είναι άσχετος προς το αντικείμενο αυτού του βιβλίου. Ο ΠαοεΙΐεΓε, 55 κ.ε., σύμφωνα με τη γενική του περιφρόνηση για χρονολογίες, δεν δίνει καμιά χρονολογική ένδειξη για την εποχή του Στράτωνα.
18
I Προβλήματα, Πηγές και Μέθοδοι
υπάρχει αντίστοιχη διάκριση στα Ελληνικά, προς τη διάκριση που υπάρχει στα Αγγλικά ανάμεσα στο «ωραίος», που αναφέρεται στους άντρες, και στο «ωραίος», που αναφέρεται στις γυναίκες* μόνον ο γραμματικός τύπος μπορεί να φανερώσει αν το δεδομένο παράδειγμα του καλός αναφέρεται σε αρσενικό, θηλυκό ή ουδέτερο γένος και η μετάφραση περιπλέκεται μερικές φορές, από τη χρήση του πληθυντικού του αρσενικού με την έννοια «ωραίοι άντρες και ωραίες γυναίκες» και με τη χρήση του πληθυντικού του ουδετέρου με την έννοια «ομορφιά των ανθρώπων, γοητεία των πραγμάτων και ξεχωριστή αρε τή των πράξεων». Κλίνω προς τη διατήρηση του «ωραίος», μεταφράζοντας διάφορες περικοπές, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν ακούγεται εντελώς σωστό στα Αγγλικά κι όποτε χρησιμοποίησα διαφορετική λέξη υπέδειξα με αγκύλες, όπου υπήρχε πιθανότητα να δημιουργηθεί σύγχυση, ότι το πρωτό τυπο έχει καλός. Το δεύτερο πρόβλημα έχει σχέση με τον «ενεργητικό» (ή «επιθετικό» ή «κυρίαρχο») και τον «παθητικό» (ή «υποταγμένο»ήΊ<ύπ0δεέστερο») σύντροφο στην ομοφυλοφιλική σχέση. Εφόσον ο αμοιβαίος πόθος συντρόφων, που έχουν τηνΐδΐα τ^νω κάτω ηλικία, είναι ουσιαστικά άγνωστος στην Ελληνική ομοφυλοφιλία (πρβλ. σελ. 93), η διάκριση ανάμεσα στη σωματική ενεργητικό τητα, του συντρόφου πού είναι ερωτευμένος, και στη σωματική παθητικότητα, του συντρόφου με τον οποίο ο πρώτος είναι ερωτευμένος, έχει ύψιστη σημασία. Σε πολλά κεία^/α και σχεδόν πάντοτε στην ποίηση, ο παθητικός ^ σύντροφος αποκαλείτοα παΐά/«αγόρι» (πληθυντικός παΐδες), λέξη που χρησι-1 μοποιείται επίσης για τοβς^ορους «παιδί», «κορίτσι», «γιος», «θυγατέρα» και «δούλος». Ο παΐς σε μια ομοφυλοφιλική σχέση ήταν συχνά ένας νέος που είχε^ φτάσει το μέγιστο ύψος του (οι αγγειογραφίες δεν μας αφήνουν καμιά αμφι-^ βολία γ ι ’ αυτό). Για να αποφύγω τη δυσκαμψία και συγχρόνως την έλλειψηΧ ακρίβειας του όρου «αγόρι», χρησιμοποίησα σταθερά τον Ελληνικό ό ρ ά ερώμενος, παθητική μετοχή γένους αρσενικού τουίεράν^ «είμαι ερωτευμένος με...», «έχω σφοδρό πόθο για...». Κράτησα όμως το «αγόρι» στη μετάφραση ενός Ελληνικού χωρίου που αναφέρει τη λέξη παΐς και χρησιμοποιώ τις λέξεις «αγόρι» ή «νέος», όταν περιγράφω οποιαδήποτε σχέση στην οποία η πιθανή ηλικία του νεότερου συντρόφου είναι γνωστή. Για τον μεγαλύτερο^ σύντροφο υιοθέτησα τη χρήση του Ελληνικού ουσιαστικού έραστής, που|> είναι εξίσου κατάλληλο για ετεροφυλοφιλικές και ομοφυλοφιλικές σχέσεις, αλλά (επειδή όπως και το ερώμενος παράγεται από το έραν) δεν παρουσιάζει (πρβλ. II Β τμήματα 2-3) τις αβεβαιότητες που είναι σύμφυτες στην Αγγλική λέξη «έρωτας» (Ιονε). Οι Έ λληνες χρησιμοποιούσαν συγν™ τη ^^ξη ποδικά αε την έννοια «ερώμενος». Είναι ο π λη θ υντικό ς του ουδΕχέρ ου του £4Ε*θέτου παιδικός, «αναφέρεται στους παΐδες». που νοηΓτηιηττηΐρίτΓΜόμ^ς ναήταν ενικός του αρσενικού, για παράδειγμα, «ο Κλεινίας ήταν τα παιδικά του Κτησιππου». 1ί;α χρησιμοποιήσω τη λέξη αυτή κατά τη συζήτηση Ελλη νικών χωρίων, που τη χρησιμοποιούν, και θα συναντάται τυπωμένη με πλά-
Λ εξιλόγιο
19
Το τρίτο πρόβλημα προκύπτει από την ευκολία με την οποία οι άνθρωποι επεκτείνουν έναν αρχικά ακριβή όρο, για μια συγκεκριμένου τύπου σεξουα λική συμπεριφορά, σε ολόκληρη τη σεξουαλική συμπεριφορά που αποδοκιμάζουν και ακόμα σε μη σεξουαλική συμπεριφορά, την οποία για οποιαδήποτε αιτία δεν αποδέχονται. Η λέξη πορνεία, για παράδειγμα, σημαίνει ό,τι και σήμερα στα κλασικά αρχαία Ελληνικά (πρβλ. σελ. 22), στα μεταγενέστερα όμως Ελληνικά (π.χ. Π ρος Κ ορινθίους Επιστολή Α, 5,1) χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε σεξουαλική συμπεριφορά απέναντι στην οποία είναι εχθρικός ο συγγραφέας. Συνήθως δεν ερμηνεύουμε παραδείγματα της σύγχρονης κοινής, όπως «μαλάκας» ή «γαμώ τη μάνα σου», σαν να περιέχουν κυριολεκτικές κατηγορίες σεξουαλικής διαστροφής και θα έπρεπε να είμαστε το ίδιο προσε κτικοί στην ερμηνεία παρόμοιων Ελληνικών λέξεων είτε είναι ετυμολογικά αναλύσιμες σε κάποιο βαθμό (όπως το καταπύγων πρβλ. σ. 155 κ.ε.) είτε ετυμολογικά μυστηριώδεις (όπως το κίναιδος). Από την άλλη μεριά, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για την πιθανότητα ότι λέξεις, που δεν θα μπορού σαμε να τις θεωρήσουμε λέξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο, εξετάζοντάς τες μεμονωμένα (όπως το θέμα αισχροποι-, που κυριολεκτικά σημαίνει «κάνω ό,τι είναι άσχημο/ταπεινωτικό/επαίσχυντο»), είχαν συγκεκριμένη σεξουαλική έννοια (πρβλ. «παρά φύση»).
31. Σε δύο χωρία από την κωμωδία του πέμπτου αιώνα, Κρατίνος, απ. 258, και Εύπολης, απ. 327, η λέξη παιδικά αναφέρεται σε κορίτσι, όμως και στα δύο είναι πολύ πιθανόν ότι η γλώσσα είναι γλώσσα αστεϊσμού και μεταφορική. Όπως και να ’ναι η λέξη δεν αναφέρεται ποτέ κατόπιν σε θηλυκά πρόσωπα. Το επίθετο συναντάται με την έννοια «ανώριμος», «παιδιάστικος» και επίσης «παιχνιδιάρης», «ελαφρός», αντίθετο του «σοβαρός», σαν να χρησίμευε ως επίθετο του παιδιά, «διασκέδαση», «ξεκούραση». Υποπτεύομαι ότι η λέξη παιδικά πήρε τη σημασία «ερώμε νος» αρχικά ως λογοπαίγνιο, το λογοπαίγνιο στηριζόταν στην αντίληψη ότι περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του, κρατώντας συντροφιά σε κάποιο αγόρι, εκείνος που ήλπιζε να το ξελογιάσει (πρβλ. σύγχρονες ιδιωματικές εκφράσεις όπως: «Πάει να βρει το βάσανο»). Η λέξη εμφανίζεται στον γριφώδη τίτλο (προφανώς «θα τρομάξεις \τ α ^ > παιδικά») ενός μίμου του Σώφρονα του πέμπτου αιώνα. Στις Εκκλησιάζονσεςτου Αρ., 922, η λέξη παίγνια είναι δυνατόν να σημαίνει «ο εραστής μου».
II Η Δίωξη του Τίμαρχου
Α. Ο Νόμος
1. Α ντρική Πορνεία Στις αρχές του καλοκαιριού, στα 346 π.Χ., η πόλη της Αθήνας συνήψε συνθήκη ειρήνης με τον Φίλιππο Β ' της Μακεδονίας. Η δυσαρέσκεια με τους όρους της συνθήκης και ιδιαίτερα με τις επιθετικές ενέργειες του Φιλίππου τις τελευταίες μέρες, πριν πραγματικά ορκιστεί την τήρησή της, ήταν τόση ώστε οι αντιπρόσωποι, που αποστολή τους ήταν να μεταβούν στην αυλή του Φιλίπ που και να αποδεχθούν τον όρκο του, απειλήθηκαν επιστρέφοντας με δίωξη, η οποία, αν ήταν επιτυχής^θα μπορούσε να τους στοιχίσει τη ζωή. Η δίωξη αυτή υποκινήθηκε από τοννΔημοσθένη^τρυ ήταν ένας από τους αντιπροσώπους, αλλά διαχώρισε τη θέσϊρτου από τους υπόλοιπους στην επιστροφή. Από κοινού με τον Δημοσθένη ενεργούσε, και ίσως είχε υποδειχθεί ως πρώτος μηνυτής, κάποιοςΤίμαρχος). Οι αντιπρόσωποι είχαν τη δυνατότητα να αντι μετωπίσουν την απειλή αϋτήν, προσφεύγοντας σ ’ έναν νόμο, που εξαιρούσε από το δικαίωμα να μιλήσουν 0 τη συνέλευση και από πολλά άλλα πολιτικά δικαιώματα όλους τους πολίτες, οι οποίοι είχαν κακομεταχειριστεί τους γονείς τους, αποφύγει τη στρατιωτική θητεία, εγκαταλείψει τη μάχη, σπαταλήσει την κληρονομιά τους ή εκδώσει το σώμα τους σε άλλον άντρα. Ο νόμος αυτός πρόβλεπε τη δημόσια καταγγελία και παραπομπή σε δίκη όσων είχαν αποπειραθεί να ασκήσουν οποιοδήποτε από τα δικαιώματα, που τους είχαν απαγορευθεί, παρά το γεγονός ότι είχαν αποκλειστεί από αυτά για τη μια ή την άλλη από τις παραπάνω αιτίες. Υπήρχε η πεποίθηση ότι ο Τίμαρχος, που ασφαλώς ήταν δραστήριος στη συνέλευση και είχε διατηρήσει δημόσια αξιώματα, θα ήταν δυνατόν να αποδειχθεί, ικανοποιητικά κατά την κρίση των δικαστών τουλάχιστον (που δεν είχαν, όπως όλα τα Αθηναϊκά δικαστήρια, την καθοδήγηση ενός επαγγελματία δικαστή), ότι είχε πορνευθεί στα νιάτα
22
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
του. Η πεποίθηση αυτή δικαιώθηκε, γιατί ο Αισχίνης, ένας από τους αντιπρο σώπους που απειλούντο, μήνυσε τον Τίμαρχο και κέρδισε την υπόθεση. Επιβλήθηκε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων στον Τίμαρχο (Δημ., χίχ 284) και έτσι ο Δημοσθένης και οι πολιτικοί σύντροφοί του υπέστησαν ήττα. Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια για να διωχθεί ο Αισχίνης, για αξιόμε μπτη διαγωγή στην πρεσβεία, και στο τέλος αθωώθηκε. Επειδή τα περισσότε ρα από τα στοιχεία μας για τα γεγονότα του 346 π.Χ. προέρχονται από εξαιρετικά μεροληπτικές πηγές, είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε προς τα πού έγερνε κάθε στιγμή η Αθηναϊκή κοινή γνώμη, σε θέματα εξωτερικής πολιτι κής, και δεν θα ήταν φρόνιμο να υποθέσουμε ότι η αποκάλυψη του ρυπαρού παρελθόντος του Τίμαρχου ήταν από μόνη της ικανή να πείσει τους πολίτες ότι ο Α ισχίνης είχε δίκιο για τον Φίλιππο Β' και ο Δημοσθένης άδικο. Η απόδειξη ότι ο Τίμαρχος προσπαθούσε να ασκήσει πολιτικά δικαιώματα από τα οποία είχε εξαιρεθεί σύμφωνα με τον νόμο, ανεξάρτητα από την αιτία της εξαίρεσης, θα βαρύνει περισσότερο για τους Αθηναίους. Και η μείωση της κοινωνικής και πολιτικής του υπόληψης με την αποδοχή και δικαίωση, εκ μέρους των δικαστών, των ταπεινωτικών και εξευτελιστικών ισχυρισμών του Α ισχίνη σε βάρος του Τίμαρχου, ανεξάρτητα από την ποιότητα των αποδει κτικών στοιχείων, ίσως ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας για τη διάψευση των πολιτικών προσπαθειών της μερίδας στην οποία ανήκε ο Τ ίμ α ρ χος.. Σύμφωνα με τον νόμο, που περιγράφει ο Αισχίνης, §§ 29-32, με επιλεκτι κή κατά λέξη παράθεση, ο πολίτης, που ήταν πεπορνενμένος ή ήταιρηκώς, εξαιρείτο από την άσκηση των πολιτικών του δικαιωμάτων: επειδή ο νομοθέτης θεωρούσε ότι όπ οιος π ουλούσε το σώμα του σε άλλους για να το χρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ο υ ν όπως αυτοί ήθελαν (κατά λ έξη , έφ ’ υ β ρ ε ν π ρβλ. Τμήμα 4) δεν θα δίσταζε να πουλή σει τα συμφέροντα του συνόλου της κ οινότη τα ς.1
Οι δύο κατηγορίες διαγωγής, που ο νόμος κατονομάζει σαφώς* είναι στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστά είδη του γένους «πώληση του σώματος». Π επορνενμένος είναι η μετοχή παρακειμένου του ρήματος πορνεύεσθαι, «συ μπεριφέρομαι ως πόρνη ή πόρνος». Το πόρνη, συγγενικό του περνάναι, «πουΑώ», ήταν η συνηθισμένη Ελληνική λέξη (συναντάται για πρώτη φορά τον έβδομο αιώνα π.Χ. [Α ρχίλοχος, απόσπ. 302]) για μια γυναίκα, που παίρνει χρήματα (αν ήταν δούλα για λογαριασμό του αφέντη της) ως ανταμοιβή για τη σεξουαλική εκμετάλλευση του σώματός της, δηλαδή, είχε τη σημασία που έχει και σήμερα. Συναντάμε επίσης έναν αρσενικό τύπο πόρνος, που αναφέρεται σε άντρες ή αγόρια, οι οποίοι ενδίδουν σε ομοφυλοφιλικές πράξεις για χρηματική αμοιβή (Ξεν., Απομν. ί 6. 13, Αρ., Π λούτος 153-9^ για πρώτη φορά ^σε αρχαϊκή ξυστή επιγραφή στη Θήρα, ΙΟ , χϋ. 3. 536). Ή ταιρηκώς είναι η 1. Γ ι’ αυτό το είδος επιχειρήματος πρβλ. ΟΡΜ, 41, 298 κ.ε., 302.
Α ντρική Πορνεία
23
μετοχή παρακειμένου (απαρέμφατο ήταιρηκέναί) του ρήματος έτα ΐ£ εΐν^ υ γγενικού τοι??ταίρο^ η ς~συνη θισ|ϊέντ^ «συνέταιρος». Το εταίρα, ο θηλυκός τύπος του εταίρος, συχνά2 δήλωνε τη γυναίκα, που συντηρείτο από έναν άντρα, σε επίπεδο που της ήταν αποδεκτό, με σκοπό τη σεξουαλική σχέση χωρίς την τυπική διαδικασία του γάμου, χωρίς υπονοούμενη υπόσχεση σταθερότητας ή πρόθεση δημιουργίας οικογέ νειας, όχι όμως χωρίς την ελπίδα, από τη μεριά του άντρα, ότι ίσως τον ερωτευόταν. ' Ετσι η εταίρα είναι ορισμένες φορές πλησιέστερα στην «ερωμέ νη» παρά στην «πόρνη». Στην κλασική περίοδο το ρήμα έταιρεΐν και το αφηρημένο ουσιαστικό έταίρησις δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν για εταίρες αλλά μόνο για άντρες ή αγόρια, που έπαιζαν έναν ομοφυλοφιλικό ρόλο αντίστοιχο προς τον ρόλο της εταίρας. ί Αν μια γυναίκα εθεωρείτο κοινή πόρνη ή εταίρα, εξαρτιόταν, ως έναν / βαθμό, από τον αριθμό των διαφορετικών ανδρών, με τους οποίους είχε έρθει ί σε σεξουαλική επαφή, και από τη διάρκεια της σχέσης της με τον κάθε άντρα. I Με απλά λόγια η γυναίκα σε οίκο ανοχής, που συναλλασσόταν κάθε μέρα με πελάτες που έκαναν ουρά, ήταν πόρνη. Με επίσης απλά λόγια, η γυναίκα, που τη ζούσε πολυτελώς κάποιος πλούσιος για ένα χρόνο ή περισσότερο, που , κατά τη διάρκειά του ποτέ (τέλος πάντων, σχεδόν ποτέ) δεν ερχόταν σε ^ \ σεξουαλική επαφή με άλλον, ήταν εταίρα. Η διαχωριστική γραμμή όμως ^ ανάμεσα στις δύο κατηγορίες δεν είναι δυνατόν να ήταν ευδιάκριτη. Πώς, για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να πούμε σε ποια κατηγορία ανήκει μια γυναίκα, που είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή με τέσσερις διαφορετικούς άντρες σε μια βδομάδα, είχε ελπίσει κάθε φορά να συνάψει μια διαρκή και αποκλειστική σχέση και το κατόρθωσε με τον τέταρτο άντρα; Επιπλέον, αν θα χρησιμο ποιούσε κανείς τον όρο πόρνη ή τον όρο «εταίρα», για μια γυναίκα, εξαρτιοταν από τη συναισθηματική στάση, που ήθελε να εκφράσει απέναντι της ή να μεταδώσει στους ακροατές του.3 Ο Αναξίλας, απόσπ. 21, κάνει έναν διαχωρι σμό με βάση την πίστη και την τρυφερότητα, αλλά το απόσπ. 22, ένας γεμάτος αγανάκτηση εξευτελισμός της πλεονεξίας και της δολιότητας των γυναικών που εκδίδονται, αρχίζει και τελειώνει (στίχοι 1,31) αποκαλώντας τες εταίρες, στη μέση όμως (στίχος 22), τις ονομάζει πόρναι. Ο Περικλής απέκτησε παιδιά από την Ασπασία, που ήταν ασφαλώς εκλεκτή και άξια, πιθανώς απαιτητική και επίσης πιθανώς πιστή στον Περικλή* ο Εύπολης, απόσπ. 98, όμως, πα ρουσιάζει έναν από τους γιους αυτούς, τον Περικλή τον νεότερο, να αισθάνε-/
2. Ό χ ι πάντα όμως. Μια γυναίκα μπορούσε να αναφερθεί σε μια φίλη της με τις λέξεις «η εταίρα μου» (π.χ. Λυσ. Αρ., 701), ακριβώς όπως ένας άντρας μπορούσε να αναφερθεί στον «έταϊρον του» χωρίς κανέναν ομοφυλοφιλικό υπαινιγμό. Από την άλλη μεριά, αν μια γυναίκα έλεγε «ο εταίρος μου» (π.χ. Εκκλ. Αρ., 912) ή ένας άντρας, «η εταίρα μου», υποδηλωνόταν ερωτική σχέση. 3. Πρβλ. Η^ιΐδοΜά, 8 κ.ε.
24
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
ται ντροπή από την επωνυμία «ο γιος της πουτάνας». Ο νόμος, που παρέθεσε ο Α ισχίνης λέγοντας, «... ή πεπορνενμένος ή ήταιρηκώς», υπονοεί μια διάκριση, σχετικά με την ομοφυλοφιλική συμπερι φορά, ανάλογη προς τη διάκριση ανάμεσα στο πόρνη και το εταίρα και οι §§ 51 κ.ε. το δείχνουν αυτό καθαρότερα: Αν λοιπόν ο Τίμαρχος είχε μείνει με τον Μισγόλα και δεν είχε πάει και με κάποιον άλλον, η διαγωγή του θα ήταν λιγότερο ανάρμοστη (κατά λέξη, μετριώτερ 5άν διεπέπρακτο ), αν υπάρχει κάτι αρμοστό στη συμπεριφορά του είδους που συζητάμε. Και όσο με αφορά δεν θα δίσταζα να απευθύνω εναντίον του αυτήν μόνο την κατηγορία, που ο νομοθέτης ονομάζει με τόση ωμότητα ήταιρηκέναν γιατί όποιος σρμπεριφέρεται έτσι προς έναν άντρα, πληρώνεται όμως για τη δραστηριότητα του, είναι υπόλογος, κατά τη γνώμη μου, απέναντι σ ’ αυτήν την κατηγορία μόνο. Αλλά αν σας υπενθυμίσω (ενν. τα γεγονότα) και αποδείξω — ενώ παραλείπω εκείνα τα χυδαία (κατά λέξη «άγρια») πλάσματα, τον Κηδωνίδη και τον Αυτοκλείδη και τον Θέρσανδρο, που στα σπίτια τους ήταν ευπρόσδεκτος — ότι κέρδισε χρήματα με την εκμετάλλευση του σώματός του σπιτωμένος όχι μόνον από τον Μισγόλα αλλά και από άλλον και ύστερα από άλλον και ότι έφυγε από αυτόν και πήγε σε άλλον καινούργιο, δεν θα χωρά πολλή αμφιβολία ότι δεν είναι μόνον ήταιρηκώς αλλά — μα τον Διόνυσο, δεν βλέπω πώς μπορεί να συνεχίσω μασώντας τα όλη μέρα — πραγματικά πεπορ νενμένος. Ό π ο ιο ς ενεργεί έτσι, χωρίς διάκριση, σε σχέση με πολλούς άντρες, έναντι αμοιβής, είναι υπόλογος, κατά τη γνώμη μου, σ ’ αυτήν ακριβώς την κατηγορία.
Από δω και πέρα όλοι οι τύποι των ρημάτων πορνενεσθαι και έταιρεΐνΟα μεταφράζονται«... εκπορνευ...», η πρωτότυπη όμως λέξη θα υποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση προσθέτοντας το «(πορν.)» ή («έτ.)». Τα «γεγονότα», τα οποία ο Α ισχίνης «υπενθυμίζει» στους δικαστές, έχουν αναπτυχθεί λεπτομερώς στις §§ 37-44. Για να δώσει την εντύπωση μεγαλοψυ χίας ο Αισχίνης λέει (§39) ότι θα σιωπήσει για «όλα τα αδικήματα που διέπραξε ο Τίμαρχος κατά του σώματός του, όταν ήταν παιδί» και ότι θα αρχίοει από την περίοδο που ήταν έφηβος (μειράκιον) και περνούσε τις μέρες του στο ιατρείο κάποιου γιατρού, φαινομενικά για να μάθει ιατρική, στην πραγματικότητα για να πιάσει ομοφυλοφιλική πελατεία (§ 40). Κάποιος Μισγόλας, πολίτης εκλεκτός αλλά άνθρωπος «με ασυνήθιστο ενθουσιασμό γ ι9 αυτήν τη δραστηριότητα», πήρε σπίτι του τον Τίμαρχο για να ζήσει μαζί του, αφού έδωσε προκαταβολή (§ 41). Περισσότερες κατηγορίες ακολουθούν στις §§53 κ.ε.· ο Τίμαρχος, αφού τον έδιωξε ο Μισγόλας, που δεν μπορούσε πια να τον συντηρήσει, πήγε να ζήσει κατά σειρά με τους Αντικλή, Πιττάλακο και Ηγήσανδρο. Οι «άγριοι», που ο Αισχίνης «παραλείπει» στην § 52, δεν αναφέρονται ξανά ούτε θα έπρεπε να περιμένουμε ν 9 αναφερθούν· η (ρράση, «δεν θα πω τίποτα γ ι9 αυτό...».είναι συνηθισμένο ρητορικό σχήμα για να διατυπωθεί μια επιζήμια κατηγορία, κατηγορία που ο ρήτορας επιζητεί συγχρόνως να του
Π οινές
25
αναγνωριστεί ότι παρέλειψε (η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται πάλι στις §§ ^Τ06ΓΤ07, 109, 170). Οι αποδεικτικοί κανόνες στα Αθηναϊκά δικαστήρια, σύμφωνα με τα σημερινά κριτήρια, ήταν πολύ ελαστικοί. Ο Αισχίνης μιλά με μεγάλη ικανοποίηση για το γεγονός ότι το παρελθόν τού κατηγορούμενου είναι αρκετά γνωστό σε πολλούς δικαστές (§ 44, «ότι λέω την αλήθεια είναι γνωστό σε όλους όσους γνώριζαν τον Μ ισγόλα και τον Τίμαρχο εκείνον τον καιρό»), και στις §§ 92 κ.ε. προτρέπει τους δικαστές να μην περιοριστούν μόνο στα στοιχεία, που παρουσιάζονται στο δικαστήριο, αλλά να λάβουν υπόψη ΐο υ Γ ^ ο ϋ Γ τ ο υ ς ψιθύρους και τη σττερμολογία. που άκουσαν ποτέ για τον Τίμαρχο (πρβλ. §§ 48, 73, 80-5, 89 κ.ε., 121 κ.ε., 127, 130). Υπήρχαν βέβαια ισχυροί λόγοι τακτικής για την^ήρηστ^ αυτής της γραμμής: η εξαιρετική δυσκολία απόδ-ειξης^έρα απ(3 κάθε αμφιβολία, ότι ο Τίμαρχος δεχόταν χρή ματα από τους άντρες με τους οποίους συζούσε, τη στιγμή που δεν υπήρχε οποιοδήποτε γραπτό συμβόλαιο. Ας σταθούμε στο σημείο αυτό για να παραθέσουμε ορισμένα ερωτήματα, που δημιουργούνται από όσα έχουν λεχθεί ως τώρα: (α) Ο νόμος, που παραθέτει ο Αισχίνης, αναφερό,ταν στην εκμετάλλευση, όχι στη δωρεά του κορμιού. Δεν έλεγε τίποτα για «παρά φύση συνήθειες», «προσβολή ηθών» και τα παρόμοια και έτσι φαίνεται ότι δεν επέβαλλε καμιά ποινή σε όσους παραδίνοντο σε ομοφυλοφιλικές πράξεις από έρωτα ή για σαρκική απόλαυση. Ή ταν αυτή πραγματικά η πρόθεση του νόμου; Υπήρχαν άλλοι νόμοι που τιμωρούσαν την μη αγοραία ομοφυλοφιλία; (β) Ο νόμος τιμωρούσε αυτόν που πουλούσε* δεν τιμωρούσε εκείνον που αγόραζε; (7^ 0 Αισγίνηςφανερώνει δισταγμό καιαμηγανία» όταν πρέπει ναπροφέρει τη λέξη πεπορνενμένος στο δικαστήριο και μιλά (§51) για την «ωμότητα» Του νόμου ακόμα και στην περίπτωση χρησιμοποίησης της λέξης ήταιρηκώς. Π όσο έντονες αναστολές ένιωθαν οι Αθηναίοι, όταν μιλούσαν για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, και για ποιους λόγους;
2. Π οινές Ο Αθηναίος πολίτης είχε την ευχέρεια να ταπεινώσει και να εξευτελίσει κάθε άλλον Αθηναίο πολίτη για οποιαδήποτε συμπεριφορά, πραγματική ή φημολογούμενη, θεμελιώνοντας την επίφξσή του σε ηθικές αρχές γενικά αποδεκτές, ανεξάρτητα από τον ραΟμο^ισυνέπειας, που ναοακτήρι£ε το σώμα τωνπολιτων στην τήρησή τους, από τη στιγμή που η καταγγελλόμενη συμπε ριφορά ήταν δυνατόν να προβληθεί ως επιζήμια στο σύνολο της κοινότητας.
26
II Η Δίωξη τον Τίμαρχον
Αποδείξεις σχετικές μ ’ έναν ασυνήθιστο βαθμό ενθουσιασμού για ετεροφυλοφιλική ή ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή, πρόσφεραν πολλαπλές α φορμές ηΒική(: μομφής: ήταν πιθανότερο να διαπρά^ει εγκλήματα, όπως ο βιασμός και η μοιχεία, (ς^νθουσιώδηξ) παρά οι άλλοι και ήταν πιθανότερο αυτός να μπει στον πειρασμό \ΓΈπδκτν\οει χρήματα ανέντιμα για χρηματοδό τηση των σεξουαλικών του απολαύσεων ήταν πιθανότερο να σπαταλήσει ο ενθουσιώδης την κληρονομιά του σε εταίρες και πόρνες αντί να τη διατηρή σει ως φορολογήσιμο κεφάλαιο ή να την αφιερώσει σε σκοπούς αρεστούς και χρήσιμους για την κοινότητα* ήταν πιθανότερο επίσης να διαλέξει την ηδονή ή την άνεση, σε περιστάσεις που απαιτούσαν τις στρατιωτικές αρετές της αυτοθυσίας, της αντοχής και της αντίστασης στον πόνο.4 Επίσης, όποιος ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι ενθάρρυνε την εγκληματικότητα άλλων και επομένως ότι προκαλούσε μιαν υποθετική βλάβη στην κοινότητα (αυτό, για παράδειγμα, θα μπορούσε να λεχθεί για όποιον είχε γίνει αίτιος πορνείας άλλου και έτσι είχε στερήσει την κοινότητα από τις συμβουλές αυτού του ανθρώπου στο μέλλον), ήταν ευάλωτος σε επιθέσεις. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε μια πράξη στην οποία ένας αρκετά αποφασισμένος και ευφυής αντί παλος, έμπειρος ηθικολόγος, δεν μπορεί να δώσει υποχθόνια ερμηνεία* αυτό όμως είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα από το σαφές ερώτημα: Διέπραττε αδίκημα, που επέσυρε ποινή, την οποία πρόβλεπε ο νόμος, ο πελάτης πόρνου; Αποδεικνύεται περίεργα δύσκολο να δοθεί απάντηση σ 5 αυτό το ερώτη μα από τον λόγο του Αισχίνη και πρέπει να θυμόμαστε ότι, αν ο δικανικός ρήτορας θεωρούσε ωφέλιμο για την υπόθεσή του να προκαλέσει σύγχυση, θα έκανε το παν για να την προκαλέσει, διακηρύσσοντας συγχρόνως ότι διευκρι νίζει την υπόθεση. Το ίδιο ισχύει και για τον συνήγορο της εποχής μας και είναι έργο του δικαστή να διαλύσει τη σύγχυση.^Σ5 ένα Αθηναϊκό δικαστη.010, αν η υπόθεση ήταν ασυνήθιστη και εξαρτιόταν από νόμους, οι οποίοι δεν ήταν οικείοι στ ου Δ ικαστές (περίπτώσηπόυ ισχύει [§132* πρβλ. §17] στην υπόθεση του Τίμαρχου), οΓρήτορας είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να δη μιουργήσει τουλάχιστον μια ψυχολογική κατάσταση στους δικαστές ευνοϊκή για τον ίδιο, ακόμα κι αν δεν ήτάν~δυνατόν να κατορθώσει να τους παραπλανή σει εντελώς σε ζητήματα νομικού περιεχομένου. Πρέπει να υποθέσουμε ότι ο ρήτορας δεν μπορούσε να ελπίζει ότι θα κατάφερνε να ξεγελάσει τους δικαστές με μιαν απλή διαστρέβλωση του πραγματικού περιεχομένου του νόμου, ιδίως όταν — όπως ήταν η κανονική διαδικασία — ο σχετικός νόμος διαβαζόταν από τον γραμματέα του δικαστη ρίου, τη στιγμή που τον χρειαζόταν ο ρήτορας, προς υποστήριξη των επιχει ρημάτων του. Επομένως δηλώσεις του τύπου, «ο νόμος λέει...», έχουμε το
4. Για τα Ελληνικά ηθικά επιχειρήματα υπέρ της αγνότητας πρβλ. ϋον€Γ (1973), 61-5, και ΟΡΜ, 178-80, 208 κ.ε., 210. '
Π οινές
11
δικαίωμα να τις θεωρούμε αληθινές, εκτός αν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για το αντίθετο. Αν οι λέξεις, που παραθέτοντο από τον νόμο, ήταν αρχαϊκές, αινιγματικές ή κατά κάποιον τρόπο δύσκολο να ερμηνευτούν και εξηγούντο από τον ρήτορα, η πιθανότητα ότι η απαγγελία του κειμένου ήταν πιστή αγγίζει τη βεβαιότητα, η ορθότητα όμως της ερμηνείας του είναι διαφορετικό ζήτημα. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε μια παρόμοια ερμηνεία, είτε προσφέρεται από κατήγορο είτε από κατηγορούμενο, ως το αρχαίο Ελληνικό αντί στοιχο της ειδικής νομικής άποψης. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο ότι σε διά φορα σημεία ο γραμματέας του δικαστηρίου παίρνει εντολή από τον ρήτορα ν ’ αρχίσει να διαβάζει τον νόμο από ένα ορισμένο σημείο του κειμένου ή να σταματήσει πριν διαβάσει όλο το κείμενο, γιατί ο ρήτορας μπορεί να θέλει να παραπλανήσει τους δικαστές, αναπτύσσοντας ένα τμήμα του νόμου κατά τρόπο που θα ήταν εντελώς ανέφικτος, αν διαβαζόταν το προηγούμενο ή επόμενο τμήμα.5Ακόμα, συνοψίζοντας τον νόμο, ο ρήτορας μπορεί να συνδράσει την κατά λέξη παραθεση με σχόλια και ερμηνείες δικές του. £[(^§19^ προσφέρει ένα καλό παραδειγμα:6 1 «Αν οποιοσδήποτε Αθηναίος», λέει (ενν. ο νομοθέτης), «εκπορνεύτηκε ( έταιρ .), ας μην του επιτρέπεται να γίνει ένας από τους εννέα άρχοντες» — γιατί, φαντάζομαι, είναι αξίωμα, που όσοι το κατέχουν, φορούν στεφάνι — «ή να αναλάβει το αξίωμα του ιερέα» —επειδή δεν είναι καθαρός ούτε στο σώμα — «ή να αναλαμβάνει συνήγορος», λέει, «των συμφερόντων του κράτους ή να φέρει ποτέ κάποιο αξίωμα στην Αττική ή στο εξωτερικό, διορισμένος ή εκλεγμένος, ή να γίνει κήρυκας ή να συμμετάσχει σε πρεσβεία» — ή να μηνύσει ανθρώπους, που πήραν μέρος σε πρεσβεία, ή να πάρει χρήματα, επειδή απειλεί με συκοφα ντίες — «ή να εκφέρει γνώμη, σε οποιαδήποτε περίπτωση, στη βουλή ή στη συνέλευση», όσο άξιος ρήτορας κι αν είναι.
Η κλασική Ελληνική γραφή δεν διέθετε σημεία στίξεως ανάλογα με τα εισαγωγικά, τις παύλες και τις αγκύλες, που απαιτούνται όταν μεταφράζονται παρόμοια χωρία, έτσι ώστε κάθε αναγνώστης (από τα 346 π.Χ. ως σήμερα), που δεν άκουσε πραγματικά τον Αισχίνη να προφέρει αυτές τις λέξεις και δεν γνώρισε ανθρώπους που τον είχαν ακούσει, ήταν αναγκασμένος να ξεχωρίσει την κατά λέξη παράθεση από τα σχόλια, χρησιμοποιώντας την προσωπική του κρίση. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι η φράση, «γιατί, φαντάζο μαι...» είναι σχόλιο* η φράση, «επειδή δεν είναι ούτε...» είναι σχόλιο στο «να αναλάβει το αξίωμα του ιερέα», ανάλογο προς το προηγούμενο σχόλιο στο
5. Π.χ. Δημ., χχΐν 71. Είναι πιθανόν ότι η δυσκολία παρακολούθησης του επιχειρήματος του Αισχίνη, στο ϋΐ 30-3, 47, και της αντίκρουσής του, στον Δημ., χνίΐΐ 120 κ.ε., προκύπτει εν μέρει από την επιλεκτική παράθεση αποσπασμάτων και από τις δύο πλευρές. 6. Πρβλ. ΜειΊίβΙϋαοΙι (1975) και λναη^εΐ, 73 κ.ε.
28
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
«εννέα άρχοντες», αν και χωρίς τον ενικό του πρώτου προσώπου, που κάνει σαφή τη διάκριση ανάμεσα σε κείμενο και σχόλιο και επαναλαμβάνεται με ελαφρά διαφορετική μορφή στην §188. Η επανάληψη του «λέει» μετά τη φράση, «ή να αναλαμβάνει συνήγορος», προορίζεται να ανανεώσει, μετά από αυτά τα δύο σχόλια, την εντύπωση ότι αυτό που ακούμε είναι ουσιαστικά απόσπασμα του νόμου. Η φράση, «ή να μ η νύ σ ει . »3μπορεί να θεωρηθεί, από έναν πολύ απρόσεκτο ή αργόστροφο ακροατή, απόσπασμα του νόμου, στην πραγματικότητα όμως παρεμβάλλει&黣πειδή ο Τίιιαρχος Εεκινούσε μια δίω ξη κατά χων μένω ν. Η καταγγελία απεσταλμένων δεν διέφερε νομικά από οποιαδήποτε άλλη καταγγελία και ο νόμος, που έθιγε το θέμα της πορ νείας, δεν θα προσδιόριζε κανονικά την εξαίρεση μιας δίωξης από μια σειρά πιθανών διώξεων. Η-ίρράση. «ή να πάρει χ ρήματα...», υπονοεί ότι ο Τίμαρχος δωμοδοκήθηκε για.να μηνύσει με ψευδή κατηγορία τον Αισχίνη* δεν είναι δυνατόν να ήταν μέρος του νόμου, γιατί ο εκβιασμός και ή δΓάφθορά —αντίθε τα προς την υπηρεσία σε διοικητικά και θρησκευτικά αξιώματα — δεν ήταν δικαιώματα επιτρεπτά από τον νόμο σε όσους ήταν αθώοι πορνείας. Τέλος, το «όσο άΕιος^ » είναι προσδιορισμός υπερβολικά απίθανος σε πραγματικό νόμο (έχουμε αρκετούς Αθηναϊκούς νόμους για να δικαιολογήσουμε ισχυρι σμούς για το τι είναι ή δεν είναι νομικό ύφος) αλλά σε πλήρη συμφωνία με τη συνηθισμένη κατηγορία των διαδίκων ότι ο αντίπαλός τους προσπαθεί να αποκρύψει τη δολιότητα της πρόθεσης πίσω από φανταχτερά σχήματα λόγου (πρβλ. τις ειρωνείες του Αισχίνη για τις ρητορικές ικανότητες του Δημοσθένη, §§ 94, 119, 125, 166, 170).7 Ο Α ισχίνης φαίνεται ότι είχε γράψει για λογαριασμό (αν και, είναι βέβαιο, όχι με εντολή τους) του Μισγόλα (§§ 45 κ.ε.) και του Ηγήσανδρου (§ 67) μαρτυρικές καταθέσεις, που ήλπιζε ότι θα αναγνώριζαν επίσημα ως δικές τους με την εμφάνισή τους στο δικαστήριο, όταν θα διαβάζοντο.8 Στην περί πτωση της κατάθεσης, η οποία είχε γραφτεί για τον Μισγόλα, που την καλή του διάθεση ο Αισχίνης αγωνιά να διατηρήσει, αν είναι δυνατόν (§41, «εκλε κτός άντρας από κάθε άποψη και κατά κανέναν τρόπο εκτεθειμένος σε επικρί σεις, που κατέχεται όμως από ασυνήθιστο ενθουσιασμό για τη δραστηριότη τα αυτή [ενν. ομοφυλοφιλικές σχέσεις]»),9 ισχυρίζεται ότι δεν είχε κατονομά σει την πραγματική σχέση ανάμεσα στον Μ ισγόλα και τον Τίμαρχο, «ούτε 7. Πρβλ. ΟονεΓ (1968), 155-8, και ΟΡΜ, 25 κ.ε. Για τη δωροδοκία πρβλ. Δημ., χχίν 66. 8. Για τη δικονομία, που ίσχυε σχετικά με τις μαρτυρίες στο δικαστήριο, πρβλ. Η&ιτΐδοη, ϋ 139 κ.ε. 9. Παράβαλε τον εντυπωσιακά επιφυλακτικό τρόπο με τον οποίο ο Δημοσθένης επικρίνει τον Εύβουλο (χχί 206 κ.ε.). Υποδηλώνει ότι εκείνη ακριβώς την εποχή ο Δημοσθένης πρόσεχε να μην έρθει σε ρήξη μαζί του. Η λέξη, που χρησιμοποιεί ο Αισχίνης για τον «ενθουσιασμό», είναι εκείνη που χρησιμοποιεί ο Αλκιβιάδης στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, 2173., για να ονομάσει αυτό που φανταζόταν, όταν ήταν έφηβος, ότι ήταν το ομοφυλοφιλικό ενδιαφέρον του Σωκράτη για την ομορφιά του.
Π οινές
29
τίποτα άλλο που αφήνει εκτεθειμένον έναν ειλικρινή μάρτυρα σε κατά νόμον ποινές», αλλά μόνο ό,τι είναι «χωρίς κίνδυνο ή ατίμωση για τον μάρτυρα». Πώς το κατόρθωσε αυτό δεν γνωρίζουμε, αφού το έγγραφο, που εισχώρησε στο κείμενο του λόγου που έχουμε (§ 50), το οποίο εμφανίζεται ως κατάθεση του Μισγόλα, αποκαλύπτεται ότι είναι μεταγενέστερη πλαστογραφία, εξαι τίας του λανθασμένου πατρωνυμικού και του ονόματος του δήμου, που αποδί δονται από το έγγραφο στον Μ ισγόλα.10 Υποτίθεται όμως ότι, από τη στιγμή που ο Μισγόλας είχε καταθέσει ότι ο Τίμαρχος έμεινε στο σπίτι του, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ο Αισχίνης μπορούσε μετά να ελπίζει (δίκαια όπως έδειξε η έκβαση της υπόθεσης) ότι θα «καταδείξει» τη φύση της σχέσης, επικαλούμενος τους ψιθύρους και τις σπερμολογίες και το γεγονός (αν ήταν γεγονός) ότι ο Τίμαρχος, όταν ήταν νέος και εξαιρετικά όμορφος, είχε πολλά χρήματα να ξοδέψει, ενώ ζούσε στο σπίτι του Μισγόλα (§§ 41 κ.ε. 75 κ.ε.). Ο Α ισχίνης περιγράφει την κατάθεση, που είχε γράψει για τον Ηγήσανδρο ως «λίγο σαφέστερη» (§ 67) από εκείνη που είχε γράψει για τον Μισγόλα (υποτί θεται επειδή οι αγαθές σχέσεις με τον Ηγήσανδρο δεν ήταν τόσο σημαντικές για τον Αισχίνη πολιτικά)· αλλά και πάλι το φερόμενο ως αποδεικτικό έγγρα φο (§ 68) δεν είναι αξιόπιστη μαρτυρία για την πραγματική διατύπωση. Η αναφορά του Αισχίνη σε «ποινές» και «κίνδυνο» (πρβλ. § 98) αναλύεται διεξοδικά στην §72: Δεν νομίζω ότι ξεχνάτε εσείς (ενν. οι δικαστές) τόσο εύκολα ώστε να μη θυμόσαστε τους νόμους, που ακούσατε να σας διαβάζουν πριν από λίγο, στους οποίους ορίζεται ότι, τόσο εκείνος που μισθώνει Αθηναίο γ ι' αυτήν την πράξη όσο και εκείνος που εκδίδεται, τιμωρούνται με τις μεγαλύτερες ποινές και εξίσου. Ποιος λοιπόν βρίσκεται σε τόσο απελπιστική θέση ώστε να είναι πρόθυμος να καταθέσει σαφώς πράγματα, από τα οποία προκύπτει ότι — αν η κατάθεσή του είναι αληθής — θα έπρεπε να του επιβληθούν οι αυστηρότερες ποινές; (κατά λέξη, έσχάτοις).
^Με τη λέξη, «μεγαλύτερες» (πρβλ. §§ 20, 90) ή «αυστηρότερες ποινές», ο Αισχίνη ς εννοεί την εκτέλεστ^^ίίπως είναι φανερό από τον παραΧΧηλισμό που γίνεται προς τη δωροδοκία δικαστών (§ 87): Σύμφωνα με αυτά θα ήταν απόλυτα αναγκαίο να καταθέσει ότι δωροδόκησε εκείνος που δωροδόκησε και ότι δωροδοκήθηκε εκείνος που δωροδοκήθηκε, 10. Ορισμένοι λόγοι χωρίς αμφιβολία περιείχαν αποδεικτικά έγγραφα ή περικοπές αποδει κτικών εγγράφων από την αρχή, ήταν όμως συνηθέστερο η γραπτή μορφή του λόγου να έχει μόνο μιαν επικεφαλίδα (π.χ. «ψήφισμα»), που να υποδεικνύει το σημείο όπου διαβαζόταν το αποδεικτι κό έγγραφο στο δικαστήριο. Πολύ αργότερα αρκετές από τις ελλείψεις αυτές συμπληρώθηκαν με την επινόηση αποδεικτικών εγγράφων. Πολύ συχνά, κατασκευασμένα αποδεικτικά έγγραφα περιέχουν ευαπόδεικτα ιστορικά σφάλματα και μεταγενέστερα γλωσσικά γνωρίσματα.
30
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον αφού η ποινή, που ορίζεται από τον νόμο και για τους δύο, είναι ο θάνατος, όπως στην υπόθεση που μας απασχολεί τώρα, αν κάποιος πληρώσει έναν Αθηναίο για να τον χρησιμοποιήσει όπως του αρέσει ή αν κάποιος Αθηναίος εκούσια προσφέρει έναντι αμοιβής το σώμα του για να ατιμαστεί... (§ 88)... Εκείνοι που δικάστηκαν (ενν. για δωροδοκία) ... καταδικάστηκαν σε θάνατο ...
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι και άλλα αδικήματα εκτός από την προδοσία και τον φόνο επέσυραν τη θανατική καταδίκη, αφού οι Αθηναίοι εκτελούσαν ανθρώπους για μια μεγάλη ποικιλία αδικημάτων, αν και σε πολλές περιπτώ σεις το δικαστήριο είχε τη δυνατότητα, στη θέση της θανατικής ποινής, να επιβάλει ένα καταστρεπτικό πρόστιμο. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι οι νόμοι, που διαβάστηκαν στο δικαστήριο και αναπτύχθηκαν στοίτροηγούμενο" τμήμα του λόγου του Α ισ χ ίνη ,,^ ε ν,^ ι^ ίζο υ ν σ τ ^ ^ τους ισχυρισμούς που εκθέτει στις §§ 72 και 87_Δεν τίταν αλήθεια ό^Γ ο^ομος πρόβλεπε τη θανατική ποινή τόσο για τον πόρνο όσο και για τον πελάτη του. .Να τι πρόβλεπε ο νομος: (\α )\Α νένας άντρας, που πορνεύθηκε, εμφανιστεί στη συνέχεια ως ομιλη τής στη συνέλευση, πάρει διοικητικό αξίωμα κ.τ.λ., τότε μια καταγγελία, που λέγεται «καταγγελία έταιρήσεως», μπορεί να υποβληθεί εναντίον του κι αν βρεθεί ένοχος, μπορεί αυτός ο άντρας να εκτελεστεί. Τα σχετικά'χωρία είναι §§ 20, 32, 40, 73, 195. (\β ))Α ν ο πατέρας ή ο κηδεμόνας ενός αγοριού εξέδωσε το αγόρι για ομοφϋλοφιλική χρήση, τόσο ο πατέρας (ή κηδεμόνας) όσο και ο πελάτης αντιμετωπίζουν την επιβολή τιμωρίας. Βλέπε παρακάτω §§13 κ.ε. φ ^ ϊ τ ο ν προαγωγό γυναίκας ή ελεύθερου (δηλαδή, μη δούλου) αγοριού επιβαλλεται η αυστηρότερη ποινή (§§ 14, 184). [ διάπραξη νβρεωςοε βάρος άντρα, αγοριού ή γυναίκας, ελεύθερου ή δούλου, επίσης επισύρει αυστηρές ποινές (§§ 15 κ.ε.). Ο χαρακτήρας της ΰβρεωςΰα συζητηθεί στο Τμήμα 4 παρακάτω, προσω ρινά μπορούμε να πούμε ότι η σημασία της είναι: επίθεση με σκοπό να κάνει ο επιτιθέμενος ό,τι τον ευχαριστεί. / Ο νόμος που παρατίθεται στο (/) δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση του Τίμαρχου, αφού ο Α ισχίνης δεν ισχυρίζεται ότι ο Τίμαρχος εξέδιδε ^ κάποιον άλλον ή ότι επωφελείτο από την προαγωγή κάποιου/ Ό μω ς η ανα I φορά του γεγονότος ότι η μαστροπεία μπορούσε να επισύρει τη θανατική ποινή3-εξυ?Γηρετεί ρητορικά^ια να εδραιωθεί στο πνεύμα των δικαστών ένας , και την τιμωρία και ίσως υπάρχει ουπαι^
Π οινές
31
νιγμός ότι ο Τίμαρχος ύΉΐν^ας^Γούιιε, ο π ρ ο α γ ω γ ό ς τοη εαητηύ του (πρβλ σ. 42 παρακάτω σχετικά με την «ΰβριν κατά του εαυτού»)* έτσι ο Αριστοφάνης, στις Ν εφέλες 979 κ.ε., αναφέρει ένα ερωτύλο αγόρι, που «παίζει τον ρόλο προαγωγού (προαγωγενων) του εαυτού του με τα μάτια». Ο νόμος που παρατίθεται στο (β) δεν έχει επίσης σχέση με την υπόθεση του Τίμαρχου, επειδή δεν υποστηρίζεται ότι ο Τίμαρχος εκμίσθωσε κάποιον γιο ή κηδεμονευόμενο του ούτε ότι χρησιμοποίησε ομοφυλοφιλικό κάποιον, που εξεδίδετο από τον πατέρα ή τον κηδεμόνα του. Εδώ η αναφορά στον νόμο συνεισφέρει πάλι στη σύνδεση της ομοφυλοφιΜας^ΙεΙτη^ ο Αισχίνης λέει περισσότερα γ ι5 αυτόν τον νόμο απ’ όσα για τον νόμο κατά της μαστροπείας, μπορούμε να υποπτευθούμε ότι έχει ένα ισχυρότερο ρητορικά επιχείρημα και η εξέταση των λεπτομερειών δείχνει ότι η υποψία μας δικαιώ νεται.^Ιράγματι, ο Αισχίνης χρησιμοποιεί τον ,,νόμο για ν ^ π α ρ α π λ ^ τους δικαστές πάνω σ 9 ένα σημαντικό ζήτημα. Και είναι δύο φορές ένοχος ψευδολογίας, όταν δηλώνει στην §72 ότι οι νόμοι, που διαβάστηκαν στο δικαστήριο ώστε να τους ακούσουν οι δικαστές, προβλέπουν «τις μεγαλύτερες ποινές» για όποιον μισθώσει Αθηναίο για ομοφυλοφιλική χρήση. Οι νόμοι που διαβάστηκαν (§§ 12, 16, 21, 35) δεν λένε τίποτα παρόμοιο. Και ο νόμος, που πρόβλεπε τιμωρία του πελάτη του αγοριού, που εκμίσθωνε ο πατέρας ή ο κηδεμόνας του, δεν διαβάστηκε αλλά μόνο συνοψίστηκε από τον Αισχίνη με δικά του λόγια (§ 13). Η νέα δήλωση στην § 87 ότι «όποιος μισθώνει Αθηναίο πολίτη για να τον χρησιμοποιήσει όπως του αρέσει», υπόκειται σε επιβολή τιμωρίας, παραλείπει πάλι την ουσιαστική διασάφηση: «Έ ναν Αθηναίο», που εκμισθώθηκε όταν ήταν παιδί από τον πατέρα ή κηδεμόνα του. Είναι φανερό, από όσα λέει ο Α ισχίνης για την κατάσταση αυτή, ότι σ χ νόμος δεν θεωρούσε την εκτέλεση φυσιολογική τιμωρία του πατέρα ή του κηδεμόνα, γιατί συνέχιζε και όριζε ότι, όταν αυτά τα αγόρια μεγάλωναν, I απαλλάσσοντο από την εθιμική υποχρέωση να συντηρούν τον πατέρα τους. ' Σε δύο αποσπάσματα ο Α ισχίνης δημιουργεί την εντύπωση ότι το αγόρι, που αναγκάζεται στην πορνεία από τον πατέρα του, δεν τιμωρείται: § 13: Αν κάποιος εκδίδεται από τον πατέρα το υ ... ο νόμος λέει ότι δεν πρέπει να καταγγέλλεται το αγόρι ... § 18: Εδώ ο νομοθέτης δεν αναφέρεται ακόμα στο πρόσωπο (κατά λέξη, «σώμα») του αγοριού ... αλλά όταν εγγράφει στα μητρώα (ενν. ως ενήλικος πολίτης) ... από κει κι ύστερα ο νομοθέτης δεν αναφέρεται σε κανέναν άλλον αλλά στον Τίμαρχο.11
Παρ ’ όλα αυτά διαβάζουμε στην §14: 11. Περιμένουμε, «το αγόρι το ίδιο», και είναι πιθανόν ότι αυτό έγραψε ο Αισχίνης· δες όμως, Καϊμάκης, 35 κ.ε., και \¥αη1ίθ1, 72.
32
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον Ο νόμος (ενν. που απαλλάσσει το εκπορνευμένο αγόρι από τη συντήρηση του πατέρα) στερεί τον πατέρα ισόβια από τα ευεργετήματα, που έχει όποιος αποκτά παιδιά, ακριβώς όπως ο πατέρας (ενν. στέρησε) το αγόρι από την ελευθερία του λόγου.
Αυτό υπαινίσσεται ότι, όταν το αγόρι μεγαλώσει, υφίσταται την απώλεια δικαιωμάτων, που επιβάλλει ο νόμος (στέρηση του δικαιώματος να αγορεύει), παρ ’ όλο που η πορνεία δεν ήταν δική του επιλογή· επομένως η φράση, «καμιά καταγγελία», στην § 13, σημαίνει καμιά καταγγελία εκείνη τη στιγμή (και καμιά ποτέ [πρβλ. σ. 30], υπό τον όρο ότι το αγόρι δεν θα δοκιμάσει, όταν μεγαλώσει, να ασκήσει τα δικαιώματα από τα οποία τώρα εξαιρείται αυτομά τως). Η επιβεβαίωση ότι στην περίπτωση του εκπορνευμένου αγοριού η άμεση τιμωρία επιβάλλετο στον πατέρα ή στον κηδεμόνα, όχι στο αγόρι, έχει απλώς τη ρητορική σκοπιμότητα να εξάρει το γεγονός ότι ο Τίμαρχος επέλεξε τον τρόπο ζωής του όταν πια είχε μεγαλώσει. Η διατύπωση του νόμου στο (α) έχει δύο συνέπειες ύψιστης σημασίας. Η μία (που θα συζητηθεί εκτενέστερα στο Τμήμα 3 παρακάτω) είναι ότι οι ξένοι, που επισκέπτοντο την Αθήνα ή έμεναν μόνιμα εκεί, εφόσον δεν είχαν δικαίω μα σε καμιά περίπτωση να φέρουν αξίωμα ή να αγορεύσουν στη συνέλευση, ήταν ελεύθεροι να πορνεύονται, όσο τους άρεσε, χωρίς αυτό να επισύρει την επιβολή οποιασδήποτε ποινής ή κάποια υποβάθμιση των δικαιωμάτων τους μεγαλύτερη από εκείνη, που η θέση τους ως μη πολιτών ήδη τους επέβαλλε. Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι δεν κινδύνευε να διωχθεί και να τιμωρηθεί ένας Αθηναίος πολίτης αν: Ασκούσε πορνεία και δεν το έκρυβε, δεν παρουσιαζό ταν για την κατανομή των αξιωμάτων με κλήρο, δήλωνε την ακαταλληλότητά του — αν εξαιτίας κάποιας αβλεψίας εκλεγόταν σε αξίωμα — και απέφευγε να αναμιχθεί στις διαδικασίες, που του είχαν απαγορευθεί από τον νόμο. Η ισχύς αυτής της δεύτερης συνέπειας επιβεβαιώνεται από μια σειρά χωρίων: § 3: Θα αποδειχθεί ότι ... ο Τίμαρχος από μόνος του δημιούργησε όλην αυτήν την υπόθεση εναντίον του. Οι νόμοι όρισαν ότι, εξαιτίας της επαίσχυντης ζωής του, δεν επιτρεπόταν να αγορεύσει στη συνέλευση. Και αυτό είναι μια εντολή, με την οποία κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καθόλου δύσκολο να συμμορφωθεί κανείς αλλά εξαιρετικά εύκολο. §§ 19 κ.ε.: «Αν ένας Αθηναίος», λέει ο νομοθέτης, «πορνεύθηκε (έταιρ.) ας μην του επιτρέπεται να ... φέρει ποτέ οποιοδήποτε αξίωμα ... ή να πει τη γνώμη του στη βουλή ή στη συνέλευση...» Και αν κάποιος πράξει αντίθετα προς αυτές (ενν. τις απαγορεύσεις), ο νομοθέτης πρόβλεψε καταγγελίες πορνείας (έταιρ.) κι εθέσπισε τις μεγαλύτερες ποινές. § 32: Αυτούς λοιπόν εκείνος (ενν. ο νομοθέτης) αποκλείει από το βήμα, σ 5 αυτούς απαγορεύει να μιλήσουν στη συνέλευση. Και αν κάποιος παραβαίνοντάς τες (ενν. τις απαγορεύσεις) ... μιλήσει...: «Ας διακηρύξει όποιος Αθηναίος
Π οινές
33
επιθυμεί», λέει, «(ενν. την ανάγκη) δημοσίου ελέγχου» (πρβλ. § 46). § 40:... κερδίζοντας χρήματα από αυτό ακριβώς το πράγμα, για το οποίο ο νόμος λέει ότι εκείνοι, που το κάνουν, δεν μπορούν να μιλήσουν στη συνέλευση (κατά λέξη, «δ άπαγορεύει ό νόμος μή πράττειν ή μή δημηγορεΐν»). § 73: Η αιτία για την οποία δικάζεται ο Τίμαρχος είναι ότι, αφού φέρθηκε όπως φέρθηκε, μίλησε στη συνέλευση, αντίθετα με τον νόμο. § 195: Παραγγείλτε, σε όσους είναι ένοχοι εγκλημάτων κατά του σώματός τους, να μη σας ενοχλούν και να πάψουν να μιλούν στη συνέλευση, γιατί ο νόμος δεν εξετάζει τη ζωή όσων ζουν στην αφάνεια ως απλοί πολίτες, αλλά όσων συμμετέ χουν στην πολιτική ζωή.
Ο Α ισχίνης στην § 74 αναφέρεται στους πόρνους, που είναι γνωστοί στον κόσμο, οι οποίοι επιδεικνύουν το εμπόρευμά τους περιμένοντας πελάτες μέσα ή μπροστά στο σπίτι ή στο νοικιασμένο δωμάτιό τους. Η αναφορά δεν είναι αρκετή για ν 5 αποδείξει ότι το επάγγελμα ήταν νόμιμο, περισσότερο από όσο θα μπορούσε «να αποδείξει» η συνεχιζόμενη ύπαρξη μαστροπών ότι είναι νόμιμο σήμερα να ζει κανείς από τα κέρδη μιας πόρνης. Έ να άλλο απόσπα σμα όμως (§§ 119 κ.ε.), στο οποίο ο Αισχίνης αντικρούει επιχειρήματα, που πιθανόν θα χρησιμοποιηθούν (λέει) από τον Δημοσθένη, για την υπεράσπιση του Τίμαρχου, είναι αποφασιστικό: Εκείνος (ενν. ο Δημοσθένης) θα απορούσε αν δεν θυμόσαστε όλοι ότι κάθε χρόνο η Βουλή εκμισθώνει τον φόρο πορνείας* εκείνοι, που αγόρασαν (ενν. το δικαίωμα να εισπράξουν) τον φόρο, δεν κάνουν υποθέσεις (ενν. λέει ο Δημοσθέ νης), αλλά γνωρίζουν με ακρίβεια ποιοι ασκούν αυτό το επάγγελμα ... Λέει ότι (ενν. η απόδειξη τής) δραστηριότητας δεν απαιτεί (ενν. απλώς) την κατηγορία κάποιου μηνυτή αλλά τη μαρτυρία του μισθωτή, που εισέπραξε τον φόρο αυτόν από τον Τίμαρχο.
Είναι φανερό ότι το κράτος δεν θα έκανε συστηματική πρόβλεψη για τη φορολογία απασχόλησης που απαγόρευε. Έπειτα, (§ 158), ο Αισχίνης διηγείται μια περίεργη ιστορία. Έ νας ορφα νός, λέει, με το όνομα Διόφαντος, υπέβαλε καταγγελία στον άρχοντα, που στα καθήκοντά του περιλαμβάνετο η φροντίδα των ορφανών, με τον ισχυρισμό ότι κάποιος αλλοδαπός δεν του πλήρωσε τις τέσσερις δραχμές,, που του όφειλε από την ομοφυλοφιλική χρήση του σώματός του. Ο Αισχίνης άρχιζε την ιστορία με τις λέξεις: «Ποιος από σας δεν γνωρίζει...;», η εισαγωγή αυτή δεν είναι εύστοχη, αφού η φράση, «όλοι γνωρίζετε...», ήταν η συνήθης έκφραση, που χρησιμοποιούσαν οι ρήτορες στο δικαστήριο για να προσδώσουν πειστι κότητα σε απόκοτες ψευδολογίες, αλλά ο Αισχίνης προσδιορίζει τον άρχοντα («που πάρεδρός του ήταν ο Αριστοφώντας ο Αζηνιέας», διαπρεπής πολιτικός.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
34
II Η Δίωξη τον Τίμαρχον
εν ενεργεία ακόμα στα 346) και μια ψεύτικη ιστορία, της οποίας ακόμα και η βάση είναι απίθανη, δεν εξυπηρετεί καμιά σκοπιμότητα. Ξανά ο Αισχίνης φαντάζεται (§163) κάποιον, που είχε πληρώσει τον Τίμαρχο για ομοφυλοφιλική χρήση, να τον μηνύει για αθέτηση συμφωνίας: Δεν θα λιθοβοληθεί εκείνος που μίσθωσε Αθηναίο αντίθετα με τον νόμο και δεν θα φύγει από το δικαστήριο, όχι μόνον αφού πληρώσει με (ενν. πρόστιμο) έναν οβολό για κάθε δραχμή, αλλά και με εξευτελισμούς ( νβρις);
Το πρόστιμο του ενός οβολού για κάθε δραχμή, δηλαδή, του ενός έκτου του υπό διεκδίκηση ποσού, επιβάλλετο στον μηνυτή, αν περισσότεροι από τα τέσσερα πέμπτα των δικαστών έκριναν υπέρ του κατηγορούμενου. Ο λιθοβο λισμός δεν ήταν τιμωρία, που πρόβλεπε πραγματικά ο νόμος. Οι παραδόσεις όμως, γύρω από την Περσική εισβολή του 480 (Ηρόδοτ., ίχ 5, Δημ., χνπί 204), μιλούσαν για ανθρώπους που είχαν λιθοβοληθεί και θανατωθεί, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, εξαιτίας συμπεριφοράς (συνηγόρησαν στην υποταγή στις Περσικές απαιτήσεις), που προκάλεσε αυθόρμητη φρίκη και αγανάκτηση σ ’ ολόκληρη την κοινότητα, αγανάκτηση που έκοψε τα χαλινά ρια του νόμου. Ο Αισχίνης δεν εννοεί επομένως ότι ο κατήγορος της φαντα στικής υπόθεσης θα υφίστατο κατά νόμον κυρώσεις — ασφαλώς θα είχε το γράμμα του νόμου με το μέρος του — αλλά ότι η αγανάκτηση θα ’ πνίγε τους δικαστές, που θα ξέσπαγαν βίαια. Η φράση, «αντίθετα με τον νόμο» στην § 163, υποθέτει ως δεδομένο το ζητούμενο. Είναι φανερό, από τα στοιχεία, που έχουν εξεταστεί ως τώρα, ότι η χρησιμοποίηση πόρνου δεν ήταν πάντα ή απαραίτητα αντίθετη με τον νόμο, ήταν αντίθετη μόνο σε ορισμένες ειδικές περιστάσεις.
3. Νομική Κατάσταση Είναι αξιοσημείωτο ότι η παράφραση του νόμου στην § 19 δεν λέει, «αν κάποιος πορνεύθηκε...», αλλά, «αν κάποιος Αθηναίος (κατά λέξη, «κάποιος από τους Αθηναίους») πορνεύθηκε...» και παρόμοια στην § 72, «αν κάποιος μισθώσει Αθηναίο γ ι’ αυτήν την πράξη», § 90, «εκείνος που έχει ντροπιάσει (ενν. με ομοφυλοφιλική χρήση) έναν από τους πολίτες» και § 163, «ο άντρας που μισθώνει Αθηναίο». Είχαμε κιόλας την ευκαιρία να επισημάνουμε ότι, αφού κανείς άλλος δεν μπορούσε να κατέχει διοικητικό αξίωμα στην Αθήνα ή να διατυπώσει πρόταση στη συνέλευση, παρά μόνον ένας Αθηναίος πολίτης, οι αλλοδαποί δεν εθίγοντο από τον νόμο, που επέβαλλε ποινές σε άντρες, οι οποίοι επιδίωκαν να ασκήσουν αυτά τα δικαιώματα, αφού είχαν πορνευθεί* υπάρχουν επίσης ισχυροί λόγοι για να πιστεύουμε ότι η ομοφυλοφιλική πορνεία ρετ 8€ δεν ετιμωρείτο. Θα περιμέναμε επομένως ότι τα αγόρια και οι
Νομική Κατάσταση
35
άντρες, που ζούσαν από την ομοφυλοφιλική πορνεία, ήταν στην πλειοψηφία τους μη Αθηναίοι και η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται από ένα απόσπασμα (§ 195) του επίλογου του Αισχίνη: Παραγγείλτε σ ’ εκείνους, που κυνηγούν αυτού του είδους τους νέους, που είναι εύκολη λεία, να στρέφονται προς τους ξένους επισκέπτες ή τους ξένους κατοίκους της Αθήνας, ώστε ούτε εκείνοι να στερούνται την ικανοποίηση των προτιμήσεών τους ούτε εσείς (ενν. ο λαός της Αθήνας) να βλάπτεσθε.
Οι πόρνοι, που πουλούσαν το εμπόρευμά τους σε οίκους ανοχής και πλήρωναν τον φόρο, ο οποίος είχε επιβληθεί στο επάγγελμά τους (§§ 119 κ.ε., 123 κ.ε.), ήταν στην πλειοψηφία τους ξένοι, κατά πάσα πιθανότητα. Η §195 αφήνει να εννοηθεί ότι κανένας νόμος δεν απέβλεπε στη στέρηση της ικανο ποίησης των ομοφυλοφιλικών «διαθέσεων» (προαίρεσις, δηλαδή, «επιλογή», «προτίμηση», «τρόπος ζωής»)12σε εμπορική βάση, με την προϋπόθεση ότι δεν προαγωγευόταν κάποιος Αθηναίος για τον σκοπό αυτό. Και για τις προεκτά σεις της φράσης, «αποτελούν εύκολη λεία» — κριτήριο διάκρισης ανάμεσα στη σαρκική παράδοση για χρηματική αμοιβή και στην παράδοση από αι σθηματικούς λόγους — βλέπε παρακάτω, σ. 96 κ.ε. Η μόνη συμβατική ομοφυλοφιλική σχέση, στην περίοδο πριν από την υπόθεση του Τίμαρχου, για την οποία έχουμε λεπτομερή στοιχεία, αναφέρεται σε κάποιον νέο, που στην καλύτερη περίπτωση ήταν πολίτης, του οποίου η θέση όμως ως πολίτη, εξαιτίας των περιορισμένων δικαιωμάτων του, ήταν περιθωριακή. Στην πραγματικότητα, ο νέος αυτός εθεωρείτο ουσιαστικά αλ λοδαπός. Στον λόγο του Λυσία, Α πολογία προς Σίμωνα, ο ρήτορας (δεν γνωρίζουμε το όνομά του) κατηγορήθηκε από κάποιον Σίμωνα για σωματικές βλάβες με πρόθεση ανθρωποκτονίας. Ο ρήτορας εξηγεί (§ 5): Μας κυρίευσε (ενν. τον Σίμωνα κι εμένα) πόθος για τον Θεόδοτο, έναν νέο από τις Πλαταιές. Κι εγώ, παρέχοντας του ευεργεσίες, περίμενα να με αγαπά, ο Σίμωνας όμως νόμισε ότι θα τον ανάγκαζε, χρησιμοποιώντας παράνομη βία, να κάνει ό,τι ήθελε (ενν. ο Σίμωνας).
Ό σ ο ν αφορά το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο στη μάχη που ξέσπασε, όταν καθένας από τους δυο άντρες νόμισε ότι ο Θεόδοτος έπρεπε να πάει με το μέρος του και όχι με τον άλλον, δύσκολα μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη, γιατί μόνο η μία πλευρά μάς είναι γνωστή και δεν κατανοούμε εντελώς τους διασκεδαστικούς υπαινιγμούς που περιέχει. Ο λόγος γράφτηκε λίγα χρόνια μετά τα 394 (όπως φαίνεται από την αναφορά στη μάχη της Κορώνειας, που γίνεται στην § 45) και η ημερομηνία ίσως έχει κάποια σχέση με τα πολιτικά 12. Πρβλ. ΟΡΜ, 151 κ.ε.
36
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
δικαιώματα του Θεόδοτου. Στους Πλαταιείς, που διέφυγαν έγκαιρα από την κατάληψη της πόλης τους από τους Πελοποννήσιους στα 427, δόθηκε Αθη ναϊκή υπηκοότητα (Δημ., Ιίχ 103 κ.ε.· πρβλ. Θουκ., ίη 55.3, 63.2). Αν και ορισμένοι παρέμειναν στην Αθήνα, για μια γενιά σχεδόν μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου κι έγιναν Αθηναίοι δημότες, οι Πλαταιές ξαναπόχτησαν την ανεξαρτησία τους, ως πόλη-κράτος, στα 386 ή λίγο αργότερα (Παυσ., ίχ 1.4* πρβλ. Ισοκρ., χίν 11-14). Επιπλέον το ψήφισμα του 427, που παρατίθεται και εξετάζεται από τον Δημοσθένη, Ηχ 104-6, δεν παραχωρούσε την Αθηναϊκή υπηκοότητα χωρίς διάκριση σ ’ όποιον ισχυριζόταν, τότε ή αργότερα, ότι ήταν από τις Πλαταιές, αλλά πρόβλεπε ότι κάθε αξίωση για απόκτηση υπηκοότητας έπρεπε να διερευνάται (σε σχέση, μεταξύ άλλων, με το πολιτικό παρελθόν του αιτούντος ως φίλου της Αθήνας) και ότι η προσφο ρά αυτή έπρεπε να τερματισθεί, όταν το πρόβλημα των φυγάδων του 427 θα είχε διευθετηθεί. Τρίτον, καθορίστηκαν τα θρησκευτικά και διοικητικά αξι ώματα, στα οποία θα μπορούσαν να ανέλθουν αυτοί οι νέοι πολίτες, και προνοήθηκε να ισχύει ο περιορισμός αυτός και για τους απογόνους τους εκείνους, που η γέννησή τους δεν ικανοποιούσε τα Αθηναϊκά κριτήρια νομιμό τητας. Με αυτά τα δεδομένα είναι πολύ πιθανόν ότι ο νεαρός Πλαταιέας, Θεόδοτος, δεν είχε κανενός είδους Αθηναϊκή υπηκοότητα και, ακόμα κι αν είχε, οι Αθηναίοι δεν θα τον έβλεπαν ποτέ με το ίδιο μάτι, που θα έβλεπαν έναν νέο με γνήσια Αθηναϊκή καταγωγή. Ό τα ν ο ρήτορας ομολογεί στην § 5 ότι ήλπιζε να εξασφαλίσει τη συμπά θεια του Θεόδοτου, επειδή «του ήταν καλός» (κατά λέξη, «τον ευεργέτησε») είναι τόσο φανερό ότι αναφέρεται σε μια σχέση έταιρήσεωςώστε δεν χρειάζε ται να το πει. Αισθάνεται αμηχανία (§§ 4,9), όταν αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι είχε ξεμυαλιστεί εντελώς, πράγμα που οι κακόβουλοι θα θεωρήσουν ανόητο και ποταπό, για έναν άντρα της ηλικίας του,13 αλλά δεν δείχνει να ανησυχεί στο ελάχιστο ότι οι σχέσεις του με τον Θεόδοτο θα μπορούσαν να επισύρουν κάποια ποινή προβλεπόμενη από τον νόμο. Και το σημαντικότερο: λέει ορισμένα πράγματα για την απολογία του Σίμωνα (§§ 22-4), που είναι απίθανο να μην είναι αληθή, αφού ο Σίμωνας, ως κατήγορος, έχει μιλήσει κιόλας στο δικαστήριο: Αυτός (ενν. ο Σίμωνας), έφτασε στο σημείο να πει ότι είχε υπογράψει συμβό λαιο με τον Θεόδοτο και του είχε δώσει 300 δραχμές και ότι εγώ του απέσπασα τον νέο με δόλο και ατιμία. Αλλά βέβαια, αν αυτό ήταν αλήθεια, θα είχε φέρει όσους μάρτυρες μπορούσε και θα είχε προσπαθήσει να κριθεί η υπόθεση σύμ φωνα με τον νόμο... Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να πιστέψουμε αυτά που είπε. Εκτίμησε ολόκληρη την περιουσία του σε 250 δραχμές. Αρκετά παράδοξο να 13. Δεν υπονοεί ότι θα ήταν λιγότερο ευάλωτος στην κριτική, αν το αντικείμενο του πόθου του ήταν γυναίκα· πρβλ. σ. 69.
Νομική Κατάσταση
37
μίσθωσε κάποιον για πορνεία (έταιρ.) με ποσό μεγαλύτερο από όσο πράγματι διαθέτει!
Η βάση της υπόθεσης, που παρουσιάζει ο Σίμωνας, φαίνεται ότι έμοιαζε μ ’ εκείνην, που ο Αισχίνης (§ 163) θεωρεί πιθανό να λήξει με τη φυγή του κατήγορου από το δικαστήριο κάτω από βροχή ιπτάμενων αντικειμένων, γροθιές και βρισιές. Διαφέρει όμως σ 9 ένα ουσιαστικό σημείο: στην υπόθεση, που φαντάζεται ο Αισχίνης, ο πορνευόμενος είναι Αθηναίος. ^ ε ν γνωρίζουμε πότε θεσπίστηκε για πρώτη φορά ο νόμος, που όριζε την π ο λ ιτ ικ ή εξαίρεση των πόρνων, και γ ι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τα αίτια της θέσπισής του (πρβλ. σ. 113-120). Ο Αισχίνης δεν θα ήταν δυσαρεστημένος, αν το ακροατήριό του θεωρούσε την παραπο μπή του «στον νομοθέτη», στην § 19, παραπομπή στον Σόλωνα, πού κωδικο ποίησε μια συλλογή νόμων στην Αθήνα, στις αρχές του έκτου αιώνα. Ό μως ακόμα κι αν αυτή ήταν η πρόθεσή του και ακόμα κι αν η πρόθεση αντικατό πτριζε ειλικρινή πεποίθηση, το πράγμα δεν μας βοηθά πολύ, γιατί οι Αθη ναίοι τον τέταρτο αιώνα είχαν την τάση να κάνουν αναχρονισμούς, όταν μιλούσαν για «τους νόμους του Σόλωνα», σε περιπτώσεις που εμείς θα χρησι μοποιούσαμε επιφυλακτικότερα τον όρο «Αθηναϊκό δίκαιο». Ο νόμος πρέπει να είναι προγενέστερος του 424^ αφού ο:Α ρι^οφ άνης, Ιππείς 876-880. κάνει σαφή αναφορά σ ε επιτυνή αγωγή που έγινε με βάση αυτόν^πιν^όιιο. Από τη στιγμή που θεσπίστηκε ο νόμος, η ομοφυλοφιλική πορνεία θα είχε γίνει πολύ φυσικά ειδικό προνόμιο των αλλοδαπών. Οι αλλοδαποί στην Αθήνα εθεωοούν τ ο κ α τ ώ τ ε ρ ο ι απά χ ςυς πολίχ££. έχαι^ ώστε κάθε γεγονός, που επηρέαζε αρνητικα την ευημερία ή την υπόληψη των ξένων, ήταν λιγότερο σημαντικό από όσο θα ήταν, αν είχε επηρεάσει αρνητικά, με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό, έναν Αθηναίο πολίτη.14 Ηταν εύκολο να διεγείρεις την αγανάκτηση για αδίκημα αλλοδαπού σε βάρος Αθηναίου πολίτη. Η απόφαση, σε δικαστι κές υποθεσεις. ανάμεσα σε Αθηναίους και αλλοδαπούς, έτεινε να αποβαίνει κατά των ξένων, σε. περιπτώσεις που το αποτέλεσμα δεν θα ήταν εύκολα προβλεπτο. αν και τα δύο μέρη ήταν Αθηναίοι πολίτες. Έ νας ήρωας του Αριστοφάνη (Ιππείς347) γελοιοποιεί κάποιον, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ικανό ρήτορα μόνο και μόνο επειδή: «Παρουσίασες μιαν ασήμαντη υπόθεση εναντίον κάποιου αλλοδαπού μόνιμου κάτοικου». Έ να επεισόδιο, που περι γράφει ο Α ισχίνης (§ 43), είναι διαφωτιστικό και το αν είναι πραγματικό ή όχι δεν έχει τόσο σημασία όσο η υπόθεση στην οποία στηρίζεται: Αυτοί (ενν. ο Μισγόλας και ο Φαίδρος) τον βρήκαν (ενν. τον Τίμαρχο) να γευματίζει με κάποιους ξένους επισκέπτες. Απείλησαν τους ξένους και τους διέταξαν να τους ακολουθήσουν στη φυλακή, γιατί είχαν διαφθείρει έναν ελεύ14. Πρβλ. ΟΡΜ, 279-83.
38
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον θερο νέο* οι ξένοι τρομοκρατήθηκαν κι εξαφανίστηκαν, εγκαταλείποντας τη διασκέδαση που είχε προετοιμαστεί.
Ο Μ ισγόλας και ο Φαίδρος εκτοξεύουν κενή απειλή, στην οποία προσδί δει μεγαλύτερη έμφαση το γεγονός ότι δεν λένε «έναν νεαρό Αθηναίο» αλλά «έναν ελεύθερο νέο» (ενν. οποιασδήποτε εθνικότητας). Ακόμα κι αν οι ξένοι είχαν συλληφθεί στο αποκορύφωμα ερωτικής περιπτύξεως με τον Τίμαρχο, υπό τον όρο ότι ο Τίμαρχος θα δήλωνε ότι το έκανε επειδή του άρεσε, κανείς δεν παρανομούσε* οι ξένοι όμως δεν ήταν έτοιμοι ν ’ αντιμετωπίσουν Αθη ναίους πολίτες ως κατηγόρους.
4. Ύ βρ ις Ο όρος ϋβρις αποδίδεται σε κάθε συμπεριφορά σύμφωνα με την οποία ένας άνθρωπος μεταχειρίζεται τους άλλους όπως του αρέσει, έχοντας την αλαζονική πεποίθηση ότι θα διαφύγει την τιμωρία^ια την παραβίαση των δικαιωμάτων τους και για την ανυπακοή σε κάθε νόμο ή ηθικό κανόνα αποδε κτό από την κοινωνία, είτε αυτός ο νόμος ή κανόνας θεωρείται θεμελειωμένος, σε τελευταία ανάλυση, πάνω σε θεϊκές επιταγές είτε όχι. Μαζί με το παράγωγο ρήμα νβρίζειν, που μπορεί να είναι μεταβατικό ή αμετάβατο («διάπραξη ύβρεως^καταΐ.]») και το ουσιαστικό νβριστής, «άνθρωπος επιρρεπής στην ύβριν», η λέξη μαρτυρείται στον Ό μ η ρ ο και κατά την κλασική περίοδο προστίθεται το επίθετο νβριστικός, «που χαρακτηρίζει τον νβριστην». Οι^ ρήτορες στα Αθηναϊκά Δικαστήρια χρησιμοποιούσαν αφειδώς αυτήν την ομάδα λέξεων στις δριμείες επικρίσεις τους όσων ήθελαν να παρουσιάσουν ως εξωφρενική, αλαζονική ή περιφρονητική συμπεριφορά, γιατί οι λέξεις αυτές είναι ^εξαιρετικά φορτισμένες συναισθηματικά* ο νεαρός Δημοσθένης, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί το νβρίζειν (χχνϋ 65) για τον αναίσχυντο σφετερισμό της περιουσίας του από τους κηδεμόνες του.15 Υπήρνε πάντωα ένα συγκεκριμένο αδίκημα, που ονομαζ,ό^αν^<ύβρις»^στο Αττικό δίκαια. Ό π οιος χτΰπουσε, έσπρωχνε, τραβούσε ή εμπόδιζε κάποιον άλλον άνθρωπο, ήταν δυνάτον να κινδυνευσει να διωχθεί ως υβριστής. Η Ρ δίωξη αυτή δεν ήταν ιδιωτική αγωγή για βλάβη αλλά μήνυση για αδίκημα^ \ κατά του συνόλου της κοινωνίας και εναπόκειτο στο δικαστήριο να εγκρίνει 15 Πρβλ. ΟΡΜ, 54 κ.ε., 110 κ.ε., 147. Γενικότερα η ύβρις είναι υπεροπτική παραβίαση των παγκόσμιων ή θείων νόμων, τόσο γνωστό χαρακτηριστικό των μεγάλων βασιλιάδων και κατακτητών. Η λέξη είναι επίσης δυνατόν να χρησιμοποιηθεί με μακροθυμία, όπως στον Ευθύδ. του Πλάτωνα, 273& (ο Κτήσιππος είναι υβριστής «επειδή είναι νέος») ή με διάθεση αστεϊσμού, όπως όταν ο Αγάθωνας αποκαλεί ύβριστήντον Σωκράτη στο Συμπ. του Πλάτωνα, 175ε («Εσύ γερο- μην πω τι»). Ο Ξενοφώντας στην Παιδ. νϋ, 5.62, χρησιμοποιεί τον όρο υβριστής για ένα δύστροπο άλογο.
Ύ βρις
39
την απαίτηση του κατηγόρου για την επιβολή της θανατικής ποινής. Οι μηνύσεις για ύβριν συνυπήρχαν με ιδιωτικές απαιτήσεις για βλάβες, που προέκυπταν από απλή επίθεση, αλλά για να αποδειχθεί ότι μια πράξη βίας ήταν περισσότερο ύβρις παρά επίθεση ήταν απαραίτητο να πεισθούν οι δικαστές ότι προερχόταν από ορισμένη στάση και διάθεση από την πλευρά του κατηγορούμενου: δηλαδή, από μιαν εκ μέρους του επιθυμία να επιβληθεί ως ανώτερος στα μάτια της κοινωνίας απέναντι στο θύμα του ή από την πεποίθηση ότι, λόγω πλούτου, δύναμης ή επιρροής, του επιτρεπόταν να χλευάζει την ισότητα των δικαιωμάτων ενώπιον του νόμου και να μεταχειρί ζεται τους άλλους σαν αντικείμενα στη διάθεσή του. Ο Δημοσθένης (χχί 180) αφηγείται την υπόθεση κάποιου Κτησικλή, που σε θρησκευτική πομπή χτύ πησε έναν προσωπικό του εχθρό με μαστίγιο και που η δικαιολογία ότι ήταν μεθυσμένος δεν τον γλίτωσε από την εκτέλεση. Ο Κτησικλής στην πραγματι κότητα «μεταχειριζόταν ελεύθερους ανθρώπους ως δούλους», λέει ο Δημοσθέ νης και (§ 72): «Δεν είναι το χτύπημα καθαυτό, που φοβούνται και φέρουν βαρέως οι άνθρωποι, αλλά το χτύπημα έφ 9ΰβρει». δηλαδή «για εξυπηρέτηση» (ή «για ικανοποίηση», «για έκφραση») «της ύβρεως», γιατί αυτό τους επιφέρει «ατίμωση», υποβιβάζοντάς τους κοινωνικά και τοποθετώντας τους σε κατώτε ρη μοίρα από εκείνον που τους επιτέθηκε, ώσπου να κατορθώσουν να αποκατασταθούν με μιαν επιτυχή μήνυση. Ό τα ν το αδίκημα περιέχει σεξουαλικά στοιχεία ή όταν κάποια πλευρό: της σεξουαλικής ζωής του ανθρώπου, που διώκεται για μη σεξουαλικό αδίκη μα, μπορεί να γίνει αντικείμενο κακόβουλης εκμετάλλευσης, η ομάδα των λέξεων, που αναφέρεται στην ύβριν, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί από τους αντιπάλους και γενικά και συγκεκριμένα για να δημιουργήσει μιαν εκμεταλλεύσιμη σύγχυση στον νου των δικαστών. 'Ενας άντρας με σφοδρές σεξουαλικές ορέξεις, περισσότερο αδιάντροπος, φορτικός και ξεροκέφαλος, τχ¥ύ ικανοποίησής τους, απ’ όσο η κοινωνία θεωρούσε ανεκτό, ήταν υβριστής και ο άντρας με αντίθετο χαρακτήρα, που θα σταματού σε μάλλον και θα σκεφτόταν πριν ενεργήσει για την εξυπηρέτηση των βραχυ πρόθεσμων ενδιαφερόντων ή ορέξεών του, ήταν σώφρων, πάντοτε εγκωμια στική λέξη, που μπορεί να μεταφραστεί, ανάλογα με τάσυμφραζόμενα, «λογι κός», «προσεκτικός», «πειθαρχημένος», «νομοταγής», «ηθικός», «αγνός», «λι τός» κτλ.16 Αυτή ήταν η γενική και ευρεία λαϊκή χρήση· όταν όμως το υποκείμενο του ρήματος νβρίζειν είναι ενήλικος άντρας και το αντικείμενο γυναίκα ή αγόρι, ο όρος ύβρις υποδηλώνει, εκτός αν τα συμφραζόμενα δίνουν 7 σαφή ένδειξη για το αντίθετο, ότι το αδίκημα είναι ετεροφυλοφιλική ή ομοφυλοφιλική επίθεση. Η επίθεση αυτού του είδους είναι το αντικείμενο του νόμου, που παρατίθεται από τον Αισχίνη (ί 15). Φαίνεται πως ο βιασμός
16. Πρβλ. ΟΡΜ, 110, 116, 119-23.
40
II Η Δίωξη τον Τίμαρχου
γυναίκας, στον βαθμό που μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν απόρροια ανεξέλε γκτης και απρομελέτητης κυρίευσης από σεξουαλική διέγερση, δεν επέσυρε απαραίτητα την κατηγορία της ύβρεως.17 Ο βιασμός ενός πλήρως ανεπτυγμέ νου νέου, με την άσκηση απλώς ανώτερης μυϊκής δύναμης, είναι εντελώς θεωρητική περίπτωση και η διαφορά δυνάμεως ακόμα και ανάμεσα σ ’ έναν άντρα κι ένα αγόρι ίσως δεν ήταν τόσο μεγάλη στην Ελληνική κοινωνία όσο η διαφορά ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, μια διαφορά που η κοινωνική συμβατικότητα θεωρούσε δεδομένη και συνέτεινε στην εδραίωσή της* ασφα λώς δεν θα εθεωρείτο πιθανό ότι ήταν δυνατόν να εξασθενήσει η αντίσταση του αγοριού από σεξουαλική διέγερση.18 Μπορεί λοιπόν, η ακούσια ομοφυλοφιλική παράδοση, να εθεωρείτο προϊόν δόλιας αποπλάνησης, απειλών, εκβιασμού, συνεργασίας συνενόχων ή κάποιων άλλων μέσων, που υποδεί κνυαν προμελέτη, απέκλειαν τη δικαιολογία της ακατανίκητης διέγερσης και αυτόματα έβαζαν τον επιτιθέμενο στον κίνδυνο να μηνυθεί έ φ 9 νβρει. Αλλά, αφού ληφθούν υπόψη όλα τα ενδεχόμενα για την επέκταση του όρου «ύβρις», πέρα από την έννοια της απλής βιαιοπραγίας, η χρήση του όρου και των παραγώγων του από τον Αισχίνη δεν έχει την πρόθεση να αποδείξει τίποτα νομικά αλλά να εμπνεύσει στους δικαστές μια στάση ευνοϊκή για τον κατήγορο. Αποδίδει ο Αισχίνης τη λέξη στις πράξεις εκείνες, που παραδινό ταν ο Τίμαρχος: «Παρόμοια αδικήματα και πράξεις ύβρεως στο σώμα του Τίμαρχου» (§ 55) και «αδιαφορούσε για την ύβριν που διεπράττετο στο σώμα του» (§116). Αφού όμως ο Τίμαρχος πορνευόταν εκούσια — όπως αλλού τονίζει ο Αισχίνης, για να παρουσιάσει τον χαρακτήρα του διεφθαρμένο (§ 87, «αν κάποιος Αθηναίος με τη θέλησή του κερδίζει χρήματα, ατιμάζοντας το σώμα του»· § 188, «εκούσια πορνευμένοι»· πρβλ. § 40, «έχοντας επιλέξει να πουληθεί») — κανένας από όσους χρησιμοποιούσαν τον Τίμαρχο δεν μπορού σε να θεωρηθεί ότι τον εκφόβιζε, τον εξαπατούσε ή τον εξανάγκαζε, πράγμα που θα δικαιολογούσε μιαν κατηγορία ύβρεως. Ά λ λ ο πράγμα είναι να λες (§ 137) ότι «η καταπάτηση της αξιοπρέπειας κάποιου με τη μίσθωσή του είναι συμπεριφορά νβριστον, που δεν διακρίνει το καλό από το κακό», γιατί, όπως είδαμε, όποιος νοιαζόταν πάνω απ’ όλα για την ικανοποίηση των σωματικών του επιθυμιών μπορούσε δίκαια να ονομαστεί νβριστής, και εντελώς άλλο να
17. Πρβλ. Ηαπίδοη, ΐ 19 υποσ. 2, 34. 18. Δεν υποστη ρίζω την περίεργη ιδέα ότι οι γυναίκες «στην πραγματικότητα θέλουν» να τις βιάσουν, μου είναι γνωστή όμως μια περίπτωση στην οποία, σύμφωνα με την προσωπική εμπιστευτική της κατάθεση, μια γυναίκα, καθώς μανιασμένα αντιστεκόταν στον βιασμό της, συνειδητοποίησε ότι η άμεση επιθυμία της για σεξουαλική επαφή είχε ξαφνικά γίνει πολύ ισχυρότερη από το μίσος της για τον επιδρομέα. Οι Έλληνες, με τις προκαταλήψεις που είχαν για τη γυναικεία σεξουαλικότητα (πρβλ. ΟΡΜ, 101 κ.ε.), ίσως νόμιζαν ότι παρόμοια γεγονότα ήταν συνηθισμένα. Δεν πίστευαν ότι ο παθητικός σύντροφος στην ομοφυλοφιλική σχέση (πρβλ. σ. 57) αποκόμιζε σαρκική απόλαυση.
Ύ βρις
41
μιλάς για μια συμβατική συμφωνία, σαν να ήταν μια υβριστική σχέση ανάμε σα σε επιτιθέμενο και θύμα. Ο Αισχίνης όμως προετοιμάζει τον δρόμο για το επιχείρημά του διακριτικά, αλλά με αυτοπεποίθηση, με τους όρους που χρη σιμοποιεί, (§15) συνοψίζοντας τον νόμο περί ύβρεως: ... σ τον οπ οίο σαφώς ορίζεται ότι αν κάποιος διαπράξει ύβριν ενα ντίον αγοριού ύβρις διαπράττεται βέβαια από εκ είνον που μισθώνει το αγόρι — ή εναντίον άντρα ή γυναίκας ...
— και η
Το «βέβαια» εδώ αντιπροσωπεύει το δήπον , μόριο που χρησιμοπτραείιιιι ορισμί^αεςιρορές για να δείξει ότι θα ήταν παράλογοεκμέροικχοηακροαττ» να ’ που προσφέρεται, ή_το συμπέρασμα, που συνάγεται από τον ομιλητή. Ίσω ς έχει τη θέση περίπου μιας έκφρασης σΡ_ΥΧνώμΐΐς_για την προσβολή της νοημοσύνης του ακροατή, επξΐ,δή. ο ρήτο ρας του^πέστησε την προσοχή σε κάτι αυτονοητο, και μπορεί επομένως να χ ρησιμοποιηθεί για να εξαπατήσει τον ακροατή ωστε να θεωρήσει αυτονόητα όσα δεν ε|να ι.19Βλέπουμε εδώ σε λειτουργία την τεχνική που είδαμε και στην § 19 (σ. 27). Ο Αισχίνης εισήγαγε λαθραία, διατυπώνοντας τον νόμο, μιαν ιδιόμορφη και αβάσιμη ερμηνεία της πρόθεσής του. Φαίνεται ότι και ο ίδιος δεν αισθανόταν να πατά σε πολύ στέρεο έδαφος, υποστηρίζοντας κατηγορη ματικά ότι μίσθωση ίσον ύβρις, όπως (για παράδειγμα) ο Δημοσθένης (χχχν 26) υποστηρίζει ότι η παράλειψη εξόφλησης δανείου μπορεί δίκαια να ονο μαστεί ουλή, «διαρπαγή», αφού συνεπάγεται τη στέρηση των άλλων από τα χρήματά τους βία , λέξη που ορισμένες φορές σημαίνει, «με σωματική βία» και άλλες, «παρά την επιθυμία τού...».20 Οι «άγριοι άντρες», στους οποίους αναφέρεται ο Α ισχίνης στην § 52, είναι πιθανώς παρόμοιο είδος ανθρώπων με «τον γιο του Ξενόφαντου» (δηλα δή, τον Ιερώνυμο) στις Ν εφέλες του Αρ., 347-9, που είναι «μακρυμάλλης», «άγριος» ( άγριος ) και «τριχωτός» και συγκρίνεται με κένταυρο εξαιτίας της «τρέλας» του (μανία).21 Οι Κένταυροι (με τη λαμπρή εξαίρεση του σοφού Χεί ρωνα) εθεωρούντο, όπως οι σάτυροι, όντα αχαλίνωτης λαγνείας, έτοιμα να ριχτούν σε οποιονδήποτε, άντρα ή γυναίκα, που η ομορφιά του τους ερέθιζε. Ο Ιερώνυμος φαίνεται ότι διέθετε πυκνό τρίχωμα κι η πυκνή τριχοφυΐα, επειδή θυμίζει το ζωικό βασίλειο, εθεωρείτο γενικά ένδειξη έλλειψης ελέγχου των ορέξεων το ψευδοαριστοτελικό Προβλήματα εξετάζει το ερώτημα (ίν 31): «Γιατί τα πουλιά και οι τριχωτοί άνθρωποι είναι έκφυλοι;» Τα μακριά μαλλιά
19. Πρβλ. ϋοηηϊδίοη, 267. 20. Πρβλ. ΟΡΜ, 53-6. 21. Η λέξη μανία και οι συγγενείς της, όπως οι ισοδύναμοι όροι με τη λέξη τρέλα στα ν^ λικά και άλλες σύγχρονες γλώσσες, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει τα •ν ί λ α για···», «κυριολεκτικά τρελός για...» κ.τ.λ.
42
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
συνδέονται με πολλά και ποικίλα πράγματα* πρβλ. σ. 86. Η συγκεκριμένη «τρέλα» του Ιερώνυμου ήταν ίσως το αδιάντροπο κυνηγητό αγοριών και την ερμηνεία αυτήν ασπάζοντο οι αρχαίοι σχολιαστές του Αριστοφάνη* αντανα κλάται επίσης στο σχόλιο του Αισχίνη (ί 52) και σε τμήμα του λήμματος «Κένταυρος», στον λεξικογράφο Ησύχιο (κ 2223-7): «άξεστος», «άγριος», «ληστής», «παιδεραστής» και «κώλος». Το υπόλοιπο τμήμα του λήμματος δεν θα έπρεπε να αγνοηθεί και στους Βατράχόνς του Αριστοφάνη, 38, κενταυρικώς, «σαν Κένταυρος» (σε σχέση με χτύπημα σε πόρτα), σημαίνει, «δυνατά», «βίαια». Δεν υπήρχε νόμος κατά της «αγριότητας» και στον Αισχίνη (ί 52) μας απασχολεί η κοινωνική μομφή, που έχει στόχο την υβριστική συμπεριφορά. Έ τσ ι και οι συμμορίες ή ομάδες εριστικών και επιθετικών νεαρών, στους οποίους αναφέρεται κάποιος Αρίστωνας (Δημ., Ιίν) με απέχθεια και αγανά κτηση, αισθάνονται περήφανοι, όταν τους αποδίδονται ονόματα (§§ 14, 39), όπως «Τριβαλλοί» (θρακικό φύλο, παροιμιωδώς απολίτιστο* το σχόλιο του Αισχίνη (ί 52) δίνει και αυτό ως όνομα των «άγριων ανδρών») ή ιθύφαλλοι («με ορθωμένο φαλλό»). ρΗ σύγχυση, που προκαλεί ο Αισχίνης, δεν έχει σκοπό να εξασφαλίσει την τιμωρία κάποιων πελατών του Τίμαρχου αλλά να παρουσιάσει τον Τίμαρ χο ένοχο ύβρεως και προσπαθεί να υποβάλει την άποψη αυτή με μια σοφιστι κή διάκριση ανάμεσα στο άτομο, από την άποψη του δικαίου, και στο σώμα. Το επιχείρημα αυτό έχει δύο βαθμίδες: Η πρώτη είναι ότι ο Τίμαρχος ήταν σε τελευταία ανάλυση υπεύθυνος για τη (λεγόμενη) ύβριν που διαπράχθηκε από τους πελάτες (§ 29, «πωλητής του σώματός του έ φ ’ νβρει»' § 188, «πωλητής της ύβρεως του σώματός του») και η δεύτερη θεωρεί τον Τίμαρχο δράστη (§ 108, «αυτός που είναι ύβριστής όχι μόνο κατά των άλλων αλλά και κατά του σώματός του»* § 185, «αυτός που διέπραξε ύβριν κατά του εαυτού του»). Είναι πιθανόν ένα απόσπασμα της § 17 να έχει σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για το επιχείρημα αυτό. Ο Α ισχίνης εκεί εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι ακόμα και η ύβρις σε βάρος δούλων είναι τιμωρητέα και εξηγεί ότι πρόθεση | του νομοθέτη ήταν να αποθαρρύνει «τον άντρα που είναι ύβριστής εναντίον οποιουδήποτε»* αφού όμως η ίδια άποψη υποστηρίζεται από τον Δημοσθένη (χχί 46) σε σχέση με εντελώς διαφορετικό θέμα, θα πρέπει ίσως να είμαστε επιφυλακτικοί για τον ρόλο της § 17 στο σχέδιο του Αισχίνη. Αν κανείς αμφιβάλλει ότι ο Αισχίνης περίμενε πράγματι να πείσει το δικαστήριο (και τους κατοπινούς αναγνώστες του λόγου) ότι ο Τίμαρχος ήταν «πραγματικά» ένοχος ύβρεως και ότι θύμα του ήταν το σώμα τού δράστη, θα έπρεπε να σκεφτεί τα στοιχεία, που συζητούνται στο Τμήμα 2 παραπάνω και ιδιαίτερα την παραποίηση του νόμου από τον Αισχίνη στις §§ 72,87.22 Πρέπει 22. Ο Μοηίιιοπ, 12 κ.ε., στην πραγματικότητα συμπεραίνει από τον Κατά Τιμάρχον ότι όποιος είχε εκδώσει άντρα δούλο, μπορούσε να μηνυθεί για ύβριν. Αυτό το συμπέρασμα δεν συμφωνεί με το Τμήμα 3 παραπάνω.
Υπεράσπιση κατά κατηγορίας για πορνεία
43
επίσης να θυμόμαστε ότι στους Έ λληνες δεν πολυάρεσε η ιδέα να αθωώνεται ένας άνθρωπος με κακό χαρακτήρα, εξαιτίας κάποιας τεχνικής λεπτομέρειας ή έλλειψης σαφών μαρτυριών* αντίθετα ήταν πολύ πρόθυμοι να δικάσουν και να καταδικάσουν ανθρώπους, που το παράπτωμά τους ήταν ότι συμπεριφέροντο με τρόπους, που προκαλούσαν το μίσος αλλά δεν ήταν εύκολο να υπα χθούν σε συγκεκριμένες νομικές απαγορεύσεις. Το ερώτημα στο οποίο υπο βάλλονται τα δικά μας δικαστήρια είναι:«' Εχει ο κατηγορούμενος διαπράξει αυτό που κατηγορείται ότι έχει διαπράξει ή όχι;» και «αν ναι, απαγορεύεται από τον νόμο;» Το Αθηναϊκό δικαστήριο φαίνεται ότι αντίθετα υποβαλλόταν στο ερώτημα: «Με δεδομένη αυτήν την κατάσταση, ποια μεταχείριση των ενδιαφερομένων προσώπων είναι πιθανότερο να έχει ευεργετικές συνέπειες για την κοινωνία;» Κατήγοροι και κατηγορούμενοι δείχνουν με τις τεχνικές πειθούς και τα κριτήρια σχέσεως των επιχειρημάτων προς την υπόθεση, που υιοθετούνται στους λόγους, οι οποίοι σώζονται, ότι γνωρίζουν καλά το ερώ τημα, που έχουν κατά νου οι δικαστές.23
Β. Εκδηλώσεις Έρωτα
1. Υπεράσπιση κατά κατηγορίας για πορνεία Το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για την υπεράσπιση του Τίμαρ χου είναι ότι ήταν ανεπιτυχής και ότι για λογαριασμό του μίλησε ο Δημοσθέ νης. Αν ο Αισχίνης έχει έστω και κατά το ήμισυ δίκιο για το κουτσομπολιό, που προκλήθηκε από τη σχέση του Τίμαρχου με τον Μισγόλα, κι αν, στα ανέκδοτα που διηγείται σχετικά με γέλια και υπαινιγμούς στη συνέλευση (§§ 80-4, 110) και στην ερμηνεία, που έδωσαν οι ακροατές σε μιαν αναφορά κωμωδίας σε «ενήλικες πόρνους , όπως ο Τίμαρχος» (§ 157), υπάρχει κάποια δόση αλήθειας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Τίμαρχος δεν θα πατούσε σε στέρεο έδαφος, αν προσπαθούσε να αποδείξει ότι η κοινή γνώμη έκανε λάθος. Η αντίκρουση των διαδόσεων και του κουτσομπολιού είναι δύσκολη ακόμα και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες και η αντίκρουση ισχυρισμών για την ύπαρξη διαδόσεων και κουτσομπολιού είναι ουσιαστικά αδύνατη. Ο δικα στής, που διαβεβαιώνεται ότι «όλοι ξέρουν» κάτι, για το οποίο ο ίδιος ποτέ δεν άκουσε λέξη, είναι πιθανότερο να συμμεριστεί την κατάθεση, ελαφρά ντρο πιασμένος για την απλοϊκή του άγνοια, παρά να την απορρίψει βέβαιος ότι γνωρίζει πως είναι αστήρικτη. Τις ελπίδες του Τίμαρχου πρέπει να στήριζαν η 23. Πρβλ. ΟΡΜ, 146-50, 156-60, 292-5.
44
I I Η Δίωξη του Τίμαρχον
διαβεβαίωσή του ότι οι σχέσεις του με τον Μισγόλα και άλλους δεν ήταν εμπορικές αλλά αισθηματικές και η πρόκληση προς τους αντιπάλους του να προσκομίσουν οποιαδήποτε απόδειξη ότι είχε δεχθεί αμοιβή ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή του σε ομοφυλοφιλικές πράξεις. —~ /> ' Οταν ο Αισχίνης αρχίζει να εξετάζει πιθανές τακτικές υπεράσπισης με I πρόθεση να τις μειώσει εκ των προτέρων,1διαπιστώνουμε ότι ασχολείται με δύο από αυτές και επεκτείνεται σε εικασίες σημαντικές για το κατηγορητήριο ως το τέλος της δίκης. Η τρίτη τακτική υπεράσπισης όμως αποδεικνύεται μια αντεπίθεση, που εμπλέκει τον Αισχίνη σε υπεράσπιση του ονόματος και του τρόπου ζωής του. (α) (§§ 119-24) Ο Δημοσθένης θα ισχυριστεί ότι ο Τίμαρχος δεν είναι δυνατόν να πορνεύθηκε, αφού το όνομά του δεν είναι γραμμένο ανάμεσα στα ονόματα εκείνων, στους οποίους επιβάλλεται ο φόρος για πορνεία (άντρες ή γυναίκες). Ο Αισχίνης αντιστρέφει το επιχείρημα: ο καλός πολίτης θα έπρεπε να είναι σε θέση να επικαλεσθεί τις πληροφορίες της κοινότητας για τη ζωή και τη συμπεριφορά του και να μην αναγκάζεται να στηρίξει την υπεράσπισή του σε άθλιες υπεκφυγές (§§ 121 κ.ε.).
(/?)(§§ 125-31) «Υποθέτω, λέει ο Αισχίνης, ότι κι άλλο ένα επιχείρημα θα παρουσιαστεί, επινόηση του ίδιου σοφιστή (ενν. ο Δημοσθένης)»,2 που το νόημά του θα είναι ότι οι διαδόσεις είναι κατά γενική ομολογία άδικες και αναξιόπιστες. Ο Αισχίνης αντιμετωπίζει αυτό το επιχείρημα εν μέρει παραθέ τοντας όσα έχουν πει οι ποιητές για τις Διαδόσεις (Φήμη) (αξιοπεριφρόνητη υπεκφυγή, αφού ούτε η αλήθεια της Διάδοσης ούτε η δύναμή της είναι το θέμα εδώ), εν μέρει με υπαινιγμούς για την παιδική ηλικία του Δημοσθένη (που θα μπορούσαν, βέβαια, να είναι ευνοϊκή μαρτυρία για τις Διαδόσεις μόνον αν είχαν επαληθευτεί από ανεξάρτητη πηγή). (γ) Το τρίτο επιχείρημα αρχίζει έτσι: (§§ 132 κ.ε.): Ακούω ότι κάποιος σ τρατηγός3 θα σηκωθεί να υπερασπιστεί τον Τ ίμαρχο,
1. Δεν μπορεί να ήταν δύσκολο σε μια κοινωνία, όπως η κοινωνία της αρχαίας Αθήνας, να ακουστούν ψίθυροι γύρω από τις προθέσεις της υπεράσπισης για την τακτική της. Ακόμα και στην περίπτωση απουσίας ψιθύρων είναι δυνατόν ένας έξυπνος και έμπειρος κατήγορος να προβλέψει την πιθανή τακτική υπεράσπισης. Εξάλλου η γραπτή μορφή ενός δικανικού λόγου κυκλοφορούσε μετά την ακρόαση κι ετροποποιείτο έτσι ώστε να είναι ενημερωμένος για όσα είχαν λεχθεί, ενώ συγχρόνως διατηρούσε τα τυπικά γνωρίσματα που θα πιστοποιούσαν το αντίθετο* πρβλ. ΟονοΓ (1968), 167-70. 2. Για τον «σοφιστή» πρβλ. σ. 28 υποσ. 7. 3. Οι Αθηναίοι στρατηγοί δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά πολίτες, που εκλέγοντο με θητεία ενός έτους, σε ανώτερη στρατιωτική διοικητική θέση.
Υπεράσπιση κατά κατηγορίας για πορνεία
45
γεμάτος έπαρση κι έχοντας συνείδηση της εντύπωσης που προκαλεί, καθώς είναι τακτικός θαμώνας στις παλαίστρες και γνω στός στους κύκλους του πνεύ ματος.4 Θα προσπαθήσει να ισ χυρισ τεί ότι είναι γ ελ ο ίο ακόμα και που έφτασε η υπόθεση αυτή στο δικαστήριο, υποστη ρίζοντας ότι δεν έχω εισάγει ένα νέο είδος δικαστικού αγώ να5 (κατά λέξη, «επινόησα δίκη»), αλλά ότι άνοιξα τον δρόμο για μιαν απαράδεκτη αδιαφορία προς τη μόρφω ση.6 Θα σας φέρει πρώτα πρώτα το παράδειγμα των ευεργετών σας, του Α ρμόδιου και του Α ρισ τογείτονα ... και ... θα υμνήσει τη φ ιλία ( φ ιλ ία ’ βλ. Τμήμα 3) του Π άτροκλου και του Α χιλλέα , που λέγεται ότι γεννήθηκε από έρωτα ...
( Ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτονας σκότωσαν τον Ίππαρχο, αδελφό του τύροΕννου Ιππία, στα 514 π.Χ., και η λαϊκή παράδοση τους θεωρούσε ελευθε ρωτές της Αθήνας από την τυραννία, αν και ο Ιππίας στην πραγματικότητα δεν εξορίστηκε παρά στα 510 π.Χ. Και ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας εξαφανίστηκαν μετά την πράξη τους. Ο Αρμόδιος ήταν ερώμενος του Αριστογείτονα και η ανεπιτυχής απόπειρα του ' Ιππαρχου να τον ξελογιάσει ήταν η αρχή της φιλονικίας που είχε ένα τόσο δραματικό πολιτικό αποτέλεσμα (Θουκ., νί 54-9). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής αφοσίωσης του Αχιλλέα προς τον Πάτροκλο, όπως περιγράφονται στην Ιλιάδα, δεν ήταν μόνον η παράφρονη υπερβολή της θλίψης του για τον θάνατο του Πάτροκλου αλλά και η απόφασή του να παραμείνει στην Τροία και να πάρει εκδίκηση για τον Πάτροκλο, παρ’ όλο που γνώριζε ότι έτσι καταδίκαζε τον εαυτό του σε πρόωρο θάνατο, ενώ θα μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα και να ζήσει ειρηνικά ως τα γεράματα. Η άμυνα, που φαντάζεται ο Αισχίνης ότι πιθανόν θα παρουσιαστεί υπέρ του Τίμαρχου από τον στρατηγό, που δεν κατονομάζεται, σημαίνει το εξής: Μια ομοφυλοφιλική σχέση μπορεί να προκαλέσει την ηρωικότερη αυτοθυσία (πρβλ. σ. 209)· η Αθήνα ωφελήθηκε από την απόφαση του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους, φο νεύοντας τον τύραννο* οι σχέσεις του Τίμαρχου με τους εραστές του έμοιαζαν με τους μεγάλους ομοφυλοφιλικούς έρωτες της ιστορίας και του μύθου* κι αν
4. Η παλαίστρα (για την οποία δες επίσης το Τμήμα 4 παρακάτω), ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο στην εκπαίδευση της ανώτερης τάξης· πρβλ. Αριστοφάνη, Βάτραχοι 729, «που ανατρά φηκαν σε παλαίστρες και διδάχτηκαν χορό και μουσική», γνώρισμα των πολιτών που προέρχο νται από παλιές καλές οικογένειες. Το διατριβαί, που μετέφρασα «κύκλοι του πνεύματος», τις περισσότερες φορές υποδηλώνει τρόπους με τους οποίους περνά κανείς τον καιρό του είτε πρόκειται για μελέτη είτε για τέχνη είτε για κουβεντολόι, πράγματα που είναι θέμα επιλογής ανεξάρτητα από τις οικονομικές πιέσεις. 5. Ίσως είχε περάσει πάρα πολύς καιρός, από τότε που είχε κατηγορηθεί κάποιος για το αδίκημα που διέπραξε ο Τίμαρχος (πρβλ. σ. 154), κι αν είναι έτσι, ίσως υπήρχε η πεποίθηση ότι κανείς ποτέ δεν είχε κατηγορηθεί για το ίδιο πράγμα. 6. «Φοβερή» (ή «ασυνήθιστη») «έλλειψη παιδείας (άπαιδενσία)»' η αναφορά του Αισχίνη στους «μορφωμένους ακροατές» του Ομήρου (§ 142, παρατίθεται στη σ. 58) είναι έμμεση αντί κρουση αυτής της μομφής.
46
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
οι άνθρωποι, που συνάπτουν παρόμοιες σχέσεις, πρόκειται να γίνονται αντι κείμενο επιθέσεων, όπως οι πόρνες από χυδαίους και ποταπούς τυχάρπαστους,. που δεν ξέρουν για τι πράγμα μιλούν,7 το πνεύμα της Αθήνας θα καταστραφεί. Επιπλέον, λέει ο Αισχίνης (§ 135), ο στρατηγός αυτός θα ρωτήσει: αν δεν ντρέπομαι, όταν κι εγώ γίνομ αι ενο χλη τικ ό ς στα γυμναστήρια (ενν. τριγυρίζοντας όμορφα αγόρια) και ήμουν εραστής π ο λ λ ώ ν ... και λέει ότι θα σας διαβάσει όλα τα έρωτικά ποιήματα, που έχω γράψει για κάποιους (ενν. ερώμε νους) κι ότι θα παρουσιάσει αποδείξεις για ορ ισ μ ένα σ κληρά λ όγια , που αντάλ λαξα, και ξυλοδαρμούς στους οπ οίους μπλέχτηκα, εξαιτίας αυτής της δραστη ριότητας.
Η απάντηση του Αισχίνη (§ 136) στις κατηγορίες αυτές ίσως προκαλέσει έκπληξη στον σύγχρονο αναγνώστη: Ό σ ο ν με αφορά, δεν κατηγορώ τον δ ίκ α ιο ν έρωτα ούτε υποστηρίζω ότι οι π ροικ ισμ ένοι με σπάνια ομορφιά έχο υ ν (ενν. απαραίτητα) εκπορνευθεί ούτε αρνούμαι ότι κι εγώ υπήρξα ερω τικός κι ότι ερωτικός παραμένω ως αυτήν τη στιγμή* δεν αρνούμαι ότι ανακατεύτηκα στις διαμάχες8 και στις έριδες, που προκύπτουν από τη δραστηριότητα αυτή. Σχετικά με τα ποιήματα, που λένε ότι έχω συνθέσει, δέχομαι ότι τα έχω συνθέσει, αρνούμαι όμως ότι έχουν τον χαρακτή ρα τον οποίο οι αντίπαλοί μου τους προσδίδουν, διαστρεβλώ νοντάς τα.
Έ τσ ι λοιπόν, ενώ κάθε άλλο παρά αρνείται ότι τα καθώς πρέπει αγόρια κάποτε συνάπτουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις ανεξάρτητα από τον βαθμό της ομορφιάς τους, ο Αισχίνης υπαινίσσεται ότι αν ένα αγόρι είναι όμορφο, θα έχει οπωσδήποτε εραστές.9 Ο λόγος [Δημ.] Ιχί 1 υποδηλώνει ότι τα εγκώμια, που απαγγέλλει ο εραστής, ίσως είναι πιθανότερο να προκαλέσουν ντροπή (αισχύνη) παρά τιμή σ ’ ένα αγόρι, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν. Κάνει διάκριση ο Αισχίνης (αντίθετα με τους κωμικούς ποιητές* πρβλ. σ. 160 κ.ε.) ανάμεσα στην πορνεία κι ένα άλλο είδος ερωτικής σχέσης, του οποίου διακη ρύσσει ότι είναι κοινωνός. Στην § 133, που βρίσκεται μετά τα δύο τρίτα του λόγου, είναι η πρώτη φορά, που ακούμε τη λέξη έρως ως εδώ τα πάντα έχουν
7. Θα έμοιαζε ίσως παράλογο να υποστηρίζεται συγχρόνως ότι (ί) ο Αισχίνης δεν καταλα βαίνει τον ομοφυλοφιλικό έρωτα της καλλιεργημένης κοινωνίας και (ϋ) ότι ο Αισχίνης είναι αδιόρθωτα έρωτικός αν πραγματικά όμως αυτό υποστηριζόταν (πρβλ. υποσ. 1 παραπάνω), το νόημα θα ήταν ότι ο Αισχίνης κρίνει τον αληθινό έρωτα σύμφωνα με το κριτήριο της δικής του εξευτελιστικής εκδοχής για τον έρωτα. 8. Η φιλονικία, «πόθος για τη νίκη», είναι υποτιμητική λέξη, μετά τις αρχές του τέταρτου αιώνα π.Χ.* πρβλ. ΟΡΜ, 233 κ.ε. 9. Ο έρωτας δεν είναι αμοιβαία σχέση· πρβλ. σ. 57.
Έρωτας και ΕπιθυμίαΙ
47
εξεταστεί σε σχέση με την πορνεία, ανέφερε μία φορά (§ 57) τη λέξη «επιθυ μία». Τώρα πρέπει να εξετάσουμε τι εννοεί ο Αισχίνης συνοδεύοντας το έρως με το δίκαιος («γνήσιος», «τίμιος», «νομοταγής») και τι ακριβώς αναγνωρίζει όταν δέχεται το ερωτικός ως χαρακτηρισμό του.
Έρωτας κνι επι$υμί&
Από δω και πέρα η λέξη «έρως» θα εμφανίζεται όμοια με τις άλλες λέξεις, ακριβώς όπως και οι λέξεις «εραστής» και «ερώμενος». Οι πρώτες λέξεις της ομάδας έρωτας, που συναντάμε στα Αρχαία Ελληνικά είναι: (ο) έρος(με βραχύ ο), που στον Ό μ ηρ ο σημαίνει «επιθυμία» για γυναίκα ( Ιλ. Ξ 315), για φαγητό και ποτό (Ιλ . Α 469 και αλλού, στη διατύπωση, «όταν είχαν αποδιώξει [δηλ. χορτάσει] τον έρωτά τους για φαΐ και πιοτό») και για άλλα πράγματα, για τα οποία μπορούμε να αισθανθούμε μιαν επιθυμία, που είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί (π.χ. Ιλ. Ω 227, «όταν θα ’χω αποδιώξει τον έρωτά μου για θρήνο») και στον Ησίοδο ο έρωτας προσωποποιείται ως ένα από τα πρώτα θεϊκά όντα που ήρθαν στη ζωή (Θ εογονία 120-2, «το ωραιότερο ανάμεσα στους αθάνατους»). (β) Τα επίθετα έραννός, έρατεινός, έρατός , έρόεις , «θελκτικός», «ελκυστικός», αναφέρονται σε ανθρώπους, τόπους, πράγματα και δραστηριότητας.
(/) Ο έβδομος αιώνας π.Χ. προσθέτει το ρήμα έράν (επίσης έράσθαι), «επιθυμία (να ...)», «είμαι ερωτευμένος (με ...)», του οποίου ο τύπος του αορί στου είναι έρασθήναι, «μου γεννιέται η επιθυμία (γ ια ...)», «είμαι ερωτευμένος (με ...)». Σ ’ όλη την κλασική και Ελληνιστική περίοδο αυτή η ομάδα των λέξεων είχε και σεξουαλική σημασία τόσο συχνά ώστε άλλες χρήσεις της ορθά μπορούν να θεωρηθούν ως σεξουαλική μεταφορά. Ο θεός Έρωτας, που απεικονίζεται στις εικαστικές τέχνες σαν φτερωτός νέος άντρας,10 είναι η προσωποποίηση της δύναμης, που μας κάνει να ερωτευόμαστε ανεξάρτητα από τη θέλησή μας. Ο Πρόδικος στα τέλη του πέμπτου αιώνα όρισε τον έρωτα ως «διπλασια σμένη επιθυμία», χρησιμοποιώντας την πολύ γενική λέξη επιθυμία (ρή^ έπιθυμεϊν) και προσθέτοντας ότι «ο διπλασιασμένος έρωτας είναι τρέλα» (Β 7). Ετσι ορίζεται και στον Ξεν., Λπομν. ίϋ 9.7:
10. Πρβλ. θΓ6ΐίεη1ι&§€η (1957), ιδιαίτερα τις εικόνες (28-31) του Ε667.
48
II Η Δίωξη τον Τίμαρχον (Κ αι είπε) ότι ό σ ο ι παρουσιάζουν ελαφρές πνευματικές διαταραχές δεν θεω ρούνται τρελοί από τους π ερισσότερους ανθρώπους, όμως ακριβώς όπως ο νομ ά ζουμε τη ν ισχυρή επιθυμία «έρωτα» έτσι ονομάζουμε και τη μεγάλη παραμόρφ ω σιντη ς σκέψ ης ενός ανθρώπου «τρέλα».
• /Σ υ χ ν ά οι λέξεις έρωτας και έρανχρησιμοποιούνται ως συνώνυμα προς το έπιθνμία και το έπ ιθ νμ εΐν 11 έτσι στο Σνμπόσιο του Ξενοφώντα, 8.2, 8.8, εμφανίζονται οι πιθανές αποχρώσεις της λέξης έπιθνμία και λέξεων της
ομάδας έρωτας, με αναφορά στην ομοφυλοφιλία, και Λκ/4.62-4, σ 5 ένα αστείο μεταφορικό χωρίο, που αναφέρεται στην «προαγωγεία» ενθουσιωδών μαθη τών και δασκάλων με σκοπό το αμοιβαίο τους πνευματικό όφελος. Ο αντίπα λος του Σίμωνα (Λυσ., ίϋ 39) λέει: « Ό τα ν άλλοι ερωτεύονται και στερούνται το αντικείμενο της επιθυμίας τους ...» Ο Φαιδρός του Πλάτωνα περιέχει ένα αξιοσημείωτο χωρίο (230ε-234ο), το οποίο εμφανίζεται ως σύνθεση του Αυσία και απευθύνεται σ ’ ένα φαντα στικό αγόρι, παροτρύνοντάς το να «χαρίσει την εύνοιά του» σε κάποιον που δεν είναι ερωτευμένος μαζί του παρά σέ~καπόίόνπο υ Έίναϋ Σύμφωνα με"τα “σημεία, που έχουν ως τώρα αναλυθεί τοΓυφοςΤου αποσπάσματος είναι του Αυσία όχι του Πλάτωνα, ο Πλάτωνας όιιως ήτανεπώ έξιος παρωδός (όπως μπορούμε να καταλάβουμε από το Σνμπόσιο ) και απόλυτα ικανός να μιμηθεί επιφανειακά τον Αυσία· το πρόβλημα της πατρότητας του απόσπάσματός Ιψ έπεί λόίπον νΟΓπδιραμείνει υπό εξέταση.12 Δεν συναντάμε στο απόσπασμα καμιά σαφή αναφοραΧέξης από τον χώρο της ανατομίας ή της φυσιολογίας, αντίθετα βλέπουμε εκφράσεις όπως χαρίζεσθαι, «κάνω χάρη (σε ...)», «κάνω ό,τι μου ζητούν να κάνω», «κά^*Ί5“,τΓ7Γ.'*θ^22ϊβ,χ2333βΓ>2345· πρβλ. την περίληψη του Φαίδρου στο"227ο), την ίδια λέξη που χρησιμοποιείται (231ο) για τη γενναιόδωρη και υποχρεωτική συμπεριφορά του άντρα προς το αγόρι* συναντάμε επίσης, «πέτυχαν να κάνουν αυτό που ήθελαν» (232ά) και «απέτυχα να πάρω αυτό που θέλω» (231α), επιφυλακτικότητα γλωσσική, που μας βοηθά να κατανοήσουμε γιατί ο Αισχίνης επιδεικνύει τόση διστακτικότητα (§ 52) να εκστομίσει δημόσια μια λέξη, όπως το πεπορνενμένος. Στο κείμενο, όπου ο ί ί \ ί^ΠΟτανο Σωκράτης πλάθει έναν λόγο στον Φαιδρό, με επιχειρήματα όμοια με τα επιχειρήματ&Ύου λόγου που απήγγειλε ο Φαίδρος, θεωρεί τδ&έ££Ήα επιθυμία, που προκαλεί ύβριν κι έρχεται σε σύγκρουση με τη λογική <£Φάίδρ., 237α1, 23859). Η δική του ανάλυση του έρωτα προσεγγίζει το πρόβλημα από εντελώς^ϊδ^ρετική^γωνία. Ο Ηγ1αικΙ, 33 κ.ε., βασίζοντας μια διάκριση ανάμεσα στο έρανκαι στο έπιθνμεΐν στον Λύσ. του Πλάτωνα, (Λυσ. 2215), για παρά δειγμα, νομίζω ότι δεν παίρνει αρκετά υπόψη του την ευκολία με την οποία ο Πλάτωνας λέει «χ και ψ» αντί «χ» ή «ψ», όποτε προετοιμάζει το έδαφος για την «απόδειξη» κάποιου πράγματος γύρω από το χ ή τό (πρβλ. «ευτυχία» και «επιτυχία» στον Ενθύδ., 2801x1, και «γνώση», «νοημοσύνη» και «σοφία» ΐδίά, 281α-6). Ακόμα, αφού η έννοια του έρωτα του Πλάτωνα διέφερε από όλων των άλλων, κανένα τεκμήριο, που έχει σχέση με τη χρήση του έράν και του έπιθνμεΐν από τον Πλάτωνα, δεν μας λέει τίποτα για τη χρήση των όρων αυτών γενικά στην Ελληνική γλώσσα. 12. Πρβλ. ϋονεΓ (1968), 69-71.
Έρωτας και Επιθυμία
49
άντρας το ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι ερωτευμένος με το αγόρι, δεν χωρά αμφιβολία για το είδος της «χάρης» που θέλει. Καμιά γλωσσική διάκριση δεν γίνεται εδώ ανάμεσα στην επιθυμία τού μη εραστή για σωματική ικανοποίη ση, αποκομμένη από τον έρωτα, και στις έμμονες, περισσότερο περίπλοκες επιθυμίες των εραστών. Υποτίθεται ότι ο εραστής διεγείρεται αρχικά από τη θέα της ομορφιάς του αγοριού ακόμα και χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τον χαρακτήρα του (232ε). Ο εραστής «ακολουθεί» (άκολουθεΐν, 232α) το αγόρι ολοφάνερα και το «ικετεύει» (υπονοείται στο 2336, από την παρομοίωση με τον ζητιάνο στην πόρτα* πρβλ-^εν., Απομν. ί 2:29), αλλά μια μέρα «θα πάψει να επιθυμεί» (234α). Η λέξη%^ ί ξ ΐ σ ^7χ}ρησιμοποιείται συχνά στον λόγο του Παυσανία, στο Συμπ. τού Πλάτωνα (π.χ. 182α). γιοη^αδτ[λώσειτην «παράδοαχ}. προς^-ε^ος,αγορίού, ή την «ικανοποίησηιι^ ό ί: εραστή (πρβλ. Συμπ. 217α, 218(1). Η παράδοση αυτή μπορεί να δηλωθεί επίσης με το ύπουργεΐν, «προσφέ ρω υπηρεσία (προς ...)» και με το ύπηρετεΐν , «υπηρετώ ... ως κατώτερος» (που χρησιμοποιείται αλλού για το πλήρωμα πλοίου, αξιωματικούς και μια μεγάλη ποικιλία άλλων υπηρεσιών). Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται επίσης στον Ιέρωνα (1.37) του Ξενοφώντα: ' Οπότε ο ερώμενος προσφ έρει κάποιαν υπηρεσία (ύπ ουρ γεΐν) σ ’ έναν κοινό πολίτη, αυτό και μόνον είναι απόδειξη ότι κ άνει χάρη (χαρίζεσθαι) από αγάπη, γιατί ο π ολίτης μπορεί να είναι βέβαιος ότι εκείνος (ενν. ό ερώμενος) υποτάσσε ται (ύ πη ρετεΐν) χωρίς την επ ιβολή οποιουδήποτε εξαναγκασμού* ένας τύραννος όμως δεν μπορεί ποτέ να είναι βέβαιος ότι τον αγαπούν.
Πρβλ. Μ ά. 7.6: Ή τ α ν ξεκάθαρο για μας (ενν. στη ν προηγούμενη συζήτησή μας) ότι οι υπηρεσίες ( ύπουργίαι), που προσφ έρονται από όσους δεν ανταποδίδουν στοργή, δεν είνα ι (ενν. αληθινές) χάρες και ότι η σεξουαλική επαφή, που επιτυγχάνεται με καταναγκασμό, δεν είναι απολαυστική. Έ τ σ ι και οι υπηρεσίες (ενν. κάθε είδους), που προσφέρονται από όσους (ενν. υπηκόους) φοβούνται, δεν είναι τιμή (ενν. για τον τύραννο).
Το ρήμα ύπουργεΐν χρησιμοποιείται επίσης στον λόγο του Παυσανία, που υπάρχει στον Π λατω να^υ//£Τ 843)^νια την υποταγή του ερώμενου στις επιθυμίες του εραστή του. ^ Παρουσιάζοντας το θέμα της σύνθεσης του Λυσία, ο Φαίδρος μιλα (227ο) για «κάποιον από τους ωραίους (ενν. ερώμενους), προς τον οποίο γίνεται απόπειρα». Το πείράν , «κάνω απόπειρα προς ...», «δοκιμάζω να ...», δηλαδή, (με σεξουαλικές προθέσεις) «μαθαίνω σε τι ... μπορεί να χρησιμεύσει» (με σκοπό να ακολουθήσω κάθε ευνοϊκή τροπή των πραγμάτων) χρησιμοποιείται στον Ιέρωνα 11.11, του Ξενοφώντα, σε σχέση με την αντίδραση, που ένας γενναιόδωρος και δίκαιος τύραννος μπορεί να περιμένει από τους υπηκόους
50
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
του (και ας μην υποτιμήσουμε, εδώ ή αλλού, το αίσθημα του κωμικού στους Έλληνες): Οι άνθρωποι δεν θα σε αγαπούσαν ( φ ιλ ε ΐν ) απλώς, θα ήταν ερωτευμένοι (έράν) μαζί σου· και δεν θα είχες ανάγκη να προσπαθείς (πείράν) για τους όμορφους — το π ρόβλημά σου θα ήταν πώς να τα βγάλεις πέρα με τις απόπειρές τους να σε κατακτήσουν!
Ό λ ες οι λέξεις, που εξετάζονται αναφορικά με τις ομοφυλοφιλικές σχέ σεις, ισχύουν εξίσου για ετεροφυλοφιλικά θέματα. Το πείράν εμφανίζεται στον Λυσία, ί 12, στην ευτράπελη κατηγορία κάποιας συζύγου ότι ο άντρας της ερωτοτροπεί με μια δούΧα (πρβλ. Αρ., Π λούτος 150, τις διαπραγματεύσεις με τις εταίρες)* το χαρίζεσθαι χρησιμοποιείται (π.χ. Αρ., Έ κκλ. 629) για τη σεξουαλική παράδοση γυναίκας σε άντρα (πρβλ. χάρις , Πλουτ., Ερωτ. 751(1)* και ο Αναξίλας, απόσπ. 21.2, χρησιμοποιεί το ύπονργεΐν για την υποταγή μιας γυναίκας, «σαν χάρη», προς εκείνους που «θέλουν, κάτι» από αυτήν. Η χρησιμοποίηση της ίδιας ορολογίας για τα αισθήματα και τις πράξεις, που εκδηλώνονται στον ετεροφυλοφιλικό πόθο, τον ομοφυλοφιλικό έρωτα και τον ομοφυλοφιλικό πόθο, τον ανεξάρτητο από τον έρωτα, οξύνει το ερώτημα που τίθεται στο τέλος του Τμήματος 1: Ποια είναι η διάκριση ανάμεσα στον «γνήσιο έρωτα» και στη σχέση, στην οποία ο ένας εταίρος πληρώνει τον άλλο για την παροχή ομοφυλοφιλικής ικανοποίησης; Ο όρος δεν πρωτοεμφανίστηκε όταν τον χρησιμοποίησε ο Αισχίνης* δυο γενιές νωρί τερα ο Δημόκριτος (Β73) όρισε τον «γνήσιο έρωτα», λέγοντας ότι «σκοπεύει, χωρίς ύβριν, προς το ωραίο». Δεν είναι άγνωστο στην Ελληνική σκέψη ότι ο έρωτας, ως έντονη, έμμονη επιθυμία, μπορεί κάποτε να επιφέρει ύβριν.13 Σύμφωνα με τον Αισχίνη, ί 136, ο ορισμός του Δημόκριτου σημαίνει ότι: ή (α) Ο γνήσιος έρωτας είναι ένα είδος του γένους έρωτας και η «πορ νεία» είναι άλλο όνομα ή υποείδος του είδους «μη γνήσιος έρωτας», ή (β) ο έρωτας και η πορνεία είναι δύο είδη ενός γένους κι ακόμα ή (ί) ο γνήσιος έρωτας είναι υποείδος του είδους έρωτας ή (η) ο έρωτας είναι το όνομα του γνήσιου είδους του γένους ενώ η πορνεία είναι πάντα και απαραίτητα κίβδηλη.
Αν το (β) (ϋ) είναι ορθό, η λέξη «γνήσιος» είναι πλεονασμός στην έκφραση «γνήσιος έρωτας». Έ να απόσπασμα λόγου του Αισχίνη, που εκφω13. Στον Ξενοφώντα, Παιδ., νΐ 1.31-3, ο Αράσπας, «κυριευμένος από έρωτα» για την Πάνθεια, σύζυγο του Αβραδάτα, απειλεί να την βιάσει, όταν αποτυγχάνει να την πείσει, λέγοντάς της: «Θα το κάνεις θέλοντας και μη».
Έρωτας και Επιθυμία
51
νήθηκε τρία χρόνια μετά την υπόθεση του Τίμαρχου (ϋ 166) κλίνει προς το (β)
(ϋ): Εσύ (ενν. Δ ημ οσθένη ) ήρθες σ * ένα πλού σιο σπίτι, το σπίτι του Α ρίσ ταρχου, γιου του Μ όσχου, και το κατέστρεψες. Ο Α ρίσ ταρχος σου παρέδωσε να του φυλάξεις τρία τάλαντα, όταν πήγε εξορία, κι εσύ δεν τα επέστρεψες, ξεδιά ντρο πα περιφρονώ ντας την ιστορία, που ο ίδιος είχες διαδώσει, ότι δηλαδή ή σ ου ν θαυμαστής14 της νεανικής του ομορφιάς. Α σφαλώ ς δεν ή σ ο υ ν γιατί ο γ νή σ ιο ς έρωτας δεν επιδέχεται ατιμίες ( π ονη ρ ιά , «κακία»).15
Ο Αισχίνης δεν εννοεί εδώ ότι ο Δημοσθένης, αν και ήταν εραστής του Αρίσταρχου, ήταν ανέντιμος εραστής και ότι η συμπεριφορά του φανέρωνε «μη γνήσιο έρωτα». Αρνείται ότι ένιωσε καθόλου έρωτα για τον Αρίσταρχο ο Δημοσθένης. Φαίνεται πως ο Αισχίνης είναι πρόθυμος να αποδώσει τον όρο «έρωτας» μόνο στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις εκείνες από τις οποίες ό,τι δεν είναι δίκαιον αποκλείεται. Ο βιασμός, η απάτη, ο εκφοβισμός ολοφάνερα αποκλείονται και η γενική κατεύθυνση όλου του λόγου δείχνει ότι η πορνεία αποκλείεται επίσης. Στο χωρίο ϋ 166 δεν αναγνωρίζεται στον Δημοσθένη η θέση του εραστή, επειδή δεν συμπεριφέρθηκε προς τον Αρίσταρχο, όπως φερόμαστε προς εκείνους των οποίων την ευτυχία επιζητούμε ειλικρινά να αυξήσουμε — δηλαδή, όπως φερόμαστε σε όσους αγαπάμε. Στο χωρίο ΐ 171, αναφορικά με την ίδια σχέση, ο Αισχίνης λέει: «Προσποιήθηκε ότι ήταν ο εραστής του κι έτσι, προσκαλώντας τον νέο στη φιλανθρωπίαν αυτή ...» Η λέξη φιλάνθρωπος, που μπορεί να ερμηνευθεί «τρυφερός προς τους ανθρώ πους», είναι πάντοτε εγκωμιαστική λέξη στην εποχή του Αισχίνη και δηλώνει το πρόσωπο που είναι ευγενικό, πονετικό και ανιδιοτελές.16Στο χωρίο ί 137 ο Αισχίνης επεκτείνεται στο θέμα του έρωτα: Τ ον έρωτα για όσους είναι ωραίοι και ενάρετοι ( σώφρων) ορίζω ως συναίσ θη μα (πάθος), που δοκιμάζει η τρυφερή (φιλάνθρω πος) και γεμάτη καλά αισθήμα τα (ευγνώμων) ψυχή*17 όμως η χυδαία παρεκτροπή για χρηματικά ανταλλάγματα είναι πράξη ύβριστοϋ και αμόρφωτου ανθρώ που.18 Και για μένα είναι τιμητικό (κ α λόν) να είσαι αντικείμενο έρωτα χω ρίς να διαφθείρεσαι (άδιάφθορος) και ατιμωτικό να εκπορνευθείς από φιλοχρηματία.
14. Ζηλωτής το ρήμα ζηλοννσημαίνει αρχικά (και συχνά) «αμιλλώμαι», μπορεί όμως επίσης να χρησιμοποιηθεί για ερωτικά συναισθήματα. 15. Το πονηρός είναι η γενικότερη Ελληνική λέξη για το «κακός», υποδηλώνοντας, ορισμέ νες φορές, ανικανότητα και αχρηστία, άλλοτε έλλειψη τιμιότητας* πρβλ. ΟΡΜ, 52 κ.ε., 64 κ.ε. 16. Πρβλ. ΟΡΜ, 201-3. 17. Πρβλ. ΟΡΜ, 140 υποσ. 13. 18. Ο Αισχίνης λέει εδώ «άντρας» όχι «αγόρι», επειδή ο Τίμαρχος είναι ώριμος άντρας την εποχή της δίωξης.
52
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
Ο έρωτας εξετάζεται εδώ ως χαρακτηριστικό του ευαίσθητου ανθρώπου — «ευάλωτου», μπορεί να πει κανείς, για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη, που συχνά έχει ερωτική χροιά — και η ευαισθησία συνδέεται, πολύ φυσικά, με τη μόρφωση και τον πολιτισμό19τόσο εδώ (στην αντίθεση που υποδηλώνεται με το «αμόρφωτος») όσο και στα λόγια του Α ισχίνη (§ 142) για τους «μορφωμέ νους ακροατές» του Ομήρου. Μια γενίκευση, που κάνει ο αντίπαλος του Σίμωνα (Λυσ., ϋί 44), είναι επίσης σχετική* λέει, υπερασπίζοντας τον εαυτό του απέναντι στον ισχυρισμό ότι η κατηγορία του είναι συκοφαντική: Ο ερω τευμένος, κατά τη γνώμη μου, δεν είνα ι το είδος του ανθρώπου που συκοφ αντεί. ' Ο σ οι έχο υν την τάση να είναι ευή θ εις ερω τεύονται, ενώ οι π ερ ισ σότερο πα νούρ γοι συκοφαντούν.
Η λέξη ενήθης, που μπορεί να ερμηνευθεί «αυτός που έχει καλό χαρακτή ρα», υποδηλώνει τον εύπιστο ή όποιον γίνεται εύκολα αντικείμενο εκμετάλ λευσης, επειδή δεν χρησιμοποιεί ή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την απαιτούμενη νοημοσύνη για να καταλάβει τα κίνητρα των ανθρώπων, που δεν είναι τόσο καλοί όσο εκείνος* μπορεί λοιπόν να είναι εγκωμιαστική («άδο λος» στον Ενθύδ. του Πλάτωνα, 279ο. Η λέξη ενηθικός σημαίνει «ευκολοεπηρέαστος» στον Χαρμ. του Πλ., 175ο), τείνει όμως να είναι μειωτική, «ανόη τος», «απλοϊκός». Το πανούργος, που κάποτε συνοδεύεται από λέξεις με τη σημασία του «έξυπνος», περιγράφει έναν ανήθικο και ξεδιάντροπο κατεργά ρη. Ο ρήτορας, όπως κι ο Αισχίνης, θέλει να κερδίσει τη συμπάθεια των δικαστών, ως θνητός λαβωμένος από τον ομοφυλοφιλικό Έρωτα, αν και το συμβόλαιο, που ομολόγησε ότι είχε με πόρνο, είναι περισσότερο χειροπιαστό και λιγότερο εύκολο ν ’ ανυψωθεί στο επίπεδο του ρομαντικού συναισθηματι σμού α π’ όσο η φήμη του Αισχίνη ως έρωτικον, ο οποίος εξέφρασε τα συναισθήματά του με ποιήματα. Το ερώτημα στο οποίο ο σύγχρονος αναγνώστης θα ήθελε ίσως μιαν απάντηση είναι: Ο έρωτας, όπως τον εννοεί ο Αισχίνης, περιλαμβάνει ή αποκλείει τη σαρκική επαφή; Αντιστέκεται ο «αδιάφθορος» ερώμενος σε κάθε απόπειρα αποπλάνησης οποιουδήποτε είδους και αρνείται να κάνει οποιαδή ποτε «χάρη» ή αρνείται μόνο τα δώρα και τις υποσχέσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπονορύμενα ότι εκπορνεύτηκε; Το ρήμα διαφθείρειν, με το οποίο είναι συγγενική η λέξη άδιάφθορος, σημαίνει «χαλάω», «καταστρέφω»* χρησιμοποιείται, όταν έχει αντικείμενο πρόσωπο, για να δηλώσει την πρό κληση συμπεριφοράς, συναισθημάτων ή σκέψεων στους ανθρώπους, οι ο. ποίες είναι επιβλαβείς για την επιτέλεση του κοινωνικού τους ρόλου, και έτσι για να δηλώσει την αποπλάνηση έγγαμης (π.χ. Λυσ., ί 16), τη δωροδοκία 19. Για τη σχέση της παιδείας και της καλλιέργειας προς την ικανότητα της ηθικής κρίσης πρβλ. ΟΡΜ\ 89-93.
Έρωτας και Αγάπη
53
δικαστή ή δημόσιου υπάλληλου ή (στην περίφημη υπόθεση του Σωκράτη) τη δημιουργία νέων, που περιφρονούν τις παραδόσεις και την εξουσία. Ο Α ισχί νης ίσως θέλει να υποστηρίξει ότι ο καλός ερώμενος δεν ξελογιάζεται ποτέ* η δεύτερη αντίθεσή του ανάμεσα στις φράσεις, «να είναι αδιάφθορο αντικείμενο έρωτα» και «να εκπορνεύεται», ίσως υπαινίσσεται ακόμα και κάποιαν άρνηση να χρησιμοποιήσει τον όρο «έρωτας» για μια σχέση στην οποία υπάρχει «διαφθορά», δηλαδή, σαρκική επαφή με οποιαδήποτε πρόφαση. Π αρ’ όλα αυτά η χρησιμοποίηση της λέξης «πληρωμή» και στις δύο αντιθέσεις, σε συνδυασμό με τους οικονομικούς συνειρμούς του άδιάφθορος («αδιάφθορος» από υποσχέσεις και προσδοκία κέρδους, στο χωρίο χνϋί 298 του Δημοσθένη), υπογραμμίζει τη σιωπή του σχετικά με τη σεξουαλική παράδοση για αιτίες άλλες από το κέρδος και το γεγονός ότι αποφεύγει να αξιολογήσει τον εραστή, που φυσικά επιδιώκει την ικανοποίηση των επιθυμιών του, είναι επίσης σημαντικό. Το πρόβλημά του, στην προσπάθεια να εμπνεύσει έχθρα κατά του Τίμαρχου, ήταν να υιοθετήσει τα αυστηρότερα κριτήρια, που θα συμβιβάζοντο όμως προς τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ήταν γνωστό ότι είχε φερθεί ως εραστής. Ο συγγραφέας του ερωτικού λόγου, που αποδίδεται στον Δημοσθένη («Δημ., Ιχΐ»), λέει (§ 1) ότι ο δίκαιος εραστής «ούτε θα πράξει ούτε θα απαιτή σει πράγματα επαίσχυντα»· πώς χαρακτηρίζεται όμως μια πράξη ως επαίσχυ ντη; Αυτό το πρόβλημα παραμένει άλυτο (πρβλ. σ. 100 για το Σνμπ. του Πλάτωνα, 1855). Ο Αισχίνης, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τον νόμο, που απαγόρευε στους δούλους να χρησιμοποιούν τα γυμναστήρια και «να ερωτεύονται ελεύ θερα αγόρια ή να πηγαίνουν ξωπίσω τους» (§§ 138 κ.ε.), υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης, κατά συμπέρασμα, ενθάρρυνε σαφώς τους πολίτες προς τα καλά πράγματα, που απαγόρευε στους δούλους. Η μορφή του επιχειρήματος είναι: (ί) στους δούλους απαγορεύεται το χ , (ϋ) τους απαγορεύεται επίσης το ψ, και (ίϋ) όλοι γνωρίζουμε ότι ο νόμος ενθαρρύνει την πράξη χ, επομένως (ίν) ο νόμος ενθαρρύνει την πράξη ψ. Δ εν είπε ότι ο ελεύθερος άνθρωπος δεν πρέπει να ερωτεύεται (ενν. αγόρια) και να πηγα ίνει ξοπίσω (ενν. τους) και δεν θεώρησε ότι ένα π αρόμοιο γεγο νό ς βλάπτει το αγόρι αλλά ότι είναι απόδειξη για την αγνότητα (ενν. του αγοριού).
—δηλαδή, ότι έβαλε σε δοκιμασία την αγνότητα του αγοριού* υποτίθεται ότι ο αγόρι αντεπεξέρχεται θετικά στη δοκιμασία. Αφού όμως το αγόρι δεν είναι υπεύθυνο κι ικανό ακόμα να διακρίνει ανάμεσα στον άντρα με γνή σ ια καλές προθέσεις και στο αντίθετο, συγκρατεί (ενν. ο νομοθέτης) τον ερωτευμένο και αναβάλλει τη συζήτηση για φ ιλ ία ν ως την ηλικία που το αγόρι θα σκέπτεται ωριμότερα. Τ ον εραστή, που ακολουθεί και
54
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον προφ υλάσσει το αγόρι, θεω ρούσε (ενν. ο νομοθέτης) ως την καλύτερη ασφάλεια και π ροστασία για την αγνότητα (ενν. του αγοριού).
Η οδηγία του ρήτορα εδώ είναι σαφής: Η παρακολούθηση αγοριού από έρωτα είναι επιτρεπτή, η έκφραση όμως των συναισθημάτων φανερά, με κάθε άλλον τρόπο, δεν επιτρέπεται, ώσπου να μεγαλώσει αρκετά το αγόρι ώστε να μπορεί να κρίνει χαρακτήρες. Ποια ηλικία είναι αυτή και ποιος αποφασίζει σε κάθε περίπτωση πότε το αγόρι είναι αρκετά μεγάλο; Και ποια σχέση υποδηλώνει η φράση «συζήτηση για φιλίαν »;
3. Έρωτας και Αγάπη Η λέξη φ ιλ ία *σημαίνει γενικά «αγάπη»· το ρήμα, είναι. φ ιλεϊν %τ ο επ ίθ ε τ ο φίλοζ σημαίνει «αγαπητός (σε ...)» και παίρνει σιγά σιγά την έννοια «δικός μου ή ,σου κ.τ.λ·», «εγγύς ή στενός (π ρο ς...)» και όταν το φίλοςχρτ\σ ιμοποιείται ως ο υ σ ι α σ τ ικ ό σ η μ α ίν ε ι « φ ίλ ο ς » (και μπορεί να αντιπροσωπεύει κάθε βαθμΐδόΓμΐά<^ από την περιστασιακή αλλά ευχάριστη γνωριμία ως τη στενή μακρόχρονη σχέση) ή «συγγενικός», ένας από τους «αγαπημένους» ή «ο πιο κοντινός και πιο αγαπητός», εκείνος με τον οποίο θεωρείται ότι έχει κανείς έναν δεσμό με εξαιρετικές υποχρεώσεις και απαιτήσεις. Αυτή η ομάδα λέξεων χρησιμοποιείται για την αγάπη ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, π.χ. Αρ., Ν εφέλες 79-83: ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: ' Ομως, αναρωτιέμαι πώς μπορώ να τον ξυπνήσω με τον καλύτερο τρόπο; (Ν ευρικά) Φειδιππίδη! Φ ειδιππί-δηηηη! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (ξυπνώντας): Τι τρέχει πατέρα; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (σοβαρά): Φ ίλησε με και δώσε μου το χέρ ι σου. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (συμμορφούμενος): Να! Τι τρέχει; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Π ες μου, μ ’ αγαπάς ( φ ιλ ε ϊν ); ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ: Τ ’ ορκίζομαι!
Η ίδια ερώτηση μπορεί να γίνει με σεξουαλικό περιεχόμενο, όπως στο Σνμπ. του Ξενοφώντα, 9.6, όπου ένα ζευγάρι χορευτών, σε ιδιωτική γιορτή,
ενσαρκώνουν τον μύθο του Διόνυσου και της Αριάδνης: Ά κ ο υ σ α ν τον Δ ιόνυσο να τη ρωτά αν τον αγαπούσε (φ ιλεϊν) και (ενν. την άκουσαν) να ορκίζεται (ενν. ότι τον αγαπούσε), έτσι που ... όλ ο ι εκεί ορκίζοντο επίση ς ότι το αγόρι και το κορίτσι πραγματικά αγαπιόντουσαν (φ ιλ εϊν ). Δεν έμ οιαζαν (ενν. με χορευτές), που είχα ν διδαχτεί τις κ ινή σ εις τους, αλλά με ανθρώπους, που τους δόθηκε η ευκαιρία να κάνουν ό,τι από καιρό επιθυμούσαν. Στο τέλος οι καλεσμ ένοι τους είδαν να αγκαλιάζονται και να φεύγουν σ α ν να π ήγαιναν στο κρεβάτι ...
Η ερώτηση «μ’ αγαπάς;» μπορεί πραγματικά να γίνει σε περιστάσεις
Έρωτας και Αγάπη
55
όπου το «σε διεγείρω σεξουαλικά;» θα ήταν τόσο άχρηστο όσο και μονοκόμ ματο, η σημασία της όμως ποικίλλει ανάλογα με το αν απευθύνεται από άντρα σε γυναίκα ή από γυναίκα σε άντρα. Η ισχυρή σεξουαλική επιθυμία ενισχύει την αγάπη, φυσιολογικά δημιουργεί αγάπη και μερικές φορές δημιουργείται από την αγάπη* πρβλ. Πλ., Αύσ. 2215, ενώ στους φίλους κάποιου αγοριού στον Ευθύδ. του Πλ., 2825, θεωρείται ότι περιλαμβάνονται, «όσοι λένε ότι είναι εραστές του». Δεν πρέπει να νομίσουμε ότι οι Έ λληνες κάνουν πάντοτε σαφή διάκριση ανάμεσα στον έρωτα και την αγάπη.20 Ο Ό μ ηρος μάλιστα χρησιμοποιεί το ουσιαστικό φιλότης (η φιλία είναι μεταομηρική λέξη) σε κόσμιες διατυπώσεις που αναφέρονται στη σεξουαλική επαφή, «φιλότης και κρεβάτι» και «ενώνομαι με φιλότητα », καθώς επίσης και για να υποδηλώσει φιλικές ή στοργικές σχέσεις ανάμεσα σε κράτη, οικογένειες και πρόσωπα. Τα ομοφυλοφιλικό ποιήματα, αρχαϊκά και Ελληνιστικά, διακηρύσσουν άφθονη αγάπη. Το ουσιαστικό παιδεραστής και το ρήμα παιδεραστεΐνδεν προσαρμό ζονται στο ελεγειακό μέτρο, που προτιμούσαν σχεδόν πάντα γΓ αυτό το είδος ποίησης, έτσι οι ποιητές/τα αντικαθιστούν με τα παιδοφίλης και παιδοφιλεΐν (π.χ. Θέογνης, 1345, 1357, Γλαύκος, 1, Μελέαγρος, 80.2). Το αγαπάν , «είμαι ευχαριστημένος (με ...)», και το άσπάζεσθαι, «καλωσορίζω», «χαίρομαι για ...», συνδέονται συχνά με το φιλεϊν(π.χ. Πλ., Αύσ. 215 ά, 2175,220ά)* τη λέξη άγάπη , το αφηρημένο ουσιαστικό, που αντιστοιχεί στο άγαπάν, ιδιοποιήθη καν αργότερα οι Χριστιανοί συγγραφείς, χρησιμοποιώντας τη για την αγάπη από την οποία απουσιάζει η σεξουαλικότητα,21 στο ε 20 όμως μια μισόγυμνη γυναίκα σε κρεβάτι φέρει το όνομα «Αγάπη» και στη γλώσσα των κλασικών χρόνων δεν υπάρχει λέξη για την «αγάπη», που να αποκλείει τη σεξουαλικό τητα, σε περιπτώσεις όπου το σεξουαλικό στοιχείο στη σχέση είναι κοινωνι κά αποδεκτό. Στον Δημ. [Ιχί] το άγαπάν υποδηλώνει τη στάση του εραστή προς τον ερώμενο (§ 6) και των θεών προς τον Γανυμήδη και τον Ά δωνη (§ 30). Μια ετεροφυλοφιλική ερωτική σχέση στη ρομαντική λογοτεχνία ή στη
20. Στο απ. 22.24 του Αναξίλα: «Αυτές (ενν. οι πόρνες) δεν λένε ξεκάθαρα ... ότι έράν και φιλεϊν κι ότι θα απολαύσουν τη σεξουαλική επαφή», προσδιορίζονται τρεις διαφορετικές από ψεις μιας συναισθηματικής κατάστασης, αλλά η πρώτη συνεπάγεται τη δεύτερη και την τρίτη. Ο Πλάτωνας αντιμετωπίζει τον έρωτα με μεγάλη δυσπιστία στους Νόμους, 836β-837(1, ως ανεξήγητο μείγμα της φιλίας, που ισοδυναμεί με την ανάγκη και τον πόθο, και της φιλίας ανάμεσα σε όσους έλκονται από συγγένεια· το χωρίο είναι εντυπωσιακά διαφορετικό από τμήματα πρωιμότερων έργων του κι ένα βήμα περισσότερο απομακρυσμένο από τις συνήθεις Ελληνικές αντιλήψεις για τον έρωτα και την αγάπη. 21. Ο Νγ§Γ€Π, 30: «Στον Έρωτα και την Αγάπη έχουμε δύο νοήματα που αρχικά δεν έχουν καμιά σχέση το ένα με το άλλο», ίσως αναφέρεται σε δύο έννοιες, που δηλώνονται με τις λέξεις αυτές στους Χριστιανούς συγγραφείς. Ο ΑπηδίΓοηβ, 105 κ.ε., και ο Κΐδί, 79 κ.ε., επικρίνουν τον Νγ§Γ6η, επειδή έχει πολύ στενή άποψη για τον «εγωισμό» του Έρωτα, όπως τον συλλαμβάνει ο Πλάτωνας.
56
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχου
ζωή είναι δυνατόν να ξεκινήσει με το στιγμιαίο αντίκρισμα μιας χαριτόβρυτης κίνησης και να κορυφωθεί με την εκδήλωση της αγάπης εκείνης από την οποία δεν υπάρχει μεγαλύτερη. Η μακρόχρονη δυτικοευρωπαϊκή προκατά ληψη ό τ ιο ομΩφ^ϋ^φ^^Μ^^^^^{ΗΜϊ^ ς ~ ^ είναι υπεύθυνη για μια κάποια επιφύλαξη ότι ο ο^οφυλοφιλικός έρωτας μπορεί να εμπνεύσει τόση ανιδιοτελή αφοσίωση όση και ο ετεροφυλοφιλικός, ακόμα και εκ μέ ροϋςεκείνων πουθοίάπέ ρ ριπτα ν αμέσως την ηθική καταδίκη της ομοφυλο φ ιλ ία ς ρ ετ 5€.22 Οομοφυλοφιλικός έρωτας χρησιιιοποιήθηκε ασφα-^ Xως για στρατιωτικούς σκοπούς και αποδείχτηκε ωφέλιμος από στρατιωτική άποψη, αφου ο εραστής και ό ε ρώμενοςΤπΤδ ^ ν ΐ^ 'τ ^ ν η ρ ο ^ υ μ ία τους^οίνας στον άλλο, να υποφέρουν τον πόνο και τον θανατο (πρβλ. σ. 210-1) και στα τέλη τής αρχαιότητας συναντάμε ιστορίες εντυπωσιακών χειρονομιών (π.χ. Πλού-^ ταρχος, Ερωτ. 761ο: Κάποιος Θήρωνας έκοψε τον αντίχειρά του και προκάλεσε τον αντεραστή του να τον μιμηθεί).23 Το περισσότερο αξιομνημόνευτο ανέκδοο του είδους πάντως σώζεται από τις αρχές του τέταρτου αιώνα π.Χ.: η Ανάβ. του Ξενοφώντα, νϋ 4.7, διηγείται την ιστορία κάποιου, που ήταν πρόθυμος να πεθάνει για έναν νέο, σχετικά με τον οποίο δεν γνώριζε τίποτα περισσότερο από όσα μπορούσε να του πει το οπτικό ερέθισμα της σωματικής ομορφιάς:
' Ενας Ο λύνθιος, ο Ε πισθένης, π α ιδερα στής, είδε ένα όμορφ ο αγόρι, ακριβώς στα πρώτα χρ ό νια της ω ρ ιμ ότη τα ς,... την ώρα που επρόκειτο να το εκτελέσουν! Έ τ ρ εξε στον Ξενοφώντα και τον ικέτεψε: « Έ λ α και σώσε ένα όμορφο αγόρι». Ο Ξενοφώντας πλη σίασε τον Σεύθη και του ζήτησε να μην εκτελέσει το αγόρι, εξηγώ ντας τις διαθέσεις (τρ όπος24) του Επισθένη και προσθέτοντας ότι, όταν κάποτε σχη μ άτισ ε λ ό χ ο με μοναδικό κριτήριο την ομορφιά των ανδρών, ο Ε πισθένης αναδείχθηκ;ε γεννα ίος μαχητής στο πλερό τους. Ο Σεύθης ρώτησε: «Ε πισθένη, θα δ εχό σ ο υν να πεθάνεις στη θέση αυτού του αγοριού;» Ο Επισθένη ς τέντω σε μπροστά τον λαιμό του και είπε: «Χτύπα, αν συμφωνεί το αγόρι κι αν πρόκειται να μου χρωστά ευγνωμοσύνη». Ο Σεύθης ρώτησε το αγόρι αν έπρεπε να χτυπή σει τον Επισθένη στη θέση του. Το αγόρι δεν δέχτηκε αλλά τον ικέτεψε να μην αποκεφ αλίσει κανέναν από τους δυο. Τότε ο Ε πισθένης αγκά λια σε το αγόρι και είπε: «Τώρα Σεύθη θα πρέπει να παλέψεις μαζί μου, γιατί δεν τον αφήνω!» Ο Σεύθης γέλασε και δεν έδωσε συνέχεια στο ζήτημα.
22. Κάποια ευθύνη φέρει επίσης η επιπλέον (εσφαλμένη) προκατάληψη ότι κάθε άντρας, που συνάπτει μιαν ομοφυλοφιλική σχέση, είναι εκθηλυμμένος και ότι η εκθήλυνση συνεπάγεται ατολμία. 23. Η αυτοκτονία παίζει σημαντικό ρόλο σ ’ αυτές τις ιστορίες, π.χ. Κόνωνας, απ. 1.16 (ο ερώμενος αυτοκτονεί, επειδή ο εραστής, απαυδισμένος από τα σκληρά καθήκοντα, που του αναθέτονται χωρίς καμιάν ανταμοιβή, δείχνει δημόσια την προτίμησή του για κάποιον άλλον νέο). Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και ο φόνος, π.χ. Πλούταρχου, Ερωτ., 768 κ.ε., και Ερωτ. Δ ιη γ.,2 ,3 .. 24. Για τη διατύπωση αυτή πρβλ. σ. 69.
Έρωτας και Αγάπη
57
Η επίκληση του Επισθένη προς τον Ξενοφώντα δεν βασιζόταν στην αξία τού αγοριού ως ηθικού παράγοντα αλλά στη φρίκη της καταστροφής ενός όμορφου αντικειμένου, στην περίπτωση αυτή ενός ανθρώπου γεμάτου ζωή. Είναι ένας τρόπος σκέψης που συχνά οδηγεί στη σκληρότητα, την αναισθη σία και την εκμετάλλευση,25 ο Επισθένης όμως, καθώς το μόνο που προσδοκά είναι η ευγνωμοσύνη μετά θάνατον, δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί ότι πρόσφερε αμοιβή με αντάλλαγμα την ομοφυλοφιλική εύνοια, εκτός άν ίσως έπαιζε πάνω στην πραγματοποίηση μιας δικής του παιδικής φαντασίωσης: Η ' όμορφη πριγκίπισσα απειλείται με θάνατο, ο γενναίος ονειροπόλος προτείνει τον λαιμό του στον σκληρό βασιλιά, ή καρδιά του βασιλιά συγκινείται, κανείς δεν πεθαίνει, η όμορφη πριγκίπισσα χώνεται στην αγκαλιά του ονειροπόλου, δεμένη μαζί του με αιώνια ευγνωμοσύνη — μόνο που στην περίπτω ση αυτή η πριγκίπισσα ήταν άντρας. Ό τα ν ένας άντρας είναι ερωτευ]ΐένο^ αυτή ανταποκρί-"\ νεται στον έρωτά του, /' νεαρό σύζυγο και τη γυναίταΓΎδυ)Τ και ο έρωτας, που αισθάνεται, γεννά αγάπη·26 πρβλ. επιχειρήματα στο Σνμπ. του Πλ., 17%, ότι η Ά λκη σ τη τόσο υπερέβαλλε τους γονείς του συζύγου της Ά δμητου «σε αγάπη εξαιτίας του έρωτά της» ώστε, αντίθετα από εκείνους, ήταν πρόθυμη να πεθάνει στη θέση του. Στην ομοφυλοφιλική σχέση όμως ο ερώμενος δεν αναμένεται να ανταποκριθεΓστον έρωτα τουΗφΠβτντ'η «αντίπαλος εραστής», δεν εννοεί εκείνον που ανταποδίδει τον έρωτα με έρωτά και είναι Οξϊδσήαείώτο'δτι στο ΣνμπΤτοΰ Πλ., 1926, ο κατεξοχήν ομοφυλοφιλικός άντρας, όταν δεν είναι παιδαρεστής , είναι φιλεραστής (δηλαδή, «αγαπά τον εραστή του»). Η διάκριση μπορεί ορισμένες φορές να καταρρέει στη μεταγενέ στερη Ελληνική (π.χ. Σούδα μ 497, όπου κάποιος εραστής αυτοκτονεί από απόγνωση και ο σκληρόκαρδος ερώμενός του, «ανταποκρινόμενος στον έρω τά του» επιτέλους [ άντερασθείς ], ακολουθεί το παράδειγμά του), αλλά η χρήση κατά τους κλασικούς χρόνους διευκρινίζεται στον Φαίδρο η6υ Πλ., 255(1,^όπου εξηγείται η φύση του έρωτα με μεταφυσικούς όρους: " Αυτός (ενν. ο ερώμενος) είναι ερωτευμένος· αλλά με τι, τα ’ χει χα μ ένα ... ' Εχει έναν άντέρωτα27 που είναι πιστό αντίγραφο του έρωτα (ενν. του εραστή)· τον ονομάζει όμως και πιστεύει ότι είναι όχι έρωτας αλλά αγάπη (φ ιλία). 25. Πρβλ. ΟΡΜ, 159 κ.ε., 240-2, 296-8. 26. Είναι φυσικό ένας άντρας να ελπίζει ότι, ακόμα κι αν μια γυναίκα δεν ανταποκρίνεται πλήρως στον έρωτά του, θα τον αγαπήσει ωστόσο. Εκείνο που λέγεται στον Ιέρωνα του Ξενοφώ ντα, 1.37,7.6, σχετικά με την ομοφυλοφιλία κυρίως (πρβλ. σ. 49) ταιριάζει εξίσου στις ετεροφυλικές σχέσεις. Πρβλ. σ. 55 για την αγάπην. 21. Στον Πλούτ., Αυκ. 18.9, το άντεράν σημαίνει: «να είσαι (ενν. εχθρικός) ανταγωνιστής στον έρωτα».
58
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχο ν
Η διαφορά ανάμεσα στα συναισθήματα των δύο υπογραμμίζεται από το Σνμπόσιο του Ξενοφώντα, 8.21: Ε πίσης, το αγόρι δεν μοιράζεται την ηδονή με τον άντρα κατά τη συνουσία , όπως η γυναίκα* ψυχρά νη φ ά λιο, βλέπει τον άλλο μεθυσμένο από σεξουαλικό πόθο.
Ωμά, τι κερδίζει ο ερώμενος από την παράδοση στον εραστή του; Η κλασική απάντηση των Ελλήνων είναι: καμιά σωματική ηδονή (πρβλ. Πλ., Φαίδρος 240ά)· αν ο ερώμενος αισθανθεί ηδονή, επισύρει την αποδοκιμασία ως πόρνος (πρβλ. σελ. 112) και ως διεστραμμένο(ΐ (πρβλ. σελ. 184). Δεν είναι και ιδιαίτερα καλό αστείο το επίγραμμα του Ασκληπιάδη, 46, του τύπου, «τώρα αρχίζεις να το ξεπερνάς, το ζητάς!»* επιγράμματα του τύπου, «γρήγορα θα ’ σαι πολύ μεγάλος και θα 5ναι πολύ αργά!» (Αλκαίος από το Μεσσήνη, 7,8, Φανίας, 1, Θυμοκλής, 1) υπονοούν: «Δεν θα ’χεις την ικανοποίηση να σε ποθούν και να σε θαυμάζουν».270 Εκείνο που ο εραστής ελπίζει να εμφυσήσει στον ερώμενο δεν είναι ο έρωτας αλλά η αγάπη; αυτό είναι φανερό~ από τη χρήση του άντιφιλειν, «ανταπόδοση αγάπης», στο απόσπασμα από τον Ιέρωνα του Ξενοφώντα, που παρέθεσα πϊο~1ί^^ τα ώίά. 1.34 κ.ε., Λπομν. ίί 6.28, Σνμπ. 8.16, 8.19, Πλ., Φαίδρος ^ 5 4 -^ 3 5 6 ^ , Σνμπ. 217α, 218ο. Προκύπτει καθαρά επίσης από 'το Σνμπ. τοι(Π λ., 182ο)^α~τονΓ«έρώτα*του Αριστογείτονα και την αγάπη (φιλία) (ενν. ποιΠηροέκυψε) του Αρμόδιου (ενν. για τον Αριστογείτονα)». Η αγάπη, που εμπνέει ο θαυμασμός και η ευγνωμοσύνη προς τον εραστή, σε συνδΰαχτμδ μετησϋμΊτάθεΤα^^ να κάνει τις «παραχωρήσεις» ^ςαι να εκτελέ<τει τις «υπηρεσίες», που ο εραστής τόσο φανερά και με τόσο πάθος επιθυμεί. Σ ’ αυτήν την περίπτωση, υπάρχει πραγματικά αγάπη και από τις δυο πλευρές, έρωτας όμως από τη μία μόνο — και βέβαια είναι πιθανό να μισεί ο ερώμενος τον εραστή του (Πλ., Αύσ. 2125), όπως μια γυναίκα μπορεί να μισεί έναν άντρα, που έχει ξετρελαθεί μαζί της και δεν την αφήνει στιγμή ήσυχηΑ) Αισχίνης, ί 133, παρουσιάζει τον στρατηγό, ο οποίος υπερασπίζεται ^τον Τίμαρχο, να επαινεί την «αγάπη (φιλία) του Πάτροκλου και του Αχιλλέα, που λέγεται ότι γεννήθηκε από έρωτα», και στην § 142 επεκτείνεται πάνω σ ’ ι αυτό το θέμα: \ \
Ο Ό μ η ρ ο ς έχει π ολλές ευκαιρίες να μ ιλή σ ει για τον Π άτροκλο και τον Α χιλ λ έα , σιωπά όμως για τον έρωτά τους και δεν κατονομάζει (επω νυμία, \« π ρ ό σ θ ε τ ο όνομα») τη ν αγάπη τους (φ ιλία ), κρίνοντας ότι ο ασυνή θιστος βαθ-
27α. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η πρωκτική σεξουαλική επαφή είναι δυνατόν να είναι ηδονική για τον παθητικό σύντροφο (πρβλ. Ε^ΐίηΐοη, 155 κ.ε.)' πρβλ. επίσης σ. 159 για τον αυνανισμό του ερώμενου από τον εραστή.
Έρωτας και Αγάπη
59
μός της αμοιβαίας τους συμπάθειας (έν ν ο ια , «καλοσύνη», «καλή διάθεση») ήταν φ ανερός στους ευαίσθητους (κατά λέξη , «μορφωμένους», «καλλιεργημένους») ακροατές. Υ πάρχει ένα απόσπασμα στο οποίο ο Α χιλλέα ς λ έ ε ι ... ότι άθελά του παρέβη την υπ όσχεση , που είχε δώσει σ τον πατέρα του Π άτροκλου, τον Μ ενοίτιο* γιατί είχε δηλώ σει κατηγορηματικά ότι θα έφερνε τον Π άτροκλο σώο πίσω σ τον Ο πούντα, αν ο Μ ενοίτιος τον έσ τελνε σ τη ν Τ ροία μαζί του και του εμπιστευόταν τη φροντίδα του. Ε ίναι φανερό από αυτό ότι ανέλαβε την ευθύνη του Π άτροκλου από έρωτα.
(«Φανερό» υπό την προϋπόθεση ότι ο ερώμενος από μιαν άποψη ήταν εξαρτημένος από τον εραστή και ο εραστής ήταν υπεύθυνος γ ι’ αυτόν* ο Πλάτωνας (Σνμπ. 179ο - 18013) παρουσιάζει τον Πάτροκλο ως εραστή και τον Α χιλλέα ως τον ερώμενο, στον οποίο τη θυσία της ζωής ενέπνευσε η αφοσίω ση και ο θαυμασμός).28 Αφού η γλώσσα του έρωτα ήταν ανακριβής (και φαίνεται, από όσα λέει ο Α ισχίνης για τον Ό μηρο, ότι η επιφυλακτικότητα ήταν άβ ήβυειίΓ) και αφού η κοινωνική συμπεριφορά ήταν ευπρεπής και μετρημένη (στό Σνμπ. του Ξενοφώντα, 1.2, ο Καλλίας προσκαλεί τον ερώμενό του Αυτόλυκο σε δείπνο όχι μόνον του αλλά με τον πατέρα του και επαινείται [8.11] γ ι’ αυτό) το περιεχόμενο κάθε ομοφυλοφιλικής σχέσης θα μπορούσε να είναι, για όλους εκτός από τον εραστή και τον ερώμενο, αντικείμενο εικασιών μόνο. Ή ταν η «υπηρεσία» ή «χάρη», που ο Α επιθυμούσε από τον Β, ένα ευγενικό χαμόγελο, μια προθυμία να τον συνοδεύσει για να παρακολουθήσουν κάποιον αγώνα ή κάτι άλλο; Στο Σνμπ. του Ξεν., 8.24, ο Σωκράτης ζητά συγγνώμη για τη «χοντροκοπιά» του, επειδή αναφέρθηκε στην ομοφυλοφιλική σωματική επα φή, σε μια γενίκευση, αν και μιλά μόνο για φιλιά και χάδια* ζητά συγγνώμη ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στο 8.41, επειδή είναι υπερβολικά σοβαρός, σε μια φιλική συγκέντρωση, όπου οι άνθρωποι επιθυμούν να αισθάνονται άνετα. ' Οταν ο Αλκιβιάδης διηγείται στους καλεσμένους, στη γιορτή του Αγάθωνα, την απόπειρά του, πριν απόπολ,ύν καιρό, να ξελογιάσει τον Σωκράτη, διευκ ρινίζει (Πλ., Σ υ μ τ ^ \ % ,1 \ ΐ β ότι παραβαίνει τους κανόνες της ευγενικής συζήτησης με πολύ εντ!37ΓΠϊ’σΐακό τρόπο. Δεν γνωρίζουμε και δενμπορούμε να γνωρίζουμε αν υπήρχαν εραστές και ερωμενοϊΤπου^απείχαν από τη σωματική επαφή* ίσω ς βα ισχυρίζόντο πάντα ότι απείχαν, αν τους ρωτούσαν,29 στους
28. Για τις παραλλαγές του μύθου του Αχιλλέα και του Πάτροκλου και ιδιαίτερα τη χρησι μοποίησή του από τον Αισχύλο, πρβλ. σ. 217-8. 29. Ο μη εραστής στον Φαίδρο 234α, του Πλάτωνα, υπαινίσσεται ότι ένας εραστής, που εκπλήρωσε την επιθυμία του μ ’ ένα αγόρι, θα περηφανεύεται γ ι’ αυτό μετά και θα πει το όνομα του αγοριού στους φίλους του. Ο ομιλητής πάντως επιστρατεύει κάθε επιχείρημα, που μπορεί να σκεφτεί, για να στρέψει το αγόρι κατά των εραστών. Με βάση το ανάλογο φαινόμενο στις ετεροφυλοφιλικές κοινωνίες, όπου ακόμα κι οι δραστηριότεροι γυναικοθήρες αποφεύγουν να φανερώσουν το όνομα των γυναικών, έχουμε το δικαίωμα να αμφιβάλλουμε ότι συνηθιζόταν
60
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
κύκλους όμως των καλλιεργημένων ανθρώπων οι κανόνες συμπεριφοράς τούς προστάτευαν από τις ωμές ερωτήσεις. Στους περισσότερους ετεροφυλοφιλικούς πολιτισμούς, στο κάτω κάτω, δεν είναι συνηθισμένη συμπεριφορά να ρωτάμε τον Α, «ναι, μα δεν έχεις πηδήξει τον Β ακόμα;» ανεξάρτητα από το πόσο άπληστα μπορεί να συζητιέται το θέμα από τους Γ και Δ.
4. Παρακολούθηση και Φιλονικία
Δύο από τις τρεις συγκεκριμένες κατηγορίες, που περιμένει να συναντή σει ο Αισχίνης (§ 135), είναι η κατηγορία, «εξαιτίας του ότι γίνομαι ενοχλητι κός στα γυμναστήρια» και η κατηγορία ανάμειξης σε «σκληρά λόγια και χτυπήματα που απορρέουν από τη δραστηριότητα αυτή». Τη δεύτερη κατηγο ρία δέχεται ως αληθινή (§ 136) με τόσο μικρή ένδειξη ντροπής ώστε εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τα λόγια να προφέρονται μ ’ έναν τόνο περηφάνειας. Τη γνώμη, που υπονοείται στην πρώτη κατηγορία, φυσικά την απορρί πτει σιωπώντας, ενώ παραδέχεται και επαναλαμβάνει την ουσία της: «Εγώ ο ίδιος είμαι ερωτικός και παραμένω ερωτικός» ( ~ § 135, «ότι υπήρξα εραστής ^ϋολλών»). Το γυμναστήριο γενικά και η παλαίστρα ειδικότερα,30πρόσφεραν ευκαι ρίες για την παρατήρηση γυμνών αγοριών, για τη διακριτική έλξη της προ σοχής κάποιου αγοριού με την ελπίδα τελικά να του μιλήσει κανείς (αφού το γυμναστήριο λειτουργούσε ως κοινωνικό κέντρο, για τους άντρες, που διέθε ταν ελεύθερο χρόνο) και ίσως να αγγίξει κάποιο αγόρι με νόημα, δήθεν τυχαία, καθώς πάλευε μαζί του (πρβλ. Πλ., Σνμπ. 217ο: «Συχνά πάλεψα μαζί του και δεν ήταν κανείς άλλος εκεί ... αλλά δεν προχώρησα περισσότερο»). Στην Ειρήνη του Αριστοφάνη (762 κ.ε.) ο χορός λέει: «Τριγυρνούσα στις παλαίστρες προσπαθώντας να πλανέψω αγόρια» και στους Ό ρνιθες 139-42, ένας ή ρωας ονειρεύεται μια συνάντηση μ5 ένα όμορφο αγόρι, που «πλύθηκε κι έφυγε από το γυμναστήριο», σαν ευκαιρία που θα του επέτρεπε να κινηθεί για να ξεμυαλίσει ομοφυλοφιλικό το αγόρι. Ορισμένες εισαγωγικές σκηνές στους Πλατωνικούς διαλόγους προσφέρουν μια ζωηρή εικόνα των καταστά σεων, που δημιουργούνται από την παρουσία εξαιρετικά ωραίων αγοριών στις
οποιοσδήποτε κομπασμός και δεν μπορούμε να υποθέτουμε ότι συναντούσε την κοινωνική επιδοκιμασία. Ό ταν ο Ξενοφώντας (.Ελλ. ν 3.20) έλεγε ότι ο Αγησίπολης είχε με τον Αγησίλαο «συζήτηση που ήταν νεανική και γύρω από το κυνήγι και τα άλογα και παιδική» εθεωρείτο πιθανώς από τους ' Ελληνες αναγνώστες του ότι εννοεί« και συζήτηση για τα παιδικά » , όμως είναι δυνατόν να εννοούσε (πρβλ. σ. 19 υποσ. 31) «παιδιάστικη κουβέντα». 30. Η παλαίστρα ήταν ορισμένες φορές τμήμα γυμναστηρίου (όπως υπονοείται από τη χρησιμοποίηση του όρου «γυμνάσια» [§ 138] από τον Αισχίνη, όταν σχολιάζει τις λέξεις: «στις παλαίστρες» στον νόμο που παρατίθεται), άλλοτε ξεχωριστό ίδρυμα* πρβλ. ΟοΙιΙεΓ, 2009 κ.ε.
Παρακολούθηση και Φιλονικία
61
παλαίστρες- Στον Χαρμ., 154α-ο, ο Σωκράτης, φτάνοντας στην παλαίστρα του Ταυρέα, μετά από μακρόχρονη απουσία από την Αθήνα, ρώτησε τον Κριτία ποιος από τους νέους ήταν τώρα, «ξεχωριστός σε ικανότητα (σοφία) ή ομορ φιά ή και στα δυο»: Ο Κριτίας έστρεψε το βλέμμα του προς την πόρτα, από όπου είχε δει μερικούς νέους να μπαίνουν, μαλώ νοντας ο ένας με τον ά λ λο ν, κι ένα πλήθος να έρ χονται πίσω τους. «Για τους ωραίους ( καλούς)», λέει, «νομίζω σύντομα θα γνω ρίζεις. Α υτοί που μ παίνουν είνα ι οι προπομποί, οι εραστές, εκείνου που θεωρείται ο ω ραιότερος όλω ν σήμερα».
Ό τα ν ο νεαρός — ο ανιψιός του Κριτία, Χαρμίδης — μπήκε (154ο): Θαύμασα την κορμοστασιά και την ομορφιά του κι αισθάνθηκα ότι ό λ ο ι, ό σ ο ι ήταν εκεί, ήταν ερωτευμένοι (έράν) μαζί του* τόσ ο έκπληκτοι και σασ τισμ ένοι έδειχνα ν, όταν μπήκε, και υπή ρχαν π ο λλ ο ί ά λ λ ο ι εραστές, που έρ χο ντο πίσω του επίσης.
Ό μ οια , στον Ενθύδ. 273α, ο νεαρός Κλεινίας ακολουθείται από «πολλούς εραστές, στους οποίους περιλαμβάνεται ο Κτήσιππος». Ο Κτήσιππος στην αρχή κάθεται κάπως μακριά, καθώς το αγόρι μιλά με τους σοφιστές Ευθύδημο και Διονυσόδωρο, πλησιάζει όμως, επειδή ο Ευθύδημος σκύβει συνεχώς και του κρύβει τη θέα του ερωμένου του (2746ο). Στον Λύση 206ε, μαθαίνουμε ότι τ ’ αγόρια και οι νέοι στέκοντο μαζί, γύρω γύρω, στην παλαίστρα όπου δίδασκε ο Μίκκος* ο ωραίος Λύσης έρχεται και κάθεται κοντά στον Σωκράτη και τον Κτήσιππο, μόνον αφού ένα συνομήλικό του αγόρι, ο ανιψιός του Κτήσιππου, Μενέξενος, έκανε το ίδιο, ενώ ο νεαρός Ιπποθάλης, απεγνωσμένα τρελός με τον Λύση, παίρνει μια παράμερη θέση, άκρη άκρη, «από φόβο μην ενοχλήσει τον Λύση» (2076). Ο εραστής, που ήταν μέλος μιας ομάδας, όπως αυτές που περιγράφει ο Πλάτωνας, ήταν βέβαιος ότι τα συναισθήματά του θα τραβούσαν αργά ή γρήγορα την προσοχή. Είδαμε (σ. 53) ότι η «παρακολούθηση» αγοριού εθεωρείτο απροκάλυπτη ερωτική συμπεριφορά, σ 5 έναν νόμο που παρέθεσε ο Α ισχίνης (§ 139), για τον οποίο λέει, ερμηνεύοντας, ότι επέτρεπε στον ερα στή, ακόμα και τον ενθάρρυνε, να παρακολουθεί το αντικείμενο του έρωτά του σιωπηρά και διακριτικά από απόσταση. Αυτό ίσως ήταν σύμφώνο μ 5 ένα ιδανικό πρότυπο συμπεριφοράς, ένα στοιχείο της περιβολής του ομοφυλοφιλικού έρωτα με τελετουργικό χαρακτήρα, αλλά τα όρια ανάμεσα στη σιωπηρή και τη λεκτική φορτικότητα είναι ασαφή και παραβιάζονται εύκολα. Ο μη εραστής στον Φαίδρο του Πλάτωνα, 232α6, δεν παραδέχεται παρόμοια σύνο ρα:
62
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον Ε ίναι αναπόφευκτο να γνω ρίζουν π ο λλ ο ί άνθρωποι τους εραστές (δηλαδή, να αναγνω ρίζουν τους εραστές ενός συγκεκριμένου ερώμενου) και να τους βλέ πουν, όταν ακολουθούν εκείνους με τους οποίους είναι ερωτευμένοι και όταν αφιερώ νουν τον καιρό τους σ ’ αυτό* έτσι ώστε, αν τους δουν (ενν. εραστή και ερώμενο) να συζητούν, συμπεραίνεται ότι η επιθυμία (ενν. του εραστή) να βρεθούν μαζί 31 πραγματοποιήθηκε ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί.
Οι νεαροί, που ήρθαν πριν από τον Χαρμίδη μπροστά στον Σωκράτη, «μάλλωναν». Για ποιο πράγμα; Ίσ ω ς ο Πλάτωνας αναφέρεται στα χοντρά πειράγματα των νέων, αν και το λοιδορεϊσθαι , «κακολογώ», «βρίζω», είναι βαριά λέξη. Αλλά ποια ήταν η αιτία για τις «φιλονικίες και τους καυγάδες» του Αισχίνη; Δύσκολα οι δικαστές θα εδέχοντο μια διαβεβαίωση εκ μέρους του ότι μοναδικός σκοπός του ήταν να διασώσει σεμνά και ενάρετα αγόρια από τη λαγνεία των «άγριων ανδρών». Η μάχη για χάρη ερώμενων ή γυναικών ή και για τα δυο έφερε αρκετά οικείους συνειρμούς για τον καθένα, παρό μοιους με τους συνειρμούς που υποδηλώνει ένα χωρίο του Ξενοφώντα (Α νάβ. ν 8.4), όπου ο Ξενοφώντας απευθύνεται σε στρατιώτες, οι οποίοι παραπονέθηκαν για τη σκληρή του μεταχείριση: Σου ζή τησα κάποιο πράγμα και σε χτύπη σα επειδή δεν μου το ’δωσες; Α πα ίτη σα να μου επιστρέψ εις τίποτα; Σε χτύπησα σε καυγά για τα παιδικά; Μ έθυσα και σε έδειρα;
Αυτά τα λόγια θυμίζουν τη διαμάχη, που είναι η αιτία του λόγου του Λυσία, Α πολογία προς Σίμωνα, όπου οι αντίπαλες διεκδικήσεις του Σίμωνα και του ομιλητή, πάνω στον νεαρό Πλαταιέα, ήταν πολύ ρεαλιστικής φύσεως. Υπάρχει ένα ανάλογο ετεροφυλοφιλικό επεισόδιο στον Λυσία, ίν, αποτέλε σμα συμπλοκής, στην οποία, φαίνεται, ο ομιλητής εξασφάλισε για τον εαυτό του μια γυναίκα, για την οποία είχαν πληρώσει από κοινού με τον αντίδικό του (§ 9): ►
Δ εν ντρέπεται να ονομ άζει «τραύμα» τα μαυρισμένα μάτια του και να μετακιΓ νεΐται με φ ορείο και να π ροσ π οιείτα ι ότι βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου, ό λ ’ αυτά για χάρη μιας πόρνη ς — την οποία, όσ ο με αφορά, μπορεί να κρατήσει αν μου δώσει πίσω τα χρήματά μου.
Πραγματικά, στο χωρίο ίϋ 43, του Λυσία, θεωρείται ότι η διαμάχη με τον Σίμωνα ανήκει στην ίδια κατηγορία με μια συνηθισμένη διαμάχη για γυναίκα: Θα ήταν φ οβερό, όποτε τραυματίζονται οι άνθρω ποι, επειδή μέθυσαν ή έκα-
31. Έχοντας υπόψη τα συμφραζόμενα, αυτό πρέπει να είναι (όπως είναι ορισμένες φορές αλλού) ευφημισμός αντί του συνουσία.
Ομοφυλοφιλική Π οίηση
63
να ν χοντρ ά αστεία ή αντάλλαξαν βρισιές ή επειδή πιάστηκαν στα χέρ ια για μιαν εταίρα ..., να τους επιβάλλετε αφόρητα βαριές ποινές.
Συγκρίνετε επίσης τον λόγο του Δημ. (Ην 14), πολύ εγγύτερο χρονολογι κά στον Αισχίνη: Και θα πει: «Υ πάρχουν πολλώ ν καλών ανθρώπων γ ιο ι σ ’ αυτήν την π όλη , που φτάνουν να κάνουν εκείνες τις αταξίες πού κάνουν οι ν έ ο ι ... και μερικοί είναι ερω τευμένοι με εταίρες* και ο γιο ς του είναι ένας από αυτούς κι έχει δώσει και δεχθεί συχνά χτυπήματα για το χατήρι κάποιας εταίρας* κι ότι έτσι συμπεριφέρονται οι νέοι».
Αυτό μοιάζει με τους καυγάδες, στους οποίους εμπλέκονται άνθρωποι, που είναι αντίπαλοι για την κυριότητα σεξουαλικού αντικειμένου. Το τραβολόγημα και η κακοποίηση δούλας με την άμεση επέμβαση κάποιου, που θέλει να την οδηγήσει σε διαφορετική κατεύθυνση, δεν είναι σπάνιο θέμα στην ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική αγγειογραφία, ενώ αντικειμενικός σκο πός των δυναμικών ανδρών στις εικόνες αυτές δεν είναι η φιλοσοφική συζή τηση. Ο ερώμενος, που ήταν ελεύθερος πολίτης κι επομένως προστατευόταν από τον νόμο περί ύβρεως, από παρόμοια μεταχείριση (πρβλ. σ. 36-43), βρίσκεται στην ίδια θέση με θηλυκό ζώο ή πουλί, που περιμένει φαινομενικά το αποτέλεσμα της θορυβώδους σύγκρουσης των αρσενικών. Το γεγονός ακριβώς ότι είναι παρακινδυνευμένο ν ’ απλώσουν χέρι επάνω του χωρίς τη συγκατάθεσή του, μάλιστα καταδικασμένη έκτω ν προτέρων η θρασεία προ σέγγισή του χωρίς σαφή ενθάρρυνση, διαιωνίζει τη συμβατική αβεβαιότητα για το τι ακριβώς θα συμβεί αν στο τέλος φύγει με τον έναν εραστή αντί με τον άλλο.
5. Ομοφυλοφιλική Π οίηση
ί
Δεν έχουμε κανένα από τα ερωτικά ποιήματα, που συνέθεσε ο Αισχίνης, είναι όμως δυνατόν να συμπεράνουμε τον χαρακτήρα τους από το υλικό που έχουμε, κυρίως το «βιβλίο ϋ» του Θέογνη και τον Στέφανο του Μελέαγρου (τα ^έμμετρα και πεζά εγκώμια με τα οποία ο Ιπποθάλης, ερωτευμένος με τον Λύση, έκανε τους φίλους του να βαρεθούν μέχρι θανάτου [Πλ., ΛύσηςΙΟΑο,ά] φαίνε ται ότι ήταν Πινδαρικού τύπου και τιμούσαν τους προγόνους του αγοριού [/6κ/205ο<3]). Η συλλογή του Θέογνη περιλαμβάνει ορισμένα ποιήματα, που ίσως δεν περιέχουν σεξουαλικές αναφορές καθόλου (π.χ. 1381α6), ορισμένα που θα μπορούσαν να αναφέρονται τόσο στον ετεροφυλοφιλικό όσο και στον ομοφυλοφιλικό έρωτα (1231, 1275, 1323-6, 1386-9) και πολλά άλλα, που μι λούν για τη φιλία και την έχθρα, την πίστη και την προδοσία ή τις καλές και κακές συμβουλές (1238&-40, 1243-8,1257 κ.ε., 1295-8,1311-18, 1351 κ.ε., 1363
64
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
κ.ε., 1377-80), στίχοι που δεν θα ήταν παράτεροι σε διδακτική, ηθικολογική ή πολιτική ποίηση. Ορισμένα ποιήματα, που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως μη σεξουαλικά, αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα τους μόνο μέσα από μια σύντομη αλλά σαφή αναφορά της ομορφιάς του αγοριού (125962, 1279-82) ή του έρωτα του ποιητή32 (1337-40, 1341-4, 1345-50, 1357-60 [τη «φωτιά του έρωτα»]). Το δίστιχο 1327 κ.ε. διακηρύσσει σαφέστερα ότι ο ποιητής δεν θα πάψει ποτέ να «καλοπιάνει» το αγόρι όσο το μάγουλό του μένει άτριχο. Ο ποιητής απαιτεί να τον «ακούει» το αγόρι (1235-8,1319-22 [γιατί «ο έρωτας είναι αβάσταχτος»], 1365 κ.ε.)· «ζητά» με την ελπίδα ότι το αγόρι θα «δώσει» (1329-34)* περιμένει «ευγνωμοσύνη» ή «χάρες» σε ανταπόδοση καλο σύνης ή ευεργεσίας (1263-6). Το α γόρι^ξύγει^ το κυνηγά: 1287-94, όπου η φυγή του αγοριού συγκρίνεται με τη φυγή της μυθικής Αταλάντης, που απέφευγε τον γάμο αλλά υποχώρησε στο τέλος* 1299-1304, όπου υπενθυμίζε ται στο αγόρι ότι η ομορφιά του δεν θα διαρκέσει πολύ (πρβλ. 1305-10, μια υπενθύμιση στο «σκληρό αγόρι» ότι κι αυτό, όπως τώρα ο ποιητής, θα συνα ντήσει κάποια μέρα την άρνηση «για τα έργα της Αφροδίτης», δηλαδή, την ερωτική πράξη)* 1353-7, όπου το «κυνήγι» μπορεί να καταλήξει ή να μην καταλήξει σε «εκπλήρωση» (πρβλ. 1369 κ.ε.). Η «εκπλήρωση» εκφράζεται μεταφορικά στο 1278οά: Λ ιοντάρι που πίστευε στη δύναμή του, έπιασα στα νύ χια μου ελαφάκι κάτω από μια ελαφίνα, αλλά δεν ήπια το αίμα του.33
Αυτό είναι επίσης το πρώτο δίστιχο του 949-54, που συνεχίζει με το ίδιο πνεύμα («ανέβηκα στα ψηλά τείχη αλλά δεν κυρίεψα την πόλη ...»). Είναι φανερό ότι ο φιλολογικός εκδότης, που συγκέντρωσε τα ομοφυλοφιλικό ποιήματα του Θέογνη στο «βιβλίο ϋ», δεν θεώρησε ομοφυλοφιλικό το 949-54. Αν έδινε περισσότερη προσοχή στα ποιήματα που ακολουθούν (955-62) ίσως άλλαζε γνώμη (πρόσεξε τους 959-62, όπου λέει ότι δεν πρέπει να πίνουμε άλλο από μια πηγή που «τώρα είναι θολή» [πρβλ. Καλλίμαχός, 2.3]). Ο έπαινος του εραστή, που μπορεί «να κοιμάται όλη μέρα μ 9 ένα όμορφο αγόρι» (1335 κ.ε.), είναι ασυνήθιστα ευθύς για τον Θέογνη. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα ποιήματα, που θα ακούγοντο σ ’ έναν Αθηναίο του πέμπτου αιώνα και πιθανόν σε Έ λληνες άλλων εποχών και τόπων επίσης, βαριά φορτισμένα με έμμεσες αναφορές στη σεξουαλική πράξη, π.χ. το 1249-52, όπου ένα αγόρι
32. Με τις λέξεις «του ποιητή» εννοώ τον χαρακτήρα που υιοθετείται για τη σύνθεση του ποιήματος. Δεν γνωρίζουμε αν και ποια ποιήματα εκφράζουν τα συναισθήματα του συνθέτη τους για πραγματικά αγόρια οποιασδήποτε εποχής. 33. Στο απόσπασμα 714 του Κυδία, που παραθέτει ο Πλάτωνας στον Χαρμίδη (155(1), το ωραίο αγόρι είναι το λιοντάρι και ο ευάλωτος ενήλικος είναι το ελαφάκι, που λαβώνεται και καταβροχθίζεται από τον πόθο.
Ομοφυλοφιλική Π οίηση
65
συγκρίνεται με άλογο, που «χορτασμένο από κριθάρι, γύρισε πίσω στον στάβλο μας, θέλοντας έναν καλό αμαξηλάτη»·34το 1267-70, που παραπονιέται ότι κάποιο αγόρι «αγαπά (φιλεϊν) όποιον είναι παρών» (δηλαδή, τον εραστή της στιγμής) και μοιάζει με άλογο αδιάφορο για τον αμαξηλάτη, που έχει πέσει στο χώμα, «παίρνοντας τον επόμενο, χορτασμένο από κριθάρι»· το 1361 κ.ε., στο οποίο ο ποιητής λέει στο αγόρι που «ξέκοψε από τη φιλότητά μου» ότι «προσάραξε» (το αγόρι) και «πιάστηκε από σάπιο σκοινί».35 «Το κριθάρι» ( κριθαί) είναι κωμική αργκό λέξη για το «πέος»*36 το «σάπιο (σαπρός) σκοινί» χρησιμοποιείται μεταφορικά στους Σφήκες του Αριστοφάνη, 1343, όπου ο Φιλοκλέωνας λέει σ 9 ένα κορίτσι να πιάσει το γερασμένο πέος του* οι εικόνες του αλόγου, των χαλινών και του καβαλάρη είναι γνώριμες σε αναφορές στην ετεροφυλοφιλική σεξουαλική πράξη από το απ. 417 του Ανακρέοντα.37 Ακό μα, το 1270, «αγαπά τον άντρα της στιγμής», αντηχεί στο 1367 κ.ε.: Το αγόρ ι δείχνει ευγνω μοσύνη ενώ η γυναίκα δεν έχει μόνιμο σύντροφο· αγαπά τον άντρα της στιγμής.
Ανάμεσα στα επιγράμματα που αποδίδοντο κατά την αρχαιότητα (αν και όχι ομόφωνα)38 στον Πλάτωνα, ένα (10) απευθύνεται στον νεκρό Δίωνα με υπερβολαΛαιύς_0£ους^^ ξετρέλανες την καρδιά μου από έρωχα!», κι παρουσιάζει τον ποιητή να πδθατνεταπό χαρά, όταν φίλησε τον £νιίίχλλα (3) πο ίγαθφνΐχ^ο^Ττο^ νιστικαπϋτήματόΓείναι περισσότερο κραυγαλέα ανατομικά από κάθε τι προ γενέστερο, αλλά στην πλειοψηφία τους ασχολούνται με τον έρωτα, τον ποϋα. τον πόνο, την ευγνωμοσύνη και τα συναισθήματα γενικά με όρους που συμφωνούν αυστηρά — λεξικογραφικά, θα έλεγα — με την υπόθεση ότι ο εραςχχή^ δεν επιθυμεί τίποτα περισσότερο από το μονοπώλιο της συνομιλίας και της παρουσίας του ερώμενου, που την ομορφιά του θαυ|ΐάζει^Μόνον όταν επιμείνουμε, όπως πρέπει, να μεταφράσουμε λέξεις όπως, «κυνηγώ» και «κατορθώ νω», σε χειροπιαστές πραγματικότητες, μόνον τότε γίνεται φανερή η έκταση
34. Η λέξη ήνίοχος σημαίνει αρματηλάτης (τα άλογα «σέρνουν» [φέρειν] ένα άρμα κι επομένως τον άνθρωπο που είναι μέσα)· το έπεμβάτης(λέξτ\ του Ανακρέοντα) μπορεί να σημαίνει και αρματηλάτης και καβαλάρης. 35. «Προσάραξες... και πιάστηκες...», δεν διευκρινίζει αν το ότι πιάστηκε από σάπιο σκοινί ήταν αιτία ή συνέπεια του ναυάγιου. 36. Πρβλ. ΗβηάεΓδοη, 119 κ.ε. 37. Αν και η λέξη έπεμβάτης, του Ανακρέοντα, σχεδόν βέβαια σημαίνει «καβαλάρης» στο ποίημά του* πρβλ. υποσ. 34. 38. Πρβλ. Αιιΐιΐδ Οεΐΐΐιΐδ, χίχ 11.1, για το δίστιχο του Αγάθωνα: «Μεγάλος αριθμός αρχαίων συγγραφέων διαβεβαιώνουν ότι οι στίχοι αυτοί είναι του Πλάτωνα». Πολλά Ελληνικά επιγράμ ματα αποδίδονται σε διαφορετικούς συνθέτες ή και σε κανέναν ή ορισμένες φορές η πατρότητα, που τους αποδίδεται, είναι ιστορικά αστήρικτη.
66
I I Η Δίωξη τον Τίμορχον
της μεταμφίεσης, που επέβαλλε η συμβατικότητα στην έκφραση του ομοφυλοφιλικού έρωτα. Η συμβατικότητα αυτή έδωσε στον Αισχίνη τη δυνατότητα να αρνηθεί (§ 136) ότι τα ποιήματά του είχαν τη σημασία, που οι δυσφημιστές του υποστήριζαν ότι είχαν.
Γ. Φύση και Κοινωνία
1. Φνσική παρόρμηση Υπάρχει ένα απόσπασμα στον Αισχίνη και μόνον ένα, που υπαινίσσεται ι ότι η ετεροφυλοφιλία είναι φυσική και η ομοφυλοφιλία αφύσικη. Αυτό εμφαί νίζεται (§185), αφού έχει αναγνώσει λεπτομέρειες από τον νόμο για τον I αποκλεισμό των μοιχών γυναικών από τις δημόσιες γιορτές και τα ιερά:
'
Ό τ α ν λοιπ ό ν οι π ρόγονοί σας έκαναν τόσο αυστηρή διάκριση ανάμεσα στην επαίσχυντη και την αξιέπαινη συμπεριφορά, θα απαλλάξετε σεις τον Τ ίμαρχο, ενώ είναι ένο χ ο ς για τις πιο επαίσχυντες πράξεις; Τ ον Τ ίμαρχο που είναι άντρας κι έχει σώμα άντρα αλλά διέπραξε γυναικεία αμαρτήματα (κατά λ έξη , «σφάλμα τα»);1 Π οιος τότε από σας θα τιμωρήσει γυναίκα, που θα συλληφθεί να παρανο μεί; Η σκληρή αντιμετώπιση της γυναίκας, που παρανομεί σύμφωνα με τη φύση, δεν θα' είναι άξιά να κατηγορηθεί για έλλειψη ευαισθησίας, ενώ ακούμε τις συμβουλές (ενν. στη συνέλευση ή στη βουλή) εκείνου που είναι υβριστής του εαυτού του (νβ ρ ίζειν) ενάντια στη φύση;
Μοιάζει ευθύ και ξεκάθαρο* όμως αν ο Αισχίνης εννοεί ότι πραγματικά οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι γενικά αφύσικες, υιοθετεί μιαν άποψη που δεν έχει αναπτυχθεί παρά μόνον από έναν κλάδο της Σωκρατικής Πλατωνικής ; φιλοσοφικής παράδοσης (πρβλ. σελ. 183) και αντιφάσκει προς όσα είναι I διάχυτα σε πολλές μη φιλοσοφικές ρήσεις του καιρού του (και στη δική του ί στην § 136). Ακόμα σημαντικότερο, αντιφάσκει προς την άποψη, που υιοθετεί ί στην § 138, όπου οδηγεί στο συμπέρασμα (πρβλ. σ. 53) ότι ο νόμος ενθαρρύνει θετικά την «παρακολούθηση» ενός όμορφου αγοριού από άρρενα πολίτη: -
Οι προγονοί μας, νομοθετώντας σχετικά με τις συνήθειες και τις φυσικές ανάγκες (κατά λέξη, «εκείνα [ενν. τα πράγματα] που είναι αναγκαία από τη φύση) απαγόρευαν στους δούλους όσα όφ ειλαν να πράττουν, κατά την άποψη των προγόνω ν μας, οι ελεύθεροι άνθρωποι.
1. Για το «σφάλμα» πρβλ. ΟΡΜ, 152 κ.ε.
Φυσική παρόρμηση
67
Σ 5 αυτό το σημείο ακολουθεί η αναφορά στον αποκλεισμό των δούλων από τα γυμναστήρια κι έπειτα η φράση, που προβλέπει την τιμωρία του δούλου, που ερωτεύεται ελεύθερο αγόρι. Κάποιος ερμηνευτής του Αισχίνη, στην ύστερη αρχαιότητα ή στις αρχές του Μεσαίωνα, πρόσθεσε τις λέξεις «καλά και κακά» στη φράση «φυσικές ανάγκες» ώστε να φαίνεται ότι το χωρίο αναφέρεται στην ηθική επιλογή γενικότερα και οι πρόσθετες λέξεις εμφανί ζονται σ 5 έναν κλάδο της γραπτής παράδοσης.2 ' Ομως το «εκείνα τα καλά και τα κακά που είναι υποχρεωτικά» (ή «αναπόφευκτα», «απαραίτητα» κ.τ.λ.) «εκ φύσεως», δεν είναι έκφραση που αντανακλά τον Ελληνικό τρόπο ομιλίας και σκέψης για το καλό και το κακό. Μια άλλη σημασία, που θα μπορούσε να αποδοθεί στις λέξεις, αν τις απομονώσουμε, «τα ελάχιστα καλά και κακά», δεν έχει νόημα σε σχέση με τα γυμναστήρια και τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, ενώ είναι δυνατόν να βρεθούν ανάλογες εκφράσεις προς το «φυσικές ανάγκες» στην κλασική Αττική γλώσσα, αν η φράση αυτή αναφέρεται στο σεξουαλικό ένστικτο και την πανανθρώπινη παρόρμηση για την εξουσία ωραίων ανθρώ πων. Στίς Ν εφέλεςτου Αριστοφάνη, 1075-82, ο ανηθικολόγος Ά δικ ος Λόγος καταπιάνεται με το θέμα των «φυσικών αναγκών» και το επεξηγεί με το παράδειγμα ενός άντρα, που ερωτεύεται μια παντρεμένη γυναίκα, με την οποία διαπράττει μοιχεία. «Η φύση το ’θελε», λέει κάποιος ήρωας του Μένανδρου (Επιτρέποντες 1123, παραθέτοντας τον Ευριπίδη [απόσπ. 265α]) για να δι καιολογήσει έναν βιασμό, «και δε δίνει δεκάρα για τον νόμο». Στο απόσπ. 840 του Ευριπίδη, ο Λάιος, μιλώντας για τον ομοφυλοφιλικό βιασμό, που είχ& διαπράξει κατά του Χρύσιππου, λέει αμήχανος: «Έ χω κατανόηση, όμως η φύση με αναγκάζει». Είναι δύσκολο κάτω από αυτές τις συνθήκες να εξηγή σουμε τη φράση, «φυσικές ανάγκες», του Αισχίνη, εκτός αν υποθέσουμε ότι θεωρεί φυσική την ομοφυλοφιλική αντίδραση ενός άντρα προς την ομορφιά ενός άλλου. . Αν αυτή ήταν η άποψή του, ο Ξενοφώντας θα συμφωνούσε μαζί του. Σ ’ ένα απόσπασμα από τον Ιέρωνα ( 1.31-3) ο ποιητής Σιμωνίδης παρουσιάζεται να συζητά με τον τύραννο Ιέρωνα: «Τι εννοείς Ιέρων; Θες να μου πεις ότι ο παιδικός έρωτας δεν κυριεύει (έμφύεσθαι) τους τυράννους (ενν. όπως γίνεται με τους άλλους ανθρώπους); Τότε πώς συμβαίνει να είσαι ερωτευμένος με τον Δ α ίλ ο χο Ο Ιέρωνας είπε ...: «Το πάθος μου (έράν) για τον Δ α ίλοχο είναι πάθος για εκείνο που η ανθρώπινη φύση, ίσως, μας αναγκάζει να θέλουμε από τους ωραίους, έχω όμως μια πολύ ισχυρή ✓ επιθυμία να αποχτήσω το αντικείμενο του πάθους μου (ενν. μ όνον) με την αγάπη και τη συγκατάθεσή του».
2. Η παρεμβολή λέξεων και φράσεων με την πρόθεση της διευκρίνισης δεν είναι ασυνήθιστη στην παράδοση των κειμένων του Δημοσθένη και του Αισχίνη. Είναι πεισσότερο εμφανής σε ορισμένα χειρόγραφα απ’ όσο σε άλλα.
68
II Η Δίωξη του Τίμαρχου
Το «ίσως» αυτό πρέπει ν α ε ν ^ Μ ε ^ γνώιαι, που προ βάλλεται από τον σοβαρό^&ο Αράσπα στον Ξεν., Παιδ,ΜΐΑ -\Τ , ρτι να μιλάμε για «εξαναγκασμό» στον έρωτα από την ομορφιά είναι ανήθικη υπεκφυγή. "Είναι αμφίβολο πάντως ότι ο Ξενοφωντας συμμεριζόταν αυτήν την άποψη πλήρως, γιατί αργότερα περιγράφει πώς ο Αρασπας, όταν του ανέθεσαν την π£οστασία μιας^ωραίας γυναίκας, «νικήθηκε από τον έρωτα, “πολύ φυσικά» (ίόίά. 1.Ϊ8) και στη συνέχεια (νί 1.31), «αναγκάστηκε να προσπαθήσει να την πείσει να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί του». Πρέπει να θυμόμαστε ότι Τ| άνάγκη και το παράγωγο επίθετο άναγκαΐος δεν υποδηλώνουν πάντοτε ό,τι ΐίναΓΕντ£>3δς^ν^πόφεΐΓκτο Ύ αϊ αναπότρεπτο, αλλά ορισμένες φορές δυνά μεις, ποΐΤείνάί δυνατόν να νικηθούν με αποφασιστική αντίσταση ή υποδηλώ νουν δυσχερείς καταστάσεις από τις οποίες προσφέρουν διέξοδο η ευελιξία και η νοημοσύνη.3 Αυτό πάντ^δεΛ/ επηρεάζει την άποψη ότι οι όροι με τους οποίους γίνεται άναφο>ρά στο ετεροφυλοφιλικό και στο ομοφυλοφιλικό συ ναίσθημα είναι οι ίδιοι. Ο αντίπαλος του Σίμωνα (Λυσ., ίϋ 4), ενοχλημένος από το γεγονός ότι έπρεπε να περιγράψει την εμπλοκή του σε ομοφυλοφιλική σχέση, σε ηλικία από την οποία αναμένεται σύνεση, λέει: «Ο πόθος είναι ανθρώπινος κι όλοι τον αισθάνονται». ^ Πέρα από τη «φύση» ( φύσις ) του ανθρώπινου είδους, κάθε ανθρώπινο πλάσμα έχει τη δική του «φύση», δηλαδή, τον τρόπο κατά τον οποίο έχει I εξελιχθεί πνευματικά και σωματικά, και κάθε χαρακτηριστικό μας είναι πιθα-1 νό ότι το έχουμε περισσότερο από μερικούς και λιγότερο από άλλους. Οι Έ λληνες αναγνώριζαν ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι περισσότερο ομοφυλό φιλοι από άλλους κι αυτό δ ε ν ^ ^ ^ ^ Μ ^ ις ε κ π λ ή σ σ ε ι. Είναι σαφέστατο στον, μύθο, που βάζει στο στόμς^Όυ Α β ίσ το φ ά ^ ο Πλάτωνας, Συμπ. 189ο-193(1: Τα ανθρώπινα πλάσματα ή τ α ν ^ θ ^ ^ η ^ ^ ρ ^ η , καθένα είχε δυο κεφάλια, τέσσ^* ρπτ^δααΓδυδ^^ ο Δίας όμως διέταξε τη διχοτόμη ση τους και από τότε (όπως συνηθίζεται στα παραμύθια, η χρονική κλίμακα αγνοείται και η διάκριση ανάμεσα σε είδος και άτομο είναι θολή)4 καθένας μας περιπλανιέται αναζητώντας το «έτερό του ήμισυ» και το ερωτεύεται όταν το βρει. Στον μύθο αυτό, όσοι προέκυψαν από έναν αρχικά διπλό άντρα είναι ομοφυλόφιλοι άντρες (19ΐ6-192ο), που παντρεύονται και αποκτούν παιδιά «κάτω αποΤην*πίεση του εθίμου χωρίς φυσική προδιάθεση» (1925). Ό σ ες προεκυψάν^άπ0"κάπόΐαν αρχικά διπλή γυναίκα είναι ομοφυλόφιλες γυναίκες Π^ΤοΓκαΓοι υ^όλόϊποΗ είναι ετεροφυλόφιλοι, προϊόντα ενός αρχικού ανδρο γύνου. Η ποικιλομορφία του σεξουαλικού προσανατολισμού των ανθρώπων (γενετικά προκαθορισμένη στον μύθο του Αριστοφάνη) αναγνωρίζεται συμπτωματικά στην αναφορά του Αισχίνη στον «ασυνήθιστο ενθουσιασμό» του I
3. Πρβλ. ϋονοΓ (1973α), 65. Για τη σεξουαλική «πίεση» πρβλ. δοΙίΓοοΙ^ηβοΓβ, 54-61. 4. Πρβλ. ϋονεΓ (1966), 41-5.
Φυσική παρόρμηση
69
Μισγόλα για ομοφυλοφιλικές σχέσεις (§41) και στη χρησιμοποίηση από τον Ξενοφώντα της λέξης «τρόπος» - «τρόπος», «χαρακτήρας», «προδιάθεση», «κλίση» — στην περιγραφή της συμπεριφοράς του παράφορου παιδεραστοϋ Επισθένη (πρβλ. σ. 56)* πρβλ. επίσης τη χρήση της λέξης προαίρεσις(α. 35). Ο Αισχίνης σκέπτεται (§ 140) να αντικαταστήσει τη λέξη «έρωτας» με τη λέξη τρόπος , ως την κατάλληλη λέξη για το συναίσθημα, που ενέπνευσε τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα (είναι βέβαια συμφέρον του, αν κατορθώσει να στερήσει την υπεράσπιση από τα μεγάλα οφέλη, που θα αποκόμιζε χρησι μοποιώντας τα μαγικά ονόματα των τυραννοκτόνων): Ε κείνους, που η αρετή τους παραμένει ανυπέρβλητη, τον Α ρμόδιο και τον Α ριστογείτονα, τους διέπλασε ο αγνός και νομιμόφρονας — «έρωτάς» τους είναι η σωστή λέξη ή «κλίση»; — άντρες τόσο μεγάλους ώστε όπ οιος υμνεί τις πράξεις τους δεν δίνει ποτέ την εντύπωση, με το εγκώμιό του, ότι τιμά τα κατορθώματά τους όσο αξίζουν.
(Θα έπρεπε πάντως να αναφερθεί ότι ο Αισχίνης ίσως είχε γράψει «νομιμό φρονας έρωτας ή όπως κανείς θα τον ονόμαζε, να είναι άντρες ...»).5 Τόσο η Αφροδίτη όσο και ο Έρωτας είναι, με ελαφρά διαφορετικούς τρόπους, προσωποποιήσεις των δυνάμεων που μας αναγκάζουν να ποθούμε τους άλλους και να τους ερωτευόμαστε. Στον βαθμό που ο όρος άφροδίσια, καθαυτό, «τα πράγματα της Αφροδίτης», υποδηλώνει σεξουαλική επαφή και το ρήμα άφροδισιάζειν, «έρχομαι σε σεξουαλική επαφή», υπάρχει κάποια δικαίωση για τη γενίκευση ότι η γενετήσια δραστηριότητα στο σύνολό της ανήκει στην επικράτεια της Αφροδίτης, ενώ η έμμονη συναισθηματική κατά σταση, που χαρακτηρίζουμε με τη φράση, «είμαι ερωτευμένος», ανήκει στην επικράτεια του Έρωτα. Η διάκριση αυτή, αν και είναι διάχυτη σε μεγάλο μέρος της Ελληνικής λογοτεχνίας, χωρίς να είναι παράξενο, δεν γίνεται πουθενά σαφής ούτε υπήρχε κάποια σταθερή Ελληνική άποψη για τη σχέση ανάμεσα στην Αφροδίτη και τον Έρωτα, ως θεϊκών προσώπων. Στην αρχαϊκή περίοδο πίστευαν ότι ο ' Ερωτας γεννήθηκε σε πολύ προγενέστερο στάδιο της ιστορίας του κόσμου από την Αφροδίτη. Η κλασική περίοδος τείνει να τον θεωρεί υπηρέτη ή εκπρόσωπο της θεάς και κατά την Ελληνιστική περίοδο είναι συχνά ο κακομαθημένος και ανυπάκουος γιος της. Επιπλέον, η ιδέα ότι η γυναικεία θεότητα εμπνέει ετεροφυλοφιλικό πάθος και η αντρική ομοφυλοφιλικό, εμφανίζεται μόνον ως Ελληνιστική έπαρση, στον Μελέαγρο, 18: Η Α φροδίτη, γυναίκα (ενν. θεά), ανάβει τη φωτιά που μας κάνει τρελούς για μια 5. Το «είτε τρόπον»σημαίνει «όπως και ν α ...» και η προσθήκη του «είτε» προτάθηκε από τους ΒαΐΙετ και δααρρο στα 1840 για να δώσει την έννοια «... νομιμόφρονας έρωτας ή όπως αλλιώς θα ήθελε να τον ονομάσει κάποιος, να είναι άντρες ...» Η διόρθωση αυτή δεν είναι αναγκαία γραμματικά, εννοιολογικά ή από άποψη ύφους.
ρΟ \ \
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
γυναίκα, ενώ ο Έ ρω τας κρατά τα ηνία του πόθου για άντρα. Π ρος τα πού πρόκειται να γείρω; Π ρος το αγόρι ή τη μάνα του; Δηλώνω πως ακόμα κι η \ Α φροδίτη θα πει: «Το τολμ η ρό αγόρι είναι ο νικητής!»
Στον Θέογνη, 1304, 1319 κ.ε., η ομορφιά του ερώμενου είναι «δώρο της Αφροδίτης» και συναντάμε αρκετά Ελληνιστικά επιγράμματα (π.χ. Ασκληπιάδης, 1, Μελέαγρος, 119), στα οποία η Αφροδίτη είναι εκείνη που στάθηκε αιτία να ερωτευθεί ένας άντρας κάποιο αγόρι. Η λέξη άφροδίσια μπορεί να υποδηλώνει ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή, όπως στον Ξεν., ϊέρωνας 1.29 (αντιπαραβάλλοντας τα παιδικά άφρο δίσια προς τα «άφροδίσια της τεκνοποιίας»), 1.36, Απομν. ί 3.8. Πραγματικά, μια γενική αναφορά στα άφροδίσια είναι δυνατόν να ακολουθείται μόνον από ομοφυλοφιλικό επεξηγηματικό παράδειγμα και τίποτα άλλο. Έ τσ ι ο Ξεν., Α γησ. 5.4, μιλώντας για την υπερφυσική εγκράτεια, που χαρακτήριζε τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο, ως προς τα άφροδίσια, διαλέγει για παράδειγ μα ένα περιστατικό, στο οποίο ο βασιλιάς απέφυγε να φιλήσει κάποιον νεαρό Πέρση, παρά την προσβολή, που προξενήθηκε από αυτήν του την παράλειψη να συμμορφωθεί με τα Περσικά έθιμα,6 γιατί είχε ερωτευθεί τον νεαρό και φοβόταν να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, που θα μπορούσε να διεγείρει περισσότερο τα σι^ναισθήματά του. Αν ο Αγησίλαος θεωρούσε σφάλμα τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, είναι φανερό ότι ο Ξενοφώντας δεν θεωρούσε τη ροπή προς τις σχέσεις αυτές κηλίδα για την προσωπικότητα, για την οποία έτρεφε ανεπιφύλακτο θαυμασμό. Σύγκρινε Ξεν., Οικ. 12.13 κ.ε.: «Κατά τη γνώμη μου», είπε ο Ισ χό μ α χο ς, «όσοι είναι ξετρελαμένοι με τα αφροδίσια (δυσέρω τες των άφροδισίω ν, «ερωτευμένοι, για κακή τους τύχη, με τη σεξουαλική επαφή») «δεν μπορούν να μάθουν να νοιάζονται για τίποτα π ερ ισ σ ότερ ο. Δ εν είναι εύκολο ν ’ ανακαλύψουν καμιάν ελπίδα ή ενδιαφ έρον ηδονικότερο από το ενδιαφ έρον για τα παιδικά ...»
Το ίδιο συμβαίνει επίσης όταν η σεξουαλική δραστηριότητα εξετάζεται σε συνδυασμό με τα έξοδα και την απόλαυση,7 όπως στον Ξεν., Ανάβ. ϋ 6.6: Τ όσ ο πρόθυμος ήταν ο Κ λέα ρχος να ξοδεύει χρήματα για πόλεμο ό σ ο ά λλο ι (ενν. είναι πρόθυμοι να ξοδεύουν) για τα παιδικά ή κάποιαν άλλη ηδονή.
Στα Απομν. (ϋ 1.21-33) ο Ξενοφώντας παρουσιάζει την παραλλαγή μιας 6. Επιτρέπεται να εξαχθεί το συμπέρασμα από το απόσπασμα αυτό ότι το φιλί δεν ήταν συνηθισμένος τρόπος χαιρετισμού για τους άντρες, στην Ελλάδα την εποχή του Ξενοφώντα, με εξαίρεση τον χαιρετισμό ανάμεσα σε πατέρα και γιο, αδελφούς ή εξαιρετικά στενούς και αγαπημένους φίλους. 7. Πρβλ. ΟΡΜ, 178-80, 210 κ.ε.
Φυσική παρόρμηση
71
διάσημης αλληγορικής σύνθεσης, στην οποία ο Πρόδικος εμφανίζει την Αρετή και την Κακία8να προσφέρουν στον Ηρακλή την επιλογή ανάμεσα σε δυο τρόπους ζωής. Στο χωρίο 1.24 η Κακία λέει: Δ εν θα βά λεις στο μυαλό σου τον πόλεμο και τη δράση, αλλά θα περνάς τον καιρό σου απασχολώ ντας το με το π οιο νόσ τιμο φαγητό η ποτό μπορείς να βρεις ή ποια θεάματα ή ή χ ο ι θα σου πρόσφ εραν απόλαυση ή ποια μυρωδιά και αφή και αγορίστικη συντροφιά θα σ ’ ευχαριστούσε.
Και τα τρία αυτά αποσπάσματα θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιούν τη λέξη «εταίρα», στη θέση της λέξης «παιδικά», δεν τη χρησιμοποιούν όμως. Έ να αξιοπερίεργο μπορεί να προστεθεί από κατάλογο απίστευτων ιάσεων, χαραγμένον στα τέλη του τέταρτου αιώνα π.Χ., που εβίωσαν πάσχοντες, οι οποίοι κοιμήθηκαν στο ιερό του Ασκληπιού, στην Επίδαυρο, ΙΟ ίν 12. 121.104: ' Ενας άντρας (ενν. είχε) μια πέτρα μέσα στο πέος του. Είδε όνειρο. Ν όμισε ότι ήρθε σε σεξουαλική επαφή μ ’ ένα όμορφο αγόρι. Εκσπερματώ ντας,9 (έ ξ ο ν ε ιρώ σσ ω ν) απέβαλε την πέτρα, την πήρε και βγήκε έξω κρατώντας τη στα χέρια του [57£].
Η έκφραση «αγόρι ή γυναίκα» (μ5 αυτήν τη σειρά, αφού οι Έ λληνες έλεγαν «παιδιά και γυναίκες», ακόμα και σε περιπτώσεις χωρίς σεξουαλικά συμφραζόμενα) ορισμένες φορές εμφανίζεται σαν να μην ήταν σημαντική η διαφορά στον προσανατολισμό της σεξουαλικής όρεξης. Έ τσ ι στον Ξεν., Ανάβ. ίν 1.14, όταν οι διοικητές αποφάσισαν ότι όλοι οι αιχμάλωτοι έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι: Οι στρατιώτες υπάκουσαν, εκτός από ορισμ ένες περιπτώσεις καταχρήσεω ν, εξαιτίας πόθου για κάποιο αγόρι ή γυναίκα ανάμεσα στους ωραίους (ενν. αιχμα λώτους).
Στους Ν όμονςτ ου Πλάτωνα, 840α, το επιχείρημα του κειμένου ουσιαστι κά υπαγορεύει αντιστροφή της σειράς (πρβλ. σ. 182), η παρουσία όμως της λέξης «αγόρι» πλάι στη λέξη «γυναίκα» είναι και πάλι αξιοσημείωτη: Δ εν έχουμε όλ ο ι ακουστά για τον Ί κ κ ο τον Τ αραντίνο, εξαιτίας του αγωνί8. Η Κακία, όταν μαρτυρείται για πρόσωπο, σημαίνει «ανικανότητα», που κύρια στοιχεία της είναι η δειλία, η νωθρότητα και η αποτυχία — εξαιτίας του εγωισμού και της ανικανότητας — να ανταποκριθεί το πρόσωπο αυτό στις υποχρεώσεις του. 9. Έ να σχόλιο στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, 16, που πιθανόν (αν και όχι αναγκαστικά) προέρχεται από την πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, λέει: «Το όνειροπολεϊν χρησιμοποιείται για όσους βλέπουν όνειρο ενώ το όνειρώττειν για όσους εκσπερματώνουν τη νύχτα, όπως συμβαίνει σε όσους αισθάνονται πόθο, όταν φαντάζονται πως βρίσκονται με τα παιδικά τους».
72
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον σματος, στο οποίο νίκησε σ τη ν Ολυμπία, και των άλλω ν νικών του επίσης; Επειδή ήταν αποφ ασισμένος να νικ ή σ ει ... λέγεται ότι ποτέ δεν άγγιξε ούτε γυναίκα ούτε αγόρι, κ αθ’ ό λ ο το διάστημα που βρισκόταν σε εντατική π ροπ ό νη ση .
Δεν μπορεί να εκφραστεί σαφέστερα η ευκολία με την οποία είναι δυνα τόν να πάει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση ένας άντρας α π ’ όσο στον Μελέαγρο, 18, που παρέθεσα παραπάνω, και άλλοι επιγραμματοποιοί μιλούν για την ποικιλία των εμπειριών που δοκίμασαν οι ίδιοι ή άλλοι, π.χ. Καλλίμα%ος, 11: Ο Κ αλλίγνω τος ορκίστηκε στη ν Ιωνίδα ότι δεν θ ’ αγαπούσε ποτέ περισσότερο από εκ είνη ν κανέναν άντρα ή γυναίκα ... Τώρα όμως πυρώνεται από αντρική φωτιά και το φτωχό κορίτσι ... ξεχάστηκε.
Παράβαλε τον Ασκληπιάδη, 37, που θρηνεί, επειδή οι «αντρικές φωτιές», που τώρα τον βασανίζουν, είναι τόσο δυνατότερες από τον «έρωτα για γυναί κα» όσο οι άντρες είναι δυνατότεροι από τις γυναίκες* τον Μελέαγρο, 94, που απορρίπτει τον Θήρωνα και τον Απολλόδοτο τώρα, που προτιμά τον «γυναι κείο έρωτα» (το «αγκάλιασμα τριχωτού κώλου» το αφήνει για τους «βοσκούς, που καβαλάνε τις κατσίκες τους»)* στον Ανών., ΗΕ 1, την απόγνωση του άντρα, που είχε μιαν ερωτική σχέση με εταίρα, μια με παρθένο κορίτσι και μια τώρα μ ’ έναν νέο, από την οποία παίρνει μόνον «ομορφιά και φρούδες ελπί δες». Οι αναφορές στην «επιθυμία για τους ωραίους» είναι αναγκαία αμφίβο λες, αφού η γενική του πληθυντικού έχει τον ίδιο τύπο και για τα δύο γένη και σε ορισμένες περιπτώσεις το αρσενικό γένος χρησιμεύει και για τα δύο. Συναντάμε την ονομαστική πληθυντικού του αρσενικού να χρησιμοποιείται ακόμα και σε κείμενα όπως η Παιδ. του Ξεν., ν 1.14: «Οί καλοί δεν εξαναγκά ζουν άλλους να τους ερωτεύονται», όπου η αφορμή του ισχυρισμού είναι ετεροφυλοφιλική και το παράδειγμα που την επεξηγεί είναι: Οι καλοί άντρες επιθυμούν χρ υσ ό και καλά άλογα και ωραίες γυναίκες, είναι όμως ικανοί ω στόσο να αυτοσυγκρατούνται και να μην απλώ νουν πάνω τους άνομο χέρι.
Η απομόνωση των γυναικών ήταν γνώρισμα των περισσότερων Ελληνι κών κοινωνιών, έτσι ώστε τις γυναίκες και τα κορίτσια των οικογενειών ελεύθερων πολιτών δεν τα πολυέβλεπαν οι άντρες δημοσίως, ενώ οι εταίρες, που ήξεραν τη δουλειά τους, λίγο πολύ εμιμούντο αυτήν τη διακριτικότητα για να μην υποβιβάζουν τον εαυτό τους (πρβλ. σ. 96), η δημοσιότητα επομέ νως, που συνδέεται με τα σύγχρονα «ερωτικά είδωλα», ανήκε στους άντρες πρισσότερο παρά στις γυναίκες. Ο Ανών., ΗΕ 33, όταν απευθύνεται σ ’ έναν
Φυσική παρόρμηση
73
άντρα, που το παράστημα και η γοητεία του λέγεται (στίχος 5) ότι «υπέτασσε τα παλικάρια», είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (αν επιθυμούσαμε, ακόμα και τώρα, να προσπαθήσουμε να υποβαθμίσουμε την έκταση της Ελληνικής ομοφυλοφιλίας) με την έννοια ότι αναφέρεται στην επίδραση τού άντρα σε ορισμένα παλικάρια, αλλά ο Ανών., 17, εκλιπαρώντας τον Πέρση Αρίβαζο («ομορφότερον από την Ομορφιά» στο 18), να μη «λιώσει ολόκληρη (ενν. την πόλη) Κνίδο», δεν υπολογίζει παρόμοιο περιορισμό. Ο Ασκληπιάδης, 20, περιγράφει πώς ένα κορίτσι, με το όνομα Δόρκιον, που είναι φιλέφηβος, «αγαπά τους εφήβους», ( έφηβος, στην κυριολεξία, είναι ο άντρας στα 18 ή 19 του χρόνια) εκμεταλλεύεται τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις: Η Δ όρ κ ιον ... ξέρει, σ αν αγόρι, πώς να εκτοξεύσει το γοργό βέλος της Α φροδί της, που τους πάντες καλοδέχεται, ανάβοντας τον πόθο σ τα 10 μάτια (ενν. του παλικαριού)· μ 5 ένα καπέλο κρεμασμένο στον ώμο, ο (ενν. εφηβικός) μανδύας της άφηνε να φαίνεται ο γυμνός μηρός.
Ο άντρας, που έχει έναν ή περισσότερους εραστές κι έχει συνηθίσει στην προσοχή και τον θαυμασμό των μεγαλύτερων ανδρών, είναι πιθανό να ερωτευθεί κορίτσι και δεν υπάρχει ένδειξη ότι, σε μια παρόμοια περίπτωση, ο άντρας αυτός υποφέρει από μεγαλύτερη εσωτερική σύγκρουση από τη σύ γκρουση, που υποφέρει ο άντρας, ο οποίος κινείται αποκλειστικά στο ετεροφυλοφιλικό ή αποκλειστικά στο ομοφυλοφιλικό πεδίο. Παράβαλε Μελέαγρος, 61: Ο έξ ο χ ο ς Διόδω ρος, που άναβε φλόγες στα παλικάρια, πιάστηκε από τα π α ιχνι διάρικα μάτια της Τιμαρίου και το γλυκόπικρο β έλ ο ς11 του έρωτα βρίσκεται μέσα του. Αυτό που βλέπω είναι θαύμα, η φωτιά τρώγεται από φωτιά και φλόγες.
Στον Θεόκριτο, 2.44 κ.ε., ένα κορίτσι εγκαταλειμμένο από τον νεαρό εραστή του κάνει μάγια για να τον φέρει πίσω, φωνάζοντας προς την ' Αρτεμη τα λόγια: Είτε γυναίκα πλαγιάζει δίπλα του είτε άντρας, ας τους ξεχά σ ει τόσο όσ ο , λένε, ξέχα σ ε ο Θ ησέας ... την Αριάδνη.
Λέει «άντρας» ( άνήρ ) όχι «νέος» ή «αγόρι» και πρέπει μάλλον να εννοή σουμε (πρβλ. πάντως, σ. 94, υποσ. 44) ότι ο νεαρός ίσως έχει περάσει από έναν 10. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί η ορθότητα της μετάφρασης, «ανάβοντας τον πόθο με τα μάτια της»* και στις δύο περιπτώσεις η ουσία είναι ότι ο πόθος ανάβει στα μάτια εκείνου, που την κοιτά, από το βλέμμα της. 11. Το «λάβωμα» θνητών από τα «δόρατα» ή τα «βέλη» τού ' Ερωτα είναι κοινότοπο θέμα στην Ελληνική ποίηση.
74
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
ενεργητικό ρόλο σε σχέση μ ’ αυτήν σε άλλον ενεργητικό ρόλο με γυναίκα ή σε παθητικό ρόλο με άντρα. Ο Τίμαρχος, σύμφωνα με τον Αισχίνη (§§ 42,75), βρισκόταν ακριβώς σε παρόμοια θέση, όταν τον συντηρούσε, ως ακριβό πόρνο, ο Μισγόλας. Τα χρήματά του πήγαιναν σε πολυτελή γεύματα, τυχερά παιχνίδια, εταίρες και αυλητρίδες, ενώ, αρκετά μεγαλύτερος, λέγεται ότι επέδειξε μιαν εξαιρετικά ανεπτυγμένη ετεροσεξουαλική όρεξη, κυνηγώντας τις συζύγους άλλων ανδρών, όταν διετέλεσε ελεγκτής στην Ά νδρ ο (§ 107), και σπαταλώντας παράνομα κερδισμένο χρήμα για μια διάσημη εταίρα (§ 115). Ό λ α αυτά υποδηλώνουν ότι η αντίφαση του Αισχίνη (§ 185) ανάμεσα στις φράσεις, «σύμφωνα με τη φύση» και «αντίθετα προς τη φύση», δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί με μιαν απλή ένταξη της ομοφυλοφιλίας στην κατηγο ρία του αφύσικου και πρέπει να αναζητηθεί μια διαφορετική εξήγηση. Μπο ρούμε αμέσως να παραθέσουμε: την κοινή Ελληνική πεποίθηση ότι από τις γυναίκες απουσιάζει το ηθικό βάθος και η ισχυρή θέληση, που καθιστούν ικανούς τους άντρες να αντιστέκονται στους πειρασμούς της ασφάλειας, των ανέσεων και των απολαύσεων,12 σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι οι γυναίκες απολαύουν τη σεξουαλική επαφή εντονότερα από τον άντρα. Με δεδομένη επίσης την πεποίθηση ότι ο παθητικός ρόλος στην αντρική ομοφυ λοφιλία δεν προσφέρει σωματική απόλαυση (πρβλ. σ. 58), κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι, ενώ οι γυναίκες έχουν μια φυσική προδιάθεση προς τη μοιχεία (πραγματικά αυτό το συμπέρασμα ήταν μια σημαντική εκλογίκευση των σεξουαλικών διακρίσεων, που εμπόδιζαν τις γυναίκες από την επαφή με πιθανούς εραστές), οι άντρες δεν έχουν καμιά παρόμοια προδιάθεση να παρα δοθούν ομοφυλοφιλικά. Κατά τον ίδιο τρόπο, η γυναικεία πορνεία ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ως εναρμόνιση προς τον «φυσικά» κατώτερο και εξαρ τημένο ρόλο των γυναικών νΪ8-έ-νΐ8 με τους άντρες, ενώ ο άντρας, που επιλέγει τον ρόλο του πόρνου, υποβιβάζει τον εαυτό του «αφύσικα» ως προς τους άλλους άντρες. Ό λ α τα στοιχεία, που είναι ευνοϊκά για την υπόθεση ότι οι Έ λληνες θεωρούσαν φυσικό τον αντρικό ομοφυλοφιλικό πόθο, αφορούν στον ενεργητικό σύντροφο και μένει ακόμα να εξετάσουμε τα άφθονα τεκμή ρια, που δείχνουν ότι για τους Έ λληνες η διάκριση ανάμεσα σε ενεργητικό και παθητικό ρόλο στην ομοφυλοφιλία είχε κεφαλαιώδη σημασία.
2. Α ντρική και γνναικεία σωματική διάπλαση Έ νας συγγραφέας των Ρωμαϊκών χρόνων βάζει στο στόμα του Αθηναίου Κριτία, που σκοτώθηκε στα 403 π.Χ., τα λόγια ( β 48):
12. Πρβλ. ΟΡΜ, 98-102, και ΗορΓηεΓ, 370-2.
Αντρική και γυναικεία σωματική διάπλαση
75
στα αρσενικά ομορφότερη εμφάνιση (είδος, «σχήμα», «μορφή», «τύπος») είναι η θηλυκή, στα θηλυκά όμως το αντίθετο.
Τα συμφραζόμενα του ισχυρισμού του είναι άγνωστα και δεν είναι καθό λου βέβαιο ότι μιλούσε για ανθρώπους κι όχι για άλογα ή σκύλους, ζώα για τα οποία οι Έ λληνες αριστοκρατικών οικογενειών ενδιαφέροντο ιδιαίτερα. Αν αναφερόταν κυρίως ή αποκλειστικά στους ανθρώπους ή αν είχε την πρόθεση να κάνει μια γενίκευση, που θα μπορούσε να συμπεριλάβει τους ανθρώπους, ίσως εννοούσε μόνον ότι οι σύγχρονοί του θαύμαζαν τους άντρες περισσότε ρο για την ομορφιά τους πριν φυτρώσουν τα γένια τους κι ότι το ύψος ήταν χαρακτηριστικό που θαύμαζαν στις γυναίκες.13 Εκείνο, που πιθανόν είναι σημαντικότερο, είναι ότι ο Κριτίας, τον οποίο οι πολιτικές, ηθικές και θρη σκευτικές του θέσεις διαχώριζαν από την πλειοψηφία των συμπολιτών του,14 δεν μπορεί να θεωρηθεί εκπρόσωπος καμιάς πόλης, περιόδου ή τάξης και η άποψή του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει ότι τα γυναικεία χαρακτηριστικά ενός νέου ή αγοριού διήγειραν τον ομοφυλοφιλικό πόθο, εκτός αν υπάρξει ισχυρή υποστήριξη γ ι ’ αυτό από ανεξάρτητες πηγές. Στο σύγχρονο λαϊκό κωμικό πνεύμα, παρά τις αποδείξεις, που μας προσφέρονται από την καθημερινή μας επαφή με ομοφυλόφιλους άντρες,15 το στερεότυπο του ομοφυλόφιλου είναι εξαιρετικά σταθερό: άντρας με απαλά χαρακτηριστικά και λεπτοκαμωμένος, που μιμείται τις γυναίκες με τη στάση, τις χειρονομίες, τις κινήσεις και τη φωνή του και που επομένως του ταιριάζει να τον αποκαλούν «νεράιδα» ή «πανσέ». Ο Τίμαρχος, στον λίβελο του Αισχί νη, δεν περιγράφεται πουθενά ως θηλυπρεπής στην εμφάνιση ή στους τρό πους, αλλά ως «υπέρτερος των άλλων στην εμφάνιση» (§ 75), ώραϊος (§ 42* πρβλ. § 126) και εύσαρκος (§ 41). «Υπέρτερος ...» είναι φράση που χρησιμο ποιείται επίσης για κάποιον νέο, με τον οποίο (πί 162) ο Δημοσθένης είχε ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Το ώραϊος, «στο κατάλληλο στάδιο ανάπτυξης (για ...)», που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε τι ζωντανό (ζώο ή φυτό) υποδη λώνει, όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, την ηλικία στην οποία οι άνθρωποι είναι περισσότερο ελκυστικοί και ποθητοί και στα νέα Ελληνικά έχει αντικα13.0 Οικονομικός του Ξενοφώντα, 10.2, αναφέρεται σε μια γυναίκα, που φορούσε σανδάλια με ψηλά τακούνια για να φαίνεται ψηλότερη. 14. Στον Σίσυφο, έργο που στην αρχαιότητα το απέδιδαν άλλοι στον Ευριπίδη και άλλοι στον Κριτία, η θεωρία ότι η θρησκεία ήταν μια ευφυής επινόηση για ενίσχυση του νόμου, προτεινόταν από τον βασικό ήρωα, έναν μυθικό βασιλιά της Κορίνθου (Κριτίας Β25). Όπως και να ’χει, ο Σίσυφος ήταν ασεβής και τιμωρήθηκε από τους θεούς για την ασέβειά του, η θεωρία όμως που διατύπωσε είναι παρ’ όλα αυτά πνευματικά ενδιαφέρουσα. Ο Κριτίας έγινε η ψυχή της μικρής ολιγαρχικής ομάδας, που κυβέρνησε την Αθήνα με Σπαρτιάτικη υποστήριξη, ύστερα από την ήττα και παράδοση της Αθήνας. Αποξενωμένος από όλους σχεδόν όσους θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν, σκοτώθηκε σε μια μάχη κατά των δημοκρατικών που επέστρεφαν. Η μετέπειτα παράδοση τον θεώρησε τέρας. 15. Πρβλ. \ν£5ΐννΌθ(1, 83-90, Ό.3. λΥεδί, 74-6.
76
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
ταστήσει το καλός για την έννοια «όμορφος» κ.τ.λ. (ενώ το καλός έχει γίνει μια γενική λέξη παίρνοντας τή θέση τούάγαθός).ιβΤο ενσαρκοςπ ου, όταν το αναλύσουμε, προκύπτει ότι σημαίνει, «εκείνος που έχει καλή σάρκα», είναι ασυνήθιστη λέξη, συνδυάζεται από τον Ξεν., Λακ. Π ολιτ. 5.8, με το «καλού χρώματος» και το «σωματικά δυνατός» και χρησιμοποιείται ως αντίθεση προς το «πρησμένος και άσχημος και ισχνός» (πρβλ. το ρήμα εύσωματεϊν, κατά λέξη, «έχω καλή σωματική ανάπτυξη», δηλαδή, «είμαι μεγάλος και δυνατός»). Αργότερα, όταν δεν ήταν πια νέος (§26), ο Τίμαρχος, πετώντας πίσω τον μανδύα του, καθώς εκφωνούσε έναν παθιασμένο λόγο στη βουλή, αποκάλυψε ένα παρουσιαστικό, «σε κακή κατάσταση και άσχημο από το ποτό και τον αηδιαστικό τρόπο ζωής». Η τελευταία φράση πολύ φυσικά αναφέρεται στη λαιμαργία και την ετεροφυλοφιλική ακολασία του (πρβλ. §§42, 7 5 )|Σ ε' κές γραμμές ο Αισχίνης θεωρεί γνωστό ότι τα αγόρια, που ερωτευΌνΤδΓΓοι άντρες και για τα οποία φιλονικούν από αντιζηλία (ακόμα κι όταν εκείνα είναι απρόθυμα να «κάνουν παραχωρήσεις» στον νικητή), είναι τα αγόρια, που θα εθεωρούντο από την πλειοψηφία των ανθρώπων και των δύο φύλων και κάθε ηλικίας ή «προτίμησης», εξαιρετικά ωραία (§§ 136,155-7). Σ ’ αυτά περιλαμβά νονται οι έξοχοι αθλητές (§§ 156 κ.ε.) και αφού οι εραστές προσελκύονται στα γυμναστήρια (§§ 135, 138* πρβλ. σ. 60), φαίνεται ότι η μαυρισμένη από τον ήλιο επιδερμίδα και η καλή μυϊκή ανάπτυξη πρέπει να εθεωρούντο ελκρστικά χαρακτηριστικά^Η υπόθεση στηρίζεται από συγκεκριμένες περιπτώσεις σε περιόδους ίβ χ^ω τερ ες και μεταγενέστερες από τον Αισχίνη. Ο νεαρός Αυτό^ λύκος, που η ομορφιά του, «σαν φως στο σκοτάδι», άφησε άναυδους όλους τους καλεσμένους, στη γιορτή που περιγράφει ο Ξεν. (Σνμπ. 1.8-10), είχε μόλις νικήσει στο παγκράτιο (άγριος συνδυασμός πυγμαχίας και πάλης) στα Μεγάλα Παναθήναια (ΑΛΑ, 1.2)* ο Αλκαίος από τη Μεσσήνη, 9, προσεύχεται για τη νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες κάποιου Πειθάνορα, που περιγράφεται μ 5 ένα σχήμα υπερβολής ως «δεύτερος γιος της Αφροδίτης», και εκφράζει την ευχή να μη δοκιμάσει τον πειρασμό ο Δίας να τον πάρει ψηλά στον Ό λυμπο, στη θέση του Γανυμήδη, κι επίσης προσεύχεται να δώσει ο θεός να ανταμειφθεί ο ποιητής με «ομογνωμοσύνη» εκ μέρους του «θείου αγοριού». Και ο συγγραφέας του Ανών. ΗΕ 30 περηφανεύεται ότι φίλησε ένα αγόρι «βουτηγμένο στα αίματα» μετά από νίκη στην πυγμαχία. / ^ Η υποψία ότι υπήρξε ίσως κάποια στροφή στις προτιμήσεις προς τους /θηλυπρεπείς κατά τον τέταρτο αιώνα (ίσως και λίγο νωρίτερα) αντλεί υποστήριξη από την εξέταση της ιστορίας του σχήματος, της στάσης και της κίνηI σης της ανθρώπινης μορφής στην αγγειογραφία. Ως τα μέσα του πέμπτου / αιώνα, τα εντυπωσιακότερα και σταθερότερα στοιχεία του «αποδεκτού» α ντρικού παρουσιαστικού (πρβλ. σ. 6) είναι: Φαρδείς ώμοι, βαθύς θώρακας,
16. Πρβλ. ΟΡΜ, 69-73.
Αντρική και γυναικεία σωματική διάπλαση
77
μεγάλοι θωρακικοί μύες, μεγάλοι μύες πάνω από τους γοφούς, λεπτή μέση, πεταχτοί γλουτοί και ρωμαλέοι μηροί και κνήμεςΙΠαραδείγματα γ ι 5 αυτό το γενικό διάγραμμα είναι τα: μ 76*, μ 2 7 1 ^ μ 332*, μ 502* (σκηνή ερωτικής πολιορκίας νέων)* Μ486* (νέος σε σεξουαλική επαφή με εραστή)* ε 12 (νεαρός αθλητής)* ε 55* (Θησέας)* ε 305* (νικηφόρο αγόρι αθλητής)* Ε313*, ε 326, ε 332 (νεαροί αθλητές με ακόντιο ή δίσκο)* ε 336*, Ε458*, ε 494* (νεαροί, ερωτικά είδωλα)* ε 340· ε 701, ε 783* (Απόλλωνας)· ε 348*, ε 833* (Γανυμήδης)· Ε365 (Ηρακλής)* Ε406* (αγόρι ή νέος που τον κυνηγά ο Ποσειδώνας)* Ε716 (νεαρός που ερωτοτροπεί με αγόρι)* Ε737 (νέος που γονατίζει στο ένα γόνατο). Για ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πρόσθεσε: Τους χοντρούς μηρούς στα μ 20 (δρο μέας), μ 526 (νέος), Εΐ 115 (νεαρός αθλητής)· τους χοντρούς μηρούς και κνήμες στο Ε1067 (νέος που τρέχει)· τον πολύ βαθύ θώρακα στο Ε1047* (αγόρι ή νέος). Επιβεβαιωτικά αρνητικά παραδείγματα είναι το μ 80*, σάτυροι με μεγάλες κοιλιές, και το Ε261, όπου ένας παχύς νέος διαμαρτύρεται για τις αποδοκιμα σίες και τη χλεύη των συντρόφων του. Πόση σπουδαιότητα αποδίδεται στο πρόσωπο και πόση στο σώμα φαίνεται καθαρά στον Χαρμ. του Πλ., 154οά: «Τι γνώμη έχεις για τον νεαρ ό, Σωκράτη;» είπε ο Χ αιρεφώντας. «Δεν έχει όμορφο πρόσωπο;» «Υ πέροχο!» είπα. «Ναι, είπε, αλλά αν βγάλει τον μανδύα του θα ξεχά σ εις ακόμα κι ότι έχει πρόσω πο, τόσο εκπληκτικά ωραίος είναι να τον βλέπεις (κατά λέξη , «πανέμορ φος στη διάπλαση»).
Οι μηροί φαίνεται ότι ήταν πανίσχυρος ερεθισμός, αν κρίνουμε από τον Σοφοκλή, απ. 320 (οι μη ροί του Γ ανυμήδη «άναβαν φωτιές στον Δία») και τον Αισχύλο, απ. 228 (ο Αχιλλέας, θλιμμένος, θυμάται τους μηρούς του Πάτρ κλου)* πρβλ. σ. 218 κ.ε. Οι γυνμοί άντρες ξεπερνούν κατά πολύ .σε αριθμό τις γυμνές γυναίκες στην αρχαϊκή και την πρώιμη κλασική αγγειογραφία. Απεικονίζοντας το γυναικείο σώμα, ο ζωγράφος ορισμένες φορές τηρεί τις διαφορές στη διάπλα ση των γοφών, της κοιλιάς και της βουβωνικής χώρας, που καθορίζονται από τη διαφορά ανάμεσα στην αντρική και τη γυναικεία λεκάνη. Παραδείγματα επιτυχούς παρατήρησης αυτών των διαφορών είναι τα: Εδ, ε 321, ε 571, ε 671, ε 805, ε 809, ε 917, ε 930, ε 1 107, ε υ 2, ες 26*, ε ς 81. Σε πολλές περιπτώσεις όμως μπορούμε να διακρίνουμε τα αντρικά από τα γυναικεία σώματα μόνον από την παρουσία ή την απουσία των μαστών και των εξωτερικών γεννητικών οργά νων. Το Ε712*, όπου βλέπουμε άντρες και γυναίκες μαζί, είναι ένα καλό παράδειγμα (παρατήρησε επίσης τις ογκώδεις γυναικείες κνήμες) και πολύ φαρδείς ώμοι και βαθείς θώρακες είναι επίσης εμφανείς στις γυναίκες που ^απεικονίζονται στα ε 20, ε 86, ε 152, Ε476, ε 733, ε 8 13, Ε938. Συγκεκριμένα οι γυναίκες .είναι δυνατόν να παρουσιαστούν με τη χαρακτηριστικά αντρική μυϊκή προεξοχή πάνω^από το ισχίο. Η αυλητρίδα στο Ε309 είναι το εντυπω
78
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
σιακότερο παράδειγμα (παρατήρησε ακόμα την κλίση της βουβωνικής της χώρας και την επιθετικότητα της στάσης και της κίνησής της) και σύγκρινε εκτός από το ε 20 (κ.τ.λ.), που παρέθεσα παραπάνω, τα Ε682* (κορίτσι που το ψηλαφεί ένας άντρας), Ε926 και Ε1135* (αυτό το τελευταίο είναι μόνον όστρακο, όμως ο κορμός, που εμφανίζεται πάνω του, συνδυάζει γυναικεία στήθη με υπερβολικά αντρικούς γοφούς). Κάθε ζωγράφος φαίνεται ότι είχε υιοθετήσει έναν τύπο για το πρόσωπο και επέμενε σ ’ αυτόν σταθερά, εφόσον απεικόνιζε θεούς και ανθρώπους, και δεν είχε κανένα κίνητρο για να εισαγάγει κωμικά ή τρομακτικά στοιχεία. Οι τύποι αυτοί δείχνουν αξιοσημείωτα μικρή μεταβολή για μια μακρά περίοδο και μεγάλο αριθμό ζωγράφων. Ό λ ο ι αυτοί οι τύποι παρουσιάζουν ένα μέ τριου ύψους μέτωπο και ίσια μύτη, με το κάτω χείλος να τείνει προς το σαρκώδες χωρίς να είναι πλατύ, μη προτεταμένο και στρογγυλό πηγούνι (π.χ. Ε688) και μάτια που δεσπόζουν, αλλά (μετά το τέλος του έκτου αιώνα) σε φυσικό μέγεθος. Στους σάτυρους, αντίθετα, είτε υποχωρεί η γραμμή τριχο φυΐας της κεφαλής είτε εμφανίζονται τα φρύδια ζαρωμένα, κάτω από μιαν αχτένιστη τούφα μαλλιών, τα μάτια εξογκωμένα, η μύτη κοντόχοντρη και τα χείλη μεγάλα και χοντρά (π.χ. μ 80*, ε 6, ε 235), ενώ οι κωμικά άσχημοι (όπως οι κωμικές μάσκες) μπορεί να έχουν ένα ή περισσότερα από τα χαρακτηριστι κά των σατύρων (π.χ. ΜΒ16*, ΕΣ163) ή, εναλλακτικά, ογκώδεις γαμψές μύτες και οστεώδη σαγόνια (π.χ. ΕΣ159, ΕΣΐ71). Αν και ορισμένοι ζωγράφοι μελανόμορφων αγγείων έκαναν διάκριση ανάμεσα, στα γυναικεία και τα άτριχα αντρικά πρόσωπα, αποδίδοντας τα αντρικά με μεγαλύτερα και εντονότερα μάτια, ήταν φυσικό, σε όλες τις περιόδους, να παρουσιάζονται και στα δύο φύλα τα ίδια ακριβώς χαρακτηρι στικά* δες, για παράδειγμα, τα Ε659* (Ορφέας και μαινάδες), Ε750* (νέος και γυναίκες), Ε958* (νέοι και γυναίκες). Ή τα ν επίσης γενική συνήθεια να δίνουν το ίδιο ύψος στις παραστάσεις ανδρών και γυναικών. Το Ε303* είναι ασυνήθι στο, γιατί δείχνει έναν νέο πολύ ψηλότερο από το κορίτσι που αγκαλιάζει (πρβλ. Ε514). Η σχεδόν καθολική απουσία τριχών στον κορμό και των δύο φύλων στην αγγειογραφία (εξαιρέσεις είναι ο νέος του Ε ΐ2 και ο γενειοφόρος άντρας του Ε455*) δεν αντανακλά τόσο μιαν εξομοίωση των ανδρών προς τις γυναίκες όσο μια σταθερή τάση εξομοίωσης των ενήλικων προς τους νέους* αυτή η τάση είνα φανερή επίσης στην ουσιαστική απουσία ηβικού τριχώμα τος, κατανοητή βέβαια στις παραστάσεις του Γανυμήδη (π.χ. Ε348*, Ε692, ε 829*>, αλλά εκτός πραγματικότητας σε μεγαλύτερης ηλικίας νέους και νεα ρούς ήρωες (π.χ. Ε55*, ε 57, ε 387). Είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι ενώ ως τα μέσα του πέμπτου αιώνα συνήθως εξομοιώνοντο οι γυναίκες προς τους άντρες στην αγγειογραφία, από κει κ ι έπειτα εξομοιώνοντο οι άντρες όλο και περισσότερο προς τις γυναίκες. Η αντιστροφή αυτή της εξομοίωσης είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στη χαλαρή στάση με την οποία το βάρος πέφτει στο ένα πόδι κι έτσι ο κορμός δεν
Αντρική και γυναικεία σωματική διάπλαση
79
είναι εντελώς κάθετος. Οι άνθρωποι μπορούν να κάθονται, να στέκονται, να περπατούν, όπως τους αρέσει ή όπως απαιτούν οι συνήθειες της εποχής τους — δεν υπονοώ ότι οι σωματικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα επιβάλλουν διαφορετική στάση — εξετάζοντας όμως τη στάση του σώματος στην Ελλη νική αγγειογραφία, είναι άστοχο να ερμηνεύουμε το σχήμα των γοφών, τη γενική εντύπωση, που δίνει η μορφή, και την κατανομή του υποδόριου λίπους σε σχέση με διαφορετικές μεταξύ τους συνυπάρχουσες συνθήκες. (Παραλεί πω τις πρώιμες ερυθρόμορφες κύλικες, όπου οι στάσεις, που μπορούμε να νομίσουμε περίεργα επιτηδευμένες, θα έπρεπε να θεωρούνται πειράματα σύν θεσης σε κυκλικό πλαίσιο [π.χ. ε454*], αν και η ομοιότητα στην επεξεργασία μιας γυναίκας κι ενός νέου στα Ε471* και Ε472* είναι άξια προσοχής).17 Στο Ε958* ένας νέος, παρά το ότι τα πόδια του είναι γερά στυλωμένα στο έδαφος, πετάει έξω τον ένα γοφό, που έχει χαρακτηριστικά γυναικείο σχήμα, κι ο ζωγράφος έδειξε τη γραμμή από τον γοφό στον βουβώνα μόνον από συνήθεια. Ό ρθιες ή καθιστές οι αντρικές μορφές, ειδικά οι νέοι και οι νεαροί θεοί, δεν διαφέρουν στη στάση από τις θηλυκές μορφές: ε υ 4 , ΕΥ64, ες2 6 * (άντρας και γυναίκα), ΕΣ56, ε ς6 0 , ε ς 6 4 (σύγκρινε τη γυναίκα στο ες7 7 ), ε ς6 8 (σύγκρινε τη γυναίκα στο ες6 9 ), Ες85 (Διόνυσος, σύγκρινε τη γυναίκα στο ε ς8 9 ), ε ς1 0 9 . Οι ήρωες είναι δυνατόν να παίρνουν «θηλυπρεπείς» στάσεις και παρ’ όλα αυτά να έχουν έντονα αντρικούς γοφούς, π.χ. ΕΣ28, ΕΣ32 (Ηρακλής), οι γοφοί όμως των νεαρών η ρώων Ορέστη και Πυλάδη στο ΕΣ101 είναι γυναικείοι και το ίδιο ισχύει για έναν άντρα στο ΕΣ27. Η αντρική κοιλιά μπορεί επίσης να είναι στρογγυλή ελαφρά, αρκετά ωστόσο για να υποδηλώνει μιαν ασφαλή και καθόλου αθλητική ζωή, όπως στον Ορέστη του Ες31 και στον νέο του ΕΣ73* πρβλ. τον Διόνυσο κι έναν σάτυρο στο ΕΣ52. Ο Διόνυσος ίσως μας δίνει σε γενικές γραμμές την εντύπωση του τρυφηλού πάχους (π.χ. ευ 3 2 ) και αυτό είναι γενικό χαρακτηριστικό πολλών Ιταλιωτικών παραστάσεων του ' Ερωτα και παρόμοιων υπερφυσικών όντων: ε ς1 6 , ε ς Ι 13, ες1 2 9 , ΕΣ133, ες1 3 7 . Ορισμέ νοι από τους Έρωτες αυτούς τείνουν προς τον ερμαφροδιτισμό (π.χ. ε ς1 2 * , Ες13) ενώ η μορφή του ΕΣ20* είναι αναμφίβολα ερμαφρόδιτη, με τα στήθη και τα εξωτερικά γεννητικά όργανα σε πλήρη ανάπτυξη.18 Μπορούμε να συγκε ντρώσουμε, από την πρώιμη κλασική περίοδο, σποραδικά παραδείγματα νέ ων, των οποίων οι θωρακικοί μύες απεικονίζονται με τρόπο που υποδηλώνει γυναικείο στήθος, π.χ. Ε219* (νέος), Εΐ 137, Ε946 (οπλισμένος νέος), Ε 1119 (νέος που οπλίζεται με βίαιες κινήσεις), με δεδομένη όμως τη μεγάλη διαφορά στις στάσεις και στη δράση, τα παραδείγματα αυτά δεν μπορούν να θεωρη θούν πρόδρομοι της γενικής «εκθήλυνσης», που θα παρατηρηθεί αργότερα.
17. Εικονίζονται μαζί στον Ε&η§1οΙζ, πιν. 20. 18. Πρβλ. ϋεΙοοιίΓΐ (1966), 54-9, για τον «Ανδρόγυνο έρωτα» και (1961), 65, για την ομοφυλοφιλική φαντασίωση, που βρίσκει την έκφρασή της στην απεικόνιση ερμαφρόδιτων.
80
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
Είναι πράγματι η γενική τάση της μεταγενέστερης αγγειογραφίας (πρβλ. σ. 166), όπου ακόμα και οι σάτυροι γίνονται πράοι και σεβαστοί και οι ερινύες δεν φοβίζουν πια, αυτό που μας απαγορεύει να λάβουμε ιδιαίτερα υπόψη μας τη θηλυπρέπεια των αντρικών της μορφών. Η προσοχή στην τεχνική της απεικόνισης του σώματος σε χαλαρές στάσεις ήταν κοινή στην αγγειογραφία και στη γλυπτική και κάθε μορφή τέχνης έχει έναν βαθμό αυτονομίας, που στρέφει τον καλλιτέχνη προς την κατεύθυνση ενδιαφερόντων θεμάτων, τα οποία διερευνήθηκαν από τους ανταγωνιστές του ή τους αμέσως προηγούμε νους, και τον απαλλάσσει από την πιστή έκφραση των αλλεπάλληλων μετα βολών στις προτιμήσεις του κόσμου. Π αρ’ όλα αυτά ακόμα κι αν αποκλείσουμε, ως αδιάφορη για την ιστορία της ομοφυλοφιλίας, τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το σφρίγος και την ακαμψία στην άνεση (ή στην κίνηση μέσα σε πτυχωτά υφάσματα) δεν πρέπει να αγνοήσουμε τις ανατομικές προτι μήσεις, που κορυφώνονται με την απεικόνιση των ερμαφρόδιτων, και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την πιθανότητα ότι κατά τον τέταρτο αιώνα τα θηλυπρεπή αγόρια και οι νέοι ίσως διήγειραν τον ομοφυλοφιλικό πόθο συχνό τερα από όσο ενάμιση αιώνα νωρίτερα.
3. Α ντρικό και γνναικείο ύφος Η Αττική κωμωδία δέχεται γενικά ότι ο άντρας με γυναικεία σωματικά γνωρίσματα (π.χ. αραιά γένια) ή με συμπεριφορά, που η Αθηναϊκή κοινωνία θεωρούσε γυναικεία (π.χ. όμορφα ρούχα), επιζητεί επίσης να παίξει σεξουα λικά γυναικείο ρόλο στη σχέση του με άλλους άντρες κι αναζητείται από αυτούς γ ι9 αυτόν το σκοπό. Πάντως οι υπεραπλουστεύσεις και οι έντονες αντιθέσεις της κωμωδίας πρέπει να ερμηνεύονται ως συστατικά του κόσμου της κωμωδίας (Κεφάλαιο III Γ) — ενός κόσμου τόσο συμβατικού, με τον τρόπο του, όσο ο ηρωικός κόσμος της τραγωδίας — και στο τμήμα αυτό θα δοθεί προσοχή στις προεκτάσεις μαρτυριών διαφορετικού είδους. Ό τα ν ο Αισχίνης, περιγράφοντας τον Μισγόλα, λέει ότι πρόκειται για άνθρωπο με «ασυνήθιστο ενθουσιασμό» για τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις (§ 41), προσθέτει, «και μαθημένο να έχει πάντα γύρω του τραγουδιστές» ( κιθα ρωδοί, «τραγουδιστές με συνοδεία λύρας») «και μουσικούς» ( κιθαρισταί, «αυ τοί που έπαιζαν τη λύρα»). Αποσπάσματα, που σώζονται από κωμωδίες του τέταρτου αιώνα, περιέχουν τρεις αναφορές στον Μισγόλα. Έ να από αυτά, Τιμοκλής, απ. 30, μας λέει μόνον ότι ο Μισγόλας «διεγειρόταν από νέους στον ανθό της νιότης τους», αλλά ο 'Αλεξις, απ. 3, είναι περισσότερο ενδιαφέρων: Μ άνα, σε ικετεύω, μη με απειλείς με τον Μ ισγόλα! Δεν είμαι κιθαρωδός!
Υπάρχει ακόμα ένα διασκεδαστικό λογοπαίγνιο στο απ. 26. 12-18 του
Α ντρικό και γυναικείο ύφος
81
Αντιφάνη: Και ποιος θα ’ναι ο πρώτος, που θ ’ αγοράσει αυτό το μουγγρί, που ’χ ει μια ραχοκοκαλιά χοντρότερη από της Σινώπης; Ο Μ ισ γόλας δεν τα τρώει καθόλου. Α λλά αυτό εδώ είναι γλώ σσα ( κίθαρος) — αν το δει δε θα κρατιέται. Ο κόσμ ος δεν καταλαβαίνει πόσο απίθανα ξετρελαμένος είναι με τους κιθαρωδούς.
Αυτοί οι κωμικοί ποιητές ζούσαν κι έγραφαν ακόμα, τον καιρό της δίωξης κατά του Τίμαρχου, οι χρονολογίες όμως των τριών έργων, από τα οποία αντλούνται τα αποσπάσματα, δεν είναι επακριβώς γνωστές. Μπορεί λοιπόν να μην πρόκειται για ανεξάρτητη επιβεβαίωση όσων λέει ο Αισχίνης αλλά για κωμική εκμετάλλευση των ισχυρισμών του. Δυο γενιές νωρίτερα, ο Ευριπίδης παρουσίαζε στην Α ντιόπη (διάσημο έργο στην αρχαιότητα, γνω στό όμως σ 5 εμάς μόνον από αποσπάσματα και παραθέσεις) τη φιλονικία δύο μυθικών αδελφών, του Αμφίονα και του Ζήθου. Ο Αμφίονας (ο υπέροχος κιθαρωδός του μύθου) είναι αφοσιωμένος στην τέχνη και τα πνευματικά ενδιαφέροντα, ενώ ο Ζήθος είναι ένας τραχύς, σκληρός αγρότης και πολεμι στής. Ο Ζήθος ψέγει τον Αμφίονα (απ. 184, 185, 187): Αυτή η Μ ούσα σου είναι ενο χλη τικ ή , ά χρη στη , τεμπέλα, μπεκρού, σπάταλη.
Η φύση σού έδωσε ατρόμητη καρδιά, εσύ όμως επιδεικνύεις εξωτερική εμφάνι ση που αντιγράφει τις γυ να ίκ ες ... Α σπίδα να σου δώ σουν δεν θα ξέρεις τι να την κάνεις ούτε θα μπορούσες να προστατέψεις άλλους με γενναίες και αντρίκειες συμ βουλές.19
Α ν ένας άντρας διαθέτει π λούτο και δεν νοιάζεται για το σπίτι του αλλά το παραμελεί και βρίσκει απόλαυση στη μουσική και πάντα αυτήν κυνηγά, δεν θα καταφέρει τίποτα για την ο ικ ογένειά του και την πόλη και θα 5ναι ά χρ η σ τος στους φίλους του. Οι έμφυτες ικανότητες χά νοντα ι, όταν τον άντρα νικούν οι χαρές της η δονή ς.20
Απαντώντας ο Αμφίονας (απ. 190, 192, 198, 200) υμνεί τη μουσική και το τραγούδι, επικρίνει την άμουση αφοσίωση στη διαχείριση της περιουσίας και διακηρύσσει ότι το μυαλό κάνει περισσότερα από τα μπράτσα για τη 19. Τα δύο. κύρια χαρακτηριστικά του πολεμιστή ήταν φυσική γενναιότητα στο πεδίο της μάχης και μια καλή στρατηγική φαντασία, που εμψύχωνε τους συντρόφους του' πρβλ. τον έπαινο του Οδυσσέα για τον Νεοπτόλεμο στο φάντασμα του Αχιλλέα στην Οδύσσεια, λ 506-16. 20. Για την πιθανή μεταβολή ή μόλυνση του χαρακτήρα προσώπων πρβλ. ΟΡΜ, 90.
82
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
σωτηρία της πόλης.21 Η σύγκρουση ανάμεσα στη σκληρή δουλειά, που συν δυάζεται με την αθλητική και στρατιωτική εκπαίδευση, και στα καλλιτεχνικά και πνευματικά ενδιαφέροντα, είναι στοιχείο που διατρέχει ολόκληρη την Ελληνική λογοτεχνία, φυσικά είναι πάντα εύκολο, σε ανθρώπους όπως ο Ζήθος, να ψέξουν τους αντιπάλους τους για θηλυπρέπεια, αφού η μουσική και το τραγούδι πολύ λίγο αναπτύσσουν τους μυς των ποδιών και η εντρύφηση σε αυτά δεν βοηθά στην επισώρευση πλούτου.22 Ο Φαίδρος, στο Σνμπ. του Πλάτωνα, 179<3, δείχνει περιφρόνηση για τον Ορφέα ο οποίος, σύμφωνα με τον μύθο, δεν ήταν πρόθυμος να πεθάνει για να βρεθεί με τη νεκρή γυναίκα του στον κάτω κόσμο. Ή ταν «λιπόψυχος, καθώς θα περίμενες από κιθαρωδόν». Η προτίμηση του Μισγόλα για τους μουσικούς ίσως υποδηλώνει μιαν αποστρο φή εκ μέρους του για τους νεαρούς αθλητές και πολεμιστές, του είδους που απεικονίζονται στην πρωιμότερη αγγειογραφία. Ο συνδυασμός της λύρας με τη νεανική αντρική ομορφιά δεν είναι σπάνιος στη ζωγραφική. Ο νέος στην τοιχογραφία της.Ποσειδωνίας κρατά λύρα, όπως και ο Έρωτας στα (π.χ.) Ε527, ε667, Εΐ 143. Σύγκρινε το Ε27*, όπου νέος αγκαλιάζει τρυφερά αγόρι με λύρα* τα Ε603* και ε8 4 7 , όπου ο Ζέφυρος κυνηγά και πιάνει τον Υάκινθο που κρατά λύρα* το Ε634, άντρας που κυνηγά αγόρι με λύρα* το £684*, άντρας που απλώνει το χέρι για ν 5 αγγίξει τη μασχάλη νέου, που αμυνόμενος κραδαίνει λύρα* το Ε716* το Ε875, άντρας που προσφέρει στλεγγίδα σε νέο με λύρα* το Ε912, ο Τιθωνός καθώς κραδαίνει τη λύρα του για να απωθήσει την Ηώ. Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι η διδασκα λία της λύρας και του τραγουδιού, που η λύρα συνόδευε, ήταν κύριο στοιχείο του δεύτερου στάδιου εκπαίδευσης των αγοριών στην Αθήνα. Αυτό είναι σαφές από τις Ν εφέλεςτ ου Αρ., 964-72, και τον Πρωτ. του Πλ., 326α, ενώ στον Λνσ. του Πλ., 2095, συμπεραίνεται ότι οι γονείς του νεαρού Λύση τού ζητούν να πάρει τη λύρα του και να τους τραγουδήσει (πρβλ. Ν εφέλες 1354-6). Θα έπρεπε επομένως να θεωρούμε αυτονόητο ότι θα συναντήσουμε συχνά παρα στάσεις εφήβων με λύρα και συγχρόνως ότι θα δούμε πως οι άντρες με ομοφυλοφιλικές τάσεις ένιωθαν, ορισμένες φορές, ιδιαίτερη έλξη για τους μουσικούς εξαιτίας της ισχυρής σύνδεσης μουσικής και εφηβείας.23 Έ να ακόμα απόσπασμα από τον λόγο Κατά Τιμάρχον είναι σχετικό. Ο Δημοσθένης φαίνεται ότι αισθανόταν μειονεκτικά και υπέφερε από το παρα τσούκλι «Βάταλος», που ερμηνεύθηκε από Ελληνιστικούς σχολιαστές «κώλος» σ 9 ένα απόσπασμα του Εύπολη (απ. 82* άγνωστα συμφραζόμενα). Ισχυ 21. Ο Ξενοφάνης ανέπτυξε αυτήν την άποψη με ρώμη και δριμύτητα στα τέλη του έκτου αιώνα π.Χ. (απ. 2). 22. Πρβλ. ΟΡΜ, 163 κ.ε. 23. Υπάρχουν βέβαια πολλές παραστάσεις ενήλικων ανδρών, ακόμα και ηλικιωμένων αν δρών, που τραγουδούν με τη συνοδεία λύρας, π.χ. Ναροΐΐ, 124, με την εικ. 50 και τον πιν. 2 (και η άλλη όψη του Ε336*).
Αντρικό και γυναικείο ύφος
83
ρίστηκε (λέει ο Αισχίνης ί 126) ότι ήταν μια προσωνυμία, που του την έδωσε η τροφός του, όταν ήταν μικρός («πισινός»; «κωλαράκος»;). Αν αρχικά το όνομα ήταν «Βάτταλος» και διαστρεβλώθηκε κακόβουλα από τους εχθρούς του, θα σήμαινε «τραυλός». Πάντως ο Αισχίνης το αποδίδει (§ 131) στην «ανανδρία και την κιναιδία» του Δημοσθένη, όταν ήταν μικρός (πρβλ. ίί 99, «ορισμένες επονείδιστες συνήθειες [ αισχρουργία ] και κιναιδία»). Η «ανανδρία» είναι κατηγορία που επανειλημμένα χρησιμοποιείται από τον Αισχίνη κατά του Δημοσθένη, σε μετέπειτα λόγους, με ιδιαίτερη αναφορά στην έλλειψη θάρ ρους: «με άνανδρο και γυναικείο χαρακτήρα» (ϋ 179), «άνανδρος λιποτάχτης» (ίϋ 155)· πρβλ. ίί 139, πί 160,209,247. Ό σ ο ασαφής κι αν είναι η λέξη κιναιδία , δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αισχίνης θέλει, στους λόγους ί 131 και ϋ 99, να κατηγορήσει τον Δημοσθένη ότι παραδόθηκε ομοφυλοφιλικό και το επιχεί ρημά του στο προηγούμενο χωρίο είναι ότι τα σημερινά γεγονότα δικαιώνουν τις φήμες για το παρελθόν του Δημοσθένη: Α ν κανείς σου έβγαζε αυτά τα μικρά κομψά πανωφόρια και τους μαλακούς, κοντούς χ ιτ ώ ν ε ς ... και τα περιέφερε ανάμεσα στους δικαστές για να τ ’ αγγίξουν με τα χέρ ια τους, δύσκολα θα μπορούσαν να διακρίνουν, νομίζω , αν είναι αντρικά ή γυναικεία ρούχα αυτά που έπιασαν, χω ρίς από πριν να τους το έχουν πει.
Εδώ η «ανανδρία» και τα γυναικεία ρούχα συνδέονται αναμφίβολα με την παθητική ομοφυλοφιλία και έμμεσα με τη γυναικεία σωματική διάπλαση, εφόσον θα περίμενε κανείς να χαρακτηρίζουν τους άντρες, του τύπου που περιγράφει ο Αισχίνης, η μειονεκτική μυϊκή ανάπτυξη και η υπερβολική ευαισθησία στις ταλαιπωρίες και στις στερήσεις, που γίνονται φανερές από τη στάση και τις κινήσεις. Ο ρηχός υπαινιγμός του Αισχίνη στο χωρίο ίϋ 162 (δεκαέξι χρόνια μετά την υπόθεση του Τίμαρχου) είναι ότι ο ενεργητικός ομοφυλοφιλικός ρόλος συνδυαζόταν στον Δημοσθένη με θηλυπρεπείς προτιμήσεις στην αμφίεση και ποικίλες μορφές «ανανδρίας»: Υ πάρχει κάποιος Α ριστίω νας από τις Π λαταιές ..., που ήταν εξαιρετικά ωραίος στα νιάτα του κι έμεινε πολύν καιρό στο σπίτι του Δ η μ οσθένη . Ό σ α λέγονται για τον ρόλο που έπαιζε (κατά λέξη , ό,τι δέ πράττων ή πάσχω ν) εκεί π οικ ίλλουν και θα ήταν πολύ ανάρμοστο για μένα να το συζητήσω.
Το γεγονός ότι ο Αριστίωνας έπρεπε να 9ναι Πλαταιέας κι όχι Αθηναίος έχει ενδιαφέρον (πρβλ. Μέρος Α Τμήμα 3). Οι πιθανές εκδοχές, με τις οποίες ο Αισχίνης παρακινεί τους δικαστές σε άσεμνες εικασίες (του τύπου, «ποιος έκανε τι σε ποιον;»),24 είναι πρώτον: Ο Δημοσθένης ορισμένες φορές ήταν ο 24. Συγχρόνως ο ρήτορας παρουσιάζεται ως άνθρωπος που δεν επιθυμεί να μολύνει τα αυτιά
84
I I Η Δίωξη του Τίμαρχου
παθητικός σύντροφος* δεύτερον: Αν ο Δημοσθένης ήταν ενεργητικός, εκμε ταλλευόταν την προθυμία ενός αδιάντροπου νέου να πορνευθεί, όπως ο Μισγόλας εκμεταλλεύτηκε τον Τίμαρχο. Ο ισχυρισμός ότι ο Δημοσθένης ήταν πράγματι εραστής του νέου, όπως ο Αισχίνης είχε διακηρύξει ότι ήταν ο ίδιος έρωτικός(§ 136), δεν θα στοιχειοθετούσε κατηγορία με την οποία ο Αισχίνης μπορούσε να ελπίζει ότι θα έβλαπτε την υπόληψη αντιπάλου (πρβλ. § 171 και τον ϋ 166, που εξετάζεται στη σ. 51). Η τεχνική της γελοιοποίησης και του διασυρμού στα δικαστήρια ήταν παραπλήσια με την τεχνική που συναντάμε στην κωμωδία και δεν απέκλειε τα κακόβουλα κατασκευάσματα της φαντα σίας,25 τα αποσπάσματα όμως που παραθέτονται πιο πάνω είναι σημαντικά για την κοινή γνώμη, εξαιτίας του τρόπου που εκμεταλλεύονται τον συνειρμό θηλυπρέπειας και παθητικής ομοφυλοφιλίας για την εξυπηρέτηση της πολι τικής σκευωρίας. Αφού οι άντρες και οι γυναίκες δεν γεννιούνται με διαφορετικό χρώμα, το χρώμα της επιδερμίδας τους, μετά την παιδική ηλικία, εξαρτάται από την έκθεσή τους στον ήλιο και η έκθεση στον ήλιο, με τη σειρά της, καθορίζεται από τις δραστηριότητες που ενθαρρύνει ή αποθαρρύνει η κοινωνία στην οποία ανήκουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον Τάφο του Δύτη στην Ποσειδωνία (φιλοτεχνήθηκε στις αρχές του πέμπτου αιώνα) ο νέος, που η ομορφιά του αποδείχθηκε υπερβολική για τον άντρα, που είναι ξαπλωμένος στο ανάκλι ντρο μαζί του, είναι τόσο μελαψός όσο και ο άντρας·26 κι ο ζωγράφος ήταν ελεύθερος να διαλέξει τα χρώματά του, πράγμα που δεν επιτρεπόταν στον κατασκευαστή διακοσμημένης κεραμεικής. Η ευθυγράμμιση προς τις Ελλη νικές αντιλήψεις, που επέμεναν πως οι νέοι έπρεπε να γυμνάζονται στο ύπαι θρο και οι γυναίκες ν 5 αποφεύγουν τον ήλιο (οι γυναίκες στις Εκκλησιάζουσες του Αρ., που ήθελαν να μεταμφιεσθούν σε άντρες και να ξεγελάσουν τη βουλή, έπρεπε να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να μαυρίσουν [62-4]), επέφερε την καθιέρωση της συνήθειας να απεικονίζονται στα αρχαϊκά μελανόμορφα αγγεία οι άντρες και οι νέοι μαύροι, ενώ οι γυναίκες λευκές. Στα ερυθρόμορφα αγγεία (με λίγες εξαιρέσεις, ειδικά τον τέταρτο αιώνα) άντρες και γυναίκες είναι καστανοκόκκινοι. Η αντίθεση στον μελανόμορφο ρυθμό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή στο Μ634*, όπου δέκα ζευγάρια ανδρών και γυναικών, σε σε ξουαλική επαφή, δείχνουν παραστατικά τον διαχωρισμό ανδρών και γυναι κών με το χρώμα, μαύροι και άσπρες αντίστοιχα, αλλά συνοδεύονται από έναν άντρα κι έναν νέο, σε διαμήρια (ίηΙαχηΐΓ&Ι) σεξουαλική επαφή, που είναι ζωγραφισμένοι και οι δύο μαύροι. Οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες στα μελανό μορφα αγγεία και χωρίς αμφιβολία προέρχονται από ποικίλες αιτίες: μια
των δικαστών με αηδιαστικές λεπτομέρειες. 25. Πρβλ. ΟΡΜ, 30-3. 26. Ναροΐί, πιν. 1 και 6· ΕΟ, 104 κ.ε.
Αντρικό και γυναικείο ύφος
85
Αττικού γεωμετρικού ρυθμού (έβδομος αιώνας) απεικόνιση του Οδυσσέα και των συντρόφων του, τη στιγμή που τυφλώνουν τον Κύκλωπα, έχει τα πρόσωπα και των τριών ανοιχτόχρωμα, το σώμα του συντρόφου και του Κύκλωπα μαύρα και το σώμα του Οδυσσέα ανοιχτόχρωμο μέσα σε έντονο μαύρο περί γραμμα.27 Έ νας νέος σε λευκό χρώμα τρέχει μαζί με μαύρους άντρες στο Μ 686.28 Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ζωγραφική των μορφών αφήνει χώρο για αμφιβολίες σχετικά με το φύλο των προσώπων που απεικονίζοναι (π.χ. Μ382) και σε άλλες (π.χ. Μ518) μπορεί να δημιουργηθεί αβεβαιότητα εξαιτίας της σποραδικής απώλειας λευκής επιφάνειας. Έ τσ ι η αρχαϊκή και η πρώιμη κλασική αγγειογραφία δεν προσφέρουν επαρκή δεδομένα για να υποθέσουμε ότι το χλωμό δέρμα, που θεωρείτο ελκυστικό στις γυναίκες, ήταν επίσης επιθυμητό στους νεαρούς άντρες. Οι μαρτυρίες από τα ερυθρόμορφα αγγεία του τέταρτου αιώνα, όπου το λευκό χρησιμοποιήθηκε άφθονα για τις γυναι κείες μορφές, είναι περισσότερο αμφίβολες.29 Ακόμα κι ο μικρός Έρωτας, προς τον οποίο ο ποιητής (ως υπέρτατη φιλοφρόνηση) μπορεί να συγκρίνει ένα ελκυστικό αγόρι (π.χ. Αλκαίος από τη Μεσσήνη, 9, Ασκληπιάδης, 2 1 , 38, Μελέαγρος, 8 2 ,8 3 ,8 9 ), είναι λευκός στο ΕΥ35 (η Θέτιδα επίσης είναι λευκή, οι άλλες όμως γυναικείες μορφές και βέβαια ο Πηλέας είναι καστανοί) και στο ΕΥ41 (το ίδιο η Πόμπη επίσης, αλλά ο Διόνυσος είναι καστανός). Ο Διόνυσος, γενειοφόρος θεός την προηγούμενη περίοδο, πλάθεται τώρα από την καλλι τεχνική φαντασία γεμάτος νιάτα και χωρίς γενειάδα30και φαίνεται ότι ζωγρα φίστηκε λευκός στο ΕΥ52. Το μήκος των μαλλιών, όπως το χρώμα του δέρματος, καθορίζεται από πολιτιστικά αίτια (τα «κοντά» μαλλιά μπορεί να είναι κοντά επειδή κόπηκαν ή επειδή έγιναν «κότσος»). Μια πολύ πρώιμη σκηνή ετεροφυλοφιλικής ερωτοτροπίας (ΚΑ33*) μας δείχνει έναν νέο με κοντά μαλλιά, έτσι θα δοκιμάζαμε ίσως τον πειρασμό, όταν η ίδια διαφορά ανάμεσα σε εραστή και ερώμενο εμφανίζεται σε ουσιαστικά όμοιες ομοφυλοφιλικές σκηνές ερωτοτροπίας, να υποθέσουμε ότι σημαίνει πως οι καλλιτέχνες (και πολλοί εραστές) θαύμαζαν ένα καθαρά γυναικείο γνώρισμα στους ερώμενους. Είναι βέβαια αλήθεια ότι αυτή η διαφορά στην κόμμωση εμφανίζεται σε πολλές σκηνές ομοφυλοφιλι27. Πρβλ. Βθ3Γάιη&η (1973) εικ. 39. 28. Πρβλ. € ν Α Μεγάλης Βρετανίας 13, σ. 15, για τη χρησιμοποίηση του λευκού για τους άντρες στην Κλαζομένια αγγειογραφία. 29. Στο ΕΥ 14 ένας προφανώς πελιδνός νέος είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση· δεν είναι μόνο νεκρός, είναι επίσης ο Τάλως, ένα μεταλλικό πλάσμα, που και την τελευταία ικμάδα του ρούφηξε η Μήδεια. 30. Πρβλ. ϋεΐοοαη (1961), 24-7. Ο Διόνυσος στις Βάκχεςτου Ευριπίδη, που χλευάζεται από τον Πενθέα για τη γυναικεία του εμφάνιση (453-9), συμφωνεί με την απεικόνισή του στην τέχνη του τέλους του πέμπτου αιώνα, για παράδειγμα, ΕΥ13, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χλευάζεται με παρόμοιες λέξεις στους Ηδωνούςτου Αισχύλου (απ. 72) — και ο Αισχύλος πέθανε μισόν αιώνα πριν γραφτούν οι Βάκχες.
86
I I Η Δίωξη του Τίμαρχου
κής ερωτοτροπίας ή κυνηγιού, π.χ. Μ16*, μ 5 3 * , μ 1 0 2 , μ 1 3 0 , μ 2 5 0 * , Μ482, Μ486*, Μ502* και στο Μ267 ο νέος, που είναι το κεντρικό πρόσωπο της εικόνας, έχει μακριά μαλλιά και οι άλλοι νέοι κοντά. Στα ερυθρόμορφα ο Γανυμήδης έχει συνήθως μακριά μαλλιά (ε102 , ε3 48*, ε829*, Ε833** πρβλ. το αγόρι με τη στεφάνη, Ε496) και το ίδιο ισχύει για τους θεούς, τους ήρωες και τα μυθικά πρόσωπα, π.χ. Απόλλωνας (Ε383), Έρωτας (Ε527), Ορφέας (ε659*), Ορέστης (Ε546), Φάωνας (ΕΥ2). Υπάρχει οπωσδήποτε σημαντικός βαθμός αυθαιρεσίας σ 9 όλες τις περιόδους στην επιλογή της κόμμωσης από τον ζωγράφο. Ο ερώμενος έχει κοντά μαλλιά στο μ 6 5 * (π.χ.), κοντύτερα από του εραστή του στο Μ170, και στο Μ598* το αγόρι από τη μια πλευρά του αγγείου έχει κοντά μαλλιά ενώ το αγόρι από την άλλη πλευρά μακριά. Η κόμμωση του Θησέα είναι πανομοιότυπη με της Κορώνης στο Ε55*. Ο ένας σάτυρος έχει κοντά μαλλιά κι ο άλλος μακριά στο Ε329*. Τα σγουρά μαλλιά εθεωρούντο ίσως ελκυστικότερα από τα ίσια, αν κρίνουμε από την αντίθεση στο Ε847, όπου τα μαλλιά του Ζέφυρου είναι ίσια ενώ του ερωμένου του, Υάκινθου, σγουρά (υπάρχει μια παρόμοια αντίθεση ανάμεσα στον Έρωτα με σγουρά μαλλιά κι ένα αγόρι με ίσια στο Ε770). Οι συνειρμοί, που προκαλούσαν οι λέξεις για τα μακριά μαλλιά κατά την κλασική περίοδο, ποικίλλουν. Οι Σπαρτιάτες, τρομεροί πολεμιστές, άφηναν μακριά τα μαλλιά τους (πρβλ. π.χ. Ηρόδ., ί 82.8) και, σύμφωνα με τη Ρητορική , 1367* 29-31, του Αριστοτέλη, θεωρούσαν τα μακριά μαλλιά γνώρισμα του ελεύθερου ανθρώπου, γιατί είναι δύσκολο να εκτελείς τα χειρωνακτικά καθήκοντα του δούλου με τα μαλλιά να σ ’ εμποδίζουν συνεχώς. Οι Αθηναίοι θαυμαστές της Σπάρτης, από το άλλο μέρος, φαίνεται ότι συσχέτιζαν (Αρ., Ό ρνιθες 1282) την άρνηση της κουράς με την αντρική αδιαφορία προς την καθαριότητα, την άνεση και τον καλλω πισμό (πρβλ. Πλουτ., Λυκ. 22.1). Είναι φανερό από τους Ιππείς του Αρ., 580, (που υποστηρίζεται από μια σχεδόν βέβαιη διόρθωση στον λόγο του Λυσία χνί 18) ότι τα μακριά μαλλιά ήταν γνώρισμα των νεαρών της πολύ εύπορης τάξης και επομένως το κομάν , «έχω τα μαλλιά μου μακριά», χρησιμοποιείται με την έννοια, «κάνω τον σπουδαίο», «βάζω τον εαυτό μου ένα σκαλί πάνω από τους άλλους» (π.χ. Αρ., Σφήκες 1317). Ο συνδυασμός των μακριών μαλλιών με την ομοφυλοφιλία είναι σε τελευταία ανάλυση τυχαίος* τα μακριά μαλλιά μπορεί να ταιριάζουν με το γενικά δασύ τρίχωμα, τη λαγνεία και την αλαζο νεία του απλοϊκού κυνηγού σεξουαλικών αντικειμένων, άντρα ή γυναίκας (πρβλ. σ. 41), ή με την άνετη, τρυφηλή ζωή κι έτσι με τη θηλυπρέπεια και την προθυμία για παθητικό ρόλο (πρβλ. σ. 81). Γνωρίζοντας τη σχέση ανάμεσα στα αντίθετα αρσενικό/θηλυκό και τα αντίθετα σκοτάδι/φως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο πήλινο αγαλματίδιο από την Ολυμπία, που παριστάνει τον Δία να απάγει τον Γανυμήδη, τα μαλλιά και η γενειάδα του θεού είναι μαύρα, ενώ τα μαλλιά του Γανυμήδη υπόξανθα, θα περίμενε κανείς ότι υπήρχε προτίμηση για τα ξανθά μαλλιά στις γυναίκες (μερικές φορές προτιμούνται, π.χ. Ε486) κι ότι, αν τα προτιμούσαν
Αντρικό και γυναικείο ύφος
87
στους ερώμενους, αυτό θα ήταν ένδειξη εξομοίωσης των ερώμενων προς τις γυναίκες* όμως κι εδώ το στοιχείο της αυθαιρεσίας είναι σημαντικό, δίπλα σε έναν ξανθό Αχιλλέα (Ε748) κι έναν κοκκινομάλλη Γανυμήδη ( ε 348*) πρέπει να βάλουμε τον συνδυασμό μαύρων και ξανθών μαλλιών στις εικόνες31 του Ε196*, ένα ζευγάρι Έρωτες, έναν ξανθό κι έναν μαυρομάλλη, στο Ε705, και τη διαφορά ανάμεσα στον Ηρακλή βρέφος και τον δίδυμο αδελφό του, με μαύρα και ξανθά μαλλιά αντίστοιχα, στο Ε351. Φαίνεται, από μια περιγραφή του Ίω να του Χίου (Ρ6), κάποιας συζήτησης στην οποία έλαβε μέρος ο Σοφο κλής, ότι ο ι ' Ελληνες στην κλασική περίοδο φαντάζοντο συνήθως τον Απόλ λωνα με μαύρα μαλλιά. Αντίθετα οι γίγαντες και τα αποκρουστικά ογκώδη ή βάρβαρα πρόσωπα είναι δυνατόν να έχουν ξανθά μαλλιά στην αγγειογραφία, π.χ. ε 16, Ε210. Η Ελληνιστική ποίηση δείχνει ότι μετά τον τέταρτο αιώνα υπήρξε κάποια μεταστροφή των προτιμήσεων προς τα γυναικεία χαρακτηριστικά στους ερώμενους. Ο έφηβος Φιλίνος στον Θεόκριτο, 7.105, με τον οποίο ο 'Αρατος είναι απελπισμένα ερωτευμένος, είναι μαλθακός. Ο Ριανός, 3.3, επαινεί την πίονα άκμήντης σάρκας κάποιου αγοριού. Αν και το πίω νείναι ασαφής λέξη — μπορεί, για παράδειγμα, να αποδοθεί στην καλή γη — σημαίνει «παχύς», όταν αποδίδεται σε ανθρώπους και επίσης υποδηλώνει τρυφηλή και πολυτελή ζωή (πρβλ. Πλούτος, Αρ., 560, Πλ., Πολ. 422(1, Π ολιτικ ός 3095). Η λέξη άκμή σημαίνει «το ζενίθ», «την κορύφωση», έτσι ώστε ένας Έ λληνας δεν θα κατα λάβαινε στη φράση του Ριανού τίποτα άλλο παρά ότι περιγράφει ένα παχου λό, λείο σώμα και όχι τους κυματιστούς μυς κάποιου αθλητή. Το άπαλός (Ασκληπιάδης, 20, Μελέαγρος, 76), διακρίνει την εφηβεία από την ωριμότη τα, όχι μόνο τις γυναίκες από τους άντρες. Υπάρχουν άλλες λέξεις, π.χ. το άβρός( Πολύστρατος, 1) και το τρυφερός (Μελέαγρος, 61), που περιέχουν την ιδέα του τρυφηλού βίου, της ευαισθησίας και της ιδιοτροπίας κι έτσι έμμεσα μιαν απόχρωση θηλυπρέπειας χωρίς να υποδηλώνουν συγκεκριμένα γυναι κεία σωματική διάπλαση.32 Στον Μελέαγρο, 98, εκδηλώνεται πάθος εξίσου για ένα αγόρι που είναι λευκανθές, «είναι λευκό σαν λουλούδι, κατάλευκο» (η λέξη άνθος χρησιμοποιείται συχνά για να δηλωθεί ομορφιά) και για ένα άλλο που είναι μελίχρουν, «έχει δέρμα με χρώμα μελιού» και αυτό δείχνει ότι το ανοιχτό δέρμα στους νέους δεν ήταν πάντοτε απωθητικό για τις Ελληνιστικές προτιμήσεις.3201Αυτό δεν θα έπρεπε να μας προξενεί έκπληξη — δεν ερωτευό-
31. Τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά ενός ερωμένου στη σκηνή αυτή είναι πολύ εμφανή στο ΕΟ, 93. 32. Για τις λέξεις αυτές στην αρχαϊκή και κλασική ποίηση πρβλ. Τγ©ιι, 176-186. 32α. Στον Φαίδρο του Πλάτωνα, 239ο, υποστηρίζεται ότι ένας συνηθισμένος εραστής επιθυ μεί τον ερώμενο θηλυπρεπή· η σκέψη, που κρύβεται πίσω από αυτήν την επιθυμία, όπως δείχνουν το συμφραζόμενα, είναι ότι το σκληραγωγημένο σώμα σημαίνει ανεξαρτησία πνεύματος κι αυτό θα ήταν ολέθριο για τον εραστή. Ο ισχυρισμός ότι ο ερώμενος αυτός θα «στολίζεται με ξένα χρώματα και στολίδια, επειδή δεν έχει δικά του» ίσως είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αναφέρεται
88
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
μαστέ μόνον όσους έχουν τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται στα φιγουρίνια — κι ένα απόσπασμα από την Π ολιτεία του Πλάτωνα, στις αρχές του τέταρτου αιώνα, μας δίνει μιαν ιδέα για την πραγματικότητα. Ο Σωκράτης πειράζει τον Γλαύκωνα, που ως ερωτικός θα έπρεπε να θυμάται (474άε) ότι: όταν ένας άντρας είναι εραστής αγοριώ ν και ερω τικός, ό λ ο ι ό σ ο ι βρίσκονται στη ν κατάλληλη ηλικία, με τον ένα ή τον ά λλο τρόπο του τρυπούν το μυαλό και τον δ ιεγ είρ ο υ ν πιστεύει ότι όλ ο ι αξίζουν τις φροντίδες και τις περιποιήσεις του. Έ τ σ ι δεν φέρεσαι στα όμορφα αγόρια; Α ν η μύτη του γυρνάει προς τα πάνω, θα τον πεις «γοητευτικό» και θα τον εξυμνήσεις* αν η μύτη του είναι γαμψή, θα πεις πως είναι «αριστοκράτης» (κατά λέξη , «βασιλικός») και βέβαια, εκείνος που βρίσκεται ανάμεσα στους δυο, έχει ακριβώς τις σωστές αναλογίες. Α ν είναι μ ελα χρινο ί (κατά λέξη , «μαύροι») θα πεις ότι είναι αρρενωποί* αν είναι ξανθοί (κατά λέξη, «άσπροι») είναι παιδιά των θεών.33 Και πιστεύεις ότι η λέξη μ ε λ ίχ λ ω ρ ο ς είναι τίποτα ά λλο από τρυφερότητα του εραστή, που δεν τον ενο χλ εί η χλωμάδα του αγοριού,34 αν έχει την κατάλληλη ηλικία;
Από τα τεκμήρια, που εξετάστηκαν σ ’ αυτό και το προηγούμενο Τμήμα, φαίνεται ότι στις εικαστικές τέχνες της ύστερης αρχαϊκής και της πρώιμης κλασικής περιόδου και επίσης στο μεγαλύτερο μέρος των λογοτεχνικών κειμένων (σε οποιαδήποτε περίοδο), στα οποία ο ομοφυλοφιλικός έρωτας εκφράζεται άμεσα ή περιγράφεται επιδοκιμαστικά, αναμφίβολα τα αντρικά σωματικά χαρακτηριστικά και ειδικά ο αντρικός τρόπος ζωής, αποτελούν ομοφυλοφιλικό ερέθισμα. Π αρ’ όλα αυτά, κάποτε, μια ανταύγεια τρυφερού λευκού δέρματος, κάπου κάτω από την επιφάνεια, υποδηλώνει ότι τουλάχι στον, όταν φτάνουμε στα τελευταία πενήντα χρόνια της κλασικής περιόδου, οι ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ομοιόμορφες35 και ότι θα πρέπει ίσως να λάβουμε υπόψη μας μια σημαντική διαφορά ανάμε
στα καλλυντικά (για μίμηση της λάμψης που εκπέμπει η υγεία;) είναι όμως πιθανότερο ότι αναφέρεται στην αμφίεση σε αντιδιαστολή προς τα «φυσικά στολίδια», που προσφέρουν η υγεία και η καλή φυσική κατάσταση. 33.0 Πλάτωνας, Νόμοι 956α, θεωρεί ότι τα «λευκά χρώματα» «ταιριάζουν» περισσότερο για τα χειροτεχνήματα, που πρόκειται να αφιερωθούν στους θεούς. Οι θεοί συνδέονται εκ φύσεως με το φως και τη λαμπρότητα κι είναι εχθροί του σκότους και της καταχνιάς, συνδέονται με την αγνότητα και την καθαριότητα κι είναι εχθροί της βρομιάς και συνδέονται με τα ακριβά υλικά, όπως ο χρυσός, ο άργυρος και το ελεφαντόδοντο. 34. Το «κίτρινο» (χλωρός) και η ώχρα (ωχρός) είναι τα χρώματα της αρρώστιας και του φόβου, το χλωρός όμως αποδίδεται επίσης, ορισμένες φορές, στη νεαρή, #νθηρή βλάστηση κι έτσι είναι δυνατόν να φέρει ευχάριστους συνειρμούς. Στον Θεόκριτο, 10.26, μελίχλωρος είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο εραστής για μια γυναίκα, που άλλοι υποτιμητικά αποκαλούν «ηλιοκαμμένη», κι έτσι είναι αντίθετη προς το «λευκή», όπως είναι το ιιελίχρονς στον Μελέαγρο, 98. 35. Αυτό δεν είναι παράξενο. Για τις σύγχρονες ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις πρβλ. \νε§ΐ\νοο(1, 88 κ.ε., 116, 119, 155-65.
Κ υνήγι και φυγή
89
σα σ 5εκείνο που πραγματικά συνέβαινε και στο ιδανικό πρότυπο συναισθημά των και πράξεων, που κυριαρχούσε σε όσα ελέγοντο δημόσια και στη λογοτε χνική συμβατικότητα. Θα δούμε κάποιες αιτίες που επιβεβαιώνουν την ανα γκαιότητα ακριβώς μιας παρόμοιας διαφοράς στις ομοφυλοφιλικές συνήθειες ερωτοτροπίας και σεξουαλικής επαφής (Τμήμα 6).
4. Κ υνήγι και φυγή Στο Συμπόσιο ο Πλάτωνας παρουσιάζει ένα γιορταστικό δείπνο στο σπίτι του ποιητή Αγάθωνα, όπου οι καλεσμένοι μιλούν με τη σειρά, υμνώντας τον Έρωτα. Τα περισσότερα από τα παραδείγματα, που χρησιμοποιούν οι ομιλητές, είναι ομοφυλοφιλικά (πρβλ. Κεφάλαιο III Δ) και στο τμήμα του έργου, που αποτελεί παρουσίαση της διδασκαλίας του Πλάτωνα για τον έρωτα, η αντίδραση ενός άντρα στην ομορφιά ενός άλλου άντρα θεωρείται αφετηρία μιας κοινής φιλοσοφικής προσπάθειας να κατανοηθεί η ιδανική ομορφιά. ' Ενας από τους ομιλητές, κάποιος Παυσανίας, περιγράφει τη στάση της Αθηναϊκής κοινωνίας απέναντι στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, στις μέρες του, εκλογικεύει μια προφανή αντίφαση, που περιέχει αυτή η στάση, και αναπτύσσει μιαν αρχή, προορισμένη να συμβιβάσει το σύστημα αξιών, που επικρατούσε στην κοινωνία αυτή, με γενικότερα συστήματα ηθικής αξιολό γησης. Στο 182α-ο αναφέρεται στις τοπικές διαφορές: Οι κανόνες (νόμ ος)36 που διέπουν τον έρωτα σε άλλες πόλεις κατανοούνται εύκολα, γιατί είναι ο ρ ισ μ ένοι απλά, εδώ και στη Σπάρτη όμως είναι περίπλοκοι (π ο ικ ίλ ο ς ).37 Στην Ή λ ιδ α και στη Βοιωτία και όπου οι άνθρωποι δεν είναι επ ιδέξιοι στα λόγια, έχει απλά καθοριστεί ότι οι παραχω ρήσεις σ τον εραστή είναι αξιέπαινη ενέργεια — για να μη μπαίνουν σ τον κόπο, υποθέτω, καθώς είναι ανίκ α νοι να εκφραστούν, να πείσουν τους νέους με λόγια. Σε π ολλά μέρη όμως της Ιωνίας και αλλού, π ερ ιοχές βάρβαρης κυριαρχίας,38 η καθιερωμένη άποψη είναι ότι οι παραχω ρήσεις στον εραστή είναι επαίσχυντη πράξη.
36. Η λέξη νόμος δεν καλύπτει μόνο την έννοια ρητή νομική επιταγή, αλλά και τα έθιμα και τις συνήθειες. 37. Ο ΑΜηοΙίεΙιη&ηη απάλειψε τις λέξεις, «και στην Σπάρτη», ως προσθήκη, και ο ΒείΙιε, 442 υποσ. 10, θεωρεί αυτήν την απάλειψη αναγκαία. Ο Κοβίη μεταθέτει τις λέξεις που ακολουθούν το, «και τη Βοιωτία». Έχω υποστηρίξει τη διατήρηση του κειμένου που παραδίδεται (ΌονβΓ [1964], 37) κι εξακολουθώ να έχω την ίδια γνώμη. Οι Σπαρτιάτικοι «νόμοι» όπως περιγράφονται (σωστά ή εσφαλμένα) από τον Ξενοφώντα (Λακ. Π ολ., 1.12-14) είναι «περίπλοκοι» και με μεγάλη σαφήνεια αντιπαραθέτονται από τον Ξενοφώντα προς τις συνήθειες των Ηλείων και των Βοιωτών. 38. Την εποχή που ο Πλάτωνας έγραψε το Συμπόσιο (όχι πάντως την εποχή που «εκτυλίσσε ται» το έργο) η Περσική κυριαρχία πάνω στις Ελληνικές παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας είχε αναγνωριστεί επίσημα.
90
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε σοβαρά υπόψη την αιτία που προσφέρεται (από την άποψη της Αττικής ευφράδειας) για την απλοϊκότητα των ομοφυλοφιλικών σχέσεων στην ' Ηλιδα και στη Βοιωτία ή την αιτία, που ο Παυσανίας, συνεχίζοντας, προβάλλει για την απόρριψη αυτών των σχέσεων (για παράδειγμα) στην Ιωνία, συγκεκριμένα τους κινδύνους τους οποίους εγκυμονεί για τους τυράννους η αγάπη, η αμοιβαία πίστη και η φιλοδοξία, που οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις υποτίθεται ότι εμπνέουν (αναπόφευκτα ο Παυσα νίας παραθέτει [182ο] την ιστορία του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα). Το «πολύπλοκο» της Αθηναϊκής στάσης (για τη Σπάρτη πρβλ. Κεφάλαιο IV Α) αναπτύσσεται λεπτομερώς στο 182<1-184ο. Ο Παυσανίας αρχίζει παραθέτο ντας τα φαινόμενα, που θα οδηγούσαν έναν ξένο παρατηρητή να υποθέσει ότι οι Αθηναίοι είχαν πολύ μεγάλη εκτίμηση για τις σχέσεις ανάμεσα σε εραστή και ερώμενο (182ά-183ο): Λ έγεται ότι ο φανερός έρωτας χα ίρει μεγαλύτερης εκτίμησης από τον κρυφό κι ιδιαίτερα όταν είναι έρωτας για τους εκλεκτότερους και τους περ ισ σ ότερ ο προικισμένους, ακόμα κι αν δεν είναι τόσο ω ραίοι ό σ ο άλλοι. Και η ενθάρρυν ση , που προσφέρεται από όλους σ τον ερωτευμένο, είναι εντελώς ασυνήθιστη και καθόλου δεν μοιάζει με ενθάρρυνση ατιμωτικής πράξης. Α ν ο ερωτευμένος ν ικ ή σ ει (κατά λέξη , «πιάσει», ενν. τον ερώμενο) αυτό θεωρείται τιμή του κι αν δεν νικ ή σ ει, ατιμωτικό. Τα έθιμά μας προσφ έρουν τη δυνατότητα σ τον εραστή να επαινεθεί για τις πιο ασυνήθιστες πράξεις, σ τη ν προσπάθεια του να νικ ή σ ει, πράξεις που αν κάποιος αποτολμούσε επιδιώκοντας ο,τιδήποτε άλλο εκτός από αυτό ή αποτολμούσε από επιθυμία να πραγματοποιήσει οποιονδή ποτε άλλο σκ οπ ό, θα επέσυραν τον αυστηρότερο ψ όγο ... αν ικέτευε κι εκλιπαρούσε κι έκανε όρκους και κοιμόταν στα κατώφλια39 κι ήταν έτοιμος να υποστεί δουλεία, που και οι δούλοι δε θ ’ άντεχα ν ... Ό τ α ν ο εραστής ενεργεί έτσι, συνοδεύεται από τη συμπάθεια του κ ό σ μ ο υ ... Α πό αυτήν την άποψη θα σκεφτόταν κανείς ότι σ ’ αυτήν εδώ την πόλη έχ ο υ ν σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τον έρωτα και την ανταπόδοση της αγάπης των εραστών.
Έ πειτα ο Παυσανίας περνάει σε μια σκέψη, που, λέει, θα οδηγούσε τον παρατηρητή στο αντίθετο συμπέρασμα (183θ(1): ' Οταν όμως ο πατέρας αναθέτει την ευθύνη του αγοριού, που έχο υ ν ερωτευθεί άντρες, σε δούλο και δεν του επιτρέπει να μ ιλή σ ει στους εραστές του, γιατί αυτές είναι οι διαταγές, που έχει ο υπεύθυνος δούλος, κι όταν ο ι σ υνομή λικ οι φ ίλοι τού αγοριού το κατηγορούν, όταν δουν κάτι σχετικό να συμβαίνει, και οι μεγαλύτεροι τους δεν εμποδίζουν τις κατηγορίες αυτές ή δεν τους επιπλήττουν, επειδή άδικα μιλούν — βλέποντας όλα αυτά, καθένας θα άλλαζε γνώμη και θα πίστευε ότι αυτός ο έρωτας θεωρείται εδώ εντΛ ώ ς ατιμωτικός. 39. Για το θέμα αυτό στην ποίηση πρβλ. τα απ.: 12 το© Ασκληπιάδη, 8 του Καλλίμαχου, 92 του Μελέαγρου.
Κ υνήγι και φυγή
91
Ως εδώ ο Παυσανίας μας έδωσε μιαν αντικειμενική περιγραφή των Αθη ναϊκών αντιλήψεων. Η περιγραφή του μπορεί να ανταποκρίνεται ή να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα δεν έχει όμως διαβρωθεί από εικοτο λογίες. Στο Συμπ. του Ξεν., 8.19, θεωρείται δεδομένο ότι οι οικογένειες των αγοριών προσπαθούσαν να τα προστατεύσουν από τους εραστές και ο Πλάτω νας στον Φαίδρο , 255α, λέει ότι το ένα αγόρι αποθάρρυνε το άλλο ώστε να μη δίνουν προσοχή στα λόγια των εραστών. Τα χωρία 208ο, 223α, από τον Λύσ. του Πλ., μας δίνουν μίαν ιδέα για τις δικαιοδοσίες των δούλων, που είχαν την ευθύνη αγοριών. Ο Παυσανίας συνεχίζοντας (183(1-1845) εξηγεί την προφανή αντίφαση, στους Αθηναϊκούς ηθικούς κανόνες, ως προϊόν της επιθυμίας να διακρίνεται ο καλός από τον κακό έρωτα. Ο εραστής, που είναι «ερωτευμένος με το σώμα περισσότερο παρά με την ψυχή» (183ε), χάνει το ενδιαφέρον του, όταν ο ερώμενος ωριμάσει, και αθετεί τις υποσχέσεις παντοτινού έρωτα κι ευγνωμοσύνης. Ο εραστής όμως, που είναι ερωτευμένος με τον «καλό χαρα κτήρα» του ερώμενου, «παραμένει για πάντα», αφού ο χαρακτήρας, αντίθετα με τη νεανική ομορφιά, διαρκεί. Έ τσ ι (1830-184α): Οι ηθικοί κανόνες μας έχουν σκοπό να δοκιμάσουν αυτούς (ενν. τους καλούς και κακούς εραστές) σωστά και πραγματικά και (ενν. σκοπός τους είναι οι ερώ μενοι) να ευνοούν τους καλούς αλλά να αποφ εύγουν τους κακούς. Έ τ σ ι λ οιπ όν ενθαρρύνουν τους εραστές να κυνηγούν και τους ερώμενους να φεύγουν* οργανώ νουν αγώνα και δοκιμάζουν εραστή και ερώ μενο για να φανεί σε ποια κατηγορία ανήκει ο καθένας.
Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται μια ακόμα πληροφορία για τις Αθηναϊ κές αντιλήψεις (184α5): I V αυτήν την αιτία λοιπ όν θεωρείται προσβλη τικό, πρώτα α π ’ όλα (ενν. για τον ερώμενο) να κατακτηθεί γρή γορ α — ο σκοπός είναι να μεσολαβεί χρ ό νο ς, που θεωρείται γερή δοκιμασία για τα περισσότερα πράγματα — και δεύτερον θεωρείται προσβλη τικ ό να κατακτηθεί με (ενν. προσφ ορά) χρημάτων ή (ενν. την άσκηση) πολιτικής επιρροής είτε επειδή (ενν. ο ερώμενος) τρομοκρατήθηκε από κακομεταχείριση και δεν κατόρθωσε ν ’ αντέξει είτε επειδή του προσφέρθηκαν υλικά οφέλη ή η επίτευξη πολιτικών σ τόχω ν40 και δεν κατόρθωσε να τα απορρίψει με περιφρόνηση.
Η προσεγμένη γλώσσα είναι ακριβώς η γλώσσα που έχουμε παρατηρή σει και μάθει να ερμηνεύουμε σε κείμενα με ρεαλιστικότερο χαρακτήρα (σ. 48 κ.ε.): χαρίζεσθαι (182α-ο, 183(1, 184αΒ, 18406, 185ά6), ύπουργεΐν ( 184(1), «κυ40. Οι έφηβοι δεν μπορούσαν να αναμειχθούν ενεργά στην πολιτική, όμως κάθε είδος μεταβολής στην ισορροπία δυνάμεων και στην επιρροή μέσα στις λαϊκές μάζες καλύπτεται από την Ελληνική έκφραση «πολιτικά επιτεύγματα» (ή « ... κατορθώματα»).
92
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
νηγώ» (184α, πρβλ. 182α), «φεύγω» (184α), «πιάνω» (182(1, 184α), «ικετεύω» (183α), «κατορθώνω» (183αβ, 1846). Θα ήταν λάθος να φανταστούμε ότι όταν ο Παυσανίας διακρίνει (183ε) «τον άντρα που είναι ερωτευμένος με το σώμα περισσότερο παρά με την ψυχή» από «τον άντρα που είναι ερωτευμένος με τον καλό χαρακτήρα (ενν. του ερώμενου)» αρνείται στον τελευταίο κάθε επιθυμία για σωματική ολοκλήρωση ή κάθε διάθεση να δεχθεί τη σεξουαλική επαφή αν τελικά προσφερθεί. Ο Παυσανίας παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα (Πρωτ. 3150ε) ως ερα στής του Αγάθωνα, όταν ο τελευταίος ήταν περίπου στα δεκαοχτώ του και εραστής του ακόμα, περισσότερο από δώδεκα χρόνια αργότερα (η ημερομη νία που διαδραματίζεται το Σνμπ. είναι τα 416), όταν ο Αγάθωνας ήταν αναγνωρισμένος δραματουργός (Σνμπ. 1936* πρβλ. Ξεν., Σνμπ. 8.32). Ό τα ν ο Αγάθωνας μετανάστευσε στη Μακεδονία, κάπου ανάμεσα στα 411 και 405, ο Παυσανίας φαίνεται ότι τον ακολούθησε εκεί.41 Έ χ ει επομένως ισχυρούς προσωπικούς λόγους να θεωρεί τους εραστές, που μετατρέπουν τον έρωτά τους σε μόνιμη σχέση, ανώτερους από τους εραστές, που το ενδιαφέρον τους για τον ερώμενο είναι περισσότερο παροδικό, και να θεωρεί τη μονιμότητα δικαίωση της αρχικής ομοφυλοφιλικής σχέσης. Δεν είναι απαραίτητο να παραδεχτούμε ότι η ερμηνεία του για τα κίνητρα των Αθηναίων είναι κατά βάση λογική. Η κατάσταση που περιγράφει —συ μπάθεια για τον εραστή αλλά συγχρόνως προστασία του ερώμενου και επι κρίσεις για τον ερώμενο που «κατακτάται γρήγορα» — μοιάζει σε εντυπωσια κό βαθμό με την κατάσταση που μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλές κοινωνίες, οι οποίες έχουν έντονα ετεροφυλοφιλικό προσανατολισμό αλλά ταυτόχρονα επιτρέπουν στις γυναίκες κάποια ελευθερία κινήσεων.42 Πρώτα πρώτα παρατηρούμε ότι οι ετεροφυλοφιλικές σχέσεις σε παρό μοιες κοινωνίες και οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις στην Ελληνική κοινωνία δεν θεωρούνται προϊόν των αμοιβαίων αισθημάτων ίσων αλλά προϊόν του κυνη γητού των κατώτερων κοινωνικά από τους ανώτερους. Οι αρετές, που θαυμά ζονται στον ερώμενο, είναι οι αρετές, που το άρχον στοιχείο της κοινωνίας (στην περίπτωση της Ελληνικής κοινωνίας, οι ενήλικες άρρενες πολίτες) εγκρίνει στους υποτελείς (γυναίκες και παιδιά). Στο απ. 360 ο Ανακρέοντας απευθύνεται σε κάποιον ερώμενό του έτσι: Ω αγόρι με τα παρθενικά μάτια, σε γυρεύω, αλλά δεν ακούς, γιατί δεν ξέρεις ότι είσαι ο η νίο χ ο ς της ψυχής μου!
Τα «παρθενικά μάτια» συμβαδίζουν με το εύκολο κοκκίνισμα (π.χ. Πλ., 41. Πρβλ. ΏονεΓ (1965), 13 κ.ε. 42. Οι επιδέξιες απόπειρες του εραστή να δημιουργήσει μιαν ευνοϊκή κατάσταση, όπως περιγράφονται στο Σνμπ. του Πλάτωνα, 217ο, μοιάζουν εξαιρετικά γνώριμες, αν μεταφραστούν με σημερινούς ετεροφυλοφιλικούς όρους.
Κ υνήγι και φυγή
93
Χαρμ. 158ο), την ατολμία (π.χ. Πλ., Λύσ. 207α, 2226) και τη διακριτικότητα. Ό τα ν ο Σωκράτης ζητά από τον Χαρμίδη να ορίσει τη λέξη σωφροσύνη ( Πλ., Χαρμ. 1596) αυτός διστάζει, όπως αρμόζει, και στο τέλος λέει: «Είναι να
κάνεις τα πάντα ήσυχα και με τάξη και εννοώ και το βάδισμα και την ομιλία στο δρόμο». Ο Δίκαιος Λόγος στις Νεφέλες του Αρ., 963 κ.ε., αναφέρει τις αρετές αυτές πρώτες στον έπαινό του για τ ’ αγόρια του παλιού καλού καιρού: Πρώτα πρώτα, οι κανόνες έλεγαν ότι δεν έπρεπε ν* ακουστεί ούτε ψίθυρος από αγόρι. Δ εύτερον, έπρεπε να βαδίζουν κόσμια σ το ν δρόμο ως το σπίτι του κιθαριστή ...
Το αγόρι, που μιλά προκλητικά στον εραστή του, «ενεργώντας σαν προαγωγός του εαυτού του με τα μάτια» ή είναι ο πρώτος που απλώνει το χέρι στα γλυκά, στο γεύμα, ή «χαχανίζει και σταυρώνει τα πόδια», είναι προϊόν αυτών των έκφυλων ημερών, σύμφωνα με τη μομφή του Δίκαιου Λόγου (97983). Ό τα ν ο ερώμενος υπενθυμίζει στον εραστή, «κάνοντας τον σπουδαίο», ποιος από τους δυο είναι ο ζητιάνος και ποιος ο ενδεχόμενος δωρητής, προκαλεί αναστάτωση στον εραστή και στο Συμπ. του Ξεν., 8.4, ο Σωκράτης υποδύεται χαριτωμένα το ψηλομύτικο και φιλάρεσκο αγόρι: «Είσαι ο μόνος Α ντισθένη που δεν είναι ερωτευμένος με κανέναν;» «Μα το θεό, είμαι!», είπε ο Α ντισθένης, «είμαι ερωτευμένος μαζί σου!» Ο Σωκράτης κοροϊδεύοντάς τον, δήθεν κάνοντας τον σπουδαίο, είπε: «' Ελα μη μ ’ ενο χλείς λοιπόν! Δε βλέπεις ότι έχω δουλειά;» Ο Α ντισθένη ς απάντησε: «Εσύ — νταβατζή του εαυτού σου! — πάντα έτσι φέρεσαι. Π ότε φέρνεις σ α ν δ ικα ιολογία “ το δα ιμ ό νιο ” και δεν μου μιλάς και πότε κάτι άλλο πας να κάνεις». «Ω, σε ικετεύω Α ντισ θένη , είπε ο Σωκράτης, σε παρακαλώ, μη με δείρεις! Με κάθε άλλη κακή συμπεριφορά σου μπορώ να τα βγάλω πέρα και θα συνεχίσω να τα βγάζω πέρα, γιατί σ ’ αγαπώ. Κ οίταξε όμως, ας κρατήσουμε τον έρωτά μας κρυφό, γιατί δεν είσαι ερωτευμένος με την ψυχή μου αλλά με την ομορφιά μου».
Ο νεότερος σύντροφος στον ομοφυλοφιλικό έρωτα ονομάζεται παΐς (ή, βέβαια, παιδικά) ακόμα κι όταν φτάσει το ύψος ενήλικα και τα γένια αρχίσουν να φυτρώνουν στο πρόσωπό του, έτσι που ίσως θα ήταν σωστότερο να αποκαλείται νεανίσκος , μειράκιον ή έφηβος ,43 Υπάρχει σαφής διαφορά ανάμεσα στο παΐδες και το νεανίσκοι στον Λύσ. του Πλ., 206άο, και στον Χαρμ. 154α, ο Σωκράτης λέει για τον Χαρμίδη: Δ εν π ερνούσε απαρατήρητος και τότε, όταν ακόμα ήταν παΐς, αλλά τώρα,
43. Πρβλ. ΗορίηβΓ, 233-6. Η λέξη νέος χρησιμοποιείται για νήπια, νεαρούς άντρες ή για κάθε ενδιάμεση ηλικία, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
94
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον φαντάζομαι, πρέπει να είναι σω στό μ ειρά κιον.
Ό τα ν εμφανίζεται ο Χαρμίδης, ο Χαιρεφώντας ρωτά τον Σωκράτη: «Τι πιστεύεις για τον νεανίσκον;» (154ά). Στον Ενθνδημοτ ου Πλάτωνα ο Κλεινίας αποκαλείται επανειλημμένα νεανίσκος (27Ια, 275α) ή μ ειράκιον( 273αβ, 275α, 275άο), όταν όμως ο Κτήσιππος, ένας εραστής του, αλλάζει θέση, το κάνει για να «έχει καλύτερη θέα των παιδικών του» (274ο) και στον Λνσ. 2055ο, οι λέξεις παΐς και νεανίσκος αναφέρονται στο ίδιο πρόσωπο, τον έφηβο Λύση. Ο Μελέαγρος (117) περιγράφει ένα* μακάριο ερωτικό όνειρο, όπου αγκάλιαζε «έναν δεκαοχτάχρονο παΐδα»9 και ο νεαρός, που η ομορφιά του συγκινούσε 50σο τον παιδεραστήν Επισθένη στην Ανάβ. του Ξεν., νϋ 4.7, περιγράφεται από τον Ξενοφώντα ως «παΐς που μόλις είχε ενηλικιωθεί». Από τή στιγμη~που ^ φύτρωναν τα γένια, εθεωρείτο ότι ο νέος άντρας άφηνε πίσω του το στάδιο του ερώμενου, γ ι5 αυτό ο φίλος του Σωκράτη λέει, στον Πρωτ. του Πλάτωνα, 309α: _ Π ίστευα ότι ήταν (ενν. ο Α λκ ιβιά δη ς) ω ραίος άντρας — άντρας όμως Σωκρά τη, μεταξύ μας, και με π ολλά γένια πια.
Σύγκρινε το ευφυολόγημα του Βίωνα, που καταγράφεται στον Ερωτ. του Πλουτ,, 7705ο: Ό τα ν εμφανιστούν τα γένια στον ερώμενο, «απελευθερώνουν 1 τον εραστή από την τυραννία του έρωτα». Η αθλιότητα στον τρόπο ζωής.του^ Αλλαντοπώλη (Αρ., Ιππείς , 1242) δεν έγκειται απλώς στο γεγονός ότι «είχε γαμηθεί λιγάκι» αλλά στο ότι κέρδιζε χρήματα μ 5 αυτόν τον τρόπο όταν μεγάλωσε. Οι εξαιρετικά πολυάριθμες ζωγραφιστές επιγραφές σε αγγεία, που σχο λιάζουν πάντοτε την ομορφιά νεαρών ανδρών, όταν δεν ονομάζουν το πρόσω πο, μιλούν για παϊδα και δεν χρησιμοποιούν ποτέ λέξη που να σημαίνει «νέος». Η ίδια λέξη, με το θηλυκό οριστικό άρθρο ή, χρησιμοποιείται στον συγκριτικά μικρό αριθμό επιγραφών σε αγγεία, που αναφέρονται στη γυναι κεία ομορφιά. Έ τσ ι και στην Ειρήνη του Αρ., 869 κ.ε., όπου γίνονται προε τοιμασίες για τον γάμο του Τρυγαίου με το υπερφυσικό ον Οπώρα, ακούμε ότι «η παΐς» — δηλαδή η νύφη — «πήρε το λουτρό της». Ο Κτήσιππος, όπως και τα παιδικά του ο Κλεινίας, είναι νεανίσκος (Ενθνδ . 273α) και ορισμένοι, τουλάχιστον, από τους εραστές του Χαρμίδη είναι νεανίσκοι (Χαρμ. 154α). Αυτό υποδηλώνει την πιθανότητα ομοφυλοφιλικών σχέσεων ανάμεσα σε συνομήλικους,44 σχέσεις μεταμφιεσμένες ίσως 44. Τα απ. του Ασκληπιάδη, 24, και του Μελέαγρου, 80, ίσως αποτελούν παραδείγματα. Στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, η 1.30, στη φράση «χρησιμοποιώντας άντρες (άνδρες) ως γυναίκες», η λέξη «άντρες», ως αντιπροσώπευση του αντρικού φύλου αντί της λέξης «νέοι», επιλέχθηκε μάλλον για να δημιουργήσει μια δυσάρεστη εντύπωση στον αναγνώστη. Το ίδιο φαινόμενο ίσως συμβαίνει στον Θεόκριτο, 2.44 κ.ε. (πρβλ. σ. 73), στα χείλη ενός κοριτσιού που απορρίπτεται από τον εραστή της.
Κ υνήγι και φυγή
95
συμβατικά με την αποδοχή, εκ μέρους ενός από τους συντρόφους, του χαρα κτηρισμού παΐς. Οι αγγειογραφίες όμως δεν πολυχρησιμοποιούν παρόμοιες σχέσεις.45 Παραδείγματα, που μου είναι γνωστά, είναι : Το Μ696, δυο νέοι τυλιγμένοι στον ίδιο χιτώνα* το Ε200*, νέος που χαϊδεύει άλλον νέο, ο οποίος ξαπλώνει πλάι του, ενώ το πόδι του αιωρείται πάνω από τον τελευταίο, όπως περίπου και στην ετεροφυλοφιλική σκηνή του ε 82*. Ά λ λ α παραδείγματα, που καθένα τους είναι κατά κάποιον τρόπο περιθωριακό, ειδικό ή αμφίβολο, φαίνονται στα: κ 74, έκλυτη συμπεριφορά εκ μέρους κωμαστών (πρβλ. σ. 7)* ΚΔ16, όπου είναι δύσκολο να είμαστε βέβαιοι ότι και τα δύο πρόσωπα είναι άντρες και ακόμα δυσκολότερο να συμπεράνουμε την ηλικία τους*46 Ε223*, στο οποίο ένας καθιστός νέος, ανυπόμονος καθώς μερικοί φίλοι του επιδίδο νται σε ετεροφυλοφιλικές δράστη ριότητες, προσπαθεί να τραβήξει έναν άλλο νέο κάτω, πάνω στον ορθωμένο φαλλό του*47 Ε243*, ασυνήθιστη σκηνή «ομα δικής δραστηριότητας», στην οποία δύο νέοι, πλάτη με πλάτη, σκύβουν καθώς ένα τρίτος νέος ετοιμάζεται να σπρώξει το πέος του ανάμεσα στα οπίσθιά τους*48 ε 954*, ένα αγόρι χωρίς πλήρη αλλά με αναμφίβολα επιτακτι κή στύση κάθεται με προκλητική νωχέλεια σε μια καρέκλα ενώ ένα άλλο ανεβαίνει στην καρέκλα για να τον υποχρεώσει (μάλλον θ 9 αλλάξουν θέσεις μετά)*49 Εΐ 127*, σάτυροι* Εΐ 167*, αγόρι ή νέος, που κρατά κουτάλα κάτω από το μισοσηκωμένο πέος ενός άλλου νέου. ' Ηταν συνταρακτικό να είναι νεότε ρος ο εραστής από τον ερώμενο. Η Ανάβ. του Ξεν., ϋ 6.28, περιγράφοντας τον Μένωνα, ως άντρα σχεδόν τόσο κακό ώστε να είναι αναξιόπιστος, τον κατη γορεί ότι είχε για παιδικά του τον Θαρύπα, που τα γένια του είχαν μεγαλώσει αρκετά, αν και ο Μένωνας ήταν ακόμα αμούστακος. Τα αγόρια στον Χαρμ. του Πλ., 154ο, γοητεύονται από την ομορφιά τού Χαρμίδη, αλλά παρόμοια προσωπολατρία δεν είναι ασυνήθιστη. Ή τα ν δυνατόν να είναι κανείς ερα στής και ερώμενος συγχρόνως, αλλά όχι και τα δυο σε σχέση με το ίδιο πρόσωπο* πρβλ. Ξεν., Συμπ. 8.2, σχετικά με τον Κριτόβουλο. Ο Αισχίνης, ί 195, αναφέρεται σε «κυνηγούς νεαρών, όπως αυτοί που πιάνονται εύκολα» και δεν είναι ασυνήθιστη η παρομοίωση της ομοφυλοφιλικής καταδίωξης με το κυνήγι* πρβλ. Πλ., Πρωτ. 309α, ο Σωκράτης «με τα 45. Πρβλ. δοΗ&ιΐ6ηΙπΐΓ£ (1975), 119. 46. Πρβλ. δοΙίΗΐιοηβιΐΓβ (1971), 73-5. 47. Η νεπηεαίο, 12, περιγράφει τον δεύτερο νεαρό ως γυναίκα, η μορφή όμως έχει αναμφισβή τητα αντρικό κορμό (σύγκρινε τα γυναικεία στήθη μιας μορφής παραπλεύρως). Η θέση των ποδιών κρύβει την περιοχή των γεννητικών οργάνων. 48. Η σκηνή μου θυμίζει τους νεαρούς, εκατό και πενήντα χρόνια αργότερα, που με τη συμπεριφορά τους τόσο πολύ συγκλονίζεται ο ρήτορας του Δημ., Ην 16 κ.ε. (πρβλ. σ. 42). Χρονικά εγγύτερο είναι το απ. 29, του Θεόπομπου Κωμικού, όπου (κατά λέξη): «οι υπερβολικά νέοι (μειράκιά)» — δηλαδή εκείνοι που υπερβάλλουν στον ρόλο τους ως νέοι; — «παραχωρούν χάρες στους συνομήλικους συντρόφους τους» στις πλαγιές του Λυκαβηττού. (Αποσύρω την ερμηνεία, που πρόσφερα στο ϋον€Γ [1964], 41 υποσ. 7). 49. Πρβλ. νοη Β1αη<*€η1ΐ2ί§€η, που συγκρίνει το Ε970*.
96
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
κυνηγόσκυλα» ξοπίσω από την ομορφιά του Αλκιβιάδη* Πλ., Φαίδρος 24Ιά, όπου συγκρίνεται η αγάπη του εραστή για τον ερώμενο με την αγάπη των λύκων για τα πρόβατα*50 Πλ., Λύσης 206α, μια παρομοίωση από το κυνήγι* ^-Μελέαγρος, 116, «κυνηγοί αγοριών»* Ριανός, 5.1, «έπιασα φαύνο και τον / έχασα». Αυτές οι εκφράσεις και η πολύ συχνή χρησιμοποίηση λέξεων για τ η ν \ I καταδίωξη, τη φυγή και τη σύλληψη, στηρίζουν τη γνώμη ότι ο ερώμενος I ( ε ί ν α ι το θήραμα ή το θύμα του εραστή. Τ ^ ^ 'ν ή γ Γ ^ ν α ι άθλημα και μάλιστα / ενα από τα αγαπημένα^αθλήματαττων Ελλήνών^Τν και σκοπό έχει τη σύλλη ψη, το θήραμα, που στέκεται περιμένοντας να το συλλάβουν, αφαιρεί τη χαρά από το κυνήγι και αντίθετα το θήραμα, που κάνει τους κυνηγούς να ιδρώσουν για τη λεία τους, κερδίζει τον σεβασμό και την αγάπη τους (όσο δυσκολότερη ^ είναι η καταδίωξη τόσο μεγαλύτερη είναι η χαρά της επιτυχούς κατάληξής / της). Αν το θήραμα είναι άνθρωπος και σκοπός η σεξουαλική πράξη, η ^ δυσκολία της καταδίωξης αυξάνει την αξία του σκοπού και η τελική σύλλη ψη, ύστερα από σκληρό συναγωνισμό με τους αντίπαλους κυνηγούς, είναι αφάνταστα τονωτική για την αυτοπεποίθηση του κυνηγού. Δεν χρειάζεται μεγάλη πείρα του κόσμου για να αντιληφθούμε ότι το ομοφυλοφιλικό κυνήγι, στην Α θ ή ν α ^ ν κλασικών χρόνων^ 4 ταν ανάλογο προς το ετεροφυλοφιλικό κυνήγι στη Βρετανική (ας πούμε) κοινωνία της δεκαετίας του 1930. Από τον νεαρό Αθηναίο, ειδικά αν ήταν εύπορος, δεν έλειπαν οι σεξουαλικές διέξοδοι, εφόσον υπήρχαν δούλες, που δεν τους έπεφτε λόγος για τον τρόπο που τις χρησιμοποιούσαν, και πόρνες, που έπρεπε να κερδίσουν χρήματα για τον εαυτό τους ή τον ιδιοκτήτη τους. Ο αγορασμένος έρωτας όμως δεν μπορούσε ποτέ να δώσει στον νεαρό εκείνο που χρειαζόταν συναισθηματικά, την εμπει ρία ότι εκτιμάται και είναι ευπρόσδεκτος με την αξία του. Αναγκαστικά ο επίδοξος κατακτητής στρεφόταν προς τους ομοφύλους του, αφού τα κορίτσια^ των οικογενειών των πολιτών τα προφύλασσαν οι οικογένειές τους από τ η ν / επαφή με άντρες. Σε μιαν ετεροφυλοφιλική κοινωνία ο νέος άντρας όχι μόνο^ δικαιολογείται από συνομηλίκους και μεγαλύτερους, όταν κυνηγά γυναίκες (Γ με πρόθεση να τις κατακτήσει, αλλά, αν πιστεύεται ότι έχει επιτυχία, τον ^ζηλεύουν οι περισσότεροι από τους συνομηλίκους και τους μεγαλυτέρους του /και γίνεται δημοσίως αντικείμενο θαυμασμού για πολλούς. Είναι ακόμα δυνα/ τόν να γίνει αντικείμενο εξευτελισμού, περιφρόνησης ή δυσπιστίας, αν δεν ^επιδείξει διάθεση για το κυνήγι αυτό. Οι γυναίκες που κατακτά, από την άλλη /μεριά, δεν κερδίζουν κανένα σεβασμό ή συμπάθεια για τη συνεργασία τους ( στην επίτευξη ενός προφανώς αξιέπαινου σκοπού, αλλά ακριβώς το αντίθετο* το κυνήγι είναι ο ρόλος που επιβάλλεται στον άντρα, η φυγή ο ρόλος που Επιβάλλεται στη γυναίκα* και οι δύο κρίνονται και εκτιμώνται ανάλογα με την
50. Στις φυλακές «λύκος» είναι ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος και δεν ανταλλάσσει ρόλους με τους συναδέλφους του (Ο.Χ ^©δί, 233 κ.ε.).
Κ υνή γι και φυγή
97
επιτυχία τους στον αντίστοιχο ρόλο.51 Οι γονείς επομένως τείνουν να δίνουν διαφορετικές εντολές (ρητές ή έμμεσες) στους γιους και τις κόρες τους. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός είναι παράγοντας που επηρεάζει όσα λέμε στα παιδιά μας. Δεν μπορεί να υπάρχουν νικητές χωρίς ηττημένους ή ηττημένοι χωρίς νικητές και έχει πολύ μεγάλη σημασία για μας να είμαστε νικητές εμείς και ηττημένοι οι άλλοι.52Αν ο γιος μου ξεμυαλίσει τις κόρες των γειτόνων μου και οι γιοι τους δεν κατορθώσουν να ξελογιάσουν την κόρη μου, θα έχω αποδείξει τόσο ότι είμαι περισσότερο ευσυνείδητος και ικανός φύλακας όσων έχω υποχρέωση να φυλάσσω όσο και ότι το μέλος της οικογένειάς μου, από το οποίο αναμένονται τόλμη και αρρενωπότητα, διαθέτει αυτές τις αρετές σε μεγαλύτερο βαθμό. /Ε τ σ ι ο Αθηναίος πατέρας, που έλεγε με αυστηρότητα στον δεκατετράχρονο γιο του να μη μιλά ποτέ με ξένους στον δρόμο για το σπίτι, γυρνώντας από το γυμναστήριο, και προδόθηκε από μια λάμψη στα μάτια κι ένα μορφασμό των χειλιών ότι δεν του κακοφάνηκε πολύ ο ψίθυρος πως ο εικοσάχρονος γιος του είχε «πιάσει» το δεκατετράχρονο γειτονόπουλο, φερόταν όπως φέρονται όλοι οι άνθρωποι. Οι επιταγές των ετεροφυλοφιλικών ρόλων σήμερα (ή καλύτερα ως πρό σφατα) και οι επιταγές των ομ στην Αθήνα διαφέρουν σε δύο σημαντικά σημεία, τα όπδϊ^Γ^χρχττεηΰ^κόΧουθο την αλληλοεξουδετέρω£ ση. Απο_ττ]^ ια μ£{Η4-θ~Αθηναίθ(: πατέρας ενός όμορφου αγοριού δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τα οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα, που δημιουργούνται από τη γέννηση ενός παράνομου μωρού. (Από αυτήν την άποψη θα περιμέναμε ίσως να πάρει μια λιγότερο καταπιεστική στάση απέναντι στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις του αγοριού). Από την άΜη μηριά η γυναίκα, που απομονώνεται από την επαφή με τους άντρες σ 9 ολόκλη ρη τη νεότητά της και παροτρύνεται να βλέπει όλους ανεξαίρετα τους άντρες με δυσπιστία, ίσως συναντήσει δυσκολίες στη μετάβαση από τον αποδεκτό ρόλο της παρθένας κόρης στους αποδεκτούς ρόλους της νύφης, της συζύγου και της μητέρας, ενώ το αγόρι, που απορρίπτει τις επιθέσεις των εραστών, θα φτάσει παρ9 ό λ 9 αυτά να γίνει ένας ενήλικος πολίτης. Και η επίδοσή του σ 9 αυτόν τον ρόλο δεν θα μειωθεί από την αγνότητά του στο παρελθόν. Από την άποψη αυτή δεν είναι εύκολο να δούμε τις αιτίες για τις οποίες ένα αγόρι (ή ο πατέρας του) θα έδειχνε οποιαδήποτε ανοχή προς τους εραστές, όσο κόσμια κι αν συμπεριφέροντο οι τελευταίοι. Και όμως προκύπτουν ορισμένοι λόγοι, όταν σκεφτούμε με προσοχή. Καθένας θα προτιμούσε να είναι όμορφος παρά άσχημος. Οι φιλοφρονήσεις 51. Πρβλ. ΌονεΓ (1964), 31· Μεα<1, 290 κ.ε. 52. Πρβλ. δΙαίβΓ, 36-8, για το Ελληνικό πάθος για συναγωνισμό και τη σχέση του προς εκείνο που ονομάζει Ελληνικό «ναρκισσισμό». Δεν πιστεύω ότι οι Έ λληνες ήταν τόσο διαφορετικοί από μας όσο μοιάζει να υπαινίσσεται, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή ορίζω διαφορετικά το «εμάς»· πρβλ. ΟΡΜ, 228-42.
/ / \ ')
^
^
98
II Η Δίωξη τον Τίμαρχον
του εραστή, που επιβεβαιώνουν το αγόρι ότι δεν είναι άσχημο, του είναι ευπρόσδεκτες μόνο και μόνο γ ι ’ αυτό (ο νεαρός Αλκιβιάδης αισθάνθηκε «ντροπιασμένος» [Πλ,, Σνμπ. 219(1], όταν ο Σωκράτης δεν προσπάθησε να τον κατακτήσει)53 και η φήμη του αγοριού αντανακλάται στον πατέρα. Ο γενναιό δωρος εραστής κερδίζει ευγνωμοσύνη και η γενναιοδωρία έχει πολλές μορ φές, από τη χειρονομία, που ωμά μπορεί να υπολογιστεί σε χρήματα, ως τη διακριτική θυσία χρόνου, άνεσης ή πλεονεκτημάτων. Ο υπομονετικός ερα στής μπορεί να κερδίσει την ανταμοιβή του εκμεταλλευόμενος το αίσθημα δικαιοσύνης του αγοριού (τείνουμε να πιστεύουμε ότι η υπομονή αξίζει να ανταμείβεται). Ο δυστυχισμένος και απελπισμένος εραστής κερδίζει συμπά θεια* ο εραστής που έχει επιδείξει πολεμική, αθλητική και καλλιτεχνική αρετή, κερδίζει τον θαυμασμό του αγοριού, που τον θεωρεί πρότυπο* και ο αξιαγάπητος εραστής κερδίζει αγάπη. Μπορούμε να δούμε σ ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, αν το αγόρι έχει κάποια, τουλάχιστον, διάθεση να ενδώσει, πώς οι αντιρρήσεις του πατέρα του είναι δυνατόν να εξασθενίσουν, ιδιαίτερα αν ο εραστής ανήκει σε δυνατή και σημαίνουσα οικογένεια ή είναι πραγματικά εξαίρετο παράδειγμα προς μίμηση για το αγόρι. Βέβαια αν ο ομοφυλοφιλικός πόθος αφ ’ εαυτού εθεωρείτο ηθικό ελάττωμα, έτσι ώστε να υπή ρχε περίπτωση κανείς ν ’ ακούσει: «Νόμιζα ότι ο X ήταν αληθινός φίλος (ή «νόμιζα ότι ο X επηρέαζε ωφέλιμα τον γιο μου») αλλά αποδείχθηκε ότι ήθελε ...», όλοι οι τρόποι, με τους οποίους ένας εραστής θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα κατόρ θωνε την εκπλήρωση του πόθου του, θα του ήταν άχρηστοι εντελώς. Ό πω ς είδαμε όμως ούτε τα αγόρια της Αθήνας ούτε οι πατεράδες τους υπάρχει πιθανότητα να θεωρούσαν την ύπαρξη του πόθου στον εραστή ως ελάττωμα και οι επικρίσεις μπορούσαν μόνο να είναι της μορφής: « ... ήθελε όμως μόνο ...»
Στον παραλληλισμό μιας αρχαίας ομοφυλοφιλικής κοινωνίας προς μια ^ύγχρονη ετεροφυλοφιλική κοινωνία μπορούμε να προχωρήσουμε περισσό τερο, αν επεκτείνουμε την κατηγορία «σύγχρονη» ώστε να περιλάβει την καθώς πρέπει Βρετανική κοινωνία, όπως παρουσιάζεται στη λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα. Η καλή γυναίκα, στη λογοτεχνία αυτή, δεν επιθυμεί και δεν επιζητεί τη σεξουαλική επαφή.54Δεν επιθυμεί ούτε τον γάμο. Αν όμως ένας άντρας καλού χαρακτήρα και ικανός της ζητήσει να παντρευτούν, πάρει τη συγκατάθεση του πατέρα της, επιδείξει υπομονή, διακριτικότητα και σε μνότητα σε όλες τις επαφές μαζί της και συμμετάσχει μαζί της σε μια μακρό χρονη και περίπλοκη ιεροτελεστία, της οποίας το ουσιαστικό στοιχείο είναι η κατά το τυπικό εκφώνηση λόγων και αποκρίσεων σε κάποια εκκλησία, από κει κι ύστερα έρχεται σε σεξουαλική επαφή μαζί του, όποτε αυτός επιθυμήσει.
53. Πρβλ. δΙαίεΓ, 33 κ.ε., ΟενεΓοαχ (1967), 75, 90. 54. Πρβλ. Τ π κ φ ΐΐ, 56-64, 123-5.
Κ υνήγι και φυγή
99
Ο άντρας δεν έκανε ποτέ νύξη γ ι 5 αυτήν την πλευρά του γάμου. Εκείνη δεν την απολαύει ούτε παίρνει πρωτοβουλία* τη δέχεται επειδή τον αγαπά και επειδή είναι το καθήκον της. Δεν μιλά στις φίλες της για όσα κάνουν με τον σύζυγό της στο κρεβάτι κι εκείνος επίσης, αν είναι κύριος, δεν μιλά γ ι ’ αυτά στους φίλους του. Η γυναίκα που επιζητεί τη σεξουαλική επαφή έξω από την ακολουθία, ερωτική πολιορκία — γάμος, όπως μόλις περιγράφηκε, είτε επει δή της αρέσει είτε επειδή έχει την ανάγκη να κερδίσει χρήματα, αποκλείεται από τη συναναστροφή με όσους έχουν τηρήσει τους κανόνες. Και της είναι δύσκολο να ξαναρχίσει ποτέ αυτήν τη συναναστροφή, από τη στιγμή που επέδειξε, όσο σύντομο και αν ήταν αυτό, ότι έχει τάσεις και ηθική προσωπικό τητα που κατέστησαν δυνατή την παρέκκλιση από τους κανόνες. Στοιχεία αυτού του ηθικού σχήματος επιζούν ως σήμερα, διαφέροντας από χώρα σε χώρα και από τάξη σε τάξη. Ο παραλληλισμός προς τον Ελληνικό ομοφυλοφιλικό έρωτα δεν είναι π λ ή ρ η 'ς^ ^ ο ι ετεροφυλοφιλικές σχέσεις επιτέλους παράγουν και ανατρέφουν παιδιά και η εκφώνηση των αποφασιστικών λέξεων της τελετής του γάμου, στην εκκλησία ή στο ληξιαρχείο, είναι διαφορετικό πράγμα από τη διατύπωση των επιθυμιών των συντρόφων και την κοινωνική αποδοχή της σχέσητ.υοϋΓ^^αΧλάΤ^κοΤνά σΰ τέα. Ακριβώς όπως πολλά μπορούν να λεχθούν για τον γάμο και πραγματικά πολλά έχουν λεχθεί, χωρίς καμιάν άμεση αναφορά στη σεξουαλική πράξη και ταυτόχρονα χωρίς να φτάσουμε στο σημείο να υπαινιχθούμε ότι οι καθώς ^πρέπει παντρεμένοι άνθρωποι απέχουν από τη σεξουαλική επαςπ^έτσι κ^α. Α ισ χ ίν η ς θεωρεί ότι είναι δυνατόν να παραλείψει κάθε αναφορά στις παρα> χωρήσεις^που κάνει ο ερώμ,ενος προς τον καλό εραστή, χωρίς. πατέ να ταυτίζεται με την άποψη ότι είναι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες λάθος να ίίάραχωρούνται παρόμοιες χάρες. Ξεκάθαρα, κατά την άποψή του, ο ερώμενος πρέπει να είναι εξαιρετικά σεμνός και μετρημένος, αν θέλει να αποφύγ^ι τις επικρίσεις. Αν τα βαθιά αισθήματα του εραστή εκδηλώνονται με την ποίηση, '^ψεΙτΕτναείναι ποίηση που επιδέχεται «αθώα» ερμηνεία. ' Οποια αμοιβή κι αν λάβει ο εραστής στο τέλος, πρέπει να είναι η αμοιβή της μακρόχρονης εγκράτειας. Με αυτές τις προϋποθέσεις πάντως, όσα τελικά συμβούν τα προ στατεύει από τα σχόλια και την περιγραφή η συμβατική επιφυλακτικότητα στα λόγια. Ο Παυσανίας του Πλάτωνα είναι κάπως λιγότερο επιφυλακτικός. Ο έρωτας που εγκρίνει είναι μια παρατεταμένη σχέση, όπου η αντίσταση του ερώμενου κάνει κατάχρηση του εραστή, υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου η αντίσταση πρέπει να σταματά. Ο Παυσανίας επισημαίνει (Συμπ. 184ο) ότι η πλήρης υποταγή στις επιθυμίες και τις διαθέσεις του άλλου απαλλάσσεται, στα μάτια της Αθηναϊκής κοινωνίας, από τη μομφή και την ατίμωση, αν έχει σκοπό τη βελτίωση των δεξιοτήτων του ατόμου, της γνώσης και κάθε άλλης μορφής αρετής. Χωρίς αμφιβολία έχει στον νου του βοηθούς, μαθητευόμενους και μαθητές. Αν η αρχή αυτή εφαρμοστεί στον ομοφυλοφιλικό έρωτα, τότε (184άε):
100
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
Ό τ α ν εραστής και ερώμενος συναντώνται, καθένας τους τηρώντας έναν >κανόνα, ο εραστής (ενν. τον κανόνα) ότι θα ήταν σωστό να υποτάξει τον εαυτό του με κάθε τρόπο στον ερώμενο, που του έκανε παραχωρήσεις, και ο ερώμενος (ενν. τον κανόνα) ότι θα ήταν σωστό να προσφέρει κάθε υπηρεσία σ ’ εκείνον που τον βελτιώνει στο πνεύμα και τον χαρακτήρα (κατά λέξη, «που τον κάνει σοφόν και άγαθόν») ... τότε ... σ* αυτές τις περιπτώσεις μόνο, και σε καμιάν άλλη, είναι αξιέπαινο να κάνει παραχωρήσεις ο ερώμενος στον εραστή.
Με λίγα λόγια (1856): / Είναι αξιέπαινο να παραχωρεί ο ερώμενος οποιαδήποτε χάρη σε οποιαδήποτε οοκειμένου να γίνει καλύτερος άνθρωπος (κατά λέξη, «για χάρη
Ο ευφημισμός αυτός σε απλά Ελληνικά λέει: το σπρώξιμο του πέους του δασκάλου ανάμεσα στους μηρούς ή στον πρωκτό του μαθητή είναι το αντίτι μο, που πληρώνει ο μαθητής για την καλή διδασκαλία ή, σε άλλη διατύπωση, το δώρο, που ο νεότερος προσφέρει στον μεγαλύτερο, τον οποίο αγάπησε και θαυμάζει. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση όι διατυπώσεις αυτές ίσως συνει σφέρουν τη μισή αλήθεια. Αν η μια είναι πλησιέστερα στην αλήθεια από την άλλη, αυτό μπορεί να το γνωρίζει μόνον ο ερώμενος. Ο Παυσανίας δεν αναγνωρίζει στον ερώμενο τη δυνατότητα να ξεκινήσει μιαν ομοφυλοφιλική πράξη επειδή του αρέσει κι ούτε κανένας άλλος ' Ελληνας θιασώτης ή απολο γητής του ομοφυλοφιλικού έρωτα αναγνωρίζει τη δυνατότητα αυτή στον
ερώμενο^------ 5. Ερωτική πολιορκία και σεξοναλική επαφή
Ό π ω ς θα περιμέναμε, σύμφωνα με τις γνωστές από τη λογοτεχνία αναφο ρές στις «παρακλήσεις» του εραστή, ο εραστής στην αγγειογραφία απεικονί ζεται πολλές φορές να διαμαρτύρεται στον ερώμενο ή να τον ικετεύει: Μ142, Μ146, ε 196*, Ε789, ε 791* (άντρας με δώρο, το αγόρι τυλιγμένο με βαρύ ένδυμα)* Ε851*· Ε853 (ο νέος γυμνός, το αγόρι ντυμένο). Στο £867* άντρες και νέοι διαμαρτύρονται με τον ίδιο τρόπο σε γυναίκες. Το Μ266, με το οποίο ο ΒοαζΙεΥ55 συγκρίνει τον άντρα και το αγόρι του Μ622, δείχνει έναν στενοχω ρημένο άντρα να πέφτει στα γόνατα και να κοιτάζει προς τα πάνω, παρακλητι κά, μια γυναίκα στο πρόσωπο. Ο ερώμενος είναι άλλοτε φοβισμένος (Ε529) άλλοτε ολοφάνερα θυμωμένος. Στο Ε322, ένα αγόρι, που μιλά μ 5 έναν νέο, έχει το ένα δάχτυλο και τον αντίχειρα ενωμένα σε μιαν εκφραστική χειρονομία (πρβλ. τον άντρα και τη γυναίκα του Ε589), που είναι φανερό ότι δεν είναι 55. ΒνιζΙζγ (1947), 213.
*
Ερωτική πολιορκία και σεξουαλική επαφή
101
φιλική, γιατί οι άκρες του στόματός του είναι τραβηγμένες προς τα κάτω και κοιτάζει βλοσυρά, με τον ίδιο τρόπο που κοιτάζει η γυναίκα του Ε361, όταν ο άντρας, που κάθεται στο έδαφος, σε στύση, ανασηκώνει τη φούστα της και κοιτάζει ερευνητικά από κάτω. Στο Ε547* το αγόρι, που απομακρύνεται γοργά από έναν νέο, απλώνει το χέρι με αγανάκτηση σε μια χειρονομία άρνησης. Το τεντωμένο χέρι και τα ανοιχτά δάχτυλα του νέου στο ε 638, καθώς στρέφεται προς άλλη κατεύθυνση, απορρίπτουν το δώρο, που προσφέρει ο άντρας. Στο Ε863 το αγόρι φαίνεται να κλείνει τα μάτια ντροπαλά, όταν ο καθιστός νέος του ρίχνει μια κλεφτή ματιά. Ορισμένα δώρα είναι συμβατικά, ιδιαίτερα,τ ο κοκαράκι (π.χ. μ 76*, Μ190, μ 254, μ 262, Μ23 ττ ^ ϊ ? ^ , ε 758*, ε 791*, ε 833*· πρβλ. ένα πήλινο αγαλματίδιο από την Ολυμπία,56 που απεικονίζειίΩνΑία,κιιθώς απάγει τον Γανυμήδη)· ο λαγός (π.χ. ε 418, ε 502*Γ ε637*> ε638) και.η αλεπου (π.χ. μ 107)*57 το ελάφι, ΐΐου^ϋζ^^μέτάφερεται εύκολα, εμφανίζεται ως δώρο στα Μ250* και Μ262. Οι Ό ρνιθες του Αρ., 707, αναφέρουν το ορτύκι, την αγριοπουλάδα, τη χήνα και το κοκοράκι ως δώρα σε παιδικά. Ο Πλούτος, στον στίχο 157, αναφέρει άλογα και σκύλους (πρβλ. Πλ., Λύσ. 2 1 1ε: «ο καλός φίλος είναι πολυτιμότεροςΊϊ7ίοΊπ51^ κόκορα, το άλογο ή τον σκύλο»). Στο μ 16*, ο γονατιστός νέος, που αγκαλιάζει τρυφερά ένας άντρας, κρατά πουλί αβέβαιου είδους. Ο σκύλος, που συνοδεύει τον εραστή σε ορισμένες παραστά σεις, ίσως προορίζεται για δώρο αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο: μ 76* (όπου μυρίζει τα γεννητικά όργανα του ερώμενου), μ 262, μ 592. Στο Ε720 προσφέρεται μια λύρα και μια σφαίρα σε αγόρι, στο Ε875 (καθώς φαίνεται) στλεγγίδα και στο ε 642 χρήματα58. Στις γυναίκες προσφέρονται συχνότερα γριίιιατα,59 όπως στα Ε589, ε 627, ε 632, ε 632, ε 728, ε 817, αν και δεν είναι άγνωστο το κοκοράκι ως δώρο ( μ 84) σε γυναίκα. Η σεξουαλική επαφή είναι φυσικά συνδεδεμένη με τη διασκέδαση και την περισσότερο χαρωπή όψη της ζωής, γ ι’ αυτό κι οι δυο σύντροφοι, σε μια σεξουαλική προσέγγιση ή εναγκαλισμό, μπορεί να εμφανιστούν κρατώντας στεφάνια; μ 250* , νέοι νΐ8-ά-νΐ8 με άντρες* μ 254, αγό ρΤμεστεφα νι και αντρας που κρατά κοκοράκι* Μ450, γυναίκες που ντραςΊ^ και σκύλαχ^α^έο· Μ6 10. γυμνή γυναίκα που κρατά στεφά^Ι^ΤΧ ουλού^καθώ ς συζητά με νέο* ΚΑ34*, δυο γυναίκες με τρυφερές σχέσεις (πρβλ. σ. 189)* ΚΔ16, αντρική μορφή(;) που κρατά στεφάνι60 και έρχεται σε πρωκτική επαφή με άλλον άντρα* ε 627, καθιστή γυναίκα που
56. Ειιΐΐΐοδ και Η πίπογ, 20, 72 και πιν. V* Κιιηζο. 57. Πρβλ. δοΗ&ιιβηβιΐΓβ (1965), 863-7, Ειιΐΐίεδ (1957), 378 κ.ε.
58. Πρβλ. το παράπονο του Γλαύκου, 1, για τα αγόρια που ανεβάζουν την τιμή τους. 59. Πρβλ. Κοάοηχν&Μΐ, 14-21. Στο Ε638 ο νεαρός, που απομακρύνεται, δεν δέχτηκε ένα σακούλι με χρήματα, κρατά καρύδια, σύκα κ.τ.λ., όπως το αγόρι στο Ε520*. 60. Ο ΥοΓβοΓβ (1932), 463, εκλαμβάνει λάθος το στεφάνι για δίσκο.
102
II Η Δίωξη τον Τίμαρχον
προσφέρει στεφάνι σε νέο του οποίου το χέρι προχωρά ψηλαφιστά προς το αιδοίο της. Ενώ οι άντρες και οι νέοι απεικονίζονται συχνά να τραβολογούν τις γυναίκες (π.χ. μ 299, μ 334, ε 144, ε 519, ε 843) — όχι βέβαια γυναίκες με την ιδιότητα του πολίτη61 — η προστασία, που παρέχεται στα αγόρια ελεύθερων γονιών από τον νόμο περί ύβρεως, αντανακλάται στη σπανιότητα παραστά σεων ομοφυλοφιλικών επιθέσεων στις εικαστικές τέχνες. Σπανιότητα παρα στάσεων, εννοείται, με ανθρώπους στον ρόλο του επιτιθέμενου, γιατί οι θεοί δεν ήταν δυνατόν να κατηγορηθούν ως υβριστές. Ο Δίας, στα Μ186 και Ε348*, διατάζει τον Γανυμήδη με τρόπο που δεν επιδέχεται άρνηση (παρόμοια και ο Ποσειδώνας, που κυνηγά τον Πέλοπα, ο οποίος κοιτάζει πίσω του φοβισμένα, έτοιμος να τραπεί σε φυγή [Ε406*]) και στα Ε405, ε 829*, ε 833* απλώς αρπάζει τον Γανυμήδη, που αντιστέκεται βίαια. Στο πήλινο αγαλματίδιο από την Ολυμπία, ο Δίας έχει χώσει τον Γανυμήδη (που δεν αντιστεκέται πια) κάτω από τη μασχάλη του και φεύγει με μεγάλα βήματα για τον Ό λυμπο. Ο Έ ρωτας στο Ε770 ρίχνεται χωρίς πολλά πολλά σ ’ ένα αγόρι. Ο Πάνας, σε στύση, τρέχει ολοταχώς πίσω από κάποιον νεαρό βοσκό ( ε 693* πρβλ. την άγρια επίθεσή του σε γυναίκα στο ΕΥ60). Ο Ζέφυρος αρπάζει τον Υάκινθο από το χέρι (Ε847) και τον σηκώνει απαλά στον αέρα ( ε 574). Η Ηώς τρέχει στον Τιθωνό, που προσπαθεί να τη διώξει κραδαίνοντας τη λύρα του (Ε912, πρβλ. ε 391, ε 801). Ανάλογη μεταχείριση των ερώμενων από ανθρώπους εραστές, όταν εμφανίζεται στην τέχνη, είναι περισσότερο ευσεβής πόθος, μίμηση του θεού.62 Πραγματικά μια παρόμοια σκηνή βρίσκεται στην άλλη όψη του Μ186. Πρβλ. τα Μ194 (άντρας και νέος), ε 663 (άντρας και αγόρι), Ε1095 (άντρας με το πέος ερεθισμένο και αγόρι — δούλος;). Τη σκηνή όπου ένας άντρας αρπάζει έναν νέο από τον καρπό ( ε 279) θα έπρεπε ίσως να κατατάξουμε στις χειρονο μίες σύλληψης και όχι επίθεσης. Η κατάταξη αυτή ισχύει ασφαλώς για το Ε934*, όπου ένας άντρας, σε θυσία, βάζει το χέρι του στον ώμο ενός περαστικού γυμνού νέου, που δεν δείχνει διατεθειμένος να μείνει. Στο Ε692, από την άλλη μεριά, όπου ο Ερμής βάζει το χέρι του στον ώμο του Γανυμήδη, ο Ερμής ενεργεί για λογαριασμό του Δία. Ό τα ν το χέρι απλώνεται στη μασχάλη του ερώμενου, πρόκειται για μια περισσότερο ανιχνευτική προσέγγιση, όπως στο Ε684*, αν κι εκεί το αγόρι θυμώνει και κραδαίνει τη λύρα του σε αυτοάμυνα, όπως ο Τιθωνός στο Ε912. Ο ίδιος τρόπος προσέγγισης χρησιμοποιείται για μια γυναίκα στα ε 35, ε 628, ε 682*. Στο τρίτο από αυτά η γυναίκα είναι γυμνή κι ο άντρας ίσως έχει στόχο το ένα από τα στήθη της περισσότερο παρά τη μασχάλη της. Ο εραστής 61. Ορισμένες σκηνές είναι μυθολογικές, π.χ. Ε112 (Πηλέας και Αταλάντη)· το Ε928, όπου ένας νέος, που μεταφέρει δύο λόγχες, αρπάζει μια φοβισμένη γυναίκα, είναι μυστηριώδες. 62. Πρβλ. δΐοΙιΙοπηΕηη (1959), 12-14. Οι σκηνές (ορισμένες ολοφάνερα ερωτικές), όπου απειλούνται κτυπήματα, δίνονται σε κατάλογο από τον Βο&κΐιηαη (1976), 286 κ.ε.
Ερωτική πολιορκία και σεξουαλική επαφή
103
εκδηλώνεται λιγότερο άμεσα, βάζοντας τρυφερά το χέρι του στο κεφάλι (Μ262) ή το πρόσωπο (Μ 166) του ερώμενου, όπως κάνει η μητέρα στο παιδί της (Ε741), ο αφέντης στον καλό νεαρό δούλο (Ε480),63 ο άντρας στη γυναίκα ( ε 623, όπου κι οι δυο κάθονται σε κρεβάτι* πρβλ. τον ερεθισμένο σάτυρα με γυναίκα στο Μ566), μια γυναίκα σε άλλη (ΚΑ34*), ο νέος^στον πατέρα του, καθώς ο πατέρας αναχωρεί για στρατιωτική αποστολή ( μ 79) ή ο θεός Διόνυ σος στη μητέρα του Σεμέλη (Μ 152). Τα κρεβάτια, πάνω στα οποία ξαπλώνουν
οι καλεσμένοι στο συμπόσιο, συνήθως δύο σε ένα κρεβάτι, ήταν εξίσου κατάλληλα για ομοφυλοφιλική και ετεροφυλοφιλική προσέγγιση, με τη δια φορά ότι ο ερώμενος συνόδευε ως καλεσμένος τον εραστή, ενώ η εταίρα ή η χορεύτρια ή η αυλητρίδα έπρεπε να ανεβεί στο κρεβάτι πριν αρχίσουν τα σοβαρά αγκαλιάσματα και χάδια (π.χ. Μ338). Τ ο ^ςέρι του άντρα γύρω από τον νέο στο Κ42 (τέλη έβδομου αιώνα π.Χ.) θα μπορούσε ναερμηνέϋΒει, απο κάθε λογικό άνθρωπο, ως ένδειξη συντροφικότητας. αν. δε,ν.ιιπ; ^ εικόνες των διακοσίων χρόνων που ακο ^ ύ θ η σ α ν για να επηρεάσουν την ε^μτχνδία,μας. Στα Ε795 και Ε797 (άντρες και νέοι σε συμπόσιο) το φαινομενι κό άγγιγμα ίσως δεν είναι τίποτα περισσότερο από χειρονομίες πάνω στη συζήτηση ανάμεσα σε στενούς φίλους, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία για τις τοιχογραφίες της Ποσειδωνίας.64 Νικημένος από τον πόθο για τον νέο, που βρίσκεται ξαπλωμένος στο ίδιο κρεβάτι, ο άντρας βάζει το χέρι του πίσω από το κεφάλι του νέου και προσπαθεί να ενώσει τα πρόσωπά τους γιά ένα φιλί, ενώ ο νέος, που ή έκφρασή του δεν προδίδει τίποτα, καθώς κοιτάζει επίμονα τα μεγάλα μάτια και τα ανοιχτά χείλη του άντρα (ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι μοιάζει περισσότερο έκπληκτος), απλώνει το χέρι σε μια χειρονομία αποτρο πής. Το Ε283* δείχνει έναν νέο σε συμπόσιο, που τον αγκαλιάζει ένας άντρας από πίσω με μια φλογερή, ασφυκτική λαβή, καθώς προσφέρει κρασί σ ’ έναν άλλον άντρα και δεν μπορεί να ξεγλιστρίσει χωρίς να χύσει το κρασί. Στο Ε200* ένας νέος έχει ρίξει το ένα πόδι πάνω από τη μέση του νέου, που βρίσκεται ξαπλωμένος πιο κάτω, και απλώνει τρυφερά το χέρι στο κεφάλι του. Πολύ συχνά υπάρχει το ετεροφυλοφιλικό αντίστοιχο (Ε82*), στο οποίο ο νέος ρίχνει το πόδι του πάνω από μιαν αυλητρίδα, αγκαλιάζοντάς την με το ένα χέρι γύρω από τον λαιμό ενώ με το άλλο πασπατεύει το αριστερό της στήθος. Η χαρακτηριστικότε£Τ]_μορφή ομοφυλοφιλικής ερωτοτροπίας στην αγειογραφία είναι εκείνη που ο ΒεαζΪ€γ ονόμαζα η. <<πάγω,και.κάχω>λ4ι<ιιρ αηά άο\νη») στάση*65 ο εραστής αγγίζει με το ένα χέρι το πρόσωπο του ερώμενου ενώ με το άλλο κινείται προς^α γεννητικά του όργανα (π.χ. Μ426, Μ578). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το αρχαιότερο παράδειγμα γ ι 9 αυτήν την προ σέγγιση, κ α 33* (έβδομος αιώνας π.Χ.) είναι ετεροφυλοφιλικό: η γυναίκα 63. Πρβλ. Ο. Νβιπη&ηη, 71-5. 64. Πρβλ. υποσ. 26 πιο πάνω. 65. Πρβλ. Βεαζίβγ (1947), 199.
104
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
είναι εντελώς ντυμένη και πιάνει γερά τους καρπούς του νέου για να απωθήσει τα χέρια του. Ο ερώμενος στις «πάνω και κάτω» σκηνές είναι συνήθως γυμνός ή τουλάχιστον έχει αφήσει τον χιτώνα του να πέσει στο πλάι και αποκαλύπτει το εμπρός μέρος του σώματος. Στο Μ102 ο νέος δεν προβάλλει καμιάν αντί σταση στο άγγιγμα (κρατά δόρυ, με το κοντάρι ν 9 ακουμπά στο έδαφος, στο ένα χέρι και στεφάνι στο άλλο), ενώ ο νέος, στη σκηνή της άλλης όψης του αγγείου, πιάνει έναν άντρα από τον καρπό για να τον συγκρατήσει. Τόσο η αντίσταση όσο και η παράδοση μαρτυρούνται στη μακρά σειρά σκηνών, που αρχίζει από το δεύτερο τέταρτο του έκτου αιώνα και τελειώνει στο δεύτερο τέταρτο του πέμπτου.66 Η παράδοση μοιάζει να κυριαρχεί στα ζευγάρια του Μ510, ενώ ο εραστής του Ε651* (το πάνω μέρος της εικόνας έχει χαθεί) προελαύνει με σαφή επιτυχία, γιατί πιάνει το πέος του ερώμενου λες και του σφίγγει το χέρι. Έ νας νέος στο μ 250*, διαμαρτύρεται αλλά δεν προστατεύει τα γεννητικά του όργανα ώστε να μην τα αγγίξουν τα δάχτυλα του άντρα ή το (οριζόντιο) σε στύση πέος του, που αιωρείται δυο πόντους πιο πέρα. Ο νέος στο Μ271* πιάνει τον αριστερό καρπό του άντρα — δηλαδή, το χέρι που πλησιάζει το πρόσωπό του — ενώ επιτρέπει το άγγιγμα των γεννητικών του οργάνων. Ο νέος του μ 65* βάζει το χέρι του πάνω από τα γεννητικά του όργανα σαν ασπίδα, η κανονική όμως άμυνα είναι να κρατάς τον εραστή από τους καρπούς: μ 64, μ 342*, μ 458, μ 558. Τ ο ε 463 έχει χαραγμένο τον διάλογο: « Ά σ ε με!» — «Σταμάτα!» (πρβλ. σ. 7). Τα ζευγάρια νέων και αγοριών στο Ε196* δείχνουν, αξιοθαύμαστα, διαφορετικά στάδια αποπλάνησης. Στο ένα ζευγάρι το αγόρι προσπαθεί να συγκρατήσει το χέρι τού νέου, που έχει προχωρήσει διστακτικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Σ ’ ένα άλλο ζευγάρι, το αγόρι κοντεύει να παραδοθεί, έχει καρφώσει τα μάτια προς τα πάνω, στο πρόσωπο του νέου, και για τα προσχήματα πιάνει το δεξί χέρι τού νέου πάνω από τον αγκώνα, πράγμα που δεν εμποδίζει καθόλου το χαϊδολόγη μα του πέους του από τα δάχτυλα του νέου. Το εντυπωσιακότερο ζευγάρι στέκεται ανάμεσα στα άλλα δύο. Εδώ ο νέος λυγίζει τα γόνατα και κοιτάζει προς τα πάνω παρακλητικά με απόγνωση. Το πέος του είναι διογκωμένο και τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού ανοιχτά, δείχνοντας απελπισία, ενώ το αγόρι, με το σαγώνι ψηλά και ύφος υπεροπτικό, πιάνει το χέρι τού νέου δυνατά και το κρατά μακριά από τον στόχο του. Εκείνο που προσδίδει σ ’ αυτήν την εικόνα το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της, είναι ότι συνδυάζεται με τα ετεροφυλοφιλικά ζευγάρια της άλλης όψης του αγγείου. Εκεί η ατμόσφαιρα είναι εντελώς διαφορετική, μ 9 έναν απροσδόκητο τρόπο όμως* οι νέοι και οι γυναίκες δεν αγγίζουν ο ένας τον άλλο καθόλου, αλλά μοιάζουν απορροφημένοι σε υπομο 66. Η μεγάλη πλειοψηφία ανήκουν στη μελανόμορφη περίοδο· πρβλ. Ββ&ζ1βγ (1947), 219-23. Η αριθμητική μείωση στην ερυθρόμορφη περίοδο, πάντως, δεν συνοδεύεται από αύξηση της επιφυλακτικότητας· πρβλ. (π.χ.) το Ε520*. Η μορφολογία δεν είναι ιδιαίτερα Αττική αλλά εμφανίζεται επίσης σε μια Κλαζομένια σαρκοφάγο (Ρπίδ Ιοίιαηδβη, 186).
Ερωτική πολιορκία και σεξουαλική επαφή
105
νετική, επιφυλακτική συζήτηση, όπου μια ελαφρά χειρονομία ή κυματισμός της φωνής σημαίνουν τόσα όσα και η απώθηση του χεριού στην άλλη σκη νή.67Σε σύγκριση με το ομοφυλοφιλικό της ταίρι, η αναπαράσταση αντρικού χεριού, που κινείται προς γυναικεία γεννητικά όργανα, δεν είναι τόσο συνη θισμένη: ε 62, ε 627, νέοι που χαϊδολογιούνται* ε 619, Ε1079, σάτυροι ενώ ατιμάζουν γυναίκες ωμά* Μ610, μια «πάνω και κάτω» προσέγγιση άντρα με γυμνή γυναίκα που, όπως οι γυναίκες του Ε196*, κρατά λουλούδι και στεφάνι. Το Ε295* δείχνει έναν άντρα σε συμπόσιο, που στο κεφάλι του ένα γυμνό αγόρι τοποθετεί στεφάνι, να εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να πασπατέψει το πέος του αγοριού. Το αγόρι ίσως είναι δούλος, αλλά όπως και να 5ναι η εικόνα δίνει την ατμόσφαιρα κατεργάρικου αστείου. Η λέξη όρχιπεδίζειν χρησιμοποιείται στους Όρνιθες 142, του Αρ., για την απόπειρα κάποιου να ξελογιάσει τον νεαρό γιο του γείτονά του. Σε συνδυασμό εκεί με τα «μιλώ σέ ...» και «φιλώ», υποτίθεται ότι σημαίνει «πιάνω από τους όρχεις ( όρχίπεδα ) και επομένως υποδηλώνει μιαν ενέργεια, που μοιάζει πολύ, αλλά δεν είναι ολόι δια, με την ψηλάφηση του πέους στην αγγειογραφία. Ό πω ς είδαμε στο ε 196*, η αντίδραση του ερώμενου είναι δυνατόν να εκφράζει ξεκάθαρα ευνοϊκή διάθεση και υπάρχουν πολλά ακόμα αγγεία που απεικονίζουν μια παρόμοια αντίδραση. Ό τα ν ο νέος αγγίζει τη γενειάδα τού άντρα (Μ 12, Μ594), είναι ίσως πιθανό να κάνει μιαν ικετευτική χειρονομία:68 « Ά σ ε με ήσυχο!» Αλλά, όταν αγγίζεται οποιοδήποτε σημείο του προσώπου, εκφράζεται επίσης φιλική διάθεση (πολύ φυσικά* πρβλ. σ. 103) και στο Μ598*, όπου η μια όψη του αγγείου δείχνει ένα αγόρι ν 5 αγγίζει τη γενειάδα ενός άντρα, η άλλη όψη δείχνει το αγόρι να απογειώνεται για ν ’ αγκαλιάσει τον άντρα από τον λαιμό (χειρονομία που δεν είναι ικετευτική). Στο πολύ πρώιμο Μ16* ένας άντρας κι ένας νέος γονατίζουν ο ένας απέναντι στον άλλο και ο νέος κρατά ένα πουλί ενώ ο άντρας έχει το ένα χέρι του γύρω από τον αυχένα του νέου. Η κυκλική εσωτερική επιφάνεια, όπου είναι ζωγραφισμένη η εικό να, ενθαρρύνει τον καλλιτέχνη να απεικονίσει γονατιστές ή ξαπλωμένες μορφές, σε καμιά περίπτωση όμως δεν τον αναγκάζει να το πράξει, και αυτός ο καλλιτέχνης δεν είναι δυνατόν να μη γνώριζε ότι η εικόνα μεταδίδει την εντύπωση τρυφερής συγκατάνευσης. Έ να αγόρι δέχεται το τρυφερό αγκά λιασμα του εραστή στα ε 27*, ε 59*, ε 539. Στο τρίτο από τα αγγεία αυτά, το αγόρι αντιδρά θετικά, βάζοντας το χέρι του γύρω από το κεφάλι του άντρα, όπως κάνει και το αγόρι στο Ε520*, ενώ το πέος του άντρα πλησιάζει στους μηρούς του. Αυτή η στοργική χειρονομία φυσικά εμφανίζεται σε ετεροφυλοφιλικές σκηνές: Μ302, ε 569, ε 630, όπου η γυναίκα ωστόσο απωθεί ντροπαλά το αντρικό χέρι από το σώμα της. Δεν θα περιμέναμε να συναντήσουμε ένα 67. Οι ΚοΒίηδοη και Εΐιιοΐί, 13, παραθέτουν χωρίς σχόλιο τη γνώμη του Ειιιΐ\ναη§ΐ€Γ (ίϋ 21) ότι η ετεροφυλοφιλική σκηνή είναι συγκριτικά ανούσια. 68. Πρβλ. 5. Οοιιΐά (1973), 6 κ.ε.
106
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
ο μ ο φ υ λ ο φ ιλ ικ ό α ν τ ίσ τ ο ιχ ο του ε υ 68, σ τ ο ο π ο ίο η γυμνή γ υνα ίκ α τραβά από το χ έ ρ ι ένα ν άντρα, προς το μ έρος της.
Το πέος του εραστή είναι ορισμένες φορές σε στύση, ακόμα και πριν αρχίσει οποιαδήποτε σωματική επαφή (π.χ. Μ107, μ 250*, ε 642), το πέος του ερώμενου όμως παραμένει χαλαρό, ακόμα και σε περιστάσεις (π.χ. Ε573) που θα περίμενε κανείς το πέος κάθε υγιούς εφήβου ν 5 αντιδρά θέλοντας και μη. Έ νας νέος στο μ 250* μοιάζει να αποτελεί εξαίρεση σ ’ αυτόν τον κανόνα, όμως το πέος του ίσως σπρώχνεται προς τα πάνω από την κοιλιά του άντρα*69 στο ΒΜ20 η αγγειογραφία είναι άτεχνη και καθιστά δύσκολη την ερμηνεία, είναι όμως δυνατόν το πέος του ερώμενου να βρίσκεται σε στύση από τα ψηλαφίσματα του εραστή, σε ορισμένα από τα ζευγάρια που ερωτοτροπούν. Ο κανόνας είναι (όπως είδαμε από τις γραπτές μαρτυρίες, σ. 13 κ.ε.) ότι ο ερώμενος μπορεί στο τέλος ν 5 αποφασίσει να κάνει στον εραστή του μια παραχώρηση, ο ίδιος όμως δεν έχει αισθησιακό κίνητρο γ ι5 αυτό. Στην αγγειογραφία τίποτα δεν υποδηλώνει ότι ο εραστής ψηλαφεί τα γεννητικά όργανα του ερώμενου κατά τη σεξουαλική επαφή. Στην κωμωδία, όμως, όπου η πρωκτική επαφή θεωρείται ότι ουσιαστικά είναι ο μόνος τρόπος ομοφυλοφιλικής σαρκικής μείξης, δύο χωρία (πρβλ. σ. 159) δείχνουν ότι ο εραστής μπορεί χωρίς αμφιβολία να διεγείρει μέχρις οργασμού τον ερώμενο. Η σω φροσύνη (πρβλ. σ.93) που επιδεικνύουν οι ερώμενοι στις εικόνες, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη χυδαία απουσία της στους άσχημους, τραχείς, μεθυσμέ νους σάτυρους, ηθικώς αδιάφορα πλάσματα, που υπακούουν στις παρορμήσεις τους. Αυνανίζονται συνεχώς (π.χ. μ 31, μ 1 18, Μ126, Μ138, Μ178), αν δεν είναι διαθέσιμο κάποιο ζωντανό πλάσμα με την κατάλληλη υποδοχή, αλλά προτιμούν τα άλογα, τα μουλάρια ή τα ελάφια (Μ 154, Μ336, μ 362, μ 554, κ α 20* πρβλ. τις σκόπιμες προσεγγίσεις τους στα μ 24, μ 122, μ 158, μ 287, μ 366, μ 378, ε 762). Ακόμα κι ο λαιμός του λαγηνιού μπορεί να επιστρατευθεί ( ε 148). Αντίθετα ο νέος που αυνανίζεται (Ε173)70 ή κτηνοβατεί (Μ354)71 είναι σπάνιο θέμα. Υπάρχει κάποια τάση στην κωμωδία να παρουσιάζεται ο αυνανισμός ως χαρακτηριστική συμπεριφορά των δούλων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ελπί ζουν σε σεξουαλικές διεξόδους αριθμητικά ή ποιοτικά ανάλογες με τις διεξό δους των ελεύθερων. Στους Βατράχονςτ ου Αρ., 542-8, ο Διόνυσος φαντάζεται
69. Στην εικόνα αυτή το πέος των άλλων νέων ζωγραφίζεται οριζόντιο, ασφαλώς όμως όχι σε στύση* πρβλ. σ.136 κ.ε. 70. Θα περιόριζα τη χρήση του όρου «αυνανισμός» σε σκηνές όπου η μορφή είναι μόνη ή όπου (όπως στο ΜΙ 18 [σάτυρος]) υπάρχει έκκριση σπέρματος* δεν είναι κατάλληλος σε σκηνές όπου ένας άντρας σφίγγει το ορθωμένο πέος του ενώ γίνεται φορτικός σ ’ έναν πιθανό σύντροφο ή περιμένει τη σειρά του. Είναι πιθανόν ότι το αγόρι, που παρουσιάζεται συσπειρωμένο κάτω από τη λαβή του Μ522, αυνανίζεται. 71. Σ’ ένα σχέδιο από την Αγορά (Εαηβ αρ. 30) το φύλο του προσώπου, που υφίσταται εισαγωγή πέους από πίσω, από έναν δασύτριχο σκύλο, είναι αβέβαιο.
Ερωτική πολιορκία και σεξουαλική επαφή
107
τον εαυτό του στον ρόλο δούλου να «σφίγγει το τσουτσούνι του», παρατηρώ ντας τον κύριό του «πάνω σε κουβέρτες από τη Μίλητο ... να φιλά μια χορεύτρια», κι ύστερα να τρώει μια στη μούρη από τον αφέντη. Το ε 18, όπου ένας καθιστός νέος χτυπά έναν δούλο παιδί, που το πέος του έχει μεγαλώσει, αν και δεν είναι σε στύση, ίσως υποδηλώνει ότι ο ζωγράφος (εκατό χρόνια νωρίτερα) είχε στον νου του ένα παρόμοιο επεισόδιο.72 Οι δύο δούλοι στους Ιππείς, 21-9, μιλούν ως ειδήμονες του αυνανισμού και στην Ειρήνη , 289-91, ο Πέρσης στρατηγός Δάτης, απαθανατισμένος στο λαϊκό τραγούδι, παρομοιάζεται κοροϊδευτικά με βάρβαρο δούλο, καθώς παριστάνεται να απολαύει τον αυνανισμό κατά τη μεσημεριάτικη ανάπαυση. Ο στίχος 734, στις Νεφέλες , προσφέρει το μοναδικό παράδειγμα αυνανισμού πολίτη και δράστης είναι ο άξεστος χωριάτης Στρεψιάδης.73 Ό τα ν η ερωτική πολιορκία έχει πετύχει, εραστής και ερώμενος στέκο νται ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο εραστής αγκαλιάζει τον ερώμενο από τον κορμό, σκύβει το κεφάλι στον ώμο ή και χαμηλότερα από τον ώμο του ερώμενου, λυγίζει τα γόνατα και σπρώχνει το πέος του ανάμεσα στους μηρούς του ερώμενου ακριβώς κάτω από το όσχεο.73α Παραδείγματα είναι τα: Μΐ 14*, Μ130, Μ250*, μ 482, μ 486*, μ 534, ε 502*, ε 573*, όπου παντού ο εραστής είναι ενήλικος άντρας και ο ερώμενος νέος.74 Το Μ458 είναι ασυνήθιστο επειδή ο άντρας κοιτάζει προς τα πάνω τον νέο, στο πρόσωπο, ίσως όμως ο νέος δεν έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά μέχρι στιγμής (το αγγείο έχει υποστεί βλάβη σε κρίσιμο σημείο) και ο άντρας εξακολουθεί να βρίσκεται στο στάδιο των παρακλήσεων. Στο Ε520* ο ερώμενος είναι αγόρι και το βλέμμα τού άντρα έχει καρφωθεί στον λαιμό του, η τελική όμως στάση δεν έχει επιτευχθεί ακόμα. Η διαφορά στο ανάστημα είναι σημαντική και ο άντρας πρέπει να βάλει τα σχεδόν διπλωμένα πόδια του έξω από τα πόδια του αγοριού. Οι θεοί προτιμούν 72. Στο χωρίο από τους Βατράχους, ο κύριος χτυπά τον δούλο, πιθανώς, επειδή ζήτησε δοχείο νυκτός (544) κι ο δούλος ήταν αφηρημένος* όμως έχουμε την τάση, που προέρχεται από διεστραμένη ζήλεια ή ανασφάλεια, να αντιδρούμε με θυμό στη σεξουαλική δραστηριότητα όσων βρίσκονται υπό την εξουσία μας. 73. Στη σημείωσή μου για το χωρίο αυτό, εσύστησα την προσοχή σε μια «συνηθισμένη αντίληψη, που υπάρχει στα χυδαία αστεία, ότι ένας ενήλικος άντρας δεν μπορεί να κάθεται στο κρεβάτι μόνος και ξύπνιος για πολύ, χωρίς να αυνανίζεται». Ο ΗεικΙοΓδοη, 220 υποσ. 45, πιστεύει ότι άντλησα την αντίληψη αυτήν από «τα Αγγλικά δημόσια σχολεία»* στην πραγματικότητα την πρωτοσυνάντησα σε εγερτήριο κάλεσμα, που χρησιμοποιούσαν οι Αμερικανοί στρατιώτες στην Ιταλία στα 1943, και την ξανάκουσα στο κινηματογραφικό έργο όπου λέγεται από έναν ανθρακωρύχο του Βαπΐδΐ€γ. Πάντως δεν διαφωνώ με τον ΗΰπάεΓδοη ότι η συμπεριφορά του Στρεψιάδη θέλει να δώσει στο ακροατήριο την εντύπωση του άποκρουστικού και χυδαίου. 73α. Στο Ε504, όπου ένας δούλος που πλήττει κάθεται στο έδαφος, περιμένοντας τον κύριό του να τελειώσει, το σημείο εισόδου του πέους φαίνεται να βρίσκεται ανάμεσα στο όσχεο και τον μηρό. Έμαθα από τον Εβίίηΐοη (σ. 150, 153 κ.ε.) ότι η διαμήρια σεξουαλική επαφή ονομάζεται «Αγγλικός τρόπος» και ότι «είναι συχνή στα οικοτροφεία». 74. Για το Μ482 πρβλ. σ.86.
108
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
την ίδια μέθοδο με τους ανθρώπους. Στο Ε603*, όπου ο Ζέφυρος πετά μακριά με τον Υάκινθο, που είναι ντυμένος, ο ζωγράφος έχει βάλει από πάνω το πέος του θεού, που με κάποιον τρόπο βρίσκει τον δρόμο του ανάμεσα στους μηρούς του Υάκινθου. Αρχικά η συγκεκριμένη λέξη, γ ι ’ αυτό το είδος σαρκικής επαφής, ήταν σχεδόν βέβαια διαμηρίζειν, δηλαδή, «κάνω ... ανάμεσα στους μηρούς ». Ό τα ν συναντάμε για πρώτη φορά τη λέξη στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, παίρνει αντικείμενο και των δύο φύλων (αρσενικό στον στίχο 706, θηλυκό στον 669), και στον 1254, όπου ο Πεισέταιρος απειλεί την Ίρ ιδα ότι θα «καρφώσει τα πόδια [της] στον αέρα» και θα την διαμηρίζειν, αναφέρεται πολύ φυσικά σε κάποιον από τους πολλούς τρόπους κολπικής επαφής από εμπρός (πρβλ. σ. 111). Η επιγραφή στο κάτω μέρος του Μ406, από την πλουσιότερη περίοδο ομοφυλοφιλικής εικονογραφίας, λέει «άποδος τό διαμήριον », που πρέπει να ερμηνευθεί «χάρισέ μου» (ή «ανταπόδωσέ μου») «την πράξη του διαμηρίζειν» (ή «πληρωμή για το διαμηρίζειν »), «που μου υποσχέθηκες» (ή «που είναι αυτό που μου ανήκει»).75 Στο Μ538* ένας άντρας κι ένας νέος, ο ένας απέναντι στον άλλον, είναι τυλιγμένοι με τον ίδιο χιτώνα και ίσως συνηθιζόταν η κάλυψη της ομοφυλοφιλικής επαφής, όρθια ή στο κρεβάτι, μ 9 αυτόν τον τρόπο* πρβλ. Ασκληπιάδης, 1.3 κ.ε.: « Ό τα ν οι εραστές κρύβονται τυλιγμένοι στον ίδιο χιτώνα», και την απεγνωσμένη προσπάθεια του Αλκιβιάδη (πρβλ. σ. 173) να παρασύρει ερωτικά τον Σωκράτη, γλιστρώντας κάτω από τον χιτώνα του. Η αθέατη δράση είναι βαρετό θέμα για τους αγγειογράφους, που προτιμούν να δείχνουν τον εραστή να προσκαλεί τον ερώμενο στον χιτώνα του (π.χ. Μ592) ή να χρησιμοποιούν τον χιτώνα ως βάθος.76 Η ομοφυλοφιλική πρωκτική επαφή αντίθετα από τη διαμήρια αναπαριστάνεται από τ ο υ ^ α γ γ ε ϊο γ ρ ^ συνομή^και«(ΚΔΐ6, Ε223*, ε 954** πρβλ. σ. 94 κ.ε.), κωμαστές (Κ74) η σατυροι (Ε1127*). Σήμερα πιστεύεται πλατιά ότι η πρωκτική επαφή είναι ο κατ’ εξοχήν τρόπος ομοφυλοφιλικής ολοκλήρωσης.77 Στην Ελληνική κωμωδία θεωρείται, με εξαίρεση τους Όρνιθες , 706, (βλ. πιο πάνω), ότι είναι ο μοναδι κός τρόπος (πρβλ. σ. 159)* και όταν η Ελληνιστική ποίηση κάνει μιαν αρκετά σαφή αναφορά σε όσα συμβαίνουν στο σωματικό επίπεδο, συναντάμε μόνο πρωκτική επαφή, ποτέ διαμήρια. Έ τσ ι ο Διοσκορίδης, 7, συστήνει σε κά ποιον φίλο να «βρίσκει ηδονή στα ρόδινα πισινά» της συζύγου του, όταν αυτή είναι έγκυος, «χρησιμοποιώντας την ως αρσενική Αφροδίτη» και ο Ριανός, 1, απευθύνεται εκστατικά στον «εξαίσιο πισινό» ενός αγοριού, που είναι τόσο όμορφος ώστε και οι γέροι νιώθουν φαγούρα γ ι ’ αυτόν. Ο Μελέαγρος, 90, απευθύνεται σ ’ ένα αγόρι, που η ομορφιά του μαράθηκε με την ωριμότητα: 75. Η ερμηνεία του ΚΐΌίδοΙιιηοΓ (89) είναι λίγο, όχι ουσιαστικά, διαφορετική. 76. Πρβλ. 5ο1ΐ2ΐιΐ6η6ιιι*δ (1965) και Βοαζ1ογ (1947), 203, 221 κ.ε. 77. Διορθωμένο από τον λΥεδίλνοοά, 129-31.
Ερωτική πολιορκία και σεξουαλική επαφή
109
Μια «τριχωτή προβιά» τώρα «κηρύσσει πόλεμο σ 9 όσους καβαλάνε από πίσω» και ο Μελέαγρος, 94, εκφράζοντας έρωτα για κάποια γυναίκα, απαρνιέται τους προηγούμενους ερώμενους και «το αγκάλιασμα του τριχωτού κώλου». Η ομοφυλοφιλική στοματική επαφή μοιάζει, όσον αφορά στην αγγειογραφία, αποκλειστικότητα των σατύρων (Μ271*, Εΐ 127*), αν και φαίνεται από τον Πολύβιο, χϋ 13, ότι στο τέλος του τέταρτου αιώνα ο Δημοχάρης, επιφανής φυσιογνωμία της Αθηναϊκής πολιτικής ζωής, κατηγορήθηκε από κάποιον κωμικό ποιητή78 ότι «ήταν ήταιρηκώςμε το άνω μέρος του σώματός του, ώστε δεν ήταν κατάλληλο πρόσωπο για να φυσήξει και ν 9 ανάψει την ιερή φλόγα». Ο Αισχίνης, ϋ 88, αποδίδει στον Δημοσθένη «σωματική μίανση — ακόμα και των οργάνων του λόγου» και το 1 του Θηβαίου Κράτη είναι λόγιο αστείο γ ι 9 αυτού του είδους τη δραστηριότητα. Αν είναι ορθή η ερμηνεία του ρήματος λαικάζεινως «γλωσσοδεψώ» (πρβλ. σ. 155 κ.ε.), η πεολειξία προϋποθέτει από ορισμένες βρισιές, αναφωνήσεις και σαρκασμούς στην κωμωδία. Θεωρείται σαφώς δραστηριότητα στην οποία εξαναγκάζεται ο ασθενέστερος σύντροφος από τον ισχυρότερο (σ. 111)78α και δεν υπάρχει πουθενά κανένας υπαινιγμός ότι άρεσε στον εραστή να παίρνει το πέος του ερώμενου στο στόμα του. Ο αυνανισμός άντρα από άλλον άντρα, που οραματίζεται ο Μελέαγρος, 77, φαντασίωση στην οποία οχτώ ερώμενοι απασχολούνται ταυτόχρονα με έναν εραστή, παραπέμπει — αλλά όχι με μεγάλη σαφήνεια — σ 9 ένα μελανόμορφο όστρακο, Μ702. Ό πω ς είδαμε, οι ομοφυλοφιλικές και ετεροφυλοφιλικές σκηνές ερωτοτροπίας, με τον τρόπο που απεικονίζονται από τους αγγειογράφους, είναι ουσιαστικά πανομοιότυπες. Η ολοκλήρωση όμως είναι ριζικά διαφορετική, εφόσον η διαμήρια επαφή είναι ο συνηθισμένος τρόπος απεικόνισης, όταν το σεξουαλικό αντικείμενο είναι άντρας, αλλά άγνωστη όταν είναι γυναίκα.79 Η εξέταση των τρόπων της ετεροφυλοφιλικής επαφής και των περιστάσεων όπου διενεργείται, απειλείται ή συμβολίζεται η πρωκτική επαφή, ίσως ρίξει
78. Αρχέδικος, απ. 4, το παίρνει στα σοβαρά ο Τίμαιος Ρ35(β). 78α. Πρβλ. ΕβΗηίοη, 156, για την πλατιά διαδεδομένη εχθρότητα προς την πεολειξία, εξαιτίας της αντίληψης ότι είναι πράξη «γυναικεία». 79. Η καμηλοπάρδαλη έχει αναπτύξει μια τεχνική ερωτοτροπίας, εκμεταλλευόμενη τα αισθητικά χαρίσματα του επιμήκους λαιμού της, που τον χρησιμοποιεί στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις αλλά όχι στο ετεροφυλοφιλικό ζευγάρωμα* η τεχνική αυτή καταλήγει σε στύση, καβάλημα και κάποτε αυτόματη εσκπερμάτωση ή απόπειρες να προκληθεί εκσπερμάτωση με την τριβή, αν και όχι (ως τώρα) σε εισαγωγή του πέους από τον πρωκτό* πρβλ. Ιηηΐδ, 258-60, Μοδδ, 45 κ.ε. Η παρατήρηση έχει προσφέρει παρόμοιες μαρτυρίες τα τελευταία χρόνια για άλλα είδη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να αποφεύγουμε τη χρησιμοποίηση του όρου «ομοφυλοφιλικός» σε σχέση με τα άγρια ζώα, αν εκπληρώνεται ο ορισμός που δίνεται στην αρχή του I Α 1. Μια Περουβιανή κοινότητα, που αναφέρεται από τον Τπρρ, 70 κ.ε., φαίνεται ότι διοχετεύει όλη τη σεξουαλικά υποκινούμενη συμπεριφορά της σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις* αν αυτό πράγματι συμβαίνει, αναιρεί τη γενίκευση του Καιίεη, 476.
110
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
κάποιο φως στους όρους με τους οποίους συμβατικά διατυπώνετο η σημαντι κή διάκριση ανάμεσα στην πορνεία και τον «νόμιμο έρωτα».
6. Ρόλοι κνριαρχίας και εξάρτησης Ό τα ν απεικονίζεται η ετεροφυλοφιλική σεξουαλική πράξη στην αγγειο γραφία, πολύ συχνά βλέπουμε τη γυναίκα να σκύβει (μερικές φορές ακουμπώντας τα χέρια στο έδαφος) ενώ ο άντρας είναι όρθιος και εισάγει το πέος του από πίσω και κάτω: Μ 134* Μ450* Μ518 ( ο άντρας γονατιστός)* Μ666* μ 676* κ 78* κ α 36* ΚΑ37* ε 361 *Ε434* ε 545* (η γυναίκα σχεδόν στηρίζεται στο κεφάλι της)* πρβλ. τα μ 60 και Μ586, όπου ο άντρας πλησιάζει αλλά δεν έχει εισάγει το πέος του ακόμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν χωρά αμφιβολία ότι το πέος εισάγεται στον πρωκτό και όχι στον κόλπο της γυναίκας.80Η σαφέστερη περίπτωση είναι το Μ51*, όπου οι βουβώνες, ζωγραφισμένοι προσεκτικά, βρίσκονται μακριά από το σημείο εισόδου και στο Ε543* ο ζωγράφος δεν είναι δυνατόν να αγνοούσε πόσο διάστημα είχε αφήσει ανάμεσα στο εφήβαιο και στο σημείο εισόδου του πέους. Σ> πολλές άλλες περιπτώσεις (π.χ. Μ670, ΚΠ16, ε 577*) το σημείο εισόδου είναι τόσο ψηλά ώστε είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο ζωγράφος είχε κατά νου την πρωκτική σεξουαλική επαφή. Η απεικόνιση κολπικής αναμφίβολα εισαγωγής του πέους από πίσω (π.χ. μ 51:6, ε 490) είναι σπανιότερη.81 Η χαρακτηριστική μορφή — η γυναίκα σκυφτή, ο άντρας όρθιος πίσω της — περιγράφεται στα τέλη του πέμπτου αιώνα σε ένα χωρίο του Αριστοφάνη (Θεσμ. 479-89), όπου ο ομιλητής είναι άντρας μεταμφιεσμέ νος σε γυναίκα και «ομολογεί» γυναικείες κατεργαριές: Ο άντρας μου κοιμόταν πλάι μου. Είχα κάποιον φίλο που μου τον είχε πετάξει όταν ήμουνα εφτά χρονώ και του έλειπα τόσο πολύ ώστε ήρθε και γρατζούνησε στην πόρτα μου. Κατάλαβα αμέσως ποιος ήταν, έτσι σηκώθηκα στις μύτες. Ο άντρας μου με ρωτά: «Πού πας;» «Τι, έχω τρομερό πόνο στην κοιλιά και πάω στο μέρος». « Ά ν τ ε , τράβα λοιπόν». Έ τσι μου ετοίμασε κυπαρισσόμηλα με άνηθο και φασκόμηλο κι εγώ έβαλα λίγο νερό στο μεντεσέ (ενν. της εξώπορτας) και πήγα έξω στον εραστή μου και με πήδηξε σκυφτή, δίπλα στο άγαλμα, ενώ κρατιόμουνα από τη δάφνη. * 80. Ορθά παρατηρήθηκε από την Ροιϊιογου, 144. Ο Πεισίστρατος διέκοψε με τον Μεγακλή, επειδή παντρεύτηκε την κόρη του Μεγακλή και «δεν ερχόταν σε σεξουαλική επαφή μαζί της με τον φυσιολογικό τρόπο» (Ηροδ. ί 61.1 κ.ε.), αλλά είχε σοβαρούς λόγους να μη θέλει να συλλάβει η γυναίκα του. 81 .0 ΟβνοΓβιιχ (1970), 21 υποσ. 1, θεωρεί την παρόρμηση για απεικόνιχτη της ετεροφυλοφιλικής πρωκτικής επαφής ως εκδήλωση ομοφυλοφιλίας (πρβλ. Ροπΐ€Γογ Ιοο. άί.) και μπορούμε εύκολα να υποπτευθούμε μιαν απόκλιση ανάμεσα στην ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή στην αγγειογραφία και σ ’ εκείνο που ο εραστής ήθελε πραγματικά να κατορθώσει.
Ρόλοι κυριαρχίας και εξάρτησης
111
Στον Πλούτο του Αριστοφάνη, 149-52, λέγεται για τις εταίρες της Κορίνθου ότι όταν φτάνει κάποιος πλούσιος πελάτης, «του δείχνουν τον πρωκτόν τους αμέσως», πράγμα που υποδηλώνει ότι οι εταίρες γενικά ίσως επέμεναν στην πρωκτική επαφή, ως απλό αντισυλληπτικό μέτρο. Η ερμηνεία αυτή δεν εξυπηρετεί στην περίπτωση των προπαρασκευών του γάμου στην Ειρήνη 869, του Αριστοφάνη, όπου ο δούλος αναγγέλλει: «Η νύφη (κατά λέξη, «το κορί τσι») έκανε μπάνιο κι ο πισινός της ( πυγή) είναι χάρμα!» Το απόσπασμα μοιάζει μάλλον να δείχνει κάποιαν αδιαφορία για το πραγματικό σημείο από το οποίο «τα οπίσθια» της νύφης του Τρυγαίου θα υποστούν τη διείσδυση. Στο ίδιο, 876, ο πρωκτός της Θεωρίας φαίνεται να είναι το κέντρο του θαυμασμού. Η κολπική εισαγωγή του πέους από εμπρός, με τη γυναίκα ξαπλωμένη ύπτια, παρουσιάζεται στο Ε247 (νέος και γυναίκα κάτω από την ίδια κουβέρ τα). Η γυναίκα μπορεί να σηκώσει τα πόδια της ψηλά και να τα ακουμπήσει στους ώμους του άντρα, όπως στα Μ662, ε 192, ε 506, ε 507 (στο Ε490 ένας νέος αναγκάζει τη γυναίκα να σηκώσει τα πόδια της ψηλά). Τα χωρία του Αρ. ( Όρνιθες 1254): «θα σου σηκώσω τα πόδια ψηλά!» και (Λυσ . 229): «δεν θα σηκώσω τις παντόφλες μου ψηλά προς το ταβάνι!», αναφέρονται σ ’ αυτόν τον τρόπο. Ορισμένες φορές ο άντρας στέκεται όρθιος και η γυναίκα μπλέκει τα πόδια της γύρω του* αυτή είναι ουσιαστικά η στάση που παρουσιάζει το Μ694, όπου πάντως οι γυναίκες έχουν στη διάθεσή τους σκαμνάκια, που μοιάζουν με μανιτάρια, για να στηρίζονται. Στο Ε970* ο'νέος κάθεται στην καρέκλα και η γυναίκα ανεβαίνει στην καρέκλα έτσι ώστε να μπορεί να κατεβάσει το σώμα της πάνω στο πέος του όταν κάτσει. Η «πολιτική νίκη» της γυναίκας σε πρηνή ή καθιστή στάση πάνω σε ύπτιο άντρα φαίνεται ότι μένει χωρίς παράδειγμα στην αγγειογραφία, αν και ίσως επίκειται σ ’ ένα τμήμα του περίπλοκου όργιου του Ε1151. Οι Σφήκες 501 και οι Θεσμ. 153, του Αριστοφάνη, αναφέρονται παρ’ όλα αυτά στη στάση της «ιππασίας», στην οποία η γυναίκα καθόταν σαν αναβάτης ιππαστί πάνω στον άντρα. [ ^Ι^χ-εχώιαφέραυσα αντίθεση διαφαίνεται ανάμεσα στην ετεροφυλοφιλικη επαφή και τη διαμήρια δραστηριότητα, που αποδίδεται στον εραστή και τον ερώμενο από τους αγγειογράφους. Η γυναίκα είναι σχεδόν μόνιμα σε «υποδεέστερη» θέση, ο άντρας «κυρίαρχος»* η γυναίκα σκυμμένη ή ανάσκελα ή ακουμπισμένη κάπου, ο άντρας όρθιος ή από πάνω. Στη διαμήρια επαφή, από την άλλη μεριά, ο ερώμενος στέκεται ολόισιος και ο εραστής είναι εκείνος που γέρνει το κεφάλι και τους ώμους. Η αντίθεση υπάρχει επίσης σε σχέση με εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «γενική διαπερατότητα». Απέναντι στην απουσία σκηνών ανθρώπινου στοματικού ομοφυλοφιλικού έρωτα πρέπει να τοποθετήσουμε σκηνές στις οποίες ένας νέος χώνει το πέος του στο στόμα γυναίκας (Ε 156* πρβλ. ε 223*) ή ένας άντρας απειλεί μια γυναίκα με ραβδί και την αναγκάζει να «τον πλησιάσει σε χαμηλότερο επίπεδο» ( ε 5 18). Η φιλοφρόνηση δεν ανταποδίδεται. Το ε 192, όπου μια γυμνή γυναίκα, που χοροπηδά πάνω από έναν νέο, ο οποίος πέφτει, έτσι ώστε το πρόσωπό του
112
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
απέχει από το αιδοίο της λίγα εκατοστά, δεν δικαιούται να χαρακτηριστεί αιδοιολειξία και κάποιος Αριφράδης, που πίστευαν ότι του άρεσε η δραστη ριότητα αυτή, κατηγορείται στους Ιππείς τ ου Αρ., 1280-9, και στους Σφήκες 1280-3, με λεξιλόγιο μίσους και αποστροφής, διατυπωμένο τόσο κατηγορη ματικά ώστε υποδηλώνει ότι το θέμα έβαλε σε δοκιμασία το Αριστοφανικό αίσθημα του κωμικού (ένα χρόνο μετά τους Σφήκες, στην Ειρήνη 883-5, το ύφος της αναφοράς στον Αριφράδη είναι αβρότερο).82Διπλή εισαγωγή πέους είναι το παιχνίδι στα Ε156 και ε 223*. Στο πρώτο ένας άντρας ανοίγει τα πόδια γυναίκας, που παίρνει το πέος νέου στο στόμα της, ενώ στο άλλο μια γυναίκα, παρόμοια απασχολημένη, είναι έτοιμη να της σπρώξει ένας νέος όλισβο (τεχνητό πέος) μέσα της. Είναι πιθανό ότι το τρίο του Ε898 εννοείται ότι θα καταλήξει στην ταυτόχρονη εισαγωγή του πέους δύο ανδρών, ενός στον κόλπο και ενός στον πρωκτό της γυναίκας.83 Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για την απόλαυση της συνουσίας από τη γυναίκα στα (π.χ.) Μ49 και Ε506 και, όταν υιοθετείται η μετωπική στάση, οι δύο σύντροφοι κοιτάζονται τρυφερά. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον ερώμε νο, που κοιτάζει εμπρός ενώ το πρόσωπο του εραστή τού είναι αθέατο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι γυναίκες παρουσιάζονται από τους ζωγράφους να ικανοποιούν τις σεξουαλικές τους ορέξεις με τεχνητά μέσα, όπως οι όλισβοι. Τα Ε 132 καΠΞ212 δείχνουν μια γυναίκα με δύο ολίσβους, τον δεύτερο για τον πρωκτό της, στο ε 132, και για το στόμα της στο Ε212. Στο ε 152 ένας όλισβος κρέμεται στο βάθος ενώ γυναίκες πλένονται. Στο Ε227 μια γυναίκα κραδαίνει όλισβο ενώ ένας σάτυρος τής εισάγει το πέος του. Στο Ε ΐ 163 γυναίκες χαμηλώνουν το σώμα τους προς στερεωμένους ολίσβους. Στο Εΐ 14 μια γυναίκα χαμηλώνει προς την αιχμηρή βάση ενός αμφορέα. Στο Ε593 γυναίκα πίνει από σκεύος με λαιμό που μοιάζει με πέος, πρβλ. τα Ε414*, Ε1071*, δοχείο με ολίσβους (ίσως έχουν όμως θρησκευτικό νόημα).84 Η κωμωδία αναφέρεται στη χρήση ολίσβων από τις γυναίκες (όπως αναφέρεται συχνά στην πλεονεξία και τη μέθη τους), ιδιαίτερα στη Λνσ. του Αρ., 107-9, (όπου σημειώνεται ότι ο όλισβος γίνεται από δέρμα) και στο €ΟΕ, 62.16-28 («τόσο όμοιο με το γνήσιο πράγμα ... όσο το φεγγάρι με τον ήλιο»). Στην Ελληνιστική περίοδο ο Ηρώδας, 6 και 7, αναφέρεται στην αγορά ολίσβου από κάποιον διακριτικό κι επιδέξιο υποδηματοποιό, τον οποίο είχε συστήσει μια γυναίκα σε άλλη. Ό πω ς οι γυναίκες, αλλά αντίθετα με τους όρθιους ερώμε-
82. ' Ενας λύχνος στο μουσείο του Ηράκλειου (Μ&Γοαάβ) απεικονίζει πεολειξία ύπτιου άντρα από γυναίκα, το αιδοίο της όμως βρίσκεται ψηλότερα από το πρόσωπό του τόσο ώστε δεν μπορεί να το φτάσει. Ο Γαληνός, χίί 249 (ΚίίΗη), ισχυρίζεται ότι είναι γεγονός πως «μας είναι αποκρουστικότερος» ο φοινικισμός από την πεολειξία. 83. Συνηθισμένη φαντασίωση στην αρχαία και τη σύγχρονη πορνογραφία* κατά πόσον είναι εφικτή ομολογώ ότι δεν γνωρίζω. 84. Πρβλ. ΟΰΐιβηεΓ, 65-7* και πρβλ. σ. 144 παρακάτω για τους φαλλούς.
έκ Διός άρ^ώμεσθα. Ο Δίας απάγει τον Γανυμήδη. Αυτό το πήλινο αγαλματίδιο, ένα μέτρο ψηλό περίπου, κατασκευάστηκε γύρω στα 470 π.Χ. Τα κομμάτια του βρέθηκαν σε διάφορες εποχές, κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων, στην Ολυμπία.
επάνω Ένας άντρας προσπαθεί να φιλήσει τον νεαρό, με τον ο ποίο μοιράζεται το ανάκλιντρο, σε κάποια γιορτή. Αυτό είναι τοι χογραφίας τάφου της Ποσειδωνίας στη νότια Ιταλία και πιθανή χρονολογία του είναι οι αρχές του πέμπτου αιώνα π.χ.
Μ16 αριστερά Άντρας ερωτοτ}5οπεί με νεαρό. Το πουλί, που κρατά ο νεαρός, είναι δώρο ερω τικής πολιορκίας. μ51 απέναντι σελίδα , επάνω 'Α-
ν^)ες σε σεξουαλική επαφή με γυ ναίκες. Η εισαγωγή του πέους γί νεται σαφώς από τον πρωκτό, όχι από τον κόλπο. απέναντι σελίδα, κάτω Ο ά ντρας χωρίς σύντροφο ικετεύει έ ναν νέο, ο οποίος τον απορρίπτει.
μ 76 Άντρας πολιορκεί ερωτικά νέον με επιβλητική διάπλαση.
μ80 Σάτυροι με χαρακτηριστικά διογκωμένα γεννητικά
όργανα, εκτεθειμένη βάλανος. μ
114 Διαμήρια σεξουαλική επαφή άντρα και νέου.
μ242 Αφηρημένο θέμα αμφίβολου σεξουαλι κού συμβολισμού. μ250 ' Αντρες που πολιορκούν ερωτικά νέους
κι ένα ζευγάρι σε σεξουαλική επαφή. Το ελαφάκι και το κοκοράκι είναι δώρα ερωτικής πολιορκίας.
μ342 Μυώδης νέος αντιστέκεται στην προσπάθεια ενός άντρα να αγγίξει τα γεννητικά του όργανα. μ370 Δύο σάτυροι, ο ένας με πέος αλόγου, και τεράστιος
φαλλός. Πρόσεξε το μάτι πάνω στη βάλανο. μ 462
Παλαιστές. Πρόσεξε την πόσθη σε σχήμα χω-
μ470 Τρυγητές. Πρόσεξε τα εμφανή γεννητικά όρ γανα των επάνω μορφών. μ486 Διαμήρια σεξουαλική επαφή άντρα και νέου. μ494 Πουλί που θυμίζει πουλί-φαλλό (πρβλ. ε414).
μ502 Άντρας πολιορκεί ερωτικά νέον. Για τα στεφάνια πρβλ. μ27Ι. Ο σκύλος ίσως είναι
δώρο ερωτικής πολιορκίας; μ538 Άντρας και νέος τυλιγμένοι με τον ίδιο χιτο>να. Πιθανόν πρόθεση του καλλιτέχνη είναι να
εννοήσουμε ότι έρχονται σε σεξουαλική επαφή.
.
1* *
' ·
μ598 Άντρας πολιορκεί ερωτικά αγόρι κι ένα αγόρι αντιδρά με τρυφερότητα στις ΡΛ/ΛΤΛΤΛΛΙΤΙ Ο Γ Π\;ΤΠΓί
μ634 Τ ο ζεύγος αριστερά αποτελούν ένας άντρας κι ένας νέος (ζωγραφισμένοι μαύροι), που έρχονται σε διαμήρια σεξουαλική επαφή. Ό λ α τα άλλα ζεύγη αποτελούνται από έναν άντρα και μια γυναίκα. βμ 16 Γελοιογραφία
ρα.
του Δία με τον κεραυνό του. Η έκθεση της βαλάνου έχει κωμικό χαρακτή-
βμ24 αριστερά Ένας τριχωτός σάτυρος αυνανίζεται ενώ σπρώχνει υποκατάστατο πέους στον πρωκτό του.
κ19 επάνω Αφηρημένο θέμα, που θυμίζει πρωκτό ή (πρβλ. ε55) θηλή. κ28 κάτω αριστερά Αφηρημένο θέμα που θυμίζει ταυτόχρονα γλουτούς, μηρούς και γυναικεία γεννη τικά όργανα. κ32 κάτω Αφη ρημένο θέμα, που θυμίζει τα γυναικεία γεννητικά όργανα.
ε27 Νέος αγκαλιάζει αγόρι, που αντιδρά
ευνοϊκά. ε55 απέναντι σελίδα Ο Θησέας απάγει
την Κορώνη. Πρόσεξε την ομοιότητα των δύο προσώπων, τους ογκώδεις μη ρούς της Κορώνης και το αραιό ηβικό τρίχωμα του Θησέα.
ε59 Νεαρός αγκαλιάζει αγόρι, που
δρά ευνοϊκά. ε82 Νεαρός ψηλαφεί γυναίκα.
Λ
Η177 Ο Ορέστης φονεύει τον Αίγισθο. Πρόσεξε τη θέση και το σχήμα του ξίφους. ε 189 Νέος
αστείου.
βάζει ένα δάχτυλο στον πρωκτό ενός άλλου νέου, ίσως προσβολή με χαρακτήρα
ε 196
(α) Νέοι πολιορκούν ερωτικά αγόρια, των οποίων ποικίλλει ο βαθμός αντίστασης. Πρόσεξε ότι ορισμένα αγόρια έχουν μαύρα μαλλιά και άλλα ξανθά. 196 (β) Νέοι πολιορκούν ερω τικά γυναίκες. ε
ε200 Νέοι συμπόσιο
σε
ε207 Γυναίκα ε-
πιψηλαφεί άλλη γυναίκα.
ε219 Νέος πλένεται.
Ε223 Ο νέος αριστερά, ανυπόμονος ίσως ε πειδή πρέπει να περιμένει στη σειρά, ενοχλεί έναν άλλο νέο.
ε243 Μια ομάδα νεαρών επιδίδεται σε περίπλο
κη σεξουαλική δραστηριότητα. ε259 Άλογο-φαλλός. Ε283 Άντρας αγκαλιάζει νέον σε συμπόσιο.
Έ295 Άντρας σε συμπόσιο εκμεταλλεύεται μια
στιγμιαία ευκαιρία για ν ’ αγγίξει τα γεννητικά όργανα αγοριού.
ε303 Νέος αγκαλιάζει κορίτσι.
ε305 Αγόρι νικητής αθλή ματος. η3 13 Νεαροί
αθλητές.
ε328 Ηρακλής. Πρόσεξε τους μυς του και (πρβλ. ε699) πόσο μικρά είναι τα γεννητικά του όργανα.
ε336 Νέος μεταφέρει ογκώδη αμφορέα για αποθήκευση αγαθών.
ε348 Ο Δίας κυνηγά τον Γανυμήδη (δες την εικόνα στην αρχή του βιβλίου). Ο Γανυμήδης είναι κοκινομάλλης και δεν έχει ηβικό τρίχωμα. Το κοκοράκι (πρβλ. μ16, μ250) είναι δώρο ερωτικής πολιορκίας του Δία.
Ε373επάνω Νέος με πολύ μικρό
πέος. ε406 απέναντι σελίδα και δεξιά Ο Ποσειδώνας κυ
νηγά νέον.
ε414 Γυναίκα, που μεταφέρει πουλί-φαλλό, ξεσκεπάζει δοχείο γεμάτο φαλλούς· πρβλ. η1071.
ε422 Τα Γηρατειά (νικημένα από τον Ηρακλή). Τα γεννητικά όργα να των Γηρατειών, σύμφωνα με τα Ελληνικά κριτήρια, είναι τόσο ά σχημα όσο και το πρόσωπό τους.
ε455 Γυμνός άντρας με ασυνήθιστα μεγάλη τριχοφυΐα. ε456 Άντρας με πέος πολύ μεγαλύτε ρο από τον νέο του ε458.
ε458 Νέος ντύνεται. ε462 Όρθιος νέος με μικρά
γεννητικά όργανα και καθιστός άντρας (που κάνει εμετό) με μεγαλύτερα γεννητικά όρ γανα.
ε471 Γυναίκα προετοιμάζεται να πλυθεί.
ε472 Νέος μέταφέρει καλάθια με κοντά
ρι.
Ε494 Νέος σε χαλαρή στάση.
ε498 Βιαστικός νέος. Πρόσεξε τα εμφανή γεννητικά όργανα. ε502 Διαμήρια σεξουαλική επαφή άντρα και
νέου. Ο λαγός είναι δώρο ερωτικής πολιορ κίας.
ε 520 Ά ντρ α ς και αγόρι παίρνουν θέση για διαμήρια σεξουαλική επαφή.
ε543 Άντρας σε πρωκτική σεξουαλική επαφή
με γυναίκα.
ε545 Η στάση της γυναίκας δηλώνει (παρά την κατεύθυνση του αντρικού πέους) ότι πρό θεση του ζωγράφου είναι η απεικόνιση κολ πικής σεξουαλικής επαφής. ε547 Αγόρι απορρίπτει νέ-
ον.
ε573 επάνω Ένας άντρας κι ένας νέος ή αγόρι παίρνουν θέση για διαμήρια σεξουαλική επαφή.
ε577 κάτω Άντρας σε πρωκτική σεξουαλική
επαφή με γυναίκα.
ε651 Τ ο πέος αγοριού ψηλαφείται από έναν μεγαλύτερο άντρα. ε659 Ο Ορφέας φονεύεται από τις μαινά
δες. Πρόσεξε την ομοιότητα του προσώ που του άντρα και της γυναίκας.
ε699 Ο Ηρακλής ανατρέπει τον Βούσιρη, βασιλιά της Αίγυπτου. Με σχολαστικότητα οι Αιγύπτιοι απεικονίζονται περίτμητοι. Για το μικρό μέγεθος του πέους του Ηρακλή πρβλ. ε328.
ε 712 Άντρες και νέοι πλευρίζουν γυναίκες. Πρόσεξε τις σωματικές ομοιότητες μεταξύ νέων και γυναι κών.
ε750 Νέος και γυναίκες. Πρόσεξε την ομοιότητα των
προσώπων. ε758 Δίας και Γανυμήδης· πρβλ. ε348.
ε 783
Ο Απόλλωνας επιδεικνύεται σε Μού
σα. ε 791
Άντρας προσφέρει κοκοράκι σε απαθές αγόρι.
£82^ Ο Δίας ορμά με α πλωμένα χέρια στον αμυνό μενο Γανυμήδη. ε833
Το ίδιο
Νέος εκλιπαρεί απαθές αγό ρι. ε 867
ναίκα.
Άντρας εκλιπαρεί γυ
ε 934
Άντρας προσπαθεί να γνωριστεί με νέον κατά τη διάρκεια θυσίας.
Αγόρι ετοιμάζεται να κάτσει στα πόδια άλλου αγοριού για πρωκτική σεξουαλική επαφή. ε954
ε 958
Αγόρι (δεξιά) στέκεται σε χαλαρή στάση. Πρόσεξε το γυναικείο σχήμα των γοφών του.
ε 1047 Αγόρι πλένεται. Πρόσεξε πόσο εμφανή είναι τα γεννητικά του όργανα.
ε1071 Γυναίκα με καλάθι γεμάτο ολίσβους ή φαλλούς· πρβλ. Ε414.
Σάτυροι απολαύουν πεολειξία και πρωκτική (ή διαμήρια ανάποδα;) σεξουαλική επαφή.
ε 1 127
ε 1 135 Γυναικεία στήθη και α ντρικοί γοφοί στον ίδιο κορμό.
ε ς 12 Φτερωτός νέος με κάπως ερ μαφρόδιτη εμφάνιση.
Η μορφή, στον λαιμό του αγγείου είναι αναμφισβήτητα ερμα φρόδιτη. ες20
Ρόλοι κυριαρχίας και εξάρτησης
113
νους του κόσμου των αγγειογράφων, ο σάτυρος σίγουρα απολαύει την εισα γωγή πέους από τον πρωκτό του. Στο ΒΜ24* ένας άγριος και τριχωτός σάτυρος βυθίζει ένα ραβδί στον πρωκτό του ενώ αυνανίζεται και στο ΚΔ12 ένας σάτυ ρος χαμηλώνει προς στερεωμένο όλισβο. Κάποτε οι αγγειογράφοι διασκεδά ζουν δίνοντας ονόματα στους σατύρους, στα οποία παίζουν σπουδαίο ρόλο στοιχεία που σημαίνουν «πέος», «βάλανος», «στύση» και τα παρόμοια85 κι ένας σάτυρος στο Ε44 ονομάζεται Φλεβοδόκος , κατά λέξη «φλεβοδέκτης»· η λέξη φλέψ είναι γνωστό ότι εχρησιμοποιείτο με διάθεση αστεϊσμού αντί της λέξης πέος.86 Αν ένας αξιοπρεπής ερώμενος: α) δεν επιζητεί ή δεν αναμένει αισθησιακή ηδονή από την επαφή με εραστή,87 β) αποφεύγει κάθε επαφή ώσπου να αποδειχθεί ότι ο εραστής αξίζει να του γίνουν παραχωρήσεις, γ) δεν επιτρέπει την εισαγωγή πέους στο σώμα του από οποιαδήποτε οπή,88 δ) δεν εξομοιώνεται ποτέ με γυναίκα, παίζοντας τον ρόλο του υποδεέστε ρου, σε μια στάση επαφής, ε) και εάν συγχρόνως ο εραστής θα επιθυμούσε να παραβεί ο ερώμενος τους κανόνες (γ) και (δ), να ακολουθήσει κάποιαν ελαστικότητα στην τήρηση του κανόνα (β) κι ακόμα ίσως να παραβλέπει λίγο τον κανόνα (α) κάπου κάπου, σε ποιες περιπτώσεις ενδίδει πραγματικά ένας άντρας στην εισαγωγή του πέους ενός άλλου άντρα από τον πρωκτό του και πώς βλέπει η κοινωνία αυτήν την παράδοση; Χωρίς αμφιβολία στα μάτια των Ελλήνων, ο άντρας, που παραβαίνει τους «κανόνες» του νόμιμου έρωτα, αποκόπτεται από τις τάξεις του αντρικού πληθυσμού των πολιτών και κατατάσσεται στις γυναίκες και τους ξένους. Ο πόρνος συμπεραίνεται ότι παρέβη τους κανόνες μόνο και μόνο επειδή η οικονομική του εξάρτηση από τους πελάτες τον αναγκάζει να κάνει όσα θέλουν εκείνοι να κάνει. Και αντίστροφος, κάθε άντρας, που πιστεύεται ότι έχει πράξει όσα ο μεγαλύτερος του ομοφυλόφιλος σύντροφος (ή σύντροφοι) επιθυμούσε να πράξει, συμπεραίνεται ότι έχει εκπορνευθεί. Ο Τίμαιος (Ρ124Β), σύμφωνα με τον Πολύβιο, χϋ 15.1, ισχυριζόταν ότι: 85. Πρβλ. Οι&ΓίοΙΙε Ργ&πΙ^οΙ, 24 κ.ε., 74, και για άλλα παραδείγματα Μ31 (Αόφιος συγγενικό προς το δέφεσθαι, «αυνανίζομαι», και Ψωλάς, που παράγεται από το ψωλός, «με τραβηγμένη την πόσθη»). 86. Πρβλ. ΗεηάοΓδοη, 124. 87. Από τη Ρωμαϊκή εποχή έχουμε μιαν εντυπωσιακή έκφραση γνώμης στον Ερωτικό του Πλούταρχου, 768&: «Ό σους απολαύουν τον παθητικό ρόλο θεωρούμε ως τους κατώτερους από τους κατώτερους και δεν τρέφουμε τον παραμικρό σεβασμό ή αγάπη γι' αυτούς». 88. Ο >^65ΐ>νοο<1,133 κ.ε., σημειώνει ότι οι ομοφυλόφιλοι, που ασκούν τη διαμήρια σεξουα λική επαφή ή τον αμοιβαίο αυνανισμό και απορρίπτουν την πρωκτική επαφή, τείνουν να έχουν μιαν «πνευματική άποψη για την ομοφυλοφιλία». Βλέπε υποσ. 77 πιο πάνω.
114
II Η Δίωξη τον Τίμαρχον
Ο Αγαθοκλής, στην πρώτη του νεότητα, ήταν κοινός πόρνος, διαθέσιμος στους περισσότερο έκλυτους (κατά λέξη, «που περισσότερο από όλους δεν είχαν αυτοέλεγχο»), μιά καλιακούδα, ένα γεράκι, που έβαζε τα πισινά του μπρος σ ’ όποιον το ’θελε.
Η καλιακούδα συμβολίζει πιθανώς εδώ την απερισκεψία και την αναί δεια. Το γεράκι, στα αρχαία τριόρχης, «αυτός που έχει τρεις όρχεις», ενδεχο μένως συμβολίζει την ακόρεστη λαγνεία, που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τον πραγματικό πόρνον. Δεν αποποιείτο τον ρόλο του άντρα πολίτη μόνον επειδή εξομοιώνει τον εαυτό του με γυναίκα στη σεξουαλική πράξη ο ενδοτικός άντρας, αλλά επίσης επειδή αποφάσιζε να γίνει θύμα πράξης, που θα μπορούσε να συνιστά ύβριν αν το θύμα ήταν απρόθυμο. Σκεπτικό των ανελέητων κυρώσεων, που επέβαλλε ο Αττικός νόμος κατά της ύβρεως, ήταν ότι ο δράστης ατίμαζε ( άτιμάζειν ) το θύμα του,89 στερώντας του την κοινωνική του θέση ως πολίτη σύμφωνα με τον νόμο. Και η κοινωνική θέση ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί μόνο με μήνυση, η οποία ουσιαστικά καλούσε την κοινότητα ν 9 ανατρέψει την κατάσταση και να εξοντώσει τον δράστη. Αν κάποιος αποφάσιζε να χρησιμοποιηθεί ως αντικείμενο στη διάθεση άλλου πολίτη, αυτό εσήμαινε ότι παραιτείτο από την ιδιότητα του πολίτη. Αν δεν είναι ακόμα αρκετά σαφές γιατί αυτή ήταν η γνώμη για την επιλογή του πόρνου, θα πρέπει να γίνει σαφές, όταν θυμηθούμε περιπτώσεις στις οποίες η ομοφυλοφιλική πρωκτική επαφή δεν θεωρείται ούτε εκδήλωση αγάπης ούτε αντίδραση στο ερέθισμα της ομορφιάς, αλλά επιθετική πράξη, που φανερώνει την ανωτερότητα του ενεργητικού απέναντι στον παθητικό σύντροφο. Στον Θεόκριτο, 5, όπου ο Λάκωνας, ο βοσκός, και ο Κομάτας, ο γιδοβοσκός, συναγωνίζονται στο τραγούδι, συναγωνισμός στον οποίο η κτηνωδία και η χλεύη παίζουν σημαντικό ρόλο, ακούμε στους στί χους 39-43: ΛΑΚΩΝΑΣ: Πότε να θυμηθώ ότι έμαθα ή άκουσα τίποτα καλό από σένα ...; ΚΟΜΑΤΑΣ: Ό τα ν μπήκα στον κώλο σου ( πνγίζειν) και σε πόνεσε. Και οι κατσίκες έτρεχαν βελάζοντας και ο τράγος τις καβαλούσε. ΛΑΚΩΝΑΣ: Εύχομαι ο τάφος σου να μην πάει βαθύτερα απ’ όσο εσύ στον κώλο μου!
Είναι αρκετά κοινότοπο αστείο ότι οι βοσκοί βρίσκουν παρηγοριά στη μοναξιά τους και ικανοποιούνται με ζώα ή ο ένας με τον άλλο. Εδώ όμως ο Κομάτας θριαμβεύει, θυμίζοντας στον Λάκωνα μια φορά που αυτός είχε παίξει τον ρόλο του αρσενικού ζώου και ο Λάκωνας τον ρόλο του θηλυκού. Το
89. Ρητ., Αριστοτέλη, 1378&29 κ.ε., Δημ., χχί 74. Το ρήμα, που υποδηλώνει επίσημη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, είναι το άτιμουν, αλλά το ουσιαστικό άτιμία αντιστοιχεί και προς το άτιμάζειν και προς το άτιμουν.
Ρόλοι κυριαρχίας και εξάρτησης
115
γεγονός ότι η ενέργεια αυτή πλήγωσε τον Λάκωνα, που παρ’ όλα αυτά την υπέμεινε, αποτελεί μέρος του θριάμβου του Κομάτα και η απάντηση του Λάκωνα κακόβουλον υπαινιγμό κατά του ανδρισμού του Κομάτα. Παρόμοια χορδή θίγεται ΐύίά, 116-9: ΚΟΜΑΤΑΣ: Δε θυμάσαι όταν κόλλησα μέσα σου κι εσύ χαμογελούσες και κουνούσες την ουρά σου μπρος πίσω πολύ όμορφα, βαστώντας εκείνη τη βελα νιδιά; ΛΑΚΩΝΑΣ: Ό χ ι, δε θυμάμαι — θυμάμαι όμως πολύ καλά εκείνη τη φορά που ο Ευμάρας σ ’ έδεσε και σου ’ριξε ένα βρομόξυλο!
Το προσβλητικό στοιχείο εδώ είναι ότι στον Λάκωνα άρεσε να παίζει τον ρόλο της γυναίκας (να πιάνεται από το δέντρο, όπως η νεαρή σύζυγος στον Αριστοφάνη). Τώρα ο Λάκωνας αρνείται ότι αυτό συνέβηκε ποτέ και το ύφος της απάντησής του δείχνει με τι μάτι βλέπει την προσβολή του Κομάτα. Στα αρχαία Σκανδιναβικά έπη ο ισχυρισμός ότι «ο X χρησιμοποιεί τον Υ σαν γυναίκα του» είναι αβάσταχτη προσβολή για τον Υ, δεν αντανακλά δυσμενώς όμως στην ηθική του X.90 Ανθρωπολογικά στοιχεία δείχνουν ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες, σε διά φορες εποχές και τόπους, έχουν υποβάλει τους ξένους, τους νιόφερτους και τους καταπατητές σε ομοφυλοφιλικό πρωκτικό βιασμό, υπενθυμίζοντάς τους έτσι την υποδεέστερη κοινωνική τους θέση.91 Ο Έ λληνας θεός Πρίαπος, φύλακας των περιβολιών και των κήπων, αναπαριστάνετο με ογκώδες πέος, έτοιμος να διεμβολίσει τους κλέφτες και των δύο φύλων.92Σε πολλά πρωτεύο ντα είδη, άγρυπνα αρσενικά αντιδρούν με στύση του πέους, όταν απειλείται καταπάτηση των συνόρων της κοινότητας.93 Ορισμένοι τύποι ορόσημων —στους οποίους θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε τις ιθυφαλλικές ερμαϊκές στήλες, που συνήθως έστεκαν πλάι στις Αθηναϊκές εξώπορτες — υποδει κνύουν ότι αυτός ο τύπος συμπεριφοράς εκτείνεται και στο ανθρώπινο είδος.94 Σε διάφορα είδη ζώων πάλι, η ιεραρχία ανάμεσα στα αρσενικά της κοινότητας εκφράζεται κατά κανόνα με την παρουσίαση του πισινού από τους υποδεέστε ρους στους ισχυρότερους αρσενικούς (η επίβαση όμως του ισχυρού είναι επιπόλαιη και συμβατική).95 Οι χυδαίες εκφράσεις σε πολλές γλώσσες χρη 90. Πρβλ. ν&η§§33Γ(1, 76-81. 91. Πρβλ. ΡεΗΗηβ, 18-27, ναη§§&Ηΐχ1, 101-12. Ο Κ&Γίεη, 414, παρατηρεί ότι οι άνθρωποι, αντίθετα από πολλά είδη ζώων, όπου υπάρχει τελετουργική ομοφυλοφιλική «παράδοση», μπο ρούν να ολοκληρώσουν μια γενετήσια πράξη «εκφράζοντας μια σχέση δυνάμεως». Η ταινία του ΙοΗη Βοοηη&η, Λύτρωση (Ό οΙίνεΓ & η οε), εκμεταλλεύεται εντυπωσιακά το θέμα αυτό, παρουσιάζο ντας την κακοποίηση των αστών καταπατητών από χωριάτες κυνηγούς. 92. Πρβλ. ΗεΠ6Γ (1932), 209-221, ΡεΗΗη^, 7-14, 18-20. 93. Πρβλ. ΡεΗΙίηβ, 8-11. Έχω δει με τα μάτια μου την αντίδραση αυτή από εξαγριωμένους ή φοβισμένους αιχμάλωτους πιθήκους. 94. Πρβλ. Ρείιϋηβ, 7 κ.ε. 95. Πρβλ. ϋ .Ι . ^€81, 116, ν&η§£&Σίπ1, 71-5. Η αντιλόπη (οΐ&ικί) πάντως, αντιστρέφει τη
116
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
σιμοποιούν τη λέξη «πούστης» ή «γαμημένος» με την έννοια του «ηττημένος», «νικημένος»96 κι ένα Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο (Ε ΐ 155) είναι εικονογραφη μένη ανάπτυξη αυτής της αντίληψης.97 Έ να ς άντρας με Περσική περιβολή, που μας πληροφορεί: «Είμαι ο Ευρυμέδοντας. Είμαι σκυμμένος», ευθυγραμμί ζει τη στάση του με τα λόγια του, ενώ ένας Έ λληνας, κρατώντας το μισοσηκωμένο πέος του, προχωρεί προς το μέρος του Πέρση με εντυπωσιακές χειρο νομίες. Αυτό εκφράζει τη θριαμβολογία των «αρρενωπών» Αθηναίων για τη νίκη τους επί των «θηλυπρεπών» Περσών, κοντά στον ποταμό Ευρυδέμοντα, στις αρχές της δεκαετίας του 460* η επιγραφή διαλαλεί: «Γαμήσαμε τους Πέρσες!» Η περίεργη Αθηναϊκή μεταχείριση των μοιχών βασίζεται στην επιβολή του γυναικείου ρόλου από έναν ισχυρότερο άντρα σ 9 έναν ασθενέστερο. Ο σύζυγος θύμα ή ο φύλακας της γυναίκας, που συνελάμβανε τον μοιχό επ’ αυτοφώρω, μπορούσε να τον σκοτώσει, εναλλακτική λύση όμως ήταν δυνατόν να αποτελέσει η υποβολή του μοιχού σε οδυνηρές ταπεινώσεις, όπως το κάψιμο του ηβικού του τριχώματος και το ραπανάκι, που δια της βίας έσπρω χναν στον πρωκτό του (Αρ., Ν εφέλες 1083 κ.ε.· πρβλ. Λουκιανού, Π ερεγρίνος 9). Οι γυναίκες συχνά περιόριζαν το ηβικό τους τρίχωμα καψαλίζοντάς το,98 έτσι η τιμωρία του μοιχού συμβόλιζε τη μεταμόρφωσή του σε γυναίκα και τον υποβίβαζε οριστικά στα μάτια της κοινωνίας απέναντι στον άνθρωπο, τον οποίο είχε αδικήσει και που το ραπανάκι συμβόλιζε το πέος του.99 Μια παρόμοια αντίληψη, εκφρασμένη με κοσμιότερους όρους, περιέχει η Κοριν θιακή αγγειογραφία (κ62), στην οποία ο Τυδέας έχει συλλάβει στο κρεβάτι τη γυναίκα του Ισμήνη με τον Περικλύμενο. Τη μαχαιρώνει μέχρι θανάτου ενώ ο Περικλύμενος δραπατεύει. Ό πω ς ήταν η συνήθεια, ο Τυδέας έχει ζωγραφι στεί μαύρος και η Ισμήνη λευκή, σ ’ αυτήν την περίπτωση όμως ο Περικλύμενος, ο νικημένος μοιχός, που το βάζει στα πόδια γυμνός μπρος στον άγριο, οπλισμένο σύζυγο, είναι επίσης ζωγραφισμένος λευκός. Η μακρά και αναλυτική διερεύνηση των προβλημάτων που προκύπτουν από την αγωγή του Α ισχίνη κατά του Τίμαρχου, αποκάλυψε μιαν αντίθεση ανάμεσα σε δύο ομάδες θεμάτων: Από τη μία μεριά, αποδοχή αμοιβής, προθυ μία — ακόμα και όρεξη — για ομοφυλοφιλική παράδοση, υιοθέτηση σκυφτής και ταπεινωτικής στάσης, εισδοχή του πέους άλλου άντρα στον πρωκτό ή το
συνηθισμένη διαδικασία· το ασθενέστερο αρσενικό επιβαίνει επί του ισχυρού με τη λήξη μιας συμπλοκής (Μοδδ, 188). 96. Για παράδειγμα το Ιταλικό ΐπουΐαίο ( ονίο, «κώλος»), «ηττημένος», χρησιμοποιείται για ποδοσφαιρικές ομάδες. 97. Πρβλ. δς1ΐ3ΐΐ€η6ιιι·§ (1975), 97-122* Ροΐιΐίηβ, 103 κ.ε. 98. Απεικονίζεται στο Ε476* πρβλ. Αρ., Εκκλ., 12 κ.ε., και την υποσημείωση του υδδΙιεΓ αά Ιοο. 99. Πρβλ. Οβνβκυχ (1970) 20, (1973), κυρίως 181, 193.
Ρόλοι κυριαρχίας και εξάρτησης
117
στόμα. Από την άλλη, άρνηση της αμοιβής, άκαμπτη αναβολή οποιασδήποτε *.σωματικής επαφής, ώσπου ν 9 αποδείξει ο πιθανός σύντροφος την αξία του, αποχή από κάθε αισθησιακή απόλαυση με παρόμοια επαφή, επιμονή στην όρθια στάση, αποφυγή του βλέμματος του συντρόφου κατά την ολοκλήρωση, άρνηση της πραγματικής εισαγωγής πέους. Στα μάτια των Ελλήνων (και αν έβλεπαν ξάστερα ή θολά πρέπει καθένας μας να κρίνει μόνος του) αυτή ήταν η αντίθεση ανάμεσα στην εγκατάλεινι/η και τη διατήρηση τηη Γτνδρ^Γψηύ Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι ο εραστής, κάθώς γίνεται τολμηρότερος πάνω στις ερωτοτροπίες, αγγίζει τα γεννητικά όργανα του ερώμενου, όχι τους γλουτούς ή τον πρωκτό.100 Ο ρόλος του πόρνου είχε ως επακόλουθο τον αποκλεισμό του από την άσκηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ ο ρόλος του ερώμενου, που τηρεί τους κανόνες και τους τύπους του νόμιμου ομοφυλοφιλικού έρωτα, δεν επέφερε παρόμοια εξαίρεση, θα μπορούσαμε λοιπόν να αναμένουμε όχι μόνον ότι η διαφορά ανάμεσα σ ’ αυτούς τους ρόλους θα οριζόταν ακριβώς από τον νόμο αλλά και ότι κάθε κατηγορία για πορνεία θα έπρεπε να είναι ευαπόδεικτη ή αντικρούσιμη στο δικαστήριο τόσο ξεκάθαρα όσο και μια κατηγορία για κατάχρηση ή απάτη. Ό μ ω ς η ομοφυλοφιλική σχέση ανάμεσα σ 5 ένα οποιοδήποτε ζευγάρι ανδρών, ό,τι κι αν έκαναν οι δυο τους κι όσο βρόμικα εμπορική κι αν ήταν η βάση της σχέσης, προστα τευόταν από τις κατηγορίες των εχθρών με την απομόνωση, τη διακριτικότη τα και την εχεμύθεια,101 ενώ ταυτόχρονα, όσο συμβατική, συγκρατημένη και συναισθηματική κι αν ήταν η ομοφυλοφιλική σχέση, ήταν υπερβολικά ευά λωτη στο κακόβουλο κουτσομπολιό. Τι τέλος πάντων είναι η πορνεία; Ό τα ν υπάρχει χρηματική αμοιβή και οι όροι είναι συμφωνημένοι, δεν υπάρχει αμφιβολία περί τίνος πρόκειται. Τι είναι όμως ένα όμορφο δώρο, που δεν θα είχαμε τη δυνατότητα ν 5 αποχτήσουμε αλλιώς (πρβλ. σ. ΙΟΙ),102 ή η δωρεάν προπόνηση στη ρίψη του ακόντιου ή μια λέξη στο αυτί ενός προσώπου με πολιτική επιρροή — ή οποιοδήποτε δώρο ή εξυπηρέτηση, που συνήθως
100. Το Μ60 είναι εξαίρεση, αλλά ο νέος εκεί πρόκειται να έρθει σε σεξουαλική επαφή με γυναίκα και τα γεννητικά του όργανα δεν είναι προσιτά στον άντρα που τον αγγίζει. Στο Μ258 ο νέος, που αγγίζει τα οπίσθιά του (προκλητικά, προσβλητικά ή τυχαία;), απορρίφθηκε για χάρη ενός συμβατικού ερώμενου. Στα Ε189* και Ε255 βλέπουμε τα κτηνώδη χωρατά μεθυσμένων και ζωηρών νεαρών* ο παιγνιώδης χαρακτήρας του δεύτερου είναι προφανής. 101. Ο Πλούταρχος, Ερωτ., 768 κ.ε., διηγείται μιαν ιστορία για κάποιον τύροίννο του έκτου αιώνα, τον Περίανδρο της Αμβρακίας. Ο Περίανδρος ρώτησε τον ερώμενό του: «Δεν είσαι έγκυος ακόμα;» και πλήρωσε ακριβά την άστοχη αυτή ερώτηση, γιατί ο ερώμενος τον σκότωσε. Δεν γνωρίζουμε από πού προήλθε αυτή η ιστορία ούτε αν παρουσίαζε τον αστεϊσμό του τύραννου να γίνεται ιδιαίτερα ή μπροστά σε άλλους (πρβλ. σ. 175 για τα Απομν. του Ξενοφώντα, ί 2.29 κ.ε.), υπονοεί όμως ότι ο ερώμενος ήταν διατεθειμένος να παίξει τον ρόλο της γυναίκας εφόσον κανείς δεν ονόμαζε τον ρόλο αυτό γυναικείο. 102.0 Καλλίμαχος, 7, και ο Διοσκορίδης, 13, θρηνούν για την αρπακτικότητα των ερωμένων τους.
118
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
προσφέρουμε σ ’ όσους αγαπάμε, συμπαθούμε, θαυμάζουμε, λυπόμαστε ή επιθυμούμε να ενθαρρύνουμε χωρίς τη σκέψη σεξουαλικής ηδονής; Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Α ισχίνης αποδίδει τόση σπουδαιότητα στη δύναμη του ψίθυρου και του κουτσομπολιού, οικοδομώντας την άποψή του κατά του Τίμαρχου. Αν ένας νεαρός Αθηναίος καταλάβαινε ότι εθεωρείτο γενικά από όλους «διαθέσιμος» για αμοιβή, η σωφροσύνη θα τον απέτρεπε από κάθε επίμονη προσπάθεια να ασκήσει τα δικαιώματα για τα οποία η κοινή γνώμη τον θεωρούσε ακατάλληλο. ' Ενας πολύ παχύς νεαρός ίσως κοίταζε να αποφύγει κι αυτός τις καταστάσεις, όπου θα ήταν δυνατόν να γελοιοποιηθεί δημόσια και να διασυρθεί ως ανάξιος να μιλήσει σε πολίτες, που η φυσική τους κατάσταση τους καθιστούσε αντικείμενα άξια περισσότερου θαυμασμού και αποτελεσματικότερους υπερασπιστές της κοινότητας στο πεδίο της μάχης. Ο νεαρός με την «εύκολη αρετή», ο πρόθυμος να συντηρείται από άντρες, τους οποίους προσείλκυε η ομορφιά του, θα αποτολμούσε ευκολότερα μια πολιτι κή σταδιοδρομία, αν διέθετε πολλούς φίλους, που θα αντιπαρέρχονταν μειδιώντας ή θα περιφρονούσαν τις κατηγορίες των εχθρών του. Αυτός ο νέος διακινδύνευε συνειδητά* πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση εξαρτάτο από την ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων, τις ταλαντεύσεις των οποίων δενμπορούσε να προβλέψει όταν ήταν νέος. Και στην περίπτωση του Τίμαρχου η κατάσταση εξελισσόταν άσχημα. Οι άνθρωποι πορνεύονται για πολλούς λόγους, αλλά ορισμένες φορές πορνεύονται επειδή αλλιώς αυτοί ή άλλοι, που εξαρτώνται από αυτούς, θα λιμοκτονήσουν. Το αγόρι από αριστοκρατική οικογένεια, που υπέκυπτε ντροπαλά στις κολακείες κάποιου εραστή, δεν αισθανόταν καμιά παρόμοια πίεση. Γιατί λοιπόν η κοινή γνώμη αντιμετώπιζε τόσο σκληρά τον ένα και με τόση ανοχή τον άλλο; Εν μέρει, ίσως, επειδή η κοινή γνώμη ήταν η γνώμη των ενήλικων ανδρών, που στα νιάτα τους είχαν υποκύψει σε εραστές και θα αγανακτούσαν πραγματικά πάρα πολύ αν τους σύγκρινε κανείς με πόρνους. Η κύρια αιτία όμως είναι ότι οι υποκειμενικές εκτιμήσεις, οι διάχυτες στους Ελληνικούς νόμους, που διατύπωναν κατηγορηματικά συγκεκριμένοι συγ γραφείς και ρήτορες, έδειχναν πολύ μικρό ενδιαφέρον για τον βαθμό στον οποίο μια ηθικά καλή διάθεση ή πρόθεση παραμορφώνεται ή διαψεύδεται από περιστατικά, που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό μας. Οι Ελληνικοί νόμοι και οι συγγραφείς και οι ρήτορες ενδιαφέροντο περισσότερο για τον άνθρωπο ως καλό ή κακό αντικείμενο, αποδοτικό ή ελαττωματικό εξάρτημα του κοινωνι κού μηχανισμού.103 Οι συντηρητικές αντιλήψεις αντιμετώπιζαν τον φτωχό ως κακό, επειδή η φτώχεια τον εμπόδιζε να υπηρετήσει την κοινότητα ως ιππέας ή βαριά οπλισμένος πεζός και να λαμπρύνει τις δημόσιες γιορτές (εξευμενίζο ντας έτσι τους θεούς) με αφειδείς δαπάνες για την αμφίεση κάποιου χορού, για
103. Πρβλ. ΟΡΜ, 144-60, 296-8.
Ρόλοι κυριαρχίας και εξάρτησης
119
γενναιόδωρα αφιερώματα σε ιερά και τα παρόμοια. Η φτώχεια τον εμπόδιζε επίσης ν 5 αποχτήσει αθλητικές και μουσικές ικανότητες, τον εμπόδιζε, δηλα δή, να είναι και να κάνει αυτό που θα ήθελε, σαν άνθρωπος.104 Αυτόν τον τρόπο εκτίμησης, περίπου όμοιον με τον τρόπο εκτίμησης που χρησιμοποιού με για τα άλογα, τους σκύλους, τα εργαλεία ή τους θάμνους, δεν μπορεί να τον επηρεάσει οποιοδήποτε επιχείρημα για τα αίτια της φτώχειας. Η άρνηση αποδοχής του κύρους αυτού του τρόπου εκτίμησης προξενεί ατέλειωτη σύγ χυση στο ηθικό μας κριτήριο και η άρνηση αποδοχής της ισοτιμίας του κύρους πολύ διαφορετικών τρόπων εκτίμησης ήταν μια λυπηρή αδυναμία του ηθικού κριτήριου των Ελλήνων. Ο Πλάτωνας παρουσιάζει τον Κριτία (άν θρωπο που ποτέ δεν άγγιξαν οι δημοκρατικές αντιλήψεις) να εξετάζει διεξο δικά τη διαφορά ανάμεσα στο έργάζεσθαι, «φτιάχνω (δουλεύοντας στο ...)» και στο ποιεΐν, «φτιάχνω», «δημιουργώ» (Χαρμ . 1636): Κατάλαβα (ενν. τη διαφορά) από τον Ησίοδο, που έλεγε ότι καμιά εργασία (εργον) δεν είναι (ενν. αντικείμενο) ψόγου. Φαντάζεσαι ότι αν με τη λέξη «έργα» εννοούσε εκείνο για το οποίο μόλις τώρα μιλούσες (ενν. το έργο των μαστόρων και των εμπόρων) ...θα έλεγε ότι δεν υπήρχε ψόγος για το επάγγελμα του υποδηματοποιού ή του πωλητή παστών ψαριών ή εκείνου που κάθεται και περιμένει στο δωμάτιο;
«Κάθομαι και περιμένω στο δωμάτιο» ( οίκημα ) σημαίνει «ασκώ το επάγ γελμα του πόρνου σε μπορντέλο», όπως είναι σαφές από τον Αισχίνη, ί74, «σκεφτείτε εκείνους που κάθονται και περιμένουν στα οικήματα, ασκώντας φανερά αυτό το επάγγελμα», και από πολλά άλλα χωρία, που αναφέρονται στην ετεροφυλοφιλική ή ομοφυλοφιλική πορνεία. Κανένας ρήτορας στο δικαστήριο, που θα απευθυνόταν σε δημοκρατικούς δικαστές, δεν θα τολμού σε να τοποθετήσει τους υποδηματοποιούς στην ίδια κατηγορία με τους πόρ νους,105 η αμηχανία κάποιου Ευξίθεου όμως (Δημ., Ινίί 31-5), στην αντιμετώ πιση της «κατηγορίας» ότι αυτός και η μητέρα του πουλούσαν κορδέλες, δείχνει τον βαθμό, στον οποίο οι Αθηναίοι πολίτες στο σύνολό τους, συνηθι σμένοι να αυτοθεωρούνται διαλεκτοί νΐ8-ά-νΐ8 με τους δούλους και τους ξένους κάτοικους ή επισκέπτες, είχαν την τάση να υιοθετούν τις αξίες εκείνων, που ο πλούτος και η άνεσή τους ξεπερνούσαν κατά πολύ τα συνηθισμένα όρια.106 Σύγκρινε το απ. 388.4 κ.ε., του Ανακρέοντα, σε σχέση με τις «φουρνάρισσες
104. Πρβλ. ΟΡΜ, 109-12, 114-16. 105. Στις Εκκλ. του Αριστοφάνη, 432, το στοιχείο αυτό στη συνέλευση, που αποτελείτο από τους φτωχούς αστούς, ονομάζεται (κατά λέξη) «η πλειοψηφία των τσαγκαράδων», δηλαδή, «όλοι αυτοί οι τσαγκάρηδες και τα παρόμοια». 106. Πρβλ. ΟΡΜ, 34-45.
120
I I Η Δίωξη τον Τίμαρχον
και τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να εκπορνευθούν» και το χωρίο από τους Χαρακτήρες 6.5, του Θεόφραστου: «Έ τοιμοι να ανοίξουν πανδοχείο ή να διευθύνουν μπορντέλο ή να συλλέγουν φόρους ...» Ο αποκλεισμός του άντρα, που κάποτε υπήρξε πόρνος, από την πλήρη άσκηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, θα μπορούσε να εκλογικευθεί με έναν από τους εξής δύο τρόπους: Από τη μια μεριά είχε αποκαλύψει με τις πράξεις του την αληθινή του φύση, αφού δέχτηκε μια θέση κατωτερότητας, από την άλλη, όποια κι αν ήταν η αρχική του φύση, το ηθικό του ανάστημα και ο ηθικός του προσανατολισμός καθορίστηκαν από κει κι ύστερα από την εκπόρνευσή του. Γενικά οι Έ λληνες απέδιδαν μεγαλύτερη σημασία στο αποτέλεσμα της άσκησης και του εθισμού από όσο στα γενετικά προκαθορι σμένα χαρακτηριστικά και τις προδιαθέσεις107 και δεν είχαν την τάση να αμφιταλαντεύονται, όσον αφορούσε στις αντιλήψεις τους για την αιτιώδη σχέση ανάμεσα στον εθισμό και τον χαρακτήρα, κάτω από το φως στοιχείων που έχουν σχέση με προϋπάρχουσες αιτίες για τον εθισμό. Επομένως, όπως είδαμε (σ.31), το αγόρι από την Αθήνα, που αναγκάστηκε να πορνευθεί με απάτη ή κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του πατέρα του, εστερείτο τα δικαιώματά του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως και ο νεαρός Αθηναίος, που είχε επιλέξει, ίσως αψηφώντας τον πατέρα του, να παραδοθεί σε άλλον άντρα με αντάλλαγμα κάποιο σύμφωνημένο ποσό.
107. Πρβλ. ΟΡΜ, 88-95.
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις Α. Δημοσιότητα Δύο αποσπάσματα του Αριστοφάνη μας γνωρίζουν ένα φαινόμενο της Ελληνικής ζωής που εξέφραζε και στήριζε το ομοφυλοφιλικό πνεύμα. Στο πρώτο (Α χ. 142-4), ένας Αθηναίος απεσταλμένος, που έχει επιστρέψει από επίσκεψη στον Σιτάλκη, βασιλιά της Θράκης, λέει: Ή ταν μάλιστα πολύ ασυνήθιστα φιλαθήναιος και αληθινός εραστής σας (ενν. του Αθηναϊκού λαού) σε σημείο που πραγματικά έγραφε στους τοίχους: « Α θ η ναίοι καλοί».
Στο δεύτερο απόσπασμα (Σφήκες 97-9) ένας δούλος από τό σπίτι του Φιλοκλέωνα περιγράφει τη μανία του γέρου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως δικαστής: Κι αν δει πουθενά τον Δήμο, τον γιο του Πυριλάμπη, γραμμένον σε κάποια πόρτα (ενν. ότι είναι) καλός (δηλαδή, «... “Δήμος καλός” γραμμένο σε πόρτα») πάει και γράφει πλάι, «κημός καλός».
Ο Δήμος, γιος του Πυριλάμπη, ήταν εξαιρετικά ωραίος (Βλ., Γοργ. 481ά6, όπου ο Καλλικλής παρουσιάζεται ερωτευμένος μαζί του) και θα υποθέ ταμε, από το χωρίο στους Σφήκες , ότι στα τέλη της δεκαετίας του 420 ανώνυ μες ξυστές επιγραφές τον εξυμνούσαν για την ομορφιά του (ο κημός του Φιλοκλέωνα είναι το χωνί της κάλπης, που χρησιμοποιούσαν στα δικαστή ρια). Το απόσπασμα από τους Α χαρνείς εκφράζει το πάθος του Σιτάλκη για τους Αθηναίους και οραματίζεται τον βασιλιά να παίζει τον ρόλο εραστή, που γράφει στους τοίχους >το όνομα του ερωμένου του και πλάι, «(ενν. είναι) ωραίος». Αρκετές αναφορές στη συνήθεια αυτή γίνονται σε Ελληνιστικά επι-
122
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
γράμματα, αξιομνημόνευτο το 1 του 'Αρατου: Ο Φιλοκλής ο Αργείος είναι ωραίος στο Ά ρ γ ο ς και οι στήλες1 της Κορίνθου και οι τάφοι των Μεγαρέων φωνάζουν το ίδιο. Κι είναι γραμμένος (ενν. ότι είναι) ωραίος ως πέρα, στα Λουτρά του Αμφιάραου.
Και το Ανών., ΗΕ 27 1-4: Είπα και ξαναείπα, «Ωραίος, ωραίος!» Ναι, θα συνεχίσω να λέω πόσο ωραίος είναι ο Δοσίθεος, πόσο γλυκός να τον κοιτάς. Δε χάραξα αυτά τα λόγια σε βελανιδιά, πεύκο ή τοίχο, όμως ο έρωτάς μου είναι φυλαγμένος στην καρδιά μου.
Πρβλ. Μελέαγρος, 94.1: «Δε γράφεται πια ο Θήρωνας (ενν. ότι είναι) ωραίος από μένα», δηλαδή, «δεν γράφω πια: “Ο Θήρωνας είναι ωραίος”». Ο Ανών., 27, υποδηλώνει ότι οι ξυστές επιγραφές2αυτού του είδους είναι απλώς η γραπτή μορφή μιας αναφώνησης θαυμασμού, όπως εκείνη που παρουσιάζει ο Πίνδαρος στον Π νθιόνικο 2.72: «Ό μορφος είναι ένας πίθηκος για τα παιδιά, πάντα όμορφος». Σχεδόν τα βλέπουμε να λιγώνονται μπρος σ ’ ένα απαλότριχο ζώο και να λένε: «Ααα! Δεν είναι χαριτωμένο;» Σαφές παράδειγμα με σεξουαλικό περιεχόμενο είναι το 8.72 κ.ε. [Θεόκριτος]. Χτες μια σμιχτοφρύδα, με είδε από τη σπηλιά της καθώς περνούσα από μπρος με τις δαμάλες μου και είπε ότι ήμουν ωραίος, ωραίος· όμως δεν είπα λέξη, ούτε ένα λόγο έστω πικρό...3
Ο απελπισμένος εραστής φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε τη φράση, «ο X είναι ωραίος», για να διακηρύξει: «Είμαι ερωτευμένος με τον X»* πρβλ. Καλ λίμαχος, 2.5 κ.ε.: Λυσανία, είσαι —ναι!— ωραίος, ωραίος! Αλλά πριν καλά καλά βγουν από το στόμα οι λέξεις, η ηχώ λέει: «Ανήκει σε άλλον».4
Πρβλ. ίά 5.3: «Το αγόρι είναι όμορφο, θαυμαστά όμορφο!» (φαίνεται να απευθύνεται στο νερό, που ο ποιητής δεν βάζει στο κρασί, που πίνει στην
1. Λίθινες πλάκες, που εχρησιμοποιούντο ως ταφόπετρες ή αναμνηστικά ή πληροφοριακά έγγραφα κάθε είδους, εθνικά, τοπικά ή ιδιωτικά. 2. Οι περισσότερες Ελληνικές ξυστές επιγραφές που σώζ0νται είναι εγχάρακτες, όχι ζωγρα φιστές (πρβλ. σ. 10, υποσ. 13), αν και ορισμένες φορές υπάρχουν ίχνη, χρώματος στη χάραξη, 3. Κατά λέξη: «Δεν απάντησα ούτε μ ’ έναν πικρό λόγο», δη&<*$ή, δεν έ&ωβαε^ίνηϊν απότις δύο εναλλακτικές απαντήσεις, ευμενή ή δυσμενή, που είναι δυσ^^ής. 4. ’Ά λλο ς έχει (ενν. αυτόν), ηχώ (επιπόλαια) του ναίχι καλός καλός ναίχι (κ.τ.λ.).
Δημοσιότητα
123
υγειά τού αγοριού)* Ανών., ΗΕ 18.1: «Σεις μητέρες των Περσών, γεννήσατε όμορφα, όμορφα παιδιά». Τό αρχαιότερο από τα επιγράμματα αυτά είναι κατά ενάμιση αιώνα μεταγενέστερο από τους Α χαρνείς και τους Σφήκες του Αριστοφάνη. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για τη συνέχεια του Ελληνικού πολιτισμού από το γεγονός ότι υπαρκτά παραδείγματα ξυστών επιγραφών με τη λέξη καλός μας φέρνουν πίσω έναν αιώνα πριν από τον Αριστοφάνη και ξεκινώντας από εκεί μας οδηγούν σ ’ αυτόν και την εποχή του: ΙΟ ί2925: «Ο Λυσίας είναι ωραίος» και 926: «Ωραίος είναι ο Αρχίας», και τα δυο από την Ακρόπολη της Αθήνας* 923: «...]οος είναι ωραίος στην όψη και γοητευτικός συζητητής» (αυτός που χάραξε την επιγραφή ήξερε λίγα γράμματα, αν κρίνουμε από την ορθογραφία, ήταν όμως ικανός να συνθέσει σωστά έναν στίχο)* ΙΟχ ϋ.2.268 (Μυτιλήνη): «Ο Φαέστας (8ΐό) είναι ωραίος, λέει ο Ωγεσθένης, που έγραψε (ενν. αυτό)», ενδιαφέρουσα ένδειξη ότι ο θαυμαστής δεν ήταν πάντα ανώνυ μος* ΙΟ χϋ.5.567 (Κευός): «Ο Βόηθος ο Αθηναίος είναι ωραίος». Έ να απόσπασμα του Καλλίμαχου (ΗΕ 64) θα αρκούσε για να δείξουμε,' ακόμα κι αν δεν είχαμε ενεπίγραφα παραδείγματα, ότι η έκφραση των συναι-' σθημάτων με ξυστές επιγραφές δεν ήταν πάντα ερωτική: { Ο Μώμος («Ψόγος») έγραφε στους τοίχους: «Ο Κρόνος είναι σοφός (δηλαδή, «... γνωρίζει όλες τις απαντήσεις»).5
Οι αρχαϊκές ξυστές επιγραφές σε βράχους στη Θήρα, που ορισμένες ίσως είναι περισσότερο από τέσσερις αιώνες αρχαιότερες από τον Καλλίμαχο, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: ΙΟ χϋ. 3.540 (I): «Ο Λακυδίδας είναι καλός (άγαθός)»' 545 (1415): «Ο Κόραξ (;) είναι καλός, ο (ενν. γιος) του ]ρόνου»* 541 (και σ. 308): «Ο ...]ξ είναι ο καλύτερος (άριστος)»' 547: «Ο Πυκιμήδης είναι ο καλύτερος από την οικογένεια του Σκαμότα»* 1414: «Ο Κύδρος είναι ο καλύ τερος»* 540 (III): «Ο Κρίμων είναι ο κορυφαίος...» (οι λέξεις που ακολουθούν είναι δυσανάγνωστες)* 581 (1437): «Ο Αίνησης είναι ρωμαλέος (θαλερός), ο Μενιάδας είναι πρώτος»* 540II: «Ο Εύμηλος είναι ο καλύτερος χορευτής»* 543 (και στη σ. 308): «Ο Βάρβαξ είναι καλός χορευτής και [....»* 546: «Ο Τελεκράτης είναι καλός [χορευτής(;)5α». Θα ήταν περιέργο αν όλες οι ξυστές επιγρα φές, που σώζονται, ήταν κολακευτικές, πραγματικά ορισμένες δεν είναι, π.χ. ΙΟ ί2 921 (Αθήνα): «Ο Αρίσημος είναι ωραίος, η Πολύτιμη είναι ψωλογλεί-
5. Οι Οο\ν και Ρα§€ και ΡΓοιΩογ (απ. 393) αά Ιοο. φαίνεται ότι θεωρούν το «Κρόνος σοφός» έκφραση θαυμασμού δημιουργημένη με πρότυπο το « ... καλός», σαν να ήταν οι ερωτικές ξυστές επιγραφές το μόνο είδος ξυστών επιγραφών. Για το επαινετικό σοφός πρβλ. τις κραυγές ενθάρ ρυνσης προς τους σκύλους, «καλώς, σοφώς», δηλαδή, «έτσι μπράβο!», στον Κυνηγετικό του Ξεν., 617. 5α. Ο λΥαίΙαηδ, 18 κ.ε., υποστηρίζει ότι η λέξη «χορευτής» περιέχει σεξουαλικές αποχρώσεις.
124
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
φτρα (λαικάστρια).»6 Οι υβριστικές λέξεις, που προτιμούσαν στην Αθήνα, είναι οι λέξεις καταπύγων και το θηλυκό του καταπύγαινα. Η αρχική σημασία της λέξης καταπύγων ήταν πιθανόν, «άντρας που ενδίδει σε εισαγωγή του πέους από τον πρωκτό του» και το θηλυκό σχηματίστηκε κατά αναλογία προς α θεράπων/θεράπαινα, «υπηρέτης», λέω ν/λέαινα κ.τ.λ., τουλάχιστον όμως στην εποχή του Αριστοφάνη, και ίσως πολύ νωρίτερα, δεν εσήμαιναν τίποτα περισσότερο συγκεκριμένο από το τρέχον «πούστης». «Μπάσταρδος» και «πουτάνα» είναι πιθανώς τα πλησιέστερα σύγχρονα ισοδύναμα.7 Λέξεις, που χαράκτηκαν πάνω σε Αττικά ερυθρόμορφα αγγεία* μας πληροφορούν: 8ΕΟ χίϋ 32: «Η Ανθύλη είναι πουτάνα»* ίδιά. «Η Σικέλα είναι πουτάνα»* Ε994: «Ο Πυθόδωρος είναι ωραίος. Ο Αλκαίος είναι μπάσταρδος κατά τη γνώμη του Μέλιτα(;)* ΞΕΟχχι 215: «Ο Σοσίας είναι μπάσταρδος λέει ο Ευφρόνιος, που έγραψε (ενν. αυτό)».8 Από την Τήνο προέρχεται το ΞΕΟ χν 523: «Ο Πυρίης (ενν. γιος) του Ακέστορα είναι οίφόλης» (πιθανόν «ερωτομανής»),9«Η Θρήσσα είναι μπάσταρδη».10 Σε σύγκριση μ§ αυτό το υπόβαθρο πρέπει να εξετάσουμε ένα φαινόμενο, που φυσικά έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μελέτη από τους σύγχρονους μελετη τές του Ελληνικού ομοφυλοφιλικού πνεύματος, αν και (όπως κι η αγγειογρα φία γενικά) δεν αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς: Τις πολλές εκατοντά δες επιγραφών σε αγγεία, που εξυμνούν την ομορφιά είτε κάποιου επώνυμου προσώπου είτε ενός ανώνυμου αγοριού. Οι επιγραφές αυτές δεν είναι ξυστές, αλλά ζωγραφίστηκαν πάνω στο αγγείο πριν από το ψήσιμο.11 Τις συνέλαβε λοιπόν ο ζωγράφος ως μέρος του σχεδίου του και θα υπέθετα ρήιηα ίαοίο ότι κάθε επιγραφή αυτού του είδους εξέφραζε τα συναισθήματα του καλλιτέχνη ή του πελάτη (που μπορούσε βέβαια να παραγγείλει ένα ζωγραφισμένο αγγείο
6. Πρβλ. σ. 155 7. Πρβλ. σ. 155 για τις αντιλήψεις στην κωμωδία. Η αρχαιότερη γνωστή ως τώρα χρήση του όρου καταπύγων βρίσκεται σ ’ ένα όστρακο του όγδοου αιώνα (Β1α£€η, 10 κ.ε. πρβλ. .ΜίοΓγ, 69). Δεν είμαι βέβαιος ότι ο ΡΓ&εηΙίεΙ, 44 κ.ε., έχει δίκιο θεωρώντας ότι η κατάληξη -αινα έχει ισχυρή μειωτική απόχρωση. Στις Νεφέλες, 660-9, του Αρ., ο Σωκράτης λέει στον Στρεψιάδη ότι θα έπρεπε να λέει άλεκτρύαινα την κότα και να χρησιμοποιεί τη λέξη άλεκτρύων μόνο για τον «κόκορα». 8. Πρβλ. ΑΚν, 1601, υποσ. 6, 20. 9. Για το οιφειν, «έρχομαι σε σεξουαλική επαφή (με...)», πρβλ. σ. 134. Το οίφόλης εμφανίζε ται επίσης στο ΙΟ, χϋ 5.97 (Νάξος). Με πρότυπο ίσως τον τύπο μαινόλης, «τρελός». 10. Η επιγραφή έχει ΘΡΗΣΑ. Η λέξη Θρησσα στην Αττική διάλεκτο είναι συνηθισμένο όνομα δούλας («Θρακιώτισσα»). Ο τύπος καταπύγωνδεν αμφισβητείται εδώ, αφού το καταπύγαινα κατά πάσα πιθανότητα ήταν βραχύβια Αττική επινόηση. 11. Ή ταν επίσης δυνατόν να χαραχτεί επιγραφή πάνω σε αγγείο μετά το ψήσιμο (ή ύστερα από πολλά χρόνια χρησιμοποίησής του από διαφορετικά χέρια σε διαφορετικούς τόπους), όπως και σε κάθε τι. Η επιγραφή, «Ο Νεοκλείδης είναι ωραίος» (Μ418) είναι ένα παράδειγμα. Ο Ιπιιη επ ν& ΙΐΓ περιγράφει μια πήλινη σφαίρα πάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένη η φράση, «Ανήκω στη Μυρρίνη», ενώ αργότερα προστέθηκε και η φράση, «το αγόρι είναι ωραίο».
Δημοσιότητα
125
με την ευκολία που η οικογένεια ενός νεκρού παράγγελνε έναν επιτάφιο)12 ή του κόσμου γενικά την εποχή που κατασκευαζόταν το αγγείο. Ό τα ν ένα πρόσωπο κατονομάζεται στην επιγραφή, προηγείται ή ακο λουθεί το όνομά του η λέξη καλός , «(ενν. είναι) ωραίος», π.χ.: «Ο Νίκων είναι ωραίος», «Ωραίος είναι ο Νικοσθένης». Η απλή δήλωση είναι δυνατόν να επεκταθεί με ποικίλους τρόπους, π.χ.: ε 78 «Το αγόρι Λέαγρος είναι όμορφο»* Ε204 «Ο Επίδρομος είναι ωραίος, ναι!» (πρβλ. τα ε 50, Ε1015)* μ 94 «Ο Θέογνης είναι ωραίος, μα τον Δία!»* Μ422 «Ο Σόστρατος είναι εξαιρετικά ωραίος»* μ 410 «Ο Ανδρίας είναι ο ωραιότερος (ενν. από όλους)»* ε 299 «Ο Χαίρας (βίο) είναι ωραίος, ωραίος» (πρβλ. σ. 122). 13 Το πρόσωπο που εξυμνείται είναι σπανιότερα γυναίκα, π.χ. μ 222: «Η Σίμη είναι ωραία». Το θηλυκό του καλός είναι καλή και σπάνια υπάρχει περίπτωση για αμφιβολία γύρω από το γένος ενός κύριου ονόματος στα Ελληνικά, έτσι οι εκφράσεις θαυμασμού για την αντρική ομορφιά μπορούν να διαχωριστούν σαφώς από τις εκφράσεις θαυμα σμού για τη γυναικεία. Τα αντρικά ονόματα υπερισχύουν σε αριθμό, όπως υπερισχύουν και οι αντρικές μορφές, και αυτό συμβαδίζει με το γεγονός ότι ένας άντρας από οικογένεια πολιτών μπορούσε να γυρνά ελεύθερα στην πόλη και να παίρνει μέρος σε αθλητικούς ή λυρικούς αγώνες, ενώ η γυναίκα, που προερχόταν από οικογένεια πολιτών, δεν εμφανιζόταν δημόσια σε ανάλογο βαθμό. Ανάμεσα στα πρόσωπα, που ονομάζονται «ωραία» στις επιγραφές αυτές, υπάρχουν ορισμένα που μας είναι γνωστά από άλλες πηγές, π.χ. Ε997: «Ο Ευαίωνας (ενν. ο γιος) του Αισχύλου». «Ευαίων», σύμφωνα με μια διαφορε τική γραφή στη Σούδα (αι 357), ήταν το όνομα του δεύτερου γιου του Αισχύ λου, του τραγικού ποιητή. Θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε ότι πολλές, ίσως η πλειοψηφία από τις επιγραφές αυτές, εκφράζουν θαυμασμό για την ομορφιά υπαρκτών προσώπων και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εναρμονισθεί με το σύνολο των δεδομένων ο ισχυρισμός ότι καθεμιά διακηρύσσει την επιθυμία του καλλιτέχνη ή του πελάτη για ομοφυλοφιλικές σχέσεις με το πρόσωπο που κατονομάζεται. Και ίσως βρεθούμε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι πανο μοιότυπες εκφράσεις είχαν εξαιρετικά ανόμοια κίνητρα. ( Πρέπει πρώτα πρώτα να σημειωθεί ότι οι εκφράσεις θαυμασμού για την ομορφιά δεν ήταν ούτε το αρχαιότερο είδος αγγειακών επιγραφών ούτε ποτέ το μόνο. Πριν από το τέλος του έβδομου αιώνα π.Χ. οι αγγειογράφοι της Κορίνθου και της Αττικής διασαφήνιζαν τις μυθολογικές σκηνές, που αναπα-
12. Ο Αλ^βδΙοΓ, 42-62, διερευνά την υπόθεση ειδικών παραγγελιών. 13.0 Τ&ΙοοΜ, 350, παραθέτει μια περίπλοκη ξυστή επιγραφή γραμμένη πάνω σε επιφάνεια με διασταυρούμενες γραμμές, στη βάση ενός αγγείου (Αγορά Ρ5164· πρβλ. Λ Κ Υ , 1611): «Θεοί. Ο Θερικλής είναι ωραίος. Θεοί. Ο Π[]ξονος είναι ωραίος. Ο Τιμόξενος είναι ωραίος. Ο Χαρμίδης είναι ωραίος». Η επικεφαλίδα «θεοί» εμφανίζεται, ορισμένες φορές, σε κρατικά διατάγματα· είναι έκφραση απότισης τιμής, ισοδύναμη με την προσευχή και τη θυσία πριν από την έναρξη κάποιου εγχειρήματος και δεν σημαίνει ότι ακολουθεί ένας κατάλογος με θεούς ή ισόθεους ανθρώπους.
126
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
ριστούσαν, προσθέτοντας ονόματα, π.χ. «Ηρακλής», «Νέσσος», και ορισμέ νες φορές τον έκτο αιώνα η συνήθεια αυτή επεκτάθηκε και στην ονομασία αντικειμένων, π.χ. «λύρα», «σαύρα». Η πλήρωση του κενού χώρου ανάμεσα στις μορφές με ρόδακες, ρόμβους ή ρομβοειδή σχέδια και τα παρόμοια ήταν γενικό γνώρισμα της Ελληνικής αγγειογραφίας σε αρχαιότερη περίοδο και η γραφή ονομάτων αντικατέστησε αυτήν τη διακοσμητική λειτουργία* συνεχί στηκε για αρκετό διάστημα και μετά την απαλλαγή των Ελλήνων αγγειογράφων από τον Η ο γ γ ο γ ν α β ι ιί (μικρά, καλογραμμένα, σε σωστή απόσταση γράμ ματα χαρακτηρίζουν τις αγγειακές επιγραφές του τέλους του έκτου αιώνα και των αρχών του πέμπτου), όμως το γεγονός ότι ορισμένες επιγραφές (π.χ. μ 5 1*) είναι σειρές γραμμάτων χωρίς νόημα μας υπενθυμίζει ότι ορισμένοι αγγειογράφοι θεωρούσαν, οπωσδήποτε, τα γράμματα στοιχείο της σύνθεσης και όχι μέσο επικοινωνίας. Οι «υπογραφές» των κεραμέων και των ζωγράφων πρωτοσυναντώνται γύρω στα 575 π.Χ. Κάποιος Σοφίλος μας προσφέρει το αρχαιό τερο δείγμα, που σώζεται: «Ο Σοφίλος με ζωγράφισε» (Μ 6), και επιγράφει το έργο του: «Οι (ενν. επικήδειοι) αγώνες για τον Πάτροκλο». Το αγγείο είναι, ας πούμε, ο ομιλητής (όπως μια επιτύμβια στήλη μπορεί να φέρει την επιγραφή: «Είμαι ο τάφος τού...» ή ένα άγαλμα:«... με αφιέρωσε»). Ά λ λ ες εκφράσεις σε αγγεία είναι: Μ109, «Ανήκω στον Ταλείδη»* Μ454, «Γεια σας! Αγοράστε με!»· ε 90, «Πιες με! Είμαι ευρύχωρο» (κατά λέξη, «έχω το στόμα μου ανοιχτό»)* Ε1039, «Κάλεσέ με και θα πιεις».14 Ο περίφημος κομπασμός του Ευθυμίδη ( ε 52): « Ό πω ς ποτέ ο Ευφρόνιος», δηλαδή, «ο Ευφρόνιος ποτέ δεν έφτιαξε τόσο καλό αγγείο!», θα μπορούσε να θεωρηθεί ισχυρισμός του αγγείου. Μια ακόμα κατηγορία αγγειακών επιγραφών αποτελούν οι λέξεις, που πρέπει να φανταστούμε ότι λέγονται από τα πρόσωπα που απεικονίζονται, π.χ.: Ε463, «Σταμάτα!» (πρβλ. σ. 7)* Ε577* (ετεροφυλοφιλική συνουσία), «Κάτσε ήσυ χος!»* Ε825 (ένας τραγουδιστής), «Για σένα κι εμένα...».15 Το όνομα «Αχιλλέας», όταν γράφεται πλάι σε μια μορφή, γνωστοποιεί: «Η μορφή αυτή είναι αναπαράσταση του Αχιλλέα», γ ι 5 αυτό πρέπει να υπολο γίσουμε την πιθανότητα της προσωπογραφίας στην αγγειογραφία. ' Οχι προ σωπογραφία στην κυριολεξία, γιατί κάθε ζωγράφος υιοθετούσε ένα τυποποι ημένο πρόσωπο κι ένα τυποποιημένο σώμα (πρβλ. σ. 78), αλλά με την έννοια 14. Το «Αγοράστε με και εύεπολέσει» στο Μ646 (Ββ&ζ1βγ [ΑΙΑ 1950], 315) ίσως είναι« ... ευ έ<μ>πολέσει<ς> », δηλαδή «... θα κάνεις καλή αγορά» ή «... θα είσαι καλά» (πρβλ. Ε8Ι)· σε κάθε περίπτωση υπάρχει μια στροφή από το δεύτερο πρόσωπο του πληθυντικού («αγοράστε») στον ενικό. 15. Σοί καί έμοί είναι η αρχή του απ. 8.2 του Μίμνερμου και του Θέογνη (1058)· πρβλ. το Ε1053 (σ. 11). Στο Ε125 το ίππαρχοκαλ ίσως είναι οι πρώτες λέξεις ενός στίχου για κάποιον Ίππαρχο, πολυμαρτυρημένο όνομα σε επιγραφές του τύπου καλός (Α Κ Υ , 1584). Ακόμα και λόγια, που υπήρχε η πρόθεση να αποτελούν μέρος της εικόνας, μπορούσαν να χαραχτούν αργότερα· ο Βο&ζ1βγ (Α ΙΑ , 1927), 348, παραθέτει μια ξυστή επιγραφή, κυυν, πλάι στη ζωγραφισμέ νη μορφή μιας κουκουβάγιας.
Δημοσιότητα
127
ότι η σύνδεση κάποιου ονόματος με την απεικόνιση ενός νέου μπορούσε να δηλώνει: «Αυτός είναι ο ωραιότερος νέος που μπορώ να ζωγραφίσω και είναι τόσο ωραίος όσο εκείνος!» Ο χαρακτηρισμός των νέων σ ’ ένα συμπόσιο στο Ε904, με τα ονόματα «Ευαίων», «Ευαίνετος» και «Καλλίας», που όλοι τους εμφανίζονται σε άλλες αγγειακές επιγραφές ως υποκείμενα στο κατηγόρημα «είναι ωραίος», υποδηλώνει (παρά την ύστερη χρονολογία του αγγείου, γύρω στα 440 π.Χ.) ότι η υπόθεση της εξιδανικευμένης προσωπογραφίας ως ερμη νείας πολλών επιγραφών του τύπου καλός αξίζει τουλάχιστον να διερευνηθεί. Δεν είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν πολλά πιθανά παραδείγματα, π.χ.: Μ218 (νύφη και γαμπρός σε άμαξα), «Ο Λυσιππίδης είναι ωραίος, η Ρόδον είναι ωραία»* Μ222 (γυναίκες στην πηγή), «Η Σίμη είναι ωραία»* Μ434 (γυναίκες στην πηγή), «Νικώ, Καλλώ, Ροδώπις, ναι, η Μύρτη(;) είναι ωραία»* ε 78 (νεαροί παλαιστές), «Το αγόρι είναι ωραίο, ο Λέαγρος»16 Ε90 (ένας αθλητής παιδικής ηλικίας στεφανώνεται νικητής), «Ο Επαινετός είναι ωραίος»* ε 164 (νέοι), «Το αγόρι είναι εξαιρετικά, εξαιρετικά, Λέ[αγρος(;)» (ίσως εκ παρα δρομής γράφτηκε κάρτα κάρτα αντί κάρτα καλός)- Ε458* (ένας νέος —ερωτι κό πρότυπο— ενώ ντύνεται), «Ο Αρίσταρχος είναι ωραίος»* ε 514 (παρέα συμποτών), «Ο Δίφιλος είναι ωραίος, η Νικοφίλη είναι ωραία» και «Ο Φίλωνας είναι ωραίος»* Ε569 (γυναίκα που αγκαλιάζει νέον προκλητικά), «Ο ίκέτης είναι ωραίος» (είναι χαρακτηριστικό για το είδος ότι σε σκηνή ετεροφυλοφιλικού έρωτα έπρεπε να εξυμνείται η ομορφιά ενός άντρα)* Ε628 (άντρες και νέοι, που πολιορκούν γυναίκες), «Ο Αντιφάνης είναι πάρα πολύ ωραίος» και «Η Ναυκλέα είναι ωραία»* Ε637* «άντρες και νέοι, που πολιορκούν, ερωτικά, αγόρια), «Ο Ιπποδάμας είναι ωραίος»* Ε918 (γυμνή γυναίκα), «Η Ηδίστη είναι ωραία»* Ε1019 (νέος, γυναίκα και νεαρή δούλα), «Ο Τιμόδημος είναι ωραίος» και «Η νύφη είναι ωραία»* Ε1031 (νέος που γονατίζει με το ένα πόδι), «Ο Λέαγρος είναι ωραίος». Είναι εύκολο επίσης να φτιάξουμε έναν μακροσκελή κατάλογο με παρα δείγματα για τα οποία δεν μπορεί να ισχύει η υπόθεση της εξιδανικευμένης προσωπογραφίας, επειδή δεν υπάρχει κανείς στην εικόνα, στον οποίο είναι δυνατόν να αναφέρεται η έκφραση θαυμασμού: μ 94 (χωρίς εικόνα), «Ο Θέογνης είναι ωραίος, μα τον Δία!»* Μ202 (Ηρακλής και άρμα), «Η Μνησίλα είναι ωραία»* Μ214 (Ηρακλής και Τρίτωνας, καβαλάρηδες και νέοι, αρματομαχία) «Η Μνησίλα είναι ωραία, ο Χοίρος είναι ωραίος» (δεν υπάρχει γυναικεία μορφή στην οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται το όνομα Μνησίλα και παρ5 όλο που το όνομα Χοίρος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανήκει σε κάποιον από τους νέους, θα έπρεπε να θυμόμαστε ότι χοίρος είναι επίσης η αργκό λέξη για
16. Στα Αρχαία Ελληνικά, τα δύο στοιχεία του υποκειμένου συνήθως χωρίζονται με το ρήμα κι έτσι προκύπτει η σειρά Υι Ρ Υ2. Έχουμε πάντα λοιπόν: όνομαι — ρήμα — (ενν. γιος) του ονόματος2.
128
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
το «γυναικείο αιδοίο»).17 μ 318 (κλήμα), «Η Ξενοδόκη [...] είναι ωραία»· Μ410 (σειρήνα), «Ο Ανδρίας είναι πάρα πολύ ωραίος»* Μ422 (Διόνυσος και σάτυροι), «Ο Σόστρατος είναι εξαιρετικά ωραίος»* ε 35 (άντρας που επιψηλαφεί γυναίκα), «Ο Αντίας είναι ωραίος» και «Ο Ευαλκίδης είναι ωραίος» (ακόμα κι αν ο άντρας ήταν ο ένας από αυτούς τους δύο δεν είναι δυνατόν να ήταν και οι δύο)* ε 70 (δυο γυμνές γυναίκες που πλένονται), «Η Επιλύκη είναι ωραία. Ελικόπα» —ως εδώ όλα καλά, αλλά μετά— «Ο Σμίκρος είναι ωραίος»· Ε ΐ 32 (γυμνή γυναίκα με δύο ολίσβους), «Ο Ίππαρχος είναι ωραίος»* Ε438 (άντρας18 που κάνει εμετό), «Ο Λέαγρος είναι ωραίος»* Ε476 (γυναίκα ενώ καψαλίζει το ηβικό της τρίχωμα), «Ο Παναίτιος είναι ωραίος»* Ε742 (η γέννηση του Εριχθόνιου), «Η Οινάνθη είναι ωραία»* Ε690 (Ηρακλής και Απόλλωνας), «Ο Αλκίμαχος είναι ωραίος, (ενν. ο γιος) του Επιχάρη»* Ε691 (Βοριάς και Ωρείθυια), « 0 Κλεινίας είναι ωραίος»· Ε779 (η θεά Νίκη), «Ωραίος είναι ο Χαρμίδης»* Ε887, ε 890 (γυναίκα με τη δούλα της), «Ο Δίφιλος είναι ωραίος, (ενν. ο γιος) του Μελάνωπου»* Ε1023 (σάτυρος και ασκός για κρασί), «Ο Ικέτης είναι ωραίος». Σ ' αυτές τις περιπτώσεις το αγγείο είναι μέσο που μεταφέρει ένα μήνυμα, το οποίο δεν φαίνεται να αναφέρεται σε ο,τιδήποτε πάνω στο αγγείο. Ποιος συνθέτει το μήνυμα και σε ποιον επιθυμεί να το γνωστοποιήσει; Θα μπορού σαμε να φανταστούμε ότι ο εραστής παρήγγειλε ένα αγγείο, που θα παριλάμβανε μιαν έκφραση θαυμασμού για τον ερώμενό του και θα διαδήλωνε έτσι το πάθος του στους καλεσμένους του σε κάποιο συμπόσιο* ή ότι ο εραστής παρήγγειλε το αγγείο για να το χαρίσει στον ερώμενό του. Ορισμένες επιγρα φές θα ταίριαζαν αρκετά καλά με αυτήν την υπόθεση, π.χ.: Μ430 (θεά που ανεβαίνει στο άρμα της), «Η Κορώνη είναι ωραία, (ενν. την) αγαπώ»* Μ442 (αρματοδρομία), «Νίκων. Μύνων. Ο Ικέτης μου φαίνεται ωραίος»* ε 12 (νεαρός αθλητής), «Σε χαιρετώ αγόρι!» και «Ωραίος, ναι!»* Ε369 (νεαροί χορευτές), «Αριστείδη, είσαι ωραίος» (ή κα , όπως και να ’χει* η συλλαβή λοςπαραλείφθηκε)* Ε478 (άντρας και νέος), «Ο Αισιμίδης φαίνεται ωραίος σ 5 όσους καταλαβαίνουν» (αυτή είναι η πιθανή ερμηνεία μιας λέξης ορθογραφημένης περίεργα)* ΕΥ 16 (νέοι με ακόντια) «Ωραίος, αγαπητός» ( φ ίλο ς *ενν. «μου»;) «είναι ο Μικίων»* πρβλ. το ΒΜ60 «Η Κλευίχα είναι ωραία και αγαπητή (φίλα) σ 5 εκείνον που έγραψε (ενν. αυτό)». Η ίδια υπόθεση ίσως επιστρατευθεί για να ερμηνεύσει τη σποραδική επιγραφή του προσαγορεύω , «χαιρετώ», «απευθύ νομαι», «αποτείνομαι», π.χ. Μ358 (πυγμάχοι), αν και σε μια περίπτωση (Ε173), όπου ένας νέος αυνανίζεται μπρος σε ερμαϊκή στήλη, η λέξη θα μπορούσε επίσης να είναι ο αστείος χαιρετισμός του προς το ιθυφαλλικό άγαλμα.19 Σε πάρα πολλές περιπτώσεις το πρόσωπο, στου οποίου το κάλλος απευθύ17. Πρβλ. ΑΟ, 63-65, ΗεικΙεΓδοη, 131 κ.ε.
18. Ο Κίβΐη, 77, λέει «Ιϋη§1ΐη§», η εικόνα του όμως το διαψεύδει. 19. Για παραδείγματα του «χαιρετώ» πρβλ. Βο&ζΐ6γ (1925), 35-7* ΚΙοίη, 63-5.
Δημοσιότητα
129
νεται η έκφραση θαυμασμού, δεν κατονομάζεται καθόλου, αλλά αναφέρεται μόνον ως «το αγόρι» (ή «το κορίτσι»). Ορισμένες από αυτές τις επιγραφές θα μπορούσαν να ερμηνευθούν με την υπόθεση ότι αναφέρονται σε κάποια εξιδανικευμένη προσωπογραφία, που περιέχεται στην εικόνα, π.χ.: Ε82* (νέος που επιψηλαφεί γυναίκα) και Ε247 (νέος στο κρεβάτι με γυναίκα), «Το αγόρι είναι ωραίο»* έτσι επίσης στα Ε484 και ε 494* (νέοι-ερωτικά πρότυπα) και Ε498* (νέος που τρέχει). Πάντως, όπως στην περίπτωση των επιγραφών, που περιλαμβάνουν ονόματα, η προσωπογραφία οποιουδήποτε είδους συχνά απο κλείεται, π.χ.: Ε507 (ένας σχεδόν φαλακρός άντρας σε γενετήσια ομιλία με γυναίκα), «Το αγόρι είναι ωραίο»· ε 619 (σάτυρος και μαινάδα), «Το κορίτσι είναι ωραίο»* Ε766 (Διόνυσος και μαινάδα), «Το αγόρι είναι ωραίο, το κορίτσι είναι ωραίο». Ίσ ω ς είναι λάθος να πιστέψουμε ότι οι επιγραφές αυτού του είδους παραγγέλθηκαν από εραστές, που είχαν κάποιον συγκεκριμένο ερώμενο υπόψη τους. Ό πω ς είδαμε, οι ανυπόγραφες ξυστές επιγραφές σε τοίχους, πόρτες και βράχους μαρτυρούσαν τον θαυμασμό, που αισθανόταν ένας απροσδιόρι στος αριθμός άγνωστων θαυμαστών, για την ομορφιά έξοχων νεαρών ανδρών και θα έπρεπε ίσως να συμπεράνουμε ότι οι αγγειογράφοι επέλεγαν να περιλάβουν ή να αποκλείσουν από την εικόνα μιαν έκφραση θαυμασμού, που τους υπέβαλλαν οι αντιλήψεις ή το κουτσομπολιό της ημέρας. Το Μ322, όπου το θέμα είναι ένα αφηρημένο σχέδιο, δημιουργεί την πλοκή μιας συζήτησης: «Ωραίος είναι ο Νικόλας. Ο Δωρόθεος είναι ωραίος. Κι εγώ νομίζω ότι είναι, ναι. Κι άλλο ένα αγόρι, ο Μέμνονας, είναι ωραίος. Και για μένα επίσης είναι ωραίος (ενν. και) αγαπητός» —ή ίσως «... κι εγώ επίσης τα ’χω καλά μ 5 ένα όμορφο (ενν. αγόρι)». Η επιγραφή, «Η Παντοξένα είναι ωραία στην Κόρινθο» στα Ε912 και Ε913 (το πρώτο απεικονίζει την Ηώ και τον Τιθωνό, το άλλο τον θάνατο του Ορφέα) μας θυμίζει τις πρώτες λέξεις από τον Ά ρ α το, 1, «Ο Φιλοκλής ο Αργείος είναι ωραίος στο Ά ργος», και ίσως είναι διατύπωση γνώμης για μια πολύ γνωστή εταίρα της Κορίνθου, από το είδος εκείνο που θα ήταν εντελώς αποδεκτό στους συνδαιτημόνες Αθηναϊκού συμποσίου ακόμα κι αν δεν είχαν ιδέα ποια ακριβώς ήταν η Παντοξένα. Μπορούμε να συγκρίνουμε το Μ326, «Ο Μυς θεωρείται ωραίος, ναι!» και το Ε160, «Ο Φιλόκωμος αγαπιέ ται» (η λέξη φ ιλείν ίσως αναφέρεται στη δημοτικότητά του κι όχι σε κάποια ερωτική σχέση)·20πρβλ. επίσης ΙΟ χη 3.549 (Θήρα), «...]ς, λέγω, είναι ωραίος [στα μάτια(;)] όλων(;)». Μπορούμε δικαιολογημένα να υποπτευθούμε ότι η επιγραφή, «Το αγόρι είναι όμορφο», προστέθηκε αυθόρμητα σε παραστάσεις από αγγειογράφους (όταν εθεωρείτο κάτι περισσότερο από μια σειρά γραμμά των που αποτελούν διακοσμητικό θέμα), επειδή ο Αθηναίος οικοδεσπότης δεν
20. Στο Συμπ. του Πλάτωνα, 201ο, ο Σωκράτης προσφωνεί τον Αγάθωνα έτσι: «ώ φιλονμενε Άγάθων», δηλαδή, « ... αγαπημένε (ενν. όλων)»;
130
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
θα ’θελε να νομίσουν οι καλεσμένοι του ότι τον άφηνε αδιάφορο το κυνήγι των αγοριών. Πάντως δεν υπάρχει καθολική εξήγηση, που να ισχύει για όλες τις επιγραφές του τύπου καλός , αφού δεν αναφέρονται πάντοτε σε σεξουαλικά ελκυστικούς ανθρώπους ή τουλάχιστον σε ανθρώπους. Σε μια μυθολογική σκηνή, Μ697, εκφράζεται θαυμασμός για τη θεά Αφροδίτη και τον ήρωα Αινεία με τον τύπο «... είναι ωραίος»*21 έτσι γίνεται και για τους ηλικιωμένους Κάδμο και Αρμονία στο Ε922. Στο Ε310 η επιγραφή, «Είσαι ωραίος», έχει ζωγραφιστεί πλάι στις μορφές του Αίαντα και του 'Εκτορα και πλάι στη μορφή του Απόλλωνα στο Ε 311. Στο Μ283 εξυπηρετούνται δύο διαφορετικοί σκοποί με τις επιγραφές* ο Τρώας Πάρης (που αναγνωρίζεται από την Ασιατι κή του ενδυμασία) υποδεικνύεται με την επιγραφή, «Ο Πάρης είναι ωραίος», αλλά στους ώμους του αγγείου επιστρέφουμε στη γη με τα: «Ο Τέλης είναι ωραίος» και «Ο Νικίας είναι ωραίος», που ίσως διατείνονται ότι «οι ζωντανοί νέοι Τέλης και Νικίας είναι τόσο ωραίοι όσο και ο μυθικός Πάρης».22 Ό τα ν το κάλλος θείων και ηρωϊκών μορφών μνημονεύεται και υμνείται μ 5 αυτόν τον τρόπο, είναι κατανοητό ότι η εξύμνηση ως «ωραίου» του Αθηναίου Λέαγρου θα συνεχιζόταν για περισσότερο από μισόν αιώνα.23 Έ φηβος, πρέπει να υπήρξε συγκλονιστικά ωραίος και με τη συνεχή χρήση από τους αγγειογράφους του τύπου, «Ο Λέαγρος είναι ωραίος», άγγιξε τα όρια του θρύλου. Η περίπτωση του Κάδμου και της Αρμονίας μας υπενθυμίζει ότι το καλός είναι πραγματικά πολύ γενική λέξη, που μπορεί να αποδοθεί σε κάθε ζωντανό πλάσμα ή χειροποίητο αντικείμενο, αισθητικά ελκυστικό, και πρέπει να λάβουμε υπόψη την πιθανότητα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο ζωγράφος χρησιμοποιεί τη λέξη για να εξυμνήσει το έργο του («Αυτή είναι μια όμορφη εικόνα τού...») ή για να πει: «Αν βλέπατε ζωντανή τη σκηνή, που απεικόνισα, θα αναφωνούσατε από θαυμασμό μπρος στην ομορφιά των προσώπων». Αυτό μοιάζει πιθανό σε περιπτώσεις όπως η παρακάτω: Μ358 (πυγμάχοι από τη μια πλευρά, αγόρια από την άλλη), «Δύο ωραίοι ενήλικες πυγμάχοι» και «Δύο πυγμάχοι παιδιά»* Ε196* (νέοι, αγόρια και γυναίκες) το «ωραίος» στο σωστό γένος, πλάι σχεδόν σε κάθε μορφή. Έ τσ ι επίσης στα Ε251 (αθλητές)* Ε778 (η 21. Πρβλ. Ρειτΐ, 98-100, Β&ιζΙεγ (ΑΙΑ, 1941), 595, δοΙιαικϊη&ιΐΓβ (1969), 49 κ.ε. 22. Το Ε902 θα μπορούσε με την πρώτη ματιά να μοιάζει με κακό οιωνό· ο θρυλικός Ακταίωνας, καθώς μεταμορφώνεται σε ελάφι και κατακομματιάζεται από τους σκύλους του, ονομάζεται «Ευαίων». Όμως το ΙΟΌ, 62, 65, 69, παρουσιάζει ισχυρά επιχειρήματα για να στηριχθεί η υπόθεση ότι ο γιος του Αισχύλου, Ευαίωνας, έπαιξε σε τραγωδίες, έτσι ώστε θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι θα συναντήσουμε το όνομά του σε εικόνες με μυθολογικά θέματα. 23. Πρβλ. Ρογγι, 105, ΑΒν, 669, ΑΚν, 1591-4, >Μ€ΐ>8ΐ€Γ, 65. Ο έπαινος του Μέμνονα (Α Κ Υ , 1599-1601) δημιουργεί ένα πρόβλημα. Ένα ωραίο αγόρι με το ίδιο όνομα επαινείται στο Μ322 (τέλη του έκτου αιώνα), ο Μέμνονας του θρύλου όμως ήταν ο ωραιότερος άντρας που είχε δει ποτέ ο Οδυσσέας (Ό μ ., Οδ. λ 522) και ορισμένοι έπαινοι σε ερυθρόμορφα αγγεία αναφέρονται σ ’ αυτόν.
Δημοσιότητα
131
κρίση των θεών από τον Πάρη, που καθεμιά ισχυριζόταν ότι είναι η ομορφό τερη)· Ε861 (γυναίκα και νέοι)* ε926 (γυμνή γυναίκα)· ε946 (γέρος, νέος και δύο γυναίκες)* Ε999 (πολεμιστής και Αμαζόνα). Τα Ε1005, Ε1006 και Ε1007 δείχνουν ένα αρσενικό νήπιο και πλάι του την επιγραφή, «Ο Μικίων είναι ωραίος». Το μικ- σημαίνει «μικρός» κι έτσι είναι πολύ ταιριαστή προσωνυμία για το νήπιο, «Μικίων» όμως είναι επίσης το όνομα νέου αθλητή στο ΕΥ 16 (και πρβλ. ΙΟ ί2 924) έτσι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ούτε για το αν η επιγραφή αναφέρεται στο νήπιο. Το καλός θα μπορούσε ασφαλώς να χρησι μοποιείται για τα αγγεία* χρησιμοποιείται ρητά στα μ650, «Ωραίος είναι ο (δηλαδή, αυτός ο) αμφορέας», Μ98, «Είμαι ένα ωραίο κύπελλο. Μ ’ έφτιαξε ο Εύχρος ($ιφ>, ΒΜ48, «Είμαι το ωραίο κύπελλο του ωραίου Γόργιδος». Κάποτε η λέξη μοιάζει να αναφέρεται σ ’ ένα αντικείμενο, τμήμα της σκηνής που απεικονίζεται: Ε86 (γυναίκες και ασκός κρασιού), καλός πάνω στον ασκό και «καλός , ναι» γύρω από τη μορφή της γυναίκας* Ε243*(νέοι που επιδίδονται σε ομαδική ομοφυλοφιλική δραστηριότητα), καλά (πληθυντικός ουδετέρου) πά νω σ 9 έναν ασκό στην άλλη πλευρά του αγγείου — επιδοκιμαστικό σχόλιο για τα ωραία πράγματα της ζωής, ίσως*24 Ε465, καλός πάνω σε αμφορέα, στον οποίο κάθεται ένας σάτυρος, αλλά επίσης, «ωραίο είναι το αγόρι»* Ε474, Χ ιρώ νεια (ο τίτλος ποιήματος) σε κυλινδρικό πάπυρο, που διαβάζει ένας νέος, και καλή στο κουτί από το οποίο τον πήρε.25 Στο Ε1023, καλός στον ασκό κρασιού, που μεταφέρει ένας σάτυρος, επίσης όμως, «Ο Ικέτης είναι ωραίος».26 Το Αττικό αλφάβητο δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στο όμικρον (βραχύ ο) και στο ωμέγα (μακρό ο) ως τα τέλη του πέμπτου αιώνα,27η πιθανότητα λοιπόν ότι τα γράμματα Κ ΑΛ Ο Σ εννοούν, ορισμένες φορές, το επίρρημα καλώς πρέπει να ληφθεί υπόψη (σχόλιο ικανοποίησης του καλλιτέχνη πάνω στο έργο
24. Στο Ε 1091 (νέοι) η λέξη καλά (ουδέτερο πληθυντικού) έχει ζωγραφιστεί πάνω σε ασκό κρασιού, η λέξη καλή (θηλυκό ενικού) πάνω σε λεκάνη. Στο Ε208 (νέοι που παίζουν «κότταβο» σε συμπόσιο) υ^πάρχει η λέξη καλός σ' ένα κύπελλο, καλόν σε άλλο* το καλόν είναι ενικός του ουδέτερου, αλλά το γεγονός ότι οι αγγειογράφοι γράφουν ορισμένες φορές το ς όπως το ν (π.χ. Ε44, Ε110, Ε476, Ε1000) ίσως μας απαλλάσσει από την απόπειρα μιας περίπλοκης ερμηνείας του μηνύματος (πολύ περισσότερο του τύπου ]καλό\[ στο Ε551). 25. Πρβλ. Ρ ο γ π , 128 κ.ε. 26. Οι αγγειακές επιγραφές ορισμένες φορές «περιπλανώνται»· για παράδειγμα, το «Ωραίος, ναι!» πλάι στον Ηρακλή και το λιοντάρι, στο Ε239, πιθανόν ενισχύει το «Ωραίος είναι ο Χάροπας» σ ’ ένα άλλο τμήμα της επιφάνειας. Υπάρχει επίσης μια αισθητή τάση να τοποθετού νται λέξεις πάνω σε αγγεία, ασκούς κρασιού, ασπίδες κ.τ.λ., που απεικονίζονται σε αγγειογρα φίες (για παράδειγμα, ο Δούρης, στο Ε559, έβαλε τις λέξεις, «Ω Δούρη!», σε μια κύλικα που κρατά ένα νέος), κι έτσι η λέξη καλός σε ασκό κρασιού ίσως είναι εννοιολογικά τμήμα μιας επιγραφής του τύπου καλός, που υπάρχει σε άλλο σημείο της εικόνας. 27. Υπάρχουν σποραδικές εξαιρέσεις, π.χ. Ε997. Ορισμένες φορές το ωμέγα γράφεται σταθε ρά και συνεχώς αντί του όμικρον, π.χ. Ε690, Ε691 (η αντιστροφή του κανονικού ρόλου του ωμέγα και του όμικρον εμφανίζεται επίσης σε ορισμένες επιγραφές της Θάσου).
132
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
του),28 δεν αποδεικνύεται όμως παρά μόνον όταν ακολουθείται από ρήμα, όπως στο Ε377, «Γεμίζω ωραία», πλάι στη μορφή γυναίκας, που σερβίρει από οινοχόη σε κύπελλο. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει μια μοναδική ή απλή ερμηνεία των επιγρα φών καλός, που να εξηγεί όλα τα δεδομένα. Η χρησιμοποίηση των γραμμάτων ως δικοσμητικού στοιχείου, η υιοθέτηση στερεότυπων εκφράσεων από α ντρικές συζητήσεις, η έκφραση θαυμασμού για την ομορφιά προσώπων, πολύ γνωστών σε όλες τις εποχές, και τα σχόλια για το περιεχόμενο ή την καλλιτε χνική ποιότητα μιας εικόνας ή μέρους της, όλα είναι στιγμές της ιστορίας του φαινομένου και κάθε παράδειγμα πρέπει να εξεταστεί με βάση την αξία του. Η ιδιοτροπία και η αυθαιρεσία του ζωγράφου πρέπει να αναγνωρισθεί ότι έπαι ξαν κάποιον ρόλο*29 το ίδιο ισχύει και για το κωμικό πνεύμα, όπως όταν ένας άσχημος σάτυρος («Στύσιππος» ~ στνειν , «ορθώνω το πέος») αποκαλείται «ωραίος» (Ε 110) ή αποκαλείται «ωραίος» ο χωλός θεός Ή φαιστος (που συ γκρίνει με πίκρα τον εαυτό του προς τον όμορφο Ά ρ η στον Ό μηρο, θ 308-311* πρβλ. Ιλ. Α599 κ.ε.), για την ομορφιά του οποίου εκφράζεται θαυμα σμός σε μια Διονυσιακή σκηνή (Ε950).30 Η φιλοφρόνηση χάνει το νόημά της, όταν ο Σωκράτης στον Φ αίδροτ ου Πλάτωνα, 235ο, αναφέρεται στην «ωραία Σαπφώ» —δεν είναι δυνατόν να γνώριζε αν η Σαπφώ ήταν ωραία ή όχι31— και εκείνος που σχημάτισε τα: «Η Αφροδίτη είναι ωραία» και «Η Καλή Τύχη είναι ωραία», σ ’ ένα μωσαϊκό της Ολύνθου, τον τέταρτο αιώνα (δεν υπάρχει εικό να), χρησιμοποιούσε το «ωραία» απλώς ως κολακευτική λέξη. Ο Μελέαγρος, 66.5, κάνει περίπου το ίδιο λέγοντας: «Εσείς ωραία πλοία». Δεν νομίζω ότι θα είχαμε δίκιο αν υποθέταμε ότι ένα αγγείο με την επιγραφή καλός , είτε κατανομάζει κάποιον νέο ή γυναίκα είτε τους αφήνει ανώνυμους, ήταν φυσιολογικά ή και συνήθως δώρο εραστή σε ερώμενο ή μια συμβατικά αναγνωρισμένη μορφή διακήρυξης του εραστή ότι, όταν το αγόρασε, ήταν ερωτευμένος μ ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Έ χουμε όμως δίκιο να θεωρούμε την ποσότητα των δεδομένων ως απόδειξη του έντονου ενδιαφέροντος της Ελληνικής αντρικής κοινωνίας για την ομορφιά των αγοριών και των νέων και η παρουσία παντού των λέξεων «αγόρι» και «κορίτσι» —όχι των «νέος», «άντρας»32ή «γυναίκα»— 28. Το θέμα θίγει ο Ρατί, 100 κ.ε. Ο ΒοαζΙβΥ (Α ΙΑ , 1950), 315, το εξετάζει σε σχέση με το Μ646, όμως (ως προς αυτό) πολύ δικαιολογημένα το απορρίπτει. 29. Πρβλ. Κο&βΠδοη (1972), 182. 30. Το Ε1017 επαινεί, ως ωραίον, κάποιον που ονομάζεται «Ψώλων»· το όνομα είναι άσεμνο (πρβλ. σ. 141). Ένας λύχνος του τέταρτου αιώνα από τη Γέλα (Μίΐηε, 221) αδιάντροπα διακηρύσ σει ότι είναι περιουσία του καταπνγοτάτον Παυσανία, «του μεγαλύτερου καταπύγονος απ’ όλους». Το Ε1147 αντικαθιστά το καλός με το κακός, «δειλός», «άχρηστος»· πρβλ. ΚΙείη, 4,169. 31. Ο ισχυρισμός κάποιου ανώνυμου βιογράφου (ΟχχτΙΐΥηοΙιυδ Ραρχή 1800 απ. I στήλη ΐ 19-25, Ρωμαϊκής εποχής) ότι ήταν ελάχιστα ελκυστική, πιθανώς αντλείται από ένα ποίημα, όπου σύγκρινε απελπισμένα τον εαυτό της με κάποιαν άλλη ή επαναλάμβανε τα λόγια κάποιας εχθράς ή αντιπάλου. 32. Οι ανώνυμοι πυγμάχοι του Ε358 είναι προφανής εξαίρεση, αλλά το (κατά λέξη) «πυγμά
Δημοσιότητα
133
στις στερεότυπες φράσεις, μας υπενθυμίζει (πρβλ. σ. 92) τη χαρακτηριστική Ελληνική αντίληψη της σεξουαλικής δραστηριότητας ως σχέσης ανάμεσα σ 5έναν μεγαλύτερο κι έναν νεότερο σύντροφο. Οι επαναλαμβανόμενες εκφρά σεις θαυμασμού για επώνυμα πρόσωπα και η ηχώ αρχαίου κουτσομπολιού, που έρχεται σ τ5 αυτιά μας, όταν συνεξετάζουμε τις εικονογραφικές και λογο τεχνικές μαρτυρίες (σ. 9), θα έπρεπε, αν σκεφτούμε λίγο και χρησιμοποιή σουμε τη φαντασία μας, να μας πουν πώς αισθανόταν ένα ωραίο αγόρι στην αρχαία Αθήνα —ή ένα αγόρι όχι τόσο ωραίο όσο ο γιος του εχθρού τού πατέρα του ή ένα αγόρι με κοντόχοντρη, ανασηκωτή μύτη, ροζιασμένα γόνα τα και μισοσυρρικνωμένη πόσθη. Η διακριτικότητα είναι χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των αγγειακών επιγραφών α π’ όσο φαίνεται ίσως ότι είναι με την πρώτη ματιά. Η προσθήκη της φράσης: «Ο Αγασικράτης είναι ωραίος», σε μια σκηνή διαμήριας σεξουα λικής επαφής στο ε 31, είναι ασυνήθιστα αδιάκριτη, απεικονίζοντας καθαρά εκείνο, που κάποιος κάπου θα ήθελε να κάνει στον Αγασικράτη, και θα μπορούσε ακόμα να θεωρηθεί ότι εννοεί πως ο Αγασικράτης κατακτάται εύκολα (μια παρόμοια σκηνή στο Εΐ 123 φέρει την επιγραφή, «αναμνηστικό κύπελλο»).33 Οι επιγραφές στο Μ108, «Ο Ανδοκίδης είναι ωραίος για τον Τιμαγόρα», και (ετεροφυλοφιλική) στο ε 426, «Η Αφροδισία είναι ωραία, κατά τη γνώμη του Εύχιρου», είναι σε ικανοποιητικό βαθμό αποδεκτές φιλοφρονή σεις, ιδιαίτερα επειδή ο Τιμαγόρας είναι ο κεραμέας κι επομένως έχει επαγ γελματικό ενδιαφέρον για την αντρική ομορφιά. Η φράση: «Δος μου τον διαμηρισμό που μου ’ταξες», που είναι ζωγραφισμένη στον πάτο του μ 4 0 6 ,34 γίνεται απρόσωπη (ίσως χυδαίο αστείο) από το γεγονός ότι εκφράζεται θαυ μασμός για τρεις διαφορετικούς νέους στις επιγραφές, στο κύριο σώμα του αγγείου. Στο ΕΥ40 η επιγραφή, «Ο Γοργίας αγαπά τον Τάμυνη και ο Τάμυνης αγαπά τον Γοργία», χρησιμοποιεί το φ ιλείν και κανείς δεν θα μπορούσε να ξέρει αν η σχέση του Τάμυνη και του Γοργία ήταν ερωτική χωρίς να τους γνωρίζει.35 Οι πρώιμες ξυστές επιγραφές στη Θήρα είναι λιγότερο επιφυλακτικές.
χοι άντρες ωραίοι» (δυϊκός αριθμός) είναι διαφορετικός τύπος από το (κατά λέξη) «το αγόρι ωραίο» (με το οριστικό άρθρο). 33. Στο Μ220 ο τύπος φιλονσε, που ακολουθεί το «Ωραίος είναι ο Αντιμένης», ερμηνεύεται από τον Βεαζ1εγ (1927), 63 κ.ε., έτσι: «Φιλών σε —», δηλαδή, υποκείμενο, αντικείμενο κι ύστερα μια εύγλωττη, υβριστική σιωπή, σαν να ήταν εξαιρετικά άπρεπο να προφερθεί το ρήμα. Μια ακριβώς όμοια υβριστική παύση εμφανίζεται στον Θεόκριτο, 1.105, όπου ο Δάφνης περιπαίζει την Αφροδίτη για το γεγονός ότι «ο γελαδάρης» (δηλαδή, ο Αγχίσης) ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Πάντως οι λέξεις, «αν σ ’ αγαπά», είναι μια πιθανή ερμηνεία των γραμμάτων πρβλ. υποσ. 38 παρακάτω. 34. Πρβλ. σ. 108. ’Αποδος, «δώσε μου όσα υποσχέθηκες», ή «δώσε μου πίσω (ενν. τα δώρα μου)» είναι τμήμα συζήτησης ανάμεσα σ ’ έναν άντρα κι ένα αγόρι στο Ε595. 35. Η «υπόθεση» του Βε&ζ1εγ (ΑΧ4, 1927, 352 κ.ε.) είναι αλησμόνητη.
134
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
Στο Ι Ο χ ϋ. 3.541,«...] είναι ερωτευμένος με τον [Φ]ανοκλή», το υποκείμενο του ρήματος πρέπει να κατονομαζόταν. Ιύίά. οι 537 και 5381) (1411) προχωρούν ένα βήμα παραπάνω. Η πρώτη λέει: «Μα τον Δελφίνιο (ενν. Απόλλωνα), ο Κρίμων συνουσιάστηκε μ 9 ένα αγόρι, αδελφό του Βαθυκλή» και η δεύτερη: «Ο Κρίμων συνουσιάστηκε εδώ με τον Αμοτίωνα». Η λέξη που χρησιμοποιείται είναι το οϊφειν , που δεν είναι ούτε τόσο αργκό όσο το «καρφώνω» (δθΓ6\ν) ούτε τόσο χυδαίο όσο το «γαμώ», γιατί εμφανίζεται στους νόμους της Κρητικής πόλης Γόρτυνας («οϊφειν δια της βίας» = «βιασμός»), είναι όμως πολύ ωμή λέξη για τη σεξουαλική επαφή. Το φύλο του αντικειμένου, στην περίπτωση που δηλωνόταν, δεν είναι φανερό από τις λέξεις που σώζονται Μά.536: «Ο Φειδιππίδας συνουσιάστηκε, ο Τιμαγόρας και ο Εμφέρης κι εγώ συνουσιαστή καμε [...». Οι εκφράσεις αυτές δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν επίσημες διακηρύ ξεις καθαγιασμένων ερωτικών σχέσεων,36 αλλά καυχησιολογίες, υπερβολές και συκοφαντίες του είδους που μας είναι γνωστό από τους τοίχους της Πομπηίας, εφτά αιώνες αργότερα. Ξαναφέρνοντας στη μνήμη τις Αθηναϊκές ξυστές επιγραφές ( σ ^ ^ ^ ^ ε ν θα έπρεπε να φανταστούμε ότι ο Κρίμων ή όποιος έγραψε την αρ. 537 είχε πολύ φιλικές σχέσεις με τον Βαθυκλή, για τον αδελφό του οποίου θριαμβολογούσε.37 Έ να παρεμφερές πνεύμα κακίας περιέ χει μια Αθηναϊκή ξυστή επιγραφή (ΙΟ \ 922): «Δεν κνάω τον Λυσανία (ενν. γιο) του Χαιρεφώντα». Η επιγραφή είναι πλήρης και το υποκείμενο άγνωστο. Το κνήν σημαίνει «ξύνω», «τρίβω», «γαργαλώ» και αφού ο Σωκράτης στα Απομν. του Ξεν., Ϊ2.30, συγκρίνει τον ομοφυλοφιλικό πόθο του Κριτία για τον Ευθύδημο με την επιθυμία χοίρου να ξυστεί πάνω σε πέτρα,38η ξυστή επιγρα φή πιθανώς εννοεί: «Δεν αφήνω τον Λυσανία να με χρησιμοποιήσει όπως επιθυμεί» — σκληρόκαρδο αστείο απέναντι σ ’ έναν Λυσανία που λιώνει; Κ ατ9 εξαίρεση εκεί ακούμε τη φωνή του ερώμενου, ακόμα κι αν ολόκλη ρη η φράση είναι φανταστική* ίσως την ακούμε επίσης στην ΙΟ ί2 924:
36. Έ τσι τις θεωρεί ο ΒϋΐΗε 449 κ.ε., 452 κ.ε., που τον ακολουθεί ο ν&ηββ&απί 23 κ.ε., 63 κ.ε.. Η φράση, «Ο ιερός χώρος και το όνομα του Απόλλωνα καθιστούν σαφές ό τ ι... ακούμε για μιαν ιερή πράξη» (ν&ηββΓ&απΙ), υποτιμά τη χρήση των όρκων από τους Έλληνες και υπερεκτιμά τον σεβασμό, που τρέφουν οι περισσότεροι άνθρωποι για τους ιερούς χώρους. Πρβλ. δοπιβηον, 147 κ.ε., Μ&ιτοιι, 367. 37. Πρβλ. τους βοσκούς του Θεόκριτου, 5, που εξετάζονται στη σ. 114. 38. Στο Ε567, μετά το «Ο Ερμογένης είναι ωραίος», η σειρά των γραμμάτων εενεμεκνερινε ίσως είναι ήνέμέ κντ}ρίνη, «αν θα μεξύσει με το σκληρό (ενν. του) δέρμα»· ρίνη σημαίνει «λίμα» ή ένα ψάρι με πολύ σκληρό δέρμα. Ο Ββ&ζΐβ^ (Α Χ 4,1960), 219, προτείνει, ήνέμέέγκρίνη, «αν θα με περιλάβει (ενν. ανάμεσα στους φίλους του)»· παρόμοια κι ο 45, αντιλαμβάνεται το «με», όμως, ως το αγγείο και μεταφράζει, «αν θα με επιλέξει». Έ να άλλο ρήμα, το κνίζειν, είναι συγγενές προς το κνήν και η σημασία τους συμπίπτει· με την έννοια «προκαλώ», «ερεθίζω», «ταράζω», «πειράζω», θα μπορούσε να περιγράφει την επίδραση που έχει η ομορφιά ενός αγοριού σ ’ έναν εραστή, το κνήνόμως είναι καταλληλότερο για να περιγράψει την επίδραση του σώματος του αγοριού στο πέος του εραστή.
Π ροτιμήσεις και Φαντασιώσεις
135
Ο Λυσίθεος λέει ότι αγαπά τον Μικίωνα περισσότερο από κάθε άλλον στην πόλη επειδή είναι γενναίος.
«Αγάπη» εδώ είναι το «φιλείν», ασφαλώς πιθανή λέξη στα χείλη εραστή, επίσης όμως η κατάλληλη λέξη για τη στοργή, που αισθάνεται ο θαυμαστής ερώμενος (πρβλ. σ. 59). Το άνδρεϊος , «γενναίος», συγγενές προς το άνήρ «(ενήλικος) άντρας», ταιριάζει περισσότερο στον μεγαλύτερο παρά στον νεότερο σύντροφο σε μια σχέση. Η επιγραφή θα ήταν πολύ εντυπωσιακή διακήρυξη εκ μέρους του ερώμενου, αν είμαστε βέβαιοι ότι τη συνέθεσε ο Λυσίθεος και χαράκτηκε εν γνώσει του και με τη συγκατάθεσή του. Φυσικά όμως δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι γι* αυτό ούτε μπορούμε ασφαλώς να είμαστε βέβαιοι ότι ο Λυσίθεος και ο Μικίωνας συνδέοντο περισσότερο με μια σχέση ερωτική παρά με ένα βαθύ συναίσθημα υποχρέωσης κι ευγνωμοσύ νης (για παράδειγμα), που προήλθε από τη θαρραλέα διάσωση της ζωής του Λυσίθεου από τον Μικίωνα σε κάποια μάχη. Αν αυτή είναι η εξήγηση της επιγραφής, χάνει τον ασυνήθιστο χαρακτήρα τής αναμνηστικής επιγραφής, που θα διάβαζαν οι περαστικοί για πάντα, για μιαν ομοφυλοφιλική σχέση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται. Δεν υπάρχει παρόμοια αδιακρισία όσον αφορά στο όνομα του ερώμενου σε μια περίφημη επιγραφή (μερικά έμμετρη) από την Αττική του τέλους του έκτου αιώνα (ΙΟ \ 920): Εδώ ένας άντρας, ερωτευμένος μ ’ ένα αγόρι, ορκίστηκε να λάβει μέρος στη σύγκρουση και τον καταστρεπτικό πόλεμο. Εγώ (ενν. η επιτάφια στήλη) είμαι αφιερωμένη στον Γνάθιο, από τον δήμο των Εροιαδών, που χάθηκε στη μάχη(;).
Στην άλλη όψη κάποιος χάραξε: ...[θιε(;)αιεί σπεύδε [ιςΧ'9)9 δηλαδή, «Γνάθιε, είσαι πάντα πάρα πολύ βιαστικός» (ή «...πάντα προσπαθείς πάρα πολύ σκληρά»). Η εικόνα, που δίνει ο συγγενής ή φίλος του νεκρού Γνάθιου, βάζοντας αυτές τις πομπώδεις λέξεις πάνω στην πέτρα, εικόνα ανθρώπου που φεύγει για τον πόλεμο για να χαραμίσει τη ζωή του ή να κερδίσει τη δόξα, ίσως προκαλούσε κάποιαν αντίδραση από το ανώνυμο αγόρι και μας θυμίζει τον επιδεικτικό Επισθένη στην Ανάβαση του Ξενοφώντα, νϋ 4.7 (σ. 56). Ίσω ς η ομοφυλοφιλική σχέση περιείχε κάτι περισσότερο από το «ξύσιμο».
Β. Προτιμήσεις και Φαντασιώσεις Είδαμε ότι οι αγγειογράφοι συχνά αναπαριστούν τον εραστή να ψηλαφεί τα γεννητικά όργανα του ερώμενου και ότι ένα απόσπασμα του Αριστοφάνη αναφέρεται σαφώς στην πράξη αυτή (σ. 105). Ορισμένα άλλα αποσπάσματα του
136
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
Αριστοφάνη αποκαλύπτουν τη σπουδαιότητα, που απέδιδαν οι μεγαλύτεροι άντρες στα γεννητικά όργανα των νεοτέρων τους. Στον συναγωνισμό του Δίκαιου και του Ά δικου Λόγου, στις Νεφέλες, ο Δίκαιος Λόγος θρηνεί για τις παλιές καλές μέρες που πέρασαν, όταν τα αγόρια ήταν ρωμαλέα, πειθαρχικά και σεμνά και (973-8): ' Οταν κάθονταν κάτω στου γυμναστή, έπρεπε ν ’ απλώσουν μπρος τον ένα μηρό για να μη δείξουν τίποτα σκληρό (άπηνής) στους έξω. Ύ στερα, όταν ένα αγόρι σηκωνόταν πάλι, έπρεπε να στρώσει την άμμο, όπως ήταν πριν, και να φροντί σει να μην αφήσει κανένα αποτύπωμα της νιότης του για τους εραστές. Και κανένα αγόρι την εποχή εκείνη δε θα αλειφόταν με λάδι κάτω από τον αφαλό και έτσι η δροσιά (δρόσος) και το χνούδι πρόβαλλαν πάνω στα γεννητικά τους όργανα όπως στα μήλα.
Το άπηνής, επίθετο που βεβαιώνεται ως χαρακτηριστικό του Έρωτα στον Θέογνη, 1353, σημαίνει «σκληρός» ή «τραχύς» και καμιά απόπειρα να μεταφραστεί ως «άπρεπος» δεν δικαιώνεται από μαρτυρίες. Η άποψη του Δίκαιου Λόγου είναι ότι η θέα των γεννητικών οργάνων αγοριού βασανίζει τους θεατές, ακριβώς όπως οι ωραίες γυναίκες είναι «πόνος στα μάτια» (Ηρόδ. ν 18.4). Η επόμενη πρότασή του δείχνει ότι ο εραστής μπορούσε να μελαγχο λεί και ν* αναστενάζει πάνω από το σημάδι στην άμμο, όπου είχαν ακουμπήσει τα γεννητικά όργανα του ερώμενου. Οι προεκτάσεις της τελευταίας πρό τασης αμφισβητούνται,1 το ενδιαφέρον όμως του Δίκαιου Λόγου για την εμφάνιση γεννητικών οργάνων αγοριών είναι αδιαμφισβήτητο. Ο γερο-Φιλοκλέωνας στους Σφήκες , 578, αναφέροντας τα απολαυστικά τυχερά, που συνόδευαν την εκτέλεση της δικαστικής υπηρεσίας, περιλαμβάνει τη «θέα των γεννητικών οργάνων των αγοριών», των οποίων είχε αμφισβητηθεί η ηλικία και είχαν παραπεμφθεί σε δικαστήριο, για την εγγραφή τους στα μητρώα των πολιτών με πλήρη δικαιώματα. Θα ήταν περίεργο να μην είχαν οι Έ λληνες αισθητικά κριτήρια, για τα αντρικά γεννητικά όργανα, και οι εικαστικές τέχνες μας δείχνουν ποια ήταν αυτά τα κριτήρια. Στην αγγειογραφία, το χαρακτηριστικό πέος νεαρού άντρα (ανθρώπου, ήρωα ή θεού) είναι λεπτό (κάποτε σημαντικά λεπτότερο από δάχτυλο) και κοντό (μετρημένο από τη βάση ως την άκρη της βαλάνου) και καταλήγει σε μια μακριά, μυτερή πόσθη, ενώ ο άξονας του πέους και της 1. Η ερμηνεία μου ζά Ιοο., ότι δρόσος είναι η Κωπήρεια έκκριση, που εμφανίζεται όταν προκληθεί στύση στο πέος του αγοριού με ψηλάφηση, είναι παρατραβηγμένη (είμαι υποχρεωμέ νος να συμφωνήσω με ορισμένους κριτικούς πάνω σ ’ αυτό), όμως καμιά άλλη ερμηνεία ως τώρα δεν μου φαίνεται να αποδίδει την προσοχή που πρέπει στις σημασίες και αποχρώσεις του δρόσος ή να εξηγεί γιατί ο Δίκαιος Λόγος θεωρεί την ομορφιά της «δρόσον και του χνουδιού» ασυμβίβα στες με την άλειψη κάτω από τον αφαλό. Για το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη συμβατικότητα (σ. 57) ότι ο ερώμενος δεν διεγείρεται πρβλ. σ. 113.
Προτιμήσεις και Φαντασιώσεις
137
πόσθης είναι σχεδόν πάντα ίσιος. Το μικρό πέος υπόσχεται ο Δίκαιος Λόγος στις Ν εφέλες 1009-14, ως ένα από τα επιθυμητά αποτελέσματα της παλιάς καλής εκπαίδευσης μαζί μ ’ ένα καλό χρώμα, φαρδείς ώμους και μεγάλους γλουτούς.2Μπορούμε να δούμε παραδείγματα κοντού, λεπτού πέους στα Ε467 (νέος), Ε716 (νέος και αγόρι), ε 942 (Έ ρω τας και νέος), ε 978 (νέος), Ε1091 (νέοι), Εΐ 111 (νέος), Εΐ 115 (νεαρός αθλητής), Εΐ 119 (νέος που φορά τα όπλα του). Το πέος είναι μακρύτερο αλλά πολύ λεπτό στα (π.χ.) μ 28 (Αχιλλέας), ε 164 (νέοι), ε 966 (νέος). Αυτό το μικρό πέος συνδυάζεται κατά κανόνα με όσχεο φυσιολογικού μεγέθους και η αντίθεση είναι έντονη ορισμένες φορές. Ο νέος στο Ε373* έχει φυσιολογικό όσχεο αλλά μικροσκοπικό πέος ενώ το όσχεο του νέου στο Ε638 είναι ογκώδες. Ο Γανυμήδης στο Ε348* έχει όσχεο ασυνήθιστα μικρό, το γεγονός όμως ότι παίζει εκεί με μια στεφάνη δηλώνει ότι ο ζωγράφος τον οραματίζεται περισσότερο σαν παιδί παρά σαν νέο. Οι ζωγράφοι συνήθως δεν δείχνουν τη διαφορά ανάμεσα σε ώριμους και ανώρι μους άντρες, δίνοντας μεγαλύτερα γεννητικά όργανα στους ώριμους, αλλά επιμένουν στο ιδεώδες (π.χ. Ε563). Ακόμα κι ένας ή ρωας, όπως ο Ηρακλής, δεν αποτελεί εξαίρεση σ ’ αυτόν τον κανόνα. Στο Ε328* ο Ηρακλής έχει πολύ μικρά γεννητικά όργανα και το μεγάλο του όσχεο στο ΕΥ28 είναι απίθανο, έχοντας υπόψη τα παραπάνω παραδείγματα, να είναι εκούσια αναφορά στον ανδρισμό του. Ακόμα και γίγαντες (π.χ. ο Ανταίος [ ε 16] και ο Τιτυός [ ε 675]), τέρατα (π.χ. ο Ά ρ γος [ ε 367]) και μυθικοί κακοποιοί (π.χ. ο Προκρούστης [ ε 3 15]) γλιτώνουν από την ταπείνωση της γελοιογραφίας όσον αφορά στα γεννητικά τους όργανα. Οι τύποι του σώματος του Ηοπιο ςαρίβηε διαφέρουν ως προς το μέγεθος του πέους, όπως επίσης και τη γωνία του πέους, όταν βρίσκεται σε χαλάρωση, και σε κάθε περίοδο, κατά πάσα πιθανότητα, υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη γεωγραφική περιοχή και τον σωματικό τύπο που κυριαρχεί. Στατιστικά στοι χεία, που βασίζονται σε δειγματοληψία στη σύγχρονη Δυτική Ευρώπη, φανε ρώνουν ότι ο μέσος όρος του μήκους του πέους είναι 9,51 εκ. (μέτρηση ως την άκρη της βαλάνου) και ο μέσος όρος της διαμέτρου 2,53 εκ.3 Οι διαστάσεις αυτές είναι δυνατόν να εκφραστούν σε κλάσματα του μέσου αναστήματος, του πάχους του μηρού κ.τ.λ. Πολλοί παράγοντες σε συνδυασμό υποδηλώνουν ότι στην πραγματικότητα οι διαστάσεις του Αττικού πέους δεν ήταν ιδιαίτερα μικρό κλάσμα των άλλων σωματικών διαστάσεων. Έ νας παράγοντας (κατά κανένα τρόπο ακαταμάχητος από την άποψη της φυσιολογίας, αλλά ενδιαφέ ρων καλλιτεχνικά) είναι ότι το σε στύση πέος, όπως απεικονίζεται στην αγγειογραφία, έχει φυσιολογικό μέγεθος, και αν ήταν εξαιρετικά μικρό σε χαλάρωση, ο βαθμός μεγέθυνσης στη στύση προκαλεί έκπληξη. Ό τα ν ένας άντρας ή νέος απεικονίζεται να κάθεται οκλαδόν ή σε κίνηση, έτσι ώστε να 2. Για τους μεγάλους γλουτούς, που ταιριάζουν με μεγάλους μηρούς, πρβλ. σ. 77. 3. Πρβλ. Οΐοΐάηδοη, 75, Μ&δίεΓδ και Ιοίιηδοη, 191.
138
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
είναι ορατά τα γεννητικά του όργανα, κάτω ή πίσω από τον μηρό, το πέος του είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο στην περίπτωση που απεικονίζεται μια όρθια ή καθιστή μορφή. Και αν ο ζωγράφος προσάρμοζε το μέγεθος του πέους προς τη στάση και την κίνηση της μορφής, δεν υπάρχει α ρ ή ο ή αιτία για να θεωρηθεί το ένα από τα δύο μεγέθη ως πραγματικό περισσότερο από το άλλο. Στη γελοιογραφία και στην αναπαράσταση σατύρων είναι πολύ συνηθισμένο το πέος μεγάλου μεγέθους, ακόμα και τερατώδους μεγέθους και είναι λογικό το συμπέρασμα (αν και όχι, παραδέχομαι, αναπόφευκτο) ότι, αν το μεγάλο πέος ταιριάζει μ 5 ένα αποκρουστικό πρόσωπο και το μικρό πέος με ένα όμορφο πρόσωπο, το μικρό πέος θα πρέπει να είναι εκείνο που θαύμαζαν. Κυρίως λαμβάνεται υπόψη, πάντως, το γεγονός ότι η σύγκριση της αγγειο γραφίας με τη γλυπτική υποδηλώνει έντονα ότι ο ζωγράφος εκφραζόταν τυποποιημένα πολύ περισσότερο από τον γλύπτη, στην αναπαράσταση πολ λών περιοχών του σώματος. Αυτό είναι φανερό στο μήκος των δακτύλων του ποδιού, στη συχνά αφύσικη ευκαμψία των αρθρώσεων των δακτύλων και (ορισμένες φορές) στην ογκώδη ανάπτυξη των μηρών. Η γλυπτική δεν υπο στηρίζει την υπόθεση ότι το Αττικό πέος ήταν ιδιαίτερα μικρό. Αφήνει άθικτη την αντίληψη ότι η υπερβολική μεγέθυνση οποιουδήποτε σωματικού χαρακτηριστικού των νεαρών ανδρών στην αγγειογραφία ήταν μεγέθυνση των χαρακτηριστικών που εθαυμάζοντο, ακριβώς όπως τα παράλογα μακριά πόδια των νεαρών γυναικών, στα σκίτσα των σύγχρονων σχεδιαστών μόδας, ή όπως τα τεράστια στήθη τους, σε ορισμένα είδη λαϊκής τέχνης, είναι το «λογικό» αποτέλεσμα της αντρικής τάσης θαυμασμού του μήκους των γυναι κείων ποδιών και το.υ μεγέθους του γυναικείου στήθους στον εικοστό αιώνα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ελληνικής τέχνης είναι το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για την πόσθη, την οποία τουλάχιστον οι αγγειογράφοι συχνά φαίνεται να θεωρούν διαφορετική οντότητα από το πέος. Στα Ε430, ε 521 και Ε585 έχει ξεκάθαρα ζωγραφιστεί με χωριστές πινελιές.4 Η φροντίδα για την αναπαράσταση της πόσθης ορισμένες φορές έρχεται σε αντίθεση με τη σχηματική επεξεργασία του υπόλοιπου σώματος, όπω$ στο ε 4. Συνήθως η πόσθη είναι τόσο μακριά ώστε η άκρη της βαλάνου βρίσκεται στη μισή από την απόσταση που χωρίζει τη βάση του πέους από την άκρη της πόσθης, π.χ. Ε ΐ2 (νεαρός αθλητής), Ε231, ε 267, ε 966 (νέοι), Ε1067 (νέος που τρέχει). Μερι κές φορές η πόσθη είναι σωλήνας με σταθερή διάμετρο, άλλοτε καταλήγει σε λεπτή μύτη (π.χ. Ε1047*), πολύ συχνά όμως η ελαφρά συρρίκνωση στην άκρη της βαλάνου αναπαριστάνεται με σχολαστικότητα. Αυτό μεγεθυμμένο δίνει μια πόσθη με σχήμα ρώγας (π.χ. Ε1027*) ή χωνιού (π.χ. μ 46 2 * ).5 Τ ο ενδιαφέ 4. Ο πυγμαίος στο Ε752 έχει τόσο μακριά πόσθη ώστε θα μπορούσε να τη δέσει κόμπο χωρίς δυσφορία. 5. Ένας σάτυρος στο Ε6 έχει πόσθη που μοιάζει με επιμήκη ρόμβο, συσφιγμένη στα δύο άκρα και εξογκωμένη στη μέση.
Προτιμήσεις και Φαντασιώσεις
139
ρον αυτό για την πόσθη δεν είναι αποκλειστικά Αττικό γνώρισμα. Στο ΚΠ4 ένας Κένταυρος έχει κοντόχοντρο πέος, που στέφεται από ίσια, σωληνοειδή, σχεδόν ισομήκη πόσθη, και δείγματα πόσθης με διαφορετικό σχήμα εμφανί ζονται στο ΚΑ28 (διευρυμένο στόμιο) και στα ΚΠ12, ΚΠ20 (μακρύ πέος που καταλήγει σε μύτη ενώ το άνω χείλος της πόσθης προεξέχει λίγο περισσότερο από το κάτω). Ακόμα κι όταν το πέος δείχνεται σε στύση, δεν υπάρχει κατά κανόνα υποχώρηση της πόσθης, π.χ. ε 192, ε 680 (νέοι). Η πόσθη τού σε στύση πέους του νέου στο ε 970*, ακριβώς πριν από τη διείσδυση, είναι πολύ μακριά και έντονα μυτερή. Εξαιρέσεις εμφανίζονται σε σκηνές ετεροφυλοφιλικής πεολειξίας (Ε156 και Ε223*) και στην ομαδική σκηνή του Ε243*. Η πόσθη χαίνει στο Ε518. Στο Ε898 τα γυναικεία δάκτυλα, στο πέος του νέου, ίσως είναι έτοιμα να σπρώξουν την πόσθη προς τα πίσω. Ακριβώς όπως είναι δυνατόν να κρίνουμε από τα πρόσωπα των σατύρων, των άσχημων γέρων, των βάρβαρων δούλων και από την κωμική παρωδία τι θεωρείτο ωραίο και τι άσχημο, όσον αφορά στα μαλλιά, στα μάτια, στη μύτη και στο στόμα, έτσι μπορούμε, χρησιμοποιώντας το ίδιο υλικό, να ξεχωρί σουμε τα αποδεκτά από τα απαράδεκτα γεννητικά όργανα. Το απωθητικό πέος είναι χοντρό και μακρύ, ξεπερνώντας πολύ ορισμένες φορές κάθε πραγματικό τητα και τείνοντας προς το σχήμα «ρόπαλου» με συγκριτικά στενή βάση και εξογκωμένη βάλανο. Η αντίθεση ανάμεσα στον άσχημο άντρα του Ε456* και τον νέο του Ε458* είναι καθοδηγητική.6Ο σάτυρος που τρέχει, στο Μ295, έχει πέος σχεδόν τόσο μακρύ όσο και ο μηρός του (αν και σε αντίθεση προς τον τύπο του ρόπαλου, λεπταίνει βαθμιαία, ξεκινώντας από μια χοντρή βάση, και καταλήγει σε μια δύσμορφη πόσθη που μοιάζει με ρώγα)· πρβλ. το Ε446, σάτυρος, που το μεγάλο σε σχήμα ρόπαλου πέος του, με κοντή πόσθη, αιωρείται καθώς κινείται, και το Ε1075, κτηνώδεις, τριχωτοί σάτυροι με πολύ χοντρό πέος. Στο Ε46 η φουσκωμένη βάλανος και πόσθη τού σε στύση πέους ενός σάτυρου σχηματίζουν έναν «τρούλο που μοιάζει με κρεμμύδι». Ιταλιωτικές μυθολογικές παρωδίες του τέταρτου αιώνα, εμφανίζουν κωμικούς να φορούν τεχνητά γεννητικά όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές το πέος φτάνει σχεδόν ως το γόνατο και τείνει να μοιάζει με ρόπαλο, π.χ. ΕΣ141 (Ή φ αιστος), ΕΣ147 (γέρος), ΕΣ151 (Ηρακλής και Ιόλαος), ΕΣ175 (κωμικός ηθοποιός). Έ να σού φρωμα ή στρίψιμο στην πόσθη φαίνεται μερικές φορές να θεωρείται άσχημο ή γελοίο χαρακτηριστικό, π.χ.: ε 422* (τα Γεράματα, αποκρουστικά και κοκαλιάρικα, μ 5 ένα τεράστιο πέος που στρίβει προς τα κάτω, ενώ η πόσθη, που μοιάζει με στόμιο σωλήνα, δείχνει προς το έδαφος), Ε962 (σάτυρος με φυσιο λογικού μεγέθους πέος αλλά πόσθη που στρίβει προς τα κάτω, σαν αιχμηρό 6. Σ’ έναν σάτυρο στο Ε329* η γραμμή της στεφάνης είναι φανερή στο εξωτερικό του πέους ενώ είναι αθέατη στην απεικόνιση ενός νεαρού αθλητή από τον ίδιο καλλιτέχνη, Ε326, παρά τη μεγάλη ομοιότητα των μορφών σε όλα τα άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά από τον λαιμό και κάτω· μοιάζει, πάντως, να εμφανίζεται στον αθλητή του Ε332.
140
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
αγκίστρι), ΕΣ30 (σάτυρος με ανεστραμμένη πόσθη). Ανάμεσα στις γυμνές μορφές του κ10, που πιθανώς είναι δευτερεύοντα υπερφυσικά όντα, όχι συνη θισμένοι άνθρωποι, η μία μορφή έχει μεγάλο, χοντρό πέος με κοντή, ανοιχτή πόσθη* πίσω της είναι μια άλλη μορφή με μακρύ, αιωρούμενο πέος, που η βάλανός του είναι ολόκληρη έξω. Η αποκάλυψη της βαλάνου είναι αρκετά συνηθισμένη στην αγγειογρα φία του έκτου αιώνα, όταν το πέος του σάτυρου βρίσκεται σε στύση (φυσιολο γική κατάσταση για τους σάτυρους) και σχεδόν μόνιμη κατάσταση όταν αυνανίζεται. Η βάλανος μπορεί να ζωγραφιστεί βαθιά κόκκινη (π.χ. Μ394) και, όταν φαίνεται μετωπικά, ο ορθωμένος φαλλός μπορεί να φτάνει ακόμα και στη μέση του στήθους του σάτυρου. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να κρίνουμε σε ποιο στάδιο, ανάμεσα στη χαλάρωση και την πλήρη στύση, υποτίθεται ότι βρίσκεται το πέος του σάτυρου. Στο Μ80* δύο από τους σάτυρους, τους απασχολημένους με το πάτημα των σταφυλιών, βρίσκονται σε στύση και το πέος των τριών1άλλων κρέμεται, και στους πέντες όμως η βάλανος είναι αποκαλυμμένη. Στο ΚΠ16, σκηνή που περιλαμβάνει σεξουαλική επαφή και αποπάτηση, ένας χοντρός, τριχωτός σάτυρος έχει πέος που κρέμεται ως τα γόνατά του, πάλι με αποκαλυμμένη βάλανο, και στο Μ370* το πέος σάτυρου που χορεύει, ενώ αιωρείται προς τα μπρος, καταλήγει σε διχαλωτή αποκα λυμμένη βάλανο διακοσμημένη με μάτι. Η ερυθρόμορφη αγγειογραφία είναι περισσότερο συγκρατημένη στην απεικόνιση σατυρικών στύσεων και τις εξομοιώνει προς ανθρώπινα σχήματα και μεγέθη,7 δεν ήταν όμως απρόθυμη να μεταχειριστεί την αποκαλυμμένη βάλανο ως στοιχείο χονδροειδούς κωμι κού πνεύματος, όπως στο Ε ΐ 141 (ένας άσχημος άντρας αποπατεί καικρατάτη μύτη του). Το ίδιο γνώρισμα εμφανίζεται σποραδικά ως γελοιογραφικό στοι χείο στην Κορινθιακή αγγειογραφία, π.χ.: κ 44, κωμαστής οκλαδόν* κ52, δούλος που εργάζεται σε ορυχείο* Κ66, στιγματισμένος και αλυσοδεμένος δούλος, που κάθεται στο έδαφος. Αυτό συμβαίνει και στα Βοιωτικά μελανό μορφα της κλασικής περιόδου: ΒΜ16*, ένας έξαλλος, μικρός, κοιλαράς Δίας, και ΒΜ28, αλλόκοτοι άντρες σε στάση που προδίδει φόβο. Στα Κορινθιακά παραδείγματα το πέος είναι πολύ μεγάλο, στα Βοιωτικά όχι τόσο, αλλά έχει χαρακτηριστικά το σχήμα ρόπαλου. Μικρές αμφιβολίες υπάρχουν ότι στα κ 52 και Κ66 η πρόθεση του ζωγρά φου ήταν να απεικονίσει δούλους με περιτομή. Η περιτομή, που συνηθιζόταν σ ’ ολόκληρη την Αίγυπτο και τη Φοινίκη, ήταν γνωστή στους Έ λληνες, ως γνώρισμα επισκεπτών ή δούλων, που προέρχοντο από τη νοτιοανατολική γωνιά της Μεσογείου, και στο ε 699* χρησιμοποιείται σε σκηνή που παρου σιάζει τον φόνο του Αιγύπτιου βασιλιά Βούσιρη από τον Ηρακλή* οι Αιγύ πτιοι έχουν ξυρισμένα κεφάλια και κοντόχοντρες ανασηκωμένες μύτες, και ο 7. Στο Ε235 το σε στύση πέος του σάτυρου είναι ασυνήθιστου τύπου, λεπταίνει βαθμιαία καταλήγοντας σε αιχμή και είναι κυματιστό.
Π ροτιμήσεις και Φαντασιώσεις
141
ζωγράφος φρόντισε να εκθέσει το περίτμητο πέος τους με ευδιάκριτη τη βάλανο, ενώ το απερίτμητο πέος του Ηρακλή έχει το μισό πλάτος από το πέος των Αιγυπτίων (σχεδόν, μάλιστα, ούτε το μέγεθος του μικρού του δάχτυλου). Ο Ηρόδοτος εκφράζει αισθητική αποδοκιμασία8 για την Αιγυπτιακή συνή θεια (ϋ 36.3-37.2): Οι άλλοι λαοί αφήνουν τα γεννητικά τους όργανα όπως ήταν κατά τη γέννη ση, εκτός από όσους πήραν από την Αίγυπτο και οι Αιγύπτιοι περιτέμνονται... και περιτέμνουν τα γεννητικά τους όργανα χάριν καθαριότητας, προτιμώντας να ’ναι καθαροί παρά εμφανίσιμοι.9
Στην κωμωδία η περιτομή δεν υποδηλώνεται, όπως στον Ηρόδοτο, με τον όρο περιτέμνειν(« αποκόπτω από», που χρησιμοποιείται επίσης για το κόψιμο των αυτιών και άλλες μορφές σωφρονιστικού ακρωτηριασμού) αλλά με το επίθετο ψωλόςχ\ τη μετοχή άπεψωλημένος («με αποκαλυμμένη τη βάλανο»). Στους Ό ρ νιθες 504-7, του Αριστοφάνη, γίνεται λογοπαίγνιο με τις δύο έν νοιες του ψωλός, σ ’ ένα αστείο για τους Φοίνικες, και σ 9 ένα άλλο χωρίο (Αχ. 155-61), περιφρονώντας τις εθνολογικές μαρτυρίες,10 ο Αριστοφάνης θεωρεί τους εξωτικούς βάρβαρους από τη Θράκη περίτμητους: ΚΗΡΥΚΑΣ: Μπρος οι Θράκες, που έφερε ο Θέωρος! ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ: Θεέ μου, τι ’ν ’ αυτό; ΘΕΩΡΟΣ: Στρατός των Οδομάντων. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ: Τι εννοείς, «Οδόμαντες»; Τι τρέχει; Ποιος ξεφλούδισε το πουλί των Οδομάντων; ΘΕΩΡΟΣ: Αυτοί οι άντρες, αν πάρουν δυο δραχμές (ενν. την ημέρα) μισθό, νικητές θα πατήσουν σε κάθε γωνιά της Βοιωτίας. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ: Δυο δραχμές, γ ι ’ αυτούς τους άπεψωλημένους;
Τα συμφραζόμενα επίσης υποδεικνύουν το «περίτμητος» ως μετάφραση του ψωλός στον Π λούτο 265-7: Ή ρθε πάλι πίσω μ ’ ένα γέρο που είναι βρόμικος, καμπούρης, άθλιος, ζαρωμέ νος, φαλακρός, ξεδοντιάρης και, μα το θεό, νομίζω ακόμα και ψωλός\
Ό τα ν παριστάνονται άντρες σε στάσεις που στην πραγματικότητα τα γεννητικά τους όργανα θα ήταν εντελώς ή εν μέρει κρυμμένα από τον παρατη ρητή, ο οποίος θα βρισκόταν στη θέση του ζωγράφου, επινοείται ο ένας ή ο
8. Πρβλ. ΗορίηοΓ, 218-21. 9. Το ευπρεπής έχει κάποτε ηθική έννοια (και μπορεί να σημαίνει «απατηλός», «αληθοφα νής») άλλοτε αισθητική έννοια* γι* αυτό λέγεται για τον γεμάτο νιάτα (και θηλυπρεπή) Αγάθωνα στις Θεσμ. του Αρ., 192. 10. Οι Έ λληνες είχαν πολλές σχέσεις με τους Θράκες κι αυτούς οι αγγειογράφοι δεν τους .παρουσιάζουν ποτέ περίτμητους.
142
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
άλλος τρόπος για να αποσπάσουν την προσοχή μας (πρβλ. σ. 215). Ο ρουχι σμός, για παράδειγμα, μπορεί να είναι διαφανής, ιδιαίτερα αν πρόκειται για το κάτω μέρος ενός χιτώνα, όπως στο ε 39 (Αχιλλέας) —στο Ε555 ο μανδύας του Νεοπτόλεμου είναι διαφανής— ή μπορεί να είναι αφύσικα αναστατωμένος, όπως στο ε 23 ( ο Ηρακλής σε μάχη με τον Γηρυόνη) και στο Ε699* (οι Αιγύπτιοι του Βούσιρη). Επιπλέον μπορεί να συνδυάζονται άβολα στοιχεία της πλάγιας και της μετωπικής όψης, όπως στο Ε521 (άντρας με αυλητρίδα). Στην πλάγια όψη το πέος πολύ συχνά φαίνεται να προβάλλει οριζόντια ακόμα και στην περίπτωση που είναι μικρό και οπωσδήποτε όχι σε στύση, π.χ. ε 667 ( Έ ρωτας), Ε894, Ε1027* (νέοι). Αν η μορφή κάθεται ή ακουμπά πίσω, το πέος φαίνεται να δείχνει προς τα πάνω ακόμα κι όταν τα πόδια δεν απεικονίζονται έτσι ώστε να εννοείται ότι είναι ενωμένα, π.χ.: Μ176, νέος που αναπαύεται* Μ295, γονατιστός σάτυρος* ε 48, καθιστοί νέοι* Ε136, κουλουριασμέοι νέοι* Ε169, μισογονατισμένος νέος* Ε879, σάτυρος καθιστός* Ε1031, μισογονατισμένος νέος* ε υ 44, ε υ 56, Ες 8, ε ς 24, ΕΣ44, ες 48, ΕΣ121, καθιστοί —κάποτε ξαπλω μένοι νωχελικά— νέοι θεοί και ήρωες. Στα ΕΥ56 και ΕΣ121 δίνεται στο πέος μια απότομη στροφή προς τα πάνω. Ο Πάτροκλος στο ε 39, καθώς ο Αχιλλέας δένει την πληγή του, στηρίζεται στη δεξιά του φτέρνα, με τρόπο που τα γεννητικά του όργανα ακουμπούν στην επάνω επιφάνεια του ποδιού του, και δίνει την εντύπωση ότι ο καλλιτέχνης βρισκόταν κάτω από μεγάλη πίεση ώστε να μην αποκρύψει τα γεννητικά όργανα. Το Ε216 είναι κατά κάποιον τρόπο παρόμοιο σ ’ ένα ταπεινότερο επίπεδο: Δείχνει έναν άντρα να σκαρφα λώνει σε τοίχο τη στιγμή που τα γεννητικά του όργανα ακουμπούν, φαρδιά πλατιά, στην κορυφή του τοίχου. Από την άλλη μεριά, όταν ένας άντρας φαίνεται από πλάγια θέση να κάθεται οκλαδόν, κουλουριασμένος, μισογονατιστός, πηδώντας ή σε βίαιη κίνηση, τα γεννητικά όργανα μπορεί να είναι εν μέρει ορατά κάτω από τον μηρό. Αναπαριστάνοντας παρόμοιες στάσεις και κινήσεις, ο ζωγράφος συνήθως αποδίδει τα γεννητικά όργανα εντελώς ορατά και τα ζωγραφίζει μεγαλύτερα, σε αναλογία προς τις άλλες διαστάσεις του σώματος, συγκριτικά με τα γεννητικά όργανα παρόμοιων προσώπων που στέκονται όρθια ή είναι καθιστά, ξαπλωμένα, περπατούν ή μαχονται. Αυτό είναι κατανοητό στη γελοιογραφία ή στην απεικόνιση σατύρων —π.χ. Μ226 (κουλουριασμένοι), Μ310 (σκυμμένοι), Ε754 (κουλουριασμένοι), Ε1099 (οι θέσεις όσχεου και πέους ανεστραμμένες!),11 Εΐ 103 (με το κεφάλι μέσα σε δοχείο). Η συμβατική απεικόνιση όμως εφαρμόζεται επίσης και σε άντρες και νέους, π.χ. (άντρες) Μ498 (χορεύοντας), Ε140 (σκυμμένοι)* (νέοι) Μ470* (καθιστοί), Μ474 (σκυμμένοι), Ε168 (χορεύοντας), Ε169 (μισογονατιστοί), Ε498* (τρέχοντας με μεγάλες δρασκελιές), Ε1055 (καθώς κινούνται γοργά). Το Ε1047* είναι αξιοσημείωτο παράδειγμα: Έ νας νέος ή αγόρι σκύβει και τα γεννητικά του όργανα κρέμονται πίσω του σαν ξεκολλημένα. Το Ε462* φαίνε 11. Πρβλ. Ε&η§, αρ. 14.
Π ροτιμήσεις και Φαντασιώσεις
143
ται να δίνει παραστατικά την αντίθεση ανάμεσα στο μικρό πέος μιας όρθιας μορφής και στο μεγάλο πέος, που διακρίνεται κάτω από τον μηρό μιας καθιστής μορφής, το ζήτημα όμως περιπλέκεται από το γεγονός ότι η πρώτη μορφή είναι ένας νηφάλιος νέος και η δεύτερη ένας άντρας που κάνει εμετό. Στο Ε420 το μεγάλο αμβλύ πέος της μορφής των Γερατειών προβάλλει πίσω, ανάμεσα από τους μηρούς, εντελώς εκτός πραγματικότητας. Υπάρχουν βέ βαια ορισμένες παραβάσεις του κανόνα που περιγράφεται: Ε263, όπου τα γεννητικά όργανα νέου, που σκύβει, δεν φαίνονται* Ε450, νέοι που πηδούν, χωρίς υπερβολική μεγέθυνση των γεννητικών τους οργάνων* Ε737, μισογονατιστός νέος* Ε770, αγόρι που δραπετεύει από τον Έ ρωτα και η πτυχή του μανδύα του κρύβει τα γεννητικά του όργανα* Ε845, ο Πάρης καθιστός και τα γεννητικά του όργανα κρύβονται από τα ρούχα του.12 Οι σάτυροι ήταν θείο δώρο για τους καλλιτέχνες, που αισθάνοντο υπο χρεωμένοι να εκφράζουν πληθωρικές φαντασιώσεις, που αναφέροντο στο πέος (το Μ35, όπου το σε στύση πέος σάτυρου έχει ίσο όγκο με το χέρι του, είναι ακραία υπερβολή), και η αναίσχυντη συμπεριφορά, που χαρακτηρίζει τις σκηνές με κωμαστές, πρόσφερε άλλες ευκαιρίες για την εξύμνιση της δύναμης του πέους. Το Μ678 είναι μια φαντασίωση, που έχει τις ρίζες της, νομίζω, σ 5 αυτήν την κατηγορία παραστάσεων: ' Ενας μουσικός, που τα χέρια του είναι πλήρως απασχολημένα με τον δίαυλο, εκσπερματώνει αυθόρμητα και μια ζαλισμένη μέλισσα πηδά κι αποφεύγει τον βομβαρδισμό. Η προοδευ τική εξομοίωση της ανατομίας των σατύρων προς την ανθρώπινη ανατομία, τον πέμπτο αιώνα, μείωσε τις δυνατότητες της φαντασίωσης, άφησε όμως ελεύθερη την απεικόνιση της σεξουαλικής επαφής των ζώων (π.χ. Ε871 [γάι δαροι]* πρβλ. το Μ582 [γυναίκα στο έλεος χοίρων]), παιχνιδιών ισορροπίας και άρσης βαρών (π.χ. Ε581, σάτυρος, που ισορροπεί ένα κύπελλο πάνω στο ορθωμένο πέος του σε μια σκηνή θορυβώδους διασκέδασης* πρβλ. το ε 275, νέος σε παρόμοια στάση αλλά με μια κύλικα στην κοιλιά του) και την απεικόνιση σκηνών πολλαπλής σεξουαλικής δραστηριότητας, όπως οι σκη νές που αναφέρθηκαν σχετικά με άλλα θέματα. Το βασίλειο του πέους, πά ντως, εκτεινόταν πέρα από την αγγειογραφία και πρόσφερε στους ζωγράφους θέματα που περιείχαν ένα στοιχείο φαντασίωσης ακόμα κι όταν εφιλοτεχνούντο παραστατικά και προσφέροντο ως αφετηρία για ένα επόμενο στάδιο φαντασίωσης. Το πολύ μεγάλο, κρεμαστό τεχνητό πέος, που φορούσαν οι κωμικοί, έπαψε να χρησιμοποιείται στην Αθήνα κατά τον τέταρτο αιώνα, ήταν όμως συνηθισμένη η χρήση του στη σκηνή της κωμωδίας την εποχή του Αριστοφά
12. Το Ε62 είναι επιφυλακτικό και ενδιαφέρον ένας νεαρός σε κρεβάτι, που ψηλαφεί μια γυμνή γυναίκα, έχει τον χιτώνα του τυλιγμένο γύρω στα πόδια του και έστω κι αν ο χιτώνας σηκώνεται ολοφάνερα από τη στύση, είναι αδύνατον να δούμε τα γεννητικά του όργανα.
144
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
νη και αν οι αγγειογραφίες είναι αξιόπιστος οδηγός, συνηθιζόταν επίσης στην Ιταλιωτική κωμωδία του τέταρτου αιώνα. Στα σατυρικά δράματα το πέος, που φορούσαν τα μέλη του χορού, ήταν σε στύση, αλλά (αν κρίνουμε από το ΕΥ 13) κόσμια μικρό στα τέλη του πέμπτου αιώνα. Την «ερμαϊκή στήλη», που στεκόταν πλάϊ σε κάθε σχεδόν Αθηναϊκή εξώπορτα, αποτελούσε μια τετράγωνη λίθινη κολώνα, που έφερε την κεφαλή του Ερμή. Τη στήλη κοσμούσαν, στη μέση του ύψους της, γεννητικά όργανα με το πέος σε στύση (η μορφή του Πρίαπου [πρβλ. σ. 115] ήταν Ελληνιστική καινοτομία). Ορισμέ νες Ελληνικές γιορτές, στις οποίες συγκαταλέγονται τα Εν 'Αστει και τα Κ ατ’ Αγρούς Διονύσια στην Αττική, περιλάμβαναν πομπή που μετέφερε φαλλό (δηλαδή, πρότυπο ορθωμένου πέους) προς τιμήν του Διόνυσου και συγγενών θεοτήτων,13 μια από τις οποίες, ο Φαλής, ήταν η προσωποποίηση της ακαταπόνητης αντρικής σεξουαλικότητας (πρβλ. σ. 148). Η χρησιμοποί ηση σταθερών λίθων ως φαλλών μαρτυρείται επίσης σε διάφορες περιοχές.14 Μερικές αγγειογραφίες μπορούμε να τις δεχθούμε ως εικονογράφηση αυτών των φαινομένων με παρεισφρήσεις του υπερφυσικού όμως, π.χ. κ4, ραβδί-φαλλός που το χειρίζεται χορευτής· ΚΑίΟ, σάτυρος στην πλώρη πλοίου κρατά μεγάλον φαλλό ενώ μια μικρότερη αντρική μορφή κραδαίνει δύο, έναν που εκτείνεται από τα γεννητικά της όργανα προς τα μπρος κι έναν άλλο, πίσω από τα οπίσθιά της· κ58, ένας άντρας φορά τεχνητό πέος μεγάλου μεγέθους, ορθωμένο, με έντονη καμπύλη προς τα πάνω, που καταλήγει σε πλατύ χείλος, σαν βάζο* κ56, δύο άντρες, ο ένας από τη μία κι ο άλλος από την άλλη πλευρά ενός βράχου, που μοιάζει με ορθωμένο πέος, διόγκωση που αντιστοιχεί προς τη στεφάνη της βαλάνου* Μ370* και Ε94, φαλλοί στερεωμένοι στο έδαφος, ο πρώτος με δυο σάτυρους που χοροπηδούν κι ο δεύτερος με έντονη φλέβωση σε βαθμό ασυνήθιστο στην Ελληνική τέχνη (αν και συνηθισμένος στις Γιαπωνέζικες γκραβούρες)* Μ695, γιγαντιαίοι φαλλοί, τους οποίους στηρίζει μια ομάδα ανδρών, συνοδεύονται από γιγάντια πλάσματα, που ένα τους είναι ασφαλώς σάτυρος* ε607, στερεωμένος φαλλός, ψηλότερος από άντρα, με δυο γυναίκες* Ε695, μια γυμνή γυναίκα που κρατά φαλλό στο ανάστημά της. Μερικοί από τους φαλλούς αυτούς (Μ370*, μ 695, ε695) φέρουν ζωγραφισμένο στη βάλανο ένα ανοιχτό μάτι κι αυτό συναντιέται ορισμένες φορές και στους ολίσβους (ε212, Ε414*). Ο ζωηρός τονισμός της αναδιπλωμένης πόσθης, σε συνδυασμό με το μάτι, δίνει στο πέος «κεφάλι» και «λαιμό» ενώ σε άλλες περιπτώσεις (ΚΑίΟ, Μ695), η υπερβολική μεγέθυνση του άνω τμήματος της στεφάνης, μετατρέπει το πέος σε βουκέντρα. Η έντονη καμπύλη στο τεχνητό όργανο, στο κ58, είναι κάποτε χαρακτηριστικό της ερμαϊκής στήλης, όπως παριστάνεται στην αγγειογραφία (π.χ. Ε729, ΕΥ72, ΕΣ36). Καθώς η καμπύλη
13. Πρβλ. ΗβΠβΓ (1929) για τα πλάσματα αυτά. 14. Πρβλ. ΗβΠβΓ (1938), 1688-1692.
Π ροτιμήσεις και Φαντασιώσεις
145
αυτή εμφανίζεται επίσης σε σάτυρους (π.χ. Ε317) και ανθρώπους ( ε 680),15 δίνει την εντύπωση μεγάλης έντασης και χρωματίζει το πέος με μια θρασεία, επιθετική προσωπικότητα εντελώς δική του.16 Οι τριχωτοί Κένταυροι στο ΒΜ40 δημιουργούν ένα εραλδικό σχέδιο με τα καμπυλωτά, συμπλεγμένα, σε στύση πέη τους. Είναι άγνωστο αν το δοχείο με στόμιο, που μοιάζει με πέος και απεικονίζεται στο Ε593 (μια γυναίκα —σχεδόν βέβαια γυναίκα, όχι νέος— πίνει από αυτό) ήταν αντικείμενο συνηθισμένης χρήσης. Στο Μ219 το πόδι του κύπελλου έχει τη μορφή πέους και όσχεου. Το κ56 έχει ελαφρώς το σχήμα άντρα οκλαδόν με το πέος σε στύση (οι χορευτές, που απεικονίζονται δεξιά και αριστερά από το πέος, μας θυμίζουν τα Μ370* και ε 607). Γενικά οι κεραμείς δεν υπέκυπταν συχνά στον πειρασμό να κατασκευάσουν δοχεία με τη μορφή γεννητικών οργάνων.17 Τα «υπερρεαλιστικά» στοιχεία είναι πολύ σπάνια στην Ελληνική τέχνη, μία εξαίρεση όμως είναι ο «φαλλός-πουλί», που έχει τα πόδια, το σώμα και τα φτερά πουλιού αλλά λαιμό και κεφάλι καμπυλωτού πέους με αναδιπλωμένη την πόσθη και μάτι στη βάλανο. Στο Ε414* μια γυμνή γυναίκα, που αποκαλύ πτει ένα απόθεμα τεχνητών πεών, κρατά μικρό φαλλό-πουλί, σαν χαϊδεμένο ζωάκι, στο λυγισμένο χέρι της και στα Ε416 και Ε1159 ένα μικρό, παχουλό φαλλός-πουλί κοιτάζει προς τα πάνω και ο λαιμόξ του είναι προέκταση ενός στήθους που μοιάζει με όσχεο. Πολύ μεγαλύτερα μέλη του είδους ιππεύονται στους αιθέρες από γυναίκες (Μ386) ή σάτυρους (Ε442). Το Ε259* μας δείχνει ένα άλογο που ο λαιμός του μεταβάλλεται σε ελικοειδές ανθρώπινο πέος. Υπαινιγμός αυτών των φαλλικών όντων, ευδιάκριτος στον τρόπο που απεικο νίζονται ο λαιμός και το κεφάλι, φαίνεται στα Μ398 (σειρήνα), Μ570 (σειρή να), Μ494* (πουλί με πολύ κοντό ράμφος και απλανές βλέμμα), Μ658 (πομπή ζώων), Ε171 (κυνηγόσκυλο με γραμμή περιλαίμιου), Ε352 (αετός στο σκήπτρο του Δία).18 ' Ισως είναι επιστημονικά νόμιμο (ίσως όχι) να διαπιστώνουμε το ισχυρό ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για το πέος σε δράση, στη μορφολογία σκηνών 15. Για γωνίες στύσης και μοίρες κυριότητας πρβλ. Όίο1άηδοη,77 κ.ε., και τις εικόνες 105-8, 112-16. 16. Είναι συνηθισμένο τέχνασμα της πορνογραφικής λογοτεχνίας να παρουσιάζει το πέος ικανό για συναισθήματα και βούληση ανεξάρτητα από το πρόσωπο του οποίου αποτελεί μέλος* ασφαλώς όμως η πορνογραφία «λειτουργεί» — δηλαδή, πετυχαίνει να διεγείρει σεξουαλικά τον αναγνώστη — μόνο στον βαθμό που συγκεκριμενοποιεί τρόπους σκέψης και συναισθήματα, που αντιλαμβανόμαστε εύκολα. 17. Για εξαιρέσεις, βλέπε Βοαπίπι&η (1976), 288 κ.ε., και ΕΟ, 70 κ.ε. Ο ΗογΙογ, (1938), 1968, περιγράφει ορισμένα παραδείγματα από τη Νεολιθική εποχή στο Αιγαίο. 18. Εδώ και στην επόμενη παράγραφο ο αναγνώστης προειδοποιείται ότι την εποχή που είχα μελετήσει το μισό Ο νΑ , ψάχνοντας για αντικείμενα σχετικά κατά οποιονδήποτε τρόπο με την ομοφυλοφιλία στην Ελλάδα, άρχισα να βλέπω παντού φαλλική διακόσμηση. Για την πιθανή σχέση του πουλιού-φαλλός με το κοκοράκι και (πειστικότερα) με το κοκοράκι ως σύμβολο της αντρικής σεξουαλικής επιθετικότητας, πρβλ. Ηοίϊιη&ηη (1974), 204-213.
146
III Ιδιαίτερες Ό ψ ε ις και Εξελίξεις
που δεν έχουν ολοφάνερο σεξουαλικό περιεχόμενο. Αν η ειδοποιός διαφορά ήταν ορισμένες φορές υποσυνείδητη, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ήταν πάντα υποσυνείδητη —όπως, για παράδειγμα, στο Ε1087, όπου το δέντρο, που υπάρχει πίσω από ερμαϊκή στήλη, έχει ένα μεγάλο καμπύλο κλαδί, που αντικαθιστά στην ερμαϊκή στήλη το πέος που θα περιμέναμε, κι ένα άλλο κλαδί, που η σχέση του προς το δέντρο είναι ίδια με τη σχέση του πέους της ερμαϊκής στήλης προς την ερμαϊκή στήλη. Τα ακόλουθα παραδείγματα δεν έχουν καμιά φανερή κωμική διάθεση και ίσως αποκαλύπτουν ακούσια τις «φαντασιώσεις των δημιουργών τους γύρω από το πέος»: Ε177*, ο Ορέστης, καθώς κινείται για να σκοτώσει τον Αίγισθο, κρατά ένα καμπύλο, αιχμηρό σπαθί με φαρδιά λεπίδα σε στάση που το σπαθί καλύπτει τα γεννητικά του όργανα και μοιάζει να προβάλλει από αυτόν. Στο Ε837 ένα δόρυ, που κρατιέται με την αιχμή μισοστραμμένη προς τα κάτω, επιμηκύνει τη γραμμή του πέους ενός νέου ενώ η λεπίδα και η υποδοχή της συμβολίζουν τη βάλανο και την οπισθοχωρημένη πόσθη. Στο Ε821 ένας νέος κρατά ακόντιο έτσι ώστε το ακόντιο εμφανίζεται να διαπερνά τα γεννητικά όργανα ενός άλλου νέου. Στο Μ542 ένας Σκύθης με τόξο, αντιμέτωπος με οπλίτη, μοιάζει με την πρώτη ματιά να κρατά το πέος του οπλίτη. Στο Μ588 ο Ιόλαος κρατά το ρόπαλό του έτσι ώστε μοιάζει να κρατά το σε στύση πέος του, και το θηκάρι του Ηρακλή, καθώς παλεύει με το λιοντάρι, φαίνεται να μπαίνει στον πρωκτό του (αντιπαράθεσε το Μ589). Στο ΚΔδ το κοντάρι του δόρατος, που κρατά ένας άντρας καθώς οπλίζεται, μοιάζει να διεισδύει στον πρωκτό ενός άντρα, ο οποίος σκύβει πίσω από τον πρώτο, και σε μια σκηνή, όπου ο Θησέας σκοτώνει τον Μινώ ταυρο, το σπαθί του Θησέα επιμηκύνει τη γραμμή του πέους του. Στο Μ39, το δόρυ, που κρατά ένάς άντρας σε κυνήγι αγριόχοιρου, φτάνει ως τον πισινό τού συντρόφου του κι ύστερα ξαναφαίνεται έτσι ώστε η λεπίδα του μοιάζει με τρομερό πέος, που ανήκει στον τελευταίο και απειλεί τον αγριόχοιρο. Στο Μ562 ένας άντρας, ο οποίος τρέχει για να μην τον δαγκώσει φίδι, κρατά το ραβδί του έτσι που μοιάζει τόσο ότι ο άντρας βρίσκεται σε στύση όσο και ότι υφίσταται την εισαγωγή πέους στον πρωκτό του. Στο Ε525 ένας νέος, που χορεύει, έχει τοποθετηθεί πάνω από ένα τριγωνικό θέμα με τρόπο που μοιάζει ότι χαμηλώνει τον πρωκτό του πάνω σε αιχμηρό σημείο. Πόσο επισφαλής είναι η διάγνωση υποσυνείδητων ενδιαφερόντων από τη μορφολογία παρα στάσεων είναι αρκετά φανερό και μια σημαντική αιτία γ ι 5 αυτό είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες μορφολογικές ενότητες δημιουργούνται από εντελώς φυσιολογικούς τρόπους χειρισμού ενός δόρατος ή ξίφους και περιβολής της ξιφοθήκης, όμως η παραπέρα διερεύνηση του θέματος ίσως μας αποζημιώσει.19 Αν λέγαμε ότι κατείχε την Ελληνική αγγειογραφία η «έμμονη ιδέα» του 19. Πρβλ. δοΙιηβίάοΓ για όψεις (όχι σεξουαλικές όψεις) του ρόλου που παίζουν οι λόγχες στις αγγειογραφίες του Εξηκία.
Προτιμήσεις και Φαντασιώσεις
147
πέους, θα ισοδυναμούσε με κατάχρηση ενός επιστημονικού όρου που έχει ήδη υποτιμηθεί αρκετά* τα στοιχεία όμως, που εξετάστηκαν σ ’ αυτό το τμήμα, δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η Ελληνική τέχνη και η Ελληνική λατρεία έδειχναν εξαιρετικό ενδιαφέρον για το πέος. Δικαιολογούν επίσης την εξέτα ση της υπόθεσης ότι οι Έ λληνες πίστευαν, έστω και χωρίς να το εκφράζουν, ότι το πέος ήταν όπλο, αλλά όπλο κρυφό, που κρατιόταν σε εφεδρεία.20 Έ νας νέος ή αγόρι έπρεπε να έχει ίσιο, μυτερό πέος, αυτό συμβόλιζε την καταλληλότητά του να γίνει πολεμιστής* έπρεπε το πέος να είναι μικρό κι αυτό υπογράμ μιζε την αντίθεση ανάμεσα στον ανώριμο και τον ενήλικο άντρα και εξομοίω νε την αντίθεση αυτήν προς την αντίθεση ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενι κό. Το μικρό πέος (κυρίως αν η ύπαρξη της στεφάνής της βαλάνου δεν προδίδεται από κάποιον κυματισμό στην επιφάνεια του πέους) είναι ένδειξη σεμνότητας και υποταγής, αποκήρυξη της σεξουαλικής πρωτοβουλίας και του σεξουαλικού ανταγωνισμού21 και η υιοθέτηση από τους ζωγράφους του ιδανικού νεανικού πέους, ως προτύπου για τους άντρες, τους ήρωες και τους θεούς, είναι ένα στοιχείο της γενικής τους τάσης να εμφανίζουν τους πάντες νεότερους.22 Το ενδιαφέρον τους για τα γυναικεία γεννητικά όργανα, από την άλλη μεριά, είναι μηδαμινό: το Ε565 είναι ασυνήθιστο από την άποψη ότι εκούσια φέρνει στη θέα το αιδοίο τοποθετώντας το αφύσικα ψηλά. Το αιδοίο προβάλ λεται στα μ 51*, ε 462* και Εΐ 151 αλλά υποβαθμίζεται στο (π.χ.) Ε528 και ακόμα στο ε 53 1 (μετωπική άποψη γυναίκας που ουρεί), του οποίου η αντιπαράθέση προς το Ε265 και προς την επεξεργασία των αντρικών γεννητικών οργάνων εκεί, προκαλεί εντύπωση. Ευνοϊκότερα αντιμετωπίζονται τα γυναι κεία γεννητικά όργανα στα αφηρημένα θέματα, που προτιμούσαν οι Κορίνθιοι αγγειογράφοι, για τα μικρά δοχεία αρωμάτων, π.χ. τα κ22, κ24, κ32*, Κ40,23 ενώ το συνηθισμένο Αττικό διακοσμητικό θέμα, όπως στο Μ242*, είναι σεξουαλικά αμφίβολο. Ίσ ω ς είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι στην κλασική περίοδο οι πόρνες και οι εταίρες της Κορίνθου απόλαυαν διεθνούς φήμης (Πίνδαρος απ. 122, κε., πρβλ. Πλ., Π ολ. 404ά) και η λέξη «Κόρινθος» σήμαινε συνεκδοχικά περίπου το ίδιο για τον Αθηναίο με εκείνο που σήμαινε η λέξη «Παρίσι» για τον Ά γγλ ο του δέκατου ένατου αιώνα (πρβλ. Αρ., Πλούτος 149-52, απ. 354). 20. Στο Κ62 (πρβλ. σ. 116) η πόσθη του μαύρου, πανίσχυρου Τυδέα είναι μακριά και σφιγμένη ενώ η πόσθη του λευκού και ηττημένου Περικλύμενου χαλαρή και κοντή. 21. Ό σ ο μικρότερο είναι το πέος τόσο εντυπωσιακότερη καθίσταται η στύση και η έκθεση της βαλάνου με αυτόματη ή υποβοηθούμενη αποκάλυψη. 22. Η έκφραση ανήκει στον Βθ2ΐζΐ€γ (Λ7Λ, 1950, 321). 23. Το Κ28* θέλει να δώσει την εντύπωση γλουτού και μηρών ξαπλωμένης γυναίκας (όπως η γυναίκα στη δεξιά πλευρά του Ε62), όπως φαίνονται από πίσω* το Κ 19* μοιάζει, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, με πρωκτό, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί, ίσως, σχηματοποιημένη θηλή. Πρβλ. τα ονομαζόμενα «ρόδια» (π.χ. ΚΙ5), αγγεία που χρησιμοποιούν το θέμα της γυναικείας θηλής.
148
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
Γ. Κωμική Εκμετάλλευση Ο Εύβουλος, κωμικός ποιητής του τέταρτου αιώνα, είπε για τους Έ λ λ η νες που πέρασαν δέκα ατέλειωτα χρόνια προσπαθώντας να κατακτήσουν την Τροία (απ. 120): Κανείς ποτέ δεν αντίκρυσε ούτε μιαν εταίρα. Μαλακίζονταν δέκα χρόνια. ' Ηταν μια αξιοθρήνητη εκστρατεία* για την κατάκτηση μιας πόλης, επέστρεψαν στην πατρίδα με κώλους πολύ φαρδύτερους από (ενν. τις πύλες τής) πόλης που κυρίευσαν.
Ο υπαινιγμός ότι ο αντρικός πρωκτός εξυπηρετεί, Γαυίβ άαηίουχ, όπως ο αυνανισμός, όταν οι άντρες βρίσκονται μαζί, χωρίς γυναίκες, για μεγάλο διάστημα, είναι κωμικό θέμα κοινό στους περισσότερους πολιτισμούς. Έ να αγγείο του έκτου αιώνα (μ 53*) το εκμεταλλεύεται και δείχνει τρεις άντρες απασχολημένους με τρεις γυναίκες ενώ ένας τέταρτος άντρας, χωρίς γυναίκα, γίνεται μάταια φορτικός σ 5 έναν εχθρικό νέο. Πολύ θετικότερη στάση, ανε κτική για τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο σύντροφο και αδιάλλακτη για τον παθητικό, συναντάμε στον Αριστοφάνη και άλλους κωμικούς δραματουρ γούς. Μια καλή αφετηρία προσφέρει το τραγούδι με το οποίο ο Δικαιόπολης, στους Α χαρνείς 263-279, προσφωνεί τη θεότητα, που προς τιμήν της μεταφέρεται σε πομπή ένας φαλλός: Φαλή, σύντροφε του Διόνυσου, συμπότη, που τριγυρνάς τη νύχτα, μοιχέ, παιδε ραστή, σε χαιρετώ μετά από πέντε χρόνια, χαρούμενος που επιστρέφω στο χωριό μου, γιατί κήρυξα ανακωχή μόνος μου και ξεφορτώθηκα τους μπελάδες και τις μάχες και τον Λάμαχο κι όλα αυτά! Είναι πολύ καλύτερα —Φαλή, Φαλή!— να πιάσω την όμορφη σκλάβα από τη Θράκη (ενν. του γείτονά μου) του Στρυμόδωρου να μαζεύει ξύλα, που τα κλέβει από τις πλαγιές, και να την αδράξω από τη μέση και να την πετάξω κάτω και να την ξεζουμίσω — Φαλή, Φαλή!
Η παιδεραστία θεωρείται εδώ επιθυμία του ζαβολιάρη, ακόρεστου θεού, που είναι προσωποποίηση του πέους, όπως και η μοιχεία (παράνομη αλλά ωραία, όταν καταφέρει κανείς να τη διαπράξει χωρίς επιπτώσεις) και η επίθε ση σε μιαν όμορφη σκλάβα, που βρίσκεται σε έρημο μέρος. Και όλοι αυτοί οι τρόποι συμπεριφοράς ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τη μέθη, το ξενύχτι και τις χαρές της ειρήνης, που τα χρόνια του πολέμου περιόρισαν. Μια παρόμοια απουσία διάκρισης ανάμεσα στις ομοφυλοφιλικές και τις άλλες απολαύσεις είναι φανερή στα λόγια του Ά δικου Λόγου, Ν εφέλες 1071-4: Σκέψου λοιπόν, νεαρέ μου φίλε, όλα όσα περιλαμβάνει η «αρετή» (σωφρονεϊν)
Κωμική Εκμετάλλευση
149
κι όλες τις ηδονές που θα χάσεις: Αγόρια, γυναίκες, κότταβους*, καλό φαγητό, ποτά, γέλια. Αλλά τι νόημα έχει η ζωή αν αποκλειστείς α π’ όλα αυτά;
Ο Ά δ ικ ο ς Λόγος είναι πρεσβευτής της ανηθικότητας και συνεχίζει (1075-82) περιγράφοντας με περισσότερες λεπτομέρειες πώς ένας άντρας με το χάρισμα του λόγου μπορεί να πάρει τον αέρα ακόμα κι από τον άντρα που τον έπιασε σε μοιχεία. Η διαφορά του με τον Δικαιόπολη δεν βρίσκεται σε κάποια σημαντική διαφωνία πάνω στα συστατικά της ευχάριστης πλευράς της ζωής αλλά στο γεγονός ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς τον αυστηρό Δίκαιο Λόγο για την ανατροφή των νέων, ενώ ο Δικαιόπολης είναι ώριμος πολίτης, που εκφράζει ρωμαλέα την επιθυμία τού ακροατηρίου να ξεχάσει για λίγο τη γεναιότητα και τους κόπους, που αποφέρουν φήμη, και να διασκεδάσει κάπως. Ο Ευελπίδης και ο Πεισέταιρος, οι δυο ηλικιωμένοι Αθηναίοι, που στους Ό ρ νιθες άφησαν την Αθήνα για ν ’ αναζητήσουν αλλού μια περισσότερο ευχάριστη ζωή, πιστεύουν το ίδιο. Ο Ευελπίδης, όταν τον ρωτά ο Τσαλαπετει νός σε τι είδους πόλη θα ’θελε να ζήσει, απαντά (128-34): Ό π ου δε θα ’χα μεγαλύτερους μπελάδες από τούτον: Έ να ν φίλο να ’ ρχεται στην πόρτα μου πρωί πρωί και να λέει: «Σε ικετεύω, εσένα και τα παιδιά σου, κάνετε ένα σύντομο μπάνιο κι ελάτε σπίτι μου, γιατί έχω γαμήλιο γλέντι. Και πρέπει να δεχτείς, αλλιώς μη χτυπήσεις την πόρτα μου, όταν τα πράματα πάνε άσχημα για μένα!»1
Ο Πεισέταιρος υπερθεματίζει: ' Οπου ο πατέρας ενός όμορφου αγοριού θα με δει και θα με μαλώσει σαν να είχα κάνει κάτι κακό: «Ωραία φέρθηκες στον γιο μου, Στιλβωνίδη !2Τον συνάντησες να βγαίνει από το λουτρό, φεύγοντας από το γυμναστήριο, και δέν τον φίλησες, δεν του 5πες λέξη, δεν τον τράβηξες κοντά σου και δεν γαργάλησες τ ’ αχαμνά του — κι είσαι και παλιός οικογενειακός φίλος!»
Η ηδονή που αισθανόταν ο Φιλοκλέωνας στη θέα των γεννητικών οργά νων των αγοριών (Σφήκες 578) είναι μια όψη της ανενδοίαστης επιδίωξής του για προσωπική άνεση και υπεροχή και δεν ήταν (σύμφωνα με τα Ελληνικά
Σ.Μ. Κότταβος - παιχνίδι συνηθισμένο στα συμπόσια των νέων στην Αθήνα. Κ\χθε συμπότης έρριχνε το κρασί, που απέμενε στο ποτήρι του, σε λεκάνη, με τρόπο που ν* ακούγεται δυνατά, λέγοντας συγχρόνως το όνομα της ερωμένης του. Αν ο ήχος του κρασιού, που έπεφτε στη μεταλλική λεκάνη, ήταν ζωηρός και καθαρός, αυτό σημαίνε ότι το κορίτσι τον αγαπούσε (ΕδΙ). 1. Κωμική αντιστροφή της έκφρασης: «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου* κι αν δεν την προσφέ ρεις τώρα, μην κάνεις τον κόπο να τρέξεις σ ’ εμένα για βοήθεια, όταν θα ’χεις ανάγκη κι εγώ θα είμαι εύπορος». 2. Το όνομα του Πεισέταιρου δεν έχει αποκαλυφθεί σ ’ αυτή τη φάση του έργου* το όνομα «Στιλβωνίδης» θέλει να δώσει την έννοια της λαμπρότητας (στιλβ-).
150
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
κριτήρια) ασυμβίβαστη με τα σχέδιά του για μια σκλάβα (1342-81) ή την απόλαυση, που δοκιμάζει, όταν η κόρη του ψαρεύει τον δικαστικό του μισθό μέσα από το στόμα του με τη γλώσσα της (608 κ.ε.). Στο τέλος της κωμωδίας Ιππείς , όπου ο Δήμος (η προσωποποίηση του Αθηναϊκού λαού) εμφανίζεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, χάρη στην ήττα του «Παφλαγόνα δούλου» του (Κλέωνας) από τον Αλλαντοπώλη, ανακαλύπτουμε (1384-91): ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ: Τώρα που αυτό κανονίστηκε, να ένα πτυσσόμενο σκαμνά κι για σένα κι ένα αγόρι (δεν είναι ευνούχος), που θα σου το κρατά. Κι αν καμιά φορά το επιθυμήσεις, χρησιμοποίησε το αγόρι για σκαμνάκι! ΔΗΜΟΣ: Τι χαρά! Γυρίζω πίσω στις παλιές καλές μέρες! ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ: ' Ετσι βέβαια θα πεις όταν σου δώσω τους Ό ρ ου ς μιας Τριακονταετούς Ειρήνης.3Ελάτε τώρα Ό ρ ο ι! (Μ παίνει μια ομάδα όμορφων κοριτσιών). ΔΗΜΟΣ: Θεέ μου, είναι θαυμάσια! Θέλω να πω, μπορώ να τους χώσω μια γερή μακριά εκεχειρία;
Αυτά τα χωρία δεν συμβιβάζονται με την υπόθεση ότι ο Αριστοφάνης απέρριπτε τη γενική Ελληνική αντίδραση προς τη νεανική αντρική ομορφιά ως παθολογική ή εκκεντρική αντίδραση, άξια μομφής και γελοιοποίησης. Είναι τελείως συμβιβάσιμα, στο φως της θεμελιώδους αντίφασης, που περιεί χε το Ελληνικό ομοφυλοφιλικό πνεύμα (σελ. 90 κ.ε.), με τη σταθερά εχθρική μεταχείριση, από τον κωμικό ποιητή, των ανδρών που υποκύπτουν στις ομοφυλοφιλικές επιθυμίες άλλων. Δεν υπάρχει χωρίο κωμωδίας που να γελοιο ποιεί ή να επικρίνει καταφανώς οποιονδήποτε άντρα ή οποιαδήποτε κατηγο ρία ανδρών, επειδή στοχεύει στην ομοφυλοφιλική επαφή με ωραίους νέους άντρες ή επειδή τους προτιμά από τις γυναίκες.4 Τα αποσπάσματα που έχουν θεωρηθεί επικριτικά είναι: , (α) Ν εφέλες 348-350, για το σχήμα που παίρνουν τα σύννεφα: 3. Κατά λέξη, «Σπονδές»· η διπλωματική συνθήκη συνοδευόταν από ορκομωσίες και σπονδές στους θεούς. 4. Ο ΗοικΙεΓδοη, 218, δίνει κατάλογο δέκα ανδρών, «δραστήριων παιδεραστών, που γελοιοποιήθηκαν ονομαστικά από την κωμωδία» (στην πραγματικότητα εννέα, γιατί ο πέμπτος και ο δέκατος είναι το ίδιο πρόσωπο). Για τον πρώτο, Αγάθωνας, δες τον πέμπτο παρακάτω· ο δεύτερος είναι ο Αλκιβιάδης, που θεωρείται στην κωμωδία και στη βιογραφική παράδοση αχαλίνωτος από κάθε άποψη σεξουαλικά* στην περίπτωση του τέταρτου, του Κλέωνα, η γλώσσα είναι μεταφορι κή, όπως λέει ο ΗοικΙοΓδοη, και αναφέρεται στην επιθετικότητα του Κλέωνα προς όλους. Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι ο Αυτοκλείδης (αρ. 3), ένας από τους «άγριους άντρες» του Αισχίνη, ί 52, γελοιοποιήθηκε για ενεργητική ομοφυλοφιλία στον Ορεσταντοκλείδη του Τιμοκλή περισσότερο απ ’ όσο γελοιοποιήθηκε για υβριστική συμπεριφορά γενικά ούτε ότι το αστείο, στο απ. 114 του Αρ., στρεφόταν κατά του Μέλητου (αρ. 6) και όχι κατά του Καλλία ή ότι το σεξουαλικό λογοπαίγνιο στους Ιππείς, 1378 κ.ε., είναι μπηχτή κατά του Φαίακα (αρ. 7). Και αν βρίσκουμε ότι υπάρχει σεξουαλική αναφορά στον Φαίνιππο (αρ. 8) και τον Τεισαμενό (αρ. 9) στους Αχαρνείς, 603, σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε το νόημα του χωρίου, που είναι ότι οι υπερόπτες νεαροί της αργόσχολης τάξης, με τα τρανταχτά ονόματα και τις εξωφρενικές συνή θειες, εκμεταλλεύονται προς όφελος τους τα στρατιωτικά αξιώματα.
Κωμική Εκμετάλλευση
151
Αν δουν κάποιον μακρυμάλλη, αγριάνθρωπο, από αυτούς τους τριχωτούς, όπως ο γιος του Ξενόφαντου, κοροϊδεύουν την τρέλα του και παίρνουν το σχήμα Κένταυρου.
Αυτό εξετάστηκε (σ. 41) σε σχέση με τους «άγριους άντρες» στον Α ισχί νη, ί 52, και υποστηρίχθηκε ότι χαρακτηριστικό του «άγριου», «μακρυμάλ λη) , «τριχωτού» και «Κένταυρου» δεν ήταν η προτίμηση προς τους άντρες αλλά το πεισματώδες κυνηγητό κάθε ελκυστικού σεξουαλικού αντικειμένου, αρσενικού η θηλυκού. (β) Σφήκες 1023-8, όπου ο ποιητής περηφανεύεται για την επιτυχία και τη φήμη του: Και ισχυρίζεται ότι, όταν απόκτησε όνομα και τον τιμούσατε περισσότερο από όσο είχατε ποτέ τιμήσει κάθε άλλον (ενν. ποιητή), δεν έφτασε στο σημείο να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του ή να γίνει υπερόπτης ή να τριγυρνάει στις παλαίστρες με παρέα, προσπαθώντας να ξεμυαλίσει (ενν. αγόρια). Κι αν κανέ νας εραστής, μαλωμένος με τα παιδικά του, πήγαινε (ενν. στον ποιητή) και τον παρότρυνε να στηλιτεύσει το αγόρι σε κάποια κωμωδία, δεν έκανε ως τώρα ποτέ εκείνο που του ζητήθηκε (ενν. αυτού του είδους) από οποιονδήποτε. Κράτησε την ακεραιότητά του ώστε να μη μετατρέψει σε προαγωγούς τις Μούσες με τις οποίες έχει σχέσεις. \
' ·
Στην Ειρήνη 762 κ.ε., επαναλαμβάνει τον κομπασμό, «ή να τριγυρνάει... ξεμυαλίσει», με περίπου τα ίδια λόγια. Το ζήτημα εδώ δεν είναι ότι το ξεμυάλισμα αγοριών πρέπει να καταδικάζεται ως κακό ηθικά ή ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν άνθρωποι, όπως οι εραστές ή τα παιδικά τους, αλλά ότι ο ποιητής δεν ήταν τόσο αλαζονικός ώστε να νομίζει ότι η αυξημένη του φήμη στην κοινωνία θα του έφερνε σεξουαλική επιτυχία, ούτε τόσο διεφθαρμένος ώστε να προδώσει την καλλιτεχνική του ακεραιότητα, βοηθώντας κάποιον φίλο, σαν χάρη, να εκβιάσει ένα αγόρι. Αντικαταστείστε το «παλαίστρες» με το «χοροδιδασκαλεία» και το «παιδικά» με το «κορίτσι» και το νόημα θα παραμείνει αμετάβλητο. (γ) Οι αναφορές της κωμωδίας στον ενθουσιασμό του Μισγόλα για τους μουσικούς εξετάστηκαν στη σ. 80 κ.ε. ' Οσο επικριτικό θα ήταν για την ανθρώπι νη συμπάθεια στο ποτό η γελοιοποίηση ενός προσώπου με πάθος για το κόκκινο κρασί άλλο τόσο γενικά επικριτικές είναι οι αναφορές αυτές για τους άντρες που διεγείρονται από την αντρική ομορφιά. Επιπλέον δεν υπάρχει χωρίο στην κωμωδία, που αποδείξιμα να αποδίδει ενεργητικό ομοφυλοφιλικό ρόλο σε κάποιον που γελοιοποιείται, επειδή δέ
152
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
χτηκε παθητικό ρόλο.5 Το μόνο χωρίο, που μπορεί σοβαρά να θεωρηθεί εξαίρεση σ ’ αυτήν τη γενίκευση, είναι οι στίχοι 675 κ.ε. στις Νεφέλες, όπου λέγεται ότι ο Κλεώνυμος, καταγέλαστος και θηλυπρεπής (γιατί ήταν δειλός* πρβλ. σ. 158 παρακάτω) «δεν είχε σκάφη για το ζύμωμα και ζύμωνε (ενν. το ψωμί του) σε στρογγυλό γουδί». ' Εχοντας υπόψη τον Ηρόδ., ν 92. η. 2, όπου το φάντασμα της Μέλισσας λέει στον Περίανδρο ότι «έβαλε στον φούρνο τα καρβέλια του όταν ήταν κρύος» (δηλαδή, ήρθε σε σεξουαλική επαφή με το πτώμα της), μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι στοίχοι 675 κ.ε., από τις Ν εφέλες , σημαίνουν ότι ο Κλεώνυμος εισήγαγε το πέος του στον πρωκτό κάποιου άλλου επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμο «γουδί» (δηλαδή, κόλπος;). Πάντως, αφού το δέφεσθαι , η συνηθισμένη λέξη που χρησιμοποιούσαν με την έννοια «αυνα νίζομαι», είναι συγγενές με το δέψειν, «πλάθω ή κάνω κάτι μαλακό ζυμώνοντάς το», είναι λογικότερο να υποθέσουμε ότι το αστείο είναι πως ο Κλεώνυ μος απορρίπτεται από τις γυναίκες και ξεπέφτει στον αυνανισμό (μιμητικές κινήσεις με τον κωμικό φαλλό, από τον ηθοποιό που απήγγελε τους στίχους, θα εκμηδένιζαν κάθε πιθανότητα παρανόησης).6 Η σεξουαλική καιροσκοπία και η αναίσχυντη πρόκληση χαρακτηρίζουν την κωμική σκηνή. Ο Δικαιόπολης, που ορέγεται τη σκλάβα του γείτονά του, κλείνει το έργο απολαυστικά μεθυσμένος, ενώ τον υποβαστάζουν δύο κορί τσια, που το στόμα και τα στήθη τους τον φέρνουν σε στύση (Αχ. 1198-1221)* είναι παντρεμένος (132, 245, 262) αλλά κανείς δεν θυμάται τη γυναίκα του. Ο Δήμος, στους Ιππείς 1390 κ.ε., αντιδρά αμέσως στη θέα των όμορφων Ό ρω ν της Ειρήνης, ρωτώντας αν μπορεί να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί τους. Ο Τρυγαίος, στην Ειρήνη 710 κ.ε., όταν του παρουσιάζεται η υπερφυσική Οπώ ρα στον γάμο, ρωτά ευθύς αμέσως: «Λες να με πειράξει να της το καρφώσω, μετά από τόσον καιρό;» Ό τα ν το Αηδόνι εμφανίζεται στον Πεισέταιρο και τον Ευελπίδη, στους Ό ρ νιθες 667-9, ο Πεισέταιρος λέει: «Ξέρεις τι; Θα ’θελα να της ανοίξω τα πόδια!» Απειλεί τη θεά Ίρ ιδ α με παρόμοια λόγια (1253-6): Κι αν με πειράξεις, 0α αρχίσω σηκώνοντας ψηλά τα πόδια της αγγελιαφόρου του Δία (δηλαδή, τα δικά σου) και σ ’ αυτήν την Ίριδα θα τον χώσω, έτσι που θα εκπλαγείς πώς ένας γέρος σαν κι εμένα μπορεί να ’ χει μια στύση σαν πολιορκη τικό κριό. 5. Ο ΗεηάεΓδοη, 218, θεωρεί ότι ο στίχος 254, Θεσμ., σημαίνει πως τα θηλυπρεπή ρούχα του Αγάθωνα «μυρίζουν πέος μικρού αγοριού». Το νόημα όμως είναι ότι ο Γέρος, με επιτηδευμένο ύφος, αναφωνεί: «Ω, ακριβέ μου, τι γλυκό άρωμα...» και προσθέτει σε διαφορετικό τόνο:«... από ψωλαράκι!», επειδή ο Αγάθωνας, που έχει φορέσει το ρούχο, είναι άντρας. Το υποκοριστικό πόσθιον είναι κηδεμονευτικό και περιφρονητικό. 6. Δεν έχουμε ποτέ ανεξάρτητες μαρτυρίες για τα δρώμενα επί σκηνής, είναι όμως νόμιμο να επισημαίνουμε τρόπους με τους οποίους η μεταφορική γλώσσα μπορεί να διευκρινιστεί εντελώς με την ηθοποιία. Ο ΗβηάΰΓδοη, 200, 214, θεωρεί ότι η μεταφορά στις Νεφέλες, 676, εννοεί «πούστης» (ενεργητικός, ενδεχομένως). Η γενίκευσή του για τους σατύρους, που σφίγγουν το πέος τους στις αγγειογραφίες, ανταποκρίνεται γενικά στην αλήθεια (πρβλ. σ. 106 παραπάνω), αλλά δεν έχει σχέση με την ασυνήθιστη εικόνα (ΜΙ 18), που παρέθεσα στο σχόλιό μου ζά Ιοο.
Κωμική Εκμετάλλευση
153
Η ενθουσιώδης αποδοχή του εφοδιασμού με οίκους ανοχής για τους ταξιδιώτες (Βάτραχοι 113) και με πόρνες και εύκολες αυλητρίδες και χορεύ τριες στα συμπόσια (Αχ. 1091, Βάτραχοι 513-20) δεν βοήθησε καθόλου να γίνουν αξιοσέβαστοι οι ιδιοκτήτες οίκων ανοχής ή να μετατραπούν λέξεις όπως πόρνη και λαικάστρια σε λόγια σεβασμού και τρυφερότητας. Κατά τον ίδιο τρόπο η συμπάθεια για τα ερωτικά παιχνίδια με όμορφα αγόρια δεν βοηθούσε καθόλου στην ελάττωση της περιφρόνησης του κατακτητή για το θύμα του. Το εύρύπρωκτος , κατά λέξη, «εκείνος που έχει φαρδύ κώλο», είναι συνηθισμένη προσβλητική λέξη στην κωμωδία κι όπως είδαμε, από το απ. 120 του Εύβουλου, η κυριολεκτική της έννοια ήταν πάντοτε παρούσα. Οι στίχοι 1085-1104 από τις Νεφέλες του Αρ., όπου ο Ά δικ ος Λόγος αναγκάζει τον Δίκαιο Λόγο να παραδεχτεί ότι η πλειοψηφία των ρητόρων στα Αθηναϊκά δικαστήρια, των ποιητών, των πολιτικών και γενικά του ακροατηρίου, είναι εύρύπρωκτοι, είναι επακόλουθο των στίχων 1083 κ.ε., όπου ο Δίκαιος Λόγος επισημαίνει ότι αν ένας νεαρός συλληφθεί σε μοιχεία, θα γίνει εύρύπρωκτος, επειδή ο προσβεβλημένος σύζυγος (πρβλ. σ. 115 κ.ε.) θα σπρώξει μέσα στον πρωκτό του ένα ραπανάκι. Το χωρίο τελειώνει με την απεγνωσμένη κραυγή του Δίκαιου Λόγου προς το ακροατήριο: ΤΩ κινούμενοι, «εσείς που κινείστε». Το κινεϊν , «κινώ», είναι λέξη της αργκό, ισοδύναμη του βινεΐν , «γαμώ», που χρησιμοποιείται στην ενεργητική φωνή, αν το υποκείμενο είναι ο σεξουαλι κά ενεργητικός σύντροφος, ή στην παθητική, αν είναι ο σεξουαλικά παθητι κός σύντροφος (άντρας ή γυναίκα). Στην πρώτη σκηνή από τις Θεσμοφοριάζουσες , όταν ο γέρος δήλωσε ότι δεν ξέρει ποιος είναι ο Αγάθωνας, ο Ευριπίδης λέει (35): «Λοιπόν τον έχεις γαμήσει αλλά ίσως δεν τον γνωρίζεις», υπονοώντας ότι ο θηλυπρεπής Αγάθω νας έχει διατελέσει πόρνος στα σκοτεινά. Ό τα ν ο Αγάθωνας αρνήθηκε να βοηθήσει τον Ευριπίδη, απαγγέλλοντας ένα ομοιοκατάληκτο δίστιχο (198 κ.ε.): Είναι σωστό να υπομένεις τη δυστυχία όχι με επινοητικότητα αλλά παθητικά,7
ο οργισμένος γέρος φωνάζει (200 κ.ε.): Κι εσύ, εσύ κατάπυγον, είσαι εύρύπρωκτος — όχι μονο στα λόγια αλλά και στα πάθη!
Αμέσως παρακάτω, όταν ο Αγάθωνας εξηγεί ότι δεν μπορεί να πάει 7. Κατά λέξη, «τεχνάσματα ... παθήματα»· τα παθήματα είναι όσα συμβαίνουν σε κάποιον, όσα του γίνονται, και η διαφορά ανάμεσα στο «κάνω» (ποιεϊν, δράν) και το «παθαίνω» (πάσχειν) έχει ολοφάνερες σεξουαλικές εφαρμογές, από όπου και ο Λατινικός όρος ραΜουδ για τον παθητικό ομοφυλόφιλο.
154
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
μεταμφιεσμένος (όπως θέλει ο Ευριπίδης) στη συγκέντρωση των γυναικών, γιατί θα υποπτευθούν ότι προσπαθεί να κάνει έρωτα μαζί τους στα κρυφά, ο γέρος τον χλευάζει (206): Τι, «να κάνεις έρωτα στα κρυφά»; Μ άλλον ότι προσπαθείς να γαμηθείς!
Ό μ ο ια (Μ ά. 50), όταν ο υπηρέτης του Αγάθωνα είπε: «Γιατί η ποιητική μεγαλοφυΐα του ηγεμόνα μας Αγάθωνα πάει να....», ο γέρος διακόπτει: «Πάει να τι; Γιατί πάει να γαμηθεί;» Ο Αλλαντοπώλης στους Ιππείς , που παρουσιά ζεται να έχει ανατραφεί στο πεζοδρόμιο, αγράμματος και αδιάντροπος, συνο ψίζει τον τρόπο της ζωής του (1242): «Πουλούσα λουκάνικα και γαμιόμουνα8 λιγάκι». Η άποψη της Αριστοφανικής κωμωδίας, που υιοθετείται από τα κύριά της πρόσωπα και τον χορό, είναι συνήθως η άποψη του μεσήλικα ακόμα και του ηλικιωμένου πολίτη, που σιχαίνεται τους έξυπνους, δραστήριους, ασεβείς νεαρούς, οι οποίοι του φαίνονται (όλο και περισσότερο βέβαια όσο γερνά) να κυριαρχούν στη βουλή και να εκλέγονται στα στρατιωτικά και διοικητικά αξιώματα. Τα πρόσωπα του Αριστοφάνη εκφράζουν την έχθρα αυτήν αποκαλώντας τους νέους «γαμημένους» (Εύπολης απ. 100.2, αγανακτισμένος, επειδή είχαν αξιώματα παρόμοια πλάσματα) ή «ευρύπρωκτους», όπως στους Σφήκες του Αρ., 1068-70: Νομίζω ότι τα γεράματά μου είναι ανώτερα από τις μπούκλες πολλών νεαρών, από τη στάση9 και την εύρνπρωκτία τους.
Ο κοινός άνθρωπος παρηγοριέται με τη σκέψη ότι εκείνοι που κυβερνούν πολιτικά τη ζωή του, που τον άγουν και τον φέρουν, είναι στην πραγματικότη τα κατώτεροί του, χειρότεροι από πόρνες, παθητικοί ομοφυλοφιλικό. ' Οταν ο Κλέωνας στους Ιππείς, 877, ισχυρίζεται: Έ βαλα τέλος σ ’ αυτούς που πηδιόντουσαν, διαγράφοντας τον Γρύττο (ενν. από τον κατάλογο των πολιτών).
κι όπως φαίνεται αναφέρεται σε κάποια επιτυχή δίωξη, παρόμοια με τη δίωξη του Αισχίνη κατά του Τίμαρχου, παίρνει από τον Αλλαντοπώλη την απάντη ση (878-80): Εντάξει, αυτό ήταν λιγάκι υπερβολικό, να παρακολουθείς τους κώλους και να 8. Το 1.85 θεωρεί τον παρατατικό βινεσκόμην όχι παθητικό αλλά «μέσο» με ενεργητική σημασία* όμως θα ήταν άσκοπο σ ’ αυτά τα συμφραζόμενα να λέει ο Αλλαντοπώλης, «γαμούσα λιγάκι», αφού αυτό κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι, ενώ απαντά στην ερώτηση ποια τέχνη ή επάγγελμα ασκούσε όταν μεγάλωσε. Πρβλ. επίσης την υποσ. 12. 9. Για τη θηλυπρεπή ή επιτηδευμένη στάση και κίνηση πρβλ. σ. 79.
Κωμική Εκμετάλλευσή
155
σταματάς εκείνους που πηδιόνταν. Η ζήλεια πρέπει να σ ’ έβαλε να το κάνεις* δεν ήθελες να το ρίξουν στην πολιτική.
Ο κωμωδιογράφος Πλάτωνας, απ. 186.5, εκφράζει την ίδια θέση για τους πολιτικούς και ο «Αριστοφάνης» αναγκάζεται να προφέρει με ανέκφραστο ύφος στο Συμπ. του Πλάτωνα, 191ο-182α: ' Οσο είναι μικροί... αυτοί (ενν. τα προϊόντα ενός αρχικά «διπλού αρσενικού»* πρβλ. σ. 68) προτιμούν τους άντρες και τους αρέσει να πλαγιάζουν μαζί τους κι εκείνοι να τους αγκαλιάζουν. Είναι μάλιστα αυτά τ ’ αγόρια και οι νέοι οι καλύτεροι... Απόδειξη είναι ότι μόνον αυτά τα αγόρια, όταν μεγαλώσουν, γίνο νται πραγματικοί άντρες10 στην πολιτική.
Έ νας ανώνυμος στίχος ( Ο ο ιώ . Α ά ? 8 ρ ., απ. 12), «οι μακρυμάλληδες είναι γονιμοποιημένοι», είναι έκφραση ταξικού ανταγωνισμού, αφού τα μακριά μαλλιά (πρβλ. σ. 86) εθεωρούντο χαρακτηριστικό των εύπορων και αργόσχο λων νεαρών. Η λέξη καταπύγων, που χρησιμοποιείται στον διασυρμό του Αγάθωνα από τον γέρο, Θεσμ. 200, είναι συγγενής με το πυγή , «οπίσθια», και τουλάχι στον σ ’ ένα ακόμα χωρίο κωμωδίας υποδηλώνει παθητικό ομοφυλοφιλικό ρόλο αναμφισβήτητα: Ιππείς 639, όπου ο Αλλαντοπώλης θεωρεί οιωνό την πορδή ενός καταπύγονος. Η ανατομία του πρωκτού μεταβάλλεται από την κατά συνήθεια κιναιδία11 «και υπάρχουν σύγχρονα ανέκδοτα, που υπαινίσσο νται (σωστά ή λάθος) ότι ο ήχος της πορδής επηρεάζεται από τις μεταβολές αυτές. Είναι αμφίβολο αν το καταπύγων υποδήλωνε ενεργητικό ρόλο στην ομοφυλοφιλική σαρκική μείξη. Στους Α χαρνείς 77-9, όταν ο απεσταλμένος, που γύρισε από την Περσία, εξήγησε ότι «οι Πέρσες σέβονται μόνον όσους μπορούν να φάνε και να πιούν το περισσότερο», ο Δικαιόπολης σχολιάζει: «Κι εμείς (ενν. σεβόμαστε μόνο) τους λαικαστάς και τους καταπύγονας». Λαικάζω σημαίνει «γλωσσοδεψώ»,12 λαικάστρια σημαίνει «ψωλογλείφτρα» 10. Για εκφράσεις όπως οι: «Στάσου άντρας\» και «Χρειαζόμαστε έναν άντρα!», πρβλ. ΟΡΜ, 102. Οι δγΓηοη<3δ, 44, και ΚηγΙοπ, 30, φαίνεται ότι δεν παρατηρούν τον σαρκασμό του χωρίου του Συμποσίου. 11. Πρβλ. Ό.3. \νεδί, 27 κ.ε. 12. Οι δΗιρρ (1 κ.ε.) και Ιοοο1γη (ρα88ΐπι) με έπεισαν ότι είχα λάθος ερμηνεύοντας το λαικάζειν ως «γαμώ», στην πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου. Σε πάπυρο Ρωμαϊκής εποχής (Βΐΐαβοΐ αρ. 7452, στιχ. 8-10) συναντάμε ένα ξόρκι , που φαίνεται ότι εμποδίζει μια γυναίκα από το να «γαμηθεί» (βινηθη) «ή να κωλογαμηθεί» (πυγισθη) «ή να λεικάση» ([5ί'ο], ενεργητικός τύπος) «ή να κάνει κάτι που θα προκαλέσει ηδονή σε άντρα άλλον από μένα». Μια ξυστή επιγραφή του τέταρτου αιώνα π.Χ. (Ε&η§[1976] αρ. Ο 33) δείχνει ότι το λαικάζειν είναι κάτι που μπορεί να κάνει μια γυναίκα, γιατί δηλώνει ότι κάποια Θεοδοσία το κάνει καλά. Εκτός από τον τύπο λαικάστρια εμφανίζονται και οι τύποι λαικαστέρα και λαικάς σε μιαν επιγραφή του πέμπτου αιώνα (ΚοβϋΠ, 13 κ.ε.) πλάι σε ονόματα γυναικών. Στον Στρατώνα, ΟΟΡ 219.36, η κατάρα της καθημερινής
156
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
([ίβιηαίε] οοοΙίδυοΚεΓ) και -της είναι συνηθισμένη κατάληξη των αρσενικών επιθέτων, που σημαίνουν το πρόσωπο που ενεργεί* η λέξη λαικαστής επομέ νως πρέπει να υποδηλώνει τον άντρα που θηλάζει το πέος άλλων και υπάρχει μια συμμετρία στους Α χαρνείς (79), αν και οι δύο λέξεις αναφέρονται σε δραστηριότητες χαρακτηριστικές για τον υποδεέστερο σύντροφο. Επιπλέον οι ξυστές επιγραφές παρουσιάζουν έναν θηλυκό τύπο καταπύγαινα (πρβλ. σ. 124) και η κωμωδία διαθέτει αρκετά παραδείγματα του καταπύγων και συγγενών λέξεων, που χρησιμοποιούνται ως πολύ γενικές προσβλητικές και περιφρονητικές λέξεις. Στις Ν εφέλες 529, ο Αριστοφάνης αναφέρεται στον ηθικό και τον ανήθικο νέο, που βρίσκονται αντιμέτωποι στο πρώιμο έργο του Δαιταλείς, ως ο σώφρων και ο καταπύγων, σχεδόν, «αυτός που φέρεται καλά κι αυτός που φέρεται άσχημα». Ο Δίκαιος Λόγος αποκαλεί τον Ά δ ικ ο «ξεδιά ντροπο και «καταπύγονα », στις Νεφέλες 909, και οι γυναίκες, στις οποίες η Λυσιστράτη παρουσιάζει το σχέδιό της για σεξουαλική απεργία, χλωμιάζουν στη σκέψη παρόμοιας στέρησης και αναφωνούν: (Ανσ. 137) «Τι άθλια βρομο φάρα (πανκατάπνγον) είμαστε εμείς οι γυναίκες!» Το απ. 130, του Αριστοφά νη, ονομάζει τα πιάτα λαχανικών και την ελαφρά τροφή καταπνγοσύνην («σωρό σκουπιδιών») σε σύγκριση μ 5 ένα μεγάλο κομμάτι κρέας. Στις Ν εφέ λες 1327-1330, παρόμοια, όταν ο Στρεψιάδης έφαγε ξύλο από τον γιό του σε καυγά για τα προσόντα του Ευριπίδη ως δραματουργού, αποκαλεί τον γιο του «λωποδύτη» και λακκόπρωκτον , «ξεκωλωμένο», καθώς επίσης και «πατροκτόνο». Σύγκρινε στον Κηφισόδωρο, απ. 3.4, έναν ήρωα, που τον βρίζει ένας άλλος λακκόπρωκτον , επειδή θέλει ειδικό άρωμα για τα πόδια του, και το απ. του Εύπολη, 351.4, όπου το πολύ πρωϊνό πιοτό χαρακτηρίζεται λακκοπρωκτία.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι όταν ο κωμικός ποιητής χρησιμοποιεί λέξεις, όπως οι: εύρύπρωκτος, λακκόπρωκτος και καταπύγων , για επώνυμα πρόσωπα (π.χ. Νεφέλες 1023, Σφήκες 687), δεν γνωρίζουμε κατά κανόνα πόσο σημαντικό είναι γ ι5 αυτόν αν το ακροατήριο ερμήνευε τη λέξη περισσότερο ως κατηγορία παθητικής ομοφυλοφιλίας παρά ως κατηγορία ξεπεσμού, κατω τερότητας ή γενικά αδιαντροπιάς.13 Ο στίχος 84 στους Σφήκες (Φιλόξενος καταπύγων) είναι ασυνήθιστος, επειδή ο ίδιος άνθρωπος στιγματίζεται ως «μη γλώσσας, ον λαικάσεν„ «δεν θα γλείψεις πούτσο;» είναι καθαρά το ισοδύναμο του δικού μας, «άντε γαμήσου!» (πρβλ, Οοβαηί, 364 κ.ε.) και στον Κηφισόδωρο, απ. 3,5, λαικάσομαι άρα, «τότε θα γλείψω πούτσο!», σημαίνει: «Καλά, γαμιέμαι!», «Γαμιέμαι αν το ανεχτώ!», κτλ. Πολλά ρήματα με ενεργητικό τύπο στον ενεστώτα έχουν μέσο τύπο στον μέλλοντα, δεν είμαστε υποχρεωμένοι λοιπόν να θεωρήσουμε τους τύπους, λαικάσει και λαικάσομαι παθητικούς εννοιολογικά. Στους Ιππείς του Αρ., 167, στη φράση, «θα βάλεις φυλακή (ενν. όποιον θες), λαικάσεις στο Δημαρχείο, υπάρχει μια απροσδόκητη σκαιή βρισιά, η οποία βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με την Αριστοφανική τεχνική. 13. Αντίθετα με τον ΗοικΙοΓδοη, 210, του οποίου ο τρόπος που χρησιμοποιεί λέξεις όπως οι «κακός» και «κακοήθης» (αντί των «ανάξιος» ή «ανίκανος»), μου φαίνεται αταίριαστος.
Κωμική Εκμετάλλευση
157
άντρας» στις Νεφέλες , 686 κ.ε., και ως «γυναίκα» στο απ. 235 του Εύπολη. Ακόμα κι όταν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το περιεχόμενο της συγκε κριμένης κατηγορίας, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν είναι αληθινή14περισ σότερο από όσο στην περίπτωση των ανθρώπων που κατονομάζονται στις ξυστές επιγραφές. Η χρήση της γλώσσας σ 9 αυτόν το χώρο είναι αντανακλα στικό της περιφρόνησης, που αισθάνεται ο ισχυρός προς τον υποδεέστερο. Υπάρχει ένας υπαινιγμός ομοφυλοφιλικού πρωκτικού έρωτα, ως πράξης επι θετικότητας, στην πρώτη σκηνή από τις Θεσμοφοριάζουσες , όπου ο γέρος, αφού άκουσε την πομπώδη διακήρυξη του δούλου τού Αγάθωνα, αυτοπεριγράφεται (59-62) ως άνθρωπος που είναι «έτοιμος να χώσει το πουλί του στα δικά σου και στου λατρευτού σου ποιητή τα θεμέλια»* κι άλλος ένας εκεί που λέει στον Αγάθωνα (157 κ.ε.): « Ό τα ν γράφεις σατυρικό δράμα στείλε να με βρεις ώστε να μπορέσω να συνεργαστώ, στέκοντας (έστυκώς , «σε στύση») ακριβώς πίσω σου». Σ.Μ. Η λέξη θριγκός ίσως μεταφορικά αναφέρεται στα δόντια κι όχι στον πρωκτό, κατά την άποψη του Η. Ο. Ιοο 0ΐγη. Η λέξη είναι βέβαιο ότι μπορεί να σημαίνει το λίθινο στρώμα που αποτελεί το πάνω μέρος τοίχου και ο Ιπποκράτης τη χρησιμοποιεί για τα δόντια. (Την πληροφο ρία μου πρόσφερε ο δίΓ Κεπηεΐΐι Όονει*).
Ο Αγάθωνας ήταν ένας εξαιρετικά ωραίος άντρας (Πλ., Συμπ. 213ο), που στα νεανικά του χρόνια υπήρξε τα παιδικά του Παυσανία (Πλ.$ΕΙρωτ. 315άβ), και συνέχιζε αυτήν τη σχέση και σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία. Πρέπει να ήταν τριαντάρης την εποχή που παρουσιάστηκαν οι Θεσμοφοριάζουσες. Ο Ευρι πίδης τον αποκαλεί (191 κ,ε.) «ωραίο, με άσπρη επιδερμίδα, ξυρισμένο, με γυναικεία φωνή» και η σκηνή είναι γεμάτη από αστεία κατά της θηλυπρέπειάς του ως προς το σχήμα του σώματος (31-3), τα ρούχα (136-40) ή και τα δύο (στον στίχο 98 θυμίζει στον γέρο, με την πρώτη ματιά, την εταίρα Κυρήνη). Είναι αρκετά πιθανό, με δεδομένη την ασυνήθιστη σχέση του προς τον Παυσανία, ότι ο Αγάθωνας έκοψε κοντά τα γένια του για να διατηρήσει την εμφάνιση νεαρού, που τα γένια του αρχίζουν να φυτρώνουν, και εξαιρετικά απίθανο ότι έφτασε στο σημείο να τα ξυρίσει (η λέξη «ξυρισμένος» στον στίχο 191 ίσως αναφέρεται στο σώμα κι όχι στο πρόσωπο και το κωμικό στοιχείο, που αντλείται από το ότι έχει μαζί του ξυράφι [218-20], βασίζεται στο γεγονός ότι το ξυράφι ήταν γυναικείο καλλωπιστικό αντικείμενό). Η απροθυμία του να ξεπεράσει το στάδιο του ερώμενου κα να μπει στο στάδιο της σεξουαλικής υπεροχής θα ήταν ικανοποιητική αιτία για να τον θεωρήσει «γαμημένο» ο 14. Το επιχείρημα: «πρέπει να περιέχει κάποιαν αλήθεια, γιατί αλλιώς δεν θα ’χε γλιτώσει ο Αριστοφάνης ατιμώρητα», μπορεί να προτείνεται μόνον από όσους έχρυν πολύ περιορισμένη γνώση της πολιτικής πρακτικής του καιρού μας· όπως και να ’ναι θεωρεί δεδομένο το ζητούμενο, αφού δεν γνωρίζουμε στην περίπτωση κάθε συγκεκριμένου χωρίου σχετικά με ποιο πράγμα «γλίτωνε» ο κωμικός ποιητής ή ο ρήτορας.
158
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
Α ριστοφάνης; Αν αποποιήθηκε τον ενεργητικό ομοφυλοφιλικό ρόλο κι αν φορούσε γυναικεία ρούχα, δεν το γνωρίζουμε. Στην Αθήνα του Α ριστοφάνη, ύπατη θηλυπρέπεια ήταν η δειλία στο πεδίο της μάχης. Η κωμωδία του Εύπολη, Αστράτευτοι, είχε τον εναλλακτικό τίτλο Α νδρόγννοι. Κάποιος Κλεώνυμος, που γελοιοποιείται στους Α χαρνείς 88, 844, Ιππείς 958, 1293, ως χοντρός και πλεονέκτης, πίστευαν ότι είχε πετάξει την ασπίδα του ώστε να το βάλει στα πόδια γρηγορότερα και γ ι 9 αυτό στηλιτευόταν στην κωμωδία για δέκα χρόνια τουλάχιστον, από τους Ιππείς 1372 και τις Νεφέλες 353-5, τους Σφήκες 15-23 και την Ειρήνη 446, 670-8, 1295-1301, ως τους Ό ρ νιθες 289 κ.ε., 1470-81. Κατά συνέπεια^το όνομά του μετατρέπεται σε θηλυκό «Κλεωνύμη», στη συζήτηση για την κλίση των ονομάτων στις Νεφέλες 670-680. Ο Κ λεισθένης κράτησε ακόμα περισσότερο (είκοσι χρόνια) ως σ τόχος των κωμωδιογράφων. Το παράπτωμά του —τουλά χισ το ν το μόνο παράπτωμα για το οποίο έχουμε κάποια στοιχεία να τον κατηγορούμε— ήταν ότι στο πρόσωπό του δεν φύτρωνε μια καλή γενειάδα. Ο γέρος, στις Θεσμ. 235, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, αφού ξυρίστηκε το μούσι του, αναφωνεί: «Τον Κλεισθένη βλέπω!» Ο Κλεισθένης συνδέεται με κάποιον Στράτωνα στα πρώιμα θεατρικά έργα. Ο Δ ικαιόπολης, στους Α χαρνείς 119-24, προσποιείται ότι τους αναγνωρίζει αυτούς τους δυο ανάμεσα στους ευνούχους, που συνοδεύουν έναν Πέρση ευγενή,15 και είναι «αμούστακα παιδιά» στο απ. 430 (πρβλ. Ιππείς 1373 κ.ε.). Στη γυναικεία εμφάνιση του Κλεισθένη βασίζεται ένα αστείο στις Νεφέλες 355. Στους Ό ρ νιθες 829-31, θεωρείται δεδομένο ότι ο Κλεισθένης υφαίνει, όπως οι γυναίκες, αντί να φέρει όπλα, και στις Θεσμ., 574-81, πάει με ζήλο και προθυμία στη γιορτή των γυναικών, ως φίλος και υπερασπιστής τους («όπως είναι φανερό από τα μαγουλά μου») για να τους πει για τις δολοπλοκίες του Ευριπίδη. Με τον στίχο 1092 της Ανσιστράτης, εμφανίζεται ένα νέο στοιχείο: Ο Α θηναίος αντιπρόσωπος, απεγνωσμένα επιθυμώντας μιαν ειρηνευτική συμφωνία κι ένα τέλος στην απεργία των γυναικών, διακηρύσσει: «Αλλιώς θα πρέπει να γαμήσουμε τον Κλεισθένη». Το τελικό στάδιο επιτυγχάνεται στους Βατράχους 48 και 57, όπου η ιδέα της «επίβασης» του Κ λεισθένη από τον Διόνυσο (που υποτίθεται ότι νοσταλγεί από τότε κι ύστερα να τον ξαναέχει) προκύπτει από τη διπλή σημασία του ρήματος έπιβατεύειν*. Η εκμετάλλευση κάθε είδους θηλυπρέπειας για τη δημιουργία αστείων γύρω από την παθητική ομοφυλοφιλία συμφωνεί θαυμάσια με την πάγια τάση της Α ριστοφανικής κωμωδίας να μην αφήνει ανεκμετάλλευτη καμιά δυνατό τητα σεξουαλικής αναφοράς, να εκφράζει τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις με τους αμεσότερους ανατομικούς όρους και να μιλά για τα υπόλοιπα συναισθή 15. Πρβλ. Οον&Γ (1963α), 8-12. *Σ.Μ. Η άλλη σημασία είναι (~£7Γΐ νεώς): είμαι πεζοναύτης. Γι ’ αυτό και ακολουθεί τη δήλωση, έπεβάτενον Κλησθένει, η ερώτηση, κάναυμάχησας;
Κωμική Εκμετάλλευση
159
ματα με συγκεκριμένες εικόνες. Ο φόβος, για παράδειγμα, περιγράφεται συ χνά σύμφωνα με την επίδρασή του στα έντερα.16 Ο ομοφυλοφιλικός έρωτας θεωρείται, μέσα σ 9 αυτήν την ατμόσφαιρα, απλώς επιθυμία για πρωκτική σεξουαλική επαφή, όπως όταν στις Θεσμ., 115-24, ο Ευριπίδης (προκαλώντας σύγχυση στον Σκύθη τοξότη) προσποιείται ότι είναι ο Π ερσέας και ότι ο γέρος, που συνελήφθη και δέθηκε σε σανίδα, είναι η Ανδρομέδα: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: ' Ελα, παρθένα, δος μου το χέρι σου να το αγγίξω. Ω Σκύθη! ' Ολοι οι άνθρωποι έχουν αδυναμίες κι εμένα μ ’ έχει κυριεύσει έρωτας για τούτη την παρθένα. ΤΟΞΟΤΗΣ: Δεν σε ζηλεύω. Ωστόσο αν ο κώλος του ήταν γυρισμένος προς τα δω δεν θα ’χα αντίρρηση να τον πάρεις και να τον γαμήσεις. ΕΥΡΙΠΙ ΔΗΣ: Γιατί δε μ ’ αφήνεις να τη λύσω, Σκύθη, και να πέσω μαζί της στο κρεβάτι του γάμου; ΤΟΞΟΤΗΣ: Αν πράγματι καίγεσαι να γαμήσεις τον γέρο, κάνε μια τρύπα στη σανίδα και μπες στον κώλο του από πίσω.
Λεπτές διακρίσεις ανάμεσα στην αντρική πορνεία και τον ομοφυλοφιλικό έρωτα χάνονται με την αναγωγή και των δύο αδιακρίτως από τον Α ριστοφά νη στην ίδια σωματική πράξη. Στην Ειρήνη 11, όπου ο μεγάλος κοπροσκάθαρος, που έφερε σπίτι ο Τρυγαίος, παχύνεται ώστε να μπορέσει να μεταφέρει τον κύριό του στην κορφή του Ολύμπου, ένας δούλος, υπεύθυνος για τη διατροφή του, ζητά από έναν άλλο μια κοπρόπιτα: «Από ήταιρηκότα νέο* το σκαθάρι, λέει, θέλει μια καλά τριμμένη». Αργότερα, όταν ο Τρυγαίος πρέπει να επιστρέψ ει από τον Ό λ υ μ π ο στη γη, το σκαθάρι του αποφασίζει να μείνει εκεί και ο Ερμής εξηγεί (724) ότι θα «τρέφεται με την αμβροσία του Γανυμή δη». Τα κόπρανα του αθάνατου αγοριού φυσικά θα αποτελούνται από αμβρ.οσία, αφού η αμβροσία είναι η τροφή των θεών και μας υπενθυμίζεται ωμά τι κάνει ο Δίας στον Γανυμήδη. Ό π ω ς γίνεται σαφές από πολλά χωρία, που παρατέθηκαν ως εδώ, η κωμωδία διαφέρει από την αγγειογραφία, επειδή θεωρεί την πρωκτική επαφή, ό χι τη διαμήρια τριβή, ως τον συνηθισμένο τρόπο ομοφυλοφιλικής επαφής. (Οι Ό ρ νιθ ες [706], του Α ριστοφάνη, είναι στην πραγματικότητα η μόνη αναφορά στη διαμήρια επαφή.) Δύο ακόμα χωρία υποδηλώνουν ότι κα~ά τη σεξουαλική επαφή ο εραστής διήγειρε με το χέρ ι το πέος του ερώμενου. Στο ένα από αυτά, Α χ. 591 κ.ε., ο Δ ικαιόπολης, κοροϊδεύοντας τον πάνοπλο Λάμαχο, λέει: «Αν είσαι τόσο δυνατός, έλα, βγάλε μου έξω το βαλάνι!16αΕίσαι καλά οπλισμένος!» Στο άλλο χωρίο, Ιππείς 963 κ.ε., ο Κλέωνας και ο Αλλαντοπώλης συναγωνίζονται για την εμπιστοσύνη του Δήμου: «Αν τον πιστεύ εις», λέει ο Κλέωνας, «μοίρα σοΐ} είναι να γίνεις ασκί»,16βκαι ο Αλλαντοπώλης 16. Πρβλ. Τ&ΐΙίΕΓά&Ι, 151-220. 16α. Κατά λέξη: «Γιατί δεν μου έβγαλες έξω το βαλάνι;» για τον ιδιωματισμό πρβλ. Κϋΐιηει·Οειίΐι, ΐ 165. Ιόβ.Πρβλ. ΗοικΙεΓδοη, 212.
160
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
βγαίνει από πάνω λέγοντας: «Κι αν πιστέψεις αυτόν, να τραβηχτεί η πόσθη σου πίσω, ως τη φούντα!» Τα χωρία αυτά γίνονται κατανοητά στο φως της δυσμενούς για τα κορίτσια σύγκρισης αγοριών και κοριτσιών, του Στράτωνα (Π αλατινή Α νθολογία χ π 7): Είναι όλα τόσα πληκτικά από πίσω και προπα ντός δεν έχεις πού να βάλεις το ελεύθερο χέρι σου». Μ ια διάκριση ανάμεσα στην πορνεία και τον έρωτα, σημαντική για την κοινω νική και πολιτική υπόληψη όσων συνάπτουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις, απορρίπτεται από ένα ηθικοπλαστικό χωρίο, Πλούτος 153-9: ΚΑΡΙΩΝΑΣ: Ναι και λένε ότι τ 5 αγόρια κάνουν ακριβώς το ίδιο (ενν. παρουσίαζουν τον πισινό τους) όχι για χάρη των εραστών τους αλλά για το χρήμα. ΧΡΕΜΥΛΟΣ: Ό χ ι οι καλοί νέοι, μόνον ο; πόρνοι. Ο καλός νέος δεν ζητά χρήματα. ΚΑΡ: Αλλά τι; ΧΡΕΜ: Ά λ λ ο ς ένα καλό άλογο, άλλος κυνηγετικά σκυλιά. ΚΑΡ: Ίσω ς ντρέπονται να ζητήσουν χρήματα, γι αυτό στολίζουν την κακή τους συμπεριφορά με (ενν. διαφορετικές) λέξεις.
Η γενική εχθρότητα προς τους νεαρούς, που παίζουν τον ρόλο του ερώμενου, εμφανίζεται επίσης στους Ιππείς 736-40, όπου ο Α λλαντοπώλης συγκρίνει τον γερο-Δήμο προς «εκείνα τα αγόρια που είναι ερώμενοι» (δεν λέει «κάποια αγόρια....»). Α ντίπαλοι πολιτικοί είναι, όπως λένε, οι αντίπαλοι εραστές του Δήμου, που πάντως απορρίπτει τους καλούς ανθρώπους και παραδίνεται στους «λυχναράδες και τους μπαλωματήδες και τους παπουτσήδες και τους βυρσοδέψες». Ίσ ω ς πάντοτε υπήρχε μια περιφρονητική στάση προς τους ερώμενους σε ορισμένα στρώματα της Α θηναϊκής κοινωνίας κι ένα μελανόμορφο αγγείο (μ 614) μας δίνει μιαν ιδέα γ ι ’ αυτό. Μια ομοφυλοφιλική σκηνή ερωτοτροπίας (ο ερώμενος έχει δεχτεί ένα κοκοράκι) συνοδεύεται από τα γράμματα αρενμι και ιδορεν(χ\ ιαορεν;). Αν η σωστή ερμηνεία των γραμμά των αυτών είναι άρρην ειμί και ιδού άρρην, «να άντρας!», θυμίζει τη συχνή κωμική έκφραση, όπου ο δεύτερος ομιλητής επαναλαμβάνει μια λέξη, που χρη σιμ οποίησ ε ο προηγούμενος, η οποία ακολουθεί ένα αγαναχτισμένο ή περιφρονητικό ιδού, π.χ. Ιππείς 343 κ.ε: «Μπορώ να μιλήσω, ...» — « 9Ιδού, μίλα!» Το σχόλιο, «τι εννοείς, άντρας;» θα εκφράζει, λοιπόν, την άποψη του ζωγράφου για τους ερώμενους στις ερωτικές σκηνές, που άρεσαν στο κοινό του.17Είναι λογικά πιθανό ότι η περιστασιακή σύνδεση του θηλυκού επιθέτου καλή, μ 5 ένα αντρικό όνομα στις αγγειογραφίες, είναι σαρκαστική, ορισμένες όμως από αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατόν να εξηγηθούν ως απρόσεχτη επανάληψη της ορθής χρ ή σ η ς του θηλυκού σε άλλη επιγραφή στο ίδιο αγγείο (Ε356, ε 655, Ε990) ή ως αναφορά σε κάποια γυναίκα της παράστασης (Ε385). Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις όπου το αρσενικό καλός συνοδεύει γυναικεία 17. Πάντως η ερμηνεία, «Κοίτα! Άντρας!» είναι δυνατή* πρβλ.: «Κοίτα! Έ να χελιδόνι!», στο Ε78 (ΚΓ6ΐδθ1ιπΐ€Γ, 231).
Κωμ ι κή Εκμετάλλευση
161
ονόματα και παραστάσεις γυναικών (Ε152, ε 917) καθώς και (Ε ΐ 139) μια επι γραφή, «Το κορίτσι είναι καλός» — ο ζωγράφος, αφηρημένος, συμπλήρωσε την επιγραφή με τον περισσότερο οικείο του τύπο — χω ρίς καμιά παράσταση. Ενδιαφέρον παράδειγμα ρομαντικής και εντυπωσιακά αντίθετης, κυνικής μεταχείρισης του ίδιου ερώμενου προσφέρεται από την περίπτωση του Αυτόλυκου. Αυτός είναι ο νεαρός αθλητής, που εμφανίζεται στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, ο ερώμενος του Καλλία, που προσκλήθηκε στο δείπνο μαζί με τον πατέρα του, σεμνός, ντροπαλός (1.8,3.13), προικισμένος με μιαν ομορφιά που έκοψε την ανάσα όλων των καλεσμένων (1.9-11). Ο Εύπολης στα 421/0 παρουσίασε μια κωμωδία με τον τίτλο Αυτόλυκος, όπου ο νεαρός και οι γονείς του, Λύκωνας και Ροδία, ήταν στόχος γελοιοποίησ ης και προσβολών, η Ροδία ως αχαλίνω τη μοιχός. Στο έργο αυτό ο Α υτόλυκος ονομάζεται «Ευτρήσιος» (απ. 56), στην κυριολεξία κάτοικος της Ευτρήσεως της Αρκαδίας, όμως είναι εξίσου φανερό ότι το «Ευτρήσιος» επιθυμείται να δηλώσει αυτόν που «εύκολα υποκύπτει σεξουαλικά» (τρήμα είναι λέξη της αργκό που σημαίνει κόλπος). Δεν γνωρίζουμε αν ήταν κεντρικό θέμα του έργφυ η κατηγορία ότι ο Αυτόλυκος εξεδίδετο στον Καλλία με οικονομικά ανταλλάγματα. Οι π ο λιτι κές σχέσεις, που συνέδεαν τον Λύκωνα και τον Κ αλλία, οι οποίες επηρεάζοντο από την κολακεία του κόσμου, που συνοδεύει την αθλητική επ ιτυχία ,18 είναι πολύ πιθανόν ότι ήταν σημαντικότερες, αλλά από τα στοιχεία, που έχουμε, φαίνεται ότι μία ομοφυλοφιλική ερωτική σχέση ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους. Η υπόθεση ότι κάθε ομοφυλοφιλική παράδοση είναι πληρωμένη, σε συν&οασμό με μια καθολική σιωπή για την πιθανή ανάπτυξη άκρας αφοσίω σης, θάρρους και αυτοθυσίας στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, είναι ανάλογη προς ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κωμωδίας, την υπόθεση ότι όλοι οι κάτοχοι διοικητικών αξιωμάτων ευλογούν τα γένια τους, υπόθεση που συνδυάζεται με σιωπή για την πιθανή ύπαρξη ενδιαφέροντος για τα κοινά, ακεραιότητας και αφοσίωσης εκ μέρους των αξιωματούχων της εποχής. Στη Λυσ. 490, υποστηρίζοντας ότι «βρισκόμαστε σε πόλεμο, εξαιτίας του χρήμα τος», και κατηγορώντας τον «Πείσανδρο και όσους προσβλέπουν σε αξιώμα τα» ότι ακολουθούν φιλοπόλεμη πολιτική για να δώαουν στον εαυτό ιο ύ ς την ευκαιρία να κλέψουν δημόσιο χρήμα, ο Α ριστοφάνης δίνει το δικαίωμα στο ακροατήριο να πιστέψει ότι υπάρχει ένα καλύτερο είδος πολιτικού και το ίδιο ώίά. 578, όπου η Λυσιστράτη συνηγορεί για την απαλλαγή από την οργανωμέ νη πολιτική διαφθορά, ο τόνος όμως είναι διαφορετικός στους Ό ρνιθες 1111: «Αν διοριστείς σε καμιά κατώτερη θέση και θες να βγάζεις τίποτα παραπά νω...», στις Θεσμ. 936 κ.ε.: «Πρύτανη, σε ικετεύω πιάνοντας το δεξί σου χέρι, 18.0 Αυτόλυκος του μύθου ήταν μεγάλος κλέφτης και απατεώνας (Ομ., ξ 394-8) και θέμα ενός σατυρικού δράματος του Ευριπίδη, που περιλάμβανε (απ. 282) μια διατριβή εναντίον των αθλη τών.
162
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
που το ’ χεις συνήθεια να προτείνεις με την παλάμη στραμμένη προς τα πάνω, αν σου προσφέρει κανείς χρήματα...» και στους Σφήκες 556 κ.ε., όπου ο Φιλοκλέωνας περιγράφει κάποιον κατηγορούμενο να λέει: «Λυπηθείτε με κύριε, σας ικετεύω, α ν19 κι εσείς κάποτε καταφέρατε χω ρίς να συλληφθείτε να αρπάξετε μερικά, όταν κατείχατε κάποιο αξίωμα ή όταν αγοράζατε τροφές για τους ομοτράπεζους σε εκστρατεία!» Ο Δικαιόπολης, στους Α χα ρ νείς 594-619, παίρνει τον χορό με το μέρος του, στη διαμάχη του με τον Λάμαχο, καταγγέλ λοντας με οργή τους στρατιωτικούς διοικητές και τους διπλωματικούς απε σταλμένους ότι αποφεύγουν τη δύσκολη ζωή στην πατρίδα, (601, 71 κ.ε.) από τη δίψα τους ν* αποχτήσουν αξιώματα (595) με την προοπτική υψηλών αμοιβών (597, 602, 608). Η ίδια έχθρα κρύβεται πίσω από την περιγραφή των Α θηναίων απεσταλμένων, που έλειπαν μακριά στην Π ερσία για δώδεκα χρ ό νια, παίρνοντας καλούς μισθούς και ζώντας πολυτελώς (65-90), ή στην αυλή κάποιου βασιλιά της Θράκης (134-41). Στους Σφήκες 691-6, όμοια, ο Βδελυκλέωνας προσπαθεί να εμπνεύσει μίσος εναντίον των δημοσίων κατηγόρων, που, ισχυρίζεται, πέρα από το ότι πληρώνονται καλά, δωροδοκούνται κι από τους κατηγορούμενους, μοιράζονται τα χρήματα και «κανονίζουν» τις υποθέ σεις, ενώ ο γερο-δικαστής ανησυχεί για την άθλια αμοιβή του. Στις Ν εφέλες 1196-1200, ο Φ ειδιππίδης εξηγεί μια νομική διαδικασία στον πατέρα του, λέγοντας ότι προορισμός της είναι να επιτρέπει στους άρχοντες να κλέβουν τα παράβολα των διαδίκων. Ά λ λ α χωρία προεκτείνουν αυτήν τη γενική κατηγορία ατιμίας σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα* πρβλ. Ό ρνιθες 115 κ.ε., όπου ο Ευελπίδης μιλά στον Τσαλαπετεινό, που κάποτε ήταν άνθρωπος: « Ό π ω ς κι εμείς χρωστούσες χρήματα κάποτε κι ευχαριστιόσουν να μην τα ξοφλάς, ακριβώς όπως κι εμείς!» Ό σ ο για τους στρατιωτικούς διοικητές στο πεδίο της μάχης, οι στίχοι 579 κ.ε., Νεφέλες, υποθέτουν ότι η εκστρατεία, που αναγγέλουν, είναι «ανόητη». Η Ε ιρήνη, 1172-90, εκφράζει το παράπονο ότι οι διοικητές είναι οι πρώτοι που το βάζουν στα πόδια στη μάχη, αλλά δεν κουράζονται ποτέ να παίζουν με τους καταλόγους των εφέδρων έτσι που κάθε στρατιώτης (χωριάτης εννοείται, τα πράγματα είναι καλύτερα για τους αστούς [1185 κ.ε.]) δεν γνωρίζει ποτέ πού θα βρεθεί την επομένη. Ο αναγνώστης, που στρέφεται από τον Πλάτωνα στην κωμωδία, εντυπω σιάζεται ό χι μόνον από τη συνεχή κωμική υποβάθμιση του ομοφυλοφιλικού έρωτα με τους χυδαιότερους ανατομικούς όρους αλλά επίσης από την εκτόπισή του από το κέντρο στην περιφέρεια της Α θηναϊκής σεξουαλικής ζωής, γιατί η κωμωδία είναι βασικά ετεροφυλοφιλική. Στη Λνσιστράτη υπάρχει βέβαια ιδιαίτερο κίνητρο. Η επιτυχία της σεξουαλικής απεργίας των συζύγων των πολιτών, που οργανώθηκε από την ηρωίδα, εξαρτάται από την απουσία
19. Ο τύπος: «αν εσύ βρεθείς ποτέ στη θέση μου, μεταχειρίσου με όπως θα ’θελες να σε μεταχειριστώ», είναι συνηθισμένος* πρβλ. ΟΡΜ, 271 κ.ε.
Κωμ ι κή Εκμετάλλευση
163
αξιόλογω ν εναλλακτικών λύσεων απέναντι στη συζυγική σεξουαλική επαφή, έτσι ώστε η ομοφυλοφιλία πρέπει να υποβιβαστεί προκειμένου να ευσταθεί η υπόθεση του έργου. Το ίδιο ισχύει και για την πορνεία. Ο Α ριστοφάνης, διαλέγοντας να παρουσιάσει τις συζυγικές σχέσεις ουσιαστικά ως ζήτημα στύσης, πρέπει επίσης να αγνοήσει το γεγονός ότι η αντρική ένταση μπορεί να ελαττωθεί με τον αυνανισμό (ενώ επιτρέπονται σαφείς αναφορές στον γυναικείο αυνανισμό [105-110, 158 κ.ε.]). Παρόμοια ο ι ευκαιρίες των γυναι κών για σεξουαλική επαφή με λάγνους δούλους, θέμα που εμφανίζεται στις Θεσμ. 491 κ.ε., πρέπει να αποσιωπηθεί στη Λυσ. ώστε οι κωμικές δυνατότη τες, που προσφέρουν οι σεξουαλικά πεινασμένες γυναίκες, να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν στο έπακρο (125-39,215 κ.ε., 706-80). Ο γυναικείος αυνανι σμός παρασιωπάται στις Θεσμ. 473-501 (πρβλ. Λυσ. 403-23), όπου η διάθεση των γυναικών για μοιχεία είναι ο στόχος του κωμικού πνεύματος. Ο Αριστοφά νης δεν έχει ποτέ την πρόθεση να συνθέσει μια κοινωνική επισκόπηση για την καθοδήγηση των μεταγενέστερων.20 Στις Εκκλησιάζουσες η κατάληψη του κράτους από τις γυναίκες, η ακόλουθη ανάληψη από αυτές της σεξουαλι κής πρωτοβουλίας και η αρχή, που επέβαλαν, να ικανοποιούνται οι γέροι και οι άσχημοι πριν από τους νέους και τους ωραίους, δεν θεωρούνται ούτε για μια στιγμή (πρβλ. 611-50, 707-9, 877-1111) ότι βάζουν στους άντρες την ιδέα πως οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις ίσως αποδειχθούν μια λιγότερο επίπονη εναλλα κτική λύση. Εδώ επίσης είναι εύκολο να βρούμε καθοριστικές δραματουργικές αιτίες. Σε έργα, που δεν αναφέρονται στις γυναίκες, το σεξουαλικό στοιχείο στον θρίαμβο του ήρωα είναι ετεροφυλοφιλικό: Ο Δ ικαιόπολης παίρνει κορί τσια στο τέλος των Λ χαρνώ ν, η παρουσίαση των Ό ρ ω ν της Ε ιρήνης στον Δήμο, στους Ιππείς, επέρχεται σαν το αποκορύφωμα, τη στιγμή της παρου σίασης του αγοριού που γίνεται «πτυσσόμενο σκαμνάκι». Ο ενθουσιασμός του Φ ιλοκλέωνα για τις χαρές της ζωής, στους Σφήκες, τον οδηγεί να κλέψει ένα κορίτσι, ο Τρυγαίος, στην Ειρήνη, παντρεύεται την Οπώρα και παρουσιά ζει τη Θεωρία στη βουλή και ο Π εισέταιρος, στους Ό ρνιθες, παντρεύεται τη Βασίλεια. Για τον χορό των Αχαρνώνν\ επιστροφή της ειρήνης σημαίνει την απόλαυση γυναικών (989-99* πρβλ. τα λόγια του Τρυγαίου στην Ειρήνη 894-905) ό χι αγοριών. Δεν θα ήταν αλήθεια να πούμε ότι οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις δεν υπήρξαν ποτέ το κύριο θέμα μιας κωμωδίας, γιατί τον τέταρτο αιώνα πληροφορούμαστε για κάποια κωμωδία, «Παιδεραστής», που παρου σίασε ο Α ντιφάνης, και μία, «Παιδερασταί», του Δίφιλου, για να μην αναφέ ρουμε την κωμική επεξεργασία του μύθου του Γανυμήδη από τον Α λκαίο τον Κωμικό, τον Αντιφάνη και τον Εύβουλο και την επεξεργασία του μύθου του Χρύσιππου (πρβλ. σ. 220) από τον Στράττη, συμβαίνει όμως να είναι αλήθεια
20. Πρβλ. ΑΟ, 160 κ.ε.
164
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
ότι η ομοφυλοφιλία δεν ήταν ποτέ το κύριο θέμα για τα σωζόμενα έργα τόσο του Μ ένανδρου όσο και του Α ριστοφάνη. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στα ίχνη μιας ενδεχομένως πολύ σημαντικής διαφοράς ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς στην Αθήνα. Ε ίναι πολύ φανερό ότι οι οικογενειάρχες είχαν τη δυνατότητα να επιβά λουν αυστηρή απομόνωση στις συζύγους, στις κόρες, στους υπό την κηδεμο νία τους και στις χή ρες μητέρες Α θηναίων πολιτών μόνο στον βαθμό που μπορούσαν να διαθέσουν αρκετούς δούλους για τα θελήματα, τη διεκπεραίω ση όλων των εργασιών έξω από το σ π ίτι και την εκτέλεση των εντολών τους για την εσωτερική του λειτουργία. Στην ανώτερη τάξη οι ευκαιρίες του νεαρού πλούσιου για ερωτικές σχέσεις με κορίτσια ήταν ελάχιστες κι αν ήθελε ν ’ απολαύσει τον θρίαμβο μιας άνετης αποπλάνησης (αντί την κου τσουρεμένη ικανοποίηση της εξαγοράς), έπρεπε να ξεμυαλίσει αγόρι. Στην κατώτερη τάξη, όπου οι γυναίκες έπρεπε συχνά να πάνε στην αγορά για να πουλήσουν την παραγωγή ή τα χειροποίητα δημιουργήματά τους (η φουρνά ρισσα στους Σφήκες, 1389-1414, είναι σαφώς γνήσ ια Α θηναία [1396 κ.ε.]· πρβλ. Θεσμ. 443-58) ή έπρεπε να εργαστούν στα χωράφια, η απομόνωση δεν ήταν δυνατόν να είναι αυστηρή.21 Ο φτωχός αλλά τίμιος αγρότης, στην Η λέκτρα του Ευρ., που παντρεύτηκε τυπικά την Ηλέκτρα, δεν έχει δούλους και π α ρ ’ όλο που φυσικά εκφράζει την αποδοκιμασία του, όταν βλέπει την Η λέκτρα να συνομιλεί με δυο ξένους, αποτελεί μέρος της ζωής μιας παρό μοιας οικογένειας να βγαίνει η γυναίκα μόνη έξω για να φέρει νερό (70-6). Το κορίτσι στις Ε κ κ λ.τ ου Αρ., που περιμένει τον φίλο της, τραγουδά (912-14): « ' Εμεινα μόνη εδώ, για τί η μάνα μου έφυγε να πάει κάπου αλλού». Αναμφίβο λα οι φτω χοί είχαν την τάση να πιστεύουν ότι όσα έκαναν οι πλούσιοι άξιζαν τον κόπο και οι βοσκοί στον Θεόκριτο, 5, κομπάζουν εξίσου για ομοφυλοφιλικά και ετεροφυλοφιλικά κατορθώματα (86-9) αλλά — για να θέσουμε το ζήτημα με επιφύλαξη και να μη θεωρήσουμε ως δεδομένο το ζητούμενο—εί ναι πιθανόν ότι, όταν σεξουαλικά αντικείμενα των τύπων Α και Β είναι διαθέσιμα, ορισμένοι άνθρωποι θα διαλέξουν το Α και βέβαιο ότι, όταν είναι διαθέσιμο μόνο το Β, κανείς δεν μπορεί να διαλέξει το Α. Τα κύρια πρόσωπα της κωμωδίας δεν είναι φ τω χοί άνθρωποι δεν είναι όμως και ιδιαίτερα πλού σ ιοι και το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου, που τα συναισθήματα και τις σκέψεις του ήθελε ο Α ριστοφάνης να εκφράζουν οι χαρακτήρες και ο χορός του, θα γνώριζαν περισσότερα από τους πλούσιους για τις δυνατότητες της ετεροφυλοφιλικής αποπλάνησης, που πρόσφερε η αγροτική ή αστική ζωή σ 9 ένα συγκριτικά ταπεινό κοινωνικό επίπεδο. Π έρα από το κόστος της αυστη ρής απομόνωσης και το κόστος της κατάκτησης ενός ποθητού προσώπου με εντυπωσιακά δώρα, ή ευχέρεια χρόνου ήταν επίσης αναγκαία για την ερωτική πολιορκία, ιδιαίτερα αν εχρειάζοντο πολλές μέρες υπομονετικής παρακολού 21. ΓΙρβλ. ΟΡΜ , 209-13.
Κωμική Εκμετάλλευση
165
θησης στο γυμναστήριο και πολλές συζητήσεις γύρω από την τέχνη και τον πόλεμο και τη ζωή ώστε να αποδειχθεί κανείς ότι ήταν αξιοθαύμαστος και ενδιαφέρων στα μάτια ενός αγοριού, που η σεξουαλική του διέγερση δεν μπορούσε να υπολογιστεί ως επικουρικός παράγοντας. Τα πρόσωπα, που συναντάμε στον Πλάτωνα, ανήκουν όλα ουσιαστικά στην εύπορη τάξη, ορι σμένα στις πλουσιότερες και αριστοκρατικότερες Α θηναϊκές οικογένειες, ενώ στην Α ριστοφανική κωμωδία αποτελεί φιλοφρόνηση να αποκληθεί κά ποιος έργάτης, «δουλευταράς», «καλός εργάτης» (Α χ. 611). Η ίδια λέξη χρ η σιμοποιείται για τον φτωχό γεωργό στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη, 75. Στην Ειρήνη 632, οι χω ρικοί, άνθρωποι λογικοί (603) και ηθικοί (556), το άλας της γης, βασανισμένοι από τον πόλεμο (588-97) και τους σωτήρες της ειρήνης (508-11), είναι «η εργατιά», και ο Τρυγαίος περηφανεύεται (190 κ.ε.) ότι είναι «ειδικευμένος καλλιεργητής αμπελιών». Έ ν α ς άντρας, που εργάζεται σκλη ρά, ακόμα κι ένας φτωχός, μπορεί να παντρευτεί, για τί προϋπόθεση για τον γάμο του δεν είναι να τον ερωτευθεί κάποιο κορ ίτσ ι αλλά να επιλεγεί από τον πατέρα της (και δεν έπρεπε να της είναι τόσο αποκρουστικός ώστε το κορίτσι να προκαλέσει τη συμπόνια της μητέρας της και να ανατρέψει τους σκοπούς του πατέρα της). Ο έρωτας όμως και το κυνήγι του αντικειμένου του είναι πολυτέλεια, απόσπαση χρόνου και προσπάθειας από την αποδοτική εργασία και αφιέρωσή του σε μια δραστηριότητα, που, ακόμα κι αν είναι επιτυχής, δεν μπορεί ούτε να θρέψει ούτε να ντύσει τον εραστή. Αυτή είναι η αιτία για τα συναισθήματα του Αχαιού, απ. 6: Δεν υπάρχει έρωτας του ωραίου σε άδειο στομάχι* η Αφροδίτη είναι κατάρα για τον πεινασμένο.
Αυτό αργότερα πήρε λακωνικότερη μορφή (Ευρ., απ. 895) και είναι η βάση του αστείου στον Ή ρω ατου Μένανδρου, 15-17. Ο Γοργίας στον Δυσκ. του Μεν., 341-4, λέει ότι δεν ερωτεύτηκε ποτέ κι ούτε μπορεί να ερωτευτεί, αφού τα βάσανα που έχει δεν τον αφήνουν στιγμή ήσυχο, κι έναν χωρικό, θεριστή, στον Θεόκριτο, 10, που έχει μείνει πίσω στη δουλειά του κι έχει αφήσει τον μικρό του λαχανόκηπο αβοτάνιστο, τον ρωτά ο άσπλαχνος σύ ντροφός του (9): «Τι δουλειά έχει ένας έργάτης να ποθεί κάτι έξω από τις δυνατότητες του;» Ποθεί κορίτσι ό χι αγόρι, αφού όμως το λεξιλόγιο και τα συμπτώματα του έρωτα είναι τα ίδια και στις δύο περιπτώσεις, δεν είναι δύακολο να καταλάβουμε πως ο μέσος Αθηναίος πολίτης, όσο πρόθυμος κι αν ήταν να ταυτιστεί με τους κοινωνικά ανωτέρους του,22 σαν άνθρωπος με πλούτη, άλλο τόσο μπορούσε να περηφανεύεται ότι δεν σπαταλούσε χρόνο για ομοφυλοφιλικές ερωτικές σχέσεις, όπως οι σχέσεις που απορροφούσαν τους αργόσχολους νεαρούς, τους οποίους είχε βλάψει το πολύ χρήμα. 22. Πρβλ. αΡΜ , 34-45.
166
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
Ο «κωμικός ήρωας» του Α ριστοφάνη δεν ερωτεύεται. Η Οπώρα και η Β ασίλεια δεν είναι ο στόχος των φιλόδοξων μηχανορραφιών του Τρυγαίου και του Π εισέταιρου αντίστοιχα, αλλά το απρόσμενο δώρο του πολιτικού θριάμβου, όσο περιπαθής και σταθερός κι αν είναι ο έρωτας, που ίσως περιμέ νουμε να αισθανθεί ο ή ρωας για το βραβείο του από δω κι ύστερα, θα είναι ο έρωτας αυτός προϊόν των σεξουαλικών σχέσεων όχι αιτία τους.23 Οι νεαροί, από την άλλη μεριά, ερωτεύονται στη Νέα Κωμωδία —μάλιστα η ευχάριστη κατάληξη των ερωτικών σχέσεων, που η καλή τύχη βοηθά να υπερνικήσουν μεγάλες αντιξοότητες, είναι ο στυλοβάτης του είδους — ερωτεύονται όμως μόνο νέες γυναίκες και πρέπει να λάβουμε υπόψη την πιθανότητα ότι τα συναισθήματα των ακροατηρίων στα τέλη του τέταρτου αιώνα, που εδέχοντο τον ετεροφυλοφιλικό έρωτα κι έδειχναν ανοχή ακόμα και για τις υπερβολές του, άρχιζαν να σπρώχνουν στην αφάνεια την ομοφυλοφιλία. Π ολλοί παρά γοντες αντιστρατεύονται αυτήν την υπόθεση. Βέβαια κατά κανένα τρόπο δεν ήταν άγνω στοι στην κωμωδία της εποχής του Μ ένανδρου σαφείς υπαινιγμοί για ομοφυλοφυλική πορνεία (πρβλ. σ. 108). Κύριο ενδιαφέρον του Μένανδρου είναι οι οικογένειες και οι σχέσεις ανάμεσα στις γενεές ό χι οι δραστηριότη τες των νεαρών, οι οποίες, επειδή δεν έχουν σχέση με τον γάμο και την κληρονομιά, βρίσκονται έξω από τα οικογενειακά πλαίσια. Π αρατηρείται πάντως ότι ένας γενικός ανασταλτικός καθωσπρεπισμός γίνεται ο κανόνας σε διαφορετικές μορφές τέχνης σε διαφορετικές εποχές και δεν γνωρίζουμε πάντα γιατί λειτουργεί, όταν κι όπου λειτουργεί.24 Για παράδειγμα, στην αγγειογραφία η σωματική διάπλαση των σατύρων —αυτό δεν ισ χύει για το πρόσω πο— εξανθρωπίζεται στις αρχές του πέμπτου αιώνα. Τον τέταρτο αιώνα ακόμα και τα πρόσωπα των σατύρων επηρεάζονται έτσι ώστε μόνον τα αυτιά αλόγου και μια μικρή ουρά διακρίνουν έναν σάτυρο από έναν νέο (ΕΥ20, ευ 56, Ες 97). Φοβερά μυθικά όντα γίνονται απογοητευτικά ήμερα πολύ νωρίς στην κλασική περίοδο (πρβλ. σ. 7), ολόιδια με χαριτωμένους ανθρώπους στο πρό σωπο, αναγνωρίσιμα μόνον από σχηματοποιημένα χαρακτηριστικά: 'Α ρπυιες ( ε 774), Μ ανία (ε 902), Ερινύες (Ε932, ε ς 179). Ό μ ω ς στη γελοιογραφία και την παρωδία, της μετέπειτα αγγειογραφίας, η ειδεχθής όψη υπογραμμίζε ται υπερβολικά, δεν μειώνεται. Λες και τονίζονται τα σύνορα των ειδών. Ευτυχώς* τα μέλη της τριάδας του Ε898, που θα έπρεπε να φλέγονται από πόθο και χαρά, έχουν όλα την πένθιμη και γλυκανάλατη έκφραση με την οποία οι μετέπειτα αγγειογράφοι προσπάθησαν να αποδώσουν πνευματικό βάθος και
23. Η αντίληψη ότι η κοινή σεξουαλική εμπειρία είναι περισσότερο η βάση, πάνω στην οποία οικοδομείται το αμοιβαίο σεξουαλικό πάθος των συντρόφων, παρά ο σκοπός προς τον οποίο το προϋπάρχον πάθος τους οδηγείται, είναι πλατιά αποδεκτή στις κοινωνίες που χωρίζουν τα αγόρια από τα κορίτσια και αναθέτουν την ευθύνη του γάμου με συνοικέσιο στους γονείς. 24. Ακόμα και ερμαϊκές στήλες χωρίς φαλλό αρχίζουν να εμφανίζονται στα τέλη του πέμπτου αιώνα· πρβλ. Ειιΐΐΐεδ (1931), 46.
Κωμική Εκμετάλλευση
167
αυτό το κράμα τεχνοτροπιών δεν είναι εντυπωσιακό.25 Ως τις αρχές του πέμπτου αιώνα οι ζωγράφοι, ορισμένες φορές, επέλεγαν να απεικονίζουν αηδιαστικά θέματα: Ά ν τρ α που σκουπίζει τον πρωκτό του (Ε291), ξέσπασμα διάρροιας σε φιλική συγκέντρωση (Μ120), πλήθος μεθυσμέ νων να κάνουν εμετό (Ε519). Στο Ε265 ένα καθιστό αγόρι ουρεί και αφοδεύει συγχρόνως στο έδαφος κι ο ζωγράφος έφτιαξε το πέος του να κρέμεται προς τη μία πλευρά για να μην κρύβει τη θέα των κοπράνων του. Στον εμετό και την ούρηση υπάρχουν πολύ φανεροί συνειρμοί σχετικοί με το γλέντι και το μεθοκόπημα και στην ούρηση υπάρχουν επίσης ανατομικοί συνειρμοί σχετι κοί με τα αφροδίσια. Η αναπαράσταση της αφόδευσης, από την άλλη μεριά, μας επιβάλλεται περισσότερο σε σχέση με το ποτό, τον χορό και τα αφροδί σια στη μελανόμορφη αγγειογραφία, π.χ.: Μ90. ένας ξαπλωτός άντρας, και στις δυο πλευρές του αγγείου, αυνανίζεται χαρούμενος ενώ κάτω από τις λαβές του αγγείου αφοδεύει ένας σκύλος (σατιρικό σχόλιο για τον αυνανισμό;)* Μ330, κάποιος, που παίρνει μέρος σε κώμο, αφοδεύει* Μ394 (πρβλ. μ 346), σάτυρος καθιστός, αφοδεύει και αυνανίζεται* ΒΜ8, κωμαστής αυνανίζεται ενώ ένας άλλος αφοδεύει* κ70, σάτυρος στο έδαφος σε μεθοκόπημα, πίνει από ασκό και αφοδεύει* ΚΠ16, σειρά μορφών, που περιλαμβάνει δύο χορευτές κι έναν τριχω τό σάτυρο, με τεράστιο αιωρούμενο πέος, περιέχει επίσης έναν άντρα που αφοδεύει κι έναν άντρα που εισάγει το πέος του σε γυναίκα από πίσω. Αυτή είναι η χυδαία γλώσσα των αρχαϊκώ ν ιαμβικών ποιητών και της Παλαιάς Α ττικής Κωμωδίας μεταφρασμένη σε εικαστικούς όρους, έπαψε όμως να είναι της μόδας στην αγγειογραφία πολύ πριν γεννηθεί ο Αριστοφά νης και την εποχή, που ανέβασε στη σκηνή τον δυσκοίλιο Βλέπυρο, στις Εκκλ. 311-72, η περιοχή των τεχνών, που είχε το δικαίωμα να απεικονίζει οποιαδήποτε σωματική δραστηριότητα, την οποία οι άνθρωποι απολαύουν, είχε κιόλας σοβαρά περιοριστεί. Τα ανεπανόρθωτα δυσάρεστα θέματα, όπως η ακρωτηριασμένη και σε αποσύνθεση σάρκα, αποφεύγοντο πάντα, αν και ό,τι δεν ήταν μόνο δυσάρεστο αλλά και δυνατό και τρομακτικό αρκετά ώστε να αποτελεί μέρος'της υφής σημαντικών γεγονότων — οι απαίσιες Ερινύες των Ευμενιδών τ ου Α ισχύλου, η πληγή του Φ ιλοκτήτη, η επιθανάτια αγωνία του Η ρακλή — χρησιμοποιήθηκε από τους τραγικούς ποιητές με καλά θεα τρικά αποτελέσματα. Ο ανώμαλος τρόπος, με τον οποίο η αναστολή γλύστρησε στις τέχνες ανάμεσα στά τέλη του έκτου και του τέταρτου αιώνα, υποδηλώνει πολλαπλά αίτια, που ανάμεσά τους θα έπρεπε να λογαριάσουμε τη διάδοση θέσεων, που κοινώς έθεωρούντο φιλοσοφικές, και την τάση των σταθερών πολιτισμών να αναπτύσσουν κανόνες εξευγενισμού, οι οποίοι μπο ρούν να οριστούν και να εφαρμοστούν χω ρίς μεγάλη διανοητική προσπάθεια. Συνέπεια και των δύο ήταν μια απροθυμία των καλλιτεχνώ ν να αναγνωρίσουν φανερά την πραγματική θέση του αναντίρρητα σωματικού στοιχείου στη ζωή 25. Πρβλ. Ε Ο , 124.
168
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
μας. Ο τρόπος που εμφανίζεται η ομοφυλοφιλία στους ποιητές των Ε λληνι στικών χρόνων, μπολιάζοντας μια καινούργια φιλήδονη απόλαυση στη «ρο μαντική» παράδοση, που κληρονομήθηκε από την αρχαιότερη ποίησ η, υπο δηλώνει ότι η αποσιώπηση των ομοφυλοφιλικών σχέσεων στον Μένανδρο δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί α φ 9 εαυτής επαρκής απόδειξη για τη σημαντική γενική αλλαγή κατεύθυνσης της λαϊκής ανοχής για τις σχέσεις αυτές.
Δ. Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση Η ερώτηση αν η ομοφυλοφιλική αντίδραση του Πλάτωνα, στο ερέθισμα της αντρικής ομορφιάς, ήταν εντονότερη από την αντίδραση των περισσότε ρων Αθηναίων της κοινωνικής του τάξης, ανάμεσα στα τέλη του πέμπτου και τις αρχές του τετάρτου αιώνα, είναι ερώτηση που πολύ μικρή σχέση έχει με την ιστορία της φιλοσοφίας ή τη ν ιστορία της ομοφυλοφιλίας. Η πειστικότη τα του φιλοσοφικού επιχειρήματος, η δύναμη που ασκεί πάνω στη φαντασία, η ηθική και κοινωνική του αξία και η επιρροή, που ασκεί στη μετέπειτα σκέψη, δεν εξαρτάται από τον σεξουαλικό προσανατολισμό του εισηγητή του και, όταν (όπως στην κλασική Αθήνα) είναι κανείς ελεύθερος να διακηρύξει την ένταση της ομοφυλοφιλικής του αντίδρασης, η ομοφυλοφιλία του φιλοσό φου δεν είναι ούτε αξιόλογο βιογραφικό στοιχείο. Η υποβολή της ίδιας ερώ τησης σχετικά με τον Σωκράτη είναι πολύ περισσότερο χρή σ ιμ η, όσον αφορά στην ιστορία της φιλοσοφίας, επειδή, αν μπορούσαμε να απαντήσου με, θα γνωρίζαμε περισσότερα από όσα γνωρίζουμε σήμερα για τη σχέση της διδασκαλίας και επιρροής του Σωκράτη προς την εικόνα του Σωκράτη, όπως παρουσιάζεται από τους μοναδικούς συγγραφείς φιλοσοφίας της περιόδου, των οποίων το έργο σώζεται ανέπαφο, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα. Πέρα από μια περίεργη παρατήρηση του Α ριστόξενου (απ. 55) ότι ο Σωκράτης είχε ισχυρές ετεροφυλοφιλικές ορέξεις και τις ικανοποιούσε (όμως «χωρίς αδι κία», δηλαδή, χω ρίς μοιχείες ή βία), ουσιαστικά στερούμαστε ανεξάρτητων μαρτυριών σχετικώ ν με τη σεξουαλικότητα του Σωκράτη (είναι μια πλευρά της ζωής του για την οποία οι Ν εφέλες του Α ριστοφάνη σιωπούν) και, σε όσα λέγονται παρακάτω για τη σχέση ανάμεσα στην ομοφυλοφιλία και τη Σωκρα τική φιλοσοφία, «Σωκράτης» σημαίνει τον Σωκράτη που παρουσιάζεται στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα. Στους Νόμους του Πλάτωνα, το τελευταίο έργο που έγραψε, ο Σωκράτης αντικαθίσταται από κάποιον ανώνυμο Αθηναίο και οι θεωρίες και τα επιχειρήματα, που εισηγείται αυτός ο ήρωας, θα χαρακτηρι στούν Πλατωνικά χω ρίς περισσότερη απώλεια χρόνου. Σε σχέση με αυτήν την έρευνα, σημαντικότερη πλευρά του Σωκράτη είναι ότι εκμεταλλεύτηκε, ως βάση μιας μεταφυσικής θεωρίας και φιλοσοφικής μεθόδου, το Αθηναϊκό ομοφυλοφιλικό πνεύμα. Η καταδίκη (κατηγορηματική στους Νόμους, προοι
Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση
169
ωνίζεται στον Φαίδρο) της ολοκλήρωσης του ομοφυλοφιλικού πόθου ως «αφύσικου» δεν είναι τόσο σημαντική ιστορικά, όσο ίσως εμφανίζεται με την πρώτη ματιά,1αφού η αντίθεση ανάμεσα στη «φύση» και στους νόμους και τις συμβατικότητες της κοινωνίας είχε συζητηθεί —σε γενικές γραμμές χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στην ομοφυλοφιλία— πριν γεννηθεί ο Π λάτωνας2 κι επαινώντας την ικανότητα αντίστασης στον πειρασμό της σωματικής από λαυσης, ο Πλάτωνας, βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με την Ε λληνική ηθική παράδοση.3 Συναντάμε τον Σωκράτη σε έντονα ομοφυλοφιλικό περιβάλλον. Ορισμέ νοι από τους πρώτους διαλόγους του Πλάτωνα στήνονται στο γυμναστήριο, οι νεαροί φ ίλοι του Σωκράτη είναι συνήθως —θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, κανονικά— ερωτευμένοι με αγόρια και ο Σωκράτης αποδέχεται εντελώς τις σχέσεις αυτές: Κ τήσιππος και Κ λεινίας στον Ευθύδημο, Ιπποθάλης και Λύ σης στον Λ ύση, ο υπαινιγμός στον Μένωνα, 705, για τον εραστή του Μένωνα, Α ρίστιππο, το πείραγμα του Γλαύκωνα ως ερωτικού στην Π ολ. 474ά-475α και σύγκρινε την πληροφορία στον Παρμενίδη 1275 ότι ο Ζήνωνας υπήρξε τα παιδικά του Παρμενίδη. Ο Σωκράτης, συζητώντας με κατανόηση με τον ερωτοχτυπημένο Ιπποθάλη, χρησιμοποιεί τη γλώσσα προς την οποία εξοι κειωθήκαμε (σ. 50 κ.ε.), διαβάζοντας μεταξύ των γραμμών του Λυσιακού «λόγου του μη εραστή» και τον λόγο του Παυσανία στο Συμπόσιο τ ου Πλάτω να. Ακούγοντας πως ο Ιπποθάλης γράφει ποιήματα, εξυμνώντας την οικογέ νεια του Λύση, ο Σωκράτης τον ρωτά (Λνσ. 205ά-206α): — Συνθέτεις και τραγουδάς εγκώμιο για τον εαυτό σου πριν νικήσεις; — Δεν συνθέτω προς τιμήν μον Σωκράτη, είπε. — Δεν συμφωνείς είπα... αν κατακτήσεις τόσο ωραία παιδικά, όσα είπες και τραγούδησες θα είναι προς μεγάλην σου τιμήν και στην πραγματικότητα εγκώ μια για νικητή, γιατί θα ’χεις βρει ( τνγχάνειν) τόσο ωραία παιδικά. Αν όμως το αγόρι σού ξεφύγει, όσο μεγαλύτερα είναι τα εγκώμια, που απήγγειλες για τα παιδικά σου, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η τύχη, που θα φαίνεσαι ότι έχασες, και θα περιφρονείσαι.4 Έ τσι λοιπόν φίλε μου, όποιος γνωρίζει τι κάνει στα έρωτι1. Εκπλήσσει η ποσότητα σκέψεων και συναισθημάτων, που έχουν αναλωθεί στην εποχή μας, γύρω από το ερώτημα αν είναι «αφύσικες» και με ποια έννοια είναι, αν είναι αφύσικες, οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Δεν μπορώ να αναμειχθώ με ενθουσιασμό σε συζητήσεις, που αφορούν στη φυσικότητα ή μη φυσικότητα της ομοφυλοφιλίας, εφόσον παρατηρώ ότι κάθε κοινωνία ενθαρρύνει τη συμπεριφορά, που θεωρεί πιθανώς ευνοϊκή για μια τελική κατάσταση της μορφής, που η κοινωνία αυτή επιθυμεί, και αποθαρρύνει κάθε συμπεριφορά, η οποία μοιάζει να παρεμπο δίζει πιθανώς την εξέλιξη μιας παρόμοιας κατάστασης, και εφόσον η απουσία κάθε σαφούς συσχέτισης ανάμεσα στη «φύση» και το επιθυμητό μου φαίνεται αυταπόδεικτη. Πρβλ. επίσης σ. 75. 2. Πρβλ. ΟΡΜ, 74 κ.ε., 255-7. 3. Πρβλ. ΟΡΜ, 175-80, 208 κ.ε. 4. Ίσως περιμέναμε, «τόσο περισσότερο κατηφής θα είσαι» ή «τόσο περισσότερο θα σε
170
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
κά, αποφεύγει τον έπαινο του ερώμενου ώσπου να τον κατακτήσει, επειδή ανησυχεί για την εξέλιξη των πραγμάτων. Επιπλέον τα ωραία αγόρια είναι όλο περηφάνεια κι έπαρση, όταν επαινούνται και υμνούνται. Δε συμφωνείς; — Ναι, συμφωνώ είπα. — Κι όσο μεγαλύτερη η έπαρσή τους, τόσο δυσκολότερη η κατάχτησή τους; — Μάλλον. — Λοιπόν τι είδους κυνηγός θα ’λεγες ότι είναι ο κυνηγός που ερεθίζει το θύμα του και το κάνει δυσκολότερο να το πιάσει; — Φυσικά κακός.
Ο ανώνυμος φίλος, που συναντά τον Σωκράτη στην πρώτη σκηνή του Πρωταγόρα του Πλάτωνα, τον ρωτά (309α): — Από πού έρχεσαι Σωκράτη; Λοιπόν, υποθέτω είναι φανερό: Κυνηγούσες (κατά λέξη, «κυνηγώντας με τα κυνηγόσκυλα») παντού την ομορφιά του Αλκι βιάδη;
— πράγμα που δεν ενοχλεί τον Σωκράτη. Η συζήτηση όμως (πρβλ. σ. 174) πρόκειται να πάρει απροσδόκητη τροπή. Ό τ α ν στη γιορτή του Αγάθωνα προτείνεται κάθε καλεσμένος να πλέξει το εγκώμιο του έρωτα, ο Σωκράτης καλοδέχεται την πρόταση, επειδή (Σνμπ. 177(1): «Τα ερωτικά είναι το μόνο θέμα που ισχυρίζομαι ότι καταλαβαίνω». Σύγκρινε Σνμπ. Ξεν., 8.2: «Δεν μπορώ να θυμηθώ μιαν εποχή που να μην ήμουν ερωτευμένος». Ο Σωκράτης περιγράφεται στο Σνμπ. του Πλάτωνα, 216ά, έτσι: «Διεγείρεται πάντοτε από τους ωραίους» και η αντίδρασή του, στον Φαίδρο 227ο, όταν ακούει ότι ο Λυσίας συνέθεσε λόγο, που παροτρύνει ένα αγόρι να ευνοήσει κάποιον μη εραστή, είναι: «Μακάρι να 5λεγε, “ προτίμησε τους γεροντότερους και φτωχό τερους” όπως εγώ και οι περισσότεροι από μας!». Στον Χαρμ. (1546) μετριάζει την περιγραφή του για την ομορφιά του Χαρμίδη λέγοντας: «Εμένα δεν μπορείς να με μετρήσεις... για τί όλοι σχεδόν οι νέοι αυτής της ηλικίας μου φαίνονται ωραίοι, αλλά...» και βλέπουμε τη δύναμη του «αλλά» όταν κάθησε ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Κριτία ο Χαρμίδης (155ο-ο): Τότε τα ’ χασα κι όλη η πεποίθηση, που αισθανόμουν, ότι θα μου ήταν εύκολο να του μιλήσω χάθηκε. Ό τ α ν ο Κριτίας του είπε ότι ήμουν ο άνθρωπος που γνώριζε τη θεραπεία (ενν. για τον πονοκέφαλο) και με κοίταξε κατάματα —ω τι ματιά!— κι έκανε να με ρωτήσει κι όλοι στην παλαίστρα μαζεύτηκαν γύρω μας, εκείνη τη στιγμή έπεσαν τα μάτια μου στο εσωτερικό του χιτώνα του κι άναψα, κυριολεκτικά τρελάθηκα... Π αρ’ όλα αυτά, όταν με ρώτησε αν γνώριζα τη
οικτείρουν», όμως τον Έλληνα απασχολούσε πάρα πολύ η επίδραση, που είχε στην κοινωνική του υπόληψη, η επιτυχία κι η αποτυχία* πρβλ. ΟΡΜ, 226-9, 235-42.
Φιλοσοφική Εκμετάλλευση
171
θεραπεία για τον πονοκέφαλό του, κατάφερα —ούτε κι εγώ ξέρω πώς— ν ’ απαντήσω ότι τη γνώριζα.
Αν μεταφράσουμε αυτήν τη σκηνή με ετεροφυλοφιλικούς όρους, ώστε η ματιά του Σωκράτη στο εσωτερικό του χιτώ να του Χαρμίδη να γίνει μια ματιά στα στήθη νέας γυναίκας ασυνήθιστης ομορφιάς, καθώς γέρνει μπρος για να κάνει ανεπιτήδευτα κάποιαν ερώ τηση,5θα κατορθώσουμε να δούμε σχεδόν με τα μάτια των αρχαίων Ελλήνων.6 Δεν υπάρχει τίποτα στα λόγια του Σωκράτη, όπως παραθέτονται —κι όλες οι παραθέσεις τερματίζονται χωρίς τις εξελίξεις, που απαιτούν από τον αναγνώστη να ξανασκεφτεί τυχόν πρόωρα συμπεράσματα, που ίσως εξήγαγε— το οποίο να είναι διαφορετικό από τη γλώσσα και τα συναισθήματα των ανδρών, που επιθυμούσαν και αναζητούσαν τον οργασμό στη σωματική επα φή με νεότερους άντρες. Ο Σωκράτης όμως δεν προχω ρεί στην απόκρυψη της σεξουαλικής επαφής κάτω από στρώματα μεταφυσικών πέπλων. Από τις εμπειρίες, που μοιράζεται με τους συγχρόνους του, αντλεί διαφορετικά συ μπεράσματα και απέχει τόσο από το να αποκαλεί τον έρωτα με άλλα ονόματα ώστε αποκαλεί πολλά άλλα πράγματα7 με το όνομα έρωτας. Δεν ήταν ποτέ δύσκολο στα Ε λληνικά να χρη σιμ οποιείτα ι η λέξη «έρωτας» και οι συγγενείς της μεταφορικά, όταν αντικείμενό τους δεν ήταν κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος. Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, έράντν\ νίκη, τη δύναμη, τα χ ρ ή ματα, την πατρίδα ή την επιστροφή σ ’ αυτήν.8 Ο Σωκράτης χρησιμ οποιεί τη 5. Πρβλ. λνοικΙοΓ, 78 κ.ε. 6. Ορισμένοι από όσους ανάμεσα μας έχουν κυρίως ή εντελώς ομοφυλοφιλικό προσανατολι σμό, μπορούν να δουν καθαρά με τα μάτια των Ελλήνων κιόλας και εν πάση περιπτώσει δεν θα τους βοηθούσε να φανταστούν τον Χαρμίδη σαν κορίτσι. Δέχθηκα ότι η διαφορά ανάμεσα στον ετεροφυλοφιλικό ερεθισμό, που προέρχεται από τη θέα του γυναικείου προσώπου, και στον ετεροφυλοφιλικό ερεθισμό, που προέρχεται από τη θέα των μαστών, είναι μεγαλύτερη από τη διαφορά ανάμεσα στον ομοφυλοφιλικό ερεθισμό από το αντίκρισμα του αντρικού προσώπου και στον ομοφυλοφιλικό ερεθισμό από τη θέα του κορμιού. Ίσως όμως υπάρχει η πρόθεση να εννοήσουμε ότι ο Σωκράτης είδε φευγαλέα τα γεννητικά όργανα του Χαρμίδη, όχι τον κορμό του. 7. Το λέω αυτό όχι επειδή δεν κατόρθωσα να καταλάβω τη Σωκρατική διδασκαλία του έρωτα αλλά επειδή δεν συμφωνώ με τις βασικές υποθέσεις του Σωκράτη κι επομένως απορρίπτω τη διδασκαλία του στο σύνολό της. Η απόρριψη αυτή καθόλου δεν μου υποβάλλει μια κυνική άποψη για τη συμπεριφορά του Σωκράτη. Ό σ ο ι φοβούνται μήπως εξαπατηθούν μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο περισσότερο απ’ όσο με άλλους, ώστε να υποστηρίζουν μ ’ ένα πονηρό χαμόγελο ότι ο Σωκράτης πήδηξε τον Αλκιβιάδη, γίνονται ακούσια τόσο διασκεδαστικοί όσο ο Λουκιανός (Βίων Πρασις, 15) εκούσια, όμως το αίσθημα τού μέτρου που διαθέτουν, επιδέχεται κριτική. Ακόμα κι αν έχουν δίκιο, δεν έχουν ανακαλύψει τίποτα για τον Σωκράτη, το οποίο ν ’ αξίζει ένα κλάσμα της προσοχής που αξίζουν (π.χ.) ο Χαρμ., 161ο, 163ο, 166α1, το Σνμπ., 201ο, ο Γοργ., 472αβ. 8. Ο Ευρ., στο απ. 358, όπου δίνεται εντολή στα παιδιά έράνττ\ μητέρα τους, χρησιμοποιεί σκόπιμα τολμηρή γλώσσα, όμως είναι τόσο φανερό ότι δεν πρόκειται για εντολή χ δοκιμάσουν αιμομεικτικό πόθο ώστε δεν υπάρχει κίνδυνος παρανόησης.
172
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
λέξη «εραστής» μεταφορικά (π.χ. Πολ. 501ά)* ορισμένες φορές όμως συνδυά ζει τη μεταφορική με την κυριολεκτική χρ ή σ η , όπως στον Γ ο ρ γία 481 ά, όπου ονομάζει τον εαυτό του «εραστή του Α λκιβιάδη και της φιλοσοφίας» και τον συνομιλητή του, Κ αλλικλή, εραστή «δύο (ενν. δήμων), του δήμον των Α θη ναίων και του (ενν. Δήμου, γιου) του Πυριλάμπη» (πρβλ. σ. 121). Συγκρίνει την ανικανότητα του Κ αλλικλή να έρθει σε σύγκρουση ή να ανατρέψει τα σχέδια του Αθηναϊκού λαού με την ανικανότητά του να αντισταθεί στον Δήμο και βρίσκει τη φιλοσοφία, «τα παιδικά μου», πολύ λιγότερο ιδιότροπη και ασταθή από τον άνθρωπο παιδικά του, τον Α λκιβιάδη (481ά-482α). Και πάλι, όταν λέει (Ξεν., Σνμπ. 8.41) ότι είναι σταθερά «συνεραστής με την πόλη» όσων είναι «καλής ποιότητας από φυσικού τους κι επιδιώκουν με πάθος την αρετή», τόσο συσχετίζει τον προσωπικό έρωτα με τη λαϊκή αγάπη και τον θαυμασμό για τους γενναίους, τους σοφούς και τους ακέραιους, ώστε αμφισβητεί κατά πόσο επιδρά, στον έρωτα που αυτός αισθάνεται, η αισθησιακή αντίδραση στη σωματική ομορφιά. Δεν διστάζει στην πραγματικότητα να χρη σ ιμ οποιήσ ει τη λέξη «εραστής» για τον αφοσιωμένο θαυμαστή της σοφίας ή της επιδεξιότητας κάποιου μεγαλύτερου. Έ τ σ ι μια αριστοκρατική οικογένεια της Θεσ σαλίας είναι «εραστές» του σοφιστή Γοργία (Μ ένων 706), οι «οπαδοί» 'ρ ν σοφιστών Ευθύδημου και Διονυσόδωρου είναι οι «εραστές» τους (Ενθύδ. 276<3) κι όταν συστήνει τον Ιπποκράτη στον επιφανή Πρωταγόρα (Πρωτ. 317οά) λέει: Έ χοντας την υποψία ότι ο Πρωταγόρας ήθελε να κάνει επίδειξη στον Πρόδικο και τον Ιππία ότι εραστές του είχαν έρθει στο σπίτι, είπα: «Ωραία, γιατί δεν προσκαλούμε τον Πρόδικο και τον Ιππία κι όσους είναι μαζί τους να έρθουν ν* ακούσουν τη συζήτησή μας;»
Αυτά τα αποσπάσματα ίσως είναι διασκεδαστικά με τρόπο γνωστό σε μας από όλη τη λογοτεχνική παρουσίαση του Σωκράτη (πρβλ. Π λ., Σνμπ. 216ε και το αστείο σχετικά με την «προαγωγή» μαθητών για τους φιλοσόφους στο Σνμπ. του Ξενοφώντα, 4.62), όταν όμως κάποιος Α ριστόδημος περιγράφεται στην πρώτη σκηνή του Σνμπόσιον του Πλάτωνα (1736) ως «μεγαλύτερος από κάθε άλλον εκείνο τον καιρό εραστής του Σωκράτη», μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι η λέξη «εραστής» χρησιμ οποιείται τόσο εύκολα στον κύκλο του Σωκράτη ώστε τα όρια ανάμεσα στο σοβαρό και το αστείο ή ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά υπερβαίνονται. Αυτό είναι εφικτό αν, και μόνον αν, είναι πολύ καλά κατανοητό μέσα στον κύκλο αυτόν ότι έρωτας δεν είναι μια επιθυμία σωματικής επαφής αλλά αγάπη των ηθικών και πνευματικών αρετών. Η περίφημη ιστορία, που διηγείται ο Α λκιβιάδης, στο Σνμπόσιο του Πλάτωνα 216ο-219β, έχει την πρόθεση να δείξει τη σχέση του Σωκράτη με τον νεαρό Αλκιβιάδη. Βέβαιος ότι η ομορφιά του, για την οποία είναι πολύ
Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση
173
περήφανος, έχει διεγείρει τον πόθο στον Σωκράτη κι ό χι λιγότερο βέβαιος ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος με ξεχω ριστές ικανότητες, που από τη σοφία του και τις συμβουλές του μπορεί να ωφεληθεί, ο Α λκιβιάδης αποφασίζει χαρίζεσθαι στον Σωκράτη (217α). Δημιουργεί λοιπόν, με όλο και λιγότερη διακριτι κότητα, ευκαιρίες για τον Σωκράτη (του οποίου τη συμεπριφορά περιμένει να ακολουθήσει τη γραμμή που ακολουθεί η συμπεριφορά των εραστών) ώστε να του ζητήσει σωματικές χάρες: διώχνει τον δούλο του, όταν συναντά τον Σωκράτη (217α6), προσκαλεί τον Σωκράτη να παλέψουν (2176ο) και να δειπνή σουν (217οά), «λες και ήμουν εγώ ο εραστής με βλέψεις για κάποια παιδικά». Τέλος, απελπισμένος από τις έμμεσες μεθόδους, κρατά τον Σωκράτη μετά το δείπνο ως αργά τη νύχτα, πέφτει για ύπνο στο ίδιο δωμάτιο και διώ χνει τους δούλους του (217(1-2186). Ύ στερα (218οά): Σκέφτηκα ότι ήταν πια καιρός να σταματήσω την προσέγγιση με περιστροφές και να πω ελεύθερα όσα είχα στο μυαλό μου. Έ τσ ι τον σκούντησα και είπα: «Κοιμάσαι Σωκράτη;» « Ό χ ι, όχι» είπε. «Ξέρεις τι σκέφτομαι;» « Ό χ ι, τι;» είπε. «Κατά τη γνώμη μου, είπα, είσαι ο μόνος αντάξιός μου εραστής και μου φαίνεται ότι διστάζεις να μου μιλήσεις γ ι’ αυτό. Λοιπόν να τι πιστεύω: Το θεωρώ κουτό να μη σου προσφέρω αυτήν τη χάρη και κάθε τι άλλο, που ίσως θέλεις από την περιουσία ή τους φίλους μου. Τίποτα δεν είναι σημαντικότερο για μένα από το να γίνω όσο καλύτερος μπορώ και δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να κάνει περισσότερα από σένα για να με βοηθήσει σ ’ αυτό. Θα ντρεπόμουν πολύ περισσότερο για τη γνώμη των συνετών, αν δεν σου έκανα μια χάρη, παρά για τη γνώμη της ηλίθιας πλειοψηφίας αν σου την έκανα».
Ο Σωκράτης απαντά ότι αν πραγματικά ο Α λκιβιάδης βλέπει σ ’ αυτόν κάποιαν «ομορφιά», του είδους που περιγράφει, αυτός (ο Α λκιβιάδης) ευνοεί ται από τη συναλλαγή, αφού προσφέρει γΓ αντάλλαγμα σωματική ομορφιά (218ο-219α). Ο Α λκιβιάδης παίρνει θάρρος και πιστεύοντας ότι τα «βέλη», που εκτόξευσε, «τραυμάτισαν» τον Σωκράτη, χωρίς να χάσει χρόνο, ανεβαίνει στο κρεβάτι του Σωκράτη, σκεπάζει τον εαυτό του και τον Σωκράτη με τον χιτώνα του και πλαγιάζει αγκαλιάζοντάς τον (2196ο). Ο φιλόσοφος δεν δείχνει κανέ να σημάδι ερεθισμού και το πρωί χωρίζουν με τον Α λκιβιάδη ταπεινωμένο από την προσβολή προς την ομορφιά του (219(1) αλλά κατάπληκτο από τον έλεγχο, που ασκούσε στον Σωκράτη η κυριαρχία της λογικής πάνω στις επιταγές της σάρκας. Η καρτερία αυτή είναι επίσης το χάρισμα που επέδειξε ο Σωκράτης, όταν βρισκόταν στην εκστρατεία στην Π οτείδαια και δεν εμφάνιζε σημεία μέθης όσο κι αν έπινε και γυρνούσε εδώ κι εκεί χω ρίς σανδάλια σε φοβερό κρύο, φορώντας μόνο τον χιτώνα που φορούσε στην Αθήνα (219ο2206).
174
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
Η ιδέα ότι υπάρχουν αθέατα κάλλη, που ξεπερνούν κατά πολύ την ορατή ομορφιά των σωμάτων, χρησιμοποιείται με ευνοϊκά αποτελέσματα, από δρα ματική άποψη, στην πρώτη σκηνή του Πρωταγόρα (3096-ά): — ' Ηρθες από κείνον (ενν. τον Αλκιβιάδη); Και πώς τα πάει ο νεαρός μαζί σου; — Πολύ καλά, νομίζω, ιδιαίτερα σήμερα. Είπε πολλά για να με υπερασπίσει, όταν πήρε το μέρος μου. Και τώρα από κείνον έρχομαι. Πρέπει όμως να σου μιλήσω για κάτι παράξενο, αν και βρισκόταν εκεί μαζί μου, δεν τον πρόσεχα διόλου και συνεχώς τον ξεχνούσα. — Τι τόσο σημαντικό μπορεί να συνέβηκε, που να επηρέασε εσένα κι εκείνον; Γιατί βέβαια δεν συνάντησες κάποιον άλλον ωραιότερο — εδώ στην Αθήνα πάντως αποκλείεται! — Ω ναι, πολύ ωραιότερον. — Αλήθεια; Πολίτη ή ξένο; — Ξένο. — Από πού; — Από τα 'Αβδηρα. — Και βρήκες ότι αυτός ο ξένος ήταν τόσο ωραίος ώστε πραγματικά σου φάνηκε ωραιότερος από τον γιο του Κλεινία (ενν. τον Αλκιβιάδη); — Πώς είναι δυνατόν το ύψος της σοφίας να μη φαίνεται ωραιότερο; — Τι, έρχεσαι από συνάντηση με κάποιον σοφό, Σωκράτη; — Τον σοφότερο άνθρωπο του καιρού μας, ασφαλώς αν θεωρείς τον Πρωταγόρα σοφότερο.
^ Ο έρωτας της σοφίας είναι δυνατότερος και σημαντικότερος για τον Σωκράτη από τον έρωτα για έναν ωραίο νέο. Στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, 8.12, θεωρεί καλύτερο να είναι ερωτευμένος με τα χαρίσματα της ψυχής ενός ανθρώπου παρά με τα σωματικά του χαρακτηριστικά. Δεν προκύπτει λογικά από αυτο οτι η ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή θα έπρεπε να αποφεύγεται, εκτός αν κανείς πιστεύει επίσης ότι κάθε επένδυση ενέργειας και συναισθή ματος στην επιδίωξη ενός κατώτερου σκοπού, εξουδετερώνει την ικανότητα της ψυχής να επιδιώξει έναν ανώτερο σκοπό. Ο Σωκράτης πράγματι το πιστεύ ει αυτό κι επομένως απαγορεύει την ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή, όπως είναι σαφές από τη συμπεριφορά του προς τον Αλκιβιάδη και από την Πολ. 4036, όπου ο «σωστός έρωτας» στην ιδανική πόλη επιτρέπει στον εοασττί ν α α χχίξειτα παιδικά’του«σ αν γιο» αλλά να μην προχω ρήσει πέρα από αυτό. Ο Παυσανΐας-στδ Σνμπ. 1846-1856, έφτασε στο συμπέρασμα ότι στο κυνήγι της αρετής και της σοφίας επιτρέπεται η προσφορά κάθε υπηρεσίας και η παρα χώ ρηση κάθεχάρης (πρβλ. σ. 100), αρχή που ακολούθησε ο νεαρός Α λκιβιά δης στη μάταιη απόπειρά του να ξελογιάσει τον Σωκράτη. Στον Ευθύδ. όμως, 2826, ο Σωκράτης προσθέτει το εξής σημαντικό: Για χάρη της (ενν. της απόκτησης της σοφίας) δεν υπάρχει τίποτα ατιμωτικό ή απαράδεκτο στην υποταγή ή την υποδούλωση σε εραστή ή οποιοδήποτε
Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση
175
πρόσωπο, τίποτα ατιμωτικό ή απαράδεκτο στην πλήρη προθυμία εκτέλεσης κάθε υπηρεσίας —από τις υπηρεσίες εκείνες που είναι τιμητικές— από ζήλο για να γίνει κανείς σοφός.
Σύμφωνα με τα Απομν. του Ξενοφώντα, ΐ 2.29 κ.ε., η εχθρότητα ανάμεσα στον Κριτία και τον Σωκράτη γεννήθηκε από το παρακάτω επεισόδιο: Κατάλαβε ότι ο Κριτίας ήταν ερωτευμένος με τον Ευθύδημο κι ότι ήθελε να τον μεταχειριστεί όπως χαίρονται τα σώματα όσοι έχουν ροπή προς τα αφροδί σια. Ο Σωκράτης προσπάθησε να μεταπείσει τον Κριτία, λέγοντας ότι ήταν ταπεινό κι ανάρμοστο για έναν καλό άντρα να ενοχλεί τον ερώμενό του, που στα μάτια του θέλει να παρουσιάζεται σαν άνθρωπος με αξία, εκλιπαρώντας σαν ζητιάνος και ζητώντας ελεημοσύνη και μάλιστα όταν αυτό που ζητά δεν είναι καλό. Ο Κριτίας δεν έδωσε καμιά προσοχή και δεν άλλαξε γνώμη. Τότε, λέγε ται, ο Σωκράτης, μπροστά στον Ευθύδημο και πολλούς άλλους, είπε ότι κατά τη γνώμη του ο Κριτίας δεν ήταν καλύτερος από γουρούνι, αφού ήθελε να τριφτεί πάνω στον Ευθύδημο, όπως τα γουρουνόπουλα στις πέτρες.
Σε μιαν άλλη ηθοπλαστική ιστορία (Ξεν., Απομν.3.&-\4) μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης, όταν πληροφορήθηκε πως ο Κ ριτόβουλος είχε φ ιλήσ ει τον γιο τού Α λκιβιάδη, είπε ότι φιλώντας έναν όμορφο νέο μπορείς να γίνεις από ελεύθερος, δούλος. Παρομοιάζει το φ ιλί με το δάγκωμα δηλητηριώδους αρά χνη ς, που είναι δυνατόν να κάνει τον άνθρωπο να χά σ ει τα λογικά του. Ο Σωκράτης του Ξενοφώντα δεν έχει ίσως την ευαισθησία και την αβρότητα των τρόπων του Πλατωνικού Σωκράτη αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και οι δύο καταδικάζουν την ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή. Γ ιατί τότε ο Σωκράτης αποδίδει τόση σπουδαιότητα στον συνδυασμό της σωματικής ομορφιάς με τα προσόντα του πνεύματος και του χαρακτήρα (Πλ., Χαρμ. 153(1, 154ε, 1586, Συμπ. 2096) αντί να λέει ξάστερα ότι η σωματική ομορφιά είναι αδιάφορη; Γ ιατί αλήθεια μιλά τόσο συχνά (πρβλ. σ. 170), σαν να χτυπούσε η καρδιά του σχεδόν ασταμάτητα στη θέα των ωραίων νέων και αγοριών; Ο Π λατωνικός Σωκράτης πιστεύει ότι ορισμένα πρόσωπα, ζώα, πράγμα τα, χειροτεχνήματα, πράξεις και γεγονότα, που αποτελούν την αισθητήρια εμπειρία μας, που όλα έχουν προσδιορίσιμη διάρκεια και θέση στον χώρο και υπόκεινται όλα σε μεταβολές και σε φθορά, μας δίνουν μιαν αμυδρή και φευγαλέα εικόνα ενός διαφορετικού κόσμου, ενός κόσμου άφθαρτων, αμετά βλητων οντοτήτων, των «μορφών» ή των «ιδεών», προσιτών στη συστηματική σκέψη (που προχωρά προς τη λογικά αδιάσειστη «γνώση») όχι όμως α ντιλη πτών από τις αισθήσεις του σώματος (στις οποίες μόνον η ε π ’ αόριστον επιδεκτική διορθώσεων «γνώμη» μπορεί να στηριχθεί). Η σχέση ανάμεσα στις μορφές και τα επιμέρους δεν καθορίζεται ποτέ. Μ πορούμε να πούμε ότι οι πρώτες είναι «παρούσες» στα τελευταία ή ότι αυτά «μετέχουν» στις πρώτες. Η
176
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
έσχατη αιτία, προς την οποία βαδίζει κάθε λογική εξήγηση είναι το Αγαθό* ως μορφή είναι ο στόχος της λογικής και ως Αγαθό είναι ο στόχος της επιθυμίας. Επομένως για να συλλάβουμε το Αγαθό πρέπει να το αγαπήσουμε και να το ποθήσουμε, και το σφάλμα μας τυφλώνει σ 5 αυτήν την προσπάθεια. Η λογική και η επιθυμία συγκλίνουν πάνω στο Αγαθό και στην περιοχή του συγχωνεύονται. Ο έρωτας θεωρείται στο Συμπόσιο δύναμη, που μας έλκει προς τον κόσμο της αιώνιας ύπαρξης, της οποίας αιτία είναι το Αγαθό, και στον Φαίδρο (2456,2656) μανία, που εμφυσούν οι θεοί Αφροδίτη και Έ ρω τα ς (περίπου όπως το ερωτικό λάβωμα, μια εμπειρία που μας συμβαίνει χωρίς συνειδητή εκ μέρους μας πρόθεση, την οποία ο λαός θεωρούσε θεόσταλτη [π.χ. Ξεν., Συμπ. 8.10, 8.37]). Σύμφωνα με τη θεωρία, που αναπτύσσεται στον Φαίδρο (και αλλού στον Πλάτωνα αλλά ό χι στο Συμπόσιό),9 η ψυχή κάθε ανθρώπου υπήρχε πάντοτε πριν ενωθεί με το σώμα του στον κόσμο του «Γίγνεσθαι» και «συνέλαβε» κάποτε τις μορφές στον κόσμο του « Ό ντος». Η δύναμη της παρόρμησής μου να επιδιώξω το Αγαθό με τη φιλοσοφία και να διατηρήσω την επιδίωξη, παρά κάθε αντιξοότητα και πειρασμό, εξαρτάται λιγότερο από τις ευκαιρίες, που μου παρουσιάζονται στη ζωή μου, από όσο από τη διάρκεια του χρόνου, που μεσολάβησε από τότε που η ψυχή μου γνω ρίστηκε με τον κόσμο του Ό ν τ ο ς , και από τις μεταλλαγές της ανάμεσα στον χρόνο εκείνον και την ένωσή της με το σώμα μρυ (Φαίδρος 2500-25 Ια). Από αυτές τις μεταφυσικές πεποιθήσεις αντλείται ένα καθοδηγητικό διάγραμμα σεξουαλικών αξιών. Η αντίδραση στον ερεθισμό της σωματικής ομορφιάς είναι βήμα στην κατεύθυνση του απόλυτου Κάλλους, μιας όψης του Α γαθού.10Η «ορθή προσέγγιση στα ερωτικά»>, όπως την περιγράφει η Διοτίμα (η γυναίκα από τη Μ αντίνεια —αληθινή ή φανταστική— από την οποία ο Σωκράτης ισχυρίζεται στο Συμπόσιο ότι έμαθε για τον έρωτα),11 είναι (Συμπ. 211 ο -6): Αρχίζοντας από αυτά τα ωραία (δηλαδή, τα ωραία επιμέρους, που αντιλαμβα νόμαστε με τις αισθήσεις) να ανεβαίνεις ασταμάτητα επιδιώκοντας εκείνο το 9. Ο Πλάτωνας δεν συνήθιζε να συμβιβάζει όσα έλεγε σ ’ ένα έργο με όσα είχε πει σ ’ ένα προηγούμενο. Είναι λοιπόν σπάνια δυνατόν να κρίνουμε πότε άλλαξε γνώμη και πότε διερευνά διαφορετικές όψεις του ίδιου προβλήματος με διαφορετικά σχήματα λόγου. 10. Πρβλ. Κοβίη, 220-6. 11. Το όνομα «Διοτίμα» είναι γνήσιο Ελληνικό γυναικείο όνομα (και το «Διότιμος» πολύ κοινό αντρικό όνομα). Δεν έχουμε μαρτυρίες, πέρα από το Συμπόσιο, για την ύπαρξη κάποιας γυναίκας ειδικού στα θρησκευτικά από τη Μαντινεία με το όνομα Διοτίμα και πάντως είναι απίθανο ότι κάποιο παρόμοιο πρόσωπο δίδαξε στον Σωκράτη μια διδασκαλία, που περιείχε στοιχεία τα οποία ήταν κατηγορηματικώς Πλατωνικά και όχι Σωκρατικά σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Το κίνητρο του Πλάτωνα, για την παρουσίαση της ανάλυσης του έρωτα από μια γυναίκα, είναι αβέβαιο. Ίσως επιθυμούσε να εμφανίσει πέραν αμφιβολίας ότι ο έπαινος της παιδεραστίας, που η ανάλυση αυτή περιέχει, είναι ανιδιοτελής, αντίθετα από τον έπαινό της στον λόγο του Παυσανία.
Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση
177
άλλο Κάλλος, προχωρώντας, ας πούμε, σκαλί σκαλί, από το ένα στα δύο κι από τα δύο σε όλα τα ωραία σώματα κι από τα ωραία σώματα στις ωραίες επιδιώξεις («ασχολίες») κι από αυτά στις ωραίες μελέτες κι από τις μελέτες να καταλήξεις στη μελέτη εκείνη, που είναι μελέτη όχι τίποτα άλλου αλλά του Κάλλούς... Αν το δεις ποτέ δεν θα σου φανεί ωραίο, με τον τρόπο που είναι ωραία ο χρυσός και τα φορέματα και τα ωραία αγόρια και οι νέοι— αν και τώρα διεγείρεσαι, όταν τους βλέπεις, κι είσαι πρόθυμος, όπως κι άλλοι πολλοί, όσο βλέπεις τα παιδικά σου κι είσαι πάντοτε μαζί του, να ζεις χωρίς φαγητό και ποτό, αν ήταν δυνατόν, κοιτάζοντάς τον μόνο και ζώντας κοντά του. Τι πρέπει να σκεφτούμε ότι θα αισθανόταν εκείνος, που θα του επιτρεπόταν να δει το Κάλλος, γνήσιο, αγνό, αμίαντο, όχι μολυσμένο από την ανθρώπινη σάρκα και το χρώμα κι όλην εκείνη τη θνητή κουφότητα, αλλά να δει αυτό το μοναδικό θείο Κάλλος ανόθευτο;
Τι συμβαίνει όταν συναντώ κάποιον που συνδυάζει σωματική και ψυχική ομορφιά σε βαθμό ακόμα μεγαλύτερο από τον σημερινό ερώμενό μου; Η διδασκαλία της Διοτίμας αφήνει να εννοηθεί ότι έχω καθήκον να προτιμήσω τον Υ από τον X, όποιο κι αν είναι το τίμημα της οδύνης για μένα και τον X, αν είναι σαφές ότι ο Υ είναι καλύτερο όργανο για την επίτευξη της μεταφυσικής διαφώτισης. Είναι αρκετά εύκολο να παρακολουθήσουμε το επιχείρημα του Πλάτωνα όσο διατηρούμε την Ελληνική λέξη «έρωτας», μιλά όμως για αγάπη; Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ο Πλάτωνας δεν δοκίμασε ή δεν καταλά βαινε την αγάπη, γιατί είναι πολύ πιθανόν ότι είχε καταλήξει να πιστεύει ότι η αγάπη για τον άλλον, ως σκοπός περισσότερο παρά ως μέσον, όσο έντονα κι αν την αισθανόταν, ήταν δυσλειτουργία ή ατέλεια της ψυχής του.12 Ασφαλώς αντιλαμβανόταν τη διαφορά ανάμεσα στον έρωτα, που εξυμνεί, και σ ’ εκείνο που θεωρείται συνήθως αγάπη, γιατί, ενώ βάζει στο στόμα του Α ριστοφάνη το επιχείρημα ότι ο έρωτας είναι η αντίδραση του ανθρώπου στο «άλλο μισό του» και η αναγνώριση της «συγγένειας» ουσιαστικό μέρος της χαράς, που ο έρωτας προσφέρει (Συμπ. 1926),13 εμφανίζει τη Διοτίμα να απορρίπτει κατη γορηματικά αυτήν την άποψη (205άε):14 Υπάρχει το επιχείρημα ότι ερωτευμένοι είναι όσοι αναζητούν το άλλο μισό του εαυτού τους. Εγώ όμως υποστηρίζω ότι ο έρωτας δεν είναι έρωτας του μισού ή του όλου εκτός αν ίσως αυτό είναι αγαθό... Βέβαια οι άνθρωποι δεν αγκαλιά ζουν εκείνο που είναι δικό τους, εκτός αν ονομάζουμε αγαθό το «συγγενές» και το «δικό» μας, και κακό το «ξένο», γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να ερωτεύονται οι άνθρωποι εκτός από το αγαθό. 12. Πρβλ. Βλαστός, 27-33. 13. Στον Λύση του Πλ., 221ε-222&, υποστηρίζεται ότι ο έρωτας είναι αντίδραση προς το «συγγενές» και πρβλ. Φαίδρ., 252ο253ο. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην αναζήτηση ενός μοναδικού ανθρώπου, που είναι το συμπλήρωμά μας (κι έτσι η σωστή «συνταγή») και στην αναζήτηση κάποιου που μας μοιάζει σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε και οι δύο να μοιάζουμε με κάτι έξω και επάνω από μας. 14. Πρβλ. Ο ουογ (1966), 47-50· (Ιβη Βοογ, 48 κ.ε.
178
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
Ό τ α ν τέλειωσε ο Σωκράτης, ο Α ριστοφάνης «προσπάθησε να πει κάτι, γιατί ο Σωκράτης είχε αναφερθεί στο επιχείρημά του» (212ο)> όμως οι αντιρρή σεις του δεν προφέρθηκαν ποτέ, γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή έφτασε στο σπίτι του Αγάθωνα ο μεθυσμένος Α λκιβιάδης. Η περιγραφή της ερωτικής αντίδρασης, στον Φαιδρό 251α-ο, είναι θεαματικότερη από ο,τιδήποτε υπάρ χει στην ανάλυση της Δ ιοτίμας— ρίγος, ιδρώτας, πυρετός, πόνος και χαρά μαζί, θρησκευτικό δέος— η αντίδραση όμως παραμένει αναγνώριση κάποιου πράγματος στον ερώμενο άλλου από τον συγκεκριμένο ερώμενο. Ο σκοπός βρίσκεται στον κόσμο του Ό ν τ ο ς κι όσο έντονη κι αν είναι η αγάπη, που γεννιέται ανάμεσα σε εραστή και ερώμενο, καθένας τους είναι μέσον. ·> Από την αρχή ως το τέλος του Συμποσίου και του Φαιδρού θεωρείται δεδομένο ότι ο έρωτας, που είναι σημαντικός ως βήμα προς τον κόσμο του Ό ν το ς , είναι ο ομοφυλοφιλικός. Από την άποψη αυτή η θέση της Διοτίμας συμπίπτει με τη θέση του λόγου του Παυσανία και, αν και ο λόγος του Φαίδρου περιλαμβάνει την αφοσίωση της ^Α λκηστης στον Α δμητίΤ^ ξεις) την αγάπιμκ)υ Ορφέα για τη ν^Ε ρρ^^α], ως παραδείγματα συμπεριφο ράς, που-εμίΐνέεχαιχ^πότ ο ν ' ^ ω τ α ^ 7 9 ^ ^ ^ κ μ ετα λ λ εύ ετα ι ένα ομοφυλοφι-" λικό παράδειγμα (Α χιλλέας και Π άτροκλος [179β-1806^ρΗ 5^^γενικεύσεις^ του για τον έρωτα διατυπώνονται όλες με οφυλοφιΧ^κούς όρ ου^( 178ο-179α, 1806). Η τεκνοποιία, όπως ερμηνεύεται από τη Διοτιμά^Ίεΐναι έκφραση της επιθυμίας των θνητών πλασμάτων να πετύχουν ένα είδος Αθανασίας και τη μοιράζονται οι άνθρωποι με τα ζώα (207α6). Καθένας, επισημαίνει, θα προτι μούσε να συνθέσει αθάνατα ποιήματα ή να θεσπίσει μακρόβιους νόμους παρά να γεννήσει παιδιά (209οά) και η γέννηση λογικής γνώσης είναι η καλύτερη από όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου πόθου για αθανασία. Οι «γόνιμοι στο σώιια» άντρες ερωτεύονται γυναίκες και αποκτούν παιδιά ίζΜ οϊ 7νώ είναι «γόνιμοι στην ψυχτ ^ ξεπερνούν αυτόν τον περιορισμό (209α) και η «οοθύά,προσέγγιση» είναι ανοιχτή σ ’ αυτούς μόνον. Παρόμοια, στον Φαίδρο, . ο άνθρωπος, που η ψυχή του έχει από καιρό ξεχάσει το όραμα του Κάλλους, επιθυμεί μόνον να «ακολουθήσει τον δρόμο των τετράποδων παιδιά... και δεν ντρέπεται να κυνηγά ηδονή αντίθετη στη φ ύ€ η » (250^ Ρ Ο ετεροφυλδφΤ^Γ^ εδώ αντιμετωπίζεται με τα ίδια κριτήρΠΤΐ!δυ αντι μετωπίζεται κι η ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή, ως επιδίωξη σωματικής
15. Ο Βλαστός, 25 υποσ. 76, υποστηρίζει ότι το «τετράποδο ζώο» δεν αναφέρεται καθόλου στην ετεροφυλοφιλική σεξουαλική επαφή, αλλά δεν συμφωνώ μαζί του (παρά το χωρίο των Νόμων84 Ιά — όπου, παρεμπιπτόντως, οι παλλακίδες αναφέρονται πρώτες ως αποδέκτες σπόρου και οι άντρες ακολουθούν) ότι ο όρος παιδοσπορεϊν προοριζόταν από τον Πλάτωνα να δηλώνει, ή εννοείτο από τους αναγνώστες του ότι δηλώνει, την έκκριση σπέρματος και τίποτα περισσότερο. ' Εχοντας υπόψη τις Ελληνικές συνήθειες σεξουαλικής επαφής (πρβλ. σ. 110), η ετεροφυλοφιλική αναφορά του «τετράποδου ζώου» είναι αρκετά σαφής και η άποψη του Πλάτωνα είναι ότι ο άνθρωπος, που έχει θαμπή αντίληψη του Ωραίου, κυνηγά μόνο τη σωματική ηδονή.
Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση
179
απόλαυσης, που δεν οδηγεί πουθενά (για το «αντίθετη στη φύση» πρβλ. σ. 183), και στο Συιχπόσιο ο ετεροφυλοφιλικός έρωτας, είναι υ π ο λ ο γικ ή ς—μι.π. έκωοαση του έρωτα, που λειτουργεί στα ζώα. Ο έρωτας, που επιδοκιμάζεται στον Φαίδρο, αρχίζει με μια ομοφυλοφιλική αντίδραση, αλΧα^«ηνιο^^)ΓΓίΤς ψϋχή-ς; π ο ^ ^ δητ^Η ^ττεττγ^ν^ κι ένα ατίθασο άλογο, πρέπει να εμποδίσει το ^ατιΘασο^άλογο, όταν δει ένα όμορφο αγόρι, να κάνει αμέτΤ^& ^^νες προτά^ με την οποία π ε ρ ιγ ρ ά φ ε τ α ι^ ^ ύ λ λ η ^ ^ ( 2 5 3 ο ) του ερώμενου είναι εξαιρετικά ερωτική: Με την πρώτη ματιά ο η νίοχος δοκιμάζει ένα «γαργάλημα» κι ένα «τσίπημα πόθου» (253ο* πρβλ. Αρ., Θεσμ. 133, όπου η ξελογιάστρα μουσική του Α γάθωνα «γαργαλαει κάτω ατχά/ιον πισινό». τον Γέρο) ο εραστής ακολουθεί παντού τον ερωμενο «στο γυμναστήριο και αλ λού» (2556), ο ερώμενος λυγίζει από ευγνωμοσύνη για την καλοσύνη του εραστή, τον αγκαλιάζει και τον φιλά, θέλει να πλαγιάσει μαζί του και δεν έχει την πρόθεση να του αρνηθεί τίποτα (255ά-256α) κι αν ο φιλοσοφικός τους ενθουσιασμός είναι ατελής, μπορεί σε μια στιγμή απερισκεψίας να ενδώσουν στον πειρασμό (256ο<3). Αυτό το ολίσθημα δεν θα καταστρέψει τον έρωτά τους ούτε θα του αφαιρέσει κάθε αξία, γιατί το αγαθό σ 9 αυτόν δεν καταστρέφεται,16 όμως ο εραστής και ο ερώμενος, που άντεξαν στον πειρασμό ως το τέλος, είναι ανώτεροι. Έ χ ο υ ν «υποδουλώσει» μ 9 επιτυχία την πηγή του ηθικού κακού μέσα τους κι «ελευθέρωσαν» τις δυνάμεις για το αγαθό (2566). Είναι πολύ εύκολο να δούμε γιατί ο Σωκράτης έπρεπε να διατυπώσει μια θεωρία για τον έρωτα με ομοφυλοφιλικούς κυρίως όρους. Στο περιβάλλον του ο έντονος έρωτάς δοκιμαζόταν συχνότερα α^ μίαν ομοφυλοφιλική Ηριρά σε μ ι α ν χ κ ρ ο ^ χιχέση. κ ι.εβ εω ρ £ ίτα ^ π ό λ ^« φυσικό ότι η στενή επαφή μ 9 έναν ωραίο, γεμάτο ευγνωμοσύνη και θαυμασμρ ν εα ρ ό , ήταν ουσιαστικά ακαταμάχητος πειρασμός. Είναι εξίσου εύκολο να δούμε γιατί ένας έρωτας, που συνεχώς συγκρατιόταν κι απέφευγε τη σωματική ικανοποίηση, έπρεπε να είναι ομοφυλοφιλικός: ήταν στο κάτω κάτω ο προκα θορισμένος ρόλος των γυναικών να γονιμοποιούνται ενώ το λαϊκό αίσθημα εξιδανίκευε κι επικροτούσε την αγνότητα του ερώμενου και τον αφοσιωμένο, ανιδιοτελή εραστή. Γ ιατί ο έρωτας έπρεπε να παίζει έναν τόσο σπουδαίο ρόλο σ 9 ένα μεταφυσικό σύστημα δεν ε ί^ 4 ^ λ # φ ϊϊν & ρ ό , η συνοπτικότερη όμως εξήγηση πρόκειται να βρεθεί ατόν Φαίδρο 2 5 0 ά ^ π α ιχ παρατηρ^ίτα^-ότι-η α μορφ ιά ,είναιτο μοναδικό από τα έρασΐ^Έ ν[λ α δή ,α πό ό
16. ' Οταν ο Πλάτωνας αναφέρεται στο ζεύγος που παραστράτησε, λέγοντας ότι «αντάλλαξαν τις μεγαλύτερες υποσχέσεις» (256ά), δεν εννοεί τη σεξουαλική τους επαφή αλλά την υπόλοιπη σχέση τους, όπου μοιάζουν με όσους δεν έρχονται σε σεξουαλική επαφή.
180
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
Υ πάρχει κι ένας πρόσθετος παράγοντας: η φιλοσοφία, όπως την εννοεί ο Σωκράτης, δεν ήταν προϊόν μονήρους στοχασμού, που θα μεταδίδετο από κάποιον συναρπαστικό ομιλητή (ή γκουρού) σ 9 ένα πλήθος σιωπηλών μαθη τών αλλά μια συλλογική διεργασία, που περιλαμβάνει ερωτήσεις και απαντή σεις, αμοιβαία κριτική και πρόκληση εμπειριών από τον ένα στον άλλο. Το τμήμα, που αποτελεί το κορύφωμα του λόγου της Διοτίμας στο Συμπόσιο, οραματίζεται τη «γέννηση» της λογικής γνώσης του κόσμου του Ό ν τ ο ς από έναν μεγαλύτερο μέσα σ 9 έναν νεότερο άντρα (2096), μια διεργασία «γέννη σης σ 9 ένα όμορφρ μέσο» (πρβλ. 2066), του οποίου χονδροειδές και υλιστικό αντίγραφο είναι αυτό, που ονομάζουμε κυριολεκτικά, σύλληψη απογόνων με ετεροφυλοφιλική σεξουαλική επαφή (206ο). Ο εραστής προσπαθεί να εκπαι-' ^ δ ε ύ ^ β ^ ^ ^ ί ^ ι ε ν ο (209ο* πρβλ. Ξεν., Συμπ. 8.23) και το «σ^ τ ά πηιΧρρη^ στεΐν» (2116) είναι φιλοσοφική εκπαίδευση. Σ 9 αυτό το σημείο Γσως ρωτού σαμε γιατί, με δεδομένο ότι από μεθοδολογική άποψη η συνεργασία στη συζήτηση και την κριτική σημαδεύει μιαν αξιοσημείωτη πρόοδο στην οχ οζίΙιεάΓα διδασκαλία, έπρεπε να δίνεται μια τόσο χαρακτηριστική έμφαση στη σχέση ανάμεσα σ 9 έναν μεγαλύτερο κι έναν νεότερο σύντροφο και όχι στις σχέσεις συνομήλικων και ίσων κοινωνικά συντρόφων. Αυτό στην πραγ ματικότητα είναι το σημείο στο οποίο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η σεξουαλική συμπεριφορά των εύπορων Αθηναίων, στα τέλη του πέμπτου και στις αρχές του τέταρτου αιώνα, είχε αποφασιστική επιρροή στη μορφή που έλαβε η φιλοσοφία του Σωκράτη* όχι επιρροή στις βασικές της υποθέσεις —την ύπαρξη ενός κόσμου του Ό ν το ς , την προσιτότητα αυτού του κόσμου για τη λογική, την εξάρτησή του από το Α γαθό17— αλλά στην επεξεργασία της υπομονετικής εκπαίδευσης ενός νεότερου άντρα, που στην ομορφιά του αντιδρά κανείς με εντονότερα και δυνατότερα συναισθήματα α π 9 όσο προς ο,τιδήποτε άλλο στη ζωή, επειδή είναι ο συντομότερος δρόμος προς τη φιλοσοφική ολοκλήρω ση.18 Οι σεξουαλικές παρομοιώσεις (Συμπ. 21 Ιά) ή εικόνες (Πολ. 4906), που ο Πλάτωνας έχει την τάση να χρησιμ οποιεί, όταν μιλά για το ψ υχικό όραμα της έσχατης πραγματικότητας, μας επιβάλλουν έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην έκσταση, με την οποία ο «αληθινός» έρωτας αμείβει τη φιλοσοφική καρτερία, και στην έκσταση του γενετήσιου οργασμού, την αμοιβή της επιμονής στη σεξουαλική ερωτοτροπία. Στη σύγ17. Αυτές είναι υποθέσεις όχι συμπεράσματα, για τα οποία προσφέρεται'ο,τιδήποτε θα μπορούσαμε με σοβαρότητα να ονομάσουμε απόδειξη. Το γεγονός ότι είναι υποθέσεις, ο Πλάτω νας το διευκρινίζει αρκετά και δεν προσποιείται ότι απέδειξε όσα δεν απέδειξε. Πρβλ. σ. 13 υποσ. 20. 18. Στον Φαίδρο, 2493, ο μόνος τύπος ψυχής, ο οποίος λέγεται ότι «επιστρέφει εκεί απ’ όπου ήρθε» σε λιγότερο από δέκα χιλιάδες χρόνια, είναι η ψυχή «εκείνου που φιλοσόφησε ή υπήρξε παιδεραστής με (= σε συνδυασμό με) φιλοσοφία». Αν το «ή» σημαίνει «δηλαδή» είναι αμφισβητήσιμο (Τ.Ρ. Οοιιΐά, 117 και υποσ. 74), όμως ακόμα κι αν δεν σημαίνει «δηλαδή», η εσχατολογική θέση της φιλοσοφικής παιδεραστίας είναι και πάλι αξιοσημείωτη.
Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση
181
χρονη λογοτεχνία είναι πιθανότερο να συναντήσουμε τη γλώσσα της μετα φυσικής σε σεξουαλικά θέματα παρά σεξουαλικό λεξιλόγιο στη μεταφυσική. Και στις δύο περιπτώσεις η μεταφορά διευκολύνεται από την αίσθηση, που δεν είναι ασυνήθιστη κατά τον οργασμό, ότι η ταυτότητα του ατόμου εκμηδε νίζεται από μιαν ακατανίκητη δύναμη. Μ ιλώντας έτσι για τον Πλάτωνα, δεν σημαίνει ότι «ανάγουμε» τη μεταφυσική σε φυσιολογία, σημαίνει απλώς ότι αναγνωρίζουμε ότι, αν και η επισήμανση των υποθέσεων και ο έλεγχος του κύρους των απαγωγικών διεργασιών, που βασίζονται σ 9 αυτές, είναι έργο του φιλοσόφου, εναπόκειται στον βιογράφο να εξηγήσ ει την ύπαρξη των υποθέ σεων. Στους Νόμους, έργο που ο Πλάτωνας έγραψε στο τέλος της ζωής του, δεν έχει πια τη διάθεση για συμβιβασμούς ή ανοχή, όπως η ανοχή που δείχνει για το ζευγάρι που «ωλίσθησε», στον Φαίδρο. Το θέμα της ομοφυλοφιλίας θίγεται αρχικά στους Νόμους, 636α-ο, όπου (σε σχέση με την αυτοκυριαρχία και την εγκράτεια) ο Α θηναίος ο μ ιλητής δηλώνει ότι η ηδονή της ετεροφυλοφιλικής σεξουαλικής επαφής «παραχωρείται σύμφωνα με τη φύση» ενώ η ομοφυλοφιλική ηδονή είναι «αντίθετη προς τη φύση» και «έγκλημα, που προκαλείται από ανεπαρκή έλεγχο του πόθου για ηδονή». Αργότερα, εισάγεται στο σύνολό του το θέμα της σεξουαλικής νομοθεσίας (835ο) με μιαν αναφορά στο μέγεθος του νομοθετικού προβλήματος του ελέγχου «των ισχυρότερων επιθυμιών». Η έλλειψη μεγάλου πλούτου επιβάλλει κάποιον περιορισμό στην ασυδοσία (836&) και η κοινότητα βρίσκεται πάντοτε κάτω από αυστηρή επίβλεψη από τους άρχοντες, όμως (836&6): Για όσα αφορούν στους έρωτες αγοριών και κοριτσιών (παΐδες)και ανδρών για τις γυναίκες και γυναικών για τους άντρες, που είχαν ανυπολόγιστη επίδρα ση σε άτομα και σε ολόκληρες πόλεις, πώς είναι δυνατόν να πάρει κανείς επαρκείς προφυλάξεις;
Ύ σ τερα από μιαν ακόμα αναφορά (στους στίχους 635ο-636α) στο κακό παράδειγμα, που έδωσαν η Σπάρτη και η Κρήτη (οι συνομιλητές του Αθη ναίου στους Νόμους-είναι ένας Σπαρτιάτης και ένας Κρητικός* πρβλ. σ. 204) ο ομιλητής περνά στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις συγκεκριμένα (836ο-ε): Ό π ο ιο ς, υπακούοντας στη φύση, προτείνει την επανακαθιέρωση του νόμου, όπως ήταν πριν από τον Λάιο,19και διακηρύσσει ότι δεν είναι σωστό να έρχεσαι σε σεξουαλική επαφή με άντρες και αγόρια, όπως με τις γυναίκες, και προσάγει, ως απόδειξη γι ’ αυτό, τη φύση των ζώων και επισημαίνει ότι (ενν. ανάμεσά τους) το αρσενικό δεν αγγίζει αρσενικό με σεξουαλικό σκοπό, αφού αυτό δεν είναι φυσικό, βρίσκεται, νομίζω, σε πολύ ισχυρή θέση.
19. Επινόησε την ομοφυλοφιλία σύμφωνα με τον μύθο· πρβλ. σ. 220.
182
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
Κανείς, συνεχίζει ο Αθηναίος, δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι ο νόμος θα έπρεπε να έχει ευνοϊκή στάση προς τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, γιατί δεν εμπνέουν θάρρος στην ψυχή του πεισθέντοςν\ αυτοέλεγχο στον πείσαντα. Ο τελευταίος μπορεί να γίνει στόχος κατηγοριώ ν ως ανίκανος να αντισταθεί στους πειρασμούς της ηδονής και ο πρώτος ως «μιμητής του θηλυκού» (836ά6). Η πρόταση του Αθηναίου είναι ότι οι θρησκευτικές κυρώσεις, που υπάρχουν κιόλας και λειτουργούν εναντίον της αιμομειξίας, έτσι ώστε «δεν μπαίνει στο κεφάλι των περισσότερων ανθρώπων μεγάλη επιθυμία για παρό μοια σεξουαλική επαφή» (8386), θα έπρεπε να επεκταθουν στη σεξουαλική νομοθεσία γενικά (8380-8396): Αυτό είναι ακριβώς εκείνο που εννοούσα, λέγοντας ότι είχα μιαν ιδέα για την ενίσχυση του νόμου, σχετικά με τη φυσική χρήση της τεκνοποιητικής συνου σίας, δηλαδή, αποχή από τον άντρα και όχι προμελετημένος φόνος των απογό νων των ανθρώπων ή σπορά σε βράχους και πέτρες, όπου (ενν. ο σπόρος) δεν θα βγάλει ρίζες ποτέ και δεν θα προικιστεί με γονιμότητα, αποχή επίσης από κάθε θηλυκό έδαφος, στο οποίο δεν θα θέλατε να μεγαλώσει ό,τι έχετε σπείρει. Αυτός ο νόμος... προσφέρει αμέτρητα πλεονεκτήματα. Πρώτα πρώτα έχει γίνει σύμ φωνα με τη φύση. Ακόμα συνεπάγεται αποκλεισμό από την ερωτική μανία και τρέλα, κάθε μοιχεία και κάθε υπερβολή στο ποτό και το φαγητό και κάνει τους άντρες πραγματικά τρυφερούς με τις γυναίκες τους.
Οι αθλητές απέχουν από τα αφροδίσια για χάρη της σωματικής τους ετοιμότητας, που θα τους φέρει τη νίκη στους αγώνες (839ο-8406). Δεν θα έπρεπε λοιπόν να έχουμε την απαίτηση από τους νέους μας (ρωτά ο Αθηναίος), να ελέγχουν τα πάθη τους για χάρη της νίκης πάνω στην ηδονή;20 Ο νόμος πρέπει να λέει (840άο): Οι πολίτες μας δεν πρέπει να είναι κατώτεροι από τα πουλιά και πολλά άλλα είδη ζώων, που γεννιούνται σε μεγάλες κοινότητες και ζουν αζευγάρωτα, ως την ηλικία της τεκνοποιίας, αγνά και αμόλυντα21 από τον γάμο, αλλά όταν φτάσουν σ 9 εκείνη την ηλικία, ζευγαρώνουν, αρσενικό με θηλυκό και θηλυκό με αρσενι κό, σύμφωνα με τις διαθέσεις τους και για το υπόλοιπο της ζωής τους ζουν με ευλάβεια κι είναι νοματαγή,22 μένοντας πιστά στις συμφωνίες, που υπήρξαν η αρχή της αγάπης τους.
Τελικά ο Αθηναίος προτείνει δύο εναλλακτικές νομοθετικές λύσεις σχε20. Για την ταύτιση εγώ και λογικής πρβλ. ΟΡΜ, 124-6. 21. Πολλοί από μας πιστεύουν (όπως εγώ για παράδειγμα), ότι δεν μπορεί να λεχθεί τίποτα ευνοϊκό για την καθ’ έξη χρήση λέξεων όπως «αγνός», «καθαρός» ή «αθώος» με την έννοια «μη σεξουαλικός» ή «σεξουαλικά αδρανής», όμως αυτή η χρήση δεν άρχισε με τον Πλάτωνα* είναι γερά ριζωμένη στις Ελληνικές θρησκευτικές δοξασίες και συνήθειες. 22. Ο τύπος «όσιος και δίκαιος» είναι κοινοτοπία στη ρητορική* πρβλ. ΟΡΜ, 248.
Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση
183
τικά με τη «σεξουαλική επαφή και όλα όσα έχουν σχέση με τον έρωτα» (841ε), η πρώτη αυστηρότερη από τη δεύτερη (84106): Είτε δεν πρέπει ν 5 αγγίζει κανείς κανέναν από όσους κατάγονται από ευγενή οικογένεια κι είναι ελεύθεροι, εκτός από τη νόμιμη σύζυγό του, και δεν πρέπει να σπείρει απαράδεκτο και παράνομο σπόρο σε παλλακίδες ούτε άγονο σπόρο σε άντρες, αντίθετα προς τη φύση, είτε θα μπορούσαμε να απαγορέψουμε τη σεξουαλική επαφή με άντρες εντελώς κι αν κάποιος ερχόταν σε σαρκική μείξη με γυναίκα άλλη, από εκείνες που μπήκαν στο σπίτι του με τη θρησκευτική τελετή του γάμου... και δεν κατόρθωσε να το αποκρύψει από όλους τους άντρες και τις γυναίκες,23 προκαθορίζοντας ότι θα πρέπει να αποκλείεται από την απονομή τιμών εκ μέρους της πολιτείας, θα πρέπει, νομίζω, να θεωρηθούμε ότι θεσπίσαμε έναν σωστό νόμο.
Το θέμα φύση, που προδιαγράφεται στον Φαίδρο 250ε, κυριαρχεί σε όλα αυτά τα χωρία, όπως επίσης στο 636α-ο, και ο Πλάτωνα(: επικαλείται τον κόσμο των ζώων για να αποδείξει τι ε ίν α ^ υ σ ικ ό ^ ^ ^ι δεν;είναι. Το επιχείρη^ιαΊχυτ^^ εκτός των άλλων και επειδή ο Πλάτωνας δεν γνώριζε ουσιαστικά τίποτα για τα ζώα (η γενίκευση στο Συμπ. 2076 ότι τα ζώα αυτοθυσιάζονται για την προστασία και τη διατροφή των νεογνών τους, αληθινή για ορισμένα είδη δεν είναι αληθινή για πολλά άλλα), όμως ο Πλάτωνας δεν το θεωρούσε εξίσου ευπρόσβλητο από τους αντιπάλους, που θα επιθυμούσαν να υποστηρίξουν ίσως (π.χ.) τον επιθετικό ατομικισμό. Το στοι χείο της λογικής (κατά την άποψή του) διαφοροποιεί την ανθρώπινη φύση από τη φύση των ζώων αλλά σε σχέση με μιαν άλογη δραστηριότητα, όπως η σεξουαλική επαφή, άνθρωποι και ζώα μπορούν να μελετηθούν μαζί. Το κύριο ενδιαφέρον του Πλάτωνα είναι να μειώσει, ως ένα αναπόφευκτο ελάχιστο, κάθε δραστηριότητα της οποίας σκοπός είναι η σωματική απόλαυση ώστε να μην είναι δυνατόν να ενθαρρυνθεί και να ισχυροποιηθεί, με την εντρύφηση σ 9 αυτήν, το άλογο και ενορμητικό στοιχείο της ψυχής και με αυτόν το σκοπό είναι έτοιμος να παραθέσει διάφορα επιχειρήματα, ανάμεσά τους κι ένα επιχείρημα σύνεσης (την ενδυνάμωση του συζυγικού δεσμού, που αναγκαία βοηθά στην ομογνωμοσύνη και επομένως στη δύναμη και σταθερότητα της ιδανικής κοινωνίας) και μιαν επίκληση προς τη φύση, η οποία μπορεί πιθα νώς να εκμεταλλεύεται τη γνώμη ότι οι διεργασίες του μη ανθρώπινου κόσμου επιδεικνύουν υπακοή στις εντολές θείας προέλευσης. Ενώ απαγορεύει τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, επειδή προχωρούν πέρα από εκείνο που η φύση δείχνει ότι είναι αρκετό στη σεξουαλική ηδονή, δεν εκφράζει γνώμη για τη φυσικότητα ή τη μη φυσικότητα της επιθυμίας διάπραξης των απαγορευμέ 23. Στους Νόμους, 8416, θεωρείται επιθυμητό να ντρεπόμαστε για τη σεξουαλική μας δραστηριότητα, νόμιμη ή μη, και θα έπρεπε να τη συγκαλύπτουμε ώστε η αναπόφευκτη μείωσή της να ελαττώσει την εξουσία της σεξουαλικής επιθυμίας επάνω μας.
184
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
νων πράξεων. Θα πρέπει να υποθέσουμε, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του καιρού του, ότι θα θεωρούσε την επιθυμία ένδειξη πως το ενορμητικό στοι χείο της ψυχής είναι ανεπαρκώς πειθαρχημένο24 και θα έλεγε ότι μια παρό μοια ψυχή επιθυμεί την ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή μόνον ως μία ανάμεσα σε πολλές ηδονικές εμπειρίες. ^ Η καταδίκη των ομοφυλοφιλικών πράξεων ως αντίθετων προς τη φύση επρόκειτο να έχει βαθιά επίδραση στην ιστορία της ηθικής αλλά θα έπρεπε να τονιστεί ότι ο πλέον διακεκριμένος μαθητής του Πλάτωνα αντιμετώπισε το ζήτημα με επιφύλαξη. Στα Ηθικά Νικομάχεια 1148515-9*20, ο Α ριστοτέλης κάνει διάκριση ανάμεσα στο φυσικά απολαυστικό (που χωρίζεται σε «απο λαυστικό γενικά» και σε «απολαυστικό για ορισμένα ζωϊκά είδη ή ορισμένες ανθρώπινες φυλές αλλά ό χι για άλλες») και στο απολαυστικό που δεν είναι φυσικά απολαυστικό. Σ 9 αυτήν τη δεύτερη κατηγορία τοποθετεί (α) πράγματα που είναι απολαυστικά εξαιτίας «ελαττωμάτων» ή «βλαβών» όσων τα βρί σκουν απολαυστικά, (β) πράγματα που γίνονται απολαυστικά από εθισμό και (γ) πράγματα που βρίσκουν απολαυστικά οι κακοί χαρακτήρες. Σε καθεμιά από τις τρεις αυτές κατηγορίες αντιστοιχεί μια «προδιάθεση»: (α) «ζωώδεις» (δηλαδή, «υποανθρώπινες») προδιαθέσεις, που γιςι παράδειγμά τους δίνεται μια γυναίκα, η οποία έσκιζε εγκύους και καταβρόχθιζε τα έμβρυα* (β) προδια θέσεις που προκύπτουν από αρρώστιες, σ 9 αυτές περιλαμβάνεται και η τρέλα* (γ) προδιαθέσεις που «μοιάζουν με αρρώστιες ή υπάρχουν ως συνέπεια εθισμού». Π αρόμοιες προδιαθέσεις εκδηλώνουν εκείνοι που ξερριζώνουν τις τρίχες τους, τρώγουν χώμα και (κυριολεκτικά): επιπλέον την (ενν. προδιάθεση;) της σεξουαλικής επαφής για άντρες, γιατί εκδηλώνονται (δηλ. εκδηλώνεται η ηδονή με παρόμοιες πράξεις) για ορισμέ νους εκ φύσεως και για άλλους εξαιτίας εθισμού, όπως, για παράδειγμα, για όσους πρώτη φορά βιάσθηκαν (ύβρίζειν), όταν ήταν παιδιά. Κανείς δεν μπορεί να χαρακτηρίσει «χωρίς αυτοέλεγχο» εκείνους για τους οποίους η φύση είναι η αιτία,25 περισσότερο από όσο (ενν. χαρακτηρίζουμε έτσι) τις γυναίκες (κατά λέξη) επειδή έχουν σεξουαλικά παθητικό26 ρόλο και όχι ενεργητικό.
Π ιθανώς η αποστροφή για το θέμα εμπόδισε τους μεταφραστές και τους σχολιαστές να αναλύσουν τις περίεργες λέξεις: «της σεξουαλικής επαφής για 24. Στο θέμα της τριμερούς ψυχής, εδώ και αλλού, έχω κάπως υπεραπλοποιήσει τα πράγματα (πρβλ. ΟιιΐΗπε, ΐν 422-5)* η ουσία είναι ότι για τον Πλάτωνα η χαλάρωση του ελέγχου της λογικής μέσα στην ψυχή δημιουργεί «κενό εξουσίας», όπου η λαγνεία και η απληστία θα βιαστούν να εγκατασταθούν. 25. Το κύριο ερώτημα σ ’ αυτό το τμήμα των Ηθικών είναι η φύση της ανικανότητας να αποφύγουμε να πράξουμε όσα θεωρούμε κακά. 26. Ό π νιεΐν σημαίνει «παντρεύομαι» σε ορισμένες διαλέκτους, χρειαζόμαστε όμως μια περισσότερο προσγειωμένη μετάφρασή του για τα Αττικά και Ελληνιστικά Ελληνικά, αλλά συγχρόνως και μια λέξη όχι πολύ χυδαία.
Φ ιλοσοφική Εκμετάλλευση
185
άντρες» και τους ανάγκασε να τις μεταφράσουν ως «παιδεραστία», «ίαίΐΌ Γ αιηοιίΓ ανεο Ιεδ αιαίοδ» κ.τ.λ. Αν η μετάφραση αυτή ήταν σω στή,27 ο Α ριστοτέ λης θα εννοούσε ότι η υποβολή σε παθητικό ρόλο στην ομοφυλοφιλία, κατά τη νεότητα, προδιαθέτει στην ανάληψη ενεργητικού ρόλου αργότερα. Αυτό θα ήταν παράξενο να το λέει ένας Έ λλη να ς. Θα ήταν επίσης παράξενο ένας ' Ελληνας να υπαινίσσεται ότι η ηδονή από ενεργητικό ομοφυλοφιλικό ρόλο «μοιάζει με αρρώστια» ή ότι δεν είναι πιθανό να βιωθεί παρά ως συνέπεια ακούσιου εθισμού μόνο. Το παράδειγμα του παθητικού σεξουαλικού ρόλου των γυναικών, ως φυσικά προκαθορισμένης συμπεριφοράς, που δεν μπορεί να κατηγορηθεί σαν έλειψη ελέγχου της σωματικής απόλαυσης, υποδηλώνει ότι το πνεύμα του Αριστοτέλη είναι στραμμένο στην ηθική αξιολόγηση της σεξουαλικής παθητικότητας. Και —ένας σχεδόν καθοριστικός παράγοντας— αν υποθέσουμε ότι ο Α ριστοτέλης μιλά μόνο για την παθητική ομοφυλοφιλία, το αποκλειστικό ενδιαφέρον του ψευδοαριστοτελικού Προβλήματα, ίν 26, για τον παθητικό ρόλο, είναι ευκολότερα κατανοητό. Ο συγγραφέας ρωτά: γιατί σε ορισμένους άντρες αρέσει να υποβάλλονται σε σεξουαλική επαφή,28 σε κάποιους από αυτούς ενώ ταυτόχρονα τη διενεργούν, και σε άλλους όχι.
Ο συγγραφέας εξηγεί ότι το σπερματικό υγρό δεν σχηματίζεται πάντα και απαραίτητα στο γεννητικό σύστημα αλλά είναι δυνατόν να εκκριθεί —αν και όχι σε μεγάλη ποσότητα και όχι κάτω από π ίεσ η— στον πρωκτό. Ό π ο υ εκκρίνεται, εκεί είναι το σημείο που η τριβή του δημιουργεί τη σεξουαλική απόλαυση. Οι εκ φύσεως εκθηλυμμένοι... είναι γενετικά αντίθετοι προς τη φύση, γιατί, αν και άντρες, έτσι είναι προδιατεθειμένοι ώστε αυτό το σημείο τους (ενν. ο πρωκτός) είναι απαραίτητα ελαττωματικό. Το ελάττωμα, αν είναι ολοσχερές, 27. Από την άποψη της γραμματικής, η φράση, «σεξουαλική επαφή με άντρες», θα ήταν δυνατή* πρβλ. ΚϋΗηετ-ΟειτΙι, ί 427 κ.ε. 28. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το παθητικό άφροδισιάζεσθαι, που έχει διαφορετική σημα σία από το ενεργητικό άφροδισιάζει ν. Ειλικρινά νομίζω ότι το μόνο χωρίο όπου το άφροδισιάζεσθαι εμφανίζεται να έχει ενεργητική σημασία είναι το ΐν 27, Προβλήματα, όπου ο συγγραφέας ρωτά γιατί οι άνθρωποι που επιθυμούν άφροδισιάζεσθαι ντρέπονται να το παραδεχτούν ενώ κανείς δεν διστάζει να παραδεχτεί μια συμπάθεια για το φαγητό και το ποτό. Η απάντηση, που δίνει, ότι η επιθυμία για το φαγητό και το ποτό είναι αναγκαία, αν θέλουμε να παραμένουμε ζωντανοί, ενώ «η επιθυμία για σεξουαλική επαφή» είναι «προϊόν πλεονάσματος», δηλαδή, επιθυ μία να απαλλαγούμε από κάτι, είναι περίεργη, γιατί θα περίμενε κανείς ίσως να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα τού προηγούμενου τμήματος και να πει ότι οι άνθρωποι ντρέπονται να παραδε χτούν τα ελαττώματά τους. Αν, από την άλλη μεριά, το κείμενο είναι λάθος και θα έπρεπε να διαβάζουμε ενεργητική φωνή αντί παθητικής, έτσι ώστε η ερώτηση είναι απλώς γιατί οι άνθρω ποι ντρέπονται να παραδεχτούν ότι τους αρέσει η σεξουαλική δραστηριότητα, τα πάντα γίνονται εύκολα. Α ν το κείμενο είναι λάθος, αιτία του λάθους θα είναι το έντονο ενδιαφέρον για τον παθητικό ρόλο στο μακροσκελές προηγούμενο τμήμα.
186
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
προκαλεί την καταστροφή,29 αν όχι, τη διαστροφή (ενν. της φύσης μας). Το πρώτο δεν συμβαίνει (ενν. στο θέμα που εξετάζουμε), γιατί (ενν. αν συνέβαινε) ο άντρας θα ήταν γυναίκα. Συνεπάγεται επομένως ότι πρέπει να είναι παραμορφω μένοι και να έχουν παρορμήσεις σε άλλο σημείο εκσπερμάτωσης. Γι ’ αυτόν τον λόγο είναι ακόρεστοι, όπως οι γυναίκες, επειδή το υγρό είναι μικρό σε ποσότη τα, δεν βιάζει την έξοδό του και κρυώνει γρήγρορα.
Αφού προσφέρει αυτήν την αλλόκοτη, φυσιολογικού χαρακτήρα εξήγηση, ο συγγραφέας συνεχίζει με γλώσσα που θυμίζει τη χρησμώδη δήλωση του Αριστοτέλη: Ορισμένοι δοκιμάζουν αυτήν την εμπειρία επίσης σαν αποτέλεσμα εθισμού. ' Ο,τι κι αν κάνουν συμβαίνει να απολαύουν αυτό και εκσπερματώνουν μ ’ αυτόν τον τρόπο. Έ τσι επιθυμούν να κάνουν τα πράγματα με τα οποία αυτό προκαλείται και η συνήθεια γίνεται όλο και περισσότερο περίπου φύση. Αυτή είναι η αιτία, που όσοι έχουν συνηθίσει να υποβάλλονται σε σεξουαλική επαφή όχι πριν από την εφηβεία, αλλά την εποχή της εφηβείας, ως συνέπεια ανάμνη σης, που αναδύεται μέσα τους, όταν τους μεταχειρίζονται έτσι, και ηδονής μαζί με την ανάμνηση και επειδή (ενν. γίνονται), σαν να ήταν εκ φύσεως (ενν. έτσι προδιατεθειμένοι) από τον εθισμό, επιθυμούν να υφίστανται (ενν. τη σεξουαλι κή επαφή). Τις περισσότερες φορές όμως η συνήθεια εμφανίζεται σε όσους είναι ως εκ φύσεως (ενν. έτσι προδιατεθειμένοι). Αν (ενν. ένας άντρας) είναι λάγνος και μαλθακός, όλες αυτές οι εξελίξεις συμβαίνουν ταχύτερα.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την αντίληψη του συγγραφέα για τη φύση: Ο άντρας, που η σωματική του κατασκευή στερείται ορισμένα από τα σαφή γνωρίσματα, που διακρίνουν τον άντρα από τη γυναίκα, και αντίθετα διαθέτει ένα βέβαια γυναικείο χαρακτηριστικό, πάσχει από κάποιο γενετικό ελάττωμα αντίθετο προς τη φύση. Ο άντρας που από εθισμό συμπεριφέρεται με τρόπο, ο οποίος αποτελεί βέβαιη ειδοποιό διαφορά των γυναικών, συμπεριφέρεται σαν να έχει αυτό το ελάττωμα. Δεν υπάρχει ένδειξη στις σεξουαλι κές διερευνήσεις, που αποτελούν το βιβλίο IV των Προβλημάτων ή στον Α ριστοτέλη ή βέβαια στον Πλάτωνα, ότι μια γενετήσια αντίδραση προς τη σωματική ομορφιά ενός νεότερου άντρα θεωρείτο ελάττωμα ή βλάβη της αντρικής φύσης, ανεξάρτητα από την άποψη, που είχαν για το καθήκον του νόμου να εμποδίζει την ικανοποίηση της επιθυμίας, που προέκυπτε από αυτήν την αντίδραση.
29. Ό χ ι θάνατος αλλά εξάλειψη της χαρακτηριστικής μορφής του είδους, σ ’ αυτήν την περίπτωση, του άρρενος. Οι ΚοΙ>ίη§οη και Ρΐιιοΐί, 4 1, κακώς πιστεύουν ότι ο συγγραφέας αναφέρεται σε τραυματισμό του πρωκτού εξαιτίας εισαγωγής πέους.
Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
187
Ε. Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία Η σιγή των γυναικών συγγραφέων και καλλιτέχνιδω ν του Ελληνικού κόσμου και η ουσιαστική σιωπή των ανδρών συγγραφέων και καλλιτεχνών για τη γυναικεία ομοφυλοφιλία και τη στάση των γυναικών απέναντι στην αντρική ομοφυλοφιλία καθρεφτίζεται στο γεγονός ότι τα δύο αυτά θέματα μπορούν να συζητηθούν μέσα σ ’ ένα τμήμα ενός κεφαλαίου. Οι ερωτευμένοι ζηλεύουν τους αντεραστές τους και οι άνθρωποι, που δεν είναι ερωτευμένοι αλλά η ασφάλειά τους εξαρτάται από τη διατήρηση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος κάποιου άλλου, έχουν εξίσου ισχυρούς λόγους να αισθάνονται άγχος και ζήλεια, όταν αυτή η ασφάλεια απειλείται από την αλλαγή κατεύθυνσης του σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Δεν γνωρίζουμε αν οι Ε λληνίδες αισθάνοντο ιδιαίτερη εχθρότητα κατά των ανδρών ερώμενων. Θα έπρεπε να περιμένουμε ότι οι εταίρες και οι πιθανές εταίρες αισθάνοντο εχθρότητα και σε ορισμένες περιπτώσεις η μνησικακία, η περιφρόνηση και η ταπείνωση ίσως είχαν δώσει μια πρόσθετη διάσταση στη ζήλεια, που αισθανό ταν μια γυναίκα (αν μπούμε στη θέση της Ιωνίδας στον Κ αλλίμαχο, 11 [σ. 72], ή φανταστούμε τα συναισθήματα των κοριτσιών στο ε62, αν είδαν τα μάτια του νεαρού καρφωμένα σ ’ ένα περαστικό αγόρι), γενικά όμως το κυνηγητό των ερώμενων ήταν χαρακτηριστικό των χρόνων πριν από τον γάμο (πρβλ. Ανών, ΗΕ 33.5 [σ. 66], Μ ελέαγρος, 84, 87:5) έτσι ώστε οι γυναίκες θα είχαν συγκριτικά σπάνια1 αιτίες να φοβούνται ότι όι σύζυγοί τους δημιουργούσαν σταθερούς ομοφυλοφιλικούς δεσμούς.2 Π α ρ ’ όλα αυτά ο υπερβολικός έπαι νος του Κριτόβουλου για τον ερώμενό του Κλεινία (Ξεν., Συμπ. 4. 12-16) εκφράζεται από έναν νέο άντρα, που έχει πρόσφατα παντρευτεί (ώίά. 2.3). Στον Θεόκριτο, 7.120 κ.ε., όπου ο Σιμιχίδας προσεύχεται να υποστεί ο νεαρός Φ ιλίνος το ίδιο βασανιστήριο, του έρωτα χωρίς ανταπόδοση για κάποιον άλλον, με το βασανιστήριο που υφίσταται ο φίλος του 'Α ρατος από τα θέλγητρα του Φιλίνου, συναντάμε έναν ενδιαφέροντα τόνο κακίας:
1. Πρβλ. σ. 68. 2. Στη Μήδεια του Ευρ., 246, η Μήδεια, στα παράπονά της για την άθλια μοίρα των γυναικών, λέει ότι όποτε ο σύζυγος αισθάνεται ότι βαρέθηκε το σπίτι του, μπορεί να βγει έξω και να ξαναβρεί το κέφι του «πηγαίνοντας είτε σε κάποιον φίλον είτε σε κάποιον συνομήλικό του». Από τότε που ο ν/ΐ1^Γηο\νΐΐζ καταδίκασε τον στίχο, συνηθίζεται από τους εκδότες να παραλείπεται ως παρεμβολή του σεμνότυφου Βυζαντινού δάσκαλου, που ήθελε να εμποδίσει τους μαθητές του να σκεφτούν ότι ένας σύζυγος ήταν δυνατόν να ξαναβρεί την καλή του διάθεση, έχοντας σεξουαλική επαφή με πρόσωπο άλλο από τη σύζυγό του. Η γνώμη αυτή, όσο ουτοπική κι αν είναι, ενισχύεται επιφανειακά από το γεγονός ότι το ήλικα, «συνομήλικον», δεν ταιριάζει στο μέτρο' ο πληθυντι κός όμως, ήλικας, υπέθεσε κάποιος Βυζαντινός λόγιος, ταιριάζει, και μ ’ αυτήν την ελαφρά διόρθωση μπορούμε να διατηρήσουμε τον στίχο. Με τη φράση «κάποιον φίλον» (και εννοείται νεότερον) η Μήδεια θέλει να εννοηθεί ερώμενος.
188
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
Δεν βλέπεις; Είναι ωριμότερος από αχλάδι (δηλαδή, πέρασε το στάδιο τον ερώμενου κι είναι άχρηστος πια για σένα) κι οι γυναίκες λένε: «Ω αγαπητέ Φιλίνε, τα όμορφα άνθη σου μαδούν!»
Ο Ξενοφώντας, στα Ελλ. νί 4.37, αφηγείται ένα ασυνήθιστο επεισόδιο: Ο Α λέξανδρος, ο τύραννος των Φερών, είχε μαλώσει με τα παιδικά του και τον είχε φυλακίσει. Η γυναίκα του ικέτευε για την απελευθέρωση του νεαρού και τότε ο Αλέξανδρος τον εκτέλεσε και στη συνέχεια δολοφονήθηκε από τη συντετριμμένη γυναίκα του. Μ οιάζει σαν να υποπτευόταν ο Αλέξανδρος ότι υπήρχε κάποια ερωτική σχέση ανάμεσα στη γυναίκα του και τα παιδικά του και ίσως είχε δίκιο. Τα χαρακτηριστικά, που έκαν,αν ελκυστικό έναν νέο άντρα στους εραστές, συμπεραίνεται ότι τον εμφάνιζαν εξίσου ελκυστικό στις γυναίκες. Ο Πενθέας, χλευάζοντας τον Διόνυσο στις Βάκχες του Ευριπίδη, 453-9, θεωρεί την ομορφιά του, τα μακριά του μαλλιά («γεμάτα πόθο») και το άσπρο του δέρμα, ιδιαίτερα σαγηνευτικά για τις γυναίκες. Ό τ α ν οι θεές ερωτεύονται θνητούς, όπως η Α φροδίτη τον 'Α δω νη, η Ηώς τον Τιθωνό και η Σελήνη τον Ενδυμίωνα, αντιδρούν σαν ενήλικες άντρες. Οι αγγειογραφίες, που απεικονίζουν την Ηώ και τον Τιθωνό, εξομοιώνουν τον Τιθωνό με τον Γανυμήδη ή με ανώνυμους ερώμενους, που πολιορκούνται από άντρες, και η μορφή του 'Α δωνη, όπως περιγράφεται στον Θεόκριτο, 15.84-6, παρουσιάζε ται «με τα πρώτα γένια που του κατεβαίνουν από τα μηλίγγια», ώστε μοιάζει με νέο στην ηλικία που οι εραστές θεωρούσαν προκλητικότερη (πρβλ. Πλ., Πρωτ. 309α, Σνμπ. 181(1). Ο Ύ λας, ο ερώμενος του Η ρακλή, γοητεύει τις νύμφες των πηγών κι αυτές τον τραβούν και βυθίζεται στο νερό (Θεόκριτος, 13.43-54). Εκτ0£ από τη γενική αναφορά με τη φράση, «άντρες με άντρες και γυναίκες με γυναίκες», στους Νόμονς του Π λ., 636ο (σ. 181), η κλασική Α ττική λογοτεχνία αναφέρεται μία και μόνο μία φορά στη γυναικεία ομοφυ λοφιλία* ο «Αριστοφάνης», στο Σνμπ. 191ε, του Πλάτωνα, θεωρεί ότι οι έταιρίστριαι κατάγονται από εκείνη την κατηγορία διπλών όντων, που όλα ήταν θηλυκά. Η λέξη δεν μαρτυρείται αλλού ούτε και η αρσενικού γένους α ντίστοιχη έταιριστής, αν και ο Πολυδεύκης (νί 188) συνάντησε τη δεύτερη σε μιαν Αττική πηγή (απροσδιόριστη). Σημαίνει σαφώς τη γυναίκα που έχει (1ε μιαν άλλη σχέσεις παρεμφερείς προς την αντρική σχέση της έταιρήσεως (πρβλ. σ. 23) και ίσως αποκτά μειωτική χροιά από το λαικάστρια, (πρβλ. σ. 155), αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο, αφού ο Ενθύδ. του Πλάτωνα, 297ο, μας παρουσιάζει το σοφίστρια, ως θηλυκό του σοφιστής, με την έννοια «εφευρε τική», «πολυμήχανη». Έ χο υ μ ε ένα Ε λληνιστικό επίγραμμα (Α σκληπιάδης, 7) για δύο Σαμιώτισσες που: δεν είναι πρόθυμες να αρχίσουν την (ενν. τέχνη;) της Αφροδίτης, σύμφωνα με τους κανόνες της, αλλά λιποταχτούν προς άλλα πράγματα, που δεν είναι καθώς
Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
189
πρέπει («όχι καλά»). Αφέντρα Αφροδίτη, ας είσαι εχθρά σ* αυτές τις δραπέτισσες από το κρεβάτι του βασιλείου σου!
Η έ χθρα αυτή εκ μέρους ενός ποιητή, που αλλού (37) διαλαλεί τη δύναμή του ομοφυλοφιλικού του πόβηι\ ρ-ίνπι.. ρ.ντηπί.ντια κ ή . Το γεγονός ότι θεωρεί 1 «λιποτάχτισσα», «φυγάδα» και απείθαρχη στους «κανόνες» (νόμοι) της Αφρο δίτης μια γυναίκα, που απορρίπτει τους άντρες εραστές, δείχνει πως είναι πιθανό να είναι αντανάκλαση του αντρικού άγχους η πλήρης σιωπή της κωμωδίας στο θέμα της γυναικείας ομοφυλοφιλίας. Υπάρχουν πράγματα, όπως αυτά που θα ονομάζαμε θέματα «ταμπού», που οι κωμικοί ποιητές δεν προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν για τη δημιουργία αστείων καταστάσεων. Έ ν α είναι ο λοιμός του 430 π.Χ. κι ένα άλλο η έμμηνη ρύση.3 Στη Σ π ά ρ τη ,ζ από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τον Λυκ. του Π λούταρχου, 18.4, «οι γυναίκες ( με υ π ό λ η ψ η ς ^ ερωτευμένες με κορίτσια», δηλαδή, ί ϋπηρχε^το γυναικείο α ντίστοιχο της αντρικής σχέσης εραστή και ερώμενου.{ Το ΚΑ34*, αρχαϊκό πινάκιο από τη Θήρα, δείχνει δύο γυναίκες, προφανώς^ ερωτοτροπώντας, τη μία να βάζει το χέρι της στο πρόσωπο της άλλης ενώ και οι δύο κρατούν στεφάνι. Τις αγγειογραφίες, όπου δύο γυναίκες είναι τυλιγμέ νες μέσα σ ’ έναν χιτώνα, δεν θα έπρεπε να τις συνδέουμε με παραστάσεις, όπου δύο άντρες εμφανίζονται παρόμοια τυλιγμένοι (ή εν μέρει κρυμμένοι από ένα «παραπέτασμα», πρβλ. σ. 108), αλλά πιθανώς με σκηνές στις οποίες ο αριθμός των γυναικών είναι μεγαλύτερος από δύο και δεν είναι δυνατόν να βρίσκονται η μία απέναντι στην άλλη αλλά κοιτάζουν όλες προς μία κατεύ θυνση.5 Έ ν α ασυνήθιτο Α ττικό ερυθρόμορφο αγγείο (Ε207*) δείχνει μια γονατιστή γυναίκα να ψηλαφεί το δέλτα μιας άλλης. ρντηνήτρρη εκδήλωση γυναικρ^α^ οιιοωυλοφιλικής συγκίνηστκ. σττιν Ε λληνική λογοτεννία. απαντά στην ποίηση της Σαπφούς, της αρχαιότερης και διασημότερης από τ ιτ Α ίγες ΕλληνίΚρς πριήτριρ.ς Γρ.ννήθηκτε κί εζησε στη Μ υτιλήνη, στο νησίτητ: Λέσβου, κι εδημιούργησε στο πρώτο τέταοτό του έκτου αιώνα π.Χ. Ό π ω ς κι ο εξίσου διάσημος σύγχρονος και συμπατριώτης της Α λκαίος, συνέθεσε λυρικά ποιήματα κυρίως για μονωδίες. Οι μαρτυρίες για την ομοφυλοφιλία της ϋαπφούς είναι α π ο ^ α σ μ α τικ έ ς κυριολεκτικά: μόνον ένα από τα ποιήματά της σώζεται ολόκλήρο (το παραθέτει κάποιος φιλολογικός σχολιαστής της Ρωμαϊκής περιόδου) ενώ τα υπόλοιπα αντιπρο σωπεύονται από σπαράγματα αρχαίων αντιγράφων, στα οποία ένας ολόκλη ρος σ τίχο ς αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, και από παραθέσεις σύντομων χωρί3. Ο Φιλητάς, ΗΕ 1.5, ίσως αναφέρει («πράγματα που δεν πρέπει να προφέρει ένας άντρας»)· πρβλ. ΗορίηοΓ, 332, και τη ρήση του Ησίοδου ( Έργα και Ημέραι 753 κ.ε.) ότι είναι ολέθριο για τον άντρα να πλένεται σε νερό που πλύθηκε γυναίκα. 4. Για τη σημασία του όρου αυτού, συχνά μόνο «καλός», όταν αποδίδεται σε άρρενα πολίτη, πρβλ. ΟΡΜ, 41-45. 5. Πρβλ. Οιι&κΙιιοοί κι επίσης δο1ΐΣΐιΐ6ηΙ>ιΐΓ§ (1964).
190
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
ων, στίχω ν ή φράσεων νεότερων συγγραφέων. Οι μαρτυρίες είναι επίσης ευάλωτες και αμφίβολες. Η Λεσβιακή διάλεκτος της Σαπφούς δημιούργησε προβλήματα στην παράδοση, που αντικατοπτρίζει η φθορά του κειμένου. Την κατανόηση κρίσιμων χωρίων συχνά εμποδίζει η απουσία, το δυσανάγνωστο ή η αμφίβολη ερμηνεία των λέξεων, που χρειάζονται για την επίλυση προβλημά των, και π α ρ ’ όλο που βιογραφ ικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι διατυπώθηκαν για την ποιήτρια από σχολιστές της Ε λληνιστικής ή της Ρωμαϊκής εποχής, θεμελιώθηκαν τελικά σ ’ εκείνο που δεν επιτράπηκε σ ’ εμάς, πρόσβαση, δηλαδή, στο σύνολο του έργου της, δεν γνωρίζουμε τις επαγωγικές διεργα σίες, οι οποίες στηρίζουν συγκεκριμένους ισχυρισμούς — και γνωρίζουμε τον Ηογγογ ναουί, που οδήγησε τους αρχαίους βιογράφους να θεωρήσουν απλές πιθανότητες ως αποδεδειγμένα γεγονότα. Τα σχόλια για ερωτικές σχέσεις της Σαπφούς δεν αρχίζουν, όσον αφορά στις μαρτυρίες που σώζονται, πριν από την Ελληνιστική εποχή. Τουλάχιστον έξι κωμωδίες με τον τίτλο Σαπφώ παρουσιάστηκαν στην κλασική Αθήνα και σε μία από αυτές ο Δίφιλος (απ. 69 κ.ε.) παρουσίασε τους Ίω νες ποιητές Α ρ χίλο χο και Ιππώνακτα ως εραστές της. Στο έργο του Αντιφάνη (απ. 196), η Σαπφώ έθετε αινίγματα (όπως η μυθική Κ λεοβουλίνη ή η Σφίγγα). Δεν γνωρί ζουμε τίποτα σχετικά με τα έργα, με θέμα τη Σαπφώ, του Αμειψία (απ. 16), του Έ φ ιπ π ο υ (απ. 24), του 'Α μφη (απ. 32) και του Τιμοκλή (απ. 30), αλλά ο Ε πικράτης, απ. 4, την αναφέρει, μαζί με ορισμένους ελάσσονες ποιητές, ως συγγραφέα των έρωτικών(ενν. τραγουδιών). Ο Μ ένανδρος (απ. 258) λέει ότι ερωτεύτηκε τον Φάωνα, τον θρυλικό πορθμέα με την εξαιρετική ομορφιά (πρβλ. Πλάτωνα κωμοδιογράφο, απ. 174, και Σέρβιο σχετικά με την Αινειάδα (ϋί 279) του Βεργίλιου), ότι τον «κυνήγησε και αυτοκτόνησε από απόγνωση.6Ο Ε ρμησιάνακτας στα τέλη του τέταρτου αιώνα ανέφερε (απ. 7.47-50) τον Α λ καίο και τον Ανακρέοντα ως αντίζηλους εραστές της Σαπφούς. Ο Διοσκορίδης, 18, συνδέοντας τη Σαπφώ με τον έρωτα των νέων γενικά, τη φαντάζεται να τιμάται από τις Μούσες, τον Υμέναιο (θεός του γάμου) και την Αφροδίτη (ως —ιδιαίτερα— ερωτευμένη με τον 'Αδωνη). Αν και κανείς, από όσους μιλούν για τον έρωτα της Σαπφούς για τις ομόφυλές της, δεν μπορεί να χρονολογηθεί με απόλυτη βεβαιόητα, πριν από την εποχή του Αύγουστου (Ορατίου Ωδές η 13.5 και Οβιδίου Τή5ΐία ϋ 365), ένα απόσπασμα βιογραφίας (ΟχγΓΗγηβΙιιΐΞ Ραργή 1800 απ. 1 στήλη ί 16 κ.ε.), που παρατηρεί ότι «επικρίνεται από ορισμένους επειδή ήταν ελευθερίων αρχών (άτακτος, «απείθαρχος») και γνναικεράστρια», δηλαδή, «(γυναίκα) εραστής γυναικών», πολύ πιθανώς χρ η σ ι μοποιεί Ε λληνιστικό υλικό. Ασφαλώς λίγες γραμμές παρακάτω αναφέρεται στον Χαμαιλέοντα, πού έγραψε μια μονογραφία για τη Σαπφώ, στην οποία, παρενθετικά, ανέφερε (απ. 26) την ιδέα ότι ο Ανακρέοντας, απ. 358 (πρβλ. σ.
6. Πρβλ.
για την παρουσίαση του μύθου του Φάωνα από τη Σαπφώ.
Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
191
200) εκφράζει πόθο για τη Σαπφώ και προφανώς πρόσφερε την αυθεντία7 του στην ερμηνεία μιας στροφής με Σαπφική τεχνοτροπία (ΡΜ Ο 953), ως αναφο ράς στον Ανακρέοντα. Ο Κ λέαρχος (απ. 33 και 41) είπε κάτι για τη Σαπφώ και κάποιος Κ αλλίας από τη Μ υτιλήνη, ίσως από τον τρίτο κιόλας αιώνα π.Χ., είναι επίσης γνωστό ότι έγραψε ερμηνευτικά σχόλια για τα ποιήματά της. Δεν υπάρχει οπωσδήποτε αμφιβολία ότι ορισμένα από τα ποιήματα της Σαπφούς απευθύνονται σε γυναίκες, στη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι άντρες εραστές προς τους ερώμενους. Στην ύστερη αρχαιότητα ο Μ άξιμος από την Τύρο (χνϋί 9) συγκρίνει τη σχέση της με τα κορίτσια προς τη σχέση του Σωκράτη με τους ωραίους νέους και ο Θ εμίστιος, χίϋ σ. 170ά, συνδέει τη Σαπφώ με τον Ανακρέοντα, επειδή «επαινούν απεριόριστα» τα παιδικά τους. Έ ν α πρόσφατα δημοσιευμένο απόσπασμα ερμηνευτικού σχολίου (8ΓΟ, 8261α), που μιλά για τη Σαπφώ, «που εκπαίδευε τις καλύτερες ό χι μόνο από τις συμπατριώτισσές της αλλά και από τις κοπέλες της Ιωνίας», δίνει έναν ξεχω ριστό χαρακτήρα στον παραλληλισμό του Μ άξιμου. Το απόσπασμα συνεχί ζει και λέει ότι η Σαπφώ «τόσο δημοφιλής ήταν ανάμεσα στους κατοίκους ώστε ο Κ αλλίας από τη Μ υτιλήνη είπε στο [...» και μετά υπάρχει μόνο μέρος από το όνομα της Αφροδίτης για να πάρουμε μιαν ιδέα για το τι είπε ο Κ αλλίας. Π οια «παιδεία», αν μη τι άλλο, έδινε η Σαπφώ στα κορίτισα της Λέσβου και της Ιω νίας; Ολοφάνερα την^παιδεία στην οποία ξεχώ ριζε: της ποίησ ης και της μουσικής, δημιουργώντας ένα ισάξιο προς το αντρικό, γυναικείο στοιχείο, σ ’ έναν χώρο όπου δέσποζαν οι άντρες. Θα ήταν κάπως στήΤΚσΡο τα κορίτσια καλώ νοικογενειών στέλνοντρ από τους γονείς τους σε μια σχολή σεξουαλικής τεχνική ς, δεν θα ήταν καθόλου απίθανη όμως η υπόθεση μιας σ χ ο λ ή ς,8 που καλλιεργούσε την ικανότητα και τη γοητεία τους (η γοητεία υπάγεται στην εξουσία της Α φροδί της) ως ερμηνευτριών, όταν συμμετείχαν σε χορούς κοριτσιών στις γιορτές. Αν στη γενιά μετά τη Σαπφώ υπήρχαν άλλες ποιήτριες στο Α νατολικό Α ι γαίο, η Λεσβιακή παράδοση θα τις θεωρούσε μαθήτριες της Σαπφούς. Αν έχει κάποια σημασία — και δεν έχει πολύ μεγάλη παρά μόνον ως ένδειξη για τη μορφή που πήρε ο θρύλος τής Σαπφούς πολύ αργότερα — Ο Βίος του Α π ο λ λώνιου, του Φ ιλόστρατου, ί30, ονομάζει μια γυναίκα από την Παμφυλία, τη Δαμοφύλη, «μαθήτρια» της Σαπφούς και λέει ότι είχε δικές της μαθήτριες, όπως η Σαπφώ. Ο Κ αλλίας θα είχε πιθανώς στηρίξει τον ισχυρισμό του, ότι η Σαπφώ ήταν «δημοφιλής», στην παράδοση όπως τη γνώριζε, ό χι σε μαρτυρίες που επιτρέπουν άμεση πρόσβαση στα συναισθήματα των Μ υτιληναίων της 7. Εκτός αν η φράση του Αθηναίου, 599(1, «και λέει ότι η Σαπφώ είπε ...», είναι απρόσεχτη διατύπωση τού (πρβλ. 599ο): «και λέει ότι ορισμένοι λένε ότι η Σαπφώ είπε ...». 8. Η ιδέα της Σαπφούς ως «καθηγήτριας» προκαλεί τώρα κάποιον σαρκασμό, αντίδραση σε προγενέστερες απόπειρες να περάσει στο περιθώριο ο αισθησιασμός της ποίησής της, όμως στον Ελληνιχόϋίόσμο^όσοι -μπορούσαν δεν έπρατταν μόνον αλλα κι εδιδασκαν. ^
192
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Εξελίξεις
εποχής της Σαπφούς. Ας επιστρέψουμε όμως στη γλώσσα της Σαπφούς. Στο απ. 16.15 η ευχα ρίστησή της στη θέα της Ανακτορίας εξηγεί τη γενίκευση: «Εγώ πιστεύω ότι το ωραιότερο πράγμα στη γη είναι εκείνο που αγαπάμε (έράται)»' δηλώνει στην Ατθίδα (απ. 49):«' Ημουν ερωτευμένη (έράμαν) μαζί σου από καιρό» και την κατηγορεί (απ. 131), επειδή στράφηκε κατά της Σαπφούς «κι έτρεξε στην Ανδρομέδα» να δώσει την καρδιά της. Σύγκρινε επίσης το απ. 96: «Θυμάται την ευγενική Ατθίδα με πόθο (ίμερος)». Η «Αφροδίτη» και η «Πειθώ» εμφανί ζονται αργότερα στο ποίημα ανάμεσα σε δυσανάγνωστα συμφραζόμενα. Στο απ. 94 η Σαπφώ περιγράφει τη μεγάλη της θλίψη για τον χωρισμό της από κάποια γυναίκα, όπως δείχνουν οι θηλυκές αντωνυμίες, τα επίθετα και οι μετοχές (σ τίχοι 2 ,5 ,6 κ.ε.), ανακαλεί περιστάσεις όπου οι δυο τους ήταν μαζί, φορώντας αρώματα και στεφάνια (συνήθεις συνοδοί του ποτού και του γλεντιού). Οι σ τίχοι 21-3 λένε: Και σε μαλακά κρεβάτια απαλή [...] έδιωξες τον πόθο (πόθο [ ) [...
Η Ο μηρική έκφραση: «Αφού έδιωξαν τον έρωτα του ποτού και του φαγητού» με την έννοια, «αφού χόρτασαν τον πόθο τους για...» δείχνει ότι «διώχνω» τον πόθο σημαίνει τον ικανοποιώ. Τον πόθο όμως τίνος; Στον Ό μ η ρ ο το ρήμα είναι στη μέση φωνή, δηλαδή, «έδιωξαν από τον εαυτό τους», «ικανοποίησαν... τους» και στο απ. 94 της Σαπφούς το ρήμα είναι ενεργητικό, υποδεικνύοντας ότι πρόκειται για τον πόθο κάποιου άλλου, τον οποίο ικανο ποίησε εκείνη στην οποία απευθύνεται το ποίημα. Π α ρ 5 όλα αυτά σ ’ ένα άλλο Ο μηρικό χωρίο, Ιλ. Ω227, «αφού έδιωξα τον έρωτα (ενν. μου) για θρήνο», χρ η σ ιμ ο π ο ιείτα ι η ενεργητική φωνή αν και η μέση θα ήταν εξίσου σωστή για το μέτρο. Πάντως είτε ικανοποιήθηκε ο πόθος της Σαπφούς είτε εκείνης στην οποία απευθύνεται το ποίημα (η κοινή λογική θα πρότεινε με σωματική επαφή)9 πάνω σε μαλακά κρεβάτια, ταιριάζει περισσότερο με τα συμφραζόμε να του περίλυπου αποχαιρετισμού της Σαπφούς να μιλούσε για σχέσεις ανά μεσα στις δυο τους παρά για τις σχέσεις εκείνης, στην οποία απευθύνεται το ποίημα, με άντρες. 9. Το απ. 99.5 είναι τυραννικό, αλλά ίσως δεν είναι σημαντικό* συναντάμε το όλισβ[ο]δόκοις, σ 5 ένα πολύ φθαρμένο κείμενο. Η λέξη «δέκτες του ολίσβου», υπενθυμίζει το όνομα του σάτυρου «Φλεβοδόκος» (σ. 113), «δέκτης της φλέβας», δηλαδή, «... του πέους» κι αν με βάση τον διπλό όλισβο, που απεικονίζεται στο Ε223* (πρβλ. Ροπΐ€Γογ, 88), υποθέταμε ότι ο όλισβος δεν εχρησιμοποιείτο απλώς στις γυναικείες ομοφυλοφιλικές σχέσεις κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή αλλά εχρησιμοποιείτο κυρίως γΓ αυτόν το σκοπό, θα θεωρούσαμε φυσικά το χωρίο σχετικό με την ομοφυλοφιλία της Σαπφούς. Αφού πάντως ο όλισβος συνδέεται ουσιαστικά με τον κατά μόνας γυναικείο αυνανισμό, η Σαπφώ ίσως εδώ μιλά υποτιμητικά ή αφηγείται την υποτιμητική περιγραφή κάποιου άλλου, για μιαν εχθρά που, ισχυρίζεται, δεν μπορεί να βρει σύντροφο.
Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
193
Τα δύο καλοδιατηρημένα ποιήματα, απ. 1 και 31, έχουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Στο απ. 1 η Σαπφώ κάνει έκκληση για βοήθεια στην Αφροδίτη, θυμίζοντάς της μια προηγούμενη περίσταση, όπου η βοήθεια δόθηκε πρόθυ μα. Σ ’ εκείνη την περίσταση (σ τίχοι 14-24): Μ ’ ένα χαμόγελο στο αθάνατο πρόσωπό σου με ρώτησες τι μου είχε συμβεί αυτή τη φορά, γιατί σε καλούσα αυτή τη φορά και τι επιθυμούσα περισσότερο με την καρδιά τρελή (μαινόλας)να μου γίνει ( ή ν 5 αποχτήσω). «Ποιαν πρέπει να πείσω αυτή τη φορά» (ακολουθεί δυσανάγνωστη φράση) «στην αγάπη σου (φιλότης); Ποια σου κάνει κακό Σαπφώ; Γιατί ακόμα κι αν αποφεύγει10 σύντομα θα τρέχει από πίσω* κι αν δε δέχεται δώρα, θα δώσει· κι αν δεν αγαπά (φ ιλεϊν), σύντομα θ ’ αγαπήσει ακόμα και χωρίς τη θέλησή της». Έ λα σε μένα και τώρα...
Το κυνήγημα, η φυγή, τα δώρα κι η αγάπη είναι γνωστά συστατικά. Το παράπονο του εραστή ότι ο ερώμενος τον «αδικεί» (άδικεΐν) — δηλαδή, δεν ανταποδίδει την αγάπη του εραστή με τον τρόπο ή στον βαθμό που επιθυμεί ο ερασ τής11— εμφανίζεται στον Θέογνη, 1283 («Ω αγόρί, μη με αδικείς!»). Α ξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του ποιήματος της Σαπφούς είναι ότι περι λαμβάνει το όνομά της, πράγμα που δείχνει ότι δεν γράφει το ποίημα τόσο για μια φανταστική κατάσταση όσο και για ένα φανταστικό πρόσωπο.12 Αν όπως συνήθως υποτίθεται, πρέπει να εννοήσουμε ότι η Σαπφώ είναι ο μελλοντικός στόχος του κυνηγητού και της τρυφερότητας του ανώνυμου κοριτσιού και ο αποδέκτης δώρων, το ποίημα είναι ασυνήθιστο, επειδή οραματίζεται έναν αμοιβαίο έρωτα, εκμηδενίζοντας τη γνωστή διάκριση μεταξύ ισχυρού και ασθενούς συντρόφου. Είναι πιθανόν ότι αυτό το ασυνήθιστο χαρακτηριστικό καθορίζει μια διαφορά ανάμεσα στη γυναικεία και την αντρική ομοφυλοφι λία. Ό μ ω ς το ποίημα δεν λέει «θα τρέχει από πίσω σου» (κ.τ.λ.). Ο εραστής είναι δυνατόν να απειλήσει τον απαθή ερωμένο, «κάποτε θα ερωτευθείς και θα
10. Στο Ελληνικό κείμενο η φράση, καί ούκ έθέλοισα, «ακόμα και χωρίς να θέλει», που χρησιμοποιεί τη μετοχή του θηλυκού, είναι η μόνη ένδειξη για το φύλο του προσώπου, το οποίο επικαλείται να επηρεάσει η Αφροδίτη. Το μέτρο απαιτεί — υυ — χ ( —αι και ου— συγχωνεύο νται)· δυστυχώς το «είμαι πρόθυμος», στη Λεσβιακή διάλεκτο, είναι πάντοτε θέλειν, ποτέ έθέλειν και οι δισύλλαβες αρνήσεις ο ύχίκαι ονκί δεν έχουν ως τώρα μαρτυρηθεί στη διάλεκτο αυτή, που διαθέτει μόνον τα ου και ονκ. Ανάμεσα στις διορθώσεις, που προορίζονται να αποκαταστήσουν τη γλωσσική ομαλότητα, ορισμένες (π.χ. Κηοχ, 194, ΒϋαΙΐίε, 183) έχουν ως αποτέλεσμα την αφαίρεση της μόνης ένδειξης ότι το ποθούμενο πρόσωπο είναι γυναίκα. 11. Πρβλ. Οεηΐίΐΐ (1972), 63-6· όμως ανεξάρτητα από τον τρόπο που εφαρμόζει κανείς την Ελληνική αντίληψη περί ισορροπίας και αμοιβαιότητας στις ερωτικές σχέσεις, πρέπει να θυμό μαστε ότι οι λέξεις, που εκφράζουν υποκειμενική εκτίμηση, όπως η λέξη «άδικο», είναι εργαλεία με τα οποία προσπαθούμε να κάνουμε τους άλλους ανθρώπους να πράξουν εκείνο που επιθυμούμε, δίκαια ή άδικα (πρβλ. ΟΡΜ, 50-6, 181 κ.ε., 217). 12. Πρβλ. ϋον€Γ (19635), 201-12, για τον κίνδυνο να θεωρήσουμε αυτοβιογραφική την Ελληνική λυρική ποίηση, και Εεί1ίο\νίΐζ για το απ. 31.
194
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
την πάθεις!» (Θέογνης, 1305-10 και 1331-34, πρβλ. σ. 64 παραπάνω)12® και είναι πιθανόν ότι η Α φροδίτη παρηγορεί τη Σαπφώ, διαβεβαιώνοντάς την ότι το κορίτσι θα τιμωρηθεί, δοκιμάζοντας ανανταπόδοτο έρωτα. Ο Θεόκριτος, σε κείμενο με ετεροφυλοφιλικό περιεχόμενο, 6.17, μιλά για τις απεγνωσμένες απόπειρες της θαλάσσιας νύμφης Γαλατείας να διεγείρει το σεξουαλικό εν διαφέρον του Κύκλωπα, «όποιον αγαπά τον αφήνει κι όταν κάποιος δεν αγαπά τρέχει πίσω του», κι ίσως είναι δυνατόν να μην εννοούσε η Σαπφώ με το «τρέχει πίσω» τίποτα περισσότερο από : «προσπαθεί να ελκύσει», όμως ο σ τίχος του Θεόκριτου αφήνει την εντύπωση παροιμίας (πρβλ. 11.75: « Ά ρ μ ε ξε την [ενν. προβατίνα] που 5ν ’ εδώ. Γ ια τί να κυνηγάς εκείνον [γένους αρσενικού]13 που τρέχει;») και ίσως αρχικά να μην περιείχε κανέναν σεξουα λικό υπαινιγμό. Το απ. 31 λέει τα εξής: Μου φαίνεται ισόθεος ο άντρας, που κάθεται14απέναντι σου κι ακούει τη γλυκιά φωνή σου από κοντά και το σαγηνευτικό σου (ίμερόεις) γέλιο. Αυτό, ορκίζομαι, έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει στο στήθος. ' Οπότε15 για λίγο σε κοιτάξω δεν έχω πια τη δύναμη να μιλήσω* η γλώσσα μου καθηλώθηκε(;) βουβή16 κι αμέσως μια λεπτή θέρμη έτρεξε κάτω από το δέρμα μου και με τα μάτια δεν βλέπω τίποτα και τ ’ αυτιά μου βουίζουν και με πιάνει κρύος ιδρώτας και τρέμω ολόκληρη κι είμαι πιο πράσινη από το χόρτο και μου φαίνεται πως λίγο θέλω για να πεθάνω. Ό μω ς όλα θα τ αντέξω ( ή «τα άντεξα;»), αφού ακόμα(;) ( η επόμενη λέξη είναι δυσανάγνωστη και το χωρίο σταματά) [...
Οι περιστάσεις, όπου ένας άντρας κάθεται απέναντι σε μιαν (υποθέτουμε νέα) γυναίκα και της μιλά, είναι πολύ πιθανόν ότι ήταν περισσότερες κι είχαν μεγαλύτερη ποικιλία στην αρχαϊκή Λέσβο από ό,τι στην κλασική Αθήνα. Αν αντικείμενο των συναισθημάτων της Σαπφούς είναι η νύφη σε γάμο, το ποίημα είναι υπερβολικά απίθανο να είναι υμέναιος.17 Αυτό όμως κατά κανέ ναν τρόπο δεν αποκλείει την πιθανότητα να εκφράζει η Σαπφώ τα συναισθή ματα, που προκαλούνται σε κάποιον, από τον γάμο ενός κοριτσιού με το οποίο το πρόσω πο αυτό είναι ερωτευμένο. Α μφισβητείται αν ο άντρας είναι «ισό12α. Ο ΟίαοοπιεΙΗ, που φαίνεται ότι είναι ο πρώτος, ο οποίος πρόσφερε αυτήν την ερμηνεία για το απόσπασμα, προσθέτει (137) κι άλλα παραδείγματα. 13. Στις γενικεύσεις οι αρσενικοί τύποι αντιπροσωπεύουν τα αρσενικά και τα θηλυκά μαζί* πρβλ. σ. 72. 14. Κατά λέξη, «όποιος κάθεται»* η οριστική έγκλιση αποκλείει το «όποιος (ενν. οποτεδήπο τε) κάθεται» και οδηγεί στο «εφόσον κάθεται... », «επειδή... », πιθανή σημασία του «όποιος» στα Ελληνικά. 15; «Όταν», Ρ&§ε (1955), 19 (πρβλ. 0>ΐά, 29 υποσ. 1, και Οενετειιχ[1970], 24), που για τον Αγγλόφωνο αναγνώστη εννοεί «τώρα που ... »* όμως πρβλ. υποσ. 21 παρακάτω. 16. Πρβλ. ΟβνοΓεοχ (1970), 23 κ.ε. ΣΜ. Το κείμενο έχει έαγε. 17. Πρβλ. Ρα§€ (1955), 30-3.
Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
195
θεος» επειδή η ομορφιά και η δύναμή του είναι υπεράνθρωπες ή επειδή είναι αφάνταστα τυχερός, που τράβηξε το σεξουαλικό ενδιαφέρον του κοριτσιού, ή επειδή δεν λιποθυμά (όπως, εξαιτίας του ότι είναι θνητός, θα περιμέναμε ίσως να κάνει), όταν έρχεται αντιμέτωπος με την ομορφιά του κοριτσιού.18 Οι διακυ μάνσεις της φωνής και του γέλιου είναι ακριβώς εκείνο που επενεργεί στον ζηλιάρη ως πυροκροτητής αβάσταχτης συναισθηματικής πίεσης, προδίδοντας απροσδόκητη οικειότητα ανάμεσα σε δυο άλλα πρόσωπα, γ ι 9 αυτό αμφιβάλλω ότι ο όρος «ισόθεος» εδώ υποδηλώνει φλεγματικότητα και προτι μώ19 να τον θεωρήσω ένδειξη φόβου της ήττας και της απόγνωσης, ενώπιον της αδυναμίας να ανταγωνιστεί τον άντρα. Η φράση, «έκανε την καρδιά μου...», είναι στον αόριστο, σύμφωνα μ 9 έναν συνήθη Ελληνικό ιδιωματισμό* ο ομιλητής γνω στοποιεί το γεγονός ότι είναι συγκινημένος, λέγοντας ότι η συγκίνηση τον κυρίεψε, ενν. μια στιγμή πριν μ ιλή σ ει.20 Το «εγώ» στο ποίημα κοιτάζει συχνά και επανειλημμένα προς το κορίτσι (γ ι9 αυτό «όποτε κοιτά ζω...») με την τρελή ελπίδα να διαψεύσει με τα μάτια το συμπέρασμα που προέκυψε από την ακοή, αλλά το συμπέρασμα αντίθετα επιβεβαιώνεται.21 Οι α ρχαίοι συγγραφείς, που παραθέτουν το ποίημα, ο Π λούταρχος και ο ψευδοΛ ογγίνος, θεωρούν τα σωματικά συμπτώματα, που η Σαπφώ τόσο ζωηρά περιγράφει, ως εκδήλωση του έρωτά της για το κορ ίτσ ι.22 Κι έτσι είναι, με την 18. Ό μοια Μ&ΓοονίοΙι, 20 κ.ε., 29* πρβλ. Ανών. ΗΕ, 13.3 κ.ε. «Αν, όταν τον κοιτάς δεν σε κυριεύουν οι φλόγες του πόθου, πρέπει να είσαι θεός ή πέτρα»· όμως οι εννοιολογικές αποχρώσεις της λέξης «ισόθεος» στην αρχαϊκή και την κλασική λογοτεχνία δεν περιέχουν την αδιαφορία και το απρόσβλητο αλλά το ανάστημα, την ομορφιά, το μεγαλείο, τη δύναμη και την ευφροσύνη. 19. Η υποκειμενικότητα δεν αποκλείεται εύκολα στην ερμηνεία της Ελληνικής λυρικής ποίησης και ο αναγνώστης προειδοποιείται ότι στην τελική μου απόφαση, ανάμεσα στους διάφορους πιθανούς τρόπους θεώρησης του ποιήματος αυτού, υπάρχει ένα μεγαλύτερο στοιχείο υποκειμενικότητας απ’ όσο επιτρέπω συνήθως στον εαυτό μου (αν το αντιληφθώ έγκαιρα). Πρβλ. υποσ. 21 παρακάτω. 20. Πρβλ. ΚϋΙιηοΓ - ΟοΛίι, ί 164. 21. Η ερμηνεία της σειράς των γεγονότων από τον ΜαΓΟονίοΗ είναι: (α) «η φωνή και το γέλιο σου έκαναν στην αρχή την καρδιά μου να σκιρτήσει από έρωτα για σένα», (β) «ύστερα, όποτε σε κοιτάζω, σβήνω (κ.τ.λ.)»· το «γιατί όποτε ... » δικαιολογεί, διευκρινίζοντας, το γεγονός που γνωστοποιείται από το «αναστάτωσαν την καρδιά μου». Η δύναμη της άποψης του ΜαΓΟονίΙοΙι (και η αδυναμία της άποψης του ϋενεΓειιχ και της δικής μου) είναι: (ί) το ρήμα που μετέφρασα «σκιρτήσει» σχεδόν βέβαια χρησιμοποιείται από τον Αλκαίο, απ. 283.3 κ.ε., για την επίδραση του πόθου του Πάρη στην καρδιά της Ελένης, αν και χρησιμοποιείται αλλού στην πρώιμη Ελληνική ποίηση για τις επιδράσεις του φόβου, και (ίΐ) το «όποτε ...», ή «κάθε φορά που ...» είναι ασφαλώς ορθή μετάφραση και δεν είμαι απόλυτα βέβαιος ότι ένας Έλληνας ακροατής θα καταλάβαινε «όποτε (ενν. κατά τη διάρκεια αυτής της προσωρινής κατάστασης) σε κοιτάζω». Πιστεύω όμως (κι εδώ αποφεύγω τη λέξη «νομίζω») ότι το: «Αυτό, ορκίζομαι ...», περιγράφει την ψυχική τρικυμία που συντάραξε τον ομιλητή, όταν άκουσε τον τόνο της φωνής με τον οποίο το κορίτσι μίλησε στον άντρα και το «γιατί όποτε ...» εξηγεί γιατί «Μου φαίνεται ...». 22. Ο Ερωτικός του Πλούταρχου, 763α, περιγράφει τη συγκίνηση της Σαπφούς και λέει ότι επαναλαμβάνεται «όταν η ερωμένη της παρουσιάστηκε σ ’ αυτήν»· ο Βε&ΙΙίβ (1956), 110 κ.ε., υιοθετεί μιαν εναλλακτική διόρθωση για τον στίχο 7, που δίνει, «όταν είδα (ενν. αυτήν την
196
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
έννοια ότι, αν δεν ήταν ερωτευμένη με το κορίτσι, δεν θα δοκίμαζε παρόμοια συμπτώματα, όμως στο σύνολό τους ισοδυναμούν με κρίση άγχους,23 ενώ το γεγονός ότι δεν αισθάνεται έχθρα προς τον αντίζηλό της, που θα εκφραζόταν με υποτίμηση, αλλά την απεγνωσμένη ζήλεια, που οι θνητοί αισθάνονται για τους θεούς, συμφωνεί μ 5 έναν ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό.24 ^ΪΗ -έντονη και φανερά ερωτική αντίδραση μιας γυναίκας στην ομορφιά ά ^λης γυν^αΐκαςΊ)εν περιορίζεται στην ποίηση της Σαπφούς.25 Υπάρχει επίσης σε θ]Η£μένα παρθένεια, «τραγούδια για χορούς παρθένων», που συνέθε ταν (άντρες ποιητές) και παρουσιάζοντο σε μια ποικιλία εορτών σε πολλές περιοχές του Ελληνικού κόσμου. Ο Π ίνδαρος συνέθεσε ορισμένα παρθένεια στο πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα, από τα οποία έχουμε δύο αρκετά μεγάλα αποσπάσματα από κάποια σπαράγματα, το είδος όμως σήμερα συνδέεται κυρίως με τον πρώιμο26 Σπαρτιάτη ποιητή Αλκμάνα, εξαιτίας της διάσωσης σχεδόν εβδομήντα ευανάγνωστων στίχω ν από τα παρθένειά του, αποσπάσμα τα άλλων και ενδιαφέροντα αποσπάσματα αρχαίων σχολίω ν γ ι 9 αυτά. Το απ. του 3 λέει (61-81): ] με πόθο που παραλύει τα μέλη και η ματιά της (ενν. με;) λιώνει περισσότερο από τον ύπνο και τον θάνατο. Κι όχι αναίτια είναι (δηλαδή, «η επίδρασή της»;) γλυκιά(;). Αλλά η Αστυμέλοισα δεν μου δίνει καμιάν απάντηση. Κρατώντας στεφάνι, σαν αστέρι που πέφτει διασχίζοντας τον αστραφτερό ουρανό ή σαν χρυσό βλαστάρι ή σαν απαλό χνούδι [ ] πέρασε με μεγάλα βήματα [ ] νοτισμένη ομορφιά των θαυμάσιων(;) βοστρύχων του Κινύρα, που κάθεται στα μαλλιά των κοριτσιών. [ ] η Αστυμέλοισα στο πλήθος [ ] αγαπητή στον κόσμο [ ] έχο ντας κερδίσει τιμή(;) [ κατάσταση)» και δημιουργεί τη δυνατότητα να είναι η Σαπφώ ερωτευμένη με τον άντρα και να ζηλεύει το κορίτσι. 23. Πρβλ. ΟονεΓειιχ (1970), 18 κ.ε. 24. Η αναφορά του ΏονοΓειιχ (22 κ.ε.) στο «φαλλικό δέος» θεωρείται από τον ΜΗΓςονΐοΗ, 20, ότι «σπρώχνει» την υπόθεση της ζήλειας της Σαπφούς «αά 305υΓ0υιη»' υπάρχει όμως μια σημα ντική διαφορά ανάμεσα σε απόψεις που είναι παράλογες επειδή είναι ασυμβίβαστες προς τα γεγονότα, και σε γεγονότα, που είναι παράλογα αλλά είναι η βάση ειλικρινών απόψεων. Η πείρα με υποχρέωσε να πιστέψω ότι ορισμένα στοιχεία της ψυχοδυναμικής του ΡγοικΙ είναι αληθινά και ότι οι υποθέσεις του κοινού νου, που συγκρούονται μ ’ αυτά, λάθος. Για το θέμα του «φαλλικού δέους» και του «φθόνου του πέους» (πρβλ. 81ηΙ€γ, 45-9) δεν είμαι σε θέση να προσφέρω δική μου γνώμη, όμως παρακαλώ τον αναγνώστη να κάνει διάκριση ανάμεσα (α) στην ορθότητα ή πλάνη μιας άποψης, (β) στον καλό ή κακό χαρακτήρα του γεγονότος, ή στον υποθετικά καλό ή κακό χαρακτήρα του πορίσματος που γνωστοποιεί η άποψη και (γ) στον καλό ή κακό χαρακτήρα των συνεπειών της υιοθέτησης της άποψης. Η πρόταση «οι σεισμοί είναι συνήθεις στην Τουρκία» αρκεί για να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στο (α) και το (β) και η διαφορά ανάμεσα στο (α) και το (γ) μας επιβάλλεται από τις εξελίξεις στη «γενετική μηχανική». 25. Πρβλ. Οΐεΐδ, 352-6. 26. Τέλη εβδόμου και αρχές έκτου αιώνα* πρβλ. Μ.Γ. \ν€δί (1965), 188-94.
Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
197
]
'
με την ελπίδα ότι [ ] ίσως πλησιάσει ( τρίτο πρόσωπό) και (ενν. την; με;) πάρει με το τρυφερό χέρι, αμέσως θα γινόμουν ικέτισσά της [
Έ ν α ς χορός κοριτσιών είναι δυνατόν να τραγουδά στίχους, που έχουν συντεθεί με απόψεις διαφορετικές από τις δικές τους, ή να τραγουδούν μιαν αφήγηση, στην οποία εκθέτουν τον ευθύ λόγο κάποιου άλλου προσώπου. Και απαιτείται προσοχή στην ερμηνεία χωρίων, όπως το παραπάνω, όταν λείπουν τα συμφραζόμενα. Δυστυχώς ίσως συναντήσουμε μεγαλύτερες δυσκολίες, όταν έχουμε τα συμφραζόμενα. Το τμήμα, που σώζεται από το μεγάλο παρθένειο ντου Αλκμάνα (απ. 1), ακολουθεί ένα τμήμα στο οποίο υπή ρχε η αφήγη ση κάποιου μύθου κι εξαγόταν ένα ηθικό συμπέρασμα. Ο χορός μετά συνεχί ζει και τραγουδά για τον ίδιο και για έναν αριθμό κοριτσιώ ν ξεχωριστά, ονομάζοντάς τα. Δεν είναι εύκολο να διατυπώσουμε οποιονδήποτε ισχυρισμό για την ερμηνεία του ποιήματος, που θα είναι τόσο χρήσιμος όσο και αναμφί λεκτος, και όποιος το διαβάσει θα καταλάβει για τί.27 ' Εχει συντεθεί για χορό δέκα κοριτσιώ ν (98 κ.ε.)* αναφέρεται σε κάποιαν Α γησιχόρα, ως «την ξαδέλφη μου» (52 κ.ε.)* επαινεί τα μαλλιά (51), το πρόσωπο (55) και τους αστραγά λους της (78* συμβατικό επίθετο)* επίσης επαινεί την Αγιδώ (39-49), που είναι «σαν τον ήλιο» και κλείνει έναν κατάλογο ονομάτων με το (73-7): Ούτε θα πας(μετοχή γένους θηλυκού) στο (ενν. σπίτι) της Αινησιμβρότας και θα πεις: «Μακάρι να ’χα την Ασταφίδα» και «μακάρι ναμε κοίταζε η Φίλλυλα!» κάι «η Δαμαρέτα» και «η γλυκιά Ιανθεμίδα».28 Αλλά η Αγησιχόρα με βασανίζει (τείρειν).
Η γλώσσα είναι ερωτική* ακόμα και το τείρειν, αν και συχνά υποδηλώνει την επίδραση πόνου ή δοκιμασίας, χρησιμοποιείται από τον Η σίοδο (απ. 298) για τις επιπτώ σεις που είχε στον Θησέα ο έρωτάς του για την Α ίγλη και οπωσδήποτε δεν είναι εύκολο να δούμε με ποιαν άλλη έννοια θα μπορούσε «να βασανίζει» ένα κορίτσι, που επαινείται τόσο για την ομορφιά του, εκείνους που το επαινούν. Αν τα κορίτσια για τα οποία ο Αλκμάνας συνέθεσε αυτό το παρθένειον προέρχοντο όλα από μιαν οικογένεια, εξαρτάται από τον τρόπο που ερμη νεύουμε το γεγονός ότι, τραγουδώντας ομαδικά, αποκαλούν την Α γησιχόρα «ξαδέλφη μου». Έ να ς άγνωστος παράγοντας είναι ο βαθμός συγγένειας που υποδηλώνει η λέξη «ξαδέλφη» (άνεψιά) στη Σπαρτιάτικη διάλεκτο.29 Υπήρ χαν πολλές λατρείες στις οποίες οι λειτουργίες περιορίζοντο σε τμήματα της κοινότητας, τα οποία εθεωρούντο ότι είχαν καθένα τους έναν κοινό πρόγονο, 27. Μεταφράσεις προσφέρει ο Ρ&£€ (1951), 21 κ.ε., και ο Βο\ντ& (1961), 45 κ.ε. 28. Υιοθέτησα τη στίξη του Μ Έ ΧΥοδΙ (1965), 199 κ.ε. 29. Πρβλ. Βοννπι (1961), 47.
198
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
περισσότερο πρόσφατον χρονολογικά από τον μυθικό πρόγονο του συνόλου της κοινότητας. Αφού όμως συνηθιζόταν πολύ επίσης το μέγεθος του χορού να καθορίζεται σε κάθε τμήμα κάθε γιορτής, ο σχηματισμός του χορού σε μια δεδομένη γιορτή περιλάμβανε επιλογή των μελών του, είτε όλες όσες συμμε τείχαν προέρχοντο από το ίδιο σόι είτε όχι. Οι Έ λ λ η ν ε ς φυσικά επιθυμούσαν κάθε παράσταση σε γιορτή να ακούγεται και να φαίνεται ωραία και στην επιλογή των μελών του χορού ο προφανής σκοπός (ανεξάρτητα από τη συχνό τητα των αποτυχιών του εξαιτίας εύνοιας, έχθρας ή μηχανορραφίας) θα ήταν να διαλέξουν όσες συνδύαζαν, στον υψηλότερο δυνατό βαθμό, ομορφιά, χάρη και ικανότητα. Αυτό το γεγονός διαμορφώνει μιαν ενδιαφέρουσα σχέση ανάμεσα στη Σαπφώ και τον Αλκμάνα. Γνωρίζουμε ότι την εποχή της Σαπ φούς υπήρχαν γυναικείοι διαγωνισμοί ομορφιάς στη Λέσβο, γιατί το απ. 130.32 του Αλκαίου λέει: όπου πηγαίνουν οι Λεσβιάδες με φορέματα μακριά και κρίνεται η κορμοστασιά τους (φυά, «σωματική ανάπτυξη»), ( ή «προσπαθούν να πάρουν μιαν απόφαση για...» ή «προσπαθούν να εκλέξουν...») κι ολόγυρα αντηχεί ο θεσπέσιος ήχος της ιερής φωνής των γυναικών κάθε χρόνο.
Γυναικείοι κι αντρικοί διαγωνισμοί ομορφιάς εγίνοντο επίσης στην Ή λ ιδ α (Θεόφραστος, απ. 111).30 Π οιοι ήταν κριτές; Η εξύμνηση της ομορ φιάς ενός ανθρώπου (είτε μας αρέσει είτε όχι) είναι πράξη σεξουαλική και εξαιτίας αυτού είναι απίθανο σε οποιαδήποτε Ελληνική κοινότητα να επιδεικνύοντο ελεύθερες γυναίκες για εκτίμηση της ομορφιάς τους από άντρες και για απονομή βραβείων σε συγκεκριμένα πρόσωπα με κριτήριο τον σεξουαλι κό ερεθισμό. Ο Λνκ. του Π λούταρχου, 14.4, θεωρεί τη Σπάρτη παράξενη επειδή επέτρεπε στους νέους να παραβρίσκονται ως θεατές σε γιορτές παρθενείων. Αν, όμως, τα κορίτσια εξυμνούντο από γυναίκες και άλλα κορίτσια με υπερβολικούς και ασύστολους όρους, μπορούσαν να απολαύουν την επιβε βαίωση που απεριόριστα εισέπρατταν τα αγόρια. Οι σχέσεις, ανάμεσα σε όσες συμμετείχαν σε γυναικείους χορούς ή ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθή τρ ιες31 της μουσικής και της ποίησης, ίσως αποτελούσαν έτσι έναν φανερό «υποπολιτισμό» ή καλύτερα «αντιπολιτισμό», στον οποίο οι γυναίκες και τα 30. Νομίζω ότι ο Νΐΐδδοη, 1674, έχει δίκιο συνδέοντας παρόμοιους αγώνες με την επιλογή για τελετουργικούς σκοπούς. Οι Αθηναϊκοί αγώνες «ανδρείας» (ενανδρία) περιλάμβαναν ενήλικους στρατιώτες, όχι ωραίους νέους. 31. Το απ. 213 της Σαπφούς φαίνεται (αν κρίνουμε από την παράφραση ενός αρχαίου σχολιαστή) ότι έλεγε: «Η Πλειστοδίκη θα μοιραστεί με τη Γογγύλα τον τίτλο “σύζυγος της Γοργώς’V η λέξη, που χρησιμοποιείται, συναντάται στην ποίηση τόσο με την έννοια «σύζυγος» όσο και με την έννοια «σύντροφος». Τα ονόματα Γογγύλα και Γοργώ εμφανίζονται αλλού στη Σαπφώ. Τι υπονοεί το «σύζυγος» δεν γνωρίζουμε, όμως υποδηλώνει έναν σύνδεσμο μέσα στον κύκλο της Σαπφούς παρά μια σύγκλιση προς αυτήν.
Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
199
κορίτσια έπαιρναν από τις ομόφ υλέςτ^ϋζ όσα η απομόνωση και η μονογαμία τους στερούσαν από τους άντρες.3/ Η γλώσσα, με τη ν οποία εκφράζοντο οι σχέσεις αυτές, δεν επαρκεί για να μας πληροφορήσει αν η Σαπφώ, τα κορίτσια της Λέσβου και τα μέλη των χορώ ν του Αλκμάνα επιζητούσαν την πρόκληση οργασμού, μέσω της σω ματικής επαφής, από τη μια στην άλλη. Το απ. 94 της Σαπφούς (σ. 192) και ο Αυκ. του Πλουτ., 18.9, υποδηλώνουν ότι το επιζητού σαν και ότι ο αντρικός πληθυσμός της Λέσβου και της Σπάρτης, κατά την αρχαϊκή περίοδο, γνώριζε πολύ καλά τι έκαναν. Έ ξ ω από τον Σωκρατικό κύκλο δεν μπορεί να ήταν πολύ συνηθισμένο να ακούει ένας Έ λ λ η ν α ς ερωτι κή γλώσσα και να μην υποθέτει ότι εκείνοι που τη χρησιμοποιούσαν δοκίμα ζαν ηδονή από γενετήσιες πράξεις, όταν δινόταν ευκαιρία. Αν είναι ορθή η γνώμη μου ότι στην Αττική τέχνη και λογοτεχνία η γυναικεία ομοφυλοφιλία ήταν στην ουσία απαγορευμένο θέμα (σ. 187), μια σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα σε περιοχές και περιόδους αποκαλύπτεται· η διαφοροποίηση αυτού του είδους θα συζητηθεί στο Κεφάλαιο IV Τμήμα Α. Η μεταγενέστερη χρ ονο λογία της έκφρασης εχθρικών σχολίω ν για την ομοφυλοφιλία της Σαπφούς είναι ίσως ερμηνεύσιμη, αν λάβουμε υπόψη τον ρόλο που έπαιζαν οι Α θηναϊ κές κοινωνικές, ηθικές και πολιτιστικές αντιλήψ εις (χωρίς να ξεχνάμε την όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα των φιλοσοφικώ ν ενδιαφερόντων της μορφωμένης Α θηναϊκής κοινωνίας τον τέταρτο αιώνα) στον καθορισμό των Ε λληνιστικώ ν ηθικών κριτηρίω ν.33 Έ ν α ς άλλος παράγοντας έχει σχέση με το ζήτημα αυτό. Εξετάζοντας τη γυναικεία ομοφυλοφιλία στην Ελλάδα, απέφυγα τις λέξεις «λεσβία» και «λε σβιασμός» κι είχα σοβαρούς λόγους.34 Στην α ρχαιότηχα^η^ρράση «Λεσβίες π ί^ (π ρ β λ 7 το απΤΪ49 του Φερεκράτη, όπου χρησιμοποιείται με την έννοια λαικάστριαι)·35 και ο Η σύχιος, λ 692, ορίζει το λεσβιάζειν ως μολύναι το σ τόμα (πρβλ. Σούδα, 306) κι όταν ο Φιλοκλέωνας στους Σψήκ!£ζ' ΐυυ Άμΐυ ιΰψανη, 1345 κ.ε., λέει στο κορίτσι, που έφερε σπίτι του από κάποια γιορτή, «σε άρπαξα πολύ έξυπνα τη στιγμή που πήγαινες λεσ βιά ζειν τους κελεσμένους», είναι φανερό ότι δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε πιθανή ομοφυλοφιλική τάση από τη μεριά του κοριτσιού αλλά απλώς μεταφράζει το «ερωτοτροπώ με τους καλεσμένους» στους χυδαίους και υπερβολικούς όρους που κατά κανόνα 32. Την ιδέα αυτήν οφείλω εξολοκλήρου σε μιαν αδημοσίευτη μελέτη της Δρος Ιικίίΐΐι Η&ΙΙεΐΙ. Για τις ομοιότητες των αντρικών και γυναικείων κοινωνικών ομάδων πρβλ. ΜοΓ^ΙβαοΙι. 33. Για την ανάπτυξη των αναστολών και της σεξουαλικής ευπρέπειας κατά τον τέταρτο και τρίτο αιώνα π.Χ., πρβλ. σ. 166. 34. Πρβλ. ΚγοΙΙ (1924), 2100. Ο δγηιοηά8, 71, παραποιεί τα γεγονότα γύρω από τον όρο «Λεσβία». 35. Ο Οεηΐίΐί (1973), 126, καθώς φαντάζεται ότι ο ομιλητής σχολιάζει ένα δώρο, που προσφέ ρουν οι Λεσβίες «με ικανοποίηση», παραβλέπει τον σαρκασμό της φράσης: «Αυτό είναι ωραίο δώρο!» (πρβλ. Ευρ., Κύκλωπας 551, και ϋοηηΐδίοη, 128).
200
III Ιδιαίτερες Ό ψ εις και Ε ξελίξεις
υιοθετεί η κωμωδία.36 Στους Εταιρικούς Διαλόγους τουΛ ουκιανού, 5, (που γράφτηκαν τον τρίτο αιώνα μ.Χ.) μαθαίνουμε για κάποια πολύ αρρενωπή ομοφυλόφιλη από τη Λέσβο (έχει ξυρισμένο το κεφάλι και φορά περούκα) αλλά η εξίσου ομοφυλόφιλη συντρόφισσά της, με την οποία έχουν στόχο ένα κορίτσι, είναι από την Κ όρινθο κι αν υπάρχει νόημα στην επιλογή των πόλεων από τον Λουκιανό, είναι πιθανόν ότι^τόσο η Λέσβος όσο και η Κόρινθος (πρβλ. σ. 147) ήταν ονομαστές για σ εξουαλικές πρωτοτυπίεςΓΤο μόνο αρχαίο κείμενο, στο οποίο υπάρχει μ ια ρήηια Γαάο σύνδεση τηςΛ εσβου με την ομοφυλοφιλία, είναι το απ. 358 του Ανακρέοντα. Ο ποιητής τραγουδά τον πόθο του για ένα κορίτσι που: αφού είναι από το ευγενές νησί της Λέσβου, δεν της αρέσουν τα μαλλιά μου (κόμη) —είναι άσπρα— κοιτά μ ’ ανοιχτό το στόμα κάποιαν άλλη.
Αφού η λέξη κόμη (μαλλιά) είναι θηλυκό ουσιαστικό, μπορεί να συνδυα στεί με το «άλλη», είτε σημαίνει «(ενν. τα μαύρα μαλλιά κάποιου) άλλα (ενν. από τα δικά μου)» είτε, σε σχέση με τη φήμη των Λεσβίων για πεολειξία, «(ενν. το ηβικό τρίχωμα κάποιου άλλου) άλλο (ενν. από τα άσπρα μαλλιά στο κεφάλι μου)».37 Είναι όμως πιθανόν ότι ο Ανακρέοντας εννοεί να παρουσιάσει το κ ορίτσι να ενδιαφέρεται ομοφυλοφιλικά για κάποιαν ά λλη 38 και επίσης ότι το «Λεσβία», στην εποχή του και σε κάθε άλλη εποχή στην αρχαιότητα, δεν περιείχε πρω ταρχικά την έννοια της ομοφυλοφιλίας. Εφόσον εννοούμε τον κόσμο διαιρεμένο σε ομοφυλόφιλους και ετεροφιλόφυλους και θεωρούμε τη διάπραξη ομοφυλοφιλικής πράξης ή ακόμα και την ύπαρξη ομοφυλοφιλικής επιθυμίας ως αμετάκλητο βήμα υπέρβασης ενός ορίου, που χω ρίζει το φυσιο 36. Λέγοντας, όπως ο Οί&ηβΓαικΙε (131 κ.ε.), ότι ο όρος «Λεσβία» υπονοεί απαραίτητα πεολειξία και τίποτα άλλο, θα προχωρούσαμε σε μιαν ατεκμηρίωτη διατύπωση- ορισμένες αναφορές στη «Λεσβιακή» συμπεριφορά, στην κωμωδία, ερμηνεύθηκαν έτσι από μεταγενέστε ρους σχολιαστές της κωμωδίας και είμαι βέβαιος ότι είχαν δίκιο, για ορισμένες από τις περιπτώ σεις αυτές, όμως, τα κωμικά χωρία δεν δικαιολογούν μια τόσο περιορισμένη ερμηνεία (πρβλ. συγκεκριμένα τις Εκκλ. του Αρ., 920, με την υποσημείωση του ΙΙδδΙιβΓ αά Ιοα.). Είναι επίσης παραπλανητικό να πούμε (Οί&ηβπιικίε, 132) ότι το ρήμα χάσκειν, «που χρησιμοποιείται για κορίτσια, με ερωτικά συμφραζόμενα, είναι ο (£Γΐηΐηυ5 ίεοΗηίαΐδ, που σημαίνει προθυμία για ΜΙατε». Σημαίνει «ανοίγω το στόμα» και η πεολειξία είναι αδύνατη χωρίς ν ’ ανοίξει το στόμα, όμως αυτό δεν είναι εκείνο που ο «ειδικός όρος» συνήθως εννοεί. Μεταφορικά, το «χάσκεινηρος ... » ή « ... σε ... » υποδηλώνει αποβλάκωση από θαυμασμό, πόθο ή κάθε είδους προσμονή. 37. Ο ΟίΗη^ΓαηίΙΰ θέλει την αντίθεση ανάμεσα στις φράσεις «τα μαλλιά του κεφαλιού μου» και «τα άλλα μου μαλλιά», όμως η αντίθεση, που μας προσφέρεται από τους Έλληνες, που χρησιμοποιούν την εμφατική κτητική αντωνυμία έμός, βρίσκεται ανάμεσα στο «τα μαλλιά μου» και το «τα άλλα» (Οαπιρβείΐ, 186). 38. Θα μου προκαλούσε μεγάλη έκπληξη ασφαλώς, αν είχε δίκιο ο Μ.Ε. ^εδΐ (1970), 209, που θεωρεί ότι το κορίτσι είναι εντελώς «αφοσιωμένο σε μια συνηθισμένη συζήτηση με τη φίλη του» και δεν έλκεται, όπως αντίθετα εγώ πιστεύω, από ένα σεξουαλικό ενδιαφέρον, το οποίο καθιστά αδύνατη, για τον Ανακρέοντα, τη διέγερση του σεξουαλικού της ενδιαφέροντος γ ι’ αυτόν.
Γυναίκες και Ομοφυλοφιλία
201
λογικό, το υγιές πνευματικά και σωματικά, το φυσικό και το καλό από το ανώμαλο, το νοσηρό, το παράλογο, το αφύσικο και το σατανικό, δεν θα προχω ρήσουμε παρά πολύ στην κατανόηση των Ελληνικώ ν αντιλήψεων για την ομοφυλοφιλία. Αν οι Λεσβίες ήταν ονομαστές για αδιάντροπη και ασύστολη σε^ουαλικότιτταΤ^Τκαρ^ ίσως των Αθηναίων ευφυολόγων της εποχής των πολέμων ανάμεσα σε Αθήνα και Μ υτιλήνη τον έκτο αιώνα) είναι πιθανόν ότι τους χρεώθηκαν όλες οι γενετήσιες πράξεις, που μπορεί να επινοήσει το εφευρετικό κυνήγι της γαργαλιστικής ποικιλίας στην ηδονή, και οι ομοφυλοφιλικές συνήθειες μαζί με την πεολειξία, τον φοινικισμό, τα σεξουαλικά τρίο, τη συνουσία σε ασυνήθιστες στάσεις και τη χρήση ολίσβων.
39. Ό ταν ο Δίδυμος εξέταζε (δεηοοα, Επιστολές 88.37) «αν η Σαπφώ ήταν πόρνη (ρυΜΐοα)» δεν εννοούσε: «Μπορεί να ήταν ετεροφυλοφιλική πόρνη επίσης ή εκτός από ομοφυλόφιλη εραστής;» αλλά, «ήταν μια ξεδιάντροπη γυναίκα πρόθυμη για κάθε είδους σεξουαλική συμπερι-
IV Μεταβολές
Α. Οι Δωριείς Ορισμένες Ελληνικές κοινότητες, που μιλούσαν πολύ συγγενικές διαλέ κτους, πίστευαν ότι είχαν κοινούς προγόνους και οι τρεις σημαντικότερες ομάδες αυτού του είδους ήταν οι «Δωριείς» (π.χ. Σπάρτη, Ά ρ γ ο ς, Κόρινθος και οι πόλεις της Κρήτης), οι «Αιολοί» (Βοιωτία, Λέσβος) και οι «Ίω νες» (Αθήνα και τα περισσότερα νησ ιά του Α ιγαίου και οι πόλεις των παραλίων της Μ ικράς Ασίας, που βλέπουν στο Αιγαίο). Μια αποικία ιδρυμένη κοντά ή μακριά ανήκε φυσικά στην ίδια ομάδα με τη μητρική πόλη, έτσι, για παρά δειγμα, οι Συρακούσες ήταν Δωρικές, επειδή μητρική τους πόλη ήταν η Κ όρινθος. Οι τρεις ομάδες δεν περιλαμβάνουν ολόκληρο τον Ελληνικό κό σμο, διότι σημαντικές περιοχές —όπως η Φωκίδα, η Ή λ ιδ α και η Αρκαδία— δεν ήταν ούτε Δωρικές ούτε Αιολικές ούτε Ιωνικές. Η ευρύτερα αποδεκτή γενίκευση σήμερα για την Ε λληνική ομοφυλοφι λία είναι ότι προήλθε από τη στρατιωτική οργάνωση των Δωρικών κρατών (έτσι ώστε η διασπορά της σ 9 ολόκληρο τον Ε λληνικό κόσμο ήταν προϊόν Δωρικής επιρροής) και ότι στην κλασική περίοδο η φανερή ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ήταν περισσότερο αποδεκτή σε ορισμένες Δωρικές περιοχές (ιδιαίτερα στη Σπάρτη και την Κ ρήτη) από όσο σε άλλες. Το πρώτο μέρος της γενίκευσης αυτής δεν απορρίπτεται και ίσως είναι αληθές, οι μαρτυρίες όμως που το υποστηρίζουν, δεν είναι τόσο πειστικές όσο συνήθως πιστεύεται και βεβαιώνεται. Το δεύτερο μέρος της γενίκευσης θα μπορούσε ίσως να είναι αληθές, έχει όμως να αντιμετωπίσει έναν σημαντικό όγκο αντίθετων μαρτυ ριών. Η δυσκολία εκτίμησης των μαρτυριών έγκειται στο γεγονός ότι οι Έ λ λ η ν ε ς, όπως όλοι, έκριναν σύμφωνα με το συναίσθημα το οποίο εγκυμο νούσαν παραδείγματα παρόντα στο πνεύμα τους τη στιγμή που μιλούσαν, και στην περιβόητη διαφορά ανάμεσα στις προβαλλόμενες πεποιθήσεις και στην
204
IV Μ εταβολές
πραγματική συμπεριφορά. Η γενίκευση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε δύο χωρία από τους Νόμους του Πλάτωνα, όπου οι τρεις ομιλητές είναι ένας Αθηναίος, ένας Κ ρητικός κι ένας Σπαρτιάτης. Στο 636^6, απαντώντας στον ισχυρισμό του Σπαρτιάτη ότι η στρατιοοτική οργάνωση των συσσιτίων και της γυμναστικής εκπαίδευσης καλλιεργούν τη σωφροσύνην, ο Αθηναίος λέει: / Αυτές οι γυμναστικές ασκήσεις και τα συσσίτια... φαίνεται επίσης ότι έχουν / υποσκάψει έναν νόμο, που είναι αρχαίος και σύμφωνος προς τη φύση, εννοώ την / ηδονή, που άνθρωποι και ζώα βρίσκουν στη σεξουαλική επαφή. Γ ι’ αυτό πάνω I α π5 όλα θα έπρεπε να κατηγορηθούν οι πόλεις σας και όλες αυτές οι πόλεις που εφαρμόζουν τις σωματικές ασκήσεις... Πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν το θηλυκό και το αρσενικό ενώνονται για αναπαραγωγή, η ηδονή στην πράξη αυτή μοιάζει να τους παραχωρήθηκε σύμφωνα με τη φύση ενώ η ηδονή, που απολαύεται από τα αρσενικά, όταν έρχονται σε σεξουαλική επαφή με αρσενικά ή από τα θηλυκά σε σεξουαλική επαφή με θηλυκά, μοιάζει να είναι αντίθετη προς τη φύση, έγκλημα πρώτου μεγέθους, που διαπράττεται από ανικανότητα να ελεγ χθεί ο πόθος για ηδονή. ' Ολοι κατηγορούμε τους Κρητικούς ότι επινόησαν τον μύθο του Γανυμήδη,..
\
Ο Σπαρτιάτης Θίγεται και στρέφει τη συζήτηση στους περιορισμούς που επιβάλλονται για τη μέθη στη Σ π ά ρ τ η ./Ο τ α ν την κατάλληλη στιγμή ο Α θηναίος επανέρχεται διεξοδικά στη σεξουαλική νομοθεσία (πρβλ. σ. 181) λέει (8366): Από πολλές άλλες απόψεις η Κρήτη γενικά και η Σπάρτη μας δίνουν μεγάλη και σοβαρή υποστήριξη στην προσπάθειά μας να θεσπίσουμε νόμους, που να διαφέρουν από τη σημερινή κατάσταση, στο θέμα του έρωτά όμως —είμαστε μόνοι (ενν. κι έτσι μπορούμε να μιλάμε με πεποίθηση)— έχουν εντελώς αντίθε τες απόψεις από εμάς.
Π ρέπει πρώτα πρώτα να πούμε ότι ο Πλάτωνας δεν ήταν ιστορικός ούτε στο επάγγελμα ούτε από ιδοσυγκρασία και ακόμα κι αν είχε την πρόθεση να ύπαινιχθεί ότι η ομοφυλοφιλία άρχισε στην Κ ρήτη και τη Σπάρτη κι ότι από κει απλώθηκε στον Ελληνικό κόσμο, δεν είμαστε αναγκασμένοι να σεβαστού με την αυθεντία του. Ούτε εκείνος ούτε κανένας άλλος Έ λ λ η ν α ς της κλασ ι κής περιόδου δεν είχε τη δυνατότητα να ανακαλύψει πώς διαδόθηκε μια κοινω νική συνήθεια δύο ή τρεις αιώνες νω ρίτερα.1Τη γνώμη ότι οι Κ ρητικοί επινόησαν την παιδεραστία ασπαζόταν κι εξέφραζε ασφαλώς ο Τίμαιος (Ρ 144), ό χι πολύ μετά τον Πλάτωνα, και ο Εχεμένης, Κ ρητικός ιστορικός 1. Δεν υπήρχαν σχετικά γραπτά τεκμήρια* ένας συνδυασμός δηλώσεων αρχαϊκών ποιητών για τις παραδόσεις στον καιρό τους θα αποτελούσαν τεκμήρια άξια εξετάσεως, δεν έχουμε όμως λόγους να υποθέσουμε ότι υπήρχε ικανός αριθμός παρόμοιων δηλώσεων.
Οι Δωριείς
205
αβέβαιης χρονολογίας, υποστήριζε ότι (Ρΐ) δεν απήγαγε ο Δίας τον Γ ανυμήδη αλλά ο Μίνωας, ο μυθικός βασιλιάς της Κρήτης. Επειδή υπαινίσσεται ότι, την εποχή που έγραφε τους Νόμους, η Σπάρτη και η Κρήτη ξεχώριζαν για τον βαθμό που επιδοκίμαζαν την ομοφυλοφιλία, ο Πλάτωνας αξίζει κάποια προ σοχή. Ό σ ο ν αφορά στην Κ ρήτη, ο Πλάτωνας υποστηρίζεται από τον Αρι στοτέλη, Π ολιτικά 1272323-26, όπου η Κ ρητική «σεξουαλική επαφή με ά ντρες» θεωρείται συνήθεια προορισμένη να εμποδίσει τον υπερπληθυσμό. Θα είναι φρόνιμο να εξετάσουμε πρώτα τις μαρτυρίες για τις κατά τόπους ομοφυλοφιλικές παραλλαγές στην κλασική περίοδο και μόνο τότε (έχοντας υπόψη τις σύμφυτες αβεβαιότητες στην προβολή σε παλαιότερες περιόδους διαπι στώσεων που προέρχονται από νεότερες) να διατυπώσουμε θεωρίες για την προέλευση του ομοφυλοφιλικού πνεύματος. (ί) Γλωσσική χρήση Ανάμεσα σε ενδιαφέροντα λήμματα λεξικών της ύστερης αρχαιότητας και της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου συναντάμε: Η σύχιος κ 4080, «με τον Κ ρητικό τρόπο: χρή ση παιδικών»· λ 224, «λακωνίζω:2 χρή ση παιδικών» (πρβλ. Σούδα λ 62)* λ 226, «με τον Λακωνικό τρόπο: εισάγω το πέος μου· παιδεραστεΐν προσφέρουν εαυτές (πληθυντικός του θηλυκού) σε επισκέπτες, αφού οι Λάκωνες προφυλάσσουν τις γυναίκες τους λιγότερο από κάθε άλλον λαό»· κ: 4735, «κυσολάκων. ο Α ρίσταρχος λέει ότι αποκαλούσαν έτσι τον Κ λεινία, επειδή λακώνιζε με τον κυσόν, και ονόμαζαν τη χρ ή σ η παιδικών “ λακω νισμό” » (πρβλ. κ: 4738 «κυσός: πισινός ή γυναικείο αιδοίο» και πρβλ. Φώτιος, λήμμα κυσολάκων)' χ 85^5ο1ιπιί<3ΐ «χαλκιδίζαίί χρη σιμοποιείτα ι για όσους παιδεραστοΰσιν»* πρβλ. Σούδα χ 42 «χαλκιδίζω: παιδεραστεΐν, αφού ανάμεσά τους (ενν. ανάμεσα στους κατοίκους της Χαλκίδας) συνηθιζόταν ο έρωτας ανδρών». Έ ν α σχετικά μεγάλο ποσοστό παρόμοιων λέξεων προέρχο νται από την Α ττική κωμωδία, ο Η σύχιος όμως μόνο σπάνια κατονομάζει τις πηγές (ακολουθώντας τους σχολιαστές των Ε λληνιστικώ ν χρόνων), όσων καταχωρεί και εξηγεί. Η Σούδα, λ 62, προσθέτει στην ερμηνεία του «λακωνί ζω»: «Αριστοφάνης στο δεύτερο3 Θεσμοφοριάζουσες» και δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία σε καμία περίπτωση (ακόμα και χω ρίς το όνομα του Α ρίσταρχου, που σχολίασε ορισμένα έργα του Α ριστοφάνη) ότι το κυσολά κων, ως επίθετο στον πατέρα του Α λκιβιάδη, Κ λεινία,4 προήλθε από κωμωδία. ' Οπως εύκολα μπορούμε να δούμε, αν πάρουμε χω ρία από έργα τον Αριστοφά2. Στο κεφάλαιο αυτό, για πρακτικούς λόγους, «Λάκωνας» = «Σπαρτιάτης» και «Θηβαίος» ουσιαστικά = «Βοιωτός», εφόσον η Θήβα ήταν ο κυρίαρχος εταίρος στην ομοσπονδία της Βοιωτίας. 3. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, το χαμένο έργο του Αριστοφάνη «Θεσμοφοριάζουσες» δεν είχε καμιά σχέση με το σωζόμενο έργο με τον ίδιο τίτλο. 4. Για το είδος του αστείου: «Ο Αλκιβιάδης ο γιος του Κυσολάκωνα» (μπηχτή για τον Αλκιβιάδη όχι για τον πραγματικό πατέρα του Κλεινία), πρβλ. ΟονεΓ (1964), 36.
ίνη που σώζονται και τα φανταστούμε σαν ξερές, αποκομμένες φράσεις, χωρίς IV Μ εταβολές
206
\
συμφραζόμενα, υπάρχει χώρος για διαφωνία πάνω στη σημασία ενός δεδομέ νου όρου. Σε αντίθεση προς το απλοϊκό συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι της κυρίως κλασικής περιόδου χρησιμοποιούσαν το «λακωνίζω» ό χι μόνο (όπως έκαναν) για τη μίμηση της Σπαρτιάτικης αμφίεσης και των τρόπων και για την υιοθεσία φ ιλοσπαρτιάτικης π ολιτική ς5 αλλά επίσης για τη συμμετοχή σε ομοφυλοφιλική σαρκική μείξη, και σε αντίθεση προς το επιπλέον συμπέρα σμα ότι είχαν δίκιο, πιστεύοντας ότι παρόμοια συμπεριφορά ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τη Σπάρτη, έρχονται δύο πολύ σημαντικοί παράγοντες. Ο ένας είναι ότι, όπως είδαμε, ο υπαινιγμός της εύκολης παράδοσης στην ομοφυλοφιλική πρωκτική επαφή ήταν πάντοτε μειωτικός, από τα πράγματα που λέει κανείς για τους εχθρούς του, και η Σπάρτη κι η Αθήνα ήταν εχθροί με σύντομα μόνο διαλείμματα ειρήνης κατά τη διάρκεια της ζωής του Α ριστοφά νη και των συγχρόνων του. Ο δεύτερος είναι ότι ο Φώτιος προσθέτει, στην ερμηνεία του κνσολάκων: «Γιατί έτσι μεταχειρίστηκε ο Θησέας την Ελένη,6 σύμφωνα με τον Α ριστοτέλη».7Σε συνδυασμό με τη δήλωση του 'Α γνωνα από την Ταρσό, σύμφωνα με τον Αθήναιο, 602(1, ότι «πριν από τον γάμο είναι έθιμο να σχετίζονται οι Σπαρτιάτες με παρθένα κορίτσια όπως με τα παιδικά», φ αίνεται ότι ο Α ριστοτέλης ανέφερε τη δοξασία ότι ο Θ ησέας και η Ελένη (που την είχε απαγάγει ο Θησέας, όταν ήταν μικρή) «επινόησαν» την πρωκτι κή σεξουαλική επαφή και, αφού η Ελένη ήταν Σπαρτιάτισσα ηρωίδα, η α ρχική σεξουαλική σημασία του «λακωνίζω» θα ήταν «έρχομαι σε πρωκτική σεξουαλική επαφή», ανεξάρτητα από το φύλο του παθητικού συντρόφου. Το «χαλκιδίζω», όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες, συνδέει την Ιωνική πόλη Χαλκίδα της Εύβοιας με την ομοφυλοφιλία με περισσότερη βεβαιότητα α π ’ όσο το «λακωνίζω» τη συνδέει με τη Δωρική Σπάρτη. Μια πηγή, που δεν κατονομάζεται από τον Αθήναιο (60Ιά* ο Α θήναιος θεωρεί τον λαό της Χαλκίδας δαιμονίως ενθουσιώδη για την παιδεραστία, όπως ο Α ισ χίνης τον Μ ισγόλα [ί41]), υποστήριζε ότι ο Γανυμήδης ήταν Χαλκιδέας κι ότι τον άρπαξε ο Δίας κάπου κοντά στη Χαλκίδα* και ο Ερωτ. του Πλούταρχου, 761&6, παραθέτει από τον Α ριστοτέλη (απ. 98)8 ένα τραγούδι δημοφιλές στη Χαλκίδα: 5. Στον Γοργία του Πλ., 515ε, ο Καλλικλής αναφέρεται σε Αθηναίους «Λακωνίζοντες» με τα λόγια, «οι άντρες με κουνουπιδίσια αυτιά» (πρβλ. Πρωτ., 342Β). Ο Σωκρατικός κύκλος περιλάμ βανε ορισμένους, ιδιαίτερα τον Κριτία, που θαύμαζαν τη Σπάρτη κι ήταν έτοιμοι να προδώσουν την Αθήνα, δεν φαίνεται όμως να συναντάμε στον Πλάτωνα ανθρώπους που εμιμούντο τη Σπαρτιάτικη λιτότητα και βρομιά (ο Αρ., Όρνιθες 1282 κ.ε., αναφέρεται σε μια «τρέλα για τη Σπάρτη», δεν τη συνδέει όμως με καμιά συγκεκριμένη τάξη του πληθυσμού). 6. Διόρθωση, ουσιαστικά βέβαιη, ενός ονόματος, που δεν έχει νόημα. 7. Αν πρόκειται για τον φιλόσοφο Αριστοτέλη ή τον συγκαιρινό του (;) ιστορικό Αριστοτέ λη από τη Χαλκίδα, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. 8. Πρβλ. υποσ. 7.
Α
Οι Δωριείς
207
Ω αγόρια, εσείς που έχετε γοητεία κι ευγενή καταγωγή, μην έχετε κακές διαθέ σεις για τους καλούς άντρες που συζητούν με την ομορφιά σας! Γιατί μαζί με το θάρρος ο Έρωτας, που λύνει τα μέλη,9 ακμάζει στις πόλεις10 των Χαλκιδέων.
(ϋ) Σωζόμενη κωμωδία Στη σκηνή της συμφιλίωσης, στη Λνσιστράτη του Αριστοφάνη, όταν οι αντιπρόσωποι της Αθήνας και της Σπάρτης, σε αξιοθρήνητη κατάσταση από τη σεξουαλική απεργία των συζύγων τους, είναι ανυπόμονοι για διακανονι σμό, ο Αθηναίος λέει (1103): «Γιατί δε φωνάζουμε τη Λ υσιστράτη, που μόνον αυτή μπορεί να μας συμφιλιώσει;» και ο Σπαρτιάτης απαντά: «Μα τους δίδυ μους θεούς, φώναξε και τον Λ υσίστρατο, αν θες!» Ό τ α ν ολοκληρώ νονται οι διαπραγματεύσεις, ο Α θηναίος λέει (1173): «Τώρα θέλω να γδυθώ και να οργώσω!» —αρκετά σαφής σεξουαλικός υπαινιγμός με δεδομένα τα συμφραζό μενα— και ο Σπαρτιάτης παρεμβαίνει: «Και πρώτα θέλω ν 9 αρχίσω λιπαίνοντας!» Π ριν εξάγουμε το συμπέρασμα ότι εδώ αντιπαραβάλλονται οι Αθη ναίοι προς τους Σπαρτιάτες, ως ετεροφυλόφιλοι προς ομοφυλόφιλους, θα έπρεπε να αναλογιστούμε ότι ο Α ριστοφάνης θα μπορούσε χωρίς δυσκολία να βάλει και τα δύο αυτά αστεία στο στόμα κάποιου ομιλητή Α θηναϊκής ή οποιασδήποτε άλλης υπηκοότητας, αφού είναι γνωστό ότι ο Αθηναίος στον στίχο 1091 κ.ε. είπε, «αν κάποιος δεν μας συμφιλιώσει σύντομα, θα αναγκα στούμε να γαμήσουμε τον Κλεισθένη!» και ότι η πρωκτική ετεροφυλοφιλική σεξουαλική επαφή συνηθιζόταν στην Αθήνα (αν κρίνουμε από τις αγγειογρα φίες* πρβλ. σ. 110). Το δεύτερο αστείο όμως έχει έναν πρόσθετο στόχο, αν οι Σπαρτιάτες εθεωρούντο «επινοητές» της πρω κτικής σεξουαλικής επαφής (πρβλ. παραπάνω), (ϋί) Η διαμόρφωση χαρακτήρα ιεροτελεστίας στην Κρήτη. Ο Έ φ ο ρ ο ς, γράφοντας στα μέσα του τέταρτου αιώνα, δίνει μιαν αξιοσ η μείωτη περιγραφή (Ρ149) του υπό μορφήν ιεροτελεστίας ομοφυλοφιλικού βιασμού στην Κ ρήτη. Ο εραστής άφηνε να γίνει γνωστή η πρόθεσή του και η οικογένεια και οι φ ίλοι τού ερώμενου δεν προσπαθούσαν να κρύψουν το αγόρι, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι παραδέχοντο πως δεν άξιζε την τιμή, που του πρόσφερε ο εραστής. Αν πίστευαν ότι ο εραστής δεν άξιζε, εμπόδιζαν δυναμι κά τον βιασμό, αλλιώς σκηνοθετούσαν μιαν καλόβολη και χλιαρή αντίστα ση, η οποία κατέληγε στην απαγωγή του ερώμενου σε κάποιο κρησφύγετο για δυο μήνες. Στο τέλος αυτής της περιόδου, εραστής και ερώμενος επέστρεφαν στην πόλη (ο ερώμενος ήταν γνωστός, κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, ως παρασταθείς, «αυτός που στέκεται πλάι...» ή «ταγμένος στο πλευρό τού...») και 9. Λνσιμελής, αυτός που κάνει κάποιον να αισθάνεται αδύναμα τα γόνατά του. 10. Ο πληθυντικός περιλαμβάνει τις αποικίες των Χαλκιδέων όπως επίσης και τη μητρόπο λη.
208
IV Μεταβολές
ο εραστής έδινε στον ερώμενο ακριβά δώρα, στα οποία συγκαταλέγοντο ρούχα, που από τότε κι ύστερα θα μαρτυρούσαν το επίτευγμα του ερώμενου να επιλεγεί* ήταν κλεινός, «ονομαστός», χάρη στον φιλήτορα, «εραστή» του. Δεν γνωρίζουμε πόσο διαδεδομένο ήταν το έθιμο αυτό στις πόλεις της Κ ρήτης, μάταια ψάχνουμε για τους σχετικούς όρους ή για κάποιαν άλλη ένδειξη αυτής της ιεροτελεστίας στους Νόμους της Γόρτυνας, όπου η απαγόρευση του κοινού βιασμού (111-17) μοιάζει με την απαγόρευση του Αθηναϊκού νόμου, επειδή δεν κάνει διάκριση στο φύλο του θύματος, αν και η ποινή είναι μόνο χρ η μ α τικ ή .11 Ούτε βέβαια γνωρίζουμε πόσο παλιά ήταν η Κρητική ιεροτελε στία την εποχή του Έ φ ορου. Η Κ ρητική κοινωνική συμβατικότητα συμφω νούσε με τη Σπαρτιάτικη (πρβλ. σ. 223), για τί θεωρούσε ότι το θάρρος και ο ηθικός χαρακτήρας ήταν τα προσόντα που είλκυαν τον εραστή, όχι η ομορ φιά. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες όμως, από καμιάν άλλη Δωρική περιοχή, για τη διαδικασία που περιγράφεται από τον Έ φ ο ρ ο ,12 και θα ήταν φρόνιμο να τη θεωρήσουμε ειδική τοπική εξέλιξη, άσχετη προς το πρόβλημα της προέλευ σης του ομοφυλοφιλικού πνεύματος. (ίν) Ή λ ιδ α και Βοιωτία Το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό των επικρίσεων του Αθηναίου για την Κ ρήτη και τη Σπάρτη, στους Νόμους του Πλάτωνα, είναι αρνητικό, έρχεται σε αντίφαση όχι μόνο προς όσα πίστευαν ορισμένοι για τη Χαλκίδα αλλά και προς τα λόγια που βάζει ο Πλάτωνας στο στόμα του Παυσανία στο Συμπόσιο. Και ο σύγχρονος με τον Πλάτωνα, Ξενοφώντας, πολύ οικείος με τη Σπάρτη και με πείρα από τη διοίκηση στρατευμάτων, που προέρχοντο από διάφορα μέρη του Ελληνικού κόσμου, συμφωνεί με τον Π αυσανία, όχι με τον ανώνυμο Αθηναίο των Νόμων. Ο Παυσανίας λέει (Συμπ. 182 αβ) ότι ο ομοφυλοφ ιλικός έρωτας εγκρίνεται ανεπιφύλακτα στην Ή λ ιδ α και τη Βοιωτία —που καμιά τους παρεμπιπτόντως δεν ήταν Δωρική— και αποδοκιμάζεται ανεπιφύλακτα σε «πολλά μέρη της Ιωνίας και αλλού», στην Αθήνα όμως και 11. Πρβλ. \νί1ΐ€«δ, 10. 12. Ο Βείΐιε, 456 κ.ε., διακρίνει ομοιότητες προς την Κρητική ιεροτελεστία σε δύο από τις Ερωτ, Διηγ. του Πλούταρχου. Η πρώτη είναι (αρ. 2) ότι ο Αρχιας από την Κόρινθο* που θεωρείται ιδρυτής των Συρακουσών τον όγδοο αιώνα π.Χ., προσπάθησε να απαγάγει τον ερώμενό του Ακταίωνα, ο οποίος δυστυχώς κατακομματιάστηκε στη μαχη, που ξέσπασε ανάμεσα στους φίλους του και τον Αρχία. Η δεύτερη (αρ. 3) είναι ότι ο Σπαρτιάτης κυβερνήτης του Ωρεού της Εύβοιας άρπαξε έναν νέο και τον σκότωσε, όταν αυτός αντιστάθηκε στον βιασμό. Η ιστορία του Ακταίωνα πάντως προκύπτει από τη γενική συνήθεια των συμπλοκών για ερώμενους (πρβλ. σ. 60-3) και η άλλη ιστορία, που ενσωματώνεται σε μια λεπτομερέστερη ιστορία για δύο νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι βίασαν και δολοφόνησαν τις κόρες του οικοδεσπότη τους, έχουν προορι σμό να δείξουν τη φρικτή καταπίεση των Σπαρτιατών προς τους ξένους, πάνω στους οποίους διέθεταν εξουσία. Ο γάμος ήταν μια τελετουργική αναπαράσταση άρπαγής στη Σπάρτη, σύμφωνα με τον Λνκ. του Πλουτ., 15.4, θα ήταν όμως παράλογο να υποθέσουμε ότι αυτό προέκυψε από κάποιο ομοφυλοφιλικό έθιμο Κρητικού τύπου και όχι το αντίθετο.
Οι Δωριείς
209
στη Σπάρτη, οι αντιλήψεις του κόσμου είναι «περίπλοκες». Ο Ξενοφώντας, στο Σνμπ. 8.32 κ.ε., εμφανίζει τον Σωκράτη, με σαφή αναφορά στον Παυσα νία, να παραδέχεται την επικράτηση της φανερής ομοφυλοφιλίας στην Ή λ ιδα και τη Βοιωτία ως γεγονός («είναι έθιμό τους, στην Αθήνα όμως ατιμω τι κή») και στη Λακ. Πολ. 2.12 κ.ε., διακρίνει τη Σπάρτη τόσο από την Ή λ ιδ α όσο και από τη Βοιωτία και, στο άλλο άκρο, από μέρη όπου «εμποδίζουν εντελώς τους εραστές να μιλούν στα αγόρια». Η Σπαρτιάτικη συνήθεια είναι βέβαια «περίπλοκη» όπως την περιγράφει ο Ξενοφώντας (2.13): Αν ένας άντρας, που ήταν αυτό που ένας άντρας πρέπει να είναι, θαύμαζε την ψυχή κάποιου αγοριού και προσπαθούσε να τον κάνει τέλειο φίλο του και να σχετισθεί μαζί του, εκείνος (ενν. ο αρχικός νομοθέτης, ο Λυκούργος13) επαινού σε τον άντρα αυτόν και θεωρούσε αυτήν (ενν. τη σχέση) ως το καλύτερο είδος εκπαίδευσης. Αν κάποιος όμως ξεκάθαρα ποθούσε το σώμα του αγοριού, καθό ρισε ότι αυτό ήταν εντελώς επαίσχυντο και καθιέρωσε να απέχουν από τις σεξουαλικές σχέσεις με τα παιδικά τους οι εραστές στη Σπάρτη τόσο όσο και οι γονείς από τα παιδιά τους και τ ’ αδέλφια το ένα από το άλλο. Το γεγονός ότι ορισμένοι δεν το πιστεύουν αυτό δεν με εκπλήσσει, γιατί σε πολλές πόλεις ο νόμος δεν είναι αντίθετος προς τον πόθο αγοριών.
Το σύστημα που ενθαρρύνει κάτι που ονομάζεται «έρωτας» αλλά θεωρεί τη σωματική του ολοκλήρωση αιμομειξία, στέκει μια χαρά σαν φιλοσοφικό οικοδόμημα, όπως εκείνο που συναντάμε στην εικόνα του ιδανικού έρωτα στον Φαίδρο του Πλάτωνα, η λειτουργία του όμως είναι πιθανό να ανοίξει χάσμα ανάμεσα σε όσα λέγονται και σε όσα γίνονται. Αν το χάσμα αυτό ήταν πραγματικά ανοιχτό στη Σπάρτη, θα εξεταστεί αργότερα (σ. 212). Σε όλα τα Ε λληνικά κράτη, όταν ο ερώμενος έφτανε στην ηλικία της στρατιω τικής θητείας (και στην Αθήνα η υποχρέωση αυτή άρχιζε στα 18, αν και μόνο μέσα στα σύνορα της Α ττικής για την ομάδα ηλικία ς 18-19) εραστής και ερώμενος ήταν δυνατόν να βρεθούν πολεμώντας μαζί. Η επιθυμία του εραστή να διαπρέψει στα μάτια του ερώμενου υποδαύλιζε το θάρρος του (πρβλ. Π λ., Σνμπ. 178ε-179α). Αν ο ερώμενος αντιδρούσε στα συναισθήματα του εραστή με αγάπη και θαυμασμό, ο ερώμενος, από τη μεριά του, επιθυμούσε να φανεί αντάξιος προς το παράδειγμα που έθετε ο εραστής* για κείνον αυτό ήταν το κίνητρο θάρρους. Ό π ω ς είδαμε στην περίπτωση του Αρμόδιου και του Α ριστογείτονα (σ. 45), που σκότωσαν τον αδελφό του Αθηναίου τύραννου Ιππία στα 514 π.Χ. και πέρασαν στην Α θηναϊκή παράδοση, ως υπέρτατο
13. Ο Λυκούργος εθεωρείτο από τους Σπαρτιάτες νομοθέτης τους. Το πότε έζησε και κατά πόσο οι συνήθειες της κλασικής Σπάρτης προέρχοντο από την εποχή του, είναι θέματα για συζήτηση. Έ χει επίσης κάποια σημασία ότι ο Ξεν., Λακ. Πολ. 14, θεωρεί τους Σπαρτιάτες της εποχής του πολύ κατώτερους από τις προσδοκίες του Λυκούργου.
210
IV Μ εταβολές
παράδειγμα αφοσίω σης στην ελευθερία με τίμημα τη ζω ή,14 ο εραστής και ο ερώμενος μπορούσαν να αφοσιωθούν σε μια κοινή επιχείρηση, που απαιτού σε ύψιστρ ηρωισμό. Συσσωρεύτηκαν ανέκδοτα που σκιαγραφούν αυτό το θέμα, ορισμένα έχουν μυθολογικό χαρακτήρα, π.χ. (Νεάνθης από την Κύζικο Ρ1) η ιστορία ότι όταν κάποιο μαντείο απαίτησε ανθρωποθυσία από την Αθήνα, ο Κρατίνος, ένας ωραίος νέος, πρόσφερε τον εαυτό του ως θύμα και τότε ο εραστής του Α ριστόδημος θυσίασε τον εαυτό του επίσης (ίσως το χω ρίο 1790-18Ο& του Π λατωνικού Σνμπ. συνέβαλε σ ’ αυτήν την ιστορία). Δεν μπορούμε πάντως να απορρίψουμε όλα τα ανέκδοτα αυτού του τύπου ως ρομαντικά παραμύθια της μετακλασικής περιόδου. Ορισμένα περιέχονται σ ’ ένα έργο για τον έρωτα, που έγραψε ο Η ρακλείδης ο Π οντικός στα τέλη του τέταρτου αιώνα π.Χ., π.χ. (απ. 65) η συνομωσία του Χαρίτονα και των παιδι κών του, του Μ ελάνιππου, κατά του Φάλαρη, τύραννου του Ακράγαντα, και η συγνώμη που τους δόθηκε, επειδή συγκινήθηκε η καρδιά του τύραννου από το θάρρος τους στα βασανιστήρια (πρβλ. την παράδοση ότι ο Α ριστογείτονας άντεξε τρομερά βασανιστήρια [Α ριστοτέλης, Αθηναίων Π ολιτεία 18.5 κ.ε.]). Η ιστορία του Πλούταρχου (Ερωτ. 760ε-1&) ότι η μεγάλη εκτίμηση των Χαλκιδέων για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα προέκυψε από την ενθάρρυνση και έμπνευση, που έδωσε στον σύμμαχό τους, Κλεόμαχο από τη Φ άρσαλο, ο ερώμενός του κατά την προετοιμασία για τη μάχη (ο Κ λεόμαχος έχασε τη ζωή του), αντλήθηκε, αν και τα ονόματα των πρωταγωνιστών δεν ήταν τα ίδια, είτε από τον Αριστοτέλη είτε από τον Α ριστοτέλη τον Χαλκιδέα. Στην 'Η λ ιδ α και τη Βοιωτία τοποθετούσαν εραστή και ερώμενο πλάι πλάι στη μάχη (Ξεν., Σνμπ. 8.32). Τόσο το ένα όσο και το άλλο κράτος, δηλαδή, εκμεταλλεύοντο μια πλευρά του ομοφυλοφιλικού πνεύματος για στρατιωτικούς σκοπούς. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα για τη στρατιωτική οργάνωση της Ή λ ιδα ς, αλλά τον «Ιεοό Λ ά ^ ο ^ ω ν Θηβών, που σχηματίστηκε γύρω στα 378, αποτελούσαν εξολοκλήρου ζεύγη ομοφυλόφυλων εραστών.15 Ή τα ν ο πυρήνας του στρατού της Βοιωτίας, ενός στρατού φοβερού πάντοτε, στα μέσα του τέταρτου αιώνα, και στη Χαιρώνεια στα 338, όπου ο Φ ίλιππος Β ' της Μ ακεδονίας συνέτριψε την Ελληνική αντίσταση, έπεσαν μέχρις ενός. Κ άποιος Παμμένης, Θ ηβαίος στρατιωτικός διοικητής, υποστήριζε αυτόν τον τύπο σχηματισμού ζευγών, ως αρχή στρατιωτικής οργάνωσης (Πλουτ., Ερωτ. 761α) κι ήταν συνήθεια στη Θήβα (ίύΐά.), όταν ενηλικιωνόταν ο ερώμενος, να του δωρίζει ο εραστής του μια πανοπλία. Ό τ α ν ο Επαμεινώνδας έπεσε στη μάχη, στη Μ αντίνεια στα 362, ο τότε ερώμενός του Καφισόδωρος πέθανε πλάι του* ένας προηγούμενος ερώμενος, ο Α σώπιχος, επρόκειτο να γίνει ο φοβερο ί 4. Ο Θουκυδίδης, νΐ 54.1, δεν θεωρεί πολύ σημαντική την πράξη του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, επειδή, κατά τη γνώμη του, προέκυψε από μιαν ερωτική σχέση, αλλά δεν λέει τίποτα μειωτικό γ ι’ αυτήν την ερωτική σχέση. 15. Για τη χρονολόγηση πρβλ. ΡονεΓ (1965), 9-15.
Οι Δωριείς
211
τερος Θ ηβαίος μαχητής της εποχής του (ίύίά. 761(1). Η περιστάσιακή αναφο ρά του Ξενοφώντα (Ανάβ. νϋ 4.8) στην πολεμική αρετή, που επέδειξε ο Ε πισθένης, σ ’ έναν λόγο επιλεγμένο με κ ριτήριο την ομορφιά (πρβλ. σ. 56), δείχνει ότι οι Θ ηβαίοι της δεκαετίας του 370 δεν ήταν οι πρώτοι που εκμεταλ λεύτηκαν τη δίψα των ανδρών να κάνουν επίδειξη της παλικαριάς τους στους νέους και ωραίους. Εδώ φαίνεται να έχουμε μπροστά μας ένα ιστορικό γεγο νός εν εξελίξει και δεν βρισκόμαστε σε Δωρικό περιβάλλον. Ο Σπαρτιάτης εραστής και ο ερώμενος θα μπορούσαν να βρεθούν κοντά ο ένας στον άλλο στη γραμμή της μάχης και θα μπορούσε ακόμα να σχεδιαστεί να βρεθούν μαζί —όταν ο Σπαρτιάτης πολέμαρχος Α ναξίβιος αναζήτησε τον θάνατο στη μάχη, ως εξιλέωση για τη στρατιωτική του απερισκεψία, ο ερώμενός του στάθηκε μαζί του ως το τέλος (Ξ εν.,Ε λλ. ίν 8.39)—δεν ήταν όμως στοιχείο της Σπαρτιάτικης στρατιωτικής οργάνωσης η σκόπιμη τοποθέτηση του ερώμενου πλάι στον εραστή (Ξεν. Σνμπ. 8.35). (ν) Κοινωνική και στρατιωτική οργάνωση. Η ιδιομορφία της Σ παρτιάτικης και της Κ ρητικής κοινωνίας ήταν η ( απομόνωση των ανδρών πολιτών σε κοινά συσσίτια και στρατώνες (Α ριστοτέ λη Π ολιτικά 1271Μ0-2Μ, Ξεν., Λακ. Πολ. 5.2, Πλουτ., Λνκ. 12.1) και —ασφα λώς στη Σπάρτη* πρβλ. Ξεν., Λακ. Πολ. 6.1, Πλουτ., Λνκ. 15-17— η πολύ σκόπιμη αφαίρεση κύρους από τον πατέρα της οικογένειας και η μεταβίβασή του στην ομάδα των γηραιότερω ν ανδρών και σε όσους είχε εναποτεθεί η ευθύνη για τις διάφορες κατά η λικία ομάδες, δηλαδή, τα αγόρια, τους εφή βους, τούς νέους και τους άντρες. Η Σπαρτιάτικη κοινωνία γενικά ήταν οργανωμένη σαν στρατός σε εκπαίδευση (πρβλ. Πλουτ., Λνκ. 24.1). Έ χ ε ι παρατηρηθεί στην εποχή μας (για να μη μιλήσουμε για το απ. 120 του Εύβουλου [σ. 148]) ότι η απομόνωση των ανδρών σε στρατούς, πλοία ή φυλακές προάγει την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, έτσι υπάρχει ένα α ρ ή ο ή επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης παρόμοιας συμπεριφοράς σε εξαιρετικό βαθμό στη Σπάρτη και την Κ ρήτη. Π α ρ ’ όλα αυτά η συμπεριφορά των κατοίκων κάποιου στρατώνα στη μέση της πόλης δεν είναι η ίδια με τη συμπεριφορά μιας εκστρατευτικής δύναμης σε έρημο και μία από τις μεταβλητές, από τις οποίες εξαρτάται η ορθότητα του επιχειρήματος, είναι η στάση της δεδομέ νης στρατιω τικής κοινωνίας απέναντι στις γύνα ίκες£θι Σπαρτιάτες εκτιμού σαν κάθε άτομο, ανεξάρτητα με το φύλο του, ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο το άτομο αυτό, άντρας ή γυναίκα, συνέβαλλε στη διατήρηση της Σ παρτιάτικης εξουσίας πάνω σ ’ έναν υποτελή πληθυσμό και της Σπαρτιάτι κης ισχύος στην αναμέτρηση με άλλα κράτη. Και αυτό σήμαινε ότι στα μάτια τους καλύτερη γυναίκα ήταν η υγιέστερη μητέρα των υγιέστερων παιδιών. Με την αντίληψη αυτή, η οποία επηρέαζε εξίσου άντρες και γυναίκες, ταίριαζαν οι πολύ περισσότερες δημόσιες εμφανίσεις και η πολύ περισσότερη, από το κανονικό για τον Ελληνικό κόσμο, ελευθερία κινήσεως των γυναικών.
ί
212
IV Μ εταβολές
(Πλουτ., Λνκ. 14-15. I* πρβλ. Αρ., Λνσ. 79-84). Συνεπάγετοακόμα, η αντίληψη αυτή, τη σωματική άσκηση των γυναικών και αθλητικούς και μουσικούς αγώνες, από τους οποίους δεν αποκλείοντο οι άντρες θεατές έτσι ώστε η «αδιαντροπιά» της Σπαρτιάτισσας ήταν αντικείμενο δυσμενών σγολίω ν στην ^/\θήνα (Ευρ., Λν^ρομάχη^595ζ601ΚΟ νέος Σπαρτιάτης δεν βρισκόταν, καθώς / μεγάλωνε, στη μέση μιας απλής αντίθεσης ανάμεσα στον σεξουαλικό έρωτα / για τις γυναίκες και στη σεξουαλική πίστη προς τους άρρενες της μονάδας I του. Ο Σπαρτιάτης μπορούσε στην πραγματικότητα να δημιουργήσει τέσσε1 ρις σχέσεις: Πρώτον, αφοσίωση στους άντρες που ανήκαν στην ομάδα της I ηλικία ς του, με τους οποίους συναγωνιζόταν για αναγνώριση των αντρικών του αρετών και με τους οποίους ίσως (από όσο γνωρίζουμε) είχε συχνές και εφήμερες ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Δεύτερον, την πολύ εντονότερη σχέση εραστή-ερώμενου, όπως κι αλλού στον Ε λληνικό κόσμο. Τρίτον, γάμο, και τέταρτον, αν υπάρχει κάποια αλήθεια στη μαρτυρία του Ά γν ω να (σ. 206), μια σχέση εραστν\-έρωμένης μ 5 ένα ανύπαντρο κορίτσι, που ολοκληρωνόταν V πρω κτικά.16 Η φανερή αναγνώριση της τέταρτης από τις σχέσεις αυτές απο\ \ τελεί ένα στοιχείο στο οποίο η Σπάρτη φαίνεται πως διέφερε από άλλα κράτη. Τα μέλη μιας κλειστής και μυστικοπαθούς κοινωνίας έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν με καθαρή, βέβαιη άρνηση, κάθε ισχυρισμό ότι η κοινωνία I αυτή συμπεριφέρεται ά σχημ α17. Αν οι Σπαρτιάτες, τον τέταρτο αιώνα π.Χ., ομόφωνα και σταθερά αρνούντο ότι οι εραστές και οι ερώμενοί τους είχαν ποτέ σωματική επαφή πέρα από μια χειραψία, δεν ήταν εύκολο για έναν ξένο, ακόμα κι εκείνη την εποχή, να φέρει αποδείξεις για το αντίθετο και για μας είναι αδύνατον. Η μυστικοπάθεια ήταν συνυφασμένη με τον Σπαρτιάτικο τρόπο ζωής (πρβλ. Θουκ., ν 68.2). Σύμφωνα με τον Π λούταρχο, Λνκ. 15.8, ο νέος, παντρεμένος Σπαρτιάτης, που ζούσε με την ομάδα των συνομηλίκων του, έπρεπε να αποκρύπτει ολότελα τις νυχτερινές επισκέψεις στη γυναίκα ^ του.18 Οι Α θηναίοι χωρίς αμφιβολία καμάρωναν για την εξυπνάδα τους ότι «γνώριζαν» πως οι Σπαρτιάτες θα πρόσφεραν τον πισινό τους σε οποιονδήποτε το ζητούσε (ο Θεόπομπος, Ρ225, λέει σχεδόν το ίδιο για τους Μακεδόνες, προσθέτοντας το συνταρακτικό γεγονός ότι το έκαναν ακόμα και αφού μεγά λωνε η γενειάδα τους). Σήμερα, όποιος είναι βέβαιος ότι γνωρίζει όσα «πρέπει να έχουν κάνει» οι άνθρωποι κάποιου μακρινού πολιτισμού, είναι ελεύθερος να εΚφράσει την πεποίθησή του και δοκιμάζουμε φυσικά τον πειρασμό να πιστέψουμε ότι μια κοινωνία, όπως της Σπάρτης, ικανή για μεγάλη σκληρό τητα και δόλο, ήταν επίσης ένοχη υποκρισίας: Μια συμμαχία όμως ανάμεσα 16. Ο Θεσσαλικός (μη Δωρικός) όρος για τον ερώμενο ήταν άίτας (Θεόκριτος, 12.14)· ο Αλκμάν (απ. 34) χρησιμοποιούσε τον όρο άιτίς με την έννοια «όμορφο κορίτσι». 17. Πρβλ. το ανέκδοτο (Πλουτ., Λνκ. 15.17 κ.ε.) για την άρνηση ενός Σπαρτιάτη ότι οποιοσδήποτε Σπαρτιάτης διέπραξε ποτέ μοιχεία. 18. Αυτό ίσως είναι το πρότυπο των επιταγών στους Νόμονςτου Πλ., 841α-ε, για την ανάγκη αιδούς και μυστικότητας σε όλες τις σεξουαλικές σχέσεις.
Οι Δωριείς
213
στην άγνοια και τον φατριασμό είναι σαθρό θεμέλιο για ιστορικές υποθέσεις. < Τα Ο μηρικά έπη έχουν συντεθεί σε μια γλώσσα που, αν και είναι ένα εξαιρετικά τεχνητό αμάλγαμα, είναι βασικά Ιωνική, ως προς τη φωνολογία της, και σε μεγάλο βαθμό Ιωνική στη μορφολογία της επίσης. Από τα διάφορα μέρη, που διεκδίκησαν τον τίτλο της πατρίδας του Ομήρου, το Ιωνικό νησί της Χίου προβάλλει την αρχαιότερη και ισχυρότερη διεκδίκηση. Τα έπη διηγούνται γεγονότα, που πιστεύεται ότι συνέβησαν την εποχή που θα ονομά ζαμε «δωδέκατος αιώνας π.Χ.», και ο Ε λληνικός κόσμος, όπως τον παρουσιά ζουν —ένας κόσμος, που, όπως κι η επική γλώσσα, είναι αμάλγαμα— περιέχει πολιτιστικά, τεχνολογικά και πολιτικά στοιχεία, που πρέπει να διασώθηκαν στην παράδοση (ίσως μια παράδοση αφηγηματικής ποίησ ης) από τον δέκατο τέταρτο και δέκατο τρίτο αιώνα π.Χ. Δεν υπάρχει φανερή ομοφυλοφιλία σε κανένα από αυτά τα έπη ούτε διαφυλαγμένη στα παραδοσιακά συστατικά ούτε φερμένη από τον Ιωνικό πολιτισμό, ο οποίος παρήγαγε τα ποιήματα στη μορφή που τα έχουμε σήμερα (πρβλ. σ. 217), είναι επομένως αρκετά λογικό να μην ψάξουμε για το σημείο προέλευσης της Ε λληνικής ομοφυλοφιλίας στην εποχή του Χαλκού ή στην Ιω νία.18α Οι Δωριείς εμφανίζονται ως αυτό το σημείο προέλευσης, επειδή κινήθηκαν προς τα κάτω, στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα, στα τέλη της Ε ποχής του Χαλκού, και επέβαλαν τη μετανάστευση των Ελληνόφωνων λαών, σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα των Ιώνων, προς τα ανατολικά δια μέσου του Α ιγαίου. Τουλάχιστον για ένα ερώτημα λαμβάνεται ως δεδομένο το ζητούμενο από την υπόθεση αυτή, γιατί αν οι Δωριείς δεν ήταν κιόλας διαφοροποιημένοι, από τη φανερή σύναψη ομοφυλοφιλικών σχέσεων, όταν για πρώτη φορά έφτασαν στη νότια Ελλάδα — αν, δηλαδή, η φανερή ομοφυλοφιλία άρχισε κάποια στιγμή μετά την επιβολή της μορφής της ομα δοποίησης κατά εθνικότητα, η οποία μας είναι οικεία στην αρχαϊκή περίοδο — θα ήταν εξίσου πιθανό να ξεκίνησε η ομοφυλοφιλία τόσο σε μια μη Δωρική όσο και σε μια Δωρική περιοχή. Επιστρέφουμε στους Δωριείς, σ 9 αυτήν την περίπτωση μόνο με βάση τη σχέση στρατιω τικής οργάνωσης και ομοφυλοφι λίας, ενώ η χρονολογική σειρά του Τρωϊκού Πολέμου, της Δωρικής Εισβο λής και της σύνθεσης της Ιλιάδας παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία α φ ’ εαυτής για την ιστορία της ομοφυλοφιλίας. Θα εξυπηρετούσε ίσως περισσότερο να εξετάσουμε τη σειρά με την οποία πρόκειται να συναντήσουμε άμεσες μαρτυρίες για την ομοφυλοφιλία, σε διαφορετικούς τόπους και εποχές κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου. Οι ξυστές επιγραφές της Θήρας, Σπαρτιάτικης αποικίας, ίσοος φτάνουν αρκε ί 8α. Είναι πιθανόν, όπως υποθέτει ο Ι^δ1<:γ, 81, ότι η αναφορά στην ομοφυλοφιλία απωθήθηκε στα Ομηρικά έπη χάριν κοσμιότητας* πρβλ. σ. 208. για το Σνμπ. (182 &6) του Πλάτωνα. Ο ΟΙαΓίίε υποστηρίζει ότι υπάρχουν ομοφυλοφιλικοί υπαινιγμοί σε πολλά Ομηρικά χωρία. Η ερμηνεία του αυτών των χωρίων δεν είναι αδιαμφισβήτητη και εν πάση περιπτώσει η ομοφυλοφιλική αναφορά θα ήταν συγκαλυμμένη και όχι (όπως στην ποίηση του έκτου αιώνα) απροκάλυπτη.
214
IV Μ εταβολές
τά πίσω, ως τον έβδομο αιώνα π.Χ., όμως η σπανιότητα σχετικώ ν μαρτυριών αφήνει πολλά περιθώρια για διαφωνίες όσον αφορά στη χρονολογία τους.19 Αν έχω δίκιο, ερμηνεύοντας αυτές τις μαρτυρίες ως επιπόλαιες (σ. 134), όσες διακηρύσσουν ότι ο X πήδηξε τον Υ δεν μας βοηθούν καθόλου να χρ ονολογή σουμε την εμφάνιση της κοινωνικά αποδεκτής ομοφυλοφιλίας ανάμεσα στους Δωριείς ή οποιουσδήποτε άλλους. Δεν υπάρχουν ευδιάκριτα ομοφυλοφιλικά σ τοιχεία στην ιαμβική και ελεγειακή ποίηση, που άνθησε στα μέσα του έβδομου αιώνα και μας είναι γνωστή από αποσπάσματα και παραθέσεις από τους Ίω ν ες Καλλίνο και Α ρ χίλοχο και τον Σπαρτιάτη Τυρταίο. Η απουσία (ως τώρα) ομοφυλοφιλίας στον Α ρχίλοχο ίσως είναι σημαντική, αφού τον χαρακτηρίζει η έλλειψη αναστολών στην περιγραφή της ετεροφυλοφιλικής συμπεριφοράς και εξίσου σημαντική μπορεί να είναι η απουσία κάθε αναφο ράς στη μετέπειτα ερωτική λογοτεχνία (π.χ. Π λούταρχος, Ερωτικός) στον Τυρταίο, σε σχέση με τον ομοφυλοφιλικό έρωτα ανάμεσα στους Σπαρτιάτες, για τους οποίους και γύρω από τους οποίους έγραψε.20 Ισχυρές μαρτυρίες, για τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, εμφανίζονται στη Λεσβιακή ποίηση της Σαπφούς, στις αρχές του έκτου αιώνα π.Χ., και μια γλώσσα, που έντονα υποδηλώ νει γυναικεία ομοφυλοφιλία, εμφανίζεται, ουσιαστικά ταυτόχρονα, στη Σπάρτη (πρβλ. σ. 196) στα παρθένεια του Αλκμάνα. Ο συγκαιρινός με τη Σαπφώ, Α λκαίος, περιγράφεται από τον Κικέρωνα ( Τονσκονλιανές Διατρι βές) με τα λόγια: «Τραγουδά τον έρωτα των νέων». Ούτε ένα από τα σωζόμενα αποσπάσματα του Αλκαίου δεν στηρίζει αυτήν τη γενίκευση. Το σύνολο όμως του έργου του Αλκαίου, που διαθέτουμε, είναι τόσο μικρό μέρος της ποιητι κής του παραγωγής ώστε μπορούμε να κατηγορήσουμε την τύχη για την απώλειά μας και αντί να φανταζόμαστε ότι ίσως ο Κικερώνας έκανε σύγχυση ανάμεσα στον Αλκαίο και τον Ανακρέοντα ή ότι ίσως εννοούσε «τον έρωτα που αισθάνονται οι νέοι για τα κορίτσια», πρέπει να προσέξουμε ότι οι Ωδές του Οράτιου, ί 32.9-11, είναι πολύ ακριβέστερες: Ο Α λκαίος «τραγουδούσε για τον Λύκο, ωραίον με τα μαύρα του μάτια και μαλλιά». Η αρχαιότερη επομένως έκφανση αντρικού ομοφυλοφιλικού έρωτα είναι μη Δωρική και μη Δωρική είναι κάθε έκφανσή του στις τέχνες, στο υπόλοιπο του έκτου αιώνα* οι αρχαιότερες σκηνές ομοφυλοφιλικής ερωτοτροπίας, σε Αττικά μελανόμορφα αγγεία (για το Κ42 πρβλ. σ. 103) είναι σύγχρονες με το απ. 25 του Σόλωνα: 19. Πρβλ. ΙείίεΓΥ, 318 κ.ε. 20. Για τη χρονολόγηση του Θέογνη, πρβλ. σ. 11 υποσ. 16. Η ομοφυλοφιλική ποίηση στη συλλογή του Θέογνη ίσως είναι το τελευταίο χρονολογικά συστατικό της. Η αναφορά του Τυρταίου (απ. 10.27-30) στην ομορφιά κάποιου νέου άντρα έχει πρότυπο την Ιλ., X 71-3, και επισημαίνει ότι είναι επαίσχυντο να βλέπεις έναν γέρο να πεθαίνει από τις πληγές του στο πεδίο της μάχης αλλά ταιριάζει στους νέους να πληγώνονται και να υποκύπτουν στον θάνατο. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο Τυρταίος περιγράφει τον ωραίο νέο ως «έρατόνστις γυναίκες» (πρβλ. σ. 47) αλλά ως θηητόν, δηλαδή, νέον που έλκει την προσοχή, σαν αξιοθαύμαστος ή αξιοπρόσε κτος για τους άντρες.
Οι Δωριείς
215
όταν, στο υπέροχο άνθος της νιότης, αυτός ερωτευθεί κάποιο αγόρι ( παιδοφιλε ϊν ), λαχταρώντας μηρούς και στόμ ^ λ υ κ ^ ^
δίσ τιχο για το οποίο συνοφρυώθηκαν αρκετά πρόσωπα σε μετέπειτα εποχές, αφού ο Σόλωνας ετιμάτο στην Αθήνα ως νομοθέτης και μορφή ανεπίληπτου ηθικού κύρους. Στη γενιά μετά τον Σόλωνα, οι Ίω ν ε ς λυρικοί ποιητές Ί β υ κος και Ανακρέοντας περιλαμβάνουν ανάμεσα στα ερωτικά τους ποιήματα ορισμένα που απευθύνονται σε ερώμενους, π.χ. Ίβ υ κ ο ς απ. 288, Ανακρέοντας απ. 346 και 357 (πρβλ. Μ άξιμος από την Τύρο 37.5, για τους διάφορους ερώμενους του Ανακρέοντα). Έ ν α Κ ρητικό χάλκινο πλακίδιο, της περιόδου 650-625 π.Χ., όπου ένας άντρας με τόξο βρίσκεται αντιμέτωπος με νέο, που μεταφέρει αγριοκάτσικο στους ώμους του, και ο άντρας πιάνει τον αντιβραχίονα του νέου,21 παρουσιά ζει τον χιτώ να του νέου τόσο κοντό ώστε φαίνονται τα γεννητικά του όργανα. Τα γεννητικά όργανα του άντρα ωστόσο, παρά τον εξίσου κοντό χιτώνα του, δεν φαίνονται. Αυτό είναι ένα πολύ πρώιμο παράδειγμα του ενδιαφέροντος του Έ λ λ η ν α καλλιτέχνη για τα νεανικά γεννητικά όργανα (πρβλ. σ. 141 κ.ε.), είναι όμως αβέβαιο αν πρόθεση του καλλιτέχνη ήταν η απεικόνιση ερωτικής πολιορκίας ή διαμάχης. Το γεγονός ότι το πλακίδιο προέρχεται από Δωρική περιοχή χάνει τη σημασία του από την έμφαση, που δίνεται στα γεννητικά όργανα (με τη χρη σιμ οποίησ η επίστρω σης για το ηβικό τρίχωμα) ενός αγαλματίδιου νέου,22 από ελεφαντόδοτο, του έβδομου αιώνα επίσης, που προέρχε ται από τη (μη Δωρική) Σάμο. Θα δούμε από τις μαρτυρίες, που παραθέτονται και εξετάζονται, ότι δεν υπάρχει ζήτημα εντοπισμού της διάδοσης του ομοφυλοφιλικού έρωτα από τη Σπάρτη σε άλλα Δωρικά κράτη. Μπορούμε να πούμε μόνον ότι η κοινωνική αποδοχή του και η καλλιτεχνική του εκμετάλλευση είχε εξαπλωθεί ως τα τέλη του έβδομου αιώνα π.Χ. Ο Έ φ ο ρ ο ς μας επιτρέπει μια σύντομη ματιά στην ιδιαίτερα εθιμοτυπική εξέλιξη του ομοφυλοφιλικού έρωτα στην Κρήτη. Η ορολογία προσφέρει αποδείξεις ότι στην κλασική Αθήνα ήταν δυνατόν να θεωρείται ο ομοφυλοφιλικός έρωτας χαρακτηριστικά Σπαρτιάτικος και πως κάπου κάποτε ήταν δυνατόν να θεωρείται ότι απόλαυε ιδιαίτερου θαυμασμού στη Χαλκίδα. Τα Συμπόσια του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα μας λένε ότι η περισσότερο άμεση και ανενδοίαστη εκδήλωση του ομοφυλοφιλικού έρωτα θα παρατηρείτο στην Ή λ ιδ α και στη Βοιωτία. Ο Πλάτωνας στα τέλη της ζωής του επικρίνει την εξαιρετικά εδραιωμένη θέση του ομοφυλοφιλικού έρωτα στην κοινωνία της Σπάρτης και της Κ ρήτης. Η έκταση της περιόδου, που συνοψίζεται σ 5 αυτήν την παράγραφο, είναι δυόμισι αιώνες, οχτώ γενιές,
21. Βοαπίπιαη (1973), εικ. 49. 22. Μά., εικ. 32.
216
IV Μ εταβολές
κι όσο ατυχής κι αν φαίνεται, σε όσους θα προτιμούσαν να ’ναι απλή και καθαρή η μορφή του παρελθόντος, έχουμε απέναντι μας ένα φαινόμενο που διέφερε όχι μόνον από τόπο σε τόπο αλλά και από εποχή σε εποχή επίσης.
Μύθος και Ιστορία
217
Β. Μύθος και Ιστορία
Ο ισχυρισμός (σ. 213) ότι δεν υπάρχει φανερή ομοφυλοφιλία στον Ό μ η ρο δεν αντιφάσκει προς τους στίχους της Ιλ. Υ 231-235: Και ο Τρώας απ όχτησ ε τρεις υπέροχους γιους, τον Ί λ ο , τον Α σσάρακο και τον ισόθεο Γανυμήδη, που ήταν ο ομορφότερος από τους θνητούς* αυτόν άρπαξαν οι θεοί για να γίνει ο ινο χ ό ο ς του Δία, εξαιτίας της ομορφιάς του, και να βρίσκεται ανάμεσα στους αθάνατους.
(Πρβλ. Ιλ. Ε 265 κ.ε., όπου λέγεται ότι ο Δίας είχε δώσει εκλεκτά άλογα στον Τ ρώα, ως αποζημίωση για τον Γ ανυμήδη)» Αν η αρχική μορφή του μύθου του Γ ανυμήδη τον παρουσίαζε ως ερώμενο του Δία, ο Ό μ ηρ ος αποσιώπησε αυτό το σημαντικό γεγονός. Αν ο μύθος δεν περιείχε ερωτικά στοιχεία, ίσως αναρωτηθούμε γιατί η ομορφιά (πράγμα διαφορετικό από τον ζήλο και το σταθερό χέρι) είναι επιθυμητό προσόν για έναν οινοχόο, δεν θα έπρεπε όμως να μας είναι αδύνατον, ακόμα και ύστερα από παρατεταμένη εμβάπτιση στην ατμόσφαιρα της Ελληνικής ομοφυλοφιλίας, να φανταστούμε τους θεούς του Ολύμπου, σαν τις ψυχές των ανδρών στον Μουσουλμανικό παράδεισο (Κοράνι 76.19), σε πλήρη αγαλλίαση για την ομορφιά των υπηρετών τους, ως συστατικό ευδαιμονίας. Η αρχαιότερη σωζόμενη μαρτυρία γύρω από τον ομοφυλοφιλικό πόθο του Δία για τον Γανυμήδη είναι το απ. 289 του Ίβυκου, όπου η απαγωγή ( άρπαγή ) του Γ ανυμήδη παρουσιάζεται με τα ίδια συμφραζόμενα, όπως και ο βιασμός του Τιθωνού από την Ηώ (που δεν ήθελε οινοχόο). Ο Ύμνος στην Αφροδίτη 202-206 αντλεί ευρύτατα από τα Ιλ. Ε265 κ.ε. και Υ231-235 αλλά εμφανίζει τον Δία να απάγει αυτοπροσώπως τον Γ ανυμήδη και συνεχίζοντας (218 κ.ε.) αναφέρεται στην Ηώ και τον Τιθωνό.1 Ο Ό μ ηρος, όπως ο Αισχίνης στον ί 142 παρατηρεί, δεν μιλά πουθενά για ερωτική σχέση ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο. Θα αποδίδαμε δικαιολογημένα τη σιωπή του ποιητή στην απουσία κάθε ερωτικού στοιχείου από τη σχέση, όπως την οραματίστηκε, αλλά για τον Α ισχίνη, όπως και για άλλους Έ λληνες της κλασικής περιόδου, η υπερβολική συγκίνηση του Αχιλλέα, όταν σκοτώνεται ο Πάτροκλος, σε συνδυασμό με τις εντολές του Πάτροκλου να ταφεί η στάχτη τους μαζί, όταν θα πέθαινε κι ο Αχιλλέας, φανέρωνε ομοφυλοφιλικό έρωτα. Και ο Αισχίνης θεωρεί την επιφυλακτικότητα του Ομήρου ένδειξη καλλιεργημένης ευαισθησίας. Το κύριο έρεισμα της ερωτικής ερμηνείας του κεντρικού θέματος της Ιλιάδας ήταν αναμφίβολα 1. Πρβλ. δίοΗίεΓΠίΕηη (ά.έ.ε), 15-18, Κυηζ€, 38 κ.ε. Σ’ ένα τμήμα αετωματικού γλυπτού, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, από ναό της Κέρκυρας (Βο&Γ<1πΐ3η 1978, εικ. 207 α), ο Διόνυσος, σε συμπόσιο, είναι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο μ’ ένα γυμνό αγόρι.
218
IV Μ εταβολές
η τριλογία τού Αισχύλου Μυρμιδόνες, Νηρηίδες και Φρύγες (ή "Εκτορος Λνσις ), για την οποία ο Φαίδρος στο Συμπ. του Πλάτωνα, 180α, έχει να πει τα εξής: Είναι α νοη σ ίες αυτά που λέει ο Α ισ χύ λος ότι ο Α χιλλέα ς ήταν ερωτευμένος με τον Π άτροκλο. Ο Α χιλλέας ήταν ωραιότερος ό χ ι μ όνον από τον Π άτροκλο αλλά και από όλους τους ήρωες και τα γένια του δεν είχαν μεγαλώ σει ακόμα. Ε πιπλέον ήταν πολύ νεότερος από τον Π άτροκλο, όπως λέει ο Ό μ η ρ ο ς.
Ο Φαίδρος έχει δίκιο όταν λέει ότι ο Ό μ ηρος παρουσιάζει τον Αχιλλέα νεότερο από τον Πάτροκλο (Ιλ. Λ786), όμως δεν απορρίπτει την ερωτική ερμηνεία της ιστορίας. Για κείνον ο Αχιλλέας είναι ο ερώμενος, που τόσο τιμούσε τον εραστή του, Πάτροκλο, ώστε ήταν έτοιμος να πεθάνει παίρνοντας εκδίκηση. Ο Αισχύλος φαίνεται ότι χρησιμοποίησε σε ορισμένα σημεία μιαν εκφραστική ευθύτητα, που χαρακτήριζε το πρώτο μέρος του πέμπτου αιώνα. Αυτό εμφανίζεται στο απ. 228, όπου ο Αχιλλέας απευθύνεται στον νεκρό Πάτροκλο: Και δεν ένιωσες καθόλου τύψεις για τον βαθύ σεβασμό (ενν. μου;) για τους μηρούς (ενν. σου;) — Ω, πόσο κακή ανταπόδοση για τόσα φιλιά!
Και πάλι στο απ. 229 διαβάζουμε: «Θεοφοβούμενη συνομιλία2 με τους μηρούς σου» (πρβλ. σ. 77). Ο Αισχύλος δεν δίστασε ποτέ να τροποποιήσει κληρονομημένους μύ θους (ορισμένες τροποποιήσεις του είχαν καλύτερη τύχη στις κατοπινές γενιές από άλλες) αλλά δεν είναι πουθενά τόσο κατηγορηματικός —σαν τραγικός ποιητής δεν μπορούσε να εξηγήσει ίηρτορήαροτβοηα στο ακροατή ριό του— όσο ο Πίνδαρος στον Ολνμπιόνικο 1, που συνέθεσε για τον Ιέρωνα, τύραννο των Συρακουσών, στα 476. Ο Πίνδαρος εκεί ασχολείται με τον μύθο του Πέλοπα, που, στη μορφή που τον κληρονόμησε, έλεγε: Ο Τάνταλος κάλεσε τους θεούς στο σπίτι του για συμπόσιο, επειδή τον φιλοξένησαν, και για να δοκιμάσει την παντογνωσία τους σκότωσε, μαγείρεψε και τους πρόσφερε τον γιο του Πέλοπα. Μόνον η Δήμητρα έφαγε λίγο από το κρέας, οι υπόλοιποι θεοί, γνωρίζοντας καλά τι είχε συμβεί, έφεραν τον Πέλοπα στη ζωή και του έδωσαν έναν φιλντισένιο ώμο σε αντικατάσταση εκείνου που είχε φάει η Δήμητρα. Για τον Πίνδαρο η ιδέα ότι οι θεοί θα καταβρόχθιζαν ανθρώπινο 2. 'Ομιλία, «συναναστροφή», «σαρκική μείξη», «σχέσεις», όπως στον Αριστοτέλη, Πολιτι κά, 12723 23-26, που παρατίθεται στη σ. 205. Ο Άγνωνας χρησιμοποιεί το συγγενικό ρήμα όμιλεϊν, για τις σχέσεις των Σπαρτιατών με παρθένα κορίτσια (το παρέθεσα λάθος στο ϋον€Γ [ 1964], 37). Από την άλλη μεριά, ο συγγραφέας τού [Δημ,] Ιχί αισθάνεται ότι μπορεί να χρησιμο ποιήσει τις λέξεις αυτές (π.χ. §§ 3, 17, 20), φαινομενικά «πλατωνικής» συνομιλίας, ανάμεσα σ ’ ένα αγόρι και στους θαυμαστές του.
Μύθος κα ι Ιστορία
219
κρέας ήταν αποκρουστική και αρνείται να την υποστηρίξει (52). Δηλώνει ότι θα διηγηθεί την ιστορία του Πέλοπα «αντίθετα με προηγούμενους (ενν. ποιη τές)» (36) και στην καινούργια αυτήν ιστορία ο Πέλοπας εξαφανίζεται όχι επειδή μαγειρεύτηκε αλλά επειδή ο Ποσειδώνας, ερωτευμένος με τον λευκό του ώμο (25-7), τον απήγαγε (40-5): Τότε εκείνος με την Αστραφτερή Τ ρίαινα σε άρπαξε, γιατί νίκησε την καρδιά του ο πόθος, και σ ’ έφερε μέσα σε χ ρ υ σ ό άρμα στα ψ ηλά δώματα του Δία, που τον τιμούν παντού. Εκεί όπου σε κατοπινές επ οχές ήρθε ο Γ ανυμήδης, όμοια να υπηρετήσει τον Δία.
Ό τα ν μεγαλώνουν τα γένια του Πέλοπα (67 κ.ε.), επιστρέφει στη γη κι έχοντας ανάγκη τη βοήθεια του Ποσειδώνα, αν πρόκειται να κερδίσει την Ιπποδάμεια για γυναίκα του, υπενθυμίζει στον θεό «τ’ αγαπημένα δώρα της Αφροδίτης» και ζητά μια χάρη σε ανταπόδοση (75 κ.ε.). Το χωρίο αυτό είναι η τολμηρότερη και δραματικότερη «ομοφυλοφιλοποίηση» (Ηοηιοδεχιιαίίδαΐΐοη) μύθου που έχουμε. Οι θεοί του Πίνδαρου είναι πολύ εκλεπτυσμένοι για να χωνέψουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από αμβροσία αλλά ποτέ τόσο αναίσθητοι ώστε να μην ερεθίζονται τα γεννητικά τους όργανα. Είναι πολύ πιθανόν ότι τα τέλη του έκτου και οι αρχές του πέμπτου αιώνα, η γενιά των ανθρώπων, που (όπως ο Αισχύλος) νίκησαν τους Πέρσες, στάθηκαν μάρτυρες μιας περισσότερο ελεύθερης, επίμονης αισθησιακής εξύ μνησης και ικανοποίησης της ομοφυλοφιλίας σε άύγκριση με κάθε άλλη περίοδο στην αρχαιότητα. Στα τέλη του πέμπτου αιώνα ήταν πιθανώς γνωστό αυτό. Υπήρχε ως μάρτυρας η τέχνη και η ποίηση της εποχής του Αισχύλου κι αν στον αγώνα ανάμεσα στον Δίκαιο και τον Ά δ ικ ο Λόγο, στις Νεφέλες τ ου Αριστοφάνη, μας φαίνεται ότι ο Δίκαιος Λόγος, ο υπέρμαχος των παλιών καλών ημερών, είναι περίεργο που ενδιαφέρεται για τα γεννητικά όργανα των αγοριών, πρέπει να θυμόμαστε ότι βλέπει τους τρόπους και τη ζωή των αγοριών στά 420 με τα μάτια ενός συντηρητικού εραστή, για τον οποίο η δειλία, η σεμνότητα, η διακριτικότητα και ο σεβασμός για τους μεγαλύτερους (ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους) αυξάνουν σε μεγάλο βαθμό τη γοητεία που προσδίδουν στο αγόρι η σκληρή γυμναστική, η έκθεση στα στοιχεία της φύσης και η ευσυνείδητη εκμάθηση της παραδοσιακής μουσικής τέχνης. Στο Σνμπ. του Ξενοφώντα, 8.31, ο Σωκράτης αρνείται ότι ο ' Ομηρος είχε την πρόθεση να βάλει κάποια ερωτικά στοιχεία στην περιγραφή του Αχιλλέα και του Πάτροκλου και παραθέτει άλλα ζευγάρια συντρόφων του θρύλου, όπως ο Ορέστης και ο Πυλάδης ή ο Θησέας κι ο Πειρίθοος, οι οποίοι «είναι διάσημοι όχι επειδή κοιμόντουσαν μαζί αλλά επειδή θαύμαζαν ο ένας τον άλλον για την επίτευξη των ευγενέστερων κατορθωμάτων σε κοινές προσπά θειες». Η εικόνα του Σωκράτη για τον θρύλο των ηρώων είναι σωστή, έζησε όμως σε μιαν εποχή όπου ο θρύλος όφειλε τη συνεχή εξουσία του πάνω στη
220
IV Μ εταβολές
φαντασία, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, στη σταθερή εισαγωγή ομοφυλοφιλικών θεμάτων,3 Οι Βοιωτοί μετέτρεψαν τον Ιόλαο, τον σύντροφο του Ηρα κλή στη μάχη, σε ερώμενό του και την εποχή του Αριστοτέλη (απ. 97), ο τάφος του Ιόλαου ήταν τόπος ιερός, όπου εραστές και ερώμενοι αντάλλασσαν υποσχέσεις αμοιβαίας αγάπης και πίστης. Ο Ίβυκος (απ. 309) παρουσίασε τον Ραδάμανθη ερώμενο του Τάλω (ανιψιός του Δαίδαλου). Οι Ελληνιστικοί ποιητές, ιδιαίτερα ο Φανοκλής (απ. 1,3-6), καλλιέργησαν περισσότερο αυτήν την τακτική. Ο Ζήνης από τη Χίο περιέγραψε τον Μίνωα να ερωτεύεται τον Θησέα (Ρΐ) και στον Ύ μνο στον Απόλλωνα 49, του Καλλίμαχου, ο Απόλλωνας περιγράφεται «πυρπολημένος από έρωτα για τον νεαρό Άδμητο». Η περισσότερο παράξενη από τις εξελίξεις αυτές ήταν η σκιαγράφηση του Ηρακλή από κάποιον ελάσσονα επικό ποιητή, τον Διότιμο (Αθήναιος 603(1), ως έρμαιο στα χέρια του Ευρυσθέα, κατά την εκτέλεση των άθλων του, επειδή ο Ευρυσθέας ήταν τα παιδικά του (βλέπουμε εδώ την αντανάκλαση των ανεκδότων [π.χ. Κόνωνας (Ρΐ.16)] γύρω από τις επικίνδυνες αποστολές, που ανέθεταν στους εραστές ανελέητοι ερώμενοι). Ο Ύ λας, ο ερώμενος του Ηρακλή, που η αρπαγή του από τις νεράιδες είναι το θέμα του ειδύλλιου 13, του Θεόκριτου, είναι ο ακόλουθος του Ηρακλή στη διήγηση της ιστορίας από τον Απολλώνιο, Αργοναυτικάί 1187-1357, και σύμφωνα με τις μαρτυρίες, που διαθέτουμε σήμερα, δεν είναι δυνατόν να εντοπίσουμε μιαν ερωτική σχέση ανάμεσα στον Ύ λα και τον Ηρακλή πριν από τον Θεόκριτο. Ίσ ω ς μπορούμε να καταλάβουμε πώς, πότε και γιατί ένας υπαρκτός θρύλος απέκτησε ομοφυλοφιλικό χαρακτήρα, το ζήτημα διαφέρει όμως όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ 5 έναν σημαντικό ομοφυλοφιλικό μύθο, του ο ποίου οι πρόδρομοι μας είναι άγνωστοι. Αυτή είναι η περίπτωση του μύθου του Χρύσιππου, θέματος ομώνυμης τραγωδίας, που παρουσίασε ο Ευριπίδης στα 401-409 και (περίπου τον ίδιο καιρό) θέματος μιας σύντομης ιστορίας στον Ελλάνικο (Ρ157). Ο Χρύσιππος ήταν γιος του Πέλοπα και ο Λάϊος, πατέρας του Οιδίποδα, κυριευμένος από πόθο για την ασυνήθιστη ομορφιά του, τον απήγαγε —ο πρώτος από το γένος των ανθρώπων, σύμφωνα με την παρουσίαση της ιστορίας από τον Ευρυπίδη, που ερωτεύτηκε πρόσωπο που ανήκε στο ίδιο φύλο (γΓ αυτό και η αναφορά του Πλάτωνα στον «νόμο όπως είχε πριν από τον Λάϊο», στους Νόμους 836ο). Γνωρίζουμε ότι ο Αισχύλος παρουσίασε έναν Λάϊο , πρώτο έργο μιας τετραλογίας με θέμα τον Οιδίποδα, στα 467. Δεν γνωρίζουμε αν σ ’ αυτήν την τετραλογία εμφανιζόταν ο βιασμός του Χρύσιππου και πουθενά δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε με βεβαιότητα 3. Πρβλ. την προειδοποίηση του ΚγοΙΙ (1921), 903, ενάντια στη χρονολογική τοποθέτηση των ομοφυλοφιλικών μύθων σε πολύ πρώιμη εποχή. Η ανάλυση των ομοφυλοφιλικών αντιλήψε ων, που βρίσκεται πίσω από την παρουσίαση των μύθων από συγκεκριμένους ποιητές, είναι πολύ διαφορετικό θέμα* πρβλ. ΟενεΓ€ΐιχ(1967), 83, για τον Βακχυλίδη, 5.155-75και(1973), 113-47, για τη Δηϊάνειρα στις Τραχίνιες του Σοφοκλή.
Μύθος και Ιστορία
221
ίχνη από τον βιασμό του Χρύσιππου πριν από τον Ευριπίδη.4 Το θέμα χρησι μοποιείται από αγγειογράφους (δύο για να είμαστε ακριβείς) στη νότια Ιταλία τον τέταρτο αιώνα, δεν έχει όμως αναγνωριστεί σε καμιάν αρχαιότερη απεικό νιση.5 Ο Αάϊος, ο μυθικός Θηβαίος ήρωας,6 έγινε έτσι στην Ελληνική παράδο ση ο «επινοητής» της ομοφυλοφιλίας. Η Ελληνική συνήθεια απόδοσης κάθε καινοτομίας σε κάποιον συγκεκριμένο θεό ή παραδοσιακό ήρωα ή συγκεκρι μένη μορφή του μυθικού ή ημιμυθικού παρελθόντος7—ή, κάπου κάπου, σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, σε μιαν ορισμένη στιγμή στο παρελθόν—μας δίνει την εντύπωση ότι είναι αφελής, όταν η «εφεύρεση» είναι (π.χ.) άσυλο ή θρησκεία, ή τεχνητή, όταν η εφεύρεση εφευρετών γίνεται διανοητικό παιχνί δι. Ό μω ς η αδυναμία ανακάλυψης εκείνου που πραγματικά ήταν ο πρώτος, (π.χ.) που μαγείρεψε κρέας πριν το φάει, δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι υπήρχε ένα σημείο στον χώρο και μια στιγμή στον χρόνο, που κάποιο συγκε κριμένο πρόσωπο μαγείρεψε σκόπιμα κρέας για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου.8 Αν η ίδια ανακάλυψη έγινε ξεχωριστά σε άλλα μέρη σε μετέπειτα χρόνους, είναι διαφορετικό θέμα. Οι Έ λληνες ήξεραν πολύ καλά τι έλεγαν, τουλάχιστον όσον αφορά στη συγκεκριμένη τοποθεσία της επινόησης. Φαινό ταν αυταπόδεικτο ότι οι περισσότερες «εφευρέσεις» —η οικοδόμηση για παράδειγμα— υιοθετήθηκαν και διαδόθηκαν επειδή βελτίωναν τη ζωή των ανθρώπων. Αν ρωτούσαμε τους αρχαίους Έ λληνες γιατί ο ομοφυλοφιλικός έρωτας, από τη στιγμή που επινοήθηκε, ρίζωσε τόσο γρήγορα, πλατιά και βαθιά, σχεδόν όλοι (εξαιρώ ορισμένους φιλόσοφους και τους περισσότερους κυνικούς) θα απαντούσαν πιθανώς σαν να τους είχαμε απευθύνει την ίδια ερώτηση για το κρασί: Η απόλαυση και των γυναικών και των ανδρών προσφέ ρει μιαν πλουσιότερη και περισσότερο χαρούμενη ζωή από την απόλαυση των γυναικών ή των ανδρών.9 Αυτό βέβαια δεν αρκεί για να εξηγήσει γιατί 4. Αλλά πρβλ. υογ<3-Ιοη05, 120-4, για τους πρόδρομους του έργου του Ευριπίδη κατά τον πέμπτο αιώνα* Κ€γάο11, 146 κ.ε. 5. Πρβλ. ΙΟΏ, III 3.16-18. 6. Ο Πλουτ., Πελοπίδας 19.1, αναφέρει (μόνο και μόνο για να την απορρίψει κατόπιν) μια δοξασία που συνέδεε την ιστορία του Λάιου με την ασυνήθη ομοφυλοφιλία των Θηβαίων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, Πολιτικά 12743 31 κ.ε., οι Θηβαίοι θεωρούσαν ότι ο νομοθέτης τους Φιλόλαος ήταν εραστής κάποιου νεαρού Ολυμπιονίκη, του Διοκλή. Ο Φιλόλαος ήταν Κορίνθιος (και η ΚόρΙνθος ήταν Δωρική), δεν γνωρίζουμε όμως σε ποιο στάδιο ή πού έγινε η εισαγωγή του ερωτικού στοιχείου στην παράδοση. 7. Πρβλ. Κ1είη§ϋηΐ1ΐ6Γ, ιδιαίτερα 25, 143 κ.ε., για τον Πίνδαρο, και 45-65 για τον Ηρόδοτο. 8. Ό μοια πρέπει να υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία ένας χιμπατζής, για πρώτη φορά, έβαλε μια σκλήθρα ξύλου σε μερμηγκοφωλιά για να βγάλει μερμήγκια. Παρατηρητές στην Ιαπωνία κατόρθωσαν σχεδόν, πριν από λίγα χρόνια, να σταθούν αυτόπτες μάρτυρες της πρώτης στιγμής που ένας πίθηκος έπλυνε μια πατάτα σε θαλασσινό νερό, πριν τη φάει, κι έτσι καθιέρωσε μια συνήθεια σε μια κοινότητα πιθήκων (πρβλ. λνίΐδοη, 170). 9. Πρβλ. Ηρόδ., ΐ 135, για την προθυμία των Περσών να υιοθετούν «απολαύσεις», «ανέσεις»
222
IV Μ εταβολές
ανέπτυξαν τον ομοφυλοφικό έρωτα πολύ περισσότερο περίπλοκα και έντονα από άλλους λαούς ή γιατί η εξέλιξή του πήρε ορισμένες μορφές και όχι άλλες. Δεν γνωρίζω αν ένας ανθρωπολόγος, κοινωνιολόγος ή ιστορικός των κοινωνιών, που αγνοεί τους Έ λληνες αλλά είναι εφοδιασμένος με μια σειρά δεδομένων, που δεν περιλαμβάνουν καμιά καταφανή απόδειξη ομοφυλοφι λίας, θα μπορούσε μετά από ένα ορισμένο σημείο να πει: «Αναγκαστικά προκύπτει ότι η φανερή ομοφυλοφιλία αναπτύχθηκε έντονα σε μιαν παρόμοια κοινωνία» και το πείραμα δεν είναι εφικτό, γιατί ένας κοινωνικός επιστήμο νας, που δεν θα είναι ενήμερος ότι η ομοφυλοφιλία ήταν εμφανές γνώρισμα της Ελληνικής ζωής, δεν θα βρεθεί εύκολα. Το καλύτερο, που μπορούμε να κάνουμε, είναι πρώτον, να δεχτούμε τη λογική υπόθεση ότι η Ελληνική ομοφυλοφιλία ικανοποιούσε μιαν ανάγκη που δεν ικανοποιείτο αρκετά αλ λιώς στην Ελληνική κοινωνία, δεύτερον, να εντοπίσουμε και να αναγνωρί σουμε αυτήν την ανάγκη και τρίτον, να εντοπίσουμε και να αναγνωρίσουμε τους παράγοντες που επέτρεψαν και ακόμα ενθάρρυναν την ικανοποίηση της ανάγκης αυτής με τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, στη συγκεκριμένη μορφή που πήρε στον Ελληνικό κόσμο. Νομίζω ότι η ανάγκη για την οποία συζητάμε ήταν ανάγκη προσωπικών σχέσεων τόσο έντονων όσο δεν συναντώνται συνή θως στον γάμο ή στις σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά ή στις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και στο κοινωνικό σύνολο. Οι ελλείψεις των οικογενεια κών και κοινωνικών σχέσεων μπορούν να αναζητηθούν, σε τελευταία ανάλυ ση, στην πολιτική διάσπαση του Ελληνικού κόσμου. Η Ελληνική πόλη-κράτος αντιμετώπιζε συνεχώς το πρόβλημα της επιβίωσης στον ανταγωνισμό με επιθετικούς γείτονες10 και έτσι ο πολεμιστής, ο ενήλικος άντρας πολίτης, ήταν το πρόσωπο που υπολογιζόταν. Η εξουσία της κρίσης και της λήψης πολιτικών αποφάσεων και η δικαιοδοσία της έγκρισης ή απόρριψης των κοινωνικών και πολιτιστικών καινοτομιών ανήκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στους ενήλικες άρρενες πολίτες της κοινότητας. Η ανεπάρκεια των γυναικών ως πολεμιστών ενίσχυε μια γενική υποτίμηση των διανοητικών ικανοτήτων και της συναισθηματικής σταθερότητας της γυναίκας. Ο νέος άντρας κρινό(εύπάθειαι), σχεδόν «δραστηριότητες διασκέδασης» από άλλους λαούς· «και ασφαλώς έρχονται σε σεξουαλική επαφή με αγόρια κι αυτό το έμαθαν από τους ' Ελληνες». Στην Κόρον Παιδεία του Ξεν., ϋ 2.28, ένα αστείο, που λέει ο Πέρσης Κύρος, προϋποθέτει ότι η απόκτηση ερώμενου είναι «ο Ελληνικός τρόπος». Ο Φανοκλής, απ. 1.7-10, αποδίδει τον θάνατο του θρυλικού Ορφέα, στα χέρια των Θρακιώτισσων, στο γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που κήρυξε στη Θράκη την υπεροχή του ομοφυλοφιλικού έρωτα σε σύγκριση με τον ετεροφυλοφιλικό. 10. Πρβλ. τα λόγια του Κρητικού στους Νόμους του Πλ., 626&, για τον «ακήρυκτο πόλεμο», που υπάρχει ανάμεσα στις πόλεις, και τον εντελώς απατηλό χαρακτήρα εκείνου που ονομάζεται «ειρήνη». Ο Μαχτοιι, 26-33, θεωρεί ότι ο ομοφυλοφιλικός έρωτας αναπτύχθηκε (και στην κλασική περίοδο κιόλας εκφυλίζεται) από το πνεύμα κάποιας κοινωνίας πολεμιστών. Θα προτιμούσα να πω ότι η κοινωνία πολεμιστών πρόσφερε μιαν ευνοϊκή συνθήκη για την ανάπτυξη του ομοφυλοφιλικού έρωτα.
Μύθος και Ιστορία
223
ταν από τις ενδείξεις που παρείχε για την αξία του ως πιθανός πολεμιστής. Μόνον η Σπάρτη και η Κρήτη έφτασαν στο σημείο να οικοδομήσουν μια κοινωνία στην οποία οι οικογενειακές και προσωπικές σχέσεις ήταν τυπικά και ουσιαστικά υποταγμένες στη στρατιωτική οργάνωση. Αλλού επικρατού σαν ποικίλοι και κυμαινόμενοι βαθμοί συμβιβασμού ανάμεσα στις απαιτή σεις της κοινότητας, της οικογένειας και του ατόμου.11 Οι άντρες έτειναν να συναθροίζονται για στρατιωτικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς και κοινωνι κούς σκοπούς σε βαθμό που δεν ήταν ικανός να τους μεταμορφώσει βέβαια σε μιαν απόλυτα αποτελεσματική, σιδερένια πολεμική μηχανή, αρκούσε όμως για να εμποδίσει την ανεπιφύλακτη ανάπτυξη οικειότητας μεταξύ συζύγων ή ανάμεσα σε πατέρα και γιό.12 Εραστής και ερώμενος έβρισκαν ξεκάθαρα ο ένας στον άλλο κάτι που δεν έβρισκαν αλλού. Ό τα ν ο Πλάτωνας ( Φαίδρος 2555) έλεγε ότι ο ερώμενος αντιλαμβάνεται ότι η αγάπη, που προσφέρεται από τον εραστή του, είναι μεγαλύτερη από την αγάπη όλης της οικογένειας και των φίλων του μαζί, μιλούσε για έναν εξιδανικευμένο, «φιολοσοφικό» έρωτα, παρ9 όλα αυτά ίσως βρισκόταν λίγο πλησιέστερα, α π’ όσο αντιλαμβανόταν, στην περιγραφή του συνηθισμένου έρωτα που περιφρονούσε. Πραγματικά, η φιλοσοφική παιδε ραστία , που είναι θεμελιώδης για τις Πλατωνικές αναλύσεις στον Φαίδρο και στο Συμπόσιο, είναι ουσιαστικά μια εξύψωση, αδιάφορα με το πόσο πεινασμένη είναι για σωματική απόλαυση, της σταθερής Ελληνικής τάσης να θεωρεί ται ο ομοφυλοφιλικός έρωτας μείγμα παιδαγωγικής και γενετήσιας σχέσης. Η δύναμη, η ταχύτητα, η αντοχή και η ανδρεία του ερώμενου —δηλαδή, η ικανότητά του ως πιθανού πολεμιστή— εθεωρούντο (και δεν προβάλλω γνώ μη για τις ανέκφραστες σκέψεις και αισθήματα των εραστών) τα προσόντα που τον έκαναν ελκυστικό. Οι Σπαρτιάτες και οι Κρητικοί προχώρησαν ένα βήμα περισσότερο, επειδή ισχυρίζοντο ότι έτρεφαν πολύ μεγαλύτερη υπόλη ψη για τις αρετές του χαρακτήρα παρά για τη σωματική ομορφιά (Έ φ ορος Ρ149* πρβλ. Πλουτ., Ά γ η ς 2. 1, για το κατόρθωμα του Ά γ η , όταν ήταν αγόρι, αν και χωλός, να γίνει ερώμενος του Λύσανδρου). Ο εραστής αναμενόταν να κερδίσει την αγάπη του ερώμενου με την αξία του, ως πρότυπο, και με την υπομονή, αφοσίωση και ικανότητα, που επιδείκνυε στην εκπαίδευση του ερώμενου. Στη Σπάρτη (Πλουτ., Λνκ. 22.8) η παιδαγωγική ευθύνη του εραστή ερμηνευόταν έτσι ώστε εθεωρείτο υπεύθυνος αυτός για,τυχόν έλλειψη θάρ ρους, που θα εκδήλωνε ο ερώμενος του. «Παιδεία» είναι η λέξη κλειδί στην εκτίμηση του Ξενοφώντα για μιαν αγνή ομοφυλοφιλική σχέση (Λακ. Πολ. 2.13, Συμπ. 8.23) και η Σπαρτιάτικη ορολογία («εμφυσώ σε...», «εμπνέω» [Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία πί 12, Ησύχιος ε 2475] = «ερωτεύομαι» και εϊ11. Πρβλ. ΟΡΜ, 156-60, 288-310. 12. Πρβλ. Οενει-ειιχ (1967), 78 κ.ε., δΙαίΟΓ, 53-64 (αμφισβητείται εν μέρει από την Ροπΐ€Γογ, 95 κ.ε.).
224
IV Μεταβολές
σπνηλος ή εισπνήλας [Καλλίμαχος, απ. 68 ΡίοίίίεΓ, Θεόκριτος, 12.13] = «εμπνευστής» =■«εραστής») δείχνει ότι υπήρχε η αντίληψη πώς ο εραστής ήταν ικανός να μεταβιβάσει ικανότητες από τον εαυτό του στον ερώμενο.13 Μεγα λώνοντας, σε οποιαδήποτε Ελληνική κοινωνία, ο ερώμενος προβιβαζόταν από μαθητής σε φίλο και η συνέχιση της ερωτικής σχέσης αποδοκιμαζόταν, όπως κάθε παρόμοια σχέση ανάμεσα σε συνομήλικους. Οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις δεν μπορούν να χωριστούν ως την τελευταία, στην Ελληνική κοινω νία ή σε οποιαδήποτε άλλη, σε σχέσεις που εκπληρούν κάποια παιδαγωγική λειτουργία και σε σχέσεις που προκαλούν και ανακουφίζουν τη γενετήσια ένταση. Οι περισσότερες σχέσεις οποιουδήποτε είδους είναι περίπλοκες και η ανάγκη για σωματική επαφή και οργασμό ήταν ένα στοιχείο του πλέγματος αναγκών, που ικανοποιούσε ο ομοφυλοφιλικός έρωτας.14 Στην εποχή μας τα συναισθήματα, που έχω ακούσει να εκφράζονται περισσότερο από μία φορά με τις λέξεις, «είναι αδύνατον να καταλάβω πώς ανέχοντο οι ' Ελληνες την ομοφυλοφιλία», είναι τα συναισθήματα ενός πολι τισμού, που κληρονόμησε μια θρησκευτική απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας και εξαιτίας της κληρονομιάς αυτής δεν έδειξε (ως πρόσφατα) καμιάν ωφέλι μη περιέργεια γύρω από την ποικιλία των σεξουαλικών ερεθισμών, που μπο ρούν να διεγείρουν το ίδιο πρόσωπο ή γύρω από τη διαφορά ανάμεσα στον θεμελιώδη προσανατολισμό της προσωπικότητας και στην περιστασιακή συμπεριφορά σε επιφανειακό επίπεδο. Οι Έ λληνες ούτε κληρονόμησαν ούτε ανέπτυξαν την πίστη ότι μια θεία δύναμη είχε αποκαλύψει στην ανθρωπότητα έναν κώδικα νόμων για τη ρύθμιση της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Δεν διέθεταν θρησκευτικούς θεσμούς με την εξουσία να επιβάλλουν σεξουαλικές απαγορεύσεις. Αντιμετωπίζοντας πολιτισμούς αρχαιότερους, πλουσιότερους και περισσότερο ανεπτυγμένους από τον δικό τους, πολιτισμούς που όμως διέφεραν σε μεγάλο βαθμό, οι Έ λληνες δεν δίστασαν να διαλέξουν, να προσαρμόσουν, να αναπτύξουν και —πάνω από όλα— να καινοτομήσουν.15 Διασπασμένοι καθώς ήταν σε μικροσκοπικές πολιτικές ενότητες, είχαν διαρ13. Πρβλ. Κιιρρ6Γ5β€Γ£. Ο ΒείΗε, 465-74 (πρβλ. Οεν6Γ6ΐιχ[1967], 80), εξετάζει την πιθανότητα να πιστευόταν ότι η έγχυση σπέρματος από τον εραστή στον ερώμενο μετέδιδε αρετή· υπάρχουν ανάλογα ανθρωπολογικά ευρήματα και ορισμένα εντυπωσιακά τεκμήρια από τον χώρο της κλινικής ψυχολογίας (ΚαΠεη, 420, 424, 435, 482). 14. Η ιστορία (Πλουτ., Ερωτ. 762ο και Αλκιβιάδης 4.5 κ.ε.) ότι κάποιος εραστής του Αλκιβιάδη —από τον οποίο ο μεθυσμένος ερώμενός του έκλεψε τα μισά χρυσά και αργυρά ποτήρια του, μπρος σε καλεσμένους— έμεινε έκπληκτος από την καλωσύνη, που έδειξε ο Αλκιβιάδης, επειδή του άφησε τα άλλα μισά, υποδηλώνει την πιθανότητα ότι ορισμένες φορές ο έρωτας ικανοποιούσε την ανάγκη του ερώμενου να γίνεται σκληρός κι ένα είδος θρησκευτικής ανάγκης εκ μέρους του εραστή (ένα κράμα Ιώβ και Πολυάννας) να ταπεινώνεται και να επιμένει ότι η κακή τύχη είναι καλή. 15. Πρβλ. Οενετειιχ (1967), 72-7, για τον εντυπωσιακά «εφηβικό» χαρακτήρα του Ελληνικού πολιτισμού. Η παράταση της αδιαφοροποίητης σεξουαλικής ευρωστίας στη ζωή του ενήλικα ήταν μια όψη αυτού του πολιτισμού.
Μύθος και Ιστορία
225
κώς την αίσθηση του βαθμού στον οποίο τα ήθη και τα έθιμα είναι τοπικά. Η επίγνωση αυτή τους προδιέθετε επίσης να απολαύουν τα προϊόντα της επινοητικότητάς τους και να αποδίδουν μιαν παρόμοια απόλαυση στους θεούς και στους ήρωές τους.
Κατάλογος Αγγείων Τα αγγεία, που παραθέτονται εδώ, είναι τα αγγεία που αναφέρονται στο βιβλίο. Δεν πρέπει να υποτεθεί σε καμιά περίπτωση ότι όλα απεικονίζουν ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ή ότι όλα φέρουν ερωτικές επιγραφές· μεγάλος αριθμός αγγεί ων, που απεικονίζουν παρόμοια συμπεριφορά ή φέρουν παρόμοιες επιγραφές, δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Η στήλη I δίνει τον κωδικό αριθμό με τον οποίο τα αγγεία αναφέρονται στο βιβλίο και η στήλη II παραπέμπει στις σελίδες όπου αναφέρεται κάθε αγγείο. Η στήλη ^Ι^δίνει τον τόπο, όπου βρίσκεται το αγγείο (όταν είναι γνωστός), και η στήλη IV παραπέμπει σε κλασικές εργασίες και (επιλεκτικά) σε πρόσφατες φωτογραφίες. Στη στήλη III πρέπει να εννοούνται οι παρακάτω συλλογές εκτός αν υπάρχει διαφορετική διευκρίνηση: Αάοΐρΐΐδεοί*:: ΡΗίΙίρρ νοη Ηεδδε* ΑΙΙεηβιΐΓβ: δΐ^ΐΐίοΐιοδ Εΐικίεηαιι-Μυδειιιη· Άμστερνταμ: ΑΜζτά ΡίεΓδοη Μυδευπτ ΒεΓΐ<:ε1εγ: Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας* Βερολίνο: δΐ&αΐΐίοΐιε Μιΐδεεη* Βόννη: Αΐί&άεππδοΐιβδ ΚιιηδΙπιιΐδοιιιη· Βοστώνη: Μιΐδειιπι ο£ Ρίπο Αιΐδ* Βρυξέλες: Μιΐδέεδ Κογαιιχ· <ϋαιηΙ)Π(ΐ£ε: Ράζλνίΐΐί&πι· Οΐενεΐ&ικί: Μιΐδειπη οΓ Αη* Οοιηρίέ§ηε: Μιΐδέε νΐνεηεΐ* Φραγκφούρτη: Πανεπιστήμιο* Γενεύη: Μιΐδέε ά'Ατί 61 <Γ ΗίδΙοίΓε* Αμ βούργο: Μιΐδειιιη ίϊΐΓ ΚυηδΙ ι ι η ά Οε\νει:6ε· Αννόβερο: ΚεδΙηεΓ Η & Γ ν & κ Ι: Ρο§£* Χαϊδελβέργη: Πανεπιστήμιο· Κ&ΓίδπιΙιε: Β&άίδοΐιεδ Εαηάεδίηυδειιιη· Εειάεη: Κί]Ιίδΐηιΐδβιιιη ναη ΟικΗιεάεη* Λειψία: Πανεπιστήμιο* Λένινγκραντ: Ηεπηί1;α£ε· Λονδίνο: Βρετανικό Μουσείο* Μόναχο: ΑηΙί1<:εηδαιηιη1ιιη£εη· Νέα Υόρκη: ΜεΐΓοροϋΙαπ Μυδειιπι* Οξφόρδη: ΑδΗΐϊίοΙεαη* ΟχίοΓά (Μίδδ.): Πανεπιστήμιο του Μισισιπή* Παρίσι: Λούβρος* Κιινο: Βιέννη: Κυπδΐΐιίδίοπδοΐιεδ Μιΐδειιΐϊΐ* \νϋΓζ6ιΐΓ§: Μ εγΙϊιι νοη ^α §ηεΓ Ζυρίχη: Πανεπιστήμιο. Ά λλες: «Εθνικό Μου σείο», αν δεν υπάρχει, ας εννοείται το μόνο ή το κύριο αρχαιολογικό μουσείο.
Κ ατάλογος Α γγείω ν
227
ΑΤΤΙΚΑ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΑ (ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ π.Χ.) μ6
126
Αθήνα 15499
μ 12
105
Λονδίνο Β600.28
μ 16*
86,101,105
Κοπεγχάγη 5180
μ 20
77
ΟχίοΓά (ΜΪ88.)
μ 24
106
Φλωρεντία 4209
μ 28 μ 31
137 Αθήνα, Ακρόπολη 611 106,137υπ.85 Νέα Υόρκη 26.49
μ 35
143
Λειψία Τ4225ί,1ι
μ 39
146
Ρώμη, ΟοηδΟΓναΙΟΓΐ 119
μ 49
112
Μόναχο 1432
μ51*
1 1 0 ,1 2 6 ,1 4 7 Μόναχο 1431
μ 53*
86, 148
μ 60
110,117υπ.100
μ 6'4
104 86, 104
Χαϊδελβέργη αρ. ευρ. 6 7 /4
77,101 103
Παρίσι, ΒΐΙ)1. Ν&Ι. 206 Λευκωσία, Μουσείο Κύπρου 0440 Ρώμη, Βατικανό 352 Βερολίνο 3210
μ 90
7 7 ,7 8 ,1 4 0 101 167
Παρίσι Α479 Βοστώνη 10.651
μ 94
125, 127
Ραίοπηο
μ 65* μ 76* μ 79
μ 80* μ 84
\νϋΓζ5ιΐΓ§ 265
Α Β ν 39 (Σοφίλος, αρ. 16)· Ράγά 18’ ΒοΗΓάηΐΗη (1974) αρ. 26. Α Β ν 67 (Πρβλ. Τεχνοτροπία του Ζωγράφου της Χαϊδελβέργης)· Ραγά 27. Α Β ν 69 (Ζωγράφος «Ο.Α.» της Βοστώνης, αρ. 5). ΑΒΥ 70 (Ζωγράφος του Σανδάλου, αρ. 1). Α Β νΐβ, 682 (Κλειτίας, αρ. 1)· Ρατα 29' Βοαι-άπϊαη (1974) αρ. 46. Α Β ν 82 (Νέαρχος, αρ. 1)· Ρατα 30. Α Β ν 83, 682 (Μ., αρ. 4)· Ρ α π 30* ΒοΕΓάπιαη (1974) αρ. 50. Ρ ζ γ ζ 35, 40 (Ζωγράφος του Ο&δίοΐΙαηί* πρβλ. Α Β ν 94)· ΟΥΑ Ανατ. Γερμ. 2, πιν. 9.6, 9.9. Α Β ν 96 (Τυρρηνική Ομάδα, αρ. 21)· Ρ α π 37. Α Β ν 102 (ίά., αρ. 98)· Ραπ 38* ΕΟ 76 Α Β ν 102 (ίά., αρ. 99)· € ν Α Γερμα νίας 32, πιν. 316.1 κ.ε., 317.1. Α Β ν 102 (κΐ., αρ. 101)· Ραπ 39* ΟνΑ Γερμανίας 31, πιν. 143 κ.ε. ΡαΓα 41 (Φιλαδέλφεια, «Εμπόριο Έ ργω ν Τέχνης», πρβλ. Α Β ν 105, Συγγενές στην Τυρρηνική Ομάδα). Α Β ν 109 (Λυδός, αρ. 27). Α Β ν 109 (ίά., αρ. 28)* Ρατα 44 Α Β ν 134 (Ομάδα «Ε», αρ. 30). Α Β ν 151, 687 (Ζωγράφος του Ά μαση, αρ. 21)· Ρατα 63* ΒοαιχΙπιαη (1974) αρ. 87. ΑΒΥ 151,687 (κΐ., αρ. 22)· Ραπ 63. Α Β ν 156, 688 (ίά., αρ. 80)· Ραπ 65. Α Β ν 157 (ΐά.,αρ. 86)· Ρατα 65* Βοαπίιηαη (1974) αρ. 82* ΕΟ 82. Α Β ν 675 (πρβλ. 161).
228
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
μ 98
131
Ρόδος 10527
μ 102
86, 104
\νϋΓζβιΐΓ£ 241
Μ107 101, 106
Οξφόρδη 1929.498
Μ108 133
Παρίσι Ρ38
μ 109 126 Μ114* 107
Η&Γν&κΙ 60.332
Μΐ 18 106,106υπ.70, Λονδίνο Β410 152υπ.6 Μ120 167 Αθήνα 1045 Μ122 106 Νέα Υόρκη 17.230.5
μ 126
106
μ 130
86, 107
Βερολίνο 1773
Μ134 110 Μ138 106
Αθήνα Ακρ. 1639 Μόναχο 2016
Μ142 100
Παρίσι ΟΑ3096
Μ146 100
Παρίσι Ρ139
Μ152 103
Νεάπολη δΙ§. 172
Μ154 106
Παρίσι, Βί&Ι ΝαΙ. 343
μ 158
106
Παρίσι Ρ133
μ 166
103
Παρίσι 010352
Μ170 86
Παρίσι 010363
Α Β ν 162 (Κεραμέας Εύχειρος, αρ. ΐ). Α Β ν 169,688 (Ζωγράφος του Φρύνου αρ. 5)· Ρ ά τά 70· ΒοΗΓί1πι;ιη (1974) αρ. 124. Ρ άτά 72 (Ζωγράφος του Σωκλή, αρ. 2)· πρβλ. Α Β ν 172 κ.ε. Α Β ν 174 (Ζωγράφος του Ταλείδη, αρ. 7)- Ρ άτά 72. Α Β ν 175 (κΐ.,αρ. 8) Ρ α γά 73. Ρ άτά 73 (Λονδίνο, «Εμπόριο Έ ρ γων Τέχνης»· πρβλ. Α Β ν 175). Α Β ν 181 (Κεραμέας Τλήσων, αρ. 3)· Ρ ά τά 75. Α Β ν 186 (Κλείσοφος). Ρ άτά 78 (Ζωγράφος του Οπ^εδΗοΙΐ, αρ. 1· πρβλ. Α Β ν 188)· Βοαπίαιβη (1974) αρ. 118. Α Β ν 188 (Μικρογραφικές κύλι κες, ενυπόγραφη, αβέβαιο το όνο μα του ζωγράφου, αρ. 2). Α Β ν 198 (Ζωγράφος του Πολύφη μου της Βοστώνης, αρ. 1)· Ρ ά τά 80. Α Β ν 198,689 (ΐ<1. [;], αρ.2)· Ρ ά τά 80. Α Β ν 199 (πρβλ. Ζωγράφος του Πολύφημου της Βοστώνης). Ρ ά γ 'λ 82 (Ομάδα των Ερωτικών Κυ λικών, αρ. 1· πρβλ. Α Β ν 199 κ.ε.). Ρ ά τά 82 (Μ., αρ. 10· πρβλ. Α Β ν 199 κ.ε.). Α Β ν 203, 689 (Ζωγράφος της Κάλλιος, αρ. 1). Α Β ν 206 (Ζωγράφος του Κροκω τού [Ομάδα \ν;ι1ΐ6Γ5 48.42])· Ρ ά τά 93. Α Β ν 208 (Ζωγράφος του ΟογηγκΙ, αρ. 2)· Ρ ά τά 98. Ρ άτά 82 (Ομάδα των Ερωτικών Κυ λικών, αρ. 9- πρβλ. Α Β ν 211). Ρ άτά 82 (ΐά., αρ. 14· πρβλ. Α Β ν 211).
Κατάλογος Α γγείω ν Μ170 86
Π αρίσι 010363
Ρ βγ β
229
82 (ί<1, αρ. 14* πρβλ. Α Β ν
211). μ 176
142
Αννόβερο 1961.23
Μ178
106
Βερολίνο 1671
Μ186
102
Βοστώνη 99.156
μ 190 101 Μ194 102 Μ202 127
Μπολόνια Ρυ189 Νέα Υόρκη 18.145.15 Μόναχο 1575
μ 214
127
Βοστώνη 01.8058
Μ218
127
Λονδίνο Β339
μ 219
145
μ 220
133υπ.33
Λονδίνο, Συλλογή Βοπιίοπΐ Εοίάβη χν 6 28
μ 222
125, 127 142 μ 242* 147 μ 226
Μ250* 86, 101, 104, 106, 107
Μ254
ο
Ο
Ν Ρ
νθ
μ 258
101
μ 262
101, 103
μ 266
100
μ 267
86, 101 77, 104, 109
μ 271*
Α Κ ν (όχι ΑΒν) 122 (Ζωγράφος «Ν», αρ. 7)* ϋ ν Α Γερμανίας 34, πιν. 17.4. Α Β ν 226 (Ζωγράφος «ΒΜΝ», ς^ρ. 2)* ΜαΓοαάέ 109. Α Β ν 239 (Επιτηδευμένος, αρ. 11)* Ρ βγβ 110. Α Β ν 245 (ΐά., αρ. 67). Α Β ν 247,715 (Μ., αρ. 90)· Ρ βγβ 111. ΑΒν256, 1617 (Ζωγράφος του Λυσιππίδη, άρ. 16). Α Β ν 263 (Συνδέεται με τον Ζωγρά φο του Λυσιππίδη, αρ. 6). Α Β ν 264 (Ομάδα του Λονδίνου Β339, αρ. 1). ΒοαΓάιηαη (1974) αρ. 177* ιά . (1976).
Α Β ν 226, 691 (Ζωγράφος του Αντιμένη, αρ. 1)* Ρ β γβ 117. Λονδίνο Β336 Α Β ν 266 (Μ., αρ. 3). Λονδίνο Β266 Α Β ν 273 (ιά ., αρ. 118). Μόναχο 1509 Α Β ν 285 (Ομάδα της Μπολόνια 16, αρ. 1)* (7νΑ Γερμανίας 37, πιν. 418. Λονδίνο \ν39 Α Β ν 297 (Ζωγράφος του Βερολί νου 1686, αρ. 16)* Βοαπ1ιηαη(1974) αρ. 136* 8ο1ιαιΐ6ηΙ)ΐΐΓ§ (1965) 863 κ.ε. & εικ. 10* ΕΟ 79. Λονδίνο Β253 ΑΒν308 (Ζωγράφος της Αιώρας, αρ. 68). Παρίσι Ρ51 Α Β ν 313 (Ζωγράφος του Λούβρου Ρ51, αρ. 1)* Ρ β γ β 136. ΡΐΌνίάεηοο (Κ.Ι.), δοΐιοοί Α Β ν 314 (ιά., αρ. 6). οί Οβδίβη 13.1479 Νέα Υόρκη 56.171.21 Α Β ν 321 (Ομάδα της Μήδειας, αρ. 2)* Ρ β γ β 141. Λονδίνο Β262 Α Β ν 321 (ιά ., αρ. 3). Μόναχο 1468 Α Β ν 315 (πρβλ. Ζωγράφος του ΟαιηΙ)Π(1§6 47, αρ. 3)* ΟνΑ Γερμα νίας 32, πιν. 343.
230
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
Μαδρίτη 10920
Α Β ν 332 (Ζωγράφος του Πρίαμου, αρ. 17)* ΡαΓα 146. Μ287 106 Ρώμη, νίΠα Οίιχϋα 3550 Α Β ν 375 (Ομάδα Λέαγρου, αρ. 201). μ 295 139, 142 Παρίσι, ΒΐΜ. ΝαΙ. 322 Α Β ν 380 (ιά., αρ. 296)* Ραπι 164. Μ299 102 Νέα Υόρκη 26.60.29 Α Β ν 384 (Ζωγράφος του Αχελώου, αρ. 17)* Ρατα 168. Λονδίνο λν40 Μ302 105 Α Β ν 384 (ιά., αρ. 20)· Βο&κΐιη&η (1974) αρ. 211. Παρίσι, ΒίΜ. ΝαΙ. 320 Ρατα 171 (πρβλ. ΑΒν389, Ζωγρά μ 310 130 φος του Οιίιΐδί). Λονδίνο Β631 Α Β ν 423,697 (Κεραμέας Χαρίνος). Μ318 128 Α Β ν 425 (πρβλ. Κατηγορία του Μ322 129, 130υπ.23 Μόναχο 2447 Λονδίνου Β632). Λονδίνο Β507 Α Β ν 426 (Κατηγορία του Οδοντωμ 326 129 νού Πλαισίου, αρ. 9). Α Β ν 186, 432 (Κλείσοφος). Αθήνα 1045 μ 330 167 Κοπεγχάγη 8385 Ρ βγβ 179 (Κατηγορία του Λονδίνου Μ334 102 Β524, αρ. 12* πρβλ. Α Β ν 438). Μόναχο 1525 ΡαΓα 192 (πρβλ. Α Β ν 443)· ΟνΑ Μ336 106 Γερμανίας 37, πιν. 400.2. Α Β ν 449 (Ζωγράφος της Ρόδου Ρόδος 13472 Μ338 103 13472, αρ. 1)· Ρατα 195. Α Β ν 454 (πρβλ. Ζωγράφος της Βοστώνη 08.3Η Μ342* 77, 104 Ό λ π η ς της Λευκωσίας, αρ. 1)* νεππειιΐο 11, πιν. 4.6 Ρατα 198 (Ζωγράφος του Μονάχου Μ&ρΐ€\νοοά, Συλλογή Μ346 167 1842· πρβλ. Α Β ν 454). ΝοΜε Α Β ν 469 (Ομάδα των Πετεινών, Μόναχο, ιδιωτική Μ354 106 συλλογή αρ. 71). Ρατα 220 (πρβλ. ΑΒ^481 κ.ε., Αμ Μ358 128, 130 φορείς τύπου άοιιβίεεη). Α Β ν 495 (Κατηγορία της Αθήνας Ρώμη, νίΐΐα Οίιι1ί& Μ362 106 581, αρ. 149). Ρατα 241 (Κατηγορία της Αθήνας Βουκουρέστι 0461 Μ366 106 581 [π]* πρβλ. Α Β ν 503 κ.ε.). Α Β ν 505 (Ζωγράφος της Αθήνας Μ370* 140, 144 κ.ε. Αθήνα 9690 9690, αρ. 1)· ΜεΙζ£6Γ (1965) πιν. XXVII. Οαρυα, Μιΐδεο (ϋ&πιραηο, Α Β ν 101 (Τεχνοτροπία του Μ378 106 Ζωγράφου του Αίμονα, αρ. 502 δΐ8 αρ. ευρ. 163 [ΑΒν 559]). Μ283 130
Κατάλογος Α γγείω ν Μ382 85 Μ386 145 μ 394
140, 167
Μ398 145
Μ406 108, 133 Μ410 125, 128 Μ418 124υπ.11 Μ422 Μ426 Μ430 Μ434 Μ442 Μ450 Μ454 Μ458
125, 128 103 128 127 128 101, 110 126 104, 107
231
Μαίηζ, Πανεπιστήμιο 91 Ρατα 289 (Ζωγράφος της ΕΙαίοιίδ I, κύλικα τύπου Β* πρβλ. Α Β ν 576). Α Β ν 610, 711 (Ομάδα του Βερολί Βερολίνο 2095 νου 2095, αρ. 1)· ΜαίΌΗάέ 1φ3. Φραγκφούρτη νρ β 310 Α Β ν 631 (Ομάδα του Εδδοη, αρ. 1)* ΟνΑ Γερμανίας 30, πιν. 55.3. Α Β ν 646 (Ύ στερες Κύλικες - Ομά Παρίσι, ΒΐΜ. ΝαΙ. 333 δα των Κλαδιών χωρίς Φύλλα, αρ. 203). Α Β ν 664 («Ά λλοτε στη Συλλογή του Λόρδου ΟυίΜίοκΙ»)· Ρατα 317. Α Β ν 664. Μόναχο Α Β ν 61V ΟνΑ Ιταλίας 36, πιν. (III Ρώμη, (ϋοηδεΓν&Ιοπ Η) 28.3 κ.ε. Α Β ν 674. Οοπιριέ^ηε 978 Α Β ν 676, 714· Ρατα 319. Νέα Υόρκη 41.162.32 Α Β ν 677. Λυών 75 Α Β ν 678. Νεάπολη Κ0187 Α Κ ν (όχι ΑΒ ν) 1584. Παρίσι Ρ283 Κοπεγχάγη ΟΗγ. νίϋ 323 ΟνΑ Δανίας 3, πιν. 101.1. Κοπεγχάγη ΟΙιγ. νίϋ 961 ΟνΑ Δανίας 3, πιν. 117.5. Κοπεγχάγη, Νυ ΟαιΙδ&εΓβ ΟνΑ Δανίας 8, πιν. 324.16. 13966
Μ462* 138 Μ470* 142 Μ474 Μ478 Μ482 Μ486*
142 7 86, 107 77, 86, 107
Μ494* Μ498 Μ502* Μ510
145 142 77, 86, 101 95
ΟνΑ Γαλλίας 2, πιν. (III Ηε) 8.2. ΟνΑ Γαλλίας 5, πιν. (III Ηε) 29.3, 30.3. ΟνΑ Γαλλίας 10, πιν. 57.5. Παρίσι, ΒΐΜ. Ν&Ι. 185 ΟνΑ Γαλλίας 10, πιν. 87.15. Παρίσι, ΒΛ1. Ναι. 308 ϋ ν Α Γαλλίας 12, πιν. (III Ηε) 79.6. Παρίσι Ρ85Β ΐ8 Γαλλίας 13, πιν. 15.7. δένΓ6δ, Μιΐδέο ΟέΓ&πιίφίε
Παρίσι Ρ314 Παρίσι ΑΜ1008
6405
Παρίσι 011251 Παρίσι ε 665 Μόναχο 2290 η Χαϊδελβέργη αρ. ευρ.
ΟνΑ ΟνΑ ΟνΑ ΟνΑ
Γαλλίας 19, πιν. 157.4. Γαλλίας 19, πιν. 164.4. Γερμανίας 9, πιν. 140.8. Γερμανίας 31, πιν. 163.1.
5148 Μ516 110 μ 518 8 5 ,1 1 0 Μ522 106υπ.70
Λειψία Τ3359 Λειψία Τ3362 Λονδίνο Ο820
Μ526 77
Αθήνα 501
€ ν Α Αν. Γερμ. 2, πιν. 31.1 κ.ε. ΟνΑ Αν. Γερμ. 2, πιν. 32.1 κ.ε. € ν Α Μ. Βρετανίας 2, πιν. (III Ηε) 10.4. ΟνΑ Ελλάδας 1, πιν. (III Η§) 5.1 κ.ε. .
232
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
Μ534 107 108 Μ542 146 μ 554 106 Μ558 104 μ 562 146 Μ566 103 μ 570 145 Μ578 Μ582 μ 586 μ 588 μ 589 μ 592
103 143 110 146 146 101, 108
Ρώμη, νί11& Οίυΐίπ 1932 Μπολόνια Ρυ 239 Μπολόνια 1434 Τ&Γφΐΐηΐ3 Πάρμα Ο120 ΡεΓΓΕΓ» αρ. ευρ. 159 Εεΐάεη 1965/11/2 Ό σ λο , ΕΐηοβΓ&ίίϊΚΓηιΐ86ΐιιη 11074 Βαρκελώνη 420 Ζυρίχη αρ. ευρ. 2472 Βοστώνη 80.621 Βοστώνη 97.205 Βοστώνη 1970.69 Λένιγκραντ 1440
μ 594
105
Βοστώνη 08.32ο
μ 598*
86, 105
Βοστώνη 08.292
μ 538*
Ο νΑ Ο νΑ Ο νΑ Ο νΑ ενΑ ενΑ ενΑ ενΑ
Ιταλίας 3, πιν. (III Ηε) 50.13. Ιταλίας 7, πιν. (III Ηε) 44.3. Ιταλίας 7, πιν. (III Ηε) 11.4. Ιταλίας 26, πιν. (III Η) 34.2. Ιταλίας 45, πιν. (III Η) 2.1. Ιταλίας 48, πιν. (III Η) 41.2. Κάτω Χωρών 3, πιν. 24.2. Νορβηγίας 1, πιν. 22.4.
Μ610 101, 105 Μ614 101, 160
Βερολίνο 1947 Βοστώνη 08.30ά
Μ622 100 κ.ε. Μ634* 84 Μ646 126 υπ.14, 132 υπ.28 μ 650 131 μ658 145 μ662 111 μ 666 110 μ 670 110 μ 676 110 μ 678 143 μ 686 85 μ 694 111 μ 695 144 μ 696 95 μ697 130 μ 702 109
ΟΓνίεΙο Βερολίνο 1798 Παρίσι Ρ358
ε ν Α Ισπανίας, πιν. 9.16. ε ν Α Ελβετίας 2, πιν. (III Η) 16.12. ε ν Α ΗΠΑ 14, πιν. 40.2, 4. ε ν Α . ΗΠΑ 14, πιν. 41.1, 3. ε ν Α ΗΠΑ 14, πιν. 42.2. Βεαζ1εγ (1947) 203 αρ. α 15· δοΗιιιιεηβιιι·§ (1965) 859 κ.ε., εικ. 7 κ.ε. Βε3ζ1εγ (1947) 204 αρ. α 17· νεπηειιΐε 10, πιν. 6.1. Βεαζ1εγ (1947) 208 αρ. α41· νεπηειιΐε 10, πιν. 5.1 κ.ε.· ΕΟ 80 κ.ε. Βε3ζ1εγ (1947) 209 κ.ε. Βε&ζ1εγ (1947) 212 αρ. β 10’ νεπηειιΐε 10, πιν. 6.4. Βε3ζ1ε? (1947) 214 αρ. β 13. Βε3ζ1εγ (1947) 218 αρ. / 13. Βε3ζ1εγ (1950) 315.
Αθήνα Ακρ. 16233 Αθήνα Ακρ. 1669ά\> Αθήνα Ακρ. 1684ε Αθήνα Ακρ. 1685ε Αθήνα Ακρ. 1913 Βερολίνο 1684 Ρώμη, νί11& Οίιι1Ϊ3 Ρώμη, νΐΙΐΕ ΟΐιιΙΐΕ Φλωρεντία 3897 Αθήνα 1121 Μόναχο, Συλλογή Β&ΐΐίχκ Βοστώνη 08.31 κ.ε.
(ΓΕδΙίεΥ και Βε3ζ1εγ ϋί 1. θΓ3εΓ-Ε3η§1οΙζ ϊ 172, πιν. 85 ΟτΗεί-ίαηβΙοίζ ΐ 176, πιν. 85. ΟΓϋεί-ίαηβΙοΙζ ΐ 177, πιν. 85. θΓ3εί-ΐ3η§1οίζ ϊ 177, πιν. 85. θΓ3εί-Ε3η§1οΙζ ί 192, πιν. 90. Εΐοΐιΐ ϊϋ 73. Μΐη§3ζζϊηΐ πιν. 33.1. Μΐη§3ζζίηϊ πιν. 89.2. Ρΐο1ί3Γ(1-€3ηιΙ)πάβε πιν. IV. δΗ3υεη6υΓ§ (1965) 855 κ.ε., εικ. 6. 81ΐ3υεηΙ)υΓ§ (1969) 42, πιν. 1-3. Υεπηειιΐε 11 πιν. 6.5.
Κατάλογος Α γγείω ν
233
ΒΟΙΩΤΙΚΑ (ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΑ, ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Π.Χ.) βμ8
167
Θήβα Κ50.265
βμ !6*
78, 140 106
Χαϊδελβέργη 190 Χαϊδελβέργη αρ. ευρ. 5148 Βερολίνο 3364 ΤϋΒϊη§εη, Πανεπιστήμιο 5/10.1361 Αμβούργο αρ. ευρ. 1963.21 Ιδιωτική συλλογή Αθήνα 11554
βμ 20
βμ24* βμ28
113 140
βμ40
145
βμ48 βμ60
131 128
Α Β ν 30 (Βοιωτοί Μιμητές του Ζω γράφου «ΚΧ» αρ. 8). ΟΎΑ Γερμανίας 10, πιν. 27.4. €ΎΑ Γερμανίας 31, πιν. 163.1. Γερμανίας 33, πιν. 197.4. €Υ Α Γερμανίας 36, πιν. 51.3 κ.ε. Ηοίϊηιαηη (α.έ.ε.) 19, αρ. 12. ΚοΙΓε 89-101. \νο1ΐ6Γ8 201 κ.ε.
ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΑ (ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Π.Χ.) Κ4 Κ10 Κ15 κ19* κ22 κ24 κ28* κ32* Κ40 Κ42 Κ44 κ52 κ56 Κ58 κ62 Κ66 κ70 Κ74 κ78
5εε6ει·§ (1971) 40, αρ. 211 ί>Ϊ8. δεεβεη» 45, αρ. 226- ΙΟΌ αρ. I, 6. ϋ ν Α Γαλλίας 12, πιν. (III Ο;) 7,16, 18, 22. 147 υπ.23 Παρίσι αρ. ευρ. ΑΜ1566 ϋ ν Α Γαλλίας 12, πιν. (III Οα) 28.7. 147 Παρίσι αρ. ευρ. ΑΜ1569 ϋ ν Α Γαλλίας 12, πιν. (III €&) 28.15. 147 Παρίσι αρ. ευρ. ΑΜ1571 ε ν Α Γαλλίας 12, πιν. (III θα) 28.24. 147 υπ.23 Λειψία Τ315 ΟνΑ Γερμανίας 14, πιν. 32.2. 147 Λειψία Τ4763 €ΛΆ Γερμανίας 14, πιν. 32.5. 147 Βαρσοβία 199241 ΟνΑ Πολωνίας 5, πιν. 35.7. 103, 214 Οξφόρδη 1966.1011 [Βε&ζ1εγ] (1967) 29, αρ. 71, πιν. VI. Αθήνα 571 140 Οοΐΐΐβηοη-Οοιχνε πιν. 23. 140 κ.ε. Βερολίνο Ρίιιω (1955) πιν. 17. 144 κ.ε. Κόρινθος ΙΡ1708 Ρΐο1ί&Γά-€3ίηΒπ<1§ε 306, πιν. Χ6. 144 κ.ε. Ό σ λ ο , .Ιεηδεη ΡχεΙίΕΓά-ΟΕίηΙϊΠίΙβε 307, πιν. Χο. ΚοΒεΓίδοη (1959) 80. 116, 147υπ.20 Παρίσι Ε640 140 κ.ε. Βοστώνη 13.96 δεε&εΓβ (1967) 25-9, πιν. III). 167 Μόναχο δίενε1άη§ και Η ηο1<1 εικ. 176. 108 Οίκος δημοπρασιών δοΐΗε^Υ’δ 43, αρ. 107 110 ΥοΛεΓβ (1932) 112. 144 140 147 υπ.23
Κόριθνος ΚΡ2372 Παρίσι Ε632 Παρίσι Η30
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
234
ΝΗΣΙΑ ΑΙΓΑΙΟΥ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ (ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Π.Χ.) ΚΑ10
144
κ α 20
106 139 κ α 33* 85, 103 κ α 28
κ α 34* κ α 36 κ α 37
101 κ.ε., 189 110 110
Οξφόρδη 1924.264 Αθήνα Λονδίνο Α ΐ3 11 Ηράκλειο Θήρα \νϋΓζβιΐΓ£ 354 Μαδρίτη 10909
ϋ ν Α Μ.Βρετανίας 9, πιν. (ΙΙά) 10.24* Βοαιχίιηαη (1958). ΒγοικΙ οΙ εικ. 7. Οοο1<: 20, πιν. 11α. Κ ιο Ιι Ι ογ πιν. VIII 6* δοΐιείοΐά πιν. 275. Κ ιο Ιι Ι ογ πιν. νΐΐΐο. Κυπιρί πιν. 43. Κυιηρί πιν. 44.
ΛΑΚΩΝΙΑΣ"(ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Π.Χ.) κπ4
139
Παρίσι, Συλλογή Οαιηραηα 44 κπ12 139 Οξφόρδη ΚΠ16 110, 140, 167 Σπάρτη Λονδίνο β3 ΚΠ20 139
Εαηο Εαηο Εαηο Εαηο
Γαλλίας 1, πιν. (III Ώο) 7 κ.ε. 146 κ.ε., πιν. 42α. 131, πιν. 34ο. 137, πιν. 39α, 40. 150, πιν. 46α.
ΕΤΡΟΥΣΚΙΚΑ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΩΤΙΚΑ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΑ (ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Π.Χ.) κ δ 12
146 113
κ δ 16
95, 101, 108
κ δ8
Παρίσι, ΒίΜ. ΝαΙ. 172 λνϋΓζβυι*£
Όυοαΐί πιν. 14 κ.ε. νοι1)6Γ£ (1932) 182. νοι·βοΓ£ (1932) 463.
ΑΤΤΙΚΑ ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΑ ΚΑΙ ΛΕΥΚΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ (530-430 π.Χ. περίπου) ε4
138
Βερολίνο 2159
ε6
78, 138υπ.5
Μπολόνια 151
ε8
77
Παρίσι Ρ203
ε 12
Βαρσοβία 142463
ε 16
77 κ.ε., 128,138 87, 108, 137
ε 18
107
νίΐΐα ΟίιιΚα
ε 20
55, 77 κ.ε.
Λένινγκραντ 644
ε 23
142
Μόναχο 2620
Παρίσι Ο103
Α Κ ν 3, 1617 (Ζωγράφος του Αν δοκίδη, αρ. 1)· Ρατα 320. Α Κ ν 4, 1617 (ίά., αρ. 10)· Ρατα 320* ΟνΑ Ιταλίας 33, πιν. (III Η) 95.3. Α Κ ν 4, (ίά., αρ. 13)* Βοαιχίιηαη (1975) αρ. 4. Α Κ ν 10, 1618 (Ζωγράφος του Οοΐιιοΐιόδ, αρ. 1)· Ρβγβ 321. Α Κ ν 14, 1619 (Ευφρόνιος, αρ. 2)· Ρατα 322. ΑΚν\5 (Ευφρόνιος, αρ. 11)Βοαι·άπιαη (1975) αρ. 30. Α Κ ν 16, 1619 (ί<±, αρ. 14)· Ρατα 322. Α Κ ν 16 κ.ε., 1619 (ίά., αρ. 17)· Ρατα 322.
Κατάλογος Α γγείω ν
235
Α Κ ν 20 (Κύλικα της Ο ο Ι Ι ι β ) · Ρ άγά 322· Βο3Γ(1ηιαη (1975) αρ. 51. Α Κ ν 1559 (πρβλ. 20, Κύλικα της
Ε27*
82, 105
Οο11ΐ3 48
ε 31
133
ε 35
Αθήνα, Αρχαία Αγορά Ρ7901 Βρυξέλες Α717
ΑΚνίΟ, 1619 (Σμίκρος, αρ. 1)· Ρ ά γά 322. Α Κ ν 21, 1670 (Ζωγράφος του Σω142 Βερολίνο 2278 σία, αρ. 1)· Ρ ά γ ά 323. Α Κ ν 23 (Φιντίας, αρ. 3). 113, 131 υπ.24 Παρίσι Ο10784 Λένινγκραντ αρ. ευρ. 1843 Α Κ ν 23 (ιά., αρ. 5). 139 ^25 (Κεραμέας Φιντίας, αρ. 1). Αθήνα 1628 142 Α Κ ν 1602 (πρβλ. 26). Οξφόρδη 333 125 Α Κ ν 26, 1620 (Ευθυμίδης, αρ. 1)· Μόναχο 2907 6, 126 Ρ άγά 323· Βο&ΓάπίΕη (1975) αρ. 33. Α Κ ν 27, 1620 (ιά., αρ. 4)· Ρ ά γά 323Μόναχο 2309 77 κ.ε., 86 Βθ3Γ<1ιη&η (1975) αρ. 34. Α Κ ν 28, 1620 (Μ., αρ. 11)· Βο&γΤορίνο 4123 78 άηΐίΐη (1975) αρ. 36. Α Κ ν 31 (Ζωγράφος του Δικαίου, Παρίσι 045 105 αρ. 4)· ΡαΓα 324. Α Κ ν 31 (ιά., αρ. 7)· ΒοαΓώηαη 105, 143υπ.12, Βρυξέλες Κ351 (1975) αρ. 46. 147 υπ.23, 187 Ρ άγά 508 (πρβλ. Συγγενές προς την Βερολίνο 1966.20 128 Τεχνοτροπία του Ζωγράφου του Δικαίου, Α Κ ν 32). Α Κ ν 1594 (πρβλ. 33-5, Πρωτοπό 125, 127, 160 Λένινγκραντ 615 ροι)· Ρ ά γ ά 507. υπ. 17 ΑΚ V 36 (Πρβλ. Ζωγράφος του Γ α95, 103, 129 Νε\ν Η&νεη, Υ&ΐε 163 λή). Α Κ ν 48 (πρβλ. Οφθαλμωτές Κύλι Βόννη 73 77, 131 κες, αρ. 162). Α Κ ν 54 (Ό λ το ς, αρ. 7)· Ρ άγά 326. Νέα Υόρκη 10.210.18 126 κ.ε. Α Κ ν 56 ( ΐ ά „ αρ. 23)· νεπηεαίε 14, 144 Βοστώνη 08.31(1 πιν. 11.3. Α Κ ν 6 0 , 1622 (ιά., αρ. 66)· Ρ ά γά ΓΗτςαΐπί;) κο6848 86 327. Α Κ ν 65 (Μ., αρ. 108). 131 υπ.24, 132 Νεάπολη 2617 Μπολόνια αρ. ευρ. ϋ.ί.8 Α Κ ν 65 (Μ., αρ. 113). 102 υπ.61 Α Κ ν 6 6 (κΐ., αρ. 121). 112 Α Κ Υ 72, 1623 (Επίκτητος, αρ. 17)· Λονδίνο ε 37 126 υπ.15 Ρατα 328.
ε 39 ε44 ε46 ε48 ε 50 ε 52 ε 55* ε57 ε 59* ε 62 ε 70
ε 78 ε 82* ε 86 ε 90 ε94
Ε102 Ε110 Εΐ 12 Εΐ 14 Ε125
102, 128
Ο ο ϊ Ιι ε ) .
236
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
Ε132
112, 128
Ε136
142
Λένινγκραντ αρ. ευρ.. 14611 Οξφόρδη 520
ε 140
142
Λονδίνο Ε137
Ε144
102
Αθήνα 17303
ε 148 ε 152
106 77, 112, 161
ΡαΙεπΏΟ ν651 Παρίσι 014
ε 156 Ε160
111 κ.ε., 139 Παρίσι 013 129 Παρίσι 011224
Ε164 127, 137 Ε168 7, 142 Ε169 142 ε 171 145 ε 173 106,128
Νέα Υόρκη 09.221.47 Αθήνα 1430 Εαοη 371060 Οξφόρδη 1966.447 Βρυξέλες € ίπ ς . Κ260
ε 177*
Ρώμη
146
Η189* 116 υπ.100
Βαρσοβία 198514
Ε192
Βερολίνο 3251 + Φλωρεντία I β49 Βερολίνο 2279
111,139
ε 196*
87,100 κ.ε., 105, 130 Ε200* 95, 103 Ε204 125 ε 207* 189
Μπολόνια 436 Λονδίνο Ε25 ΤΕΓφΐΐηΪΕ
ε 208
131 υπ.24
ε 210
87
Μόναχο αρ. ευρ. 8771
ε212
112, 144
Λονδίνο Ε815
ε 216
142
Βοστώνη 24.453
Α Κ ν 75 (κΐ., αρ. 60)· Βοπτάππιπ (1975) αρ. 71. Α Κ νχκΙ., αρ. 84)· Ρ ά γ ά 328· ΒοεγάηίΕη (1975) αρ. 76. Α Κ ν 78 (Μ., αρ. 95)· ΒοΕΓάπίΕη (1975) αρ. 78. Α Κ ν 80, 1624 (Τεχνοτροπία του Επίκτητου, αρ. 12). Α Κ ν 85 (Σκύθης, αρ. 21). Α Κ ν 85 (Ζωγράφος του Πεδιέως, αρ. I)- Ρ ά γ ά 330. Α Κ ν 86 (ίά)· ΜεΓοαάέ 138 κ.ε. Α Κ ν 89 (Ζωγράφος του Ευεργίδη, αρ. 20). Α Κ ν 91 (κΐ., αρ. 52). Α Κ ν 95 (ίά., αρ. 122). Α Κ ν 95 (ίά., αρ. 123)· Ρ ά γά 330. Ρ άγά 330 (ίά., αρ. 136). Α Κ ν 97 (Τεχνοτροπία του Ζωγρά φου του Ευεργίδη, αρ. 10). Α Κ ν 108 (Κεραμέας Καχρυλίων, αρ. 29). Α Κ ν 113 (Ζωγράφος της Θάλιας, αρ. 4)· Ρ άτά 332. Α Κ ν 113, 1626 (ίά., αρ. 7)· ΒοΕΓάηίΕη (1975) αρ. 112. Α Κ ν 115, 1626 (Πειθίνος, αρ. 2)· Ρ ά γ ά 332· ΕΟ 92 κ.ε. Α Κ ν 118 (Ζωγράφος του Επίδρομου, αρ. 11). Α Κ ν 1577 (πρβλ. 117 κ.ε.). Ρ ά γ ά 333 (πρβλ. Α Κ V 120’ Απολλό δωρος, αρ. 9 £>15) ΕΟ 111. Α Κ ν 120, 1627 (ΐά., αρ. 12)· Ρ άγά 333. ΒοακΙηΐίΐη (1975) αρ. 115 (πρβλ. Α Κ ν 119, Ζωγράφος του Ελπίνικου). ΑΚ V 125 (Ζωγ ράφος του Νικοσθένη, αρ. 15). Α Κ ν 129 (Κεραμέας Παμφαίος, αρ. 28).
Κ ατάλογος Α γγείω ν
Α Κ ν 130 (ΐά., αρ. 31)· Ράγά 333. Α Κ ν 132 (Κεραμέας Νικοσθένης) νεπηοιιΐε 12, πιν. 9· ΒοίΐΓίΙηΐΗΠ (1975) αρ. 99· ΕΟ 86. Βοστώνη 08.30α Α Κ ν 135 (Ευρύτερος κύκλος του κεραμέα Νικοσθένη)· νεπηειιΐε 13, πιν. 10.1. Βαρσοβία 198059 Α Κ ν 1628 (πρβλ. 136, Ζωγράφος του Ποσειδώνα, αρ. 3)· ϋ ν Α Πο λωνίας 6, πιν. 7.3. ΑΙΙεηβιΐΓβ 233 ΑΚ V 137 (Ζωγράφος των Ακτοριόνων, αρ. 1). Κοπεγχάγη 127 ΑΚ V 138 (Ζωγράφος του Χάροπος, αρ. 1). Τορίνο 4117 Α Κ ν 150, 1628 (πρβλ. Τεχνοτρο πία του Ζωγράφου του Επέλειου)· ΟνΑ Ιταλίας 40, πιν. (III I) 3.2. Ο ιιγΙιεπι (Β.Κ.) Κιιεκίονν Ρ α π 336 (πρβλ. Α Κ ν 148-51, Τε χνοτροπία του Ζωγράφου του Επέλειου). Νέα Υόρκη 06.1021.166 Α Κ ν 153 (Ζωγράφος του Βερολί νου 2268, αρ. 1)· Ρατα 336. Γενεύη I 529 Α Κ ν 154 (ΐά., αρ. 7)* Ρατα 336. Βερολίνο 2320 Α Κ ν 157 (ίά., αρ. 84). Λονδίνο ε6 ΑΚ \Π66 (Φείδιππος, αρ. 11) ' Ρατα 337* Βο&πΐιηαη (1975) αρ. 80. Ρώμη, νΠ1& Οϊαΐώ 50448 Α Κ ν 167 (Ζωγράφος του Οφθαλ μού Βο\νάοίη, αρ. 7). Βρυξέλες Κ259 ΑΚ V 169 (Ζωγράφος του δοΙιειίΓίο6Γ αρ. 7)* Βοαηΐιη&η (1975) αρ. 84. Μόναχο 2586 Α Κ ν 169 (Συγγενές στην τεχνο τροπία του Ζωγράφου του δοΐιειΐΓίεει·, αρ. 1). Παρίσι 073 Α Κ ν 170, 1630 (Συγγενές στην τε χνοτροπία του Ζωγράφου του δοΐιειΐΓίεεΓ και του Ζωγράφου του Ο φθαλμού Βο^άοίη). Οξφόρδη 1911.616 ΑΚ V 173 (Ζωγράφος τους Αμβρό σιου, αρ. 1). Ρώμη, Vί 11£ΐ Ο ϊιιΙϊβ 50458 Α Κ ν 173 (ιά., αρ. 5). Α Κ ν 174 (ΐά., αρ. 22)· νεπηειιΐο 14, Βοστώνη 08.311) πιν. 11.2.
Ε219* 79 Αθήνα 1409 Ε223* 95,108,1 Ιΐκ.ε.,Βοστώνη 95.61 139, 192 υπ.9 Ε227
112
Ε231
138
ε 235
78, 140 υπ.7
ε 239
131 υπ. 26
ε 243*
95, 131, 139
Ε247
111, 129
ε 251
130
ε255
111 υπ.100 Ε259* 145 Ε261 77 ε 263
143
Ε265
147, 167
Ε267
138
Ε275
143
ε 279
102
ε 283*
103 167
Ε291
237
Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα
238 ε 295*
Ε299
Ε303*
ε 305*
Ε309
ε 3 10 ε 311 ε 313* ε 3 I5 ε 3 17 Ε321
Ε322 Ε326 Ε328* Ε329* Ε332 Ε336* Ε340
Ε344 Ε348* ε 35 1
Ε352 ε 356
ΑΚ V 175, 1631 (Ζωγράφος του Ηγησίβούλου)· ΒοΕίχΙπι&η (1975) αρ. 126. Α Κ ν 1570 (πρβλ. Ζωγράφος των Αβάνα, Συλλογή 125 Κυλίκων της Αγοράς με το όνομα ί,ίΐβΐιηΠΙίΐΝ του Χαιρία, 176 κ.ε.). Α Κ ν 177 (Ζωγράφος του Φιλιού, Βερολίνο 2269 78 αρ. 1)· Ρ άγά 339- Βο3π3πΐ3η (1975) αρ. 123· ΕΟ 89. Α Κ ν 177 (κΐ., αρ. 3)· Ρ άτά 339. ΟχίθΓ(3 (ΜΪ58.) 77 ΑΚ V 181 (Ζωγράφος του Κλεοφρά\νϋΓζΙ)υΓ§ 507 77 δη, αρ. 1)· Ρ ά τά 340· Βοαιχ1πΐ3η (1975) αρ. 129. Α Κ ν 182, 1631 (ϊά., αρ. 5)· Ρ ά γά \νϋΓζ.Ηυΐ'§ 508 130, 142 340. Α Κ ν 183, 1632 (κΐ., αρ. 13)· Ρ άγά Νέα Υόρκη 13.233 130 340. Α Κ ν 185, 1632 (ίά., αρ. 35)· Ρ ά γά ΊίΐΓςυίπΐΗ Κ04196 70 340· ΒοΕΓάιπΕη (1975) αρ. 133. Α Κ ν 187 (ΐά., αρ. 57)· Βο&πΐιη&η Λονδίνο Ε441 137 (1975) αρ. 137. Α Κ ν 188 (ΐά., αρ. 65). Παρίσι 057 145 Α Κ ν 189, 1632 (Μ., αρ. 74)· Ρ άγά Νεάπολη 2422 77 341· Βο&πΙηΐΗη (1975) αρ. 135. 100 Ρώμη, νϋΐΕ Οίυΐίει 50384 Α Κ ν 189, 1632 (κΐ., αρ. 75). Α Κ ν 197, 1633 (Ζωγράφος του Βε 77, 139υπ.6 Μόναχο 2310 ρολίνου, αρ. 6). Α Κ ν 197, 1633 (ίά„ αρ. 8)· Ρ άγά \νϋΓζ5υΓ§ 500 137 342· Βο&πΐιηαη (1975) αρ. 145. Α Κ ν 197, 1633 (ί<3., αρ. 9). 86, 139υπ.6 Μόναχο 2311 Α Κ ν 198 (ΐά., αρ. 12). 77, 139 υπ.6 Μόναχο 2313 Α Κ ν 199 (ΐά., αρ. 28). 77, 82 οπ.23 Λονδίνο Ε267 Α Κ ν 202 (κΐ., αρ. 85)· ΟνΑ Ελβε 77 Ζυρίχη ΕΤΗ 17 (418) τίας 2, πιν. 23.3. 6 Ρώμη, νΐΐΐα Οϊιιΐΐα 50755 Α Κ ν 204 (χό., αρ. 111). Α Κ V 206, 1633 (κΐ., αρ. 124)· Ρ ά γά 77κ.ε., 86κ.ε., Παρίσι ο 175 342. 101 κ.ε., 137 Α Κ ν 208, 1633 (κΐ., αρ. 160)· Ρ ά γά 87 Παρίσι 0192 343- Βθ3Γ«1πΐΕη (1975) αρ. 155. Α Κ ν 220 (Ζωγράφος του ΝικόξεΜόναχο 2304 145 νου, αρ. 1)· Ρ άγά 346. ΑΚΥ 220 (κΐ., αρ. 5). Βοστώνη 95.19 160 105
Νέα Ϋόρκη 07.286.47
Κατάλογος Αγγείων ε 358
132 υπ.32
ε 361
101, 110
ε 365
77
ε 367
137
ε 369
128 1-373* 137
Ε377
132
ε 381
6
ε 383
86
ε 385
160
ε 387
78
ε 391
102
ε405
101 κ.ε.
[406* 77, 102 Ε4Ϊ4*- 112, 144κ.ε.
Ε416
145
Ε418
101
ε420
143
ε422*
139
ε426
133
239
Α Κ ν 221 (ϊ<1, αρ. 14)· Βο&Γάηι&η (1975) αρ. 163. ΑΚ V 224 (Συγγενές προς το έργο Τ;ιη]ΐπηί;ι του Ζωγράφου του Νικόξενου, αρ. 7)· ΕΟ 107. Μόναχο 2306 ΑΚ ν225 (Ζωγράφος του Μονάχου 2306, αρ. 1). Αμβούργο 1966.34 Ράγά 347 (Ζωγράφος του Ευχαρίδη, αρ. 8ί6Γ)- Βο&Γάιη&η (1975) αρ. 165. Α Κ ν 231 (ϊ<1., αρ. 78). Παρίσι 0136 Α Κ Υ 236 (Ζωγράφος του ΧαίριπΤ8Γ0[υϊηί& κο2398 που, αρ. 4). Α Κ ν 246 (Ζωγράφος του Αμφορέα Παρίσι 054 ί>Ϊ8 του Μονάχου, αρ. 8). ΑΚν2Α% (Ζωγράφος του Διογένη, Λονδίνο Ε261 αρ. 2)· Βθ3Γ(1πΐΕη (1975) αρ. 194. Παρίσι, Συλλογή Α Κ ν 250 (Ζωγράφος του Συλέα, αρ. 18)· Βο&ιχίιηαη (1975) αρ. 197. Νιάρχου Α Κ ν 256 (Ζωγράφος της Κοπεγχά Λονδίνο Ε350 γης, αρ. 2). Α Κ ν 257 (ιά., αρ. 9)· Βο&ΓάπίΣΐη Λονδίνο Ε442 (1975) αρ. 201. Α Κ ν 260 (Ζωγράφος του ΣυρίΜπολόνια Ρυ283 σκου, αρ. 8)· Βοαπίπιαη (1975) αρ. 203. Α Κ ν 275 (Ζωγράφος του ΗαΓΓθ\ν, Νεάπολη 3152 αρ. 60). Α Κ ν 2 Ί 5 (ϊά., αρ. 61). Βιέννη 3737 Παρίσι, Ρείίΐ Ρ&ΐίΐίδ 307 Α Κ ν 219 (Ζωγράφος του Ιπτάμε νου Α γγέλου, αρ. 2)· Βο&τάτη&η (1975) αρ. 176. 1,2ίη% αρ. 29. Αθήνα, Αρχαία Αγορά Ρ27396 Ρώμη, Vϊ 11η Οϊιιΐίίΐ 50462 ΑΚΎ 284 (Ζωγράφος του ΜίΐΙ^οΗ, αρ. 3). Ρώμη, ΥΠ1& Οίιιΐία 43828 ΑΚ V 284 (ιά., αρ. 27)· Βο&Γάιη&η (1975) αρ. 182. Παρίσι ο234 ΑΚν2%6, 1642 (Ζωγράφος του Γή ρατος, αρ. 16). Λονδίνο ε 7 18 Α Κ ν 306 (πρβλ. Ζωγράφος του Μόναχο 2381
\νϋΓζ6ιπ*£ 517).
240
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
Ε430
138
Λονδίνο Ε296
ε434
110
Λονδίνο Ε816
Ε438
128
Παρίσι 025
Ε442 Ε446 ε450
145 139 143
Βρυξέλες Α723 Οχίοκΐ (Μΐδδ.) Βοστώνη 01.8020
ε454*
79
Παρίσι 0291
ε455*
78
ε456*
139
Βασιλεία, ΛηΐίΚοηιηαδευπι Β8439 Βοστώνη 95.29
ε458*
77, 127, 139
5ο1ι\νεπη 725 (1307)
Ε462* 142, 147 ε463 ε465 ε467
Ε471* ε472*
Ε474 Ε476 ε478
Ε480
Ε484 Ε486
Μόναχο, Συλλογή ΒΗΓεϊδδ 229 Βοστώνη 63.873 Βοστώνη 10.179
ΑΚ V 309 (Ζωγράφος του Τιθωνού, αρ. 6). Α Κ ν 315 (Συγγενές στην τεχνο τροπία του Ζωγράφου της Ελευσί νας, αρ. 2)· Βτεηάεΐ πιν. 22· Βο&Γάάηΐ3η (1975) αρ. 219. Α Κ ν 316 (Πρώτο-Παναίτια Ομά δα, αρ. 5). Α Κ ν 317 (ΐά., αρ. 15). Α Κ ν 320 (Ονήσιμος, αρ. 10). Α Κ ν 321 (ϊά., αρ. 22)· Ρ β γ β 359· Βο\νΓΕ (1957) πιν. 566. Α Κ ν 322 (ΐά., αρ. 36)· Οΐηοιινέδ πιν. XIII. 39. Α Κ ν 323 (ΐά., αρ. 56)· Ρ β γ β 359· Βο&Γάηι&η (1975) αρ. 230. Α Κ ν 324, 1645 (ΐά., αρ. 65)· νοη ΙΛίοΙίεη πιν. 56.6. Α Κ ν 325 (ΐά., αρ. 73)· Ρ β γβ 359’ ΟνΑ Αν. Γερμ. 1 πιν. 18.2. Ρ β γβ 360 (ΐά., αρ. 7 4 (6 γ).
Ρ βγβ 360 (ΐά., αρ. 7 4 ς υ β Ιογ). Α Κ ν 327 κ.ε. (ΐά., αρ. 110)· Ρ β γβ 359. Α Κ ν 329 (ΐά., αρ. 128). 137 Βιέννη 1848 Α Κ ν 329, 1645 (ΐά., αρ. 130)· Ρ βγβ Βρυξέλες Α889 79 359- Βο3Γάηι&η (1975) αρ. 224. Κοπεγχάγη, ΤΙιοΓν&Ιάδεη Α Κ ν 329 (ΐά., αρ. 131). 79 105 Α Κ ν 329, 1645 (ΐά., αρ. 134). Βερολίνο 2322 131 Α Κ ν 331 (Τεχνοτροπία του Ονήσι77, 116υπ.98, Οχίοτά (Μίδδ.) μου, αρ. 20)· Ρ β γβ 361. 128, 131 υπ.24 ΑΚ V 1559 κ.ε. (πρβλ. 333, Τεχνο Βερολίνο 2316 128 τροπία του πρώιμου Ονήσιμου). Βερολίνο (Ανατολ.) 2325 Α Κ ν 335 (Ζωγράφος του Αντιφώ103 ντα, αρ. 1)· Ρ β γ β 361* ΒοΕΓάηωη (1975) αρ. 239. ΕΓΐαη§εη, Πανεπιστήμιο Α Κ ν 339 (ΐά., αρ. 49). 129 454 ΑΚΥ 339 (ΐά., αρ. 51). ΟΓνϊεΙο αρ. ευρ. 585 86
7, 104, 126 131
Κ ατάλογος Α γγείω ν Ε490
111 κ.ε.
ε494*
77, 129
Αννόβερο 1958.57
ε496
86
Οξφόρδη 300
Ε498* 129, 142
Αννόβερο 1964.5
Ε502* 101, 107
Μύκονος
107 υπ.73α 111 κ.ε. 111, 129
ΤίΐΓςυίηΐΗ
ε 514
78, 127
Λονδίνο ε 68
ε 5 18 Ε519
111, 139 102, 167
Φλωρεντία 3921 \νϋΓζΙ>ιΐΓ§ 479
Ε521
104 υπ.66, 105, 107 138, 142
Α Κ ν 339 (ΐ<1., αρ. 55)· Βθ3Γ(1ιη3η (1975) αρ. 241. Α Κ V 356 (Ζωγράφος του ΟοΙπι&γ, αρ. 51)· Ρ ά τά 363' ΟνΑ Γερμανίας 34, πιν. 31.5. Α Κ ν 357 (ΐά„ αρ. 69)· Ρ ά γ ά 363· Βο&Γάηιαη (1975) αρ. 236. ΑΚ V 359 (Ζωγράφος των Κώμων του Λούβρου, αρ. 26)· Ρ ά γ ά 364· ΟνΑ Γερμανίας 34, πιν. 31.3, 35.2. Α Κ ν 362 (Ζωγράφος του Τριπτόλεμου, αρ. 21).
Αηύΐία νΆ8βη αρ. 50
Ε504 ε 506 Ε507
Ε520* 101 υπ.59,
241
ΤαΓφΐίηία
Οξφόρδη 1967.304
Παρίσι 0156
Α Κ ν 367 (ίά., αρ. 93)· ΕΟ 114. Α Κ ν 367. (Μ., αρ. 94)· Βοακίηιαη (1975) αρ. 302· ΕΟ 115. ΑΚ ν3Ί 1, 1649 (Ζωγράφος του Βρύγου, αρ. 24)· Ρ ά γά 365· ΕΟ 63. Α Κ ν 372 (ϊά., αρ. 31)· ΕΟ 97-9. Α Κ ν 372, 1649 (ΐά., αρ. 32)· Ρ άγά 366. Α κ ν ζ η (ΐά., αρ. 137)· Ρ ά γ ά 366· Βθ3ΓάηΐΕη (1975) αρ. 260. Α Κ ν 380, 1649 (ίά„ αρ. 172)·
Ρ ά γά
366. ε 525 ε 527 ε 528
146 82, 86 147
ε 531
100 147
ε 539
105
ε'529
Ε543* 110 Ε545* 110 Ε546
86
Α Κ ν 382, 1701 (Μ., αρ. 191). Α Κ ν 384, (κΐ., αρ. 219)· Ρ ά γ ά 366. Α Κ ν 402,1651 (Ζωγράφος του Χυ €3.Πΐΐ3ΓΪ<1§£, ΟθΓρΐ15 τηρίου, αρ. 12)· Ρ ά γά 370· ΒοηγοΙ(ϋΐιπδΐΐ € ο 1 1ο §€ ιη3η (1975) αρ. 261. Λένιγκραντ 663 Α Κ ν Α03 (κί., αρ. 25). ΑΚ Κ404 (Τεχνοτροπία του Ζωγρά Βερολίνο 3757Ϊ φου του Χυτηρίου, αρ. 11). Παρίσι θ278+Φλωρεντία Α Κ ν 407 (Ζωγράφος της ΒρισηίΖΒ27 δας, αρ. 16). ΤίΐΓςυίπίπ Α Κ ν 408 (κ!., αρ. 36)· ΕΟ 112. Α Κ ν 408 (ΐά„ αρ. 37)· Ρ ά γ ά 371· Οξφόρδη 1967.305 Βθ3Γ(ΐΓη3η (1975) αρ. 272. Βοστώνη 63.1246 Ρ ά γ ά 373 (Ζωγράφος της Δοκιμα σίας αρ. 34<}ιιά 16γ )· Βθ3Γ(1πΐ3η (1975) αρ. 274. Λένινγκραντ 680 Γέλα
242
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
Ε547* 101 Ε551
131 υπ.24
Ηί11δΒοΐΌΐι§1ι (Καλιφ.), Συλλογή ΗοίΐΓχί Παρίσι 0131
ε 555
142
Βιέννη 3695
ε 559
131 υπ.26
Αθήνα 1666
ε 563 ε 565 ε 567
137 147 134 υπ.38
Βοστώνη 98.930 Ρώμη, Βατικανό Παρίσι 0115
ε569
105, 127
ε 571 ε 573* ε 574
77 106 κ.ε. 102
€1ιπ$ΙοΗυιτ1ι (Ν.Ζ.), υπίνΟΓίίίΐν Οθ11θ£6 Νέα Υόρκη 23.160.54 Μόναχο 2631 Βοστώνη 95.31
ε 577*
110, 126
ε 581
143
ε 585 ε 589
138 100 κ.ε.
ΑΚ V 421 (Ζωγράφος της Γιγαντομαχίας του Παρισιού, αρ. 83). Α Κ ν 1566 (πρβλ. 425-9, πρώιμος Δούρης). Α Κ ν 429, 1653 (Δούρης, αρ. 26)· Ρ β γ β 374. Α Κ ν 1567 κ.ε. (πρβλ. 429, Δού-
ρης)· Α Κ ν 431 (ϊά., αρ. 45)· Ρ β γβ 374. Α Κ ν 432, 1653 (ΐά., αρ. 53). Α Κ ν 434, 1653 (ΐά., αρ. 74)· Ρ βγβ 375. Α Κ ν 438 (ΐά., αρ. 138).
Ε607
144 κ.ε.
Α Κ ν 441, 1653 (ΐά„ αρ. 186). Α Κ ν 443 (ΐά., αρ. 224). ΑΚ V 443 (ΐά., αρ. 225)· Ρ β γβ 375· Ε Ο 103. Βοστώνη 1970.233 ΑΚ ν444(ΐά.,αρ. 241)· ΒυΐΙτοη 107· Βθ3ΓάηΐΕη (1975) αρ. 297. Λονδίνο Ε768 Α Κ ν 446 (ΐά ., αρ. 262)· Ρ β γβ 375' ΒοαΓάηι&η (1975) αρ. 299. Αθήνα 15375 Α Κ ν 447, 1653 (ΐά., αρ. 274). Λονδίνο ε 51 Α Κ ν 449, 1653 (Τεχνοτροπία του Δούρη [II], αρ. 4)· Ρ βγβ 376. Α Κ ν 450 (ΐά., αρ. 22). ΚίοΗιποπίΙ (Βιρτζ.) Α Κ ν 450 (ΐά., αρ. 24). Βοστώνη 13.94 ΑΚ V 1570 (Τεχνοτροπία συγγενής προς του Δούρη)· Υεπηοιιΐε πιν. 12.5· ΕΟ 102. Ρώμη, νΐ11& ΟϊιιΙϊβ 50404 ΑΚν 1565 (πρβλ. 456, Ζωγράφος
ε 619
105, 129
Νέα Υόρκη 06.1152
ε 593 ε 595
112, 145 133 υπ. 34 Ε603* 82, 108
το υ Μ&§ηοηοοιαΓΐ).
Α Κ ν 463 (Μάκρων, αρ.
52)· Μεγ-
οαάέ 87. ε 623 ε 627 ε 628 ε 630
103 101 κ.ε., 105 102, 127 105
ε 632
101
ε 634
82 6
ε 636
ΟοΛ» 49 Λονδίνο Ε61 Νέα Υόρκη 12.231.1 Παρίσι 0143 Οξφόρδη 1966.498 Βιέννη 3698 Βερολίνο 2292
ΑΚν 467 (ΐά., αρ. 119)· Ρ βγβ 378. ΑΚν 468, 1654 (ΐά., αρ. 145). ΑΚν 468, 1654 (ΐά., αρ. 146). ΑΚν 469 (ΐά., αρ. 148). Α Κ ν 469 (ΐά., αρ. 152)· Ρ βγβ 378. ΑΚν 471, 1654 (ΐά., αρ. 193). Α Κ ν 471 (ΐά., αρ. 195)· ϋνΑ Γερ μανίας 21, πιν. 90.2.
Κ ατάλογος Α γγείω ν ε 637*
Ε638 Ε642 Ε651* ε655 ε 659*
ε 663 ε 667 ε 671 ε 675
Ε680 ε 682* ε 684* ε 688
ε690 ε 691 ε 692 ε 693
Ε695
Ε699*
ε 701 ε 705 ε 712*
243
Α Κ ν 471 (Μ., αρ. 196). Α Κ ν 471 (ΐά., αρ. 197). Α Κ ν 1654 (πρβλ. 472· ΐά., αρ. 2066/5)· Κιιηΐδοΐι 100-3. 104 Βοστώνη 08.31ε Α Κ ν 478 (Μ., αρ. ?06)· νεππεαίε 14, πιν. 12.1. 160 Αθήνα, Ακρόπολη 560 Α Κ ν 479 (ΐά„ αρ. 336). 78, 86 Παρίσι 0416 Α Κ ν 484, 1655 (Ερμώνακτας, αρ. 17)· Ρ ά γ ά 379’ Βθ3ΓάιΠ3η (1975) αρ. 354. 102 81. Εοαϊδ, Πανεπιστήμιο Α Κ ν 488 (ΐά., αρ. 77). Ουάσιγκτων 3271. 47 υπ.10, 82, Μόναχο 2413 Α Κ ν 495,1656 (Ζωγράφος του Μο 142 νάχου 2413, αρ. 1)· Ράγά 380. 77 Βαρσοβία 142310 ΑΚ V 500 (Ζωγράφος του Οεεράοηε, αρ. 32). 137 Παρίσι 0164 Α Κ ν 504, 1657 (Ζωγράφος του Αίγισθου, αρ. 1)· Ράγά 381. 139,145 Αάπα Βΐ 14+ Α Κ ν 505 (ίά., αρ. 9). 78, 102 Βιέννη, Πανεπ. 5513 Α Κ ν 505 (ΐά„ αρ. 13). 6, 82, 102 37.26 Α Κ ν 506 (ϊά., αρ. 21)· Ρ ά τά 381. 78 ΟΙενεΐΗΐκΙ 30.104 Α Κ ν 516 (Ζωγράφος του ΟΙενεΙαηά, αρ. 1)· ΟνΑ ΗΠΑ 15, πιν. 23.3 κ.ε;, 24.1 κ.ε. 128, 131 υπ.27 Λονδίνο ε 318 Α Κ ν 530 (Ζωγράφος του Αλκίμαχου, αρ. 20)· Ρ ά γά 383. 128, 131 υπ.27 Νεάπολη 3125 Α Κ ν 530 (ΐά., αρ. 21). 78,102 Λένιγκραντ 611 Α Κ ν 530 (ίά., αρ. 26). 102 Βοστώνη 10.185 Α Κ ν 550, 1659 (Ζωγράφος του Πανός, αρ. 1)· Ρ ά γά 386· Βο»Γ(1πΐ3η (1975) αρ. 335. 144 Βερολίνο (Ανατ.) αρ. Α Κ ν 551 (Μ., αρ. 10)· Ρ άγά 386· Μαιτίΐοΐέ 107; ΒοπΓϋηΐίΐη (1975) αρ. ευρ. 3206 342. 140, 142 Αθήνα 9683 Α Κ ν 554 (κ!„ αρ. 82)· Ρ ά γ ά 386· Βο\νΓ3 (1957) πιν. 60· Βο3Γάηΐ3η (1975) αρ. 336. 77 Μόναχο 2417 Α Κ ν 556 (ιά., αρ. 101)· Ρ ά γά 387. 87 Α<1ο1ρ1ΐδε(± 51 ΑΚ ν 557 (ΐά., αρ. 119). 77 Η3ΓΥ3κ1 60.346 ΑΚ V 563 (Ζωγράφος του Χοίρου, αρ. 8)· Βθ3Γ<1πΐ3η (1975) αρ. 321. 101, 127 101, 137 101, 106
Μόναχο 2655 Ρώμη, Υϋίει Οίυ1Ϊ2 916 8507
244
Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα
Οΐενεΐαηά 24.197
ε 716
77, 82, 137
Ε720 Ε728
101 101
Νέα Υόρκη 41.162 ΑάοΙρΙίδεςΙί 41 Αθήνα Μιλάνο 0316
ε 729
144
ε 733
77
ε 737
77, 143
ε 741
103
ε 742
128 87
ε 748
ε 750* 78 ε 752
138 υπ.4
ε 754
142
Βαρσοβία 142290 Λονδίνο Ε264 Λονδίνο Ε182 Λονδίνο Ε363
Μαδρίτη 11038 Αθήνα, Αρχαία Α^
Α Κ ν 564 (ΐά., αρ. 18)· Ρ β γ β 389* Η.Π.Α. 15, πιν. 28.1 κ.ε.* ΒοαΓάιηαη (1975) αρ. 320. Α Κ ν 564 (ΐά., αρ. 24). ΑΚνδββ (Τεχνοτροπίατου Ζωγρά φου του Χοίρου, αρ. 6). Α Κ ν 567 (ΐά., αρ. 7)* Ρ βγβ 390. Α Κ ν 569 (Ζωγράφος του Λένιν γκραντ, αρ. 40)· ΟνΑ Ιταλίας 51, πιν. (III I) 2.1. Α Κ ν 571 (ΐά., αρ. 76)· Ρ β γβ 390. Α Κ ν 579 (Ζωγράφος της Οινάνθης, αρ. 1)* Ρ β γβ 392. Α Κ ν 580 (ΐά., αρ. 2)* Ρ βγβ 392. Α Κ ν 586 (Πρώιμοι Μανιεριστές [νίϋ], αρ. 36)· Βο&τάιη&η (1975) αρ. 232. Α Κ ν 586 (Πρώιμοι Μανιεριστές [νίϋ], αρ. 46). Α Κ ν 587 (ΐά., αρ. 63)* Ε&η§ αρ. 34.
Ρ8892
Λονδίνο ε467
ε 758* 101
Βιέννη 652
Ε762
Μόναχο 2335α Βερολίνο 2334
ε 766
106 129
ε 770
86, 102, 143
ε 774
166
Λονδίνο Ε297 Λονδίνο Ε302
ε 778
130
Λονδίνο Ε289
ε 779
128
ε 783* 77
Παρίσι Ο10764 Βοστώνη 00.356
ε 789
Λένινγκραντ 712
100
ε 791* 100 κ.ε.
Οξφόρδη 517
Α Κ ν 601 (Ζωγράφος των Νιοβιδών, αρ. 23)* Ρ β γβ 395. Α Κ ν 636 (Ζωγράφος της ΡΐΌνΐάεηοο, αρ. 10). Α Κ ν 637 (ΐά., αρ. 34). Α Κ ν 646 (Ζωγράφος του Οιωνοκλή, αρ. 5). Α Κ ν 647 (ΐά., αρ. 13). Α Κ ν 652 (Ζωγράφος του Νίκωνος, αρ. 2). Α Κ ν 653 (Ζωγράφος του Χαρμίδη, αρ. 6). Α Κ ν 653 (ΐά., αρ. 7). Α Κ ν 741 (πρβλ. Ζωγράφος της ΟΐΓίδπιΙΐβ)· Ρ β γβ 413. ΑΚ ν ΐ Μ (Ζωγράφος του Μονάχου 2660, αρ. 27). Α Κ ν 785 (Ζωγράφος της Ευαίχμης, αρ. 8)· Βο&Γάπιαη (1975) αρ. 373.
Κατάλογος Α γγείω ν Ε795
103
ε 797
103
ε 801
102
Ε805
77
Ε809
77
ε 813
77
ε 817
101
ε 821
146
ε 825
126
ε 829* 78, 86, 102
Ε833*
77,86,ΙΟΙκ.ε.
ε 837
146
ε 841
6
ε 843
102
Ε845
143
Ε847 Ε851*
82, 86, 102 100
ε 853
100
ε 861
131
ε 863
101
ε 867* 100
245
ΑΚΥ 192 (Ζωγράφος του Ευαίωνα, αρ. 49)· ΟΥΑ Ελβετίας 1, πιν. (IIII) 10.3 κ.ε. Φλωρεντία 3946 ΑΚΥ 192 (κΐ., αρ. 51). Βοστώνη 95.28 ΑΚ ν 8 16 (Ζωγράφος του Τήλεφου, αρ. 1)· Ρατα 420* ΒοακΙιηαη (1975) αρ. 379. Βαρσοβία 142313 ΑΚν%21 (Ζωγράφος της Μπότας, αρ. 4)* Ρατα 421. Οξφόρδη 1927.4501 Α Κ Υ 821 (Ζωγράφος της Μπότας, αρ. 9)· €ΥΑ Μ. Βρετανίας 9, πιν. 51.8. Βετίίοΐογ 8.3225 ΑΚΥ 822 (ΐά., αρ. 24). Α Κ ν 832 (Ζωγράφος της ΑμφιτρίΑΐΐεηίππ·^ 271 της, αρ. 31). Βερολίνο 1960.2 Α Κ ν 861, 1672, 1703 (Ζωγράφος του Πιστόξενου, αρ. 12)· Ρ άγά 425. €Υ Α Γερμανίας 22, πιν. 105.3. Ρώμη, νίΐΐα Οίιιΐία 50329 ΑΚν%12 (Τεχνοτροπία του Ζωγρά φου της ΤαΓφπηία, αρ. 26). Βασιλεία, Οαίιη 9 Α Κ ν 874 (Ζωγράφος της Φλωρε ντίας 4021, αρ. 3). Ρ6ΓΓ3.Γ3. Τ212Β Α Κ ν 880, 1673 (Ζωγράφος της Πενθεσίλειας, αρ. 12)· Ρ άγά 428. Ρεπατα τ18θ Α Κ ν 882, 1673 (Μ., αρ. 35)· Ράγά 428. Βοστώνη 03.815 Α Κ ν 887, 1673 (ίά., αρ. 145)· Ράγά 428. Λένινγκραντ αρ. ευρ. Α Κ ν 889 (Μ., αρ. 166). 4224 Νέα Υόρκη 07.286.36 Α Κ ν 890, 1673 (ίά„ αρ. 173)· Ράγά 428. Νέα Υόρκη 28.167 Α Κ ν 890, 1673 (ϊ(1., αρ. 175). Μπολόνια 384 Α Κ ν 903 (Ζωγράφος του νείί αρ. 57). Φλωρεντία 74356 Α Κ ν 904 (ίά., αρ. 59)· Ράγά 429. Οξφόρδη 1929.466 Α Κ ν 911 (Ζωγράφος της Μπολό νια 417, αρ. 73)· Ράγά 430. Φλωρεντία 77922 Α Κ ν 911 (ιά., αρ. 75)· Ράγά 430. Φλωρεντία 9626 Α Κ ν 953 (Ζωγράφος «Γωνιώδης» αρ. 47)· Ράγά 433. Γενεύη 1519
Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα
246 ε871
143
ε 875
101
ε 879
142
ε 887
128
ε 890
128
ε 894
142
ε 898
112, 139, 166
ε 902
130 υπ.22,166
ε 904
127
ε 912
82, 102, 129
ε 913 ε 917
77, 161
129
ε 918 ε 922
127
ε926
78, 131
ε 928
102 υπ.61
ε 930
77
ε 932
166
130
ε 934* 102
ε 938
77
Α Κ ν 971 (πρβλ. Κατηγορία των Επτά Ασκών σε Σχήμα Κελύφους Αστακού)· Ρατα 435. Α Κ ν 974 (Ζωγράφος του Εεννίδ, Β€Γ^ε1εγ 8.4581 αρ. 31). Α Κ ν 976 (Ζωγράφος τους Ζέφυ δοΐιννεπη 716 (1277) ρου, αρ. 4)* ΟνΑ Ανατ. Γερμ. 1, πιν. 34.3. Α Κ ν 995 (Ζωγράφος του Αχιλλέα, Αθήνα 1923 αρ. 119). Α Κ 7995, 1677 (ίά., αρ. 122)· Ρατα Αθήνα 1963 438. Α Κ 7998, 1677 (ίά., αρ. 161)* Ρατα Αθήνα 1818 438. Παρίσι 09682 Α Κ ν 1029 (Πολύγνωτος, αρ. 16)* Μαι*οαάέ 143; ΕΟ 126 κ.ε. Α Κ ν 1045 (Ζωγράφος του ΛυκάοΒοστώνη 00.346 νος, αρ. 7)* Ρατα 444* ΙΟΌ αρ. II1.1.28. Νέαπολη δΐ£.281 Α Κ ν 1045 (ιά., αρ. 9). Α Κ ν 1050, 1679 (Ζωγράφος της Παρίσι, ΒίΜ. Ναι. 846 Παντοξένας, αρ. 1)* Ρατα 444. Α Κ Υ 1050 (ίά., αρ. 2)* Ρζγζ 444. Βοστώνη 10.224 ΑΚ7Ί501 κ.ε., 1680 (Ομάδα Πολύ Μόναχο 2411 γνωτου, αρ. 18). Α Κ ν 1052, 1680 (ίά., αρ. 19). Βοστώνη 95.21 Α Κ ν 1083, 1682 (Ζωγράφος ΚάσΝέα Υόρκη 22.139.11 σελ, αρ. 5). Α Κ ν 1089 (Ζωγράφος της ΚενταυΜπολόνια 261 ρομαχίας του Λούβρου, αρ. 28). Φλωρεντία αρ. ευρ. 4012 Α Κ ν 1101 (Ζωγράφος του Απ&η&, αρ. 9). ΑΚ V 1111 (Ζωγράφος της ΤαΓςιιίΒιέννη 2166 ηία 707, αρ. 1)· Ρατα 452. ΑΚ V 1112 (Ζωγράφος του Ορέστη, Λονδίνο 1923.10-16.10 αρ. 5)· Ραπ 452* ΙΟΟ αρ. ΙΙΙ.1.8. Φραγκφούρτη νρ β 413 Ραπ 453 (πρβλ. Α Κ ν 1115, 1683* Ζωγράφος του Ή φαιστου, αρ. 3\δΪ8). ΑΚ V 1128 (Ζωγράφος των Λουσμέ Παρίσι 04549 νων Γυναικών, αρ. 106). Μόναχο 2469
Κ ατάλογος Α γγείω ν
Οξφόρδη 308
ε942
137
Ε94 6
79,131
Μόναχο 2415
Ε950
132
ε 954* 95, 108
Μόναχο 2361 Λονδίνο Ρ65
ε958* 78 κ.ε.
Βόννη 78
247
Α Κ ν 1139 (Τεχνοτροπία του Ζω γράφου του Ηαδδείιηαηη, αρ. 5). Α Κ ν 1143, 1684 (Ζωγράφος του Κλεοφώντα, αρ. 2). Α Κ ν 1145 (ίά., αρ. 36)* Ρατα 456. Α Κ ν 1154 (Ζωγράφος του Δίνου, αρ. 35). Α Κ ν 1171 (Πολίωνας, αρ. 4)· Ρατα 459.
Ε962 139 Ε966 137,138 ε 970* 95 υπ.49, 111,139 ε 978
137
ε 990 ε 994
160 124
ε 997 ε 999
125, 131υπ.27 131 131 υπ.24
Ε1000 Ε1005 Ε1006
131 131
Ε1007 Ε1015 Ε1017
131 125 77, 132 υπ.30
Ε1019 Ε1023
127
Ε1039
126
128, 131 Ε ΐ027*138, 142 £1031 127, 142
Ε1047*77, 138, 142 Ε1053 11, 126υπ.15 Ε1055 142 Ε1067 77, 138 Ε1071*Ί 12
ΑΚΥ 1172 (ΐά., αρ. 8)· Ρατα 459. ΑΚΥ 1174, 1685 (Αίσωνας, αρ. 1). Α Κ ν 1208, 1704 (Ζωγράφος του δΐιιιν&ΐον, αρ. 41)· Ρατα 463* ΕΟ 124 κ.ε. Βερολίνο 2728 Α Κ ν 1275 (πρβλ. Ζωγράφος του Κόδρου, αρ. 4). Λονδίνο Ε719 Α Κ ν 1560 Αθήνα, Αρχαία Αγορά Α Κ ν 1561 ρ 5 160 Χαϊδελβέργη Α Κ ν 1579. Αμβούργο 1963.2 Α Κ ν 1593, 1699 (αρ. 37)· Ρζγζ 507. Α Κ ν 1593 (αρ. 45, «έχει χαθεί»). Αθήνα 1226 Α Κ ν 1601. Αθήνα, Αρχαία Αγορά Α Κ ν 1601. Ρ10948 Λονδίνο Ε548 Α Κ ν 1601. Α Κ ν 1605 («άλλοτε στο Οιίιΐδί»). Α Κ ν 1607 («άλλοτε στο ΜαδΙπΙ1ο»). Παρίσι, Βί51. ΝαΙ. 508 ΑΚΥ 1610. Ρώμη, ιδιωτική συλλογή Ρζγά 523. Κοπεγχάγη Ο ι γ . νΐπ 56 ΟΥΑ Δανίας 4, πίν. 162.15. Κοπεγχάγη, Νγ €αι*1δ56Γ£ ΟΥΑ Δανίας 8, πιν, 336.15. 14628 ^Γηρίέ^ηε 1106 ΟΥΑ Γαλλίας 3, πιν. (III 15) 13.9 κ.ε., 15.1. Φραγκφούρτη νρ ^3402 ΟνΑ Γερμανίας 30, πιν. 59.2. Αθήνα 1357 ΟνΑ Ελλάδας 1, πιν. (III Ιο) 3.1. Αθήνα 1431 ΟΥΑ Ελλάδας 1, πιν. (III Ιο) 3.5. Ρόδος Ιταλίας 10, πιν. (III Ιο) 6.3. Συρακούσες αρ. ευρ. ΟΥΑ Ιταλίας 17, πιν. (IIII) 7.1 κ.ε. Νέα Υόρκη 25.78.66 Μαδρίτη 11365 Βερολίνο Ρ2414
20065
248
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
Η1075
139
Ε1079
105
,
Ε 1087 146 Ε1091 131 υπ.24, 137
Ε1095 Ε1099 Εΐ 103
102 142
Ε1107 Εΐ 111 Εΐ 115
77
142
137 77, 137
Εΐ
119
79, 137
Εΐ
123
133
Εΐ 127*95, 109
Εΐ 135*78 Ε1137 79
139 141 Εΐ 143 Εΐ 147 Ε1151 Εΐ 155 Εΐ 159 Εΐ 163 Εΐ 167
Εΐ Εΐ
161 140 82 132 υπ.30 111, 147 116 145 112 95
Συρακούσες αρ. ευρ. ΟνΑ Ιταλίας 17, πιν. (III I) 14.1. 23508 Μιλάνο ΟΜΑ265 ΟνΑ Ιταλίας 31, πιν. (III I) 3.1. Μιλάνο ΗΑ 03166/5 ΟνΑ Ιταλίας 51, πιν. (III I) 3.2. Άμστερνταμ, ΟνΑ Κάτω Χωρών 2, πιν. (III 16) δοΙιειίΓίεεΓ αρ. ευρ. 21 7.1-3. Βαρκελώνη 4201 € ν Α Ισπανίας 3, πιν. 17.3. Βαρκελώνη 4237 €ΥΑ Ισπανίας 3, πιν. 25.7. Γενεύη αρ. ευρ. ΟΎΑ Ελβετίας 1, πιν. 9.2. 16.908.1939 ΟνΑ ΗΠΑ 5, πιν. 31.1α. ΒεΛεΙεγ 8/5 € ν Α ΗΠΑ 6, πιν. 23.2. ΟχίΟΓά (ΜΪ38.) Νέα. Υόρκη 41.162.28 ΟνΑ ΗΠΑ 8, πιν. 46.1ο. Α Κ ν 165 (Φείδιππος αρ. 6). Βτνη Μίΐ\ντ, Κολλέγιο ΟνΑ ΗΠΑ 13, πιν. 10.1. Ρ.205 Βε&ζ1εγ (1947) 222, αρ. 16. Αθήνα, Αρχαία Αγορά Ρ7690 . Βτεηάεΐ εικ. 20. Βερολίνο ΟΓαεί - Εαηβίοΐζ ίΐ 14, πιν. 9. Αθήνα Ακρ. 188 ΟτίίεΙ' - ίίΐηβίοΐζ ίΐ 18, πιν. 12. Αθήνα Ακρ. 226 ΟΓαεί - Εαηβίοΐζ ίΐ 62, πιν. 112. Αθήνα Ακρ. 676 Οταεί - Ε&η§1οΙζ ίΐ 92, πιν. 83. Αθήνα Ακρ. 1073 θΓεΐίεη1ι&§εη (1957) 23, εικ. 18. Μόναχο 2686 Κίεΐη 4, 169. Μαιχαάέ 137 ΕΟ 122. Αθήνα δο1ΐ£ΐιιεηΙ)υΓ§ (1975) 103. Ιδιωτική συλλογή νεππευίε 11,· πιν. 11.5. Βοστώνη 08.31ο νοΛεη» (1932) 409. ΥοΛεΓβ (1932) 447.
ΑΤΤΙΚΑ ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΑ (ΤΕΛΗ ΠΕΜΠΤΟΥ ΑΙΩΝΑ Π.Χ. ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Π.Χ.) ΕΥ2
77,
86
ΕΥ4
79
ΕΥ13
85 υπ.30, 144
ΕΥ 14
85 υπ.29
Φλωρεντία 81947 Λονδίνο 98.7-16.6 Νέαπολη 3240 Κιινο 1501
ΑΚ V 1312 (Ζωγράφος του Μειδία, αρ. 2)· ΟΗίίΛοηηείΐαχ εικ. 327. Α Κ ν 1333 (Ζωγράφος του Νικία, αρ. 1). Α Κ ν 1336, 1704 (Ζωγράφος του Πρόνομου, αρ. 1)· ΙΟΌ αρ. II. 1. Α Κ ν 1338 (Ζωγράφος του Τάλω, αρ. 1)* ΟΐΣΐΓΐχ>ηηε&υχ εικ. 38.
Κ ατάλογος Α γγείω ν ΕΥ16
128, 131
ΕΥ20
166
ευ 28
137
ευ 32
79
ευ 35
85
ευ 40
133 85
ΕΥ41 ΕΥ44 ευ 52 ευ 56 ευ 60
142 85 142, 166 102
ευ 64
79
ευ 68
106 144
ευ 72
249
ΑΚ V 1348 (Ζωγράφος της ΡειταΓα Τ412, αρ. 1). Μπολόνια 329 ΑΚ ν 1410 (Ζωγράφος του Μελέαγρου, αρ. 21). Μόναχο 2398 ΑΚ V 1446 (Ζωγράφος του ΡοιιτΙαΙέδ, αρ. 3). ΑΚνίΑΑΙ (Ζωγράφος της Αθήνας Αθήνα 12592 12592, αρ. 3). Λονδίνο Ε424 Α Κ ν 1475, 1695 (Ζωγράφος του Μαρσύα, αρ. 4)· ΟΐΕΓβοηηεαυχ εικ. 381. Βεαζ1εγ (1927) 352 κ.ε. Οξφόρδη 0141-48 Νέα Υόρκη 25.190 (ϋΙιαΓ&οηηεαιιχ εικ. 378. ΚΟΑ 59, πιν. II. 1. Βερολίνο 2688 ΚΟΑ 120, πιν. ΙΧ.2. Λένινγκραντ 1891.818 Παρίσι 0507 ΚΟΑ 131, πιν. Χν.4. Μαηο1ΐ6δΐ0Γ, Πανεπιστή ΚΟΑ 141, πιν. ΧΙΧ.4. μιο ΚΟΑ 203, πιν. ΧΧνΐΙ.4. Νέα Υόρκη 24.97.5 Νεάπολη Η2202 ΚΟΑ 363, πιν. ΧΕνΐΙΙ.2. Μείζ^εΓ (1965) 88, πιν. XXXIV. Βιέννη 924
Εογπιπι Τ412
ΙΤΑΛΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΙΚΕΛΙΩΤΙΚΑ ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΑ (ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΑΙΩΝΑ Π.Χ. ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Π.Χ.) ες 8
142
ε ς 12* 79 ε ς 13
79 79 ες 20* 79 ες 24 142
ε ς 16
ες 26* 77, 79
Οοιηρίε£ηε Κ&ιίδηιΐιε β 136 Καιΐδπιΐιε β 134 Καιΐδπιΐιε β41 ΚαΓίδΓυΙιε Β2425 Α11εη6ιιι·£ 272 δο1ι\νεπη 720
ες 27
79
δο1ι\νεπη 703
ες 28
79
Μιλάνο
ες 30
140
ες 31
79
Σαν Φραντζίσκο, Συλλογή <3ε Υοιιη£ 226/24866 Παρίσι κ710
ΗΑ
€231
ϋ ν Α Γαλλίας 3, πιν. 28.3. ΟνΑ Γερμανίας 8, πιν. 66.1. ΟνΑ Γερμανίας 8, πιν. 66.3. ΟνΑ Γερμανίας 8, πιν. 69.1. ΟνΑ Γερμανίας 8, πιν. 73.5. € ν Α Γερμανίας 18, πιν. 85.1. ΟνΑ Ανατ. Γερμ. 1, πιν. 45.2. κ.ε.· ΕΟΞ 68 (Ευοαηΐαη, αρ. 337). πιν. 31.5 κ.ε. ΟνΑΑνατ. Γερμ. 1, πιν. 49.1 *ΣΟΞ 165 (Ειιοαηίαη, αρ. 919). ΟνΑ Ιταλίας 5 1, πιν. (I ν ϋ ) 1.1, 2.2 κ.ε. 6ΎΑ ΗΠΑ 10, πιν. 24.2* ΙΟΞ 34 (Ευοαηίαη, αρ.114). ΟιαΓβοηηεαιιχ εικ. 350.
250 ες 32
Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα
ες 48
142 142
Κυνο 1088 Βιέννη 942 Π αρίσι, Βίβΐ. Ναι. 442 Νέα Υόρκη 91.1.466
ες 52
79
Τάραντας 8263
ες 56
79
Λ ονδίνο Ρ184
ες 60
79
ες 64
79
Τάραντας, ιδιωτική συλλογή Ρήγιο Καλαβρίας 7004
ες 68
79
Τάραντας 50938
ες 69
79
ες 73
79
Τάραντας 52535
ες 77
79
Μαδρίτη 32681
ες 81
77
Βαπ 6327
ες 85
79
ΟθΓηρίέ§η€ 1023
ες 89
79
Β&π 6264
ες 97
166
Λ ονδίνο Ρ179
ες 36 ες 44
79 144
ΕΣ 101 79
Ν εάπολη 1761
ΕΣ109 79
Δ ουβλίνο 960.1
ΕΣΐ 13 79
Οαιηόπάβε ΟΚ14/1963
ΕΣ121 142
Λονδίνο Ρ211
ΕΣ129 79
Ν εάπολη 856
ΕΣ133 79
Λονδίνο Ρ473
Ο1ι&ι±>οηη6&ιιχ εικ. 357. £ 0 5 2 8 (Τυοαηίαη, αρ. 98), πιν. 8.5. 1 ,0 5 36 (Ινυοαηίαη, αρ. 136). 1 ,0 5 49 (Τιιοαπΐαπ, αρ. 251), πιν. 20.3. 1 ,0 5 55 (Τιιοαπΐαπ, αρ. 280)* ΟΙιαΓόοππεαυχ εικ. 347 κ.ε. 1 ,0 5 58 (Γιιοαηί&η, αρ. 289), πιν. 28.1 κ.ε. 1 ,0 5 60 (Τιιο&ηΐ&η, αρ. 302), πιν. 29.6. 1 ,0 5 64 (Γιιο&ηίαη, αρ. 315), πιν. 30.2. 1 ,0 5 66 (Γιιο&ηίαη, αρ. 325), πιν. 31.1. 1 ,0 5 66 (Γυο&ηί&η, αρ. 326), πιν. 31.2. £ 0 5 67 (Χιιο&ιή&η, αρ. 336), πιν. 31.4. 1 ,0 5 73 (Γυοαηίαη, αρ. 371), πιν. 34.3. 1 ,0 5 96 (Γυοαηίαη, αρ. 502), πιν. 47.3 κ.ε. £ 0 5 101 (Γιιο&ηί&η, αρ. 529), πιν. 52.1. £ 0 5 102 (Γυο&ηί&η, αρ. 535), πιν. 51.8, 53.1. £ 0 5 113 (ΤιιοΗηΐΗη, αρ. 582), πιν. 58. £ 0 5 1 6 7 (ΐΛίοαηΐ&η, αρ. 927)* Ο ιςιγβοηηεαυχ εικ. 354. 1 ,0 5 2 1 4 (Ο&ιηραηί&η, μέρος 1, αρ. 74), πιν. 84.6. £ 0 5 236 (Οαιηραηίίΐη, μέρος 2, αρ. 63), πιν. 93.4. 1 ,0 5 258 (Ο αιχιραηίαη, μέρος 2, αρ. 211), πιν. 103.1 κ.ε. 1 ,0 5 4 9 7 (0Η πιρ 3ΐιίΕ π , μέρος 4, αρ. 412), πιν. 192. 1 ,0 5 597 (Σ ικελικό, αρ. 82), πιν. 232 3 κ χ .
Κ ατάλογος Α γγείω ν ΕΣ137 79 ΕΣ141 139 ΕΣ147 139 ΕΣ151 139
ΕΣ159 ΕΣ163 ΕΣ171 ΕΣ175 ΕΣ179
78 78 78 139 166
251
ί .^ 5 619 (Σ ικελικό, αρ. 232), πιν. 243.6. ΡΗΥ 27, αρ. 18· ΙΟΩ αρ. ΐν.26. Β εΗ 3899 ΜίίτνΗΓίΙ, Μ ο θ 3 η ίε 1 ΡΙιΥ 30, αρ. 24· ΙΟΩ αρ. IV. 16. Λ ένινγκραντ αρ. ευρ. 299 ΡΗΥ 33, αρ. 31· ΙΟΣ) αρ. ΙΥ.22. δίΐη Ι;ι Α §313 (Ιεΐ ΟοΙΐ Ρήν 44, αρ. 59· ΙΟΩ αρ. ΐν.33. Ρώμη, Βατικανό υ19 ΡΗν 46, αρ. 65· ΙΟ ϋ αρ. ΐν.19. Ν εάπολη Κίΐ^ιιΧΗ 13 ΡΙιν 62, αρ. 115· ΙΟΌ αρ. ΐν.32. Ρή ν 68, αρ. 135· ΙΟΏ αρ. ΐν.12. Κιινο 1402 ΙΟΌ αρ. ΙΙΙ.1.11. Λ ονδίνο 1917.12-10.1 Γέλα 9163
Βιβλιογραφία Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει όλα τα έργα στα οποία αναφέρθηκα στις υποσημειώσεις. Δεν αποτελεί μια πλήρη βιβλιογραφία για την Ελληνική σεξουαλική ζωή και πολύ περισσότερο για την ιστορία της ομοφυλοφιλίας.
Αηίΐ^β ν&86η, δοηάετίίδΐε 11 (Μϋηζεη ιιηά Μεάαϋΐεη Α.Ο., Βαδεί. Δεκέμβριος 1977) ΑπηδίΓοηβ, Α.Η., ΤΙαΙοηίο Ετοδ αηά ΟΙιπδΙίαη Α§αρε’, Οο\νη8ΐάο Κενίοιν Ιχχίχ (1961) 105-21 ΒεαΙΐίε, Α.5., ςδαρρ1ιο Ρ γ . 31’, Μηεπιθ8γη6§. IV ίχ (1956) 103-11 ί ά Ά Νοίε οη δαρρίιο Ργ.Ι’, 0(2 Ν.8. νίί (1957) 180-3 Βεαζ1εγ, 5.Ό., Αίίΐ8θ1ΐ6 να8ζηηια11εΓ άθ8 τοίΠβΐιήβοη 3ίίΐ8 (Τϋβίη^εη 1925) ίά., 45οΐϊΐε ΙηδοπρΙίοηδ οη ναδεδ’, χχχί (1927) 345-53, χχχίϋ (1929) 361-7, χχχίχ (1935) 475-88, χΐν (1941) 539-602, Ιίν (1950) 310-22, Ινίπ (1954) 187-90, Ιχί (1957) 5-8, Ιχίν (1960) 219-25 ίά., ΤΗε Αηΐίπιεηεδ ΡαίηΙει-’, 7Η5 χΐνϋ (1927) 63-92 ΐά., Τ\νο ΙηδοπρΙίοηδ οη Αΐΐίο ναδεδ’, ΟΚ Ινϋ (1943) 102 κ.ε. ΐά., 4δοιηε ΑΐΙίο ναδεδ ίη Ιΐιε Ογρηΐδ Μιΐδειπη’, ΡΓθ€6€ώη£8 ο ί ί/ιε Βήύ8ΐι Α οζάαηγ χχχίϋ (1947) 195-244 ίά., Αίίΐο ΒΙαο^-ΡΐβΐίΓο να8€-ΡαΐηίβΓ8 (ΟχίΥοτά 1956) ίά., Αίύο Κβά-ΡΐβΐίΓΟ να8€-Ραΐηί£Γ8, δεύτερη έκδοση (Οχίοτά 1963) ίά., ΡαΓαΙΐροιηεηα: Αάώύοη8 ίο Αΐΐίο ΒΙαο^-Ρί^υτε ν&δε ΡαίηίεΓδ αηά Αΐΐίο Κεά-Ρί§υΓε ναδε-ΡαίηΐεΓδ (ΟχίοΓά 1972) [Βεαζ1εγ, ].Ό.] Α8Ηιηοΐ6αη Μυ8ουιη ϋαίαίοβηβ ο ίΞ ίΓ ^ήη αηά Εαάγ Βοαζΐβγ’8 Οΐίί8 ίο ίήβ Α8ίιιηοΐ6αη Μιΐ8£ΐιιη 1912-1966 (Εοηάοη 1967) Βεαζ1εγ, 3.Ό ., αηά Ραγηε?Η.Ο.Ο., Ά ΐΐίο ΒΙαοΙοΡί^ιίΓεά Ρταβίηεηΐδ ίϊοπι ΝαιιΟΓαΙίδ’, 7Ή5 χΐίχ (1929) 253-72 ΒεΙϋε, Ε., Ό ίε άοπδοΐιε Κηαβεηΐίεβε’, β Μ Ν .Ρ . Ιχίί (1907) 438-75 νοη Β1αηο1ίεη1ια£εη, Ρ.Η. Τιιεπίία’, στο Ιη Μ αηοήαιη Οίίο Ρ. Βπηάοΐ: Ε88αγ8 ΐη ΑΓοΙιαβοΙοβγ αηά ίήβ Ηιιηιαηίύ€8 (Μαίηζ 1975) 44-6 Βίΐαΰεΐ, Ρ., Ξαηιηιβίδυοίι βήοο^οΙιεΓ ΙΐΓ^υηάβη αιΐ8 Αβγρίβη ίν (Ηείάε16ει·§ 1931)
Βιβλιογραφία
253
Βΐ££6η, (Γ.\ν., 4ΙηδοπρΙίοηδ οη Οεοιηεΐτίο ΡοΙΐεΓγ Γγοιώ ΗγιηεΙΙιΐδ’, ΑΧ4 χχχνίϋ (1934) 10-28 ΒοαΓάιηαη, 3ο\ιη, Ά ΟΓεεΚ ναδε ίΐΌΐη Ε^γρί’, 7Η5 Ιχχνίίί (1958) 4-12 ίά., ΟτοοΚ Ατί (δεύτερη έκδοση, Εοηάοη 1973) ίά., Αίήοηΐαη Βίαοΐε-Είβυτο ν &808 (Εοηάοη 1974) ιά., Αίήοηΐαη Κοά-Είβυτο να868: ίήο Ατοήαίο Ροήοά (Εοηάοη 1975) ίά., Ά Οιποιίδ Εγε-Οιρ’, Α Α 1976 281-90 ίά., Οτοοίε Ξουΐρίυτο: ίήο Ατοήαίο Ροήοά (Εοηάοη 1978) Βοατάηιαη, Ιοίιη, Όόή§, 3., Ριιοΐΐδ, \ν., αηά Ηίπηει·, Μ., Τήο Α τί αηά Ατοήΐίοοίυτο ο ί Αηοΐοηί Οτοοοο (Αγγλική μετάφραση, Εοηάοη 1967) Βοατάιηαη, Ιοίιη, αηά Εα Κοεοα, Ε., Εγο8 ίη Οτοοία (Μίΐαη 1975) άεη Βοει*, \ν., Εγο8 οη Α πιογ: Μοη οη ντου\ν ίη Οήοΐεοηίαηά οη Κοηηο (Τ1ΐ6 ΕΙα^ιιε 1962) Βολντα, Ο.Μ., Τήο Οτοοία Εχροήοηοο (Εοηάοη 1957) ίά., Οτοοίε Εγήο Ροοίτγ, δεύτερη έκδοση (ΟχίοΓά 1961) ΒΓεηάεΙ, Ο. I., ΤΗε δοορε αηά ΤειηρεΓαπιεηΙ ο ί ΕγοΙιο ΑγΙ ίη Ιΐιε ΟΓεοο-Κοιηαη λΥοΓίά, στου Βο\νίε, Τ., οί αΐ, 3ίηάΐ08 ίη Ετοίΐο Ατί (Νε\ν Υογ1<: αηά Εοηάοη 1970) 3-108 ΒιπίΓοη, Όίαηηα Μ., Αίίϊο να 80-Ραιηίΐη§ ίη Νο\ν Εηβίαηά €ο11οοίίοη8 (Οαπι&πά£ε, Μαδδ. 1972) Οαιηρβείΐ, Μ., ΆηαοΓ6οη ίι*. 358 Ρ’ ΜυΒουτη Οήύοητη νίίί/ίχ (1973/4) 362-5 Οαδ1ίεγ Ε.Ό., αηά Βεαζ1εγ, 3.Ό. Αίίϊο να 808ΐη ίήοΜιΐ8ουτη οΓΡΐηοΑτί8. Βθ8ίοη (ΟχίοΓά 1931-1963) ΟΙιαΛοηηεαυχ, 3., Μαιΐίη, Κ., αηά νίΠαΓά, Ρ., Οα88ΐοα1 Οτοοία Α τί 480-330 Β.€. (Αγγλική μετάφραση, Εοηάοη 1972) Οιαδε, Ο.Η., Ά η ΑηιρΙιοΓα \νί11ι α Νε\ν Καίοδ-ηαιηε ίη Ιΐιε Βοδΐοη Μιΐδευιη οί Ρίηε ΑΓίδ’, ΗΞΟΡχνη (1906) 143-8 Οατίίε, ^ .Μ ., Άοΐιίΐΐεδ αηά Ραΐχοοίιΐδ ίη Εονε’, Ηοττηο8 ονί (1978) 389-396 ΟοΠί^ηοη, Μ., αηά (ϋουνε, Ε., Οαίαίοβυο άθ8 να808ροΐηί8 άυ Μιΐ8έοΝαίίοηαΐά’ Αίήοηο8 (Ραπδ 1902-1904) Οοοΐ£, Κ.Μ., Τί1<:ε11υΓα ΡοΙΐεΓγ5, ΑΒ8Α χχχίν (1933/4) 1-98 ϋε^αηί, Ε., Άπίταάε Γ αηαδδα^οΓεο’, Μαία χϋ (1960) 190-212 ίά., 4Εαεοαδίη-λαικάζειν», Κινΐ8ία ώ ουίίυτα ο\α88Ϊοα ο ηιοάίοοναίο ίν (1962) 362-5 ϋεΐεοιιιΐ;, Ματίε, Ηοπηαρήτοάίίο (Αγγλική μετάφραση, Εοηάοη 1961) ίά., Ηοττηαρήτοάίίοα (Βπίδδείδ 1966) ϋεηηίδίοη, Ι .ϋ ., ΟτοοΡατύοΙθ8, δεύτερη έκδοση (Οχίοτά 1954) Όειι&ηει·, Ε., Αίίΐ8θήο Εο8ίο (Βειίίη 1932) ϋενεΓευχ, Ο., Ότεε1<: Ρδειιάο-ΙιοπιοδεχιιαΙίΐΥ αηά ΐΗε 4Ότεε1<: ΜίΓαοΙε” ’, 8γτηήοΐαο Ο8ΐοοη8θ8 χΐϋ (1967) 69-92 ίά., Τ1ΐ6 ΝαΙητε οί δαρρίιο’δ δείζητε ίη ίτ 31 ΕΡ αδ Ενίάεηοε ο ί Ηετ ΙηνεΓδίοη’ 0(3 Ν.δ. χχ (1970) 17-31
254
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
ίά., ΕίΗηορ8γε1ιαη%1γ8ε εοηηρΙεπιεηϊαή8ίε (Ραπδ 1972) ίά., Τταβέάίε εί ροέ$ίο βτεεςιιε: έίηάε8 είΙιηορ8γοΙιαηα1γίίςυε8 (Ραπδ 1973) Οίοΐάηδοη, Κ.Ε., Ηητηαη Ξεχ Αηαΐοτηγ, δεύτερη έκδοση (Εοηάοη 1949) Ώίεΐδ, Η., ΆΙΙαηαηδ Ραι-Ι^ε^ίοη5, Ηετηιε8 χχχί (1896) 339-74 Όονετ, Κ.Ι., ςΝοίεδ οη Απδΐορίιαηεδ’ ΑεΙιαΓηία^’, Μαία Ν.δ. ί. (1963) 6-25 [= ΌονεΓ 1963α] ίά., ΤΗε ΡοείΓγ οί Α^^^ι^1ο^110δ,, ΕηίΓεήεη8 άε Ια Ροηάαύοη Ηατάί χ (1963) 183-222 [= ΟονεΓ 19636] ίά., ΈΓΟδ αηά Νοιηοδ’, ΒΙ08 χί (1964) 31-42 ίά., Ά^^δ1ορ11αη6δ, δρεεοΐι ίη Ρΐαίο’δ 3γπιρο8ίιιπϊ, ΙΗ 8 Ιχχχνί (1966) 41-50 ίά., Εγ8ΐα8 αηά ίΐιε ϋθΓρυ8 Εγ8ίαεητη (Βετίίεΐεγ αηά Εοδ Αη^εΐεδ 1968) ίά., 4ΟΙαδδίοα1 Οτεείί ΑΐΙίΐιιάεδ Ιο δεχιιαΐ ΒεοΗανίοιίΓ’, ΑΓείΗη8ανϊ (1973)59-73 [= 1973α] ίά., 4δοιηε Νε^ΐεοίεά Αδρεοΐδ οί Αβαιηεπιηοη’δ ΟΐΙεΓηπια5, ΪΗ 5 χοίίί (1973) 58-69 [= ϋονεΓ 19736] ίά., Οτεεί: Ρορυΐατ ΜοΓαΙίίγ ίη ίήε Τίπιε οίΡΙαίοαηάΑή8ίοί1ε (Οχΐοτά 1973) ΌιιοαΙί, Ρ., Ροηή8βϊιε να8εη (Βειίίη 1932) Όυ^αδ, Ο., Εβ8 να8ε8 αίίίςηε8 α Π§ιΐΓ£8 γο\ι§£8 - Εχρίοταΐίοη ατεήέοΐοβίςυε άε ΌέΙθ8 χχί (Ραπδ 1952)
Εη^ΙίηΙοη, 3.Ζ., Οτεείε Εονε, εά. 2 (Εοηάοη 1971) ΡεΗ1ιη§, Ό., ΕίΗοΙο^εΗε ΙΙεδεΓίεβαη^εη αιιίάειη ΟεΜεί άετ ΑίΙεΓίηπΊΞ^ιιηάε (Μιιηίοΐι 1974) Ρειτί, δ., 4διιί ναδί £Γεοί οοη ερί^Γαίϊ “αοοίαπιαίοπε” ’, Κεηάίεοηΐί άεΙΙα Κεβία Αεεαάεπιία άεί Είηεεί, οί. δοί. ηιοΓ., δ. VI χίν (1938) 93-179 ΡΙαοεΙίέΓε, Εονε ίη Αηείεηί Οτεεεε (Αγγλική μετάφραση, Νε\ν ΥοιΊί 1962) ΡΓαηΙίεΙ, ΟΗαήοηε, Ξαίγτ - αηά Βα^εΗεηηαηιεη αιχϊ Ύα8εη\)ί\άετη (Ηαΐΐε 1912) ΡΓαεη1<ε1, ΕάιιαΓά, “Νευεδ ΟπεοΗίδοΙι ίη ΟΓαίίίΐί (I) Καίαργ§αίηα ” ΟΙοίία χχχίν (1955) 42-5 Ρπίδ ΙοΗαηδεη, Κ., 4ΡΓα£ΐηεηΙε ΚΙαζοηιεηίδοΙιεΓ δαι*1<:ορ1ια£ε ίη άεΓ Νυ ΟαΓ1δβεΓ£ 01γρΙοίΗε1<:ε’, Αεία ΑτεΗεοΙοβία νί (1935) 167-213 ΡιΐΓΐ\ναη§1εΓ, Α., αηά ΚείοΗΙιοΙά, Κ., Ο ήεεήΐ8ε1ιε να8εηηια1εΓεί (ΜιιηίοΗ 190432) Οεηΐίΐί, Β., 4Ι1“1εΙΙο ίηδαζίαΐό” άί Μεάεα ε ίΐ Ιειηα άεΙΓ αάΜα α Ιίνεΐΐο αηιοτοδο ηεί Ιίποί (δαίϊο, Τεο§ηίάε) ε ηεΐΐα Μεάεα άί Ευπρίάε’, Ξίηάί εΙα88ΐεί ε οήεηίαΐί χχί (1972) 60-72 ίά., ςΕα Κα^αζζα άί Εεδβο’, ζλί/ΟΟ χνί (1973) 124-8 Οίαοοηιείΐί, Αηηε, 4ΤΗε .ΙιΐδΙίοε οί ΑρΙίΓοάίΐε ίη δαρρίιο Ργ. Γ, Τταη8αείίοη8 ο ί Ιήε Αιηεήεαη Ρήίΐοΐοβίεαΐ Α88οααΐίοη οχ (1980) 135-142 Οίαη^Γαηάε, Ο., ΆηαοΓεοη αηά Ιΐιε Εεδβίαη ΟιγΓ, ( ^ υ € € χνί (1973) 129-33 Οίηοηνέδ, Κ., Βαίαηευίί^ε (Ραπδ 1962) Οοιιΐά, ΙοΙιη, ΤΗε ΌενεΙοριηεηί οίΡ1αΙο’8 Είήίε8 (Οαηιβπά^ε 1955) ίά., Ή ί^εΐεία’, 7Η5 χοίίί (1973) 74-103
Βιβλιογραφία
255
Οουΐά, Τ.Ρ., ΡΙαίοηίο Εον6 (Γοηάοη 1963) Οουΐάηει-, Α.\ν., ΕηίβΓ ΡΙαίο (Γοηάοη 1967) Οταεί, Β., αηά Ι^αη^Ιοίζ, Ε., Όίε αηίί^η να86η νοη άβΓ Αίετοροϋβ ζυ ΑίΗοη (Βετίίη 1925-33) θΓ€ΐίεη1ια§6η, Α., Εϊηο αίίΪ86ίΐ6 8ε1ι\ναΓζίίβΐιήβ6 να86ηβαίίηηβ ηηά άΐ6 ΟαΓ8ί6ΐΙυηβ 068 Κοιηο8 ΐτη 86θ1ΐ8ί6η ^ΗτΙιυηόβΓί (Κοηί£δΙ)0Γ£ 1929) ίά., ΟήβοΗΐΞεΙιο Ετοίεη (ΒεΓίίη 1957) Ο ιια Γ ά υοα , Μ αι^Η οπία, Ό ι ι ε ο ρ ίύ ά ο η η ο δ ο ίίο υ η δοΐο π ια η ΐο ίη υ η α δεπ ο άί ναδί §Γ6θί αΓοαία’, Μ Ό ΑΙ (Αίήβη. ΑΜ.) Ιίϋ (1928) 52-65 Ο ιιΐΗ π ε, λν.Κ.Ο., Ηΐζίοτγ ο ί Οτβο1< ΡΗί1ο8ορίιγ ((^αιτιβπά^ε 1962-)
^
Ηαιτίδοη, Α.Κ.\ν, Τήο Εα\ν ο ί ΑίΙΐ6η8 (Οχίοτά 1968-71) Ηαυδοΐιίΐά, Η., ϋ ΐε θ68ία1ί άοτ Η6ίαΓ6 ίη ά6Γ βήοοίιίχαίιοη Κοηιόάίβ (Ιχίρζίβ 1933) ΗοηάεΓδοη, 3., ΤΗβ Μαοηίαίβ Μη86ΐ Ούβοοηβ Εαηβυαβ6 ίη Αίίϊο €οτη60γ(Νε\ν Ηανεη αηά Γοηάοη 1975) ΗεΓίει*, Η., Οο άί$ αίίίοίς Ρήαρί 8ίηιί1ίΙ>υ8 (Βοηη 1926) ίά., Οο Ρήαρο Οίεδδεη 1932) ίά., ΤΗαΙΙορΙιοπε’, ΚΕ II χίχ (1938) 1673-81 ίά., ΤΗαΙΙοδ’, Μά., 1681-1748 Ηοίίιηαηη, Η., ναββη ά6Γ Μα88ί8οίΐ6η ΑηΙ&β (ΗαιηΙ)ΐΐΓ£, ά.έ.ε) ίά., Ήα1ιηεη]<αιηρί ίη Αΐΐιεη. Ζιιγ Ι^οηοΐο^ίε είήεΓ αΐΐίδοΐιοη ΒϋάίοπηεΓ, Κβνυε ΑΓοΗέοΙοβίςυβ 1974, 195-220 ΗορίηεΓ, Τ., Οα8 Ξβχυαίίβδβη άβΓ Οήβαίιβη αηά Κ οπίογ, ί ρΐ. 1 (Ρτα^υε, 1938) Ηορρίη, 3.(ϋ., Α Ηαηάόοοίε ο ί Αίίίο Κβά-ΡίβΐΐΓβά να868 (ΟαηιΒπά^ε, Μαδδ. 1919) Ηγίαηά, ϋ .Α ., ςΛΈ ρ ω ς , Επιθυμία αηάΦιλία ίη ΡΙαΙο’, ΡήΓοηο8ΐ8 χίϋ (1968) 32-46 ΙιηιηεπναΙΐΓ, Η., Ά η Ιηδοπβεά ΤειταοοΙΙα Βαίΐ ίη Βοδίοη’, Ογ66&, Κοτηαη αηά Βγζαηίΐη6 8ίυάΐ68 νίίί (1967) 255-66 Ιηηίδ, Αηηε Ο., Τ1ΐ€ ΒεΗανίοιίΓ οί Ιΐιε ΟίΓαίίο’, ΡΓθ066άίηβ8 οίίήβ Ζοοίοβίοαΐ 8οά6ίγ ο ί Εοηάοη οχχχί (1958) 245-78 Ιαοοβδίΐιαΐ, Ρ., ΟΓηαηιεηίε βΓί6θήί8θ1ΐ6Γ να8βη (ΒοΓίίη 1927) ΙείίεΓγ, Γ.Η., Τήο ΕοοαΙ Ξοηρίζ ο ί Α γοΜ ιο Οηεβαο (Οχίοιά 1961) Ιοοείγη, Η .ϋ ., Ά ΟΓεεΙί Ιηάοοεηογ αηά ίΐδ δίαάοηΐδ: λαικάζειν\ ΡΓθθ66άίηβ8 ο ί ίήο Οαηιδήάββ ΡΗίΙοΙοβίοαΙ 8ο€Ϊ6ίγ <χνί (1980) 12-66 Καίπιαίαδ, ϋ ., βί αΐ, Ύίετ 1ίΐ6Γαπδο1ΐ6 Ραργπ ά€Γ ΚοΙηοΓ δαπιπιΐιιηβ’, ΖΡΕ χίν 1 (1974) 29-38 Κατίοη, ΑΓηο, 86χυα1ίίγ αηά Ηοιηο86χηαΙίίγ (Γοηάοη 1971) ΚεγάεΙΙ, Κ., ΤείδαηάΐΌδ (13)’, Κ Ε Ι I χίχ (1937) 146 κ.ε. ΚΙείη, λν., Όίε βήβο^οΐιβη να86η ηιίί Εί6Μίηβ8ίη8θΙΐΓίίί6η, δεύτερη έκδοση (Γείρζίβ 1898) Κΐ6ΐη§ϋη11ΐ6Γ, Α., ΡγοΙο8 Ιΐ6υΓ6ί68=ΡΙιί1ο1οβυ5 διιρρίβά. χχνί I (1933)
256
Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα
Κηοχ, Α.Ό., Ό η Εάίΐίη£ Ηίρροηαχ: α Ρα1ίηοάο?’, Ξίυάί Ιΐαΐίαηί άί Είΐοΐοβία αα88ίοα χν (1939) 193-6 ΚΓοίδοΙιπιοΓ, Ρ., Όίο £ή 00ήί80ΐιε ν^εηίηεοΙιήΓίβη (ΟϋΙοΓδΙοΙι, 1894) ΚγοΙΙ, \¥., 6Κηα6οη1ίοΙ)ο\ ΚΕ χχί (1921) 897-906 ίά., Χοδβίδοΐιο Είοβο’, ΚΕ χχίίί (1924) 2100-2 ΚϋΙιηοΓ, Κ., Α^ΓϋήΓΐίοήβ Οταιηπιαύ^άετ βήοεΙιίΞοΙιεη Ξρταοΐιβ, αναθεωρημένο από τον Οοιίΐι, Β. (ΗαηονεΓ αηά Εοίρζί^ 1898-1904) Κιιηίδοΐι, Ν., ΑηΙ&εη άβΓ 8αιηιη1ιιη§ Ιυ1ΐιΐ8 υηά Ματβοΐ Εύπορο (Βοοίιυηι 1972) Κυηζο, Ε., 4Ζουδ υηά Οαηγιηοάοδ, οίηο Τ6^^α1ίο1;ΐα§^υρρ6,, Ηυηά€Γί8ί68 Ψίηο1(6ΐηιαηη8ρΓθ£ταηιηι άοτ ατοΜο1ο§ι8ο]ι 6η θ€8£ΐΐ8αήαίί ζυ Βοήίη (Βοιίίη 1940) 25-50 Ε€£6γ6ογ£, Κ., Όίε Ρΐαίοηίβοήε ΕΪ6&6 (Εοίρζί^ 1926) Εαηο, Ε.Α., Τα1<:οηίαη ναδο-ΡαίηΙίηβ’, ΑΒΞΑ χχχίν (1933/4) 99-189 Εαη§, Μα&οΐ, ΟταίίίΙί ίη ίήο Αΐήβηίαη Α§οτα (Ρπηοοΐοη 1974) ίά., ΟΓαίίίή αηά Όίρίηίί - ΤΗε Αίήαηίαη Αβοτα χχί (ΡπηοοΙοη 1976) ΕοίΊίοχνίΙζ, ΜαΓγ. Κ., 4€ηΐίοα1 δΐοΓοοίγροδ αηά Ιΐιε Ροοίχγ οί δαρρίιο’, Κοτηαη αηά ΒγζαηΙίηβ Ξίυάί€8 χίν (1973) 113-23 Εοδ1<;γ, Α., νοτη Εγο8 άβτ Ηοΐίβηβη (ΟοΙΙίη^οη 1976) Είοΐιΐ, Η., ΞΐΙίβηββδΜοήίβ Οήβοΐιβηίαηάς (ΌΓΟδάοη 1925-28) Είρδίιΐδ, Ι.Η ., Όα8 αίίί8€ή6 Κβεήί υηά Κ£ϋήί8ν6ΓίαήΓ6η (Εοίρζί^ 1905-1915) ΕίΙΙπιαη, Κ.Ι., ΤΗο Εονοδ οί Αίοίβίαάοδ’, ΤΑΡΑ οί (1970) 263-78 Εΐογά-Ιοηοδ, Ηυ§1ι, ΤΗο Ιυ8ύ€6 οίΖβυ8 (ΒοΓ^οΙογ, Εοδ Αη^οΐοδ αηά Εοηάοη 1971) νοη ΕυοΚοη, Ο., Ό ίο 8ο1ι\ν6πηοΓ Οηβδίπιοδ-δοΐιαίο’, \νί886η8ο1ιαίί1ί€ΐΐ6 Ζ6ίί8ϋ1ιή ΐί άοΓ υηίν€Γ8ΐίαί Κθ8ίοϋ1<: χνί (1967) 485-90 Ευΐΐίοδ, Κ., Όίβ Τγρεη ά£8 βήεο^ϋΐιβη Ηατηοη (Κοηί£δβοι*£ 1931) ίά., 4ΝουοΓ\νοΓΐ3πη§οη άοΓ Αηΐίΐίοηδαιηπιΐυηβ ίη ΜυηοΗοη’, Λ Α 1957 373-416 Ευΐΐίοδ, Κ., αηά Ηιγπιογ, Μ., ΟγοοΙϊ Ξσυΐρίυτο, δεύτερη έκδοση (Αγγλική μετά φραση, Νο\ν ΥογΚ 1960) ΜαΓοαάέ, 3., Εγο8 Κα1ο8 (Οοηονα 1962) ΜαΓΟονίοΙι, Μ., 4δαρρ1ιο Ργ. 31: Αηχίοίγ Αηαοΐί ο γ Εονο Οοο1αΓαΙίοη?’, Οζ)Ν.δ. χχίί (1972) 19-32 ΜαΓΓοιι, Η.Ι., ΗΪ8ίοτγ ο ί Εάυοαίίοη ίη ΑηΙίςυίΙγ, τρίτη έκδοση (Αγγλική μετάφραση, Εοηάοή 1956) ΜαδίοΓδ, \ν.Α. αηά ΙοΗηδοη, ν.Ε., Ηυπιαη Ξεχυαΐ Κβ8ροη8€ (Εοηάοη 1966) Μοαά, ΜαΓ^ατοΙ, Μαΐβ αηά Εβηιαίο (Εοηάοη, 1949) ΜοιΊ^οΙβαοΙι, Κ., 4δαρρ1ιο υηά ϊΙιγ ΚΓοίδ’, Ρήί1ο1οβυ8 οί (1957) 2-29 ίά., ΆίδοΜηοδ 1.20’, ΖΡΕ χνί (1975) 145-8
ΜοΙζ£ογ, Η., Εβ8 Κ6ρΓ686ηΙαΙίοη8 άαη8Ια οέΓαπιίςυοαίίΐςυε άη ΐν ο 8ίέοΐ6 (Ραή8
1951) ίά., ΚεοΙιεΓοΙιεΒ 8ιιγ Γίιηαβοήο αΐήέηίεηηο (Ραπδ 1965) Μίΐηο, Μαηοηο, αηά νοη ΒοΙΙιπιογ, Ό., 6ΚαΙαριι§δη Ιεαίαρυβαίηα9, Η€8ροπα
Β ιβλιογραφία
257
χχϋ (1953) 215-24 Μίη£αζζίηί, Ρ., ν&ύ άβΐΐα οοΐΐοζίοηο Οαδίεΐΐαηί (Κοπιε 1930) Μοηίυοπ, Μαπο, 4διι Ρεάοηε άί Εΐίάε’, Α ίύ άεΙΓ Αοοαάαηία ΡοηΙαηίαηα Ν.δ. χχν (1976) 1-14 Μοδδ, Ογηΐΐιία, ΡθΓίΓ3.ιί8 ίη ίήο Ψίϊά (Εοηάοη 1976) Να§γ, Ο., 4Τ1ιε λνΐιίΐε ΚοοΚδ οί Εειιΐίαδ’, Η 80Ρ Ιχχνϋ (1973) 137-77 Ναροΐί, Μ., Εα Τοηιδα άεΐ Τυίίαίοτβ (Βαπ 1970) Νευιηαηη, Ο., θ€8ίαι υηά ΟβΜτάβη ίη άοτ βήβοΙιίΞοΙιβη Κηη8ί (Βειίίη 1965) Νειπηαηη, Ηαιτγ, ΌίοΙίιηα’δ Οοηεερί οί Εονε’, Α ΙΡ Ιχχχνί (1965) 33-59 Νϋδδοη, Μ.Ρ., 'ΚαΙΙίδΙεία’, ΚΕ χ 1674 Νγ§τεη, Α., Α^αρο αηά Εγο8 (Αγγλική μετάφραση, Εοηάοη 1953) 0)θε1ι1εΓ, I., 4Ογιηηαδίιιιη’, ΚΕ χνϋ (1912) 2003-26 Ρα§ε, ϋεηγδ5 ΑΙαηαη: ίήο Ρατίήοηοίοη (Οχίοτά 1951) ίά., 8αρρήο αηά ΑΙοαοιΐ8 (ΟχίοΓά 1955) Ρίυΐιΐ, Ε., Μαίοτοί υηά Ζάοήηηηβ άετ Οήοοήοη (Μυηίεΐι 1923) ίά., Μα8ίοτρίοοο8 ο ί ΩΓα\νίη§ αηά Ραίηίίηβ (Αγγλική μετάφραση, Εοηάοη 1955) Ρίο1<:αΓά-€αιηΙ)πά£ε, Α .\ν., Όίίήγταηώ, ΤΓα§οάγαηά Οοτηοάγ, δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη από τον λνεβδίει·, Τ.Β.Ε. (ΟχίοΓά 1962) ΡοηιεΐΌγ, δαΓαΙιΒ., Οοάάε8808, \ΥήθΓ68, \\ '/68 αηά81ανβ8: \Υοηΐ€η ίη αα88ίοαΙ ΑηΙίςιιίΙγ (Εοηάοη 1975) Κ.εγηεη, Η., Τΐιίΐοδορίιίε υηά Κηαβεηΐίεβε’, Η ογπιο8 χον (1967) 308-16 ΚίοΙιίεΓ, Ο.Μ.Α., Κοταί: Ακμαίο ΟγοοΚ ΜαίάεηΒ (Εοηάοη 1968) ΚίοΙιΙεΓ, Ο.Μ.Α., αηά Ηαΐΐ, Ε.Ρ., Κοά-ΡίβΐίΓοάΑίήοηίαη να 808ΐη ίήο ΜοίΓοροΙίίαη Μιΐ8€ΐιπι ο ί Ατί (Νε\ν Ηανεη 1936) ΚίδΙ, Ι.Μ ., Εγο8 αηά Ρ8γοήο = Ρήοοηίχ δυρρί. 6 (ΤοτοηΙο 1964) Κόβει!, Ε., ΟοΙΙοοήοη ΡτοοήηοΓ. Ιη8θήρίίοη8 £Γ£οςιιε8 (Ραπδ 1936) Κοβετίδοη, (Ο.) Μαιΐίη, ΟγοοΙ:Ραίηΐίη§ (Οεηενα 1959) ίά., “ Έροίεδεη” οη Οτεε1<: ναδεδ: ΟίΙιεΓ ΟοηδίάεΓαίίοηδ’, ΙΗ 8 χοϋ (1972) 180-3 Κο&ίη, Ε., Εα Τήέοήο ρΐαίοηίάοηηο άε Γαιηοητ (Ραπδ 1908) Κοβίηδοη, Ό.Μ., ΤΙιε Υίΐΐα οί Οοοά ΡοΓίιιηε αί ΟΙγηύιοζ', Α^Α χχκνϋί (1934) 501-10 Κοβίηδοη, Ό.Μ., αηά Ρΐυοίί, Ε.3., Α 8ίιιάγοίίήο ΘγοοϊΕον 0-ηαηΐ08 (Β&Ιύτηοτε 1937) Κοάεη\να1άΙ Ο., 4δρίηηεηάε ΗεΙατεη’, Α Α 1932 7-22 Κοίίε, 3 .0 ., Ά η Ιηδεπβεά Κοίγ1οδ ίτοιη ΒοεοΙία’, Η80Ρ ϋ (1891) 89-101 Κιιιηρί, Α., €ήα1^ίάί8θήο να8οη (Βετίίη αηά Εείρζί§ 1927) ΚυρρεΓδΙ>εΓ§, Α., Έΐ8ρηο1α89 Ρήί1ο1θ£ΐΐ8 Ν.Ρ. Ιχχ (1911) 151-4 δοΐιααΐ, Η., Οήοοήί8€ήο να8ου αιΐ8ΡΓαη^ίυΠοΓ8απιηιΙιιη^η (ΡΓαηΙ^ίαΓί απι Μ. 1923) δο1ιαιιεηΙ)ΐΐΓ£, Κ., ΈίυρεΓδίδ αιιί είηετ Ηγάι*ία άεδ ΡπαιηοδίηαΙεΓδ’, Μ Ό ΑΙ
258
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
(Κόπι, Αδί.) Ιχχί (1964) 60-70 ίά., Έίαδίεδ υηά ΕΐΌΐηοηοδ αυί άηετ δοΐιαίο άοδ δο^ΐοδ’, ΑΑ 1965 849-67 ίά., ΉεΓαΙίΙοδ 6οί Ρΐιοΐοδ’, Μ Ό Α Ι (Αύιεη. Αί>ί.) Ιχχχνϊ (1971) 43-54 ιά., Έυηιτηεάόη είτηί’, Μ ΌΑ Ι (ΑίΙιεη. Αόί.) χο (1975) 07-122 δοίιοίοΐά, Κ., ΜγίΗ αηά Εοββηά ίη Εαήγ ΟΓββΙε Α τ ί (Αγγλική μετάφραση, Εοηάοη 1966) δοΙιηοίάοΓ, Ε.Μ., 'ΟοηιροδίΙίοηαΙ αηά Ρδγα1ιο1θ£ίοα1 Είδε οί ΐΗε δρεαΓ ίη Τ\νο ναδ0-ΡαίηΙίη£δ 1>γ Εχείααδ: α ΝοΙε οη δίγ1ε’, Α ΙΑ Ιχχίί (1968) 385 κ.ε.. δο1ΐΓ0ς1<:6ηΐ30Γ§, Ηαηδ, Αηαη&ε: ΙΙηί£Γ8ηοΗυη§βη ζητ Ο οβοΜοΜ ο άβ8 \νοΓί§ούΓαιιοΙιβ (ΜυηίοΗ 1964) δοεβει^, Α., ΉερΗαίδΙοδ Κίάεδ Α§αίη’, 3Η8 Ιχχχν (1965) 102-9 ίά., Ά Βοδίοη ΡΓα^ηιεηΙ λνίΐίι α Ρπδοηοι·\ Β Ιϋ8 χίν (1967) 25-35 ίά., ΟοήηΙήίαη Κ ο π ι ο ξ να8€8 - ΒΙ€8 δυρρί. χχνϋ (1971) δΐιίρρ, Ο.Ρ., 4Είη§υίδΙίο Νοίβδ I: λαικάζειν ’, ΑηίίβΜΙιοη χί (1977) 1 κ.ε. δειηεηον, Α., ςΖυΓ άοπδοΐιεη Κηαβεηΐίεβε’, Ρ Μ ΙοΙο^Ν .Έ . Ιχχ (1911) 146-50 δίοΗίεπηαηη, Η., Οαηγιηβά: Μγίήιΐ8 υηά Οο8ία1ί ίη άβΓ αηίί&η Κυη8ί (Βειίίη ά,έ.ε.). ίά., ΉΥαΙαηίΗοδ’, ΤαϊιΓ&υοή άβ8 ά6υί8€ήβη ατοΙιαοΙο^οΗοη Ιη8ΐίΐυΐ8 Ιχχί (1956) 97-123 ίά., 4Ζουδ υηά Οαηγιηεά ίη ίηί1ι1<:1αδδίδθ1ΐ6Γ ΖείΙ’, Α Κ η (1959) 10-15 δί€νε1αη£, I., αηά Ηαο1<:1, Κ., Ιίόηίβΐίοήε να86η8απιηι1υη§ ζυ ΜϋηοΙιοη, ί (ΜυηίοΗ 1912) δίαίει·, Ρ.Ε., ΤΙιε Οΐόιγ ο ί Ηετα (Βοδίοη 1968) δοΐΙι^Υ ’δ δαίε Οαίαίο^υο 26 Νον. 1968 δίίββε, Ο.Μ., ία^οηί8σΙΐ€ να8οηπιαΐ€Γ άβ8 ΞοεήΞΐβη Ια1ιιΊιυηά6Γί8 ν. Ο ίγ. (Αιηδΐ6Γάαηι αηά Εοηάοη 1972) δγΐΏοηάδ, 5.Α ., Α ΡτοΜεπι ίη ΟΓεεΙε Ε ιΜο8 (Εοηάοη 1908)
3., Τβ8 Ιιηα§68 ά’Αή8ίορ1ιαη6 (Ραπδ 1965) Ταίοοίί, Ευογ, 4ναδ6δ αηά Κάΐοδ-ηαιηοδ ίΐΌΐη αη Α§οΓα λΥοΙΓ, Ηβ8ραήα ν (1936) 333-54 ■ΤαΛβΙΙ, Ρ.Β., Ά δυρροδϋά1γ ΚΗοάίαη ΙηδοπρΙίοη Κε-εχαιηίηεά’, ϋΡ χιΐ (1917) 190 κ.ε. ΤΓοηάαΙΙ, Α.Ό., ΡΗΙγαχ να868, δεύτερη έκδοση = ΒΙ08 δυρρί. χίχ (1967) ΤαίΙΙαΓάαΙ,
[=ΤΓ6ηάα11 1967α] ίά., ΤΗε Κβά-ΕίβυΓβά Υα8£8 οίΕυοαηία, Οατηραηία αηά 8ίά1γ (Οχϊονά 1967) [=ΤΓ6ηάα11 1967Β]
Ίτεηάαΐΐ, Α.Ο., αηά λνεβδΙεΓ, Τ.Β.Ε., Ι11υ8ίΓαίίοη ο ί ΟτοοΙί Πτατηα (Εοηάοη 1971) Ττευ, Μ., νοη Η οπίογ ζην Εγήί:: \¥αηά1ιιη£6η ά€8 βήβο^οήβη \ν£ΐΙδίίά68 ίτη 8ρί€£6ΐ άβΓ 8ρταοϊΐ€, δεύτερη έκδοση (Μυηίοΐι 1968) Τπρρ, ^.Α ., ΤΙίο Ηοιηο8€χυαΙ Μαίήχ (Νο\ν Υοτ\α 1975) Τπιά^ίΠ, Επο, Μαάοηηά8 αηά Μα£άαΙοη8 (Εοηάοη 1976)
Βιβλιογραφία
259
ναη£§αατά, Τ., Ρήα1108 (Αγγλική μετάφραση, Εοηάοη 1972) νεπηουΐε, Εππ1γ Τ., 4δοπΐ6 ΕΐΌίίοα ίη Βοδίοη’, Α Κ χϋ (1969) 9-15 νΐαδίοδ, Ογ6§ογυ, ΡΙαΙοηίο 3ίυάίε8 (Ρπηοείοη 1973) νοι·1)6Γ£, Ο., Α γξ ΕΓΟίίοα νοίοηιτη (δΐυίΐβαιΐ: 1926) ίά., <31θ88αήυτη ΕΓοΙίουιη (δΐυΐΐβαιΐ 1932) λναηΚεΙ, Η., Άίδοΐιίηεδ 1.18-20 υηά άετ ηευε ΚδΙηοΓ Ραργπΐδ’, ΖΡΕ χνί (1975) 69-75 λΥαίΙαηδ, Ο., 4Εα Ραηιίΐΐε ίηάΟ’-ευίΌρέεηηε άε §γ€0 δρχις: Ιίη^υίδΙίφίε, ροέΐίςυε 61 ΓηγΐΗο1ο§ίε’, Βηΐΐεΐίη άε Ια Ξοάέίέ άε Είηβυΐ8ίίςυε \χχ (1975) 11-25 λνεβδίοΓ, Τ.Β.Ε., ΡοίίεΓ αηά ΡαίΓοη ίη €\α88ίοα\ Αίήεη8 (Εοηάοη 1972) λΥεηάοΓ, ϋοΐΌίΙιεα, ΤΙαΙο: Μίδο§νηίδΙ, Ραεάορίιίΐε αηά Ρ 6η1^η^δ1;,, ΑΓείήιΐ8α νί (1973) 75-90 λΥεδί, Ό .5., Ηοτηο8€χηα1ίίγ Κε-εχαηιίηεά (Εοηάοη 1977)
λΥοδΐ, Μ.Ε., Άΐαηαηίοα’, 0(2 Ν.δ. χν (1965) 188-202 ίά., 4Μ6ΐίοα’, Οί} Ν.δ. χχ (1970) 205-15 ίά., Ξίυάΐ€8 ίη Οτεε\α Ε1ε§γ αηά Ιαηιόιΐ8 (ΒεΓίίη 1974) . \νεδί\νοοά, Ο., Α Μίηοήίγ: α ΚεροΓί οη ίήε Είίε ο ί ίήο Μαίε Ηοτηο86χυα1 ίη Οτεαί ΒήΙαίη (Εοηάοη 1960) Λνίΐΐοΐΐδ, Κ.Ρ., ΤΗε Εα\ν Οοάε ο ί ΟοΓίγη - Καάτηο8 δυρρί. ί (1967)
λνίΐδοη, Ε.Ο., ΞοάούίοΙοβΥ (Οζπώήά&ε, Μαδδ., 1975) λΥοΙΙεΓδ, Ρ., Έίη^οπΐζΙε Ιηδοΐιπίΐεη αυί ναδοη’, Μ Ό Α Ι (ΑίΗεη. ΑύΙ.) χχχνίίί (1913) 193-202 Ζίηδ6Γΐίη£, V., Τ1ιγδίο§ηοπιίδο1ΐ6 δίυάίεη ίη άεΓ δραίαιχίιαίδοΐιεη υηά ^ΙαδδίδοΗεη ναδεηΐΉαΙεΓεί’, ν/ί^εη^εήαίίίεή€ ΖείΙζεήήίΐ άετ υη ίνεπ ίία ΐ ΚοΒίοεΙα χνί (1967) 571-5
260
Ευρετήριο Αρχαίων Κειμένων και Γραπτών Τεκμηρίων ' Αγνών αρ Αθηναίος 602ά: 206, 212 Αθήναιος 599οά: 191 υ. Τ 601 ά: 206* 602ά: 206· 603ά: 220. Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία ίη 12: 223. Α ισχίνης ί ( Κατά Τιμάρχον) 3: 32· 12: 31* 73 κ.ε.: 31 κ.ε.·74: 30* 15 κ.ε.: 30* 15: 39κ.ε.· 16: 31* 17: 26,42· 18: 31* 19 κ.ε.: 32* 19. 27, 34, 37, 41* 20. 29,30· 21: 3 1· 26:76· 29-32:22* 29. 42· 52: 32 κ.ε.· 35: 31* 37-44: 24· 39. 24* 40: 24, 30, 33, 40* 41 κ.ε.: 29· 4/: 24, 28, 75, 80, 206* 43: 37* 44: 25* 45 κ.ε.: 28* 46: 33* 48: 25* 50: 29* 51 κ.ε.: 24· 5/: 25· 52: 24, 42 κ.ε., 48, 150 υποσ. 4,151 *55 κ.ε.: 24* 55:40* 57:47* 67: 29* 68:29* 72:29-31,34,42* 73:25, 33· 74: 33, 119* 75 κ.ε.: 29* 75: 74, 75, 76* 80-4: 43* £0-5: 25· £7: 29 κ.ε., 40, 42* 88: 30· 89 κ.ε.: 25· 90. 29, 34· 92 κ.ε.: 25· 94: 28· 9& 29* 106: 25* 707: 25, 74· 108: 42* 115: 74* 776:40* 77924: 44* 779 κ.ε.: 33, 35* 779: 28* 727 κ.ε.: 25* 725 κ.ε.: 35* 725-57: 44· 725: 28* 726: 75, 83* 727: 25· 750: 25* 757: 83 κ.ε.· 752 κ.ε.: 44* 752: 26* 755: 46, 58· 755: 46, 60, 76* 756: 46, 50, 60, 66 κ.ε., 76, 84· 757: 40, 51* 138 κ.ε.: 53* 138: 60 υποσ. 30, 66, 76* 759: 61* 740:
69* 742:45 υποσ. 6,52,58,217* 755-7: 76· 757: 43* 158: 33* 765: 34 κ.ε., 37* 766: 28* 770: 25, 28* 777: 51, 84* 7£4: 30* 785:42,66,74* 188:28,40,42· 795: 30, 35 κ.ε., 95. ϋ (Περί Παραπρεσβείας) 99. 83 κ.ε.· 139.83, 766:51,84· 779:83 ίπ (Κατά Κτησιφώντος) 30-3, 47: 27 υποσ. 5· 755, 760: 83· 762: 75, 83· 209, 247: 83 Αισχύλος, αποσπάσματα (εκδ. ΜοΙΙο) 72: 85 υποσ. 30* 228:77, 218* 229.218. 'Αλεξις ( ΟΑΡ) 3: 80. Αλκαίος από τη Μεσσήνη (ΗΕ) 7, 8: 58* 9: 76, 85. Αλκαίος ( ΡΙΡ) 130 32: 198* 283: 195 υποσ. 21. Αλκμάν ( ΡΜΟ) 1: 197· 5: 196* 54: 212 υποσ. 16. Αμειψίας (ΟΑΡ) 16: 190. 'Αμφης (ΟΑΡ) 32: 190. Ανακρέων (ΡΜΟ) 346, 357: 215* 358: 190, 200· 360. 92 ' 388: 119* 477: 65. Αναξίλας (ΟΑΡ) 21: 23, 50* 22: 23, 55 υποσ. 20. Αντιφάνης (ΟΑΡ) 26: 80* 796: 190. Ανώνυμος Βιογράφος της Σαπφούς (ΟχγτΙιγηοΙιυΞ Ραργή 1800) 132 υποσ. 31, 190.
* Οι πλάγιοι αριθμοί αναφέρονται στα αρχαία κείμενα και οι όρθιοι στις σελίδες του βιβλίου.
Ευρετήριο Α ρχαίω ν Κειμένω ν Ανώνυμα Κωμικά αποσπάσματα (ϋΑΡ) 12: 155. Ανώνυμος Σχολιαστής της Σαπφούς (51,0 5261α ) 189. Ανώνυμοι Επιγραμματοποιοί (ΗΕ) 17: 73· 18: 72, 73, 123· 27: 122· 30 76· 33: 72, 187. Ανώνυμοι Λυρικοί Ποιητές ( ΡΜΟ) 953: 191. Απολλώνιος από τη Ρόδο ί 1187-1357:
220.
'Αρατος (ΗΕ) 1: 122. Αριστόξενος (Χνεΐιτίί) 55: 168. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 18.5 κ.ε.: 210. Ηθικά Νικομάχεια 1128* 22-5: 12 υ17· 1148» 15-9*20: 184. Ποιητική 14481ι16-18: 12. Πολιτικά 1271!,40-2δ4:2 \ 1· 1272*23-6: 205, 218 υ. 2· 1274*31 κ.ε.: 220 υ. 6. Προβλήματα ίν 26: 185· 27: 185 υ. 28· 31: 41. Ρητορική 1367*29-31: 86· 1378*29 κ.ε.: 114 υ. 89. Αποσπάσματα (εκδ. Κοδε) 97:220· 98: 206. Αριστοφάνης, Αχαρνείς 65-90. 162, 71 κ.ε.: 162· 77-9. 155, 79: 156· 88, 11924: 158· 132: 152· 134-41: 162· 142-4: 121· 155-61: 141, 245, 262: 152· 26379·. 148■ 591 κ.ε.: 159· 594-619·. 162· 597: 162· 601: 162, 603: 150 υποσ. 4· 602, 608:162, 611:165· 844:158· 98999·. 163· 1091: 153· 1198-1221: 152. Βάτραχοι 38:42· 48,57: 158· 113,5132 0 . 153· 542-8:106· 544:107 υποσ. 72· 729: 45 υποσ. 4. Ειρήνη 11: 159: 190 κ.ε.: 165· 289-91: 107· 446: 158' 508-11, 556, 588-97, 603, 632: 165· 670-8: 158· 710 κ.ε.: 152· 724: 159· 762 κ.ε.: 60, 151· 869 κ.ε.: 94· 869, 876: 111· 883-5: 112· 894-905: 163· 1172-90,1185 κ.ε.: 162· 1295-1301: 158. Εκκλησιάζουσες 12 κ.ε.: 116 υ. 98· 62-4: 84· 311-72: 167· 432: 119 υ. 105-
261
611-50. 163· 629. 50 - 707-9, 877-1111: 163· 912: 23 υ. 2· 912-4:164· 920. 200 υ. 36· 922: 19. Θεσμοφοριάζονσες 31-3:157· 35: 153" 50 154· 59-62: 157· 98: 157· 115-124: 159· 133: 179· 136-140.157· 153: 111· 157: 157· 175 κ.ε., 191 κ.ε.: 157· 192: 141 υ. 9· 198 κ.ε.: 153· 200. 155· 200 κ.ε.: 153· 206: 154· 218-20. 157· 235: 158· 254: 152 υ. 5· 443-58: 164· 473501: 163· 479-89. 110· 491 κ.ε.: 163· 574-81: 158· 936 κ.ε.: 161· 1115-24: 145.
Ιππείς 21-9. 107· 167: 155 υ. 12· 343 κ.ε.: 160· 347: 37· 580. 86’ 639. 155· 736-40. 160· 876-80. 34· 877-80. 154· 958: 158· 963 κ.ε.: 159· 1242: 94,154· 1280-9. 112· 1293, 1372-74 κ.ε.: 1581378 κ.ε.: 150υ.4· 1384-91:148· 1390 κ.ε.: 152. Λυσιστράτη 79-84: 212· 105-10. 163· 107-9. 112· 125-39. 163· 137: 156· 158 κ.ε.: 163· 215 κ.ε.: 163· 229. 111· 40323: 163- 490, 578: 161· 701: 23 υ. 2· 706-80.163· 1091 κ.ε.: 207· 1092:158· 1103, 1173: 207. Νεφέλες 79-83: 54· 347-9. 37· 348-50. 150· 353-5: 158· 529. 156· 579 κ.ε.: 162· 660-9. 124 υ. 7· 670-80. 158· 675 κ.ε.: 152· 676: 152 υ. 6· 686 κ.ε.: 157734: 107· 909. 156· 963 κ.ε.: 93· 96472: 82· 973-8: 136· 979-83: 93· 979 κ.ε.: 17· 1009-14: 137· 1023: 156· 1071-4: 148· 1075-82: 67, 149· 1083 κ.ε.: 116, 140· 1085-1104: 140· 11961200. 162-1327-30. 156· 1354-6: 82. Ό ρνιθες 115 κ.ε.: 162· 128-34: 149· 137-42: 137· 139-42: 60· 142: 105· 289 κ.ε.: 158· 504-7: 141· 667-9. 152· 669. 108· 706: 108, 159· 707: 101· 829-31: 158· 1111:161· 1253-6:152· 1254:108, 111· 1282: 86· 1282 κ.ε.: 206 υ. 5· 1470-81: 158. Πλούτος 149-52: 111, 147· 150. 50· 153-9. 22, 160· 157: 101· 265-7: 14Γ 560. 87.
262
Η Ο μοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
Σφήκες 15-23: 158' 84: 156* 97-9: 121* 501: 111· 556 κ.ε.: 162* 578: 136, 149* 608 κ.ε.: 150* 687: 156* 691-6: 162* 1023-8: 151* 1068-70: 154* 1280-3: 112· 1317: 86* 1342-81: 150* 1343: 65* 1345 κ.ε.: 199* 1389-1414: 164. Αποσπάσματα (ΟΑΡ) 774: 150 υ. 4* 130. 156* 554: 147* 450: 158* (ΟΟΡ) 62:
Ευριπίδης, Ανδρομάχη 595-601: 212. Βάκχες 435-9. 85 υ. 30, 178. Ηλέκτρα 70-6: 164* 75: 165. Κύκλωψ 551: 198 υ. 35. Μήδεια 246: 187 υ. 2. Αποσπάσματα (ΤΟΕ) 184-200. 81* 265α: 67* 2£2: 161 υ. 18* 358: 171 υ. 8* 840. 67* £95: 165.
102 .
Αρχέδικος {ΟΑΡ) 4: 109 υ. 78. Α ρχίλοχος (ΙΕΟ) 302: 22. Ασκληπιάδης (ΗΕ) 1:70,108* 7: 188* 12: 90 υ. 39* 20. 73,87* 21:85· 24:94 υ. 44· 57: 72, 189* 5£: 85* 46: 58. Αχαιός ( ΤΟΕ) 6: 165. Βακχυλίδης 5.155-75: 220 υ.3. Γαληνός χίί 249: 112 υ. 82. Γλαύκος ( ΗΕ) 1: 55, 101 υ. 58. Δημόκριτος (ΏΚ) Β73: 50. Δημοσθένης χνίίί 120 κ.ε.: 27 υ. 5* 204: 34* 298: 53. χίχ 284: 22. χχί 46: 42* 72:39* 74:114 υ. 89* 180. 39* 206 κ.ε.: 28 υ. 9. χχίν 66: 28 υ. 7* 77: 27 υ.5. χχνπ 65: 38. χχχν 26: 41 Ιίν 74: 42, 63* 76 κ.ε.: 93 υ. 48* 39. 42. Ινίί 31-5: 119 Ιίχ 705 κ.ε.: 36. Ιίχ 7: 46, 53* 5: 218 υ. 2* 6: 55* 77, 20 218 υ. 2* 50: 55. Δίδυμος αρ δεηεοα, Επιστολές 88.37: 201 υ. 39. Διοσκορίδης (ΗΕ) 7:108* 75:117 υ. 102* 18: 190. Δίφιλος (Ο Λ /7) 69 κ.ε.: 190. Ελλάνικος (ΕΟ γΗιξΙ 4) Ε157: 220. Ερμησιάναξ (ΟΑ) 7; 190. Εύπολης (0 4 ^ ) 56: 161* 82: 82* 9£: 23* 700: 154* 255: 157* 527: 19 υ. 31* 557: 156.
Ηρακλείδης Ποντικός (λνοΙίΓΐί) 65: 210. Ηρόδοτος ί 67.7 κ.ε.: 110 υ. 80* 82.8: 86* 755: 221 υ. 9. ίί 36.3-37.2: 141. ν 18.4: 136* 92τ?2: 152. ίχ 5:31. Ησίοδος, Ε ργα και Ημέραι 753 κ.ε.: 189 υ .3 . Θεογονία 120-2: 47 Η σύχιος ε 2475: 223* κ 2223-7: 42* κ 40£0, κ 4755, κ 475£, λ 224, Α 226: 205* Α 692: 199* χ 85: 205. Θεμίστιος χίίί 170ά: 191. Θέογνης 949-62: 64* 1058:126 υ. 15* 7705 κ.ε.: 11* 1231-1389 63-5* 72£5: 193* 7504, 7579 κ.ε.: 70* 1305-10. 194* 7557-4:194* 7545, 7547:55* 7555:136* 7565 κ.ε.: 11. Θεόκριτος 1.105: 133 υ. 33. 2.44: 73, 94 υ. 44. 5.59-45: 114* 86-9. 164* 776-9: 114. 6.77: 194. 7.705: 87 720 κ.ε.: 187. £.72 κ.ε.: 122. 70.9: 165* 26: 88 υ. 34. 77.75: 194 72.75: 224* 74: 212 υ. 16. 75.45-54: 188. 15.84-6: 188. Θεόπομπος, ιστορικός, (ΕΟ γΗ ιξΙ 115) Ε225: 212. Θεόπομπος, κωμικός ποιητής, ( ΟΑΡ) 29. 95 υ. 48. Θεόφραστος, Χαρακτήρες 6.5: 120 Αποσπάσματα (εκδ. λνίπιιηεΓ) 777: 198.
Ευρετήριο Α ρχαίω ν Κειμένω ν Θουκυδίδης ίϋ 55.3, 63.2: 36. ν 65.2: 212 νί 54-9. 41· 54.1: 210 υ. 14. Θυμοκλής ( ΗΕ) 1: 58. Ίβυκος (ΡΜΟ) 288: 215* 289. 217* 309
220. Ισοκράτης χίν 11-4: 32. Ίων από τη Χίο (ΕΟγΗΪ81 392) Ε6: 87. ΐΩ8€ΓίρΐίθΩ68 ΟΓΒ60Ζ6 ί2 920: 135* 921: 123· 922: 134* 923: 123* 924: 131, 134* 925, 926:123. ίν (I2) 121.104: 71. χίί (2) 268: 123 χϋ (3) 536:22,134* 557, 538ό: 134* 540. 123· 547: 123, 134· 543, 545-7: 123* 549: 129· 557: 123* 7474: 123. Καλλίμαχος (ΗΕ) 2.3: 64* 2.5 κ.ε., 5.3: 122· 7: 117 υ. 102* 8: 90 υ. 39* 77:72, 187* 64: 123. Ύμνος στον Απόλλωνα 49: 220. Αποσπάσματα (εκδ. ΡΓείίΐοι·) 68: 224· 393 = ΗΕ 64: 113. Κηφισόδωρος (ΟΛΕ) 3: 155 υ. 12, 156. Κλέαρχος (λνοΙίΓΐί) 33, 41: 191. Κόνων (ΡΟ γΗ ιβΙ) Ε1: 56 υ. 23, 220. Κράτης (ΗΕ) 1: 109. Κρατίνος (ΟΑΡ) 258: 19 υ. 31. Κριτίας (ΌΚ) Β25: 75 υ. 14* Β48: 74. Κυδίας (ΡΜΟ) 714: 64 υ. 33. Λουκιανός, Εταιρικοί Διάλογοι 5: 200. Περεγρίνος 9: 116. Βίων Πράσις 15: 171 υ. 7. Λυσίας ί 72: 50* 16: 52. ίίί (Απολογία προς Σίμωνα) 4: 36* 5:35 κ.ε.· 9,22-4: 36 κ.ε.· 39 48* 43:62* 44: 52* 45: 35. ίν 9 62. χνί 18: 86. Μάξιμος από την Τύρο 18.9. 191· 37-5: 215. Μελέαγρος (ΗΕ) 18: 69, 72* 61: 73, 87* 66: 132* 76: 87* 77: 109* 50: 55, 94 υ.
263
44· #2 κ.ε: 85* 84, 87: 187- 89. 85’ 90: 108* 92: 90 υ. 39* 94: 72,109, 122* 98: 87, 88 υ. 34· 776: 96* 777: 94· 119. 70. Μένανδρος, Δύσκολος 341-4: 165 Επιτρέποντες 1123: 67. 7/ρω ας 75-7: 165. Αποσπάσματα (εκδ. ΚοΓίε, αναθ. ΤΙιίοΓίεΙάεΓ) 258: 190. Μίμνερμος (ΙΕΟ) 8: 126 υ. 15. Νεάνθης (ΕΟ γ Η ιβΙ 84) Ρ1: 210. Νόμοι της Γόρτννας 111-17: 208 Ξενοφάνης (ΙΕΟ) 2: 82 υ. 21. Ξενοφών, Αγησίλαος 5.4: 10. Απομνημονεύματα ί 2.29 κ.ε.: 117 υ. 101, 175* 2.29: 49* 2.30. 134· 3.8: 70· 3.8-14: 175· 6.75: 22. Ελληνικά ίν 8.39. 211. ν 120: 60 υ. 29 νί 4.37: 188. /έρων 7.29:70* 1.31-3:67* 7.54 κ.£.: 58* 1.36: 70* 7.57: 44, 57 υ. 26* 77.77: 49. Κυνηγετικός 6.17: 123 υ.5. Κύρου Ανάβαση ίί 6.6: 70* 6.25: 95. ίν 7.74: 71.
ν 8.4: 62. νίί 4.7: 56, 94, 135* 4.5: 211, Κύρου Παιδεία ίί 2.25: 221 υ.9. ν 1.9-17: 68* 7.74: 72· 7.75: 68. νί 7.57-5: 50 υ. 13* 7.57: 68. νίί 5.62 38 υ. 15.
Λακεδαιμονίων Πολιτεία 1.12-4:89 υ. 37* 2.72 κ.ε.: 209* 2.75: 209, 223* 5.2: 211· 5.5: 76* 6.7: 211* 14: 209 υ. 13. Οικονομικός 10.2:15 υ. 13* 12.13 κ.ε.: 70.
Συμπόσιο 1.2: 59, 76* 7.9-77: 161/ 1.810. 76* 1.8: 161* 2.5: 187» 5.75: 161* 4.72-6: 187* 4.79: 7* 4.62-4: 48* 4.62: 172* 5.2: 48, 95, 170* 5.5: 57· 8.4: 93* 5.5: 48* 5.70: 176* 5.77: 59* 5.72: 174* 5.76: 58* 5.79: 58, 91* 5.27: 58* 5.25: 180,223* 5.24:59* 5.57:219* 8.32 κ.ε.: 209* 5.52:92,210* 5.55:211* 5.57:176* 5.47: 59, 172* 9.6: 54.
264
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
Ό μ η ρ ος, Ιλιάδα Α 469. 47· 599 κ.ε.: 132. Ε 265 κ.ε.: 217. Λ 786: 218. Η 315: 47. Υ 231-5: 217 X 71-3: 214 υ. 20. Οδύσσεια θ 308-11: 132. λ 506-16: 81 υ. 19* 522: 130 υ. 23. ξ 394-£: 161 υ. 18.
Παρμενίδης 1271): 169. Πολιτεία 403&. 174* 404(7: 147* 422ά: 87* 474ά-5α: 169* 474(7ο: 88* 4906: 180* 501ά: 172. Πολιτικός 3091>: 87. Πρωταγόρας 309α: 94 κ.ε., 170, 188* 3096-(7: 174* 31506: 92, 157* 377θ(7:
Ομηρικός Ύμνος στην Αφροδίτη 202-6: 217
7 796-(7: 178* 7796:57* 779<± 82* 779ο180α: 210* 779ο-7£06: 59, 178* 7£03: 218· 7£06: 178* 181ά: 188· 7£23-ο: 89, 91· 7£236: 208, 213 υ. 18α* 7£2α: 49, 92· 7£2ο:58,90* 7£2(7-4ο:90* 182ά-3σ. 90* 7£2(7: 92* 7£336: 92* 7£33: 92* 183οά: 90* 183ά-4&. 91 · 7£3(7: 91· 1836-4α: 91· 1836: 91, 92* 7£436: 91* 7£43: 92* 7£46-56: 174* 7£46: 92* 7£4ο: 99* 7£4(7ο: 91, 99* 184ά: 91· 185αδ: 91· 7£56: 53, 100· 189ο-193ά: 68* 19ΐ6-2σ. 68· 79/ο-23: 155* 797ο: 68, 188* 7926: 57, 68, 177* 7936: 92* 207ο: 129 υ. 20, 171 υ.7* 204ο-53: 13 υ.21* 205ί7ο: 177* 2066:180* 206ο*. 180* 20736: 178* 2076: 183* 20£ο, 93: 1782096: 175, 180* 209θ(7: 178* 209ο, 2776: 180* 277ο-ο: 176* 21 Ιά: 180* 272ο: 178* 273ο: 157* 276ο-2206: 1723* 276(7: 170* 276ο: 172* 2773: 28 υ.9, 49, 58* 2776: 59* 2 / 7ο: 60, 90 υ.42* 277ο: 59* 27£ο: 58* 2/£(7:49* 279(7: 98. Φαίδρος 227σ. 48, 170* 23θ6-4σ. 48* 2373, 237ο: 48* 232*6: 61* 2323: 49* 232(7: 48* 232ο: 49* 233(7ο: 48* 233ο: 49* 2343: 49* 2346: 48* 235σ. 132* 237ο(7, 238δσ. 48 υ.11* 239ο: 87 υ.32α* 240(7: 58* 24Ιά: 96* 2456, 2656: 176* 249α: 181 υ.18* 250ά: 179* 25θ6-1α: 176* 250ο: 178,183* 251α-σ. 178* 252ο3ο: 177 υ. 13* 253ο-ο, 2543: 179* 255α: 91* 2556: 179, 223* 255ά-6α: 58, 179* 255(7: 57· 2566: 179* 256ο(7: 179. Χαρμίδης 153ά: 175* 154ασ. 61* 154α: 93* 7546: 170* 754ο(7: 77* 754ο: 61,95* 754(7:94* 754ο: 175* 755ο-ο: 170* 755(7:
Παυσανίας ίχ 1.4: 32. Πίνδαρος, Ολνμπιόνικοι 1.36-76: 219* 9.32 κ.ε.: 8. Πνθιόνικοι 2.72: 122. Αποσπάσματα (εκδ. δηεΐΐ, αναθ. Μ&ΗΙογ ) 122: 147. Πλάτων, κωμικός ποιητής, ( ΟΑΡ) 174: 190· 186: 155. Πλάτων, φιλόσοφος, Γοργίας 472αδ: 171 υ. 7* 4£7(/-23: 172* 48106: 121* 4814: 172· 575ε: 206υ.5. Ευθύδημος 271α, 273α&. 94, 2733: 38 υ. 15, 61, 94* 2726ο: 61· 274ο, 275*, 27506: 94* 276<± 172* 279ο: 47* 2£06(/, 2£73-(7: 48 υ. 11· 2£26: 55, 174* 297ο: 188. Λύσης204οά: 63* 2056ο: 94* 205οά: 63* 205(7-63: 169* 2063: 96* 206 (7ο: 93· 206ο: 61* 2073: 93* 2076:61* 208σ. 91· 2096: 82 2116: 101 *'2726: 58, 61· 275(7, 2776, 220οί: 55* 2276: 48 υ. 11, 55* 22ΐ6-2α: 177 υ.13* 2226: 93* 2233: 91. Μένων 70&. 169, 172. Νόμοι 626α: 222 υ.10* 6356-6α: 181636α-σ. 181, 183· 636*6: 204· 636ο: 188· 835ο, 836αό: 181· £36*6: 204* £36ο-ο: 181* £36ο: 220* 83606: 182* 8366-7ώ 55υ. 20* 8381>, 838β-91>, 839ε405:182* #403:71* 84006:182* £473-ο: 212 υ. 18* £476: 183 υ. 23* 84106: 183* 841ά: 178 υ. 15* 8416:183* 956α: 88 υ. 33
172· 3263: 82* 3426: 206 υ.5.
Συμπόσιο 173ί>: 172* 775ο: 38 υ. 15* 777<7: 170* 178σ-9α: 178* 1786-9α: 209*
Ευρετήριο Αρχαίων Κειμένων 64 υ.33· 7556: 175* 158α, 159&. 93* 161σ. 171 υ.7* 163ό: 119· 763ί?, 766α* 171 υ. 7* 775^ 52. Επιγράμματα ( ΗΕ) 3: 65* 10: 65. Πλούταρχος, Ά γη ς 2.1: 224 υ.14 Ερωτικές Διηγήσεις2 , 3:56 υ. 23,208 υ.12. Ερωτικός 75Ιά: 50* 760β-1α: 210* 76735: 206* 76Ιά: 211· 767σ. 56* 762σ. 224 υ. 14· 763α: 195 υ.22· 768α: 113 υ.87* 765 κ.ε.: 56 υ.23, 117 υ.101* 770δσ. 94. Λυκούργος 12.1:211* 14-15:212* 74.4: 198* 75-77: 211* 15.4: 208 υ. 12* 75.5: 212· 15.17κ.ε.: 212 υ. 17* 75.9:57 υ.27, 189,199* 22.7:86* 22.5:223* 24.7:211. Πελοπίδας 19.1: 221 υ.6 Πολύβιος χίί 13: 109* 75.7 κ.ε.: 113. Πολυδεύκης νί 755: 183 Πολύστρατος (ΗΕ) 7: 87. Πρόδικος (ΟΚ) Β7: 47. Προς Κορινθίους Α 5.7: 19. Ριανός (Η £) 7: 108· 5: 87· 5: 96. Σαπφώ (ΡίΕ) 1:193 κ.ε.· 76:192* 37:193* 49: 192· 94: 192, 199* 96: 192* 99: 192 υ. 9* 213: 198 υ.31· 737: 192.
265
Σόλων ( ΙΕΟ) 25: 214. Σοφοκλής, αποσπάσματα (ΤΟ γ ) 320: 77. Στρατών, κωμικός ποιητής, (ΟΟΕ) 219.36: 155 υ.12. Στρατών, επιγραμματοποιός, Παλατινή Ανθολογία χίί 7: 160. Σούδα («Σουίδας») αι 357: 125* λ62: 205· λ 306: 199* μ 497: 51' χ 42: 205. Σχόλιο στον Αριστοφάνη, Νεφέλες 16: 71 υ.9.
Ξυρρίβπιοηΐυιη Ερί§ταρΜουιη Οταβαιπι χίίί 32, χν 523, χχί 275: 124. Τίμαιος (ΕΟτΗΐ8ί 566) Ε35Φ). 109 υ. 78* Ε 124(ό). 113* Ε144: 204. Τιμοκλής (ΟΛΕ) 30. 80, 190. , Τυρταίος (ΙΕΟ) 10 214 υ.20. Φανίας (ΗΕ) 7: 58. Φανοκλής (ΟΑ) 7: 221 υ. 9, 220. Φερεκράτης (0 4 1 7) 749: 199. Φιλητάς (Η £) 7.5: 189 υ.3. Φιλόστρατος, Βίος- του Απολλώνιου ί 30 191. Φώτιος δες κυσολάκων: 205. Χαμαιλέων (λνεΙίΓΐί) 26: 190.
Ευρετήριο Αρχαίων Λέξεων άβρός 87 άγαθός 100, 123 άγαπάν 55 άγάπη 55 άγριος 41 κ.ε. άδιάφθορος 51 άδικεϊν 193 αισχροποι-εϊν , -ία 19 αίσχρονργ-εΐν, -ία 83 αισχύνη 46 αιτας, άιτις 212 υ. 16 ακμή 87 άκολονθεϊν 49 άλεκτρύ-αινα, -ων 124 υ.7 άναγκαϊος, άνάγκη 68 άνδρεϊος 135 άνδρόγννος 158 άνεψιός 197 ^ άνή ρ 73 άνθος 87 άντεράν,. άντεραστής, άντερασθήναι, άντέρως 57 άντιφιλεϊν 58 άπαιδενσία 45 υ.6 απαλός 87 άπεψωλημένος 141 απηνής 136 άποδος 108, 133 υ.34 άριστος 123 άρπαγή 208 υ. 12, 217 άρρην 160 άσπάζεσθαι 55 άστράτευτος 158
άτακτος 190 ατιμά£ειν114 άτιμ - ία, -ο0ν 144 υ. 89 άφροδίσια 69 άφροδισιάζ -ει ν, -εσθαι 69, 185 υ.28
βία 41 βινεϊν 153, 154 υ.8, 155 υ.12 γνναικεράστρια 190 δαιμονίως 206 δέφεσθαι 113 υ.85 δέψειν 152 δήμος 121, 172 δήπον 41 διαμήριον, διαμηρίζειν 108 διατριβή 45 υ.4 διαφθείρειν 52 δίκαιος 46, 51, 53, 182 υ.22 δράν 153 υ.7 δρόσος 136 κ.ε. δύσερως 70 έασον 7 υ.7 έθέλειν 193 υ.10 εί<5θ£ 75
εισπνεϊν, είσπνήλας, εϊσπνηλος 223-4 έμός 200 υ.37 έμφύεσθαι 67 έξονειρώσσων 71 έπεμβάτης 65 υ.34 έπιβατεύειν 158 έπιθνμεϊν, επιθυμία 48 επωνυμία 58
Ευρετήριο Αρχαίω ν Λέξεων \/έ ρ ά ν 18, 47, 50, 61, 67, 171 έραννός 47 έράσθαι 47, 192 έρασθείς, έρασθήναι: δες έράν \Ι εραστής 18, 172 κ.ε. έραστός 179 ερατεινός 47 έρατός 47, 214 υ.20 έργάζεσθαι, έργον 119 εργάτης 165 έρόεις 47 έρος, ερως 46 υ.7, 47, 171 έρωμένη 195 υ.22, 212 V ερώμενος 18 ερωτικός 46 υ.7, 46 κ.ε., 52, 60, 63, 84, 88,
169, 176, 190
έστνκώς δες στύειν εταίρα 23 έταιρεϊν 23 κ.ε., 24, 32, 37 έταίρησις 23, 30, 36, 188 έταιριστής, έταιρίστρια 188 εταίρος 23 ενανδρία 198 υ.30 ευγνώμων 51 ευήθης 52 εύηθικός 52 εΰνοια 59 ευπάθεια 221 υ.9 ευπρεπής 141 υ.9 εύρυπρωκτία, εύρύπρωκτος 153, 154, 156
εύσαρκος 15 εύσωματεϊν 76 έφηβος 73, 93 ζηλωτής, ^ λ ο 0 ν 5 1 υ.14 ήλιξ 187 υ.2 ήταιρηκ -έναι, -ώς 22 κ.ε., 24, 109, 159 θαλερός 123 0έλειν 193 υ. 10
θεράπ -αινα, -ων 124 θνητός 214 υ.20 θριγκός 157 ιδού 160 ιθύφαλλος 42
267
ίμερόεις 194 ίμερος 192 κακία 71 υ.8 κακός 132 υ.30 καλή 160 καΑός 17, 51, 61, 76, 121, 123 υ.5, 125, 131, 132 υ.30 καλός καί αγαθός 189 καλώς 131 κ.ε., 123 υ.5 κάρτα 127 καρτερία 173 καταπύγαινα 124, 124 υ.10, 156 καταπύγων 19, 124, 124 υ.7 & 10, 155-7 Κένταυρος, κενταυρικώς 42 κημός 121 κιθαρ -ιστής, -φδός 80 κ.ε. κίθαρος 81 κιναιδία 83 κίναιδος 19 κινεΐν 153 κλεινός 208 κνήν 134 κνίζειν 134 υ.38 κομάν 86 κόμη 200 κότταβος 149 κριθαί 65 κυσολάκων, κυσός 205
λακκοπρωκτία, λακκόπρωκτος 156 λακωνίζειν 205 λαικάζειν 109, 124 υ.6, 155 λαικαστής 156 λαικάστρια 124, 153, 155, 155 υ .1 2 ,188, 199
λέαινα , λέων 124 λεσβιάζειν 199 λευκανθής 87 λοιδορεϊσθαι 62 λυσιμελής 207 υ.9 μαινόλ -ας, ης 124 υ.9 μαλθακός 87 μανία 41 μειράκιον 24, 93, 95 υ.48 μελιχρούς 87 μέτριος 24
268
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
μηροί 108 μικρός 131 ναίχι 122 υ.4 νεανίσκος 94 νέος 93 υ.43 νόμος 89, 189 οίκημα 119 οϊφειν 124 υ.9, 134 οιφόλης 124 όλισβοδόκος 192 υ.9 όμιλεϊν 218 υ.2 όνειροπολεϊν , όνεφώττειν71 υ.9 όπνιεϊν 184 υ.26 όρχίπεδα, 105 οσιος 182 υ.22 (Υ) 193 υ.10
πάθημα 153 υ.7 πάθος 51 παιδεραστεϊν 55, 180, 205 παιδεραστής 55-7, 69, 94, 148, 163, 180 υ.18
παιδεραστία 148,176 υ.11, 204,206, 223 παιδιά 19 υ.31 παιδικά 18 κ.ε. ^παιδικός 18, 59 υ.29, 70 παιδοσπορεΐν 178 υ.15 παιδοφιλεϊν, παιδοφίλης 55, 215 ^ παΐς 18, 93 κ.ε., 181 παλαίστρα 60 πανκαταπύγων 156 πανούργος 52 παρασταθείς 207 παρθένειον 196-8, 214 πάσχειν 153 υ.7 πείράν 18 πεπορνευμένος, πεπορνεΰσθαι 22-4, 48 περιτέμνειν 141 περνάναι 22 πίων 87 πόθος 192 ποιεϊν 119, 153 υ.7 ποικίλος 89 πονηρία, πονηρός 51 πορνεία 19 πορνεύεσθαι 22, 24· δες επίσης πεπορν-
πόρνη 22 κ.ε., 153 πόρνος 22, 43, 58, 114, 160 πόσθιον 152 υ.5 προαγωγεύειν 31 προαίρεσις 35, 69 προσαγορεύειν 128 πρωκτός 111 πυγή 111, 155 πυγίζειν 114, 155 υ. 12 ρίνη 134 υ.38 σαπρός 65 σοφία 61 σοφιστής, σοφίστρια 188 σοφός 123, 123 υ.5 σοφώς 123 υ.5 >/ σπεύδειν 124 στίλβειν 149 υ.2 στύειν 132, 157 σνλή 41 σώμα 13 υ.23 σωφρονεϊν 148 σωφροσύνη 93, 106, 204 τείρειν 197 τρήμα 161
τριόρχης 114 τρόπος 56, 69, 69 υ.5 τρυφερός 87 τυγχάνειν 169 ύβρίζειν 38-9, 66, 184 υβρις 22, 30 κ.ε., 34, 38-42 <5ες επίσης Ευρετήριο III υβριστής 38-42, 51 υβριστικός 38 ύπουργεϊν 49 κ.ε., 91 υπουργία 49 φέρειν 65 υ.34 φιλαθήναιος 121 φιλανθρωπία , φιλάνθρωπος 51 φιλεΐν 50, 54 κ.ε., 55 υ.20, 65, 129, 133
κ.ε., 193 φιλεραστής 57 φιλέφηβος 73 φιλήτωρ 208 φιλία 45, 54, 55 υ.20, 58
Ευρετήριο Αρχαίων Λέξεων φιλονικία 46 υ.8 φίλος 54, 128, 187 υ.2 φιλότης 55, 65, 193 φιλούμενος 129 υ.20 φιλών 133 υ.33 φλέψ \\?> φυά, φνή 198 φνσις 68 χαρίζεσθαι 48-50, 91, 173
χάρις 50 χάσκειν 200 υ.36 χλωρός 88 υ.34 χοίρος 127 ψυχή 13 υ.23 ψωλός 113 υ.85, 141 ώραϊος 75 ωχρός 88 υ.34
Γενικό Ευρετήριο Αγάθωνας 89, 92, 152 υ.5, 153-5, 157 αγάπη 54-9, 133-5, 177 κ.ε. αγγειακές επιγραφές 7, 10, 124-33, 160 αγγειογραφία 5-10, 166, 214 Αγησίλαος 70 αγκάλιασμα 105 αγνότητα 26 υ.4 δες επίσης εγκράτεια άγχος 189 Ά δμη τος 57, 178, 220 Ά δω νης 188 Αθήνα 4, 90 κ.ε., 96 κ.ε., 147, 209, 215 αθλητές 71 κ.ε., 76 Αίγυπτος 140 κ.ε. αιδοίο (γυναικείο) 147 αιδώς 212 υ.18 αιμομειξία 171 υ.8, 182, 209 Α ισχίνης 15 κ.ε., 46 κ.ε., 50 κ.ε., 60-3 66, 74, 83 κ.ε., 118 Αισχύλος 85 υ.30, 218 κ.ε. Αλκαίος από τη Μυτιλήνη 214 Αλκιβιάδης 94, 98, 171-4, 205, 224 υ.14 Ά λκ ισ τη 57, 178 Αλκμάν 196 κ.ε. αμφίεση 83 κ.ε., 87 υ.32α, 142 Ανακρέοντας 190 κ.ε. αναστολή 25, 104 υ.66, 166* δες επίσης επιφυλακτικότητα αντιλόπη 115 υ.95 Αντισθένης 93 αντισύλληψη 205, 111 απόδειξη 28 κ.ε.· δες επίσης επιχείρη μα, δικαστήρια Απόλλωνας 86 κ.ε., 220 αποπλάνηση 172 κ.ε., 179 αργκό 65 Αριστοτέλης 176 υ. 11, 184
Αριστοφάνης 148-67 Αρμόδιος και Αριστογείτονας 45, 69, 90,209 Α ρχίλοχος 190 αστεία 11, 105, (παιγνιώδης χαρακτή ρας) 117 υ. 100, (κωμικό πνεύμα) 140* δες επίσης κωμωδία Αταλάντη 64 ατολμία 93 Αττική, δες Αθήνα αυνανισμός 106 κ.ε., 113, 128, 140, 148, 152, 163 ^ αυτοθυσία 56 κ.ε., 210 αυτοκτονία 56 υ.23 Αυτόλυκος 59 κ.ε., 161 αφηρημένα θέματα 147 Αφροδίτη 64, 69, 176, 188, 193 Αχιλλέας 87* και Πάτροκλος 45, 58, 77, 142, 218, 219 βάλανος 138-45 βιασμός 40 υ. 18,50 υ.13,67,207 κ.ε.· επίσης επίθεση, ύβρις Βοιωτία 89 κ.ε., 208 κ.ε., 210 κ.ε. βοσκοί 72, 114, 164
δες
γάμοι (τελετή) 194 γάμος 178, 183, 187, 212 Γανυμήδης 7,76-8,86 κ.ε., 101 κ.ε., 137, 159, 163, 188, 204, 217-9 γελοιογραφία 8, 78, 139 γένια 78, 95, 157· δες επίσης ηλικία, μαλλιά γενναιότης 81, 35 γεννητικά όργανα 136, 141 κ.ε.· δες επί σης πέος, αιδοίο (γυναικείο) γίγαντες 137
Γενικό ευρετήριο γλουτοί 77, 137 γυμναστήρια 60, (παλαίστρα) 151 γυναίκες 40 υ.18, 96-9, 110-2, 157 κ.ε., 162-6,176 υ. 11,184 κ.ε., 187-201,212 Δάτης 107 δειλία 83, 158 Δήμος, γιος του Πυριλάμπη, 121 Δημοσθένης 21 κ.ε., 38 κ.ε., 44, 51, 75, 83 κ.ε., 109 Δημοχάρης 109 διαγωνισμοί ομορφιάς 198 διαδόσεις* δες κουτσομπολιό Δίας 7, 76 κ.ε., 86, 101 κ.ε., 140, 205, 217-9 διαχωρισμός, σεξουαλικός (απομόνω ση) 164 κ.ε., 166 υ.23, (απομόνωση) 211
δικαστές* δες δικαστήρια δικαστήρια 15, 25 κ.ε., 34, 42 κ.ε. Διόνυσος 54, 79, 85, 103, 188 Δίων από τις Συρακούσες 65 δούλοι 53, 66, 107, 163 δύο μέτρα και δύο σταθμά 96-9 δώρα 101, 160, 193 Δωριείς 203-16 εγκράτεια 70 εγκώμια 63, 169 κ.ε. εθισμός 184-6 εικόνες (παρομοιώσεις) 64 κ.ε. εκπαίδευση 45 υ.4, (παιδεία) 52 υ. 19,99100,191,223 εκσπερμάτωση 71, 186 έκφραση προσώπου 6 ελεγειακή ποίηση 55, 214 Ελένη 206 εμετός 167 έμμηνη ρύση 189 ενεργητικός και παθητικός ρόλος 18, 5 8,74,89-100,114κ.ε., 148,150,185, 193 Ενδυμίων 188 Εξηκίας 146 υ.19 έξοδα 70, 74 εονισμός 66 επιγράμματα 16 κ.ε.
271
^επιγραφές 134 κ.ε.* δες επ ίσ η ς αγγεια κές επιγραφές επίθεση 39, 102 κ.ε.* δες ε π ίσ η ς επιθετι κότητα, βιασμός επιθετικότητα 114 κ.ε., 157 κ.ε.* δες ε π ί σ η ς επίθεση επιχείρημα, νομικό 25, 26 κ.ε., 31 κ.ε., 37 κ.ε., 41, 43* δες επ ίσ η ς δικαστή ρια, απόδειξη επιφυλακτικότητα 59 κ.ε., (εχεμύθεια) 117* δες επ ίσ η ς αναστολή εργασία 165 ^ ερμαϊκές στήλες 115, 146 κ.ε., 166 υ.24 έρωτας 47-54 και ρα88ΐπΐ' δες επ ίσ η ς το Ε υρ ετή ριο II
Έρωτας (ο θεός) 47, 69, 79, 82, 85 κ.ε., 102, 136, 142, 176-80 ερωτική πολιορκία 49, 90 κ.ε., 95-107, 193 εταίρες 63, 187* δες επ ίσ η ς το Ε υρετή ρ ιο II
ευαισθησία 52 Ευαίωνας 125 Ευθυμίδης 126 Ευξίθεος 119 Ευρυμέδοντας 116 Ευφρόνιος 126 Ζέφυρος* δες Υάκινθος ζήλεια 195 ζώα 63, 109 υ.79, 115, 181 κ.ε. Ηγήσανδρος 24, 28 κ.ε. ' Ηλιδα 89 κ.ε. 208-11 ηλικία 68, 92-5, 154, 187, 214 υ.20 Ηρακλής 9, 71, 87, 146, 188, 220 Ηώς* δες Τιθωνός θάρρος* δες γενναιότης Θέογνης 11, 63-5 θεοί 194 κ.ε., 218 κ.ε. Θήβα* δες Βοιωτία θηλυπρέπεια 75, 158 Θήρα 133 κ.ε., 213 Θησέας 86, 146, 206, 220 Θράκη 141 θρησκεία 224* δες επ ίσ η ς θεοί
272
Η Ομοφυλοφιλία στην Α ρχαία Ελλάδα
ιαμβική ποίηση 12, 167, 214 ιδιότητα πολίτη 34-8, 61, 114, 118-20 Ιερώνυμος, γιος του Ξενόφαντου, 41 κ.ε., 151 Ιόλαος 146, 220 Ιππώνακτας 190 Ίωνες 89 κ.ε., 203, 213-6 καινοτομία 221 κ.ε., 224 Καλλίας από τη Μυτιλήνη 191 κ.ε. Καλλικλής 121 καμηλοπάρδαλη 109 υ.79 Κένταυροι 41, 145, 151 Κλεισθένης 158 Κλέων 154 Κλεώνυμος 152, 158 κομπασμός 59 υ.29, (καυχησιολογία) 134 κόπρανα 159, 167 Κόρινθος 111, 147, 200 κορμός (σώμα) 78, 79 κουτσομπολιό 43 κ.ε., 44, 118 Κρήτη 203-8, 211, 215, 223 Κριτίας 61, 75, 119, 134, 175 κ.ε. κτηνοβασία 72, 106 κυνήγι 96 κ.ε. κυνισμός 161 κωμαστές 7, 108, 167 κωμωδία 12 κ.ε., 141 κ.ε., 148-68, 190, 205-7 Κωπήρεια έκκριση 136 υ. 1 Λάιος 67, 181, 220 λεκάνη (πύελος) 77 λεσβιασμός 199 κ.ε. Λέσβος 189, 194, 199 κ.ε. λόγχες 146 κ.ε. λυρική ποίηση 214 Λυσίας 48 Μακεδονία 3 κ.ε., 21, 212 μαλλιά 41, 85 κ.ε., 151, 155, 200* τρίχες του σώματος 78, 157, 200 μάτια 73, 78 Μελέαγρος 16 κ.ε. Μέμνονας 30 υ.23 Μένανδρος 166, 168 μηροί 77
Μίνωας 205, 220 Μισγόλας 24 κ.ε., 28 κ.ε., 43 κ.ε., 80 μοιχεία 166, 148, 212 υ.17 μορφές, Πλατωνική θεωρία τών 175 κ.ε., 179 μουσική 80-2 μύες 76 μύθος 120 υ.61, 217-21 μύτη 78, 88 νόμος 26, 209 κ.ε. δες επίσης δικαστή ρια Ξενοφώντας 67 κ.ε., 70 ξίφη· δες σπαδιά ξυστές επιγραφές 10, 121-4, 133 κ.ε., 156, 213 κ.ε. οικογένεια 222-5 οίκοι ανοχής 33, 35, 153 όλισβος 112, 144 ομαδική δραστηριότητα 95, 112, 166 Ό μ ηρος 3, 132, 194, 219 ομορφιά 17, 68, 72-, 75 κ.ε., 97 κ.ε., 12133, 170 κ.ε., 173, 176, 179 κ.ε., 198, 214 υ.20 \/ ομοφυλοφιλία, ορισμός τής 1, 109 υ.79 όνειρα 71 Ορέστης 79, 86, 146* και Πυλάδης 79, 219 Ορφέας 86, 178 όσχεο 137 κ.ε. ούρηση 167 πάλη* δες γυμναστήρια Πάνας 102 Πάρης 130 Παυσανίας 14, 89-92, 99 κ.ε., 157 πάχος 77, 87 Πεισίστρατος 110 υ.80 Πέλοπας 102, 218 κ.ε. πέος 136-47 Περίανδρος 117 υ.101, 152 Περικλύμενος 116, 147 υ.20 περιτομή 140 κ.ε. Περσία 3, 89 υ.38, 107, 116, 155 Πίνδαρος 196, 2Γ8 κ.ε.
Γ ενικό ευρετήριο πίθηκοι και χιμπατζήδες 115 υ.93, 122, 221 υ.8 Πλαταιείς 36 Πλάτωνας 13-5, 65, 165, 168-84 πλούτος 81, 165 πόθος (επιθυμία) 47-54, 181, 185 υ.28, 192 ποίηση 10 κ.ε., 16 κ.ε., 63-6, 214 υ.20 ποινές 29-32 Vπόλεμος 222 κ.ε. πολιτική 91 υ.40, 154 πορδή 155 πορνεία 19, 22-4, 33, 37, 40, 46, 50, 74, 114, 118 κ.ε., 153 πόσθη 136, 138 κ.ε. Πρίαπος 115, 144 προαγωγεία 30 κ.ε. πρόσωπο 78* δες επίσης έκφραση προ σώπου πρωκτός 153, 155 σάρκα, υφή τής 87 σ ά τ υ ρ ο ι7 ,7 9 ,106,131 κ.ε., 139 κ.ε., 152 υ.6 Σαπφώ 132, 189-96 σεξουαλική επαφή, πρωκτική 108 κ.ε., 148,153-61,206-7,212· διαμήρια 108 κ.ε., 111* κολπική 108, 110 κ.ε. σεξουαλική στοματική επαφή (προς άντρα) 109, 111, 155 υ.12, 199 κ.ε., Σ.Μ. 157 σεξουαλική στοματική επαφή (προς γυναίκα) 112, 116 Σόλωνας 37, 215 Σοφίλος 126 σπαθιά 146 Σπάρτη 86, 89, 189, 196-9, 203-7, 212, 215, 218 υ.2, 223 σπέρμα 106 υ.70, 185 κ.ε., 224 υ. 13 στάση του σώματος 79, 154 στρατιωτική οργάνωση 203,209-12,223
273
Στράτωνας 17 υ.30 στύση του πέους 106, 115, 137-40 συμμορίες 42 συναγωνισμός 97 υ.52 Σωκράτης 14, 61, 88, 93, 95, 168-80, 191 ταμπού 189, (απαγορευμένο θέμα) 199 Τιθωνός 7, 82, 102, 188, 217 Τίμαρχος 15, 21-5, 26-34, 37,40-5, 51-8, 66, 74, 81, 116 κ.ε. Τυδέας 116, 147 υ.20 Υάκινθος 82, 86, 102, 108 ύβρις 38-43 Ύ λας 188,220 υπερρεαλισμός 145 Φαλής 8 φαλλικό δέος 196 υ.24 φαλλός 144, 148 φαλλός-πουλί, φαλλός-άλογο 145 φαντασίωση 57 κ.ε., 145-7 Φάωνας 86, 190 υ.6 φθόνος του πέους 196 υ.24 φιλαρέσκεια 93 φιλί 65, 70, 103, 175, 179 φιλονικία 62 κ.ε., 102 υ.62, 208 υ.12 φιλοσοφία 168-86 φόρος, πορνείας 33, 44 Φοίνικες 140 φτώχεια 118, 164 φυλακή 96 υ.50 φύση 66, 169, 181-6 Ρ γοικΙ 196 υ.24 χάδια 103-5, 149 Χαλκίδα 205 κ.ε., 210 χειρονομίες 6 κ.ε., 100 Χρύσιππος 67, 163, 220 χρώμα δέρματος 84-5, 87 κ.ε., 116 χρώμα μαλλιών 86 ψίθυρος* δες κουτσομπολιό